Jacques Lacarriere-Οι Ένθεοι.pdf
March 23, 2018 | Author: athyfan | Category: N/A
Short Description
Download Jacques Lacarriere-Οι Ένθεοι.pdf...
Description
Γαλλικός τίτλος HOMMES IVRES DE DIEU Μετάφραση ΦΟΙΒΟΣ ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ
© Editions Fayard © γιά την Ελληνική Γλώσσα, Εκδόσεις I. Χατζηνικολη (1977)
Jacques Lacarriere
Οί "Ενθεοι
Εκδόσεις I. Χατζηνικολή
«... Kai αύτοί oi άνθρωποι βρίσκονται μακριά άπό τούς έαυτούς τους, σάν μεθυσμένοι άπό ποτό, μέ μεθυσμένο τό πνεύμα τους άπό τό μυστήριο και άπό τόν Θεό.» Ψευδο-Μακάριος. Πνευματικές
'Ομιλίες.
Πρόλογος Oi έρημιές της Μέσης 'Ανατολής πάψανε νάναι τύποι έξοχων έμπειριών; Κι' επειδή άναζητάνε πρωτ' άπ' δλα τ ό μαύρο χρυσάφι, πάψανε ν' άναζητοϋν τ ό Θεό, τήν ούσία τοΰ κόσμου, ή έ σ τ ω μιά άληθινότερη εΙκόνα τοΰ έαυτοϋ τους; Γιά αΙώνες, ή γύμνια τους έδειχνε νά πετάει τήν Ιστορία στά περιθώρια τών άμμων τους· τίποτα δέν έδειχνε νά «προχωρεί». Τ Ηταν ol χώροι τοΰ άμετακίνητου, μιας αΙώνιας παρθενίας δπου ό άνθρωπος έφτασε νά μοιάσει στούς άγγέλους. Και νάτες, σήμερα, πηγές ζωής και θανάτου, γιατί προσφέρουν τΙς καύσιμες Ολες... "Ισως νά συνεχίζουν, μ' αύτόν τον τρόπο, τ ό κάλεσμα τής φωτιάς πού τοϋς έρριχνε πάντα πρός τά ξερά περιθώρια τής 'Ιστορίας. Τήν έρημο, δέν τήν ξ έ ρ ω καλά. Μόνο λίγες μέρες στήν Κάτω Αίγυπτο, στό Βάντι-αν-Νατρούν, πάνε δεκαοχτώ χρόνια. "Οσοι γνωρίζουν αύτήν τήν περιοχή, και τήν έχουνε διασχίσει μέσα στή λάμψη τοΰ λιοπυριοϋ, θά μέ καταλάβουν άν πω δτι, περίεργα, μοϋ φάνηκε σά μία θάλασσα πάγος. Γιατί αύτή ή δυτική έρημος τής ΑΙγύπτου, δέν είναι άπό πάγο άλλά άπ' άλάτι. 'Ορυκτή καϊ λευκή θάλασσα πού ή κοκκαλωμένη έπιφάνειά της μένει άτάραχη στους άνέμους κι' άντηχεϊ σέ μεριές, κάτω άπ' τά βήματα, σάν κρυστάλλινος θόλος. Ω κ ε α ν ό ς σπαρμένος άπολιθώματα, πανάρχαια λέπια, σάν οΐ μάχες νερών και γής, ή άπογύμνωση τών στοιχείων, νά είχαν βρει αύτοϋ τ ό κοιμητήριό τους. Σ' έναν παρόμοιο κόσμο, ό άνθρωπος είναι σχεδόν άχρηστο έκφυμα, παράλογη παρουσία. Και δέν μπορεί νά ζήσει έκεϊ άν δέν γίνει κι' ό ίδιος έρμα του χρόνου, ένός αιώνιου χειμώνα. Νά γιατί γιά τόσους αιώνες, αυτός ό έκμετρος τόπος δέν στέγασε παρά φαντάσματα, ίσκιους, ράκη, καθρέφτισμα άνθρώπινων πλασμάτων, πού οί συγκαιρινοί τους έλεγαν άθλητές τής έξορίας, και πού έ γ ώ τοϋς βάφτιοα άνθρώπους συνεπαρμένους άπ' τή Θεότητα, "Ενθεους. Αύτό τ ό βιβλίο γράφτηκε και δημοσιεύτηκε πάνε δεκατρία χρόνια. Ά λ λ ά είχε γεννηθεί πολύ πριν μέσα στό νοϋ μου, πιασμένο άπό ένα νυχτερινό δραμα. Βρισκόμουν τ ό τ ε στό "Αθως, στό μοναστήρι τής Μεγάλης Λαύρας, δπου, μετά τή λειτουργία τοΰ μεσονυκτίου, δειπνοΰσα στό μεγάλο τραπεζαρειό, γεμάτο άπό μοναχούς και ερημίτες γιά τή γιορτή τοΰ "Αγιου 'Αθανάσιου τοϋ Άθωνίτη. 01 τοίχοι ήταν γεμάτοι άπό παλιά φρέσκα, και ή κάτω ζώνη τους παρίστανε, παρατεταγμένους τόν ένα πλάι στόν άλλο, τούς μεγάλους άγιους τής έρήμου: 'Αντώνιος, Παύλος ό Θηβαίος, Παχώμιος, Μακάριος, 'Ονούφριος, Ποίμην, γυμνές σιλουέτες, κάτισχνα ψιλόλιγνα κορμιά ντυμένα μέ τά γένια και τά μαλλιά τους πού τά σκέπαζαν ώς τά πόδια, μέ μεγάλα μαύρα μάτια σκαμένα στά όστά τοϋ προσώπου. Τά χρυσά φωτοστέφανο τόνιζαν τή χλωμάδα τ ώ ν χαρακτηριστικών τους, και στό φώς τών κεριών, δλοι αύτοΐ οί άγιοι ξαναπαίρναν ζωή, μακρινοί μαζί καϊ οικείοι, σά νά προχωρούσαν, άπό τούς αιώνιους τόπους τών φρέσκων τους, πρός τά φωτεινά δρια αύτοϋ τοϋ νυκτερινού δείπνου. 'Εκείνο τό βράδυ, κατάλαβα πώς δέν ήταν ζωγραφισμένοι γιά ν' άναπαριστοϋν μιά μοναδική έμπειρία, οϋτε μόνο γιά νά ριζώνουν μέσα σ' ένα περιοδικό χρόνο, άλλά και γιά νά βλασταίνουν σέ κάθε στιγμή μέσα στό παρόν τών άνθρώπων. Και κείνη τή νύχτα ένιωσα νάρχεται άπό τή σκιά πρός έμέ ένας όλόκληρος κόσμος, πού μέχρι τ ό τ ε άγνοοϋσα τήν ύπαρξη και τήν ιστορία του. Θέλησα νά τόν γνωρίσω, νά συναντήσω έναν-έναν αύτούς τούς κατοίκους τοϋ άγνωστου κόσμου της έρήμου. Διάβασα τοϋς Βίους τών 'Αγίων, αφηγήσεις και μαρτυρίες άνθρώπων πού τούς άπάντησαν, δεκάδες έλληνικά και κοπτικά κείμενα πού θά μέ όδηγοϋσαν, άργότερα, στήν Αίγυπτο. Και ήταν έκεϊ, στήν καρδιά τοϋ Βάντι-αν-Νατρούν, πού άποφάσισα νά γράψω ένα βιβλίο πού δέν είχα γιά τήν ώρα παρά τόν τίτλο του: Οί "Ενθεοι.
Σήμερα, δέν ξ έ ρ ω ιτιά πολύ καλά τι νά σκεφτώ γι' αύτδ τό βιβλίο. 'Υπήρξε μαρτυρία μιάς έποχής και μίας ζωής πού μέ όδηγοϋσαν πιό πολύ στήν Ανατολή παρά στή Δύση. Αύτό πού τ ό τ ε μέ έθελγε, μ' ένδιαφέρει πάντοτε άλλά μ' άφορα λιγότερο. Δ έ ν έχω τίποτα άπό έναν άσκητή, και ποτέ δέν προσπάθησα νά γνωρίσω βαθύτερα αύτό πού μ' έσπρωχνε γιά πολλά χρόνια στήν άναζήτηση αύτών των άνθρώπων. Έπί πλέον αίσθάνομαι άπόλυτα άθεος, κι' έγραψα τήν Ιστορία αύτών τών άγίων χωρίς ποτέ νά μοιραστώ οΰτε τήν έκλογή, οΰτε τήν πίστη τους. 'Εγχείρημα άβέβαιο όπωσδήποτε, άφοϋ άρνιέται τήν ταύτιση χωρίς νά γίνεται και γι' αύτό άποκαλυπτικότερο. Πράγμα πού έξηγεΐ γιατί, παρά τις ένθουσιώδεις και έγκωμιαστικές άνταποκρίσεις, αύτό τό βιβλίο χτυπήθηκε και καταδιασύρθηκε άπ' όρισμένους καθολικούς κύκλους. Προσωπικά, αύτό δέ μέ άπασχόλησε γιατί δέν ύπάρχουν άπαγορευμένοι χώροι στήν Ιστορία. "Αν ol πιστοί έπρεπε μόνο νά μιλάν γιά τήν πίστη τους, και μόνο οί μοναχοί νά γράφουν γιά τό μοναχισμό, ή ιστορία τής σκέψης θά ήταν μιά άπέραντη ταυτολογία. ΚαΙ δπως δέν έχω οΰτε άξιώσεις ιστορικού, βρέθηκα και πάλι ύπόλογος. Γιατί αύτό τ ό βιβλίο δέν είναι οΰτε έπιτομή Ιστορίας, οΰτε υμνολογία, οΰτε μιά άς τήν πούμε άντικειμενική κριτική τοϋ φαινομένου πού μελετά. ΟΙ "ΕνθεοιεΙναι τ ό ήμερολόγιο μιάς καθαρά προσωπικής συνάντησης μέ μιά έποχή, και μέ άνθρώπους πού άκόμα δέν ξέρω Αν ύπήρξαν τρελλοί ή άγιοι.'Όπως δέν ξέρω Αν γιά μένα ύπήρξαν —και είναι άκόμη— ιθαγενείς ένός άλλου κόσμου, ή οί άγνωστοι άδελφοί ένός χώρου δικού μου. Ή μελέτη αύτή είναι άκόμα ένα βιβλίο μαρτυρίας, ή σχέση, θέλω νά πώ, μιάς έμπαθοϋς μαρτυρίας, πού είναι δροι άντιφατικοί γιά έναν Δυτικό, άλλά πού συγχέονται πάντα στενά στόν άνατολικό χώρο. Μάρτυς, στά έλληνικά, είναι κοντά στο μάρτυρας. Καθώς, τέλος, ποτέ δέν έχουν τά βιβλία μου άξιώσεις πανεπιστημιακών θέσεων, και οΰτε τ ρ έ φ ω βλέψεις αιωνιότητας, άλλ' άπλά, όργανικά θάλεγα, πασχίζω νά επικοινωνήσω μέ τοΰς συγκαιρινούς μου, νά διηγηθώ δσα έζησα και σκέφτηκα γιά νά μπορέσουν νά τά ζήσουν και νά τά σκεφτούν και άλλοι, διεκδικώ ιδιαίτερα τις ελλείψεις —τις εσφαλμένες κρίσεις δηλαδή— αύτοΰ τόϋ βιβλίου· σάν τά πρώτα δοκίμια, τά λάθη τών άμοιβάδων και τ ώ ν παραμηκίων, είναι σημάδια τών ψηλαφήσεων πού χωρίς αύτές καμμιά άλήθεια δέ σημαίνει. "Ετσι τό βλέπω τελικά αύτό τό βιβλίο μετά άπό τόσα χρόνια: σάν ένα δοκίμιο γιά νά έρωτήσω, νά διαισθανθώ, νά χαράξω τά δρια τοϋ άνθρώπου. Γιατί αύτό θά πρέπει νά μέ είχε τραβήξει άλλοτε στήν έμπειρία τ ώ ν άγίων τής έρήμου: αύτή ή πρόκληση στήν άνθρώπινη μοίρα μας, αύτή ή άπ' τά σπλάχνα μας άρνηση τής παλιάς άπογύμνωσης κι' αύτή ή ύστατη άναζήτηση ένός διαφορετικού άνθρώπου. Σασύ, Σεπτέμβριος
1974
Εισαγωγή Τό ν' άπομονώνεσαι άπό τ ό ν κόσμο, τό νάρχεσαι σέ ρήξη μέ τις κοινωνίες τοϋ καιρού σου, τ ό νά σκέπτεσαι, σάν τούς έρημίτες, δτι ή άπάντηση στό πρόβλημα τοϋ άνθρώπινου πεπρωμένου δέν μπορεί νά βρεθεί παρά έ ξ ω άπ' αύτήν, δέν είναι καθαυτό τίποτα τ ό άσυνήθιστο. Είναι μιά στάση άπ' τις πιό φυσικές, σ τ ό μέτρο πού, άναπόφευκτα, δλες οί άνεπτυγμένες πολιτιστικά κοινωνίες έγκυμονοϋν και μιά άντικοινωνική πλευρά, στήν όποία ό έρημίτης κι' ό έκτός νόμου παρουσιάζονται σάν άδέλφια. "Ας μήν παραξενευόμαστε πού βλέπομε αύτές τις δυό περιθωριακές τάσεις στό ίδιο έπίπεδο, γιατί στήν πραγματικότητα δέν έχουν καμμιά ριζική διαφορά στή συμπεριφορά τους άπέναντι στήν κοινότητα: άνυπότακτος σέ άνθρώπους ή σέ θ ε ο ύ ς , καθείς άπ' αύτούς ήτανε, βασικά, ένας έξεγερμένος πρός μία τάξη πού έκρινε άβάσταχτη ή ξεπερασμένη. "Ας άναφέρομε μάλιστα πώς άπό τή στιγμή πού κάνει αύτό τ ό άποφασιστικό βήμα, είναι πιό εύκολο γιά τ ό ν άντικοινωνικό νά περνά άπό τή μία κατάσταση άνυποταξίας στήν άλλη παρά νά έντάσσεται και πάλι σέ μιά όμάδα άπό τήν όποία έχει όριστικά ξεκόψει. Αύτό τ ό έδειξαν πάντα τ ό σ ο οί λαϊκές παραδόσεις δσο και ή έπίσημη Ιστορία, δπως τό μαρτυράνε oi πολλές Ιστορίες τοϋ Αηστή-πού-έγινεΜοναχός και τά κείμενα τ ώ ν Βίων των Πατέρων τής έρήμου δπου βλέπομε συνεχώς πρώην κακούργους νά γίνονται έρημίτες. Τό νά ξεκόβεις λοιπόν άπό τις κοινωνίες τοϋ καιρού σου είναι μιά φυσιολογική στάση, καθόλου τ ό προϊόν τής γενιάς μας, σέ σημείο πού κάθε Ιστορία πολιτισμού θά μπορούσε νά συνοδεύεται άπό τήν ιστορία τών «άντικοινωνιών» πού έγκυμονεΐ. "Αν διάλεξα νά δείξω αύτό τ ό φαινόμενο σέ μιά συγκεκριμένη έποχή και σ' ένα συγκεκριμένο χώρο, τήν χριστιανική Αίγυπτο τοϋ IVου αιώνα, τδκανα γιατί έκεϊ είχε φτάσει σέ μιά έλευθερία και σέ μιά εύρύτητα έξαιρετική, πού σπάνια έφτασε άλλοτε στήν Ιστορία, και γιατί οί συνέπειές του κρατούν ώς τις μέρες μας, μέ τά πρώτα μοναστήρια πού γνώρισε ή Χριστιανική 'Ιστορία. Αύτό τ ό φαινόμενο, μιά λέξη φτάνει γιά νά τ ό προσδιορίσει: άναχωρητισμός.'Η έλληνική λέξη άναχώρηση σημαίνει μία φυγή, ένα φευγιό έ ξ ω άπό τόν καθημερινό κόσμο. Πρόκειται, πριν άπ' δλα γιά μιά άντικοινωνική έπιλογή, πού δέν θά πάρει παρά πολύ άργότερα μιά θρησκευτική σημασία. Γιά τούς έκατοντάδες τούς χωρικούς, τούς δούλους, τούς κλέφτες, πού στήν έλληνορωμαϊκή Αίγυπτο τδσκαγαν στήν έρημο γιά νά γλυτώσουν άπό τούς φόρους, τ ' άφεντικά ή τή δικαιοσύνη, λέγανε πώς έξασκοϋσαν έναν άναχωρητισμό. Και αύτή ή λέξη, άναχωρητής, ποτέ δέν θά χάσει όλότελα, οΰτε δταν πολύ άργότερα δέν θά ύπονοεί παρά τούς έρημίτες και τοΰς άγιους, αύτήν τήν άρχική έννοια τοϋ άνυπότακτου, τοϋ «μακί» τών άνθρώπων ή τοϋ θ ε ο ύ . 'Αρνητική φαινομενικά στάση, άφοϋ, κατ' άρχήν, είναι μία φυγή, μιά άρνηση, μιά ριζική ρήξη μ' όποιαδήποτε όργανωμένη κοινωνία. 'Αλλά γνωρίζομε πολύ καλά πώς δέν άρκεί νά καταφύγουμε στις μοναξιές τής έρήμου (τής έξοχής σήμερα), γιά νά ξεκόψουμε μέ τις άξΙες τής έποχής. Μέ τή φυγή του στήν έρημο, ό χριστιανός άναχωρητής μπορεί νά ξέφευγε άπό τήν έφήμερη κοινωνία στήν όποία άνηκε, γιά νά προσχωρήσει δμως στήν κοινωνία, τοϋ πνεύματος, τοϋ άόρατου, πού συγκέντρωσε και πάλι δλους τούς χριστιανούς, ζωντανούς ή νεκρούς, άγίους, μάρτυρες. Δ έ ν άπομονώθηκε άπό τούς συγκαιρινούς του, άπό τις άπολαύσεις ή τούς τρόμους τοϋ καιρού του παρά γιά νά ξαναβρεί τήν Ιδανική και άχρονη κοινωνία τών άδελφών άλλων αΙώνων, άλλων χώρων. Σέ σημείο, μάλιστα, νά καταλήξει αύτή ή άντικοινωνική στάση νά Ιδρύσει περιέργως σιγά σιγά μέσα στις έρημιές τής "Ανω και τής Κάτω ΑΙγύπτου μιά νέα κοινωνία, στά περιθώρια τής παλιάς, άληθινές κοινότητες τής
έρήμου που μέ τδνομα τής λαύρας, τοϋ κοινόβιου, τοϋ μοναστηριού, θά γίνονταν τά πρότυπα τής μέλλουσας, ή της ούράνιας, πολιτείας. Παράδοξα, ή λέξη «μοναχός», πού στήν άρχή σήμαινε έναν άνθρωπο πού ζει μόνος, ύπονοοϋσε στό τέλος κάθε άνθρωπο πού ζει στοϋς κόλπους μίας θρησκευτικής και όργανωμένης κοινότητας. Ά π ό τις χιλιάδες τοϋς άνθρώπους ποϋ διάλεξαν νά μείνουν έ ξ ω άπό κόσμο καϊ χρόνο, ή Ιστορία έχει συγκρατήσει δύο κυρίως όνόματα: τοϋ άγίου 'Αντωνίου καϊ τοϋ άγίου Παχώμιου. Ό 'Αντώνιος, κατά τήν παράδοση ΰπήρξε ό πρώτος πού είχε τήν Ιδέα νά έγκαταλείψει τά έγκόσμια γιά ν' άφοσιωθεϊ, μέσα στήν έρημο, στό λογισμό καϊ τήν προσευχή. Ό Παχώμιος, αύτός έφυγε γιά τις έρημιές της "Ανω Αιγύπτου δχι γιά νά ζήσει έκεϊ μόνος, άλλά γιά νά Ιδρύσει μία μοναστική κοινότητα "Αν σκεφτούμε δτι πενήντα χρόνια μετά τ ό θάνατο τών δύο αύτών προδρόμων μετρούσαν κατά έκατοντάδες —καϊ άργότερα κατά χιλιάδες— τούς άναχωρητές καϊ τούς μοναχούς πού ζούσαν σέ λαύρες καϊ σέ σπηλιές τής έρήμου, δτι στή συνέχεια αύτό τ ό κίνημα έξαπλώθηκε στήν Παλαιστίνη, στή Συρία, στήν Περσία, στήν Καππαδοκία, στήν 'Αρμενία και άργότερα σ' δλες τις χώρες της Δύσης, ή άπόσταση, άνάμεσα στήν προσωπική περιπέτεια —τήν περιστασιακή θάλεγα- αύτών τών δύο άνθρώπων καϊ τή διαδοχή τους μέσα στήν Ιστορία, φαίνεται άμετρη. Είναι ένα γεγονός πού περιορίζομαι νά τονίσω χωρίς καθόλου νά έξηγώ. "Ας ύπογραμμίσουμε μονάχα πώς ό άναχωρητισμός έμφανίζεται σάν ένα φαινόμενο άτομικό μαζί καϊ συλλογικό, σά μία παρόρμηση πού ό καθένας αισθάνεται σάν τήν έλεύθερη έπιλογή τής συνείδησης του, άλλά πού έξελίχθηκε, πολύ γρήγορα, σ' αύτό πού όνομάζουμε σήμερα συλλογικό κίνημα. Τά περισσότερα δμως κείμενα πού κατέχομε γιά τή ζωή τών άσκητών, βασικά άφηγοϋνται τήν άτομικιστική δψη τοϋ φαινομένου. Παρακολουθούν τόν καθένα τους στή ζωή του τοϋ έρημίτη, στϊς νηστείες, τις προσευχές, τά θαύματα καϊ τούς πειρασμούς, χωρίς ποτέ νά διαβλέπουν, ή έ σ τ ω νά υποψιάζονται, τή μελλοντική εύρύτητα και τήν ιστορική σημασία τής φυγής στήν έρημο. Γι' αύτό βρίσκω πώς, προτοϋ άκολουθήσω σέ Κάτω και "Ανω Αίγυπτο τή ζωή και τήν ξεχωριστή περιπέτεια αύτών τ ώ ν άνθρώπων, χρήσιμο θάταν ν' άναζητήσω τις ρίζες αύτοϋ του περίεργου φαινομένου. Δ έ ν ήταν χωρίς έπιτακτικές αιτίες, χωρίς βαθειά κίνητρα, πού έκοψαν χιλιάδες χριστιανοί τά δεσμά μέ τήν έποχή τους, μέ τά καλά τους, τήν οικογενειακή τους ζωή, δλα δσα όνομάζουν τά κείμενα «αιώνα» ή «κόσμο». Φαίνεται δτι παρευρισκόμαστε σέ μία —συνειδητή ή άσυνείδητη;— προσπάθεια ίδρυσης, πέρ' άπό κάθε λαϊκό κόσμο, μιάς ιδανικής καϊ άγιας κοινωνίας: τις μοναστικές κοινότητες, κι' ένός ίδανικοϋ τύπου άνθρώπου: τόν νέο άνθρωπο ή τόν άγιο τής έρήμου. «Τό μοναστήρι είναι ένας έπίγειος ούρανός, κι' έτσι δλοι όφείλομε νά είμαστε σάν τούς άγγέλους», έγραψε ό 'Ιωάννης ό Κλίμακος, άσκητής συγγραφέας τοϋ VIIου αιώνα. Τ Ηταν λοιπόν γιά νά γενοϋν άγγελοι, δντα στά δρια τοϋ άνθρώπινου, πού ό 'Αντώνιος, ό Παχώμιος καϊ δλοι δσοι τούς μιμηθήκανε, έγκαταλείψανε μιά μέρα τις πόλεις καϊ τήν ιστορία γιά ν' άντιμετωπίσουν τή δοκιμασία τής έρήμου;
Τό Τέλος Ενός Κόσμου
1. Ή Συντέλεια των ΑΙώνων
"Οταν οϊ πρώτοι μοναχοί και ol πρώτοι άναχωρητές έγκαθίστανται τόν 4° αιώνα στις έρήμους της Αιγύπτου, ό χριστιανισμός έχει ούσιαστικά γίνει επίσημη θρησκεία της Ρωμαϊκής Αύτοκρατορίας. Οί διωγμοί έχουν πάψει, πολλαπλασιάζονται oi βαπτιζόμενοι καί τ ό περίφημο διάταγμα τοϋ Μεδιολάνου, πού έχει υπογράφει πανηγυρικά μερικά χρόνια πριν άπό τόν αυτοκράτορα Κωνσταντίνο, επιτρέπει στους χριστιανούς νά άσκοϋν έλεύθερα τή λατρεία τους. Ή είδωλολατρεία θά πάψει μ' αύτό άκριβώς τ ό διάταγμα ν' άποτελεϊ έπίσημη θρησκεία της Αύτοκρατορίας, ή ιστορία της όποιας συγχέεται στό έξης μέ της Εκκλησίας. Σήμερα, άπό μιά άπόσταση δεκαπέντε αιώνων, τίποτε δέν φαίνεται πιό φυσικό άπ' αύτό τ ό ξεπέταγμα τοϋ χριστιανισμού μέσα στήν ιστορία. Στήν πραγματικότητα δμως πρόκειται γιά κάτι έκπληκτικό δν σκεφτούμε πώς στήν άρχή τίποτε δέν μπορούσε νά είναι πιό άντίθετο άπό τόν άρχικό του προορισμό. Ή καινούρια θρησκεία, δπως τή δίδαξε ό 'Ιησούς και οί 'Απόστολοι, στήν πραγματικότητα δέν είχε μέ κανένα τρόπο γιά σκοπό της τήν κατάκτηση τοϋ έφήμερου κόσμου, άλλά άντίθετα έρχόταν νά διδάξει τή μελλούμενη κυριαρχία της Βασιλείας τών Ούρανών καί τ ό θάνατο της 'Ιστορίας. "Οπως δλες οί μεγάλες θρήσκεϊες, έτσι κι ό χριστιανισμός στήν άρχή έπεβλήθηκε στοϋς πρώτους πιστούς του μεταμορφώνοντας βαθιά τις σχέσεις άνθρώπου και χρόνου. Γιά τούς 'Εθνικούς — δηλ. τούς ειδωλολάτρες — πού ζούσαν μέσα σ' ένα κυκλικό Χρόνο δπου οί θρησκευτικές τ ε λ ε τ έ ς , οί γιορτές καί οί θυσίες έπαναλάμβαναν άκατάπαυστα τά Ιδια άρχέγονα γεγονότα, μέσα σ' ένα σύμπαν πού επαναλαμβάνεται, δηλ. ένα αιώνιο σύμπαν, ό χριστιανισμός έφερε ξαφνικά τή βασανιστική άποκάλυψη ένός Χρόνου πού προχωράει, έξελίσσεται, φθείρεται, ένός σύμπαντος στό γίγνεσθαι πού έπρόκειτο νά τελειώσει κάποια μέρα. Μήπως ένα άπό τά στερεότυπα πού έπανέρχεται συχνά στά λόγια τοϋ 'Ιησού δέν είναι τ ό προφανές καί άμεσο τέλος τοϋ κόσμου; Τό σύμπαν σύντομα θά πάρει ένα τέλος, μία καί ό Ίησοϋς πού ήρθε μιά πρώτη φορά στή γη «γιά νά πληρωθούν οί προφητείες», θά ξαναγυρίσει γιά δεύτερη φορά — χωρίς άμφιβολία — γιά νά βάλει ένα τέλος στή χυδαία ιστορία τοϋ κόσμου.1
1. Γιά ν' άποφευχθεί ή παράθεση γνωστων χωρίων, παραπέμπω μόνο στά πιό σημαντικά: XXIV, 29-31 Μάρκου XIII, 24-27" Λουκά XXI, 25-28.
11
Είναι δύσκολο νά φανταστούμε τήν έντύπωση πού μπορούσαν νά προκαλέσουν αύτοϋ τοϋ είδους οί Ιδέες στούς άνθρώπους τής έποχής, είτε αύτοί ήσαν Εβραίοι πού ή εύαισθησία τους είχε σέ μεγάλο βαθμό προετοιμαστεί γιά ένα τέτοιο γεγονός έδώ καί πολλές γ ε ν ε έ ς άπό τοϋς προφήτες και τούς συγγραφείς τής Αποκάλυψης, είτε ήσαν 'Εθνικοί πού άνακάλυπταν σ' αύτές τις Ιδέες τήν άπίθανη δψη ένός κόσμου ύποκείμενο στό Χρόνο. Ή έντύπωση ήταν άκόμα μεγαλύτερη γιατί δέν έπρόκειτο γιά μιά άπλή προειδοποίηση, άλλά γιά τήν άναγγελία τής έπικείμενης συντέλειας τοϋ κόσμου. "Ακουσαν μέ τά ίδια τ' αύτιά τους τόν Ίησοϋ νά διδάσκει πώς «δέν θά προφτάσει ν' άποφύγει τήν έλευση δλων αύτών» και πώς τό συμβάν θά έρθει τόσο ξαφνικά ώστε «έκείνος πού θά στέκεται στό μπαλκόνι του και θάχει τά πράγματά του κάτω» δέν θά προφτάσει νά κατέβει νά τά πάρει. Ό Υιός τοϋ 'Ανθρώπου θά παρουσιαστεί μέ τήν ταχύτητα τής άστραπής «και θά ξεχυθεί άπό τή μιά άκρη τ ' ούρανοϋ γιά νά καταυγάσει μέχρι τήν άλλη.» Πώς λοιπόν νά ζήσει κανείς μέσα σ' αύτό τόν αιώνιο φόβο γιά τήν· έξαφάνιση τών πάντων; πώς νά μήν παραφυλάει άδιάλειπτα, μέρα καί νύχτα, γιά νά διαγνώσει τά σημεία πού θά προπέμπουν τήν 'Αποκάλυψη καί προπαντός, μιά καί ή συντέλεια τοϋ κόσμου άναμένεται άπό στιγμή σέ στιγμή, πώς νά μήν παρατήσεις δλες τις μέριμνες, δλα τά καλά καί τις άξιες αύτού τοϋ κόσμου; Καί αύτή ή πεποίθηση δέν θά πάψει νά διατρανώνεται καί νά κουβεντιάζεται σ' δλη τή διάρκεια τοϋ 1 ou αιώνα, άπό τούς πρώτους χριστιανούς κι άπό τόν ίδιο τόν "Αγιο Παύλο. Σ' δσους τόν ρωτούσαν πώς καί πότε θά έπέλθει ή Συντέλεια τοϋ Κόσμου, ό άγιος Παύλος άπαντα στήν Πρώτη πρός θεσσαλονικείς Επιστολή: «Ήμεΐς οί ζώντες δσοι άπομένομεν εις τήν παρουσίαν τοϋ Κυρίου, δέν θέλομεν προλάβει τοϋς κοιμηθέντας- έπειδή αυτός ό Κύριος θέλει καταβή άπ' ούρανοϋ μέ κέλευσμα, μέ φωνήν άρχαγγέλου, καί σάλπιγγα θεού, καί οί άποθανόντες έν Χριστφ θέλουσιν άναστηθή πρώτον έπειτα ήμείς οί ζώντες δσοι άπομένομεν, θέλομεν άρπαχθή μετ' αύτών έν νεφέλαις εις άπάντησιν τοϋ Κυρίου είς τόν άέρα.» (Πρός Θεσσαλονικείς Α', κεψ δ, 15-17).
Αύτή ή προφητεία θά βρει τ ό σ ο μεγάλη άνταπόκριση στούς κύκλους πού είχε εκχριστιανίσει ό 'Απόστολος Παύλος, ώστε μερικοί χριστιανοί θά σταματήσουν κάθε έργασία καί θά ζήσουν άεργοι περιμένοντας τήν έπικείμενη αύτή μέρα. Αύτό τ ό κλίμα τής έσχατολογίας καί τής έξαρσης θά διευρύνεται όλοένα στούς κατοπινούς αΙώνες καί είναι μάλλον βέβαιο δτι βρίσκεται στή ρίζα πολλών άλογων καί έκκεντρικών συμπεριφορών δπως ή άναζήτηση τοϋ μαρτυρίου, ή ψύχωση τής παρθενίας καί τοϋ άσκητισμοϋ, ή φυγή στις έρήμους. "Ολες αύτές οί συμπεριφορές έχουν σάν βασικό χαρακτηριστικό δτι άποτελοϋν καταρχήν μιά ριζική άρνηση τοϋ κόσμου, άρνηση πού τήν καταλαβαίνει κανείς εύκολότερα δταν σκεφτεί δτι αύτός ό κόσμος έπρόκειτο νά έξαφανιστεί άπ' τή μιά μέρα στήν άλλη. Τό δτι σέ διάφορες έποχές δόθηκε διαφορετική βαρύτητα στό μαρτύριο, στόν άσκητισμό ή στόν άναχωρητισμό, έχει μικρή σημασία. Γιατί δλες αύτές οί στάσεις άποκαλύπτουν τήν ίδια άκριβώς άδιαφορία άπέναντι στόν παρακατιανό αύτό κόσμο, πού είναι συνέπεια τών άναστατώσεων καί τών τραυματισμών πού προκάλεσε στις ψυχές ό φόβος, ή άγωνία καί ή έξαρση τής Συντέλειας τών ΑΙώνων. θέλουμε παράδειγμα; Ό Ίησοϋς είχε άναφέρει τ ό έξής σχετικά μέ τά σημεία τής δευτέρας Παρουσίας: «Δυστυχισμένες δσες γυναίκες έγκυμονοϋν ή θηλάζουν έκείνη τή μέρα».
"Ετσι, πολλές νέες κοπέλες θά μείνουν παρθένες καί πολλά ζευγάρια θά κά-
νουν παρθενικό ή άποτακτικό γάμο (πού συνίσταται στό νά ζοΰν μαζί άλλά χωρίς σεξουαλικές σχέσεις) προκειμένου νά μήν καταληφθούν μολυσμένοι τή στιγμή τής δευτέρας Παρουσίας. 1 Γιά δσους θέλουν παραπανίσια άπόδειξη γιά τή σύνδεση αύτή άνάμεσα στό φόβο τής συντέλειας τοϋ κόσμου και τή μέριμνα γιά τή διατήρηση τής άγνότητας, δίνομε παρακάτω ένα άπόσπασμα έξαιρετικά άποκαλυπτικό άπό τ ό Υπόμνημα εις τήν προφητείαν Δανιήλ, τοϋ άγίου 'Ιππόλυτου, επίσκοπου Ρώμης, γραμμένο στις άρχές τοϋ 3 ου αιώνα: «"Ενας έπίσκοπος, άνθρωπος εύσεβής και ταπεινός άλλά μέ ύπερβολική έμπιστοσύνη στίς άντιλήψεις του, είδε τρία ένύπνια και βάλθηκε νά προφητεύει: ('Αδελφοί μου, νά ξ έ ρ ε τ ε πώς ή δευτέρα Παρουσία θά γίνει μέσα σ' ένα χρόνο. "Αν αύτό ποϋ σάς λέω δέν συμβεί, τ ό τ ε νά πάψετε νά πιστεύετε στις Γραφές και νά πράξετε δπως σάς άρέσει.) Μέσα στό χρόνο δέν συνέβη τίποτε, αύτός έπεσε σέ σύγχυση, οί άδελφοί σκανδαλίστηκαν, οί παρθένες παντρέφτηκαν και δσοι είχαν πουλήσει τά ϋπάρχοντά τους κατάντησαν ζητιάνοι.» Τό πιό παράξενο άπ' δλα είναι πώς αύτή ή μέριμνα γιά τόν άσκητισμό και τήν παρθενία, πού γενήθηκε άπό καθορισμένα έλατήρια, θά έξακολουθήσει σέ μερικούς, άκόμα και δταν θά πάψουν πιά νά πιστεύουν στήν έπικείμενη συντέλεια τοϋ κόσμου. "Ετσι, τόν 4° αιώνα, δταν ή Ρωμαϊκή Αύτοκρατορία θά είναι ούσιαστικά χριστιανική καϊ ή πεποίθηση γιά τό άμεσο τέλος τοϋ κόσμου θά έχει άναθεωρηθεΐ (πώς θά μπορούσε ό θ ε ό ς νά καταστρέψει ένα Βασίλειο πού είναι έφεξής δικό του;) θά δούμε όρισμένους συγγραφείς νά προπαγανδίζουν τήν παρθενία καϊ τήν άποχή άκριβώς γιά νά έρθει γρηγορότερα ή συντέλεια τοϋ κόσμου μέ τήν έξόντωση τοϋ άνθρώπινου είδους. « Ό κόσμος,» γράφει τόν 3° αιώνα ένας όνόματι Δοσίθεος, «γνώρισε τήν άρχή του μέ τό γάμο, θά γνωρίσει τό τ έ λ ο ς του μέ τήν έγκράτεια.» Καϊ ό Βασίλειος έξ 'Αγκύρας, χριστιανός συγγραφέας τοϋ 3 ου αιώνα, στήν πραγματεία του Γιά τήν Παρθενία προσθέτει: «Τώρα πού ό κόομος έχει παντού άνθίσει καϊ καρπίσει (άναφέρεται στήν άναγνώριση τοϋ χριστιανισμού άπό τόν αύτοκράτορα Κωνσταντίνο), σήμερα πού ή γη είναι κατάσπαρτη άπό τόσο πολλούς άνθρώπους ώστε δέν μπορεί πιά νά συγκρατήσει τήν πληθώρα τών γεννήσεων, σήμερα ποϋ έχει πληρωθεί ή πρόρηση γιά τήν έλευση τοϋ Κυρίου, δταν οί άνθρωποι έμπνευσμένοι άπό τή διδασκαλία του θά κάνουν τά ξίφη και τά δόρατα ειρηνικά έργαλεϊα δουλειάς, δταν κανένα έθνος δέν θά σηκώσει τά δπλα ένάντια σέ άλλο και δταν δέν θά ύπάρξει πιά πόλεμος, τότε, σ' άντίθεση μ' δσους πεθαίνουν γιά αίτιες σωματικές, ή παρθενία θά κάνει τήν άφθαρσία ν' άνθίσει μέσα στό άνθρώπινο σώμα.»
Προφανώς, ό Βασίλειος έξ 'Αγκύρας άποδεικνύεται κάπως άφελής δταν φαντάζεται τ ό μέλλον της καινούριας χριστιανικής αύτοκρατορίας τ ό σ ο ειρηνικό. "Ομως μέσα σ' αύτό τ ό κείμενο διαφαίνεται μιά έπιμέρους καϊ περίεργη άποψη τής χριστιανικής σκέψης τών πρώτων αιώνων: ή ιδέα δτι ή γονιμοποίηση έπιτρέπεται μόνο γιά νά καλυφθούν τά κενά πού προκαλεί ό πόλεμος. Τώρα πού ή Αύτοκρατορία, χάρη σ τ ό ν Κωνσταντίνο, έχει γίνει χριστιανική, καϊ ποϋ ό θείος Νόμος θριαμβεύει στή γή, οί άνθρωποι, μιά καϊ δέν έχουν πιά λόγο νά πολεμάνε δέν έχουν λόγο καϊ νά πολλαπλασιάζονται. Καθήκον τοϋ καθενός είναι νά μείνει παρθένος, μ' άλλα λόγια, ρόλος τοϋ κάθε χριστιανού είναι νά φέρει πιό κοντά τήν έξαφάνιση τοϋ άνθρώπινου είδους. Ξαναδιαβάζοντας σήμερα τ ό κείμενο τοϋ Βασίλειου έξ 'Αγκύρας — καϊ πολλών άλλων συγκαιρινών του — νοιώθω τό περίεργο αίσθημα τοϋ σύγχρο1. Άποτακτικός στήν κυριολεξία σημαίνει έκείνον πού άρνεΐται. Ό δρος χρησιμοποιούνταν κατά τοΰς πρώτους αιώνες γιά νά προσδιορίσει δλους δσους άσκήτευαν όπουδήποτε άκόμα καϊ στό σπίτι τους καϊ ποϋ άρνοϋνταν τά λεγόμενα έγκόσμια στό σύνολό τους.
13
νου, τοϋ σημερινού. Σήμερα πρός τό τέλος τοϋ 20ου αιώνα, πλησιάζοντας πρός τήν τρίτη χιλιετηρίδα, οί Ιδέες, τά ρεύματα, οί προφητείες και οί άπειλές πολλαπλασιάζονται καί διασταυρώνονται γιά νά μάς άναγγείλουν κι αυτές δτι «ή γή δέ μπορεί πλέον νά χωρέσει τήν πληθώρα τών γεννήσεων». Οί σημερινές Ιδέες δέν προφητεύουν τό τέλος τοϋ κόσμου άλλά προβλέπουν τό τέλος τοϋ δικοϋ μάς τοϋ κόσμου. Είναι τυχαίο, είναι τάχα καθαρά συμπτωματικό πού δσοι λατρεύουν τήν οικολογία καί δσοι ζοϋν μέσα στις στατιστικές τής δημογραφίας συμφωνούν στό νά μάς ζωγραφίζουν ένα μέλλον, τόσο ζ ο φ ε ρ ό γιά μετά είκοσιπέντε χρόνια, στά 2000; Ά π ό μιά έννοια, τό κείμενο τοϋ Βασίλειου έξ Αγκύρας θάπρεπε νά μάς καθησυχάζει μιά καί πίστευαν άπό κείνα κιόλας τά χρόνια στις δημογραφικές καταστροφές, στήν άποκαλυπτική συντέλεια τοϋ κόσμου καί προπαντός άφοϋ είχαν έξακολουθήσει νά πιστεύουν σ' αύτά σ' δλη τή διάρκεια της πρώτης χιλιετηρίδας. Δ έ ν θέλω έδώ νά μειώσω τούς προφανείς κινδύνους ένός άνεγξέλεγχου ύπερπληθυσμοϋ καί γενικευμένων λοιμών, άλλά μένω κατάπληκτος μπροστά στή σύμπτωση αύτής τής άπαισιοδοξίας πού προπαγανδίζει τόν περιορισμό τ ώ ν γεννήσεων (σάν τόν Βασίλειο έξ Αγκύρας) καθώς πλησιάζουμε στις πύλες τής τρίτης χιλιετηρίδας. "Αν θέλει κανείς νά καταλάβει τό πνεϋμί. αύτών τών τρομακτικών κειμένων πού γράφτηκαν έδώ καί δεκαοχτώ περίπου αίώνες, είναι ίσως άρκετό νά κοιτάξει, ν' άκούσει τό δικό μας τόν κόσμο και τις άνάλογες γνώμες τών οικολόγων, δπου ή έπιστημονική πίστη άντικαθιστά άπλώς τή μεσσιανική πίστη τών πρώτων Πατέρων τής 'Εκκλησίας. Γιά δσους ένδιαφέρονται γιά πανεπιστημιακές έργασίες — έ γ ώ δέν άνήκω σ' αύτούς — προτείνω ένα θέμα άκόμα άνέκδοτο: συγκριτική τών θέσεων καί τών γραπτών τοϋ οίκολόγου Ρενέ Ντυμόν, λογουχάρη, καί τοϋ Βασίλειου έξ Αγκύρας γιά νά βγεϊ ή συγγένεια τών ιδεών τους. Α ξ ί ζ ε ι νά σημειωθεί δτι ό Βασίλειος έξ 'Αγκύρας ήταν γιατρός καί βοτανολόγος προτοϋ γίνει μοναχός. Ά λ λ ' άς ξαναγυρίσουμε στό άρχαίο, άς ποϋμε, τέλος τοϋ κόσμου. "Ισως έκπλαγεί κανείς άπό τό γεγονός δτι μιά τέτοια πεποίθηση μπόρεσε νά διατηρηθεί άθικτη όλόκληρους αίώνες — γιατί τήν ξανασυναντάμε καί τόν 6° αιώνα — τή στιγμή πού κάθε γενιά μπορούσε νά νοιώσει τή ματαιότητά της. Γιατί έπιτέλους, μόλο πού θά έξακολουθήσουν ν' άναζητάνε άκατάπαυστα μέσα στόν ούρανό τά σημάδια τοϋ τέλους τοϋ κόσμου, καί νά τρίβουν τά μάτια τους κάθε πρωί γιά νά δοϋν μήπως καί σκοτεινιάσει ό ήλιος καί κάθε βράδι μήπως καί δοϋνε νά πέφτουν τ' άστρα, άπολύτως τίποτα δέν θά γίνει. "Ηλιος, σελήνη καί άστρα θά έξακολουθήσουν καθόλη τή διάρκεια τών πρώτων αύτών αΙώνων τήν άκατάληπτη περιφορά τους. "Ομως μιά τέτοια πεποίθηση, μιά καϊ είναι έκ φύσεως άλογη, δέν έχει καμμιά άνάγκη λογικών άποδείξεων. Ά π ό τή στιγμή πού κάποιος πιστεύει στήν έπικείμενη συντέλεια τοϋ κόσμου, τά πάντα, άπό τά πιό τρομερά γεγονότα μέχρι τά πιό άνώδυνα (ένα ύπερβολικά θερμό καλοκαίρι), θά έρμηνεύονται σά σημάδι τής συντέλειας τοϋ κόσμου. Μιά καί ένα άπ' αύτά τά σημάδια, καί μάλιστα τό άκριβέστερο καί τό σαφέστερο, θά ήταν ή έπί γής κάθοδος τής έπουράνιας Ιερουσαλήμ, δέν έπαψαν ούτε στιγμή γιά τρεις όλόκληρους αίώνες νά βλέπουν πόλεις νά σείονται στούς αιθέρες καί νά προβάλουν στόν όρίζοντα. Τά σύννεφα θά γεμίσουν τείχη καί πύργους καί σ' αύτά οί χριστιανοί θ' άναγνωρίσουν μέ τά εΰπιστα μάτια τους τήν άγία Πόλη. Ό Τερτυλλιανός, στό τέλος τοϋ δεύτερου αιώνα, στήν πραγματεία του 'Εναντίον τοϋ Μαρκίωνα, γράφει: «Ναί, ή έπουράνια 'Ιερουσαλήμ άναφάνηκε στή διάρκεια της έκστρατείας πρός 'Ανατολάς πού έγινε αύτά τά τελευταία χρόνια. Άκόμα καί είδωλαλάτρες πού ήσαν
14
τότε στην 'Ιουδαία, διακήρυξαν πώς κάθε πρωί, έπΐ σαράντα όλόκληρες μέρες, φανερωνόταν ατούς αιθέρες μιά πόλη πού φαινόταν νά έρχεται άπό τόν ούρανό. Δέν φαίνονταν τά τείχη της γιατί χάνονταν στό φώς. Σ' αύτήν τήν πόλη θά ζήσουν οί άγιοι έν μέσω πνευματικών άπολαύσεων μετά τήν Ανάσταση.» Και δ έ ν σ τ α μ α τ ά ν ε έ δ ώ . Τ ό ν τ ρ ί τ ο αιώνα, πλήθη όλόκληρα ποϋ π ι σ τ ε ύ ο υ ν στις Ι δ ι ε ς π ρ ο φ η τ ε ί ε ς , θά π ά ρ ο υ ν τ ό δ ρ ό μ ο γιά τ ή ν έρημο γιά νά σ υ ν α ν τ ή σ ο υ ν τ ό Χριστό πού έ ρ χ ε τ α ι χωρίς σ τ α μ α τ η μ ό π ρ ό ς τ ό μ έ ρ ο ς τ ο υ ς . Γράφει ό άγιος 'Ιππόλυτος σ τ ό 'Υπόμνημα Δ α ν ι ή λ : «"Ενας έπίσκοπος τής Συρίας έπεισε πολλούς άδελφούς του νά πάνε στήν έρημο γιά νά προϋπαντήσουν τό Χριστό μαζί μέ τΙς γυναίκες καϊ τά παιδιά τους. Περιπλανήθηκαν πολλές μέρες στά βουνά και στούς δρόμους καϊ παρά λίγο νά τούς έπιανε ό Διοικητής σά ληστές. Τόν έμπόδισε ή γυναίκα του πού ήταν χριστιανή.» Αύτή ή β ε β α ι ό τ η τ α γιά τ ή ν έπικείμενη σ υ ν τ έ λ ε ι α τ ο ϋ κόσμου δ έ ν ύ π ο χ ρ έ ω ν ε πάντα τ ο ύ ς χ ρ ι σ τ ι α ν ο ύ ς νά περιπλανιούνται μ ε ρ ό ν υ χ τ α στις έρημιές περιμένον τ α ς τ ή ν έμφάνιση τ ο ϋ Χριστού. " Ο μ ω ς ή φ λ ό γ α πού διακρίνει α ύ τ ο ϋ τ ο ϋ ε ί δ ο υ ς τ ί ς πεποιθήσεις είναι ά ν τ ι σ τ ρ ό φ ω ς ά ν ά λ ο γ η π ρ ό ς τ ή ν άκρίβεια τ ώ ν άποδεικτικών τ ο υ ς σ τ ο ι χ ε ί ω ν . " Α ν λείπουν τ ά ύπερφυσικά σημάδια, άν δ έ συμβεί τίποτα τ ό θεαματικό και τ ό χειροπιαστό (σεισμός, έκλειψη ή εισβολή έχθρών), οί πιστοί θ' ά ρ κ ε σ τ ο ύ ν σ έ πιό κοινότοπα σημάδια. "Ετσι, σιγά-σιγά βλέπουμε τ ή ν έ ξ α ρ σ η καϊ τ ό ν τ ε λ ί ρ ι ο τ ώ ν π ρ ώ τ ω ν α ι ώ ν ω ν νά δίνουν τ ή θ έ σ η τ ο υ ς σέ μιά πιό μετριοπαθή σ τ ά σ η , ν ' άπορρίπτεται ή ιδέα έ ν ό ς σ ύ μ π α ν τ ο ς πού θά τσακιζότ α ν βίαια άπό τ ό θ ε ό , και νά γ ί ν ε τ α ι ά π ο δ ε κ τ ή ή ύ π ό θ ε σ η γιά έ ν α σύμπαν ύ π ο ν ο μ ε υ μ έ ν ο άπό έ σ ω τ ε ρ ι κ έ ς δυνάμεις, γιά έ ν α ν κόσμο έ ξ α ν τ λ η μ έ ν ο ποϋ κουβαλάει π ά ν ω τ ο υ τ ά σημάδια τ ο ΰ ίδιου τ ο ϋ θ α ν ά τ ο υ τ ο υ . Γράφει ό ά γ ι ο ς Κυπριανός Κ α ρ χ η δ ό ν α ς μέσα σ έ μιά 'Επιστολή πρός Δημητριανό ( έ ν α άκόμα ά ξ ι ο σ η μ ε ί ω τ ο κείμενο πού θά έ π ρ ε π ε νά παραλληλιστεί μέ τά σ ύ γ χ ρ ο ν α κείμενα τ ή ς οικολογίας): «Ποιός δέν βλέπει πώς ό κόσμος όδεύει πρός τό τέλος του; δτι δέν έχει πλέον τις ίδιες δυνάμεις οϋτε τήν ίδια ζωντάνια τοϋ παλιοϋ καιροϋ; Δέν είναι άνάγκη νά έπικαλεσθοϋμε τήν αύθεντία τής 'Αγίας Γραφής γιά νά τό άποδείξουμε. Ό ίδιος ό κόσμος τό λέει και μαρτυράει πώς πλησιάζει τό τέλος του μέσω της παρακμής τών πάντων. Ή βροχή πού πέφτει τό χειμώνα δέ φτάνει γιά νά θρέψει τούς σπόρους. Ό ήλιος δέν είναι άρκετά ζεστός ώστε νά θρέψει τά φρούτα. Ή άνοιξη δέν είναι πιά τόσο ώραία οϋτε τό φθινόπωρο τόσο πληθωρικό. Τά λατομεία σά νά κουράστηκαν και βγάζουν λιγότερη πέτρα και τά όρυχεϊα τοϋ χρυσού καϊ τοϋ άργυρου έχουνε κιόλας έξαντληθεϊ. Ή γή μένει άκαλλιέργητη, οί θάλασσες χωρίς καραβοκύρηδες, οί στρατοί χωρίς στρατιώτες. Ή ειλικρίνεια κοντεύει νά λείψει άπ' τό δικηγόρο, ή δικαιοσύνη άπό τό δικαστή, ή άγάπη άπό τούς φίλους, ή έφευρετικότητα άπ' τΙς τέχνες, ή αύστηρότητα άπό τά ήθη... Βλέπουμε παιδιά πού έχουν κιόλας άσπρίσει. Τά μαλλιά τους χάνονται προτοϋ γεννηθούν και ξεκινάν άπό τά γεράματα άντί νά τελειώσουν σ' αύτά. "Ετσι τό κάθε τι όρμάει πρός τό θάνατο, κι αισθάνεται τή γενική έξάντληση αύτοϋ τοϋ κόσμου.1» 1. 'Αξίζει νά τή σημειώσουμε τούτη τή φαινομενικά σιβυλλική φράση: «παιδιά πού έχουν κιόλας άσπρίσει». Είναι βέβαιο πώς θά έπρόκειτο γιά γερμανόπουλα πού ό άγιος Κυπριανός έβλεπε γιά πρώτη φορά έκείνη τήν έποχή στήν 'Αφρική δπου, ζοϋσε. Τά μαλλιά τους κάτασπρα δταν γεννιόνταν, γίνονταν ξανθά μέ τά χρόνια. Σημειώνουμε έπίσης δτι ό Πλάτωνας, στήν Πολιτεία, είχε ήδη φανταστεί αύτό τό μοτίβο τών άνθρώπων πού γεννιούνται γέροι και γίνονται νέοι σιγά-σιγά γιά νά ξαναγυρίσουν στή μητρική κοιλιά τής γής. Ό Πλάτωνας έξηγοϋσε αύτή τήν άντιστροφή τοϋ χρόνου σάν άπομάκρυνση τών θεών άπό τά δημιουργήματά τους. Τό σύμπαν, έγκαταλειμένο στόν έαυτό του, βλέπει τις μορφές καϊ τά δντα του νά όπισθοχωροϋν μέχρις δτου χαθούν τά πάντα. "Ομως άνάλογες ιδέες παρουσιάστηκαν καϊ σέ χριστιανούς: ό θεός είχε άποσυρθεϊ άπό τόν κόσμο, άφήνοντας τό σύμπαν στήν τύχη του, δηλ. στήν παρακμή και στό θάνατο.
Μ' άλλα λόγια, ή συντέλεια τοϋ κόσμου δέν έμφανίζεται πλέον σάν άντικείμενο τρόμου ή άλογων έλπίδων άλλ' άντίθετα σάν πηγή λογικών θεωρήσεων καί στοχασμών πάνω στόν τελικό προορισμό τοϋ άνθρώπου. Τώρα καταλαβαίνουμε καλύτερα τό πώς — δν δχι τ ό γιατί — οί πρώτοι χριστιανοί έδωσαν τόση σημασία στό μαρτύριο, στόν άσκητισμό καί κατόπιν στόν άναχωρητισμό. Μ' αύτή τήν άντικοινωνική συμπεριφορά, αύτή τήν άπάρνηση τοϋ θνήσκοντος κόσμου, καθένας άπ1 αύτούς έμφανιζόταν σάν πρότυπο καί ταυτόχρονα σάν προφήτης, σάν ή μόνη δυνατή «άπάντηση» στήν άγωνία ένός κόσμου πού άναγνώριζε στόν έαυτό του τά σημάδια τής Ιδιας του τής έπιθανάτιας άγωνίας. Φεύγοντας γιά τις έρήμους τής Αίγύπτου, μακριά άπό ένα σύμπαν πού, δντας καταδικασμένο άπό τ ό θ ε ό , ζοϋσε τις τελευταίες δεκαετίες του, οί «συνεπαρμένοι άπ' τ ό θ ε ό » δέν έκαναν τίποτα περισσότερο άπό τ ό νά έπαναλαμβάνουν έν άγνοια τους, τ ό άρχικό δραμα τοϋ χριστιανισμού: ζωή έξω άπό τόν κόσμο καί τήν 'Ιστορία περιμένοντας τή Βασιλεία τών Ούρανών. "Ομως ή ζωή μέσα στήν μοναξιά δέν άρκεϊ γιά νά έξασφαλίσει τή σωτηρία τοϋ άναχωρητή. Γιατί τ ό τ ε καί ό φυγόδικος πού είναι άναγκασμένος νά ζεϊ χρόνια όλόκληρα στήν έρημο γιά νά ξεφύγει άπό τήν άνθρώπινη δικαιοσύνη, θά άξιζε κι αύτός τ ό ίδιο. "Ισοι ώς πρός τή συμπεριφορά τους άπέναντι στήν κοινωνία, διαφέρουν βαθειά άπό τή στιγμή πού άμφισβητοϋνται οί άξιες πού τούς κινούν. Γιά τόν άναχωρητή, αύτές οί άξίες άνήκουν έξ όλοκλήρου σέ άλλο κόσμο, καί είναι αύτές πού καθορίζουν τις έπιλογές καί τις πράξεις του. "Ομως, αύτές οί άξίες άπαιτοϋν μιά καθολική ρήξη μέ τόν χυδαίο κόσμο. Ρήξη μέ τήν κοινωνία σημαίνει ρήξη καί μέ κάθε τί πού ένσωματώνει τόν άνθρωπο μέσα σ' αύτή τήν κοινωνία, κάθε τί πού τόν κάνει κοινωνικό δν: ή γνώση, ή κουλτούρα, ή κρτοχή άγαθών, ή οικογένεια, ό γάμος καί ή τεκνοποιία. Ή παραίτηση άπό τό κοινωνικό συνεπάγεται καί τήν παραίτηση άπό τ ό σαρκικό καί γι' αύτό ό άναχωρητής είναι κατ' άνάγκην καί άσκητής. Βαθαίνοντας άκόμα περισσότερο, βλέπουμε μιά σχέση άκόμα πιό στενή άνάμεσα στόν άσκητισμό καί τόν άναχωρητισμό: οί δυό συμπεριφορές δέν είναι μόνο ένάντια στήν κοινωνία άλλά κι ένάντια στή φύση. Σέ άντίθεση πρός τό μύθο τοϋ καλοΰ άγριου πού τ ό σ ο έρέθισε τή φαντασία καί τή σκέψη τοϋ 18ou αιώνα, ό μύθος τοϋ καλοΰ άγιου της έρήμου, δπως θά έμφανιστεΐ μέσα στή χριστιανική φιλολογία τού 4 ου αίώνα καί τών κατοπινών αιώνων, θά έξάρει τήν άρνηση πρός τή φύση κάτω άπ' δλες της τις μορφές. Γιά τόν άνθρωπο ή κοινωνική ζωή άποτελεΐ μέρος τής φύσης του δπως καί ή τεκνοποιία καί ή διατροφή (καί αύτό οί συγγραφείς τοϋ 4 ου αίώνα τ ό είχαν άπόλυτα κατανοήσει). Ή άναχώρηση λοιπόν γιά τήν έρημο δέν είναι ποτέ έπιστροφή σέ μιά όποιαδήποτε «φυσική» ή άγρια ζωή άλλ' άντίθετα ή άναζήτηση ένός τρόπου ζωής δσο τ ό δυνατόν πιό άντίθετου πρός τή φύση. Ό άναχωρητής θά έφαρμόσει έναν αύστηρό άσκητισμό, θά ζήσει μέσα σέ άπάνθρωπες ύλικές συνθήκες, θά έπισφραγίσει τήν άγάπη του γιά τούς έξουθενωτικούς τρόπους ζωής: διαμονή μέσα σέ σπηλιές, μέσα σέ τρύπες στην άμμο, μέσα στις κουφάλες τών δέντρων ή στήν κορυφή στύλων δπως οί στυλίτες- κοντολογίς θά πασχίσει νά δημιουργήσει γύρω του έναν κόσμο τεχνητό. Ή άπαγόρευση τής όμιλίας, λογουχάρη — πολύ συχνή στήν έρημο — ή άκόμα καί ή έφεύρεση μιάς τεχνητής γλώσσας έπικοινωνίας — δπως τοϋ Παχώμιου ή δπως ή «γλώσσα τοϋ 'Αγγέλου 1 » — θά έπισημάνει τήν έπιδίωξη τής ρήξης μέ τό σύνολο τών συνηθειών
1. Βλέπε παρακάτω στό κεφάλαιο: Ό λειμώνας
16
τών άγιων.
τών σχέσεων και τών συστημάτων πού συγκροτούν τή χυδαία κοινωνική ζωή. "Ολα σχεδόν τά ούσιαστικά χαρακτηριστικά τοϋ άνθρώπου αύτοϋ τοϋ κόσμου άμφισβητοϋνται γιά νά προετοιμαστεί καλύτερα τό άτομο γιά τόν άλλο κόσμο, πού θά έγκαθιδρυθει μέ τή Δ ε υ τ έ ρ α Παρουσία τοϋ Χριστού. "Ολα αύτά μπορεί νά φαίνονται άφηρημένα ή θεωρητικά και είναι άλήθεια πώς σπάνια έκφράζονται μέ τ ό σ ο καθαρή καϊ συνειδητή μορφή μέσα στά κείμενα και τις μαρτυρίες τής έρήμου. Πρέπει νά περιμένουμε τούς κατοπινούς αιώνες — συγκεκριμένα μετά τόν 5° αιώνα — γιά νά βρούμε σέ μερικούς άσκητές ή διδασκάλους δπως ό Μακάριος ό 'Αρχαίος, ό 'Ιωάννης Κλίμακος, ό Εύάγριος ό Ποντικός, ό Διάδοχος, στοχασμούς πού παρουσιάζουν πλήρεις αύτ έ ς τις άπόψεις. Μέσα άπό τή θεώρηση τους, δπως και μέσα άπό τήν άπλή έμπειρία τ ώ ν πρώτων άναχωρητών, έν πάση περιπτώσει ένας τύπος άνθρώπου διαγράφεται διαφορετικός, πρός τόν όποιο κατατείνουν δλες τους οί προσπάθειες- ό άσκητής ή ό άγιος τής έρήμου πασχίζει νά πραγματοποιήσει σαρκικά και πνευματικά τ ό ν καινούργιο άνθρωπο γιά τόν όποιο μιλάει ό άγιος Παύλος. Πρός αύτόν τόν καινούργιο άνθρωπο τείνουν τά διαφορα μοντέλα πού προσφέρονται στό θαυμασμό και σ τ ό στοχασμό τών χριστιανών στή διάρκεια τών τεσσάρων πρώτων αιώνων: ό άγιομάρτυρας, ό άγιος άσκητής και τέλος ό άγιος άναχωρητής. Στούς τέσσερις πρώτους αιώνες, ένα τέτοιο έσχατολογικό και άσκητικό πνεύμα προηγήθηκε άπό τήν άναχώρηση στήν έρημο, στήν Αίγυπτο πρώτα και μετά στή Συρία και σ' δλη τήν 'Εγγύς 'Ανατολή, χιλιάδων άνθρώπων, λαϊκών καϊ κληρικών. Πίστη σέ μιά έπικείμενη συντέλεια τοϋ κόσμου μιά και αύτός ό κόσμος τήν κουβαλάει πάνω του, άσκητική πλειοδοσία πού κάνει τόν άσκητισμό μέσο σωτηρίας άλλά ταυτόχρονα και δπλο ένάντια στήν κοινωνία, άναχωρητισμός ποϋ είναι φυγή άπό τόν κόσμο και ταυτόχρονα πρόκληση ένάντιά του· βλέπει κανείς πόσο ό άνθρωπος έκείνης τής έποχής έπιλέγοντας τόσο άκραϊες στάσεις, βάθυνε τήν άναζήτηση ένός διαφορετικού άνθρώπινου πρότυπου. Μιά συμπεριφορά ποϋ φθάνει μέχρι τή συλλογική άρνηση τής τεκνοποιίας, λογουχάρη, είναι μιά άπό τις πιό ριζοσπαστικές θέσεις — άλλά και τις πιό άπελπισμένες — πού υιοθέτησε ποτέ ό άνθρωπος σχετικά μέ τό ένδεχόμενο έπίγειο μέλλον του. Και άφοϋ αύτό τ ό άποθνήσκον σύμπαν, δντας καταδικασμένο άπ' τό θ ε ό και άποκαλύπτοντας μέχρι και τά έλαχιστότερα στοιχεία του τήν άποπνικτική παρουσία τοϋ θανάτου, είναι άνίκανο νά έξασφαλίσει τή σωτηρία καϊ τήν επιβίωση τοϋ άνθρώπου, τ ό τ ε αύτός θ' άναζητήσει άλλοϋ τ ό χώρο τής αιωνιότητας του ή τής μεταμόρφωσής του. Θά γίνει άσκητής, θά γίνει άναχωρητής, έκεϊ δπου μπορεί καλύτερα νά λησμονήσει αύτό τόν διεστραμμένο κόσμο: μέσα στή γύμνια, μέσα στή λευκή και γαλήνια άφαίρεση τής έρήμου.
17
2. Ή
μεγάλη μετάβαση
"θάρθει καιρός ήού θά φανεί δτι ol ΑΙγύπτιοι μάταια λάτρεψαν τούς θεούς. Αύτοϊ ol θεοί θά φύγουν άπό τή γή καΐ θά ξαναγυρίσουν στόν ουρανό και ή Αίγυπτος θά άφεθεί ατή ν έγκατάλειψη. Αύτή ή άγια γή, πατρίδα των βωμών, θά γεμίσει άπό τάφους και θάνατο. Ω! Αίγυπτος! Αίγυπτος! Άπό τις πεποιθήσεις σου θά έπιζήσουν μονάχα μύθοι πού θά φαίνονται άπιστευτοί στις μελλούμενες γενιές, θά μείνουν μονάχα λέξεις πάνω στίς πέτρες γιά νά διηγούνται τις εύλαβικές σου πράξεις!» «Πρός Άσκληπιόν»
Αύτή τή λευκή, αύτή τή γαλήνια άφαίρεση των έρήμων, ή Παλαιστίνη, ή Συρία, ή Λιβύη, ή Αίγυπτος ήσαν τόποι πού μπορούσαν νά τήν προσφέρουν σ' δσους έγκατέλειπαν τδν κόσμο. Γιατί προτιμήθηκε ή Αίγυπτος κι έγινε ό έκλεκτός τόπος των άσκητών και των άναχωρητών; Προτού νά θίξουμε αύτό τό πρόβλημα, άς προσδιορίσουμε ένα σημαντικό σημείο: τά κείμενα πού άφηγοϋνται τή ζωή στήν έρημο των «συνεπαρμένων άπ' τ δ θ ε ό » καΐ τά όποια θά έπικαλεστοϋμε μέσα σ' αύτό τδ βιβλίο, είναι τά περισσότερα έλληνικά κείμενα γραμμένα άπδ "Ελληνες: ό Βίος τοϋ 'Αντωνίου άπδ τδν επίσκοπο 'Αλεξάνδρειας 'Αθανάσιο - ή 'Ιστορία των Μοναχών της Αιγύπτου τοϋ Ρουφίνου της Άκυληΐας. Τά άλλα δύο σημαντικότερα κείμενα: ό Βίος τού Θηβών Παύλου, πρώτου έρημίτη, τοϋ άγιου Γεράσιμου, και οί Συζητήσεις μέ τούς μοναχούς της Αίγύπτου τοϋ Κασσιανοϋ, έχουν γράφει στά λατινικά. "Ομως τό νά γράφεις έλληνικά σημαίνει και νά σκέφτεσαι έλληνικά. "Ολα τά σχετικά κείμενα, γραμμένα γιά ένα κοινό πού μιλούσε έλληνικά και λατινικά, μετέφεραν στή γλώσσα τους τις διδασκαλίες, τά λόγια και τήν Ιδιαίτερη νοοτροπία τών έρήμων της Αίγύπτου. "Ομως, αύτοϊ οί άνθρωποι δέν ήσαν οϋτε "Ελληνες οΰτε Ρωμαίοι άλλά ΑΙγύπτιοι: ό Αντώνιος, ό Παχώμιος, ό Μακάριος ό 'Αρχαίος, ό Ποίμην, ό Πίωρ, ό Σεραπίων, ό Χώρ, ό 'Ονούφριος, ό Χενούτης, ό Πισέντιος, δλα αύτά τά μεγάλα όνόματα τοϋ κοπτικού χριστιανισμού ήσαν Αιγύπτιοι, γεννημένοι στήν Αίγυπτο άπό Αίγύπτιους γονείς (και συχνά και άπό έθνικούς άκόμα). Δ έ ν μιλοϋσαν οΰτε έλληνικά οϋτε λατινικά άλλά κοπτικά, δηλ. τή δημώδη μορφή της παραδοσιακής αίγυπτιακής γλώσσας. 'Επιπλέον, οί περισσότεροι είχαν άγροτική καταγωγή, άνηκαν σ' αύτή τήν τάξη τών φελλάχων πού δέν είχε ποτέ καμιά έπαφή (έκτός άπό τις διαρκείς έξεγέρσεις της) μέ τοϋς "Ελληνες και τούς Ρωμαίους κατακτητές και διαιώνισε γιά πολύ τις παραδόσεις, τή λατρεία και τή νοοτροπία της Αίγύπτου τών φαραώ. Είναι ούσιαστικό νά κάνουμε άπό τώρα κιόλας αύτή τή διάκριση, γιατί διαφορετικά μπαίνουμε στόν κίνδυνο νά μήν συλλάβουμε άπόλυτα τήν πρωτοτυπία και τή μοναδικότητα τοϋ φαινομένου της γέννησης τοϋ μοναχισμού στήν Αίγυπτο. Ώ ς πρός τή γένεση και τήν άξία του πρόκειται γιά φαινόμενο καθαρά αιγυπτιακό, γιά τήν άναγέννηση κάτω άπό άλλες μορφές ένός παρελθόντος και μιας κουλτούρας πού θεωρούνταν νεκρές άλλά πού στήν πραγματικότητα δέν είχαν πάψει ποτέ νά ύπάρχουν και νά έξελίσσονται παρά τήν έπί αιώνες ξενική κατοχή.
18
"Οταν ό 'Αντώνιος και ό Παχώμιος ξεκινούν γιά τήν έρημο, ή Αίγυπτος έχει πάψει άπό όχτώ αΙώνες νά είναι άνεξάρτητη χώρα. Ή άπόβαση τοϋ Μεγάλου 'Αλεξάνδρου τόν 4ο π.Χ. αιώνα, και ή προσάρτηση της χώρας στή Ρωμαϊκή αυτοκρατορία τό 30 π.Χ. έκαναν τήν Αίγυπτο πρώτα χώρα έλληνιστική και κατόπιν ρωμαϊκή έπαρχία. Αύτό δέ σημαίνει πώς ή χώρα αύτή έγινε έλληνική ή ρωμαϊκή. Ή Αίγυπτος δέν φαίνεται νά ύπέστη ποτέ, σέ βάθος, τήν έπίδραση των διαφόρων κατακτητών της, Ιδιαίτερα στδν θρησκευτικό τομέα (έν προκειμένω τόν πιό σημαντικό), μιά και τ ό μεγαλύτερο μέρος τοϋ πληθυσμού (άγρότες, φελλάχοι και τεχνίτες) θά μείνει πιστό στους προγονικούς θεούς του. Βεβαίως ol "Ελληνες, ύστερα άπό παρουσία πολλών αΙώνων, θά έπηρεάσουν όρισμένες πλευρές της αίγυπτιακής ζωής. Ή ίδρυση της 'Αλεξάνδρειας πού έγινε πνευματική πρωτεύουσα της Δύσης, ή εισαγωγή μερικών έλληνικών θεών (ό Διόνυσος τόν καιρό της έκστρατείας τοϋ 'Αλεξάνδρου, οί έλευσίνιες θεές στούς χρόνους τών Πτολεμαίων), ή ίδρυση έπιστημονικών και φιλοσοφικών σχολών στήν 'Αλεξάνδρεια, ό σχηματισμός μιάς τάξης έξελληνισμένων Αιγυπτίων, πού μιλούσαν έλληνικά και αίγυπτιακά, δλα αύτά μετράνε. "Ομως αύτή ή έλληνική παρουσία στήν Αίγυπτο δέν έγινε αίσθητή παρά μόνο στούς κόλπους μιάς τάξης πού οί ίδιοι οί "Ελληνες είχαν συμβάλει στή διαμόρφωσή της μέσα στις πόλεις- ήταν μιά τάξη έξελληνισμένων Αιγυπτίων, μιά πλούσια και καλλιεργημένη διανόηση, ή μόνη πού ήταν σέ θέση ν' άφήσει συγκεκριμένες μαρτυρίες γιά τήν έλληνική έπίδραση. 'Αντίθετα, ή πραγματική Αίγυπτος τών γεωργών, τών τεχνιτών και τών κληρικών, θά έξεγείρεται πάντα ένάντια στόν έλληνισμό. 'Απόδειξη είναι δτι οί σχέσεις μεταξύ "Ελλήνων και Αιγυπτίων θά παραμείνουν μάλλον έπιδερμικές, μιά και οί "Ελληνες της ΑΙγύπτου είναι κυρίως έμποροι, έπαγγελματίες και ύπάλληλοι, τούς όποιους οί ΑΙγύπτιοι θά άντιμετωπίσουν πάντα σάν στοιχεία ξένα πρός τή χώρα. Ά π ό τήν πλευρά τους οί "Ελληνες δ έ ν πήραν ποτέ τούς Αίγύπτιους πολύ στά σοβαρά. Αύτή ή χώρα τούς φάνηκε έξαρχής τ ό σ ο παράξενη, τόσο άσυνήθιστη, ώστε νά θεωροϋν δλα δσα τούς περιέβαλαν κατά κάποιον τρόπο κωμικά, δπως έκαναν και τόν προηγούμενο αΙώνα οί Εύρωπαϊοι στήν Κίνα ή στήν 'Ιαπωνία. Εξάλλου άπ' αύτό τό έλληνικό περιπαιχτικό βλέμμα πάνω στήν Αίγυπτο γεννήθηκε ένα όλόκληρο λεξιλόγιο πού είναι άκόμα δικό μας άλλά πού έχουμε ξεχάσει τήν καταγωγή του. Πυραμίδα λογουχάρη, προέρχεται άπό τήν έλληνική λέξη πυραμίς, πού σήμαινε ένα γλυκό άπό μέλι ή ένα ψωμάκι κωνικού σχήματος. Οί "Ελληνες είχαν άποκαλέσει ψωμάκια τις αίγυπτιακές πυραμίδες! Τό ίδιο και μέ τούς όβελίσκους πού σήμαιναν στά έλληνικά σούβλες γιά ψήσιμο κρεάτων. Ποιος θά σκεφτόταν σήμερα νά μιλήσει γιά τή σούβλα της πλατείας Κονκόρντ; Παρόμοια, κροκόδειλος σήμαινε στά έλληνικά κίτρινο τομάρι. Μπροστά στόν γιγαντισμό τών μνημείων της ΑΙγύπτου και τό ύπερβολικό κατά τή γνώμη τους μπόι όρισμένων ζώων, οί "Ελληνες άντέδρασαν μέ τήν κοροϊδία, τ ό χλευασμό και τό έπικριτικό έκεϊνο πνεύμα πού δέν άρεσε καθόλου στούς Αίγυπτίους. Οί τελευταίοι τούς τ ό άνταπέδωσαν, στήν εύγένεια έξάλλου και μέσα στό λογοπαίγνια βρίσκει κανείς δλα τά χάσματα πού χώριζαν δύο λαούς πού βάδιζαν γιά αιώνες δίπλα δίπλα χωρίς νά καταλαβαίνονται. Κατά τούς Αιγυπτίους, οί "Ελληνες ήσαν άνθρωποι θορυβώδεις, έπιπόλαιοι καί δχι σοβαροί- ήσαν λαός ελαφρόμυαλος και άνώριμος. "Ας θυμηθούμε τά λόγια πού ό Πλάτων άποδίδει σ' έναν Αιγύπτιο κληρικό — λόγια πού ή όρθότητά τους έξακολουθεί νά ισχύει περισσότερο άπό ποτέ άλλοτε σήμερα, ύστερα άπό τριάντα αιώνες, καί πού θά μπορούσαν ν' άπευθυνθοϋν στούς σημερινούς "Ελληνες: «Εσείς οί "Ελληνες, θά παραμείνετε πάντοτε παιδιά. Πότε λοιπόν θά ένηλικιωθούν οί "Ελληνες;»
19
Ή ρωμαϊκή παρουσία στήν Αίγυπτο στάθηκε άκόμα λιγότερο αισθητή άπό τήν Ελληνική. Ή Ρώμη άντιμετώπισε τήν Αίγυπτο σά μία ξεχωριστή περίπτωση, σάν μιά χώρα πού τά ήθη της, οί τρόποι ζωής, οί θεοί της και ή Λδιάζουσα θέση πού κατείχε στά σύνορα τοϋ κόσμου, τή διαφοροποιούσαν άπό τις άλλες έπαρχίες της αύτοκρατορίας. "Αν οί "Ελληνες έζησαν πλάι στούς Αίγύπτιους χωρίς ν* άναμέιγνύονται πραγματικά μαζί τους, οί Ρωμαίοι περιορίστηκαν στό νά κατέχουν άπλώς τήν Αίγυπτο. "Αλλωστε, άν πάρουμε ένα χάρτη της ρωμαϊκής Αίγύπτου, τί θά δοϋμε; 'Ελληνικές πόλεις: 'Αλεξάνδρεια και Ναύκρατις στό Δέλτα, 'Αρσινόη στό Φαγιούμ, καϊ κατόπιν, όσο άνεβαίνουμε κατά μήκος τοϋ Νείλου, Άφροδιτούπολις, Όξύρυγχος, Έρμούπολις, Λυκόπολις, Πτολεμαΐς, Κόπτος, Θήβαι, Συήνη. 'Ορισμένες άπ' αύτές τις πόλεις ήσαν προφανώς αιγυπτιακής καταγωγής άλλά τις περισσότερες φορές άναφέρονται μέ τό 'Ελληνικό τους δνομα. Μόνο μιά πόλη ύπάρχει μέ καταγωγή και δνομα Ρωμαϊκό, ή Άντινόη, πού χτίστηκε άπό τόν 'Αδριανό μετά τό θάνατο τοϋ εύνοούμενού του Άντίνοου. Στήν πραγματικότητα ή διείσδυση τών Ρωμαίων δέν ξεπέρασε τά δρια της Μέσης Αίγύπτου. Δέν ύπήρχε* οΰτε συνοριακή ζώνη δπως σέ τόσες χώρες της αύτοκρατορίας, οϋτε όχυρώσεις ύπήρχαν οΰτε δρόμοι, οΰτε μόνιμες έγκαταστάσεις. Μάλλον σποραδική παρουσία είχαν, στά δρια της έχθρικής έρήμου (πού ύποχρέωσε τούς Ρωμαίους νά χρησιμοποιήσουν δρομάδες έρήμου) πού περιοριζόταν κι αύτή σέ όρισμένους καταυλισμούς στρατιωτών, μερικές δεκάδες ύπαλλήλους και ρωμαίους πολίτες σταθμευμένους άποκλειστικά μέσα στό Δέλτα και τις σημαντικές πόλεις. Ή Ρώμη κατέχει στρατιωτικά τήν Αίγυπτο άλλά δέν χτίζει τίποτα, δέ θεμελιώνει τίποτα, δέν καταλαβαίνει τίποτα. 'Αρκείται στό νά καταστέλει τις έξεγέρσεις πού ξεσπάνε κάθε στιγμή καί, δπως σωστά λέει ένας ιστορικός της ρωμαϊκής Αίγύπτου, «νά της άρπάζει στάρι καί χρήμα γιά νά τρέφονται οί Ρωμαίοι». θά μπορούσε νά πεϊ κανείς πώς ώραιοποιοϋμε τό μυστήριο καί τόν έξωτισμό, άλλά αύτό θά σήμαινε πώς ύποτιμάει τό μοναδικό ρόλο πού έπαιξε ή Αίγυπτος στή ρωμαϊκή κουλτούρα. Γιατί αύτή ή χώρα — ή τόσο παραγνωρισμένη καί τόσο ύποτιμημένη άπ' δσους τήν κατείχαν — προκάλεσε έναν ύπέρμετρο θαυμασμό στούς Ρωμαίους της 'Ιταλίας. 'Ιδωμένη άπό τή Ρώμη ή άπό τήν Πομπηία, ή Αίγυπτος δέν είναι πιά ένας σιτοβολώνας πού κατοικείται άπό άγροίκους άλλά ή χώρα της σοφίας καί τής γνώσης. Γύρω άπό τά αίνίγματά της, άπό τά άκατανόητα σύμβολά της, άπό τά μυστηριώδικα μνημεία της, άποκρυσταλλώνει όλόκληρη τήν άνάγκη γιά τό έξωτικό καί τό θαυμάσιο πού ένοιωθαν οί άρχαϊες κουλτούρες στόν ίδιο βαθμό μέ τις δικές μας. 'Απόδειξη είναι ή πολύ μεγάλη πέραση πού έχει ή αιγυπτιακή λατρεία (κυρίως τής "Ισιδας) άπό τόν 1ο ήδη π.Χ. αίώνα. Μία όλόκληρη τάξη μορφωμένων άριστοκρατών έχει παθιαστεί μέ τήν "Ισιδα, τά μυστήριά της, τούς Ιερείς της, τήν παράξενη και μέχρι τότε άγνωστη λατρεία της σέ σημείο νά ύποχρεώσει τόν αύτοκράτορα Τιβέριο νά τήν καταργήσει, νά σταυρώσει γιά παραδειγματισμό μερικούς ιερείς καί νά εξορίσει κάμποσες χιλιάδες πιστούς τής "Ισιδας στή Σαρδηνία. "Ολα αύτά μαζί μέ τις μάλλον φανταστικές άφηγήσεις τών ταξιδιωτών (τότε ήταν τής μόδας μυθώδεις ταξιδιωτικές άφηγήσεις, γεμάτες άπό φτηνή γραφικότητα, άγοραϊο έξωτισμό, σημεία καί τέρατα - αύτές τις άφηγήσεις θά τις παρωδήσει ό Λουκιανός ό Σαμοσάτης στήν «'Αληθινή Ιστορία» του 1 ), καταλήγουν νά διαμορ1. Ιστορία πού άποκαλεΐται άληθινή άκριβώς έπειδή είναι καθαρά φανταστική κι άποτελεϊ τό πρώτο μοντέλο μιάς άντι-εξωτικής, άντι-μυθοποιητικής, θά λέγαμε σήμερα, φιλολογίας, κόντρα σ' δλους τοΰς ταξιδιώτες, συγγραφείς φτηνών καί μυθώδικων άφηγήσεων, άπαγγελμένων στίς αίθουσες «Pleyel» της έποχής.
20
φώσουν μέσα στήν άντίληψη τοΰ χυδαίου μιά συμβατική είκόνα γιά τήν Αίγυπτο, είκόνα πού τήν ξαναβρίσκουμε πάνω στους πίνακες μέ τοπία τοΰ Νείλου οί όποιοι «δίνουν καί παίρνουν» έκείνη τήν έποχή στά σπίτια της Ρώμης καί τής Πομπηίας. Ναοί καί καλύβες άπό καλάμια στις δχθες τοϋ Νείλου, βάρκες και βαρκάρηδες, (βίδες και κροκόδειλοι άναπαράγονται έπ' άπειρον σ' αύτούς τούς πίνακες δπως και σ' έκεϊνες τίς παιδικές χάρτινες ζωγραφιές, δπου μέσα σ' ένα στερεότυπο άνατολίτικο τοπίο — έρημος, καμήλες, μιναρέδες — γυναίκες μέ φ ε ρ ε ν τ ζ έ βγάζουν νερό άπό τ ό πηγάδι, κάτω άπ' τή σκιά τών φοινικόδεντρων. Οί Ρωμαίοι, κατά τούς πρώτους χριστιανικούς αιώνες θά έχουν τή δική τους Αίγυπτο δπως ό 16ος αΙώνας είχε τ'ις δικές του Δυτ. Ινδίες καί ό 19ος αιώνας τήν Πολυνησία του: παραδείσιους τόπους οί όποιοι άποκρυσταλώνουν αύτή τήν άσυνείδητη θλίψη καί αύτή τή νοσταλγία τής άθωότητας πού αισθάνονται οί πολιτισμοί σέ καιρούς ύλικής έπιτυχίας καί κατακτήσεων. Ή Αίγυπτος τών ίβίδων, τών σοφών και τής σφίγγας είναι ή κρυφή ρεβάνς πού παίρνει ή κατακτημένη καί καταπιεσμένη άπ' τούς Ρωμαίους Αίγυπτος. Ή δύναμη καί ή έλξη αύτής τής όνειρικής ΑΙγύπτου στάθηκε τόσο μεγάλη ώστε νά προκαλέσει άπό τ ό ν 1ο αίώνα καί Οστερα μιά πραγματική συρροή Ρωμαίων έπισκεπτών πού τά κυριότερα δρομολόγιά τους περιγράφονται άπό τ ό Διόδωρο τ ό Σικελιώτη καί τόν Πλίνιο τ ό Νεώτερο: περιλάμβαναν τις Πυραμίδες, τό λαβύρινθο τής λίμνης Μαρεώτιδας, τούς κολοσσούς τοϋ Μέμνωνα (δπου πήγαιναν οί ταξιδιώτες τήν αύγή γιά ν' άκούσουνε τό τραγούδι τους), καί τούς βασιλικούς τάφους τών Θηβών πάνω στούς όποιους έξακολουθοϋν νά ύπάρχουν άκόμα οί χιλιάδες γραφές οί χαραγμένες άπό τούς έπισκέπτες. Και καθώς στήν αίγλη τ ώ ν μνημείων της ή Αίγυπτος πρόσθετε τή μοναδική γοητεία τών ιερών ζ ώ ω ν της (γιά νά χρησιμοποιήσουμε τήν τουριστική φρασεολογία τής έποχής μας), οί έπισκέπτες δέν παρέλειπαν νά σταθούν στό δρόμο τους γιά τήν Άρσινόνη, γιά νά ρίξουν κρέας στούς Ιερούς κροκοδείλους, ή στή Μέμφιδα, γιά νά ταΐσουν χόρτο τόν ταύρο "Απις (πού όί Ιερείς μόνο σέ τέτοιες περιπτώσεις τόν άφηναν νά βγαίνει άπό τό θυσιαστήριο καί έπαιρναν καί φιλοδώρημα!). Αύτή ή όνειρική είκόνα μεταδόθηκε φυσικά στή συνέχεια στή χριστιανική Αίγυπτο. Τρεις ή τέσσερις αιώνες άργότερα, στή Δύση, κανείς δέν θά έκπλαγεί μαθαίνοντας πώς ή Αίγυπτος έξακολουθεϊ νά παραμένει τόπος θαυμαστός καί μοναδικός. Τά ύποτιθέμενα θαύματα τ ώ ν άναχωρητών — πού βαδίζουν πάνω σ τ ό νερό, σταματάνε τήν πορεία τοϋ ήλιου, άνασταίνουνε τούς νεκρούς — θά προσελκύσουν στήν Αίγυπτο ένα πλήθος Ελλήνων καί Ρωμαίων πού θά θεωρούν τούς έαυτούς τους προσκυνητές, άλλά πού στήν πραγματικότητα θά είναι «τουρίστες» πού θά έπισκέπτονται τά χριστιανικά θαύματα άφοϋ είχαν προηγουμένως έπισκεφθεϊ τά ειδωλολατρικά θαύματα. Γιά περισσότερο άπό τέσσερις χιλιάδες χρόνια, οί Αιγύπτιοι λάτρεψαν τούς ίδιους θεούς. Παρόλο πού σ' αύτό τ ό άδιατάρακτο πάνθεο Όί "Ελληνες πρόσθεσαν τόν Σέραπη — σύνθεση Δία, "Οσιρι καί "Απι — παρόλο πού ό "Αδριανός έδωσε στήν Αίγυπτο τ ό ν Ά ν τ ί ν ο ο , τίποτα τ ό θεμελιακό δέν θά άλλαζε στις λατρείες τής χώρας. Οί ίδιοι οί ΑΙγύπτιοι είχαν πλήρη συνείδηση αύτής τής αίωνιότητας τών θεών καί τ ώ ν παραδόσεών τους. Τήν άπόδειξη τή βρίσκουμε στά λόγια πού βάζει ό Πλάτων, στόν Τίμαιο, στό στόμα ένός Αίγύπτιου Ιερέα πού άπευθύνεται πρός τό Σόλωνα, καί πού συνοψίζονται στήν έξης φράση: « Ή χώρα μας, Σόλων, διατηρεί δλες τίς παραδόσεις της άπό τά βάθη τής άρχαιότητας. Τό κάθε τι πού έχει συμβεί έ δ ώ σέ μάς ή όπουδήποτε άλλοϋ, κάθε τι ώραίο, μεγάλο, άξιοσημείωτο πού έχει ύπάρξει στή γη, είναι γραμμένο έδώ, στους ναούς μας,
21
κι έχει διασωθεί άπό τή λήθη. Δ έ ν έχεις παρά νά κοιτάξεις τούς νόμους μας, τόν τρόπο ζωής μας και τις γνώσεις μας: θά δείς πώς έχουν ήλικία πάνω άπό όχτώ χιλιάδες χρόνια». "Αλλη μία άπόδειξη θά βρούμε σέ μιά άφήγηση τοϋ Ηρόδοτου (προτεινότερη, συνεπώς, άπό έκείνη τοϋ Πλάτωνα) ό όποιος κι έκεϊνος προσδιορίζει σέ όχτώ χιλιάδες χρόνια τήν αίγυπτιακή άρχαιότητα. "Οταν ό 'Ηρόδοτος έπισκέφθηκε τό ναό τοϋ "Αμμωνα Ρά στό Καρνάκ καί ρώτησε τούς Ιερείς άπό πότε βασίλευαν οί θεοί στήν Αίγυπτο, οί ιερείς τόν όδήγησαν στό έσωτερικό τοΰ βωμοΰ καί τοϋ άπαρίθμησαν — κατανομάζοντάς τα ένα, ένα — τριακόσια σαράντα ένα ξύλινα άγάλματα: «διότι κάθε μεγάλος Ιερέας, ένόσο βρίσκεται άκόμα στή ζωή, στήνει τό άγαλμά του, καί μέ μιά μεθοδική άπαρίθμηση, οί Ιερείς μου άπέδειξαν πώς έξαρχής υπήρχε μιά διαδοχή άπό πατέρα σέ γυιό, δπως γιά τούς βασιλιάδες». Τριακόσιες σαράντα μία γενεές μάς κάνουν περίπου όχτώ χιλιάδες χρόνια, άριθμό πού άναφέρει ό Πλάτων. 'Ακόμα κι άν διαιρέσουμε διά δύο τούς άριθμούς πού άναφέρει ό 'Ηρόδοτος (γιά νά μείνουμε σύμφωνα μέ τά δεδομένα τής άρχαιολογίας), παραμένουν άρκετά εΰγλωτοι. Μπροστά στήν ήλικία πού άπέδιδαν στούς θεούς τους, μπροστά στήν αιωνιότητα τών πεποιθήσεων καί τοϋ πολιτισμού τους, οί Αιγύπτιοι Ιερείς έπρεπε νά αισθάνονται ένα είδος ίλιγγο — αύτό τόν ίλιγγο πού κυρίευε τόν ξένο έπισκέπτη καθώς άντίκρυζε τριακόσια σαράντα ένα άγάλματα στή σειρά μέσα στό μισόφωτο τοΰ ναοϋ καί πού καθένα άπ' αύτά άποτελοϋσε κι ένα χρονικό κρίκο. Ή Αίγυπτος έζησε τέσσερις χιλιάδες χρόνια μέσα σ' αύτό τόν ίλιγγο της αιωνιότητας, μέσα σ' αύτή τή βεβαιότητα γιά τήν άκινησία τοϋ χρόνου, καί γιά τό γεγονός πώς οί αιγύπτιοι θεοί βασίλευαν άπό άνέκαθεν πάνω στή γή. Κι έπειτα, μιά μέρα, αύτός ό ίλιγγος έπαψε, γιατί οί αιγύπτιοι θεοί πέθαναν. «Πέθαναν» είναι άπλώς τρόπος τοϋ λέγειν, γιατί είναι πολύ δύσκολο νά περιγράψουμε — άκόμα καί νά καταλάβουμε — & δλη του τήν πολυπλοκότητα, τό θάνατο ένός θεοϋ. Πότε μπορούμε νά πούμε πώς ένας θεός είναι νεκρός; "Οταν παύει ή έπίσημη λατρεία του; Τίποτα δμως δέν άποδεικνύει πώς οί πιστοί του παύουν νά πιστεύουν σ* αύτόν, καί στήν κρυφή παρουσία καί δύναμή του. Κατά τόν 6ο αΙώνα μ.Χ., δηλ. δύο αΙώνες μετά τήν έπίσημη άπαγόρευση της είδωλολατρείας άπό τόν αυτοκράτορα Θεοδόσιο, ύπηρχαν άκόμα στό ρωμαϊκό κόσμο άνθρωποι — μυστικιστές φιλόσοφοι — πού έξακολουθοϋσαν νά πιστεύουν στους αίγύπτιους θεούς. «Ξέρουμε», γράφει ένας άπ' αυτούς, «πώς οί θεοί κατοίκησαν έκεϊ κάτω καί πώς κατοικούν άκόμα».
"Ενα τέτοιο πρόβλημα πού άγγίζει τόσο κοντά τήν άνθρώπινη ψυχή δέν μπορεί νά λυθεί μέ βάση τά έξωτερικά ίχνη του πού οί θεοί καί ή λατρεία τους άφησαν γιά πάντα πάνω στη γή, κυρίως στήν Αίγυπτο. "Ετσι τό μόνο κριτήριο πού έπιτρέπει νά ποϋμε πώς κάποιος θεός πέθανε έξακολουθεϊ νά είναι τό κριτήριο πού παρέχουν οί ίδιοι οί πιστοί του, δταν συνειδητοποιούν πώς έχει πεθάνει μέσα τους, δταν παύουν νά πιστεύουν σ' αύτόν. "Ομως αύτό άκριβώς έγινε στήν Αίγυπτο, στήν 'Αλεξάνδρεια, κατά τήν τελευταία δεκαετία τοϋ 4ου αιώνα, τήν ήμέρα πού ό πατριάρχης Θεόφιλος πήρε τήν άδεια νά έγκαταστήσει έκκλησία μέσα σ ' ένα ναό τοϋ Διονύσου. Έκεϊ μέσα βρίσκει διάφορα άγαλματάκια άσεμνα (ή μάλλον, πού φαίνονται σ* αύτόν άσεμνα), τά καταστρέφει καί σκορπάει τά κομμάτια τους άνάμεσα στόν χριστιανικό δχλο. Οί έθνικοί, όργιομένοι, ξεσηκώνονται, έπιτίθενται στούς χριστιανούς καί κατόπιν, φοβισμένοι, τρέχουν νά κλειστούν μέσα στό Σεράπειον — τόν μεγάλο ναό τοΰ Σέραπι. Αύτός ό ναός είχε θαυμαστή όμορφιά, πού δυό αΙώνες νωρίτερα είχε έντυπω-
σιασει έναν μεγάλο χριστιανό, τόν Κλήμεντα τόν Άλεξανδρέα. "Ομως δέν ταίριαζε οΰτε στήν ώρα οΰτε στήν έποχή ό θαυμασμός γιά τούς ειδωλολατρικούς ναούς. Οί χριστιανοί, έρεθισμένοι άπό τόν Θεόφιλο, άνεβαίνουν τά έκατό σκαλιά πού όδηγοϋν στήν είσοδο τοϋ θυσιαστηρίου, εισβάλουν στό έσωτερικό καί μένουν άκίνητοι, άπολιθωμένοι, γεμάτοι φόβο, μπροστά στό πελώριο άγαλμα τοϋ θεοϋ. Καί κανείς δέν τολμάει τ ό τ ε νά ριχτεί έναντίον του. Τελικά, ό Θεόφιλος διατάζει ένα στρατιώτη πού άρπάζει ένα τσεκούρι, σκαρφαλώνει σέ μιά σκάλα κι άρχίζει νά χτυπάει τό κεφάλι τοϋ θεοϋ. Τό είδωλο τρεκλίζει, καταρρέει, καί τό πλήθος ούρλιάζει τρομαγμένο καθώς... ένα κύμα ποντικών ξεπηδάει μέσα άπό τό άγαλμα πού χάσκει τρύπιο! Καί τότε, άφοϋ άπαλλάσονται άπ' τό φόβο τους, οί χριστιανοί ξεσπάνε στό είδωλο. Οί Ιδιοι οί 'Εθνικοί λυτρώνονται: ένας πανάρχαιος χρησμός δ έ ν έλεγε πώς ό κόσμος θά κατέρρεε τήν ήμέρα πού θά βεβηλωνόταν ό Σέραπις; Ό Σέραπις τσακίστηκε κι ό κόσμος δέν κατέρρευσε. Γιά τούς χριστιανούς λοιπόν είναι θαυμάσιο νά σέρνουν τά ρημάδια τού άγάλματος μέσα στούς δρόμους τής πόλης και νά τά καίνε1. Καί βλέποντας αύτό τόν ρημαγμένο κολοσσό άπ' δπου πετάγονται τά ποντίκια, βλέποντας αύτόν τόν διαμελισμένο θεό νά τόν σέρνουν στούς δρόμους, δλοι βρέθηκαν στήν άνάγκη ν' άναγνωρίσουν τήν Ιδια τήν εικόνα τής καταρακωμένης κι έτοιμοθάνατης είδωλολατρείας. Ό χριστιανισμός στήν Αίγυπτο είχε καταφέρει, μέ τή βία, κάτι πού οΰτε οί Πέρσες, οΰτε οί "Ελληνες, οΰτε οί Ρωμαίοι δέν είχαν μπορέσει: νά καταργήσει τις ειδωλολατρικές θεότητες τής χώρας καί νά τής δώσει έναν καινούριο θεό. Τά πρώτα άξιόπιστα ντοκουμέντα πού άναφέρονται στήν ύπαρξη όργανωμένης χριστιανικής κοινότητας στήν Αλεξάνδρεια, χρονολογούνται άπό τό τέλος τοϋ ΙΙου αιώνα. Γύρω σ' έκεινα τά χρόνια περίπου ένας "Ελληνας φιλόσοφος ό Πάνταινος, πρώην στωικός πού άσπάστηκε τ ό χριστιανισμό καί πού είχε ταξιδέψει μέχρι τις 'Ινδίες άκολουθώντας τά Ιχνη τοϋ 'Απόστολου Βαρθολομαίου (κατά τά λεγόμενα τοϋ Καισαρείας Εύσέβιου), ιδρύει στήν 'Αλεξάνδρεια τό περίφημο Διδασκαλείο, χριστιανική έρμηνευτική σχολή πού μετά άπ' αύτόν θά διεύθυναν ό Κλήμης ό Ά λ ε ξ α ν δ ρ έ α ς καί ό Ήριγένης. Ή έπιτυχία πού γνώρισε έξαρχής αύτή ή σχολή άποδεικνύει έν πάση περιπτώσει δτι τήν έποχή τής ΐδρυσής της ύπήρχαν ήδη στήν 'Αλεξάνδρεια χριστιανικές κοινότητες άρκούντως πολυσύχναστες κι όργανωμένες — πού ή άρχή τους τοποθετείται άναμφίβολα στά μέσα τοϋ 2ου αιώνα. "Ομως ποιοι είναι αύτοϊ οί πρώτοι χριστιανοί; Είναι κυρίως "Ελληνες, Έβραϊοι, Ρωμαίοι, κι έξελληνισμένοι Αιγύπτιοι, μέλη τής κοσμοπολίτικης καί καλλιεργημένης, άλεξανδρινής κοινωνίας. Καταρχήν ό χριστιανισμός διαδίδεται μέσα στούς κόλπους αύτής άκριβώς τής διανόησης — γιά τ ό ν άπλό λόγο δτι ή λατρεία του γίνεται μόνο στήν έλληνική γλώσσα καί δέν μπορεί νά φθάσει τις μάζες τών καθαυτό Αιγυπτίων πού μιλάνε κόπτικα. Τό γ ε γ ο ν ό ς έχει τις δυσκολίες του: αύτή ή έκλεπτυσμένη κοινωνία δέν είναι άπό τή φύση της καθόλου φανατική άλλά μάλλον άνεξίθρησκη κι άνοιχτή σ' δλες τις καινούριες λατρείες καί τούς θεούς. Είχε ήδη άποδεχθεΐ τούς έλληνικούς καί ρωμαϊκούς θεούς καθώς καί τις άνατολικές θεότητες — συριακές καί ζωροαστρικές — μέ τήν τάση νά τις «άναμείξει» μέ τις αιγυπτιακές. Είναι μιά τάξη πού εύνοεΐ ιδιαίτερα τ ό θρησκευτικό συγκριτισμό. 'Απ' αύτή τήν τάξη θά προέλθουν οί πιό παθιασμένοι προσήλυτοι τοϋ γνωστικισμοϋ, τοϋ νεοπλατωνι-
Ι.Αύτό τό έπεισόδιο τό έχουν περιγράψει ό Σωζομένης, 'Εκκλησιαστική καϊ ό Σωκράτης, Εκκλησιαστική 'Ιστορία (XI, 29).
Ιστορία
(VII, 15)
σμοϋ, τοΰ νεοπυθαγορισμοΰ, τών έρμητικών δογμάτων και όλων τών θρησκευτικών και φιλοσοφικών αΙρέσεων πού πληθαίνουν στήν 'Αλεξάνδρεια τοϋ 2ου αιώνα. Παραδειγματικά, άναφέρουμε πώς αύτός ό Σέραπις — τοϋ όποίου τό «θάνατο» περιγράψαμε πρίν άπό λίγο καί πού ΰπήρξε ό μεγάλος θεός τής έλληνορωμαϊκής έποχής — στάθηκε ένα «μείγμα» άπό τό Δία, τόν "Αδη, τόν "Οσιρι, τόν "Απι, τό Διόνυσο κι άκόμα και τόν "Αμμωνα - Ρά! 'Εκτός άπό τό ναό του στήν 'Αλεξάνδρεια, είχε καί στή Μέμφιδα ένα άλλο περίφημο ναό δπου μπορούσε νά λατρεύεται σύμφωνα μέ τήν αίγυπιακή ή τήν έλληνική λατρεία καί πού οί άλλέες του περιστοιχίζονταν άπό αίγυπτιακές σφίγγες, άπό έλληνικές σειρήνες κι άπό άγάλματα τοϋ Πίνδαρου, τοϋ Πρωταγόρα καί τοΰ Πλάτωνα! Μιά τόση εύλυγισία στόν συγκριτισμό έχει κάτι τό γοητευτικό. Σήμερα, Οστερα άπό είκοσι αΙώνες χριστιανισμού, δύσκολα μπορούμε νά φανταστούμε πώς οί θεότητες μπορούν νά συνδέονται έτσι καί δχι ν' άλληλοαποκλείονται, ν' άναμειγνύονται μέσα σέ πάνθεα πού όλοένα έμπλουτίζονται. Ή εύχέρεια μέ τήν όποία «κατασκεύαζαν» τότε καινούριους θεούς — άπό τό πρότυπο άρχαίων ή ξένων θεών (εύχέρεια άπό τήν όποία θά έπωφεληθοϋν οί αύτοκράτορες γιά νά θεοποιηθούν) — έχει ίσως κάτι τό παράξενο, άλλά στό βάθος πρόκειται μόνο γιά έναν τρόπο έκδήλωσης της πολλαπλότητας τών δρόμων πού όδηγοϋν στή σωτηρία. "Ομως, γιά νά ξαναγυρίσουμε στόν αιγυπτιακό χριστιανισμό, αύτός εισδύει στήν Αίγυπτο σέ μιά έποχή καί σ' ένα κοινωνικό περιβάλλον δπου οί δρόμοι πού έξασφαλίζουν τή διάδοση καί τήν έπιτυχία τών καινούριων θρησκειών είναι άκόμα οί δρόμοι τοϋ συγκριτισμοϋ. 'Από δώ προκύπτει ό προφανής κίνδυνος πού διατρέχει ό γεννώμενος χριστιανισμός, νά άπορροφηθεί, ν' άφομοιωθεϊ, νά συγχωνευτεί μέ τίς ύπάρχουσες θρησκείες καί νά μή γίνει δεκτός σάν μιά Ιδιαίτερη κι έξ άποκαλύψεως θρησκεία. Τό γεγονός πώς οί προφήτες του τόν παρουσίαζαν σάν τέτοιο δέν άλλάζει τίποτα στήν ύπόθεση. Ό Χριστός έγινε άποδεκτός, δέχθηκαν αύτόν τόν καινούριο θεό σωτήρα, άλλά καθώς δλοι οί θεοί τής έποχής, ό Διόνυσος, ό Μίθρα, ό "Οσιρης, ήσαν θεοί σωτήρες (άκόμα καί οί θεοποιημένοι αύτοκράτορες θά πάρουν τό έπίθετο τοϋ σωτήρα: σωτήριος, σώτερ), αύτό άποτέλεσε ένα πρόσθετο στοιχείο σύγχυσης. Παρόλο πού δέν φτάνουν στό σημείο νά στήσουν άγαλμα τοϋ Χριστού πλάι στοϋ Πλάτωνα καί τοϋ Πίνδαρου στήν άλλέα τοϋ Σεραπείου, τόν θεωρούν έν πάση περιπτώσει σάν ένα σωτήρα μεταξύ τών άλλων — ή άπλώς σάν ένα σοφό (πράγμα πού άπό μιά χριστιανική σκοπιά είναι άπείρως σοβαρότερο). Γιά τούς Γνωστικούς μάλιστα, αύτή θά είναι ή παραδοσιακή τους στάση. 01 μεγάλοι γνωστικοί δάσκαλοι τής έποχής, ό Βασιλίδης κι ό Βαλεντίνος, θεωροΰν τό Χριστό σάν μιά άνώτερη, άλλά δχι μοναδική, ένότητα τοΰ πληρώματός τους (δηλ. τοϋ συνόλου της Δημιουργίας). Βλέπει, λογουχάρη, κανείς στή Ρώμη, τό 2ο αίώνα, μιά Γνωστική όνόματι Μαρσελλίνα νά λιβανίζει «μέ θυμίαμα τίς εΙκόνες τοϋ Χριστού, τοΰ Παύλου, τοϋ 'Ομήρου καί τοϋ Πυθαγόρα», ένώ λίγο άργότερα ό αύτοκράτορας 'Αλέξανδρος Σεβήρος «έκθέτει τό ένα δίπλα στό άλλο όμοιώματα τοϋ Ίησοϋ καί τών άλλων πνευματικών δασκάλων πού λάτρευε: τοϋ Μεγάλου 'Αλεξάνδρου, τοϋ 'Αβραάμ, τοϋ 'Ορφέα καί τοϋ 'Απολλώνιου Τυανέα 1 ». Ή ίδια συγκριτιστική στάση ΰπάρχει κι άναφορικά μέ τΙς θρησκευτικές τελετές καί λατρείες. 'Ορισμένοι έλληνικοί καί ρωμαϊκοί κύκλοι είχαν άπό παλιά υΙοθετήσει τήν αίγυπτιακή συνήθεια νά ταριχεύονται καί νά κάνουν τή μούμια τους. "Οταν, έν συνεχεία, αύτοί θά γίνουν χριστιανοί, θά έξακολουθήσουν φυ1. 'Αναφέρεται άπό τόν Jean Doresse, στό «Μυστικά Βιβλία τών Γνωστικών της ΑΙγύπτου».
24
σικά αύτή τήν πρακτική, έτσι ώστε ol νεκροπόλεις τών περιχώρων τής 'Αλεξάνδρειας προσφέρουν, άπό τ ό ν 8ο αΙώνα κι ϋστερα, τ ό θέαμα μιάς σειράς άπό ειδωλολατρικές και χριστιανικές μούμιες, ένταφιασμένες τή μιά πλάι στήν άλληΐ Τό σύνορο τοΰ θανάτου δέν σταματάει αύτό τ ό παράξενο άνακάτεμα άπό λατρείες, θεούς και τ ε λ ε τ έ ς πού είναι τ ό σ ο χαρακτηριστικές γιά τήν αίγυπτιακή ζωή αύτης τής έποχής: ol χριστιανοί τ ό βρίσκουν φυσικό νά θάβονται μέσα σέ ειδωλολατρικές νεκροπόλεις, καί νά ζωγραφίζουν πάνω στις σαρκοφάγους των τ ό μονόγραμμα τοϋ Χριστού πλάι στά διακριτικά τοϋ "Οσιρη. Τ Ησαν δμως πράγματι χριστιανοί; Έ δ ώ βλέπουμε πόσο είναι δύσκολο νά καθορίσει κανείς έκείνη τήν έποχή, στήν Αίγυπτο, τ ό πού άρχίζει καί τ ό πού τελειώνει ό «αύβεντικός» χριστιανισμός. "Αν ύπάρχει χριστιανισμός, αύτός είναι κυριολεκτικά πνιγμένος μέσα σέ μιά πλημμύρα αΙρέσεων, και τ ό ν διεκδικούν οί Γνωστικοί, oi Μαρκιωνιστές, οί Ένορατικοί, οί Έρμητιστές καί οί ίουδαιο-χριστιανοί. Μέσα σ ' αύτή τήν 'Αλεξάνδρεια τοΰ 2ου αΙώνα, δπου, κατά τήν έκφραση κάποιου σύγχρονου συγγραφέα, «οί θρησκείες ποικίλλουν δπως καί τά μαγαζιά» «καί «οί άνθρωποι πού άκολουθοΰν τή μόδα άλλάζουν θεό δπως άλλοϋ ό κόσμος άλλάζει γιατρό 1 », ol «άληθινοί» χριστιανοί δ έ ν άπστελοϋν παρά μιά αίρεση σκοτεινή, σχεδόν χαμένη μέσα στή σύγχυση τ ώ ν δογμάτων καί τ ώ ν θεών. Κι αύτή άκριβώς τήν έντύπωση θά δώσουν σ τ ό ν 'Αδριανό, δταν θά έπισκεφθεί τήν 'Αλεξάνδρεια κατά τή δεκαετία τ ο ϋ 130 μ.Χ' ό 'Αδριανός στάθηκε ένας άπό τούς πιό ένημερωμένους αύτοκράτορες πάνω στά αιγυπτιακά πράγματα, ένας άπό τούς πιό άνοιχτούς σέ θρησκείες καί σέ άλήθείές — άπ' όπουδήποτε κι άν προέρχονται. Γράφει στόν γαμπρό του Σερβάνιο: Βλέπει κανείς έπίσκοπους πού αύτοαποκαλοϋνται χριστιανοί νά κάνουν λειτουργία στό Σέραπη. Δέν ύπάρχει οΰτε ένας Ιερέας, σαμαρίτης, Ιουδαίος ή χριστιανός, πού νά μήν είναι μαθηματικός, Ιεροσκόπος ή μάντις. Ό Ιδιος ό πατριάρχης, δταν έρχεται στήν Αίγυπτο, κάνει λειτουργία καί στό Χριστό καί στό Σέραπη γιά νά ευχαριστήσει δλο τόν κόσμο...»
Μόλις δύο αΙώνες χωρίζουν τήν έποχή πού ό 'Αδριανός γράφει αύτές τις γραμμές άπό τήν έποχή πού έμφανίζονται οί πρώτοι άναχωρητές μέσα στίς αΙγυπτιακές έρήμους. Δ ύ ο αΙώνες στή διάρκεια τ ώ ν όποΐων ή θρησκευτική φυσιογνωμία τής Αίγύπτου άλλάζει έντελώς. Τόν καιρό τοϋ 'Αδριανού, ό χριστιανισμός ήταν άπλώς μιά θρησκεία άνάμεσα στίς άλλες. Δ ύ ο αιώνες άργότερα, όλόκληρη ή Αίγυπτος έχει γίνει χριστιανική: ol πόλεις γεμίζουν έκκλησίες, οί δχθες τοϋ Νείλου μοναστήρια καί ή έρημος άναχωρητές. ΤΙ συνέβη λοιπόν; Καταρχήν, £να σημαντικό γ ε γ ο ν ό ς : άπό τ ό δεύτερο μισό τοϋ 8ου αιώνα καί πέρα, ή λατρεία τοΰ χριστιανισμού γίνεται σέ κόπτικη γλώσσα καί έξαπλώνεται γρήγορα καί μαζικά μέσα στόν καθαρά αιγυπτιακό πληθυσμό: μαστόρους, ύπαλλήλους της ρωμαϊκής διοίκησης, έμπόρους καί κυρίως άγρότες. 'Αρκετά γρήγορα θά δημιουργηθούν σ τ ό έσωτερικό τής χώρας χριστιανικές κοινότητες: άπό τ ό Δέλτα, στήν "Ανω Αίγυπτο, στήν 'Αρσινόη, τή Φιλαδέλφια, τή θεοδέλφια, τήν Όξύρρυγχο, τΙς Θήβες, τήν Κόπτο, τή Συήνη· καί καθώς γύρω στά μέσα τοϋ 3ου αΙώνα, ή Αίγυπτος άριθμεϊ κιόλας, κατά τόν 'Αρνάκ, ένα έκατομμύριο
1. Marguerite Yourcenar, «'Αδριανού 'Απομνημονεύματα».
χριστιανούς καί καμμιά έκατοστή έπισκόπους, φαίνεται πώς έχει σχεδόν όλότελα κατακτηθεί άπό χριστιανούς. Λέμε σχεδόν γιατί στήν πραγματικότητα, στις δύο άκρες της κοινωνικής κλίμακας, σέ μιά μερίδα της έλληνικής καί της ρωμαϊκής διανόησης καί μεταξύ όρισμένων άγροτών, ή είδωλολατρεία θά επιζήσει γιά πολύ άκόμα καί μετά τήν έπίσημη άπαγόρευσή της άπό τόν αύτοκράτορα Θεοδόσιο. Κερδίζοντας τήν αίγυπτιακή μάζα τών φελλάχων, ό χριστιανισμός θά γνωρίσει άξιοσημείωτη άκμή καί θά γίνει στήν ούσία ή θρησκεία τής ΑΙγύπτου. Μιά τ ό σ ο ξαφνική καί βαθειά μετάβαση είναι φαινόμενο πού άξίζει νά έξηγηθεϊ. Επιτέλους, δ έ ν ήταν καί τ ό σ ο προφανές πώς ή Αίγυπτος έπρεπε πάση θυσία, νά γίνει χριστιανική. Ό έκχριστιανισμός τής διανόησης έντάσσονταν μέσα στά πλαίσια μιάς έξέλιξης φυσιολογικής ή τουλάχιστον άποδεκτης (μιά καί μέσα σέ τέτοιους κύκλους ύπάρχει ή τάση μάλλον γιά άποδοχή παρά γιά άπόρριψη μιάς καινούριας θρησκείας), άλλά δ έ ν ίσχυε τ ό Ιδιο καί γιά τοΰς αίγύπτιους άγρότες. Αύτοί έ δ ώ « δ έ ν άλλάζουν θεό δπως γιατρό». Εξάλλου, μιά καί ούσιαστικά οί άναχωρητές καί οί μοναχοί θά βγοϋν μέσα άπ' αύτό τ ό χωριάτικο, φτωχό κι άγράμματο περιβάλλον, τ ό πρόβλημα έχει μεγάλη σημασία: νά ξέρουμε γιατί θά γίνουν κατόπιν μοναχοί. Είναι βέβαιο πώς θίγοντας ένα τ ό σ ο περίπλοκο πρόβλημα, έκτίθεται κανείς στόν κίνδυνο τοΰ λάθους ή τ ο ΰ κατά προσέγγιση σωστού. Τά ντοκουμέντα πού έχουν έπιζήσει μέχρι τίς ήμέρες μας κάθε άλλο παρά ρίχνουν άπλετο φως, (ό κόπτικος χριστιανισμός είχε λίγους Ιστορικούς καί ΰπάρχουν άκόμα πολλά κείμενα πού δέν έχουν άνακαλυφθεί καί πολλές άρχαιολογικές έρευνες νά γίνουν) καί, τ ό κυριότερο, αύτά τά ντοκουμέντα πολύ σπάνια άναφέρονται σ τ ό περιβάλλον πού μας ένδιαφέρει έδώ, τ ό περιβάλλον τοϋ κόπτη άγρότη. Τό βέβαιο είναι, δτι τό νά γίνει χριστιανός κατά τόν 3ο αίώνα, γιά τόν αΙγύπτιο άγρότη δ έ σήμαινε μόνο νά υιοθετήσει μιά καινούρια θρησκεία, άλλά σήμαινε περισσότερο ή λιγότερο ν' άρνηθεί τήν άρχαία θρησκεία, τίς εΙκόνες, τ ά σύμβολα καί τις τ ε λ ε τ έ ς τ ώ ν προγόνων. 'Ανάμεσα σ' αύτό τ ό περισσότερο καί αύτό τ ό λιγότερο βρίσκεται τ ό άληθινό βεληνεκές τοϋ χριστιανισμού τής έποχής, καί ή άνάγκη νά τά βολέψει μ' αύτό τ ό ύπέροχο παρελθόν, χωρίς ν ' άπαρνηθεϊ παρά μερικές μόνο άπό τίς άπαιτήσεις του, κοντολογίς, νά δώσει στόν Κόπτη τήν έντύπωση δτι μπορούσε νά γίνει χριστιανός παραμένοντας Αιγύπτιος 1 . Αύτό σημαίνει πώς γιά έναν κόπτη χωρικό οί λέξεις «χριστιανισμός» καί «χριστιανός» είχαν μιά τελείως διαφορετική έννοια άπ' δτι έχουν γιά μάς. 'Από τή μιά άκρη ώς τήν άλλη τ η ς orbis romanus, καθεμία άπό τίς προσηλυτισμένες χώρες, άπόχτησε πολύ γρήγορα τή δικιά της θεώρηση γιά τ ό Χριστό, σέ σημείο πού ή Ιστορία τών έξι πρώτων αΙώνων τής 'Εκκλησίας νά είναι μιά συνεχής πάλη ένάντια στίς αιρέσεις, μιά άδιάλειπτη προσπάθεια νά έπιβληθεϊ σέ δλους μιά ταυτόσημη θεώρηση τοϋ Χριστού. Τό βάρος τ ο ΰ παρελθόντος άσκησε βαθειά έπίδραση πάνω στόν τρόπο μέ τ ό ν όποιο ένας κόπτης άγρότης ήταν χριστιανός, πράγμα ξ έ ν ο πρός τή δική μας Ιδιαίτερη έμπειρία. Ή άπόδειξη γιαυτό δίνεται άπό τ ό γ ε γ ο ν ό ς πώς τήν ήμέρα πού θά μπορέσει, έντελώς έλεύθερα, νά διαλέξει τ ό δικό του χριστιανισμό, θά διαλέξει ένα χριστιανισμό έξαιρετικά 1. Γιά δναν κόπτη, τό νά παραμείνει Αιγύπτιος δέ σήμαινε μονάχα νά συνεχίσει ν' άνήκει στήν Αίγυπτο σάν έθνος, άλλά καί σάν κουλτούρα, διαιωνίζοντας τήν πίστη στά προαιώνια θρησκευτικά σύμβολα. "Ετσι, μέσα στή Ζωή (γραμμένη κότπικα) τοϋ Θεόδωρου, μαθητή τοϋ Παχώμιου, άναφέρεται πώς ό Θεόδωρος βλέποντας στά χωράφια έναν ταϋρο μέ τά εξωτερικά σημάδια τών Ιερών ταύρων τοϋ "Απη «τόν σκότωσε γιά νά μήν άρχίσουν οί μοναχοί του νά τόν λατρεύουν!»
άμφίβολο Kt αιρετικό: τόν μονοφυσιτισμό πού, μέ τ ό τέλος τοΰ 5ου αιώνα, θά γίνει έθνική θρησκεία της Αίγύπτου 1 . Μπορεί ν' άναρωτηθεϊ λοιπόν κανείς κατά πόσον οί Κόπτες δέν ήσαν αιρετικοί, χωρίς νά τ ό ξέρουν, ήδη άπό τόν 3ο αιώνα, άπό τή στιγμή τοΰ προσηλυτισμού τους, καί κατά πόσον τέλος ή μελλοντική Ιστορία τοϋ χριστιανισμού στήν Αίγυπτο, τόν 5ο καί τ ό ν 6ο αιώνα, δέν θά έξηγοΰσε τήν Ιστορία τοϋ 3ου καί τοϋ 4ου. Καί τοϋτο γιατί δταν οί Κόπτες γίνονταν κατοπινά μονοφυσίτες δέν είχαν καθόλου τήν έντύπωση πώς άλλαξαν τή φύση της πίστης τους, άλλ' άντίθετα πώς έπιβεβαίωναν τήν άντίληψή τους γιά τ ό χριστιανισμό καί τή θεώρησή τους γιά τ ό Χριστό! 'Επίσης, ξέρουμε σήμερα πολύ καλά πώς άν οί άγρότ ε ς καί οί μοναχοί τής Αίγύπτου υιοθέτησαν τ ό μονοφυσιτισμό καί τόν ύπερασπίστηκαν ένάντια στήν όρθοδοξία, συχνά μέ θυσία τής ζωής τους, δέν τδκαναν γιατί είχαν μιά Ιδιαίτερα καθαρή γνώση γιά τΙς φυσικές σχέσεις Πατρός καί Υίοΰ (μέγα θέμα τής μονοφυσιτικής διαμάχης) άλλά γιά πολύ άπλούστερους λόγους. Γιά έναν Κόπτη τοΰ 5ου αιώνα, τ ό νά γίνει μονοφυσίτης σήμαινε καταρχήν νά έπιλέξει τήν Αίγυπτο άντί γιά τ ό Βυζάντιο, ν' άντιταχθεί στήν αύξανόμενη έπέμβαση τ ώ ν αύτοκρατόρων καί τών έπισκόπων τοϋ Βυζαντίου μέσα στά προβλήματα καί τά θρησκευτικά πεπρωμένα τής Αιγυπτιακής 'Εκκλησίας. Οί θεολογικές διαμάχες στάθηκαν τις περισσότερες φορές πρόσχημα γιά βαθύτερες διαμάχες (τΙς μόνες ικανές ν' άγγίξουν πραγματικά τις άγράμματες μάζες τ ώ ν χωρικών), δηλ. πολιτικές διαμάχες δπου άνακατευόταν τ ό έθνικό καί τ ό θρησκευτικό συναίσθημα. Στήν περίπτωση τής Αίγύπτου, ό μονοφυσιτισμός ύπήρξε μέσον γιά νά πραγματοποιηθεί ή άπόσχιση, άπό τ ό Βυζάντιο, γιά ν' άποφευχθεΐ μιά γιά πάντα ό Βυζαντινός Ιμπεριαλισμός πού γιά τούς Αίγύπτιους ήταν άπλώς μιά νέα μορφή τοϋ παλιού έλληνορωμαικοϋ ιμπεριαλισμού. Μιά τέτοια έξήγηση δ έ ν Θά μπορούσε τάχα νά έφαρμοστεί καί στήν ιστορία τοϋ άποτόμου προσηλυτισμού τής Αίγύπτου σ τ ό χριστιανισμό (διότι μπορεί νά όνομαστεί άπότομος ένας προσηλυτισμός πού πραγματοποιείται σέ διάστημα μιδς γενιάς καί φέρνει σ τ ό χριστιανισμό έναν πληθυσμό πού δέν είχε άλλάξει θρησκεία έ δ ω καί τέσσερις χιλιάδες χρόνια); Γιατί, κι αύτός άκόμα ό προσηλυτισμός, νά μήν ύπήρξε μιά άντίδραση τοϋ αιγυπτιακού έθνικισμοϋ, πολύ φυσιολογική γιά μιά χώρα κι έναν λαό πού άντιστάθηκε πάντα στόν έλληνισμό; Γιά τ ό ν αιγύπτιο άγρότη, ό χριστιανισμός δέν μπορούσε νά είναι μέσο γιά νά πάρει τή ρεβάνς του ένάντια σέ μιά κουλτούρα καί σ' έναν κατακτητή ειδωλολάτρη πού πάντα τ ό ν θεώρησε ξένο, μέσο γιά νά έπιβεβαιωθεί σάν Αιγύπτιος άπέναντι στήν ειδωλολατρική ρωμαϊκή αύτοκρατορία; Ό Ρομπέρ Άμελινώ, ό βασικός ιστορικός τής χριστιανικής Αίγύπτου, άπάντησε σ* αύτά τά προβλήματα μέ πολύ σαφή τρόπο στήν έργασία του πάνω στόν κοπτικό χριστιανισμό. 'Αποδεικνύει πώς ό μαζικός προσηλυτισμός τών άγροτών στό χριστιανισμό συμπί-
1. Ό μονοφυσιτισμός ύπήρξε μιά αίρεση πού κήρυσσε πώς ό Πατήρ καί ό Υιός είχαν μία καϊ μόνη ύπαρξη — έντελώς θεία — καί κατά συνέπεια ή άνθρώπινη ύπόσταση τοϋ Χριστού ήταν άπλώς έπιφαινόμενο. Αύτό τό δόγμα είχε ήδη ύποστηριχτεΐ άπό όρισμένες αιρέσεις τών προηγούμενων αίώνων δπως π.χ. άπό όρισμένους γνωστικούς, άπό τοΰς μαρκιωνιστές καθώς κι άπό τούς δοκητές. Κατά τό μονοφυσιτικό δόγμα, ό Χριστός έχει σάρκα μόνο φαινομενικά, καί μπορεί ν' άλλάζει κατά βούληση μορφή κι δψη. Γιά νά εξηγήσουν τή Σταύρωση (μιά και δέν θά μπορούσαν νά σταυρώσουν ένα φάντασμα), οί μονοφυσίτες Ισχυρίζονται πώς ό Χριστός δέν σταυρώθηκε πραγματικά και πώς τή θέση του θά πάρει in extremis ό Σίμων ό Κυρηναΐος. Αύτή ή αίρεση — πού όφείλεται σ' έναν έλληνα μοναχό τής Κωνσταντινούπολης, όνόματι Εύτύχιο — έξαπλώθηκε σ' δλη τήν 'Εγγύς 'Ανατολή καί κυριάρχησε στήν Αίγυπτο, τή Συρία καϊ τήν 'Αρμενία δπου έπέζησε παρά τήν καταδίκη της άπό τή σύνοδο τής Χαλκηδόνας στά 451.
!
πτει μέ τή μεγάλη έξέγερση τής ΑΙγύπτου ένάντια στις φορολογίες τοϋ Διοκλητιανοϋ. ΑύτοΙ οί ίδιοι άγρότες πού πρώτα έξεγέρθηκαν ένάντια στίς ρωμαϊκές λεγεώνες βρέθηκαν πάλι άπέναντι στή ρωμαϊκή έξουσία, δέκα χρόνια άργότερα, άλλά τή φορά αύτή σάν μάρτυρες, τ ό ν καιρό τοϋ μεγάλου διωγμού πού διέταξε ό Διοκλητιανός σ' όλόκληρη τήν Αυτοκρατορία. Στόν έξεγερμένο καί σ τ ό μάρτυρα, ξαναβρίσκουμε έδώ, άκόμα μιά φορά, αύτήν τήν βαθιά άντικοινωνική συμπεριφορά πού έπισημάναμε σ τ ό προηγούμενο κεφάλαιο. Πρόκειται γιά τό γεγονός πώς τ ό πιστεύω τ ο ΰ χωρικού, στήν Αίγυπτο, δέν είχε τίποτα τ ό κοινό μέ τό πιστεύω τής διανόησης καί τών μεσαίων τ ά ξ ε ω ν τής πόλης. Πρόκειται γιά ένα πιστεύω στέρεο, άγκιστρωμένο στά μύχια της ύπαρξης μιά καί αύτό τ ό καινούριο θρησκευτικό αίσθημα συγχέεται μέ τ ό έθνικό αίσθημα. Ή άπόδειξη; Τόν καιρό τοϋ μεγάλου διωγμοϋ τοϋ Δέκιου, στά 250, μιά γενιά νωρίτερα, δταν ό χριστιανισμός έχει άγγίξει τίς πόλεις, τίς μεσαίες τάξεις, τους ύπαλλήλους καί τούς μικρούς γαιοκτήμονες πού ζοϋν άποκλειστικά άπό καί γιά τή ρωμαϊκή Αύτοκρατορία, τ ό τ ε ή πίστη αύτών τών τελευταίων θά ύποστεΐ σκληρή δοκιμασία. 'Αρκεί ένας διωγμός — δπως έκεϊνος τοΰ Δέκιου — καί νά πού δλοι αύτοί οί νεοπροσήλυτοι άρνιούνται άμέσως τήν πίστη τους 1 . Έ ν ώ τ ό ν καιρό τοϋ μεγάλου διωγμοϋ τοϋ Διοκλητιανοϋ, ή Αίγυπτος όλόκληρη δέ δέχτηκε ν' άρνηθεϊ τήν πίστη της. Ό Εύσέβιος Καισαρείας άναφέρει μαζικές έκτελέσεις καί φοβερές σφαγές άκόμα καί στά πιό άπομακρυσμένα χωριά της "Ανω ΑΙγύπτου. Κοντολογίς, δπως φαίνεται, ό μαζικός έκχριστιανισμός της ΑΙγύπτου έξηγείται καί μέ βάση πολιτικά κίνητρα καί μέ βάση θρησκευτικά κίνητρα. Γιά τούς Αίγύπτιους χωρικούς, ή καινούρια θρησκεία στάθηκε μιά Ιστορική εύκαιρία πού τούς έπέτρεψε, κατά παράδοξο τρόπο, νά ξαναβρούν τήν προγονική Αίγυπτο καί νά τήν άντιτάξουν στήν ύποδουλωμένη Αίγυπτο, έλληνική καί ρωμαϊκή. Ό έκχριστιανισμός δπως τ ό ν περιγράψαμε, μπόρεσε νά παρουσιαστεί σάν όρθολογισμένη διαδικασία, σάν άντίδραση λογική τήν όποία θά μπορούσε κανείς νά έχει ύπολογίσει, ένός άπό αίώνες ύποδουλωμένου πληθυσμού, άποψασισμένου νά «ξεμπερδεύει» μέ τΙς ειδωλολατρικές δυνάμεις καί τϊς άξίες τής ξένης έξουσίας. Αύτό ώ σ τ ό σ ο Ισχύει μόνο σέ συλλογικό έπίπεδο. 'Αν Ιδωθεί σέ άτομικό έπίπεδο, ή στάση του κόπτη χωρικού — είτε πρόκειται γιά τ ό ν προσηλυτισμό του στόν χριστιανισμό, είτε γιά τήν στροφή του πρός τόν μονοψυσιτισμό, είτε γιά τή φυγή του στήν έρημο, είναι καταρχήν μιά αύθόρμητη ώθηση, ξένη πρός κάθε λογική άρχή. 'Εδώ πρέπει νά δούμε έπιπλέον καί αύτό τ ό έξαιρετικά παράλογο κλίμα πού κυριαρχούσε στήν 'Ανατολή έδώ καί τρεις αίώνες: πίστη στήν άμεση συντέλεια τοϋ κόσμου, άνάγκη γιά ύπερβολικό άσκητισμό, άγωνία τ ώ ν δντων μπροστά στόν έπιθανάτιο ρόγχο ένός σύμπαντος καί μιάς κοινωνίας πού θεωρείται άνεπανόρθωτα διεφθαρμένη. Ποιός ξέρει, δν μέσα σ' αύτή τή γενική σύγχυση τ ώ ν πνευμάτων, ό τελευταίος διωγμός τοϋ Διοκλητιανοϋ πού ήρθε άμέσως μετά τήν αίγυπτιακή άνταρσία, αύτή ή συστηματική σφαγή πού καί γιαυτό άπόκλήθηκε Μεγάλος Διωγμός ποιός ξέρει fiv τότε
1. Ή λιγοψυχία στάθηκε γενική, γράφει ό έπίσκοπος 'Αλεξανδρείας Διονύσιος, πού κι ό Ιδιος μόλις γλύτωσε άπό τό θάνατο. Πολυάριθμες προσωπικότητες και υπάλληλοι παρουσιάστηκαν μόνοι τους στίς ρωμαϊκές άρχές. Καθώς τούς φώναζαν μέ τ' δνομά τους και τους καλούσαν νά θυσιάσουν, προχωρούσαν τρέμοντας καί καταϊδρωμένοι λές κι έπρόκειτο νά θυσιαστούν οί ίδιοι. "Οσοι ήσαν πιό ξεκάθαροι έτρεχαν στους ειδωλολατρικούς ναούς καί διαμαρτύρονταν λέγοντας δτι ποτέ δέν υπήρξαν χριστιανοί». (Είναι γνωστό πώς οί Ρωμαίοι ύποχρέωναν δλους δσους ύποπτεύονταν σάν χριστιανούς, νά θυσιάζουν ένα θύμα σ' δναν ειδωλολατρικό ναό. Τότε τούς έδιναν δνα λίβελο, σάν πιστοποιητικό θυσίας. Οί πρώτοι λίβελοι στήν Αίγυπτο δόθηκαν στό τέλος τοϋ 2ου αιώνα).
28
δέν έμφανίστηκε σάν προφανές σημάδι της κατάρρευσης τού κόσμου, σάν ή τελευταία ευκαιρία πού προσφέρεται στήν άνθρωπότητα γιά νά ξεκόψει άπό μιά πραγματικότητα πού στό έξης έχει γίνει άβίωτη; Έ ν πάση περιπτώσει, τότε άκριβώς, στή διάρκεια αύτών τών γεμάτων άγωνία χρόνων στις άρχές τοϋ 4ου αΙώνα, τότε διαγράφονται στήν Αίγυπτο τά πρώτα κινήματα άρνησης τοϋ κόσμου καί φυγής πρός τις έρήμους. Τήν Ιδια στιγμή πού ξεσπάει ή έξέγερση ένάντια στό Διοκλητιανό, ό 'Αντώνιος μόλις έχει φύγει άπό τό χωριό του γιά νά κλειστεί γιά είκοσι χρόνια στό φρούριο τοϋ Πισπίρ στις δχθες τοϋ Νείλου. 'Ακριβώς, τήν ώρα πού μαίνεται ό τρομερός διωγμός τού Διοκλητιανοϋ, ό στρατιώτης Παχώμιος βαφτίζεται καί κλείνεται μέ τή σειρά του σέ μιά καλύβα τής "Ανω Αίγύπτου. Πρόκειται γιά συμπτώσεις πού δέν μπορεί κανείς ν' άντιπαρέλθει. Γιατί στό έξης, άπ' αύτούς καί μόνο — τούς μισο-άγράμματους άναχωρητές — θά συνεχιστεί ή μυθική ίστορία τής χριστιανικής Αίγύπτου. Μιά Ιστορία πού άρχίζει σ' ένα χωριό τής θηβαΤδας, τήν ήμέρα πού ένας εικοσάχρονος νεαρός όνόματι 'Αντώνιος νοιώθει ξαφνικά, άκούγοντας τό Εύαγγέλιο, πώς ό θ ε ό ς δέν κατοικεί πιά στίς πόλεις, πώς έγκατέλειψε τόν πολιτισμένο κόσμο καί πώς τώρα πρέπει νά Τόν άναζητήσει κανείς στήν άκρη τής έρήμου.
ΟΙ "Ενθεοι
30
3. Τ ό άστρο τής έρήμου
Είναι πολύ γ ν ω σ τ ό πώς τά μυθικά πρόσωπα άφήνουν πίσω τους τόσα Ιχνη και προκαλούν τή συγγραφή τόσων κειμένων, δσο καί τά πραγματικά πρόσωπα. Οί "Ελληνες πού, άκολουθώντας τόν Α λ έ ξ α ν δ ρ ο , ξεκίνησαν γιά τήν κατάκτηση τής 'Ανατολής, πίστευαν άδιάσειστα πώς θά ξαναβρούν, μέσα στούς παράξενους τόπους πού διασχίζανε, τά Ιχνη τ ώ ν προηγούμενων κατακτήσεων τοϋ Διόνυσου καί τοϋ 'Ηρακλή. 'Ανακάτευαν μέσα τους παρόν καί παρελθόν, πραγματικότητα καί φαντασία σέ σημείο ώ σ τ ε ν' άποδίδουν τελικά στό θεό τους ή στοϋς προσφιλείς τους ήρωες τήν πραγματοποίηση καί τή δόξα γιά μιά κατάκτηση πού όφειλόταν άποκλειστικά στούς Ιδιους. Γιά τούς "Ελληνες — καί πιθανών γιά δλους τούς άρχαίους λαούς — ή δύναμη τών μύθων ήταν τέτοια ώστε προτιμούσαν ν" άμφιβάλουν γιά τήν δική τους πραγματική ϋπαρξη — ή γιά τήν πραγματικότητα πού έβλεπαν μέ τά μάτια τους — παρά ν' άρνηθοϋν τήν πραγματικότητα γιά τήν όποία μιλούσε ένας μύθος! 'Αλλά, άντίστροφα, κάθε Ιστορική προσωπικότητα πού είχε παίξει ένα σημαντικό ρόλο στόν πολιτισμό — χάρη στίς κατακτήσεις της, τίς άνακαλύψεις της, ή τή νομοθεσία της — συχνά δέν παρέμενε στή μνήμη τους παρά μέ τ ό νά γίνει μέ τή σειρά της μυθική. "Αν τά μυθικά πρόσωπα καταλήγουν στό νά «οίκειοποιηθοϋν» τήν Ιστορία, τ ά Ιστορικά πρόσωπα θά καταλήξουν νά ενταχθούν μέσα στούς μεγάλους μυθικούς κύκλους. "Ετσι, ό Μίνωας, ό Πρίαμος, ό 'Αγαμέμνων, ό 'Ορφέας, ό Λυκούργος έζησαν γιά πολύ σ τ ό μεταίχμιο μύθου καί Ιστορίας... Αύτή ή τάση τοϋ πνεύματος, νά προτιμάει σέ τελευταία άνάλυση τό μύθο άπό τήν Ιστορία γιά νά έξηγήσει τήν προέλευση τ ώ ν μεγάλων ιστορικών γεγονότων, δ έ ν πέθανε μέ τήν άνοδο τοϋ χριστιανισμού. Ή διδασκαλία τοϋ Ίησοϋ πού δέν έκανε άναφορές τ ό σ ο στό παρόν, δσο στά παραδείγματα τοϋ παρελθ ό ν τ ο ς (οί μεγάλοι προφήτες, οί Γραφές) καί σ* ένα μυθικό μέλλον (Συντέλεια τοϋ κόσμου, Δ ε υ τ έ ρ α Παρουσία) έρέθιζε τή φαντασία τ ώ ν συγκαιρινών του μέ τίς συνεχείς άναφορές της σέ πρότυπα καί γεγονότα πού δέν άνηκαν στό παρόν. "Ετσι, στό μέτρο πού ή διδασκαλία του έξαπλωνόταν μέσα στήν orbis romanus καί άγγιζε διάφορους λαούς, χ έκείνο πού τονιζόταν περισσότερο ήταν ό Σωτήρας τοϋ κόσμου (έκεΐνος πού έχει περιβληθεί τήν ούράνια άποστολή: «νά έκπληρώσει τίς προφητείες» καί νά άναγγείλει τήν άμεση "Ελευση τής Καινούριας Βασιλείας τών Ούρανών) καί δχι ό Δάσκαλος πού είχε μάθει τούς άνθρώπους νά ζοϋν άδερψικά πάνω "b' αύτή τή γή. Μιά τέτοια τάση, σ τ ό μέτρο
πού μαρτυράει γιά τ ό ν άνθρωπο μιά συστηματική άμφισβήτηση τοΰ έαυτοϋ του, είναι σίγουρα διαλυτική. Τό ν' άποδίδει κανείς τήν προέλευση δλων τών κεφαλαιώδους σημασίας πνευματικών ή ύλικών γ ε γ ο ν ό τ ω ν (τής φωτιάς, της γλώσσας, τής γραφής, τ ώ ν νόμων, τοϋ σίτου, τοΰ κρασιού, της έξημέρωσης τών ζώων κ.τ.λ.) δλων αύτών τ ώ ν έφευρέσεων, σέ θεούς ή σέ ήρωες καί δχι σέ άνθρώπους αύτό άναμφίβολα έξηγεϊ γιατί, άπό τούς πρώτους κιόλας αιώνες τής χριστιανικής έποχής, ένοιωθαν σάν Ιεροσυλία τ ό ν' άποδώσουν σέ άνθρωπο — καί δχι σέ θεό — τήν άποκάλυψη τής ισχύος τής Πίστης. "Ομως, τ ό γ ε γ ο ν ό ς αύτό, αύτή ή παντοδυναμία τοΰ μύθου πάνω σ τ ό άνθρώπινο πνεύμα, φωτίστηκε παραδόξως άπό τούς ίδιους έκείνους άνθρώπους οί όποιοι, άπό τ ό 19ο αιώνα καί μετά, έπετέθηκαν στήν Ιστορία τοϋ χριστιανισμού καί στή διδασκαλία τοϋ 'Ιησού έλπίζοντας νά βροϋν σ' αύτήν τ ό έργο ένός άνθρώπου μονάχα καί δχι ένός θεοϋ. Γιατί οί έρμηνευτικές μέθοδες πού έφαρμόστηκαν έκείνη τήν έποχή στά κείμενα τών Ευαγγελίων άποκάλυψαν γρήγορα τήν άδυναμία τους νά έκληφθοϋν σάν καθαρά Ιστορική μαρτυρία γιά τή ζωή τοϋ Ίησοϋ. 'Εμφανίστηκαν λίγο-λίγο σάν έργα προορισμένα νά κηρύξουν μιά όρισμένη θρησκευτική άλήθεια (γιά τήν άκρίβεια τή μεσσιανικότητα καί τή θεότητα τοΰ Χριστού) μέσα σέ όρισμένους κύκλους τής διασποράς, καί δχι σάν άντικειμενικές καί Ιστορικές άφηγήσεις πάνω στίς πράξεις καί τίς συμπεριφορές μιδς προσωπικότητας μέ τ ' δνομα Χριστός. Κοντολογίς, αύτές οί έρμηνευτικές μέθοδες, άξιοποίησαν έπιτέλους τόν ήδη έπεξεργασμένο χαρακτήρα τών Εύαγγελίων καί τή δημιουργική μυθοποίηση τών άνθρώπων. Καί σκότωσαν περισσότερο τ ό άνθρώπινο καί λιγότερο τ ό θεϊκό στοιχείο τοϋ Ίησοΰ, διότι μέσα στή ζωή του, ρτά θαύματά του, στή διδασκαλία του τά πάντα κατέληξαν νά γίνουν μύθος. 'Επειδή δίδαξε ή άποκάλυψε στούς άνθρώπους τίς δυνάμεις πού κρύβει ό ^σκητισμός καί ή μοναξιά, ό "Αγιος 'Αντώνιος ύπέστη κι αύτός τόν κανόνα πού είναι κοινός γιά δλους τούς πρωτοπόρους τής άνθρώπινης περιπέτειας: όρισμένοι Ιστορικοί τοϋ 19ου αΙώνα — Γερμανοί κυρίως — είδαν, τόν ίδιο, τή ζωή του καί τούς πειρασμούς του σάν ένα μύθο καί τίποτα περισσότερο. Πρόκειται βέβαια γιά θέση τραβηγμένη, άλλά πού έπέτρεψε νά διαφωτιστούν, άναφορικά μέ τ ό Βίο τοΰ 'Αντωνίου, όρισμένα προφανή σημεία πού χωρίς αύτήν θά είχαν περάσει άπαρατήρητα. Ό Βίος τοΰ 'Αντωνίου,1 τ ό μόνο κείμενο πού ήταν συγκαιρινό τοϋ άγίου, γράφτηκε στά έλληνικά άπ τ ό ν άγιο 'Αθανάσιο, έπίσκοπο 'Αλεξανδρείας, κατά τή διάρκεια ένός άπό τά δύο παρατεταμένα ταξίδια — τ ό 356 καί τ ό 366 — πού χρειάστηκε νά κάνει στίς έρήμους τής Αίγύπτου τήν έποχή τής κρίσης τής σχετικής μέ τήν αίρεση τ ώ ν άριανών. "Ομως, αύτό τ ό διάσημο κείμενο, πού βύθισε 'Ανατολή καί Δύση μέσα στό όνειρο κι έπαιξε τ ό σ ο καθοριστικό ρόλο γιά τήν έξάπλωση τοϋ μοναχισμού, είχε πάντοτε θεωρηθεί, μέχρι τό 19ο αΙώνα, σάν μιά βιογραφία τοϋ 'Αντώνιου. "Ετσι ήταν άλλωστε κι ό άρχικός του τίτλος: Βίος καί Πολιτεία τοϋ πατρός μας 'Αντωνίου, τοϋ έπισκόπου 'Αλεξανδρείας 'Αθανασίου. Μέχρι τήν ήμέρα δπου μερικοί Ιστορικοί, κι άνάμεσά τους ό Ραΐτζενστάιν, άπέδειξαν δτι στήν πραγματικότητα ό Βίος τοϋ 'Αντωνίου δέν ήταν
1. Καϊ δχι τοΰ άγίου 'Αντωνίου, δπως λένε οί κατοπινές μεταφράσεις, διότι ό 'Αντώνιος άνακηρύχθηκε άγιος πολύ άργότερα. Διευκρινίζουμε, λοιπόν, δτι στό παρόν βιβλίο, χρησιμοποιούμε τόν δρο "Αγιος 'Αντώνιος δταν πρόκειται γιά τό Ιστορικό πρόσωπο κα'ι τόν δρο 'Αντώνιος δταν άφηγούμαστε τή ζωή του στόν ένεστώτα.
32
βιογραφία (άπ6 πλευράς λογοτεχνικού είδους) άλλά άρετολογία (άπό τά έλληνικά: άρετή καί λόγος), λογοτεχνικό είδος πολύ τής μόδας άπό πολλούς αΙώνες κατά τήν ειδωλολατρική Αρχαιότητα, πού άνταποκρινόταν σέ άκριβεΐς καί συγκεκριμένους κανόνες λογοτεχνικής σύνθεσης. Δ έ ν είχε σκοπό νά παράσχει Ιστορική κι άντικειμενική μαρτυρία γιά τή ζωή ένός άνθρώπου άλλά νά παρουσιάσει στόν άναγνώστη έναν διδακτικό πίνακα Ιδανικής ζωής. Κοντολογίς, ή άρετολογία ήταν ή λογοτεχνική έκφραση ένός Ιδανικού μοντέλου συμπεριφοράς κι αύτό τ ό είδος χρησιμοποιήθηκε έπίσης γιά τή συγγραφή τών Βίων τόσο τών σοφών της είδωλολατρείας δσο καί τ ώ ν χριστιανών άγίων. Οί βασικότερες τεχνικές τοϋ λόγου πού χρησιμοποιούνται σ τ ό Βίο τοΰ 'Αντωνίου, έπανέρχονται άπαράλλαχτες στούς Βίους τ ώ ν σοφών προηγούμενων αΙώνων — σέ σημείο πού όρισμένοι έρμηνευτές είδαν τούς βίους τ ώ ν άγίων σάν καθαρή κι άπλή μίμηση ειδωλολατρικών βίων δπως ήταν ό Βίος τοΰ 'Απολλώνιου τοΰ Τυανέως, πού γράφτηκε περί τά μέσα τοϋ 3ου αΙώνα άπό τ ό ν Φιλόστρατο, ό Βίος τοϋ Πυθαγόρα άπό τ ό ν Ίάμβλιχο (γραμμένος γύρω στίς άρχές τοϋ 4ου αΙώνα), καί ό Βίος τών Σοφιστών, γραμμένος άπό τ ό ν Εύνάπιο τήν ίδια περίπου έποχή. Σ' αύτούς τούς Βίους, οί σοφοί, δπως άργότερα οί άγιοι, κυβερνούν τά στοιχεία τής φύσης, άπομακρύνουν τΙς έπιδημίες, έξημερώνουν τ ' άγρίμια, θεραπεύουν κατά θαυματουργό τρόπο, έξορκίζουν τούς δαιμονισμένους. "Ετσι μπορούμε νά τοποθετήσουμε μέσα στά άληθινά τους πλαίσια δλα αύτά τά θαύματα, καί τίς μαγείες πού πλημμυρίζουν τ ό Βίό τοϋ 'Αντωνίου. "Ολα αύτά δέν έχουν νόημα παρά μόνο σέ συνάρτηση μέ τόν σκοπό πού προσβλέπει ό συγγραφέας: ό βίος έχει γραφτεί γιά νά διδάξει καί δχι γιά νά περιγράψει- έχει νοηθεί σάν έξυμνητικό πορταϊτο τής ζ ω ή ς στήν έρημο καί δχι σάν λεπτομερειακή άναφορά πράξεων καί συμπεριφορών τοϋ άγΙου* έτσι ό Βίος τοϋ 'Αντωνίου δέν θά μπορούσε ν' άποφύγει τίς λογοτεχνικές συμβατικότητες πού είναι άπαραίτητες σέ κάθε διδακτικό Βίο: καταπληκτικά θαύματα, μεγαλόστομες ρητορείες γιά τήν άρετή καί τή σοφία, χρησιμοποίηση τοϋ θαυμαστού κι ύπερφυσικοΰ, έπιδρομές δαιμόνων. Κοντολογίς, μέσα σ τ ό Βίο τοΰ 'Αντώνιου, τ ό «πώς» έξηγεΐται άπό τ ό «γιατί» κι δχι άντίστροφα. "Ολο αύτό τ ό όπλοστάσιο τ ώ ν θαυμάτων καί τ ώ ν πειρασμών, τ ώ ν συνομιλιών μέ άγγέλους ή μέ ύπερφυσικές δυνάμεις δέν έχει τίποτα τ ό χριστιανικό. Γιά τ ό κοινό τής έποχής, ειδωλολάτρες ή χριστιανούς, κανένας Βίος σοφοΰ ή άγιου δέν μποροΰσε νά έχει διδακτικές άρετές Αν πρώτα καί κύρια δ έ ν είχε τή δύναμη τ ο ϋ καταπληκτικού, άν δ έ ν ύπάκουγε στούς νόμους τοϋ άρετολογικοϋ μυθιστορήματος πού ήσαν αύστηροί καί ύποχρεωτικοί δσο κι εκείνοι πού, στίς μέρες μας, διέπουν τήν έπιφυλλίδα. Τά γ ε γ ο ν ό ς ώ σ τ ό σ ο πώς κάνουμε άποδεκτό αύτό τ ό μυθοποιητικό μοντέλο, αύτή τήν διδακτική πρόθεση τ ώ ν Βίων τ ώ ν άγίων, δέν σημαίνει πώς οί βίοι δέν κλείνουν μέσα τους καθόλου Ιστορία ή άλήθεια. Κανείς δ έ ν σκέφτεται ν' άρνηθεΐ τήν Οπαρξη τοϋ Πυθαγόρα ή τ ώ ν Ελλήνων σοφιστών, άκόμα κι άν ή περιγραφή τής ζωής τους άπό τ ό ν Ίάμβλιχο καί τ ό ν Εύνάπιο περιέχει περισσότερα θαύματα καί φαντασίες παρά πραγματικότητες. "Ολα συνηγορούν, ύπέρ τής άποψης πώς ό 'Αντώνιος πράγματι ύπήρξε. Ό βίος του λέει πώς έκανε δύο ταξίδια στήν 'Αλεξάνδρεια, πώς πήρε θέση ένάντια στήν αίρεση τών άριανών, καί αύτά τά συμβάντα μπόρεσαν νά έπιβεβαιωθοϋν άπό άλλες πηγές. Είναι βέβαιο πώς, κατά τ ό ν 4ο αιώνα, μέσα στήν έρημο τής ΑΙγύπτου, έζησε κάποιο πρόσωπο όνόματι 'Αντώνιος, Κόπτης άγράμματος άλλά προικισμένος μέ μεγάλη σοφία, ό όποιος άποδύθηκε σ* έναν άσκητισμό άρκετά θεαματικό ώστε νά έντυπωσιάσει τούς συγκαιρινούς του καί νά παρακινήσει έναν έπίσκοπο νά γράψει τή βιογραφία του. "Ομως είναι έπίσης βέβαιο πώς ή Ιστορική προσωπικότητα έχει μικρή μόνο σχέση μέ έκείνη τοϋ βίου τοΰ 'Αντωνίου. Τό μερίδιο ίστορί-
ας καί άλήθειας πού περιέχει αύτός 6 βίος, πρέπει ν ' άναζητηθει κόντρα στό Ιδιο τ ό κείμενο, συχνά κόντρα σ τ ό συγγραφέα, και μέσα άπό τις παραλείψεις του γύρω άπό τά γεγονότα, τους χώρους και τά πράγματα πού περιγράφει. 'Ακριβώς, έκεΐ, σ' αύτή τήν σκοτεινή κι άσυνείδητη πλευρά τοϋ έργου, μπορεί κανείς νά διαβάσει τήν πραγματική Ιστορία τοΰ 'Αντώνιου (πού τά συναξάρια άποκαλοϋν άργότερα "Αστρο τής έρήμου) πίσω άπό τό θρύλο ή τό μύθο. "Οταν μιλάμε σήμερα γιά προορισμό, ξεχνάμε πολύ συχνά πώς πρόκειται γιά τή λέξη καλώ (Κατ. vocare). Προορισμός, είναι ένα κάλεσμα, μιά φωνή πού σέ ξεσηκώνει — πιό συχνά σέ ύποχρεώνει — ν' άκολουθήσεις ένα συγκεκριμένο δρόμο. Φωνή και δρόμος (voix et voie): μάς άρέσει πολλές φορές νά λογοπαίζουμε μ" αύτές τίς δυό λέξεις πού στή γλώσσα μας [γαλλικά], άποκαλύπτουν μιά όμοιότητα πού δέν τήν έχουν στά λατινικά. 'Εντούτοις, όρισμένοι άρχαΐοι συγγραφείς — έκεϊνοι άκριβώς πού έγραψαν αύτούς τούς βίους τ ώ ν άγιων και τών έρημιτών — διεΐδαν αύτή τήν όμοιότητα μεταξύ φωνής καί πορείας, μεταξύ καλέσματος καί δρόμου. Ή φωνή, τ ό κάλεσμα, είναι μιά λέξη, μιά φράση, ένα δνομα, μιά πρόταση πού ξαφνικά άναποδογυρίζει μιά ζωή καί μπορεί μέσα σέ μερικές στιγμές νά μετατρέψει έναν φυγόδικο σέ άναχωρητή. Οί βίοι τών έρημιτών είναι γεμάτοι άπ' αύτές τίς ξαφνικές άποκαλύψεις, άπ' αύτές τΙς ξαφνικές ρήξεις μέ τ ό ν παλιό δρόμο, κι δλα αύτά μέ τήν έπίκληση μιάς φωνής ή έ ν ό ς όνόματος. "Ας προσθέσουμε ^άλλά δέν θέλω νά περιορίσω τ ό φαινόμενο σ' αύτή μόνο τήν έξήγηση) πώς έκείνη τήν έποχή, ή διδασκαλία καί ή διάδοση τών εύαγγελικών κειμένων γινόταν πάντα προφορικά. Σήμερα έχουμε ξεχάσει τή σπουδαιότητα τής άκοής γιά τή μετάδοση τών μυνημάτων καί τήν άσκηση τής μνήμης. Καί είναι έκπληκτικό νά βλέπει κανείς πώς άν μέσα στούς κατοπινούς αιώνες, πολλοί προορισμοί, θά γεννηθούν μέ τήν άνάγνωση τ ώ ν άγίων γραφών, ώστόσο κατά τούς πρώτους έκείνους χριστιανικούς αίώνες, ό προφορικός λόγος είναι ό μόνος πού άναστατώνει όλόκληρη τή ζωή καί στέλνει τούς άνθρώπους στήν έρημο. Έ ν πάση περιπτώσει, ό 'Αντώνιος μέ τέτοιον τρόπο άκουσε τό κάλεσμα: στή διάρκεια μιάς λειτουργίας, μιάς προφορικής άνάγνωσης μέσα στήν έκκλησία τοΰ χωριού του, στό 'Ομάν τής Μέσης-ΑΙγύπτου, σέ ήλικία είκοσι χρονών. Κι αύτή ή φωνή τοϋ είπε: «"Αν θέλεις νά είσαι τέλειος, πήγαινε, πούλησε δλα σου τά ύπάρχοντα κι έπειτα έλα κι άκολούθησέ με». "Ας σημειώσουμε έν προκειμένω μιά σημαντική λεπτομέρεια. 'Από δλους τούς προδρόμους τ ο ϋ άναχωρητισμοΰ, οί Ιδρυτές του, πού υπήρξαν καί οί πρώτοι πού έφυγαν γιά τήν έρημο, ό 'Αντώνιος και ό Παχώμιος, είναι οί μόνοι πού άνήκουν & ένα σχετικά εύκατάστατο κύκλο και δ έ ν είναι άπλοϊ χωρικοί. 'Αναμφίβολα γιαυτό στάθηκαν εύαίσθητοι στή φράση τ ο ΰ Ίησοϋ: «νά πουλήσεις τ ό κάθε τι πού έχεις». 'Ακριβώς γιατί είχαν κάτι νά πουλήσουν. Κι αύτό έκανε κι ό 'Αντώνιος. Πούλησε τήν περιουσία του (καθώς μάλιστα οί γονείς του είχαν πεθάνει λίγο χρόνο πρίν), μοίρασε τά λεφτά στούς φτωχούς κρατώντας ένα ποσό γιά τήν άδελφή του πού ήταν μικρότερη άπ' αύτόν, καί έγκατέλειψε τ ό ν κόσμο. 'Αρχικά, τόν έγκατέλειψε έν μέρει. Ό 'Αντώνιος δέν φεύγει άμέσως γιά τά βάθη τής έρήμου. 'Εγκαθίσταται λίγο έξω άπό τ ό χωριό του δπου ζει σέ μιά καλύβα μαζί μ' ένα γέρο, πού χωρίς νά είναι καθαυτό έρημίτης, ζούσε ώστόσο άσκητικά άπό πολλά χρόνια. Αύτό ήταν συνηθισμένο φαινόμενο. Συχνά, στή διάρκεια τών πρώτων αιώνων, έβλεπε κανείς άνδρες καί γυναίκες νά έπιδίδονται στόν άσκητισμό μέσα στό σπίτι τους ή στίς παρυφές τών πόλεων καί τών χωριών. Καμμιά φορά πήγαιναν κοντά τους κι άλλοι γιά ν' άποτελέσουν έτσι μικρές όμάδες άσκητών. Αύτό συνέβαινε στήν Αίγυπτο άπό τόν καιρό τοϋ 'Αντώνιου. Καθώς ό άσκητισμός ήταν πνευματική πειθαρχία δσο καί σωματική
34
άσκηση, κάθε άρχάριος 6μπαίνε καταρχήν στή σχολή ένός παλιοϋ. Αύτό ήταν μόνον έθιμο — κι δχι κανόνας — άλλά έθιμο χαρακτηριστικό: έπρεπε πρώτα νά υπακούει κανείς σ τ ό ν άλλο άνθρωπο προτού ύπακούσει μόνο στό Θεό, Ό 'Αντώνιος λοιπόν, υπάκουσε γιά ένα όρισμένο χρονικό διάστημα σ' ένα γέρο κι άπό έκείνη τήν έποχή χρονολογούνται οί πρώτοι πειρασμοί του. Πειρασμοί άρκετά κοινότοποι καί μάλιστα άνούσιοι άν τούς συγκρίνουμε μέ δσους θά γνωρίσει άργότερα στήν έρημο. Ό δρος «πειρασμός» καλύπτει πολύ ποικίλες πραγματικότητες κι έχει στήν πραγματικότητα πολλές σημασίες. Πρός τό παρόν, άναφέρουμε μόνο δτι αύτοί οί περίφημοι πειρασμοί (πού άποτελούν δ,τι έπέζησε άπό τόν 'Αντώνιο μέχρις έμάς) ήσαν άφηγήσεις άπό δεύτερο χέρι πού κατέγραψε ό 'Αθανάσιος. Γιατί δέν σώζεται κανένα αύθεντικό κείμενο τοϋ 'Αντώνιου (έκτός άπό ένα γράμμα) καί τ ό πρόβλημα είναι κάπως άνάλογο μέ τό πρόβλημα τοϋ Πλάτωνα μέ τ ό Σωκράτη. Ό 'Αθανάσιος συνάντησε τόν 'Αντώνιο τούλάχιστον μιά φορά, κατά τ ό πρώτο του ταξίδι στίς έρήμους τής θηβαΐδας, έζησε λίγο χρόνο μαζί του καί είναι πιθανό νά τοϋ μίλησε ό 'Αντώνιος γιά τήν άσκησή του, γιά τήν πάλη του καί γιά τίς έμπειρίες του άπό τή μοναξιά. "Ομως είναι πρακτικά άδύνατο νά γνωρίζουμε τί μένει άπ' δσα είπε ό 'Αντώνιος, μέσα σ τ ό βίο πού έγραψε κατόπιν ό 'Αθανάσιος. Ή κουλτούρα τοϋ 'Αθανάσιου (πού ήταν "Ελληνας) ξεπερνούσε κατά πολύ τήν κουλτούρα τοΰ •Αντωνίου (πού δέ μελέτησε ποτέ του τήν ειδωλολατρική φιλολογία καί φιλοσοφία), κι έπιπλέον, ό 'Αθανάσιος μιλούσε κι έγραφε έλληνικά χωρίς νά μπορεί κανείς νά καταλάβει άν ήξερε κοπτικά ή δχι1. Κοντολογίς, ή κουλτούρα κι ή προσωπικότητα τοϋ Αθανάσιου, τ ό έπηρεασμένο άπό τήν έλληνική φιλοσοφία πνεύμα του, οί άρετολογικοί σκοποί που έχει γράφοντας τ ό βίο τοϋ 'Αντωνίου, δλα αύτά άποτελοϋν έμπόδια πού μάς άπομακρύνουν άπό τόν άληθινό άσκητή. Ό 'Αντώνιος λοιπόν πέρασε άπό τούς πρώτους του πειρασμούς δταν ζούσε άποτραβηγμένος στίς παρυφές τοϋ χωριού. Δ έ ν έχει ξεκόψει έντελώς άπό τόν κόσμο γιατί δέχεται συχνές έπισκέψεις καί πηγαίνει καί ό ίδιος στούς ερημίτες τής περιοχής- δλα αύτά έξηγοϋν τ ό χαρακτήρα τ ώ ν πειρασμών του. Ό Διάβολος τοϋ φέρνει στή μνήμη «τά άγαθά πού άφησε πίσω του τή φροντίδα πού έπρεπε νά έχει γιά τήν άδελφή του, τήν εύγένεια τής καταγωγής του, τήν άγάπη τοϋ πλούτου, τήν έπιθυμία τής δόξας, τίς διάφορες ήδονές ποϋ συναντάει κανείς μέσα στήν εύχαρίστηση καί τις άλλες χαρές τής ζωής. 'Από τήν άλλη, τοϋ παρίστανε τίς έξαιρετικές δυσκολίες καί τά καθήκοντα πού συναντάει κανείς κατά τήν έξάσκηση τής άρετης, τήν άδυναμία τοϋ σώματος του, τό πολύχρονο διάστημα πού είχε μπροστά του γιά νά ζήσει, κοντολογίς, σήκωνε μέσα στό νοϋ του σάν σκόνη, ένα σύννεφο άπό σκέψεις... »
Σύννεφο πού περιβάλλει τ ό ν άσκητή σάν άκατάπαυστη τύψη, σάν μεμψιμοιρία γιά τ ό παρελθόν: ό Διάβολος, πρός τ ό παρόν είναι μιά γνώριμη καί κεντριστική Φωνή πού ό έρημίτης άκούει ν' άντηχεΐ μέσα του, πού συγχέεται μέ τίς ίδιες του τις σκέψεις καί τόν παρακινεί νά ξαναγυρίσει στόν κόσμο. "Ετσι, γιά νά της άντισταθεί καλύτερα, μιά μέρα θά εγκαταλείψει τό γέροντα, γιά νά χαθεί άκόμα πιό βαθειά στή μοναξιά τής έρήμου. 1. "Ενα άπόσπασμα άπό τό Βίο τοϋ Παχώμιου φανερώνει πώς μεταφράζανε στά κοπτικά, γιά νά μποροϋν νά διαβαστούν στά μοναστήρια, τά γράμματα πού έγραφε ό 'Αθανάσιος μέ τήν ευκαιρία έορτών. Γιατί όμως νά μήν είχαν γραφτεί τά γράμματα στά κοπτικά άν γνώριζε πραγματικά αΰτή τή γλώσσα, δπως λένε συχνά; 2. Ό Βίος τοΰ 'Αντωνίου τοϋ άγίου 'Αθανασίου, σέ μετάφραση Άρνώ ντ* Άντιγύ. Γι' αΰτή τή μετάφραση, δές στό τέλος τοϋ βιβλίου τό σημείωμα Πηγές καί κείμενα.
Γιατί ή έρημος; Ά π ό μιά πρώτη ματιά αύτό τ ό πρόβλημα μπορεί νά φανεί παράλογο. Ή Αίγυπτος, έ ξ ω άπό τΙς όχθες τοϋ Νείλου, δέν είναι παρά μιά άπέραντη μοναξιά καϊ δποιος άπομονώνεται άπό τΙς πόλεις άναγκάζεται νά ζήσει μοιραία στήν έρημο. Κι αύτό άκριβώς έκαναν άπό τή ρωμαϊκή ήδη έποχή, ol γεωργοί, οί δούλοι, ol έγκληματίες πού έφευγαν άπό τούς κατοικημένους χώρους γιά νά γλυτώσουν άπό τΙς άγγαρεϊες, τούς φόρους, τούς άφέντες τους ή τή δικαιοσύνη. "Ομως ή παραμονή τους στήν έρημο ήταν παροδική μονάχα. Στήν περίπτωση τοϋ Αντώνιου, αύτή ή άναχώρηση έπαιρνε τελείως διαφορετική έννοια, γιατί έκεινο πού τ ό ν τραβούσε ήταν περισσότερο ή συμβολική πραγματικότητα τής έρήμου παρά ή συγκεκριμένη της ύπόσταση. Σάν δλους τούς άναχωρητές πού θά τ ό ν μιμηθούν άργότερα, ό Α ν τ ώ ν ι ο ς έζησε σέ μιά έποχή, κα'ι σ' ένα κύκλο βαθειά έπηρεασμένο άπό τά βιβλικά σύμβολα καί τίς εικόνες. "Ολη ή περιβάλλουσα ύλική πραγματικότητα (ή έρημος, ό ούρανός, οί ήχοι, τά φώτα καί οί πιό κοινές αισθητηριακές πραγματικότητες) περιέχει μιά άξία κι ένα νόημα συμβολικό, έπειδή μέ τ ό ν ένα ή μέ τόν άλλο τρόπο χρησίμευσε σάν πλαίσιο γιά τ ό ένα ή τ ό άλλο έπεισόδιο τής ιερής ιστορίας. Ή έρημος είναι, πάνω άπ' δλα, ένας χώρος άφιλόξενος, μέ ύπερβολική ζέστη, δπου κανείς δέν θά μπορούσε νά περάσει μιά φυσιολογική ζωή. Ό άνθρωπος κάθεται έκεϊ γυμνός, άνάμεσα σ ' ούρανό καί γή, έξοντωμένος άπό τή ζ έ σ τ η τήν ήμέρα καί παγωμένος τή νύχτα, φυλακισμένος μέσα σ' ένα άφηρημένο τοπίο πού δέν μοιάζει μέ κανέναν οικείο κόσμο. Ή έρημος είναι ένας άπάνθρωπος χώρος. Ά λ λ ά τί σημαίνει άπάνθρωπος γιά έναν κόπτη; Σημαίνει χώρος πού κατοικείται άπό άλλα πλάσματα καί δχι άνθρώπους, άπό άγγέλους καί δαίμονες. Μέσα στήν έρημο, κανείς δέν μπορεί νά ζήσει χωρίς τή βοήθεια τοϋ θ ε ο ϋ ή τ ώ ν άγγέλων του, καί κανείς δέν μπορεί νά μείνει έκεϊ χωρίς ν' άντιμετωπίσει κάποια μέρα τΙς έπιθέσεις τοϋ διαβόλου: πρέπει νά ζήσει έκεϊ μέ τά θαύματα καί τούς πειρασμούς. "Ομως άπό τή συχνή παρέα μέ τούς άγγέλους καταλήγει κανείς νά τούς μοιάσει. Τά άνθρώπινα στοιχεία πού χάνουν οί άνθρωποι τής έρήμου τά κερδίζουν σέ άγγελικά στοιχεία, κι έτσι καταλαβαίνουμε γιατί όί βυζαντινοί ζωγράφοι, πού θ' άναπαραστήοουν αύτούς τούς Αίγύπτιους στίς τοιχογραφίες τ ώ ν μοναστηριών της Καππαδοκίας ή τής Ελλάδας, τούς έδωσαν τή διπλή αύτή δψη άγρίου καί άγγέλου: πρόσωπο άποστεωμένο, ρούχα κουρελιασμένα, μαλλιά πού φτάνουν μέχρι τ ό χώμα, άλλά καί βλέμματα πού χάνονται στήν ένατένιση μιάς άλλης πραγματικότητας, καί σάρκα πού πιά δέν είναι σάρκα. "Ολες αύτές οί συμβατικότητες τής Βυζαντινής τέχνης θά έχουν σά σκοπό τους νά παραστήσουν τούς μεγάλους άσκητές δχι σάν άκατανόητες υπάρξεις, σάν φαντάσματα ή όφθαλμαπάτες, άλλά σάν δντα πού άνήκουν ήδη σέ διαφορετικό άνβρώπινο είδος, πού βρίσκονται μεσοδρομίς πρός τόν άλλο κόσμο. Ή έρημοο είναι ό χώρος μιάς ύπέρτατης έμπειρίας, μιάς δοκιμασίας πού όδηγεΐ μοιραία τόν άνθρωπο πέρα άπό τόν έαυτό του, πρός τόν "Αγγελο ή πρός τ ό Ζώο, πρός τό Διάβολο ή πρός τ ό θ ε ό . Ό Ώριγένης, πού διεύθυνε έπί πολύ τ ό περίφημο Διδασκαλείο τής Α λ ε ξάνδρειας καί πού στάθηκε ένα άπό τά πιό έξέχοντα πνεύματα τοϋ 3 ου αιώνα, είχε καθορίσει πλήρως τήν έννοια τής παραμονής μέσα στήν έρημο δταν τή συγκρίνει μέ τή σπηλιά πού περιγράφει ό Πλάτων στήν Πολιτεία. Είναι ένα μέρος άπ' δπου πρέπει νά περάσει κάθε άνθρωπος πού μεριμνάει γιά τήν άλήθεια, γιατί έτσι τοϋ δίνεται ή εύκαιρία νά δει τήν πραγματικότητα τοϋ άλλου κόσμου. "Ολες αύτές οί όφθαλμαπάτες κι οί φαντασμαγορίες πού πλημμυρίζουν τούς Βίους τών έρημιτών, αύτές οί φανταστικές μορφές, αύτοϊ οί άγγελοι καί οί δαίμονες, αύτά τά ύπερφυσικά πλάσματα πού έμφανίζονται κι έξαφανίζονται σέ κάθε στιγμή, κάνουν τήν έρημο ένα άληθινό θέατρο σκιών, μέσα σ τ ό
36
όποιο ό άσκητής στήν άρχή δ έ ν βλέπει παρά τούς άντικατοπτρισμούς τοΰ θ ε ού: τοϋς άγγέλους καί τις όψεις κάτω άπό τις όποιες Εκείνος εύαρεστεϊται νά παρουσιαστεί. "Ομως άργά ή γρήγορα μπορεί νά φτάσει ν' άντικρύσει τήν ύπέρτατη πραγματικότητα, δπου πιά τίποτα δέν παρεμβάλλεται άνάμεσα στόν άσκητή καί τ ό θ ε ό . Ή παραμονή στήν έρημο έκφράζει τ ό Ιδιο σύμβολο μέ τήν σπηλιά τοϋ Πλάτωνα — τ ό σύμβολο μιάς προσωρινής παραμονής μέσα στόν κόσμο τ ώ ν φαντασμάτων — κι αύτό τ ό σύμβολο ό 'Αντώνιος θά τ ό βιώσει στήν κυριολεξία του. Ποϋ θά πάει φεύγοντας άπό τ ό γέροντα τοϋ 'Ομάν; Ποϋ θά κλειστεί γιά νά ζήσει άπό τή στιγμή ποϋ θά φτάσει στήν έρημο; Μέσα σ' αύτόν τόν ίδιό τ ό χώρο τής σκιάς καί τ ώ ν φαντασμάτων: μέσα σ' έναν τάφο. Ά φ ο ϋ άποχαιρέτησε τ ό γ έ ρ ο ν τ α καί τσύς άλλους άσκητές, ό «'Αντώνιος έφυγε πρός τούς άπομακρυσμένους τύμβους τοϋ Χωριού. Παρακάλεσε ένα φίλο του νά τοϋ φέρνει ποϋ καί ποϋ ψωμί, μπήκε σ' ένα άπ' αύτά τά κενοτάφια έκλεισε πάνω του τήν πόρτα καί παρέμεινε έκειμέσα μόνος.»
Ό 'Αντώνιος μέσα σ' αύτό τόν τάφο θά έπιδοθεί σέ αύστηρό άσκητισμό: νηστείες, λιτότητα, νύχτες άϋπνίας. 'Από τόν καιρό κιόλας ποϋ ζούσε μέ τόν γέροντα, τά νυχτέρια του ήσαν τέτοια ώστε συχνά «περνούσε όλόκληρη τή νύχτα χωρίς νά κλείσει μάτι. Δ έ ν έ τ ρ ω γ ε ποτέ παρά μόνο μιά φορά τήν ή μέρα μετά τ ό βασίλεμα, ή κάθε δεύτερη μέρα, κι δλη του ή τροφή ήταν ψωμί άλάτι καί νερό. "Οταν ήθελε νά ξεκουραστεί λίγο, γιά κρεβάτι, είχε καλάμια πλεγμένα καί μιά προβιά, άλλά τίς περισσότερες φορές ξάπλωνε καταγής». Έδώ, μέσα στή σκοτεινιά τοϋ τάφου, θά προσθέσει μιά άκόμα τρομερότερη μορφή, ή όποία άγγίζει τήν Ιδια τήν κοινωνική φύση τοϋ άνθρώπου: θά στερηθεί κάθε έπαφή μέ άλλον άνθρωπο. Έ δ ώ έπίσης πρέπει ν' άναφέρουμε πώς αύτός ό έγκλεισμός δέν ήταν έ ξ όλοκλήρου έπινόηση τοϋ 'Αντώνιου. Ό έγκλεισμός μέσα σέ κενοτάφιο γιά πολλούς μήνες προκειμένου νά στοχαστεί κανείς ήταν ένα είδος άσκησης διαδεδομένο στήν ειδωλολατρική Αίγυπτο. Είχε περιορισμένη διάδοση καί ποτέ δέν θεσμοποιήθηκε αύτή ή άσκηση άλλά είχε άρκετούς πιστούς ώστε νά γεννήσει μιά Ιδιαίτερη κατηγορία έγκλειστων πού όνομάζονταν κάτευχοι. Αύτοί οί κάτευχοι (άπό τ ό έλληνικά κάτοχος πού σημαίνει ταυτοχρόνως: συγκρατημένος κι έμπνευσμένος) ήσαν Ιερείς στήν ύπηρεσία τοϋ Σέραπη, ζούσαν κλεισμένοι μέσα στό μεγάλο ναό τής Μέμφιδας — τ ό Σεραπείο — καί δέν έβλεπαν ποτέ τ ό φως της ήμέρας. Μερικοί ίστορικοί θέλησαν νά παραστήσουν αύτούς τούς κάτευχους σάν πρόγονους τ ώ ν άναχωρητών τής έρήμου. "Ομως ποιά άνάγκη έχουμε νά ύποθέσουμε πώς ύπάρχει άμεση σύνδεση άνάμεσα στίς δύο μορφές άσκητισμοϋ. Στήν Αίγυπτο άπό άνέκαθεν άσκοϋσε έλξη κάθετι τ ό ύποχθόνιο, τά ύπόγεια, καί ή ζοφερή, άκίνητη καί σκοτεινή ζωή. Πρέπει τάχα νά δούμε αύτό τ ό φαινόμενο σάν κυριαρχική άνάγκη έξορκισμοϋ τοϋ θανάτου; Αύτές οί πρακτικές — είδωλολατρικές ή χριστιανικές — είναι έν πάση περιπτώσει άξεχώριστες άπό τ ό αΙγυπτιακό πνεύμα, άπό τήν έμμονη Ιδέα του γιά τήν αιωνιότητα, άπό τήν μέριμνά του νά προστατεύσει έσαεί τή φυσική καί πνευματική άκεραιότητα τοϋ άνθρώπου. Ή άκινησία, ή σιωπή, οί παρατεταμένες νηστείες, οί ξαγρύπνιες είναι πρακτικές πού κάνουν τόν άνθρωπο « ζ ω ν τ α ν ό — νεκρό». Στό βαθμό πού προσεγγίζει τά έπιφαινόμενα τοϋ θανάτου, πού άγγίζει τά δρια τοΰ ύπερπέρατος, τ ο ϋ είναι τάχα μπορετό νά διατρήσει τ ό μυστικό, νά πλησιάσει τΙς άπαγορευμένες γνώσεις; Σ' ένα κείμενο τοΰ 1 ou μ.Χ. αιώνα, (θά έπανέλθουμε σ' αύτό παρακάτω) μέ τίτλο ό «Φιλοψευδής», ό Λουκιανός ό Σαμοσάτης περιγράφει έναν Αιγύπτιο ειδωλολάτρη σοφό, όνόματι Πανγκράτη, άνθρωπο «μέ
θαυμαστή γνώση πσΰ έξαπλωνόταν σ' δλες τις αίγυπτιακές δοξασίες και ό όποιος είχε μείνει έπϊ είκοσιτρία χρόνια σ' ένα ύπόγειο δπου ή "Ισιδα τόν είχε μυήσει στά μυστήρια τής μαγείας». Ή παρατεταμένη παραμονή μέσα στά ύπόγεια, ή άναδίπλωση στόν έαυτό, ή σιωπή, κι ό στοχασμός στά σκότη ήσαν μιά μορφή μύησης ή δοκιμασίας πού εφαρμοζόταν στή διάρκεια όρισμένων μυστηρίων. Δ έ ν ύπάρχει τίποτα τ ό έκπληκτικό λοιπόν, (χωρίς νά χρειάζεται ν' άνακαλύψουμε καμμιά άμεση έπίδραση) σ τ ό γ ε γ ο ν ό ς πώς ό Α ν τ ώ ν ι ο ς — φυλετικά και πνευματικά Αιγύπτιος — χρησιμοποίησε μέσα σέ χριστιανικό πλαίσιο έναν τρόπο άσκητικής πολύ κοινό, ή τούλάχιστον γ ν ω σ τ ό στή φαραωνική Αίγυπτο. Ή διαφορά τής έμπειριας του άπό τών είδωλολατρών έγκλειστων έγκειται στό γεγονός πώς δέν έχει σκοπό νά τοϋ «άποκαλύψει τά μυστικά τής μαγείας» ή τις έσωτερικές γνώσεις. 'Αντίθετα, ξεκινάει αύτή τήν εμπειρία γνά νά ξεχάσει κάθε χυδαία γνώση, νά καταργήσει κάθε προσωπικότητα. Μακριά άπό τ ό νά τόν μεταμορφώσει σέ «ζωντανό-νεκρό», θά τόν κάνει «άφυπνισμένο», πολέμιο τοϋ Κακοϋ, τόν όποιο ή μακρά παραμονή μέσα στά σκότη θά έξαναγκάσει σέ καθημερινούς κι έ ξ άποκαλύψεως άγώνες ένάντια στις δαιμονιακές δυνάμεις. Γιατί μέσα σ' αύτόν τ ό ν τάφο θά ύποστεΐ ό 'Αντώνιος τούς περιφημότερους πειρασμούς του, πού εξέπληξαν άνά τούς αιώνες τούς άναγνώστες τοϋ Βίου του. 'Εντούτοις, δταν κανείς ζει μόνος χωρίς τροφή καί ϋπνο, μέσα στή σκοτεινιά ένός τάφου, τ ό πιό φυσιολογικό πράγμα είναι νά έχει πειρασμούς, δηλ. νά βλέπει νά προβάλουν μπροστά του έπιθετικές οί εικόνες ένός κόσμου πού τόν άρνεϊται μέ τόση δύναμη. Τι ήταν άλλωστε αύτό τ ό κενοτάφιο δπου ζοϋσε ό 'Αντώνιος; "Ενα άπ' αύτά τά ύπόγεια, ένας άπ' αύτούς τούς πολύ εύρύχωρους τάφους δπου οί Αιγύπτιοι ταρίχευαν τίς μούμιες τους καί πού τά τοιχώματά τους καλύπτονταν άπό τοιχογραφίες καί κείμενα πού περιέγραφαν τ ό Βασίλειο τών Νεκρών: ή κρίση τοϋ έκλιπόντος μπροστά σ τ ό δικαστήριο τοϋ "Οσιρη, καί κυρίως, άπό τήν έποχή τής Νέας Δυναστείας, τ ό νυχτερινό ταξίδι τοΰ "Ηλιου μέσα σ τ ό "Αμ-Ντουάτ, τ ό Κατώτερο Βασίλειο, ό Κόσμος τών Νεκρών. "Ας σταθούμε μερικές στιγμές σ' αύτές τίς εικόνες. 'Εδώ βρισκόμαστε άπέναντι σέ μιά μοναδική σύμπτωση: έκεϊνο πού περισσότερο έξέπληξε, άνά τούς αιώνες, τούς άναγνώστες τοϋ Βίου τοϋ 'Αντωνίου, είναι κυρίως αύτό τ ό ξέσπασμα φαντασίας πού φανερώνει ό 'Αντώνιος (ή ό 'Αθανάσιος ή ό Διάβολος- ποιός άπ' τούς τρεις;) κατά τή διάρκεια αύτών τών πειρασμών, αύτών τ ώ ν παράξενων καί πολλαπλών μορφών πού παίρνει τ ό κακό γιά τόν τρομάζει. Αύτό τ ό ξέσπασμα είναι εύθέως άνάλογο μέ τών ειδωλολατρών προγόνων τοϋ 'Αντωνίου, δταν φαντάζονταν τά άνθρώπινα δντα, θεϊκά ή τερατώδη, πού κατοικούσαν στόν κόσμο τ ώ ν νεκρών. Αύτός ό πλοϋτος φαντασίας πού άναφέρεται σ τ ό τερατώδες, ή άπλώς στό δαιμονιακό καί τό θείο, εϊναι ένα άπό τά πιό χαρακτηριστικά στοιχεία τοϋ αιγυπτιακού πολιτισμού. "Ας πάρουμε ένα παράδειγμα: στήν 'Αρχαία Αίγυπτο πίστευαν — κυρίως άπό τόν καιρό τής Νέας Αύτοκρατορίας — δτι ό ήλιος στή διάρκεια τής νύχτας διέσχιζε τόν κόσμο τών νεκρών πού όνομαζόταν Ντουάτ. Αύτός ό κόσμος ήταν χωρισμένος σέ δώδεκα μέρη ή ώρες. Καθεμιά άπ' αύτές τϊς ώρες κατοικούνταν άπό ένα έτερόκλητο πλήθος θεών, πνευμάτων καί νεκρών πού ό καθένας τους φρουρούσε τήν ήλιακή βάρκα (διότι ό θεός ταξιδεύει μέ βάρκα στό ποτάμι πού διασχίζει τό "Αμ-Ντουάτ). "Ας κοιτάξουμε, λογουχάρη, τούς κατοίκους τής τρίτης ώρας: είναι ένενήντα έφτά. Στή μέση, στό ύπόγειο ποτάμι ή βάρκα μέ τ ό θεό-"Ηλιο, τόν "Αμμων-Ρά, πού παρίσταται μ' ένα κεφάλι κριοϋ (θ' άλλάζει έμφάνιση άνάλογα μέ τίς διάφορες ώρες τής νύχτας!), κι έχει μπροστά του τή θεά - άγελάδα Ά θ ώ ρ . Τόν συνοδεύουν τρεις άλλες βάρκες: στήν πρώτη είναι οί βαρκάρηδες «μέ τίς πύρινες μορφές, μέ τό
38
μαχαίρι σ τ ό πρόσωπο ό « Έ ρ έ τ η ς τών Έ ρ ε τ ώ ν » · στή δεύτερη και τήν τρίτη βρίσκεται ένα πλήθος προσώπων κι άνάμεσά τους έρπετά «άστραπόμορφα, μέ πύρινο πρόσωπο καί πύρινα μάτια», ό άφέντης τοϋ σκήπτρου, ό άφέντης τής χώρας, τό άρσενικό και τό θηλυκό γεράκι. Στίς δυό όχθες τοϋ ποταμού, στέκεται όλόκληρο πλήθος πλασμάτων ποϋ παρακολουθεί τ ό πέρασμα τής θεϊκής πομπής: στή μιά δχθη βρίσκονται δλοι έκεΐνοι πού «δημιουργούν τόν Ωκεανό και κάνουν τήν πορεία τοϋ Νείλου» είναι κατά σειρά: τρεις θεοί, τέσσερις γυναίκες, τέσσερις μούμιες μέ κέρατα καί φτερά, τέσσερις εύγενεΐς, ένα παράξ ε ν ο άντικείμενο (άναμφίβολα μίσχος άπό πάπυρο) τ ό όποιο δμως στήν πραγματικότητα είναι ζωντανή ϋπαρξη μιά καί όνομάζεται « ό γεμάτος μαγεία», ένας γονατιστός άνθρωπος όνόματι «έκείνος πού φέρνει τ ό ξύπνημα», ό "Ανουβις, ένας κριός όνόματι φονέας τ ώ ν έχθρών, ένα άρσενικό κι ένα θηλυκό δν πού κουβαλάνε μάτια, ό τυφώνιος θεός Σήθ κι ένας κυνοκέφαλος (κατά τήν Αίγυπτιακή μυθολογία, οί κυνοκέφαλοι άνοίγουν καί κλείνουν τίς πόρτες τοΰ Βασιλείου τών Νεκρών). Στήν άλλη δχθη στέκονται δσοι άνατέμουν τις ψυχές και φυλακίζουν τΙς σκιές. Διακρίνει κανείς τ ό θεό Ώ ρ ο , ένα θεό έπονομαζόμεν ο Δυτικό, μιά θεά πού είναι πάνω στις φλόγες, πέντε πλάσματα, μέ κεφάλι πτηνού πού κρατάνε μαχαίρια, έπειτα όχτώ Όσίριδες καί τό θεό-κριό Χνούφι Κι αύτό έπαναλαμβάνεται σέ καθεμιά άπό τΙς δώδεκα ώρες τοΰ "Αμ-Ντουάτ! Κι άς σημειωθεί δτι έ δ ώ άναφέρουμε μόνο τούς θεούς καί τά πλάσματα ποϋ είναι όλοφάνερα, δσα στέκονται στίς δχθες τοϋ ποταμού. Μακριά, μέσα στά σκότη αύτοϋ τοϋ παράξενου κόσμου, ή άνταύγεια τοΰ θεού-"Ηλιου σκορπίζει φώς στό πέρασμα του δπως ένας προβολέας σαρώνει, τή νύχτα, τά έφιαλτικά πλάσματα: νεκροί χωμένοι στήν άμμο μέχρι τ ό λαιμό, έρπετά σκαρφαλωμένα σέ πατούσες ψηλές σάν ξυλοπόδαρα, ό δράκος "Απωφις κουλουριασμένος γύρω άπό μιά προεξοχή πού τήν καλύπτει μέ τά σπιράλ του, άνθρωποι πεσμένοι καταγής, άποκεφαλισμένοι ή δεμένοι (οί «έχθροί» τοϋ "Ηλιου), καί τέλος άλλοι θαμμένοι κάτω άπό κόκκους άμμου πού μόλις μαντεύουμε τήν ϋπαρξή τους. Αύτή ή πένθιμη φαντασίωση δέν ήταν μόνο όπτική άλλά καί άκουστική. Κατά τή μιά ή τήν άλλη ώρα τοϋ "Αμ-Ντουάτ, τά κείμενα περιγράφουν τούς πολλαπλούς θορύβους πού συνοδεύουν τ ό πέρασμα τής θεϊκής βάρκας: κραυγές χαράς τών νεκρών ένόσο ό "Ηλιος διασχίζει τήν «ώρα» τους, άναστεναγμοί και θρήνοι δταν τούς έγκαταλείπει, όρυμαγδός άπό τίς μάχες ποϋ πρέπει νά δώσει ή φρουρά τοϋ θεοϋ ένάντια στούς έχθρούς πού τόν παραμονεύουν (έρπετά, δράκοντες), τ έ λ ο ς διάφοροι θόρυβοι άπό τά έγκατα: ούρλιαχτά γάτας, βούισμα μελισσών μουγκρίσματα ταύρων, κραυγές πουλιών- κάθε θεός καί κάθε πλάσμα κραυγάζει σύμφωνα μέ τή φύση του. "Ομως — παράξενη σύμπτωση — έτσι άκριβώς περιγράφει ό άγιος 'Αθανάσιος τούς θορύβους πού συνοδεύουν τήν έμφάνιση τ ώ ν δαιμόνων μέσα στό τύμβο τοϋ 'Αντώνιου: «"Ας έτοιμαστοϋμε νά έπιτεθοϋμε στόν 'Αντώνιο μέ άλλο τρόπο, λένε οί δαίμονες, καθώς δέ μάς είναι δύσκολο νά έπινοήσουμε κάθε είδος κακία γιά νά βλάψουμε τοϋς άνθρώπους.» Κι άμέσως μετά, αύτό τό διαβολικό πλήθος σήκωσε τόσο μεγάλο θόρυβο ώστε ή κατοικία τοϋ 'Αντώνιου τραντάχτηκε όλόκληρη... κι οί τέσσερις τοίχοι τοϋ κελλιοϋ του άνοιξαν και οί δαίμονες είσβάλανε όμαδικά. Παίρνοντας τή μορφή κάθε είδους άγριων ζώων κι έρπετών, γέμισαν τόν τόπο μέ λιοντάρια, άρκοϋδες, λεοπαρδάλεις, ταύρους, λύκους, φίδια σκορπιούς κι άλλα έρπετά, πού τό καθένα έβγαζε κραυγές σύμφωνα μέ τή φύση του: τά λιοντάρια βρυχώνταν σά νδθελαν νά τόν κατασπαράξουν, οί ταύροι φαίνονταν έτοιμοι νά τόν τρυπήσουν μέ τά κέρατά τους, οί λύκοι νά τοϋ ριχτούν μανιασμένα, τά έρπετά σέρνονταν στό χώμα καί τεντώνονταν πρός τό μέρος του. 'Υπήρχε ένα άπ' αύτά τά θηρία ποϋ τό βλέμμα του ήταν σκληρό κι άγριο και τό σφύριγμα κι οί κραυγές του φρικιαστικές».
Τέτοια είναι, κατά πάσα βεβαιότητα, ή καταγωγή αύτοϋ τοϋ φανταστικού μπαλλέτου πού χορεύουν μέσα στήν πνευματική παραφροσύνη τοϋ 'Αντώνιου τά πλάσματα έκεϊνα ποΰ πλημμυρίζουν τίς ξαγρύπνιες καί τις νηστείες του: είναι αύτό τ ό έφιαλτικό πλήθος τ ώ ν θηρίων πού παρέμενε άξεχώριστο άπό τόν αιγυπτιακό ψυχισμό έδώ καί δυό χιλιάδες σχεδόν χρόνια. ΟΙ θ ε ο ί τής άρχαΐας Αίγύπτου έγιναν δαίμονες καί φαντάσματα πού ταλαιπώρησαν τή χριατιανική Αίγυπτο, σύμφωνα μέ μιά άντιστροφή τής έννοιας τοϋ Ιεροϋ γιά τήν όποία θά μπορούσε κανείς νά βρεϊ μαρτυρίες σέ πολλές άλλες θρησκείες. 'Αξίζει νά σημειωθεί δτι σύμφωνα μέ λαϊκές πεποιθήσεις πάνω στίς όποιες δέν χρειάζεται νά έπιμένει κανείς, τά άρχαΐα Ιερά μνημεία τής Αίγύπτου, καί Ιδιαίτερα οί τάφοι — αύτοί ol έγκαταλειμένοι καί λεηλατημένοι άπό τούς κλέφτες τάφοι, μέσα στούς όποίους θά κλειστούν τόσοι πολλοί άσκητές κι άναχωρητές — περνιόταν γιά κατοικίες τ ώ ν βρυκολάκων καί τ ώ ν κακών πνευμάτων. Βρυκόλακες καί δαίμονες πού δέν ήσαν άλλοι άπό τούς άρχαίους Αιγυπτιακούς θεούς πού είχαν έκπέσει στήν τάξη τοϋ φαντάσματος καί πού οί Κόπτες θ' άποκαλέσουν «ντέρ», λέξη πού άλλοτε σήμαινε τούς ειδωλολατρικούς θεούς. Ό 'Αντώνιος έζησε μέσα & αύτό τόν τάφο πολλούς μήνες, δέχτηκε έπανειλημμένες έπιθέσεις άπό δαίμονες, τ ό σ ο βίαιες πού ένοιωθε τ ό σώμα του πρησμένο άπ' τά χτυπήματα κι έμενε όλόκληρες ώρες ξέπνους καταγής. Κατόπιν, δταν έκρινε πώς είχε άρκετά στοχαστεί μέσα στή σκιά καί είχε γνωρίσει τήν έμπειρία τοϋ σκότους, έγκατέλειψε τόν τάφο, βγήκε σ τ ό φώς κι έφυγε γιά ένα μέρος πιό άποτραβηγμένο άκόμα, δπου θά μπορούσε νά ζήσει γιά πάντα μόνος του. Φεύγοντας άπό τ ό ν τάφο του, πού βρισκόταν στά περίχωρα τοϋ 'Ομάν, ό 'Αντώνιος βάδισε μέσα στήν έρημο πρός τ ' άνατολικά, κι έφτασε μέχρις ένα έγκαταλελειμένο ρωμαϊκό φρούριο, πού ύψωνόταν πλάι σ τ ό Νείλο, κοντά σέ κάποιο μέρος πού όνομαζόταν Πισπίρ (ή σημερινή κωμόπολη Ντέιρ-ελΜαϊμούν). Κατά τή διάρκεια αύτοϋ τοϋ ταξιδιού, ό Διάβολος τόν έβαλε πολλές φορές σέ πειρασμό. Πειρασμοί κοινότοποι πού τούς χαρακτηρίζει μιά έκπληκτική έλλειψη φαντασίας σέ σχέση μέ τούς πειρασμούς τοϋ τάφου. Ό Διάβολος βάζει σ τ ό δρόμο τοϋ άσκητή μιά όλόκληρη «πεδιάδα άπό άσήμι μέ έξαιρετικό μεγαλείο» καί κατόπιν δέσμες χρυσοϋ. Προφανώς είναι πάντοτε δυνατό νά δώσει κανείς σ' αύτό τ ό ν πειρασμό μιά ρασιοναλιστική έξήγηση: αύτό τ ό «χρυσό» καί αύτό τ ό «άσήμι» δέν ήσαν παρά μιά όφθαλμαπάτη τής έρήμου, μιά άπ' αύτές τίς άναρίθμητες λαμπερές πέτρες πού κοσμούν έδώ κι έκεϊ τήν αίγυπτιακή έρημο καί πού ό 'Αντώνιος θά περνούσε γιά χρυσάφι κατά τή διάρκεια τής έξαντλητικής πορείας του κάτω άπό τόν ήλιο. Στήν πραγματικότητα, έδώ ό χρυσός παίζει συμβολικό ρόλο: έχει σκοπό νά τονίσει τήν ίδια άκριβώς στιγμή ποΰ ό άσκητής άπομακρύνεται γιά πάντα άπό τόν κόσμο. — τήν άδιαφορία του άπέναντι στά άγαθά κάτω άπό τήν πιό πολύτιμη μορφή τους: τ ό χρυσό καί τ ό άσήμι. Έ ν πάση περιπτώσει ό 'Αντώνιος άποστρέφεται αύτή τήν άχρηστη πολυτέλεια πού άπλώνεται ύβριστικά καταμεσίς στήν έρημο, έξακολουθεί τήν πορεία του καί στό τέλος τοϋ δρόμου, πάνω στήν δχθη τοϋ ποταμού, άνακαλύπτει τό μέρος πού θά ζήσει: ένα έγκαταλειμένο φρούριο. «Ήταν γεμάτο έρπετά, άλλά, λές καί τά κυνηγούσανε, έφυγαν άμέσως καί ό 'Αντώνιος έγκατέστησε στό φρούριο τήν κατοικία του κι έχτισε τήν πόρτα. Είχε φέρει μαζί του ψωμί γιά έξι μήνες (ol Θηβαίοι ξέρουν νά φτιάχνουν ψωμί πού νά κρατάει ένα χρόνο), καί βρήκε και νερό μέσα στόν περίβολο. Μπήκε μέσα σ" αύτό τό κάστρο λές κι έμπαινε σέ ναό καί κατοίκησε μόνος του, χωρίς νά βγαίνει ποτέ, χωρίς νά βλέπει κανέναν άπ' όσους έρχονταν νά τόν έπισκεφθοϋν. "Ετσι άσκήτεψε γιά πολύ, δεχόμενος μόνο δυό φορές τό χρόνο ψωμί πού τού τό πετούσαν πάνω άπό τό τείχος.»
40
Γιά πολύ, σημαίνει γιά τήν άκρίβεια είκοσι χρόνια.. 'Επί είκοσι χρόνια, δέν είδε κανέναν, τράφηκε άποκλειστικά μέ ψωμί καί νερό, κοιμόταν δύο ή τρεις ώρες τήν ήμέρα. Κάτω άπό τόν καυτό ήλιο, κάτω άπό τόν έναστρο ούρανό, ό 'Αντώνιος είναι μόνος. Μετά τήν έμπειρία τοϋ σκότους, καταχτάει τήν έμπειρία της μοναξιάς, διεξάγοντας τόν ίδιο άγώνα ένάντια στίς δυνάμεις τοϋ κακοϋ. 'Αγώνας πού γίνεται άνοιχτά, μέ έπανειλημμένες έπιθέσεις, μέ φαντασμαγορικές μάχες πού άπό τό θόρυβό τους τρέμουν σύγκορμοι οί έπισκέπτες του άναγκασμένοι νά μένουν άπέξω (γιατί ό 'Αντώνιος άρνιέται νά τούς άνοίξει). Ό 'Αντώνιος, τριγυρισμένος άπό μορφές άνάμεσα στίς όποιες είναι πολύ δύσκολο νά ξεχωρίσει κανείς τά καλά άπό τά κακά πνεύματα (άλλά όλόκληρη ή ζωή στήν έρημο δέν είναι, γιά τούς άναχωρητές, μιά μακρά μαθητεία τών μυστικών νόμων τοϋ άόρατου σύμπαντος;) ζει, προσεύχεται, καί νηστεύει μέσα σ' αύτό τό θέατρο τών σκιών. 'Επί είκοσι χρόνια, θά δοκιμάσει αύτό πού θά μπορούσε νά όνομαστεί έμπειρία τοϋ πραγματικού καί τοϋ φανταστικού: νά διακρίνει πίσω άπό τίς πολλαπλές μορφές ποϋ διαγράφονται γύρω του, μέσα στόν ήλιο ή μέσα στή νύχτα, τή φαντασία καί τ ό ταραγμένο πνεύμα του, έκεϊνες πού άποτελοϋν τά άληθινά σημάδια τής θεϊκής παρουσίας. Γιατί οί δαίμονες, «καθώς είναι άνήμποροι, φαίνεται νά παίζουν θέατρο, άλλάζοντας πρόσωπα λές καί θέλουν νά καταπλήξουν παιδιά μέ τήν ποικιλία τόσων φαντασμάτων καί μορφών, πράγμα πού μαρτυράει τήν έξαιρετική τους άδυναμία καί μάς υποχρεώνει άκόμα περισσότερο νά τους περιφρονούμε. 'Αντίθετα, ό καλός αύτός άγγελος πού έστειλε ό θεός ένάντια στούς Άσσυρίους δέν είχε άνάγκη οΰτε νά συνοδεύεται άπό κανένα μεγάλο πλήθος οΰτε νά δανείζεται παράξενες μορφές οΰτε νά σηκώνει μεγάλο θόρυβο, άλλά σκότωσε ήρεμότατα σέ μιά μόνο στιγμή έκατόν όγδονταπέντε χιλιάδες άνθρώπους...»
"Ας περάσουμε τώρα στό παράξενο κριτήριο πού έπικαλείται ό 'Αντώνιος ή ό 'Αθανάσιος γιά νά ξεχωρίσει τούς καλούς άγγέλους άπά τούς δαίμονες! "Οταν, ύστερα άπό μιά είκοσαετία μοναχικής άσκητείας, θά αίσθανθει άρκετά δοκιμασμένος στήν έπαφή τοϋ άόρατου κόσμου, τότε θά νοιώσει έτοιμος νά μορφώσει καί μαθητές. Εντούτοις, κι αύτή άκόμα ή Ιδέα δέν προήλθε άπό τόν 'Αντώνιο. Μέσα στήν έμπειρία του δέν ύπήρχε καμμιά στιγμή ή άνάγκη μόρφωσης μαθητών, διάδοσης μιάς «διδασκαλίας». "Ομως, μέ τόν καιρό, οί πολυάριθμοι έπισκέπτες πού έρχονταν μέχρις αύτόν παρά τίς ταλαιπωρίες καί τούς κινδύνους της έρήμου, κατέληξαν νά κάμψουν τή θέλησή του γιά μοναξιά. Μιά ώραία ήμέρα, άντί νά τούς άφήσει νά περιμένουν, δπως συνήθως, μπροστά στήν κλειστή πόρτα, άποφάσισε νά βγει, νά τούς δεϊ, νά τούς μιλήσει. Τότε, γιά πρώτη φορά, «έμφανίστηκε έξω άπ' αύτό τόν πύργο σ* όσους έρχονταν κοντά του κι έκεϊνοι, γεμάτοι έκπληξη τόν είδαν σέ μιά ζωντάνια πού ποτέ του δέν είχε. Οΰτε είχε παχύνει άπό τήν έλλειψη άσκησης οΰτε καταβληθεί άπό τόσες νηστείες και μάχες ένάντια στούς δαίμονες. Τό πρόσωπό του ήταν δπως καί πρίν, καί είχε τήν Ιδια πνευματική ήρεμία καί ψυχική εύδιαθεσία. Δέν ήταν οΰτε ύπερβολικά θλιμένος, οΰτε έξαιρετικά χαρούμενος. Τό πρόσωπό του δέν ήταν οΰτε ύπερβολικά ευχάριστο οΰτε ύπερβολικά αύστηρό. Δέν έδειχνε οΰτε δυσαρεστημένος πού τόν περιτριγύριζε ένα τόσο μεγάλο πλήθος, οΰτε αυταρέσκεια πού τόν χαιρετούσαν καί τόν τιμούσαν τόσα πρόσωπα. Βρισκόταν σέ μιά τέλεια ψυχική Ισορροπία σέ μιά κατάσταση σύμφωνη μέ τή φύση.»
Συγκεντρώνει τότε τοΰς πρώτους του μαθητές πού άποφασίζουν ν' άρνηθοϋν τόν κόσμο και νά μαζευτούν γύρω του. Άπό αύτή τήν έποχή — πού μπορούμε νά τήν τοποθετήσουμε περίπου στά 305 — χρονολογείται ή ίδρυση τής πρώτης
χριστιανικής κοινότητας στήν Αίγυπτο. Δ έ ν πρόκειται άκόμα γιά μοναστήρι άλλά, τ ό πολύ, γιά κελλι μοναχών, γιά μιά συνομάδωση άναχωρητών, πού ύπόκειται σέ σχετικά έλεύθερο άσκητισμό καί τρόπο ζωής. Αύτή τήν πρώτη κοινότητα, θά τήν έγκαταστήσει ό 'Αντώνιος στήν όχθη τοϋ Νείλου, κοντά σ τ ό κάστρο τοϋ Πισπίρ, κοντά στήν τωρινή κωμόπολη τοϋ Ντέτρ-ελ-Μαίμούν. Ή φήμη τοϋ 'Αντώνιου, έκείνη τήν έποχή, εΐναι κιόλας πολύ μεγάλη στήν Αίγυπτο. Φτάνει σέ δλα τά στρώματα τοϋ πληθυσμού κι δχι μόνο σέ μιά χούφτα φανατικών καί θαυμαστών. Πλήθος κόσμου πλημμυρίζει τ ό «μοναστήρι» τοϋ Πισπίρ, κοιμάται μπροστά στήν είσοδο μέ τήν έλπίδα νά δει τόν άσκητή νά έμφανίζεται γιά νά τοϋ μιλήσει, νά τόν θεραπεύσει, ή νά τόν έξορκίσει. Γρήγορα διαδίδεται π ώ ς άρκεΐ νά πλησιάσει κανείς « τ ό μοναστήρι» τοΰ 'Αντώνιου γιά νά ξαναφύγει άμέσως θεραπευμένος. "Ομως ό 'Αντώνιος δέν ύποφέρει οΰτε τ ό πλήθος, οΰτε τά θαύματα, ούτε τή δόξα, κι άποφασίζει νά ξαναφύγει μακρύτερα μέσα στήν έρημο «σέ ένα τόπο άγνωστο σέ δλους». Τό τελευταίο μέρος της ζωής τοϋ 'Αντώνιου, άπό τήν ήλικία τ ώ ν έξήντα μέχρι τ ό θάνατό του, έκτός άπό όρισμένες συγκεκριμένες λεπτομέρειες, σχεδόν δέν άνήκει στήν άνθρώπινη ιστορία. 'Αφότου έγκατέλειψε τούς συντρόφους του σ τ ό Πισπίρ, ό 'Αντώνιος σταμάτησε στίς δχθες τοϋ Νείλου χωρίς νά καλοξέρει ποϋ πηγαίνει, δταν, ξαφνικά, άκουσε μιά ούράνια φωνή νά τ ο ϋ λέει νά κατευθυνθεί «πρός, τ ό έσωτερικό της έρημου». Έκείνη άκριβώς τή στιγμή περνούσανε Βεδουίνοι - τοϋς άκολούθησε καί πέρασε μαζί τους στήν άνατολική δχθη τ ο ΰ Νείλου στούς πρόποδες τοΰ δρους Κολζούμ, κοντά στήν Ερυθρά θάλασσα στήν άνατολική άκρη τής όροσειράς πού όνομάζεται σήμερα Ζαμπέλ-αλ-Ζαλαζά. Εκεί, έχοντας ταυτόχρονα φτάσει στήν κορυφή τοϋ στοχασμού καί τοϋ Βουνού (δέν πρόκειται γιά λογοπαίγνιο, γιατί ό παραλληλισμός άνάμεσα στήν ύλική άνοδο καί τήν πνευματική άνάταση είναι μόνιμος σ τ ό Βίο τοϋ Αντωνίου), άποφάσισε νά μείνει έκεϊ μέχρι τ ό θανατό του. "Ενας γάλλος περιηγητής τοϋ 17ou αιώνα, ό Ζάν Κοπέν, έπισκέφθηκε καί περιέγραψε αύτό τόν περίφημο τόπο δπου έγκαταστάθηκε καί πέθανε ό 'Αντώνιος. Ξεκινώντας άπό τ ό Κάιρο, ό Κοπέν περπάτησε πολλές μέρες μέσα στήν έρημο, κι έφτασε σ τ ό Βάντι Γκαραμπάχ, στούς πρόποδες τοϋ δρους Κολζούμ κι άπό κει, στή σπηλιά τοϋ 'Αντώνιου: « Ή είσοδος έχει μόνο δυό πόδια φάρδος, άλλά έχει τεσσεράμιση υψος· αύτό τ ό άνοιγμα χώνεται έντεκα βήματα μέσα σ τ ό βράχο χωρίς νά φαρδαίνει περισσότερο, έτσι ώστε δύο άνθρωποι νά μή μπορούν νά τ ό περάσουν πλάι-πλάι. Στήν άκρη αύτοϋ τοϋ είδους διαδρόμου, ύπάρχουν τρεϊς πέτρες βαλμένες μέσα στή σχισμή τοϋ βράχου γιά νά χρησιμεύσουν γιά σκαλοπάτια, καί καθώς τά κατεβήκαμε, βρεθήκαμε σέ μιά σπηλιά σχεδόν όλοστρόγγυλη πού μπορούσε νά χωρέσει μέχρι τριάντα άνθρώπους. "Ολη ή πρόσοψη αύτοϋ τοϋ βράχου είναι πολύ ψηλή καί πέφτει φυσικά κάθετα σά νάτανε τείχος. Ό βράχος τραβάει μ' αύτό τόν τρόπο σέ τριακόσια ως τετρακόσια βήματα μάκρος. Τό γύρω έδαφος είναι γυμνό άπό βλάστηση, ξερό καί πετρώδες, καί άνεβαίνει κανείς άπό ένα μονοπάτι ποϋ κάνει πολλές στροφές, γιατί θά ήταν άδύνατο ν' άνέβει κατευθείαν. Ά π ' αύτό τό μέρος άνακαλύψαμε τήν Ερυθρά θάλασσα άπό τήν άνατολική πλευρά, άλλά έξαιτίας τής άπόστασης μας φαινόταν σά σύννεφο βαλμένο πάνω σ τ ή γη1. Ή περιγραφή είναι μάλλον αύστηρή, κι έρχεται σ' έντονη άντίθεση μέ τοϋ Βίου τοϋ 'Αντωνίου καί μ' έκείνη ποϋ έπρόκειτο νά δώσει άργότερα ό άγιος Γεράσιμος σ τ ό έργο του ό Βίος τοΰ Παύλου τοϋ Θηβαίου, πρώτου έρημίτη. 1. Jean Coppin, Voyage d'Egypte (1686)
42
Στό Βίο, τό ήσυχαστήριο τοϋ 'Αντώνιου περιγράφεται σάν ένας τόπος παραδεισένιος, σά μία 'Εδέμ προφυλαγμένη μέ θαυματουργό τρόπο άπό τήν τριγύρω ξηρασία: «Στούς πρόποδες τοϋ βουνοϋ ύπήρχε μιά πηγή πολύ γάργαρη πού τό νερό της ήταν πολύ ώραΐο και έξαιρετικά δροσερό. 'Από κάτω ύπήρχε μιά πρασινάδα μέ κάμποσους αύτοφυείς φοίνικες. Ό 'Αντώνιος, λές καί παρακινήθηκε άπό ένα νεύμα θεϊκό, άγάπησε αύτόν έκεϊ τόν τόπο, γιατί ήταν δπως τοϋ τόν είχε περιγράψει ή φωνή πού τοϋ είχε μιλήσει στήν δχθη τοϋ ποταμοϋ. Πήρε ψωμϊ άπό τούς Σαρακηνούς πού μαζί τους είχε έρθει, κι έμεινε μόνος του πάνω στό βουνό, θεωρώντας αύτό τόν τόπο σάν κατοικία προορισμένη ειδικά γιαύτόν. Οί Σαρακηνοί, βλέποντας τήν ίκανοποίησή του καθώς έφτασε σ' αύτό τό μέρος, ξανάρχονταν πίσω χαρούμενοι νά τοΰ φέρουν ψωμί. Οί καρποί άπ' τούς φοίνικες τοϋδιναν κι αύτοί μιά κάποια Ικανοποίηση.» Ό άσκητισμός καί ή ζωή τοΰ 'Αντωνίου άρχισε μέσα στά έγκατα και τά σκοτάδια ένός τάφου γιά νά καταλήξει σ' αύτό τό φωτεινό ϋψωμα, άπ' δπου ή 'Ερυθρά θάλασσα φαίνεται «σά σύννεφο ριγμένο πάνω στή γή». Μετά τίς νίκες του ένάντια στό Κακό, θά περάσει έκεϊ μιά ζωή σχεδόν άγγελική καί δλα τά έπεισόδια τής προηγούμενης ζωής του θά τά ξαναζήσει άντεστραμμένα: τό σκοτάδι θά γίνει ψώς, οί πειρασμοί θαύματα καί οί δαίμονες άγγελοι. 'Ακόμα καί τ' άγρίμια, σταλμένα άπό τό διάβολο νά τοϋ έπιτεθοϋν στόν τάφο τοϋ 'Ομάν, στό Κολζούμ θά γίνουν οί ήρεμοι σύντροφοι τής καθημερινής του ζωής. «Στήν άρχή, τά θηρία ποΰ έρχονταν νά ξεδιψάσουν στήν πηγή, κατέστρεφαν συχνά τά γεννήματα καϊ τίς καλλιέργειες. Τότε αύτός πήρε δνα άπ* αύτό στό χέρια του καί είπε σ' δλα τ' άλλα: «Γιατί έσεϊς μέ άδικεΐτε ένώ έγώ δέν σάς άδικώ καθόλου; φύγετε, καί στ' δνομα τοΰ Κυρίου, μήν ξαναπλησιάσετε έδώ.» Καθώς αύτή ή προσταγή τά κυνήγησε, δέν ξαναγύρισαν ποτέ πιά.»
Ό ίδιος ό ούρανός ξαναγέμισε άπό άγγελικές εικόνες. Καθισμένος πάνω στό βουνό, ό 'Αντώνιος βλέπει νά περνοϋνε άνάμεσα στά σύννεφα πολυάριθμες σκηνές, σχεδόν πάντα φορτωμένες μέ προαγγελτικό νόημα: ό έρχομός άγνώστων πού πήγαιναν νά τόν έπισκέψθοϋν στήν έρημο, ή ψυχή τοϋ μαθητή του "Αμμωνα πού άνέβαινε στόν ούρανό τριγυρισμένη άπό άγγέλους· κι ό ίδιος καμμιά φορά βλέπει τόν έαυτό του νά φεύγει άπό τή γή σηκωμένος άπ' αύτούς. 'Ακούει συνομιλίες άόρατων δντων, παρακολουθεί παράξενα θεάματα: μιά μέρα, καθώς βγαίνει άπό τή σπηλιά του, άντιλαμβάνεται ένα τρομερό φωτεινό φάντασμα πού τ ό κεφάλι του άγγίζει τόν ούρανό καί πού μάταια προσπαθεί νά έμποδίσει τις ψυχές τών δίκαιων ν' άνέβουν στόν ούρανό· άλλοτε πάλι βλέπει τή γή όλόγυρά του σκεπασμένη ξαφνικά μ' ένα δίχτυ, βαλμένο άπό τούς δαίμονες. Ή πολύ ιδιαίτερη άτμόσφαιρα πού περιβάλλει τά τελευταία χρόνια τοϋ 'Αντώνιου, τά έπανειλημμένα όράματά του δπου βλέπει τόν ούρανό γεμάτο άγγέλους, τίς ψυχές τών νεκρών νά πορεύονται, αύτά τά φαντάσματα κι αύτά τά δαιμονικά δίχτυα πού σκεπάζουν τή γή, δλα αύτά θυμίζουν άναπόδραστα τή Δευτέρα Παρουσία, τέτοια δπως θά μπορούσε νά τή φανταστεί ένας άνθρωπος σάν τόν 'Αντώνιο. Τό θέαμα βρίσκεται στό έξής στόν ούρανό δσο καί στή γή. 'Εξάλλου, δταν ό 'Αντώνιος, τή στιγμή πού θριαμβεύει στήν Αίγυπτο ή αίρεση τοϋ "Αριού, θά φύγει άπό τή σπηλιά του γιά νά πάει στήν 'Αλεξάνδρεια νά καταγγείλει τή συμφορά τοϋ άριανισμοϋ, θά πει δτι «αύτή ή αίρεση είναι μία άπό τίς τελευταίες καί θά πρέπει νά προαναγγέλει τόν 'Αντίχριστο».
Πάνω σ' αύτό τ ό βουνό δπου άποσύρθηκε, ζώντας σάν τόν 'Αδάμ στόν παράδεισο, έχει γίνει κιόλας κάτοικος τοϋ ούρανοϋ, σύντροφος τ ώ ν άγγέλων. "Οταν θά πεθάνει, λίγο μετά, τ ό Ιδιο τ ό σώμα του θά άποφύγει τήν ψεύτικη λατρεία τών ζωντανών γιατί ό 'Αντώνιος θά άπαιτήσει άπό τούς μαθητές του νά τόν θάψουν σ' ένα μέρος μυστικό πού τ ό γνώριζαν μόνο έκεϊνοι. "Εξω άπό τ ό Βίο τοϋ 'Αντωνίου, άπ' δπου έχουν παρθεί τά προηγούμενα έπεισόδια δέν έχουμε άλλες πηγές γιά τά έργα καί τΙς ήμέρες τοϋ άγ(ου. Τά κοπτικά 'Αποφθέγματα πού άποδίδονται σ* αύτόν, άποτελοΰν άπλώς έρανίσματα άπό τούς λόγους του πού ύπάρχουν στό Βίο του. Τό κοπτικό συναξάρι, έξάλλου, διατήρησε μιά περίληψη άπό τ ό ν κοπτικό Βίο τοϋ 'Αντωνίου, ό όποιος παρουσιάζει κάμποσες διαφορές μέ τόν έλληνικό Βίο. Αύτές οί διαφορές δέν άναψέρονται τ ό σ ο στά Ιδια τά έπεισόδια δσο στόν τρόπο άφήγησης, άποκαλύπτουν δμως μέ άκρίβεια δλα αύτά τά στοιχεία ποϋ ξεχωρίζουν τόν Κόπτη άπό τόν "Ελληνα. Παρά τή συντομία τοϋ κειμένου, έχει κι έ δ ώ κανείς τήν έντύπωση πώς προσεγγίζει περισσότερο τόν γέροντα της έρήμου, τ ό ν άληθινό 'Αντώνιο: «Οί γονείς τοΰ 'Αντωνίου πέθαναν, άφοϋ ό 'Αντώνιος είχε φτάσει είκοσι χρονών. Τότε μοίρασε στοϋς φτωχούς τό βιός πού τοϋ είχαν άφήσει. Είχε μιά άδελφή καί τήν παράδωσε στίς παρθένες. Τοϋ άρεσε ή άφοσίωση καί ή μοναξιά. Ή λέξη μοναχισμός δέν ύπήρχε, άλλά όποιοσδήποτε ήθελε νά μείνει μόνος, έβγαινε έξω άπό τό χωριό του καί άφιερωνόταν στή λατρεία. "Ετσι έκανε κι ό μεγάλος 'Αντώνιος. Καί ό Σατανάς τόν πολεμούσε μέ δπλα τήν τεμπελιά καί τήν άνία: τοΰβαλε δίπλα του τό όμοίωμα μιάς γυναίκας πού λές καί κατοικούσε μαζί του καί αύτός τά άντεξε δλα αύτά...»
Τότε ό 'Αντώνιος άποτραβήχτηκε στό κενοτάφιό του καί « ό Σατανάς έδωσε διαταγές στούς στρατιώτες του νά τ ό ν πλησιάσουν μέ πολλές καί διάφορες μορφές, σάν θηρία, λύκοι, λιοντάρια, έρπετά, σκορπιοί, καί νά τοΰ έπιτεθεί τ ό καθένα τους γιά νά τ ό ν φοβίσει, άλλά, αύτός τούς κοροϊδεύε κι έλεγε: «"Αν είχατε δύναμη πάνω μου, ένας μόνο άπό σάς θά άρκούσε.» Καί τ ό τ ε ήττημένοι, γίνανε καπνός καί αύτός άναπαύτηκε άπό τοΰς κόπους καί τούς πειρασμούς. Ζύμωνε ό Ιδιος τ ό ψωμί του δυό φορές τ ό χρόνο καί τ ό έψηνε στόν ήλιο. Κανείς δέν μπορούσε νά μπει στήν κατοικία του, άλλά δλοι στέκονταν άπέξω κι άκουγαν τ ό λόγο του.» Καί καθώς ό 'Αντώνιος πέθανε, σ τ ό δρος Κολζούμ, σέ ήλικία έκατόν πέντε έτών, τ ό συναξάριο προσθέτει: «"Εζησε μέχρι τά βαθειά γεράματα χωρίς ή δύναμή του νά μειωθεί. Δέν τοΰπεσε οΰτε ένα δόντι.»
4. Ό
"Ενας
Λειμώνας τών 'Αγίων
άγιος
μεταξύ
τών άγγέλων:
ΠαΟλος
ό
Θηβαίος
«'Αρνήθηκαν τήν ύπαρξη του Παύλου του Θηβαίου διότι έζησε κρυμμένος», γράφει ό άγιος Ιερώνυμος άρχίζοντας τό Βίο τοϋ Παύλου τοϋ Θηβαίου, πρώτου έρημίτη. 'Απαραίτητη λογοτεχνική έπιφύλαξη, ή όποία δμως δέν έμπόδισε οΰτε τους σύγχρονους τοΰ άγιου Ιερώνυμου οΰτε τούς σύγχρονους κριτικούς νά έξακολουθήσουν ν' άμφιβάλλουν γιά τήν πραγματική ύπαρξη τοϋ Παύλου τοϋ Θηβαίου. Ή ζωή αύτοϋ τ ο ϋ μυστηριώδους άγίου έθεσε πολλά αίνίγματα, άλλά γιά μιά φορά, δλα συνηγορούν γιά νά μάς κάνουν νά πιστέψουμε πώς πρόκειται γιά ένα μυθικό πρόσωπο. Σέ καμμία στιγμή, ό Βίος τοϋ 'Αντωνίου δέν μιλάει γιά τών Παύλο τ ό Θηβαίο, άλλά κι άν άκόμα υποθέσουμε πως κάποιος όνόματι Παύλος είχε άποσυρθεϊ στήν έρημο της θηβαΐδας μερικά χρόνια πρίν άπό τ ό ν Α ν τ ώ ν ι ο , αύτός ό Παύλος είχε μικρή μόνο σχέση μ' έκεινον πού περιέγραψε καΐ ύμνησε ό άγιος 'Ιερώνυμος Έ δ ώ , ή άρετολογική και μυθολογική πρόθεση είναι τ ό σ ο ξεκάθαρη πού δέν ύπάρχει θέμα νά πάρει κανείς αύτό τ ό έ ρ γ ο κατά γράμμα. Πολλοί σχολιαστές έφτασαν σ τ ό σημείο ν ' άποδώσουν στόν άγιο κακόβουλες προθέσεις. Ζηλεύοντας τΙς έπιτυχίες πού γνώρισε ό Βίος τοϋ 'Αντωνίου, λέγεται πώς είχε άποφασίσει νά γράψει κι αύτός μέ τή σειρά του ένα βίο άγίου κι έτσι άνακάλυψε τ ό έ ν τ ε λ ώ ς φανταστικό πρόσωπο τοϋ Παύλου τόύ Θηβαίου καΐ τ ό έβαλε νά φεύγει γιά τήν έρημο πριν τόν 'Αντώνιο προκειμένου ν' άμφισβητήσει τήν πρωτοτυπία της έμπειρίας τοϋ 'Αντώνιου. Πράγματι, ό άγιος 'Ιερώνυμος έγραψε αύτόν τ ό βίο τοΰ Παύλου τοϋ Θηβαίου γύρω στά 374379, μιά έποχή άπου ζούσε ό Ιδιος άποτραβηγμένος στήν έρημο Καλχίδα τής Συρίας, άνατολικά τής 'Αντιόχειας· δηλ. άκριβώς λίγα χρόνια μετά τή μετάφραση στά λατινικά τοϋ Βίου τοΰ 'Αντωνίου άπό τόν Εύάγριον τόν Άντιοχέα. Σέ πολλά σημεία, ό άσκητισμός καΐ ή ζωή τοϋ Παύλου άπλώς έπαναλαμβάνουν — κάνοντας πιό έντονα — τά σημεία τής ζωής τοϋ 'Αντωνίου. Τέλος πρέπει νά παρατηρήσουμε πώς κανένα Ιστορικό ντοκουμέντο δέν άναφέρει τήν ύπαρξη τοϋ Παύλου τοϋ Θηβαίου, έκτός άπό μιά Ικεσία άπευθυνόμενη τό 382 στούς αυτοκράτορες Βαλεντιανό, Θεοδόσιο και Άρκάδιο, άπό μέρους τών κατοίκων τής πόλης της Όξυρύγχου στή Μέση-Αϊγυπτο, ή όποία μιλοϋσε γιά κάποιον «εύτυχισμένο Παύλο πού ζούσε άλλοτε στή θηβαΤδα, πού ήταν φημισμένος σάν Λόν 'Αντώνιο και τοϋ όποίου έξακολουθοϋν νά γιορτάζουνε τή γιορτή».
Αύτά είναι δλα δσα γνωρίζομε γιαυτόν, καί είναι πολύ λίγα1. "Ολα τά υπόλοιπα — κι αύτά τά υπόλοιπα είναι ό Βίος τοΰ Παύλου τοΰ Θηβαίου, πρώτου έρημίτη — είναι έξολοκλήρου έργο τοΰ άγιου Ιερώνυμου χωρίς νά ξέρουμε άν αύτός επιδόθηκε σέ μία φιλολογική άπάτη ή άν χρησιμοποίησε, καλόπιστα, διάφορα ντοκουμέντα γνωστά μόνο σ' αύτόν. Τό πρόβλημα άλλωστε δέν βρίσκεται έκεί. Πρέπει έπίσης νά πούμε πώς ή άπουσία κάθε ιστορικής πραγματικότητας κάνει άκόμα πιό ένδιαφέρον τό εγχείρημα τοϋ άγιου 'Ιερώνυμου γιατί έτσι μπορούμε νά συλλάβουμε ζωντανά τόν μύθο τοϋ ιδανικού άγίου. Ή δημιουργική μυθοποίηση έκφράζεται σέ καθαρή μορφή μέσα σ' αύτό τ ό έργο καί γιαυτό μπορούμε, καί δικαιολογημένα, νά θεωρούμε τό Βίο τοΰ Παύλου Θηβαίου σάν τό τελειότερο καί πιό θεωρητικό πρότυπο τής ζωής ένός άγίου μέσα στήν έρημο. "Αλλωστε, άπό έκείνη τήν έποχή θ' άρχίσει τ ό θέμα τοϋ καλού άγίου τής έρήμου νά εισβάλει στήν έλληνική, λατινική, κοπτική και συριακή λογοτεχνία, άκριβώς δπως τ ό θέμα τοϋ καλοϋ άγριου θά άποχτήσει τήν εύνοια τών γάλλων φιλοσόφων τοϋ 18ου αΙώνα. Είναι εύκολο νά κατανοήσουμε πώς τ ό σημαντικό, στήν περίπτωση, δέν είναι τ ό σ ο ή έπίδραση πού άσκησαν διαμέσου τών μισοφανταστικών, μισο-πραγματικών Βίων τους. 'Απέναντι στίς άναταραχές πού προκλήθηκαν στή 'Ανατολή καί τή Δύση άπό τίς βαρβαρικές εισβολές, στήν πτώση τής Ρωμαϊκής Αύτοκρατορίας, στήν έπίπονη γέννηση τής Βυζαντινής Αύτοκρατορίας μέ τίς έπιπτώσεις τους πάνω στίς Ιδέες, άπέναντι σ' δλα αύτά οί Βίοι τών άγίων τής έρήμου κουβαλάνε τήν έφησυχαστική είκόνα όρισμένων άνθρώπων, οί όποιοι, δντας έξω άπό τόν κόσμο καί τήν έποχή, κάνουν μιά ζωή πλαστή (καθώς άποτελεϊ ήδη μιά προεικόνιση τής αιωνιότητας ή τοϋ παράδεισου) μέσα σέ έρήμους δπου δέν φτάνει ή ταραχή τοϋ πολέμου κι άκούγεται μονάχα ή φωνή τών άγγέλων. Τίς φωνές τών άγγέλων, τίς άκοϋμε άκατάπαυστα μέσα σ τ ό βίο τοϋ Παύλου τού Θηβαίου. Δεσπόζουν στήν παραμικρή λεπτομέρεια τής ϋπαρξής του, και, σάν τίς νεράιδες πού περιτριγυρίζουν τήν κούνια τών πριγκηπόπουλων, τοϋ παρέχουν, άπό παιδί άκόμα, τίς καλύτερες προϋποθέσεις γιά νά γίνει κάποτε ένας μεγάλος άγιος: πλούσιοι γονείς πού πεθαίνουν γρήγορα, πράγμα πού θά επιτρέψει στόν Παϋλο νά πουλήσει τή ν κληρονομιά του καί ν' άφιερωθεΐ στή φτώχεια (γιατί, γιά νά είναι κανείς φτωχός στήν έρημο, πρέπει νά είναι πλούσιος στίς πόλεις- έτσι είναι ή παράδοση τών «ιδρυτών»), μιά άδερφή ήδη παντρεμένη, είδωλολατρική μόρφωση καί κουλτούρα πού δέν θά τοϋ δίνει καμμιά άπάντηση καί τήν όποία θά ξεφορτωθεί μαζί μέ τήν άδερφή του καί τά άγαθά του. Κοντολογίς, δεκαπέντε χρονών, ό Παύλος ό Θηβαίος φεύγει γιά τήν έρημο. 'Υπογραμμίζουμε τό πρόωρο αύτό κάλεσμα: ό 'Αντώνιος άκουσε τό «κάλεσμα» μόλις είκοσι έτών, ό Παύλος ό Θηβαίος τ ό άκουσε στά δεκαπέντε. "Ετσι πασχίζοντας νά φτάσουνε πίσω, στήν έφηβεία καί τήν παιδική ήλικία, θά βάζουν τελικά τοϋς μεγάλους άγιους νά φεύγουν γιά τήν έρημο σέ ήλικία δέκα κι άκόμα καί όχτώ έτών. "Ηδη ό θρύλος διαμορφώνεται καί έπιβάλλεται Μετά άπό πολλές μέρες πορείας, ό Παύλος ό Θηβαίος φτάνει στό δρος Κολζούμ (τό ίδιο στό όποιο θ' άποτραβηχτεϊ κατόπιν ό Α ν τ ώ ν ι ο ς ) κοντά στήν Ερυθρά Θάλασσα κι άνακαλύπτει μιά σπηλιά σέ μέρος παραδεισένιο: ένα έγκαταλειμένο κρυσφύγετο μιάς συμμορίας παραχαρακτών νομισμάτων άπό τόν καιρό τοϋ 'Αντώνιου καί τής Κλεοπάτρας. Τά έργαλεία τους, ένα άμόνι, σφυριά, είναι άκόμα πεταμένα κατάχαμα. Έκεϊ κοντά, ένας φοίνικας καί μιά πηγή θά παράσχουν στόν Παϋλο τά χρεώδη: νερό, καρπούς καί ύλικό γιά ντύσιμο. 1. Υπάρχει έπίσης καί ένας κόπτικος Βίος τοΰ Παύλου τοϋ Θηβαίου, άλλά φαίνεται πώς είναι μετάφραση ή «διασκευή» τοϋ λατινικού Βίου. Αύτή τουλάχιστον είναι ή θέση τοΰ R. Amelineau στή μελέτη του πάνω στούς κοπτικούς βίους τού άγίου Παχώμιου, τοϋ άγίου Μακάριου
και τοϋ άγίου
'Αντωνίου.
—«Αύτή ή σπηλιά, γράφει ό Ζάν Κοπέν, πού ήδη άναφέραμε, είναι περίπου σφαιρική καί τό νερό πού βγαίνει άπό τό βράχο μαζεύεται έκεϊ σάν σέ στέρνα. Βρήκαμε τό νερό σέ ύψος ένός ποδιού κι αύτό είναι δλο όσο μπορεί νά χωρέσει, γιατί, κάτω άπ' αύτό τό δριο, συναντάει άνοίγματα άπ' δπου γλυστράει μέσα στόν ίδιο τδν βράχο δπου έχει τήν πηγή του. Επίσης είδαμε πώς ή 'Ερυθρά θάλασσα άπεΐχε λιγότερο άπό μιά λεύγα άπ' αύτό τό μέρος κι άνεβήκαμε σέ μιά προεξοχή γιά νά έχουμε τήν άνεση νά τήν κοιτάξουμε καλά. "Ισως είχε είκοσι μέ είκοσιδύο μίλια φάρδος άπέναντι άπό τή σπηλιά αύτή, καί μας είπαν δτι άπ' αύτό άκριβώς τό μέρος διάβηκαν οί 'Ισραηλίτες. Καθώς ή μέρα ήταν πεντακάθαρη, άνακαλύψαμε στήν άλλη πλευρά τΙς δύο κορυφές τοϋ δρους Σινά, παρόλο πού ήμασταν περισσότερο άπό είκοσι λεύγες μακριά. Ή θάλασσα βρίσκεται άνατολικά άπ' αύτό τό μοναστήρι. Οί κορυφές τού Σινά βρίσκονται πρός τά νοτιοανατολικά· φαίνονταν έπίσης καί μερικά βουνά πρός τά δυτικά πολύ άπόμακρα μέ λίγα δέντρα- δ,τι άλλο μπορούσαμε νά διακρίνουμε ήταν έξολοκλήρου άγονο καϊ ξερό.» Έ κ ε ϊ έ ζ η σ ε ό Παύλος ό Θηβαίος έπί έ κ α τ ό χρόνια. 'Εκατό χρόνια σ χ ε δ ό ν θαυμ α τ ο υ ρ γ ή ς ζ ω ή ς π α ρ ό λ ο π ο ύ ό ά γ ι ο ς ' Ι ε ρ ώ ν υ μ ο ς τ ά βρίσκει δλα φυσιολογικά. « Ό φοίνικας γιά τόν όποϊο μίλησα τοϋ παρείχε δλα τά άναγκαια γιά τήν τροφή και τό ντύσιμό του, πράγμα πού δέν πρέπει νά φανεί άδύνατο, γιατί φέρνω μάρτυρα τόν Ίησοϋ-Χριστό καϊ τούς άγγέλους του, πώς σ' αύτό τό μέρος τής έρήμου πού άνήκει στήν περιοχή τών Σαρακηνών καϊ συνορεύει και μέ τή Συρία, έχω δει έρημίτες πού ένας τους κλεισμένος άπό τριάντα χρόνια μέσα σέ μιά σπηλιά, τρεφόταν μόνο μέ κριθαρόψωμο καϊ λασπόνερο, κι ίνας άλλος κλεισμένος μέσα σέ μιά παλιά στέρνα, κρατιόταν ζωντανός τρώγοντας πέντε σύκα τήν ήμέρα». Ό Παϋλος ό Θηβαίος έ ζ η σ ε άναμφίβολα καί μέ λ ι γ ό τ ε ρ α άπό τ ό σ α . Μέσα σ ' α ύ τ ή ν τ ή σπηλιά π έ ρ α σ ε μιά ζ ω ή άγγελική πού ό κόσμος θά τ ή ν ά γ ν ο ο ϋ σ ε άν ό θ ε ό ς δ έ ν είχε μηνύσει σ τ ό ν ' Α ν τ ώ ν ι ο τ ή ν ύπαρξη τ ο ϋ Παύλου τ ο ΰ Θηβαίου, λίγο πρίν άπό τ ό θ ά ν α τ ό τ ο υ . Ό ' Α ν τ ώ ν ι ο ς ή τ α ν τ ό τ ε έ ν ε ν ή ν τ α χ ρ ο ν ώ ν , άλλά άποφάσισε ά μ έ σ ω ς νά ξεκινήσει νά τ ό ν βρει. 'Από α ύ τ ό τ ό έπεισόδιο και πέρα, ό Βίος τοϋ Παύλου τού Θηβαίου γ ί ν ε τ α ι έ ν α ε ί δ ο ς ό ν ε ί ρ ο υ πού ξ ε τ υ λ ί γ ε τ α ι μέσα σ τ ή ν έρημο. Καταρχήν, ποΰ ζ ε ϊ ό Παύλος ό Θηβαίος; Ό ' Α ν τ ώ ν ι ο ς δ έ ν τ ό ξ έ ρ ε ι καί ξεκινάει σ τ ά τ υ φ λ ά . " Ο μ ω ς τ υ φ λ ά δ τ α ν λ έ γ ε σ α ι ' Α ν τ ώ ν ι ο ς καί ζ ε ι ς σ τ ή ν έρημο, είναι τ ό μάτι τ ο ϋ θ ε ο ϋ . Ή θ ε ί α Πρόνοια έχει τ ό ν ο ϋ τ η ς σ τ ό δ ρ ό μ ο τ ο ϋ άσκητή καί τ ο ϋ β ά ζ ε ι σημάδια μοναδικά: «Μόλις ξημέρωσε, ό άγιος 'Αντώνιος άρχισε νά βαδίζει χωρίς νά ξέρει πού πηγαίνει καί ήδη ό ήλιος έχοντας φτάσει σιή μεσημβρία του είχε ζεστάνει τήν άτμόσφαιρα τόσο πολύ ώστε τά πάντα έμοιαζαν νά φλέγονται, δταν είδε ένα πλάσμα πού είχε έν μέρει τό σώμα ένός άλόγου καί ήταν σάν αύτά πού οί ποιητές άποκαλοϋν 'Ιπποκένταυρους. Ό 'Αντώνιος, άμέσως μόλις τό διέκρινε δπλισε τό μέτωπό του μέ τό σωτήριο σημείο τοϋ σταυρού καί τοϋ φώναξε: «Ε! Σέ ποιό σημείο τής γής έδώ κατοικεί ό δούλος τοΰ θεού;» Τότε αύτό τό τέρας, τραυλίζοντας κι έγώ δέν ξέρω ποιά βάρβαρη γλώσσα καί μασώντας τά λόγια του άντί νά τά προφέρει καθαρά, πάσχισε νά βγάλει άπό τά τριχωτά χείλη του μιά μαλακή φωνή καί, άπλώνοντας τό δεξί του χέρι τοϋδειξε τόν πολυπόθητο δρόμο. Κατόπιν εξαφανίστηκε μπροστά στά μάτια έκείνου πού τόν είχε γεμίσει έκπληξη. Τώρα, άναφορικά μέ τό άν ξέρω δν ό Διάβολος γιά νά τρομάξει τόν άγιο, είχε πάρει αύτή τή μορφή ή άν αύτές οί έρημοι, τόσο πλούσιες σέ τέρατα, είχαν βγάλει αύτό τδ πράγμα, δέν θά μπορούσα νά είμαι γιά τίποτα σίγουρος.» Ό ά ν α γ ν ώ ο τ η ς θά π α ρ α τ η ρ ή σ ε ι δ τ ι α ύ τ ό ς ό Ί π π ο κ έ ν τ α υ ρ ο ς έμφανίζεται τ ό καταμεσήμερο. Α ύ τ ή τ ή ν ώ ρ α π α ρ ο υ σ ι ά ζ ο ν τ α ι π ά ν τ α οί δαίμονες, τ ό μεσημέρι, δ τ α ν θ έ λ ο υ ν νά βάλουν σέ δοκιμασία τ ό ν άσκητή καί νά τ ο ϋ προκαλέσουν σ τ ε ν ο χ ώ ρ ι α κι ά ν α ζ ή τ η σ η τ ώ ν έγκοσμίων. Παρά τ ά έπιφαινόμενα, ό Ίπποκέντ α υ ρ ο ς τ ο ύ ' Α ν τ ω ν ί ο υ δ έ ν είναι ά λ λ ο άπό έ ν α ν μεσημεριανό δαίμονα, έ ν α ν άπό
47
τούς άναρίθμητους αύτούς πειρασμούς πού έγγράφονται στό ένεργητικό της μοναξιάς καί τοϋ ζενίθ. Χάρη στίς υποδείξεις τοϋ τέρατος, ό 'Αντώνιος φτάνει στούς πρόποδες ένός βουνοϋ. Βλέπει μιά σπηλιά, βαθειά καί μαύρη: στό βάθος, γυαλίζει ένα φώς. Είναι ή κατοικία τοϋ Παύλου τοϋ Θηβαίου. Τότε, οί δύο γέροντες, πρόσωπο μέ πρόσωπο έπιτέλους, άρχίζουν, καταμεσίς στήν έρημο, τόν άκόλουθο έκπληκτικό διάλογο: «'Αφού άντάλλαξε τόν άγιο άσπασμό, ό Παύλος, κάθησε πλάι στόν "Αντώνιο καί άρχισε νά τοϋ λέει περίπου τά έξής: «Έδώ βρίσκεται αύτός ποϋ άναζητούσατε μέ τόσο κόπο καί πού τό σώμα του, μαραμένο άπό τά γερατειά, τό σκεπάζουν άσπρα μαλλιά γεμάτα λίγδα. Έδώ είναι ό άνθρωπος έκεϊνος πού είναι έτοιμος νά γίνει σκόνη. "Ομως, μιά καί ή φιλανθρωπία δέν βρίσκει τίποτα δύσκολο, πέστε μου σάς παρακαλώ πώς πάει ό κόσμος. Φτιάχνουν καινούργια χτίσματα στΙς πόλεις; Ποιός βασιλεύει σήμερα; Καί έξακολουθοϋν νά ύπάρχουν άνθρωποι τόσο τυφλωμένοι άπό τό λάθος πού νά λατρεύουν δαίμονες;»
Καθώς συζητούσαν έτσι, είδαν έναν κόρακα πού άφοϋ κάθησε σ' ένα δέντρο, πέταξε μαλακά πρός τό μέρος τους καί τούς έφερε ένα όλόκληρο ψωμί. 'Αμέσως μόλις έφυγε, ό Παϋλος άρχισε νά λέει: « Δ έ ς πώς ό φιλεύσπλαχνος καί άληθινά καλός θ ε ό ς μας έφερε νά δειπνήσουμε. Έ δ ώ καί έξήντα χρόνια παίρνω καθημερινά μ' αύτόν τόν τρόπο μισό ψωμί, άλλά άπό τή στιγμή πού ήρθες έσύ, ό 'Ιησούς Χριστός διπλασίασε τή μερίδα μου γιά νά δείξει τή φροντίδα πού καταδέχεται νά παράσχει σ' δσους παλεύουν στήν ύπηρεσία του.» Κατόπιν, άφοϋ καί οί δυό τους εύχαρίστησαν τό θεό, κάθησαν πλάι σέ μιά πηγή καθαρή σάν κρύσταλλο καί, θέλοντας ν' άφήσει ό ένας στόν άλλο τήν τιμή νά κόψει τό ψωμί, βάλθηκαν νά λογομαχούν μέχρι πού βράδυασε καί ό μέν Παϋλος έλεγε πώς ή φιλοξενία και τό έθιμο τόν ύποχρέωναν σ' αύτή τή χειρονομία, ό δέ 'Αντώνιος τήν άρνιόταν έξαιτίας τοϋ πλεονεκτήματος ποϋ έδινε στόν Παϋλο ή διαφορά τής ήλικίας. Τέλος, άποφάσισαν νά πιάσει ό καθένας τό ψωμί άπό τή μιά άκρη, νά τό τραβήξει πρός τό μέρος του μέχρι νά κοπεί καί νά κρατήσει αύτό πού θά τοΰμενε στά χέρια». Κατόπιν, πέρασαν μιά νύχτα προσευχόμενοι, καί ό Παϋλος ό Θηβαίος ένοιωσε πώς πλησίαζε τ ό τέλος του. Ζήτησε άπό τόν 'Αντώνιο νά γυρίσει στό έρημητήριό του γιά νά κοιτάξει νά τοϋ φέρει σάβανα. Ό 'Αντώνιος ξανάφυγε γιά τήν έρημο (άναμφίβολα γιά τ ό μοναστήρι τοϋ Πισπίρ), πήρε έναν χιτώνα καί ξαναγύρισε στή σπηλιά τοϋ Παύλου, τρεις μέρες άργότερα. Έκεϊ, είδε, «τό σώμα τοΰ άγίου πού είχε τά γόνατα στή γή, τό κεφάλι ψηλά καί τά χέρια άπλωμένα πρός τόν ούρανό. Στήν άρχή νόμισε πώς ήταν ζωντανός καί προσευχόταν καί κάθησε δίπλα του σέ στάση προσευχής. "Ομως καθώς δέν τόν άκουγε νά ψιθυρίζει δπως συνήθιζε δταν προσευχόταν, έπεσε πάνω στό λαιμό του γιά νά τόν άσπαστεϊ κι ένοιωσε πώς τό σώμα τοϋ άγίου, σέ μιά στάση τόσο εύλαβική, έξακολουθοϋσε νά προσεύχεται στό θεό παρόλο ποϋ ήταν νεκρό.»
Ό 'Αντώνιος τράβηξε τό κορμί έξω άπό τή σπηλιά γιά νά τό θάψει. 'Αλλά πώς; Τό έδαφος ήταν σκληρό καί αύτός δέν είχε κανένα έργαλεϊο γιά νά τό σκάψει. "Ομως, νά πού κατά τύχη, γιατί τά πάντα γίνονται κατά τύχη στή ζωή τοϋ Παύλου τού Θηβαίου, κι ώς και στό θάνατό του, «δυό λιοντάρια καταφθάνουν τρέχοντας άπό τά βάθη τής έρήμου, άνεμίζοντας τό μακρύ τους τρίχωμα γύρω άπό τό λαιμό τους». Ό 'Αντώνιος τρόμαξε στήν άρχή άλλά κατόπιν, ύψώνοντας τ ό πνεύμα του πρός τό θ ε ό έμεινε ήρεμος σάν νά είχε περιστέρια μπροστά του. Τά λιοντάρια
ήρθαν κατευθείαν σ τ ο σώμα τοϋ εύτυχισμένου γέροντα, στάθηκαν, καί χαΐδεύοντάς τον μέ τις οΰρές τους, πλάγιασαν στά πόδια του, καί κατόπιν έβγαλαν μεγάλα μουγκρητά γιά νά τοϋ δείξουν δπως μπορούσαν πώς τόν λάτρευαν. "Αρχισαν κατόπιν νά ξύνουν τή γη μέ τά νύχια τους καί πετώντας τό χώμα άπό τή μιά κι άπό τήν άλλη μεριά, έσκαψαν ένα λάκκο Ικανό νά χωρέσει τό σώμα ένός άνθρώπου. Ά μ έ σ ω ς μετά, λές καί ζήταγαν άνταμοιβή γιά τή δουλειά τους, ήρθαν κουνώντας τ ' αύτιά καί μέ κάτω τ ό κεφάλι πρός τ ό μέρος τοϋ Α ν τ ώ ν ι ο υ καί τοϋ έγλυψαν τά χέρια καί τά πόδια. Τότε, καταλαβαίνοντας ό Α ν τ ώ ν ι ο ς πώς τοϋ ζητούσαν τήν εύλογία του, ύψωσε τά χέρια πρός τόν ούρανό καί είπε: «Κύριε σύ πού χωρίς τή θέλησή σου οΰτε ένα φύλλο δέν πέφτει άπό τ ό δέντρο, καί οϋτε ένα τ ό σ ο πουλάκι δέν πεθαίνει, δώσε σ' αύτά τά λιοντάρια δ,τι νομίζεις σωστό». Καί κάνοντάς τους νόημα μέ τ ό χέρι, τά διέταξε νά φύγουν. Αύτός στάθηκε ό θάνατος τοϋ Παύλου τοϋ Θηβαίου. Σάν τή ζωή του κατά κάποιον τρόπο: άγγελικός. "Ενας
άγιος
μεταξύ
τών άνθρώπων:
ό
Παχώμιος.
Ή ζωή τοϋ Παχώμιου τοϋ ιδρυτή τοϋ κοπτικού μοναχισμού, μας όδηγεί α' έναν κόσμο έντελώς άλλης τάξης. Τό θαυμάσιο καί τ ό άγγελικό έξακολουθοϋν νά παίζουν σημαντικό ρόλο, άλλά δέν άποτελοϋν πιά τ ό μοναδικό ύφάδι τών πράξεων τοϋ άγιου. Ή ζωή τοϋ Παχώμιου είναι πάνω άπ' δλα ό καθημερινός μόχθος ένός άνθρώπου άποφασισμένου νά έγκαταστήσει μέσα στήν έρημο, τά πρώτα μοναστήρια τοϋ χριστιανικού κόσμου: αύτή ή Ιδέα φάνηκε τ ό σ ο παράξενη στοϋς ίδιους τούς συγκαιρινούς του πού άπέδωσαν τήν πατρότητά της σ' έναν άγγελο. Παρά τ ό θαυματουργό αύτό περιβάλλον, ή ζωή τού Παχώμιου δίνει έντούτοις τήν έντύπωση μιάς Ιστορικότητας άπειρα μεγαλύτερης άπό τού Παύλου τοϋ Θηβαίου καί τοϋ Αντώνιου. Γιατί; Υπάρχει έδώ ένας ούσιαστικός λόγος: πρόκειται γιά τ ό γ ε γ ο ν ό ς πώς, αύτή ή ζωή έφτασε μέχρις έμάς κυρίως μέσα άπό κοπτικές πηγές, καί ή κόπτικη γλώσσα (μητρική δλων τών άγίων «Ιδρυτών», τοϋ Αντώνιου, τοϋ Παχώμιου, τοϋ Μακάριου κτλ.) περιγράφει τά γεγονότα καί τοϋς άνθρώπους μέ τρόπο άπειρα πιό άδρϋ καί συγκεκριμένο άπ' δτι ή έλληνική καί ή λατινική. Είναι, κύρια, μιά γλώσσα μαρτυρίας καί περιγραφής, δέν είναι μιά καθαυτό λογοτεχνική γλώσσα. Προσφέρεται πολύ λιγότερο άπό τήν έλληνική γιά φιλοσοφικές ένοράσεις, κι άπειρα λιγότερο άπό τή λατινική γιά ρητορικά έ φ φ έ . "Αλλωστε, ή κόπτικη ύπήρξε άρχικά γλώσσα μετάφρασης προτού γίνει γλώσσα έκφρασης: μετάφραση της Καινής Διαθήκης, τών Βίων τών μαρτύρων, τ ώ ν άναρίθμητων άπόκρυφων γραφών ποϋ κυκλοφορούσαν στήν Αίγυπτο άπό τ ό ν 2ο αΙώνα. Καί άκριβώς τήν έποχή δπου πρέπει νά γράφτηκαν οί πρώτοι βίοι τοϋ Παχώμιου (γύρω στίς άρχές τοϋ 5ου αΙώνα) ή κόπτικη έγινε μιά καθαυτό λογοτεχνική γλώσσα. 'Εντούτοις, δ έ ν έχασε καμμία άπό τις άρχικές ά ρ ε τ έ ς της καί παρέμεινε ρωμαλέα, άμεση, έκπληκτικά λιτή. Αύτή ή αίσθηση της συγκεκριμένης λεπτομέρειας, τών λακωνικών λόγων, καί τών ξερών γεγ ο ν ό τ ω ν θά έπιτρέψει στούς κόπτες συγγραφείς νά μας παραστήσουν τόν πνευματισμό της χριστιανικής ΑΙγύπτου χίλιες φορές καλύτερα άπό τούς έλληνες ή τούς λατίνους συγγραφείς καί γι' αύτό θά έπικαλεστοϋ|ιε κατά προτίμηση τΙς μαρτυρίες έκείνων. Ή κόπτικη γλώσσα πηγαίνει κατευθείαν στήν καρδιά τ ώ ν πραγμάτων καί τ ώ ν όντων, είτε περιγράφει δράκο είτε άνθρωπο, είτε άγγελο. Ό βίος τοϋ Παχώμιου έφτασε μέχρις έμάς μέσα άπό μιά ποικιλία γραφτών
εκδοχών στίς διάφορες κόπηκες διαλέκτους: τή βοχαιρική και τή μεμφιτική (Δέλτα καϊ Κάτω Αίγυπτος), τήν άχμινική και τήν ύπο-αχμινική (στή Μέση Αίγυπτο) καϊ τή σαχιδική (στήν "Ανω Αίγυπτο). Αύτοϊ οί βίοι παρουσιάζουν όρισμένες διαφορές μεταξύ τους, συμφωνούν δμως δλες στό βασικό: τά κύρια έπεισόδια τής παιδικής ήλικίας τοϋ Παχώμιου καί ή διαδοχή τους είναι παντού ίδια. Ά π ό έκεϊ μπορεί κανείς ν ' άναπλάσει πάνω σέ άρκετά σίγουρες ιστορικές βάσεις τήν έκπληκτική ϋπαρξη τού πρώτου μοναχού. Ό Παχώμιος γεννήθηκε στά 286 στό χωριό Έ σ ν έ χ (σημερινό Ί σ ν α ) στήν "Ανω Αίγυπτο, καμμιά πενηνταριά χιλιόμετρα άπό τή Θήβα. Α ν τ ί θ ε τ α άπό τόν Αντώνιο, πέρασε τά παιδικά του χρόνια σάν ειδωλολάτρης. Καθώς δμως δέν θά μπορούσε νά γίνει άποδεκτό πώς ένας κατοπινός άγιος μπόρεσε έστω καί άθώα, νά λατρέψει είδωλα, ό Βίος του φροντίζει V άποδείξει πώς τά λάτρεψε έπιφανειακά μόνο. "Εκανε κάθε φορά έμετό τ ό κρασί τών θυσιών γιατί τ ό στομάχι του άρνιόταν νά χωνέψει τά τρόφιμα πού προσφέρονταν στά είδωλα. Ό Α ν τ ώ ν ι ο ς , σέ ήλικία είκοσι χρονών, βρέθηκε μπροστά στήν άποκάλυψη μιάς ζωής άφιερωμένης στό θ ε ό . Στόν Παχώμιο τό φαινόμενο άντιστρέφεται: άφιερώνεται σ τ ό θ ε ό χωρίς καλά-καλά νά τό ξέρει. Αύτή ή άντιστροφή φτάνει ώς τίς πιό μικρές λεπτομέρειες: ό Α ν τ ώ ν ι ο ς άκουσε τό κάλεσμα τοϋ 'Ιησού· ό Παχώμιος δταν μπήκε σ' έναν ειδωλολατρικό ναό, σέ ήλικία όχτώ χρονών, δέν άκουσε καμμιά φωνή: άντίθετα, έπαψαν νά μιλάνε ή νά προφητεύουν τά είδωλα. Γιά τόν Παχώμιο, τό κάλεσμα άποτελοϋσε ή ειδωλολατρική έκείνη φωνή πού σώπαινε μπροστά του. Χωρίς νά δοκιμάζει καμμιά έκπληξη μπροστά σέ τόσα θαύματα, ό Παχώμιος συνέχισε νά μεγαλώνει: είκοσι χρονών, στρατολογήθηκε διά τής βίας άπό τούς Ρωμαίους καί μιά ώραία μέρα ξεκίνησε μέ τόν ρωμαϊκό στρατό γιά τήν Άντινόη. 'Εκεί έμαθε γιά πρώτη φορά πώς ύπάρχουν στή γη δντα πού λέγονται «χριστιανοί, πού άφοσιώνονται μέ τή θέλησή τους στούς άλλους προτιμώντας τό μαρτύριο άπό τήν άρνηση της πίστης τους». "Εκπληκτος άπό τή γενναιοφροσύνη καί τήν εύγένειά τους, άρχισε νά τούς συναναστρέφεται στενά καί έκείνη περίπου τήν έποχή άποφάσισε ν' άφοσιωθεϊ σ τ ό θ ε ό τών χριστιανών. Ά μ έ σ ω ς μόλις άπαλλάχτηκε άπό τή στρατιωτική θητεία του, δυό-τρία χρόνια άργότερα, γύρισε πρός τ ό νότο κι έφτασε μιά ώραία μέρα στό Σενεσέτ (στά έλληνικά Χηνοβοσκίοή, «Χωριό έρημο καί τσουρουφλισμένο άπό τόν δυνατό καύσωνα. Τότε βάλθηκε νά κοιτάζει αύτό τό μέρος: δέν ύπήρχαν πολλοί κάτοικοι, μόλις μερικοί. Προχώρησε πρός τόν ποταμό, μπήκε σ' ένα μικρό ναό πού οί άρχαϊοι άποκαλοϋσαν Ψαμπισάραπη (τόπο τοΰ Σέραπη), στάθηκε όρθιος, προσευχήθηκε καί τό πνεύμα τοϋ θεού τόν παρακίνησε: «Πάλεψε καί έγκαταστάσου έδώ.» *Η ιδέα τού άρεσε καί έγκαταστάθηκε. Φύτεψε κάμποσα λαχανικά καί χουρμαδιές γιά τήν τροφή του καί γιά τούς φτωχούς τοϋ χωριού ή γιά τούς ξένους ποΰ θά περνούσαν άπ' τό ποτάμι ή άπ' τό δρόμο! Σ' αύτό τόν σχεδόν έγκαταλελειμένο τόπο βαφτίστηκε. Ά λ λ ά γρήγορα άποφάσισε ν' άλλάξει τόπο έξαιτίας τ ώ ν ύπερβολικά πολυάριθμων ξένων πού στάθμευαν γιά νά τόν δοϋν. Ποϋ νά πάει; "Ακουσε νά μιλάνε γιά κάποιον «παλιό στόν άσκητισμό» όνόματι Παλαμόν, πού ήταν έγκαταστημένος έκεϊ κοντά. Ό Παλαμόν ζοϋσε άποτραβηγμένος κοντά στό Χηνοβοσκίον πάνω σ' έναν έρημικό λόφο κοντά στήν μικρή έλληνική πόλη Διόσπολη. Ό Παχώμιος πήγε στήν κατοικία τοϋ Παλαμόν καί τοϋ χτύπησε τήν πόρτα. «'Αμέσως, ό γέρος κοίταξε άπό τό φεγγίτη καί τόν είδε. Τοϋ είπε, άπότομα: «Γιατί
50
χτυπάς;» Ή γλώσσα του ήταν μάλλον έντονη. Ό Παχώμιος τοϋ είπε: «θά ήθελα νά μέ κρατήσεις κοντά σου.» Στήν άρχή ό Παλαμών έφερε άντιρρήσεις: «Αύτό πού γυρεύεις δέν είναι κάτι τό τυχαίο. Πολλοί άνθρωποι έχουν κιόλας έρθει γυρεύοντάς το καί δέν τδχουνε βρει. Δέν μπόρεσαν νά τό άντέξουν... Τό καλοκαίρι, νηστεύω καθημερινά καί, τό χειμώνα, τρώω μέρα παρά μέρα. Ή τροφή μου είναι νερό, ψωμί καί άλάτι και κοιμάμαι πολύ σπάνια.»
Μπροστά σ' ένα τέτοιο «πρόγραμμα», ό Παχώμιος διπλασίασε τήν έπιμονή του καί ό Παλαμόν κατάληξε νά τόν δεχτεί κοντά του. Πίστευε πώς δέν θ' άργοϋσε νά φύγει. "Ομως ό Παχώμιος δέν ξανάφυγε, θ ά έμενε κοντά στό γέρο. Θά έμενε έφτά χρόνια. 'Εφτά χρόνια πού στή διάρκειά τους θά μάθαινε τόν άσκητισμό, τήν ύπακοή, τήν ταπεινότητα. Στίς νηστείες πού περιέγραψε παραπάνω τ ό «πρόγραμμα», προστίθεται ή στέρηση τοϋ ΰπνου. 'Εκεί βρίσκεται ένα άπό τά ούσιαστικά στοιχεία. «Νά μήν κοιμάσαι», «νά μένεις ξύπνιος», «νά ξαγρυπνάς» είναι μόνιμες συστάσεις τών μεγάλων άσκητών, πού προφανώς πρέπει νά τίς πάρουμε ύπόψη μας καί σάν κυριολεξίες καί σάν μεταφορές. Ό ϋπνος παρασύρει τόν άσκητή μέσα σ' έναν κόσμο αύταπάτης καί πλάνης, μέσα στό βασίλειο τοϋ Σατανά. Κάθε ώρα ύπνου έπιβαρύνει τήν πνευματική του άπελευθέρωση. θ ά πρέπει νά κοιμάται μόνο δσο τοϋ είναι αύστηρά άναγκαιο, καί άν είναι δυνατόν, δχι ξαπλωμένος γιά ν' άποφύγει τά δνειρα καί τή μαλθακότητα τής άνάπαυσης: καθιστός, σταυροπόδι ή άκόμα καί όρθιος άκουμπισμένος στόν τοίχο. Στά μελλοντικά μοναστήρια τοϋ Παχώμιου, αύτός ό κανόνας θά έφαρμόζεται μέ αύστηρότητα: Οί μοναχοί θά κοιμούνται πάντοτε καθισμένοι σέ χαμηλά έδρανα καί δχι ξαπλωμένοι. Ό ίδιος ό Παχώμιος, στό μοναστήρι του «πέρασε δεκαπέντε όλόκληρα χρόνια χωρίς νά κοιμηθεί ξαπλωμένος. Στεκόταν δρθιος μέσα στό κελλί του και άνακουφιζόταν στηριζόμενος μόνο λίγο στά κάγκελα, πράγμα ποϋ τόν έκανε νά ύποφέρει πάρα πολύ, άλλά ποϋ ύπέμενε ύπομονετικά.»
Αύτήν τήν άγρύπνια τήν διδάχτηκε κοντά στόν Παλαμόν τό βράδι, δταν γυρνούσε στόν έρημικό λόφο τής Διόσπολης Πάρβα ϋστερα άπό μιά όλόκληρη ήμέρα νηστείας καί προσευχής καί ξαπλωνόταν νά κοιμηθεί, ό Παλαμόν τόν ύποχρέωνε νά ξανασηκωθεί καί τόν έστελνε νά βαδίσει στήν έρημο ώρες όλόκληρες φορτωμένο μέ πέτρες, προκειμένου νά τοϋ διαλύσει τή διάθεση γιά τόν ϋπνο. "Οσο γιά τήν τροφή του, άποτελοϋνταν άπό νερό, ψωμί, άλάτι καί βραστά χόρτα. Σ' αύτά ό Παλαμόν πρόσθετε «λίγη στάχτη γιά νά τούς καταστρέψει τή γεύση». 'Αξίζει νά προσθέσουμε μιά λεπτομέρεια πού έχει τήν άξία της: τίς προσευχές τίς έκαναν όρθιοι, άκίνητοι, μέ σταυρωμένα τά χέρια. Αύτή ή στάση, πού άρχικός της προορισμός ήταν ή άμυνα στόν ϋπνο, κατέληξε νά γίνει τόσο κοινή ώστε ν' άποτελεί άπό μόνη της ένα Ιδιαίτερο είδος άσκησης, πού θά μπορούσαμε νά τοϋ δώσουμε τή βάρβαρη όνομασία στασιοναρισμός. Στασιοναρισμός σήμαινε νά στέκεσαι άκίνητος δσο τ ό δυνατόν περισσότερο, μέ τά χέρια σταυρωμένα ή σηκωμένα, έχοντας, πολλές φορές, ένα βάρος στούς ώμους. 'Αντιλαμβανόμαστε τ ό συμβολικό νόημα αύτής της στάσης: ό άσκητής γίνεται άκίνητος καί σιωπηλός σά νεκρός, καταργεί μέσα του κάθε αίσθηση γιά τόν έξω κόσμο σέ σημείο πού μιά μέρα, στή Συρία, κάποιος 'Ιάκωβος Νισίβης άφέθηκε νά τ ό ν θάψει τ ό χιόνι χωρίς νά τ ό άντιληφθεϊ! 'Αντίθετα άπό τόν 'Αντώνιο, ό Παχώμιος δέν θά περνούσε τόν καιρό του μέσα στοϋς τάφους. 'Ασκήτεψε σχεδόν πάντα «στό φώς τής ήμέρας», στούς μοναχικούς τόπους πού βρίσκονται κοντά στό Χηνοβοσκίον καί στή Διόσπολη
Πάρβα, τόπους ποϋ περιέγραψε λεπτομερειακά ό Ζάν Ντορές. Αύτοί οί τόποι διατήρησαν ώς τις μέρες μας, τή ζωντανή άνάμνηση τοϋ άγίου: «Στά περίχωρα τοϋ "Ες-Σαγιάτ (τό άρχαΐον Χηνοβοσκίον), δχι μακριά άπό τ ό Νείλο, ύπάρχει ένας όγκώδης ψηλός περίβολος μέ άσπρους τοίχους χωρίς παράθυρα, πού κλείνει γύρω-γύρω κάμποσες έκκλησίες καί παρεκλήσια στριμωγμένα τ ό ένα πάνω σ τ ' άλλο- καί πιό πάνω άπ' δλα ύψώνεται ένα παράξενο καμπαναριό μέ τοίχους δλο άνοίγματα- πρόκειται γιά τ ό Ντέιρ - άνμπτα - Πλαμούν — τό μοναστήρι τοϋ άββά Παλαμόν. Πιό μέσα, πρός τ ό έσωτερικό τής ένδοχώρας, κοντά στή Ντέμπα, ύψώνεται ένα άνάλογο κτίριο: τ ό Ντέιρ - έλ - Μαλάκ — τ ό μοναστήρι τοϋ 'Αγγέλου. Ά ν ά μ ε σ α σ' αύτά τά δυό μοναστήρια, πού σήμερα δέν έχουν μοναχούς, ύπάρχει μιά μικρή έσωτερική έρημος πού, σύμφωνα μέ τά κοπτικά κείμενα, στάθηκε ή έδρα τών πρώτων μοναστικών έργασιών τοϋ Παλαμόν και τοϋ μαθητή του: μπορεί άκόμα νά δει κάνεις μιά τρύπα πού, κατά τ ό θρύλο, ήταν έρημητήριο 1 ». Λίγο πιό μακριά, στά μέσα της μεγάλης άκτής τοϋ Ζαμπάλ-αλ-Ταρίφ, είναι σκαμμένοι φαραονικοί τάφοι. 'Ορισμένοι έχουν κοπτικές έπιγραφές, άλλοι ειδωλολατρικά χαρακτικά, γιατί «γιά λόγους πού δέν γνωρίζουμε, τ ό σημείο αύτό τιμοϋνταν Ιδιαίτερα κατά τήν έλληνική καί ρωμαϊκή έποχή. Σήμερα, άλλωστε, ένας μικρός ναός — άπέριτος άγιος τόπος μέ φούρνους γιά θυμιατά καί μερικές μεγάλες πέτρες — μαρτυρά, στά πόδια τοϋ λόφου, πώς είναι άκόμα ένας τόπος λατρείας 2 ». "Ετσι έζησε δ Παχώμιος μέσα σ' αύτό τ ό ν τόπο πού τόν κατοικούσαν άπό άνέκαθεν θεοί, δαίμονες καί πνεύματα καί ίσιος νά έμενε γιά δλη του τή ζωή κοντά στόν Παλαμόν άν, μιά μέρα πού βρισκόταν μόνος στήν έρημο, δ έ ν συναντούσε έναν άγγελο... Ή συνάντηση μέ τόν άγγελο είναι ένα άπό τά πιό φημισμένα έπεισόδια τής ζωής τοϋ Παχώμιου, μολονότι καμμιά άπό τίς πιό παλιές έκδοχές γιά τή ζωή του δέν τήν άναφέρει. Ή σαχιδική έκδοχή λέει μόνο πώς «άκουσε μιά φωνή πού έρχόταν άπό τόν ούρανό» καί ή βοχαϊρική, πού γράφτηκε πολύ άργότερα, μιλάει γιά «μιά φωτεινή προσωπικότητα». Πρόκειται προφανώς γιά μιά μεταγενέστερη προσθήκη, προορισμένη νά δικαιώσει καί νά προσδόσει κύρος - τοποθετώντας τη κάτω άπό σημάδια θεϊκά — σέ μιά άπό τίς άμφισβητούμενες πλευρές τοϋ έγχειρήματος τοϋ Παχώμιου: τήν ίδρυση τ ώ ν πρώτων μοναστηριών. Ά λ λ ά άς ύπενθυμίσουμε καταρχήν τά « γ ε γ ο ν ό τ α » . «Μιά μέρα, σύμφωνα μέ τή συνήθειά του, ό νεαρός Παχώμιος άρχισε νά περπατάει διαμέσου τής έρήμου, μέσα στό μεγάλο καί πυκνό δάσος άπό άκακίες. Ύπό τήν ώθηση τοϋ Πνεύματος, προχώρησε γύρω στά δυό μίλια μέχρι ποϋ έφτασε σ' ένα έγκαταλειμένο χωριό ποϋ λεγόταν Ταμπενέσι, στήν δχθη τοϋ ποταμού... Καθώς προσευχόταν, τοϋ ήρθε μιά φωνή άπό τόν ούρανό καί τοϋ είπε: «Παχώμιε, νά έγκατασταθεϊς έδώ καί νά χτίσεις τήν κατοικία σου. Πλήθος άνθρωποι θάρθουν κοντά σου καί θά ώφελήσουν τήν ψυχή τους.»
Στίς κατοπινές έκδοχές τ ό έπεισόδιο είναι άκόμα άκριβέστερο: έμφανίζεται ένας άγγελος στόν Παχώμιο, τοϋ δίνει όδηγίες καί τοϋ παραδίδει πάνω σέ μιά τσίγκινη πλάκα τ ό ν γραπτό κανόνα τ ώ ν μελλοντικών μοναστηριών του. Αύτή ή έρημος τής Άποκαλύψεως — δπως θά μπορούσε νά όνομαστεί — βρίσκεται κοντά σ τ ό χωριό Ταμπενέσι, πάνω στή δυτική δχθη τοϋ Νείλου, στά 1 . Jean Doresse, Les livres secrets du Gnostique d'igypte (Plon) σελ. 148. 2 . Jean Doresse, op. cit. σελ. 150.
52
περίχωρα της παλιάς πόλης τοΰ Ντεντεράχ. Έκεϊ άκριβώς έγκαταστάθηκε ό Παχώμιος γιά νά ύπακούσει στις όδηγίες τοΰ άγγέλου. Έκεϊ άκριβώς, θά Ιδρυε, λίγο άργότερα, τ ό πρώτο του μοναστήρι. Αύτό τ ό έπεισόδιο τού άγγέλου άπεικονίζει μέ δμεσο τρόπο τις παρατηρήσεις πού έγιναν στήν άρχή τοϋ προηγούμενου κεφαλαίου. Κάθε φορά πού μιά άνακάλυψη ή μιά πρωτοβουλία άνθρώπινη είχε σημαντικές συνέπειες γιά τούς άνθρώπους, είχαν τήν τάση άμέσως ν' άποδίδουν τήν πατρότητά της σ' ένα θεό, έναν ά γ γ ε λ ο ή έναν ήρωα. Στίς περιπτώσεις πού ήδη έχουμε άναφέρει (γραφή, φωτιά, γλώσσα) πρέπει νά προσθέσουμε κι έκείνη τών νόμων. Ή προέλευση τών νόμων άποδόθηκε σχεδόν πάντα σέ θεούς καί αύτήν τήν τάση τή βρίσκουμε στή έβραϊκή καί στή χριστιανική παράδοση. Οί Δέκα Ε ν τ ο λ έ ς καί ό Κανών τοϋ Παχώμιου έχουνε θεϊκή προέλευση. Ό Μωϋσής στήν κορυφή τοϋ Σινά, ό Παχώμιος στήν καρδιά τής έρήμου τοϋ Ταμπενέσι, παίρνουν άπό τά χέρια τ ο ϋ θ ε ο ϋ , ή τ ο ϋ άγγέλου, τΙς πέτρινες ή τσίγκινες πλάκες πού περιέχουν τ ό Νόμο κάτω άπό τ ό ν όποϊο θά πρέπει νά ζήσουν οί άνθρωποι. Στήν περίπτωση τοΰ Παχώμιου, ή έπίδραση της Βίβλου είναι τ ό σ ο πιό σαφής δσο πιό καθυστερημένα άναφέρεται τ ό έπεισόδιο τοΰ άγγέλου. Αύτό τ ό έπεισόδιο έπινοήθηκε σέ μιά έποχή πού τά παχωμιακά μοναστήρια είχαν πληθύνει κατά μήκος τοϋ Νείλου, πού σ τ ό ν Παχώμιο άποδίδονταν οί τιμές τών πιό μεγάλων ιδρυτών, κι είχε γίνει γιά τούς Κόπτες Μωϋσής. Πολύ γρήγορα, ό θρύλος έπικύρωσε — χάρη σ τ ό έπεισόδιο τής Πλάκας τοϋ άγγέλου — αύτό τ ό παράλληλο πεπρωμένο τ ώ ν δύο άνθρώπων. "Οπως καί νάχει, τ ό ούσιαστικό είναι πώς στόν Παχώμιο, σέ κάποια στιγμή τής ζωής του, ήρθε ή άποκάλυψη — ή ή Ιδέα — τοΰ προορισμού του: μέ τή δύναμη τοϋ παραδείγματός του νά παρασύρει τούς άνθρώπους έ ξ ω άπό τ ό ν κόσμο, νά τούς συσπειρώνει γύρω του, νά Ιδρύει μέσα στήν έρημο κοινότητες πού θά βασίζονταν σέ κανόνες και άρχές έντελώς καινούριες. Κι έ δ ώ έγκειται ό πυρήνας τοϋ προβλήματος, ή έξαίσια πρωτοτυπία τοϋ παχωμιακοϋ έγχειρήματος: νά Ιδρύσει μιά κοινωνία άνθρώπων «ξεκινώντας άπό τ ό μηδέν», νά όργανώσει τή ζωή τους καί τΙς σχέσεις τους σύμφωνα μ' ένα σύστημα πρωτότυπο, τ ό σ ο παράδοξο, πού οί συγκαιρινοί καί οί μαθητές του θ' άποδίδανε τή πατρότητά του σέ άγγελο. "Π κάνει λοιπόν ό Παχώμιος μετά τή συνάντησή του μέ τόν άγγελο μετά δηλ. τήν άποκάλυψη τής μοναδικής αύτής Ιδέας πού γίνεται ό φορέας της; Διστάζει. Μιά τέτοια Ιδέα τ ό ν άνησυχεί καί είναι φυσικό. Έκείνη τήν έποχή, ή τάση πού κυριαρχεί είναι ό μοναχικός άσκητισμός, & άναχωρητισμός: κάθε ύποψήφιος γιά τήν άσκητική ζωή πήγαινε κατ' άρχήν στή σχολή κάποιου παλιού, καί κατόπιν, μετά άπό ένα όρισμένο χρονικό διάστημα, συνέχιζε τό πείραμα μόνος του μέχρι νά γίνει μέ τή σειρά του κι αύτός παλιός. "Αν, κατά συγκυρία, ή φήμη τών θαυμάτων του ή τών άσκητικών κατορθωμάτων του προσέλκυε κοντά του πολύ κόσμο, τ ό τ ε αύτός έφευγε άκόμα μακρύτερα μέσα στήν έρημο λές καί ή διαρκής έπαφή μέ τόν δλλο ήταν έμπόδιο στόν άσκητισμό καϊ τή σωτηρία. Καί νά πού ό Παχώμιος άνακάλυπτε μέσα του τήν άνάγκη νά ζήσει μέ άλλους, νά προσελκύσει άλλους κοντά του, νά έγκαταλείψει τήν «πεπατημένη» ποΰ ώ σ τ ό σ ο στάθηκε άναγκαία γιά τόν άναχωρητισμό! Τ Ηταν ή σωτηρία τάχα δυνατή συλλογικά; Ή παρουσία τοϋ άλλου δέν είναι άξεπέραστο έμπόδιο γιά τόν άσκητισμό καί τ ό στοχασμό; Ναί, αύτή ή Ιδέα τόν άνησυχοϋσε σέ τέτοιο σημείο ώ σ τ ε νά διστάζει πολύ προτού πάρει μιά άπόφαση. θ ά τοϋ χρειαστεί μιά δεύτερη «προειδοποίηση» — μιά μέρα πού ήταν μόνος στήν δχθη τοϋ Νείλου κι έκοβε καλάμια — γιά νά πάρει έπιτέλους τό δρόμο τοϋ μοναχισμού. Αύτή τή φορά δέν ύπάρχει πιά δυνατότητα δισταγμού: ό Παχώμιος ύπακούει σ τ ό ν άγγελο. Μ' άλλα λόγια: ή Ιδέα του έχει ώριμάσει. Στό έξης ξέρει ποϋ πάει.
Έ ν τφ μεταξύ ό Παλαμόν πέθανε κι ό Παχώμιος μπόρεσε νά έγκατασταθεΐ μέσα στήν έρημο τοϋ Ταμπενέσι, δπου ήρθε νά τόν βρει ό άδερφός του, ό πρώτος του μαθητής. Μαζί μ' αύτόν κι ένώ δεχόταν τοϋς πρώτους ύποψήφιους γιά τόν άσκητισμό, θά έπιδοθεί σέ τρομερή σκληραγωγία: προσευχές σέ όρθοστασία, παρατεταμένη παραμονή στόν καυτό ήλιο φορώντας χοντρά πανωφόρια. Πράγματι, «Τυλίγονταν σέ χοντρές προβειές, πήγαιναν σέ μέρη ποϋ έκαιγε ό ήλιος, προσεύχονταν άπό τό πρωί ώς τό βράδυ καί σκληραγωγούνταν στή διάρκεια τών προσευχών τους. Δέν κουνούσαν οϋτε τά χέρια ούτε τά πόδια τους άλλά τά κρατούσαν άπλωμένα γιά ν' άποφύγουν νά τούς πάρει ό ύπνος. Γιά νά παλαίψουν καλύτερα ένάντια στόν ϋπνο, δέν γονάτιζαν ποτέ, και τά πόδια τους πρήζονταν άπό τήν κούραση και τά χέρια τους γέμιζαν αίματα γιατί δέν τά κατέβαζαν, οΰτε γιά ν' άποφύγουν τά σμήνη τών κουνουπιών πού τοϋς καταβρόχθιζαν. "Αν τοϋς χρειαζόταν ν* άποκοιμηθοϋν λιγάκι, κάθονταν στό μέρος δπου προσεύχονταν χωρίς ν' άκουμπάνε τήν πλάτη τους σέ τοίχο ή σέ στήριγμα.»
'Απ' αύτή τή μέρα καί μετά, ή ζωή τοϋ Παχώμιου θ' άλλάξει έκ βάθρων. Κοντολογίς, λέμε πώς ό άριθμός τών μαθητών του αύξήθηκε σέ τέτοιο σημείο ώστε τό προσωρινό χτίσμα πού είχε φτιάξει στό Ταμπενέσι κατέληξε νά είναι άνεπαρκές. Χρειάστηκε νά τό μεγαλώσουν καί νά χτίσουν άλλο, μερικά χιλιόμετρα πιό πέρα, κοντά στή Διόσπολη Πάρβα δπου ό Παχώμιος είχε κάνει τά πρώτα του άναχωρητικά πειράματα. Αύτό τ ό δεύτερο μοναστήρι έγκαταστάθηκε σέ άπόσταση μερικών ώρών μέ τά πόδια άπό τό Ταμπενέσι κοντά στό χωριό Φμποού ή Παμποού ποϋ πήρε καί τ' δνομά του. Περιττό νά προσθέσουμε πώς οί δαίμονες δέν έβλεπαν μέ καλό μάτι τό έγχείρημα τοϋ μοναχικού αύτοϋ άνθρώπου. θ ά άφηναν τόν Παχώμιο νά τούς ταπεινώσει; νά χτίσει καταμεσίς στήν έρημο — μέσα στό ίδιο τους τό βασίλειο — ούράνιες πόλεις; Άπό τήν ήμέρα πού έβαλε τό πρώτο λιθάρι στό μοναστήρι του, άρχισαν πειρασμοί πού δέν τόν άφησαν ποτέ ήσυχο. "Οταν ζούσε μόνος του μέ τόν άδελφό του, οί δαίμονες είχαν ήδη έπιδιώξει νά τόν βάλουν σέ πειρασμό, άλλά τότε ό Διάβολος είχε φανερώσει μιά άσυνήθιστη έλλειψη φαντασίας: λογουχάρη, τή στιγμή πού ό Παχώμιος έπρόκειτο νά γονατίσει γιά νά προσευχηθεί, «ό δαίμονας άνοιγε κάτω άπό τά πόδια του ένα είδος τρύπας γιά νά τόν φοβίσει καί νά τόν κάνει νά πάψει νά προσεύχεται στόν Κύριο».
ή πάλι, δταν καθόταν στό τραπέζι, οί δαίμονες «έρχονταν πρός τό μέρος του μέ τή μορφή γυμνών γυναικών ποϋ κάθονταν κι αϋτές στό τραπέζι γιά νά φάνε μαζί του. Τότε, ό άνθρωπος τοΰ θεού έκλεινε τά μάτια του καί τήν καρδιά του μέχρι πού νά έξαφανιστοϋν».
"Οταν ό Παχώμιος, έγκαταλείποντας τή μοναχική ζωή, θ' άναλάβει τό δύσκολο καθήκον νά συγκεντρώσει γύρω του μαθητές, τότε οί πειρασμοί του θά πάρουν άλλη μορφή. Δέν πρόκειται πιά νά μπει σέ δοκιμασία μόνο ό άσκητής, άλλά ό οδηγητής άνθρώπων. Δέν τοϋ περνάει τάχα, οΰτε γιά μιά στιγμή, ή ιδέα πώς είναι άρχηγός; Καί ιδού, τή στιγμή «πού γυρίζει στό μοναστήρι του, οί δαίμονες, γιά νά τόν περιγελάσουν, άρχίζουν νά βαδίζουν μπροστά του δπως βαδίζουν δσοι προπέμπουν ένα δικαστή, λέγοντας: «"Ας κάνουμε τόπο στόν άνθρωπο τοϋ θεού!»
Μήπως τόν άποθαρρύνει ή ιδέα πώς ένα έργο τ ό σ ο μοναδικό δέν μπορεί νά υπηρετήσει οΰτε τ ό θεό οΰτε τοΰς άνθρώπους, πώς κινδυνεύει ν' άποδειχθεϊ άχρηστο; Και νά πού άμέσως, «ένα πλήβος άπό δαίμονες μαζεύονται σέ δυό όμάδες ή μία άπέναντι άπό τήν άλλη, τραβάνε ένα φύλλο δέντρου καταβάλλοντος έξαιρετική προσπάθεια καί παρακινεί ό ένας τόν άλλο νά προσπαθήσει λές κι έπρόκειτο νά μετακινήσουν κανένα πολύ βαρύ βράχο. Κι δλα αύτά τά έκαναν αύτά τά δυστυχισμένα πνεύματα, μέ μόνο σκοπό νά τόν κάνουν νά γελάσει καί κατόπιν νά τόν κατηγορήσουν γι' αύτό.»
Γιατί στήν έρημο, άρκει κανείς νά γελάσει (άκόμα καί νά χαμογελάσει) γιά νά δεϊ τήν ώφέλεια του άπό μακρόχρονη σκληραγωγία νά χάνεται. Τό νά γελάσεις σημαίνει νά συνδεθείς, έ σ τ ω καί γιά λίγο, μέ τις άμψίβολες χαρές τοΰ χυδαίου κόσμου, νά ξαναπέσεις στά δίχτυα τ ο ϋ «αιώνα», νά παραμελήσεις τή σωτηρία σου. Γιά τ ό δαίμονα, τ ό γέλιο τού άσκητή είναι σημάδι τού δτι ό άνθρωπος δέν έπαγρυπνεΐ ένάντια στόν έαυτό του, καί πώς είναι δυνατό νά εισχωρήσει μέσα του ευνοώντας αύτή τή χαλάρωση. Είναι ήδη, πάνω σ' αύτή τή γή, πάνω σ τ ό πρόσωπο τοΰ άσκητή, ή γκριμάτσα τοϋ μελλοντικού καταδικασμένου. Νά γιατί τ ό γέλιο ή κάθε άλλη έλαφριά συμπεριφορά ήταν αύστηρά καταδικασμένη μέσα στά μοναστήρια καί τά έρημητήρια, γιατί είναι σά μιά πόρτα άνοιχτή στό δαίμονα. Στήν έρημο, καθένας πρέπει νά παρουσιάζεται άπέναντι σ' αύτές τίς επιθέσεις μέ τ ό αύστηρό καί κλειστό πρόσωπο ένός άνθρώπου πού έπαγρυπνεΐ ένάντια στή γοητεία τοϋ γέλιου. 'Επιπλέον, τ ό γέλιο μπορεί νά είναι δπως καί κάθε άλλη «έγκατάλειψη» στήν όποία μπορεί νά ύποπέσει ό άσκητής, σημάδι άλαζονείας, σημάδι μιάς ύπερβολικής αύτοπεποίθησης. "Ισαμε ποιό σημείο έχει ένας άσκητής τό δικαίωμα νά είναι περήφανος γιά τόν έαυτό του, νά είναι εύχαριστημένος μέ τόν άσκητισμό του ή μέ τ ό έργο του; Νά ή έκπληκτική απάντηση πού δίνει ό ίδιος ό Παχώμιος σ' αύτό τό έπεισόδιο: «"Οταν ό Παχώμιος τελείωσε τήν κατασκευή τοΰ μοναστηριού τής Μονκόζης, μέσα στό όποιο είχε στήσει μερικές κολόνες, αισθάνθηκε περήφανος γιά τό έργο του καί τό βρήκε ώραΐο. "Ομως άμέσως φοβήθηκε μήπως τό αίσθημα αύτό προερχόταν άπό ματαιοδοξία καί πίεσε τόν έαυτό του να μετακινήσει τίς κολόνες καί νά τίς κάνει νά γέρνουν προκειμένου νά κάνει τό χτίσμα νά φαίνεται λιγότερο εύχάριστο.»
Νά μιά έρμηνεία τής κοπτικής τέχνης πάνω στήν όποία ποτέ δέ στοχάστηκαν οί κριτικοί. Πράγματι, ποιός ξέρει μήπως όρισμένες πλευρές αύτής τής τέχνης, αύτό τό τραχύ καί συχνά παραμορφωμένο σχήμα τ ώ ν προσώπων, αύτή ή άπουσία κάθε αισθητικής μέριμνας στήν άρχιτεκτονική της δέν ήσαν άποτέλεσμα μιάς πέρα γιά πέρα συνειδητής άρνησης τής όμορφιάς; Ποιός ξέρει άν ή άσκήμια, ή άσυμμετρία αύτής τής τέχνης πού θεωρούνται στοιχεία άδεξιότητας, δέν γίνονταν αισθητές άπό τοΰς κόπτες «καλλιτέχνες», σάν μέσα σωτηρίας, σάν ένα είδος άντι-κσλλιτεχνικής άσκησης δπου ή άρνηση τής όμορφιάς θά έπαιζε τόν ίδιο ρόλο μέ τήν άρνηση τοϋ σώματος στή σωματική άσκηση: Ά π ό τή στιγμή πού ιδρύθηκε τό πρώτο μοναστήρι τοϋ Ταμπενέσι μέχρι τό θάνατο του στά 348 κατά τή διάρκεια μιάς έπιδημίας πανούκλας, ό Παχώμιος αφιερώθηκε όλοκληρωτικά στήν όργάνωση τής κοινοβιακής ζωής. Χρησιμοποιούμε έδώ τόν δρο κοινοβιακός σκόπιμα. Κοινοβίτης (άπό τ ό λατινικό coenobium: κοινότητα) σήμαινε έκείνη τήν έποχή καθέναν πού ζούσε μαζί μέ άλλους, έ ν ώ μοναχός είχε άκόμα τήν έννοια τοϋ άνθρώπου πού ζοϋσε μόνος
του. Στή συνέχεια, ό δρος μοναχός σήμαινε κι αύτός κάθε άνθρωπο πού ζούσε κοινοβιακά κι έγινε συνώνυμο τ ο ΰ κοινοβίτη. "Ομως τόν καιρό τοϋ "Αντώνιου καί τοϋ Παχώμιου, ή διάκριση ήταν άκόμα πολύ σαφής άνάμεσα στούς δύο τρόπους ζωής. Ό δρος μοναστήρι πού χρησιμοποιούν σχεδόν πάντα οί μεταφραστές τ ώ ν Βίων τοϋ 'Αντώνιου καί τοϋ Παχώμιου δέν πρέπει νά μάς ξεγελάει: τις περισσότερες φορές σημαίνει μιά σπηλιά ή μιά άπλή καλύβα άπό ξερόκλαδα δπου κάποιος ζει μόνος του. "Αφοϋ τ ό ξεκαθαρίσαμε αύτό, και γιά εύχέρεια συνεννόησης, θά χρησιμοποιούμε πάντα έδώ τή λέξη μοναστήρι μέ τήν τρέχουσα έννοιά της πού σημαίνει χτίσμα μέσα σ τ ό όποιο ζουν μοναχοί κοινοβιακά. Μέχρι τ ό θάνατό του, λοιπόν, ό Παχώμιος έκπλήρωσε τ ό κοινοβίτικο έργο του καί Ιδρυσε έννιά μοναστήρια. "Ολα τους βρίσκονταν άνάμεσα στή Θήβα πρός ν ό τ ο ν καί τ ό 'Αχμίν πρός βορράν, μέ κέντρο τήν περιοχή τοϋ Χηνοβοσκίου καί τ ο ΰ Ταμπενέσι, δπου ό Παχώμιος είχε κάνει τά πρώτα του πειράματα. Μετά τ ό Ταμπενέσι και τ ό Παμποσύ, Ιδρυσε διαδοχικά τά μοναστήρια τοϋ Σενεσ έ τ (πού είναι ή κοπτική όνομασία τοϋ Χηνοβοσκίου), τοϋ θμούσους (όνομάζεται καί Μουκόζη) κοντά σ τ ό προηγούμενο, στήν άριστερή δχθη τοϋ Νείλου κατόπιν πιό βόρεια, τά μοναστήρια θμπεού καί Τεσμινέ κοντά στό 'Αχμίν, καί τέλος, έ ν τ ε λ ώ ς πρός νότον, στά περίχωρα τ ώ ν Θηβών, τ ό μοναστήρι τοΰ Φνενούμ. "Ιδρυσε έπίσης, κοντά σ τ ό Ταμπού καί στό Τεσμινέ, δύο μοναστήρια γυναικών. Έ ά ν τοποθετήσουμε γύρω στά 318 τήν κατασκευή τοϋ πρώτου μοναστηριού, βλέπουμε πώς έπί τριάντα χρόνια ό Παχώμιος έκανε μιά ζωή έντελώς κοινοβιακή. Ή έμπειρία της μοναξιάς, τ ώ ν τάφων καί τών άγγέλων είχε τελειώσει. Γι' αύτόν, σ τ ό έξης ήταν δυνατόν νά είναι άσκητής ζώντας μέσα σέ μιά κοινότητα. ΤΙ ήσαν αύτές οί κοινότητες; Πάνω σέ ποιές άρχές ήταν όργανωμένη ή ζωή τ ώ ν μοναχών; "Ας θυμηθούμε καταρχήν δύο πράγματα: ό Παχώμιος ήταν τέκνο τής ειδωλολατρικής ΑΙγύπτου καί παρά τήν προσωπικότητά του καί τό χάρισμα τοϋ άνανεωτη, δέν θά μπορούσε ποτέ νά έπινοήσει ένα τύπο κοινωνίας, όλοκληρωτικά ξ έ ν ο πρός τ ό παραδοσιακό πνεύμα τής ΑΙγύπτου. Πολλά στοιχεία τών κοινοτήτων τοϋ Παχώμιου προέρχονται κατ' εύθείαν άπό τήν άρχαία Αίγυπτο- λογουχάρη, αύτοί οί οικοδεσπότες ή Ικέτες πού διευθύνουν «μέ τ ό δάχτυλο καί τ ό μάτι» τήν έργασία τ ώ ν μοναχών, θυμίζουν παράξενα τούς έπιστάτες της φαραονικής έποχης. Γιατί τ ό πείραμα τοϋ Παχώμιου δέν θά είχε ποτέ συναντήσει τέτοια έπιτυχία, άν δ έ ν είχε λάβει ύπόψη του τήν Ιδιαίτερη νοοτροπία τοϋ κόπτη χωρικοϋ. "Επειτα, δ έ ν πρέπει νά ξεχνάμε τόν σκοπό τοϋ Παχώμιου: πρώτα ν' άπομακρύνει τοϋς χριστιανούς άπό τόν κόσμο καί κατόπιν νά τούς συγκεντρώσει στούς κόλπους μιάς καινούριας κοινωνίας. Ό παχωμιακός κοινοβιτισμός δ έ ν θά είχε μπορέσει ποτέ νά ριζώσει στήν Αίγυπτο άν δέν είχε χρησιμοποιήσει και καναλιζάρει αύτό τόν ύπέρμετρο θαυμασμό γιά τήν έρημο καί τήν άρνηση τοϋ κόσμου, χαρακτηριστικά της ΑΙγύπτου έκείνης τής έποχής. Οΰτε πρός τή μάχη τοϋ άναχωρητισμοϋ άντιφάσκει. 'Αντίθετα, τήν προϋποθέτει. 'Ακριβώς δπως ό άναχωρητισμός μέσα στήν έρημο γίνεται έπαναστάτης ύπέρ τοϋ θ ε ο ϋ , έτσι καί τά παχωμιακά μοναστήρια πρόκειται νά γίνουν κάστρα τοϋ θ ε ο ϋ . θ ά Ισχυρίζονται δτι τ ό μόνο ποϋ κάνουν είναι ν' άποκαλύπτουν τ ό νόμο του (έξ οΰ καί ό θρύλος γιά τόν άγγελο πού μεταδίδει στόν Παχώμιο τήν άμεση θέληση τοΰ θ ε ο ϋ ) καί συχνά θ' άποτελέσουν έστίες άνυποταξίας άπέναντι στήν συγκαιρινή έξουσία. Καί πώς ζούσε ένας παχωμιακός μοναχός; Καταρχήν, μοναχός δέ γινόταν δποιος ήθελε; Ή άσκητική πειθαρχία πού είχε έπιβάλλει ό Παχώμιος ήταν τέτοια ώστε έπρεπε νά δοκιμαστεί ή ειλικρίνεια καί ή θέληση τού ύποψήφιου
56
προτού γίνει δεκτός στήν κοινότητα. "Εχουμε ήδη άναφέρει όρισμένες άπ' αύτές τΙς δοκιμασίες πού έπιβάλλονταν στούς μαθητευόμενους. Στή συνέχεια έγιναν ένα είδος έθιμοτυπίας, καί ήσαν περίπου οί ίδιες γιά κάθε ύποψήφιο: — νά τοϋ κλείνουν κατάμουτρα τήν πόρτα τοϋ μοναστηριού. — νά τ ό ν άψήνουν νά περιμένει πολλές ήμέρες (δέκα μέρες κατά τόν Κασσιανό) χωρίς νά τ ο ϋ άπευθύνουν τ ό λόγο, στήν είσοδο τοϋ κτιρίου. — νά τ ό ν ύποχρεώνουν νά προσκύνάει, νά ξαπλώνεται καταγής μπροστά σέ κάθε μοναχό πού έμπαινε κι έβγαινε, κτλ. Ά φ ο ϋ πέρναγε άπ' αύτήν τήν πρώτη δοκιμασία, ό ύποψήφιος γινόταν δεκτός σ τ ό έσωτερικό καί τ ό ν χρεωνόταν γιά κάμποσο διάστημα ό θυρωρός καί κατόπιν ένας «οικοδεσπότης». 'Εκεί έξακολουθοϋσαν νά «δοκιμάζουν» τή θέλησή του καί τήν άπομάκρυνσή του άπό τ ό ν κόσμο. Τοΰ άνέθεταν τΙς πιό άηδιαστικές άγγαρείες, πολλές φορές μάλιστα τόν έφτυναν κιόλας- άλλοτε τόν άγνοοϋσαν ή τ ο ϋ άνακοΐνωναν πώς ή μητέρα του, ή άδελφή του, ό γυιός του ή ό άδερφός του πέθαιναν καί ζητούσαν νά τ ό ν δοϋν, προκειμένου νά διαπιστώσουν κατά πόσον είχε πεθάνει μέσα τ ο υ κάθε δεσμός μέ τ ό ν κόσμο. 'Εννοείται πώς αύτές ol δοκιμασίες έποΐκιλλαν άνάλογα μέ τήν περίπτωση. 'Αφήνονταν γενικά στή διάκριση τοϋ άνώτερου. "Ομως, μιά καί ή ύπακοή καί ή πειθαρχία ήσαν άρχές προφανώς άξεχώριστες άπό κάθε κοινοβιακή ζωή, δέν πρόκειται νά σταθούμε έκεϊ. Πολύ πιό πρωτότυπη ήταν άντίθετα ή ίδια ή όργάνωση τών μοναστηριών: στή βάση βρισκόταν τ ό κελλϊ πού άποτελοϋνταν άπό τρεις μοναχούς. Δώδεκα κελλιά σχημάτιζαν έναν οίκο, τέσσερις οίκοι μιά φυλή καί δέκα φυλές ένα μοναστήρι. Ή συγκέντρωση τ ώ ν μοναχών γινόταν λοιπόν μέ τόν άκόλόυθο τρόπο: τρεις μοναχοί: κελλί· τριανταέξι μοναχοί: οίκος* έκατόν σαραντατέσσερις μοναχοί: φυλή· Χίλιοι τετρακόσιοι σαράντα μοναχοί: μοναστήρι. Τό σύνολο τής Τάξης (δταν έπρόκειτο γιά πολλά μοναστήρια) τ ό διοικούσε ένας άρχηγός. Αύτός ό άρχηγός ήταν πάντα ό Παχώμιος, καί δταν πέθανε, ό μαθητής του Θεόδωρος. Κάθε μοναστήρι είχε έναν έπικεφαλής ή ήγούμενο, καί κάθε οίκος έναν Ικέτη ή οικοδεσπότη. Ό κανόνας ήταν νά συγκεντρώνουν τούς μοναχούς κατά έπάγγελμα μέσα σέ κάθε οίκο: ύπήρχαν οίκοι γιά τούς σανδαλοποιούς, γιά τοΰς ύφάντες, γιά τούς βυρσοδέψες, τούς οίκονόμους, τ ο ύ ς ξυλουργούς, τούς σιδεράδες, κ.τ.λ. Πάνω άπ* αύτή τήν κατανομή, καθιερωμένη σύμφωνα μέ άρκετά άπλές και λογικές άρχές, έμπαινε μιά άλλη, πολύ πιό περίπλοκη καί μυστηριώδης πού τήν όνόμαζαν «κανόνα τ ο ϋ άγγέλου». Γι' αύτόν μπορεί κανείς νά ύποθέσει πώς στάθηκε προσωπική συμβολή τοΰ Παχώμιου: συνίστατο στή διαίρεση των μοναχών σέ είκοσιτέσσερις όμάδες σύμφωνα μέ τά εικοσιτέσσερα γράμματα τοϋ έλληνικοϋ άλφαβήτου (γιατί ή κόπτικη γλώσσα γραφόταν μέ τ ό έλληνικό άλφάβητο) άπό τ ό α ώς τ ό ω. Γιά πολύ καιρό πίστευαν πώς αύτή ή κατανομή συμπλήρωνε τήν κατανομή σέ οίκους, άλλά δέν μπορούμε νά βρούμε γιατί ό Παχώμιος θά θεσμοποιούσε διπλή διαίρεση σέ οίκους καϊ σέ γράμματα τοϋ άλφαβήτου. Ή κατανομή σέ οίκους ήταν σύμφωνη μέ τίς τεχνικές δεξιότητες τοϋ κάθε μοναχού. 'Αντίθετα, ή κατανομή σέ γράμματα έπρεπε νά έπιτρέψει τή συγκέντρωση τ ώ ν μοναχών σύμφωνα μέ τίς διανοητικές ή πνευματικές τους δεξιότητες. 'Απόδειξη δτι δ έ ν ήταν καθόλου αύθαίρετη. Δ έ ν είμαστε σέ θέση νά ξέρουμε δλες της τίς λεπτομέρειες, γιατί ol περισσότερες άπ' αύτές περιέχονται σέ δυό γράμματα τοϋ Παχώμιου πρός τούς διαδόχους του σέ γλώσσα άγνωστη, όνόματι «γλώσσα τοϋ άγγέλου» ή όποία, δέν έχει άποκρυπτογραφη-
θεί. Ά π ό τόν άγιο Ιερώνυμος ξέρουμε μόνο πώς τό γιώτα, τ ό άπλούστερο και μικρότερο γράμμα τοϋ άλφαβήτου, παρίστανε τους άγαθιάρηδες και άθώους μοναχούς, και τ ό γράμμα Χ όναφερόταν σέ μοναχούς μέ δύσκολη Ιδιοσυγκρασία. 'Εννοείται πώς κανείς μοναχός δέν έγνώριζε τ ό γράμμα του: μόνο ό άρχηγός, ό ήγούμενος καί οί ικέτες γνώριζαν τόν κώδικα. Ή άσκηση πού έφάρμοζαν οί παχωμιακοί μοναχοί ύπόκεινταν καί αύτή σέ πολύ αύστηρούς κανόνες, γιατί γρήγορα διαπιστώθηκε πώς ή συλλογική άσκηση παρουσίαζε προβλήματα πολύ διαφορετικά άπ' αύτά πού παρουσίαζε ή άτομική άσκηση. Ό μόνος κίνδυνος πού περικλείνει μιά άσκητική ζωή μέσα στή μοναξιά τής έρήμου, είναι ή άλαζονεία: άλαζονεία της δύναμης τού νά μπορεί κανείς νά κυριαρχεί πάνω σ τ ό σώμα του περισσότερο άπ* δσο χρειάζεται, νά καταργεί έντελώς τήν έξυπηρέτηση της σάρκας, νά θέλει νά ζήσει σάν άυλη ύπαρξη δντας άκόμα στόν έπίγειο κόσμο. Γιαυτό τ ό λόγο, οί παλιοί συνιστούσαν σωφροσύνη, καλούσαν τούς πρωτάρηδες νά μή νηστεύουν ύπερβολικά, νά μήν πιστεύουν πώς έχουν ξεπεράσει τίς άπαιτήσεις της σάρκας καί νά παίρνουν πάντα ένα έλάχιστο τροφής, έ σ τ ω καί παρά τή θέλησή τους, γιά ν' άποφύγουν τήν άλαζονεία. Μέσα στίς παχωμιακές κοινότητες, διαπιστώθηκε πώς ένας άλλος κίνδυνος παραφύλαγε τ ό μοναχό: ό κίνδυνος τής έπίδειξης· τ ό νά νηστεύεις καί νά σκληραγωγείσαι δχι γιά τ ό ν έαυτό σου άλλά γιά τούς άλλους μιά καί δλα γίνονται στά φανερά. Οί Βίοι τού Παχώμιου καί τοϋ μαθητή του Θεόδωρου είναι γεμάτοι άπό άνέκδοτα δπου βλέπει κανείς τόν άρχηγό νά κατακρίνει διαρκώς αύτή τήν έπίδειξη πού άναπτύσσεται κατά τήν άσκηση. Ό ρ ί σ τ ε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: γευμάτιζαν μία φορά τήν ήμέρα μέσα σέ μιά τραπεζαρία δπου σέρβιραν στούς μοναχούς βραστά χόρτα, φρούτα, ψωμί, καί νερό. "Αν ένας μοναχός ήθελε νά νηστέψει, μπορούσε νά τ ό κάνει μόνο στήν τραπεζαρία, καί συχνά έβλεπε κανείς κάποιο μοναχό νά σηκώνεται άπό τ ό τραπέζι χωρίς νά έχει άγγίξει τ ό γεύμα του. Αύτή ή κατάσταση έγινε γρήγορα άνυπόφορη γιατί άρκοΰσε ν' άπέχει έπιδεικτικά ένας μοναχός γιά νά αισθάνονται ένοχοι δλοι οί άλλοι καί νά αύτοκατηγοροϋνται πώς είναι πολύ χλιαροί στήν άσκησή τους. Στό τέλος κανείς δέν τολμούσε νά φ ά ε ι Γιά νά παρακάμψει αύτή τή δυσχέρεια, ό Παχώμιος έβαλε τούς μοναχούς νά φοράνε κουκούλες άρκετά φαρδειές ώ σ τ ε νά μπορεί ένας μοναχός νά καλύπτει τόν έαυτό του καί νά μπορεί νά τρώει μακριά άπό τά άδιάκριτα βλέμματα, χωρίς νά ξέρει τΐ κάνει ό διπλανός του. "Ετσι στή διάρκεια τών κοινών γευμάτων, δταν δλες οί κουκούλες ήσαν κατεβασμένες, αύτό άποτελούσε καί στήν κυριολεξία άλλά καί μεταφορικά, σημάδι ταπεινότητας! 'Εξάλλου, κατά γενικό κανόνα, στόν Παχώμιο δέν άρεσαν οί ύπερβολικά συχνές ή οί ύπερβολικά τραβηγμένες νηστείες. Σ' ένα τομέα δπου είναι τόσο δύσκολο νά χαράξει κανείς τή διαχωριστική γραμμή άνάμεσα στόν κόσμο τής άλαζονείας καί σ' εκείνον τής ταπεινότητας, καί μόνο τό γεγονός τοϋ ν' άρνηθεί κανείς μιά μπουκιά ψωμί έπαιρνε διφορούμενη έννοια' γινόταν άπό άλαζονεία ή άπό άνάγκη άσκησης; και ό Παχώμιος έφτασε στό σημείο ν' άπαιτεΐ άπό κάθε μοναχό νά τρώει σέ κάθε γεύμα « τ έ σ σ ε ρ ι ς ή πέντε μπουκιές ψωμί γιά ν' άποφύγει τήν ματαιοδοξία». Κατά τήν έργασία, ή άσκηση ήταν έπίσης κανονισμένη. Κάθε μοναχός έπρεπε νά εργάζεται καί νά φτιάχνει, πέρα άπό τίς έργασίες τοΰ οίκου του, μιά σχινόψαθα τήν ήμέρα τήν όποία καί άπίθωνε μπροστά στήν πόρτα τοϋ κελλιοϋ του. Μιά μέρα, ένας μοναχός άπίθωσε άπό ματαιοδοξία δύο. Τότε ό Παχώμιος τόν έκλεισε πέντε μήνες στό κελλί του καί τόν υποχρέωσε νά φτιάχνει δύο ψάθες τήν ήμέρα. 'Εννοείται πώς αύτά τά γυμνάσια, στήν τροφή, τόν ύπνο καί τή δουλειά
δεν ήσαν παρά ένα μέσο προορισμένο νά διευκολύνει τήν πνευματική άσκηση τοϋ μοναχού, νά έπιτρέψει κυρίως στόν έσωτερικό άνθρωπο, νά «σκοτώσει τόν εγκόσμιο άνθρωπο» κατά τήν έκφραση ένός άναχωρητη. Σ' αύτά τά γυμνάσια λοιπόν άντιστοιχοϋσαν γυμνάσια άλλου είδους προορισμένα νά σκοτώσουν τήν εύαισθησία, τίς συναισθηματικές έπιδράσεις, τήν άτομικότητα τοϋ μοναχού. Τό γέλιο λογουχάρη, άπαγορευόταν έπισήμως καί ή σιωπή ήταν κανόνας στή διάρκεια τ ώ ν γευμάτων, στήν έργασία καί σ' δλη τή διάρκεια τής ήμέρας. Τό «μάθε νά σωπαίνεις» ήταν βασικός κανόνας τ ώ ν παχωμιακών κοινοτήτων. "Ομως κανείς δέν μπορούσε νά «γλυτώσει άπό τή γλώσσα» άπό μιά άκαιρη λέξη, άπό μιά άτυχη φράση πού πρόδινε χυδαίες μέριμνες. Μιά μέρα, ό Θεόδωρος, ό βασικός μαθητής τοϋ Παχώμιου, είδε ένα μοναχό πού γύριζε άπό ταξίδι. « Ά π ό ποϋ έρχεσαι» τόν ρώτησε. Ό Παχώμιος ήταν μπροστά καί rine στό Θεόδωρο: «Θεόδωρε, πρέπει νά μάθεις νά έπιβάλεσαι στήν καρδιά σου Νά συνηθίσεις νά μή ρωτάς ποτέ κάποιον άπό ποϋ έρχεται ή ποϋ πάει, παρί,κτός γιά νά μάθεις ποϋ πάει ή ψυχή του». Ή Ιδιοσυγκρασία τ ώ ν κοπτών μοναχών προφανώς ύποτασσόταν δύσκολα σ' αύτή τή σιδερένια πειθαρχία. Οί καυγάδες, οί διαφωνίες, οί τσακωμοί ξέσπαγαν συχνά καί ό Παχώμιος έπρεπε νά καταστέλει αύτές τίς έκρήξεις άλαζονείας ή θυμού. «Γιατί, άγιε Πάτερ, δταν μοϋ άπευθύνουν λόγια σκληρά, θυμώνω άμέσως;» ρώτησε μιά μέρα ένας μοναχός. «Γιατί δταν χτυπάμε μέ τό τσεκούρι τήν άκακία, αύτή βγάζει άμέσως κόμμι», άπάντησε ό Παχώμιος.
Μέ τ ό θάνατό του, στά έξήντα, κατά τή διάρκεια μιάς έπιδημίας πανούκλας, «μεγάλος φόβος βασίλεψε σ τ ό κελλί έτσι πού συγκλονίστηκε τρείς φορές». Καί πολλοί παλιοί άφηγοϋνται: «Είδαμε στρατιές άγγέλων, τή μιά πάνω στήν άλλη, νά τόν κοιτάζουν κατόπιν νά μπαίνουν μπροστά του τραγουδώντας κι έτσι τό κελλί μέσα στό όποιο πέθανε είχε γιά πολλές μέρες μιά γλυκειά μυρουδιά».
Μ' άλλα λόγια, ό Παχώμιος είχε «σωθεί» καί τ ό πείραμά του είχε πετύχει. Τή στιγμή τοϋ θανάτου του, τά έννέα μοναστήρια πού είχε ιδρύσει στέγαζαν έξι μέ όχτώ χιλιάδες μοναχούς. Ό κοινοβιτισμός είχε γεννηθεί καί έπρόκειτο νά προοδεύσει γρήγορα μέσα σ' δλη τήν Αίγυπτο καί κατόπιν μέ διαφορετικές μορφές, στή Συρία, στήν Παλαιστίνη, τήν Καππαδοκία, τήν 'Ελλάδα καί τή Δύση. Γεννημένα άπό τή θέληση ν' άρνηθοϋν τόν κόσμο, τά παχωμιακά μοναστήρια «ξαναγύρισαν» στόν κόσμο σ τ ό βαθμό πού λόγω τής σημασίας τους, έφτασαν νά παίξουν μεγάλο ρόλο στή θρησκευτική, οικονομική καί πολιτική ζωή της χριστιανικής Αιγύπτου. Έ δ ώ βρίσκεται ή πιό παράδοξη πλευρά αύτοϋ τοϋ πειράματος: ξεκίνησε θέλοντας νά βρεθεί έξω άπό τ ό χρόνο καί τήν Ιστορία κι έγινε τελικά θρησκευτική δύναμη πού ή ύλική Ισχύς της έπηρέασε άκριβώς τήν Ιστορία. Ε ν τ ο ύ τ ο ι ς προβάλλει έδώ μιά άλήθεια: πώς είναι δυνατόν νά μεταβάλει κανείς τ ό ν άνθρωπο άν φροντίσει νά τόν κάνει νά ζει κάτω άπό τεχνητές συνθήκες (κι ό «κανών τοϋ άγγέλου» είναι, έξ όρισμοϋ, τεχνητός κανόνας). Έ ν πάση περιπτώσει, μέ τ ό θάνατο τοΰ Παχώμιου, ό άπολογισμός είναι ήδη θετικός: όχτώ χιλιάδες άνθρωποι πού ζοϋν έξω άπό τόν κόσμο, ύπό τ ό ν «κανόνα τοϋ άγγέλου». Οί συγκαιρινοί γελάστηκαν: Οί έρημιές τής "ΑνωΑίγύπτου γέμισαν άπό μοναχούς γιατί «κάτι» είχε γεννηθεί έκεϊ, ένας καινούριος τρόπος ζωής καί όργάνωσης, πού έμελλε νά μετατρέψει τήν έρημο τοΰ Ταμπενέσι σέ «λειμώνα άγίων», κατά τήν έκφραση ένός συγγραφέα τής έποχής.
59
5. Oi 'Αθλητές της 'Εξορίας I.
«"Οταν ol έγκόσμιοι άθλητές προετοιμάζονται γιά τόν άγώνα, τρέφουν τό σώμα τους μέ χυδαίες τροφές καϊ κατόπιν κατεβαίνουν στόν άγώνα. Παρόμοια, ol άθλητές τοϋ πνεύματος όφείλουν νά θωρακίζονται άπέναντι στούς δαίμονες μέ νηστείες καί προσευχές». Νεστόριος. Ό 'Αντώνιος κι ό Παχώμιος πεθαίνουν ό ένας μετά τόν άλλο γύρω στά μέσα τοϋ 4ou αίώνα. 'Από τή γέννηση μέχρι τ ό θάνατό τους, ή ζωή τους μοιάζει νά ξετυλίγεται σάν ένας άδιάκοπος στοχασμός καί μία πάλη πού διεξάγεται έξω άπό τόν χυδαίο χρόνο. Μέσα στήν «έσωτερική έρημο» τοΰ Κολζοϋμ ή πίσω άπό τούς τοίχους τ ώ ν μοναστηριών του Ταμπενέσι, ό 'Αντώνιος καί ό Παχώμιος δίνουν τήν αίσθηση μιάς ζωής βιωμένης έξω άπό τήν Ιστορία. Ή 'Ιστορία, έντούτοις, έπρόκειτο νά γνωρίσει σ' δλη τή διάρκεια αύτοϋ τοϋ 4ου αίώνα, μεγάλες άναταραχές, πού ό άπόηχός τους άκούστηκε μέχρι καί τίς πιό άπομακρυσμένες έρημιές τής Αίγύπτου. Αύτή ή άναταραχή στάθηκε ή έπίσημη άναγνώριση τοϋ χριστιανισμού άπό τ ό ν αύτοκράτορα Κωνσταντίνο, ή όριστική νίκη μιάς θρησκείας πού ήταν σέ κατάσταση διωγμού έπί τρεις αΙώνες: ή Αύτοκρατορία γίνεται χριστιανική, ή 'Εκκλησία γίνεται αύτοκρατορική. 'Ασφαλώς, μιά τέτοια άνατροπή δέν συμπίπτει, άκριβώς, μέ τή διακήρυξη τού περίφημου έδίκτου τοϋ Μεδιολάνου. Μπορεί μάλιστα κανείς νά πεί πώς τ ό φαινόμενο λειτούργησε άντίστροφα καί πώς διακηρύσσοντας ό Κωνσταντίνος έπίσημα τήν έλευθερία τής χριστιανικής λατρείας, άπλώς έπικύρωσε μιά πραγματική κατάσταση: τ ό όριστικό ρίζωμα τοϋ χριστιανισμού μέσα στήν orbis romanus. Τό έδικτο τ ο ϋ Μεδιολάνου δέν μπορούσε ν ' άλλάξει σέ τίποτα τίς πνευματικές πεποιθήσεις τ ώ ν χριστιανών άλλά διαφοροποίησε βαθιά τήν ύλική μοίρα τής 'Εκκλησίας. 'Επέτρεψε σ τ ό σύνολο τών πιστών νά συνειδητοποιήσει μιά πραγματικότητα πού δ έ ν είχε άκόμα φανεί καθαρά δηλ. τή σημασία τής 'Εκκλησίας σάν έγκόσμιας δύναμης, τ ό προφανές τής Ιστορικής της άποστολής. Χίλιες δυό λεπτομέρειες, χίλιες δυό άλλαγές στήν καθημερινή ζωή τ ώ ν χριστιανών βοήθησαν άλλωστε σ' αύτή τή συνειδητοποίηση. Μεταξύ άλλων, ή παύση τ ώ ν διωγμών. 01 χριστιανοί παύουν νά είναι έχθροί τής ρωμαϊκής αύτοκρατορίας, παράνομοι, « ά ν τ ά ρ τ ε ς » ή στασιαστές γιά νά γίνουν ύπάλληλοι ή σύμμαχοι τής νέας Αύτοκρατορίας. Στό έξής δέν ύπάρχει άσυμβίβαστο άνάμεσα στό νά είσαι χριστιανός καί σ τ ό νά είσαι ρωμαίος πολίτης. Βλέπουμε τ ό τ ε τούς χριστιανούς νά γίνονται «δημοτικοί άρχοντες, δανειστές άκόμα καί — πράγμα πού δέ σήμαινε καί μεγάλες δεσμεύσεις — ίεροφάντες τοϋ Δία... Οί άνώτατες άρχές, ξεκινώντας άπό έναν ειδωλολάτρη δπως ό Αύρηλιανός, στήν ύπόθεση τοϋ Παύλου τοϋ Σαμοσάτη, άρχίζουν ν' άντιμετωπίζουν τούς έπισκόπους δχι πιά σάν άρχηγούς ληστών άλλά σάν έξαιρετικά άξιοσέβαστους άξιωματούχους... 1 » Αύτοί οί τελευταίοι γίνονται, σχεδόν άπό τή μιά μέρα στήν άλλη, 1. Louis Bouyer, Saint Antoine et la spirituality du monachisme primitif (Editions de Fontenelle, 1950). Σημειώνουμε πώς αύτό τό φαινόμενο άναπαράγεται, σχεδόν ταυτόσημο, στίς μέρες μας, μέ τήν άναγνώριση τών κινημάτων έθνικισπκής άντίστασης, στίς χώρες τοϋ τρίτου ή τοϋ τέταρτου κόσμου- έκεϊ οί άρχηγοί μπορούν νά περάσουν άπό τή μιά μεριά στήν άλλη, άπό τή θέση τών δολοφόνων σ' έκείνη τών άξιοσέβαστων συνομιλητών καί κατόπιν τών πολιτικών ύπευθύνων.
60
επίσημες προσωπικότητες πού ό Τδισς ό Αύτοκράτορας τούς πληρώνει τά έξοδα μετακίνησης καί παραμονής τ ό ν καιρό τών σ υ ν ό δ ω ν βλέπουμε έπίσης τόν ένα ή τόν άλλο έπίσκοπο «πού είχε χάσει ένα πόδι, ένα χέρι ή ένα μάτι κατά τόν τελευταίο διωγμό, νά καμαρώνει δ,τι τοϋ έχει άπομείνει μέσα στά plaustra τοϋ dlus Augustus. Όλόκληρη ή 'Εκκλησία άκολουθεΐ τ ό κίνημα1». Εντούτοις, τή στιγμή άκριβώς ποϋ οί παλιοί «άντιστεκόμενοι» τής έποχής τ ώ ν διωγμών άνακαλύπτουν τή γλύκα τής συνεργασίας μέ τήν έξουσία, έμφανίζεται ένα άντίρροπο κίνημα πού φέρνει πρός τήν έρημο καί τήν άσκητική ζωή πολυάριθμους χριστιανούς κάθε κατάστασης: καταρχήν χωρικούς καί φυγόδικους, δούλους, μικροτεχνίτες καί κατόπιν πλούσιους κατοίκους τών πόλεων, «άνθρώπους τοϋ καλού κόσμου» άκόμα καί ύψηλά Ιστάμενους άξιωματούχους της αύτοκρατορίας. Μ' άλλα λόγια, δταν ένα μέρος τής 'Εκκλησίας μπαίνει στήν Ιστορία, ένα άλλο μέρος τήν άρνιέται βίαια καταφεύγοντας στήν άχρονική ζωή τής έρήμου. Δ έ ν πρόκειται έδώ γιά άπλή σύμπτωση. 'Ανάμεσα σ' αύτές τίς δύο πραγματικές καταστάσεις, ύπάρχει σχέση αίτίου καί άποτελέσματος, πού ύπογραμμίζεται άπ' δλους τοϋς Ιστορικούς — άπό τ ό ν Φερδινάνδο Λότ μέχρι τ ό ν ΛουΤ Μποουγιέ. Ή 'Εκκλησία, εύρύτατα διευρυμένη, γράφει ό Φερδινάνδος Λότ σ τ ό Τέλος τοϋ άρχαίου κόσμου, δ έ ν μπορεί πιά νά παραμείνει μέσα στήν κοινωνία τών άγνών καί τ ώ ν άγίων πού περιμένουν τή συντέλεια τών αΙώνων. Ταυτίζεται μέ τ ό ν «κόσμο» καί ύφίσταται τήν έκφυλιστική έπίδραση τής ζωής. Γιά νά ξεφύγει άπό έκεϊ ύπάρχει ένας μόνο δρόμος: νά ζήσει έξω άπό τόν κόσμο τεχνητά, άναζητώντας τήν έρημο ή τήν άπομόνωση, διάγοντας μιά μοναχική ζωή, κατά μόνας ή συλλογικά. Δ έ ν είναι τυχαίο δτι ό έρημήτικος καί κατόπιν μοναστηριακός άσκητισμός έμφανίζεται στήν 'Ανατολή τή στιγμή άκριβώς τοϋ θριάμβου τής 'Εκκλησίας. Γιατί ό μοναχισμός, δπως τ ό γράφει μέ τή σειρά του ό Λουΐ Μποουγιέ, είναι «ή ένστικτώδικη άντίδραση τοϋ χριστιανικού αίσθήματος ένάντια σέ μιά άπατηλή συμφιλίωση μέ τ ό παρόν τήν όποία μπορούσε νά φανεί πώς δικαιολογεί ή αύτοκρατορική μεταστροφή», μιά άντίδραση πού γιά νά τήν καταλάβουμε· πρέπει νά τήν «τοποθετήσουμε μέσα στό πλαίσιο τής κωνσταντινικής 'Εκκλησίας πού συμφιλιώνεται μέ τ ό ν κόσμο». 2 Γιατί; Γιατί πριν τή μεταστροφή τοϋ αύτοκράτορα Κωνσταντίνου, τ ό νά μείνεις χριστιανός σήμαινε νά διακινδυνεύσεις τά πάντα: ζωή, άγαθά, έργασία. "Υστερα άπό τή μεταστροφή, θά μπορέσει κανείς νά μείνει χριστιανός χωρίς νά διακινδυνεύει τίποτα. Ή φυγή πρός τήν έρημο είναι τ ό τ ε μιά άπάντηση σ' αύτή τήν καινούρια γοητεία, σ τ ό ν πειρασμό τ ο ϋ κόσμου, της έξουσίας καί τοϋ έφήμερου. Στήν όπτική αύτοϋ τού βιβλίου, αύτό τ ό φαινόμενο παίρνει καί άλλη μιά έννοια: τ ό τ έ λ ο ς τ ώ ν διώξεων σημαίνει γιά τή χριστιανική κοινότητα, τέλος τοϋ Ιδεώδους πρότυπου πού άποτελοϋσε ό άγιος μάρτυρας. Γίνεται αίσθητή ή άνάγκη ένός νέου πρότυπου μέσα άπό τ ό όποϊο ή έν λόγω κοινωνία θά μπορέσει νά συνεχίσει τ ό άντικοινωνικό της δνειρο. Γιατί τ ό τέλος τής παρανομίας καί ή έπίσημη άναγνώριση τής 'Εκκλησίας, γιά πολλούς χριστιανούς, δέ σημαίνουν καί τ ό τέλος τ ώ ν μαχών ένάντια σ τ ό ν κόσμο. Αύτές οί μάχες θά έξακολουθήσουν δπως καί κατά τ ό παρελθόν άλλά κάτω άπό μία άλλη μορφή, μέ τήν παρεμβολή τ ώ ν άναχωρητών της έρήμου. ΑύτοΙ έδώ θά έξακολουθήσουν — στήν ψυχή καί στό σώμα — νά παλεύουν ένάντια σ' αύτό τόν κόσμο πού άλλοτε τοϋς είχε καταδιώξει καί πού σήμερα μετατρέπεται σέ «κόλακα». 'Επίσης αύτές, οί «έμφανίσεις» λιονταριών καί θηρίων πού έπιτίθενται στούς άσκη1. Louis Bouyer, op. cit. 2. Louis Bouyer, L'Ascdse chr6tienne et le Monde contemporain. (Ed. du Cerf).
61
τ έ ς κατά τή διάρκεια τής όλανύχτιας άγρύπνιας τους, σ τ ό βάθος, δ έ ν είναι γιά τό χριστιανισμό παρά τά έξιδανικευμένα ισοδύναμα τών θηρίων πού ρίχνονται στούς μάρτυρες μέσα στήν άρένα. Πρόκειται γιά ένα καί τόν ίδιο άγώνα, πού άπάιτεϊ τΙς ίδιες φυσικές δυνάμεις, τ ό ίδιο ήθικό θάρρος, τήν ίδια μυστικότητα στήν πάλη: ό άγιος-άναχωρητής παίρνει τήν σκυτάλη άπό τόν δγιο-μάρτυρα, καί συνεχίζει μέσα στΐς έρήμους τις μάχες πού ξεκίνησαν άλλοτε μέσα στις άρένες: είναι πράγματι άθλητής τής έξορίας. Αύτό τ ό φαινόμενο δμως πού ισχύει σ τ ό έπίπεδο τοϋ άτομικσϋ άναχωρητή, άληθεύει στό συλλογικό έπίπεδο τοΰ μοναχισμού; Δ έ ν διακινδυνεύει, άλλάζοντας κλίμακα, ν' άλλάξει καί νόημα καί φύση; Καθόλου. Στό βαθμό πού οί χριστιανοί θά φύγουν δλο καί πολυαριθμότεροι γιά τήν έρημο, θά βρεθούμε μπροστά σ' ένα ταυτοτικό φαινόμενο, στή συγκρότηση μεγάλων κοινοτήτων ποΰ θά παλαίψουν ένάντια στόν κόσμο μέ τόν δικό τους τρόπο: συγκροτώντας τέχνη-τές κοινότητες διεπόμενες άπό πρωτότυπους κανόνες πού άρνοϋνται τούς κανόνες τοΰ χυδαίου κόσμου. Πρόκειται γιά ένα πολύ ένδιαψέρον φαινόμενο πού τ ό ξαναβρίσκουμε καί σέ άλλες ιστορικές περιόδους κάθε φορά πού μιά κοινωνία ξεκόβει άπότομα άπό τ ό παρελθόν της. Ή πρόσφατη συγκρότηση τ ώ ν λαϊκών Κοινοτήτων στήν Κίνα τοΰ Μάο Τσέ-Τούνγκ είναι ίσως ένα ιστορικό φαινόμενο τής αύτής τάξης. Καί στίς δύο περιπτώσεις, ή ρήξη μέ τ ό παρελθόν μεταφράζεται κυρίως σέ ρήξη μέ τά κοινωνικά συστήματα τοϋ παρελθόντος, μέ τήν ίδρυση κοινοτήτων πού οικοδομούνται γύρω άπό έναν πυρήνα πού δέν είναι πιά ό οικογενειακός πυρήνας (παχωμιακά μοναστήρια λογού χάρη καί κινέζικες κομμούνες). Καί μπορούμε νά δούμε ποΰ τείνει, τελικά, αύτή ή άπότομη ρήξη τών παραδοσιακών κοινωνικών δομών: στό νά δημιουργήσει έναν καινούριο άνθρώπινο τύπο, ποΰ ή άξία του δπως καί ή θέση του μέσα στήν κοινωνία θά κρίνονται μέ κριτήρια έ ν τ ε λ ώ ς πρωτότυπα. Ή Ιεραρχία τών παχωμιακών μοναστηριών, λογουχάρη, βρίσκεται συστηματικά στόν άντίποδα τής άλλης, κι άντίστροψα. Πρόκειται γιά τ ό γ ε γ ο ν ό ς δτι έφαρμόζονται ήδη α' αύτή τή γή, οί άρχές πού πρέπει νά διέπουν τήν όργάνωση τής ούράνιας Πολιτείας. Έ ν ώ ή χυδαία κοινωνία προάγει τΙς άτομικές άξίες κι εύνοεΐ κάθε τί πού έκφράζει τ ό 'Εγώ, ό κανόνας τ ώ ν παχωμιακών μοναστηριών ζητάει νά τσακίσει αΰτή τήν άτομικότητα, νά «ξαναχτίσει» τ ό ν άνθρωπο πάνω σέ καινούριες βάσεις πού άποτελοϋν άρνηση τοΰ 'Εγώ. «*Ηρθε, γράφει ό κοπτικός βίος τοϋ Μπγκούλ, ένας άπό τούς μαθητές τοϋ Παχώμιου καί ίδρυσε ένα μοναστήρι στήν περιοχή Σοχάγκ, κοντά στό 'Αχμίν· μάζεψε δλους τούς μαθητές του καί τοΰς έβαλε νά όμολογήσουν γραπτά πώς θά ζοϋνε δλοι τους μέ τόν ίδιο τρόπο κι ώς πρός τήν τροφή κι ώς πρός τό ντύσιμο, πώς δέν θά ύπάρχει μεταξύ τους καμμιά διαφορά, καί κανείς διαχωρισμός σέ δ,τι κι άν κάνουν, είτε αΰτοί είναι προϊόν τοΰ πνεύματος είτε τής καρδιάς...» Κοντολογίς, πρόκειται γιά τήν άνάζητηση αύτοϋ πού θά μπορούσε νά όνομαστει συλλογική ψυχή. Κι αύτό άκριβώς τ ό διείδε πολύ καλά ό Λουί Μποουγέ, σ τ ό δοκίμιό του γιά τήν πνευματικότητα τοϋ πρωτόγονου μοναχισμού δταν έγραφε πώς αύτός ό τελευταίος «παρήγαγε, μέ βιομηχανικό άς ποΰμε τρόπο, τά πρακτικά ισοδύναμα τών όρων πού, προηγουμένως, είχαν δοθεί έτοιμοι άπό τούς διωγμούς». Μ' άλλα λόγια, ό χριστιανός μοναχός άνοικοδομεϊ γύρω του, μέ τή μορφή άσκητικών καταναγκασμών, τ ό έπιθετικό σύμπαν τών παλιών διωγμών. Καί άκριβώς χάρη στίς συνεχείς άπαντήσεις πού δίνει σ' αύτές τίς «έπιθέσεις» (δπου οί δαίμονες παίζουν τ ό ρόλο πού άλλοτε κατείχαν τά είδωλα καί τά λιοντάρια) οικοδομεί προοδευτικά μέσα του μιά καινούρια προσωπικότητα. Σέ καινούριους κοινωνικούς καί πολιτιστικούς δρους άντιστοιχεΐ μιά καινούρια ϋπαρξη, καί στό βάθος μπορούμε νά πούμε πώς ό μοναχισμός, δπως έγινε άντιληπτός στήν
"Ανω - Αίγυπτο μέσα στίς παχωμιακές κοινότητες, ύπήρξε μιά ήμισυνειδητή μέθοδος γιά νά έπιταχυνθεί ή πνευματική καί βιολογική εξέλιξη τοϋ άνθρώπου. Σημειώνουμε τέλος πώς στήν Αίγυπτο τοΰ 4ου αιώνα οί οικονομικές συνθήκες ευνοούσαν στόν άνώτατο βαθμό τή γένεση καί τήν έπιτυχία αύτοϋ τοϋ πειράματος τ ώ ν διαφορετικών κοινωνιών. Μέσα στήν καθημερινή ζωή τοϋ κόπτη φελλάχου τ ο ϋ 4ου αίώνα, τίποτα δέν ύπήρχε πού νά μπορούσε νά τόν παρακινήσει νά δεθεί ούτε μέ τούς θεσμούς τοϋ παρελθόντος οΰτε μ' ένα κοινωνικό σύστημα τοϋ όποιου ήταν τ ό βασικό θύμα. Ή γη, έννοεϊται, δέν τοϋ άνηκε, ήταν άπλά σκλάβος στήν ύπηρεσία τοϋ γαιοκτήμονα (συχνά ξένου, "Ελληνα ή Ρωμαίου), καί ή ζωή του σάν άγρότης δέν πλεονεκτούσε καθόλου τής ζωής του σάν άναχωρητής. Πολυάριθμα άποσπάσματα άπό βίους άγίων τής έρήμου μας παρέχουν πολλές σχετικές πληροφορίες. Τί λέει, παραδείγματος χάρη, ό Βίος τοϋ Άγίου 'Αρσενίου; Ό 'Αρσένιος ήταν Ρωμαίος, άρχοντικής καταγωγής, πού γιά ένα διάστημα ύπήρξε άνώτατος άξιωματοϋχος στήν αύλή τοϋ Μεγάλου Θεοδόσιου (κατά τά τέλη τοϋ 4ου αίώνα), καί στή συνέχεια, σέ ήλικία σαράντα χρονών, άποφάσισε ν' άφιερωθεϊ στόν άσκητισμό καί έφυγε γιά τήν Αίγυπτο. Μιά μέρα πού ήταν άρρωστος, ένας μαθητής του τόν ξάπλωσε στό κρεβάτι καί τοϋ έβαλε ένα μαξιλάρι κάτω άπό τ ό κεφάλι. Τ Ηρθε ένας άναχωρητής νά τόν έπισκεφτεϊ καί σκανδαλίστηκε άπ' αύτή τήν «πολυτέλεια». Τότε ό μαθητής τοϋ 'Αρσένιου τοϋ είπε: «Τι έκανες προτού γίνεις έρημίτης; —"Ημουν άγρότης — Καί πώς ζοϋοες; — "Οπως καί τώρα: κοιμόμουνα καταγής, έτρωγα καθημερινά λίγες φακές, ψωμί καί λάδι. "Ομως ή ψυχή μου δέν ήταν νηφάλια — "Ε! λοιπόν, άπάντησε ό μαθητής τού 'Αντώνιου, αύτός έδώ πού βλέπεις ήταν άλλοτε παιδαγωγός τών παιδιών τοϋ αυτοκράτορα, είχε χίλιους ύττηρΐέτες καί κοιμόταν σέ πολυτελέστατο κρεβάτι. Τι διαφορά άνάμεσα στή δική του άλλοτινή κατάσταση καί στή δική σου πού ζούσες χειρότερα άπό τώρα. 'Εσύ, έγκαταλείποντας τά έγκόσμια, έγκατέλειψες μιά ζωή σκληρή γιά νά βρείς μιά πιό γλυκειά, ένώ ό 'Αροένιος έγκατέλειψε τήν άφθονία γιά χάρη τής φτώχειας.»
Βέβαια, πρόκειται κι έ δ ώ γιά ένα άπό τά διδακτικά έπεισόδια πού συναντάει κανείς σχεδόν ταυτόσημα μέσα σέ άλλους Βίους άγίων τής έρήμου. "Ομως φανερώνει καλά τΙς τρομερές συνθήκες μέσα στίς όποιες ζούσε ένας κόπτης χωρικός τοϋ 4ου αίώνα: δούλος πού έργαζόταν άκατάπαυστα, πού κοιμόταν μάλιστα καταγής, συχνά χωρίς στέγη νά τόν προστατεύει, καί πού δλη τή χρονιά, τρεφόταν μέ φάβα ή μέ φακές, μέ βραστά χόρτα καί ξερό ψωμί. Καταλαβαίνουμε λοιπόν, γιατί άπό τήν άρχή κιόλας τοϋ μοναχισμού καί μέ έξαίρεση τούς «ιδρυτές» πού είναι δλοι άπό εύκατάστατες οικογένειες, οί μοναχοί θά στρατολογηθούν σχεδόν άποκλειστικά άπό τήν τάξη τών γεωργών, τών μαστόρων, τ ώ ν άγροτών ποϋ κατοικούσαν σέ χωριά στίς δχθες τού Νείλου, καί γενικά μεταξύ τών άγροτικών καί έργαζομένων τάξεων. Ή ζωή στήν έρημο πρόσφερε «λύση > σ τ ό πρόβλημα τής καθημερινής έπιβίωσης και ταυτοχρόνως πρόσδινε στόν παλιό φελλάχο ένα γόητρο και μιά άξιοπρέπεια τήν όποία ήταν ανίκανος νά έχει σάν γεωργός, βοσκός ή βαρκάρης1. 1 Α Αύτ6 έξηγεΐ τό δτι πάντα οί άπόκληρες τάξεις είναι αύτές πού, κυρίως, προσφέρουν τό ανθρωπινό «ύλικό» τό καταλληλότερο κι έπιδεκτικότερο γιά νέα κοινωνικά πειράματα Τό ν ανήκεις, τόν 4ο αίώνα, στήν καλλιεργημένη κοινωνία τών πόλεων, δέ σήμαινε μόνο ν* απολαμβάνεις μιά όρισμένη πολυτέλεια, άλλά καί νά καθορίζεσαι άπό ένα τρόπο ζωής καί μιά άγωγή πού ήταν άντανάκλαση μιάς σχεδόν άναπόδραστης έπιλογής μέσα στήν κοινωνική βεντάλια τής έποχής. 'Αντίθετα οί άγρότες ήσαν σέ κάθε γενιά, έντελώς διαθέσιμοι γιά νέα καί ριζοσπαστικά πειράματα, έξοΰ καί ό προσηλυτισμός τους στό χριστιανισμό κατά τόν 3ο αίώνα καί κατόπιν ό έξίσου μαζικός ένθουσιασμός τους γιά τόν μοναρ χισμό κατά τόν 4ο αίώνα.
Καταλαβαίνουμε έπίσης γιατί τόαοι πολλοί δούλοι θά ζητήσουν άσυλο στά μοναστήρια καί θά καταλήξουν κι αύτοϊ μοναχοί καί έρημίτες. Kai αύτό σέ τέτοιο βαθμό, ώ σ τ ε ή φυγή τους στήν έρημο νά προκαλέσει σοβαρές κοινωνικές άναταραχές καί νά χρειαστεί ν' άντιδράσει άπό τόν 4ο κιόλας αίώνα. Ή έν Γάγγρα σύνοδος π.χ. (έγινε τ ό 342) άφορίζει τόν έπ(σκοπο Εύστάθιο και τοϋς μαθητές του έπειδή συμβούλεψε τοϋς σκλάβους νά έγκαταλείψουν τούς άφέντες τους καί νά γίνουν άσκητές. "Αλλωστε, δπως θά μπορούσε κανείς νά περιμένει, ή 'Εκκλησία θ* άναλάβει τήν ύπεράσπιση της κοινωνικής τάξης καί τών συμφερόντων τ ώ ν κυρίων καί τ ώ ν Ισχυρών. « Δ έ ν θά έπιτρέψουμε ποτέ, λ έ ε ι ένας Κανών τ ώ ν άγίων 'Αποστόλων τ ο ύ 4ου αίώνα, τέτοιο πράγμα πού προκαλεί θλίψη ατούς κυρίους στούς όποίους άνήκουν ol σκλάβοι καί πού σπέρνει τήν άναταραχή στίς έστίες...» Στή συνέχεια, ένα διάταγμα τοϋ αύτοκράτορα Βαλέριου όρίζει μάλιστα «νά έπαναφέρονται διά της βίας οί δούλοι πού κρύβονται μεταξύ τών μοναχών». Αύτή ή τάση κατέληξε μάλιστα νά έπηρεάσει τήν ίδια τήν άγιογραφία άφοϋ ένας κάποιος άγιος τοϋ 4ου αίώνα, όνόματι Θεόδωρος, «είχε τή δύναμη νά δένει τοϋς δούλους μέ άόρατα δεσμά πού έκαναν άδύνατη τ ή φυγή. "Αν, παρά τίς προφυλάξεις αύτές, ό κύριος έχανε τ ό δούλο του, είχε Τή δυνατότητα νά πάει νά κοιμηθεί τ ό βράδι στόν τάφο τοϋ άγίου. Κι έκεΐνος τοϋ φανέρωνε σέ δνειρο τ ό μέρος δπου είχε καταφύγει ό δούλος του. Φαίνεται σαφώς πώς ό άγιος Θεόδωρος προτιμούσε τούς κυρίους άπό τοΰς δούλους 1 ». "Ετσι ή Αίγυπτος θά γίνει πολύ σύντομα, άπό τίς άρχές κιόλας τοϋ 4ου αίώνα, «δεύτεροι "Αγιοι Τόποι» δπου « ό χριστιανικός έξισωτισμός, στηριγμένος στά κείμενα τής Καινής Διαθήκης, ή ίδέα τής 'Επουράνιας Πολιτείας, καί τό εξιδανικευμένο παράδειγμα τών πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων θά έκφραστοϋν μ' έξαιρετικό δυναμισμό» 2 . Κι' δλ' αύτά έπειδή ή Αίγυπτος γέννησε τ ό μοντέλο τοϋ άγιου-άναχωρητή, του άθλητή τής έξορίας καί νέου μάρτυρα τής έρήμου, έπειδή άποδέχτηκε καί άνέπτυξε κατά μήκος τοϋ Νείλου τίς περίφημες «τεχνητές κοινωνίες» τ ώ ν παχωμιακών μοναστηριών. "Ομως δποιος μιλάει γιά «'Αγίους Τόπους» μιλάει γιά προσκύνημα. Κιόλας άπό τ ό δ ε ύ τ ε ρ ο μισό τ ο ΰ 4ου αίώνα, θά έρθουν πράγματι πλήθη ταξειδιωτών στήν Αίγυπτο γιά νά έπισκεφθοϋν τ ο ϋ ς πιό φημισμένους άναχωρητές καί τά κυριότερα μοναστήρια: oi μέν άπό περιέργεια, άπό τήν έλξη πού άσκεί πάνω τους τ ό παράξενο, οί δέ, άντίθετα, γιά ν' άκολουθήσουν τή διδασκαλία τών μεγάλων άσκητών, νά γίνουν μαθητές τους καί νά παραστούν μάρτυρες τής παραδειγματικής ζωής τους. Οί πρώτοι άπλώς θά κάνουν ένα ταξίδι στήν Αίγυπτο καί δ έ ν θά δοκιμάσουν τήν τύχη τους πέρα άπό τά περίχωρα τής 'Αλεξάνδρειας, μέσα στις έρήμους τοΰ Βάντι-αν Νατροϋν ή πέρα άπό τήν κάτω Αίγυπτο. 'Ανάμεσα τους ύπάρχουν πολλοί κοινοί έπισκέπτες, πού ταξιδεύουν μόνοι τους μ' έναν όδηγό, μέ τά πόδια ή μέ μουλάρι, άλλά έπίσης καί πολλοί «άνθρωποι τοϋ καλού κόσμου», πλούσιες ρωμαίες κυρίες, συγκλητικοί ή άνώτεροι άξιωματούχοι τής Αύ-
1. Anne Hadjinicolaou, Recherches sur la vie des esclaves dans le monde byzantin (Institut I ranpais d'Athdnes 1956). 2. Haymond Ruyer, L'Utopie (P.U.F.)
64
τοκρατορίας πού μετακινούνται μέ μεγάλη συνοδεία. Τέτοια είναι ή περίπτωση τής ρωμαίας μεγαλοκυρίας Παύλας φίλης τοϋ δγιου Ιερώνυμου, ή όποία πέρασε μέ τήν άκολουθία της άπ' δλα τά κελλιά τ ώ ν άναχωρητών τής έρήμου Νιτρίας, ή έκείνης τής μυστήριας γαλάτισας κυρίας — λεγόταν Έθερία ή Έγηρία — ή όποία έγραψε καί μιά Peregrinatio ad sancta loca, καί ή όποία πέρασε άπό τήν Αίγυπτο στά τέλη τοϋ 4ου αίώνα, έπιστρέφοντας άπό ένα ταξίδι στήν Ιερουσαλήμ. "Η έπίσης κάποιος Ποστουμιανός, Ρωμαίος εύγενής, πού τ ό ν 5ο αίώνα ταξίδεψε σ' δλη τήν Αίγυπτο καί κατέγραψε πολλά άνέκδοτα πού τά χρησιμοποίησε ό Σουλπίκιος Σεβήρος στούς Διαλόγους του καί στό Βίο τοΰ άγίου Μαρτίνου. Οί δεύτεροι, δσοι ήρθαν στήν Αίγυπτο γιά νά μοιραστούν τή ζωή τών άναχωρητών, έφεραν άπό τήν έκεϊ παραμονή τους τις κυριότερες μαρτυρίες πού θά χρησιμοποιήσουμε σ' αύτό τ ό κεφάλαιο γιά νά περιγράψουμε τή ζωή στήν έρημο τ ώ ν « έ ν θ ε ω ν » . Πρόκειται κυρίως γιά τόν Παλλάδιο, τ ό Ρουφίνο τής Άκυληΐας καί τ ό ν Κασσιανό. Ό Παλλάδιος ήταν "Ελληνας άπό τ ή Γαλατία, πήγε στήν Αίγυπτο γύρω στά 388 μέ 390 καί έζησε δώδεκα χρόνια στήν έρημο τής Νιτρίας καί κατόπιν στήν έρημο τ ώ ν Κελλιών σά μαθητής τοϋ Μακάριου καί τοϋ Εύάγριου τοϋ Ποντικού. Μετά άπ' αύτό τ ό ταξίδι καί γύρω στίς άρχές τοϋ 5ου αίώνα (γύρω στό 420) έγραψε τήν περίφημη Λαυσαϊκή 'Ιστορία του (όνομάστηκε έτσι γιατί είναι άφιερωμένη στόν θαλαμηπόλο Λαύσιο), ή όποία άφηγεϊται τή ζωή, τά άσκητικά ανδραγαθήματα, τά θαύματα, τούς πειρασμούς καί τά λόγια τών κυριώτερων άναχωρητών τής Αιγύπτου. Ό δεύτερος, ό Ρουφίνος Άκυληΐας έχει γίνει διάσημος έξαιτίας τής φιλονικίας του μέ τ ό ν άγιο 'Ιερώνυμο σχετικά μέ τόν Ώριγένη. Γύρω στά 371 είχε συνοδεύσει στήν Αίγυπτο μιά ρωμαία μεγαλοκυρία τήν Μελανία τήν Αρχαία, καί είχε μείνει έξη χρόνια μέ τούς άναχωρητές τ ώ ν έρήμων τής Νιτρίας καί τής Σκητίας. Δ έ ν έχει γράψει μία προσωπική μαρτυρία γιά τ ό ταξίδι του στήν Αίγυπτο, άλλά έχει μεταφράσει άπό τά έλληνικά στά λατινικά τήν 'Ιστορία τών μοναχών τής ΑΙγύπτου, πού ή συγγραφή της άποδίδεται γενικά στόν άρχιδιάκονο Αλεξανδρείας, Τιμόθεο. (Γιά πολύ καιρό μάλιστα πιστευόταν πώς ό Ρουφίνος ήταν συγγραφέας τοϋ έργου). Κι έμεΐς λοιπόν έδώ, γιά λόγους εύχέρειας της γλώσσας θά άναφέρουμε πάντα τ ό Ρουφίνο σά συγγραφέα αύτής τής φημισμένης Ιστορίας1. "Εχει τ ό ίδιο θέμα μέ τήν Ιστορία τού Παλλάδιου, άλλά, σέ μερικά σημεία, παρουσιάζει πολύ ένδιαφέρουσες διαφορές. Σημειώνουμε έξάλλου πώς ό ίδιος ό άγιος'Ιερώνυμος, υστέρα άπό τίς άναταραχές πού συνέπεσαν μέ τήν παρουσία του στή Ρώμη καί μέ τ ό ν πρότυπο θάνατο τής μαθήτριάς του Βλεσίλλας, ταξίδεψε στήν Αίγυπτο στά 385 καί παρέμεινε κάμποσο καιρό στά άσκητικά κέντρα τής Νιτρίας καί τής Σκητίας. Ό τελευταίος ταξιδιώτης — ό Κασσιανός — έζησε, στά νιάτα του, πάνω άπό δέκα χρόνια κοντά στούς μοναχούς τής ΑΙγύπτου. Στή συνέχεια, ταξίδεψε στήν Κωνσταντινούπολη, τή Ρώμη καί τή Μασαλλία δπου έγινε έπίσκοπος καί στά 415 ίδρυσε ένα μοναστήρι άνδρών καί ένα γυναικών. Έκείνη περίπου τήν έποχή, πάνω δηλ. άπό είκοσι χρόνια μετά τ ό ταξίδι του στήν Αίγυπτο, έγραψε τούς θεσμούς τών μοναχών, τίς Συνομιλίες μέ τούς Πατέρες• αύτά τά έργα βρίθουν άπό συγκεκριμένες λεπτομέρειες γιά τή ζωή τών μοναχών καί τών άναχωρητών τής ΑΙγύπτου, άλλά άπό Ιστορική πλευρά, έλέγχονται πολλές φοΙ.Κατά τόν A.J. Festugtere (Les Moines d'Orient, Έκδ. du Cerf, 1961) ή Historia Monachorum in Aegypto δέν ήταν κάν έργο τοϋ Τιμόθεου, άλλά μιάς άνώνυμης όμάδας Παλαιστινίων μοναχών.
ρές σάν άνακριβή. Γραμμένα κυρίως άπό μοναχούς τής Προβηγκίας πού ol άσκητικές μέθοδές τους καί οί πνευματικοί προσανατολισμοί τους διέφεραν ουσιαστικά άπό τ ώ ν μοναχών τής Αίγύπτου, τά δύο έργα τοΰ Κασσιανοϋ μάς μαθαίνουν πολύ περισσότερα πράγματα γιά τούς μοναστικούς κύκλους τής Προβηγκίας κατά τ ό ν 5ο αίώνα παρά γιά τά μοναστήρια τής Αίγύπτου. Αύτό άλλωστε Ισχύει καί γιά τά κείμενα πού άναφέρθηκαν παραπάνω. Ή Λαυσαϊκή Ιστορία καί ή Ιστορία τών μοναχών τής Αίγύπτου περιέχουν πολλές συγκεκριμένες λεπτομέρειες καί «βιωμένα» άνέκδοτα γιά τούς άναχωρητές τής Αίγύπτου, άπέχουν πολύ έντούτοις άπό τ ό νά είναι ιστορικά έργα μέ τή μοντέρνα έννοια τής λέξης. Τά άφηγήματα τοϋ Παλλάδιου, τοΰ Ρουφίνου καί τοΰ Κασσιανοϋ φέρουν σ τ ό μέγιστο βαθμό σημάδια τ ώ ν άρετολογικών τάσεων πού ήσαν προσφιλείς στήν έποχή. Σκοπός αύτών τών προσκυνητών μοναχών δέν ήταν νά κάνουν στήν Αίγυπτο ένα κάποιο «ρεπορτάζ» ή ν' άναζητήσουν τόν έξωτισμό τής έρήμου. Εκείνο που άναζητοϋσαν σ' αύτούς τούς δεύτερους 'Αγίους τόπους, ήταν κυρίως μιά ήθική διδασκαλία, ένας ύποδειγματικός άσκητισμός, ή εικόνα κάποιου θαύματος ή κάποιου έκπληκτικοϋ γ ε γ ο ν ό τ ο ς πού θά μπορούσε νά βαθύνει τήν πίστη τους καί τ ό ζήλο τους. "Ολους αύτούς τούς άναχωρητές πού έπισκέπτονται καί πού μεταφέρουν τά λόγια τους, τούς έβλεπαν έξαρχής σάν πρόσωπα ένός γιγαντιαίου δράματος πού έφερνε σέ άντιμετώπιση τίς δυνάμεις τοΰ κακοϋ καί τοϋ καλοϋ μέσα στή μοναξιά τής έρήμου ... Άναπαρίστανται τά έπεισόδια αύτής τής μυθικής μάχης, -γράφονται έργα πού πλησιάζαν περισσότερο πρός τ ό «μυθιστόρημα» ή πρός τήν έποποιία παρά στήν ιστορική μαρτυρία. Έκεϊ άκόμα, πρέπει κανείς ν' άναζητήσει τήν ιστορία κόντρα σ τ ό κείμενο, μέσα στις κρυμμένες άλήθειες πού άθέλητα φανερώνει. Μέ τ ό θάνατο τοϋ Παχώμιου καί τοϋ 'Αντωνίου, πού μεσολάβησαν μερικά χρόνια διαφορά μεταξύ τους, οί κοινότητες πού είχαν ιδρυθεί άπό τούς δύο πρωτοπόρους, άριθμοϋσαν ήδη μερικές χιλιάδες προσήλυτους. θ ά έξακολουθοϋσαν, στή διάρκεια τοϋ 4ου αίώνα, ν' άναπτύσσονται κατά μήκος τοΰ Νείλου, άπό τ ό Δ έ λ τ α έως τή Συήνη, ξεκινώντας άπό δύο βασικές έστίες: τ ό Πισπίρ καί τ ό δρος Κολζούμ γιά τά 'Αντωνιακά μοναστήρια καί τ ό Ταμπενέσι γιά τά Παχωμιακά. Είναι περίεργο πώς δέν φαίνεται νά ύπήρχαν καί πολλές σχέσεις μεταξύ τ ώ ν δύο αύτών μεγάλων έστιών τοϋ μοναχισμού. Οί παχωμιακές κοινότητες άπομονωμένες βαθιά μέσα στήν "Ανω Αίγυπτο πάνω άπό έξακόσια χιλιόμετρα στά νότια τοϋ Δέλτα, θά μείνουν στήν πράξη άγνωστες γιά τά «τουριστικά » δρομολόγια καί γιά πολλούς ταξειδιώτες. Ό "Αγιος 'Αθανάσιος, συγγραφέας τοΰ Βίου τοΰ 'Αντωνίου, θά είναι ένας άπό τούς σπάνιους πού θά περιπλανηθούν μέχρι τ ό Ταμπενέσι, στή διάρκεια μιάς άπό τίς ύποχρεωτικές έξορίες του στήν έρημο- άνάμεσα στούς συγγραφείς πού άναφέραμε παραπάνω, ό Παλλάδιος στάθηκε έπίσης ό μόνος πού έπισκέφθηκε τά μοναστήρια καί τά άσκητικά κέντρα τής "Ανω Αίγύπτου. Κι άν ύποθέσει κανείς πώς άνθρωποι δπως ό Ρουφίνος ή ό Κασσιανός είχαν περιπλανηθεί μέχρι τ ό Ταμπενέσι, άναρωτιέμαι άν ή παραμονή τους μέσα στά παχωμιακά μοναστήρια μπορεί νά μάς πληροφορήσει σοβαρά γιά τούς κανόνες τους, τήν ιστορία τους καί τήν καθημερινή ζωή τών μοναχών. Νά τί λέει σχετικά ό Παλλάδιος:
«Είδαμε έπίσης στήν Αίγυπτο πολλούς άλλους μοναχούς. ΤΙ θά μπορούσε νά πει κανείς γι' αύτούς τούς θαυμάσιους άνθρώπους, τούς άπειρα πολλούς πού βρίσκονται στά περίχωρα τής Συήνης, στήν "Ανω θηβαΐδα, καί πού ή άρετή τους μπορεί νά φανεί άπίστευτη καθώς είναι τόσο πολύ άνώτερη άπό τών άλλων άνθρώπων; Γιατί άκόμα καί σήμερα άνασταίνουν νεκρούς καί βαδίζουν πάνω στά νερά δπως ό άγιος Πέτρος...»
66
Ή άπομακρυσμένη θέση αύτών τ ώ ν μοναστηριών φαίνεται νά έχει συμβάλλει πσλυ στά νά γίνουν θρύλος. ΟΙ έρημιές τής "Ανω - Αιγύπτου, πρακτικά άπρόσιτ ε ς γιά τους ταξιδιώτες, δημιουργούσαν τήν έντύπωση πώς περιέχουν πολύ θαυμασιότερους άναχωρητές άπ' δ,τι οί άλλες περιοχές τής χώρας, καί οί άφηγήσεις πού θ' άρχίσουν νά κυκλοφορούν γιά τούς άσκητές, άπό τόν 5ο αίώνα καί μετά, θά είναι άπό τίς πιό έλκυστικές της κοπτικής φιλολογίας. Μέσα σ' αύτά τά κείμενα, ό άναχωρητής γίνεται ένα πρόσωπο μόλις άνθρώπινο, πού τίς περισσότερες φορές ζει άνάμεσα σέ ζώα καί άποφεύγει άκόμα και τή «μυρουδιά τού άνθρώπου». "Ενα άπ' αύτά τά κείμενα άνακαλύφθηκε καί μεταφράστηκε άπό τόν Ρομπέρ 'Αμελινώ κι έχει γιά τίτλο Τό ταξίδι ένός αίγύπτιου μονάχου στήν έρημο, καί μπορεί νά τ ό θεωρήσει κανείς πρότυπο τού είδους.
«'Υπήρχε κάποιος άναχωρητής όνόματι Παφνούκιος. Μίλησε στούς πατέρες ποϋ άγαποϋσαν τό θεό καί νά τΐ τοϋς είπε: «Είμαι ό Παφνούκιος καί μιά μέρα, μού ήρθε ή έπιθυμία νά πάω στά βάθη τής έρήμου γιά νά δω άν ύπήρχε έκεϊ κανένας μοναχός. Περπάτησα τέσσερα ήμερόνυχτα χωρίς φαΐ καί νερό. Τήν τέταρτη μέρα έφτασα σέ μιά σπηλιά καί προτοϋ μπω μέσα, χτύπησα τήν πόρτα, κατά τή συνήθεια τών άδελφών, γιά νά βγει ό άδελφός καί νά τόν άσπαστω. Περίμενα. Χτυπούσα τήν πόρτα ώς τά μεσάνυχτα: κανείς δέν άπάντησε.»
(Σκηνή τυπική της ζ ω ή ς στήν έρημο. Τ Ηταν συχνά συνήθεια τ ώ ν άναχωρητών νά μήν άνοίγουν στούς έπισκέπτες ούτε στούς μαθητές άλλά νά τούς άφήνουν νά περιμένουν δσο τ ό δυνατό περισσότερο γιά νά διαπιστώσουν τήν έμμονή τους. 'Ορισμένα κείμενα κάνουν λόγο γιά μαθητές πού χτυπούσαν δύο ή τρεις μέρες συνεχώς!) «Είπα μέσα μου: «"ίσως δέν ύπάρχει κανείς άδελφός ο' αύτό τό μέρος». Μπήκα μέσα στή σπηλιά φωνάζοντας: «Εύλόγησέ με, πάτερ!» "Οταν μπήκα μέσα, κοίταξα γύρω μου: είδα έναν άδελφό καθισμένο κάτω καί σιωπηλό. "Απλωσα άμέσως τό χέρι μου, κι έπιασα τό μπράτσο του. "Εγινε σκόνη μέσ' τό χέρι μου. Φηλάφησα δλο του τό σώμα καί διαπίστωσα πώς είχε μείνει έτσι άπό τότε πού πέθανε. Κοίταξα γύρω μου, καί είδα ένα πανωφόρι. "Οταν τόπιασα έγινε κι αύτό σκόνη. Τότε σηκώθηκα, έκανα μιά προσευχή, πήρα τό πανωφόρι μου, σκέπασα τό νεκρό, έσκαψα στή γή, τόν έθαψα, βγήκα.»
(Συχνό κι αύτό τ ό θέμα στή φιλολογία τίς έρήμου. 'Εννοείται πώς δέν είναι έντελώς φανταστικό: τ ό ξ ε ρ ό καί καυτό κλίμα τής "Ανω-Αίγύπτου έπαιξε κάποιο ρόλο σ' αύτή τήν άποξήρανση καί διατήρηση τού πτώματος. "Ομως ή λογοτεχνική χρήση αύτοϋ τοΰ άνεκδότου προδίδει έπίσης μιά μέρινα τυπικά αιγυπτιακή: τή φυσική διατήρηση τών νεκρών. 'Εμφανίζεται έξάλλου μέσα στήν κοπτική λογοτεχνία τήν έποχή πού οί χριστιανοί παύουν όριστικά νά γίνονται μούμιες. Πρόκειται γιά κάτι περισσότερο άπό σύμπτωση.) «Ξανάρχισα νά περπατάω μέσα στήν έρημο, μέχρι τή στιγμή πού βασίλεψε. Κοίταξα γύρω μου καί είδα ένα κοπάδι βουβάλια. "Ενας άδελφός βάδιζε μαζί τους. "Οταν πλησίασε είδα πώς ήταν γυμνός: τά μαλλιά του σκέπαζαν τή ντροπή του καί τόν τύλιγαν σά ροϋχο. "Οταν μέ πληοίασε, φοβήθηκε, νόμιζε πώς ήμουν φάντασμα. Σταμάτησε καί προσευχήθηκε διότι είχε πολλές φορές δοκιμάσει τόν πειρασμό. Είδα πώς ήταν γεμάτος φόβο καί πλησίασα: «Γιατί φοβάσαι; Κοίταξε, είμαι κι έγώ άπό σάρκα καί όστά». 'Αλλά έκεΐνος, σήκωσε τά μάτια του πρός τόν ούρανό, άπήγγειλε μιά προσευχή κι είπε άμήν.»
(Άκόμα ένα πολύ τυπικό άνέκδοτο. Ή έρημος είναι τό Βασίλειο τοϋ άόρατου καί τοϋ ύπερφυσικοϋ. Ά π ό έκεϊ προέρχεται ό ένστικτώδικος δισταγμός τών άναχωρητών μπροστά σέ κάθε έπισκέπτη πού έρχεται πρός αύτοϋς κυρίως άν εμφανίζεται τ ό σούρουπο, δπως είναι στήν περίπτωση αύτή, διότι: ή είναι άγγελος καί πρέπει νά φερθεί κανείς σεμνά, ή είναι δαίμονας καί πρέπει νά τόν άποφύγει, ή είναι άνθρωπος καί, σ' αύτή τήν περίπτωση, θά πρέπει νά κάνει κανείς τή δουλειά του είτε μέ τόν ένα είτε μέ τόν άλλο τρόπο.) Καί τ ό ταξίδι συνεχίζεται: «Ξαναπήρα τό δρόμο μου καί περπάτησα έφτά μέρες. "Υστερα άπό έφτά μέρες, κοίταξα πίσω. Είδα κάποιον ποϋ περπατούσε κι αύτός. Τά μαλλιά του έπεφταν πάνω στό σώμα του σά χαίτη λεοπάρδαλης, γιατί ήταν γυμνός. Φύλλα κάλυπταν τόν άνδρισμό του» Καθώς προχώρησε, μ' έπιασε φόβος κι άνέβηκα στήν κορυφή ένός βράχου. 'Εκείνος πλησίασε στό βράχο, ρίχτηκε στή σκιά του, άποκαμωμένος άπό τίς ταλαιπωρίες τής πείνας, τής δίψας καί τοϋ καύσωνα τής έρήμου. Είχε υποφέρει πολύ. Σήκωσε τά μάτια του καί μέ κοίταξε. Μοϋ άπεύθυνε τό λόγο: «Κατέβα, άνθρωπε τοϋ θεοϋ, γιατί κι έγώ άνθρωπος είμαι. Βρίσκομαι στήν έρημο γιά τό θεό.» Είπε άκόμα: «Είμαι ό Μπενοφέρ (στά έλληνικά: 'Ονούφριος). Έδώ καί έφτά χρόνια είμαι σ' αυτήν τήν έρημο καί κοιμάμαι στά βουνά σάν άγρίμι. Τρώω καρπούς και φύλλα δέντρων. Δέν είδα ποτέ μου άνθρωπο.»
Ξαναβρίσκει κανείς ένα πολύ παρόμοιο έπεισόδιο — άλλά άκόμα άκριβέστερο — στόν Κοπτικό βίο τοϋ Παύλου άπό τό Ταμουέχ, ένός άλλου άναχωρητή άπό Τήν "Ανω-Αίγυπτο ποϋ διέσχισε τήν έρημο καί άπάντησε έναν άνθρωπο άνάμεσα σ' ένα κοπάδι βουβάλια: «Είπε ό Παϋλος: «Πώς σέ λένε » Ό άνθρωπος άπάντησε: «Μέ λένε Ά φ ο ύ . » Ό Παϋλος είπε: « Ά π ό πόσα χρόνια βρίσκεσαι σ' αύτό τ ό μέρος;» 'Εκείνος είπε: «'Εδώ καί πενηντατέσσερα χρόνια.» Ό Παϋλος είπε άκόμα: Ποιός σούδωσε αύτό πού φοράς;» 'Εκείνος τού είπε:« Ό πάτερ Α ν τ ώ ν ι ο ς , άπό τ ό Σιίτ.» Ό Παϋλος είπε: «Μέ τί ζεις έσύ καί αύτά τά βουβάλια;» 'Εκείνος είπε: «Ζώ σάν κι αύτά. Τρώω χορτάρι.» Ό Παϋλος είπε: « Δ έ ν κρυώνεις τ ό χειμώνα; Δ έ ζεσταίνεσαι τ ό καλοκαίρι;» 'Εκείνος είπε: «Τό χειμώνα ξαπλώνω άνάμεσα στά βουβάλια καί μέ ζεσταίνουν μέ τήν άνάσα τους. Τό καλοκαίρι, μαζεύονται τ ό ένα πλάι στό άλλο, δρθια καί μοϋ κάνουν σκιά.» Ό Παϋλος είπε: «Αληθινά, άξίζεις νά ονομαστείς Ά φ ο ύ ό Βούβαλος.» Τό μοτίβο αύτό τοϋ άναχωρητή πού ποτέ δέν είδε άνθρωπο καί ζεί μέ τά βουβάλια, έδώ είναι σχεδόν θρησκευτική παραλλαγή τοϋ άγριου παιδιού πού τό μεγαλώνουν τά ζώα. "Ομως στήν Αίγυπτο, προστίθεται καί μιά άλλη έννοια σ' αύτό τ ό μοτίβο, λόγω της σπουδαιότητας πού είχαν άνέκαθεν τά ζώα σάν ύποδοχές τής θεότητας. Αύτή ή άντίληψη, περνώντας μέσα στό χριστιανισμό, γέννησε τ ό τυπικά αίγυπτιακό μοτίβο τοϋ «άγίου άνθρώπου-βούβαλου», τή σύγκριση ένός άνθρώπου μέ ζ ώ ο ή τ ό νά παίρνει κάποιος σάν έπώνυμο τό δνομα ένός ζώου (δπως Ά φ ο ΰ ό βούβαλος)- αύτό, στήν χριστιανική Αίγυπτο, ύπήρξε τό σημάδι μιάς μεγάλης πνευματικής άνάτασης. Ά π ό δλα αύτά, είναι άρκετά εύκολο νά συμπεράνει κανείς, δπως τ ό κάνει ό Άμελινώ, πώς δλες αύτές οί άφηγήσεις «είναι άπλά καί μόνο τά παλιά μυθιστορήματα τής Αιγύπτου προσαρμοσμένα σέ άλλες ίδέες, καί πώς ό 'Ονούφριος, ό Παφνοΰκιος ή ό Ά φ ο ύ δέν ΰπήρξαν ποτέ. "Ομως τά πράγματα είναι έ ν τ ε λ ώ ς διαφορετικά, μέ τούς άναχωρητές πού πρόκειται νά έξετάσουμε τώρα, δπως τούς περιέγραψαν ό Παλλάδιος, ό Ρουφίνος καί ό Κασσιανός. Αύτοί άνήκουν σ τ ό χώρο τοϋ πραγματικού. "Εχουν πρόσωπο, δνομα. "Εχτισαν έρημητήρια ή μοναστήρια πού μπορούμε νά τά δούμε άκόμα. "Εζησαν σέ τόπο πού τ ό δνομά τους ήταν ήδη ιστορικό: στή θηβαΐδα.
68
"Οταν τ ό 17° αίώνα, ό ίανσενισμός προσέλκυσε στό Πόρ-Ρουγιάλ-ντέ-Σάν κάμποσους άνθρώπους πού ζητούσαν νά έγκαταλείψουν τόν «αίώνα» καί τόν κόσμο, αύτοϊ ol καινούριοι μοναχοί στράφηκαν, δπως ήταν φυσικό, πρός τούς αίγυπτίους προγόνους τους — τόν άγιο 'Αντώνιο, τόν άγιο Μακάριο κτλ. — γιά ν' άναζητήσουν σ' αύτούς στήριγμα καί ταυτόχρονα παράδειγμα. Αύτό φαίνεται άρκετά λογικό γιατί ή φυγή πρός τήν «έρημο» τοΰ Πόρ-Ρουγιάλ άναπαρήγαγε συνοπτικά τ ό φαινόμενο πού ύπήρξε στήν Αίγυπτο δεκατρείς αΙώνες πρίν. Πράγματι, άπό έκείνη άκριβώς τήν έποχή χρονολογούνται οί κυριώτερες μελέτες καί μεταφράσεις τ ώ ν Πατέρων τής έρήμου- τ ό τ ε «ξαναανακαλύπτονται» άπότομα οί άγιοι τής Αίγύπτου καί τής Συρίας (καί άνάμεσα σ' αύτούς ό άγιος 'Αντώνιος καί ή άγία Μαρία ή ΑΙγυπτία) τούς όποιους είχε έκλαΐκεύσει κατά τό Μεσαίωνα ό Ζάκ ντέ ΒοραζΙν μέ τ ό Χρυσό θρύλο. Μέ διαφορά μερικών χρόνων δημοσιεύονται ol θαυμάσιες μεταφράσεις τοϋ 'Αρνώ ντ' 'Αντιγύ δπου κάτω άπό τό γενικό τίτλο Βίος τών άγιων Πατέρων τών έρήμων τής Αίγύπτου και τής Συρίας (1654), περιέχουν τούς Βίους τ ο ύ άγίου 'Αντωνίου, τοϋ άγίου Παύλου τοΰ Θηβαίου καί τοϋ άγίου Παχώμιου: ή 'Ιστορία τών μοναχών τής Αίγύπτου, ή Λαυσαϊκή Ιστορία, οί θεσμοί καί οί Συνομιλίες τοΰ Κασσιανοϋ, ό Πνευματικός Λειμών τοϋ 'Ιωάννη Μόσχου, ή Κλίμακα τοϋ Παραδείσου τοϋ 'Ιωάννη Κλίμακος καί κατόπιν διαδοχικά, ή Ιστορία τών μοναχών της 'Ανατολής τοϋ Μπυλτώ (1678), τά Μνημεία τής έλληνικής 'Εκκλησίας τοϋ Κατελιέ (1677-1688) καί οί 'Αναμνήσεις γιά νά χρησιμεύσουν στήν Ιστορία τών έξι πρώτων αιώνων τής έκκλησίας τοϋ Τιγεμόν, σ τ ό τέλος τοϋ 17ου αιώνα. "Ομως, ϋστερα άπό δεκατρείς αΙώνες καί σέ μιά κοινωνία τόσο διαφορετική άπό τήν αιγυπτιακή δπως ήταν ή κοινωνία τ ώ ν κληρικών τοϋ Πόρ Ρουγιάλ, μιά τέτοια έπιστροφή στις πηγές δέν μπορούσε παρά νά έχει άμφίβόλη άξία. Οί ίανσενιστές τοΰ Μεγάλου ΑΙώνα άντιμετώπισαν τούς ήρωΐκούς άγιους τής έρήμου δπως οί τραγικοί συγγραφείς τής έποχής άντιμετώπιζαν τούς άρχαίους ήρωες: προβάλλοντας μέσα άπ' αύτούς τά ήθη, τίς Ιδέες καί τίς άνησυχίες τοΰ 17ου αίώνα. Μέσα στίς μεταφράσεις τοϋ 'Αρνώ ντ' 'Αντιγύ, ό άγιος Παϋλος ό Θηβαίος, ό άγιος Μακάριος συζητάνε μέ άριστοκρατική γλώσσα πράγμα πού άποτελεΐ μιά άπό τίς βασικές χάρες αύτών τών κειμένων άλλά καί πού είναι εκπληκτικό νά συμβαίνει κάτω άπό τ ό ν καυτό αιγυπτιακό ήλιο καί μέσα στήν έρημο τή γεμάτη άγρίους. Ό. Μεγάλος ΑΙώνας φαντάστηκε τίς έρημιές τής Νιτρίας ή τής θηβαΐδας σάν ένα είδος Ιλ ντέ Φράνς πού κατά ένα Θαυματουργό τρόπο είχε μεταφερθεί, μαζί μέ τίς λιμνούλες του, τίς πρασινάδες του, τούς λοφίσκους του καί τούς ζευγάδες του, στήν καρδιά τής έρήμου. 'Εντούτοις, ήσαν τελείως διαφορετικές αύτές ol περίφημες έρημοι τής θηβαΐδας πού οί Ιανσενιστές τίς φαντάστηκαν σάν όάσεις γαλήνης καί στοχασμού. Μέ τή στενή έννοια τοΰ δρου, ή Θηβαΐδα ήταν ή γύρω άπό τή Θήβα περιοχή τής "Ανω-Αίγύπτου (έκεϊ δπου έγκαταστάθηκαν τά πρώτα παχωμιακά μοναστήρια), άλλά στήν πραγματικότητα δλοι οί συγγραφείς τοΰ 4 ου αίώνα καί οί κατοπινοί ταξιδώτες άποκάλεσαν θηβαΐδα τίς γύρω άπό τό Νείλο έρημιές άπό τή Μέμφιδα μέχρι τή Συήνη, δηλ. όλόκληρη τή Μέση καί "Ανω Αίγυπτο. Γιά νά μήν μπερδέψουμε άκόμα περισσότερο μιά ήδη άβέβαιη γεωγραφία, θά διατηρήσουμε αύτήν άκριβώς τήν πλατιά έννοια. Τι ήσαν λοιπόν αύτές οί έρημιές τής Μέσης καί τής "Ανω Αίγύπτου δπου τόσοι πολλοί άναχωρητές έπρόκειτο νά έγκατασταθοϋν άπό τόν 4° αίώνα; Πετρώδεις έκτάσεις, δπου φύτρωναν μόνο μερικοί φοίνικες καί λίγο χορτάρι, κι δπου τ ό νερό ήταν σπάνιο- έκτάσεις πού διακόπτονταν άπό βράχους ή λόφους πού στούς πρόποδές τους θά έχτιζαν οί άσκητές καλύβες άπό ξερόκλαδα, καί θά έσκαβαν σκέτες τρύπες γιά νά προστατευτούν άπό τόν ήλιο σέ μέρη δπου δέν ύπήρχαν ΰπόγειοι έγκαταλειμένοι τάφοι. "Οσοι έγκαστάθηκαν κοντά στό
Νείλο έζησαν σάν τρωγλοδύτες μέσα στούς μεγάλους βράχους και στις άπόκρημνες άκτές ποΰ ύπηρχαν έδώ κι έκεϊ στό ποτάμι, σέ σπηλιές πού άκόμα και σήμερα μπορεί νά δεϊ ό ταξιδώτης. «Ξεκινώντας άπό τόν πύργο τοϋ Καΐρου και μέχρι τήν "Ανω-Αϊγυπτο, γράφει ό Μαιγέ, περιηγητής τοϋ 18 αίώνα, βλέπει κανείς άμέτρητα κελλιά σκαμένα μέσα στό βράχο στά πιό άπρόσιτα μέρη. Οί άγιοι άναχωρητές έφταναν σ' αϋτές τις σπηλιές μόνο άπό πολύ στενά μονοπάτια πού συχνά διακόπτονταν άπό γκρεμούς πού τοϋς περνούσαν πάνω σέ μικρές ξύλινες γέφυρες τις όποιες κατόπιν τραβούσαν πρός τό μέρος τους κάνοντας άδύνατη τήν προσέγγιση στά άπομονωτήριό τους. Έκεϊ βρίσκεται ή λεγόμενη θηβαΐδα, άλλοτε φημισμένη γιά τόν μεγάλο άριθμό έρημιτών πού φιλοξένησε. Πολλές άπ' αϋτές τΙς σπηλιές διακρίνονται άπό τά καράβια ποΰ ταξιδεύουν στό Νείλο. 'Υπήρχαν σπηλιές άπ" δπου μέ μακριά σκοινιά έπαιρναν νερό άπό τόν ίδιο τό Νείλο, δταν άνέβαινε ή στάθμη του, καί τότε τό νερό έγλυφε τοϋς πρόποδες τών σκαμμένων βράχων... 'Επιπλέον, θηβαΐδα δέν είναι μόνο αΰτές οί σπηλιές. 'Υπάρχουν έπίσης αύτά τά έρημα καί χέρσα βουνά ποϋ έκτείνονται πρός τήν 'Ερυθρά θάλασσα σέ μιά άπόσταση τρεις ή τέσσερις μέρες μέ τά πόδια καί πού έκεϊ άκριβώς βρίσκονται αύτές οί έρημοι τής θηβαΐδας πού είναι τόσο φημισμένες στήν έκκλησιαστική ιστορία τών πρώτων αίώνων. 'Εκεί άκριβώς, άνάμεσα στό Σουέζ καί στό Κοσσοϋμ (τό δρος Κολζούμ), σέ άπόσταση έξι μέ έφτά λεύγες άπό τή θάλασσα, βλέπει κανείς τό περίφημο μοναστήρι τοϋ άγίου 'Αντωνίου, τή σπηλιά τού άγίου Παύλου καί διάφορα άλλα παρόμοια άπομονωτήρια καθαγιασμένα άπό τΙς μετάνοιες τών παλιών αϋτών άναχωρητών.»
Πραγματικά έκεϊ στίς σπηλιές τοΰ δρους Κολζούμ δπου πέθανε ό άγιος 'Αντώνιος καί στούς πρόποδες τοϋ βουνού, άναπτύχθηκε ή πρώτη έστία τοϋ άναχωρητισμοϋ. Παρόλο πού ό άγιος 'Αθανάσιος δέν άναφέρει τίποτα σχετικό, είναι βέβαιο πώς ό άγιος 'Αντώνιος δέν έζησε έντελώς μόνος του τά τελευταία χρόνια τής ζωής του. 'Εκτός άπό τούς πολυάριθμους προσκυνητές πού έρχονταν νά τόν έπισκεφθοϋν, είχε κοντά του πολλούς μαθητές πού μερικοί άπ' αύτούς, δπως ό Μακάριος, ίδρυσαν άλλοϋ άσκητικά κέντρα κατά τό δικό του πρότυπο. Τό πρώτο μοναστήρι πού ιδρύθηκε στό Πισπίρ — καί πού ήταν περισσότερο ένα χτίριο δπου μαζεύονταν μιά φορά τή βδομάδα οί έρημίτες, οί διασκορπισμένοι στίς γύρω έρημίες, παρά μοναστήρι μέ τή σύγχρονη έννοια τής λέξης — έγινε κι αύτό πολύ σύντομα κέντρο άπ* δπου ό άναχωρητισμός έξαπλώθηκε κατά μήκος τού Νείλου, πρός βορράν μέχρι τή Μέμφιδα καί πρός νότον μέχρι τή Θήβα. Ό Ρουφίνος καί ό Παλλάδιος πού διασχίσανε δλη αύτή τήν περιοχή τής Κάτω-θηβαΐδας στά τέλη τοΰ 4 ου αίώνα — δηλ. μόλις μισό αίώνα μετά τό θάνατο τοϋ 'Αντώνιου — παρατηρούν κατά μήκος τού Νείλου κελλιά καί «τρύπες» άναχωρητών. Κατά τόν Ρουφίνο, οί άναχωρητές οί έγκατεστημένοι στήν Κάτω-θηβαΤδα (δηλ. άνάμεσα στή Μέμφιδα και στήν τωρινή πόλη τοϋ Άσσιούτ) ήσαν δέκα χιλιάδες. "Οσο γιά τά μοναστικά κέντρα, τά κυριώτερα, έκτός άπό τό Πισπίρ καί τό Κολζούμ πού ιδρύθηκαν δσο ζούσε ό 'Αντώνιος, βρίσκονταν στό Φαγιούμ, στήν 'Αρσινόη, στήν Άντινόη, τήν Όξύρρυγχο, τήν Άφροδιτόπολη, τή Βαβυλώνα καί τή Μέμφιδα. Στήν Όξύρρυγχο, γράφει ό Ρουφίνος, «όλόκληρη ή μάντρα τών τειχών είναι γεμάτη έρημίτες μέσα κι έξω. Σ' δλη τήν πόλη έβλεπε κανείς πιό πολλά μοναστήρια παρά σπίτια. Δέν ύπάρχει οΰτε μιά πύλη, οΰτε ένας πύργος οΰτε μία έσοχή πού νά μήν κατοικείται άπό έρημίτες». Καί προσθέτει: Ή πόλη άριθμεϊ είκοσι χιλιάδες παρθένες καί δέκα χιλιάδες μοναχούς».
1. Maillet, Description de I'igypte (1785)
Κοντολογίς, πρόκειται γιά μιά άληθινή ούράνια πόλη πού οί κάτοικοί της είναι ήδη άφοσιωμένοι όλοκληρωτικά σ τ ό ύπερπέραν και πού έχει χάσει κάθε δεσμό μέ τ ό ν έπίγειο κόσμο. Λίγο νοτιότερα, στήν Άντινόη, ό Παλλάδιος γράφει πώς: «ύπάρχουν πάνω άπό δύο χιλιάδες έρημίτες μέσα στά γύρω άπό τήν πόλη μοναστήρια.»
Τήν ίδια έντύπωση έχει κι ό Σουλπίκιος Σεβήρος ή μάλλον ό πληροφοριοδότης του Ποστουμιανός, πού έπισκέφθηκε τήν Αίγυπτο στίς άρχές τοϋ 5 ου αίώνα: «"Εχοντας ξεκινήσει άπό τό δρας Σινά, γύρισα πρός τό Νείλο κι έπισκέφθηκα τά μοναστήρια πού στέκουν πολυάριθμα στις δυό δχθες τοϋ ποταμοϋ. Διαπίστωσα πώς στά περισσότερα άπ' αύτά τά μέρη, οί μοναχοί κατοικούσαν μαζί σέ όμάδες τών έκατό. "Ομως συχνά σέ όρισμένα χωριά ύπήρχαν μέχρι καί δυό ώς τρεις χιλιάδες μοναχοί.»
Δ έ ν πρέπει νά παίρνουμε στά σοβαρά αύτοϋς τούς άριθμούς πού κατά πάσα βεβαιότητα είναι ύπερβολικοί. "Ομως ή έντύπωση πού κυριαρχεί καί πού βεβαιώνει τήν πραγματικότητα τοϋ φαινομένου — είναι παντού ή ίδια: γιά λόγους πού άναφέραμε παραπάνω, σ' δλο τ ό μάκρος τοϋ Νείλου βρίσκεται κανείς μπροστά σέ μιά άληθινή άνθιση έρημητηρίων καί μοναστηριών, σέ σημείο πού οί «έρημίτες» δίνουν πολλές φορές στόν ταξιδιώτη τήν έντύπωση πώς είναι περισσότεροι άπό τούς λαϊκούς. 'Ανάμεσα στούς κυριώτερους μαθητές τοϋ 'Αντώνιου, δυό τραβάνε τήν προσοχή μας: ό Παϋλος ό 'Απλός καί ό άγιος Σιζωής. Ό Παϋλος, πού ό 'Αντώνιος είχε έπονομάσει ό «'Απλός καί ό άγιος μακριά άπό κάθε πονηριά» ήρθε στήν έρημο σέ ήλικία έξήντα έτών. Τ Ηταν ένας άγρότης προικισμένος μέ σταθερότητα καί υπακοή μπροστά σ έ κάθε δοκιμασία. Ξεκινώντας, χτυπούσε τήν πόρτα τοϋ 'Αντώνιου έηΐ τρία ήμερόνυχτα περιμένοντας νά έρθει ό άγιος νά τοϋ άνοίξει! « Μ ε τ ά άπ' αύτό, ό 'Αντώνιος τ ό ν πήρε κοντά του γιά νά τόν μορφώσει καί νά τόν δοκιμάσει έπιβάλλοντάς του νά έκτελέσει τίς πιό έπίπονες δουλειές καί τΙς πιό παράξενες διαταγές: νά πλέκει ψάθα μέσα στόν ήλιο έπί μιά όλόκληρη μέρα, νά πλέξει ένα καλάθι, νά τ ό ξεπλέξει, νά τό ξαναπλέξει, νά τ ό ξαναξεπλέξει κ.τ.λ., νά σπάσει ένα βάζο μέ μέλι καί νά μαζέψει τ ό μέλι άπό τ ό χώμα μ' ένα κοχύλι χωρίς νά παίρνει σκόνη.» Τόν καιρό πού έγραφα τ ο ϋ τ ο τ ό βιβλίο, προσπάθησα ν' άναπαράγω αύτό τ ό έγχείρημα: νά μαζέψω μέλι χυμένο στήν άμμο χωρίς οΰτε έναν κόκκο άμμου. Είναι πολύ δύσκολο νά φανταστεί κανείς μέχρι ποιοϋ σημείου μιά τέτοια δουλειά, έπιφανειακή άχρηστη, κινητοποιεί όλόκληρη τήν σωματική καί πνευματική ένταση καί προσοχή έτσι ώ σ τ ε νά αισθάνεται κανείς έ ν τ ε λ ώ ς «άδειος» σέ λιγότερο άπό μιά ώρα. Αύτό άκριβώς τ ό κενό — δπως καί ή όλική άπομάκρυνση άπό κάθε άλλο αίσθημα έκτός τής προσοχής — προετοιμάζει τ ό ν άσκητή γιά άλλες άσκήσεις. Ό Παϋλος ό 'Απλός ύπακούει. 'Υπακούει σέ δλες τίς διαταγές, άκόμα καί σ' δσες δ έ ν τοϋ δίνουν. Μιά μέρα πού ό 'Αντώνιος μιλοΰσε μέσα στό κέλλί του μέ έπισκέιττες, ό Παύλος έκανε μιά έρώτηση πολύ χαζή κι ό 'Αντώνιος, ένοχλημένος, τοϋ είπε νά σωπάσει. Ό Παϋλος σώπασε. Μιά μέρα. Δύο μέρες. Μιά βδομάδα. Δ έ ν μιλούσε πιά σέ κανέναν κι ό 'Αντώνιος τόν ρώτησε γιατί: «Τις προάλλες, δέ μοϋ είπες νά σωπάσω;» άπάντησε ό Παϋλος ό 'Απλός. Καί ό 'Αντώνιος άναφώνησε: «Αύτός έδώ μάς ξεπερνάει δλους.» Αύτό τό άνέκδ ο τ ο — είναι άπό έκεΐνα πού δ έ ν έπινοοϋνται — δείχνει καλά ποιά ήταν ή άρχή τής «διδασκαλίας» τής έρήμου: νά καταργηθεί μέσα στό μαθητή κάθε
71
άτομική ή συγκινησιακή άντίδραση, νά έξαφανιστεί κάθε κρίση ή κάθε Ιχνος κριτικού πνεύματος νά ύπάρχει καθαρή κι' άπλή ύπακοή προκειμένου νά πνιγούν οί πάντα θανάσιμες πιέσεις τού 'Εγώ. Ό Παϋλος, πλέκοντας καί ξεπλέκοντας άσταμάτητα τά Ιδιο καλάθι έπΐ πολλές μέρες, φτάνει στά Ιδια τά δρια τής ϋπακοής, έκεϊ δπου ή ύπακοή συνορεύει άκριβώς μέ τόν παραλογισμό. Ό άγιος Σιζωής έζησε κι αύτός σ τ ό δρος Κολζούμ μαζί μέ τόν 'Αντώνιο. Ό Παϋλος είχε τραβήξει ύπερβολικά τήν άρετή της ύπακοής. Ό Σιζωής παρατράβηξε τήν άρετή τής ταπεινότητας. 'Εάν ή έξάσκηση τής ύπακοής φτάνει πολλές φορές μέχρι τ ό παράλογο, ή έξάσκηση τής ταπεινότητας σέ παρασύρει μέχρι τά δρια της χαμέρπειας. Είναι άλήθεια πώς αύτά τά δρια σπάνια προσεγγίστηκαν στήν Αίγυπτο, έκτός άπό τόν άγιο Σιζωή πού, δπως λέει ό Παλλάδιος, δλη του τή ζωή έφάρμοζε τήν «άγάπη τοϋ άγίου έξευτελισμοϋ», πού ή πιό προσφιλής έπιθυμία του ήταν «νά τόν περιφρονούν οί πάντες»
καί «φοβόταν τόοο πολύ τόν έπαινο τών άνθρώπων ώστε, δταν προσευχόταν στήν έρημο μέ τά χέρια ύψωμένα πρός τόν ούρανό, τά κατέβαζε άπ' τή στιγμή ποϋ νόμιζε πώς θά ήταν δυνατόν νά τόν δοΰν κι αύτό άπό φόβο μήπως βροϋν τήν ευκαιρία νά τόν έκτιμήσουν περισσότερο».
Κι έκτός Ισως άπό αύτή τήν άγία Ίσιδώρα, πού άναφέρεται μέσα στόν κοπτικό Βίο τοϋ Θεοδώρου, ή όποία ζούσε σ τ ό πρώτο γυναικείο μοναστήρι πού ιδρύθηκε κοντά σ τ ό Ταμπενέσι δσο ζούσε ό Παχώμιος καί ή όποία άπό άγάπη πρός τήν ταπεινότητα, παρίστανε τήν τρελλή καί τή δαιμονισμένη. "Οπως λέει ό Βίος τοϋ Θεόδωρου, μοναδική της μέριμνα ήταν νά «τήν περιφρονούν πάντα». 'Επίσης, περνοϋσε τις μέρες της μέσα στήν κουζίνα τοϋ μοναστηρίου, μέ τό κεφάλι σκεπασμένο μέ κουρέλια, ξυπόλυτη, καί τρεφόταν «μέ ψίχουλα ψωμιού πού τά μάζευε άπό κάτω μ' ένα σφουγγάρι καί μέ τ ό άπόπλημα τής κατσαρόλας 1 ». Τό έπεισόδιο αύτού τού είδους είναι άρκετά συχνό μέσα στό Βίο τών άγίων, Ιδίως στή Συρία άπό τόν 4° αίώνα. 'Εκεί ύπάρχει ένα είδος άκραίου άσκητισμοΰ μέ τήν έννοια πώς, τιμωρώντας τ ό Ιδιο σου τ ό σώμα έπιδιώκεις στήν πραγματικότητα νά τιμωρήσεις τήν κοινωνική σου ύπαρξη, ν' άποκλείσεις τ ό ν έαυτό σου άπό τήν κοινωνία, παραμένοντας στούς κόλπους της ίδιας της κοινωνίας, πράγμα πού προφανώς δέν μπορεί νά κάνει ό άναχωρητής. ΓΓ αύτό τ ό λόγο, κατά τούς κατοπινούς αΙώνες, δταν αύτό τ ό μοτίβο θά προσδιοριστεί, θά τοποθετήσει τούς «ύποκριτές άγίους», δπως θά μπορούσαμε νά τοΰς όνομάσουμε, δχι πιά στήν έρημο ούτε καί στά μοναστήρια άλλά μέσα στήν Ιδια τήν πόλη (δπως ό Μάρκος ό Τρελλός στήν 'Αλεξάνδρεια ή ό Σιμεών στήν 'Αντιόχεια) ή άκόμα καί μέσα στήν ίδια τους τήν οίκογένεια (δπως ό άγιος 'Αλέξιος). Οί άναχωρητές πού ήσαν διασπορπισμένοι μέσα στίς σπηλιές κατά μήκος τοϋ Νείλου παρέμειναν έπί μακρόν άνώνυμοι. Λόγω καταρχήν τής άπομάκρυνσής τους, καθώς όρισμένοι άποσύρονταν σέ άπρόσιτα μέρη ή σέ ύπόγειους τάφους, καί διότι πιό συχνά, αύτοί οί άναχωρητές άπέφευγαν τούς έπισκέπτες παρά τούς άναζητοΰσαν. Κι αύτό είναι λογικό δεδομένου δτι οί μεγαλύτεροι άναχωρητές δέν ήσαν κατανάγκη καί οί πιό γνωστοί. Είναι έπίσης βέβαιο πώς
1. Δέν έπεδίωξα ν' άναπαράγω προσωπικά αύτή τήν έμπειρία
72
στήν πλειάδα τ ώ ν άσκητών τ ώ ν έρήμων τής Αίγύπτου βρέθηκαν και μερικοί πού πέτυχαν μιά τελειότητα πού ήταν άρκετή γιά νά «κλείσουν τόν κύκλο» κατά κάποιον τρόπο, δηλ. ν' άρνηθοΰν τήν ϊδια τήν άγιότητα1. "Οσο γιά τούς άλλους, δηλ. γιά κείνους πού τ ' δνομά τους καί τά άσκητικά τους κατορθώματα έφτασαν μέχρις έμάς, έννοεϊται πώς ol πιό γνωστοί δέν ήσαν άναγκαστικά καϊ οί πιό άγιοι. Τό Ιδιαίτερο πνευματικό κλίμα τής χριστιανικής 'Ανατολής κατά τόν 4° αιώνα όδήγησε μερικούς άναχωρητές σέ άσκητικές ύπερβολές, σέ άλόγιστη έπίδειξη σκληραγωγίας καί βασάνων, δπου ή αύστηρότητα καί ή ειλικρίνεια δέν έβρισκαν πάντα τή θέση τους. "Ομως, άπό τήν άλλη μεριά, πρέπει έπίσης νά πούμε πώς είναι πολύ δύσκολο νά κρίνουμε, άπό είκοσι αΙώνες άπόσταση, τήν έμπειρία άνθρώπων πού είχαν ζήσει σαράντα ή πενήντα χρόνια σέ μοναξιά. 'Επίσης ό άναγνώστης δέν πρέπει νά γελαστεί: σ' δλα τά παραδείγματα πού έχει μέχρι τώρα δει καί σ' δσα θ' άκολουθήσουν, τά κριτήρια μέ βάση τά όποία πρέπει νά έξετάσει τή συμπεριφορά τ ώ ν άσκητών βρίσκονται στόν άντίποδα τών συνηθισμένων κριτηρίων: όποιοσδήποτε άπομακρύνεται άπό τ ό ν κόσμο φροντίζει, έ ν γένει, νά θολώνει τ ο ύ ς δρόμους πού όδηγοϋν στό έρημητήριο του. "Ομως αύτό άληθεύει έπίσης καί σχετικά μέ τόν πνευματικό τομέα: ό παραλογισμός, ή βλακεία, ή έκτράχυνση, ή υποκριτική τρέλλα καί άλλες «παρεκτροπές» θ' άποτελέσουν τεχνικές τ ο ϋ άσκητισμοϋ, «ψεύτικους δρόμους» προορισμένους νά ξεγελάσουν τόν μαθητή ή τόν έπισκέπτη πού κυριαρχείται άκόμα άπό χυδαία κριτήρια. Ή κορύφωση αύτών τών άσκητικών τεχνικών θά έπιτευχθεΐ στή Συρία άπό τούς «κορφολόγους», άσκητές πού τρέφονταν άποκλειστικά μέ χόρτα καί ρίζες: έδώ, ό άγιος «θολώνει τ ό δρόμο» στό άνώτατο δυνατό δριο μιά καί φτάνει σ τ ό σημείο νά έγκαταλείψει έπιφανειακά τήν κατάστασή του σάν άνθρώπου καί νά ζήσει σά ζώο. Είναι λοιπόν σύνθετα καί λεπτά τά κριτήρια πού έπιτρέπουν νά ποϋμε πώς ό τάδε άσκητής είναι άγιος καί ό δείνα έπιδειξιομανής ή άφελής. Παραδείγματος χάρη, τίποτα δέν έπιτρέπει a priori νά ξεχωρίσουμε έναν άγιο πού ύποδύεται τόν τρελλό άπό έναν ήλίθιο χωριάτη πού βρέθηκε κατά τύχη κοντά του. Καί κυρίως δέν πρέπει νά ποντάρουμε στόν «άληθινό» άγιο γιά νά βγοϋμε άπό τή σκοτούρα. 'Αντίθετα, αύτός θ' άρέσκεται νά θολώνει τά πράγματα σέ τέτοιο σημείο ώστε συχνά αύθεντικοί άγιοι νά καταλαμβάνονται στιγμιαία άπό άμφιβολίες καί ύποψίες μπροστά στήν παράξενη συμπεριφορά ένός «άδελφοϋ» έν άγιότητι. Νά ξεχωρίσεις τ ο ύ ς πραγματικούς άπό τ ο ύ ς ψεύτικους τρελλούς, τοϋς πραγματικούς άπό τούς ψεύτικους άγίους, ποιός θά τολμούσε νά τ ό διακινδυνεύσει άν καί ό ίδιος δέν έχει δοκιμάσει — άκόμα κι έν μέρει — τήν έμπειρία τής τρέλλας, τής άσκησης καί τής μοναξιάς; Πίσω άπό κάθε χειρονομία, πίσω άπό κάθε κουβέντα ένός άναχωρητή ύπάρχει στήν πραγματικότητα μιά μυστική λογική καί γλώσσα τής όποίας πρέπει κανείς ν' άνακαλύψει τίς λέξεις καί τούς νόμους. Τό ταξίδι στίς έρήμους τής Αίγύπτου, άκολουθώντας τ ό δρόμο τοϋ Ρουφίνου καί τοϋ Παλλάδιου, είναι περισσότερο ένα ταξίδι μέσα στούς κινδύνους τοϋ ήλιου, τής άμμου καί τών άγριμιών, είναι έπίσης ένα ταξίδι δπου πρέπει κανείς νά μάθει νά ξεχωρίζει τ ό πραγματικό άπό τ ό φανταστικό, κι άκόμα τ ό ψεύτικο πραγματικό άπό τ ό ψεύτικο φανταστικό. Ή έρημος είναι γεμάτη όπτασίες άπό τίς όποιε ς οί πιό έπικίνδυνες δ έ ν είναι τ ό σ ο οί δαίμονες οΰτε οί πειρασμοί άλλά έκεϊνες πού συνίστανται σ τ ό νά σέ ξεγελάνε σχετικά μέ τήν άληθινή φύση, τήν άληθινή ταυτότητα τοϋ άνθρώπου. «Είσαστε ό μέγας Μακάριος; ρωτάει μιά μέρα ένας έπισκέπτης τού Μακάριου τοΰ 'Αρχαίου. 1. θ ά δσΰμε μιά περιγραφή αύτών τών άναχωρητών λίγο παρακάτω, σέ σχέση μέ τή ζωή τοΰ Μακάριου τοϋ 'Αρχαίου.
— Ό μέγας Μακάριος; Δ έ ν τ ό ν ξέρω», άπαντάει ό Μακάριος. Κι ό έπισκέπτης, πού δέν κατάλαβε τίποτε, περνάει άπ' δλες τίς άλλες τρύπες τής έρήμου δπου οϊ άναχωρητές — καί σκόπιμα — τού άπαντάνε πανομοιότυπα: «"Οχι, δέν είμαι ό μέγας Μακάριος.» Κι έκείνος γύρισε πίσω στήν 'Αλεξάνδρεια χωρίς ποτέ νά έχει συναντήσει τ ό Μακάριο. "Ετσι, σ' αύτό τ ό ταξίδι πού θά κάνουμε πρός τή χώρα τοϋ πραγματικού καί τοΰ φανταστικού, πρέπει καί έμεϊς μέ τή σειρά μας νά προσέχουμε μήπως περάσουμε δίπλα σ τ ό ν «μεγάλο Μακάριο», χωρίς νά τ ό ν δούμε, μήπως ξεγελαστούμε σχετικά μέ τήν πραγματική φύση τοΰ άναχωρητισμοϋ καί μήπως Ισοπεδώσουμε τούς άγίους μέ τούς τρελλούς ή τοϋς ήλίθιους. "Αγιος; Τρελλός; 'Ηλίθιος; Έ δ ώ προσφέρεται μιά θαυμάσια ευκαιρία γιά νά πάρουμε θέση σχετικά μέ τή ζωή τού 'Ιωάννη τής Αιγύπτου. Ό 'Ιωάννης τής ΑΙγύπτου στάθηκε ένας άπό τούς άναρίθμητους αύτοϋς άναχωρητές πού έγκατασταθήκανε στίς σπηλιές τής θηβαΐδας καί έγκαινίασαν μιά μορφή άσκητισμαϋ πού χρησίμεψε σάν παράδειγμα σέ γενιές άσκητών. "Ας άφήσουμε λοιπόν τ ό δρος Κολζούμ κοντά σ τ ό όποιο, σέ μυστικό μέρος, άναπαύεται τ ό σώμα τοϋ άγιου 'Αντωνίου. Στό δρόμο μας θά χαιρετήσουμε τ ό ν Παϋλο τ ό ν 'Απλό καθώς πλέκει καί ξεπλέκει τ ό ίδιο πανέρι μέρα νύχτα, μέ ύφος σκεπτικό καί τ ό βλέμμα προσηλωμένο στή δουλειά του. θ ά κάνουμε μιά ένθαρρυντική χειρονομία πρός τόν άγιο Σιζωή πού προσεύχεται μέ τά χέρια ύψωμένα πρός τόν όρίζοντα καί πού τά κατεβάζει μόλις μάς δει. Καί γιά νά τ ό ν εύχαριστήσουμε τοϋ δίνουμε νά καταλάβει πώς τόν περιφρονούμε. Αύτοί έκεϊ βρήκαν τ ό δρόμο τους: τ ό «δρόμο» τοϋ πανέριοϋ ή τών κατεβασμένων χεριών. Ποιός είναι ό δρόμος τ ώ ν άλλων; "Ας τραβήξουμε πρός τ ό Νείλο. "Ας άκολουθήσουμε τίς δχθες τοϋ ποταμοϋ κατευθυνόμενοι πρός νότον μέχρι νά φτάσουμε σ ' ένα μέρος πού τ ό τ ε όνομαζόταν Λυκόπολις καί σήμερα όνομάζεται Άσσιούτ. Κοντά σ' αύτή τήν πόλη ύπάρχει ένα βουνό, μέσα σ' αύτό τ ό βουνό μιά σπηλιά, μέσα στήν σπηλιά μιά καλύβα καί μέσα στήν καλύβα ένας άνθρωπος: ό 'Ιωάννης τής ΑΙγύπτου. Ζει έκεϊ έδώ καί πενήντα χρόνια. «Μετακόμισε στό έσωτερικδ τού βουνού κοντά στό Άσσιούτ δπου οί μοναχοί άπό τό μοναστήρι τοϋ Χαναντάχ Εχτισαν μιά μεγάλη καλύβα, μέσα στήν όποία έφτιαξαν ένα είδος φυλακής. Ό 'Ιωάννης κατοικούσε έκεϊ κι έρχονταν νά τόν έπισκεφθοϋν καθημερινά γιά νά τοϋ φέρουν σπόρους μέ τούς όποίους τρεφόταν»
"Ερχονταν νά τ ό ν έπισκεφθοϋν άλλά δέν κάθονταν καί πολύ μέσα σ' αύτή τή φυλακή. Μόνο ό Παλλάδιος, ύστερα άπό ταξίδι δεκαοχτώ ήμερών μέσα στήν έρημο, άπό τή Νιτρία μέχρι τή Λυκόπολη, κατάφερε νά παραμείνει κοντά στόν άγιο καί νά τόν κάνει νά τοϋ διηγηθεί τή « ζ ω ή » του. "Ομως μπορεί αύτό νά όνομαστεϊ ζωή; Μοναξιά, σκοτάδι, σιωπή, φυλακή: πώς νά όνομάσει κανείς αύτό τόν έκούσιο έγκλεισμό μέσα στήν καρδιά τοϋ βουνοϋ, αύτή τήν άπόδραση μέσα στους κόλπους τής νύχτας; Ό άγιος Α ν τ ώ ν ι ο ς είχε μείνει μόνο μερικά χρόνια μέσα σ τ ό ν τάφο του σ τ ό 'Ομάν. "Ομως, ό 'Ιωάννης τής Αιγύπτου παραμένει πενήντα χρόνια μέσα στήν καλύβα του καί τρέφεται μέ σπόρους καί νερό, σά πουλί. "Ενα πουλί πού έχει άπαρνηθεϊ τά φτερά του, έχει μαδήσει κι έχει μετατραπεί σέ ζ ω ν τ α ν ό άγαλμα. Α ρ γ ό τ ε ρ α , στή Συρία, άλλοι άναχωρητές θά έπιχειρήσουν αύτό τ ό πείραμα τοϋ όλοκληρωτικοϋ έγκλεισμοϋ μέσα στά ιερά, στούς τάφους ή στίς σκοτεινές τρύπες, συχνά μάλιστα στό εσωτερικό κούφιων δέντρων ή στήν κορυφή στήλων δπου θά ζήσουν, έπί χρόνια, μιά σχεδόν φυτική ζωή καί θά μάς κάνουν νά σκεφτούμε τά «άνθρώπινα άνθη» πού κοσμούν τόν λειμώνα τ ώ ν άγίων.
74
"Ας έξοικειωθοϋμε μέ αύτές τ'ις εικόνες τοϋ άγίου πού φωλιάζει στό σκοτάδι σάν άγρίμι στή σπηλιά του, τ ο ϋ τυφλού άγίου πού είναι χωμένος στά έγκατα τής γής, τοϋ άγιου - άρουραίου δπως θά μπορούσε νά τ ό ν όνομάσει κανείς, θ ά τις ξανασυναντήσουμε συχνά, γιατί, μέσα άπ' αύτές τίς είκόνες κι αύτή τή θεώρηση τής άγιοσύνης, οί άνθρωποι τής έποχής έκφράσανε τ ό καταπληκτικό δικό τους δνειρο: νά τραβήξουν στά σκότη φεύγοντας μακριά άπ' τόν κόσμο, νά κατοικούν γιά χρόνια όλόκληρα μέσα στή νύχτα και τή σιωπή, νά τρέφονται μέ σπόρους και νερό. "Ας φύγουμε άπό τή σπηλιά δπου ό 'Ιωάννης ό Αίγύπτιος έξακολουθεί τή σκοτεινή του άσκηση καί νάμαστε μέσα σ τ ό φώς τής έρήμου, κατά μήκος τοϋ Νείλου. "Ας ξανανέβουμε πλάι σ τ ό ποτάμι άπό τή δυτική δχθη, άς περάσουμε μέσα άπό τήν Ερμούπολη Γίάγκνα άπό τήν Όξύρρυγχο κατόπιν γιά νά φτάσουμε στήν Ήρακλειούπολη, λίγο νότια τοϋ Φαγιούμ. Μέσα σ' δλες τίς περιοχές πού περάσαμε, έρημητήρια καί μοναστήρια άφθονοϋν. Οί άναχωρητές — τούλάχιστον έκείνοι ποϋ δ έ ν τούς τρομάζει ή «δημοσιότητα τών άσκητικών τους κατορθωμάτων — κάνουν δλο καί περισσότερα θαύματα καί μερικοί άπ' αύτούς, δπως ό άγιος 'Απόλλων έχουν γύρω τους, σύμφωνα μέ τό Ρουφίνο ποϋ τόν είχε έπισκεφθεί πάνω άπό πεντακόσιους μαθητές. Αύτός ό άγιος 'Απόλλων έμεινε περίφημος στά χρονικά τοϋ άναχωρητισμοϋ έπειδή μιά μέρα άκινητοποίησε ένα όλόκληρο πλήθος ειδωλολατρών πού θυσίαζαν, «τόοο καλά, ώστε έκείνοι άφοϋ ύπέφεραν άπό ένα φοβερό καύσωνα, ήσαν θαρρείς ψημένοι άπό τίς άκτϊνες τοϋ ήλιου χωρίς νά μπορέσουν νά καταλάβουν τήν αίτια ένός τόσο παράξενου άτυχήματος». Διαπιστώνει λοιπόν κανείς πώς τ ό ν καιρό τοϋ άγίου 'Απόλλωνα (πού έζησε στήν έρημο έπί 'Ιουλιανού τοΰ Παραβάτη) οί ειδωλολάτρες ήσαν άκόμα πάρα πολλοί μέσα στην αίγυπτιακή ύπαιθρο άφοϋ κι ό Ρουφίνος κάνει λόγο, γύρω άπό τήν Ερμούπολη Μάγκνα, γιά «έννέα ή δέκα κωμοπόλεις γεμάτες ειδωλολάτρες δπου οί δαίμονες λατρεύονταν μέ άσεβεϊς προλήψεις καί παράξενο πάθος (πρόκειται άναμφίβολα γιά μιά λατρεία τοΰ Διόνυσου - "Οσιρη)· Είχαν έναν μεγαλόπρεπο ναό ποϋ στό κέντρο του ύπηρχε ένα είδωλο ποϋ οί Ιερείς — συνοδευόμενοι άπ* δλο τό λαό — τό βγάζανε καί τό περιφέρανε σ' αΰτές τΙς κωμοπόλεις δπως οί Βάκχες, καί έκαναν Ιερόσυλες τελετές γιά νά βρέξει». Στήν πραγματικότητα, τ ό «θαΰμα» πού έκανε ό 'Απόλλων είναι άπλώς ένα έπεισόδιο τής δλο καί πιό σκληρής πάλης πού, κατά τ ό δεύτερο μισό τοϋ 4 ου αίώνα, έ φ ε ρ ε σέ άντίθεση τ ο ύ ς χριστιανούς μέ τούς ειδωλολάτρες. Μιά γενεά άργότερα — δταν ή είδωλολατρεία θ' άπαγορευτεί έπί ση μα σ' όλόκληρη τήν Αυτοκρατορία, θά δούμε τούς χριστιανούς μοναχούς μ' έπικεφαλής τόν Χενούτη ή τ ό ν Μακάριο της Θοΰ, νά λεηλατούν τούς ειδωλολατρικούς ναούς, νά τούς βάζουν φωτιά, νά σπάζουν τά είδωλα, καί πολλές φορές νά σφάζουν μέ τήν ίδια εύκαιρία τ ό προσωπικό τοϋ ναού. Τήν έποχή τοϋ 'Απόλλωνα, μιά καί δέν μπορούσαν ν' άποδυθοϋν άκόμα σέ τ έ τ ο ι ε ς βιαιότητες, άρκοϋνταν στό νά σφάζουν τοϋς ειδωλολάτρες ή νά τούς «έξουδετερώνουν» συμβολικά* άλλά έδώ τό «θαϋμα» μοιάζει ύπερβολικά μ' αύτό ποϋ κατοπινά θά γίνει πραγματική ιστορία κι έτσι δέν είναι ή άπλή καί καθαρή λογοτεχνική έκφραση τών άσυνείδητων έπιθυμιών τών χριστιανών. Χωρίς νά παρατραβάμε τήν άνάλυση αύτοϋ τοϋ άρετολογικοϋ «θαύματος», σημειώνουμε μόνο πώς πρόκειται γιά ένα καθαρά «ήλιακό» θαύμα (πλήθη ειδωλολατρών άκινητοποιημένα καί ψημένα άπό τόν
ήλιο) πού μπορεί ν' άποδόθηκε στδν άγιο 'Απόλλωνα λόγω της συνωνυμίας του μέ τόν άρχαίο θεό-"Ηλιο των Ελλήνων. Λίγο βορειότερα, κοντά στήν Ήρακλειόπολη, ζούσε κάποιος Παφνούκιος πού ή ζωή του ήταν τ ό σ ο άγια ώστε, καθώς γράφει ό Ρουφίνος, « τ ό ν θεωρούσαν περισσότερο άγγελο παρά άνθρωπο». "Ομως, προσοχή! Καί έδώ τά φαινόμενα άπατοϋν. "Αγγελος ό Παφνούκιος,· "Ας τά δούμε. "Υστερα άπό χρόνια παραμονής στήν έρημο, ή άρετή του μόλις πού ξεπερνούσε τήν άρετή ένός τυχαίου μουσικάντη της Ήρακλειούπολης (αύτό τοϋ άποκάλυψε ένας άγγελος — άληθινός αύτός — τόν όποιο είχε τήν άφέλεια νά ρωτήσει). Καί ό Παφνούκιος διπλασίασε τις νηστείες καί τΙς προσευχές. «Πού βρίσκομαι τώρα; ξαναρώτησε τόν άγγελο μερικά χρόνια άργότερα. — "Οπου καί ό πρώτος κάτοικος της πιό κοπτικής κωμόπολης», άπάντησε ό άγγελος. Καί πάλι ό Παφνούκιος διπλασιάζει νηστείες καί προσευχές. Ρώτησε γιά τρίτη φορά τόν άγγελο: «Ποϋ βρίσκομαι τώρα; "Οπου καί ό τάδε έμπορος τής τάδε κωμόπολης», άπάντησε ό άγγελος. Τέτοια στάθηκε ή ζωή τοϋ Παφνούκιου: ένός άνθρώπου πού φτιάχνει ό ίδιος ψεύτικη εΙκόνα γιά τόν έαυτό του. Ό Παφνούκιος βρίσκεται πλησιέστερα πρός ένα μουσικάντη ή πρός έναν έμπορο παρά πρός έναν άγιο κι αύτοϋ τοϋ είδους τή σύγχυση γύρω άπ' τ ό πρόσωπό του τήν ξαναβρίσκουμε νά έκφράζεται στήν κυριολεξία αύτή τή φορά, σ' ένα έπεισόδιο πού έμεινε φημισμένο: τόν προσηλυτισμό τής θαΐδας, μιας πόρνης της Ήρακλειούπολης. Μιά μέρα, λοιπόν, ό ψεύτικος άγγελος τής έρήμου Παφνούκιος, «ντύνεται ροϋχα έγκόσμια, έφοδιάζεται μέ χρήμα καί μ' αύτά τά έφόδια παρουσιάζεται στήν πόλη καί χτυπάει τήν πόρτα της διάσημης πόρνης θαΤδας»,
μέ μοναδικό σκοπό, βέβαια, νά τήν προσηλυτίσει. Καί πράγματι, τήν προσηλυτίζει, μιά καί λίγο άργότερα συναντάμε τή θ α ΐ δ α μέσα σ' ένα γυναικείο μοναστήρι, «κλεισμένη μέσα σ' ένα κελλ'ι πού ό Παφνούκιος σφράγισε τήν πόρτα του μέ μολύβι».
Ή θ α ΐ δ α έμεινε τρία χρόνια μέσα σ' αύτό τ ό κελλί, τρεφόταν μέ ψωμί καί νερό καί τέλειωσε τις μέρες της στό μοναστήρι, θ ά μπορούσαμε νά σταματήσουμε έδώ τήν άφήγηση αύτοϋ τοϋ άνεκδότου. 'Αξίζει ώστόσο νά έπανέλθουμε γιά μιά στιγμή σ' αύτόν τόν προσηλυτισμό πού ό Ά ν α τ ό λ Φράνς έχει συμβάλλει στή διασημότητά του μέ τ ό μυθιστόρημά του θαΤς καί πού ό Μασενέ έχει γράψει γι' αύτόν μιά περίφημη διατριβή. 'Επιφανειακά, τά πάντα είναι άπλά καί λογικά μέσα σ' αύτή τήν Ιστορία: άπό τή μιά ένας άγιος πού είναι σχεδόν άγγελος καί άπό τήν άλλη μιά πόρνη πού κατά τά φαινόμενα έχει μέσα της τ ό Διάβολο. Κοντολογίς, οί δύο πόλοι κάθε ζωής. "Ομως, στήν πραγματικότητα, καθεμιά άπ' αύτές τις ύπάρξεις κρύβει μιά διπλή φύση: γιατί ό άγιος δέν έχει παρά τά έπιφαινόμενα ένός άγγέλου καί μοιάζει περισσότερο μέ μουσικάντη, έμπορο, άνθρωπο τοΰ κόσμου παρά μέ άγγελικό πλάσμα. "Οσο γιά τήν πόρνη, θά πρέπει νά είχε μιά κρυφή προδιάθεση γιά τήν άρετή άφοΰ πέρασε μέ τόση εύκολία άπό τή διαφθορά στήν κάθειρξη. "Ομως, τ ό έκπληκτικό χαρακτηριστικό αύτοϋ τοϋ άνεκδότου έγκειται σ' αύτό τ ό συναπάντημα δύο φαινομενικά τόσο άντίθετων υπάρξεων άλλά πού κατά κάποιον τρόπο «ή μιά προλαβαίνει τήν άλλη», καθώς ό άγιος μασκαρεύεται σέ γυναίκα καί ή πόρνη σέ άγία. Κοντολογίς, τά πάντα γίνονται σά νά έγινε μία άνταλλαγή άγιότητας άνάμεσα στόν Παφνούκιο καί τή θαΐδα, λές κι ό Παφνούκιος έπρεπε ν' άπαρνηθεΐ τήν ίδια
76
του τήν άγιότητα (πράγμα πού ό θρύλος δίνει μέ τήν έκφραση: μασκαρεύομαι σέ γυναίκα), γιά νά μπορέσει ή πόρνη νά γίνει άγία. Βέβαια, ή άφήγηση τοϋ Ρουφίνου δέν άναφέρεται σ' αύτή τήν «άνταλλαγή» μιά κι ό Παφνούκιος, μετά τόν προσηλυτισμό τής θαΐδας, ξαναγυρίζει στήν έρημο. "Ομως, ό Άνατόλ Φράνς, μετά άπό δεκαπέντε αΙώνες, έξέφρασε σωστά τό θεμελιακό αύτό νόημα τοϋ μύθου (γιατί πρόκειται άσφαλώς γιά μύθο, γιά έναν άπό τούς πρώτους χριστιανικούς μύθους), ύποθέτοντας πώς ό Παφνούκιος ύπέκυψε στούς πειρασμούς τής σάρκας ύστερα άπό τήν προσηλυτισμό τής θαΐδας, άπαρνήθηκε τόν θ ε ό του καί παραδόθηκε στήν πολυτέλεια. Κι έδώ άποκαλύπτεται ή βαθύτερη δομή τοϋ μύθου: ή άπόχτηση τής άγιότητας δέν μπορεί νά γίνει ex nihilo, δέν είναι δυνατή παρά μέ άνταλλαγή, μέ άντίτιμο τήν άγιότητα ένός άλλου. Ό χριστιανικός μύθος τής θαΐδας είναι, στό βάθος, τυπικά, ένας μύθος πριν άπ' τή Χάρη.
6. Oi 'Αθλητές τής Εξορίας. II
Καθώς τόν Ικέτευα γιά νά μοϋ δώσει λίγη άνάπαυση ύστερα άπό τόση έγκράτεια, μοϋ άπάντησε: «Νά πείσετε πρώτα τούς άγγέλους νά κοιμηθούν». Βίος τοϋ άγίου Δωροθέου Καμμιά έκατοστή χιλιόμετρα νότια τής 'Αλεξάνδρειας καί καμμιά όγδονταριά περίπου χιλιόμετρα βορειοδυτικά άπό τ ό Κάιρο έκτείνεται ή έρημος Βάντι-ανΝατρούν, πού οί "Ελληνες όνόμαζαν έρημο τής Νιτρίας. Αύτή ή όνομασία προέρχεται άπό τις λίμνες νίτρου πού ήοαν σκορπισμένες στήν περιοχή — τό νίτρο oi άρχαίοι ΑΙγύπτιοι τό χρησιμοποιούσαν γιά νά ταριχεύουν τούς νεκρούς. Ή έπιφάνεια αύτών τών λιμνών, πού είναι καμμιά δεκαπενταριά, ψηλώνει τ ό χειμώνα καί τήν άνοιξη γιά νά χαμηλώσει κατά τ ό Μάη, άφήνοντας στίς δχθες κρούστες νίτρου πού άκόμα καί σήμερα τις χρησιμοποιούν μέ διάφορους τρόπους στήν Αίγυπτο. 'Εδώ και αιώνες, αύτά τά άποθέματα νίτρου είχαν δώσει στήν περιοχή μιά παράξενη δψη πού προκαλούσε τ ό θαυμασμό δλων τών έπισκεπτών ή προσκυνητών πού τήν είχαν διασχίσει: άπολιθωμένα φυτά στριμώχνονταν τ ό ένα πάνω σ τ ό άλλο σάν πέτρινα δάση μέ φανταστικά σχήματα, στά όποία ό κάθε ταξιδώτης, άνάλογα μέ τή φαντασία του, νόμιζε πώς έβλεπε τά ύπολείμματα μουμιοποιημένων γιγάντων ή μεγάλων Ιστιοφόρων πετρωμένων στά βάθη τών θαλασσών. «Έκεϊ βρίσκει κανείς, γράφει ό Κοπέν, κομμάτια άπό άνθρωπινα όστά πού έχουν άλλάξει φύση κι έχουν γίνει σάν βράχοι. Μόνο σημάδι άναγνώρισης έχουν τό σχήμα, ή ποσότητα δμως στήν όποία τά συναντάμε δέν άφήνει καμμιά άμφιβολία ότι ύπήρξαν κάποτε άληθινά κόκκαλα». "Εναν αίώνα άργότερα, ό Μαιγέ διασχίζει μέ τή σειρά του τήν περιοχή καί γράφει: «Πάνω σ τ ό δρόμο αύτής τής διώρυγας (ή διώρυγα τού Φαγιούμ) βρισκόταν ή έρημος τοϋ άγίου Μακαρίου, σ' αύτή τήν κοιλάδα πού όνομάζεται Μπαχαρμολάμα, άραβικός δρος πού σημαίνει θάλασσα χωρίς νερό γιατί παλιότ ε ρ α ή θάλασσα είχε πλημμυρίσει αύτή τήν κοιλάδα. Αύτό φαίνεται άκόμα καί σήμερα άπό τόν μεγάλο άριθμό τ ώ ν κτισμάτων πού βρίσκονται άπολιθωμένα έκεϊ καί πού πιθανότατα είχαν σκεπαστεί άπό τά νερά τόν καιρό πού ή έπιφάνεια της θάλασσας κάλυπτε τ ό ν κόλπο. Μιά άλλη άναμφισβήτητη άπόδειξη αύτής τής καταγωγής είναι τά θαλασσινά βότσαλα πού είναι σωριασμένα στις πετρώδικες παρυφές της. Καταμεσίς σ' αύτή τή φοβερή καί στείρα έρημο βρίσκεται άκόμα καί σήμερα τ ό μοναστήρι τοϋ άγίου Ζαχαρία καί άλλα δυό τρία πού κατοικούνται άπό μερικούς κόπτες Ιερωμένους. Μόνο αύτά τά λίγα έχουν άπομείνει σήμερα άπό τά φημισμένα μοναστήρια πού γέμιζαν αύτές τις έρημιές τήν έποχή πού ή Αίγυπτος ήταν χριστιανική 1 .» 1. Maillet, Description de I'igypte (1735)
78
'Ανθρώπινα άπολιθώματα, θαλασσοπνιγμένα καράβια., φαίνεται πώς ή φαντασία τών άνθρώπων τοϋ 17ου καί τοϋ 18°" αίώνα κυριαρχούνταν άπό τίς καταστροφές. Ό Ρουφίνος πού πέρασε άπ' αύτή τήν έρημο τόν 4° αίώνα, σέ μιά έποχή πού είχε άρχίσει νά γεμίζει άναχωρητές, έρμήνευσε πολύ διαφορετικά τήν παράξενη άτμόσφαιρα τοϋ χώρου: «"Ηρθαμε κατόπιν στή Νιτρία, πού άπέχει περίπου σαράντα μίλια άπό τήν 'Αλεξάνδρεια καί πού είναι ό πιό φημισμένος μοναστικός τόπος τής ΑΙγύπτου. Ή όνομασία του προέρχεται άπό τ ό δνομα μιάς πολύ κοντινής κωμόπολης δπου ύπάρχει άφθονο νίτρο, καί πιστεύω πώς ή θεία Πρόνοια τό φρόντισε αύτό, διότι έκεϊ έπρόκειτο μία μέρα νά καθαρίζονται οί άνθρωποι άπό τίς άμαρτίες τους δπως άκριβώς τ ό νίτρο χρησιμεύει γιά νά καθαρίζουν τά ρούχα άπ' τοϋς λεκέδες.» Νά πού ξαναγυρίσαμε στήν άτμόσφαιρα πού μάς είναι οίκεία, στόν 4° αίώνα, δπου ή άνάγκη γιά σύμβολα είναι τόσο μεγάλη ώστε τ ό ίδιο τό νίτρο γίνεται «άρετολογικό» καί συνώνυμο τής καθαρτήριας άρχής. • "Οπως εύκολα μπορεί νά φανταστεί κανείς, δέν ήταν εύκολο νά φτάσεις σ' αύτή τήν έρημο. Αύτές οί άπολιθωμένες έκτάσεις, δπου γαλακτόχρωμες άποθέσεις τοϋ νίτρου έκαναν άνυπόφορη τήν άνταύγεια τοϋ ήλιου, δπου τά πηγάδια σπάνιζαν κι' δπου ή χλωρίδα περιοριζόταν σέ μερικούς φοίνικες καί μερικές καλαμιές, δέν πρόσφεραν τίποτα πού νά μπορούσε νά βοηθήσει τόν ταξιδώτη. «"Επρεπε, λέει ό Ρουφίνος, νά προχωράς τή νύχτα άκολουθώντας τήν πορεία τών άστρων, άφού δλη τήν ήμέρα θά είχες κοιμηθεί σέ κάποια τρύπα ή στή σκιά κανενός φοίνικα. Ταξίδι έξαντλητικό, ίσως κι έπικίνδυνο άπό τ ό όποιο ό Ρουφίνος μάς άφησε μιά πολύ γραφική περιγραφή. 'Αναμφίβολα, οί διάφοροι κίνδυνοι τής έρήμου τούς όποίους άπαριθμεΐ σ τ ό παρακάτω κείμενο έχουν ένα συμβολικό νόημα: δράκοι, χαράδρες, κλέφτες καί κροκόδειλοι δέν βρίσκονται ποτέ τυχαία σ τ ό δρόμο τοϋ προσκυνητή. Πώς τάχα θά ήταν δυνατό κάτι τέτοιο άφοϋ τά ίδια τά μεταλλεύματα, οί πέτρες, τ ό νίτρο, οί βράχοι μέ τήν άνθρώπινη μορφή βρίσκονται έκεϊ μέ τή βούληση τοϋ θ ε ο ϋ ; Μέσα άπ' αύτή τή ρωμαντική — καί σαφέστατα συμβολική — άφήγηση τοϋ Ρουφίνου, μαντεύει κανείς έντούτοις τήν κούραση καί τούς πραγματικούς κινδύνους πού δείχνουν πώς αύτό τ ό «προσκύνημα στίς πηγές» δέν ήταν καθόλου άνετο.
« Ό πρώτος κίνδυνος πού διατρέξαμε, γράφει ό Ρουφίνος στό τέλος της 'Ιστορίας τών μοναχών τής Αιγύπτου, ήταν νά πεθάνουμε άπό πείνα καί δίψα άφοϋ είχαμε περπατήσει έπί πέντε ήμερόνυχτα μέσα στήν έρημο. Ό δεύτερος κίνδυνος ήταν μέσα σέ μιά ρεματιά δπου άναβλύζει ένα ύγρό μέ τόσο πολύ άλάτι ώστε άμέσως μόλις τό ζεστάνει ό ήλιος μένει σκέτο τό άλάτι, δπως τόν χειμώνα ή όμίχλη γυρίζει σέ πάγο. Τό άλάτι αύτό σχημάτιζε παντού αΙχμηρές μύτες καί τά μονοπάτια γίνονται τόσο τραχειά ώστε κόβονται καί σχίζονται τά πόδια τών άπόδετων άλλά καί τών ποδεμένων άκόμα. Ό τρίτος κίνδυνος στάθηκε δταν περπατώντας μέσα στήν έρημο συναντήσαμε μιά άλλη κοιλάδα άπό τήν όποία, δπως κι άπό τήν πρώτη, βγαίνει κάποιο ποταμάκι ποϋ δταν θελήσαμε νά τό περάσουμε άνακαλύψαμε πώς στό βυθό του ύπήρχαν παντού πέτρες και μιά άηδιαστική καί σάπια λάσπη στήν όποία χωθήκαμε μέχρι τό στήθος. Τότε, κοντεύοντας νά χαθούμε, άναφωνήσαμε πρός τό θεό: «Κύριε, σπεύσε σέ βοήθειά μας, γιατί τά νερά κοντεύουν νά μάς πνίξουν, καί δέ μπορούμε νά βγούμε άπ' αύτό τό τέλμα δπου είμαστε χωμένοι, γιατί μάς έγκατέλειψαν οί δυνάμεις μας!» (Εύτυχισμένοι άνθρωποι ποϋ βρίσκουν πάντα ν' άναφερθοϋν ατό σωστό ψαλμό άκόμα καί τήν ώρα τοϋ θανάτου!) Ό τέταρτος κίνδυνος ήταν δταν, περπατώντας κατά μήκος τής θάλασσας, συναντήσαμε κλέφτες ποϋ μάς άκολούθησαν γιά δέκα όλόκληρα μίλια, καί μή μπορώντας νά μάς σκοτώσουν μέ τό ξίφος, κόντεψαν νά μάς πεθάνουν άπ' τήν κούραση ύστερα άπό τήν τόση ταλαιπωρία της καταδίωξης.
Ό πέμπτος κίνδυνος, δταν πέσαμε μέσα στά έλη πού είχαν μείνει άπδ τήν πλημμύρα τοϋ Νείλου, μέσα στά δποϊα μείναμε έπί τρεις ήμέρες καϊ καταφέραμε νά ξεφύγουμε μέ μεγάλη δυσκολία. Ό δκτος κίνδυνος στό Νείλο τόν ϊδιο, δπου τδ καράβι μας κόντεψε νά βουλιάξει. Ό έβδομος σέ μιά λίμνη όνόματι 'Αγία-Μαρία δπου, μάς χτύπησε τρομερή καταιγίδα, κι ό άνεμος μάς έρριξε σ' ίνα νησί μέσα στό καταχείμωνο. Κι ό δγδοος καϊ τελευταίος κίνδυνος πού διατρέξαμε στάθηκε δταν πλησιάζαμε ατά μοναστήρια τής Νιτρίας καί βρήκαμε πώς ή πλημμύρα τοϋ Νείλου, καθώς άποσυρόταν, είχε άφήσει πίσω της κάτι σά λίμνη μέσα στήν όποία βρίσκονταν πολλά θηρία και Ιδιαίτερα κροκόδειλοι πού, Εχοντας βγει άπό τό νερό μετά τό ξημέρωμα, είχαν ξαπλώσει στήν άκρη τοϋ νερού και μας φαίνονταν ψόφιοι: έτσι δταν πλησιάσαμε κοντά γιά νά θαυμάσουμε τό πελώριο μέγεθος αύτών τών ζώων, έκεϊνα, άκούγοντας τδ θόρυβο, λές καί ξύπνησαν άπό λήθαργο, δρμησαν καταπάνω μας καϊ μάς καταδίωξαν μ' δλες τους τΙς δυνάμεις. Τότε μέ μεγάλες φωνές καϊ στεναγμούς έπικαλεστήκαμε τό δνομα τοϋ Κυρίου Μας, καϊ ή καλωσύνη του δέν παρέλειψε νά μας συντρέξει. Κι έτσι, λές καί κάποιος άγγελος είχε άπωθήσει τά τεράστια αύτά ζωντανά, ξαναρίχτηκαν μέσα στό έλος, κι έμεΐς τρέχαμε μ' δλη μας τή δύναμη γιά νά φτάσουμε μέχρι τά μοναστήρια, εύχαριστώντας τό θεό πού μάς είχε διαφεντέψει άπό τόσους κινδύνους καί μάς είχε δείξει τόσα θαύματα.»
Παρά τοΰς κινδύνους πού παραμόνευαν (ή Ισως καϊ έξαιτίας αύτών τών κινδύνων), αύτοϊ οί έχθρικοϊ τόποι, άπό τ ό δεύτερο μισό τοΰ 4 ου αίώνα καϊ μετά, επρόκειτο νά γίνουν άναχωρητικά καϊ κατόπιν μοναστικά κέντρα πρωτεύουσας σημασίας. Καταρχήν άναχωρητικά μιά καϊ ol άναχωρητές προηγούνται πάντα τών κοινοβιτών σύμφωνα μέ μιά διαδικασία κοινή λίγο πολύ σ' δλη τή χριστιανική Ανατολή. Καϊ τά πράγματα πού συνέβαιναν στή Νιτρία ήσαν περίπου τά άκόλουθα: γύρω στά 325, ένας όνόματι "Αμμων παράτησε Οστερα άπό δεκαοχτώ χρόνια άποτακτικής ένωσης (καθώς ό πατέρας του τόν είχε παντρέψει διά τής βίας), τή γυναίκα του κι έφυγε γιά τήν έρημο. 'Ανακάλυψε τίς έρημιές τής Νιτρίας καί πολύ γρήγορα μάζεψε γύρω του πλήθος μαθητών. Ή ζωή σ τ ό Βάντι-αν-Νατρούν ήταν άκόμα πιό δύσκολη άπ' δσο στή θηβαΐδα. Ό Νείλος βρισκόταν μακριά — πάνω άπό τριάντα χιλιόμετρα — καί, σ' αύτόν τόν ποτισμένο άπό τό νίτρο τόπο, τό νερό σπάνιζε, ήταν σέ μεγάλο βάθος καί είχε δυσάρεστη γεύση. 01 περισσότεροι άναχωρητές ζούσαν μέσα σέ άπλές καλύβες ή σέ σπηλιές σκαμένες στϊς δχθες τών λιμνών. Γενικά ντύνονταν μέ προβιές, πράγμα πού είχε τ ό «πλεονέκτημα» νά τούς κάνει νά ύποφέpouv περισσότερο δταν προσεύχονταν στόν ήλιο και νά μοιάζουν μέ μεγάλα θηρία μέ άνθρώπινη μορφή πού τρόμαζαν τοϋς έπισκέπτες. Σέ πείσμα, ή μάλλον έξαιτίας αύτών τ ώ ν Ιδανικών δρων ζωής, οί άναχωρητές προσήλθαν κατά μεγάλα πλήθη, άφοΰ ό Παλλάδιος, πού παρέμεινε έκεϊ δώδεκα χρόνια, σ τ ό τέλος τοϋ 4 ou αίώνα, μιλάει γιά « π έ ν τ ε χιλιάδες μοναχούς πού ζοϋν στήν έρημο». 'Ανάμεσα σ' αύτή τήν πλειάδα τών άσκητών είναι δύσκολο νά διαλέξουμε τόν πιό (ή τούς πιό) άντιπροσωπευτικούς. Ή άνωνυμία μέσα στήν όποία ζούσαν, κι ή μέρινά τους νά φτάσουν τ ό άπρόσωπο, έχουν σάν άποτέλεσμα νά είναι αύθαίρετο τ ό νά θέλουμε νά διακρίνουμε τούς μέν άπό τούς δέ: νηστείες, όλονυχτίες, προσευχές καταμεσις στή λιακάδα ή στοχασμοί στή σκιά τής σπηλιάς, τά καμώματα τοϋ άσκητή είναι παντού τά Ιδια γιά δλους. Στήν έρημο, δλες οί μέρες είναι Ιδιες. 'Εντούτοις, όρισμένοι πρόσδωσαν στόν άσκητισμό τους έναν ιδιαίτερο τόνο, δπως λογουχάρη ό άγιος Πιόρ, πού έπ'ι πενήντα χρόνια τρεφόταν μέ λίγο ψωμί και πέντε έλιές τήν ήμέρα καϊ τά έτρωγε «κάνοντας περίπατο γιατί, δπως έλεγε, τό φαΐ πρέπει νάναι κάτι περαστικό.». 'Αντιλαμβανόμαστε έδώ μιά πνευματική κατάσταση συχνή στήν έρημο: τήν κύριο-
λεκτική έρμηνεία τής έννοιας τών συμβόλων. Τά πιό μικρά γεγονότα τής καθημερινής ζωής, τά πιό άσήμαντα φυσικά φαινόμενα έξηγοΰνται σέ συνάρτηση μέ τήν συμβολική τους σημασία. 'Αποτελούν, πάντοτε, τήν είσβολή μέσα στόν άνθρώπινο κόσμο, δυνάμεων, άξιων, καί βουλήσεων πού πηγάζουν άπό τόν άόρατο κόσμο. "Ομως έπειδή οί περισσότεροι άπ' αύτοϋς τούς άναχωρητές ήταν άγράμματοι καί συχνά πολύ άφελεΐς, συνέβαινε πολλές φορές νά παρεξηγούν τό συμβολικό νόημα τοϋ ένός ή τοϋ άλλου λόγου κάποιου παλιού καί νά τά παίρνουν δλα «κατά γράμμα». "Ετσι, ό άγιος Πιόρ, στόν όποιο είπαν πώς «τό φαΐ πρέπει νάναι κάτι περαστικό», βγάζει τ ό συμπέρασμα πώς πρέπει πάντα νά τρώει «περνώντας» δηλ. περπατώντας. "Ομως αύτός ό άγιος Πιόρ, είχε κάπουκάπου μιά λιγότερο απλοϊκή αίσθηση γιά τά σύμβολα, δπως μαρτυράει τό παρακάτω άνέκδοτο: μιά μέρα πού πήγαινε στήν «έκκλησία» τής Νιτρίας, άκουσε άναχωρητές νά κακολογούν άλλους άσκητές τής περιοχής. Πήρε τ ό τ ε ένα μεγάλο σακκί άμμο πού έρριξε στήν πλάτη του κι ένα μικρότερο σακούλι άμμο ποϋ τό κράτησε στά χέρια του καί μ' αύτή τήν έξάρτηση άρχισε νά κόβει βόλτες, άμίλητος, μπροστά στούς άναχωρητές. «ΤΙ κάνεις έκεϊ; τόν ρώτησαν οί άλλοι παραξενεμένοι. — Αύτό τό μεγάλο σακκί είναι οί άμαρτίες μου, άπάντησε ό Πιόρ, τΙς βάζω πίσω μου γιά νά μήν τΙς βλέπω. Αύτό τό σακουλάκι έχει τίς άμαρτίες τών άλλων. Τίς κρατάω μπροστά γιά νά βλέπω μόνο αύτές.» Κι οί άναχωρητές άλλαξαν κουβέντα.
Στήν άνατολική άκρη τοϋ Βάντι-αν-Νατρούν, καμμιά δεκαπενταριά χιλιόμετρα πρός νότον τό νίτρο έξαφανίζεται σιγά-σιγά καί τ ό έδαφος γίνεται λιγότερο σκληρό. Καθώς μπορούσε κανείς εύκολότερα νά σκάψει, πολυάριθμοι άσκητΐς άνοιξαν τρύπες έκεϊ — σκεπασμένες μέ φοινικόκλαδα ή καλάμια γιά νά προστατεύονται άπ' τόν ήλιο — έγκαταστάθηκαν ύπό τήν γήν, μέσα σέ κοιλώματα τόσο στενά πού μέ δυσκολία μπορούσες ν' άλλάξεις πλευρό. Πρόκειται γιά τή φημισμένη έρημο τών Κελλιών δπου ό Παλλάδιος έμεινε τρία χρόνια σά μαθητής τοϋ Μακάριου τοϋ Νεαρού. «'An* αύτά τά κελλιά»,
γράφει, μερικά δέν είχαν καθόλου σκεπή, ήσαν ίσα-Ισα μιά τρύπα γιά νά χώνεται κανείς μέοα, διότι βρίσκονταν στήν έσωτερική έρημο δπου δέν δέχονταν έπισκέπτες. Σ' αύτά κατοικούσε ό Μακάριος στή διάρκεια τής καραντίνας του. Ήσαν σκοτεινές σπηλιές βαλμένες κάτω άπό τή γη, σάν φωλιές ύαινας, καί ήσαν τόσο στενές πού δέν μπορούσες ν' άπλώσεις τά πόδια σου.»
Τέτοιο περιορισμό καί ταλαιπωρία έρχόταν ν' άποζητήσει ό Μακάριος δ Νεότερος (ποΰ λεγόταν έτσι γιά νά ξεχωρίζει άπό τόν συνονόματό του Μακάριο τόν Αρχαίο) κάθε χρόνο έπί σαράντα μέρες τή Σαρακοστή. "Υστερα, γυρνούσε σ' ένα άπό τά άλλα πιό εύρύχωρα κελλιά πού είχε στήν έρημο, κι έκεϊ δεχόταν τούς προσκυνητές πού έρχονταν νά τόν δουν άπ' δλες τΙς γωνιές τοΰ ρωμαϊκού κόσμου. 'Αντίθετα μέ τούς άλλους άναχωρητές πού μοιάζανε τις περισσότερες φορές μέ θηρία μέ άνθρώπινη μορφή, αύτός ό Μακάριος ήταν. «κοντός, πολύ άδύνατος καί λεπτοκαμωμένος. Είχε γένεια μόνο στό κάτω καί στό πάνω χείλι, γιατί οί ύπερβολικές στερήσεις δέν τόν άφησαν νά βγάλει καί στό σαγόνι.»
'Υπερβολικές στερήσεις, λέει ό Παλλάδιος. 'Αναρωτιέται κανείς άν ή λέξη υπερβολικές δέν άποτελεϊ κι αύτή εύφημισμό δταν γνωρίζουμε, λογουχάρη, πώς γιά νά νικήσει τ ό ν Οπνο, ό Μακάριος πέρασε είκοσι μερόνυχτα στό ύπαιθρο, καταμεσίς στήν έρημο, δπου τήν ήμέρα τσουρουφλιζόταν άπό τόν ήλιο και τήν νύχτα τουρτούριζε άπό τ ό κρύο, σέ τέτοιο σημείο πού μέσα σ' αύτές τίς είκοσι μέρες «άναγκάστηκα (διηγήθηκε άργότερα στόν Παλλάδιο), νά γυρίσω όλοταχώς rn-Λ κελλί μου, γιατί διαφορετικά θά κατέρρεα άπό τήν έξάντληση: τόσο πολύ είχε άδυνατίσει τό μυαλό μου.»
'Ακόμα περισσότερο. «Μιά μέρα πού ό Μακάριος καθόταν στό κελλί του, τόν τσίμπησε ένα κουνούπι τόν πόνεσε πολύ κι αύτός τό έλειωσε. 'Αμέσως κατέκρινε τόν έαυτό του πώς τό είχε λειώσει άπό έκδίκηση καί άποφάσισε νά παραμείνει γυμνός καί άκίνητος έξι όλόκληρους μήνες, μέσα σ' ένα έλος τής Σκητίας, σέ μιά έκτεταμένη έρημία, δπου ύπήρχαν κουνούπια μεγάλα σάν σφήκες πού ή προβοσκίδα τους τρυπούσε άκόμα καί τό τομάρι τοΰ άγριόχοιρου. "Ετσι τά κουνούπια τόν κατάντησαν σέ τέτοια χάλια ώστε γυρίζοντας στό κελλί του δλοι πίστεψαν πώς είχε λέπρα καί μόνο άπό τή φωνή του τόν άναγνώρισαν.»
Αύτή τή συμπεριφορά όρισμένοι θά τή χαρακτηρίσουν σίγουρα παρανοϊκή, μάς άποκαλύπτει όμως μιά νοοτροπία ποΰ είναι ταυτόχρονα άρχαΐκή κι έλκυσπκή. Επειδή σκότωσε ό Μακάριος ένα κουνούπι, άφησε, στά άλλα, τή φροντίδα νά έκδικηθοϋνε τ ό «θύμα» του. "Ετσι μπορεί νά έξηγήσει κανείς αύτή τή χειρονομία: καταρχήν σάν πόνο πού ό Μακάριος έπιβάλλει σ τ ό ν έαυτό του σάν είδος έξιλασμοϋ καί κυρίως σάν Ισορροπία πού άποκαθίσταται, σάν άνταλλαγή πού συμφωνιέται άνάμεσα σ τ ό άνθρώπινο καί τ ό ζωικό σύμπαν. Πράγματα, φυτά καί ζώα άνήκουν σ' ένα σύμπαν Ιερό δπου τίποτα δέν ύπάρχει στήν τύχη, δπου τά πάντα, άπό τήν έμφάνιση ένός Χερουβείμ μέχρι τ ό τσίμπημα ένός κουνουπιοϋ, είναι σημάδια πού έκπορεύονται άπό τόν άόρατο κόσμο. "Αν λοιπόν ό Μακάριος έγκαταλείπεται σ τ ό έλεος τών κουνουπιών, τ ό κάνει γιατί καί αύτά, δπως άκριβώς καί οί άνθρωποι, έχουν τή θέση τους μέσα σ τ ό τεράστιο καί άδιερεύνητο θεϊκό Σχέδιο. Πρός τό τέλος τής ζωής του (ό Μακάριος ήρθε στήν έρημο στά σαράντα κι έμεινε έξηντα χρόνια), διαδόθηκε ή φήμη πώς ύπήρχαν στήν "Ανω Αίγυπτο μοναστήρια δπου οί άνθρωποι ζούσαν σύμφωνα μέ κανόνες πολύ διαφορετικούς άπό έκείνους τοϋ 'Αντώνιου. Ή είδηση φαίνεται πώς παραξένεψε τούς μοναχούς τής ΝιτρΙας: ήταν δυνατόν νά ύπάρχει άγιος πού νά ζεϊ μαζί μέ άλλους, χωρίς νά μπορεί νά σκληραγωγεί τ ό ν έαυτό του έλεύθερα; Ό Μακάριος θέλησε νά ξεκαθαρίσει τήν άπορία του καί ξεκίνησε γιά τό Ταμπενέσι. Ό Παχώμιος έξακολουθοϋσε νά διοικεί άκόμα τήν κοινότητά του, πράγμα πού τοποθετεί τ ό ταξίδι αύτό μεταξύ 330 καί 350. Ό Μακάριος παρουσιάστηκε στήν πόρτα τοϋ μοναστηριού «ίνγκόγκνιτο» σάν άπλός μαθητευόμενος, καί δυσκολεύτηκε πάρα πολύ νά γίνει δεκτός έξαιτίας τής ήλικίας του. "Ομως τελικά ό Παχώμιος τοΰ έδωσε ένα κελλί καί ό Μακάριος άρχισε τίς «ύπερβολικές στερήσεις» του. Οί νηστείες ποΰ έφαρμόζονταν σ τ ό Ταμπενέσι ήσαν γι' αύτόν παιχνιδάκια. "Ετσι, «δταν έμαθε πώς, σ' δλη τή Σαρακοστή, οί μοναχοί τοΰ Ταμπενέσι δέν έτρωγαν τίποτα ποϋ νά μήν ήταν ώμό, άποφάσισε νά κάνει τό Τδιο έπί έφτά χρόνια. 'Εφάρμωσε μέ άκρίβεια αΰτή τήν άσκηση, καί έτρωγε μονάχα χόρτα άβραστα, άλλα ξερά άλλα μουλιασμένα σέ νερό, άνάλογα μέ τήν ποιότητα πού συναντούσε, καί δέν συνάντησε μεγάλες δυσκολίες.»
Στό Ταμπενέσι μάλιστα έγκαινίασε ένα είδσς άσκησης άρκετά ιδιόμορφο, σχετικά μέ τό πώς νά τρώει τό ψωμί: «Κι δταν έμαθε πώς ό μοναχός δέν έτρωγε παρά μόνο μιά λίβρα ψωμί τήν ήμέρα, έτριψε τά κομμάτια τοϋ ψωμιοϋ πού είχε καί τάβαλε μέσα σ' ένα μπουκάλι άποφασισμένος νά τρώει μόνο δσο ψωμί μπορούσε νά βγάλει μέ τά δάχτυλά του. Αύτό άποτελοϋσε μιά τρομερή στέρηση, θά έπαιρνα περισσότερα κομμάτια, μάς έλεγε μέ καλωσύνη, άλλά τό στόμιο τοϋ μπουκαλιού ήταν τόσο στενό ώστε δέν μπορούσα νά τά βγάλω. 'Εφάρμοσε έπί τρία χρόνια αύτή τήν τόσο σκληρή άποχή, κι έτρωγε μόνο τέσσερις ή πέντε ούγγίες ψωμί τήν ήμέρα, (περίπου έκατό γραμμάρια), έπινε τό άνάλογο νερό καί κατανάλωνε μέσα σ' όλόκληρη τή χρονιά μιά πολύ μικρή ποσότητα λαδιού.»
Αύτά γιά τις συνηθισμένες νηστείες. "Ομως σέ Ιδιαίτερες περιόδους, δπως στή Σαρακοστή, ό Μακάριος έφάρμοζε νηστείες πολύ πιό σκληρές: «"Οταν έρχόταν ή Σαρακοστή, έπαιρνε φοινικόκλαδα γιά νά πλέκει καί στεκόνταν δρθιος σέ μιά γωνία τοΰ κελλιοϋ του, σ' δλη τή διάρκεια τής Σαρακοστής και μέχρι τήν ήμέρα τοϋ Πάσχα, χωρίς ούτε νά γονατίσει ούτε νά καθίσει ούτε νά στηριχτεί όπουδήποτε, χωρίς νά φάει οΰτε ένα κομμάτι ψωμί, χωρίς νά πιει οϋτε μιά σταγόνα νερό, άρκούμενος στό νά παίρνει κάθε Κυριακή μερικά ώμά λαχανόφυλλα καί νά τά τρώει μπροστά στοΰς μοναχούς γιά νά δείχνει πώς παίρνει τροφή.»
Στό τέλος οί μοναχοί τοϋ Ταμπενέσι τρόμαξαν άπό τήν παρουσία αύτοϋ τού άνθρώπου καί μερικοί άναρωτιοϋνταν μήπως ήταν δαίμονας πού είχε έρθει γιά νά τούς προκαλέσει. Παραπονέθηκαν στόν Παχώμιο κι έκείνος ρώτησε τό Μακάριο, καί τότε έμαθε ποιός ήταν (ϋστερα άπό έφτά χρόνια παραμονής στό Ταμπενέσι!), κι έχοντας πεισθεί πώς πρόκειται πράγματι γιά άνθρωπο έτίμησε τήν άρετή του. Καί μόνο τότε, σέ ήλικία ένενήντα χρονών, ό Μακάριος ξαναγύρισε στό κελλί του στή Νιτρία δπου καί πέθανε. Βέβαια, όλόκληρο πλήθος άναχωρητών είχαν κιόλας έγκατασταθεϊ γύρω άπό τό Μακάριο, μέσα στήν έρημο τών κελλιών, καί καθένας τους συναγωνιζόταν τόν άλλο σέ άσκητισμό. Ό άγιος Βενιαμίν, λογουχάρη, βάζει μέσα στήν καλύβα του ένα παγουράκι λάδι πού τοϋ άνοίγει μιά τρύπα «γιά νά πίνει μόνο μιά σταγόνα τήν ήμέρα». "Οταν δμως, μετά άπό μερικούς μήνες, κάνει έπίσκεψη σ* έναν άλλο άναχωρητή, διαπιστώνει πώς αύτός δέν τέλειωσε άκόμα τό παγούρι του, καί βλέπει πώς «νικήθηκε» στήν άσκηση. Ό άγιος Δωρόθεος, άπό τήν πλευρά του, διάλεγε «τήν πιό ζεστή μεσημεριανή ώρα γιά νά μαζέψει πέτρες μέσα στήν έρημο πού μ' αύτές έχτισε κελλιά γιά όσους δέ μπορούσαν νά χτίσουν, κι αύτό τδκανε κάθε χρόνο. Κι δταν τόν ρώτησα: «Γιατί πάτερ μου, σέ τόσο βαθιά γηρατειά, θέλετε νά σκοτώσετε τό σώμα σας μέ αύτούς τούς άνυπόφορους καύσωνες;», μοϋ άπάντησε: «θέλω νά τό σκοτώσω γιατί αΰτό μέ σκοτώνει:»
"Ετρωγε μόνο έξι ούγγιές ψωμί τήν ήμέρα (έκατό γραμμάρια) καί μιά χούφτα χόρτα καί δέν έπινε παρά λίγο νερό. Μάρτυράς μου ό θεός άν ποτέ τόν είδα ν' άπλώνει τά πόδια του ή νά πέφτει σέ κρεββάτι γιά νά κοιμηθεί. Περνούσε δλες του τίς νύχτες πλέκοντας σκοινιά μέ φοινικόφυλλα κι άρκοϋνταν νά λαγοκοιμάται κάπου κάπου καθώς δούλευε ή έτρωγε, έτσι πού συχνά έβλεπα νά τοϋ πέφτει τό ψωμί άπό τό στόμα - τόσο πολύ νύσταζε». Αύτές οί ύπερβολές τοΰ άσκητικού άποτελοϋσαν προφανώς δλη τή «χάρη»
83
(άν μπορεί κανείς νά πει κάτι τέτοιο) της ζωής στήν έρημο. "Ομως προσοχή! Ή μέριμνα νά έξωθήσει κανείς τήν άσκησή του ξεπερνώντας τοΰς άλλους, έχει καί αύτή, τά δρια της. Δ έ ν μπορούσε κανείς νά τ ό παρατραβήξει στίς νηστείες χωρίς νά καταλήξει στά άμάρτημα τής άλαζονείας, στήν Ιδέα πώς μπορεί νά έξαιρεθεί άπό τήν κοινή άνθρώπινη μοίρα καί νά ζήσει δπως οί άγγέλοι. Προπέτικη Ιδέα καί μάλιστα «αιρετική» άφού όδηγοΰσε στήν πεποίθηση πώς οί ταλαιπωρίες μπορούν ν" άντικαταστήσουν τή θ ε ί α χάρη. Έπίσης, τό συχνά άσαφές σύνορο πού χωρίζει τήν ύπερβολική ταπεινοφροσύνη άπό τήν ύπερβολική άλαζονεία έκανε τούς άσκητές νά προσπαθήσουν νά τ ό όροθετήσουν μέ τή βοήθεια κριτηρίων αύθαίρετων άλλά συγκεκριμένων. Αύτά τά κριτήρια θάπρεπε νά έπιτρέψουν σ τ ό ν άναχωρητή νά άποφύγει τούς δύο κινδύνους πού τόν παραμόνευαν άκατάπαυστα στήν έρημο: νά άφήσει έλεύθερες τίς έπιθυμίες του καί νά γίνει στόχος τ ώ ν δαιμόνων ή νά άφήσει έλεύθερη τήν άλαζονεία του έπιβάλλοντας στόν έαυτό του ύπερβολικές στερήσεις καί νά γίνει έτσι πάλι στόχος τών δαιμόνων. "Έγιναν λοιπόν άναγκαίοι όρισμένοι άσκητικοί κανόνες. Οί κανόνες — κι έδώ έγκειται ό ρόλος τους — συγκεκριμενοποιούν καί κατασφαλίζουν. Λένε στόν άσκητή τί είναι καλό καί τί είναι κακό, κι' άν τοΰς σέβεται, είναι κατασφαλισμένος πώς, μέσα σ' αύτό τ ό άμφίβολο σύμπαν δπου προχωρεί σάν στραβός, έχει πάρει τ ό σωστό δρόμο πού όδηγεί στούς άγγέλους καί στόν ούρανό. Προφανώς οί πρώτοι κανόνες πού καθιερώθηκαν, άναψέρονταν στήν τροφή καί τίς νηστείες. Ξέρουμε άπό τόν Κασσιανό πώς οί περισσότεροι άναχωρητές έπιβάλανε, λαγουχάρη, στόν έαυτό τ ο υ ς νά μήν τρώνε περισσότερες άπό έφτά έλιές τήν ήμέρα. Γιατι πρέπει κανείς νά γνωρίζει, άκόμα και κυρίως προκειμένου γιά έλιές, πού άρχίζει καί πού τελειώνει τ ό άμάρτημα. "Ετσι ό άσκητής καθορίζεται σταθερά: άν φάει έξι έλιές άντί γιά έφτά, πέφτει σ τ ό άμάρτημα τής άλαζονείας καί άν φάει όχτώ πέφτει σ τ ό άμάρτημα τής λαιμαργίας. Τό νά προσδίδεται στήν τροφή τέτοια συμβολική σημασία θά φανεί ίσως ύπερβολικό, άλλά καί τ ό νά μήν τήν πάρει κανείς ύπόψη του θά σήμαινε νά μήν άναγνωρίσει τ ό ν ούσιαστικό ρόλο πού έπαιξε μέσα στίς περισσότερες θρησκείες καί κοινωνίες σά σύμβουλος της πνευματικής στάθμης, τ ώ ν κοινωνικών σχέσεων, καί τών πιό ύψηλών άπόκρυφων έμπειριών. Αύτό τ ό σύμβολο τ ό άναγνωρίζουμε μέ σαφήνεια στίς πρωτόγονες ή άρχαϊες θρησκείες άλλά κι ό χριστιανισμός δ έ ν τ ό άγνόησε καθόλου. "Οταν ό άγγλος έθνολόγος Ρίτσαρντς γράφει π.χ. πώς στίς άρχαϊκές κοινωνίες, «ή τροφή είναι ή πηγή τ ώ ν πιό έντονων συγκινήσεων, καί παρέχει τή βάση γιά όρισμένες άπό τΙς πιό άφηρημένες έννοιες καί μεταφορές της θρησκευτικής σκέψης... Γιά τόν πρωτόγονο, ή τροφή μπορεί νά γίνει τ ό σύμβολο τ ώ ν πιό ύψηλών πνευματικών έμπειριών, έκφραση τών πιό ούσιαστικών κοινωνικών σχέσεων 1 ...», έκθέτει μιά άλήθεια καί μιά άρχή πού Ισχύει καί γιά τοΰς άσκητές τής αιγυπτιακής έρήμου. Γιά τόν άσκητή, τ ό ψωμί μπορούσε νά γίνει «άντανάκλαση» τής ψυχής- ύπάρχει σχετικά μ' αύτό μιά συναρπαστική περιγραφή μέσα & αύτό τό έπεισόδιο τής ζωής ένός άναχωρητή ποΰ ό Ιωάννης ό Αίγύπτιος άφηγήθηκε στόν Παλλάδιο. Αύτός ό άναχωρητής ήταν τ ό σ ο τέλειος ώ σ τ ε ό θ ε ό ς τ ό ν είχε άπαλλάξει «άπό τήν έγνοια νά ψάχνει γιά τροφή καί τή φροντίδα τήν είχε άναλάβει ή Πρόνοιά του. "Οταν γυρνούσε πεινασμένος στή σπηλιά του, έβρισκε πάντα πάνω στό τραπέζι ψωμί έξαιρετικά εύγευστο καί μέ ύπέροχο άσπρο χρώμα. "Ομως αΰτές οί μεγάλες κι εύτυχείς πρόοδοι τοΰ έδωσαν ένα αίσθημα ματαιοδοξίας κι άπέδιδε 1. Richards, Hunger and Work
84
στήν καλή του συμπεριφορά τΙς εύεργεσίες πού Απολάμβανε μόνο χάρη στήν έλευθεροφροσύνη τοΰ θεοϋ' σέ λίγο περιέπεσε σέ κάποια πνευματική χαλάρωση.»
Προσεύχεται πιό άραιά, άναπαύεται περισσότερο, δ έ ν άπαγγέλλει πιά τούς ψαλμούς μέ τήν Ιδια προσοχή. Στήν άρχή αύτή ή χαλάρωση δέν γίνεται αίσθητή γιατί «δπως άκριβώς τό ρεϋμα ένός ποταμού έξακολουθεϊ νά παρασύρει τή βάρκα κι δταν άκόμα πάψουν οί κωπηλάτες νά τραβούν κουπί, έτσι κι αύτός ό άνθρωπος σερνόταν στήν άσκηση άπό τήν παλιά του συνήθεια, πράγμα ποΰ τόν έκανε νά φαίνεται Ιδιος μέ πρίν.»
Ά λ λ ά ή χαλάρωσή του αΰξάνεται μέχρι πού «κεντρισμένος άπό τή σάρκα, ένοιωσε μιά μέρα νά κυριαρχείται άπό τήν έπιθυμία νά ξαναγυρίσει στά έγκόσμια. Κι δταν γύρισε στή σπηλιά του γιά νά φάει, βρήκε βέβαια ψωμί πάνω στό τραπέζι άλλά δχι τόσο άσπρο δπως συνήθως.»
Καί κατόπιν, μιά μέρα, οί άσεμνες έπιθυμίες του τ ό ν έκαναν νά δει πραγματικά μπροστά του μιά γυναίκα, καί τ ό ν κατέλαβε έπιθυμία νά τήν είχε δική του. Τότε, «γυρίζοντας στή σπηλιά του, βρήκε πάνω στό τραπέζι ψωμί πολύ βρώμικο, ξερό καί σάν φαγωμένο παντού άπό σκουλήκια καί σκύλους.»
Ναί, καί έτσι παρουσιάστηκε ξαφνικά μπροστά στά μάτια του ή ψυχή του, καί «Οί σκέψεις του, σάν πλήθος βαρβάρων πού τόν πολιορκούν άπό κάθε πλευρά τού ρίχνουν χαλάζι τά βέλη τους, καί άναλαμβάνουν νά τόν φέρουν σφιχτοδεμένο πίσω στόν κόσμο.»
Οί Ιδιοι οί χώροι, συχνά γίνονται σύμβολα. Ά π ό τίς έρήμους τής Αίγύπτου δπου φαινομενικά τά πάντα μοιάζουν, όρισμένες παίρνουν περισσότερο άπό άλλες ένα συμβολικό νόημα. Ή έρημος της Νιτρίας, γιά τ ό Ρουφίνο, ήταν ήδη τόπος έξαγνισμοϋ. "Ομως σέ άπόσταση δυό ήμερων μέ τά πόδια πρός νότον βρισκόταν μιά άλλη έρημος πού στέγασε τούς πιό αύστηρούς καί άπρόσιτους άσκητές: ή έρημος της Σκητίας (στά κοπτικά: έρημος τοϋ Σιίτ). Έκεϊ κατοικούσε ό Μακάριος ό Αρχαίος ποΰ ήταν καί ό πρώτος της κάτοικος. Ό Βιογράφος του Σεραπίων τ ό ν έπονομάζει «μεγάλο φάρο, μεγάλο πνευματοφόρο, άρχηγό τ ώ ν μοναχών τοϋ άγίου δρους τοϋ Σιίτ». "Ηδη οί λέξεις άπό μόνες τους σαγηνεύουν: Μακάριος (στά έλληνικά εύτυχής) καί φάρος καί πνευματοφόρος (έκεϊνος δηλ. πού έμπνέεται άπό τ ό θ ε ό ) . Καί ύστερα, είναι σαγηνευτική καί ή προσωπικότητα πού κατάφερε νά συγκεντρώσει πάνω τους δλα δσα σημαίνει αύτή καί μόνη ή λέξη άναχωρητής, πού κατάφερε νά γίνει ό Αναχωρητής, σύμβολο δλων δσων ή Αίγυπτος είχε έρθει ν' άναζητήσει μέσα στήν έρημο. "Ας κοιτάξουμε τ ό συναρπαστικό προρτραίτο — ή μάλλον τή συναρπαστική εικόνα — πού τού άπέδωσε ό Θεοφάνης ό "Ελληνας, κατά τόν 14° αίώνα, μέσα στήν έκκλησία τής Μεταμόρφωσης τού Νοβγκορόντ 1 . Τό πρόσωπο τοΰ άσκητή σκαμμένο άπό τόν. ήλιο καί τούς άνέμους, κρυμμένο άπό τά μακριά μαλλιά, κι άπάνω του καμμιά άγωνία, καμμιά χαρά, τίποτα πού νά θυμίζει τόν σαρκικό άνθρωπο καί τίς έπιθυμίες του - άντίθετα, ύπάρχει έκείνη ή ήσυχία, έκείνη ή «γαλήνη τής ψυχής» ή «σιωπή τής καρδιάς καί τής σκέψεως» στήν όποία φτάνει καμμιά φορά ό άναχωρητής ύστερα άπό χρόνια όλόκληρα νηστείας καί
προσευχής. Ό θ ε ό φ α ν ο ς δέ ζωγράφισε τόν άνθρωπο Μακάριο, οΰτε τόν άσκητή Μακάριο άλλά μιά προβολή τοϋ έσωτερικοϋ άνθρώπου, τόν άφυπνισμένο άνθρωπο ποΰ κρύβεται πίσω άπό τόν «κοιμισμένο» άνθρωπο, γιά νά χρησιμοποιήσουμε τοϋς δρους τών μεγάλων άναχωρητών. Αύτή τήν είκόνα, οί συγκαιρινοί τοϋ Μακάριου μαθητές και έπισκέπτες τή συλλάβανε μέ μιάς δταν ϋστερα άπό πολλά χρόνια μοναχικής ζωής ίδρυσε στή Σκητία τήν πρώτη άποικία άσκητών. Ό Βίος του, γραμμένος κοπτικά άπό τ ό μαθητή του Σεραπίωνα, τά 'Αποφθέγματα πού τοΰ άποδίδονται, οί πληροφορίες πού παρέχει ό Παλλάδιος κα'ι ό Ρουφίνος, δλα συμφωνούν α' αύτό τ ό σημείο: ό Μακάριος ό 'Αρχαίος ήταν ένας «άφυπνισμένος». "Αλλωστε πώς νά κοιμηθεί — μέ δλες τίς έννοιες τής λέξης — σέ μιά τέτοια έρημο; Επρόκειτο γιά μέρος κυριολεκτικά άπάνθρωπο, φοβερότερο άπό άλλα, δπου μόνον οί πιό σκληραγωγημένοι άσκητές διακινδύνευαν. Καθώς λέει ό Ρουφίνος, «άπέχει άπό τή Νιτρία μιά μέρα καί μιά νύχτα μέ τά πόδια. Δέν ύπάρχει ούτε ένα μονοπάτι πού νά όδηγεί έκεϊ καί ούτε μπορεί κανείς νά βάλει κανένα σημάδι στήν περιοχή γιά νά τόν όδηγήσει. "Ομως φτάνει κανείς έκεϊ άκολουθώντας τήν πορεία τών άστρων. Σπάνια βρίσκεις νερό καί μυρίζει πολύ άσχημα, σάν άσφαλτος, ή γεύση του δμως δέν είναι καί τόσο δυσάρεστη. "Υπάρχουν έκεϊ μοναχοί πού έχουν φτάσει σέ μιά φοβερή τελειότητα, γιατί ένας τόσο τρομακτικός τόπος δέν μπορεί νά κατοικηθεί παρά μόνο άπ' άνθρώπους πού ή ζωή τους είναι τέλεια καί ποΰ τό κουράγιο καί ή πίστη τους άντέχουν σ' όποιαδήποτε δοκιμασία».
Ό Μακάριος δέν έγκαταστάθηκε σ' αύτήν τήν έρημο παρά μόνο σέ ήλικία σαράντα χρονών. Προηγουμένως, σύμφωνα μέ τ ό σχεδόν κλασσικό σχήμα πολλών βίων άγίων τής έποχής, οί γονείς του τόν είχαν παντρέψει διά τής βίας μέ μιά κοπέλα τοϋ χωριοΰ του καί έζησε μαζί της σέ άποτακτική ένωση. Κατόπιν, άρκετά γρήγορα έχασε τούς γονείς καί τή γυναίκα του καί κατάφερε «νά βγει, άπό τ ό χωριό του, νά πάει σ* ένα κελλί στίς παρυφές ένός άλλου χωριοϋ καί νά κατοικήσει έκεϊ μόνος του γιά ένα διάστημα». 'Εκείνο άκριβώς τόν καιρό — τ ό σ ο ζούσε άποτραβηγμένος κοντά σ' αύτό τ ό χωριό — κατηγορήθηκε πώς άφησε έγκυο μία κοπέλα. Ό Μακάριος δέν τ ό άρνήθηκε καί λίγο έλειψε οί χωριανοί νά τ ό ν λυντσάρουν. Μόνον τυχαία, λίγο καιρό μετά τήν έγκυμοσύνη της, ή κοπέλα όμολόγησε πώς είχε πει ψέμματα κατηγορώντας τόν άναχωρητή γιά νά στρέψει πάνω τ ο υ τίς ύποψίες καί νά προστατέψει τ ό ν άγαπημένο της.
I. Πάνε μερικά χρόνια πού, περαστικός άπό τή Ρωσία, πήγα καί είδα στό Νοβγκορόντ αύτό τό έργο τοϋ Θεοφάνη. Άνάμεσα σ' αύτοϋς τούς τρείς κόσμους, τοϋς τόσο διαφορετικούς στήν εμφάνιση (τόν σλαβικό τής έκκλησίας, τό βυζαντινό κόσμο του καλλιτέχνη καί τού αίγυπτιακού του κύκλου) ύπήρχε μιά παράξενη ένότητα — σάν τρεις εΙκόνες πού ύπερθέτονται μέ άκρίβεια — ποΰ τήν έκανε άκόμα πιό έντυπωσιακή ή άντίθεση τών τόπων καί τοϋ χρόνου: αύτά τά χιόνια τοΰ ρωσικού χειμώνα (είμουν στό Νοβγκορόντ τή νύχτα τής πρωτοχρονιάς), οί παγωμένες στέππες πού περιβάλλανε τήν πόλη, τά μεγάλα ξυλιασμένα_δέντρα πλάϊ στόν Βόλγα κι* αύτό τό πρόσωπο, τό φαγωμένο άπ" τόν ήλιο της Αιγύπτου. Ξανάβρισκα, μέσα στό μισοσκόταδο της έκκλησίας, τήν είκόνα αύτής τής θάλασσας ποϋ είναι τό Ούάντι-αν-Νατρούν, ποΰ ήταν άόρατη κι' δμως παρούσα γύρω άπό τό σκαμμένο πρόσωπο τοΰ άσκητή.
Και τ ό τ ε άκόμα, δταν πληροφορήθηκε τήν είδηση, ό Μακάριος δέν είπε τίποτα εκδηλώνοντας έτσι άπέναντι στις άξίες τής χυδαίας κοινωνίας, μιά άπομάκρυνση ποΰ έγινε γρήγορα θρυλική. Αύτή τήν άπομάκρυνση θά έχει τήν εύκαιρια νά τήν άποδείξει μερικά χρόνια άργότερα δταν θά έγκατασταθεϊ στή Σκητία. Μιά μέρα, γυρίζοντας στή σπηλιά του, είδε κλέφτες ν' άρπάζουν άπό τ ό κελλί του καί νά φορτώνουν τ ό μουλάρι τους. "Εσπευσε τ ό τ ε νά τούς βοηθήσει καί μάλιστα έ τ ρ ε ξ ε νά τούς προλάβει γιά νά τούς δώσει ένα ζευγάρι σαντάλια ποΰ είχαν ξεχάσει! Περιμένοντας λοιπόν τ ό κάλεσμα τής έρήμου, ό Μακάριος κατοικούσε στό κελλί του, κοντά σ τ ό χωριό, καί ή άσκησή του προσέλκυε άπδ τ ό τ ε κιόλας τούς έπισκέπτες, μερικοί άπό τούς όποιους ήταν έντελώς ξεχωριστοί. «Μιά μέρα πού ό Μακάριος ήταν στό κελλί του, κοίταξε δεξιά του καί είδε ένα χερουβείμ μέ έξι φτερά καί πολλά μάτια νά βρίσκεται κοντά του. Κι δταν ό πάτερΜακάριος βάλθηκε νά τό κυτάει λέγοντας: «Τι είναι; ΤΙ είναι;» τότε, μπροστά στό μεγαλείο καί τή λάμψη τής δόξας του έπεσε μπρούμυτα καταγής λές καί ήταν νεκρός».
Ή λιτότητα αύτοϋ τού κοπτικού κειμένου άπό τ ό Βίο τοϋ Μακαρίου τ ό κάνει μοναδικό σχεδόν μέσα στή χριστιανική φιλολογία τής Αίγύπτου. Οΰτε τά δράματα τοΰ 'Αντωνίου, πού είναι πολύ λογοτεχνικά μέ τήν έπέμβαση άναμφίβολα τοΰ 'Αθανάσιου, οΰτε τοΰ Παχώμιου, πολλά άπό τά όποία άποτελοϋν κατοπινές προσθήκες, δέν έχουν αύτόν τ ό συνοπτικό καί άμεσο χαρακτήρα, αύτό τόν τ ό ν ο έκπληκτικής ειλικρίνειας. Ό άνθρωπος πολύ δύσκολα άντέχει τήν εικόνα τ ώ ν άγγέλων καί τ ώ ν χερουβείμ- μ' άλλα λόγια σ τ ό άσταφτερό αύτό δραμα πού άποτελεί μιά έκδήλωση έσωτερικών καταστάσεων όφειλόμενων στίς νηστείες, πού ό άσκητής δέν μπορεί νά πιστέψει πώς προέρχεται άπό τά βάθη τοϋ έαυτοϋ του. Γι' αύτό άκριβώς φόβος καί άγωνία καταλαμβάνουν τόν άναχωρητή μπροστά στήν εΙκόνα καί στή φωνή αύτοϋ τοϋ «πράγματος» πού ξαφνικά άρχίζει νά «ύπάρχει έκεϊ» καί νά μιλάει: «Τήν έπόμενη νύχτα δλος ό τόπος φωτίστηκε λές κι ήταν καλοκαιριάτικο μεσημέρι καί ό Μακάριος κατάλαβε πώς έπρόκειτο γιά χερουβείμ πού ξαναρχόταν σ' αύτόν. Στήν άρχή, αύτή ή 'Αρετή στάθηκε γιά λίγο χωρίς νά μιλάει γιά νά μήν τόν τρομάξει...»
κατόπιν, δταν ό άσκητής έξοικειώθηκε προοδευτικά μέ τή λάμψη καί τήν παρουσία τοϋ χερουβείμ, ή « Ά ρ ε τ ή » τ ό ν μετέφερε, σέ κατάσταση έκστασης, στήν έρημο τής Σκητίας καί τοϋ είπε νά έγκατασταθεϊ έκεϊ. Ό Μακάριος φεύγει γιά τή Σκητία, άνακαλύπτει τόν τόπο δπως τόν είχε δει μέ τ ό χερουβείμ, διαλέγει ένα λόφο δπου σκάβει μιά σπηλιά, παίρνει καλάμια γιά νά κάνει ένα κρεβάτι, σκάβει ένα πηγάδι — γιά τό νερό του καϊ έγκαθίσταται. "Ομως κάτι τόν κρατάει μέσα σ' αύτήν τήν έρημο. Καταρχήν οί δαίμονες οί όποιοι κάθε φορά πού κάνει προσευχή, έρχονται «πάνω άπό τή σπηλιά του σάν ένα πλήθος καβαλλάρηδων κάνοντας πώς θά ριχτούν οί μέν ένάντια στούς δέ κι έ ν ώ άλλοι «στέκονται κοντά στήν πόρτα του φτιάχνουν πύρινες σφαίρες καί τίς ρίχνουν μέσα στή σπηλιά δπου σκάνε» (δέν πρόκειται έδώ γιά μιά θαυμάσια δαιμονιακή περιγραφή τής καταιγίδας τής έρήμου;). Καί ύστερα, τόν τυραννάνε καϊ οί μαθητές πού ήδη σπεύδουν κοντά του, καϊ τοϋς όποίους «βάζει νά σκάψουν σπηλιές μέσα στό βράχο, νά τίς καλύψουν κατόπιν μέ φοινικόφυλλα καί μέ καλάμια και νά τΙς κατοικήσουν».
'Απέναντι σ* αυτούς, ό Μακάριος δέν αίσθάνεται έτοιμος νά συμπεριφερθεί σά δάσκαλος ή σάν παλιότερος. Τότε άκριβώς, μετά άπό τή πρώτη αύτή παραμονή στή Σκητία, άποφασίζει νά πάει πρός τόν 'Αντώνιο στό δρος Κολζούμ γιά νά μαθητεύσει κοντά του. Περνάει έκεϊ κάμποσα χρόνια μαζί μέ τό φίλο του Σεραπΐωνα (πού έπρόκειτο νά γίνει κατόπιν ό βιογράφος του), παρευρίσκεται στίς τελευταίες στιγμές τοϋ 'Αντώνιου (ή παραμονή τοϋ Μακάριου στό Κολζούμ τοποθετείται συνεπώς μεταξύ 340 καί 360) καί ξαναγυρίζει στήν Σκητία δπου θά μείνει μέχρι τό θάνατό του, στά 390. «Πέρασα είκοσι χρόνια μέσα σ' αύτή τήν έρημο ύποφέροντας άπό πείνα, δίψα καί αϋπνία»,
όμολογεϊ στό μαθητή του Εύάγριο, γιατί δλη τήν ήμέρα δέν έτρωγα παρά λίγο ψωμί, έπινα νερό μετρημένο καί κοιμόμουνα στά κλεφτά, μέ τήν πλάτη στόν τοίχο, γιά λίγη ώρα πού δέν μπορούσα νά τήν άποφύγω».
Σ' αύτά προστίθενται καινούριοι πειρασμοί, γιατί οί δαίμονες, «βλέποντας πόσες πολλές ήσαν οί ψυχές πού βοηθούσε ό άγιος θύμωσαν πολύ καί τόν πλησίασαν ένα μεσημέρι ποϋ καθόταν όλομόναχος. Καί άφοϋ τόν περικύκλωσαν σάν σκύλοι, τόν έφτυσαν στό πρόσωπο, τοϋ έσκισαν τίς σάρκες καί έκαναν τό σώμα του σά μαύρη σταφίδα.» 'Επίσης, ό Μακάριος φεύγει συχνά μακριά άπό τή Σκητία, μακριά άπό τό πλήθος τών έπισκεπτών καί τών μαθητών, γιά νά άναζητήσει τήν άπάθεια, τό πνευματικό καί σωματικό αύτό ξαλάφρωμα δπου «κανείς άναπαύεται άπό τόν έαυτό του». Περιπλανιέται άρκετά μέσα στήν έρημο, προσεύχεται μέρα καί νύχτα, όλομόναχος. Εντούτοις δέν είναι πάντα μόνος. Ή έρημος έχει τήν άπόκρυφη ζωή της πού άποκαλύπτεται σιγά-σιγά σέ όποιονδήποτέ έχει τή δύναμη νά τή διακρίνει ή νά τήν περιμένει, πρώτα άπ' δλα τήν άπόκρυφη ζωή τών τάφων της, αύτών τών έγκαταλειμένων ειδωλολατρικών τάφων, πού πληθαίνουν δλο καί πιό πολύ δσο πλησιάζει κανείς πρός τό Νείλο: δέν είναι δλοι λεηλατημένοι άπό τούς κλέφτες καί μέσα σέ μερικούς υπάρχουν άκόμα τά είδωλα καί οί μούμιες. 'Αλλ' αύτό δέν τρομάζει τό Μακάριο. Μιά μέρα μπαίνει μέσα σ' έναν άπ' αύτούς τούς τάφους γιά ν' άναπαυθεί, βρίσκει ένα πτώμα καί τό βάζει γιά μαξιλάρι. Κι ένώ ό άναχωρητής κλείνει τά μάτια του, άρχίζει ένας παράξενος διάλογος μέσα στό σκοτάδι: —«Σήκω λοιπόν, κι έλα μαζί μας! ψιθυρίζει ένας δαίμονας στό πτώμα. —'Αδύνατον, άπαντάει τό πτώμα. Πάνω μου κάθεται ένας άνθρωπος. —Ποιός είναι αυτός ό άνθρωπος; λέει ό δαίμονας. — Ό μέγας Μακάριος, άπαντάει τό πτώμα. —θά μ' άφήσετε ήσυχο; λέει άνυπόμονα ό Μακάριος».
Κάνει τό σημείο τοϋ σταυρού, ό δαίμονας χάνεται, τ ό πτώμα σωπαίνει καί ό Μακάριος ξανακοιμάται. "Ομως συναντάει κανείς καί ζωντανούς μέσα στήν έρημο, άνώνυμους άναχωρητές πού έγκατελειψαν τόν κόσμο σέ πείσμα δλων, άπέφυγαν τούς έπισκέπτες καί άρνήθηκαν όποιονδήποτέ μαθητή. "Ισως αύτοί νά είναι οί άληθινοί άγιοι γιά τούς όποίους μιλούσαμε παραπάνω, έκείνοι πού άπαρνήθηκαν τά πάντα, άκόμα καί τήν άγιότητα. Πέρα άπό τά πιό γνωστά κείμενα τής φίΛολογίας τής έρήμου, πού παρουσιάζουν πάντα τόν άγιοάναχωρητή σάν πρόσωπο φημισμένο δσο κι ό αύτοκράτορας, μαντεύει κανείς
88
πολλές φορές τή νοσταλγία γιά τόν τέλειο άγιο, έκεΐνον πού δλοι τόν άγνοοϋν, άκόμα και οί άλλοι άγιοι. 01 άνθρωποι της έρήμου είχαν τούς «ήρωές» τους: 'Αντώνιο, Παχώμιο, Μακάριο- είχαν δμως καΐ τόν άγνωστο άναχωρητή τους, μέ τήν έννοια πού δίνουμε στδν άγνωστο στρατιώτη. Μιά μέρα, ό Μακάριος φεύγει γιά τήν έρημο πού είναι πλάι στή Σκητία. Περπατάει τέσσερις μέρες καΐ φθάνει σέ μιά λίμνη στήν όποια ύπάρχει ένα νησί. Πάει ώς τό νησί, καΐ έκεί «Κοίταξε καΐ είδε: υπήρχαν δύο άνθρωποι πού ή σάρκα τους είχε μαυρίσει καΐ άγριέψει άπό τή γύμνια, και τά μαλλιά καΐ τά νύχια τους είχαν μεγαλώσει: ή μορφή τους ήταν τόοο άλλαγμένη ώστε δταν ό Μακάριος τούς είδε, τρόμαξε κα'ι είπε μέσα του: Είναι πνεύματα. "Ομως έκεϊνοι, δταν είδαν πώς κόντευε νά σωριαστεί άπό τήν τρομάρα του, τόν φώναξαν στό δνομα τοϋ Κυρίου. Τότε ό Μακάριος τούς πλησίασε, τούς άγγιξε γιά νά δει μήπως παρόλα αύτά δέν ήσαν πνεύματα και δταν είδε πώς ήσαν πραγματικά Ανθρωποι, τούς λάτρεψε.»
Ό Μακάριος ό 'Αρχαίος είχε άνακαλύψει σ' αύτό τδν άγνωστο νησί τόν τέλειο άνθρωπο, πού όνειρευόταν ό Τδιος νά φτάσει, πού περιέγραφε στούς μαθητές του - έκεΐνον πού μπόρεσε ν' άποφύγει «τούς άνθρώπους» πού βρήκε τήν ήσυχία κα'ι πού έγινε «Ιδιος μέ πέτρα». Μέ τ ό θάνατο τοϋ Μακάριου τοϋ 'Αρχαίου, ol μαθητές του συνέχισαν τή διδασκαλία του καΐ τή μετάδωσαν μέ τή σειρά τους στούς μαθητευόμενους. 'Ενώ ό Σεραπίων, ό κυριότερος μαθητής τοϋ Μακάριου, έγραφε τό βίο τοϋ «μεγάλου φάρου καΐ μεγάλου πνευματοφόρου», τά λόγια τοϋ Μακάριου πού είχαν ειπωθεί στούς άναχωρητές, έκαναν τ ό γύρο τών αιγυπτιακών έρήμων. Μέ βάση αύτούς τούς λόγους — ή τ' 'Αποφθέγματα — μερικοί άπό τούς όποιους είναι σίγουρα αύθεντικοί, άποτελέστηκαν οί πενήντα «Πνευματικές 'Ομιλίες» πού ή παράδοση άποδίδει σ τ ό Μακάριο, άλλά πού στήν πραγματικότητα είναι μεταγενέστερες κα'ι πρέπει νά γράφτηκαν άπό έναν Σύρο άσκητή τοϋ 5ου αιώνα. Ό Μακάριος στήν πραγματικότητα μιλούσε λίγο και τή διδασκαλία του τήν άποτελοϋσαν κυρίως παραδείγματα. 'Επειδή ήθελε νά διδάξει τήν ταπεινότητα, δέν όποκρινόταν ποτέ δταν τόν φώναζαν: «Ω! μεγάλε Μακάριε!», μόνο δταν τόν έβριζαν. Μπορεί νά πει κανείς πώς αύτή ή διδασκαλία έφερε τους καρπούς της και ή έρημος της Σκητίας συγκέντρωνε ώς τόν 4ο και 5ο αΙώνα, δσους θά μπορούσαν σήμερα νά όνομαστοϋν «οί ταπεινότεροι άνθρωποι τοϋ κόσμου». Ό άγιος Έλλάδιος, γιά παράδειγμα, πού έζησε δώδεκα χρόνια μέσα σέ μιά καλύβα άπό καλάμια, δταν τοϋ είπε ό Ρουφίνος πώς ή στέγη του είχε καταστραφεί, άπάντησε «πώς δέν είχε μπορέσει νά τή δει, γιατί έδώ καΐ δώδεκα χρόνια, δέν είχε ποτέ σηκώσει τά μάτια του πρός τά έπάνω, άπό ταπεινότητα!».
Ή ταπεινότητα όρισμένων άναχωρητών ήταν τόσο μεγάλη, ώστε δέν τολμούσαν ούτε κάν ν' άπαντήσουν δταν τούς φώναζαν μέ τ' δνομά τους (δέν χρειάζεται άλλωστε κάποιο θράσος καΐ κάποια άλαζονεία γιά νά πιστέψει κανείς πώς σ' αύτό τόν κόσμο είναι ό κύριος Τάδε;), πράγμα πού όδηγοϋσε τούς άπροειδοποίητους έπισκέπτες στις χειρότερες παρεξηγήσεις. "Ομως οί προειδοποιημένοι έπισκέπτες, δπως ό Παλλάδιος καΐ ό Ρουφίνος, ήξεραν πώς νά φερθούν. "Οταν άναζητοϋσαν στήν έρημο κάποιο πρόσωπο μέ τ ' δνομα Ποίμην και συναντούσαν έναν άναχωρητή πού τούς έλεγε: «"Οχι, δέν είμαι ό Ποίμην», συμπεραίνανε πώς:
«"Εχοντας καταλάβει άπ' αύτή τήν άπάντηση πώς ήταν πράγματι αύτός καί πώς άπό ταπεινότητα έκρυβε τό δνομά του...»
Έ δ ώ ή λογική τής έρήμου ξαναποχτάει τά δικαιώματά της. "Αν, έκείνη τήν έποχή, κάποιος άκολουθοϋσε τόν Παλλάδιο καί τ ό Ρουφίνο στό ταξίδι τους μέσα στήν έρημο, θά συναντούσε νά τοϋς άκολουθοϋν παράξενοι άνθρωποι. "Ενα είδος άφωνου θεάτρου παιζόταν μέσα σ' αύτές τίς έρημιές, ένός θεάτρου δπου δλοι έδιναν τήν έντύπωση πώς έρμήνευαν μέ προσοχή, άκριβεια καί ζήλο κάποιον αίώνιο ρόλο. Στόν όρίζοντα έμφανίζεται ένας κατάμαυρος άναχωρητής (μαϋροι άπό τή Νουβία καί τήν Αίθιοπία γίνονταν άναχωρητές) νά βαδίζει σέρνοντας δεμένα άπό τήν πλάτη του τέσσερα άλλοίθωρα άτομα. Πρόκειται γιά τόν Μωυσή τόν ΑΙΘίοπα, πρώην διακονιάρη, πρώην λωποδύτη, πρώην κλέφτη, πού μία μέρα έγινε έρημίτης καί έβαλε στήν ύπηρεσία τοϋ θ ε ο ϋ τήν σκληρότητα πού έξασκοϋσε πρίν, ύπηρετώντας τ ό Διάβολο. Αύτά τά άλλοίθωρα άτομα πού έσερνε στήν πλάτη του ήταν τέσσερις πρώην «συνάδελφοι» στήν κλοπή καί στή ζητιανιά, ποϋ είχε αιχμαλωτίσει καί έσερνε μέχρι τήν «έκκλησία» της Σκητίας γιά νά τούς προσηλυτίσει. Ό Βίος του λέει πώς «μέ αύτό τ ό ν τρόπο προσηλύτισε ίσαμε έβδομηνταπέντε κλέφτες ποϋ έγιναν οί πιό άφοσιωμένοι μαθητές του». "Ας στρέψουμε δμως άλλοϋ τά μάτια μας γιά νά δούμε έναν άναχωρητή γεμάτον γλυκύτητα. Είναι μάλιστα ύπερβολικά εύαίσθητος: περνάει τίς μέρες καί τίς νύχτες του διασχίζοντας τήν έρημο κλαίγοντας. Γιατί; Γιά τ ό ν ίδιο, γιά τόν κόσμο; "Οχι, λέει ό Παλλάδιος, «κλαίει γιά τό προπατορικό άμάρτημα καί γιά τά λάθη τών πρώτων άνθρώπων».
Είναι ό Βησσαρίων, ό περιπλανόμενος έρημίτης, αύτός πού «ποτέ δέν μπαίνει σέ κατοικημένο οίκημα». Κοιμάται καταμεσίς στήν έρημο δπου καί κάνει έκπληκτικά θαύματα: σταματάει τήν πορεία τοϋ ήλιου, άνασταίνει τούς νεκρούς (κατά λάθος βέβαια, πιστεύοντας πώς είναι άπλώς άρρωστοι, γιατί διαφορετικά ή ταπεινότητά του δέν θά τ ο ϋ έπέτρεπε ποτέ ν' άναστήσει νεκρούς), διασχίζει τ ό Νείλο βαδίζοντας πάνω σ τ ό ν ε ρ ό καί «νοιώθει τ ό νερό νά τοΰ φτάνει μέχρι τόν άστράγαλο άλλά νά είναι άπό κάτω στερεό». "Οταν πήγε γιά πρώτη φορά σ τ ή ζωή του σέ χωρώ, ό Βησσαρίων είδε τόσους φτωχούς ποϋ έδωσε τ ό πανωφόρι του στόν πρώτο, τ ό μισό του χιτώνα σ" ένα δεύτερο, τ ό ν άλλο μισό σ' ένα τρίτο καί στό τέλος βρέθηκε στήν πλατεία τοϋ χωριοϋ δπου «έμεινε όλόγυμνος καί χρειάστηκε νά τρέξει καί νά κσθήσει κάτω άπό μιά πύλη μέ σταυρωμένα τά γόνατα, καί νά καλυφθεί μέ τά χέρια του, έτσι πού δέν τοϋ είχε μείνει τίποτα άλλο έκτός άπό τό Εύαγγέλιο κάτω άπό τή μασχάλη!»
Παρακάτω, βλέπουμε έναν άναχωρητή νά έχει έγκατασταθεϊ μέσα σ' έναν παλιό ειδωλολατρικό ναό, σέ μιά παράξενη άσχολία: μαζεύει πέτρες, στέκεται μπροστά σ' ένα είδωλο καί τοϋ πετάει τίς πέτρες του, ζητώντας άπό τ ό άγαλμα νά τόν συγχωρέσει. Καί άν τ ό ν ρωτήσετε, θά σάς άπαντήσει: «Πασχίζω νά τοϋ μοιάσω, γιατί ό άνθρωπος πρέπει νά είναι δπως τ ' άγάλματα, άναίσθητος στά χτυπήματα δπως στούς έπαινους». Όμομαζόταν Ποίμην. Κι αύτός ό άλλος άναχωρητής πιό κάτω, τί κάνει; Ποτίζει ένα ξερό ξύλο, καταμεσίς στήν έρημο, μέ νερό πού πάει καί τ ό κουβαλάει άπό ένα πηγάδι
τρία χιλιόμετρα μακριά. Είναι ό 'Ιωάννης ό Μικρός (όνόμασε ό ίδιος τόν έαυτό του έτσι άπό ταπεινότητα), ποΰ έμεινε φημισμένος άκριβώς έπειδή πέτυχε αύτό τό θαύμα της ύπακοής καί της έπιμονής: νά ποτίζει έπί δύο χρόνια συνέχεια, κατά διαταγή ένός παλιού, ένα ξερό ξύλο, καταμεσίς στήν έρημο, μέχρι πού νά πρασινίσει. Καί καθώς λέει ό Παλλάδιος, τό ξύλο πρασίνισε πράγματιδταν ό Ζάν Κοπέν έπισκέφθηκε τά μοναστήρια τής Νιτρίας, παρατήρησε «άνάμεσα σ' δλα αύτά τά κτίσματα, ένα μικρό τρούλο μιάς έκκλησίας άφιερωμένης στόν 'Ιωάννη τό Μικρό καί, πιό κεί, ύπάρχει άκόμα τ ό δέντρο πού έχει βγει άπό τ ό ξερό ξύλο πού πότιζε γιά δυό όλόκληρα χρόνια μέ διαταγή τοΰ άνωτέρου του. Τό όνόμασαν Σατζερέτ ελ Τάα, δηλ. Δέντρο τής ύπακοής1.» Καθώς περνούσαν τά χρόνια, οί έρημίτες τής έρήμου τής Σκητίας δέν έπαψαν νά πληθαίνουν. Ή φήμη τών άπίστευτων αύτών άναχωρητών — πού έμεναν νηστικοί μέρες όλόκληρες, έκαναν τά ξερά ξύλα νά πρασινίζουν καί βάδιζαν πάνω στά νερά — προσέλκυε στή Σκητία πολυάριθμους διακεκριμένους έπισκέπτες. Δ έ ν συναντούσαν πάντα τόν Βησσαρίωνα ή τόν Ποιμένα πού ήσαν άποτραβηγμένοι βαθιά μέσα στήν έρημο, άλλά έπισκέπτονταν τόν 'Ιωάννη τό Μικρό, τό Μωυσή τόν Αιθίοπα, τόν Παφνούκιο τό βούβαλο καί πολλούς άλλους. 'Ανάμεσα σ' αύτούς τούς τελευταίους ύπάρχει ένας στόν όποιο έχουμε ήδη άναφερθεϊ καί πού ή μοίρα του στάθηκε μοναδική: ό 'Αρσένιος ό Ρωμαίος. 'Αντίθετα άπό τούς άλλους άναχωρητές πού ήσαν κόπτες άγρότες, ό 'Αρσένιος ήταν ένας πολύ πλούσιος καί καλλιεργημένος Ρωμαίος άπό άριστοκρατική γενιά καί γύρω στά 383, σέ ήλικία τριάντα χρονών, έγινε παιδαγωγός τών παιδιών τοϋ Μεγάλου Θεοδόσιου. Ά φ ο ϋ πέρασε δέκα χρόνια στήν αύλή τοΰ Θεοδόσιου, άποφάσισε ν' άποσυρθεί στήν έρημο καί έφυγε γιά τήν Αίγυπτο. 'Εκεί άκουσε γιά τή Σκητία καί τόν 'Ιωάννη τό Μικρό καί πήγε νά τόν βρει γιά νά γίνει μαθητής του. Ό 'Ιωάννης ό Μικρός πού ήξερε ποιός ήταν δ 'Αρσένιος καί τί έκανε στόν «κόσμο», τόν μεταχειρίστηκε πολύ σκληρότερα άπ' δλους τούς άλλους έπισκέπτες σύμφωνα μέ τή λογική τής έρήμου πού όρίζει δτι οί άναχωρητές δέχονται άμέσως καί πρόθυμα τούς φτωχούς, τούς ζητιάνους ή τούς χωρικούς καί άφήνουν πολλές μέρες νά περιμένουν, στόν ήλιο άν είναι δυνατόν, τούς άξιωματικούς, τούς δικαστές, τούς άξιωματούχους, άκόμα καί τούς αύτοκράτορες. Ό 'Ιωάννης ό Μικρός λοιπόν, μόλις είδε τόν 'Αρσένιο, τόν άφησε νά περιμένει μιά όλόκληρη μέρα, καί πρός τό βράδι, τ ο ϋ πέταξε ένα κομμάτι ψωμί πού ό 'Αρσένιος έπεσε άμέσως καταγής νά τό φάει. Πέρασε έτσι κάμποσο καιρό στήν ύπηρεσία του 'Ιωάννη τοϋ Μικρού, έκτελώντας άμίλητα δλες του τίς διαταγές καί γευματίζοντας στό χώμα. Καί δταν οί έπισκέπτες, ή οί άναχωρητές, έξέφραζαν τήν κατάπληξή τους βλέποντας τόν 'Αρσένιο νά τρώει έτσι, ό 'Ιωάννης ό Μικρός άπαντοϋσε. «Αύτός είναι ό 'Αρσένιος, ό παιδαγωγός τών παιδιών τοϋ Αύτοκράτορα». Καί τότε δλοι συναινούσαν. "Οταν ό 'Αρσένιος διδάχτηκε τήν ύπακοή, έγκατέλειψε τ ό δάσκαλό του καί έφυγε μέ τή σειρά του γιά μιά σπηλιά στήν έρημο. 'Εκεί έκανε μία άσυνήθιστα άσκητική ζωή, τόσο πού έξέπληξε άκόμα καί τό Ρουφίνο: «"Οταν ό άγιος 'Αρσένιος έπλεκε πανέρια μέ φοινικόφυλλα καί τό νερό μέσα στό όποιο τά μούλιαζε άρχιζε νά μουχλιάζει, δέν τό άνανέωνε άλλά έρριχνε φρέσκο νερό μέσα στό μουχλιασμένο γιά νά έξακολουθήσει νά βρωμάει.
1. Jean Coppln, op. cit.
91
Τότε ol άλλοι άναχωρητές τοϋ είπαν: «Γιατί δέν θέλεις νά οοϋ δίνουμε φρέσκο νερό άντί γιά αύτό τό μουχλιασμένο πού γεμίζει τό κελλί σου μέ δυσωδία;» Αΰτός άπάντησε: «"Αλλοτε, χρησιμοποιούσα τά έκλεκτότερα άρώματα. Τό λογικό είναι νά ύποφέρω τώρα αύτή τήν βρωμιά ώστε τήν ήμέρα τής Δευτέρας Παρουσίας, νά μέ άπαλλάξει άπό τήν άπροσμέτρητη σαπίλα τής Κόλασης.» "Οσο γιά τ ό φαΐ του, τό άποτελοϋσαν δύο δαμάσκηνα κι ένα σύκο τήν ήμέρα μέ λίγο νερο. Καί τά φρούτα δέν τά έτρωγε παρά μόνο «δταν ήσαν ύπερβολικά ώριμα». Γύρω στά 395, μιά είσβολή νομάδων άπό τό νότο άνάγκασε τούς έρημίτες τής Σκητίας νά φύγουν. Ό 'Αρσένιος έφυγε γιά μιά έρημο κοντά στή Μέμφιδα άπου ή Φήμη του τράβηξε πολλούς έπισκέπτες. Πιστός στήν παράδοση τής έρήμου, τούς ύποδεχόταν τόσο πιό άσχημα δσο πιό ύψηλή ήταν ή κοινωνική θέση τους έδειχνε μάλιστα έναν Ιδιαίτερο ζήλο — ίσως λόγω της κοινωνικής του καταγωγής — σ* αύτή τήν «κακή διάθεση». Μιά μέρα χτύπησε τήν πόρτα τοϋ άγίου μιά Ρβομαία μεγαλοδέσποινα πού είχε έρθει είδικά γι' αύτό άπό τό Βυζάντιο. Ό 'Αρσένιος άνοιξε, «νομίζοντας πώς ήταν ό μαθητής του Δανιήλ. "Ομως βλέποντας πώς δέν ήταν αύτός, έπεσε μπρούμυτα καταγής καί καθώς έκείνη τόν παρακαλούσε νά σηκωθεί αύτός άπάντησε: «Δέν θά κουνηθώ άπό δω προτού φύγεις.» Ή δέσποινα περίμενε μερικές ώρες άλλά καθώς ό άγιος έμενε πάντα καταγής, τελικά άποσύρθηκε».
Ή περίπτωση τοϋ 'Αρσένιου φυσικά, είναι άρκετά Ιδιαίτερη. "Ομως καί οί περιπτώσεις τών άλλων Αίγυπτίων άναχωρητών ήταν έκπληκτικές. "Οταν άναλογιστεί κανείς τί ήταν πριν πάνε στήν έρημο, μπορεί νά καταλάβει τό μεγαλείο καί τό κύρος πού πρόσδινε στόν άνθρωπο ή κατάσταση τοϋ άναχωρητή ή τοϋ κοινοβίτη: ένας πρώην χωρικός — ποΰ δέν ήταν παρά δούλος, θύμα τοϋ κυρίου του ή τοΰ γαιοκτήμονα — άπό τή στιγμή πού γινόταν έρημίτης, μπορούσε νά έπιτρέψει στόν έαυτό του τήν «πολυτέλεια» νά κάνει τούς άριστοκράτες καί τούς δικαστές νά τόν περιμένουν. Πολλά άνέκδοτα άφηγοϋνται περιπτώσεις κυρίων ή άξιωματούχων πού έρχονταν νά έκλιπαρήσουν τή διδασκαλία τοϋ πρώην δούλου ή ύποταχτικοϋ τους. Αύτή ή ριζική άλλαγή πού κάνει πρώτους τούς έσχατους αύτοϋ τοΰ κόσμου, έξηγεί άσφαλώς πολλές άπό τίς δψεις τής έλξης πού ένοιωθε ό χωρικός γιά τήν έρημο. Πρόκειται γιά παράγοντες πού παίζουν καθοριστικό ρόλο μέσα στή ζωή ένός άνθρώπου, άκόμα κι δταν δέν γίνονται πάντα συνειδητά τή στιγμή τής έπιλογής. Ή έρημος έδινε στόν άγρότη, στό φελλάχο, στό δοϋλο, δλα δσα ό «κόσμος» δέν μπόρεσε καί δέ θέλησε ποτέ νά τοΰς δώσει: τήν άνθρώπινη άξιοπρέπεια καί ίσως καί τό γόητρο τοϋ άγίου.
7. Τό τέλος τών εΙδώλων
"Αν στεκόμαστε σ' αύτή τήν περιγραφή τών έρήμων τής Νιτρίας καΐ τής Σκητίας, θά μπορούσαμε νά σκεφτούμε πώς ή Αίγυπτος έζησε στή διάρκεια τοϋ 4ου αΙώνα μέσα & ένα είδος όνείρου: αύτός ό 'Ιωάννης ό Μικρός πού ποτίζει άκούραστα τ ό Ιδιο πάντα κούτσουρο, αύτός ό Ποίμην πού ήθελε νά μοιάσει στ' άγάλματα, αύτός ό Βησσαρίων πού περιέφερε παντοϋ τή λύπη του γιά τό προπατορικό άμάρτημα, δλοι αύτοί δέ ζούσαν τάχα τό άλλόκοτο δνειρο μιάς όρισμένης κοινωνίας τοϋ καιρού τους; νά ζήσουν, μέσα σ' αύτές τις άγονες και γυμνές έρήμους, μιά ζωή πού ήθελαν δσο τό δυνατόν πιό κοντινή πρός έκείνη τής πρώτης περιόδου τοϋ κόσμου, πριν άπό τήν κατάρα καϊ τις συνέπειες τής Πτώσης; "Ομως αύτό τό δνειρο είναι ταυτόχρονα και έψιάλτης: αύτός ό πρώτος καιρός τοϋ κόσμου πού ξαναγεννιέται άπό τό αίμα τοΰ Χριστού, αύτή ή καινούρια έποχή πού ξεκινάει γιά τή γή, είναι καϊ ή τελευταία άφοϋ πλησιάζει ή συντέλεια τών αΙώνων. Ό άναχωρητής καταμεσίς στήν έρημό του, ζει πριν και μετά τήν Ιστορία, μέσα σ' ένα σύμπαν βρεφικό καϊ ταυτόχρονα γερασμένο, πράγμα πού Ισως έξηγεϊ γιατί είναι oi έμμονες Ιδέες του καϊ τά όράματά του τόσο άντιφατικά: άγγελοι καϊ δαίμονες ζοϋν διαρκώς κοντά του, καϊ φαινομενικά μοιάζουν τόσο πολύ ώστε στό τέλος συγχέονται, γιατί ό κάθε άσκητής νοιώθει νά έκδηλώνονται μέσα του — άν κρίνουμε άπό τή φ ι φ τους — συνδυασμένες οί έμμονες Ιδέες της άθωότητας καϊ τοϋ σφάλματος. 'Εντούτοις σ' δλη τή διάρκεια τοϋ 4 ου αίώνα, ή Ιστορία ύπήρξε παρούσα στήν Αίγυπτο περισσότερο παρά ποτέ, μιά Ιστορία βίαιη και δραματική: στις άναταραχές πού ήδη περιγράψαμε στό δεύτερο κεφάλαιο, θά προστεθούν κατά τά τέλη τοΰ 4 ου αίώνα, ol τελευταίοι κι αιματηροί σπασμοί τής είδωλολατρείας πού βρίσκεται σ ' έπιθανάτια άγωνία. Τά είδωλα κι οί αίγυπτιακοΐ θεοί δέν έξαφανίστηκαν παρά μόνο μέσα στό αίμα και τή σφαγή. "Ας άναγνωρίσουμε καταρχήν ένα γεγονός: οί θεοί δέν πεθαίνουν πάντα άπό βίαιο θάνατο. Σέ μερικούς έξαιρετικά φιλήσυχους λαούς, έχει συμβεί, νά πεθάνουν οί μπαγιάτικοι θεοί άπό «φυσικό» θάνατο, χωρίς σφαγές και σκάνδαλα άπλά μέ τή λήθη ή ν' άπορροφηθοϋν άπό καινούριους θεούς. "Ομως τέτοιοι λαοί ύπήρξαν σπάνιοι, και δέν έπιβλήθηκαν καθόλου στήν Ιστορία. Έ ν πάση περιπτώσει, στήν Αίγυπτο, τ ό πέρασμα άπό τήν είδωλολατρεία στό χριστιανισμό πραγματοποιήθηκε έξαιρετικά βίαια. Πρόκειται γιά τό γεγονός πώς στήν Αίγυπτο χρειάστηκε ένας όρισμένος χρόνος γιά τήν άφομοίωση τής καινούριας θρησκείας. Ό μοναχισμός και ή
φυγή στήν έρημο στάθηκαν μιά πρώτη συνέπεια τ ώ ν δυσκολιών τής άφομοίωσης και οί ταραχές πού στήν 'Αλεξάνδρεια σημάδεψαν τ ό τέλος τών είδώλων μιά δεύτερη. Τό δτι μπορούμε νά μιλάμε τώρα γι' αύτά τά πράγματα όφείλεται στό δτι ή Ιστορία τοϋ αιγυπτιακού μοναχισμού, άπό τ ό τέλος τοϋ 4 ου αίώνα, δένεται διαρκώς μέ τήν έξάλειψη τής είδωλολατρείας, καθώς ή Αίγυπτος δέν μπορούσε νά ζήσει γιά πολύ μέ δύο τ ό σ ο άντιφατικές θρησκείες. Και πράγματι σ' αύτό καταλήγει και τ ό έδικτο τοϋ Κωνσταντίνου πού κυρήχθηκε στό Μεδιόλάνο: στή δύσκολη καί άναγκαστική συνύπαρξη είδωλολατρείας καί χριστιανισμού. Συνύπαρξη πού γρήγορα θά μεταβληθεί στήν πράξη σέ κυριαρχία τοΰ χριστιανισμού, καθώς δλοι οί αύτοκράτορες στό έξής θά είναι χριστιανοί, έκτός άπό τ ό ν 'Ιουλιανό τ ό ν Παραβάτη, καί θά εύνοοϋν άνοιχτά τήν καινούρια θρησκεία, μέχρι τήν άπλή καί καθαρή άπαγόρευση τής είδωλολατρείας στά 392 άπό τ ό ν Μεγάλο Θεοδόσιο. 'Εννοείται πώς αύτή ή άπαγόρευση δέν έμπόδισε τήν είδωλολατρεία νά έπιζήσει γιά πολύ άκόμα στά γεγονότα καθώς καί στίς συνειδήσεις άφοϋ γιά νά έξαλείψουν τά τελευταία ίχνη μιάς τρισχιλιόχρονης θρησκείας, οί χριστιανοί βρέθηκαν συχνά στήν άνάγκη ν ' άνατρέξουν στή λεηλασία καϊ στόν έμπρησμό τών άγαλμάτων καϊ τών ναών. Στή ρίζα αύτής τής βίας βρισκόταν καταρχήν ή άγνοια πού έδειξαν οί χριστιανοί — άκόμα κι οί πιό έξυπνοι, άπέναντι στίς άξιες καί τή φύση τής είδωλολατρείας. Γιά τούς χριστιανούς, οί ειδωλολάτρες δέν ήσαν μόνο δντα πού ζούσαν μέσα σ τ ό σφάλμα καί τήν άμαρτία, ήσαν έπίσης πιστοί σέ μιά θρησκεία άκατανόητη μιά καί ήταν άνορθολογική. Στήν καλύτερη περίπτωση, οί ειδωλολάτρες θεωρούνταν άφελεΐς ή άνόητοι, καϊ στήν χειρότερη — καϊ σ' αύτήν κατά τή γνώμη τ ώ ν χριστιανών άνήκαν ol ΑΙγύπτιοι — θεωρούνταν πώς ήσαν άρρωστοι διανοητικά. «"Οσοι ταΐζουν καί περιποιούνται πιθήκους,»
έγραφε κατά τ ό ν 3° αίώνα ό Κλήμης ό Ά λ ε ξ α ν δ ρ έ α ς στόν Προτρεπτικό
του,
«διαπίστωσαν μέ έκπληξη πώς αύτά τά ζώα δέν ξεγελιώνται άπό κέρινα ή χωμάτινα όμοιώματα άκόμα κι άν είναι ντυμένα μέ κοριτσίστικα φορέματα. Σεις λοιπόν, θά γίνετε χειρότεροι κι άπό τούς πιθήκους Απευθυνόμενοι σέ άγάλματα πέτρινα ή ξύλινα;»
Καί προσθέτει: •πώς μπόρεσαν νά θεοποιήσουν έτσι τ' άγάλματα καί τ* άψυχα άντικείμενα; μοϋ συμβαίνει νά μήν καταλαβαίνω και νά κακοτυχίζω αύτούς τούς δυστυχείς γιά τήν τρέλλα τους. 'Ορισμένα ζώα δέν έχουν δλες τους τίς αισθήσεις, δπως τά σκουλήκια καί οί κάμπιες, κι άλλα είναι τυφλά ή άσθενικά δπως οί άρουραϊοι καί οί τυφλοπόντικες. Κι έντούτοις, αύτά τά κουτσουρεμένα ζώα άξίζουν περισσότερο άπό τά ήλίθια άγάλματα. Τό στρείδι δέν έχει οϋτε δράση, οΰτε άκοή, οΰτε φωνή, άλλά ζει, μεγαλώνει, ύφίσταται τίς έπιδράσεις της Σελήνης. Τά άγάλματα δμως είναι άνήμπορα, άδρανή, άναίσθητα.»
Καί έναν αιώνα άργότερα, ό άγιος 'Αθανάσιος, συγγραφέας τοϋ Βίου τοϋ τωνίου, θά γράψει μέ τή σειρά του στόν Λόγο κατά Ελλήνων:
'Αν-
'Ορισμένων οί σκέψεις κατέπεσαν τόσο χαμηλά καί τό πνεύμα τους σκοτίστηκε τόσο ώστε έπινόησαν δντα πού δέν ύπάρχουν καθόλου καί πού δέν τά βλέπουμε πουθενά στήν πλάση: κι αύτά τά έκαναν θεούς. 'Ανακατεύουν τά λογικά δντα μέ τά άλογα. Συνδέουν μαζί άνόμοιες φύσεις καί τις ύμνοϋν σά θεότητες- έχουν θεούς μέ κεφάλι σκύλου, φίδιοϋ, γαϊδάρου...»
Βλέπουμε λοιπόν πώς έκεϊνο πού ένοχλοϋσε κυρίως τή χριστιανική λογική1 ήταν ό φαινομενικός παραλογισμός τής αιγυπτιακής λατρείας, αύτή ή άδιανόητη ένωση τοϋ άνθρώπινου μέ τό ζωικό, μέσα στήν Ιδέα τής θεότητας. 'Εννοείται πώς αύτά ήταν μιά έπιπόλαιη κρίση γιά τήν αίγυπτιακή είδωλολατρεία καί σήμαινε σύγχυση τής θεότητας μέ τή μορφή τής λατρείας της. Οί άλλοι ειδωλολάτρες τής έποχής δέν παρέλειψαν νά τό παρατηρήσουν. "Ομως, πρός τό παρόν, τ ό πρόβλημα δέν βρίσκεται έκεϊ. Διαβάζοντας χριστιανούς σάν τόν Κλήμεντα τόν Άλεξανδρέα ή τόν άγιο 'Αθανάσιο — πού ήσαν τέλειοι γνώστες τών θρησκευτικών πραγμάτων — άποκομίζει κανείς τήν έντύπωση πώς άρνοϋνται νά καταλάβουν όρισμένες πλευρές τής είδωλολατρείας, πώς άπωθοϋν τό συμβιβασμό, πού άλλοι χριστιανοί — ό Ώριγένης, γιά παράδειγμα, είχαν άποδεχτεί νά κάνουν άπέναντι σέ όρισμένα δεδομένα τής ειδωλολατρικής σκέψης καί θρησκείας. Ή τέτοια κατάσταση πνευμάτων, ή βία πού σκόπιμα άσκοϋσαν ένάντια στήν άντίληψή τους, δλα αύτά έπρόκειτο μοιραία νά όδηγήσουν στή φυσική βία πού έφαρμόστηκε έναν αίώνα άργότερα στούς ειδωλολάτρες θεούς καί φιλόσοφους. Πράγματι, ήδη δταν οί πρώτοι ειδωλολατρικοί ναοί άνοίχτηκαν καί λεηλατήθηκαν έπί βασιλείας Κωνστάντιου — δηλ. άπό τό 330 — οί χριστιανοί ρίχτηκαν ένάντια στά είδωλα, τά τσάκισαν κι άνακάλυψαν μέ φρίκη, δπως λέει ό Εύσέβιος Καισαρείας, πώς κάτω άπό τήν είκόνα τοϋ Χριστού ύπήρχαν «όστά, κρανία, βρώμικα φορέματα, καί άχυρα». ('Εδώ πρόκειται, άκόμα μιά φορά, γιά σκόπιμη σύγχυση τής θεότητας μέ τήν μεταφορική της μορφή. Γιατί, & αύτή τήν περίπτωση, μπορεί κανείς νά πει πώς μιά είκόνα τοϋ Χριστού δέν είναι παρά ένα άμάλγαμα άπό ξύλο, κερί καί άσπράδι αύγούί) Στήν Αίγυπτο, όλόκληρη ή Ιστορία τής είδωλολατρείας πού πεθαίνει, άποτελείται άπ' αύτή τήν συνεχή κατάπληξη μπροστά σέ θεούς, λατρείες καί άντικείμενα πού δέν ξέρουν τό νόημά τους, καί πού νομίζουν πώς άνακαλύπτουν τήν άηδιαστική ή φρικτή τους πλευρά. Καί σέ κάθε διωγμό ένάντια στούς θεούς τής είδωλολατρείας θά έπαναληφθεί τό ίδιο «σενάριο», μέ τίς ίδιες σκηνές Φρίκης, τίς ίδιες κινήσεις τοϋ πλήθους, τίς ίδιες κραυγές μίσους, μέ φόντο τό διασυρμό τών κομματιασμένων καί τσαλακωμένων είδώλων μέσα στούς δρόμους, μέ τούς έμπρησμούς τών ναών, καί μέ τήν καταδίωξη τών ειδωλολατρών μέχρι τά άδυτα τών θυσιαστηρίων. Ποιό είναι αύτό τό σενάριο; "Ενας έπίσκοπος, έπικεφαλής ένός έρεθισμένου πλήθους, είσβάλλει σ' έναν ειδωλολατρικό ναό, άναποδογυρίζει τά άντικείμενα τής λατρείας πού ή δψη τους προξενεί γενική άποστροφή, καί οί χριστιανοί, πεισμένοι στό έξής γιά τήν όρθότητα τής πράξης τους, ξεχύνονται μέσα στούς δρόμους καί καταδιώκουν τούς ειδωλολάτρες. "Ετσι, στήν 'Αλεξάνδρεια, στά 361, ό μέγας Γεώργιος, έπίσκοπος τής πόλης, λεηλατεί τ ό ναό τοϋ Μίρθα καί δείχνει στό πλήθος, ποϋ είναι συγκεντρωμένο μπροστά στό θυσιαστήριο, τά κρανία των ταύρων πού χρησίμευαν γιά τή λατρεία τοϋ θεοϋ- στήν 'Αλεξάνδρεια έπίσης, στά 391, δταν ό Πατριάρχης Θεόφιλος θά λεηλατήσει ένα ναό τοϋ Διονύσου καί θά πετάξει πρός τό μέρος τοϋ χριστιανικού πλήθους τίς φαλλικές παραστάσεις τοϋ θεοϋ, τότε τό πλήθος, έξαλλο άπό όργή, θά όρμήσει στό Σεραπείο καί θά τσακίσει τό μεγάλο είδωλο τοϋ Σέραπη· πάντα στήν 'Αλεξάνδρεια, στά 415, μιά συμμορία νεαρών 1. Γιά τόν άπλούστατο λόγο πώς ό θεός δημιούργησε τόν άνθρωπο άπό τή λάσπη, στά μάτια τοϋ χριστιανού, δέν μπορεί νά ύπάρχει κανένας δυνατός δεσμός άνάμεσα στό άνθρώπινο καί τό ζωικό βασίλειο («συνδέουν μαζί άνόμοιες φύσεις».) 'Αντίθετα, γιά τοΰς ειδωλολάτρες, τίποτα δέ χώριζε θεμελιακά τό άνθρώπινο άπό τό ζωικό. Φυσική άντίληψη γιά τόν άνθρωπο - σάν κορυφή τής ζωικής έξέλιξης - ή όποία έπαληθεύτηκε κατά τό 19ο αίώνα. Σήμερα δέν μπορούμε πιά νά ένοχλούμαστε βλέποντας νά έκφράζεται έτσι ή όργανική ένότητα άνάμεσα στά ζωντανά είδη.
χριστιανών άλητών — φανατισμένων άπό τόν πατριάρχη Κύριλλο — εισβάλλει στό σπίτι τοΰ φιλόσοφου κα\ μαθηματικού Ύπάτιου — μιάς άπό τΙς μεγαλύτερες μορφές τής ειδωλολατρικής σκέψης τοΰ 5 ου αίώνα —, τόν σέρνει στούς δρόμους, τόν άποτελειώνει, κομματιάζει τ ό πτώμα του και καίει δημοσία τά κομμάτια του 1 . Ποιός ήταν ό λίγο-πολύ όμολογημένος σκοπός αύτών τών βιαιοτήτων; Καταρχήν, νά ξεριζωθούν καί τά τελευταία ύπολείμματα είδωλολατρείας άπό τήν ψυχή τών ΑΙγυπτίων. "Ομως ή μέθοδος αύτή δέν φαίνεται ν' άπέδωσε: ή είδωλολατρεία άντιστέκεται και θά έξακολουθήσει ν* άντιστέκεται άκριβώς λόγω τής βίας πού τής έπιβάλλουν. Ειδωλολατρικές νησίδες θά έπιζήσουν σέ διάφορα μέρη τής χώρας: καταρχήν, στήν "Ανω Αίγυπτο, δπου ή λατρεία τής "Ισιδας θά διατηρηθεί στή Φιλή μέχρι τόν 6° αίώνα, καί ό 'Ιουστινιανός, γιά νά τήν καταργήσει, θ' άναγκαστεΐ νά κλείσει τό ναό, νά φυλακίσει τούς Ιερείς καί νά μεταφέρει τά άγάλματα μέχρι τήν Κωνσταντινούπολη· έπίσης καί σέ άλλα μέρη τής χώρας, δπως στό Άχμίν, δπου βρίσκει κανείς άκόμα καί στά μέσα τοΰ 5ou αίώνα, (παρά τήν άπαγόρευση τοΰ Θεοδοσίου!) άκμάζοντες ειδωλολατρικούς ναούς. 'Αλλά άκόμα καί στίς παρυφές τής 'Αλεξάνδρειας, στό Δέλτα, δπως γιά παράδειγμα στή Μενούθιδα, δπου «oi χριστιανοί ήσαν τόσο όλιγάριθμοι καί όλιγόπιστοι (λέει ένα χρονικό τής έποχής) ώστε άποδέχονταν τόν χρυσό τών ειδωλολατρών γιά νά μήν τούς ένοχλούν στίς θυσίες τους». Περιττό νά προσθέσουμε πώς δλη αύτή ή βία ένάντια στούς ναούς προκάλεσε πολύ ζωηρές άντιδράσεις άπό τήν πλευρά τών ειδωλολατρών — τουλάχιστον μέχρι τό διάταγμα τού Θεοδόσιου. "Ενας άπό τούς κυριότερους ειδωλολάτρες συγγραφείς τοϋ 4 ου αίώνα, ό Λιβάνιος, έγραψε μάλιστα καί βιβλίο μέ τίτλο Pro Templis, καί τό άπεύθυνε στόν αύτοκράτορα Θεοδόσιο, καί σ' αύτό κατακρίνει τόν χριστιανικό βανδαλισμό. Τι Ισχυρίζονται οί χριστιανοί δταν έπιδίδονται σέ λεηλασίες; Πώς προσηλυτίζουν τούς ειδωλολάτρες; "Οχι, άπαντάει ό Λιβάνιος, γιατί «άν σοϋ πουν, ώ αυτοκράτωρ, πώς χάρη σ' αύτά τά μέσα προσηλύτισαν ειδωλολάτρες, μή γελαστείς. Αύτοϊ οί νεοπρσσήλυτοι έχουν μόνο έπιφανειακά πιστέψει. Ή πίστη τους δέν έχει άλλάξει σέ τίποτα άλλά έπιφυλάσσονται νά τό ποΰν. Παρευρίσκονται στίς τελετές τών διωκτών τους, άνακατεύονται στό πλήθος τους κάνοντας τάχα πώς προσεύχονται, άλλά στήν πραγματικότητα έπικαλούνται μόνο τούς δικούς τους θεούς.»
Διότι, «άκόμα καί μέσα στις τραγωδίες, έκεϊνος πού παίζει τό ρόλο τοϋ τυράννου, δέν είναι τύραννος, άλλά παραμένει ό άνθρωπος πού ήταν προτού φορέσει τή μάοκα· έτσι καί καθένας άπ' αύτούς έχει άλλάξει μονάχα φαινομενικά.»
"Οχι, «δλα αύτά τά κατακαμένα μέγαρα», αύτοί οί Ιερείς πού «όφείλουν νά 1. Γιά νά είμαστε δίκαιοι πρέπει νά διευκρινήσουμε πώς ένας όρισμένος άριθμός χριστιανών τής 'Αλεξάνδρειας διαμαρτυρήθηκαν γι* αύτές τίς άγριότητες καί άρνήθηκαν νά παρασυρθούν άπό τό φανατισμό τοϋ πατριάρχη Κύριλλου. "Αλλωστε ούτε οί ίδιοι οί πιστοί του δέν έπρόκειτο νά τόν έκτιμήσουν, καθώς δταν πέθανε, ένας άπό τούς έπισκόπους τής 'Αλεξάνδρειας άπάγγειλε στόν τάφο του τόν παρακάτω έπικήδειο: « Επιτέλους, ό φρικτός αύτός άνθρωπος είναι νεκρός. Ή άναχώρησή του χαροποιεί τοϋς ζωντανούς άλλά κινδυνεύει νά άναστατώσει τούς νεκρούς. Δέν θά άργήσουν νά τόν βαρεθούν καί νά μάς τόν στείλουν πίσω. "Ετσι, λοιπόν, πρέπει νά βάλετε πολύ βαριά πέτρα πάνω στόν τάφο του γιά νά μή διατρέξουμε τόν κίνδυνο νά τόν ξαναδούμε, £οτο) καί οά φάν~ τασμα!».
διαλέξουν άνάμεσα στά θάνατο καί τή σιωπή», άκόμα κι αυτός ό αΰτοκρατορικός στρατός πού άτιμάζεται «κάνοντας πόλεμο σέ πέτρες», δλα αύτά, λέει ό Λιβάνιος, δέν ύπερασπίζονται καθόλου τή χριστιανική θρησκεία. "Οσο γιά τούς μοναχούς πού άποτελοΰν τ ό άπάνθισμα αύτής τής θρησκείας, ποϋ άποτελοΰν άντικείμενο γενικοϋ θαυμασμού καί άφοσίωσης καί ποϋ θεωρούνται σχεδόν, άγιοι, μήπως αύτοί συμπεριφέρονται σάν άγιοι; "Οχι. Κοιτάξτε τους πού «όρμάνε σάν θύελλα καί έρημώνουν τήν ύπαιθρο καταστρέφοντας όλους τούς ναούς. ΤΩ αυτοκράτωρ, οί ναοί είναι ή ψυχή τής ύπαίθρου, είναι κτίσματα φτιαγμένα στούς άγρούς, κι έχουν φτάσει μέχρις έμάς διαμέσου πολλών γενεών. Μία ύπαιθρος πού έχει περάσει δλες αύτές τίς λεηλασίες είναι χαμένη. Τό κουράγιο τοϋ άγρότη, έξαφανίζεται μαζί μέ τήν έλπίδα του, δταν άποστερεϊται άπ' τοΰς θεούς του.»
"Ετσι θά έξακολουθήσει μέχρι τ ό τέλος τοϋ 4 ου αίώνα, κι άκόμα παραπέρα, αύτός ό «διάλογος μεταξύ κουφών» πού είχε άρχίσει έδώ καί πάνω άπό τρεις αιώνες άνάμεσα σέ χριστιανούς καί ειδωλολάτρες. "Ομως, σ' αύτή τήν περίπτωση, ή βία έκανε τόπο στά λογοτεχνικά σχήματα καί στίς είρωνεϊες. Μέσα άπό τή συγκίνηση τοϋ Λιβάνιου, μαντεύει κανείς πώς δέν ύπερασπίζεται μονάχα τή ζωή τ ώ ν ναών, άλλά καί τ ώ ν ίερέων πού τούς κατοικούν, άκόμα καί τών πιστών πού πηγαίνουν έκεί γιά νά λατρέψουν τοϋς θεούς τους. Στό τέρμα αύτής της σύγκρουσης, ποϋ στάθηκε τ ό σ ο δραματική, ούτε οί χριστιανοί οϋτε οί ειδωλολάτρες μπορούσαν πιά νά δοϋν — μέσα στίς άξίες τοϋ άντιπάλου — τίποτε άλλο άπό τίς πιό ξώπετσες, τίς πιό παραμορφωμένες καί τίς πιό αύθαίρετες πλευρές αύτών τ ώ ν άξιων. « θ έ λ ε τ ε νά δ ε ΐ ΐ ε αύτούς πού λατρεύουν τά είδωλα;» έγραφε δ Κλήμης ό Ά λ ε ξ α ν δ ρ έ α ς σ τ ό ν ήαιδαγωγό του. «"Εχουν μαλλιά καί ροϋχα βρωμερά, είναι κουρελήδες, άγνοοϋν έντελώς τό μνάπιο καί τά νύχια τους είναι τόσο μακρυά ποϋ τούς κάνουν νά μοιάζουν μέ θηρία. Μέ τά παράδειγμά τους άποδείχνουν πώς τά Ιερά τους είναι τάφοι καί φυλακές. Τέτοιοι άνθρωποι μάλλον θρηνούν παρά λατρεύουν τοϋς θεούς τους...»
'Ακριβέστατη περιγραφή, άλλά έφαρμόζεται κατά λέξη... γιά τούς μελλοντικούς άναχωρητές της έρήμου! Τί θάλεγε ό Κλήμης άν έβλεπε τόν 'Ονούφριο, τόν Παφνούκιο, τόν 'Αφού τ ό Βούβαλο νά είναι ντυμένοι μόνο μέ τά μαλλιά τους· άν είχε συναντήσει τ ό ν 'Ιωάννη τ ό ν Αίγύπτιο, κλεισμένο μέσα στή Βουνίσια φυλακή του, ή τ ό ν Βησσαρίωνα νά κλαίει καταμεσίς στήν έρημο γιά τό προπατορικό άμάρτημα; Κι δλοι αύτοί οί μοναχοί πού τούς βλέπει κανείς «ντυμένους μέ μαύρα καί λιγδιασμένα ροϋχα», στούς δρόμους τών αίγυπτιακών χωριών ή άκόμα καί της 'Αλεξάνδρειας καί γιά τούς όποίους άναρωτιέται μέ τό δίκιο του ό ειδωλολάτρης συγγραφέας Ζώσιμος, «ποιόν άραγε πενθούν;» Ή Ιστορία τοϋ τέλους τ ώ ν είδώλων θά ήταν λειψή άν δέν άναφέραμε έ κείνο ν πού, άπό τ ό τέλος τοϋ 5 ou αίώνα, πήρε σ' αύτήν τ ό πιό ένεργό μέρος: τόν Χενούτη. Ό Χενούτης είναι ένα άπό τά πιό παράξενα καί γοητευτικά πρόσωπα τοϋ αίγυπτιακοϋ χριστιανισμού καί ό βίος του, γραμμένος άπό τ ό μαθητή του Βίζα, άποτελεΐ άριστούργημα τής κοπτικής λογοτεχνίας. Μάς έπιτρέπει — καλύτερα άκόμα άπό τ ό ν βίο τοϋ 'Αντώνιου ή τοϋ Παχώμιου — νά παρακολουθήσουμε άπό κοντά πόσο άπίστευτη περιπέτεια στάθηκε ό κοπτικός μοναχισμός: μιά περιπέτεια πού τήν κορυφή καί τά δριά της σημαδεύει ή ζωή και τό έργο τοΰ Χενούτη.
Γεννήθηκε στήν "Ανω Αίγυπτο, στό χωριό Σεναλολέτ (σήμερα: Γκεζιρέτ Σαντανίλ), πρός Βορράν τοϋ 'Αχμίν, στά 333. Οί γονείς του είναι φτωχοί καί, πολύ νωρίς, τόν στέλνουν νά φυλάξει κοπάδια. "Ομως ό καθένας γνωρίζει πώς τό νά είσαι βοσκός στά παιδικά χρόνια σου είναι ό καλύτερος τρόπος γιά νά γίνεις μιά μέρα άγιος ή άγία· κι δταν αύτά τά ζώα βρίσκονται, στήν "Ανω Αίγυπτο, κάτω άπό τόν καυτό ήλιο, μέσα σέ μιά ζέστη πού συνεχώς σέ βάζει νά διαλέξεις άνάμεσα στήν άποχαύνωση καί τόν πυρετό, τότε μία μόνο άλτερνατίβα ύπάρχει: ποιμένας ζώων, ή νά σέ πιάσει πυρετός καί νά γίνεις ποιμένας άνθρώπων. "Ενα βράδι, δταν τά ζώα είχαν έπιστρέψει, ξαναφεύγει μόνος του πρός τούς άγροϋς καί άντί νά γυρίσει σπίτι του, μένει έκεϊ ώρες όλόκληρες. Τι κάνει; Προσεύχεται «βυθισμένος μέχρι τό λαιμό μέσα σ' ένα άρδευτικό κανάλι.» Τότε οί γονείς του άποφασίζουν ν' άφήσουν τό γυιό τους νά κάνει αύτό πού θέλει. Καί θέλει νά γίνει μοναχός. Σέ ήλικία δεκατεσσάρων χρονών, τόν πάνε σ' ένα θείο του, τόν άββά-Μπγκούλ πού διευθύνει ένα μοναστήρι κοντά στό χωριό, πάνω στό δρος Άθριμπίς. Καί ό άββάς Μπγκούλ καλοδέχεται τόν άνηψιό του, έναν άνηψιό πού άνυπομονεΐ νά δοθεί στόν άσκητισμό. Πρόκειται γιά άσκητισμό άμετρο καί φανατικό γιά νά φτάσει άμέσως στό σκοπό του, ξεπερνώντας τά συνηθισμένα στάδια, άσκητισμό άνυπόμονο καί σκληρό, κατ' εικόνα κι όμοίωση τοϋ χαρακτήρα καί τής ψυχής τοϋ Χενούτη. Στά δεκαέξι, είχε κιόλας νηστέψει τόσο πολύ, λέει ό Βίζας, «ώστε τό σώμα του ήταν έντελώς ξερό καί τό δέρμα του είχε κολλήσει στά κόκκαλα.»
Κι έπιπλέον: «Συχνά έτρωγε μόνο μιά φορά τή βδομάδα, τήν Κυριακή, λαχανικά καί βραστούς καρπούς. Ή σάρκα του έξασθένισε φοβερά, τό σώμα του έχασε τά υγρά του, καί τά δάκρυά του έγιναν ζαχαρωμένα σά μέλι.»
'Επίσης: «Τά μάτια του βούλιαξαν σάν τρύπες σέ βάρκα, καί έγιναν κατάμαυρα άπό τά πολλά δάκρυα πού έβγαζαν.»
Μέ τήν εύκαιρία, έπιδιδόταν έντονα καί σ' αύτό πού θά μπορούσε νά όνομαστεΐ «τεχνική τής πλίνθου» μιά τεχνική πού είχε ξεκινήσει ό Παχώμιος καί πού, στό βάθος, ήταν πολύ άπλή: έπαιρναν μιά πλίνθο, άνέβαιναν πάνω της καί προσεύχονταν έκεϊ χωρίς διακοπή ώσπου νά τήν λυώσουν ό ιδρώτας καί τά δάκρυα. Μιά μέρα μάλιστα, άποφάσισε πώς τό καλύτερο πού είχε νά κάνει ήταν νά δεθεί σ' ένα σταυρό καί νά μείνει έκεϊ κρεμασμένος μία βδομάδα. Κατόπιν, έφυγε γιά τήν έρημο δπου έμεινε πέντε χρόνια. Γυρίζοντας, είχε γίνει πιά άντρας, καί ήταν έτοιμος ν' άντιμετωπίσει τούς άλλους, νά ιδρύσει μοναστήρι καί νά διευθύνει τούς μοναχούς σύμφωνα μέ κανονισμό δικής του έπινόησης. Αύτό ό κανονισμός, γιά νά πούμε τήν άλήθεια, όψειλόταν πολύ στόν Παχώμιο, άλλά ό Χενούτης, γνωρίζοντας πώς ήταν δικός του καί δχι κανενός άγγέλου πρόσθεσε μερικές δικές του άρχές δπως τήν συστηματική χρήση βίας καί ξυλοδαρμού άπέναντι στούς μοναχούς. Κυρίως τράβηξε μακρύτερα άπό τόν Παχώμιο — έμπνεόμενος άναμφίβολα άπό τόν κανονισμό τοϋ άββά Μπγκούλ — τή μοναστική πειθαρχία, τήν άρνηση κάθε άτομισμοϋ, τήν άρχή τής συλλογικής
98
Οπαρξης σωμάτων και ψυχών. Στά μοναστήρια του, άπαγορευόταν κάθε άσκηση, κάθε ταλαιπωρία ώς καί κάθε άτομική προσευχή. 01 προσευχές γίνονταν συλλογικά καί δλοι οί μοναχοί ήσαν κατάχαμα. Νήστευαν μαζί, καί φορούσαν τά ίδια ροϋχα, στήν αίθουσα τελετών, στήν τραπεζαρία, καί δταν άσχολοϋνταν μέ τίς καθημερινές δουλειές τοϋ μοναστηριού. "Ετσι ό Χενούτης είχε τήν εύφυή διαίσθηση πώς ή άπδχτηση συλλογικής ψυχής άπαιτεί καταρχήν τή διαμόρφωση συλλογικού σώματος. Δ έ ν μπορούμε νά έξηγήσουμε διαφορετικά τήν έπιμονή ποΰ έδειξε σ' δλη του τή ζωή, νά διαμορφώσει τ ό σώμα καί τήν ψυχή τών μοναχών του μέ τ ό νά τούς έπιβάλει σ' δλους ταυτόχρονα φυσικές καί πνευματικές άσκήσεις προορισμένες νά τούς «ένοποιήσουν». Ό ρ ί σ τ ε μερικά παραδείγματα, παρμένα άπό τούς δύο αΰτούς τομείς: 'Ασκήσεις φυσικής ένοποίησης: ή ύπακοή σ' δλες τίς έντολές, δποιες καί άν ήταν αύτές, ήταν, προφανώς, μία άπόλυτη άρχή καί αύτή ή ύπακοή άποτελοϋσε κυρίως μιά όλοκληρωτική πειθάρχιση τ ώ ν σωματικών άντανακλαστικών. Ό μοναχός δφειλε νά μπορεί — κατά τήν προσευχή, τήν απαγγελία τών ψαλμών ή κατά τή διάρκεια μιάς τυχούσας παρακατιανής άσκησης — νά έπαναλαμβάνει τίς Ιδιες δεδομένες χειρονομίες ή νά κάθεται άκίνητος σέ μιά στάση γιά ένα όρισμένο χρονικό διάστημα. Γιά παράδειγμα, δταν άντηχοϋσε τό κάλεσμα στήν τραπεζαρία, οί μοναχοί έπρεπε νά σταματούν άμέσως τήν έργασία τους, νά στέκονται άκίνητοι, νά περιμένουν τ ό δεύτερο κάλεσμα καί τ ό τ ε νά πηγαίνουν έδώ ή έκεί 1 . Ό Χενούτης τιμωρούσε άνελέητα κάθε μοναχό ποΰ τσάκωνε νά συνεχίζει τή δουλειά του ή νά έξακολουθεϊ μιά χειρονομία καί μετά τό κάλεσμα. Προφανώς αύτό συχνά δημιουργούσε δύσκολες καταστάσεις: μιά μέρα, τό κάλεσμα βρήκε ένα μοναχό σ τ ό άρτοποιείο τή στιγμή πού έρριχνε ξύλα στό φούρνο. Ακινητοποιήθηκε σ' αύτή τή στάση μέχρι πού άντήχησε τ ό δεύτερο κάλεσμα καί τ ό τ ε τράβηξε τ ό χέρι του έντελώς καμμένο! "Αλλο παράδειγμα φυσικής ένωσης: ή παρασκευή τ ο ϋ ψωμιού. Τό ψωμί πού, μαζί μέ τούς ξερούς καρπούς καί τά βραστά χόρτα άποτελοϋσε οΰσιαστική τροφή τών μοναχών, φτιαχνόταν μέ άληθινά τελετουργικό τρόπο. Ή προετοιμασία τοΰ άλευριοϋ, τ ό ζύμωμα, τό φσύργισμα καί τ ό ψήσιμο γινόταν σέ καθορισμένο χρόνο καί μέ καθορισμένες κινήσεις, καί κυρίως μέσα σ έ άπόλυτη σιωπή. "Αν ένας μοναχός χρειαζόταν
1- Αύτή ή τεχνική υιοθετήθηκε καί πάλι, αιώνες άργότερα, άπ' όρισμένες όμάδες διδασκαλίας τοΰ έσωτερισμοΰ, Ιδιαίτερα στοΰς κύκλους τοϋ φιλοσόφου Γκουρτζίεφ. Συνίσταται στήν άπόλυτη καί άμεση άκινητοποίηση στό άκουσμα τής λέξης «Στόπ», στή διάρκεια δύσκολων άσκήσεων ή αέ όποιαδήποτε στιγμή της ήμέρας. Στόν Χενούτη, αύτή ή τεχνική προοριζόταν νά συντονίζει τό μοναχό στήν άπόλυτη ύπακοή. "Ισως θά είχε ένδιαφέρον μία συσχέτιση αύτής τής τεχνικής μέ τήν άσκηση της στάσης πού θ' άπαντήσουμε παρακάτω.
99
κάτι, τ ό τ ε χτυπούσε ένα κομμάτι ξύλο σύμφωνα μ' ένα κώδικα, άλλά ποτέ δέ μιλούσε. Αύτός ό κανόνας έφαρμοζόταν τ ό σ ο σκληρά, ώστε τ ό νά άχρηστέψει κανείς άπλά καί μόνο λίγο άλεύρι μέ τό νά χύσει πολύ γρήγορα τ ό νερό μέσα στή ζύμη, άποτελούσε άμάρτημα πού τιμωρούνταν αύστηρά! 'Ασκήσεις πνευματικής ένοποίησης: Προφανώς ήσαν πάρα πολλές κι έδώ δέν μπαίνει θέμα νά τίς άπαριθμήσουμε λεπτομερειακά. Στό πιό στοιχειώδες στάδιο, ύπήρχε καταρχήν ένας όρισμένος άριθμός άπαγορεύσεων: άπαγορευόταν ή χρησιμοποίηση κτητικών άντωνυμιών, δηλ. νά πεις: τ ό κελλί μου, τό ψωμί μου, τό ρούχο μου, άπαγορευόταν καί τ ό γέλιο. Τό νά γελάσει ή άπλά νά χαμογελάσει, έ ξ έ θ ε τ ε τ ό μοναχό σ τ ό ν κίνδυνο τοϋ ραβδισμοϋ και κανείς δέν ήθελε νά τίς φάει άπό τόν Χενούτη, γιατί πολλές φορές χτυποϋσε τούς μοναχούς «μέχρι πού νά κυλιστούν καταγής σάν έτοιμοθάνατοι».
Συνέβαινε μάλιστα συχνά, ϋστερα άπ' αύτούς τούς ραβδισμούς, νά κουβαλάνε τόν μοναχό... στό νεκροταφείο τοϋ μοναστηριού, πράγμα πού ό Βίος τοϋ Χενούτη τ ό άποδίδει μέ τ ό ν παρακάτω θαυμάσιο εύφημισμό: «... ή γή άνοιξε, κι ό έγκληματίας γλύστρησε ζωντανός μέσα στήν Κόλααη!»
"Ετσι ό Χενούτης έφτανε σ τ ό σημείο νά έμπνέει στούς μοναχούς του άληθινό τρόμο σέ τέτοιο βαθμό ώ σ τ ε δλοι τόσκαγαν άπό τή στιγμή πού έπιανε στά χέρια του τ ό βούρδουλα. Αύτή ή άγωγή μέ τ ό ραβδί καί τήν τρομοκρατία μπορεί νά φανεί παράξενη άλλά κι έδώ, πρόκειται γιά τυπικό χαρακτηριστικό τοϋ κοπτικού μοναχισμού 1. Χρησιμοποιώντας διαρκώς τ ό ραβδί, ό Χενούτης δέν κάνει τίποτε άλλο παρά νά χρησιμοποιεί, γιά σκοπούς πνευματικής «άπόδοσης», ένα έργαλεϊο πού, άπό τρεις χιλιάδες χρόνια, χρησίμευε στήν Αίγυπτο γιά νά «διευκολύνει» τήν άπόδοση τών φελλάχων στά χωράφια. Συνεχίζει τήν παράδοση τ ώ ν έπιστατών τής φαραωνικής έποχής, πού χτυπούσαν τούς χωρικούς μέ κάθε εύκαιρία, άκόμα κι έπειδή είχαν ξεχάσει ένα άπλό στάχυ σ τ ό έδαφος. Μέ μόνη τή διαφορά — άλλά βασική διαφορά — πώς οί ξυλιές πού έτρωγε ό μοναχός είχαν τουλάχιστον τ ό «πλεονέκτημα» νά συμβάλουν στή σωτηρία του έ ν ώ έκεϊνες πού έτρωγε ό χωρικός ώφελοϋσαν μόνο τόν Ιδιοκτήτη του ή τόν φαραώ. Ό βούρδουλας, πού χρησίμευε κιόλας στήν Αίγυπτο σέ δλες τίς περιστάσεις τής ζωής: τήν καλλιέργεια τής γής, τήν πληρωμή τών φόρων, τήν έπιστράτευση, φυσικό ήταν νά χρησιμεύσει καί κατοπινά γιά τήν έπίτευξη τής σωτηρίας καί τήν είσοδο στόν Παράδεισο. 'Εξάλλου, είναι λάθος άν πιστέψουμε πώς ό ραβδισμός ήταν ταπείνωση γιά τ ό ν άγρότη ή τ ό μοναχό. Ό 'Αμελινώ γράφει στά 1887, ϋστερα άπό μακριά παραμονή στή χώρα, πώς «μέχρι σήμερα άκόμα, ή γυναίκα τού φελλάχου περιφρονεί τ ό ν άντρα της δταν πληρώνει τούς φόρους άπό μόνος του. "Αν δμως ό σύζυγος τούς πληρώσει μόνο άφοϋ τόν δείρουν, τ ό τ ε αύτή θαυμάζει και σέβεται τ ό κουράγιο του». Ή πιό πρωτότυπη συμβολή τρϋ Χενούτη σ* αύτή τήν προσπάθεια πνευματικής ένοποίησης δέν έγκειται τ ό σ ο σ τ ό δτι χρησιμοποίησε τ ό βούρδουλα σά μέσο σωτηρίας, δσο σ τ ό δτι κατάφερε μέσα στά όγδόντα χρόνια πού διοίκησε
1. "Οπως καί τοϋ βουδδισμοϋ Ζέν, δπου οί βουρδουλιές κατέχουν έξέχουσα θέση σά δρόμος πρδς τή γνώση.
100
τό μοναστήρι του (άφοϋ πέθανε στά 451 σέ ήλικία έκατόν δεκαοχτώ χρονών!), νά ένοποιήσει τίς έπιθυμίες καί τήν κρυφή φαντασία τών μοναχών. Γιά νά καταλάβουμε τό πρωτοφανές αύτό γεγονός, πρέπει νά ποϋμε πώς οί χωρικοί τοϋ Χενούτη είχαν προφανώς άπλοΐκά χαρακτήρα. "Επαιρναν τά πάντα κατά γράμμα, άκόμα καί τά πιό άφηρημένα σύμβολα. "Ενας μοναχός, γιά παράδειγμα — πού είχε προσηλυτιστεί πρόσφατα καί στόν όποιο μόλις είχαν έξηγήσει τό μυστήριο τής θείας Εύχαριστίας —, νομίζει πώς βλέπει άμέσως έναν άγγελο νά κομματιάζει ένα παιδάκι στή διάρκεια τής λειτουργίας καί νά προσφέρει τά κομμάτια κατά τή μετάληψη. "Ενας άλλος — στόν όποιο ό Χενούτης έξήγησε πώς δσό περισσότερο κόπο θά δοκίμαζε σ' αύτόν τόν κόσμο τόσο μεγαλύτερη θά ήταν ή άνταμοιβή του στόν άλλο — πάει κάθε μέρα γιά νερό στό πηγάδι περπατώντας μέ πολύ-πολύ μικρά βήματα (προκειμένου νά προσθέσει κόπο στό ένεργητικό του) άντί γιά τά δυό ή τρία βήματα πού τοϋ χρειάζονταν συνήθως! Καταλαβαίνει κανείς πώς σέ τόσο έπιδεκτικούς ψυχικούς κόσμους,* μπόρεσαν νά βλαστήσουν οί πιό χοντροκομένες άπάτες. Γιατί ό Χενούτης — σύμφωνα μέ δική του όμολογία — άποδείχτηκε πώς «χειριζόταν» τά όράματα καί τά θαύματα έξίσου έπιδέξια μέ τ ό βούρδουλα. "Αλλωστε, δέν μπορούσε νά κάνει καί διαφορετικά: κανένας μοναχός, άκόμα καί κόπτης καί μαθητής τοϋ Χενούτη, δέν θά δεχόταν νά τίς τρώει γιά χρόνια όλόκληρα χωρίς τουλάχιστον νά έχει τήν έλπίδα νά μπει μιά μέρα στό Βασίλειο τών Ούρανών. Ή χρήση τής βίας καί τοϋ βούρδουλα προϋπέθετε τήν έμπιστοσύνη στό μέλλον καί στό ύπερπέραν, κι ό Χενούτης άνέλαβε νά τά καταφέρει έτσι ώστε οί μοναχοί ν' άποχτήσουν τήν έμπιστοσύνη. Μιά μέρα, λογουχάρη, φέρνει ένα χωρικό άπό ένα μακρινό χωριό, τόν ντύνει λαμπρά, τόν βάζει νά διαβάσει τούς ψαλμούς καταμεσίς στήν έκκλησία καί δταν οί έκστασιασμένοι μοναχοί τόν ρώτησαν: «Ποιός ήταν αύτός ό άγνωστος;» ό Χενούτης άπάντησε: « Τ Ηταν ό ίδιος ό Δαβίδ πού ήρθε νά διαβάσει τούς ψαλμούς του!» Μιά άλλη φορά, οί μοναχοί πετάγονται άπό τόν Οπνο μεσονυχτίς καθώς άκοϋν τ ό «κάλεσμα». "Ολοι τρέχουν στήν έκκλησία: έκεϊ βρίσκουν τρία πρόσωπα μέ τό πρόσωπο καλυμμένο νά κάνουν τό γύρω τής έκκλησίας σιωπηλά προτού χαθούν μέσα στή νύχτα. Κι ό Χενούτης τοϋς έξηγεί: « Ή σ α ν ό 'Ιωάννης ό Βαπτιστής, ό Ηλίας κι ό Έλισαΐος ποϋ κατέβηκαν άπό τόν ούρανό γιά νά δοΰν πφς ζείτε!» Έπίσης μιά άλλη φορά, δταν ένας μοναχός τόν ρώτησε γιατί διάβαζαν τήν 'Αποκάλυψη κάθε Σάββατο βράδυ, ό Χενούτης άπάντησε: «Γιατί ένας άγγελος μοϋ είπε πρόσφατα.: Στόν ούρανό διαβάζουμε τήν 'Αποκάλυψη κάθε Σάββατο βράδυ!» "Ετσι, δλη ή πνευματική αύθεντία τοϋ Χενούτη στηριζόταν στή διπλή χρήση τ ώ ν δραμάτων καί τού βούρδουλα. Αύτό δέ σημαίνει πώς ένεργοϋσε έντελώς σάν τσαρλατάνος. Προφανώς άνατρέχει ύπερβολικά συχνά στή μαρτυρία τοϋ Ούρανοϋ, τοϋ 'Ιησοϋ Χριστού καί τών άγγέλων του κάθε φορά πού πρόκειται νά τιμωρήσει ή νά δείρει ένα μοναχό, άλλά άναρωτιέται κανείς μήπως, καμμιά φορά, τά πίστευε κι ό ίδιος δσα έλεγε. Πολλές φορές, μέσα στά κείμενα πού άφηγοϋνται τή ζωή του, βρίσκουμε φράσεις ή παρενθέσεις δπως οί έξης:
«Μιά μέρα πού ό Χενούτης καθισμένος σέ μιά πέτρα φλυαρούσε μέ τόν Ιησού...»
ή έπίσης:
«Μιά μέρα πού ό Χενούτης έκανε βόλτα στήν έρημο παρέα μέ τόν Ιερεμία...» ή
άκόμα: «Καθώς ή συνομιλία του Χενούτη (μέ τόν προφήτη Ηλία) δέν έλεγε νά τελειώσει, άποφάσισα νά χτυπήσω τήν πόρτα τοϋ κελλιοϋ του...»
τ Ηρθε μιά στιγμή πού άπ6 τΙς πολλές φορές πού καθημερινά έπικαλοΰνταν τή μαρτυρία, τά λόγια ή τήν παρουσία τ ω ν άγγέλων κα'ι τ ω ν προφητών, κατέληξε νά τά πιστέψει κι ό Ιδιος. Κι άκόμα περισσότερο άφοϋ αύτές τις κουστωδίες αγγέλων καί προφητών δέν τις καλεί γιά τ ό τίποτα, μόνο καΐ μόνο γιά νΰχει τήν ευχαρίστηση τής έκπληξης καί της έπιβολής, άφοϋ καθώς λέει ό Ιδιος,
«δταν φλυαρώ μέ τοίις άγγέλους δέν τό κάνω τόσο γιά τόν έαυτό μου, δσο γιά νά άναγκάσω μ' αύτό τό παράδειγμα τούς μοναχούς ν* άγαποΰν τό θεό.»
Κα'ι γιά νά ποϋμε τήν άλήθεια — κι αύτή είναι μιά άπό τΙς αίτιες τής φήμης του — ό Χενούτης δέν άνάγκασε μόνο τούς μοναχούς του νά λατρεύουν τό Θεό άλλά καί πολλούς άνθρώπους, άκόμα καί ειδωλολάτρες. Τό δνομά του συνδέεται, πράγματι, μέ όλόκληρη σειρά έπιχειρήσεων — θα μπορούσαμε μάλιστα νά ποϋμε έπιδραμών — ένάντια στούς ειδωλολατρικούς ναούς τών περιχώρων τοϋ Άχμίν, έπιδρομών τ'ις όποιες διηγείται ό Βίος του άθώα κα'ι μέ κάθε καλή πίστη. Και πώς ένας άνθρωπος πού καθημερινά φλυαρεί μέ τόν Ιεζεκιήλ καί τόν άγιο Ιωάννη τ ό Βαπτιστή, πού παίρνει όδηγίες άπό τ ό Χριστό προσωπικά, πώς θά είχε τήν παραμικρή άμφιβολία γιά τή μεγάλη άξία καί τήν άγιότητα τών έπιχειρήσεών του; Στήν άρχή, ό Χενούτης τά βάζει μόνο μέ τις λατρείες καί τά κτίρια: τοϋ «άρκοϋσε» νά είσβάλει μέ τούς μοναχούς του μέσα στούς ειδωλολατρικούς ναούς, ν' άναποδογυρίζει τά άγάλματα, νά τούς τσακίζει τ ό πρόσωπο καί νά πετάει τά συντρίμια σ τ ό Νείλο, χωρίς νά παραλείπει νά παίρνει μαζί του σ τ ό μοναστήρι δλα τά βάζα, τά είδωλα καί τά πολύτιμα άντικείμενα πού θά μπορούσαν νά τοϋ άποφέρουν χρήμα! "Ομως στή συνέχεια τάβαζαν καί μέ τούς ιερείς τής λατρείας καί ό Βίος τοϋ Χενούτη δπως καί οί 'Ομολογίες του άφηγοϋνται — μέ εγκωμιαστική προφανώς μορφή — μερικές άπ' αύτές τις «έκστρατεϊες». Νά ή πρώτη άπ' αύτές: «Συνέβη μιά μέρα νά μπεί ό παπα-Χενούτης στήν πόλη τοϋ Άχμίν γιά νά καταστρέψει τά είδωλα πού είχε στό σπίτι του ό Γέσιος, ένας ειδωλολάτρης, πού έλλειπε νύχτα. Καβάλησε λοιπόν τό γαϊδαρό του μέ δυό άλλους μοναχούς καβάλα κι αύτούς σέ ζώα καί φτάσανε κοντά στόν ποταμό.»
Πέρασαν τ ό ποτάμι, μπήκαν στό σπίτι τοϋ Γέσιου πού οί πόρτες TOU άνοιξαν ολομόναχες (είναι κόπτικος τρόπος γιά νά πεϊ κανείς πώς είχαν συνενόχους στό σπίτι, χριστιανούς δούλους τοϋ Γέσιου χωρίς άμφιβολία) πήραν τά είδωλα, τά έσπασαν καί τά πέταξαν σ τ ό ποτάμι. 'Επιστρέφοντας, ό Γέσιος είδε τό σπίτι του έντελώς λεηλατημένο, καί όργισμένος πήγε νά παραπονεθεί στόν κυβερνήτη. 'Εκείνος δμως τόν ύποδέχτηκε άσκημα γιατί, δπως λέει τ ό κείμενο, «άφότου ό 'Ιησούς τοϋ πήρε τά πλούτη του, δέν ξανακούστηκε ποτέ νά γίνεται λόγος γι' αύτόν».
102
Προφανώς, δ έ ν έκανε καλά νά τά βάλει μέ τοϋς μοναχούς. 01 Βυζαντινοί αύτοκράτορες — ό Μέγας Θεοδόσιος κι οί διάδοχοι του — χωρίς νά φτάσουν στό σημείο νά επιδοκιμάσουν α ύ τ έ ς τίς ληστρικές πράξεις ύπό τό έμβλημα τοϋ Χριστοϋ, δέν έκαναν καί τίποτε γιά νά τίς έμποδίσουν ή νά τις κατακρίνουν. 01 ειδωλολάτρες τοϋ Άχμίν καί τ ώ ν γύρω χωριών άρχισαν νά τρέμουν μόνο στό άκουσμα τοϋ όνόματος τοϋ Χενούτη. Και δικαιολογημένα, γιατί, λίγο καιρό άργότερα, συνέβη σ τ ό Άχμίν ένα γ ε γ ο ν ό ς πολύ πιό σοβαρό πού ό ίδιος ό Χενούτης τό άναφέρει σ' έναν άπό τούς "Ορκους του. Τό έπεισόδιο αύτό ξέσπασε σχετικά μέ ένα άγαλμα πρύ χρησμοδοτούσε καί πού γύρω του έξακολουθοϋσαν νά συγκεντρώνονται πολυάριθμοι ειδωλολάτρες. Μιά μέρα, κατά τή διάρκεια μιάς τέτοιας συγκέντρωσης, ό Χενούτης καί οί μοναχοί του δρμησαν στήν πόλη, πέταξαν κάτω τό άγαλμα και τ ό κομμάτιασαν. Ακολούθησαν ταραχές πού έξελίχθηκαν σέ σφαγές, καθώς οί μοναχοί μανιασμένοι έβαζαν φωτιά στά σπίτια, λεηλατούσαν τήν πόλη καί στραγγάλιζαν τσύς κατοίκους μέσα στό δρόμο. Αύτοί οί ειδωλολάτρες, καθώς μάς λέει ό Χενούτης είχαν τήν τύχη τοϋ Γέσιου. «κανείς δέν άκουσε νά ξαναγίνεται λόγος γι' αύτούς καί ή τέφρα τους μετά τή σφαγή σκορπίστηκε στόν άνεμο. Τοώς έκαψαν γιά τά άνομα λόγια τους, γιατί καταράστηκαν τούς δούλους τοΰ θεοϋ και βλαστήμησαν προσωπικά τό Χριστό.»
Κοντολογίς, στήν πάλη του ένάντια στούς ειδωλολάτρες, έκδήλωνε τήν ίδια βάναυση Ιδιοσυγκρασία καί τήν ίδια θηριωδία μέ τήν όποία είχε τόσες έπιτυχίε ς στόν άγώνα του ένάντια στήν άγραμματωσύνη καί τήν άπλοϊκότητα τών μοναχών του. Μέ τή διαφορά δτι, στήν πρώτη περίπτωση, ήταν ταυτόχρονα δικαστής κι έκτελεστής, άφοϋ πρόλεγε στούς ειδωλολάτρες τίς καταστροφές πού κατόπιν έπρόκειτο νά κάνει ό ίδιος! Καί τίποτε δ έ ν σταμάτησε τό Χενούτη σ' αύτή τή φονική του τρέλλα άφοϋ στά 450, λίγο πριν άπό τό θάνατό του, σέ ήλικία έκατόν δεκαεφτά έτών, τόν ξαναβρίσκουμε νά λεηλατεί, μαζί μέ τοϋς μοναχούς του, έναν ειδωλολατρικό ναό καταμεσίς στή θηβαΐδα! Είναι άλήθεια πώς ό Χενούτης δέν ύπήρξε ό μόνος πού «έπεσίτευσε» τό τέλος τής ειδωλολατρίας. "Ενα άρκετά περίεργο κείμενο, ό Πανηγυρικός τοΰ Μακάριου τοΰ θού, γραμμένο γύρω στά 450 καί πού άποδίδεται στόν πατριάρχη Αλεξανδρείας Διόσκορο, άποκαλύπτει τήν ένταση πού έπικρατοϋσε έκείνη τήν έποχή: στήν ύπαιθρο άνάμεσα στίς ειδωλολατρικές καί τίς χριστιανικές κοι-, νότητες. "Ετσι, σέ κάποιο χωριό της "Ανω ΑΙγύπτου, δπου ζούσαν άκόμα "Ελληνες ειδωλολάτρες πού έξακολουθοϋσαν τή λατρεία τοϋ θ ε ο ϋ Κόθου (πενήντα χρόνια μετά τήν άπαγόρευση τοϋ Μεγάλου Θεοδόσιου), οί χριστιανοί διαδίδουν ξαφνικά πώς αύτοί οί "Ελληνες «έκλεβαν τά παιδιά τών χριστιανών γιά νά τά θυσιάσουν στόν θεό Κόθο».
καί πώς μιά μέρα «τοϋς τσάκωσαν έπ' αύτοφόρω νά παίρνουν τά παιδιά τών χριστιανών καί νά τά όδηγοϋν πρός τό ναό τοϋ θεοϋ τους.»
Πράγματι, οί "Ελληνες
«όμολογοϋν»:
«Παρασέρνουμε τά μικρά παιδιά τών χριστιανών δίνοντάς τους νά φάνε ψωμί κι άλλες λιχουδιές, τ* άρπάζουμε, τά κρύβουμε σέ μέρος κρυφό γιά νά μήν άκούγονται οί φωνές τους. Κατόπιν τά στραγγαλίζουμε στό βωμό, τούς βγάζουμε τ' άντερα γιά νά κάνουμε χορδές γιά τίς κιθάρες μας καί νά ύμνήσουμε τούς θεούς μάς.
"Οσο γιά τά σώματα, αύτά ήσαν καμμένα καί καμωμένα στάχτη. Καί κάθε φορά πού ύπήρχαν κάπου κρυμμένοι θησαυροί, παίρναμε μεγάλη ποσότητα άπ' αύτή τή στάχτη καί τή σκορπούσαμε στούς κρυφούς τόπους, κατόπιν τραγουδούσαμε παίζοντας μέ κιθάρες άπό άντερα καί τότε τά πλούτη φανερώνονταν άμέσως».
'Ακούγοντας αύτές τις «όμολογίες», ό παπα Μακάριος τοϋ θού τραβάει μέ τοϋς μοναχούς του πρός τόν έν λόγω ναό. Βλέποντας τους, οί ειδωλολάτρες Ιερείς, «βγήκαν έξω κρατώντας δπλα, τσεκούρια κι άκόντια, πήραν τΙς γυναίκες τους κι άνέβηκαν στή στέγη γιά νά μάς έπιτεθοΰν...»
Κατάφεραν μάλιστα νά αιχμαλωτίσουν καί τόν παπα Μακάριο κι έτοιμάστηκαν νά τόν θυσιάσουν, δταν ένας άπό τούς μαθητές του πετάχτηκε ξαφνικά, άκινητοποίησε τούς ειδωλολάτρες κι άπελευθέρωσε τόν άλυσσοδεμένο Μακάριο! Τότε οί μοναχοί άρπαξαν τόν μεγάλο Ιερέα "Ομηρο, άναψαν μεγάλη φωτιά καί πέταξαν στίς φλόγες «τόν μεγάλο Ιερέα κι δλα τά είδωλα πού βρήκαν στά σπίτια».
Τέτοιο ήταν τ ό τέλος τής είδωλολατρείας στό μικρό χωριό θού.
104
8. Πιό Κοντά στόν Ούρανό
«Ό Συμεών έζησε σάν άγγελος σέ θνητό κορμί καί, πηγαίνοντας κόντρα στή φύση ηού σέ τραβάει πρός τή γή λόγω τοϋ βάρους, υψώθηκε άνάμεσα σέ γη καί ούρανό, κουβέντιασε μέ τό θεό καί τοϋ παρουσίασε τις προσευχές τών άνθρώπων.» Βίος
του άγίου
Συμεών
τοϋ
Στυλίτη.
Τά κίνητρα πού βρίσκονται στή ρίζα τοϋ άναχωρητισμοϋ και τοΰ μοναχισμού στάθηκαν τά Ιδια σέ δλες τίς χριστιανικές χώρες της Έγγύς-Άνατολής: ή Ιδια Ιδέα γιά τ ό ν προορισμό τ ο ΰ άνθρώπου, ό Ιδιος τρόπος θεώρησης της άκατάπαυστης πάλης τ ο ϋ άνθρώπου ένάντια στόν κόσμο καί τ ό Κακό, ώθησαν τούς άνθρώπους νά φύγουν. Σ' δλη τήν 'Εγγύς 'Ανατολή ό άναχωρητισμός κι ό μοναχισμός έίιρόκειτο νά πάρουν παρόμοιες μορφές, κατά τή διάρκεια τών αίώνων πού είδαν τή γέννησή τους. 'Εντούτοις, οί άσκητές, οί μοναχοί καί οί άγιοι πού θά συναντήσουμε στήν Παλαιστίνη καί τή Συρία διαφέρουν αίσθητά άπό τ ά αιγυπτιακά πρότυπα. Πρόκειται γιά τ ό γ ε γ ο ν ό ς πώς ένα έγχείρημα τέτοιας τάξης — δσο πρωτότυπο κι άν είναι φαινομενικά — έχει τίς ρίζες του σ τ ό παρελθόν, σέ δλα έκεϊνα τά σύμβολα, τίς εΙκόνες καί τήν Ιδιαίτερη εύαισθησία πού κληροδοτεί τ ό παρελθόν. Τό νόημα, ό σκοπός, οί μέθοδες τοϋ άσκητισμού μπορεί νά είναι οί Ιδιες στήν Αίγυπτο, στήν Παλαιστίνη καί στή Συρία, δμως τ ό βάρος καί οί έπιταγές τοϋ παρελθόντος άσκοϋνται διαφορετικά. Ό άσκητισμός έχει τή γεωγραφία του δπως καί τ ό κλίμα του. Δ ύ ο "Ελληνες συγγραφείς, ό θ ε ο δ ώ ρ η τ ο ς τής Κύρου καί ό 'Ιωάννης Μόσχος, πού διασχίσανε τήν Παλαιστίνη καί τή Συρία κατά τόν 5° καί τόν 6° αίώνα, θά μάς χρησιμεύσουν γιά όδηγοί σ τ ό καινούριο μας ταξίδι στή χώρα τοϋ άσκητισμού. Ό θ ε ο δ ώ ρ η τ ο ς γεννήθηκε στήν 'Αντιόχεια στά 393, έγινε κατόπιν έπίσκοπος Κύρου* έγραφε μιά σημαντική Εκκλησιαστική Ιστορία γύρω στά μέσα τ ο ΰ 5 ου αίώνα, καί σ' αύτήν ένσωμάτωσε μιά Ιστορία τών μοναχών τής Συρίας ή όποία περιγράφει τή ζωή καί τά θαύματα κάπου τριάντα Σύρων άσκητών. Πρόκειται γιά προσωπική μαρτυρία μιά καί ό θ ε ο δ ώ ρ η τ ο ς έπισκέφθηκε καί γνώρισε τούς άγίους πού περιγράφει, συμπεριλαμβανομένου καί τοϋ φημισμένου άγίου Συμεών τοΰ Στυλίτη. 'Επιπλέον θά χρησιμοποιήσουμε τή μαρτυρία τοϋ Αγιου Έφραίμ, μεγάλου Σύρου ποιητή τοϋ 4 ου αίώνα πού ύπήρξε κι ό Ιδιος άσκητής στήν έρημο κι έγραψε ένα Εγκώμιο τών μοναχών τής Συρίας κα'ι τής Μεσοποταμίας θά χρησιμοποιήσουμε καί μερικά άποσπάσματα άπό τήν 'Εκκλησιαστική Ιστορία τοϋ Εύάγρκ>υ τοϋ Σχολαστικού (γραμμένη τόν 6ο αίώνα) σχετικά μέ τούς άσκητές τής Συρίας. Ό Ιωάννης Μόσχος γεννήθηκε στή Δαμασκό γύρω στά μέσα τοΰ 6 ou αίώνα καί είναι συγγραφέας τοϋ Πνευματικού Λειμώνα, ένός άπό τά πιό έλκυστικά καί
105
θαυμάσια βιβλία της χριστιανικής φιλολογίας. Πρόκειται γιά άνθολογία άπό τριακόσιες διδακτικές Ιστορίες θαυμάτων, παρμένες άπό τΙς έρήμους τής Συρίας, τής Παλαιστίνης, τοϋ Σινά και τής Αίγύπτου, πού περιγράφουν τήν καθημερινή ζ ω ή τών άσκητών τής 'Ανατολής, οί περισσότεροι άπό τοΰς όποιους ήσαν συγκαιρινοί τοϋ συγγραφέα. Τό έργο είναι γεμάτο θαύματα καί μάγια, άλλά τ ό «λάθος» δέν είναι τοΰ Μόσχου, μιά καί οί πληροφοριοδότες του πίστευαν σ' αύτά δσο κι έκεινος καί τ ό μόνο ποΰ έκανε ήταν νά καταγράφει δσα τοϋ έλεγαν. "Αλλωστε, ό Μόσχος ήταν ό Ιδιος μοναχός «περιπλανώμενος», πέρασε άπ' δλες τίς έρήμους καί συναντήθηκε μέ τοΰς άσκητές καί τών πιό άπρόσιτων τόπων. Δ έ ν τόν ένδιαφέρουν οΰτε τά πράγματα οΰτε τά γεγονότα άλλά μόνο ol άνθρωποι, κι αύτή ή περιέργεια γιά τ ό άνθρώπινο προσδίνει στόν Πνευματικό Λειμώνα ένα τ ό ν ο Ιδιαίτερα έλεύθερο καί ζωντανό. "Οποιος ταξιδιώτης έκανε μέ τά πόδια τ ό δρόμο άπό τήν Αίγυπτο στή Συρία, γύρω στά μέσα τοΰ 4 ou αίώνα, παρατήρησε μιά Ιδιαίτερη άντίθεση άνάμεσα σ' αύτές τίς δυό χώρες. Φεύγοντας άπό τήν κοιλάδα τοϋ Νείλου, δπου οί σπηλιές καί οί έρημοι ήσαν ήδη γεμάτες άναχωρητές, τ ό μόνο πού θά συναντούσε μπροστά του, στοΰς πρόποδες τής χερσονήσου τοΰ Σινά καί μέσα στήν έρημο τής Παλαιστίνης, ήταν μιά άπέραντη καί μάταιη έρημιά. Οί άναχωρητές δέν έχουν άκόμα έρθει μέχρις έ δ ώ ή μάλλον μόλις άρχίζουν νά φτάνουν: κοιτάξτε αύτό τ ό δεκαπεντάχρονο νεαρό «πσΰ έχει μόνο τό χιτώνα καί τό σακούλι του»,
πού ξεκίνησε άπό τή Γάζα ζ η τ ώ ν τ α ς ένα μέρος γιά νά' στοχαστεί καί στάθηκε «άνάμεσα στή θάλασσα καί στά έλη, μέσα σ' αύτήν τήν άπέραντη καί τρομερή έρημιά πού βρίσκεται στ" άριστερό σου χέρι καθώς πηγαίνεις άπό τήν Παλαιστίνη πρός τήν Αίγυπτο άκολουθώντας τήν παραλία, σ' άπόσταση έφτά μίλια άπ' τό Μαγιούμ.»
Αύτός ό νεαρός λέγεται Ίλαρίων, ό μελλοντικός άγιος Ίλαρίων, ό πρώτος άναχωρητής τής Παλαιστίνης τού όποιου τή ζωή περιέγραφε ό άγιος Ιερώνυμος μέ τ ό ν Ιδιο κάπως ύποπτο ένθουσιασμό πού περιέγραψε καί τή ζωή τοϋ Παύλου τοϋ Θηβαίου. Πρέπει νά πούμε πώς ό άγιος Ίλαρίων δ έ ν έγινε ποτέ δεκτός άπό τήν ιστορία — τοΰλάχιστον δπως τόν άποδίδει ό άγιος 'Ιερώνυμος — κι έτσι άκόμα κι έδώ, ό συγγραφέας μένει μόνος μέ τ ό μοντέλο του. Μοντέλο θαυμάσιο, είναι άλήθεια, καί μάλιστα έντυπωσιακό: ό Ιδιος ό δαίμονας, ό συνηθισμένος στήν Αίγυπτο νά βάζει σέ πειρασμό σεβάσμιους άναχωρητές, καθηλώνεται μπροστά σ' αύτόν τ ό ν δεκαπεντάχρονο άσκητή ποΰ «τρώει μόνο δεκαπέντε σύκα τήν ήμέρα μετά τό ήλιοβασίλεμα, καί ό διάβολος, μή μπορώντας νά κάνει τίποτα καλύτερο, περιορίζεται νά τοΰ γαργαλάει τίς αισθήσεις, πασχίζει νά τόν κάνει νά νοιώσει πώς έχει καί σώμα τό όποιο αισθάνεται τίς πρώτες ταραχές της νεότητας, τήν ένταση τής ήδονής πού μέχρι τότε τοΰ ήταν άγνωστη.»
Αύτός ό πειρασμός έξηγεί τήν αύστηρή καί πολύ μεθοδική άσκηση πού έφάρμοζε ό άγιος Ίλαρίων: άπό είκοσι μέχρι είκοσιεφτά χρονών έτρωγε μόνο φακές μουλιασμένες σέ κρύο νερό, ψωμί, άλάτι καί νερό. 'Από είκοσιεφτά μέχρι τριάντα έτρωγε ρίζες καί άγρια χόρτα. 'Από τριανταένα μέχρι τριανταπέντε έτρωγε διακόσια γραμμάρια κριθαρένιο ψωμί τήν ήμέρα καί κάμποσα βραστά χόρτα. Άλλά, δπως λέει ό άγιος Ιερώνυμος,
106
«ένοιωσε τήν δρασή του νά έλαττώνεται και τό δέρμα του νά γίνεται σκληρό σάν έλαφρόπετρα, και τότε πρόσθεσε λίγο λάδι σ' δλες αύτές τις τροφές πού προανέφερα κι έτσι έζησε μέχρι έξήντα χρονών μέ τέτοιες έξαιρετικές στερήσεις». Τ ρ ι γ υ ρ ί ζ ο ν τ α ς σ τ ή χ ε ρ σ ό ν η σ ο τ ο ϋ Σινά, ό τ α ξ ι δ ι ώ τ η ς θά σ υ ν α ν τ ο ύ σ ε έ ν α τοπίο άνήμερο, καμωμένο άπό γυμνά κι ά γ ο ν α βουνά, α ύ χ έ ν ε ς και ρεματιές, άλλά καί ά δ ε ι ο σ ά ν τ ή ν έ ρ η μ ο τ ο ΰ άγίου Ί λ α ρ ί ω ν α . Τ ό μοναστήρι τ ή ς άγιας Αικατερίνης — έ γ κ α τ ε σ τ η μ έ ν ο κ ο ν τ ά σ τ ή ν κορυφή τ ο ύ Σινά — πού άρχικά ό ν ο μ α ζ ό τ α ν μ ο ν α σ τ ή ρ ι τ ή ς Συνομιλίας σ έ άνάμνηση τ ο ΰ δ ι α λ ό γ ο υ μ ε τ α ξ ύ Μωυσή καί Γιαχβέ, θά χ τ ι σ τ ε ί έκεϊ μ ό ν ο ύ σ τ ε ρ α ά π ό δ υ ό αΙώνες, ύπό τ ό ν Ί ο υ σ τ ι α ν ό . " Ε τ σ ι σ τ ά μέσα τ ο ΰ 4°" αίώνα, τ ό Σινά είναι άκόμα μιά χ ε ρ σ ό ν η σ ο ς έρημη, μέ κατοίκους έ λ ά χ ι σ τ ο υ ς ά ν α χ ω ρ η τ έ ς ποΰ ζ ο ΰ ν σ έ σπηλιές ή βαθιά μέσα σ έ ρεματιές, άπίσ τ ε υ τ α ά π ο μ ο ν ω μ έ ν ο ι καί σ τ ε ρ η μ έ ν ο ι . Α ύ τ ό Ισχύει καί γιά τ ό ν ά ν ώ ν υ μ ο άσκητή πού σ υ ν ά ν τ η σ ε ό ά γ ι ο ς Σ υ μ ε ώ ν ό 'Αρχαίος καί ή τ α ν « έ γ κ α τ ε σ τ η μ έ ν ο ς » μέσα σέ μιά σ κ έ τ η τ ρ ύ π α σ τ ή ν έρημο. «'Αφού περπάτησαν έπί δύο μέρες στό δρόμο τού Σινά, ό άγιος Συμεών κι ό μαθητής του είδαν στήν έρημο τά χέρια ένός άνθρώπου πού έβγαιναν έξω άπό ένα κοίλωμα τής γης καί ύψώνονταν πρός τά πάνω.» Φ α ν τ ά σ τ η κ α ν π ώ ς έ π ε σ α ν θύματα όπτασίας (ή όπτασία ή τ α ν πάντα δουλειά τ ο ϋ δαίμονα), π ρ ο σ ε υ χ ή θ η κ α ν καί πλησίασαν: τ ό τ ε ν «είδαν μιά τρύπα μικρή σά φωλιά άλεπούς, άλλά μέσα δέ διέκριναν κανένα, γιατί έκείνος πού είχε τά χέρια ύψωμένα πρός τόν ούρανό, άκούγοντας τά βήματά τους, μαζεύτηκε καί κρύφτηκε. Ό άγιος έσκυψε νά κοιτάξει μέσα σ' αύτήν τήν τρύπα κι έξόρκισε αύτόν πού ήταν μέσα νά εύαρεστηθεϊ νά έμφανιστεί μπροστά τους καί νά πεϊ άν ήταν άνθρωπος ή δαίμονας. Τότε έκεϊνος πού είχε κρυφτεί μέσα στήν τρύπα φανερώθηκε, μέ τό βλέμμα άγριο, τά μαλλιά γεμάτα λ!γδα, τό πρόσωπο ρυτιδιασμένο, τά άλλα μέρη τού σώματος ξερά και φορώντας ένα ρούχο φτωχικό σχισμένο άπό φοινικόφυλλα.» 'Ακόμα πιό π α ρ ά ξ ε ν ο ς ή τ α ν α ύ τ ό ς ό ά λ λ ο ς ά ν α χ ω ρ η τ ή ς πού ά ν α φ έ ρ ε ι ό Σουλπικιος Σ ε β ή ρ ο ς σ τ ό Βιβλίο τ ο υ Γιά τις μοναχικές άρετές τής 'Ανατολής, καί γιά τ ό ν όποιον ό Π ο σ τ ο υ μ ι α ν ό ς ά κ ο υ σ ε νά μιλάνε δ τ α ν έπισκέφθηκε τ ό Σινά π ρ ό ς τ ό τ έ λ ο ς τ ο ΰ 4 o u αίώνα: «Λένε πώς στούς πιό άπόκρυφους τόπους τοϋ δρσυς Σινά, ύπάρχει ένας άναχωρητής πού τόν άναζήτησα πολύ χωρίς νά μπορέσω νά τόν δώ. Λένε πώς έδώ καί πενήντα χρόνια έχει έντελώς άπαρνηθεϊ τήν κουβέντα μέ άνθρώπους. Γιά μόνο του ντύσιμο έχει τό τρίχωμά του πού καλύπτει όλόκληρο τό σώμα του· μ' αύτή τήν ιδιαίτερη εύνοια τόν άνταμοίβει ό θεός γιά τή γύμνια του. "Οταν εύσεβείς άνθρωποι πήγαν πρός αύτόν έπιχειρώντας νά τόν δοϋν, κατέφυγε σέ άπρόσιτους τόπους γιά ν' άποφύγει τή συνάντησή τους. Μόνο ένας άνθρωπος, χάρη στή δύναμη της πίστης του, είχε έδώ καί πέντε χρόνια αύτή τήν έξαιρετική εύνοια. 'Ανάμεσα στά πολλά καί διάφορα πού κουβέντιασαν μαζί, έκεινος τόν ρώτησε γιά ποιό λόγο άπέφευγε τόσο έπιμελημένα τή κουβέντα μέ τούς άνθρώπους. Ό άναχωρητής άπάντησε δσοι δέχονται έπισκέψεις άνθρώπων δέν μπορούν ταυτόχρονα νά δέχονται κι έπιοκέψεις άγγέλων, πράγμα ποΰ δικαιολογημένα έκανε νά διαδοθεί σέ πολλούς πώς ό άναχωρητής δεχόταν έπισκέψεις άγγέλων.» Τ ό π ρ ό σ ω π ο τ ή ς Παλαιστίνης δ έ ν είναι κι α ύ τ ό αίσθητά διαφορετικό. Διασχίζοντ α ς τ ή ν έ ρ η μ ο τ ο ϋ 'Ιούδα, ό τ α ξ ι δ ι ώ τ η ς θά μ π ο ρ ο ύ σ ε νά διακρίνει, άκόμα κι έκεϊ, μερικούς ά ν α χ ω ρ η τ έ ς έ γ κ α τ ε σ π ι μ έ ν ο υ ς μέσα σ τ ί ς ρ ε μ α τ ι έ ς πού καταλήγ ο υ ν σ τ ή Νεκρά Θάλασσα. Ά π ό τίς ά ρ χ έ ς κιόλας τ ο ϋ 4 ο υ αίώνα, οί πρώτοι
107
άναχωρητές έγκαθίστανται μέσα σέ σπηλιές στήν έρημο Καλαμόν, νότια άπ' τήν Ιεριχώ, δπου «άντικατέστησαν» τούς Έσσαίους (σ' αύτή τήν έρημο άνακαλύφθηκαν τά περίφημα χειρόγραφα τής Νεκρής θάλασσας): κάποιος άγιος Χαρίτων πού γύρω στά 330 Ιδρυσε τή λαύρα τού Φαράν, κατόπιν, άργότερα, ό άγιος Γεράσιμος πού έμεινε διάσημος, έπειδή περιέθαλψε ένα λιοντάρι ποϋ δ έ ν τ ό ν έγκατέλειψε ποτέ πιά μέχρι τ ό θάνατό του. "Ολη αύτή ή περιοχή — ή έρημος τοϋ 'Ιούδα, ή έρημος Κεδρόν καί ή έρημος Καλαμόν — έπρόκειτο νά γίνει τ ό βασικό μοναστικό κέντρο τής χώρας, άπό τήν άρχή κιόλας τοϋ 5 ου αίώνα, χάρη σ τ ό ν άγιο Εύθύμιο καί τ ό ν άγιο Σάββα οϊ όποιοι, μέσα στή θρησκευτική Ιστορία τής Παλαιστίνης κατέχουν τήν Ιδια θέση μέ τ ό ν 'Αντώνιο καί τόν Παχώμιο στήν Ιστορία τής ΑΙγύπτου. Αύτοί οί άναχωρητές, διασκορπισμένοι μέσα σέ σπηλιές πάνω άπό τΙς ρεματιές, περνοϋσαν τή βδομάδα τους μόνοι, καί κάθε Σάββατο καί Κυριακή συγκεντρώνονταν σέ κάποια έκκλησία (δπως στή Σκητία ή στή Νιτρία) δπου έψελναν χωρίς δακοπή τούς ψαλμούς. Αύτές οί κοινότητες, πού διατηρήθηκαν έπί πολύ χρόνο στήν Παλαιστίνη πλάι στά καθαυτό μοναστήρια, όνομάστηκαν λαύρες. Ά λ λ ά άς άφήσουμε τή Νεκρή θάλασσα καί τήν έρημο Καλαμόν κι άς συνεχίσουμε πρός βορράν άκολουθώντας τή δεξιά δχθη τοϋ Ιορδάνη. Στήν έρημο πρός άνατολάς δέν ύπάρχει κανένα ζ ω ν τ α ν ό δν. Κι δμως ύπάρχει: στόν όρίζοντα, μιά άνθρώπινη σκιά τ ό σκάει μπροστά στόν έπισκέπτη- είναι γυναίκα, ή μοναδική κάτοικος αύτής της έρήμου: ή Μαρία ή Αίγυπτία. Ή άγία Μαρία ή Αίγυπτία δέν ύπήρξε ή πρώτη γυναίκα πού έφυγε γιά τήν έρημο. "Ηδη στήν Αίγυπτο, έκτός άπό τΙς μοναχές πού ζούσαν μαζί στά μοναστήρια πού είχε Ιδρύσει ό Παχώμιος, ό Θεόδωρος κι ό Χενούτης, ύπήρχαν καί γυναίκες άναχωρήτριες. Ά λ λ ά αύτές οί γυναίκες σπάνιζαν καί, πολύ γρήγορα, ή ΰπαρξή τους μέσα στήν έρημο έδωσε λαβή γιά κάμποσες άφηγήσεις στίς όποιες είναι πολύ δύσκολο νά ξεχωρίσει κανείς τή μερίδα τής άλήθειας άπό έκείνη τοϋ θρύλου. Γιά τούς άναχωρητές τής ΑΙγύπτου, ή θέση τών γυναικών δ έ ν ήταν στήν έρημο, καί κάθε φορά πού έβλεπαν κάποια, τήν περνοϋσαν μάλλον γιά δαίμονα παρά γιά άνθρωπο. Κι αύτό έξαιτίας τοϋ δτι ό δαίμονας έπαιρνε συχνά τ ή μορφή γυναίκας, συνήθως φτωχής καί πεινασμένης, πού είχε χαθεί μέσα στήν έρημο καί ζητούσε άπό τ ό ν άναχωρητή νά της δώσει κατάλυμα γιά τή νύχτα. Κι αύτό έξηγεί γιατί οί γυναίκες πού έζησαν στήν έρημο προτίμησαν νά περνιούνται γιά άντρες. "Ετσι ή άγία Απολλωνία ή Συγκλητική έζησε πολλά χρόνια στήν έρημο τής Σκητίας σά μαθήτρια τοϋ Μακάριου τοϋ Αρχαίου, μέ τ ό δνομα Δωρόθεος, κι ό άσκητής γνώρισε ποιά ήταν πραγματικά μόνο μέ τό θάνατό της, τή στιγμή πού τήν έθαψε. "Η δπως έκείνη ή Αθανασία πού έζησε λίγο άργότερα στή Σκητία, κατά τ ό ν 4° αίώνα, καί πού έχει τήν έξής ώραία καί σύντομη Ιστορία: Αρχικά ή Αθανασία ήταν μιά γυναίκα τοϋ κόσμου, άπλή, όμορφη κι εύτυχισμένη. Ή τ α ν παντρεμένη μέ κάποιον Ανδρόνικο κι είχε δυό παιδιά πού τ ' άγαποϋσε. "Ομως μιά μέρα, τά δύο της παιδιά πέθαναν κι άποφάσισαν μέ τόν άντρα της νά άφιερωθοϋν σ τ ό θ ε ό καί νά φύγουν γιά τήν έρημο. "Εφτασαν μαζί στήν περιοχή της Νιτρίας, χαιρετήθηκαν κι ό καθένας έγκαταστάθηκε σέ διαφορετικό τόπο. "Εζησαν έτσι χωρισμένοι έπί δώδεκα χρόνια. Ή Αθανασία είχε κόψει τά μαλλιά της, είχε φορέσει ροϋχα άντρικά καί είχε όνομαστεϊ Α θ α νάσιος. Κι δταν ϋστερα άπό δώδεκα χρόνια, ό άντρα της Ανδρόνικος τής ζήτησε τυχαία νά τ ό ν φιλοξενήσει σ τ ό κελλί της, δ έ ν άναγνώρισε τήν παλιά του γυναίκα γιατί
108
«οί στερήσεις είχαν καταστρέφει τήν όμορφιά της τόσο πού τό πρόσωπό της είχε γίνει μαύρο λές κι ήταν ΑΙΘίοπας.»
Ό 'Ανδρόνικος συγκινημένος άπό τ ό ν άσκητισμό καί τήν καλωσύνη τοϋ άδερφοϋ 'Αθανάσιου, τού προτείνει νά μείνει μαζί του γιά ν' άσκητέψουν μαζί, κι έτσι έζησαν άλλα δώδεκα χρόνια χωρίς ό 'Ανδρόνικος νά υποψιαστεί ποτέ τήν ταυτότητα τοϋ συντρόφου του. Μόνο τή στιγμή τού θανάτου της, άποκάλυψε ή 'Αθανασία στόν άντρα της τ ό πραγματικό της φύλο καί δνομα! Αύτό τ ό παραμύθι της έρήμου — δέν μπορούμε νά τ ' όνομάσουμε διαφορετικά άκόμα κι άν έχει κάποιον κόκκο άλήθειας — είναι δομημένο γύρω άπό ένα θέμα πολύ κοινό στούς μεσογειακούς μύθους: τ ό θέμα τοΰ ήρωα πού παίρνει ψεύτικη ταυτότητα καί ζει ίνκόγνιτο μέσα στήν ίδια του τήν οίκογένεια. Τό θέμα είναι πολύ προγενέστερο τοΰ χριστιανισμού καί έμψανίζεται στήν 'Οδύσσεια μέ τήν έπιστροφή τοϋ 'Οδυσσέα πού κανείς δέν άναγνωρίζει (έκτός άπό τ ό σκύλο του) καί που ζεϊ κάμποσο καιρό σ τ ό παλάτι του στήν 'Ιθάκη σά ζητιάνος. Τόν καιρό τοϋ χριστιανισμού, αύτό τ ό θέμα θά γεννήσει, γιά παράδειγμα, τ ό ν πολύ δμορφο θρύλο τοϋ άγίου 'Αλέξιου, τοϋ «άνθρώπου τοϋ θ ε ο ϋ » ποΰ φεύγει άπό τ ό σπίτι του γιά νά ζήσει στήν έρημο, καί κατόπιν ξαναγυρίζει στήν οίκογένειά τ ο υ καί ζει μέχρι τ ό θάνατό του σ τ ό σπίτι του, σάν ύπηρέτης, χωρίς ν' άναγνωριστεϊ οΰτε άπό τή μάννα του οΰτε άπό τή γυναίκα του. Διαπιστώνει κανείς έξαρχής τή σημασία αύτοϋ τοϋ είδους παραμυθιού: πρόκειται πάνω άπ' δλα γιά παραμύθια «μύησης», στά όποία ό ήρωας, ύστερα άπό σειρά δοκιμασιών (μακρά περιπλάνηση στίς θάλασσες ή παραμονή στήν έρημο) έπιστρέφει, άλλαγμένος έσωτερικά. Ό καινούριος άνθρωπος πήρε τή θέση τ ο ύ παλιοϋ καί τ ό παραμύθι μεταφράζει σέ συμβολική γλώσσα αύτή τή μεταμόρφωση μέ μιά άλλαγή στήν έξωτερική έμφάνιση τ ο ϋ ήρωα: ό ήρωας γίνεται τ ό σ ο διαφορετικός ώ σ τ ε κανείς, ο ΰ τ ε ή ίδια του ή μητέρα ή ή ίδια του ή γυναίκα, δέν μπορούν νά τόν άναγνωρίσουν. "Ομως περνώντας άπό τήν εΐδωλολατρεία σ τ ό χριστιανισμό, τ ό περιεχόμενο τ ο ΰ παραμυθιού γνωρίζει σημαντική τροποποίηση: στίς ειδωλολατρικές έκδόσεις του, τ ό άρχικό θέμα συνδέεται συχνά μέ τ ό θέμα τής έπιστροφής τοΰ έκδικητη: άκριβώς γιά νά έκδικηθεΐ τούς μνηστήρες τής Πηνελόπης δ έ ν φανερώνεται ό 'Οδυσσέας ή γιά νά έκδικηθεΐ τ ό ν πατέρα του 'Αγαμέμνονα, μετά άπό είκοσάχρονη άπουσία, δέν παρουσιάζεται ό 'Ορέστης μπροστά στή μητέρα του Κλυταιμνήστρα μέ τή μορφή ένός ξένου ταξιδιώτη; ή άλλαγή στήν έμφάνιση (είτε όψείλεται στό χρόνο είτε στή μεταμφίεση) σημαίνει πάνω άπ' δλα πώς ό ήρωας άποχτάει καινούρια δύναμη, καινούρια φυσική δύναμη πού έξασψαλίζει τ ό θρίαμβό του ένάντια στούς έχθρούς. Μέσα σ τ ό χριστιανικό πλαίσιο, ό θρύλος παίρνει προφανώς ήθική σημασία. Οί έχθροί τούς όποίους πρέπει νά πολεμήσουν ό 'Αλέξιος καί ή 'Αθανασία «έσωτερικεύονται»; δέν είναι πιά μνηστήρες ή σφετεριστές άλλά οί ίδιοι οί πειρασμοί τοΰ κόσμου, τά χίλια δυό οικεία πρόσωπα πού όρθώνονται γύρω τους καί μέσα τους: γυναίκα, σύζυγος, δντα πού άλλοτε άγαπήθηκαν πολύ. Ή δύναμη τήν όποία άποχτάνε μέσα στήν έρημο είναι καινούρια πού τούς έπιτρέπει νά είναι τ ό σ ο πολύ «νεκροί» γιά τ ό ν κόσμο ώστε ό 'Αλέξιος μπορεί νά συγκατοικήσει χρόνια όλόκληρα μέ τήν παλιά του γυναίκα καί ή 'Αθανασία μέ τόν παλιό της άντρα, σάν νά ήταν έντελώς ξένοι πρός τά πάντα άκόμα καί πρός τ ό ίδιο τους τ ό φύλο. Αύτό τ ό κατεξοχήν χριστιανικό θέμα τοΰ ξένου πρός τόν κόσμο τ ό ξαναβρίσκουμε μαζί μέ άλλα μυθικά κι άρετολο'γικά στοιχεία μέσα στό. Βίο τής άγίαςΜαρίας τής Αίγυπτίας. Έκεϊ βρίσκει κανείς τ ό γνωστό θέμα τής άμαρτωλής πόϋ γίνεται άγία (δπως ή θαΐς), τ ό θέμα τής γυναίκας πού είναι τόσο ξένη
109
πρός τό φύλο της ποΰ τήν περνάνε γιά άντρα (δπως ή Αθανασία), καί τέλος τ ό θέμα τής άγιας πού, κατά τ ό πρότυπο τοϋ Παύλου τοϋ Θηβαίου, έπιζεΐ χάρη στά δώρα τοϋ θεού, λίγο πρίν πεθάνει συναντάει έναν έπισκέπτη πού άποκαλύπτει στόν κόσμο τήν έκπληκτική της ζωή, καί τ έ λ ο ς δταν πεθαίνει τή θάβουν τά λιοντάρια. 'Εκτός άπ' αύτές τίς τελευταίες περιπτώσεις — πού άνήκουν στό άρετολογικό είδος — οί δύο πρώτες μπορούν, προφανώς, ν' άνήκουν τ ό σ ο στήν ιστορία, δσο καί σ τ ό παραμύθι. Προφανώς έχουν ύπάρξει πόρνες πού προσηλυτίστηκαν καί πού μερικές άπ' αύτές κατάφεραν ν* άγιάσουν. 'Ορισμένες λεπτομέρειες άπό τή ζωή τής Μαρίας τής Αίγυπτίας (δπως ή διήγηση γιά τίς μάχες της ένάντια στούς πειρασμούς τής σάρκας καί τοΰ κόσμου) έχουν έναν τ ό ν ο άνεπιτήδευτης άλήθειας πού δείχνει πώς προέρχονται άπό άφηγήσεις κάποιας άγνωστης άναχωρήτριας. "Ομως ή έλξη πού αύτός ό Βίος τής άγιας Μαρίας τής Αιγύπτιας άσκησε έπί μακρόν σ τ ο ύ ς άναγνώστες 'Ανατολής καί Δύσης άποδεικνύει πώς περισσότερο τ ό μυθικό μέρος καί λιγότερο τό ιστορικό είναι έκεϊνο πού μπόρεσε νά συναρπάσει τήν εύαισθησία τών χριστιανών καί τ ώ ν κατοπινών αΙώνων. "Αλλωστε, αύτό τ ό θέμα τής μετανοιωμένης χριστιανής — δσο κι άν είναι Ιστορικό — έμφανίζεται πολύ καθυστερημένα μέσα στή χριστιανική φιλολογία καί συμπίπτει περίπου μέ τ ό θρίαμβο τοϋ χριστιανισμού. Είναι πιθανό πώς οί χριστιανοί τ ώ ν πρώτων αΙώνων — έχοντας τήν έμμονη Ιδέα τής παρθενίας, τής άγνότητας, τοϋ έγκρατούς ή άποτακτικοϋ βίου — θ' άποδέχονταν μέ δυσκολία πώς μιά διεφθαρμένη θά μπορούσε νά γίνει άγία. 'Αντίθετα, άργότερα, δταν οί μάχες τους ένάντια στόν κόσμο έσωτερικεύονται, θά δούμε νά έμφανίζεται ένας καινούριος τύπος άγίου: τού διεφθαρμένου ή έγκληματία πού μετανόησε, καί τ ό ν έπιλέγει ό θ ε ό ς γιά άγιο άκριβώς λόγω τών άμαρτιών του. Ή πάλη του είναι καταρχήν συνεχής πάλη ένάντια στό ίδιο του τό παρελθόν καί τούς πειρασμούς τοΰ κόσμου, εικόνα τών καινούριων μαχών πού περιμένουν τ ό χριστιανισμό. "Ομως, στήν πραγματικότητα, κάτω άπό τή σκοπιά τής Ιστορίας τών θρησκειών, αύτά τά δύο θέματα ταυτίζονται έ ν τ ε λ ώ ς : είτε είναι παρθένα καί μάρτυρας ή, άντίθετα, διεφθαρμένη, ή μελλοντική άγία είναι ένα πλάσμα ιδιαίτερα φορτισμένο μέ δυνάμεις καί ιερές άξίες. Στις άρχαΐες κιόλας κοινωνίες γνωρίζουμε πώς μιά γυναίκα είχε δύο μόνο τρόπους νά ύπηρετήσει ή νά προσεγγίσει τ ο ύ ς θεούς: μέ τήν παρθενία ή μέ τήν ίερή πορνεία. Καί στή μία καί στήν άλλη περίπτωση, είτε πρόκειται γιά έντελή διατήρηση (παρθενία) ή γιά έντελή σπατάλη (πορνεία) της σεξουαλικής ένέργειας, ό δρόμος όδηγεϊ έξω άπό τ ό ν άνθρώπινο κόσμο, πρός τούς θεούς κι άργότερα πρός τ ό θ ε ό . Ή άγία Μαρία ή Αίγυπτία είναι συνεπώς μιά άρκετά καθαρή περίπτωση ιερής πόρνης τοϋ χριστιανισμού. Έπίσης, ό συγγραφέας τού Βίου της (πού έχει γραφτεί κατά πάσα πιθανότητα στίς άρχές περίπου τοΰ 6°" αίώνα καί πού γιά πολύ καιρό τ ό ν άπέδιδαν, λαθεμένα, στόν πατριάρχη Ιεροσολύμων Σωφρόνιο) έχει άκολουθήσει τέλεια αύτή τή λογική φορτώνοντας στή Μαρία τήν Αίγυπτία δλες τίς άμαρτίες τής γής. Στό ύπερβολικό σφάλμα άντιστοιχεί ή ύπερβολική μετάνοια: μ' άλλα λόγια, δσο περισσότερο άπομακρύνεται κανείς άπό τ ό θ ε ό πρός μιά κατεύθυνση, τ ό σ ο περισσότερο μπορεί νά τ ό ν πλησιάσει πρός άλλη κατεύθυνση. "Ομως άς μήν άνησυχεί ό άναγνώστης: δλα τά σεξουαλικά κατορθώματα ποΰ άποδίδονται στή Μαρία τήν Αίγυπτία είναι πιθανόν έξίσου μυθικά δσο καί στήν έρημο τά άσκητικά της κατορθώματα. 'Επί δεκαεφτά χρόνια πού έζησε στήν 'Αλεξάνδρεια ή Μαρία δινόταν σέ κάθε έπισκέπτη άπό άγάπη γιά τ ό βίτσιο καί μόνο καί μόνο γιά προσωπική της ήδονή. «Τό δτι έπαψα νά είμαι παρθένα δέν τδκανα γιά τά δώρα. "Οχι. Άρνιόμσβνα τά
110
χρήματα πο£ι ήθελαν νά μοϋ δώσουν, και ή φωτιά πού μ' έκαιγε μ' έκανε νά σκέφτομαι πώς θά έρχονταν κοντά μου πολύ περισσότεροι άνθρωποι άν γιά τήν άμαρτία δέν έπιθυμοϋσα άλλη άνταμοιβή άπό τήν έπανάληψη τής άμαρτίας.
"Ομως τό νά προσφέρει τό σώμα της σέ κάθε έπισκέπτη, άκόμα κα'ι στήν Αλεξάνδρεια, δέν άρκοΰσε γιά τή Μαρία τήν Αίγυπτία. 'Αποφασίζει λοιπόν νά συνοδεύσει τοΰς προσκυνητές πού πάνε μέ τό πλοίο στήν Ιερουσαλήμ γιά τήν "Υψωοη τοϋ Σταυρού, διότι καθώς αύτοί ήσαν πάνω άπό τριακόσιοι, «θά είχα έτσι πολλούς συνενόχους στήν παραφορά μου!»
Φτάνοντας στήν Ιερουσαλήμ, θέλει νά μπει στήν έκκλησία τοΰ Άγίου 'Ιωάννη τοϋ Βαπτιστή, άλλά μιά άγνωστη δύναμη τήν έμποδίζει. Τρομαγμένη, άρχίζει νά στοχάζεται πάνω στήν προηγούμενη ζωή της κι άποφασίζει νά πιστέψει και ν' αφιερωθεί στό θεό 1 . Φεύγει λοιπόν άπό τήν "Ιερουσαλήμ, διασχίζει τόν Ιορδάνη καί χώνεται βαθιά μέσα στήν έρημο, μακριά άπό τούς άντρες καί τούς παλιούς της έραστές. Σαράντα πέντε χρόνια άργότερα, ένα πρωί κάποιος μοναχός όνόματι Ζώσιμος προσευχόταν στήν έρημο δπου είχε άποτραβηχτεϊ κάμποσες μέρες, καί ξαφνικά, τή στιγμή πού σήκωνε τά μάτια του πρός τόν ούρανό λέγοντας τοϋς ψαλμούς, βλέπει στά δεξιά του «Κάτι σάν σκιά άνθρώπινου σώματος- στήν άρχή δοκίμασε φόβο κι' έκπληξη μέ τήν Ιδέα πώς έπρόκειτο γιά έμφάνιση τοϋ Διαβόλου. "Ομως άφοϋ άπλίστηκε μέ τό σημείο τοϋ Σταυρού καί ξεπέρασε κάθε κατάπληξη, γύρισε τά μάτια του καί είδε κάποιον πού άληθινά περπατούσε πολϋ γρήγορα πρός τά δυτικά. "Ομως, αύτό ποϋ έβλεπε ήταν γυναίκα ποϋ ό ήλιος είχε κάνει κατάμαυρο τό κορμί της καί τά μαλλιά της ήσαν άσπρα σάν τό μαλλί άλλά τόσο κοντά ποϋ μόλις έφταναν μέχρι τό λαιμό της».
Ό Ζώσιμος πήρε άπό πίσω « τ ό πράγμα πού κόντευε νά χαθεί άπό μπροστά του» (δέν είναι άκόμα βέβαιος πώς πρόκειται γιά άνθρώπινο δν) κι' έτσι κι οί δυό τους φτάνουν στήν δχθη ένός ξεροποτάμου ποΰ τό «πράγμα» τόν διασχίζει. Ό Ζώσιμος σταματάει στήν άπέναντι δχθη καί τότε τό «πράγμα» τοϋ λέει: «Σοϋ ζητάω συγγνώμη, παπά Ζώοιμε. Δέν μπορώ νά γυρίσω πρός τό μέρος σου γιά νά σοϋ μιλήσω γιατί είμαι γυναίκα κι, δπως βλέπεις, είμαι γυμνή, άλλά άν θέλεις νά βοηθήσεις μέ τίς προσευχές σου μιά φτωχιά άμαρτωλή, τότε πέταξέ μου τό πανωφόρι σου γιά νά σκεπάσω τή γύμνια μου καί νά πάρω τήν εύλογία σου».
Καί ή Μαρία ή Αίγυπτία, φορώντας τ ό πανωφόρι τοϋ Ζώσιμου τοϋ διηγείται τή ζωή της, τήν έκλυτη ζωή της στήν Αλεξάνδρεια, τ ό παράξενο ταξίδι της στήν 'Ιερουσαλήμ, τή θαυματουργή μεταστροφή της καί τήν άναχώρησή της γιά τήν έρημο, πριν άπό σαρανταεφτά χρόνια. Καί πώς τρεφόταν δλα αύτά τά χρόνια; «"Οταν Πέρασα τόν 'Ιορδάνη είχα μαζί μου δυόμισι κομμάτια ψωμί, ποϋ σύντομα ξεράθηκαν, κι έγιναν σκληρά σάν πέτρες. "Ετρωγα δμως λίγο κάθε μέρα καί μοϋ φτάσανε γιά δεκαεφτά χρόνια!»
Δεκαεφτά δύσκολα χρόνια δπου ή άπόχτηση τής άρετής καί ή πάλη ένάντια 1. 'Εδώ άξίζει άκόμα νά σημειώσουμε, δπως καί στήν περίπτωση της θαΐδας ή τής 'Αθανασίας, τόν άπότομο χαρακτήρα της μεταστροφής, μ' άλλα λόγια τήν ξαφνική μεταστροφή τών άξιών: ή διαφθορά γίνεται ξαφνικά άγνότητα.
111
στούς έγκόσμιους πειρασμούς είναι άγώνας καθημερινός ένάντια στις άναμνήσεις της σάρκας, τών άπολαύσεων καί τών ήδονών τοϋ παρατημένου κόσμου: «Ναί, πέρασα δεκαεφτά χρόνια παλεύοντας άσταμάτητα ένάντια σ' αύτές τίς έντονες καί παράλογες έπιθυμίες: έπιθυμούσα έντονα τό κρέας, νοσταλγούσα τά ψάρια τής Αίγύπτου καί ήθελα πολύ νά έχω λίγο κρασί, αύτό τό κρασί πού δταν ήμουνα στόν κόσμο, μ* άρεσε τόσο πολύ, ώστε έπινα μέχρι νά χάσω τΙς αίσθήσεις μου· ένώ έδώ δέν είχα ούτε μιά σταγόνα νερό, πράγμα πού άναβε μέσα στίς φλέβες μου μιά δίψα τόσο έντονη ποΰ νόμιζα πώς θά πεθάνω! Και πέθαινα άπό έπιθυμία νά τραγουδήσω πρόστυχα τραγούδια, πού είναι τραγούδια τού Διαβόλου, καί πού τά είχα μάθει στόν κόσμο κι έρχονταν στή μνήμη μου και τάραζαν τήν ψυχή μου...»
"Ομως, χάρη στίς νηστείες καί τίς προσευχές της, ή Μαρία ξεπερνάει τίς έπιθυμίες της κι άποχτάει τόση άρετή ώστε ή έρημος γίνεται γι' αύτήν τόπος θαυμάτων: περπατάει πάνω στά νερά τοϋ 'Ιορδάνη, άνεβαίνει στούς αίθέρες καθώς προσεύχεται, συζητάει μέ τά ζώα, τρέφεται μέ ψωμί πού της έξοικονομεί ή θεία Πρόνοια. "Οταν ό Ζώσιμος, άφοϋ τήν έγκαταλείψει, ξαναγυρίσει τήν έπόμενη χρονιά γιά τό ραντεβοϋ πού τού είχε όρίσει στήν δχθη τοϋ ίδιου τοϋ ξεροπόταμου, θά δει τ ό σώμα της άγίας ξαπλωμένο κατάχαμα «μέ τά χέρια σταυρωμένα καί τό πρόσωπο στραμμένο πρός άνατολάς».
Καί καθώς άναρωτιέται άν πρέπει νά θάψει τό σώμα της έπί τόπου ή νά τό μεταφέρει στό μοναστήρι, βλέπει «νά γράφονται πάνω στήν άμμο τά έξής λόγια: «Πάτερ Ζώσιμε, θάψε τό σώμα τής δυστυχισμένης Μαρίας, άπόδωσε στή γή αύτό πού τής άνήκει. Στό χώμα βάλε κι άλλο χώμα!»
Αύτό ύπήρξε καί τό τελευταίο θαύμα της άγίας, μετά θάνατον, γιατί δταν ήταν ζωντανή, «τού είχε πει πώς δέν ήξερε νά γράφει!»
Ή ιστορία τής χριστιανικής Συρίας ύπήρξε κάπως σάν τής Αίγύπτου. Ή Συρία, δπως καί ή Αίγυπτος, είχε έναν ποταμό: τόν Όρόντη, μιά κοσμοπολίτικη πρωτεύουσα: τήν 'Αντιόχεια, κάμποσα βουνά καί άπέραντες έρήμους. 'Αντίθετα μέ τήν Αίγυπτο πού ήταν στραμμένη πρός τή θάλασσα κι άνοιχτή σ' δλες τίς έξωτερικές έπιδράσεις, ή Συρία ύπήρξε χώρα μάλλον στραμμένη πρός τό έσωτερικό, πρός τίς άνατολικές έρήμους πού τή συνδέανε μέ τή Μεσοποταμία καί τήν Περσία. Αύτή ή ήπειρωτική προδιάθεση τής Συρίας είναι άξιοσημείωτη: έξηγεί γιατί, τόν καιρό τοϋ μεγάλου σχίσματος τοϋ 6ου αίώνα, δταν ή συριακή 'Εκκλησία (κατά τ ό πρότυπο τής κοπτικής) θά άποσχιστεί άπό τ ό Βυζάντιο καί θά γίνει μονοφυσιτική, θά παρασύρει μέσα στήν αίρεση καί στό σχίσμα δλη τή χριστιανοσύνη τής άνατολής. Παρόλο πού ή 'Αντιόχεια ύπήρξε έπί μακρόν μεγάλη έλληνιστική έστία καί πού τήν ίδια τή Συρία τήν κατείχαν γιά αίώνες οί "Ελληνες καί οί Ρωμαίοι, αύτή ή χώρα ποτέ δέ θά γίνει ρωμαϊκό ή Βυζαντινό προγεφύρωμα πρός τήν 'Ανατολή άλλά μάλλον τό άντίστροφο: θά άποτελέσει άκραία προφυλακή πρός τή Δύση καί τή Μεσόγειο, τών διαφόρων χωρών τής Μέσης 'Ανατολής, όλόκληρης τής πνευματικής ήπείρου πού είχε σά θρησκευτικές καί πολιτιστικές πρωτεύουσες διάφορες πόλεις δπως ή "Εδεσσα, ή Νισίβη, ή Μοσούλη, ή Σελεύκειά, ή Κτησιφών.
112
"Αλλη μιά ουσιαστική διαφορά χωρίζει τή Συρία άπό τήν Αίγυπτο: ή Συρία δέν κουβάλαγε ποτέ, πίσω της, τό αίγυπτιακό θρησκευτικό παρελθόν, θεούς, ήθη, σύμβολα, ριζωμένα στό λαό καί τόν τόπο άπό χιλιετηρίδες. Τή στιγμή τής έμφάνισης τοΰ χριστιανισμού, ή Συρία, άπό θρησκευτική πλευρά, είναί παρθένος τόπος πού κατοικείται άπό μιά είδωλολατρεία μέ πολύ λιγότερη ζωτικότητα άπό τήν Αίγυπτο .καί χωρίς σύνδεση μέ κανένα συγκεκριμένο έθνικό αίσθημα. Ή. Συρία ποτέ δέν είχε τήν έθνική ένότητα τής Αίγύπτου, άλλά ύπήρξε περισσ ό τ ε ρ ο αύτό ποϋ λέμε μωσαϊκό λαών: Σύροι πού μιλούσαν συριακά, 'Ιουδαίοι τής Συρίας πού μιλούσαν άραμαΐκά, "Ελληνες καί Ρωμαίοι κατακτητές. Αύτή ή έλλειψη ριζών καί πολιτισμικής ένότητας έκανε τή Συρία νά ζήσει τή χριστιανική περιπέτεια πολύ πιό έλεύθερα καί ριζικά άπ' δτι ή Αίγυπτος - νά μπορέσει, χωρίς κανένα συμβιβασμό μέ κάποιο τιτάνιο παρελθόν, νά άνακαλύψει τίς δικές της θρησκευτικές μορφές καί σύμβολα καί νά έπειχειρήσει μιά έμπειρία άναχωρητισμοϋ πού θ' άνανεώσει έκ βάθρων τήν κουλτούρα της, τή λογοτεχνία της, τήν τέχνη της καί τήν άρχιτεκτονική της. Αύτή ή άνανέωση προαλείφεται ήδη άπό τό τέλος τοϋ 4ου αίώνα. "Ηδη άπό έκείνη τήν έποχή είναι γνωστά στή Συρία τά μεγάλα όνόματα τοϋ αίγυπτιακοϋ άσκητισμοϋ, χάρη σ τ ό ν Εύάγριο τόν 'Αντιοχέα (μετάφρασε στά λατινικά τ ό Βίο τοΰ Αντωνίου) καί στά έργα τοΰ άγίου'Ιερώνυμου. "Ομως εϋθύς έξαρχής, ό άναχωρητισμός κι ό άσκητισμός στή Συρία θά διαλέξουν δρόμους πολύ διαφορετικούς καί πολύ πιό άκραίους άπό τήν Αίγυπτο, σέ σημείο πού ή έπιρροή τοϋ αίγυπτιακοϋ άσκητισμοϋ νά μπορεί νά θεωρηθεί άμελητέα. Ή ίδια ή χώρα προσφερόταν θαυμάσια στήν πολλαπλότητα τ ώ ν έμπειριών. 'Ενώ ή Αίγυπτος πρόσφερε οΰσιαστικά σάν τόπους άναχώρησης μόνο τίς έρήμους, δπου ό άσκητής έπρεπε νά ζήσει σέ άπογυμνωμένο τοπίο κάτω άπ' τόν ήλιο ή άλλιώς νά θαφτεί μέσα στή γή, ή Συρία παρείχε στούς άναχωρητές μεγάλη ποικιλία τοπίων καί κλιμάτων: τ ό ν όρεινό καί δασικό δγκο τοϋ Άμάνους, άνάμεσα στήν 'Αντιόχεια καί τή θάλασσα (ποΰ προσφερόταν περισσότερο γιά τούς έγκλειστους ποΰ ζούσαν σέ κουφάλες δέντρων καί γιά τούς βλαστοφάγους ποϋ ζούσαν μέ χόρτα, ρίζες καί καρπούς), τήν πεδιάδα τής Ντάνα, άνάμεσα στήν 'Αντιόχεια καί σ τ ό Χαλέπι (πού προσφερόταν γιά τούς στυλίτες πού ζούσαν άκίνητοι πάνω σέ κολώνες καί δέν μπορούσαν νά έγκατασταθοϋν πολΰ μακριά άπό πόλεις ή χωριά), τήν έρημο τής περιοχής Άπαμέ, στά νότια, πού πρόσφερε συνθήκες άσκητισμοϋ πιό κοντινές πρός τίς αΙγυπτιαΚές. Φαίνεται λοιπόν πώς ύπήρχε στή Συρία σ τ ε ν ό ς δεσμός άνάμεσα στούς διάφορους τρόπους άσκησης καί τ ό φυσικό περιβάλλον μέσα σ τ ό όποιο γίνονταν. Αύτός ό δεσμός έχει προφανώς διπλή έννοια, γιατί ή έπιλογή ένός συγκεκριμένου τοπίου άντιστοιχοϋσε άσφαλώς σέ μιά έσωτερική έπιλογή άνάλογα μέ τ ό άν ό άσκητής έψαχνε γιά ένα τόπο γυμνό καί στείρο (έρημος) ή γιά τόπο πλούσιο καί γόνιμο (δάσος). Καί στή μία καί στήν άλλη περίπτωση, αύτή ή έπιλογή φανερώνει μιά θεμελιακή τοποθέτηση άπέναντι στόν έξωτερικό κόσμο, ή όποία άντιστοιχεϊ σέ καθέναν άπό τούς δυό τρόπους άσκησης πού άναφέραμε παραπάνω, καί πού θά μπορούσαμε νά τούς άποκαλέσουμε: άσκηση σέ περιβάλλον κλειστό καί άσκηση σέ περιβάλλον άνοιχτό. Στήν πρώτη περίπτωση, ό άναχωρητής άπομονώνεται έ ν τ ε λ ώ ς άπό τ ό σύμπαν πού τόν περιβάλλει (πράγματα καί δντα) καί ζεϊ φυλακισμένος, έγκλειστος, μέσα σέ σπηλιά, τάφο, τρύπα τοϋ έδάφους ή πιό συχνά άκόμα, μέσα στήν κουφάλα ένός δέντρου, ή άκόμα καί μέσα σέ κλουβί φτιαγμένο γιαυτό τ ό σκοπό. Μιά τέτοια ζωή, βυθισμένη στή σιωπή καί συχνά στό σκοτάδι, σ' ένα τόπο δπου τά μηνύματα τοϋ έξωτερικοϋ κόσμου πνίγονται ή καταργούνται, αύτή ή ζωή κάνει τόν άσκητή ν' άναδιπλωθεί σ τ ό ν έαυτό του, νά σβήσει τ ό ν κόσμο πού τόν περιβάλλει καί νά
113
γυρίσει σ' ένα είδος ζωής πρίν άπδ τή γέννηση. 'Αναμφίβολα, σ' αύτό έγκειται ή βαθύτερη έννοια αύτής τής φυγής μέσα σ τ ό σκοτάδι ή τή στενότητα ένός δέντρου: έπιστροφή στήν κατάσταση τοϋ άνθρώπου προτού γεννηθεί, μέ τήν κατάργηση κάθε έπαφής μέ άνθρώπους, μέ τήν άπώλεια δλου τοϋ κοινωνικού του κεκτημένου. Ή δεύτερη έπιλογή — τοϋ στυλίτη γιά παράδειγμα — είναι προφανώς δυσκολότερη γιατί έγκειται στό νά ζει κανείς μέσα στόν κόσμο, νά διατηρεί τίς έπαφές του μέ τήν κοινωνία: ό άσκητής, έχει μαθητές, δέχεται έπισκέπτες, δίνει συμβουλές, προσφωνεί τά πλήθη τών προσκυνητών. Κοντολογίς, πασχίζει νά καταργήσει τό 'Εγώ χωρίς κοντά ο' αύτό νά καταργήσει και τό κοινωνικό. Τέτοιου είδους άσκητισμός, γιά νά είναι άποτελεσματικός, άπαιτεί έξαιρετικά αύστηρές μέθοδες, έξαιτίας τών συνεχών πειρασμών στούς όποιους έκτίθεται ό άσκητής. Καί σ' αύτή τήν περίπτωση, ή μέθοδος θά έγκειται στήν υιοθέτηση μιάς τεχνικής έξωτερικής συμπεριφοράς, σέ δσο τό δυνατόν μεγαλύτερη άντίθεση πρός τήν άνθρώπινη συμπεριφορά, άφοϋ έξακολουθεϊ ό άσκητής νά ζει άνάμεσα σέ άνθρώπους. 'Ασφαλώς, τέτοιο είναι τ ό νόημα τοϋ άσκητισμού τών βλαστοφάγων (τρέφονται μέ χόρτα, ρίζες, περπατάνε μέ τά τέσσερα καί ζοϋν «σά ζώα»), τών στυλιτών καί τών δενδριτών (πού ζούσαν πάνω σέ κολώνες ή σέ δέντρα καί «ξαναγύριζαν» σ τ ό φυτικό στάδιο) καί τών στεκούμενων, πού έμεναν άκίνητοι, άνάμεσα σέ πλήθη άνθρώπων, άμίλητοι, χωρίς νά κουνάνε ούτε κάν τά μάτια. Τότε ό άσκητής γίνεται ένα είδος άνθρώπινου άγάλματος, «όπισθοδρομεί» στήν κατάσταση τ ο ϋ όρυκτοΰ. Σέ καθεμιά άπ' αύτές τις περιπτώσεις, ύπάρχει πράγματι κι ένα άπό τά βασικά χαρακτηριστικά τοϋ άνθρώπου (κάτω άκρα, λόγος, κίνηση) τ ό όποιο ό άσκητής άρνείται καί άπωθεί. Οί
έγκλειστοι
Ό έγκλεισμός σάν τρόπος άσκησης δέν ύπήρξε μόνο στή Συρία. Ό Ίωάννης ό Αίγύπτιος στή Θηβαΐδα καί οί άναχωρητές τής έρήμου τ ώ ν κελλιών ζούσαν κλεισμένοι μέσα σέ σπηλιές πού έμοιαζαν μέ «τρύπες ύαινας». "Ομως οί Σύροι άσχολήθηκαν έντατικά μ' αύτό τ ό είδος άσκησης καί, κυρίως, τ ό έφάρμωσαν συστηματικά. Στό βίο τοϋ Μακάριου τοΰ Νεώτερου, άναφέρεται πώς ό Μακάριος άποσυρόταν μιά φορά τ ό χρόνο, έπί σαράντα μέρες, μέσα στήν τρύπα του, στήν έρημο τών κελλιών. 'Αντίθετα, στή Συρία, ό θ ε ο δ ώ ρ η τ ο ς καί ό Ίωάννης Μόσχος άναφέρονται σέ άσκητές πού ζούσαν έγκλειστοι γιά πολλά χρόνια συνέχεια. Μέσα σέ τί πράγμα κλείνονταν; τόν περισσότερο καιρό κλείνονταν μέσα σέ στενόχωρες καλύβες, πού τίς έκτιζαν οί ίδιοι καί δπου, κατά κανόνα, δέν έβλεπαν κανέναν. Κάποιος μαθητής τούς έφερνε νερό καί φαΐ μία ή δύο φορές τή βδομάδα. "Ετσι, ή καλύβα τοϋ άγίου Μαρκιανοϋ ήταν «τόσο μικρή ώστε δέν τοϋφτανε οΰτε μόνος του νά μείνει. Γιατί, είτε ήταν δρβιος είτε ξαπλωμένος, πάντοτε ύπέφερε πολύ. Δέν μπορούσε νά σταθεί δρθιος χωρίς τό κεφάλι του ν' άκουμπήσει τή στέγη καί δέν μπορούσε ν' άπλώσει τά πόδια του δταν ξάπλωνε, γιατί τό μάκρος τής καλύβας ήταν μικρότερο άπ' τό σώμα του.» "Ενας άλλος, ό άγιος Άσέψιμος, «πού ή Φήμη του έχει έξαπλωθεί σ* δλη τήν 'Ανατολή, κλείστηκε μέσα σέ ένα σπιτάκι χωρίς ούτε νά βλέπει ούτε νά μιλάει μέ κανέναν. "Επαιρνε τήν τροφή πού τοϋ έδιναν, μέσα άπό μιά τρύπα στόν τοίχο ή όποία ήταν καμωμένη πλαγιαστά γιά
114
νά μήν μπορεί κανείς νά δει τό χώρο δπου έμενε. Ή τροφή του ήταν μουλιασμένες φακές πού τοϋ έφερναν μιά φορά τή βδομάδα. "Οσο γιά τό νερό, έβγαινε κάθε βράδι κι έπαιρνε άπό μιά κοντινή πηγή δσο τοΰ χρειαζόταν.»
Αύτός ό έγκλεισμός συνοδεύεται προφανώς άπό τήν πιό άπόλυτη σιωπή. Ό έγκλειστος ζει σ τ ό σκοτάδι, δέν βλέπει κανέναν, δέ μιλάει σέ κανέναν. Πρόκειται γιά μιά κατεξοχήν άσκηση όλοκληρωτικής άναδίπλωσης στόν έαυτό του, ή όποία γίνεται άκόμα σαφέστερη στήν περίπτωση αύτοϋ τοΰ άγίου Σαλαμάν (τόν άναφέρει ό θ ε ο δ ώ ρ η τ ο ς ) ό όποιος «κλείστηκε σ' ένα σπιτάκι κάποιας κωμόπολης στίς δχθες τού Εύφράτη, σφράγισε πόρτες καί παράθυρα κι' έπαιρνε τροφή μιά φορά τό χρόνο άπό μιά τρύπα ύπόγεια· αύτός ποτέ δέ μίλησε σέ κανέναν.»
Έδώ, πρόκειται σχεδόν γιά όπισθοχώρηση σ τ ό έπίπεδο τοΰ ζώου πού γίνεται μέ τήν άπόκρυψη της τροφής στή γή καί τήν έτήσια χειμερινή νάρκη! "Αλλοι προτιμοϋσαν νά φυλακιστούν μέσα σέ κουφάλες δέντρων. 'Ορισμένα δέντρα, δπως ό κέδρος κι ό πλάτανος, είχαν κορμό άρκετά εύρΰ ώστε νά μπορεί νά χωρέσει έναν άνθρωπο δρθιο, καθισμένο ή γονατιστό καί άποτελοϋσαν έτσι Ιδεώδεις χώρους έγκλεισμοϋ. Δύο λοιπόν άσκητές, ποϋ άναφέρονται άπό τ ό ν Ιωάννη Μόσχο, ό Δαβίδ καί ό 'Αδόλιος ζοϋσαν καί οί δυό στήν άκρη μιάς κωμόπολης στίς δχθες τοϋ Εύφράτη, «κλεισμένοι μέσα στήν κουφάλα ένός πλάτανου»
πού ό 'Αδόλιος «τήν τρύπησε μ' ένα μικρό παράθυρο άπό τό όποιο έπικοινωνούσε μέ τούς έπισκέπτες του.»
Τά ίδια Ισχύουν καί γιά τόν άγιο Μάρωνα πού «πέρασε δώδεκα χρόνια μέσα στήν κουφάλα ένός δέντρου»
κι άργότερα, τ ό ν 9ο αίώνα, γιά κάποιον όνόματι Λουκά, έγκατεστημένο στή Μικρά 'Ασία, κοντά σ τ ό δρος "Ολυμπος, «στό έσωτερικό ένός κούφιου κορμού δέντρου».
Βεβαίως ύπήρχαν κι' έγκλειστοι έγκατεστημένοι μέσα σέ τάφους, δπως κάποιος άγιος 'Ιάκωβος (τόν περιγράφει ό θ ε ο δ ώ ρ η τ ο ς ) ποϋ πέρασε πολλά χρόνια μέσα σέ κενοτάφιο προτοϋ γίνει στεκούμενος, καί κάποιος άγιος Σισίνης πού πέρασε τρία χρόνια μέσα σέ τάφο «χωρίς νά καθήσει, χωρίς νά ξαπλώσει, χωρίς νά κάνει οΰτε βήμα.»
Κι' άλλοι άκόμα πού τούς άναφέρει ό Εύάγριος ό Σχολαστικός κατά τόν 6° αίώνα, στήν 'Εκκλησιαστική 'Ιστορία του, οί όποιοι «κλείνονται μόνοι μέσα σέ κελλιά τόσο χαμηλά καί στενά ώστε δέν μπορούν νά βολευτούν ούτε δρθιοι ούτε ξαπλωμένοι. "Ετσι άποσύρονται μέσα σέ άντρα καί σέ σπηλιές Τής γης ή περνάνε τή ζωή τους μέσα σέ τρύπες κοντά στά ζώα.»
115
"Ομως ό πιό παράδοξος έγκλειστος σ' όλόκληρη τή Συρία στάθηκε άναμφίβολα αϋτός ό άγιος Θαλλέλαιος πού τόν έπισκέφθηκε ό θεοδώρητος και τόν βρήκε άπασχολημένο μέ τήν άνάγνωση τών εύαγγελίων πάνω σ' ένα λόφο γεμάτο έλιές καί συκιές- τόν βρήκε νά κάθεται μέσα σ' ένα είδος κλουβιού καμωμένου άπό «δυό τρσχσΰς μέ διάμετρο δύο πήχες πού συνδέονταν μεταξύ τους μέ άραιά βαλμένες σανίδες στερεωμένες μέ καρφιά και σφήνες- κι αύτό τδ κλουβί κρεμόταν άπό τρία χοντρά καδρόνια. Τόν βρήκα νά κάθεται σ' αύτό τό χώρο πού έχει μόνο δυό πήχες ΰψος καί μία φάρδος κι δπου είχε ήδη περάσει δέκα όλόκληρα χρόνια παρόλο πού δέν μπορούσε νά σηκώσει τό κεφάλι του καί ήταν άναγκασμένος νά τδχει σχεδόν πάνω στά γόνατά του.»
Τό νά περάσουν τή ζωή τους σκαρφαλωμένοι σ' ένα δέντρο ή μέσα σ" ένα κλουβί μέ τό κορμί διπλωμένο στά δύο, σέ μερικούς άναχωρητές δέν φαινόταν άκόμα άρκετό γιά νά τούς έξασφαλίσει τή σωτηρία. Σ' αύτούς τούς φοβερούς έγκλεισμούς πρόσθεσαν μερικά άκόμα «καρυκεύματα»! "Ας περάσουμε λοιπόν στίς νηστείες, πού προφανώς ήσαν άπό τίς πιό σκληρές κι έφταναν καμμιά φορά σέ σκέτο μαζοχισμό, δπως στήν περίπτωση αύτοϋ τοϋ άγίου Σαβίνου, ό όποιος μή μένοντας εύχαριστημένος άπό τό νά μένει άκίνητος μέσα στήν καλύβα του, «ταλαιπωρούσε τό σώμα του μέ άπίστευτες στερήσεις. Δέν έτρωγε ούτε ψωμί ούτε τίποτε άλλο πού νά τρώγεται μέ ψωμί καί ζούσε μόνο μέ άλεύρι πού τό έβαζε νά μουλιάσει μέσα στό νερό καί τό άφηνε έτσι έπί ένα μήνα γιά ν' άρχίσει νά βρωμάει καί νά πάρει τή γεύση της σαπίλας.»
"Ενα άπό τά πιό συνηθισμένα καρυκεύματα ήταν νά έχουν πάνω τους σιδερένιες άλυσσίδες, συχνά πολύ βαριές πού έκαναν έξαιρετικά όδυνηρή τήν όρθοστασία. Ό άγιος 'Ασέψιμος, γιά παράδειγμα, ήταν φορτωμένος μέ τόσα σίδερα «ώστε δταν έβγαινε γιά νερό, άναγκαζόταν νά περπατάει στά τέσσερα!» "Ενα βράδι μάλιστα, κάποιος βοσκός τόν πέρασε γιά λύκο καί παραλίγο νά τοϋ πετάξει πέτρα. Κι δταν τήν άλλη μέρα τό πρωί, πήγε νά βρει τόν άγιο γιά νά ζητήσει συγγνώμη, «κατάλαβε πώς τόν είχε συγχωρέσει, δχι άπό καμμιά κουβέντα ποΰ τοϋ είπε ό άγιος, άλλά έπειδή τόν άκουσε νά κουνάει τά χέρια του μέσα στό σκοτάδι τής καλύβας του.»
"Ενας άλλος, ό άγιος Εύσέβιος, κουβάλαγε συνήθως «είκοσι λίβρες άλυσσίδα καί πρόσθεσε καί τίς πενήντα ποΰ κουβάλαγε ό ιερός 'Αγάπιος καί τις όγδόντα πού κουβάλαγε ό μεγάλος Μαρκιανός, καί πέρασε τρία χρόνια φορτωμένος μ' αύτές τίς άλυσσίδες μέσα σέ μιά άποξηραμένη λίμνη.»
'Ακόμα καί γυναίκες άναχωρήτριες (ύπήρχαν πολύ περισσότερες στή Συρία παρά στήν Αίγυπτο) δέν δίσταζαν νά κουβαλάνε άλυσσίδες. Ή άγία Μαράνα καί ή άγία Κύρα, λογουχάρη, ήσαν τόσο φορτωμένες μέ σιδερικά ώστε περπατούσαν πάντοτε καμπουριασμένες. «Είδα μέ τά ίδια μου τά μάτια»,
λέει ό θεοδώρητος,
«τόσες πολλές άλυσσίδες ώστε καί οί πιό γεροί άντρες δέ όά μπορούσαν νό τΙς κουβαλήσουν. "Υστερα άπό πολλές προσευχές κατόρθωσα νά τις κάνω νά τΙς άφήσουν, άλλά μόλις έφευγα τΙς ξανάπαιρναν και τΙς έβαζαν γύρω άπό τό λαιμό τους σάν περιλαίμιο ή γύρω άπ' τή μέση τους σά ζώνη, πέρα άπό έκεϊνες πού είχαν περασμένες στά χέρια καί στά πόδια τους. Μ' αύτό τόν τρόπο πέρασαν δχι πέντε, οΰτε δέκα ούτε δεκαπέντε, άλλά σαρανταδύο χρόνια.»
'Εντούτοις, oi άλυσσίδες έχουν ένα μειονέκτημα: φαίνονται καί άκούγονται άπό μακριά μέ τ ό περπάτημα καί γιά δσους, δπως ό άγιος Πολυχρόνιος, «έχουν έντελώς άποδιώξει τήν έπιθυμία νά τους τιμούν οί άνθρωποι,»
μιά τέτοια άσκηση είναι άμφίβολη καί, γιά νά πούμε τήν άλήθεια, ύπερβολικά θεαματική. Κι έτσι ό Πολυχρόνιος κουβαλούσε «μία πολύ χοντρή ρίζα καρυδιάς μέ τό πρόσχημα πώς τή χρειαζόταν γι* άλλο λόγο καί τή νύχτα τή φόρτωνε στους ώμους του γιά νά προσευχηθεί στό θεό σ' αύτή τήν κατάσταση, άλλά καί τήν ήμέρα όποτε τύχαινε νά είναι μόνος. Άλλά μόλις άκουγε κάποιον νά έρχεται τήν έκρυβε άμέσως.»
Πολύ άθόρυβη — παρότι φορτισμένη μέ πείσμα — ήταν ή άπίστευτη άσκηση πού έπινόησε ό Μ άρω ν πού ήταν έγκατεστημένος στό έσωτερικό ένός δέντρου δπου στά τοιχώματά του ήσαν στερεωμένες τεράστιες βελόνες γιά νά τόν έμποδίζουν νά κινείται· μάλιστα δέν μπορούσε νά κουνήσει ούτε τό κεφάλι του χάρη σ' ένα περίπλοκο σύστημα άπό πέτρες πού τοϋ βάραιναν τό μέτωπο. Απέναντι σ' αύτό τ ό είδος άσκησης θά μποροϋσε κανείς ν' άντιτάξει πώς δταν κάποιος θέλει άληθινά νά μείνει άκίνητος, δέν τοϋ χρειάζεται καθόλου ν' άνατρέχει στή βοήθεια τέτοιων έπιπόλαιων μεθόδων κι άπ' αύτό μπορεί κανείς νά δει τά άναπόφευκτα δρια τέτοιων έμπειριών: νά προσδίνει σέ άπλά άντικείμενα — καρφιά, βελόνες ή άλυσσίδες — ένα ρόλο καί μιά άρετή πού ό άσκητής θά δφειλε νά τήν άντλήσει μάλλον άπό τ ό ίδιο του τ ό κουράγιο καί τή θέλησή του. Βλαστοψάγοι
καί
Στεκούμενοι
Ό 'Ιωάννης Μόσχος είναι αύτός πού στό έργο τ ο υ Πνευματικός Λειμών, χρησιμοποιεί συχνά τ ό ν δρσ βλαστοφάγος γιά νά όνομάσέι τούς άσκητές πού τρέφονταν μέ χόρτα καί ρίζες. Κατά τόν Ρουέ ντέ Ζουρνέλ, μεταφραστή καί σχολιαστή τοΰ 'Ιωάννη Μόσχου, 1 ό δρος βλαστοφάγος σήμαινε άποκλειστικά τούς άναχωρητές πού τρέφονταν μέ ξερά χόρτα δπως τά ζώα. Στήν πραγματικότητα μπορούμε νά τ ό ν έπεκτείνουμε σέ όλους έκείνους πού τρέφονται μέ τά προϊόντα τής γής, γιατί σ' αύτό έγκειται, σέ τελευταία άνάλυση, τ ό νόημα αύτής τής άσκησης: νά ζήσει κανείς δπως τά ζώα, άπό τίς παροχές τοϋ θ ε ο ϋ πρός τή γή. Ή πιό παλιά μαρτυρία σχετικά μέ τοΰς βλαστοφάγους είναι τοΰ άγίου 'Εφραίμ, μεγάλου Σύρου ποιητή πού έπονομάστηκε «ή κιθάρα τοϋ Άγίου Πνεύματος». Γεννήθηκε στή Νισίβη γύρω στά 306, άλλά ή ζωή του είναι άρκετά μυστηριώδης καί τ ό μόνο πού ξέρουμε είναι πώς έγινε άββάς στά 338. Δ έ ν είναι καθόλου βέβαιο πώς έμεινε άληθινά στήν έρημο (τότε ό έρημητισμό'ς δέν ήταν πολύ άνεπτυγμένος στή Συρία), άλλά ή παράδοση τόν έκανε άναχωρητή 1. Jean Moschos, Le Br£ Spirituel. Εισαγωγή καί μετάφραση Ρονέ ντέ Ζουρνέλ, S.J (Editions du Cerf, Sources chr6tiennes, 1946).
117
άπό πολύ νωρίς, και πάνω σ' αύτή τήν ύποτιθέμενη παραμονή τοϋ άγίου Έφραίμ στήν έρημο οίκοδομήθηκε όλόκληρος φιλολογικός και είκαστικός κύκλος. Αύτός ό κύκλος εμπλουτίστηκε κατά τήν άκμή τής βυζαντινής λογοτεχνίας και τέχνης και γέννησε πολυάριθμες Κοιμήσεις τοΰ άγίου Εΰφραιμίου. Ή σύνθεση και τά έπεισόδια αύτών τών Κοιμήσεων ύπάρχουν μέσα στή Βυζαντινή τέχνη κι' έφαρμόζονται μέ τόν ίδιο άκριβώς τρόπο καί σέ άλλους άγίους: Κοίμηση τοΰ άγίου 'Αθανασίου (στό μοναστήρι τής Μεγάλης Λαύρας, σ τ ό "Αγιο "Ορος), Κοίμηση τοϋ άγίου Όνουφρίου (στό Βυζαντινό Μουσείο τής 'Αθήνας). Αύτές οί τοιχογραφίες ή αύτές οί εικόνες φτιάχνουνται πάντα σύμφωνα μέ τ δ ίδιο εικαστικό σχήμα: κάτω στή μέση ό νεκρός άγιος καί κοντά του σκυμμένος ένας άλλος πού κολλάει τ ό πρόσωπό του σ τ ό πρόσωπο τοϋ νεκρού σέ μιά στάση άφοσίωσης καί λατρείας άλλά πού έκφράζει καί τήν άγωνία τής τελευταίας στιγμής, ένα είδος βουβής άπορίας μπροστά στό μυστήριο τής άγιότητας καί τοϋ θανάτου, βουβής καί μάταιης άφοϋ ό άγιος δέν πρόκειται ποτέ πιά ν' άπαντήσει σ τ ό άνήσυχο βλέμμα τοϋ μαθητή. Καί κατόπιν, όλόγυρα άπ' αύτή τή νεκρώσιμη όμάδα, διάφορα έπεισόδια άπό τή ζωή τής έρήμου, βαλμένα σύμφωνα μέ άπαράλλαχτη σειρά: στοχασμός μέσα στά άντρα καί τις σπηλιές τής γής, πλέξιμο καλαμιών, άνάγνωση τ ώ ν Γραφών, ένας στυλίτης πάνω στήν κολώνα του, ένας έρημίτης καβάλα σ' ένα λιοντάρι. Γύρω άπ' τόν κατάκοιτο άγιο, βρίσκονται — σάν σέ άστραφτερό καί πανοραμικό δραμα — δλες οί πλευρές τής ζωής τής έρήμου, όλόκληρη ή άγια κοινότητα τών άναχωρητών πού παρευρίσκεται στό θάνατό του. Γιατί τελικά, παρά τίς τόσες πολλές Ιδιαιτερότητες καί τις διαφορές στούς τρόπους άσκητισμοΰ, ή ζωή τοϋ έρημίτη, ώς πρός τόν έσχατο σκοπό της είναι ίδια γιά δλους. Αύτά τά δντα πού περιτριγυρίζουν τόν άποθνήσκοντα έρημίτη ή παραστέκουν τ ό θάνατό του άπό τ ό ϋψος τής κολώνας τους ή άπό τ ό βάθος τοϋ άντρου τους, σάν νά ήταν πράγματι παρόντα, πιστοποιούν πώς ό άγιος Εύφραίμ θά μπορούσε νά κάνει κι αύτός τή δική του ζωή, νά είναι στυλίτης, έγκλειστος ή στεκούμενος, χωρίς ν' άλλάξει τίποτα στό θάνατό του. Ό άγιος Εύφραίμ, ό άγιος 'Αθανάσιος καί ό άγιος 'Ονούφριος μπορούν νά κοιμηθούν έν είρήνει: οί μέρες πού πέρασαν στήν έρημο είναι πανομοιότυπες καί δέν ύπάρχει τίποτα άπολύτως πού νά ξεχωρίζει τή ζωή άπό τ ό θάνατό τους. Γι' αύτό τ ό λόγο οί Βυζαντινοί καλλιτέχνες μπόρεσαν νά ζωγραφίσουν δσες Κοιμήσεις ήθελαν, άλλάζοντας μόνο, στήν έπικεφαλίδα τοϋ έργου τους, τ ό δνομα τοϋ Κοιμωμένου. 'Εκφράσανε έτσι, μέ τήν παρεμβολή αύτής τής εικαστικής συμβατικότητας, τή βαθύτερη έννοια τής άσκητικής εμπειρίας: τήν έπίτευξη τοϋ 'Απρόσωπου. Έ ν πάση περιπτώσει κι άν άκόμα δέν έζησε πραγματικά, ό άγιος Εύφραίμ έγραψε πολλά γύρω άπό τήν έρημο καί συνέταξε στά συριακά ένα 'Εγκώμιο τών μοναχών τής Μεσοποταμίας πού δείχνει πώς, ήδη άπό τ ό 2ο μισό τοϋ 4ου αιώνα, ύπήρχαν στίς έρήμους τής άνατολικής Συρίας βλαστοφάγοι κι' άναχωρητ έ ς πού ζούσαν κάτω άπό τίς πιό τρομακτικές συνθήκες.
«Πάμε νά δοϋμε τίς κατοικίες δπου μένουν δπως οί νεκροί μέσα στά κενοτάφιά τους. Πάμε νά δοϋμε τό σώμα τους ποΰ τδχουν ντύσει καί στολίσει μόνο μέ τά μαλλιά τους. "Ας δοϋμε τό πιοτό τους, πάντα άνακατεμένο μέ δάκρυα. "Ας δοϋμε τό τραπέζι τους, πάντα γεμάτο άγρια χόρτα, Κοιτάξτε τίς πέτρες πού βάζουν πάντα προσκεφάλι... "Αν τοΰς δει κλέφτης, πέφτει καταγής καί τούς προσκυνάει, "Αν τά άγρίμια δοϋν τό σακούλι τους, τό βάζουν στά πόδια μέ μιάς λές κι έπεσαν
118
πάνω σέ κάτι τό υπέροχο και καταπληκτικό. Στά πόδια τους μυρμηγκιάζουν κάθε λογής έρπετά. Κατοικούν μέσα σέ σπηλιές και στίς κουφάλες τών βράχων λές και κατοικούν σέ ώραϊες κάμαρες. Κλείνονται μέσα σέ βουνά καί λόφους λές καί κλείνονται μέσα σέ τείχη άπροσπέλαστα. Ή γή είναι τό τραπέζι τους. Τά άγρια χόρτα πού βγάζει είναι ή καθημερινή τροφή τους. Καί π ρ ο σ θ έ τ ε ι
παρακάτω:
«Περιπλανιούνται μέσα στήν έρημο μαζί μέ τά θηρία, λές κι ήσαν οί Ιδιοι αύτοί θηρία. Πετάνε πάνω άπ* τά βουνά σάν τά πουλιά. Βόσκουν μαζί μέ τ* άγρια ζώα σάν έλάφια. Τό τραπέζι τους είναι πάντα στρωμένο καί γεμάτο, γιατί τρέφονται μέ ρίζες καί χόρτα πού βγάζει ή γή άπό μόνη της». ' Α ρ γ ό τ ε ρ α , ό Θ ε ο δ ώ ρ η τ ο ς θ ά π ε ρ ι γ ρ ά ψ ε ι μ έ τ ή σ ε ι ρ ά τ ο υ — ά λ λ ά μέ λ ι γ ό τ ε ρ η έ μ φ α σ η — τ ή ζ ω ή τ ώ ν φ υ τ ο φ ά γ ω ν τ ή ς Συρίας. Τ ο ϋ 'Ιάκωβου, γιά παράδειγμα, κατοπινοϋ έπίσκοπου Νισίβης, ό όποιος, «Περνούσε άνοιξη, καλοκαίρι καί φθινόπωρο μέσα στά δάση, μέ στέγη του τόν ούρανό, καί δταν έφτανε ό χειμώνας, άποτραβιόταν στή σπηλιά του γιά νά βρεϊ έκεϊ λίγη σκεπή. Τρεφόταν μόνο άπ* δσα βγάζει ή γή άπό μόνη της, χωρίς σπορά καί καλλιέργεια, έκοβε τούς καρπούς όρισμένων άγριων δέντρων καί χορταρικά πού λίγο μοιάζουν μέ τά δικά μας κι' έτρωγε μόνο δσο είχε άνάγκη τό κορμί του γιά νά κρατηθεί στή ζωή». Ά ρ γ ό τ ε ρ α , ό Εΰάγριος ό Σχολαστικός θά ά ν α φ ε ρ θ ε ϊ μέσα στήν Ιστορία τ ο υ μ ε τ α ξ ύ ά λ λ ω ν , καί σ έ ά ν θ ρ ώ π ο υ ς
'Εκκλησιαστική
«πού διάλεξαν μιά έρημο έκτεθειμένη στήν κάψα τοϋ ήλιου γιά νά ζήσουν. Υπάρχουν άνθρωποι πού πήγαν έκεϊ σχεδόν γυμνοί, περιφρονώντας δλες τίς έποχές, τό τσουχτερό κρύο δπως καί τό μαστίγωμα της ζέστης. Δέν καταδέχονται νά χρησιμοποιούν τροφές σάν τούς άλλους άνθρώπους καί άρκοϋνται νά βόσκουν σάν τά ζώα. "Εχουν μάλιστα πολλά άπό τά έξωτερικά στοιχεία τών ζώων, γιατί μόλις άντικρύζουν έναν άνθρωπο, άμέσως τό βάζουν στό πόδια, κι άν τούς πάρει στό κατόπιν, αυτοί άπομακρύνονται μέ άπίστευτη ταχύτητα και κρύβονται σέ τόπους άπρόσιτους.' " Ο σ ο γιά τ ό ν 'Ιωάννη Μόσχο, α ύ τ ό ς έ γ ρ α ψ ε κατά τ ό ν 6ο αίώνα, σ τ ή « Χ ρ υ σ ή έποχή» τ ώ ν φ υ τ ο φ ά γ ω ν , δταν τ ό νά περάσεις τή ζ ω ή σου βόσκοντας χορτάρι φαινόταν τ ό σ ο φυσικό ώ σ τ ε α ύ τ ό ς άρκεΐται νά τ ό άναφέρει δπως θά άναφέραμε σ ή μ ε ρ α τ ο ΰ ς χ ο ρ τ ο φ ά γ ο υ ς ! Ά π ό μ ε ρ ι κ ά κ ο μ μ ά τ ι α τ ο ϋ Πνευματικού Λειμώνα φ α ί ν ε τ α ι π ώ ς οί φ υ τ ο φ ά γοι ή σ α ν έξαιρετικά πολυάριθμοι κατά μήκος τ ή ς Νεκρής θ ά λ α σ σ α ς , στίς έρήμ ο υ ς τ ο ϋ ' Ι ο ύ δ α , τ ο ΰ Κ ε δ ρ ό ν καί τ ο ΰ Κ α λ α μ ό ν . «"Ημασταν τρεις βλαστοφάγοι,» τ ο ϋ διηγείται έ ν α ς άναχωρητής πού τ ό ν σ υ ν ά ν τ η σ ε
στό
δρόμο,
«πέρα άπό τή Νεκρή Θάλασσα, στά περίχωρα τοϋ Μπεσσιμόν, καί κάναμε περίπατο στό βουνό δταν άπό κάτω μας νάσου ένας άλλος βλαστοφάγος πού έκανε περίπατο στήν παραλία.»
Παρακάτω, άναφέρει κάποιον «άββά Σοφρώνιο, βλαστοφάγο, ποΰ έζησε κοντά στή Νεκρή θάλασσα όλάγυμνος έπί έβδομήντα χρόνια, τρώγοντας μόνο χόρτα.»
Πρόκειται γιά συνηθισμένη άσκηση, τ ό σ ο συνηθισμένη ώστε κάποιος άναχωρητής άπευθύνεται σ τ ό Μόσχο λέγοντάς του άπλά, σά νά τοϋ έδινε έπισκεπτήριο: «Είμαι ό Πέτρος, βλαστοφάγος κοντά στόν άγιο 'Ιορδάνη'.»
"Αν όρισμένοι άσκητές πέρασαν τή ζωή τους περιπλανώμενοι μέσα στήν έρημο κατά μήκος της Νεκρής θάλασσας, συχνά περπατώντας στά τέσσερα γιά νά βόσκουν χορτάρι, άλλοι υιοθέτησαν ένα είδος άσκησης περισσότερο άνθρώπινης, τούλάχιστον φαινομενικά: τέτοιοι ήσαν oi στεκούμενοι, έκεϊνοι ποΰ έφάρμοσαν τή στάση, πού στέκονταν δρθιοι κι άκίνητοι έπϊ ώρες άκόμα καί μέρες όλόκληρες. Ή δρθια στάση είναι προνόμιο τοϋ homo sapiens, άλλά ό τρόπος ποΰ τή χρησιμοποίησαν οί άναχωρητές τής Συρίας, τήν άπογύμνωσε άπό κάθε άνθρώπινο νόημα. Γιατί τ ό νά στέκεται κανείς δρθιος, άκίνητος, μέ τά χέρια σταυρωμένα ή ύψωμένα πρός τ ό ν ούρανό, πολλές μέρες συνέχεια μέσα στή βροχή, τ ό ν άνεμο, τόν ήλιο, κάνει τ ό ν στεκούμενο ένα μηχανάκι μέ άνθρώπινη έμφάνιση- τ ό σώμα του δέν είναι πιά παρά ένα άγαλμα σταθεροποιημένο σέ μιά θέση αΙώνιας Ικεσίας ή λατρείας. Έ δ ώ βλέπουμε τήν ούσιαστική διαφορά πού τόν χωρίζει άπό τόν έγκλειστο. Ό έγκλειστος οΰτε κι αύτός κινείται, άλλά ζεϊ μέσα σέ κλειστό περιβάλλον, μέσα σέ δέντρα, σέ κλειστές καλύβες ή σπηλιές, μέσα σ' ένα σύμπαν τεχνητό και ταυτοχρόνως σταθερό, Ό στεκούμενος ζει στό ύπαιθρο, έκτεθειμένος στά γυρίσματα τοϋ καιρού, μέσα σ* ένα περιβάλλον φυσικό κι' άσταθές. "Ετσι, ό άγιος "Αδολος, «άπό τό βράδι μέχρι τό ξημέρωμα, καθόταν δρθιος καϊ νηστικός, ψέλνοντας καί προσευχόμενος πάνω στό "Ορος τών Έλαιών, χωρίς ποτέ οΰτε ή βροχή οΰτε τό χαλάζι νά τόν κάνουν νά φύγει. Συχνά ήταν τόσο πολΰ βρεγμένος ώστε τά ρούχα ποΰ τοΰ έβγαζαν γιά νά τοϋ δώσουν άλλα στεγνά, βρωμούσαν σά νά τά είχες μουλιάσει μέσα στό ποτάμι.»
Ό άγιος Μαρόζης, έπί τριανταοχτώ χρόνια, «περπατούσε πάντα ξυπόλυτος.»
Καϊ σά νά μήν τοΰ έφτανε νά ζει δρθιος πρωί και βράδι, «καθόταν τό χειμώνα στόν Ισκιο καί τό καλοκαίρι στόν ήλιο, καί ή πιό έντονη κάψα τοϋ φαινόταν γλυκό άεράκι».
Επιπλέον,
1. Αύτή ή άσκηση θά έπεκταθεΐ κι έξω άπό τήν Αίγυπτο, τήν Παλαιστίνη καί τή Συρία. Ό Jean Doresse, στό βιβλίο του L'Empire du prStre-Jean, άναφέρεται σέ ΑΙΘίοπες έρημίτες της περιοχής Χιμεζάνα ποΰ έβοσκαν τό χορτάρι τόσο καλά ώστε δέν περίσσευε γιά ζωοτροφή καί οί χωρικοί άναγκάστηκαν νά τούς κυνηγήσουν μέχρι τή σπηλιά τους δπου πέθαναν άπό τήν πείνα!
120
«έζωνε τή μέση του μέ μιά χοντρή σιδερένια άλυσσίδα, καθόταν σπάνια και περνούσε τό μεγαλύτερο μέρος της μέρας καί τής νύχτας ρητορεύοντας. Δέν τόν είδαν ποτέ ξαπλωμένο.»
"Οσο γιά τ ό ν Ιάκωβο, τ ό ν μελλοντικό έπίσκοπο Νισίβης «αυτός έχει γιά στέγη τοι* τόν ούρανό καί Αλλοτε είναι μουσκεμένος άπ' τή βροχή, τό χιόνι καί τόν πάγο,i κι άλλοτε τσουρουφλισμένος καί ψημένος άπ" τις άκτίνες τοΰ ήλιου.»
Κι' άκριβώς έπειδή ζεϊ έτσι έκτεθειμένος σέ δλες τ'ις μεταβολές τοϋ έξωτερικοϋ περιβάλλοντος, όφείλει ό ϊδιος ό στεκούμενος νά παραμείνει, σωματικά και πνευματικά, άδιάφορος άπέναντι σ ' αύτές τΙς άλλαγές, δπως έκανε ό 'Ιάκωβος ό Νισίβης πού «παρόλο πού ήταν φορτωμένος μέ τό βάρος τοΰ σώματός του, πάσχιζε νά ζήσει σά νά μήν είχε σωμα.»
Καϊ τ ό κατάφερε αύτό πέρα γιά πέρα άφοϋ μιά μέρα, έ ν ώ προσευχόταν δρθιος μέσα σ τ ό καταχείμωνο, άφέθηκε νά θαφτεί έντελώς άπό τ ό χιόνι χωρίς νά τό πάρει είδηση! "Ομως ό στεκούμενος δέν έκτείθεται μόνο στις κλιματικές άλλαγές, άλλά καί στούς άνθρώπους, έπισκέπτες, προσκυνητές καί χαζοπερίεργους πού έρχονται νά θαυμάσουν τή σκληραγωγία τους καί νά παρακολουθήσουν τή στάση του. 01 άσκητές πού άναφέραμε παραπάνω, κι άλλοι άκόμα, πού τούς άναφέρει ό θ ε ο δ ώ ρ η τ ο ς , δπως ό Μωϋσης, ό Ζαβίνας, ό Βαραδάτης και κάποιος 'Ιωάννης άπό τΙς Σάρδεις, (αυτός στεκόταν δλη τήν ήμέρα άκίνητος και τή νύχτα κοιμόταν περνώντας ένα σκοινί κάτω άπό τις μασχάλες του) ζοϋν μονίμως ύπό τ ό βλέμμα τοϋ κόσμου καί τ ω ν άνθρώπων. Πρόκειται γιά άσκηση θεαματική καί θεατρική πού έχει έντούτοις δύο πλευρές σάν συμπληρωματική δοκιμασία πού έπιβάλλει σ τ ό ν έαυτό τ ο υ ό άναχωρητής έπειδή άναζητάει τή μοναξιά, κι έπειδή έχει άνάγκη άπό τήν «γαλήνη της καρδιάς καί της σκέψης» μέσα στό θόρυβο κα'ι τήν πολυλογία τοϋ κόσμου. Ή άγία Δομνίνα, γιά παράδειγμα, μιά στεκούμενη γυναίκα πού τήν περιγράφει 6 θ ε ο δ ώ ρ η τ ο ς , «είναι έκτεθειμένη κάτω άπ' τά μάτια δλου τοϋ κόσμου; άνδρων καί γυναικών, χωρίς έντούτοις νά κοιτάζει κανέναν καταπρόσωπό κι οΟτε ν' άφήνει νά τήν κοιτάξουν στό πρόσωπο, άφοϋ. τό φόρεμά της τή σκεπάζει όλόκληρη. Ή φωνή της είναι πολύ άδύναμη καί δέ μιλάει ποτέ χωρίς νά κλαίει πράγμα πού τό γνωρίζω έκ πείρας γιατί συχνά μοΟπαιρνε τό χέρι, τδφερνε στά μάτια της, καί τό μούσκευε τόσο πολύ ώστε μετά ήταν έντελώς άηδιασπκό1.»
Ή στάση συνίσταται, τελικά, σ τ ό νά πολλαπλασιάζει κανείς δλους τούς δυνατούς πειρασμούς γιά νά τούς ξεπεράσει καλύτερα, σ τ ό νά έγκαθίσταται στήν καρδιά τής κοινωνίας γιά νά τήν άπαρνηθεί καλύτερα, καί στό νά κλείνει κανείς τά μάτια τοϋ σώματος καϊ τής ψυχής του μπροστά στά πλέον προσιτά θέλγητρα τοϋ κόσμου. "Ετσι ό άγιος Έλπίδης, φημισμένος στεκούμενος τής Παλαιστίνης, έγκατεστημέγος κοντά στήν 'Ιεριχώ σ τ ό δρος Λούκα, 1. Αύτή ή λεπτομέρεια φανερώνει δλο τό διφορούμενο χαρακτήρα τής στάσης, γίνεται άνάμεσα σέ κόσμο: άνελέητος άσκητισμός ή έπιδειξιομανία;
δταν
121
«δέ στράφηκε ποτέ πρός δυσμάς, παρόλο πού ή είσοδος της σπηλιάς του ήταν πάνω στήν κορυφή τοϋ βουνού- κι οΰτε ποτέ κοίταξε τόν ήλιο ή τά άστρα πού έμφανίζονται μετά τό ηλιοβασίλεμα καί έπί είκοσι χρόνια δέν είδε ποτέ ούτε 6να.»
Ή παραμικρή διάσπαση τής προσοχής, τ δ παραμικρό κοίταγμα αύτοϋ τοϋ τόσο κοντινού κι έλκυστικοϋ κόσμου, τιμωρούνται άμείλιχτα: μία μέρα πού ό άγιος Εύσέβιος, Ιδρυτής τοϋ περίφημου μοναστηριού Τελέδα κοντά σ τ ό Χαλέπι, καθόταν μαζί μέ τόν "Αμμωνα σ' ένα βράχο, άποσχολημένος μέ τήν άνάγνωση καί τ ό σχολιασμό τοϋ Εύαγγελίου, χαλάρωσε γιά μιά στιγμή τήν προσοχή του κοιτώντας «τους χωρικούς πού δούλευαν τή γή σέ μιά πεδιάδα λίγο παρακάτω»,
κι έτσι δέν μπόρεσε ν' άπαντήσει σέ μιά έρώτηση τοϋ "Αμμωνα. 'Από έκείνη τή μέρα και γιά τήν άπλή αύτή άφηρημάδα, «άπαγόρευσε στά μάτια του νά ξανακοιτάξουν ποτέ αύτή τήν πεδιάδα οϋτε νά χαρούν τήν όμσρφιά τοϋ έναστρου ούρανοϋ καϊ δέν τοΰς έπέτρεψε νά κοιτάζουν πέρα άπό ένα μονοπάτι πλατΰ μιά παλάμη ποΰ όδηγοϋσε στό σημείο πρύ στεκόταν. "Εζησε έτσι περισσότερο άπό σαράντα χρόνια.»
Καί γιά νά είναι άκόμα πιό βέβαιος πώς δέ θά κοιτάξει ποτέ πιά τόν ούρανό «τύλιξε τή μέση του μέ σιδερένιο ζωστήρα, πέρασε σιδερένιο περιλαίμιο καί τόδεσε μέ άλλο σίδερο έτσι πού νά είναι άναγκασμένος νά κοιτάζει πάντα καταγής καί νά τιμωρείται έπειδή κάποτε χάζεψε έκείνους τούς χωρικούς!»
Στυλίτες
καϊ
δεντρίτες
Παρά τούς στεκούμενους, τούς έγκλειστους καί τούς βλαστοφάγους, ή Συρία δέν θά είχε ποτέ καταλάβει τή θέση πού κατέχει στήν ιστορία τοϋ χριστιανισμού άν δέν είχε γεννήσει κι άλλη μιά μορφή άσκητισμοϋ άκόμα πιό έκπληκτική: τό στυλιτισμό. Οί στυλίτες ήσαν άσκητές πού ζούσαν πάνω σέ πανύψηλες κολώνες καί περνούσαν έκεϊ όλόκληρα χρόνια, έντελώς άκίνητοι. Πρόκειται γιά τή σύνθεση — τραβηγμένη στήν άκραία της μορφή — δλων τ ώ ν προηγούμενων άσκήσεων: ό στυλίτης είναι στεκούμενος (μιά καί μένει άκίνητος πάνω στήν κολώνα του) καί έγκλειστος (μιά καί κάθεται χρόνια όλόκληρα μέσα σέ πολύ περιορισμένο χώρο). 'Επιπλέον, ζει ταυτόχρονα μακριά άπ' τοϋς άνθρώπους (ψηλά πάνω στήν κολώνα του) κι άνάμεσά τους (κάθε στυλίτης γινόταν άντικείμενο φανατικής λατρείας). Τό συμβολικό νόημα, λοιπόν, αύτής τής άσκησης ήταν σαφέστατο καί οί συγγραφείς τής έποχής δέ λαθέψανε: μέ τήν έγκατάστασή του πάνω σέ μιά κολώνα καί μέ τήν άπομάκρυνσή του άπό τή γή καί τούς άνθρώπους, ό στυλίτης έπιτυγχάνει μιά άνώτερη πνευματική τελείωση, ζει μεσοδρομίς άνάμεσα σέ γή καί ούρανό κι άπό κει μπορεί καί συνδιαλέγεται μέ τό θ ε ό . 'Αναμφίβολα, σέ μερικούς ή έρμηνεία θά φανεί άπλοϊκή, άλλά γιά τούς συγγραφείς καί τούς χριστιανούς τής έποχής, ήταν προφανής: γι' αύτούς, ή πολύχρονη παραμονή στήν κορυφή μιάς κολώνας ήταν συγκεκριμένη άπόδειξη τής πνευματικής άνάτασης τοϋ άσκητή. Γι' αύτό καί ποτέ δέ θά έξηγήσουν μέ κυριολεκτικό τρόπο ένα σύμβολο πού ό Ίωάννης της Κλίμακος, άσκητής συγγραφέας τοϋ 7ου αίώνα (πού έζησε σάν άναχωρητής σ τ ό δρος Σινά), θά τ ό
122
μεταφράσει μεταφορικά στό έργο του Κλίμαξ ή Σκάλα τοϋ Παραδείσου. Στόν άγιο Συμεών άποδίδεται ή τιμή τοϋ δτι είχε πρώτος τήν ιδέα νά έγκατασταθεί πάνω σέ κολώνα. Ή ζωή του μάς είναι γνωστή μέσα άπό όρισμένες μαρτυρίες πού έχουν τό πλεονέκτημα νά είναι κάπως συγκαιρινές τοϋ άγίου: καταρχήν πρόκειται γιά τή μαρτυρία τοΰ θ ε ο δ ώ ρ η τ ο υ τής Κύρου πού επισκέφθηκε τ ό ν άσκητή, κουβέντιασε μαζί του πολλές φορές κι' έγραψε, ενώ ζούσε άκόμα ό Συμεών, ένα Βίο τοϋ άγίου Συμεών τοϋ Στυλίτη πού τόν ένσωμάτωσε στήν έκκλησιαστική Ιστορία του - πρόκειται έπίσης και γιά τή μαρτυρία κάποιου όνόματι 'Αντωνίου, κατοπινού μαθητή τοϋ Συμεών, πού κι αύτός έγραψε ένα Βίο τοϋ άγίου, δυστυχώς έξαιρετικά φαντασιόπληκτο κα'ι συνεπώς άλεγχόμενο - τ έ λ ο ς πρόκειται γιά ένα συριακό βίο, τ ό Βίο τοϋ Μάρ Σεμαάν στήν κολώνα (στά συριακά Μάρ σημαίνει άγιος), γραμμένο γύρω σ τ ό 473, δηλ. δεκαπέντε χρόνια μετά τ ό θάνατο τοϋ άγίου, και πού άπό Ιστορική σκοπιά αύτός ό βίος φαίνεται νά είναι ό πιό σίγουρος άπ' τούς τρεις. Τό πρόβλημα τ ώ ν πηγών είναι άρκετά σημαντικό δσον άφορα τό στυλιτισμό, γιατί αύτή ή μορφή άσκησης φάνηκε τ ό σ ο έκπληκτική στούς ιστορικούς τ ο ϋ Χριστιανισμού ώ σ τ ε μερικοί άρνήθηκαν κι αύτήν άκόμα τήν ύπαρξή του. Ό Ιδιος ό θ ε ο δ ώ ρ η τ ο ς — παρόλο πού τίποτα δέν τόν έξέπλησσε σέ ζητήματα άσκητισμοϋ — δέν μπόρεσε νά κρύψει τήν έντύπωση πού τοϋ προκάλεσε ένας τ ό σ ο Ιδιόμορφος τρόπος ζωής κι έσπευσε νά προφυλαχτεί ένάντια στή δυσπιστία τ ώ ν μελλοντικών άναγνωστών του. «"Ολοι οί ύπήκοοι της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας»,
γράφει στήν άρχή τοϋ Βίου
τοΰ άγίου
Συμεών
τοΰ
Στυλίτη,
«γνωρίζουν τό φημισμένο Συμεών πού δικαιολογημένα μπορούμε νά τόν όνομάσουμε μέγα θαϋμα τοΰ κόσμου. Οί Πέρσες, oi Μήδοι καϊ oi ΑΙΘίοπες τόν ξέρουν κι αύτοΐ και ή Φήμη τών Αναρίθμητων έργων του καϊ τών θεϊκών άρετών του έχει φτάσει άκόμα κα'ι μέχρι τούς Σκύθες καϊ τοϋς Νομάδες. "Ομως παρόλο πού όλοι σχεδόν οί άνθρωποι της γής υπήρξαν μάρτυρες τών έκπληκτικών του κατορθωμάτων, διστάζω νά τά γράψω άπό φόβο μήπως, έπειδή είναι τόσο άπίστευτα, φάνουν σάν παραμύθια.»
'Εντούτοις, οΰτε ή ιστορία οΰτε ή ζωή τοϋ Στυλίτη άποτελοϋν μύθο. Γεννήθηκε τ ό 389 σ τ ό Σισάν, ένα χωριό κοντά στή Νικόπολη, στά σύνορα Συρίας και Κιλικίας' άφοΰ έκανε κάμποσο καιρό τ ό βοσκό άποφάσισε ν' άφιερωθεΐ στό θ ε ό . Τότε μπήκε σά μαθητευόμενος σ τ ό μοναστήρι τής Τελέδας, ένα άπό τά σημαντικότερα τής χριστιανικής Συρίας, σαράντα χιλιόμετρα βορειοδυτικά άπ' τ ό Χαλέπι· μπαίνει κάτω άπό τήν πνευματική καθοδήγηση ένός γέρου όνόματι "Ηλιόδωρου, «Αξιοθαύμαστου άνθρωπου, ό όποιος, άπό τά έξηνταπέντε χρόνια πού ζοϋσε, είχε περάσει τά έξηνταδύο μέσα ο' αύτό τό μοναστήρι, δπου είχε γίνει δεκτός σέ ήλικία τριών έτών.»
Κι' άσφαλώς, «δέν γνώριζε καθόλου τά έγκόσμια, πράγμα πού Τόν έκανε νά λέει δτι δέν ήξερε οΟτε πώς ήταν ή κότα ή τό γουρούνι!»
Έκεΐ, πολύ γρήγορα, ό Συμεών διακρίνεται άπό τούς άλλους μοναχούς γιά τήν τ ό σ ο άπίστευτη σκληραγώγησή του ώστε τελικά τόν παρακαλούν, εύγενικά
123
άλλά έπίμονα, νά έγκαταλείψει τό μοναστήρι. "Υπακούει άμέσως καί, «πάει στό πλέον έρημο μέρος τοϋ βουνού, βρίσκει έκεϊ ένα ξερό πηγάδι πού δέν ήταν πολύ βαθύ καί κατεβαίνει έκεϊ μέσα γιά νά ύμνήσει τό θεό.»
Σ' αύτό τό πηγάδι δέν έμεινε πάνω άπό πέντε μέρες, γιατί οί μοναχοί τής Τελέδας ένοιωσαν τύψεις, βάλθηκαν νά τόν γυρεύουν καί τόν βρήκαν στόν πάτο τοϋ πηγαδιού «άπ* δπου τόν βγάλανε μέ πολύ κόπο, γιατί ήταν δυσκολότερο ν' άνέβεις παρά νά κατέβεις.»
Άπό έκείνη τήν ήμέρα καί μετά, ό Συμεών θά έγκαταλείψει τήν κοινοβιακή ζωή γιά νά ζήσει σάν άναχωρητής καί νά δοθεί, μέ δλη του τήν ήσυχία, σέ τρομαχτική νηστεία καί σκληραγωγία. Γι αύτό θά έγκατασταθεϊ άρχικά στούς πρόποδες ένός βουνού στά βορειοανατολικά της Αντιόχειας, κοντά στό χωριό Τελνσίν· έκεϊ, γιά τήν περίοδο τής Κούρας, θά κλειστεί μέσα σέ μιά καλύβα δπου θά μείνει σαράντα μέρες χωρίς ν' άγγίξει τό ψωμί πού τοϋ φέρνουν, έτσι πού, δταν μετά άπ' αύτές τίς σαράντα μέρες, παραβιάσανε τήν πόρτα, «βρήκαν τόν άγιο κατάχαμα, άφωνο κι άκίνητο, λές καί τοϋχε φύγει ή ζωή.»
Τρία χρόνια άργότερα, θά έγκατασταθεϊ στήν κορυφή αύτοϋ τοϋ βουνού, σ' ένα μέρος πού σήμερα όνομάζεται Καλαάτ Σεμαάν (ό Πύργος τοϋ Συμεών) κι έκεϊ θά φτιάξει έναν περίβολο άπό ξερολιθιά καί «μιά σιδερένια άλυσσίδα μέ είκοσι κρίκους που έδεσε τή μιά της άκρη στό πόδι του καί τήν άλλη σέ μιά βαριά πέτρα, γιά νά μήν μπορεί νά βγεϊ έξω άπ* αύτά τά δρια, άκόμα κι δν ήθελε.»
Κι' έκεϊ, «άφοϋ ή άλυσσίδα μέ τήν όποία ήταν δεμένος δέν μπορούσε νά έμποδίσει τή σκέψη νά πετάει πρδς τόν ούρανό,»
άφοσιώθηκε άσταμάτητα, «στό νά κοιτάζει μέ τά μάτια τής ψυχής καί τοϋ πνεύματος δλα τά ύπερουράνια πράγματα.»
"Ολα αύτά τόν κάνουν φημισμένο γιά τήν τελειότητά του, πράγμα πού προσελκύει κιόλας γύρω άπό αύτό τόν περίβολο πλήθη προσκυνητών πού ζητάνε μέ πάθος νά δοϋν τόν άλυσσοδεμένο άγιο. "Ομως έγκατέλειψε γρήγορα αύτή τή θεαματική άσκηση, γιατί ό Πατριάρχης Αντιοχείας Μελέτιος τοΰ είπε πώς δταν κάποιος θέλει νά μείνει άκίνητος, μπορεί πολύ καλά νά τά καταφέρει μόνο χάρη στή δύναμη τής βούλησης χωρίς νά καταφεύγει σέ τοίχους καί άλυσσίδες. Ά π ' αύτό τ ό έπεισόδιο, άντιλαμβάνεται κανείς ένα άπό τά πιό σαφή χαρακτηριστικά τοϋ άναχωρητικοϋ πνεύματος: ό Συμεών έρμηνεύει κατά γράμμα τΙς άπαγορεύσεις καί τΙς προτροπές τοϋ άσκητισμοϋ οί όποιες, προφανώς, έχουν μόνο μεταφορική σημασία. Έπειδή τοϋ είπαν πώς πρέπει νά άλυσσοδένεται τό σώμα μέ τά δεσμά τής θέλησης καϊ τής άσκησης, ό Συμεών πράγματι άλυσσο-
124
δένει τ ό σώμα του και κλείνεται μέσα σέ καλύβα ή σέ περίβολο. Έπίσης, όταν άργότερα θά θελήσει νά «ύψωθεί» σέ άνώτερη πνευματική τελείωση,' θ' άνέβει πάνω σέ μιά κολώνα γιά νά βρίσκεται κοντύτερα στόν ούρανό. Ό άσκητισμός καί οί χειρονομίες του είναι ταυτοχρόνως συγκεκριμένες καί συμβολικές. Φαίνεται τελείως άχρηστο, καί μάλιστα λαθεμένο, νά θέλει κανείς πάση θυσία νά βρει προηγούμενα στυλιτισμού, καί γιά παράδειγμα, νά τά άναζητάει στό ένα ή σ τ ό άλλο ειδωλολατρικό τελετουργικό τής 'Αρχαίας Συρίας, δπως έκαναν όρισμένοι Ιστορικοί. Σ' ένα άπόσπασμα τού βιβλίου του Περί τής Συρίης θεού, ό ιστορικός Λουκιανός ό Σαμοσάτης μνημονεύει πράγματι μιά φημισμένη τελετή πού γινόταν στήν έποχή του στήν Συρία, πρός τιμήν τής θ ε ά ς 'Αστάρτης· κατά τή διάρκεια αύτής τής τ ε λ ε τ ή ς ένας άπό τούς συμμετέχοντες έπρεπε νά σκαρφαλώσει πάνω σ' ένα τεράστιο πέτρινο φαλλό, ύψους πενηνταδύο μέτρων, καί νά μείνει στήν κορυφή του μιά όλόκληρη βδομάδα. Τό μόνο κοινό σημείο πού μπορεί κανείς νά βρεί άνάμεσα σ τ ό στυλιτισμό καί σ* αύτή τήν τελετή, είναι ή σημασία πού οί Σύροι έδιναν σ' αύτήν άκριβώς τή διαμονή στήν κορυφή τοϋ φαλλού. Διότι, δπως γράφει ό Λουκιανός Σαμοσάτης, « τ ό πλήθος είναι πεπεισμένο πώς αύτός ό άνθρωπος, άπ* έκείνο τ ό ν ψηλό τόπο, συνδιαλέγεται μέ τοϋς θεούς, τούς ζητάει τή γονιμότητα όλόκληρης τής Συρίας και οί θεοί άκούν άπό πιό κοντά τήν προσευχή του*. Είναι — σχεδόν άκριβώς — ή φρασεολογία ποΰ χρησιμοποίησε ό θεοδώρητος τής Κύρου καί ό Εύάγριος ό Σχολαστικός καί πού άναγράφονται σάν έπικεφαλίδα αύτοϋ τοϋ κεφαλαίου γιά νά καθορίσουν τήν έννοια τής άσκησης τοϋ άγίου Συμεών. "Ετσι αύτό τ ό κείμενο μάς βοηθάει νά καταλάβουμε πώς αύτή ή πίστη στήν άξία καί τή δύναμη τής ύλικής άνώψωσης δέν έχει χριστιανκή άλλά ειδωλολατρική καταγωγή· μάς βοηθάει έπίσης νά καταλάβουμε γιατί ό στυλιτισμός γνώρισε τέτοια έπιτυχία στή Συρία. Έπειδή άποτείνεται σ' ένα συναίσθημα καί μιά πίστη πλατιά διαδεδομένη στήν ειδωλολατρική Συρία, σύμφωνα μέ τίς όποιες δσο ψηλότερα βρίσκεται κάποιος, τ ό σ ο καλύτερα κουβεντιάζει μέ τ ο ύ ς θεούς. Κι δταν ό Συμεών, ύστερα άπό τόν έγκλεισμό του σ τ ό περίβολο, θά έγκατασταθεί πάνω σέ κολώνα γιά νά άποφύγει τή φορτικότητα τών έπισκεπτών μερικοί άπό τούς όποιους μάλιστα φιλονικούσαν κιόλας γιά κουρέλια άπό τά ροϋχα του, θά θεωρηθεί σ τ ό έξής, μέσα σ' δλη τή Συρία, σάν άνθρωπος «πού μιλάει μέ τ ό θ ε ό » . Έ ν τούτοις, ή πρώτη του κολώνα δέν τόν έφερνε καί τόσο κοντά στόν ούρανό: είχε μόνο πέντε μέτρα ϋψος. "Ομως στή συνέχεια έγκαταστάθηκε πάνω σέ κολώνες έξι, κι έντεκα μέτρα ψηλές. Ή τελευταία κολώνα — πάνω στήν όποία πέθανε σέ ήλικία 70 χρονών, τ ό 459 — σ τ ό Καλαάτ Σεμαάν, είχε γύρω στά εικοσιπέντε μέτρα ύψος, «καθώς ή έπιθυμία του νά πετάξει πρός τ ό ν ούρανό τ ό ν έκανε ν' άπομακρύνεται δλο και περισσότερο άπό τή γή». Ή βάση αύτής τής κολώνας σώζεται στή Συρία, στό μέρος άκριβώς δπου πέθανε ό άγιος, δίπλα στήν πελώρια βασιλική ποϋ χτίστηκε στή μνήμη του κι άπό τήν όποία σώζονται σημαντικά έρείπια. Αύτή ή κολώνα κατέληγε στήν κορυφή σέ μιά πλατφόρμα τέσσαρα τετραγωνικά μέτρα, έτσι πού ό άγιος μόλις μπορούσε νά ξαπλώσει. Πράγματι, περνούσε δλες του τίς μέρες όρθιος — άκίνητος — κάνοντας προσευχή, καί κοιμόταν καθιστός, στηριγμένος πάνω σ' ένα μικρό στηθαίο πού έφτιαξε κατά μήκος τής πλατφόρμας γιά νά μήν π£σει κάτω σέ περίπτωση ζάλης. Συνέβαινε μάλιστα, δπως γράφει ό μαθητής του 'Αντώνιος σ' ένα άπόσπασμα τοϋ Βίου του, νά περνάει μέρες όλόκληρες όρθιος στό ένα πόδι. Σέ τ έ τ ο ι ε ς συνθήκες, τά μέλη του έπαθαν άγκύλωση καί γέμισαν πληγές καί έλκη
125
και γρήγορα μολύνθηκαν, άφοϋ ό Συμεών καθόταν μέρα καί νύχτα έκτεθειμένος στις άτμοσφαιρικές συνθήκες. "Ετσι, ένα χειμώνα, ό μηρός τοϋ Συμεών σάπισε σέ τέτοιο βαθμό, «ώστε άρχισε νά βγάζει σκουλήκια πού έπεφταν άπό τό σώμα του κάτω στά πόδια του, κι άπό κει στήν κολώνα κι έπειτα στή γή, δπου κάποιος νεαρός όνόματι 'Αντώνιος, πού ύπηρετοϋσε τόν άγιο κι έχει δεϊ καί περιγράψει δλα αύτά, μάζευε, κατά διαταγή τοϋ άγίου, τά σκουλήκια άπό τή γή, τοϋ τά ξανάδινε κι ό Συμεών τά ξανάβαζε πάνω στήν πληγή λέγοντας: «Φάτε λοιπόν αύτό πού σας έδωσε ό θεός.» "Οταν ό Συμεών δέν άσχολιόταν μέ τό νά βάζει σκουλήκια στίς πληγές του, «καθόταν έκτεθειμένσς στήν περιέργεια τών άνθρώπων, σάν ένα θέαμα τόσο καινούργιο καί θαυμάσιο ώστε όλα τά πνεύματα έμειναν κατάπληκτα. "Αλλοτε έπεφτε χάμω γιά νά κάνει μετάνοια στό θεό, κι άλλοτε στεκόταν δρθιος δσο τό δυνατόν περισσότερο. Οί μετάνοιές του ήσαν τόσο πολλές ώστε μερικοί, διασκέδαζαν νά τΙς μετράνε. "Ενας άπό έκείνους ποΰ μέ συνόδευαν μέτρησε μιά μέρα μέχρι τό χίλια διακόσια σαραντατέσσερα, καί μετά κουράστηκε νά μετράει.»
Κι ό θεοδώρητος προσθέτει πώς κατά τις μετάνοιές του « Ό Συμεών καταφέρνει νά άκσυμπάει τό μέτωπό του στά δάχτυλα τών ποδιών, γιατί, καθώς τρώει μόνο μιά φορά τή βδομάδα, ή κοιλιά του είναι τόσο έπίπεδη πού δέν τού κάνει καθόλου κόπο νά διπλωθεί στά δύο!»
"Οσο γιά τις νύχτες, 6 Συμεών δέν τις περνάει κοιμισμένος, άλλά προσευχόμενος, «μέ τά χέρια ύψωμένα πρός τόν ούρανό, μετά τή δύση τού ήλιου καϊ μέχρι την έπόμενη άνατολή, χωρίς ποτέ νά κλείνει τά βλέφαρα κι ούτε ν' άναζητάει τήν παραμικρή άνάπαυση.»
Καταλαβαίνει κανείς πώς ένα τέτοιο είδος ζωής προσέλκυσε γύρω άπό τόν άγιο πολυάριθμους έπισκέπτες καί προσκυνητές. "Ερχονται νά τόν δοϋν, νά τόν θαυμάσουν, ν* άφήσουν μέσα στό πανέρι πού κρέμεται μόνιμα μέχρι τή βάση τής κολώνας του, τό πρόσφορο ή τά τρόφιμα πού θά έπιτρέψουν στόν άγιο νά τρέφεται (γιατί ζεϊ μόνο άπό έλεημοσύνες) καί, άν είναι δυνατό, νά τοϋ άποσπάσουν μιά λέξη, μιά συμβουλή, μιά εύλογία. Ό θεοδώρητος μνημονεύει προσκυνητές, φερμένους άπό τις τέσσερις γωνιές τής Εύρώπης, έτσι πού γύρω άπό τήν κολώνα ύπάρχει «τόσο μεγάλο πλήθος άνθρώπων πού θ
View more...
Comments