Irvin Yalom - η Μανα Και Το Νοημα Τησ Ζωησ

August 13, 2017 | Author: Tsou Mina | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

Η "Μάνα και το νόημα της ζωής" είναι το δεύτερο βιβλίο αφηγημάτων του Ίρβιν Γιάλομ, μετά τον "Δήμιο του Έ...

Description

IRVIN D. YALOM Λ

-

' /

4

. ) 9 .

I



K

■η

^ Λ'

« id .

'

r.T

1

''

)

Λ



-

° iL^ *

'

b :

-iir*

i f

V : .' ^

ρημένους Λ ίά θ η μ α Ιο : Το 7τρ(οτο δνρ.ιρο

j 1g i^a

Αίάθ'ημα 2ο: Ό το ίχ ο ς μ έ rd 7ΐτ€ί>μσ.τα.

ίϊ.

ΜάΟημ^ί 3 ο : ΙΤένΟιμ'η ό ρ γη

141

ΜόΒ·ημ*χ 4 ο : Ό μα,νρος βόρβορος

155

Λίάθτ]μα 5ο : Λ ο γ ιπ ή και jtf^oSoaia

1 6 ',a

Μ ά θ η μ α 6 ο : Π ο τ έ μ ^ σ τείλ ε ις νώ μ ά θ εις γ ιά ποιόν χ τ ν η ά ε ι η κ α μ π ά ν α

17S

Μ άθ-ημα 7ο : Α π α γχ ίσ τρ υ ο σ η

193

Δίττλή έκ θ εσ η

2 ΐι

6. 'Η κ α τ ά ρ α χ η ς ο ύ γ γ α ρ έζί.κ η ς γ ά τ α ς

273

Σημείου μ α τοϋ σ ν γγρ α ψ έα

3ίΐ5

Ε ύ χ α ρ ισ τ ιε ς ’Οφείλω πολλές εύχαριστέες σέ δλους έκείνους πού διά­ βασαν τύ κείμενο, πού Ικαναν προτάσεις ή συνεισέφεραν μέ ούσιαστικύ τρόπο στήν τελική μορφή τοΰ βιβλίου: τή Sara Lippincott, τύν David Spiegel, τον David Vann, τήν Jo Ληη MiUer, τύν Murray Bilmes, τήν Ann Arvin, τύν Ben Yaloni, τύν Bob Berger, τύν Bichard Fumosa και τήν άδελ­ φή μου Jean Rose. "Οπως κάθε φορά Ιχω χρέος άγάττης στή σύζυγό μου Marilyn Yalom, πολύ περισσότερο άπ’δσο μπορώ νά έκφράσω. Είμαι έπίσης βαθύτατα ύποχρεωμέ­ νος στήν έπιμελήτριά μου Phoebe Hoss, πού σέ αύτύ τύ βιβλίο, δπως καΐ σέ τόσα άλλα, μοΰ άσκησε άνελέητη ττίεση νά δώσω τύν καλύτερο συγγραφικό μου έαυτό.

I.

Ή Μάνα καΐ τό νόημα της ζωής Χάν νά πεθαίνω* Δ υσοίω νοι ογκοι γύρω ά π ’ τύ χρ εβ ά τι μου. Κ αρδιακά μόνιτορ, φiάλες οξυγό­ νου, ένδοφλέβιοί όροί ποϊ> σ τάζουν ά ρ γ ά , σ ω λ η νά κ ια κά θε λ ο γ η ς : τά σ ω θικά τοΰ θανάτου. Κ λείνω τ ά μ ά τια και γ λ ι­ σ τράω στό σκοτάδι. Κ αι τό τε άφήνω μ ’ ^ναν ττί^ο τό κρεβάτι μου κι ά π ’ το δ ω μ ά τιο τοΰ νοσοκομείου βρίσκομαίι ξαφνικά εξω σ το γ^ιόλουστο ασ τραφ τερό λούνα-ττάρκ τοΰ Γκλέν Έ χ ο , έκ εΐ πού πριν άπό πολλές δεκ α ετίες περνούσα τίς Κ υριακές μου κάθε καλοκαίρι. "Ακούω τή μουσική ά π ^ τ ’ αλογάκια. Ε ίσ ττνέω μιά μυρω διά ύγρή καΐ κ α ρ α μ ελ ω μ έν η : π οπ -κόρ ν καΐ ζα ­ χαρω μένα μήλα- Δ έν κάνω «ττάση οΰτε σ τήν καντίνα μέ τήν π ο λ ικ ή αρκούδα γ ιά κρέμα π α γ ω τό , ουτε σ τό Ρ ώ σ ικ ο βουνό μέ τ ή διπ λή κατηφόρα, οΰτε στήν πανύψηλη ρόδα. Π ρο χω ρ ώ κατευθείαν σ τήν ούρά τώ ν εισιτηρίω ν γ ιά τό Τ ρενάκΐ τοΰ τρ ό ­ μου* Π ληρώ νω τό ναΰλο μου κ α ι ττεριμένω, ‘Έ ν α βαγονέτο σ τρ ί­ βει ά π ’ τή γω ν ία κ α ί φρενάρει μέ θόρυβο μ π ρ ο σ τά μου. Μ π α ί­ νω μέσα, κ α τεβ ά ζω τή ν μ π ά ρ α κ α ί βολεύομαι στήν ασφάλεια τοΰ καθίσ μ α τός μου. Ρ ίχ ν ω μ ιά τελευτα ία μ α τιά τριγύρ ω κα ι τότε, μέσα σέ μ ιά παρέα άνθρώ πω ν πού σ τέκονται καΐ π α ρ α κολουθοΰν, τ ή βλέπω . Τ ή ς γ νέφ ω μ έ τά δυό μου χέρια καΐ φ ω νάζω δυνατά γ ιά νά μ ’άκούσουν δλοι: « Μ ά ν α ! Μάνα ! w Έ κ ε ίν η τ ή σ τ ιγ μ ή τό βαγονέτο ορμάει μ πρ οσ τά . Π έφ τει π ά ­ νω σ τή δίφυλλη πόρ τα πού ανοίγει δ ιά π λ α τα κ ι άφήνει νά φ α­ νεί ένα μαΰρο χάος. Τ ρ α β ιέμ α ι π ίσ ω δσο πιό πολύ μ πορώ κα ί πρίν μέ κ α τ α π ιε ί τό σκοτάδι φ ω νάζω π ά λ ι: « Μ άνα ! Π ώ ς τά ττηγα. Μ άνα; Π ώ ς τά π ή γ α ; »

Μ

ΓΣΟΣΚΟΤΑΑΟ.

13

14

H ΜΛΝΑ KAJ TO NOHMA T H I Z tiH L

K ai τ ή σ τιγ μ ή άχ,όμα ττού σήκω να τό κεφάλι άττ’ τό μαξιλάρι καί προσπαθούσα νά τιν ά ξ ω τό όνειρο άπό πάνω μου, οί λέ­ ξεις εΐχαν μείνει κολλημένες στόν λαιμό μ ο υ : Ή Μάνα δμ ω ς κείτεται στό χώμα* Έ δ ώ καΐ 5έκα χρόνια νεκρή, π α γω μ ένη , μέσα σ ’ ενα άπλό φέρετρο άπό πεύκο σ ’ ένα εβραϊκό νεκροταφείο στα ττερίχωρα, της Ο ύώ σινγκτον. T t μένει άπό κείνην; Σ κ έτα κόκαλα μάλλον. Ο ι μικροοργανισμοί έχουν σίγουρα ξεπλύνει π ιά άπό πά νω τους και τό τελευταίο κ ο μ μ α ­ τάκι σάρκας, Θ ’ άπομένουν ίσ ω ς άχόμ α μερικές τοΰφες ά π ’τά άδυνατισμένα γκ ρ ίζα μαλλιά τη ς κι ο£ άκρες τώ ν μεγαλύτερω ν οστών, τοΰ μηρού καΐ τής κνήμης, θά συγκρατοΰν άκόμα λίγα ίχνη χόνδρων. '"Α ναί, καΐ τό δαχτυλίδι. Κ άπου μέσα Χ ωρίς νά πει λέξη, ό πατέρΐχς μου σηκωνότανί έκλεινε τόν φωνόγραφο καί συνέχιζε τό τυαιχνέδι μας σιωπηλός. Π ό­ σες φορές δέν εύχήθηκα, Σέ παρακαλώ. Μ παμπά, σέ παρα­ καλώ, μόνο αύτή τή φορά, δώ σ’ της μιά να πέσει αναίσθητη I Γ ια τί λοιπόν τής κουνοΰσα τό χ έ ρ ι; ΚαΙ γιατί τή ρωτούσα, τις τελευταίες ώρες της ζωής μου, « Π ώ ς τά π ή γα . Μ άνα;» Εϊναι δυνατόν -κ ι αύτή ή έκδοχή μέ διαλύει- νά Ιζησα δλη μου τή ζωή έχοντας ώς πρω ταρχικά μου άκροατήριο αύτή τήν άξιοθρήνητη γυναίκα; Ό λ η μου τ ή ζωή πά σχιζα νά ξεφύγω, ν’ άποδράσω ά π ’τό παρελθόν μου — άτυό τό στέτλ, ά π ’ τό κα­ τάστρωμα τού πλοίου, ά π ’τό γχέτο , άπό τά φυλαχτά, τις ψαλ­ μωδίες, τις μαύρες καμπαρντίνες, ά π ’τό μπακαλικο. Ό λ η μου τή ζω ή προσπαθούσα να κατακτ^ίσω τ"?]ν ελευθερία καί τήν ω ριμότητα. Είναι δυνατόν νά μήν κατάφερα νά ξεφύγω οΰτε ά π ’τό παρελθόν μου οΰτε ά π ’τή μάνα μου; Π ώ ς ζηλεύω κάποιους φίλους μου πού εΐχαν δμορφες, εύ­ γε νικές, υποστηρικτικές μτ]τέρες. Κ αι τί παράξενο πού αύτοί δέν εΐναι δεμένοι μέ τις μανάδες τους, οΰτε τούς τηλεφωνούν οΰτε τις επισκέπτονται, οΰτε τις ονειρεύονται οΰτε κάν τις σκέφτονται συχνά. Έ ν ώ έγώ χρειάζεται πολλές φορές τή μ έ­ ρα νά διώ ξω τή μητέρα μου άπ^τόν νοϋ μου κι άκόμα καί τ ώ ­ ρα, δέκα χρόνια μετά τόν θάνατό της, συχνά άπλώ νω αντανα­ κλαστικά τό χέρι στό τηλέφωνο νά της τηλεφωνήσω. Ά ναί, σέ λογικό επίπεδο 6λα αύτά τά καταλαβαίνω. "Έχω δώσει καί διαλέξεις γύρω άπό τό φαινόμενο. Ε ξ η γ ώ στούς α­ σθενείς μου δτι τά κακοποιημένα παιδιά πολλές φορές δυσκο­ λεύονται νά απεγκλωβιστούν άπό τις δυσλειτουργικές τους οι­ κογένειες, ένώ τά παιδιά καλών καί στοργικών γονιών μ εγα ­ λώνοντας φεύγουν μέ πολύ μικρότερη σύγκρουση. Αύτό εξάλ­ λου δέν εΐναι τό καθήκον τοΰ καλοΰ γονιού, νά δώσει στο παιδί. ^ ν ικανότητα νά φύγει άπ το σ π ίτι;

l8

Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Τό καταλαβαίνω, άλλα δέν μ ο ΰ αρέσει. Δέν μ ^αρέσει τυού ή μητέρα μου μέ έπισκέτττεται κάθε μέρα. Άττεχθά,νομαί. το γεγονος 6tl εχει μπεΤ τοσο βαθιά μέσα στίς αύλακώσεις τοΟ εγκεφάλου μου, ττού δέν 0ά μ πορέσ ω ποτέ νά τήν ξεριζώσω. Καί πάνω ά π ’ δλα άπεχθάνομαι τό γεγονός δτι στό τέλος της ζω ης μου νιώθω ύποχρεωμένος νά ρωτήσω, « Π ώ ς τά π ή γα . Μ άνα;» Σκέφτομαι τήν παραγεμισμένη πολυθρόνα στόν οίκο εύγηρίας πού ζουσε, στήν Ο ύώ σ ινγχτο ν. Σ χεδόν εμ πόδιζε τήν είσοδο στό δωμάτιό της και στά π λ ά γ ιά της εϊχε τυτυσσόμενα τρατυεζάκια μέ στοίβες τά βιβλία πού εΐχα γράψει, σέ τουλά­ χιστον £να, πολλές φορές καί σέ περισσότερα αντίτυπα, Ά φοΰ εΐχα βγάλει πάνω άπό δέκα βιβλία κι εΐχαν γίνει καί καμιά εικοσιπενταριά μεταφράσεις τους σέ ξένες γλώσσες, οι στοί­ βες ταλαντεύονταν επικίνδυνα. Σ^^χνά φαντασίωνα δτι Ινας μέτριος σεισμός θ ά ’φτάνε γιά νά θάφτει ή μάνα μου ώ ς τόν λαιμό κάτω άτυό τά βιβλία τοΰ μοναχογιου της. Ό π ο τ ε πήγαινα νά τή δώ, τήν έβρισκα καθισμένη σ ’αύτή τήν πολυθρόνα μέ δυό-τρία βιβλία μου στά γόνατά της. Τά ζύ­ γιζε^ τά μύριζε, τά χάιδευε - μόνο πού δέν τά διάβαζε. ^Ηταν σχεδόν τυφλή. Ά κόμ α καί πρίν χάσει τήν δράσή της δμω ς, θά της ήταν άδύνατο νά τά κ α τα λ ά β ει: ή μόνη της παιδεία ήταν ενα μάθημα πολιτογράφησης πού εΐχε παρακολουθήσει γιά νά αποκτήσει τήν αμερικανική ύτυηκοότητα. Έ γ ώ είμαι συγγραφέας, κι ή Μ άνα δέν μπορει νά διαβά­ σει* Κι δμως, σ ’αύτήν στρέφομαι γιά τή σημασία τοΰ ^ργου τής ζω ής μου. Π ώ ς θά τήν υπολογίσει; Ά π ό τή μυρωδιά, άπό τόν δγχο τώ ν βιβλίων μου; Άττό τό σχέδιο τοΰ εξωφύλλου, άπό τή λεία ξηρή υφή της κουβερτούρας; Ό λ η μου τήν εξαν­ τλητική έρευνα, τά άλματα της έμπνευσης* τή σχολαστική αναζήτηση τής καθαρής σκέψης, τώ ν άπιαστων καλοφτιαγμέ* νων φράσεων: αύτά δέν τά άντιλήφθηκε ποτέ. Π οιό εΐναι τό νόημα τής ζω ή ς; Π οιό εΐναι τό νόημα τής ζω ή ς μ ο ν; Α ύτά τά ϊδια βιβλία πού είναι στοιβαγμένα καί

Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ Ζ Ω Η Σ

ταλαντεύονται στά τραπεζάκια της Μάνας περιέχουν ξ ιπ α ­ σμένες απαντήσεις σέ τέτοια ερωτήματα, ίί Ε ίμ αστε πλάσμα­ τα πού αναζητούν evg νότιζα μένα νά διαχειριστούν T ^ jugapjE£i.Tii] κατάστασ^η-άτί ρίχτηκαν μέσα σ ’ ένα σύμ,πανπού δέν-έχει, χανένα εγγενές νόημα». Κι "ίξηγώ βτι γιά ν’ άποφύγουμε τέ>ν μηδενισμό, πρέττει νά^τη^οθουμε σ '|ν α ν διπλό στύχο. Π ρώ τα πρέπει νά_ έπι νοήσουμε .ή ν’άνακαλύψουμε Ινα σχέδιο νοήματος άρκετά-στιβαρο γιά νάστηρίξει μιά ζωή. Έ π ε ιτ α πρέπει νά _κατορθώσουμε νά ξεχάσουμε τύ γεγονος δτι εΐναι δική μας Ιτανόηση, καί νά ττείσο^^ με τόν έαυτό μας δτι δέν τό εφεύραμε ά ^ α ανακαλύψαμε - δτι έχει μιά ανεξάρτητη υ π α ρ ξη σ το σύμπαν. ΠΓποκρίνομαι οτι άποδέχομαι τή λύση πού δίνει 6 κάθε άν­ θρωπος, χωρίς νά τήν κρίνω, κρυφά δμο>ς τήν κατατάσσω σέ μία άπο τις ακόλουθες κατηγορίες: χάλκινη, ασημένια ή χρυσή. Μερικοί άνθρωττοι ζουν, γιατί τούς κεντρίζει ένα βραμα εκδι­ κητικού θριάμβου, Κάττοιοι, περιτριγυρισμένοι ά π ’ τήν άπύγνωση, τό μόνο ττού δνειρεύοντοα, εΐναι ή γαλήνη, ή αποδέσμευση καΐ ή απελευθέρωση ά π ’ τήν οδύνη. 'Ορισμένοι άφιερώνουν τή ζωή τους στην έτατυχια, τή χλιδή, τήν εξουσία, τήν αλήθεια. Άλλοι άναζητουν τήν ύττέρβαση τοΰ έαυτοΰ και άφοσιώνονται όλοκληρωτικά σ^έναν σκοττο ή σ ’5να άλλο 6ν —σ^ένα άγάττημένο πλάσμα ή σέ κάποια θεϊκή ουσία. ΚαΙ ύπάρχουν κι άλλοι TTOu άνακαλύτΓΓουν τύ δικό τους νόημα σέ μιά ζωή προσφοράς, στήν «ύτοπραγμάτωση ή στή δημιουργική έκφραση. *0 Νίτσε ελεγε, εχουμε άνάγκη την τέχνη, γιά νά μή μας σκοτώσει ή αλήθεια. *Έτσι κι έγώ θεωρώ δτι ή χρυσή οδός cTvKi ή δημιουργικοτγρα, κι ^ ω μετατρέψει όλόκληρη τή ζω ή μου, δλα μου τά βιώματα, δλα τά προϊόντα της φαντασίας μου β ’ ίνα ψυχικό βουναλάκι λίπασμα πού σιγοκαίει, ά π ’τό έποϊο προσπαθώ άπό καιρό σέ καιρό νά σμιλέψω κάτι νέο καί ώραιο. Τό δνειρό μου δμως άλλα λέει. ’Ισχυρίζεται δτι έχω αφιε­ ρώσει τή ζωή μου σ^Ιναν έντελώς διαφορετικό στόχο ~ στό νά κβρδίσω τήν αποδοχή της πεθαμένης μου μάνας.

a o ________________________________________ H ΜΑΝΑ KAl TO NOHMA THE ΖΩΗΖ

Eivat μιά πολύ δυνατή ι^χταγγ^λία: ττολύ ισχυρή γί,ά νά τήν αγνοήσω, ττολύ συνταρακτική γιά νά τήν ξεχάσω. ’Αλλά ίπ ω ς ίχ ω μάθει, τά ΐίνειρα δέν εΐναι οΰτε άνεξιχνΐαστα οΰτε άμετάλλαχτα. Στό μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου ύττηρξα Ινας τεχνίτης ονείρων. *Έχω μάθει ττώς νά τά Ιξημερώνω, νά τά διαλύω, νά τα άνασυνθέτω, Ξέρ πώ ς νά τούς άποστυώ τά μυστικά τους. ’Α φήνω λοιττόν το κεφάλι μου νά ξαναττέσει στό μαξιλάρι, μέ ξαναπαίρνει ό ΰττνος και τυλίγω πάλι τήν μτυομττίνα τοΰ ονείρου ώς τό βαγονέτο μέσα στό Τρενάκι του τρόμου.

Τό βαγονέτο σταματάει μ ’ ένα τράνταγμα καί μέ τινάζει π ά ­ νω στήν μττάρα άσφαλείας. Τήν άλλη σ τιγμή ξεκινάει πρός τήν αντίθετη κατεύθυνση kl άργά ξαναπερνάει άπ^τίς ττόρτες πού άνοιγοκλείνουν καί ξαναβγαίνει στόν ήλιο του Γκλέν Έ κ ο . « Μάνα, Μάνα 1» φωνάζω γνέφοντάς της καΐ μέ τά δυά μου χέρια. « Π ώ ς τά τυηγα; » Μ ’ακούει. Τ ή βλέπω ν’άνοίγει δρόμο μέσα στόν κόσμο μοι­ ράζοντας σττρωξιές δεξιά κι άριστερά. « Ό ι β ι ν \ τί ερώτηση εΐναι α ύ τ ή ;» λέει άνοέγοντας τήν μπάρα άσφαλείας καΐ τραβώντας με ά π ’τό βαγονέτο. Τήν κοιτάζω. Μοιάζει γύρω στά πενήντα ή έξήντα, εΐναι δυνατή καί γεροδεμένη, καί κουβαλάει μιά ξέχειλη κενττ)τή τσάντα γ ιά ψώνια μέ ξύλινες λαβές, χω ρίς νά καταβάλλει κα­ μία προστεάδεια. Είναι άσχημη άλλά δέν τό ξέρει καΙ περπα­ τάει μέ τό σαγόνι ψηλά σάν ν ά ’ταν όμορφη. Παρατηρώ τό γνώριμο περίσσευμα σάρκας πού κρέμεται ά π ’τό μπράτσο της καί τις κάλτσες της πού εΐναι τραβηγμένες καί δεμένες άκριβώς πάνω ά π ’τό γόνατο. Μου δίνει ένα μεγάλο ύγρό φι­ λί. Έ γ ώ υποκρίνομαι 6τι νιώθω τρυφερότητα, «Κ αλά τά πήγες. Ποιός θά μπορούσε νά ζητήσει περισσο­ ί, Αοά'κή 7Epo. Παίρνω μιά βαθιά, πολύ βαθιά άνάσα καΐ αρθρώνω τά λό­ γ ια : « Έ γ ώ σ ’ευχαριστώ. Μάνα. Έ γ ώ σ" ευχαριστώ j>. Ν ά πού δέν εΐναι καί τόσο δύσκολο. Γ ιατί μού πήρε πενήν­ τα χρόνια; Τήν ττιάνω άττ’τό μπράτσο, ϊσω ς γιά πρώ τη φορά, Ά π ’τή μαλακή σάρκα πάνω ά π ’τόν άγκώνα. Μοϋ φαίνεται άτταλή καί ζεστή, σάν τή ζεστή ζύμη τοϋ κίχελ πού έφτιαχνε, πρίν τό βάλει στόν φοϋρνο, « Θ υμαμαι πού μας έλεγες» σ ’Ιμ ένα yjcd στήν Τζήν» γιά τή σέβεν-άττ τοΰ θειου Σάιμον. Πρέττει ν ά ^ α νε πολύ δύσκολο γιά σένα ». «Δ ύσκολο; Έ μ ένα μοϋ λές. Μερικές φορές ή Μ πούμπα έπινε τή σέβεν-άπ του μ"Ινα κομμάτι ά π ’ τό κίχελ μου ξ έ ­ ρεις πόση δουλειά θελει νά φτιάξεις κ ίχελ - καί τό μόνο πού έλεγε ήτανε, τι ώραία ή σέβεν-άπ». « Εΐναι καλό πού μιλάμε, Μ άνα, Είναι ή π ρ ώ τη φορά, Τσω ς νά τό^Οελα πάντα^ καί γ ι ’αύτό νά παραμένεις στή σκέ­ ψη μου καΐ στά όνειρά μου. ’Ίσ ω ς άπό δώ και ττέρα νά*ναι α λ λ ιώ ς)). « Π ώ ς α λ λ ιώ ς; » « ’Ίσ ω ς νά μ π ο ρ ώ π ίά νά είμαι ττερισσότερο ό__£ΰιΐ^τό^Ηίίου

Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΟΗΣ

27

—να ζω γιά τούς σκοττούς χαί γιά τήν άττίίΓΤτολή :ιρ&ί^^ίί> Im λέγω νά ύπΐ^ρετήαω ». « Θές νά μ,έ ξεφορτω θείς; » « Ό χ ι - δηλαδή, οχι μ ’ αύτή τήν IwoLa, οχι μέ τήν κακή £ννοια. Θέλω καί γιά. σένα το ίδιο. Θέλω κι έσύ νά μπορέσεις ν’άναπαυτεϊς». «Ν *ανα παυτώ ' Μέ εΐδες ποτέ ν ’άνατταύομαι; Ό μπαμπάς σου κοιμότανε κάθε μεσημέρι. Μέ είδες ποτέ έμένα νά κοιμά­ μαι τδ μεσημέρι;» « Έ ννοώ δτι κι έσύ πρέπει νά Ιχεις τόν δικό σου «Να£, βέβαια τό θυμάμαι τ ’ όνειρό μου. Μάνα. Ά π ’ αύτό ξεκίντραν δλα », (ί Τ ’ όνειρό σον\ Αύτό άκριβώς θέλω νά σου πώ . Αύτό εΐναι τό λάθος, Ό ιβ ιν ~ έσύ νομίζεις δτι ήρθα έγώ σ τ ’ δνειρό σον. Έ ^ αύτό τό δνειρο δέν ήτανε δικό σου, γιόκα μου, ’"Ητανε δι­ κό μον. Τί νομίζεις, καί οί μανάδες βλέπουνε δνειρα».

2 .

Ταξίδια μέ τήν Πώλα ς ΦΟΙΤΗΤΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ διδάχτηκα τή λΕτττή τέχνη νά παρατηρείς, νά άκροασαι καΐ νά ψηλαφείς. Παρατήρησα κατακόχκίνους λαιμούς, έξογκωμ^Λ/α τύμπανα αύτιών καί τά φίδογυριστά ρυάκια τώ ν αρτηριώ ν τοΰ αμφιβληστροειδούς, ’Ακροάστηκα τον συριγμό τώ ν ψιθύρων της μιτροειδούς, τά κελαρυστά ττνευστά τώ ν εντέρων, τήν κακοφωνΐα άπά τούς άναττνευστικούς ρ^γχάζοντ^ς. Ψ ηλάφησα τις γλιστερές παρυ­ φές σπληνών καΐ συκωτιών* τήν τσιτω μένη επιφάνεια τώ ν κύ-στεων τώ ν ωοθηκών, τή μαρμάρινη σκληρότητα τοΰ καρκίνου τοΰ προστάτη, Ν αί, στήν Ια τρ ικ ή σχολή αύτό μας απασχολούσε —τό πώς μαθαίνουμε γιά τούς άσθενεΐς. Τό π ώ ς μαθαίνει κάνεις όμως άπό τούς άσθενεΐς, αύτό τό κομμάτι της ανώτατης εκπαίδευ­ σής μου ήρθε πολύ άργότερα, Τ σ ω ς νά ξεκίνησε μέ τόν Τ ζώ ν Ο ύάιτχορν, τόν καθηγητή μου πού ελεγε συχνά: « Ά κοΰτε τούς ασθενείς σας. Α φ ήστε τους νά σας διδάξουν. Γ ιά νά γ ί­ νετε σοφοί, πρέπει νά παραμείνετε μ α θ η τές». ΚαΙ εννοούσε πολύ περισσότερα άπό τήν τετριμμένη αλήθεια δτι δποιος ξέ­ ρει ν’ ακούει, μαθαίνει πιό πολλά γ ιά τόν άσθενή. Εννοούσε σέ πλήρη κυριολεξία ΐίτι πρέττει νά επιτρέπουμε στούς άσθενεΐς μας νά μας διδάξουν. Ά ντρας τυττικός, άμήχανος καΐ αριστοκρατικός πού ή γυα­ λιστερή φαλάκρα του περιβαλλόταν άπό ένα μισοφέγγαρο γκρίζω ν μαλλιών σχολαστικά κουρεμένο, ό Τ ζώ ν Ούάιτχορν ύπήρξε επί τριάντα χρόνια ένας πολύ ξεχωριστός πρόεδρος γιά τό Τ μήμα Ψ υχιατρικής του Πανετηστημίου Τζόνς Χάτυκινς,

Ω

?9

30

Η ΜΑΝΑ ΚΑΤ ΤΟ ΝΟΗΜΛ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Φορούσε γυαλιά μέ χρτ>σό σκΕλετά καΐ πάνω του δέν εΐχε τ ί­ ποτα ττεριττό — οΰτε μιά ρυτίδα στο πρόσωτυο, ουτε μιά τσά^ κιση στο καφέ κοστούμι ττου φορούσε κάθε μέρα, δλη τή χρο­ νιά ( φανταζόμασταν ί τ ι στήν ντουλάπα του θά εΐχε ίίλλα δύοτρ£α πανομοιότυπα κοστούμια). Ο δτε μια τυεριττή έκφραση; δταν δέδασκε, μόνο τά χείλϊ) του κινούνταν. Ό λ α τά υπόλοιπα -χέρ ια , μάγουλα, φρύδια- χατά περίεργο τρόπο παρέμεναν ακίνητα. Σ τόν τρίτο χρόνο της ψυχιατρικής μου ειδικότητας πέντε συμφοιτητές μου κι έγώ περνούσαμε τ ’ απογεύματα τής Π έ μ ­ πτης κάνοντας επίσκεψη μέ τόν καθηγητή Ούάιτχορν, Προη­ γουμένως τρώ γαμε μεσημεριανό στό γραφείο του, Ινα δω μά­ τιο μέ δρύινη επένδυση στούς τοίχους. Τ ό φαγητό ήταν άπλό καί δέν εΐχε καμιά ποικιλία - σάντουιτς μέ τόνο, ποικιλία αλλαντικών, κρύες καβουροκροχέτες άλά Τσέσαταχ Μπέυ χαΐ γιά επιδόρπιο φρουτοσαλάτα καΐ μιά άνοστη καρυδόπιτα μέ πεκάν - ήταν δμως σερβιρισμένο μέ νότια φινέτσα: λινό τραττεζομάντιλο, αστραφτεροί άσημένιοι δίσκοι, πορσελάνινα σερ­ βίτσια. Τήν ώρα τοΰ φαγητού κάναμε μακροσκελείς συζητή­ σεις χω ρίς καμιά βιασύνη. Έ ν ω δλοι μοες είχαμε νά απαντή­ σουμε σέ κάποια τηλεφωνήματα και κάποιους άσθενεΐς πού ζη­ τούσαν έπ ιτα χτιχά τήν προσοχή μας» δέν ύπήρχε τρόπος νά βιάσουμε τόν καθηγητή Ούάιτχορν. Έ τ σ ι άκόμα κι έγώ , ό άν­ θρωπος μέ τό πιό πυρετώδες πρόγραμμα μέσα στήν όμάδα, έμαθα να βάζω τις ύττοχρεώσεις μου σέ αναμονή. Μέσα σ ’ έκεΐνο τό δίωρο είχαμε τήν ευκαιρία νά τόν ρωτήσουμε ότιδήπ ο τε: θυμάμαι πού τόν ρωτοΰσα λόγου χάρη γιά τή γένεση τής παράνοιας, γ ιά τήν εύθύνη τοΰ θεράποντος γιατρού πρός τόν αύτοκτονικό άσθενή, γιά τήν άσυμ βατότητα μεταξύ ντε­ τερμινισμού χαΐ Οεραπευτιχής αλλαγής, *Αν καί μοΰ άπαν­ τοΰσε διεξοδικά, ήταν σαφές πώ ς προτιμούσε άλλα θέματα: τήν άκρίβεια βολής τώ ν Περσών τοξοτών, τήν ποιοτική ανω­ τερότη τα τοΰ ελληνικού μαρμάρου σέ σύγκριση μέ τό ιστυανικό, τά κυριότερα λάθη πού Ιγινα ν στή μ ά χη του Γ κ έτ-

ΤΑΞίΔΙΑ ME ΤΗΝ ΠΩΑΑ

31

τυσμπεργκ, τόν βελτιωμένο xou περιοδικό τίΐνακα {άρχικά εΐχε σπΟΜ^ά,σει χη μ ικ ό ς). Μ ετά τό φαγητό άρχιζε νά, βλέπει μέσα στό γραφείο του διαδοχικά, τούς τέσσερις τ) πέντε ασθενείς που εϊχε στήν αρμο­ διότητα του, ένω έμεΐς παρακολουθούσαψ,ε σιωπηλοί. "^Ηταν έντελώς άδύνατο νά προβλέψουμε τή διάρκεια της κάθε συνέν­ τευξης. Ό ρισμένες κρατούσαν ένα, τέταρτο. Πολλές συνεχί­ ζονταν γιά; δύο και τρεΐς ώρες. θ υ μ α μ α ι πολύ έντονα τούς κα­ λοκαιρινούς μήνες, τό δροσερό σκιερό γραφείο, τήν τένττα μέ τίς πορτοκαλιές καί πράσινες ρίγες πού κρατούσε μακριά τόν άγριο ήλιο τής Βαλτιμόρης, τίς άναρριχτϊτικές μανύλιες ττού άγκάλιαζαν τά σιδερένια σ τηρίγματά της και τά σαρκώδη τους λουλούδια τρού κρέμοντι?ίν έξω ά τϊ'τό τζάμ^, *Απ’ τό γω ­ νιακό παράθυρο μπορούσα μόλις νά διακρίνω μιά άκρούλα τοΰ τκραίν τοΰ τεννις πού τϋροοριζότκχν γιά τά προσωπικό τοΰ νο­ σοκομείου. Ά , κάτι τέτοιες μέρες πόσο λαχταρούσα νά βγώ νά τταίξω! Έ π α ιζ α νευρικά τά δάχτυλά μου καί φανταζόμουν βο­ λέ, καθώς μέσα στό τεραίν οΐ σκιές μάκραιναν αδυσώπητα- Μό­ νο δταν τό σούρουπο κατάπινε και τίς τελευταίες άναλαμττές τών απογευματινών αγώνων, έχανα πιά κάθε έλπίδα καί αφιέ­ ρωνα ολοκληρωτικά τήν προσοχή μου στις συνεντεύξεις του )«αθηγητή Ούάιτχορν. Ό ρυθμός του ΐ ^ ν χαλαρός. Διέθετε άιχειρο χρόνο. Γιά τιΤϊοτα δέν εδειχνε νά εχει τόσο ενδιαφέρον δσο γ ιά τίς άσχολίες καί γιά τά χόμπυ τών άσθενών. Τ ή μιά εβδομάδα ένθάρρυνε ίναν Νοτιοαμερικανό καλλιεργητή νά μιλήσει μιά όλόκληρη ώρα γιά τά δενδρύλλια τοΰ καφέ* Τήν έπόμενη εβδομάδα ισως νά ήταν ένας καθηγητής Ισ το ρ ία ς ττού μιλοΰσε γιά τήν απο­ τυχία τής Ισ πα νική ς Α ρμάδας. Ε ΐχες τήν εντύπω ση 6τι ό ύττέρτατος σκοτυός του ήταν νά κατανοήσει μέ ποιόν τρόπο ίπηρέαζε τό υψόμετρο τήν ποιότητα τοΰ σττόρου τοΰ καφέ, ή ηοιά ήταν τά πολιτικά κίνητρα πού κρύβονταν τόν δέκατο Ικτο «Εώνα πίσω ά π ’ τήν Ίηπανική ’Αρμάδα. Μέ τόση λετττόΤ7)τα περνοΰσε σέ πιό προσω πικές περιοχές, ώ στε ένιωθα

3^

Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ THE ΖΩΗΣ

κάΒε φορά ^ π λ η ξ η , όταν ενας καχύττοτττος τταρανοϊκός άσθε­ νής «ρχιζε ξαφνικά νά μιλάει άνοιχτά γ ιά τόν έαυτό του καί γ ιά τόν ψυχω τικό του κόσμο. Ε π ιτρ έπ ο ν τα ς στόν άσθενή νά τόν διδάξει, ό Ούάιτχορν σχετιζόταν μέ τό τιρόσο>πο κι οχι μέ τήν τυαθολογία του συγ^ κεκριμένου άρρωστου. Ή στρατηγική του ένέσχυε τταντοτε Κϋά τόν αύτοσεβασμό τοΰ άσθενοΰς καΐ τήν προθυμία του ν^άποκαλύψει. πρ άγμ ατα γιά τόν εαυτό του. Ε ίχε Ιναν παμπόνηρο, θ ά ’λεγε κανείς, τρόπο νά διεξάγει τή συνέντευξη - κι 6μως 8έν εΐχε κα μ ιά πανουργία. Δέν υπο­ κρινόταν; εΐχε μιά γνήσια έταθυμία νά διδα χτεί καινούργια πράγματα* ’^Ηταν συλλέκτης, και μέ τόν τρόπο αύτόν εΐχε σ υγ­ κεντρώσει μέ τά χρόνια εναν έκπληκτικό θησαυρό πρα γμ α το­ λογικών κομψοτεχνημάτων. « Κ ερδίζετε κι έσεΤς καΐ οι άσθε­ νεΤς σας », Ιλεγε, « άν τούς επιτρέψετε νά σάς διδάξουν άρκετά πράγμ ατα γ ιά τή ζω ή τους καΐ γ ια τά ενδιαφέροντα τους. Μάθετε γ ιά τή ζω ή τους. Δέν θά εΐναι μόνο επιμορφωτικό γιά σας, άλλά τελικά θά μάθετε ίλ α δσα χρειάζεται νά γνω ρίζετε γ ιά τήν αρρώστια τους ».

Δ εκαπέντε χρόνια άργότερα, σ τίς άρχές τής δεκαετίας τοΰ 1970, δ δόκτωρ Ούάιτχορν είχε πεθάνει, έγώ εΐχα γίνει καθη­ γη τή ς Ψ υχιατρικής, καΐ μιά γυναίκα πού λεγόταν Π ώ λα μέ προχωρημένο καρκίνο τοΰ μΰί.

ΤΑΞΙΔΙΑ ME ΤΗΝ ΠίΙΛΑ

41

Μέ συνάρπασε έκείνη ή στρατυατσαρισμέντ] εικόνα πού μου τήν έδωσε Ινας άνθρωττος άτυόλυττα άγνωστός μου. Ε ΐχε σωθεΤ στήν απόβαση τ% Νορμανδίας Κύά τυοι,ός ξέρει σέ πόσες άλλες μάχες. "Ίσως να ήταν ένας οιωνός^ έτσι σκεφτόμουν. "Ισως νά μέ εΐχε τελικά αγγίξει ή θεία πρόνοια, Δυό χρόνια κουβαλοΰσα τήν εικόνα στό πορτοφόλι μου καί κάθε τόσο τήν έβγα­ ζ α καί τήν παρατηρούσα σκετΓτικός. K l έττειτα μιά μέρα ανα­ φώνησα : « Καί λοιπόν; Τ£ xl άν εΐναι αλήθεια οτι δέν ύτυάρχουν άθεοι στά χαρακώ ματα; Αύτό ακριβώς στηρίζει τή θέση τοΐί σκεπτικιστή: καΐ βέβαια αυξάνεται ή πίστη τή στιγμή του μεγοώύτερου φόβου. Αύτο άκρφώ ς είναι τό ζήτημα: 6 φόβος γεννάει ττίστη. Έ χο υ μ ε άνάγκη έναν θεό καί τόν έπιθυμοΰμε άλλά ή εύχή μας καί μόνο δέν τόν κάνει νά υπάρξει.. Ή πίστη, ίίσο φλογερή κι δσο αγνή, 6σο άπόλυτη, δέν μάς λέει τίποτα άΤΓολύτως γιά τήν πραγματικότητα της ύπαρξης του Θεού, Τήν Επόμενη μέρα σ^ενα βιβλιοπωλείο έβγαλα ά π ’ τό πορτοφόλι μου τήν εικόνα πού εΐχε πιά χάσει τή δύναμή της καΐ τήν έχω ­ σ α -μ έ προσοχή, γιατί άξιζε τον σεβασμό μου- άνάμεσα στά φύλλα ένός βιβλίου πού λεγόταν Γαλήνη τής ψυχής. Έ κ ε ΐ μπορεΐ νά τήν Ιβρισκε κάποια άλλη ταραγμένη ψυχή, κι ϊσως έκεί­ νη νά τή χρησιμοποιούσε μέ καλύτερο τρόπο. Παρόλο πού ή ιδέα τοΰ θανάτου μέ γέμιζε άπό πολύ καιρό μέ τρόμο, έφτασα νά προτιμώ τόν ώμο τρόμο άπό μιά πίστη π ο ύ ή κύρια άπήχησή της έγκειται άκριβώς στόν παραλογισμό της. Πάντα άπεχθανόμουν τήν απρόσβλητη διακήρυξη, « Π ιστεύω hteίδή εΐναι παράλογο ». Σάν θεραπευτής βέβαια κρατώ αύτά τά αισθήματα γιά τόν έαυτό μ ο υ : ξέρω δτι ή θρη­ σκευτική πίστη εΐναι μιά πανίσχυρη πηγή ανακούφισης καί π ο τ έ δέν τά βάζω μέ μιά πίστη, άν δέν διαθέτω καλύτερο ύποκατάστατο, Ό αγνωστικισμός μου πέρασε σπάνιες άμφιταλαντεύσεις. '^Ισως μερικές φορές τήν ώρα τής πρωινής προσευχής στό σχο­ λειό νά ένιωθα ναυτία βλέποντας δλους τούς δασκάλους καΐ τούς συμμαθητές μου νά ψιθυρίζουν μέ τό κεφάλι σκυμμένο

42

Η ΜΑΝΛ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΙΉΕ Ζ Ω Η Σ

απευθυνόμενοι στόν πατριάρχη πού βρίσκεται πέρα άπο τά σύννεφα, Μά 6λοι τρελάθηκαν καί μόνο έγώ έμεινα; αναρω­ τιόμουν, Ά ναέ, ήταν κι εκείνες οί φω τογραφίες του λατρεμέ­ νου μου Φράνκλιν Ντηλέηνο Ρ οΰζβελτ στίς εφημερίδες πού τόν έδειχναν νά πηγαίνει κάθε Κ υριακή στήν εκκλησία - αύτές μου έκοψαν τή φ όρα: τά πιστεύω τοΰ Ρ ούζβελτ οφει,λε κανείς νά τά πάρει πολύ στά σοβαρά. Τέ συνέβαινε βμως μέ τίς απόψεις της Π ώ λ α ; Μέ τό γρά μ ­ μα της στόν γίό της, μέ τήν πίσ τη της σ^έναν σκοπό πού μας περιμένει και πού δέν μπορούμε νά τόν φ ανταστούμε; Ό Φρόυντ θά διασκέδαζε μέ τή μεταφορά της —καί στό ζήτημα της θρησκείας μ ’ έβρισκε πάντα άπόλυτα σύμφωνο. « Ε κ π λ ή ­ ρωση ευχής, καθαρή καΐ απλή θά έλεγε ό Φρόυντ, « Ε υχό­ μαστε νά υπάρχουμε, φοβόμαστε τή μ ή ντιαρξη καί έτπνοούμε ευχάριστα παραμύθια, ΐίπου δλες οΐ εύχές μας βγαίνουν αλη­ θινές. Ό άγνω στος σκοπός πού μας περιμένει, ή ψυχή πού ζεΐ αιώνια, ό Παράδεισος, ή αθανασία, ό Θεός^ ή μετενσάρκωση - δλ" αύτά εΐναι αυταπάτες, βλα εΤναι τρόποι νά γλυκάνουμε τήν πικρή γεύση της θνητότητας ». *Η Π ώλα άντιδρουσε ττάντα μέ ήτΏΟ τρόπο στόν σκεπτικισμό μου καί μοΰ ύττενθύμιζε μαλα)ΐά δτι, δσο κι άν θεωρούσα άβάσιμα δλ’ αύτά στά όποια ττίστευε, δέν εΐχα τρόπο να τά διαψεύσω. Παρά τΙς αμφιβολίες μου οι μεταφορές της μου άρεσαν, κι άκουγα τά κηρύγματα rr^ μέ πιό πολλή ανοχή άπ^ δση εΐχα δειξει ποτέ σέ όποιονδήττοτε άλλον. '^Ισως νά μήν ήταν παρά μιά ανταλλαγή, ισως ν"αντάλλασσα ένα μικρό κομμάτι τοΰ σκετττικισμοΰ μου, γιά νά χωθώ λίγο πιό μέσα στήν ευλογία της. Με­ ρικές φορές άκουγα μάλιστα τόν έαυτό μου νά ξεστομίζει φρά^ σεις δ π ω ς: . Παρόλο πού εϊχαμε συναίσθηση δτι ή όμάδα δέν ήταν άρ­ κετά μεγάλη, ξεκινήσαμε μέ τέσσερα μέλη —την Πώλα, τον Σάλ, τόν Ρ ό μ π κι έμένα. Κ αθώς ό Σ άλ κι ή Πώλα δέν χρειάζονταν βοήθεια, κι έγώ ήμουν ό θεραττευτής, ό Ρ ό μ π άντιπροσώπευε τόν λόγο ΰπαρξης της όμάδας, Ό Ρ ό μ π δμως άρνιόταν ττεισματικα νά μας δώσει μεγάλη ΐκανοττοίηση. Προσπαθήσαμε νά τοΰ προσφέρουμε ανακούφιση καΐ καθοδήγηση σεβόμενοι Ο^υγχρόνως τήν επιλογή του ν^άρνειται τήν αλήθεια. Ή ΰποατήριξη της άρνησης δμως εΐναι ^να ε γ χ ε ίρ ιζ α υποκριτικό καί

46

Κ ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΛΗΣ

καθόλου ικανοποιητικό, ίδ£ως άφοΰ έκεΤνο ττού θέλαμε έμεΐς ήταν νά τον βοηθήσουμε ν’άττοδεχτεΤ τό γεγονός 6τι ττέθαινε καϊ να χαρεΤ οσο ττερισσότερο μττοροΰσε τή ζω ή πού τοΰ άττέμενε. Κανείς μας δέν περίμενε μέ χαρά τΙς συναντήσεις μας* Έ ττειτα άπό §υό μήνες οΐ ττονοκέφαλοι τοΰ Ρ ό μ π χειροτέρε­ ψαν καΐ μιά νύχτα πέθανε ήσυχα στόν υττνο του, ’Αμφιβάλλω άν τοΰ προσφέραμε καμιά βοήθεια, Ό Σ ολ ύττοδεχόταν τόν θάνατο μέ πολύ διαφορετικό τρό­ ττο. Τό ττνεΰμα του διευρυνόταν, καθώ ς ή ζω ή του δδευε πρός τό τέλος της. Ό επικείμενος &ζνατός του πλημμύρισε τή ζω ή του μ ’ ένα νόημα πού δέν τό γνώ ριζε προηγουμένως, Έ π α σ χ ε άπό πολλαπλό μυέλωμα, εναν εξαιρετικά επώ^υνο καρκίνο τώ ν οστών. Ε ίχε ττολλά κατάγμ α τα, καΐ τόν εΐχαν βάλει στόν γύψο ά π ’ τόν λαιμό ώς τούς μ η ρ ο ύ ς . τ α ν τόσο πολλοί οί άν­ θρωποι πού τόν άγαποΰσαν, ΐϊκΓτε δύσκολα πίστευες πώ ς ήταν μόνο τριάντα χρονών. Ό π ω ς ή Π ώ λα έτσι κι ό Σάλ εΐχε μ ε­ ταμορφω θεί τή σ τιγμή της μεγαλύτερης απόγνωσης, μπροστά στη συναρπαστική σύλληψη 6τι ό καρκίνος του ήταν ή ττνευματική του άποστολή. Αύτή ή άποκάλυψη πού βίωσε καθόρι. T iv τελευταίο λόγο δμως θά τόν ελεγε ή Εΰα, μιά γυναί­ κα μέ έπίσης εκπληκτική παρουσία; « Λ έγε δ,τι θέλεις, ΓΤώ­ λα» έγώ συνεχίζω νά ζηλεύω τον ξαφνικό θάνατο της φίλης μου. Έ μ ένα μου άρεσαν πάντα οι έχπλήξεις ». £ύντομ α ή όμάδα έγινε πολύ γνω σ τή στήν κοινότητα τοϋ Στάνφορντ. Εκπαιδευόμενοι -ειδικευόμενοι ψυχίατροι, νοσηλβύτριες, φοιτητές— άρχισαν νά τταρακολουθοϋν τις συνεδρίες ττίσω ά π ’ τόν μονόδρομο καθρέφτη. Μερικές φορές ήταν τόση ή όδύνη μέσα στήν όμάδα, πού οΐ εκπαιδευόμενοι δέν μπο­ ρούσαν νά τήν άντέξουν κι έβγαιναν τρέχοντας άπ^τό δω μά­ τιο παρατήρησης ξεσπώντας σέ κλάματα. Π άντα δμως ξαναγόριζαν. Μολονότι συχνά οι ψυχοθεραττευτικές όμάδες έττιτρέ­ πουν σέ εκπαιδευόμενους νά παρακολουθούν τΙς συνεδρίες τους, δίνουν πάντα μέ άπροθυμία τήν άδειά τους. Α ντίθετα μέ ΐούτη τήν όμάδα; ή δική μας όμάδα χαιρόταν νά ύπάρχει π α ­ ρακολούθηση. Ό π ω ς ή Π ώλα, έτσι καί οι υπόλοιπες γυναίκες ήθελαν νά έχουν τούς μαθητές τους. "Ένιωθαν δτι εΐχαν πολλά νά διδάξουν, και δτι ή θανατική τους καταδίκη τις εϊχε κάνει βοφότερες. Ιδ ίω ς ένα μάθημα τό εΐχαν μάθει πάρα ττολύ κα­ λά: δτι ή ζω ή δέν αναβάλλεται. Τώρα πρέπει νά τή ζήσεις, ίέ ν μπορεϊς νά τήν αναβάλεις γιά τό Σαββατοκύριακο, γιά τίς ϊία κ ο π ές, γιά τόν καιρό πού τά τταιδιά Οά φύγουν γ ιά να σπουδάσουν, γιά τά συρρικνωμένα χρόνια της σύνταξής σου. Δ ίν ήταν λίγες οι φορές πού άκουγα κάποια τους να θρηνεί, « Τ ί κρίμα ττού εττρεπε νά περιμένω τόσον καιρό, ώσπου τό

52

Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

σώμα μου νά καταφαγωθεΤ ά π ’ τόν καρχίνο, γιά νά μάθω νά ζώ », Έ κ είνη τήν έτυο;^ή άναλωνάμουν στό πώ ς θά π ετύ χω στόν ακαδημαϊκό χώ ρο, καΐ ή φρενίτιδα τοΰ προγράμματός μου -έρευνα, αιτήσεις γ ιά χρηματοδότηση, διαλέξεις, διδασκαλία καί γράψιμο— περιόριζαν τήν έπαφ ή μου μέ τήν Π ώ λα, Μ ή“ πω ς φοβόμουν νά τήν πλησιάσω περισσότερο; ’Ίσ ω ς ή κο­ σμική της προοπτική, ή αποδέσμευσή της ά π ’ τούς καθημε­ ρινούς στόχους νά άπειλοΰσε έκ βάθρων τήν άφοσέωσή μου στόν στόχο μου: νά επ ιτύ χω στήν ακαδημαϊκή αγορά. Τήν έβλεπα βέβαια κάθε εβδομάδα στήν όμάδα, οπου έγώ έφερα τόν τίτλο τοΰ θεραπευτή κι έκείνη - τί ήταν άλήθεικ ή Π ώ ­ λα ; οχι συνθεραττευτής, κάτι ά λ λ ο : έκείνη ήταν ό σύνδεσμος πού διευκόλυνε τή διαδικασία. Έ κ ε ίν η ενημέρωνε τά νέα μ έ­ λη πρίν μπουν στήν όμάδα, φρόντιζε νά γίνουν δεκτά μέ θερ­ μό τρόπο^ μοιραζόταν τις προσωτακές της έμπειρίες, τηλε­ φωνούσε στή διάρκεια τής εβδομάδας σέ δλα. τά μέλη, τά έβγαζε γιά φαγητό καί ήταν διαθέσιμη γιά όποιονδήποτε βρι­ σκόταν σέ κρίση. ■^ϊσως ό καλύτερος χαρακτηρισμός γ ιά νά περιγράψει κ α ­ νείς τόν ρόλο της νά ήταν «πνευμ α τικός σύμβουλος Ή Π ώ ­ λα ανύψωνε τήν όμάδα καί τή βάθαινε. Κάθε φορά πού μιλοΰ* σε, τήν ίίκουγα μέ μεγάλη προσοχή: οΐ συλλογισμοί της διέ­ θεταν πάντα απρόσμενη ένόραση. Δίδασκε τά μέλη πώ ς νά κάνουν διαλογισμό, πώ ς νά κοιτάζουν βαθιά μέσα τους* πώ ς ν ’ άναχαλύπτουν μέσα τους ένα κέντρο ήρεμίας, πώ ς νά εμ πε­ ριέχουν τόν πόνο. Μ ιά μέρα, τήν ώρα πού ή συνάντηση πλη­ σίαζε στό τέλος της, μέ αΐφνίδίασε βγάζοντας ά π ’τήν τσάντα της ένα κερί, τό όποιο άναψε κι άκούμπησε στό πάτω μα. « ’"Ας έρθουμε άκόμα πιό κοντά ή μιά στήν αλλη», εΐπε κι άπλωσε τ ά χέρια στά μέλη πού κάθονταν δεξιά κι άριστερά της. « Κ οιτάξτε τό κερί καί διαλογισ τείτε γιά λίγα λεπτά σ ιω ­ πηλά }>.

ΤΑΞΙΔΙΑ ME ΤΗΝ IJQAA

53

Πρίν να γνΐιΐρίσω τήν Πώλα 'ί^μουν πολύ βαθιά χωμένος στήν ιατρική παράδοση καΐ δέν θά χαριζόμουν καθόλου σε Ιναν θεραπευτή πού θά τελείωνε τίς σuvεδpίες της ομάδας του βάζοντας τά μέλη νά κρατιούνται χέρι χέρι καί νά κοιτάζουν ένα κερί χω ρίς νά μιλάνε. Ή πρόταση της Π ώ λα 6μως φάνη­ κε τόσο καλή ιδέα καί στά μέλη τής όμάδας καί σ ’ εμένα, πού άπό τότε τελειώναμε δλες μας τίς συναντήσεις μ ’ αύτόν τόν τρόπο. Ε κ είν α τά τελευταία λεϊττά άρχισα νά τά νιώθω ττολύτιμά» κι άν τύχαινε νά κάθομαι δίπλα στήν Π ώ λα, πρίν της άφήσω τό χέρι, τής τό Ισ φ ιγγα μέ θέρμη. Συνήθως ή Πώλα μιλοΰσε καί καθοδηγούσε τόν διαλογισμό αυτοσχεδιάζοντας, ττάντα δμως μέ μεγάλη αξιοπρέπεια. Μοΰ άρεσαν πολύ οι δια­ λογισμοί της, καί θά τήν άκούω ώς τό τέλος τής ζω ης μου νά μας δίνει όδηγιες μέ τόν ήρεμο τρόπο τη ς: «Ε λ ευ θ ερ ώ σ τε τόν θυμό σας, αφήστε τόν θυμό νά φύγει, άφηστε τόν πόνο νά φύγει, αφήστε τήν αύτολύττηση νά φύγει, Φ τάστε ώς τό κέν­ τρο σας, ώς τά ήρεμα, γαλήνια βάθη σας καί άνοιχτεΤτε στήν άγάπη, στή συγχώρεση, στόν Θεό », Λ όγια πού φέρνουν ίλιγ­ γο σέ κάθε τσιτωμένο έμπειριστή μέ ιατρική εκπαίδευση καί ίλεύθερο ττνευμα. Μερικές φορές άναρωτιόμουν άν ή Πώλα εΐχε άλλες άνάγ­ κες ττέρα ά π ’ τήν άνάγκη της νά βοηθάει τούς άλλους. Π αρό­ λο πού συχνά τή ρωτοΰσα τί μποροΰσε νά κάνει ή όμάδα γιά χείνην, δέν έπαιρνα ποτέ άπάντηση. Μερικές φορές προβλη­ ματιζόμουν, για τί λειτουργούσε μ ’ αύτόν τόν ττολυάσχολο ρυθ­ μό - κάθε μέρα έπισκεπτόταν πολλά άρρωστα μέλη. Τι τήν παρακινεί, άναρωτιόμουν, καί γιατί μιλάει γιά τά προβλήμα­ τά της μόνο σέ τταρελθοντικό χρ ό νο ; Μάς προσφέρει μόνο τις λύσεις της, δέν μάς αναφέρει ποτέ τ ά άλυτα προβλήματά της. Ποτέ δμως δέν μέ άπασχολοΰσε γ ιά πολύ, Ά λλω σ τε ή Πώλα Ιττασχε άπό προχωρημένο μεταστατικό καρκίνο και εξακο­ λουθούσε νά ζεΐ ξεπερνώ ντας καί τίς ττιό αισιόδοξες στατιστιχές. '^Ηταν ενεργητική, επαιρνε άττό πολλούς άνθρώπους καί Ιδίνε σέ πολλούς άγάττη, ήταν μιά ττνευματική ττηγή γιά κάθε

54

Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

άνθρωπο πού εΐναι, αναγκασμένος να ζήσει μέ τόν καρκίνο. Τ ί παραπάνω v i της ζητήσει κανείς; Α ύτή ήταν ή χρυσή έτυοχή τών ταξιδιών μου μέ τήν Πώλα. ’Ίσ ω ς έπρεπε νά εΐχα αφήσει τά πρ άγμ ατα σ ’ έκεΤνο τό σημεΤο. Μιά μέρα ΐίμως κοίταξα γύρω μου κι εϊδα πόσο εϊχε με^ γαλώσει τύ εγχείρημά μας - συντονιστές όμάδων, γραμματεια­ κή υποστήριξη, γ ιά νά μεταγράφονται οί περιλήψεις τών ει κάτι αύτό τό εγχείρημα, νά τό ερευνήσω, •ν’ αξιολογήσω τήν άποτελεσματικότητά του, νά δτ}μοσιεύσω τά άποτελέσματά μας, νά τό δημοσιοποιήσω^ νά ένθαρρύνω παρόμοια προγράμματα σέ άλλες περιοχές τής χώρας. Μέ λί­ γα λόγια, ήταν πιά καιρός νά υποστηρίξω τό έγχείρημα αύτό καί ν’ αποκτήσω υποστήριξη. Μιά ευνοϊκή συγκυρία προέκυψε» δταν τό Ε θ νικ ό Ιν σ τ ι­ τούτο γιά τόν Καρκίνο έστειλε μιά πρόσκληση ενδιαφέροντος γιά τήν κοινωνική-συμπεριφορική Ιρευνα γύρω άπό τόν καρ­ κίνο τοΰ μαστοΰ. "Η αίτησή μου ^ ι ν ε δεκτή, καί τυηρα μιά χρηματοδότηση πού μοΰ εδινε τή δυνατότητα ν’ αξιολογήσω τήν άποτελεσματικότητα της θεραπευτικής μου προσέγγισης στίς άσθενεΤς μέ καρκίνο τοϋ μαστοϋ σέ τελικό στάδιο. ^Ηταν

ΤΑΪΙΔΙΑ ΜΈ ΤΗΝ ΠΩΛΑ

55

Ινα άττλο καΐ ξεκάθαρο πρόγραμμα. "Ένιωθα βέβαιος δτ^ ή θε­ ραπευτική μου προσέγγκτη βελτίωνε τήν ποιότητα ζωής τών άσθενών σέ τελικά στάδιο καί 6τι τό μόνο πού χρειαζόμουν ήταν ν’ αναπτύξω μιά συνιστώσα αξιολόγησης — νά μοιράζω ερωτηματολόγια πρίν άπό τήν είσοδο τών μελών στήν όμάδα καί σε τακτά χρονικά διαστήματα μετά τήν είσοδό τους. Παρατηρήστε 6τι τώρα αρχίζω να χρησιμοποιώ περισσό­ τερο τό πρώτο πρόσωπο: ίί άτΐοψάαισα... έκανα α ίτη σ η ,., ή θεραπευτική μον προσέγγιση». Κ αθώς κοιτάζω πρός τά πίσω καί κοσκινίζω τίς στάχτες τής σχέσης μου μέ τήν Π ώλα, υ­ ποπτεύομαι δτι αύτό τό πρώ το πρόσωπο ήταν έκεινο πού προμήνυε τή φθορά τής άγάπης μας, '^Οταν τή ζοΰσα όμως έχείνη τήν περίοδο* δέν εΐχα καμιά επίγνωση τής παραμικρής φθοράς. Τά μόνο ποΐ) θυμαμαι εΐναι δτι ή Πώλα μέ γέμιζε μέ φώς* κι δτι έγώ ήμουν ό βράχος της* τό λιμάνι πού αναζη­ τούσε μέχρι τότε, "Ήμασταν κι οΐ δυό τυχεροί πού ε’ί χαμε βρεϊ ό ένας τόν άλλον. Γιά Ινα εΐμαι βέβαιος: τά πράγματα άρχισαν νά στραβώ­ νουν λίγο καιρό μετά τήν έττίσημη έναρξη της χρηματοδοτού­ μενης ερευνάς. Σ τή σχέση μας άρχισαν να εμφανίζονται πρώτα μικρές σχισμές, σάν κλωστές, καί Ιπειτα μεγάλες ρωγμές. "Ισως τό πρώτο ξεκάθαρο σημάδι δτι κάτι δέν πήγαινε καλά νά ήταν ή μέρα πού ή Π ώλα μού εϊπε οτι ενιωθε νά γίνεται αντι­ κείμενο εκμετάλλευσης άπ" τό ερευνητικό πρόγραμμα. Το σχό­ λιό της μοΰ φάνηκε παράξενο, γ ια τί εΐχα προσπαθήσει μέ δλους τούς δυνατούς τρόπους νά διαμορφώσω τόν ρόλο της μέ­ σα στό πρόγραμμα άκριβώς δπως τάν εΐχε ζητήσει: έκείνη έπαιρνε συνέντευξη ά π ’τίς καινούργιες υποψήφιες γιά τίς όμά­ δες, δλες γυναϋίες μέ μεταστατικό καρκίνο τοΰ μαστοΰ, καί βοη­ θούσε στή διαμόρφωση τών ερωτηματολογίων αξιολόγησης. Ε π ιπ λέο ν τής εΐχα εξασφαλίσει μιά πολύ καλή άμοιβή - πολύ μεγαλύτερη ά π ’ τή μέση άμ οφ ή τοΰ ερευνητικού βοηθοϋ καί ττερισσότερα χρήματα ά π ’ οσα εΐχε ζητήσει ή ίδια. Λ ίγες έβδομάδες άργότερα, σέ μιά συζήτηση πού μέ άνα-

56

Η ΜΑΝΑ ΚΑί ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

στάτωσε, μου εΐττε δτι αισθανόταν τυώς εΐχε κουραστεί ττολύ και ττώς ήθελε νά ^χζι ττερισσότερο χρόνο γ ιά τόν έαυτό της, "Ενιωσα δτι τήν καταλάβαινα καΐ προσπάθησα νά της προτεί­ νω λύσεις γ ιά νά μειώσει τούς φρενήρεις ρυθμούς της. Λ ίγο αργότερα ύττέβαλα στό Ε θ ν ικ ό ’Ινστιτούτο γιά τόν Καρκίνο τη γρατττή εκθεσή μου γ ιά τήν πρ ώ τη φάση τής έρευνας. Μολονότι φρόντισα νά βάλω τό 6νομά της πρώτο στόν κατάλογο τώ ν συνεργατών τ ^ έρευνας, σέ λίγο έφτασε σ τ ’ αύτιά μου δτι ήταν ^υσαρεστημένη μέ τον τρότυο τυού τήν άνέφερα. Έ κ α ν α τό λάθος να μή δώ σω σημασέα σ ’αύτή τή φ ήμη: μοΰ φαινόταν δτι δέν άντιπροσώτιιευε τήν Ιΐώ λα. Έ ττειτα άπό λίγο καιρό εισήγαγα ώ ς συνθεραττεύτρί,α σέ μιά όμάδα τήν κυρία Κίνγκσλεϋ — μιά νεαρή ψυχολόγο, ή όττοία, τταρά τό γεγονός βτι δέν εΐχε εμπειρία μέ καρκινοπα­ θείς, ήταν εξαιρετικά έξυτυνη, εΐχε καλές προθέσεις και μ εγά ­ λη αφοσίωση. Π ολύ σύντομα ή Π ώ λ α έψαξε νά μέ βρει. « Αύτή ή γυναίκα », εΐπε μέ ΰφος στριμμένο, ί< εϊναι ό πιό ψυ­ χρός, ό λίγότερο δοτικός (ίνθρωπος πού έχω συναντήσει. Καί χίλια χρόνια νά περάσουν, δέν θά μττορέσει νά βοηθήσει καμιά ά π ’ τις ασθενείς ». Α ιφνιδιάστηκα ~ και άπό τό πόσο εΤχε παρανοήσει τή νέα συνθεραπεύτρια καΐ ά π ’ τόν πικρό, καταδικαστικό της τόνο* Γ ιατί τόση σκληρότητα* Π ώ λα; σκέφτηκα. Γ ιατί εΐσαι τόσο άσπλαχνη, γιατί έχεις χάσει κάθε χριστιανικό ττνεϋμα; Ή χρηματοδότηση τής ερευνάς απαιτούσε νά οργανώσω μέσα στούς έξι πρώτους μήνες ένα διήμερο εργαστήριο, γιά νά ανταλλάξω απόψεις μέ μία έτητροττή έξι ειδικών στή θεραπεία τοΰ καρκίνου, στόν ερευνητικό σχεδιασμό και στή στατιστική ανάλυση. Προσκάλεσα τήν Π ώ λα κι άλλα τέσσερα μέλη τής όμάδας νά συμμετάσχουν ώ ς σύμβουλοι-ασθενείς* Τό εργα­ στήριο αύτό ήταν σκέτη βιτρίνα, μιά κατάφωρη απώλεια χρό­ νου και χρήματος. ’Α λλά έτσι εϊναι ή ζω ή στόν κόσμο της έρευνας πού χρηματοδοτείται άπό δημόσια κονδύλια: άπλώ ς μαθαίνεις νά προσαρμόζεσαι σ ’ αύτά τά προσχήματα. "Η Π ώλα

ΤΑΞ1ΔΤΑ ME ΤΗΝ ΠΩΛΑ

57

δμως θέν εννοούσε νά προσαρμοστεί. *Τπολογίζοντιας τά ττοσά τών χρημάτω ν πού ξοδεύτηκαν γ ιά τή διήμερη συνάντηση (ττερίπου 5.000 δολάρια), καταφέρθηκε εναντίον μου γιά τήν άνηθίκότητα του εργαστηρίου: « Σκέψου πόση βοήθεια θά πρόσ­ φεραν στούς καρκινοπαθείς 5.000 δολάρια ! » Πώλα, σκέφτηκα* σ ’ άγατιάω, άλλά μερικές φορές τά μπερ­ δεύεις δλα μές στό κεφάλι σου. « Μά δέν κατοίλα,βαίνεις 3>, της εΐπα, n 6τι είμαστε υποχρεωμένοι vi5c κάνουμε αύτόν τόν συμ­ βιβασμό ; Δέν υπάρχει τρόπος αύτές ot πέντε χιλιάδες δολάρια νά χρησιμοποιηθούν γιά τήν άμεση φροντίδα τών άσθενών. Καί το σημαντικότερο, άν δέν ακολουθήσουμε τΙς ομοσπον­ διακές δδτ^γίες τυού άτυαιτοΰν άτυο μας ενα εργαστήριο ανταλ­ λαγής απόψεων, θά χάσουμε τή χρηματοδότησή μας. Ά ν κα­ τορθώσουμε νά έπιμεινουμε, νά ολοκληρώσουμε τήν έρευνα καί νά δείξουμε τήν άξία πού εχει ή προσέγγισή μας γιά τούς μελ­ λοθάνατους άσθενεΐς μέ καρκίνο* θά ωφελήσουμε περισσότε­ ρους άσθενεΐς, πολύ τυερισσότερους άπ^ οσους μτυορουν νά βοηθηθοΰν άμεσα άτυ^ αύτές τις πέντε χιλιάδες δολάρια. Ά ς μήν είμα­ στε άκριβοί στά πίτουρα καί φτηνοί σ τ’ άλεύρι, Πώλα, Σέ τυαρακαλώ, συμβιβάσου της ζήττ)σα, « μόνο αύτή τή φορά Έ νιω θ α τήν απογοήτευσή της άττά μένα. Κουνώντας άργά τό κεφάλι μοΰ άπάντησε: ίί Νά συμβιβαστώ αύτή τή μιά φο­ ρά, "Ίρβ; Ό συμβιβασμός τυοτε δέν εΐναι ένας. *^Ενας συμβιβα­ σμός γεννάει πολλούς Ό λοι οΐ ειδικοί τυού συμμετείχαν στό εργαστήριο πρόσφε­ ραν τή συμβολή τους, άκριβώς αύτή γιά τήν οποία εΐχαν προσ­ κληθεί ( καί εΐχαν πληρωθεί τυολύ κοελά)* Ό ένας μίλησε γιά τίς ψυχολογικές δοκιμασίες μέ τίς όποιες μποροΰμε νά μετρήσου­ με τήν ϊΐατάθλιψη, τό «γχος, τούς τρόπους διαχείρισης κ«1 τό σημείο ελέγχου. *Ένας άλλος μίλησε γιά τά συίττήματα υγειο­ νομικής ττερίθαλψης. Έ ν α ς άλλος γ ια τά κοινωνικά μέτρα. Ή Πώλα ρίχτηκε μέ τυάθος στό εργαστήριο. Φαντάζομαι δτι ενιωθε πώ ς δέν μποροΰσε νά πα ίζει παιχνίδια άναμονής μέ τόσο λίγο καιρό πού τής άπέμενε. Α πέναντι στήν εμβριθή

58

Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩ ΗΣ

έπ[τροττή τών ειδικών έπαιξε έναν ράλα σωκρατικής αλογόμυ­ γας. Ό τα ν , άς ποΰμε, ή Ιπιτροττή συζτ^τοΰσε κάποιους άντικειμενικούς δείχτες αξιολόγησης της δυσπροσαρμοστικής δια­ χείρισης, δπω ς τό γεγονός δτι ένας άσθενής δέν σηκώνεται άπό τό κρεβάτι, δέν ντύνεται, άποσύρεται καΐ, κλαίει, ή Π ώλα ύτΓοστήριξε δτι γ ιά κείνην καθεμιά άπό τΙς δραστηριότητες αύτές ήταν κατά καιρούς μιά ττερίοδος επώασης, ή όποία τε­ λικά εισήγαγε μιά νέα φάση πού πολλές φορές ήταν μιά τζερίοδος ώρέμασης. Ά πέρριψε τίς άπόττειρες τών ειδικών νά τήν πεισουν πώς, άν κάνεις χρησίμοποιήΐϊει. ένα άρκετά μεγάλο δείγ­ μα, αθροίσει τις βαθμολογίες καί βρει μιά όμάδα ελέγχου, οι συλλογκτμοί αύτοί μποροΰν εΰκολα νά προκύφουν (ττατιν οΐ ΤΓίεσεις της ζωής του. Τό μόνο πού έβλεπε γύρω του ήταν πεινασμένα κουτάβια, κυνηγοί καΐ παγίδες. Μιά μέρα λοιττόν τό *σκασε γιά νά μείνει μόνο του. Ξαφνιχά άκουσε τούς ήχους μιας γλυκι,ας μελωδίας, μιας μελωδίας πού άπεττϊ^εε ευφορία καί γαλήνη. Άκολούθησε τό τραγούδι κι εφτασε σέ ένα ξέφωτο, χι έκεΐ εΐ^ε ένα μεγάλο τριζόνι νά λιάζεται ττά­ νω σ’ έναν κούφιο κορμό καΐ νά τραγουδάει, « Μάθε μου το τραγούδι σου εϊπε το τσακάλι στό τρι­ ζόνι, Καμιά άπάντηση, Τό τσακάλι τό ξαναζήτησε. Άλλά τό τριζόνι ^μενε σιωπηλό. Τελικά^ δταν τό τσακάλι, απείλησε να τό κάνει μιά χαψιά» τό τριζόνι δέχτηκε κι ίϊρχισε νά τραγου­ δάει το γλυκό του τραγούδι ξανά καί ξανά, ώσπου τό τσα­ κάλι τό ^μαθε απέξω. Μουρμουρίζοντας τό καινούργιο του τραγούδι» τό τσακάλι πήρε τό δρόμο της επιστροφής πρός τήν οικογένεια του. Ξαφνικά ^να κοπάδι χήνες πέταξε άττο πάνω του καί τοΰ τράβηξε τήν προσοχή. Ό τα ν ξαναβρηκς τή συγκέντρωσή του, άνοιξε τό στόμα του νά ξανατραγουδήσει» άλλά ανακάλυψε πώ ς εΐχε ξεχάσει τό τραγούδι. Γύρισε λοιπόν ττίσω στό ηλιόλουστο ξέφωτο. Στό μετ^^ξύ δμως τά τριζόνι εϊχε μαδήσει* εΐχε αφήσει τό άδειο περίβλη­ μά του νά λιάζεται στάν ιδιο κούφιο κορμό, κι εΐχε πετάξει στό κλαδί ένός δέντρου. Τό τσακάλι δέν εχασε καιρό» φρόντι­ σε νά κάνει δ,τι έπρεττε γιά νά έχει ταά μόνιμα τό τραγούδι μέσα του. Μέ μιά χαψιά κατάττιε τό περίβλημα τοΰ τριζονιού, νομίζοντας δτι τό τριζόνι βρισκόταν άκόμα έκει μέ^τα. Ξεκινώντας νά γυρίσει στό σττίτι του ανακάλυψε δτι έξαχ,ολουθοΰσε νά μήν ξέρει τό τραγούδι καί κατάλαβε δτι ό τρό­ πος γιά νά τό μάθει δέν ήταν κατκττίνοντας τό τριζόνι. "Έπρεττε νά βγάλει τό τριζόνι άπό μέσα του καί νά τό αναγκάσει νά τοΰ τό διδάξει. Πήρε λοιπόν ^να μαχαίρι κι άνοιξε τήν κοιλιά του γιά νά τό βγάλει. Κόττηκε 6μως τόσο βαθιά, πού πέθανε.

68

Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ Τ Η Ι ΖΟΗΣ

« Επομένω ς, Τρβ »* ψιθύρισε ή Πώλα σ τ’ αύτέ μου χαρί­ ζοντας μου το άμορφο άγγελ6κό της χαμόγελο yet, απλώνοντας το χέρι της γιά ν’αγγίξει το δικό μου, «πρέπει νά βρεΤς ίνα δικό σου τραγούδι ϊ). ’Ή μουν ΤΓολυ συγκινημένος: τό χαμόγελό της, τό μυστήριο» ή προσπάθειά της να κατακτήσει τή σοφία - αυτή ήταν ή Πώλα 7Π>ύ άγατΓοΰσα τόσο πολύ. Μοΰ άρεσε ή παραβολή. ταν ή παλιά γνώριμη Πώλα. "Ένιωσα δπως τόν ποΛιό καλό καιρό. Ερμήνευσα τά λόγια της κατά λέξη ^ τ ι θά πρέπει νά τραγουδήσω Ιναν δικό μου σκοπό- καΐ παραμέρισα τούς πιό σκοτεινούς, τούς πιό δυσάρεστους ύπαινιγμούς γιά τή σχέση μου μαζ£ της. ’Α χόμα και σήμερα άρνοΰμαι νά έξετάσω πιό 3αθιά αύτόν τόν μύθο.

Κι ετσί ή Π ώλα κι έγώ τραγουδήσαμε διαφορετικούς σκο­ πούς. Ή καριέρα μου προχώρησε: διηύθυνα έρευνες, ^ ρ α ψ α πολλά βιβλία, κέρδισα τά ακαδημαϊκά βραβεία καί τΙς προαγω γές πού μέ τόση λαχτάρα επιδίωκα- Πέρασαν δέκα χρόνια. Τό ερευνητικό πρόγραμμα γιά τόν καρκίνο τοΰ μαστού πού εΐχε ξεκινήσει μέ τη βοήθειά της εΐχε όλοκληρωθεΐ έδώ καί πολύ καιρό καί τά ευρήματα πού είχαν προκόψει εΐχαν δημο­ σιευτεί. Ε ίχαμε προσφέρει ομαδική θεραπεία σέ πενήντα γυ­ ναίκες μέ μεταστατικό καρκίνο τοΰ μαστοΰ κι εΐχαμε διαπι­ στώσει δτι, σέ σύγκριση μέ τριαντταεξι άσθενεΐς πού άποτελοΰσαν τήν όμάδα σύγκρισης, ή θεραττευτική όμάδα εΐχε βελ­ τιώσει πάρα πολύ τήν ποιόττ)τα τ9^ ζωής πού τούς άτυεμενε. (Έττειτα άπό χρόνια, σέ μιά μελέτη μακρας παρακολούθησης πού δημοσιεύτηκε στό Lancet, 6 συνάδελφός μου Δόκτωρ Ντέηβιντ Σπήγκελ, ά π ’ τόν όποΐο εϊχα τότε, παλιά, ζητήσει νά γίνει ό κύριος έρευντγτής τοΰ προγράμματος, απέδειξε τ ε ­ λικά 6τι ή όμάδα εΐχε επιμηκύνει σημαντικά τή ζω ή τών με­ λών τ η ς .) Ά λλά ή όμάδα ήταν πιά παρελθόν. Και οι τριάντα γυναίκες πού συμμετείχαν στήν άρχική « Ό μάδα-Γέφυρα

ΤΑΞΙΔΙΑ ME ΤΗΝ ΠΩΛΑ

χλΙ

69

οί όγδονταέξι γυναίκες ττού πήραν μέρος στή μελέτη γιά τόν μεταστατικό καρκίνο τοΰ μαστοΰ, εΐχαν ττεθάνει. Ό λ ε ς έκτός άπό μία. Μιά μέρα στόν διάδρομο τοΰ νοσοκο­ μείου μιά γυναίκα μέ κόκκινα μαλλιά και κατακόκκινο πρό­ σωπο μέ φώναξε και ε ΐπ ε : ί£ ’Έ χετε πολλούς χαιρετισμούς άπό τήν Π ώ λα Ούέστ))* Τήν Π ώλα ! "^Ηταν δυνατόν; Ζουσε άκόμα ή Π ώ λ α ; Κ ι έγώ οΐ>τε κάν τό ήξερα. "Ανατρίχιασα, για τί σκέφτηκα τΐ άνθρωτϊος εΐχα γ ίν ε ι: Ινας άνθρωπος πού δέν εΐχε ιδέα άν μιά ψυχή σάν τ ^ Π ώλα κατοικούσε άκόμα άνάμεσα στούς ζωντανούς. « Ά π" την Π ώ λ α ; Τ ί κά νει; » τραύλισα. « Ά π ό ποΰ τήν ξέ­ ρετε ;» « Πρίν άπό δυό χρόνια, δταν οΐ γιατροί διέγνωσαν δτι εχω λύκο, ήρθε νά μ ’ έπισκεφτεΤ καί μέ εισήγαγε στήν όμάδα της, μιά όμάδα αύτο [βοήθειας γιά άσθενεΐς μέ λύκο. Ά πό τότε μέ φροντίζει - Kt έμένα κι όλόκληρη τήν κοινότητα 6σων π ά ­ σχουν άπό λύκο». α Α υπαμαι γιά τήν πάθησή σας. Μά ή Π ώ λα πάσχει άπό λύκο; Δέν εΐχα ιδέα». Τ ί υποκρισία, σκέφτηκα. Π ώ ς Οά μ π ο ­ ροΰσα νά έχω ιδ έα ; Μ ήπως τής εΐχα ποτέ τηλεφω νήσει; « Αέει οτι τόν προκάλεσαν τά φάρμακα πού τής Ιδιναν γιά τόν καρκίνο ». « ΕΙΐναι πολύ άρρω σ τη;» « Μέ τήν Π ώ λα ττοτέ δέν ξέρει κανείς. Σίγουρα ή αρρώστια της δέν τήν Ιχει εμποδίσει νά ξεκινήσει μιά όμάδα υποστήρι­ ξης γιά τόν λύκο, νά καλεΐ γιά φαγητό δλους τούς καινούρ­ γιους άσθενεΐς, νά μάς επισκέπτεται δταν είμαστε πολύ χάλια γιά νά Ργοΰμε ά π ’ τό σπίτι, νά όργανώνει διαλέξεις ειδικών, ώστε νά ενημερωνόμαστε γιά τΙς νέες έρευνες γύρω απατόν λύ­ κο. Και σίγουρα ή αρρώστια δέν τήν εμπόδισε νά κιντ^τοποιήσει τήν επιτροπή ιατρικής δεοντολογίας νά ξεκινήσει μιά δι­ οικητική εξέταση γιά τά πεπραγμένα τών γιατρών πού τήν κουράριζαν γιά τόν καρκίνο ». Ό ργάνω νε, έκπαίδευε, φρόντιζε, ύποκινοΰσε, δημιουργούσε

70

H ΜΑΝΛ ΚΑΙ ΙΌ ΝΟΗΜΛ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

όμάδες αύτοβοήθειας γιά τον λύκο, τιμωρούσε τούς γιατρούς της - ναί, ήταν ή παλιά γνω στή Π ώ λα. Εύχαρίΐϊτησα τήν κοπέλα κι άργότερα τήν ίδια μέρα σχη­ μάτισα τον αριθμό τ % ΙΙώ λα τυού τόν θυμόμουν άκόμα α π έ­ ξω , παρόλο πού εΐχε τυεράσει μιά δεκαετία ά π ’ τήν τελευταία φορά ττού τής εΐχα τηλεφωνήσει, Π εριμένοντας νά σηκώς θυμαμαι ολους πάρα πολύ καθαρά, χαΐ νιώθω τή 5tκή σον παρουσίοι, Πώλα, Αύτή ή ιερότητα μοΰ φτάνει ». α ^^ϊρβ, σέ ξέρω καλά. Θυμήσου τ χ λόγια μου —θά ’ρθει μιά μέρα τυου θά συνειδητοποιήσεις πόοο θρήσκος εΐσαι στ^ αλή­ θεια, Άλλά δέν εΐναι σωστό νά προσπαθώ νά σέ προσηλυτίσω τήν ώρα πού πείνας. Π άω νά φέρω τό φαγητό». « Περίμενε μιά στιγμή, Πώλα, ΠρΙν άπό λίγα λετττά^ οταν είπες δτι ό αδελφός σου ήταν ένας άνθρωπος πού ποτέ δέν θά σέ παραμελούσε, αύτό τό σχόλιο τό προόριζες γιά μ ένα ;» tr Κ ά π ο τε», εΐττε ή Π ώλα, κοιτάζοντάς με μέ μάτια πού άστραφταν, ((μιά φορά πού σέ εΐχα πολύ μεγάλη άνάγκη, έσύ μ ’ έγκατέλειψες. Αύτό βμως ήταν τότε. Πάει, πέρασε. Τώρα ξαναγύρισες Ή μ ουνα βέβαιος 6τι ήξερα ποιό κάποτε εννοούσε - τότε πού ό Δόκτωρ Λή πέταξε τήν κιμω λία του στόν άερα. Πόση ώρα κράτησε ή τϊτήση εκείνης της κ ιμ ω λ ία ς; 'Ένα δευτερόλετττο; Δύο; Έ κεΐνες οι σύντομες σ τιγμές εΐχαν καρφωθεί στή μνήμη της. Θά χρειαζόμουν άξινα γιά νά τΙς στΐάσω, Δέν ήμουν άνότ)τος νά ττροσπαθήσω. Α ντίθετα, ξαναγύρισα στόν άδελφό της. « Αύτό πού είττες γιά τόν άδελφό σου^ δτι ήταν σάν βρά­ χος, μου θυμίζει έναν άλλο βράχο, τήν ττέτρα τοΰ θυμοΰ σου πού έβαλες κάποτε στό τραπέζι άνάμεσά μας. Τό ξέρεις δτι

74

Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ TC> ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

ποτέ ώ ς σήμερα 5έν μου εΐχες αναφέρει, τόν άδελφό σ ο υ ; Κι. 6 θάνατος του μέ βοηθάει νά καταλάβω μερικά πράγματα γιά μας τούς δύο. Μήττως ήμασταν πάντοτε ένα τρίο - εσύ, έγώ κί ό αδελφός σ ου; Α ναρω τιέμαι μ ή π ω ς ό θάνατός του εΐναι ό λόγος ττού έπέλεξες νά γίνεις έσύ 6 βράχος τοΰ έαυτοΰ σου ό λόγος ττού δεν μοΰ έπέτρεψες π ο τέ νά γίνω έγώ ό βράχος ΐτου; Μ ήπως ό θάνατός του σ ’ επεισε δτι κι οι άλλοι άντρες θά άποδειχνύονταν εύθραυστοι καί αναξιόπιστοι; » Σταμάτ7}σα και περίμενα. Π ώ ς θ ’ άντιδρουσε; Σ ’ 6λα τά χρόνια πού τήν ήξερα, ήταν ή π ρ ώ τη φορά πού της έχανα μιά ερμηνεία γιά τον έαυτό της, Ά λλά ή Π ώ λα δέν μίλησε. Συνέ­ χισ α : ίί Ν ομίζω πώ ς έχω δίκιο, καί νομίζω οτι ήταν καλο ττού πήγες σ 'α ύ τό το άναχωρητήριο, π ώ ς ήταν καλό πού προσπά­ θησες ν'άποχαιρετήσεις τόν άδελφό σου, ’Ίσ ω ς τώρα π ιά τα πράγματα άνάμεσά μας νά μποροΰν νά πάρουν εναν διαφορε­ τικό δρόμο J>. Κι άλλη σιωπή. "Έπειτα σηκώθηκε μ ’ ένα αινιγματικό χ α ­ μόγελο, εΐπε, -εΐπ ε ή Μαγνόλια γέρνοντας πρώς τή Ρ όζα καί χα μ η ­ λώνοντας τή φωνή της σ^ίναν δυνατά ψίθυρο-, « γ ιά νά φας, μπορει νά πρέπει νά φύγεις ά π ’ τήν Καλιφόρνια». Προσπαθώντας ν^άντλήσω άπό τή συζήτηση κάτι θεραπευ­ τικό, σταμάττ^σα τή δράση ( πρότεινα ^ναν « έλεγχο διαδικα­ σίας », δπω ς λέμε στή δική μας ορολογία) καί ζήτησα ά π ’ τά μέλη νά κάνουν κάποιες σκέψεις γιά τήν αλληλεπίδρασή τους. « Ρόζα, πώ ς νιώθεις σέ σχέση μέ τά δσα συμβαίνουν τώρα στήν όμάδα καί μέ τις ερωτήσεις πού σοΰ κάνουν έ Μάρτιν καί ή Μ αγνόλια; » « Δ έν εχω πρόβλημα μέ τις ερωτήσεις — δέν μ ’ενοχλούν. Κι ό Μάρτιν μοΰ εϊναι πολύ συμπαθής - » « Μ πορεις να μιλήσεις άπευθείας στόν ιδ ιο ; » ρώτησα. Ή Ρ όζα στράφηκε στόν Μ άρτιν. « Σέ συμπαθώ πολύ. Δέν ξέρω γ ια τ ί» . "Ε πειτα ξαναγύρκϊε προς τό μέρος μου: « Ό Μ άρτιν εΐναι εδώ μιά βδομάδα, άλλά σήμερα εΐναι ή πρώ τη φορά πού τοϋ μιλάω, έδώ στήν όμάδα. Φαίνεται σάν νά έχου­ με πολλά κοινά οι δυό μας, άν καί τό ξέρω δτι δέν έχουμε ». « Ν ιώθεις οτι οι άλλοι σέ καταλαβαίνουν; »

«Ό τι μέ καταλαβαίνουν; Δέν ξέρω. Έ , ναί, κατά κάποιον περίεργο τρόπο έτσι νιώθω. ’Ίσ ω ς αύτό νά εΐναι». (( Έ γ ώ αύτό εΐδα. Εΐδα τόν Μ άρτιν νά προσπαθεΤ δσο μπορει νά σέ καταλάβει* Καί δέν επιχειρούσε νά κάνει κάτι άλλο " δέν τόν άκουσα νά προσπαθεί νά σέ χειριστεί ή νά σοΰ τυεΐ τί να κάνεις, ουτε κάν νά σοΰ τυεΐ τι θά ’πρεπε νά τρώ ς ». (ί Καλό εΐναι πού δέν προσπάθησε κάτι τέτοιο. Δέν θά ώφε-

SOUTHERN COM FOR I

gg

λοϋσε σέ τίπ οτα ». Σ τό σημεΤο αύτο ή Ρόζα γύρισε ττρός τήν Κάρολ καί αντάλλαξαν ισχνά χαμόγελα συνένοχης. Α ύτή ή άτΓοκρουστι,κή συνωμοσία δέν μοΰ άρεσε καθόλου. "Ήθελα νά τΙς ταρακουνήσω τόσο δυνατά, ττού νά κουδουνίσουν τά κόκα­ λά τους, ’Ή θελα νά φ ω νάξω : ΐ( Σ τα μ α τή σ τε να πίνετε Κόκα Κόλα Α ά ιτί Μακριά άττ’τά ττοδήλατα γυμναστικής! Δέν είναι αστείο, Δ υύ-τρία κιλά δλα κ(. δλα σας χωρίζουν άπ* τόν θάνα­ το, κι δταν θ ά ’σαστε πιά πεθαμένες, όλόκληρη ή ζωή σας θά συνοψίζεται σέ δυό λέξεις που θά γραφτοΰν στόν τάφο σ α ς ; Π έθανα άδννατη ». Α ύτά τά συναισθήματα τά κράτησα φυσικά γιά τόν έαυτό μου, Τό μόνο ττού θά κατάφερνα θ ά ’ταν νά σπάσω τΐ,ς δττοιες αδύναμες κλωστές σχέσης είχα αρχίσει να εχω μαζί τους. *Αντίθετα εΐπα στή Ρ όζα; ffTo συνειδητοποιείς δτι μέσα άπ^τή συζήτησή σου μέ τόν Μάρτιν έχεις ή^η εκπληρώσει ^να μέρος τής σημερινής σου α τζέν τα ς; Ε ΐπες πώ ς ήθελες νά νιώσει ς δτι κάποιος σέ καταλαβαίνει, κι ο Μ άρτιν φαίνεται νά έκανε άκριϊώ ς αύτό ». ’Έ π ειτα στράφηκα στόν Μάρτιν. « Έ σ ύ πώ ς νιώθεις γ ι ’ αύ­ το ; » Ό Μάρτιν καθόταν καΐ μέ κοιτούσε. Σκέφτηκα πώ ς ό διά­ λογος αύτός ήταν ή πιό ζωντανή αλληλεπίδραση μέ άνθρωπο πού είχε ζήσει τά τελευταία χρόνια. « Θυμήσου », τοΰ εΐπα, « δτι ξεκίνησες αύτή τή συνάνττ^η λέγοντας δτι δέν εχεις πιά νά προσφέρεις τίποτα σέ κανέναν. Ά κουσα τή Ρόζα νά λέει δτι έκείνη τή βοήθησες. Έ σ ύ τό άκουσες;» Ό Μ άρτιν κούνησε καταφατικά τό κεφάλι. Εΐδα δτι τά μά­ τια του γυάλιζαν καί δτι ήταν πολύ συγκινημένος γιά νά ττεΤ περισσότερα. Κι αύτό πάντω ς ήταν αρκετό. Μ ’ ^να ελάχιστο παραθυράκι εΐχα κάνει πολύ 3ΐαλή δουλειά μέ τόν Μάρτιν καΐ τή Ρόζα. Τουλάχιστον δέν θά φεύγαμε μ ’ άδεια χέρια (κ ι ομο­ λογώ δτι ώ ς πρός αύτό μέ άπασχολοΰσαν εξίσου οι ειδικευό­ μενοι δσο καΐ οΐ άσθενεΐς).

ΙΟΟ

Η ΜΑΝΛ ΚΑί ΊΌ Ν Ο Η Μ Α ΤΗΣ ΖΟΗΣ

Ξαναγύρισα στή Ρόζα. « Π ώ ς νιώθεις σέ σχέση μ ’αύτά πού σοϋ λέει σήμερα ή Μ αγνόλια; Δέν ξέρω άν γίνεται νά φύ­ γεις ά π ’ τήν Κοιλιφόρνια, γιά ν ’αρχίσεις νά τρώς, αύτό πού εΐδα δμως ήταν 6τί ή Μαγνόλια Ιχανε μιά προσπάθεια νά σέ βοηθήσει», « Π ροσπάθεια; ’Απορώ πού τό λέτε αύτό ιι, εΐττε ή Ρόζα. « Δέν μπορώ νά φανταστώ τή Μ αγνόλια να κάνει προσπάθεια. Γ ιά τή Μαγνόλια τό να προσφέρει εΐναι κάτι φυσικό, δπω ς τό ν’ άναττνέει. Είϊναί ψυχούλα* Μακάρι νά μττοροΰσα νά τήν π ά ­ ρω στο σ πίτι μου μαζ( μου ή νά π ά ω νά μείνω στό δικό της « Άγάττη μου », ^ΐπε ή Μαγνόλια χαρίζοντας στή Ρ όζα ένα τεράστιο χαμόγελο όλο δόντια, u σ το δικό μου σπίτι δέν θά ’θελες ν ά ’ρθεις. Ό ,τ ι χαΐ νά κάνω* εΐναι αδύνατο νά τό άπολυμάνω* Ό λ ο εμφανίζονται αύτά: τά πράματα η. Μιλούσε προ­ φανώς γ ιά τις ψευδαισθήσεις πού εΤχε μέ τά Ιντομα. ο Πρέττει νά τήν προσλάβετε έδώ τή Μ αγνόλια», εΐπε ή Ρ όζα γυρνώντας πρός τό μέρος μου. « Α ύτή εΐναι ό ^ίνθρωπος πού κυρίως μέ βοηθάει. Κι οχι μόνο έμένα. Ό λους. Ά κόμα κι οι νοσοκόμες, στή Μαγνόλια πανε νά πουν τά προβλήματα τους ». « Τ ά παραλές, κοριτσάκι μου* Έ σ ύ τί έχεις; Έ τ σ ι αδύνα­ τη πού εΐσαι, εΐναι εΰκολο νά σοΰ δώσει κανείς πράματα. Κι Ιχεις μεγάλη καρδιά. Κάνεις τούς άλλους νά θέλουν νά σοΰ δώσουνε. Ά μ α βοηθάς τούς άνθρώπους, νιώθεις καλά. Γ ιά μ έ­ να αύτό εΐναι τό καλύτερο φάρμακο »* Γιά μερικές σ τιγμές δέν μποροΰσα να π ώ λέξη. Ή Μαγ^ νόλια μέ εΐχε μαγέψει —μέ τά σοφά της μάτια, μέ τό γλυκό της χαμόγελο, μέ τήν πλούσια περιφέρειά της. Καί μέ τά μπράτσα της - μπράτσα ιδια μέ τής μάνας μου, μ" εκείνες τις γενναιόδωρες δίπλες σάρκας πού κατρακυλούσε και έκρυβε τούς αγκώνες της. Π ώ ς θά ήταν άραγε νά σ *άγκοελιάζουν καί νά σέ λικνίζουν αύτά τά μπράτσα πού έμοιαζαν μέ σοκολατέ­ νια μαξιλάρια; Σκέφτηκα 0λα τά πράγμ ατα πού ένιωθα νά μέ πιέζουν στή ζω ή μου - τό γράψιμο, τή διδασκαλία, τή συμ­

SOUTHERN COMFORT

lO l

βουλευτική, τούς ασθενείς, τή γυναίκα μου, τά τέσίίερα παι­ διά μου» τΙς οικονομικές μου υποχρεώσεις, τΙς επενδύσεις μου την επένδυση τώ ν χρημάτω ν μου καΐ τώ ρα τών θάνατο της μάνας μου. Χ ρειάζομαι παρηγοριά, σκέφτηκα^ παρηγοριά a ro μιά Μαγνόλια - αύτο έχω ανάγκη, λίγη άπό κείνη την παρη­ γοριά πού μπορούν νά προσφέρουν τά μεγάλα της μπράτσα. Μου ήρθε στών νοϋ τά ρεφραίν άπό Ινα παλιό τραγούδι της Τ ζούντυ Κ όλλίνς: « Τ ό σ ες π ικ ρ ές σ τ ιγ μ έ ς .,, τόσες κακές σ τ ιγ μ έ ς ,.. "Αλλά άν γ ιν ό τ α ν .,. νά μαζέψεις τις πίκρες σου καί νά τις δώσεις ΐίλες σ ’ε μ έ ν α . θ ά φεΰγαν άπό σ ένα ,.. άσ’ τες σέ μ έν α ,.. δω σ ’ τες 6λες σ ’ έμένα w, Ε ΐχα πάρα πολύ καιρό να τό θυμηθώ αύτό τό τραγού&. Π ριν άπό χρόνια, δταν εΐχα πρωτακούσει τή μελωδική φωνή της Τζούντυ Κόλλινς νά τραγουδάει « νά μαζέψεις τις πίκρες σου καΐ, νά τις δώσεις δλες σ^έμένα»» ξύτυνησε μέσα μου μιά έτπθυμία, *Ήθελα νά μ π ω μέσα στό ραδιόφωνο νά βρώ αύτή τή γυναίκα καϊ ν'άδειάσω τις στενοχώριες μου στήν ποδιά της. Ή Ρ όζα μ ’ Ιβγαλε άπότομα ά π ’ τήν ονειροπόλησή μου: « Κύριε Γιάλομ» ρωτήσατε νω ρίτερα γ ια τί πισ τεύω 6τι οΐ άλλοι εΐναι καλύτεροι άπό μένα. Ν ά, τώρα βλέπετε τΐ έννοώ. Βλέπετε πόσο σημαντική εϊναι ή Μαγνόλια. Κ αι ό Μάρτιν. Κι οί δυό τους νοιάζονται γιά τούς άνθρώπους. Έ μ ένα οι άλλοι -ο ί γονείς μου, οΐ αδελφές μ ου- πάντα μου ’λεγαν δτι εΐμαι έγωίστρια. Κι έχουν δίκιο. Δέν απλώ νω τά χέρι νά κάνω τ ί­ ποτα γιά κανέναν. Δέν Ιχ ω τίποτα νά προσφέρω. Τό μόνο πού θέλω πραγματικά εΐναι νά μ ’άφήσουν ήσυχη», Έ Μαγνόλια εγειρε πρός τό μέρος μου. « Αυτό τό κορίτσι είναι τόσο ικανό»» εϊπε. « Τ κ α ν ό » — παράξενη λέξη. Π ερίμενα νά καταλάβω τί έwoo υσε. ((Ά ν βλέπατε τί ώραία κουβέρτα κεντάει γιά μένα στήν έργοθεραπεία. Σ τή μέση Ιχ ε ι δυά τριαντάφυλλα καΐ γύρω τους κεντάει κάτι μικρές μικρές βιολέτες, θ ά ’ ναι πάνω άπό είκοσι.

10-2

Η ΜΑΝΑ ΚΑ[ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

XL ά π ’ εξω φτιάχνει ένα ρέλι μ ’Ινα πολύ φίνο κόκχινο σχέδιο. Ά γά π η μου», εΐπε ή Μαγνόλια τώ ρα στή Ρόζα, « θ ά φέρεις την κουβέρτα αΰριο στήν ομάδα; K t εκείνη τή ζωγραφιά πού ζω γράφ ισ ες; )> Ή Ρόζα κοκκίνισε άλλά Ιγνεψε καταφατικά, Ό χρόνος περνούσε* Ξαφνικά συνειδητοποίησα 6τι δέν εΐχα διερευνήσει τί μποροΰσε νά προσφέρει ή όμάδα στή Μαγνόλια. Μέ εΐχε μαγέψει ύττερβολικά ή υπόσχεση της άπλοχεριας της κι ή άνάμνηση εκείνου του ρεφραιν: « θά φευγαν άττο σ ένα... ά σ ’τες σέ μένα», «Ξ έρεις, Μ αγνόλια, πρέττει νά ττάρεις κι έσύ κάτι άπ*τήν όμάδα. Ξεκίνησες τή συνάντηση λέγοντας δτι αύτό πού θέλεις άττ^τήν όμάδα είναι νά μάθεις ν ’ άκοΰς. Μ ’ εχει δμως εντυπω ­ σιάσει, και μάλιστα πολύ, τό πόσο καλά ξέρεις ήδη νά άκοΰς, ΚαΙ νά τταρατηρεΤς: δές πόσες λεπτομέρειες θυμάσαι γιά τήν κουβέρτα τής Ρόζας, Δέν νομίζω λοιπόν δτι χρειάζεσαι καΐ ττολλή βοήθεια, γιά νά γίνεις καλή άκροάτρια. Π ώ ς άλλιώς μπορούμε νά σέ βοηθήσουμε σ^αύτη τήν όμ ά δα ;» « Δέν ξέρω πώ ς μπορεΤ νά μέ βοηθήσει ή όμάδα ((Ά κουσα νά λέγονται πολλά καλά πρ άγμ ατα γιά σένα σή­ μερα. Π ώ ς νιώθεις γ ι'α ύ τ ό ; » « Έ , μ ’αρέσει βέβαια». {(Ό μ ω ς , Μαγνόλια, έχω τήν υποψία δτι αύτό τό ’χεις ξανα­ κούσει —δτι οι άνθρωττοι πάντα σ ’ άγαποϋσαν γιά δλ’αύτά πού τούς εδινες. Ά κριβώ ς αύτό τό πράγμα έλεγαν κι οί νοσοκόμες, πριν ξεκινήσει σήμερα ή όμάδα - δτι μεγάλωσες έναν γιό καί δεκαττέντε θετά παιδιά κι δτι ποτέ δέν σταματάς νά δίνεις. » Αύτό πού θέλω νά π ώ , Μ αγνόλια, εΐναι δτι μάλλον δέν βοηθάει καΐ πολύ νά σοΰ λένε οι άλλοι γ ιά τόν έαυτό σου πράγματα πού τά ξέρεις ήδη. Γ ιά νά μττορέσουμε νά σέ βοηΛ / ΐ^ y ^ y ^ -ί ■'! οησουμε εόω, πρεττει να^ σου όωσουμε κατι αλλο. Ισως να' πρέπει νά σέ βοηθήσουμε νά μάθεις καινούργια πράγματα γιά σένα, νά σοΰ ποΰμε πώ ς νιώθουμε γ ιά κάτυοια τυφλά σου σημεΤα, γ ιά πράγματα πού ϊσως Ισύ νά μήν τά καταλαβαίνεις)).

SOUTHERN COMFORT

103

« Μ ά σας τό Vot κιόλας. Έμενα, μέ βοτ)θάει νά βοηθάω τούς άλλους ». «Α ύτό τό ξέρω, xt είναι ε>>α άπό τά πράγμ ατα πού μ ’ αρέ­ σουν σέ σένα. Ξέρεις ίμ ω ς , ολοι νιώθουν δμορφα δταν βοηθάνε τούς άλλους, Ό π ω ς ό Μ άρτιν - εΐδες πόσο σημαντικό ήταν γιά κείνον πο6 μπόρεσε νά βοηθήσει, τή Ρ ό ζα μέ τήν κατα­ νόηση πού της εδειξε ». « Είναι καταπληκτικός ό Μ άρτιν. ’Ίσ ω ς νά μήν μπορεΐ \α περπατήσειJ τό μυαλό του 0μως εϊναι γερό» πολύ γερό ». « Έ σ ύ πραγμ ατικά βοηθάς τούς άλλους xl εΐσαι χαλή σέ αύτό. Είσαι ύττέροχη^ και συμφωνώ μέ τή Ρ όζα 6τι τό νοσο­ κομείο θά *πρεπε νά σέ προσλάβει. Ό μ ω ς , Μ αγνόλια», έκανα μιά παύση γ ιά νά έχουν τά λόγια μου μεγαλύτερο αντίχτυπο, « θά εκανε καλό στούς άλ?.ονς νά μπορέσουν νά βοηθήσουν κι αντοι εσένα, 'Ό ντας πάντα τόσο άπόλυτα δοτί,χή, δέν τούς α­ φήνεις νά βοηθηθοΰν βοηθώντας σε. Ό τ α ν ή Ρ όζα εΐπε 6τι θά ’θελε νά έρθει στό σπίτι σου, σκεφτόμουνα πόσο καταπλη­ κτικό θά ήταν νά σ ’ Ιχει συνέχεια νά τήν παρηγορεΐς. Κι έμέ­ να θά μ ’ άρεσε αύτό. Θά τρελαινόμουν γιά κάτι τέτοιο. Κ αθώς τό ξανασκέφτηκα ομως, συνειδητοποίησα ότι δέν θά ήμουνα ποτέ σέ θέση ν* ανταποδώσω τή βοήθεια σου, νά βοηθήσω έγώ εσένα, για τί έσύ δέν εκφράζεις ποτέ χανένα παράπονο. Π οτέ δέν ζήτας τίποτα. Γ ιά τήν ακρίβεια», έχανα πάλι ένα μικρό σταμάτημα, «0έν 0ά ένιωθα π ο τέ τήν ευχαρίστηση 0τι κάτι σον ττρόσψβρα». « Π οτέ δέν τό σκέφτηκα ετσι )>, Ή Μαγνόλια χούνησε τό κεφάλι της σκεφτική. Τά χαμόγελό της εΐχε εξαφανιστεί. « Α κ ρ ιβ ώ ς» . Κούνησα μέ Ιμφαση τό κεφάλι. Ή Μαγνόλια συνέχισε: « Έ χ ω άπογοητευτεΐ ά π ’ τόν έαυ­ τό μου. Π άντα ήθελα νά γίνω δασκάλα. Α ύτό ήτανε τ ’ όνειρό μου. Α λλά δέν έγινα ποτέ. Μερικές φορές μέ παίρνει άπό κά­ τω καί νομίζω δτι δέν έκανα ποτέ μου τίπ οτα ». « Ό μ ω ς , Μ α γνόλια », εΐπε ή Ρ ό ζα μέ ικετευτικό τόνο, ((κοίταξε πόσα εχεις κάνει γ ιά τόν Νταρνέλ καί γιά δλα σου τά θετά παιδιά. Τ ίποτα τό λές έσύ α ύ τό ; >» « Μερικές φορές νιώθω Ινα τίπ οτα . Ό Νταρνέλ δέν θά χ ά ­ νει τίποτα στή ζω ή του, δέν πάει πουθενά. Εΐναι ϊδιος ό π α ­ τέρας του »,

SOUTHERN COMFORT

105

Ή Ρόζα τή δΐ-έκοψε. Έμοιαζε ανήσυχη —οί κόρες τίον μα­ τιών της εΐχαν διασταλεΐ. Μοΰ μίλησε σάν νά ήτανε συνήγο­ ρος κι έγώ δικαστής στήν υπόθεση τής Μαγνόλια. « Μχγνόλια δέν μπόρεσε ποτέ νά μορφΐοθεΐ, κύριε Γιάλομ. Oocv ήτανε στήν έφηβεία, πέθανε 6 πατέρας της καΐ ή μητέρα της εξαφανίστηκε γιά δεκαπέντε χρόνια». Ξαφνικά μπήκε στή συζήτηση ή Κάρολ κι απευθύνθηκε κι έκείνη σ^έμενα; « Ά ναγκάστηκε να μεγαλώσει τά έφτά αδέλ­ φια της σχεδόν ολομόναχη ». ί£ “^Οχι ολομόναχη. ΕΙχα βοήθεια — απατόν πάστορα, αχό τήν εκκλησία, άπο ένα σωρό καλούς άνθρώπους ». Α γνοώ ντας τή διάψευση ή Ρόζα ξαναμίλησε σ ’ έμένα: « Τή Μαγνόλια τή γνώρισα πρίν άπό έναν χρόνο περίπου, τυού ήμα­ σταν κι οί δυό πάλι στό νοσοκομείο, καί μιά φορά, άφοΰ πή­ ραμε κι οί δυό εξιτήριο, τήν πήρα Ινα όλόκληρο άπόγευμα καί κάναμε μ^ά βόλτα μέ τ ’ αύτοκίντ)τα - γύρω στό Πάλο Ά λτο , στό Στάνφορντ, στό Μένλο Πάρκ κι ^ ε ι τ α ανεβήκαμε στούς λόφους, Ή Μαγνόλια μέ ξεναγούσε, Μοΰ Ιδειχνε τά πάντα, δχι μόνο τά μέρη πού είναι τώρα σπουδαία άλλά καί τό πώ ς ήταν όλη αύτή ή περιοχή παλιότερα κι όλα τά πρ άγμ ατα πού συνέβησαν πρίν άπό τριάντα-σαράντα χρόνια σέ κάθε συγκε­ κριμένο μέρος. ’^Ηταν ή ώραιότερη βόλτα πού εχω κάνει πο­ τέ »,

« Πώς νιώθεις γ ι’αύτό πού εϊπε ή Ρόζα, Μαγνόλια;» 'Η Μ αγνόλια μαλάκωσε ξανά, « Καλό εΐναι, καλό είναι. Αύτό τό κοριτσάκι ξέρει πώ ς τ ’ α γ α π ά ω » . « Ε π ο μ ένω ς, Μαγνόλια )>, εΐπα, c( φαίνεται πώ ς παρά τΙς δυσκολίες, παρά τις αντιξοότητες πού εΐχαν συσσωρευτεί στό δρόμο σου, εγινες τελικά δασκάλα ! Και μάλιστα καλή δασκά­ λα ». Τώρα ή όμάδα είχε πάρει μπρός. Έ ρ ιξ α μιά τυερήφανη μα­ τιά στούς ειδικευόμενους. Τό τελευταίο μου σχόλιο —ένα ώραιότατο παράδειγμα άναπλαισίωσης—ήταν σκέτο κόσμημα. "Ή λπιζα νά τό εΐχαν άκούσει.

lo 6

Η ΜΑΝίΑ KAJ τ ο Ν Ο Η Μ Α Τ Η Ι ΖίΙΗΣ

Ή Μ αγνόλια πάντω ς τά άκουσε. "Έμοιαζε βαΒιά συγκινημένη κι εκλαψε γ ιά άρκετά λεπτά. Ot υπόλοιποι σεβαστήκα­ με τή σ τιγμή και καθίσαμε σέ μιά ευλαβική σιω πή. Άλλά τά επόμενα λόγια της μέ κλόνισαν* Προφανώς δέν τήν εΐχα άκούσει δσο προσεκτικά επρεπε. « Έ χ ε ις δίκιο^ γιατρέ. Έ χ ε ις δίκιο». Κ αΐ μετά πρόσθεσε: « ’Έ χ ε ις δίκιο άλλά καΐ δέν εχεις δίκιο, Έ γ ώ εΐχα ένα ονειρο. Ηθελα να γίνω δασκάλα, νά πληρώνομαι δσα πληρώνουνε τις δασκάλες, νά "χω πραγματικούς μαθητές, νά μέ φωνάζουνε Κυρία Κλαίυ. Α ύτό έννοώ », « Ν αί, Μ αγνόλια», έπέμεινε ή Ρ όζα, « δές δμως κι ολα αύτά πού Ικανές —σκέψου τόν Νταρνέλ και τά δεκαπέντε θετά παιδιά πού σέ φωνάζουνε μαμά ». «Α ύτό δέν εχει καμιά σχέση μ ^εκείνο πού ήθελα έγώ , μέ τά δνειρά μου >ϊ, εΐπε ή Μ αγνόλια, κι ή φωνή της εΐχε μιά οξύ­ τητα καί μιά δύναμη, « Ε ΐχα κι εγώ όνειρα, οπως εχουνε οί λευκοί. Κι οί μαΰροι Ιχουνε βνειρα 1 Κι απογοητεύτηκα τυάρα πολύ ά π ’τόν γάμο μου. ’Ή θελα εναν γάμο ττού να κρατήσει δλη μου τή ζωή^ καί τό μόνο πού κατάφερα ήτανε νά κρατή­ σει δεχατέσσερις μήνες. "Ήμουνα ανόητη. Διάλεξα λάθος άν­ τρα. Α ύτός προτιμούσε τό ποτό άττό μένα », « Μάρτυρας μου ό Θεός », συνέχισε γυρίζοντας πρός τό μ έ­ ρος μου, ίί ποτέ δέν ^χω π εΐ κακό γ ιά τόν άντρα μου - μέχρι σήμερα, έδώ σ ’ αύτή τή συνάντηση. Δέν θέλω ό Νταρνέλ νά άκούσει ποτέ κακή κουβέντα γιά τόν πατέρα του. ’Α λλά εχεις δίκιο, γιατρέ. Έ χ ε ις δίκιο. Έ χ ω παράπονα. Πολλά πράματα πού ήθελα, δέν τ ά ’κανα ποτέ. Π οτέ δέν Ικανα αύτδ πού ονει­ ρεύτηκα. ΕΙΐναι φορές πού νιώθω μεγάλη πίκρα Δάκρυα κυλοΰσαν στά μάγουλά της, καΐ την τάραζαν σ ιω ­ πηλά αναφιλητά. Έ π ε ιτ α τράβηξε τό βλέμμα της ά π ^ ή ν ό­ μάδα, κοίταξε εξω ά π ’ τό παpάθupo κι άρχισε νά ξύνεται, στήν άρχή σιγά σιγά κι Ιπειτα μέ 6λο καί πιά βαθιές καί μα­ κριές χαρακιές, « Μ εγάλη πίκρα, μεγάλη πίκρα », έπανέλαβε. Έ νιω σ α δτι δέν ήξερα ποΰ βρίσκομαι. ’Ανησύχησα κι έγώ .

iiOUTHERN COMFORT

107

δπω ς ή Ρόζα. "Ήθελα να ξαναγυρίσει ή παλιά Μαγνόλια. ΚαΙ τό γδάρσίμό της μου ττροκαλουσε εκνευρισμό. Τ ί προστταθοί)σε νά δ ιώ ξ ε ι; Τ ά έντομα; *Η το γεγονός δτι ήταν μαύρη ; “Ή ­ θελα νά τήν πιάσω άπατούς καρπούς καΐ ν ’άκινητοττοίήσω τά χέρια της, πριν κάνει τό δέρμα τη ς κομμάτια. "Έγινε μιά μεγάλη παύση κι έττειτα ε ΐπ ε : « Εΐναι κι (5£λλα πράματα πού θά μποροΰσα νά πώ , άλλά εΐναι πολύ προσω πι­ κά )>. Καταλάβαινα οτι ήταν έτοιμη. Δέν άμφέβαλλα δτι μέ τήν παραμικρή προτροπή θά μάς έλεγε τά πάντα. Γ ιά μάς δμ α ς τούς υπόλοιπους άρκοΰσε ώς έκεΐ ττού εΐχε προχωρήσει. Παραήτανε μεγάλη ή δόση. Τ ά αλαφιασμένα μάτια τής Ρόζας μου έλεγαν; « Σ ά ς παρακαλώ, σάς παρακαλώ, φτάνει! Σ τα ­ ματήστε τη ν !» 'Αλλά καί γιά μένα ήτανε πάρα πολύ. Εΐχα ανοίξει τό καπάκι άλλά γιά π ρ ώ τη φορά δέν ήθελα νά δώ τί κρυβόταν άπό κάτω . *Έπειτα άπό δυό-τρία λετττά ή Μ αγνόλια σταμάτησε νά κλαίει καί νά ξύνεται. Σ ιγά σιγά τό χαμόγελό της ξαναγύρισε κι ή φωνή της μαλάκωσε. « Μ ετά σκέφτομαι δτι ό καλός Θεούλης έχει τούς λόγους του πού μάς έδωσε στόν καθέναν τό φορτίο του. Δέν θ ά ’τανε άλαζονικά νά προσπαθήσω έγώ να κατοίλάβω τούς δικούς του λόγους; )) Τ ά μέλη τής όμάδας σώπαιναν. Έ μ φ α νώ ς αμήχανα κοίτα­ ζαν άλλΰΰ, έξω ά π ’ τό παράθυρο —άκόμα κι ή Ντόροθυ. Έ γ ώ συνέχιζα νά προσπαθώ νά πείσω τόν έαυτό μου 0τι αύτό ή τα ­ νε καλή ψυχοθεραπεία: ή Μ αγνόλια ήρθε άντιμέτω πη μέ με­ ρικούς ά π ’τούς δαίμονες της καί τώ ρα μοιάζει να βρίσκεται στά πρόθυρα σημαντικής θερατΐευτικής δουλειάς. Συγχρόνως δμως ένιωθα δτι τήν εΐχα βεβηλώσει* ’Ίσ ω ς καί τά υπόλοιπα μέλη νά ένιωθαν τό ϊδιο. Δέν μιλούσαν δμως. Μιά βαριά σιωττή πλάκωνε τήν όμάδα. Διαδοχικά διασταύρω­ σα τό βλέμμα μου μέ τά βλέμματα δλων τώ ν μελών καΐ σιωττηρά τούς προέτρεψα νά μιλήσουν. "Ίσως νά εΐχα υπερβάλει διαβάζοντας τή Μ αγνόλια ώς μητέρα-γή. ’Ίσ ω ς μόνο έγώ νά

lo 8

Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜ Α THE Z i l H I

εΐχα χάσει, ενα είδωλο. ’Aywvicrr/jxja νά διατυττώσΐο αύτή τήν αίσθηση της βεβήλωσης μέ λόγια, γιά να τήν κάνω χρή Σιχαινόμουν αύτο πού ^λεγα, σιχαινόμουν τήν κοινοτοπία του, τό πόσο μπανάλ ήταν άπό τεχνική άποψη. Νιώθοντας ντροπή γ ιά τόν έαυτό μου βούλιαξα στό κάθισμά μου. ’Ή ξερ α πώ ς άκριβώς θ ’άντιδροΰσαν τά μέλη της ομάδας καΐ περίμε­ να σκυθρωπός τίς στερεότυττες απαντήσεις τους: «Ν ιώ θ ω 6τι τώ ρα σέ γνω ρίζω πραγματικά, Μ αγνόλια». « Τ ώ ρ α αισθάνομαι ττολύ πιό κ.οντά σου». « Τώ ρα σέ βλέπω σάν άληθινό άνθρωπο ». Α κόμα κι ένας ειδικευόμενος άποτόλμησε μιά έξοδο άπό τον ρόλο του σιωττηλου τταρατηρηττ} καΐ παρενέβη στή συζή­ τηση : τόσο συχνά τά έπ^δί-ώκοο, έκείνη τήν ήμέρα δέν μ ’έκαναν νά νί,ώθω καλά. Οί έκτται,δευόμενο(. {ύπογείως παρακινημένοι άπό μένα τόν ϊδ ιο ) μοΰ απέ­ διδαν μεγάλη σοφία. Σ τά μάτια τους ήμουν ό θεραττευτής ποΐ) διατύπωνε « δυνατές )) έρμηνεΤες, πού « έκανε τά μαγικά του πού συντόνιζε τήν όμάδα μέ σίγουρο χέρι γνωρίζοντας άπί> πρίν τις άπαντήσεις. Έ γ ώ δμως ήξερα τήν αλήθεια: δτι στή διάρκεια τής συνάντησης εΐχα κολυμπήσει και αυτοσχεδιάσει αγρίως. Ε κπαιδευόμενοι καΐ άσθενεΐς μ 'έβ λ επ α ν σάν κάτι πού δέν ήμουν, σάν κάτι περισσότερο ά π ’αύτύ πού ήμουνοε, περισσότερο ά π ν ύ τ ό πού θά μπορούσα να εΐμαι. Συνειδητο­ ποίησα δτι ά π ’αύτη τήν άποψη είχαμε πολλά κοινά μέ τή Μαγνόλια, τήν άρχετυπική μητέρα-γή, ^Τπενθύμισα στον έαυτό μου τά « λ ίγο >νχΙ καλό». Ή δου­ λειά μου ήταν νά συντονίσω μια και μόνη συνάντηση τής ομά­ δας καΐ νά τήν κάνω δσο γίνεται πιο βοηθητική γιά οσο γίνε­ ται περισσότερα άπο τά μέλη της. Αύτά άκριβώς δέν έκανα; 'Έ κανα μιά αναδρομή στή συνεδρία άπά τήν οπτική γωνία τοΰ καθενός άπο τά πέντε μέλη. Μέ τάν Μάρτιν και τή Ρ όζα ; Ν αι, εΐχε γίνει καλή δουλειά, Γ ι’ αύτούς ήμουνα βέβαιος. Οι ατζέντες τους γιά τή συνάντη­ ση εΐχαν εκπληρωθεί σέ μεγάλο βαθμό: ή άποχαρδίωση τοΰ Μάρτιν καί ή πεποίθησή του δτι δέν εΐχε τίποτα αξιόλογο νά προσφέρει εΐχαν διαψευστει αποτελεσματικά. Ή πίστη τής Ρόζας δτι οποιοσδήποτε διαφορετικός άπό κείνην -δηλαδή οποιοσδήποτε μή άνορεξικός- θά τήν παρεξηγοΰσε καΐ θά προσπαθοΰσε νά τή χειριστεί, εΐχε έπίσης άνασχευαστεΐ. Ή Ντόροθυ κι ή Κάρολ; Παρόλο πού ήταν άδρανεις, φά­ νηκαν πάντω ς νά συνδέονται, "Ισως νά εΐχαν ώφεληθεΤ άπά αύτο πού λέμε « θεραττεία θεατή »: συχνά ενας άσθενής προε­ τοιμάζεται νά χάνει χαλή θεραττευτιχή δουλειά στο μέλλον παρακολουθώντας κάποιον άλλον νά δουλεύει αποτελεσματικά στήν ψυχοθεραπεία.

1ί ί

Η ΜΑΝΑ KAJ ΤΟ ΝΟΗΜ Α ΤΗΣ Ζ ΙΙΗ Σ

Ή Μ αγνόλια; Έ δ ώ ήταν το πρόβλημα, Τήν είχα βοηθή­ σει; ’^Ηταν ή Μ αγνόλια ικανή νά βοηθηθεΤ; Άττό τήν ενημέ­ ρωση ττού μοΰ εΐχε κάνει ή προϊσταμένη εΐχα μάθει 6 η δέν εΐχε άνταποκριθεΐ σέ μιά εύρεια ττοΕκιλία ψυχοτρόπων φαρμά­ κων καί οτι οί πάντες, άκόμα καί ή κοινωνική λειτουργός ττού τήν εΐχε άναλάβει έδώ καί πολλά χρόνια, εΐχαν άπο καιρύ π α ­ ραιτηθεί ά π ’τήν προσπάθεια να τήν έμπλέξουν σέ όποιαδήπο­ τε έναισθητική ψυχοθεραπεία. Γ ια τί λοιπόν έγώ είχα αποφα­ σίσει νά κάνω άλλη μιά προσπάθεια; Τήν εΐχα βοηθήσει; Άμφέβαλλα, Παρόλο τυού οί ειδικευόμε­ νοι θεωρούσαν u ττολύ δυνατή » τήν τελική μου έρμτ^νεία, καί πραγματικά τά λόγια μου άκούγονταν ττολύ ισχυρά τήν ώρα ττού τά έλεγα, βαθιά μέσα μου ήξερα cal στενός

φίλος, μοΰ τηλεφώνϊ)σε γιά νά μοΰ ττεΓ δτι ot γιατροί εΐχοίν μόλις διαγνώσει δτι ό Τ ζά κ , έ καλύτερός του φίλος* έπασχε άπό έναν κακοήθη (5γκο »— απέδιδαν κάθε φορά, μέσα σέ ττέντε χρόνια θεραπείας, μιά πλούσια σοδειά. Πολλές φορές οΐ άτταντήσεις της μοΰ προκαλοϋσαν εκνευρισμό: παραήταν γρήγορες» παραήταν ακριβείς. Μοΰ Ιφερναν στόν νοΰ τή Μις Φέρνΰίλντ, τή δασκάλα μου στήν πέμτττη δημοτικοϋ, ττού ελεγε, ft Γ ιά ττροχώρα, "Ιρβιν», χτυπώ ντας μέ ανυπομονησία τό πόδι της στό πάτω μα καί μετρώντας τόν χρόνο, περιμένοντας νά στα­ ματήσω νά ονειροπολώ καί νά λύσω κι έγώ τήν άσκηση πού εΐχε δώσει στήν τάξη. Έ δ ιω ξ α τή ΜΙς Φέρναλντ άττ'τό μυαλό μου καί συνέχισα: α Καί Ή σημασία εχει γιά σένα "Ο θάνατος τή ς αθωότητας \ » ((Φαντάσου τί σήμαινε γιά μένα, μιά κοπέλα είκοσι χρο-

138

Η ΜΑΝΑ ΚΑί ΤΟ ΝΟΗΜΑ Τ Η Ι Ζ Ο Η Σ

νών, νά. χάσω σέ τροχαίο τάν άδεληρό μου πού ττεριμενα δτι θά μέ συντρόφευε σ ’ 6λη μου τή ζω ή. Τότε γνώρισα τον Τζάκ.. ΚαΙ φαντάσου τί σημαίνει τώ ρα πού εΐμαι ααρανταττέντε χρονών να χάσω κι αύτόν. Φαντάσου πώ ς εϊναι νά ζοΰν οΐ γ ο ­ νεΤς μου στά εβδομήντα τους, ό αδελφός μου νά πεθανει κι ό άντρας μου νά πεθαίνει. Ό χρόνος εχει έξαρθρωθεΤ. Οΐ νέοι τυεθαίνουν π ρ ώ το ι». Ή Ά ιρήν μοΰ μίλησε γιά τήν ευτυχισμένη σχέση πού εΐχε με τον άδελφό της, τάν Ά λλεν, πού ήταν δυό χρόνια μιεγαλύτερός της. Σ τή διάρκεια της εφηβείας της ήταν ό προστάτης, ό Ιμττίστος, ό μέντορας πού ονειρεύεται κάθε κορίτσι. Κι εττειτα* μέσα σέ μιά σ τιγμή, μ ’ ενα στρίγκλισμα φρένων σέ έναν δρόμο της Βοστόνης ό Ά λλεν ήταν νεκρός. Μοΰ εΐπε πώ ς της τηλεφώνησε ή ’Α στυνομία, στο μικρά σ πίτι πού μοιραζόταν μέ τΙς συγκατοίκους της άπ* τά κολέγιο, πώ ς ή κάθε λετυτομέρεια εκείνης της ήμέρας εΐχε σφηνωθεί γ ιά πάντα στά μυαλό της. « Θυμαμαι τά π ά ν τ α : το τηλέφωνο πού χτυποΰσε στά κά­ τω πάτω μα, τό μπουρνούζι μου μέ τις σειρές σειρές ροζ καΐ άσπρες φουντίτσες, τάν ήχο πού έκαναν οΐ χνουδωτές παντό­ φλες μου τήν ώρα πού κατέβαινα τή σκάλα, γιά νά πάω στήν εσοχή πλάι στήν κουζίνα, δπου ήταν στερεωμένο στόν τοίχο το ττ^λέφωνο, τήν ξύλινη κουπαστή πού ήταν τόσο άπαλή μ έ­ σα στό χέρι μου. Θ υμαμαι ότι σκέφτηκα πώ ς τό ξύλο εΐχε εΐχε γίνει, τόσο άπαλό ά π ’ τούς φοιτητές τοΰ Χάρβαρντ και του Ράντκλιφ πού το εΐχαν γυαλίσει πρίν άπό μένα. Κι έτυει™ τα τή φωνή ένός άντρα, ενος ξένου πού προσπαθοΰσε ν’ άκούγετα ι συμπονετικός, τή σ τιγμ ή πού μοΰ ελεγε οτι ό Ά λλεν ήταν νεκρός, ’^Ωρες καθόμουν και κοιτούσα εξω ά π ’ τό ρα­ βδωτά τζάμ ι της εσοχής. Σάν νά βλέπω άκόμα μπροστά μου τούς σωρούς τοΰ βρόμικου χιονιοΰ πού έλαμπαν μέ τά χρώ ­ ματα τής ίριδας στήν πλαϊνή μεριά τής αυλής ϊϊ. Σ ’ αύτό τό ονειρο μέ τά δύο κείμενα Ιπρόκειτο νά επιστρέ­ φουμε αμέτρητες φορές στή διάρκεια τής θεραπείας, όπως καί στή σημασία τοΰ θανάτου τήζ αθω ότητας, Ό χαμός του άδελ-

ΕΦΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΠΕΝΘΟΥΣ Π Α ΠΡΟΧΟΡΗΜΕΝΟΥΣ

120

φοΰ της τή σημάδεψε γι,ά δλη της τή ζωή. Ό θάνατος διέλυ­ σε γιά πάντα τήν άθωότητά της, O t μύθοι τής παιδικής ήλι^ κίας }^άθηκαν: δτι ό κόσμος εΐναι δίκαιος καί προβλέψιμος, ίτ ι υπάρχει μιά φιλάνθρωπη θεόττ)τα, 6tc υπάρχει μιά φυσική τά­ ξη στά πράγματα, δτι οΐ γονείς σέ προστατεύουν, 6τι τό σ π ί­ τι σοΰ παρέχει ασφάλεια. Μόνη και απροστάτευτη μπροστά στις ιδιοτροπίες της ύπαρξης, ή Ά ιρήν αγω νίστηκε νά κα τα ­ κτήσει τήν ασφάλεια. Π ίστευε δτι 6 Ά λλεν ϊσως νά ζοΰσε, άν εΐχε τή σωστή ιατρική άντιμετώ πιση στά επείγοντα. Ά ρ χισ ε νά τής γνέφει ή ιατρική — της πρόσφερε τή μόνη ελπίδα δτι μπορεΤ κανείς νά κυριαρχήσει στόν θάνατο. "^Ετσι στήν κτ^δεία του Ά λλεν αποφάσισε ξαφνικά νά κάνει αίτηση στήν Ια τρ ικ ή σχολή και νά γίνει χειρουργός. Μ ιά άλλη άτυόφαση πού πήρε στήν άγρυττνία τοΟ Ά λλεν έπράκειτο νά έττηρεάσει ττάρα πολύ τή δουλειά μας στή θεραπεία. «Β ρή κα εναν τρόπο γιά ν’άποφύγω να ξαναπληγω θώ : άν δέν άφηνα κΛνέναν νά γίνει σημαντικός γ ιά μένα, 5έν θά ξα­ ναζούσα ποτέ μιά τέτοια απώλεια >ι. « Καί πώ ς εφάρμοσες τήν απόφαση αύτή στή ζωή σ ο υ ; » « Γιά τά επόμενα δέκα χρόνια δέν δημιούργησα δεσμεύ’ σεις, δέν ττηρα κανένα ρίσκο. Γνώρισα πολλούς άντρες, άλλα πάντα διέκοπτα νωρίς τή σχέση - πρίν άρχίσουν να έχουν σο­ βαρές προθέσεις καί πρίν νιώσω έγ ώ κάτι γ ι ’αύτούς ». « ’Έ π ειτα δμως κάτι άλλαξε. Παντρεύτηκες. Αύτό πώ ς συν­ έβη ; » « Τ ό ν Τ ζά κ τόν ξέρω ά π ’ τήν τετάρτη δημοτικού, καί δέν ξέρω γιατί* πάντα σκεφτόμουνα δτι αύτος θά εΐναι ό άντρας της ζω ής μου, Ά κόμα κι δταν εξαφανίστηκε ά π 'τ ή ζω ή μου καΐ παντρεύτηκε μιά άλλη γυναίκα, εγώ ήξερα δτι θά ξαναγυρίσει, Ό αδελφός μου τόν γνώ ριζε καί τόν εκτιμούσε. Θά μποροΰσε ϊσω ς νά πεΤ >ιανεις δτι 6 αδελφός μου εΐχε δώσει στόν Τ ζά κ τό χρίσμα », « Δηλαδή τό γεγονός δτι ό Ά λλεν αποδεχόταν τόν Τ ζά κ σου έττέτρεψε νά πάρεις τό ρίσκο νά πα ντρευτείς; »

130

Η Μ Α Ν Α ΚΑΙ Τ Ο N O U M A Τ Η Σ Ζ Ω Ι ίΣ

« Δ έν 9)χαν τόσο άπλό. Μου πήρε πάρα πολύ καιρό, άρνιόμ.ουν νά τόν παντρευτώ, ώσπου μου ύποσχέθτ 3κε δτι δέν θά πεθάνει νέος, πρίν άπό μένα ». Ε κ τίμ η σ α τήν ειρωνεία της καΐ σήκωσα χαμογελαστός τά μάτια γιά νά συναντήσω τό δικό της χαμόγελο. Χ αμόγελο δμως δέν ύπήρχε. Δ έν εΐχε άστειευτει. Μιλούσε άπολύτως σο­ βαρά. Ί'ό ιδιο σενάριο θά ξετυλιγόταν ξανά καΐ ξανά στή διάρκεια τής συνεργασίας μας. Έ γ ώ ήμουν έκεΐνος πού είχε προσδιορι­ στεί ώς ή φωνή τής λογικής. Κι έπεφτα πολλές φορές στήν παγίδα: τής ύποδείκνυα τόν παραλογισμό της, επιχειρηματο­ λογούσα, έκανα έκκληση στή δική της λογική, προσπαθούσα ν ’ απευθυνθώ στήν ακριβή καΐ έτηστημονικά ακονισμένη σκέ­ ψη της. Τό άποτέλεσμα δμως ήταν πάντα τό ιδιο: ή Άιρήν δέν ξεκουνιόταν ούτε ένα εκατοστό. Δ έν έγκατέλειπε ποτέ τή θέ­ ση της. Κι έγώ δέν συνήθισα ποτέ τή διπλή της φύση, τήν εξαιρετική της διαύγεια πού τήν πλαγιοκοπουσε ένας έξωφρενικός παραλογισμός.

Μάθημα δεύτερο:

τοίχος με τά πτώματα

Ά ν τό αρχικό ονεψο ττης Ά ιρήν τυρό οικονομούσε τή φύση τής μελλοντικής μας σχέσης^ ενα ονεψο τυού εΐδε τόν δεύτερο χρό­ νο τής θεραπείας έκανε τό αντίθετο - ήταν μια αχτίδα φωτός τυού κατευθυνάταν πρός τά πίσω καΐ φώ τιζε τό μονοπάτι πού εϊχαμε ήδη ταξιδέψει μαζί. Ε ΐμαι σ'α ντο εδώ τό γραφείο^ α,ντή τή ν πολυθρόνα.. Άλλ,ά σ τή μ έ­ ση τον δω ματίου άνάμεσά μας υπάρχει ενας παράξενος τοίχος. Σ τήν άρχή dkv μπορώ νά τόν δώ καθαρά. Είναι ακανόνιστος, μ έ πολλές σχισμές και εξογκώματα.. Βλέπο^ μικρό κομμάτι ΰψασμα, κόκ­ κινο καρό, ’^Επειτα ξεχιορίζα* ενα χέρι. Έ π ε ιτα ενα πόδι κι ενα γό ­ νατο. Τώρα ξέρω τ ί εΐναι — εΐναι ενας τοίχος άπό π τώ μ α τα στοι­ βαγμένα τό ^ α πάνω στ’ άλλο,

ί< Κ αι τί συναίσθημα έχεις στό ονειρο, Ά ιρ ή ν ;» Σχεδόν πάντα αύτή εΐναι ή π ρ ώ τη μου έρώτηση. Τό συναίσθημα πού επικρατεί σ ’ ενα ονειρο τις περισσότερες φορές όδηγεΐ στόν τΛιρήνα τής σημασίας του,

«Δυσάρεστο, φάβος. Τό πιό έντονο συναίσθημα τό εΐχα στήν άρχή - μόλις εϊδα τόν τοίχο κι ένιωσα σάν χαμένη. Μό­ νη, χαμένη —τρομαγμένη». « Μίλησε μου γιά τόν τοίχο ». ((Τώ ρα πού τό περιγράφω άκούγεται άνατριχιαστικό - σάν ένας σωρός άπό π τώ μ α τα στό Ά ο υ σ β ιτς. Κι εκείνο τό κομ­ μάτι κόκκινο καρώ ΰφασμα - τό ξέρω τό σχέδιο, ήταν οι τπ.ζάμες πού φοροΰσε ό Τ ζά κ τή νύχτα πού πέθανε. Κι δμως κατά περίεργο τρόπο 6 το ίχο ς δέν εΐναι άνα τριχια σ τικός, 13Α

133

Η ΜΑΝΛ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜ Α ΤΗΣ ΖΩΗΣ

άπλώ ς βρίσκεται έκεΤ, clvoct κάττ ττού τό εξετάζω καΐ τό μ ε­ λετάω, *Ίσως μάλιστα νά έχει καταπραόνεί κάπω ς τόν φόβο μου ». «"Ε νας τοίχος άπό τΐτώματα άνάμεσά μας - γ ι ’ αύτό τί σκέφτεσαι, Ά φ ή ν ;» « ’Εδώ δέν υπάρχει μυστήριο. Κανένα μυστήριο δέν υπάρ­ χει σ ’ όλόκληρο τό Svetpo. Λέει άπλώ ς πώ ς Ινιω θα 6λο αύτό τό διάστημα. Τό όνειρο λέει δτι έξαιτίας δλων αυτών τών νε­ κρών σωμάτων, δλων αύτών τώ ν θανάτων* δέν μπορεϊς νά μέ δεις σ τ ’ αλήθεια, Είναι κάτι πού έσύ Sev μπορεΤς νά τό φαν­ ταστείς. Έ σ ένα δέν σοΰ εχει συμβεΐ ποτέ τίπ οτα I Δεν Ιζησες καμιά τραγωδία στή ζω ή σου». Οΐ απώλειες εΐχαν αύξηθεΤ στή ζωή της* Π ρώ τα ό αδελ­ φός της. "Επειτα ό άντρας της πού πέθανε στό τέλος του πρώ ­ του χρόνου τής θεραπείας μας. Λ ίγους μήνες άργότερα ό π α ­ τέρας της διαγνώστηκε μέ προχωρημένο καρκίνο τοΟ προστά­ τη, καί πολύ σύντομα άκολούθησε ή καταβύθιση της μητέρας της στή νόσο τοΰ Ά λτσχάιμερ. Κι επειτα, μόλις φαινόταν νά αρχίζει νά προχω ρεί στή θεραπεία, ό βαφτισιμιός της “τό μο­ ναδικό παιδί τής ξαδέλφης της, μέ τήν οποία συνδεόταν πολύ στενά άπό τότε πού γεννήθηκε-, ένα παιδί είκοσι χρονών, π ν ί­ γηκε σ ’ Ινα ναυτικό δυστύχημα. Μέσα στήν πίκρα της καΐ στήν άπόγνοκτή της γ ι ’ αύτή τήν τελευταία απώλεια ήταν πού ονειρεύτηκε τόν τοΤχο μέ τά πτώ μ ατα. « Συνέχισε, Λιρήν. Σ ’ ακούω». ίί Έννοώ* πώ ς νά μπορέσεις νά μέ καταλάβεις; Ή δική σου ζω ή εΐναι εξω πραγματική —ζεστή, ήρεμη, αθώα. Σαν αύτό τό γραφεΤο». Έ δ ειξ ε τις παραφορτωμένες βιβλιοθήκες πίσω της καΐ τήν κατακόκκινη γιαπω νέζικη σημύδα πού λαμποκοπούσε έξω α π ’^τό παράθυρο, ((Τό μόνο πού λείττει εΐναι μερικά μα^ ξιλαρια, ένα τζάκι και μιά ώραία φωτιά, Ή οικογένειά σου σέ περιβάλλει - ζεΐτε δλοι στήν ϊδια πόλη. Έ ν α ς άρρηκτος οικο­ γενειακός κύκλος. Τί μπορεΐ νά ξέρεις πραγματικά γιά τήν απώ λεια; Ν ομίζεις δτι έσύ θά τήν αντιμετώ πιζες καλύτερα;

ΕΦΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ Π ΕΝ Θ Ο ΥΣ ΓΙΑ 1ΙΡΟΧΩΡΚΜ ΕΝΟΥΣ

133

Kt άν αύτή τή σ τιγμή ττέθαινε ή γυναίκα σου ή ένα ά π ’τά παιδιά σ ο υ ; Τ£ θά ’κ ά ν ες; Ά κόμ α κι αύτό τά αυτάρεσκο ριγέ πουκάμισο πού φοράς - κι αύτό τό μισώ . Κάθε φορά πού τό φοράς, ανατριχιάζω . Μίσώ αύτό πού λέει I » « Τ ί λ έ ε ι; » if Λ έει, “ δλα μου τά προβλήματα εΐναι λυμένα. Μίλτι;σέ μου γιά τά δικά σου ». « Έ χ ε ις ξαναψι,ιλήσει γ ι ’ αύτά τ ά συναισθήματα, Σήμερα δμως έχουν πολύ μεγάλη ^νταστ). Γ ια τί τώ ρα; Κι αύτό τό δνειρο, για τί τό εΐδες τώ ρ α ; » ((Σου εΐπα δτι θά μιλούσα μέ τόν ’Έ ρ ικ και χθες τό βράδυ φάγαμ£ μαζί )>. « Κ α ΐ; >ϊ Τήν παρότρυνα, επειτα άπό άλλη μιά άπό έκεΤνες τις έκνευριστικές της παύσεις πού υπονοούσαν δτι θ ά ’πρεπε νά είμαι σέ θέση νά κάνω τή σύνδεση άνάμεσα στόν Έ ρ ικ καΐ στό δνειρο. Τόν άντρα αύτόν τόν είχζ αναφέρει μόνο μιά φορά* λέγοντας δτι εΐχε χάσει τή γυναίκα του πρίν άπό ^έκα χρόνια κι δτι τόν εΐχε γνωρίσει σέ μιά διάλεξη γ ιά τό πένθος. CCΚι επιβεβαίωσε 6λα δσα σοΰ λέω κι εγώ . Λέει δτι κάνεις τρομερό λάθος πού νομίζεις δτι θά ξεπεράσω τόν θάνατο τοΰ Τ ζάκ, ΕΙΐναι κάτι πού δέν ξεπερνιέται* Γϊού ποτε δέν τελειώ ­ νει, Ό Έ ρ ικ Ιχει μιά καινούργια σύζυγο καί μιά κόρη πέντε χρονών, άλλά ή πλτ^γή του άκόμα ματώ νει. Μιλάει κάθε μέρα μέ τήν πεθαμένη γυναίκα του. Α ύτός μέ καταλαβαίνει. Και τώρα π ιά εΐμαι βέβαιη δτι μόνο οι άνθρωποι πού Ιχουν περάσει τά ιδια μπορούν νά καταλάβουν, "Τπάρχει μιά σιωπηρή υπόγεια κοινωνία -») « *Τπόγεια κοινω νία; » τή διέκοψα. « Α νθρώ πω ν πού ξέρουν π ρ α γμ α τικ ά τί σημαίνει - δλοι δσοι έπέζησαν, δλοι δσοι πενθουν. Έ σ ύ δλο αύτό τό διάστημα μέ προτρέπεις ν’ άττοκολληθώ ά π ’ τόν Τ ζάκ, νά στραφώ πρός τή ζωή, νά κάνω μιά καινούργια ερ6ατική σχέση —κι αύτά δλα εΐναι λάθος. "Ενα αυτάρεσκο λάθος πού τό κάνουν δλοι οΐ άν­ θρωποι ττού δέν έχασαν ποτέ κανέναν, δπως έσύ ».

134

Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜ Α ΤΗΣ ΖΩΗ Σ

«Δ ηλαδή μόνο οσοι έχουν πενθήσει μπορούν νά θεραπεύ­ σουν οσους ττενθοΰν;» « Κάποιος πού νά ’χει περάσει τά ίδια ». « Αύτο τ ’ άκούω ά π ’ τή μέρα πού ξεκίνησα αύτή τή δου­ λ ειά ! » ξέσπασα. « Δηλαδή μόνο αλκοολικοί μποροΰν νά θεραττεύσουν αλκοολικούς; ’*Η εθισμένοι εθισμένους; Μ ήπως πρέτυει ν ά ’χεις διαταραχή διατροφήςj γ ιά νά βλέπεις άνθρώπους μέ ανορεξία, ή νά ^χεις κατάθλιψη ή μανία γιά νά θεραπεύσεις τΙς συναισθηματικές δια τα ρ α χές; Και άρα πρέπει νά είσαι σχιζοφρενής γιά νά βλέττεις σχιζοφ ρενείς;» Ή Ά ιρήν ήξερε νά μοΰ πατάει τον κάλο. Ε ϊχε απίστευτο ταλέντο στύ νά εντοπίζει καΐ νά βάζει στο στόχαστρο όλα τά πράγματα πού μέ εξόργιζαν. (ΐ "Όχι βέβαια, δέν χρειάζεται I » άντεπιτέθηκε. « Στό Ράντχλιφ ήμουν ή αρχηγός τής όμάδας ρητορικής τοΰ Ιΐανεπιστημ£ου καί τήν ξέρω αύτή τή στρατηγική - reductio ad absurdum ! "Έτσι πάντω ς δέν πρόκειται νά μέ πείσεις* Παραδέξου το, τό ξέρεις βτι ισχύει αύτό πού λ^ω », « Ό χ ι . Διαφωνώ. Π αραβλέπεις εντελώς τήν εκπαίδευση τών θεραπευτών! Ή εκπαίδευση αντό σοΰ εξασφαλίζει στή δική μας δουλειά: ν ’αποκτήσεις εύαισθησία, ενσυναίσθηση νά εΐσαι σέ θέση νά μττεΐς στόν κόσμο τοΰ άλλου, νά βιώσεις αύτό πού βιώνει ό άσθενής ». Ε ΐχα πραγματικά νευριάσει. Κι εΐχα μάθει να μήν τό συγκρατώ. Μέ τήν Ά ιρήν δουλεύαμε πολύ καλύτερα, όταν άφηνα ελεύθερα τά συναισθήματά μου. Έ κ είνη ερχόταν στό γραφεΤο μου τόσο καταθλιπτική, πού δέν μποροΰσε σχεδόν νά μιλήσει. Μόλις δμως αρχίζαμε νά συγκρουόμαστε γιά κάτι, άμέσως ζων­ τάνευε. ΚαΙ συνειδητοποιώ δτι σ ’αύτό τό σημείο άναλάμβανα τόν ρόλο τοΰ Τ ζάκ. Ό Τ ζάκ ήταν ό μόνος άνθρωπος πού τής αντιμιλούσε. Ή παγερή της συμπεριφορά τττοοΰσε τούς άν­ θρώπους ( οι ειδικευόμενοί της τήν άποκαλοΰσαν « ή Βασίλισ­ σα » ), ό Τ ζάκ όμως ποτέ δέν υποχωρούσε μπροστά της. Ή Ά ι­ ρήν μου ’χε πεΤ 0τι ποτέ του δέν εμτταινε στόν κόπο νά κρύψει

ΕΦΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ Π ΕΝ Θ Ο ΥΣ ΓΙΑ ΠΡΟΧΙίΡΗΜ ΕΝΟΥΣ

135

τά συναισθήματα του κι οτι συχνά: Ιβγαινε άιτ’ τό δωμάτιο μουρμουρίζοντας, « Δέν ^χω χρόνο γιά τέτοιες αηδίες », Δέν μέ νευρίαζε μόνο ή επιμονή της 5τι αποκλειστικά οΐ θεραπευτές πού ^χουν χάσει χάποιον άνθρωπό τους μποροΰν νά θερατυεύσουν άσθενεΐς σέ πένθος, άλλά εΐχα θυμώσει και μέ τόν *Έριχ πού ενίσχυε τήν άποψή της o tl τό πένθος δέν τελ ϊΐ’ ώνει ποτέ. Α ύτή ή ι5έα ήταν μέρος μιας διαρκούς έπιχειρη*ματολογίας άνάμεσά μας. Έ γ ώ ύποστήριζα μιά στέρεη καί καλά τεκμηριωμένη θέση, δτι δτ)λαδή ή λειτουργία τοΰ πέν­ θους συνίσταται στή σταδιακή αποκόλληση τοΰ ατόμου άπό τόν άνθρωπο πού πέθανε καί στή μετατόπιση τής ένέργειάς του πρός άλλους άνθρώπους- Ό πρώ τος πού επεξεργάστηκε αυτόν τόν τρόπο έρμηνείας τοΰ πένθους ήταν ό Φρόυντ τό 1915 στό Πενβος και μ ελα γχολία , κι άπό τότε ή προσέγγιση αύτή εχει τεκμηριω θεί άπό τήν κλινική παρατήρηση και τήν έμττειρική έρευνα. Σ τή δική μου έρευνα, πού είχε όλοκληρωθεΐ άμέσως πρίν άναλάβω τό περιστατικό της Α ιρήν, 6λοι ανεξαιρέτως οί χήροί και οί χήρες πού μελέτησα προοδευτικά άποκολλήθηκαν άπό τόν νεκρό σύζυγο καί έπανεπένδυσαν σέ κάτι ή σε κάποιον άλ­ λον* Κι αύτό ί'σχυε άκόμα καί γιά κείνους τούς άνθρώπους πού ό γάμος τους ήταν γεμά τος άγάπη. Γιά τήν άκρίβεια, τά στοι­ χεία πού συγκεντρώσαμε εδειχναν μέ τρόπο πολύ πειστικό δτι πολλές ά π ’ τις χήρες πού ό γά μ ος τους εΐχε υπάρξει πολύ καλός ττερνοΰσαν τη διαδικασία τοΰ πένθους καί τής άποκόλ^ λησης πιό εΰκολα άπό άλλες πού οι γάμοί τους ήταν γεμάτοι βαθιές συγκρούσεις. (*Η έξήγηση τοΰ παράδοξου αύτοΰ Ιχω τήν εντύπωση βτι βρίσκεται στίς (t τύψεις »: γ ιά τις γυναίκες πού εΐχαν περάσει τή ζω ή τους παντρεμένες μέ τόν λάθος άνθρωπο τό πένθος ήταν πιό περιπεπλεγμένο, γιατί πενθούσαν συγχρόνως καί γιά τόν έαυτό τους, γιά τά πολλά χρόνια πού εΐχαν χα ρ α μ ίσ ει.) Κ αθώς ό γάμος της Ά ιρήν μοΰ φαινόταν εξαιρετικά αγαπημένος και υποστηρικτικός, άρχικά προέβλεπα ενα πένθος μάλλον χω ρίς έπιπλοκές.

136

Η ΜΑΝΑ KAJ TO ΝΟΗΜ Α Τ Η Ι ΖίΙΗΣ

’Αλλά ή Ά ιρήν επέκρινε αύστηρά τΙς περισσότερες παραδο­ σιακές απόψεις γιά τό πένθος. Ά πεχθανόταν τά 6σα ^λεγα περί αποκόλλησης καΐ άττέρριπτε ολοσχερώς τήν έρευνά μου: ((Έ μ ε ΐς πού ττενθοϋμε εχουμε μάθει, νά δίνουμε τΙς απαντή­ σεις πού θέλουν ot ερευνητές. *Έχουμε μάθει οτι ό κόσμος θέ­ λει άπό μας νά γίνουμε σύντομα καλά, κι. δτι χάνει την υπομο­ νή του μέ ίσους μένουν γιά πολύ καιρό προσηλμένοι στούς άνθρώπους πού έχασαν». Έ νιω θ ε βαθιά απέχθεια γιά τήίν προτροπή μου ν’ αφήσει τόν Τ ζά κ νά φύγει: δυό χρόνια μ ετά τόν θάνατό του τά προσωτακά του αντικείμενα βρίσκονταν άκόμα στά συρτάρια τοΰ γραφείου του, φωτογραφίες του κρέμονταν σέ δλα τά σημεία του σπιτιού, τά άγατπί^μένα του περιοδικά καί βιβλία βρίσκον­ ταν δλα στις συνηθισμένες θέσεις τους, κι Ικείνη συνέχιζε νά κάνει μακροσκελείς καθημερινές συζητήσεις μαζί του. Ά νησυχουσα 6τι ή κουβέντα της μέ τόν ’Έ ρ ικ Οά πήγαινε την ψυχο­ θεραπεία της πολλούς μήνες ττίσω, για τί τής ένίσχυε τήν ιδέα οτι δλα δσα Ιλεγα ήταν εντελώς λανθασμένα* Τώρα γινόταν άκόμα πιό δύσκολο νά τήν πείσω δτι τελικά θά συνερχόταν άπ^τό πένθος της. Ό σ ο γιά τήν ανόητη πίστη της οτι υπάρ­ χει μιά σιωπηρή μυστική κοινωνία πενθούντων πού δλοι τους συμφωνοΰσαν μαζί της, ήταν άλλη μιά ά π ’ τίς αμέτρητες π α ­ ράλογες σκέψεις της. Δέν εΐχε νόημα ν’ απαντήσω, γιατί ^τσι ή ιδέα αύτή θά κέρδιζε έδαφος. Ό π ω ς ττάντα δμως κάποια ά π ’ τά λόγια της βρήκαν τόν στόχο τους. Λένε μιά ιστορία γιά τόν Ε λ β ετό γλύπτη Ά λμπέρτο Τ ζιακομέττι ττού έσπασε τό πόδι του σ ’ένα τροχαίο ατύχημα. Πεσμένος στόν $ρόμο» τήν ώρα πού περίμενε τό ασθενοφόρο, άκούστηκε νά λ έει: « Έ π ιτέλ ο υ ς, έπιτέλους μοΰ συνέβη κ ά τ ι! » Κ αταλαβαίνω πολύ καλά τί εννοούσε. Ή Ά ιρήν μέ εΐχε πιάσει πολύ καλά* ΕΙΪμαι ένας άνθρωπος πού δίδαξε στό Στάνφορντ περισσότερα άπό τριάντα χρόνια, ^ζησα στό ιδιο σπίτι, εΐδα τά παιδιά μου νά πηγαίνουν στά ίδια σχολεία και ποτέ δέν αναγκάστηκα νά ερθω αντιμέτω πος μέ τό σκο­

ΕΦΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΠΕΝΘΟΥΣ ΓΙΑ ΠΡΟΧίΙΡΗΜΕΝΟνΣ

137

τάδι. Δέν εζησα σκληρούς θανάτους πριν άπό τήν ώρα το^ς: ό τυατέρας μου κι ή μητέρα μου ττέθαναν ηλικιωμένοι* έκεΤνος εβδομήντα, Ικείνη στά ενενήντα της. Ή άδελφή μου, έφτά χρό­ νια μεγαλύτερή μου, εΐναι καλά στήν ύγεία της. Δέν εχω χά­ σει στενούς φίλους, καί τά τέσσερα παιδιά μου ζοΐ>ν σέ κον­ τινές αποστάσεις καΐ τά έχουν καταφέρει καλά στή ζωή τους. Γ&ά έναν στοχαστή πού έχει άσπαστεΐ Ινα υπαρξιακό πλχίσιο αναφοράς, μιά τόσο καλοήθης προστατευμένη ζω ή άττοτελεΐ μειονέκτημα. Πολλές φορές λαχτάρησα να δοκιμάσω τήν τύχη μου έξω άπο τάν αλαβάστρινο πύργο τοΰ πανεταστημίου καί να ζήσω τούς μόχθους του πραγματικού κόσμου. Πο?Αά χρόνια φαντασίωνα πω ς θά ήταν, αν ττερνουσα ένα διάστημα της εκπαιδευτικής μου άδειας δουλεύοντας σάν απλός έργάττ^ς, ϊσο^ς οδηγός ασθενοφόρου στό Ν τητρόιτ ή μάγειρας σέ φάστ-φούντ στο Μπάουερι ή παρασκευαστής σάντουιτς σ ’ ένα ντελικατέσσεν τοΰ Μανχάτταν, Δέν τό έκανα ομως ποτε. 01 σειρήνες ήταν ακα ταμ άχητες: τό διαμέρισμα ένός συναδέλφου στή Βενετία ή μιά υποτροφία γιά τό Μπελλάτζιο στή λίμνη Κόμο. Δέν εΐχα κάν τήν έμπειρία ώριμασης πού αντιπροσω­ πεύει ένας συζυγικός χωρισμός καί πού θά μ ’έφερνε άντιμέτωττο μέ τή μοναξιά του ενηλίκου. Γνώρισα τή γυναίκα μου, τή Μαίριλυν* οταν ήμουνα δεκαπέντε χρονών xt άποφά(ίΐσα επί τόπου δτι αύτή ήταν ή γυναίκα πού μοΰ ταίριαζε. ( Μάλι­ στα έβαλα στοίχημα πενήντα δολάρια μέ τόν καλύτερό μου φίλο 6τι Οά τήν παντρευόμουν - καί οχτώ χρόνια άργότερα άναγκάστηκε να μέ πληρώ σει.) Ό γάμος μας δέν ήταν πάντα γαλήνιος -ευτυχώ ς είχαμε καί αρκετή θ ύελλα και "Ορμή / σέ όλόκληρη τή διάρκεια της ζω ής μου πάντως ή Μαίριλυν έχει υπάρξει μιά πολύ στοργική σύντροφος πού βρίσκεται συν­ εχώ ς στό πλευρό μου. Μερικές φορές ζηλεύω κρυφά κάποιους άσθενεΤς μου πού 1, Αναφορά στο γερμανικό κίντίμα τοϋ -18ου ΛίώνΛ Sturm und Drang, κατά λέξτ} Θύελλαι xtxi. Όρμή. ( Σ .τ ,μ . )

Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜ Α ΤΗΣ 2ί3ΗΧ

ζουν στήν κόψη τοΰ ζυριχφιοΰ, πού ^χουν τύ κουράγιο νά αλ­ λάξουν ριζικά τή ζωή τους, πού μετακομίζουν, πού αφήνουν δουλειές, πού αλλάζουν επά γγελμα, πού παίρνουν διαζύγιο, πού ξαναρχίζουν ά π ’ τήν άρχή. ’Ανησυχώ μήπω ς είμαι κάτι σάν ήδονοβλεψίας κι άναρωτιέμαι μήπω ς συγκαλυμμένα τούς ένθαρρύνω νά κάνουν έκεΤνοί τύ ήρωικά άλμα γιά λογαριασμό μου. Ό λ ’αύτά τά λέω στήν Άιρήν. Δ έν παραλείπω τίποτα. Τ ής λέω δτι ^χει δίκιο γιά τή ζωή μου - ώς ενα σημείο βέβαια, « Δέν εχεις δίκιο ομως δταν λές 6τι δέν εχω έμττειρια τρα­ γω δίας, Κάνω δ,τι μπορώ γιά νά φέρω τήν τραγωδία πιό κον­ τά μου. Κ ρατώ πάντα μπροστά στά μάτια μου τόν θάνατό μου. Ό τ α ν είμαί. μαζί σου πολύ συχνά φαντάζομαι πώ ς θά *ταν άν ή γυναίκα μου έπασχε άπό μιά θανατηφόρα αρρώστια, καΐ κάθε φορά αύτο μέ γεμίζει απερίγραπτη θλίψη. "Έχω επ ί­ γνωση, Ιχω πλήρη επίγνω ση firt ερχεται κι ή δική μου σειρά, δτι εχω ήδη περάσει σέ μιά άλλη φάση ζωής. Ή πρόωρη σύν­ ταξη πού πήρα ά π ’τό Στάνφορντ είναι Ινα βήμα μή αναστρέ­ ψιμο. Ό λ α τά σημάδια τών γηρατειώ ν —οι κατεστραμμένοι χόνδροι στά γόνατά μου, ή δράσή μου πού έξασθενεΐ» οι πόνοι στή μέση μου, οι γεροντικές μου δερματικές κηλίδες, τό μού­ σι καί τά μαλλιά μου πού γκριζάρουν, τά όνειρα πού βλέπω γιά τόν θάνατό μου—μοΰ λένε οτι βαδίζω πρός το τέλος της ζω ής μου. α Γ ιά δέκα χρόνια, Ά ιρήν, έπέλεξα νά δουλεύω μέ ασθενείς πού πεθαιναν άπό καρκίνο ελπίζοντας δτι θά μέ οδηγούσαν πιό κοντά στόν τραγικό πυρήνα της ζωής. Λύτό πράγματι συν­ έβη καί γ ι ’ αύτό ξαναμπήκα σέ ψυχοθεραπεία, πήγαινα τρία χρόνια στόν Ρόλλο Μαιυ, πού τό βιβλίο του '^Υπαρξη εΐχε π α ί­ ξει τόσο σημαντικό ρόλο γιά μένα, δταν έκανα τήν ψυχιατρι­ κή μου εκπαίδευση. Ή θεραπεία έκείνη δέν έμοιαζε μέ καμιά άλλη δουλειά πού εΐχα κάνει ώς τότε πάνω στόν έαυτό μου καί βυθίστηκα βαθιά στό βίωμα τοΰ ίδιου μου τοΰ θανάτου». Ή Ά ιρήν κούνησε τό κεφάλι. Λ υτή τήν κίνηση τήν ήξερα

ΕΦΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΘΕΡΑΠΕΙΑΝ ΠΕΝΘΟΥΧ ΓίΑ ΙΙΡΟΧΩΡΗΜ ΕΝΟΥΧ

139

- αυτή τή χαρακτηριστική δέσμη κινήσεων» ένα άττότομ,ο τ£ναγμα τοΰ τυιγουνιοΰ κι άμέσως δυά-τρια σιγανά άνεβοκατεβάσματα τοΰ κεφαλιού, 6 σω ματικός της κώ δικας Μάρς ττού σήμαινε δτι εΐχα δώσει μιά άρκετά ικανοποιητική άπάντηση. Εΐχα περάσει τις εξετάσεις - πρός τό παρόν. Δέν εΐχα βμως τελειώσει μέ τό 6νειρό της. « Ά ιρήν, νο죓 ζω δτι τό όνειρό σου λέει πιό πολλά ». Συμβουλεύτηχα τΙς ση­ μειώσεις μου (σχεδόν οι μόνες σημειώσεις πού κρατώ στή διάρκεια τής συνεδρίας αφορούν τά, fiveipa, επειδή λόγω τοΰ εφήμερου χαρακτήρα τους οί άσθενεΐς πολλές φορές τά άπω θουν ή τά διαστρεβλώνουν ά μ έσ ω ς) καΐ διάβασα δυνατά τό πρώτο μέρος τοΰ ονείρου τη ς: « Ε ίμ α ι α* αύτο εδά} το γραφείο j σ ’ αντή τήν πολυθρόνα. *Λλλά σ τή μέστ) τον δω ματίου άνάμεσά μα ς υπάρχει ^ α ς παράξενος τοίχος. Δεν σέ βλέπω », UΑύτό πού μοΰ κάνει εντύπωση συνέχισα, « εΐναι αύτή ή τελευταία πρόταση. Σ τό ονειρο έσύ δέν μπορεις νά δεις εμέ­ να. Κι όμως σ* όλόκληρη τή σημερινή συνεδρία συζτ)ταμε τό αντίστροφο - 6τι εγώ δέν βλέπω έσένα. Θά ’θελα νά σε ρωτή­ σω κά τι: πρίν άπό λιγο, δταν εΐπα ότι γερνάω, οταν σοΰ μί­ λησα, θυμάσαι, γιά τήν επέμβαση στό γόνατο, γιά τά μάτια μου - » « Ναι, ναί, τ ’ άκουσα 6λ’ αύτά », φώναξε ή Ά ιρήν βιάζοντας με νά συνεχίσω. ' « Τ ’άκουσες άλλά, ώς συνήθως, ^ποτε άναφέρω κάτι σχε­ τικό μέ τήν ύγεία μου, τά μάτια σου έχασαν τή λάμψη τους. Ό π ω ς τότε πού εΐχα κάνει έκείνη τήν επέμβαση στά μάττα μου καΐ φοροΰσα μαΰρα γυαλιά κι ήταν σαφές δτι δέν ήμουνα καλά, άλλά έσύ ποτέ δέν ρώτησες γ ιά τήν επέμβαση ούτε θέ­ λησες νά μάθεις πώ ς τά πήγαινα ». ΐΐ Δέν χρειάζεται νά ξέρω πώ ς είναι ή ύγεία σου. Έ γ ώ εί­ μαι ή άσθενής Ιδώ μέσα η, « Ά 6χtJ δέν εΐναι μόνο αύτό, εΐναι κάτι ττολύ παραπάνω, εΐναι κάτι ττερισσότερο άπό έλλειψη ενδιαφέροντος, ξεπερνάει τό γεγονός ότι έσύ εΐσαι ή άσθενής κι έγώ 6 γιατρός. Μέ

140

Η Μ Α Ν Α ΚΑΙ Τ Ο Ν Ο Η Μ Α Τ Η Σ Ζ Ω Η Σ

αποφεύγεις, Άιρήν. Ε μ π ο δ ίζεις τόν έαυτό σου νά μάθει οτι­ δήποτε γιά μένα. ’Ιδίως δ,τι μέ κάνει μέ όποιονδήποτε τρόπο να φαίνομαι λιγότερος. *Απ’ τήν άρχή άρχή σου εΐπα δτι δέν μποροΰσα νά σοΰ κρυφτώ, λόγω τής προτ^γούμενης κοινω­ νικής μας σχέσης κι έττειδή έχουμε κοινούς φίλους, τόν "“Ερλ καΐ τήν "Εμιλυ. Κι δμως έσύ ούτε μιά φορά δέν έξέφρασες τό παραμικρό ενδιαφέρον νά μάθεις οτιδήποτε γιά μένα. Δ έν σοΰ φαίνεται παράξενο α ύ τό; » « Ό τ α ν άρχισα νά έρχομαι έδώ, ήμουν άποφασισμένη νά μήν ξαναρισκάρω νά χάσω πάλι κάποιον πού θά μοΰ εΐναι ση­ μαντικός. Αύτό μοΰ ήταν άδύνατο νά τό ξαναζήσω. *Έτσι λοιπόν μόνο δύο έτυιλογές εΐχα —» Έ δώ ή Άιρήν σταμάτησε, δπως έκανε πολύ συχνά, σάν νά έπρεττε έγώ νά μπορώ νά μαντέψω τή συνέχεια της φράσης της. Παρόλο πού δέν ήθελα νά τής δίνω έγώ τήν ώθτ)ση, πρός τό παρόν ήταν κοιλύτερα νά διατηρήσω τή ροή τής συζήτησης. « ΚαΙ ποιές ήταν αύτές οί δύο έτηλογές; » « Ή μιά ήταν νά μή σ ’ άφήσω νά γίνεις σημαντικός γιά μένα —άλλά αύτό ήταν άδύνατο. *Π νά μή σέ βλέπω σάν αλη­ θινό άνθρωπο μέ άφηγημαηκή διάσταση ». « Άφ7]γηματική διάσταση; » « Ναί, μέ μιά άφήγηση ζωής —πού προχωρεί άπό μιά άρχή πρός ένα τέλος. Θέλω νά σέ κρατήσω έξω ά π ’ τόν χρόνο». « Σήμερα, δπως συνήθως, μττήκες στό γραφείο μου καΐ π ή ­ γες κατευθείαν στή θέση σου, χωρίς νά μέ κοιτάξεις. ΚαΙ πάν­ τα άποφεύγεις τό βλέμμα μου. Αύτό έννοεΤς “ έξω ά π ’ τόν χρόνο ” ; » Συμφώνησε. « Ά ν σέ κοίταζα, θά γινόσουνα πολύ πραγμα­ τικός )). « Κι οί πραγματικοί άνθρωποι εΐναι άναγκασμένοι νά π εθάνουν)). «Τ ώ ρ α κατάλαβες».

Μάθημα 3ο: Πένθιμη όργη « Μόλις έμαθα, Ά φ ή ν », ξεκίνησα έγώ ^να άττόγευμα -τή συνε­ δρία, « δτι ττρίν άπά λέγες ώρες πέθανε ό γαμπρός μου. Ξ αφ ­ νικά, άπο άνακοττή. Εΐναι φανερό νομίζω 6τι εΐμαι ταραγμέ­ νος κι δτι δέν νιώθω δλες μου τις δυνάμεις » -άκουσα τή φω­ νή μου νά τρέμ ει- « άλλά θά κάνω ο,τι μπορώ γιά νά παρα­ μείνω παρών έδώ μαζι σου». Μοΰ ήταν δύσκολο να τό πώ , δύσκολο νά τό κάνω, άλλ.ά ένιωθα δ-τι δέν εΐχα άλλη έτπλογή. 'Ο Μόρτον, ό άντρας της μοναδικής μου αδελφής, εΐχε υ­ πάρξει αγαπημένος φίλος καί σημαντική παρουσία στή ζω ή μου άπό τότε πού ήμουνα δεκαπέντε χρονών, Τό μεσημεριανό τηλεφώνημα τής αδελφής μου μέ κλόνισε κι εκλεισα άμέσως θέση στήν έπόμενη τττήση γιά Ο ύώ σινγχτον, γ ιά να βρεθώ κοντά της, ’Α ρχίζοντας ν’ακυρώνω τ ά ραντεβού τώ ν επόμενων δυό-τριών ημερών διαπίστω σα δτι σέ δύο ώρες εΐχα νά δώ τήν Άιρήν* καί δτι αύτό μου Ιπέτρεπε νά φτάσω Ιγκαίρω ς στήν τυτήση μου. Μ ήπως Ιπρεττε αύτό τό ραντεβού νά τό κ ρ α τή σ ω ; Σ τά τρία χρόνια πού είχαμε περάσει μαζι ή Ά ιρήν δέν εΐχε έρθει ποτέ της καθυστερημένη σέ ραντεβού, ούτε εΐχε χάσει κανένα, άκόμα καί τήν τυερίοδο τής φρίκης, δταν ό δγκος τοΰ Τ ζά κ διέλυε τόν έγκέφαλο καί τήν προσω πικότητά του. Παρά τόν έφιάλτη πού περνούσε παρακολουθώντας τήν αμείλικτη αποσύνθεση του συζύγου της* είχε δείξει ά π ’τήν άρχή μ εγά ­ λη αφοσίωση στή δουλειά μας. Κι έγώ τό ϊδιο. Α πό τήν π ρ ώ ­ τη μας συνεδρία, δταν της ύποσ χέθηκα; « Θά προχωρήσω μα­ ζί σου ώς τό τέλος », εΐχα άφιερσει τόν έαυτό μου στό νά 141

142

Η ΜΛΝΑ ΚΑΙ ΙΌ ΝΟΗΜΑ ΤΗ Σ ΖΠ Η Σ

συνδεθω μαζί της οσο πιό αυθεντικά μπορούσα, Ή έτηλογή μου επομένως έκείνη την ήμέρα τοΰ πένθους εμοιαζε ξεκάθα­ ρ η : θά τη συναντοΰσα καί θά *ί^μουν ειλικρινής, Ή Ά ιρήν 6μως δέν άνταποκρίθηκε. Ά φοΰ καθίσαμε μερικά λετττά σιωπηλοί, τήν τσίγκλησα: « Ποΰ ταξιδεύουν οΐ σκέψεις σου; )> « Αναρωτιόμουν πόσων χρονών ήταν )). « Είδα κόκκινο I Μ ’ έπιασε λύσσα 1 "Ήθελα νά σου πετάξω κάτι 1» « Ε π ε ιδ ή ενιωσες σάν νά συνέκρινα τή δική μου απώλεια μέ τή δική σου; » ((Ναί, Kt έπειτα σκέφτηκα πώ ς 6ταν θά τελειώσουμε τή συνεδρία μας, θά πάρεις τήν άπύ'ϊλειά σου και θά τήν πας μέσα

144

Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜ Α ΤΗΣ ΖΩΗ Σ

ά π ’ τό μονοπατάκι τοϋ κήπου σου στή γυναίκα σου, πού θά είναι έκεΐ καΐ θά σέ περιμένει μ α ζί μέ τήν υπόλοιπη τακτο­ ποιημένη, βολική ζω ή σου. Έ κ είν η τή σ τιγμ ή θόλωσα »Τό γραφείο μου, μόνο μερικές δεκάδες μέτρα μακριά άτυό τό σπίτι μου, εΐναι ενα άνετο σπιτάκι μέ κόκκινα κεραμίδια, τυλιγμένο μέσα στά οργιώδη πράσινα καί βιολετιά τοΰ λυκί­ σκου, της γλυσίνας, τοΰ φραντζιπάνι καί της Εσπανίκης λεβάν­ τας. Έ ν ω τής άρεσε ή γαλήνη τοΰ γραφείου μου, ή Ά ιρήν έκανε πολλές φορές σαρκαστικά σχόλια γιά τή ζωή μου πού έμοιαζε μέ εικόνα άπό φ6>τογραφικό λεύκωμα. λους 6σοι έχουν μιά ζω ή πού δέν τής λείπει τ ί­ ποτα. Μοΰ ’χεις μιλήσει γιά κάποιες χήρες τϊού δέν θέλουν νά ζοΰν χω ρίς νά έχουν έναν ρόλο, πού σιχαίνονται να εΐναι ό τ ε ­ λευταίος τροχός τής άμάξης στις διάφορες συνεστιάσεις. Γιά μένα 5μως τό σημαντικό δέν εΐναι ό ρόλος οΰτε 0τι εΐμαι ό τε™ λευταιος τροχος της άμάξης: εΐναι δτι μισώ δλους έκείνους τους άνθρώπους πού ^χουν τή ζωή τους. Εϊναι ό φθόνος* Εϊναι ή τηκρία πού μέ γεμίζει. Ν ομίζεις 6τι μ* αρέσει πού νιώθω έ τ σ ι;» « Πρίν άπό λίγο, δταν ετοιμαζόσουν νά φύγεις άπο δώ μέ~ σα, εΐπες δτι εσύ δέν κάνεις γιά νά είσαι μέ κανέναν », α Μά κ ά νω ; Έ σ ύ θέλεις νά είσαι μέ κάποιον πού σέ μισεί* επειδή ζει ή γυναίκα σ ο υ ; *Τπάρχει κάνεις πού νά θέλει κοντά του έναν τέτοιον άνθρω πο; Ό μαΰρος βόρβορος — θυμ άσ αι; Κανείς δέν θέλει νά τόν άγγίξει* ετσι δέν εϊνα ι; )> « Έ γ ώ σέ σταμάτησα καί σ ’ έκανα νά μή φύγεις, έτσι δέν εΐνα ι; » Κ αμιά άπάντηση. ((Σκέφτομαι πόσο ίλιγγο θά σοΰ προκαλεΐ τό νά είσαι τό­ σο θυμωμένη μαζί μου καί συγχρόνως τόσο κοντά μου, τόσο ευγνώμων Κούνησε καταφατικά τό κεφάλι. « Α ίγο πιο δυνατά* Άιρήν. Δέν σ ’ άκούω».

ΕΦΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΠΕΝΘΟΥΣ ΓΙΑ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟΥΣ

145

τις λίστες τών πτήσεω ν μ ή ­ πως βρώ κάποίο στοιχείο —τίποτα 6μο)ς β γά ζει νόημα —δλοι οί ττροορισμοι εΐναι γραμμένοι μ έ ακατάληπτες συλλαβές. Τότε εμφα­ νίζεται ή ελπίδα — μπορώ νά όιαβάσα* τήν πινακίδα πάνω άπό μιΔ ^ξοδο άναχώρησης: «Μ ικάδο»^ γράψει. Τρέχω στήν ^ξοδο. Εΐναι δμως πολν άργά, Τό άεροπλάνο εχει μόλις φ ύγει Ttai ξ^>πνάω κλαίγοντας.

« Αύτός ό ιτροορισμός —Μικάδο ] Τ ί συνειρμούς κάνεις γιά τό Μ ικάδο; » ρώτησα. « Δέν έχω ανάγκη να κάνω συνειρμούς», εΐττε πετώ ντας μονομιάς στά άχρηΐίτα τήν ερώτησή μου. « Ξέρω πολύ καλά γιατέ ονειρεύτηκα τό Μικάδο. Ό τ α ν ήμουνα παιδί τραγου­ δούσα οπερέτες. Εΐναι ένας στίχος ττού δέν λέει να μοΰ φ ύ γει: Μ πορεΐ ή ννχτα νά 'ρθει πιο νο>ρις "Ομως τό άκόγενμά μας θά κρατήσει χρόνια και χρόνια

‘Η Ά ιρήν σταμάτησε καΐ μέ κοίταξε, μέ τά μάτια νά γυα ­ λίζουν αϊτό τά δάκρυα. Δέν εΐχε νόημα να π εΐ περισσότερα. Ουτε γιά κείνην. Ο ύτε γιά μένα. Δέν έπαιρνε άπό παρηγοριά. Ά πό εκείνη τήν ήμέρα 6 στίχος « τό απόγευμά μας θά κρατή­ σει χρόνια και χρόνια» επανερχόταν στό μυαλό μου. Ό Τ ζάκ καΐ ή Ά ιρήν δέν εΐχαν ζήσει ποτέ τά απογεύματα πού τούς άναλογοΰίταν, καί γ ι ’ αύτό μποροΰσα νά τής συγχω ρήσω τά πάντα.

Τό τρίτο μάθημά μου γ ιά προχωρημένους» ή πένθιμη οργή, άποδείχτηκε πολύτιμο σέ άλλα κλινικά περιστατικά, Έ κ ε ι

154

Η Μ ΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ Ν Ο Η Μ Α ΤΗ Σ ΖίΙΗ Σ

πού στό παρελθόν άλλαζα πολύ γρήγορα κατεύθυνση κι απο­ μακρυνόμουν ά π ’ τόν θυμό, έπιχειρώ ντας να τόν κατανοήσω καΐ νά τόν έπιλύσω 6σο πιό γοργά γινόταν, τώ ρα μάθαινα πώ ς νά τόν εμπεριέχω , π ώ ς νά τόν αναζητώ καΐ νά βουτάω μέσα του. ΚαΙ ποιό ήταν τό ειδικό δχημα τοΰ μ α θ ή μ α το ς; Σ τό ση­ μείο αύτό μπαίνει στό παιχνίδι ό μαύρος βόρβορος.

Μάθημα 4 ο : *0 μαύρος βόρβορος Τ ότε πού είχε ττεθάνει ό γαμπρός μου, δταν ή Ά ιρήν άττειλοΰσε νά φύγει καΐ μέ ρωτούσε άν ήθελα νά είμαι μέ κάποιαν πού μέ μισούσε έπειδή ζούσε ή γυναίκα μου, εΐχε μιλήσει γιά μαΰρο βόρβορο. « Θ υμ ασ αι; » μέ είχε ρωτήσει. « Κάνεις δέν θέλει νά τόν άγγίξει ό βόρβορος, έτσι δέν εΐνα ι;» "*Ήταν μιά μεταφορά πού τήν έπικαλοΰνταν στις περισσότερες συνεδρίες μας στά δύο πρώ τα χρόνια τής θεραπείας. Τ ί ήταν ό μαύρος βόρβορος; Ή Ά ιρήν άγω νιζόταν κάθε τόσο νά βρει τΙς σωστές λέξεις. « Εΐναι μιά μαύρη, φρικιαστι­ κή, καυστική ούσία πού ξεπηδάει άπό μέσα μου κι έξαπλώνεται γύρω μου σάν λίμνη. Ό μαύρος βόρβορος εΐναι σιχαμερός και δύσοσμος. Α π ω θ εί καΐ εξαγριώνει δποιον μέ πλησιάζει. Τούς λεκιάζει κι αύτούς, τούς βάζει σέ μεγάλο κίνδυνο». Παρόλο πού ό μαύρος βόρβορος εΐχε πολλές σημασίες, πρώ ­ τα και κύρια σηματοδοτούσε τήν πένθιμη όργή της. Γ ι’ αύτό καΐ μέ μισούσε πού ή γυναίκα μου ήταν ζωντανή. Τό δίλτ^μμά της ήταν τρομερό: μπορούσε νά παροφιείνει σιωττηλή, νά ττνίγεται άπ* τήν ιδια της τή λύσσα και νά νιώθει άπελπιστικά μόνη. *Η μπορούσε νά ξεσπάσει τήν όργή της διώχνοντοις τούς πάντες άπό κοντά της καΐ νά νιώθει πάλι άττελταστικά μόνη. Ά φού ή εικόνα τοΰ μαύρου βόρβορου εΐχε χα ρ α χτεί βαθιά στό μυαλό της, καΐ καμιά λογική καΐ καμιά ρητορεία δέν μ π ο ­ ροΰσε νά τή μετακινήσει, χρησιμοποίησα αύτή τή μεταφορά γιά νά κατευθύνω τή θεραπεία μου. Γιά νά τή διαλύσω χρεια­ ζόμουν δχι τή θεραπευτική λέξη άλλά τή Θεραπευτική πράξη. Έ τ σ ι προσπάθησα νά παραμείνω κοντά της στήν όργή της. 155

L50

Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ Ν Ο Η Μ Α ΤΗΣ ΖΛ Η Σ

νά κοιτάξω κατάματα τον θυμό της —οττως εκανε κι 6 Τ ζάκ. 'Έττρεπε νά έμπλακώ μαζί της, νά παλέψω μέ τή λύσσα της, νά μήν της έτη τρέψω νά μέ σπρώξει μακριά της. 'Ο θυμός της έπαιρνε πολλές μορφές - μου έστηνε ατελείωτες δοκιμασίες καΐ παγίδες. Μιά ιδιαίτερα ύπουλη τέτοια πα γίδα πρόσφερε μιά ευνοϊκή εύκαιρία γ ιά θεραπευτική πράξη. 'Έ π ειτα άπό πολλούς μήνες έντονης ταραχής καΐ απογοή­ τευσης, μιά μέρα ή Ά ιρήν έφτασε στό γραφεΤο μου ανεξήγη­ τα ήρεμη καΐ ικανοποιημένη. ίί Εΐναι ύτυέροχο νά σέ βλέπω τόσο γαλήνια », παρατήρησα, « Τί συνέβη;)) « Μόλις ττηρα μιά απόφαση-ορόσημο ϊ>, εΐττε. « Μόλις πέταξα άπο πάνω μου κάθε προσδοκία γιά προσωπική ευτυχία ή αυτοπραγμάτω ση. Δέν έχω πιά κοιμιά έττιθυμία γιά άγάπη^ γιά σέξ, γιά συντροφικόττ^τα, γιά χοιλλιτεχνιχή δημιουργία. Ά π ό δώ καί τϊέρα θ ’ άφοσιωθώ ολοκληρωτικά στό νά π ρ α γ­ ματώ σω τις δουλειές πού έχω άναλάβει “ νά είμαι μητέρα και χειρουργός ». Ό λ α αύτά τά εΐττε με ΰφος μεγάλου αυτοελέγ­ χου καί καλής διάθεσης. Τ Ις προηγούμενες έβδομάδες ή Ινταση καί ή αδιαλλαξία τής απόγνωσής της μέ εΐχαν ανησυχήσει πάρα πολύ κι ανα­ ρωτιόμουν πόσο θ ’ άντεχε άκόμα. *^Ετσι, παρά τήν παράδοξα αιφνίδια άλλαγή της^ ήμουν τόσο ευγνώμων πού εΐχε βρεϊ κά­ ποιον τρόπο, δποιος κι άν ήταν, γ ιά νά ελαττώσει τόν πόνο της, ώστε έττέλεξα νά μήν εξετάσω ττερισσότερο άπό που προερχόταν. Τό ττηρα αντίθετα σάν ένα ευλογημένο συμβάν —κά­ τι σάν τή γαλήνη πού κατακτούν τυολλοΐ βουδιστές, οί όποιοι ανακουφίζουν τήν οδύνη άπομακρύνοντας συστηματικά μέ τόν διαλογισμό τόν έαυτό τους άπό κάθε προσωτακή έτηθυμια. Γ ιά νά είμαι ειλικρινής, δέν περίμενα δτι ή μεταμόρφωση τής Ά ιρήν θά διαρκοΰσε πολύ, έλπιζα δμως δτι άκόμα καΐ μιά τταροδική άνάτταυλα ά π ’ τόν ασταμάτητο πόνο της μπορεΤ νά εΐσήγαγε έναν πιό θετικό κύκλο σ τή ζωή της. Ά ν μιά κα τά ­ σταση ηρεμίας της έπέτρεττε νά πάψει νά βασανίζει τόν έαυτό

ΕΦΙ A MA0HMATA ΘΕΡΛΙΙΕΙΑΣ ΠΕΝΘΟΥΣ ΓΙΑ ΠΡΟ^ίΩΡΗΜΕΝΟΥΣ

157

της, να πάρει προσαρμοστικές αποφάσεις» νά κάνει καινούρ­ γιους φίλους, ϊσω ς άχόμα καΐ νά γνωρίσει Ιναν άντρα κατάλλτίλο γ ιά κείνην, τότε πίστευα δτ(. δέν είχε μεγάλη σημαΐϊία μέ ποιόν τρόπο εΐχε άρχικά φτάσει σ ’ αύτή τη διάθεση: άρκουσε νά υψώσει τή σκάλα καΐ ν^άνέβει στό επόμενο επίπεδο. Τήν έτΓΟμένη ίίμως μοΰ τηλεφώντ^σε σέ εξοίλλη κατάσταση: « Συνειδητοποιείς τ£ Ικα νές; Τ£ είδους θερατυευτής είσαι έσύ; Και τό δτι νοιάζεσοα γιά μένα εΐναι σκέτη ύτίοκρισία I ‘Υποκρι­ σία ! Ή άλήιθεια εΐναι οτι είσαι πρόθυμος νά μήν κάνεις τίποτα καΐ να μέ παρακολουθείς ήσυχος νά παραιτούμαι ά π ’ δλα τά ζω τικά πρ άγμ ατα στή ζω ή μου — άπό κάθε α γά πη , χαρά, ενθουσιασμό —άπ^δλα I *Όχι, οχι, δέν εΐναι μόνο δτι δέν κάνεις τίτΓΟτα, Θέλεις νά γίνεις συνεργός στήν αύτοδολοφονία μ ο υ !» Γιά άλλη μιά φορά απείλησε νά έγκαταλείψει τή θερατυεια, άλλά τελικά τήν Ιττεισα νά Ιρθει στό έπόμενο ραντεβού. Τ ις επόμενες δυό-τρεις μέρες άναμασούσα συνεχώς τή σειρά τώ ν γεγονότων. Ό σ ο περισσότερο τό σκεφτόμουνα, τό­ σο πιό πολύ θύμωνα. Ε ΐχα γιά άλλη μιά φορά παίξει τόν ρό­ λο του χαζοβιόλη Τσάρλυ Μπράουν πού προσπαθεί νά κλο­ τσήσει τήν μπάλα, ένώ ή Λούσυ τήν τραβάει κάθε φορά άπό μπροστά του τήν τελευταία σ τιγμ ή . Ό τ α ν π ιά εφτασε ή ώρα γ ιά τήν επόμενη συνεδρία μας, ό θυμός μου εϊχε φτάσει σέ με­ γέθη ανάλογα μέ τής Άιρήν. Ε κ ε ίν η ή συνεδρία Ιμοιαζε λιγό“ τερο μέ ψ υχοθεραπεία και περισσότερο μέ αγώ να πάλης. ^Ηταν δ πιό σοβαρός καβγάς πού είχαμε κάνει. Οί κατηγορίες ξεπηδούσαν ποτάμι άπό μέσα τ η ς : « Μ ’ εχεις έγκατοιλείψει! Θέλεις νά μέ κάνεις νά συμβιβαστώ σκοτώνοντας ζω τικά κομ­ μάτια τοΰ έαυτοΰ μου ] » Δέν ύποκριθηκα δτι τή συναισθανόμουν ή δτι καταλάβαινα τή θέση της. Τής ε ΐπ α : « Βαρέθηκα π ιά τά ναρκοπέδιά σου. Βαρέθηκα τις δοκιμασίες πού μου στήνεις, και στίς όποιες τις περισσότερες φορές αποτυγχάνω . Κ ι ά π ’ δλες τις δοκιμασίες» ετούτη εΐναι ή πιό βρόμικη» ή πιό ΰπουλη « ’Έ χουμ ε πάρα πολλή δουλειά νά κάνουμε» Ά ιρήν », κατέ­

15 S

Η MAiJA ΚΑΙ TO Ν Ο Η Μ Α ΤΗΣ ZfJH l

ληξα, καί χρησιμοποίησα μιά ατάκα τοΰ νεκρού συζύγου της. « Δ έν έχουμε χρόνο γι,*αύτές τις ά ηδίες». Ή τ α ν μιά ά π ’ τις καλύτερές μας φορές. Ό τ α ν τελείωσε (ετυειτα, βέβαί.α, άπο αλλη μιά: άψιμαχέα γιά τό κανονικό τ έ ­ λος της συνεδρίας, δπου μέ κατηγόρησε S tl τήν π ετά ω Ιξω ά π ’ τό γραφείο μ ο υ ), ή θεραπευτική μας συμμαχία ήταν πιο ισχυρή άπό ποτέ, Οίίτε στά θεωρητικά β φ λ ία μου οΰτε στίς έποτττεΐες οΰτε στή διδασκαλία μου μέσα στήν τάξη δέν θά σκεφτόμουν ποτέ νά συμβουλέψω εναν εκπαιδευόμενο νά μπει σέ μιά θυμωμένη λογομαχια μέ άσθενή. Κι δμως μιά τέτοια συνεδρία πάντα οδηγούσε τήν Ά ιρήν ένα βήμα μπροστά, Ή μεταφορά του μαύρου βόρβορου ήταν αύτή πού καθοδη­ γούσε κάτι τέτοιες προσπάθειες μου. Δημιουργώντας επαφή, συγκινησιακή έπαφή, παλεύοντας μαζί της (μ ίλώ μεταφορι­ κά, μολονότι ύττηρχαν κάποιες φορές πού ένιωθα δτι λίγο ελειπε νά φτώσουμε στή σω ματική π ά λ η ), άποδείκνυα ξανά καΐ ξανά δτι ό μαύρος βόρβορος ήταν ένας μύθος πού οΰτε μέ μόλυνε οΰτε μέ άπωθοΰσε οΰτε μ ’ έβαζε σέ κανέναν κίνδυνο- Ή Ά ιρήν ήταν τόσο προσκολλημένη σ ’ αύτή τή μεταφορά, ώστε ήταν πεπεισμένη δτι κάθε φορά πού πλησίαζα τήν όργή της, ή θά τήν έγκατέλειπα ή θά πέθαινα. Τέλος, σέ μιά προσπάθεια νά τής αποδείξω μιά γ ιά πάντα δτι ό θυμός της οΰτε θά μέ κατέστρεφε οΰτε θά μ*1διωχνε* έθεσα έναν καινούργιο βασικό θεραπευτικό κανόνα; «Κ άθε φορά πού ξεσποίς πραγματικά πάνω μου, θά προγραμματί­ ζουμε αύτομάτως ένα έκτακτο ραντεβού τήν ίδια εβδομάδα Α ύτή ή πράξη άποδείχτηκε εξαιρετικά αποτελεσματική. Έ κ τώ ν υστέρων τή θεωρώ εμπνευσμένη. Ή μεταφορά τοϋ μαύρου βόρβορου ήταν ιδιαίτερα ισχυρή, γ ια τί εΐχε πάρα πολλές σημασίες: ήταν μιά εικόνα πού ικανο­ ποιούσε και εξέφραζε πολλά διαφορετικά ασυνείδητα δυναμι­ κά. Μιά καίρια σημασία ήταν ή πένθιμη όργή. Ύ τϊήρχαν δμως κι άλλες. Γ ιά παράδειγμα, ή πεποίθηση δτι ήταν δηλητηριώ­ δης, μολυσμένη, δτι έφερνε θανάσιμη γρουσουζιά. « Ό π ο ιο ς

ΕΦΤΑ ΜΑ0ΗΜΑΤΑ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΠΕΝΘΟΥΣ Π Α ΠΡΟΧΏΡΗΜΕΝΟΥΧ

159

πατάει μέσα στόν μαΰρο βόρβορο μοΰ εΐπε σέ μιά συνεδρία, « υπογράφει τή θανατική του καταδίκη ». « Έπομένΐας δέν τολμάς νά ξαναγαπήσεις» γιατί το μόνο πού εχεις να προσφέρεις εΐναι μιά άγάττη Μέδουσας πού θά καταστρέψει ίποιον σέ πλησ ιάσ ει; » « Ό λ ο ι οι άντρες πού αγάπησα πέθαναν - ό άντρας μου, ό πατέρας μου^ 6 αδελφός μου, 6 βαφτισιμιός μου καΐ 6 Σάντυ, γιά τον όποϊο δέν σοΰ εχω μιλήσει, άκόμα - ένα παιδί μέ τό όποιο τά εΐχα* πού ήταν ψυχικά διαταραγμένο κι αύτοκτόνησε πριν άττό είκοσι χρόνια ». « Ά λ λ η μιά σύμπτω ση! Πρέπει να πάψεις νά τό σκέφτε­ σαι !)) επέμεινα. « ’^Ηταν μιά κακή συγκυρία* δέν σημαίνει τ ί­ ποτα γιά τό μέλλον. Τ ά ζάρια δέν έχουν μνήμη ϊ>. . Έ δ ώ δμως, σέ μιά ευ­ φυή ανάλυση, στίχο στίχο^ λέξη λ^ξη, ό Μπρόντσκυ εδειχνε δτι τό ποίημα εχεί ένα νόημα πιό σκοτεινό. Παραδείγματος χ ά ­ ρη, οητήν πρώ τη στροφή υπάρχει κάτί δυσοίωνο στό γεγονός δτι ή τσίχλα ( ό ποιητής, ό ίδιος ό βάρδος) φτάνει στήν άχρη τοΰ δάσους καί ατενίζει τά σκοτεινά εσωτερικό. 'Αλλά και ή δεύτερη στροφή δέν μοιάζει νά λέει τυολύ περισσότερα άτυό μιά λυρίχή μελω δία; Π ραγματικά, τί εννοεί ό ποιητής λέγοντας δτι μέσα στό δάσος τταραειναι σκοτεινά γιά έναν ποιητήν γιά νά ετοιμάσει « μέ τήν ταχυδακτυλουργία τοΰ φτεροΰ » τή φ ω ­ λιά του γιά τή ν ύ χ τα ; Μ ήπως ή ((ταχυδακτυλουργία τοΰ φτε­ ρού» άναφέρεταί σέ κάποια θρησκευτική τελετουργία, ϊσως στά νεκρικά έθιμα; Μήτιως ό Φ ρόστ θρηνεί 6τι εϊναι ττολύ άργά, ^Tt είναι υποψήφιος γιά τήν αιώνια κ α τα δίκ η ; Ή αλή­ θεια είναι 6τί οί στροφές πού άκολουθοΰν επιβεβαιώνουν αύτή τήν άποψη. Μέ λίγα λόγια, ό Μ πρόντσκυ υποστηρίζει ττολύ πειστικά οχι μόνο δτι τό ποίημα εΐναι τελικά ένα σκοτεινό τυοίημα άλλά και οτι ό Φρόστ εϊναι ένας ττοιητής πολύ πιό σκο­ τεινός ά π ’ όσο νομίζουν οί περισσότεροι. Ε ΐχ α συγκλονιστεί. Ή παρουσίαση αύτή φώ τιζε τό για τί αύτό τό ποίημα, δπως καί πολλά άλλα έργα τοΰ Φ ρόστ πού εΐχαν μιά απατηλή απλότητα, μέ εΐχε τόσο συνεπάρει οταν

106

Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ Ν Ο Η Μ Α ΤΗΣ ΖΩ Η Σ

ήμουν νεαρός* Π ώ ς συνδεόταν δμω ς μέ τήν Ά ψ ή ν ; Μέ ττοιόν τρόπο ήταν τό κλειδί ττού θά Ιλυνε τά προβλήματα τής θε­ ραπείας μας, όπω ς μοΰ εΐχε ΰποοτ/εθεΐ; Συνέχισα νά διαβά­ ζω . Σ τή συνέχεια ό Μ πρόντσκυ ανέλυε ένα μακρύ άφητγηματιχό ποίημα^ τί> θανατερό βουκολικό « Τ αφ ή στό σττίτι». Τό ποίημα, πού εκτυλίσσεται στήν εσω τερική σκάλα ένός μικροΰ αγροτόσπιτου, εΐναι £νας διάλογος, μιά σειρά άπό κινήσεις, Ινα μπαλέτο ανάμεσα σ 'ένα ν χω ρικό καΐ στή γυναίκα του. ( Ό νους μου βέβαια πή γε άμέσω ς στούς γονεΤς τής Ά ιρήν πού ζουσαν σ*ένα μεσοδυτικό α γρόκ τη μ α, καθώ ς καί στή σκάλα μέ τήν ξύλινη κουπαστή πού εΐχε κατέβει ή Ά ιρήν σχεδόν πρίν άπό τρεΐς δεκαετίες* γ ιά νά σηκώσει τό τηλέφω ­ νο πού της έφερνε τό νέο γιά τόν θάνατο τοΰ*Ά λλεν.) Τό ποί^ ημα ξεκινά ει: Τήν εϊΐί άπ* τό πάττ^μα τής σχάλα,ς Ω ρίν τόν δ εΐ εχείνη. Ε τοιμαζόταν νά χαχέβει.

Καί χοιτονσε niaoi oji τόν ώ/ίο ττ}ς σάν χ ά η vii τή φόβιζε. Ό χωρικός προχωρεΤ πρός τή γυναίκα του καΐ ρω τάει: « Τ ί βλέττεις; Τ£ βλέτυεις πάντα άπό κει π ά ν ω ; —για τί θέλω νά ξέ­ ρω Παρόλο πού ή γυναίκα του εϊναι τρομοκρατημένη και άρνεΐται νά απαντήσει, εΐναι βέβαιη δτι εκείνος ποτέ δέν θά δεΤ αύτό ττού βλέτυει έκείνη και τόν αφήνει ν’ άνέβει τά σκαλοττάτια. Φτάνοντας στό παράθυρο του ορόφου ό χωρικός κοιτά­ ζει εξω κι ανακαλύπτει τι ήταν αύτό πού κοίταζε ή γυναίκα του. Ά π ο ρ εϊ πού δέν τό εϊχε προσέξει ποτέ ς τώρα. » τοΰ Φρόστ. Ή μεταβαλλόμενη εικόνα τοΰ μεγέθους τοΰ κοιμητηρίου ήταν μιά καταπληκτική μ εταφ ορά: γιά τόν χωρικό ήταν άπό τή μιά στό μέγεθος μιας κάμαρας κι άπό τήν άλλη τόσο μικρό πού χωρούσε στό >ίάδρο τοΰ παραθύρου, Γιά τή μητέρα ήταν τόσο μεγάλο, ώστε δέν εβλεπε τίποτα άλλο. "^Ηταν καί τά παράθυρα. Τήν Ά ιρήν τήν τραβούσαν τά παράθυρα. « Θ ά ’θελα νά τελειώσω τή ζωή μου σ ’ ένα διαμέρισμα σέ κάποιο ψηλό π ά τω μ α κοιτώ ντας εξω ά π ’ τό παράθυρο εΐχε πεΤ μιά φορά. *Η φανταζόταν με­ τακόμιζε σ'" ένα μεγάλο βικτωριανό σπίτι κοντά στή θάλασσα, δπου ». 'Ο πικρόχολος τρόπος μέ τόν όποΐο ή γυναίκα τοΰ χωρικού άπορριτυτει τούς φίλους, πού άφοΰ κάνουν μιά πολύ σύντομη επίσκεψη στόν τάφο, άμέσως επιστρέφουν στις καθημερινή τους ζω ή, ήταν ένα γνώριμο μοτίβο στή θεραπεία τής Άιρήν.

IJO

Η MAMA ΚΑΙ T O NOHMA T H I Ζ Ω Η Ι

Mlol φορά, γιά να το κάνει άκόμα πιό ανάγλυφο, εΐχε φέρει μιά λιθογραφία τής Π τώ σ η ς τον 'Ίκαρον τοΰ Π ιτερ Μτυρύγκελ. Κούνησε αρνητικά τό κεφάλι. « Τ ό θέλω άκριβώς δπω ς είμαι έγώ. Δέν Ιχ ω τίποτα νά κρύψω, δέν ντρέπομαι γιά τ ί­ ποτα. Κι οί δυό μάς ξέρουμε οτι δέν ήμουνα ψυχικά διαταραγμένη: ήμουν ενας άνθρωπος ττού ύπέφερε». Σ ’ αύτό τό εγχείρημα ύπήρχε δμω ς κάτι πού μέ άνησυ­ χοΰσε, κι άττοφάσισα νά τό βγάλω άττό μέσα μου. « Α ιρήν, θά ’θελα νά σοΰ π ώ μιά ιστορία».

196

Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗ Σ ΖΩΗΧ

Τότε της μίλησα γ ια τή Μαιρυ* μιά καλή μου φίλη ψυχία­ τρο μέ μεγάλη άκεραιότητα καί ττολύ συμπονετική, καί γιά τόν Χάουαρντ, έναν άσθενή της τΐού τόν εϊχε ττολλά χρόνια σέ θεραττεία. Ό Χάουαρντ εΤχε ύποστεΤ τρομερή κακοποίηση ώς παιδί, κι ή Μαίρυ εΐχε κάνει έναν ηράκλειο άθλο ττροστταθώντας νά λειτουργήσει γιά κείνον σάν καινούργιος γονιός, Τ ά ττρώτα χρόνια τής θεραττείας, ό Χάουαρντ εΐχε νοσηλευτεί του­ λάχιστον καμιά δεκαριά φορές γ ιά απόπειρες αύτοκτονίας, κατάχρττση ουσιών καί σοβαρή ανορεξία. Ή Μαίρυ εΐχε σ τα­ θεί πλάι του, είχε κάνει θαυμάσια δουλειά καΐ κατάφερε να τόν βοηθήσει νά τά ξεττεράσει δλ’ αύτά, τόν βοήθησε άκόμα καί νά ττάρει τό άπολυτηριο του λυχειου, νά τελειώσει τό κο­ λέγιο καί μί,ά σχολή δημοσιογραφίας. « Ή αφοσίωσή της ήταν πολύ μ εγά λ η », είπα. « Μερικές φορές τόν εβλεπε εφτά μέρες τήν εβδομάδα - καί μέ αμοιβές πολύ μειωμένες. Μάλιστα έγώ συχνά τήν προειδοποιούσα οτι εΐχε έττενδύσει ύττερβολικά μεγάλο μέρος τοΰ έαυτοΰ της καί ΐίτι έπρεπε νά προστατεύει ττερισσότερο τήν ιδιω τική της ζωή. Ε ΐχε τό γραφείο της στό σπίτι, κι ό άντρας της άντιδρουσε πού ό Χάουαρντ εισέβαλλε άκόμα καί τις Κυριακές στή ζω ή τους καί πού ή Μαίρυ σπαταλοΰσε τόσο πολύ χρόνο κι ενέρ­ γεια μαζί του. Ό Χάουαρντ ήταν ένα καταπληκτικό διδακτικό περιστατικό καί κάθε χρόνο ή φιλη μου του έπαιρνε συνέντευ­ ξη μπροστά σέ φοιτητές ιατρικής, ώ ς μέρος τοΟ βασικοΰ τους μαθήματος ψυχιατρικής. Γιά πολύ καιρό, μπορεΤ καί πέντε χρόνια, ή Μαίρυ μοχθούσε νά γράψει ένα διδακτικό βιβλίο ψυ­ χοθεραπείας πού ένα πολύ σημαντικό μέρος του αφορούσε τή θεραπεία τοΰ Χάουαρντ. Τό κάθε κεφάλαιο βασιζόταν σέ κά­ ποιο κομμάτι της δουλειάς της μαζί του ( μέ πολύ μεγάλη βέ­ βαια μ ε τα μ φ ίε σ η ). Καΐ μέ τά χρόνια 6 Χ άουαρντ ένιωθε ευγνώμων άπέναντί της καί της έδωσε τήν πλήρη άδεια νά τόν παρουσιάσει στούς φοιτητές της καί στούς ειδικευόμενους καί νά γράψει γιά κεΤνον, (ί Κ άποτε τό βιβλίο τελείωσε κι ήταν έτοιμο νά έκδοθεΤ,

ΕΦΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ θ£ΡΑΠΕΙΑϊ: Π ΕΝ Θ Ο ΥΣ ΠΑ ΙΙΡΟΧΩΡΗ Μ ΕΝ Ο Υ ϊ :

197

δταν ξαφνικά 6 Χάουαρντ ( ποΐ> τώρα ήταν ενας δτ^μοσιογράφος εγκατεστημένος στο εξωτερικό, παντρεμένος καΐ μέ δυό παιδιά) «πέσυρε τήν άδειά του. Μ’ ένα σύντομο γράμμα εξη­ γούσε μόνο ^τι ήθελε ν’ άφήσει αύτό τό κομμάτι τής ζής πολύ π£σω του, Ή Μαίρυ του ζήττ]σε εξηγήσεις, άλλά έκεΤνος άρνήθηκε νά τυει περισσότερες λετυτομέρειες καΐ τελικά διέκο^ ψε έντελώς τήν επικοινωνία. ‘Η Μαίρυ βρέθηκε σέ άπόγνωση -εΐχε αφιερώσει τόσο πολλά χρόνια σ’αύτό τό βιβλίο- άλϊΛ τελικά δέν εΐχε άλλη επιλογή παρά νά τό θάψει. Και πολ>.ά χρόνια άργότερα συνέχιζε νά εΐναι πικραμένη καΐ θλιμμένη ». « "Ίρ β ,'Ίρβ , κατάλαβα ποΰ τό πας )>, εΐτυε ή Άιρήν, χτυπ ώ ν­ τας μου ρυθμικά τό χέρι γιά νά μέ ΐτταματήσει, « Κ αταλαβαί­ νω δτι δέν θέλεις νά καταλήξεις σάν τή Μαίρυ. Θέλω δμως νά σέ διαβεβαιώ σω : δέν σοΰ δίνω άπλώ ς τήν άδεια νά γράψεις τήν ιστορία μου. Σοΰ ζητώ νά τή γράψεις. Ά ν δεν την έγρα­ φες, θ ά ’νιωθα μεγάλη απογοήτευση», « 'Τπερβάλλεις λίγο ». « Τό εννοώ* Τό εννοούσα, δταν έλεγα δτι εΐναι πάρα πολ­ λοί οΐ Οεραπεχ>τες πού δέν έχουν ιδέα πώ ς ν^άντιμετωπίσουν τούς άνθρώπους πού πενθούν. ’Εσύ εμαθες πράγματα ά π 'τ ή δουλειά πού κάναμε μαζί, εμαθες πολλά, καί 0£Ρ θέλω αντο νά τελβίώσει μ α ζι μέ σένα », Βλέποντας τά υψωμένα μου φρύδια ή Ά ιρήν πρόσθεσε: « Ναί, ναί, το ’πιασα τελικά. Τό χώνεψα. Δέν πρόκειται νά ζήσεις γιά πάντα », « Ώ ρ α ια », εΐπα κι έβγαλα ένα σημειωματάριο, « συμφωνώ δτι Ιμαθα πολλά πράγματα δουλεύοντας μαζί σου καί σ ’ αύτές τις σελίδες Ιχ ω γράψει τή δική μου έκδοχή γ ι ’ αύτά. θ έ λ ω δμως νά εΐμαι σίγουρος δτι άκουστεΐ και ή δική σον φωνή, Άιρήν. Μ πορεϊς νά κάνεις τον κόπο νά συνοψίσεις τά κεντρικά σημεία, τά κομμάτια πού δέν πρέπει νά παραλείψ ω ; » Ή Ά ιρήν άντέδρασε, « Τ ά ξέρεις εξίσου καλά μ ’ έμενα)), ίί Θέλω τή φωνή σου. Ό π ω ς σοΰ εΐπα σέ άλλη ευκαιρία, θά προτιμούσα νά τό γράφαμε μ αζί, άφοΰ ομως δέν θέλεις νά

I9S

Η ΜΛΝΑ ΚΑΙ Τ Ο ΝΟΗΜΑ Τ Η Σ ΖΩ ΗΣ

γίνει ετσι, τότε άπλώ ς δοκίμασε το τώρα. Κάνε ελεύθερο (τυνεφμύ - 6,τι έρχεται πρώ το στο νοΰ σου. Π ές μου, κατά τή δική σου άποψη, ποιό ήταν τό πραγματικό κέντρο, ό τπ^ρήνας τ^ς δουλειάς μ α ς ; » ( ( σύνδεσμος )>, εΐττε άμέσως. « ’Ή σουνα πάντα παρών, Ιτεινες πράς τό μέρος μου, μέ πλησίαζες. Ό π ω ς έκανα κι Ιγ ώ πρίν άπό λίγο πού σκούπισα τόν καπουτσίνο άπ*τό μουστάκι σου —)i ρώτησα κρατώντας βιαστικά σημειώσεις. « Μερικές φορές μέ τρόμαζε πολύ. ^Ηθελα νά εΐσαι ό Μ ά­ γος τοΰ ’Ό ζ . ΕΙΐχα χαθεϊ κι ήθελα εσύ νά ξέρεις πώ ς θά γυρί­ σω τυΐσω στό Κάνσας. 'Ορισμένες φορές ήμουνα καχύποπτη μέ τήν αβεβαιότητά σου. Αναρωτιόμουν άν ό αύτοσχεδιασμός σου ήταν πραγματικός ή μήπω ς ήταν μόνο μιά προσποίηση, άπλώς Ινα μαγικό σου κολπάκι* » Κ α ί κάτι άλλο: ήξερες πόσο επιμένω νά βρίσκω ή ΐδια τόν τρόπο νά διορθώνω τά πράγμ ατα , Kt έτσι πίστευα δτι τό γεγονός πώ ς «ΰτοσχεδίαζες μαζί μου ήταν ένα σχέδιο “ένα άρκετά πανοΰργο σ χέδιο- γιά νά μέ αφοπλίσεις »ίί Κι άλλη μιά σ κέψ η... αύτό θέλεις, ’Ίρβ, νά φλυαρώ μέ αύτόν τόν τρ ό π ο ; » « Ά κριβώ ς αύτό —συνέχισε ». « Ό τ α ν μου μιλοΰσες γιά άλλες χήρες ή γιά τά ευρήματα

20C

Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ Τ Ο ΝΟΗΜΑ Τ Η Ι Z D H I

τής ερευνάς σου, ήξερα δτι προσπαθούσες νά μέ καθησυχά­ σεις, και ποΐ> καί που με [ϊοηθουσ^ το νά στ>νει§7}Τοποιώ 6τι βρισκόμουν στη μέση μιας διαδικασίας^ δτι θά ττερνοΰσα όρι­ σμένες ψυχι>ςές φάσεις, ακριβώς δπω ς έκαναν κι άλλες γυ^ ναΐκες. Συνήθως 6μως κάτι τέτοια σχόλια μ ’ έκαναν νά νιώθω δτι μέ μείωνες. *^Ηταν σάν νά μ" εκανες πολύ συνηθισμένη. Ό τ α ν αύτοσχεδίαζες δμως ποτέ δέν Ινιωσα συνηθισμένη. Τ ό ­ τε ήμουνα πολύ ιδιαίτερη, μοναδική, Α νακαλύπταμε μαζί τόν δρόμο μ α ς» . If Ά λλ α πράγματα πού βοήθησαν; » « Π άλι άπλά πράγματα. ’Ίσ ω ς νά μήν τό θυμασαι κάν, άλ­ λά στό τέλος τών πρώ τω ν μας συνεδριών^ καθώς έβγαινα άπό τήν πόρτα, έσύ άκουμπούσες τό χέρι σου στόν ώμο μου κι έλεγες: Θά εΐμαι κοντά σου σ ’ δλη αύτή τήν π ο ρ εία ’’. Α ύτά τά λόγια δέν τά ξέχασα ποτέ - ήταν ένα πάρα πολύ γερό στή­ ριγμα γ ιά ν’ άκουμπήσω η. « Τό θυμάμαι» Α ιρήν », α Και μέ βοηθούσε πολύ, δταν μερικές φορές Ιπαυες νά προσπαθείς νά μέ κάνεις καλά ή νά μ ’ αναλύσεις ή νά μέ ερμη­ νεύσεις κι ^λεγ^ς κάτι άπλό καΐ άμεσο, τοΰ τύπου; ‘‘ Α ιρήν, ζεϊς Ιναν έφιάλτη - Ιναν ά π ’ τούς χειρότερους εφιάλτες πού μτυορώ νά φανταστώ ” * Κ αι τό καλύτερο άττ’ δλα ήταν δταν πρόσθετες —οχι δσο συχνά θά το ήθελα—δτι μέ θαύμαζες καΐ μ^έκτιμοΰσες πού εΐχα τό κουράγιο νά επιμένω », Κ αθώς σκεφτόμουν νά π ώ καί τώ ρα κάτ(. γιά τό κουράγιο της, σήκωσα τό βλέμμα, την εΐδα να κοιτάζει τό ρολόι της καί τήν άκουσα νά λ έ ε ι; « Θεέ μου, πρέπει νά φύγω ». Νά λοιπόν πού τελείωνε έκείνη τή συνεδρία. Ό ποιος ξεπε­ σμός τών ισχυρών! Γιά μιά σ τιγμ ή είχα τή ζαβολιάρικη τταρόρμηση νά ύποκριθώ ένα ξέσπασμα οργής καί νά τήν κ α τη ­ γορήσω οτι μέ πετοΰσε έξω, άλλά αποφάσισα νά μή φερθώ τόσο παιδικά. « Ξέρω τί σκέφτεσαι, *Ίρβ ». « Τ£ σ κέφ τομ α ι; »

ΕΦΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ©ΕΡΑΠΕΐΑΣ ΠΕΝΘΟΥϊ: ΓΙΑ ΙΙΡΟ ΧηΡΗ Μ ΕΝ Ο ΥΐΙ

ΪΟ Ι

ν συνήθη τρόπο σκέψης της, τοΰ ύπερχειρουργού πού διορθώνει τά τϊάντα, καΐ νά δείξει ανοιχτά πόσο ευάλωτη εϊναι και πόσο δυσκολεύεται. Σταδιακά, πολύ σταδιακά μπόρεσε νά αναγνω ­ ρίσει δτι ενιωθε άβοήθητη και νά στραφεί σ ’ έμένα γιά ανα­ κούφιση. Ό τ α ν τυέθανε ό πατέρας της, 6χι πολύ μετά τύν άντρα της, ή σκέψη δτι θ ά ’πρεπε νά γυρίσει στο πατρικό της γιά τήν κη­ δεία τήν εκανε νά νιώσει 6τι καταρρέει, Δέν άντεχε στήν ιδέα δτι θά εβλεπε τή μητέρα της πού Ιπ α σ χε άπό ’Α λτσχάιμερ καΐ τόν τάφο τού πατέρα της άνοιχτο πλάι σ ’ εκείνον τοΰ άδελφοΰ της. Συμφώνησα μαζί της καί έπέμεινα νά μήν πάει. Π ρο­ γραμμάτισα μάλιστα μιά συνεδρία ακριβώ ς τήν ώρα τής κη­ δείας, της ζήττησα νά φέρει φωτογραφίες τού πατέρα της και τίεράσαμε τήν ώρα ανακαλώντας τις αναμνήσεις της άπύ κεΐνον.

3o 6

η

ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗ Σ ΖΩ Η Σ

^Ηταν μιά πολύ γόνιμη και έντονη εμπειρία, καϊ. άργότερα ή Ά φ ή ν μ ’ ευχαρίστησε γ ι ’αύτό* Ποΰ βρισκόταν ^μως τό δριο άνάμεσα στήν οΕκειότητα χα ί στη σαγήνη; Μ ήπως αύτό θά έκανε τήν "Αψήν νά έξαρτηθεϊ πάρα πολύ άπό μένα; Θά ήταν άραγε ποτέ ικανή νά μέ άποχω ρισ τεϊ; "Τπήρχε περίπτω ση ή ισχυρή συζυγική μεταβίβαση ν"*αποδειχτεί μή αναστρέψιμη; Ή ίτκέψη αύτή μέ τριβέλιζε συνεχώς. Α ποφ άσ ισ α ^μω ς ν’ αναβάλω γ ι ’ άργότερα αύτές μου τΙς ανησυχίες. Σ τή δουλειά μου μέ τήν Αιρήν δέν ήταν ποτέ δύσκολο νά διατηρηθεί ό έστιασμός στό έδώ -καί-τώ ρα. "^Ηταν μιά θερα­ πευόμενη εξαιρετικά εργατική καί άφοσιωμένη. Π οτέ, ουτε μιά φορά σ ’όλόκληρη τή συνεργΐχσέα μας, δέν τήν άκουσα νά κάνει αναμενόμενα σχόλια ή σχόλια αντίσταση;, 6 π ω ς: α Αύτό δέν μου λέει τ ίπ ο τ α ... Δέν Ιχει καμιά σ χέσ η ... Τό θέμα δέν εΐσαι έσ ύ... Έ σ ύ δέν είσαι ή ζωή μου - σέ βλέπω μόνο δυό ώρες τήν εβδομάδα. Ό άντρας μου ττέθανε πρίν άπό δεκαπέντε μέρες - γιατί μέ πιέζεις νά σοΰ μιλήσω γιά τά συναισθήματά μου άπέναντί α ο ν ; —αύτο εΐναι τρελό... τόσες ερωτήσεις γιά τό πώ ς σέ κοιτάζω, ή γιά τώ πώ ς μπαίνω στό γραφείο σου — γιατί νά μιλήσω γι^αύτά, αύτά εΐναι πράγματα έντελώς άσήμαντα, Σ τή ζωή μου συμβαίνουν πολύ μεγάλα γ εγο ν ό τα ». Α ντίθετα ή Α ιρήν άμέσως καταλάβαινε τί προσπαθούσα νά κάνω καί σ '6 λ η τη διάρκεια της θεραπείας έμοιαζε ευγνώμων γιά τΙς τόσες μου προσπάθειες νά συνδεθώ μαζί της. Οι παρατηρήσεις πού μοΰ έκανε γιά τήν « αύτοσχεδιαστι^ κή » θεραπεία μου μ ’ ένδιέφεραν ττάρα πολύ. Τελευταία πιάνω τον έαυτό μου νά διακηρύσσει 6τι « Ό καλός Οεραττευτής πρέττει νά δημιουργεί μιά νέα θεραπεία γιά κάθε άσθενή Εΐναι μιά ακραία θέση, πιό ριζοσπαστική άκόμα κι άπό τήν πρότα­ ση τοΰ Γιούνγκ, πρίν άπό τόσες δεκαετίες, νά δημιουργούμε μιά νέα θεραπευτική γλώ σσα γιά τόν κάθε άσθενή. Οί ριζοσπαστι­ κοί καιροί 6μως γεννούν ριζοσπαστικές θέσεις, Τό σύγχρονο κίνημα τής περίθαλψης υπό διαχείριση στίς

ΕΦΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ Π ΕΝ Θ Ο ΥΣ ΓίΑ ΠΡΟΧΩΡΗΜ ΕΝΟΥΣ

307

υγειονομικές υπηρεσίες άπ οτελεϊ θανάσιμη άττξίλή γ ιά τ6ν κλάδο της ψυχοθεραττείας. Σ κεφ τειτε τις επιταγές του: 1) ή θεραττεία νά εΐναι εξω πραγματικά σύντομη και νά δίνει τό βά­ ρος άτιοκλειστικά στά εξωτερικά συμπτώ ματα κι οχι στις συγ^ κρούσεις πού κρύβονται ττίσω άττό τά σ υμ πτώ μ α τα αύτά καί τά γεννούν* 2 ) ή θεραπεία νά εΐναι εξω πραγμ ατικά οικονομι­ κή (π ρ ά γ μ α τιμω ρητικό τόσο γιά τούς επα γγελμ ατίες πού έχουν έπενδύσει τά αναγκαία χρόνια γ ιά νά αποκτήσουν μιά εκπαίδευση σέ βάθος 6σο καί γιά τούς άσθενεΐς πού ύποχρεν­ ώνονται νά έπισκέτττονται θεραττευτές μέ άνετταρκή εκπαίδευ­ ση' 3 ) ot θεραπευτές νά μιμούνται τό ιατρικό μοντέλο καί νά π α ίζ ο υ ν θ έα τ ρ ο π α σ χ ίζ ο ν τ α ς νά δια ττυ π ώ νου ν άκρφ εϊς στόχους παρόμοιους μέ τούς ιατρικούς καί νά τούς αξιολογούν κάθε έβδομαδα- καί 4 ) οι θεραπευτές νά χρησιμοποιούν μόνο έμ τκ ιριχά επικυρωμένες θεραπείες δείχνοντας ετσι προτίμηση στις βραχείες, φαινομενικά ακριβείς γνωσιακές - συμπεριφορικές τε­ χνικές πού επιδεικνύουν ανακούφιση ά π ’ τά συμπτώ ματα. Ά π ’ δλες ομως αύτές τις πεισ ματικές καί καταστροφικές επιθέσεις πού δέχεται ό κλάδος της ψυχοθεραπείας, ή πιό δυσ­ οίωνη εΐναι ή τάση πρός μιά ψυχοθεραπεία βώσει πρω τοκόλ­ λου. Έ τ σ ι κάποια ασφαλιστικά προγράμματα καΐ δημόσιες ύττηρεσίες ύγείας απαιτούν 6 θεραπευτής ν’ ακολουθήσει στην πορεία της θεραπείας ένα προκαθορισμένο πλάνο, μερικές φο­ ρές μάλιστα άκόμα καΐ μιά προγραμματισμένη λίστα θεμάτων, τά όποια εΐναι υποχρεωτικό νά καλυφθούν σέ καθεμιά ά π ’ τίς έτατρεττόμενες συνεδρίες. Τά διψασμένα γιά κέρδος στελέχη τών ύττηρεσιών ύγείας καί οΐ παραπλανημένοι ειδικοί σύμβουλοί τους υποθέτουν δτι ή επιτυχημένη ψυχοθεραπεία έξαρταται άπό τήν πληροφόρηση πού λαμβάνεται ή παρέχεται καί 6χι τόσο άπό τή σχέση άνάμεσα σέ θεραπευτή καί θεραττευόμενο. Πρόκειται γιά ένα ολέθριο σφάλμα. Ά πό τούς ογδόντα άντρες καί γυναίκες σέ πένθος πού εΐχα μελετήσει στήν ερευνά μου, πρίν δώ την "Αιρήν, κανένας δέν τής έμοιαζε. Κανείς δέν ύπέφερε άπό τόν ιδιο αστερισμό πρόσ­

ao8

Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ: Ύ Ο ΝΟΗΜΑ T H S ΖΩ ΗΣ

φατων ( και συσσωρευμένων) απωλειών - σύζυγος, πατέρας, μητέρα, φίλος, βαφτισιμιός. Κανείς δέν εϊχε τραυματιστεί μέ τόν ϊδιο τρόπο δπως ή *Αιρήν άπό τόν πρώιμο χαμό ένός πολυαγαπημένου άδελφοΰ. Κάνεις δέν εΐχε τή σχέση αλληλεξάρ­ τησης που εΐχε ή Άιρήν μέ τόν αντρα της. Κάνεις δέν εΐχε π α ­ ρακολουθήσει τόν ή τή σύζυγό του ν’ άποσυντίθεται λίγο λίγο, καθώς τόν καταβρόχθιζε βάναυσα ^νας ΐ>γκος στόν έγκέφαλο. Κανείς δέν ήταν γιατρός, δποας έκείνη πού γνώριζε πλήρως τήν παθολογία του συζύγου της καί τήν πρόγνωσή ττ^ς. "Οχι, ή Άιρήν ήταν μοναδική και εϊχε ανάγκη άττό μιά μονα­ δική θεραπεία, μιά θεραπεία πού επρεπε νά τήν κατασκευάσου­ με μαζί, Ικείνη κι έγώ. Και τό ζήττ^μα δέν ήταν 5τι οι δυό μας κατασκευάσαμε μιά θεραττεία κι επειτα αρχίσαμε νά τή χρησι­ μοποιούμε - άκριβώς τό αντίθετο; τό εγχείρημα τής κ α τα ­ σκευής μιάς νέας, μοναδικής Οερα^ιείας ήταν ή ιδια ή θεραπεία.

Κοίταξα τό ρολόι μου. Ποΰ ήταν ή Άιρήν; Πήγα . « Αύτό ^ ύ τ ό ποί> συμβαίνει τώρα, αύτή τή στιγμή—, αύτά ακριβώς εννοώ, ίίταν λέω δτι. άπο φεύγεις τήν αληθινή έπκφή μαζί μουί). «Ε ΐμ α ι μπερδεμένη, δέν καταλαβαίνω». « Ό χρόνος μας έχει σχεδόν τελειώσει, Μύρνα, γιά δοκί­ μασε δμως κάτι πρίν σταματήσουμε —εΐναι ή ϊδια άσκηση ττού σοΰ ζήτησα να κάνεις πρίν -άπό λίγες έβδομάδες. Σκέ’ψου γιά Ινα-δυά λετττά μόνο κάτι ττού θά μπορούσαμε νά κά­ ναμε μαζΐ^ εσύ κι έγώ. Κλείσε τά μάτια* Ά σ ε νά έμφανιστεΐ μιά σκηνή, όποιαδήποτε σκηνή, καΐ περίγραψέ την καθώς συμβαίνει». [ Σ ιω πή ] « Τί βλέπεις;» « Τίποτα ϊϊ . « Σ πρώ ξ’ το λίγο. Κάνε νά συμβει κάτι ». « Ε ν τά ξ ει, εντάξει. Μας βλέπω νά περπατάμε. Νά συ­ ζητάμε. Νά ττερνάμε καλά. Σ ’ έναν δρύμο τοΰ Σάν Φρανσίσκο, ϊσως στήν οδό Τσέστνατ, Σ ας τταίρνω άπ^τύ χέρι καί σάς πηγαίνω σ ’ ένα άπό κείνα τά μττάρ δπου πηγαίνει κανείς γιά νά ζευγαρώσει. ΈσεΤς εΐστε απρόθυμος άλλά μπαίνετε μέσα μαζί μου. Θέλω νά τό δ ε ίτ ε ... νά δείτε τή σκηνή.. , νά δείτε μέ τά ιδια σας τά μάτια δτι έκεΤ μέσα δέν υπάρχει άντρας πού νά μοΰ κάνει. Τήν περασ·μένη εβδομάδα αύτά μοΰ άναφέρατε, αύτά τά μπάρ καί τΙς υπηρεσίες γνωριμιών στο Ίντερνετ, Καλά, τό 'Ίντερνετ εΐναι χειρότερο άπό τά μπάρ. Αύτό νά δείτε πόσο απρόσωπο εΐναι! Δέν μπορώ νά τό πιστέψίύ δτι μοΰ προτείνετε σ τ ’ αλήθεια κάτι τέτοιο. Ό τ ι περιμένετε νά κάνω μιά σχέση στήν οθόνη τοΰ υπολογιστή, χωρίς νά *χω κάν δει τόν άλλον. *. οΰτε κάν - » « Γύρνα πάλι στή φαντασίωσή σου. Μετά τί βλέπεις; ϊϊ « Σκοτάδι - π ά ε ι)). « Τόσο γρήγορα I Τί σέ σταμάτησε, γιατί δέν τήν κράτη^ σ ες; »

at f j

Η ΜΑΝΑ ΚΑΐ ΤΟ ΝΟΗΜΑ T H E ΖΩ Η Σ

«

ξέρω. "Ενι,ωθα χρύο χαΐ μοναξιά».

«*^Ησουνιχ μαζί μου, Μοΰ ίπιασες το χέρι. Τί συναισθή­ ματα ξύττνησαν μέσα σου; » « Έξα>ζολουΟοί>σα νά νιώθω μόνη». « Πρέττει να σταματήσουμε, Μύρνα. Μιά τελευταία έρώ­ τηση* Αύτά τά τελευταία λεττυά ήταν καθόλου διαφορετικά ά π ’ τό πρώτο μέρος τής ώ ρας; » « Ό χ ι. Τό ϊδιο ήταν. Απογοήτευση». « Έ γ ώ ένιωσα νά συνδέομαι περισσότερο μαζί σου - σάν νά μίκραινε ή απόσταση άνάμεσά μας. Έ σύ δέν ένιωσες τ ί­ ποτα τέτοιο;» «*Ίσως. Δέν εΐμαι (ϊίγουρη. Κι εξακολουθώ νά μή βρί­ σκω τό νόημα δλων αύτών πού κάνουμε ». ίΐ ϊ^'ιατί Ιχω πάντα τήν αίσθηση δτι κάτι μέσα σου αντι­ μάχεται τήν εύρεση νοήματος; Τήν Π έμπτη τήν ϊδια ώρα, λοιπόν ». Ή Μύρνα άκουσε ττολυθρόνες νά μετακινούνται, τά βήματά της νά διοισχίζουν τό δω μάτιο, τό κλείσιμο της πόρτας. ’Έ στρίψε στόν αυτοκινητόδρομο 1-280. Χαμένος χρόνος καί χ α ­ μένα λεφτά, σκέφτηκε. Ψ υχίατροι. Κι αύτός εϊναι σάν ολους τούς άλλους. Τέλος πάντων, 6χι εντελώς. Τουλάχιστον μοΰ μιλάει. Γ ιά μιά σ τιγμή φαντάστηκε τό πρόσωπό του; νά χ α ­ μογελάει, νά της ανοίγει τήν αγκαλιά του, νά τήν προσκαλεϊ νά πλησιάσει. 'Η αλήθεια εΐναι οτι μ ’ αρέσει ό Δόχτωρ Λάς. Εΐναι παρών μαζί μου - τουλάχιστον μοιάζει νά νοιάζεται γιά τό τι μοΰ συμβαίνει, κι εΐναι χαί ενεργητικός: προσπαθεί νά διατηρήσει τα πράγματα σέ μιά ροή ~ κάνει ο Ε5ιος τή μισή διαδρομή, δέν μ ’ αφήνει νά κάθομαι σιω πηλή δπω ς οΐ δυό προηγούμενοί μου ψυχίατροι. Γρήγορα άπόδιωξε τΙς εικόνες. Ό Έ ρνείττ Λάς τήν πίεζε πάντα νά κρατάει τΙς όνειροττολήσεις ττ}ς στή μνήμη της, ιδίως έχεΐνες πού τής συνέβαιναν στή διαδρομή άπό και πρός τήν ώρα τής ψυχοθεραπείας, άλλά δέν έπρόκειτο νά τοΰ αναφέρει αύτή τή μελό φαντασίωση.

ΔΙΠΛΗ ΕΚΘ ΕΣΗ

1 1η

Ξαφνικά ακουσε πάλ(. τή φ. Ύί συμβαίνει,; άναρωτήθηκε. Ξ αφνικά θυμήθηκε ΐίτι στό τέλος τής προτϊγούμενης συνεδρίας εΐχε φύγει ά π ’ τό γραφείο του κι εΐχε φτάσει στό επόμενο τετράγω νο, όταν συνειδητο­ ποίησε δτι ο Λάς εΐχε ξεχάσει νά τής δώσει τήν κασέτα, καί γύρισε νά τήν πάρει. Διπλοπάρκαρε μπροστά στό βικτωριανό σπίτι κι ανέβηκε τρ έχοντας τή μεγάλη σκάλα ώ ς τό γραφεΤο στόν δεύτερο ΐΐροφο. Κ αθώς ήταν τό τελευταΤο ραντεβού τής ήμέρας, δέν άνησυχοΰσε μ ήπω ς διακόψει άλλον άσθενή. Ή πόρτα του ήταν μισάνοιχτη, εΐχε μ π ει μέσα καί τόν εΐχε βρεΤ νά ύπαγορεύει σ*ενα δημοσιογραφικό κασετοφωνάκι* Ό τ α ν του εΐπε για τί γύρισε, έκεΤνος εβγαλε τήν κασέτα άπό τό με­ γάλο κασετόφωνο που βρισκόταν στό τραπεζάκι πλάι στή θέ­ ση τοΰ θεραπευόμενου και της τήν έδωσε. « Θά τά ποΰμε σέ μιά βδομάδα», τής εΐττε. Προφανώς, οταν ή Μύρνα εφογε τήν πρώ τη φορά ά π ’ τό γραφείο του, εκείνος ξέχασε νά σβήσει τό κασετόφωνο κι αύτό μαγνητοφωνούσε γ ιά αρκετή ώρα, ώσπου νά τελειώσει ή κασέτα, Γυρίζοντας τήν ένταση στό φουλ ή Μύρνα άκουσε υπόκω­ φους θορύβους : ϊσω ς φλιτζάνια ττού κουδούνιζαν άκουμπώντας τό ενα στό άλλο, καθώς τά μάζευε άπ*τό γραφείο του, 'Έττειτα πάλί, τή φωνή του, καθώς τηλεφωνούσε σέ κάποιον γιά νά. κανονίσει νά παίξουν τέννις. Β ήματα, τό τρίξιμο μιας καρέ­ κλας. Κι επειτα κάτι πιό ενδιαφέρον. Πολύ πιό ενδιαφέρον. « Έ ρ ν εσ τ Λάς, υπαγόρευση σημειώσεων γιά τό σεμινάριο τής άντιμεταβίβασης. Σημειώσεις γιά τή Μύρνα, Π έμπτη 28 Μαρτίου».

2i8

η

ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗ Σ ΖΩ ΗΣ

Σημειώ σεις γιά μένα; Δεν τό ταστεύω. Κάνοντας μεγάλη τυροστϋάθεια άκούσει, κυριευμένη άττό άγχος και ττεριέργεια, Ιγείρε πρός τα εμπρός, τηό κοντά στό ήχειο. Τό αύτοχινητο άρχισε ξαφνικά νά φεύγει πρός τά δεξιά, κι ή Μύρνα παραλί­ γο νά χάσει τόν Ιλεγχο, Σ ταμάτησ ε στήν άκρη τοΰ αυτοκινητόδρομου, εβγαλε βια­ στικά τήν κασέτα, πήρε τό γουώ κμαν της άπό τό ντουλαπάκι τοΰ συνοδηγοΰ, τήν έβαλε μέσα, τ ή γύρισε πίσω , φόρεσε τά ακουστικά, ξαναμΐτηκε άργά στόν αυτοκινητόδρομο καΐ δυνά­ μωσε στό τέρμα τή φωνή, « ’^Ερνεστ Λάς, υπαγόρευση σημειώσεων γιά τό σεμινάριο της άντιμεταβιβάσης. Σημειώσεις γιά τή Μύρνα, Π έμπτη 28 Μαρτίου. Τυπική, προβλέψιμη, άπογοητευτική ώρα. Ή Μύρνα ττέρασε τό μεγαλύτερο μέρος της συνεδρίας κλαψου­ ρίζοντας ώς συνήθως γιά τήν έλλειψη κατάλληλων διαθέσι­ μων άνδρών. Χάνω δλο καΐ περισσότερο τήν υπομονή μου... γίνομαι ευερέθιστος —κάποια στιγμή έχασα τήν ψυχραιμία μου κι έκανα ενα σχόλιο πού δέν Ιπρεττε: “ Βλέπεις νά γρά­ φει ή μπλούζα μου Γραφείο συνοικεσίων;” Πολύ εχθρική αντίδραση άπό μέρους μου -δέν τό συνηθίζω—, δέν θυμαμαι νά εχω δείξει ποτέ τόση έλλειψη σεβασμού σέ άσθενή. Μή­ πω ς προσπαθώ νά τήν κάνω νά φ ζαλίζει τά κεφάλι γιά τήν αμοιβή μου, Καΐ κάθε βδομάδα καταλήγω να κάνω άκριβώς τά ίδια —βαριέμαι τον έαυτό μου. » Σήμερα, ώς συνήθως, τήν ττροέτρεψα να εξετάσει τάν δικό της ρόλο στήν τροπή τής ζοοής της, πώς συνεισφέρει ή ϊδια στή μοναξιά της, Δέν εΐναι και τίποτα τρομερά δύσ­ κολο νά το καταλάβει κανείς, κι δμως σάν νά μιλούσα άραμαϊκά. Αέν τό πιάνει. “Αντίθετα μέ κατηγορεί 5τι δέν π ι­ στεύω πώς εΐναι κακά νά εΐναι μιά γυναίκα μόνη της. Κι έπειτα, δπως κάνει συχνά, πέταξε ενα υπονοούμενο δτι εύχεται νά μπορούσε νά βγει μαζί μου. Ό τα ν δμως προσ­ παθώ να επικεντρωθούμε σ*αΰτό, στο πώς νιώθει άπέναντί μου ή πώς βάζει ή ϊδια τάν έαυτί^ της σέ μιά μοναχική θέ­ ση μαζί μου έδώ, μέσα σ’ αυτά το γραφείο, τά πράγματα γίνονται άκόμα χειρότερα, Άρνεΐται να το καταλάβει. Δέν θέλει μέ κανέναν τρόπο να σχετιστεί μαζί μου καΐ δέν τά παραδέχεται μέ τίποτα - έπιμένει μάλιστα δτι αύτά εΐναι κάτι παντελώς άσχετο. ’Α ποκλείεται νά εΐναι χαζή, ’^Εχει τελειώσει το Ούέλσλεϋ, κάνει μιά γραφιστική δουλειά πολυ ΰψηλοΰ έττιπέδου, παίρνει τεράστιο μισθό, πολύ μεγαλύτε­ ρο άπ^δσα βγάζω έγώ, οί μισές εταιρείες software τής Σ ίλικον Βάλλεϋ ερίζουν ποιά θά τήν πρωτοπάρει —άλλά έγώ νιώθω δτι μιλάω σέ ηλίθιο. Πόσες φορές πιά εΐμαι υπο­ χρεωμένος νά τής εξηγήσω γιατί έχει σημασία νά κοιτά­ ξουμε τή δική μας σχέση; Κι δλες αύτές οί μπηχτές, δτι σπαταλάει άδικα τά λεφτά της — νιώθω δτι μέ μειώνει. Είναι μιά χυδαία γυναίκα. Κάνει δ,τι εΐναι δυνατών γιά νά εξαφανίσει όποιοδήποτε ϊχνος πλησιάσματος μεταξύ μα « Τ ίποτα πέρα ά π ’ τά συνηθισμένα ». Έ χ ω τό πάνω χέρι, εΐπε στόν έαυτό της, καί σήμερα θά τόν κάνω νά ιδρώσει γιά νά βγάλει τά λεφτά του. Έ κ α νε μιά μεγάλη παύση κι έπειτα ρώτησε, « Θά ^πρεπε νά έχω τέτοια συναισθήματα; » δυά μέρες παρουσιάζοντας το ττεριστατιχό της στό σεμινάριο της άντιμεταβίβασης. Το σεμινάριο εΐχε ξεκινήσει πρίν άπό εναν χρόνο σάν μιά όμά^α μελέτης δέκα θεραττευτών πού συναντιούνταν χάθε δύο εβδομάδες, γιά νά έμβαθύνουν στην κατανόηση τώ ν ττροσωττικών τους αντιδράσεων άττέναντι στούς ασθενείς τους. Σέ κάθε συνάντηση ένα μέλος θά συζητουσε γ ιά έναν άσθενή εστιάζοντας σχεδόν ολοκληρωτικά εείτο νά τταρθυσιάσεις έναν θεραπευόμενο, έττι,δροΰσε αναπόφευκτα στόν τρόπο μέ τόν όποϊο διεξήγαγες τή θεραπεία μαζί του. Και σήμερα, στή διάρκεια της συνβδρέας του μέ τή Μύρνα, ό Έ ρ ν εσ τ φανταζόταν τά μέλη τοΰ σεμιναρίου να τόν παρακολουθοΰν σιω πηλά, καθώς έκεΐνος ζύ γιζε τήν ερώτησή της, για τί έδειξε ελλειψη σεβασμού άττέναντι της. Φρόντισε να μήν πει τίποτα πού θά ένιωθε απρόθυμος νά τό άναφέρει στήν ομάδα. « Δέν είμαι [^έ^αιος γιά δλους τούς λόγους, Μύρνα, ξέρω ομως ^τι τήν περασμένη φορά, όταν τό εΐπα αύτό, εΐχα χάσει την υπομονή μου μαζί σου* Έ δ ειχ ν ες νά έχεις πεισμώσει τε­ λείως. Ε ΐχα τήν αίσθηση 6τι έγώ σοΰ χτυποΰσα συνεχώς τήν πόρτα κι εσύ άρνιόσουν ν’ ανοίξεις »*

«Έ χανα ΰ,τι μποροΰσα». « Μάλλον δέν τό άντιλήφθηκα αύτό. Έ γ ώ εΐχα τήν εντύ­ πω ση δτι καταλάβαινες για τί ήταν σημαντικό νά εστιάσουμε στό έδώ -και-τώ ρα, στή σχέση άνάμεσα σέ μας τους δυό, κι δμως έκανες σάν νά μήν καταλαβαίνεις, "Ενας Θεός ξέρει πό­ σες φορές προσπάθησα να σοΰ τό δώσω νά τό καταλάβεις* π ά ­ ρα πολλές φορές. Θυμασαι στήν π ρ ώ τη μας συνέδρια, δταν μοΰ μίλησες γιά τούς προηγούμενους θεραττευτές σ ο υ ; Έ λ ε γ ε ς δτι ήταν υπερβολικά απόμακροι, ύττερβολικά άποστασιοποιη^ μένοι καΐ δέν νοιάζονταν γιά σένα. Καΐ σοϋ εΐπα δτι έγώ θά συνδεόμουν μαζί σου, και 0τι μεγάλο μέρος τής δουλειάς πού έχουμε νά κάνουμε έδώ θά ήταν νά μελετήσουμε αύτόν τόν σύνδεσμο. Κι έσύ είπες 0τι αύτό τό θεωρούσες πολυ καλό »« Μά εΐναι παράλογο. Έ σ εϊς ταστεύετε 6τι έγώ σας αντιτί­ θεμαι σκόπιμα. Π έστε μου, για τί νά 'ρ χο μ α ι κάθε βδομάδα, νά διανύω τόσο μεγάλη απόσταση και να πετάω εκατόν ττενήντα δολάρια τήν ώ ρ α ; Ε κ α τό ν πενήντα δολάρια - γ ιά σας μπορει νά εΐναι ψιλά, γιά μένα δμως δέν εΐναι )>. « Σ ’ ένα επίπεδο εΐναι παράλογο, Μύρνα, σ ’ ένα άλλο δμως

236

Η ΜΑΝΑ ΚΑί Τ Ο ΝΟΗΜΑ Τ Η Ι Ζ ί ΙΗ ΐ

δέν είναι, Θά σοΐ> πώ πώ ς το βλέττω έγώ . ΚΐΐσαΕ. δυσιχρεσττ)μένη μέ τή ζωή σο\>, νιώθεις μοναξιά* νιώθεις οτι δέν α γα ­ πούν κι δτι δέν μπορεϊς ν' αγαπηθείς. ’Έ ρχεσαι σ ’ έμένα γιά νά σέ βοηθήσω - καΐ καταβάλλεις μεγάλη προσπάθεια, γ ια τί πράγματι νά δδττγήσεις μιά μεγάλη άπόσταση. ΚαΙ πολλά. χρήματα - τ ’ άπούω αύτό πού μοΰ λές* Μύρνα, Έ δ ώ δμως συμ[ϊαίνει κάτι παράξενο - νομίζω δτι εΐναι φόβος. Ν ομίζω δτι τό πλησίασμα σέ κάνει νά νιώθεις άβολα καί τότε κάνεις πίσω, κλείνεσαι* τά βάζεις μαζί μου, γελοιοποιείς αύτά πού κάνουμε. Δέν λέω δτι γίνεται σκόπιμα ». « Ά ν μέ καταλαβαίνετε τόσο καλά, τότε γιατί κάνατε αύτό τό σχόλιο γιά τήν μπλούζα σ α ς ; Ά χόμ α δέν απαντήσατε σ ’"αύ­ τή τήν έρώτηση ». « Σ ’ αύτό απαντούσα λέγοντας δτι ένιωθα πώ ς εΐχα χάσει τήν ύπομονή μ ου», « Δέν μού μοιάζει μέ απάντηση αύτό ϊ>, Ό "Έρνεστ εριξε άλλη μιά παρατεταμένη ματιά στή θερα­ πευόμενη του καΐ σκέφτηκε, Μά τήν ξέρω, στ"αλήθεια; Ά πό ποΰ μας ήρθε αύτή ή ριτϋή εύθύττγτας; Είναι 6μως Ινας εύττρόσδεκτός τονωτικός άνεμος —άλλωστε οτιδήποτε καινούργιο εΐναι καλύτερο άπ^αύτό πού κάναμε ώς τώρα, Θά προσπαθήσω νά πλεύσω μ ’ αύτόν τόν άνεμο όσο ταό μακριά γίνεται. « Σω στό εΐναι αύτό πού έπισημαίνεις, Μύρνα. Ή μττηχτή μου γιά τήν μπλούζα μου πουθενά δέν κολλάει άκριβώς. ’^Η­ ταν ένα ανόητο σχόλιο. Κι ένα σχόλιο πού σέ πλήγωσε. Λ υ­ πάμαι γ ι ’ αύτό, Δέν είμαι σίγουρος άπό ποΰ προήλθε. Μ ακά­ ρι νά μποροΰσα να ξαναβρώ τί τό υποκίνησε». « Θυμάμαι άπ ^την κασέτα —» £ί Νόμιζα δτι δέν τήν άκουσες τήν κασέτα ». « Δ έν εΐπα αύτό. Ε ΐπα δτι ξέχασα νά τή φέρω, στό σπίτι όμως τήν άκουσα. Τό σχόλιο γιά τήν μπλούζα ήρθε άμέσως μετά ά π ’ αύτό πού εΐπα, ότι θά μπορούσατε νά μέ συστήσετε σέ κάποιον πλούσιο έργένη άσθενή σ α ς». « Σ ω σ τά , ναί, τό θυμάμαι. Μ ’ έντυποκτιάζεις, Μύρνα. Γιά

ΔΙΠΛΗ ΕΚΘ ΕΣΗ

22?

κάποιο λογο είχα τήν αίσθηση 6τι ot συνεδρίες μας σήμαίναν και τόσο τυολλα γ ιά σένα, γ ιά νά τΙς θυμασαι τόσο κ α ­ λά. *Α.ς προσπαθήσω νά γυρίσω ττίσω στά συναισθήματά μου στήν τελευταία μας συνάντηση. ^Ενα πράγμ α θυμάμαι μέ σι­ γουριά " δτι αύτά ακριβώς τό σχόλιό σου* νά σέ συστήσω σέ κάποιον πλούσιο άσθενή μου, μ ’ ενόχλησε πραγματικά. Ά μ έ­ σως Ttplv ά π ’αύτΐ» νομίζω ί τ ι σέ εΐχα ρωτήσει τί θά μπορούσα νά σοΰ προσφέρω, κι ή απάντησή σου ήταν αύτή. "Ένιωθα 6τι μέ υ ποτίμ η σ ες: τά λόγια σου μέ πλήγω σαν. Θά^πρετυε νά εί­ μαι ΰπεράνΐο τέτοιων πραγμάτω ν, άλλά έχω κι έγώ τά αδύνα­ τά μου σημεία —και τά τυφλά μου σημεία έτυίσης ». « Σ ας πλή γω σ α ν; Μ ήπως εΐστε λίγο εΰθικτος; "Ενα άστεϊο ήταν ». « ’Ίσ ω ς. ’Ίσ ω ς δμως νά ήταν κ ά τι παραπάνω άπό ά άπειλεϊ τά θεμέλια τής θεραττευτικής συμμαχίας. Μήν άφήσετε τήν καλιφορνέζικη ηθική “ ΰλα χωράνε, 6λα έττιτρέπονται” νά μολύνει τή θεραπεία σας. ’Λναρχία καί θερα­ πεία δέν εϊναι συμβατές μεταξύ τους, Ποιό εϊναι τό πρώ το βήμα σας στήν ψυχοθεραπεία; ΙΙρέπ ει νά έγκαταστήσετε ενα άσφαλές πλαίσιο. Π ώ ς στό καλό θά μπορέσει ή άσθενής τοΰ κυρίου Λ άς νά κάνει έλεύΟερο συνειρμό έπειτα άπ^αύτό τό επ εισ ό διο ; Π ώ ς μπορεΐ νά έχει εμπιστοσύνη βτι ό θεραπευ­ τής θά εξετάσει τά λόγια τη ς μέ ομοιόμορφα κατανεμημένη προσ οχή;» ((Μά μποροΰν δλοι οΐ θεραπευτές νά κατορθώσουν τήν ομοιόμορφα κατανεμημένη π ρ ο σ ο χή ;)) ρώτησε ό Ρόν, ενας θεραπευτής μέ έντονη προσω πικότητα, μέ πυκνή γενειάδα κι ένας ά π ’ τούς πιό στενούς φίλους του Έ ρ νεσ τ. Ό κοινός τους είκονοκλαστισμός τούς εϊχε συνδέσει άπό τά χρόνια τής Ι α ­ τρικής. «Ο υτε ό Φρόυντ δέν τήν κατόρθωσε. Δεϊτε τά περι­ στατικά του — τήν Ντόρα, τόν άνθρωπο μέ τά ποντίκια, τόν Μικρό Χάνς* Π ά ντα έμπαινε στή ζω ή τώ ν ασθενών του* Δέν

Δ ΙΠ Λ Η Ε Κ Θ Ε ΣΗ

235

πιστεύω 6τι εΐναι άνθρωπένως δυνατό νά διατηρήσει κανείς μιά στάση ουδετερότητας “ αύτο υποστηρίζει καΐ τΐ> καινούρ­ γιο βιβλίο του Ν τόναλντ Σίτένς. Π ο τέ δέν συλλαμβάνεις η ^ α γ μ α η χ ά τήν αληθινή έμτϊειρία τοΐ> ασθενούς η. , εΐπε ή Μ πάρμπαρα. « Λές οτι ή γυναίκα αύτή σοΰ τή δίνει ττολύ περισσότερο άπό όποιονδήποτε άλλον κι δτι ποτέ δέν % εις δείξει τόσο μεγάλη ελλειψη σεβασμού σέ άσθενή ». « Εΐϊναΐ αλήθεια καΐ δέν εϊμαι βέβαιος γ ια τ ί», απάντησε ό ’Έ ρνεστ. « Εΐναι διάφορα πρ άγμ ατα πού μέ τσιγκλάνε πάνω της. Ε ξο ρ γίζο μ α ι πού επιμένει νά μοΰ υπενθυμίζει πόσα λε­ φτά μέ πληρώνει. Μ ετατρέπει σταθερά αύτή τή διαδικασία σέ μιά εμπορική συναλλαγή». « Δέν εϊναι μιά εμπορική συναλλαγή; » παρενέβη 6 Δόκτωρ Βέρνερ. « Ά πό π ό τε, Έ σ ύ τής τταρέχεις μιά ύττηρεσία, και σέ αντάλλαγμα εκείνη σου υπογράφει μιά επιταγή. Έ μ ένα μοΰ μοιάζει μέ εμπόριο ». ». Ή ώρα εΐχε τελειώσει καΐ, καθώς σηκωνόταν γιά να φύγει, ή Μύρνα ε ΐπ ε: « Μττορώ νά σάς πώ ενα άλλο πράγμα ττού νιώθω ». « Ν α ί;)) « ’Ανησυχώ λέγο βτι σας πιέζω υπερβολικά. Ό τ ι σας κάνω νά δουλεύετε πολύ σκληρά». « Κ α ί λοιττόν; Γιατί νά μή δουλέψω πολύ σκληρά;» « Δέν θέλω νά μοΰ αυξήσετε τήν άμοιβή σας ». « Θά σέ δώ τήν ερχόμενη έβδομάδα, Μύρνα »,

Ό Έ ρ νεσ τ πέρασε τό βράδυ διαβάζοντας άλλά ενιωθε κουράσμένος καΐ προβληματισμένος. Έ χείνη τήν ήμέρα εΐχε δει δχτώ άσθενεΤς, άλλά πέρασε περισσότερο χρόνο σκε-πτόμενος τή Μύρνα ά π ’ δ,τι σκετττόμενος καί τούς ύττόλοίπους εφτά μαζέ.

Τό ϊδιο βράδυ ή Μύρνα Ινιωθε γεμάτη ενέργεια, Άφοϋ σερφάρισε στίς υπηρεσίες γνωριμιών τοΰ 'Ίντερνετ και επειτα

S40

Η ΜΑΝΑ KAJ TO ΝΟΗΜΑ ΤΗ Σ ΖΟ Η Σ

μπήκε ένα τσάτ ρούμ γιά εργένηδες, τ75λεφώνησε στήν άδελ­ φή τϊ)ς, μέ τήν οποία εΐχε μήνες νά μιλήσει, κι εΐχαν μιά με­ γάλη καί ευχάριστη συζήτηση. Ό τα ν τήν τττηρε τελικά ό ΰττνος» ονειρεύτηκε 6τ[ κρατούσε μιά βαλίτσα καΐ, κοιτούσε Ιξω ά π ’ τό παράθυρο. Έ ν α παράξε­ νο ταξί έρχεται - ένα ταξί πού μοιάζει μέ καρτούν, χαρωπί> καί σάν φουσκωτό. Πάνω στήν πόρτα γ ρ ά φ ει: “ The Freud Taxi Com pany’’- Τήν άλλη στιγμή βλέπει τά γράμματα νά αλ­ λάζουν κί, ή επιγραφή γίνεται **The Fraud Taxi Company Παρά τά πληγωμένα της αισθήματα καί τή δυσπιστία της γιά τον Έ ρ ν εσ τ ή θεραπεία εΐχε γίνει πιο ενδιαφέρουσα γιά κείνην. Ά κόμα και τήν ώρα τής δουλειάς ανακάλυπτε οτι π ε ­ ρίμενε μέ ανυπομονησία τήν επόμενη συνεδρία. Σκεφτόταν 6τι το τέχνασμα π ώ ς εΐχε κρυφακούσει μιά συ­ ζήτηση στις τουαλέτες επιασε^ και σκόπευε νά συνεχίσει να επινοεί τεχνάσματα πού θά της έπέτρεπαν νά χρησιμοποιεί σέ κάθε ραντεβού κι ενα κομμάτι της υπαγόρευσης πού εΐχε άκούσει. Τήν έπόμενη εβδομάδα θά μιλούσε γιά τόν χαρακτηρισμό της ώς (ί γκρινιάρας (ί Πριν άπο λίγες μέρες, μιλώντας στό τηλέφωνο μέ τήν αδελφή μου εΐττε παραπειστικά, (ί μου εΐττε πώ ς οταν ήμουνα μικρή οι γονείς μου μέ φώναζαν συχνά ‘" Ή δεσποινίς Γ κ ρι­ νιάρα ” . Π ραγματικά αύτό κάτι μοΰ θυμίζει. Έ σ εϊς είπατε δτι πρέττει νά προσπαθήσω νά χρησιμοποιήσω τον άσφαλή χώρο έδώ, μέσα στό γραφεΤο σας, γιά νά έξερευνήσω τά πράγματα γιά τά όποΤα δέν μπορώ νά μιλήσω άλλου ». Ό Έ ρ ν εσ τ συμφώνησε μέ έμφαση. « Αναρωτιόμουν λοιπόν άν πιστεύετε δτι γκρινιάζω υπερ­ βολικά ». « Τι έννοεΤς “ γκρινιάζω Μ ύρνα; » 1. ’Λμ-ετάφραστο λογοπαίγνιο μέ τό δνομα τοϋ Φρόυντ ( F r e u d ) xai τή λέξη άπατη { f r a u d ) . Ή «Ε τα ιρ εία ταξί Φρόυντ» μετατρέτυεται στο Ανεφο σέ « 'Εταιρεία τ^ξϊ Άττάτη ». ( Σ , τ . μ , )

ΔΙΠΛΗ ΕΚΘΡΧΗ

34J

it Ε ν ν ο ώ , ξέρετε - άν παραπονιέμαι, άν μιλάω μέ κλαψιάρ^κη φωνή, άν ό τρόπος πού μιλάω κάνει τούς άνθρώπους νά θέλουν νά φύγουν μακριά μου. Το κάνω ; )> « "Εαν τί πιστεύεις, Μ ύρνα; » « Έ γ ώ δέν το πιστεύω. Ή δική σας γνώ μ η ποιά εΐναι;») Μ ή μπορώντας νά καθυστερεί αιωνίως, οΰτε να π ει ψέμα­ τα οΰτε νά π εϊ καί τήν αλήθεια, ό Έ ρ ν εσ τ δείλιασε. « Ά ν μέ το “ γκρινιάρα” εννοείς οτι έχεις τήν τάση να παραπονιέσαι γιά τήν κατάστασή σου μέ τρόπο έπαναλητττικΐ) και δχι εποικοδο­ μητικό —τότε ναι, αύτό σ ’έχω άκούσει νά τό κάνεις», « 'Έ να π α ρ ά δειγμ α ; » « Σ ο υ υπόσχομαι 6τι θά σοΰ απαντήσω σ ’ αύτό», εΐπε ό Έ ρ ν εσ τ, άποφασίζοντας 6τι εΐχε φτάσει ή σ τιγμ ή γ ιά ένα σχόλιο διαδικασίας, « π ρ ώ τα ΰμως θά ήθελα νά σοΰ π ώ κάτι, Μύρνα. Μ ’ εντυπωσιάζει ή άλλαγή σου αύτές τΙς τελευταίες εβδομάδες. Έ γ ιν ε τόσο γρήγορα. Έ σ ύ τή συνειδητοποιείς;» « Τ£ είδους ά λ λα γή ; » « Τί είδους; Σχεδόν ά π ’ ολες τ ις απόψεις. Δες τί κάνεις — είσαι άμεση, εστιασμένη, μέ προκαλεΐς. Ό π ω ς λές, κρατιέσαι μέσα σ ’ αύτόν εδώ τόν χώρο. Μ ιλάς γ ι ’ αύτά πού συμβαίνουν άνάμεσά μας ι>. ί( Κι εΐναι καλό α ύ τό ; » « Εΐναι καταπληκτικό, Μύρνα. Χ αίρομαι πάρα πολύ πού το βλέπω. Γ ιά νά είμαι ειλικρινής, τταλαιότερα εΐχαν υπάρξει στιγμές πού Ινιωθα 5τι σχεδόν δέν παρατηρούσες πώ ς βρισκό­ μουν μέσα στό δω μάτιο μαζί σου. Ό τ α ν λέω ότι εΐναι κατα­ πληκτικό, εννοώ δτι κινείσαι πρός τή σω στή κατεύθυνση. Ά κόμα 6μως φαίνεσαι τόσο - π ώ ς νά τό π ώ ] τόσο μονόπλευ­ ρη* τόσο στνψή, σάν νά είσαι συνέχεια θυμωμένη μαζί μου. Κάνω λά θος;» « Δέν νιώθω θυμωμένη μαζί σας, άπλώ ς απογοητευμένη ά π ’ δλη τή ζω ή μου. Ε ίπα τε δμως 6τι θά μοΰ δώσετε παρα­ δείγματα τής γκρίνιας μου». Ξαφνικά αύτή ή γυναίκα, πού ήταν ώ ς τώ ρα υπερβολικά

!24S

Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ T H E ΖΩ Η Ε

αργή γιά τόν 'Έρνεστ, γινόταν σχεδόν υπερβολικά γρήγορη. Χρειαζόταν νά συγκεντρώσει δλη του τήν προσοχή στόν διά­ λογό τους, « Ό χ ι τόσο γρήγορα. Δέν τή δέχομαι αύτή τή λέξη, Μύρνα. Έ χ ω τήν αίσθηση δτι προσπαθείς νά μέ δέσεις μ"αυτήν, Έ γ ώ εΐττα δτι επαναλαμβάνεσαι, xoci. θά σοΰ δώσω Ινα παρά­ δειγμα: τά συναισθήματα σου γ ιά τόν διευθυντή σου. Πόσο ανεπαρκής εΐναι. πώ ς θά επρεπε νά κάνει τήν εταιρεία πιό αποτελεσματική, πώ ς θά επρεπε νά απολύσει, τούς ανίκανους εργαζόμενους, πώ ς ή καλή του καρδιά θά σοΰ στοιχίσει ενα κάρο λεφτά στό χρηματιστήριο - αύτοΰ τοΰ είδους τά πράγ­ ματα εννοώ. Α ύτά τά εχεις συζητήσει ξανά καί ξανά, συνεδρία τή συνεδρία. Ό π ω ς καί τά δσα έχεις πεΤ γιά τις ευκαιρίες σου να βρεϊς άντρα - καταλαβαίνεις τ£ εννοώ, ΈκεΤνες τις ώρες κατέληγα νά νιώθω πολύ λίγότερο συνδεδεμένος μαζί σου καί. λίγότερο ικανός νά σέ βοηθήσω επίσ ης». it Μά αύτά τά πράγματα μέ απασχολούν - μοΰ λέτε νά λέω αύτά πού σκέφτομαι». « Έ χ ε ις απόλυτο δίκιο* Μύρνα. Τό ξέρω 6τι εΐναι ^να δί­ λημμα, τό θέμα δμως δέν εϊναι τί λές* άλλά πω ς τό λές. Δέν θέλω δμως νά ξεφύγω ά π ’ αύτό πού επισήμανα νωρίτερα. Και μόνο τό γεγονός οτι μιλάμε τόσο άνοιχτά, ύποστηρίζει αύτό πού εΐπα πρίν άπό λιγη ώρα - δτι είσαι διαφορετική, δτι δου­ λεύεις καλύτερα καί πιό σκληρά μέσα στή θεραπεία »* tt Εΐναι ώρα νά σταματήσουμε γ ιά σήμερα, άς προσπαθή­ σουμε δμως νά ξεκινήσουμε άπό δώ τήν έπόμενη εβδομάδα. *Α ναί, ορίστε ό λογαριασμός τοΰ προηγούμενου μήνα » ,' « Χ μ μ », εΐπε ή Μύρνα, ξεσταυρώ νοντας τά πόδια της, χω ρίς νά παραλείψει νά τά σύρει έντονα τό Ινα πάνω στο άλ­ λο, nal διατρέχοντας τόν λογαριασμό πού της δόθηκε πρίν τόν χώσει στήν τσάντα της. « Τ ί απογοή τευσ η!)) ι. Στήυ *Λ|JLεp!,κή συχνά οΐ ψυχοβεραττευτές πληρώνονται μέ μηνιαία άμοιβή, γιά τήν οποΐα συνήίθως παίρνουν επιταγή. ( Σ . τ . μ . )

ΔίΠΛΗ ΕΚΘ ΕΤΗ

349

((Τέ εννοείς; » « Άκομίχ εκατόν ττενήντα τήν ώρα. Κ αμιά εκτττωσϊ; τώρα πού εΐμαι καλύτερη άσθενής ; »

Τήν έπόμενη εβδομάδα στή διαδρομή ττρός το θεραπευτικό ραντεβού ττ]ς, άκούγοντας γιά άκόμα μιά φορά τήν ύπα'ι'όρεύ­ ση τοΰ Έ ρ ν εσ τ γιά τήν άντι μεταβίβασή του, ή Μύρνα άττοφάσισε νά οδηγήσει τή συζήτηση στά σχόλιά του γιά τήν εμφά­ νισή της καΐ γιά τό ττόσο τόν τραβαΰσε σεξουαλικά. Δέν ήταν δύσκολο, « Τήν προηγούμενη εβδομάδα », άρχισε, « εϊττατε ΐ!τ. πρέ­ πει νά ξεκινήσουμε άπό κει πού σταματήσαμε )>. (( Ώ ραΐα, Ά πό ποΰ ν’ αρχίσουμε ;» (( Σ)τά τέλος της ττερασμένης συνεδρίας μιλούσατε γιά το ττόσο γκρινιάζω οτι δέν ύπάρχουν εύκαιρίες νά βρώ άντρα —)> τον έαυτό σου - αύτό cTvai πολύ καλό. *Ίσως να σέ αναστάτωσε τύ γεγονός οτι σου £κανα ενα κομ π λ ιμ έντο)), Ή Μύρνα συμφώνησε άλλά βιάστηκε νά συνεχίσει και διά­ βασε τό δνειρό της άπ" τό σ η μειω μ α τάριο: Π ηγαίνω νά ψτιάξϋύ τη μύττ^ μον, Μ ον βγάζουν τονς ετιιόέσμονς, μ ύτη μον είναι εντάξει, άΑΑα τό δέρμα. Ρχει ζαρώσει ^ τρα­ β η χ τεί πρός τά 7ΐάνα> και τό στόμα μ ον δέν μ πορεΐ νά ί^λείσει, είναι μιά τεράστια σκοτεινή τρύπα πον χάσκει καί πιάνει τό μισό μον ίΐρόσο*πο. Φαίνονται οί ά μνγδα λές μ ο ν — τεράστιες^ πρησμένες. Κ αίνεf εΐναι Ηατακόχχινες, Τότε έρχετα ι ^ α ς γιατρός μ έ μ ιά άλω γόροί τον. Ξαφνικά μπορώ νά κλείσα) τό στόμα μον, Μον χάνει έρωτήοεις άλλά δέν άπαντάω. Λεν θέλο) ν^ άνοιξα) τό στόμα μον και νά τον δείξω τήν τεράστια σκοτεινή τρύπα.

ίί Μέ μιά ά λ ω ; » ρώτησε ό Έ ρ νεσ τ, 0ταν εκείνη σταμάτησε. . « Ά , σωστά. Ναί, άλως. Λοιττόν, Μύρνα, τί σκέψεις κάνεις έσύ γ ιά τό όνειρο ; » « Ν ο μ ίζω δτι ξέρω τί 6ά πείτε έσεΐς γ ι ’αύτό», «Μ είνε στή δική αον έμπειρία. Π ροσπάθησε νά κάνεις έλεύθερο συνειρμό. Ποιό εΐναι τό πρώ το πράγμα πού σοΰ ερχεται, δταν σκέφτεσαι τό ονειρο; » ίί Ή μεγάλη τρύπα στό πρόσωπό μ ου». ίί Τ ί σοΰ έρχεται στόν νου, όταν τή σκέφ τεσαι; » (ί Σπηλαιώ δης, αβυσσαλέα, τρομερή, μαύρη σάν μελάνι. Κι άλλα; ί) τε τό σώμα του. «G eh GeininierHeit». Φ ύγ^ ««t μ ψ ξαναγνρίσδίς. Αύτό δέν έλπιζε ό Έ ρ ν εσ τ; «Μ ια τελευταία συνεδρία ^λεγε ό Χάλ­ στον. Χμμ* σκεφτηκε ό "Έρνεστ, ώραΤα άκούγεται αύτό. Δέν θά μέ πείραζε καθόλου. Τώρα ήταν πνιγμένος, τό πρόγραμμά του ήταν πολύ επιβαρυμένο. Ή Μ έγκαν, μια πρώην ασθενής του πού εΐχε πολλά χρόνια νά τή δει, εϊχε ξαναγυρίσει. Πριν i. Στην Αμερική ώς εύχή γιά τή φτάρνισμα χρησιμοτϋοιεΐτκχι ή γερ­ μανική λέξτί} Gesundkeii, πού σι^μαΐνει ύγεία. Γίνΐΐς εΐνΛΐ ή γνίικίτ'ή γερμανοεβραϊκή διάλεκτος ττοϋ ύπολείμματά. της χρηίημοττοΐοΰντίχι άκήμα άπό ΤΓολλοΰς Εβραίους της ’Αμερικής. { Σ . τ . μ . )

Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΗΣ ΟΥΓΓΑΡΕΖΙΚΗΓ ΓΑΤΑΕ

275

άττδ ^εκατϋέντε μέρες εϊχε >tavet άπόττειρα αύτοχτονίκς και άπαιτουσε ενα έξαιρετίκά μεγάλο μέρος τοΰ χρόνου του. F lk νά τήν κρατήσει έχτό ς νοσοκομείου καΐ άσφαλή, ήταν υπο­ χρεω μένος νά τή βλέπει τουλάχισ τον τρεις φορές τήν εβδο­ μάδα. Έ ι^ ξύττνα ! μαστίγωσε τόν έαυτό του. θεραπευτής είσαι. Αύτός 6 άνθρωπος ήρθε σ’ εσένα γ ιά βοήθεια, κι εχεις δεσμευ­ τεί άπέναντί του. Δέν τον συμτηκθεΐς και ττολύ; Δέν σέ διασκε­ δάζει ; ΕΙΕναι βαρετός, απόμακρος; *Έχει καταπιεί μπαστούνι * Τόσο τό καλύτερο: νά μερικές καλές πληροφορίες. Χρησιμοπο£τ)σέ τεςΙ *Αν έσύ νιώθεις έτσι γ ι ’ αυτόν, τότε τό tSio νιώθουν m οί περισσότεροι άλλοι άνθρωποι. Τ ιά θυμήσου γιά ttoio λόγο ήρθε γιά θεραπεία —επειδή ενιωθε βαθιά αποξενωμένος. "^Ηταν προφανές 6τι ό Χάλστον ήταν στρεσαρισμένος λόγφ πολιτισμικής μετατότησης, "Αττό τ ά εννιά του χρόνια ζουσε στή Μ εγάλη Βρετανία και ήταν πολύ λίγος καιρός πού εΐχε ίρθει στίς Η νω μ ένες Π ολιτείες, στήν Καλιφόρνια, ώς διευθυν­ τής μιας βρετανικής τράπεζας. Ό Έ ρ ν ε σ τ .δ μ ω ς πίστευε δτι ή ΤΓολιτισμική μετατόπιση ήταν μόνο ένα μέρος του προβλήμα­ τος —σ ’αύτόν τον άνθρωπο υπήρχε κάτι βαθύτατα άπόμακρο. Ε ν τά ξ ε ι, εντάξει, δέχτηκε ό ’Έ ρνεσ τ τή συμβουλή πού του Ιδω σε ό εαυτός του, δέν θά π ώ «O eh Gesunter H eii», οΰτε καν θά τό σκεφτώ. Ξανάτπασε τή δουλειά του διαλέγοντας μέ προσο­ χή τά λόγια του, γ ιά νά δημιουργήσει κάποιο σύνδεσμο μέ τόν Χάλστον, εανείς 6τι αυτό ύφείλεται σέ κάτι πέρα ά π 'τ ή ν οικονομική τυΐεση κι από τήν ττίεση χρόνου. "Ίσως σέ κάτι που εχει νά κάνει μ ’ εσένα κι εμέ­ να ; Μ ήπως θά ένιωθες πιο ίίνετα άν πήγαινες σ* έναν μαΰρο θεραττευτή ]» (("Οχι, γιατρέ. Δέν εΐναι αύτό. Λάθος πόρτα, δπω ς λέτε κι έσεις οΐ Ά μερικάνοι. Ή φυλετική διαφορά δέν εΐναι πρόβλη­ μα. ^Αν θυμάστε, ττέρασα αρκετά χρόνια στύ "^Ητον κι άλλα Ιξι στό London School of Economics. Έ κ ε ϊ ot μαύροι εΐναι ελάχι­ στοι. Χας διαβεβαιώ^ τό ιδιο θά Ινιω θα κι άν έβλεπα έναν μαΰρο θεραπευτή ». Ό ’Έ ρνεστ άττοφάσισε νά κάνει μιά τελευταία προσπάθεια, γ ιά νά μήν μπορεϊ νά κατηγορήσει στό μέλλον τόν έαυτό του δτι δέν εκπλήρωσε τΙς επαγγελματικές του υποχρεώσεις. « Αοιττόν, Χάλστον* άς τό θέσω διαφορετικά. Καταλαβαίνω τούς λόγους πού προβάλλεις. Δέν εΐναι παράλογοι, Ώ ς πρός αύ^ τούς δ έ ν εχω νά σου προσάψω τιττοτα. Ά ς υποθέσουμε οτι οι λόγοι αύτοί άρκοϋν γιά νά σταματήσεις. Καί μπορώ νά σεβα­ στώ τήν απόφασή σου αύτή, ΠρΙν ποΰμε δμύίς δτι τελειώσαμε, αναρωτιέμαι άν θά ήθελες νά σκεφτεις Ινα άλλο έρώτημα *0 Χάλστον σήκωσε τά μάτια του σάν κουρασμένος καί, μέ ένα Ιλάχίστο κούνημα τοϋ κεφαλιού, έγνεψε στον Έ ρ ν εσ τ νά συνεχίσει, « Τ ό έρώτημα πού θέλω νά σου θέσω εΐναι: *Τπάρχει π ε ­ ρίπτω ση νά ύφίστανται καΐ κάποιοι πρόσθετοι λόγοι; ’Έ χ ω γνωρίσει πολλούς ασθενείς -δλοι οί θεραττευτές έχουν γνωρί­ σει τέτοιους—πού έχουν άποφύγει νά έμπλακουν τελικά σέ θε­ ραπεία, γιά λόγους πού δέν ήταν απόλυτα λογικοί. ^Αν ισχύει τό ϊδιο γιά σένα, θά ήθελες νά δώσεις φωνή σέ κάποιον από αυτούς τούς λόγους; » Έ ρ νεσ τ σταμάττ^σε, Ό Χάλστον έκλεισε τά μάτια- Ό ’Έ ρνεστ άκουγε σχεδόν τούς γκρίζους κυλίνδρους τής νόησής

Η ΚΑΤΑΡΑ Τ Η £ ΟΥΓΓΑΡΕΖΙΚΗΕ ΓΑΤΑΕ

2 77

TOU να παίρνουν μπρός. Θά τό ρίσχαρε δ Χάλοττον; Σκεφτηκε δτι OL πιθανότητες ήταν πενήντα ττενήντα. Τον είδε ν ’ ανοίγει τδ (Ττόμα, μόνο μιά χαραμάδα* σάν να ττήγαινε νά μιλήσει, δέν βγήκαν 6μως λέ^ειζ, « Δέν μιλάω γ^ά τίπ οτα μεγάλο, Χάλστον, Μ ήπως ύπάρχει δμως ακόμα κι Ινα μόριο, ένα ϊχνος άλλων λό γω ν;» (("Ισως », άποτόλμτ^σε ό Χάλστον, « ,νά μήν κάνω οΐ>τε γιά τήν ψυχοθεραπεία οΰτε γιά τήν Καλιφόρνια w. Θ εραπευτής και θεραπευόμενος κάθονταν κοιτάζοντας ό ένίχς τον (3ελλον: ό "Ερνεστ κοίταζε τά τέλεια περιποιημένα νύ­ χια του Χάλστον καί τδ γκρίζο γιλέκο του μέ τά Ιξι κουμπιά. Ό Χάλστον, ά π ’ δ,τι φαινόταν, παρατηρούσε τό άττεριποίητο μουστάκι του θεραπευτή του καΐ τό άσπρο του ζι[ϊάγκσ. Ό "Ερνεστ αποφάσισε νά διακινδυνέψει μιά είκασία. « ΠαραεΤναι χαλαρή ή Καλιφόρνια; Π ροτιμάς τήν τυτηκότητα του Λονδίνου; » Δ[άνα ! Ό τρόπος πού κούνησε το κεφάλι του ό Χάλστον γ ίά νά δείξει δτι συμφωνεί ήταν σχεδόν ζωηρός, « Καί μέσα σ ’ αύτδ τό δω μ ά τιο ; » « Ναί, κι εδώ τό ίδιο ». t< Π αραδείγματος χ ά ρ η ;» «Χ ω ρίς παρεξήγηση, γιατρέ, δταν ττηγαίνω σ ’ έναν γιατρό είμαι συνηθισμένος σέ μεγαλύτερο έπαγγελματισμό », {(Ε π α γ γ ε λ μ α τ ισ μ ό ; » Ό "Ερνεστ ένιωσε νά γεμίζει ενέρ­ γεια. Έ τητέλους κάτι συνέβαινε. « Π ρ ο τιμ ώ τούς γιατρούς πού προσφέρουν μιά συγκεκρι­ μένη διάγνωση καί ορίζουν μιά θεραπεία », « Έ ν ώ ή Ιμττείρία σου Ιδώ πώ ς ή τα ν; » « Δέν έχω καμιά πρόθεση νά σας προσβάλω, κύριε Λ άς ». « Δεν θά προσβληθώ, Χάλστον. Τ ό μόνο πράγμα πού πρέτυει νά κάνεις εδώ εΐναι νά λες ελεύθερα αύτό πού σκέφ τεσαι». ΜΤά πράγματα εδώ εΐναι —πώ ς να τό π ώ 6 π ε ρ [ ϊο λ ικ ά ανε­ πίσημα, υπερβολικά-.. οικεία. *Ας ποϋμε, ή επιθυμία σας νά μιλάμε ό ένας στόν άλλον στδν ενικό ».

Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ T H I ΖΩ Η Σ

ίΐ Βλέπεις αύτή τήν έλλειψη έτασημότητας σάν μιά άρνηση τής επαγγελματικής μας σ χέσ η ς; η «'Α κριβώ ς. Μέ κάνει νά μή νιώ θω άνετα. Μέ κάνει νά αισθάνομαι 6τι βαδίζουμε στά τυφλά, σάν νά πρόκειται μέ κά­ ποιο μαγικό τρόττο νά πέσουμε κατά τύχη πάνω στήν απάν­ τηση, κι οί δυο μαζί ». Ό Έ ρ ν εσ τ δέν βιαζόταν. Δέν εϊχε τίποτα νά χάσει.. Τό m θανότερο ήταν πώς» δ,τι και νά ’κάνε* ό Χάλστον εΐχε ήδη α ­ ποχωρήσει. Τουλάχιστον, σκέφτηκε, άς του εδινε κάτι πού θά μπορούσε νά τό χργ)σιμοποιήσει στήν έπόμενη θεραπεία του. « Καταλαβαίνΐο τήν προτίμησή σου σέ m o τυτηκούς ρό­ λους », είπε, « και εκτιμώ τήν προθυμία σου νά εκφράσεις τά αίσθήματά σου γιά τό πώ ς εΤναι νά δουλεύεις μαζί μου. Θά προσπαθήσω τώρα νά κάνω κι έγο> τό ιδιο και νά μοιραστώ μαζί σου τή δική μου έμπειρία, π ώ ς εΐναι νά δουλεύω μαζί σου ». Τώρα ό Έ ρ ν εσ τ είχε άποσπάσει πλήρως τήν προσοχή του Χάλστον. Α ίγοι θεραπευόμενοι παραμένουν αδιάφοροι στήν ττροοτττική νά πάρουν άνατροφοδόττ}ση ά π ’ τόν θεραπευτή τους, « Έ ν α από τά κυριότερα συναισθήματα μου εΐναι μιά μα­ ταίωση - νομίζω δτι έχει νά κάνει μέ τό γεγονός δτι εΐσαι λί­ γο τσιγκούνης ». « Τ σ ιγκούνης; » «Τσιγκούνης - τσίγκουνεύεσαι τις λέξεις. Δέν μου δίνεις και πολλά. Ό π ο τ ε σοϋ κάνω μιά ερώτηση, μου στέλνεις πίσω Ινα λακωνικό τηλεγράφημα. Μου δίνεις δηλαδή δσο λιγότερες λέξεις, δσο λιγότερες περιγραφικές λετττομέρειες, οσο λιγότε^ ρες προσωπικές άποκαλύψεις γίνεται. Καί γ ι ’αυτόν ακριβώς τόν λόγο προσπάθησα νά έγκαταστήσω μιά πιο στενή σχέση μεταξύ μας. Ή προσέγγισή μου στιί) θεραπεία έξαρταται από τό άν οι ασθενείς μου μοιράζονται μαζί μου τά βαθύτερα συναίσθήματά τους. Σύμφωνα μέ τήν εμττειρια μου, οι τυπικοί ρόλοι καθυστερούν αύτή τή διαδικασία, κι αύτός εΐναι ο λόγος —ο μοναδικός λόγος—γιά τόν όποιο τούς υπονομεύω. Έττίσης

Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΗ Σ ΟΥΓΓΑΡΕΖ1ΚΗΣ ΓΑΤΑΣ____________________________________________

2jg

αύτός είναι 6 λόγος ττού , έπανέλαβε, « ^ΐμαι έγώ - έτσι εΐναι ή βαθύτερή μου φύση ». ' Ό Έ ρ ν εσ τ άναλογίστηκε δύο δυνατότητες: Μπορούσε ή νά προσπαθήσει νά ττεισει τόν Χ άλστον γιά τήν προσωπική ευθύ­ νη πού έφερε γιά τήν απόμακρη στάση του ή νά εξαπολύσει μιά τελευταία μεγάλη διερεύνηση ενός συγκεκριμένου κρίσι­ μου επεισοδίου απόκρυψης από τή μεριά του Χάλστον, Διάλε­ ξε τό δεύτερο. « Λοιπόν, θά ήθελα νά γυρίσουμε γιά άλλη μιά φορά στήν άρχή αρχή, σ ’ εκείνη τή νύχτα πού βρέθηκες στά Έτυειγοντα. Θά ήθδλα νά σου πώ πώς τή βλέπω έγώ από τή μεριά μου. Γύρω στίς τέσσερις τό πρω ί μου ττ)λεφώνησε από τά Ε π ε ί ­ γοντα ό έφημερεύων καί μου ττεριέγραψε έναν ασθενή σέ κα’τάσταση μεγάλου πανικού, ό όποιος εΐχε ξεκινήσει από Ιναν έφιάλτη. Τοϋ εΐπα νά σέ βάλει σέ φαρμακευτική α γω γή γιά τόν πανικό καΐ κανόνισα νά σέ δώ δυό ώρες αργότερα, στις £ξι. Ό τ α ν συναντηθήκαμε, έσύ δέν θυμόσουν οΰτε τον εφιάλ­ τη οΰτε κανένα άπό τά γεγονότα τής προηγούμενης μέρας. Μέ άλλα λόγια δέν εΐχα περιεχόμενο, δέν είχα τίποτα γιά νά προ­ χωρήσω )),

aSo

Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ Τ Ο ΝΟΗΜΑ ΤΗ Σ ΖΠΗ1

« 'Έ τσ ι ήταν. Ό λ α δσα (τυνέβΊί^σαν τό προηγούμενο (ϊράδυ παραμένουν σκοτεινά». « Κ ι Ιτσ ι προσπάθησα να δουλέψω παρακάμτυτοντάς τα, καί συμφωνώ μαζί σου - δεν εχουμε προχωρήσει πολύ. ΣτΙς τρεϊς ώρες ομως πού συναντηθήκαμε, μου εκανε εντύπωση ή γενική σου άπόσταση από τούς άλλους ανθρώπους, άπό μένα, ϊσω ς κι «πό τόν έαυτό σου. Π ιστεύω δτι αύτή ή απόσταση κι ή δυσφορία πού νιώθεις επειδή έγώ προσπαθώ νά τήν ύττονομεύσω» εΐναι ό κύριος παράγοντας ττού κιντ)τοποιεϊ τήν επιθυ­ μία σου νά διακόψεις. » Θ ά ήθελα δμως να μοιραστώ μαζί σου καΐ μιά δεύτερη παρατήρησή μου: μ ’ έντυπΐοσίιάζει τό γεγονός δτι Sev έχεις περιέργεια γίά τόν έαυτό σου. Ν ιώ θω δτι πρέπει έγώ νά γεν­ νάω τήν περιέργεια γιά λογαριασμό καί τών δύο —δτι πρέττει νά κουβαλήσω μόνος μου ολόκληρο τό φορτίο της δουλειάς μας ». « Δέν σΰίς κρύβω τίποτα εν γνώ σει μου, γιατρέ. Γιατί νά κάνω κάτι τέτοιο σ κ ό π ιμ α ; Α π λ ώ ς ετσι είμαι έγώ έπανέλαβε ό Χάλστον μέ τόν ξύλινο τρόπο του. « Ά ς κάνουμε μιά τελευταία προσπάθεια, Χάλστον. Κάνε μου τή χάρη. Θέλω να ξανακάνεις μιά άνασκότυηση τώ ν γ ε­ γονότων της ήμέρας πού κατεληξε σ ’ εκείνη τή νύχτα του έφιάλτη. Ά ς τά ττεράσουμε άπό ψιλό κόσκινο ϊϊ . « Ό π ω ς σας εΐπα, ήταν μιά φυσιολογική μέρα στήν τράττεζα, καί τή νύχτα είδα έναν φρικτό έφιάλτη* τόν όποιο έχω ξεχάσει - έπειτα μέ πήγαν στά Ε π ε ίγ ο ν τα - » « Ό χ ι , δχι, αύτό τό ’χουμε ξανακάνει. Ά ς δοκιμάσουμε μιά άλλη προσέγγιση. Βγάλε τήν ατζέντα μέ τά ραντεβού σου. Γ ιά νά δοΰμε», κοίταξε ό Έ ρ ν εσ τ τό ημερολόγιό του, « ή πρώ τη μας συνάντηση ήταν στίς 9 Μαίου. Γ ιά ξανακοίταξε τά ραντεβού σου τής προηγούμενης μέρας- Ξεκίνα άπ^τό πρωί της 8ης Μαΐου ». Ό Χ άλστον έβγαλε τή συνοπτική εβδομαδιαία ατζέντα του, γύρισε στίς 8 Μαΐου καΐ μισόκλεισε τά μάτια. « Μίλλ

Η ΚΑΤΑΡΑ TH E ΟΥΓΓΑΡΕΖΙΚΗΕ ΓΑΤΑΣ

ώ8 ι

Βάλλεϋ », εΐτΐε, (c μ π ά ; Γ ιά ποιό λόγο πηγα στή ΜΙλλ Β άλλεϋ; Ά ναί —ή άδελφή μου. Τώρα θυμοίμαι. Τελικά έκεινο το πρω ί δέν ήμουνα στήν τράπεζα. Έ κ α να μ ιά έρευνα στή ΜΙλλ Βάλ­ λεϋ ΐ ~ ΐΐ ιτ ΤΤ Ή εννοείς ερευνά ;» {('Η αδελφή μου ζεΐ στο Μ αϊάμι, κι ή έταψεια της τή μ ε­ ταθέτει στήν ευρύτερη περιοχή τοΟ Σάν Φρανσίσκο, Σκέφτε^ ται ν’ άγοράσει Ινα σπίτι στή ΜΙλλ Βάλλεϋ, χαΐ ττροσφέρθηκα νά κάνω μιά αναγνώριση της περιοχής γιά λογαριασμό της ξέρετε, πώ ς εΐναι τά κυκλοφοριακό τά πρωινά, τί δυνατότητες ύπάρχουν νά παρκάρεις, νά κάνεις τά ψώνια σου, ποιές εΐναι ' οι καλύτερες περιοχές γιά νά ζει κίϊίνείς )>* « Ώ ραΐα, Ε ξα ιρετικό ξεκίνημα. Ξενάγτ)σέ με τώρα στήν υπόλοιπη μέρα σουι>. « Ό λ α έχουν μιά πολυ παράξενη θολούρα - κάτι σχεδόν έξωπραγματικό* Δέν μπορώ νά θυμηθώ τίπ ο τα » . « Έ σ ύ ζεΐς στό Σάν Φρανσίσκο - θυμασαι νά ττερνας τη γέφυρα Γκόλντεν Γ κέητ γιά νά φτάσεις μέ τ ’ αύτοκίνητό σου στή Μιλλ Βάλλεϋ; Τ ι ώρα ή τα ν;» « Νωρίς» νομίζω. Π ριν αρχίσει ή κίντ^ση. Τ σ ω ς εφτά ή ώρα ». «"Έ πειτα ; Ε ϊχες πάρει πρωινό στό σπίτι σου; εφαγες στή Μιλλ Βάλλεϋ; Προσπάθησε νά δεϊς τήν εικόνα. Ά σ ε τό μυαλό σου νά περιπλανήσει ελεύθερα ξαναγυρνώντας σ ’ έκεϊνο τό πρω ί, ΚλεΤσε τά μάτια, άν αύτό σέ βοηθάει», Ό Χάλστον έκλεισε τά μάτια του. "Επειτα άπό τρία-τέσσερα λετττά σιωπής ό "Ερνεστ άναρωτήθηκε μήπω ς τόν εΐχε τυάρει ό ύττνύς καΐ τόν παρακίνησε ψιθυριστά, « Χ άλστον; Χ άλ­ στον ; Μήν κουνηθείς, μεΤνε έκεΐ που εΐσαι καί προσπάθησε νά σκεφτεις μεγαλόφωνα. Τί βλέπεις μέσα στό μυοίλό σου;» ροδότησε τά πράγματα ήταν ή ερώ­ τηση σας, ττοΰ ^φαγα πρωινό εκείνη τή μέρα. Τώρα μου έρχον­ ται δλα καθαρά —σταμάτησα γιά πρωινό σ^ενα καφέ στό κέν­ τρο της Μιλλ βάλλεϋ και κάθισα σ ’ ένα μεγάλο άδειο τραττέζι γιά τέσσερα άτομα. "ΈΙττΕΐτα τό καφέ γέμισε, καί μιά γυναίκα μέ ρώτησε άν μπορούσε νά καθίσει στό τρατιιέζι μου. Γύρισα καΐ τήν κοίταξα καί ομολογώ 6τι αύτό πού εΐδα μου άρεσε », « Δηλαδή; » « ’^Ηταν μι.ά γυναίκα εξαιρετικά ώραία. ΙΙανέμορφη. Τ έ-

Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΗ Σ ΟΥΓΓΑΡΚΖΙΚΗΣ ΓΑΤΑΕ

283

λεία χαρακτηριστικά» γοητευτικό χαμόγελο. Στήν ηλικία μου μάλλον, γύρω στά σαράντα, άλλά μέ σώμα λυγερό σάν εφηβης. Ό π ω ς λένε κοιΐ στίς αμερικάνικες ταινίες, ενα κορμί νά 7Εεθα£νεις Ό "Έρνεστ κοίταξε τόν Χάλστον, έναν διαφορετικό ζω ντα­ νεμένο Χάλστον, κι ανακάλυψε δτι ίέρχιζε νά νιώθει πιο ζεστά άπέναντί του, £ί Π ες μου ». « “ Δ εκάρι” . Σαν τήν Μ πό Ντέρεκ. Στενή μέση καΐ πολύ έντυπωσιακό στήθος. Οι περισσότεροι φίλοι μου στήν ’Α γγλία προτιμούν τις άνδρόγυνες γυναίκες, άλλά έγώ παραδέχομαι ρητά τήν ένοχή μου, εχω έναν φετιχισμό μέ τό μεγάλο στήθος —κι αύτό εΐναι ένα ά π ’ τά πράγματα πού δέν θέλω ν^ αλλάξω, γιατρέ ». Ό "Έρνεστ χαμογέλασε καθησυχαστικά. Δέν εΐχε κατά νούν ν ’ αλλάξει τή λατρεία τού Χάλστον γιά τό στήθος — οΰτε τή δική του άλλωστε. c( Κ α ί; ς συμμετέχοντες καΐ πίστη σέ μια ci ανώ­ τερη δύναμη » tcoCj θά τούς στηρίξει στήν προσπά&εια. { Σ ,τ.μ , )

Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ Ϊ Η Ι Ζ ί Ι Η Σ

τό άναλάβει ό ϊδιος» δηλαδή 6 ’Έ ρνεστ. Περιέργως, παρά το 3(χρύ του πρόγραμμα, δέν τόν πείραζε ν^άναλάβει αύτή τήν υποχρέωση. ’Έ μοιαζε σάν μ^ά ηθική προσταγή, κι ίίρχΐ-ζε νά τό βλέπει 6yt σάν αγγαρεία άλλά σάν μιά ύττηρεσία πού επρεπε νά προσφέρει. Π εριέργως, επίσης, αύτός πού συνήθως ανέ­ λυε τόσο πολύ τόν έαυτό του, ύποβάλλοντας κάθε ιδιοτροττία του* κάθε απόφασή του σέ μιά εξονυχιστική και κουραστική διερεύνηση» δέν αμφισβήτησε οΰτε μιά φορά τά κίνητρά του. Συνειδητοποιούσε, βέβαια, δτι αναλάμβανε μιά ανορθόδοξη καΐ, παράτυπη αποστολή —ποιός άλλος θεραττευτής εΐχε ποτέ θεωρήσει δική του υποχρέωση νά ζητήσει προσωπικά σ υγ­ γνώ μη γιά κάποιο παράπτω μα ενός ασθενούς το υ ; Παρά τή συνειδιτ^τοποίηση δτι ή υπόθεση απαιτούσε λεπτό­ τητα και μυστικότητα, τά πρώ τα βήματα τοΰ ’Έ ρνεστ ήταν αδέξια και διάφανα: « Χάλστον, γιά τελευταία φορά. Ά ς άνακεφαλαι,ώσουμε πάλι τή συνάντησή σου μέ τήν Ά ρ τεμ η και τό είδος τής σχέσης πού Ικανές μαζί της ». « Ό χ ι πάλι] Ό π ω ς έχω ξαναπει, καθόμουν σ ’Ινα καφέ, δταν - υ « Ό χ ι , προσπάθησε νά ζω γραφίσεις τή σκηνή ζωντανά καί μέ ακρίβεια, Περίγραψέ μου τό καφέ, Τ ί ώρα ήταν; Που βρι­ σκόταν ;)) « ^Ηταν στή Μιλλ Βάλλεϋ, γύρω στίς οχτώ τό πρω ί, σέ μιά άπό κείνες τις γραφικές καλιφορνέζικες καινοτομίες —ενα συνδυασμό βιβλιοπωλείου καί καφέ ». « Π ώ ς λεγότα ν;» τόν προέτρεψε ό Έ ρ νεσ τ, δταν ό Χ άλ­ στον σταμάτησε. « Περί γράψε τά πάντα γύρω άπο τή συνάν­ τησή σας ». « Γ ιατρέ, δέν καταλαβαίνω. Γ ιατί μου κάνετε αύτές τις ερω τήσεις; » « Κάνε μου αύτή τή χάρη, Χάλστον, Τό νά ζωγραφίσεις τή σκηνή οσο πιο ζωηρά γίνεται, θά σέ βοηθήσει νά θυμηθείς 0λα τά συναισθήματα πού βίωσες ». Α παντώ ντας στις διαμαρτυρίες του Χάλστον οτι δέν τόν

Η ΚΑΤΑΡΑ TH E ΟΥΓΓΑΡΕΖΙΚΗΣ ΓΑΤΑΣ

ένδιέφερε νά θυμηθεΤ τά συναισθήματά του» ό 'Έρνεεττ τοΰ υπενθύμισε δτι το αποκτήσει ένσυναέσθΐ^ση ^ α ν Ινα πρώτο βήμα γιά νά βελτιώσει τις σχέσεις του μέ τΙς γυναίκες. Ε π ο ­ μένως τό νά θυμηθεί τί> τί ενιίασε καΐ το τί μπορεΐ νά ένιωσε ή Ά ρτεμ η θά ήταν μιά πολύτιμη άσκηση- Αδύναμη δικαιολο­ γία, τό ήξερε, άλλά εύλογοφανής. Καθώς 6 Χάλστον αφηγούνταν ευσυνείδητα γιά άλλη μιά φορά τις λετΐτομέρειες εκείνης της επεισοδιακής μέρας, ό Έ ρ ­ νεστ άκουγε μέ τεταμένη τήν προσοχή του, χωρίς δμως νά μά­ θει ττολλές νέες πληροφορίες. Τό καφέ λεγόταν ""Book Depot” κι ή Ά ρτεμη ήταν λάτρης της λογοτεχνίας - αύτό Ινιοισε 6τι ϊσως να ήταν ενα χρήσιμο στοιχείο. Τ ί Ά ρτεμη εΐχε πεΤ στον Χάλστον δτι αυτόν τόν καιρό ξαναδιάβαζε τούς μεγάλους Γερ­ μανούς μυθιστοριογράφους ^ ό ν Μάνν, τόν Κλάίστ» τόν Μπέλ?και δΊΠ εκείνη τήν ήμέρα εϊχε αγοράσει τήν καινούργια μετά^ φράση του Άνβρώπον χα>ρίς ιδιότητες τοΰ Μούζιλ. Λόγω τής αύξανόμεντ)ς καχυποψίας τοΰ Χάλστον^ ό "Έρνεστ έκανε λίγο πίσω - φοβήθηκε μήν τυχόν άκουγε άπό στιγμή σέ στιγμή τόν άσθενή του νά τοΰ λέει: « Θές νά σοΰ δώσω τή δι­ εύθυνση καΐ τό τηλέφωνό τ η ς ; » Π ράγμα πού βέβαια ήταν ακριβώς αύτό πού ήθελε ό *Έρνεστ. Έ τ σ ι θά εξοικονομούσε πολύ χρόνο. Διέθετε δμως ήδη άρκετά γιά να ξεκινήσει. Μερικές μέρες αργότερα, πρωί πρω ί μέ τή δροσούλα, ό Έ ρ “ νεστ οδήγησε ώς τή Μίλλ Βάλλεϋ, πάρκαρε καΐ μττηκε στό “ Book D e p o t Κοίταξε τριγύρω μέσα στό μακρύ καί στενό βιβλιοπωλείο πού κάποτε ήταν ντεπό τρένων^ κι ^ττειτα έριξε μιά ματιά στό πρόσχαρο καφέ ττού συνδεόταν μαζί του καί σέ καμιά δεκαριά τραπέζια ά π ’ εξω πού τά ζέσταινε ή πρωινή λιακάδα, Μή βλέποντας καμιά γυναίκα πού νά μοιάζει μέ τήν περιγραφή τοΰ Χάλστον» πήγε στό ταμείο καί παράγγειλε ένα πολύσπορο μπέγκελ σέ μιά σερβιτόρα ττού εϊχε μύτη καί χεί^ λη φορτωμένα μέ χρικάκια.

394___________________________________________________ Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ Τ Η Σ Ζ Ώ Η Ι

ίί Μτυέγχελ μέ τί άλλο ; » ρώτηίτε εκείνη.

Ό ’^Ερνεστ κοίταξε τών πίνακα τοΰ μενού. Δέν ύττήρχε αβο­ κάντο- Μ ήπως ό Χάλστον τά Ιβ γα ζε ά π ’ τό μυαλό του; Τ ε­ λικά αποφάσισε νά προσφέρει στον έαυτά του κάτι καλό κι ετσι, μαζι μέ το άγαττημένο του κρήμ τσήζ μέ βότανα και κρεμμυδάκι, παράγγειλε διπλή μερίδα αγγούρι καΐ φύτρες. Μόλις εΐχε καθίσει σ ’ένα τραπέζι, 6ταν τήν εΐδε νά μ π α ί­ νει. Λουλουδάτη μπλούζα πού φούσκωνε στό στήθος, μακριά φούστα στό χρώμα τοΰ δαμάσκηνου —ή αγαπημένη του άπόχρω ση-, χάντρες, άλυil 'κ.^ψάλικι», εΐπε ή Ά ρτεμ η . « Ποιό εχεί σειρά στόν κατάλογό σ ο υ ;» « Τ ά διαβάζω χατά σειρά προτίμησης, Τό επόμενο θά εΐναι ή τετραλογία, *0 ^ϊωστ{ψ yial οΐ αδελφοί τον. Κι επειτα μάλλον ό Φηλίξ KqovX. Ό μ ω ς », εΐττε κι άνασηκώθηκε ελαφρά, « δέν θά καθίσ εις;» (( Καί τελευταίο; » ρώτησε ή Ά ρ τεμ η , ενώ άκουμποΰσε τό μπέγκελ καί τόν καφέ της στό τραπέζι και καθόταν στη θέση άπέναντί του. 7

μτταχαρικών ποΐ> Ιφταναν ώς τή μ ύτη του. Ό σ ο κράτησε ή ανάγνωση, κοιτούσε κάθε τόσο φευγοίλέα τόν άτμο ττού ανέ­ βαινε από τά κλειστά πακέτα καί, παρόλο πού πεθαινε τΎ\ς πείνας^ κράττ^σε χαρακτήρα καΐ άντίστάθηκε στο φαΐ. Τώρα δμως δέν πήγαινε άλλο. Πρόσφερε στήν Ά ρ τ ε μ η τΙς φύτρες τοΰ άρακα καί βύθισε τά ξυλάκια του στό μοσχάρι μέ τά πέν­ τε εϊδη μανιταριών. « Κι ή μητέρα σου τί άπέγινε, Ά ρ τ ε μ η ;» ρώτησε ροκανί­ ζοντας μέ απόλαυση ένα έλαφρώς τραγανό άλλά ύπέροχτ)ς νο­ στιμιάς μανιτάρι σιτάκε, « Μ πήκε σέ μοναστήρι άλλά μ ετά άπό μερικά χρόνια τήν Ιδιωξαν, γ ικ τί τριγυρνοΟΐΐε έξω τις νύχτες. Έ π ε ιτ α άρχισε να κάνει τό επά γγελμ α της γιαγιας μου- Μ ’ εστειλε εσωτερική σέ σχολείο κι όταν εγινα δεκαπέντε χρονών αύτοκτόνησε. Τό γράμμα μοΰ τό εδωσε ή για γιά μου. Ε κ ε ίν η εζησε άλλα είκο­ σι χρόνια μετά τόν θάνατο της μητέρας μου », ί< Καί ή συνταγή τοΰ Μ αιργκες γ ιά νά λυθεί ή κατάρα —νά επανορθώσει κανείς τό κακό- άνακάλυψες ποτέ τί σήμαινε; » « Καί τή γ ια γιά μου καί τή μητέρα μου τις άπασχόλησε αύτό γιά πολλά χρόνια άλλά ποτέ δέν κατόρθωσαν νά λύσουν τό μυστήριο. Ή για γιά μου τό συζήτησε καί μ ’ Ιναν άλλο γ ια ­ τρό, τόν Δόκτορα Μ πρίλλ, Ιναν διάσημο ψυχίατρο στή Νέα *Τόρκη, άλλά κι εκείνος τό θεώρησε εκτός πραγματικότητας, Ή διάγνωσή του ήταν υστερική ψύχωση καί της συνέστησε νά κάνει τή θεραττ:εια ανάπαυσης Weir — ένα μέ δύο χρόνια άπό“ λυτής ανάπαυσης σ ’ ένα σανατόριο, 2 τ ή ν οικονομική κατά^ στάση πού βρισκόταν ή για γιά μου κι ετσι δπως ήταν ή κα­ τάρα τοΰ Μ αιργκες, είναι προφανές δτι έκεΤνος που βρισκόταν έκτός πραγματικότητας ήταν ό Δόκτίορ Μπρίλλ Ή Ά ρ τεμ η άρχισε νά μαζεύει τά πιάτα άλλά ό ’"Ερνεστ τή σταμάτησε. « Α ύτό τό κάνουμε αργότερα ». ίί "^ΐσως, Έ ρ ν εσ τ εΤπε ή Ά ρ τ ε μ η , καί ή φωνή της ήταν σκληρή καί βεβιασμένη, α τώρα τυΟίύ τέλειωσε τό φαγητό, Xσως νά θέλεις νά παμε πάνω ». *Έκανε μιά παύση κι έπειτα

3

Η ΜΑΝΑ ΚΑί ΤΌ ΝΟΗΜΑ Τ Η Σ Ζ Π Η Σ

πρόσθεσε: « Τ ώ ρ α ξέρεις δτι δέν μ,ττορώ νά συγκρατηθώ καί νά μήν τό προτείνω », a Μέ σ υ γχω ρ εϊς», εΐττε ό *Έρνεστ, καθώς σηκώθηκε καΐ κατευθύνθηκε πρός τήν εξώπορτα. « Τ ό τε άντ£ο», φώναξε ή Ά ρ τεμ η ττίσω του. « Καταλαβαί^ νω. Σέ καταλαβαΕνω απόλυτα. Αέν χρειάζεται νά ζητάς ΐτυγγνώμη. Και σέ παρακαλώ μή νιώθεις Ινοχές ». « Τ ί καταλαβαίνεις, Ά ρ τ ε μ η ; » ρώτησε ό Έ ρ ν εσ τ γυρίζον­ τας νά τήν κοιτάξει μέσα άπ^τήν ανοιχτή πόρτα. « ΓΙοΰ τΐηγ α ίν ω ; » « Φ εύ γεις μακριά 6σο πιό γρήγορα μπορεΤς. Καί ποιός μπορει νά σέ κατηγορήσει γ ι ’ αύτό; Ξέρω γιατί φεύγεις. Καί σέ καταλαβαίνω, *Έρνεστ « Βλέπεις, Ά ρ τ ε μ η ; Ό π ω ς σΰΟ εΐπα καί προηγουμένως, δέν ξέρεις τόσα ίσ α νομίζεις. Π ηγαίνω άπλώ ς ώς τό αυτοκί­ νητό μου, νά πάρω το τσαντάκι μου μέ οσα χρειάζομαι γιά νά περάσω έδώ τή νύχτα ». Ό τ α ν γύρισε, ή Ά ρ τεμ η ήταν στόν πάνω δροφο κι έκανε μπάνιο. Ό 'Έρνεστ μάζεψε τό τραπέζι, έβαλε στά πακέτα τό φαγητό πού περίσσεψε κι έπειτα, μέ τό τσαντάκι του στό χ έ ­ ρι, ανέβηκε τις σκάλες. Ή έπόμενη ώρα στά υπνοδωμάτιο απέδειξε ένα πρά γμ α : δτι δέν έφταιγε τό ραγού τώ ν μανιταριών. Ό λ α ήταν δπως τήν προηγούμενη φορά, Ό καυτός οργιαστικός πόθος^ τό γ α ­ τίσιο γλείψ ιμο, ή αισθησιακή γλώ σσα, τά πυροτεχνήματα πού σιγά σιγά δυνάμωναν ώς τόν φ*λογισμένο τους οργασμό, τά πυρακτωμένα βεγγαλικά» 6 βρυχηθμός τοΰ όλμοβόλου, Γ ιά μερικές στιγμές τοΰ ήρθαν στόν νοΰ ασυνήθιστες άναδρομ έ ς : δλοι οι προηγούμενοι οργασμοί τής ζωής του περασαν σάν αστραπή άπό μέσα του, χρόνια απότομων σπασμών μ έ­ σα σέ παλάμες χα ΐ σέ πετσέτες καί σέ νιπτήρες, κι έπειτα είδε νά παρελαύνουν δλες του οι ερωμένες μέ τά μεγάλα σ τή­ θη, υπέροχα δοχεϊα παρηγοριας, πού μέσα τους εΐχε στραγγιξει τις έγνοιες τής ζω ής του. Ε υγνω μοσύνη! Εύγνωμοσύ-

Η ΚΑΤΑΡΑ

τη ς;

ΟΥΓΓΑΡΕΖΙΚΗΣ ΓΑΤΑΣ

3^9

ν η ! Kt Ιττειτα σκοτάδι* καθώς βυθίστηκε στόν υπνο τών νε­ κρών.

Τόν ξύττνησε τό ουρλιαχτό του ΜαΤργκες. Πάλι αίσθάνθηκε τό δωμάτιο νά τραντάζεται. Πάλι τό ξύσιμο καί τό γδάρσιμο στόν τοΤχο. Ό φόβος του άρχισε ν ’ άνάβει* άλλα σηκώθηκα γρήγορα αττ’ τό κρεβάτι καΐ —τινάζοντας μέ δύναμη τό κεφά­ λι καί τταίρνοντας βαθιές άνάσες- άνοιξε ήρεμος διά·ίτλατα τό παράθυρο, έσκυψε εξω καί φ ώ ναξε: « Ά πό δώ, Μ αιργκες, άπό δώ. Μή χαλας τά νύχια σου. Τό παράθυρο εΐναι ανοιχτό». Ξαφνική σιωττή. Κι έπειτα ττήδηξε μέσα έ Μαιργκες ξε­ σκίζοντας καΐ κομματιάζοντας τις λινές κουρτίνες. Σφυρίζον­ τας, μέ τό κεφάλι υψωμένο, μέ τ ά κόκκινα μ άτια του νά πετανε φλόγες, μέ τά γυαλιστερά του νύχια ακάλυπτα, κύ­ κλωσε τόν Έ ρνεσ τ. « Σέ περίμενα, Μ αιργκες. Θέλεις νά καθίσεις, σέ παρα­ κ α λ ώ ;» *0 Έ ρ νεσ τ βολεύτηκε σέ μιά μεγάλη πολυθρόνα άπό ξύλο σεκόγιας πλάι στό κομοδίνο, πέρα ά π ’τό όποιο ξεκινούσε τό πλήρες σκοτάδι, Τό κρεβάτι^ ή Ά ρ τεμ η καΐ τό υπόλοιπο δωμάτιο εΐχαν εξαφανιστεί, Ό ΜαΤργκες ^ α ψ ε νά σφυρίζει. Κ οίταξε τόν Έ ρ ν εσ τ μέ τό σάλιο νά στάζει ά π ’ τά δόντια του καί μέ τούς μϋς τεντωμένους. Ό ’Έ ρνεστ άνοιξε τό τσαντάκι του. « Μ ήπως θέλεις κάτι νά φας, ΜαΤργκες; » εΐπε και ξεσκέπασε μερικά ά π ’ τά πακέτα του φαγητού, πού τά εΐχε φέρει άπάνω. Ό Μαιργκες εριξε μιά επιφυλακτική ματιά στο πρώτο π α ­ κέτο. ί< Μοσχάρι μέ πέντε ειδη μα;νιταριών; Σιχαίνομαι τά μανιτάρια. Γι*αύτό τά φτιάχνει αύτή κάθε φορά. Έ κεινο πιά τό ραγού μανιταριώ ν!» Τά τελευταΤα λόγια τά εΐπε τραγου­ δώντας κοροϊδευτικά μέ ψιλή φωνούλα κι έττειτα τά έπανέλαβ ε : cι Ό Έ ρ ν εσ τ κούντ]σε αρνητικά τό κεφάλι. « Τό έγκλημά μου ήταν πώ ς ήμουνα γά τα » . « Μ αιργκες, δέν εΐσαι μιά κανονική γάτα. Εΐσαι Ινας έξαιρετικα ευφυής γάτος. Ε λ π ίζ ω δτι μττορώ νά σου μιλήσω ανοι­ χτά »>. Ό Μ αιργκες, πού εγλειφε τά τοι,χώματα τοΰ άδειου πακέ­ του μέ τό τυλιχτό κοτόπουλο, γρύλισε πώ ς συμφωνεί. (ί Π ρέπει νά σου π ώ δυό π ρ ά γμ α τα : Π ρώτον βέβαια συνει­ δητοποιείς πώ ς ή γυναίκα πού σ ’ Ιττνιξε δέν ήταν ή Ά ρ τεμ η . ^Ηταν ή για γιά της, ή Κλάρα, πού εχει πεθάνει έ^ώ καί και­ ρό. Δεύτερον -)) « Έ γ ώ βλέπω δτι εχει τήν ιδια μυρωδιά - ή Ά ρ τεμ η εΐναι ή Κλάρα σέ μιά κατοπινή ζωή. Δέν τό έξερες; » Ό “Έ ρ νεσ τ δέν ήταν προετοιμα:σμένος γ ι ’ αύτό. Ε π ε ιδ ή χρειαζόταν χρόνο γιά νά σκεφτει καλύτερα αύτή τήν εκδοχή, συνέχισε άπλώς αύτό πού εϊχε αρχίσει νά λ έ ε ι: tt Δεύτερον, ή

323

Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗ Σ ΖΟ Η Σ

Κλάρα δέν μισούσε τΙς γάτες, Γ ιά τήν άκρίβεια, εΐχε μι,ά γ ά ­ τα ττού τήν άγαττοΰσε. Δέν ήταν δολοφόνος: σοΰ έκανε κακό σέ μιά προσπάθεια νά σώσει τή ζω ή της Τσίκα, τής δίκης της αγαπημένης γάτας », Κ αμιά απάντηση. Ό "Έρνεστ άκουγε τήν αναπνοή τοΰ Μ αιργκες. Μ ήπως τον κοντράρω πάρα πολύ, άναρωτήθηκε, μήπω ς δέν δείχνω 6τι τον συναισθάνομαι ά ρ κ ετά ; fc Ό μ ω ς », εΐττε γλυκά, « ισως δλ^αύτά νά μήν έχουν σημασία. Ν ομίζω βτι πρέπει νά μείνουμε σ*αύτά ποΐ> είπες πριν άπό λίγο - δτι τό μόνο σου έγκλημα ήταν πώ ς ήσουνα γάτα « Σ ω σ τ ά ! Έ κ α ν α δ,τι έκανα^ επειδή εΐμαι γάτα. Οΐ γάτες προστατεύουν τήν περιοχή τους, επιτίθενται σέ άλλες γάτες πού τΙς απειλούν και οΐ καλύτερες άπ" αυτές -εκείνες πού ή γατίσ ια τους υπόσταση ξεχειλίζει άπό μέσα το υς- δέν αφή­ νουν τίποτα, τίπ ο τα νά τις εμποδίσει, 6ταν μυρίζουν τή γλυκιά μοσχοβολιά μιας γάτας σέ οΐστρο. Δέν έκανα τίττοτ^άλλο ά π ’ τό νά πραγματώ νω τή γατίσ ια μου υπόσταση ». Τό σχόλιό του έκανε τόν ’Έ ρνεστ νά σταθεί. Π ραγματικά ό Μ αιργκες δέν ύλοποιοΰσε τό άγαπημένο νιτσεϊκό αξίωμα τοΰ Έ ρ ν εσ τ « Γ ίν ε αύτός πού είσ α ι» ; Δέν εΐχε δίκιο; Δέν πραγμάτω νε άπλώ ς τό γατίσιο του δυναμικό; « Ζουσε κάποτε ενας διάσημος φιλόσοφος », ξεκίνησε ό Έ ρ νεσ τ, « δηλαδή ενας σοφός άνθρωπος, ένας στοχαστής —)> ί( Ξερω τί εΐναι φ ι λ ό σ ο φ ο ς τ ό ν διέκοψε ό γάτος θυμω­ μένα, « Σέ μιά άπ^ τις πρώ τες μου ζω ές ζοΰσα στό Φράιμπουργκ κι έκανα νυχτερινές επισκέψεις στό σπίτι τοΐ) Μάρτιν Χάιντεγκερ )>. ic Γνώρισες τόν Χ ά ιντεγκ ερ ; » ρώττ^σε ό "Έρνεστ εντυπω ­ σιασμένος. « Ό χ ι , οχι. Τ ή γάτα του, τήν Ξανθίττπη. Α ύτή κι «ν ήταν γ ά τα ! Ό λ ο φλόγα I Ή Τσίκα, δσο φλογερή κι άν ήταν, δέν έπιανε μία μπροστά στήν Ξανθίττπη, *^Εχουν περάσει πολλές ζω ές άπό τότε, άλλα θυμαμαι πολύ καλά έναν ολόκληρο στρα­ τό άπό τραμπούκους Τεύτονες γά του ς βαρέων βαρών πού

Η ΚΑΤΑΡΑ THE ΟΥΓΓΑΡΕΖΙΚΗΣ ΓΑΤΑΣ

επρεπε νά τούς νικήσω γιά νά φτάσω ως έχείνην. Ά κόμα xt ά π ’ το Μ άρμπουργχ έρχονταν οί κεραμιδόγατοι, δταν ή Ξανθίτιτπη ήταν σέ οΐστρο, Ά χ , εκείνες ήταν ώραΤες έττοχές! » ί( ΐίρ α ία , άσε με δμως νά τελειώσω αύτό πού θέλω νά πώ, ΜαΤργκες», Ό "Έρνεστ προσπάθησε νά μήν τί>ν αφήσει νά διασπάσει τήν προσοχή του. « Ό διάσημος φιλόσοφος ττού έχω έγώ στόν νου μου -κ ι αύτός Γερμανός- έλεγε συχνά δτι πρέττει κανείς νά γίνει αύτός πού εΐναι, πρέπει νά πραγμ ατώ ­ σει τό ττετιρωμένο ή τό δυναμικό ττού τοΰ εχει οριστεί, Αύτό ακριβώς δέν έκανες κι έσ ύ ; Κι έσύ τιραγμάτίονες τή θεμελιώ­ δη σου γατίσια υπόσταση. Είναι αύτό έγκλη μ α;» Σ τά πρώ τα του λόγια ό Μ αιργκες εΐχε ανοίξει τό στόμα γιά νά διαμαρτυρηθεΤ, άλλά σιγά σιγά τό ξανάκλεισε, δταν κατάλαβε πώ ς ό 'Έρνεστ σύμφωνουσε μαζί του. Ά ρχισ ε νά περιποιείται τόν έαυτό του μέ μεγάλες πινελιές τής γλώσσας του. ί( Έ δ ώ δμως », συνέχισε 6 ’Έ ρνεστ, « υπάρχει £να προβλη­ ματικό παράδοξο, μιά θεμελιώδης σύγκρουση συμφερόντων, μέ τήν έννοια ίίτι ή Κλάρα έκανε κι εκείνη άκριβώς αύτό πού έκανες εσύ: γινόταν ό εαυτός της. ’"Ηταν ενας άνθρωπος πού έτρεφε καί προστάτευε τούς άλλους και τίποτα δέν άγαποϋσε περισσότερο στόν κόσμο άπό τή γ ά τα της, Τό μόνο πού ήθε­ λε ήταν νά προστατέψει τήν Τσίκα καί νά τήν κρατήσει άσφα­ λή. Ε πομ ένω ς δλες της οι πράξεις ύπηρετοΰσαν τόν σκοπό νά πραγματώσουν τή δική της θεμελιώδη στοργική φύση ». « Χ μμπφφ !)) κάγχασε ό Μ αψγκες. « Τό ξέρεις δτι ή Κλά­ ρα άρνιόταν νά ζευγαρώσει μέ τόν κύριό μου, τόν Κόβατς, πού ήταν ενας πολύ δυνατός ά ντρα ς; Κ ι επειδή εκείνη μισούσε τούς άντρες, υπέθετε δτι τούς μισούσε καί ή Τσίκα. Δέν υπάρ­ χει κανένα παράδοξο λοιπόν. *Η Κλάρα δέν έκανε δ,τι έκανε γιά λογαριασμό της Τσίκα * άλλά άπό μιά δική της αύτατϊάτη γιά τό τί ήθελε ή Τσίκα. Πίστεψέ με, δταν ή Τσικα ήταν σέ οΐστρο, έλιωνε γιά μένα ί ’^Ηταν πολύ σκληρό άπό μέρους τής Κλάρας νά μας κρατάει μακριά τόν έναν ά π ’τόν άλλον».

324

H ΜΑΝΑ ΚΑΙ TO ΝΟΗΜΑ Τ Κ Σ ΖΩΗΣ

« Μά ή Κλάρα φοβόταν γιά τή ζα>ή της γάτας της* Ή Τσικα εΐχε τραυματιστεί πολλές φορές σοβαρά», «Τ ραυματιστεί; Σ ιγά τά τραύματα. Μερικές γρατζουνιές, Έ μεΙς οΐ γάτοι φοβερίζουμε καί δαμάζουμε τις θηλυκιές. Καί ξεσκίζουμε τούς άλλους γάτους μέχρι θανάτου. Αύτός εΐναι ό τρόπος μας νά ερωτοτροπούμε. Αύτό θά πεΧ γάτος. Εΐϊμαστε άπλώς γάτοι. Ποιά εΐναι ή Κλάρα, ποιος είσαι έσύ πού θά κρί“ νεις καΐ. θά καταδικάσεις τή γατΐσια μας φύση;)) Ό Έ ρ νεσ τ εκανε πίσω. Έ τ σ ι δέν βγαίνει τίποτα, αποφάσι­ σε* Δοκίμασε μιά άλλη διαδρομή, « Μαιργκες, πρίν άπό λίγο εΐτεες οτι ή Ά ρτεμ η κι ή Κλάρα είναι το tSio πρόσωπο, κι δτι γ ι’ αύτό συνέχισες νά καταδιώκεις τήν Κλάρα». « Ή μύτη μου δέν λέει ψέματα ». « Ό τ α ν πέθανες σέ μιά ά π 'τ ίς πρώ τες ζωές σου, έμεινες πρώ τα γιά λίγο καιρό νεκρός πρίν μπεΤς σέ μιά άλλη ζ ω ή ; » « Μόνο μιά στιγμή. Κι άμέσως ξαναγεννήθηκα σέ μιά άλλη ζωή. Μή μέ ρωτήσεις πώς. Μερικά πράγματα δέν τά ξέρουν οΰτε οί γάτες ». ϋ Ά κόμα κι έτσι πάντως, εΐσαι βέβαιος δτι έχεις μιά ζωή, επειτα παύεις να υπάρχεις, κι εττειτα μπαίνεις σέ μιά άλλη ζωή. Σ ω σ τά ;» ί( Ν αί, ναί, τελείωνε επ ιτέλο υ ς!» γρύλισε ό Μ αιργκες. Ό π ω ς δλοι 6σοι διαθέτουν εννέα ζωές, δέν εΐχε μεγάλη υπο­ μονή δταν έπρόκειτο γιά σχολαστικισμούς. « Ά φοΰ δμως ή Ά ρτεμ η μέ τή γιαγιά της ζουσαν κι οι δυό γιά ττολλά χρόνια παράλληλα καϊ συζητούσαν μάλιστα πολλές φορές μεταξύ τους, πώ ς μπορει νά εΐναι το ϊδιο πρόσωπο σέ διαφορετικές ζω ές; Δέν γίνεται. Δέν θέλω ν ’αμφισβητήσω τή μύτη σου, ϊσως ομως αύτό πού μυρίζεις νά εΐναι ύ γενετικός σύνδεσμος ανάμεσα στίς δυό γυναίκες ». Ό Μαιργκες συλλογίστηκε σιωττηλός τό έπιχείρημα τοΰ Έ ρ ν εσ τ, ένώ συνέχιζε νά πλένεται, γλείφοντας μιά γιγά ντια πατούσα καΐ τρίβοντας μέ τήν υγρασία της τό μουσούδι

Η ΚΑΤΛΡΑ TH E ΟΥΓΓΑΡΕΖΙΚΚΕ ΓΑΤΑΣ

3^5

tf Σκεφτόμουν απλώς» Μαιργκες, μήττως δέν τό ήξερες 6τι εμείς οί άνθρωποι Ιχουμε μόνο μία ζ ω ή ;» γρύλισε ό Μ αϊργκες. « Μέ ρώτησες έγώ πώ ς τό άντέχω . Α ύτή εΐναι μία ά π ’τίς απαντήσεις. Ε π ίσ η ς έβρισκα πάντα ανακούφιση στό ρηρτό ενός άλλου φιλοσόφου πού έζησε πρίν άπό πάρα πολύ κ α ιρ ό : “ "Οπου εΐναι ό θάνατος, έγώ δέν εΐμαι, "Όπου είμαι έγώ , ό θάνατος δέν εΐναι ” w. (ΐ Τι διαφορά έχει αύτό ά π ’ τό “ Ό τ α ν πεθάνεις, τϊέθανες ” ; » α Μ εγάλη διαφορά. Σ τόν θάνατο δέν υπάρχει “ έσ ύ ” , Ή έννοια “ εσ ύ ” καί ή έννοια “ νεκρός” δέν μπορούν νά συνυπάρ­ ξουν ». « Βαριές, πολύ βαριές σκέψεις )), εΐττε ό Μ αϊργκες. *Η φωνή του ίσα πού άκουγόταν καί τό κεφάλι του σχεδόν άκουμποΰσε στό ττάτωμα. « Θέλω νά σοΰ πώ καί μιά άλλη προοπτική πού μέ βοηθά­ ει, Μ αϊργκες, κάτι πού έμαθα άπό £ναν Ρώσο συγγραφέα - »

Η ΚΑΤΑΡΑ

τητ ο υ τ γ α ρ β ζ ι κ η ς

γαταϊ:

331

« Ά , οί Ρώσοι - δέν θά \ α ι κάτι πολύ πρόσχαρο ». « Ά κου. "ίϊσπου νά γεννηθώ εγώ ττερασαν χρόνια» αιώνες, χιλιετίες, Σ ω σ τ ά ; ι> « Δέν δκίφΐϋνώ », συμφώνησε χΰ\>ρασμένα ό Μαϊργκες. ((Kotl χιλιετίβς θά τυεράσουν μετά τόν θάνατό μου. Σ ω σ τά ; » Ό Μαιργκες κούνησε πάλι τό κεφάλι, ίί Έ τ σ ι βλέπω τή ζω ή μου σάν μιά αστραφτερή αναλαμπή άνάμεσα σέ δυό τεράστιες καί πανομοιότυπες λέμνες άπο σκοτ ό 5 ι: τό σκοτάδι πού ύτυηρχε πρίν άπ*τή γένντ)σή μου καΐ τό σκοτάδι πού θ ά ’ρθει μετά τόν θάνατό μου». Αύτό φάνηκε νά βρίσκει τόν στόχο του. Ό Μαϊργκες άκου­ γε μέ τήν προσοχή του τεταμένη, μέ τ ’ αυτιά ορθωμένα, « Κ α ί δέν σέ έκπλήσσει, Μ αϊργκες, πόσο φοβόμο^στε τό δεύτερο σκοτάδι και πόσο αδιάφορο μας εΐναι τό π ρ ώ το ;» Ξαφνικά δ Μαϊργκες σηκώθηκε ορθιος κι άνοιξε τό στόμα σ ’ ένα τεράστιο χασμουρητό, μέ τά δόντια του νά γυοΛίζουν «μυδρά στό φεγγαρόφωτο πού ξεχυνόταν ά π ’ τό ανοιχτό π α ­ ράθυρο, « Ν ομίζω πώ ς πρέπει σιγά σιγά να π η γ α ίν ω )), εϊττε καί σύρθηκε άργά πρός τό παράθυρο, μ ’ ένα βαρύ βήμα πού δέν θύμιζε γάτα, « Περίμενε, Μ αιργκες, δέν τέλειωσα \ » ίί Ά ρκετά γιά σήμερα. Εΐναι πολλά αύτά πού νά σκε­ φτώ, άκόμα καί γιά μιά γάτα. Τήν άλλη φορά, ’Έ ρνεστ, πάρε ψητό καβούρι. Καί πιό πολύ άπό κεϊνο τό κοτόττουλο μέ τις πρασινάδες », « Τ ή ν άλλη φορά; Τ£ Ιννοεϊς, Μ αιργκες, τήν άλλη φορά; Δέν έπανόρθίοσα τό κ α κ ό; » « ’"Ισως να£, ϊσως καί 6χι. Σοΰ εΐπα, είναι πάρα πολλά αύτά πού έχω νά σκεφτώ μέσα σέ μιά μέρα. Φ εύ γω !» Ό "Έρνεστ επεσε βαρύς τυ(σω στήν πολυθρόνα του, Ε ΐχε στραγγιξει, ή υπομονή του εΐχε εξαντληθεί. Π οτέ δέν εϊχε κ ά ­ νει μιά συνεδρία τόσο κουραστική πού νά του κουρελιάσει τό­ σο τά νεΰρα* Και τώρα νά βλέπει.τόν κόπο του νά πτ^γαίνει. σ τρά φ ι! Κοιτάζοντας τόν Μαιργκες νά φεύγει άργά μουρμού-

333

Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ Τ Ο ΝΟΗΜΑ Τ Η Σ ZO H L

ρίσε άττό μέσα του, if Π ήγαινε! Π ήγαινεI » Kt επειτα πρόσθε­ σε* «G eh G em nlerH eit», φύγε καΐ μήν ξαναγυρΐσεις - τήν κο­ ροϊδευτική γίντις έκφραση πού ελεγε ή μητέρα του* Ά κούγοντας ιχύτά τά λόγιοι 6 Μ αιργχες κακάλωσε κι επειτα έκανε μεταβολή. « Το άκουσα αύτό. Μπορώ νά διαβάζω τή σκέψη », *Ωχ ώ χ, σκέφτηκε ό Έ ρ νεσ τ. Κράτησε 6μως τό κεφάλι ψηλά χαί κοίταξε μέ θάρρος τον γάτο πού ξαναγύριζε* « Ναί, σέ
View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF