Joann Ross - η Καρδια Μιασ Γυναικασ

February 3, 2018 | Author: zinas | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

ΩΗΜΩΚΗΩ...

Description

JoAnn Ross Η καρδιά μιας γυναίκας Μετάφραση: Κλαίρη Παπαμιχαήλ

MIRA

Τίτλος πρωτοτύπου: JoAnn Ross, A Woman’s Heart Μετάφραση: Κλαίρη Παπαμιχαήλ Επιμέλεια: Μαρία Βαϊμάκη Διόρθωση: Ευαγγελία Μαλακού Σ. Ντον © 1998 by JoAnn Ross. Άλλα έργα της συγγραφέως: Κρυφές Αμαρτίες Το Μεγάλο Ψέμα Το Άρωμα του Νότου Εξομολογήσεις

Για την ελληνική γλώσσα, κατόπιν συμφωνίας με τη Harlequin Enterprises II B.V.: © 1999 ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ Α.Β.Ε.Ε. Ιπποκράτους 57,106 80 Αθήνα, τηλ. 360.9438 ISBN 960-620-027-2 Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου, η αναπαραγωγή ή μετάδοση του με οποιοδήποτε οπτικοακουστικό ή άλλο μέσο, χωρίς την άδεια του εκδότη. Όλοι οι χαρακτήρες είναι φανταστικοί. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα, που ζουν ή έχουν πεθάνει, είναι καθαρά συμπτωματική. Τυπώθηκε και βιβλιοδετήθηκε στην Ελλάδα.

Η Τζο-Ανν Ρος έγραψε την πρώτη της ιστορία -μια ιστορία αγάπης ανάμεσα σε δύο αγριόπαπιες- όταν ήταν μόλις επτά ετών. Εργάστηκε ως πιανίστα και δασκάλα μουσικής και αργότερα ως συντάκτρια σε διάφορες εφημερίδες. Το πρώτο της μυθιστόρημα εκδόθηκε το 1982. Σήμερα τα βιβλία της εκδίδονται σε είκοσι επτά χώρες του κόσμου, ενώ μόνο στη Βόρεια Αμερική έχουν πουλήσει περισσότερα από δέκα εκατομμύρια αντίτυπα. Παντρεύτηκε τον παιδικό της έρωτα δύο φορές- και ζει στο Φοίνιξ της Αριζόνα.

Στην πράκτορά μου, Ντάμαρις Ρόουλαντ, που πίστεψε σ’ αυτό το μυθιστόρημα από την πρώτη στιγμή. Σε όλους τους φίλους μου που με παρότρυναν να συνεχίσω να γράφω στις δύσκολες στιγμές -και ιδιαίτερα στα μέλη του Romance Writers Association-On Line για την υπέροχη συμπαράστασή τους· στην Ομάδα Ρομαντικού Μυθιστορήματος του AOL, που μου βρήκε ένα πολύ διασκεδαστικό καταφύγιο- στους σοφούς και πνευματώδεις Σταρς, που σημαίνουν τόσο πολλά πράγματα για μένα· και ιδιαίτερα στην Πάτι Γκάρντνερ Έβανς, που πάντα ξέρει πότε ακριβώς να μ’ αφήνει να γκρινιάζω. Στο γιο μου Πάτρικ, στη γυναίκα του, Λίζα, και στη Μαρίζα-το-ΥπέροχοΜωρό, μια αστραφτερή ηλιαχτίδα που μπορεί να φωτίσει ακόμα και τις πιο σκοτεινές μέρες. Και, τέλος, στον πολυαγαπημένο μου Τζέι, που άλλαξε τη ζωή μου εκείνο το μοιραίο πρωινό πριν από τόσα χρόνια και συνεχίζει να κάνει την κάθε μέρα μια καινούρια περιπέτεια.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

1

Πρόλογος Προσευχές που δεν Εισακούστηκαν Ήταν σούρουπο, αυτή η μαγική ώρα που ο κόσμος μοιάζει μετέωρος ανάμεσα στη μέρα και τη νύχτα. Η απόμακρη λίμνη, σκαλισμένη από τους παγετώνες ανάμεσα στους καταπράσινους λόφους, αστραποβολούσε, αντανακλώντας τα ερείπια του κάστρου του δωδέκατου αιώνα που είχε δώσει στην ιρλανδέζικη πόλη του Κασλ-λοχ* το όνομά της. Καθώς ο ήλιος χαμήλωνε ολοένα και περισσότερο στο συννεφιασμένο ουρανό, ο εξάχρονος Ρόρι Φιτζπάτρικ κάθισε στη μυστική κρυψώνα του κι άρχισε να διηγείται τα γεγονότα της ημέρας στην καλύτερή του φίλη. «Ο Τζόνι Μέρφι έκλεψε τις όστιες. Όχι τις απλές αλλά τις ιερές, από το αρτοφόριο, που ήταν ήδη ευλογημένες. Ξέρεις, αυτές που ο πάτερ Ο’ Μάλεϊ παίρνει μαζί του όταν πηγαίνει να επισκεφθεί τους κατάκοιτους. Και μετά ο Τζόνι τις μοίρασε στον αυλόγυρο του σχολείου. Πολλά παιδιά, που δεν έχουν μεταλάβει ακόμα για πρώτη φορά και δεν ξέρουν, τις έφαγαν. Εγώ, όμως, δεν έφαγα». Η Κυρά δεν απάντησε. Ποτέ δεν απαντούσε. Μα ο Ρόρι διαισθάνθηκε τη σιωπηρή της επιδοκιμασία. *

Από τις λέξεις castle, κάστρο, και lough, λίμνη. (Σ.τ.Μ.)

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

2

«Και τώρα έμπλεξε άσχημα. Η αδελφή Μαίρη Πάτρικ τον έδειρε και δεν θα τον αφήσουν να έρθει στην εκδρομή πατέραγιου». Αναστέναξε βαριά, μάζεψε τα γόνατά του στο στήθος του και τύλιξε γύρω τους τα αδύνατα μπρατσάκια του. Στην απέναντι όχθη της λίμνης με τις καλαμιές, το πέτρινο κάστρο φάνταζε μελαγχολικό στο φως του δειλινού. «Σκέφτομαι να κάνω τον άρρωστο εκείνη τη μέρα. Ο πάτερ Ο’ Μάλεϊ λέει ότι δεν χρειάζεται να ‘χει κανείς μπαμπά για να πάει στην εκδρομή κι ο ξάδερφος Τζέιμι μου είπε ότι μπορώ να μοιραστώ τον δικό του, αλλά δεν είναι το ίδιο. Άσε που ο μπαμπάς του πίνει πολύ. Και είναι πολύ κακός, ακόμα κι όταν δεν είναι μεθυσμένος. Έτσι, λοιπόν, δεν θέλω να τον μοιραστώ μαζί του». Ο Ρόρι ακούμπησε το πιγούνι του στα γόνατά του και κοίταξε τα γαλάζια νερά που σκούραιναν σιγά σιγά. «Μακάρι να είχα πατέρα». Δίπλα του, η Μέιβ, το δυνατό, ιρλανδέζικο κυνηγόσκυλο με τα γκρίζα, ασπρόμαυρα χρώματα, που του ‘χε χαρίσει η θεία του η Κέιτ, κλαψούρισε. Ο Ρόρι μπορεί και να νόμιζε ότι τον λυπόταν, αλλά το σκυλί κλαψούριζε συνέχεια. Η μητέρα του έλεγε πως η καημένη η Μέιβ ήταν το πιο φοβητσιάρικο ζώο που γεννήθηκε ποτέ σε όλη την Ιρλανδία. Ή και οπουδήποτε αλλού. Ο Ρόρι σκέφτηκε πως μάλλον είχε δίκιο. Και γι’ αυτό ήταν πολύ περίεργο που ποτέ της δεν έδειχνε να φοβάται την Κυρά. «Η προγιαγιά μου, η Φιόνα, λέει ότι ο Θεός πάντα απαντάει στις προσευχές μας. Μα εσύ ξέρεις ότι εγώ προσεύχομαι συνέχεια. Από τότε που ήμουν μικρός. Και η θεία Κέιτ μου ‘δωσε μια ειδική πέτρα, που λέει ότι είναι σαν αυτές που χρησιμοποιούσαν οι δρυΐδες για να κάνουν μαγικά...» Έβγαλε

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

3

την πέτρα με τη σημαδεμένη επιφάνεια από την τσέπη του μπλουτζίν του και της την έδειξε, «...αλλά εξακολουθώ να μην έχω μπαμπά». Αναστέναξε πάλι. «Αν είχα μπαμπά, ίσως η μαμά να σταματούσε να κλαίει». Τα λαμπερά μάτια της Κυράς, που είχαν ακριβώς το χρώμα του αγαπημένου βόλου από αχάτη του Ρόρι, του έκαναν μια σιωπηρή ερώτηση. «Α, ποτέ δεν κλαίει όταν είμαστε όλοι εκεί», έσπευσε εκείνος να τη διαβεβαιώσει. «Καμιά φορά, όμως, αργά το βράδυ, όταν σηκώνομαι για να πάω στο μπάνιο, την ακούω. Νομίζω πως φοβάται ότι θ’ αναγκαστεί να πάει να δουλέψει σ’ εκείνο τον επιχειρηματία, στο Γκόλγουεϊ». Εδώ κι ένα μήνα κουβέντιαζε με την Κυρά γι’ αυτό. Έναν ολόκληρο μήνα, στη διάρκεια του οποίου η μητέρα του προσποιόταν πως δεν συνέβαινε τίποτα. Τα βουνά άλλαζαν χρώματα, καθώς ο ήλιος έδυε. Ο Ρόρι ήξερε πως, αν δεν γύριζε γρήγορα στο σπίτι, η μητέρα του θ’ ανησυχούσε. Αρκετές έννοιες δεν είχε ήδη στο κεφάλι της και χωρίς ν’ αναρωτιέται πού πήγαινε εκείνος; Ήταν σαν ν’ άκουγε ήδη τη θεία του τη Μαίρη να τον μαλώνει. «Αν υπήρχε πατέρας», είπε στην Κυρά, «θα είχαμε πιο πολλά λεφτά. Και τότε δεν θ’ αναγκαζόμαστε να παρατήσουμε το Κασλ-λοχ». Κι εσένα. Οι λέξεις που δεν ειπώθηκαν απέμειναν μετέωρες στην απαλή, γεμάτη υγρασία, ατμόσφαιρα ανάμεσά τους. «Ο παππούς νοίκιασε ένα δωμάτιο σε έναν από τους Αμερικανούς που φτάνουν αύριο στο Κασλλοχ», της θύμισε, αλλά δεν χρειαζόταν. Η Κυρά ποτέ δεν ξεχνούσε αυτά που της έλεγε ο Ρόρι. Αυτός ήταν ένας από τους λόγους που τη θεωρούσε την καλύτερή του φίλη. Ένας άλλος ήταν ότι μπορούσε να μοιραστεί τα πάντα

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

4

μαζί της. Ακόμα και τις σκέψεις που δεν μπορούσε να εξομολογηθεί στη μητέρα του. «Ο Αμερικανός πληρώνει πολλά λεφτά. Μπορεί να μας φτάσουν». Ένας κόμπος στάθηκε στο λαιμό του Ρόρι, όπως κάθε φορά που σκεφτόταν ότι μπορεί να έφευγαν από τη φάρμα. Ξεροκατάπιε θλιμμένος. Η Μέιβ έσπρωξε το χέρι του, χώνοντας το τεράστιο κεφάλι της κάτω από την παλάμη του. Ο Ρόρι τη χάιδεψε αφηρημένος, παλεύοντας με τα ατίθασα συναισθήματά του. «Φαντάζομαι ότι δεν θα εμφανίζεσαι όσο είναι εδώ οι Αμερικανοί». Παρ’ όλο που η οικογένειά του είχε ανάγκη αυτά τα χρήματα, του Ρόρι δεν του άρεσε καθόλου αυτή η ιδέα. Η Κυρά κούνησε αργά το κεφάλι της. Ίσως να μην ήταν παρά ένα παιχνίδι του φωτός που αντανακλούσε στα νερά, μα ο Ρόρι νόμισε ότι είδε δυο δάκρυα ν’ αστράφτουν στα γλυκά, χρυσαφένια μάτια της. Ήθελε να βάλει κι αυτός τα κλάματα. «Ένας μήνας θα ‘ναι μόνο». Και του φαινόταν σαν ένας αιώνας. «Μόλις φύγουν, θα ξανάρθω». Αν δεν είχαν μετακομίσει μέχρι τότε στο Γκόλγουεϊ. Ο Ρόρι σκούπισε με το μανίκι του πουλόβερ του τα μάτια του που έτσουζαν. Δεν του άρεσε καθόλου που η φωνή του ακουγόταν στριγκή και τρεμάμενη, σαν να ‘ταν κανένα κλαψιάρικο μωρό. «Θα ξανάρθω». Δυνάμωσε τη φωνή του, λες και η ευχή του θα πραγματοποιούταν αν έλεγε τις λέξεις μεγαλόφωνα. Δίπλα του, η Μέιβ κούνησε την ουρά της. Φυσικά και θα ξανάρθεις.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

5

Τα γαλάζια μάτια του Ρόρι γούρλωσαν από την έκπληξη. Ήταν η πρώτη φορά που η Κυρά τού μιλούσε! Οι λέξεις μπορεί να μην ακούστηκαν, αλλά αντήχησαν μέσα στο μυαλό του. Ο ήλιός έδυε πίσω από το βουνό μέσα σ’ ένα εκτυφλωτικό ρουμπινένιο φως, κάνοντας τις πράσινες φολίδες της Κυράς ν’ αστράφτουν σαν σμαράγδια. Με το ηθικό του ανεβασμένο και τις ελπίδες του αναζωογονημένες, ο Ρόρι παρακολούθησε το πανάρχαιο πλάσμα της λίμνης να τινάζει την ουρά του και ύστερα να βυθίζεται μέσα στα βαθυγάλανα νερά.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

6

1 Νόρα Τα νέα έφτασαν στο Κασλ-λοχ σαν να ταξίδευαν μαζί με την πρωινή ομίχλη. Πέρασαν από το κατάστημα δώρων του Ντόναλ, που βρισκόταν στην περιποιημένη μεσαιωνική πλατεία, στο παμπ Άιρις Ρόουζ της Τζέιλ Ρόουντ κι έφτασαν ως το ζαχαροπλαστείο της Μόλι Λη, που στεκόταν ψηλά στα πανάρχαια σκαλοπάτια από τα οποία οι επισκέπτες κατέβαιναν τη χαραγμένη πάνω στα βράχια απότομη πλαγιά για να φτάσουν στη θάλασσα. Από τον αυλόγυρο του σχολείου ως την εκκλησία, από το δημαρχείο του χωριού ως το ταχυδρομείο -όπου η Ελίζαμπεθ Μέρφι έσπευδε να βγάλει ανακοίνωση κάθε φορά που άλλο ένα κόκκινο, άσπρο και μπλε γράμμα έφτανε εξπρές από την Αμερική- η ερώτηση ήταν πάντα η ίδια: «Τ’ ακούσατε; Έρχονται οι άνθρωποι του κινηματογράφου». Όταν η Νόρα Φιτζπάτρικ έφτασε στο χωριό τη μέρα που αναμενόταν το κινηματογραφικό συνεργείο, οι ψίθυροι και τα μουρμουρητά είχαν γίνει πια σωστός σαματάς. Παρ’ όλο που τα κατακίτρινα σκίνα άνθιζαν στους φράκτες και η μυρωδιά της καθυστερημένης άνοιξης πλανιόταν στην απαλή θαλασσινή αύρα, η μέρα ήταν παγερή και τα σύννεφα απειλητικά.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

7

Η Νόρα πέρασε από το κατάστημα Τσίκεν εντ Τσιπς του Ο’ Νιλ για να πιει ένα φλιτζάνι τσάι και να ζεσταθεί λιγάκι ύστερα από τη μεγάλη διαδρομή από τη φάρμα. Η μεγαλύτερη θυγατέρα του Ο’ Νιλ φλέρταρε με το όμορφο αγόρι που τους είχε φέρει μια παραγγελία από κουτάκια λεμονάδας. Νιώθοντας πολύ μεγαλύτερη από τα είκοσι πέντε χρόνια της, η Νόρα τους είδε, φεύγοντας, να γελάνε χαρωπά με κάποιο αστείο που είπε το παλικάρι. Καθώς διέσχιζε την πέτρινη γέφυρα πάνω από το ποτάμι που κυλούσε ορμητικά προς τον Ατλαντικό, σκέφτηκε ότι φθονούσε τη δεκαοκτάχρονη Μπρέντα Ο’ Νιλ. «Δεν τη φθονώ», είπε μεγαλόφωνα. «Ίσως να τη ζηλεύω λιγάκι». Η θέα του ανέμελου ζευγαριού τής θύμισε την εποχή που τη φλέρταρε ο άντρας της, ο Κόνορ. Αναστέναξε βαριά στην ανάμνηση αυτή που ήταν ευχάριστη και συνάμα θλιβερή. Ο Κόνορ Φιτζπάτρικ, που είχε μεγαλώσει στη γειτονική φάρμα, είχε εξελιχτεί σ’ έναν άντρα τόσο όμορφο και τολμηρό όσο οι αρχαίοι βασιλιάδες. Η Νόρα αμφέβαλλε αν υπήρχε γυναίκα που θα μπορούσε να του αντισταθεί και να μην τον ερωτευτεί. Αφού πέρασε μερικά χρόνια στην Ευρώπη, όρμησε κυριολεκτικά στη ζωή της και μαλάκωσε τον πόνο που τη βασάνιζε τόσο εκείνη την εποχή. Και γι’ αυτό θα τον αγαπούσε πάντα. Έσπρωξε το ποδήλατο της στο ανηφορικό, στενό καλντερίμι. Πέρα μακριά, έβλεπε τη λίμνη, σκαλισμένη από έναν παγετώνα πριν από χιλιάδες χρόνια, κρυστάλλινη ανάμεσα στα βουνά που ήταν σκεπασμένα με ομίχλη. Στην απέναντι όχθη της, ένας προχριστιανικός κύκλος από πέτρες έμοιαζε να περιμένει σιωπηλά την τελετουργική φωτιά του ηλιοστασίου. Ο χυμός είχε αρχίσει να κυλάει μέσα στις σημύδες, δίνοντας στα χειμωνιάτικα καφέ κλαδιά τους ένα ζωηρό μαβί χρώμα.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

8

Ήταν άνοιξη όταν ο Κόνορ έκανε πρώτη φορά έρωτα μαζί της -την πρώτη νύχτα του γάμου τους- και η Νόρα ούτε που σκέφτηκε να φοβηθεί, τόσο πολύ τον εμπιστευόταν. Οι γλυκόπικρες αναμνήσεις διατηρούνταν ανέπαφες στο μυαλό της σαν απολιθώματα σε κεχριμπάρι. «Είχα επαφή με τη μαμά σου τις προάλλες», της είχε πει η κουνιάδα της την προηγούμενη βδομάδα. «Λέει ότι χρειάζεσαι πια έναν άντρα στη ζωή σου». Η Νόρα δεν ξαφνιάστηκε ιδιαίτερα που η Κέιτ ισχυριζόταν πως επικοινωνούσε με την Έλινορ Τζόις. Το γεγονός πως ήταν πεθαμένη εδώ και χρόνια, δεν εμπόδιζε την ίδια τη Νόρα να μιλάει μαζί της. Μια που αυτές οι συζητήσεις αποτελούσαν μεγάλη παρηγοριά γι’ αυτή, δεν μπήκε ποτέ στον κόπο ν’ αναρωτηθεί αν οι άλλοι τη θεωρούσαν τρελή. Άλλωστε, η Νόρα πίστευε συχνά ότι όντως θα τρελαινόταν αν δεν κουβέντιαζε τα προβλήματά της με τη μαμά της. Ωστόσο, παρ’ όλο που ποτέ δεν της απαντούσε -παρά μόνο στο μυαλό τηςυποψιαζόταν ότι η περίπτωση της Κέιτ ήταν πολύ διαφορετική. Από τότε που ήταν μικρή, η Κέιτ μπορούσε να βλέπει πράγματα. Όπως όταν ήταν πέντε χρονών και είδε το μαύρο στεφάνι στην πόρτα της κυρίας Κάλαχαν. Δύο μήνες αργότερα η ηλικιωμένη γυναίκα έπαθε καρδιακή προσβολή την ώρα που ξεχορτάριαζε το παρτέρι με τα λάχανα. Ή τότε που ήταν έφηβες και είχαν πάει για πικνίκ στην παραλία με δυο αγόρια και η Κέιτ είδε τον μικρό Κέβιν Νούναν να πλέει μπρούμυτα στα κύματα λίγα δευτερόλεπτα προτού ένα τεράστιο κύμα αρπάξει το αγοράκι· δόξα τω Θεώ που πρόλαβε να ειδοποιήσει τη μητέρα του. Όταν η κουνιάδα της ανέφερε το θέμα των αντρών, την προηγούμενη βδομάδα, η Νόρα υπενθύμισε στην Κέιτ -και στη

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

9

μητέρα της, για την περίπτωση που η Έλινορ Τζόις κρυφάκουγε από τα ουράνια- ότι είχε ήδη αρκετά αρσενικά στη ζωή της. «Έχω τον μπαμπά», της είπε. «Και, φυσικά, τον Μάικλ και τον Τζον». «Δεν νομίζω πως η μαμά σου εννοούσε τον πατέρα και τ’ αδέρφια σου», διαμαρτυρήθηκε η Κέιτ. «Λέει πως πρέπει να ξαναπαντρευτείς. Έχεις ανάγκη από ένα σύζυγο». Η Νόρα είχε μεγαλώσει στο Κασλ-λοχ. Από μικρό παιδί έτρεχε ξυπόλυτη στα λιβάδια με τ’ αγόρια που τώρα ήταν οι πιο πολυπόθητοι γαμπροί της Κομητείας. Τους ήξερε όλους πολύ καλά και δεν υπήρχα ανάμεσά τους ούτε ένας που να τον ήθελε ν’ αφήσει τις μπότες του δίπλα στο κρεβάτι της. «Τότε, λοιπόν», είχε απαντήσει γελώντας, «μια που δεν υπάρχει κανένας εύκαιρος εδώ γύρω κι εγώ είμαι πολύ απασχολημένη με τη φάρμα και τη φροντίδα των παιδιών -άσε που παλεύω να κρατήσω τον μπαμπά στον ίσιο δρόμο- κι έτσι δεν προλαβαίνω να πάω να βρω έναν καλό σύζυγο, υποθέτω πως θα πρέπει να πεις στη μαμά να βάλει εκείνη το χεράκι της από τον ουρανό και να μου στείλει κάποιον». «Υποψιάζομαι πως αυτό ακριβώς σκοπεύει να κάνει», απάντησε η Κέιτ. «Αμφιβάλλω, όμως, αν έχει κάτι προβλέψιμο στο νου της. Κάτι τέτοιο θα ήταν πολύ εύκολο για κείνη, σωστά;» Σωστά. Ξέροντας το δύσκολο χαρακτήρα του πατέρα της, η Νόρα υποψιαζόταν πως η Έλινορ Τζόις είχε αντιμετωπίσει πολλές προκλήσεις στη ζωή της. Όπως και η Κέιτ. Και οι περισσότερες παντρεμένες γυναίκες που ήξερε. Οι Ιρλανδοί, παρ’ όλο που είναι φοβερά γοητευτικοί, δυστυχώς, δεν είναι εύκολοι σύζυγοι, συλλογίστηκε, καθώς σταματούσε μπροστά από τον προορισμό της.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

10

Η αστραφτερή βιτρίνα του εμπορικού καταστήματος Μόνοχαν ήταν γεμάτη καλούδια, που σκοπό είχαν να δελεάσουν τους περαστικούς και να τους πείσουν να μπουν μέσα στο μαγαζί- πολύχρωμα κουτιά με μπισκότα, σακούλες με καραμέλες, τακτικές σειρές με σοκολάτες Κάντμπουρι, βαζάκια με κρέμες προσώπου και λοσιόν φτιαγμένες από καραγηνά βρύα, που εξακολουθούσαν να τα μαζεύουν με το χέρι από τις βραχώδεις δυτικές ακτές, και μπουκέτα με χρυσαφένιους ασφόδελους τοποθετημένα σε κατάλευκες γλάστρες. Ένα χάρτινο άσπρο πανό με πράσινα γράμματα καλωσόριζε στο Κασλ-λοχ το συνεργείο και τους ηθοποιούς της Κυράς της Λίμνης. Στολισμένο με χονδροειδείς, τουριστικές αναπαραστάσεις τριφυλλιών, του εμβλήματος της Ιρλανδίας, το πανό περιλάμβανε, επίσης, μια φανταστική αναπαράσταση του μυθικού πλάσματος της λίμνης να αναδύεται από τα νερά. Η Νόρα υπέθεσε ότι το είχε ζωγραφίσει η δωδεκάχρονη κόρη των Μόνοχαν, η Μάργκαρετ, μια ταλαντούχα μικρή καλλιτέχνιδα που πάντα έπαιρνε το πρώτο βραβείο στο διαγωνισμό αφίσας για τα παιδιά της ηλικίας της με θέμα την ασφάλεια στις ακτές. Κάτω από το πανό υπήρχε μια συλλογή από μινιατούρες θαλάσσιων τεράτων, άλλες από φτηνά πλαστικά κι άλλες από αστραφτερό κρύσταλλο, φτιαγμένες στο χέρι από ντόπιους καλλιτέχνες. Στην όμορφα διακοσμημένη βιτρίνα την κεντρική θέση είχε μια πυραμίδα από μυθιστορήματα με σκληρό εξώφυλλο. Ένα μικρό μπρούντζινο καμπανάκι στη γαλάζια πόρτα ανήγγειλε την είσοδο της Νόρας στο κατάστημα. «Ώστε σήμερα είναι η μεγάλη μέρα, σωστά;» τη ρώτησε η Σίλα Μόνοχαν, που ήταν ανεβασμένη στο ψηλότερο σκαλί

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

11

μιας σκάλας κι άλλαζε μια λάμπα φθορίου. «Σου έρχεται ο αστέρας του σινεμά». «Ο κύριος Γκάλαχερ είναι συγγραφέας», τη διόρθωσε η Νόρα, επαναλαμβάνοντας ό,τι είχε ήδη πει στην κυρία Ο’Νιλ. Έριξε μια ματιά στην πυραμίδα με τα βιβλία. Από το σημείο στο οποίο στεκόταν, η φωτογραφία του συγγραφέα στο οπισθόφυλλο έμοιαζε να την κοιτάζει κατάματα. Το βλέμμα του ήταν άγριο και η Νόρα σκέφτηκε πως δεν ήταν η καλύτερη έκφραση για να ενθαρρύνει τον κόσμο ν’ αγοράσει το βιβλίο του. Παρά τη βλοσυρή του έκφραση, όμως, ο Κουίν Γκάλαχερ φαινόταν πολύ νέος για να είναι τόσο επιτυχημένος. Ίσως η επιτυχία, όπως κι ένα σωρό άλλα πράγματα, να ήταν ευκολότερη στην Αμερική. «Δεν διαβάζω μυθιστορήματα τρόμου», της εξομολογήθηκε η Σίλα. «Υπάρχουν ένα σωρό άλλα πράγματα στον κόσμο για ν’ ανησυχεί κανείς. Τα βράδια προτιμώ να ξεκουράζομαι με μια ωραία ερωτική ιστορία. Μα πολλοί τον θεωρούν εξαιρετικό συγγραφέα». «Ο Τζον έτσι πιστεύει». Ο μικρότερος αδερφός της Νόρας είχε μείνει άγρυπνος όλη νύχτα διαβάζοντας το τελευταίο βιβλίο τρόμου του Αμερικανού συγγραφέα. «Και η Κέιτ λέει πως είναι πολύ καλός. Μα μου φαίνεται πολύ περίεργος ο τρόπος που συμπεριφέρονται όλοι στο χωριό. Λες και η άφιξη μερικών Αμερικανών στο Κασλ-λοχ είναι εξίσου σημαντική με τη Δευτέρα Παρουσία». Στο κάτω κάτω, οι Αμερικανοί δεν ήταν ασυνήθιστο θέαμα. Παρ’ όλο που βρισκόταν χωμένο στην πιο μακρινή δυτική ακτή της Ιρλανδίας, το Κασλ-λοχ είχε το μερίδιο του στους τουρίστες. Κι όμως, η Νόρα είχε να δει τόση έξαψη από την εποχή που κυκλοφόρησε η φήμη -ανυπόστατη, όπως

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

12

αποδείχθηκε- ότι ο Πάπας θα επισκεπτόταν την αγροτική τους Κομητεία. «Ο κόσμος λέει πως οι κινηματογραφιστές θα ζωντανέψουν το χωριό», είπε η Σίλα. «Είμαστε ήδη αρκετά ζωντανοί». Όταν η μεσήλικη γυναίκα έσμιξε τα κατάμαυρα φρύδια της, εκφράζοντας έτσι τις αντιρρήσεις της για την ολοφάνερη υπερβολή, η Νόρα ανασήκωσε απολογητικά τους ώμους της. «Μπορεί να μην έχουμε τα λαμπερά φώτα του Δουβλίνου, μα εκεί ακριβώς είναι η ουσία. Κάποιοι από μας προτιμούν την ήσυχη ζωή». «Αν ήθελες μια ήσυχη ζωή, Έλινορ Ρόουζ Τζόις Φιτζπάτρικ, έπρεπε να μείνεις σ’ εκείνο το μοναστήρι στο Δουβλίνο. Άλλωστε», πρόσθεσε η Σίλα, γνέφοντας ικανοποιημένη όταν είδε τη λάμπα να ανάβει, «ξέρεις πολύ καλά πως δεν υπάρχουν πολλές ευκαιρίες σ’ ένα μικρό χωριό σαν το Κασλ-λοχ. Τουρισμός ή μετανάστευση: αυτές είναι οι επιλογές μας, όπως λέει πάντα ο Ντέβλιν μου». Παρ’ όλο που η καρδιά της σφίχτηκε στην καταθλιπτική προοπτική να αναγκαστεί να φύγει από το Κασλ-λοχ, η Νόρα δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το χαμόγελο της ακούγοντας το όνομα του γιου της Σίλα -του άντρα που κάποτε, σε μια άλλη ζωή, την είχε μάθει να φιλάει κανονικά, όσο κι αν φοβόταν για την αθανασία της ψυχής της. Η αδελφή Μαίρη Ογκάστιν είχε διδάξει σε όλα τα κορίτσια της τάξης της ότι το ν’ αφήσουν ένα αγόρι να βάλει τη γλώσσα του στο στόμα τους ήταν το χειρότερο από τα θανάσιμα αμαρτήματα. «Και μην ξεχνάτε, κορίτσια, κάθε αμάρτημα που διαπράττετε είναι άλλο ένα αγκάθι στο πλευρό του Ιησού Χριστού μας». Η καλόγρια είχε αγριοκοιτάξει την τάξη των νεαρών κοριτσιών σαν τον Μωυσή. «Τα φιλιά με γλώσσα

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

13

εξευτελίζουν τα κορίτσια. Και κάνουν το διάβολο να χαμογελάει». Παρ’ όλο που η Νόρα σίγουρα δεν ήθελε να κάνει το Σατανά να χαμογελάσει, τρία χρόνια μετά από αυτή τη αξιομνημόνευτη διάλεξη σεξουαλικής αγωγής, τα φιλιά του Ντέβλιν Μόνοχαν αποδείχτηκαν τόσο συναρπαστικά, ώστε διακινδύνευσε παράτολμα να πάει στην κόλαση πολλές φορές στη διάρκεια εκείνου του ειδυλλιακού καλοκαιριού του πρώτου της έρωτα. «Τι κάνει ο Ντέβλιν;» ρώτησε τώρα. «Μια χαρά. Και μάλιστα μας τηλεφώνησε χτες το βράδυ να μας πει ότι του πρόσφεραν μια θέση στο Εθνικό Ιπποφορβείο». «Αυτό είναι υπέροχο!» Το όνειρο του Ντέβλιν ήταν να γίνει κτηνίατρος και να δουλέψει στους εθνικούς στάβλους. Όλο γι’ αυτό της μιλούσε ανάμεσα στα φιλιά τους. «Ναι, δεν είναι; Πρέπει να ομολογήσω πως διαπράττω το αμάρτημα της περηφάνιας, όταν σκέφτομαι ότι ο γιος μου θα βοηθήσει στη δημιουργία των καλύτερων αλόγων κούρσας στον κόσμο». «Δεν είναι αμαρτία να είσαι περήφανη για το γιο σου». Σ’ αυτό το ζήτημα η Νόρα είχε τους λόγους της να είναι τόσο σίγουρη. Αναρωτήθηκε αν η μητέρα της είχε πληροφορηθεί τα νέα του Ντέβλιν κι αποφάσισε ότι ήταν το πιο πιθανό. Ελάχιστα πράγματα ξέφευγαν από την Έλινορ Τζόις. Η γυναίκα που θα μπορούσε να είχε γίνει πεθερά της Νόρας κατέβηκε από τη σκάλα και σκούπισε τα σκονισμένα χέρια της στην ποδιά της -η οποία, όπως και η αφίσα, απεικόνιζε το πλάσμα της λίμνης· αυτό που, κατά κάποιον τρόπο, αποτελούσε την πηγή όλης αυτής της αναταραχής. Αν αυτοί οι παλιοί μύθοι δεν υπήρχαν, ο Κουίν Γκάλαχερ δεν θα ‘γράφε το βιβλίο, το Χόλιγουντ δεν θ’ αγόραζε τα

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

14

κινηματογραφικά δικαιώματα και οι κινηματογραφιστές θα είχαν παραμείνει στο Χόλιγουντ. «Ξαφνιαστήκαμε όλοι όταν έφυγες για να γίνεις καλόγρια», είπε ξαφνικά η Σίλα, λες και η Κυριακή που άλλαξε τη ζωή της Νόρας ήταν χθες κι όχι πριν από οχτώ ατέλειωτα χρόνια. «Όλοι περίμεναν ότι εσύ κι ο Ντέβλιν μου θα παντρευόσαστε». «Κι εγώ έτσι νόμιζα για ένα διάστημα». Στο κάτω κάτω, η Νόρα δεν θα ρίσκαρε να πάει στην κόλαση για χάρη του πρώτου τυχόντα. «Μα πίστευα στ’ αλήθεια ότι άκουσα το θείο κάλεσμα». «Μόνο και μόνο επειδή μπορούσες ν’ απομνημονεύσεις όλες τις προσευχές και τις απαντήσεις της κατήχησης γρηγορότερα από κάθε άλλο κορίτσι στο σχολείο του Θείου Βρέφους», παρατήρησε η Σίλα, «αυτό δεν σήμαινε απαραίτητα ότι ήσουν υποψήφια για το μοναστήρι». Τα ίδια ακριβώς της είχε πει και η μητέρα της όταν φόρτωναν τη βαλίτσα της -γεμάτη με τα σεντόνια από μουσελίνα, τις μαύρες κάλτσες, τα μαύρα παπούτσια και τα άσπρα βαμβακερά εσώρουχα που οι καλόγριες την είχαν ορμηνέψει να φέρει στο μοναστήρι- μέσα στο οικογενειακό αυτοκίνητο. «Κάποια στιγμή θα το συνειδητοποιούσα». Η Νόρα αναρωτήθηκε αν αυτή η τελείως απρόσμενη συζήτηση ήταν απλή σύμπτωση. Η μητέρα της υποτίθεται πως είχε πει στην Κέιτ ότι έστελνε ένα σύζυγο στη Νόρα. Ήταν δυνατόν να προσπαθούσε να ενώσει πάλι τους δυο ερωτευμένους εφήβους; «Όπως ήρθαν τα πράγματα, δεν πρόλαβες να πάρεις μόνη σου την απόφαση», είπε η Σίλα, κουνώντας θλιμμένα το κεφάλι της. «Όταν η καημένη η μαμά σου πέθανε στη γέννα της Σίλια, αναγκάστηκες να παρατήσεις το μοναστήρι». Αυτό ήταν το δεύτερο χειρότερο πράγμα που της έτυχε σ’ όλη της τη ζωή. «Κάποιος έπρεπε να φροντίσει το σπίτι και τα

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

15

παιδιά». Και τον μπαμπά, συλλογίστηκε η Νόρα, μα δεν το είπε μεγαλόφωνα. «Πάντα πίστευα ότι ήταν υπερβολική ευθύνη για ένα τόσο νέο κορίτσι. Ήσουν ένα παιδί που μεγάλωνε παιδιά. Ένας Θεός ξέρει ότι ο Μπρέιντι, όσο καλός κι αν είναι με τον τρόπο του, δεν ήταν ικανός να φροντίσει ούτε τον εαυτό του, πόσο μάλλον αυτά τα μωρά. Κι αν σκεφτεί κανείς πόση μοναξιά θα πρέπει να ένιωθες, δεν απορώ που ξετρελάθηκες με τον Κόνορ Φιτζπάτρικ, όταν γύρισε από την Ευρώπη με όλα αυτά τα φανταχτερά έπαθλα». «Αγαπούσα τον Κόνορ», δήλωσε σταθερά η Νόρα. Η αγάπη της για τον πανέμορφο σύζυγο της -που είχε όλες τις προοπτικές να γίνει ένας από τους καλύτερους τζόκεϊ του κόσμου σε ιππικούς αγώνες μετ’ εμποδίων- ήταν το μόνο σταθερό σημείο στη ζωή της Νόρας εκείνη την εποχή. Κι αν δεν είχε παντρευτεί τον Κόνορ, δεν θα ‘χε γεννηθεί ο Ρόρι, το φως των ματιών της. Έπειτα, ο Κόνορ σκοτώθηκε σ’ έναν αγώνα, κι αυτό ήταν ό,τι χειρότερο της συνέβη ποτέ. «Έχει πεθάνει πέντε χρόνια τώρα, Νόρα. Δεν είναι καλό για μια γυναίκα να είναι μόνη της. Και ειδικά όταν έχει να μεγαλώσει παιδιά». «Τα καταφέρνω». «Φυσικά, καλή μου». Η Σίλα έκανε μια παύση, δίνοντας την εντύπωση στη Νόρα ότι διάλεγε προσεκτικά τα λόγια της. «Ο Ντέβλιν μου είπε κι άλλα νέα». «Μπα;» «Αρραβωνιάστηκε. Με μια κοπέλα που γνώρισε στην κτηνιατρική σχολή». Το βλέμμα της μεγαλύτερης γυναίκας γέμισε με τόση ένταση, ώστε η Νόρα ένιωσε σαν να στεκόταν στη λάθος άκρη

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

16

των τηλεσκοπίων που κουβαλούσαν μαζί τους όλοι όσοι έψαχναν να βρουν το πλάσμα της λίμνης. «Χαίρομαι πάρα πολύ γι’ αυτόν», είπε. «Να μου δώσεις τη διεύθυνσή του για να του στείλω τις ευχές μου». «Δεν σε πειράζει;» «Όχι βέβαια. Η σχέση μου με τον Ντέβλιν έχει τελειώσει εδώ και πολλά χρόνια. Χαίρομαι που βρήκε κάποια να μοιραστεί τη ζωή του». Τζάμπα πήγε ο κόπος της μητέρας της για τα προξενιά. «Ορίστε τι θέλω να ψωνίσω». Μη θέλοντας να συζητήσει άλλο την ερωτική της ζωή -ή, μάλλον, την έλλειψή της- η Νόρα έδωσε στη Σίλα έναν κατάλογο. «Ελπίζω να έχεις από αυτά τα ισπανικά πορτοκάλια. Ο Ρόρι τα λατρεύει και είναι καλύτερα για τα δόντια του από τα μπισκότα ή τα γλυκά». «Είσαι καλή μητέρα, Νόρα Φιτζπάτρικ», είπε η Σίλα. «Και κανείς δεν μπορεί να πει κακιά κουβέντα για την ανατροφή που έδωσες στα παιδιά. Μα είναι ευκολότερο για μια γυναίκα να έχει κι έναν άντρα στο σπίτι. Οι γιοι, ειδικά, έχουν ανάγκη από το σταθερό χέρι του πατέρα για να τους καθοδηγεί». Καθώς η μεσήλικη γυναίκα άρχισε να κατεβάζει διάφορα πράγματα από τα ράφια, η Νόρα παραλίγο να βάλει τα γέλια καθώς σκέφτηκε πόσο πολύ η Σίλα Μόνοχαν ακουγόταν σαν τη μητέρα της. Και ήταν λογικό, κατέληξε, μια που οι δυο γυναίκες υπήρξαν οι καλύτερες φίλες. «Ο Μπρέιντι έφερε σήμερα το πρωί τα αβγά σας, αν θες να ξέρεις», είπε η Σίλα, καθώς άθροιζε τις αγορές της Νόρας στο σημειωματάριο της. «Του άνοιξα πίστωση». Η Νόρα ανησυχούσε όντως μήπως ο πατέρας της ξεχνούσε να πουλήσει τα αβγά, προτού πάει στο παμπ για να περάσει άλλη μια μέρα με κουτσομπολιά και διηγήσεις. Ένιωσε ευγνωμοσύνη που η Σίλα δεν του ‘δωσε μετρητά για τα αβγά.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

17

Ο μπαμπάς της ήταν ικανός να εξαφανίσει τα κέρματα γρηγορότερα από τον ταχυδακτυλουργό που είχε δει στο περσινό πανηγύρι, στην Κομητεία Κέρι. «Σ’ ευχαριστώ». «Δεν χρειάζονται ευχαριστίες. Ήταν ωραία αβγά, Νόρα. Πολύ μεγαλύτερα από της κυρίας Ο’ Ντόνελ. Θα τα πουλήσουμε σε καλή τιμή». Η Νόρα χαμογέλασε. «Ο Τζον λέει ότι οι κότες γεννάνε μεγαλύτερα αβγά επειδή βάζει μουσική κάντρι στο κοτέτσι. Ίσως θα ‘πρεπε να γράψω ένα γράμμα στον Γκαρθ Μπρουκς να τον ρωτήσω αν ενδιαφέρεται να χρηματοδοτήσει μια εμπορική επιχείρηση». Παρ’ όλο που η Νόρα εξακολουθούσε να μην πιστεύει ότι οι μελωδίες αυτές είχαν κάποια επίδραση στις κότες, δεν μπορούσε ν’ αρνηθεί ότι ύστερα από το τελευταίο επιστημονικό πείραμα του δεκαεφτάχρονου αδερφού της, είχαν αρχίσει να γεννάνε περισσότερα και μεγαλύτερα αβγά. «Ο Μπρέιντι είπε ότι σκεφτόσουν να συμμετέχεις στο σωματείο τυροπαραγωγών», είπε η Σίλα, αφού γέλασε με το αστείο της Νόρας. Η πρότασή της, έτσι όπως την είπε, ακούστηκε σαν ερώτηση. «Το σκέφτομαι. Ο άνθρωπος του σωματείου με διαβεβαίωσε ότι μπορώ ν’ αυξήσω τα κέρδη μου κατά είκοσι τοις εκατό. Μου πρότεινε να βγάζω μπλε Κάσελ». «Είναι από τα πιο δημοφιλή τυριά μας», συμφώνησε η Σίλα. «Και είκοσι τοις εκατό επιπλέον κέρδος δεν είναι αμελητέο». «Το ξέρω. Και τα ‘χουμε ανάγκη αυτά τα χρήματα». Κι αυτός, φυσικά, ήταν ο μόνος λόγος που ο Μπρέιντι είχε κανονίσει να νοικιάσει το υπνοδωμάτιο. Ο πατέρας της είχε ενημερώσει εκ των υστέρων τη Νόρα πως ο Αμερικανός συγγραφέας, ο Κουίν Γκάλαχερ, θα έμενε στο σπίτι τους, κι

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

18

εκείνη δεν είχε άλλη εναλλακτική λύση από το να συμφωνήσει. Άλλωστε, ο άνθρωπος θα πλήρωνε μια εξαιρετικά γενναιόδωρη τιμή για ένα απλό δωμάτιο, ένα μπάνιο που θα το μοιραζόταν με άλλους και δύο γεύματα. Είχε φτάσει σχεδόν στο σημείο να τα παρατήσει και ν’ αναγκαστεί να μετακομίσει με τα παιδιά στο Γκόλγουεϊ, όπου θα δούλευε σαν λογίστρια σ’ έναν κτηματομεσίτη -έναν παλιό συμμαθητή της που είχε πλουτίσει χτίζοντας τουριστικά συγκροτήματα στην ακτή του κόλπου. Τώρα, η Νόρα μπορούσε να επιτρέψει στον εαυτό της να ελπίζει ότι ίσως τελικά να κατάφερνε ν’ αρνηθεί την πρότασή του. «Όλοι μας έχουμε ανάγκη από χρήματα», δήλωσε αναστενάζοντας η Σίλα. Ναι, συλλογίστηκε η Νόρα, δεν ήταν εύκολο ν’ αντισταθεί κανείς στο δέλεαρ της πόλης με τις καλοπληρωμένες δουλειές. Και τα μποτιλιαρίσματα της κυκλοφορίας, τη μολυσμένη ατμόσφαιρα, τα πλήθη των ανθρώπων, την αίσθηση ότι δεν μπορούσες να πάρεις ανάσα χωρίς να ενοχλήσεις το γείτονά σου. Η Νόρα ήξερε πως ο αδερφός της ο Τζον και η αδερφή της η Μαίρη λαχταρούσαν τα λαμπερά φώτα της πόλης, αλλά υπέθετε ότι ήταν φυσιολογικό στην ηλικία των δεκαεφτά και των δεκάξι χρόνων. Η ίδια, πάλι, ποτέ της δεν τα λαχτάρησε. Ο Κόνορ, που απολάμβανε τη μεγάλη ζωή, την είχε κατηγορήσει πως στις φλέβες της κυλούσαν τα πράσινα λιβάδια και το μαύρο, εύφορο χώμα της οικογενειακής φάρμας. Η Νόρα δεν το αρνήθηκε ποτέ της. Στο κάτω κάτω, ήταν αλήθεια.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

19

2 Σαράντα Αποχρώσεις του Πράσινου Από ψηλά, η Ιρλανδία ήταν ένα πανόραμα από λιβάδια, φράχτες από δενδρύλλια, κοιλάδες κουρνιασμένες ανάμεσα σε απόκρημνα βουνά. Ο Κουίν σκέφτηκε ότι ποτέ στη ζωή του δεν είχε ξαναδεί τόσες αποχρώσεις του πράσινου. Πράσινο του φασκόμηλου, της ελιάς, της βηρύλλου, του νεφρίτη, του σμαραγδιού, του μαλαχίτη, των βρύων, της θάλασσας, του γυαλιού -ο κατάλογος φαινόταν ατέλειωτος. «Χριστέ μου, μοιάζει με καρτ ποστάλ», μουρμούρισε, κοιτάζοντας από το παράθυρο του αεροσκάφους της Αιρ Λίνγκους. «Μοιάζει απίστευτα ανιαρό», διαμαρτυρήθηκε το άτομο που καθόταν δίπλα του στην καμπίνα της πρώτης θέσης. «Ακόμα δεν προσγειωθήκαμε και θέλω να γυρίσω στο σπίτι». Σπίτι. Η λέξη αυτή ποτέ δεν είχε πραγματικό νόημα για τον Κουίν. Σπίτι ήταν ένα μέρος στο οποίο ήθελες να γυρίσεις, ένα μέρος όπου κάποιοι άνθρωποι θα σε δέχονταν. Θα σε καλωσόριζαν. Τα γεμάτα κατσαρίδες διαμερίσματα και τα εξαθλιωμένα τροχόσπιτα όπου είχε περάσει τα πρώτα χρόνια της ζωής του σίγουρα δεν ταίριαζαν μ’ αυτή την περιγραφή. Ούτε η διαδοχή των βίαιων ανάδοχων οικογενειών μέχρι που, όταν βαρέθηκε να δουλεύει σε αγροκτήματα από τα

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

20

χαράματα ως το ηλιοβασίλεμα και να τρώει ξύλο για τον κόπο του, το ‘σκάσε στα δεκάξι του χρόνια, είπε ψέματα για την ηλικία του και κατατάχτηκε στο ναυτικό. Κι ενώ έπρεπε να παραδεχτεί ότι το ναυτικό τού πρόσφερε τη μοναδική σταθερότητα που είχε γνωρίσει ποτέ στη ζωή του, τα πλοία με τα οποία γύρισε όλο τον κόσμο σίγουρα δεν ήταν το σπίτι του. Ο ήλιος που αντανακλούσε κάτω στη θάλασσα τον τύφλωνε. Ο Κουίν σκίασε τα μάτια του και κοίταξε τις αγροικίες που έμοιαζαν με μικροσκοπικές άσπρες βάρκες που έπλεαν σε μια πράσινη θάλασσα. «Το ανιαρό είναι σχετικό. Μου φαίνεται πως μοιάζει με τόπο του Θεού». Μόλις άκουσε τον εαυτό του να ξεστομίζει αυτές τις λέξεις, ο Κουίν αναρωτήθηκε από πού προήλθαν. Κι αμέσως μετάνιωσε που τις είπε. Το χαρακτηριστικά αισθησιακό γέλιο της Λόρας Γκίντεον του αποκάλυψε ότι κι εκείνη ξαφνιάστηκε εξίσου με τα λόγια του. «Παράξενες κουβέντες από ένα δηλωμένο άθεο, αγάπη μου». Ο Κουίν γέλασε βεβιασμένα, καθώς κάτι ακαθόριστο ξύπνησε μέσα του, κάτι που αντιστεκόταν στην ανάγκη του συγγραφέα να το αναλύσει και να το ταξινομήσει. «Εντάξει, υπερβάλλω. Πρέπει, όμως, να το παραδεχτείς: φαίνεται πανέμορφος τόπος». «Φυσικά», συμφώνησε η ηθοποιός. «Το ‘πες και μόνος σου. Αυτή η γραφική εικόνα μοιάζει με οποιαδήποτε καρτ ποστάλ της Ιρλανδίας έχουμε δει. Ο Θεός να μας βοηθήσει, αλλά έχω ένα φριχτό προαίσθημα ότι όλη η χώρα θ’ αποδειχθεί ένα ζωντανό κλισέ». Ανατριχιάζοντας δραματικά, έμπλεξε τα δάχτυλά της με τα δικά του, σε μια χειρονομία οικειότητας, όπως παλιά, που ήταν εραστές.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

21

«Ίσως κάτι άλλο να συμβαίνει». Στράφηκε προς το μέρος του και στα μάτια της έλαμψε το πειρακτικό χιούμορ που ο Κουίν πάντα απολάμβανε. «Ίσως να σε καλούν οι ρίζες σου». «Πολύ αμφιβάλλω». Μπορεί να ήταν από τους διασημότερους συγγραφείς ιστοριών τρόμου, αλλά τέτοια τρομακτική ιδέα δεν είχε περάσει από το μυαλό του. «Οι ρίζες σε δένουν, Κουίν, μωρό μου», θυμήθηκε τη μητέρα του να λέει. «Τυλίγονται γύρω από τους αστραγάλους σου τόσο γερά, ώστε δεν μπορείς ποτέ να ξεφύγεις». Ήταν το μοναδικό πράγμα απ’ όσα του είχε πει η Άντζι Γκάλαχερ που ο Κουίν το ‘χε εμπεδώσει. Είκοσι τέσσερις ώρες μετά τη μεθυσμένη αυτή δήλωση, η Άντζι ήταν νεκρή. Ο Κουίν είχε πάει στην κηδεία της συνοδευόμενος από το σερίφη της Κομητείας Έλκο και τη συμπονετική γυναίκα του που έκλαιγε. Είδε το φέρετρο από τραχύ ξύλο πεύκου να κατεβαίνει στον ανώνυμο τάφο κι αναρωτήθηκε αν η περιπλανώμενη μητέρα του φανταζόταν ποτέ ότι η μοίρα της ήταν να μείνει αιώνια στο Τζάκποτ της Νεβάδα, ένα χωριό με πληθυσμό πεντακόσια εβδομήντα άτομα, χώρια οι αγελάδες. Η ανάμνηση, την οποία συνήθως απέφευγε, δεν ήταν ευχάριστη. Ο Κουίν έμεινε σιωπηλός, παρακολουθώντας το πράσινο τοπίο να πλησιάζει ολοένα περισσότερο. Η Λόρα, που ήταν πολύ απασχολημένη με την επιδιόρθωση του μακιγιάζ της για ν’ αντιμετωπίσει τους δημοσιογράφους στο αεροδρόμιο Σάνον, δεν έδειχνε να έχει όρεξη για κουβέντα. Οι ρόδες άγγιξαν τον αεροδιάδρομο μ’ έναν κραδασμό. Καθώς το αεροπλάνο ετοιμαζόταν να σταματήσει, ο Κουίν ένιωσε όλο του το σώμα να σφίγγεται -το λαιμό, τους ώμους του, το στήθος του, τα πόδια του.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

22

Μπες, ξένε, με δική σου ευθύνη, του ψιθύρισε μια υπερβολικά γνώριμη φωνή από μια μοναχική γωνιά του μυαλού του. Το άγχος κουλουριάστηκε στο στήθος του Κουίν σαν μια μάζα από δηλητηριώδη ερπετά που απλώνονταν σε κάθε σημείο της φοβίας του, θυμίζοντάς του εκείνο το φριχτό, ατέλειωτο καλοκαίρι, όταν, στα εννιά του χρόνια, έκλεισε με θόρυβο τις μυστικές πόρτες της ψυχής του -και της καρδιάς του- και τις κάρφωσε γερά για να κρατήσει τα τέρατα απέξω. Επιστράτευσε ένα ουδέτερο χαμόγελο, άκουσε τον εαυτό του ν’ αποχαιρετάει τις αεροσυνοδούς της πρώτης θέσης και τον είδε να υπογράφει ένα αυτόγραφο για το δεκαεφτάχρονο γιο του κυβερνήτη, ο οποίος, όπως τον διαβεβαίωσε εγκάρδια ο γκριζομάλλης πιλότος, ήταν ο υπ’ αριθμόν ένα θαυμαστής του. Όλα θα πάνε καλά, διαβεβαίωσε αποφασιστικά τον εαυτό του ο Κουίν. Θα τα κατάφερνε μια χαρά. Καθώς, όμως, διέσχιζε τη μισοσκότεινη φυσούνα, που ξαφνικά του φάνηκε κλειστοφοβική, η βραχνή φωνούλα που ανήκε στον προσωπικό μπαμπούλα του Κουίν του ψιθύρισε άλλη μια προειδοποίηση: Εδώ παραμονεύουν δράκοι. «Ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω πώς τα θαλάσσωσε έτσι η μεσίτρια», παραπονέθηκε η Λόρα, καθώς περίμεναν να πάρουν τις αποσκευές τους. «Πώς είναι δυνατόν να ξέχασε να σου κλείσει δωμάτιο στην πόλη;» «Μου το εξήγησε. Το όνομά μου, για κάποιο λόγο, δεν συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο του συνεργείου». «Δεν είσαι ένα απλό μέλος του συνεργείου. Είσαι ο σεναριογράφος, που να πάρει η ευχή». «Με ιδιαίτερη έμφαση στο -γράφος. Ο μόνος λόγος που συμφώνησα να γράψω αυτό το σενάριο είναι επειδή βαρέθηκα πλέον τον τρόπο που το Χόλιγουντ καταστρέφει τα βιβλία μου».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

23

«Αφού νιώθεις έτσι, ίσως θα ‘πρεπε να πάψεις να τα πουλάς στο Χόλιγουντ». «Μπορεί να θέλω να έχω απόλυτο έλεγχο στη δουλειά μου, αλλά δεν είμαι τρελός να αρνηθώ τόσα χρήματα, γλυκιά μου». Ο λογιστής του τον είχε βεβαιώσει ότι είχε γίνει εκατομμυριούχος πριν ακόμη εκδοθούν τα τρία τελευταία του βιβλία. Μα ο Κουίν δεν μπορούσε να πείσει τον εαυτό του να πάψει να τρέχει για να ξεφύγει από τους παλιούς δαίμονές του που συνέχιζαν να τον κυνηγάνε. Υπήρχαν ακόμα φορές που ξυπνούσε στη μέση μιας ήσυχης, σκοτεινής νύχτας, μουσκεμένος στον ιδρώτα, ενώ εκκωφαντικές φωνές αντηχούσαν στ’ αυτιά του. «Άλλωστε», είπε, «ίσως έτσι να είναι καλύτερα. Έχω μια ιδέα για μια καινούρια ιστορία και θα ‘ναι πιο εύκολο να τη δουλέψω αν γυρίζω στη φάρμα των Τζόις στο τέλος της μέρας, αντί να κάνω κάθε βράδυ πάρτι με όλους εσάς». «Θυμάμαι την εποχή που σ’ άρεσε να κάνεις πάρτι μαζί μου». Η Λόρα σούφρωσε τα χείλη της χαριτωμένα. Το ξεκάθαρο φλερτ της κατάφερε να διώξει την παγωνιά από την ψυχή του. «Περνούσαμε καλά τότε». «Και μπορούμε να ξαναπεράσουμε». Εκείνη γέλασε όταν δεν της απάντησε αμέσως. «Χριστέ κι Απόστολε, μου θυμίζεις λύκο που αντιλήφθηκε κάποια παγίδα, αγάπη μου. Μην ανησυχείς, δεν προσπαθώ να σε δέσω σε καμιά μακρόχρονη σχέση. Σκέφτηκα απλώς ότι, μια που θα είμαστε καθηλωμένοι σ’ αυτό τον ιρλανδέζικο βάλτο για τέσσερις ατέλειωτες βδομάδες, πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να περάσουμε ευχάριστα». Ο Κουίν συμπαθούσε τη Λόρα. Πολύ. Ήταν έξυπνη, πνευματώδης, όμορφη και σωστή τίγρη στο κρεβάτι. Μα

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

24

πάντα πίστευε στη θεωρία που έλεγε πως όταν κάτι τέλειωνε, προχωρούσες μπροστά· και δεν κοιτούσες πίσω. «Δεν νομίζω πως είναι πολύ καλή ιδέα, γλυκιά μου». Το βλέμμα του, εκπαιδευμένο να παίρνει μια έκφραση αντρικής επιδοκιμασίας, πλανήθηκε πάνω της. «Όχι πως δεν με βάζεις σε πειρασμό». Εκείνη γέλασε πάλι, μ’ ένα βαθύ, βραχνό γέλιο που ήταν μελετημένο για να χαϊδεύει σεξουαλικές χορδές. «Αυτή είναι αναμφίβολα η ωραιότερη απόρριψη που μου ‘χει τύχει ποτέ. Έχω γνωρίσει πολλούς άντρες, Κουίν, μα κανείς δεν έχει τελειοποιήσει την τέχνη των σύντομων σχέσεων καλύτερα από σένα», του είπε χωρίς καμιά μνησικακία. «Αυτό το λέει μια γυναίκα που έχει αρραβωνιαστεί τέσσερις φορές». Και κάθε φορά διέλυε εκείνη τον αρραβώνα. «Τι να γίνει, αργώ να μάθω». Του χαμογέλασε πονηρά, χωρίς ν’ απολογείται για μια συμπεριφορά που είχε προμηθεύσει τις σκανδαλοθηρικές εφημερίδες με ένα σωρό τίτλους. «Γι’ αυτό ταιριάζουμε τόσο πολύ. Κανείς από τους δυο μας δεν έχει υπερβολικές προσδοκίες για τον άλλο και δεν κάνουμε όνειρα για ένα ρόδινο μέλλον ώσπου να μας χωρίσει ο θάνατος. Εσύ κι εγώ είμαστε μία από τα ίδια, Κουίν». Δεν μπορούσε ν’ αρνηθεί αυτή την κατηγορία. Άλλωστε, ήταν πολύ καλύτερη από αυτή που του είχαν προσάψει αμέτρητες φορές -πως η καρδιά του δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένα μαύρο λάκκο με παγωμένο νερό σκεπασμένο με χιόνι. Ο Κουίν μουρμούρισε κάτι ακατάληπτο που μπορούσε να εκληφθεί ως συναίνεση, καθώς ο ιμάντας των αποσκευών άρχισε να περιστρέφεται. Αφού πήρε τις βαλίτσες του και ξεμπέρδεψε με το τελωνείο, βρήκε το δρόμο του φραγμένο από μια ορδή φωτορεπόρτερ. Η

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

25

Λόρα -να την πάρει ο διάολος- είχε χωθεί στις τουαλέτες, αφήνοντάς τον να τους αντιμετωπίσει ολομόναχος. «Κύριε Γκάλαχερ, πιστεύετε ότι υπάρχει το πλάσμα της λίμνης του Κασλ-λοχ;» του φώναξε ένας κοκκινομάλλης νεαρός, που φορούσε ένα τσαλακωμένο μάλλινο παλτό, τεντώνοντας προς το μέρος του ένα μικρό κασετόφωνο. «Πάντα πίστευα στην ύπαρξη των τεράτων. Ξέρω πως εσείς το αποκαλείτε Κυρά, αλλά τυπικά εξακολουθεί να είναι τέρας». Ένα μουρμουρητό γεμάτο ενδιαφέρον ακούστηκε από τους δημοσιογράφους. «Περιμένετε ότι θα δείτε την Κυρά κατά την παραμονή σας στο Κασλ-λοχ;» ρώτησε ένας φαλακρός άντρας με μαύρα χοντρά γυαλιά. «Αυτό θα ήταν καλό, μια που σίγουρα θα έχουμε οικονομία στο κόστος των ειδικών εφέ, αν μπορέσουμε να την πείσουμε να παίξει στην ταινία», αποκρίθηκε, προκαλώντας το αναμενόμενο γέλιο. «Έχετε σκοπό να αναζητήσετε τις ρίζες της οικογένειας Γκάλαχερ όσο βρίσκεστε στη χώρα;» «Όχι». Ο τόνος του ήταν κοφτός. Το βλέμμα του έγινε παγερό. «Αν δεν έχετε άλλες ερωτήσεις...» «Έχω εγώ μία», πετάχτηκε μια χαριτωμένη νεαρή γυναίκα. Τα μαλλιά της ήταν κατάμαυρα, τα μάτια της, στεφανωμένα από πυκνές βλεφαρίδες, είχαν το χρώμα της ιρλανδέζικης θάλασσας και το δέρμα της ήταν χλομό σαν το φρέσκο χιόνι. Η πρόσκληση στο τολμηρό της βλέμμα ήταν ολοφάνερη. «Παρακαλώ». «Η ηρωίδα της ιστορίας σας είναι βασισμένη σε υπαρκτό πρόσωπο; Σε κάποια γυναίκα, ίσως, που γνωρίσατε σε προηγούμενο ταξίδι σας στην Ιρλανδία;»

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

26

«Αυτή είναι η πρώτη φορά που επισκέπτομαι τη χώρα σας. Καν η Σάνον Μαγκουάιρ είναι καθαρά δημιούργημα της φαντασίας μου». Η ηρωίδα τού πιο πρόσφατου μυθιστορήματός του δεν έμοιαζε με καμιά από τις γυναίκες που είχε γνωρίσει στην πραγματικότητα ο Κουίν. Ανυποχώρητα αισιόδοξη, με καλή καρδιά, ενάρετη σε βαθμό γελοιότητας και αφάνταστα γενναία. Και, παρ’ όλο που ήξερε πως ήταν αποκύημα της φαντασίας του, ο Κουίν αισθανόταν συνεπαρμένος μαζί της. Συνήθως, μόλις τέλειωνε τη συγγραφή κάποιου βιβλίου, το μυαλό του ταξίδευε κιόλας στο επόμενο κι έτσι χαιρόταν που ξεφορτωνόταν τους χαρακτήρες τους οποίους είχε ήδη αρχίσει να βαριέται. Μα η χήρα που μεγάλωνε μόνη το παιδί της αποδείχτηκε, παραδόξως, πολύ διαφορετική. Δεν ήθελε να την αφήσει να του φύγει. «Και μια που μιλάμε για τη Σάνον», είπε και στράφηκε προς τη Λόρα, η οποία είχε αποφασίσει επιτέλους να εμφανιστεί συνοδευόμενη από τον Τζέρεμι Κόνβερς, τον παραγωγό και σκηνοθέτη της ταινίας, που είχε έρθει με την ίδια υπερατλαντική πτήση από τη Νέα Υόρκη, «όλοι φυσικά αναγνωρίσατε την υπέροχη Λόρα Γκίντεον. Θα υποδυθεί τη Σάνον Μαγκουάιρ στην ταινία». Ο Κουίν την έσπρωξε κυριολεκτικά μπροστά. «Ώρα για την παράσταση σου, γλυκιά μου», της ψιθύρισε. Και, καθώς οι δημοσιογράφοι άρχισαν να ξεφωνίζουν ερωτήσεις στην αισθησιακή ξανθιά ηθοποιό, εκείνος κατάφερε να δραπετεύσει. Μια που δεν θα έμενε στην πόλη μαζί με το υπόλοιπο συνεργείο, ο Κουίν είχε αποφασίσει να νοικιάσει δικό του αυτοκίνητο. Βρήκε το παράρτημα της Χερτζ και νοίκιασε μια τετράθυρη λιμουζίνα από μια καλλονή ντυμένη στα καρό, που ήταν φτυστή η Μορίν Ο’ Χάρα. Ο Κουίν σκέφτηκε ότι ίσως η

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

27

διαφορά της ώρας τού είχε δημιουργήσει προβλήματα, όταν δυσκολεύτηκε να καταλάβει τις οδηγίες της, μα εκείνη πρόθυμα του ζωγράφισε στο χάρτη του τη διαδρομή ως το Κασλ-λοχ. Πόσο δύσκολη μπορεί να είναι; συλλογίστηκε βγαίνοντας από το αεροδρόμιο. Πράγματι, πόσο δύσκολη; Στην αρχή ο Κουίν παρατηρούσε μαγεμένος το τοπίο με τους πέτρινους φράχτες, τα λιβάδια, διάσπαρτα με μαβιά, άσπρα και κίτρινα άγριο- λούλουδα, τα βουνά -τις ελάχιστες φορές που ο ήλιος πρόβαλλε μέσα στη βροχή- που έμοιαζαν να έχουν πάνω τους φλέβες από λιωμένο χρυσό. Εδώ κι εκεί έβλεπε σοβαντισμένα άσπρα σπιτάκια με ψάθινες στέγες. Σχεδόν σε κάθε σταυροδρόμι ήταν χτισμένα μικρά εκκλησάκια με αγάλματα της Παρθένου Μαρίας -πολλά στολισμένα με κοχύλια- και κάθε τόσο περνούσε μπροστά από μικρά αγάλματα της Παναγίας, τοποθετημένα μέσα σε λάστιχα αυτοκινήτου βαμμένα με άσπρη μπογιά, με μπουκέτα από πλαστικά λουλούδια αφημένα στα πόδια της. Ο δρόμος έμοιαζε να κάνει ατέρμονους κύκλους. Και οι μυριάδες ταμπέλες, που πολλές ήταν γραμμένες μόνο στα ιρλανδικά, πιο πολύ τον μπέρδευαν παρά τον βοηθούσαν. Μιάμιση ώρα αργότερα, όταν συνειδητοποίησε ότι το νεκροταφείο με τους ψηλούς πέτρινους κέλτικους σταυρούς απ’ όπου περνούσε ήταν το ίδιο νεκροταφείο που είχε προσπεράσει μια ώρα αφότου είχε φύγει από το αεροδρόμιο, ο Κουίν αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι είχε χαθεί. «Θα κάνουμε μια συμφωνία, Θεέ», μουρμούρισε, ξεχνώντας πολύ βολικά ότι είχε πάψει να πιστεύει στο Θεό εδώ και πολύ καιρό. «Αν μου φανερώσεις ένα σημάδι, υπόσχομαι να σταματήσω στην πρώτη εκκλησία που θα δω μπροστά μου και να γεμίσω το κουτί των φτωχών με εκατοδόλαρα».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

28

Έριξε μια ματιά στον ουρανό που το χρώμα του θύμιζε θαμπό ασήμι και δεν ξαφνιάστηκε όταν τα σύννεφα δεν παραμέρισαν για ν’ αποκαλύψουν τον Τσάρλτον Ίστον που θα κρατούσε μια μαρμάρινη πλάκα με χαραγμένο πάνω της το σωστό δρόμο για το Κασλ-λοχ. Δεν γίνονταν, λοιπόν, θαύματα. Μα και πάλι... Όταν είδε ξαφνικά μια ηλικιωμένη γυναίκα μ’ ένα πράσινο και μαύρο καρό κεφαλομάντιλο και μπλε λαστιχένιες μπότες να ξεχορταριάζει τον τάφο που ήταν πιο κοντά στο φράχτη, ο Κουίν σκέφτηκε πως θα πρέπει να βρισκόταν εκεί όλη αυτή την ώρα. Πάρκαρε στην άκρη του δρόμου, βγήκε από το αυτοκίνητο και την πλησίασε. Η βροχή είχε γίνει μια απαλή ομίχλη. «Καλησπέρα». Εκείνη σταμάτησε να σκαλίζει το χώμα και ανασήκωσε το κεφάλι της. «Καλησπέρα και σ’ εσένα. Έχεις χαθεί, φυσικά». «Τόσο πολύ φαίνεται;» «Πέρασες και νωρίτερα. Και τώρα είσαι πάλι εδώ. Αυτό σίγουρα δεν είναι σημάδι πως έχασες το δρόμο σου;» «Προσπαθώ να πάω στο Κασλ-λοχ». «Ε, λοιπόν, δεν θα φτάσεις ποτέ αν κάνεις κύκλους γύρω από το Κοιμητήριο του Αγίου Ονόματος, έτσι δεν είναι;» Η εύθυμη λάμψη στα μαύρα μάτια της βοήθησε τον Κουίν να συγκρατήσει τον εκνευρισμό του. Παρ’ όλο που δεν ήταν συνηθισμένος να γελάνε μαζί του, και ειδικά οι γυναίκες, δεν μπορούσε ν’ αρνηθεί πως ζούσε μάλλον μια από αυτές τις καταστάσεις που θα τις θυμόταν και θα γελούσε με τον εαυτό του. Στο πολύ μακρινό μέλλον. «Νόμιζα πως οι οδηγίες ήταν ξεκάθαρες...» Έβγαλε τον τσαλακωμένο χάρτη όπου ο ιριδίζων πράσινος μαρκαδόρος έδειχνε τους σωστούς δρόμους, όπως τον είχε διαβεβαιώσει η

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

29

υπάλληλος της Χερτζ. «...μα, τελικά, ήταν πιο δύσκολο απ’ όσο περίμενα». «Οι Αμερικανοί πάντα χάνονται», δήλωσε η γυναίκα. «Μα και πάλι, σάμπως δεν ξέρω ντόπιους Ιρλανδούς που κάθε τόσο έχουν το ίδιο πρόβλημα; Και ειδικά εδώ στα δυτικά». Έριξε μια ματιά στο αυτοκίνητο του -τη μοναδική Μερσεντές που είχε η Χερτζ - κι έπειτα τον περιεργάστηκε καλά καλά. «Θα είσαι από τους ανθρώπους του κινηματογράφου», μάντεψε. Ο Κουίν αποφάσισε πως δεν είχε νόημα να το αρνηθεί. «Ναι», αποκρίθηκε και προετοιμάστηκε για το συνηθισμένο χείμαρρο ερωτήσεων σχετικά με τη ζωή στο Χόλιγουντ. «Το φαντάστηκα». Μόλις το ξεκαθάρισε, χωρίς να δείξει καθόλου εντυπωσιασμένη, του πήρε το χάρτη από τα χέρια και κροτάλισε τη γλώσσα της καθώς τον μελετούσε. «Α, να το πρόβλημά σου. Έπρεπε να πάρεις τη δεύτερη στροφή αριστερά στον κυκλικό κόμβο, λίγο πριν φτάσεις στο Μάλαγκμορ». Ο Κουίν είχε υποψιαστεί πως ένας από τους κυκλικούς κόμβους -η ιρλανδέζικη απάντηση στην εξολόθρευση των τετραπλών στοπ- υπήρξε η καταστροφή του. «Μπορείτε να μου πείτε πώς θα ξαναβρεθώ εκεί;» «Δεν είναι καθόλου δύσκολο. Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνεις είναι να στρίψεις και να γυρίσεις από εκεί που ήρθες. Έπειτα συνέχισε να οδηγείς ώσπου να δεις μια ταμπέλα που να δείχνει στα δεξιά και να λέει Μπαλιμπρέναν». «Μπαλιμπρέναν;» Η ονομασία έμοιαζε με πολλές από τις οποίες είχε ήδη περάσει. «Ναι, Μπαλιμπρέναν», επανέλαβε η γυναίκα, κουνώντας το μαντιλοφορεμένο κεφάλι της. «Πρόσεχε, τώρα, δεν θα πάρεις αυτόν το δρόμο...» «Δεν θα τον πάρω;»

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

30

«Α, όχι. Θα στρίψεις στο δρόμο που είναι λίγο παρακάτω. Προς το Πηγάδι της Παναγίας. Αποκλείεται να μην τον δεις. Υπάρχει ένα πανέμορφο άγαλμα της Παρθένου δίπλα ακριβώς στην ταμπέλα. Πάρε αυτόν το δρόμο ευθεία και θα βρεθείς στο Κασλ-λοχ πριν το καταλάβεις». Όταν σκέφτηκε πόσες παρθένες είχε ήδη δει, ο Κουίν δεν ήταν σίγουρος ότι το σημάδι αυτό θα τον βοηθούσε και πολύ, αλλά δεν έφερε αντίρρηση. «Ευχαριστώ. Με βοηθήσατε πολύ». «Κανένας κόπος», τον βεβαίωσε η γυναίκα μ’ ένα χαμόγελο που φανέρωσε πως της έλειπαν τα περισσότερα δόντια της. Ο Κουίν κόντευε να φτάσει στο αυτοκίνητο του, όταν την άκουσε να του φωνάζει: «Φυσικά, η ταμπέλα μπορεί να μη λέει Πηγάδι της Παναγίας. Πρόσεχε». Συγκρατώντας τον εκνευρισμό του, προχώρησε πάλι προς το μέρος της. Μια που ο ίδιος πάντα μιλούσε ξεκάθαρα, ο Κουίν είχε αρχίσει να συνειδητοποιεί ότι η γη των προγόνων του ίσως αποδεικνυόταν μεγαλύτερο πολιτιστικό σοκ απ’ ό,τι φανταζόταν. «Και τι θα λέει;» τη ρώτησε ήπια. «Μπορεί να είναι γραμμένη στα ιρλανδέζικα: Ντάμπακ α Μερ». Δυσκολευόταν ήδη να καταλάβει τη βαριά προφορά της γυναίκας. Δεν υπήρχε περίπτωση ν’ αποπειραθεί να μεταφράσει αυτή την ακαταλαβίστικη γλώσσα. Ο Κουίν ήξερε πως το Κασλ-λοχ βρισκόταν σε μια κέλτικη περιοχή της Κομητείας, όπου, παρά τους ποινικούς νόμους που είχε επιβάλει η βρετανική κυβέρνηση, η ιρλανδική γλώσσα δεν πέθανε ποτέ. Νόμιζε πως αυτό θα προσέδιδε ένα γραφικό χρώμα στην ιστορία του. Μέχρι τώρα, δεν είχε φοβηθεί ότι μπορεί να μην κατάφερνε να συνεννοηθεί με τους ντόπιους.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

31

Ευχαριστώντας την πάλι, μπήκε στο αυτοκίνητο του και κατευθύνθηκε προς την περιοχή απ’ όπου είχε έρθει. Ο Κουίν το θεώρησε άλλο ένα θαύμα όταν βρήκε τη σωστή στροφή. Παρ’ όλο που οι υπόλοιπες οδηγίες δεν ήταν τόσο απλές όσο του είχε υποσχεθεί η γυναίκα -ο δρόμος είχε χωριστεί κάμποσες φορές κι αναγκάστηκε να μαντέψει στην τύχη ποια κατεύθυνση να πάρει- ένιωσε την έξαψη της νίκης όταν είδε επιτέλους μια ταμπέλα που τον καλωσόριζε στο Κασλ-λοχ.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

32

3 Αντιμέτωπη με την Καταιγίδα Όταν πια η Νόρα τέλειωσε τις δουλειές της εβδομάδας, αναγκασμένη σε κάθε βήμα της ν’ ακούει διάφορες κουβέντες για τους ανθρώπους του κινηματογράφου, τα σύννεφα που μαζεύονταν είχαν σκοτεινιάσει τον ουρανό πάνω από το Κασλ-λοχ κι ευχήθηκε να είχε επιμείνει να της αφήσει ο πατέρας της το αυτοκίνητο. Μια παγερή αύρα από τον Ατλαντικό ανακάτωνε τα μαλλιά της και τα έριχνε μπροστά στα μάτια της. Θα μπορούσε, φυσικά, να πάει με το ποδήλατο ως το Άιρις Ρόουζ και να πάρει το αυτοκίνητο, μα τότε θ’ αναγκαζόταν εκείνος να γυρίσει με τα πόδια ή με το ποδήλατο μέσα στη βροχή. Παρ’ όλο που ο πατέρας της τη σύγχυζε πολλές φορές, ποτέ δεν θα συγχωρούσε τον εαυτό της αν τον άφηνε να πάθει πνευμονία. Είναι πέντε χιλιόμετρα μόνο, θύμισε στον εαυτό της αισιόδοξα. Αν βιαστώ, μπορεί να προλάβω να γυρίσω στο σπίτι προτού αρχίσει να βρέχει. Ένιωσε τυχερή που ο Κουίν Γκάλαχερ θα ερχόταν το βράδυ, γιατί έτσι θα είχε χρόνο να μαγειρέψει. Δεν ήθελε να πει κανένας ότι η Νόρα Φιτζπάτρικ δεν ήταν καλή οικοδέσποινα.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

33

Η Νόρα έχωσε τα ψώνια της σε αδιάβροχες σακούλες κι έπειτα τις τοποθέτησε στα συρμάτινα καλάθια που κρέμονταν δεξιά κι αριστερά από την πίσω ρόδα του ποδηλάτου της. Δεν είχε προλάβει καλά καλά να ξεκινήσει, όταν άνοιξαν οι ουρανοί. Δέκα λεπτά αργότερα, πάνω που είχε αποφασίσει να πάρει τα παιδιά και να μεταναστεύσει στην ηλιόλουστη Δυτική Αυστραλία -όπου ο Φιν, ο μεγαλύτερος αδερφός της, ήταν παπάς- το ουρλιαχτό μιας κόρνας παραλίγο να την κάνει να πέσει πάνω στον πέτρινο φράχτη στην άκρη του δρόμου. Βρίζοντας σιγανά, πήγε κολλητά στο φράχτη, προσπαθώντας να μη βουλιάξει στην παχιά λάσπη. Το αυτοκίνητο δεν την προσπέρασε· σταμάτησε δίπλα της. Αντί για τα μικρά αμάξια που συνήθως συναντούσε κανείς στους ιρλανδικούς δρόμους, αυτό ήταν μια τεράστια αμερικάνικη λιμουζίνα της χρυσής εποχής, με το υπερβολικό χρώμιο και τους μυτερούς πίσω προφυλακτήρες. Και μόνο αυτά τα χαρακτηριστικά θα το έκαναν μοναδικό σε μια χώρα με τόσο στενούς, φιδωτούς δρόμους και πανάκριβη βενζίνη. Μα αυτό που πραγματικά το έκανε να ξεχωρίζει ήταν τα χερουβείμ με τα ρόδινα μάγουλα και οι άγγελοι με τα χρυσά φτερά που πρόβαλλαν ανάμεσα στα πορτοκαλιά σημάδια από σκουριά πάνω στο τριανταπεντάχρονο κατακίτρινο αμάξωμα. Και η ζωγραφιά πάνω στη σκεπή που έδειχνε την Παναγία, με τα χέρια απλωμένα και το φωτοστέφανο της ν’ αστράφτει, να ταξιδεύει πάνω σ’ ένα αφράτο άσπρο συννεφάκι στον ουρανό. Η Νόρα ήξερε ότι στο καθρεφτάκι του αυτοκινήτου κρεμόταν ένα ροζάριο ευλογημένο αυτοπροσώπως από τον Πάπα Ιωάννη ΚΓ. Επίσης, παρ’ όλο που το Βατικανό είχε ανακαλέσει την ανακήρυξή του σε άγιο, ένα πλαστικό αγαλματάκι του Αγίου Χριστόφορου εξακολουθούσε να καβαλάει το παρμπρίζ.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

34

Η τεράστια Κάντιλακ, που καταβρόχθιζε τη βενζίνη, σταμάτησε μ’ ένα τρίξιμο διαμαρτυρίας από τα βρεγμένα φρένα. Ένα ηλεκτρικό μουρμούρισμα ακούστηκε καθώς το παράθυρο του συνοδηγού χαμήλωσε αργά, φανερώνοντας ένα κεφάλι με ολόιδια χρυσοκόκκινα μαλλιά σαν της Νόρας. «Αυτή η μέρα είναι μόνο για ψάρια, πάπιες και πλάσματα της λίμνης», δήλωσε η Φιόνα Τζόις. «Βάλε το ποδήλατο σου στο πορτ μπαγκάζ, αγάπη μου. Κι έλα μέσα να προφυλαχτείς από τη βροχή προτού αρπάξεις καμιά πνευμονία». Αφού απέθεσε το ποδήλατο και τα ψώνια της στο τεράστιο πορτ μπαγκάζ που έμοιαζε με σπήλαιο, η Νόρα άνοιξε τη στολισμένη με αγγέλους πόρτα και βολεύτηκε στο πλισαρισμένο δερμάτινο γαλάζιο κάθισμα του πανάρχαιου θαυματουργού οχήματος της γιαγιάς της. Η ζέστη που έβγαινε από τις θυρίδες του παρμπρίζ άρχισε αμέσως να διώχνει την παγωνιά από τα κόκαλα της. Η Κάντιλακ μπορεί να ήταν γελοίο αυτοκίνητο για την Ιρλανδία -ή για οπουδήποτε αλλού, δηλαδή, τώρα που το σκεφτότανκαι τόσο μεγάλη, ώστε άνετα θα στέγαζε μια τετραμελή οικογένεια, αλλά η Νόρα δεν έβρισκε κανένα ψεγάδι στο καλοριφέρ της. Η Φιόνα Τζόις ήταν μια μικρόσωμη, νευρώδης γυναίκα με επιδερμίδα ρυτιδιασμένη από τους ήλιους περισσότερων από ογδόντα καλοκαιριών και τους ανέμους που φυσούσαν από τη μια ακτή του νησιού ως την άλλη. Παρά την ηλικία της, τα μαύρα μάτια της ήταν ζωηρά σαν του σπουργίτη και τα μαλλιά της είχαν ένα ζωηρό χρυσοκόκκινο χρώμα. «Έπρεπε να τραβήξεις τον Μπρέιντι από το παμπ και να τον υποχρεώσεις να σε πάει στο σπίτι», είπε η Φιόνα. «Δεν είναι τόσο μακριά», διαμαρτυρήθηκε η Νόρα. «Και δεν ήθελα να τον ενοχλήσω».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

35

Η Φιόνα αναστέναξε καθώς άγγιξε το μικροσκοπικό σταυρό, με τα πόδια του Χριστού σταυρωμένα σεμνά στους αστραγάλους, που κρεμόταν από μια χρυσή αλυσίδα στο άνοιγμα της ροζ μάλλινης ζακέτας της. Στα πέτα του χοντρού της πουλόβερ ήταν καρφιτσωμένες ένα σωρό καρφίτσες με θρησκευτικά θέματα. «Αγαπάω πολύ το μικρότερο γιο μου, αλλά είναι αθεράπευτα φαντασιόπληκτος. Όπως κι ο πατέρας του». «Ενώ εσύ δεν είσαι;» Το χαμόγελο της Νόρας απομάκρυνε την κατηγόρια από τα λόγια της. «Όχι βέβαια!» Η Φιόνα φάνηκε ειλικρινά σοκαρισμένη και μόνο με την ιδέα. «Οι γυναίκες δεν προλαβαίνουν να ονειροπολούν, Νόρα. Εσύ δεν θα ‘πρεπε να το ξέρεις αυτό καλύτερα από τον καθένα;» «Δεν θεωρείς τη σταυροφορία σου για την Μπερναντέτ μια φαντασιοπληξία, ας πούμε;» «Δεν είναι καθόλου φαντασιοπληξία να θέλω να αγιοποιηθεί η καλή μας Μπερναντέτ, αγάπη μου. Και -ένας Θεός ξέρει- αυτοί οι κοκκινοφουστάδες στο Βατικανό δεν μας χρωστάνε μια αγία αφού μας πήραν την Αγία Φιλουμένη;» Η Φιόνα έκανε μια παύση. «Και, μια που μιλάμε για την Μπερναντέτ, άκουσα μια καινούρια ιστορία». Εδώ και μια δεκαετία, η Φιόνα προσπαθούσε να ανακηρυχθεί αγία η αδελφή Μπερναντέτ Μαίρη -μια αδελφή του ελέους που εργάστηκε ακούραστα για να φέρει την ειρήνη στη διάρκεια του αγγλοϊρλανδικού πολέμου ανεξαρτησίας και σκοτώθηκε από τους μελανόφαιους για τις προσπάθειές της. Μια που ένα σημαντικό μέρος της νομικής διαδικασίας ήταν να τεκμηριωθεί η ζωή του υποψήφιου αγίου, τα άγια έργα του και, το πιο σημαντικό, να παρουσιαστούν αποδείξεις για τουλάχιστον δύο θαύματα που έκανε, η Φιόνα αναζητούσε

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

36

αδιάκοπα στοιχεία κάποιου θαυμαστού γεγονότος που έγινε στο όνομα της νεαρής καλόγριας. Η Νόρα είχε αρχίσει να ανησυχεί ότι αυτή η θρησκευτική μανία ίσως ήταν σημάδι ότι η γιαγιά της έχανε τα λογικά της. Μα και πάλι, όποτε σκεφτόταν τις δικές της συζητήσεις με τη μητέρα της που είχε πεθάνει εδώ και χρόνια, κατέληγε ότι ίσως όλοι οι Τζόις να ήταν κάπως φαντασιόπληκτοι. «Πώς πήγε το ταξίδι σου στο Ενισκόρθι;» ρώτησε τη γιαγιά της. Η Φιόνα αναστέναξε. «Υποθέτω ότι εξαρτάται από το αν ο Άγιος Πατέρας θα θεωρήσει θαύμα ή όχι τη γιατρειά του κολικού μιας φοράδας». Η Νόρα έπνιξε το χαμόγελο που άρχισε να σχηματίζεται στις άκρες των χειλιών της. Η Φιόνα δεν έβρισκε κανένα αστείο σε ό,τι αφορούσε την αγιοσύνη. «Φαντάζομαι πόσο θα χάρηκε ο ιδιοκτήτης της. Αμφιβάλλω, όμως, αν ένα τέτοιο γεγονός αρκεί για να πείσει τον επίσκοπο». «Ο μόνος τρόπος για να εντυπωσιαστεί αυτός ο άνθρωπος θα ήταν μια επανάληψη του θαύματος με το κρασί στο γάμο της Κανά. Αν η Μπερναντέτ κατάφερνε να κάνει τη βρύση του επισκόπου να τρέχει ουίσκι αντί για νερό, θα την πρότεινε για αγία προτού προλάβεις να πεις ουίσκι μολτ». Ο επίσκοπος Μακάρθι αρνιόταν σταθερά να διαβιβάσει τα ντοκουμέντα της Φιόνα στη Σύνοδο για την Ανακήρυξη Αγίων, στο Βατικανό. Η Νόρα ήξερε πως η γιαγιά της ήταν πεπεισμένη ότι μια τόσο άκαμπτη έλλειψη συνεργασίας αποτελούσε απόδειξη του αντρικού σοβινισμού του επισκόπου. «Γι’ αυτόν είναι ήδη κακό που όλα τα στοιχεία συγκεντρώνονται σε μια απλή γυναίκα αντί σ’ έναν παπά, όπως συνήθως γίνεται», μουρμούρισε η Φιόνα. «Είναι

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

37

ολοφάνερο ότι δεν έχει καμιά πρόθεση να προσθέσει άλλη μία αγία στο θρησκευτικό του κατάλογο». Σαν τους Ιρλανδούς Εθελοντές προγόνους της που είχαν αρνηθεί να εγκαταλείψουν μια καλή μάχη, έτσι και η Φιόνα αρνιόταν να παραιτηθεί από την αποστολή της, που τώρα πλέον την αντιμετώπιζε σαν ιερό πόλεμο. Έριξε μια λοξή ματιά στην εγγονή της. «Αν πεθάνω προτού συμφωνήσει το Βατικανό, θα πρέπει να συνεχίσεις εσύ τον αγώνα μου». «Εσύ θα ζήσεις για πάντα», έσπευσε να δηλώσει η Νόρα. Πολύ σταθερά. «Κανείς δεν ζει για πάντα, αγάπη μου», είπε ήπια η Φιόνα. «Τουλάχιστον όχι στη θνητή μας μορφή». Κι έπειτα, σαν να καταλάβαινε την απροθυμία της Νόρας να συζητήσει αυτό το θέμα, ξαναγύρισε στην προηγούμενη κουβέντα της. «Την άλλη βδομάδα θα πάω στο Ντέρι ν’ ακούσω μια ακόμα ιστορία. Θέλεις να σου φέρω τίποτα;» Παρ’ όλο που οι τιμές ήταν συχνά χαμηλότερες στη Βόρεια Ιρλανδία, η Νόρα δεν χάρηκε καθόλου που άκουσε ότι η γιαγιά της θα ταξίδευε εκεί. Μα ήξερε, επίσης, πόσο μάταιο ήταν να της φέρει αντίρρηση. «Το κυριακάτικο σακάκι μου έχει γεμίσει τρύπες. Δεν κάνει ούτε για την εκκλησία, μια που το ‘χει καταφάει ο σκόρος», είπε η Νόρα. «Ίσως, αν έχεις καιρό και βρεις κανένα στις εκπτώσεις...» «Θα σου πάρω ένα σακάκι, είτε έχει εκπτώσεις είτε όχι». «Θύμισέ μου να σου δώσω χρήματα πριν φύγεις». «Δεν χρειάζεται. Και δεν είναι δώρο», επέμεινε η ηλικιωμένη γυναίκα προτού η Νόρα προλάβει να αρνηθεί. «Θεώρησέ το σαν αμοιβή. Επειδή θα συνεχίσεις το έργο μου όταν πεθάνω», πρόσθεσε πονηρά.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

38

Ξέροντας πότε έχανε, η Νόρα δεν δοκίμασε καν να διαμαρτυρηθεί. Καθώς χάζευε το κυκλωμένο από την ομίχλη τοπίο, αναρωτήθηκε αν ο Αμερικανός συγγραφέας θα περίμενε γλυκό κάθε βράδυ μετά το δείπνο του. Η Νόρα άκουσε τους θρήνους πριν καν φτάσει στην πόρτα της κουζίνας. Μια που ο μεγαλύτερος αδερφός της, ο Μάικλ, έλειπε στο Κέρι για να πουλήσει το μαλλί, ο μικρότερος αδερφός της, ο Τζον, είχε περάσει από τη φάρμα του Μάικλ μετά το σχολείο για να φροντίσει το άρμεγμα. Πράγμα που σήμαινε ότι τα δυο μικρότερα παιδιά είχαν μείνει με τη Μαίρη εκείνο το απόγευμα. Παρά το γεγονός ότι η αδερφή της υπέφερε από τη συνηθισμένη κυκλοθυμικότητα των κοριτσιών που μόλις πάτησαν τα δεκάξι, γενικά ήταν καλή κοπέλα και μπορούσε κανείς να βασιστεί πάνω της. «Πάλι κάτι θα ‘γίνε με κάποιο αγόρι», μάντεψε η Φιόνα. «Μάλλον έχεις δίκιο». Η Νόρα ήλπιζε να μην ήταν σοβαρός ο λόγος που έκανε την αδερφή της να ξεφωνίζει έτσι. Ένιωσε ενοχές όταν η πρώτη σκέψη που της πέρασε από το μυαλό ήταν μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, αλλά η Νόρα καταλάβαινε πολύ καλά τους ερωτικούς πόθους της εφηβείας. Και σάμπως η καλύτερη φίλη της Μαίρης, η Ντίντρι Μακμάν, δεν θα γεννούσε όπου να ‘ναι; Ο πατέρας ήταν ένας φοιτητής που η Ντίντρι είχε γνωρίσει σ’ ένα πανηγύρι στο Λίμερικ. «Ο Τζακ ράγισε την καρδιά της Μαίρης», τους ανακοίνωσε ο Ρόρι, τρέχοντας να τις προϋπαντήσει, με το σκυλί του καταπόδι, όπως πάντα. Τα βαθυγάλανα μάτια του, ολόιδια με του πατέρα του, την κοίταξαν ανήσυχα και τα σκούρα του μαλλιά, κληρονομιά κι αυτά από τον Κόνορ, έπεφταν στο μέτωπο του.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

39

Νιώθοντας να τη συνεπαίρνει το γνώριμο κύμα αγάπης για το γιο της, η Νόρα έσπρωξε πίσω τα μαλλιά του. «Θα φροντίσω εγώ τη Μαίρη. Στο μεταξύ, εσύ δεν πας να τελειώσεις τις δουλειές σου; Έφερα στη Μέιβ ένα ωραίο ζουμερό κόκαλο», του είπε, δίνοντάς του ένα πακέτο δεμένο με σπάγκο. «Δώσ’ της το να το μασουλήσει, όσο εσύ ταΐζεις τα κουνέλια σου». «Σ’ ευχαριστώ, μαμά!» Ο μικρός έφυγε σαν βολίδα, ανακουφισμένος που τα γυναικεία μέλη της οικογένειάς του θ’ ασχολούνταν με τα αισθηματικά ζητήματα. Η Μέιβ, παίρνοντας θάρρος από τη μυρωδιά που ανέδιδε το πακέτο, άρχισε να γαβγίζει ενθουσιασμένη, χοροπηδώντας γύρω από τους αστραγάλους του. Απολαμβάνοντας το ανέμελο θέαμα του αγοριού με το σκυλί του, η Νόρα έκανε μια σύντομη προσευχή: να μην αναγκαστεί να στερήσει το γιο της από τη ζωή στη φάρμα που του άρεσε τόσο πολύ. Έπειτα, μη μπορώντας ν’ αγνοήσει άλλο το καινούριο πρόβλημα, μπήκε με τη Φιόνα στο σπίτι. Ακούμπησε τις τσάντες με τα ψώνια στον πάγκο της κουζίνας και στράφηκε στην αδερφή της. «Λοιπόν, τι έκανε πάλι ο Τζακ;» Μια που η μητέρα της της είχε μάθει ότι ελάχιστα προβλήματα δεν λύνονταν μ’ ένα φλιτζάνι τσάι, η Νόρα έβαλε το τσαγιερό στη φωτιά για να βράσει το νερό. «Μου ράγισε την καρδιά!» θρήνησε η Μαίρη, επαναλαμβάνοντας τα λόγια του Ρόρι. «Και πώς ακριβώς έκανε κάτι τέτοιο;» «Ζήτησε από τη Σάρον Φιτζέραλντ να τη συνοδεύσει στο Χορό της Πρωτομαγιάς». «Αυτό είναι όλο;» απόρησε η Φιόνα. «Δεν καταλαβαίνεις! Έχουν σχηματιστεί πια τα ζευγάρια. Δεν θα βρω κανένα αγόρι να με πάει!»

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

40

«Μπορείς να πας μόνη σου στο χορό», πρότεινε η Φιόνα. «Γιαγιά!» Η Μαίρη έριξε μια απελπισμένη ματιά στη Νόρα. «Μπορείς, σε παρακαλώ, να της εξηγήσεις ότι στην εποχή μας μόνο τα άθλια, κακάσχημα κορίτσια που η μοίρα τους είναι να μείνουν γεροντοκόρες πάνε μόνα τους στους χορούς;» «Πολύ αμφιβάλλω ότι η μοίρα σου είναι να μείνεις γεροντοκόρη», αποκρίθηκε ήπια η Νόρα, προσέχοντας τη μαύρη μπογιά από τη μάσκαρα που έτρεχε στα μάγουλα της αδερφής της. Ενώ καταλάβαινε τη φυσική τάση της εφηβείας για ανταρσία, δεν της άρεσε που η Μαίρη είχε υιοθετήσει αυτό που στο Δουβλίνο αποκαλούσαν «γοτθικό λουκ». Τα μαύρα κουρελιασμένα ρούχα, η άσπρη πούδρα και τα σκουροκόκκινα κραγιόν που η Μαίρη φορούσε τα Σαββατοκύριακα που δεν πήγαινε σχολείο έκρυβαν τη φυσική της ομορφιά. Αν μη τι άλλο, οι καλόγριες απαγόρευαν τα πράσινα και τα πορτοκαλιά μαλλιά που τόσο άρεσαν στους εφήβους της πόλης. Και, φυσικά, τα σκουλαρίκια σε οποιοδήποτε μέρος του σώματος ήταν αυστηρώς απαγορευμένα. Η Νόρα σκέφτηκε ότι έπρεπε να νιώθει ευγνωμοσύνη γι’ αυτές τις μικρές χάρες. «Καταλαβαίνω πόσο πληγωμένη αισθάνεσαι», είπε, προσπαθώντας να ηρεμήσει την αδερφή της. «Μα δεν είναι και το τέλος του κόσμου, αγάπη μου. Μένουν ακόμα τρεις βδομάδες μέχρι το χορό και ίσως ο Τζακ αλλάξει γνώμη...» «Δεν πρόκειται ν’ αλλάξει γνώμη», κλαψούρισε η Μαίρη. «Επειδή ο μόνος λόγος που με παράτησε για τη Σάρον είναι γιατί εκείνη του κάθεται. Έχει κοιμηθεί με τα μισά αγόρια του σχολείου». Να το πάλι. Το αιωνίως απειλητικό θέμα του σεξ. Τον τελευταίο καιρό, η Νόρα είχε αρχίσει επιτέλους να

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

41

καταλαβαίνει πάρα πολύ καλά γιατί η μητέρα της ανησυχούσε τόσο πολύ την εποχή που εκείνη έτρεχε κρυφά στα λιβάδια με τον Ντέβλιν Μόνοχαν. «Ένας άντρας δεν θ’ αγοράσει την αγελάδα όταν μπορεί να παίρνει τζάμπα το γάλα», δήλωσε η Φιόνα με σοφία. «Καλά κάνεις και φυλάς την αγνότητά σου, καλή μου Μαίρη. Την πρώτη νύχτα του γάμου σου, όταν θα είσαι με τον άντρα σου, θα θυμάσαι τη σημερινή μέρα και θα χαίρεσαι που δεν υπέκυψες». «Δεν πρόκειται να παντρευτώ ποτέ!» «Φυσικά και θα παντρευτείς». Η Νόρα της έδωσε ένα χαρτομάντιλο. «Όχι, αποκλείεται». Η Μαίρη φύσηξε δυνατά τη μύτη της. «Αποφάσισα να γίνω καλόγρια». «Τη στολή, πάντως, την έχεις», μουρμούρισε η Φιόνα, κοιτάζοντας με αηδία τη μακριά μαύρη φούστα και το μαύρο πουλόβερ της εγγονής της. «Δεν μπορείς να γίνεις καλόγρια», πετάχτηκε η εφτάχρονη Σίλια, που ζωγράφιζε ένα βιβλίο με όλα τα άλογα που νίκησαν στους Εθνικούς Ιππικούς Αγώνες. «Θα πρέπει να σου έρθει το θείο κάλεσμα. Κι έπειτα να πας να γίνεις ιεραπόστολος στο Κονγκό». Η τσαγιέρα άρχισε να σφυρίζει και η Νόρα στράφηκε, βρίσκοντας ευκαιρία να κρύψει το χαμόγελο της. Η Ιστορία μιας Μοναχής ήταν κοσμαγάπητη ταινία και η τηλεόραση τη μετέδιδε κάθε χρόνο στη διάρκεια της Σαρακοστής. Η Μαίρη στράφηκε στη μικρότερη αδερφή της. «Αυτά συμβαίνουν μόνο σ’ εκείνη την ηλίθια ταινία». «Το ξέρω». Η Σίλια ύψωσε αποφασιστικά το μικρό, μυτερό της πιγούνι. «Μα η αδελφή Μαίρη Άντονι μας διαβάζει τους βίους των αγίων και είχαν όλοι τους το θείο κάλεσμα. Σαν την

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

42

Αγία Τερέζα που περπατούσε πάνω σε αγκάθια και δεν έκανε ούτε μια γκριμάτσα από τον πόνο. Και την Ιωάννα της Λοραίνης που την έκαψαν στην πυρά και δεν έβγαλε άχνα». «Κι ας μην ξεχνάμε την Αγία Μαρία Γκορέτι, που προτίμησε να πεθάνει παρά να υποκύψει στη λαγνεία του άντρα», είπε με νόημα η Φιόνα. «Δεν έχασε το κουράγιο της όταν αυτός που την καταδίωκε άρχισε να τη μαχαιρώνει. Αυτό θα πει θείο κάλεσμα». «Δεν είπα ότι θέλω να γίνω μια αναθεματισμένη αγία!» Η παλάμη της Μαίρης βρόντηξε στο τραπέζι της κουζίνας με τόση δύναμη, ώστε τα κραγιόνια της αδερφής της κύλησαν στο πάτωμα. «Είπα απλώς ότι θα γίνω καλόγρια». «Δεν χρειάζεται να βρίζεις». Η Νόρα ακούμπησε την τσαγιέρα στο τραπέζι. «Δεν καταλαβαίνεις!» Η Μαίρη πετάχτηκε όρθια, ρίχνοντας την καρέκλα της με θόρυβο στο πάτωμα. «Κανείς δεν καταλαβαίνει!» φώναξε και βγήκε τρέχοντας από το δωμάτιο. Τα βήματά της ακούστηκαν ν’ ανεβαίνουν τις σκάλες. Λίγα λεπτά αργότερα ο βρόντος της πόρτας της αντήχησε σ’ όλη την αγροικία, κάνοντας το ημερολόγιο με τ’ αγριολούλουδα, αγορασμένο από το εμπορικό κατάστημα Μόνοχαν, να ταλαντευτεί στο καρφί απ’ όπου κρεμόταν σαν να ‘ταν μεθυσμένο. Απτόητη από όλες αυτές τις εκδηλώσεις υστερίας, η Σίλια συνέχισε να ζωγραφίζει προσεκτικά τη χαίτη ενός αλόγου μ’ ένα κραγιόνι που είχε το ίδιο χρώμα σχεδόν με τις κατακόκκινες πλεξίδες της. «Όταν μπω στην εφηβεία, δεν πρόκειται να ‘χω καμιά σχέση με αγόρια», ορκίστηκε. «Εγώ, πάντως, θα σου χρωστάω ευγνωμοσύνη αν τηρήσεις την απόφασή σου», είπε η Νόρα, παρ’ όλο που ήξερε πως

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

43

αποκλειόταν να συμβεί κάτι τέτοιο. Τα αγόρια και τα κλάματα αποτελούσαν μέρος της διαδικασίας της ωρίμανσης. Θέλοντας να ηρεμήσει την κατάσταση προτού φτάσει ο Αμερικανός συγγραφέας, η Νόρα ακολούθησε τον ήχο των θρήνων από τον πάνω όροφο. Αν και προσπαθούσε ν’ αντιμετωπίζει με κατανόηση τη Μαίρη, ήταν δύσκολο, μια που τα ξεσπάσματά της συνέβαιναν τόσο συχνά. Η συμπεριφορά του Τζακ ήταν, φυσικά, αδικαιολόγητη, όμως η αδερφή της πάθαινε συνήθως υστερία με πολύ μικρότερες αφορμές. Μα και πάλι, θύμισε η Νόρα στον εαυτό της, εκείνη δεν είχε χάσει τη μητέρα της στην τρυφερή ηλικία των εννιά χρονών, όπως η Μαίρη. Ήταν δεκαοχτώ χρονών και είχε τον Κόνορ να της προσφέρει συμπαράσταση κι αγάπη εκείνες τις δύσκολες μέρες. Καθώς χτυπούσε την κλειστή πόρτα, η Νόρα συλλογίστηκε πως η Σίλα Μόνοχαν σίγουρα είχε δίκιο σ’ ένα πράγμα: το να μεγαλώνει τα τρία παιδιά της μητέρας της μαζί με το δικό της ^για να μην αναφέρει τον πατέρα της, ο οποίος έμοιαζε με παιδί που δεν μεγάλωσε ποτέ- δεν ήταν καθόλου εύκολο. Η Νόρα έστρεψε το βλέμμα της στον ουρανό, με αποτέλεσμα να προσέξει, δυστυχώς, τον καινούριο καφετί λεκέ που είχε αφήσει η υγρασία στο ταβάνι. Έπρεπε οπωσδήποτε να επιδιορθώσει τη στέγη. «Θα σ’ ευγνωμονούσα πραγματικά, μαμά», μουρμούρισε, «αν με βοηθούσες λιγάκι με τη μεσαία κόρη σου».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

44

4 Καπνός και Δυνατό Ουίσκι Καθώς ο Κουίν περνούσε με το αυτοκίνητο μπροστά από το χασάπικο, τα κρέατα και τα κοτόπουλα της βιτρίνας τού θύμισαν ότι είχαν περάσει ώρες από την τελευταία φορά που είχε φάει. Βλέποντας στην απέναντι πλευρά της πλατείας μια πινακίδα που διαφήμιζε το παμπ Άιρις Ρόουζ, αποφάσισε να σταματήσει. «Λίγο φαγητό και δυο τρία φλιτζάνια καφέ θα με βοηθήσουν να συνέλθω από το υπερατλαντικό ταξίδι και τη διαφορά της ώρας», μουρμούρισε. Και θα καταπράυναν και τον πονοκέφαλο που είχε αρχίσει την ώρα που έκανε κύκλους με το αυτοκίνητο. Επίσης, θα είχε την ευκαιρία να ζητήσει οδηγίες για να φτάσει στη φάρμα των Τζόις. Ο πράκτορας που είχε κλείσει το δωμάτιο τον είχε βεβαιώσει ότι η φάρμα βρισκόταν πάνω στον επαρχιακό δρόμο του Κασλ-λοχ. Ωστόσο, έχοντας ήδη ανακαλύψει τις ιδιοτροπίες του ιρλανδέζικου οδικού συστήματος, ο Κουίν φοβόταν πως οι διαβεβαιώσεις του πράκτορα θα αποδεικνύονταν υπερβολικά αισιόδοξες. Χαμογέλασε βλέποντας τις λέξεις που ήταν σκαλισμένες σ’ ένα κομμάτι ξύλο καρφωμένο στην πόρτα του παμπ: Είμαστε

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

45

εδώ όταν είμαστε ανοιχτά. Δεν είμαστε εδώ όταν είμαστε κλειστά. Το εσωτερικό του Άιρις Ρόουζ θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελεί το σκηνικό της ταινίας Ένας Ήσυχος Άνθρωπος. Υποψιαζόταν πως δεν είχε αλλάξει καθόλου από τότε που χτίστηκε η πόλη του Κασλ-λοχ, πάνω από πεντακόσια χρόνια πριν. Οι τοίχοι με τη σκούρα επένδυση είχαν ράφια γεμάτα με μπουκάλια ουίσκι που γυάλιζαν σαν τα λάφυρα κάποιου πειρατή στο χαμηλό φως των μπρούντζινων φωτιστικών. Πίσω από το μπαρ, ένας καθρέφτης διαφήμιζε την μπίρα Γκίνες με χρυσά φανταχτερά γράμματα. Μια φωτιά από αποξηραμένη τύρφη έκαιγε στο μεγάλο ανοιχτό τζάκι στη μια μεριά της αίθουσας, διώχνοντας την παγωνιά. Ένα σύννεφο καπνού πλανιόταν στην ατμόσφαιρα. Τα ξύλινα τραπέζια ήταν στριμωγμένα πάνω στις καρφωμένες με το χέρι σανίδες του δαπέδου και βαριοί πάγκοι που θύμιζαν στασίδια εκκλησίας ήταν τοποθετημένοι κατά μήκος των τοίχων. Ο μόνος αναχρονισμός ήταν η τηλεόραση που ήταν στερεωμένη πάνω από το μπαρ και τώρα μετέδιδε έναν αγώνα. Όταν η όρασή του προσαρμόστηκε στο μισοσκόταδο, ο Κουίν είδε τρεις άντρες καθισμένους στο μπαρ, μερικούς άλλους σκορπισμένους στα τραπέζια να καπνίζουν την πίπα τους διαβάζοντας εφημερίδα και δυο εφήβους που έπαιζαν βελάκια. Ένας άντρας και μια γυναίκα έτρωγαν το πρόχειρο φαγητό που σερβίρουν τα παμπ και δυο κοκκινομάλλικα βρέφη, που ο Κουίν ήταν σίγουρος ότι ήταν δίδυμα, μασουλούσαν χαρωπά πατάτες τηγανητές. Όλα τα βλέμματα καρφώθηκαν αμέσως πάνω του, καθώς διέσχισε την αίθουσα και κάθισε σ’ ένα σκαμνί μπροστά από το χαραγμένο πάγκο του μπαρ.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

46

«Καταπληκτική μέρα», παρατήρησε ένας μικρόσωμος, σβέλτος άντρας που έμοιαζε με δρυΐδη. «Κάνει λίγο κρύο», αποκρίθηκε ο Κουίν, που μόλις την προηγούμενη μέρα απολάμβανε το ζεστό ήλιο της Καλιφόρνιας. «Ναι». Ο άντρας έγνεψε καταφατικά. «Αν και εμένα δεν μ’ αρέσει να κάνει ζέστη. Τότε, δεν υπάρχει λόγος να παραπονεθείς. Δεν γίνονται συζητήσεις...» Η φωνή του έσβησε κι έπειτα από λίγο είπε απότομα: «Θα πρέπει να είσαι ο Κουίν Γκάλαχερ». «Ή μάντεψες σωστά ή είσαι μέντιουμ». «Υπάρχουν πολλοί που μου το λένε στα χρόνια που έζησα, μα δεν είναι αυτός ο λόγος που σε κατάλαβα». Ένα χαμόγελο φώτισε τα ροδοκοκκινισμένα του μάγουλα. Τα γαλάζια μάτια του σπινθήρισαν χαρωπά. «Σε αναγνώρισα από τη φωτογραφία σου στα οπισθόφυλλα των βιβλίων. Τα ‘χει διαβάσει όλα ο γιος μου ο Τζον. Πιο πολύ του άρεσε εκείνο με το θηλυκό φάντασμα». «Κι εμένα είναι από τα αγαπημένα μου». Ήταν το πρώτο του βιβλίο που εκδόθηκε, γραμμένο σ’ έναν πυρετό έμπνευσης που παρόμοιο ο Κουίν δεν είχε βιώσει από τότε. Η μούσα του ήταν μια περαστική ερωμένη. «Ο Μπρέιντι έχει δει ένα θηλυκό φάντασμα», αποκάλυψε ο δεύτερος άντρας που έμοιαζε εκατό χρονών. Η πρησμένη κόκκινη μύτη του πρόδιδε ότι πολλά από αυτά τα χρόνια τα είχε περάσει υποκύπτοντας στην αδυναμία του για το αλκοόλ. «Ο Μπρέιντι;» Σίγουρα το όνομα αυτό θα είναι πολύ συνηθισμένο εδώ, συλλογίστηκε ο Κουίν. «Μπρέιντι Τζόις, στις υπηρεσίες σας», είπε ο πρώτος άντρας. «Δεν είναι διαβολική τύχη που σταμάτησες στο Άιρις Ρόουζ πηγαίνοντας προς τη φάρμα;»

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

47

«Φοβερή σύμπτωση». «Δεν είναι και τόσο σύμπτωση», ισχυρίστηκε ο δεύτερος άντρας. «Το Άιρις Ρόουζ είναι το μοναδικό παμπ από αυτή την πλευρά του ποταμού. Είναι, επίσης, το πρώτο παμπ στο δρόμο προς την πόλη κι έτσι ήταν πολύ πιθανό ότι εδώ θα διάλεγες να σταματήσεις. Κι όποτε είναι ανοιχτό το Αι ρις Ρόουζ...» Ήπιε μια γερή γουλιά από τη σκουρόχρωμη μπίρα που ήταν μπροστά του και σκούπισε μετά τον αφρό από τα χείλη του με την ανάστροφη του χεριού του. «Είναι σίγουρο ότι εδώ θα βρεις τον Μπρέιντι Τζόις, να κάθεται πάντα σ’ αυτό το ίδιο σκαμνί και να υφαίνει τις ιστορίες του», πρόσθεσε. «Είναι ο καλύτερος παραμυθάς της Κομητείας». «Μπα, μην το λες, δεν φτάνω ούτε στο δαχτυλάκι του κυρίου Γκάλαχερ», είπε ο Μπρέιντι με μπόλικη δόση ψεύτικης μετριοφροσύνης, υποψιάστηκε ο Κουίν. «Μπορεί να ‘ναι κι έτσι, αλλά η ιστορία του θηλυκού φαντάσματος είναι ωραία και πολύ τρομακτική», παρατήρησε ο γέρος. «Ανατριχιάζω κάθε φορά που την ακούω». Έριξε στον Κουίν μια εξεταστική ματιά. «Θα είσαι από τους ανθρώπους του κινηματογράφου». «Ναι». «Ο Μπρέιντι μου έλεγε ότι θα μείνεις στη φάρμα. Σκεφτόμαστε μήπως ήθελες να κάνεις ταινία κάποια από τις ιστορίες του». «Μπα, ο Φέργκους ήταν που το σκεφτόταν», είπε γρήγορα ο Μπρέιντι. Υπερβολικά γρήγορα, σκέφτηκε ο Κουίν. «Του είπα να μη λέει βλακείες». «Είναι περίπλοκη διαδικασία το γύρισμα μιας ταινίας», αποκρίθηκε προσεκτικά ο Κουίν, μη θέλοντας να προσβάλει τον οικοδεσπότη του, υπονοώντας πως δεν έβρισκε άξιες λόγου τις ιστορίες του Μπρέιντι Τζόις.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

48

Οι υπόλοιποι ηθοποιοί και το συνεργείο είχαν ήδη κλείσει όλα τα δωμάτια στο χωριό. Αν ο Τζόις αποφάσιζε να ακυρώσει τη συμφωνία τους, ο Κουίν δεν θα ‘χε άλλη επιλογή από το να δεχτεί την πρόταση της Λόρας. Και ήταν αποφασισμένος να το αποφύγει με κάθε κόστος. «Αυτό δεν έλεγα κι εγώ στον Φέργκους;» Ο Μπρέιντι έγνεψε καταφατικά. «Περίπλοκη διαδικασία». «Και μήπως δεν είναι περίπλοκη διαδικασία να γυρίσετε μια ταινία για το πλάσμα μιας λίμνης σε μια μικρή πόλη της Ιρλανδίας που σχεδόν κανείς δεν την ξέρει;» υπέδειξε πονηρά ο άντρας που λεγόταν Φέργκους. «Σωστή παρατήρηση... Ώστε έχεις δει στ’ αλήθεια θηλυκό φάντασμα;» ρώτησε ο Κουίν τον Τζόις. Παρ’ όλο που είχε απολαύσει το γράψιμο του βιβλίου για τη θλιμμένη νεράιδα, θεωρούσε αυτά τα πλάσματα τελείως φανταστικά, όπως τον Κούνελο του Πάσχα, τον Αϊ-Βασίλη και τη νεράιδα που έπαιρνε τα πρώτα δόντια των παιδιών. «Α, ναι», συμφώνησε χαρωπά ο Μπρέιντι. «Έχω δει, επίσης, τη χαριτωμένη Κυρά που σας έφερε όλους εσάς του κινηματογράφου στο Κασλ-λοχ. Μα αυτές τις ιστορίες θα τις πούμε άλλη φορά. Πρώτα, πρέπει να σου δώσουμε κάτι να πιεις. Μπάρμαν, μια μπίρα για τον καλεσμένο μου», φώναξε δυνατά στον άντρα που σκούπιζε τα ποτήρια μισό μέτρο πιο πέρα. «Κερνάω όλο το μπαρ. Δώσε και δυο πορτοκαλάδες στα παιδιά. Κι όσο ο Μπρένταν θα βάζει την μπίρα σου, θα μας μιλήσεις για τον εαυτό σου», είπε ο Μπρέιντι, που στράφηκε πάλι προς το μέρος του Κουίν. «Δεν έχω και πολλά να πω». Ο Κουίν, που έτσι κι αλλιώς δεν μιλούσε ποτέ για το παρελθόν του, δεν είχε καμιά όρεξη να το συζητήσει με αγνώστους.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

49

«Φυσικά και έχεις. Ένας συγγραφέας σαν και του λόγου σου θα ‘πρεπε να ξέρει ότι δεν υπάρχει κανείς ίδιος μ’ εσένα. Καμιά ιστορία σαν τη δική σου. Και μην ξεχνάς», πρόσθεσε πονηρά ο Μπρέιντι, «πως, αν δεν μας τα πεις μόνος σου, δεν θα ‘χουμε άλλη επιλογή από το να βγάλουμε ιστορίες για σένα από το μυαλό μας». Προτού ο Κουίν προλάβει ν’ αντιδράσει, ένας μεγαλόσωμος άντρας που καθόταν στην άλλη άκρη του μπαρ σηκώθηκε απότομα κι ανακοίνωσε: «Εγώ δεν πρόκειται να πιω στην υγειά του». Μια νεκρική σιγή έπεσε στην αίθουσα. Τα ποτήρια ακούμπησαν πάνω στα ξύλινα τραπέζια. «Έλα τώρα, Καντέλ», προσπάθησε να τον καλοπιάσει ο Μπρέιντι. «Είναι τρόπος αυτός να μιλάς σ’ έναν επισκέπτη;» «Εγώ του ζήτησα να ‘ρθει εδώ;» Τα χέρια του άντρα σφίχτηκαν στα πλευρά του. Οι τεράστιες γροθιές και το θανάσιμο βλέμμα στα μαύρα του μάτια θύμισαν στον Κουίν πυγμάχο βαρέων βαρών. «Δεν θυμάμαι να κάλεσα κανένα γαμημένο Γιάνκη στο Κασλ-λοχ», γρύλισε ο άντρας κι έριξε μια άγρια ματιά στον Κουίν. «Γιατί εσείς οι αναθεματισμένοι οι Αμερικανοί δεν κάθεστε στα σπίτια σας;» Ο Κουίν κατέληξε ότι η ερώτηση ήταν καθαρά ρητορική, για να προκαλέσει καβγά. Και, παρ’ όλο που στα νιάτα του είχε μπλεχτεί σε πολλούς καβγάδες, δεν είχε καμιά πρόθεση να τσιμπήσει τώρα το δόλωμα. Όταν ο Κουίν δεν απάντησε, ο κοκκινομούρης άντρας στράφηκε πάλι στον Μπρέιντι. «Κι εξίσου κακός δεν είσαι κι εσύ, Μπρέιντι Τζόις, που βάζεις αυτόν το γαμημένο πλούσιο τουρίστα στο σπίτι σου για μερικές λίρες; Οι αναθεματισμένοι ξένοι έχουν πλημμυρίσει αυτή τη χώρα, ανεμίζοντας τα γιάνκικα λεφτά τους, αγοράζοντας τη γη μας, καταστρέφοντας

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

50

την παράδοση. Η Ιρλανδία είναι μια ωραία γυναίκα. Και μερικοί μερικοί είναι γαμημένοι νταβατζήδες», κατέληξε, καρφώνοντας το σκληρό του βλέμμα στον ηλικιωμένο άντρα και στον Κουίν. Και μ’ αυτά τα λόγια, άδειασε μονορούφι το ποτήρι του με το ουίσκι και βγήκε από το παμπ, βροντώντας πίσω του τη δρύινη πόρτα. Μια βαριά σιωπή πλανήθηκε στην αίθουσα. «Μη δίνεις σημασία στον Καντέλ Ο’ Σάλιβαν», συμβούλευσε ο Μπρέιντι τον Κουίν χωρίς να χάσει την καλή του διάθεση. «Είναι κακοδιάθετος τα πιο πολλά από τα τριάντα τρία του χρόνια». Όλοι οι άντρες στο παμπ έβαλαν τα γέλια. Η ένταση εξανεμίστηκε. Ο μπάρμαν ακούμπησε ένα ψηλό ποτήρι μπροστά στον Κουίν. Ο Μπρέιντι ύψωσε το δικό του. «Σλέιντ! Στην υγειά σου!» του μετέφρασε για να τον βοηθήσει. «Σλέιντ», ανταπέδωσε την πρόποση κι εκείνος. Καθώς άρχισε πάλι το βουητό των συζητήσεων, ήπιε μια γερή γουλιά από τη βελούδινη σκουρόχρωμη μπίρα με το δαντελένιο αφρό κι ένιωσε τον πονοκέφαλο του, ο οποίος είχε κλιμακωθεί στη διάρκεια της αντιπαράθεσής του με τον Καντέλ Ο’ Σάλιβαν, να καταλαγιάζει. Μετά ο Μπρέιντι του διηγήθηκε την ιστορία του φίλου του του Φέργκους, γυρίζοντας πολλές γενιές πίσω κι εξηγώντας του ότι ένας από τους προγόνους του ήταν από τις γυναίκεςφώκιες των ιρλανδικών μύθων. Ο Κουίν τον άκουγε, παραδομένος στην αλχημεία της Γκίνες. Παρ’ όλο που δεν ήταν ανήσυχος τύπος από τη φύση της, η Νόρα άρχισε να ανησυχεί όσο περνούσε η ώρα και δεν φαινόταν ούτε ο Κουίν Γκάλαχερ ούτε ο Μπρέιντι. Δεν

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

51

φοβόταν για τον πατέρα της -το παμπ δεν θα ‘κλείνε παρά σε μία ώρα. Μα οι πιο πολλοί από τους Αμερικανούς που είχε γνωρίσει τα τελευταία χρόνια έμοιαζαν παντρεμένοι με το ρολόι τους. Της φαινόταν αδιανόητο ότι ο συγγραφέας είχε αργήσει τόσο χωρίς να την ειδοποιήσει. Ο Ρόρι και η Σίλια είχαν πάει για ύπνο εδώ και ώρα. Η Μαίρη, που κάποια στιγμή σταμάτησε να κλαίει, φαίνεται πως είχε κι αυτή αποκοιμηθεί και η μουσική που ακουγόταν από το δωμάτιο του Τζον πρόδιδε ότι ο αδερφός της μελετούσε ως αργά, όπως κάθε βράδυ. Κάποια στιγμή έβγαλε την κατσαρόλα από τη φωτιά και την έβαλε στο ψυγείο. Και τώρα έκανε βόλτες στο μικρό μπροστινό σαλόνι, σταματώντας κάθε τόσο να κοιτάξει έξω από το παράθυρο τη βροχή που έπεφτε, ενώ η νύχτα κύκλωνε την αγροικία. «Το αεροπλάνο του έχει προσγειωθεί εδώ και ώρες», είπε στη Φιόνα, αφού τηλεφώνησε στο αεροδρόμιο. «Και η Έλεν, στο Φλάνερι Χάουζ, είπε ότι πολλοί από τους Αμερικανούς που έφτασαν στο Σάνον με την ίδια πτήση έχουν πάει στα δωμάτιά τους από το απόγευμα». Η Φιόνα ανασήκωσε το βλέμμα της από το πλεκτό της. «Ίσως πήγε να δει τα αξιοθέατα». «Ίσως». Η Νόρα συνοφρυώθηκε κι αναρωτήθηκε αν έπρεπε να ρίξει κι άλλη τύρφη στη φωτιά ή απλώς να πάει να ξαπλώσει. «Μα θα πίστευε κανείς ότι θα μας ειδοποιούσε αν άλλαζε το πρόγραμμα του». Το κροτάλισμα των βελονών δεν σταμάτησε, καθώς η ηλικιωμένη γυναίκα συνέχισε να πλέκει το χοντρό πουλόβερ που το φθινόπωρο θα πήγαινε στο πανεπιστήμιο μαζί με τον Τζον. Ο θόρυβος του πλεξίματος συνόδευε τη βαθιά φωνή του Γουέιλον Τζένινγκς που ακουγόταν από το ραδιόφωνο του

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

52

πάνω ορόφου, το χτύπημα του ρολογιού που μετρούσε τα λεπτά και τις ώρες πάνω στο ράφι του τζακιού και τον ήχο της βροχής που τη φυσούσε ο αέρας πάνω στα τζάμια. «Κακή αρχή έκανε ο νοικάρης μας», παραδέχτηκε η Φιόνα. Η έκφρασή της έγινε σκεφτική. «Λες να έπαθε κανένα ατύχημα στο δρόμο; Μην ξεχνάς ότι οι Αμερικανοί δεν είναι συνηθισμένοι να οδηγούν στην αριστερή πλευρά του δρόμου. Και με όλη αυτή τη βροχή...» «Αυτό δεν το σκέφτηκα». Ένα παγερό ρίγος φόβου διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά της Νόρας. «Μήπως πρέπει να τηλεφωνήσω στο νοσοκομείο;» «Ή, ίσως, στην Γκάρντα», πρότεινε η Φιόνα. Παρ’ όλο που η Νόρα δεν είχε καμιά όρεξη ν’ ανακατέψει την αστυνομία, ετοιμαζόταν να τηλεφωνήσει, όταν από το μπροστινό παράθυρο είδε τη λάμψη δύο προβολέων. «Επιτέλους!» Έτρεξε ν’ ανοίξει την εξώπορτα. Το φως της βεράντας έριχνε μια χρυσαφένια λάμψη στο άσπρο αυτοκίνητο με τα μαύρα γράμματα που πάρκαρε μπροστά στο σπίτι τους. «Είναι ο αρχιφύλακας Ο’ Νιλ». Η Φιόνα πέταξε στην άκρη το πλεκτό της κι έσπευσε να σταθεί δίπλα της. «Είμαι σίγουρη πως δεν συμβαίνει τίποτα, αγάπη μου. Το αυτοκίνητο του Αμερικανού θα χάλασε κι ο αρχιφύλακας θα τον πέτυχε στο δρόμο και...» «Είναι ο μπαμπάς». Η Νόρα είδε τον Μπρέιντι να βγαίνει τρεκλίζοντας από το πίσω κάθισμα του περιπολικού. «Αχ, Θεέ μου. Έχει περάσει καιρός από την τελευταία φορά που ήπιε τόσο πολύ ώστε να μην μπορεί να οδηγήσει», είπε αναστενάζοντας η Φιόνα. «Ελπίζω να μην τράκαρε πουθενά το αμάξι». Θα χρειαζόταν πολύ περισσότερα αβγά από αυτά που γεννούσαν οι κότες της

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

53

-ακόμα και με τη μουσική παρότρυνση- για ν’ αγοράσουν καινούριο. «Καλησπέρα, Φιόνα». Ο αρχιφύλακας άγγιξε με τα δάχτυλά του το γείσο του πηληκίου του. «Γεια σου, Νόρα. Ο ξάδερφος μου ο Μπρένταν δούλευε στο Άιρις Ρόουζ και μου τηλεφώνησε για να μου πει ότι ο Μπρέιντι κι ο φίλος του χρειάζονταν κάποιον να τους γυρίσει στο σπίτι». «Ο φίλος του;» «Ο συγγραφέας. Όπως είπα και στον Μπρένταν, πολύ ευχαρίστως να τους εξυπηρετήσω. Δεν θα θέλαμε να τρακάρει το αμάξι του ένας διάσημος Γιάνκης την πρώτη μέρα που πάτησε το πόδι του στη χώρα μας, έτσι δεν είναι;» Η Νόρα είδε ένα δεύτερο άντρα να βγαίνει από το πίσω κάθισμα του περιπολικού. Ίσιωσε την πλάτη του κι άρχισε να προχωράει προς το σπίτι με το υπερβολικά προσεκτικό βάδισμα κάποιου που είναι τύφλα στο μεθύσι. «Όχι», αποκρίθηκε ξέπνοα, «σίγουρα δεν θα θέλαμε κάτι τέτοιο». Πώς στην ευχή έτυχε να συναντηθούν ο Αμερικανός κι ο Μπρέιντι; «Σ’ ευχαριστώ, Τζέρι, που τους έφερες στο σπίτι». «Κανένα πρόβλημα, Νόρα». Ο Τζέρι Ο’ Νιλ ακούμπησε στην πόρτα τις αποσκευές που είχε βγάλει από το αυτοκίνητο του Αμερικανού. «Έκανα απλώς το καθήκον μου. Καληνύχτα σε όλους σας». Αγγίζοντας πάλι το πηλήκιο του, ο αστυνόμος βόλεψε το ψηλόλιγνο κορμί του μέσα στο περιπολικό, έκανε όπισθεν κι έφυγε. «Καλησπέρα, Νόρα, αγάπη μου», χαιρέτησε ο Μπρέιντι την κόρη του. Ακούμπησε το χέρι του στον ώμο της και της έδωσε ένα άτσαλο φιλί στο μάγουλο. Έπειτα χαμογέλασε στη Φιόνα. «Καλησπέρα, μαμά».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

54

«Άσε τις ευγένειες, δεν με ρίχνεις έτσι εμένα», του πέταξε η Φιόνα, ακουμπώντας τα χέρια στη μέση της. «Και ιδίως όταν γυρνάς από το παμπ γέρνοντας σαν την ιτιά στον άνεμο». «Δεν ήθελες να καλωσορίσω όπως έπρεπε τον καλεσμένο μας στη χώρα των προγόνων του;» Εξακολουθώντας να στηρίζεται πάνω στη Νόρα, ο Μπρέιντι κούνησε το ελεύθερο χέρι του προς το μέρος τού πολύ ψηλότερου άντρα που είχε σταθεί δίπλα του. «Αυτός ο ωραίος κύριος δεν είναι άλλος από το διάσημο Αμερικανό συγγραφέα Κουίν Γκάλαχερ. Κουίν, σου παρουσιάζω τη γλωσσού αλλά αξιολάτρευτη μητέρα μου και την πολυαγαπημένη, υπέροχη θυγατέρα μου, τη Νόρα». «Χαίρομαι πολύ που επιτέλους σας γνωρίζω, κύριε Γκάλαχερ», είπε ευγενικά η Νόρα στον καλεσμένο της -που πλήρωνε, θύμισε στον εαυτό της. Μόνο ένας πολύ προσεκτικός ακροατής θα μπορούσε να αντιληφθεί τον εκνευρισμό στη φωνή της. Τελικά δεν ήταν κατάκοιτος κι ετοιμοθάνατος στα επείγοντα περιστατικά κάποιου νοσοκομείου, αλλά μεθοκοπούσε στο παμπ Άιρις Ρόουζ μαζί με τον πατέρα της, όσο εκείνη κόντευε να τρελαθεί από την ανησυχία της! «Ανησυχούσαμε μήπως πέσατε στον γκρεμό καθώς οδηγούσατε ερχόμενος από το Σάνον». «Λυπάμαι». Ο Κουίν μιλούσε πολύ πιο μπερδεμένα από τον Μπρέιντι. «Δεν ήθελα ν’ ανησυχήσω κανέναν». Το βλέμμα του πλανήθηκε από την κόρη στη γιαγιά. «Και δεν έχω καμιά δικαιολογία για την ανεύθυνη συμπεριφορά μου. Εκτός από το γεγονός ότι έχασα τελείως την αίσθηση του χρόνου». «Αυτό είναι πολύ πιθανό, όταν ο γιος μου αρχίζει ν’ αφηγείται τις ιστορίες του», συναίνεσε η Φιόνα. «Τουλάχιστον, ήσαστε αρκετά συνετοί ώστε να μην οδηγήσετε».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

55

Και μ’ αυτά τα λόγια της άφεσης αμαρτιών, η Φιόνα στράφηκε και μπήκε μέσα στο σπίτι. Αν τα νεύρα της Νόρας δεν ήταν κουρελιασμένα, θα διασκέδαζε πολύ βλέποντας τους δυο άντρες να την ακολουθούν σαν νεογέννητα αρνάκια. Όταν μπήκαν στο σαλόνι, περιεργάστηκε προσεκτικά τον Κουίν Γκάλαχερ. Παρά τα απολογητικά του λόγια, της έδωσε την εντύπωση πως ήταν σκληρός, δυνατός άντρας. Το πρόσωπο του -γεμάτο γωνίες και αδρές γραμμές που κατέληγαν σ’ ένα άκαμπτο σαγόνι πυγμάχου- θα μπορούσε να είναι σκαλισμένο από πέτρα. Η έκφρασή του ήταν υπερβολικά βλοσυρή, προδίδοντας μια αλαζονεία και μια αποστασιοποίηση που έρχονταν σε έντονη αντίθεση με την απολογία του. Η αμυδρή λευκή ουλή στο μάγουλο του πρόσθετε μια απειλητική νότα στην όψη του. Τα μάτια του, κάτω από την οριζόντια γραμμή των φρυδιών του, ήταν σκοτεινά και μυστηριώδη σαν τα μεσάνυχτα. Η φωτογραφία στο οπισθόφυλλο του βιβλίου που κοσμούσε τη βιτρίνα της Σίλα Μόνοχαν έδειχνε ένα συγγραφέα έξυπνο και κοσμοπολίτη, παρά το άγριο βλέμμα του. Ωστόσο, από κοντά, δεν είχε πάνω του τίποτε το κοσμοπολίτικο. Ήταν ψηλόλιγνος, σαν δρομέας μεγάλων αποστάσεων, γεμάτος τένοντες και μυς, ντυμένος με μαύρο τζιν, μαύρο μπλουζάκι κι ένα μαύρο δερμάτινο μπουφάν. Η Νόρα είχε γνωρίσει πιο μεγαλόσωμους άντρες, αλλά κανέναν με τόσο επιβλητική παρουσία. Η αρρενωπότητα που απέπνεε ηλέκτριζε, παρά το μεθύσι του, κι ο τρόπος που έκανε μια γυναίκα να αισθάνεται τη θηλυκότητά της προκάλεσε στη Νόρα την έντονη επιθυμία να τον πετάξει έξω από το σπίτι της. Η παρατήρηση που είχε κάνει η Κέιτ, πως η μητέρα της Νόρας θα της έστελνε ένα σύζυγο, της φάνηκε ξαφνικά πιο πολύ σαν απειλή παρά σαν υπόσχεση.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

56

Πες μου ότι δεν έβαλες εσύ το χεράκι σου, μαμά, ικέτευσε σιωπηρά η Νόρα, καθώς τα νεύρα της έγιναν ένας κόμπος μέσα στο στομάχι της. Αν η Έλινορ Τζόις είχε ψάξει σ’ όλο τον κόσμο, δεν θα ‘βρίσκε πουθενά πιο ακατάλληλο υποψήφιο για σύζυγο και πατέρα από αυτό τον άντρα που ήταν ντυμένος στα ολόμαυρα σαν το διάβολο. Για μια φευγαλέα στιγμή, η Νόρα φαντάστηκε το συγγραφέα σαν πιστολέρο του παλιού καιρού, να στέκεται σε κάποιο σκονισμένο δρόμο της Άγριας Δύσης, με τα πιστόλια τραβηγμένα, αντιμέτωπος με μια συμμορία ληστών τρένου μέσα στο καταμεσήμερο. Ήταν μια σκηνή που την είχε δει σε αμέτρητες αμερικάνικες ταινίες, μόνο που αυτή τη φορά, στο μυαλό της, ο Κουίν Γκάλαχερ ήταν που φορούσε το μαύρο καπέλο. Χριστέ κι Απόστολε, κόντευε να γίνει φαντασιόπληκτη σαν τη Φιόνα και τον Μπρέιντι! «Υποθέτω πως θα θέλετε να πάτε κατευθείαν στο κρεβάτι σας». Η Νόρα ευχαριστήθηκε που η ήρεμη φωνή της δεν πρόδωσε την εσωτερική της ταραχή. Σαν να παραιτήθηκε από την προσπάθεια να κρατήσει ίσιο το κορμί του, ο Κουίν έγειρε στον άσπρο ασβεστωμένο τοίχο. Η Νόρα πίεσε τον εαυτό της να μείνει ασάλευτη όσο τα σκούρα μάτια του ταξίδευαν πάλι πάνω της. «Να μια καλή ιδέα», μουρμούρισε έτσι ώστε να τον ακούσει μόνο εκείνη. Η φωνή του έμοιαζε με μετάξι, υφασμένο με μια κλωστή σαρκασμού. Μια πονηρή λάμψη σπίθισε στο βλέμμα του κι έπαιξε με τις άκρες των χειλιών του. «Είστε τόσο μεθυσμένος, ώστε υποψιάζομαι πως θα δυσκολευτείτε ακόμα και στην ιδέα, κύριε Γκάλαχερ», του είπε

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

57

σιγανά, νιώθοντας τυχερή που ο πατέρας της εκείνη την ώρα διηγόταν στη Φιόνα πώς έτυχε να συναντηθεί με τον Γιάνκη. «Δεν θα ‘βαζα στοίχημα τη φάρμα, γλυκιά μου». Ήταν υπερβολικά ωμός. Υπερβολικά επικίνδυνος. Υπερβολικά αρσενικός. Για όνομα του Θεού και όλων των αγίων, πώς θα κατάφερνε ν’ ανεχτεί αυτό τον αλαζονικό άντρα μέσα στο σπίτι της για τέσσερις ολόκληρες βδομάδες; Θυμίζοντας στον εαυτό της ότι για να επιδιορθώσει την καμινάδα είχε ήδη ξοδέψει τη γενναιόδωρη προκαταβολή που της είχε δώσει το πρακτορείο, η Νόρα επιστράτευσε τη θιγμένη της αυτοκυριαρχία και κατάφερε με τρομερό κόπο να κρατήσει το στόμα της κλειστό. Θέλοντας να απομακρύνει αυτό τον άντρα από τα μάτια της και το μυαλό της όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, έριξε μια ματιά στον Μπρέιντι, ο οποίος είχε σωριαστεί στην πολυθρόνα του. Μια που ήταν ολοφάνερο πως ο πατέρας της δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του, πόσο μάλλον να συνοδεύσει το νοικάρη τους στην απότομη σκάλα, το καθήκον αυτό έπεφτε στους δικούς της ώμους. «Καλύτερα να σας δείξω το δωμάτιο σας». Και μια που ο συγγραφέας έμοιαζε σχεδόν τόσο ασταθής όσο κι ο πατέρας της, δεν είχε άλλη επιλογή από το να περάσει το μπράτσο της γύρω από τη μέση του για να τον βοηθήσει να ισορροπήσει. «Προτού λιποθυμήσετε και καταλήξετε να περάσετε τη νύχτα στο πάτωμα». «Δεν θα ‘ναι η πρώτη φορά». Χριστέ κι Απόστολε. Αναρωτήθηκε πώς τους είχε μπλέξει έτσι ο Μπρέιντι, νοικιάζοντας το δωμάτιο σ’ έναν άντρα που συνήθιζε να γυρίζει στο σπίτι μεθυσμένος. Παρ’ όλο που αντιπροσώπευε ένα τελείως απαραίτητο εισόδημα, η Νόρα ορκίστηκε ότι, αν της δημιουργούσε οποιοδήποτε πρόβλημα

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

58

μπροστά στα παιδιά, θα έστελνε τον Αμερικανό συγγραφέα από κει που είχε έρθει. «Δεν εννοώ ότι θα λιποθυμήσω», εξήγησε εκείνος, σαν να είχε διαβάσει τις σκέψεις της. «Παρ’ όλο που τα φαινόμενα αποδεικνύουν το αντίθετο, κυρία Φιτζπάτρικ, δεν είμαι μέθυσος». Μιλούσε αργά και προσεκτικά. Ακριβώς σαν μέθυσος, σκέφτηκε η Νόρα. «Δεν έχετε ιδέα πόσο μ’ ευχαριστεί που τ’ ακούω αυτό, κύριε Γκάλαχερ». Καθώς τον βοηθούσε να διασχίσουν το δωμάτιο, εκείνος έριξε μια ματιά πίσω του. «Καληνύχτα, Τζόις. Σ’ ευχαριστώ για το καλωσόρισμα. Το απόλαυσα αφάνταστα. Κυρία μου, ήταν μεγάλη τιμή». Η τελευταία πρόταση απευθυνόταν στη Φιόνα. «Καλή σου νύχτα, Γκάλαχερ», είπε ο Μπρέιντι. «Ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η γνωριμία, κύριε Γκάλαχερ», αποκρίθηκε η Φιόνα. «Όνειρα γλυκά». «Εξαίρετη κυρία», είπε ο Κουίν στη Νόρα. Έγειρε πάνω της και γλίστρησε το μπράτσο του γύρω από τον ώμο της με μια εκπληκτικά σβέλτη κίνηση για την κατάσταση του. Η σκάλα ήταν στενή και, καθώς την ανέβαιναν, οι μηροί τους αγγίζονταν. Η Νόρα είχε την εντύπωση ότι ακουμπούσε σε ατσάλι -το πόδι του ήταν σκληρό και άκαμπτο. «Χριστέ μου, είσαι τόσο απαλή». Ο Κουίν έσκυψε κι έχωσε το πρόσωπο του στην καμπύλη του λαιμού της. «Και μυρίζεις πολύ όμορφα. Σαν τ’ αγριολούλουδα και τη βροχή». Η Νόρα στοιχημάτιζε τον καλύτερο ταύρο της ότι αυτά τα ‘λεγε σε όλες τις γυναίκες. «Κι εσύ βρομάς ουίσκι». «Δυστυχώς, αυτό είναι μάλλον αλήθεια». Εκείνος συνοφρυώθηκε. «Δεν ξέρω ποιος διάβολος μπήκε μέσα μου».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

59

«Μεγάλη ποσότητα Τζέιμσον, υποθέτω». Η Νόρα άνοιξε την πόρτα του δωματίου στο οποίο είχε μεγαλώσει και μπήκαν μέσα. «Το πρωί θα έχεις το διάβολο στο κεφάλι σου». «Κι αυτό είναι αλήθεια, χωρίς αμφιβολία. Μα άξιζε τον κόπο. Ο πατέρας σου είναι εκπληκτικός παραμυθάς». «Α, όντως. Ο καλύτερος στην Κομητεία. Μερικοί λένε πως είναι ο καλύτερος σ’ όλη την Ιρλανδία». «Δεν απορώ. Υποθέτω πως δεν τον βλάπτει που στις φλέβες του τρέχει το αίμα των Τζόις». «Όχι, μάλλον όχι». Η Νόρα, που είχε ανατραφεί έτσι ώστε να καμαρώνει για τη λογοτεχνική της κληρονομιά, είχε σκεφτεί πολλές φορές το ίδιο. «Παρ’ όλα αυτά, είναι εύκολο να κυλήσουν οι ώρες χωρίς να το καταλάβεις, όταν αρχίζει να υφαίνει τις ιστορίες του». «Αυτό ακριβώς ανακάλυψα. Με απότομο τρόπο». Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν και, σε μια μετέωρη στιγμή αμοιβαίας ευθυμίας, σπίθισε μια τόσο έντονη σωματική έλξη, ώστε η Νόρα ένιωσε ξαφνικά την ανάγκη να τυλίξει τα χέρια της γύρω από το κορμί της. Έτσι όπως βούιζε το κεφάλι της, δεν μπορούσε να κρίνει αν η επιθυμία αυτή προερχόταν από την ανάγκη της να προστατευτεί ή από την ακόμα εντονότερη ανάγκη να νιώσει το άγγιγμα χεριών στο κορμί της, που ξαφνικά έκαιγε. Απότομα, ο Κουίν φάνηκε να θυμώνει. Το χαμόγελο του εξαφανίστηκε και τα μάτια του σκοτείνιασαν, σαν δυο παράθυρα που τα ‘βάψε κάποιος με πίσσα. «Θυμάσαι που είπα να πάμε στο κρεβάτι;» Έβγαλε το δερμάτινο μπουφάν του και το πέταξε στην καρέκλα. «Δεν νομίζω πως θα ‘πρεπε να μιλάμε γι’ αυτό». Η ατίθαση καρδιά της Νόρας πετάρισε σαν αγριοπούλι, καθώς τράβηξε το χειροποίητο πάπλωμα που ήταν το γαμήλιο δώρο της

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

60

κουνιάδας της. Έπειτα σήκωσε τα χέρια της, άρπαξε τον Κουίν από τους φαρδιούς του ώμους και τον κάθισε με το ζόρι στο κρεβάτι. «Κακώς. Γιατί, βλέπεις, γλυκιά μου, πρέπει να ξέρεις ένα πράγμα για μένα. Μ’ αρέσει ν’ ανοίγω τα χαρτιά μου από την πρώτη στιγμή». Η Νόρα δεν είχε συνηθίσει να την αποκαλούν «γλυκιά μου» άντρες τους οποίους μόλις είχε γνωρίσει. Και σίγουρα δεν ήταν συνηθισμένη να κάνει τόσο προσωπικές συζητήσεις με αγνώστους. Αναρωτήθηκε πώς ήταν δυνατόν αυτός ο άντρας να εξακολουθεί να φαντάζει απειλητικός, παρ’ όλο που ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα. Ωστόσο, του έκανε νόημα να συνεχίσει. Στο κάτω κάτω, ήταν φιλοξενούμενος της. Κι άλλωστε, της φαινόταν πιο συνετό να τον αφήσει να πει αυτό που ήθελε. Ίσως έτσι να παρατούσε τελείως αυτό το θέμα. «Αυτό που θέλω να πω, γλυκιά μου, είναι ότι αποφάσισα πως δεν πρόκειται να κοιμηθώ μαζί σου». Ο θυμός της Νόρας πήρε φωτιά σαν σπίρτο. «Και φαντάζεσαι πως η απόφαση αυτή είναι αποκλειστικά και μόνο δική σου;» Λέγοντας στον εαυτό της πως δεν την ενδιέφερε η άνεσή του, αλλά τα σεντόνια της που προσπαθούσε να τα προστατεύει, του τράβηξε τις μπότες μία μία. Ήταν καουμπόικες μπότες και της θύμισαν τη φαντασίωσή της, στο σαλόνι, με την Άγρια Δύση. «Αν σε ήθελα, σίγουρα θα ήταν δική μου η απόφαση». «Πάντα παίρνεις αυτό που θέλεις;» Δεν ήταν ακριβώς πρόκληση. Η Νόρα είχε πράγματι την περιέργεια να μάθει. «Όσον αφορά τις γυναίκες; Πάντα». Το βλέμμα του έγινε πιο καθάριο. Η Νόρα κοίταξε τα απύθμενα σκοτεινά τους βάθη και, νιώθοντας σαν πεταλούδα παγιδευμένη με μια

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

61

καρφίτσα σ’ ένα φελλό, αισθάνθηκε ότι ο Κουίν την προειδοποιούσε. «Εσύ, όμως, δεν χρειάζεται ν’ ανησυχείς, γλυκιά μου. Δεν είσαι ο τύπος μου». Παρ’ όλο που είπε στον εαυτό της ότι ήταν καλύτερα έτσι, ένιωσε ένα τσίμπημα ενόχλησης που την απέρριπτε με τόση ευκολία. «Δεν είναι φοβερή σύμπτωση;» του είπε κοφτά, σκεπάζοντας τον με το πάπλωμα. «Ούτε κι εσύ είσαι ο τύπος μου». Κράτησε την ανάσα της, σαν να περίμενε το Θεό να στείλει κεραυνό μέσα από τη στέγη για να την κάψει που είπε ένα τέτοιο εξωφρενικό ψέμα. Γιατί, δυστυχώς, από τον τρόπο που το κορμί της έπαιρνε φωτιά κάθε φορά που βρισκόταν κοντά στο δικό του, ήταν ολοφάνερο πως ο Κουίν Γκάλαχερ ήταν και με το παραπάνω- ο τύπος της. Εκείνος ανασήκωσε ειρωνικά τα φρύδια του, μα δεν αμφισβήτησε το ψέμα της, γεγονός που την ανακούφισε αφάνταστα. «Τότε δεν θα ‘χουμε κανένα πρόβλημα, σωστά;» «Κανένα απολύτως». Μακάρι να ‘ταν αλήθεια. Η Νόρα είχε το δυσάρεστο προαίσθημα ότι αυτός ο τραχύς Αμερικανός θ’ αποτελούσε τεράστιο πρόβλημα. Έσκυψε κι έσβησε τη λάμπα του κομοδίνου, βυθίζοντας το δωμάτιο στο σκοτάδι. «Καληνύχτα, κύριε Γκάλαχερ». «Καληνύχτα, κυρία Φιτζπάτρικ». Η βαθιά του φωνή ακούστηκε τόσο τυπική όσο και η δική της. Αλλά είχε αποκοιμηθεί πριν προλάβει να βγει η Νόρα από την πόρτα. Εκείνη διέσχισε το διάδρομο και μπήκε στο μικρό δωμάτιο που, χάρη στον πατέρα της, θα ήταν το υπνοδωμάτιο της τις επόμενες τέσσερις βδομάδες. Έπλυνε το πρόσωπο και τα δόντια της όσο πιο ήσυχα μπορούσε στο μπάνιο που θα μοιραζόταν με το νοικάρη της.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

62

Μια που το δωμάτιο δεν θερμαινόταν κι έκανε παγωνιά, γδύθηκε γρήγορα και φόρεσε μια μακριά μπεζ φανελένια νυχτικιά κι ένα ζευγάρι γκρι και άσπρες μάλλινες κάλτσες που της είχε πλέξει η Φιόνα τα περασμένα Χριστούγεννα. Έπειτα, καθώς γονάτισε δίπλα στο κρεβάτι, όπως έκανε κάθε βράδυ από τότε που ήταν μικρό παιδί, η Νόρα, σ’ ένα ασυνήθιστο ξέσπασμα μνησικακίας, ένιωσε τρομερή ικανοποίηση στη σκέψη ότι το επόμενο πρωί ο Κουίν Γκάλαχερ θα υπέφερε από φριχτό πονοκέφαλο.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

63

5 Ο Διάβολος είναι στο Ουίσκι Ο Κουίν ξύπνησε από τα κελαηδίσματα των πουλιών και τα βελάσματα των προβάτων. Ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα στο κρεβάτι, ντυμένος ακόμα με τα ρούχα με τα οποία είχε ταξιδέψει -που βρομοκοπούσαν τσιγαρίλα και καπνό από το τζάκι- ενώ μέσα στο κεφάλι του χτυπούσαν ντραμς στρατιωτικής ορχήστρας. Μη θέλοντας ακόμα να διακινδυνεύσει ν’ ανοίξει τα μάτια του, που τα ένιωθε σαν να ‘ταν από γυαλόχαρτο, πέρασε τη γλώσσα του πάνω από τα δόντια του, αποκομίζοντας την αίσθηση βράχων καλυμμένων από βρύα. Κι ενώ υπέφερε από ένα φριχτό πονοκέφαλο, η απίστευτη ποσότητα αλκοόλ που είχε καταναλώσει το προηγούμενο βράδυ δεν είχε εξασθενήσει τη μνήμη του. Θυμόταν ό,τι συνέβη τη χτεσινή νύχτα, συμπεριλαμβανομένου και του γεγονότος πως είχε γίνει τελείως ρεζίλι, κάνοντας καμάκι στη Νόρα Φιτζπάτρικ. Ανάμεσα στις φανταστικές του ιστορίες για θηλυκά πνεύματα, πολεμιστές κι επαναστάτες, ο Μπρέιντι Τζόις είχε πλέξει το εγκώμιο της χήρας κόρης του και ήταν φανερό πως του ανθρώπου του άρεσε να υπερβάλλει. Ο Κουίν, όταν βγήκε τρεκλίζοντας από το περιπολικό το προηγούμενο βράδυ,

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

64

ανακάλυψε πως ίσως για πρώτη φορά στη ζωή του ο Μπρέιντι παίνεσε την κόρη του πολύ λιγότερο απ’ όσο της άξιζε. Το πρόσωπο της Νόρας Φιτζπάτρικ, στεφανωμένο από ένα κυματιστό σύννεφο μαλλιών που έλαμπαν σαν τη ζεστή φωτιά που έκαιγε στο τζάκι του σαλονιού, του θύμισε προχριστιανικές κέλτικες θεές. Τα μάτια της είχαν το ίδιο απαλό πράσινο χρώμα με τους βελούδινους λόφους του τοπίου. Και το στόμα της! Με το που είδε τα σαρκώδη άβαφα χείλη της, ένιωσε αμέσως την επιθυμία να τα γευτεί. Ο Κουίν δεν είχε καμιά πρόθεση ν’ απολογηθεί επειδή αισθάνθηκε σεξουαλική έλξη. Η προσέγγισή του, όμως, σίγουρα δεν είχε καμιά διακριτικότητα. Του φάνηκε κάπως γνώριμη, αλλά, όταν θυμήθηκε πως έτσι είχε νιώσει κι όταν πρωτοείδε τη χώρα από το αεροπλάνο, ο Κουίν έδιωξε αυτή τη σκέψη. Αυτό που δεν μπόρεσε να διώξει ήταν εκείνη η στιγμιαία σπίθα της αμοιβαίας σεξουαλικής έλξης, όταν είδε στα μάτια της να λάμπει κάτι το οποίο δεν μπορούσε να προσδιορίσει ακριβώς. Μάλλον δεν επρόκειτο για απειρία, μια που στο κάτω κάτω υπήρξε παντρεμένη. Είχε κι ένα παιδί, θυμήθηκε τον Μπρέιντι να του λέει. Ένα αγόρι. Αθωότητα, ίσως. Ό,τι και να ‘ταν, όλα του τα ένστικτα, κι ας ήταν τύφλα στο μεθύσι, τον προειδοποιούσαν ότι η Νόρα Φιτζπάτρικ ήταν επικίνδυνη. Με κεφαλαίο έψιλον. «Δεν έχει κανένα νόημα να μπαίνουμε σε ξένους μπελάδες», μουρμούρισε, επαναλαμβάνοντας τα λόγια της μητέρας του, η οποία είχε μια φυσική τάση να κάνει ακριβώς αυτό. «Η χήρα Φιτζπάτρικ είναι απαγορευμένη περιοχή». Δεν είχε προλάβει καλά καλά να ξεστομίσει τον όρκο του, όταν άκουσε ένα κλαψούρισμα, που στην αρχή νόμιζε ότι είχε

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

65

βγει από το δικό του λαιμό. Ανοίγοντας απρόθυμα το ένα του μάτι, βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με μια τεράστια μαλλιαρή, γκρίζα, ασπρόμαυρη μουσούδα κι ένα ζευγάρι καθάρια καστανά μάτια. «Ή ο Μπρέιντι συνηθίζει να παρκάρει μια Μπιούικ στην κρεβατοκάμαρα ή είσαι το μεγαλύτερο σκυλί σ’ όλη την Ιρλανδία». Το κτήνος κλαψούρισε πάλι. Ήταν ένας στριγκός ήχος που ταίριαζε περισσότερο σε κάποιο σκυλάκι στο ένα δέκατο του μεγέθους του. Έπειτα απέστρεψε τη μουσούδα του. «Δεν είναι δυνατόν να ντρέπεσαι». Το ένα του αυτί τεντώθηκε, μα το σκυλί εξακολουθούσε ν’ αρνείται να κοιτάξει κατάματα τον Κουίν. Εκείνος άπλωσε το χέρι του, άρπαξε την τριχωτή μουσούδα και την έστρεψε προς το μέρος του. «Διάολε, μη μου πεις ότι σε πλήγωσα». Ποτέ στη ζωή του δεν είχε σκυλί. Το μόνο κατοικίδιο ζώο που απέκτησε ποτέ ήταν ένας αρουραίος που τον έπιασε, σε ηλικία εφτά χρονών, όταν ζούσε με την οικογένειά του σ’ ένα τροχόσπιτο έξω από το Απάτσι Τζάνκσον της Αριζόνα. Με τα λεφτά που έβγαζε κάνοντας θελήματα για έναν ντόπιο πράκτορα στοιχημάτων, αγόρασε ένα κλουβί για χάμστερ από το Κέι-μαρτ, το οποίο έκρυψε σ’ ένα ντουλάπι της κουζίνας. Μια που η μητέρα του δεν μαγείρευε σχεδόν ποτέ, του είχε φανεί το ασφαλέστερο μέρος. Είχε κρατήσει τον αρουραίο σχεδόν μια βδομάδα, ταΐζοντάς τον μαραμένα μαρούλια από τους σκουπιδοτενεκέδες του σούπερ μάρκετ. Δυστυχώς, ο πατέρας του τον ανακάλυψε ενώ έψαχνε για μια κούτα τσιγάρα, έβρισε τον Κουίν και τον μαστίγωσε με μια ζώνη που του άφησε σημάδια για δύο

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

66

βδομάδες. Ύστερα από πολλά χρόνια, είχε ακόμα τις ουλές από την αγκράφα για να του θυμίζουν εκείνη τη μέρα. Το ποντίκι το περίμενε ακόμα χειρότερη τύχη. Ο πατέρας του το ‘πνίξε μέσα σε μια πλαστική σακούλα κι έπειτα το πέταξε έξω για να το ξεσκίσουν οι θηριώδεις γάτες της ερήμου. «Συνειδητοποιείς, φυσικά», είπε τώρα ο Κουίν στο ζώο, «ότι είσαι πολύ μεγάλη για να κάνεις νάζια». Το σκυλί γούρλωσε τα καστανά του μάτια κάτω από τις μακριές βλεφαρίδες του. «Δεν πρόκειται να σου κάνω κακό, που να πάρει ο διάολος». Κι άλλο κλαψούρισμα. Κι αν ένα σκυλί μπορούσε να δείχνει επιφυλακτικό, αυτό σίγουρα έπαιρνε το βραβείο. Ο Κουίν κούνησε συγχυσμένος το κεφάλι του κι αμέσως ευχήθηκε να μην το είχε κάνει, μια που ένιωθε σαν να κυλούσαν εκεί μέσα κοτρόνια. «Χριστέ μου, τι αξιολύπητο ζευγάρι που είμαστε», μουρμούρισε, καθώς σηκώθηκε από το διπλό κρεβάτι. Παρ’ όλο που ένιωσε σαν να περπατούσε στο κατάστρωμα ενός πλοίου που έπεσε σε άγρια φουρτούνα, ο Κουίν κατάφερε να φτάσει ως το διπλανό μπάνιο, το οποίο είχε μια ανεπαίσθητη ευωδιά από αγριολούλουδα, συνοδευόμενος από το σκυλί που τον ακολουθούσε ένα μέτρο πιο πίσω, για ασφάλεια. Μια ματιά στον καθρέφτη ήταν αρκετή για να βεβαιωθεί ότι φαινόταν όσο άσχημα αισθανόταν. Άνοιξε το φαρμακείο, βρήκε ένα μπουκάλι ασπιρίνες, έβγαλε τρεις και τις κατάπιε χωρίς νερό. Είδε μια καινούρια οδοντόβουρτσα κι ένα σαπούνι τυλιγμένο ακόμα στο πλαστικό του, συνειδητοποίησε ότι θα πρέπει να του τα είχε αφήσει η Νόρα Φιτζπάτρικ και κατέληξε πως η γυναίκα αυτή, παρ’ όλο που εξακολουθούσε να σηματοδοτεί μπελάδες, ήταν μια αγία.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

67

Βούρτσισε τα δόντια του, έριξε κρύο νερό στο πρόσωπο του κι έπειτα έκανε ένα καυτό μπάνιο που γέμισε με ατμό το μικρό λουτρό κι έδιωξε κάπως τον πονοκέφαλο και τον πόνο από το κορμί του. Η πετσέτα που τύλιξε γύρω του δεν έμοιαζε καθόλου με τις αφράτες πετσέτες από αιγυπτιακό βαμβάκι στις οποίες ήταν συνηθισμένος, αλλά ήταν ευχάριστα απαλή και απέπνεε φρεσκάδα. Όταν πια ξυρίστηκε με το ξυράφι που βρήκε στο ντουλαπάκι, άρχισε να αισθάνεται ότι ίσως τελικά και να επιζούσε. «Τι λες, λοιπόν;» ρώτησε το σκυλί, που καθόταν στα πίσω πόδια του και παρακολουθούσε όλες του τις κινήσεις. «Έχεις όρεξη για πρωινό;» Όταν η υπερμεγέθης ουρά άρχισε να χτυπάει στο πάτωμα και η τεράστια γλώσσα πετάχτηκε έξω από τη μουσούδα, ο Κουίν διαπίστωσε ότι μόλις είχε ανακαλύψει το αδύνατο σημείο του σκυλιού. «Φαντάζομαι πως αυτή είναι η μαγική λέξη». Αγνοώντας τους κεραυνούς που έπεφταν ακόμα πίσω από τα μάτια του, έσκυψε και χάιδεψε το τεράστιο πολύχρωμο κεφάλι. «Στην τιμή του δωματίου περιλαμβάνονται και δύο γεύματα τη μέρα. Ας πάμε να δούμε τι έχει το μενού». Ο Κουίν φοβόταν ότι θ’ αναγκαζόταν να φορέσει τα χτεσινά του ρούχα, τα οποία σίγουρα χρειάζονταν ένα καλό φρεσκάρισμα. Ωστόσο, ένιωσε ευγνωμοσύνη βλέποντας τις αποσκευές του δίπλα στην πόρτα του δωματίου του. Φαίνεται πως ο φιλικός αστυνόμος που οδήγησε τον Μπρέιντι κι αυτόν στη φάρμα είχε σώσει τις βαλίτσες του από το νοικιασμένο αυτοκίνητο. Φορώντας ένα καθαρό εσώρουχο, ο Κουίν αποφάσισε ότι έπρεπε οπωσδήποτε να κάνει μια δωρεά στο ταμείο αρωγής της τοπικής αστυνομίας.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

68

Κατέβηκε τις σκάλες και το σκυλί φάνηκε να παίρνει θάρρος και τον ακολούθησε από κοντά. Η κουζίνα θα μπορούσε να φωτογραφηθεί για το εξώφυλλο κάποιου περιοδικού με θέμα την αγροτική ζωή. Ένα ζωηρό μπλε καρό τραπεζομάντιλο σκέπαζε το στρογγυλό τραπέζι και οι αταίριαστες ξύλινες καρέκλες γύρω του ήταν βαμμένες σ’ ένα έντονο κίτρινο χρώμα. Το παράθυρο ήταν ανοιχτό για να μπαίνει ο καθαρός αέρας, που έφερνε μαζί του το άρωμα του φρεσκοκομμένου γρασιδιού και τη μακρινή ευωδιά της θάλασσας. Οι άσπρες δαντελένιες κουρτίνες σάλευαν στην πρωινή αύρα. Στο μάτι της κουζίνας βρήκε μια παλιομοδίτικη αλουμινένια καφετιέρα. Το σημείωμα που ήταν στερεωμένο πάνω της τον πληροφορούσε ότι όλα τα μέλη της οικογένειας είχαν πάει στην εκκλησία και θα γύριζαν το αργότερο κατά τις δέκα. Θα ετοιμάσω μετά πρωινό, τον βεβαίωσε ο τακτικός γραφικός χαρακτήρας. Αν όμως ξυπνήσεις προτού επιστρέψω, υπάρχει κουάκερ έτοιμο, καφές σ’ ένα βάζο πάνω στον πάγκο και μπορείς να φας ό,τι βρεις στο ψυγείο. Ήταν επίσημα υπογεγραμμένο: Νόρα Φιτζπάτρικ. Ο Κουίν έριξε μια ματιά στο ξύλινο στρογγυλό ρολόι του τοίχου. Αν έπρεπε να περιμένει άλλα σαράντα πέντε λεπτά για να πιει καφέ, μπορεί τελικά να πέθαινε. «Σαν να μου φαίνεται πως πρέπει να τα βγάλουμε πέρα μόνοι μας, φίλε». Το κουάκερ, που ήταν ακόμα ζεστό μέσα σε μια διπλή κατσαρόλα, του θύμιζε τα παιδικά του χρόνια και δεν τον ενθουσίαζε ιδιαίτερα. Όταν άνοιξε την πόρτα του ψυγείου, το σκυλί φάνηκε να χαίρεται. «Τι λες για λίγο μπέικον;» Ο Κουίν πήρε το τυλιγμένο πακέτο από το συρτάρι με τα κρέατα κι ένα γαλάζιο

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

69

μπολ γεμάτο διάστικτα αβγά από το ράφι. «Προτιμάς τα αβγά σου τηγανητά ή χτυπητά;» Το σκυλί γάβγισε ανυπόμονα. «Κι εγώ το ίδιο», συμφώνησε ο Κουίν. «Τηγανητά, λοιπόν». Το μπέικον ήταν παχύ και πικάντικο κι έμοιαζε πιο πολύ με ζαμπόν παρά με το μπέικον που είχε συνηθίσει να τρώει στην πατρίδα του. Ο Κουίν και το σκυλί συμφώνησαν ότι ήταν καταπληκτικό. Τα τεράστια αβγά μπορεί να κατέληξαν λίγο τραγανά στις άκρες, αλλά κανείς από τους δυο δεν παραπονέθηκε. Ο Κουίν έφαγε τρία, απολαμβάνοντας τη γλυκιά γεύση του βουτύρου με το οποίο τα τηγάνισε-το σκυλί πήρε δύο. Η μόνη αποτυχία ήταν ο καφές. Ήταν πηχτός σαν τους μαύρους βάλτους από τύρφη που ο Κουίν είχε προσπεράσει στη διαδρομή του μέχρι το Κασλ-λοχ. «Η τύρφη θα είχε καλύτερη γεύση», είπε στο σκυλί, που η θλιμμένη του έκφραση έμοιαζε να του εκφράζει τη σκυλίσια του συμπόνια. Παρ’ όλο που συνήθως έπινε σκέτο τον καφέ του, προσπάθησε να τον αραιώσει με την παχιά κρέμα που βρήκε στο ψυγείο κι έπειτα έριξε μέσα και μια γεμάτη κουταλιά ζάχαρη. Ήπιε διστακτικά άλλη μια γουλιά, έκρινε πως η γεύση του δεν θα βελτιωνόταν, αλλά, έχοντας τρομερή ανάγκη την καφεΐνη, τον κατέβασε με μεγάλες γουλιές, σαν να ‘πινε ένα πικρό φάρμακο. Η καφεΐνη τον συνέφερε σχεδόν αμέσως, διώχνοντας την ομίχλη που τύλιγε το μυαλό του. Ο Κουίν σκέφτηκε ότι τώρα χρειαζόταν λίγο καθαρό αέρα για να συνέλθει εντελώς. «Τι λες, θα με ξεναγήσεις;» πρότεινε στο σκυλί, αφού έπλυνε τα πιάτα, τα σκούπισε και τα έβαλε στη θέση τους.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

70

Τα γυρίσματα της ταινίας θα ξεκινούσαν σε δυο μέρες και, μια που είχε αφήσει τη νοικιασμένη του Μερσεντές έξω από το παμπ, ο Κουίν υπολόγισε πως θα έμενε καθηλωμένος εκεί ώσπου να γυρίσει η οικογένεια. Αργότερα, όλο και κάποιος θα τον πήγαινε ως το Κασλ-λοχ για να πάρει το αυτοκίνητο του. Αλλά και πάλι, απ’ ό,τι θυμόταν από τη χθεσινοβραδινή διαδρομή, η απόσταση μέχρι εκεί δεν ήταν μεγάλη. Ίσως θα μπορούσε να πάει με τα πόδια. Σε λιγάκι, όταν θα αισθανόταν κάπως καλύτερα. Όταν άνοιξε την εξώπορτα, που ήταν δίφυλλη, σύμφωνα με το ολλανδικό στυλ, το σκυλί έτρεξε χαρούμενο έξω. Το σπίτι, που χθες το βράδυ του είχε ρίξει μόνο μια ματιά, ήταν μια συνηθισμένη διώροφη αγροικία με μια στρογγυλή κίτρινη αχυροσκεπή. Χρειαζόταν ασβέστωμα, αλλά τα καλάθια με τα κόκκινα λουλούδια που κρέμονταν δεξιά κι αριστερά από την μπλε πόρτα πρόσθεταν χαρούμενες νότες χρωμάτων. Μερικές κόκκινες κότες έκαναν βόλτες στην αυλή μπροστά από το σπίτι, στο μικρό κήπο στριμώχνονταν τα πράσινα βότανα, τα λευκά σεντόνια στο σκοινί της μπουγάδας ανέμιζαν στην πρωινή αύρα κι ένας χωματόδρομος οδηγούσε σ’ έναν ξύλινο φράχτη. Η χθεσινοβραδινή βροχή είχε σταματήσει, αφήνοντας τον ουρανό πεντακάθαρο, εκτός από τις τολύπες του γαλάζιου καπνού που έβγαιναν από την καμινάδα και μερικά συννεφάκια που ταξίδευαν πάνω από το κεφάλι του, θυμίζοντας παχουλά αρνάκια. Μπροστά του απλώνονταν καταπράσινα λιβάδια, όπου έβοσκαν κοπάδια από αγελάδες με άσπρα μουσούδια και πρόβατα. Τα κεφάλια και οι ώμοι των προβάτων ήταν μαρκαρισμένα με μαρκαδόρους διαφόρων χρωμάτων, για να τα ξεχωρίζουν οι ιδιοκτήτες τους,

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

71

και τα γαλάζια, πορτοκαλιά, μοβ και μπορντό σημάδια έκαναν τα μικροκαμωμένα ζώα να μοιάζουν με πανκ. Μια που ο στάβλος που βρισκόταν εκεί κοντά τού θύμιζε τα δύσκολα παιδικά του χρόνια στις αναδόχους οικογένειες που τόσο ήθελε να ξεχάσει, ο Κουίν ξαναμπήκε στο σπίτι για ν’ ανοίξει τις βαλίτσες του. Η Νόρα στεκόταν έξω από την γκρίζα πέτρινη εκκλησία. Ανακάλυψε έκπληκτη ότι, βάζοντας έναν από τους Αμερικανούς στο σπίτι της, είχε γίνει και η ίδια μια μικρή διασημότητα. Όλοι ήθελαν να μάθουν τι είδους άνθρωπος ήταν ο διάσημος κύριος Κουίν Γκάλαχερ. «Δεν μας δόθηκε η ευκαιρία να μιλήσουμε», αποκρίθηκε διπλωματικά στην ερώτηση του πάτερ Ο’ Μάλεϊ για το νοικάρη της. Ο ιερέας ήταν ένας νεαρός άντρας που το ψηλόλιγνο κορμί του θύμιζε σπαράγγι. Την πρώτη φορά που τον είχε δει να κόβει τύρφη, η Νόρα συνειδητοποίησε ότι ο κληρικός ήταν πολύ πιο δυνατός απ’ όσο έδειχνε η ασκητική του εμφάνιση. «Έφτασε αργά». «Άκουσα πως πέρασε τη βραδιά στο Άιρις Ρόουζ. Λες να είναι αλκοολικός;» ρώτησε ο παπάς σμίγοντας τα φρύδια του. Μια που ήταν ολοφάνερο πως οι άντρες στο παμπ είχαν ανοίξει ήδη το στόμα τους, η Νόρα αποφάσισε πως δεν είχε νόημα να προσπαθήσει ν’ αποφύγει την ερώτηση. «Κι εγώ το φοβήθηκα. Μα ο κύριος Γκάλαχερ με βεβαίωσε πως δεν το συνηθίζει. Άλλωστε, ήταν με τον Μπρέιντι». «Αυτό τα λέει όλα», συμφώνησε ο ιερέας. «Πάντως, αν σου δημιουργήσει πρόβλημα, Νόρα, μπορώ να του παραχωρήσω ένα δωμάτιο στο πρεσβυτέριο». «Ευχαριστώ, πάτερ. Καλοσύνη σου. Μα είμαι σίγουρη πως δεν θα έχω κανένα πρόβλημα». Και μ’ αυτό το ψέμα, που

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

72

έτσουζε τη γλώσσα της, χαμογέλασε κι απομακρύνθηκε, θέλοντας να μαζέψει την οικογένειά της και να επιστρέψει στη φάρμα, προτού ξυπνήσει ο προβληματικός Αμερικανός κι απαιτήσει το πρωινό του. Η χθεσινή καταιγίδα είχε κοπάσει, αφήνοντας πίσω της έναν καταγάλανο ουρανό που έμοιαζε με ευλογία. Καθώς γύριζε στη φάρμα με το αυτοκίνητο, η Νόρα θεώρησε την υπέροχη μέρα σαν σημάδι πως η επόμενη συνάντησή της με το νοικάρη της θα κυλούσε πιο ομαλά. Ο Κουίν τακτοποίησε τα ρούχα του στην παλιά δρύινη ντουλάπα και κατέβηκε στην κουζίνα για να προσπαθήσει πάλι να φτιάξει καφέ, όταν άκουσε λάστιχα αυτοκινήτου να τρίζουν στο χαλικόστρωτο δρόμο απέξω. Λίγα λεπτά αργότερα, η πόρτα άνοιξε απότομα και στην κουζίνα μπήκαν δυο παιδιά -ένα αγόρι κι ένα κορίτσι που φαίνονταν συνομήλικα- έπειτα δυο έφηβοι και, τέλος, η Φιόνα με τον Μπρέιντι. Στην οπισθοφυλακή, με τα μαλλιά της να φαντάζουν σαν γλώσσες φωτιάς έτσι όπως έπεφτε πάνω τους ο ήλιος, ερχόταν η Νόρα Φιτζπάτρικ. Φορούσε ένα φόρεμα σε απαλό πράσινο με ψηλό γιακά και στρίφωμα που σταματούσε λίγο πάνω από τα γόνατά της κι ένα ξεθωριασμένο σακάκι στο χρώμα της βροχής. Αν το φόρεμά της ήταν λίγο πιο μακρύ, θα την περνούσε κανείς για καλόγρια. Όταν έβγαλε το σακάκι της για να το κρεμάσει σ’ ένα ξύλινο κρεμαστάρι δίπλα στην πόρτα, ο Κουίν ανακάλυψε ότι το σώμα της χήρας Φιτζπάτρικ, το οποίο χθες το βράδυ ήταν κρυμμένο κάτω από ένα χοντρό πουλόβερ, ήταν πολύ πιο χυμώδες απ’ όσο είχε υποψιαστεί. Και το φόρεμα, που κολλούσε απαλά πάνω του, σίγουρα δεν την έκανε να μοιάζει με καλόγρια.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

73

Το πρόσωπο μιας μοναχής κι ένα κορμί φτιαγμένο για την αμαρτία. Ο Κουίν διαπίστωσε πως ήταν επικίνδυνος συνδυασμός. Η γυναίκα αυτή δεν ήταν απλώς μπελάς. Ήταν σκέτη βόμβα. Και ένιωθε σαν να του ‘χαν δώσει στο χέρι ένα αναμμένο φιτίλι. Τον χαιρέτησε μ’ ένα διστακτικό χαμόγελο. «Ώστε ξύπνησες κιόλας», του είπε. Το άρωμά της, που του προκαλούσε την επιθυμία να κάνει έρωτα σ’ ένα λιβάδι με αγριολούλουδα ενώ έπεφτε μια απαλή καλοκαιρινή βροχή, είχε μπει μαζί της στην κουζίνα. Για να αποδείξει στον εαυτό του -και σ’ εκείνη- ότι κάτι τέτοιο ήταν δυνατόν, ο Κουίν της έριξε σκόπιμα ένα επίμονο βλέμμα. Τα σκοτεινά του μάτια καρφώθηκαν στο υπέροχο πρόσωπο της. «Σηκώθηκα πριν από μία ώρα περίπου». «Λυπάμαι που δεν ήμουν εδώ για να σου φτιάξω πρωινό». Όταν δεν αποτράβηξε το βλέμμα της από το δικό του, το οποίο, όπως τον είχαν διαβεβαιώσει πολλές γυναίκες, ήταν βλέμμα θηριοδαμαστή, ο Κουίν κατέληξε ότι ίσως η Νόρα να ήταν πιο σκληρό καρύδι απ’ όσο φαινόταν. «Το σκυλί κι εγώ τα βγάλαμε πέρα μια χαρά». «Το σκυλί;» Η Νόρα κοίταξε τη Μέιβ που ήταν ξαπλωμένη κάτω από το τραπέζι, με το κεφάλι της ακουμπισμέvo στις πατούσες της, και κοιτούσε με λατρεία τον Κουίν. «Δεν είναι φοβερό;» Έγειρε το κεφάλι της και τον περιεργάστηκε. «Φαίνεται πως είσαι θαυματοποιός». «Η Μέιβ φοβάται όλο τον κόσμο εκτός από τη θεία Κέιτ, τη μαμά μου κι εμένα», τον πληροφόρησε το μικρότερο αγόρι. Είχε κατάμαυρα μαλλιά, σκούρα μπλε μάτια και το πρόσωπο του ήταν διάστικτο από φακίδες. Παρά τα διαφορετικά τους χρώματα, όμως, ο Κουίν δεν δυσκολεύτηκε

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

74

να μαντέψει πως αυτός θα πρέπει να ήταν ο εγγονός του Μπρέιντι, που τόσο τον παίνευε χθες το βράδυ. «Μέιβ τη λένε;» ρώτησε ο Κουίν. «Της δώσαμε το όνομα της πολεμόχαρης, μυθικής βασίλισσας του Κόνοτ. Ήταν ιδέα της μαμάς. Σκέφτηκε ότι, αν είχε το όνομα μιας τόσο δυναμικής γυναίκας, ίσως να ‘παίρνε λίγο από το κουράγιο της». «Πολύ λογική σκέψη», συμφώνησε ο Κουίν, ρίχνοντας μια λοξή ματιά στη Νόρα. Τα μαλλιά της έκρυβαν το πρόσωπο της καθώς κατέβαζε τα φλιτζάνια από τα ράφια. «Φαίνεται καταπληκτικό σκυλί». Έπρεπε να παραδεχτεί ότι η συμπεριφορά του απέναντι στη Νόρα ήταν απαίσια. Μα δεν του ‘κανε καρδιά να φερθεί ψυχρά σ’ ένα παιδί. Και ειδικά σ’ ένα αγόρι που μεγάλωνε χωρίς τον πατέρα του. Όχι, δηλαδή, πως ένας πατέρας αποτελούσε εγγύηση ευτυχίας. «Εσύ μάλλον είσαι ο Ρόρι». «Συγνώμη, θα ‘πρεπε να σε συστήσω σε όλους», είπε η Νόρα, προτού ο γιος της προλάβει ν’ απαντήσει. «Ρόρι, από δω ο κύριος Γκάλαχερ». Κι έπειτα του σύστησε και τα υπόλοιπα παιδιά. «Έχω όλα σας τα βιβλία, κύριε Γκάλαχερ», πετάχτηκε ο αδύνατος νεαρός με το σοβαρό βλέμμα που ήταν ο αδερφός της ο Τζον. «Λέγε με Κουίν». Το «κύριε Γκάλαχερ» του θύμιζε τον πατέρα του και τον έκανε να αισθάνεται άβολα. «Σ’ ευχαριστώ για την υποστήριξη. Ο πατέρας σου λέει ότι το αγαπημένο σου βιβλίο είναι Η Νύχτα της Νεράιδας- Φάντασμα». «Ήταν το αγαπημένο μου. Μα τώρα νομίζω ότι μ’ αρέσει περισσότερο Η Κυρά της Λίμνης. Ειδικά επειδή εξελίσσεται εδώ, στο Κασλ-λοχ».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

75

«Ίσως θα σ’ ενδιέφερε να έρθεις να παρακολουθήσεις τα γυρίσματα της ταινίας». «Θα μπορούσα; Αλήθεια;» Ήταν κάτι πολύ ασήμαντο, μια πρόταση που ο Κουίν την έκανε τελείως αυθόρμητα. Φαίνεται, όμως, ότι είχε πολύ μεγάλη σημασία για τον Τζον Τζόις. «Κι εγώ;» πετάχτηκε το κοριτσάκι με τις κατακόκκινες μπούκλες. Η Σίλια, θυμήθηκε ο Κουίν. Η γυναίκα του Μπρέιντι είχε πεθάνει πάνω στη γέννα της. «Μπορώ να έρθω κι εγώ;» Η Νόρα άναψε το μάτι της κουζίνας κι έπειτα έριξε ένα αυστηρό βλέμμα στα αδέρφια της καθώς γέμιζε την τσαγιέρα με νερό. «Αρκεί», είπε. «Δεν θα σας επιτρέψω να ενοχλήσετε τον κύριο Γκάλαχερ. Βρίσκεται εδώ για να δουλέψει και καλά θα κάνετε να τον αφήσετε ήσυχο». «Δεν με πειράζει», είπε ψέματα ο Κουίν. Παρ’ όλο που συνήθως δεν φερόταν τόσο διπλωματικά, τα κατάφερνε όποτε χρειαζόταν. Η ματιά που του έριξε η Νόρα έλεγε ότι δεν τον πίστεψε ούτε για μια στιγμή. «Πληρώνεις για το δωμάτιο σου κι έχεις το δικαίωμα να μη σ’ ενοχλούν», του είπε με την τραγουδιστή προφορά της ιρλανδέζικης Δύσης. «Θα ήθελες λίγο τσάι;» «Φυσικά και θα ήθελε τσάι», αποκρίθηκε ο Μπρέιντι μπαίνοντας στη συζήτηση. Έδειχνε ακμαίος κι εγκάρδιος, σαν να μην είχε καμιά επίδραση πάνω του η χθεσινή κραιπάλη. Άλλη μια απόδειξη, συλλογίστηκε βλοσυρά ο Κουίν, πως η ζωή δεν είναι δίκαιη. «Η Νόρα φτιάχνει το καλύτερο τσάι σ’ όλη την Κομητεία», τον διαβεβαίωσε ο Μπρέιντι. «Τόσο βαρύ, ώστε πάνω του περπατάει ποντίκι». «Ωραία εικόνα», μουρμούρισε ο Κουίν και είδε ένα αμυδρό χαμόγελο να σχηματίζεται στις άκρες των χειλιών της. «Ένα

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

76

τσάι είναι ό,τι πρέπει. Προσπάθησα να φτιάξω καφέ, αλλά δεν κατάφερα να τον βράσω κανονικά». «Δεν σου έχω πει χίλιες φορές ν’ αγοράσουμε μια από αυτές τις μοντέρνες καφετιέρες, καλή μου Νόρα;» είπε ο Μπρέιντι. «Το τσάι μου φτάνει και μου περισσεύει. Ειλικρινά», επέμεινε ο Κουίν. Όλοι, εκτός από τη Νόρα, είχαν καρφώσει πάλι τα μάτια τους πάνω του, σαν να ήταν κάποιο περίεργο ζώο. Ένας μονόκερος, ίσως. Ή εκείνο το πλάσμα της λίμνης. «Όταν ήμουν νέα, ήξερα κάποιον Ντόνοβαν Γκάλαχερ», είπε η Φιόνα. «Η οικογένειά του ήταν από το Ντόνεγκαλ. Μήπως τους ξέρεις;» «Όχι». Η ηλικιωμένη γυναίκα έγειρε το κεφάλι της και τον περιεργάστηκε. «Μοιάζεις λίγο με το αγόρι που ήξερα. Ίσως, όσο βρίσκεσαι στην Ιρλανδία, να θελήσεις να επισκεφτείς το Ντόνεγκαλ και...» «Όχι». Συνειδητοποιώντας ότι είχε μιλήσει πολύ απότομα, ο Κουίν προσπάθησε να μαλακώσει την έκφρασή του· και τον τόνο της φωνής του. «Δυστυχώς θα είμαι πολύ απασχολημένος με την ταινία. Αμφιβάλλω αν θα μου μείνει χρόνος για να δω τα αξιοθέατα». «Α, δεν είναι κρίμα;» Το ντόμπρο βλέμμα που του έριξε η Φιόνα έλεγε πως υποψιαζόταν ότι η άρνησή του δεν ήταν μόνο θέμα χρόνου. «Να έρθεις τόσο δρόμο από την Αμερική και να μη δεις την οικογένειά σου... Ίσως την επόμενη φορά», του πρότεινε. «Την επόμενη φορά», συμφώνησε εκείνος. Θέλοντας ν’ απομακρύνει τη συζήτηση από το άτομό του, ο Κουίν στράφηκε πάλι στον Ρόρι. «Λοιπόν, τι τάξη πας;» «Στην πρώτη δημοτικού».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

77

Ο Κουίν θυμήθηκε ότι εκείνος είχε πάει σε τρία διαφορετικά σχολεία σε τρεις διαφορετικές Πολιτείες στη διάρκεια της πρώτης δημοτικού. Θυμήθηκε, επίσης, ότι ο πατέρας του του ‘σπάσε το χέρι όταν δεν του ‘φερε αρκετά γρήγορα το μπουκάλι της μπίρας εκείνον το Σεπτέμβρη που έμεναν στο Μπόλντερ. «Σ’ αρέσει το σχολείο;» «Ναι». Το μικρό μέτωπο με τις φακίδες ζάρωσε. «Αν και δεν ξέρω τι θα γίνει του χρόνου». «Γιατί;» «Επειδή, όταν είσαι στη δευτέρα δημοτικού, όλα αλλάζουν. Πρέπει να μάθεις τα καλλιγραφικά πλάγια γράμματα, τις ζωές των αγίων και γίνεσαι υπό... υπό...» «Υπόλογος θέλει να πει», τον διέκοψε η Σίλια, κουνώντας το κεφάλι της μ’ έναν τρόπο που έδειχνε τη γυναικεία της ανωτερότητα. «Υπόλογος;» «Αποκτάς μυαλό», του εξήγησε η Σίλια. «Κι αυτό σημαίνει ότι γίνεσαι υπεύθυνος. Δεν μπορείς να δικαιολογηθείς πια ότι δεν ήξερες, γιατί όταν είσαι στη δευτέρα δημοτικού υποτίθεται ότι έχεις μάθει τη διαφορά ανάμεσα στο καλό και το κακό. Κι έτσι όλες σου αμαρτίες καταγράφονται στο ιστορικό σου». «Αυτός είναι όντως ένας σοβαρός λόγος ανησυχίας». Ο Κουίν αποφάσισε ότι δεν ήθελε να κοιτάξει το δικό του ιστορικό. «Μα δεν πιστεύω ότι είναι δυνατόν να έχεις κάνει τόσες πολλές αμαρτίες», βεβαίωσε τον Ρόρι. «Τα πάντα είναι αμαρτία, που να πάρει η ευχή». Ήταν η πρώτη φορά που άνοιξε το στόμα της η Μαίρη. Τα βαμμένα με κολ μάτια της άστραψαν οργισμένα. Εξετάζοντας τα χαρακτηριστικά της κάτω από το μακιγιάζ με το οποίο είχε παστωθεί, ο Κουίν συνειδητοποίησε ότι θα γινόταν μια

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

78

αληθινή καλλονή όταν μεγάλωνε. «Οτιδήποτε ευχάριστο, δηλαδή». «Τι λόγια είναι αυτά από μια κοπέλα που αποφάσισε να γίνει καλόγρια;» απαίτησε να μάθει η Φιόνα. «Δεν πρόκειται να γίνω καλόγρια». «Χθες είπες ότι δέχτηκες το θείο κάλεσμα», της θύμισε ο Ρόρι. «Αυτά έγιναν χθες. Δεν έχω δικαίωμα ν’ αλλάξω γνώμη;» «Η Μαίρη ήθελε να γίνει καλόγρια επειδή ο Τζακ ζήτησε από τη Σάρον Φιτζέραλντ να τη συνοδεύσει στο Χορό της Πρωτομαγιάς», πληροφόρησε ο Ρόρι τον Κουίν. «Μου φαίνεται ότι ο Τζακ είναι αυτός που θα χάσει». Τα καλά λόγια του Κουίν έκαναν τα χλομά μάγουλα της κοπέλας ν’ αναψοκοκκινίσουν. «Έτσι της είπα κι εγώ», συμφώνησε η Φιόνα. «Η Σάρον κοιμάται με τον έναν και με τον άλλο», πρόσθεσε η Σίλια. «Και γι’ αυτό ο Τζακ την κάλεσε στο χορό αντί για τη Μαίρη μας». Ακούγοντας αυτά τα λόγια, η κοπέλα ξέσπασε σε λυγμούς και βγήκε τρέχοντας από την κουζίνα. «Μη δίνεις σημασία στις υστερίες της», είπε αδιάφορα η Φιόνα. «Είναι η ηλικία». «Δύσκολη εποχή η εφηβεία», συμφώνησε ο Κουίν. Συνειδητοποιώντας ότι η συζήτηση έπαιρνε πάλι επικίνδυνη τροπή, ανακουφίστηκε όταν άνοιξε πάλι η πόρτα της κουζίνας και μπήκε μέσα μια γυναίκα με εβένινα μαλλιά, μαζί με δυο παιδιά. «Καλημέρα σε όλους». Ενώ οι άλλοι τη χαιρέτησαν εγκάρδια, ο Κουίν διαισθάνθηκε μια ξαφνική ένταση στην κουζίνα. Η Νόρα, ειδικά, έμοιαζε να κοιτάζει επιφυλακτικά τη νεοφερμένη. «Είμαι η Κέιτ Ο’ Σάλιβαν», του συστήθηκε,

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

79

τείνοντάς του φιλικά το χέρι. Το δέρμα της ήταν χλομό, η χειραψία της δυνατή, το χαμόγελο της εγκάρδιο. «Κι εσύ πρέπει να είσαι ο Κουίν Γκάλαχερ. Από δω η κόρη μου κι ο γιος μου. Απολαμβάνω τα βιβλία σου. Παρ’ όλο που δεν διαφημίζονται σωστά». «Μπα;» Αυτό μόνο του έλειπε. Άλλη μια κριτική. Αν η Κέιτ αντιλήφθηκε τον προειδοποιητικό τόνο στη φωνή του Κουίν, τον αγνόησε. «Δεν γράφεις, βέβαια, ιστορίες τρόμου». «Δεν γράφω;» «Το ξέρεις ότι δεν γράφεις ιστορίες τρόμου. Γράφεις κοινωνικά σχόλια. Και μάλιστα, οι ιστορίες σου συχνά μου θυμίζουν τον Τζόναθαν Σουίφτ». «Με κολακεύεις». «Είναι αλήθεια. Δεν χρειάζεται να ‘χει κανείς δίπλωμα φιλολογίας για να καταλάβει πως Η Κυρά της Λίμνης είναι μια αλληγορία για τις προκαταλήψεις, τις υπερβολές της επιστήμης, καθώς και την παράνοια που μπορεί εύκολα να κυριεύσει τους ανθρώπους στα μικρά, απομονωμένα χωριά όπως το δικό μας». Ο Κουίν γέλασε και τη συμπάθησε αμέσως. «Είσαι πραγματική ιδιοφυΐα. Θα ‘θελες να σε προσλάβω για ν’ αναλάβεις τις δημόσιες σχέσεις μου στην Ιρλανδία;» «Νομίζω πως θα σου δημιουργούσα προβλήματα», του απάντησε. «Πολλοί άνθρωποι σ’ αυτά τα μέρη δεν θ’ αγόραζαν κάποιο βιβλίο μόνο και μόνο επειδή θα το σύστηνα εγώ». «Η θεία Κέιτ είναι μάγισσα», του εξήγησε ο Ρόρι. «Μάγισσα των δρυϊδών», συμπλήρωσε η Σίλια. Ο Κουίν διασκέδασε βλέποντας το ανεπαίσθητα προκλητικό βλέμμα που φώτισε τα γαλάζια μάτια της Κέιτ Ο’ Σάλιβαν

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

80

ύστερα από αυτή την αποκάλυψη. «Κατά σύμπτωση, θέλω να γράψω ένα βιβλίο με ηρωίδα μια μάγισσα», της είπε ήπια. «Ίσως ήθελες να μου αφιερώσεις λίγο χρόνο για να κουβεντιάσουμε όσο βρίσκομαι εδώ». Ήταν η σειρά της να βάλει τα γέλια. «Πω, πω, τι θα πουν οι κακές γλώσσες». Το χαμόγελο της ήταν ζεστό, διαψεύδοντας το κλισέ της κακιάς μάγισσας των παραμυθιών. «Φυσικά και θα κουβεντιάσω μαζί σου, κύριε Γκάλαχερ, ακόμα κι αν το κάνω μόνο και μόνο για να βεβαιωθώ ότι θα καταλάβεις περί τίνος πρόκειται». «Άρχισες πάλι». Η Νόρα χαμογέλασε τρυφερά στην κουνιάδα της, καθώς ακουμπούσε μια λουλουδάτη τσαγιέρα μπροστά στον Κουίν. «Να προκαλείς ανακατωσούρες». «Οι θεοί έδωσαν σε όλους μας κάποια μοναδικά ταλέντα, Νόρα. Δυστυχώς, το να προκαλώ ανακατωσούρες είναι αυτό που κάνω καλύτερα από καθετί άλλο». Η Κέιτ αναστέναξε. Έπειτα κάθισε σε μια καρέκλα απέναντι από τον Κουίν και πήρε τη μικρή κοκκινομάλλα κόρη της, την Μπρίτζιντ, στην αγκαλιά της. Αντίθετα με το φλύαρο Ρόρι Φιτζπάτρικ, ο γιος της Κέιτ Ο’ Σάλιβαν, που στεκόταν πίσω από την καρέκλα της μητέρας του, θύμιζε στον Κουίν τη Μέιβ. «Γεια σου». Ο Κουίν του έτεινε το χέρι. «Με λένε Κουίν. Εσένα;» Το αγόρι έριξε μια φοβισμένη ματιά στη μητέρα του. «Απάντησε στον κύριο, αγάπη μου», τον παρότρυνε τρυφερά εκείνη. «Τζέιμι», είπε το αγόρι, με το βλέμμα καρφωμένο στο πάτωμα. «Τζέιμι Ο’ Σάλιβαν». Το επώνυμο, στο οποίο δεν είχε δώσει ιδιαίτερη σημασία όταν του συστήθηκε προηγουμένως η Κέιτ, κάτι του θύμισε.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

81

Σίγουρα ήταν αρκετά συνηθισμένο στην Ιρλανδία, μα ο Κουίν μάντεψε χωρίς την παραμικρή αμφιβολία ότι ο κακότροπος, αθυρόστομος μεθύστακας που είχε συναντήσει στο παμπ ήταν ο πατέρας αυτού του παιδιού. Κατάλαβε, επίσης, ότι ο λόγος που ο Τζέιμι αρνήθηκε να του σφίξει το χέρι δεν ήταν επειδή ντρεπόταν. Φοβόταν. Και γιατί να μη φοβάται; σκέφτηκε θλιμμένα ο Κουίν, ξέροντας πολύ καλά πόσο πόνο μπορούσαν να προκαλέσουν τα μεγάλα, τραχιά χέρια ενός άντρα. Κοίταξε τη Νόρα και διάβασε τη θλιβερή απάντηση στο βλέμμα της. Και μέσα σ’ εκείνη τη μετέωρη στιγμή της αμοιβαίας τους ανησυχίας για την Κέιτ Ο’ Σάλιβαν και τα παιδιά της, ο Κουίν -ο οποίος είχε περάσει όλη του τη ζωή αποφεύγοντας επιδέξια τα μπλεξίματα- ένιωσε σαν να ‘χε κάνει το μοιραίο βήμα μέσα σε κινούμενη άμμο.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

82

6 Στα Χέρια της Μοίρας Ο Κουίν είχε φορέσει το μπουφάν του και προχωρούσε προς την εξώπορτα με σκοπό να πάει στην πόλη να πάρει το αυτοκίνητο του, όταν άκουσε τον Μπρέιντι να τον φωνάζει. «Απ’ ό,τι βλέπω, ετοιμάζεσαι να φύγεις». «Έλεγα να περπατήσω μέχρι την πόλη». Ο Κουίν μπήκε στο δωμάτιο που ήταν γεμάτο βιβλία κι έβλεπε σε πράσινα λιβάδια που κατέβαιναν ως τη θάλασσα. Ο ήλιος ήταν πιο λαμπερός απ’ όσο περίμενε ο Κουίν σ’ αυτή τη χώρα που ήταν πασίγνωστη για τη βροχή της. «Θα χρειαστώ το αυτοκίνητο μου για να πάω στο γύρισμα που θα γίνει αύριο στη λίμνη». «Α, δεν μπορείς να κάνεις τέτοιο πράγμα, αγόρι μου». Ο Μπρέιντι ακούμπησε στο τραπεζάκι δίπλα του το βιβλίο με τους κέλτικους μύθους που διάβαζε. «Είναι πολύ μακριά για να πας με τα πόδια. Θα προσφερόμουν να σε πάω εγώ, αλλά έχω πολλή δουλειά να κάνω. Οι λογαριασμοί δεν πληρώνονται μόνοι τους, ξέρεις. Και η καημένη η Νόρα, όσο γλυκιά κι αξιολάτρευτη κι αν είναι, δεν τα πάει καλά με τα νούμερα». Σηκώθηκε από την άνετη πολυθρόνα του κι άρχισε να ψαχουλεύει μέσα σ’ ένα παλιό γραφείο, ώσπου βρήκε τελικά ένα πράσινο λογιστικό βιβλίο.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

83

«Δεν υπάρχει πρόβλημα», είπε ο Κουίν. «Θα μου κάνει καλό το περπάτημα». Ειδικά μετά το ασυνήθιστα πλούσιο πρωινό που είχε μοιραστεί με τη Μέιβ. «Στ’ αλήθεια δεν είναι ανάγκη να πας με τα πόδια», επέμεινε ο Μπρέιντι. «Η Νόρα θα σε πάει πολύ ευχαρίστως με το αυτοκίνητο ως την πόλη για να πάρεις το αμάξι σου». «Δεν θέλω να την ενοχλήσω κυριακάτικα». «Δεν θα την ενοχλήσεις καθόλου», τον βεβαίωσε ο Μπρέιντι. «Φιλοξενούμενος δεν είσαι; Δεν πρόκειται να δεχτεί να κάνεις με τα πόδια όλο το δρόμο ως το Κασλ-λοχ». Ο Κουίν αποφάσισε να μην του αναφέρει πως στην πατρίδα του έτρεχε καθημερινά πολύ μεγαλύτερες αποστάσεις. «Σ’ ευχαριστώ για την πρόταση». «Παρακαλώ, τίποτα». Ο Μπρέιντι, που έξυνε μ’ ένα σουγιά ένα κίτρινο μολύβι, σήκωσε το κεφάλι του και του χαμογέλασε επιδοκιμαστικά. «Κοίτα ν’ απολαύσεις την κυριακάτικη βόλτα σου». Ο Κουίν, πηγαίνοντας προς την κουζίνα, πέρασε έξω από το σαλόνι όπου η Φιόνα καθόταν μπροστά στη δαντελένια κουρτίνα του παραθύρου και έπλεκε με μανία. «Φαντάζομαι ότι θα θέλεις να σε πάει κάποιος στην πόλη για να πάρεις το αυτοκίνητο σου», του φώναξε. Εκείνος κοντοστάθηκε στο κατώφλι. «Να πω την αλήθεια, ετοιμαζόμουν να περπατήσω. Ο Μπρέιντι πρότεινε να με πάει η Νόρα, αλλά...» «Δεν είναι πολύ έξυπνος ο γιος μου που τη σκέφτηκε;» Το χαμόγελο της Φιόνα, ίδιο με του Μπρέιντι, έκανε τους εσωτερικούς του συναγερμούς ν’ αρχίσουν να ουρλιάζουν. «Η Νόρα μας είναι εξαιρετική οδηγός. Και δεν θα μπορούσες να βρεις καλύτερη ξεναγό».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

84

«Η εγγονή σου έχει σίγουρα καλύτερα πράγματα να κάνει από το να μου κάνει τον οδηγό». «Μη βάζεις τέτοιες έννοιες στο μυαλό σου». Οι βελόνες του πλεξίματος συνέχισαν να κροταλίζουν, με την ταχύτητα που χτυπιούνταν δυο ξίφη στις παλιές ταινίες του Ερολ Φλιν. «Για σήμερα μπορούν ν’ αναλάβουν τις δουλειές της τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας». Κουνώντας κοφτά το λαμπερό πυρρόξανθο κεφάλι της, η Φιόνα θεώρησε το θέμα λήξαν. Από το μυαλό του Κουίν πέρασε η σκέψη ότι ο πατέρας και η γιαγιά της Νόρας φαίνονταν υπερβολικά πρόθυμοι να τους βοηθήσουν να μείνουν μόνοι. Αναρωτήθηκε μήπως στην πραγματικότητα ήθελαν να στήσουν κάποια παγίδα στον πλούσιο Γιάνκη. Πολλές φορές τέτοια σχέδια είχαν στεφθεί μ’ επιτυχία: πείσε έναν Αμερικανό να σε παντρευτεί, ώστε να βγάλεις πράσινη κάρτα και να μπορείς να ζεις μόνιμα στην Αμερική κι έπειτα φέρε όλη την οικογένειά σου με το επόμενο πλοίο. Ή, μάλλον, με τ’ αεροπλάνο τώρα πια. Η σκέψη αυτή παραλίγο να τον κάνει να βάλει τα γέλια. Η Φιόνα κι ο Μπρέιντι Τζόις ας έστηναν όσες παγίδες ήθελαν. Στη δική του περίπτωση, το θήραμα ήταν πολύ προσεκτικό για να αιχμαλωτιστεί. Σκόπευε να ξεγλιστρήσει από την πόρτα της κουζίνας χωρίς να τον πάρει κανείς είδηση, αλλά βρήκε τη Νόρα εκεί όπου την είχε αφήσει πρωτύτερα. Προφανώς οι Ο’ Σάλιβαν είχαν φύγει κι εκείνη είχε βγάλει το φόρεμα που φορούσε στην εκκλησία και τώρα ήταν ντυμένη μ’ ένα μπλουτζίν, ένα μπεζ πουλόβερ και μια άσπρη ποδιά. Ζύμωνε ψωμί. Η ζεστή μυρωδιά της μαγιάς, σε συνδυασμό με τη θέα των λεπτών της μπράτσων που βυθίζονταν ως τους

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

85

αγκώνες μέσα στο βουνό της ζύμης, έκανε το στομάχι του Κουίν να σφιχτεί από μια ακαθόριστη αίσθηση. «Μπορώ να σε βοηθήσω σε κάτι;» Τον κοίταξε χαμογελώντας, ωστόσο το βλέμμα της ήταν επιφυλακτικό. Κι έτσι πρέπει, σκέφτηκε συγχυσμένος ο Κουίν. Η χήρα Φιτζέραλντ ήταν προφανώς αρκετά έξυπνη ώστε να καταλαβαίνει ότι εκείνος δεν ήταν για τα δόντια της. «Θέλεις μήπως ένα φλιτζάνι τσάι; Ή καφέ, ίσως;» «Τίποτα, ευχαριστώ. Πρέπει να πάω στην πόλη να πάρω το αυτοκίνητο μου. Ο Μπρέιντι πρότεινε να με πας εσύ, αλλά τον βεβαίωσα ότι μπορώ να πάω με τα πόδια». «Φυσικά και θα σε πάω εγώ». Και πάλι το χαμόγελο της ήταν ευχάριστο, αλλά τα φράγματα αυτοπροστασίας παρέμειναν σταθερά μέσα στο βλέμμα της. «Αν δεν σε πειράζει να περιμένεις ώσπου να βάλω το ψωμί να φουσκώσει». «Δεν με πειράζει καθόλου». Ο Κουίν γύρισε μια καρέκλα προς το μέρος του, την καβάλησε κι ακούμπησε τα μπράτσα του στην πλάτη του καθίσματος. «Δεν έχω ξαναδεί πώς γίνεται το ψωμί». Εκείνη γέλασε. «Τι φτωχή ζωή που έχεις ζήσει, κύριε Γκάλαχερ». «Αρχίζω να πιστεύω ότι ίσως έχεις δίκιο, κυρία Φιτζπάτρικ». Η κίνηση των χεριών της που ζύμωναν την ελαστική άσπρη ζύμη ήταν σπιτίσια και ταυτόχρονα αισθησιακή. «Στ’ αλήθεια δεν θέλω να σου αναστατώσω τη μέρα». «Δεν μου την αναστατώνεις καθόλου. Απολαμβάνω το οδήγημα. Κι άλλωστε, κάνει καταπληκτικό καιρό σήμερα». «Ο πατέρας σου είπε ότι θα με πήγαινε εκείνος, αν δεν ήταν τόσο απασχολημένος με τα λογιστικά του βιβλία», είπε ο Κουίν.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

86

«Τα λογιστικά του βιβλία;» Τα χέρια της Νόρας έμειναν ακίνητα για μια στιγμή και τον κοίταξε κατάπληκτη. «Για τη φάρμα;» «Έτσι μου φάνηκαν». «Μάλιστα». Κούνησε το κεφάλι της κι άρχισε να ζυμώνει με περισσότερη δύναμη. «Συμβαίνει τίποτα;» «Τι να συμβαίνει;» Αρνιόταν να τον κοιτάξει, η φωνή της είχε γίνει απότομη και είχε επιτεθεί στη ζύμη σαν να είχε προσωπικά μαζί της. «Κακό είναι ν’ ασχολείται ένας άνθρωπος με τις δουλειές του;» Πράγματι, κακό είναι; αναρωτήθηκε ο Κουίν. Ωστόσο, σίγουρα κάτι την είχε εκνευρίσει. Εξέπεμπε ηλεκτρισμό από τον κάθε πόρο του κορμιού της. «Ωραία, τελειώσαμε προς το παρόν». Η Νόρα μοίρασε τη ζύμη σε δυο ορθογώνια ταψιά, τα σκέπασε με μια βαμβακερή πετσέτα της κουζίνας κι έπειτα έτριψε τις παλάμες της για να διώξει το αλεύρι. «Μια στιγμή να πλύνω και...» «Εγώ θα το κάνω αυτό», προσφέρθηκε μια φωνή από το κατώφλι της κουζίνας. Ο Κουίν και η Νόρα στράφηκαν και είδαν τη Μαίρη. «Προσφέρεσαι να πλύνεις τα πιάτα;» Η Νόρα την κοίταξε με μισόκλειστα μάτια. «Ο Θεός να μας βοηθήσει», είπε με επιτηδευμένη προφορά που θύμισε στον Κουίν την ομιλία του πατέρα της. «Τηλεφώνησε αμέσως στον πάτερ Ο’ Μάλεϊ, γιατί σίγουρα παρακολουθούμε ένα θαύμα». «Έχω ξαναπλύνει τα πιάτα. Πολλές φορές», της αντιγύρισε η Μαίρη, τινάζοντας τα σκούρα της μαλλιά. «Η γιαγιά μ’ έστειλε ν’ αποτελειώσω το καθάρισμα της κουζίνας για να φύγετε με τον κύριο Γκάλαχερ για την πόλη».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

87

«Πολύ προνοητικό εκ μέρους της γιαγιάς σου», είπε ξερά η Νόρα. Ξέπλυνε τα χέρια της στη βρύση, τα σκούπισε στην ποδιά της κι έπειτα την έβγαλε και την κρέμασε σ’ ένα ξύλινο κρεμαστάρι στον τοίχο. «Αν είσαι έτοιμος, λοιπόν, κύριε Γκάλαχερ...» Αρπάζοντας ένα ζευγάρι κλειδιά από ένα άλλο κρεμαστάρι, βγήκε από την πόρτα της κουζίνας, αφήνοντας πίσω της τον Κουίν, ο οποίος έσπευσε να την ακολουθήσει. «Τι στην ευχή είναι τούτο;» Εκείνος κοίταξε έκθαμβος την τεράστια διακοσμημένη Κάντιλακ που ήταν παρκαρισμένη στο μονοπάτι, εκεί που πριν από λίγο έκαναν βόλτες οι κόκκινες κότες. Η Νόρα ανασήκωσε τα φρύδια της. «Θες να μου πεις, κύριε Γκάλαχερ, ότι δεν έχεις ξαναδεί ποτέ στη ζωή σου τέτοιο θαυματουργό όχημα;» «Είναι το πρώτο που βλέπω. Δικό σου είναι;» Καθησύχασε τον εαυτό του ότι είχε περάσει πολύ χειρότερες καταστάσεις στη ζωή του από το να τον δει κάποιος από το κινηματογραφικό συνεργείο μέσα σ’ αυτό το αυτοκίνητο, που έμοιαζε με αντιγραφή του ταβανιού της Καπέλα Σι- στίνα από ερασιτέχνη ζωγράφο. «Μην ανησυχείς, είναι της Φιόνα. Το δικό μου είναι το μπλε που είναι παρκαρισμένο από πίσω. Το πήραμε σήμερα το πρωί από το παμπ μετά την εκκλησία». Δόξα τω Θεώ. «Ωραίο αυτοκίνητο», μουρμούρισε. Η Νόρα γέλασε μ’ έναν τρόπο που του είπε ότι ήξερε πολύ καλά πόσο ανακουφισμένος αισθανόταν. «Σ’ ευχαριστώ. Είναι κάπως βαρετό σε σύγκριση με της Φιόνα, όμως μ’ αρέσει». Το αυτοκίνητο, όπως τα περισσότερα που είχε δει στην Ιρλανδία, ήταν ένα μικρό τετράπορτο που θα χωρούσε άνετα στο πορτ μπαγκάζ της Σεβρολέτ Σαμπέρμπαν που ήταν

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

88

παρκαρισμένη δίπλα στην Πόρσε του, στο γκαράζ τριών αυτοκινήτων που είχε το σπίτι του στο Μοντερέι. «Στ’ αλήθεια λυπάμαι πολύ που σε βάζω σε τόσο κόπο», είπε για να σπάσει τη γεμάτη ένταση σιωπή που τους κύκλωνε καθώς περνούσαν ανάμεσα από τους καταπράσινους λόφους. Ήταν φανερό πως είχε εξανεμιστεί η σύντομη ευθυμία που της προκάλεσε η αντίδρασή του μπροστά στην πολύχρωμη Κάντιλακ της γιαγιάς της και για κάποιο λόγο ήταν συγχυσμένη. «Δεν είναι κόπος», του απάντησε κοφτά. Κι αμέσως μετά, συνειδητοποιώντας πόσο απότομη ακούστηκε, αναστέναξε κι έτριψε τα μηνίγγια της, σαν να προσπαθούσε να διώξει έναν πονοκέφαλο. «Λυπάμαι. Ειλικρινά δεν με πειράζει καθόλου που σε πάω στην πόλη, κύριε Γκάλαχερ. Απλώς είμαι λίγο εκνευρισμένη με την οικογένειά μου αυτή τη στιγμή». «Που μας σπρώχνουν να είμαστε μαζί». Τον κοίταξε ξαφνιασμένη. «Το κατάλαβες ότι αυτό έκαναν;» Ο Κουίν είδε τα μάγουλά της να φλογίζονται. Προσπάθησε να θυμηθεί πότε ήταν η τελευταία φορά που είχε συναντήσει γυναίκα που μπορούσε να κοκκινίζει και δεν τα κατάφερε. Παρ’ όλο που θύμισε στον εαυτό του ότι η αθωότητα δεν είχε κανένα θέλγητρο γι’ αυτόν, η ρόδινη απόχρωση που πήρε η επιδερμίδα της ήταν σαγηνευτική. «Μα ήταν ολοφάνερο». «Λυπάμαι». Με χέρι που έτρεμε, η Νόρα έσπρωξε πίσω τα μαλλιά της. Στο φως του μεσημεριού, έλαμπαν σαν φλεγόμενη βάτος. Οι καρποί της ήταν ντελικάτοι, τα δάχτυλά της λεπτά, τα κοντά της νύχια άβαφα, θυμίζοντάς του πάλι καλόγρια. Ένας λογικός άντρας θα την κρατούσε σε απόσταση. Ο Κουίν είπε στον εαυτό του ότι πάντα τον θεωρούσε λογικό.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

89

«Δεν είναι σωστό να πρέπει ν’ ανεχτείς και τα σχέδιά τους για προξενιά από τη στιγμή που είσαι νοικάρης μας». «Έχω επιζήσει κι από χειρότερες καταστάσεις». «Μα δεν θα ‘πρεπε, καταλαβαίνεις;» «Γιατί δεν αφήνεις εμένα να ανησυχήσω γι’ αυτό;» της πρότεινε ήπια. «Είναι... ντροπή. Κι ενοχλητικό. Λες και είμαι καμιά γεροντοκόρη που δεν είναι ικανή να βρει μόνη της άντρα». Μια που ήταν σαν να του ‘δινε τη χρυσοποίκιλτη πρόσκληση με τα ίδια της τα χέρια, ο Κουίν επέτρεψε στον εαυτό του την πολυτέλεια να περιεργαστεί εξονυχιστικά τη γυναίκα που καθόταν τόσο κοντά του. Το βλέμμα του, κρυμμένο πίσω από τα σκούρα τζάμια των γυαλιών ηλίου που φορούσε, πλανήθηκε αργά πάνω της, από την κορφή του πυρρόξανθου κεφαλιού της ως τα πόδια της με τ’ αθλητικά παπούτσια, όπου ανακάλυψε έκπληκτος ότι φορούσε άσπρα βαμβακερά σοσόνια με δαντέλα στην άκρη. Και παρ’ όλο που ήξερε ότι το μυαλό του δεν είχε καμιά δουλειά να παίρνει τόσο επικίνδυνες κατευθύνσεις, αναρωτήθηκε αν υπήρχε κι άλλη άσπρη δαντέλα κάτω από το τζιν και το πουλόβερ της. «Η χρυσή βέρα στο δάχτυλο σου αποδεικνύει ότι δεν είσαι γεροντοκόρη. Και δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι υπάρχουν ένα σωρό άντρες στην Ιρλανδία που θα σε ήθελαν πολύ, κυρία Φιτζπάτρικ». Το κοκκίνισμα στα μάγουλά της έγινε πιο βαθύ. «Αυτό θα το εκλάβω ως φιλοφρόνηση, κύριε Γκάλαχερ». Η φωνή της παρέμεινε σταθερή, μα η έκφραση στο βλέμμα της έγινε πάλι επιφυλακτική. «Και ειδικά μια που με διαβεβαίωσες ότι δεν είμαι ο τύπος σου». Ο Κουίν αναρωτιόταν αν θα του ανέφερε τα χθεσινά του λόγια. «Υποθέτω πως θα πρέπει ν’ απολογηθώ για την

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

90

αγενέστατη συμπεριφορά μου. Αν και το μεθύσι μου δεν αποτελεί δικαιολογία, δεν θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που ήπια τόσο πολύ. Πίστεψέ με, συνήθως επιδεικνύω πολύ περισσότερη φινέτσα όταν προσπαθώ να σαγηνεύσω μια γυναίκα». «Και συνηθίζεις να προσπαθείς να σαγηνεύσεις γυναίκες που δεν είναι ο τύπος σου;» Ο Κουίν γέλασε τραχιά, απότομα. «Σπανίως. Στην πραγματικότητα, χθες το βράδυ ήταν η πρώτη φορά». «Μάλλον έφταιγε το ποτό», παρατήρησε η Νόρα για να τον βοηθήσει. «Μάλλον», συμφώνησε εκείνος, αλλά δεν το πίστεψε ούτε για μια στιγμή. «Καλά να πάθω, μια που ήθελα να ανταποδώσω όλες τις προπόσεις». Ο Κουίν είχε ανακαλύψει πολύ γρήγορα πως, όταν κάποιος στο παμπ προσφερόταν να κεράσει ένα ποτό, ήταν αγένεια να αρνηθείς. Και, φυσικά, όφειλες μετά να του ανταποδώσεις τη φιλοφρόνηση. Ύστερα ερχόταν η σειρά κάποιου άλλου. Και το ίδιο γινόταν αδιάκοπα, ώσπου απορούσε πώς κατάφερναν να στέκονται στα πόδια τους όταν τέλειωνε η βραδιά. «Ο πατέρας μου δεν πίνει πάντα τόσο πολύ», τον πληροφόρησε η Νόρα, σαν να ήθελε να δικαιολογήσει τη συμπεριφορά του Μπρέιντι. «Συνηθίζει να πίνει μια δυο μπίρες και χαίρεται όταν διηγείται τις ιστορίες του». «Το αλκοόλ είναι μια γλιστερή πλαγιά. Καμιά φορά οι άνθρωποι χάνουν την ισορροπία τους». «Αυτό είναι αλήθεια». Η Νόρα του ‘ριξε μια λοξή ματιά, γεμάτη περιέργεια. «Ακούγεσαι σαν να ‘χεις προσωπικές εμπειρίες».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

91

«Η μητέρα μου ήταν αλκοολική». Ο Κουίν δεν είχε μιλήσει ποτέ σε κανέναν για τη μητέρα του. Αναρωτιόταν τι τον έπιασε και το εκμυστηρεύτηκε στη Νόρα Φιτζπάτρικ. «Α, μάλιστα». Δεν είπε τίποτ’ άλλο, παρά συνέχισε να οδηγεί σκεφτική στο δρόμο που έμοιαζε με κορδέλα, προσπερνώντας πυκνούς θάμνους γεμάτους λεπτεπίλεπτα λουλούδια. Τα οπωροφόρα δέντρα που άνθιζαν λίγα μέτρα πιο πέρα φάνταζαν σαν ροζ και άσπρα μπουκέτα με φόντο το γαλάζιο ουρανό. Τα παράθυρα του αυτοκινήτου ήταν ανοιχτά κι ο αέρας που έμπαινε μέσα τόσο καθαρός, ώστε ο Κουίν ένιωθε σχεδόν σαν να μπορούσε να τον πιει. Προσπέρασαν ένα γαϊδούρι που έσερνε ένα κάρο με μεταλλικά δοχεία γάλακτος των δέκα γαλονιών και κατευθυνόταν, υπέθετε ο Κουίν, προς το γαλακτοκομείο του Κασλ-λοχ. Ένα μικρό σκυλί στεκόταν στην πλάτη του γαϊδουριού. Ο οδηγός του κάρου, ένας ηλικιωμένος άντρας με τουίντ κοστούμι, μυτερό κασκέτο και πράσινες γαλότσες, φάνηκε κατενθουσιασμένος που τους έβλεπε και τους κούνησε χαρωπά το χέρι. Η Νόρα έγνεψε κι εκείνη. «Κι ο πατέρας σου;» ρώτησε τον Κουίν ύστερα από λίγη ώρα. «Άρεσε και σ’ εκείνον το ποτό;» «Ο πατέρας μου θα μπορούσε κάλλιστα να διαφημίζει τους Ανώνυμους Αλκοολικούς. Αν, δηλαδή, πήγαινε ποτέ σε κάποια συνάντησή τους. Ή περνούσε μια μέρα χωρίς να πιει». Τον κοίταξε πάλι και το εξαίσιο πρόσωπο της έγινε σοβαρό. «Λυπάμαι». «Κι εγώ το ίδιο». Ο Κουίν μίσησε τη συμπόνια -κι ακόμα χειρότερα τον οίκτο- που φάνηκε να χρωματίζει τον τόνο της φωνής της. «Και τώρα;»

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

92

Από συνήθεια ετών, έκλεισε το μυαλό του στις αναμνήσεις του πατέρα του, του οποίου το βίαιο αίμα κηλίδωνε και τις δικές του φλέβες. «Και τώρα δεν το σκέφτομαι». Την κοίταξε κατάματα, σκληρά. Το απότομο ύφος του, υπογραμμισμένο από μια ένταση την οποία δεν μπήκε στον κόπο να κρύψει, δήλωσε ότι η συζήτηση είχε λήξει. Μπορώ απλώς να πάω τον Κουίν Γκάλαχερ στο Κασλ- λοχ, να τον αφήσω στο Άιρις Ρόουζ για να πάρει το αυτοκίνητο του και να γυρίσω στο σπίτι να τελειώσω τις δουλειές μου, συλλογίστηκε η Νόρα και δάγκωσε τα χείλη της ενοχλημένη από τον απότομο τρόπο του. Άλλωστε, σύντομα θα πρέπει να ξαναζυμώσω το ψωμί, να βάλω μπουγάδα -την τελευταία φορά που είχε αναλάβει η Μαίρη να πλύνει, έριξε στο πλυντήριο ένα από τα μπλουζάκια του Ρόρι κι όλα τα εσώρουχα του Μπρέιντι βγήκαν ροζ- και, φυσικά, να μαγειρέψω για το βράδυ. Δεν θα ‘πρεπε να την ενοχλεί το ότι ο άντρας που καθόταν δίπλα της στο αυτοκίνητο, κάνοντας ξαφνικά το χώρο να μοιάζει απίστευτα περιορισμένος, φαινόταν βυθισμένος σε δυσάρεστες αναμνήσεις από το παρελθόν του. Η συμπεριφορά του ήταν κάτι λιγότερο από γοητευτική από την ώρα που είχε φτάσει και η αλήθεια ήταν ότι του νοίκιαζε απλώς ένα δωμάτιο. Δεν είχε καμιά υποχρέωση να τον ξεναγήσει στη χώρα που τόσο αγαπούσε, ν’ ανησυχεί για την κακή του διάθεση ή να ενδιαφέρεται επειδή έμοιαζε πλημμυρισμένος σκοτεινές σκιές. Ο Κουίν Γκάλαχερ δεν σήμαινε τίποτε γι’ αυτή πέρα από ένα νοίκι που θα συντηρούσε τη φάρμα τους επόμενους μήνες. Δεν την ένοιαζε με ποιους εσωτερικούς δαίμονες μαχόταν ο

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

93

Αμερικανός. Δεν έδινε δεκάρα ούτε γι’ αυτόν ούτε για την κακή του διάθεση. Ναι, καλά. Η Νόρα αναστέναξε και σκέφτηκε για άλλη μια φορά πόσο μάταιο ήταν να προσπαθεί κανείς να εναντιωθεί στη φύση. Δεν το ‘χε μάθει αυτό με τον Κόνορ; Η ζωή στα δυτικά σήμαινε φτώχεια κι ο Κόνορ, που είχε γεννηθεί στη γειτονική φάρμα όπου εξακολουθούσε να ζει η Κέιτ, ήταν αποφασισμένος να ξεφύγει από τη φτώχεια. Όσο για την ίδια, από τη στιγμή που κρατούσε μακριά τους τραπεζίτες, δεν την πείραζε που δεν της περίσσευαν χρήματα για τις πολυτέλειες τις οποίες ο Κόνορ έμοιαζε να έχει ανάγκη. Ο άντρας της, που το όνειρο του ήταν να φύγει ακόμα μακρύτερα κι από το Δουβλίνο, την αποκαλούσε, πειρακτικά, το χωριάτικο ποντικάκι του. Πράγματι, πιο εύκολα η Νόρα φανταζόταν τον εαυτό της να ταξιδεύει πάνω σ’ ένα διαστημόπλοιο, παρά να εγκαταλείπει την οικογενειακή φάρμα. Ο Κόνορ ήταν δυναμικός, τολμηρός κι ανήσυχος σαν τον άνεμο. Ήταν, επίσης, και κάπως εγωκεντρικός. Μα από τη στιγμή που αυτό αποτελούσε μέρος της αυθάδικης αυτοπεποίθησης που σε μεγάλο βαθμό συνέβαλλε στη γοητεία του, η Νόρα δεν είχε παραπονεθεί ποτέ. Ούτε καν όταν ο Κόνορ δεν τα κατάφερε να γυρίσει στο σπίτι τους για τη γέννηση του Ρόρι. Διαγωνιζόταν στα δοκιμαστικά για τους Ολυμπιακούς Αγώνες εκείνη την εποχή. Και όσο κι αν καταλάβαινε πόσο σημαντικό γεγονός ήταν, η Νόρα δεν μπορούσε ν’ αρνηθεί ότι ευχόταν να είχε τον άντρα της στο πλευρό της όταν έφερε στον κόσμο το μοναχογιό τους.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

94

Τότε, η Κέιτ, που δεν άφηνε να περάσει ασυγχώρητη η συμπεριφορά του αδερφού της, είχε κατηγορήσει τη Νόρα ότι είχε γεννηθεί για να φροντίζει τους άλλους, ότι ήταν πάντα πρόθυμη να παραμερίζει τις δικές της επιθυμίες για να κάνει τα χατίρια των υπολοίπων. Η Νόρα τότε δεν είχε φέρει αντίρρηση κι έπρεπε να παραδεχτεί πως ούτε και τώρα μπορούσε ν’ αμφισβητήσει αυτό το γεγονός. Πράγματι, όλη της τη ζωή φρόντιζε τους άλλους και μάλλον έτσι θα συνέβαινε ώσπου να πεθάνει. Κανονικά, οι προσωπικές ανταμοιβές έκαναν αυτές τις θυσίες να αξίζουν τον κόπο. Πολύ φοβόταν, όμως, πως ο Κουίν Γκάλαχερ θ’ αποδεικνυόταν η εξαίρεση στον κανόνα. «Θέλεις να σου δείξω τη λίμνη;» τον ρώτησε, διακόπτοντας την παρατεταμένη σιωπή. «Τη λίμνη;» Ο Κουίν την κοίταξε ξαφνιασμένος και φάνηκε να βγαίνει προς στιγμήν από τις σκοτεινές σκέψεις στις οποίες είχε βυθιστεί. «Το Λοχ Κεσλίν». Η Νόρα αποκάλεσε τη λίμνη με την κέλτική της ονομασία. Εκείνος ανασήκωσε τα φρύδια του. «Α, εκεί όπου παραμονεύει το περίφημο τέρας». «Το πλάσμα», τον διόρθωσε ήρεμα, ελπίζοντας τα λόγια του να μη σήμαιναν ότι οι κινηματογραφιστές θα απεικόνιζαν την Κυρά σαν κάποιο τρομακτικό δολοφονικό τέρας, όπως σ’ εκείνες τις ασπρόμαυρες γιαπωνέζικες ταινίες με τον Γκοτζίλα, που ξετρέλαιναν τον Τζον όταν ήταν στην ηλικία του Ρόρι. «Πλάσμα... τέρας». Ο Κουίν έκανε μια χειρονομία αδιαφορίας. «Ποια είναι η διαφορά;» Η Νόρα το σκέφτηκε για λίγο. «Υποθέτω πως είναι ζήτημα σημειολογίας. Και σεβασμού».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

95

Εκείνος γέλασε πάλι, μ’ έναν τραχύ, βραχνό ήχο, που της θύμισε τα σχεδόν σκασμένα λάστιχα του θαυματουργού αυτοκινήτου της Φιόνα όταν έτρεχαν πάνω στα καλντερίμια. Η Νόρα συλλογίστηκε ότι ο Κουίν Γκάλαχερ δεν επέτρεπε συχνά στον εαυτό του να γελάει. «Μου λες, δηλαδή, ότι πιστεύεις πως η Κυρά υπάρχει;» τη ρώτησε. Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους της, νιώθοντας λίγο ανόητη. Ευχήθηκε να μην είχαν αρχίσει αυτή τη συζήτηση. «Εγώ δεν την έχω δει ποτέ. Μα σέβομαι αυτά που πιστεύουν κάποιοι άλλοι». Δεν του ανέφερε ότι ο Ρόρι επέμενε πως όχι μόνο την είχε δει, αλλά και είχε μιλήσει με την Κυρά. Μια που αυτό φαινόταν να τον παρηγορεί, αλλά και επειδή η ίδια, όταν ήταν στην ηλικία του, είχε πλάσει κι αυτή μια φίλη με τη φαντασία της, δεν ανησυχούσε ιδιαίτερα που ο καλύτερος φίλος του γιου της ήταν το πλάσμα της λίμνης. «Δεν είναι ακριβώς το ίδιο». «Πιστεύω ότι οι μύθοι μπορούν να έχουν μια δική τους πραγματικότητα. Κι αν υπάρχει η Κυρά της λίμνης -και δεν λέω πως το πιστεύω, εντάξει;» του είπε, κοιτώντας τον αυστηρά, «τότε της αξίζει ο ίδιος σεβασμός με τον οποίο αντιμετωπίζουμε όλα τα πλάσματα του Θεού. Όπως έναν πλούσιο και διάσημο Αμερικανό συγγραφέα ιστοριών τρόμου». Μια που δεν πρόλαβε να λογοκρίνει τον εαυτό της προτού ξεστομίσει αυτά τα λόγια, η Νόρα φοβήθηκε μήπως τον πρόσβαλε, αλλά ξαφνιάστηκε όταν τον είδε να της χαρίζει ένα χαμόγελο που ήρθε κι έφυγε τόσο αστραπιαία, ώστε νόμισε ότι το φαντάστηκε. «Κατάλαβα απολύτως τι θέλεις να πεις».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

96

Η σύντομη διαφωνία τους, αν μπορούσε κάποιος να την αποκαλέσει έτσι, φάνηκε να διώχνει την κακή του διάθεση, όπως ο ήλιος του Ιουλίου διώχνει την κρύα ομίχλη του πρωινού. «Νομίζω ότι θα ‘θελα να δω τη λίμνη», είπε ο Κουίν. «Αν έχεις χρόνο». Παρ’ όλο που το να κρατάει κανείς κακίες ήταν σχεδόν εθνικό σπορ στην Ιρλανδία, η Νόρα ποτέ της δεν τα κατάφερνε. Χαμογέλασε, ευχαριστημένη που της δινόταν η ευκαιρία να μοιραστεί μαζί του ένα από τα αγαπημένα της μέρη. «Έχουμε ένα γνωμικό εδώ στην Ιρλανδία, κύριε Γκάλαχερ: όταν ο Θεός έφτιαξε το χρόνο, δεν τσιγκουνεύτηκε».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

97

7 Ό,τι κι αν Πεις, μην Πεις Τίποτα Δεν είχαν περάσει πέντε λεπτά και η Νόρα πάρκαρε στην άκρη του δρόμου. «Θα πρέπει να περπατήσουμε λίγο. Μα είναι ωραία διαδρομή». «Μου χρειάζεται η άσκηση». Για άλλη μια φορά ο Κουίν σκέφτηκε πως ο καθαρός αέρας ίσως έδιωχνε τα απομεινάρια του πονοκεφάλου και της ζαλάδας του από τη διαφορά της ώρας. «Μπορεί να καθαρίσει την ομίχλη του Τζέιμσον που έχει απομείνει», του είπε εκείνη μ’ ένα χαμόγελο, φανερώνοντας ότι έκανε παρόμοιες σκέψεις. Ο Κουίν ήταν έτοιμος να της υποδείξει ότι δεν είχε κλειδώσει την πόρτα του αυτοκινήτου κι έπειτα συνειδητοποίησε ότι μάλλον δεν χρειαζόταν. Ένιωθε λιγάκι σαν την Ντόροθι, όταν ο ανεμοστρόβιλος την άρπαξε από το Κάνσας. Η Ιρλανδία μπορεί να μην ήταν ακριβώς η Χώρα του Οζ, αλλά σίγουρα δεν ήταν ούτε Καλιφόρνια. Πέρασαν από ένα νεκροταφείο ίδιο μ’ εκείνα που είχε δει όταν έχασε το δρόμο του κι έκανε κύκλους με το αμάξι· ένα μελαγχολικό μέρος με ψηλούς σταυρούς που ορθώνονταν σαν φρουροί και στρογγυλεμένες ταφόπλακες σκεπασμένες με ανοιχτοπράσινα βρύα. Μερικοί από τους πιο καινούριους

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

98

τάφους ήταν διακοσμημένοι με συνθέσεις πλαστικών λουλουδιών σε θολωτές εσοχές. Το στενό χιλιοπατημένο μονοπάτι χωνόταν ανάμεσα στους λόφους σαν μπλεγμένη πετονιά, διασχίζοντας λιβάδια με γαλάζια λούπινα, αγριοτριαντάφυλλα και φράουλες. Αφού ανηφόρισαν για δέκα λεπτά περίπου, βρέθηκαν σ’ ένα ύψωμα σκεπασμένο με κίτρινα αγριολούλουδα και διακοσμημένο με πέτρες. «Είναι ένας τύμβος», του εξήγησε η Νόρα, «που χτίστηκε πριν από πέντε χιλιάδες χρόνια περίπου. Υπάρχουν αρκετοί στα μέρη μας». «Δηλαδή, τάφος, σωστά;» «Περίπου. Κατά πάσα πιθανότητα υπάρχει ένας διάδρομος από κάτω που οδηγεί σ’ έναν κεντρικό νεκρικό θάλαμο. Οι πρόγονοι μας πίστευαν στη μεταθανάτια ζωή κι έτσι συχνά έθαβαν τους αγαπημένους τους με τα εργαλεία, τα όπλα ή τα αντικείμενα του νοικοκυριού τους». Ο Κουίν, που πάντα περηφανευόταν για τις λεπτομερείς του έρευνες, ήξερε γι’ αυτούς τους προχριστιανικούς τάφους. Μα ήταν άλλο να διαβάζει γι’ αυτούς σ’ ένα ξερό αρχαιολογικό κείμενο κι εντελώς διαφορετική αίσθηση να στέκεται μπροστά τους. Αυτό το μέρος, κρυμμένο στις καταπράσινες πτυχές του βουνού, είχε παραμείνει αναλλοίωτο εδώ και χιλιετίες. Οι αναμνήσεις εκείνων των ηρωικών εποχών και οι σκιές της μυστηριώδους θρησκείας πλανιόνταν πάνω από τον τύμβο σαν φαντάσματα που φρουρούσαν ένα ένδοξο παρελθόν. Κοντοστάθηκε και πήρε βαθιές ανάσες. Ο αέρας ευωδίαζε από τις χρυσαφένιες δεντρομολόχες κι έφερνε μαζί του και κάτι ακόμα που δεν μπορούσε να το προσδιορίσει επακριβώς. Έπειτα έτριψε το πίσω μέρος του λαιμού του ανατριχιάζοντας.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

99

«Δεν ξέρω αν πιστεύω στη μεταθανάτια ζωή», της είπε. «Αυτό το μέρος όμως... σου δίνει την αίσθηση ότι τριγυρίζουν πνεύματα». Μπορούσε ν’ ακούσει σχεδόν τις αλλόκοτες φωνές των φαντασμάτων να ταξιδεύουν στην απαλή αύρα. Η Νόρα τον κοίταξε ξαφνιασμένη κι έπειτα ένα χαμόγελο ικανοποίησης χαράχτηκε στα χείλη της. «Ξέρεις, καμιά φορά, έρχομαι εδώ και μιλάω με τους προγόνους. Τους λέω τα προβλήματά μου και είναι περίεργο, αλλά νιώθω πολύ καλύτερα όταν φεύγω. Αν και υποψιάζομαι πως η διάθεσή μου φτιάχνει μόνο και μόνο επειδή τα βγάζω από μέσα μου, όπως λέτε εσείς οι Γιάνκηδες». «Ή μπορεί να συμβαίνει κάτι μαγικό», της αποκρίθηκε ο Κουίν. Το απαλό χρώμα που εκείνος είχε αρχίσει ν’ απολαμβάνει υπερβολικά πολύ έβαψε πάλι τα μάγουλά της. «Άκου τι κάθομαι και σου λέω», διαμαρτυρήθηκε με τη γλυκιά, τραγουδιστή της προφορά που άγγιζε επικίνδυνες χορδές μέσα του. «Θα με περνάς για καμιά ανόητη χωριάτισσα». Ο Κουίν ένιωσε ένα χαμόγελο ν’ αγγίζει πάλι τις άκρες των χειλιών του. «Μια μικρή βλάχα». Η αύρα ανέμιζε τα μαλλιά της γύρω από το αναψοκοκκινισμένο της πρόσωπο, θυμίζοντάς του τις παρθένες στους πίνακες του Μποτιτσέλι. «Βλάχα». Η Νόρα φάνηκε να το σκέφτεται. «Έτσι με βλέπεις, λοιπόν; Σαν μια φαντασιόπληκτη κι ανόητη βλάχα;» Φαντασιόπληκτη μπορεί να ήταν. Ανόητη όμως; Ο Κουίν δεν το πίστευε. Παρ’ όλο που μια πιο επιφυλακτική γυναίκα θα είχε τη σύνεση να το βάλει στα πόδια και να φύγει μακριά του. Μερικές κατακόκκινες μεταξένιες μπούκλες ανέμισαν στο πρόσωπο της. Όταν άπλωσε το χέρι του για να τις

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

100

παραμερίσει, η Νόρα έμεινε ασάλευτη σαν τους πέτρινους σταυρούς που είχαν προσπεράσει νωρίτερα. «Σίγουρα δεν σε θεωρώ βλάχα. Παρ’ όλο που οφείλω να παραδεχτώ ότι πρώτη μου φορά συναντάω γυναίκα που έχει τόση φαντασία ώστε να κουβεντιάζει με τους προγόνους της από τη Λίθινη Εποχή». Αυτή τη φορά το κοκκίνισμά της έφτασε ως τις ρίζες των μαλλιών της. «Καλύτερα να προχωρήσουμε αν θέλουμε να φτάσουμε στη λίμνη προτού πιάσει βροχή». Αντίθετα με όλες τις φωτογραφίες της Ιρλανδίας που είχε δει ο Κουίν, δεν υπήρχε ούτε ένα συννεφάκι στον καταγάλανο ουρανό. «Καλή ιδέα», άκουσε τον εαυτό του να λέει, καθώς η Νόρα τον κοιτούσε μ’ ένα βλέμμα επιφυλακτικό και συνάμα συνεπαρμένο, σαν να παρατηρούσε ένα όμορφο, δηλητηριώδες φίδι. Την είδε να εκπνέει αργά. Κι έπειτα, ισιώνοντας τους λεπτούς της ώμους, του γύρισε την πλάτη κι άρχισε πάλι να περπατάει. Βγήκαν από το μονοπάτι και η Νόρα άρχισε να σκαρφαλώνει σβέλτα τα βράχια, σαν να ‘ταν κάποιο από τα πρόβατα με τα μαύρα πόδια που ο Κουίν έβλεπε να βοσκάνε σ’ ένα μακρινό λιβάδι. Οι λόφοι τους οποίους διέσχιζαν ήταν πανάρχαιοι, έτοιμοι να γίνουν σκόνη. Δεν ήταν τόσο συναρπαστικοί όπως τα απόκρημνα βουνά στα οποία ήταν συνηθισμένος ο Κουίν, μα τους έβρισκε παράξενα γαλήνιους. «Ναι, είναι παρηγοριά», αποκρίθηκε η Νόρα, όταν μοιράστηκε μαζί της τις σκέψεις του. «Φυσικά, κάποιοι άνθρωποι τους βλέπουν σαν τοίχους μιας φυλακής, που τους κρατάνε δέσμιους σ’ ένα μέρος και μια ζωή διαφορετική από αυτή που λαχταράνε».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

101

Ο Κουίν αναρωτήθηκε αν του αποκάλυπτε μια μικρή πτυχή του γάμου της μ’ εκείνον το διάσημο τζόκεϊ του ευρωπαϊκού ιππικού κυκλώματος, για τον οποίο του είχε μιλήσει ο Μπρέιντι. Ξαφνικά έφτασαν μπροστά σ’ έναν ψηλό θάμνο γεμάτο έντονα ροζ λουλούδια. Ο πυκνός και φαινομενικά αδιαπέραστος θάμνος εκτεινόταν και προς τις δύο κατευθύνσεις ως εκεί που έφτανε το μάτι. «Μου φαίνεται πως φτάσαμε σε αδιέξοδο», παρατήρησε εκείνος. «Μπα, όχι, υπάρχει ένα πέρασμα που οδηγεί στη λίμνη. Μ’ αρέσει να λέω ότι είναι η μυστική μου είσοδος», του απάντησε μ’ ένα σιγανό γέλιο. Ο Κουίν την ακολούθησε μέσα στο ευωδιαστό πέρασμα κι έπειτα στάθηκε κοκαλωμένος, βλέποντας να εκτείνεται μπροστά του μια κοιλάδα απίστευτης ομορφιάς. Η λίμνη, στεφανωμένη από καλάμια που σάλευαν στην απαλή αύρα, έμοιαζε με γυαλιστερό ζαφειρένιο σατέν απλωμένο πάνω σ’ ένα πράσινο χαλί. «Είναι υπέροχη, δεν συμφωνείς;» «Δεν περιγράφεται με λόγια». Η φωνή του ήταν σιγανή, γεμάτη δέος, σαν να ‘χε μπει σε εκκλησία. «Είναι εκπληκτική. Και τόσο... γαλήνια». Το μόνο που ακουγόταν ήταν ο απαλός ψίθυρος της αύρας και το βουητό των μελισσών που πετούσαν από το ένα ζωηρόχρωμο λουλούδι στο άλλο. Ο Κουίν μπορούσε ν’ ακούσει την ανάσα του. «Εμείς εδώ λέμε γαλήνη χωρίς μοναξιά. Αυτό αισθάνομαι κάθε φορά που έρχομαι στη λίμνη». «Ταιριάζει απόλυτα». «Δεν βρίσκεις; Ξέρεις, υποθέτω, το μύθο για το πώς έφτασε η Κυρά στη λίμνη».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

102

«Η αλήθεια είναι πως δεν τον ξέρω. Έτυχε να διαβάσω ένα άρθρο για τις γοργόνες της Ιρλανδίας κι άφησα τη φαντασία μου να συμπληρώσει τα κενά». Κι άλλωστε, ο Κουίν ένιωθε πως αρκετά τέρατα παραμόνευαν στο μυαλό του -τόσο πολλά, ώστε θα μπορούσε να γράφει γι’ αυτά ώσπου να φτάσει σε βαθιά γεράματα. «Μα τώρα που βρίσκομαι εδώ, πολύ θα ‘θελα να τον ακούσω». «Α, είναι υπέροχο παραμύθι. Ο μπαμπάς το διηγείται πολύ καλύτερα, θα βάλω όμως τα δυνατά μου να μη σε απογοητεύσω», είπε η Νόρα με την απαλή τραγουδιστή της προφορά που τον έκανε να φαντάζεται νεράιδες να χορεύουν στο φεγγαρόφωτο. «Η λίμνη ήταν κάποτε ένα υπέροχο βασίλειο που το κυβερνούσε μια όμορφη, καλοσυνάτη βασίλισσα», άρχισε να λέει. «Είχε μακριά ξανθά μαλλιά που έπεφταν στην πλάτη της σαν κύματα και αστραποβολούσαν σαν το χρυσάφι των καλικάντζαρων κάτω από τον καλοκαιριάτικο ήλιο. Επειδή δεν ήταν μόνο όμορφη αλλά και καλή, οι θεοί είχαν ανταμείψει το λαό της μ’ ένα υπέροχο δώρο· μια πηγή που το νερό της χάριζε τη νιότη σε όσους το έπιναν». «Ώστε εδώ κρύβεται όλα αυτά τα χρόνια η Πηγή της Νιότης», παρατήρησε ο Κουίν. «Α, ναι». Το βλέμμα της Νόρας έλαμψε από ευθυμία. «Απλώς το κρατάμε μυστικό για να μη μας κατακλύσουν ακόμα πιο πολλοί τουρίστες». Έκανε μια σύντομη παύση κι έπειτα συνέχισε: «Τέλος πάντων, ή βασίλισσα είχε δώσει οδηγίες να κλείνουν την πηγή κάθε βράδυ με μια μεγάλη πέτρα, ώστε να μην κυλάει το νερό και πλημμυρίσει την κοιλάδα. »Δυστυχώς, μια μάγισσα που ζούσε στη ρεματιά, ερωτεύτηκε τον άντρα της βασίλισσας. Μα η μάγισσα ήταν άσχημη σαν

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

103

γέρικη αρκούδα, άγρια σαν τα ρείκια και κακιά σαν το διάβολο κι όπως καταλαβαίνεις ήταν πολύ δύσκολο να την αγαπήσει κάποιος άντρας». «Αντιλαμβάνομαι πολύ καλά το πρόβλημα». «Α, ήταν τρομακτικό πρόβλημα. Αλλά, ακόμα κι όταν μεταμορφώθηκε σε όμορφη νεαρή κοπέλα, ο ευγενικός πρίγκιπας παρέμεινε πιστός στη βασίλισσα και δεν της ανταπέδωσε τον έρωτά της. «Δυστυχώς για όλους, αυτή η μάγισσα ήταν φοβερά μνησίκακη κι όταν ο όμορφος πρίγκιπας την αρνήθηκε για τρίτη φορά, του ‘κανε μάγια. Τη νύχτα που γιόρταζαν το θερινό ηλιοστάσιο, παρ’ όλο που όλοι ήξεραν πως δεν τον πείραζε το ποτό, ο πρίγκιπας μέθυσε κι έχασε τις αισθήσεις του προτού προλάβει να σκεπάσει την πηγή με την πέτρα. »Κι έτσι το νερό κυλούσε, κυλούσε και το πρωί ολόκληρη η κοιλάδα, μαζί με την όμορφη πολιτεία και τους κατοίκους της βρέθηκαν κάτω από το νερό. Μα επειδή ήταν μαγικό νερό, κανείς δεν πνίγηκε. Και μάλιστα, προσαρμόστηκαν πολύ ωραία στην καινούρια τους ζωή κάτω από τη λίμνη, αν και κάθε τόσο η βασίλισσα, η οποία πολύ λογικά είχε αντικαταστήσει τα μεταξωτά της ρούχα με σμαραγδένιες φολίδες, βγαίνει στην επιφάνεια κι ατενίζει τους λόφους που της λείπουν. Κι ας έχουν περάσει τόσα πολλά χρόνια από τότε». «Ωραίος μύθος». Και πολύ πιο καλοσυνάτος από τη σκοτεινή κι απειλητική ιστορία που είχε γράψει εκείνος. «Έτσι νομίζω κι εγώ. Υπάρχουν μερικοί ψαράδες που ορκίζονται ότι, καμιά φορά, τα ήσυχα βράδια του καλοκαιριού, αν σκύψεις από τη βάρκα, θα δεις να γυαλίζουν οι πύργοι του κάστρου της βασίλισσας και τους ανθρώπους της πόλης να πηγαινοέρχονται στις δουλειές τους».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

104

Ο Κουίν βρήκε την ιδέα μιας κρυμμένης πόλης σαν την Ατλαντίδα τόσο σαγηνευτική, όσο ήταν και η μαγευτική τοποθεσία όπου τον είχε φέρει η Νόρα. «Ξέρεις», της είπε, «παρ’ όλο που αυτό το μέρος δεν είναι τόσο άγριο, μου θυμίζει κάπως το σπίτι μου στην ακτή της Καλιφόρνιας». Είναι η ηρεμία, σκέφτηκε. Μια ησυχία που τον ενέπνεε και ταυτόχρονα τον παρηγορούσε. Η Νόρα χαμογέλασε και φάνηκε ευχαριστημένη που εκείνος απολάμβανε το δώρο της. «Αν θέλεις να δεις άγρια τοπία, κύριε Γκάλαχερ, στην επόμενη εκδρομή μας θα σε πάω στις ακτές μας». Ο Κουίν ένιωσε το κορμί του να σφίγγεται ακούγοντάς τη ν’ αναφέρει έτσι αδιάφορα την προοπτική άλλης μιας εξόρμησης. Το ένστικτο του ξύπνησε απότομα, με τον τρόπο που περιέγραψε χτες η Λόρα: σαν του λύκου που οσμίζεται κάποια παγίδα. Ήξερε πως θα ‘πρεπε ν’ αρνηθεί, προτού τα πράγματα προχωρήσουν ακόμα περισσότερο. «Πολύ θα μ’ άρεσε αυτό», άκουσε τον εαυτό του να λέει. Με μια κίνηση πολύ αυθόρμητη ώστε να θεωρηθεί προσχεδιασμένη, η Νόρα γλίστρησε την παλάμη της μέσα στη δική του, καθώς στέκονταν και θαύμαζαν τη λίμνη. Το κρυστάλλινο ζαφειρένιο νερό καθρέφτιζε τα σύννεφα και τους περαστικούς γλάρους. Δυο άσπροι κύκνοι, που έμοιαζαν σαν να είχαν βγει από το κάστρο της Ωραίας Κοιμωμένης του παραμυθιού, έπλεαν γαλήνια στην καθάρια επιφάνεια. «Μακάρι να είχα δει τη λίμνη προτού γράψω το βιβλίο μου», της είπε. «Θα είχες αλλάξει κάτι;» «Ναι· θα είχα στήσει την ιστορία μου στη Σκοτία, μια που έχουν ήδη τη Νέσι, το τέρας του Λοχ Νες. Ή στην Ουαλία. Ή

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

105

ακόμα και στην Καλιφόρνια». Κούνησε το κεφάλι του και πρόσθεσε: «Μου φαίνεται σχεδόν ιεροσυλία να έρθει σ’ αυτό το μέρος ένα κινηματογραφικό συνεργείο». «Δεν είναι εκκλησία». «Τώρα όχι. Μα βάζω στοίχημα ότι οι Κέλτες -και πριν από αυτούς οι λαοί που έχτισαν το νεκρικό τύμβο- είχαν διαφορετική άποψη». Το βλέμμα του πλανήθηκε στα ερείπια του κάστρου. «Είναι τόσο παράξενο...» «Ποιο;» «Το γεγονός ότι κάποτε ζούσαν άνθρωποι εδώ. Άνθρωποι που ερωτεύονταν, γελούσαν και πολεμούσαν πίσω από αυτά τα τείχη. Χριστέ μου, τι ιστορίες θα είχαν να διηγηθούν οι πέτρες αν μπορούσαν να μιλήσουν». «Νομίζω πως πρέπει να ζητήσω συγνώμη από τον Τζον», είπε ξαφνικά η Νόρα. «Τον Τζον; Τον αδερφό σου;» «Ναι. Μου έλεγε ότι πρέπει να διαβάσω τα βιβλία σου, αλλά εγώ δεν τα διάβασα. Είμαι σίγουρη ότι είσαι εξαιρετικός συγγραφέας», έσπευσε να προσθέσει, σαν να φοβόταν μην τον προσβάλει. «Ομολογώ όμως ότι προτιμώ ιστορίες που δεν μου προκαλούν εφιάλτες». Ο Κουίν είχε ακούσει αυτή την παρατήρηση αμέτρητες φορές και δεν τον ενοχλούσε πια. «Η φρίκη έχει τη δική της πραγματικότητα», αποκρίθηκε, παραφράζοντας τα δικά της λόγια σχετικά με τους μύθους. Ένα μοναχικό σύννεφο πρόβαλε πίσω από το βελούδινο βουνό και πλανήθηκε προς τον ήλιο. Η Νόρα τον κοίταξε μ’ εκείνο το σοβαρό της ύφος. Κι ο Κουίν αισθάνθηκε σαν να μπορούσε να διαβάσει τι έκρυβε στην ψυχή του. Έχει τόσο σκοτάδι εκεί μέσα, ώστε δεν θα καταφέρει να διακρίνει τίποτα,

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

106

συλλογίστηκε μελαγχολικά, μη μπορώντας να θυμηθεί πότε ήταν η τελευταία φορά που πίστεψε πως είχε ψυχή. «Υποθέτω πως αυτό είναι αλήθεια». Σήκωσε το χέρι της σαν να ‘θελε να του χαϊδέψει το μάγουλο, μα άλλαξε μάλλον γνώμη και το κατέβασε πάλι. «Ωστόσο, θέλω να διαβάσω τα βιβλία του άντρα που μπορεί να αισθανθεί τη μαγεία και το μυστήριο αυτού του μέρους». Ξαφνικά, βρισκόταν πολύ κοντά του. Ο Κουίν ένιωσε ν’ ασφυκτιά. Διαισθάνθηκε ότι ίσως η Νόρα να ήταν όντως τόσο αφελής ώστε να πιστεύει πως, διαβάζοντας να βιβλία του, θα μπορούσε να ανακαλύψει τον πραγματικό του εαυτό. «Αν ψάχνεις κάποιο δρόμο που να οδηγεί στην ψυχή μου θ’ απογοητευτείς. Γιατί δεν υπάρχει». Τα δάχτυλά του σφίχτηκαν γύρω από την παλάμη της που εξακολουθούσε να την κρατάει μέσα στη δική του. «Ακόμα όμως και να υπήρχε, πίστεψε με, μωρό μου, δεν θα ‘θελες να βρεθείς εκεί». «Κι εσύ ξέρεις πού θέλω να βρεθώ;» Η Νόρα μίλησε ήπια, μα ύψωσε προκλητικά το σαγόνι της. «Ξέρω πού δεν θα ‘πρεπε να θες να βρεθείς, που να πάρει ο διάολος», γρύλισε εκείνος. Πώς ξεκίνησαν αυτή τη συζήτηση; «Είναι ένα σκοτεινό μέρος, Νόρα. Γεμάτο από καταστάσεις που δεν θα μπορέσεις ποτέ να καταλάβεις». Εκείνη χαμογέλασε ξαφνιάζοντάς τον. Ήταν ένα ανεπαίσθητο, θλιμμένο χαμόγελο που ξύπνησε μέσα του πρωτόγονα αισθήματα. «Εδώ είναι που κάνεις πολύ μεγάλο λάθος, Κουίν». Αυτή τη φορά τον χάιδεψε στο μάγουλο και τα δάχτυλά της έκαψαν τη σάρκα του σαν πυρωμένο σίδερο. Κι έπειτα, προτού ο Κουίν προλάβει να βρει μια κατάλληλη απάντηση, ελευθέρωσε το χέρι της και πήρε το δρόμο της επιστροφής.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

107

Ο Κουίν βλαστήμησε σιγανά, έχωσε τα χέρια του στις τσέπες του μπλουτζίν του και την ακολούθησε. Χωρίς τη ζεστασιά του ανοιξιάτικου ήλιου, η μέρα έγινε ξαφνικά παγερή και σκοτεινή σαν τη διάθεσή του. Και την ψυχή του. «Λοιπόν, πώς τα πάτε με τον όμορφο νοικάρη σου;» ρώτησε η Κέιτ τη Νόρα τρεις μέρες αργότερα. Είχαν πάει μαζί για ψώνια στο χωριό και τώρα έπιναν το τσάι τους στου Ο’ Νιλ. «Δεν τα πάμε». Η Νόρα ανακάτευε με μεγάλο ενδιαφέρον τη ζάχαρη στο τσάι της. Αν και αγαπούσε πραγματικά την κουνιάδα της, δεν ήθελε να παραδεχτεί ότι ήταν κάπως στενοχωρημένη που ο Αμερικανός είχε εξαφανιστεί μετά την εξόρμησή τους στη λίμνη. Παρά το γεγονός ότι στο ποσόν που πλήρωνε για το δωμάτιο του συμπεριλαμβάνονταν και δύο γεύματα, ο Κουίν έφευγε κάθε πρωί από το σπίτι πριν από το πρωινό και γύριζε αργά το βράδυ. Αν εκείνη τύχαινε να βρίσκεται στο σαλόνι όχι για να τον περιμένει, όπως έλεγε η Νόρα στον εαυτό της, απλώς για να κάνει τους λογαριασμούς ή να μαντάρει κάποιο πουλόβερ της Σίλια ή ασχολούμενη με κάποια άλλη αναγκαία δουλειά- εκείνος έγνεφε κοφτά, μούγκριζε κάτι ακατάληπτο σαν χαιρετισμό κι ανέβαινε κατευθείαν στο δωμάτιο του. «Ο κύριος Γκάλαχερ είναι απλώς μια αναγκαία πηγή εισοδήματος, τίποτε παραπάνω». «Ώστε γι’ αυτό τις προάλλες σε κοιτούσε σαν να ήσουν κρέμα με σαντιγί». «Δεν με κοιτούσε έτσι! Δεν θα ‘μενε καν στο σπίτι μας αν ο μπαμπάς δεν είχε νοικιάσει πίσω από την πλάτη μου το

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

108

δωμάτιο μου. Άλλωστε», πρόσθεσε η Νόρα, «δεν είμαι ο τύπος του». Ο ίδιος δεν της το ‘χε πει; «Ίσως να μην είσαι ο τύπος της γυναίκας με τις οποίες συνήθιζε να βγαίνει». Το χαμόγελο της Κέιτ ήταν αυτάρεσκο και ταυτόχρονα συμπονετικό. «Μα εγώ κατάλαβα ότι του αρέσεις». «Ακόμα κι αν του αρέσω -κι έχε υπόψη σου ότι δεν ισχυρίζομαι κάτι τέτοιο- μια σχέση ανάμεσα σ’ εμένα και έναν άντρα σαν τον Κουίν Γκάλαχερ δεν θα οδηγούσε πουθενά». Το τσάι ήταν πικρό στη γλώσσα της και η Νόρα πρόσθεσε κι άλλη ζάχαρη. «Ζούμε σε τελείως διαφορετικούς κόσμους». «Ποιος λέει ότι μια σχέση πρέπει να οδηγήσει κάπου;» διαμαρτυρήθηκε η Κέιτ. «Είσαι χήρα εδώ και πέντε ατέλειωτα χρόνια, Νόρα. Θα ‘λεγα ότι ήρθε πια η ώρα να διασκεδάσεις λίγο». Αντίθετα από την Κέιτ, που ήταν η πιο περιζήτητη κι ζωηρή κοπέλα της Κομητείας προτού παντρευτεί τον Καντέλ Ο’ Σάλιβαν, η Νόρα ποτέ της δεν υπήρξε τέτοιος τύπος. Και, για πολλοστή φορά από τότε που ο Κουίν Γκάλαχερ έφτασε στο Κασλ-λοχ, συλλογίστηκε πόσο αδύνατο ήταν να πάει ενάντια στη φύση της. «Μου λες, δηλαδή, ότι πρέπει να μη σκεφτώ τίποτα και να κοιμηθώ μαζί του;» Η Κέιτ φάνηκε ξαφνιασμένη από την ερώτησή της. «Φτάσατε ήδη σ’ αυτό το στάδιο;» Η Νόρα ένιωσε το κοκκίνισμα στα μάγουλά της -την κατάρα της κάθε κοκκινομάλλας- να την καίει σαν φωτιά. «Κάτι είπε το πρώτο βράδυ. Μα ήταν μεθυσμένος κι έτσι δεν έδωσα καμιά σημασία». «Μπήκες, όμως, στον πειρασμό».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

109

Η Νόρα δεν ήθελε να πει ψέματα σ’ αυτή τη γυναίκα που, σε πολλές περιπτώσεις, της είχε σταθεί καλύτερα κι από τις ίδιες της τις αδερφές. Μια γυναίκα που έβλεπε πέρα από την επιφάνεια των πραγμάτων. Μήπως δεν είχε προβλέψει ακόμα και το τρομερό ατύχημα του Κόνορ; Όταν η Νόρα το ανακάλυψε μετά την κηδεία, η φιλία τους δοκιμάστηκε για ένα διάστημα, γιατί, παρ’ όλο που η Κέιτ είχε αποπειραθεί να προειδοποιήσει τον αδερφό της -ο οποίος πάντα θεωρούσε τον εαυτό του άτρωτο στους τραυματισμούς- δεν είχε πει ποτέ κουβέντα στη Νόρα. «Και τι θα ‘χες κάνει, αν σου το ‘λεγα;» διαμαρτυρήθηκε τότε η Κέιτ. «Απλώς θ’ ανησυχούσες ακόμα περισσότερο». Δεν είχε προτείνει στη Νόρα να μιλήσει στον πεισματάρη σύζυγο της για να τον πείσει να παρατήσει τους αγώνες μετ’ εμποδίων -ήξεραν και οι δυο τους πως κάτι τέτοιο ήταν ανέφικτο. Η οργή της Νόρας ξεθύμανε με τον καιρό και τώρα πια καταλάβαινε πόσο δύσκολο θα πρέπει να ήταν για την κουνιάδα της να τη βαραίνει μια τόσο οδυνηρή γνώση. «Εντάξει», παραδέχτηκε τώρα η Νόρα, καθώς η Κέιτ συνέχιζε να την κοιτάζει κατάματα. «Ομολογώ ότι για μια στιγμή -μόνο για μια στιγμή- αναρωτήθηκα πώς θα ένιωθα αν έκανα έρωτα με τον Κουίν Γκάλαχερ». «Ο κύριος Γκάλαχερ δίνει την εντύπωση εξαιρετικού εραστή», παρατήρησε η Κέιτ. «Υποθέτω πως αυτό θα το ξέρει καλύτερα η Λόρα Γκίντεον παρά εγώ». Η Νόρα είχε δει τη φωτογραφία του Κουίν και της πανέμορφης ηθοποιού στην πρώτη σελίδα της χθεσινής Άιρις Ιντιπέντεντ. Το ζευγάρι στεκόταν στην όχθη της λίμνης, με τα κεφάλια τους κοντά, σε μια στάση που πρόδιδε μεγάλη οικειότητα. Γελούσαν και προφανώς περνούσαν υπέροχα, ενώ

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

110

το μπράτσο του ήταν τυλιγμένο γύρω από τη μέση της σε μια κτητική κίνηση που έλεγε πολλά. «Η κυρία Γκίντεον είπε στο δημοσιογράφο ότι με τον Κουίν είναι απλώς φίλοι». «Η στάση τους, πάντως, ήταν υπερβολικά φιλική», μουρμούρισε η Νόρα. «Δεν είναι δυνατόν να ζηλεύεις;» Τα μάτια της Κέιτ στένεψαν, καθώς παρατηρούσε την παλιά της φιλενάδα και κουνιάδα της. «Αχ, Θεούλη μου. Δεν μπορεί να τον ερωτεύτηκες τόσο γρήγορα;» «Δεν είναι έρωτας». Η Νόρα κούνησε το κεφάλι της και κατάπιε το υπερβολικά γλυκό τσάι της που εξακολουθούσε να της φαίνεται πολύ πικρό. «Δεν μπορεί να είναι έρωτας. Ούτε καν τον ξέρω τον άνθρωπο. Κι άλλωστε, δεν έχουμε τίποτα κοινό», δήλωσε σταθερά, ενώ αναρωτιόταν ποιον προσπαθούσε να πείσει: τον εαυτό της ή την κουνιάδα της; «Εκτός από τον πόθο», μάντεψε η Κέιτ. «Αυτό υπάρχει», ομολόγησε απρόθυμα η Νόρα. «Μερικοί θα ‘λεγαν ότι ο πόθος είναι καλή αρχή για μια σχέση». «Κέιτ Ο’ Σάλιβαν!» σφύριξε η Νόρα μέσα από τα δόντια της, κοιτώντας γύρω της στη μικρή αίθουσα, γιατί φοβήθηκε μήπως η κυρία Ο’ Νιλ ή κάποια άλλη πελάτισσα άκουσε αυτή τη σκανδαλώδη παρατήρηση. «Μόνο και μόνο επειδή είμαι παντρεμένη αυτό δεν σημαίνει πως δεν μπορώ να εκτιμήσω έναν ωραίο άντρα. Και θυμήσου πόσο συναρπαστικό -και τρομακτικόείναι όταν ερωτευόμαστε». Το ύφος της έγινε ξαφνικά μελαγχολικό και η Νόρα αναρωτήθηκε για πολλοστή φορά αν η Κέιτ είχε αγαπήσει ποτέ στ’ αλήθεια τον Καντέλ Ο’ Σάλιβαν. Μια που δεν ήθελε να

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

111

πληγώσει την αγαπημένη της φίλη, αποφάσισε να μην της θυμίσει ότι ο παράνομος πόθος της για κείνο τον Αμερικανό εκπαιδευτή αλόγων, που είχε μείνει για λίγο στο Κασλ-λοχ πριν από εφτά χρόνια, ήταν τελικά η αιτία για το γάμο της Κέιτ. Αν η Κέιτ δεν είχε μείνει έγκυος από τον Αμερικανό, η Νόρα πολύ αμφέβαλλε αν θα είχε παντρευτεί έναν άντρα, ο οποίος μάλλον ήταν ερωτευμένος με το εκτροφείο των καθαρόαιμων αλόγων που η Κέιτ κι ο Κόνορ είχαν κληρονομήσει από τον πατέρα τους, τον Τζόζεφ Ρόρι Φιτζπάτρικ. Και η τραγική ειρωνεία ήταν πως ο Καντέλ αποδείχτηκε ότι δεν είχε κανένα απολύτως ταλέντο με τα άλογα. Ευτυχώς, ο εκπαιδευτής αλόγων της Κέιτ της αποκάλυψε πόσο βαρύ χέρι είχε ο γαμπρός, ο οποίος χρησιμοποιούσε χωρίς λόγο το μαστίγιο. Τότε, η Κέιτ πούλησε έναν πολλά υποσχόμενο επιβήτορα για ν’ αγοράσει στον άντρα της την ψαρόβαρκα με την οποία δούλευε μέχρι πρόσφατα. Η Νόρα συχνά σκεφτόταν πόσο ειρωνικό -και θλιβερό- ήταν που μια γυναίκα προικισμένη με το χάρισμα της ενόρασης αποδείχτηκε τόσο τυφλή στην προσωπική της ζωή. «Δεν είναι έρωτας», επέμεινε, ξαναγυρίζοντας στα αισθήματά της για το μυστηριώδη Αμερικανό νοικάρη της. Δεν μπορεί να ήταν. Δεν θα τ’ άφηνε να συμβεί. «Τόσο κακό θα ήταν κάτι τέτοιο;» ρώτησε ήρεμα η Κέιτ, αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά την αλάνθαστη ικανότητά της να διαβάζει τις σκέψεις τής καλύτερης φίλης της. «Το να ερωτευτείς τον Κουίν Γκάλαχερ;» «Ναι. Επειδή, αν ερωτευτώ οποιονδήποτε άντρα, θα θέλω να τον παντρευτώ».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

112

«Και δεν πιστεύεις ότι ο Αμερικανός σου είναι από αυτούς που παντρεύονται;» «Όχι, δεν είναι. Και σίγουρα δεν είναι ο Αμερικανός μου. Και μια που μιλάμε για γάμο», είπε η Νόρα, χαμηλώνοντας τον τόνο της φωνής της, «πώς τα πας με τον Καντέλ;» Η Κέιτ άρχισε να παίζει με το κουτάλι της. «Είναι συγχυσμένος με τους Αμερικανούς». «Λυπάμαι». Η Νόρα καταλάβαινε ότι η τωρινή εισβολή των Αμερικανών ίσως θύμιζε στον Καντέλ πως δεν ήταν ο πρώτος άντρας που κοιμήθηκε με τη γυναίκα του. Αλλά και πάλι, πάντα πίστευε πως αυτός ο φριχτός τύπος αρπαζόταν από οποιαδήποτε δικαιολογία έβρισκε πρόχειρη για να αιτιολογήσει τη βίαιη συμπεριφορά του. Ήταν η σειρά της Κέιτ ν’ αποστρέψει το βλέμμα της. «Νομίζω πως εν μέρει ζηλεύει. Είναι όλοι τους τόσο πλούσιοι. Και τόσο εκδηλωτικοί». «Α, ναι, είναι όντως», συμφώνησε η Νόρα, καθώς θυμήθηκε τον ντόμπρο και σαγηνευτικό τρόπο με τον οποίο της είχε μιλήσει ο Κουίν. Για πρώτη φορά στη ζωή της, η Νόρα κατάλαβε τι σκεφτόταν -και, το πιο σημαντικό, τι αισθανόταν- η Κέιτ Φιτζπάτρικ εκείνη τη μοιραία βραδιά που χάρισε την παρθενιά της σ’ έναν ξένο, ενώ ήξερε ότι το άλλο πρωί θα έφευγε. Παρ’ όλο που το όνομα του Άντριου Σινκλέρ δεν είχε αναφερθεί ποτέ ξανά από τότε που η Κέιτ αποφάσισε να μην του γράψει για την εγκυμοσύνη της, ο άντρας ξαφνικά πλανήθηκε στην ατμόσφαιρα ανάμεσά τους, σαν ανεπιθύμητος καλεσμένος που είχε περάσει για τσάι.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

113

Νιώθοντας ότι ισορροπεί σε πολύ ευαίσθητα θέματα, η Νόρα άπλωσε το χέρι της στο τραπέζι και σκέπασε την παλάμη της φίλης της με τη δική της. «Δεν μπορείς να συνεχίσεις έτσι». «Και τι θέλεις να κάνω;» Τα μάτια της Κέιτ γυάλιζαν από τα δάκρυα που είχαν συγκεντρωθεί, αλλά δεν τ’ άφηνε να κυλήσουν. «Δεν μπορώ να τον παρατήσω, Νόρα. Όχι ύστερα απ’ ό,τι έκανε για μένα». «Ο Καντέλ είχε τους δικούς του λόγους που σε παντρεύτηκε ενώ ήσουν έγκυος στο παιδί κάποιου άλλου άντρα. Μπορεί να μην είναι ο εξυπνότερος άνθρωπος που ο Θεός δημιούργησε ποτέ στην πράσινη γη, αλλά σίγουρα ήταν αρκετά ξύπνιος ώστε να καταλαβαίνει ότι θα κληρονομούσες το ιπποφορβείο όταν θα πέθαινε ο μπαμπάς σου. Εκείνη την εποχή είπες ότι ήσουν πρόθυμη να κάνεις οτιδήποτε για να μην κηλιδώσεις την υπόληψή σου και να μην ατιμάσεις το όνομα των Φιτζπάτρικ. Σκέφτηκες ποτέ ότι κανείς από την οικογένειά σου δεν θ’ απαιτούσε μια τέτοια θυσία από μέρους σου; Η υπόληψή σου δεν αξίζει τόσο ώστε να χαραμίσεις τη ζωή σου, Κέιτ». «Δεν θα φτάσουν ποτέ σ’ αυτό το σημείο τα πράγματα». «Είσαι τελείως σίγουρη;» «Φυσικά. Μπορεί να είμαι μια ανόητη γυναίκα, Νόρα, αλλά ποτέ μου δεν έπασχα από το σύνδρομο του μάρτυρα». «Αν ο Κόνορ ζούσε, θα σκότωνε τον Καντέλ γι’ αυτά που σου κάνει». Η οργή ήταν ολοφάνερη στη φωνή και στο βλέμμα της Νόρας. «Τα πράγματα δεν είναι τόσο άσχημα. Καμιά φορά, όταν πίνει, ο Καντέλ γίνεται λίγο βίαιος, αλλά ποτέ δεν μου ‘κανε πραγματικά κακό».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

114

«Ξέχασες κιόλας που πέρσι το χειμώνα κόντεψε να σου σπάσει το χέρι;» Η Κέιτ έτριψε ασυναίσθητα τον καρπό της. «Σκόνταψα πάνω στη Μέιβ κι έπεσα. Και γι’ αυτό ο Καντέλ πρότεινε να τη δώσουμε στον Ρόρι». «Τότε μου είπες ότι ο Καντέλ σ’ έσπρωξε αφού πέρασε τη νύχτα πίνοντας», της θύμισε η Νόρα. «Κι έτσι σκόνταψες πάνω σ’ αυτό το κακόμοιρο, ταλαίπωρο ζώο που είναι ολοφάνερο πόσο έχει υποφέρει». Η Κέιτ δεν προσπάθησε καν να φέρει αντίρρηση. «Δεν μπορώ να τον αφήσω», επανέλαβε. «Τι θα κάνουν ο Τζέιμι και η Μπρίτζιντ χωρίς τον μπαμπά τους;» «Ίσως θα κοιμούνται πιο ήσυχα». «Αυτές είναι βαριές κουβέντες, Νόρα». Το πιγούνι της Κέιτ υψώθηκε ανεπαίσθητα, δείχνοντας στη Νόρα πως είχε ακόμα διάθεση να παλέψει. «Αγαπώ τα παιδιά μου περισσότερο κι από την ίδια τη ζωή μου». «Το ξέρω», την καθησύχασε η Νόρα. «Σκέφτηκες όμως ότι αν χώριζες από τον Καντέλ ο γιος σου μπορεί να μην έτρεμε από το φόβο του στην προοπτική να σφίξει το χέρι κάποιου άλλου άντρα;» Η επιδερμίδα της Κέιτ έγινε άσπρη σαν τη ζάχαρη της πήλινης ζαχαριέρας. «Το πρόσεξες». «Φυσικά». Η Νόρα πήρε μια βαθιά ανάσα. «Είναι καταπληκτικό παιδί, Κέιτ. Θυμάμαι τη νύχτα που γεννήθηκε σαν να ήταν χτες. Και ήταν τόσο έξυπνος και χαρούμενος όταν ήταν μικρός. Μα τώρα μοιάζει σαν να έχασε το δώρο του γέλιου. Τον τελευταίο χρόνο λες και ζει κάτω από ένα μαύρο απειλητικό σύννεφο. Δεν μ’ αρέσει να βλέπω έτσι τον Τζέιμι. Δεν μ’ αρέσει να σε βλέπω τόσο δυστυχισμένη».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

115

Η Κέιτ αναστέναξε βαριά και οι ώμοι της κύρτωσαν. «Όταν αποδείχτηκε ότι ο Καντέλ δεν είχε κανένα ταλέντο με τ’ άλογα, ήλπισα ότι το ψάρεμα θα ήταν η σωτηρία του. Μα από τότε που εκείνοι οι τραπεζίτες από το Δουβλίνο κατέσχεσαν τη βάρκα του, είναι πολύ δύσκολο γι’ αυτόν, σαν άντρας που είναι, να εξαρτάται από το εισόδημα της γυναίκας του». «Και τι θα συμβεί του χρόνου; Ποια θα είναι η δικαιολογία του άντρα σου όταν αρχίσει να χτυπάει το γιο του;» «Πώς μπορείς να το λες αυτό; Ξέρεις ότι θα προτιμούσα να πεθάνω παρά να επιτρέψω να συμβεί κάτι τέτοιο!» «Και δεν συνειδητοποιείς ότι υπάρχει περίπτωση να συμβεί αυτό ακριβώς;» Αντί να της απαντήσει, η Κέιτ κοίταξε το ρολόι της. «Πώς πέρασε έτσι η ώρα; Αν δεν πάμε στο χασάπικο, αυτή η γριά μέγαιρα, η κυρία Σίχαν, θα αμπαρώσει την πόρτα και δεν θα ‘χουμε κρέας για να φάμε απόψε». Καταλαβαίνοντας ότι ήταν σαν να χτυπούσε το κεφάλι της σ’ έναν πέτρινο τοίχο, η Νόρα απέφυγε να στήσει καβγά δημοσίως. Ορκίστηκε, πάντως, να βρει έναν τρόπο να τραβήξει την κουνιάδα της από τα βίαια χέρια του Καντέλ Ο’ Σάλιβαν. Προτού να είναι πολύ αργά.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

116

8 Ένας Άντρας που δεν τον Συναντάς Κάθε Μέρα Άκουσα πως μένει στη φάρμα σου ένας από τους ανθρώπους του κινηματογράφου», είπε στη Νόρα η Λίνα Σίχαν, η ιδιοκτήτρια του καταστήματος Σίχαν και Υιοί, μόλις μπήκε με την κουνιάδα της στο χασάπικο. «Έφερε μαζί και το φαγητό του;» Η Νόρα ανοιγόκλεισε σαστισμένη τα μάτια της. «Όχι. Πώς σου πέρασε από το μυαλό ότι θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο;» Μπορεί να μην ήταν σεφ γαστρονομίας, σαν αυτούς που είχαν γίνει ήδη διάσημοι στο Κίνσεϊλ, που ήταν τόσο της μόδας, αλλά όλα αυτά τα χρόνια κατάφερνε να ταΐζει τα μέλη της οικογένειάς της χωρίς να τα δηλητηριάζει. «Διάβαζα σ’ ένα περιοδικό για έναν αστέρα του Χόλιγουντ που έβαζε να του στέλνουν το φαγητό του σε όποιο μέρος του κόσμου τύχαινε να γυρίζει ταινία». Το ροδαλό πρόσωπο της γυναίκας του χασάπη, που είχε δει πολλά στα εξήντα της χρόνια, γέμισε ρυτίδες καθώς συνοφρυώθηκε. Τα γκρίζα της μαλλιά ήταν τραβηγμένα σ’ ένα σφιχτό κότσο στη βάση του παχουλού της λαιμού. «Ο κύριος Γκάλαχερ δεν είναι ηθοποιός. Είναι συγγραφέας». Και πολύ καλός μάλιστα, όπως είχε ανακαλύψει η Νόρα. Όταν τέλειωσε χθες το βράδυ το μυθιστόρημα του

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

117

Κουίν για το θηλυκό πνεύμα, φοβόταν σχεδόν να κλείσει το φως στο κομοδίνο της. Ούτε ο Μπρέιντι θα μπορούσε να πλάσει μια πιο τρομακτική ιστορία. «Εγώ, πάντως, πιστεύω πως θα ‘πρεπε να μείνουν στην πατρίδα τους, εκεί που είναι η θέση τους. Δεν μας φτάνουν όλοι αυτοί που ψάχνουν να βρουν το τέρας;» ρώτησε δηκτικά η κυρία Σίχαν. «Κάτι βλάκες από την πόλη, που τριγυρίζουν στα λιβάδια, αφήνουν ανοιχτούς τους φράχτες και οι αγελάδες βγαίνουν έξω και κινδυνεύουν να σκοτωθούν από τα αυτοκίνητα. Κι όλα αυτά για ποιο λόγο; Γιατί καίγονται από την επιθυμία να δουν ένα πλάσμα που δεν υπάρχει καν». Κούνησε το κεφάλι της και συνέχισε συγχυσμένη: «Περισσότερες πιθανότητες έχει κάποιος να δει την Παρθένο Μαρία να εμφανίζεται στους λόφους κρατώντας στην αγκαλιά της τ’ αγόρι της και κυκλωμένη από τις γλώσσες της φωτιάς του Αγίου Πνεύματος, παρά την Κυρά της λίμνης του Κασλλοχ». Η Νόρα και η Κέιτ αντάλλαξαν ένα βλέμμα. Όταν η Κέιτ ανασήκωσε τα φρύδια της, η Νόρα αναγκάστηκε να δαγκώσει τα χείλη της για να μη γελάσει. «Θα ‘θελα ένα κομμάτι μπέικον», είπε και η φωνή της ακούστηκε πνιχτή από το γέλιο που έκλεινε το λαιμό της. «Κι εφτά μπριζόλες. Άπαχες, παρακαλώ». Η κυρία Σίχαν ήταν πασίγνωστη για την τσιγκουνιά της - γιατί να βγάλει το λίπος, αφού μπορούσε να βάλει τους πελάτες να το πληρώσουν; «Άπαχες ζήτησες, άπαχες θα πάρεις», δήλωσε ο Ντέρμοτ Σίχαν μασουλώντας την πίπα του, καθώς βγήκε από το πίσω δωμάτιο και διάλεξε τις πιο άπαχες μπριζόλες. Η Νόρα δεν θυμόταν να έχει δει ποτέ το χασάπη χωρίς την πίπα του, η οποία έδινε μια καπνιστή γεύση στο κρέας που

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

118

αγόραζε από τους Σίχαν. Η ποδιά του ήταν λεκιασμένη με αίμα από τη δουλειά της μέρας. «Και δεν θέλω να νομίζετε, κυρίες μου, ότι σας πιέζω», πρόσθεσε ο Ντέρμοτ, «αλλά έχουμε δυο ωραία αφράτα κοτόπουλα για σούπα, που τα ‘φερε ο Γκάλεν Μακφίραν από τη φάρμα του. Τα ‘σφάξε σήμερα το πρωί μόλις». Η Νόρα χαμογέλασε στο χασάπη που πάντα της έδινε ζουμερά κόκαλα για τη Μέιβ χωρίς να της τα χρεώνει. «Θα πάρω ένα, ευχαριστώ, κύριε Σίχαν». Οι δικές της κότες γεννούσαν και καμιά ακόμα δεν ήταν τόσο γριά για να τη χαραμίσει στην κατσαρόλα. Υπήρχε, βέβαια, ο Κρόμγουελ, ο μοχθηρός κόκορας, μα ήταν πολύ αδύνατος για να τους θρέψει όλους. Και ήταν τόσο κακός, που δεν θα υπήρχε αρκετή ζάχαρη σ’ όλη τη χώρα για να γλυκάνει την πικρή του γεύση. Μια κοτόσουπα θα ήταν και πιο υγιεινή από τις τηγανητές μπριζόλες, τις οποίες είχε πρόσφατα ελαττώσει σύμφωνα με τη συμβουλή του δόκτορα Φλάνερι, παρ’ όλο που δεν θα το παραδεχόταν ποτέ μπροστά σε μια από τις μεγαλύτερες κουτσομπόλες του Κασλ-λοχ. Η Νόρα δεν πίστευε στ’ αλήθεια ότι ο καινούριος γιατρός μπορεί να είχε δίκιο όταν της είπε ότι ο πατέρας της κινδύνευε να πάθει καρδιακή προσβολή. Μια που είχε παντρευτεί μεγάλος, όπως πολλοί εργένηδες στην Ιρλανδία, ο Μπρέιντι σίγουρα δεν ήταν πια νέος. Μα έδειχνε πιο ακούραστος από ποτέ. Κι όλοι στην Κομητεία δεν έλεγαν πάντα ότι ο Μπρέιντι Τζόις είχε την ενεργητικότητα ενός άντρα με τα μισά του χρόνια; Παρ’ όλα αυτά, σκέφτηκε η Νόρα, καλύτερα να προσέχω τώρα παρά να μετανιώσω μετά.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

119

«Κι εγώ θα πάρω το άλλο κοτόπουλο, ευχαριστώ, κύριε Σίχαν», είπε η Κέιτ και το χαρωπό της χαμόγελο δεν φανέρωνε ούτε τα οικογενειακά της προβλήματα ούτε την προηγούμενη σοβαρή τους συζήτηση. «Σκέφτομαι να φέρω μερικούς φρέσκους φασιανούς για τους ανθρώπους του κινηματογράφου», τους αποκάλυψε η κυρία Σίχαν, τυλίγοντας το μπέικον σε μια λαδόκολλα και στερεώνοντάς το μ’ ένα σπάγκο. Η ανακοίνωση αυτή έγινε μ’ ένα ύφος που η Νόρα σκέφτηκε ότι θα ‘πρεπε να συνοδεύεται από τρομπέτες. «Φασιανούς;» Το χασάπικο είχε πάντα συνηθισμένα και φθηνά κρέατα. Αυτά που προτιμούσαν οι συνηθισμένοι κάτοικοι του Κασλ-λοχ. «Χριστέ κι Απόστολε! Υπάρχουν τέτοια εποχή φασιανοί;» Σίγουρα, η κυρία Σίχαν δεν μπορεί να σκεφτόταν να στείλει τον άντρα και τους γιους της να κυνηγήσουν παράνομα. «Είναι ακριβοί», συναίνεσε η ηλικιωμένη γυναίκα. «Μα μπορώ να τους παραγγείλω από ένα χονδρέμπορο στο Κορκ. Στους χολιγουντιανούς τύπους αρέσουν αυτά τα περίεργα φαγητά». «Σε λίγο θα παραγγείλει και ρώσικο χαβιάρι», μουρμούρισε μουτρωμένος ο άντρας της, ο οποίος δεν έδειχνε και τόσο ενθουσιασμένος με την προοπτική. «Δεν είναι καθόλου κακή ιδέα, Ντέρμοτ». Ο σαρκασμός γλίστρησε από την κυρία Σίχαν σαν το νερό στην πλάτη ενός κύκνου. Το πρόσωπο της φωτίστηκε μ’ έναν ενθουσιασμό που ποτέ της δεν είχε ξαναδεί η Νόρα κι ας ερχόταν στο χασάπικο από μικρό παιδί μαζί με τη μητέρα της. «Το Μπελούγκα είναι το καλύτερο, έτσι δεν είναι, Νόρα;» «Πού να ξέρω». Η Νόρα ποτέ της δεν είχε καταλάβει γιατί ένας λογικός άνθρωπος θα ήθελε να φάει κάτι που χρησίμευε

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

120

καλύτερα σαν δόλωμα για το ψάρεμα. Αν ο Κουίν Γκάλαχερ περίμενε να του σερβίρει αβγά ψαριών στο τραπέζι της, θ’ απογοητευόταν. «Το Μπελούγκα», επανέλαβε σταθερά η κυρία Σίχαν, απαντώντας μόνη της στην ερώτησή της μ’ ένα κοφτό κούνημα του κεφαλιού. «Και λίγο πατέ από τη Γαλλία». «Το πατέ δεν είναι συκώτια χήνας;» της θύμισε ο άντρας της. «Έχουμε τις δικές μας χήνες, εδώ στο Κασλ- λοχ. Γιατί να θες να πληρώσεις για να το εισαγάγεις;» «Επειδή ποτέ κανείς δεν έχει ακούσει για ιρλανδέζικο πατέ. Αυτοί οι άνθρωποι του κινηματογράφου θα θέλουν γαλλικό». Η στενή της πλάτη ίσιωσε σαν κοντάρι φτυαριού. Τέλειωσε το πακετάρισμα των κοτόπουλων κι ακούμπησε τα δέματα στον πάγκο. «Θα πληρώσεις μόνο και μόνο για να κάνεις εντύπωση», διαμαρτυρήθηκε ο άντρας της. «Δεν θα πληρώσω εγώ. Αυτοί, του κινηματογράφου, θα πληρώσουν». «Δεν ξέρεις καν αν τους αρέσει το πατέ», της αποκρίθηκε ο Ντέρμοτ. «Μπορεί να καταλήξουμε μ’ έναν κουβά ακριβά γαλλικά συκώτια χήνας που θα σαπίζουν στο ψυγείο. Και ποιο τ’ όφελος τότε;» «Εμείς πρέπει να πηγαίνουμε». Η Νόρα κατάφερε να παρέμβει, όταν η κυρία Σίχαν σταμάτησε τον καβγά για να πάρει μια οργισμένη ανάσα. Χαμογέλασε όσο πιο λαμπερά μπορούσε, καθώς πλήρωναν με την Κέιτ για τις αγορές τους, ευχαρίστησε τον κύριο Σίχαν για το κόκαλο που της έδωσε και οι δυο γυναίκες το ‘σκασαν από το χασάπικο, αφήνοντας το ζευγάρι να συνεχίσει τον καβγά του.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

121

«Αναρωτιέμαι αν η κυρία Σίχαν έχει χαμογελάσει ποτέ στη ζωή της», είπε σκεφτική η Κέιτ καθώς γύριζαν με τ’ αυτοκίνητο στη φάρμα. «Ο Μπρέιντι ορκίζεται ότι δεν ήταν πάντα τόσο πικρόχολη», απάντησε η Νόρα. «Κάποτε που παραπονιόμουν για τον τρόπο της, μου διηγήθηκε μια ιστορία για κάποιον καλοκαιρινό χορό, όταν άντρες απ’ όλη την Κομητεία στέκονταν στη σειρά για να χορέψουν με την αξιολάτρευτη νεαρή Λίνα Μακντάφι». «Είμαι σίγουρη ότι τα φαντάστηκε όλα αυτά». «Ο Μπρέιντι λέει ότι ήταν πολύ όμορφη. Και το γέλιο της θύμιζε αγγέλους να γελάνε». «Το μαύρο άγγελο, ίσως». Η Κέιτ κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι της. «Μου φαίνεται πως πρόκειται για άλλο ένα από τα παραμύθια του πατέρα σου». «Κι εγώ έτσι νόμιζα τότε». Η Νόρα δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί τη βλοσυρή αυτή γυναίκα να γελάει. Πόσο μάλλον να χορεύει. Η Λίνα Σίχαν διηύθυνε την οικογένειά της -και το σύζυγο της- όπως και το χασάπικο της. Με μια αυστηρότητα που δεν επιδεχόταν αντιρρήσεις. «Μα ο Μπρέιντι ορκίζεται πως ήταν περιζήτητη κι όλοι θεώρησαν τυχερό τον Ντέρμοτ που κατάφερε να την κερδίσει». «Μάλλον εννοούσε κάποια άλλη Λίνα. Μπορείς να φανταστείς αυτή τη γυναίκα να χαλαρώνει τόσο πολύ ώστε να κάνει σεξ;» «Οι γιοι της αποτελούν απόδειξη πως θα πρέπει να κοιμήθηκε τουλάχιστον πέντε φορές με τον κακόμοιρο τον Ντέρμοτ». Τα τέσσερα μεγαλύτερα αγόρια των Σίχαν δούλευαν με τον πατέρα τους στο Κασλ-λοχ και σε άλλο ένα χασάπικο που είχε ανοίξει πρόσφατα η οικογένεια στο Φόλσκαριγκ, στο δρόμο για το Γκόλγουεϊ.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

122

Φυσικά, δεν είχε καμιά σημασία που δύο από τα αγόρια είχαν εκφράσει την επιθυμία να πάνε στο Δουβλίνο και να δουλέψουν στα ξενοδοχεία. Οι Σίχαν ήταν χασάπηδες εδώ κι έξι γενιές και η Λίνα Μακντάφι Σίχαν, όταν μπήκε στην οικογένεια, ήταν αποφασισμένη να μη γίνει η πρώτη γυναίκα που θα επέτρεπε να διακοπεί η παράδοση. «Ο Ντόλαν ήταν τυχερός που ξέφυγε», παρατήρησε η Κέιτ. «Υποθέτω πως θα πρέπει να ευχαριστεί την Εκκλησία γι’ αυτό». Ο Ντόλαν, ο πέμπτος και μικρότερος γιος των Σίχαν, είχε γεννηθεί τόσο ευαίσθητος, ώστε αδυνατούσε ακόμα και να ράψει ένα ματωμένο κουφάρι ζώου, πόσο μάλλον να σκοτώσει ένα ζωντανό. Είχε ξεφύγει σαν από θαύμα από τη μοίρα των αδερφών του όταν έγινε μέλος μιας ιεραποστολής και δεν είχε επιστρέψει στο Κασλ-λοχ εδώ και μια δεκαετία. «Πάντα πίστευα ότι η απόφαση του Ντόλαν ήταν έξυπνη», συμφώνησε η Νόρα. «Αν έπρεπε να διαλέξω αν θα ζω κάτω από τη σιδερένια γροθιά της Λίνας Σίχαν ή αν θα επιζήσω στις ζούγκλες της Νέας Γουινέας, σίγουρα θα προτιμούσα τους κανίβαλους». Η Κέιτ γέλασε μαζί με τη Νόρα και η ένταση που πλανιόταν ανάμεσα στις δυο καλές φιλενάδες διαλύθηκε. «Έχεις ξαναδεί τέτοιο πράγμα;» ρώτησε ο Τζέιμι Ο’ Σάλιβαν με γουρλωμένα μάτια τον ξάδερφο του, καθώς παρακολουθούσαν τη στρατιά των ανθρώπων που είχαν καταλάβει την ανατολική όχθη της λίμνης. Ήταν απόγευμα και είχαν πάει εκεί μετά το σχολείο, αφού πέρασαν πρώτα να πάρουν τη Μέιβ. «Ποτέ στη ζωή μου», δήλωσε ο Ρόρι.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

123

«Είναι ακόμα μεγαλύτερο κι από το τσίρκο που πέρασε από το Κασλ-λοχ πέρσι το καλοκαίρι!» παρατήρησε ξέπνοος ο Τζέιμι. «Σίγουρα». Ο Ρόρι πήρε πάλι τα κιάλια και προσπάθησε να διακρίνει μέσα στο πλήθος τον Κουίν Γκάλαχερ. «Είσαι τυχερός που ο Αμερικανός μένει στο σπίτι σου. Θ’ ακούς ένα σωρό ιστορίες για τα γυρίσματα». «Ο κύριος Γκάλαχερ σπάνια είναι σπίτι. Έρχεται μόνο για να κοιμηθεί». Η αλήθεια ήταν πως ο Ρόρι τον είχε δει άλλη μια φορά μόνο ύστερα από κείνη την πρώτη Κυριακή. Ήταν νωρίς το πρωί κι ο Ρόρι πήγαινε τις αγελάδες στο λιβάδι προτού φύγει για το σχολείο. Είχε δει το συγγραφέα να φεύγει κυριολεκτικά σαν τον κλέφτη από την εξώπορτα, σαν να ‘θελε ν’ αποφύγει την οικογένεια που κάθε πρωί συγκεντρωνόταν στην κουζίνα. «Υποθέτω πως είναι δύσκολη δουλειά να γυριστεί μια ταινία». «Μάλλον». Τα δυο αγόρια απέμειναν σιωπηλά, παρατηρώντας μαγεμένα να ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια τους ένα κομμάτι της ιστορίας του Κασλ-λοχ. «Πάμε πιο κοντά;» πρότεινε ο Τζέιμι. Ο Ρόρι δίστασε, γιατί θυμήθηκε τη συμβουλή της μητέρας του να μην ενοχλούν το νοικάρη τους. Μα και πάλι δεν ήταν οι μόνοι που είχαν έρθει να παρακολουθήσουν τα γυρίσματα. Οι γύρω λόφοι ήταν γεμάτοι παρατηρητές, ανάμεσα στους οποίους ο Ρόρι διέκρινε κατάπληκτος και τη γριά κουτσομπόλα, την κυρία Σίχαν. «Φαντάζομαι πως δεν πειράζει», συμφώνησε έπειτα από σκέψη. Δέκα λεπτά αργότερα κάθονταν πάνω σ’ ένα μεγάλο βράχο και παρακολουθούσαν έναν άντρα με πράσινο κα- σκέτο του μπέιζμπολ ν’ ανοίγει την πίσω πόρτα ενός μεγάλου φορτηγού.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

124

«Είναι το πλάσμα!» φώναξε ο Τζέιμι, καθώς τρεις μεγαλόσωμοι εργάτες από το χωριό ξεφόρτωσαν ένα θηριώδη θαλάσσιο όφι από πράσινο υαλοβάμβακα. «Το φανταζόσουν πως θα ήταν τόσο μεγάλο;» Ήταν τεράστιο, σχεδόν όσο τρία φορτηγά. Και πράσινο σαν τα σμαράγδια. Μα ήταν το λάθος πλάσμα. «Δεν είναι η Κυρά», είπε συνοφρυωμένος ο Ρόρι. Ήξερε ότι αυτά που συμβαίνουν στις ταινίες είναι ψέματα, μα τον ενοχλούσε που η καλύτερη φίλη του απεικονιζόταν με τόσο μοχθηρή όψη. Αυτό εδώ είχε ένα κίτρινο ρύγχος, όπως όλοι οι δράκοι στα παιδικά βιβλία που του άρεσε να χαζεύει όταν ήταν μικρός. «Θα το βάλουν άραγε να ξερνάει καπνούς και φωτιές;» «Τι κακό έχουν οι καπνοί και οι φωτιές;» Η βαθιά φωνή που ακούστηκε πίσω τους έκανε και τα δυο αγόρια ν’ αναπηδήσουν. «Χριστούλη μου!» φώναξε ο Τζέιμι σκύβοντας το κεφάλι του. Ο Ρόρι δεν είπε τίποτα, δεν μπορούσε. Ένιωσε τα μάγουλά του ν’ αναψοκοκκινίζουν κι ευχήθηκε να βρισκόταν στο βυθό της λίμνης. Η Μέιβ, κατενθουσιασμένη με την άφιξη του καινούριου της φίλου, σηκώθηκε όρθια και τεντώθηκε. Κι έπειτα έτρεξε προς τον Κουίν με τη γλώσσα έξω, κουνώντας την ουρά της. «Με... συγχωρείτε», απολογήθηκε βραχνά ο Ρόρι. Η μητέρα του θα τον σκότωνε αν το μάθαινε αυτό! «Δεν ήθελα να σας προσβάλω, κύριε Γκάλαχερ». «Δεν με πρόσβαλες». Ο Κουίν χάιδεψε τρυφερά το τεράστιο τριχωτό κεφάλι της Μέιβ που είχε χωθεί κάτω από την παλάμη του. «Απλώς ξαφνιάστηκα. Νόμιζα ότι στα παιδιά της ηλικίας

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

125

σας αρέσουν τα ειδικά εφέ, όπως οι δράκοι που ξερνάνε φωτιές και οι εκρήξεις». «Θα γίνουν εκρήξεις;» ρώτησε ο Τζέιμι κι ο ενθουσιασμός του με την προοπτική αυτή έσβησε τη συστολή του απέναντι στον Κουίν. «Προς το τέλος της ταινίας, όταν οι επιστήμονες προσπαθούν να πάρουν το μωρό της Κυράς για τις έρευνές τους και οι στρατιώτες πυροβολούν μέσα στη λίμνη για να της αποσπάσουν την προσοχή. Ο σκηνοθέτης σκέφτηκε πως θα ήταν πολύ δραματικό». «Ακούγεται πολύ σκληρό», μουρμούρισε ο Ρόρι. Ο Κουίν κοίταξε το συνοφρυωμένο μέτωπο και είδε τη Νόρα στο ανήσυχο προσωπάκι του παιδιού. «Η ζωή δεν είναι πάντα παράδεισος», παρατήρησε. «Αυτό σίγουρα είναι αλήθεια», συμφώνησε θλιμμένα ο Ρόρι. Δίπλα του, με το φακιδιασμένο πρόσωπο του σοβαρότερο απ’ όσο θα ‘πρεπε να είναι το πρόσωπο ενός μικρού αγοριού, ο Τζέιμι έγνεψε καταφατικά. «Ήλπιζα όμως ότι η Κυρά της ταινίας θα έμοιαζε περισσότερο με την αληθινή». «Έχεις δει την αληθινή Κυρά;» ρώτησε εύθυμα ο Κουίν. Αποφασίζοντας ότι ο Ρόρι είχε πάρει από τον παππού του, σταύρωσε τα μπράτσα του κι ετοιμάστηκε ν’ ακούσει ένα παραφουσκωμένο, ιρλανδέζικο παραμύθι. «Ναι». Ο Ρόρι ανασήκωσε το πιγούνι του μ’ έναν τρόπο που για άλλη μια φορά θύμισε στον Κουίν τη μητέρα του αγοριού και συνάντησε το πειρακτικό βλέμμα του Κουίν χωρίς να ταραχτεί καθόλου. «Την έχω δει. Και δεν μοιάζει καθόλου με το τέρας σας». «Το πλάσμα», τον διόρθωσε αφηρημένος ο Κουίν, γιατί θυμήθηκε τη διάκριση που είχε κάνει η Νόρα. «Λοιπόν...» Κάθισε κάτω δίπλα στον Ρόρι, μάζεψε τα γόνατά του στο

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

126

στήθος του κι έπλεξε τα μπράτσα του γύρω τους. Το σκυλί ξάπλωσε δίπλα του μ’ ένα βαθύ στεναγμό ευχαρίστησης. «Γιατί δεν μου μιλάς λίγο για την Κυρά;» Ο Ρόρι δίστασε, σαν να θυμόταν την προσταγή της μητέρας του να μην ενοχλήσει τον Αμερικανό συγγραφέα. «Πρώτα απ’ όλα, μοιάζει περισσότερο με ιππόκαμπο παρά με δράκο», είπε επιφυλακτικά. «Το χρώμα, πάντως, το πετύχατε. Οι φολίδες της είναι καταπράσινες και λαμπερές σαν σμαράγδια». Τώρα που είχε σπάσει ο πάγος, ο Ρόρι αναθάρρησε. Τα επόμενα είκοσι λεπτά τού περιέγραψε το μυθικό πλάσμα με κάθε λεπτομέρεια και, παρ’ όλο που η λογική του εναντιωνόταν, ο Κουίν άρχισε ν’ αναρωτιέται αν υπήρχε περίπτωση η ιστορία να ήταν αληθινή. Όχι πως δεν πίστευε στα τέρατα. Στο κάτω κάτω είχε υποφέρει από αυτά. Η διαφορά ανάμεσα στον ίδιο και τον Ρόρι Φιτζπάτρικ ήταν πως τα δικά του τέρατα είχαν όλα ανθρώπινο πρόσωπο. Και κανένα από αυτά δεν είχε τόσο καλόβολο χαρακτήρα όπως το πλάσμα της λίμνης, το οποίο ο Ρόρι ισχυριζόταν πως γνώριζε τόσο καλά. «Είναι καταπληκτική ιστορία», είπε όταν τελικά ο μικρός στράγγιξε. «Είναι η αλήθεια». «Δεν αμφισβητώ τα λόγια σου. Απλώς ξανασκέφτομαι το σενάριο μου». «Δεν θα καταργήσετε τις εκρήξεις, έτσι δεν είναι;» ρώτησε ο Τζέιμι, φανερά θορυβημένος από μια τέτοια προοπτική. «Όχι. Νομίζω πως ο σκηνοθέτης θα μου απαγορεύσει να ξαναπατήσω στα γυρίσματα αν προτείνω κάτι τέτοιο. Βοηθάνε πολύ στα τρέιλερ». «Τρέιλερ;» απόρησε ο Ρόρι. «Τα τροχόσπιτα;»

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

127

«Όχι. Λέγοντας τρέιλερ εννοώ κάποιες σκηνές από την ταινία που προβάλλονται για να τη διαφημίσουν». «Α, κατάλαβα», είπε ο Τζέιμι ντροπαλά. «Αυτές είναι για μένα το καλύτερο κομμάτι του σινεμά». «Καμιά φορά και για μένα», συμφώνησε ο Κουίν. «Και για να ξαναγυρίσουμε στο πρόβλημά μας με την Κυρά, ίσως θα μπορούσα να την κάνω λιγότερο εκδικητική». «Δεν ξέρω αν είναι τόσο καλή ιδέα». Ο Ρόρι ξερίζωνε τούφες από το καταπράσινο χορτάρι, καθώς κοιτούσε το τέρας από υαλοβάμβακα που είχε κοστίσει μια μικρή περιουσία και είχε απασχολήσει επί πολλούς μήνες μια ομάδα από τεχνικούς ειδικών εφέ. «Αν οι κακοί επιστήμονες προσπαθούν να της πάρουν το παιδί της, το πιο πιθανό είναι ότι θα τους πολεμήσει. Έτσι θα ‘κανε η δικιά μου μαμά». «Υποθέτω πως έτσι κάνουν όλες οι μητέρες», μουρμούρισε ο Κουίν. Παρ’ όλο που ο ίδιος δεν είχε βιώσει από πρώτο χέρι τέτοια μητρική αφοσίωση, δεν αμφέβαλλε ότι η Νόρα Φιτζπάτρικ θ’ αγωνιζόταν σαν τίγρη για να προστατεύσει το μοναχογιό της. «Και η δικιά μου η μαμά λέει ότι δεν θ’ αφήσει ποτέ κανέναν να με πειράξει», είπε σοβαρά ο Τζέιμι. Καθώς θυμήθηκε το φόβο που είχε δείξει ο ξάδερφος του Ρόρι εκείνο το πρωινό της Κυριακής και τη βίαιη συμπεριφορά του Καντέλ Ο’ Σάλιβαν στο παμπ, ο Κουίν υποψιάστηκε πως η Κέιτ Ο’ Σάλιβαν ένιωσε την ανάγκη να δώσει αυτή την υπόσχεση στο γιο της. Δυστυχώς, δεν θα μπορούσε να την τηρήσει για πάντα. «Σίγουρα, έτσι κάνουν οι μητέρες», επανέλαβε με περισσότερη σιγουριά απ’ όση ένιωθε. Νιώθοντας πάλι ένα δυσάρεστο συναίσθημα να του σφίγγει το στομάχι και θέλοντας να ξεφύγει από τη συζήτηση αυτή που ξαφνικά τον

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

128

πονούσε, έτριψε τις παλάμες του και είπε: «Παρ’ όλο που το πλάσμα που φτιάξαμε μοιάζει περισσότερο με δράκο παρά με την Κυρά, θα θέλατε να το δείτε από κοντά;» Δεν χρειάστηκε να ρωτήσει δεύτερη φορά κανένα από τα δυο αγόρια. Έμειναν εκεί όλο το απόγευμα, παρατηρώντας μαγεμένοι τα πάντα. Μη θέλοντας ν’ ανησυχήσουν η Κέιτ και η Νόρα, ο Κουίν έβαλε τη βοηθό του να τηλεφωνήσει στις δυο μητέρες και να τις βεβαιώσει πως τα παιδιά τους ήταν καλά και θα τα γύριζε εκείνος στο σπίτι αργότερα. Ενώ καμιά από τις δυο δεν έφερε αντίρρηση, η νεαρή βοηθός πληροφόρησε τον Κουίν πως η Νόρα Φιτζπάτρικ δεν ακούστηκε καθόλου ευχαριστημένη. Ο Ρόρι ενδιαφερόταν για κάθε λεπτομέρεια κι έκανε ένα σωρό ερωτήσεις. Ο ξάδερφος του παρέμεινε πολύ πιο συγκρατημένος και κάποια στιγμή που ο Κουίν ακούμπησε αφηρημένα το χέρι του στον ώμο του μικρού Ο’ Σάλιβαν, ο Τζέιμι κοκάλωσε από το φόβο του. Καταλαβαίνοντας πολύ καλά την αντίδρασή του, αντί ν’ αποτραβήξει το χέρι του, ο Κουίν το άφησε εκεί για μια στιγμή παραπάνω. Την επόμενη φορά, ο Τζέιμι απλώς έκανε ένα μορφασμό. Κι έπειτα, όταν ο δυνατός άντρας αποδείχτηκε ακίνδυνος, χαλάρωσε. Στο τέλος της μέρας έμοιαζε σχεδόν πρόθυμος να εμπιστευτεί τον Κουίν και, παρ’ όλο που δεν ήταν τόσο εξωστρεφής όπως ο ξάδερφος του, ρώτησε κι εκείνος μερικά πράγματα ξεθαρρεμένος. «Θα γίνει καταπληκτική ταινία», δήλωσε ενθουσιασμένος ο Ρόρι, καθώς οι τρεις τους γύριζαν με το αυτοκίνητο στο σπίτι. Είχε σουρουπώσει και η ατμόσφαιρα ήταν γλυκιά και γαλήνια. Το μόνο που ακουγόταν ήταν το ανάλαφρο ροχαλητό της Μέιβ που κοιμόταν στο πίσω κάθισμα.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

129

«Κι αν δεν πετύχει, δεν θα ‘ναι επειδή δεν προσπαθήσαμε», αποκρίθηκε ο Κουίν. «Δυστυχώς, αντίθετα με τα γουέστερν και τα θρίλερ, όπου είναι ξεκάθαρο ποιοι είναι οι καλοί και ποιοι οι κακοί, είναι πολύ δύσκολο να γυριστεί ταινία μια ιστορία τρόμου». «Η μαμά μου λέει ότι αυτά που φανταζόμαστε είναι πάντα πιο τρομακτικά από την πραγματικότητα». Ο Ρόρι δεν επρόκειτο ποτέ να παραδεχτεί πως όταν ήταν πιο μικρός έβαζε τη μητέρα του κάθε βράδυ να ελέγξει κάτω από το κρεβάτι του μήπως υπάρχει κανένα τέρας, πριν την αφήσει να σβήσει το φως. «Η μητέρα σου είναι σοφή γυναίκα». «Ο παππούς λέει πως είναι το πιο έξυπνο κορίτσι σ’ όλη την Κομητεία», συμφώνησε με ανανεωμένο ενθουσιασμό ο Ρόρι. «Είναι και πολύ όμορφη». «Πραγματικά», αποκρίθηκε ο Κουίν. «Η προγιαγιά Φιόνα λέει ότι υπάρχουν ένα σωρό άντρες στο Κασλ-λοχ που θα ‘διναν το δεξί τους χέρι για να την παντρευτούν». «Δεν αμφιβάλλω καθόλου». «Μα μερικοί μπορεί να μη θέλουν να παντρευτούν κάποια που έχει ήδη ένα γιο». Αντιλαμβανόμενος την ολοφάνερη ερώτηση που έκρυβαν τα λόγια του Ρόρι, ο Κουίν του έριξε μια λοξή ματιά. «Εγώ θα ‘λεγα πως ένας αξιόλογος άντρας θα θεωρούσε ένα γιο μεγάλο δώρο». «Αλήθεια;» Το προσωπάκι του παιδιού φωτίστηκε. «Οπωσδήποτε». Ο Κουίν υποψιαζόταν προς τα πού τραβούσε αυτή η συζήτηση κι αποφάσισε ότι έπρεπε να φανεί απόλυτα ειλικρινής. «Αν ήθελα να παντρευτώ, νομίζω πως θα μου άρεσε η ιδέα να έχω μια έτοιμη οικογένεια».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

130

«Δεν θέλεις, όμως, να παντρευτείς;» «Όχι». Ο τόνος του Κουίν ήταν φιλικός μα σταθερός. «Δεν θέλω». «Α, καλά». Όταν ο Ρόρι απέμεινε σιωπηλός κι έδειξε ξαφνικό ενδιαφέρον για τα λιβάδια έξω από το παράθυρο που τα σκέπαζε η καταχνιά, ο Κουίν ένιωσε απαίσια. Μα ήξερε πως θα ήταν πολύ χειρότερο να του δώσει ψεύτικες ελπίδες. Έκοψε ταχύτητα βλέποντας ένα σκυλί να πετάγεται μέσα από κάποιο θάμνο. Είχε ήδη ανακαλύψει πως, τέτοια ώρα, όποτε έβλεπε σκυλί, συνήθως το ακολουθούσε ένα κοπάδι αγελάδες που πήγαιναν από τα λιβάδια όπου βοσκούσαν στο στάβλο τους για άρμεγμα. «Ο πατέρας μου πέθανε όταν ήμουν μικρός», είπε ο Κουίν, σπάζοντας τη σιωπή που είχε απλωθεί μέσα στο αυτοκίνητο. Δεν πρόσθεσε ότι ο Τζακ Γκάλαχερ ήταν στη φυλακή όταν πέθανε ή πως ο ίδιος είχε πετάξει κυριολεκτικά από τη χαρά του όταν ο διευθυντής της φυλακής τηλεφώνησε στη μητέρα του για να της πει τα νέα. «Κι έτσι ξέρω πόσο δύσκολο είναι καμιά φορά να μην έχεις μπαμπά». «Όπως στην εκδρομή πατέρα-γιου», συμφώνησε μελαγχολικά ο Ρόρι. Ο Κουίν πάτησε φρένο για ν’ αφήσει ένα αγόρι λίγο μεγαλύτερο από τον Ρόρι να περάσει το δρόμο. Ο μικρός οδηγούσε ένα κοπάδι από μαύρες αγελάδες με άσπρες μουσούδες, ενώ το σκυλί έτρεχε μπρος πίσω για να προσέχει τα ζώα και το παιδί. «Την εκδρομή πατέρα-γιου;» «Ναι. Την οργανώνει το σχολείο και είναι για ένα Σαββατοκύριακο», τον πληροφόρησε ο Τζέιμι. «Όλα τα παιδιά θα πάνε. Ακόμα κι ο δικός μου ο μπαμπάς θα ‘ρθει». Η

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

131

ανείπωτη χαρά στην έκφρασή του ερχόταν σε τέλεια αντίθεση με τη σκιά που είχε σκοτεινιάσει το προσωπάκι του Ρόρι. «Ίσως να μπορεί να σε συνοδεύσει ο Μπρέιντι, Ρόρι», πρότεινε γεμάτος ελπίδα ο Κουίν. Να πάρει ο διάολος, δεν θα ‘πεφτε σ’ αυτή την παγίδα. Στο κάτω κάτω, αρκετά δεν είχε κάνει ξεναγώντας σήμερα τα παιδιά; Γιατί να παριστάνει το θετό πατέρα σ’ όλα τα ορφανά αγόρια αυτού του κόσμου; «Ο παππούς θέλει να έρθει. Μα η μαμά μου λέει πως είναι πολύ μεγάλος για τέτοια πράγματα». Ο Ρόρι δάγκωσε τα χείλη του και το βλέμμα του καρφώθηκε στο παρμπρίζ. «Δεν με νοιάζει. Καλύτερα να μην πάω... Να διαβάσω τα μαθήματά μου». Ο Κουίν αναρωτήθηκε γιατί κανένα από τα μυριάδες βιβλία που είχε διαβάσει για την Ιρλανδία, κάνοντας έρευνες για την Κυρά της Λίμνης, δεν ανέφερε πως αυτό το αναθεματισμένο σμαραγδένιο νησί ήταν σκεπασμένο με κινούμενη άμμο. Τόνους ολόκληρους. Όπου κι αν πατούσε. Όποτε άνοιγε το στόμα του. «Πότε θα γίνει αυτή η εκδρομή;» «Σε δυο βδομάδες», αποκρίθηκε ο Τζέιμι. «Από το Σάββατο το πρωί ως την Κυριακή το βράδυ. Ακόμα κι ο πάτερ Ο’ Μάλεϊ μας έδωσε άδεια να μην πάμε στη θεία λειτουργία». «Για φαντάσου. Θα πρέπει, λοιπόν, να είναι πολύ σπουδαία». «Είναι», βεβαίωσε ο Τζέιμι τον Κουίν. Ο Ρόρι δεν είπε κουβέντα. «Ο άντρας πρέπει να είναι μέλος της οικογένειας του αγοριού;» «Μπα, όχι». Ο Τζέιμι έγνεψε αρνητικά. «Και μάλιστα εγώ πρότεινα στον Ρόρι να μοιραστούμε τον μπαμπά μου, αλλά...»

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

132

«Εγώ πώς σου φαίνομαι;» «Τι;» Τα λόγια του τράβηξαν την προσοχή του Ρόρι. Στράφηκε προς το μέρος του Κουίν και το βλέμμα του είχε πλημμυρίσει με την ίδια επιφυλακτική ελπίδα που ο Κουίν είχε δει στα μάτια της Νόρας όταν του έδειξε τη λίμνη. «Έχω καιρό να κάνω κάμπινγκ. Μου φαίνεται πως θα ‘χει πλάκα», εξήγησε με μια αδιαφορία ασυνήθιστη για κάποιον που ένιωθε την κινούμενη άμμο να τον κυκλώνει. «Θα έρθεις; Μαζί μου; Σαν μπαμπάς;» «Σαν φίλος», τον διόρθωσε ο Κουίν, θέλοντας για άλλη μια φορά να βάλει τα πράγματα στη σωστή τους βάση. «Και βέβαια θα έρθω. Αν με θέλεις». Τα βαθυγάλαζα μάτια του παιδιού γυάλισαν ύποπτα και, για μια στιγμή, ο Κουίν φοβήθηκε πως θ’ αναγκαζόταν να αντιμετωπίσει μια πλημμύρα δακρύων. Μα φαίνεται ότι ο Ρόρι Φιτζπάτρικ ήταν, όπως και η μητέρα του, σκληρό καρύδι. «Ευχαριστώ, κύριε Γκάλαχερ», είπε επίσημα. Μόνο το ανεπαίσθητο τρέμουλο στη φωνή του πρόδιδε τα συναισθήματα που προσπαθούσε να καταπνίξει. «Θα ευχαριστηθώ πολύ αν έρθεις μαζί μου στην εκδρομή». «Ωραία, λοιπόν, συμφωνήσαμε». Καθώς τα δυο αγόρια άρχισαν να κάνουν γεμάτα ενθουσιασμό σχέδια για την εκδρομή, ο Κουίν ξαφνιάστηκε που δεν του φάνηκε καθόλου δυσάρεστη η προοπτική να πάει εκδρομή με το γιο της Νόρας. Εδώ παραμονεύουν δράκοι. Α, ναι, σκέφτηκε ειρωνικά ο Κουίν και θυμήθηκε πώς είχε παραλύσει από τον τρόμο στη σκέψη αυτή λίγο πριν κατεβεί στο αεροδρόμιο Σάνον. Οι δράκοι όντως ζούσαν και βασίλευαν στην Ιρλανδία. Απλώς ποτέ του δεν περίμενε ότι

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

133

ένας από αυτούς θα είχε την καλοκάγαθη όψη ενός εξάχρονου αγοριού με φακίδες.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

134

9 Συχνά Μέσα στη Σιγαλιά της Νύχτας Το φεγγάρι είχε ανέβει ψηλά στο συννεφιασμένο ουρανό, όταν η Νόρα στάθηκε έξω από το δωμάτιο του Κουίν, ακούγοντας το αμυδρό χτύπημα στο πληκτρολόγιο του υπολογιστή που της έλεγε ότι ήταν ακόμα ξύπνιος και δούλευε. Ήξερε ότι την απέφευγε από τότε που πήγαν στη λίμνη και, παρ’ όλο που έβρισκε τη συμπεριφορά του ενοχλητική, ένιωθε ευγνωμοσύνη που εκείνος έκανε πίσω και δεν προχώρησε σε κάτι που προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της ότι θα ήταν τραγικό λάθος. Αχ, Ιησού, Παρθένα μου και Άγιε Ιωσήφ, άκουσε μέσα στο μυαλό της τη μητέρα της να παραπονιέται. Μόνο αυτό μου ‘λείπε τώρα: μια δειλή κόρη. Παρ’ όλο που η Κέιτ πίστευε ακράδαντα στις συνομιλίες με τους πεθαμένους, η Νόρα πάντα ένιωθε ότι οι κουβέντες της με τη μητέρα της δεν ήταν παρά αυτά που ήξερε πως θα της έλεγε η Έλινορ Τζόις σε κάθε δεδομένη περίσταση. «Σταμάτα, μαμά», μουρμούρισε τώρα, για την περίπτωση που η μητέρα της μπορούσε όντως να την ακούσει. Δεν είχε καμιά όρεξη απόψε για καβγάδες, είτε φανταστικούς είτε πραγματικούς.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

135

Από την ώρα που είχε γυρίσει από το χωριό, το ίδιο απόγευμα, τίποτα δεν πήγαινε καλά. Ο Τζον είχε μείνει μέχρι αργά στο σχολείο γιατί προετοίμαζε μια εργασία κι έτσι αναγκάστηκε να πάει εκείνη στα λιβάδια για να φέρει πίσω τις αγελάδες. Η Μαίρη βρισκόταν στα πρόθυρα άλλης μια κρίσης εφηβικής υστερίας και η Φιόνα, απτόητη από την απειλή των βίαιων επεισοδίων που αναφέρονταν στα δελτία ειδήσεων, εξακολουθούσε να οργανώνει το ταξίδι της στο Ντέρι. Ο πατέρας της, που ποτέ κανείς δεν μπορούσε να υπολογίζει στη βοήθειά του με τις δουλειές της φάρμας, είχε ξεπεράσει τον εαυτό του. Είχε γυρίσει από το μαρμαράδικο του Μακλάφλιν αφάνταστα ικανοποιημένος με την καινούρια του αγορά: μια μαρμάρινη επιτύμβια πλάκα. «Για όνομα του Θεού, πώς σου ‘ρθε αυτό;» Η Νόρα είχε χάσει την υπομονή της και του έβαλε τις φωνές. «Να ξοδέψεις τα χρήματα που βγάζουμε με τόσο κόπο για ένα τέτοιο πράγμα;» «Ο Αμερικανός μάς παρέχει ένα ωραιότατο εισόδημα», της θύμισε ήρεμα ο Μπρέιντι. «Και σίγουρα δεν θέλεις να στερήσεις από τον καημένο σου τον πατέρα μια αξιοπρεπή ταφόπλακα για το μέρος όπου θα αναπαύεται για πάντα». Φυσικά και δεν ήθελε να του τη στερήσει. Μα δεν ήταν εκεί το θέμα. Η πρόσφατη κουβέντα της με το γιατρό σχετικά με την καρδιά του πατέρα της έκανε πολύ οδυνηρή τη σκέψη ότι κάποια μέρα θα έχανε αυτό τον άντρα που είχε παραμείνει άδολος σαν παιδί. «Δεν θα χρειαστείς την ταφόπλακα για πολλά χρόνια ακόμα», επέμεινε η Νόρα. «Ναι, αλλά νιώθω πολύ καλύτερα ξέροντας πως έχω τακτοποιήσει αυτό το θέμα», της απάντησε.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

136

Δεν ήταν και τόσο παράλογη η σκέψη του. Η Νόρα ήξερε πως η ιρλανδέζικη συνήθεια να βάζουν κάποια χρήματα στην άκρη για ν’ αγοράσουν έναν τάφο στο νεκροταφείο της εκκλησίας και, αν είχαν την οικονομική δυνατότητα, μια επιτύμβια πλάκα προερχόταν από την εποχή του Λιμού. Αν το ομολογουμένως υπέροχο γκρίζο μάρμαρο με τον περίτεχνο σκαλιστό κέλτικο σταυρό έκανε τον Μπρέιντι να νιώθει μεγαλύτερη ασφάλεια, εκείνη δεν είχε κανένα δικαίωμα να βαρυγκωμά για την αγορά του. Ωστόσο, της χάλασε ακόμα περισσότερο τη διάθεση εκείνη την κουραστική μέρα. Και σαν να μην της έφταναν όλα αυτά, όταν τέλειωσε το άρμεγμα των αγελάδων, είδε σπίθες να ξεπετάγονταν πίσω από το στάβλο κι ανακάλυψε πως η Σίλια μαζί με την καλύτερη φίλη της, την Πέγκι Ντουράν, είχαν τυλίξει μια κούκλα μέσα σε λινάτσα και, αφού την έδεσαν σ’ ένα ξύλο, της έβαλαν φωτιά, αναπαριστώντας το μαρτύριο της Αγίας Ιωάννας. Έχοντας ακόμα στα ρουθούνια της την τραχιά μυρωδιά του λιωμένου πλαστικού, η Νόρα έπρεπε ν’ αντιμετωπίσει άλλο ένα πρόβλημα προτού μπορέσει να πέσει επιτέλους για ύπνο. Το ζήτημα της εκδρομής του Ρόρι. Πήρε άλλη μια βαθιά ανάσα, πάλεψε με το άγχος που της έσφιγγε το στομάχι κι έπειτα χτύπησε την ξύλινη πόρτα. «Ανοιχτά είναι», ακούστηκε η βαθιά αντρική φωνή. «Περάστε». Η Νόρα κοντοστάθηκε στο κατώφλι της ανοιχτής πόρτας και η καρδιά της πετάρισε βλέποντας τον Κουίν να κάθεται στο κρεβάτι -στο κρεβάτι της!- γυμνός ως τη μέση. Και ίσως και τελείως, φοβήθηκε η Νόρα. Μετά τη δύση του ήλιου, η θερμοκρασία έπεσε κι άρχισε να βρέχει. Ο ανοιξιάτικος καιρός ήταν αναμενόμενα

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

137

απρόβλεπτος. Ο Κουίν είχε ανάψει το τζάκι και η λάμψη από τις φλόγες έκανε το ηλιοκαμένο του δέρμα να γυαλίζει σαν χαλκός. «Με συγχωρείς». Η Νόρα είπε στον εαυτό της ότι έπρεπε ν’ αποτραβήξει το βλέμμα της, αλλά της ήταν αδύνατο. Ένιωθε σαν πεινασμένο παιδί που στέκεται μπροστά σε μια βιτρίνα ζαχαροπλαστείου γεμάτη σοκολάτες. Πήρε άλλη μια βαθιά ανάσα προσπαθώντας να ηρεμήσει. «Δεν ήθελα να σε διακόψω από τη δουλειά σου». «Κανένα πρόβλημα. Μια στιγμή μόνο». Εκείνος χτύπησε μερικά πλήκτρα στο φορητό του υπολογιστή. «Συγνώμη, αλλά ήθελα να σώσω τις καινούριες μου σημειώσεις για την Κυρά». «Ο Ρόρι είπε ότι θ’ αλλάξεις την ιστορία». Αυτό την είχε ξαφνιάσει. Αλλά και πάλι τα πάντα σχετικά με τον Αμερικανό την ξάφνιαζαν από τη στιγμή που εκείνος είχε πατήσει στο σπίτι τους. «Βασικά, της δίνω τη μορφή που είχε κανονικά στο βιβλίο». «Α, μάλιστα». Μια που η Νόρα δεν είχε διαβάσει ακόμα το μυθιστόρημα το οποίο ευθυνόταν για το γεγονός ότι ο Κουίν έμενε κάτω από τη στέγη της, δεν ήξερε τι να πει. «Πρέπει να σ’ ευχαριστήσω που του χάρισες μια τόσο όμορφη μέρα». «Δική μου ήταν η ευχαρίστηση. Είναι καταπληκτικό παιδί, Νόρα». «Ναι, κι εγώ έτσι πιστεύω. Αν και δεν θα ‘πρεπε να καυχιέμαι. Ποια μητέρα, άλλωστε, δεν νομίζει ότι ο ήλιος ανατέλλει και δύει για το παιδί της;» Εκείνος γέλασε, κάνοντας τη ρομαντική της καρδιά να χτυπήσει γοργά. Αναρωτήθηκε αν ο Κουίν ήξερε πόσο γοητευτικός γινόταν όποτε ξεχνούσε τη συνηθισμένη απότομη συμπεριφορά του κι άφηνε τις μικροσκοπικές ρυτίδες του γέλιου να σχηματίζονται στις άκρες των σκοτεινών ματιών

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

138

του. Το χαμόγελο του ήταν απρόσμενα ζεστό για κάποιον που δεν έμοιαζε συνηθισμένος να το χρησιμοποιεί. «Είσαι πολύ αυστηρή με τον εαυτό σου, κυρία Φιτζπάτρικ. Μια που είναι ολοφάνερο ότι έχεις δώσει εξαιρετική ανατροφή στο παιδί σου, δεν πρέπει να νιώθεις την ανάγκη να δικαιολογείσαι. Οι περισσότερες γυναίκες που έχω γνωρίσει ξέρουν να δέχονται μια φιλοφρόνηση πολύ καλύτερα από σένα». «Δεν έχω καμιά αμφιβολία γι’ αυτό». Δεν πρόκειται να κοκκινίσω, ορκίστηκε αποφασιστικά η Νόρα. Ό,τι κι αν μου πει. Όπως και να με κοιτάξει. «Ωστόσο, νομίζω πως ξεκαθαρίσαμε ήδη πως δεν μοιάζω με τις πιο πολλές γυναίκες που ξέρεις». Δεν είμαι ο τύπος του, επανέλαβε από μέσα της. «Καταλαβαίνω». Το χαμόγελο του έσβησε και τα παράθυρα έκλεισαν στα σκούρα του μάτια. «Τι μπορώ να κάνω για σένα; Από τις ρυτίδες που είδα στο μέτωπο σου όταν μπήκες μέσα, υποψιάζομαι πως δεν ρίσκαρες να με βρεις στο κρεβάτι μόνο και μόνο για να μ’ ευχαριστήσεις επειδή σήμερα περιποιήθηκα το γιο σου». «Όχι». Ο τρόπος που σταύρωσε τα μπράτσα του μαγνήτισε πάλι το βλέμμα της, που καρφώθηκε στο γυμνό, ηλιοκαμένο του στέρνο, δυσκολεύοντάς την ακόμα περισσότερο να συγκεντρωθεί. Η Νόρα σκέφτηκε να του ζητήσει να φορέσει ένα πουκάμισο, αλλά συνειδητοποίησε ότι έτσι θα του φανέρωνε πόσο πολύ την αναστάτωνε. Το οποίο μάλλον υποψιάζεται, συλλογίστηκε αναστενάζοντας. «Πρόκειται για την εκδρομή». «Α, μάλιστα». Εκείνος ανασήκωσε τα φρύδια του. «Ήρθες για να μου πεις ότι δεν μου εμπιστεύεσαι τον Ρόρι;» «Όχι, κάθε άλλο». Η πρώτη της αντίδραση ήταν ένα μικρό σοκ -πώς μπόρεσε να σκεφτεί κάτι τέτοιο ο Κουίν; Η δεύτερη

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

139

ήταν μια αμυδρή ανησυχία, επειδή ήταν τόσο σίγουρη πως, παρά τα προειδοποιητικά του λόγια για το αντίθετο, ο Κουίν Γκάλαχερ ήταν κατά βάθος καλός άνθρωπος. Ένας άντρας στον οποίο άνετα θα εμπιστευόταν το μοναχογιό της. «Απλώς δεν μπορώ να του επιτρέψω να σου γίνει βάρος με τέτοιο τρόπο». «Δεν μου γίνεται βάρος. Αν νομίζεις ότι προσφέρθηκα να πάω το γιο σου εκδρομή για να σε καλοπιάσω...» «Ποτέ δεν θα σκεφτόμουν κάτι τέτοιο!» «Ωραία. Γιατί ξέρω πόσο άσχημο είναι να μη ζει ένα παιδί κάποιες εμπειρίες με τον πατέρα του. Κι άλλωστε, από τότε που ήρθα, δεν πρόλαβα να δω την περιοχή. Έτσι θα μου δοθεί η ευκαιρία να χαζέψω και τ’ αξιοθέατα». «Και φυσικά το όνειρο της ζωής σου ήταν να δεις τα αξιοθέατα της Ιρλανδίας με έντεκα εξάχρονα κι εφτάχρονα παιδιά». Η Νόρα δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τη χαρά που αισθάνθηκε όταν τον έκανε πάλι να γελάσει. Ναι, ήταν δύσκολο να πλησιάσει κανείς τον Κουίν Γκάλαχερ. Ωστόσο, η Μέιβ κι ο Ρόρι είχαν βρει τον τρόπο να παρακάμψουν τα τείχη που είχε υψώσει γύρω του. Και παρ’ όλο που διαισθανόταν ότι ήταν η πιο επικίνδυνη σκέψη που είχε κάνει μέχρι τώρα για το νοικάρη της, η Νόρα αναρωτήθηκε πώς θα κατάφερνε να γκρεμίσει αυτά τα τείχη. «Εντάξει», συναίνεσε εκείνος. «Η αλήθεια είναι πως, αν μου δινόταν η δυνατότητα επιλογής, θα προτιμούσα να πάω εκδρομή μαζί σου, γιατί, παρ’ όλο που είπα ότι δεν είσαι ο τύπος μου, η ιδέα να μοιραστούμε έναν υπνόσακο κάτω από τ’ αστέρια μού φαίνεται πολύ ελκυστική. Ωστόσο, μην ψάχνεις απώτερα κίνητρα, Νόρα. Ποτέ μου δεν θα χρησιμοποιούσα ένα παιδί για να φτάσω στη μητέρα του».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

140

«Το ξέρω ότι θα με θεωρήσεις οπισθοδρομική, αλλά...» «Α. Άρχισες πάλι να μου προσάπτεις πως σε κατηγορώ ότι είσαι μια χωριατοπούλα». «Γιατί, δεν είναι αλήθεια;» Της Νόρας δεν της άρεσε καθόλου το γεγονός ότι έμοιαζε ν’ αποτελεί μια διαρκή πηγή ευθυμίας γι’ αυτόν, ακόμα κι όταν έβαζε τα δυνατά της να φανεί σοβαρή. Νιώθοντας ολοένα και περισσότερη αμηχανία, πλησίασε στο παράθυρο, ακούμπησε το χέρι της στο παγωμένο τζάμι που ήταν διάστικτο από τις σταγόνες της βροχής και κοίταξε έξω το σκοτάδι. «Δεν έχω καμιά αμφιβολία πως ένα σωρό γυναίκες στην Αμερική θα έπεφταν πρόθυμα στο κρεβάτι σου χωρίς δεύτερη σκέψη». Όταν εκείνος δεν μπήκε στον κόπο να της το επιβεβαιώσει, τον κοίταξε πάνω από τον ώμο της. «Μα εγώ δεν μπορώ να ξεπεράσω τον τρόπο με τον οποίο μεγάλωσα. Δεν αντιμετωπίζω αδιάφορα αυτά τα πράγματα». «Γιατί δεν με ξαφνιάζει καθόλου αυτό;» Όταν ο Κουίν πέταξε από πάνω του το πάπλωμα, η Νόρα ένιωσε φοβερή ανακούφιση ανακαλύπτοντας ότι φορούσε μπλουτζίν και ταυτόχρονα ταράχτηκε γιατί, βλέποντας ανοιχτό το πάνω κουμπί του παντελονιού του, τα δάχτυλά της τρεμούλιασαν από την επιθυμία να τον αγγίξουν. Με δυο μεγάλες δρασκελιές στάθηκε μπροστά της. Υπερβολικά κοντά. Εκείνη πισωπάτησε διστακτικά και συνειδητοποίησε πως τίποτα δεν ξέφευγε από το σταθερό σκοτεινό του βλέμμα. «Καλά κάνεις και πισωπατάς». Η φωνή του ήταν βαθιά και σιγανή, σαν το απόμακρο βουητό των κυμάτων, μα την τραβούσε κοντά του. «Άλλωστε, μια γυναίκα σαν εσένα θα έπρεπε να είναι τρελή για να μπλεχτεί μ’ έναν άντρα σαν εμένα».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

141

«Δεν ξέρεις τίποτε για μένα». Ταραγμένη, μα αποφασισμένη να μην του το δείξει, η Νόρα ανασήκωσε το πιγούνι της. Πώς ήταν δυνατόν να ξέρει ο Κουίν τι είδους γυναίκα ήταν, ενώ δεν ήξερε καλά καλά η ίδια τον εαυτό της; Από τότε που αυτός ο άνθρωπος έφτασε στην Ιρλανδία, ένιωθε λες και μια ξένη είχε γλιστρήσει κάτω από το δέρμα της, κυριεύοντας το αντάρτικο κορμί της. Μια ξένη που και μόνο οι πονηρές της σκέψεις παρέβαιναν περισσότερες εντολές και δοξασίες της Εκκλησίας απ’ όσες θα φανταζόταν ποτέ η Νόρα. «Όπως κι εγώ δεν ξέρω τίποτα για σένα», πρόσθεσε. Ο Κουίν στένεψε τα μάτια του κι έπειτα άπλωσε τα χέρια του κι έμπλεξε τα μακριά του δάχτυλα ανάμεσα στα μαλλιά της, παραμερίζοντάς τα από το πρόσωπο της, κρατώντας την όμηρο με το σταθερό του βλέμμα. Έπειτα την πλησίασε ακόμα περισσότερο, παγιδεύοντάς την ανάμεσα στο κρύο τζάμι και τη θέρμη του κορμιού του. «Κι αυτό είναι σημαντικό για σένα», της είπε. Δεν ήταν ερώτηση, μα η Νόρα του απάντησε: «Ναι». Αυτή η μοναδική λέξη ακούστηκε σιγανή, ευάλωτη και τρεμάμενη. Για άλλη μια φορά συλλογίστηκε πόσο οπισθοδρομική και παρωχημένη θα πρέπει να φαινόταν σ’ αυτό τον κοσμοπολίτη Αμερικανό. «Σου είπα, δεν μπορώ ν’ αντιμετωπίσω...» «...το σεξ αδιάφορα. Το ξέρω». Την κοίταξε σκεφτικός για μια ατέλειωτη στιγμή. Όταν πια τα νεύρα της τεντώθηκαν τόσο πολύ ώστε είναι έτοιμη να ξεφωνίσει σαν αγριεμένη μαινάδα, ο Κουίν έκανε πίσω. «Είναι αργά». Ο τόνος του ήταν κοφτός και απόμακρος. «Ξέρω από προσωπική εμπειρία πως η μέρα στη φάρμα ξεκινάει πάρα πολύ πρωί. Καλύτερα να πας να ξαπλώσεις». Μια οποιαδήποτε άλλη γυναίκα ίσως να είχε πληγωθεί από μια τόσο αποφασιστική απόρριψη. Η Νόρα, όμως,

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

142

αναθάρρησε όταν συνειδητοποίησε ότι της είχε αποκαλύψει κάτι από το παρελθόν του. Από την όψη του, δεν θα μάντευε ποτέ ότι ο Κουίν Γκάλαχερ είχε ιδέα από αγροτικές δουλειές. Μα προφανώς έκανε λάθος., Κι αυτό σημαίνει, συλλογίστηκε μ’ ένα ξέσπασμα αισιοδοξίας, ότι ίσως τελικά εμείς οι δυο έχουμε κάτι κοινό. Παναγιά Παρθένα, είσαι απελπιστικά ρομαντική, Νόρα Τζόις Φιτζπάτρικ, φαντάστηκε τη μητέρα της να τη μαλώνει. Ναι, μαμά, φοβάμαι πως έχεις δίκιο. Παρ’ όλο που η ζωή είχε διδάξει στη Νόρα ότι με το να ‘χει οδηγό τα συναισθήματά της έφτανε συχνά στην απελπισία, ωστόσο αυτό της είχε επιτρέψει να ζήσει και μεγάλες χαρές. Και μόνο που έβλεπε το προσωπάκι του γιου της κάθε πρωί στο τραπέζι ή που τον παρακολουθούσε να κοιμάται κάθε βράδυ αρκούσε για να κάνει την καρδιά της να τραγουδάει. «Καληνύχτα, Κουίν». Το μικρό του όνομα, που το πρόφερε για πρώτη φορά, είχε στη γλώσσα της την πλούσια και γλυκιά γεύση φρέσκιας κρέμας. Εκείνος είχε πισωπατήσει, δίνοντας της εύκολη πρόσβαση στην πόρτα. Προτού βγει από το δωμάτιο, του ‘ριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο της. «Θα σε δούμε στο πρωινό;» Η ερώτησή της έκρυβε κάτι παραπάνω από σερβίρισμα κέικ και κουάκερ. Η Νόρα το ‘ξερε. Και προφανώς το ‘ξε- ρε κι ο Κουίν, γιατί ήταν σαν να ‘βλεπε τα πέτρινα τείχη να υψώνονται πάλι γύρω του. Έτριψε αμήχανος το σαγόνι του. «Δεν μπορώ να σου υποσχεθώ τίποτα». Για άλλη μια φορά, η Νόρα αντιλήφθηκε ότι δεν μιλούσαν για το πρωινό. «Τότε θ’ αφήσουμε τα πράγματα όπως έρθουν».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

143

Επειδή τα δάχτυλά της λαχταρούσαν να αγγίξουν τις ρυτίδες γύρω από τα σφιγμένα του χείλη, επειδή ένιωθε μια ακατανίκητη ανάγκη να διώξει την ένταση από το μέτωπο του, η Νόρα του χαμογέλασε όπως ήλπιζε ότι άρμοζε σε μια σπιτονοικοκυρά με το νοικάρη της. Έπειτα βγήκε από το δωμάτιο, προτού μπλεχτεί σε περισσότερα προβλήματα απ’ όσα μπορούσε ν’ αντιμετωπίσει. Ο Κουίν δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Οι σκέψεις του ήταν μπερδεμένες σαν την υφαντή ταπισερί με τους κέλτικους κόμπους που κρεμόταν στον τοίχο απέναντι από το κρεβάτι του. Αποφάσισε να σκιαγραφήσει την υπόθεση του επόμενου βιβλίου του, αλλά δεν κατάφερνε να διώξει τη Νόρα από το μυαλό του. Αντί να είναι ένα υπερφυσικό πλάσμα με κατάμαυρα μαλλιά, η δική του μάγισσα είχε μαλλιά που θύμιζαν τα ηλιοβασιλέματα στην Καλιφόρνια και μάτια στην λαμπερή απόχρωση των γυαλισμένων σμαραγδιών. Το μόνο που δεν άλλαζε ήταν ο τρόπος με τον οποίο η ηρωίδα μάγευε το δύσμοιρο ήρωα, έλκοντάς τον όπως ο μαγνήτης τα ρινίσματα σιδήρου. Και παρ’ όλο που στο βιβλίο του ο κυνηγός μαγισσών ήξερε πως ήταν η πιο επικίνδυνη γυναίκα που είχε συναντήσει ποτέ του, του ήταν αδύνατο ν’ αντισταθεί στη γοητεία της. Ένα συναίσθημα με το οποίο ο Κουίν μπορούσε δυστυχώς να ταυτιστεί απόλυτα. Τέλος, κάποια στιγμή μετά τα μεσάνυχτα, νιώθοντας την ανάγκη να ηρεμήσει από τις σεξουαλικές εικόνες που παραμόνευαν στα βάθη του μυαλού του, ο Κουίν σηκώθηκε από το ανάστατο κρεβάτι, ντύθηκε και βγήκε έξω. Η βροχή είχε σταματήσει κι ο ουρανός ήταν καθάριος, διάστικτος με αστέρια που έλαμπαν, παγερά σαν διαμάντια

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

144

πάνω σε μαύρο βελούδο. Ένα λευκό δαχτυλίδι κύκλωνε την πανσέληνο που έπλεε ανάμεσα στα σύννεφα σαν πλοίοφάντασμα. Σήκωσε το βλέμμα του στο σκοτεινό παράθυρο που ήξερε ότι ήταν της Νόρας κι έπεισε τον εαυτό του πως ήταν απλώς η φαντασία του όταν νόμισε πως σάλεψαν ανεπαίσθητα οι δαντελένιες κουρτίνες. Αυτή η αναθεματισμένη γυναίκα είχε χωθεί κάτω από την επιδερμίδα του, είχε τρυπώσει μέσα στο μυαλό του κι ο Κουίν άρχισε να υποψιάζεται πως ο μοναδικός τρόπος για να την ξορκίσει ήταν να κάνει έρωτα μαζί της. Κι έπειτα, μόλις θα καταλάγιαζε η σεξουαλική του πείνα, θα μπορούσε να συνεχίσει τη ζωή του. Όπως έκανε πάντα στο παρελθόν. Μα ο Κουίν υποψιαζόταν πως τώρα δεν θα ήταν τόσο εύκολο. Βλαστημώντας την ώρα και τη στιγμή που είχε κόψει το κάπνισμα, προσπαθούσε ν’ αποφασίσει τι θα ήταν πιο ικανοποιητικό: να πνίξει με τα ίδια του τα χέρια τη Νόρα ή να κοιμηθεί μαζί της; Ξαφνικά, άκουσε την πόρτα της κουζίνας ν’ ανοίγει τρίζοντας. Στην αρχή σκέφτηκε ότι ήταν εκείνη. Μα η κοπέλα που γλίστρησε κρυφά στις σκιές του κήπου ήταν πολύ ψηλή και πολύ αδύνατη για να είναι η Νόρα. «Δεν είναι κάπως αργά για να βγαίνεις έξω;» τη ρώτησε. Η Μαίρη προφανώς δεν τον είχε προσέξει. Ακούγοντας τη φωνή του, αναπήδησε σαν τρομαγμένο ελάφι. «Κύριε Γκάλαχερ; Τι κάνεις εδώ έξω;» «Δεν μ’ έπιανε ύπνος. Υποθέτω ότι είχες κι εσύ το ίδιο πρόβλημα». «Ναι». Την άκουσε να αναστενάζει. Μια αμήχανη σιωπή απλώθηκε ανάμεσά τους. «Είσαι πολλή ώρα εδώ;» τον ρώτησε η Μαίρη.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

145

«Κάμποση». Εκείνος σταύρωσε τα χέρια του κι έγειρε πάνω στον προφυλακτήρα της νοικιασμένης Μερσεντές. «Είναι ωραία βραδιά. Λέω να μείνω έξω λίγη ώρα ακόμα», της είπε, απαντώντας στην ερώτηση που υποψιαζόταν πως η μικρή ήθελε να του κάνει αλλά δεν τολμούσε. «Α, μάλιστα». Η απογοήτευση στη φωνή της πρόδιδε ότι σωστά είχε μαντέψει. «Ξέρεις, θυμάμαι κάποιες φορές, όταν ήμουν πιο μικρός, που έφευγα κρυφά από το σπίτι για να συναντήσω τη φιλενάδα μου», της είπε αδιάφορα. Ήταν ψέμα, φυσικά. Στην ηλικία της Μαίρης ήταν ολομόναχος και κανείς δεν έδινε δεκάρα πού πήγαινε και τι έκανε. Άλλος ένας στεναγμός. «Πήγαινα να συναντήσω τον Τζακ», παραδέχτηκε η Μαίρη. «Τον τύπο που αποφάσισε να συνοδεύσει μια άλλη κοπέλα στο χορό;» «Ναι». Εκείνη απέστρεψε το βλέμμα της και προσποιήθηκε ότι παρατηρούσε με φοβερό ενδιαφέρον τον ουρανό. Ο Κουίν σκέφτηκε πως δεν είχε καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στα προβλήματα που αντιμετώπιζε η αδερφή της Νόρας Φιτζπάτρικ με τον άπιστο Λοθάριο του γυμνασίου. «Ξέρω πως δεν με αφορά το θέμα», άκουσε τον εαυτό του να λέει, «αλλά, αν αυτός ο Τζακ βάζει όρο το σεξ για να βγει μαζί σου, θα ‘λεγα πως δεν είναι αρκετά καλός για μια έξυπνη κι όμορφη κοπέλα σαν εσένα». «Δεν είμαι όμορφη». Πέρασε το χέρι της μέσα στα μαλλιά της με μια κίνηση ολόιδια με της αδερφής της. Μα τον τελευταίο καιρό, συλλογίστηκε συγχυσμένος ο Κουίν, τα πάντα μου θυμίζουν τη Νόρα Φιτζπάτρικ. «Είμαι πολύ ψηλή. Και υπερβολικά αδύνατη».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

146

«Έτσι ακριβώς είναι όλα τα διάσημα μοντέλα. Μα ακόμα κι αν δεν γίνεις καλλονή σαν την αδερφή σου όταν μεγαλώσεις αν και είμαι απόλυτα σίγουρος πως θα γίνεις- δεν πρέπει ποτέ να σκέφτεσαι πως θα καταφέρεις να αρέσεις σ’ ένα αγόρι αν κοιμηθείς μαζί του». «Η Νόρα είναι ωραία», είπε η Μαίρη, που είχε ακούσει μόνο το πρώτο μέρος της πρότασής του· αυτό που ο Κουίν δεν σκόπευε να εκφράσει φωναχτά. «Ήταν ήδη το ωραιότερο κορίτσι όλης της Κομητείας όταν παντρεύτηκε τον Κόνορ. Και ήταν μόλις δύο χρόνια μεγαλύτερη απ’ όσο είμαι τώρα εγώ». Ο Κουίν δεν ευχαριστήθηκε καθόλου διαπιστώνοντας πως δεν του άρεσε να σκέφτεται τη Νόρα παντρεμένη μ’ ένα γεροδεμένο αθλητή που σίγουρα θα φαινόταν υπέροχος καβάλα σ’ ένα άλογο. «Έχεις πολύ καιρό μπροστά σου για να σκεφτείς το γάμο», παρατήρησε, προσπαθώντας να στρέψει αυτή την ήδη αμήχανη συζήτηση στο θέμα της σεξουαλικής αποχής. Ή, τουλάχιστον, του ασφαλούς σεξ. «Έτσι λέει και η Νόρα». Αυτός ο στεναγμός ήταν πιο βαθύς από τους προηγούμενους. «Μα εκείνη δεν καταλαβαίνει. Ήταν παρθένα όταν παντρεύτηκε τον Κόνορ». Ο Κουίν δεν ξαφνιάστηκε καθόλου από την αποκάλυψη αυτή. «Δεν είναι κακό να περιμένεις ώσπου να παντρευτείς για να κάνεις έρωτα». «Στην εποχή της ίσως όχι», συναίνεσε η Μαίρη, κάνοντας την αδερφή της ν’ ακούγεται γριά, παρ’ όλο που δεν ήταν ακόμα ούτε τριάντα χρονών. «Μα τα πράγματα έχουν αλλάξει πια». «Αλήθεια;» Ήταν η σειρά του να προσποιηθεί πως κοίταζε τα άστρα. Ο Κουίν έχωσε τα χέρια του στις τσέπες του και ταλαντεύτηκε στις φτέρνες του. «Δεν είμαι και τόσο σίγουρος

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

147

γι’ αυτό. Υποψιάζομαι ότι από την παλαιολιθική εποχή τα αγόρια προσπαθούν να πείσουν τις κοπέλες να κάνουν κάποια πράγματα για τα οποία ίσως να μη νιώθουν έτοιμες». Δεν συνέβη έτσι στη δική του περίπτωση. Είχε χάσει την παρθενιά του στο πίσω μέρος ενός ημιφορτηγού, με την υπερβολικά θερμή κι άπιστη γυναίκα ενός από τους κτηματίες στον οποίο τον έστειλαν να δουλέψει όταν ήταν δεκαπέντε χρονών. Στην αρχή, νόμιζε πως ήταν το τυχερότερο αγόρι σ’ όλη την Πολιτεία της Νεβάδα. Καθώς όμως πλησίαζαν τα γενέθλια των δεκάξι του χρόνων, άρχισε να νιώθει βρόμικος και χρησιμοποιημένος. Επίσης, φοβόταν μην τους ανακαλύψει ο μεγαλόσωμος και βίαιος άντρας της γυναίκας. Είχαν ακολουθήσει κι άλλες γυναίκες. Αμέτρητες γυναίκες. Μα καμιά δεν ήταν ποτέ παρθένα. Ούτε απέπνεε την αθωότητα της Νόρας. «Ο Τζακ λέει πως τ’ αγόρια είναι διαφορετικά», διαμαρτυρήθηκε η Μαίρη. «Ότι έχουν κάποιες συγκεκριμένες ανάγκες». «Δεν είναι απαραίτητο να ικανοποιούμε όλες μας τις ανάγκες». Διάολε, ο ίδιος αποτελούσε τη ζωντανή απόδειξη των λόγων του. Αν ικανοποιούσε τις δικές του λαχτάρες, αυτή τη στιγμή θα βρισκόταν στο κρεβάτι της μεγαλύτερης αδερφής της Μαίρης. «Διάβασα ένα από τα βιβλία σου», του αποκάλυψε η κοπέλα. «Αυτό με το θηλυκό φάντασμα. Ο Τζον έχει δίκιο. Ήταν πολύ ωραίο». «Σ’ ευχαριστώ». «Μα ο άντρας και η γυναίκα στο μυθιστόρημα έκαναν έρωτα. Και δεν ήταν παντρεμένοι».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

148

Εκείνος αντιλήφθηκε την πρόκληση στην ερώτησή της και προσπάθησε να της απαντήσει με ειλικρίνεια. «Ήταν πολύ μεγαλύτεροι από σένα. Κι άλλωστε, αυτά συνέβησαν στο μυθιστόρημα, όχι στην πραγματική ζωή». «Στην πραγματική ζωή, θα εξακολουθούσες να ενδιαφέρεσαι για μια γυναίκα αν δεν ένιωθε έτοιμη να κάνει έρωτα μαζί σου;» Η ειλικρίνεια της ερώτησής της ξάφνιασε τον Κουίν. Μα όχι τόσο όσο η δική του απάντηση. «Οπωσδήποτε». Και ήταν η αλήθεια, συνειδητοποίησε, επειδή είχε στο μυαλό του τη Νόρα. Και πάλι έπεσε σιωπή ανάμεσά τους, μόνο που αυτή τη φορά ήταν πιο συντροφική. Στη σιγαλιά της νύχτας, ο Κουίν ένιωσε σαν ν’ άκουγε τα γρανάζια του μυαλού της έφηβης κοπέλας να στριφογυρίζουν. «Αύριο έχω διαγώνισμα στη λογοτεχνία», είπε τέλος η Μαίρη. «Πρέπει να γράψουμε μια έκθεση για Τα Παιδιά του Λιρ στα κέλτικα και οι καλόγριες θέλουν να χρησιμοποιούμε πολλές περικοπές από τα βιβλία. Καλύτερα να πάω για ύπνο, αν θέλω να πάρω καλό βαθμό». «Εξαιρετική ιδέα. Σου χρειάζονται οι καλοί βαθμοί αν σκοπεύεις να πας στο πανεπιστήμιο». «Σκεφτόμουν να γίνω δασκάλα. Όπως ήθελε και η Νόρα προτού αναγκαστεί να φύγει από το μοναστήρι». «Η αδερφή σου ήταν σε μοναστήρι;» Ο Μπρέιντι, όταν του απαριθμούσε τις διάφορες χάρες της κόρης του, φαίνεται πως είχε ξεχάσει ν’ αναφέρει αυτή τη σημαντική λεπτομέρεια. Ο Κουίν υπενθύμισε στον εαυτό του πως ίσως η Μαίρη να εννοούσε κάτι διαφορετικό από αυτό που φανταζόταν. Άλλωστε, τα σχολεία των μοναστηριών ήταν κάτι συνηθισμένο σ’ αυτή τη χώρα. «Ήθελε να γίνει καλόγρια», του αποκάλυψε η Μαίρη.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

149

Διάολε. «Μα έπειτα πέθανε η μαμά μας και η Νόρα αναγκάστηκε να φύγει από το μοναστήρι για να μας φροντίσει. Και μετά παντρεύτηκε τον Κόνορ κι απέκτησε τον Ρόρι και είπε πως χάρηκε τελικά που δεν έδωσε τους μοναστικούς όρκους. Ύστερα, όμως, ο Κόνορ σκοτώθηκε σ’ εκείνο το ατύχημα με το άλογο». Ο Κουίν συλλογίστηκε τι μπάσταρδος που ήταν να ζηλεύει ένα νεκρό. «Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, η ζωή της δεν ήταν καθόλου εύκολη», είπε με περισσότερη αδιαφορία απ’ όση αισθανόταν στην πραγματικότητα. «Όχι, δεν ήταν. Μα η Νόρα ποτέ δεν παραπονιέται. Η γιαγιά λέει ότι είναι γεννημένη για να φροντίζει τους άλλους». Απ’ ό,τι είχε δει μέχρι τώρα, ο Κουίν σκέφτηκε πως η Φιόνα Τζόις είχε απόλυτο δίκιο. Θύμισε, επίσης, στον εαυτό του πως εκείνος δεν χρειαζόταν τη φροντίδα κανενός. Τα κατάφερνε μια χαρά και μόνος του τα τριάντα πέντε χρόνια που βρισκόταν στη ζωή. «Λοιπόν, καληνύχτα, κύριε Γκάλαχερ», είπε η Μαίρη. «Κι ευχαριστώ πολύ». «Κουίν με λένε», της θύμισε. «Και δεν χρειάζεται να μ’ ευχαριστείς, Μαίρη. Ευχαριστήθηκα πολύ που κουβεντιάσαμε». Την είδε να διασχίζει την αυλή και να μπαίνει στο σπίτι. Πρώτα ο Ρόρι. Και τώρα η Μαίρη. Αν δεν προσέξεις, προειδοποίησε βλοσυρά ο Κουίν τον εαυτό του, η συναισθηματική κινούμενη άμμος στην οποία βρέθηκες θα κλείσει πάνω από το κεφάλι σου και θα σε πνίξει. Μη μπορώντας να κλείσει μάτι κι ενώ οι σκέψεις της για τον Κουίν πλημμύριζαν το μυαλό της όπως τα εγκαταλειμμένα

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

150

κοχύλια την ακτή μετά την καταιγίδα, η Νόρα άκουσε τη Μαίρη να βγαίνει από το δωμάτιο της και να κατεβαίνει τη σκάλα κρυφά σαν τον κλέφτη. Θυμόταν πολύ καλά πώς και η ίδια, όταν ήταν στην ηλικία της Μαίρης, το ‘σκάζε τα βράδια για να συναντήσει τον Ντέβλιν, αλλά φοβόταν πως ο Τζακ δεν θα προστάτευε την αδερφή της όπως προστάτευε εκείνη ο Ντέβλιν Μόνοχαν. Η Νόρα πλησίασε στο παράθυρο και τράβηξε την κουρτίνα, περιμένοντας να δει το νεαρό που προκαλούσε τόση δυστυχία στη Μαίρη. Αντί για τον Τζακ, όμως, είδε τον Κουίν να στέκεται στη σκοτεινή αυλή. Όταν εκείνος στράφηκε προς το παράθυρο της σαν να διαισθάνθηκε την παρουσία της, η Νόρα πισωπάτησε, μα μετά συνειδητοποίησε ότι, μια που το φως της κρεβατοκάμαρας ήταν σβηστό, δεν μπορούσε να τη δει. Έχοντας, λοιπόν, την άνεση να τον παρατηρεί ανεμπόδιστα, παρακολούθησε τη Μαίρη να ξαφνιάζεται όταν αντιλήφθηκε την παρουσία του. Κουβέντιασαν για λίγη ώρα -η Νόρα δεν μπορούσε να φανταστεί για ποιο θέμα- αλλά κάθε τόσο ένας από τους δυο τους φαινόταν συνεπαρμένος από τ’ αστέρια στον ουρανό. Κι έπειτα η Μαίρη ξαναμπήκε στο σπίτι. Ακούγοντας την αδερφή της ν’ ανεβαίνει πάλι πάνω, η Νόρα υπέθεσε ότι ο Κουίν κατάφερε με κάποιο τρόπο να την αποτρέψει από τα ρομαντικά μυστικά της σχέδια. Αργότερα, όποτε θυμόταν αυτή τη βραδιά, η Νόρα συνειδητοποιούσε πως τότε ακριβώς ήταν που ερωτεύτηκε τον Κουίν Γκάλαχερ. Στην αρχή, το ένστικτο της έλεγε να περιμένει μέχρι το πρωί της επομένης για να συζητήσει με την αδερφή της. Μα έτσι όπως έφευγαν βιαστικά για το σχολείο, δεν προλάβαιναν καλά

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

151

καλά να μιλήσουν, πόσο μάλλον να ξεκινήσουν μια τόσο προσωπική κουβέντα σαν αυτή που η Νόρα έπρεπε να κάνει με την αδερφή της. Είσαι δειλή, είπε στον εαυτό της καθώς έκανε βόλτες στο δωμάτιο, ακούγοντας τα βήματα της Μαίρης να περνάνε έξω από την κρεβατοκάμαρά της κι αμέσως μετά την πόρτα της να κλείνει. Θα ήταν πολύ εύκολο να γυρίσει στο κρεβάτι της, να κουκουλωθεί με τα σκεπάσματα και ν’ αγνοήσει το πρόβλημα, μα τότε θα έμοιαζε με στρουθοκάμηλο που χώνει το κεφάλι της στην άμμο. Η Νόρα ήξερε πως, όταν αγνοείς κάποιο πρόβλημα, αυτό κλιμακώνεται, και δεν της άρεσε καθόλου να σκέφτεται πως η δική της δειλία μπορεί να έβαζε την αδερφή της σε κίνδυνο. Αναστενάζοντας βαριά, φόρεσε τη φανελένια ρόμπα της και βγήκε από το δωμάτιο. Τα λίγα μέτρα που έκανε στο διάδρομο ώσπου να φτάσει στην κρεβατοκάμαρα της Μαίρης της φάνηκαν ολόκληρα χιλιόμετρα. Χτύπησε ελαφρά την πόρτα και η αδερφή της άνοιξε αμέσως. Τα μάγουλα της κοπέλας έγιναν κατακόκκινα από τις ενοχές, θυμίζοντας ηλιοβασίλεμα στην καταιγίδα. «Νόρα;» είπε με μια αθωότητα που ερχόταν σε τέλεια αντίθεση με το ένοχο βλέμμα της. «Συμβαίνει τίποτα;» «Μπα, όχι», αποκρίθηκε εκείνη, ελπίζοντας ότι ήταν αλήθεια. «Απλώς δεν μ’ έπιανε ύπνος και σ’ άκουσα κι εσένα που ήσουν ξύπνια. Σκεφτόμουν, αν ήθελες, να πιούμε ένα φλιτζάνι τσάι». «Δεν συνηθίζεις να μένεις ξύπνια μέχρι τόσο αργά». «Αυτό είναι αλήθεια. Και γι* αυτό θα ‘θελα λίγη συντροφιά στην κουζίνα. Σε πειράζει;» Ήταν περισσότερο εντολή, παρά ερώτηση και το ‘ξεραν και οι δυο τους.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

152

Η Μαίρη της έριξε ένα περίεργο βλέμμα κι έπειτα ανασήκωσε τους ώμους της. «Δεν θα ‘ναι άσχημα να πιούμε ένα τσάι», αποκρίθηκε με παντελή έλλειψη ενθουσιασμού. Καμιά από τις δυο τους δεν μίλησε ώσπου η Νόρα να φτιάξει το τσάι και να το σερβίρει σε δυο πρόχειρα φλιτζάνια. «Λοιπόν», ρώτησε τη μικρή της αδερφή, βάζοντας ένα καλάθι με ψωμί στο τραπέζι. «Πώς πάνε οι προετοιμασίες για την Πρωτομαγιά;» «Καλά, υποθέτω». Η Μαίρη έβαλε ζάχαρη και γάλα στο τσάι της. «Η αδελφή Μαίρη Ογκάστιν λέει πως σκέφτονται να με κάνουν βασίλισσα της Πρωτομαγιάς». «Αυτό είναι υπέροχο!» Η χαρά της Νόρας δεν ήταν καθόλου προσποιητή. Δεν το περίμενε πως θα της δινόταν η ευκαιρία να ξεκινήσει τη συζήτηση τόσο θετικά. «Δεν είναι καθόλου υπέροχο». Τα μάτια της Μαίρης βούρκωσαν. «Γιατί, αν τελικά επιλεγώ, θα είμαι μάλλον η μοναδική βασίλισσα της Πρωτομαγιάς στην ιστορία του Κασλλοχ που δεν έχει συνοδό για το χορό». «Πολύ αμφιβάλλω», μουρμούρισε η Νόρα, ελπίζοντας ολόψυχα πως η αδερφή της δεν θα ξεσπούσε σε κλάματα προτού φτάσουν στην ουσία του θέματος. «Είναι εύκολο να το λες εσύ, γιατί έβγαινες με τον Ντέβλιν όταν ο καλόγριες σε διάλεξαν για βασίλισσα». «Πράγματι». Η Νόρα προσπάθησε να συγκρατήσει το χαμόγελο που απειλούσε να σχηματιστεί στα χείλη της, καθώς θυμήθηκε πώς χόρευε κλεισμένη στα δυνατά μπράτσα του Ντέβλιν. Και τα φιλιά τους μετά το χορό. «Μα είναι καλύτερα να είσαι χωρίς άντρα, παρά με τον λάθος άντρα». Η Μαίρη έσμιξε τα φρύδια της. «Εννοείς τον Τζακ».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

153

«Υποθέτω πως ναι». Η Νόρα πέρασε το χέρι της μέσα στα μαλλιά της. «Δεν θέλω ν’ ανακατεύομαι στα προσωπικά σου, καλή μου Μαίρη...» «Τότε μην ανακατεύεσαι». Μακάρι να ήταν τόσο απλό, σκέφτηκε η Νόρα αναστενάζοντας σιγανά. Διάλεξε με προσοχή τα επόμενα λόγια της. «Το ξέρω ότι νιώθεις σαν να ‘σαι μεγάλη...» «Είμαι σχεδόν στην ηλικία που ήσουν εσύ όταν παντρεύτηκες τον Κόνορ». «Δεν είχα καταλάβει ότι ο Τζακ μιλάει για γάμο». «Δεν μιλάει για γάμο». Οι ώμοι της Μαίρης καμπούριασαν. Φαινόταν πραγματικά συντετριμμένη. Η Νόρα θα ‘δινε ό,τι είχε και δεν είχε για να απαλλάξει την αδερφή της από τον πόνο που τη βασάνιζε. «Όχι ακόμα, τουλάχιστον. Μα είμαι σίγουρη πως αν...» Δεν τέλειωσε τη φράση της. «Νομίζεις ότι αν κοιμηθείς μαζί του ίσως αρχίσει να το σκέφτεται». Η Μαίρη δεν απάντησε, μα η σιωπή της έλεγε πολλά. Νιώθοντας ένα κύμα τρυφερότητας για το δυστυχισμένο κορίτσι που προσπαθούσε να βρει το δρόμο του σ’ αυτή τη δύσκολη περιοχή ανάμεσα στον κόσμο των παιδιών και τον κόσμο των μεγάλων, η Νόρα άπλωσε το χέρι της και σκέπασε την παλάμη της αδερφής της με τη δική της. «Θα σου μιλήσω τελείως ειλικρινά. Νομίζω πως θα ήταν τρομερό λάθος να κοιμηθείς με τον Τζακ. Μα ξέρω επίσης πως δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να σ’ εμποδίσω, αν πραγματικά το θέλεις. Να ‘χεις όμως υπόψη σου ένα πράγμα, όσο θα σκέφτεσαι ποια απόφαση θα πάρεις. Όταν ένας άντρας αγαπάει στ’ αλήθεια μια γυναίκα, με μια αγάπη που θα διαρκέσει για πάντα, με μια αγάπη που εύχομαι να ζήσεις, Μαίρη, βάζει τα αισθήματά της πάνω από τα δικά του. Θέλει

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

154

να την προστατεύσει. Και ποτέ δεν της ζητάει να κάνει κάτι για το οποίο δεν νιώθει έτοιμη». Ανάμεσά τους έπεσε σιωπή. Η Μαίρη αποτέλειωσε το τσάι της κι έπειτα κοίταξε το άδειο της φλιτζάνι σαν να προσπαθούσε να διαβάσει το μέλλον της στα σκούρα φύλλα τσαγιού που είχαν κατακαθίσει στον πάτο. «Μου πρότεινε ο Τζον να με συνοδεύσει στο χορό», είπε τελικά. Ξέροντας πόσο ντροπαλός ήταν ο μελετηρός αδερφός τους στις κοινωνικές εκδηλώσεις, η Νόρα κράτησε μια νοερή σημείωση να τον ευχαριστήσει το άλλο πρωί. «Υπάρχουν και πολύ χειρότερα από το να σε συνοδεύει ο μεγαλύτερος αδερφός σου». «Ναι. Κι όλα τα κορίτσια τον βρίσκουν πολύ όμορφο». «Σοβαρά;» «Η Ντενίζ Μπρέναν είναι ερωτευμένη μαζί του εδώ και καιρό», αποκάλυψε η Μαίρη στη Νόρα ξαφνιάζοντάς την. «Και η Καθλίν Ράιαν προσπαθεί πάντα να κάθεται δίπλα του στο λεωφορείο, μα εκείνος δεν το ‘χει πάρει είδηση γιατί είναι διαρκώς χωμένος στα χαζά του βιβλία». Αναστέναξε και πρόσθεσε: «Χορεύει απαίσια, όμως». Η Νόρα δεν μπήκε καν στον κόπο να διαφωνήσει μαζί της. Ο αδερφός τους είχε πολλά ταλέντα, μα ο χορός σίγουρα δεν ήταν ένα από αυτά. «Αυτό δεν είναι τόσο κακό, γιατί μόλις φτάσετε στο χορό είμαι σίγουρη πως όλα τα ασυνόδευτα αγόρια θα κάνουν ουρά για να χορέψουν μαζί σου. Και δεν θα ‘χες αυτή την ευκαιρία αν πήγαινες με τον Τζακ». Μια λάμψη θηλυκής πονηριάς σπίθισε στο μέχρι τώρα θλιμμένο βλέμμα της Μαίρης. «Ο Τζακ είναι ζηλιάρης, παρ’

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

155

όλο που εκείνος θέλει να έχει το ελεύθερο να ξενοκοιτάζει άλλα κορίτσια». «Όπως τη Σάρον». «Ναι». Η Νόρα κατάλαβε πως είχαν κάνει μεγάλη πρόοδο, αφού η αδερφή της δεν ξέσπασε σε κλάματα ακούγοντας το όνομα της αντιζήλου της. «Έχουμε χρήματα για να πάρω καινούριο φόρεμα;» «Οπωσδήποτε». Παρ’ όλο που το νοίκι από το δωμάτιο δεν είχε γεμίσει τον οικογενειακό κορβανά κι ο Μπρέιντι είχε ξοδέψει ένα μεγάλο μέρος του για ν’ αγοράσει την ταφόπλακα, αν το καινούριο φόρεμα έφτιαχνε τη διάθεση της Μαίρης και την κρατούσε μακριά από τον Τζακ, άξιζε τα λεφτά του. «Και καινούρια παπούτσια. Απ’ αυτά τα καθόλου πρακτικά, με τα ψηλά τακούνια, που θα τονίζουν τα υπέροχα, μακριά σου πόδια». «Ο Κουίν λέει ότι έχω σώμα μοντέλου». «Κάτι θα ξέρει, μια που είναι άνθρωπος του κόσμου», «Έτσι νομίζω κι εγώ». Οι δυο αδερφές ανέβηκαν επάνω -η κρίση είχε, προς το παρόν, ξεπεραστεί. Ύστερα από λίγη ώρα, η Νόρα άκουσε τον Κουίν να επιστρέφει κι αυτός στο δωμάτιο του. Και καθώς η ησυχία της νύχτας απλώθηκε επιτέλους στην αγροικία, η Νόρα απέμεινε ξύπνια στο σκοτάδι κι αναρωτιόταν πόσα εντυπωσιακά μοντέλα με ατελείωτα πόδια είχε γνωρίσει προσωπικά ο πλούσιος Αμερικανός νοικάρης της.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

156

10 Το Πέταγμα του Κορυδαλλού Η ευτυχία έμοιαζε με κορυδαλλό που τραγουδούσε το μελωδικό πρωινό του τραγούδι στην καρδιά της Νόρας, όταν ο Κουίν μπήκε την άλλη μέρα στην κουζίνα. «Για δες, ο μυστηριώδης νοικάρης μας», είπε η Φιόνα, σηκώνοντας το φλιτζάνι της για να τον καλωσορίσει. «Πάνω που είχα αρχίσει να πιστεύω ότι ήσουν πλάσμα της φαντασίας μου». «Καλημέρα και σ’ εσένα, κυρία Τζόις». Εκείνος κοίταξε έξω από τις δαντελένιες κουρτίνες την γκρίζα βροχή που έπεφτε πάνω στο τζάμι. «Σκέφτηκα πως δεν έχει κανένα νόημα να φύγω πολύ νωρίς, μια που δεν μπορούμε να κάνουμε γυρίσματα αν δεν σταματήσει η βροχή». Κανείς μέσα στην κουζίνα δεν του θύμισε ότι έβρεχε σχεδόν καθημερινά νωρίς το πρωί από τότε που ο Κουίν είχε έρθει να μείνει στο σπίτι τους. «Είναι σιγανή βροχή». Η Νόρα ακούμπησε μπροστά του το αχνιστό φλιτζάνι με τον καφέ που είχε φτιάξει για την περίπτωση που εκείνος κατέβαινε για πρωινό. «Θα σταματήσει σε λίγο κι έτσι θα μπορέσετε να βγάλετε κάμποση δουλειά». «Το ελπίζω. Ο σκηνοθέτης μού είπε χτες ότι ήδη κινδυνεύουμε να ξεπεράσουμε τον προϋπολογισμό μας».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

157

Παρέλειψε να της αναφέρει πως η έκρηξη οργής του Τζέρεμι είχε σαν αφορμή την πρόταση του Κουίν ν’ αλλάξουν την όψη του πλάσματος και να το κάνουν να μοιάζει περισσότερο με τον καλοκάγαθο ιππόκαμπο που ήταν η Κυρά, παρά με το δράκο που ξερνούσε φωτιές και είχε κοστίσει μια μικρή περιουσία στο στούντιο. Αποφεύγοντας τη ζάχαρη και την κρέμα που υπήρχαν πάνω στο τραπέζι, ο Κουίν ήπιε μια γουλιά καφέ κι ένιωσε την καφεΐνη να κυλάει στις φλέβες του. «Ο καφές είναι υπέροχος». «Α, η Νόρα μας είναι καταπληκτική μαγείρισσα», δήλωσε η Φιόνα, ρίχνοντας μια ματιά όλο νόημα στην εγγονή της. «Και πού να δοκιμάσεις τα μπισκότα της. Είναι τόσο γλυκά, που κάνουν τους αγγέλους να τραγουδάνε», πρόσθεσε, σπρώχνοντας προς το μέρος του ένα πιάτο με μπορντούρα από φύλλα κισσού, γεμάτο ροδοψημένα μπισκότα. «Γιαγιά», την προειδοποίησε ήπια η Νόρα. «Ο άνθρωπος δεν πληρώνει για δυο γεύματα τη μέρα;» τη ρώτησε η Φιόνα με προσποιητή αθωότητα. «Ας φάει τουλάχιστον, να βγάλει τα λεφτά του». Ένα μυρωδάτο σύννεφο αχνού ξεχύθηκε, καθώς ο Κουίν έσπασε στη μέση το αφράτο μπισκότο με τις σταφίδες. Μια μπουκιά ήταν αρκετή για να τον πείσει πως, πέρα από τα προξενιά, η Φιόνα δεν υπερέβαλλε για το μαγειρικό ταλέντο της εγγονής της. «Εκπληκτικό». «Δεν σ’ το είπα;» Η Φιόνα κούνησε το κεφάλι της. Νιώθοντας τη γνώριμη πια θηλιά του προξενιού να σφίγγεται ανεπαίσθητα γύρω από το λαιμό του, ο Κουίν στράφηκε στον Τζον, ο οποίος καθόταν απέναντι του στο τραπέζι, με τη μύτη του χωμένη σ’ ένα χοντρό σχολικό βιβλίο. «Δεν μου φαίνεται και πολύ διασκεδαστικό αυτό το βιβλίο».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

158

Το σοβαρό γαλάζιο βλέμμα του νεαρού εγκατέλειψε τη σελίδα. «Είναι βιολογία. Έχουμε διαγώνισμα σήμερα για τον ανθρώπινο σκελετό, σαν προετοιμασία για τις απολυτήριες εξετάσεις». «Ο Τζον μας είναι ο πρώτος μαθητής στην τάξη του», πληροφόρησε η Σίλια τον Κουίν με όλο το καμάρι της μικρότερης αδερφής. «Πέρσι το χειμώνα, όταν πέθανε μια από τις γάτες του στάβλου, συναρμολόγησε το σκελετό της. Αφού πρώτα την έβρασε για να φύγει το κρέας από τα κόκαλα. Ο αδελφός Τζέιμς, που διδάσκει βιολογία εδώ κι αιώνες, είπε ότι δεν έχει ξαναδεί καλύτερη εργασία». «Δεν είναι συζήτηση αυτή για την ώρα του πρωινού», τη μάλωσε η Φιόνα. «Και τα μέλη της επιτροπής για την εισαγωγή στα πανεπιστήμια εντυπωσιάστηκαν πολύ», πρόσθεσε η Νόρα, ξαναγεμίζοντας με καφέ το φλιτζάνι του Κουίν. Προφανώς η Σίλια δεν ήταν η μόνη περήφανη αδερφή στην οικογένεια. «Θα πας, λοιπόν, στο πανεπιστήμιο το φθινόπωρο;» «Μάλιστα, κύριε. Στο Τρίνιτι». «Υπήρχαν εποχές που ένα καθολικό αγόρι δεν επιτρεπόταν να περπατήσει καν σ’ αυτούς τους καθαγιασμένους προτεσταντικούς διαδρόμους», είπε απότομα η Φιόνα, πίνοντας μια γερή γουλιά από το βαρύ της τσάι. Ο Κουίν είδε τα χαρακτηριστικά του Τζον να σφίγγονται κι έπειτα τη Νόρα ν’ ακουμπάει καθησυχαστικά το χέρι της στον ώμο του αδερφού της. «Οι καιροί αλλάζουν», παρατήρησε ήπια. «Το πανεπιστήμιο του Γκόλγουεϊ δεν είναι αρκετά καλό για σένα;» «Είναι πολύ καλό πανεπιστήμιο, γιαγιά». Ο τόνος του Τζον ήταν μετρημένος. Γεμάτος σεβασμό. Κι ερχόταν σε τέλεια

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

159

αντίθεση με τη σύγχυση που καθρεφτιζόταν στο βλέμμα του. «Μα η ιατρική σχολή του Τρίνιτι είναι από τις καλύτερες του κόσμου». «Θέλεις να γίνει γιατρός;» τον ρώτησε ο Κουίν. «Σκοπεύω να γίνω γιατρός», τον διόρθωσε ο Τζον ευγενικά αλλά σταθερά και σηκώθηκε. «Πρέπει να φύγω για το σταυροδρόμι για να μη χάσω το λεωφορείο». «Δεν έφαγες», είπε η Νόρα ανήσυχα. «Θα πάρω μαζί μου ένα μπισκότο». Ο Τζον άρπαξε ένα από την πιατέλα. «Ευχήσου μου καλή τύχη». Καθώς η Νόρα του χάιδεψε τα κατάμαυρα μαλλιά, ο Κουίν πρόσεξε πόσο έμοιαζαν τα δυο αδέρφια. «Δεν σου χρειάζεται», του είπε τρυφερά εκείνη. «Μα σου το εύχομαι, μια που μου το ζητάς». Βλέποντας το χαμόγελο που φώτισε το συνήθως σοβαρό πρόσωπο του νεαρού, ο Κουίν εντυπωσιάστηκε που η Νόρα κατάφερε μ’ ένα άγγιγμά της μόνο να τον ηρεμήσει. Ακόμα και η φανερά ισχυρογνώμων Φιόνα έμοιαζε να την υπακούει. Ο Κουίν κατάλαβε πως, παρ’ όλο που δεν λεγόταν πια Τζόις, η Νόρα Φιτζπάτρικ αποτελούσε την καρδιά αυτής της οικογένειας. Κι αυτός, φυσικά, ήταν άλλος ένας λόγος για τον οποίο έπρεπε να κρατηθεί μακριά της. Οι σχέσεις του με τις γυναίκες δεν υπήρξαν ποτέ περίπλοκες. Βασίζονταν κυρίως στο σεξ, με αμοιβαίο σεβασμό, και καμιά φορά, όπως στην περίπτωση της Λόρας, διανθίζονταν και με μια δόση χιούμορ. Μα ποτέ δεν περιλάμβαναν τίποτε περισσότερο από δυο ανθρώπους που απολάμβαναν μια σεξουαλική σχέση για ένα σύντομο χρονικό διάστημα. Η Νόρα Φιτζπάτρικ, προειδοποίησε ο Κουίν τον εαυτό του, κουβαλούσε ένα σωρό συναισθηματικά μπαγκάζια τα οποία εκείνος δεν μπορούσε ν’ αντιμετωπίσει. Απ’ ό,τι είχε καταλάβει

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

160

τις λίγες μέρες που έμενε στο Κασλ-λοχ, η ζωή της ήταν ένα μπέρδεμα μετά το άλλο. Η Σίλια φόρεσε ένα κόκκινο αδιάβροχο κι ακολούθησε τον αδερφό της. Ο Κουίν άκουσε βιαστικά βήματα στις σκάλες κι ένα λεπτό αργότερα η Μαίρη όρμησε στην κουζίνα, τους χαιρέτησε βιαστικά κι άρπαξε ένα αδιάβροχο και μια ομπρέλα από τα κρεμαστάρια δίπλα στην πόρτα. Αν σκεφτόταν κανείς ότι πριν από μερικές ώρες προβληματιζόταν αν έπρεπε να θυσιάσει την αγνότητά της, φαινόταν απίστευτα σεμνή και συντηρητική με την κολλαριστή άσπρη μπλούζα και την καρό φούστα του σχολείου. Ο Κουίν την είδε να τρέχει προς τ’ αδέρφια της· μετά είδε τον Ρόρι που έβγαινε τρέχοντας από το στάβλο, με την κουκούλα του μπουφάν του ν’ ανεμίζει στους ώμους του. Όταν η Μαίρη έσκυψε να δέσει τα κορδόνια της κουκούλας κάτω από το πιγούνι του, ο Κουίν ευχήθηκε να είχε μια φωτογραφική μηχανή για ν’ απαθανατίσει αυτή την ειδυλλιακή οικογενειακή σκηνή. «Κύριε Γκάλαχερ, θα ‘θελες μπέικον κι αβγά;» Χθες το βράδυ, όταν ήταν μόνοι στο δωμάτιο του, τον είχε αποκαλέσει Κουίν. Τώρα φαίνεται πως ξαναγύρισαν στις τυπικότητες. «Ευχαριστώ πολύ, τα μπισκότα μού αρκούν». «Αν είσαι σίγουρος». «Απόλυτα». Στο βλέμμα της είδε πάλι εκείνη τη γνώριμη ανησυχία. Ο Κουίν δεν είχε συνηθίσει να τον φροντίζουν και δεν ήταν σίγουρος πως του άρεσε η ιδέα. «Ο αδερφός σου είναι πολύ σοβαρός». Εκείνη αναστέναξε, σέρβιρε σ’ ένα φλιτζάνι λίγο τσάι για τον εαυτό της, έριξε μέσα ζάχαρη και, σαν ν’ αποφάσισε να εγκαταλείψει το ρόλο του πανδοχέα, κάθισε στην άδεια καρέκλα απέναντι του.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

161

«Δεν ήταν έτσι πιο μικρός. Απ’ όλους μας, ο Τζον έμοιαζε πιο πολύ στον πατέρα μας. Μα άλλαξε μετά το θάνατο της μητέρας μας». «Ο θάνατος αλλάζει πολλά πράγματα». Ο θάνατος της μητέρας του Κουίν σίγουρα του είχε αλλάξει τη ζωή, που δεν ήταν και ιδιαίτερα σπουδαία, προτού η Άντζι δολοφονηθεί από ένα βίαιο άντρα που είχε κάνει το λάθος να φέρει στο σπίτι εκείνη τη μοιραία βραδιά για να τσιλημπουρδίσουν, θυμήθηκε μελαγχολικά. «Σωστά», συμφώνησε εκείνη κι ο Κουίν θυμήθηκε τι του είχε πει η Μαίρη για τη Νόρα -ότι αναγκάστηκε να παρατήσει το μοναστήρι και να γυρίσει στο Κασλ-λοχ για να φροντίσει την οικογένειά της. Απέμειναν σιωπηλοί, ο καθένας χαμένος στις σκέψεις του κι έτσι δεν πρόσεξαν τη Φιόνα που έφυγε από την κουζίνα χαμογελώντας ικανοποιημένη. Ο Κουίν θα μπορούσε να μείνει όλη μέρα σ’ αυτή τη ζεστή κουζίνα παρέα με τη Νόρα. Άρα ήταν επιτακτική ανάγκη να φύγει. Κόντευε να φτάσει πια στη νοικιασμένη του Μερσεντές, όταν η πόρτα της κουζίνας άνοιξε και η Νόρα όρμησε έξω στη βροχή που, όπως το είχε προβλέψει, είχε γίνει ψιλή σαν ομίχλη. «Σκέφτηκα ότι ίσως ήθελες μερικά μπισκότα για το απογευματινό σου τσάι», είπε, τείνοντάς του μια καφετιά χαρτοσακούλα. «Ή βουτήματα, όπως τα λέτε εσείς οι Αμερικανοί. Ελπίζω να σ’ αρέσουν αυτά που είναι με πλιγούρι και σταφίδες». «Και σε ποιον δεν αρέσουν;» Ποτέ, σ’ όλη του τη ζωή, δεν του ‘χε φτιάξει βουτήματα κάποια γυναίκα. «Είναι τ’ αγαπημένα του Ρόρι. Και της Σίλια επίσης». Η Νόρα δίστασε. «Η Μαίρη προτιμάει τα σοκολατένια».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

162

«Όπως οι πιο πολλές γυναίκες. Βέβαια, δεν είναι ακόμα γυναίκα, αλλά...» «Όχι», τον διέκοψε η Νόρα κάπως ξέπνοα. «Και πιστεύω πως πρέπει να ευχαριστήσω εσένα γι’ αυτό». Ώστε όντως τον παρακολουθούσε το προηγούμενο βράδυ. «Δεν ήταν τίποτα σπουδαίο». «Για σένα ίσως όχι. Μα θα ήταν για τη Μαίρη, αν τύχαινε να μείνει έγκυος». «Χρειάζονται δύο άτομα για να συμβεί κάτι τέτοιο», της θύμισε ο Κουίν. «Ναι. Και φοβάμαι πως ο Τζακ είναι πολύ πρόθυμος να παίξει το ρόλο του». Το βλέμμα της σκοτείνιασε για μια στιγμή από την ανησυχία. Γοητευμένος από το πρόσωπο της που αποκάλυπτε την κάθε της σκέψη, ο Κουίν είδε τη ζεστασιά του χαμόγελού της να διώχνει σαν τον ήλιο τα σύννεφα του φόβου. «Κάποια μέρα, που εύχομαι να μην έρθει σύντομα, όταν κάνει έρωτα με τον άντρα της που θα τη λατρεύει, ίσως θυμηθεί τη χθεσινή νύχτα κι έναν άλλο άντρα που ενδιαφέρθηκε τόσο γι’ αυτήν, ώστε βρήκε το χρόνο να κουβεντιάσει μ’ ένα μπερδεμένο νεαρό κορίτσι». Μοιάζοντας να ενεργεί τελείως ενστικτωδώς, σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της, θέλοντας να τον φιλήσει απαλά στο μάγουλο. Μα ο Κουίν αποδείχτηκε ταχύτερος· έστρεψε το κεφάλι του κι αιχμαλώτισε τα χείλη της. Χριστέ κι Απόστολε! Η γεύση της ήταν μεθυστική σαν ιρλανδέζικο ουίσκι. Τον συντάραξε σαν γροθιά στο στομάχι, περνώντας στο αίμα του με τέτοια δύναμη, ώστε το κεφάλι του άρχισε να βουίζει και τα γόνατά του κόπηκαν.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

163

Το ένα του χέρι μπλέχτηκε στα μαλλιά της, ενώ το άλλο κατηφόρισε στην πλάτη της, σφίχτηκε γύρω από τους γλουτούς της πάνω από το στενό της μπλουτζίν και την ανασήκωσε. Καθώς το φιλί τους έγινε πιο βαθύ, ο Κουίν άκουσε ένα αμυδρό βογκητό κι αναρωτήθηκε αν είχε ξεφύγει από το δικό του λαιμό ή το δικό της. Ένιωσε ένα τρέμουλο και δεν ήταν σίγουρος ποιος από τους δυο έτρεμε. Εκείνη μάλλον, συλλογίστηκε, καθώς δάγκωσε απαλά το μεταξένιο κάτω χείλι της κι άκουσε κάτι σαν γουργούρισμα να βγαίνει από τα χείλη της. Υπήρχαν γυναίκες που τον είχαν κάνει να πονάει, να φλέγεται από τον πόθο. Μα καμιά γυναίκα δεν έκανε ποτέ το κορμί του να πάλλεται και να δονείται με μια λαχτάρα τόσο έντονη, ώστε να αισθάνεται τελείως αδύναμος ν’ αντισταθεί. Τα χέρια της μπλέχτηκαν στα μαλλιά του. Κάτω από την επίθεση των χειλιών του, το στόμα της άνοιξε όπως τα ρόδινα μπουμπούκια των τριαντάφυλλων στον ήλιο. Τα στήθη της ήταν κολλημένα πάνω στο στέρνο του τόσο σφιχτά, ώστε ούτε μια σταγόνα βροχής δεν θα κατάφερνε να περάσει ανάμεσά τους. Ο Κουίν δεν μπορούσε να σκεφτεί. Ούτε καν ν’ ανασάνει. Όταν συνειδητοποίησε πως ετοιμαζόταν ν’ ανοίξει την πόρτα του αυτοκινήτου και να της κάνει έρωτα στο δερμάτινο κάθισμα, όπου όλοι -ο πατέρας της, η γιαγιά της, κάποιος περαστικός γείτονας- θα μπορούσαν να τους δουν, κατάλαβε πως ήταν ώρα να τραβηχτεί. Την απέθεσε πάλι κάτω· μη θέλοντας όμως να τη στερηθεί ακόμα, άγγιξε με τα χείλη του το μάγουλο της. «Έχεις τη γεύση της βροχής». «Κι εσύ». Η Νόρα ακουγόταν τόσο σοκαρισμένη όσο ένιωθε ο Κουίν.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

164

«Ίσως. Στοιχηματίζω, όμως, πως έχει καλύτερη γεύση πάνω σου». Όταν άγγιξε με τη γλώσσα του το λακκάκι ανάμεσα στο κάτω χείλι της και το σαγόνι της, εκείνη αναστέναξε ηδονικά κι έπειτα έκλεισε τα μάτια της κι έγειρε πίσω το κεφάλι της, προσφέροντάς του το λαιμό της. Ο Κουίν υπάκουσε ευχαρίστως, δαγκώνοντας απαλά, εκμαυλιστικά, τη λευκή της σάρκα. «Αν συνεχίσουμε έτσι, εμείς είμαστε αυτοί που θα χρειαστούμε κήρυγμα για το ασφαλές σεξ». Η απάντησή της ήταν κάτι ανάμεσα σε γέλιο και λυγμό. «Δεν καταλαβαίνω τίποτε απ’ όλα αυτά». Δεν χρειαζόταν να του το πει. Όταν ξανάνοιξε τα μάτια της, εκείνος είδε τη σύγχυση -μαζί με τ’ απομεινάρια του πόθου της- να καθρεφτίζεται στα θαλασσινά πράσινα βάθη τους. «Ούτε κι εγώ». Επειδή εξακολουθούσε να τη θέλει -που να πάρει ο διάολος, εξακολουθούσε να την έχει ανάγκη- τράβηξε τα χέρια του από το κορμί που ονειρευόταν να κατακτήσει κι έσκυψε για να σηκώσει τη χαρτοσακούλα που, χωρίς να το πάρουν είδηση, είχε πέσει στα πόδια τους. «Θα ‘χουν κομματιαστεί», παρατήρησε η Νόρα. Είχε δίκιο. Ο Κουίν έβαλε μέσα το χέρι του, τράβηξε ένα κομμάτι μπισκότο και το καταβρόχθισε. «Νοστιμότερα ψίχουλα δεν έχω ξαναφάει». Ξέροντας πως έπαιζε με τη φωτιά, αλλά μη μπορώντας ν’ αντισταθεί, άγγιξε με τ’ ακροδάχτυλά του το περίγραμμα των χειλιών της. «Είναι σχεδόν τόσο γλυκά όσο κι αυτή που τα έφτιαξε». Τα λόγια του, όπως το ήλπιζε, την έκαναν να χαμογελάσει. «Πιστεύω ότι έχεις την Πέτρα του Μπλάρνεϊ,* Κουίν». Σύμφωνα με τον κελτικό μύθο, στο Κάστρο του Μπλάρνεϊ υπάρχει μια πέτρα που, αν τη φιλήσει κανείς, μπορεί να λέει ψέματα ή να κολακεύει χωρίς να ντρέπεται. (Σ.τ.Μ.) *

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

165

«Το μόνο που θέλω να φιλήσω στην Ιρλανδία είσαι εσύ, Νόρα. Ξανά και ξανά». Το βλέμμα του ταξίδεψε στο κορμί της. «Παντού». Τα εκφραστικά της μάτια σοβάρεψαν πάλι. «Δεν φαίνεσαι και πολύ ευχαριστημένος μ’ αυτή την προοπτική». «Έχεις δίκιο». Το δάχτυλο του κατηφόρισε στον κύκνειο λαιμό που είχε γευτεί πριν από λίγο. Ο Κουίν ένιωσε το χτύπημα του παλμού της κάτω από το άγγιγμά του, αισθάνθηκε και τους δικούς του παλμούς ν’ αυξάνονται και τη χάιδεψε ως τους ώμους. «Μια που πάντα περηφανευόμουν για την αυτοκυριαρχία μου, δεν μ’ αρέσει που εξαφανίζεται μονομιάς όποτε βρίσκεσαι σε απόσταση φιλιού». «Το ίδιο νιώθω κι εγώ. Κι ομολογώ ότι μ’ ανησυχεί αυτό. Μια που πρέπει να σκεφτώ και τον Ρόρι», θύμισε στον Κουίν. Μα και στον εαυτό της. «Δεν υπάρχει κανένας λόγος να ανακατευτεί. Είμαστε και οι δυο ενήλικοι, Νόρα. Οτιδήποτε συμβεί ανάμεσα μας δεν θα έχει καμιά επίδραση στο γιο σου». «Μα δεν καταλαβαίνεις;» Η Νόρα πέρασε το χέρι της μέσα στα μαλλιά της. «Αν μπλεχτώ μαζί σου...» «Είναι πολύ αργά πια. Γιατί, είτε μας αρέσει είτε όχι, είτε είχαμε την πρόθεση είτε όχι, είμαστε ήδη μπλεγμένοι». «Ναι, φοβάμαι πως έχεις δίκιο». Εκείνη αναστέναξε. «Κι αυτό με μπερδεύει, γιατί δεν έχω συνηθίσει ν’ ανταποκρίνομαι τόσο παράτολμα σ’ έναν άντρα». Ήταν τόσο αναθεματισμένα ειλικρινής. Τόσο γλυκιά. Θεέ μου, είχε αρχίσει να του αρέσει πραγματικά. Η ιδέα ότι θα σχετιζόταν με μια γυναίκα όχι μόνο για το σεξ ήταν κάτι που θα ‘πρεπε να σκεφτεί καλά -μόλις θα ‘φεύγε από κει, όταν το αίμα του θα έπαυε να βράζει και το μυαλό του θα ξεκαθάριζε.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

166

«Έτσι πρέπει», της είπε, χαρίζοντάς της ένα από τα σπάνια χαμογελά του που τόσο την ευχαριστούσαν. «Θεωρώ δεδομένο να πέφτουν οι γυναίκες στα πόδια μου. Αυτό που με ταράζει είναι η τελείως ασυνήθιστη παρόρμηση που με πιάνει να σέρνομαι εγώ στα δικά σου όποτε βρίσκομαι μόνος μαζί σου». Η Νόρα έβαλε τα γέλια. «Δεν μπορώ να σε φανταστώ ποτέ να σέρνεσαι». «Ούτε κι εγώ μπορούσα -ώσπου ήρθα στο Κασλ-λοχ και σε γνώρισα». Και, καθώς αναρωτιόταν από πότε είχε αρχίσει να εθίζεται στην αυτοτιμωρία, τη φίλησε πάλι ανάλαφρα στα χείλη και είδε το βλέμμα της να θολώνει. «Θα τα πούμε το βράδυ», της είπε, δίνοντας τέλος στο σύντομο φιλί τους. «Θα γυρίσεις στο σπίτι για το δείπνο;» Σπίτι. Δεν ήταν πια εκείνο το μικρό αγόρι για το οποίο αυτή η λέξη με τα πέντε γράμματα σήμαινε φόβο και πόνο. Δεν ήταν πλέον ο επαναστατημένος έφηβος που είχε διαπιστώσει ότι τα ευτυχισμένα σπιτικά που έβλεπε στα τηλεοπτικά προγράμματα δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένας σκληρός μύθος του Χόλιγουντ. Ήταν απλώς μια αναθεματισμένη λέξη δεν είχε κανένα λόγο να νιώθει ξαφνικά ασφυξία. «Εξαρτάται». Επειδή χρειαζόταν χώρο ν’ ανασάνει, να σκεφτεί, άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου του. «Τι σκεφτόσουν να μαγειρέψεις;» «Αρνάκι στο φούρνο». Η Νόρα αποκλειόταν να του ομολογήσει πως όταν ξύπνησε το πρωί είχε σκοπό να φτιάξει μια κρεατόσουπα. Είχαν περάσει πέντε χρόνια από τότε που ανυπομονούσε να μαγειρέψει για κάποιον άντρα εκτός από τον πατέρα και τον αδερφό της. Κι έπρεπε να το γιορτάσει. Ο Κουίν μπήκε στο αμάξι κι ακούμπησε τη σακούλα με τα θρυμματισμένα βουτήματα στο κάθισμα του συνοδηγού. «Να πάρει ο διάολος, κυρία Φιτζπάτρικ, δεν παίζεις τίμια».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

167

Εκείνη γέλασε πάλι, νιώθοντας ξαφνικά νέα κι ανέμελη. Η Νόρα συνειδητοποίησε πως αισθανόταν ζαλισμένη από ευτυχία, όπως η επιπόλαιη μικρή της αδερφή όποτε ερχόταν να τη δει αυτός ο προβληματικός Τζακ, που ήταν όμορφος σαν αμαρτία. «Ούτε κι εσύ, κύριε Γκάλαχερ». Ακούμπησε το δάχτυλο της στα χείλη της και φαντάστηκε πως μπορούσε ακόμα να γευτεί το συγκλονιστικό του φιλί. Είδε το βλέμμα του να σκοτεινιάζει, καθώς καρφώθηκε στο φιλημένο της στόμα, και ήξερε πως δεν της έλεγε ψέματα όταν παραδέχτηκε πως την ήθελε όσο τον ήθελε κι αυτή. Είναι κι αυτό μια αρχή, συλλογίστηκε η Νόρα. Τι είδους αρχή, δεν ήξερε. Μα έχοντας μεγαλώσει σε μια φάρμα, όπου τα πάντα εξαρτιόνταν από τα καπρίτσια της Μητέρας Φύσης κι έχοντας μάθει πόσο μάταιο ήταν να προσπαθεί να ελέγξει τη ζωή της, ήταν πολύ πιο πρόθυμη από τον Κουίν να αφεθεί στη φυσική ροή των πραγμάτων. Στάθηκε στην αυλή, χωρίς να δίνει καμιά σημασία στην ψιλή βροχή που έπεφτε, και παρακολούθησε το ασημένιο αυτοκίνητο ν’ απομακρύνεται. Γυρίζοντας στο σπίτι, άρχισε να σκέφτεται το αποψινό δείπνο. Θα ήταν ωραία να έφτιαχνε μια τάρτα φρούτων. Με παγωτό. Θυμήθηκε πως το προηγούμενο καλοκαίρι η Σίλα Μόνοχαν είχε πει ότι οι Αμερικανοί τουρίστες λάτρευαν το παγωτό. Θα ‘πρεπε να κατέβει στο χωριό. Καθώς ανέβαινε στο δωμάτιο της για να φορέσει στεγνά ρούχα, η Νόρα αποφάσισε να αγοράσει ένα από αυτά τα πανέμορφα μπουκάλια με την κολόνια που είχε δει στη βιτρίνα του εμπορικού καταστήματος Μόνοχαν.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

168

Αργότερα το ίδιο απόγευμα, μόλις τέλειωσε τα ψώνια της στο χωριό κι αφού έκρυψε στην τσάντα της το πανάκριβο μπουκάλι με το γαλλικό άρωμα, πήγε με τ’ αυτοκίνητο στο σπίτι της Κέιτ. Τώρα στεκόταν μπροστά στο παχνί της Έμεραλντ Ντάνσερ και παρακολουθούσε την κουνιάδα της να περιποιείται τη φοράδα. «Λοιπόν, ποιον από τους δυο σας δεν καταλαβαίνεις;» τη ρώτησε η Κέιτ, αφού άκουσε την απρόθυμη ομολογία της Νόρας -ότι την μπέρδευε η σχέση της με τον Κουίν- ενώ συνέχιζε να πλένει το άλογο από έναν κουβά με νερό. «Τον Αμερικανό συγγραφέα σου; Ή τον εαυτό σου;» «Ούτε αυτόν ούτε εμένα», αποκρίθηκε η Νόρα αφού το σκέφτηκε λίγο. «Ποτέ στη ζωή μου δεν έχω ξανανιώσει έτσι». «Πώς νιώθεις, δηλαδή;» «Μπερδεμένη. Γεμάτη άγχος». Η φοράδα, που υποτίθεται πως πέρσι ευθυνόταν για τα σπασμένα πλευρά της Κέιτ, τέντωσε το κεφάλι της, ξεφύσηξε απαλά κι έδωσε ένα σκαστό φιλί στο μάγουλο της Νόρας, σαν να της έδειχνε τη συμπαράστασή της. Παρά την απελπισία της, η Νόρα χαμογέλασε και της χάιδεψε τη μουσούδα. «Ακούγεσαι σαν ερωτευμένη», έκανε τη διάγνωσή της η Κέιτ, στραγγίζοντας το σφουγγάρι της. Έπειτα πήρε ένα αιχμηρό ξύλο κι άρχισε να καθαρίζει τις οπλές του αλόγου. «Δεν μπορεί! Θα το καταλάβαινα». «Έχεις ερωτευτεί μόνο δύο φορές στη ζωή σου», της θύμισε η Κέιτ. «Άρα, δεν μπορούμε να πούμε ότι είσαι ιδιαίτερα έμπειρη». «Ξέρω πως αγαπούσα τον Ντέβλιν μ’ όλη μου την καρδιά. Όσο μπορεί ν’ αγαπήσει ένα νεαρό κορίτσι», είπε η Νόρα. Ήταν επίσης ένας εύκολος έρωτας, που άνθισε τόσο φυσιολογικά όσο τα αγριολούλουδα την άνοιξη.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

169

«Και τον Κόνορ;» «Με μάγεψε», αποκρίθηκε η Νόρα χωρίς κανένα δισταγμό. Όταν χάιδεψε τ’ αυτιά της Έμεραλντ Ντάνσερ, η φοράδα μισόκλεισε τα υγρά καστανά της μάτια από ευχαρίστηση. «Τον λάτρευα. Κυριολεκτικά». «Ο αδερφός μου ήταν σίγουρα πολύ γοητευτικός», παραδέχτηκε η Κέιτ. «Μα νομίζω πως, στην περίπτωσή του, δεν ήταν ακριβώς έρωτας -απλώς σ’ έκανε να ξεχνάς τα προβλήματά σου». Τότε είχαν συμβεί πολλά: η μαμά της είχε πεθάνει πάνω στη γέννα της Σίλια, η Νόρα αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την ασφάλεια του μοναστηριού. Και ενώ ζούσε τις χειρότερες στιγμές της νεαρής ζωής της, είχε προβάλει ο Κόνορ καβάλα στο μεγάλο άσπρο άλογό του, σαν τους ιππότες των παραμυθιών με την αστραφτερή πανοπλία. Η Νόρα δεν θα μπορούσε να του αντισταθεί, ακόμα κι αν προσπαθούσε. Μα δεν προσπάθησε καν. «Δεν είμαι σίγουρη πως εκείνη την εποχή σκεφτόμουν λογικά». «Αυτό ακριβώς δεν θέλω να πω κι εγώ;» Η Κέιτ βλαστήμησε σιγανά όταν έσπασε το νύχι της σ’ ένα καρφί. «Ο Κόνορ σού φερόταν σαν να ‘σουν καμιά λουσάτη πορσελάνινη κούκλα». «Δεν είναι αλήθεια!» Νιώθοντας αμήχανα που κουβέντιαζε για το μακαρίτη τον άντρα της, ενώ η σκέψη του Κουίν την έκανε να αισθάνεται σαν να τον πρόδιδε, η Νόρα άρχισε να κόβει βόλτες μπροστά από το παχνί. «Αντίθετα, παραπονιόταν πως δεν ήμουν αρκετά λουσάτη για τους φίλους του από την πόλη». «Ίσως να χρησιμοποίησα λάθος έκφραση. Εκεί που θέλω να καταλήξω, όμως, είναι πως εσύ κι ο αδερφός μου αγαπηθήκατε

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

170

μια εποχή που ήσουν ευάλωτη, που τον είχες ανάγκη. Και ποτέ του δεν σ’ αντιμετώπισε σαν ενήλικη γυναίκα». Τα λόγια αυτά πλήγωσαν τη Νόρα. Επειδή, ομολόγησε από μέσα της, βρίσκονταν τόσο κοντά στην αλήθεια. Πάντα ένιωθε κάπως κατώτερη σε σχέση με το γοητευτικό κι έμπειρο Κόνορ Φιτζπάτρικ. Για πρώτη φορά στη ζωή της, αναγκαζόταν να παραδεχτεί πως ο άντρας της ίσως εκμεταλλευόταν τις ανασφάλειες της ανάλογα με τα συμφέροντά του. «Θες να πεις πως ο άντρας μου καθόταν και σου ‘λεγε προσωπικές λεπτομέρειες της ιδιωτικής μας ζωής;» Στη Νόρα δεν άρεσε καθόλου η ιδέα πως η Κέιτ ήξερε για τους καβγάδες τους. Και για το πώς συμφιλιώνονταν μετά. Κάτι που γινόταν ολοένα και πιο σπάνια μετά τη γέννηση του Ρόρι. «Όχι βέβαια». Η Κέιτ άρχισε να καθαρίζει την άλλη οπλή του αλόγου. Βλέποντας τη φοράδα να σηκώνει υπάκουα το μπροστινό της πόδι, η Νόρα ήταν σίγουρη πως αποκλειόταν αυτό το ήρεμο, γλυκό ζώο να είχε πετάξει ποτέ κάτω τον αναβάτη του. Και ειδικά κάποιον τόσο έμπειρο σαν την Κέιτ. Σε μια χώρα που ήταν πασίγνωστη για την εκτροφή καθαρόαιμων, δεν είχε γνωρίσει άλλο άνθρωπο που να καταλαβαίνει τα άλογα καλύτερα από την κουνιάδα της. «Μα έχω μάτια και βλέπω, Νόρα», συνέχισε η Κέιτ. «Έβλεπα ότι ο Κόνορ σε θεωρούσε πάντα ένα παιδί κι εσύ τον ξάφνιασες μεγαλώνοντας όσο εκείνος έλειπε σε αγώνες, τριγυρνώντας σ’ όλη την Ευρώπη. Μα δεν ήθελε να ωριμάσεις υπερβολικά. Γιατί τότε κινδύνευε να χάσει την εξουσία που ασκούσε πάνω σου». «Γιατί κουβεντιάζουμε για το μακαρίτη τον άντρα μου;» ρώτησε η Νόρα. Έχοντας πείσει τον εαυτό της, τα τελευταία πέντε χρόνια, πως ο άστατος γάμος της θα πετύχαινε -θα έβαζε

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

171

τα δυνατά της για να τον κάνει να πετύχει- δεν αισθανόταν άνετα που τον έβαζαν κάτω από το μικροσκόπιο. Και ιδιαίτερα μια που ήταν τελείως μάταιο κάτι τέτοιο. «Το πρόβλημα είναι ο Κουίν Γκάλαχερ», υπενθύμισε στην κουνιάδα της. «Κι ο τρόπος που σε κάνει να αισθάνεσαι». «Ναι». Η Νόρα αναστέναξε. «Δεν φτάνει που δεν καταλαβαίνω πώς νιώθω εγώ, αλλά κι αυτός κρύβει πολύ καλά τα αισθήματά του, Κέιτ». Αντίθετα με τον Κόνορ, ο οποίος ήταν πολύ εύγλωττος σχετικά με τις προτιμήσεις και τις αντιπάθειές του. «Δεν μπορώ να διαπεράσω τα τείχη που έχει υψώσει γύρω του». Ούτε να διαβάσω τις σκέψεις που κρύβονται στα σκουροκάστανα μάτια του. «Είναι απλό. Αν θες να καταλάβεις τον Κουίν Γκάλαχερ, δεν έχεις παρά να διαβάσεις τα βιβλία του». «Διάβασα το μυθιστόρημα για το θηλυκό στοιχειό». «Και;» Έχοντας γυαλίσει τις οπλές της Έμεραλντ Ντάνσερ, η Κέιτ άρχισε τώρα να χτενίζει τη γυαλιστερή μαύρη ουρά της. «Και κόντεψα να πεθάνω από το φόβο μου». Η Νόρα είχε τρομοκρατηθεί τόσο πολύ, ώστε ειλικρινά δεν ήθελε να υποβληθεί στο μαρτύριο να διαβάσει άλλο βιβλίο του. «Φαίνεται πως στάθηκες μόνο στην επιφάνεια. Πρέπει να ξαναδιαβάσεις το βιβλίο, Νόρα, και να συνειδητοποιήσεις τι θέλει να πει στην πραγματικότητα». «Τι να συνειδητοποιήσω, δηλαδή; Είναι μια ιστορία για ένα μικρό αγόρι που αγνοεί τη συμβουλή των γεροντότερων και κοιτάζει κατάματα ένα θηλυκό στοιχειό, το οποίο, όπως ακριβώς προβλέπει ο μύθος, του επιτίθεται και του κάνει μια ουλή αφήνοντάς τον για πάντα σημαδεμένο».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

172

Ήταν ένας πολύ δημοφιλής μύθος. Κι ο ίδιος ο Μπρέιντι δεν τον διηγόταν συχνά; Μα ο Κουίν είχε καταφέρει να σπείρει τον τρόμο μέσα στην ψυχή της Νόρας και να την ταράξει. «Ακριβώς». Η Κέιτ έγνεψε ικανοποιημένη, καθώς χτένιζε τώρα τη μακριά, μεταξένια χαίτη της φοράδας. «Φυσικά, το κλειδί σ’ όλη την ιστορία είναι η ουλή». «Δεν φαντάζομαι να θες να πεις πως η ουλή στο μάγουλο του Κουίν προέρχεται από κάποια μεταμεσονύχτια συνάντησή του μ’ ένα θηλυκό πνεύμα;» «Όχι βέβαια. Για όνομα του Θεού, Νόρα, πάψε να τα παίρνεις όλα τόσο κυριολεκτικά. Αν έδινες μεγαλύτερη προσοχή στα μαθήματα της λογοτεχνίας, αντί να απομνημονεύεις όλες εκείνες τις προσευχές και τ’ αποσπάσματα για να παίρνεις καλούς βαθμούς και θρησκευτικές εικονίτσες στο κατηχητικό, θα καταλάβαινες τώρα πως η ουλή στο πρόσωπο του αγοριού αποτελεί μια μεταφορά για τη ζημιά που έχει γίνει στην καρδιά του. Και ίσως και στην ψυχή του». Η Νόρα το σκέφτηκε για λίγο και κατέληξε πως, όσο απίθανο κι αν ακουγόταν αρχικά αυτό το ενδεχόμενο, ίσως η Κέιτ να είχε κάποιο δίκιο. «Το άρθρο στην Ιντιπέντεντ έλεγε πως η μητέρα του πέθανε με τραγικό τρόπο όταν ήταν μικρός. Λες να...» «Να ήταν παρών στο θάνατο της;» συμπλήρωσε η Κέιτ. «Κρίνοντας από τα επόμενα βιβλία του, τα οποία όλα ασχολούνται πολύ καυστικά με τις σχέσεις γονιών και παιδιών, θα ‘λεγα πως είναι πολύ πιθανό». «Ένα μικρό αγόρι είδε κάτι που δεν θα ‘πρεπε. Κάτι φριχτό, που το σημάδεψε για όλη την υπόλοιπη ζωή του». Η Κέιτ έγνεψε, ικανοποιημένη από τη συνοπτική ψυχολογική της περιγραφή. «Κι αν θες να κατανοήσεις τον

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

173

ανεξιχνίαστο Αμερικανό σου, Νόρα, το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να διαβάσεις τα βιβλία του», επανέλαβε. «Αν έχεις δίκιο για το παρελθόν του Κουίν», παρατήρησε εκείνη σκεφτική, «τότε ίσως θα ‘ταν καλύτερα να κρατηθώ μακριά του. Ίσως αυτά που του συνέβησαν να ήταν τόσο τρομερά, ώστε να μην μπορέσει ποτέ να ανοιχτεί σε μια γυναίκα». Να μου ανοιχτεί, σκέφτηκε. Να με εμπιστευθεί. Η Κέιτ έμεινε σιωπηλή όσο μάζευε τα εργαλεία της. Μετά, της έριξε ένα βλέμμα ανθρώπου που ξέρει πολλά. «Ξέρεις την παλιά παροιμία: η αγάπη γιατρεύει όλες τις πληγές». «Πώς είναι δυνατόν να ξέρω αν τον αγαπάω; Αφού δεν ξέρω καν ποιος είναι...» «Σου είπα...» «Ναι, εντάξει». Η Νόρα ξεφύσηξε συγχυσμένη. «Να διαβάσω τα βιβλία του». «Δεν ξέρω πώς λειτουργεί το μυαλό ενός συγγραφέα», παραδέχτηκε η Κέιτ. «Αν αληθεύει, όμως, ότι οι μυθιστοριογράφοι περιγράφουν αυτά που ξέρουν, τότε ο Κουίν Γκάλαχερ είναι ολοφάνερο ότι έχει αντιμετωπίσει πολλά τέρατα στη ζωή του». «Άρα ο άνθρωπος που έγραψε τη Νύχτα της ΝεράιδαςΦάντασμα δεν είναι από αυτούς που θα βολευτούν με μια σύζυγο και μια έτοιμη οικογένεια», δήλωσε η Νόρα, παραβλέποντας το γεγονός πως η σχέση της με τον Κουίν δεν είχε πλησιάσει καν σ’ ένα τέτοιο στάδιο. «Αυτό είναι αλήθεια. Έχε υπόψη σου, όμως, πως ήταν το πρώτο του βιβλίο», της υπέδειξε η Κέιτ. «Και παρ’ όλο που μπορεί να μην το συνειδητοποιεί ακόμα ούτε ο ίδιος, ο άντρας που έγραψε την Κυρά της Λίμνης, μια ιστορία για την ύστατη, μοιραία θυσία που κάνει μια μάνα για να σώσει το παιδί της κι ας πρόκειται για ένα υπερφυσικό πλάσμα με πράσινες

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

174

φολίδες που παραμονεύει στο βυθό μιας ιρλανδέζικης λίμνηςλαχταράει κυριολεκτικά να νιώσει την αγάπη μιας οικογένειας». Η Νόρα, έχοντας ακούσει την περιγραφή του Τζον, σκέφτηκε πως επρόκειτο για άλλη μια ιστορία τρόμου που θα ‘πρεπε να τη διαβάσει με όλα τα φώτα αναμμένα. «Ίσως πρέπει να διαβάσω κι αυτό το βιβλίο». Η Κέιτ χαμογέλασε πονηρά. «Αυτό δεν σου λέω τόση ώρα;»

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

175

11 Η Άδεια Καρέκλα Το παμπ Άνρις Ρόουζ ήταν γεμάτο. Κάποιοι από τους πελάτες -όπως ο Μπρέιντι κι ο φίλος του ο Φέργκους- ήταν τακτικοί· μερικοί ήταν μέλη του κινηματογραφικού συνεργείου, που έψαχναν ένα ευχάριστο μέρος για να περάσουν τη βραδιά τους ύστερα από μια δύσκολη μέρα δουλειάς, και κάποιοι άλλοι ήταν ντόπιοι, που είχαν έρθει στο παμπ ελπίζοντας να συναναστραφούν τους πλούσιους και διάσημους. Παρ’ όλο που ο Κουίν είχε ήδη παρατηρήσει πως οι Ιρλανδοί δεν εντυπωσιάζονταν ιδιαίτερα από τις διασημότητες, ωστόσο είχε υπογράψει κιόλας κάμποσες χαρτοπετσέτες και μερικά βιβλία του, τα οποία πήγαν και έφεραν από τα σπίτια τους οι κάτοχοι τους όταν τον είδαν να κάθεται στο Άιρις Ρόουζ. Η ώρα περνούσε κι ο Κουίν ήξερε πως η Νόρα θα έστρωνε σε λίγο το τραπέζι για το δείπνο. Τα σάλια του είχαν αρχίσει ήδη να τρέχουν στη σκέψη τού τι θα μπορούσε να φτιάξει αυτή η γυναίκα μ’ ένα μπούτι αρνάκι. Αν και είχε μάθει μόνος του να μαγειρεύει, τα βράδια ο Κουίν συνήθιζε να χώνει στο φούρνο μικροκυμάτων κάποιο έτοιμο κατεψυγμένο φαγητό.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

176

Κι έτσι του ήταν σχεδόν αδύνατο ν’ αντισταθεί στο γαστρονομικό δέλεαρ της Νόρας. Ωστόσο, συνέχισε να κάθεται σ’ αυτό το θορυβώδες μπαρ, που ήταν γεμάτο γκριζογάλανο καπνό, και ν’ ακούει τον Μπρέιντι να υφαίνει τη μια διασκεδαστική ιστορία μετά την άλλη, επειδή δεν ήταν μόνο το δείπνο που έμοιαζε με το τραγούδι των Σειρήνων. Καθώς μασουλούσε αφηρημένος μερικά τσιπς από το καλαθάκι μπροστά του, ο Κουίν συνειδητοποίησε ότι αυτό που ήθελε ήταν να καθίσει στο παλιό ξύλινο τραπέζι με τη Νόρα και να της διηγηθεί πόσο απαίσια ήταν η μέρα του. Μια μέρα κατά την οποία η Λόρα κι ο συμπρωταγωνιστής της, ο Ντίλαν Χάρισον, όχι μόνο δεν κατάφεραν να γυρίσουν ούτε μια σκηνή με την πρώτη, αλλά χρειάστηκαν καμιά ντουζίνα επαναλήψεις. Μια μέρα κατά την οποία η σποραδική βροχή διέκοπτε κάθε τόσο τα γυρίσματα, με αποτέλεσμα ο ήδη εκνευρισμένος Τζέρεμι Κόνβερς να μεταμορφωθεί σε σκληρό δικτάτορα. Κι αυτό, βέβαια, προκάλεσε ακόμα μεγαλύτερη ένταση στους ηθοποιούς και στα μέλη του συνεργείου, που τα ‘καναν θάλασσα στις ελάχιστες σκηνές στις οποίες η Λόρα κι ο Ντίλαν κατάφεραν να μην κάνουν λάθη. Κι επιπλέον, υπήρχε και το πρόβλημα με το μηχανικό τέρας. Κάποια δυσλειτουργία έκανε την Κυρά να βγάζει ένα βαθύ μονότονο ήχο που θύμιζε άκακο λάμα. Μα το άτονο αυτό βουητό μείωνε την αγριάδα που έπρεπε κανονικά ν’ αποπνέει όταν θα ερχόταν η ώρα να προστατεύσει το παιδί της από τους ύπουλους επιστήμονες. Ο Κουίν ήθελε να τα πει όλα αυτά στη Νόρα. Κι έπειτα, μόλις εκείνη επιδείκνυε τη συμπόνια που περίμενε από μια τόσο καλόκαρδη γυναίκα, ήθελε ν’ ακούσει πώς ήταν και η δική της μέρα.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

177

Παρ’ όλο που συνειδητοποίησε ότι δεν είχε ιδέα τι έκανε στην πραγματικότητα η Νόρα τις ώρες που εκείνος έλειπε από τη φάρμα, οι εικόνες που πρόβαλλαν στο μυαλό του ήταν εκμαυλιστικά σπιτίσιες. Τη φανταζόταν να ζυμώνει ψωμί, να ταΐζει καλαμπόκι τις κοκκινωπές κότες, να περιποιείται τις αγελάδες σαν ροδοκόκκινη βοσκοπούλα σε κάποιον παλιό πίνακα. Ήθελε να αφεθεί στην παρηγορητική ζεστασιά του χαμόγελού της καθώς επέστρεφε από τα λιβάδια με την αγκαλιά της γεμάτη αγριολούλουδα, ήθελε να φιλήσει τα χείλη της και να νιώσει τις έγνοιες της μέρας να χάνονται. Αν ήταν τόσο απλό, ο Κουίν θα μπορούσε να το αντιμετωπίσει. Δεν χρειαζόταν το συγγραφικό του ταλέντο για χαρακτηρισμούς για να καταλάβει πως η Νόρα ήταν η πεμπτουσία της μάνας γης, τόσο διαφορετική από τη δική του μητέρα, ώστε οι δυο γυναίκες θα μπορούσαν να προέρχονται η καθεμιά από διαφορετικό πλανήτη. Είναι φυσιολογικό, λοιπόν, να με ελκύει, έλεγε συνέχεια στον εαυτό του. Μα δεν ήταν μόνο αυτό, που να πάρει η ευχή. Ήθελε, επίσης, ν’ ακούσει ότι ο Τζον πρώτευσε στις εξετάσεις του. Ήθελε να μάθει πώς τα πήγε η Μαίρη με το διαγώνισμα στα κέλτικα κι αν αυτός ο ηλίθιος ο Τζακ είχε ξαναβρεί τα λογικά του και είχε καταλάβει επιτέλους την αξία της όμορφης κοπελίτσας. Ήθελε να του μιλήσει κι άλλο ο Ρόρι για την Κυρά, ήθελε να κοιτάζει το χαριτωμένο προσωπάκι της Σίλια, στεφανωμένο από τα φλογάτα ατίθασα μαλλιά της, και ν’ αναρωτιέται αν έτσι έμοιαζε και η Νόρα όταν ήταν μικρή. Κι ακόμα, ο Θεός να τον βοηθήσει, ήταν πρόθυμος ν’ ανεχτεί μέχρι και τα πονηρά προξενιά της Φιόνα. Κι επειδή τα ‘θελε όλα αυτά -με μια ένταση που τον τρομοκρατούσε ως το μεδούλι- ο Κουίν ήταν αποφασισμένος να κρατηθεί απόψε μακριά από τη φάρμα.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

178

Ο Μπρέιντι είχε αρχίσει να διηγείται έναν παλιό μύθο για μια όμορφη Ιρλανδέζα παρθένα που την απήγαγε ένας Νορμανδός βασιλιάς. Είχε τη ρητορική στο αίμα του. Ο ρυθμός της ομιλίας του, ο χρόνος του, οι φράσεις που διάλεγε, οι χειρονομίες του, καθώς μιλούσε για μάχες, έρωτες, τραγωδίες, άγιους, ερημίτες, νεράιδες και μαγείες, θύμιζαν τα παλιά χρόνια, όταν το ταλέντο να υφαίνει κάποιος ιστορίες μπορούσε να του εξασφαλίσει πλούτη, προνόμια και μια θέση στο τραπέζι του βασιλιά. Ακούγοντας τον Μπρέιντι να περιγράφει τον πόθο που ένιωσε ο βασιλιάς όταν πρωταντίκρισε τη νεαρή κοπέλα κάνοντας βόλτα με το άλογό του στην εξοχή, ο Κουίν θυμήθηκε τη δική του αντίδραση όταν γνώρισε τη Νόρα. Του άρεσε να την κοιτάζει. Και σε ποιον άντρα δεν θ’ άρεσε; Την ποθούσε. Και πάλι, ποιος αληθινός άντρας δεν θα την ποθούσε; Ήθελε να κάνει έρωτα -σεξ, έσπευσε να διορθώσει τον εαυτό του- μαζί της όλη νύχτα. Και λοιπόν; Το μόνο που αποδείκνυε αυτό ήταν πως ο ίδιος ήταν ένα φυσιολογικό, υγιές αρσενικό. Δυστυχώς, τα πάντα πάνω στη λυγερή χήρα Φιτζπάτρικ απέπνεαν μονιμότητα, ενώ η ζωή του ήταν ακριβώς το αντίθετο. Στο κάτω κάτω, το σεξ δεν ήταν κάτι μόνιμο. Ούτε η καριέρα του, που αυτή τη στιγμή έλαμπε σαν αστέρι. Μα ο Κουίν ήξερε πολύ καλά ότι τ’ αστέρια μπορούσαν να εκραγούν και να μεταμορφωθούν σε μαύρες τρύπες. Ακόμα και το σπίτι του στην ακτή του Μοντερέι ήταν νοικιασμένο. Στο συμβόλαιο του υπήρχε μια ρήτρα που έλεγε πως είχε δικαίωμα να φύγει με ειδοποίηση τριάντα ημερών κι έτσι μπορούσε να το βάλει στα πόδια όποτε ήθελε. Δεν θα ήταν δύσκολο να κερδίσει τη ζεστή και γενναιόδωρη καρδιά της Νόρας. Τον είχε ήδη αφήσει να καταλάβει μ’ ένα

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

179

σωρό τρόπους ότι αν την ήθελε ήταν δική του. Μα δεν συνειδητοποιούσε πως όταν εκείνος έφευγε από την Ιρλανδία και από κείνη- θα της την επέστρεφε κομματιασμένη; Όχι βέβαια, κατέληξε ο Κουίν. Επειδή, παρά το γεγονός πως οι ανάγκες της φάρμας και η ευθύνη της οικογένειάς της απαιτούσαν πρακτικό μυαλό, κατά βάθος η Νόρα ήταν ρομαντική ως τα κατάβαθα της ψυχής της. Η σκέψη αυτή του θύμισε κάτι που του είχε πει η Λόρα στο αεροδρόμιο. Ότι έμοιαζαν πολύ οι δυο τους. Δεν προσδοκούσαν ευτυχές τέλος. Συνειδητοποιώντας πως είχε βρει την τέλεια κρυψώνα, ο Κουίν αποτέλειωσε την τελευταία του Γκίνες, βγήκε από το μπαρ και περπάτησε τα δυο τετράγωνα ως το ξενοδοχείο Φλάνερι Χάουζ. «Βρε, καλώς τον». Το χαμόγελο της Λόρας, όταν άνοιξε την πόρτα, του θύμισε γάτα που βλέπει ένα μπολ γεμάτο κρέμα. «Αυτή κι αν είναι έκπληξη». «Ήμουν στη γειτονιά σου και είπα, να περάσω». Συνειδητοποιώντας πολύ καθυστερημένα ότι φορούσε το νυχτικό της, ο Κουίν έριξε μια ματιά προς την κλειστή πόρτα της κρεβατοκάμαρας. «Αν διακόπτω κάτι...» «Μην είσαι χαζός». Εκείνη τον έπιασε από το μπράτσο και τον οδήγησε στο δωμάτιο. Τα νύχια της πάνω στο μανίκι του ήταν παραδόξως άβαφα, όπως το απαιτούσε ο ρόλος της Σάνον Μαγκουάιρ. Όπως τόσα πράγματα τις τελευταίες μέρες, του θύμισαν τη Νόρα. «Μόλις βγήκα από την μπανιέρα και σκεφτόμουν να πέσω στο κρεβάτι μ’ ένα καλό βιβλίο». Το βλέμμα της ήταν σκέτη πρόκληση. «Προτιμώ, βέβαια, να πέσω στο κρεβάτι μ’ έναν καλό άντρα. Ή, ακόμα καλύτερα, μ’ έναν κακό». Ο Κουίν κοντοστάθηκε στη μέση του σαλονιού. «Υπάρχει μίνι μπαρ στο δωμάτιο;»

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

180

«Φυσικά». Το βλέμμα που του ‘ριξε πρόδιδε γνήσια ανησυχία. «Είσαι σίγουρος πως θέλεις να πιεις κι άλλο;» «Δεν ήξερα πως έχεις καταταγεί στην αστυνομία της εγκράτειας». Ο τόνος του την προειδοποιούσε να κάνει πίσω. «Αγάπη μου, ξέρεις πολύ καλά ότι ποτέ μου δεν υποστήριζα την εγκράτεια σε τίποτα». Ακούμπησε το χέρι της στο μάγουλο του -ήταν η ίδια ακριβώς χειρονομία που είχε κάνει και η Νόρα στη λίμνη, αλλά ο Κουίν ξαφνιάστηκε όταν ανακάλυψε ότι το άγγιγμα της Λόρας δεν ξύπνησε μέσα του καμιά ανάγκη να της το ανταποδώσει. «Απλώς δεν θα ‘θελα να απογοητευτείς». «Ποτέ δεν μ’ έχεις απογοητεύσει, Λόρα». «Φυσικά και δεν σ’ έχω απογοητεύσει». Οι ξανθιές της μπούκλες, που όλη τη μέρα ήταν κρυμμένες κάτω από μια καστανή περούκα, ανέμισαν καθώς κούνησε το κεφάλι της. «Φοβάμαι απλώς πως, αν ρίξεις κι άλλο αλκοόλ στο αίμα σου, ίσως δυσκολευτείς να... καταλαβαίνεις...» «Ν’ αποδώσω;» «Ακριβώς». Το χαμόγελο της του θύμισε τα χρυσά αστέρια που η δασκάλα της τρίτης δημοτικού στο Σαν Αντόνιο κολλούσε στα διαγωνίσματα της ορθογραφίας του. «Ποτέ μέχρι τώρα δεν είχες παραπονεθεί». «Κι εσύ ποτέ μέχρι τώρα δεν είχες εμφανιστεί στην πόρτα μου τύφλα στο μεθύσι». Αυτό ήταν αλήθεια. Στην πατρίδα του, στην πραγματική ζωή του, το πιο πολύ που έπινε ποτέ ο Κουίν ήταν καμιά μπίρα ή ένα ποτήρι κρασί με το φαγητό. «Γιατί δεν αφήνεις εμένα ν’ ανησυχήσω για την απόδοσή μου;» Ο τόνος του ήταν ήπιος, μα το βλέμμα του είχε σκληρύνει.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

181

«Όπως θες, αγάπη μου». Ξέροντας πολύ καλά πως δεν έπρεπε να τον πιέσει άλλο, η Λόρα του χάρισε ένα φευγαλέο χαμόγελο, που ο Κουίν αναγνώρισε πως ανήκε στο επαγγελματικό της οπλοστάσιο. Άνοιξε το μπαρ μ’ ένα μικρό μπρούντζινο κλειδί κι έσκυψε για να δει τι είχε μέσα. Ο ποδόγυρος της ρόμπας της σκαρφάλωσε στους μηρούς της, τόσο ψηλά, ώστε ο Κουίν βεβαιώθηκε πως δεν φορούσε τίποτα κάτω από το μπεζ μετάξι. «Έχουμε Γκίνες, Χαρπ, διάφορα ιρλανδέζικα ουίσκι...» «Δεν έχει σκοτσέζικο ουίσκι;» Μια που τα προβλήματά του ξεκίνησαν από τη στιγμή που προσγειώθηκε σ’ αυτό το αναθεματισμένο πράσινο νησί, ο Κουίν ήταν αποφασισμένος να κάνει ένα διάλειμμα από οτιδήποτε ιρλανδικό για την υπόλοιπη βραδιά. «Για να δω...» Η Λόρα περιεργάστηκε τα μικρά μπουκαλάκια. «Όχι. Μα έχει τζιν». Ο Κουίν σιχαινόταν το τζιν. Το έπινε η μητέρα του και, ακόμα και ύστερα από όλα αυτά τα χρόνια, η μυρωδιά του τον έκανε ν’ ανακατεύεται. «Εντάξει». Όταν ένιωσε περισσότερη ανυπομονησία παρακολουθώντας τη να σερβίρει το ποτό σ’ ένα ποτήρι παρά βλέποντας τα προκλητικά της στήθη μέσα από το μετάξι, ο Κουίν κατάλαβε πως είχε μπλέξει άσχημα. Η Λόρα αποφάσισε να πιει ένα Μπέιλις. Έπειτα διέσχισε το δωμάτιο με τ’ ατελείωτα πόδια της και βολεύτηκε δίπλα του στον καναπέ. «Στους παλιούς φίλους». Του έδωσε το ποτήρι του με το τζιν και ύψωσε το δικό της. «Και στις όμορφες στιγμές». «Πίνω ευχαρίστως σ’ αυτό». Ο Κουίν κατέβασε το τζιν με μεγάλες, διψασμένες γουλιές σαν πικρό φάρμακο κι απόλαυσε το κάψιμο στο λαιμό του.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

182

«Χριστούλη μου. Σαν πολύ δεν βιαζόμαστε;» Η Λόρα άγγιξε με τ’ ακροδάχτυλά της το στόμιο του ποτηριού της. «Ελπίζω να μην προαναγγέλλει το τι θα επακολουθήσει». «Σου το ξανάπα». Ο Κουίν σηκώθηκε, πήγε στο μπαρ και πήρε το πρώτο μπουκάλι που βρήκε μπροστά του. «Άσε εμένα ν’ ανησυχήσω γι’ αυτό». «Πολύ κακοδιάθετος είσαι απόψε». Ακούμπησε το ποτό της πάνω στο τραπέζι και σηκώθηκε με μια κίνηση γεμάτη χάρη. «Τι σ’ έχει πιάσει, μωρό μου;» «Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς». Ο μοναδικός λόγος που ο Κουίν δεν παραπονέθηκε όταν του πήρε το ουίσκι από τα χέρια ήταν γιατί δεν ήθελε να της δείξει πόσο απεγνωσμένα λαχταρούσε να του μουδιάσει το μυαλό το αλκοόλ. «Βάζω στοίχημα πως είσαι ερεθισμένος». Τύλιξε το ένα μπράτσο της γύρω από το λαιμό του και γλίστρησε επιδέξια το άλλο ανάμεσά τους, χαϊδεύοντάς τον χαμηλά μ’ έναν τέτοιο τρόπο ώστε του προκάλεσε ακριβώς την αντίδραση που ήθελε. «Όταν έκανα μπάνιο σε σκεφτόμουν». Η φωνή της ακούστηκε βραχνή, καθώς τον κοιτούσε κατάματα. «Περνούσα το σφουγγάρι πάνω στα στήθη μου και θυμόμουν πόσο σ’ αρέσει να τα φιλάς από τη μια ρώγα στην άλλη. Κι όταν έπλενα τα πόδια μου, σκέφτηκα εκείνη την πρώτη φορά, όταν πήγαμε στο πάρτι του Τζέρεμι, στο Μπελ Αιρ, και με παρέσυρες στο μπάνιο, μου είπες να τυλίξω τα πόδια μου γύρω από τη μέση σου και κάναμε έρωτα πάνω στο μαρμάρινο νιπτήρα». «Ήμουν τρελαμένος εκείνο το βράδυ». Τρελαμένος από τον πόθο. «Ήσουν υπέροχος». Τα δάχτυλά της σφίχτηκαν επιδέξια γύρω από τη στύση του. «Παραλίγο να φτάσω σε οργασμό όσο το θυμόμουν». Τα χείλη της άγγιξαν τα δικά του. Ήταν ζεστά

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

183

κι αφάνταστα πρόθυμα. «Ευτυχώς που δεν υπέκυψα στις παρορμήσεις μου κι έτσι δεν άρχισα χωρίς εσένα». Το φιλί τους ήταν βαθύ και παθιασμένο. Η γνώριμη γεύση της, τονισμένη από το Μπέιλις, του προκάλεσε ένα ξέσπασμα πόθου που έστειλε ορμητικά το αίμα του από το κεφάλι του στα πιο ζωτικά του όργανα. Ένα μεγάλο μέρος του εαυτού του -ένα παλλόμενο πρωτόγονο κομμάτι του- ποθούσε τη Λόρα. Παρ’ όλο που, όπως επαναλάμβανε μέσα του, δεν χρωστούσε τίποτα στη Νόρα, ήξερε πως αν έπαιρνε ό,τι του πρόσφερε η όμορφη ηθοποιός μετά θα αισθανόταν μόνο ενοχές. Τράβηξε τα χέρια του από τους μηρούς της κι αιχμαλώτισε τα δικά της. «Δεν μπορώ να συνεχίσω». «Φυσικά και μπορείς, αγάπη μου». Το αισθησιακό της χαμόγελο ταίριαζε απόλυτα με το γατίσιο γουργούρισμα της φωνής της. «Τα πας πολύ καλά μέχρι τώρα». «Δεν είναι αυτό». Λέγοντας στον εαυτό του πως είναι ηλίθιος, τραβήχτηκε ανεπαίσθητα. «Ξέρεις πως πάντα καταφέρνεις να μ’ ερεθίζεις...» «Πίστεψέ με, Κουίν, είναι αμοιβαίο». Πώς μπορούσε να της εξηγήσει το ανεξήγητο, που να πάρει ο διάβολος; Και ειδικά σ’ αυτή τη γυναίκα που στο μυαλό της είχε μόνο ένα πράγμα; «Θα νομίζεις ότι είμαι τρελός». Η Λόρα γέλασε ξαφνιάζοντάς τον. «Φυσικά και είσαι. Και είναι κάτι που πάντα μ’ άρεσε πάνω σου. Οι περισσότεροι από μας, Κουίν, προσπαθούμε να ξεφύγουμε από τα τέρατα που μας κυνηγάνε. Εσύ τα αγκαλιάζεις, τα κάνεις κομμάτι του εαυτού σου σε τέτοιο βαθμό, ώστε είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς πού σταματάς εσύ και πού αρχίζουν εκείνα. Σε κάνουν

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

184

ακραίο, επικίνδυνο -πράγμα που οι πιο πολλές γυναίκες βρίσκουν ακαταμάχητο». Ο Κουίν βρέθηκε μπροστά στην εξής επιλογή: μπορούσε να αρνηθεί την καθόλου κολακευτική παρατήρησή της ή, μια που είχε ήδη αποφασίσει πως δεν θα έκανε έρωτα μαζί της, να παραδεχτεί πως τα λόγια της έκρυβαν κάποια αλήθεια. «Ποτέ μου δεν υποψιάστηκα πως μελετάς την ανθρώπινη φύση». «Μια ρηχή, επιφανειακή γυναίκα -μια ηθοποιός- σαν κι εμένα...» του αποκρίθηκε τινάζοντας την ξανθή της χαίτη. «Δεν εννοούσα...» «Φυσικά αυτό εννοούσες. Και, πίστεψέ με, δεν είσαι ο πρώτος άντρας που αρκείται απλώς στην επιφάνεια. Βλέπεις όμως, αγάπη μου», συνέχισε η Λόρα, ελευθερώνοντας το ένα χέρι της και χαϊδεύοντάς τον στο μάγουλο, «εκεί ακριβώς βρίσκεται η ουσία. Δεν είσαι το μοναδικό άτομο στον κόσμο που προτιμάει οι προσωπικές του υποθέσεις να παραμένουν αυτό ακριβώς: προσωπικές». Ήταν άλλη μια έκπληξη αυτής της βδομάδας, η οποία ήταν ήδη γεμάτη εκπλήξεις. «Κι εγώ που πάντα νόμιζα ότι ήμουν καλός στο να αναλύω χαρακτήρες». «Είσαι. Παρέβλεψες απλώς το γεγονός πως είμαι πολύ καλύτερη ηθοποιός απ’ όσο με θεωρεί ο περισσότερος κόσμος». Κι απ’ ό,τι φαίνεται, συλλογίστηκε ο Κουίν, άνθρωπος με μεγαλύτερο βάθος. «Διάολε». Απομακρύνθηκε από κοντά της και πήρε πάλι το μπουκάλι με το ουίσκι. Χρειαζόταν ένα ποτό και το χρειαζόταν αμέσως. «Τώρα νιώθω σαν να ‘μαι ένας μαλάκας που σε χρησιμοποίησε». «Φυσικά και με χρησιμοποίησες». Η Λόρα για άλλη μια φορά του πήρε το μπουκάλι από τα χέρια. «Αύριο θα μ’ ευχαριστείς γι’ αυτό που κάνω», τον βεβαίωσε προτού

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

185

ξαναγυρίσει στο θέμα που κουβέντιαζαν. «Πάντα χρησιμοποιούσαμε ο ένας τον άλλο». Αναστέναξε και τα στήθη της ανασηκώθηκαν με τέτοιο τρόπο, ώστε ο Κουίν είπε στον εαυτό του πως ήταν ή τρελός ή ηλίθιος που απέρριπτε αυτά που του πρόσφερε. «Τώρα, όμως, φοβάμαι πως δεν θα μπορέσουμε να το ξανακάνουμε». «Γιατί όχι;» «Επειδή τέλειωσαν πια τα σεξουαλικά μας παιχνιδάκια, ανόητε», του αποκρίθηκε με το χαρακτηριστικό σούφρωμα των χειλιών της που λάτρευαν οι κάμερες και οι λεγεώνες των θαυμαστών της. «Έχω ένα φριχτό προαίσθημα πως πρόκειται να κάνω κάτι τελείως ηλίθιο». «Τι, δηλαδή;» Ο Κουίν υπολόγιζε ότι, μετά την αποψινή νύχτα, σ’ εκείνον άξιζε ο τίτλος του ηλιθιότερου ανθρώπου του κόσμου. «Θα σου πω πώς ν’ αποπλανήσεις τη μικρή Ιρλανδέζα αγρότισσά σου». «Τι;» Ο Κουίν την κοίταξε άναυδος. «Πώς, διάολε...» «Είναι κοινό μυστικό, αγάπη μου. Από τότε που κάνεις τα πάντα για το γιο της, εκτός από το να τον υιοθετήσεις». «Δεν το πιστεύω!» Ο Κουίν πέρασε αγανακτισμένος το χέρι του μέσα στα μαλλιά του. «Το παιδί λατρεύει τα στοιχειά της θάλασσας, όπως εκατομμύρια παιδιά λατρεύουν τους δεινόσαυρους κι έκαναν το Τζουράσικ Παρκ τέτοια επιτυχία. Κι έτσι τον άφησα να παρακολουθήσει τις σκηνές με την Κυρά. Τόσο φοβερό είναι πια;» «Και η εκδρομή πατέρα-γιου που θα πας μαζί του;» Να πάρει η ευχή. Ο Κουίν σκέφτηκε πως θ’ αναγκαζόταν να σκοτώσει τον Τζέρεμι Κόνβερς. Το μόνο που είχε κάνει ήταν να πληροφορήσει το σκηνοθέτη πως θα έλειπε για ένα Σαββατοκύριακο κι αμέσως η ζωή του είχε γίνει αντικείμενο

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

186

κουτσομπολιού. Διάολε, σε λίγο θα έβλεπε τον εαυτό του πρωτοσέλιδο στις σκανδαλοθηρικές εφημερίδες, φωτογραφημένο δίπλα στο μηχανικό τέρας κι από κάτω μια λεζάντα που θα ‘λεγε πως αυτός ήταν που είχε αφήσει έγκυο την Κυρά της Λίμνης. «Δεν είναι παρά μια εκδρομή», διαμαρτυρήθηκε. Η επίδραση της Γκίνες είχε αρχίσει να ξεθυμαίνει, το τζιν του ‘χε χαλάσει το στομάχι κι ένιωθε τα πρώτα σημάδια του πονοκεφάλου να μαζεύονται πίσω από τα μάτια του σαν τα σύννεφα που προμηνύουν καταιγίδα. «Προσωπικά πιστεύω ότι είναι πολύ γλυκό εκ μέρους σου. Αν νομίζεις, όμως, πως αν κοιμηθείς στο βρεγμένο χώμα μαζί με μια ομάδα εξάχρονων παιδιών θα εξασφαλίσεις πρόσκληση για το κρεβάτι της μητέρας του αγοριού, λάθος τα υπολόγισες». «Δεν προσφέρθηκα να πάω στην αναθεματισμένη εκδρομή για να σαγηνεύσω τη μητέρα κανενός, που να πάρει ο διάολος!» Το ίδιο ακριβώς είχε πει και στη Νόρα. Και ήταν η αλήθεια. «Δεν έχεις ιδέα πόσο ανακουφίζομαι που το ακούω, Κουίν. Επειδή στ’ αλήθεια είχα αρχίσει να φοβάμαι για σένα». Η Λόρα ξανάβαλε το μπουκάλι με το ουίσκι στο μπαρ, έκλεισε την πόρτα του και την κλείδωσε, βάζοντας για ασφάλεια το κλειδί στην τσέπη της. «Η Νόρα Φιτζπάτρικ μπορεί να διαφέρει από τις γυναίκες που έχεις συνηθίσει να συναναστρέφεσαι. Μα, πίστεψέ με, αγάπη μου, δεν υπάρχει ούτε ένα θηλυκό σ’ αυτό τον κόσμο που να μπορεί ν’ αντισταθεί στο φλερτ του Χαριτωμένου Πρίγκιπα». «Του Χαριτωμένου Πρίγκιπα;» Ο Κουίν ήθελε να βάλει τα γέλια. Κανείς δεν τον είχε αποκαλέσει ποτέ χαριτωμένο. «Σου μιλάω για ρομαντικές χειρονομίες».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

187

«Οχ, Χριστούλη μου...» «Μην κοροϊδεύεις. Πιάνουν. Το πρόβλημά σου είναι πως πάντα έβρισκες με τόση ευκολία σεξουαλικούς συντρόφους, ώστε ποτέ δεν χρειάστηκε να προσπαθήσεις, όπως οι συνηθισμένοι άντρες. Μια που αυτές τις μέρες είσαι σεναριογράφος, δεν είναι τόσο δύσκολο να φανταστείς τον Μπόγκαρτ και την Μπακόλ. Τον Μπόγκαρτ και την Μπέργκμαν. Τον Μπόγκαρτ και τη Χέμπορν...» «Γλυκιά μου, σαν να μου φαίνεται πως είσαι τελείως κολλημένη». «Τυχαίνει να πιστεύω ότι ο Μπόγκαρτ είναι ο πιο αισθησιακός άντρας που έστειλε ποτέ ο Θεός σ’ αυτό τον πλανήτη. Και, πίστεψέ με, αγάπη μου, δεν είμαι η μόνη. Και, μια που μοιάζετε τόσο πολύ, αυτό σε ωφέλησε αφάνταστα». «Ποτέ δεν είδα τον εαυτό μου σαν Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ». «Δεν εκπλήσσομαι. Οι άντρες σπάνια βλέπουν ξεκάθαρα τους εαυτούς τους. Είναι ένα από τα πιο χαριτωμένα ελαττώματα του φύλου σας. Κι αν δεν μπορείς να φανταστείς τον Μπόγκαρτ, υποθέτω πως κι ο Κλαρκ Γκέιμπλ μας κάνει. Και μόνο η σκέψη του Ρετ και της Σκάρλετ αρκεί για να κάνει την καρδιά της κάθε γυναίκας να πεταρίσει». Η Λόρα του χαμογέλασε. «Μάγεψε τη Νόρα Φιτζπάτρικ, Κουίν, και μόλις την κρατήσεις στην αγκαλιά σου μετά θα ‘ναι πολύ εύκολο να την πας στο κρεβάτι σου». Ο Κουίν δεν ήθελε να το παραδεχτεί, μα του φάνηκε εκπληκτικά ελκυστική η σκέψη να ανέβει μια μαρμάρινη σκάλα με τη Νόρα στην αγκαλιά του κι έπειτα να περάσει μια ατέλειωτη νύχτα κάνοντας παθιασμένα έρωτα μαζί της. «Θα το σκεφτώ». «Φυσικά και θα το σκεφτείς, μωρό μου». Η φωνή της είχε γίνει γλυκιά σαν τη μανόλια, προδίδοντας την καταγωγή της

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

188

από το Νότο, όπου είχε κερδίσει τον τίτλο της Μις Τζόρτζια, προτού μαζέψει τις βαλίτσες της κι αποφασίσει να δοκιμάσει την τύχη της στο Χόλιγουντ. «Αύριο, στην Τάρα». Η Λόρα τον χάιδεψε τρυφερά στο μάγουλο, με μια μητρική χειρονομία. «Στο μεταξύ, μια που τώρα είμαστε φίλοι κι όλοι ξέρουν πως οι φίλοι δεν αφήνουν τους φίλους να οδηγήσουν μεθυσμένοι, καλύτερα να κοιμηθείς εδώ απόψε. Στον καναπέ», πρόσθεσε. Αυτή μάλλον ήταν η καλύτερη ιδέα που είχε ποτέ η Λόρα μέχρι τώρα. Ο Κουίν ένιωθε έτοιμος να καταρρεύσει. «Ίσως πάρω κανέναν υπνάκο». «Θα κοιμηθείς εδώ», επανέλαβε εκείνη. «Και μην ανησυχείς για τη χήρα Φιτζπάτρικ. Ακόμα και μια Ιρλανδέζα που ανατράφηκε σε μοναστήρι δεν είναι άτρωτη στο πράσινο τέρας της ζήλιας. Αν δεν γυρίσεις το βράδυ, θα της κινήσεις το ενδιαφέρον». Ο Κουίν αναρωτήθηκε μήπως η Λόρα είχε δίκιο. Κι έπειτα θύμισε στον εαυτό του πως, παρ’ όλο που η Λόρα ισχυριζόταν το αντίθετο, η Νόρα δεν ήταν σαν τις άλλες γυναίκες. Αργότερα, ξαπλωμένος ανάσκελα στον υπερβολικά κοντό καναπέ κι ενώ ευχόταν να πάψει το κεφάλι του να γυρίζει, σκέφτηκε ότι βρισκόταν πάλι στο σημείο απ’ όπου είχε ξεκινήσει όταν πήγε στο Άιρις Ρόουζ με το ηλίθιο σχέδιο του να κρυφτεί από τη Νόρα Φιτζπάτρικ. Τι μάγια του ‘χε κάνει αυτή η γυναίκα και είχε χάσει τα μυαλά του;

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

189

12 Αναζητώντας μια Καρδιά Ο Κουίν δεν γύρισε στο σπίτι. Δεν τον δελέασε το αρνάκι στο φούρνο. Ούτε εκείνη. Διαβάζοντας την Κυρά της Λίμνης το προηγούμενο βράδυ, η Νόρα συνειδητοποίησε ότι ήταν βλακεία της να πιστεύει πως θα ‘ρχόταν. Η Κέιτ είχε απόλυτο δίκιο όταν επέμενε ότι, πίσω από τις ιστορίες τρόμου, ο Κουίν έγραφε για την οικογένεια. Το πρόβλημα, φυσικά, ήταν πως φαινόταν ολοκάθαρα ότι δεν είχε και πολύ θετική άποψη για την οικογενειακή ζωή. Την είχε προειδοποιήσει να μην προσπαθήσει να περάσει τα τείχη του, γιατί δεν θα της άρεσαν αυτά που θα ‘βλεπε. Λοιπόν, δεν αποδείχθηκε πως καλά της έλεγε; Είχε πάρει μια ιδέα για τον άντρα που κρυβόταν πίσω από το πέτρινο προσωπείο, μα αντί η όψη του να την τρομοκρατήσει και να το βάλει στα πόδια, όπως αναμφίβολα περίμενε εκείνος, έκανε την καρδιά της να ραγίσει από τη θλίψη που ένας άνθρωπος αναγκάστηκε να ζήσει τη ζωή του μέσα σε τόση μοναξιά. Δεν ήταν εύκολο να γνωρίσει κανείς τον Κουίν. Και θα ήταν ακόμα δυσκολότερο να τον αγαπήσει. Και στην πραγματικότητα η Νόρα εξακολουθούσε να μην είναι σίγουρη ότι τον είχε ερωτευτεί. Ήξερε ωστόσο πως, αν δεν δεχόταν να το διακινδυνεύσει -αν δεν του ανοιγόταν- θα περνούσε την

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

190

υπόλοιπη ζωή της μετανιώνοντας για το φόβο και τους δισταγμούς της. Έπρεπε να το προσπαθήσει -για την ίδια και για κείνον. Έριχνε στάρι στα ατομικά τάγιστρα και σκεφτόταν πως, αν δεν κόστιζε τελικά πολλά η επιδιόρθωση της στέγης, ίσως κατάφερνε με τα υπόλοιπα χρήματα του ενοικίου ν’ αγοράσει την αυτόματη τροφοδοτική μηχανή που είχε δει στο κατάστημα γεωργικών ειδών του Μέρφι, όταν μπήκε στο στάβλο ο Μπρέιντι. «Αυτή κι αν είναι έκπληξη», του είπε. «Καλησπέρα». «Καλησπέρα και σ’ εσένα, θυγατέρα». Ο Μπρέιντι έσκυψε και τη φίλησε στο μάγουλο. «Σκέφτηκα να περάσω από δω μήπως θέλεις καμιά βοήθεια». «Με το άρμεγμα;» Αυτό πρώτη φορά συνέβαινε. Η Νόρα δεν μπορούσε να θυμηθεί την τελευταία φορά που ο πατέρας της είχε βρεθεί κοντά στο στάβλο. «Μπα, φαίνεται να ‘χεις πάρει το κολάι», της απάντησε. «Άλλωστε, εγώ δεν τα καταλαβαίνω αυτά τα μοντέρνα μηχανήματα. Αν, βέβαια, χρειαζόσουν κάποιον να σε βοηθήσει ν’ αρμέξεις με τον παραδοσιακό τρόπο...» «Και πάλι θα ‘πρεπε να φωνάξω τον Τζον». Το χαμόγελο της διέψευδε κάθε κατηγορία από το πειρακτικό της σχόλιο. «Όπως λέει πάντα η Κέιτ, οι θεοί έδωσαν στον καθένα μας διαφορετικά ταλέντα, μπαμπά. Και το δικό σου δεν είναι οι αγροτικές εργασίες». «Αυτή δεν είναι η αλήθεια του Θεού;» Εκείνος αναστέναξε βαριά. «Φοβάμαι πως ήμουν τόσο κακός σαν γονιός όσο και σαν αγρότης». «Όχι, αυτό δεν είναι καθόλου αλήθεια! Υπήρξες υπέροχος πατέρας».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

191

«Ήθελα να είμαι καλός πατέρας». Ο Μπρέιντι αναστέναξε πάλι κι έπειτα αναποδογύρισε ένα άδειο μεταλλικό δοχείο και κάθισε πάνω του. «Μα τα πράγματα χειροτέρεψαν όταν πέθανε η καλή σου μητέρα». «Ήταν δύσκολη εποχή για όλους μας». «Ναι. Μα πιο δύσκολη για σένα. Επειδή εγώ δεν βοηθούσα όσο θα ‘πρεπε». «Πενθούσες». Η Νόρα είχε σχεδόν ξεχάσει πόσο σιωπηλός ήταν, ότι για πολλούς μήνες σπάνια πρόφερε δυο λέξεις στη σειρά. «Και τα παιδιά μου πενθούσαν. Μα εγώ ήμουν τυφλός και δεν το ‘βλεπα». Η Νόρα αναρωτήθηκε πού οφειλόταν αυτή η ασυνήθιστη αυτοκριτική. «Αυτά ανήκουν πια στο παρελθόν», του είπε. «Όλοι επιζήσαμε». «Χάρη σ’ εσένα». Ο Μπρέιντι έβγαλε την πίπα του, έριξε μια ματιά ολόγυρά του στον περιποιημένο στάβλο κι έπειτα, συνειδητοποιώντας πως δεν έπρεπε να καπνίσει εκεί μέσα, την ξανάβαλε στην τσέπη του πουκαμίσου του. «Δεν πιστεύω πως σου είπα ποτέ πόσο πολύ το εκτίμησα που ανέλαβες τη φροντίδα του σπιτιού. Και τα παιδιά τώρα που μεγάλωσαν σε τιμούν με την ανατροφή που τους έδωσες». «Σ’ ευχαριστώ. Μα ήταν από μόνα τους καλά παιδιά. Εγώ το μόνο που έκανα ήταν να τους δώσω κάποια κατεύθυνση». Ο πατέρας της μοίραζε πάντα απλόχερα τις φιλοφρονήσεις του. Ωστόσο ήταν απλώς επιφανειακά κομπλιμέντα, με σκοπό να την καλοπιάσουν. Κανένα τους δεν είχε κάνει ποτέ τα μάτια της να βουρκώσουν όπως τώρα. Αναρωτήθηκε και πάλι ποια ήταν η αιτία γι’ αυτό κι έπειτα αισθάνθηκε το αίμα της να παγώνει, καθώς στο μυαλό της σχηματίστηκε μια πιθανή απάντηση.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

192

«Είσαι καλά;» τον ρώτησε. «Εγώ;» Ο πατέρας της ακούμπησε το χέρι του πάνω στο στήθος του. «Φυσικά και είμαι καλά. Γιατί να μην είμαι;» «Επειδή δεν το συνηθίζεις να είσαι τόσο σοβαρός. Και επειδή ο δόκτωρ Φλάνερι...» «Μην του δίνεις καμιά σημασία. Τι ξέρει αυτός; Ο άνθρωπος είναι άπειρος ακόμα, Νόρα. Την τελευταία φορά που πήγα να μ’ εξετάσει, επειδή επέμενες εσύ, κοίταξα προσεκτικά το ιατρικό δίπλωμα με τα φανταχτερά λατινικά γράμματα που κρέμεται στον τοίχο μέσα σ’ εκείνη την ωραία κορνίζα. Και ξέρεις τι ανακάλυψα;» «Τι;» «Πως το μελάνι δεν είχε στεγνώσει ακόμα». Εκείνη γέλασε, γιατί ήξερε πως αυτό ήθελε ο Μπρέιντι. Μα σοβάρεψε αμέσως. «Ανησυχώ για σένα». «Ανησυχείς για όλο τον κόσμο, καλή μου Νόρα. Είναι ένα από τα πιο αξιέπαινα προτερήματά σου. Και είναι επίσης η κατάρα σου. Επειδή καμιά φορά το παρακάνεις». «Θα ‘θελα να ξέρω αν είναι κακό που δεν θέλω να πέσει ο πατέρας μου ξερός κάποια μέρα από καρδιακή προσβολή». «Δεν πρόκειται να συμβεί τίποτα τέτοιο». «Ο δόκτωρ Φλάνερι...» «Χριστέ μου, γιατί να πάρει σύνταξη ο γιατρός Γουόλς; Από τότε που ανέλαβε τους ασθενείς του αυτό το κουτάβι, το ιατρείο έχει γίνει τελείως καταθλιπτικό». Η Νόρα αρπάχτηκε από το παράπονο του, όπως μια γάτα αρπάζει έναν παχουλό αρουραίο. «Ώστε κάτι σου είπε». «Μόνο ένα σωρό περίπλοκες ιατρικές λέξεις που δεν σημαίνουν τίποτε περισσότερο από το ότι γερνάω, παρ’ όλο που πάντα έβαζα τα δυνατά μου ν’ αποφύγω να μεγαλώσω. Κι έπειτα με χρέωσε δέκα λίρες, για να μου πει κάτι που ήδη

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

193

ήξερα». Ο Μπρέιντι έβγαλε πάλι την πίπα του, μα δεν τη γέμισε. Άρχισε να τη στριφογυρίζει στα χέρια του, σαν να διάλεγε προσεκτικά τα λόγια του. «Μα δεν θέλω να καταστρέψω ένα υπέροχο ανοιξιάτικο απόγευμα κουβεντιάζοντας για το δόκτορα Φλάνερι. Η αλήθεια είναι πως κάτι σκεφτόμουν». Συνειδητοποιώντας πως δεν επρόκειτο να μάθει τίποτε περισσότερο για την κατάσταση της υγείας του πατέρα της, η Νόρα αποφάσισε πως, μια που προφανώς είχε κάποιο σοβαρό λόγο για να την αναζητήσει, θα ‘πρεπε τουλάχιστον να τον ακούσει. «Μπα;» τον ρώτησε, δήθεν αδιάφορα. «Για σένα». «Κατάλαβα», αποκρίθηκε, χωρίς να καταλαβαίνει τίποτα. «Αναρωτιόμουν αν σκέφτεσαι ποτέ τι έχασες που δεν ακολούθησες εκείνο το θείο κάλεσμα». Τα λόγια του της προκάλεσαν τόση έκπληξη, ώστε δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το γέλιο της. «Αχ, μπαμπά». Τον πλησίασε, γονάτισε μπροστά του και τύλιξε τα μπράτσα της γύρω από τους ώμους του. «Δεν νομίζω πως υπήρξε ποτέ στ’ αλήθεια θείο κάλεσμα. Το υποψιαζόμουν ακόμα και πριν πεθάνει η μαμά. Και ήμουν πια σίγουρη όταν συμφώνησα να παντρευτώ τον Κόνορ. Κι όταν η μαμή ακούμπησε τον Ρόρι στην αγκαλιά μου, δεν μου ‘μείνε η παραμικρή αμφιβολία πως έκανα καλά που παράτησα το μοναστήρι». «Είσαι μάνα από τη φύση σου, αυτό είναι αλήθεια», συμφώνησε ο Μπρέιντι και στα μάτια του γυάλισαν τα δάκρυα που συγκρατούσε. «Πρέπει ν’ αποκτήσεις κι άλλα παιδιά». «Πολύ θα το ‘θελα. Ειδικά τώρα που ο Τζον και η Μαίρη σύντομα θα φύγουν από το σπίτι. Ίσως όμως να πρέπει πρώτα να βρω ένα σύζυγο».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

194

«Κι ο πάτερ Ο’ Μάλεί αναμφίβολα θα προτιμούσε αυτή τη σειρά». Της χάρισε ένα φευγαλέο χαμόγελο, θυμίζοντάς της τον πατέρα που μπορούσε να είναι γοητευτικός κι απελπιστικός συνάμα. Τον πατέρα που λάτρευε. «Σου έχω πει ποτέ πώς γνωριστήκαμε με τη μαμά σου;» «Φυσικά. Στη ζωοπανήγυρη του Μπαλινάσλοου. Είχες πάει εκεί για να διηγηθείς τις ιστορίες σου. Κι εκείνη ήταν η κόρη του εμπόρου των αλόγων». «Η όμορφη κόρη του εμπόρου των αλόγων». Ο Μπρέιντι την κοίταξε εξεταστικά. «Έχεις την όψη της μητέρας σου. Τα χρώματα, βέβαια, είναι διαφορετικά, μια που κληρονόμησες τα ανοιχτόχρωμα μαλλιά της γιαγιάς σου, της Φιόνα, ενώ της Έλινορ ήταν κατάμαυρα. Μα της μοιάζεις στα μάτια. Και το στόμα σας είναι ολόιδιο... Υπάρχουν κάποιες φορές, όταν χαμογελάς, που η ανόητη καρδιά μου πεταρίζει, γιατί μπερδεύεται και πιστεύει ότι η Έλι ξαναγύρισε κοντά μου». «Μερικές φορές έτσι μου θυμίζει κι ο Ρόρι τον Κόνορ», ομολόγησε ήρεμα η Νόρα. Μια αγελάδα μουγκάνισε ανυπόμονα, θυμίζοντάς της πως, αν την ήθελε ακίνητη για το άρμεγμα, καλά θα έκανε να βιαστεί να την ταΐσει. «Ναι». Ο Μπρέιντι απέμεινε για λίγο σιωπηλός. Καταλαβαίνοντας πως αυτή η συζήτηση ήταν πολύ πιο προσωπική -και συνεπώς πιο δύσκολη- από οποιαδήποτε από τις ιστορίες που κυλούσαν τόσο εύκολα από τα χείλη του, η Νόρα δεν τον πίεσε. «Ο παππούς σου, ο Νούναν, δεν ήθελε να με παντρευτεί η μητέρα σου». «Αλήθεια;» Το μόνο που θυμόταν από τον πατέρα της μητέρας της, ο οποίος είχε πεθάνει όταν η ίδια είχε περίπου την ηλικία του Ρόρι, ήταν η μυρωδιά των αλόγων και του δέρματος πάνω στα ρούχα του και οι μέντες που φύλαγε πάντα στην τσέπη του για να της δίνει.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

195

«Ήταν από το Δουβλίνο. Άνθρωποι της πόλης, ζούσαν νότια από το Λίφι. Α, δεν θ’ άφηνε τη μοναχοκόρη του να φύγει για τα δυτικά με κάποιο φτωχό αγρότη που οικονομικά δεν ήταν πιο εξασφαλισμένος από έναν πλανόδιο ταξιδευτή. Έναν άντρα που δεν θα μπορούσε ποτέ να της αγοράσει όλα τα μπιχλιμπίδια και τα λούσα που αρέσουν στις γυναίκες». «Η μαμά δεν νοιαζόταν για τα υλικά αγαθά», τον διαβεβαίωσε η Νόρα. «Την ενδιέφεραν οι άνθρωποι. Η οικογένεια». «Πράγματι. Αυτό προσπάθησε να πει στον πατέρα της όταν ζήτησα το χέρι της, μα ήταν σκληρός και πεισματάρης άνθρωπος. Δεν είχε μάθει να συμβιβάζεται». «Κι όμως παντρευτήκατε». «Μόνο εξαιτίας της απαγωγής». «Τι;» Η Νόρα κοίταξε άναυδη αυτό τον άνθρωπο που νόμιζε πως ήξερε τόσο καλά. «Τόλμησες στ’ αλήθεια ν’ απαγάγεις τη μητέρα μου;» «Τότε δεν ήταν ακόμα μητέρα σου», της αποκρίθηκε. «Κι άλλωστε, δική της ιδέα ήταν. Ώστε να αναγκαστεί ο πατέρας της να μας επιτρέψει να παντρευτούμε». «Δεν καταλαβαίνω». «Τώρα βέβαια είναι αλλιώς τα πράγματα. Οι νέοι συζούν τελείως φανερά, χωρίς να μπουν καν στον κόπο να περάσουν από την εκκλησία και ν’ ανταλλάξουν τους γαμήλιους όρκους τους. Μα την εποχή εκείνη, αν μια κοπέλα περνούσε τη νύχτα μ’ έναν άντρα, όσο αθώα κι αν ήταν η περίσταση...» «Η υπόληψή της θα κηλιδωνόταν αν δεν παντρεύονταν», μάντεψε η Νόρα. Παρά τις κατηγορίες της Μαίρης για την καινούρια φιλενάδα του Τζακ που υποτίθεται πως κοιμόταν με τον έναν και με τον άλλο, εδώ στην επαρχία δεν είχαν αλλάξει και τόσο οι αντιλήψεις.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

196

«Σωστά». Ο Μπρέιντι γέλασε καθώς θυμήθηκε τα παλιά. «Ο παππούς σου, ο Νούναν, βιαζόταν να συνοδεύσει την Έλι στην εκκλησία. Μέχρι που προσπάθησε να δωροδοκήσει τον παπά για να μην ανακοινώσει το γάμο επί τρεις συνεχόμενες βδομάδες, γιατί φοβόταν πως είχε μείνει έγκυος και δεν ήθελε να κουτσομπολεύει ο κόσμος αν το εγγόνι του γεννιόταν πρόωρα». «Μα δεν ήταν. Έγκυος, εννοώ». Η Νόρα δεν μπορούσε να το πιστέψει πως έκανε τέτοια συζήτηση με τον πατέρα της. «Περίμενε», του είπε, υψώνοντας το χέρι της. «Ξέχνα ότι σε ρώτησα». Δεν ήθελε να σκέφτεται τη σεξουαλική ζωή των γονιών της. «Ο Φιν γεννήθηκε εννιά μήνες ακριβώς μετά την πρώτη νύχτα του γάμου μας. Κι έπειτα ο Μάικλ. Και όσο κι αν αγαπάω και τους δυο μεγαλύτερους αδερφούς σου, πρέπει να ομολογήσω ότι έκλαψα σαν μωρό παιδί εκείνη τη θυελλώδη μέρα που ήρθες στον κόσμο». Έτριψε το σαγόνι του και τα μάτια του πήραν μια απόμακρη έκφραση, σαν να θυμόταν με κάθε λεπτομέρεια το γεγονός. «Ένας άντρας πάντα λαχταράει γιους. Μπορεί να πει κανείς ότι τους περιμένουμε. Μα όταν σε είδα, Νόρα, μ’ αυτή τη λαμπερή τούφα που κληρονόμησες από τη μαμά μου πάνω στο μικρό ροζ κεφαλάκι σου και τα τεράστια γαλάζια μάτια σου που δεν είχαν πάρει ακόμα το χρώμα του σμαραγδιού, είπα στη μητέρα σου πως κανένας άλλος άντρας δεν ήταν τόσο ευλογημένος. Να έχει μια τόσο τέλεια γυναίκα. Και μια εξίσου τέλεια κόρη». Τα μάτια της Νόρας πλημμύρισαν δάκρυα ακούγοντας αυτή την αποκάλυψη που ήταν ολοφάνερο πως έβγαινε κατευθείαν από την καρδιά του πατέρα της. «Κοίτα τώρα τι πήγες κι έκανες», παραπονέθηκε, ρουθουνίζοντας για να διώξει τα δάκρυά της. «Μ’ έκανες να κλάψω».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

197

«Δεν πρέπει ποτέ να απολογείσαι που κλαις, Νόρα. Μήπως δεν μας έδωσε τα δάκρυα ο Θεός για να μας βοηθήσει να εκφράζουμε τα συναισθήματά μας και να μην τα μαζεύουμε μέσα μας; Παρ’ όλο που μερικοί δεν το καταλαβαίνουν αυτό, δεν είναι καλύτερα να βγάζεις προς τα έξω αυτά τα συναισθήματα και να μπαίνει στην ψυχή σου ο καθαρός αέρας;» «Α, μάλιστα». Η Νόρα έγνεψε καταφατικά, καταλαβαίνοντας επιτέλους γιατί εμφανίστηκε έτσι απρόσμενα ο πατέρας της στο στάβλο. «Κι αναρωτιόμουν αν θα με ρωτούσες για τον Κουίν». «Έχω προσέξει πώς τον κοιτάς, θυγατέρα -με την καρδιά σου να λάμπει στα μάτια σου. Έτσι θυμάμαι πως με κοιτούσε και η μητέρα σου». «Κι εσύ την κοιτούσες έτσι;» «Αργότερα. Στην αρχή, υποψιάζομαι πως το βλέμμα μου έμοιαζε με του Γκάλαχερ όταν σε κοιτάζει και νομίζει ότι κανείς δεν τον παίρνει είδηση». Ο Μπρέιντι άρχισε πάλι να παίζει με την πίπα του. «Οι άντρες δεν είναι σαν τις γυναίκες, Νόρα. Ο μπαμπάς μου κάποτε μου είπε ότι μια γυναίκα πρέπει να είναι ερωτευμένη μ’ έναν άντρα για να θέλει να κάνει έρωτα μαζί του. Μα ο άντρας πρέπει απλώς να είναι στο δωμάτιο». Παρ’ όλο που ένιωθε ολοένα και περισσότερη αμηχανία όπως άλλωστε κι ο Μπρέιντι- από την τροπή που είχε πάρει αυτή η ασυνήθιστα προσωπική συζήτηση, η Νόρα έβαλε πάλι τα γέλια. «Νομίζεις πως έτσι συμβαίνει πάντα;» «Στις περισσότερες περιπτώσεις που ξέρω, ναι». Έβγαλε το κασκέτο του και πέρασε το χέρι του μέσα στα γκρίζα σγουρά μαλλιά του. «Χριστέ μου, εύχομαι να ζούσε η μαμά σου για να κάνει εκείνη αυτή την κουβέντα μαζί σου! Στο κάτω κάτω είναι

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

198

καθήκον της μάνας να συζητάει αυτά τα πράγματα με την κόρη της». «Μα εγώ έχω παντρευτεί». «Ήσουν παιδί τότε. Αγαπούσες τον Κόνορ όπως μια κοπελίτσα αγαπάει ένα μεγαλύτερο άντρα που τη συναρπάζει. Είχες τυφλωθεί από ένα λαμπερό ήλιο, Νόρα, κι αυτό με ανησυχούσε λίγο. Μα στην πραγματικότητα αισθανόμουν τόση ανακούφιση που θα παντρευόσουν και θ’ αναλάμβανες εσύ την ευθύνη των μικρότερων παιδιών, ώστε αρνιόμουν να παραδεχτώ μέσα μου ότι αυτός ο γάμος δεν ήταν ό,τι καλύτερο για σένα». «Αγαπούσα τον Κόνορ. Θα κατάφερνα να πάνε όλα καλά». «Θα προσπαθούσες», της αντέτεινε ο Μπρέιντι. «Και η καρδιά σου θα ράγιζε. Δεν ήσουν η πρώτη γυναίκα στη ζωή του Κόνορ Φιτζπάτρικ, Νόρα. Και, παρ’ όλο που με πονάει που σ’ το λέω, δεν ήσουν ούτε η τελευταία». Φυσικά, η Νόρα το ‘ξερε. Όσο αθώα κι αν ήταν, είχε μαντέψει τις απιστίες του Κόνορ με τη διαίσθηση που έχουν οι σύζυγοι γι’ αυτά τα πράγματα. Μα ως αυτή τη στιγμή δεν είχε επιτρέψει ποτέ στον εαυτό της να εκφράσει μεγαλόφωνα αυτόν το φριχτό φόβο. Κι αν ήξεραν για τις απιστίες του κι άλλοι στο Κασλ-λοχ -και τώρα συνειδητοποιούσε ότι μάλλον ήξερανκανείς, ούτε καν η Κέιτ, δεν είχε τολμήσει να της το πει ποτέ κατάμουτρα. Ξεροκατάπιε, προσπαθώντας να περάσει τις λέξεις από τον κόμπο στο λαιμό της. «Αν πονάς εσύ που μου το λες, πώς νομίζεις πως αισθάνομαι εγώ;» «Είμαι σίγουρος πως δεν σου είναι καθόλου εύκολο. Ωστόσο, δεν βλέπω να το αμφισβητείς». Η Νόρα του γύρισε την πλάτη και τύλιξε σφιχτά τα μπράτσα της γύρω από το κορμί της. Την πονούσε, την

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

199

πονούσε αφάνταστα! Δεν ήθελε να το αντιμετωπίσει. Όχι τώρα -που ένιωθε τόσο μπερδεμένη για τα αισθήματά της απέναντι στον Κουίν. Πήρε μια βαθιά ανάσα κι έπειτα στράφηκε ορμητικά προς το μέρος του πατέρα της. «Γιατί;» τον ρώτησε και η φωνή της ήταν σπασμένη, απελπισμένη. «Ο άντρας μου έχει πεθάνει εδώ και πέντε χρόνια. Γιατί το αναφέρεις τώρα;» «Επειδή ήμουν ένας εγωιστής όταν χρειαζόσουν την προστασία του πατέρα σου. Θα ‘πρεπε να μη σ’ αφήσω να παντρευτείς έναν άντρα που ήταν τόσο ακατάλληλος για σένα». «Δεν θα μπορούσες να κάνεις τίποτα. Άλλωστε, ήδη μου είπες πως ο παππούς Νούναν δεν μπόρεσε να εμποδίσει τη μαμά να σε παντρευτεί». «Ναι. Και είχε άδικο για το τι ήταν πραγματικά καλύτερο γι’ αυτήν. Επειδή, παρ’ όλο που δοκίμασα την υπομονή της πιο συχνά απ’ όσο ίσως θα ‘πρεπε, η Έλινορ ήταν ευτυχισμένη με το γάμο μας. Μα εκείνος δεν μπορούσε να ξέρει τότε πως μπορούσα να την κάνω ευτυχισμένη κι έτσι έπραξε όπως νόμιζε ότι ήταν καλύτερα για την κόρη του. Αγωνίστηκε να την προστατεύσει». Ο Μπρέιντι σηκώθηκε από το μεταλλικό δοχείο με μια κούραση του κορμιού και του πνεύματος που η Νόρα είχε να δει από τότε που πέθανε η μητέρα της. Όταν την έκλεισε στην αγκαλιά του, θυμήθηκε ότι έτσι ακριβώς την είχε κρατήσει την πρώτη φορά που έπεσε από το άλογο. Τότε, νιώθοντας την ανάσα της κομμένη, ήταν σίγουρη ότι πέθαινε· μα τελικά ήταν απλώς ο φόβος της. Και μετά ο πατέρας της την πήγε στην πόλη να φάνε παγωτό. Ήταν περίεργο, μα έτσι ακριβώς αισθανόταν και τώρα.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

200

Καθώς ανάσαινε τη γνώριμη παρηγορητική ευωδιά του σαμπουάν του και του καπνού κι ένιωσε το περίγραμμα της πίπας που ο Μπρέιντι κουβαλούσε πάντα στην τσέπη του πουκαμίσου του, η Νόρα ευχήθηκε να μπορούσαν να λυθούν τα προβλήματά της μ’ ένα χωνάκι παγωτό βανίλια. «Αν ο Κόνορ ήταν ο ήλιος, ο Κουίν Γκάλαχερ είναι η σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού, Νόρα. Κι όσο κι αν καταλαβαίνω ότι σε τραβάει ένας άντρας που είναι το άκρο αντίθετο του πρώτου σου συζύγου, φοβάμαι πως θα σε πληγώσει πολύ περισσότερο απ’ όσο θα μπορούσε ποτέ ο Κόνορ Φιτζπάτρικ». Η Νόρα άνοιξε το στόμα της για να διαμαρτυρηθεί. Μα δεν μπορούσε. «Μπορεί να ‘χεις δίκιο». Δεν υπήρχε λόγος να προσπαθεί να κοροϊδέψει τον εαυτό της. Είχε ήδη φτάσει σ’ ένα σημείο από το οποίο δεν υπήρχε επιστροφή. Ό,τι και να συνέβαινε ανάμεσα σ’ αυτή και τον Κουίν τις επόμενες τρεις βδομάδες, του είχε χαρίσει σαν ανόητη την καρδιά της. Και κατά βάθος ήξερε πως, όταν εκείνος θα έφευγε από το Κασλ-λοχ, θα ‘παίρνε μαζί του ένα μικρό κομμάτι της. Αυτό θα κάνει, θύμισε σταθερά στον εαυτό της. «Δεν θέλω ν’ αποφύγω τη συζήτηση, μπαμπά. Μα θυμάμαι πως εκείνη την πρώτη Κυριακή εσύ ήσουν αυτός που επέμεινες να τον πάω στην πόλη για να βρεθούμε μόνοι οι δυο μας». «Α, μα τότε δεν ήξερα τον πραγματικό του χαρακτήρα». Ο Μπρέιντι συνοφρυώθηκε. «Και τώρα υποθέτω πως θα μου πεις ότι μπορείς ν’ αντιμετωπίσεις την οποιαδήποτε συμπεριφορά του Γιάνκη». Η Νόρα τον κοίταξε κατάματα, παρατηρώντας την ανησυχία του. «Είμαι πολύ πιο δυνατή απ’ όσο δείχνω».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

201

«Λες να μην το ξέρω; Μα απ’ όλους τους περιζήτητους εργένηδες στο Κασλ-λοχ, γιατί έπρεπε να πας και να διαλέξεις τον Αμερικανό;» «Δεν τον διάλεξα εγώ. Η Κέιτ πιστεύει πως η μαμά τον διάλεξε. Επειδή θα αντιπροσώπευε μια πρόκληση. Όπως ο δικός της άντρας». Ο Μπρέιντι κοίταξε πάλι τη Νόρα εξεταστικά. Κι έπειτα γέλασε. «Πράγματι, μόνο η μητέρα σου θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο». Έβαλαν και οι δυο τα γέλια μ’ αυτή την απίστευτη ιστορία. Κι έτσι τους βρήκε ο Κουίν, πατέρα και κόρη αγκαλιασμένους, με τα δάκρυα να κυλάνε στα μάγουλά τους. «Με συγχωρείτε». Νιώθοντας αμηχανία μπροστά σε μια τέτοια ολοφάνερα συναισθηματική σκηνή, πισωπάτησε προς την ανοιχτή πόρτα. «Δεν ήθελα να σας διακόψω». «Μη σε νοιάζει, αγόρι μου», είπε ο Μπρέιντι, σκουπίζοντας το πρόσωπο του με την ανάστροφη της παλάμης του. «Ετοιμαζόμουν να πάω στο χωριό. Μπορείς να πάρεις τη θέση μου και να βοηθήσεις τη Νόρα στο άρμεγμα». Κι έφυγε, προτού ο Κουίν προλάβει να βρει μια πιστευτή δικαιολογία για να δραπετεύσει μαζί του. «Περιποιημένο μέρος». Κοίταξε γύρω του τον πεντακάθαρο στάβλο και κατέληξε ότι κάλλιστα θα μπορούσε να γίνει εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς στο αστραφτερό τσιμεντένιο δάπεδο. «Φανταζόμουν κάτι πιο πρωτόγονο». «Α, άρχισες πάλι, κύριε Γκάλαχερ», είπε η Νόρα, κουνώντας αγέρωχα το κεφάλι της μ’ έναν τρόπο που, αν την έβλεπε ο Μπρέιντι, θα του θύμιζε πάλι τη μητέρα της. «Να προσπαθείς να βάλεις τον καθένα σε τακτοποιημένα μικρά κουτάκια». Έριξε το στάρι στο τελευταίο τάγιστρο της σειράς. «Με

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

202

απογοητεύεις. Νόμιζα πως ένας διάσημος συγγραφέας σαν κι εσένα θα διέθετε περισσότερη φαντασία». Κάτι είχε αλλάξει πάνω της. Σαν να ‘χε παρατήσει τις επιφυλάξεις της και να του παρουσίαζε για πρώτη φορά τη γυναίκα που υπήρξε τόσο γενναία ώστε να αναλάβει τη φροντίδα μιας ολόκληρης οικογένειας προτού καν βγει από την εφηβεία της. «Καμιά φορά βοηθάει να ταξινομείς τους ανθρώπους». «Εννοείς να τους δίνεις στερεότυπους ρόλους». Η Νόρα ξαναγύρισε στην αρχή της σειράς κι άρχισε να τοποθετεί τα θήλαστρα στους πρησμένους μαστούς των αγελάδων. «Άσε με να μαντέψω. Αν είχες σκεφτεί καθόλου το άρμεγμα, που πολύ αμφιβάλλω, θα με φανταζόσουν να κάνω τη δουλειά με τα χέρια, καθισμένη σ’ ένα ξύλινο σκαμνί με τρία πόδια, φορώντας μια μακριά φούστα». «Και μια βαμβακερή χωριάτικη μπλούζα με βαθύ ντεκολτέ που ν’ αποκαλύπτει τα άσπρα σαν το γάλα στήθη σου», συμπλήρωσε ο Κουίν. Στις πιο βουκολικές από τις φαντασιώσεις που έκανε γι’ αυτή τη γυναίκα, φανταζόταν να της ξεκουμπώνει αυτή την άσπρη μπλούζα. «Λυπάμαι που σ’ απογοητεύω». «Αυτό είναι το μόνο που δεν μπορείς να κάνεις, γλυκιά μου». Ο Κουίν πήγε στο τέλος της σειράς κι άρχισε κι αυτός να τοποθετεί τα θήλαστρα, που έμοιαζαν με χταπόδια, στις αγελάδες. «Με μπερδεύεις, με φοβίζεις, μ’ ερεθίζεις, με...» «Σίγουρα δεν μιλάς σοβαρά. Σε φοβίζω εγώ;» «Έχεις δίκιο. Το φοβίζω δεν είναι η σωστή λέξη». «Είπα κι εγώ!» «Αν θες να μάθεις την αλήθεια, κυρία Φιτζπάτρικ, με τρομοκρατείς».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

203

Ξαφνιασμένη που τον άκουγε να ομολογεί με τόση άνεση κάτι τέτοιο, η Νόρα σήκωσε το κεφάλι της κι έμεινε άναυδη βλέποντας τον Κουίν να κάνει μια δουλειά που γι’ αυτήν ήταν πλέον ρουτίνα. «Τι κάνεις εκεί;» «Σε βοηθάω, όπως μου πρότεινε ο Μπρέιντι». «Μα ξέρεις τι κάνεις». «Σου είπα ότι κάτι σκαμπάζω από φάρμες». «Το να σκαμπάζεις κάτι από φάρμες και το να ξέρεις τις αγροτικές δουλειές είναι δυο πολύ διαφορετικά πράγματα». Ο Κουίν ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του. «Δούλεψα σε μερικά αγροκτήματα όταν ήμουν μικρός. Όταν πέθανε η μαμά μου. Όργωνα, μάζευα σανό, άρμεγα. Δεν μ’ άρεσε ιδιαίτερα». «Α, μάλιστα». Αυτό δεν είναι και πολύ ενθαρρυντικό, συλλογίστηκε η Νόρα. Τα λόγια του της υπενθύμισαν πως 3 Κουίν δεν ήταν από τους άντρες που θα ζούσαν ευτυχισμένοι στην επαρχία. «Αν δεν σ’ αρέσει, δεν είσαι υποχρεωμένος να το κάνεις. Στο κάτω κάτω, νοικιάζεις το δωμάτιο και...» «Στις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι η τελευταία λέξη της μόδας να βάζεις τους νοικάρηδες να σου κάνουν τις δουλειές. Είτε το πιστεύεις είτε όχι, υπάρχουν άνθρωποι στις δυτικές Πολιτείες που πληρώνουν ένα σωρό λεφτά για να κάθονται όλη μέρα στο άλογο και να τους πονάει η μέση ιούς, παριστάνοντας τους καουμπόηδες». «Την είδα αυτή την ταινία». Η Νόρα το θεωρούσε σημαντικό να του δώσει να καταλάβει πως το Κασλ-λοχ δεν βρισκόταν και τόσο μακριά από τον πολιτισμό. «Συγκινήθηκα πολύ όταν γεννήθηκε το μοσχαράκι. Μα, να σου πω την αλήθεια, δεν νομίζω πως ήταν και τόσο καλή ιδέα που το πήραν στην πόλη».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

204

«Αυτή η ιστορία ήταν ένα παραμύθι, φτιαγμένο για ιούς ανθρώπους της πόλης που δεν θέλουν να σκέφτονται πως οι αγελάδες δεν είναι τίποτε παραπάνω από χάμπουργκερ πάνω σε τέσσερις οπλές. Μόλις τέλειωσαν τα γυρίσματα της ταινίας, αυτό το μοσχαράκι με τα τεράστια καστανά μάτια που υποτίθεται ότι ξεγέννησε ο Μπίλι Κρίσταλ βάζω στοίχημα ότι κατέληξε ανάμεσα σε δυο σουσαμένια ψωμάκια». Εκείνη έγειρε το κεφάλι της και τον περιεργάστηκε για να δει αν μιλούσε σοβαρά και κατέληξε πως, ναι, μιλούσε πολύ σοβαρά. «Σου έχει πει ποτέ κανείς, κύριε Γκάλαχερ, ότι είσαι υπερβολικά κυνικός;» «Συνέχεια μου το λένε. Και κάνουν πολύ μεγάλο λάθος. Είμαι απλώς ρεαλιστής μέσα σ’ έναν κόσμο κατοικημένο από ανθρώπους που θέλουν να ζουν τη ζωή τους πάνω σε ροζ απαλά συννεφάκια. Γι’ αυτό, λοιπόν», συνέχισε ο Κουίν, επιστρέφοντας στο προηγούμενο θέμα του, «θα ‘πρεπε να σκεφτείς να φτιάξεις μια μπροσούρα που να εξυμνεί τις απολαύσεις της σκληρής και τίμιας χειρωνακτικής δουλειάς, λέγοντας ότι χαμηλώνει την πίεση, βελτιώνει την απόδοση της καρδιάς και αυξάνει τις σεξουαλικές ορμές. Θα έβγαζες μια περιουσία από τους πλούσιους Αμερικανούς». «Θα το σκεφτώ», μουρμούρισε η Νόρα, συνεχίζοντας τη δουλειά της. Δεν είχε σκοπό να σχολιάσει καθόλου την παρατήρησή του για την αύξηση των σεξουαλικών ορμών. «Μήπως θα ‘θελες να μου δώσεις και μια συστατική επιστολή; Για την μπροσούρα, εννοώ». «Εξαρτάται. Θα με χτυπήσεις αν τύχει να χύσω λίγο γάλα;» Παρ’ όλο που ήξερε πως ήταν βλακεία της, αρπάχτηκε από αυτό το πρόσφατο στοιχείο που της έδινε για τη ζωή του και το ‘κλείσε βαθιά στην καρδιά της, ενώ αναρωτιόταν αν

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

205

συνειδητοποιούσε πως μόλις είχε μοιραστεί μαζί της άλλη μια λεπτομέρεια της βασανισμένης του παιδικής ηλικίας. «Δεν έχω καμιά τέτοια πρόθεση», του αποκρίθηκε ήπια, παρ’ όλο που ξύπνησε μέσα της η συμπόνια για το αγόρι που τόσο το είχαν κακομεταχειριστεί. «Τότε, μπορεί και να με πείσεις». «Φυσικά, δεν θα μπορέσεις να γράψεις κριτική πέντε αστέρων για τα νόστιμα φαγητά μου. Μια που έχασες το χθεσινό αρνάκι», πρόσθεσε η Νόρα με νόημα. Είχαν φτάσει πια και οι δυο στη μέση του στάβλου και στέκονταν πλάι πλάι. Ο Κουίν βλαστήμησε σιγανά. «Μου φαίνεται πως από τότε που ήρθα εδώ περνάω τον περισσότερο χρόνο μου ζητώντας συγνώμη από σένα». «Δεν μου χρωστάς καμιά συγνώμη, Κουίν. Στο κάτω κάτω, είσαι απόλυτα ελεύθερος ν’ αποφασίζεις πού θες να περνάς τα βράδια σου». Και τις νύχτες σου, σκέφτηκε, αλλά δεν το είπε μεγαλόφωνα. «Έμεινα στην πόλη. Με τη Λόρα Γκίντεον». «Καταλαβαίνω». Η Νόρα το περίμενε πως ο Κουίν θα την πλήγωνε. Απλώς δεν φανταζόταν πως θα συνέβαινε τόσο σύντομα. «Όχι, που να πάρει ο διάολος». Την έπιασε από το σαγόνι και την ανάγκασε να τον κοιτάξει, ενώ εκείνη ήθελε ν’ αποστρέψει το βλέμμα της. «Δεν καταλαβαίνεις. Μπορεί να πήγα εκεί με σκοπό το σεξ. Μα τελικά κατέρρευσα στον καναπέ της». «Έπινες πάλι;» «Ναι». Κούνησε το κεφάλι του αηδιασμένος με τον εαυτό του. «Όταν ήμουν μικρός, προσπαθούσα σαν τρελός να

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

206

ξεπεράσω τον πατέρα μου στο τρέξιμο. Φυσικά, ποτέ μου δεν τα κατάφερα. Φαίνεται πως εξακολουθώ να μην μπορώ». «Δεν είσαι ο μοναδικός άντρας που κατά καιρούς πίνει λίγο παραπάνω απ’ όσο πρέπει. Αυτό δεν σημαίνει ότι είσαι αλκοολικός». «Μπορώ να μετρήσω στα δάχτυλα του ενός χεριού τις φορές που έχω μεθύσει στη ζωή μου. Και οι δυο από αυτές συνέβησαν από τότε που ήρθα εδώ, στο Κασλ-λοχ. Αυτό κάτι θα πρέπει να σημαίνει». «Σίγουρα δεν διαφημίζει την ηρεμία της αγροτικής ζωής. Ίσως θα ‘πρεπε να το ξανασκεφτώ προτού τυπώσω την μπροσούρα μου». «Μιλάω σοβαρά, Νόρα». «Αυτό είναι το πρόβλημά σου, Κουίν. Παίρνεις τη ζωή πολύ στα σοβαρά. Έχεις υπερβολικές προσδοκίες». Εκείνος γέλασε μ’ έναν τραχύ ήχο που δεν φανέρωνε καμιά ευθυμία. «Γλυκιά μου, αν η ζωή μού δίδαξε κάτι, είναι να μην περιμένω απολύτως τίποτα». «Αν αυτό ήταν αλήθεια, δεν θα χρειαζόταν να κάνεις τόση προσπάθεια για ν’ αποφύγεις να πληγωθείς. Κρύβεις ακόμα κάποια ελπίδα στην καρδιά σου, Κουίν Γκάλαχερ. Κι ας μην το παραδέχεσαι». «Θα ‘πρεπε ίσως να κρεμάσεις μια ταμπέλα: Νόρα Φιτζπάτρικ, αγροτική ψυχολόγος. Δεν ακούς τι σου λέω, που να πάρει ο διάολος; Σ’ έστησα χθες το βράδυ και δεν ήρθα για φαγητό, επειδή είχα πάει στο ξενοδοχείο με σκοπό να κάνω έρωτα με μια άλλη γυναίκα. Κι όχι με μια οποιαδήποτε γυναίκα, αλλά με μια πανέμορφη, σέξι ηθοποιό που πρωταγωνιστεί στις φαντασιώσεις όλων των αντρών του κόσμου. Η Λόρα κι εγώ πάντα περνούσαμε καλά μαζί. Ήμουν

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

207

γεμάτος ένταση. Σφιγμένος. Ήθελα να σε διώξω από το μυαλό μου». «Και τα κατάφερες;» «Όχι, διάολε», της αποκρίθηκε κουρασμένα. Η Νόρα άφησε να ξεφύγει από τα χείλη της η ανάσα που ασυναίσθητα κρατούσε τόση ώρα. «Υποθέτω πως θα ‘πρεπε να πω ότι λυπάμαι. Μα δεν λυπάμαι». Ο Κουίν έτριψε τα μάγουλά του κι άφησε τα χέρια του να πέσουν άτονα στο πλευρό του. Όταν την κοίταξε πάλι -γεμάτος ένταση και πάθος- η Νόρα είδε τη δυστυχία που καθρεφτιζόταν στο βλέμμα του κι αναρωτήθηκε τι είδους γυναίκα είχε γίνει ώστε να θεωρεί ενθαρρυντικό αυτό τον πόνο. «Σε θέλω, που να πάρει η ευχή!» Ο Κουίν χτύπησε με τη γροθιά του την παλάμη του, καθώς οι μηχανές γουργούριζαν και οι αγελάδες μασουλούσαν ευχαριστημένες. «Περισσότερο απ’ όσο φανταζόμουν. Δεν μ’ αρέσει αυτό το συναίσθημα. Και σίγουρα δεν μ’ αρέσει που δεν μπορώ ν’ αποφασίσω τι να κάνω». «Αχ, Κουίν». Το όνομά του βγήκε σαν στεναγμός από τα χείλη της κι ευχήθηκε να μπορούσε να κάνει κάτι για να διώξει τις μαύρες σκιές από την ψυχή του. Αν πίστευε στ’ αλήθεια πως το σεξ θα βοηθούσε, θα έσκιζε τα ρούχα της και θα του δινόταν εδώ και τώρα. Μα είχε αντιληφθεί πως το σεξ ήταν πολύ εύκολο γι’ αυτό τον άντρα. Υπερβολικά εύκολο, απ’ ό,τι φαινόταν. Και παρ’ όλο που δεν θα το παραδεχόταν ποτέ, όσο κι αν ο ίδιος δεν το συνειδητοποιούσε, ο Κουίν λαχταρούσε να βρει κάποια που να νοιάζεται γι’ αυτόν. Να τον αγαπάει. Ακούμπησε το χέρι της στον ώμο του κι αισθάνθηκε τους μυς του να σφίγγονται κάτω από το άγγιγμά της. «Έτσι όπως

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

208

το λες, είναι σαν να μην έχω εγώ καμιά γνώμη σ’ αυτό το θέμα. Μπορεί να μην είμαι τόσο έμπειρη όσο οι Αμερικανίδες στις οποίες είσαι συνηθισμένος», του είπε ήρεμα. «Όμως ήμουν παντρεμένη κι έχω αποκτήσει ένα παιδί. Δεν είμαι ούτε τόσο αφελής ούτε τόσο αδύναμη όσο πιστεύεις. Μπορώ να επιλέξω αν θα κοιμηθώ μαζί σου ή όχι». «Έτσι λες εσύ». Την άρπαξε από τα μπράτσα και τη φίλησε τόσο παθιασμένα, ώστε το κεφάλι της άρχισε να στριφογυρίζει. Όταν την άφησε, η έκφρασή του ήταν πιο βλοσυρή από ποτέ άλλοτε. «Το ζήτημα είναι, μωρό μου, ότι πρέπει να βεβαιωθώ πως έχω κι εγώ δυνατότητα επιλογής». Το πρόσωπο του ήταν μια άκαμπτη, ανεξιχνίαστη μάσκα όταν αποτραβήχτηκε. Σωματικά και ψυχικά. Η Νόρα ήθελε να βάλει τα κλάματα, βλέποντας αυτά τα μισητά τείχη να υψώνονται πάλι, τη μια αδιαπέραστη πέτρα μετά την άλλη. «Έχω δουλειά», της είπε. «Μια που φαίνεται πως δεν με χρειάζεσαι εδώ, καλύτερα να πηγαίνω». Και μ’ αυτή τη δικαιολογία, ο Κουίν της γύρισε την πλάτη και βγήκε από το στάβλο. Χωρίς να κοιτάξει πίσω του.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

209

13 Κράτα τη στην Αγκαλιά σου Από τον τρόπο με τον οποίο βγήκε από το στάβλο, η Νόρα υποψιαζόταν πως ο Κουίν θα ‘φεύγε μάλλον για το Κασλ-λοχ. Σίγουρα θα πήγαινε στη Λόρα Γκίντεον. Και γι’ αυτό ξαφνιάστηκε όταν, μπαίνοντας στο σπίτι, τον βρήκε στην κουζίνα με τον Ρόρι, τη Σίλια και τη Φιόνα. Και δεν ήταν απλώς μέσα στην κουζίνα. Φαινόταν να έχει αναλάβει τελείως τον έλεγχο! «Ο Κουίν μαγειρεύει να φάμε», αποκάλυψε η Σίλια που έστρωνε τραπέζι, προτού η Νόρα προλάβει να ρωτήσει τι έκανε εκείνος μπροστά στη φωτιά. «Φτιάχνει κάτι με κάρι», είπε ο Ρόρι, ανασηκώνοντας το βλέμμα του από τα κρεμμύδια που έκοβε. «Το τρώνε οι Ινδιάνοι». Η πληροφορία δόθηκε από τη Σίλια. «Οι Ινδοί -που ζουν στην Ινδία», διόρθωσε ο Ρόρι, ο οποίος έβαζε τα δυνατά του να κόβει όλα τα κομμάτια του κρεμμυδιού στο ίδιο μέγεθος. «Όχι αυτοί που βλέπουμε στις αμερικάνικες ταινίες». «Το ξέρω». Η Νόρα είχα δοκιμάσει κάποτε ένα φαγητό με κάρι σ’ ένα εστιατόριο του Δουβλίνου, την εποχή που φοιτούσε

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

210

ακόμα στο μοναστήρι. Είχε μεγαλώσει με απλά, χωριάτικα φαγητά και της είχε φανεί ό,τι πιο εξωτικό είχε γευτεί ποτέ. «Το αγόρασα το απόγευμα στο χωριό», είπε ο Κουίν. «Το κατάστημα της κυρίας Μόνοχαν έχει απ’ όλα». «Ναι, όντως». Το μυαλό της Νόρας δούλευε με χίλιες στροφές. «Το αγόρασες σήμερα το απόγευμα;» Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του. «Σκέφτηκα πως ήταν δικό μου το φταίξιμο που σου ‘μείνε φαγητό από χτες. Το λιγότερο που μπορούσα να κάνω ήταν να σε βοηθήσω να το τελειώσουμε». Την κοίταξε. «Αυτό ήρθα να σου πω στο στάβλο, αλλά... τελικά μιλήσαμε για άλλα πράγματα». «Α, μάλιστα». Ποτέ στη ζωή της δεν της είχε τύχει να της μαγειρέψει κάποιος άντρας! Ούτε καμιά γυναίκα, δηλαδή, τώρα που το σκεφτόταν. Πήρε την ποδιά της από το κρεμαστάρι όπου κρεμόταν. «Θα το συνοδεύσεις με ρύζι; Γιατί μπορώ να αρχίσω...» «Όχι». Ο Κουίν της πήρε από τα χέρια την άσπρη βαμβακερή ποδιά και την κρέμασε πάλι στη θέση της. «Δεν πρόκειται να κάνεις τίποτα. Θα καθίσεις κάτω και θα πιεις το κρασί σου». «Κρασί;» «Το αγόρασε κι αυτό στην πόλη». Η Φιόνα, που καθόταν στο τραπέζι και παρακολουθούσε τα τεκταινόμενα, ύψωσε το ποτήρι της. «Είναι γαλλικό. Πολύ ωραίο». Και πολύ ακριβό, υποψιαζόταν η Νόρα. Όλη αυτή η σκηνή -ο άντρας που στεκόταν μπροστά στην κουζίνα της σαν να ‘χε κάθε δικαίωμα να βρίσκεται εκεί, ο γιος της που τον βοηθούσε στο μαγείρεμα, η γιαγιά της που έπινε κάτι άλλο εκτός από το κρασί της θείας μετάληψης- έμοιαζε σαν να ‘χε βγει από κάποιο βιβλίο του Κουίν. Ήταν φανταστικό και δεν θύμιζε τίποτα απ’ όσα είχε βιώσει στην πραγματική της ζωή.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

211

Σωριάστηκε σε μια από τις καρέκλες που τις είχε βάψει μια μελαγχολική μέρα τον περσινό χειμώνα, πιστεύοντας ότι το ζωηρό κίτρινο χρώμα θα θύμιζε το φως του ήλιου τις σκοτεινές χειμωνιάτικες μέρες. Ο Κουίν σέρβιρε κρασί σ’ ένα ποτήρι και της το έδωσε. «Σλέιντ», είπε και συνέχισε σιγανά, έτσι ώστε να τ’ ακούσει μόνο εκείνη: «Στις απολογίες. Και στις δυνατότητες». «Σλέιντ», του απάντησε σιγανά. Καθώς έφερνε στα χείλη της το ρουμπινένιο κρασί, η Νόρα σκέφτηκε πως δεν χρειαζόταν το αλκοόλ -ένιωθε ήδη μεθυσμένη. Οι δύο επόμενες ώρες πέρασαν μέσα σε μια θολούρα. Καθώς έπινε το κρασί της -το οποίο ήταν εξαιρετικό- η Νόρα παρακολουθούσε συνεπαρμένη με πόση άνεση ο Κουίν είχε ενσωματωθεί στην οικογένειά της. Έλεγε στο γιο της πόσο σημαντικό ήταν να μπορεί ένας άντρας να τρέφεται μόνος του, αντάλλασσε χαζά ανέκδοτα με τη Σίλια, έκανε ένα κομπλιμέντο στη Μαίρη, η οποία είχε μπει λίγο νωρίτερα φορώντας ένα καινούριο κραγιόν σε μια πιο φυσική απόχρωση, και κουβέντιασε για το DNA -αν ήταν δυνατόν!με τον Τζον, που είχε έρθει μαζί με τη Μαίρη. «Μίλησα στον Κουίν για την Μπερναντέτ», της αποκάλυψε η Φιόνα καθώς αποτέλειωναν το δείπνο τους, που ήταν πολύ νοστιμότερο από κείνο για το οποίο η Νόρα είχε πληρώσει μια περιουσία στο Δουβλίνο. «Σκέφτεται να τη βάλει στο βιβλίο του». «Αλήθεια;» Η Νόρα στένεψε τα μάτια της καχύποπτα. Η γιαγιά της είχε πάρει πολύ στα σοβαρά την εκστρατεία της για την αγιοποίηση της καλόγριας. «Νόμιζα πως το επόμενο βιβλίο σου θα ήταν για μια μάγισσα, Κουίν». «Είναι. Και μάλιστα θα συναντηθώ αύριο με την Κέιτ για να συζητήσω μαζί της για την ηρωίδα μου. Υποσχέθηκε να με

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

212

πάει σ’ έναν τόπο όπου υπάρχει ένα κυκλικό μνημείο από πέτρες». «Το ξέρω». Ο αρχαίος, προχριστιανικός, πέτρινος κύκλος χώριζε τη γη των Τζόις από τη γη των Σάλιβαν. «Μα πού κολλάει η Μπερναντέτ στην ιστορία μιας μάγισσας;» «Η Φιόνα κατάφερε να μου κινήσει το ενδιαφέρον. Η αδελφή Μπερναντέτ Μαίρη είναι ένας ενδιαφέρων, ζωντανός χαρακτήρας. Αν μετακινήσω την ιστορία λίγα χρόνια πίσω και την τοποθετήσω την εποχή της επανάστασης, ίσως μπορεί να γίνει η αδερφή της ηρωίδας μου...» «Ώστε μιλάς σοβαρά». «Φυσικά. Πάντα μιλάω σοβαρά, Νόρα. Θα ‘πρεπε να το ‘χεις καταλάβει πια». Ο τόνος της φωνής του έκρυβε ένα προσωπικό μήνυμα που την έκανε να σκύψει το κεφάλι της και να κοιτάξει το ποτήρι της. «Μια ταινία βασισμένη στη ζωή της Μπερναντέτ ίσως βοηθήσει το στόχο μου», παρατήρησε η Φιόνα. «Ακόμα κι αν είναι μυθιστοριοποιημένη βιογραφία. Κι αν έχει επιτυχία στις Κάννες, τότε ακόμα κι ο Άγιος Πατέρας μπορεί να της δώσει σημασία». Η Νόρα κοίταξε άναυδη τη γιαγιά της. Ήταν σίγουρη πως η Φιόνα δεν ήξερε για το διάσημο ευρωπαϊκό φεστιβάλ κινηματογράφου προτού έρθουν στο Κασλ-λοχ οι ηθοποιοί και το κινηματογραφικό συνεργείο. Προφανώς, η γιαγιά της κι ο Κουίν είχαν μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση όσο εκείνη αποτέλειωνε το άρμεγμα. «Ακούγεται πολύ διαφορετικό από τα άλλα σου βιβλία». «Όχι τόσο. Η Μπερναντέτ και η ηρωίδα της Κυράς της Λίμνης έχουν πολλά κοινά στοιχεία». Ο Κουίν έσκυψε και της

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

213

ξαναγέμισε το ποτήρι με κρασί, προτού σερβίρει πάλι τη Φιόνα και τον εαυτό του. «Η μία είναι χήρα με παιδί. Η άλλη είναι καλόγρια», είπε η Νόρα. Και οι καλόγριες δεν μπορούσαν να γίνουν μητέρες. Αυτός δεν ήταν ένας από τους λόγους που αντιμετώπιζε και η ίδια με σκεπτικισμό το θείο κάλεσμα πριν ακόμα πεθάνει η μητέρα της; «Δεν υπάρχει και τόσο μεγάλη διαφορά. Όπως θα μπορούσες να βεβαιώσεις κι εσύ», της αποκρίθηκε ήπια, αποκαλύπτοντας πως κάποιος του είχε πει για την εποχή που πέρασε στο μοναστήρι. «Είναι και οι δυο γενναίες γυναίκες. Πρόθυμες να θυσιάσουν η ζωή τους για κάτι στο οποίο πιστεύουν. Και μου αρέσει η δυαδικότητα των δύο αδερφών -η μία εναγκαλίζεται μια θρησκεία δύο χιλιάδων ετών και η άλλη μια λιγότερο αποδεκτή θρησκεία που παραπέμπει στους αρχαίους παγανιστικούς θεούς». Η Νόρα δεν μπόρεσε παρά να προσέξει ότι, κάνοντας αδερφές τις δυο ηρωίδες στο καινούριο του βιβλίο, ο Κουίν πάλι έγραφε για μια οικογένεια. Αναρωτήθηκε αν εκείνος το συνειδητοποιούσε. Και μια που μιλούσαν για οικογένειες... «Μ’ άρεσε το τέλος της Κυράς της Λίμνης· η ιδέα να κρύψει η Σάνον Μαγκουάιρ το μωρό κάτω από το καραβόπανο, καθώς παίρνουν τη βάρκα να πάνε στο Ίνισφρι». Η Νόρα χαμογέλασε καθώς φαντάστηκε τη σκηνή -τη νεαρή χήρα μητέρα και το γιο της να πηγαίνουν στο νησί, αποφασισμένοι να σώσουν το μικρό πράσινο πλάσμα που η μητέρα του είχε πεθάνει για να το προστατεύσει. «Ύστερα απ’ όλη αυτή τη στενοχώρια και το κακό, ξύπνησε μέσα μου την ελπίδα». «Το αποφάσισε μόνη της η Σάνον», της αποκάλυψε ο Κουίν ξαφνιάζοντάς τη. Η Νόρα πίστευε ότι θα ένιωθε την ανάγκη

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

214

να είναι απόλυτος κυρίαρχος των μυθιστορηματικών του κόσμων. «Όταν άρχισα να γράφω το βιβλίο, στο μυαλό μου είχα μια τελείως διαφορετική και πολύ πιο δυσοίωνη κατάληξη. Μα μόλις η Σάνον συμμάχησε με το πλάσμα, άφησα επίτηδες αμφιλεγόμενο το τέλος. Οι πιο πολλοί εστιάζονται στο γεγονός πως οι επιστήμονες δεν θα παρατήσουν τις προσπάθειες». Ο Κουίν δεν εξεπλάγη που η Νόρα διάλεξε το πιο αισιόδοξο -και απίθανο- ενδεχόμενο. «Τότε υποτιμούν τη Σάνον Μαγκουάιρ». Εκείνος ύψωσε το ποτήρι του προς το μέρος της. «Ίσως έχεις δίκιο, κυρία Φιτζπάτρικ. Ήταν πράγματι μια συγκλονιστική γυναίκα». Καθώς απολάμβανε τη θέα του αξιολάτρευτου ειλικρινούς της προσώπου, ο Κουίν συνειδητοποίησε γιατί η Νόρα του φάνηκε παράξενα γνώριμη εκείνη την πρώτη νύχτα. Ήταν, φυσικά, η γενναία και ακάθεκτα αισιόδοξη Σάνον Μαγκουάιρ προσωποποιημένη. Τι ειρωνεία! Είχε διασχίσει έναν ωκεανό για να συναντήσει τη μόνη ηρωίδα -τη μόνη γυναίκα- που είχε ποτέ τη δύναμη να τον σαγηνεύσει. «Θα έχει φως για καμιά ώρα ακόμα», της είπε. Σ’ εκείνο το γεωγραφικό πλάτος, ο ανοιξιάτικος ήλιος φώτιζε ως αργά τη γη. «Δεν είχες πει για μια εκδρομή στην ακτή;» «Α, τι ωραία ιδέα!» Η Φιόνα χειροκρότησε κατενθουσιασμένη. «Ο καημένος ο άνθρωπος δουλεύει πολύ σκληρά από τότε που ήρθε στο Κασλ-λοχ, Νόρα. Νομίζω πως του αξίζει μια βόλτα στην παραλία με το ηλιοβασίλεμα. Δεν το βρίσκεις πολύ χαλαρωτικό;» Ο Κουίν παραλίγο να πνιγεί με το κρασί του. Απ’ όλες τις λέξεις που θα διάλεγε για να περιγράψει τα συγκρουόμενα συναισθήματά του για τη Νόρα Φιτζπάτρικ, η λέξη χαλαρωτικό δεν θα ήταν καν μέσα στις πρώτες πενήντα.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

215

«Πρέπει να πλύνω τα πιάτα», διαμαρτυρήθηκε η Νόρα. «Άσε, θα το κάνουμε εμείς», την καθησύχασε η γιαγιά της. «Δείξε στον άνθρωπο την παραλία, αγάπη μου. Ο καθαρός αέρας θα κάνει καλό και στους δυο σας». Η Νόρα ήξερε πως θα ήταν μάταιο να φέρει αντίρρηση. Όχι πως ήθελε, δηλαδή. Γιατί η προοπτική να μείνει μόνη της μ’ αυτό τον άντρα που ίσως είχε αρχίσει να ερωτεύεται ήταν πολύ ελκυστική για να την αρνηθεί. Κι έτσι βρέθηκαν να περπατάνε στη σκληρή άμμο της παραλίας, απολαμβάνοντας την αρμύρα της θάλασσας. Πάνω τους πετούσαν οι γλάροι και τα κρωξίματά τους αντηχούσαν στα θαλασσοδαρμένα βράχια, καθώς ο ήλιος έδυε ολοένα και πιο χαμηλά στο συννεφιασμένο ουρανό. Τα μπεκατσόνια τσαλαβουτούσαν στον αφρό των κυμάτων, ενώ οι θαλάσσιοι παπαγάλοι κούρνιαζαν στους σχηματισμούς των πετρωμάτων με την πράσινη βλάστηση. Οι τελευταίες ηλιαχτίδες σχημάτιζαν ένα μονοπάτι φωτιάς πάνω στα κύματα του ωκεανού. Ο Κουίν σκέφτηκε τον προπρο-προπάππο του, τον Κουίνλαν Κονρόι Γκάλαχερ, από την Κομητεία Ντόνεγκαλ, ο οποίος είχε μεταναστεύσει από το Κορκ στην Αμερική την εποχή του Μεγάλου Λιμού. Εκείνη τη ζεστή ανοιξιάτικη μέρα η θάλασσα ήταν ήρεμη, σχεδόν κρυστάλλινη. Ο Κουίν φαντάστηκε πως το χειμώνα τα κύματα θα ορμούσαν πάνω στους βράχους σαν άγριοι πολεμιστές, σε έντονη αντίθεση με τα περιποιημένα πράσινα λιβάδια και τις γαλήνιες ζαφειρένιες λίμνες του καλοκαιριού. Ολόκληρη η χώρα απαρτιζόταν από αντιθέσεις. Τη μια στιγμή έπεφτε παγερή βροχή από τα κατάμαυρα σύννεφα και την άλλη ο ήλιος έλαμπε στον καταγάλανο ουρανό, χρυσώνοντας το τοπίο και κόβοντάς σου κυριολεκτικά την ανάσα.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

216

Η γη των προγόνων του ήταν ένα μέρος με θλιμμένα τραγούδια, χαρωπούς πολέμους, την τραγωδία του εμφυλίου, το κελάηδισμα ενός γέλιου πλεγμένου με τη μελαγχολία ενός βιολιού, που ενώνονταν με τα μουρμουρητά ενός παμπ γεμάτου καπνό. Ένα μέρος όπου ολόκληρη η πόλη μπορεί να πήγαινε να βοηθήσει κάποιον δικό της να κόψει τα ξύλα του, αλλά κρατούσαν πεισματάρικα κακίες, καμιά φορά για ολόκληρες δεκαετίες, επειδή η αγελάδα του γείτονα ξέφυγε στα χωράφια με το καλαμπόκι. Ο Κουίν πάντα θεωρούσε τον εαυτό του άνθρωπο που ήξερε πολύ καλά τι σκεφτόταν, χάραζε ύστερα από ώριμη σκέψη μια πορεία και την ακολουθούσε πιστά. Καμάρωνε για την αποφασιστικότητά του. Ώσπου ήρθε στο Κασλ-λοχ. «Θα πρέπει να νομίζεις ότι είμαι τρελός», μουρμούρισε. Ήταν οι πρώτες κουβέντες που της είπε από την ώρα που έφυγαν από το σπίτι. Η Νόρα, απολαμβάνοντας τη συντροφιά του και το συγκλονιστικό αποχαιρετισμό του ήλιου στη μέρα, δεν είχε νιώσει την ανάγκη να του ανοίξει συζήτηση. «Έχω μια γιαγιά που ταξιδεύει σ’ όλη την Ιρλανδία μ’ ένα θαυματουργό όχημα, ενοχλεί τους επισκόπους και κάθε βδομάδα γράφει παθιασμένες επιστολές στον Πάπα· έναν πατέρα που επέζησε ύστερα από τη συνάντηση του μ’ ένα θηλυκό στοιχειό και έζησε για να τη διηγείται σε όλους· μια αδερφή που μοιάζει με μαθητευόμενο βρικόλακα· μια κουνιάδα που χορεύει σε νεραϊδένιους κύκλους και προσεύχεται σε παγανιστικούς θεούς κι ένα γιο που η καλύτερή του φίλη είναι ένα μυθικό πλάσμα που ζει στη λίμνη». Μια λάμψη ευθυμίας φώτισε τα μάτια της και χρωμάτισε τη φωνή της, καθώς συνέχισε: «Κι εγώ η ίδια κάνω μακροσκελείς συζητήσεις με τη μητέρα μου που έχει πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια και τους προγόνους μου από τη Λίθινη

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

217

Εποχή. Πώς είναι δυνατόν να πιστεύεις ότι θ’ αποκαλούσα οποιονδήποτε άνθρωπο τρελό;» Ο Κουίν κοίταξε στα απύθμενα βάθη αυτών των πράσινων ματιών που ξεχείλιζαν από ζωή κι αναρωτήθηκε πώς η Νόρα κατάφερνε τόσο εύκολα να τον κάνει να γελάει. «Κατάλαβα τι εννοείς». Εκείνη ανταπέδωσε το κάπως ντροπαλό του γέλιο μ’ ένα εγκάρδιο, ζεστό χαμόγελο. «Είναι η μαγεία, φυσικά». «Κι εσύ πιστεύεις στη μαγεία». Ο Κουίν ποτέ του δεν τα πίστεψε αυτά, παρά το γεγονός ότι έγραφε βιβλία για εξωπραγματικά γεγονότα. «Ναι. Παρ’ όλο που δεν καίω κεριά ούτε λέω παλιά κέλτικα ξόρκια σαν την Κέιτ, την έχω νιώσει πολλές φορές και ξέρω πως υπάρχει. Προφανώς κι εσύ τη νιώθεις, Κουίν, πράγμα που δεν είναι παράξενο, μια που στις φλέβες σου κυλάει το αίμα των προγόνων». Ο Κουίν δεν είχε καμιά όρεξη να καταστρέψει ένα τέλειο ηλιοβασίλεμα συζητώντας για το αίμα των Γκάλαχερ. «Πάντα μ’ εκνεύριζαν οι γυναίκες που δίνουν στους άντρες αντιφατικές εντυπώσεις», είπε, προσπαθώντας ν’ αλλάξει θέμα. «Συνειδητοποιώ, όμως, πως αυτό ακριβώς κάνω κι εγώ μ’ εσένα». Και δεν του άρεσε καθόλου. «Είναι η μαγεία», επανέλαβε η Νόρα. «Είναι ολοφάνερο πως σου προκαλεί αμηχανία. Και λίγο εκνευρισμό». «Περισσότερο από λίγο». Η κατάλευκη επιδερμίδα της στεφανωνόταν από τα φλογάτα μεταξένια μαλλιά της που τ’ ανακάτευε ο άνεμος. Νιώθοντας μια έντονη ανάγκη να την αγγίξει, ο Κουίν παραμέρισε μερικές τούφες που είχαν πέσει μπροστά στα μάτια της. «Φέρθηκα σαν παλιάνθρωπος». «Ναι», συμφώνησε η Νόρα.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

218

Εκείνος γέλασε πάλι με την ξεκάθαρη ειλικρίνειά της κι ένιωσε την έντασή του να εξανεμίζεται. «Θα μπορούσες να μου φέρεις αντίρρηση». Η Νόρα ανασήκωσε πειρακτικά τα φρύδια της. «Και γιατί να φέρω αντίρρηση σε κάτι που είναι αλήθεια, κύριε Γκάλαχερ;» Ο Κουίν μισόκλεισε τα μάτια του ακούγοντας την υπερβολικά τονισμένη προφορά της. «Βοήθειά μας όλοι οι άγιοι», είπε με συρτό τόνο, μιμούμενος την τοπική ομιλία. «Δεν φαντάζομαι να φλερτάρεις μαζί μου, κυρία Φιτζπάτρικ;» «Νομίζω ότι αυτό ακριβώς κάνω, κύριε Γκάλαχερ». Τρυφερότητα. Καθώς το νερό σκάλιζε καινούριες καμπύλες πάνω στα πανάρχαια βράχια, ο Κουίν ένιωσε το συγκεκριμένο συναίσθημα να φουντώνει μέσα του κι αντιστάθηκε. «Δεν είμαι από τους άντρες που λένε όμορφα λόγια και δίνουν υποσχέσεις, Νόρα». «Υποτιμάς τον εαυτό σου». Εκείνη χάιδεψε το μάγουλο του κι ένιωσε τη λευκή ουλή κάτω από τα δάχτυλά της. «Νόμιζα ότι ένας διάσημος συγγραφέας σαν εσένα θα είχε ένα σωρό λέξεις στη διάθεσή του». Τα δάχτυλά του τυλίχτηκαν γύρω από τον καρπό της σαν να ‘θελε να διώξει το χέρι της. Όμως δεν το ‘κανε. Όχι ακόμα. «Μου λες ότι θέλεις να πω ψέματα;» «Όχι». Η Νόρα το βρήκε λυπηρό που ένας άντρας, ο οποίος ήταν η προσωποποίηση της αυτοπεποίθησης, έμοιαζε τόσο αβέβαιος για τον εαυτό του στο θέμα του έρωτα. Αν και της κόστιζε, δεν τον πίεσε. «Τα όμορφα λόγια είναι υπέροχα, Κουίν. Δεν ξέρω καμιά γυναίκα που να μην τα απολαμβάνει». Είδε το βλέμμα του να της λέει Δεν σ’ το ‘πα εγώ; «Μα δεν τα χρειάζομαι».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

219

«Έτσι ισχυρίζεσαι τώρα. Όμως κοροϊδεύεις τον εαυτό σου». Τα δάχτυλά του σφίχτηκαν πάνω στον καρπό της και η Νόρα ήξερε πως θα μελάνιαζε. «Δεν θα είμαι καλός». Αν και θα προτιμούσε ν’ αντικρίσει ένα θηλυκό στοιχειό μια βραδιά χωρίς φεγγάρι, η Νόρα πίεσε τον εαυτό της να κοιτάξει κατάματα τον Κουίν, που είχε πάρει μια προκλητική έκφραση. «Δεν το πιστεύω». Ήταν ευχαριστημένη που η φωνή της δεν πρόδιδε την αγωνία που κόχλαζε μέσα της. Μια εύγλωττη βλαστήμια ήταν η απάντησή του. «Μια φορά δεν θα ‘ναι αρκετή». Τα κουρελιασμένα της νεύρα την έκαναν να βάλει τα γέλια. «Το ελπίζω μ’ όλη μου την καρδιά», αποκρίθηκε, κάνοντάς τον πάλι να χαμογελάσει. Σαν ένα μικρό πουλάκι που προσπαθεί για πρώτη φορά να πετάξει, η ελπίδα πετάρισε μέσα στο στήθος της. Ποτέ της δεν ήταν από τις γυναίκες που κάνουν την. πρώτη κίνηση. Με τον Ντέβλιν, τα φιλιά τους ήταν ένας αυθόρμητος τρόπος αμοιβαίας ανακάλυψης των εφηβικών τους συναισθημάτων. Ο Κόνορ την είχε πάρει στην αγκαλιά του σε λιγότερο από δέκα λεπτά από τη στιγμή που μπήκε στο στάβλο της αδερφής του καν τη βρήκε να κάθεται πάνω στο σανό και να κλαίει για την πεθαμένη μητέρα της. Είχε φιλήσει κι άλλους άντρες, όχι πολλούς, μα αρκετούς ώστε να καταλάβει πως αυτή η λαχτάρα που αισθανόταν για τον Κουίν ήταν τόσο ξεχωριστή όσο κι ο ίδιος. Τυλίγοντας τα μπράτσα της γύρω από το λαιμό της, η Νόρα στάθηκε στις μύτες των ποδιών της κι άγγιξε τα χείλη του με τα δικά της. Μαγεία. Ο Κουίν την ένιωσε να τον τυλίγει μαζί με την έξαψη των χειλιών της, τη γεύτηκε στη γλώσσα της μαζί με τη γεύση του κρασιού, την άκουσε στο σιγανό ήχο που ξεπήδησε

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

220

από το λαιμό της -ήταν ψίθυρος ή βογκητό; Δεν μπορούσε να καταλάβει, γιατί ο σφυγμός του βροντοχτυπούσε στα μηνίγγια του. Το πάθος, που είχε καταπιεστεί τόσο καιρό, φούντωσε σαν τον άνεμο, πέρασε από το κορμί του στο δικό της. Ο πόθος, πλούσιος, ώριμος και καυτός, κύλησε από τα χείλη της κατευθείαν στο αίμα του. Η Νόρα κόλλησε πάνω του, λέγοντας τ’ όνομά του σαν ικεσία, σαν προσευχή, καθώς τα χείλη του πλανήθηκαν στο πρόσωπο της, μαζεύοντας τη γεύση της θαλασσινής ομίχλης, καυτηριάζοντας το δέρμα της, δροσίζοντάς το, ανάβοντάς του πάλι φωτιές. Φλεγόταν σύγκορμη. Κυκλωμένη από συναισθήματα πιο βίαια απ’ όσα είχε ζήσει ποτέ της, η Νόρα μόλις που άκουγε την ηχώ της παλίρροιας, τα κρωξίματα των γλάρων, το ουρλιαχτό του ανέμου. Κι έπειτα, όλα αυτά έσβησαν, καθώς άκουσε την υπέροχη μουσική της φωνής του Κουίν να την αποκαλεί «γλυκιά μου» μ’ έναν τρόπο εντελώς διαφορετικό απ’ όλες τις άλλες φορές που τη φώναζε έτσι σαν να την προκαλούσε. Αρπάχτηκε από το κορμί του, σαν να ήταν μια άγκυρα, μια γραμμή σωτηρίας σε μια θάλασσα με πελώρια κύματα. Τα χέρια του χώθηκαν κάτω από το πουλόβερ της, χαϊδεύοντάς την έμπειρα, προκαλώντας της ρίγη ηδονής. «Θέλω να σε τρελάνω». Τα χείλη του φίλησαν το λαιμό της. Η άκρη της γλώσσας του άγγιξε την ευωδιαστή κοιλότητα όπου παλλόταν ο σφυγμός της. «Με τρελαίνεις». «Δεν αρκεί». Ο Κουίν άρχισε να της δαγκώνει απαλά τα χείλη, κάνοντάς τη να σπαράζει στην αγκαλιά του. «Θέλω να σε τρελάνω όπως μ’ έχεις τρελάνει. Το μόνο που σκέφτομαι

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

221

είναι να βρίσκομαι κοντά σου». Τη φίλησε στα ματόκλαδα κι εκείνη τα έκλεισε υπάκουα. «Το μόνο που ονειρεύομαι». «Το ξέρω». Τα χέρια της είχαν χωθεί κάτω από το πουλόβερ του, απολαμβάνοντας την αίσθηση της λείας του σάρκας και των καλογραμμένων μυών της πλάτης του. Πώς γινόταν ένας τόσο δυνατός άντρας να έχει τόσο απαλό δέρμα; Η Νόρα ήθελε να τον αγγίξει παντού. Θεέ και Κύριε, ήθελε να τον γευτεί παντού. «Ξέρω για τι όνειρα μιλάς». «Δόξα τω Θεώ». Το πλούσιο γέλιο του δεν έκρυβε ούτε το δηκτικό σαρκασμό ούτε την οργή που η Νόρα είχε συνηθίσει ν’ ακούει. Έπειτα τράβηξε τα χέρια του από την καυτή της σάρκα, κάνοντάς τη να νιώσει εγκαταλειμμένη, και της ίσιωσε το πουλόβερ. «Αν συνεχίζαμε έστω και ένα λεπτό παραπάνω, κυρία Φιτζπάτρικ, θα σ’ έριχνα κάτω στην άμμο και θα σε έκανα δική μου εδώ και τώρα». «Αν συνεχίζαμε έστω και ένα λεπτό παραπάνω, κύριε Γκάλαχερ», του απάντησε με κομμένη την ανάσα, «θα σε βοηθούσα να το πετύχεις». Ο Κουίν γέλασε πάλι, μ’ έναν τελείως ασυνήθιστο τρόπο, κι έπειτα έκλεισε το πρόσωπο της στις παλάμες του και τη φίλησε τόσο γλυκά, ώστε η Νόρα κόντεψε να βάλει τα κλάματα. «Θέλω να σε συνοδεύσω έξω, για φαγητό». Είπε στον εαυτό της πως δεν θα κατάλαβε καλά, γιατί το κεφάλι της ακόμα βούιζε. «Μετά το υπέροχο δείπνο που μας μαγείρεψες;» «Όχι». Άλλο ένα φιλί. Πιο βαθύ, πιο γλυκό. «Αύριο το βράδυ. Θέλω να πάμε στο Γκόλγουεί για φαγητό. Σ’ ένα ωραίο εστιατόριο με κεριά και κρασί κι-ένα κρυστάλλινο βάζο μ’ ένα τριαντάφυλλο στο κέντρο του τραπεζιού. Και ίσως, αν είμαστε τυχεροί, ένα ρομαντικό βιολιστή για να σου κάνει σερενάτα».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

222

«Θέλεις να βγούμε ραντεβού;» «Για αρχή». Εκείνος γέλασε με τον ενθουσιασμό που είδε να καθρεφτίζεται στο πρόσωπο της. Το υπέροχο, αξιολάτρευτο πρόσωπο της. «Κι έπειτα βλέπουμε». Η Νόρα ήξερε πως είχε διαλέξει το Γκόλγουεϊ για να την πάρει μακριά από το χωριό όπου όλοι θα τους κουβέντιαζαν. Φυσικά, σκέφτηκε, το να περάσει ένα βράδυ και ίσως μια ολόκληρη νύχτα με τον άντρα που οι πιο πολλοί κάτοικοι του Κασλ-λοχ αποκαλούσαν πια Αμερικάνο της σίγουρα θα προκαλούσε ένα σωρό κουτσομπολιά. Και στο Κασλ-λοχ, όπως στα περισσότερα χωριά, το κουτσομπολιό ήταν το νόμισμα της περιοχής. Και οι Αμερικανοί τούς προμήθευαν με άφθονες ιστορίες. «Θα το ήθελα πολύ». Δεν ήταν στη φύση της να παριστάνει την ντροπαλή. «Μα η Φιόνα φεύγει το πρωί για το Ντέρι και ακόμα κι αν έπειθα τον μπαμπά να μείνει στο σπίτι με τα παιδιά...» «Η Μαίρη κι ο Τζον είναι αρκετά μεγάλοι για να τα φροντίσουν. Και η Κέιτ μένει στη διπλανή φάρμα. Μ’ ένα τηλεφώνημα μπορούν να την ειδοποιήσουν». «Έχεις δίκιο, φυσικά». Το μυαλό της στριφογύριζε, προσπαθώντας ν’ αποφασίσει αν στην ντουλάπα της υπήρχε κάτι τόσο κομψό που να ταιριάζει με τη ρομαντική τους βραδιά, όταν άκουσε τον άνεμο να μεταφέρει τ’ όνομά της. Στράφηκε και πλημμύρισε έκπληξη ανάμεικτη με χαρά. «Α, είναι ο Ντέβλιν!» «Ο Ντέβλιν;» Στον Κουίν δεν άρεσε καθόλου η ζεστασιά που χρωμάτισε τη φωνή της. «Ένας παλιός μου συμμαθητής. Η μητέρα του είναι η κυρία Μόνοχαν, που σου πούλησε το κάρι και το κρασί».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

223

Ο άντρας που προχωρούσε προς το μέρος τους με μεγάλες δρασκελιές, καταβροχθίζοντας την απόσταση που τους χώριζε, είχε ένα σώμα σαν βαλανιδιά. Φαρδύ, γεροδεμένο, συμπαγές. Η Νόρα του έγνεψε κι αυτός άρχισε να τρέχει. Όταν έφτασε κοντά της, τη σήκωσε στα χέρια με τέτοια αυτοπεποίθηση, ώστε ο Κουίν ένιωσε μια καυτή μαχαιριά μέσα του. «Χριστούλη μου, κάθε φορά που σε βλέπω είσαι όλο και πιο όμορφη, κοπέλα μου», είπε ο Ντέβλιν Μόνοχαν και τη φίλησε στο στόμα. Η Νόρα, παρατήρησε ο Κουίν με μια οργή που ολοένα φούντωνε, του ανταπέδωσε το φνλί. «Απορώ πώς όλοι οι άντρες του Κασλ-λοχ δεν έχουν μείνει ανάπηροι περπατώντας στις ξερολιθιές όποτε περνάς». «Κι εσύ, κάθε φορά που σε βλέπω, λες και περισσότερες βλακείες», αποκρίθηκε γελώντας η Νόρα. «Την επόμενη φορά θα πρέπει να με προειδοποιήσεις, για να βγάλω τις γαλότσες μου ώστε να μπορώ να τσαλαβουτήσω ανάμεσα στα χαζά σου κομπλιμέντα». Τον χάιδεψε στον ώμο και πρόσθεσε: «Και τώρα άσε με κάτω για να σε συστήσω». «Αυτό ήταν πάντα το πρόβλημά σου, Νόρα, αγάπη μου», της είπε, μα υπάκουσε. «Ήσουν υπερβολικά καθώς πρέπει». Η έκφρασή του ήταν φιλική κι εγκάρδια καθώς στράφηκε προς το μέρος του Κουίν, χαιρετώντας τον για πρώτη φορά. «Καλησπέρα. Είμαι ο Ντέβλιν Μόνοχαν, ο άντρας που κόντεψε να τρελάνει αυτή η γυναίκα μια φορά κι έναν καιρό». Το γεγονός πως η οικειότητα ανάμεσά τους δεν ήταν αποκύημα της φαντασίας του δεν βελτίωσε τη διάθεση του Κουίν. «Κουίν Γκάλαχερ», συστήθηκε κι έσφιξε διστακτικά το απλωμένο χέρι του άντρα, που ήταν μεγάλο σαν πατούσα αρκούδας. «Φυσικά. Θα σε αναγνώριζα ακόμα κι αν η Φιόνα δεν μου ‘λεγε πως η Νόρα είναι εδώ μαζί σου. Απολαμβάνω τα βιβλία

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

224

σου, κύριε Γκάλαχερ. Και θαυμάζω την αγάπη σου για τα ζώα. Εκείνη η ιστορία για το άτι-φάντασμα ήταν πολύ καλογραμμένη». Ήταν δύσκολο για τον Κουίν να μισήσει κάποιον που μιλούσε τόσο επαινετικά για τη δουλειά του. Μα τον διευκόλυνε η ανάμνηση του στόματος αυτού του άντρα πάνω στα χείλη της Νόρας. «Σ’ ευχαριστώ». «Ο Ντέβλιν είναι κτηνίατρος», του εξήγησε η Νόρα. «Μόλις διορίστηκε στο Εθνικό Ιπποφορβείο». Στράφηκε και χαμογέλασε πλατιά. «Είμαι πολύ περήφανη για σένα!» «Πολύ εντυπωσιακό», παραδέχτηκε απρόθυμα ο Κουίν. Ήξερε πως το Εθνικό Ιπποφορβείο έβγαζε μερικά από τα καλύτερα καθαρόαιμα άλογα του κόσμου. «Είναι μεγάλη τιμή για μένα», είπε με άνεση ο Ντέβλιν. «Κι ελπίζω να φανώ αντάξιος». «Δεν υπάρχει αμφιβολία», δήλωσε η Νόρα με τόσο πάθος, ώστε ο Κουίν έσφιξε τα χείλη του. «Είχες πάντα το μαγικό άγγιγμα με τα άλογα, Ντέβλιν». «Κι εσύ ήσουν πάντα προκατειλημμένη, αγάπη μου», της απάντησε γελώντας. «Φαντάζομαι ότι η μαμά σού είπε και τα άλλα μου νέα...» «Πως παντρεύεσαι; Ναι, μου το είπε και το βρίσκω υπέροχο». «Κι εμένα μ’ αρέσει η ιδέα». Η συνεπαρμένη έκφραση του Ντέβλιν Μόνοχαν πρόδιδε ότι η ιδέα δεν του άρεσε απλώς τον ενθουσίαζε. «Και γι’ αυτό διέκοψα τη βόλτα σου με τον κύριο Γκάλαχερ. Για να σε καλέσω σ’ ένα πάρτι στο οποίο θα γνωρίσεις τη μέλλουσα γυναίκα μου». «Αχ, θαύμα! Πότε;» «Μια που πρέπει να παρουσιαστώ μεθαύριο στην καινούρια μου δουλειά, η μαμά έλεγε για αύριο το βράδυ».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

225

Το πρόσωπο της Νόρας σκοτείνιασε. «Αχ, Ντέβλιν, λυπάμαι πολύ, αλλά φοβάμαι πως έχω κανονίσει...» «Δεν υπάρχει πρόβλημα», παρενέβη ο Κουίν. «Μπορούμε να πάμε κάποιο άλλο βράδυ στο Γκόλγουεϊ. Πρέπει να γιορτάσεις με το φίλο σου». Πρόσεξε πως η Νόρα ήταν εμφανώς διχασμένη, καθώς κοιτούσε πότε τον έναν άντρα και πότε τον άλλο. «Δεν θέλω να σ’ επηρεάσω, Νόρα», είπε ο Ντέβλιν. Έριξε μια ματιά στον Κουίν και τώρα το φιλικό του βλέμμα τον ζύγιαζε. «Φυσικά, είσαι κι εσύ καλεσμένος, κύριε Γκάλαχερ». «Δεν θα ‘θελα να ενοχλήσω...» «Μπα, δεν θα ενοχλήσεις καθόλου. Άλλωστε, η μαμά μου θ’ αποκτήσει έτσι το δικαίωμα να καυχιέται, για την επόμενη δεκαετία, σ’ ολόκληρη την Κομητεία ότι ένας από τους Αμερικανούς πήγε στο σπίτι της σε μια φιλική συγκέντρωση». Ο Κουίν ήξερε πως η Νόρα δεν θα αθετούσε την υπόσχεση της να πάει στο Γκόλγουεϊ μαζί του. Μα ήξερε επίσης κι ότι ο ίδιος δεν ήθελε να ρισκάρει ν’ αποτύχει η βραδιά τους, επειδή εκείνη θα αισθανόταν τύψεις που δεν πήγε στο πάρτι των αρραβώνων ενός πολύ στενού της, όπως αποδείχτηκε, φίλου. «Ωραία θα είναι», αποκρίθηκε, μη λέγοντας τελείως την αλήθεια. Παρ’ όλο που από τη σύντομη συνάντησή του με την κοινωνικότατη κυρία Μόνοχαν στο κατάστημα της, ήταν βέβαιος πως θ’ αποδεικνυόταν εξαίρετη οικοδέσποινα, προτιμούσε χίλιες φορές να δειπνήσει με τη Νόρα Φιτζπάτρικ στο Γκόλγουεϊ κι έπειτα να της κάνει παθιασμένο έρωτα. «Πες, σε παρακαλώ, στη μητέρα σου πως την ευχαριστώ θερμά για την πρόσκληση». Από την έκφραση που πήρε το πρόσωπο της Νόρας καθώς τον κοίταξε, ο Κουίν συνειδητοποίησε ότι είχε κάνει αυτό που έπρεπε.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

226

«Σ’ ευχαριστώ», του ψιθύρισε, αφού αποχαιρέτησαν τον Ντέβλιν και τον παρακολουθούσαν να ανεβαίνει τα σκαλιά που ήταν σκαλισμένα στο βράχο. «Ήταν πολύ γενναιόδωρο από μέρους σου». Ο Κουίν ανασήκωσε τους ώμους του. «Κατάλαβα ότι ήθελες να είσαι μαζί του και...» «Όχι. Ήθελα να είμαι μαζί σου. Μα κι ο Ντέβλιν είναι πολύ σημαντικός για μένα». «Έτσι φαίνεται». Ο Κουίν δεν μπόρεσε να μη ρωτήσει: «Ήταν ο πρώτος σου εραστής;» Προφανώς η Μαίρη είχε καταλάβει λάθος την ιστορία για την πρώτη νύχτα του γάμου της. «Όχι», αποκρίθηκε η Νόρα ήπια, αγνοώντας το γνώριμο πια βλοσυρό του ύφος. «Ο άντρας μου ήταν ο πρώτος μου εραστής. Ο Ντέβλιν ήταν ο πρώτος μου έρωτας». Έμπλεξε τα δάχτυλά της με τα δικά του και του χαμογέλασε μ’ έναν τρόπο που τον έκανε να αισθανθεί σαν ηλίθιος. «Και δεν έχεις κανένα λόγο ν’ ανησυχείς γι’ αυτόν. Ακόμα κι αν δεν ήταν αρραβωνιασμένος με μια άλλη κοπέλα, αυτό που μοιραστήκαμε με τον Ντέβλιν έχει τελειώσει εδώ και πολύ καιρό». «Μα είστε ακόμα φίλοι». «Ναι. Ίσως όπως είσαι κι εσύ με τη Λόρα Γκίντεον». Ο Κουίν δεν ήξερε τι να της απαντήσει σ’ αυτό. Επειδή τον λυπήθηκε, η Νόρα κοντοστάθηκε, ανασηκώθηκε πάλι στις μύτες των ποδιών της και του ‘δωσε ένα φιλί που το ‘νιώσε σαν γροθιά στο στομάχι του, παρ’ όλο που ήταν τόσο σύντομο. «Δεν χρειάζεται να φοβάσαι μήπως τρέφω ρομαντικά αισθήματα για τον Ντέβλιν, Κουίν». «Μπορεί», μονολόγησε ο Κουίν, καθώς ανέβαιναν τα σκαλιά στον απόκρημνο βράχο. Μα τα ρομαντικά αισθήματα

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

227

που έτρεφε εκείνος γι’ αυτή τη γυναίκα, που το χέρι της ταίριαζε τόσο τέλεια μέσα στο δικό του, σίγουρα τον έκαναν ν’ ανησυχεί.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

228

14 Πίστη σε Κάτι Η Κέιτ Ο’ Σάλιβαν είχε περάσει άσχημη νύχτα. Στριφογύριζε ανήσυχη και λίγο πριν από την αυγή την κατέλαβε μια κρίση πανικού. Η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά, ώστε φοβήθηκε πως έπαθε έμφραγμα. Έπειτα απέμεινε ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, εύθραυστη σαν το γυαλί. Δεν έφταιγε μόνο το γεγονός ότι είχε τσακωθεί πάλι με τον Καντέλ. Άλλωστε, ήξερε πια ότι εκείνος γινόταν ευερέθιστος όποτε περνούσε μια ολόκληρη μέρα πίνοντας ουίσκι στο παμπ. Η θλιβερή αλήθεια ήταν πως, μεθυσμένος ή όχι, ο Καντέλ Ο’ Σάλιβαν δεν έπαυε να είναι ένας αψίκορος ψευτονταής. Κατά τα φαινόμενα, όταν ανακάλυψε πως κουβαλούσε μέσα της το παιδί του Άντριου Σινκλέρ και συμφώνησε να τον παντρευτεί, είχε κάνει συμφωνία με το διάβολο. Η Νόρα έχει δίκιο που λέει πως πρέπει να κάνω κάτι με το γάμο μου, συλλογίστηκε η Κέιτ, καθώς έγνεφε αποχαιρετώντας τον Τζέιμι που έφευγε με το λεωφορείο για το σχολείο. Ευτυχώς όμως ο άντρας της είχε αναχωρήσει οργισμένος για το Ντανγκάρβεν, όπου θα έμενε σ’ έναν ξάδερφο του, κι έτσι αυτές οι αποφάσεις μπορούσαν ν’ αναβληθούν για λίγο καιρό ακόμα.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

229

«Σήμερα θα ‘ρθει ο Κουίν», είπε στην κόρη της, την Μπρίτζιντ, καθώς έπλενε τα πιάτα του πρωινού τους. «Θα πάμε να δούμε τις πέτρες». «Τις πέτρες!» ξεφώνισε χαρούμενα το κοριτσάκι, χτυπώντας το καπάκι μιας κατσαρόλας με μια ξύλινη κουτάλα. «Η Μπρίτζιντ θα χορέψει με τις νεράιδες!» «Ναι». Παρά την ανησυχία που συνέχισε να τη βασανίζει, η Κέιτ χαμογέλασε και σκέφτηκε πόσο υπέροχη ήταν αυτή η ηλικία, όπου τα πάντα φάνταζαν σαν περιπέτεια. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα της κουζίνας. Πηγαίνοντας ν’ ανοίξει, είπε: «Και δεν θα χαμογελάσουν οι νεράιδες όταν σε δουν να τους κάνεις επίσκεψη;» «Οι νεράιδες θα χαμογελάσουν. Και θα χορέψουν!» Η Μπρίτζιντ παράτησε την κουτάλα και το καπάκι κι άρχισε να στροβιλίζεται μέσα στην κουζίνα, θυμίζοντας ασφόδελο στεφανωμένο με φλόγες, με το κατακίτρινο φουστανάκι της. Ο Κουίν δεν είχε προλάβει να μπει στην κουζίνα, όταν του επιτέθηκε ένας περιστρεφόμενος δερβίσης, λαμπερός σαν ηλιαχτίδα. «Χόρεψε!» τον πρόσταξε η μικρή, αρπάζοντάς τον από τα πόδια. «Πώς μπορώ να πω όχι σε μια τόσο όμορφη κοπέλα;» Ο Κουίν σήκωσε την Μπρίτζιντ στην αγκαλιά του, ανάσανε στο δέρμα της την ευωδιά του γάλατος και της παιδικής πούδρας κι άρχισε να τη χορεύει βαλς. «Σκεφτόμουν να την αφήσω στη Νόρα, μα έχουμε αργήσει», απολογήθηκε η Κέιτ. «Δεν έμαθες τα νέα, κυρία Ο’ Σάλιβαν;» Ο Κουίν έκανε μια βουτιά στη μικρούλα κι εκείνη χαχάνισε. «Όταν ο Θεός έφτιαξε το χρόνο, δεν τον τσιγκουνεύτηκε». Η Κέιτ κρέμασε την πετσέτα κι έπειτα έγειρε το κεφάλι της και τον περιεργάστηκε. Είχε αλλάξει πολύ από την πρώτη

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

230

φορά που τον είχε γνωρίσει στη φάρμα των Τζόις. Μπορεί να ήταν και η φαντασία της, μα θα ορκιζόταν ότι οι αδρές γραμμές του προσώπου του είχαν μαλακώσει. Και τα σκούρα μάτια του είχαν χάσει τη σκληρότητά τους. Δεν θα φανταζόταν ποτέ τον άντρα που είχε συναντήσει εκείνο το πρωί να χορεύει βαλς στην κουζίνα με ένα μωρό δύο χρονών. «Ξέρω, όμως, ότι είσαι πολυάσχολος». «Τη μέρα που θα έχω τόση δουλειά ώστε να μην προλαβαίνω να χορέψω με μια όμορφη κοκκινομάλλα, θα είναι η μέρα που θα πρέπει να επανεξετάσω τις προτεραιότητές μου». «Θα χορέψουμε με τις νεράιδες!» ανακοίνωσε δυνατά η Μπρίτζιντ. «Της είπα ότι θα πάμε στον πέτρινο κύκλο», του εξήγησε η Κέιτ, παίρνοντας ένα μικροσκοπικό άσπρο χειροποίητο πουλόβερ από την κρεμάστρα δίπλα στην πόρτα. «Είναι ένα από τα αγαπημένα της μέρη. Αν δεν σε πειράζει, δηλαδή, να έρθει μαζί μας». «Θα μου άρεσε πολύ», της είπε ο Κουίν και το εννοούσε. Ποτέ του δεν αισθανόταν ιδιαίτερα άνετα με μωρά και μικρά παιδιά, αλλά η Μπρίτζιντ Ο’ Σάλιβαν ήταν τόσο εκδηλωτική, ώστε ήταν αδύνατο να μην υποκύψει στις χάρες της. Ο Κουίν αναρωτήθηκε αν κι ο Τζέιμι υπήρξε κάποτε τόσο εξωστρεφής. Κι έπειτα αναρωτήθηκε σε πόσο καιρό η ζωντάνια της Μπρίτζιντ θα έσβηνε εξαιτίας του βίαιου πατέρα της και το κοριτσάκι θα έχανε την ικανότητά του να εμπιστεύεται τους ανθρώπους. Και μια που σκεφτόταν τον Καντέλ Ο’ Σάλιβαν... Καθώς η Κέιτ έπιασε την κόρη της και κατάφερε να την κρατήσει ακίνητη για λίγο για να της φορέσει το πουλόβερ της, ο Κουίν πρόσεξε τη μελανιά στο μάγουλο της. Το μυαλό

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

231

του πλημμύρισε εικόνες: οι άσχημοι μώλωπες της κακοποιημένης μητέρας του, τα χέρια της που έτρεμαν, τα δάκρυα που κυλούσαν από τα μελαγχολικά της μάτια. Άκουσε τις άγριες βρισιές, τις υψωμένες φωνές, τις κραυγές. Στα ρουθούνια του έφτασε η εμετική οσμή του αίματος. Η οργή ξέσκισε το στομάχι του με τα κοφτερά της νύχια. Το βλέμμα του θόλωσε. Έσφιξε τις γροθιές του τόσο δυνατά ώστε πόνεσε. Κι αυτή η ενστικτωδώς βίαιη αντίδραση θύμισε στον Κουίν ότι, παρά τα πλούτη του, κατά βάθος εξακολουθούσε να είναι γιος του πατέρα του. Δεν είχε καμιά αμφιβολία πως, αν ήξερε ήδη την Κέιτ όταν ο Καντέλ Ο’ Σάλιβαν προσπάθησε να καβγαδίσει μαζί του στο Άιρις Ρόουζ, η κατάληξη θα ήταν πολύ διαφορετική. Αηδιασμένος από την απόδειξη της κτηνώδους συμπεριφοράς του άντρα στο πρόσωπο της Κέιτ κι από τη δική του παρόρμηση να καταφύγει στη βία, έχωσε τις γροθιές του μέσα στις τσέπες του και προσπάθησε να βρει τον καλύτερο τρόπο για να προσεγγίσει το θέμα. Αγνοώντας παντελώς την εσωτερική του σύγκρουση, η Κέιτ φόρεσε στην κόρη της το πουλόβερ της και σηκώθηκε. «Αν είσαι έτοιμος, λοιπόν, πάμε». «Είμαι έτοιμος από την πρώτη στιγμή που σ’ άκουσα να αναφέρεις τις πέτρες», της απάντησε, αποφασίζοντας πως θα είχε το χρόνο να της μιλήσει αργότερα για τη συμπεριφορά του συζύγου της. Όταν θα είχε ξεθυμάνει κάπως και θα μπορούσε να λογοκρίνει πιο προσεκτικά τις εκφράσεις του. Δεν ήταν η πρώτη φορά από τότε που πάτησε το πόδι του στο Κασλ-λοχ που ο Κουίν αναρωτήθηκε τι είχε αυτό το μέρος που τον έσπρωχνε ν’ ανακατεύεται στις ζωές των άλλων ανθρώπων. Γιατί όλα τα ‘παίρνε προσωπικά σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα; Θα ‘λεγε κανείς πως κάτι είχε το νερό. Ή,

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

232

συλλογίστηκε εύθυμα, ίσως η Κέιτ ήταν στ’ αλήθεια μάγισσα και του ‘χε κάνει μάγια. Την ακολούθησε στους λόφους, όπου οι αγελάδες βοσκούσαν σε λιβάδια περιφραγμένα από ξερολιθιές, και πήραν ένα μονοπάτι που κατευθυνόταν στη θάλασσα. Κάτω από το χλομό φως του ήλιου, ο Ατλαντικός γυάλιζε σαν πολύτιμο πετράδι, ενώ τα μικρά νησιά έμοιαζαν με καμπουριαστά θαλάσσια τέρατα. Η θέα τον κάλμαρε και η έντονη ευωδιά της θαλασσινής αύρας καθάρισε το μυαλό του κι έδιωξε προσωρινά τα παλιά φαντάσματα. «Δεν είναι μακριά». Η Κέιτ κρατούσε την Μπρίτζιντ από το χέρι, αλλά την πήρε στην αγκαλιά της όταν το μονοπάτι συνεχίστηκε στην άκρη του απόκρημνου βράχου. «Οι πέτρες είναι τα σύνορα ενός χωραφιού που μοιράζομαι με τους Τζόις». Ο Κουίν είχε ήδη προσέξει πως τα χωράφια κάποιου αγρότη δεν βρίσκονταν πάντα το ένα δίπλα στο άλλο. «Α, είναι περίπλοκο», του είπε η Κέιτ, όταν τη ρώτησε σχετικά. «Η γη κληροδοτείται από τη μια γενιά στην άλλη και συχνά είναι τεμαχισμένη. Έπειτα, ένας αγρότης που έχει ένα χωράφι δίπλα στο δικό μου, μπορεί να μη θέλει να το πουλήσει επειδή εκεί το χώμα είναι καλύτερο από το χωράφι που βρίσκεται δίπλα στο σπίτι του. Το ίδιο μπορεί να συμβαίνει με κάποιο από τα χωράφια μου που συνορεύει με κάποιου γείτονα. Έτσι βολευόμαστε όλοι και δεν βλέπω ν’ αλλάζει σύντομα η κατάσταση». Αυτό δεν τον ξάφνιασε. Απ’ ό,τι είχε παρατηρήσει μέχρι τώρα ο Κουίν, οι αλλαγές συνέβαιναν πολύ αργά στις δυτικές περιοχές της Ιρλανδίας. Κι αυτό, συλλογίστηκε, συντελεί κατά πολύ στη γοητεία της.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

233

Το δυσδιάκριτο μονοπάτι ήταν γεμάτο στροφές, περνούσε από ακρωτήρια, λαγκαδιές πνιγμένες στα ρείκια και βράχια με σπηλιές. Όταν έφτασαν σ’ ένα αδιέξοδο, ο Κουίν σταμάτησε απότομα. «Θεέ μου». Παρ’ όλο που είχε δει φωτογραφίες από κέλτικους πέτρινους κύκλους, δεν ήταν προετοιμασμένος για το θέαμα που απλωνόταν μπροστά στα μάτια του. Ήταν συγκλονιστικό. Στεφανωμένοι από το θαμπό φως που ερχόταν από τη θάλασσα, δεκάξι όρθιοι μονόλιθοι, ψηλοί όσο ένας άνθρωπος, περικύκλωναν μια τεράστια πλαγιαστή πέτρα, η οποία είχε πάνω της χαραγμένες γραμμές και καμπύλες. Βρίσκονταν σ’ ένα μικρό δάσος από πανάρχαιες βαλανιδιές, το οποίο είχε καταφέρει να γλιτώσει από το τσεκούρι, όταν ο Ριχάρδος ο Β’ λεηλάτησε τα δάση της Ιρλανδίας για να κατασκευάσει τη σκεπή του Ουεστμίνστερ Χολ στο Λονδίνο. «Τα σύμβολα αυτά είναι όγκαμ», του εξήγησε η Κέιτ, αγγίζοντας τις σκαλισμένες γραμμές με τ’ ακροδάχτυλά της. «Βαρδικό αλφάβητο, δηλαδή», είπε ο Κουίν, που θυμόταν την ονομασία από τις έρευνες που είχε κάνει. «Τα γράμματα είναι συμβολικά. Το καθένα αντιπροσωπεύει διάφορες απόψεις που σχετίζονται με την κέλτικη φιλοσοφία». «Σαν ένα είδος μυστικού κώδικα, ώστε οι απλοί άνθρωποι να μην μπορούν να διαβάσουν τις γραφές». «Ακριβώς». Η Κέιτ αναστέναξε στην ιδέα αυτή που δεν ήταν καθόλου δημοκρατική. «Υπάρχουν μύθοι για ολόκληρες βιβλιοθήκες γραμμένες σε όγκαμ, στις οποίες φυλάσσονται όλες οι αρχαίες ιστορίες. Αν και τα παλιά ελληνικά και ρωμαϊκά χρονικά λένε πως χρησιμοποιούνταν κυρίως για ξόρκια».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

234

Μια που οι μονόλιθοι απείχαν κάμποσο από τον γκρεμό, απέθεσε κάτω την κόρη της. Ο Κουίν χαμογέλασε βλέποντας τη μικρή να στροβιλίζεται σαν γελαστός δερβίσης. «Αισθάνεται τη μαγεία», είπε σιγανά -γιατί την αισθανόταν κι ο ίδιος. «Το ‘χω σκεφτεί κι αυτό», του αποκάλυψε η Κέιτ. «Ήταν μωρό ακόμα, ούτε έξι εβδομάδων, την πρώτη φορά που την έφερα εδώ. Υπέφερε από κολικό κι έκλαιγε η καημενούλα σ’ όλη τη διαδρομή. Ώσπου την έφερα στον πέτρινο κύκλο. Ησύχασε αμέσως. Την παρατηρούσα πώς κοιτούσε γύρω της και, παρ’ όλο που ξέρω ότι πολλοί λένε πως έφταιγαν τ’ αέρια στην κοιλιά της, την είδα να χαμογελάει. Και ν’ αφουγκράζεται. Και κατάλαβα πως άκουγε τις φωνές των προγόνων». «Αν μου το ‘λεγες αυτό πριν από ένα μήνα, το πιθανότερο είναι πως δεν θα σε πίστευα», παρατήρησε ο Κουίν. «Και τώρα;» Ποτέ του δεν είχε δει μια γυναίκα να βρίσκεται τόσο στο στοιχείο της όσο η Κέιτ αυτή τη στιγμή, παρακολουθώντας την κόρη της να χορεύει με τις νεράιδες. «Τώρα μπορείς να με πεις αγνωστικιστή». Εκείνη έβαλε τα γέλια. «Α, η μαγεία έχει αρχίσει να σ’ επηρεάζει, Κουίν Γκάλαχερ». Η φωνή της ακούστηκε σαν καμπανάκια που σημαίνουν όταν τα χαϊδεύει η πρωινή θαλασσινή αύρα. «Σε μερικές βδομάδες, θα σε κάνουμε πιστό οπαδό». Ο Κουίν της χαμογέλασε. Κοντά σ’ αυτή την αξιολάτρευτη, πανέξυπνη γυναίκα δεν ένιωθε ίχνος από την ένταση που τον κυρίευε με την κουνιάδα της. «Μοιάζει σαν ν’ ακούει κάποια μουσική», είπε, παρατηρώντας τη μικρή να στροβιλίζεται από πέτρα σε πέτρα.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

235

«Φαντάζομαι πως αυτό δεν είναι και τόσο περίεργο, μια που η γιαγιά μου, από τη μεριά της μητέρας μου, ήταν μια Έρλι. Κι αυτό σημαίνει πως στις φλέβες της Μπρίτζιντ κυλάει το αίμα της Μπίντι Έρλι». «Προαισθάνομαι πως θ’ ακούσω μια ιστορία». «Μας αρέσουν οι ιστορίες μας», συμφώνησε χαρωπά η Κέιτ. «Ακόμα κι αν δεν είμαστε παραμυθάδες, σαν τον Μπρέιντι. Η Μπίντι Έρλι καταγόταν από την Κομητεία Κλέαρ. Από αυτήν έχει κληρονομήσει η Μπρίτζιντ τα φλογάτα της μαλλιά. Η Μπίντι ήταν διάσημη θεραπεύτρια με το χάρισμα της ενόρασης. Έθαψε τρεις συζύγους και προκάλεσε πολλά κουτσομπολιά όταν στα ογδόντα της έκανε και τέταρτο γάμο μ’ έναν όμορφο και πολύ νεότερο της άντρα. Μόλις πέθανε, ο παπάς της ενορίας, ο οποίος φυσικά δεν έβλεπε με καλό μάτι τη λευκή μαγεία που ασκούσε εκείνη, πήρε από το καλύβι της το μπουκάλι μέσα στο οποίο έβλεπε το μέλλον και το πέταξε μέσα στο βάλτο του Κίλμπαρον, όπου παραμένει μέχρι σήμερα». «Και τώρα συνεχίζεις εσύ την οικογενειακή παράδοση». «Κατά κάποιον τρόπο. Όταν οι άνθρωποι έρχονται και μου λένε τα προβλήματά τους, μου είναι δύσκολο να τους διώξω. Βαφτίστηκα κανονικά, μα δεν μπορώ να μην πιστέψω ότι, παρά τα κηρύγματα του πάτερ Ο’ Μάλεϊ, αν δεν ήμουν προορισμένη ν’ ακολουθήσω την Παλιά Θρησκεία, δεν θα μου είχαν δοθεί τα χαρίσματα των προγόνων». «Λογικό ακούγεται». Ο Κουίν ποτέ δεν είχε υπάρξει θρησκευόμενο άτομο. «Αν δεν είμαι αδιάκριτος, μπορώ να σε ρωτήσω αν κληρονόμησες το χάρισμα της ενόρασης από την Μπίντι Έρλι;» Μπήκε, επίσης, στον πειρασμό να τη ρωτήσει αν μπορούσε να προβλέψει τι επιφύλασσε το μέλλον γι’ αυτόν και τη Νόρα.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

236

Συγκρατήθηκε, ωστόσο, γιατί δεν ήθελε ν’ ανοίξει συζήτηση για μια σχέση που ούτε κι ο ίδιος ακόμα δεν είχε καταφέρει να προσδιορίσει. «Ναι. Ως ένα βαθμό, τουλάχιστον. Μα δυστυχώς δεν βλέπω ποτέ κάτι που θα βοηθήσει τη δική μου ζωή. Μόνο σκιές». Σαν αυτές που είχαν παραμείνει στο μυαλό της μετά το χθεσινοβραδινό όνειρο, σκέφτηκε, κι ένιωσε πάλι ένα φευγαλέο, απροσδιόριστο σφίξιμο μέσα της. Ξέροντας πως δεν είχε νόημα να επιμείνει σε βεβιασμένα οράματα, η Κέιτ έστρεψε πάλι την προσοχή της στην ερώτηση του Κουίν. «Υπάρχουν κάποιες σπάνιες περιπτώσεις που ένα όραμα εμφανίζεται πιο ξεκάθαρα. Για παράδειγμα, είδα το ατύχημα του αδερφού μου, του Κόνορ, μα δεν ήξερα πότε θα συνέβαινε ή πού. Προσπάθησα να τον προειδοποιήσω, μα ήταν άνθρωπος πεισματάρης· ξεχείλιζε από αυτοπεποίθηση και δεν ήθελε ν’ ακούσει τίποτα». «Η Νόρα πώς αντέδρασε;» «Α, δεν της το είπα. Δεν νομίζω πως έχω δικαίωμα να λέω στους ανθρώπους άσχημα πράγματα που δεν μπορούν ν’ αποφευχθούν. Για ένα διάστημα η φιλία μας κλονίστηκε, μα η Νόρα είναι καλόκαρδος άνθρωπος και δεν κρατάει κακίες». Όταν η Μπρίτζιντ έτρεξε προς το μέρος τους, αφού είχε κάνει το γύρο του πέτρινου κύκλου, η Κέιτ τη σήκωσε στην αγκαλιά της, τη στήριξε πάνω στο γοφό της και κοίταξε σοβαρά τον Κουίν. «Η Νόρα δεν έζησε εύκολη ζωή. Και θ’ αντιμετωπίσει κι άλλο πόνο». «Αν εννοείς πως θα την πληγώσω...» «Πράγματι θα την πληγώσεις. Μα έτσι δεν γίνεται πάντα με τους άντρες και τις γυναίκες;» Τα εκφραστικά γαλάζια μάτια

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

237

της γέμισαν σκιές, σαν σύννεφα που περνάνε μπροστά από τον ήλιο. «Όμως κάτι άλλο θα συμβεί σε κάποιο αγαπημένο της πρόσωπο. Δεν κατάφερα να δω σε ποιο. Ή πότε. Αυτή η ανησυχία με βασανίζει στον ύπνο μου κι όταν ξυπνάω βρίσκεται πάντα στις παρυφές του μυαλού μου, σαν κομμάτια από ένα όνειρο το οποίο δεν μπορώ να θυμηθώ. Έρχομαι εδώ καθημερινά, μα ούτε αυτό με βοήθησε. Ξέρω, όμως, ότι η Νόρα θα σε χρειαστεί στο πλευρό της, Κουίν. Να της δώσεις δύναμη στις δύσκολες ώρες της». «Θα κάνω ό,τι μπορώ». Είναι η πιο κατάλληλη στιγμή ν’ αναφερθώ στα προβλήματα της Κέιτ, σκέφτηκε εκείνος, καθώς απομακρύνθηκαν από τους μονόλιθους και πήραν πάλι το μονοπάτι της επιστροφής. «Μια που μιλάμε για δύσκολες ώρες, ίσως θα ‘πρεπε να κάνω και μια κουβεντούλα με τον άντρα σου». «Με τον Καντέλ;» Εκείνη στράφηκε απότομα προς το μέρος του. «Και τι θέλεις να κουβεντιάσεις εσύ με τον Καντέλ;» «Να του πω, για παράδειγμα, πως αν απλώσει ξανά χέρι πάνω σου, μια που τώρα γίναμε φίλοι, δεν θα ‘χω άλλη επιλογή από το να του σπάσω τα μούτρα». Το πρόσωπο της έγινε κατάχλομο. «Δεν καταλαβαίνω τι θες να πεις». «Είσαι εκπληκτική γυναίκα, Κέιτ Φιτζπάτρικ Ο’ Σάλιβαν, αλλά δεν ξέρεις να λες ψέματα». Επειδή ήξερε από προσωπική εμπειρία ότι επρόκειτο για ένα θέμα ζωής και θανάτου, ο Κουίν αποφάσισε να μην της κρύψει τα δύσκολα παιδικά του χρόνια και της μίλησε με απόλυτη ειλικρίνεια. «Ο πατέρας μου έδερνε τη μητέρα μου. Προσπαθούσα να τη βοηθήσω, μα το μόνο που κατάφερνα ήταν να τρώω κι εγώ ξύλο. Κι έπειτα τη χτυπούσε ακόμα πιο άσχημα».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

238

Η Κέιτ απέστρεψε το βλέμμα της, σαν να ήταν ανήμπορη ν’ αντέξει τον πόνο που διάβαζε στο βλέμμα του. «Λυπάμαι». «Κι εγώ. Πήγε φυλακή γιατί σκότωσε έναν άνθρωπο με τις γροθιές του, όταν έμπλεξε μεθυσμένος σ’ έναν καβγά. Το δικαστήριο τον καταδίκασε για ανθρωποκτονία εξ αμελείας. Δεν ήμουν αρκετά μεγάλος, μα κατάλαβα πως θα περνούσε πολύς καιρός μέχρι να ξαναγυρίσει στο σπίτι. Κι όταν ο σερίφης τηλεφώνησε στη μητέρα μου για να της πει ότι κάποιος είχε μαχαιρώσει θανάσιμα τον πατέρα μου σε μια συμπλοκή μέσα στη φυλακή, ήμουν το πιο ευτυχισμένο παιδί σ’ ολόκληρη την Πολιτεία της Νεβάδα». «Τι θλιβερό», μουρμούρισε εκείνη. «Να γιορτάζει ένα παιδί το θάνατο του πατέρα του. Και η μητέρα σου; Πώς αισθάνθηκε;» «Δεν έχω ιδέα. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί έμενε μαζί του. Και σίγουρα δεν καταλάβαινα γιατί συνέχιζε να φέρνει στο σπίτι βίαιους άντρες». Ο Κουίν ατένισε τη λαμπερή γαλαζοπράσινη θάλασσα που φάνταζε τόσο γαλήνια στην επιφάνεια. Μα εκείνος ήξερε καλύτερα από τον καθένα πόσο απατηλά είναι τα φαινόμενα. «Ένας από αυτούς τη σκότωσε όταν ήμουν εννιά χρονών». «Και το αγοράκι που ήταν μάρτυρας στο θάνατο της μητέρας του μεγάλωσε κι έγραψε Τη Νύχτα της Νεράιδας». Ο Κουίν στράφηκε προς το μέρος της. «Είσαι διορατική γυναίκα, Κέιτ Ο’ Σάλιβαν. Και σου αξίζει κάτι πολύ καλύτερο». Παρ’ όλο που δεν ήταν ακόμα αρκετά μεγάλη για να καταλαβαίνει τα λόγια του, η Μπρίτζιντ τον κοιτούσε και τα γαλάζια μάτια της είχαν πάρει μια σοβαρή έκφραση σαν της μητέρας της, λες και διαισθανόταν την αλλαγή στη διάθεση των δύο ενηλίκων. Ο Κουίν χάιδεψε τα μεταξένια μαλλιά της μικρής. «Η κόρη σου αξίζει κάτι καλύτερο. Το ίδιο κι ο Τζέιμι».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

239

«Το ξέρω». Η Κέιτ άγγιξε αφηρημένα το μελανιασμένο της μάγουλο. «Ο Καντέλ λείπει τώρα· πήγε να μείνει με τον ξάδερφο του στο Ντανγκάρβεν. Όταν γυρίσει, θα του πω πως δεν έχει πια καμιά θέση στη ζωή μας ή στο σπίτι μου». Ο Κουίν ευχήθηκε να ήταν τόσο απλό. Μα υποψιαζόταν πως ο Ο’ Σάλιβαν δεν θα δεχόταν αυτά τα νέα χωρίς να στήσει καβγά. «Αν χρειαστείς βοήθεια...» «Θα τηλεφωνήσω στον αρχιφύλακα Ο’ Νιλ». «Εγώ είμαι πιο κοντά». Παρ’ όλο που το ζήτημα δεν ήταν καθόλου αστείο, η Κέιτ γέλασε. «Για έναν άνθρωπο που του αρέσει να είναι μονόχνοτος, έχεις μπλεχτεί σε ένα σωρό προβλήματα από την ώρα που πάτησες το πόδι σου στο Κασλ-λοχ, κύριε Γκάλαχερ». Μη μπαίνοντας στον κόπο να τη ρωτήσει πώς είχε μαντέψει το χαρακτήρα του, ο Κουίν έβαλε κι αυτός τα γέλια. «Αυτό ξαναπές το. Αν σε είχα γνωρίσει λίγο νωρίτερα, θα μπορούσες να διαβάσεις την παλάμη μου, να μου ρίξεις τους ρούνους ή ό,τι κάνετε εσείς οι μάγισσες για να προβλέψετε το μέλλον και θα με είχες προειδοποιήσει για όλες τις παγίδες που θα συναντούσα». «Άλλο πράγμα η προειδοποίηση κι εντελώς άλλο η συμπεριφορά. Έχω την εντύπωση πως τις είχες αντιληφθεί και μόνος σου αυτές τις παγίδες. Και, παρ’ όλα αυτά, προχώρησες κατευθείαν πάνω τους». «Με τα μάτια ανοιχτά», συμφώνησε εκείνος, ενώ από μέσα του ορκίστηκε πως θα έκανε μια ιδιωτική κουβεντούλα με τον Καντέλ Ο’ Σάλιβαν όταν θα γύριζε ξεθυμασμένος από τον ξάδερφο του. «Ξέρω πως εσύ και η Νόρα είστε πολύ συνδεδεμένες», της είπε μετά, «αλλά θα ‘θελα να σου ζητήσω μια χάρη».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

240

«Μην ανησυχείς. Δεν θα της μιλήσω για τα παιδικά σου χρόνια, Κουίν. Αυτή την ιστορία εσύ πρέπει να τη μοιραστείς μαζί της. Αν το θελήσεις». Αν το θελήσεις. Πόσο απλό ακουγόταν. Ωστόσο, για μια ακόμα φορά από τη στιγμή που πάτησε το πόδι του στην Ιρλανδία, ο Κουίν αναρωτήθηκε αν είχε έστω και την παραμικρή δυνατότητα επιλογής σε οτιδήποτε αφορούσε τη Νόρα. Κάθονταν στην κουζίνα της Κέιτ κι έπιναν το τσάι τους, όσο η Μπρίτζιντ κοιμόταν, όταν η πόρτα άνοιξε κι όρμησε μέσα ο Τζον. «Θεία Κέιτ!» Ήταν αναστατωμένος κι έμοιαζε σαν να είχε διασχίσει τρέχοντας όλα τα λιβάδια από τη φάρμα των Τζόις ως εκεί. «Πρέπει να ‘ρθεις αμέσως». Έσκυψε, ακούμπησε τα χέρια του στα γόνατά του και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Η Νόρα χρειάζεται το αυτοκίνητο σου». «Τι τρέχει;» Ο Κουίν πετάχτηκε όρθιος. «Τι έπαθε η Νόρα;» Τα δάχτυλά του σφίχτηκαν γύρω από τα μπράτσα του νεαρού, αναγκάζοντάς τον ν’ ανασηκωθεί. «Συνέβη τίποτα;» Από το μυαλό του πέρασαν μυριάδες εικόνες αγροτικών ατυχημάτων που είχε τύχει να ζήσει στη φάρμα και καμιά από αυτές δεν ήταν ευχάριστη. «Όχι». Τα μάτια του Τζον Τζόις ήταν γουρλωμένα, το πρόσωπο του χλομό και τα μάγουλά του κατακόκκινα. «Είναι η Φιόνα», είπε ήρεμα η Κέιτ. «Ναι». Ο Τζον δεν φάνηκε να ξαφνιάζεται από τη γνώση της θείας του. «Τηλεφώνησαν στη Νόρα από το νοσοκομείο». Έκανε μια παύση για να πάρει άλλη μια βαθιά ανάσα, αναγκάζοντας τον Κουίν γα χαλιναγωγήσει την υπομονή του. «Μια βόμβα εξερράγη στο εμπορικό κέντρο του Ντέρι όπου

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

241

ψώνιζε η γιαγιά. Τραυματίστηκε και την πήγαν στο νοσοκομείο. Η Νόρα ήθελε να κρατήσει ελεύθερη τη γραμμή του τηλεφώνου μήπως πάρουν από την αστυνομία κι έτσι μ’ έστειλε να δανειστώ το αυτοκίνητο σου. Το δικό μας το ‘χει πάρει ο μπαμπάς για να πάει στο χωριό και η Νόρα χρειάζεται το δικό σου για να πάει να τον φέρει. Έπειτα θα φύγει για το Γκόλγουεϊ, απ’ όπου θα πάρει το αεροπλάνο για το Βορρά». «Δεν χρειάζεται». Ήταν η σειρά του Κουίν να κοιτάξει την Κέιτ. «Τηλεφώνησε στον αρχιφύλακα Ο’ Νιλ και ζήτησέ του να φέρει τον Μπρέιντι από το Άιρις Ρόουζ στο σπίτι. Θα τους πάω εγώ στο Γκόλγουεϊ». «Εντάξει», συμφώνησε η Κέιτ. Παρ’ όλο που ήταν χλομή, η φωνή και το χέρι της όταν σήκωσε το ακουστικό ήταν σταθερά. «Να τηλεφωνήσω και στην αεροπορική εταιρεία να κλείσω θέσεις;» «Ούτε αυτό είναι απαραίτητο. Θα κανονίσω να μας περιμένει ιδιωτικό αεροπλάνο». «Ίσως να θέλεις να τηλεφωνήσω στη γραμματέα σου για να ειδοποιήσει το αεροδρόμιο του Γκόλγουεϊ». Όταν αντιλήφθηκε πως ήταν από τους πιο ψύχραιμους ανθρώπους σε στιγμές κρίσης που είχε γνωρίσει ποτέ του, ο Κουίν παράτησε τον Τζον, άρπαξε την Κέιτ από τους ώμους και της έδωσε ένα γρήγορο φιλί που δεν είχε ίχνος λαγνείας. Μόνο ευγνωμοσύνη από τα βάθη της καρδιάς του. «Τη λένε Μπρέντα Μάικλς. Κανονικά πρέπει να βρίσκεται στο Φλάνερι Χάουζ. Έχει τα νούμερα των πιστωτικών καρτών μου, οπότε δεν πρόκειται ν’ αντιμετωπίσει κανένα πρόβλημα. Πες της πως θα είμαστε τουλάχιστον τρία άτομα, ίσως και περισσότερα», είπε, μια που θυμήθηκε ότι η Νόρα είχε κι ένα μεγαλύτερο αδερφό, τον Μάικλ, ο οποίος έμενε σε μια κοντινή φάρμα. «Θέλω το πιο μεγάλο κι άνετο αεροπλάνο που έχουν

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

242

και δεν με νοιάζει αν είναι τζετ της Αιρ Λίνγκους. Πες στην Μπρέντα ότι θα έχω στο αυτοκίνητο μαζί μου το κινητό μου τηλέφωνο. Να μου τηλεφωνήσει μόλις έχει οποιοδήποτε νέο». Έβγαλε από την τσέπη του ένα στυλό και μια επαγγελματική κάρτα, έγραψε πάνω το νούμερο του κινητού του και την έδωσε στην Κέιτ. «Πες πως έγινε», τον βεβαίωσε εκείνη. «Και ειδοποίησε, σε παρακαλώ, τη Νόρα πως το βράδυ θα μείνω στο σπίτι της για να έχω το νου μου στα παιδιά». «Είσαι ένα σκέτο διαμάντι, Κέιτ Φιτζπάτρικ Ο’ Σάλι- βαν. Κρίμα που ο άντρας σου είναι τόσο ηλίθιος, που δεν κατάλαβε τι θησαυρό απέκτησε όταν σε παντρεύτηκε». Παρά τη σοβαρότητα της κατάστασης, η Κέιτ χαμογέλασε. «Ξέρεις πάντα τι πρέπει να πεις την κάθε στιγμή, Κουίν Γκάλαχερ. Δεν απορώ που η Νόρα είναι ξετρελαμένη μαζί σου». Ώστε η Νόρα είχε μιλήσει με την κουνιάδα της γι’ αυτόν. Παρ’ όλο που δεν ξαφνιάστηκε, ο Κουίν ανακουφίστηκε αφάνταστα που, αν μη τι άλλο, ένα μέρος της συζήτησης φαινόταν πως ήταν θετικό. Κι έπειτα, παραμερίζοντας τα δικά του προβλήματα με την αισθησιακή σπιτονοικοκυρά του, έσφιξε καθησυχαστικά τους ώμους του νεότερου αδερφού της Νόρας. «Έλα, Τζον», είπε αποφασιστικά. «Πάμε να φροντίσουμε την αδερφή σου». Ο Κουίν βρήκε τη Νόρα στην κουζίνα με τη Μαίρη. «Έχει αρνί της κατσαρόλας για το βράδυ», έλεγε. «Και το πρωί να βεβαιωθείς ότι ο Ρόρι και η Σίλια θα φάνε κάτι προτού φύγουν για το σχολείο. Έχει κουάκερ...» «Η Σίλια πάντα παραπονιέται πως το φτιάχνω γεμάτο σβόλους».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

243

«Ήρθε η ώρα να μάθει η Σίλια πως δεν μπορείς πάντα ν’ αποφεύγεις τους σβόλους στη ζωή», της πέταξε απότομα η Νόρα, σ’ έναν τόνο τελείως ασυνήθιστο για το χαρακτήρα της. «Καλώ τα λες», μουρμούρισε ο Κουίν. «Μήπως όμως είναι καλύτερα να διδαχτεί κάποια άλλη φορά η Σίλια αυτό το μικρό μάθημα; Η Κέιτ έρχεται όπου να ‘ναι. Θα μείνει εδώ το βράδυ, οπότε θα ταΐσει εκείνη τα στρατεύματα». Η Νόρα είχε στραφεί ορμητικά προς την πόρτα όταν εκείνος μίλησε. Παρά την αξιοθαύμαστη σταθερότητα που είχε η φωνή της καθώς απαριθμούσε στη Μαίρη τις διάφορες δουλειές που έπρεπε να γίνουν, το βλέμμα της ήταν πλημμυρισμένο πανικό. «Αχ, Κουίν». Δρώντας τελείως παρορμητικά, όπως είχε ανακαλύψει ο Κουίν ότι έκανε πολύ συχνά, διέσχισε το δωμάτιο κι έπεσε στην αγκαλιά του. «Ήσουν στην Κέιτ», θυμήθηκε. «Άρα έμαθες τα νέα». «Ναι». Ένα κύμα θερμών αισθημάτων τον πλημμύρισε, βαθύ σαν την ιρλανδέζικη θάλασσα. «Ο Μπρέιντι γυρίζει στο σπίτι και μόλις έρθει θα σας πάω στο Γκόλγουεϊ. Κι από κει στο Ντέρι». Χάιδεψε τα ατίθασα κύματα των μαλλιών της για να την ηρεμήσει κι έπειτα τη φίλησε τρυφερά στο μέτωπο. «Γιατί δεν πας να βάλεις μερικά ρούχα σ’ ένα σακ βουαγιάζ;» Εκείνη έκλεισε τα μάτια της και σφίχτηκε πάνω του για μια ατέλειωτη στιγμή, ενώ αποδεχόταν τη δύναμη που της πρόσφερε. «Σ’ ευχαριστώ». Ο Κουίν την είδε να βγαίνει από το δωμάτιο κι έπειτα στράφηκε στη Μαίρη και τον Τζον. «Είστε και οι δυο αρκετά μεγάλοι ώστε να έχετε άποψη», τους είπε. Ήξερε πως η Νόρα μπορεί να θύμωνε που πήρε τη θέση της σαν κεφαλή της οικογένειας, αλλά ένιωθε ότι έπρεπε να δώσει στον αδερφό και την αδερφή της τη δυνατότητα να πάρουν μόνοι τους κάποιες αποφάσεις. «Θέλετε να έρθετε μαζί μας;»

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

244

«Θα είμαι απλώς στα πόδια των γιατρών», αποκρίθηκε ο Τζον. «Νομίζω πως είναι καλύτερα να μείνω εδώ και να βοηθήσω τα μικρότερα παιδιά». «Κι εγώ δεν θ’ αντέξω να δω τη γιαγιά τραυματισμένη», είπε η Μαίρη κλαψουρίζοντας. «Θα βάλω τα κλάματα και θα χειροτερέψω την κατάσταση». Αυτό είναι αλήθεια, συλλογίστηκε ο Κουίν. «Σας υπόσχομαι ότι θα σας κρατάω ενήμερους». «Ευχαριστούμε, κύριε Γκάλαχερ», αποκρίθηκε ο Τζον με τη συνηθισμένη του σοβαρότητα. «Θα το εκτιμούσαμε πολύ». Η Κέιτ κράτησε την υπόσχεσή της, έκανε μερικά τηλεφωνήματα κι εμφανίστηκε στη φάρμα σε χρόνο ρεκόρ. Μια που η Νόρα δεν είχε κατέβει ακόμα, ο Κουίν ανέβηκε για να δει μήπως χρειαζόταν βοήθεια. Τη βρήκε να στέκεται στη μέση του μικρού δωματίου, όπου είχε αναγκαστεί να μετακομίσει για να παραχωρήσει τη δική της κρεβατοκάμαρα στον Κουίν, όπως έμαθε εκείνος εκ των υστέρων. «Δεν μπορώ να σκεφτώ». Στράφηκε προς το μέρος του και πέρασε το χέρι της που έτρεμε μέσα στα μαλλιά της. Ήταν χλομή σαν φάντασμα και δάκρυα γυάλιζαν στα πράσινα μάτια της, που κοιτούσαν νευρικά το δωμάτιο σαν φοβισμένα πουλιά που αναζητούσαν διέξοδο για να δραπετεύσουν. «Θεούλη μου, δεν μπορώ να σκεφτώ τι να κάνω. Τι να πάρω μαζί μου». Ο Κουίν ένιωσε μια έντονη ανάγκη να την παρηγορήσει και ξαφνιάστηκε που του φάνηκε τόσο φυσικό. Ταυτόχρονα συγχύστηκε γιατί ήταν τόσο άπειρος με τέτοιου είδους συναισθήματα, ώστε δεν ήξερε πώς ν’ αντιδράσει. Νιώθοντας σαν να ισορροπούσε πάνω σε τεντωμένο σκοινί με δεμένα μάτια και πετώντας αναμμένους πυρσούς στον

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

245

αέρα, άρχισε να της τρίβει τους ώμους. «Η Φιόνα θα είναι μια χαρά». «Δεν ήθελα να πάει». Το μυαλό της στριφογύριζε σε κύκλους, κυνηγημένο από εναλλασσόμενα συναισθήματα. «Ανησυχούσα αφάνταστα, μα έλεγα συνέχεια στον εαυτό μου πως στο κάτω κάτω είναι ενήλικη και δεν έχω δικαίωμα να την περιορίζω, όπως κάνω με τα παιδιά». «Και να προσπαθούσες, δεν επρόκειτο να σ’ ακούσει». «Το ξέρω». Η Νόρα έγειρε το κεφάλι της πάνω στον ώμο του και αναστέναξε. «Έχω αρχίσει να σιχαίνομαι αυτή την αναθεματισμένη εκστρατεία αγιοποίησης της Μπερναντέτ». «Όλοι έχουν ανάγκη από ένα σκοπό. Η γιαγιά σου θα μπορούσε να βρει κάτι πολύ χειρότερο από το να προσπαθεί ν’ ανακηρυχτεί αγία μια γενναία γυναίκα». «Γιατί δεν μπορούσε να μείνει στο σπίτι της, να ψήνει ψωμί και να λέει τις προσευχές της όπως οι άλλες γιαγιάδες;» Η καρδιά της χτυπούσε τρομοκρατημένη από την ώρα που έλαβε εκείνο το φριχτό τηλεφώνημα από τις Αρχές του Ντέρι. Και τώρα από το μυαλό της πέρασε η σκέψη πως ο ώμος του Κουίν ήταν αρκετά πλατύς για να σηκώσει σημαντικά βάρη. Ήταν ένας άντρας γεμάτος δύναμη, ένας άντρας που θα στεκόταν στο πλευρό μιας γυναίκας. Και, παρ’ όλο που η Νόρα υποψιαζόταν πως εκείνος θα διαφωνούσε σίγουρα μαζί της, ήταν ένας καλός κι αφοσιωμένος άνθρωπος. Όντας μια γυναίκα που είχε συνηθίσει ν’ αντιμετωπίζει ολομόναχη ένα σωρό προβλήματα και που καμάρωνε για την ικανότητά της να φροντίζει την οικογένειά της, η Νόρα θα μπορούσε να είχε ενοχληθεί από τις πρωτοβουλίες του. Ωστόσο, ανακάλυπτε πόσο όμορφα ήταν να την ξαλαφρώνει κάποιος από τα βάρη.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

246

«Η Φιόνα είναι μοναδική», ψιθύρισε εκείνος με τα χείλη του ακουμπισμένα στον κρόταφο της. «Σαν τη μεγαλύτερη εγγονή της», Ο θερμός τόνος της φωνής του έκανε την καρδιά της να πεταρίσει. Η Νόρα ανασήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε. «Θέλω να σου πω κάτι. Και, σε παρακαλώ, μη μου φέρεις αντίρρηση». «Ούτε που θα μου περνούσε από το μυαλό». Και ειδικά όταν την ένιωθε ευάλωτη σαν κολιμπρί στην αγκαλιά του. «Είσαι τόσο καλός μαζί μου». Όταν ο Κουίν άνοιξε το στόμα του για να διαμαρτυρηθεί, εκείνη πίεσε τα δάχτυλά της πάνω στα χείλη του. «Είπες ότι δεν θα ‘φερνες αντίρρηση». Ανοιγόκλεισε τα μάτια της για να διώξει τα δάκρυα που δεν ήθελε ν’ αφήσει να κυλήσουν. «Είναι αλήθεια, Κουίν, είτε είσαι έτοιμος να το πιστέψεις είτε όχι. Κι αυτή τη στιγμή δεν ξέρω τι θα ‘κανα αν δεν ήσουν εδώ μαζί μου». Μπορεί να έμοιαζε με λεπτεπίλεπτο κολιμπρί, μα ο Κουίν ήξερε πως η Νόρα είχε καρδιά αετού. Θα κατάφερνε να τα βγάλει πέρα όποιο κι αν ήταν το αποτέλεσμα, όπως είχε αντιμετωπίσει και όλες τις άλλες τραγωδίες στη ζωή της. Η σκέψη πως εκτιμούσε την παρουσία του δίπλα της, ότι της πρόσφερε δύναμη, τον έκανε να νιώσει πιο δυνατός απ’ όσο είχε αισθανθεί ποτέ στη ζωή του. Επίσης, η ίδια σκέψη τον τρόμαζε αφάνταστα. «Δεν θα ‘θελα να βρίσκομαι πουθενά αλλού στον κόσμο». Ήταν ίσως η πιο ειλικρινής δήλωση που είχε κάνει ποτέ του. Κάποια ανύποπτη στιγμή που οι αντιστάσεις του είχαν υποχωρήσει, η χήρα Φιτζπάτρικ απέκτησε ξαφνικά φοβερή σημασία γι’ αυτόν. Ό,τι είχε σχέση μαζί της έγινε σημαντικό. Κι αυτό ήταν κάτι ακόμα το οποίο θα ‘πρεπε να σκεφτεί αργότερα.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

247

Προς το παρόν, όμως, επειδή άνθρωπος ήταν κι αυτός, έσκυψε το κεφάλι του κι ακούμπησε τα χείλη του στα δικά της. Ήταν ένα φιλί σαν ψίθυρος, απαλό και τρυφερό και τόσο γλυκό, όσο οι ηλιαχτίδες μέσα σ’ ένα ουράνιο τόξο. Το στόμα του άγγιξε το δικό της, τραβήχτηκε, το άγγιξε πάλι, σαν πεταλούδα που γεύεται ένα αγριολούλουδο στα λιβάδια. Πίσω από τα κλειστά βλέφαρα της Νόρας άρχισαν να χορεύουν χρώματα, καθώς άφησε τα χείλη της να ξεμείνουν πάνω στα δικά του. Ανατρίχιασε σύγκορμη όταν οι παλάμες του γλίστρησαν από τους ώμους της στα μπράτσα της κι έπειτα στους καρπούς της, προτού τα δάχτυλά του μπλεχτούν με τα δικά της. Αναστέναξε βαθιά, νιώθοντας την άκρη της γλώσσας του ν’ αργοδιαβαίνει στο περίγραμμα των χειλιών της. Η ένταση σιγά σιγά χάθηκε κι έδωσε τη θέση της στην εμπιστοσύνη. Και σ’ ένα άλλο αίσθημα, που ο Κουίν θα νόμιζε πως ήταν έρωτας αν πίστευε σε κάτι τόσο ανέφικτο κι εξωπραγματικό. Μια πόρτα βρόντηξε στο ισόγειο κι ακούστηκε η φωνή του Μπρέιντι. «Νόρα; Πού είσαι, αγάπη μου;» Αποχωρίστηκαν αμέσως, ακούγοντας το θόρυβο από τις μπότες που ανέβαιναν τη σκάλα. Το άγχος που ο Κουίν είχε δει νωρίτερα να καθρεφτίζεται στο βλέμμα της είχε αντικατασταθεί από σύγχυση. «Πώς το κάνεις αυτό;» του ψιθύρισε ξέπνοη. «Ποιο;» Εκείνη σήκωσε το χέρι της, σαν να ‘θελε να χτενίσει τα μαλλιά της, κι έπειτα το άφησε να πέσει αδύναμα στο πλευρό της. «Με φιλάς και το μυαλό μου καθαρίζει και γίνεται σαν γυαλισμένο τζάμι». «Α, αυτό». Παρά τη σοβαρότητα της στιγμής, ο Κουίν χαμογέλασε πονηρά. «Κάνω μαγικά».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

248

15 Σπασμένα Φτερά Η διαδρομή ως το Γκόλγουεϊ κύλησε, στο μεγαλύτερο μέρος της, μέσα στη σιωπή. Για πρώτη φορά ο Μπρέιντι φαινόταν να ‘χει στερέψει από ιστορίες. Μα αυτό δεν σήμαινε πως δεν τις είχε στο μυαλό του. Και από τη μελαγχολία που διέκρινε στο βλέμμα του ο Κουίν κάθε φορά που τον κοίταζε από το καθρεφτάκι, συμπέραινε ότι δεν ήταν ο μόνος μέσα στο αυτοκίνητο που ήταν εξοικειωμένος με ιστορίες τρόμου. Ούτε η Νόρα φαινόταν να έχει διάθεση για κουβέντα. Καθόταν άκαμπτη στη θέση του συνοδηγού, με το βλέμμα καρφωμένο στο παρμπρίζ. Ήταν άσπρη σαν μάρμαρο και θα του θύμιζε άγαλμα, αν δεν παρατηρούσε τα χέρια της. Της ήταν αδύνατο να τα κρατήσει ακίνητα και πετάριζαν στα γόνατά της σαν τραυματισμένα πουλιά. Καμιά φορά τα έσφιγγε τόσο ώστε οι αρθρώσεις της άσπριζαν ή τα έμπλεκε μέσα στα μαλλιά της. Κάθε τόσο πίεζε τ’ ακροδάχτυλά της πάνω στα βλέφαρά της. Τελικά, ο Κουίν αιχμαλώτισε το ένα χέρι της μέσα στην παλάμη του. «Όλα θα πάνε καλά». Της το ‘σφίξε παρηγορητικά κι έπειτα τ’ ακούμπησε πάνω στο μηρό του. «Η Φιόνα θα τα καταφέρει».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

249

Πρώτη φορά εδώ και πέντε χρόνια, από τότε που της είχε τηλεφωνήσει εκείνος ο δημοσιογράφος από τους Άιρις Τάιμς για να της πει για το ατύχημα του Κόνορ, ένιωθε να τα ‘χει τελείως χαμένα. Η Νόρα στράφηκε και τον κοίταξε. «Δεν μπορείς να το ξέρεις με σιγουριά». «Αυτό είναι αλήθεια. Αλλά, παρ’ όλο που ποτέ δεν ισχυρίστηκα ότι είμαι μέντιουμ, έχω ένα καλό προαίσθημα. Άλλωστε, το ίδιο είπε και η Κέιτ». «Το ξέρω». Η Νόρα δάγκωσε τα χείλη της και κοίταξε πάλι ανέκφραστα το παρμπρίζ. «Αυτό είναι το μόνο που με συγκρατεί και δεν έχω βάλει τις φωνές». Μέχρι να φτάσουν στο αεροδρόμιο του Γκόλγουεϊ, ο Κουίν είχε ήδη τηλεφωνήσει δυο φορές στο νοσοκομείο. Και τις δυο φορές δεν έμαθαν τίποτα συγκεκριμένο -αν και, σύμφωνα με το δελτίο ειδήσεων του ραδιοφώνου, η βόμβα είχε καταστρέψει το πάρκινγκ και σχεδόν ολόκληρο το ισόγειο ενός καταστήματος στο Ντέρι. Όλα τα νοσοκομεία της πόλης είχαν κατακλυστεί από τραυματίες. Μια που η μοναδική φορά που είχε πετάξει με αεροπλάνο ήταν από το Σάνον στο Δουβλίνο με τον Κόνορ, η Νόρα ξέχασε για μια στιγμή το φόβο και την κατάθλιψή της όταν είδε το ιδιωτικό τζετ. «Νοίκιασες ένα αεροπλάνο μόνο για μας;» Ο Κουίν ανασήκωσε τους ώμους του, καθώς οι τρεις τους προχωρούσαν στον αεροδιάδρομο. «Μου φάνηκε ευκολότερο. Και συντομότερο». «Θα πρέπει να σου κόστισε μια περιουσία». Και πάλι η αδιάφορη χειρονομία. «Ο λογιστής μου λέει συνέχεια πως έχω περισσότερα χρήματα απ’ όσα μπορώ να

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

250

ξοδέψω στις επόμενες ζωές μου. Ας τα χρησιμοποιήσω, λοιπόν». Ενώ αναρωτιόταν πώς να ήταν άραγε να έχει κανείς τόσο πολλά χρήματα ώστε να χάνουν τη σημασία τους, η Νόρα περίμενε δίπλα στον αμίλητο πατέρα της, καθώς ο Κουίν συστήθηκε στον πιλότο που τους περίμενε και οι δυο άντρες συζήτησαν τις λεπτομέρειες της σύντομης πτήσης τους προς το Βορρά. Η Κέιτ είχε καταφέρει να μιλήσει με κάποιον στο νοσοκομείο που μπόρεσε να της δώσει μερικές πληροφορίες και είχε τηλεφωνήσει στο κινητό τηλέφωνο του Κουίν για να τους πει τα ευχάριστα νέα: τα τραύματα της Φιόνα δεν θεωρούνταν σοβαρά. Νιώθοντας πολύ πιο αισιόδοξη απ’ όσο όταν έφυγε από τη φάρμα, η Νόρα ανέβηκε στο αεροπλάνο με τον Κουίν, τον πατέρα της και τον πιλότο. «Α! Είναι πολυτελές σαν αριστοκρατικό ξενοδοχείο», παρατήρησε μαγεμένη, κοιτάζοντας γύρω της την ευρύχωρη καμπίνα που της θύμισε το ξενοδοχείο Σέλμπορν. Εκεί είχε μείνει με τον Κόνορ την πρώτη νύχτα του γάμου τους. Το επόμενο πρωί έφυγαν για το Λονδίνο, όπου ο άντρας της θα έπαιρνε μέρος σε ιππικούς αγώνες. Τότε ήταν σίγουρη πως ούτε ένα παλάτι δεν θα ήταν πιο πολυτελές. «Καλό είναι», είπε ο Κουίν και της έριξε μια ματιά. Εξακολουθούσε να είναι υπερβολικά χλομή. Το ίδιο κι ο Μπρέιντι. Ο Κουίν αναρωτήθηκε αν θα κατάφερνε να τους πείσει να κοιμηθούν λιγάκι. Το τζετ διέθετε δύο κρεβατοκάμαρες. «Ίσως να πρέπει να ξαπλώσεις...» «Όχι», αποκρίθηκε εκείνη σταθερά, κουνώντας το κεφάλι της. «Είμαι μια χαρά». Έπειτα στράφηκε προς τον πατέρα της. «Μπαμπά, νομίζω πως θα σου κάνει καλό να ξεκουραστείς λιγάκι».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

251

Όταν εκείνος ανασήκωσε το κεφάλι του, ο Κουίν συνειδητοποίησε από πού είχε κληρονομήσει η Νόρα το συνήθειο να υψώνει το σαγόνι της. «Για τι άνθρωπο με πέρασες; Να κοιμηθώ όσο η μητέρα μου χαροπαλεύει σε κάποιο νοσοκομείο;» «Η γιαγιά δεν χαροπαλεύει. Ο γιατρός είπε στην Κέιτ πως τα μόνα της τραύματα είναι ένας σπασμένος καρπός και μια πιθανή διάσειση». «Δεν είναι πια νέα», διαμαρτυρήθηκε ο Μπρέιντι. «Μια διάσειση μπορεί να είναι σοβαρή. Κι έπειτα έχει και την καρδιά της...» Πίεσε τη ροζιασμένη του παλάμη πάνω στο στήθος του. «Αχ, Χριστούλη μου». Ο Κουίν άρπαξε τον ηλικιωμένο άντρα που έπεσε στα γόνατα. «Μπαμπά!» Η Νόρα γονάτισε δίπλα στην μπεζ δερμάτινη πολυθρόνα όπου ο Κουίν απέθεσε τον πατέρα της. «Τι τρέχει; Να πούμε στον πιλότο να φωνάξει ένα γιατρό;» «Μια χαρά είμαι». Ο Μπρέιντι της χάιδεψε το χέρι. «Απλώς ζαλίστηκα λιγάκι, αγάπη μου. Νομίζω πως φταίει το αεροπλάνο». «Μα δεν απογειωθήκαμε ακόμα». «Η αναμονή είναι τρομακτικό πράγμα», της απάντησε. «Άσε που η διαδρομή με το αυτοκίνητο ήταν μεγάλη και κουράστηκα». Η Νόρα τον κοίταξε ερευνητικά και καταράστηκε το ταλέντο που είχε ο πατέρας της να λέει παραμύθια και ψέματα. Το χρώμα έβαφε ξανά τα μάγουλά του που για μια στιγμή είχαν γίνει άσπρα σαν το γύψο. Φριχτά διχασμένη ανάμεσα στην ανάγκη της να βρεθεί στο προσκέφαλο της γιαγιάς της στο νοσοκομείο, για να διαπιστώσει με τα ίδια της τα μάτια αν οι γιατροί είχαν πει

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

252

αλήθεια στην Κέιτ ότι η Φιόνα δεν είχε τραυματιστεί σοβαρά, και στην ανησυχία της για τον πατέρα της, η Νόρα στράφηκε στον Κουίν. «Εσύ αποφασίζεις», μουρμούρισε εκείνος. Δάγκωσε το άβαφο νύχι της προσπαθώντας να πάρει την κρίσιμη απόφαση. «Εγώ είμαι ο πατέρας της οικογένειας», δήλωσε αυστηρά ο Μπρέιντι. «Κι αυτό σημαίνει ότι εγώ θ’ αποφασίσω. Και λέω ότι χάνουμε το χρόνο μας με καβγάδες, ενώ θα μπορούσαμε ήδη να πετάμε προς το Ντέρι». Η Νόρα δεν θυμόταν πότε ήταν η τελευταία φορά που ο πατέρας της πάτησε πόδι για κάτι. Παρ’ όλο που τον αγαπούσε ολόψυχα σ’ όλη της τη ζωή, πολλές φορές της είχε περάσει από το μυαλό η σκέψη ότι ο Μπρέιντι Τζόις ήταν κάπως άβουλος. Μια που η ιδέα και μόνο της φαινόταν προδοτική, πάντα την απέδιωχνε. Τώρα όμως, για δεύτερη φορά μέσα σε δύο μέρες, έβλεπε το δυναμικό άντρα που είχε ερωτευτεί η Έλινορ Τζόις. Εξακολουθώντας να νιώθει προβληματισμένη, η Νόρα κοίταξε τον Κουίν. «Θα φύγουμε για το Ντέρι». Το σύντομο νεύμα του της είπε ότι κι εκείνος την ίδια απόφαση θα ‘παίρνε. «Πάω να ειδοποιήσω τον πιλότο». Προτού βγει από την καμπίνα, ο Κουίν έσκυψε, πήρε το πιγούνι της στην παλάμη του και χάιδεψε τα θλιμμένα της χείλη. «Όλα θα πάνε καλά». Και παρ’ όλο που ήταν παράλογο, μόνο και μόνο επειδή της το είπε ο Κουίν, η Νόρα αποφάσισε να το πιστέψει. *** Ύστερα από την επίμονη άρνηση του Μπρέιντι να ξεκουραστεί επειδή ανησυχούσε για τη μητέρα του, η Νόρα έμεινε άναυδη όταν ο πατέρας της δεν θέλησε να μπει στο νοσοκομείο.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

253

«Δεν μπορεί να μιλάς σοβαρά!» Κοίταξε τον Μπρέιντι μη πιστεύοντας στ’ αυτιά της. «Δεν είναι δυνατόν να μου λες ότι έκανες όλο αυτό το ταξίδι μέχρι το Βορρά και τώρα θέλεις να μείνεις έξω από το νοσοκομείο όπου η ίδια σου η μάνα μπορεί να χαροπαλεύει;» «Νόρα». Ο Κουίν στεκόταν στο πλευρό της, δίπλα στη νοικιασμένη μαύρη λιμουζίνα που τους περίμενε στο αεροδρόμιο του Ντέρι· στη λιμουζίνα όπου καθόταν ακόμα ο πατέρας της. Άπλωσε το χέρι του για να την ηρεμήσει. «Η Κέιτ δεν είπε τέτοιο πράγμα». Εκείνη στράφηκε ορμητικά προς το μέρος του. «Δεν θα μου πεις εσύ τι μου είπε η κουνιάδα μου», του πέταξε γεμάτη φούρια. Ο φόβος και το άγχος της συνωμότησαν και πυροδότησαν τα νεύρα που συνήθως κατάφερνε να ελέγχει. «Αυτή είναι οικογενειακή υπόθεση». Κι εσύ δεν ανήκεις στην οικογένεια. Ο Κουίν άκουσε πεντακάθαρα τα λόγια που η Νόρα δεν πρόφερε μεγαλόφωνα. «Έχεις δίκιο». Ύψωσε τα χέρια του σε μια χειρονομία παραίτησης, αλλά δεν υποχώρησε. «Μπορεί να μην είμαι μέλος της οικογένειας, μα καταλαβαίνω πόσο δύσκολο είναι για τον πατέρα σου. Μη χειροτερεύεις την κατάσταση». «Φυσικά και είναι δύσκολο γι’ αυτόν να βρίσκεται η Φιόνα στο νοσοκομείο». Για πρώτη φορά από τότε που τη γνώρισε, το βλέμμα της φαινόταν σκληρό σαν βράχος. Η Νόρα έγειρε πάνω στη μεγάλη λιμουζίνα. «Άσε με, όμως, να σου πω κάτι, μπαμπά», είπε στον Μπρέιντι. «Θα σου είναι πολύ πιο δύσκολο το να πεθάνει η μητέρα σου χωρίς να σου δοθεί η ευκαιρία να την αποχαιρετήσεις ή να της πεις πόσο πολύ την αγαπάς...» Η φωνή της έσπασε κι απέστρεψε το πρόσωπο της, παίρνοντας μια βαθιά, τρεμάμενη ανάσα, που φανέρωσε στον

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

254

Κουίν πως εκείνη τη στιγμή δεν σκεφτόταν τη Φιόνα αλλά τη δική της μητέρα. Την παρακολούθησε γεμάτος θαυμασμό να ισιώνει τους ώμους της και να ξαναβρίσκει την αποφασιστικότητά της. Κι έπειτα να στρέφεται πάλι προς τον πατέρα της. «Πρέπει να βγεις από αυτό το αναθεματισμένο αυτοκίνητο και να ‘ρθεις μέσα μαζί μου. Αυτή τη στιγμή». Τα μάτια του Μπρέιντι γυάλιζαν ύποπτα, μα το πιγούνι του παρέμεινε σταθερά υψωμένο. «Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να μιλάς έτσι στον πατέρα σου, Νόρα». Το βλέμμα του καρφώθηκε στον Κουίν. «Θα μου κάνεις μια χάρη, αγόρι μου;» «Φυσικά», αποκρίθηκε εκείνος και δέχτηκε άλλη μια άγρια ματιά από τη Νόρα. «Πήγαινε την κόρη μου να δει τη γιαγιά της. Και πες στη Φιόνα πως την αγαπάω». «Μπαμπά...» άρχισε να λέει πάλι η Νόρα. «Έγινε». Ο Κουίν την έπιασε από το μπράτσο και την τράβηξε από τη λιμουζίνα. «Έλα, γλυκιά μου. Καλύτερα να πάμε στο νοσοκομείο, προτού η Φιόνα αρχίσει να τριγυρίζει στους διαδρόμους και να ανακρίνει τους ασθενείς για να ανακαλύψει θαύματα της Μπερναντέτ». «Δεν το πιστεύω!» Κούνησε το κεφάλι της και στο πρόσωπο της καθρεφτίζονταν όλη η σύγχυση και η θλίψη που αισθανόταν. «Μ’ έχεις απογοητεύσει κι άλλες φορές, μπαμπά», του είπε ήρεμα. Πονεμένα. «Μα ποτέ όσο σήμερα». Και μ’ αυτή την κατηγορία να πλανιέται στον αέρα, απέδιωξε το χέρι του Κουίν, τον προσπέρασε και προχώρησε προς τις γυάλινες πόρτες. Ο Κουίν κοντοστάθηκε για μια στιγμή. «Λυπάμαι», είπε στον Μπρέιντι.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

255

Εκείνος κούνησε κουρασμένα το χέρι του. «Η Νόρα έχει κάθε δικαίωμα στα συναισθήματά της. Κι αργότερα, αφού έρθετε έξω και μου πείτε ότι η μητέρα μου είναι μια χαρά, θ’ απολαύσω αφάνταστα το γεγονός πως είναι η πρώτη φορά εδώ και χρόνια που η κόρη μου έχει έναν άνθρωπο ν’ ακουμπήσει πάνω του. Πίστεψέ με, Κουίν, το ότι την παρακολούθησα να παραδίδει τα ηνία του απόλυτου ελέγχου της οικογένειας, έστω και για ένα απόγευμα, με αποζημιώνει που μου είπε μερικές βαριές κουβέντες από το φόβο της». Ο Κουίν κοίταξε εξεταστικά τον Μπρέιντι και συνειδητοποίησε ότι μπορεί και να τον είχε υποτιμήσει. «Θα την προσέχω». Ο Μπρέιντι έγειρε στο μαύρο δερμάτινο κάθισμα κι έκλεισε τα μάτια του. «Είμαι σίγουρος γι’ αυτό». Η Νόρα τσακωνόταν με μια υπάλληλο υποδοχής ντυμένη στα γκρίζα, όταν ο Κουίν πήγε κοντά της. «Άσε να μιλήσω εγώ», της ψιθύρισε, χαϊδεύοντας το μπράτσο της. «Καλησπέρα». Χάρισε το πιο λαμπερό του χαμόγελο στη ροδομάγουλη κοπέλα που καθόταν πίσω από μια οθόνη υπολογιστή. «Είμαι ο Κουίν Γκάλαχερ. Κι από δω η Νόρα Τζόις». Είπε στον εαυτό του πως ο μόνος λόγος που παρέλειψε το επώνυμο του συζύγου της ήταν για να μην περιπλέξει χωρίς λόγο την κατάσταση. Δεν είχε καμιά σχέση με το γεγονός ότι, πέρα από κάθε λογική, εξακολουθούσε να τρελαίνεται από τη ζήλια του στη σκέψη ότι εκείνη ανήκε κάποτε σ’ έναν άλλο άντρα. «Θα θέλαμε να μας πείτε τον αριθμό δωματίου της Φιόνα Τζόις. Την έφεραν εδώ λίγο μετά την έκρηξη της βόμβας». «Είστε από την αστυνομία;» «Όχι. Είμαστε η οικογένειά της».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

256

«Το επισκεπτήριο είναι το απόγευμα». «Το καταλαβαίνω». Της χαμογέλασε πάλι, πιο εγκάρδια αυτή τη φορά, με σκοπό να τη σαγηνεύσει. «Και αντιλαμβάνομαι πως, αν αφήνατε τον καθένα να παραβιάζει τους κανονισμούς, κυρία Μπάρι», πρόσθεσε, ρίχνοντας μια ματιά στην ταμπελίτσα με τ’ όνομά της, «στους θαλάμους θα βασίλευε ένα χάος αντί για την τάξη που αναμφίβολα επικρατεί σ’ ένα νοσοκομείο με τόσο υποδειγματικό προσωπικό. Ωστόσο», συνέχισε, σφίγγοντας ανεπαίσθητα το μπράτσο της Νόρας όταν την ένιωσε έτοιμη να διαμαρτυρηθεί πάλι, «ήρθαμε από πολύ μακριά, από το Κασλ- λοχ, και...» «Από το Κασλ-λοχ;» Η γυναίκα που μέχρι τώρα διατηρούσε μια έκφραση επαγγελματικής βαρεμάρας, παρά τις απόπειρες του Κουίν να τη γοητεύσει, ξαφνικά ανασήκωσε ζωηρά το κεφάλι της. «Είπατε ότι λέγεστε Γκάλαχερ;» «Κουίν Γκάλαχερ», συμφώνησε εκείνος. «Είστε ο Αμερικανός συγγραφέας». Το χαμόγελο που της χάρισε υπονοούσε πως ήταν η εξυπνότερη γυναίκα σ’ όλη τη Βόρεια Ιρλανδία. «Ένοχος». «Είδα στις ειδήσεις της τηλεόρασης ότι γυρίζουν στο Κασλλοχ μια ταινία βασισμένη στο βιβλίο σας», ία μάτια της γυναίκας στένεψαν, καθώς κοίταξε τη Νόρα. «Είστε κι εσείς από τους ηθοποιούς;» «Όχι, και δεν καταλαβαίνω τι σχέση έχουν όλα αυτά με...» «Θα πρέπει να συγχωρήσετε την ανυπομονησία της κυρίας Τζόις», τη διέκοψε ήρεμα ο Κουίν. «Ανησυχεί πολύ για τη γιαγιά της, την κυρία Φιόνα Τζόις», υπενθύμισε στην κοπέλα, γνέφοντας προς την οθόνη του υπολογιστή, στην οποία αναβόσβηναν μάρκες φαρμάκων. «Τζόις». Εκείνη άρχισε να πληκτρολογεί. «Το Φιόνα γράφεται με ένα νι ή με δύο;»

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

257

«Με ένα», την πληροφόρησε η Νόρα σε ασυνήθιστα κοφτό τόνο. «Μάλιστα. Θάλαμος 625». Αγνοώντας τη Νόρα, η υπάλληλος έστρεψε πάλι την προσοχή της στον Κουίν. «Της βάλαμε γύψο στον καρπό και θα πρέπει να μείνει απόψε εδώ για να την παρακολουθήσουμε», τον πληροφόρησε, επαναλαμβάνοντας όσα ήδη τους είχε πει η Κέιτ. «Μη μείνετε πολλή ώρα. Το νοσοκομείο είναι πανεπιστημιακό και σε λίγο οι γιατροί θα κάνουν το γύρο τους. Συγχύζονται όταν κάποιος τους διακόπτει». «Θα μπούμε και θα βγούμε χωρίς να μας πάρει κανείς είδηση», της υποσχέθηκε ο Κουίν. «Σας ευχαριστούμε, κυρία Μπάρι. Είστε ένας πραγματικός άγγελος του ελέους». Κι έπειτα, πιάνοντας πάλι τη Νόρα από τον αγκώνα, την κατηύθυνε προς τους ανελκυστήρες. «Χα, άκου άγγελος!» είπε σφιγμένα η Νόρα, όταν οι ατσάλινες γκρίζες πόρτες έκλεισαν πίσω τους. «Από πότε οι άγγελοι γδύνουν τους άντρες με τα μικρά ματάκια τους;» «Δεν φαντάστηκα πως θα το πρόσεχες», αποκρίθηκε ήρεμα ο Κουίν. «Μια που ανησυχείς τόσο πολύ για την αγαπημένη σου γιαγιάκα». «Και βέβαια ανησυχώ για τη γιαγιά!» Τα χείλη της έτρεμαν, παρ’ όλο που το βλέμμα της άστραψε οργισμένο. «Επίσης, έχω συγχυστεί με τον τρόπο που κανονίζεις τη ζωή μου σαν κάποιος πλούσιος Γιάνκης καταδρομέας». «Καταλαβαίνω». Ο Κουίν παρακολουθούσε τα πορτοκαλιά νούμερα ν’ αναβοσβήνουν πάνω από την πόρτα. «Αναφέρεσαι μήπως στο γεγονός ότι πήγα εσένα και τον Μπρέιντι με τ’ αυτοκίνητο ως το Γκόλγουεϊ; Ότι νοίκιασα ιδιωτικό αεροπλάνο ώστε να μη χάσετε πολύτιμο χρόνο στο αεροδρόμιο περιμένοντας να πάρετε την πρώτη πτήση,

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

258

στριμωγμένοι σαν τις σαρδέλες; Ή μήπως βρήκες τη λιμουζίνα κάπως φιγουρατζίδικη για το λιτό, επαρχιακό σου γούστο;» Η Νόρα δεν μπόρεσε ν’ αντισταθεί. Ο ελαφρά πειρακτικός τόνος της φωνής του γαλήνευσε τα νεύρα της και καταπράυνε το φόβο που κόχλαζε σαν οξύ μέσα της. «Δεν πάει έτσι», ψιθύρισε, παρακολουθώντας κι αυτή τους αριθμούς ν’ αλλάζουν. «Υποτίθεται ότι εσύ είσαι ο δύστροπος κι εγώ αυτή που σου φτιάχνω τη διάθεση». «Πίστεψέ με, γλυκιά μου, είμαι σίγουρος πως θα σου δοθούν ένα σωρό ευκαιρίες να το κάνεις. Και παρ’ όλο που δεν πειράζει ν’ αντιστραφούν για λίγο οι ρόλοι, θα πρέπει να πατήσω πόδι γι’ απόψε». «Απόψε;» «Σου υποσχέθηκα πως θα σε βγάλω έξω για φαγητό», της θύμισε, καθώς ο ανελκυστήρας έφτασε στον έκτο όροφο. «Και μια που είμαι ένας πλούσιος Γιάνκης καταδρομέας, σκοπεύω να σου προσφέρω το καλύτερο δείπνο που μπορεί να έχει κανείς σ’ όλο το Ντέρι». Χωρίς να της δώσει την ευκαιρία να εναντιωθεί στα σχέδια του, τη συνόδευσε στο διάδρομο και, ακολουθώντας τα νούμερα των θαλάμων και τα βέλη, βρήκαν το δωμάτιο της Φιόνα. Η Νόρα ένιωσε μια τεράστια ανακούφιση να την πλημμυρίζει όταν είδε τη γιαγιά της καθισμένη στο κρεβάτι να βλέπει τηλεόραση. «Δεν θα ‘πρεπε να ‘σαι ξαπλωμένη;» «Είναι πολύ δύσκολο να δω τηλεόραση ξαπλωμένη», αποκρίθηκε η Φιόνα με ασυνήθιστη ηρεμία για άνθρωπο που επέζησε από έκρηξη βόμβας. «Μα αφού τραυματίστηκες».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

259

«Μια γρατσουνιά είναι μόνο». Ανασήκωσε τον καρπό της που ήταν μέσα σ’ ένα νάρθηκα από άσπρο γύψο. «Αν και φοβάμαι πως θα με ταλαιπωρεί στο πλέξιμο. Προσπάθησα να πείσω το γιατρό να μου βάλει από κείνους τους ελαστικούς επιδέσμους, αλλά ξέρεις πόσο πεισματάρηδες είναι οι άνθρωποι εδώ στο Βορρά». «Σε αντίθεση με τους ανθρώπους του Νότου», παρατήρησε ξερά η Νόρα. «Πάλι καλά που δέχτηκες να μείνεις εδώ το βράδυ». «Μπα, δεν πρόκειται. Υποψιαζόμουν ότι ο Κουίν θα σ’ έφερνε και, μια που αυτό το δωμάτιο είναι πολύ πιο αναπαυτικό από το θάλαμο επειγόντων περιστατικών κάτω, τους άφησα να με φέρουν εδώ για να σας περιμένω. Η κυρία Μέρφι κι εγώ περνάμε την ώρα μας παρακολουθώντας τις σκηνές της έκρηξης και θρηνώντας για τη βλακεία των ανθρώπων». Ένευσε προς το δεύτερο κρεβάτι του θαλάμου με το χρυσοκόκκινο κεφάλι της που ξαφνικά έμοιαζε πασπαλισμένο με άσπρη πούδρα. Το ένα πόδι της μεσήλικης γυναίκας του διπλανού κρεβατιού ήταν ανασηκωμένο με τροχαλίες. «Κι εσείς στην έκρηξη τραυματιστήκατε;» τη ρώτησε ευγενικά η Νόρα. «Α, ναι, βέβαια. Τινάχτηκα στον αέρα. Έσπασα το πόδι μου σε τρία σημεία». Έσμιξε τα φρύδια της και πρόσθεσε: «Και να σκεφτεί κανείς ότι έψαχνα όλη μέρα για να βρω ένα ζευγάρι γόβες που να ταιριάζουν με το καινούριο κυριακάτικο φόρεμά μου. Και τώρα πάνε». «Είχαν ένα πολύ ωραίο μπλε χρώμα», αποκάλυψε η Φιόνα. «Με άσπρη μπορντούρα. Φυσικά, δεν θα τα κλαίγαμε αν κάποιος είχε τραυματιστεί σοβαρά».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

260

«Όχι βέβαια», έσπευσε να συμφωνήσει η κυρία Μέρφι κουνώντας το χιονάτο κεφάλι της. «Και δεν είναι θαύμα;» «Η αστυνομία λέει ότι οι μεγαλύτερες ζημιές έγιναν στο πάρκινγκ», είπε η Νόρα. Η Φιόνα αναστέναξε. «Υποθέτω πως αυτό σημαίνει ότι πάει το υπέροχο αυτοκίνητο μου». «Θα σου πάρουμε καινούριο». Η Νόρα κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και πήρε το χέρι της γιαγιάς της μέσα στα δικά της. «Το σημαντικό είναι πως εσύ και όλοι όσοι ψώνιζαν σ’ αυτό το κατάστημα είστε καλά». «Συνέβη κι ένα ακόμα καλό». «Τι;» «Δεν έβρισκα καμιά υπάλληλο να μ* εξυπηρετήσει». Το πονηρό χαμόγελο της γιαγιάς της θύμισε στη Νόρα τον Μπρέιντι. «Κι έτσι δεν είχα πληρώσει το καινούριο σου σακάκι όταν έγινε η έκρηξη». Έβαλαν τα γέλια, μα αμέσως μετά η Νόρα σοβάρεψε. «Ο μπαμπάς περιμένει κάτω, στο αμάξι. Προσπάθησα να τον πείσω να έρθει μαζί μου, αλλά...» «Δεν μπορούσε, φυσικά, να ‘ρθει». «Πώς το ξέρεις;» «Δεν είναι γιος μου ο Μπρέιντι; Πάντα μια μάνα ξέρει τι ενοχλεί το παιδί της, όπως εσύ ξέρεις γιατί είναι στενοχωρημένος ο καλός σου ο Ρόρι». Η Φιόνα στράφηκε στον Κουίν. «Ο Μπρέιντι γεννήθηκε στο σπίτι. Στο κρεβάτι που κοιμάσαι εσύ, κύριε Γκάλαχερ». «Δεν το ‘ξερα». «Πού να το ξέρεις, βέβαια; Εκείνη την εποχή ήταν το κρεβάτι μου. Το δικό μου και του αγαπημένου μου Πάτρικ. Όταν ο Μπρέιντι και η Έλινορ παντρεύτηκαν, πέρασε σ’

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

261

αυτούς. Όπως πέρασε και σ’ εσένα, Νόρα, όταν παντρευτήκατε με τον Κόνορ». «Ο μπαμπάς τότε είχε πει πως ήταν πιο λογικό να κοιμάται εκείνος στο μονό κρεβάτι, μια που η μαμά είχε πεθάνει». «Αυτό είναι αλήθεια. Μα ένας από τους λόγους που σου το παραχώρησε όταν παντρεύτηκες ήταν πως τον πονούσε να προσπαθεί να κοιμηθεί κάθε βράδυ σ’ ένα κρεβάτι όπου είχε περάσει τόσα χρόνια με τη μαμά σου. Στο ίδιο κρεβάτι όπου θα ‘πρεπε να ‘χε γεννηθεί και η καλή μας η Σίλια». «Όλα τα άλλα αδέρφια γεννηθήκαμε στο σπίτι», εξήγησε η Νόρα στον Κουίν. «Όπως και όλα τα μωρά των Τζόις», συμπλήρωσε η Φιόνα. «Από αμνημονεύτων χρόνων. Μα η μητέρα σου είχε δύσκολη εγκυμοσύνη στη Σίλια. Και γι’ αυτό ο γιατρός κανόνισε να γεννήσει τη Σίλια σ’ ένα νοσοκομείο του Γκόλγουεϊ κι όχι στο σπίτι». Και στο νοσοκομείο του Γκόλγουεϊ η μητέρα της πέθανε. Η Νόρα άρχισε να καταλαβαίνει γιατί ο πατέρας της αρνήθηκε να βγει από τη λιμουζίνα. «Μα δεν πρόκειται για το ίδιο νοσοκομείο», είπε. «Όχι. Μα τα νοσοκομεία είναι παντού ίδια, αγάπη μου. Κι ο καημένος ο μπαμπάς σου δεν μπορεί ν’ αντιμετωπίσει αυτές τις οδυνηρές αναμνήσεις». «Αχ, Θεούλη μου». Η Νόρα έκλεισε τα μάτια της. «Κι εγώ του μίλησα τόσο άσχημα». «Το κατάλαβε πως ήσουν ταραγμένη», τη διαβεβαίωσε ο Κουίν. «Φυσικά και το κατάλαβε», συμφώνησε η Φιόνα με το συνηθισμένο κοφτό της τρόπο. «Και δεν έγινε κανένα κακό. Τώρα θα ντυθώ, θα φύγουμε από δω και...» «Όχι», έσπευσε να πει η Νόρα. Πολύ σταθερά.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

262

«Τι είπες, αγάπη μου;» Η Φιόνα την κοίταξε σαν να της μιλούσε σε ξένη γλώσσα. «Είπα όχι». Η Νόρα σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος της. «Δεν πρόκειται να δώσω στον μπαμπά άλλη μια αφορμή να μισεί τα νοσοκομεία- κι αυτό θα γίνει αν φύγεις ενώ δεν πρέπει κι έπειτα πέσεις ξερή εξαιτίας κάποιου τραύματος στο κεφάλι σου». «Το μόνο άσχημο με το κεφάλι μου είναι πως εξακολουθώ ν’ ακούω την έκρηξη». Η Φιόνα έκανε μια γκριμάτσα καθώς χτένισε με τα δάχτυλα τα ίσια μαλλιά της. «Και χρειάζομαι ένα καλό λούσιμο. Τα μαλλιά μου είναι γεμάτα σοβάδες». «Δεν έχει κανένα νόημα να φέρνεις αντίρρηση, γιαγιά». Η Νόρα άκουσε θόρυβο πίσω της κι όταν στράφηκε είδε μια ομάδα από γιατρούς με άσπρες στολές να στέκονται στο κατώφλι του θαλάμου. «Είναι η ώρα για την επίσκεψη των γιατρών. Καλύτερα να πηγαίνουμε». «Μα, Νόρα...» «Δεν θέλουμε να είμαστε μέσα στα πόδια τους». Καταλαβαίνοντας ότι η γιαγιά της ήταν έτοιμη να στήσει καβγά, η Νόρα ανακουφίστηκε από την έγκαιρη εμφάνιση των γιατρών. Έσκυψε και φίλησε τη Φιόνα στο μάγουλο. «Να κοιμηθείς καλά. Θα ‘ρθουμε το πρωί να σε πάρουμε». «Προδότρια», μουρμούρισε η Φιόνα, αλλά φίλησε την εγγονή της. Έπειτα κοίταξε τον Κουίν. «Σ’ ευχαριστώ που μου έφερες τόσο γρήγορα την εγγονή μου. Είμαι σίγουρη ότι θα τη φροντίσεις κι απόψε». «Θα βάλω τα δυνατά μου». «Δεν αμφιβάλλω». Η Φιόνα έγειρε το κεφάλι της στο πλάι, προσφέροντάς του το μάγουλο της. «Δώσε μου τώρα ένα φιλί και γύρνα στο γιο μου προτού πεθάνει πριν την ώρα του από την ανησυχία».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

263

Δεν ήταν δική του γιαγιά. Καθώς όμως υπάκουε στις προσταγές της, ο Κουίν ένιωσε ένα παράξενο, έντονο συναίσθημα να ξυπνάει μέσα του και το ‘κρύψε επιδέξια. «Είσαι μια εκπληκτικά θαρραλέα γυναίκα, Φιόνα Τζόις». Πήρε το γερό της χέρι και με μια κίνηση που φάνηκε να εκπλήσσει τους πάντες μέσα στο θάλαμο, συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού του, το ‘φερε στα χείλη του. «Και, παρ’ όλο που δεν είμαι ειδικός στα θαύματα, αναρωτιέμαι μήπως ήταν η Μπερναντέτ η αιτία που όλοι όσοι βρίσκονταν μέσα σ’ εκείνο το κατάστημα κατάφεραν να επιζήσουν». «Μα την πίστη μου, δεν το ‘χα σκεφτεί αυτό». Το βλέμμα της ηλικιωμένης γυναίκας φωτίστηκε. «Μόλις βγω από δω μέσα, θα πρέπει να το ερευνήσω». «Μόλις βγεις από δω μέσα, θα γυρίσεις κατευθείαν στο σπίτι», δήλωσε η Νόρα. «Μπορείς να συντάξεις από εκεί την αναφορά σου». Η φωνή και η έκφρασή της μαλάκωσαν. «Τα παιδιά ανησυχούν, γιαγιά. Αν και τους βεβαιώσαμε ότι δεν έχεις τίποτα, θα θέλουν να διαπιστώσουν με τα ίδια τους τα μάτια πως είσαι γερή και δυνατή». «Δεν φαντάζομαι να προσπαθείς να με κάνεις να νιώσω ενοχές· έτσι δεν είναι, Νόρα;» «Εγώ;» Η Νόρα χαμογέλασε για πρώτη φορά εκείνη τη μέρα. «Είναι δυνατόν;» Η Φιόνα έβαλε τα γέλια. «Είσαι σίγουρα κόρη του πατέρα σου, Νόρα Φιτζπάτρικ», της φώναξε, καθώς εκείνη έβγαινε με τον Κουίν από το θάλαμο του νοσοκομείου. Ο Μπρέιντι καθόταν μόνος του στο πίσω κάθισμα της λιμουζίνας και σκεφτόταν πως θα ‘πρεπε να περιεργαστεί προσεκτικά το φανταχτερό αυτοκίνητο. Αμφέβαλλε αν

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

264

υπήρχαν πολλοί στο Κασλ-λοχ που είχαν δει ποτέ τους λιμουζίνα, πόσο μάλλον να έχουν μπει και μέσα. Δεν θα ‘θελαν να μάθουν όλες τις λεπτομέρειες; Η περιγραφή θα διαρκούσε για κάμποσα ποτήρια μπίρας. Το πρόβλημα ήταν πως δεν μπορούσε να εστιάσει την προσοχή του στο αστραφτερό κρυστάλλινο βάζο Γουότερφορντ, στα ωραία δερμάτινα καθίσματα ή στο μπαρ με τη σαμπάνια -ούτε καν στη μικρή τηλεόραση. Έκλεισε τα μάτια του και πίεσε με τόση δύναμη τα δάχτυλά του πάνω στα βλέφαρά του μέχρι που είδε αστέρια. Μα ούτε έτσι μπόρεσε να διώξει από το μυαλό του την εικόνα της βαθιάς απογοήτευσης που ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο της κόρης του πριν του γυρίσει την πλάτη για να μπει στο νοσοκομείο.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

265

16 Άγγιξες τη Ζωή μου Τα λόγια της γιαγιάς της αντηχούσαν στο μυαλό της Νόρας καθώς περπατούσε στο διάδρομο, αλλά και στη διαδρομή του ανελκυστήρα που της φάνηκε ατέλειωτη ως το ισόγειο. «Πρέπει να ζητήσω συγνώμη από τον μπαμπά», μουρμούρισε τελικά. «Δεν χρειάζεται». Ο Κουίν χάιδεψε τις ρυτίδες που είχαν σχηματιστεί στο μέτωπο της. «Ο Μπρέιντι είναι πατέρας σου, Νόρα. Σ’ αγαπάει. Καταλαβαίνει πόσο άγχος έχεις». «Θα ‘πρεπε να το συνειδητοποιήσω...» «Δεν μπορούσες να διαβάσεις τις σκέψεις του. Μόνο και μόνο επειδή πέθανε η μητέρα σου, αυτό δεν σημαίνει πως πρέπει ν’ αναλάβεις τη φροντίδα όλου του κόσμου, γλυκιά μου», της είπε, καθώς έβγαιναν από τις τζαμένιες πόρτες της αίθουσας επειγόντων περιστατικών. Κοντοστάθηκε στο πεζοδρόμιο και, ξεχνώντας την αποστροφή του για δημόσιες συναισθηματικές εκδηλώσεις, την πήρε στην αγκαλιά του και τη φίλησε στο μέτωπο. «Έχεις αναλάβει ήδη πολύ μεγαλύτερο βάρος απ’ όσο έπρεπε φροντίζοντας την οικογένειά σου. Ο Μπρέιντι το καταλαβαίνει αυτό».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

266

Η Νόρα δεν είχε συνηθίσει να την παρηγορούν. Και παρ’ όλο που φοβήθηκε όταν ένιωσε τόσο καλά στην αγκαλιά του Κουίν -επειδή βρήκε κάποιον ν’ ακουμπήσει ενώ είχε συνηθίσει να ακουμπάνε όλοι πάνω της- επέτρεψε στον εαυτό της ν’ αφεθεί. Μόνο για μια στιγμή. «Σου χρωστάω τόσα πολλά», του ψιθύρισε με τα χείλη της πάνω στο πουκάμισο του. «Κανόνισες να μείνει η Κέιτ με τα παιδιά. Οδήγησες ως το Γκόλγουεϊ. Νοίκιασες το αεροπλάνο και τη φανταχτερή λιμουζίνα». Τον κοίταξε με μάτια βουρκωμένα. «Ευχαριστώ για όλα όσα έκανες». Και γι’ αυτό που είσαι, συλλογίστηκε, μα δεν του το είπε για να μην τον φοβίσει. «Δεν ξέρω πώς θα σου το ξεπληρώσω». «Μην ανησυχείς». Ο Κουίν χαμογέλασε πονηρά και της χάιδεψε παιχνιδιάρικα τη μύτη. «Όλο και κάτι θα σκεφτούμε». Όπως με καθετί σ’ αυτή τη χώρα, το δείπνο δεν κύλησε όπως θα ‘θελε ο Κουίν. Αντί για ένα ρομαντικό δείπνο για δύο στο Γκόλγουεϊ, αναγκάστηκε να φάει στο Ντέρι, παρακολουθώντας τη Νόρα και τον Μπρέιντι να φέρονται ο ένας στον άλλο με μια ψυχρή ευγένεια που του ‘σπαγε τα νεύρα. Ξεκίνησαν μ’ ένα μπουκάλι σαμπάνια για να γιορτάσουν το γεγονός ότι η Φιόνα δεν έπαθε τίποτα σοβαρό από την έκρηξη, όπως είπε ο Κουίν όταν το παρήγγειλε. Η Νόρα κι ο Μπρέιντι τσούγκρισαν τα ποτήρια τους, αλλά τα πρόσωπά τους παρέμειναν ανέκφραστα σαν να ήταν κούκλες βιτρίνας. Ο Κουίν προσπάθησε αμέτρητες φορές να ξεκινήσει μια συζήτηση, μα στο τραπέζι είχε απλωθεί μια βαριά σιωπή που συνεχίστηκε στο πρώτο πιάτο -με τον καπνιστό σολομό- στο δεύτερο πιάτο -με το αρνί- και, απ’ ό,τι φαινόταν, η ώρα του

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

267

γλυκού θα καταστρεφόταν και αυτή από τη κακή τους διάθεση. Ασυνήθιστος στην αποτυχία, ο Κουίν αποφάσισε να κάνει μια τελευταία απόπειρα. «Λοιπόν, Μπρέιντι», είπε, γέρνοντας πίσω στην καρέκλα του, «έχεις σκεφτεί ποτέ να γράψεις τις ιστορίες σου;» «Όχι». Ο Κουίν αντιστάθηκε στην παρόρμηση να τρίξει τα δόντια του. «Μπορώ να σε ρωτήσω γιατί; Σίγουρα θα ‘χεις αναγνωστικό κοινό και ειδικά μια που τόσοι Αμερικανοί περηφανεύονται για τις ιρλανδέζικες ρίζες τους». «Δεν ενδιαφέρονται όλοι οι Αμερικανοί για τις ρίζες τους», του αντέτεινε άτονα η Νόρα. «Αυτό είναι αλήθεια. Μα πιστεύω πως υπάρχουν αρκετοί κι ο μπαμπάς σου θα μπορούσε να βγάλει μια περιουσία αν έβρισκε το χρόνο...» «Δεν είναι θέμα χρόνου». Η φωνή του Μπρέιντι ακούστηκε εξίσου άτονη όσο και της κόρης του. «Αν έγραφα τις ιστορίες μου, θα πρόδιδα την πίστη μου στην προφορική παράδοση». «Ο μπαμπάς έχει ήδη αρνηθεί τις προτάσεις που του έκαναν κάποιοι εκδότες από το Δουβλίνο και το Λονδίνο», αποκάλυψε η Νόρα, δείχνοντας λίγο περισσότερο ενθουσιασμό για το θέμα. «Κι από τη Νέα Υόρκη», της θύμισε ο Μπρέιντι. «Ναι». Εκείνη χαμογέλασε για πρώτη φορά από την ώρα που μπήκαν στην πολυτελέστατη τραπεζαρία του ξενοδοχείου. «Ο καημένος ο εκδότης συγχύστηκε που αναγκάστηκε να διασχίσει με το αεροπλάνο έναν ολόκληρο ωκεανό και τελικά έφυγε με άδεια χέρια».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

268

Όταν του αποκάλυψε το όνομα του διάσημου εκδότη, ο Κουίν ξαφνιάστηκε. «Εννοείς ότι τον υποχρέωσες να έρθει εδώ; Από τη Νέα Υόρκη;» «Εκείνος το αποφάσισε», εξήγησε ο Μπρέιντι. «Δεν με πίστευε όταν του απαντούσα αρνητικά στα γράμματα που μου ‘στείλε και στα τηλέφωνα που μου ‘κανε». «Η γυναίκα του άκουσε τον μπαμπά να λέει τις ιστορίες του στο πανηγύρι Πακ Φέαρ και μαγνητοφώνησε μερικές», είπε η Νόρα. «Όταν γύρισε στην πατρίδα της, τις έδωσε στον άντρα της να τις ακούσει, κι αυτός εντυπωσιάστηκε». «Υπάρχουν χιλιάδες συγγραφείς που θα πουλούσαν και την ψυχή τους για μια πρόταση από αυτό τον εκδοτικό οίκο». «Μια ψυχή είναι υψηλό τίμημα για όποια επιτυχία», δήλωσε ο Μπρέιντι. «Μεταφορικά μιλούσα». Ο Κουίν είχε ξεχάσει πόσο σοβαρά έπαιρναν τη θρησκεία σ’ αυτή τη χώρα. Μήπως ο λόγος που η Φιόνα βρισκόταν τώρα στο νοσοκομείο δεν ήταν μια θρησκευτική σύγκρουση που διαρκούσε αιώνες; «Φυσικά, αγόρι μου. Κι έχεις δίκιο. Πολλοί από τους φίλους μου στο Άιρις Ρόουζ με είπαν βλάκα που αρνήθηκα μια τέτοια γενναιόδωρη προσφορά. Μα έχω χαρίσει τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου στην προφορική παράδοση. Δεν μου φάνηκε σωστό να ξεπουλήσω τα πιστεύω μου. Ακόμα κι αν αυτό θα μου ‘δινε τη δυνατότητα να επιδιορθώσω τη στέγη του σπιτιού». «Και ν’ αγοράσεις κι εκείνο τον καλό ταύρο που ήθελε να μας πουλήσει ο Τζον Κάβανο», του θύμισε χωρίς ίχνος επίπληξης η Νόρα. Έπειτα στράφηκε προς το μέρος του Κουίν. «Ο μπαμπάς δεν συμφωνεί να γράφονται οι ιστορίες. Επιμένει ότι πρέπει να περνάνε προφορικά από γενιά σε γενιά».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

269

«Αυτό είναι αξιέπαινο», συμφώνησε ο Κουίν. «Αν και πρέπει να παραδεχτώ πως χαίρομαι που δεν έχουν όλοι την ίδια γνώμη». «Α, τα βιβλία είναι υπέροχα, με το δικό τους τρόπο», είπε ο Μπρέιντι και η φωνή του σαν να πήρε πάλι το γνώριμο τραγουδιστό της τόνο. «Μα ό,τι είναι σωστό για κάποιον δεν είναι πάντα σωστό για κάποιον άλλο». «Αυτό είναι αλήθεια». «Του μπαμπά του ζήτησαν να πει τις ιστορίες του στο Κέντρο Λαϊκής Παράδοσης στο Άρνταχ φέτος το καλοκαίρι», αποκάλυψε η Νόρα με πολύ καμάρι. «Είναι το χωριό όπου ο Άγιος Πατρίκιος χειροτόνησε επίσκοπο τον Άγιο Μελ». «Α, ναι, κι αυτό είναι από μόνο του ένα σημαντικό ιστορικό συμβάν», συμφώνησε ο Μπρέιντι. Έβγαλε από την τσέπη του ένα σακουλάκι με καπνό κι άρχισε να γεμίζει την πίπα του. «Μα σκεφτόμουν να διηγηθώ την ιστορία της Ούνα Μπαν». «Αχ, μπαμπά». Η Νόρα συνοφρυώθηκε. «Είναι τόσο θλιβερή ιστορία». «Ναι, το καταλαβαίνω πως έτσι πιστεύουν μερικοί. Μα ίσως άλλοι να έχουν διαφορετική γνώμη. Άσε που θα μου δοθεί και η ευκαιρία να τραγουδήσω». Ο Μπρέιντι στράφηκε προς το μέρος του Κουίν. «Όχι πως θέλω να το καυχηθώ, μα υπάρχουν πολλοί που λένε ότι έχω ωραία φωνή τενόρου». «Έχεις καταπληκτική φωνή», συμφώνησε η Νόρα. «Και, φυσικά, το γεγονός ότι προτιμάς την εκδοχή με τους σαράντα πέντε στίχους δεν έχει καμιά σχέση με το λόγο για τον οποίο επέλεξες τη συγκεκριμένη ιστορία». «Είναι μεγάλη ιστορία. Πρέπει να ειπωθεί με άνεση». Μεσολάβησε μια παύση, καθώς ο Μπρέιντι κοίταξε με προσμονή τον Κουίν.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

270

«Θα τσιμπήσω, φυσικά, το δόλωμα», είπε ο Κουίν, γέρνοντας πίσω στο κάθισμά του και πίνοντας μια γουλιά από το μπράντι που είχε παραγγείλει μετά το φαγητό. «Πολύ θα ‘θελα να την ακούσω». «Ε, αφού μου το ζητάς...» Καθώς ο ηλικιωμένος άντρας άναψε την πίπα του, η φλόγα του σπίρτου χόρεψε χαρωπά μπροστά στα αστραφτερά γαλάζια μάτια που πάλι θύμισαν στον Κουίν δρυΐδη. «Στην Κομητεία Ροσκόμον, υπάρχει μια υπέροχη, γαλήνια λίμνη, το Λοχ Κη, που σχηματίζεται στο πάνω μέρος του ποταμού Σάνον. Ακριβώς στο κέντρο της λίμνης, υπάρχει ένα μοναχικό νησί...» «Το νησί Κασλ», παρενέβη η Νόρα. «Ποιος διηγείται αυτή την ιστορία;» τη ρώτησε ο Μπρέιντι. Το χαμόγελο της Νόρας αποκάλυψε πως η σχέση τους είχε επανέλθει πια στο φυσιολογικό επίπεδο. «Εσύ, μπαμπά». «Αυτό νομίζω κι εγώ». Εκείνος ξεφύσηξε, έγειρε πίσω και ρούφηξε την πίπα του. «Λοιπόν, για να συνεχίσω την ιστορία μου, το νησί Κασλ ήταν για πολλούς αιώνες η έδρα των Μακντέρμοτ. »Υπήρχε, λοιπόν, μια όμορφη και καλοσυνάτη κόρη που την έλεγαν Ούνα και την αγάπησε ένας άντρας που τον έλεγαν Τόμας Κοστέλο και τον φώναζαν με το παρατσούκλι Τουμάους Λόιντερ, που στα ιρλανδέζικα σημαίνει Δυνατός Τόμας. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχε σ’ όλη την Ιρλανδία άντρας πιο δυνατός από τον Τόμας Κοστέλο. Όταν ήταν ακόμα μικρός, δεκαεφτά χρονών μόνο, ένας ψευτονταής -ένας άντρας που είχε ήδη σκοτώσει πολλούς ανθρώπους- πήγε στο Σλίγκο και προκάλεσε τους κατοίκους ολόκληρης της πολιτείας να βρουν έναν άντρα για να παλέψει μαζί του. »Ο Τόμας τύχαινε να ‘χει πάει στην πόλη με τον αδερφό του πατέρα του και παρακολούθησαν τον νταή να ρίχνει στο χώμα

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

271

τον έναν άντρα μετά τον άλλο. Εκείνες τις εποχές, βλέπεις, η δύστυχη πόλη θ’ αναγκαζόταν να υποστηρίξει το νικητή. »Ενάντια στις επιθυμίες του θείου του, ο Τόμας προσφέρθηκε να παλέψει, μα ο θείος του αρνήθηκε ξανά και ξανά, ώσπου τελικά βαρέθηκε τα παρακάλια του νεαρού και του έδωσε την άδεια. »Φωνές έκπληξης ακούστηκαν από τον κόσμο που είχε συγκεντρωθεί, γιατί φοβόνταν πως ένας τόσο νέος άντρας σίγουρα θα σκοτωνόταν. Οι κοπέλες και οι γυναίκες έβαλαν τα κλάματα και λέγεται πως ακόμα κι ο θείος του Τόμας είχε δάκρυα στα μάτια του. »Μα ο Τόμας ήξερε πως ήταν πολύ πιο δυνατός απ’ όσο νόμιζε ο κόσμος. Πράγματι, οι μύες στα μπράτσα του ήταν σκληροί σαν σίδερο. Έτσι, λοιπόν, όταν άρχισε ο αγώνας, άρπαξε τον νταή προτού προλάβει εκείνος να τον πιάσει και τον έσφιξε δυνατά. Όλοι παραξενεύτηκαν όταν εκείνος δεν αντιστάθηκε -και πιο πολύ ο Τόμας. Μα όταν χαλάρωσε το σφίξιμο του, ο άντρας έπεσε πίσω νεκρός και -για φαντάσουμε την πλάτη του σπασμένη. Αυτό ήταν ένα από τα πολλά ηρωικά κατορθώματα του Τόμας Κοστέλο. »Μα αυτό δεν έχει σχέση με την ιστορία μας και υπάρχουν τόσες ιστορίες για τις καλές πράξεις που έκανε ο Τουμάους Λόιντερ ώστε, αν άρχιζα να τις διηγούμαι, δεν θα σταματούσα ποτέ και πρέπει να συνεχίσω προτού η Νόρα παραπονεθεί πως ξέφυγα πάλι από το θέμα μου». «Δεν θα ‘λεγα κουβέντα», διαμαρτυρήθηκε εκείνη. «Τι καλό κι ευγενικό κορίτσι που είσαι». Ο Κουίν είδε τον Μπρέιντι να χαμογελάει στην κόρη του κι εκείνη να του ανταποδίδει το χαμόγελο. «Όπως έλεγα, ο Τόμας, που ήταν κοσμαγάπητος, ερωτεύτηκε την όμορφη Ούνα Μακντέρμοτ καν τον αγάπησε κι αυτή. Μα

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

272

ο Τόμας δεν ήταν πλούσιος, ενώ οι Μακντέρμοτ είχαν μεγάλη περιουσία, κι ο πατέρας της είχε ήδη διαλέξει έναν πλούσιο άντρα για την κόρη του. »Και φυσικά υπήρχε και το άλλο δίλημμα που ξέχασα να σας πω πιο πριν: ότι οι Κοστέλο και οι Μακντέρμοτ είχαν πάρει το μέρος αντίθετων παρατάξεων στις κρομγουελικές ταραχές. Ήταν κάτι σαν Καπουλέτοι και Μοντέγοι της Ιρλανδίας, οπότε αποκλειόταν ο Μακντέρμοτ να επιτρέψει να συγγενέψει η οικογένειά του με κάποιον που βγήκε χαμένος από την παραπάνω σύγκρουση. »Η καρδιά της Ούνα ράγισε κι όταν η κοπέλα αρρώστησε από έρωτα ο πατέρας της άφησε τον Τόμας να την επισκεφτεί. Μα όταν ο Μακντέρμοτ συνέχιζε ν’ αρνείται να δώσει τη συγκατάθεσή του για το γάμο, ο Τόμας θύμωσε, καβάλησε τ’ άλογό του κι έφυγε, ενώ ορκίστηκε να μην ξαναγυρίσει ποτέ αν δεν τον καλούσαν πίσω πριν προλάβει να διασχίσει τον ποταμό Ντόνοχιου και να φτάσει σπίτι του. «Καθυστέρησε ώρα πολλή μέσα στο νερό, περιμένοντας γεμάτος ελπίδα κάποιον αγγελιοφόρο από την όμορφη Ούνα του. Αλλά, τελικά, όταν ένας ακόλουθος του τον κορόιδεψε, λέγοντάς του πως ακούμπησε στα πόδια μιας γυναίκας την περηφάνια του, ο Τόμας σκαρφάλωσε με τ’ άλογό του στην απέναντι όχθη. Δεν είχε προλάβει να πατήσει σε στέρεο έδαφος, όταν, πράγματι, έφτασε ο αγγελιοφόρος από την Ούνα που τον παρακαλούσε να γυρίσει κοντά της. »Μα ο Τόμας ήταν γνωστός σ’ όλη τη χώρα σαν άνθρωπος που κρατάει το λόγο του, κατάλαβες; Και είχε ορκιστεί να μην επιστρέψει αν δεν τον καλούσαν πίσω πριν διασχίσει το ποτάμι». «Η περηφάνια προηγείται της πτώσεως», μουρμούρισε ο Κουίν.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

273

«Ναι. Είπες τη θλιβερή αλήθεια. Κι ο Τόμας ήταν φοβερά περήφανος». Ο Μπρέιντι κούνησε μελαγχολικά το κεφάλι του. «Λοιπόν, ύστερα από κείνη τη μαύρη μέρα, η θλίψη και η μελαγχολία τσάκισαν την καημένη την Ούνα. Πέθανε από τον πόνο της καρδιάς της και την έθαψαν στο νησί Τρίνιτι που βρίσκεται στο Λοχ Κη. »Ο Τόμας πήγαινε κάθε βράδυ με τ’ άλογό του σ’ αυτό το νησί και θρηνούσε την αγαπημένη του που πέθανε τόσο τραγικά. Εκείνες τις μοναχικές νύχτες συνέθεσε ένα ποίημα γεμάτο πάθος, που το είπε Ούνα Μπαν ή Ωραία Ούνα, όπως το ξέρουν μερικοί. Κι έπειτα ράγισε και η δική του η καρδιά και πέθανε- και, σύμφωνα με την επιθυμία του, τον έθαψαν δίπλα στην αγαπημένη του. »Λίγο καιρό αργότερα, μια φλαμουριά φύτρωσε στον τάφο της Ούνα. Κι άλλη μια εκεί όπου είχαν θάψει τον Τόμας Κοστέλο. Κι έγειραν η μια προς την άλλη σαν εραστές και συνέχισαν να μεγαλώνουν, ώσπου τα κλαδιά τους αγκαλιάστηκαν σαν πέργολα πάνω από τους δυο ερωτευμένους που επιτέλους ήταν μαζί. »Κι αν πας σήμερα στο Λοχ Κη, θα δεις το κάστρο του καημένου του Μακντέρμοτ να στέκεται ακόμα ανάμεσα σε θάμνους από ρείκια, κυκλωμένο από κισσό κι αναρριχητικά φυτά. Μοιάζει με το κάστρο της Ωραίας Κοιμωμένης και περιμένει το νεαρό Τουμάους Λόιντερ να επιστρέψει και να του ξαναδώσει ζωή». «Υπέροχη ιστορία», ψιθύρισε ο Κουίν και ύψωσε το ποτήρι του προς το μέρος του Μπρέιντι. Ένας άντρας που είχε γράψει ιστορίες για ξωτικά θηλυκά, άτια-φαντάσματα και νεράιδες μπορούσε να εκτιμήσει την ιστορία ενός άτυχου ειδυλλίου κι ενός κάστρου που περίμενε να ζωντανέψει ξανά. «Ένας

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

274

τραγικός μύθος σχετικά με την περηφάνια και τις προκαταλήψεις των ανθρώπων». «Ναι, κι εγώ έτσι νομίζω. Μα μην παραβλέπεις το πιο σημαντικό. Οι δυο εραστές ενώνονται μετά το θάνατο τους». Η φωνή του ακούστηκε τόσο βαθιά και συγκινημένη, ώστε ο Κουίν αναρωτήθηκε αν ο ηλικιωμένος άντρας σκεφτόταν τη δική του χαμένη αγάπη. «Δεν είσαι μόνο ένας καταπληκτικός παραμυθάς και του λόγου σου, Κουίν Γκάλαχερ», δήλωσε ξαφνικά ο Μπρέιντι και η διάθεσή του έφτιαξε πάλι. «Είσαι ένας καλός και γενναιόδωρος άνθρωπος που μ’ έπεισες να μιλήσω για να μαλακώσει ο πόνος που με βασανίζει όλη μέρα». «Μ’ αρέσει ν’ ακούω ιστορίες. Και η δική σου ήταν πολύ καλή». «Δεν λέω, είναι ωραία ιστορία. Μα αυτό δεν σημαίνει ότι κι εσύ δεν είσαι ένας εξίσου ωραίος άνθρωπος». Κατά καιρούς είχαν περιγράψει τον Κουίν με διάφορους χαρακτηρισμούς, αλλά ποτέ δεν τον είχε πει κανείς καλό και γενναιόδωρο. Νιώθοντας άβολα με την προσωπική τροπή που πήρε η συζήτηση, ο Κουίν σήμανε το τέλος της βραδιάς, ζητώντας το λογαριασμό. Για κακή τους τύχη, το γκρουπ Τσίφτενς εμφανιζόταν στο μέγαρο συναυλιών του Ντέρι και τα μέλη του είχαν κλείσει ήδη όλες τις σουίτες του ξενοδοχείου, Τα υπόλοιπα καλά ξενοδοχεία της πόλης ήταν κι αυτά γεμάτα, μα ευτυχώς η πάντα αποτελεσματική Μπρέντα κατάφερε να κλείσει διπλανά δωμάτια για τον Κουίν και τη Νόρα κι ένα δωμάτιο στον παρακάτω όροφο για τον Μπρέιντι. Καθώς θυμήθηκε τι του είχε πει η Λόρα σχετικά με τα κουτσομπολιά που κυκλοφορούσαν και αφορούσαν τη σχέση του με τη Νόρα Φιτζπάτρικ, κατέληξε ότι δεν ήταν σύμπτωση

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

275

που η Μπρέντα είχε κανονίσει το δωμάτιο του πατέρα της Νόρας να βρίσκεται σε άλλο όροφο. Όταν αποσύρθηκαν στα δωμάτιά τους, ο Κουίν βρήκε το κρεβάτι του στρωμένο για ύπνο, ένα σοκολατάκι μέντας στο μαξιλάρι του και το ραδιόφωνο συντονισμένο σ’ ένα σταθμό με ελαφρά μουσική. Η δουλειά της αόρατης καμαριέρας ήταν η μοναδική γνώριμη εικόνα που θυμόταν από τότε που κατέβηκε από το αεροπλάνο στο αεροδρόμιο Σάνον. Χαλάρωσε τη γραβάτα του, ξεκούμπωσε τα δυο πρώτα κουμπιά του άσπρου βραδινού του πουκαμίσου, έβγαλε τα παπούτσια του και κοίταξε την πόρτα που ένωνε το δωμάτιο του μ’ εκείνο της Νόρας. Νιώθοντας σαν νευρικός γαμπρός που περιμένει τη νύφη, προσπαθούσε ν’ αποφασίσει αν θα ‘πρεπε να χτυπήσει ευγενικά ή ν’ αρπάξει τον ταύρο από τα κέρατα, δηλαδή, να ορμήσει μέσα, όταν ξαφνικά η πόρτα άνοιξε και στο κατώφλι στάθηκε η Νόρα ασάλευτη, ντυμένη ακόμα με το σοβαρό γκρίζο φόρεμα που φορούσε στο δείπνο. Η ένταση ξέσπασε μέσα του σαν ανεμοστρόβιλος. Δεν μίλησε. Ήταν απίστευτο, αλλά δεν μπορούσε. Τν τραγική ειρωνεία! Ποθούσε τη Νόρα από την πρώτη στιγμή, όταν βγήκε μεθυσμένος από το περιπολικό του αρχιφύλακα Ο’ Νιλ και την είδε να στέκεται μπροστά στο σπίτι, φωτισμένη από το κίτρινο φως της βεράντας, ίδια με αρχαία κέλτικη θεά· και τώρα δεν μπορούσε να σαλέψει για να πάρει αυτά που εκείνη είχε έρθει να του προσφέρει. Η Νόρα χαμογέλασε σαν να διάβασε τις σκέψεις του. Το χαμόγελο της ήταν ανεπαίσθητο, τρυφερό. Κι εκείνος ένιωσε το παγόβουνο που φυλάκιζε την καρδιά του να ραγίζει λίγο ακόμα, όπως κάθε φορά που βρισκόταν κοντά της.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

276

«Ο μπαμπάς σ’ έκανε να αισθανθείς αμήχανα απόψε». Η βραχνή φωνή της αποδείχτηκε απελπιστικά αισθησιακή. «Όταν σε είπε καλό και γενναιόδωρο άνθρωπο». Τον είχε μάθει πια καλά. Υπερβολικά καλά. «Ο πατέρας σου διαθέτει πλούσια φαντασία». «Πράγματι». Εκείνη έκλεισε την πόρτα πίσω της. Χωρίς δεύτερη σκέψη. «Κι όπως όλοι οι παραμυθάδες, είναι γνώστες της ανθρώπινης φύσης». Διέσχισε το δωμάτιο και στάθηκε μπροστά του. «Γιατί όμως μια απλή δήλωση κάποιου γεγονότος σε κάνει να παίρνεις το χρώμα της στάχτης;» «Τώρα εσύ είσαι αυτή με την πλούσια φαντασία». Ο Κουίν ένιωθε το χέρι του αφύσικα βαρύ καθώς το σήκωσε για να χαϊδέψει τα μαλλιά της. Οι κόκκινες μπούκλες της είχαν την υφή μεταξιού κάτω από την παλάμη του. Και ήξερε ότι το δέρμα της ήταν ακόμα πιο απαλό. «Α, εγώ πάντα ήμουν το πρακτικό μυαλό της οικογένειας. Ρώτα όποιον θέλεις». Ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και πίεσε τα χείλη της πάνω στα δικά του. «Είσαι καλός άνθρωπος, Κουίν Γκάλαχερ. Ό,τι και να λες εσύ». Το άγγιγμα των χειλιών της τον ερέθισε. Την ήθελε, δεν υπήρχε αμφιβολία. Μα τώρα που βρισκόταν στα πρόθυρα να την αποκτήσει, ο Κουίν συνειδητοποίησε πως ο πόθος ήταν υπερβολικά απλό συναίσθημα και δεν εξέφραζε όλα όσα αισθανόταν γι’ αυτήν. Από το ραδιόφωνο ακουγόταν απαλή, ονειρική μουσική. «Μόλις τώρα κατάλαβα ότι όσο ευχάριστο κι αν ήταν το δείπνο», της είπε, «χάσαμε ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της βραδιάς μας». «Δηλαδή;»

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

277

«Κάτι πιο ρομαντικό». Άγγιξε πάλι τα φλογάτα μαλλιά της και κοιτάχτηκαν, σαν να στέκονταν και οι δυο μπροστά σε κάτι που έμοιαζε αναπόφευκτο από την πρώτη στιγμή. Τα μάτια της ήταν μεγάλα κι αθώα και, αν δεν ήξερε την ιστορία της, θα πίστευε ότι ήταν ακόμα ανέγγιχτη, περιμένοντας αυτόν. «Θα ‘θελα να χορέψω μαζί σου, κυρία Φιτζπάτρικ». «Υπέροχη ιδέα, κύριε Γκάλαχερ». Την πήρε στην αγκαλιά του. Τα χέρια του αγκάλιασαν τη μέση της, οι παλάμες της ακούμπησαν ανάλαφρα στους ώμους του και άρχισαν να λικνίζονται στους ήχους της ρομαντικής μελωδίας. Το σώμα του ήταν γεροδεμένο, η ανάσα του μια απαλή αύρα στο μέτωπο της. Η Νόρα ξαφνιάστηκε που, παρά τη διαφορά του ύψους τους, έμοιαζαν να ταιριάζουν απόλυτα. Η ένταση που έσφιγγε το κορμί και την καρδιά της μετά την αντιπαράθεση με τον πατέρα της, το άγχος που είχε κάνει τα νεύρα της κουρέλια μέχρι να βρει το κουράγιο ν’ ανοίξει την πόρτα ανάμεσα στα δωμάτιά τους υποχώρησαν τελείως, καθώς παραδόθηκε στη ρομαντική μουσική αυτή την κλεμμένη νύχτα που τους χαρίστηκε. Στενάζοντας από ευχαρίστηση, ανασήκωσε τα μπράτσα της και τα τύλιξε γύρω από το λαιμό του. Τα μάτια της έκλεισαν από μόνα τους. Οι απαλές καμπύλες του κορμιού της πιέζονταν πάνω του, τρελαίνοντάς τον από τον πόθο. Φίλησε το λαιμό της κι ανάσανε τις ευωδιές του ίδιου άσπρου σαπουνιού και του σαμπουάν που χρησιμοποιούσε κι εκείνος κάθε πρωί. Υπήρχε κι άλλο ένα ανεπαίσθητο άρωμα, που του θύμιζε Ιρλανδέζες νύμφες του δάσους να χορεύουν σε μαγικούς κύκλους κάτω από τη βροχή. «Άλλαξες το άρωμά σου».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

278

«Ναι». Τα βλέφαρά της πετάρισαν ελάχιστα κι ο Κουίν είδε καθαρά στο βλέμμα της τον πόθο. «Αγόρασα ένα εξωφρενικά ακριβό άρωμα από το μαγαζί του Μόνοχαν». Το χαμόγελο της ήταν γεμάτο αντιφάσεις, ντροπαλό και ταυτόχρονο λάγνο. «Ήλπιζα να σε ξελογιάσω». Τα δάχτυλά της χάιδεψαν το πίσω μέρος του λαιμού του, παίζοντας με τα μαύρα μαλλιά που άγγιζαν σχεδόν το γιακά του. «Αν αυτός ήταν ο σκοπός σου, τα πας μια χαρά. Μα θα τα κατάφερνες και χωρίς το καινούριο άρωμα». Τα χείλη του άγγιξαν τον κρόταφο της. «Έτσι κι αλλιώς, όμως, μ’ αρέσει». «Χαίρομαι. Γιατί αγόρασα, επίσης, τη λοσιόν για το σώμα και την πούδρα. Μου πήρε τόση ώρα να την απλώσω απόψε, ώστε φοβήθηκα ότι θ’ αργούσα για το δείπνο. Παρ’ όλο που κάνω καθημερινά μπάνιο, ποτέ μου δεν είχα συνειδητοποιήσει την έκταση της επιδερμίδας μου». Η εικόνα της Νόρας να μη φοράει τίποτ’ άλλο εκτός από άρωμα και πούδρα πυροδότησε τον πόθο του, κάνοντάς τον να φουντώσει ακόμα περισσότερο. Ο Κουίν αποτραβήχτηκε ανεπαίσθητα. «Ξέρεις πως σε θέλω». «Ναι, έτσι μου λες. Από την πρώτη στιγμή». «Το πρόβλημα είναι...» Διάολε, το σώμα της έλιωνε κυριολεκτικά πάνω στο δικό του και τα δάχτυλα που χάιδευαν το λαιμό του τον εμπόδιζαν να συγκεντρωθεί. Σταμάτησε να χορεύει και πήρε τα χέρια της μέσα στις παλάμες του. «Το πρόβλημα είναι ότι είσαι έξυπνη γυναίκα...» «Τι ωραία φιλοφρόνηση. Ωστόσο, μόνο γι’ απόψε νομίζω πως προτιμώ να μου πεις πόσο όμορφη είμαι». Τα χέρια της ήταν φυλακισμένα στις παλάμες του, μα αυτό δεν την εμπόδισε ν’ ακουμπήσει τα χαμογελαστά της χείλη στο λαιμό του. «Και πόσο πολύ θέλεις να κάνεις έρωτα μαζί μου».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

279

«Χριστέ μου». Οι λέξεις και το βογκητό που τις συνόδευσε ξεπήδησαν από κάπου βαθιά μέσα του. «Το θέμα είναι... κι εκεί θέλω να καταλήξω», κατάφερε να ψελλίσει, καθώς η γλώσσα της νότιζε την καυτή του σάρκα, «ότι μια αξιοπρεπής κι έξυπνη γυναίκα σαν εσένα δεν θα ‘πρεπε να βρίσκεται εδώ. Σου αξίζει ένας άντρας που να μπορεί να σου δώσει αυτά που χρειάζεσαι». «Κι αν εγώ χρειάζομαι εσένα;» Τα λόγια της ειπώθηκαν σιγανά, εν μέρει σαν ερώτηση, εν μέρει σαν παράκληση. Ο Κουίν ποτέ στη ζωή του δεν είχε δυσκολευτεί τόσο να πάρει ανάσα. «Να πάρει ο διάβολος, Νόρα, θα ‘πρεπε να το βάλεις στα πόδια. Όσο ακόμα μπορείς». «Αχ, Κουίν». Κούνησε το κεφάλι της πέρα δώθε και στα μάτια της καθρεφτίστηκαν ένα σωρό πολύπλοκα συναισθήματα. «Δεν καταλαβαίνεις;» Έσυρε τα χείλη της στο σαγόνι του, ώσπου απείχαν όσο ένας ψίθυρος από το σφιγμένο του στόμα. «Είναι πολύ αργά πια για να το βάλω στα πόδια». Το άγγιγμα των απαλών χειλιών της πάνω στα δικά του ήταν μια σπίθα που έπεσε πάνω σε ξερόκλαδα. «Πολύ αργά», συμφώνησε τραχιά ο Κουίν και την έσφιξε πάνω του. «Και για τους δυο μας».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

280

17 Καταχνιά Ο Κουίν άφησε ελεύθερα τα χέρια της μόνο και μόνο για να την αρπάξει από τους γοφούς και να την ανασηκώσει, κολλημένη πάνω του -μηροί, στήθη και πεινασμένα χείληκαθώς την παρέσυρε σχεδόν σηκωτή στο κρεβάτι. Κάνε τη χήρα Φιτζπάτρικ να μην μπορεί να σταθεί στα πόδια της, άκουσε τη φωνή της Λόρας ν’ αντηχεί στο θολωμένο του μυαλό. Αυτό ακριβώς έκανε. Μη μπορώντας να θυμηθεί πότε ήταν η τελευταία φορά που αισθάνθηκε τόσο απελευθερωμένος, ο Κουίν γέλασε καθώς προσγειώθηκαν στο διπλό κρεβάτι, με τα μέλη τους μπερδεμένα. Η ευωδιά των μαλλιών της τον τύλιξε. Τη φίλησε παθιασμένα ώρα πολλή, τρέμοντας σύγκορμος. «Θεέ μου, πόσο γλυκιά είσαι». Τα δάχτυλά του βυθίστηκαν στις μεταξένιες μπούκλες της και κόλλησε πάλι το στόμα του στο δικό της. «Και μεθυστική. Πρώτη φορά μια γυναίκα με κάνει να μεθάω μ’ ένα μόνο φιλί όπως εσύ». «Κι εμένα πρώτη φορά ένας άντρας με κάνει να νιώθω σαν γυναίκα που μπορεί να μεθύσει έναν άντρα». Η Νόρα τραβήχτηκε και ανασήκωσε το κεφάλι της. «Είναι τρομακτικό συναίσθημα».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

281

«Αχ, μωρό μου». Το ένα του χέρι χάιδευε την πλάτη της, ενώ το άλλο γλιστρούσε κάτω από την γκρίζα φούστα. Όταν συνειδητοποίησε ότι η Νόρα δεν φορούσε καλσόν, όπως εκείνος νόμιζε, αλλά κάλτσες που τέλειωναν με μια μπορντούρα δαντέλας πάνω στους πορσελάνινους μηρούς της, ο Κουίν ένιωσε το αίμα του να βράζει. Το άγγιγμα του χεριού του την έκανε να σφιχτεί ανεπαίσθητα. «Ησύχασε», της είπε γλυκά. «Δεν χρειάζεται να φοβάσαι». Η παλάμη του ανηφόρισε κι άλλο. «Ποτέ μου δεν θα σε πλήγωνα». Καθώς πρόφερε αυτά τα λόγια, ήξερε πως ήταν ψέματα. Γιατί θα την πλήγωνε. Ήλπιζε μόνο ότι κάποια μέρα, ύστερα από χρόνια, όταν θα ήταν παντρεμένη κι ευτυχισμένη με κάποιο χαρωπό Ιρλανδό αγρότη που θα λάτρευε κι εκείνη και τα παιδιά που αναμφίβολα θ’ αποκτούσαν μαζί, η Νόρα θα τον συγχωρούσε γι’ αυτή τη νύχτα. «Δεν φοβάμαι εσένα αλλά εμένα. Το πώς με κάνεις να νιώθω». Εκείνος αισθάνθηκε τον απαλό στεναγμό πάνω στα χείλη του και το κορμί της να χαλαρώνει καθώς συνέχιζε να της χαϊδεύει το πόδι. «Και είχες τόσες γυναίκες στη ζωή σου...» «Καμιά σαν εσένα». Εύκολες λέξεις, σχεδιασμένες για να κυλάνε στη γλώσσα του, όπως σε τόσο πολλές παρόμοιες περιστάσεις. Μα ποτέ ο Κουίν δεν τις εννοούσε τόσο όσο τούτη τη στιγμή. «Φοβάμαι μη σ’ απογοητεύσω». Εκείνος δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί. Έβαλε τα γέλια, παρασέρνοντάς τη μαζί του. Ήταν ένας τραχύς ήχος γεμάτος πόθο, που έμοιαζε με βογκητό. «Μωρό μου, σ’ το ξαναείπα: αν υπάρχει ένα πράγμα που αποκλείεται να κάνεις είναι να μ’ απογοητεύσεις». «Δεν είμαι πολύ έμπειρη».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

282

«Μην ανησυχείς. Είμαι εγώ». Σε αντίθεση με το αισθησιακό δαντελένιο τελείωμα της κάλτσας της, το σλιπάκι της ήταν από λευκό βαμβάκι. Απ’ αυτά που θα φορούσε μια πρώην μέλλουσα καλόγρια, σκέφτηκε ο Κουίν, καθώς γλιστρούσε τα δάχτυλά του κάτω από το λάστιχο. Ακούγοντας, όμως, τον απαλό της στεναγμό καθώς άρχισε να τη χαϊδεύει επιδέξια, θύμισε στον εαυτό του πως η Νόρα είχε εγκαταλείψει το μοναστήρι εδώ και πολλά χρόνια. «Θα δεις, Νόρα», της ψιθύρισε, ενώ συνέχισε να σκαλίζει τη φωτιά ανάμεσα στα πόδια της. «Θα είσαι τέλεια». Τα μάτια της ήταν τεράστια όταν τον κοίταξε. Μα μέσα τους καθρεφτιζόταν απόλυτη εμπιστοσύνη. «Θα είμαστε τέλεια μαζί». Η Νόρα ποτέ δεν φανταζόταν πως η επιδερμίδα της ήταν τόσο ευαίσθητη. Δεν ήξερε ότι ο πόθος μπορούσε να είναι τόσο γλυκός και συνάμα τόσο δυνατός. «Κουίν...» Το στόμα του σκέπαζε το δικό της, κατάπινε τα λόγια που η Νόρα είχε ήδη ξεχάσει πως ήθελε να πει. «Θέλω...» Η φωνή της ήταν αδύναμη. Βραχνή. «Θέλω...» «Ξέρω». Και για να της αποδείξει πως όντως ήξερε, χρησιμοποίησε τον αντίχειρά του για να αγγίξει το υγρό επίκεντρο της ηδονής της. Ήταν σαν ν’ άπλωσε το χέρι του στον ουρανό, να έπιασε ένα αστραφτερό καυτό αστέρι και να το κόλλησε πάνω στην υπερευαίσθητη σάρκα της. Της κόπηκε η ανάσα κι όλο της το κορμί ρίγησε από την έκσταση της ηδονής. «Αχ», στέναξε, μόλις καταλάγιασε το εκπληκτικό αυτό συναίσθημα. «Ήταν υπέροχα». «Αυτό είναι καλό». Ο Κουίν γέμισε φιλιά το λαιμό της. «Για αρχή».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

283

«Α, δεν θα μπορούσα πάλι». Και μόνο που έφτασε μια φορά σε οργασμό ήταν σημαντικό γεγονός. Και θα το γιόρταζε όταν θα κατάφερνε να σκεφτεί πάλι λογικά. «Βάζεις στοίχημα;» Το χαμόγελο του φανέρωνε την ικανοποίηση του αρσενικού καθώς άρχισε να ξεκουμπώνει το φόρεμά της. Ήθελε να της το σκίσει, μα επειδή ήταν αποφασισμένος να απολαύσει τον ερωτά τους, όχι μόνο για κείνη αλλά και για τον εαυτό του, ο Κουίν προσπάθησε να παραμείνει το άγγιγμά του τρυφερό καθώς της κατέβαζε αργά το φερμουάρ. Δεν απόρησε όταν, εξαιτίας της ανατροφής της, η Νόρα μεταμορφώθηκε σ’ ένα τέλεια παθητικό πλάσμα. Όταν της έβγαλε το σοβαρό γκρίζο φόρεμα, ξάπλωσε πάλι ανάσκελα κι έκλεισε τα μάτια της, προσφέροντάς του το κορμί της σαν μάρτυρας του χριστιανισμού. Σε οποιαδήποτε άλλη περίσταση, τέτοια έλλειψη συμμετοχής από μια γυναίκα θα τον εκνεύριζε. Απόψε, επειδή αυτή η γυναίκα ήταν η Νόρα, ο Κουίν χαμογέλασε. Επίσης, ένιωσε ακόμα πιο αποφασισμένος να της αποδείξει πόσο ευχάριστο ήταν το σεξ με τον κατάλληλο σύντροφο. Το σουτιέν της ήταν κι αυτό βαμβακερό και το ξεκούμπωσε εύκολα. Το πέταξε στη διπλανή καρέκλα κι αυτό πλανήθηκε προς στιγμήν στον αέρα σαν άσπρο περιστέρι. Η επιδέξια κίνηση με την οποία της ξεκούμπωσε το σουτιέν θύμισε για άλλη μια φορά στη Νόρα πόσο πιο πεπειραμένος ήταν και φοβήθηκε πάλι μήπως τον απογοητεύσει. Μα αμέσως μετά τα χείλη του βρέθηκαν στα στήθη της κι όλες οι ανησυχίες της εξαφανίστηκαν, κυνηγημένες από τον καυτό άνεμο της επιθυμίας.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

284

«Θα πρέπει να μου πεις τι σ’ αρέσει, αγάπη μου», της ψιθύρισε, καθώς η γλώσσα του χάιδεψε τη σάρκα της που είχε ζωντανέψει. «Γι’ αυτή την πρώτη φορά». «Δεν ξέρω». Τα μάτια της παρέμειναν κλειστά και οι μακριές βλεφαρίδες της -που ο Κουίν υποψιαζόταν πως δεν ήξεραν τι θα πει μάσκαρα- έμοιαζαν με μεταξένιες κλωστές πάνω στα μάγουλά της. «Τότε θα προχωράμε ένα βήμα τη φορά». Η γλώσσα του σχημάτισε αργούς, νωχελικούς κύκλους πάνω στα στήθη της. «Αυτό σ’ αρέσει;» «Α, ναι». Η Νόρα ένιωσε τον εαυτό της να του ανοίγεται, όπως ένα λουλούδι ξεδιπλώνει τα πέταλά του στη ζεστασιά του πρωινού ήλιου. «Ωραία. Ας δοκιμάσουμε και κάτι άλλο». Τα χείλη του, τα χέρια του κατάφερναν με κάποιο τρόπο να είναι τρυφερά και συνάμα τραχιά. Ξύπνησαν μέσα της μια έξαψη που απλώθηκε σ’ όλο της το κορμί, ως τις άκρες των δαχτύλων της, και οι επιθυμίες φούντωσαν πάλι τόσο ισχυρές κι επίμονες, ώστε η Νόρα νόμισε πως θα τρελαινόταν. Ξεχνώντας την αδράνειά της, κόλλησε πάνω του σε μια βουβή, απεγνωσμένη ικεσία για ικανοποίηση. Θα τον είχε ικετεύσει, αν μπορούσε να μιλήσει, αλλά ευτυχώς δεν χρειάστηκε, γιατί εκείνος έβγαλε το σλιπάκι της και το χέρι του κάλυψε το καυτό κέντρο της θηλυκότητάς της. Ήταν υπέροχο. Τρομακτικό. Συναρπαστικό. Της έδειξε τι σήμαινε πόθος, βρήκε μυστικά σημεία ηδονής που εκείνη δεν ήξερε καν ότι υπήρχαν. Όταν την άρπαξε από τους γοφούς και την έφερε στο στόμα του, εκείνη σοκαρίστηκε και για μια στιγμή ντράπηκε. Προσπάθησε να κλείσει τα πόδια της και να τραβηχτεί. Μα ο Κουίν ήταν ανένδοτος· την κρατούσε σφιχτά και τη γευόταν

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

285

σαν να ήταν κάποιο ζουμερό, ώριμο φρούτο. Οι ενοχές της δεν κράτησαν πολύ· τις έπνιξε ο πόθος που υψώθηκε μέσα της σαν παλιρροϊκό κύμα. Η γλώσσα του βασάνιζε τον υγρό θηλυκό της πυρήνα, τα δόντια του δάγκωναν απαλά τη σάρκα της που παλλόταν. Η Νόρα βόγκηξε από την αβάσταχτη, απαγορευμένη ηδονή. Η ανάσα της είχε σταθεί στο λαιμό της κι όταν προσπάθησε να φωνάξει τ’ όνομά του δεν τα κατάφερε. Όταν πια ήταν σίγουρη ότι θα πνιγόταν στον ωκεανό των αισθήσεών της, το σώμα της συσπάστηκε και την παρέσυρε το μεθυστικό κύμα μιας βίαιης φουσκονεριάς. Βλέποντας το αλογόκριτο πάθος στο πρόσωπο της, ο Κουίν ευχήθηκε να μπορούσαν να μείνουν κρυμμένοι για πάντα σ’ αυτό το δωμάτιο. Η σκέψη αυτή τον σόκαρε ως τα κατάβαθα της ψυχής του και για μια στιγμή αναρωτήθηκε μήπως είχε εκραγεί και δεύτερη βόμβα κάπου εκεί κοντά. Ποτέ δεν του ‘χε περάσει από το μυαλό να μείνει σ’ ένα μέρος, να δεθεί με μια γυναίκα. Συναισθηματικά ήταν μόνος του σ’ όλη του τη ζωή κι αυτό του άρεσε. Όμως η Νόρα ήταν απίστευτα, αφάνταστα γλυκιά. Μη μπορώντας να συγκεντρωθεί στις σκέψεις για το αύριο, όταν το σώμα του ήταν αιχμάλωτο στο τώρα, αφού πέταξε τα ρούχα του κι έβαλε το προφυλακτικό που είχε πάντα μαζί του -ο Κουίν Γκάλαχερ δεν ήθελε εξώγαμα ούτε γάμους με το ζόριέγειρε πάνω της κι ένιωσε την καυτή της σάρκα πάνω στη δική του. «Νόρα», ψιθύρισε, διώχνοντας τα μαλλιά της από το πρόσωπο της. «Κοίταξέ με, γλυκιά μου». Τη φίλησε τρυφερά στα χείλη. «Θέλω να δω τα μάτια σου». Ήθελε να

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

286

παρακολουθήσει το φούντωμα του πάθους της όταν θα την παρέσερνε στον γκρεμό της ηδονής. Ένας ακατάληπτος ήχος βγήκε από το λαιμό της. Σαν να συνερχόταν από βαθιά ύπνωση, άνοιξε αργά τα βλέφαρά της. Τα μάτια της έλαμπαν σαν πλούσια καταπράσινα λιβάδια που αστραποβολούσαν κάτω από τον ήλιο μετά την απογευματινή βροχή. Εκείνη τη στιγμή ήταν η πιο ωραία γυναίκα που είχε δει ποτέ στη ζωή του. Και ήταν δική του. Ο Κουίν παραλίγο να παγώσει από την έντονη κτητικότητα που τον κυρίευσε. Μα έπειτα η Νόρα του χαμογέλασε, μ’ εκείνο το γλυκό, τρυφερό της χαμόγελο. Η ανάσα του κόπηκε, το μυαλό του θόλωσε. Έμπλεξε τα δάχτυλά του με τα δικά της -και ήταν αυτή η πιο οικεία κίνηση όλης της βραδιάς. Καταπολεμώντας την ανάγκη του να βυθιστεί άγρια μέσα της, ακούμπησε στη μεταξένια της θέρμη και την ένιωσε πάλι να σφίγγεται. «Χαλάρωσε, γλυκιά μου». Ο ιδρώτας έσταζε πάνω στη φλεγόμενη σάρκα του. Ο κάθε μυς του κορμιού του έτρεμε από την προσπάθεια να συγκρατήσει την ορμή του. «Σου υπόσχομαι πως δεν θα σε πονέσω». «Μα είσαι πολύ...» «Όλα θα πάνε καλά, Νόρα. Ηρέμησε, μωρό μου». Τα χείλη του γεύτηκαν τα δικά της, καθησυχάζοντάς τη, μαγεύοντάς τη, καθώς χαλιναγωγούσε το πάθος του. «Θα είναι υπέροχα». «Α, ναι», αποκρίθηκε εκείνη ξέπνοα, καθώς το σώμα της άρχισε να χαλαρώνει για να τον υποδεχτεί. «Μπράβο, κορίτσι μου. Θεέ μου, είναι ονειρεμένα, γλυκιά μου». Ο Κουίν άρχισε να βυθίζεται μέσα της. Αργά. «Είσαι τόσο σφιχτή. Τόσο καυτή». Ακούμπησε το μάγουλο του πάνω στο δικό της. «Τόσο υπέροχη».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

287

Η ανάσα της κόπηκε, νιώθοντάς τον να τη γεμίζει. Κι έπειτα αναστέναξε σιγανά και ήταν ένας ήχος απόλυτης ικανοποίησης. Χωρίς να την αφήσει στιγμή από τα μάτια του, άρχισε να σαλεύει μέσα της, στην αρχή σιγά σιγά κι έπειτα πιο γρήγορα, με ορμητικές ωθήσεις. Ο θόρυβος της κυκλοφορίας από το δρόμο έσβησε κι έδωσε τη θέση του στο βρόντο των παλμών της καρδιάς τους. Και παρ’ όλο που εκείνος δεν καταλάβαινε τις ιρλανδέζικες λέξεις που η Νόρα ψιθύριζε στο αυτί του, το μήνυμα τους ήταν ξεκάθαρο, καθώς τα χέρια της χάιδευαν την ιδρωμένη του πλάτη και τα λαγόνια του, τραβώντας τον ακόμα πιο βαθιά μέσα της. Ωθούμενη από ένστικτα πανάρχαια σαν τη χώρα της, η Νόρα ανταποκρίθηκε στο ρυθμό του που την ανέβαζε ολοένα και πιο ψηλά, εκεί όπου ο αέρας έμοιαζε να λαμποκοπάει σαν διαμάντι. Η Νόρα παρασύρθηκε πρώτη, φωνάζοντας τ’ όνομά του. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, με τα δάχτυλά του να σφίγγουν τα δικά της και το στόμα του κολλημένο στα χείλη της, ο Κουίν την ακολούθησε. Μαγεία. Ξαπλωμένος ανάσκελα, παρατηρώντας τη Νόρα που κοιμόταν λουσμένη στο ρόδινο, αχνό φως της αυγής, ο Κουίν σκέφτηκε πως αυτή ήταν η μόνη λέξη που μπορούσε να περιγράψει τη νύχτα που πέρασαν μαζί. Όσο υπέροχη κι αν ήταν η πρώτη φορά, η δεύτερη υπήρξε ακόμα καλύτερη. Μόλις η Νόρα κατάφερε να ξεπεράσει τη φυσική της συστολή, έγινε εκπληκτικά εκδηλωτική, εκπλήσσοντας ακόμα και τον εαυτό της, υπέθεσε ο Κουίν, με την ικανότητά της να βιώνει το πάθος. Μα εκείνον δεν τον

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

288

ξάφνιασε καθόλου η γενναιοδωρία με την οποία του το ανταπέδωσε. Αυτό θα ‘πρεπε να μου αρκεί, συλλογίστηκε ο Κουίν. Τουλάχιστον για μια νύχτα. Και ιδιαίτερα μετά την εξοντωτική μέρα που πέρασαν. Ωστόσο, ξύπνησε γύρω στις τέσσερις, ποθώντας την πάλι. Το μόνο που χρειάστηκε για να ξυπνήσει η Νόρα ήταν ν’ ακουμπήσει τα χείλη του στα δικά της. Το άγγιγμα της παλάμης του στο στήθος της ήταν αρκετό για να την ερεθίσει. Ήταν τόσο υγρή και πρόθυμη, όσο εκείνος ήταν σκληρός και φλογερός. Κι ο Κουίν ήξερε πως, ακόμα κι αν ζούσε μέχρι να γίνει εκατό χρονών, ποτέ του δεν θα ξεχνούσε το λευκό της δέρμα ν’ αστράφτει σαν μαργαριτάρι στο φεγγαρόφωτο καθώς κατρακυλούσαν στο κρεβάτι. Τώρα είχε κουρνιάσει πάνω του σαν γατάκι, με τα φλογάτα της μαλλιά απλωμένα πάνω στο στήθος του. Δεν έμοιαζε με την αχαλίνωτη γυναίκα που σπαρταρούσε σαν άγριο άλογο κάτω από το κορμί του, βγάζοντας κραυγές ηδονής τις οποίες εκείνος αιχμαλώτιζε με τα χείλη του. Φαινόταν αγνή σαν παρθένα, θυμίζοντας στον Κουίν πως αυτό ακριβώς το σαγηνευτικό μείγμα της αθωότητας και του αισθησιασμού ήταν που τον είχε ελκύσει από την πρώτη στιγμή. Κι ενώ η πρώτη του αντίδραση ήταν η λαγνεία, η κατάσταση ανάμεσα τους είχε αλλάξει. Πρώτα ήρθε ο θαυμασμός και η εκτίμηση. Μετά η τρυφερότητα. Και τώρα... Τι; Ο Κουίν ταράχτηκε όταν συνειδητοποίησε πόσο μαγευτική τού φαινόταν η φαντασίωση να περάσει την υπόλοιπη ζωή του ξαπλωμένος στα ανάστατα σεντόνια μαζί με τη Νόρα.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

289

Εκείνη μουρμούρισε κάτι ακατάληπτο στον ύπνο της. Κι έπειτα χαμογέλασε. Όταν πίεσε τα χείλη της πάνω στο γυμνό του στέρνο, ο ανδρισμός του ανταποκρίθηκε αμέσως. Η γυναίκα αυτή του προκαλούσε ανόητες σκέψεις. Αδιανόητες σκέψεις. Ήταν απλώς σεξ, θύμισε στον εαυτό του, καθώς ο πόθος άναβε φωτιές μέσα του. Φιλικό σεξ, έστω. Μα αυτό ήταν όλο. Δεν μπορούσε να επιτρέψει κάτι περισσότερο. Λες και οι σκέψεις του διαπέρασαν το υποσυνείδητο της, τα βλέφαρά της πετάρισαν και του χαμογέλασε. «Καλημέρα». «Καλημέρα». Επειδή η ζεστασιά του ανυπόκριτου χαμόγελου της τον συγκίνησε επικίνδυνα, ο τόνος του ήταν ανάρμοστα απότομος και η έκφρασή του έγινε πάλι βλοσυρή. Μια πιο επιφυλακτική γυναίκα θα έπαιρνε υπόψη της αυτή την προειδοποίηση. Μα, έχοντας εγκαταλείψει τις αυτοάμυνές της στην αγκαλιά του, η Νόρα αρνήθηκε να του επιτρέψει να κηλιδώσει την ευτυχία που αισθανόταν μετά τη μαγική νύχτα που πέρασαν μαζί. Ακούμπησε την παλάμη της στο μάγουλο του, αγνόησε τους σφιγμένους μυς που συνάντησε κι έπειτα τα δάχτυλά της κατηφόρισαν στα χείλη του. «Είπες ψέματα». «Για ποιο πράγμα;» «Μου είπες να μην περιμένω όμορφα λόγια. Εκτός κι αν είναι στοιχειωμένο το δωμάτιο, εσύ θα πρέπει να ήσουν αυτός που μου ψιθύριζε ένα σωρό υπέροχες λέξεις χθες το βράδυ». Έκανε μια παύση κι έπειτα πρόσθεσε διστακτικά: «Μήπως δεν τις εννοούσες;» Ο Κουίν βλαστήμησε από μέσα του, βλέποντας το άγχος να παίρνει τη θέση της ευτυχίας στο αξιολάτρευτο βλέμμα της. Είσαι μεγάλος αλήτης, Γκάλαχερ. Στην προσπάθειά του να προστατεύσει τη δική του καρδιά, είχε φανεί παράλογα

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

290

σκληρός. Είχε φερθεί όπως θα φερόταν το κάθαρμα ο πατέρας του σε παρόμοια περίσταση. «Φυσικά και τις εννοούσα». Έτριψε το πρόσωπο του με το χέρι του και θύμισε στον εαυτό του πως από την αρχή ήξερε ότι, αν μπλεκόταν μ’ αυτή τη γυναίκα, θα έβρισκε τον μπελά του. Μα ήταν υπέροχος μπελάς, συλλογίστηκε, καθώς θυμήθηκε τη γεύση αυτών των γλυκών χειλιών. «Ποτέ δεν θα σου ‘λεγα ψέματα, Νόρα. Πίστευα την κάθε λέξη». Χάιδεψε τους ώμους της για να την καθησυχάσει, παρ’ όλο που η αφή της μεταξένιας σάρκας της τον ερέθισε αφάνταστα. «Ήσουν εκπληκτική. Καλύτερη κι από εκπληκτική». Κι επειδή τίποτε δεν είχε αλλάξει και πάλι κάποια στιγμή θα την πλήγωνε, ο Κουίν αποφάσισε πως της χρωστούσε την απόλυτη αλήθεια. «Ποτέ στη ζωή μου δεν έχω νιώσει όπως χθες το βράδυ». «Ούτε κι εγώ». Το χρώμα που ο Κουίν είχε μάθει πια να λατρεύει έβαψε πάλι τα μαγουλά της, που ακόμα ήταν σημαδεμένα από τα φιλιά του. «Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι μπορούσα να πετάξω κι εσύ μου έδειξες τον τρόπο». Το χαμόγελο της απλώθηκε αργά στα χείλη της, αιχμαλωτίζοντάς τον στον ασημένιο του ιστό, καθώς κόλλησε τρυφερά το στόμα της στο δικό του. «Και ήταν συναρπαστική αίσθηση». Το κορμί της εξέπεμπε τη ζεστασιά του πρωινού και τη δική της απαλότητα. «Μια που μιλάμε για συναρπαστικές αισθήσεις...» Ο Κουίν τη γύρισε ανάσκελα και σκέπασε το σώμα της με το δικό του. Γελώντας κατενθουσιασμένη, πέρασε τα δάχτυλά της μέσα στα μαλλιά του κι άρχισε να σαλεύει μ’ έναν τρόπο που έκανε τον πόθο του να φουντώσει. Πώς τα κατάφερνε; Φλεγόταν ολόκληρος. Ο Κουίν προσπαθούσε ν’ αποφασίσει αν προλάβαιναν να κάνουν

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

291

έρωτα, όταν το στριγκό κουδούνισμα του τηλεφώνου λειτούργησε σαν ένας κουβάς παγωμένο νερό στην πλάτη του. Η Νόρα κοκάλωσε. «Κι αν είναι από το νοσοκομείο;» Η φωνή της, που πριν από λίγα λεπτά ήταν αισθησιακή και μελωδική, ακούστηκε βραχνή και φοβισμένη. «Μάλλον ο πατέρας σου είναι, που θα θέλει να μάθει τι ώρα θα συναντηθούμε για πρωινό». Πνίγοντας μια βλαστήμια, ο Κουίν σήκωσε το ακουστικό. «Ναι... Γεια σου, Μπρέιντι». Έριξε μια ματιά όλο νόημα στη Νόρα. «Η Νόρα; Γιατί ρωτάς εμένα αν ξέρω πού βρίσκεται;» Ο Κουίν ένιωσε κάποια περηφάνια με το νεοαποκτημένο του ταλέντο ν’ απαντάει σε μια ευθεία ερώτηση με μια έμμεση απάντηση, η οποία φυσικά δεν ήταν καθόλου απάντηση, όπως συνήθιζαν οι Ιρλανδοί. Επίσης, τον διασκέδασε το γεγονός ότι το πρόσωπο της Νόρας είχε γίνει κατακόκκινο. «Μπορεί να είναι στο μπάνιο», πρόσθεσε. «Γι’ αυτό δεν θ’ ακούει το τηλέφωνο... Βέβαια- θα περιμένω μερικά λεπτά και θα της τηλεφωνήσω εγώ. Θα σε συναντήσουμε σε μισή ώρα στο εστιατόριο». Ο Κουίν έκλεισε το τηλέφωνο και της χαμογέλασε πονηρά. «Ευτυχώς που δεν έχουν κυκλοφορήσει ακόμα στην αγορά τα τηλέφωνα με οθόνη». «Μη με κοροϊδεύεις, Κουίν Γκάλαχερ». Η Νόρα ανασηκώθηκε, παίρνοντας από κάτω την κουβέρτα, που είχε κυλήσει στο πάτωμα κάποια στιγμή στη διάρκεια της τόσο δραστήριας νύχτας τους. «Η καρδιά μου κόντεψε να σταματήσει στη σκέψη ότι μιλούσες τόσο άνετα στον πατέρα μου, ενώ ήσουν ξαπλωμένος πάνω μου και γυμνός όπως τη μέρα που γεννήθηκες». «Σ’ ενόχλησε αυτό;» Εκείνος ανασήκωσε τα φρύδια του, απολαμβάνοντας τη θέα της, καθώς προσπαθούσε να τυλίξει την κουβέρτα γύρω της. Λες και δεν είχε ήδη δει -και γευτεί-

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

292

κάθε πόντο του αισθησιακού της κορμιού. «Ωραία, λοιπόν. Την επόμενη φορά να ξαπλώσεις εσύ πάνω μου». Η Νόρα έβαλε τα γέλια και η έντασή της χάθηκε. «Είσαι πολύ κακός άνθρωπος, Κουίν Γκάλαχερ». Τα λόγια της, ειπωμένα σαν αστείο, βρίσκονταν πολύ κοντά στην αλήθεια. «Νομίζω ότι αυτό προσπαθώ κι εγώ να σου πω». Η χαρά χάθηκε από το πρόσωπο και το βλέμμα της. «Κουίν...» «Μη σε ξεγελάνε τα όμορφα λόγια που λέγονται στην έξαψη του πάθους, Νόρα. Δεν υπάρχει τίποτα το όμορφο μέσα μου». Αντίκρισε το προειδοποιητικό του βλέμμα ήρεμα. «Είπες ότι δεν θα μου ‘λεγες ψέματα, Κουίν. Μα αυτό είναι το μεγαλύτερο ψέμα απ’ όλα». Κοντοστάθηκε, έτοιμη να προσθέσει και κάτι ακόμα, ωστόσο φαίνεται πως άλλαξε γνώμη. «Καλύτερα να πάω να κάνω εκείνο το μπάνιο, όπως είπες και στον μπαμπά μου, αν θέλω να είμαι έτοιμη για πρωινό σε μισή ώρα». Κι αμέσως μετά τον ξάφνιασε, όταν πέταξε κάτω την κουβέρτα και βγήκε από το δωμάτιο του με μια εκπληκτική αξιοπρέπεια για κάποια που φορούσε μόνο την περηφάνια της. Αυτή τη φορά, αντί για κέλτικη θεά, η Νόρα του θύμισε Ιρλανδέζα βασίλισσα από τις παλιές εποχές, όταν η φυλή των Τζόις κυριαρχούσε στα δυτικά του νησιού. Και μάλιστα, λίγο πριν κλείσει την πόρτα ανάμεσα στα δωμάτιά τους, ο Κουίν φαντάστηκε πως είδε ένα διαμαντοστόλιστο στέμμα πάνω στο βασιλικό της κεφάλι.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

293

18 Χθεσινοβραδινές Απολαύσεις Ανήσυχη όπως ήταν για τη γιαγιά της, η Νόρα δεν έφερε αντιρρήσεις όταν ο Κουίν την άφησε στο νοσοκομείο με τη δικαιολογία ότι είχε κάποιες δουλειές και της είπε πως θα ‘ρχόταν να πάρει και τις δυο τους σε μια ώρα περίπου. Στην πραγματικότητα, η Νόρα ανακουφίστηκε που εκείνος δεν ανέβηκε στο δωμάτιο της Φιόνα. Φοβόταν πως, αν η γιαγιά της τους έβλεπε μαζί μετά την παθιασμένη νύχτα που πέρασαν, θα καταλάβαινε αμέσως τι είχε συμβεί. Χρειαζόταν να μείνει για λίγο μακριά του. Για να σκεφτεί τα αισθήματά της. Και, το πιο σημαντικό, για ν’ αποφασίσει τι θα έκανε σχετικά με όσα σκεφτόταν ο Κουίν. Ήξερε πως τη νοιαζόταν· παρ’ όλο που δεν ένιωθε ακόμα έτοιμος να το εκφράσει, η τρυφερότητα που υπογράμμιζε το πάθος του την είχε διαβεβαιώσει πως δεν ήταν η μόνη που βίωσε το προηγούμενο βράδυ κάτι μοναδικό. Κάτι ξεχωριστό. Κάτι που έμοιαζε με τρόπο συγκλονιστικό με τον έρωτα. Η σκέψη αυτή τη ζέστανε ως τα κατάβαθα της καρδιάς της, καθώς κουβέντιαζε με τη Φιόνα που, όπως ήταν αναμενόμενο άλλωστε, είχε πει πόσες ζωές είχε σώσει η αδελφή Μπερναντέτ σε όλο το προσωπικό του νοσοκομείου, καθώς και στην κυρία Μέρφι, η οποία με τη σειρά της ευχαριστήθηκε πολύ που

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

294

απέκτησε καινούριο ακροατήριο για να διηγηθεί διάφορες ιστορίες για τα έξι εγγόνια της. Αν η Νόρα φοβόταν ότι μετά τη νύχτα του πάθους τους θα έπρεπε να κουβεντιάζει με τον Κουίν άσχετα θέματα σ’ όλη τη διαδρομή μέχρι το Κασλ-λοχ, άδικα ανησυχούσε. Η Φιόνα κι ο Μπρέιντι μιλούσαν συνέχεια -από το ξενοδοχείο ως το αεροδρόμιο του Ντέρι, σ’ όλη τη διάρκεια της πτήσης μέχρι το Γκόλγουεϊ και σ’ όλη τη διαδρομή μέχρι τη φάρμα. Ακούγοντας τη γιαγιά της Νόρας να διηγείται την περιπέτεια της και τη επίθεση των βομβιστών, ο Κουίν κατάλαβε από πού είχε κληρονομήσει ο Μπρέιντι το ταλέντο του στην αφήγηση. Η Φιόνα μπορεί να είχε παντρευτεί έναν Τζόις, αλλά ήταν και η ίδια εξαίρετη αφηγήτρια. Κι όταν σκέφτηκε τις δικές του ρίζες, τους Γκάλαχερ, στην καρδιά του απλώθηκε το γνώριμο σφίξιμο. Παραδόξως, όμως, αυτή τη φορά δεν ήταν τόσο σκοτεινό. Ούτε τόσο παγωμένο. Όταν έφτασαν στη φάρμα, η Φιόνα επέμεινε ότι δεν ήθελε ιδιαίτερες περιποιήσεις. Ωστόσο, καθισμένη στο δρύινο κρεβάτι της με μαξιλάρια πίσω από την πλάτη της, ήταν πάλι στο στοιχείο της καθώς διηγόταν ακόμα μια φορά την ιστορία της στον Τζον, τη Μαίρη, την Κέιτ και τα μικρότερα παιδιά. Παρών ήταν επίσης κι ο αδερφός της Νόρας, ο Μάικλ, ο οποίος είχε φτάσει από το Κέρι αμέσως μόλις η Κέιτ τον ειδοποίησε για την έκρηξη της βόμβας. «Τι κρίμα που κοντεύει να τελειώσει το σχολείο», παραπονέθηκε ο Ρόρι. «Γιατί, χρυσό μου;» απόρησε η Φιόνα. «Γιατί θα ήταν ψώνιο αν ερχόσουν να διηγηθείς αυτή την ιστορία στην τάξη μου». «Α, μα δεν έχετε πολύ πιο σημαντικά πράγματα ν’ ακούσετε από τα παραμύθια μιας γριάς γυναίκας;» είπε η Φιόνα με την

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

295

εξωφρενική ψεύτικη μετριοφροσύνη που θύμισε πάλι στον Κουίν το γιο της. «Είναι υπέροχη ιστορία, μαμά», έσπευσε να τη βεβαιώσει ο Μπρέιντι. «Μόλις σταθείς πάλι στα πόδια σου, να έρθεις να την πεις στο Άιρις Ρόουζ». «Δηλαδή, αύριο», δήλωσε η Φιόνα, υψώνοντας το σαγόνι της μ’ έναν τρόπο που αυτή τη φορά θύμισε στον Κουίν και το γιο της και την εγγονή της. «Δεν πρόκειται να μείνω σ’ αυτό το κρεβάτι σαν να ‘μαι καμιά ανάπηρη γριά». «Θα μείνεις στο κρεβάτι ώσπου να σου επιτρέψει ο δόκτωρ Φλάνερι να σηκωθείς», επέμεινε σταθερά η Νόρα. «Είσαι χρυσό κορίτσι, Νόρα. Μα εγώ είμαι πάνω από μισό αιώνα μεγαλύτερη σου. Κι έτσι δεν έχεις δικαίωμα να μου λες τι μπορώ και τι δεν μπορώ να κάνω». Το γάντι έπεσε. Η ατμόσφαιρα έγινε βαριά και η σύγκρουση απειλούσε να ξεσπάσει. Αγνοώντας ανέμελα την αντιπαράθεση των βουλήσεων που λάβαινε χώρα στο γεμάτο από την οικογένειά του δωμάτιο, ο Μπρέιντι στράφηκε στον Κουίν, ο οποίος στεκόταν στο κατώφλι και παρακολουθούσε τη σκηνή αποστασιοποιημένα, λες και βρισκόταν πίσω από ένα τζάμι· όπως είχε συνηθίσει να κάνει σ’ όλη του τη ζωή. «Γιατί δεν πας στο αυτοκίνητο να φέρεις εκείνα τα πακέτα με τα ψώνια που αγόρασες;» του πρότεινε ο Μπρέιντι. «Καλή ιδέα». Όταν ο Κουίν ξαναγύρισε, συνοδευμένος από τη Μέιβ που τον είχε ακολουθήσει κάτω στο αμάξι, στο δωμάτιο η ένταση είχε δώσει τη θέση της στην προσμονή. «Μας αγόρασες δώρα;» είπε ο Τζον και τα μάτια του γούρλωσαν, βλέποντας τις τσάντες και τα πακέτα με τα όμορφα περιτυλίγματα.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

296

«Αυτά είναι για τους άλλους», αποκρίθηκε ο Κουίν. «Το δικό σου το άφησα στο αυτοκίνητο, Τζον. Δεν ήθελα να το κουβαλήσω ως εδώ πάνω και μετά να το ξανακατεβάζουμε κάτω για να το ανοίξουμε». Η Νόρα τον κοίταζε σαν να ‘ταν ένας ξένος. «Αυτή ήταν η δουλειά που είχες να κάνεις σήμερα το πρωί;» Τον είχε δει να μεταφέρει πακέτα από το πορτ μπαγκάζ της λιμουζίνας στη Μερσεντές του, μα ήταν τόσο απασχολημένη με τη φροντίδα της Φιόνα, ώστε δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία. Κι όταν τον ρώτησε κάποια στιγμή στη διαδρομή, εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του και της είπε ότι πήρε αναλώσιμα υλικά για τον υπολογιστή του. «Ναι». Της χαμογέλασε και της έδωσε το πρώτο πακέτο. «Στην αρχή, ήθελα ν’ αντικαταστήσω το σακάκι σου που καταστράφηκε στην έκρηξη. Κι έπειτα, τι να πω, παρασύρθηκα λίγο». «Αυτό ξαναπές το», παρατήρησε ξερά η Φιόνα και το βλέμμα της πλανήθηκε σ’ όλα τα κουτιά και τις σακούλες. «Πολύ αμφιβάλλω αν εμφανίστηκε ποτέ σ’ αυτό το σπίτι ο ΑϊΒασίλης με τόσο πολλά δώρα». «Αχ, πόσο απαλό είναι!» Η Νόρα άνοιξε το πακέτο της και χάιδεψε με την παλάμη της το υπέροχο σακάκι στο χρώμα του σμαραγδιού. Ο Κουίν την είδε να το φοράει πάνω από την άσπρη μπλούζα και την γκρίζα τουίντ φούστα της και χάρηκε που σωστά μάντεψε ότι τα έντονα χρώματα της ταίριαζαν. «Είναι κασμίρι. Στην τσέπη του υπάρχει και κάτι ακόμα». Ο Κουίν είπε στον εαυτό του πως δεν θα ‘πρεπε να νιώθει τόσο ικανοποιημένος από την κατενθουσιασμένη της έκφραση. Μα χάρηκε, που να πάρει ο διάολος! Η Νόρα πήρε μια βαθιά ανάσα όταν βρήκε το μικρό τετράγωνο κουτί από γκρίζο βελούδο. Ήταν δυνατόν να της

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

297

είχε αγοράσει δαχτυλίδι; Μόνο μια ανόητα ρομαντική γυναίκα θα περίμενε μια τέτοια κίνηση αιώνιας δέσμευσης ύστερα από μία μόνο νύχτα πάθους. Δυστυχώς, από τότε που ο Κουίν πάτησε το πόδι του στο Κασλ-λοχ, είχε ανακαλύψει πως όντως ήταν μια ανόητα ρομαντική γυναίκα. Η καρδιά της χτυπούσε ανάστατη. Σίγουρη πως όλοι στο δωμάτιο άκουγαν τους χτύπους, ειδικά έτσι που τους έβλεπε να κρατάνε την ανάσα τους, άνοιξε αργά το κουτί. «Α, είναι μαργαριτάρια!» φώναξε η Μαίρη, όταν είδε τα σκουλαρίκια, σκύβοντας πάνω από τον ώμο της αδερφής της. «Υπέροχα». Ήταν πράγματι εξαίσια. Και ταυτόχρονα καθόλου φανταχτερά, άρα θα μπορούσε να τα φοράει στην πόλη ή ακόμα και στην εκκλησία. Η Νόρα κοίταξε τον Κουίν. «Και σίγουρα υπερβολικά ακριβά». Εκείνος ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του. «Δεν ήταν τόσο ακριβά. Κι άλλωστε, μου θύμισαν εσένα». Από διακριτικότητα, μια που όλη της η οικογένεια ήταν στριμωγμένη στο μικρό υπνοδωμάτιο, ο Κουίν δεν ανέφερε ότι τα σκουλαρίκια τού θύμιζαν το δέρμα της να λαμποκοπάει κάτω από το ασημένιο φεγγαρόφωτο. «Σ’ ευχαριστώ». Το εγκάρδιο βλέμμα της του υποσχόταν μια πολύ πιο προσωπική εκδήλωση της ευγνωμοσύνης της αργότερα. Ο Κουίν μοίρασε και τα υπόλοιπα δώρα, τα οποία είχε αγοράσει -προς μεγάλη του έκπληξη- με αφάνταστη ευχαρίστηση. Παρά τις κουβέντες ενθουσιασμού ολόγυρά του, εκείνος δυσκολευόταν πολύ να διώξει από το μυαλό του την εικόνα της Νόρας στο κρεβάτι του, φορώντας μόνο αυτά τα σκουλαρίκια στ’ αυτιά της και το καινούριο της άρωμα σ’ όλο της το κορμί.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

298

Αφού όλα τα μέλη της οικογένειας βεβαιώθηκαν ότι η Φιόνα όντως δεν είχε τραυματιστεί σοβαρά, άρχισαν σιγά σιγά ν’ αποχωρούν. Καθώς έφευγε κι ο Κουίν, σκοπεύοντας να πάρει τη Νόρα για μια μεγάλη βόλτα σε κάποιο απομονωμένο λιβάδι, τον σταμάτησε στο διάδρομο ο Μάικλ. «Πρέπει να σ’ ευχαριστήσω που περιποιήθηκες τόσο τη γιαγιά και την αδερφή μου», είπε. Αν δεν του τον είχαν συστήσει νωρίτερα, ο Κουίν ποτέ του δεν θα φανταζόταν ότι αυτός ο τεράστιος άντρας με το ρυτιδιασμένο πρόσωπο και τις μεγάλες, τραχιές παλάμες ήταν γιος του Μπρέιντι. Μόνο τα μαλλιά του -ατίθασες μπούκλες, μαύρες σαν τη νύχτα, σε αντίθεση με τα κατακόκκινα μαλλιά της Νόρας και της Φιόνα- υποδήλωναν τις οικογενειακές του ρίζες. «Ήταν ευχαρίστησή μου. Και δεν έκανα τίποτα ιδιαίτερο». «Περισσότερα απ’ όσα θα μπορούσε να κάνει οποιοσδήποτε από μας», αποκρίθηκε ο Μάικλ, κοιτώντας τον με το βλέμμα που ζυγιάζει από καταβολής κόσμου ο μεγάλος αδερφός τούς εραστές της μικρότερης αδερφής του. «Η Νόρα ηρέμησε κάπως που ανέλαβε κάποιος άλλος την πρωτοβουλία για λίγο. Και σου χρωστάω ευγνωμοσύνη γι’ αυτό». «Σου λέω, δεν ήταν τίποτα σπουδαίο». Νιώθοντας άβολα να μιλάει για τη γυναίκα την οποία σχεδίαζε να γδύσει το συντομότερο δυνατόν, ο Κουίν προτίμησε ν’ αλλάξει θέμα. «Είπε πως έχεις μια φάρμα εδώ κοντά». «Ναι. Γύρω στα διακόσια πενήντα στρέμματα σκορπισμένα από δω κι από κει. Καλλιεργώ κυρίως βρόμη και κριθάρι για κτηνοτροφή και πατάτες τις οποίες πουλάω. Οι πατάτες μου ανήκουν στην ποικιλία Κερ’ς Πινκς που, αντίθετα από τις συνηθισμένες Γκόλντεν Γουόντερς, δεν θρυμματίζονται ύστερα από ένα γερό βράσιμο και πιάνουν καλύτερη τιμή στην

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

299

αγορά». Το τελευταίο ειπώθηκε με φανερή περηφάνια. «Φέτος φύτεψα και κοκκινογούλια. Και, φυσικά, υπάρχει και η τύρφη». «Έχω δει τα τέλματα απ’ όπου τη βγάζετε. Και τις στοίβες δίπλα στα μαγαζιά και στα σπίτια. Ήλπιζα να μου δοθεί η ευκαιρία να δω πώς την κόβουν». «Κοίτα τύχη- αυτή τη βδομάδα θα κόψω τύρφη. Αν θέλεις να περάσεις την Τετάρτη, θα δεις όλη τη διαδικασία. Και μετά μπορούμε να πιούμε μια μπίρα και να κουβεντιάσουμε». Για τη Νόρα. Ο Μάικλ δεν το είπε μεγαλόφωνα, αλλά δεν χρειαζόταν. «Πολύ ευχαρίστως», απάντησε ο Κουίν, αλλά δεν έλεγε ακριβώς την αλήθεια. Ο συγγραφέας που θεωρούσε τα πάντα τροφή για το συγγραφικό του μύλο ανυπομονούσε να δει τους Ιρλανδούς να κάνουν αυτή την πανάρχαιη δουλειά. Ο άντρας που κοιμόταν με τη μικρή αδερφή αυτού του μυώδους γίγαντα δεν ήταν καθόλου πρόθυμος να συζητήσει τις προθέσεις του. «Μα επιμένω να βοηθήσω». «Ωραία. Πιάνουμε δουλειά μόλις χαράξει. Η Νόρα θα σου πει πώς να ‘ρθεις». Ο Μάικλ φόρεσε το μάλλινο σκουφί του, το κατέβασε ως τα ήρεμα γαλάζια μάτια του, έκανε στροφή και κατέβηκε τις σκάλες. Ο Κουίν τον είδε να φεύγει και, αποφασίζοντας ν’ αντιμετωπίσει αυτό το πρόβλημα την Τετάρτη, προχώρησε στο διάδρομο και πήγε στο δωμάτιο της Νόρας. Δεν ξαφνιάστηκε όταν, παρά την απότομη πρωινή συμπεριφορά του, εκείνη δέχτηκε αμέσως την πρόσκλησή του να πάνε βόλτα με τ’ αυτοκίνητο. Στο κάτω κάτω, όπως του είχε πει η Κέιτ και είχε επαληθεύσει κι ο ίδιος σε ένα σωρό περιπτώσεις, δεν ήταν άνθρωπος που κρατούσε κακίες.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

300

«Ήταν πολύ γλυκό εκ μέρους σου ν’ αγοράσεις τόσα δώρα για όλους», του είπε, καθώς περνούσαν ένα στενό χωματόδρομο πλαισιωμένο δεξιά κι αριστερά από γκρίζους πέτρινους τοίχους. «Η Μαίρη θα μοιάζει σαν πριγκίπισσα του παραμυθιού με το καταπληκτικό φόρεμα που της πήρες». Ήταν από άσπρο τούλι, κεντημένο με μαργαριτάρια και μικρά κρύσταλλα, και τόνιζε εντυπωσιακά το λευκό της δέρμα και τα κατάμαυρα μαλλιά της. «Φάνηκε να της αρέσει», είπε εκείνος και θυμήθηκε το έκθαμβο βλέμμα της κοπελίτσας όταν άνοιξε το άσπρο κουτί με τα χρυσά γράμματα ενός από τ’ ακριβότερα καταστήματα της Βόρειας Ιρλανδίας. «Ξετρελάθηκε. Και ειλικρινά πιστεύω πως κόντεψε να λιποθυμήσει όταν της είπες πως κανόνισες να τη συνοδεύσει ο Πάρκερ Κένταλ στο χορό της Πρωτομαγιάς». Ο Πάρκερ ήταν ένας νεαρός ηθοποιός, το πιο πρόσφατο ίνδαλμα της νεολαίας. Στην ταινία έπαιζε το ρόλο ενός φοιτητή, που ένωνε τις δυνάμεις του με τη Σάνον Μαγκουάιρ για να σώσουν το μωρό της Κυράς. «Πώς κατάφερες να τον κάνεις να συμφωνήσει;» ρώτησε η Νόρα. «Δεν ήταν και τόσο δύσκολο. Του υποσχέθηκα τα εισιτήριά μου για όλους τους αγώνες εντός έδρας των Λέικερς». «Τι είναι οι Λέικερς;» «Μια ομάδα μπάσκετ του Λος Άντζελες. Έτσι κι αλλιώς, από τότε που μετακόμισα από την πόλη, δεν τα χρησιμοποιώ, οπότε δεν ήταν καμιά μεγάλη θυσία». «Κατάλαβα». Η Νόρα δεν ήταν σίγουρη, μα υποψιαζόταν πως ελάχιστα πράγματα στο Λος Άντζελες ήταν φτηνά. «Μεγάλη καλοσύνη σου, πάντως».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

301

«Να σου πω την αλήθεια, μου αρέσει πολύ η ιδέα να πάθει αυτός ο βλάκας ο Τζακ ό,τι του αξίζει», είπε ο Κουίν. «Εύχομαι να ‘μουν από μια μεριά να δω τα μούτρα του». «Οι καλόγριες έστειλαν ένα σημείωμα στο σπίτι, ζητώντας εθελοντές για να προσέχουν τα παιδιά. Αν πραγματικά το εννοείς...» «Αποκλείεται». Καταλαβαίνοντας πολύ καθυστερημένα πως η Νόρα αστειευόταν, ο Κουίν γέλασε. «Δεν είπα ποτέ ότι βάζω υποψηφιότητα για άγιος, γλυκιά μου. Το να συμφωνήσω να προσέχω μια ομάδα εφήβους τρελαμένους από τις ορμόνες τους σημαίνει πως κερδίζω πόντους ως μάρτυρας». Εκείνη γέλασε μαζί του. Κι έπειτα σοβάρεψε. «Έχω μόνο μια μικρή ανησυχία». Ο πατέρας της είχε δίκιο. Η έννοια της για όλους όσους αγαπούσε ήταν ταυτόχρονα ευλογία και κατάρα. «Τι;» «Κι αν ο Πάρκερ Κένταλ αποδειχθεί ακόμα πιο ανέντιμος από τον Τζακ; Στο κάτω κάτω είναι ένα όμορφο παλικάρι και μια που έρχεται από την Καλιφόρνια...» Έκανε τη θετή του πατρίδα ν’ ακούγεται σαν σύγχρονα Σόδομα και Γόμορρα. Και ίσως να ήταν, σε σύγκριση με τις αυστηρές ηθικές αρχές της επαρχίας στη Δυτική Ιρλανδία. «Μην ανησυχείς. Το φρόντισα κι αυτό». «Μπα;» «Τον προειδοποίησα ότι θα του ξεριζώσω ένα πολύ ζωτικό σημείο της ανατομίας του έτσι κι αγγίξει κάτι που δεν πρέπει». «Δεν είναι δυνατόν να σε πίστεψε». Η Νόρα του ‘ριξε μια ματιά, είδε το αγριεμένο του βλέμμα και χαμογέλασε αμυδρά. «Μπορεί, τελικά, και να σε πίστεψε». «Οπωσδήποτε». Το πονηρό χαμόγελο του Κουίν έσβησε τη βλοσυρή του έκφραση κι έκανε πάλι τη Νόρα να γελάσει.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

302

«Ο Ρόρι κι ο Τζέιμι τρελάθηκαν με τους διαστημανθρώπους. Φοβάμαι ότι τώρα πια θα παρακολουθούμε για πολλές βδομάδες μάχες στο διάστημα. Και η Σίλια ήθελε εδώ και πολύ καιρό την Μπάρμπι Νύφη, μα της έλεγα πως δεν έχουμε λεφτά να την αγοράσουμε». «Σκέφτηκα ότι έπρεπε ν’ αντικαταστήσει την Αγία Ιωάννα που μαρτύρησε στην πυρά». «Το ‘ξερες;» «Μου το ‘πε ο Ρόρι. Και να σου πω την αλήθεια, το βρήκα πολύ καλή ιδέα». «Δεν αμφιβάλλω. Μια που είσαι ικανός να βάλεις στο επόμενο βιβλίο σου αγίους που καίγονται στην πυρά», του αποκρίθηκε άνετα. «Και φυσικά η Μέιβ είναι μια κούκλα με το καινούριο της κολάρο». Αν δεν τον είχε ήδη ερωτευτεί, αυτό το δώρο θα την έκανε να του παραδοθεί άνευ όρων. Ήταν ένα πράσινο καρό κολάρο με μπρούντζινη ταμπέλα σε σχήμα τριφυλλιού, που πάνω της ήταν σκαλισμένο το όνομα του σκύλου. Ήταν ανόητη χειρονομία, ίσως, μα ο Κουίν δεν μπορούσε να διανοηθεί να μην αγοράσει κάτι για το τεράστιο σκυλί που είχε γίνει η σκιά του. «Είμαι σίγουρος ότι θα προτιμούσε ένα καινούριο κόκαλο», είπε. «Μα δυστυχώς δεν υπήρχε χασάπικο στα καταστήματα Όστιν». «Πάντως, ήταν υπέροχο που τη σκέφτηκες». Η Νόρα χαμογέλασε κι έπειτα τον κοίταξε σοβαρά. «Συνειδητοποιείς, βέβαια, πως πρέπει να πω στον Τζον να μη δεχτεί το δώρο που του ‘κάνες». «Για ποιο λόγο;» «Επειδή είναι υπερβολικά ακριβό. Ο κόσμος θα κουτσομπολεύει».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

303

Ο Κουίν ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του. «Άσ’ τους να κουτσομπολεύουν». Υπέθετε ότι αυτός και η Νόρα είχαν ήδη δώσει τροφή για κουτσομπολιά στο Κασλ-λοχ. Και, παρ’ όλο που εδώ και χρόνια είχε πάψει να ενδιαφέρεται για τη γνώμη των άλλων, όφειλε να παραδεχτεί πως ένιωθε μεγάλο καμάρι που ο κόσμος θεωρούσε πως η Νόρα ήταν δική του. «Το παιδί θα χρειαστεί τον υπολογιστή στο πανεπιστήμιο, Νόρα. Στην Αμερική, είναι ένα συνηθισμένο δώρο αποφοίτησης». «Στην Αμερική, μπορεί. Μα στην Ιρλανδία δεν έχουν πολλές οικογένειες τη δυνατότητα για τόσο ακριβό δώρο». «Γιατί δεν ήταν πολλές οικογένειες τόσο γενναιόδωρες ώστε ν’ ανοίξουν το σπίτι τους σ’ ένα Γιάνκη, ο οποίος ευχαριστήθηκε αφάνταστα που το αγόρασε». Όταν δεν την είδε να χαμογελάει, προσπάθησε να την πείσει αλλιώς. «Ο αδερφός σου είναι ένα πανέξυπνο παιδί, Νόρα. Διαβάζει πολύ, δουλεύει σκληρότερα από τα άλλα παιδιά της ηλικίας του κι έχει βάλει έναν αξιοθαύμαστο στόχο στη ζωή του». «Αποφάσισε να γίνει γιατρός όταν πέθανε η μητέρα μας», του αποκάλυψε εκείνη ήρεμα. «Το φαντάστηκα». Ο Κουίν ήξερε καλύτερα από τον καθένα πώς ο θάνατος μιας μητέρας μπορεί ν’ αλλάξει τη ζωή ενός παιδιού. Στη δική του περίπτωση, σκεφτόταν συχνά πως χρωστούσε ένα μεγάλο μέρος της επιτυχίας του στο γεγονός ότι δούλεψε πολύ σκληρά για ν’ αποδείξει σ’ όλο τον κόσμο -και στον εαυτό του- πως δεν έμοιαζε καθόλου με τους αποτυχημένους αλκοολικούς γονείς του. «Είναι σκληρός ο ανταγωνισμός για την ιατρική σχολή», συνέχισε. «Δεν είναι δυνατόν να του αρνηθείς την κάθε ευκαιρία που έχει για να μπει».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

304

«Όχι, δεν θα ‘θελα κάτι τέτοιο». Η Νόρα αναστέναξε βαριά, καθώς την πλημμύρισαν οι υπερβολικά γνώριμες ενοχές της καθολικής θρησκείας. «Είσαι πολύ πειστικός, Κουίν Γκάλαχερ. Δεν δυσκολεύομαι καθόλου να πιστέψω ότι έχεις ιρλανδέζικο αίμα στις φλέβες σου». Παρ’ όλο που εξακολουθούσε να μην είναι το αγαπημένο του θέμα, ο Κουίν δεν έβρισκε πια την καταγωγή του τόσο απειλητική όσο παλιά. Ωστόσο, αποφάσισε πως ήταν ώρα ν’ αλλάξουν κουβέντα. «Χαίρομαι που σ’ αρέσουν τα σκουλαρίκια», της είπε κι απλώνοντας το χέρι του άγγιξε το ένα με τ’ ακροδάχτυλά του. «Τα λατρεύω. Τόσο πολύ, ώστε δεν πρόκειται να παραπονεθώ πάλι για την τιμή τους». «Έχεις αρχίσει να μπαίνεις επιτέλους στο πνεύμα». Ευχήθηκε σχεδόν να ‘χε αγοράσει και τα σμαραγδένια σκουλαρίκια που ταίριαζαν με τα μάτια της. Μα υποψιαζόταν πως υπήρχε κι ένα όριο στα δώρα που μπορούσε να δεχτεί μια συνετή κόρη αγρότη. «Παρεμπιπτόντως, υπάρχει άλλο ένα δώρο στο πίσω κάθισμα». Εκείνη στράφηκε και πήρε τη χρυσή και άσπρη σακούλα από πίσω. «Χριστέ κι Απόστολε!» Η Νόρα ανασήκωσε τον αφρό από μαύρη δαντέλα και μετάξι μέσα από το λεπτό χαρτί στο οποίο ήταν τυλιγμένο. «Δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου να φοράει κάτι τέτοιο», ψιθύρισε, καθώς τα δάχτυλά της χάιδευαν το μετάξι. «Ωραία. Θα το επιστρέψω στο κατάστημα και...» «Δεν πρόκειται να κάνεις τέτοιο πράγμα!» του φώναξε, σφίγγοντας το κορμάκι πάνω στο στήθος της. «Είναι συγκλονιστικό, Κουίν. Σ’ ευχαριστώ». «Παρακαλώ». Όσο περνούσε ο καιρός, δεχόταν με ολοένα και μεγαλύτερη άνεση τα δώρα και τις φιλοφρονήσεις του. Κι

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

305

αυτό έκανε τον Κουίν να θέλει να τη γεμίζει κι από τα δύο. «Κοίτα μη δεθείς συναισθηματικά μαζί του», τη συμβούλευσε. «Γιατί, πίστεψέ με, δεν θα το φοράς για πολλή ώρα». Μια που δεν ήξερε τι να του απαντήσει σ’ αυτή την παρατήρηση που ήταν υπόσχεση και ταυτόχρονα απειλή, η Νόρα δεν είπε τίποτα. Ο Κουίν ακούμπησε το χέρι του δίπλα στο δικό της. Η αντίθεση ανάμεσα στο ηλιοκαμένο του δέρμα και τη λευκή της σάρκα τού ξύπνησε ολοζώντανη την ανάμνηση του χεριού του πάνω στα στήθη της· τα στήθη που τώρα λαχταρούσαν το άγγιγμά του. Η Νόρα γλίστρησε την παλάμη της κάτω από τη δική του. Τα δάχτυλά τους δέθηκαν μεταξύ τους. Και, παρ’ όλο που πολλοί θα το θεωρούσαν ανοησία της, η Νόρα κόντεψε να λιποθυμήσει από την ευχαρίστηση που της προκάλεσε αυτή η απλή κίνηση. Ύστερα από λίγη ώρα, ο Κουίν έστριψε σ’ έναν ακόμα πιο στενό δρόμο, ο οποίος έβγαζε σε μια απομονωμένη κοιλάδα που συνόρευε με μια μικρή λίμνη, κι έσβησε τη μηχανή. Είχε αρχίσει να βρέχει και η βροχή τύλιξε το αυτοκίνητο με μια γκρίζα κουρτίνα. «Πώς το ‘ξέρες αυτό το μέρος;» απόρησε εκείνη. «Είναι παλιά αμερικάνικη παράδοση να ψάχνεις να βρεις μέρη για να παρκάρεις με το κορίτσι σου». Την αποκάλεσε κορίτσι του. Η ευτυχία γέμισε την καρδιά της Νόρας καθώς εκείνος στράφηκε προς το μέρος της. Κλείνοντας τα μάτια της, ανασήκωσε το πρόσωπο της και περίμενε τη μαγεία να την τυλίξει. Το άγγιγμα των χειλιών του πάνω στα δικά της ήταν ανάλαφρο σαν πούπουλο κι απίστευτα γλυκό. Τη φίλησε μία, δύο, τρεις φορές. Τη γευόταν, την ερέθιζε, τη βασάνιζε.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

306

«Κόντεψα να τρελαθώ όλη μέρα», της ψιθύρισε, «καθώς θυμόμουν τη γεύση σου». Τη δάγκωσε απαλά στο πλάι του λαιμού της κι έπειτα καταπράυνε τη σάρκα της με την άκρη της γλώσσας του. «Θυμόμουν πόσο τέλεια εφάρμοζες στην αγκαλιά μου. Πόσο τέλεια εφάρμοζα μέσα σου». Η Νόρα ένιωθε το κορμί της να λιώνει. Μετά βίας μπόρεσε να σηκώσει το χέρι της και να τ’ ακουμπήσει στο μάγουλο του. «Κι εγώ τα θυμόμουν», του ψιθύρισε και τ’ ακροδάχτυλά της κατηφόρισαν στο πρόσωπο του, σαν ν’ απομνημόνευε τα χαρακτηριστικά του με το άγγιγμά της. Όταν πήρε το χέρι της και κόλλησε το στόμα του στο εσωτερικό του καρπού της, το αίμα της πήρε φωτιά. Ο Κουίν έσκυψε πάλι το κεφάλι του κι αυτή τη φορά τα χείλη του σφράγισαν τα δικά της μ’ ένα παθιασμένο φιλί που την έκανε να χάσει κάθε αίσθηση του χρόνου. Θα μπορούσε να ‘χει διαρκέσει μερικά λεπτά, λίγες ώρες ή μία αιωνιότητα. Ο χρόνος έμεινε μετέωρος, καθώς όλος ο κόσμος της Νόρας συρρικνώθηκε στα συναρπαστικά χείλη του Κουίν. Ένιωθε σαν μεθυσμένη. Μεθυσμένη από πόθο, ζαλισμένη από τη λαχτάρα. Ο Κουίν είχε περάσει μια ατέλειωτη, συγκλονιστική νύχτα διδάσκοντάς της τη μαγεία που μπορούσαν να δημιουργήσουν μαζί ένας άντρας και μια γυναίκα. Και τώρα εκείνη θα άδραχνε αυτή τη μαγεία σαν το μυθικό σπαθί του Μέρλιν, χρησιμοποιώντας τη δύναμή της για να τον ξετρελάνει όπως την ξετρέλαινε κι εκείνος. Συσπάστηκε μέσα στην αγκαλιά του και καθώς τα πεινασμένα χείλη της και τα ευλύγιστα χέρια της ταξίδευαν πάνω του, ο Κουίν συνειδητοποίησε πως, κάποια στιγμή που εκείνος δεν πρόσεχε, η χθεσινοβραδινή επιμελής μαθήτρια είχε μεταμορφωθεί σε καθηγήτρια κύρους. Ο πόθος ορθώθηκε σαν

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

307

άγριο ζώο μέσα του, ουρλιάζοντας, παλεύοντας, ζητώντας να ελευθερωθεί. «Θεέ μου, Νόρα...» Θέλησε να την αγγίξει, μα εκείνη ήταν πιο γρήγορη. Του ‘βγάλε το βαμβακερό πουλόβερ ενώ, παρά τον περιορισμένο χώρο του αυτοκινήτου, κατάφερε να παραμείνει απρόσιτη. Έπειτα ξεφορτώθηκε το καινούριο της σακάκι και το πέταξε στο πίσω κάθισμα. «Όχι ακόμα», του είπε γελώντας μ’ ένα βαθύ, βραχνό ήχο, που θα μπορούσε να προέρχεται από μια αρχαία θεά που προσπαθούσε να σαγηνεύσει κάποιο βασιλιά. Νιώθοντας την ανάγκη να την αγγίξει, να τη γευτεί, ο Κουίν άρχισε να της σκίζει τα ρούχα, ενώ το ίδιο έκανε κι εκείνη. «Είναι η σειρά μου», μουρμούρισε, καθώς η γλώσσα της έπαιζε με τις θηλές του, κάνοντάς τον να βογκήξει. Τα χείλη της κατηφόρισαν στην επίπεδη κοιλιά του κι ο Κουίν δάγκωσε τα χείλη του για να μη φωνάξει. «Μου έκανες έρωτα όλη τη χθεσινή νύχτα. Τώρα θέλω να σου κάνω εγώ». Η ανάσα του κόπηκε και η καρδιά του χτυπούσε τόσο άγρια, ώστε αναρωτήθηκε μήπως έπαθε έμφραγμα. Όταν τα αχόρταγα χείλη της κατηφόρισαν ακόμα πιο χαμηλά και τον πήρε στο στόμα της, ο Κουίν σκέφτηκε πως, αν ήταν να πεθάνει τούτη τη στιγμή, άξιζε τον κόπο. «Θέλω να μπω μέσα σου». Προσπάθησε να βρει το τζιν του, μα η Νόρα, που μάντεψε τις προθέσεις του, το σήκωσε από το δάπεδο του αυτοκινήτου κι έβγαλε από την μπροστινή τσέπη το τετράγωνο φακελάκι. «Αυτό έψαχνες;» Το χαμόγελο της ήταν εκμαυλιστικό κι ο Κουίν πήρε μια ιδέα για το πώς πρέπει να έμοιαζε η Εύα όταν έδειχνε το κόκκινο μήλο στον Αδάμ. «Νόρα...» Το προειδοποιητικό του γρύλισμα αντήχησε από τα βάθη του λαιμού του.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

308

Εκείνη άνοιξε απτόητη το φακελάκι κι εφάρμοσε αργά το προφυλακτικό πάνω στη σκληρή του στύση, όπως την είχε μάθει χτες το βράδυ, προστατεύοντας και τους δυο τους. Και πάνω που ο Κουίν ήταν σίγουρος πως τέλειωνε κάτω από το ερωτικό της άγγιγμα και θα γινόταν τελείως ρεζίλι, η Νόρα κάθισε πάνω του. Η σφιχτή, καυτή της σάρκα ήταν το μόνο που χρειαζόταν για να ελευθερωθεί το κτήνος μέσα του. Ο Κουίν άκουσε τις αλυσίδες να σπάζουν, καθώς εκείνη άρχισε ν’ ανεβοκατεβαίνει πάνω του παραδομένη στην ηδονή. Χτες το βράδυ, η σάρκα της γυάλιζε σαν μαργαριτάρι. Τώρα, λουσμένη στην αμυδρή λάμψη του ηλιοβασιλέματος που τρεμόπαιζε μέσα στην γκρίζα ομίχλη, το δέρμα της έμοιαζε χρυσαφένιο, σαν να ήταν μια θεά, δημιουργία ενός αριστοτέχνη αλχημιστή. Αρπάζοντας την από τη μέση, πίεσε τα δάχτυλα του στη λαμπερή, ιδρωμένη σάρκα της και εκτινάχτηκε μέσα της. Την παρακολουθούσε καθώς σάλευαν συντονισμένοι, μετρούσε τους οργασμούς της, απολάμβανε τα συναισθήματα που περνούσαν σαν κύματα από το αναψοκοκκινισμένο πρόσωπο της. Τρελαινόταν βλέποντας τη να νιώθει τόσο πολλά. Και λάτρευε το γεγονός ότι εκείνος ήταν που της προκαλούσε όλα αυτά τα συναισθήματα. Ξαφνικά, το σώμα της τεντώθηκε, συσπάστηκε και μετά σωριάστηκε πάνω του τρέμοντας. Μόνο τότε ο Κουίν παραδόθηκε απόλυτα. Και με μια τελευταία ώθηση, αφέθηκε στην έκσταση που έσβησε κάθε σκέψη από το μυαλό του.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

309

19 Καρδιές που Ξυπνούν Η βροχή είχε σταματήσει, αποκαλύπτοντας τη μαβιά γραμμή του σούρουπου πέρα από τη λίμνη με τις καλαμιές. Ο ήλιος χαμήλωνε στον ορίζοντα και τα πρώτα αστέρια πρόβαλλαν. Παρ’ όλο που αντιλαμβάνονταν ότι υπήρχε πιθανότητα να τους ανακαλύψει κάποιος ψαράς, ούτε η Νόρα ούτε ο Κουίν βιάζονταν να κουνηθούν. Καθώς συνερχόταν σιγά σιγά, η Νόρα τον φίλησε τρυφερά στο στήθος. «Σ’ αγαπώ». Η φωνή της ακούστηκε σαν ψίθυρος, μα ο Κουίν τ’ άκουσε ξεκάθαρα μέσα στην απόλυτη σιγαλιά. Οι λέξεις αντήχησαν μέσα στο αυτοκίνητο -και στο μυαλό τουσαν σφαίρες, λες και η Νόρα είχε ανοίξει πυρ μ’ ένα θανάσιμο όπλο. «Νόρα...» Το χέρι του βυθίστηκε στα μαλλιά της. «Δεν ξέρω τι να πω». Εκείνη ανασήκωσε το κεφάλι της- το βλέμμα της ήταν τρυφερό και λίγο θλιμμένο. Για μια φευγαλέα στιγμή, ο Κουίν νόμισε πως είδε να καθρεφτίζεται οίκτος στα βάθη των ματιών της. «Δεν χρειάζεται να πεις τίποτα. Δεν σου το είπα για να νιώσεις υποχρεωμένος να το επαναλάβεις κι εσύ, Κουίν. Η αγάπη δεν είναι κάτι που μπορείς να το προγραμματίσεις ή να το απαιτήσεις με το ζόρι. Απλά υπάρχει». Με τ’ ακροδάχτυλά

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

310

της μαλάκωσε τις ρυτίδες που χάραζαν φαράγγια ανάμεσα στα σκοτεινά του μάτια. «Είναι ένα δώρο», πρόσθεσε καθησυχαστικά. «Σαν αυτά που έφερες σ’ όλους μας από το Ντέρι. Μια που εγώ δεν έχω την οικονομική δυνατότητα να σου πάρω κάτι τόσο όμορφο, σου χαρίζω ένα από τα λίγα πράγματα που διαθέτω και που έχουν κάποια αξία». Την καρδιά της. Την αναθεματισμένα θερμή, γενναιόδωρη, γεμάτη αγάπη καρδιά της. «Κι αν δεν το θέλω;» Είπε στον εαυτό του πως ο σκόπιμα απότομος τρόπος του ήταν για το δικό της καλό, όχι για το δικό του. Ετοιμάστηκε ψυχολογικά ν’ αντιμετωπίσει τα δάκρυά της και ξαφνιάστηκε όταν εκείνη γέλασε. «Είναι πολύ αργά πια». Άγγιξε με τα χαμογελαστά της χείλη τα δικά του που ήταν σφιγμένα. «Σου έχω ήδη χαρίσει την καρδιά μου. Ακόμα και στην Αμερική θα πρέπει να θεωρείται αγένεια να επιστρέψεις μια καρδιά που σου έκαναν δώρο». «Τίποτα δεν έχει αλλάξει», την προειδοποίησε. Η Νόρα δεν απάντησε. Δεν χρειαζόταν άλλωστε, συλλογίστηκε βλοσυρά εκείνος, όσο ντύνονταν. Επειδή ήξεραν και οι δυο τους πως αυτό ήταν ψέμα. Το μεγαλύτερο που είχε πει ποτέ του. Προσπαθώντας να χτενίσει τα μαλλιά της με τα δάχτυλά της, η Νόρα κοιτάχτηκε στο καθρεφτάκι. Βλέποντας τα αναψοκοκκινισμένα της μάγουλα, την έξαψη στο βλέμμα της, τα πρησμένα της χείλη, ένιωσε σίγουρη πως όλοι στην οικογένεια θα καταλάβαιναν αμέσως τι έκαναν εκείνη κι ο Κουίν. Αλλά, παραδόξως, καρφάκι δεν της καιγόταν. «Αυτό σημαίνει πως άλλαξες γνώμη;» τον ρώτησε, καθώς ο Κουίν έστριψε το κλειδί στη μίζα κι έβαλε μπροστά τη μηχανή.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

311

«Για ποιο πράγμα;» «Για το υπέροχο μαύρο εσώρουχο που σκόπευες απόψε να μου βγάλεις». Η προκλητική της ερώτηση ήταν αρκετή για να νιώσει τον ανδρισμό του να ερεθίζεται ξανά. Ο Κουίν έγνεψε αρνητικά, ενώ αναρωτιόταν μήπως η Κέιτ δεν ήταν η μόνη μάγισσα στην οικογένεια. «Μπορεί να μ’ έχεις κάνει τρελό, γλυκιά μου, αλλά δεν είμαι ηλίθιος. Κι άλλωστε, έχω να σε πάω σ’ ένα σωρό μέρη ακόμα». Κι επειδή ένιωθε την ανάγκη να την αγγίξει πάλι, πήρε το χέρι της στο δικό του και το ‘σφίξε τρυφερά. Το φευγαλέο χαμόγελο που της χάρισε, ενώ απομακρύνονταν από τη λίμνη, φανέρωνε όλη την αγάπη που αισθανόταν γι’ αυτή, χωρίς να προδίδει την εσωτερική του σύγκρουση. «Σε μέρη μαγικά». Είναι αδύνατο να επισκεφθεί κάποιος τη Δυτική Ιρλανδία και να μην αντιληφθεί την ύπαρξη της τύρφης. Κατά τη διαμονή του στο Κασλ-λοχ, ο Κουίν σπάνια είχε βρεθεί σε μέρος όπου δεν την έβλεπε ή δεν τη μύριζε. Είχε περάσει με το αυτοκίνητο του κάτω από τις επίπεδες μαύρες πλαγιές που υπήρχαν ανάμεσα στους πράσινους λόφους και μπροστά από τις στοίβες τύρφης που ακουμπούσαν στους πέτρινους τοίχους. Δίπλα σε κάθε σπίτι, αγροικία ή κατάστημα υψώνονταν σωροί από πλάκες μαύρης τύρφης, μαλακής σαν βούτυρο, την οποία ξέραιναν για να τη χρησιμοποιήσουν σαν μονωτικό υλικό και σαν καύσιμο για τα τζάκια. «Έχουμε καλή τύρφη στο βάλτο μας», βεβαίωσε τον Κουίν ο μεγαλύτερος αδερφός της Νόρας, καθώς τον οδηγούσε μέσα από τους λόφους στο μαύρο λιβάδι με θέα τη θάλασσα. Ο Μάικλ φορούσε ένα χοντρό χειροποίητο πουλόβερ, ένα ζεστό παντελόνι τουίντ και μπότες. Μια που ο Κουίν δεν είχε ιδέα

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

312

πώς έπρεπε να ντυθεί κανείς για να κόψει τύρφη, είχε φορέσει ένα μπλουτζίν και μια μαύρη κολεγιακή μπλούζα. Ευτυχώς που ο Μάικλ του έδωσε ένα ζευγάρι μπότες. Η Μέιβ χοροπηδούσε μπροστά από τους δυο άντρες, κυνηγώντας χαρωπά τα κουνέλια στα λιβάδια. Τον περίμενε το πρωί στη σκάλα, κουνώντας την ουρά της, περιμένοντας ανυπόμονα να δει τι έλεγε το πρόγραμμα. Μια που ο Ρόρι θα έλειπε όλη μέρα στο σχολείο, του Κουίν δεν του έκανε καρδιά ν’ αφήσει μόνο του στο σπίτι το καλόβολο σκυλί. «Η παραγωγή μιας βδομάδας αρκεί για να περάσει μια οικογένεια το χειμώνα», έλεγε με ικανοποίηση ο Μάικλ. «Στα περισσότερα σημεία, η τύρφη έχει βάθος τρία με τέσσερα μέτρα». «Και βρίσκεται σε απότομες πλαγιές», παρατήρησε ο Κουίν, κοιτώντας ίσια κάτω μια στενή παραλία όπου τρεις ψαράδες με κίτρινες νιτσεράδες έσερναν τις βάρκες τους στο νερό. «Πράγματι. Κι αυτό είναι το περίεργο. Παλιότερα, αυτή η απόκρημνη γη δεν θεωρούνταν ιδιαίτερα χρήσιμη. Βλέπεις, οι αγρότες θέλουν πεδιάδες για να βόσκουν τα κοπάδια τους. Μα αυτή η αντίληψη επικρατούσε την εποχή που για ν’ αποκτήσει κάποιος γη έπρεπε να την κληρονομήσει ή να την πάρει προίκα με το γάμο του». «Και τώρα;» «Τώρα, χάρη σ’ όλους αυτούς τους τουρίστες, τους Γιάνκηδες και τους Ευρωπαίους που ονειρεύονται μια ζωή στην επαρχία χωρίς να έχουν ιδέα τι σημαίνει να ζει κανείς σε μια φάρμα, τα απόκρημνα βράχια αξίζουν πιο πολύ από τα λιβάδια. Λόγω της θέας, κατάλαβες;» Ο ξερός του τόνος υπονοούσε ότι θεωρούσε ηλίθιους αυτούς τους ανθρώπους.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

313

«Πάντως, είναι εκπληκτική η θέα». Ο Κουίν κράτησε την ανάσα του φοβισμένος, βλέποντας τη Μέιβ να πατάει με τις τεράστιες πατούσες της στην άκρη του γκρεμού και να γαβγίζει τους γλάρους. «Αυτό είναι αλήθεια. Και τουλάχιστον την εκτιμούν μερικοί. Κι όσοι μετακομίζουν τελικά εδώ είναι πολύ καλύτεροι από τους δικούς μας ανθρώπους των πόλεων, οι ο: ποίοι αγοράζουν χωράφια για επένδυση, μα δεν πατάνε ποτέ το πόδι τους στην επαρχία. Άνθρωποι ανίκανοι να κάνουν μια πατάτα να φυτρώσει μέσα σ’ έναν κουβά με κοπριά». «Υποθέτω ότι αυτό συμβαίνει παντού», είπε ο Κουίν. «Στην πατρίδα μου, οι αγρότες αναγκάζονται να πουλήσουν τη γη τους, γιατί πιέζονται από τους μεγάλους ομίλους εταιρειών και την επικρατούσα οικονομική κατάσταση». «Διάβαζα για τους αγρότες σας. Μ’ ενδιαφέρουν ιδιαίτερα οι σύγχρονες μέθοδοι που χρησιμοποιούν για το άρμεγμα. Η Νόρα σκέφτεται να συμμετάσχει στο σωματείο τυροπαραγωγών. Γνώρισα επίσης αρκετούς που ήρθαν εδώ αναζητώντας τις οικογενειακές τους ρίζες. Η αγροτική ζωή ποτέ δεν ήταν εύκολη. Ένα σωρό πράγματα εξαρτώνται από την τύχη, τη Μητέρα Φύση και τα καπρίτσια του Θεού. Έχω ζήσει, όμως, στην πόλη και τώρα, σαν τον άσωτο υιό, ξαναγύρισα στο σπίτι μου. Δεν πρόκειται να ξαναφύγω. Αυτή είναι η μόνη ζωή που μ’ αρέσει». Ο Κουίν θυμήθηκε πως ο ποιητής Γέιτς έλεγε ότι οι άνθρωποι που ζουν στα χωριά της Ιρλανδίας είναι απλοϊκοί και γεμάτοι πάθος. Ο Μάικλ Τζόις ήταν γεμάτος πάθος. Για τη γη του και για την οικογένειά του. Μα ο Κουίν υποψιαζόταν ότι, όπως και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του, ο άνθρωπος αυτός δεν ήταν τόσο απλοϊκός όσο έδειχνε.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

314

Ο Μάικλ έβγαλε το κασκέτο του και χτένισε με τα δάχτυλά του τα μαύρα σγουρά μαλλιά του, καθώς ατένιζε τα χωράφια. «Οι άνθρωποι εδώ γύρω θεωρούν τη γη κάτι στο οποίο ανήκουν. Κι όχι το αντίθετο». «Οι άνθρωποι σαν τη Νόρα, εννοείς». Ο Κουίν αποφάσισε πως δεν είχε νόημα να μιλάνε με υπεκφυγές. «Ναι». Ο αδερφός της του ‘ριξε ένα προειδοποιητικό βλέμμα. Τα γαλάζια μάτια του έγιναν σκληρά σαν κρύσταλλο. «Νοιάζομαι για την αδερφή μου, κύριε Γκάλαχερ. Πάρα πολύ». «Λέγε με Κουίν. Κι εγώ νοιάζομαι για κείνη». «Δεν νομίζω πως θα είναι ευτυχισμένη στο Χόλιγουντ». «Στην πραγματικότητα, μένω στο Μοντερέι που βρίσκεται στην ακτή της Καλιφόρνιας, νότια του Σαν Φρανσίσκο», του εξήγησε ήπια ο Κουίν. «Καταλαβαίνω, όμως, τι θες να πεις. Και σ’ αυτό επίσης συμφωνούμε». «Δηλαδή, δεν θα της ζητήσεις να εγκαταλείψει το Κασλ-λοχ, όταν φύγεις;» «Όχι». Αυτό ήταν ένα από τα ελάχιστα πράγματα -το μοναδικό, στην πραγματικότητα- για το οποίο ο Κουίν ήταν απόλυτα σίγουρος σε σχέση με τη Νόρα. Παρ’ όλο που δεν ήταν βέβαιος πως ο Μάικλ ευχαριστήθηκε πολύ με την απάντησή του -μια που ήξεραν και οι δυο τους πως η Νόρα έτσι κι αλλιώς θα πληγωνόταν- φάνηκε ικανοποιημένος. Το πιο πιθανό ήταν πως προτιμούσε να σταματήσουν αυτή την προσωπική συζήτηση. Ο αδερφός της Νόρας φαινόταν λιγότερο κοινωνικός από τη Φιόνα, τον Μπρέιντι, ακόμα και τον Τζον. Ήταν ένας άντρας που ένιωθε πιο άνετα δουλεύοντας με τις τσάπες και τις αγελάδες του, παρά συζητώντας οικογενειακά θέματα μ’ έναν ξένο. Ο Κουίν δεν τον αδικούσε.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

315

Ύστερα από λίγο, έπιασαν δουλειά, κόβοντας τη μαύρη τύρφη με μυτερά φτυάρια, που ο Μάικλ τον πληροφόρησε ότι λέγονταν σλέιν. «Πρέπει να την κόβεις σε σκαλιά», του εξήγησε, σχηματίζοντας τρία σκαλιά μέσα στην τύρφη. «Η παράδοση λέει πως ο Άγιος Κολούμβας μια μέρα σκόνταψε κι έπεσε σ’ ένα λάκκο τύρφης και εκνευρίστηκε τόσο πολύ, ώστε καταράστηκε όλους όσοι δεν την έκοβαν σχηματίζοντας τρία σκαλιά ώστε να μπορεί να βγει έξω». «Το πιστεύεις αυτό;» «Δεν μπορώ να πω αν το πιστεύω ή όχι», αποκρίθηκε σκεφτικός ο Μάικλ, τρίβοντας το σαγόνι του. «Μα δεν βλάπτει να την κόβουμε εμείς σε σκαλιά». Παρ’ όλο που το κόψιμο της τύρφης ήταν εύκολο, μια που είχε την υφή βουτύρου, η μεταφορά της κάθε στοίβας, που ζύγιζε πάνω από δέκα κιλά η καθεμιά και ήταν τραχιά σαν γυαλόχαρτο, αποδείχτηκε πολύ σκληρή δουλειά. Ο Κουίν είχε φάει ένα πλούσιο πρωινό με κέικ, τηγανίτες, μπέικον, τηγανητές πατάτες, αβγά και καπνιστό σολομό, αλλά όταν ο ήλιος μεσουράνησε συνειδητοποίησε πως πέθαινε της «είνας. Ένιωσε, επίσης, αφάνταστη ευγνωμοσύνη για το μαύρο ψωμί, το τυρί και την κρεατόπιτα που η Νόρα επέμεινε να του βάλει στο σακίδιο του Ρόρι, παρά τις διαμαρτυρίες του ότι ύστερα από ένα τέτοιο πρωινό δεν θα κατάφερνε να βάλει μπουκιά στο στόμα του για μια βδομάδα. Σταμάτησαν για να φάνε μεσημεριανό κι απόλαυσαν το λαμπερό ήλιο, τις δροσοσταλίδες στο γρασίδι και τη θέα· από τη μια μεριά έβλεπαν χιλιόμετρα ολόκληρα παραλίας κι από την άλλη τα γαλάζια βουνά. Μέχρι κι ένα ουράνιο τόξο πρόβαλε, συμπληρώνοντας τέλεια το σκηνικό. Στην Καλιφόρνια, οι εργολάβοι θα έφταναν στο φόνο για ν’

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

316

αρπάξουν την ευκαιρία να χτίσουν ένα θέρετρο κι ένα εστιατόριο με γυάλινους τοίχους σ’ αυτή την τοποθεσία. Ο ρομαντισμός, που ο Κουίν ανακάλυψε ότι αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι της χώρας, ταξίδευε με την ομίχλη που περνούσε από μπροστά τους σαν σιωπηλό φάντασμα. Κάτω στην παραλία, μερικά παιδιά σκαρφάλωναν στα βράχια. «Μαζεύουν φύκια», του εξήγησε ο Μάικλ όταν ο Κουίν του τα ‘δείξε. «Λίπασμα για τους κήπους τους. Σ’ εκείνα τα μέρη που είναι κλεισμένα με σκοινιά εκτρέφουν μύδια. Οι ψαράδες αφήνουν τις πετονιές τους στο νερό και στο τέλος του καλοκαιριού τις τραβάνε και τα μύδια είναι κολλημένα πάνω τους, έτοιμα να μπουν στην κατσαρόλα». Έριξε μια ματιά στον Κουίν και πρόσθεσε: «Κρίμα που δεν θα ‘σαι εδώ τον Αύγουστο. Στο Κασλ-λοχ γίνεται ένα ωραίο πανηγύρι για τα μύδια». «Λυπάμαι που θα το χάσω», αποκρίθηκε εκείνος και ξαφνιάστηκε όταν συνειδητοποίησε ότι το εννοούσε. «Περνάμε πολύ καλά. Έχουμε παραδοσιακή μουσική, ανθρώπους που αφηγούνται παλιές ιστορίες, και μπορείς να δοκιμάσεις δωρεάν τα μύδια στο δρόμο. Μπορεί από εμφάνιση να μη λένε πολλά, μα είναι πολύ νόστιμα με βούτυρο και λεμόνι. Η Νόρα βάζει και σκόρδο». Ο Μάικλ χαμογέλασε. «Η γιαγιά παραπονιέται πως δεν είναι παραδοσιακό, αλλά πρόσεξα πως πάντα καταβροχθίζει τη μερίδα της». «Η αδερφή σου είναι καταπληκτική μαγείρισσα». «Πράγματι. Δεν υπάρχουν πολλά ωραία εστιατόρια εδώ γύρω για τουρίστες που είναι συνηθισμένοι σε πιο εκλεπτυσμένα φαγητά κι ο Μπρέιντι προσπαθεί να την πείσει ν’ ανοίξει μια μικρή πανσιόν μόλις ο Τζον φύγει για το πανεπιστήμιο. Μα εκείνη είναι τόσο απασχολημένη με τη φάρμα, ώστε συνέχεια το αναβάλλει».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

317

Αφού είχε περάσει όλο το πρωινό κυνηγώντας κουνέλια, η Μέιβ κάθισε στα πίσω πόδια της δίπλα στον Κουίν, τέντωσε τ’ αυτιά της και κλαψούρισε. Εκείνος της πέταξε ένα κομμάτι τυρί και την είδε να το πιάνει στον αέρα και να το καταβροχθίζει με μια μπουκιά. Λίγο πιο πέρα, κάτι κοκαλιάρικα γαϊδούρια σκαρφάλωναν στα βράχια, ενώ τα πρόβατα ισορροπούσαν στην άκρη του γκρεμού. «Θα νόμιζε κανείς πως θα πέσουν», παρατήρησε ο Κουίν. «Α, έχει συμβεί κι αυτό», τον πληροφόρησε ο Μάικλ. «Το περασμένο φθινόπωρο, μια από τις προβατίνες μου έσκυψε περισσότερο απ’ όσο έπρεπε στον γκρεμό για να φτάσει μια τούφα χορτάρι και κατρακύλησε στη χαράδρα. Τα πρόβατα», πρόσθεσε ξερά, «δεν είναι από τα εξυπνότερα ζώα». Συνέχισαν να τρώνε σιωπηλοί μέσα στην ησυχία που τη διέκοπταν μόνο τα κρωξίματα των γερακιών και των γλάρων, τα μουγκανίσματα των αγελάδων και τα απόμακρα βελάσματα των προβάτων. «Ξέρω κάποιον Πάτρικ Γκάλαχερ στο Κονεμάρα», είπε σε κάποια στιγμή ο Μάικλ. «Η μητέρα του έχει ένα βιβλίο με τα ονόματα όλων των μελών της οικογένειας που μετανάστευσαν. Αν θέλεις...» «Δεν νομίζω». Ο Κουίν τον έκοψε απότομα, όπως είχε κάνει και με τη Φιόνα, όταν η ηλικιωμένη γυναίκα του είπε πως ίσως είχε συγγενείς στο Ντόνεγκαλ. «Το Γκάλαχερ είναι πολύ συνηθισμένο όνομα. Δεν σημαίνει ότι είμαστε συγγενείς». «Αυτό είναι αλήθεια». Ο Μάικλ τον περιεργάστηκε σκεφτικός, καθώς έπινε το τσάι του από ένα θερμός. «Του μοιάζεις πολύ όμως. Θα μπορούσατε να είστε αδέρφια». Ο Κουίν, άθελά του, ένιωσε το ενδιαφέρον του να ξυπνάει. «Είναι κι αυτός αγρότης;»

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

318

«Ναι, στο βαθμό που μπορεί. Το Κονεμάρα είναι άγρια γη, όχι εύφορη σαν και τούτη», είπε ο Μάικλ δείχνοντας τα πράσινα και μαύρα λιβάδια. «Κι έτσι η οικογένειά του συμπλήρωνε πάντα το εισόδημά της φτιάχνοντας ουίσκι». «Ήταν αναμενόμενο οι συγγενείς μου να είναι λαθρέμποροι οινοπνευματωδών», μουρμούρισε δυσαρεστημένος ο Κουίν. «Είναι μια εξαίρετη παραδοσιακή απασχόληση», τον διόρθωσε ο Μάικλ. «Κι ένα από τα ελάχιστα παραδείγματα του επιχειρηματικού πνεύματος των Ιρλανδών». «Είναι επίσης παράνομο». «Στο μεγαλύτερο μέρος του, ναι, αλλά η κυβέρνηση έχει δώσει τώρα την άδεια να πουλάνε κάποια από αυτά τα ουίσκι στα καταστήματα αφορολόγητων ειδών». «Έχω δοκιμάσει σπιτικό ουίσκι στο Κεντάκι». Ο Κουίν έκανε μια παύση για να πετάξει στη Μέιβ άλλο ένα κομμάτι τυρί, που εκείνη το κατάπιε με μια μπουκιά. «Το αποκαλούσαν Λευκή Αστραπή». Ποτέ του δεν θα ξεχνούσε το αβάσταχτο κάψιμο στο λαιμό του. «Καλό όνομα. Ο Τζον Λ. Ο’ Σάλιβαν έλεγε πως το δικό μας ουίσκι μοιάζει με δαυλό στον οισοφάγο», είπε ο Μάικλ επιδοκιμαστικά. «Το καλύτερο -σαν αυτό που φτιάχνουν οι Γκάλαχερ- μπορεί να ζεστάνει το σώμα σου όπως μια φωτιά από τύρφη κάποια παγωμένη μέρα του Δεκέμβρη. Το χειρότερο, όμως», πρόσθεσε, κουνώντας το κεφάλι του, «μπορεί να κάνει κι ένα γύφτο να τα κακαρώσει». «Δεν γίνονται επιδρομές για να πιάσουν τους λαθρέμπορους;» «Πού και πού. Οι αστυνομικοί, όμως, κάνουν τα στραβά μάτια, επειδή πολλά μέλη κι από τις δικές τους οικογένειες ασχολούνται με την παραγωγή ουίσκι. Ακόμα κι όταν κάνουν επιδρομές για χάρη των εφημερίδων, έχουν ήδη

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

319

προειδοποιήσει τον κόσμο κι έτσι δεν καταφέρνουν να πιάσουν πολλούς». Έδειξε ένα μικρό πράσινο σημαδάκι πέρα στον ωκεανό. «Βλέπεις αυτό το νησί;» «Αχνά». «Εκεί, κάποια παιδιά από το Δουβλίνο προσπάθησαν κάποτε να καλλιεργήσουν μαριχουάνα. Οι αστυνομικοί έκαναν τόση ώρα να φουσκώσουν τη λέμβο τους, ώστε οι καλλιεργητές πρόλαβαν να πάνε στο πίσω μέρος του νησιού, να θερίσουν τη σοδειά τους και να το βάλουν στα πόδια». Ο Κουίν γέλασε και σκέφτηκε ότι τελικά ο Μάικλ είχε κληρονομήσει λίγο από το ταλέντο του πατέρα του στις ιστορίες. Αφού φόρτωσαν την τύρφη στο κάρο, επέστρεψαν στη φάρμα, όπου με τις στοίβες της τύρφης σχημάτισαν μικρές πυραμίδες, έτσι ώστε να συγκρατούν τον αέρα που θα τις ξέραινε γρηγορότερα. «Κάναμε καλή δουλειά σήμερα», είπε ο Μάικλ. «Κόψαμε γύρω στον έναν τόνο». Κοίταξε επιδοκιμαστικά τον Κουίν και το βλέμμα του έλεγε ότι ίσως είχε παρεξηγήσει την αντοχή του πλούσιου Γιάνκη στη σκληρή χειρωνακτική εργασία. «Θα κοιμηθείς απόψε», προέβλεψε. «Αν δεν πεθάνω πρώτα», αποκρίθηκε γελώντας ο Κουίν κι έτριψε την πονεμένη του πλάτη. «Καημενούλη μου». Το χαμόγελο της Νόρας ήταν πειρακτικό και ταυτόχρονα συμπονετικό. Καθόταν πάνω στους γοφούς του και έκανε μασάζ στην πλάτη του που είχε πιαστεί. Όλοι οι άλλοι είχαν πέσει για ύπνο και το σπίτι ήταν γαλήνιο όπως η νύχτα. «Θα ‘πρεπε να πω στον Μάικλ να μη σε κουράσει πολύ».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

320

«Και μετά εκείνος να πει σε όλους όσοι μαζεύονται στο Άιρις Ρόουζ ότι ο Γιάνκης είναι μαμμόθρεφτος; Με τίποτα», μουρμούρισε ο Κουίν, καθώς τα ευλύγιστα δάχτυλα της έλυναν τους κόμπους των νεύρων στον αριστερό του ώμο. «Χριστέ μου, τι ανακούφιση». «Χαίρομαι που σ’ αρέσει». Οι παλάμες της κατηφόρισαν, πιέζοντας τη σπονδυλική του στήλη. «Το κόψιμο της τύρφης είναι σκληρή δουλειά. Απορώ πώς έμεινες ξύπνιος σ’ όλο το δείπνο». Κι εκείνος απορούσε. Ο Κουίν αποφάσισε να μην της ομολογήσει πως κάποιες στιγμές ένιωθε τα βλέφαρά του να βαραίνουν επικίνδυνα και φοβήθηκε πως θα ‘πεφτε ξερός μέσα στο πιάτο του. «Είχα ένα κίνητρο». «Μπα;» Τα χέρια της ήταν πια στη μέση του. «Και ποιο ήταν αυτό;» Η φωνή της ακούστηκε αισθησιακή, το άγγιγμά της έγινε ξεκάθαρα ερωτικό, καθώς τον χάιδεψε ακόμα χαμηλότερα. «Εσύ». Ο Κουίν γύρισε ανάσκελα, παρασέρνοντάς τη μαζί του. «Σε σκεφτόμουν συνέχεια να φοράς αυτό», είπε, αγγίζοντας με τις παλάμες του τη λεπτή δαντέλα που μόλις κάλυπτε τα στήθη της, και ικανοποιήθηκε παρατηρώντας τις θηλές της να σκληραίνουν. Νιώθοντας μια θαυματουργή αναγέννηση των δυνάμεών του, έπιασε τη σατινένια τιράντα με τα δόντια του και την κατέβασε από το λευκό της ώμο. «Κουίν». Ο απαλός ηδονικός στεναγμός της, καθώς τα χείλη του άγγιζαν το ευωδιαστό λευκό δέρμα της, διέψευσε τη διαμαρτυρία που ήθελε να εκφράσει. «Πέρασες πολύ κουραστική μέρα κι αύριο πρέπει να πας στη λίμνη για τα γυρίσματα της ταινίας».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

321

«Δεν πρόκειται να τους λείψω κι αν αργήσω λίγο». Στην αρχή, η σκέψη πως δεν ήταν απαραίτητος τον εκνεύριζε. Πάντα ήξερε πως οι σεναριογράφοι δεν βρίσκονταν ακριβώς στην κορυφή της ιεραρχίας του Χόλιγουντ. Αλλά τις τελευταίες βδομάδες είχε πληγωθεί ο εγωισμός του βλέποντας τις ενστάσεις του να αγνοούνται και τους ηθοποιούς, ακόμα και τη Λόρα, να εκφράζουν τις αντιρρήσεις τους για τους διάλογους που τους έγραφε. Ωστόσο, μια που πλησίαζε η ώρα να φύγει από την Ιρλανδία, ο Κουίν ήταν παραπάνω από πρόθυμος να παραδώσει τα ηνία του ελέγχου αποκλειστικά στον Τζέρεμι Κόνβερς, ώστε να περνάει όσο πιο πολλές ώρες μπορούσε με τη Νόρα. Πάρε τα λεφτά και τρέχα, έλεγε πάντα η πράκτοράς του. Ως συνήθως, είχε δίκιο. «Μα θα πρέπει να είσαι πολύ κουρασμένος...» Η φωνή της πνίγηκε στο στόμα του που κόλλησε στο δικό της. Ο Κουίν κατέβασε και την άλλη τιράντα. Το πάνω μέρος του εσωρούχου στηριζόταν πια μόνο στα στήθη της. Ένα άγγιγμα αρκούσε για να πέσει εντελώς. «Τη μέρα που θα ‘μαι πολύ κουρασμένος για να σου κάνω έρωτα, γλυκιά μου, θα είναι η μέρα που θα πρέπει να ειδοποιήσεις το νεκροθάφτη του Κασλ-λοχ ν’ αρχίσει να μου παίρνει μέτρα για το φέρετρο». Τα δάχτυλά του κατηφόρισαν αργά στο στήθος της, στέλνοντας το κορμάκι στη μέση της. Μ’ ένα δεύτερο τίναγμα του καρπού του, ξεκούμπωσε τις κόπιτσες ανάμεσα στα πόδια της. Κι έπειτα, καθώς το φεγγάρι ανέτειλε πάνω στα βελούδινα λιβάδια, ο Κουίν βυθίστηκε θριαμβευτικά μέσα της.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

322

Από τότε που η αδελφή Μαίρη Φράνσις είχε διαβάσει στην πρώτη τάξη του σχολείου την ιστορία του Χριστού που θεράπευσε το λεπρό, στον Ρόρι η λέπρα είχε γίνει έμμονη ιδέα. Καθόταν στην εκκλησία, στη διάρκεια των Ευχών, στο τέλος της ημέρας και, ενώ τα άλλα παιδιά στριφογύριζαν ανήσυχα στις θέσεις τους κινδυνεύοντας να φάνε ξύλο από τις καλόγριες, ο Ρόρι κοίταζε το βιτρό που απεικόνιζε αυτό το θαύμα και σκεφτόταν τι φρίκη ήταν να είναι κανείς λεπρός. Ο φόβος παρέμεινε μέσα του και στη διάρκεια της εκδρομής πατέρα-γιου. Ούτε καν η ανακούφιση που ένιωσε ανακαλύπτοντας ότι ο μπαμπάς του Τζέιμι εξακολουθούσε να βρίσκεται στο Ντανγκάρβεν -το οποίο σήμαινε πως δεν θα ερχόταν στην εκδρομή, δεν θα μεθούσε και άρα δεν θα θύμωνε, καταστρέφοντας τη χαρά τους- ή το καμάρι του επιδεικνύοντας τον Αμερικανό στους συμμαθητές του δεν κατάφεραν να διώξουν την παγωνιά που είχε τυλίξει με τα κρύα δάχτυλά της την καρδιά του. Οι εκδρομείς διέθεταν όλο τον απαραίτητο εξοπλισμό χάρη στη γενναιόδωρη δωρεά του Μπρένταν, του εύπορου αδερφού του πάτερ Ο’ Μάλεϊ, ο οποίος είχε ένα κατάστημα με είδη σπορ στο Γουότερφορντ, όπου πουλούσε από ρόπαλα και κασκέτα έως σύνεργα του ψαρέματος. Τα αντίσκηνα που τους έδωσε ήταν αρκετά μεγάλα για έναν ενήλικο άντρα ή δυο μικρά αγόρια κι έτσι ο Ρόρι βρέθηκε να μοιράζεται ένα από αυτά με τον ξάδερφο του. «Τζέιμι, πρέπει να δεις κάτι», σφύριξε μέσα από τα δόντια του, αρπάζοντας το μπράτσο του ξαδέρφου του. Ο Ρόρι καθόταν στη σκηνή μετά το δείπνο και παρατηρούσε το κατακόκκινο πρόσωπο του στο μικρό καθρέφτη που του είχε δώσει η μητέρα του, η οποία επέμενε ότι θα του χρειαζόταν για να χτενίσει τα μαλλιά του την Κυριακή το πρωί.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

323

«Τι να δω;» ρώτησε μουτρωμένος ο Τζέιμι. Ήταν κακοδιάθετος σ’ όλη τη διαδρομή. Παρ’ όλο που χάρηκε που έβλεπε τη μαμά του να χαμογελάει πάλι και καταλάβαινε πως αυτό συνέβαινε επειδή ο μπαμπάς του δεν ήταν εκεί να φωνάζει και να χτυπάει τους τοίχους με τις τεράστιες γροθιές του, ντρεπόταν που τελικά κατέληξε να είναι το μόνο αγόρι στην τάξη χωρίς πατέρα ή κάποιον που να πάρει τη θέση του πατέρα του στην εκδρομή. Μέχρι κι ο πατέρας του Ντάνιελ Ο’ Κέλεϊ είχε έρθει, που ήταν διάκονος και δεν είχε λείψει ποτέ από την πρωινή λειτουργία, όπως θυμόνταν όλο στο Κασλ-λοχ. «Κόλλησα!» είπε ο Ρόρι. «Βλέπεις;» «Τι κόλλησες;» «Λέπρα». Ο Ρόρι έστρεψε το φακό προς το πρόσωπο του, κάνοντάς το να μοιάζει απειλητικό σαν του διαβόλου. «Οι άνθρωποι στην Ιρλανδία δεν παθαίνουν λέπρα». «Μπορεί να μας τους κρύβουν», αντέτεινε ο Ρόρι. «Μπορεί να τους στέλνουν σε αποικίες λεπρών για να μην το μάθει κανένας». Έδειξε την κοκκινίλα στο δέρμα του. «Βλέπεις;» «Αυτό είναι κάψιμο από τον ήλιο, βλάκα. Το πρόσωπο σου έμεινε πολλή ώρα στον ήλιο, αυτό είναι όλο». «Μα πάντα αρχίζει από τη μύτη». Ο Ρόρι σούφρωσε τη μύτη του, που δεν την ένιωθε τόσο καλά στερεωμένη στο πρόσωπο του όπως συνήθως. «Πρώτα ξεφλουδίζει. Κι έπειτα, προτού το καταλάβεις, η μύτη πέφτει. Και οι άκρες των δαχτύλων σου». Έφερε την παλάμη του κοντά στο πρόσωπο του ψάχνοντας για σημάδια αποσύνθεσης. «Έχεις καεί από τον ήλιο», επανέλαβε ο Τζέιμι. «Θα κλείσεις τώρα αυτό το αναθεματισμένο φως; Και σκάσε γιατί θέλω να κοιμηθώ».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

324

Μέσα σε λίγα λεπτά, τα σιγανά ροχαλητά από το διπλανό υπνόσακο έδειξαν στον Ρόρι πως ο Τζέιμι κοιμόταν βαθιά. Μα εκείνος έμεινε ξάγρυπνος και κάθε τόσο έπιανε τη μύτη του με το χέρι του ελέγχοντας. Ανησυχώντας. Σκεφτόταν συνέχεια το βιτρό της εκκλησίας και το άγαλμα της Παρθένου Μαρίας που στεκόταν φύλακας στην αυλή του σχολείου. Το άγαλμα που έδειχνε τα γυμνά δάχτυλα των ποδιών της να ξεπροβάλλουν κάτω από το γαλάζιο της φόρεμα και τη μύτη της που ήταν σπασμένη στην άκρη. Παρ’ όλο που ο Ρόρι ήξερε πως η ζημιά είχε γίνει όταν ο Τόμι Ντόιλ είχε χτυπήσει κατά λάθος το άγαλμα με την μπάλα στη διάρκεια ενός ιδιαίτερα άγριου ποδοσφαιρικού αγώνα, κάθε φορά που κοιτούσε το άγαλμα, την τελευταία βδομάδα, το μόνο που σκεφτόταν ήταν πως έτσι έμοιαζε η λέπρα. Άγγιξε με το χέρι του τη μύτη του -απλώς για να ελέγξει- και ούρλιαξε όταν την ένιωσε να ξεκολλάει και να πέφτει στην παλάμη του· στην παλάμη που κρεμόταν από τον καρπό του σαν βρεγμένο φύκι. Την κούνησε και είδε σοκαρισμένος δύο από τα δάχτυλά του να πετάνε. Ακούγοντας γέλια πίσω του, στράφηκε απότομα και ξαφνικά βρέθηκε αντιμέτωπος με εκατοντάδες ανθρώπους ντυμένους με κουρέλια -άντρες, γυναίκες, παιδιά- του ήταν αδύνατο να τους ξεχωρίσει, μια που τα χαρακτηριστικά τους έλιωναν στα πρόσωπά τους και κυλούσαν σαν κρέμα που δεν είχε πήξει ακόμα. Γελούσαν και τον έδειχναν με τα λεπρά τους δάχτυλα κι όταν εκείνος προσπάθησε να το βάλει στα πόδια άρχισαν να τον κυνηγάνε, με τα κουρέλια και τις σαπισμένες σάρκες τους να πλαταγίζουν. Δεν ξύπνησε παρά μόνο όταν βρέθηκε έξω από το αντίσκηνο. Στεκόταν στο σκοτάδι, κάτω από το καινούριο

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

325

φεγγάρι, με το στήθος του ν’ ανεβοκατεβαίνει και τις πιτζάμες του μούσκεμα στον ιδρώτα. Πήγε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε στο πιο κοντινό αντίσκηνο, κατέβασε το φερμουάρ και γλίστρησε μέσα. «Κύριε Γκάλαχερ;» Ο Κουίν πάντα κοιμόταν ελαφρά. Είχε σκεφτεί κάποτε πως αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι τα πρώτα εφτά χρόνια της ζωής του δεν είχε περάσει ούτε μια νύχτα που να μην ξυπνήσει από τους καβγάδες των γονιών του. Είχε μάθει, επίσης, να ξυπνάει γρήγορα για να προλαβαίνει να ξεφεύγει από τις γροθιές του πατέρα του. Και γι’ αυτό ο σιγανός ψίθυρος τον διέκοψε από το όνειρο που έβλεπε, στο οποίο έκανε έρωτα με τη Νόρα. «Ρόρι;» Ανοιγόκλεισε τα μάτια του και εστίασε το βλέμμα του στο αγοράκι που είχε κουρνιάσει δίπλα στον υπνόσακο του. «Είδα ένα όνειρο -ότι με κυνηγούσαν λεπροί». «Λεοπαρδάλεις;» Ο Κουίν αναρωτήθηκε αν ο Ρόρι ήξερε πόσο τυχερός ήταν που οι εφιάλτες του προέρχονταν από τον κόσμο της φαντασίας. «Μην ανησυχείς, αγόρι μου, δεν υπάρχουν λεοπαρδάλεις στην Ιρλανδία». Καταλαβαίνοντας πολύ καλά τους φόβους της νύχτας, άνοιξε τον υπνόσακο του. «Μα κάνει πολύ κρύο απόψε. Γιατί δεν έρχεσαι μέσα στον υπνόσακο για λίγο;» Ο Ρόρι δεν χρειαζόταν δεύτερη πρόσκληση. «Όχι λεοπαρδάλεις», τον διόρθωσε -και η φωνή του ήταν κάπως πιο σταθερή. «Λεπροί». Είχε παραμείνει μέσα του λίγο από το φόβο του ονείρου, σαν την ομίχλη που δεν χάνεται τελείως. Μα, όπως κούρνιασε κοντά στον Κουίν, ο Ρόρι ένιωσε να ησυχάζει. Ήταν ωραία που υπήρχε στη ζωή του. Σαν να ‘χε έναν μπαμπά.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

326

Αυτή η σκέψη ήταν η τελευταία που πέρασε από το μυαλό του προτού αποκοιμηθεί. Λεπροί. Χριστέ κι Απόστολε, πώς σκέφτηκε ο μικρός κάτι τέτοιο; Κοιτώντας το μικρό αγόρι με τη ζωηρή φαντασία, αυτό που η Νόρα είχε κάποτε μέσα στη μήτρα της, ο Κουίν συνειδητοποίησε πως χαιρόταν που βρισκόταν με τον Ρόρι. Σαν να ‘χω ένα γιο, σκέφτηκε. Η σκέψη αυτή του ξύπνησε ένα συναίσθημα που έμοιαζε πολύ με αγάπη και τον τρόμαξε. Και ενώ ο Ρόρι απολάμβανε τον ύπνο των αθώων, ο Κουίν δεν μπόρεσε όλη νύχτα να κλείσει μάτι.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

327

20 Οι Μύλοι Αλέθουν Όπως φοβόταν η Νόρα και περίμενε ο Κουίν, το ειδύλλιο τους έδωσε σύντομα υλικό για άλεσμα στους μύλους του κουτσομπολιού του Κασλ-λοχ. Εκτός από τις φορές που πήγαινε με τον Μπρέιντι στο Άιρις Ρόουζ, όπου απολάμβανε τόσο πολύ τη συντροφιά του ηλικιωμένου άντρα και τις ιστορίες του ώστε χαλάρωνε λίγο τις άμυνές του, η βλοσυρή παρουσία του Κουίν είχε κρατήσει σε απόσταση τους άλλους κατοίκους του χωριού. Από τη στιγμή όμως που συνδέθηκε με τη Νόρα, η οποία φαίνεται πως ήταν αγαπητή σε όλους, η κατάσταση άλλαξε τελείως. Οι αγρότες που πήγαιναν το γάλα και την κρέμα τους στο τυροκομείο τον χαιρετούσαν όταν τους προσπερνούσε κάθε πρωί με το αυτοκίνητο, φεύγοντας από τη φάρμα για τη λίμνη. Το ίδιο έκαναν και οι νοικοκυρές που άπλωναν τα σεντόνια τους να στεγνώσουν στο μυρωδάτο ανοιξιάτικο αέρα. Όσα μέλη του συνεργείου ήταν Ιρλανδοί του φέρονταν πιο φιλικά απ’ όσο συνήθιζαν. Ένας μάλιστα που είχε αναλάβει την τροφοδοσία και τον είχαν φέρει από το Κινσέιλ της Κομητείας Κορκ, για να φτιάχνει μεσημεριανό φαγητό για τους ηθοποιούς και το συνεργείο, του εξομολογήθηκε πως ήταν τρελά ερωτευμένος με τη Νόρα στο γυμνάσιο.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

328

«Μα εκείνες τις μέρες η καρδιά της ανήκε στον Ντέβλιν Μόνοχαν». Η φωνή του νεαρού είχε ακόμα μέσα της έναν απόηχο στενοχώριας. «Είσαι τυχερός, Κουίν Γκάλαχερ», δήλωσε, μα δεν του ‘λεγε κάτι που ο Κουίν δεν το ‘χε ήδη αντιληφθεί. Κάθε απόγευμα, μόλις τέλειωνε το σχολείο, ο Ρόρι κι ο Τζέιμι πήγαιναν εκεί όπου γίνονταν τα γυρίσματα, φέρνοντας κάθε μέρα ολοένα και περισσότερους συμμαθητές τους, ώσπου η υπεύθυνη της γκαρνταρόμπας είπε γελώντας στον Κουίν πως διέθετε το Μαγεμένο Αυλό του Κασλ-λοχ. Λίγο καιρό πριν, κανείς δεν θα τολμούσε ν’ αστειευτεί τόσο ανοιχτά μαζί του, εκτός ίσως από τη Λόρα. Αλλά και πάλι, αναγκάστηκε να παραδεχτεί ο Κουίν καθώς γέλασε μαζί με τους άλλους, αυτό ήταν πριν από το ταξίδι του στην Ιρλανδία. Πριν από τη Νόρα. Καθόταν σ’ ένα βράχο σκεπασμένο με βρύα -αποφεύγοντας την πολυθρόνα με τ’ όνομά του, την οποία έβρισκε επιδεικτική- και ξαναδιάβαζε τους διάλογους για τα απογευματινά γυρίσματα, όταν ένα ψηλόλιγνος άντρας με μαύρα ράσα πλησίασε προς το μέρος του. Ο Κουίν αναγνώρισε τον παπά της ενορίας, τον πάτερ Ο’ Μάλεϊ. Η μόνη εμπειρία του Κουίν με τον καθολικισμό ήταν όταν, στα δεκατέσσερα χρόνια του, έμεινε με μια καθολική ανάδοχο οικογένεια για εννιά μήνες. Ο άντρας και η γυναίκα ήταν αρκετά συμπαθητικοί, αν και ταλαιπωρημένοι από την προσπάθεια να ελέγξουν οχτώ παιδιά -τρία υιοθετημένα και τα υπόλοιπα σαν κι αυτόν- όλα μικρότερα από δεκάξι χρονών. Όσα από αυτά πήγαιναν στο σχολείο είχαν λάβει μια περιορισμένη μόρφωση από τις καλόγριες και τους παπάδες, οι οποίοι επιδοκίμαζαν την πειθαρχία και τη σωματική τιμωρία.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

329

«Καλή σου μέρα», χαιρέτησε εγκάρδια ο παπάς τον Κουίν. «Καλησπέρα, πάτερ», αποκρίθηκε εκείνος. Αγνοώντας την ψυχρότητα στη φωνή του, ο παπάς βολεύτηκε σ’ ένα διπλανό βράχο. «Ήθελα εδώ και μέρες να έρθω να παρακολουθήσω τα γυρίσματα που έχουν συναρπάσει όλο το χωριό», είπε ο πάτερ Ο’ Μάλεϊ, κοιτώντας ολόγυρά του με ενδιαφέρον. «Μα οι προετοιμασίες για την Πρωτομαγιά δεν μου αφήνουν και πολύ ελεύθερο χρόνο». «Φαντάζομαι πως είναι ευαίσθητη ισορροπία να γιορτάζει η Εκκλησία την Παρθένο Μαρία με μια μέρα βγαλμένη από την κέλτικη μυθολογία». «Στην Ιρλανδία πάντα ήταν αναγκαία η εξισορρόπηση διαφορετικών πεποιθήσεων». Ο παπάς παρέβλεψε το σαρκασμό του Κουίν. «Αυτό το καταλάβαινε πολύ καλά ο Άγιος Πατρίκιος. Κι εσύ ο ίδιος, για να ‘ρθεις στη λίμνη σήμερα, πέρασες από ένα νεκροταφείο χιλιάδων χρόνων και μπροστά μας βρίσκονται τ’ απομεινάρια ενός κάστρου που χτίστηκε από τους Νορμανδούς. Είναι αδύνατο να κυκλοφορήσει κανείς σ’ αυτή την πανέμορφη, τραγική χώρα χωρίς να συναντήσει χειροπιαστά ενθύμια των διαφόρων σελίδων της ιστορίας και των πεποιθήσεων των ανθρώπων. Ένας συνετός άνθρωπος το λαμβάνει υπόψη του». Παρ’ όλο που ο τόνος του ιερέα ήταν ήπιος, ο Κουίν ένιωσε πως τον είχε βάλει στη θέση του. «Έχεις δίκιο», μουρμούρισε, κοιτώντας τα μελαγχολικά ερείπια του κάστρου. «Είναι πολύ προσγειωμένη άποψη. Πιστεύεις και στην Κυρά;» Το βλέμμα του παπά πλανήθηκε πέρα από τις παρέες των χωριανών και το συνεργείο και καρφώθηκε στα γαλάζια κρυστάλλινα νερά. «Πιστεύω στην Άμωμο Σύλληψη, στην Ανάσταση, στο Άγιο Πνεύμα και σε μυριάδες άλλα μυστικιστικά πράγματα. Πιστεύω, επίσης, στους δεινόσαυρους,

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

330

στη Λίθινη Εποχή, στο Γαλαξία και ότι υπάρχει ζωή σε άλλους πλανήτες. Άρα, δεν μπορώ να πω ότι η Κυρά δεν υπάρχει». Ήταν μια κλασική έμμεση ιρλανδέζικη απάντηση, σαν αυτές που άκουγε ο Κουίν από την ώρα που πάτησε το πόδι του στο νησί. Γέλασε κι ένιωσε να χαλαρώνει, κάτι που τον τελευταίο καιρό του συνέβαινε ολοένα και πιο συχνά. «Και παρ’ όλο που μ’ έτρωγε η περιέργεια για τα γυρίσματα της ταινίας, στην πραγματικότητα ήρθα να δω εσένα», του αποκάλυψε ο παπάς. «Μπα;» Ο Κουίν προετοιμάστηκε ν’ ακούσει ένα κήρυγμα που θα έλεγε ότι η λαγνεία του έβαζε σε κίνδυνο την αθανασία της ψυχής της Νόρας. «Ήθελα να σ’ ευχαριστήσω που ήρθες με τον Ρόρι Φιτζπάτρικ στην εκδρομή πατέρα-γιου. Ήταν μια καλοσυνάτη και γενναιόδωρη πράξη από μέρους σου». Ο Κουίν ανασήκωσε τους ώμους του νιώθοντας άβολα, όπως κάθε φορά που άκουγε μια φιλοφρόνηση η οποία ερχόταν σε τέλεια αντίθεση με την ιδέα που είχε ο ίδιος για τον εαυτό του. «Πέρασα πολύ ωραία. Δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο». «Α, μα για τον Ρόρι ήταν. Και για τον Τζέιμι Ο’ Σάλιβαν επίσης, ο οποίος φοβάμαι πως σηκώνει κι αυτός το δικό του σταυρό». Ο Κουίν αισθανόταν ακόμα πιο άβολα να συζητάει για ανθρώπους που οι ζωές τους δεν είχαν καμιά σχέση με τη δική του. Τουλάχιστον έτσι έλεγε στον εαυτό του. Μα τον τελευταίο καιρό δεν κατάφερνε να τον πείσει. «Η Κέιτ Ο’ Σάλιβαν πρέπει να εγκαταλείψει τον άντρα της», δήλωσε ο Κουίν. «Όσο ακόμα μπορεί». Ο παπάς αναστέναξε. Το βλέμμα του ήταν πλημμυρισμένο θλίψη. Και πρόδιδε παρόμοια σύγχυση με αυτή που αισθανόταν ο Κουίν. «Κάθε βράδυ προσεύχομαι να της δώσει

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

331

ο Θεός τη δύναμη να κάνει αυτό που πρέπει για να κρατήσει την οικογένειά της και τον εαυτό της ασφαλή». Κοίταξε πάλι προς τη λίμνη. «Βλέπω ότι έβαλες τον Τζον και τη Μαίρη στην ταινία». «Απλώς σαν κομπάρσους. Έρχονται μετά το σχολείο». Από τότε που έπαψε πια να βάφεται τόσο έντονα, η αδερφή της Νόρας είχε αναδειχθεί σε σωστή καλλονή, όπως το ‘χε υποψιαστεί από την αρχή ο Κουίν. Και παρ’ όλο που μέχρι τώρα είχε εμφανιστεί μόνο σε ομαδικές σκηνές, η κάμερα την αγαπούσε και το χλομό, ποιητικό της πρόσωπο ξεχώριζε μέσα στο πλήθος. Όταν το προηγούμενο βράδυ ο Τζέρεμι είδε σε ειδική προβολή τις σκηνές που είχαν τραβήξει όλη μέρα, ασυνήθιστα συνεπαρμένος κι αισιόδοξος, αποφάσισε αμέσως να της δώσει κι άλλες σκηνές το επόμενο απόγευμα. Ο Κουίν αναρωτήθηκε αν αυτό θα γινόταν η αφορμή να παρατήσει η κοπελίτσα τα σχέδιά της να γίνει δασκάλα και να στραφεί προς την ηθοποιία και αν η Νόρα θα ‘ρίχνε το φταίξιμο πάνω του. Αποφάσισε, επίσης, να κάνει άλλη μια κουβέντα με τον Πάρκερ Κένταλ, για να του θυμίσει να κρατήσει τα χέρια του μακριά από τη μεσαία θυγατέρα των Τζόις. «Φαίνονται να το διασκεδάζουν πολύ», παρατήρησε ο παπάς. «Και φυσικά, όλη αυτή η προσοχή που της δίνουν έκανε πολύ καλό στη Μαίρη. Ειδικά μετά τα βάσανα που της προκάλεσε αυτόν το μήνα ο Τζακ Ντόιλ». Φαίνεται πως ελάχιστα πράγματα στο Κασλ-λοχ ξέφευγαν από την οξυδερκή ματιά του ιερέα. Ο Κουίν αναρωτιόταν αν ο παπάς θα του μιλούσε κάποια στιγμή για τη Νόρα, όταν ξαφνικά εκείνος σηκώθηκε και τίναξε το μαύρο ράσο του. «Έχω να συναντηθώ με το σωματείο των κυριών, αν μπορείς να το πιστέψεις. Απ’ ό,τι φαίνεται,

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

332

διαφωνούν για τα χρώματα που πρέπει να έχουν οι κορδέλες και τα λουλούδια στο στέμμα της Πρωτομαγιάς. Με κάλεσαν να ρίξω εγώ την κρίσιμη ψήφο». «Δεν σε ζηλεύω καθόλου, πάτερ». «Μην ανησυχείς, έχω κι εγώ τις επιφυλάξεις μου. Οποιαδήποτε προσευχή για να βγω αλώβητος από αυτή τη συνάντηση θα είναι κάτι παραπάνω από ευπρόσδεκτη». Τα γαλάζια μάτια του έλαμψαν καθώς έτεινε το χέρι του στον Κουίν. «Ευχαριστήθηκα που μιλήσαμε, κύριε Γκάλαχερ. Ίσως να σε δούμε στη λειτουργία μαζί με την οικογένεια, πριν φύγεις από το Κασλ-λοχ». «Κι εγώ ευχαριστήθηκα την κουβέντα μας, πάτερ», αποκρίθηκε ο Κουίν. Δεν πρόσθεσε πως, αν ο παπάς αποφάσιζε να καθίσει και να τον περιμένει στην εκκλησία, σίγουρα θα καταλάβαινε τι σημαίνει αιωνιότητα. «Τι βλέπω;» ακούστηκε μια γνώριμη, νωχελική γυναικεία φωνή πίσω του, μόλις απομακρύνθηκε ο Ο’ Μάλεϊ. «Σίγουρα δεν μπορεί να είναι ο Κουίν Γκάλαχερ αυτός που κουβέντιαζε τόσο εγκάρδια μ’ έναν εκπρόσωπο της Εκκλησίας». «Ήταν περίεργος να δει πώς γίνονται τα γυρίσματα». Ο Κουίν δεν τσίμπησε το δόλωμα που του πέταξε πειρακτικά η πρώην ερωμένη του. «Απ’ ό,τι φαίνεται, δεν είναι ο μόνος». Το βλέμμα της Λόρας πλανήθηκε στους γύρω λόφους. «Κάθε μέρα το πλήθος γίνεται ολοένα και μεγαλύτερο. Απορώ ποιος κάνει τις δουλειές στο χωριό». «Δεν έρχεται κάθε μέρα το τσίρκο στην πόλη». Μια από τις ελάχιστες ευχάριστες αναμνήσεις της παιδικής του ηλικίας ήταν από την εποχή που ο Κλάιντ Μπίτι έφερε τα λιοντάρια και τις τίγρεις του στο Ντένσμιουρ της Καλιφόρνιας. Ο Κουίν είχε ξυπνήσει πριν ακόμα χαράξει για να κατέβει στις

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

333

σιδηροδρομικές γραμμές και να παρακολουθήσει τους ανθρώπους του τσίρκου να ξεφορτώνουν τα κλουβιά με τα ζώα. Αργότερα, κατάφερε να χωθεί κρυφά κάτω από τη μεγάλη σκηνή και να δει την εντυπωσιακή παράσταση. «Και ειδικά σ’ αυτό το χωριό. Καμιά φορά νομίζω πως έχω γυρίσει πίσω στο χρόνο. Αμφιβάλλω αν έχουν αλλάξει πολλά πράγματα τα τελευταία διακόσια χρόνια». «Η αλλαγή δεν είναι πάντα για το καλύτερο». Η Λόρα τον χάιδεψε στο μάγουλο. «Έχε το νου σου, αγάπη μου. Αν δεν προσέξεις, σε λίγο θ’ ανταλλάξεις τον υπολογιστή σου με καμιά μηχανή αρμέγματος». «Αυτό που λες είναι γελοίο». «Όχι τόσο γελοίο, όσο τα στοιχήματα που βάζουμε όλοι αν θα μπεις μαζί μας ή όχι στο αεροπλάνο για την Αμερική». «Θα σου πω ένα μυστικό», μουρμούρισε ο Κουίν, συγχυσμένος που για άλλη μια φορά η προσωπική του ζωή γινόταν βορά για δημόσια κατανάλωση. «Εσύ να στοιχηματίσεις ότι θα ακολουθήσω το αρχικό πρόγραμμα. Μόλις τελειώσουν τα γυρίσματα, θα φύγω από δω. Θα γυρίσω στο σπίτι». Ενώ όμως πρόφερε αυτές τις λέξεις, ο Κουίν συνειδητοποίησε ότι η σκέψη να παρατήσει το Κασλ-λοχ -και τη Νόρα- δεν τον ενθουσίαζε καθόλου. Ένας από τους λόγους, φυσικά, ήταν πως δεν είχε σπιτικό. Απλώς ένα μέρος όπου έμενε. Νοικιασμένο, μάλιστα. Δεν υπήρχε κανένας και τίποτα, ούτε καν μια γάτα ή ένας παπαγάλος, που να περίμενε την επιστροφή του από την Ιρλανδία. Από τότε όμως που έφτασε στη φάρμα των Τζόις, για πρώτη φορά στη ζωή του είχε κάτι που έμοιαζε πολύ με οικογένεια. Και όποτε το σκεφτόταν πάγωνε από το φόβο του. Επειδή

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

334

αυτός δεν ήταν οικογενειακός τύπος. Και πώς θα μπορούσα, δηλαδή, με το παρελθόν που έχω, συλλογή στηκε, καθώς η Λόρα επέστρεφε στη λίμνη για να γυρίσει μια κρίσιμη σκηνή με τον Κένταλ. Αργότερα το ίδιο βράδυ, αυτός και η Νόρα βρέθηκαν επιτέλους μόνοι. Είχαν παρκάρει στη μικρή λίμνη που δεν είχε όνομα και που ο Κουίν τη θεωρούσε το δικό τους, ξεχωριστό μέρος. Παρ’ όλο που έλεγε στον εαυτό του πως ήταν πολύ μεγάλος πια για να κάνει έρωτα στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου σαν ερωτοχτυπημένος έφηβος, καταλάβαινε τις αντιρρήσεις της να κάνουν έρωτα κάτω από την ίδια στέγη με την οικογένειά της. Θα ήταν διαφορετικά αν ήταν παντρεμένοι. Αφού, όμως, αυτό αποκλειόταν, το αμάξι παρέμενε η μόνη λύση. «Πολύ θα ‘θελα να περάσω πάλι μια ολόκληρη νύχτα μαζί σου». Την κρατούσε στην αγκαλιά του και της χάιδευε τα μαλλιά. Στο χλομό, ασημένιο φως του φεγγαριού, το δέρμα της έλαμπε κατάλευκο σαν τα φτερά ενός κύκνου. «Το ξέρω». Εκείνη στράφηκε προς το μέρος του και τον φίλησε στο στόμα. «Θα το ‘θελα κι εγώ, αλλά...» «Δεν πειράζει». Δεν ήταν δικό της το φταίξιμο που ο πόθος του γι’ αυτή δεν είχε ξεθυμάνει. Που όσο περισσότερες φορές έκανε έρωτα μαζί της, τόσο πιο πολύ την ήθελε. «Δεν θέλω να σε κάνω να νιώθεις ενοχές». Η Νόρα γέλασε. Το γέλιο της ήταν ένας ανάλαφρος μελωδικός ήχος, που ο Κουίν ήταν σίγουρος πως δεν θα τον ξεχνούσε ακόμα κι όταν γινόταν εκατό χρονών. «Μα οι ενοχές δεν είναι προνόμιο των καθολικών;» τον ρώτησε, τονίζοντας τα ειρωνικά της λόγια με μικρά, γλυκά φιλιά. «Μια που μιλάμε για καθολικούς, είχα μια συζήτηση σήμερα με τον πάτερ Ο’ Μάλεϊ», είπε ο Κουίν δήθεν αδιάφορα.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

335

«Μπα;» Η Νόρα ανασήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε. «Για μας τους δυο;» «Όχι». Ο Κουίν τη χάιδεψε καθησυχαστικά στην πλάτη. «Νομίζω πως πέρασε απλώς για να παρακολουθήσει τα γυρίσματα». Δεν ανέφερε το σχόλιο του παπά για τον Ρόρι. Και μη θέλοντας να χαλάσει την υπέροχη ανοιξιάτικη βραδιά, δεν ανέφερε ούτε το πρόβλημα της Κέιτ. «Μα μ’ έκανε να σκεφτώ...» Πέρασε τα δάχτυλά του ανάμεσα στα μαλλιά της, απομακρύνοντάς τα από το πρόσωπο της. «Σ’ ενοχλεί αυτό που κάνουμε; Νιώθεις ενοχές που είμαστε μαζί μ’ αυτό τον τρόπο;» «Όχι βέβαια», του αποκρίθηκε αμέσως. «Ωστόσο, αρνείσαι να μ’ αφήσεις να σου κάνω έρωτα στο κρεβάτι σου. Ενώ θα μπορούσαμε να ξυπνάμε κάθε μέρα ο ένας στην αγκαλιά του άλλου». Η Νόρα αναθάρρησε ακούγοντάς τον να χρησιμοποιεί τη λέξη έρωτα. Ίσως όχι όπως θα λαχταρούσε εκείνη. Μα τουλάχιστον δεν αναφερόταν πια σ’ αυτό που έκαναν με τη λέξη σεξ. «Δεν ντρέπομαι για τα αισθήματά μου απέναντι σου, Κουίν. Ούτε για το πώς εκφράζω την αγάπη μου για σένα». Μια που είχε ήδη ομολογήσει ότι τον αγαπούσε, η Νόρα αρνιόταν να χρησιμοποιήσει άλλη λέξη κι ας ήταν φανερό πως εξακολουθούσε να του προκαλεί αμηχανία. «Μα ο Τζον και η Μαίρη βρίσκονται σε επικίνδυνη ηλικία. Δεν θέλω να τους δώσω το κακό παράδειγμα». Η έκφρασή της ήταν τόσο ειλικρινής, ώστε ο Κουίν ήθελε να την ξαναφιλήσει. Για αρχή. «Ξέρεις ότι δεν πιστεύουν πως κάθε βράδυ τρέχουμε στο χωριό για να φάμε παγωτό», της είπε.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

336

«Το ξέρω. Μα το τι υποπτεύονται και το τι ξέρουν είναι δύο τελείως διαφορετικά πράγματα. Και, παρ’ όλο που παραδέχομαι ότι μοιάζω με υποκρίτρια, θυμάμαι πολύ καλά αυτή την ηλικία ώστε να αντιλαμβάνομαι πως δεν θα καταλάβαινα τη διαφορά για το τι αισθανόμουν τότε για τον Ντέβλιν από το τι μοιραζόμαστε τώρα εσύ κι εγώ». Ήταν η δεύτερη φορά σε μια μέρα που άκουγε το όνομα του Ντέβλιν Μόνοχαν. Δύο φορές παραπάνω απ’ όσες έπρεπε. Στον Κουίν δεν άρεσε καθόλου που η ζήλια ξυπνούσε μέσα του μόνο που άκουγε αυτό το όνομα κι αποφάσισε ν’ αλλάξουν θέμα. «Σου είπε η Κέιτ τα σχέδιά μας για αύριο;» «Όχι. Έχει τόση δουλειά με τις προετοιμασίες για τη ζωοπανήγυρη των αλόγων στο Κλίφντεν, ώστε δεν προλάβαμε να καθίσουμε να κουβεντιάσουμε με την ησυχία μας». «Έλεγα να πάω με τον Μπρέιντι». «Στο Κλίφντεν; Γιατί;» «Θα ‘θελα να δω το Κονεμάρα. Και η Κέιτ με τον πατέρα σου με διαβεβαίωσαν πως δεν θα ‘χω ζήσει την πραγματική Ιρλανδία αν δεν δω μια ζωοπανήγυρη αλόγων. Και, το πιο σημαντικό, σκέφτηκα πως θα είναι ωραία να περάσουμε τη μέρα μαζί». Ένιωσε την αντίδρασή της προτού εκείνη πει κουβέντα. Το κορμί της, θερμό κι απαλό, πάγωσε ξαφνικά και σφίχτηκε. «Λυπάμαι, Κουίν». Ο παγερός τόνος της φωνής της διέψευδε τα λόγια της. «Μα δεν πρόκειται να έρθω στο Κλίφντεν μαζί σου». «Αν δεν μπορείς αύριο, η Κέιτ λέει πως το πανηγύρι κρατάει τρεις μέρες...»

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

337

«Ούτε αύριο ούτε μεθαύριο ούτε καμιά μέρα». Η αποφασιστικότητα στην έκφραση και τη φωνή της ήταν εμφανέστατη. Ήταν έτοιμος να της πει πως θα υπήρχε μουσική, χορός και ιππικοί αγώνες -ένας, μάλιστα, μετ’ εμποδίων- κι ο πατέρας της θα διηγόταν τις ιστορίες του, όταν ξαφνικά ο Κουίν θυμήθηκε πως ο άντρας της είχε σκοτωθεί σ’ έναν τέτοιο αγώνα. «Πες μου για το γάμο σου». «Για το γάμο μου;» Η Νόρα τον κοίταξε απορημένη. «Γιατί θες να μάθεις για το γάμο μου;» «Επειδή, κυρία Φιτζπάτρικ, θέλω να μάθω τα πάντα για σένα». Κι αναρωτιέμαι αν ακόμα αγαπάς τον άντρα στον οποίο διάλεξες να χαρίσεις την παρθενιά και την καρδιά σον, συμπλήρωσε από μέσα του. Η Νόρα κοίταξε την κρυστάλλινη λίμνη που ασήμιζε στο φως του φεγγαριού. «Ο Κόνορ ήταν όμορφος και...» Έκανε μια παύση σαν να ‘θελε να διαλέξει τη σωστή λέξη. «...χαρισματικός. Εξέπεμπε μια ενεργητικότητα που έμοιαζε να αιχμαλωτίζει τους πάντες. Και το χαμόγελο του ήταν σαν το λαμπερό καλοκαιριάτικο ήλιο». Ένας αναστεναγμός ξέφυγε από τα χείλη της, που ο Κουίν δεν δυσκολεύτηκε να τον ακούσει στη σιγαλιά της νύχτας. «Δεν υπήρχε άνθρωπος που να τον γνωρίσει και να μη μαγευτεί μαζί του». Η ζήλια, που ο Κουίν απρόθυμα αναγνώρισε, έβγαλε τα κοφτερά της νύχια, αναγκάζοντάς τον να διερωτηθεί γιατί αντιδρούσε τόσο έντονα στη σκέψη ότι η Νόρα είχε αγαπήσει έναν άλλο άντρα. Και μάλιστα κάποιον ο οποίος είχε πεθάνει πριν από πέντε χρόνια. «Έτσι μαγεύτηκες κι εσύ;» τη ρώτησε, παίζοντας με μια μπούκλα που είχε πέσει πάνω στο μάγουλο της.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

338

«Ναι». Το γεμάτο αναμνήσεις χαμόγελο της έκανε τα νύχια της ζήλιας να χωθούν ακόμα πιο βαθιά μέσα του. «Ήταν, λοιπόν, ευτυχισμένος ο γάμος σας;» «Φυσικά». Ο Κουίν είχε την εντύπωση πως είδε μια ανεπαίσθητη σκιά, σαν ομίχλη, να περνάει από τα εκφραστικά της μάτια. «Δεν τσακωνόμαστε ποτέ. Ποτέ», πρόσθεσε η Νόρα με τόση έμφαση, ώστε τον έκανε να υποψιαστεί πως του ‘λεγε ψέματα. «Αυτό είναι αξιέπαινο. Και κάπως περίεργο». Δεν της είπε ξεκάθαρα πως δεν την πίστευε, αλλά δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τον προκλητικό τόνο που χρωμάτισε τη φωνή του. «Μπορεί, βέβαια, να λέγαμε καμιά βαριά κουβέντα κάθε τόσο», ομολόγησε η Νόρα. «Όπως όλα τα ζευγάρια, είχαμε κι εμείς τις διαφορές μας. Μα δεν πέφταμε ποτέ στο κρεβάτι τσακωμένοι». «Αυτό μπορώ να το πιστέψω». Ο Κουίν χάιδεψε τη γυμνή της πλάτη. «Δεν μπορώ να φανταστώ κανέναν άντρα να παραμένει θυμωμένος όταν έχει εσένα στο κρεβάτι του». «Τι γλυκό ήταν αυτό που είπες». Το χαμόγελο της, παρ’ όλο που δεν ήταν λαμπερό όπως συνήθως, έκανε πάλι την καρδιά του να σφιχτεί από ευτυχία. «Είναι αλήθεια. Κι αν προτιμάς να περάσω μαζί σου’ την αυριανή μέρα...» «Όχι. Η Κέιτ κι ο μπαμπάς έχουν δίκιο. Πρέπει να πας στο πανηγύρι. Να προσέχεις, όμως, να ‘χεις τα χέρια στις τσέπες σου, αλλιώς θα βρεθείς ν’ αγοράζεις κανένα άλογο. Και, στο μεταξύ, εγώ θα ετοιμάσω το αρνάκι που δεν έτυχε τελικά να δοκιμάσεις τις προάλλες, έτσι ώστε να σε περιμένει όταν γυρίσεις στο σπίτι».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

339

Να την πάλι. Αυτή η λέξη. Αυτή η αναθεματισμένη, σαγηνευτική, τρομακτικά γοητευτική λέξη. Σπίτι. «Το αρνάκι σίγουρα αποτελεί σπουδαίο κίνητρο, Νό- ρα, γλυκιά μου. Μα θα προτιμούσα να με περιμένεις εσύ». Η παλάμη του χάιδεψε τα στήθη της κι ένιωσε αφάνταστη ικανοποίηση νιώθοντας τις θηλές της να σκληραίνουν στο ερωτικό του άγγιγμα. «Γυμνή. Καυτή». Το ερευνητικό χέρι του Κουίν κατηφόρισε πιο χαμηλά. «Έτοιμη». «Πάντα», του απάντησε με δέος, καθώς εκείνος κόλλησε τα χείλη του στα δικά της, την έγειρε στο κάθισμα και ταξίδεψαν πάλι μέσα στην ομίχλη. Το Κονεμάρα, το οποίο εκτεινόταν κατά μήκος της βραχώδους δυτικής ακτής της Ιρλανδίας, αποτελούσε μέρος της επαρχίας του Κόνοτ. Το δέκατο έβδομο αιώνα, ο Όλιβερ Κρόμγουελ είχε δώσει στους Ιρλανδούς την επιλογή, αφού αυτοεξοριστούν από τους εύφορους αγρούς της Κεντρικής Ιρλανδίας, να πάνε στο διάβολο ή στο Κόνοτ. Οι οικογένειες που επιβίωσαν με δυσκολία στα άγονα αυτά εδάφη σχεδόν εξαλείφτηκαν από το Λιμό στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα. Καθώς οδηγούσε μέσα στο άγονο τοπίο, περνώντας από λίμνες, καταρράκτες και κρυστάλλινα ρυάκια, σκορπισμένα ανάμεσα σε ανοιχτές εκτάσεις γεμάτες πέτρες και χωράφια τύρφης που συνόρευαν με σκίνα και ρείκια, ο Κουίν μαγεύτηκε πάλι από το πανόραμα της θάλασσας και του ουρανού, της γης και των βάλτων. Τα κτίρια που ήταν διάστικτα στα άγονα αυτά υψίπεδα ήταν τόσο διαφορετικά μεταξύ τους όσο και το τοπίο. Είχε προσπεράσει ένα χαριτωμένο, ασβεστωμένο καλύβι με αχυρένια στέγη που του θύμιζε την αγροικία της Νόρας κι

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

340

όταν έστριψε κάπου βρέθηκε αντίκρυ σε μια έπαυλη που είχε μετατραπεί σε ξενοδοχείο και μετά προσπέρασε ένα κάστρο και τα ερείπια κάποιου αρχαίου πέτρινου φρουρίου. «Α, ναι, ακόμα και για την Ιρλανδία, αυτό το μέρος είναι πίσω από τον κόσμο», συμφώνησε ο Μπρέιντι, όταν ο Κουίν ανέφερε πως τα μόνα σημάδια ζωής, εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις, ήταν τα πρόβατα και τα κατσίκια στους λόφους κι ο μοναδικός θόρυβος η τρίλια κάποιου πουλιού που πετούσε στην αλμυρή αύρα. «Μα είναι υπέροχο, ωστόσο... Αυτό είναι το Κρόαχ Πάτρικ». Ο Μπρέιντι του έδειξε ένα βουνό σαν μαύρο κώνο που πρόβαλλε στο βάθος. Στην κορφή του είχαν μαζευτεί γκρίζα, απειλητικά σύννεφα. «Ο μύθος λέει πως εκεί ο Άγιος Πατρίκιος έπεισε το Θεό να του δώσει το δικαίωμα να κρίνει αυτός τους ανθρώπους της πατρίδας του την Ημέρα της Κρίσεως. »Κάθε χρόνο, τον Ιούλιο, την Καπνισμένη Κυριακή, χιλιάδες προσκυνητές σκαρφαλώνουν στο βουνό -και μερικοί μάλιστα ξυπόλυτοι- για να παρακολουθήσουν τη θεία λειτουργία και να θυμηθούν το ευλογημένο αυτό γεγονός». Έριξε στον Κουίν μια λοξή ματιά και πρόσθεσε: «Κρίμα που θα χάσεις ένα τόσο εντυπωσιακό θέαμα». Ο Κουίν δεν ξεγελάστηκε στιγμή. Ήξερε πως αυτός ήταν ο έμμεσος τρόπος του Μπρέιντι για να κάνει την ίδια ερώτηση που ήθελε να του θέσει κι ο Μάικλ σχετικά με το θέμα για το οποίο έβαζε στοιχήματα το κινηματογραφικό συνεργείο: αν θα επέστρεφε στην Αμερική ή αν θα έμενε στην Ιρλανδία με τη Νόρα. «Πολύ θα ‘θελα να το δω», είπε. «Μα δεν νομίζω ν’ αλλάξουν την ημερομηνία αναχώρησης για χάρη μου... Εσύ, λοιπόν, έχεις ανέβει το βουνό;»

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

341

«Όχι. Παρ’ όλο που έχω περάσει πολλές ευχάριστες ώρες στο παμπ από κάτω, πίνοντας την καλύτερη μπίρα της Ιρλανδίας σκέτη κρέμα, τι να σου πω- στην υγειά αυτών που επέστρεφαν. Μα όσοι ανεβαίνουν εκεί πάνω λένε πως όταν η μέρα είναι ανέφελη, κάτι που δυστυχώς δεν συμβαίνει και τόσο συχνά, η θέα από την κορφή αρκεί για να προσηλυτίσει και τον πιο αδιάλλακτο ειδωλολάτρη». Έχοντας νιώσει την επίδραση αυτής της χώρας και στη δική του καρδιά, ο Κουίν δεν αμφέβαλλε καθόλου γι’ αυτό. Η ανεπίσημη πρωτεύουσα, το Κονεμάρα, χτισμένη στο μυχό του κόλπου του Κλίφντεν, φάνταζε συγκλονιστική έτσι όπως είχε πίσω της τις επιβλητικές κορφές των βουνών κι ανάμεσα στα σπιτάκια της τις πανύψηλες γοτθικές σπείρες της προτεσταντικής εκκλησίας και του καθολικού καθεδρικού ναού. Το θέαμα φάνηκε γνώριμο στον Κουίν. «Ναι, είναι μια δημοφιλής καρτ ποστάλ», συμφώνησε ο Μπρέιντι. «Δόξα τω Θεώ που αυτός ο διάβολος ο Κρόμγουελ ήταν πολύ ηλίθιος για να καταλάβει την ομορφιά αυτής της χώρας, αλλιώς θα μας έδιωχνε τελείως από δω και τώρα θα ζούσαμε κάτω από τη θάλασσα». «Σαν την Κυρά». Ο Μπρέιντι γέλασε και συμφώνησε. Παρ’ όλο που οι εκτάσεις γύρω από την πόλη φαίνονταν έρημες, είχε μαζευτεί πολύς κόσμος για την αγορά των αλόγων και το εβδομαδιαίο παζάρι. Οι ντόπιοι μικροπωλητές εξέθεταν μια πλούσια συλλογή από ένα σωρό εμπορεύματα: παλιά δερματόδετα βιβλία, χαρτόδετα ρομάντζα με παστέλ εξώφυλλα που υπόσχονταν ιστορίες με ευτυχές τέλος, μάλλινα είδη στις αποχρώσεις των ρεικιών από τα γύρω βαλτοτόπια, εξαίσιες χειροποίητες δαντέλες, λαχανικά, ψάθινα καλάθια και κοσμήματα, μεταξύ αυτών καρφίτσες Τάρα και δαχτυλίδια

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

342

Κλάνταχ: μια καρδιά που την κρατούσαν δυο χέρια, στεφανωμένη μ’ ένα στέμμα. «Το ‘ξέρες ότι ένας Τζόις σχεδίασε αυτό το υπέροχο δαχτυλίδι;» είπε ο Μπρέιντι στον Κουίν. «Αλήθεια;» Κανένας από τους τουριστικούς οδηγούς του Κουίν σχετικά με την ιστορία του Γκόλγουεϊ δεν ανέφερε αυτή την πληροφορία. «Είναι δυνατόν να λέω ψέματα για κάτι που είναι τόσο εύκολο να επαληθευτεί; Δεν ξέρεις ότι η οικογένεια των Τζόις είχε εξέχουσα θέση στις υποθέσεις της πολιτείας του Γκόλγουεϊ;» «Ήταν μία από τις δεκατέσσερις Φάρες του Γκόλγουεϊ», αποκρίθηκε ο Κουίν. Αυτό τουλάχιστον το ‘χε μάθει. «Ο πρώτος σ’ αυτή τη χώρα που έφερε το οικογενειακό μας όνομα ήταν ο Τόμας ντε Τζόις, ένας άντρας που καταγόταν από τους Νορμανδούς της Ουαλίας, ο οποίος το 1283 παντρεύτηκε την κόρη ενός από τους πρίγκιπες Ο’ Μπράιεν του Θόμοντ και πήγε να ζήσει στη δυτική άκρη του Κόνοτ. Ο γιος τους, ο Μακμάρα, παντρεύτηκε μια γυναίκα από την ισχυρή οικογένεια Ο’ Φλέιρτι και οι απόγονοι του εξουσίαζαν όλη την περιοχή ως το δέκατο έβδομο αιώνα». Για άλλη μια φορά ο Κουίν θαύμασε τον τρόπο με τον οποίο οι Ιρλανδοί έκαναν μια ιστορία εφτακοσίων χρόνων να μοιάζει τόσο επίκαιρη. Και για άλλη μια φορά σκέφτηκε το αίμα των Τζόις -βασιλικό αίμα- που έτρεχε στις φλέβες της Νόρας και το συνέκρινε με το δικό του. «Τέλος πάντων», συνέχισε ο Μπρέιντι, «πειρατές από την Μπαρμπαριά αιχμαλώτισαν τον Γουίλιαμ Τζόις. Κι όσο ήταν φυλακισμένος στο Αλγέρι έμαθε την τέχνη του χρυσοχόου κι έφτιαξε το δαχτυλίδι Κλάνταχ. Το σύμβολο της αιώνιας αγάπης που έδωσα στην αγαπημένη μου Έλινορ τη μέρα που

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

343

παντρευτήκαμε και που θα περάσει στη Νόρα τη μέρα του γάμου της». Αυτή η φαινομενικά αδιάφορη πληροφορία τράβηξε αμέσως την προσοχή του Κουίν. Απέστρεψε αμέσως το βλέμμα του από το χρυσό βραχιόλι με τα σκαλιστά κέλτικα σχέδια που σκεφτόταν να της αγοράσει. «Δεν καταλαβαίνω. Το δαχτυλίδι περνάει από μάνα σε κόρη;» «Ναι. Σε μερικές οικογένειες έτσι είναι η παράδοση». «Μα αφού η γυναίκα σου είχε πεθάνει όταν η Νόρα παντρεύτηκε τον Φιτζπάτρικ...» «Α, καταλαβαίνω πού πάει το μυαλό σου», είπε ο Μπρέιντι κουνώντας το κεφάλι του. «Η αλήθεια είναι πως η Έλινορ δεν ήθελε να πάρει εκείνη τη μέρα το δαχτυλίδι η Νόρα. Επειδή δεν πίστευε ότι ο γάμος της θα κρατούσε». Ο Κουίν δεν επρόκειτο να ρωτήσει τον Μπρέιντι πώς ήξερε τι ήθελε η πεθαμένη του γυναίκα. «Νόμιζα πως ήταν ευτυχισμένοι». Ο Μπρέιντι έτριψε το σαγόνι του. Η έκφρασή του έγινε σοβαρή. «Να σ’ το πω αλλιώς... Ξέρεις ποια είναι η διαφορά ανάμεσα σε μια χήρα και μια σύζυγο;» Ο Κουίν κατάλαβε πως η ερώτηση δεν ήταν τόσο απλή όσο φαινόταν. «Γιατί δεν μου τη λες εσύ;» «Μια χήρα ξέρει πού περνάει ο άντρας της τα βράδια». Οι δυο άντρες αντάλλαξαν ένα βλέμμα. «Ο Φιτζπάτρικ μπορεί να υπήρξε διάσημος τζόκεϊ», παρατήρησε ο Κουίν, «μα ήταν ένας αναθεματισμένος βλάκας». «Ναι». Ο ηλικιωμένος άντρας έγνεψε καταφατικά. «Κι εγώ έτσι πιστεύω». Έριξε στον Κουίν άλλη μια εξεταστική ματιά κι έμοιαζε έτοιμος να πει κάτι, κάτι πολύ πιο προσωπικό, όταν άκουσε κάποιον να τον φωνάζει και στράφηκε. Ένας άντρας

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

344

προχωρούσε προς το μέρος τους με μεγάλες δρασκελιές. «Για δες, ο Ντέβλιν Μόνοχαν», είπε ο Μπρέιντι με ολοφάνερη ευχαρίστηση. «Έχουμε γνωριστεί», μουρμούρισε ο Κουίν, που εξακολουθούσε να μη νιώθει άνετα στη σκέψη ότι η Νόρα ήταν παλιά ερωτευμένη μ’ αυτό τον όμορφο Ιρλανδό κτηνίατρο. Οι δυο άντρες έσφιξαν τα χέρια, ζυγιάζοντας σιωπηρά ο ένας τον άλλο, όπως είχαν κάνει και την πρώτη φορά που γνωρίστηκαν, στην παραλία. «Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω, κύριε Γκάλαχερ», είπε ο Ντέβλιν. «Λυπήθηκα πολύ που δεν μπορέσατε να έρθετε με τη Νόρα στο πάρτι της μητέρας μου». Ναι, καλά, συλλογίστηκε ο Κουίν που υποψιαζόταν πως, όσο κι αν η δική του απουσία δεν έγινε ιδιαίτερα αισθητή, η Νόρα σίγουρα θα τους έλειψε. «Δυστυχώς, ήταν αναπόφευκτο», αποκρίθηκε. «Ευχαριστήθηκα που έμαθα πως η Φιόνα δεν τραυματίστηκε. Αυτές οι ταραχές είναι φριχτές», είπε ο Ντέβλιν, κουνώντας θλιμμένα το κεφάλι του. Έπειτα στράφηκε στον Μπρέιντι. «Ελπίζω πως θα διηγηθείς την ιστορία της βασίλισσας Γκρέις σήμερα το απόγευμα». «Η Γκρέις Ο’ Μάλεϊ ήταν η πειρατίνα βασίλισσα του Κόνοτ», πληροφόρησε ο Μπρέιντι τον Κουίν. «Αν πιστέψουμε τις ιστορίες που λέγονται...» «Και σίγουρα δεν υπάρχει λόγος να μην τις πιστέψουμε», παρενέβη ο Κουίν ξερά. «Έχεις αρχίσει να μπαίνεις στο πνεύμα, Κουίν Γκάλαχερ», παρατήρησε ο Μπρέιντι με φανερή επιδοκιμασία. «Σύμφωνα με την ιστορία, δεν υπήρχε κάστρο κοντά στη θάλασσα, σε όλο το Κόνοτ, που κάποια στιγμή δεν πέρασε από τα χέρια της Γκρέις».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

345

«Η αγαπημένη μου ιστορία είναι όταν σηκώθηκε από το κρεβάτι της αμέσως μετά τη γέννα», είπε ο Ντέβλιν. «Πάνω στο πλοίο», εξήγησε στον Κουίν ο Μπρέιντι. «Μόνο όταν βρισκόταν στη θάλασσα, στο κουρσάρικο πλοίο της, ένιωθε η Γκρέις στο στοιχείο της». Στράφηκε στον άντρα που θα μπορούσε να είχε γίνει γαμπρός του και πρόσθεσε: «Συνέχισε την ιστορία, Ντέβλιν, αγόρι μου. Για να τη μάθει κι ο καλεσμένος μου». «Αν σ’ ενδιαφέρει», είπε ο Ντέβλιν στον Κουίν. «Ακόμα δεν βρήκα τίποτα στη χώρα σας που να μη μ’ ενδιαφέρει», απάντησε με κάθε ειλικρίνεια ο Κουίν. Ο Ντέβλιν του ‘ριξε άλλη μια ερευνητική ματιά προτού συνεχίσει. «Τέλος πάντων, παρ’ όλο που δεν είμαι τόσο καλός στην αφήγηση όσο ο Μπρέιντι... Η μάχη βρισκόταν στο αποκορύφωμά της και η Γκρέις κατάλαβε πως η παλίρροια σε λίγη ώρα δεν θα την ευνοούσε πια κι έτσι άρπαξε ένα τουφέκι από τα χέρια κάποιου από τους άντρες της και σκότωσε τον καπετάνιο του εχθρικού πλοίου. Το ηθικό των αντρών της αναπτερώθηκε και πάλεψαν γενναία ώσπου νίκησαν». «Δεν περίμενα τίποτα λιγότερο». «Η Γκρέις ήταν μάστιγα για τους ελισαβετιανούς, αυτό είναι σίγουρο», δήλωσε ο Μπρέιντι. «Τους μαχόταν σε κάθε ευκαιρία και νικούσε στις περισσότερες μάχες. Παρ’ όλα αυτά, η Ελισάβετ της πρότεινε να την κάνει κόμισσα ύστερα από μια άγρια σύγκρουση με τον Άγγλο κυβερνήτη του Κόνοτ». «Για να την αποτρέψει από την πειρατεία», μάντεψε ο Κουίν. «Ναι. Μα η Γκρέις μας απέρριψε την προσφορά της, πληροφορώντας την Αγγλίδα προτεστάντισσα βασίλισσα πως εκείνη στον τόπο της ήταν ήδη βασίλισσα».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

346

«Παρά το θρυλούμενο αντρικό σοβινισμό της, αυτή η χώρα διέθετε πάντα ένα σωρό αξιοθαύμαστες γυναίκες», παρατήρησε ο Κουίν. «Πράγματι», συμφώνησαν με μια φωνή ο Ντέβλιν κι ο Μπρέιντι. Και καθώς οι τρεις άντρες απέμειναν σιωπηλοί, ο Κουίν υποψιάστηκε ότι, όπως κι αυτός άλλωστε, δεν σκέφτονταν την Γκρέις ή την πολεμόχαρη βασίλισσα Μέιβ ή ακόμα και τη μυθική Κυρά αλλά τη Νόρα. Ο Κουίν ανακάλυψε πως η μέρα του ήταν τόσο απολαυστική κι ενημερωτική, όσο του είχε υποσχεθεί η Κέιτ. Για το μόνο που στενοχωριόταν ήταν που η Νόρα δεν βρισκόταν εκεί για να τη μοιραστεί μαζί της. «Ήταν πολύ ευγενικό αυτό που έκανες, Κουίν Γκάλαχερ», του είπε ο Μπρέιντι στη διαδρομή της επιστροφής. Ο Κουίν έριξε μια ματιά από το καθρεφτάκι στο τρέιλερ που είχαν στερεώσει πίσω από τη Μερσεντές. «Η Νό- ρα με προειδοποίησε να ‘χω τα χέρια μου στις τσέπες μου. Μα όταν μου είπες ότι τον άλλο μήνα ο Ρόρι γίνεται εφτά χρονών και πόσο πολύ λαχταράει ένα άλογο...» «Α, ναι. Μα φυσικά η Νόρα λέει συνέχεια πως τα άλογα είναι πολύ ακριβά. Κι έτσι, αν δεν ήσουν εσύ, ο καημένος ο μικρός θα κατέληγε να είναι το μοναδικό αγόρι σ’ ολόκληρη την Ιρλανδία χωρίς πόνι». Παρ’ όλο που ήξερε πως αυτό ήταν μεγάλη υπερβολή, ο Κουίν παραδέχτηκε μέσα του πως ανυπομονούσε να δει το πρόσωπο του μικρού όταν θα του παρουσίαζαν τη φοραδίτσα. «Ο Μόνοχαν είπε ότι είναι ήρεμο άλογο». Μια που δεν είχε ιδέα από άλογα, ο Κουίν σκέφτηκε πως θα ήταν συνετό να ζητήσει την επαγγελματική γνώμη του κτηνιάτρου, όσο κι αν αυτό τον ενόχλησε κάπως. «Σαν πρόβατο».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

347

«Αναρωτιέμαι τι να με ήθελε η Κέιτ». Η κουνιάδα της Νόρας χλόμιασε όταν είδε τι έκανε ο Κουίν και του είπε βιαστικά πως, μόλις πουλούσε το δικό της άτι, έπρεπε να κουβεντιάσουν οπωσδήποτε. Εκείνος προσπάθησε αργότερα να τη βρει, μα δεν τα κατάφερε. «Σίγουρα θα ήθελε να σε συγχαρεί», είπε βιαστικά ο Μπρέιντι. Υπερβολικά βιαστικά, σκέφτηκε ο Κουίν και τον έζωσαν οι αμφιβολίες. «Μα ό,τι και να ‘ναι μπορεί να περιμένει μέχρι αύριο». «Ναι, μάλλον». Ο Κουίν θυμήθηκε αυτό που του είχε πει η Νόρα -πως ο Θεός όταν έφτιαξε το χρόνο δεν τον τσιγκουνεύτηκε. Κι έπειτα χαμογέλασε, καθώς φαντάστηκε την αντίδρασή της όταν εκείνος θα έφτανε στο σπίτι, φέρνοντας ένα άλογο για τον Ρόρι.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

348

21 Φέρσου στην Κόρη μου με Καλοσύνη Η Νόρα βγήκε από την πόρτα της κουζίνας όταν άκουσε τη Μερσεντές να σταματάει μπροστά στο σπίτι. «Τι είναι αυτό;» ρώτησε, κοιτώντας δύσπιστα το τρέιλερ που ήταν στερεωμένο πίσω από το αυτοκίνητο. Η έκφρασή της δεν πρόδιδε καμιά ευχαρίστηση. «Ένα δώρο για τον Ρόρι», αποκρίθηκε ο Κουίν κι ένα τσίμπημα ανησυχίας αμαύρωσε την ικανοποίηση που είχε νιώσει όταν έσφιξε το χέρι του γεροδεμένου αγρότη που του πούλησε τη φοραδίτσα. «Ξέρω πως είναι κάπως νωρίς για τα γενέθλιά του, αλλά...» «Άλογο;» Η φωνή της υψώθηκε κι ένα κατακόκκινο χρώμα έβαψε τα χλομά της μάγουλα. «Αγόρασες στο γιο μου άλογο;» Πίσω της είχε μαζευτεί η υπόλοιπη οικογένεια. Η Φιόνα κοίταζε τον Κουίν θλιμμένα, ο Ρόρι σαν να μην μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του. Η Μέιβ, που είχε βγει τρέχοντας από την κουζίνα μαζί με τη Νόρα για να τον υποδεχτεί, άρχισε να γαβγίζει δυνατά το τρέιλερ, αν και για σιγουριά είχε σταθεί πίσω από τον Κουίν. Αγνοώντας το σκυλί, ο Κουίν σκέφτηκε πώς αντέδρασε η Νόρα όταν χάρισε στον Τζον τον υπολογιστή. Φαίνεται πως δεν ήταν συνηθισμένη να δέχεται τόσο ακριβά δώρα. «Ο

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

349

Μπρέιντι ανέφερε ότι ο Ρόρι ήθελε ένα πόνι και το καταλαβαίνω, βέβαια, πως νιώθεις την ανάγκη να διαφωνήσεις...» «Φυσικά και θα διαφωνήσω, που να πάρει ο διάολος», τον έκοψε απότομα, υψώνοντας το χέρι της που έτρεμε. Έπειτα ακούμπησε τις γροθιές της στη μέση της και στράφηκε προς τον πατέρα της. «Πώς μπόρεσες να κάνεις κάτι τέτοιο, μπαμπά; Εσύ που ξέρεις πώς νιώθω; Πώς ένιωθα πάντα;» «Έλα τώρα, Νόρα», προσπάθησε να την καλοπιάσει εκείνος. «Ξέρεις ότι σ’ αγαπάω μ’ όλη μου την καρδιά, κόρη μου. Κι εκτιμώ πραγματικά τα όσα έκανες όλα αυτά τα χρόνια για να κρατήσεις ενωμένη την οικογένειά μας. Σ’ αυτό το θέμα, όμως, έχεις άδικο». «Άδικο για ποιο πράγμα;» ρώτησε ο Κουίν, νιώθοντας σαν να παρακολουθούσε μια ταινία από τη μέση. Προφανώς είχε χάσει ένα σημαντικό κομμάτι αυτής της ιστορίας. «Η μαμά δεν μ’ αφήνει να πάρω πόνι», τον πληροφόρησε ο Ρόρι και η φωνή του ήταν βραχνή από τα δάκρυα που απειλούσαν να κυλήσουν. «Επειδή ο μπαμπάς μου σκοτώθηκε σε ένα ατύχημα με άλογο». Διάολε. Να τι παθαίνει κανείς όταν υποκύπτει στις παρορμήσεις του, συλλογίστηκε ο Κουίν, εξοργισμένος με τον εαυτό του. Θα ‘πρεπε να το ‘χε φανταστεί. Και παρ’ όλο που κάτι τέτοιο ποτέ δεν του πέρασε από το μυαλό, ο Μπρέιντι έπρεπε να τον είχε προειδοποιήσει. «Νόρα, πίστεψέ με, δεν το ήξερα. Αν το ήξερα...» «Δεν θέλω ν’ ακούσω κανένα αν». Τα χαρακτηριστικά της είχαν σκληρύνει. Το βλέμμα της ήταν παγερό. «Δεν πρόκειται να βάλω σε κίνδυνο τη ζωή του γιου μου. Το άλογο θα πάει από κει που ήρθε».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

350

«Έλα τώρα, Νόρα», είπε πάλι ο Μπρέιντι. «Ξέρεις πολύ καλά ότι στο Κασλ-λοχ ο λόγος ενός άντρα ισοδυναμεί με συμβόλαιο». «Ο Κουίν δεν είναι από το Κασλ-λοχ». «Αυτό είναι αλήθεια. Μα εγώ τον σύστησα στον Τζόνι Κιν». «Τότε εσύ θα δώσεις πίσω το άλογο». «Δεν πρόκειται να κάνω κάτι τέτοιο». Ο Μπρέιντι όρθωσε το κορμί του. «Καταλαβαίνω το φόβο που ‘σφίξε την καρδιά σου τη μέρα που σκοτώθηκε ο άντρας σου. Μα δεν φέρεσαι δίκαια απέναντι στο γιο σου. Ο μικρός είναι Ιρλανδός. Τα αγόρια στην Ιρλανδία χρειάζονται ένα άλογο. Τόσο απλό είναι». Η Νόρα ύψωσε το σαγόνι της και σταύρωσε τα μπράτσα της. «Εδώ είναι που κάνεις πολύ μεγάλο λάθος». Ύστερα στράφηκε στον Κουίν. «Καταλαβαίνω πως δεν είχες κακή πρόθεση, Κουίν. Όμως ο Ρόρι είναι γιος μου και θα κάνω ό,τι είναι καλύτερο γι’ αυτόν. Και τώρα θα το εκτιμούσα πολύ αν πήγαινες το άλογο στη φάρμα της Κέιτ, - ώσπου να κανονίσω να επιστραφεί στον κύριο Κιν αύριο πρωί πρωί». «Μαμά!» Η κραυγή του μικρού ήταν ένας θρήνος. Ο Κουίν κοίταξε τη μητέρα και το γιο. Του ενός του μάτια ξεχείλιζαν από δάκρυα και του άλλου η έκφραση ήταν σκληρή σαν τις ξερολιθιές που χώριζαν τα ιρλανδέζικα χωράφια. Καταράστηκε τον εαυτό του που δημιούργησε μια τόσο δύσκολη κατάσταση. Εκείνη πλησίασε το γιο της, γονάτισε και χάιδεψε τα κατάμαυρα μαλλιά του. «Ξέρεις την άποψή μου γι’ αυτό το ζήτημα, Ρόρι, αγάπη μου. Και, παρ’ όλο που δεν περιμένω να με καταλάβεις, κάποια μέρα, όταν θ’ αποκτήσεις κι εσύ παιδί...» «Δεν θέλω ν’ αποκτήσω παιδί». Ο μικρός τινάχτηκε μακριά της. Οι φακίδες του διακρίνονταν ολοκάθαρα τώρα που το

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

351

πρόσωπο του είχε γίνει κατάχλομο σαν της μητέρας του. «Θέλω ένα άλογο. Κι αν δεν μ’ αφήσεις να κρατήσω αυτό εδώ, δεν πρόκειται να σου ξαναμιλήσω ποτέ πια!» Και μ’ αυτή την απειλή, ο Ρόρι έκανε στροφή κι όρμησε μέσα στο σπίτι, βροντώντας πίσω του την πόρτα της κουζίνας. Ο Κουίν αποφάσισε να κάνει άλλη μια προσπάθεια. «Νόρα, ειλικρινά, λυπάμαι πάρα πολύ». «Σε πιστεύω». Η φωνή της ήταν τόσο ανέκφραστη όσο το βλέμμα της. «Μα το κακό ήδη έγινε. Και τώρα, σε παρακαλώ, κάνε μου τη χάρη και πάρε αυτό το κτήνος από δω». «Δεν είναι κτήνος», διαμαρτυρήθηκε ο Μπρέιντι. «Ο Ντέβλιν μας είπε ότι είναι μια καλή και ήρεμη φοράδα». «Ο Ντέβλιν;» Ήταν ολοφάνερο πως αυτή η προδοσία την πλήγωσε ακόμα περισσότερο. «Κι ο Ντέβλιν ανακατεύτηκε;» «Ζήτησα τη γνώμη του ως ειδικού», της εξήγησε ο Κουίν. «Μου φάνηκε καλή ιδέα». «Δεν είναι εκπληκτικό, πώς όλοι οι άντρες που γνωρίζω ξέρουν τι είναι καλύτερο για το γιο μου;» Η φωνή της έσπασε. «Μπαμπά, σου τ’ ορκίζομαι, έτσι μου ‘ρχεται να πάρω τα παιδιά και να μετακομίσω στο Γκόλγουεϊ». «Έλα, αγάπη μου, δεν θα κάνεις κάτι τέτοιο», την καλόπιασε ο Μπρέιντι. «Σε παρακαλώ, επειδή δεν θέλω να πω κάτι για το οποίο θα μετανιώσουμε και οι δυο πικρά, μην πεις κουβέντα παραπάνω. Όχι αυτή τη στιγμή». Και, σαν να φοβόταν πως θα κατέρρεε μπροστά στην οικογένειά της, τους γύρισε την πλάτη και προχώρησε προς το αυτοκίνητο της. «Πάω μια βόλτα. Κι όταν επιστρέψω, δεν θέλω να βρω το άλογο στη φάρμα μου». Κι έφυγε, αφήνοντας τον Κουίν να αισθάνεται σαν να ‘χε κλέψει την ευτυχία από την οικογένεια της Νόρας.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

352

«Καλύτερα να πάω τη φοράδα στη φάρμα της Κέιτ», είπε, χωρίς ν’ απευθύνεται σε κανέναν συγκεκριμένα. «Νομίζω πως αυτό είναι το καλύτερο προς το παρόν», συμφώνησε η Φιόνα. «Η Νόρα είναι ίσως αυστηρή μητέρα αλλά δίκαιη. Μα το ευαίσθητο σημείο της ήταν πάντα τα άλογα». «Πρέπει να το ξεπεράσει», επέμεινε πεισματάρικα ο Μπρέιντι. «Δεν είναι σωστό να στερείται το παιδί το άλογο εξαιτίας του παράλογου φόβου της μητέρας του». «Δεν είναι και τόσο παράλογος», είπε η Φιόνα στο γιο της. «Κι εσύ δεν είχες καμιά δουλειά να χρησιμοποιήσεις τον Κουίν για να την παρακάμψεις μ’ αυτό τον τρόπο». «Αυτό είναι αλήθεια». Ο Μπρέιντι στράφηκε προς το μέρος του Κουίν και η στενοχώρια ήταν χαραγμένη σε κάθε ρυτίδα του προσώπου του. «Και λυπάμαι για τη μικρή μου συνωμοσία. Μα ειλικρινά φαντάστηκα πως μόλις η Νόρα έβλεπε πόσο θα χαιρόταν ο γιος της με το δώρο σου θα υποχωρούσε». Μια που το συνήθως ροδοκόκκινο πρόσωπο του Μπρέιντι είχε πάρει ένα αρρωστημένο σταχτί χρώμα, προδίδοντας το άγχος του για το ζήτημα που δημιουργήθηκε, ο Κουίν αποφάσισε πως δεν είχε κανένα νόημα να συμφωνήσει με τη Νόρα και τη Φιόνα. Συνειδητοποίησε επίσης ότι, παρά την επικρατούσα αντίληψη, η χήρα Φιτζπάτρικ μπορούσε τελικά να κρατήσει κακία. «Θα της περάσει», είπε, θέλοντας να καθησυχάσει αυτό τον άντρα που ξαφνικά φαινόταν γερασμένος. Έδειχνε ακόμα χειρότερα κι από τη μέρα που πήγαν στο νοσοκομείο του Ντέρι για να δουν τη μητέρα του. «Ναι». Ο Μπρέιντι έγνεψε καταφατικά και φάνηκε να ξαναβρίσκει λίγη από τη δύναμη και το πνεύμα του. «Κι όταν

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

353

ηρεμήσει, χαίρομαι που θα μπορέσει να στραφεί σ’ εσένα. Είσαι καλός άνθρωπος, Κουίν Γκάλαχερ. Ελπίζω μονάχα να μπορέσεις να με συγχωρήσεις για τη σημερινή πλεκτάνη». «Είσαι ο παππούς του Ρόρι. Έκανες αυτό που νόμιζες πως ήταν σωστό για το παιδί. Η Νόρα θα το καταλάβει μόλις το σκεφτεί λίγο πιο ψύχραιμα». Ο Κουίν είδε τη Φιόνα να παίρνει τα άλλα παιδιά μέσα στο σπίτι. «Θέλεις να πάμε μέχρι το Άιρις Ρόουζ;» «Όχι». Ο Μπρέιντι κούνησε αρνητικά το κεφάλι του και χαμογέλασε με κόπο. «Είναι ωραία βραδιά. Λέω να καθίσω για λίγο εδώ και ν’ απολαύσω το τραγούδι των τριζονιών». Ο Κουίν από τη μια ήθελε να μείνει με τον άντρα που τόσο συμπαθούσε κι από την άλλη να ξεφορτωθεί τη φοράδα προτού γυρίσει η Νόρα από τη βόλτα της. «Αν είσαι σίγουρος πως θα ‘σαι καλά...» «Μην ανησυχείς για μένα, αγόρι μου. Μια χαρά θα είμαι. Η μέρα που ένας Ιρλανδός δεν θα μπορεί να τα βγάλει πέρα με τα νεύρα ενός κοκκινομάλλικου θηλυκού θα ‘ναι μια θλιβερή μέρα». Αποφασίζοντας πως αν επέμενε θα τον πρόσβαλλε, ο Κουίν μπήκε στη Μερσεντές κι απομακρύνθηκε από τη φάρμα, προσπαθώντας να μη σκέφτεται το απελπισμένο προσωπάκι που τον παρακολουθούσε κολλημένο σ’ ένα από τα πάνω παράθυρα. Βλέποντας το αυτοκίνητο και το τρέιλερ να κατηφορίζουν στο δρόμο, ο Μπρέιντι σκέφτηκε πως ύστερα από μια τέτοια μέρα σίγουρα του χρειαζόταν ένα ποτό κι ευχάριστη συντροφιά. Δυστυχώς το αμάξι της Φιόνα είχε καταστραφεί στο Ντέρι και το άλλο το ‘χε πάρει η Νόρα.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

354

«Έπρεπε να δεχτώ την πρόταση του Κουίν», μουρμούρισε κοιτώντας τον αστροφώτιστο ουρανό. Ίσως όμως μια βραδινή βόλτα ήταν ό,τι έπρεπε για να του φτιάξει τη διάθεση. Σύννεφα ομίχλης έρχονταν από τη θάλασσα σαν σιωπηρά φαντάσματα, τυλίγοντάς τον σε μια κρύα καταχνιά. Παρ’ όλο που του φάνηκε πως το χωριό ήταν λίγο μακρύτερα από την προηγούμενη φορά που είχε περπατήσει ως εκεί από τη φάρμα -δηλαδή, πριν από πέντε χρόνια όπως συνειδητοποίησε ξαφνιασμένος- κατάφερε να διατηρήσει ένα γρήγορο ρυθμό, αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά στον εαυτό του πόσο άδικο είχε αυτό το κουτάβι, ο Φλάνερι. Μια χαρά ήταν η καρδιά του. Τόσο γερή όσο αυτού του ανόητου γιατρού, σκέφτηκε ο Μπρέιντι, καθώς πλησίαζε την πέτρινη γέφυρα που έτεμνε το ποτάμι κι οδηγούσε στο Κασλ-λοχ. «Τι διάολο συμβαίνει;» Η γέφυρα, που είχε χτιστεί μαζί με την πόλη, στεκόταν στο ίδιο σημείο εδώ και πολλούς αιώνες. Όχι πια, όμως. Ήταν πολύ παράξενο, μα είχε εξαφανιστεί. «Και τώρα πώς θα πάει ένας άνθρωπος στο αγαπημένο του παμπ;» μονολόγησε. «Μπορώ να σε περάσω εγώ απέναντι, αν μου δώσεις ένα χρυσό νόμισμα», του πρότεινε μια φωνή κρυμμένη μέσα στην πυκνή ομίχλη. Ο Μπρέιντι κοίταξε προσεκτικά και νόμισε ότι διέκρινε την αμυδρή λάμψη ενός φαναριού κάπου μέσα στο νερό. «Και πού να βρει χρυσό νόμισμα ένας φτωχός αγρότης σαν εμένα;» ρώτησε. «Για δες στην τσέπη σου», του πρότεινε η φωνή στα κέλτικα. Πιστεύοντας ότι ο άνθρωπος αυτός θα πρέπει να ήταν τελείως ηλίθιος, μα θέλοντας να του κάνει το χατίρι, ο Μπρέιντι έψαξε στην τσέπη του και ξαφνιάστηκε όταν τα

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

355

δάχτυλά του άγγιξαν ένα νόμισμα. «Από πού στο διάβολο ξεφύτρωσε αυτό;» ρώτησε. «Μάγια», είπε ο άντρας και χασκογέλασε βραχνά. Σήκωσε ψηλά το φανάρι του κι ο Μπρέιντι είδε καλά το βαρκάρη που καθόταν σε μια βάρκα από βέργες λυγαριάς σκεπασμένη με αδιάβροχο καραβόπανο, όπως αυτές που χρησιμοποιούσαν οι παραδοσιακοί Ιρλανδοί ψαράδες στα δυτικά του νησιού. Το γκρίζο του πρόσωπο έμοιαζε πιο παλιό κι από τα οικογενειακά λιβάδια των Τζόις. Η πίπα του χανόταν μέσα σε μια γενειάδα τόσο άσπρη, όσο το χιόνι που σκέπαζε καμιά φορά τη γη. «Είναι γερή η βάρκα σου;» «Σάμπως δεν μεταφέρει κόσμο από τη μια άκρη του ποταμού στην άλλη πολύ πριν εσύ γίνεις λάμψη στα μάτια του πατέρα σου, Μπρέιντι Τζόις;» Ο Μπρέιντι δεν ξαφνιάστηκε που ο άντρας ήξερε ποιος ήταν. Στο κάτω κάτω, είχε αποκτήσει κάποια φήμη στη ζωή του. Το περίεργο ήταν που δεν αναγνώρισε το βαρκάρη. Θα στοιχημάτιζε την μπίρα ενός ολόκληρου χρόνου ότι ήξερε και τον τελευταίο άντρα στην Κομητεία. Η σκέψη αυτή έδωσε τη θέση της σε μια άλλη -διψούσε. Και σίγουρα δεν θα έπινε μπίρα αν στεκόταν στην όχθη του ποταμού κουβεντιάζοντας. Έδωσε το νόμισμα και μπήκε στη μικρή ρηχή βάρκα. Ένα λεπτό αργότερα βρέθηκε τυλιγμένος από μια ομίχλη τόσο πυκνή, ώστε δεν έβλεπε το χέρι του μπροστά στο πρόσωπο του. Η υγρασία φαινόταν να διαπερνάει το μάλλινο σακάκι και το παντελόνι του κι έφτανε ως το μεδούλι του. Είδε ένα μακρινό φως και υπέθεσε ότι ήταν στην απέναντι όχθη κι ότι έβγαινε από τα παράθυρα του Άιρις Ρόουζ. Ίσως να μην πιω μπίρα

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

356

απόψε, σκέφτηκε, καθώς η παγωνιά έγινε πιο έντονη, αλλά να προτιμήσω έναν καφέ με ουίσκι για να ζεσταθώ. «Δεν αργούμε», τον διαβεβαίωσε ο βαρκάρης, χαμένος μέσα στην γκρίζα ομίχλη, καθώς κωπηλατούσε προς το φως. «Χριστέ μου!» φώναξε ο Μπρέιντι βλέποντας τη φιγούρα που στεκόταν στην όχθη, κυκλωμένη από μια λάμψη έντονη σαν τα χρυσαφένια φωτοστέφανο πάνω από τα κεφάλια όλων εκείνων των αγίων που απεικονίζονταν στο θολωτό τρούλο της Εκκλησίας της Αμώμου Καρδίας. «Όχι ακριβώς», τον διόρθωσε μια ευλογημένα γνώριμη φωνή μ’ εκείνη την αίσθηση του χιούμορ που ο Μπρέιντι πάντα λάτρευε. «Ή, τουλάχιστον, όχι ακόμα». Ενώ συνήθιζε να μιλάει καθημερινά με τη γυναίκα του, ο Μπρέιντι δεν την είχε δει από τότε που είχαν χαμηλώσει το φέρετρο της στην πλούσια αργιλώδη γη. Ήταν εκπληκτικό, μα έμοιαζε απαράλλαχτη, όπως τη μέρα που παντρεύτηκαν. Τα μαλλιά της ήταν μαύρα και γυαλιστερά σαν τα φτερά του κορακιού, τα μάγουλά της άνθιζαν σαν τριαντάφυλλα στο χιονάτο λιβάδι του δέρματος της, το άσπρο της φουστάνι τόνιζε τις καμπύλες που εξακολουθούσε να χαϊδεύει τις νύχτες στα όνειρά του. Του έτεινε το λεπτό της χέρι, όταν ο βαρκάρης άραξε τη βάρκα. Ο Μπρέιντι σηκώθηκε αργά κι άπλωσε κι αυτός το δικό του. Όταν τα δάχτυλά τους αγγίχτηκαν κι ένιωσε μια σπίθα να τον διαπερνά σαν καλοκαιριάτικος κεραυνός, ο Μπρέιντι συνειδητοποίησε πως δεν ονειρευόταν. Παρ’ όλο που δεν θα το θεωρούσε πιθανό, το φως που την κύκλωνε έγινε ακόμα πιο έντονο και τον έλουσε κι αυτόν, καθώς την έκλεισε στην αγκαλιά του. «Αχ, αγάπη μου». Η Έλινορ αναστέναξε και τύλιξε τα λεπτά της μπράτσα γύρω από το λαιμό του, όπως ακριβώς είχε κάνει

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

357

την πρώτη νύχτα του γάμου τους πριν από τόσα χρόνια. «Πόσο πολύ μου ‘λειψες». Κι όταν τα χείλη της άγγιξαν τα δικά του, ζεσταίνοντάς τον μ’ έναν υπέροχα γνώριμο τρόπο, έτσι όπως δεν θα τα κατάφερνε ποτέ ο ιρλανδέζικος καφές, ο Μπρέιντι συνειδητοποίησε ότι απόψε δεν θα πήγαινε στο Άιρις Ρόουζ. Επειδή, ύστερα από όλα αυτά τα χρόνια της μοναξιάς, ανακάλυψε επιτέλους τον παράδεισο. Με το μοναδικό έρωτα της ζωής του. Την πολυαγαπημένη του Έλινορ. Μόνη στο κρεβάτι της, στο δωμάτιο της αγροικίας όπου είχε μεγαλώσει, η Κέιτ ξύπνησε απότομα από τον ανήσυχο ύπνο της, με το προαίσθημα πως κάτι κακό συνέβαινε. Στην αρχή νόμισε ότι ο Καντέλ επέστρεψε από το σπίτι του ξαδέρφου του κι αυτό σίγουρα δεν προμηνούσε τίποτα καλό. Έμεινε ξαπλωμένη στο σκοτάδι, υπαγορεύοντας στην καρδιά της να πάψει να χτυπάει τόσο δυνατά, κι αφουγκράστηκε, όπως έκανε κάθε νύχτα από τότε που άρχισε να βλέπει τα όνειρα με την ομίχλη. Μα το μόνο που άκουγε ήταν το γρατσούνισμα των κλαδιών πάνω στο τζάμι της, το στεναγμό του ανέμου στην καμινάδα, το μακρινό, αδιάκοπο μουρμούρισμα της θάλασσας και τους ήχους του σπιτιού της. Όταν δεν άκουσε τον οδυνηρά γνώριμο θόρυβο που έκανε ο μέθυσος άντρας της σκοντάφτοντας πάνω στα έπιπλα ή ανεβαίνοντας τις σκάλες, η ανάσα της ηρέμησε λιγάκι. Σηκώθηκε από το σκαλιστό κρεβάτι στο οποίο είχε γεννηθεί, φόρεσε τη ρόμπα της, βγήκε στο διάδρομο και πήγε στο δωμάτιο της κόρης της. Τα μαλλιά της Μπρίτζιντ έλαμπαν σαν τη φωτιά κάτω από το φως των άστρων που έμπαινε από το παράθυρο και το

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

358

στοματάκι της χαμογελούσε, σημάδι πως έβλεπε ευτυχισμένα όνειρα. Στη θέα αυτής της παιδικής αθωότητας, χαμογέλασε κι έπειτα έσκυψε και φίλησε το μέτωπο της μικρής. Στο διπλανό δωμάτιο, που κάποτε ανήκε στον Κόνορ, βρήκε και το γιο της να κοιμάται βαθιά. Μα τα σεντόνια του ήταν μπερδεμένα, που σήμαινε ότι ήταν κι αυτός ανήσυχος. Του τα έστρωσε όσο μπορούσε χωρίς να τον ξυπνήσει, απομάκρυνε το παιδικό σπαθί που ο Κουίν του είχε φέρει από το Ντέρι κι ο μικρός το ‘χε κάτω από το μαξιλάρι του, τον φίλησε όπως και την Μπρίτζιντ και βγήκε έξω νυχοπατώντας. Κοντοστάθηκε στο διάδρομο, στην κορφή της σκάλας, κι αφουγκράστηκε πάλι. Όλα φαίνονταν εντάξει στο σπίτι. Ωστόσο, μη μπορώντας να διώξει το φόβο που της έσφιγγε την καρδιά, η Κέιτ γύρισε στην κρεβατοκάμαρά της και κοίταξε έξω από το παράθυρο τη νύχτα. Αναρωτιόταν. Ανησυχούσε. Περίμενε. Το σπίτι ήταν σκοτεινό όταν η Νόρα γύρισε κάποια στιγμή από τη βόλτα της, αφού είχε καθίσει ώρα πολλή στο μυστικό της μέρος, στη λίμνη. Η μοναξιά και το μαγικό περιβάλλον ηρέμησαν το ανήσυχο μυαλό της, επιτρέποντάς της να σκεφτεί πιο ξεκάθαρα. Παρ’ όλο που αγαπούσε με πάθος την οικογένειά της, δεν είχε σταθεί εύκολο ν’ αναλάβει το ρόλο της μητέρας σε τόσο νεαρή ηλικία. Όταν γύρισε στο σπίτι της από το μοναστήρι, τους βρήκε όλους τόσο απελπισμένους από το χαμό της Έλινορ, ώστε έθαψε τα δικά της συναισθήματα και προσπάθησε να τους δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα ήρεμης υποστήριξης, παρ’ όλο που η καρδιά της ήταν ραγισμένη. Τώρα που το ξανασκεφτόταν, η Νόρα συνειδητοποίησε πως είχε δώσει σε όλους τη λανθασμένη εντύπωση πως ήταν

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

359

άτρωτη. Πως, όποιο και να ήταν το πρόβλημα -από μια σπασμένη κούκλα ως το θάνατο του συζύγου της- η σταθερή, πρακτική Νόρα μπορούσε να τα βγάλει πέρα. Οι ουρανοί ας με βοηθήσουν κι ο Θεός να με συγχωρήσει, συλλογίστηκε, σβήνοντας τη μηχανή του αυτοκινήτου. Αλλά κουράστηκα πια ν’ αναλαμβάνω μόνη μου τα πάντα. Μπήκε στο σπίτι και βρήκε το σημείωμα που της είχε αφήσει η γιαγιά της στο τραπέζι της κουζίνας, βεβαιώνοντάς την ότι ο Ρόρι είχε πάει σαν καλό παιδί στο κρεβάτι του κι ότι η ίδια είχε προσευχηθεί στην Μπερναντέτ να καταπραΰνει το θυμό ανάμεσα στη μάνα και το γιο. Ενώ από μέσα της ευχόταν να διέθετε την ακλόνητη πίστη που η Φιόνα έμοιαζε να έχει προς τη μαρτυρική καλόγρια, η Νόρα διάβασε και τη συνέχεια: Παρ’ όλο που κι εγώ πέφτω τώρα για ύπνο, αγάπη μου, έγραφε η γιαγιά της με τα καλλιγραφικά γράμματα που δίδασκαν οι Αδελφές του Ελέους, αν νιώσεις την ανάγκη να μιλήσεις σε κάποιον όταν γυρίσεις από τη βόλτα σου, μη διστάσεις να με ξυπνήσεις. Αν και ήξερε πως η πρόταση αυτή έβγαινε μέσα από την καρδιά της γιαγιάς της, η Νόρα προτίμησε να μην αναζητήσει την παρηγοριά που θα της πρόσφερε η Φιόνα. Δυστυχώς, η αλήθεια ήταν ότι, όπως καθόταν δίπλα στα φεγγαρόλουστα νερά της λίμνης, είχε εξετάσει το φόβο που αποτελούσε εδώ και τόσο καιρό κομμάτι του εαυτού της και συνειδητοποίησε πως, ενώ πάντα καμάρωνε ότι ήταν καλή μάνα, είχε αδικήσει το γιο της. Αν και ο Κόνορ ήταν αρκετά μεγαλύτερος της, η Νόρα θυμόταν που της διηγόταν ότι ο Μελ Φιτζπάτρικ -ο πατέρας του πατέρα του- τον ανέβαζε στο άλογο πριν καλά καλά περπατήσει. Όλοι στην Κομητεία έλεγαν πάντα ότι ο Κόνορ είχε γεννηθεί πάνω στη σέλα. Και μήπως το αίμα του δεν

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

360

κυλούσε στις φλέβες του γιου του; Πώς μπόρεσε ν’ αφήσει το φόβο της να την παραλύσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην καταλαβαίνει το όνειρο του Ρόρι ν’ αποκτήσει το δικό του πόνι; Χρωστούσε στο γιο της μια συγνώμη. Κι ένα άλογο, παραδέχτηκε απρόθυμα. Καθώς γύριζε στο σπίτι, αποφάσισε πως, αν ο μικρός κοιμόταν μετά το συναισθηματικό του ξέσπασμα, θα περίμενε μέχρι το πρωί για να κάνει μαζί του αυτή την κουβέντα που έπρεπε να είχε γίνει εδώ και καιρό. Τώρα όμως, όπως στεκόταν στη μισοσκότεινη κουζίνα, άλλαξε γνώμη. «Δεν υπάρχει καλύτερη στιγμή από το τώρα», μουρμούρισε. Έσβησε τη μικρή λάμπα που είχε αφήσει αναμμένη η Φιόνα κι ανέβηκε πάνω. Η πόρτα του Ρόρι, όπως κι όλες οι άλλες στο σκοτεινό διάδρομο, ήταν κλειστή. Η Νόρα μπήκε στο δωμάτιο, νιώθοντας τη γνώριμη μητρική συγκίνηση που την κυρίευε κάθε φορά που έβλεπε το γιο της να κοιμάται. «Ρόρι». Έσκυψε πάνω από το κρεβάτι κι άπλωσε τα χέρια της μέσα στο σκοτάδι. Της φάνηκε κάπως παράξενο που δεν τον άκουγε ν’ ανασαίνει. «Ξύπνα, αγάπη μου. Η μαμά θέλει να σου πει κάτι». Το χέρι της άγγιξε το μαξιλάρι που ήταν γεμισμένο με τα πούπουλα από τις κότες που είχαν καταλήξει στο φούρνο. Ήταν περίεργα κρύο. «Ρόρι;» Η Νόρα άναψε τη λάμπα στο κομοδίνο. Όταν είδε το κρεβάτι άδειο, παγωμένα δάχτυλα έσφιξαν την καρδιά της. Ο Κουίν την άκουσε να έρχεται με το αυτοκίνητο, να μπαίνει στο σπίτι και ύστερα από λίγο ν’ ανεβαίνει επάνω. Καθόταν και την περίμενε, όταν όμως αφουγκράστηκε το τρίξιμο στην πόρτα του Ρόρι, απέναντι στο διάδρομο,

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

361

αποφάσισε να της δώσει πρώτα την ευκαιρία να συμφιλιωθεί με το γιο της προτού κάνει μαζί της τη συζήτηση που θεωρούσε απαραίτητη. Ήταν προετοιμασμένος να δεχτεί τις επικρίσεις της. Άλλωστε δεν θα του ‘λεγε τίποτα που να μην το είχε πει κι ο ίδιος στον εαυτό του καθώς μετέφερε τη φοράδα στη φάρμα της Κέιτ. Η συζήτηση με την κουνιάδα της Νόρας, η οποία του αποκάλυψε κι άλλες λεπτομέρειες για το θάνατο του Κόνορ όπως και το γεγονός ότι βρισκόταν σε κώμα επί τρεις ατέλειωτους μήνες- τον έκανε να αισθανθεί ακόμα μεγαλύτερες τύψεις. Αν και δεν του άρεσε καθόλου η σκέψη, συνειδητοποίησε εκ των υστέρων πως είχε αγοράσει το άλογο όχι μόνο για το αγοράκι αλλά και για τον εαυτό του. Ήταν ολοφάνερο πως η οικογένεια μπορεί να μην ήταν φτωχή, μα ούτε και τους περίσσευαν χρήματα. Του άρεσε να παίζει τον πλούσιο Αμερικανό, μοιράζοντας δώρα σαν τον Αϊ-Βασίλη. Θα την άφηνε να τον κατσαδιάσει όσο ήθελε, αποφάσισε, ενώ προσπαθούσε μάταια να δουλέψει το καινούριο του μυθιστόρημα όσο την περίμενε να γυρίσει. Κι έπειτα θα συμφωνούσε σε ό,τι του έλεγε. Και μετά, αν ήταν τυχερός, μια που είχε ήδη διαπιστώσει ότι η Νόρα ήταν καλοσυνάτη ψυχή, ίσως να τον συγχωρούσε. Και, αν ήταν ακόμα πιο τυχερός, ίσως να δεχόταν να συμφιλιωθούν στο κρεβάτι του. Άρχισε να φαντάζεται όλα όσα ήθελε να κάνει μαζί της, όταν η πόρτα του δωματίου του άνοιξε απότομα και την είδε να στέκεται στο κατώφλι. Το πρόσωπο της ήταν αφάνταστα χλομό. «Ο Ρόρι». Το βλέμμα της ήταν αγριεμένο σαν να ‘χε δραπετεύσει από κάποιο άσυλο. «Το ‘σκάσε. Τηλεφώνησα

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

362

όμως στην Κέιτ γιατί σκέφτηκα ότι μπορεί να ακολούθησε τη φοράδα στη φάρμα της και τον βρήκε στο στάβλο με το άλογο». Ο Κουίν πετάχτηκε από το κρεβάτι. «Ντύνομαι και φεύγουμε για να τον φέρουμε στο σπίτι». «Το ήλπιζα ότι θα μου το πρότεινες». Καθώς φορούσε το μπλουτζίν του και μια κολεγιακή μπλούζα, ο Κουίν ήξερε πως η Νόρα ήταν απολύτως ικανή να χειριστεί με το συνηθισμένο αποτελεσματικό της τρόπο το ζήτημα του γιου της που το ‘βαλε στα πόδια. Ωστόσο, αισθάνθηκε φοβερή ανακούφιση που τον ήθελε μαζί της. Προφανώς η Κέιτ είχε δίκιο: η Νόρα δεν ήταν άνθρωπος που κρατούσε κακία. «Ο Ρόρι δεν είναι το πρώτο αγόρι που το σκάει από το σπίτι του», τη βεβαίωσε. Κι ο ίδιος δεν το ‘χε κάνει αμέτρητες φορές, πριν καν φτάσει στην ηλικία του Ρόρι; Δυστυχώς, οι βοηθοί του σερίφη, οι αστυνόμοι ή οι κοινωνικοί λειτουργοί πάντα τον επέστρεφαν στους γονείς του. «Και δεν θα ‘ναι και το τελευταίο». Αφού φόρεσε τις μπότες του, την έκλεισε στην αγκαλιά του και τη φίλησε στους κροτάφους. Ήταν παγωμένη. Κι έτρεμε σύγκορμη. «Έλα, γλυκιά μου, πάμε να φέρουμε το γιο σου στο σπίτι». «Εγώ φταίω για όλα», ψιθύρισε η Νόρα πέντε λεπτά αργότερα, με το βλέμμα της καρφωμένο στο παρμπρίζ της Μερσεντές. Δεν έβλεπε τη βροχή που έπεφτε στο τζάμι, παρά μόνο το συντετριμμένο προσωπάκι του γιου της όταν στράφηκε κι έτρεξε μέσα στο σπίτι. «Ποτέ δεν θεώρησα καλό ν’ αποδίδω ευθύνες», παρατήρησε ο Κουίν ήπια. «Προσωπικά, το θεωρώ χάσιμο χρόνου. Αν,

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

363

όμως, κάποιος πρέπει να φταίει, τότε αυτός είμαι εγώ που έφερα αυτό το αναθεματισμένο άλογο στη φάρμα». «Ίσως θα ‘πρεπε να με ρωτήσεις», παραδέχτηκε εκείνη, σφίγγοντας τα χέρια της πάνω στα γόνατά της. «Μα υπήρξα υπερβολικά άκαμπτη». Ο Κουίν πήρε ένα από τα σφιγμένα, παγωμένα χέρια της μέσα στην παλάμη του κι έμπλεξε συντροφικά τα δάχτυλά του με τα δικά της. «Φαίνεται πως η Νόρα Φιτζπάτρικ δεν είναι τελικά έτοιμη να ανακηρυχτεί αγία». Παρά το φόβο που παρέμενε μέσα της αφότου βρήκε το κρεβάτι του γιου της άδειο και τη στενοχώρια της που αντάλλαξε τόσο βαριές κουβέντες με το παιδί της και με τον αγαπημένο της πατέρα, η Νόρα χαμογέλασε. Σκέφτηκε να πει άλλη μια φορά στον Κουίν πόσο καλός ήταν γι’ αυτή, μα ήξερε ότι εκείνος θ’ απέρριπτε τα λόγια της και τα αισθήματά της, όπως είχε κάνει και στο παρελθόν. «Δεν είναι κρίμα;» μουρμούρισε σιγανά. «Και πάνω που είχα συνηθίσει να φοράω αυτό το ωραίο χρυσό φωτοστέφανο». Το γέλιο του ήταν πλούσιο κι εγκάρδιο και γλίστρησε κάτω από το δέρμα της, μέσα στο αίμα της, λιώνοντας και τον τελευταίο πάγο. Η Κέιτ τους περίμενε έξω από το σπίτι, κάτω από τη λάμπα της βεράντας, κρατώντας στα χέρια της ένα φακό. «Είναι στο στάβλο. Τον βρήκα να κοιμάται και ήμουν έτοιμη να τον ξυπνήσω, αλλά μια που είχατε ξεκινήσει σκέφτηκα να περιμένω». Στράφηκε στη Νόρα. «Είναι ωραίο άλογο, Νόρα. Σταθερό, με γλυκό χαρακτήρα και, από τα χαρτιά που ο Κιν έδωσε στον Κουίν, φαίνεται πως είναι από καλή γενιά. Πολύ ευχαρίστως την παίρνω αν δεν τη θέλεις». «Όχι». Η Νόρα κούνησε το κεφάλι της και η απάντησή της ξάφνιασε τον Κουίν. «Ο Μπρέιντι έχει δίκιο. Ο Ρόρι

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

364

δικαιούται ν’ αποκτήσει ένα πόνι. Θα την κρατήσουμε. Μα θα το εκτιμούσα πολύ αν μπορούσε να μείνει εδώ μέχρι να της ετοιμάσω το στάβλο». Δεν είχε μπει κανένα άλογο στο στάβλο μετά το ατύχημα του Κόνορ. «Πολύ ευχαρίστως». Το επιδοκιμαστικά χαμόγελο της Κέιτ καθώς της έδινε το φακό έκρυψε το άσχημο προαίσθημά της. Όταν της τηλεφώνησε η Νόρα και αφού βρήκε τον Ρόρι στο στάβλο της, ευχήθηκε ότι το κακό που διαισθανόταν να ήταν το αγόρι που το είχε σκάσει. Μα τότε γιατί η ανησυχία της δεν εξαφανιζόταν; «Ο γιος σου και η φοράδα -και η Μέιβ, φυσικάβρίσκονται στο πρώτο παχνί». Κι εκεί τον βρήκαν, κουλουριασμένο πάνω στο άχυρο, με τα μπράτσα του τυλιγμένα γύρω από το λαιμό της Μέιβ, χρησιμοποιώντας το τεράστιο σκυλί για μαξιλάρι. Εκείνο τους κοίταξε μόλις έφτασαν και κούνησε χαρωπά την παχιά του ουρά. «Ρόρι». Η Νόρα γονάτισε δίπλα στον κοιμισμένο γιο της και του χάιδεψε τα μαλλιά. «Ξύπνα, αγάπη μου». Τα βλέφαρά του πετάρισαν. Όταν είδε τη μητέρα του, το κορμάκι του γέμισε ένταση και τα μπράτσα του σφίχτηκαν πιο πολύ γύρω από το σκυλί. Βλέποντας τα σημάδια από τα δάκρυα στα μάγουλά του και το φόβο στα μάτια του, η Νόρα δάγκωσε τα χείλη της για να μη βάλει κι αυτή τα κλάματα. «Ρόρι, με συγχωρείς. Προσπάθησα όσο μπορούσα να είμαι καλή μητέρα, αλλά...» «Αλλά δεν μπορώ να κρατήσω το πόνι», τη διέκοψε ανέκφραστα. «Όχι. Θέλω να πω, όχι, δεν είναι έτσι. Προσπαθώ να σου πω ότι είχα άδικο για το πόνι. Ο πατέρας σου ήταν σπουδαίος ιππέας, Ρόρι. Όλοι οι άντρες Φιτζπάτρικ ήταν. Είναι φυσικό

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

365

να κληρονόμησες την αγάπη τους για τ’ άλογα. Και η Κέιτ με διαβεβαίωσε πως πρόκειται για πολύ καλή φοράδα». «Α, είναι κάτι παραπάνω από καλή!» έσπευσε να συμφωνήσει ο Ρόρι. «Είναι η καλύτερη φοράδα σ’ όλο το Κασλ-λοχ. Η καλύτερη σ’ όλη τη χώρα». Το άλογο, που στεκόταν στο βάθος του παχνιού, χλιμίντρισε σιγανά συμφωνώντας. «Μου φαίνεται ότι πράγματι είναι η καλύτερη σ’ όλη την Ιρλανδία», είπε η Νόρα και είδε το αθώο προσωπάκι του γιου της να λάμπει. «Και νομίζω πως χρωστάμε στον Κουίν ένα ευχαριστώ γι’ αυτό το καταπληκτικό δώρο των γενεθλίων σου». «Ναι». Ο Ρόρι κοίταξε τον άντρα που στεκόταν δίπλα στη Νόρα σαν να ‘βλεπε έναν αρχαίο βασιλιά που ξαναζωντάνεψε. «Σ’ ευχαριστώ. Είναι το καλύτερο δώρο που πήρα ποτέ μου. Ακόμα καλύτερο κι από το Γεράκι της Χιλιετίας που μου έφερες από το Ντέρι». Ο Κουίν γέλασε, νιώθοντας παράλογα ευτυχισμένος, καθώς έσκυψε και πήρε το αγόρι στην αγκαλιά του. «Πίστεψέ με, Ρόρι, αγόρι μου», είπε, «δικιά μου ήταν η ευχαρίστηση. Ίσως, μια από αυτές τις μέρες, πριν τελειώσουν τα γυρίσματα, η θεία σου η Κέιτ μου δανείσει ένα από τα άλογά της για να πάμε μια βόλτα μαζί». Ο Ρόρι έριξε μια ματιά στη μητέρα του. «Καταπληκτική ιδέα», συμφώνησε η Νόρα. «Μπορεί να πάμε οι τρεις μας. Και, φυσικά, θα πάρουμε και τη Μέιβ», πρόσθεσε, καθώς το σκυλί σηκώθηκε και τεντώθηκε ευτυχισμένο. Το χαμόγελο του Ρόρι ήταν μια λευκή αστραπή στο μουντζουρωμένο του πρόσωπο. «Αυτή είναι η καλύτερη ιδέα που είχες ποτέ, μαμά».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

366

Κι όταν τα λεπτά μπρατσάκια τυλίχτηκαν γύρω από το λαιμό του, φέρνοντας μαζί τις μυρωδιές του αλόγου, του σανού και του εξάχρονου παιδιού, ο Κουίν ξέχασε ν’ ανησυχήσει επειδή συμφώνησε σιωπηρά με τα λόγια του Ρόρι. Αφού βεβαιώθηκε ότι η φοράδα θα γύριζε στη φάρμα μόλις ετοιμαζόταν ο στάβλος κι επιδιορθωνόταν ο φράχτης στο περιφραγμένο λιβάδι, ο Ρόρι αποκοιμήθηκε στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου σε όλη τη διαδρομή μέχρι το σπίτι. Καθώς ο Κουίν τον ανέβασε πάνω και τον έβαλαν μαζί στο κρεβάτι, η Νόρα δεν μπόρεσε να μη σκεφτεί πόσο όμορφα ένιωθε που ήταν μαζί του. Τόσο όμορφα, ώστε δεν δίστασε καθόλου να πάει στο δωμάτιο που κάποτε ήταν δικό της. «Σου χρωστάω μια συγνώμη», του είπε σιγανά, για να μην ξυπνήσει την οικογένειά της που κοιμόταν σ’ όλη τη διάρκεια αυτής της περιπέτειας. «Που ξέσπασα πάνω σου μ’ αυτό τον τρόπο». «Μου άξιζε». Επειδή είχε περάσει πολλή ώρα από την τελευταία φορά που την είχε φιλήσει, ο Κουίν άγγιξε ανάλαφρα τα χείλη της με τα δικά του. «Ήξερα, βέβαια, για το ατύχημα του Κόνορ». Το θεώρησε μεγάλη πρόοδο που κατάφερε να προφέρει το όνομα του νεκρού του αντιζήλου χωρίς να πνιγεί. «Όταν όμως η Κέιτ μου είπε και τις λεπτομέρειες, κατάλαβα γιατί έχασες την ψυχραιμία σου». «Φοβόμουν τόσο πολύ για τον Ρόρι». Απολαμβάνοντας την παρηγοριά των δυνατών του μπράτσων, η Νόρα ένιωσε εξαντλημένη ψυχικά, σωματικά και διανοητικά όσο ποτέ άλλοτε στη ζωή της. «Πίστεψέ με, γλυκιά μου, ξέρω από πρώτο χέρι τι θα πει φόβος». Ακούμπησε τα χείλη του στο μάγουλο της κι ανταμείφθηκε μ’ έναν τρεμάμενο στεναγμό. «Παρ’ όλο, όμως, που ποτέ μου δεν υπήρξα πατέρας, ξέρω επίσης πως τα παιδιά

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

367

είναι εκπληκτικά ανθεκτικά». Ο Κουίν σκέφτηκε να μοιραστεί ένα μέρος από το παρελθόν του, σαν απόδειξη των λόγων του, μα έπειτα επέτρεψε στον εαυτό του να ξεχαστεί, όταν τα χέρια της γλίστρησαν κάτω από την μπλούζα του και χάιδεψαν την πλάτη του. «Δεν μπορείς να κρατήσεις τον Ρόρι δεμένο για πάντα στην ποδιά σου». Το στόμα του σφράγισε πάλι τα χείλη της. Τα γεύτηκε. Τα ερέθισε. Τα τυράννησε. «Όσο ωραία ποδιά κι αν είναι», πρόσθεσε, λύνοντας την ποδιά που η Νόρα είχε ξεχάσει ότι φορούσε από την ώρα που βγήκε από την κουζίνα για να τον υποδεχθεί πριν από τόσες ώρες. «Θα πρέπει να είμαστε πολύ ήσυχοι», του ψιθύρισε. Όταν θυμήθηκε πώς την έκανε να φωνάζει από ηδονή στο αυτοκίνητο, η Νόρα αναρωτήθηκε ποιον προειδοποιούσε. Τον Κουίν ή τον εαυτό της; «Σαν ποντίκια», της απάντησε, βγάζοντάς της το πράσινο πουλόβερ με μια επιδέξια κίνηση. Και, όπως είχε κάνει πρωτύτερα με τον Ρόρι, τη σήκωσε στην αγκαλιά του και την ακούμπησε στο κρεβάτι. Κι αυτές ήταν οι τελευταίες κουβέντες που είπαν ο Κουίν και η Νόρα για πολλές πολλές ώρες.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

368

22 Δάκρυα στα Ρείκια Η Νόρα ξύπνησε ακούγοντας τους κορυδαλλούς να κελαηδάνε στα λιβάδια. Άνοιξε τα μάτια της και βρέθηκε να κοιτάζει τα μάτια του Κουίν. «Καλημέρα», ψιθύρισε εκείνος και παραμέρισε τις μεταξένιες τούφες από το πρόσωπο της. «Σου είπα ότι το να ξυπνάω κάθε πρωί μ’ εσένα στο κρεβάτι μου μπορεί να γίνει πολύ εύκολα η αγαπημένη μου απασχόληση;» Απολαμβάνοντας τη ζεστασιά του βλέμματος του και την αίσθηση του μυώδους κορμιού του που ήταν κολλημένο πάνω στο δικό της, η Νόρα χαμογέλασε. «Και η δική μου», ομολόγησε. «Θα πρέπει να μιλήσουμε». Ακούμπησε την παλάμη του στο μάγουλο της και η ερωτική λαχτάρα που η Νόρα είχε δει να καθρεφτίζεται στα μάτια του έγινε ακόμα πιο επίμονη. «Για μένα». Ο αντίχειράς του χάραξε ένα καυτό μονοπάτι γύρω από το στόμα της που το φιλούσε όλη νύχτα. «Για σένα». Την έσφιξε πάνω του. «Για μας». Η ελπίδα ήταν ένα κατάλευκο περιστέρι που άπλωνε τα φτερά του και πετούσε μέσα στη ρομαντική της καρδιά. «Ναι». Τα χείλη της μισάνοιξαν και το κορμί της άρχισε πάλι να λιώνει.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

369

«Αργότερα». Ο Κουίν είχε πάψει πια ν’ αναρωτιέται γιατί του ήταν αδύνατο να χορτάσει αυτή τη γυναίκα. Θα περίμενε πως, ειδικά μετά τη χθεσινή νύχτα, θα ήταν τόσο εξαντλημένος -και σεξουαλικά χορτάτος- ώστε δεν θα λαχταρούσε να κάνει πάλι έρωτα μαζί της. Και δεν την ήθελε μόνο το κορμί του, συνειδητοποίησε, νιώθοντάς το πάλι να ερεθίζεται. Αν επρόκειτο για απλό σεξ, θα μπορούσε να το αντιμετωπίσει. Μα με την ίδια λαχτάρα την ήθελε και το μυαλό του. Όπως και η καρδιά του, που ένας Θεός ήξερε πως μέχρι τώρα δεν είχε καταλάβει ότι διέθετε. Επιτρέποντας στον εαυτό του να της δώσει ένα βαθύ φιλί που τον συγκλόνισε σύγκορμο, σηκώθηκε από το ζεστό κρεβάτι. «Πάω να κάνω ένα κρύο ντους, προτού ο Ρόρι ορμήσει εδώ μέσα για να βεβαιωθεί πως δεν ονειρεύτηκε χθες το βράδυ». Ο τρόπος που τον κοίταζε -και ειδικά εκείνο το μέρος της ανατομίας του που αναπόφευκτα σκλήραινε όποτε η Νόρα βρισκόταν κοντά του- τον έκανε να βογκήξει. «Συνειδητοποιείς, φυσικά, πως αν συνεχίσεις να με κοιτάζεις έτσι θα διακινδυνεύσουμε να βρεθούμε σε πολύ δύσκολη θέση». «Το ξέρω». Η Νόρα αναστέναξε. Κι έπειτα χαμογέλασε. «Μα φαίνεται πως δεν μπορώ να συγκρατηθώ». Ανακάθισε στο κρεβάτι, χωρίς να τραβήξει το σεντόνι που γλίστρησε, αποκαλύπτοντας τα λευκά της στήθη με τις ρόδινες θηλές. «Είσαι ένας πολύ όμορφος άντρας, Κουίν Γκάλαχερ». Το φλογερό της βλέμμα πλανήθηκε σ’ όλο του το κορμί. «Νομίζω ότι εσένα σκεφτόταν ο Μιχαήλ Άγγελος όταν έφτιαχνε τον Δαβίδ».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

370

Το ντους θα πρέπει να είναι πολύ παγωμένο, σκέφτηκε ο Κουίν. «Θυμάσαι χθες το βράδυ; Όταν είπα ότι δεν πρόκειται να γίνεις αγία;» «Θυμάμαι τα πάντα από το χθεσινό βράδυ». Το χαμόγελο της ικανοποίησης στα χείλη της του θύμισε τη Βίβιαν Λη στο ρόλο της Σκάρλετ, μετά τη βραδιά που είχε περάσει με τον άντρα της. «Την κάθε λεπτομέρεια». «Δυσκολεύομαι ολοένα και περισσότερο να πιστέψω ότι έζησες ποτέ σε μοναστήρι». «Κι εγώ έχω αρχίσει να μην το πιστεύω». Αν την εποχή εκείνη είχε φαντασιώσεις σχετικά με όλα όσα της έφερνε στο νου η θέα του γυμνού κορμιού του Κουίν, θα ήταν αναγκασμένη να περνάει όλες τις ώρες της γονατιστή στο πέτρινο δάπεδο της εκκλησίας. «Όχι μόνο δεν είσαι αγία -είσαι μάγισσα». Το γέλιο ξεπήδησε από το στήθος του, παρ’ όλο που την ποθούσε τόσο ώστε πονούσε. «Αν ζούσες την εποχή της Ιεράς Εξέτασης, γλυκιά μου, η Εκκλησία θα σ’ έκαιγε στην πυρά». Ο αυτοέλεγχος του κόντευε να εξανεμιστεί και, προτού αρπάξει τη Νόρα και τη σύρει μαζί του στο μπάνιο, ο Κουίν βγήκε από το δωμάτιο. Η Νόρα ανακουφίστηκε στη σκέψη ότι ο Μπρέιντι θα κοιμόταν ως αργά, όπως φαινόταν. Ωστόσο δεν απόρησε. Μετά τον καβγά τους, ο πατέρας της σίγουρα θα πήγε στο Άιρις Ρόουζ και θα είπε σε όλους τι πεισματάρα κι άκαρδη γυναίκα ήταν η μεγαλύτερη κόρη του. «Όχι», μονολόγησε, καθώς ετοίμαζε πρωινό για όλη την οικογένεια. «Αυτό δεν είναι δίκαιο από μέρους μου». Ο Μπρέιντι δεν ήταν άνθρωπος που έβγαζε ποτέ τα άπλυτά τους

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

371

στη φόρα ούτε έλεγε κακή κουβέντα για κανέναν. Πόσο μάλλον για την οικογένειά του. Μήπως δεν συμφωνούσαν όλοι στην Κομητεία πως ο Μπρέιντι διέθετε τόση γενναιοδωρία όση μια ντουζίνα άντρες μαζί; Και γι’ αυτόν το λόγο, συλλογίστηκε αργότερα, χαιρετώντας τα παιδιά που πήγαιναν στο σταυροδρόμι για να πάρουν το λεωφορείο, είχε τολμήσει να ρισκάρει την οργή της, επιμένοντας ότι ο Ρόρι χρειαζόταν ένα πόνι. «Θα πρέπει να πάω να ζητήσω συγνώμη από τον μπαμπά», είπε στον Κουίν, ενώ κάθονταν μαζί στο τραπέζι της κουζίνας. Η Φιόνα μόλις είχε φύγει για τη γειτονική πόλη Κάσλα, όπου θα έδινε συνέντευξη στον κέλτικο ραδιοφωνικό σταθμό σχετικά με την τρομακτική της εμπειρία στο Ντέρι. Η ίδια δεν είχε καμιά επιθυμία να γίνει διάσημη, εξήγησε στους άλλους, απλώς συμφώνησε να δώσει τη συνέντευξη γιατί επρόκειτο για μια τέλεια ευκαιρία να διαδώσει το μήνυμα της Μπερναντέτ. Ο Κουίν σκέπασε την παλάμη της Νόρας με τη δική του. «Το κατάλαβε πως ήσουν ταραγμένη». «Δεν έχει σημασία, εγώ πρέπει να του ζητήσω συγνώμη». Θυμίζοντας στον εαυτό του πόση σημασία είχαν οι λέξεις για τους Ιρλανδούς, ο Κουίν σκέφτηκε ότι κι ο ίδιος χρωστούσε στη Νόρα κάμποσες. Λέξεις που δεν τις είχε απευθύνει ποτέ μεγαλόφωνα σε άλλον άνθρωπο. Λέξεις που δεν πίστευε ποτέ ότι θα ‘θελε να απευθύνει σε μια γυναίκα. Λέξεις που ακόμα δεν ήταν σίγουρος πως είχε το δικαίωμα να της πει. Όσο κι αν ήθελε να πιστέψει στο μέλλον, δεν μπορούσε να επιτρέψει απόλυτα στον εαυτό του να περιμένει με ανυπομονησία ένα ευτυχισμένο τέλος, αφού είχε περάσει όλη του τη ζωή περιμένοντας το χειρότερο. Νιώθοντας το κουράγιο του να εξανεμίζεται κιόλας, ο Κουίν σκέφτηκε πως, μια που ήδη περίμενε τόσο καιρό, λίγα λεπτά

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

372

παραπάνω δεν είχαν σημασία. Δεν είχε καμιά όρεξη να μπει ο Μπρέιντι στην κουζίνα την ώρα που θα πάλευε να εξηγήσει στη Νόρα πως την είχε ερωτευτεί. Σηκώθηκε από το τραπέζι και ξαναγέμισε με καφέ το φλιτζάνι του. «Πόση ώρα λες να κοιμάται ακόμα;» «Δεν ξέρω». Εκείνη έριξε μια ματιά στο ρολόι του τοίχου κι έσμιξε τα φρύδια της. «Συνήθως είναι ξύπνιος τέτοια ώρα. Ίσως να πρέπει να πάω να δω αν είναι καλά». Προτού προλάβει να σηκωθεί, χτύπησε το τηλέφωνο. Ο Κουίν, που ήταν ήδη όρθιος, είπε ότι θα το σήκωνε εκείνος και πήγε στο σαλόνι. Όταν ο Κουίν δεν γύρισε αμέσως, η Νόρα υπέθεσε πως θα ήταν η Κέιτ που τηλεφωνούσε για τη φοράδα. Αποφασίζοντας να τεμπελιάσει λίγο, έβαλε άλλο ένα φλιτζάνι τσάι και πρόσθεσε και το καθάρισμα του στάβλου στον κατάλογο με τις δουλειές της μέρας. «Υποθέτω ότι ο Ρόρι θα θέλει να βρει το πόνι του να τον περιμένει όταν γυρίσει σήμερα από το σχολείο», είπε, όταν ο Κουίν ξαναμπήκε στην κουζίνα. «Καλύτερα ν’ αρχίσω να ετοιμάζω...» Η φράση της κόπηκε στη μέση. «Κουίν;» Το πρόσωπο του ήταν πιο σκοτεινιασμένο από ποτέ άλλοτε. «Ο Μπρέιντι...» «Ο μπαμπάς;» Η Νόρα κοίταξε πίσω του. «Στο τηλέφωνο;» «Όχι». Εκείνος πέρασε το χέρι του μέσα στα μαύρα μαλλιά του κι έμοιαζε σαν να ήθελε να βρίσκεται οπουδήποτε αλλού εκτός από τη χαρωπή κουζίνα της Νόρας Φιτζπάτρικ. «Ήταν για τον πατέρα σου». «Α, μάλιστα». Εκείνη εξακολουθούσε να μην καταλαβαίνει το πρόβλημα. Δεν τηλεφωνούσαν συνέχεια ένα σωρό άνθρωποι για να ζητήσουν από τον Μπρέιντι να διηγηθεί τις ιστορίες του σε κάποια εκδήλωση που διοργάνωναν; Η Νόρα σηκώθηκε. «Εντάξει, θ’ ανέβω πάνω για...»

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

373

«Δεν είναι πάνω». Ο Κουίν διέσχισε το δωμάτιο και τύλιξε τα μπράτσα του γύρω της, σφίγγοντάς την τόσο δυνατά, ώστε της έκοψε την ανάσα. Εκείνη έγειρε το κεφάλι της στο πλάι. «Τι εννοείς; Φυσικά και είναι πάνω. Δεν τον περιμένουμε να κατέβει για να μιλήσουμε;» Ήταν αφάνταστα νευρική, καθώς περίμενε ν’ ακούσει τι είχε να πει ο Κουίν. «Γλυκιά μου», άρχισε εκείνος και η φωνή του ήταν τραχιά σαν καλντερίμι. Πήρε το πρόσωπο της ανάμεσα στις μεγάλες, δυνατές παλάμες του και η Νόρα είδε στο βλέμμα του την αγάπη για την οποία προσευχόταν και ήλπιζε. Μα και κάτι ακόμα. Συμπόνια; Οίκτο; «Ο πατέρας σου πέθανε». Όταν εκείνη τινάχτηκε, τα δάχτυλά του χάιδεψαν τα μάγουλά της με σκοπό να την παρηγορήσουν, όχι να την ερεθίσουν. «Πέθανε;» Αυτή η φωνή σίγουρα δεν είναι δική μου, συλλογίστηκε η Νόρα, ακούγοντας το στριγκό ήχο που ξεπήδησε από το λαιμό της. «Σήμερα το πρωί ένας αγρότης που πήγαινε τις αγελάδες του στη βοσκή τον βρήκε στο δρόμο, προς τη μεριά της γέφυρας. Ο γιατρός είπε πως μάλλον ήταν εκεί από χθες το βράδυ». Ο Κουίν πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε: «Πέθανε από την καρδιά του. Ο δόκτωρ Φλάνερι λέει ότι ο θάνατος του ήταν ακαριαίος», Η Νόρα ένιωσε το αίμα να στραγγίζει κυριολεκτικά από το πρόσωπο της. «Δεν το πιστεύω!» Τραβήχτηκε από την αγκαλιά του, βγήκε τρέχοντας από την κουζίνα κι ανέβηκε τη σκάλα χωρίς να βλέπει μπροστά της. Έτρεξε στο διάδρομο, πέρασε μπροστά από την κρεβατοκάμαρα του Ρόρι, τη δική της, της Μαίρης, του Τζον και της Φιόνα κι άνοιξε ορμητικά την πόρτα του μικρού δωματίου που ήταν χωμένο κάτω από τα δοκάρια της σκεπής·

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

374

εκεί όπου είχε μετακομίσει ο πατέρας της όταν η Νόρα παντρεύτηκε τον Κόνορ, λέγοντας πως εκείνοι έπρεπε να πάρουν τη μεγάλη κρεβατοκάμαρα. Το στενό σιδερένιο κρεβάτι ήταν άθικτο. Κανείς δεν είχε κοιμηθεί εκεί. Η Νόρα κοίταξε σαν χαμένη το δαντελένιο κάλυμμα που ήταν το γαμήλιο δώρο μιας θείας των Τζόις στους γονείς της. Ήταν όπως το ‘χε στρώσει χθες που άλλαξε τα σεντόνια. Άσπρες σκιές, σαν κρύσταλλοι χιονιού, άρχισαν να στροβιλίζονται μπροστά στα μάτια της. Στις παρυφές του συνειδητού της, αντιλήφθηκε τον Κουίν να έρχεται πίσω της. Να τυλίγει τους ώμους της με τα μπράτσα του, να την τραβάει στην αγκαλιά του, να της ψιθυρίζει λέξεις που γι’ αυτή δεν είχαν κανένα απολύτως νόημα. Η χιονοθύελλα μπροστά στα μάτια της χειροτέρεψε, τυφλώνοντάς την, παγώνοντας το αίμα στις φλέβες της. Κι έπειτα, η Νόρα Φιτζπάτρικ, που δεν είχε λιποθυμήσει ποτέ της -ούτε καν όταν έμαθε ότι το άτι του συζύγου της δεν κατάφερε να πηδήξει εκείνο τον πέτρινο τοίχο, κάπου στην απόμακρη βραχώδη ακτή της Βρετάνης- παραδόθηκε στο σκοτάδι. Ο Μπρέιντι υπήρξε ένας άνθρωπος που πάντα τιμούσε την παράδοση. Κι έτσι, ο θάνατος του έθεσε σε λειτουργία μια τελετουργική σειρά γεγονότων, αρχίζοντας με μια ολονυχτία στο σπίτι του, παρ’ όλο που αυτό το έθιμο ήταν πια παρωχημένο και ξεχασμένο λόγω της επίδρασης του σύγχρονου καθολικισμού. Μια που ήταν εξαιρετικά αγαπητός κι όλοι τον θεωρούσαν καλοσυνάτο και γενναιόδωρο, το μικρό σπίτι γέμισε από τους φίλους του που είχαν έρθει από κάθε γωνιά του νησιού. Μερικοί δεν τον γνώριζαν προσωπικά, αλλά ένιωσαν την

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

375

ανάγκη να ενωθούν μαζί με όσους είχαν μαζευτεί στη φάρμα όχι για να πενθήσουν το θάνατο του Μπρέιντι Τζόις, αλλά για να γιορτάσουν τον αξιοθαύμαστο βίο του. Η μπίρα Γκίνες και το ουίσκι Τζέιμσον έρεαν σαν ποτάμι και οι ιστορίες που ακούγονταν ήταν η μια πιο εξωφρενική από την άλλη, όσο κι αν όλοι συμφωνούσαν πως κανείς δεν είχε το ταλέντο του Μπρέιντι στην αφήγηση. Η Νόρα κυκλοφορούσε ανάμεσα στον κόσμο όπως από τη στιγμή που ξαναβρήκε τις αισθήσεις της στην αγκαλιά του Κουίν: τελείως μηχανικά. Παρ’ όλο που κατάφερνε να χαμογελάει όταν έπρεπε και θυμήθηκε να ευχαριστήσει τις γυναίκες για τα φαγητά που έφεραν και τους άντρες που μοιράστηκαν με τους υπόλοιπους αυτές τις όμορφες αναμνήσεις, δεν μπορούσε να πάψει να σκέφτεται τον πατέρα της που πέθανε ολομόναχος στον έρημο, σκοτεινό δρόμο, ενώ στ’ αυτιά του αντηχούσε η θυμωμένη της απειλή ότι θα μετακόμιζε στο Γκόλγουεϊ. «Δεν ήταν δικό σου το φταίξιμο», της είπε για άλλη μια φορά ο Κουίν, όταν ανέβηκε πάνω και τη βρήκε να κάθεται δίπλα στο κρεβάτι του πατέρα της. Παρ’ όλο που είχε συμφωνήσει να γίνει η αγρυπνία, είχε αρνηθεί πεισματικά να βάλει τη σορό του πατέρα της στη μέση του σαλονιού όλη νύχτα, μ’ όλο εκείνο τον κόσμο τριγύρω. Όσο κι αν ένα μέρος του εαυτού του έβρισκε λίγο μακάβριο το σκοπό της αγρυπνίας -φύλαγαν την ψυχή του πεθαμένου για να μην την πάρει ο διάβολος μέχρι να τον θάψουν- ο Κουίν κατανοούσε την ουσία της. Και δεν υπήρχε αμφιβολία πως, με εξαίρεση τη Νόρα που ήταν απαρηγόρητη, η αγρυπνία έμοιαζε να καταπραΰνει κάπως τον πόνο της υπόλοιπης οικογένειας.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

376

Πράγματι, η ιδέα πως ο θάνατος δεν ήταν παρά ένα μέρος του κύκλου της ζωής ήταν παραδόξως καθησυχαστική. «Μια αναγκαία φάση που πρέπει να περάσουμε όλοι πριν φτάσουμε στην αιωνιότητα», είπε ο αδερφός της Νόρας, ο Φιν, ο οποίος είχε έρθει από την Αυστραλία. «Τα λόγια μου τον σκότωσαν». Η φωνή της αντήχησε σαν πένθιμη καμπάνα μέσα στο ήσυχο δωμάτιο. Κόντευε να χαράξει. Μια ρόδινη ιριδίζουσα λάμψη υποσχόταν τον ερχομό της καινούριας μέρας. «Το κεφάλι του τον σκότωσε». Ο Κουίν επανέλαβε ό,τι της έλεγαν όλοι. Ξανά και ξανά. Δυστυχώς, κανένα επιχείρημα, καμιά καλοπροαίρετη παρηγορητική κουβέντα δεν μπορούσε να ελαφρύνει τις τύψεις που είχαν ριζώσει στην καλή της καρδιά. «Ο δόκτωρ Φλάνερι είπε πως του είχε συστήσει εδώ και μήνες να κάνει εγχείρηση μπάι πας». «Ο δόκτωρ Φλάνερι θα ‘πρεπε να το πει σ’ εμένα». «Ο Μπρέιντι δεν τον άφησε. Και ακόμα κι εδώ, στην άκρη του πουθενά, ισχύει το ιατρικό απόρρητο ανάμεσα στο γιατρό και τον ασθενή». Τα μάτια της ήταν θλιμμένα κι ασυνήθιστα ανέκφραστα- οι μαύροι κύκλοι που τα στεφάνωναν πρόδιδαν ότι δεν είχε κλείσει μάτι. «Αν το ‘ξερα, θα μπορούσα κάτι να ‘χω κάνει». Ξέροντας πώς χώρισαν πατέρας και κόρη, ο Κουίν, όπως και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, φέρονταν στη Νόρα συναινετικά. Μα τώρα εκείνος άρχισε ν’ αναρωτιέται μήπως αυτό τελικά ήταν λάθος. «Τι θα μπορούσες να ‘χες κάνει;» την προκάλεσε ήπια, τραβώντας μια ξύλινη καρέκλα για να καθίσει δίπλα της. «Θα τον χτυπούσες μ’ ένα φτυάρι στο κεφάλι και θα τον έσερνες στο νοσοκομείο για να κάνει την εγχείρηση;» «Όχι, αλλά...»

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

377

«Πιστεύεις μήπως ότι θα κατάφερνες να του αλλάξεις γνώμη; Θα τον έκανες να καταλάβει το σφάλμα του;» Εκείνη αναστέναξε βαριά. «Ο μπαμπάς ήταν φοβερά ισχυρογνώμων με τον τρόπο του». «Και σχεδόν τόσο πεισματάρης όσο και η αξιολάτρευτη κόρη του», είπε ο Κουίν, παίρνοντας το χέρι της κι ακουμπώντας το στα χείλη του. Όταν εκείνη προσπάθησε να το τραβήξει, το ‘σφίξε πιο δυνατά. «Πάρ’ το απόφαση, γλυκιά μου. Παρ’ όλο που μπορεί να μη φερόταν πάντα σαν ενήλικος, ο πατέρας σου ήταν μεγάλος άνθρωπος. Ικανός ν’ αποφασίζει μόνος του για τη ζωή του». «Δεν μπορώ να πιστέψω ότι αποφάσισε να πεθάνει μόνος του σ’ εκείνον το δρόμο». Οι λέξεις πνίγηκαν στο λαιμό της και τα δάκρυα που συγκρατούσε έκαιγαν τα μάτια της. «Χωρίς την οικογένειά του γύρω του». Δεν τράβηξε το χέρι της, μόνο έστρεψε το βλέμμα της πάλι στο κρεβάτι. Τι περίεργο που είναι, συλλογίστηκε, ένας τόσο ζωντανός άνθρωπος να κείτεται ασάλευτος και γαλήνιος. Η παρουσία του Μπρέιντι Τζόις γέμιζε ζωντάνια ένα δωμάτιο, έφερνε μαζί του μια χρυσή λάμψη που έκανε την ατμόσφαιρα γύρω του μεθυστική σαν γαλλική σαμπάνια. Μα τώρα της θύμιζε πορσελάνινο άγαλμα κρυμμένο σε κάποια κόχη της εκκλησίας. «Αν μη τι άλλο είχε οικογένεια». Η ανησυχία του για τη Νόρα και η σύγχυσή του που δεν μπορούσε να την πλησιάσει περισσότερο ώθησαν τον Κουίν να κάνει άλλη μια προσπάθεια. «Ανθρώπους που τον αγαπούσαν δίχως όρους, δίχως προϋποθέσεις». Όπως ο Κουίν αγαπούσε τώρα πια τη Νόρα. Δυστυχώς, προτού βρει την ευκαιρία να μοιραστεί μαζί της αυτά τα συγκλονιστικά νέα, έλαβαν το μοιραίο τηλεφώνημα και τα

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

378

σχέδιά του πήγαν περίπατο. Θα υπήρχε χρόνος αργότερα να της πει πώς αισθανόταν γι’ αυτή και για όλη την οικογένεια Τζόις/Φιτζπάτρικ, καθησύχαζε τον εαυτό του τις δύο τελευταίες μέρες. Στο κάτω κάτω, είχαν μια ολόκληρη ζωή μπροστά τους. Ή και πολλές ζωές, αν πίστευε την Κέιτ, κάποιες από τις οποίες τις είχαν ήδη ζήσει. Και αν ακόμα αποδεικνυόταν εσφαλμένη η θεωρία της κουνιάδας της Νόρας για τη μετεμψύχωση, ο Κουίν ήταν πρόθυμος ν’ ασπαστεί τις θρησκευτικές δοξασίες της Φιόνα. Τώρα, καθώς χάραζε αργά η μέρα της κηδείας, αποφάσισε πως δεν θα του ήταν καθόλου δυσάρεστο να περάσει μια αιωνιότητα στο πλάι αυτής της τόσο ξεχωριστής γυναίκας. Παρά την τραγικότητα της στιγμής, ο Κουίν συλλογίστηκε ότι το γεγονός πως αυτή η θερμή και γενναιόδωρη γυναίκα τον είχε ερωτευτεί ήταν το μοναδικό θαύμα που είχε συμβεί ποτέ στη ζωή του. Στη μέση του Θανάτου είμαστε η ζωή... Τα λόγια του Φιν στην επικήδεια λειτουργία συνέχισαν ν’ αντηχούν στα αυτιά της Νόρας, καθώς, σύμφωνα με την παράδοση, ο Μπρέιντι έκανε το τελευταίο του ταξίδι πάνω στους ώμους των γιων και των στενότερων φίλων του. Παρ’ όλο που έβρεχε όταν ξημέρωσε, η Μητέρα Φύση και οι αρχαίες κέλτικες θεές του καιρού συνεργάστηκαν κι έτσι η βροχή σταμάτησε προτού βγουν από την παλιά πέτρινη εκκλησία. Ο Μάικλ βρισκόταν στο μπροστινό μέρος του φέρετρου, ο Φιν στο πίσω. Ο Φιν, με το πέρασμα του χρόνου, έμοιαζε τόσο πολύ στον πατέρα τους, ώστε η Νόρα άκουγε τον κόσμο να λέει πως, όταν έβλεπαν τον παπά, ήταν σαν να ‘βλεπαν τον Μπρέιντι Τζόις πριν από τριάντα χρόνια. Ο Τζον βρισκόταν

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

379

στα δεξιά και, ύστερα από παράκληση της Φιόνα, ο Κουίν ήταν ο τέταρτος νεκροπομπός. Ενδιάμεσα οι άντρες του χωριού αντικαθιστούσαν ο ένας τον άλλο, καθώς προχωρούσαν αργά στο δρόμο προς το νεκροταφείο που έβλεπε στη θάλασσα. Κοιτώντας το μικρότερο αδερφό της με το σοβαρό σκούρο κοστούμι του, ο οποίος είχε φτάσει σχεδόν στο ύψος τον Μάικλ και περνούσε ήδη ένα κεφάλι τον Φιν, η Νόρα διαπίστωσε ξαφνιασμένη ότι ο Τζον κόντευε να γίνει πια κανονικός άντρας. Καθώς ακολουθούσε το φέρετρο μαζί με τη γιαγιά της, τις αδερφές της, το γιο της, την Κέιτ, τον Τζέιμι και την Μπρίτζιντ, θυμήθηκε για άλλη μια φορά πως η οικογένεια σύντομα θα ‘πρεπε ν’ αποχαιρετήσει κι άλλο ένα μέλος της, παρ’ όλο που ευτυχώς η αναχώρηση του Τζον δεν θα ήταν οριστική. Ήξερε, ωστόσο, πως όταν θα πήγαινε στο πανεπιστήμιο ο αδερφός της θα άλλαζε. Όλη η οικογένεια θα άλλαζε πιθανόν. Αναστέναξε κοιτώντας τη Μαίρη, η οποία είχε βάλει πάλι τα κατάμαυρα ρούχα που είχε ξεχάσει για ένα διάστημα, ύστερα από κείνη τη μεταμεσονύχτια κουβέντα της με τον Κουίν. Όλα άλλαζαν. Καμιά φορά υπερβολικά γρήγορα. Του χρόνου, τέτοια εποχή, θα ‘φεύγε και η Μαίρη -για να σπουδάσει κι όχι να παντρευτεί, όπως ήλπιζε η Νόρα. Και σαν να μην της έφταναν οι έννοιες της -πάνω που είχε ηρεμήσει κάπως από την έννοια του Τζακ με τις αυξημένες ορμόνες- η αδερφή της είχε επιστρέψει από τα γυρίσματα στη λίμνη ανακοινώνοντας ότι ήθελε να γίνει ηθοποιός. Η Νόρα δεν είχε καταλήξει ακόμα πώς της φαινόταν αυτό και παρ’ όλο που σκόπευε να ρωτήσει τον Κουίν περισσότερα πράγματα για το χώρο του κινηματογράφου, ο θάνατος του

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

380

πατέρα της δεν τους επέτρεψε να βρουν λίγο χρόνο για να μιλήσουν για οτιδήποτε προσωπικό. «Είσαι καλά;» ρώτησε τη Φιόνα που περπατούσε δίπλα της. Η Νόρα είχε προτείνει να πάει η γιαγιά της μ’ ένα αυτοκίνητο στο νεκροταφείο, εκείνη ωστόσο επέμενε να περπατήσει μαζί με τους υπόλοιπους. «Όσο καλά μπορεί να είναι κανείς σε τέτοιες περιστάσεις, υποθέτω». Πράγματι, φαινόταν εξαιρετικά θαλερή για την ηλικία της, παρά τη στενοχώρια που είχε χαράξει καινούριες ρυτίδες στο πρόσωπο της. «Δεν είναι σωστό να πεθαίνει το παιδί πριν από το γονιό». Οι σκοτεινές κι ένοχες σκέψεις της Νόρας έτρεξαν αμέσως στον Ρόρι. «Πώς μπορείς και το αντέχεις;» ρώτησε, πιάνοντας ασυναίσθητα το χέρι του γιου της. «Έχω πίστη», αποκρίθηκε η ηλικιωμένη γυναίκα χωρίς κανένα δισταγμό. «Θυμίζω διαρκώς στον εαυτό μου πως δεν είναι το παιδί μου μέσα σ’ αυτό το ξύλινο κουτί. Ο αγαπημένος μου Μπρέιντι είναι στον παράδεισο μαζί με τον καλό του πατέρα. Και τον καημένο τον αδερφούλη του, τον Λίαμ, και την αδερφή τους την Κάθριν». Η Νόρα ήξερε πως ο Λίαμ είχε πεθάνει από περιτονίτιδα λίγο μετά τα δωδέκατα γενέθλιά του, που τα είχαν γιορτάσει στην παραλία. Οι πόνοι στην κοιλιά του είχαν παρερμηνευτεί τραγικά ότι προκλήθηκαν από την πολλή τούρτα και το παγωτό που έφαγε. Η θεία της Νόρας, η Κάθριν, είχε πεθάνει ήρεμα στον ύπνο της τον προηγούμενο χειμώνα. «Και, φυσικά», πρόσθεσε η Φιόνα, «το πιο σημαντικό είναι πως ξαναβρήκε επιτέλους τη λατρεμένη του Έλινορ κι αυτό θα πρέπει να γιορταστεί και εδώ και στον παράδεισο». Όσο κι αν η Νόρα ήλπιζε ότι η γιαγιά της είχε δίκιο, δεν μπορούσε να πάψει να κατηγορεί τον εαυτό της.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

381

Έφτασαν στην πύλη του νεκροταφείου, όπου οι κάτοικοι του Κασλ-λοχ αναπαύονταν πάνω από πεντακόσια χρόνια. Περνώντας ανάμεσα από ψηλούς κέλτικους σταυρούς και γκρίζες ταφόπετρες, όπου σε κάποιες από αυτές τα ονόματα είχαν ξεθωριάσει από τον άνεμο και τη βροχή, συνέχισαν την πορεία τους κάτω από τα σκοτεινά σύννεφα, ώσπου έφτασαν στον οικογενειακό τάφο των Τζόις. Ένας τάφος είχε σκαφτεί για τον Μπρέιντι δίπλα στον τάφο της γυναίκας του. Όταν είδε τη μαρμάρινη ταφόπλακα, που ο πατέρας της είχε αγοράσει πρόσφατα, έτοιμη να στηθεί, η Νόρα έπνιξε ένα λυγμό. Οι άντρες ακούμπησαν το φέρετρο στο χώμα και στάθηκαν δίπλα στην οικογένεια. Παρ’ όλο που εξακολουθούσε ν’ ανησυχεί για τη Νόρα, ο Κουίν αναθάρρησε που εκείνη δεν τραβήχτηκε όταν την αγκάλιασε από τη μέση. Το ότι το κορμί της έμοιαζε με πέτρα κάτω από το άγγιγμά του ήταν λιγότερο ενθαρρυντικό. Ο Φιν ολοκλήρωσε τη λειτουργία στα κέλτικα. Στα αυτιά του Κουίν ακουγόταν τελείως ακατανόητη. Μόλις οι παρευρισκόμενοι έκαναν το σημείο του σταυρού, ο Φέργκους, ο σύντροφος του Μπρέιντι στο παμπ, προχώρησε μπροστά κι άρχισε να τραγουδάει. Ποτέ στη ζωή του δεν είχε ξανακούσει τέτοιο τραγούδι ο Κουίν. Χωρίς καμιά συνοδεία, η φωνή του ηλικιωμένου άντρα μεταμορφώθηκε σε όργανο. Οι στίχοι και ο ρυθμός έβγαιναν στρογγυλεμένοι όπως οι σκαλιστοί καμπυλόγραμμοι σταυροί στους διπλανούς τάφους. Ο Φέργκους στεκόταν ακίνητος όπως αυτές οι σιωπηλές ταφόπετρες, με το βλέμμα καρφωμένο πέρα από τα βράχια, ατενίζοντας τη θάλασσα. Ή την αιωνιότητα, συλλογίστηκε ο Κουίν.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

382

Στο λιβάδι από κάτω, ένα κοπάδι από άσπρα άλογα πρόβαλε ξαφνικά μέσα από την ομίχλη, καλπάζοντας κατά μήκος του αφρού των κυμάτων, στην άκρη της θάλασσας, μοιάζοντας με τα άτια-φαντάσματα του περσινού του βιβλίου. Όσο οι κέλτικοι στίχοι ταξίδευαν στην αύρα σαν θαλασσοπούλια, ανεβαίνοντας ολοένα και ψηλότερα στον αλμυρό αέρα, η έκφραση του τραγουδιστή παρέμενε τελείως αποστασιοποιημένη από το ολοφάνερα συγκινητικό περιεχόμενο του τραγουδιού του. Ο Κουίν δεν ήταν ο μόνος που είχε μαγευτεί. Τα δάκρυα κυλούσαν χωρίς καμιά ντροπή στα μάγουλα των γυναικών και μερικών αντρών, καθώς το μαγευτικό τραγούδι συνεχιζόταν, άλλαζε αδιάκοπα, με αυτοσχέδιες παραλλαγές του ίδιου θέματος. Και ξαφνικά, χωρίς καμιά απολύτως προειδοποίηση, το μοιρολόι τέλειωσε και τα μάγια λύθηκαν. «Θεέ μου, ήταν συγκλονιστικό», ψιθύρισε ο Κουίν στη Νόρα, η οποία κοίταζε τη μαύρη τρύπα που έχασκε στο χώμα σ’ όλη τη διάρκεια του τραγουδιού. «Εδώ, στα δυτικά, μόνο οι ηλικιωμένοι που μιλάνε την κέλτικη γλώσσα πιο φυσικά κι όχι όπως τη μαθαίνουμε εμείς στο σχολείο μπορούν να τραγουδήσουν έτσι», του εξήγησε ο Τζον, όταν είδε την αδερφή του να μην ανταποκρίνεται. «Μα τώρα αυτός ο τύπος τραγουδιού γίνεται όλο και πιο δημοφιλής στους νεότερους. Έχω ένα φίλο που παίρνει μαθήματα κι ελπίζει να βγάζει το ψωμί του τραγουδώντας μ’ ένα γκρουπ». «Ο γιος μου κι ο Φέργκους καμιά φορά έδιναν μαζί παραστάσεις», τον πληροφόρησε η Φιόνα. «Σε πανηγύρια, γάμους και παρόμοιες εκδηλώσεις». «Θα πρέπει να ήταν καταπληκτικό να τους ακούει κανείς», είπε ο Κουίν, ενώ από μέσα του ευχόταν να είχε σκεφτεί να

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

383

κινηματογραφήσει -ή έστω να ηχογραφήσει- τον Μπρέιντι ν’ αφηγείται τις ιστορίες του. «Τον Μπρέιντι με τους μύθους του και τον Φέργκους με το τραγούδι του». «Ναι. Πολλές φορές έτσι έβγαζαν τα λεφτά για ν’ αγοράσουμε σπόρους. Ο γιος μου μπορεί να μην ήταν καλός αγρότης, μα έθρεφε την οικογένειά του με τον τρόπο του». Ο Κουίν άκουσε άλλο έναν πνιχτό λυγμό από τη Νόρα. Αντίθετα με όλους τους άλλους, τα μάτια της παρέμειναν στεγνά κι εκείνος σκέφτηκε τι μάχη θα ‘πρεπε να ‘δινε μέσα της για να χαλιναγωγεί έτσι τα θυελλώδη της συναισθήματα. Στη διαδρομή προς τη φάρμα, ο Κουίν καθόταν από τη μια μεριά της Νόρας, στη λιμουζίνα του νεκροθάφτη, κι ο Ρόρι από την άλλη. Εκείνη κουβέντιαζε με κόπο με το αγόρι, συμφωνώντας πως, ναι, τα λουλούδια ήταν πράγματι υπέροχα, ναι, ήταν φοβερή σύμπτωση που ο Μπρέιντι είχε σκεφτεί ν’ αγοράσει αυτή την όμορφη μαρμάρινη ταφόπλακα και, ναι, ο Φέργκους τραγούδησε πιο ωραία από κάθε άλλη φορά. Έλεγε όλες τις σωστές λέξεις, απαντούσε όποτε έπρεπε, μα όταν ο Κουίν αντάλλαξε ένα βλέμμα με την Κέιτ, η οποία καθόταν μαζί με τα παιδιά της στο απέναντι κάθισμα, κατάλαβε πως σκέφτονταν το ίδιο πράγμα: το μυαλό και η καρδιά της Νόρας είχαν αποσυνδεθεί. Αν ήλπιζε πως σύντομα θα ‘βρίσκε την ευκαιρία να της μιλήσει, οι αμέτρητοι άνθρωποι που επέστρεψαν στη φάρμα για το καθιερωμένο δείπνο μετά την κηδεία ανέτρεψαν τα σχέδιά του. Ο Κουίν βρέθηκε στριμωγμένος από τους κατοίκους του χωριού που ήθελαν να μάθουν τα πάντα για την εξέλιξη της ταινίας. Είχε δει την Κυρά; Πίστευε στην ύπαρξή της; Και πόσα χρήματα μπορούσε να βγάλει κάποιος γράφοντας τέτοια

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

384

βιβλία; Όλες αυτές ήταν ερωτήσεις που του είχαν γίνει αμέτρητες φορές και, σε φυσιολογικές συνθήκες, δεν θα τον ενοχλούσαν. Μα οι συνθήκες δεν ήταν φυσιολογικές. Κάποια στιγμή, όταν μπήκε στην κουζίνα για να πάρει άλλη μια πιατέλα με ζαμπόν έπειτα από παράκληση της Φιόνα, τον στρίμωξε μια γυναίκα που του συστήθηκε ως κυρία Σίχαν και τον πληροφόρησε πως στο χασάπικο της μόλις είχε έρθει μια εξαιρετική παρτίδα γαλλικού πατέ. «Χαίρομαι που μου το λέτε», αποκρίθηκε υποχρεωτικά, ενώ αναρωτιόταν γιατί η γυναίκα τού έδινε αυτή την πληροφορία. «Σκέφτηκα πως θα θέλατε να το έχετε υπόψη σας», του είπε εκείνη, ρίχνοντας μια ματιά στην άλλη άκρη του δωματίου, όπου η Νόρα έγνεφε σε κάτι που της έλεγε ο πάτερ Ο’ Μάλεϊ. Ο Κουίν, που την ήξερε πια καλά, καταλάβαινε πως το μυαλό της ήταν αλλού. Στο νεκροταφείο; Ή, που να πάρει ο διάολος, σκέφτηκε συγχυσμένος, στο δρόμο όπου ο Μπρέιντι είχε πεθάνει ολομόναχος; «Για την περίπτωση που σχεδιάζετε με τη Νόρα να κάνετε δεξίωση μετά το γάμο», συνέχισε η γυναίκα. Ο Κουίν την κοίταξε άναυδος, όχι τόσο επειδή του ανέφερε την πιθανότητα του γάμου, αλλά για την αδιακρισία της να κουβεντιάζει ένα τέτοιο ζήτημα τη μέρα που έθαψαν τον πατέρα της Νόρας. «Μήπως είναι καλύτερα να μιλήσω στη Νόρα;» πρότεινε η κυρία Σίχαν και φάνηκε έτοιμη να το κάνει. «Όχι. Θα το συζητήσω εγώ μαζί της κάποια πιο κατάλληλη στιγμή». Όταν προσπάθησε ν’ απομακρυνθεί, εκείνη του ‘φράξε το δρόμο. «Μπορώ να φέρω και φρέσκους φασιανούς». Ο Κουίν σκεφτόταν ότι θα αναγκαζόταν να καταφύγει σε σωματική βία, όταν ξαφνικά πρόβαλε δίπλα του η Κέιτ. «Κουίν, θα ‘θελα να με βοηθήσεις να μεταφέρουμε μερικούς

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

385

δίσκους από το αυτοκίνητο της κυρίας Ντούγκαν. Χτύπησα χτες το χέρι μου καθώς έκανα ιππασία», είπε ψέματα, «και οι δίσκοι είναι βαριοί». «Κανένα πρόβλημα». Χαιρετώντας μ’ ένα κοφτό γνέψιμο την κυρία Σίχαν, η οποία τον κοιτούσε συνοφρυωμένη, ο Κουίν δραπέτευσε. «Αν δεν ήσουν παντρεμένη γυναίκα κι αν δεν βρισκόταν εδώ μέσα όλο το Κασλ-λοχ», της ψιθύρισε, καθώς έβγαιναν από την κουζίνα, «θα σε φιλούσα, Κέιτ Ο’ Σάλιβαν». «Είχες την όψη ανθρώπου που χρειαζόταν επειγόντως σωτηρία. Η κυρία Σίχαν είναι ίσως μια μέγαιρα, αλλά υποθέτω πως έχει καλές προθέσεις». «Προσπαθούσε να μου πουλήσει πατέ. Για τη δεξίωση του γάμου μου». «Α, μάλιστα». Η Κέιτ τον κοίταξε. «Η Νόρα το ξέρει;» «Για το πατέ, εννοείς; Ή για το γάμο;» «Είσαι σίγουρα Ιρλανδός, Κουίν. Σου ορκίζομαι πως γίνεσαι όλο και καλύτερος στο να αποφεύγεις ν’ απαντήσεις ευθέως. Τι με νοιάζει για το πατέ; Απλώς είμαι περίεργη να μάθω αν έκανες πρόταση γάμου στη Νόρα μας ή όχι». «Το ζήτημα είναι περίπλοκο», της αποκρίθηκε διστακτικά. Η Κέιτ ακολούθησε το βλέμμα του στην άλλη άκρη του δωματίου, όπου η Νόρα κουβέντιαζε με τον Μπρένταν από το Άιρις Ρόουζ. «Ο έρωτας συνήθως είναι περίπλοκος», παρατήρησε σοφά. «Μα όταν αξίζει τον κόπο, όπως συμβαίνει μ’ εσένα και τη Νόρα, τότε πρέπει να το διακινδυνεύσεις». Ο Κουίν φοβήθηκε ότι, αν η Κέιτ έβλεπε όλες τις σκοτεινές γωνίες της ψυχής του, ίσως προειδοποιούσε τη Νόρα εναντίον του κι έτσι ένιωσε μεγάλη ανακούφιση όταν κάποιος τη φώναξε να πάει κοντά του, δίνοντάς του την ευκαιρία ν’ αποφύγει ν’ απαντήσει.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

386

Κάποια στιγμή, ο κόσμος άρχισε επιτέλους να φεύγει. Δυστυχώς, όμως, εξαφανίστηκε και η Νόρα. «Την τελευταία φορά που την είδα ήταν στο σαλόνι με τον Ντέβλιν Μόνοχαν και την αρραβωνιαστικιά του», πληροφόρησε τον Κουίν η Φιόνα, η οποία σκέπαζε τις πιατέλες των φαγητών με λαδόκολλα. «Ο Ντέβλιν έφυγε», είπε η Μαίρη, που έκοβε σε φέτες τα ψητά κοτόπουλα. Τα μάτια της ήταν κατακόκκινα και κουρασμένα. «Πριν από είκοσι λεπτά». «Είδες μήπως είναι πάνω;» τον ρώτησε η Σίλα Μόνοχαν που είχε μείνει για να βοηθήσει στο καθάρισμα. «Μου φάνηκε ότι είχε πονοκέφαλο. Ίσως αποφάσισε να ξαπλώσει λίγο». Δυστυχώς, η υπόδειξή της υπήρξε εξίσου άκαρπη με τις υπόλοιπες. «Σκέφτομαι μήπως πήγε στη λίμνη», είπε ο Κουίν στην Κέιτ, όταν έμαθε ότι η Νόρα είχε ζητήσει από την κουνιάδα της να προσέχει για λίγο τα παιδιά. «Πάντα έβρισκε παρηγοριά εκεί», συμφώνησε εκείνη. «Θα μείνεις με τα παιδιά μέχρι να τη φέρω πίσω;» Ο Κουίν δεν το βρήκε καθόλου περίεργο που έκανε μια τέτοια ερώτηση -σαν να ‘χε αναλάβει το ρόλο του άντρα του σπιτιού- ώσπου την είδε να χαμογελάει ανεπαίσθητα. «Φυσικά». Το βλέμμα της Κέιτ πλημμύρισε τρυφερότητα. «Όλη νύχτα, αν χρειαστεί. Και αύριο επίσης, αν θέλεις. Είσαι καλός άνθρωπος, Κουίν. Η Νόρα είναι εξαιρετικά τυχερή που σε γνώρισε». «Εγώ είμαι ο τυχερός». Πέρασε το χέρι του στα μαλλιά του, ανησυχώντας μήπως η Νόρα, λόγω των τύψεων που την κυρίευαν συνήθως, πίστευε πως δεν άξιζε μια δεύτερη ευκαιρία στην ευτυχία. Και φοβόταν ακόμα περισσότερο μήπως εκείνος έκανε κάτι που θα κατέστρεφε τη σχέση που είχε δημιουργηθεί

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

387

μεταξύ τους. «Ελπίζω μόνο να μπορέσω να μαλακώσω τη θλίψη της». «Αν κάποιος τα καταφέρει, αυτός θα είσαι εσύ». Η Κέιτ ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και τον φίλησε στο μάγουλο. «Καλή τύχη». «Σ’ ευχαριστώ». Πιάνοντάς την από τους ώμους, της ανταπέδωσε το φιλί στο λείο, ευωδιαστό της μάγουλο. «Δεν θα φέρω καμιά αντίρρηση αν ανάψεις κανένα κερί ή αν κάνεις μερικές στροφές με την κόρη σου στον πέτρινο κύκλο ή τέλος πάντων ό,τι κάνετε εσείς οι μάγισσες για να ρίξετε τα ξόρκια της αγάπης». Εκείνη γέλασε κι ο πλούσιος, βραχνός ήχος διασκέδασε κάπως τη θλίψη της μέρας. «Μήπως εσύ δεν έριξες τα ξόρκια της αγάπης σου, Κουίν, εκείνη την πρώτη νύχτα που πάτησες το πόδι σου στο σπίτι της Νόρας;» Του χάιδεψε το μάγουλο, σβήνοντας το σημάδι από το αχνό ρόδινο κραγιόν της. «Τρέχα τώρα στην κυρά σου. Και μην ανησυχείς για το αμάξι της Νόρας. Θα στείλουμε κάποιον να το πάρει πίσω». Καθώς οδηγούσε στο στενό, φιδωτό δρόμο που τον πήγαινε στη λίμνη -και στη Νόρα- ο Κουίν προσπάθησε να θυμηθεί αν ποτέ στο παρελθόν είχε ξανανιώσει τόση νευρικότητα, μα δεν τα κατάφερε.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

388

23 Ονειροπόλοι και Πιστοί Η Νόρα καθόταν μόνη της στην όχθη της λίμνης, ατενίζοντας το μαύρο γυαλιστερό νερό, και θυμόταν την πρώτη φορά που έφερε σ’ αυτό το ξεχωριστό μέρος τον Κουίν και του εξήγησε το παλιό ιρλανδέζικο ρητό: Γαλήνη χωρίς μοναξιά. Η λίμνη ποτέ δεν υπήρξε πιο γαλήνια απ’ όσο τώρα. Δεν φυσούσε ούτε καν το βραδινό αεράκι που συνήθως στέναζε ανάμεσα στις καλαμιές και σχημάτιζε ρυτιδώσεις στα κρυστάλλινα νερά. Δεν ακουγόταν το χαρωπό τραγούδι των τριζονιών ούτε τα βραχνά κοάσματα των βατράχων που καλούσαν τους ερωτικούς τους συντρόφους. Η ξάστερη απριλιάτικη νύχτα ήταν σχεδόν αλλόκοτα σιωπηλή. Μα για πρώτη φορά στη ζωή της η Νόρα ένιωθε απόλυτα, απελπιστικά μόνη. Έψαξε στην τσέπη του μαύρου φουστανιού της κι έβγαλε μια μικρή λεία πέτρα με σκαλισμένα πάνω της παλιά βαρδικά σύμβολα. Της την είχε δώσει η Κέιτ εκείνο το πρωί, πριν από την κηδεία του Μπρέιντι. «Είναι ένας ρούνος για ευχές», της εξήγησε, κλείνοντας τα δάχτυλα της Νόρας γύρω από τη μαύρη πέτρα. «Ξέρω πως αισθάνεσαι ότι έχεις ανοιχτούς λογαριασμούς με τον

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

389

Μπρέιντι, Νόρα. Αν ανοίξεις την καρδιά σου, αυτή η πέτρα θα σε βοηθήσει να έρθεις σ’ επαφή μαζί του». Στην πραγματικότητα, η Νόρα δεν το πίστεψε εκείνη την ώρα, μη θέλοντας όμως να πληγώσει τα αισθήματα της κουνιάδας της και ξέροντας πως της μιλούσε με αγάπη, έβαλε την πέτρα στην τσέπη της και την ξέχασε τελείως. Η Κέιτ δεν ήταν η μόνη που της έκανε ένα δώρο από την καρδιά της. Μόλις επέστρεψαν στη φάρμα μετά την ταφή, η γιαγιά της την πήρε παράμερα και της πρόσφερε μια κάρτα με χρυσές γωνίες, που έδειχνε μια όμορφη νεαρή καλόγρια με τρυφερό βλέμμα. «Προσευχήσου στην αδελφή Μπερναντέτ», την παρακίνησε η Φιόνα. «Άνοιξε την καρδιά σου, Νόρα μου, και η Μπερναντέτ θα κάνει το θαύμα της». «Άνοιξε την καρδιά σου», μουρμούρισε τώρα η Νόρα, μαζεύοντας τα γόνατά της πάνω στο στήθος της κι ακουμπώντας το μάγουλο της πάνω τους. Ο πόνος της έμοιαζε με αμόνι που πίεζε την καρδιά της και κόντευε να τη συντρίψει. «Πολύ απλό δεν ακούγεται;» Και θα ‘πρεπε να είναι. Μήπως η μητέρα της δεν της έλεγε ότι η δύναμή της -και η αδυναμία της συνάμα- ήταν η ψυχική της γενναιοδωρία; Η προθυμία της ν’ αφήνει τα συναισθήματά της να κυβερνάνε το μυαλό της, ακόμα κι όταν αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να ραγίζει η καρδιά της; Έκλεισε τα μάτια της και πίεσε το χέρι που κρατούσε το ρούνο πάνω στο στήθος της, σαν να ήλπιζε υποσυνείδητα πως θα μπορούσε να λιώσει τον πάγο που έμοιαζε να έχει γεμίσει όλο τον κενό χώρο μέσα της. «Αχ, σε παρακαλώ». Ο ψίθυρος της ήταν ικεσία και προσευχή.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

390

Όταν άκουσε ένα θόρυβο, σαν βήματα πάνω στα αγριολούλουδα, η Νόρα άνοιξε τα μάτια της και ανασήκωσε το κεφάλι της. Το φεγγάρι εκείνη την ώρα ανέτελλε, τυλίγοντας μ’ ένα ασημένιο φως το κάστρο που ορθωνόταν πάνω στη λίμνη. «Μπαμπά;» Όταν ξαφνικά πρόβαλε ο πατέρας της μέσα από τη φεγγαρόλουστη ομίχλη, η Νόρα ήταν σίγουρη ότι είχε παραισθήσεις. Δεν διάβασε κάποτε ότι η έλλειψη ύπνου, σε συνδυασμό με τη στενοχώρια, είχε σαν αποτέλεσμα να χάνει κανείς την αίσθηση της πραγματικότητας; «Δεν είναι η φαντασία σου, καλή μου Νόρα», τη βεβαίωσε μια υπέροχα γνώριμη φωνή. «Ο άσωτος μπαμπάς σου είναι». Ήταν κυκλωμένος από μια αστραφτερή λάμψη, σαν να χόρευαν γύρω του φεγγαραχτίδες. «Αχ, μπαμπά», στέναξε εκείνη, προσπαθώντας με κόπο να κάνει τις λέξεις να προσπεράσουν τον κόμπο που είχε σταθεί στο σφιγμένο της λαιμό. «Λυπάμαι τόσο πολύ». «Και τι λόγο έχει να λυπάται το αγαπημένο μου κοριτσάκι;» «Που έχασα την ψυχραιμία μου». Η Νόρα ρουθούνισε δυστυχισμένη, όπως εκείνη τη μέρα, πριν από πολλά χρόνια, που έπεσε από το πόνι της για πρώτη φορά. «Που σου είπα τόσο φριχτά πράγματα». «Λες να μην το ‘ξερα πως ήσουν ταραγμένη;» τη ρώτησε κεφάτα. «Και στο κάτω κάτω, δικό μου δεν ήταν το φταίξιμο από την αρχή, που νόμιζα πως μπορούσα να σε ξεγελάσω για ν’ αποκτήσει ο Ρόρι το πόνι του;» «Θα την κρατήσουμε τη φοραδίτσα». «Το ξέρω». Το χαμόγελο του άστραψε σαν φάρος στο ασημένιο φως. «Πιστεύω ότι η Κυρά θα αποκτήσει μια αντίζηλο στην αγάπη του γιου σου».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

391

Η Νόρα χαμογέλασε. «Έχεις απόλυτο δίκιο». Έπειτα αναστέναξε και κούνησε το κεφάλι της. «Αν είχα συμφωνήσει νωρίτερα, δεν θα ‘χαμε ανταλλάξει τόσο βαριές κουβέντες και δεν θα πήγαινες με τα πόδια όλο το δρόμο μέχρι το Άιρις Ρόουζ στο χωριό και...» «Νόρα, αγάπη μου». Η φωνή του την τύλιξε σαν μια ζεστή μάλλινη σάρπα. «Πάλι σηκώνεις πολλές ευθύνες σ’ αυτούς τους όμορφους ώμους σου. Σ’ αγαπώ, θυγατέρα. Ήσουν η χαρά μου από τη μέρα που γεννήθηκες, το φως της ζωής μου. Κι από τότε που έχασα την αγαπημένη μου Έλινορ, εσύ ήσουν η άγκυρά μου, όπως ήταν η μαμά σου πριν από σένα. Μα, όπως μας δίδαξε ο Θεός, Νόρα, για όλα πάνω στη γη υπάρχει ο κατάλληλος χρόνος και ο συγκεκριμένος καιρός». «"Καιρός που γεννιέται κανείς και καιρός που πεθαίνει"». Η Νόρα ψιθύρισε τις γνώριμες λέξεις. Αυτή η περικοπή από τον Εκκλησιαστή ήταν πάντα το αγαπημένο κομμάτι του πατέρα της και γι’ αυτό ο Φιν είχε διαβάσει το συγκεκριμένο απόσπασμα σε όσους είχαν παραβρεθεί στην κηδεία εκείνο το πρωινό. «"Καιρός που κλαίει κανείς και καιρός που γελάει"», συνέχισε ο Μπρέιντι και η φωνή του αντήχησε στους λόφους, σαν να διηγόταν μια ιστορία στα πλήθη. «"Καιρός που θρηνεί και καιρός που χορεύει"». «Δεν θέλω να σου φέρω αντίρρηση, μπαμπά», διαμαρτυρήθηκε σιγανά η Νόρα, «όμως δεν έχω καμιά όρεξη να γελάσω αυτή τη στιγμή». «Α, μα θα σου ‘ρθει η όρεξη, Νόρα. Κι αυτό είναι το δίδαγμα της μικρής μου ιστορίας. Έκλαψα σαν μωρό παιδί όταν πέθανε η καημένη η μητέρα σου...» «Δεν το ‘ξερα».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

392

«Μήπως δεν είχες ένα σωρό άλλες έννοιες στο κεφάλι σου; Έπρεπε να βλέπεις και τον πατέρα σου να χώνει κάθε βράδυ το κεφάλι του στο μαξιλάρι, για να μην ξυπνήσει την οικογένειά του, και να κλαψουρίζει; Μα τα παιδιά μου τώρα έχουν μεγαλώσει, εκτός από τη Σίλια. Βέβαια, δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία ότι εσύ κι ο Κουίν θ’ αναθρέψετε τη μικρότερη κόρη μου σαν να ‘ταν δικό σας παιδί. Όλα έχουν τακτοποιηθεί πια, δεν το βλέπεις; Αγαπάς έναν εξαιρετικό άνθρωπο...» «Ναι, πράγματι». Η φωνή της ακούστηκε λίγο πιο δυνατή. «Και μήπως δεν το βλέπουν όλοι; Και για να ολοκληρώσω αυτό που θέλω να πω, αυτός ό άντρας ανταποδίδει την αγάπη σου...» «Δεν είπε ποτέ κάτι τέτοιο». «Χριστέ μου!» διαμαρτυρήθηκε γελώντας ο Μπρέιντι. «Δεν φτάνει που διέκοπτες συνέχεια τον καημένο τον πατέρα σου όσο ζούσε; Δεν μπορείς να τον αφήσεις να τελειώσει μια πρόταση τώρα που πέθανε; Αν η μνήμη μου δεν με απατά, το απόσπασμα από τον Εκκλησιαστή λέει ότι υπάρχει και η ώρα που πρέπει να σωπαίνουμε». Παρά τη θλίψη που έσφιγγε την καρδιά της τις τελευταίες μέρες, η Νόρα ανακάλυψε ότι χαμογελούσε. «Με συγχωρείς. Και βέβαια θέλω να σ’ αφήσω να συνεχίσεις». «Λοιπόν, όπως έλεγα προτού με διακόψεις, ο Κουίν Γκάλαχερ μπορεί να μην πρόφερε μεγαλόφωνα τα λόγια που θες ν’ ακούσεις, μα είναι ολοφάνερο πως κρατάς την καρδιά του στα χέρια σου, αγάπη μου. Και, παρ’ όλο που δεν μ’ αρέσει καθόλου να παραδέχομαι πως ίσως είχα άδικο σε κάτι, θα πρέπει να ομολογήσω ότι τον παρεξήγησα τον Γιάνκη. Είναι καλός άνθρωπος, Νόρα. Θα γίνει εξαίρετος σύζυγος κι ένας θαυμάσιος πατέρας για τα παιδιά».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

393

«Ναι. Εσύ το ξέρεις, μπαμπά. Κι εγώ το ξέρω. Πιστεύω ότι το ‘χουν καταλάβει μέχρι κι ο Ρόρι και η καημένη η Μέιβ. Ωστόσο, ο Κουίν εξακολουθεί να σχεδιάζει να φύγει την επόμενη βδομάδα από την Ιρλανδία». «Μην ανησυχείς καθόλου γι’ αυτό. Πρώτα ο Πάπας θα πάρει από τον Άγιο Πατρίκιο το φωτοστέφανο του και μετά ο Κουίν Γκάλαχερ θα διαλέξει μια μοναχική ζωή στην Αμερική αντί για μια ζωή γεμάτη αγάπη κι ευτυχία κοντά στη μεγαλύτερη κόρη μου, εδώ, στην Ιρλανδία. Λες να μην μπορώ να αναγνωρίσω έναν ερωτευμένο άνθρωπο όταν τον βλέπω, μια που έτσι ακριβώς ήμουν κι εγώ; Εκεί που θέλω να καταλήξω, Νόρα, είναι πως μπορείς τώρα ν’ αρχίσεις να χτίζεις τη δική σου οικογένεια. Κι εγώ είμαι επιτέλους ελεύθερος να ζήσω με την πολυαγαπημένη μου Έλινορ, δεν το καταλαβαίνεις;» Της χαμογέλασε πάλι μ’ εκείνο το εκτυφλωτικό, μεταδοτικό χαμόγελο που, όπως όλοι έλεγαν, μπορούσε να πείσει έναν καλικάντζαρο να του δώσει το κιούπι με το χρυσάφι του. «Σ’ αγαπώ, θυγατέρα. Πάντα σ’ αγαπούσα και πάντα θα σ’ αγαπώ». Τα δάκρυα έπνιξαν το λαιμό της, πλημμύρισαν τα μάτια της. «Κι εγώ σ’ αγαπώ, μπαμπά. Και πάντα θα σ’ αγαπώ». «Σλαν άγκατ», μουρμούρισε ο Μπρέιντι, σκύβοντας να τη φιλήσει στο μάγουλο. «Σλαν λίατ». Η Νόρα πρόφερε τον οριστικό αποχαιρετισμό στη γλώσσα των προγόνων της. Στη γλώσσα της καρδιάς της. Κι έπειτα ο Μπρέιντι χάθηκε σαν την πρωινή ομίχλη. Και πάνω που η Νόρα νόμισε πως ο πατέρας της εξαφανίστηκε για τα καλά, το βλέμμα της έπεσε στην άλλη άκρη της λίμνης. Και είδε τους γονείς της να περπατάνε πιασμένοι χέρι χέρι πάνω στους φεγγαρολουσμένους βελούδινους λόφους.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

394

Άγγιξε με τα δάχτυλά της το μάγουλο της, ένιωσε τη ζέστη που είχε απομείνει στη σάρκα της και κατάλαβε πως η επίσκεψη του πατέρα της δεν ήταν παραίσθηση. Για όλα πάνω στη γη υπάρχει ο κατάλληλος χρόνος και ο συγκεκριμένος καιρός. Με τα λόγια του πατέρα της ν’ αντηχούν στ’ αυτιά της, η Νόρα σκέπασε το πρόσωπο της με τις παλάμες της κι επέτρεψε επιτέλους στον εαυτό της να κλάψει. Όταν την είδε να κάθεται κάτω από το φεγγαρόφωτο, σαλεύοντας μπρος πίσω στον πανάρχαιο ρυθμό του πένθους, ο Κουίν ανακάλυψε κάτι ακόμα: μια καρδιά μπορούσε στ’ αλήθεια να πονάει. Έκλαιγε με το πρόσωπο χωμένο στις παλάμες της. Παρ’ όλο που οι λυγμοί της ήταν βουβοί, από το τράνταγμα των ώμων της ο Κουίν κατάλαβε πως ήταν βίαιοι. Έστρωσε στο χώμα την κουβέρτα που του είχε δώσει η Κέιτ, κάθισε δίπλα της και χωρίς να της πει κουβέντα την τράβηξε στην αγκαλιά του. Το θεώρησε ενθαρρυντικό που εκείνη αφέθηκε πρόθυμα, χωρίς καμιά αντίσταση. Και σκέφτηκε με δέος πως η εμπιστοσύνη της του φαινόταν πολύ πιο συγκλονιστική από την αγάπη της. «Έτσι μπράβο, μωρό μου». Της χάιδεψε τα μαλλιά, καθώς η Νόρα ακούμπησε το πρόσωπο της πάνω στο πουκάμισο του. Την έσφιξε πάνω του, τη φίλησε στο μέτωπο. «Βγάλ’ τα όλα από μέσα σου». Η Νόρα αρπάχτηκε χωρίς καμιά ντροπή από πάνω του κι άφησε τα δάκρυά της να κυλήσουν. Παρ’ όλο που τα λόγια του πατέρα της είχαν καταπραΰνει τις ενοχές της, ο πόνος της απώλειας παρέμενε αναλλοίωτος. Ήταν μια βαθιά πληγή που έχασκε και τη γνώριζε πολύ καλά, μια που την είχε ζήσει άλλες δύο φορές στο παρελθόν. Τη μια φορά όταν πέθανε η μητέρα

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

395

της κι έπειτα όταν έχασε τον Κόνορ, τον οποίο ένα μέρος του εαυτού της -η νεαρή ονειροπόλα έφηβη που είχε παντρευτεί τον πιο γοητευτικό άντρα της Κομητείας- πάντα θα τον αγαπούσε, παρά τα ελαττώματά του. Μα δεν ήταν πλέον η ονειροπαρμένη παρθένα νύφη που μόλις είχε βγει από το μοναστήρι. Ήταν ολόκληρη γυναίκα πια. Μια γυναίκα που είχε αποκτήσει παιδί. Που είχε κρατήσει την οικογένειά της ενωμένη στις καλές και στις κακές στιγμές. Μια γυναίκα που η καρδιά της ράγισε κι επέζησε, σαν ένα κομμάτι χειροποίητο κρύσταλλο του Κασλ-λοχ που το σκληραίνει το ότι πέρασε ώρες στις φλόγες. Ήταν μια γυναίκα που αγαπούσε. Μια γυναίκα που αγαπιέται από έναν αξιοθαύμαστο άντρα, σκέφτηκε, καθώς άγγιζε με τα χέρια της τους φαρδιούς ώμους του Κουίν. Έναν άντρα που, όσο κι αν ισχυριζόταν το αντίθετο, έκρυβε μέσα του τεράστια αποθέματα αγάπης. Όταν τα δάκρυα στέρεψαν, η αγωνία στράγγιζε και τα ταραγμένα συναισθήματά της εξαντλήθηκαν, αποτραβήχτηκε λίγο. «Το πουκάμισο σου είναι μούσκεμα». «Θα στεγνώσει». Ο Κουίν σκούπισε τα μάγουλά της με την ανάστροφη της παλάμης του. «Νιώθεις καλύτερα;» «Α, ναι». Του χαμογέλασε ανεπαίσθητα και κούρνιασε πάλι πάνω του, απολαμβάνοντας την αίσθηση των μπράτσων του γύρω της. «Όταν έκανες τις έρευνές σου για την Κυρά, συνάντησες την κέλτικη έννοια του Σάμχεϊν;» «Αυτό που εμείς λέμε Χαλοουίν;» Ο Κουίν δεν είχε ιδέα πού ήθελε να καταλήξει η Νόρα, μα ήταν ευχαριστημένος που του μιλούσε πάλι κανονικά. «Βέβαια. Γιορτάζεται στο τέλος του καλοκαιριού, όταν το πέπλο που υποτίθεται πως χωρίζει τον

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

396

κόσμο των ζωντανών από τον κόσμο των νεκρών γίνεται σχεδόν διάφανο». «Πιστεύεις ότι είναι δυνατόν να τραβηχτεί το πέπλο, επιτρέποντας στους νεκρούς να επικοινωνήσουν με τους ζωντανούς;» Ο Κουίν σκέφτηκε αυτό που του είχε πει ο πάτερ Ο’ Μάλεϊ πως πίστευε σε μυριάδες μυστικιστικά κι αόρατα πράγματα. «Πιστεύω πως όλα είναι πιθανά. Και ειδικά όταν μιλάς για ανθρώπους με δυνατά πνεύματα». «Όπως ο μπαμπάς». «Ναι». Εκείνος συνέχισε να της χαϊδεύει το πρόσωπο, ενώ σκεφτόταν πως ποτέ του δεν είχε γνωρίσει άλλη γυναίκα με δέρμα τόσο απαλό όσο της Νόρας. Κι όταν η σκέψη αυτή τον έκανε να θέλει να την αγγίξει παντού, ο Κουίν αναρωτήθηκε τι άνθρωπος ήταν που σκεφτόταν ν’ αποπλανήσει μια γυναίκα τη μέρα που έθαψε τον πατέρα της. «Όπως ο Μπρέιντι». «Εμφανίστηκε μπροστά μου». Η Νόρα έγειρε πίσω το κεφάλι της και τον κοίταξε. Τα μάτια της γυάλιζαν ακόμα από τα δάκρυα. «Εδώ, στη λίμνη. Για να μου πει ότι μ’ αγαπάει». Με το βλέμμα του καρφωμένο στα μάτια της, ο Κουίν ακούμπησε το χέρι του στο μάγουλο της. «Αυτό σίγουρα είναι πολύ εύκολο για οποιονδήποτε». Μια σπίθα έκπληξης έλαμψε στα μάτια της που γρήγορα μεταμορφώθηκε σε μια θερμή λάμψη ικανοποίησης. «Μου λες αυτό που νομίζω ότι λες;» Ο Κουίν ανασήκωσε ανέμελα τους ώμους του. «Αυτό εξαρτάται από το τι νομίζεις». Ένα χαμόγελο απλώθηκε αργά στα χείλη του, καθώς τα δάχτυλά του γλίστρησαν μέσα στα μαλλιά της. «Αν όμως νομίζεις ότι σου λέω πως σ’ αγαπώ», είπε κι άγγιξε τα χείλη της με τα δικά του, «υποθέτω ότι έχεις απόλυτο δίκιο».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

397

Τα λόγια που η Νόρα λαχταρούσε τόσο καιρό ν’ ακούσει έμοιαζαν με προσευχή πάνω στα χείλη της, το γλυκό τρυφερό φιλί του με υπόσχεση. Στέναξε κι ένιωσε και τα τελευταία απομεινάρια της έντασής της να χάνονται καθώς τα χάδια του, απαλά σαν πούπουλο στη βάση του λαιμού της, έκαναν τους μυς της να χαλαρώσουν. «Σ’ αγαπώ, Νόρα Τζόις Φιτζπάτρικ». Η βαθιά φωνή του ήταν σοβαρή και ήρεμη, «Περισσότερο απ’ όσο θα φανταζόμουν ότι είναι δυνατό». «Περισσότερο απ’ όσο θα ‘θελες, υποψιάζομαι εγώ». Εκείνος γέλασε και το εκρηκτικό ξέσπασμα της έντασής του φόβισε τις πάπιες, που πέταξαν από τις καλαμιές στην άκρη της λίμνης. «Πολύ περισσότερο, που να πάρει ο διάολος. Περισσότερο κι απ’ όσο θα ‘πρεπε να θέλεις εσύ». Το γέλιο του σταμάτησε απότομα, σαν να έκλεισε μια βρύση. Το βλέμμα του σοβάρεψε. «Συνειδητοποιείς, βέβαια, ότι δεν είμαι ό,τι καλύτερο μπορεί να σου τύχει. Δεν έχω ιδέα πώς να γίνω καλός σύζυγος ή πατέρας». «Είσαι υπέροχος με τον Ρόρι». «Γιατί είναι καταπληκτικό παιδί. Μα φοβάμαι μήπως τον απογοητεύσω. Φοβάμαι μήπως απογοητεύσω εσένα». «Είναι αδύνατο να συμβεί κάτι τέτοιο». «Ακούγεσαι πολύ σίγουρη. Και δεν ξέρεις τίποτα για μένα». Η Νόρα έκλεισε το πρόσωπο του ανάμεσα στις παλάμες της. «Ξέρω πως είσαι ένας γενναιόδωρος, αξιοπρεπής και καλοσυνάτος άνθρωπος. Ξέρω πως, για κάποιο λόγο, δεν το πιστεύεις». «Έχω πολύ βάσιμους λόγους. Εσύ με κάνεις καλύτερο απ’ ό,τι είμαι. Δεν είμαι παρά ένας συνηθισμένος άντρας, Νόρα. Με περισσότερα ελαττώματα από κάθε άλλον».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

398

«Μα φυσικά και το καταλαβαίνω ότι έχεις ελαττώματα, Κουίν. Δεν είμαι μια αφελής έφηβη σαν τη Μαίρη». Αναστέναξε και πρόσθεσε: «Υποθέτω, όμως, ότι μπορώ να συνηθίσω να κοιμάμαι μ’ έναν άντρα που δεν λέει κουβέντα μέχρι να πιει δυο φλιτζάνια καφέ το πρωί και που κλέβει όλα τα σκεπάσματα το βράδυ». «Δεν με παίρνεις στα σοβαρά, που να πάρει η ευχή. Και δεν κλέβω τα σκεπάσματα». Στην πραγματικότητα, αν η Νόρα ήθελε να μιλήσει τελείως αντικειμενικά, τις μοναδικές δύο νύχτες που πέρασαν μαζί, τα σεντόνια και οι κουβέρτες είχαν καταλήξει στο πάτωμα. «Πολύ φοβάμαι πως τα κλέβεις». Η Νόρα αναστέναξε πάλι. «Κι αναρωτιέμαι πώς θα ζεσταίνομαι όταν έρθει ο χειμώνας». Τον κοίταξε με μισόκλειστα μάτια, μ’ έναν τελείως ναζιάρικο τρόπο που τον έκανε να θέλει να γελάσει και ταυτόχρονα να της κάνει έρωτα. «Μήπως έχεις κάποια πρόταση για να λυθεί το πρόβλημα;» «Όλο και κάποια λύση θα βρεθεί. Κυρίως όμως θα παράγουμε εμείς τη ζέστη με τα σώματά μας». Η Νόρα χαμογέλασε. «Α, μήπως δεν το ‘ξερα πως είσαι ένας έξυπνος κι επινοητικός άνθρωπος, Κουίν Γκάλαχερ;» Ο Κουίν είχε φοβηθεί πως το πράγμα θα ‘ταν δυσκολότερο. Ανησυχούσε πως θα ‘πρεπε να κάνει αγώνα για να διαπεράσει τα τείχη που την έβλεπε να υψώνει γύρω της από την ώρα που έμαθε ότι πέθανε ο Μπρέιντι. Τώρα συνειδητοποιούσε πως τα τεράστια αποθέματα αγάπης που έκρυβε μέσα της γκρέμιζαν αυτά τα τείχη προτού προλάβουν να ορθωθούν τελείως. Ο Κουίν αναρωτήθηκε μήπως η ζωή του θα ήταν διαφορετική αν είχε γνωρίσει αυτή τη γυναίκα όταν ήταν νεότερος. Θα τον είχε άραγε σώσει όλα αυτά τα χρόνια η εκπληκτική της ικανότητα να αισθάνεται τόσο έντονα, ν’

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

399

αγαπάει τόσο βαθιά; Μάλλον όχι, ομολόγησε και θυμήθηκε ένα παλιό τραγούδι που συνήθιζε να τραγουδάει η μητέρα του κι έλεγε ότι καταλάβαινες τι είχες μόνο όταν το έχανες. Στη δική του περίπτωση, ο Κουίν δεν είχε ιδέα ότι κάτι έλειπε από τη ζωή του, παρά μόνο από τη στιγμή που το συνάντησε. Όταν ανακάλυψε τη Νόρα. Ήταν σαν ένας άντρας ολομόναχος στην έρημο. Ένας άντρας που, έχοντας υποφέρει όλη αυτή την ξηρασία, μπορούσε τώρα να εκτιμήσει απόλυτα τη δροσερή, καθάρια γεύση του νερού μιας πηγής που ξεπηδάει στην όαση. Και μια που μιλούσε για γεύση, είχε περάσει πάρα πολλή ώρα από την τελευταία φορά που είχε γευτεί τα χείλη της. «Δεν θέλω να με παρεξηγήσεις». Πήρε το χέρι της και φίλησε το εσωτερικό της παλάμης της. «Μα θέλω να κάνουμε έρωτα». Το άγγιγμα των χειλιών του πάνω στη σάρκα της έμοιαζε με σφραγίδα. «Γιατί φοβάσαι μήπως σε παρεξηγήσω; Νομίζω πως είναι απόλυτα φυσιολογικό ύστερα από αυτό που μου είπες». «Σήμερα δεν ήταν μια συνηθισμένη μέρα». «Αυτό είναι αλήθεια. Μα ήδη έχασα κάποιον που αγαπώ». Η Νόρα έστρεψε τα χέρια τους και φίλησε τις αρθρώσεις της παλάμης του. «Δεν πρόκειται να το διακινδυνεύσω να σ’ αφήσω να μου ξεφύγεις». Ήταν η πιο συγκλονιστική γυναίκα που είχε γνωρίσει ποτέ στη ζωή του. Και, σαν από θαύμα, ήταν δική του. «Πώς στάθηκα τόσο τυχερός;» μουρμούρισε ο Κουίν με ειλικρινή απορία. «Α, η απάντηση είναι πολύ απλή», αποκρίθηκε η Νόρα γελώντας και το γέλιο της του θύμισε νεράιδες να τραγουδάνε. «Η μαμά μου σ’ έστειλε σ’ εμένα». Ήταν τόσο εξαίσια θερμή. Τόσο απαλή. Τόσο τέλεια.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

400

«Σ’ αγαπώ». Τη φίλησε με πάθος, καθώς τα δάχτυλά του άρχισαν να ξεκουμπώνουν τα μαργαριταρένια κουμπιά που κατέβαιναν από το δαντελένιο γιακά ως τον ποδόγυρο του φουστανιού της. «Σ’ αγαπώ». Πίεσε τα χείλη του στο λαιμό της κι ένιωσε το σφυγμό της να τραγουδάει. «Σ* αγαπώ». Όσο περισσότερες φορές το έλεγε, τόσο πιο απολαυστικές ακούγονταν στ’ αυτιά του οι λέξεις. «Και τώρα που μοιράστηκες αυτό το κομμάτι της ιρλανδέζικης μαγείας μαζί μου, αποφάσισα ότι αγαπώ και τη μαμά σου». Το δέρμα της είχε γεύση από μέλι. Τα χείλη της έμοιαζαν με συμπόσιο μετά από μακρόχρονη νηστεία. Ο Κουίν ήξερε ότι δεν επρόκειτο ποτέ να τη χορτάσει. Ακόμα κι αν ζούσαν χίλιες ζωές μαζί. Γονάτισαν στη μέση της κουβέρτας κι έγδυσαν αργά ο ένας τον άλλο, σε μια σιωπηρή συμφωνία να μη βιαστούν. Ο Κουίν συγκράτησε την ανυπομονησία του, τόσο για χάρη δική της όσο και για δική του. Η Νόρα δοκίμασε τα όρια της αυτοσυγκράτησής της, τόσο για χάρη δική του όσο και για δική της. Ήταν μια νύχτα υποσχέσεων, όρκων ειπωμένων και ανείπωτων. Μια νύχτα που θα τη θυμόνταν για πάντα. Και θα τη φύλαγαν σαν θησαυρό. Σιγά σιγά, καθώς το φεγγάρι ανέβαινε στον ουρανό, ρίχνοντας την ασημένια του λάμψη στο τοπίο, τα ψιθυριστά ερωτόλογα έγιναν φλογεροί στεναγμοί. Σιγανά βογκητά. Τα χέρια που εξερευνούσαν αργά τη θερμή σάρκα κινούνταν πιο γρήγορα, πιο ανυπόμονα στις καμπύλες και στις κοιλότητες. Τα χείλη που λίγο πρωτύτερα ερέθιζαν, τώρα τυραννούσαν, αιχμαλωτίζοντας τις καυτές ανάσες που έβγαιναν από τα πνευμόνια. «Σε θέλω». Τα δάχτυλα του Κουίν πίεσαν τα λαγόνια της, καθώς το βλέμμα του καρφώθηκε στα μάτια της που ήταν

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

401

τεράστια κι έλαμπαν με μια πεινασμένη φλόγα όμοια με τη δική του. «Πάρε με. Τώρα», αποκρίθηκε ξέπνοα η Νόρα, προσπαθώντας να ανασάνει. «Όχι μόνο για τώρα». Βυθίστηκε μέσα της τόσο άνετα, λες και ήταν πλασμένοι ο ένας για τον άλλο. «Για μία αιωνιότητα. Για πάντα». «Ναι». Τα χείλη της άγγιξαν το πρόσωπο του, τα χέρια της τον τράβηξαν πιο κοντά της, πιο βαθιά. «Για πάντα». Καθώς το φεγγάρι μεσουρανούσε ανάμεσα στα αστέρια, το πάθος φούντωσε, παρασύροντας μαζί του τη Νόρα και τον Κουίν. Πολύ πολύ αργότερα, όπως την κρατούσε στην αγκαλιά του, απολαμβάνοντας τη γαλήνη μετά την καταιγίδα του πάθους τους, ο Κουίν είδε μια λάμψη στα κρυστάλλινα νερά της λίμνης και είπε στον εαυτό του πως η φευγαλέα πράσινη αναλαμπή δεν ήταν παρά ένα παιχνίδι των φεγγαραχτίδων.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

402

24 Άσε Κάτω το Μαχαίρι Παρά τη θλίψη της για το θάνατο του πατέρα της, η Νόρα ανακάλυψε πως το γεγονός ότι ο Κουίν της ομολόγησε τον έρωτά του είχε δώσει άλλη διάσταση στη ζωή της. Για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια ένιωθε νεαρή και τρελούτσικη σαν γυμνασιοκόριτσο· κι ωστόσο η ευτυχία που ξεχείλιζε από την καρδιά της ήταν σίγουρα η ευτυχία μιας ολοκληρωμένης γυναίκας. Η ταινία κόντευε να τελειώσει και παρ’ όλο που υπήρχαν ένα σωρό δουλειές που έπρεπε να γίνουν στη φάρμα -συν η προετοιμασία του στάβλου για το πόνι του Ρόρι- περνούσε τις μέρες της στη λίμνη, παρακολουθώντας τα γυρίσματα. Έβλεπε ξεκάθαρα πως ο Κουίν ήταν στο στοιχείο του ανάμεσα σ’ αυτούς τους όμορφους, γεμάτους αυτοπεποίθηση Αμερικανούς. Δεν μπόρεσε, επίσης, να μην παρατηρήσει πόσο φιλικά φερόταν στη Λόρα Γκίντεον, αλλά ξαφνιάστηκε όταν η πανέμορφη ηθοποιός την αντιμετώπισε εξαιρετικά εγκάρδια. «Θα σου λείψει;» τον ρώτησε σιγανά, καθώς ήταν ξαπλωμένοι στο κρεβάτι. Αν και δεν ήθελε να ξέρουν τα παιδιά ότι κοιμόνταν μαζί, η Νόρα δεν είχε πια την αυτοπειθαρχία να περνάει μόνη της τα βράδια, όταν ο άντρας που αγαπούσε βρισκόταν στο διπλανό δωμάτιο.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

403

«Τι να μου λείψει;» Από πού ν’ αρχίσει; Παρά τις διαβεβαιώσεις του, ανησυχούσε επειδή έπρεπε να του ζητήσει να κάνει τόσες σημαντικές αλλαγές στο γρήγορο και συναρπαστικό τρόπο της ζωής του. Θα ήταν στ’ αλήθεια ευτυχισμένος σε μια μικρή φάρμα στη Δυτική Ιρλανδία; Μακριά από τα λαμπερά φώτα του κόσμου στον οποίο ήταν μαθημένος; «Το Χόλιγουντ, πρώτα απ’ όλα». «Όχι σ’ αυτή τη ζωή». Ο Κουίν είχε ήδη αποφασίσει πως ο χώρος του κινηματογράφου δεν του ταίριαζε. Γίνονταν ένα σωρό καθυστερήσεις για λόγους που του φαίνονταν γελοίοι, υπερβολικοί συμβιβασμοί σε καθημερινή βάση, δινόταν περισσότερη έμφαση στο πλασάρισμα της ταινίας παρά στο μήνυμα που μετέδιδε. Ο μοναδικός λόγος για τον οποίο είχε δεχτεί να γράψει το σενάριο ήταν για να διατηρήσει τον έλεγχο σ’ αυτή την ιστορία που τόσο αγαπούσε. Δυστυχώς, ο έλεγχος στο Χόλιγουντ ήταν κάτι το τελείως άπιαστο. «Το μόνο καλό που είχε η δουλειά μου σ’ αυτή την ταινία ήταν που γνώρισα εσένα». «Τι όμορφο ήταν αυτό που είπες!» «Αλήθεια λέω». Ο Κουίν χάιδεψε τους γυμνούς ώμους και τα μπράτσα της. «Μ’ αρέσει πολύ η ιδέα να ζήσω εδώ, στην Ιρλανδία, μαζί σου. Και με την υπόλοιπη οικογένεια». Δεν είχε σκοπό να παραδεχτεί πως κάθε τόσο του επιτίθονταν οι παλιοί φόβοι, σαν ένα σκελετωμένο χέρι που έβγαινε κάτω από το κρεβάτι για ν’ αρπάξει τον αστράγαλο του. Η ζωή μου έχει αλλάξει, διαβεβαίωνε τον εαυτό του κάμποσες φορές τη μέρα. Εγώ ο ίδιος έχω αλλάξει. Η καρδιά της Νόρας πετάρισε. Ο Κουίν έκανε πάλι το αίμα της να βράζει, τα κόκαλά της να λιώνουν. «Και σ’ εμένα αρέσει

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

404

πολύ η ιδέα. Παρ’ όλο που είναι κρίμα ένας διάσημος συγγραφέας σαν κι εσένα να γράφει τα μυθιστορήματά του στο στάβλο». Εκείνος ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του. Είχε γράψει τις πρώτες του ιστορίες στο ναυτικό, χωμένος στην κουκέτα του, χαμένος στο φανταστικό κόσμο των ηρώων του, ενώ γύρω του συνεχιζόταν η θορυβώδης ζωή του πλοίου. Ο Κουίν ήταν σίγουρος πως η φοράδα του Ρόρι θ’ αποδεικνυόταν πολύ πιο ήσυχη συγκάτοικος από μια παρέα ναύτες. «Θα χρησιμοποιώ το στάβλο μόνο μέχρι να χτιστεί το γραφείο μου». Το είχαν σχεδιάσει μαζί, ένα παραδοσιακό αγροτόσπιτο με αχυρένια σκεπή, που θα χτιζόταν σ’ ένα πράσινο λιβάδι με θέα τη θάλασσα και τους μονόλιθους ανάμεσα στη γη των Τζόις και των Ο’ Σάλιβαν. Ο Κουίν ήξερε συγγραφείς που θα έκαναν φόνο για να μπορούν να γράψουν σε μια τέτοια τοποθεσία που θα ερέθιζε τη φαντασία τους. «Α, καλά που το θυμήθηκα. Ο Ρόμπερτ Ντούγκαν έφερε σήμερα μερικά δείγματα για μπογιές. Τα άφησα στην κουζίνα». «Τα φέρνεις αργότερα». Ο Κουίν την άρπαξε από τον καρπό, καθώς εκείνη ετοιμαζόταν να σηκωθεί από το κρεβάτι. «Μα θα θέλεις...» «Στο διάβολο με τις μπογιές. Το άσπρο είναι άσπρο. Δεν θέλω να σπαταλήσω τη νύχτα μου, προσπαθώντας να διακρίνω κάποια ανεπαίσθητη διαφορά ανάμεσα σε αποχρώσεις που λέγονται Ελβετικός Καφές, Γαλλική Κρέμα, Ομίχλη της Κίνας. Ας διαλέξει ο Ντούγκαν ποια του αρέσει περισσότερο». Έκανε μια παύση και πρόσθεσε: «Γιατί αυτό που θέλω τώρα εγώ είσαι εσύ».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

405

Η Νόρα επέστρεψε στην αγκαλιά του άντρα που αγαπούσε. Του άντρα που, όπως είχε προβλέψει ο πατέρας της και της είχε υποσχεθεί η μητέρα της, ανταπέδιδε τον έρωτά της. «Κι εγώ σε θέλω». Και καθώς του πρόσφερε το πρόσωπο της για να τη φιλήσει, η προσεκτικά σχεδιασμένη επιχειρηματολογία της υπέρ της απόχρωσης του Ελβετικού Καφέ έσβησε από το μυαλό της. Ήταν παραμονή της Πρωτομαγιάς κι επικρατούσε μεγάλη αναταραχή στο σπίτι. Ο ταχυδρόμος όλη τη βδομάδα έφερνε ευχετήριες κάρτες για τη Σίλια, η οποία προετοιμαζόταν για την Πρώτη της Μετάληψη. Και σαν να μην έφτανε αυτό το σημαντικό γεγονός, η Μαίρη είχε όντως εκλεγεί Βασίλισσα του Χορού της Πρωτομαγιάς και το άγχος της δεκαεξάχρονης κοπέλας είχε φτάσει στο κατακόρυφο. Καθώς έψηνε τα κέικ για το πάρτι που θα γινόταν στο Άιρις Ρόουζ μετά τη λειτουργία, η Νόρα βεβαίωσε για μια ακόμα φορά τη Μαίρη πως τα σκουλαρίκια από νεφρίτη που ανήκαν στη μητέρα τους ταίριαζαν τέλεια με το καινούριο της φόρεμα. «Ναι. Είναι πολύ πιο κολακευτικά από τους χρυσούς κρίκους σου». Ενώ η Μαίρη έβγαινε από την κουζίνα για να δοκιμάσει για πολλοστή φορά το υπέροχο φόρεμα που της είχε αγοράσει ο Κουίν στο Ντέρι, η Νόρα άκουσε φωνές στο σαλόνι. «Σίλια, Ρόρι, σταματήστε να τσακώνεστε!» φώναξε. Η Σίλια όλη τη βδομάδα ήταν ανυπόφορη, καθώς συγκέντρωνε τα χρήματα που είχε λάβει μέσα στις ευχετήριες κάρτες που της είχαν στείλει. Κι ο Ρόρι, που ανυπομονούσε να έρθει το πόνι του, είχε γίνει ασυνήθιστα ευέξαπτος. «Η μικρή έχει καβαλήσει το καλάμι», μουρμούρισε η Φιόνα που καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας κι οργάνωνε το πολεμικό της σχέδιο να έρθει σ’ αντιπαράθεση με τον επίσκοπο

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

406

στα σκαλιά της εκκλησίας, μόλις τέλειωνε η αυριανή λειτουργία προς τιμήν της Παρθένου. «Όταν της πρότεινα να δώσει μερικά από τα χρήματά της στο ταμείο των ιεραποστόλων, άρχισε να μου λέει ότι θέλει ν’ αγοράσει το κουκλόσπιτο της Μπάρμπι». «Υποθέτω πως όταν είναι κανείς εφτά χρονών πιο σημαντικό είναι ένα κουκλόσπιτο, παρά η σωτηρία των ψυχών μερικών ειδωλολατρών», αποκρίθηκε ήπια η Νόρα κι έριξε μια ματιά στα πολύχρωμα φεϊγβολάν που ήταν σκορπισμένα πάνω στο τραπέζι. «Είσαι σίγουρη πως θέλεις να τα βάλεις με τον επίσκοπο σ’ ένα δημόσιο χώρο;» «Δεν απαντάει στα γράμματά μου». Η Φιόνα έβγαλε το καπάκι ενός μαύρου μαρκαδόρου κι άρχισε να γράφει σ’ ένα πλακάτ που σκόπευε να κουβαλήσει μαζί της στην εκκλησία. «Και καθυστερεί μήνες. Μ’ αυτό τον τρόπο δεν θα μπορέσει ν’ αποφύγει πια το θέμα». Η Νόρα έριξε μια ματιά στον Κουίν, ο οποίος καθάριζε πατάτες για το δείπνο. Δεν είχε συνηθίσει ακόμα την παρουσία ενός άντρα στο σπίτι της. Και ειδικά στην κουζίνα της. «Αν σκοπεύεις να το σκάσεις και να με παρατήσεις, σήμερα είναι η πιο κατάλληλη μέρα», του είπε. «Μη βάζεις στοίχημα». Το χαμόγελο του ήταν ζεστό σαν τις καλοκαιρινές ηλιαχτίδες κι έκανε την καρδιά της να νιώθει ανάλαφρη σαν τα μπαλόνια από ήλιον που είχε παραγγείλει στο εμπορικό κατάστημα Μόνοχαν για τη γιορτή της Μετάληψης της Σίλια. Του χαμογέλασε κι εκείνη. Κι ήταν τόσο ερωτευμένη μαζί του, ώστε καμιά φορά νόμιζε ότι η ευτυχισμένη έκφραση που έβλεπε όποτε κοιταζόταν στον καθρέφτη θα χαραζόταν μονίμως πια στο πρόσωπο της. «Μήπως σου δόθηκε η ευκαιρία

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

407

να μιλήσεις με τον Τζον;» ρώτησε σιγανά, για να μην τραβήξει την προσοχή της Φιόνα. «Ναι, όταν αρμέγαμε τις αγελάδες. Και μου ‘δωσε το λόγο του πως δεν θα ξανακάνει κάτι τέτοιο. Μα δεν ήταν και τίποτα το σοβαρό, γλυκιά μου». Εκείνο το πρωί, η Νόρα είχε μπει στο δωμάτιο του Τζον για να του δώσει τα καθαρά και σιδερωμένα ρούχα του και τον είχε τσακώσει να «κατεβάζει» φωτογραφίες από το Ίντερνετ. Οι γυναίκες, ντυμένες μόνο με τη ρόδινη σάρκα με την οποία είχαν γεννηθεί, ήταν Μωρά από τη Βρετανία, όπως έλεγε η λεζάντα. Η Νόρα κι ο Τζον κοκάλωσαν -και ο δυο. Καθώς οι προκλητικές φωτογραφίες διαδέχονταν η μια την άλλη στην οθόνη, η Νόρα δεν ήξερε ποιος από τους δυο ντρεπόταν περισσότερο, αυτή ή ο αδερφός της. «Δεν θέλω να μπλέξει», δήλωσε σταθερά. «Έχει να σκεφτεί το μέλλον του». Έσμιξε τα φρύδια της και το πρόσωπο της πήρε μια βλοσυρή έκφραση, καθώς πρόσθετε: «Το οποίο ελπίζω να μην περιλαμβάνει καμιά Βυζαρού από το Νότιγχαμ», μουρμούρισε, καθώς θυμήθηκε τη λεζάντα της φωτογραφίας μιας ιδιαίτερα προικισμένης κοπέλας με πλατινένια μαλλιά. «Δεν διαφέρει και πολύ από ένα παιδί που χαζεύει στα κρυφά το Πλεϊμπόι για πρώτη φορά. Όλα τ’ αγόρια το κάνουν αυτό, Νόρα». Οι καφετιές φλούδες από τις πατάτες ταξίδευαν αστραπιαία στο νεροχύτη. «Όπως κι όλα τα κορίτσια στην εφηβεία τους ξεφυλλίζουν τα ρομαντικά μυθιστορήματα ψάχνοντας να βρουν τις σκηνές του σεξ». Εκείνη ένιωσε τα μαγουλά της να φλογίζονται, καθώς θυμήθηκε τα απαγορευμένα βιβλία που ξεφύλλιζαν χασκογελώντας όλες οι δόκιμες μοναχές συμπεριλαμβανομένης και της ίδιας- όταν ο καλόγριες έκλειναν τα φώτα στον κοιτώνα του μοναστηριού.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

408

«Η καλύτερη φίλη της Μαίρης, η Ντίντρι Μακμάν, πρόκειται ν’ αποκτήσει παιδί. Ο πατέρας είναι ένας φοιτητής του πανεπιστημίου. Ή, μάλλον, ήταν, προτού αναγκαστεί να παρατήσει το πανεπιστήμιο και να δουλέψει στη φάρμα του πατέρα του για να συντηρήσει την καινούρια του οικογένεια». «Ο Τζον είναι έξυπνο παιδί. Και υπεύθυνο. Τον ανέθρεψες καλά όλα αυτά τα χρόνια. Νομίζω πως είναι καιρός πια να χαλαρώσεις και να τον αφήσεις ν’ αναλάβει εκείνος την ευθύνη για τη ζωή του. Να πάρει μόνος του κάποιες αποφάσεις». «Το ξέρω». Η Νόρα αναστέναξε, καθώς σκέφτηκε τη μοιραία απόφαση που είχε πάρει η Κέιτ όταν ήταν στην ηλικία του Τζον. «Ανησυχώ, ωστόσο». «Φυσικά κι ανησυχείς». Ο Κουίν έσκυψε και τη φίλησε ανάλαφρα στα χείλη. «Αυτό είναι που αγαπώ σ’ εσένα». Αγαπώ. Είναι η πιο συγκλονιστική λέξη σ’ οποιαδήποτε γλώσσα, συλλογίστηκε η Νόρα, αφήνοντάς τον να καθησυχάσει τις ανησυχίες της. Την επόμενη μέρα, ενώ η Νόρα παρακολουθούσε την πομπή των μικρών κοριτσιών που ήταν ντυμένα σαν νυφούλες του Χριστού, με άσπρα δαντελένια φουστανάκια και πέπλα κεντημένα με μαργαριτάρια, σκέφτηκε ότι η Σίλια έμοιαζε με αγγελούδι. Το μόνο που πρόδιδε τη νευρικότητά της ήταν οι αρθρώσεις της που είχαν γίνει κάτασπρες, καθώς έσφιγγε το ροζάριο που της είχε χαρίσει η Φιόνα και το καινούριο άσπρο συναξάρι της, δώρο του Κουίν. Αργότερα το ίδιο βράδυ, όταν η Μαίρη κατέβηκε ντυμένη για το χορό, πανέμορφη σαν σταρ του κινηματογράφου, η Νόρα σκέφτηκε για άλλη μια φορά πόσα πράγματα είχαν αλλάξει. Μερικά προς το χειρότερο. Δεν μπόρεσε να μην ευχηθεί να ήταν εκεί ο πατέρας της για να καμαρώσει τις δυο

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

409

του κόρες που ήταν τόσο όμορφες εκείνη τη μέρα. Μάλλον, όμως, θα τις είδε από ψηλά. Παρέα με τη μαμά της. Η ανάμνηση της τελευταίας τους συζήτησης δίπλα στη λίμνη την παρηγόρησε αφάνταστα. Βλέποντας τον Πάρκερ Κένταλ να στερεώνει ένα μπουκέτο από ορχιδέες στον ώμο της Μαίρης και τον Κουίν να ρίχνει ένα αυστηρά προειδοποιητικό βλέμμα στο νεαρό ηθοποιό, συνειδητοποίησε ότι οι περισσότερες αλλαγές -που όλες είχαν σχέση μ’ αυτό τον άντρα- σίγουρα ήταν προς το καλύτερο. Πολύ αργότερα, ξαπλωμένη στην αγκαλιά του μετά την παλίρροια του έρωτά τους, η Νόρα ευχαρίστησε σιωπηρά το Θεό, τη μαμά της και τον μπαμπά της και κάθε έναν από τους αρχαίους κέλτικους θεούς της Κέιτ, αν άκουγαν, που έστειλαν στη ζωή της έναν τόσο ξεχωριστό και στοργικό άντρα. Τίποτα στη ζωή του Κουίν δεν είχε έρθει εύκολα. Κι επίσης ήταν αρκετά Ιρλανδός ώστε να γίνεται προληπτικός σχετικά μ’ αυτή την ασυνήθιστη οικογενειακή ευτυχία που απολάμβανε. Κι αυτός ήταν ο λόγος που, παρά τον έρωτά του για τη Νόρα και παρ’ όλο που είχε αρχίσει να αισθάνεται σαν πραγματικό μέλος της οικογένειάς της, το σκοτεινό προαίσθημα δεν έλεγε να φύγει από μέσα του. Το ζήτημα δεν ήταν αν θα έπεφτε η αναθεματισμένη λαιμητόμος στον αυχένα του αλλά πότε. Ήταν μια μέρα μετά την Πρωτομαγιά, παραμονή της προγραμματισμένης επιστροφής του στην Καλιφόρνια. Μια μέρα προτού εγκαταλείψει την Ιρλανδία -και τη Νόρα- για πάντα. Καθώς στερέωνε το τρέιλερ του αλόγου στη Μερσεντές, την οποία είχε ήδη κανονίσει ν’ αγοράσει, σκέφτηκε γεμάτος δέος πόσο πολύ είχε αλλάξει η ζωή του μέσα σε τέσσερις εβδομάδες. Πόσο πολύ είχε αλλάξει ο ίδιος.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

410

«Αυτό θα πει μαγεία», σιγομουρμούρισε, καθώς οδηγούσε προς τη φάρμα της Κέιτ για να παραλάβει τη φοραδίτσα του Ρόρι. Η χώρα, η οικογένεια και πιο πολύ απ’ όλους η Νόρα σίγουρα τον είχαν επηρεάσει αφάνταστα. Καθώς σκεφτόταν πόσο θα ενθουσιαζόταν ο Ρόρι όταν θα γύριζε από το χωριό με τη Νόρα και θ’ ανακάλυπτε το πόνι του στο στάβλο, ο Κουίν ένιωσε μια ικανοποίηση καθαρά πατρική. Μετά συλλογίστηκε την προοπτική ν’ αποκτήσει κι άλλα παιδιά. Όσο κι αν είχε ήδη αρχίσει να νιώθει τον Ρόρι σαν γιο του, η σκέψη να κάνει ένα μωρό με την πολυαγαπημένη του κοκκινομάλλα ήταν κάτι παραπάνω από ελκυστική. Φαντάστηκε τη Νόρα έγκυο στο δικό του παιδί και χαμογέλασε, καθώς χτυπούσε την πόρτα της Κέιτ. Το χαμόγελο του έσβησε ξαφνικά όταν κοίταξε τη γυναίκα που στεκόταν μπροστά του. Το πρόσωπο της έμοιαζε σαν να το ‘χε χρησιμοποιήσει κάποιος για σάκο του μποξ. Η σάρκα της ήταν πρησμένη και μελανιασμένη -μπλε και μοβ. Το ένα μάτι της ήταν κλειστό, το πάνω χείλι της ανοιγμένο. Όταν είδε τα κόκκινα σημάδια στο λαιμό της -το αλάνθαστο αποτύπωμα των δαχτύλων του Καντέλ Ο’ Σάλιβαν- τον κυρίευσε η οργή. «Πού είναι τα παιδιά;» Εκείνη φάνηκε να ξαφνιάζεται από την ερώτησή του. «Πήγαν με τη Νόρα στο χωριό. Τους υποσχέθηκε να τους κεράσει παγωτό». «Δεν ήταν εδώ, λοιπόν, όταν αυτός ο μαλάκας σ’ έκανε έτσι;» «Όχι». Η Κέιτ έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια της. «Δόξα τω Θεώ».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

411

«Θα τηλεφωνήσω στη Φιόνα», της είπε. «Θα της πω να βρει τη Νόρα και να κρατήσει τα παιδιά. Κι εγώ θα σε πάω στο νοσοκομείο». «Όχι!» Η Κέιτ πισωπάτησε και σήκωσε ψηλά τα χέρια σαν να ‘θελε να τον αποτρέψει. «Δεν χρειάζεται να πάω σε κανένα νοσοκομείο». «Δεν νομίζω πως είσαι σε κατάσταση να το κρίνεις εσύ αυτό». Το βλέμμα του πλανήθηκε πάνω της, προσέχοντας πως δεν στεκόταν ίσια. «Μπορεί να ‘χεις σπάσει κανένα πλευρό ή...» «Θα το ‘ξερα αν είχα σπάσει κάτι. Είμαι μια χαρά, Κουίν. Αλήθεια. Το μόνο που χρειάζομαι είναι να ξαπλώσω λίγο και...» «Χρειάζεσαι κάτι πολύ περισσότερο, που να πάρει ο διάολος». Εξοργισμένος με τον Καντέλ Ο’ Σάλιβαν, συγχυσμένος με τη διαρκή άρνηση της Κέιτ κι ανήσυχος για την ασφάλεια της, πέρασε το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του και σκέφτηκε τι εναλλακτικές λύσεις είχε. Παρά το γεγονός ότι η Κέιτ ασχολιόταν κάθε μέρα με άλογα που ζύγιζαν εκατοντάδες κιλά, ήταν μια μικροκαμωμένη γυναίκα που μόλις έφτανε ως τον ώμο του. Θα ήταν πολύ απλό να τη σηκώσει στα χέρια και να τη μεταφέρει στο αυτοκίνητο. Το πρόβλημά του όμως μ’ αυτή τη λύση ήταν η απροθυμία του να χρησιμοποιήσει σωματική βία. Και ειδικά μια που η καημένη η Κέιτ είχε υποφέρει τόσο στα χέρια του βίαιου συζύγου της. «Έλα τουλάχιστον μαζί μου στο σπίτι της Νόρας. Εκεί θα είσαι ασφαλής, κοντά στην υπόλοιπη οικογένεια». Η Κέιτ φάνηκε να το σκέφτεται, καθώς κοίταζε εξεταστικά τον Κουίν. «Εντάξει. Μια στιγμή να πάρω το βιβλιάριο της τράπεζας. Είναι πάνω».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

412

Παρ’ όλο που ο Κουίν δεν ήθελε να μείνει η Κέιτ σ’ αυτό το σπίτι ούτε λεπτό παραπάνω απ’ όσο ήταν αναγκαίο, έγνεψε καταφατικά και μπήκε μέσα, αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή για να ‘χει το νου του μήπως εμφανιστεί ο Ο’ Σάλιβαν. Όταν εκείνη έκανε στροφή για ν’ απομακρυνθεί, το πρώτο πράγμα που τράβηξε την προσοχή του Κουίν ήταν ο προσεκτικός τρόπος με τον οποίο περπατούσε. Και δεν απορώ καθόλου, σκέφτηκε βλοσυρός. Κι έπειτα είδε το αίμα στο πίσω μέρος της λουλουδάτης φούστας της. «Μια στιγμή». Την έπιασε τρυφερά από τα μπράτσα και την έβαλε να καθίσει σε μια καρέκλα, προσέχοντας ότι εκείνη μόρφασε από τον πόνο. Περίεργο! Αντί η οργή να θολώσει τις σκέψεις του, έκανε το μυαλό του καθάριο σαν κρύσταλλο του Κασλ-λοχ. Θα μπορούσε να σκοτώσει τον Ο’ Σάλιβαν. Χωρίς κανένα δισταγμό. Χωρίς ίχνος τύψης. «Ο μπάσταρδος σε βίασε, έτσι δεν είναι;» Η Κέιτ απέστρεψε ντροπιασμένη το βλέμμα της. «Ένας άντρας δεν μπορεί να βιάσει τη γυναίκα του». Η απάντηση του Κουίν στα λόγια της ήταν σύντομη και χυδαία. Κι έπειτα είπε: «Εντάξει, θα παραλείψουμε το νοσοκομείο. Μα θα τηλεφωνήσω στο γιατρό Φλάνερι να έρθει στη φάρμα των Τζόις και να σ’ εξετάσει. Είναι σημαντικό να συγκεντρώσουμε αποδεικτικά στοιχεία ώστε να μπορέσεις να υποβάλεις μήνυση». Εκείνη αναστέναξε κουρασμένα κι έγνεψε αρνητικά, δείχνοντας πολύ μεγαλύτερη από τα είκοσι έξι της χρόνια. «Δεν βρίσκεσαι στην Αμερική, Κουίν. Τα πράγματα εδώ είναι διαφορετικά. Ακόμα και να ήθελα να παραδεχτώ μπροστά στον αρχιφύλακα Ο’ Νιλ τι ηλίθια ήμουν που παντρεύτηκα έναν τόσο βίαιο άνθρωπο, εκείνος δεν πρόκειται να συλλάβει τον Καντέλ».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

413

Ο Κουίν γονάτισε δίπλα στην καρέκλα της, παλεύοντας με τα συναισθήματα που έκαναν το στομάχι του να σφίγγεται. «Να πάρει ο διάολος! Εδώ δεν πρόκειται για το τι έκανες ή τι δεν έκανες, για το αν έκανες λάθος που παντρεύτηκες τον τύπο ή που έμεινες μαζί του αφού ανακάλυψες ποιος ήταν στην πραγματικότητα. Πρόκειται για έναν ευέξαπτο τραμπούκο που τη βρίσκει να χτυπάει γυναίκες και παιδιά όποτε γουστάρει. Δεν σου αξίζει τέτοια μεταχείριση, Κέιτ». Το πρόσωπο της ήταν κατάχλομο κάτω από τις μελανιές και το απέστρεψε, προσποιούμενη ότι παρατηρεί μ’ ενδιαφέρον τον κορνιζαρισμένο πίνακα στον απέναντι τοίχο που έδειχνε ένα άλογο, το οποίο είχε κερδίσει τρεις φορές το Βρετανικό Πρωτάθλημα Ιππασίας. Ο Κουίν ακούμπησε ανάλαφρα τα δάχτυλά του στο σαγόνι της και την έκανε να στραφεί προς το μέρος του. «Δεν σου αξίζει», της είπε ξανά. Η Κέιτ έκλεισε πάλι τα μάτια της. «Υποθέτω πως έχεις δίκιο. Θα επισκεφθώ το γιατρό Φλάνερι, μα δεν πρόκειται να φωνάξω την αστυνομία. Είναι οικογενειακό ζήτημα, Κουίν, και θέλω να παραμείνει στην οικογένεια». «Εντάξει». Και μια που κι ο ίδιος σε λίγο θα γινόταν μέλος της οικογένειας, ήταν κάτι παραπάνω από πρόθυμος να αναλάβει το ζήτημα. «Πες μου τώρα πού είναι το βιβλιάριο της τράπεζας». Προσπάθησε ν’ ακουστεί ήρεμος για να κρύψει τις προθέσεις του. «Θα πάω να το φέρω. Μαζί με ό,τι άλλα προσωπικά αντικείμενα θέλεις να πάρεις μαζί σου για σένα και για τα παιδιά». «Το βιβλιάριο είναι κρυμμένο πίσω από μια φωτογραφία του Τζέιμι και της Μπρίτζιντ στον τοίχο της κρεβατοκάμαράς μου». Η Κέιτ του είπε επίσης πού θα ‘βρίσκε ό,τι άλλο χρειαζόταν για τη σύντομη διαμονή της στην κουνιάδα της.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

414

Καθώς μπήκε στο δωμάτιο που έμοιαζε σαν να είχαν περάσει από εκεί ορδές βανδάλων, ο Κουίν κατάλαβε γιατί εξοργίστηκε ο Καντέλ. Είχε επιστρέψει γυρεύοντας χρήματα. Χρήματα για τα οποία η Κέιτ διακινδύνευσε παράτολμα τη ζωή της για να τα φυλάξει. Πατώντας πάνω από ρούχα και συρτάρια βγαλμένα από τη σιφονιέρα και πεταμένα στο πάτωμα, βρήκε το γαλάζιο βιβλιάριο της τράπεζας, αποφασισμένος να την πάρει και να φύγουν από εκεί το συντομότερο δυνατόν. Σαράντα λεπτά αργότερα, η Κέιτ ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι που η Νόρα πρόσφατα είχε εγκαταλείψει, πίνοντας ένα φλιτζάνι δυνατό τσάι που της έφτιαξε η ανήσυχη αλλά πάντα αποφασιστική Φιόνα, ενώ περίμεναν να έρθει ο γιατρός. «Δεν καταλαβαίνω γιατί φώναξες τον Μάικλ», είπε στον Κουίν. «Πρέπει να πάω στο χωριό και δεν θέλω να σ’ αφήσω εδώ ολομόναχη με τη Φιόνα, για την περίπτωση που έρθει ο άντρας σου να σε γυρέψει». «Α, φέρεσαι σαν τυπικός Γιάνκης», μουρμούρισε εκείνη με το χιούμορ που ο Κουίν θαύμαζε κι απολάμβανε. «Θέλεις να παραστήσεις τον Τζον Γουέιν». «Είναι βρόμικη δουλειά». Παρά τη σοβαρότητα της κατάστασης, ο Κουίν της χαμογέλασε. «Μα κάποιος πρέπει να την κάνει». Η Κέιτ γέλασε για να τον ευχαριστήσει. Κι αμέσως σοβάρεψε πάλι. «Πας να βρεις τον Καντέλ, έτσι δεν είναι;» Ο Κουίν σκέφτηκε να της πει ψέματα, αλλά σκέφτηκε ότι προφανώς θα μάθαινε σύντομα τα νέα. «Ναι». «Δεν είσαι υπεύθυνος για μένα».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

415

«Είσαι μέλος της οικογένειας», της αποκρίθηκε απλά. «Και η οικογένεια φροντίζει τους ανθρώπους της». Άκουσε λάστιχα αυτοκινήτου να τρίζουν πάνω στο χαλίκι και κατέβηκε για ν’ ανοίξει στον Μάικλ Τζόις και το γιατρό Φλάνερι, ο οποίος τον ακολουθούσε. Ο γιατρός φαινόταν αρκετά νέος για να ‘χει αποφοιτήσει από το γυμνάσιο, πόσο μάλλον από την ιατρική σχολή, συλλογίστηκε ο Κουίν. Κι αμέσως μετά αναρωτήθηκε μήπως αυτό σήμαινε πως ο ίδιος γερνούσε. Κατέληξε ότι μάλλον έτσι συνέβαινε. Αυτή η σκέψη έφερε μαζί της και μια άλλη. Πως επρόκειτο να πραγματοποιηθεί ο χειρότερος φόβος του -ότι ήταν ίδιος ο πατέρας του. Μόλις σήμερα το πρωί δεν σκεφτόταν, σαν ανόητος, ότι ήταν τόσο τυχερός ώστε θα είχε την ευκαιρία να γεράσει με τη γυναίκα που αγαπούσε; Και να που τώρα υπήρχε η πολύ δυσάρεστη πιθανότητα μια πράξη βίας να του στοιχίσει για άλλη μια φορά την ευτυχία. Μα δεν ήταν η κατάλληλη ώρα να σκεφτεί τη δική του ευτυχία. Θ’ αντιμετώπιζε αργότερα τις συνέπειες της επικείμενης πράξης του. Έπρεπε πρώτα να ξεκαθαρίσει μερικούς λογαριασμούς.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

416

25 Δύσκολες Στιγμές Έβρεχε όταν ο Κουίν έφτασε στο Κασλ-λοχ. Και δεν ήταν μια απαλή βροχούλα, αλλά μια πυκνή, γκρίζα μπόρα που ταίριαζε με τη διάθεσή του. Στις φλέβες του έβραζε ένας θυμός που είχε ξεχάσει πως υπήρχε εδώ και καιρό. Οι αναμνήσεις ξύπνησαν, γεμίζοντας σαν καπνός το μυαλό του. Θυμήθηκε τους ξυλοδαρμούς από τον πατέρα του, τις κραυγές της μητέρας του, εκείνη τη φρικιαστική νύχτα που ένα εννιάχρονο αγόρι είχε ορμήσει στην πλάτη ενός βίαιου άντρα σε μια μάταιη απόπειρα να σταματήσει την επίθεση, της οποίας η τελική πράξη ήταν ένα μπουκάλι τζιν να κατεβαίνει σαν βαριοπούλα στο λαιμό της μητέρας του. Άκουγε τον υπόκωφο ήχο τόσο καθαρά σαν να συνέβαινε αυτή τη στιγμή -ένα βουβό ήχο σαν πεπόνι που πέφτει μέσα από το ψυγείο και σπάει στο πάτωμα. Θυμήθηκε το αίμα ατέλειωτο αίμα- να ξεχύνεται από τη βάση του σπασμένου κεφαλιού της, να κοκκινίζει τα ξανθά της μαλλιά, να λεκιάζει τα χέρια του, ενώ προσπαθούσε να σταματήσει τη ροή του, να μουσκεύει το πουκάμισο του καθώς γονάτιζε δίπλα της και την κρατούσε σαν σπασμένη κούκλα. Από τα μάτια του κυλούσαν αλμυρά δάκρυα, παρ’ όλο που ο πατέρας του πάντα τον

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

417

χτυπούσε πιο άγρια όταν έκλαιγε, αποκαλώντας τον βρομοαδερφή. Κι έτσι, από την ηλικία των εννιά χρονών, ο Κουίν κατέληξε να μην περιμένει τίποτα καλό από τη ζωή. Πάντα ήταν καχύποπτος για οτιδήποτε του ερχόταν πολύ εύκολα. Μια τέτοια πεποίθηση του επέτρεπε ν’ αποστασιοποιείται από την πραγματικότητα στη διάρκεια των δύσκολων χρόνων μετά τη βίαιη δολοφονία της μητέρας του. Είχε αναπτύξει το δικό του σύστημα άμυνας: ποτέ μην εμπιστεύεσαι κανέναν, ποτέ μην αφήνεις κανέναν να σε πλησιάσει πολύ, πάντα να ‘σαι έτοιμος να διακόψεις μια σχέση αν απειλεί να γίνει πολύ προσωπική. Η τακτική αυτή λειτουργούσε μια χαρά εδώ και χρόνια, επιτρέποντάς του ν’ ασφαλίζει τα συναισθήματά του κάτω από ένα παχύ στρώμα φαινομενικά αδιαπέραστου πάγου. Το μόνο πράγμα που δεν φαντάστηκε ποτέ του ήταν πως θα ‘ρχόταν στην Ιρλανδία και θα συναντούσε μια γυναίκα που διέθετε το προσωπικό της ηλεκτρικό τρυπάνι. Συνειδητοποίησε πως έπρεπε να μιλήσει στη Νόρα για το παρελθόν του. Να της αποκαλύψει τι άντρα επρόκειτο να παντρευτεί. Κι αν εκείνη άλλαζε γνώμη, διάολε, ο Κουίν θα το ξεπερνούσε και θα συνέχιζε τη ζωή του. Όπως έκανε πάντα. Ούτε γάτα ούτε ζημιά. Καθώς πάρκαρε το αυτοκίνητο του μπροστά στο Άιρις Ρόουζ, ο Κουίν αναρωτήθηκε πότε άρχισε να λέει τόσα ψέματα στον εαυτό του. Το βουητό των κεφάτων συζητήσεων σταμάτησε τη στιγμή που ο Κουίν άνοιξε τη δρύινη πόρτα. Δεν έσβησε σταδιακά από τραπέζι σε τραπέζι, αλλά διακόπηκε απότομα. Τα μάτια όλων των θαμώνων καρφώθηκαν πάνω του. Η μόνη εξαίρεση ήταν ο Καντέλ Ο’ Σάλιβαν, ο οποίος καθόταν στη

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

418

συνηθισμένη του θέση στην άκρη του μπαρ, σκυμμένος πάνω από ένα μπουκάλι ουίσκι μολτ. «Ο’ Σάλιβαν». Η σιγανή φωνή του Κουίν αντήχησε σαν σειρήνα συναγερμού στην αίθουσα όπου είχε απλωθεί μια τόσο ασυνήθιστη ησυχία, ώστε θα μπορούσε κανείς ν’ ακούσει μια οδοντογλυφίδα να πέφτει στο πάτωμα. Ο βιαστής της Κέιτ ανασήκωσε το κεφάλι του. Το βλέμμα του ήταν παγερό κι ανέκφραστο σαν του φιδιού. «Για δες», είπε περιφρονητικά, πίνοντας μια γουλιά ουίσκι προτού στραφεί προς το μέρος του Κουίν που τον κοιτούσε οργισμένος. «Ο πλούσιος Γιάνκης που πηδάει τις γυναίκες μας. Τι σκατά θέλεις, Γκάλαχερ;» «Θέλω να σου μιλήσω. Έξω. Για να μην καταστρέψουμε τα έπιπλα του Μπρένταν». «Α, μάλιστα». Ένας μοχθηρός μορφασμός σχηματίστηκε στα χείλη του. «Άρα καβγά γυρεύεις, όχι κουβέντα». Ο Καντέλ γέμισε το ποτήρι του από το μπουκάλι και το άδειασε πάλι μονορούφι. «Θα ‘λεγα ότι εσύ είσαι αυτός που ξεκίνησε τον καβγά», αποκρίθηκε ο Κουίν με μια ψυχραιμία την οποία δεν αισθανόταν. «Όταν αποφάσισες να χρησιμοποιήσεις την Κέιτ σαν σάκο του μποξ». Ένα σιγανό μουρμουρητό απλώθηκε στην αίθουσα. Το παγερό χαμόγελο έδωσε τη θέση του σ’ ένα άγριο κατσούφιασμα. «Δεν έχεις κανένα δικαίωμα ν’ ανακατεύεσαι στις προσωπικές υποθέσεις ενός άντρα και της γυναίκας του». «Ακόμα κι αν συμφωνούσα μαζί σον, που δεν συμφωνώ, διάολε, έχω κάθε δικαίωμα. Μια που η γυναίκα σου είναι κουνιάδα της Νόρας κι εγώ πρόκειται να παντρευτώ τη Νόρα».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

419

«Έτσι μου είπαν τα παιδιά εδώ». Το περιφρονητικό χαμόγελο τον προκαλούσε, τον δοκίμαζε. Ο Κουίν δεν μπορούσε ν’ αποφασίσει αν ο Καντέλ Ο’ Σάλιβαν ήταν ο πιο ηλίθιος άνθρωπος του κόσμου ή αν απλώς ήθελε να πεθάνει. «Δεν καθόμαστε όλοι εδώ και συζητούσαμε πόσο ενδιαφέρον είναι που μόλις πριν από ένα μήνα η χήρα Φιτζπάτρικ θ’ αναγκαζόταν να παρατήσει τη φάρμα της και να πάει στην πόλη;» Του ‘κλείσε το μάτι με νόημα και πρόσθεσε: «Φαίνεται, όμως, πως έλυσε το οικονομικό της πρόβλημα, σηκώνοντας τη φούστα της και πέφτοντας στο κρεβάτι μ’ ένα ματσωμένο Γιάνκη». Ο Κουίν είδε κόκκινο. Κυριολεκτικά. Στριφογύρισε μπροστά στα μάτια του σαν το αίμα της μητέρας του πριν από τόσα χρόνια. Προτού το καταλάβει, κατέβασε με το ζόρι τον Καντέλ από το σκαμνί του μπαρ. «Έχεις ακριβώς δυο δευτερόλεπτα για να ζητήσεις συγνώμη», μούγκρισε. «Κι έπειτα θα σε σκοτώσω». «Μόνο κάποιος πολύ καλύτερος από σένα μπορεί να το κάνει αυτό, Γιάνκη». Ο Καντέλ έφτυσε τον Κουίν στο πρόσωπο και του ‘χωσε μια δεξιά γροθιά στο στομάχι. Η κρεατωμένη γροθιά του έμοιαζε με ρόπαλο. Ο Κουίν ένιωσε τα κόκαλά του να κροταλίζουν, την ανάσα να εγκαταλείπει τα πνευμόνια του. Το πορφυρό πέπλο μπροστά στα μάτια του σκοτείνιασε. Και μ’ ένα δυνατό μουγκρητό έπεσε πάνω στον Ιρλανδό κι άρχισε να τον χτυπάει με τις σφιγμένες γροθιές του. Οι γυμνές αρθρώσεις του προσγειώθηκαν πάνω σε κόκαλα, αριστερά, δεξιά, αριστερά, δεξιά, κάθε γροθιά ήταν για τη Νόρα. Για την Κέιτ. Για τον Τζέιμι και την Μπρίτζιντ. Οι άλλοι θαμώνες σκορπίστηκαν στις άκρες της αίθουσας, σώζοντας τα ποτήρια με τις μπίρες τους, για να

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

420

παρακολουθήσουν τη συμπλοκή. Ο Ο’ Σάλιβαν μπορεί να ήταν πιο μεγαλόσωμος, αλλά η δύναμη του Κουίν ήταν κτηνώδης, απαίδευτη, τα χτυπήματά του τυχαία κι ανοργάνωτα. «Έλα, Ο’ Σάλιβαν», τον προκάλεσε ο Κουίν. «Μπορείς να τα καταφέρεις καλύτερα». Προσποιήθηκε ότι θα τον χτυπούσε από δεξιά και του κατάφερε μια γερή μπουνιά στην αντίθετη πλευρά. «Φαντάζομαι όμως ότι έχεις συνηθίσει να χτυπάς ανυπεράσπιστες γυναίκες και παιδιά κι όχι να τα βάζεις με άντρες του μεγέθους σου». Η κραυγή που βγήκε από τα χείλη του αντιπάλου του έμοιαζε με μουγκρητό πληγωμένου λιονταριού. Ο Ο’ Σάλιβαν έσκυψε το τεράστιο κεφάλι του κι επιτέθηκε, χτυπώντας τον Κουίν στα πλευρά, με αποτέλεσμα να πέσουν και οι δυο στο πάτωμα σ’ ένα συνονθύλευμα από πόδια και μπράτσα. Κατρακύλησαν πέρα δώθε, χτυπώντας όπου έβρισκαν. Όλες οι τεχνικές πυγμαχίας που είχε μάθει ο Κουίν την εποχή που ήταν στο ναυτικό ξεχάστηκαν μέσα στην έξαψη της πάλης, που γινόταν ολοένα κι αγριότερη. Ο Καντέλ κατάφερε να σταθεί τρεκλίζοντας στα πόδια του. Άρπαξε μια καρέκλα, τη σήκωσε ψηλά κι ετοιμάστηκε να την κατεβάσει στο κεφάλι του Κουίν. Η καρέκλα προσγειώθηκε στον ώμο του Κουίν ,κι έπειτα μια μπότα κλότσησε τα πλευρά του, που είχαν ήδη δεχτεί την επίθεση του χοντρού κεφαλιού του Ιρλανδού. Αρπάζοντάς τον από την μπότα, ο Κουίν κατόρθωσε να ρίξει κάτω το γίγαντα για δεύτερη φορά. «Δεν αξίζει να γίνεται τόση φασαρία για μια γκόμενα», τον προκάλεσε πάλι ο Καντέλ, ρίχνοντάς του μια αριστερή μπουνιά στο σαγόνι. «Ο Κόνορ Φιτζπάτρικ δεν έλεγε σε όλους ότι η γυναίκα του ήταν τόσο άθλια στο κρεβάτι ώστε καλύτερα να ‘μενε στο μοναστήρι;» Μια πνιχτή κραυγή ξέφυγε από τα

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

421

χείλη του, καθώς ο Κουίν κατηύθυνε τη γροθιά του στη μύτη του Καντέλ. Ακούστηκε ο ήχος του κόκαλου που έσπασε κι έπειτα ένας χείμαρρος από βρισιές, καθώς το αίμα ξεχύθηκε κατακόκκινο. «Μπορεί, βέβαια, η κοπέλα να ‘μαθε κάμποσα κόλπα από τότε». Ο Καντέλ σκούπισε το αίμα με την ανάστροφη της παλάμης του και μόλις που μπόρεσε ν’ αποφύγει την επόμενη γροθιά. «Όταν τελειώσω από δω μαζί σου, ίσως πεταχτώ μέχρι τη φάρμα να δοκιμάσω κι εγώ την κοκκινομάλλα τσούλα». Ο Κουίν προσπαθούσε, με όλο και λιγότερη επιτυχία, να διατηρήσει κάποιο στοιχειώδη αυτοέλεγχο. Μα αυτή η πρόστυχη απειλή ήταν η σταγόνα που έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει. Μέσα του εξερράγη το μίσος που μια ολόκληρη ζωή πάλευε ν’ αγνοήσει και ξεχύθηκε σαν κατακόκκινη λάβα από κάποιο ηφαίστειο. Κάθισε πάνω στον Ο’ Σάλιβαν, αναγκάζοντάς τον να πέσει ανάσκελα, κι άρχισε να τον χτυπάει. Να τον χτυπάει. Να τον χτυπάει. Βίαια κι άγρια. Δεν είχε ιδέα πότε οι αιμοχαρείς φωνές παρότρυνσης μετατράπηκαν σε κραυγές ανησυχίας. Δεν κατάλαβε πότε ο Μπρένταν τηλεφώνησε επειγόντως στον ξάδερφο του. Έδιωχνε μανιασμένος τα χέρια που άρπαζαν τα μανίκια του. Το μόνο που ήξερε ο Κουίν ήταν πως αυτός ο άνθρωπος αντιπροσώπευε ό,τι είχε μισήσει στη ζωή του και δεν επρόκειτο να σταματήσει ώσπου να πάρει την εκδίκησή του. Για τη μητέρα του. Για την Κέιτ. Και για το εννιάχρονο αγόρι που είχε βάλει τα δυνατά του να σώσει μια ζωή και δεν συγχώρησε ποτέ τον εαυτό του που απέτυχε. Στο τέλος, χρειάστηκαν πέντε άντρες -ο μπάρμαν που ήταν ο ξάδερφος του Μπρένταν, ο αρχιφύλακας Ο’ Νιλ κι άλλοι τρεις που η δύναμή τους μαρτυρούσε ότι μια ζωή έκοβαν στάρια και τύρφη- για να τραβήξουν τον Γιάνκη, που έμοιαζε

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

422

να ‘χει χάσει τα λογικά του, μακριά από τον σχεδόν αναίσθητο Καντέλ. «Θα τον σκοτώσεις», είπε ο μπάρμαν στον Κουίν. «Αυτό θέλω κι εγώ». Ο Κουίν έσκυψε, ακούμπησε τα ματωμένα χέρια του στα γόνατά του και πήρε μια βαθιά ανάσα, συνειδητοποιώντας πόσο λάθος ήταν αυτό όταν ένιωσε τα πλευρά του να καίγονται. «Η Νόρα δεν θα μου το συγχωρήσει ποτέ αν αναγκαστώ να σε χώσω στη φυλακή για φόνο», δήλωσε ο αρχιφύλακας. «Μπες στο περιπολικό για να σε πάω μέχρι το νοσοκομείο να σου ρίξουν μια ματιά». Ο Κουίν ήθελε να φέρει αντίρρηση. Είχε σκοπό να εναντιωθεί σ’ αυτή την πρόταση. Δυστυχώς, δεν είδε τον Ο’ Σάλιβαν να σηκώνεται τρεκλίζοντας όρθιος. Ένα χτύπημα σαν κοτρόνι που πέφτει από ένα βράχο προσγειώθηκε στο πίσω μέρος του λαιμού του Κουίν. Τα γόνατά του που ήδη έτρεμαν υποχώρησαν. Κι όλα σκοτείνιασαν. «Δεν μπορεί να μιλάς σοβαρά». Η Νόρα παρακολουθούσε άναυδη τον Κουίν ν’ αδειάζει την ντουλάπα του, πετώντας τα ρούχα του μέσα σε μια βαλίτσα. «Λυπάμαι». Πόσο λίγο ακουγόταν αυτό. Το πρόβλημα ήταν πως δεν υπήρχαν λέξεις για να της εκφράσει όσα αισθανόταν. Δεν μπορούσε να της πει τίποτα για να κάνει κάποιον από τους δυο τους να αισθανθεί καλύτερα. «Προσπάθησα να σε προειδοποιήσω». Τα πουλόβερ συσσωρεύονταν πάνω από τα εσώρουχα, οι κάλτσες μπλέκονταν με τα μπλουτζίν. Το πουκάμισο του ήταν λερωμένο από αίμα, το δικό του και του Ο’ Σάλιβαν, μα ο Κουίν δεν ήθελε να χάσει χρόνο αλλάζοντας ρούχα. «Σου είπα ότι δεν ήμουν αρκετά καλός για σένα».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

423

«Αυτό δεν είναι αλήθεια». Η Νόρα ορκίστηκε πως δεν θα έβαζε τα κλάματα, ακόμα κι αν πίστευε πως αυτό το πανάρχαιο θηλυκό κόλπο θα τον έκανε ν’ αλλάξει γνώμη. Δεν ήθελε να θυμάται ο Κουίν αυτή τη μέρα και να νομίζει ότι του ‘στήσε παγίδα. «Είσαι καλός για μένα». Ένιωθε μεγαλύτερη ανάγκη να τον αγγίξει, παρά να κλάψει. Η Νόρα αντιστάθηκε και στις δυο παρορμήσεις της. «Αυτό που έκανες στο Άιρις Ρόουζ για την Κέιτ...» «Κόντεψα να σκοτώσω έναν άνθρωπο». «Όχι!» Εκείνη κούνησε το κεφάλι της. «Δεν θα ‘κάνες ποτέ κάτι τέτοιο, Κουίν». «Θα τον σκότωνα αν δεν με τραβούσαν οι άλλοι». «Ήσουν θυμωμένος. Γι’ αυτό που έκανε στην Κέιτ. Και πολύ σωστά. Πολλές φορές ευχήθηκα κι εγώ να πέθαινε ο Καντέλ Ο’ Σάλιβαν». «Δεν καταλαβαίνεις τι σου λέω;» Ο Κουίν πήγαινε στο μπάνιο να πάρει τα ξυριστικά του, μα κοντοστάθηκε και στράφηκε προς το μέρος της. Τα μαύρα μάτια του ήταν παγερά κι ανέκφραστα σαν τάφος. «Εδώ δεν μιλάμε για ευχές, Νόρα. Μιλάμε ότι τον χτυπούσα με τις γροθιές μου ώσπου το πρόσωπο του έγινε ένας ματωμένος πολτός». «Δεν ήσουν ο μόνος που έδινες γροθιές», παρατήρησε η Νόρα, θυμίζοντάς του το καρούμπαλο στο πίσω μέρος του κεφαλιού του και το σπασμένο πλευρό που έδειξαν οι ακτινογραφίες. «Και δεν ξεκίνησες εσύ τον καβγά». «Όλοι όσοι ήταν στο παμπ ήξεραν ότι δεν πήγα εκεί για να κουβεντιάσω με τον Καντέλ. Πήγα αποφασισμένος να του σπάσω το κεφάλι». «Δεν θα ήταν και τόσο δύσκολο, μια που το κεφάλι του είναι ξερό».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

424

Εκείνος έγνεψε αρνητικά, αγνοώντας τον πόνο που τον χτυπούσε σαν κεραυνός ανάμεσα στα μάτια. «Δεν με παίρνεις στα σοβαρά, που να πάρει ο διάολος». «Κάνεις λάθος. Το παίρνω πολύ σοβαρά όταν ο άντρας που αγαπώ, ο άντρας που μου λέει πως μ’ αγαπά», τόνισε, «αποφασίζει να σηκωθεί και να φύγει από τη ζωή που ετοιμαζόμαστε να φτιάξουμε μαζί». «Πραγματικά σ’ αγαπώ». Το μόνο που αρνιόταν να κάνει ο Κουίν ήταν να της πει ψέματα, όσο κι αν αυτό θα διευκόλυνε και τους δυο τους. «Περισσότερο απ’ όσο μπορούσα ποτέ να φανταστώ. Και ξέρω πως ακόμα κι εκατό χρονών να φτάσω ποτέ μου δεν θα αισθανθώ έτσι για άλλη γυναίκα». «Δεν θέλω να αμφισβητήσω τα λόγια σου, Κουίν, μα εκφράζεις με πολύ περίεργο τρόπο μια τόσο δυνατή αγάπη». «Ξέρω πως έτσι σου φαίνεται εσένα». Το κεφάλι του γύριζε. Ο Κουίν σωριάστηκε στο στρώμα για να μην πέσει κάτω. «Μα, είτε το πιστεύεις είτε όχι, φεύγω ακριβώς επειδή σ’ αγαπώ. Προτού σε πληγώσω ή κάνω κακό σ’ εσένα ή στον Ρόρι ή σε κάποιο από τα άλλα παιδιά. Είμαι βίαιος άνθρωπος, Νόρα. Προέρχομαι από βίαιη οικογένεια. Νόμιζα ότι θα μπορούσα να ξεπεράσω το παρελθόν μου. Νόμιζα πως το είχα ξεπεράσει». Πέρασε και τα δυο του χέρια μέσα στα μαλλιά του κι αναπήδησε όταν τα δάχτυλά του άγγιξαν το καρούμπαλο που του ‘χε προκαλέσει ο Καντέλ μ’ εκείνο το βαρύ μπουκάλι της μπίρας. «Προφανώς έκανα λάθος». «Όχι». Σ’ αυτό το ζήτημα η Νόρα ήταν ανένδοτη. «Δεν έχω λόγια να σου πω πόσο λυπάμαι για τη μητέρα σου». Της είχε διηγηθεί την ιστορία της ζωής του, καθώς επέστρεφαν μαζί στη φάρμα από το νοσοκομείο. Μια που ο γιατρός αρνιόταν να του δώσει εξιτήριο αν σκόπευε να

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

425

οδηγήσει με τραύμα στο κεφάλι, ο Κουίν είχε επιτρέψει πολύ απρόθυμα στη νοσοκόμα να ειδοποιήσει τη Λόρα, η οποία τους είχε ακολουθήσει με τη Μερσεντές. Η πρώην ερωμένη του περίμενε τώρα στο σαλόνι για να τον πάει να μείνει στο ξενοδοχείο μέχρι να αναχωρήσουν, αύριο, για την Αμερική. Η Νόρα είχε παραμείνει σιωπηλή όσο της αφηγούνταν τη φριχτή του ιστορία κι ο Κουίν ήξερε πως δεν θα ξεχνούσε ποτέ τα βουβά της δάκρυα καθώς έσταζαν πάνω στα δάχτυλά της που έσφιγγαν το τιμόνι. «Αυτό που σου συνέβη όταν ήσουν μικρός ήταν εξίσου εγκληματικό. Κανένα αγόρι δεν θα ‘πρεπε να υποφέρει τόσα, Κουίν. Και ραγίζει η καρδιά μου όταν σκέφτομαι ότι δεν είχες κανέναν ενήλικο στη ζωή σου να σε προστατεύσει από τόση βία». Η Νόρα πίεσε τα χέρια της πάνω στη θλιμμένη της καρδιά. «Όπως εσύ προστάτευσες σήμερα την Κέιτ, τον Τζέιμι και την Μπρίτζιντ». Ο Κουίν ήξερε πού ήθελε να καταλήξει. Και δεν την πίστευε. «Αυτό που έκανα, το γεγονός ότι χρησιμοποίησα βία για ν’ απαντήσω στη βία, δεν είναι η απάντηση». «Όχι, κάτω από φυσιολογικές συνθήκες. Μα ίσως να είναι το μόνο που καταλαβαίνει ένας άντρας σαν τον Καντέλ. Θα περάσει πολύς καιρός προτού τολμήσει να ξανασηκώσει χέρι πάνω στη γυναίκα του». Τα λόγια της Νόρας τράβηξαν την προσοχή του. «Δεν θα μείνει εδώ η Κέιτ;» «Όχι. Παρ’ όλο που τώρα τα διαζύγια επιτρέπονται στην Ιρλανδία, δεν είναι εύκολο. Ακόμα και στις καλύτερες περιπτώσεις, όταν το θέλουν και οι δύο σύζυγοι, πρέπει να μεσολαβήσουν πέντε χρόνια διάστασης. Μα για την Κέιτ δεν έχει σημασία», πρόσθεσε εκείνη θλιμμένα, «μια που δεν

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

426

βιάζεται καθόλου να μπλέξει με κάποιον άλλο άντρα, όπως είναι φυσικό άλλωστε». «Της αξίζει κάτι πολύ καλύτερο». «Ναι». Η Νόρα αναστέναξε κι αναρωτήθηκε για άλλη μια φορά τι θα είχε συμβεί αν είχε καταφέρει να πείσει την Κέιτ να γράψει εκείνο το γράμμα στον Άντριου Σινκλέρ πριν από τόσα χρόνια. «Πράγματι». «Το ίδιο και σ’ εσένα». «Ώστε γυρίζουμε πάλι στην πλάνη σου ότι δεν είσαι αρκετά καλός για μένα;» «Έτσι δεν γίνεται πάντα;» Γι’ αυτό δεν προσπαθούσε από την αρχή να κρατηθεί μακριά από αυτή τη γυναίκα, που να πάρει ο διάολος; «Σου είπα ότι γνώρισα κάποιο μακρινό μου ξάδερφο στη ζωοπανήγυρη;» «Όχι». Η Νόρα περίμενε και τη συνέχεια, εκείνος όμως παρέμεινε σιωπηλός. «Αλλά ο Μάικλ μου είπε ότι σε σύστησε σ’ έναν Γκάλαχερ που ήξερε -από το Κονεμάρα». «Τον Πάτρικ Γκάλαχερ. Είναι αγρότης. Και λαθρέμπορος οινοπνευματωδών ποτών». «Να σου πω, σ’ αυτά τα μέρη δεν θεωρείται έγκλημα να φτιάχνει κανείς παράνομο ουίσκι», του είπε, παρεξηγώντας το φαρμάκι στη φωνή του. «Είναι βέβαια παράνομο, αλλά...» «Το ξέρω». Ο Κουίν ύψωσε το χέρι του και το ‘νιώσε βαρύ σαν να ‘ταν είκοσι πέντε κιλά. Ήξερε πως δεν ήταν μόνο ο καβγάς που τον έκανε να νιώθει έτσι. Στα νιάτα του είχε λάβει μέρος σ’ ένα σωρό συμπλοκές και ποτέ δεν είχε αισθανθεί τόσο χαμένος. Και δεν ήταν μόνο η διαφορά της ηλικίας. Φταίει το ότι νιώθω τόσο συναισθηματικά στραγγισμένος, συλλογίστηκε. Σαν να ‘χε κόψει τις φλέβες του και μαζί με το αίμα είχαν στραγγίξει κι όλα του τα αισθήματα.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

427

«Ο Μάικλ μου το εξήγησε αυτό. Εκεί που θέλω να καταλήξω είναι πως, βλέποντας το πρόσωπο του, ήταν σαν να κοιτούσα έναν αναθεματισμένο καθρέφτη». «Οι Γκάλαχερ που έχω γνωρίσει κατά καιρούς πάντα είχαν έντονα χαρακτηριστικά. Και η γιαγιά δεν έλεγε πως μεγάλωσε μαζί μ’ ένα αγόρι από το Ντόνεγκαλ που σου ‘μοιάζε; Δεν είναι κάτι ασυνήθιστο, Κουίν». «Υποθέτω πως όχι. Ωστόσο μ’ έκανε να σκεφτώ την κληρονομικότητα». Δεν κατάλαβε αμέσως. Όταν όμως συνειδητοποίησε τι προσπαθούσε να της πει, η καρδιά της Νόρας σφίχτηκε τόσο έντονα, ώστε απόρησε πώς από τα χείλη της δεν ξέφυγε κάποια κραυγή. «Αχ, Κουίν». Γονάτισε δίπλα του, ακουμπώντας το χέρι της στο μηρό του, ενώ τα πράσινα μάτια της καθρέφτιζαν πόνο και ειλικρίνεια. «Δεν είσαι σαν τα άλογα της Κέιτ. Σαν το πόνι που αγόρασες του Ρόρι. Είσαι άνθρωπος. Διαθέτεις ελεύθερη βούληση, την εξυπνάδα να παίρνεις αποφάσεις και να κάνεις τις επιλογές σου. Μόνο και μόνο επειδή ο πατέρας σου ήταν ένας κακός και βίαιος άνθρωπος...» «Που χρησιμοποιούσε τις γροθιές του για να τακτοποιήσει τις διαφορές του», της θύμισε, κοιτώντας τις αρθρώσεις του, οι οποίες ήταν πληγωμένες και πρησμένες από την επαφή τους με τα κόκαλα του προσώπου του Ο’ Σάλιβαν. «Όχι». Τα μαλλιά της ανέμισαν πάνω στους ώμους της σαν λαμπερό σύννεφο, καθώς η Νόρα έγνεψε αρνητικά. «Δεν καταλαβαίνεις πως ήταν σαν τον Καντέλ; Ένας τραμπούκος που επιτέλους βρήκε το δάσκαλο του;» Ανασήκωσε το χέρι του και πίεσε τα χείλη της πάνω στην πληγωμένη του σάρκα. «Εσύ δεν μοιάζεις με κανέναν από τους δυο τους».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

428

Πόσο θα ‘θελε ο Κουίν να την πιστέψει! «Δεν μπορώ να το ρισκάρω». «Μήπως αυτό πρέπει να το αποφασίσω εγώ;» «Όχι». Ήταν η σειρά του να κουνήσει το κεφάλι του. Σταθερά. Αποφασιστικά. «Δεν είναι εύκολο να μεγαλώνεις παιδιά. Κάποια μέρα, ο Ρόρι ή κάποιο από τ’ αδερφάκια του, αν είμαστε τόσο τυχεροί ώστε να αποκτήσουμε άλλα παιδιά, μπορεί να κάνει κάτι που θα μ’ εκνευρίσει. Κάτι που θα με ωθήσει να τα χτυπήσω ενστικτωδώς. Ή μπορεί εσύ κι εγώ να τσακωθούμε. Καμιά φορά είσαι πολύ πεισματάρα, Νόρα, και...» «Το ξέρω. Και θα προσπαθήσω να βελτιωθώ». «Επίσης, έχεις το συνήθειο να διακόπτεις όταν κάποιος θέλει να καταλήξει σ’ ένα συμπέρασμα». Παρ’ όλο που ο Κουίν δεν έβρισκε καθόλου ευχάριστη αυτή τη συζήτηση, όταν θυμήθηκε ότι η Νόρα έκανε το ίδιο πράγμα εκείνη τη νύχτα στο Ντέρι όσο ο Μπρέιντι διηγόταν την ιστορία του, τη νύχτα που έκαναν έρωτα για πρώτη φορά, παραλίγο να χαμογελάσει. «Είναι ανόητο συμπέρασμα», διαμαρτυρήθηκε εκείνη σιγανά. «Όχι και τόσο ανόητο». Ο Κουίν κοίταξε τα ενωμένα χέρια τους και φίλησε τα δάχτυλά της. «Στ’ αλήθεια σ’ αγαπώ, Νόρα. Κι αν σήκωνα ποτέ μου χέρι πάνω σου, θα ‘θελα να πεθάνω αμέσως μετά». «Ποτέ σου δεν πρόκειται να κάνεις κάτι τέτοιο». «Δεν μπορείς να είσαι σίγουρη γι’ αυτό». Εκείνη ύψωσε το σαγόνι της μ’ εκείνο τον τρόπο που τον έκανε πάντα να θέλει να την πνίξει στα φιλιά. «Ναι. Είμαι σίγουρη. Γιατί σε ξέρω καλά, Κουίν Γκάλαχερ. Θα στοιχημάτιζα ακόμα και την ίδια μου τη ζωή».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

429

«Δεν καταλαβαίνεις τι σου λέω; Αυτό ακριβώς ετοιμάζεσαι να κάνεις». Ο Κουίν χαμογέλασε, μα το χαμόγελο του δεν είχε καμιά ευθυμία. Ήταν, σκέφτηκε η Νόρα, το πιο θλιβερό θέαμα που είχε δει ποτέ της. Ακόμα πιο θλιβερό κι από τη λεπτή άσπρη ουλή που τώρα ήξερε πως είχε γίνει από την αγκράφα της ζώνης του πατέρα του. «Όχι». Της άφησε το χέρι και σηκώθηκε όρθιος με κόπο. «Δεν πρόκειται να το ριψοκινδυνεύσω. Δεν πρόκειται να σ’ αφήσω να το ριψοκινδυνεύσεις». Της έριξε ένα βλέμμα φορτωμένο με τόσα πολλά συναισθήματα ώστε η Νόρα δεν ήξερε ποιο να πρωτοκαταγράψει. Ωστόσο, κανένα από αυτά δεν ήταν ενθαρρυντικό. «Σ’ αγαπώ», της τόνισε πάλι, θέλοντας να της υπενθυμίσει αυτό το κρίσιμο θέμα. «Πάντα θα σ’ αγαπώ». Και μ’ αυτά τα λόγια έφυγε. Από την κρεβατοκάμαρά της. Από το σπίτι της. Η Λόρα, που τον περίμενε κάτω, κοντοστάθηκε στο σαλόνι, καθώς ο Κουίν προχώρησε προς τη Μερσεντές. «Λυπάμαι πολύ», είπε στη Νόρα. «Το ξέρω». Η Νόρα ποτέ της δεν θα φανταζόταν πως θα ένιωθε κάποια συμπάθεια για μια τόσο εντυπωσιακή ηθοποιό του κινηματογράφου. Όμως, από τότε που είχαν έρθει οι Αμερικανοί στο Κασλ-λοχ, είχε βιώσει ένα σωρό απροσδόκητα και πρωτόγνωρα συναισθήματα. «Μα αυτό δεν αλλάζει την κατάσταση, έτσι δεν είναι;» «Πίστεψέ με, καλή μου, θα γυρίσει πάλι πίσω», τη βεβαίωσε η Λόρα. «Ο Κουίν μπορεί να είναι πεισματάρης, αλλά είναι αρκετά έξυπνος για να καταλαβαίνει πότε κερδίζει το λαχείο». Το βλέμμα της ζύγιασε τη Νόρα από την κορφή ως τα νύχια. «Και παρ’ όλο που όταν πρωτοήρθαμε σ’ αυτό το μέρος δεν θα

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

430

το πίστευα ποτέ, ήσουν τελικά ο θησαυρός στην άκρη του ουράνιου τόξου του». Η Λόρα της χάρισε ένα χαμόγελο από κείνα που ξετρέλαιναν τους θαυμαστές της, βγήκε από το σπίτι και κάθισε στο τιμόνι της Μερσεντές. Η Νόρα στάθηκε στο κατώφλι και είδε το αυτοκίνητο ν’ απομακρύνεται, ώσπου έστριψε στη γωνία κι εξαφανίστηκε πίσω από τον πέτρινο τοίχο που χώριζε τη φάρμα της από τη γη της Κέιτ. Της είπε πως έφευγε για να μην την πληγώσει. Ο πνιχτός, πονεμένος ήχος που ξέφυγε από τα σφιγμένα της χείλη ήταν μισό γέλιο και μισό λυγμός. Δεν συνειδητοποιούσε ότι αυτό ακριβώς έκανε; Δεν καταλάβαινε πως δεν θα μπορούσε να την πληγώσει περισσότερο ακόμα κι αν κατέβαζε από τον τοίχο του Άιρις Ρόουζ ένα από τα παλιά σπαθιά και της έκοβε την καρδιά σε χίλια κομμάτια; Κρύβοντας το πρόσωπο της μέσα στις παλάμες της, η Νόρα υπέκυψε τελικά στα δάκρυα που απειλούσαν να ξεχυθούν από τη στιγμή που πήγε στο νοσοκομείο κι ανακάλυψε πως ο άντρας που αγαπούσε είχε αποσυρθεί στο σκοτεινό και παγωμένο καβούκι του. Δεν μπορούσε να ξέρει ότι, καθώς η Λόρα οδηγούσε προς το Κασλ-λοχ, ο Κουίν συλλογιζόταν ότι άφηνε πίσω του το καλύτερο κομμάτι της ζωής του.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

431

26 Βρες το Δρόμο για το Σπίτι Ο Κουίν είχε φύγει. Είχε γυρίσει στην Αμερική. Ο Ρόρι καθόταν στο μυστικό του μέρος κι εξιστορούσε τα θλιβερά νέα στην καλύτερή του φίλη, η οποία, τώρα που οι κινηματογραφιστές είχαν φύγει από την Ιρλανδία, μπορούσε να πάψει πια να κρύβεται στα βάθη της λίμνης. «Νόμιζα πως θα γινόταν ο μπαμπάς μου», της εξομολογήθηκε και αναστέναξε. «Φαινόταν να με συμπαθεί. Να φανταστείς, με άφησε να κοιμηθώ στο αντίσκηνο του στην εκδρομή πατέρα-γιου. Και μου αγόρασε ένα πόνι, το Σπλέντιτ Μέιν». Ο Ρόρι δεν χρειαζόταν να εξηγήσει στην Κυρά πως είχε δώσει στο πόνι του το όνομα του αλόγου του Μανάναν Μακ Λιρ, του αρχαίου θεού των Κελτών. Το μυθικό εκείνο άλογο ήταν ταχύτερο κι από τον ανοιξιάτικο άνεμο και -όπως άρμοζε στον κύριό του και προστάτη των θαλασσινών- ταξίδευε εξίσου γρήγορα πάνω στα κύματα της θάλασσας όσο και στη στεριά. «Δεν μπορώ να πιστέψω ότι ένας άντρας θ’ αγόραζε ένα πόνι για ένα παιδί που δεν το αγαπά. Μα ο Τζέιμι λέει πως ίσως είχε τόσα πολλά λεφτά, ώστε γι’ αυτόν να μην ήταν και τίποτα σπουδαίο».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

432

Ο Ρόρι αναστέναξε πάλι, μάζεψε τα γόνατά του στο στέρνο του, τύλιξε τα μπράτσα του γύρω τους και κοίταξε τα γαλάζια νερά που σκοτείνιαζαν. Δίπλα του, η Μέιβ κλαψούρισε. Ο Ρόρι καταλάβαινε ότι και σ’ εκείνη έλειπε ο Αμερικανός. Ένα πόνι είναι πολύ ξεχωριστό δώρο, τον διαβεβαίωσε η Κυρά. Ο Ρόρι δεν ξαφνιάστηκε τώρα όσο την πρώτη φορά που του είχε μιλήσει. Μα τα λόγια της δεν μαλάκωσαν τη στενοχώρια που βάραινε την καρδιά του. «Μακάρι να μην είχε φύγει», είπε και αναστέναξε πάλι. «Η μαμά κλαίει συνέχεια. Όπως τότε, πριν έρθουν οι Αμερικανοί. Μα δεν νομίζω πως τώρα πια ανησυχεί μήπως αναγκαστούμε να φύγουμε από τη φάρμα. Νομίζω ότι και σ’ εκείνη λείπει ο Κουίν». Κοίταξε την Κυρά και το μέτωπο του γέμισε ρυτίδες καθώς έσμιξε τα φρύδια του. «Φοβάμαι μήπως έκανα εγώ κάτι και έφυγε». Δεν μπορούσε να φανταστεί τι μπορεί να ήταν αυτό, αλλά έτσι δεν είχε φύγει κι ο μπαμπάς του Τόμι Ντόιλ όταν ο Τόμι έπαθε καρκίνο; Ο Ρόρι είχε ακούσει τον παππού του, τον Μπρέιντι, να λέει ότι ο Μπράιαν Ντόιλ δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα με τόσα βάσανα. Μα ακόμα κι όταν ο Τόμι γύρισε από το Δουβλίνο, χωρίς μαλλιά αλλά θεραπευμένος, πάλι ο μπαμπάς του δεν επέστρεψε. «Ίσως μερικοί άντρες δεν είναι φτιαγμένοι για οικογένεια», πρόσθεσε, επαναλαμβάνοντας τα λόγια του παππού του για τον Μπράιαν Ντόιλ. «Ίσως, αν δεν ήμουν εγώ, ο Κουίν να παντρευόταν τη μαμά. Και τότε εκείνη θα ήταν ευτυχισμένη. Όπως ήταν προτού εκείνος φύγει για την Καλιφόρνια». Η αναχώρηση του Αμερικανού δεν είχε καμιά σχέση μ’ εσένα, Ρόρι Φιτζπάτρικ. Τα χρυσαφένια μάτια της Κυράς τον κοίταξαν καθησυχαστικά. Δεν πρέπει πρώτα να απαλλαγεί

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

433

από τα δικά του φαντάσματα προτού δημιουργήσει οικογένεια; Κάνε λίγη υπομονή. Θα γυρίσει. Έπειτα, η Κυρά στράφηκε και εξαφανίστηκε χωρίς να δημιουργήσει ούτε ένα κυματάκι πάνω στη λίμνη, επιστρέφοντας στο βασίλειο της κάτω από τα νερά. «Ο Κουίν θα γυρίσει». Ο Ρόρι σέρβιρε γάλα από την κανάτα στα ποτήρια που είχε βάλει η Σίλια στο τραπέζι. «Αχ, αγάπη μου», η Νόρα στράφηκε και τον κοίταξε, προσπαθώντας ν’ αποφασίσει αν ήταν καλύτερα ν’ αφήσει το γιο της να πιστεύει κάτι τέτοιο ή να σβήσει τις ελπίδες του, εξηγώντας του την ψυχρή πραγματικότητα ώστε να μπορέσει να συνεχίσει τη ζωή του. Να συνεχίσουν όλοι τη ζωή τους. «Αν ήμουν στη θέση σου, δεν θα βασιζόμουν σ’ αυτό», του είπε ήπια. «Θα γυρίσει». Η έκφραση του Ρόρι ήταν γεμάτη σιγουριά, όπως συνέβαινε τις δυο τελευταίες βδομάδες. «Η Κυρά μού είπε πως απλώς πρέπει πρώτα να ξεφορτωθεί μερικά φαντάσματα προτού μπορέσει να γίνει μέλος αυτής της οικογένειας». Η πρώτη σκέψη της Νόρας ήταν πως ένα αγόρι που κουβέντιαζε με το πλάσμα της λίμνης μπορούσε εύκολα ν’ αποδέχεται την ιδέα της ύπαρξης φαντασμάτων. Η δεύτερη σκέψη της ήταν ότι ο Ρόρι είχε καταλάβει ότι ο άντρας για τον οποίο επέμενε ότι θα γινόταν πατέρας του ένιωθε στοιχειωμένος. «Δεν ξέρω τι να σου πω», του αποκρίθηκε με ειλικρίνεια. Δεν είχε πει ποτέ ψέματα στο παιδί της και δεν επρόκειτο ν’ αρχίσει τώρα. «Δεν χρειάζεται να πεις τίποτα, μαμά». Μόλις τέλειωσε το σερβίρισμα του γάλατος, ο μικρός έβαλε την κανάτα στο

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

434

ψυγείο. Κι έπειτα της χαμογέλασε χαρωπά. «Πρέπει απλώς να κάνουμε υπομονή. Η Κυρά μού το υποσχέθηκε». Στην άλλη άκρη του κόσμου, ο Κουίν καθόταν στη βεράντα του νοικιασμένου του σπιτιού και κοίταζε τον ωκεανό. Τα κύματα με τον κατάλευκο αφρό τού θύμιζαν πολύ τη Νόρα. Μα και πάλι τα πάντα του θύμιζαν τη γυναίκα που είχε αφήσει πίσω στην Ιρλανδία. «Συνειδητοποιείς, βεβαίως, ότι έχεις γίνει βαρετός». Έριξε μια ματιά στη Λόρα, η οποία καθόταν δίπλα του. Είχε ακουμπήσει τα πόδια της στο κάγκελο της βεράντας και το άσπρο σορτσάκι της τόνιζε τους ηλιοκαμένους της μηρούς. «Με συγχωρείς που δεν είμαι κάπως πιο ευχάριστος οικοδεσπότης», της αποκρίθηκε. «Μπα, μην απολογείσαι». Ήπιε μια γουλιά από το κρασί της και του χαμογέλασε γλυκά. «Πάντα θαύμαζα τις υψηλές σου επιδόσεις σε οτιδήποτε καταπιάνεσαι, αγάπη μου. Κι ο τρόπος που φέρεσαι από τότε που γυρίσαμε από την Ιρλανδία είναι το καλύτερο δείγμα αυτολύπησης που έχω δει ποτέ στη ζωή μου». Η απάντησή του ήταν μια γερή βλαστήμια. Ήπιε μια γουλιά από το παγωμένο τσάι που είχε αναγκάσει τον εαυτό του να πίνει τις δυο τελευταίες βδομάδες, γιατί φοβόταν πως αν άρχιζε τα οινοπνευματώδη ποτά δεν θα σταματούσε ποτέ. «Γιατί δεν πας να τη βρεις, που να πάρει ο διάολος;» ρώτησε για πολλοστή φορά η Λόρα. «Αντί να συνεχίζεις να κάνεις δυστυχισμένους και τους δυο σας. Για να μη μιλήσω για το καημένο τ’ αγοράκι· θα πρέπει να νιώθει εντελώς εγκαταλειμμένο». Ο Κουίν δεν ήθελε να σκέφτεται τον Ρόρι. Αρκετά βασανιζόταν κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί, φέρνοντας στο μυαλό

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

435

του το χαρούμενο προσωπάκι με τις φακίδες, μαζί με όλα τα άλλα πρόσωπα που είχε προδώσει. «Σου εξήγησα το λόγο». Δεν του ήταν εύκολο να της ανοιχτεί, να μοιραστεί για άλλη μια φορά την ιστορία της ζωής του. Όμως είχε ανάγκη να μιλήσει σε κάποιον. Και η Λόρα αποδείχτηκε καλή φίλη, διαπίστωσε έκπληκτος. «Το ξέρω». Εκείνη κούνησε το κεφάλι της αναστενάζοντας. «Και νομίζω πως είναι η πιο γελοία δικαιολογία που έχω ακούσει ποτέ στη ζωή μου για να παρατήσει κανείς μια γυναίκα». «Έτσι λες εσύ». «Αυτό είναι αλήθεια». Κατέβασε τα πόδια της από το κάγκελο και σηκώθηκε όρθια. Νομίζοντας πως η Λόρα σκόπευε να πάει στην κουζίνα για να ξαναγεμίσει το ποτήρι της, ο Κουίν κοίταξε πάλι τα κύματα που άστραφταν έτσι όπως έπεφταν πάνω τους οι ηλιαχτίδες. Ήταν ομολογουμένως υπέροχα, μα που να πάρει ό διάολος ήταν ο Ειρηνικός, ο λάθος ωκεανός. Ο Κουίν έκλεισε τα μάτια του. Ξαφνικά άκουσε ένα δυνατό ήχο κι ένιωσε ένα τσούξιμο στο μάγουλο του. Ακούμπησε την παλάμη του στο δέρμα του που τον έκαιγε και κοίταξε τη Λόρα. «Τι ήταν αυτό;» τη ρώτησε ήρεμα. «Μια δοκιμή». Εκείνη χαμογέλασε, σήκωσε πάλι το χέρι της και τον χαστούκισε και στο άλλο μάγουλο. «Μπορείς να το πεις κι ένα είδος επιστημονικού πειράματος. Τι υπερισχύει, η φύση ή η ανατροφή;» «Δεν καταλαβαίνω τι θες να πεις». Ο Κουίν άρχισε ν’ αντιλαμβάνεται πού το πήγαινε η Λόρα. «Σε χτύπησα», του εξήγησε, αν και δεν ήταν απαραίτητο. «Κι εσύ δεν μου το ανταπέδωσες».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

436

«Όχι βέβαια». Α, μάλιστα, συλλογίστηκε βλοσυρά ο Κουίν που κατάλαβε πού ήθελε να καταλήξει, παριστάνοντας τον ερασιτέχνη ψυχολόγο. «Δεν είναι πολύ ενδιαφέρον;» Η Λόρα τον χαστούκισε πάλι -αυτή τη φορά με τόση δύναμη, ώστε το κεφάλι του στράφηκε από την άλλη μεριά. «Θα σκεφτόταν κανείς πως ένας άνθρωπος με τόσο βίαιες γενετικές τάσεις θα ένιωθε την ανάγκη να ανταποδώσει το χτύπημα». «Λόρα, δεν πρόκειται να πιάσει το κόλπο σου». «Μπα;» Εκείνη ανασήκωσε τα ξανθά καλογραμμένα της φρύδια. «Και γιατί όχι; Νόμισα πως μου είπες ότι δεν μπόρεσες να συγκρατηθείς κι έσπασες στο ξύλο εκείνο τον αλήτη που έδερνε τη γυναίκα του». «Αυτό ήταν διαφορετικό». «Πώς, δηλαδή;» «Δεν είσαι σαν τον Ο’ Σάλιβαν». «Να μια σπουδαία είδηση». Η Λόρα σταύρωσε τα μπράτσα της. «Τολμώ να υποθέσω πως ούτε η Νόρα Φιτζπάτρικ είναι. Όπως δεν είναι ούτε ο γιος της ή κάποιο από τα άλλα παιδιά». Όταν ο Κουίν δεν της απάντησε, γιατί δεν ήξερε τι να πει, ακούμπησε το χέρι της στο μπράτσο του. «Ποτέ δεν θα τους έκανες κακό, Κουίν. Ούτε σ’ ένα εκατομμύριο χρόνια. Το ξέρω. Και, βαθιά μέσα σου, το ξέρεις κι εσύ». «Τότε ξέρεις πολύ περισσότερα για μένα απ’ όσα ξέρω εγώ για τον εαυτό μου». «Δεν λειτούργησε καν το ένστικτο σου. Το χέρι σου δεν σφίχτηκε σε γροθιά. Το πρόσεξα», του τόνισε, όταν εκείνος έριξε μια ματιά στο χέρι του, σαν να ‘θελε να το επιβεβαιώσει και μόνος του. «Επέτρεψες στο σαδιστή πατέρα σου να ελέγξει τα πρώτα τριάντα πέντε χρόνια της ζωής σου. Είσαι πολύ

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

437

έξυπνος -και η Νόρα πολύ ξεχωριστός άνθρωπος- για να του επιτρέψεις να ελέγξει και τα επόμενα τριάντα πέντε». Η σκέψη να περάσει αυτά τα χρόνια με τη Νόρα ήταν, ομολογουμένως, ελκυστική. Υπέροχα, τρομακτικά ελκυστική. «Θα το σκεφτώ». Η Λόρα χαμογέλασε, του χάιδεψε το μάγουλο στο οποίο ακόμα φαινόταν το αποτύπωμα της παλάμης της κι έπειτα τον φίλησε. «Αυτό να κάνεις, αγάπη μου». Ο Κουίν Γκάλαχερ ήταν ένας εκπληκτικά έξυπνος άνθρωπος. Και γι’ αυτόν το λόγο η Νόρα σάστισε όταν φέρθηκε τόσο ανόητα σχετικά με κάτι τόσο θεμελιώδες. Και τόσο σημαντικό. Είχε προσπαθήσει να φανεί υπομονετική, να του δώσει χρόνο να συνειδητοποιήσει το λάθος του, μα με την κάθε μέρα που περνούσε φοβόταν πως τα τείχη που είχαν καταρρεύσει στη διάρκεια της παραμονής του στο Κασλ-λοχ θ’ άρχιζαν πάλι να υψώνονται. Κι αυτή τη φορά θα γίνονταν ψηλότερα. Και πιο συμπαγή. Ώσπου δεν θα υπήρχε τρόπος να τα διαπεράσει κανείς. Κι έτσι, τρεις βδομάδες μετά την αναχώρησή του από την Ιρλανδία, καθώς ήταν ξαπλωμένη ολομόναχη στο κρεβάτι της -που της φαινόταν πια τρομακτικά άδειο- φορώντας το μπλουζάκι του που ο Κουίν είχε ξεχάσει στο καλάθι με τα άπλυτα, συνειδητοποίησε τι έπρεπε να κάνει. Έπρεπε να πάει στην Αμερική και να τον πείσει ότι ταίριαζαν απόλυτα οι δυο τους. Κι έπειτα, συλλογίστηκε, θα του πω ότι είμαι πρόθυμη να φύγω από την Ιρλανδία και να ζήσω μαζί του στην Καλιφόρνια. «Ξέρω πως δεν θα είναι εύκολο», είπε στην οικογένειά της, όταν κάθισαν όλοι γύρω από το τραπέζι μετά την κυριακάτικη

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

438

λειτουργία. «Τζον, το καταλαβαίνω πως δεν .θες ν’ αλλάξεις τα σχέδιά σου για το πανεπιστήμιο. Κι ούτε θα ‘πρεπε άλλωστε». «Θα είναι μια χαρά», τη βεβαίωσε η Φιόνα. «Θα τον προσέχω εγώ. Και μπορεί να έρχεται να σας βλέπει στην Καλιφόρνια. Ο άντρας σου έχει τη δυνατότητα να του πληρώσει το αεροπορικό εισιτήριο», πρόσθεσε ξερά. Η Νόρα στράφηκε στη γιαγιά της και της ξαναγέμισε το φλιτζάνι με τσάι. «Είσαι σίγουρη πως δεν θες να ‘ρθεις κι εσύ μαζί;» «Έχω ζήσει πάνω από ογδόντα χρόνια σ’ αυτή τη φάρμα, καλή μου. Οι ρίζες μου είναι πολύ βαθιά χωμένες στην τύρφη για να μεταφυτευτούν. Και, φυσικά, δεν θέλω να παρατήσω την εκστρατεία μου για την Μπερναντέτ πάνω που κατάφερα επιτέλους να κινήσω το ενδιαφέρον του Βατικανού». Το προηγούμενο πρωί είχε φτάσει ένα γράμμα από τη Σύνοδο για την Ανακήρυξη Αγίων. Μέχρι το βράδυ, η Ελίζαμπεθ Μέρφι, που θεωρούσε ότι είχε καθήκον ως διευθύντρια του ταχυδρομείου να είναι κι ο τελάλης της πόλης, είχε διαδώσει τα νέα όχι μόνο στο χωρώ αλλά και σ’ ολόκληρη την Κομητεία. Ακόμα κι ο επίσκοπος Μακάρθι είχε εμφανιστεί στο βραδινό δελτίο ειδήσεων να συμφωνεί με μια εντυπωσιακή ξανθιά δημοσιογράφο από το Κανάλι Ένα ότι όντως ήταν σπουδαία μέρα για την ενορία του. Το δελτίο ειδήσεων περιλάμβανε επίσης και μια συνέντευξη με τη Φιόνα, η οποία στεκόταν χαμογελώντας δίπλα στη Μερσεντές που είχε φτάσει στη φάρμα μια βδομάδα μετά την αναχώρηση του Κουίν. Η ίδια Μερσεντές που εκείνος οδηγούσε όσο έμενε στο Κασλ-λοχ και είχε φροντίσει να τη διακοσμήσουν με σκηνές από τη ζωή της αδελφής Μπερναντέτ.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

439

«Μα να ‘σαι σίγουρη πως θα έρθω στην Αμερική για τα βαφτίσια όλων των όμορφων μωρών που θ’ αποκτήσετε με τον Κουίν», της υποσχέθηκε η Φιόνα. Παρ’ όλο που η σκέψη ότι θα άφηνε την πολυαγαπημένη της γιαγιά βάραινε την καρδιά της, η Νόρα δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα χαμόγελο. «Κι εσύ, Μαίρη;» ρώτησε την αδερφή της. «Καταλαβαίνω πόσο δύσκολο είναι να παρατήσεις τις φίλες σου την τελευταία χρονιά του σχολείου. Αν θέλεις να μείνεις εδώ...» «Όχι». Η Μαίρη έγνεψε αρνητικά. «Αν και θα προτιμούσα να μείνω στο Κασλ-λοχ, δεν θα ‘ναι άσχημα να δοκιμάσω την τύχη μου στην Καλιφόρνια. Ίσως ο Κουίν μπορέσει να με βοηθήσει να βρω δουλειά στον κινηματογράφο». Αυτό δεν ήταν το αγαπημένο θέμα συζήτησης της Νόρας. Ωστόσο, την ανακούφιζε το γεγονός ότι η Φιόνα δεν θα ήταν υποχρεωμένη ν’ αντιμετωπίζει τα εφηβικά ξεσπάσματα της αδερφής της. «Και τι θα γίνει η Σπλέντιτ Μέιν;» ρώτησε ο Ρόρι. Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία πως ήταν πρόθυμος να πάει στην Καλιφόρνια, αν αυτό σήμαινε πως θα γίνονταν όλοι μια οικογένεια. Μα δεν του άρεσε καθόλου η σκέψη ν’ αφήσει πίσω τη φοράδα του. «Η Κέιτ λέει πως μπορούμε να της βγάλουμε πιστοποιητικά για να έρθει στην Καλιφόρνια. Και είμαι βέβαιη πως όλο και κάπου θα υπάρχουν στάβλοι εκεί κοντά». Δεν θα ήταν το ίδιο όπως τώρα που είχε το πόνι του έξω από την πόρτα του και μπορούσε να το επισκέπτεται όποτε ήθελε για να το ταΐζει καρότα και κύβους ζάχαρης.. Όμως, σκέφτηκε ο Ρόρι, οι καλόγριες δεν λένε συνέχεια ότι ο Θεός εκτιμά τις θυσίες που κάνουμε;

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

440

«Κανένα πρόβλημα, μαμά», βεβαίωσε τη μητέρα του που τον κοιτούσε με φανερή ανησυχία. Δεν είχε γίνει πάλι η γελαστή γυναίκα που ήταν όταν ο Κουίν έμενε στο σπίτι τους. Μα τουλάχιστον δεν την άκουγε πια να κλαίει τα βράδια. «Υποσχέθηκα στην Πέγκι να της στείλω μια Μπάρμπι Μάλιμπου από την Καλιφόρνια», πετάχτηκε η Σίλια. Ξέροντας πόσο συνδεδεμένα ήταν τα δυο κορίτσια και πόσο θα δυσκολευόταν στην αρχή να προσαρμοστεί η μικρότερη αδερφή της, η Νόρα έβαλε τα γέλια. «Καταπληκτική ιδέα. Αρκεί να συγκρατηθεί και να μην την κάψει κι αυτή στην πυρά». Ήταν το βράδυ προτού φύγει για την Καλιφόρνια. Το σχέδιο της Νόρας προέβλεπε να πάει πρώτη εκείνη και να καλέσει την οικογένειά της αφού θα ‘χε τακτοποιηθεί και προσαρμοστεί στο σπίτι του Κουίν. Και στη ζωή του. Τώρα, όσο κι αν δεν ήταν εύκολο, είχε αρχίσει τους αποχαιρετισμούς που τους ανέβαλλε διαρκώς ως την τελευταία στιγμή. «Πες σ’ αυτό τον Αμερικανό σου», της είπε ο Μάικλ και η φωνή του ακούστηκε ασυνήθιστα βραχνή, ενώ την αγκάλιαζε έξω από το σπίτι του, «πως αν δεν σε αποκαταστήσει θα ‘χει να δώσει λόγο σ’ εμένα». Εκείνη γέλασε για να τον ευχαριστήσει. «Θα του το πω». Η φωνή της έσπασε και δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της, καθώς σφίχτηκε πάνω στο μεγαλύτερο αδερφό της. «Σ’ αγαπώ, Μάικλ. Και θα μου λείψεις πολύ». «Θ’ ανταλλάσσουμε επισκέψεις». «Ναι». Η φωνή της ήταν εξίσου θλιμμένη με τη δική του. Γιατί άραγε, αναρωτήθηκε η Νόρα, η ζωή μάς αναγκάζει να

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

441

παίρνουμε τόσο δύσκολες αποφάσεις; «Θα ‘ρθουμε να περάσουμε εδώ τα Χριστούγεννα». «Ωραία. Έτσι θα ‘χω κάτι να περιμένω», της είπε. Αγκαλιάστηκαν πάλι. Κι έπειτα, σκουπίζοντας τα δάκρυα που δεν μπορούσε πια να τα εμποδίσει να κυλήσουν στα μάγουλά της, η Νόρα μπήκε στο αυτοκίνητο και κατευθύνθηκε στο σπίτι της Κέιτ. «Θα μου λείψεις», είπε η Κέιτ, δίνοντάς της ένα φλιτζάνι από το καλύτερο τσάι της -που το σέρβιρε μόνο σε ξεχωριστούς καλεσμένους και στις γιορτές. Από τότε που είχε χωρίσει από τον Καντέλ, η Κέιτ άνθιζε καθημερινά σαν μαραμένο αγριολούλουδο που οι ρίζες του βρήκαν ξαφνικά μια υπόγεια πηγή. «Όχι περισσότερο απ’ όσο θα μου λείψεις εσύ». Τα μάτια της Νόρας βούρκωσαν πάλι και ήξερε ότι δεν θ’ απέφευγε τα κλάματα. Ήπιε μια γουλιά τσάι, καταπίνοντας με δυσκολία, γιατί ένας κόμπος είχε σταθεί στο λαιμό της. «Μα υποσχέθηκα στον Μάικλ πως θα γυρίσουμε τα Χριστούγεννα». «Θα πάμε για ψώνια στο Γκόλγουεϊ μια μέρα», δήλωσε η Κέιτ. «Θα ‘χει μεγάλη πλάκα να δούμε πόσα από τα χρήματα του πλούσιου άντρα σου μπορούμε να ξοδέψουμε». Παρ’ όλο που η Νόρα γέλασε, ένιωσε το πρώτο δάκρυ να δραπετεύει και να κυλάει στο μάγουλο της. «Δεν ζούμε πια στο δέκατο ένατο αιώνα», επέμεινε. «Στο κάτω κάτω υπάρχουν και τα τηλέφωνα. Θα μπορούμε να μιλάμε τόσο συχνά όσο και τώρα». «Και βέβαια». Καμιά από τις δυο γυναίκες δεν ανέφερε ότι οι ιδιοτροπίες των ιρλανδικών τηλεπικοινωνιών -και ιδιαίτερα στα δυτικά του νησιού- καθιστούσαν μάλλον αδύνατη αυτή την προοπτική.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

442

«Χαίρομαι αφάνταστα για σένα». Τώρα ήταν τα μάτια της Κέιτ που γυάλιζαν ύποπτα. «Ο Κουίν είναι υπέροχος άνθρωπος, Νόρα». «Ναι». Καμιά τους δεν ανέφερε τον καβγά του Κουίν στο παμπ. Τον καβγά που έβγαλε στη φόρα τη βίαιη συμπεριφορά του Καντέλ Ο’ Σάλιβαν μ’ έναν τρόπο που οι κάτοικοι του χωριού ήταν αδύνατο πλέον ν’ αγνοήσουν. Μάλλον ο Καντέλ κατάλαβε ότι αν έμενε στο Κασλ-λοχ αυτό θα είχε σαν αποτέλεσμα τον κοινωνικό του εξοστρακισμό και επέστρεψε στο Ντανγκάρβεν. Το γράμμα που του έστειλε ο δικηγόρος της Κέιτ τόνιζε ότι, αν γύριζε, θα του υπέβαλλαν μήνυση. Μέχρι στιγμής το τέχνασμα είχε πιάσει. Κουβέντιασαν λίγο ακόμα. Έκλαψαν λίγο ακόμα. «Θα αποκτήσεις μια καταπληκτική οικογένεια», προέβλεψε η Κέιτ καθώς αγκαλιάζονταν. «Το ξέρω». Η Νόρα χαμογέλασε βουρκωμένα στην κουνιάδα της. «Εύχομαι να γνωρίσεις κι εσύ έναν καλό άντρα σαν τον Κουίν». «Ίσως κάποια μέρα να γίνει κι αυτό. Στο μεταξύ, μου αρκεί που χαίρομαι μόνη μου τα παιδιά μου». Καθώς προχωρούσε προς το αυτοκίνητο της, ύστερα από ένα τελευταίο αγκάλιασμα, η Νόρα συνειδητοποίησε πως επιτέλους η ζωή της Κέιτ θα εξελισσόταν ομαλά. Η Κέιτ στεκόταν μπροστά στο σπίτι της, παρακολουθώντας τους προβολείς του αυτοκινήτου να χάνονται πίσω από τον πέτρινο τοίχο. Σκούπισε τα δάκρυά της με την ανάστροφη της παλάμης της. Κι έπειτα χαμογέλασε, γιατί είχε αντιληφθεί κάτι που δεν το ήξερε ακόμα ούτε η κουνιάδα της. Η Νόρα κουβαλούσε μέσα της το παιδί του Κουίν.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

443

Αφού πέρασε μια άγρυπνη νύχτα, στη διάρκεια της οποίας αισθανόταν σαν μικρό κορίτσι που ανυπομονεί να έρθουν τα Χριστούγεννα, η Νόρα έκανε βόλτες πάνω κάτω στο σαλόνι, περιμένοντας τον αδερφό της να την πάει στο αεροδρόμιο. Η βαλίτσα της, έτοιμη εδώ και δυο μέρες, βρισκόταν ήδη δίπλα στην εξώπορτα. «Πού είναι;» ρώτησε για πολλοστή φορά. «Αν δεν βιαστεί, θα χάσω την πτήση μου». «Ηρέμησε, καλή μου», την παρηγόρησε η Φιόνα, ανασηκώνοντας το βλέμμα από το πλεκτό της. Είχε βρει ένα σχέδιο για πουλόβερ που θα ήταν το τέλειο δώρο για το πρώτο παιδί του Κουίν και της Νόρας. «Δεν είναι τόσο αργά. Έχεις μπόλικο περιθώριο να φτάσεις στο αεροδρόμιο». Η Νόρα έριξε μια ματιά στο ρολόι της κι αναρωτήθηκε μήπως ήταν χαλασμένο. Θα ορκιζόταν πως οι δείκτες δεν είχαν μετακινηθεί καθόλου από την τελευταία φορά που το κοίταξε. «Αυτό είναι το πρόβλημα με τους Ιρλανδούς», μουρμούρισε συγχυσμένη. «Δεν είμαστε ποτέ ακριβείς». Προς μεγάλη της ενόχληση, η μόνη αντίδραση της οικογένειάς της ήταν να ξεσπάσουν σε γέλια. «Αν δεν έρθει μέσα σε δυο λεπτά, θα τηλεφωνήσω στον Ντένις Μέρφι να με πάει με το ταξί του ως το Σάνον». «Θα σου κοστίσει ο κούκος αηδόνι», παρατήρησε η Φιόνα. «Τι σημασία έχει;» είπε η Μαίρη. «Η Νόρα μας θα γίνει πλούσια όταν παντρευτεί τον Κουίν». Η Νόρα στράφηκε προς την αδερφή της. Τα νεύρα της ήταν κουρέλια. «Δεν είναι αυτός ο λόγος που τον παντρεύομαι». Μήπως δεν είχε ακούσει την Αϊλίν Ντόνοβαν να μουρμουρίζει το ίδιο ακριβώς στη Νάνσι Μακάρθι, όσο οι δυο τους συνέκριναν τις βαφές μαλλιών στο τμήμα καλλυντικών του Μόνοχαν;

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

444

«Φυσικά και δεν είναι, καλή μου», την καθησύχασε η Φιόνα. «Ο καθένας μπορεί να το δει ότι εσύ κι ο Κουίν είστε αδελφές ψυχές». «Ναι», έσπευσε να συμφωνήσει η Μαίρη, σαν να μην ήθελε να χωρίσει ψυχραμένη με την αδερφή της. «Ελπίζω, αν είμαι ακόμα ανύπαντρη όταν φτάσω στην ηλικία σου, να σταθώ τόσο τυχερή ώστε να βρω έναν άντρα σαν τον Κουίν σου, Νόρα». «Σ’ ευχαριστώ». Καταλαβαίνοντας πως η αδερφή της προσπαθούσε να επανορθώσει για τα άστοχα λόγια της, η Νόρα αποφάσισε να μην προσβληθεί που της μιλούσε σαν να ήταν καμιά γριά. «Δεν πρόκειται να περιμένω άλλο. Θα τηλεφωνήσω στον Ντένις και... Α, να τος! Επιτέλους!» Βλέποντας το αμάξι που έστριβε στο δρόμο, άρπαξε τη βαλίτσα της κι άνοιξε διάπλατα την εξώπορτα. «Δεν είναι ο Μάικλ», παρατήρησε ο Τζον. Όλη η οικογένεια συγκεντρώθηκε μπροστά στην πόρτα, παρακολουθώντας τη χρυσαφένια λιμουζίνα που δεν έμοιαζε καθόλου με το ταλαίπωρο Φίατ του Μάικλ. «Αχ, Θεέ μου». Η Φιόνα ακούμπησε το χέρι της στο λαιμό της και κοίταξε τη Νόρα πάνω από το μελαχρινό κεφαλάκι του Ρόρι. «Λες να...» Η Νόρα δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει τη φράση της. Δεν τολμούσε να ελπίσει κάτι τόσο απίστευτο. «Είναι ο Κουίν!» φώναξε ο Ρόρι, καθώς κοίταζαν όλοι τον άντρα να βγαίνει από το αυτοκίνητο. Η Νόρα ένιωσε μια θέρμη να πλημμυρίζει ξαφνικά το κορμί της. Σαν να πετούσε πολύ κοντά στον ήλιο. Έτρεξε προς το μέρος του Κουίν, ο οποίος τη σήκωσε στα χέρια και τη στριφογύρισε, φιλώντας τη σαν να είχε περάσει μια ζωή ολόκληρη από τη μέρα που χώρισαν κι όχι τρεις βδομάδες.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

445

«Κι εγώ ερχόμουν να σε βρω!» του είπε ανάμεσα στα φιλιά τους. «Το ξέρω. Μου το είπε ο Μάικλ όταν του τηλεφώνησα αργά χτες το βράδυ από τη Νέα Υόρκη». Τα χείλη του χάραξαν ένα φλεγόμενο μονοπάτι στο χαμογελαστό της πρόσωπο, καθώς η Μέιβ χοροπηδούσε γύρω τους σαν τρελαμένο κουτάβι και γάβγιζε καλωσορίζοντάς τον. «Μου υποσχέθηκε να μη σ’ αφήσει να μπεις στο αεροπλάνο». «Ήμουν έτοιμη να τον σκοτώσω». «Γιατί δεν με φιλάς καλύτερα;» «Αχ, ναι!» Το φιλί τους τύλιξε με φλεγόμενες σερπαντίνες το κορμί της. Μα τα επόμενα λόγια του ήταν αυτά που έκαναν την καρδιά της να πετάξει από χαρά. «Γύρισα στο σπίτι».

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

446

Επίλογος Ο γάμος έγινε στον πέτρινο κύκλο των μονόλιθων που έβλεπε στη θάλασσα. Ο αδερφός της Νόρας, ο Φιν, ήρθε πάλι από την Αυστραλία για να τελέσει το μυστήριο και, όπως και στην κηδεία του Μπρέιντι, παρόντες ήταν σχεδόν όλοι οι κάτοικοι του χωριού. Ακόμα και η Μέιβ βρισκόταν εκεί, φορώντας το κολάρο με το τριφύλλι που της είχε αγοράσει ο Κουίν στο Ντέρι κι ένα στεφάνι από ανοιξιάτικα αγριολούλουδα που της είχαν περάσει γύρω από τον τριχωτό λαιμό της η Σίλια, ο Ρόρι κι ο Τζέιμι. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Καθώς η Νόρα προχωρούσε προς το μέρος του Κουίν, ακολουθώντας τη Μαίρη -που η ομορφιά της προκάλεσε ένα σωρό θαυμαστικά σχόλια από τους καλεσμένους- και την Κέιτ, εντυπωσιακή μέσα στην ενδυμασία της κουμπάρας, πατώντας πάνω στα ροζ ροδοπέταλα που είχε σκορπίσει η Σίλια, ένιωσε ένα απαλό χάδι στο μάγουλο της. Παρ’ όλο που πολλοί θα έλεγαν ότι ήταν απλώς η ανοιξιάτικη αύρα που φυσούσε ανάμεσα στις βαλανιδιές, η Νόρα ήξερε πως η μητέρα κι ο πατέρας της είχαν ενωθεί με την υπόλοιπη οικογένεια για να παρακολουθήσουν το γάμο της. «Είναι όλοι εδώ», της ψιθύρισε ο Κουίν, αποκαλύπτοντας ότι συμμεριζόταν τις σκέψεις της. «Οι Τζόις, οι Φιτζπάτρικ, ακόμα και οι Γκάλαχερ. Και όλοι οι πρόγονοι, απαρχής

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

447

χρόνου. Ήρθαν για να γιορτάσουν μαζί μας αυτή τη μέρα, αγάπη μου». «Ναι», του αποκρίθηκε και στα μάτια της άστραψαν δάκρυα ευτυχίας. Και παρ’ όλο που η Νόρα ήξερε ότι η ιατρική επιστήμη θα επέμενε ότι ήταν αδύνατο, ωστόσο, καθώς επαναλάμβανε τους πανάρχαιους όρκους να αγαπά, να τιμά και να νοιάζεται τον άντρα της, αισθάνθηκε το παιδί του έρωτά της με τον Κουίν το πρώτο μιας καινούριας γενιάς- ν’ αναδεύεται στη μήτρα της. Ο Κουίν πέρασε στο δάχτυλο της το χρυσό δαχτυλίδι Κλάνταχ που έδειχνε δυο χέρια ενωμένα πάνω από μια καρδιά. Το ίδιο δαχτυλίδι που ανήκε στη μητέρα της. «Μπορείς να φιλήσεις τη νύφη», ανακοίνωσε ο πάτερ Τζόις με ολοφάνερη αδερφική ικανοποίηση. «Να μια καλή ιδέα», είπε ο Κουίν κι όσοι στέκονταν δίπλα του έβαλαν τα γέλια. Καθώς ο ήλιος έδυε στον ωκεανό βάφοντας τον ουρανό με λαμπερά κόκκινα χρώματα, έσκυψε προς το μέρος της. Ένας αναστεναγμός ευχαρίστησης ακούστηκε από τους καλεσμένους, όταν τα χείλη τους ενώθηκαν για πρώτη φορά σ’ ένα συζυγικό φιλί. Κι έπειτα, πιασμένοι από το χέρι, η Νόρα κι ο Κουίν Γκάλαχερ βγήκαν από το μαγικό πέτρινο κύκλο και χώθηκαν στην αγκαλιά της οικογένειάς τους. Ήταν σούρουπο, αυτή η μαγική ώρα που ο κόσμος μοιάζει μετέωρος ανάμεσα στη μέρα και τη νύχτα. Ο Πάτρικ Ντρίσκολ κι ο Πίτερ Κόλινς ψάρευαν μισή ώρα χωρίς τύχη, όταν, ξαφνικά, μπροστά ακριβώς στη βάρκα τους τόσο κοντά τους, ώστε αν άπλωναν τα χέρια τους θα μπορούσαν ν’ αγγίξουν τις σμαραγδένιες της φολίδες, όπως

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

448

είπαν αργότερα το ίδιο βράδυ στο Άιρις Ρόουζ- το υπέροχο πλάσμα της λίμνης αναδύθηκε από τα κρυστάλλινα γαλάζια βάθη. Και σαν να μην έφτανε αυτό το συγκλονιστικό γεγονός, πρόσθεσε ο Πίτερ Κόλινς σε όσους τον παρακολουθούσαν μαγεμένοι, θα ‘παιρναν όρκο πως η Κυρά χαμογελούσε.

Ross JoAnn Η καρδιά μιας γυναίκας

449

View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF