April 12, 2018 | Author: SIRENAPELLIROJA | Category: N/A
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΒΡΑΖΙΛΙΑ
ΙRA LEVIN ΤA ΠΑΙΔΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΒΡΑΖΙΛΙΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Γιώργος Γρίβας
ΑΘΗΝΑ 2012
Τίτλος πρωτοτύπου: BOYS FROM BRAZIL Ira Levin Copyright © Ira Levin, 1976 All rights reserved including the right of reproduction in whole or in part in any form. Translation copyright © 2012 Compupress S.A. – Anubis Publications, Athens, Hellas. Αποκλειστικότητα για την ελληνική γλώσσα: Εκδόσεις Anubis. EKΔOΣEIΣ ANUBIS Λοχαγού Δεδούση 1 & Μεσογείων 304, 15562 Χολαργός, τηλ.: 2109238672, fax: 2109216847 Web site: www.anubis.gr, e-mail:
[email protected] ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΕΚΔΟΣΕΩΝ: Μάρθα Ψυχάκη ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ: Αλεξάνδρα Λέτσα ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Γιώργος Γρίβας ΔΙΟΡΘΩΣΗ: Έλπη Κυργιοπούλου ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: Μαίρη Λυµπέρη Aνάπτυξη και διάθεση ψηφιακών βιβλίων Κλάδος της Digital Content A.E. ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΤΟΜΕΑ E-BOOKS: Ιάσων Μανούσος ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ WEB SITE: Digital Content A.E. Digital Content A.E. Λοχαγού Δεδούση 1 & Μεσογείων 304, 155 62 Χολαργός, τηλ.: 2106516888 fax: 2109216847 Web site: www.digicon.gr, e-mail:
[email protected] 1 ΚΩΔΙΚΟΣ ΕΚΔΟΣΗΣ: ΕΒ-00-1070 ISBN: 978-960-497-470-2 Όλοι οι χαρακτήρες και τα γεγονότα του βιβλίου είναι φανταστικά. Κάθε οµοιότητα µε πρόσωπα ζωντανά ή µη είναι εντελώς συµπτωµατική. Απαγορεύονται η αναδηµοσίευση και αναπαραγωγή -ολική, µερική ή περιληπτική-, η κατά παράφραση ή διασκευή απόδοση του κειµένου µε οποιονδήποτε τρόπο µηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο- χωρίς προηγούµενη γραπτή άδεια του εκδότη, καθώς και η κυκλοφορία του σε οποιαδήποτε µορφή, ίδια ή
διαφορετική από την παρούσα, στο πρωτότυπο ή σε µετάφραση ή άλλη διασκευή, σύµφωνα µε το Νόµο 2121/1993 και τους Κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, που ισχύουν στην Ελλάδα.
Στους ΤΖΕΝΤ ΛΙΒΑΪΝ ΝΙΚΟΛΑΣ ΛΙΒΑΪΝ ΑΝΤΑΜ ΛΙΒΑΪΝ Και στη µνήµη του ΤΣΑΡΛΣ ΛΙΒΑΪΝ
Ο συγγραφέας είναι ευγνώµων για τις πληροφορίες που του παρείχε ο δρ. Μορίς Φ. Γκούντµποντι Τζούνιορ, ο κ. και η κα Σάµιουελ Χάλπεριν, ο κ. Άντονι Κέσλερ και ο κ. Έντµουντ Σ. Γουόλ.
Κεφάλαιο Ένα ΝΩ ΡΙΣ ΕΝ Α Α Π Ο ΓΕΥ ΜΑ τον Σεπτέµβριο του 1974 ένα µικρό δικινητήριο αεροπλάνο, ασηµένιο και µαύρο, προσγειώθηκε σε ένα δευτερεύοντα διάδροµο του αεροδροµίου Κογκόνιας του Σάο Πάολο και, αφού µείωσε ταχύτητα, έστριψε και τροχοδρόµησε προς ένα υπόστεγο όπου περίµενε µια λιµουζίνα. Τρεις άντρες, ο ένας µε λευκά ρούχα, µεταφέρθηκαν από το αεροπλάνο στη λιµουζίνα, η οποία ξεκίνησε από το Κογκόνιας για τους λευκούς ουρανοξύστες του κεντρικού Σάο Πάολο. Περίπου είκοσι λεπτά αργότερα, στη λεωφόρο Ιπιράγκα, η λιµουζίνα σταµάτησε µπροστά από το Σακάι, ένα ιαπωνικό εστιατόριο σε σχήµα ναού. Οι τρεις άντρες στάθηκαν πλάι πλάι στο µεγάλο, λουστραρισµένο κόκκινο προθάλαµο του Σακάι. Οι δύο από αυτούς, µε µαύρα κουστούµια, ήταν ογκώδεις και µε επιθετική στάση, ο ένας ξανθός και ο άλλος µελαχρινός. Ο τρίτος άντρας, ο οποίος βάδιζε ανάµεσά τους, ήταν πιο αδύνατος και πιο ηλικιωµένος, ντυµένος µε λευκά ρούχα από το καπέλο µέχρι τα παπούτσια µε εξαίρεση µια κίτρινη σαν το λεµόνι γραβάτα. Στο λευκό, γαντοφορεµένο χέρι του κρατούσε χαλαρά ένα παχύ, µπεζ χαρτοφύλακα και σφύριζε µια µελωδία, κοιτάζοντας γύρω του µε προφανή ευχαρίστηση. Ένα κορίτσι από το βεστιάριο, ντυµένο µε κιµονό, υποκλίθηκε και χαµογέλασε όµορφα, κι αφού πήρε το καπέλο του άντρα µε τα λευκά ρούχα, δοκίµασε να πάρει και το χαρτοφύλακά του. Όµως, εκείνος αποµακρύνθηκε και απευθύνθηκε σε έναν αδύνατο, νεαρό Ιάπωνα που ερχόταν προς το µέρος του φορώντας φράκο κι ένα χαµόγελο. «Το όνοµά µου είναι Ασπιάθου» ανακοίνωσε σε πορτογαλικά κάπως τραχιά εξαιτίας µιας ελαφριάς γερµανικής προφοράς. «Έχω κάνει κράτηση για µια πριβέ αίθουσα.» Έδειχνε κοντά στα εξήντα και είχε κοντοκουρεµένα γκρίζα µαλλιά, ζωντανά και χαρούµενα καστανά µάτια, και ένα περιποιηµένο λεπτό µουστάκι.
«Α, σενιόρ Ασπιάθου!» φώναξε ο Ιάπωνας µε τη δική του έκδοση της πορτογαλικής γλώσσας. «Όλα είναι έτοιµα για το πάρτι σας! Ακολουθήστε µε, παρακαλώ. Θα ανεβούµε εκείνες τις σκάλες. Είµαι σίγουρος ότι θα ευχαριστηθείτε µόλις δείτε τις ετοιµασίες.» «Είµαι ευχαριστηµένος και τώρα» είπε ο άντρας µε τα λευκά ρούχα, χαµογελώντας. «Χαίροµαι που βρίσκοµαι στην πόλη.» «Ζείτε στη χώρα;» Ο άντρας µε τα λευκά, ακολουθώντας τον ξανθό άντρα στις σκάλες, ένευσε καταφατικά και αναστέναξε. «Ναι» είπε πικρόχολα «ζω στη χώρα.» Ο µελαχρινός άντρας τον ακολούθησε και ο Ιάπωνας ξεκίνησε τελευταίος. «Η πρώτη πόρτα στα δεξιά» είπε σε εκείνους που βρίσκονταν µπροστά του. «Μπορείτε να βγάλετε τα παπούτσια σας πριν µπείτε µέσα, σας παρακαλώ;» Ο ξανθός άντρας έσκυψε για να κοιτάξει διερευνητικά µέσα από ένα οκτάγωνο άνοιγµα στον τοίχο, ύστερα στηρίχτηκε µε το ένα χέρι στον ένα παραστάτη, σήκωσε το πόδι του και τράβηξε το παπούτσι του. Ο άντρας µε τα λευκά ρούχα ακούµπησε το ένα πόδι του µε τη λευκή κάλτσα πάνω στο χαλί του διαδρόµου, και ο µελαχρινός άντρας έσκυψε χαµηλά και ξεκούµπωσε µια χρυσή πόρπη στο πλάι. Ο ξανθός άντρας, αφού άφησε και τα δύο παπούτσια του στο πλάι, άνοιξε µια περίτεχνα σκαλισµένη πόρτα και µπήκε σε ένα ωχρό, πράσινο δωµάτιο. Ο Ιάπωνας προσπέρασε επιδέξια τους φουσκωτούς στις µύτες των ποδιών του. «Είναι το καλύτερο δωµάτιό µας, σενιόρ Ασπιάθου» είπε. «Πολύ όµορφο.» «Είµαι σίγουρος γι’ αυτό.» Ο άντρας µε τα λευκά ρούχα στηρίχτηκε στον τοίχο µε το λευκό, γαντοφορεµένο χέρι του και παρακολούθησε το βγάλσιµο και του δεύτερου παπουτσιού του. «Όπως είναι και το Αυτοκρατορικό Δείπνο µας για επτά άτοµα, µε µπίρα, όχι µε σάκε, αλλά και το κονιάκ και τα πούρα ύστερα από αυτό.»
Ο ξανθός άντρας επέστρεψε στην πόρτα. Μικρές, λευκές ουλές σηµάδευαν το πρόσωπό του. Ένα από τα αυτιά του δεν είχε λοβό. Ένευσε καταφατικά και υποχώρησε. Ο άντρας µε τα λευκά ρούχα, πιο κοντός πλέον κατά πολύ από το µέσο ύψος ενός τακουνιού, µπήκε µέσα στο δωµάτιο. Ο Ιάπωνας τον ακολούθησε. Το δωµάτιο ήταν δροσερό και είχε γλυκιά µυρωδιά, ένας γαλήνιος µακρόστενος χώρος µε αχνό πράσινο χρώµα στους τοίχους του και στα τατάµι του πατώµατος. Στο κέντρο του, πολυθρόνες µπαµπού µε µαξιλαράκια που είχαν ένα µπεζ λευκό σχέδιο κάλυπταν τις τρεις πλευρές ενός µαύρου, µακρόστενου τραπεζιού στρωµένου µε λευκά πιάτα και φλιτζάνια. Υπήρχαν τρία σερβίτσια και πολυθρόνες σε κάθε µία από τις κάθετες πλευρές του τραπεζιού και µία στη δεξιά άκρη του. Ένα ρηχό ντουλαπάκι, µικρότερο από το τραπέζι, βρισκόταν από κάτω του. Στο δεξί άκρο του δωµατίου ένα ακόµα χαµηλό µαύρο τραπέζι ακουµπούσε στον τοίχο, µε δύο ηλεκτρικές εστίες τοποθετηµένες πάνω του. Ο απέναντι τοίχος ήταν κατασκευασµένος από παραβάν σότζι, από λευκό χαρτί σε µαύρο πλαίσιο. «Υπάρχει αρκετός χώρος για επτά άτοµα» είπε ο Ιάπωνας, δείχνοντας µε το χέρι του το κεντρικό τραπέζι. «Και θα σας σερβίρουν τα καλύτερα κορίτσια µας. Είναι και οι πιο όµορφες.» Χαµογέλασε και ανασήκωσε τα φρύδια του. Ο άντρας µε τα λευκά ρούχα έδειξε τα παραβάν σότζι και ρώτησε: «Τι υπάρχει πίσω από εκεί;» «Μία άλλη πριβέ αίθουσα, σενιόρ.» «Θα χρησιµοποιηθεί απόψε;» «Δεν έχει γίνει κάποια κράτηση, αλλά µπορεί να τη ζητήσει κάποια παρέα.» «Θα κάνω εγώ κράτηση.» Ο άντρας µε τα λευκά ρούχα έκανε νόηµα στον ξανθό να τραβήξει τα παραβάν. Ο Ιάπωνας κοίταξε τον ξανθό άντρα και στη συνέχεια τον άντρα
µε τα λευκά ρούχα και πάλι. «Είναι δωµάτιο για έξι άτοµα» είπε µε αβεβαιότητα. «Κάποιες φορές και για οκτώ.» «Φυσικά.» Ο άντρας µε τα λευκά ρούχα αποµακρύνθηκε προς το βάθος του δωµατίου. «Θα πληρώσω για οκτώ ακόµα γεύµατα.» Έσκυψε για να µελετήσει τις εστίες πάνω στο τραπέζι. Ο παχύς χαρτοφύλακάς του έξυσε το παντζάκι του παντελονιού του. Ο ξανθός άντρας άρχισε να ανοίγει τα παραβάν. Ο Ιάπωνας πήγε βιαστικά να τον βοηθήσει, ή ίσως να τον αποτρέψει από το να καταστρέψει τα παραβάν. Το δωµάτιο από πίσω τους αποδείχτηκε ότι ήταν ένα πιστό αντίγραφο του πρώτου, µε τη διαφορά ότι τα πολύφωτα στο ταβάνι πρόσφεραν χαµηλό φωτισµό κι ότι το τραπέζι ακριβώς από κάτω ήταν στρωµένο για έξι, δύο σε κάθε πλευρά και ένας σε κάθε άκρη. Ο άντρας µε τα λευκά ρούχα γύρισε να το κοιτάξει· ο Ιάπωνας χαµογέλασε αµήχανα από την απέναντι µεριά του δωµατίου. «Θα σας χρεώσω µόνο αν το ζητήσει κάποιος» είπε «κι ακόµα και τότε θα πληρώσετε µόνο τη διαφορά της χρέωσης στο ισόγειο µε τη χρέωση σε αυτό τον όροφο.» «Πολύ ευγενικό! Σας ευχαριστώ» είπε ο άντρας µε τα λευκά ρούχα, δείχνοντας έκπληκτος. «Με συγχωρείτε, παρακαλώ» είπε ο µελαχρινός άντρας στον Ιάπωνα. Στεκόταν µόλις µέσα από την πόρτα, το σκούρο κοστούµι του ήταν τσαλακωµένο και το στρογγυλό, µελαµψό του πρόσωπο γυάλιζε από τον ιδρώτα. «Υπάρχει τρόπος να το κλείσουµε αυτό;» Έδειξε πίσω του, το οκτάγωνο άνοιγµα στον τοίχο. Τα πορτογαλικά του είχαν βραζιλιάνικη προφορά. «Είναι για τα κορίτσια» του εξήγησε ο Ιάπωνας. «Για να βλέπουν αν είστε έτοιµοι για το επόµενο πιάτο.» «Δεν πειράζει» είπε ο άντρας µε τα λευκά ρούχα στο µελαχρινό. «Θα είσαι εσύ απ’ έξω.» «Σκέφτηκα µήπως θα µπορούσε...» είπε ο µελαχρινός άντρας και ανασήκωσε τους ώµους του απολογητικά.
«Είναι όλα ικανοποιητικά» είπε ο άντρας µε τα λευκά ρούχα στον Ιάπωνα. «Οι καλεσµένοι µου θα φτάσουν στις οκτώ και– » «Θα τους οδηγήσω εδώ.» «Δε χρειάζεται. Ένας από τους άντρες µου θα περιµένει στο ισόγειο. Και µόλις φάµε θα κάνουµε µια σύσκεψη εδώ.» «Μπορείτε να µείνετε ως τις τρεις αν το επιθυµείτε.» «Δε θα χρειαστεί ούτε κι αυτό, ελπίζω! Μια ώρα θα είναι επαρκής. Και τώρα µπορείς σε παρακαλώ να µου φέρεις ένα ποτήρι Ντιµπονέ, κόκκινο, µε πάγο και µια φέτα λεµόνι;» «Μάλιστα, σενιόρ.» Ο Ιάπωνας υποκλίθηκε. «Μήπως είναι επίσης δυνατό να φωτίσουµε περισσότερο το µέρος; Σκοπεύω να διαβάσω καθώς θα περιµένω.» «Λυπάµαι, σενιόρ, αυτό είναι ό,τι έχουµε.» «Θα τα καταφέρω. Σ’ ευχαριστώ.» «Εγώ σας ευχαριστώ, σενιόρ Ασπιάθου.» Ο Ιάπωνας υποκλίθηκε ξανά, έκανε µια ακόµα πιο βαθιά υπόκλιση στον ξανθό άντρα, σχεδόν δεν υποκλίθηκε καθόλου στο µελαχρινό, και βγήκε βιαστικά από το δωµάτιο. Ο µελαχρινός άντρας έκλεισε την πόρτα, και γυρίζοντας προς το µέρος της σήκωσε ψηλά τα χέρια του, λύγισε τα δάχτυλά του και τοποθέτησε τις άκρες τους στην κορυφή της κάσας της πόρτας, σαν να ήθελε να παίξει πιάνο εκεί πάνω. Άρχισε να αποµακρύνει µε αργές κινήσεις τα χέρια του µεταξύ τους. Ο άντρας µε τα λευκά ρούχα πήγε και στάθηκε µε την πλάτη στο άνοιγµα του τοίχου την ώρα που ο ξανθός πήγαινε στην πολυθρόνα που βρισκόταν στην κορυφή του τραπεζιού και έσκυβε από πάνω της. Πίεσε τα λευκά και µπεζ µαξιλαράκια και τα σήκωσε από το µπαµπού πλαίσιο για να τα τοποθετήσει στο πλάι. Επιθεώρησε το πλαίσιο, το γύρισε ανάποδα για να εξετάσει και το κάτω µέρος του, και το άφησε στην άκρη µαζί µε τα µαξιλαράκια. Ψαχούλεψε τα τατάµι γύρω από την άκρη του τραπεζιού. Με διάπλατα ανοιχτά χέρια εξερεύνησε το
πλεγµένο γρασίδι, πιέζοντας απαλά. Πέφτοντας στα γόνατα, τίναξε απότοµα το ξανθό κεφάλι του κάτω από το τραπέζι και κοίταξε µέσα στο ντουλαπάκι. Έσκυψε πιο χαµηλά, έστριψε το κεφάλι του, και κοίταξε ψηλά µε τα γαλάζια µάτια του την κάτω επιφάνεια του τραπεζιού, σαρώνοντάς το µε το βλέµµα από άκρη σε άκρη. Υποχώρησε από το τραπέζι, πήρε το πλαίσιο από µπαµπού της πολυθρόνας, αποκατέστησε τα δύο µαξιλαράκια του, και τοποθέτησε την πολυθρόνα σε µία άνετη απόσταση από το τραπέζι. Σηκώθηκε όρθιος και στάθηκε σε ετοιµότητα από πίσω της. Ο άντρας µε τα λευκά ρούχα τον πλησίασε, ξεκουµπώνοντας το σακάκι του. Άφησε το χαρτοφύλακα στο πάτωµα, γύρισε και χαµήλωσε το κορµί του προσεκτικά, πιάνοντας τα µπράτσα της πολυθρόνας. Δίπλωσε τα πόδια του κάτω από το τραπέζι, µε τις πατούσες του στραµµένες προς το ντουλαπάκι. Ο ξανθός άντρας έσκυψε, έσπρωξε την πολυθρόνα και την επανέφερε κάθετα στο τραπέζι. «Danke» είπε ο άντρας µε τα λευκά ρούχα. «Bitte» είπε ο ξανθός άντρας, και πήγε και στάθηκε µε την πλάτη στο άνοιγµα του τοίχου. Ο άντρας µε τα λευκά ρούχα έβγαλε το ένα γάντι, κοιτάζοντας επιδοκιµαστικά το τραπέζι µπροστά του. Ο µελαχρινός άντρας, µε τα χέρια ψηλά, διέσχισε µε αργά πλαϊνά βήµατα το άνοιγµα ανάµεσα στα δύο δωµάτια, ψαχουλεύοντας την κορυφή του µαύρου πλαισίου που προεξείχε. Ακούστηκε ένας απαλός επαναλαµβανόµενος χτύπος· ο ξανθός άντρας πήγε στην πόρτα και ο µελαχρινός γύρισε από την άλλη και κατέβασε τα χέρια του. Ο ξανθός άντρας αφουγκράστηκε και άνοιξε την πόρτα σε µια σερβιτόρα µε ροζ κιµονό που µπήκε στο δωµάτιο µε σκυµµένο κεφάλι, κρατώντας ένα δίσκο µε ένα ποτήρι που κουδούνιζε. Τα λευκά πασουµάκια στα πόδια της ψιθύριζαν πάνω στα
τατάµι. «Α!» φώναξε ευχαριστηµένος ο άντρας µε τα λευκά ρούχα, διπλώνοντας τα γάντια του. Η ενθουσιώδης έκφρασή του κλονίστηκε την ώρα που η σερβιτόρα, µια γυναίκα µε επίπεδο πρόσωπο, έσκυψε δίπλα του και έβγαλε την πετσέτα και τα ξυλάκια από το πιάτο του. «Ποιο είναι το όνοµά σου, αγαπητή µου;» ρώτησε µε βεβιασµένο ευχάριστο ύφος. «Τσουρούκο, σενιόρ.» Η σερβιτόρα άφησε ένα χάρτινο σουβέρ στο τραπέζι. «Τσουρούκο!» Με γουρλωµένα µάτια και σφιγµένα χείλη ο άντρας κοίταξε τον ξανθό και το µελαχρινό άντρα, σαν να θαύµαζε µαζί τους µια εντυπωσιακή αποκάλυψη. Η σερβιτόρα, αφού άφησε κάτω το ποτό, σηκώθηκε και αποµακρύνθηκε κάνοντας µερικά βήµατα προς τα πίσω. «Μέχρι να φτάσουν οι καλεσµένοι µου, Τσουρούκο, δε θέλω να µε ενοχλήσει κανείς.» «Μάλιστα, σενιόρ.» Γύρισε από την άλλη και βγήκε από το δωµάτιο βιαστικά, µε τα γόνατά της σφιχτά το ένα δίπλα στο άλλο. Ο ξανθός άντρας έκλεισε την πόρτα και επέστρεψε στη θέση του µπροστά στο άνοιγµα του τοίχου. Ο µελαχρινός γύρισε από την άλλη και σήκωσε τα χέρια του ψηλά, στην κορυφή του πλαισίου. «Τσου, ρου, κο» είπε ο άντρας µε τα λευκά ρούχα, τραβώντας το χαρτοφύλακα κοντά του. Ύστερα είπε στα γερµανικά: «Αν αυτή ήταν όµορφη, τότε πως είναι οι όχι και τόσο όµορφες;» Ο ξανθός άντρας γέλασε µε ένα µουγκρητό. Ο άντρας µε τα λευκά ρούχα τίναξε προς τα πάνω µε τα δάχτυλά του την ασφάλεια του χαρτοφύλακα και τον άνοιξε αρκετά ώστε να παραµείνει ανοιχτός. Έχωσε τα γάντια του σε µια από τις θήκες του, και αφού ξεφύλλισε τις άκρες των σελίδων και των φακέλων, έβγαλε ένα λεπτό περιοδικό. Το άφησε –ήταν το Λάνσετ, το βρετανικό ιατρικό περιοδικό– στο τραπέζι, δίπλα στο πιάτο του. Σαρώνοντας µε
το βλέµµα το εξώφυλλό του, έβγαλε από την τσέπη στο στήθος του µια φθαρµένη και ξεθωριασµένη θήκη γυαλιών, από την οποία έβγαλε ένα ζευγάρι γυαλιά µε µαύρο σκελετό. Αφού τα άνοιξε, τα φόρεσε, έβαλε στην τσέπη τη θήκη και χάιδεψε το λεπτό, φουντωτό του µουστάκι. Τα χέρια του ήταν µικροσκοπικά, ροζ, καθαρά, νεανικά στην όψη. Έβγαλε από το σακάκι του µια χρυσή ταµπακιέρα πάνω στην οποία ήταν χαραγµένη µια µεγάλη χειρόγραφη επιγραφή. Ο ξανθός άντρας στεκόταν ακόµα µπροστά στο άνοιγµα του τοίχου. Ο µελαχρινός άντρας εξέτασε τους τοίχους και το πάτωµα, και το τραπέζι για το σερβίρισµα, και τις πολυθρόνες. Τράβηξε ένα από τα σερβίτσια του τραπεζιού στο πλάι, άπλωσε το µαντίλι του εκεί που βρισκόταν πριν αυτό, και πατώντας επάνω του άνοιξε µε ένα κατσαβίδι την υποδοχή του φωτισµού µε το χρωµιωµένο πλαίσιο που βρισκόταν πάνω από το κεφάλι τους. Ο άντρας µε τα λευκά ρούχα διάβαζε το Λάνσετ, πίνοντας πού και πού µια γουλιά από το Ντιµπονέ του και καπνίζοντας ένα τσιγάρο. Άφηνε έναν έντονο συριστικό ήχο όταν εξέπνεε από ένα άνοιγµα στην επάνω οδοντοστοιχία του. Περιστασιακά έδειχνε έκπληκτος µε αυτά που διάβαζε. Μια φορά αναφώνησε στα Αγγλικά: «Κάνετε λάθος, κύριε!» Οι καλεσµένοι έφτασαν σε µια περίοδο τεσσάρων λεπτών, µε τον πρώτο να παραδίδει το καπέλο του αλλά όχι και το χαρτοφύλακά του στις οκτώ παρά τρία και τον τελευταίο ένα λεπτό µετά τις οκτώ. Όταν ο καθένας από αυτούς έβρισκε το δρόµο του, ανάµεσα στις παρέες και στα ζευγάρια που περίµεναν, προς τον Ιάπωνα µε το φράκο, εκείνος τους οδηγούσε µε χάρη προς τον ξανθό άντρα στη βάση της σκάλας· αντάλλαζαν µερικές κουβέντες και ο καλεσµένος συνοδευόταν επάνω, προς το µελαχρινό άντρα που του έδειχνε µια σειρά από παπούτσια δίπλα στην ανοιχτή πόρτα. Ήταν έξι καλοντυµένοι επιχειρηµατίες στα πενήντα τους, µε λευκό δέρµα, σκανδιναβικής καταγωγής· φορώντας µόνο κάλτσες,
χαιρετούσαν ευγενικά µε ένα νεύµα ο ένας τον άλλο και υποκλίνονταν για να συστηθούν στα πορτογαλικά και στα ισπανικά στον άντρα µε τα λευκά ρούχα. «Ιγνάθιο Καρέρας, δόκτωρ. Είναι τιµή µου που σας γνωρίζω.» «Χαίρεται! Πώς είστε; Δεν µπορώ να σηκωθώ, είµαι παγιδευµένος εδώ. Από εδώ ο Χοσέ ντε Λίµα, από το Ρίο. Από εδώ ο Ιγνάθιο Καρέρας από το Μπουένος Άιρες.» «Δόκτωρ; Είµαι ο Χόρχε Ράµος.» «Φίλε µου! Ο αδερφός σου ήταν το δεξί µου χέρι. Συγχώρεσέ µε που κάθοµαι· είµαι παγιδευµένος. Ο Ιγνάθιο Καρέρας από το Μπουένος Άιρες, ο Χοσέ ντε Λίµα από το Ρίο. Ο Χόρχε Ράµος είναι από εδώ, από το Σάο Πάολο.» Δύο από τους καλεσµένους ήταν παλιοί φίλοι, που χάρηκαν που συναντήθηκαν. «Στο Σαντιάγκο! Πού βρισκόσουν εσύ;» «Στο Ρίο!» Ένας άλλος συστήθηκε χτυπώντας αποτυχηµένα τα τακούνια των παπουτσιών του µεταξύ τους: «Αντόνιο Παζ, από το Πόρτο Αλέγρε.» Κάθισαν στις πλευρές του τραπεζιού, κάνοντας αστεία µε την αµηχανία τους, µουγκρίζοντας· βρήκαν µια αναπαυτική θέση µε τους φακέλους και τους χαρτοφύλακές τους κοντά· τίναξαν τις πετσέτες για να τις ανοίξουν, ανέφεραν τα ποτά που ήθελαν να πιουν σε µια αρκετά νεαρή σερβιτόρα που έσκυβε µε χάρη. Η Τσουρούκο µε το επίπεδο πρόσωπο άφησε ένα αχνιστό, τυλιγµένο πετσετάκι µπροστά από κάθε άντρα· ο άντρας µε τα λευκά ρούχα και οι καλεσµένοι του έτριψαν τα χέρια τους µε ευγνωµοσύνη πάνω σε αυτά, σκούπισαν το στόµα τους. Απ’ ό,τι φαινόταν, αυτό που σκούπισαν ήταν τα πορτογαλικά και τα ισπανικά. Τα γερµανικά άρχισαν να εµφανίζονται· ανταλλάχθηκαν γερµανικά ονόµατα.
«Α, σε γνωρίζω. Υπηρέτησες υπό τον Στανγκλ, έτσι δεν είναι; Στην Τρεµπλίνκα;» «Είπες “Φάρνµπαχ”; Η γυναίκα µου είναι Φάρνµπαχ, από το Λάγκεν κοντά στη Φρανκφούρτη.» Τους σέρβιραν τα ποτά και µικρές πιατέλες µε ορεκτικά – µικρές γαρίδες και ξεροψηµένους κεφτέδες. Ο άντρας µε τα λευκά ρούχα τούς έδειξε πώς να χρησιµοποιούν τα ξυλάκια. Οι άντρες που είχαν οικειότητα µε αυτά πρόσφεραν καθοδήγηση σε εκείνους που δεν είχαν. «Ένα πιρούνι, για όνοµα του Θεού!» «Όχι, όχι!» είπε γελώντας ο άντρας µε τα λευκά ρούχα στην όµορφη νεαρή σερβιτόρα. «Θα τον κάνουµε να µάθει! Πρέπει να µάθει!» Το όνοµά της ήταν Μόρι. Το κορίτσι µε το απλό κιµονό, που έφερνε τις πιατέλες και τα σκεπασµένα µπολ στην Τσουρούκο στο τραπέζι για το σερβίρισµα, κοκκίνισε και είπε: «Γιοσίκο, κύριε.» Οι άντρες έφαγαν και ήπιαν. Μίλησαν για ένα σεισµό στο Περού και για το νέο Αµερικανό πρόεδρο, τον Φορντ. Τους σέρβιραν µπολ µε πηχτή σούπα, κι ακόµα περισσότερες πιατέλες µε φαγητά, ψητά και ωµά· τους σέρβιραν τσάι. Οι άντρες µίλησαν για την κατάσταση του πετρελαίου και την πιθανή µείωση της συµπάθειας που έτρεφε η Δύση για το Ισραήλ. Τους σέρβιραν κι άλλο φαγητό –φιλέτα ψητού κρέατος, κοµµάτια αστακού– και ιαπωνική µπίρα. Οι άντρες µίλησαν για τις γυναίκες της Ιαπωνίας. Ο ΚλάιστΚαρέρας, ένας αδύνατος άντρας µε γυάλινο µάτι που κουνιόταν άχαρα, διηγήθηκε µια υπέροχη και αστεία ιστορία για τις άσχηµες περιπέτειες ενός φίλου του σε έναν οίκο ανοχής του Τόκιο. Ο Ιάπωνας µε το φράκο µπήκε στο δωµάτιο και ρώτησε πώς τους φαίνονταν όλα. «Πρώτης ποιότητας!» τον διαβεβαίωσε ο άντρας µε τα λευκά
ρούχα. «Εξαιρετικά!» συµφώνησαν οι άλλοι άντρες στα πορτογαλικάισπανικά-γερµανικά. Τους σέρβιραν πεπόνι. Κι άλλο τσάι. Οι άντρες µίλησαν για το ψάρεµα, και για τους διάφορους τρόπους µαγειρέµατος του ψαριού. Ο άντρας µε τα λευκά ρούχα ζήτησε από τη Μόρι να τον παντρευτεί· εκείνη του χαµογέλασε και αποκάλυψε ότι ήταν παντρεµένη µε δύο παιδιά. Οι άντρες σηκώθηκαν από τις πολυθρόνες που έτριξαν, τέντωσαν τα χέρια τους και στάθηκαν στις µύτες των ποδιών, χτυπώντας απαλά τα στοµάχια τους. Μερικοί από αυτούς, µε τον άντρα µε τα λευκά ρούχα ανάµεσά τους, βγήκαν στο διάδροµο για να βρουν τις αντρικές τουαλέτες. Οι άλλοι µίλησαν για τον άντρα µε τα λευκά ρούχα: πόσο γοητευτικός ήταν, και πόσο ζωντανός και γεµάτος νεότητα για τα χρόνια του – ήταν άραγε εξήντα τρία; Εξήντα τέσσερα; Η πρώτη οµάδα επέστρεψε· η δεύτερη πήγε µε τη σειρά της. Το τραπέζι ήταν καθαρό και µαύρο, και πάνω του είχαν τοποθετηθεί ποτήρια του κονιάκ, σταχτοδοχεία και ένα κουτί πούρα σε γυάλινες θήκες. Η Μόρι γυρνούσε εδώ κι εκεί σκύβοντας µε ένα µπουκάλι, γεµίζοντας κάθε ποτήρι του κονιάκ µε ένα σκούρο κεχριµπαρένιο υγρό. Η Τσουρούκο και η Γιοσίκο ψιθύριζαν στο τραπέζι σερβιρίσµατος, διαφωνώντας για το καθάρισµα. «Έξω, κορίτσια» είπε ο άντρας µε τα λευκά ρούχα, πηγαίνοντας στη θέση του. «Θέλουµε να µιλήσουµε ιδιαιτέρως.» Η Τσουρούκο έσπρωξε µπροστά τη Γιοσίκο και την ακολούθησε· απολογήθηκε καθώς περνούσε από τον άντρα: «Θα καθαρίσουµε αργότερα.» Η Μόρι έχυσε στο τελευταίο ποτήρι το κονιάκ του, άφησε το µπουκάλι στην άδεια άκρη του τραπεζιού και προχώρησε βιαστικά προς την πόρτα, µένοντας στην άκρη µε σκυµµένο το κεφάλι καθώς έµπαιναν στο δωµάτιο οι υπόλοιποι άντρες. Ο άντρας µε τα λευκά ρούχα κάθισε στην πολυθρόνα του. Ο
Φάρνµπαχ-Παζ τον βοήθησε να την ισιώσει. Ο µελαχρινός άντρας κοίταξε µέσα από την πόρτα, καταµέτρησε τους άντρες και την έκλεισε. Οι άντρες κάθισαν στις θέσεις τους, σοβαροί αυτή τη φορά, χωρίς να αστειεύονται. Πέρασε ο ένας στον άλλο το κουτί µε τα πούρα. Το άνοιγµα στον τοίχο καλυπτόταν από ένα σκούρο γκρίζο σακάκι που βρισκόταν στην άλλη πλευρά του. Ο άντρας µε τα λευκά ρούχα πήρε ένα τσιγάρο από τη χρυσή ταµπακιέρα του, την έκλεισε, την κοίταξε και την πρόσφερε στον Φάρνµπαχ στα δεξιά του, ο οποίος κούνησε αρνητικά το εντελώς ξυρισµένο κεφάλι του· συνειδητοποιώντας όµως ότι τον είχαν προσκαλέσει για να διαβάσει, όχι για να καπνίσει, πήρε την ταµπακιέρα και την κράτησε µπροστά του για να εστιάσει σε αυτήν. Τα γαλάζια του µάτια γούρλωσαν από την αναγνώριση. «Οοοο!» Ρουφούσε τον αέρα ανάµεσα από τα παχιά, ζαρωµένα του χείλια καθώς διάβαζε. Χαµογελώντας ενθουσιασµένα στον άντρα µε τα λευκά ρούχα, είπε: «Τι υπέροχο! Καλύτερο κι από µετάλλιο! Μπορώ;» Ένευσε µε την ταµπακιέρα προς τον Κλάιστ δίπλα του. Ο άντρας µε τα λευκά ρούχα ένευσε καταφατικά, χαµογελαστός και µε κοκκινωπά µάγουλα, και γύρισε για να ανάψει το τσιγάρο του µε έναν αναπτήρα που τον περίµενε αναµµένος στα αριστερά του. Μισοκλείνοντας τα µάτια από τον καπνό, τράβηξε το χαρτοφύλακα πιο κοντά του και τον άνοιξε εντελώς για ακόµα µία φορά. «Υπέροχο!» είπε ο Κλάιστ. «Κοίτα, Σουίµερ.» Ο άντρας µε τα λευκά ρούχα βρήκε και έβγαλε από το χαρτοφύλακα µια σειρά από έγγραφα, τα οποία τοποθέτησε µπροστά του, βάζοντας στην άκρη το κονιάκ του. Άφησε το τσιγάρο του στην εσοχή ενός λευκού σταχτοδοχείου. Καθώς παρακολουθούσε τον όµορφο και νεαρό στην όψη Σουίµερ να περνά την ταµπακιέρα στην απέναντι µεριά του τραπεζιού προς τον Μουντ, έβγαλε τη θήκη των γυαλιών του από την τσέπη στο στήθος του, και τα γυαλιά από τη θήκη. Ανταπέδωσε τα χαµόγελα θαυµασµού του Σουίµερ και του Κλάιστ, έβαλε στην τσέπη
τη θήκη των γυαλιών, άνοιξε τα γυαλιά µε ένα τίναγµα του καρπού και τα φόρεσε. Ακούστηκε ένα σφύριγµα από τον Μουντ, µακρύ και µπάσο. Ο άντρας µε τα λευκά ρούχα πήρε το τσιγάρο του, τράβηξε µια τζούρα γεµάτη απόλαυση, και το άφησε ξανά στο σταχτοδοχείο. Ίσιωσε τα έγγραφα µπροστά του και µελέτησε εκείνο που βρισκόταν στην κορυφή, πιάνοντας το ποτήρι µε το κονιάκ. «Μµ, µµ, µµ!» ακούστηκε από τον Τράουνσταϊνερ. Ο άντρας µε τα λευκά ρούχα ήπιε µια γουλιά κονιάκ και ξεφύλλισε τα έγγραφα µέχρι το τελευταίο. Η ταµπακιέρα επέστρεψε σε εκείνον, από τα χέρια του Έσεν µε τα ασηµένια µαλλιά και τα γαλάζια µάτια που έλαµπαν στο ισχνό του πρόσωπο. «Τι υπέροχο αντικείµενο για να το έχει κανείς!» «Ναι» συµφώνησε ο άντρας µε τα λευκά ρούχα, κουνώντας το κεφάλι του «είµαι πολύ υπερήφανος γι’ αυτό.» Άφησε την ταµπακιέρα δίπλα στα έγγραφα. «Ποιος δε θα ήταν;» είπε ο Φάρνµπαχ. Ο άντρας µε τα λευκά ρούχα άφησε στο πλάι το ποτήρι του κονιάκ και είπε: «Ας ασχοληθούµε µε τις δουλειές µας τώρα, παιδιά.» Γέρνοντας στο πλάι το κουρεµένο, γκρίζο κεφάλι του, έσπρωξε πιο χαµηλά τα γυαλιά πάνω στη µύτη του και κοίταξε τους άντρες πάνω από τα γυαλιά. Εκείνοι τον κοιτούσαν µε προσοχή, κρατώντας τα πούρα τους. Το δωµάτιο βυθίστηκε στη σιωπή· µόνο το απαλό βουητό του κλιµατιστικού επέµενε να της αντιτίθεται. «Ξέρετε τι πρέπει να κάνετε» είπε ο άντρας µε τα λευκά ρούχα «και ξέρετε πως αυτή η δουλειά θα χρειαστεί καιρό. Θα σας ενηµερώσω για όλες τις λεπτοµέρειες τώρα.» Έγειρε το κεφάλι του µπροστά, χαµηλώνοντας το βλέµµα πίσω από τα γυαλιά του. «Ενενήντα τέσσερις άντρες πρέπει να πεθάνουν σε συγκεκριµένες ηµεροµηνίες ή έστω κοντινές σε αυτές τα επόµενα δυόµισι χρόνια» είπε, διαβάζοντας. «Δεκαέξι από αυτούς βρίσκονται στη Δυτική Γερµανία, δεκατέσσερις στη Σουηδία, δεκατρείς στην Αγγλία, δώδεκα στις Ηνωµένες Πολιτείες, δέκα στη Νορβηγία, εννέα στην Αυστρία, οκτώ στην Ολλανδία κι από έξι στη Δανία και στον Καναδά.
Σύνολο, ενενήντα τέσσερις. Ο πρώτος πρέπει να πεθάνει στις ή γύρω στις δεκαέξι Οκτωβρίου· ο τελευταίος, στις ή γύρω στις είκοσι τρεις Απριλίου του 1977.» Έγειρε πίσω και κοίταξε τους άντρες ξανά. «Γιατί πρέπει να πεθάνουν αυτοί οι άνθρωποι; Και γιατί στις ή κοντά στις συγκεκριµένες ηµεροµηνίες;» Κούνησε το κεφάλι του. «Όχι τώρα· αργότερα θα το µάθετε κι αυτό. Αλλά µπορώ να σας πω το εξής τώρα· ο θάνατός τους είναι το τελευταίο βήµα σε µια επιχείρηση στην οποία εγώ και οι ηγέτες της Οργάνωσης αφιερώσαµε πολλά χρόνια, τεράστια προσπάθεια, κι ένα µεγάλος µέρος της περιουσίας της Οργάνωσης. Είναι η πιο σηµαντική επιχείρηση που ανέλαβε ποτέ η Οργάνωση, και η λέξη “σηµαντική” δεν µπορεί να την περιγράψει ούτε στο ένα χιλιοστό της. Διακυβεύεται η ελπίδα και η µοίρα της Άριας φυλής. Δεν υπάρχει καµία υπερβολή σε αυτό, φίλοι µου· είναι η κυριολεκτική αλήθεια: η µοίρα του λαού των Αρίων –η επικράτηση έναντι των Σλάβων και των Σηµιτών, των Μαύρων και των Κίτρινων– θα ευοδωθεί αν η επιχείρηση στεφθεί µε επιτυχία, και δε θα ευοδωθεί αν η επιχείρηση αποτύχει. Εποµένως το “σηµαντική” δεν είναι αρκετά ισχυρή ως λέξη, έτσι δεν είναι; Ίσως, “ιερή”; Ναι, αυτή βρίσκεται πιο κοντά. Η επιχείρηση στην οποία µετέχουµε είναι ιερή.» Σήκωσε το τσιγάρο του, τίναξε τη στάχτη, και έφερε προσεκτικά το αποµεινάρι στα χείλη του. Οι άντρες κοιτούσαν ο ένας τον άλλο σιωπηλοί, έκθαµβοι. Θύµισαν στον εαυτό τους να τραβήξει µια τζούρα από τα πούρα τους, να πιει λίγο κονιάκ. Κοίταξαν και πάλι τον άντρα µε τα λευκά ρούχα· εκείνος έσβησε το τσιγάρο του στο σταχτοδοχείο και τους κοίταξε. «Θα φύγετε από τη Βραζιλία µε καινούργιες ταυτότητες» είπε και άγγιξε το χαρτοφύλακα δίπλα του. «Όλα βρίσκονται εδώ µέσα. Γνήσια έγγραφα, όχι πλαστά. Και θα έχετε επαρκή χρηµατοδότηση γι’ αυτά τα δυόµισι χρόνια. Σε διαµάντια, τα οποία» –χαµογέλασε– «πολύ φοβάµαι πως πρέπει να περάσετε από το τελωνείο µε τον άκοµψο τρόπο.»
Οι άντρες χαµογέλασαν και ανασήκωσαν τους ώµους τους. «Ο καθένας από εσάς θα είναι υπεύθυνος για τους άντρες που βρίσκονται σε µία ή δύο χώρες. Έχετε από δεκατρείς µέχρι δεκαοχτώ αποστολές ο καθένας, αλλά κάποιοι από αυτούς τους άντρες θα έχουν ήδη πεθάνει από φυσικά αίτια. Είναι εξήντα πέντε ετών. Δε θα έχουν πεθάνει πολλοί από αυτούς, όµως, αφού ήταν απολύτως υγιείς στα πενήντα δύο τους χρόνια, χωρίς κάποιο ίχνος διαταραχής σε αρχικό στάδιο.» «Όλοι οι άντρες είναι εξήντα πέντε;» ρώτησε ο Έσεν, δείχνοντας µπερδεµένος. «Σχεδόν όλοι» είπε ο άντρας µε τα λευκά ρούχα. «Δηλαδή, θα είναι τόσο όταν πλησιάσουν οι ηµεροµηνίες τους. Μερικοί θα είναι ένα ή δύο χρόνια νεότεροι ή µεγαλύτεροι.» Άφησε στο πλάι το χαρτί από το οποίο διάβασε τις χώρες και τους αριθµούς, και ανασήκωσε τα άλλα εννιά ή δέκα φύλλα. «Οι διευθύνσεις» είπε στους άντρες «και οι διευθύνσεις που είχαν το 1961 και το ’62, αλλά λογικά δε θα έχετε πρόβληµα να τους εντοπίσετε σήµερα. Οι περισσότεροι βρίσκονται µάλλον στο ίδιο σηµείο που ήταν και τότε. Είναι οικογενειάρχες, σταθεροί άνθρωποι· κρατικοί υπάλληλοι κυρίως – φοροτεχνικοί, διευθυντές σχολείων και ούτω καθεξής· άνθρωποι µε µικρές εξουσίες.» «Είναι κι αυτό κοινό τους στοιχείο;» ρώτησε ο Σουίµερ. Ο άντρας µε τα λευκά ρούχα ένευσε καταφατικά. «Αξιοθαύµαστα οµοιογενής οµάδα. Είναι τα µέλη κάποιας άλλης οργάνωσης που αντιτίθεται στη δική µας;» ρώτησε ο Έσεν. «Ούτε καν γνωρίζει ο ένας τον άλλον, ή εµάς» είπε ο άντρας µε τα λευκά ρούχα. «Τουλάχιστον, ελπίζω πως δε µας γνωρίζουν.» «Θα έχουν πάρει σύνταξη πλέον, έτσι δεν είναι;» ρώτησε ο Κλάιστ. «Αν είναι εξήντα πέντε;» Το γυάλινο µάτι του κοιτούσε αλλού. «Ναι, οι περισσότεροι µάλλον θα έχουν πάρει σύνταξη» συµφώνησε ο άντρας µε τα λευκά ρούχα. «Αλλά, αν έχουν
µετακοµίσει, να είστε βέβαιοι ότι θα έχουν φροντίσει να αφήσουν ειδοποίηση για τη νέα τους διεύθυνση. Σουίµερ, εσύ αναλαµβάνεις την Αγγλία. Δεκατρείς, ο µικρότερος αριθµός.» Παρέδωσε ένα δαχτυλογραφηµένο χαρτί στον Κλάιστ για να το δώσει στον Σουίµερ. «Δεν αντικατοπτρίζει τις ικανότητές σου» είπε χαµογελώντας στον Σουίµερ. «Αντιθέτως, αποτελεί αναγνώριση αυτών. Έµαθα ότι µπορείς να µεταµορφωθείς στο είδος του Εγγλέζου που ακόµα και η ίδια η Βασίλισσα δε θα υποπτευόταν.» «Ξέρεις πραγµατικά πώς να κολακεύεις έναν άνθρωπο, γέρο» είπε συρτά ο Σουίµερ µε οξφορδιανή προφορά, χαϊδεύοντας το ξανθό µουστάκι του καθώς κοιτούσε φευγαλέα το χαρτί. «Στην πραγµατικότητα, η παλιά µου φιλενάδα δεν είναι και τόσο έξυπνη, καταλαβαίνεις.» Ο άντρας µε τα λευκά ρούχα χαµογέλασε. «Το ταλέντο σου µπορεί να φανεί πολύ χρήσιµο» είπε «αν και η νέα σου ταυτότητα, όπως και των υπολοίπων, είναι γερµανικής εθνικότητας. Είστε περιοδεύοντες πωλητές, παιδιά· ίσως ανάµεσα στις αποστολές σας θα έχετε την ευκαιρία να βρείτε και µερικές κόρες αγροτών.» Κοίταξε το επόµενο φύλλο χαρτιού. «Φάρνµπαχ, εσύ θα ταξιδέψεις στη Σουηδία.» Παρέδωσε το χαρτί στα δεξιά του. «Με δεκατέσσερις πελάτες για τα υπέροχα προϊόντα που εισάγεις.» Ο Φάρνµπαχ πήρε το χαρτί, έγειρε µπροστά και συνοφρυώθηκε παραµορφώνοντας το άτριχο µέτωπό του. «Είναι όλοι τους ηλικιωµένοι κρατικοί υπάλληλοι» είπε «και µε το θάνατό τους θα εκπληρώσουµε το πεπρωµένο της Άριας φυλής;» Ο άντρας µε τα λευκά ρούχα τον κοίταξε για µια στιγµή. «Αυτό ήταν ερώτηση ή δήλωση, Φάρνµπαχ;» ρώτησε. «Ακούστηκε σαν ερώτηση εκεί προς το τέλος, κι αν είναι όντως έτσι, µε εκπλήσσεις. Επειδή εσύ, και όλοι οι υπόλοιποι, επιλέχθηκες γι’ αυτή την επιχείρηση µε βάση την τυφλή σου υπακοή, εκτός από τις υπόλοιπες δεξιότητες και τα ταλέντα σου.» Ο Φάρνµπαχ έγειρε πίσω, µε τα παχιά του χείλη σφιγµένα, τα
ρουθούνια να ανοιγοκλείνουν, το πρόσωπό του αναψοκοκκινισµένο. Ο άντρας µε τα λευκά ρούχα κοίταξε τα επόµενα φύλλα, που ήταν δεµένα µε συνδετήρα. «Όχι, Φάρνµπαχ, είµαι βέβαιος ότι έκανες µια δήλωση» είπε «και σε αυτή την περίπτωση οφείλω να σε διορθώσω λίγο: µε το θάνατό τους θα προετοιµάσετε το δρόµο για την εκπλήρωση του πεπρωµένου, και τα λοιπά. Θα συµβεί· όχι τον Απρίλιο του 1977, όταν θα πεθάνει ο ενενηκοστός τέταρτος άντρας, αλλά στον καιρό του. Υπακούστε απλώς τις διαταγές σας. Τράουνσταϊνερ, εσύ αναλαµβάνεις τη Νορβηγία και τη Δανία.» Του παρέδωσε τα έγγραφα. «Δέκα στην πρώτη, έξι στη δεύτερη.» Ο Τράουνσταϊνερ πήρε τα έγγραφα, µε το τετράγωνο, κοκκινωπό του πρόσωπο να δείχνει µε απόλυτη σοβαρότητα: Τυφλή Υπακοή. «Η Ολλανδία και το επάνω τµήµα της Γερµανίας» είπε ο άντρας µε τα λευκά ρούχα «είναι για τον Λοχία Κλάιστ. Δεκαέξι και πάλι, οκτώ και οκτώ.» «Σας ευχαριστώ, Χερ Δόκτωρ.» «Οι οκτώ στις κάτω περιοχές της Γερµανίας και οι εννιά στην Αυστρία – µας κάνουν δεκαεπτά για το λοχία Μουντ.» Ο Μουντ –στρογγυλοπρόσωπος, κοντοκουρεµένος, µε γυαλιά– χαµογελούσε χαιρέκακα καθώς περίµενε να φτάσουν κοντά του τα έγγραφα. «Όταν θα βρεθώ στην Αυστρία» είπε «θα τακτοποιήσω και τον Γιάκοβ Λίµπερµαν επί τη ευκαιρία.» Ο Τράουνσταϊνερ, καθώς του έδινε τα έγγραφα, χαµογέλασε δείχνοντας τα χρυσά του δόντια. «Τον Γιάκοβ Λίµπερµαν» είπε ο άντρας µε τα λευκά ρούχα «τον έχουν ήδη τακτοποιήσει ο χρόνος και τα προβλήµατα υγείας, και η πτώχευση της τράπεζας στην οποία µάζευε τα εβραϊκά λεφτά του. Τώρα κυνηγάει να κλείσει διαλέξεις, δεν κυνηγά εµάς. Ξέχασέ τον.» «Βεβαίως» είπε ο Μουντ. «Απλώς αστειευόµουν.» «Κι εγώ δεν αστειεύοµαι. Για την αστυνοµία και τις εφηµερίδες είναι ένας βαρετός, ενοχλητικός ηλικιωµένος µε ένα αρχείο γεµάτο φαντάσµατα· αν τον σκοτώσεις, είναι πιθανό να τον µετατρέψεις σε
παραµεληµένο ήρωα µε ζώντες εχθρούς που πρέπει να συλληφθούν.» «Ούτε καν τον ξέρω τον Εβραίο µπάσταρδο.» «Μακάρι να µπορούσα να πω το ίδιο.» Οι άντρες γέλασαν. Ο άντρας µε τα λευκά ρούχα παρέδωσε τα τελευταία δύο έγγραφα στον Έσεν. «Και για εσένα, δεκαοχτώ» είπε, χαµογελώντας. «Δώδεκα στις Ηνωµένες Πολιτείες και έξι στον Καναδά. Στηρίζοµαι στο γεγονός ότι είσαι ο αδερφός του αδερφού σου.» «Είµαι» είπε ο Έσεν, σηκώνοντας ψηλά το ασηµένιο του κεφάλι, µε το γωνιώδες πρόσωπό του γεµάτο περηφάνια. «Θα το δεις ότι είµαι.» Ο άντρας µε τα λευκά ρούχα κοίταξε τους άντρες. «Σας είπα ότι οι άνθρωποι αυτοί πρέπει να σκοτωθούν στις ή κοντά στην ηµεροµηνία που σας έδωσα µαζί µε το όνοµα του καθενός. Το “στις” είναι φυσικά καλύτερο από το “κοντά”, αλλά µόνο µικροσκοπικά. Μία εβδοµάδα νωρίτερα ή αργότερα δε θα κάνει καµία διαφορά, και ακόµα και ένας µήνας είναι αποδεκτός αν έχετε λόγους να πιστεύετε πως αυτό θα κάνει την αποστολή σας λιγότερο επικίνδυνη. Όσο για τις µεθόδους: όποια επιθυµείτε, αρκεί να ποικίλουν και να µην αφήνουν ποτέ υπόνοιες προµελέτης. Σε καµία χώρα οι Aρχές δεν πρέπει να υποπτευθούν ότι εξελίσσεται κάποια επιχείρηση. Αυτό δεν πρέπει να σας φανεί δύσκολο. Να θυµάστε πως πρόκειται για άντρες εξήντα πέντε ετών: η όρασή τους δεν είναι καλή· έχουν µειωµένα αντανακλαστικά, µειωµένη δύναµη. Είναι πιθανό να οδηγούν άσχηµα και να διασχίζουν το δρόµο απρόσεκτα, να πέφτουν στο έδαφος, να µαχαιρώνονται και να ληστεύονται από αλήτες στον δρόµο. Υπάρχουν δεκάδες τρόποι για να σκοτωθούν αυτοί οι άνθρωποι χωρίς να τραβήξουν µεγάλη προσοχή.» Χαµογέλασε. «Είµαι σίγουρος πως θα τους βρείτε.» «Μπορούµε να προσλάβουµε κάποιον άλλο να αναλάβει µια
αποστολή ή να µας βοηθήσει; Αν αυτός δείχνει να είναι ο καλύτερος τρόπος για να στεφθεί µε επιτυχία;» ρώτησε ο Κλάιστ. Ο άντρας µε τα λευκά ρούχα άπλωσε τα χέρια του δείχνοντας έκπληξη. «Είστε λογικοί άνθρωποι µε σωστή κρίση» υπενθύµισε στον Κλάιστ «γι’ αυτό σας επιλέξαµε. Με όποιον τρόπο κι αν επιλέξετε να εκτελέσετε µια αποστολή, εκτελέστε την έτσι. Είστε απόλυτα ελεύθεροι να κάνετε ό,τι θέλετε, αρκεί οι άντρες να πεθάνουν την κατάλληλη στιγµή και οι Αρχές να µην υποπτευθούν πως πρόκειται για επιχείρηση.» Σήκωσε ένα δάχτυλο. «Όχι, όχι απόλυτα· µε συγχωρείτε. Με µία προϋπόθεση, και είναι πολύ σηµαντική. Δε θέλουµε να εµπλακούν οι οικογένειες των ανθρώπων αυτών, είτε ως παράπλευρα θύµατα σε κάποιο ατύχηµα είτε –στην περίπτωση, ας πούµε, νεαρών συζύγων που είναι επιρρεπείς σε ροµαντικές περιπέτειες– ως συνεργοί. Επαναλαµβάνω: οι οικογένειες δεν πρέπει να έχουν καµία εµπλοκή, και µόνο ξένοι παράγοντες µπορούν να χρησιµοποιηθούν ως συνεργοί.» «Για ποιο λόγο να χρειαστούµε συνεργούς;» ρώτησε ο Τράουνσταϊνερ, και ο Κλάιστ είπε: «Ποτέ δεν ξέρεις τι πρόκειται να αντιµετωπίσεις.» «Έχω ταξιδέψει παντού στην Αυστρία» είπε ο Μουντ, κοιτάζοντας ένα από τα έγγραφά του «και υπάρχουν τοποθεσίες εδώ που δεν έχω ξανακούσει.» «Ναι» γκρίνιαξε ο Φάρνµπαχ, κοιτάζοντας το ένα και µοναδικό έγγραφό του «κι εγώ την ξέρω καλά τη Σουηδία, αλλά είµαι σίγουρος ότι δεν έχω ξανακούσει το “Ράσµπο”.» «Είναι µια µικρή πόλη δεκαπέντε περίπου χιλιόµετρα βορειοανατολικά της Ουψάλα» είπε ο άντρας µε τα λευκά ρούχα. «Μιλάµε για τον Μπερτίλ Χεντίν, έτσι δεν είναι; Είναι ο διευθυντής του ταχυδροµείου εκεί.» Ο Φάρνµπαχ τον κοίταξε, µε ανασηκωµένα φρύδια. Ο άντρας µε τα λευκά ρούχα ανταπέδωσε το βλέµµα και
χαµογέλασε υποµονετικά. «Και ο θάνατος του ταχυδροµικού διευθυντή Χεντίν» είπε «είναι τόσο σηµαντικός –όχι, τόσο ιερός– όσο σας ανέφερα. Έλα τώρα, Φάρνµπαχ, δείξε ότι είσαι ο σπουδαίος στρατιώτης που ήσουν πάντα.» Ο Φάρνµπαχ ανασήκωσε τους ώµους και ξανακοίταξε το έγγραφό του. «Εσύ είσαι... ο γιατρός» είπε. «Όντως είµαι» είπε ο άντρας µε τα λευκά ρούχα, εξακολουθώντας να χαµογελά καθώς γυρνούσε προς το χαρτοφύλακά του. Ο Έσεν, κοιτάζοντας τα δικά του έγγραφα, είπε: «Να ένα καλό: “Κανκακί”.» «Έξω ακριβώς από το Σικάγο» είπε ο άντρας µε τα λευκά ρούχα, ανασηκώνοντας µια σειρά από κρεµ φακέλους στις ανοιχτές του παλάµες. Τους σκόρπισε πάνω στο τραπέζι –περίπου έξι µεγάλοι, φουσκωµένοι φάκελοι, ο καθένας από τους οποίους είχε ένα όνοµα σε µια γωνιά του: Καµπράλ, Καρέρας, ντε Λίµα– κι ένα ποτήρι του κονιάκ παρασύρθηκε από την ορµή µε την οποία γλίστρησαν πάνω στο τραπέζι. «Συγγνώµη» είπε ο άντρας µε τα λευκά ρούχα, γέρνοντας πίσω. Έκανε νόηµα να µοιράσουν τους φακέλους, κι έβγαλε τα γυαλιά του. «Μην τους ανοίξετε εδώ» είπε, τσιµπώντας τη µύτη του, τρίβοντάς την. «Έλεγξα τα πάντα ο ίδιος σήµερα το πρωί. Γερµανικά διαβατήρια µε βραζιλιάνικες σφραγίδες εισόδου στη χώρα και τις κατάλληλες βίζες, άδειες εργασίας, διπλώµατα οδήγησης, επιχειρηµατικές κάρτες και έγγραφα· όλα βρίσκονται εκεί µέσα. Όταν θα επιστρέψετε στα δωµάτιά σας, εξασκηθείτε στις νέες σας υπογραφές και υπογράψτε όλα τα απαραίτητα έγγραφα. Τα αεροπορικά σας εισιτήρια βρίσκονται επίσης εκεί µέσα, και µερικά χρήµατα των χωρών προορισµού, αξίας µερικών χιλιάδων κρουζέιρο.» «Τα διαµάντια;» ρώτησε ο Κλάιστ, κρατώντας το φάκελο Καρέρας
και µε τα δύο χέρια µπροστά του. «Βρίσκονται στο θησαυροφυλάκιο του αρχηγείου.» Ο άντρας µε τα λευκά ρούχα αποθήκευσε τα γυαλιά του στη µικροσκοπική τους θήκη. «Θα τα πάρετε στη διαδροµή για το αεροδρόµιο –αναχωρείτε αύριο– και θα παραδώσετε στον Οστράιχερ τα τωρινά σας διαβατήρια και τα προσωπικά σας έγγραφα για να τα φυλάξει µέχρι την επιστροφή σας.» «Πάνω που συνήθισα το “Γκόµες”» είπε ο Μουντ και χαµογέλασε πλατιά. Οι άλλοι γέλασαν. «Πόσα θα πάρουµε;» ρώτησε ο Σουίµερ, κλείνοντας το φάκελό του. «Διαµάντια, εννοώ.» «Περίπου σαράντα καράτια ο καθένας.» «Άουτς» είπε ο Φάρνµπαχ. «Όχι, οι θήκες είναι αρκετά µικρές. Καµιά δεκαριά πέτρες των τριών καρατίων περίπου, αυτό είναι όλο. Η καθεµία αξίζει περίπου εβδοµήντα χιλιάδες κρουζέιρο µε τα σηµερινά δεδοµένα της αγοράς, και πολλά περισσότερα στο µέλλον, λόγω του πληθωρισµού. Έτσι θα έχετε ένα ποσό που αντιστοιχεί τουλάχιστον σε εννιακόσιες χιλιάδες κρουζέιρο για τα επόµενα δυόµισι χρόνια. Θα ζήσετε πολύ ευχάριστα, µε τον τρόπο που αρµόζει σε επιχειρηµατίες µεγάλων γερµανικών εταιρειών, και θα έχετε παραπάνω από αρκετά χρήµατα για κάθε εξοπλισµό που θα χρειαστείτε. Παρεµπιπτόντως, φροντίστε να µην πάρετε όπλα µαζί σας στο αεροπλάνο· ψάχνουν τους πάντες αυτή την περίοδο. Αφήστε ό,τι έχετε στον Οστράιχερ. Δε θα έχετε κανένα πρόβληµα να πουλήσετε τα διαµάντια. Στην πραγµατικότητα, µάλλον θα χρειαστεί να απωθήσετε κάποιους αγοραστές. Σας καλύπτουν αυτά;» «Ενηµέρωση;» ρώτησε ο Έσεν, αφήνοντας το χαρτοφύλακά του στο πλάι. «Δεν το ανέφερα αυτό; Κάθε πρώτη του µήνα, τηλεφωνικά στο βραζιλιάνικο παράρτηµα της εταιρείας σας – στο αρχηγείο, δηλαδή.
Διατηρήστε επαγγελµατικό ύφος. Εσύ ειδικά, Έσεν· είµαι σίγουρος ότι τα εννιά στα δέκα τηλέφωνα στις Ηνωµένες Πολιτείες παρακολουθούνται.» «Δεν έχω µιλήσει νορβηγικά από την εποχή του πολέµου» είπε ο Τράουνσταϊνερ. «Μελέτησε.» Ο άντρας µε τα λευκά ρούχα χαµογέλασε. «Κάτι άλλο; Όχι; Τότε λοιπόν, ας πιούµε λίγο ακόµα κονιάκ κι εγώ θα σκεφτώ την κατάλληλη πρόποση για να σας ξεπροβοδίσω.» Ανασήκωσε την ταµπακιέρα του, την άνοιξε, κι έβγαλε ένα τσιγάρο. Έκλεισε την ταµπακιέρα και την κοίταξε – και, φέρνοντας το λευκό του µανίκι πάνω στη χαραγµένη της πρόσοψη, τη γυάλισε µε κοφτές κινήσεις. Η Τσουρούκο υποκλίθηκε και ευχαρίστησε τον σενιόρ. Αφού έχωσε τα διπλωµένα χαρτονοµίσµατα στη ζώνη του κιµονό της, γλίστρησε µακριά του και πήγε βιαστικά στο τραπέζι σερβιρίσµατος, όπου στεκόταν η Γιοσίκο δίπλα σε µερικά µπολ µε ξεραµένα αποφάγια. «Μου έδωσε είκοσι πέντε!» ψιθύρισε η Γιοσίκο στα ιαπωνικά. «Πόσα πήρες εσύ;» «Δεν ξέρω» ψιθύρισε η Τσουρούκο, σκύβοντας χαµηλά για να βάλει το καπάκι σε ένα µπολ µε ρύζι που βρισκόταν κάτω από το τραπέζι. «Δεν κοίταξα ακόµα.» Με τα δύο της χέρια έβγαλε έξω το πλατύ, επίπεδο µπολ µε το κόκκινο βερνίκι. «Πενήντα, βάζω στοίχηµα!» «Το ελπίζω.» Αφού ίσιωσε το κορµί της, η Τσουρούκο προσπέρασε βιαστικά τον σενιόρ και έναν από τους καλεσµένους που αστειευόταν µε τη Μόρι, και βγήκε στο διάδροµο. Πέρασε ανάµεσα από τους άλλους καλεσµένους –οι οποίοι έδιναν κόκαλα παπουτσιών ο ένας στον άλλο, έσκυβαν, γονάτιζαν– και άνοιξε µε τον ώµο µια πόρτα. Μετέφερε το µπολ σε µια στενή σκάλα που φωτιζόταν από γυµνές λάµπες που κρέµονταν από τα καλώδιά τους, και κατά µήκος ενός
εξίσου στενού διαδρόµου, στους τοίχους του οποίου υπήρχαν σοβατισµένα πηχάκια. Ο διάδροµος κατέληγε σε µια κουζίνα που άχνιζε, γεµάτη µεταλλικούς ήχους, όπου παλιοί ανεµιστήρες οροφής περιέστρεφαν αργά τις λεπίδες τους πάνω από ένα συρφετό σερβιτόρων, µαγείρων και βοηθών. Η Τσουρούκο µε το ροζ κιµονό της µετέφερε το πλατύ, κόκκινο µπολ ανάµεσά τους· προσπέρασε ένα βοηθό που έκοβε λαχανικά µε γρήγορες κινήσεις, και έναν άλλο που της έριξε µια γρήγορη µατιά καθώς κουβαλούσε ένα δίσκο µε πιάτα από ένα νεροχύτη µε γυάλινη επιφάνεια που έσταζε. Άφησε το µπολ σε ένα τραπέζι όπου στέκονταν στοιβαγµένα κουτιά µε µανιτάρια και, γυρνώντας από την άλλη, πήρε από ένα µουσαµαδένιο κοφίνι µε πανιά µία χρησιµοποιηµένη πετσέτα, την οποίο άπλωσε πάνω στη µεταλλική επιφάνεια του τραπεζιού. Σήκωσε το καπάκι του µπολ και το άφησε στην άκρη. Μέσα στο κόκκινο µπολ βρισκόταν ένα µαύρο και ασηµί µαγνητόφωνο, ένα Πανασόνικ µε αγγλικές ενδείξεις πλήκτρων, µε τα γρανάζια της κασέτας στη τζαµωτή θήκη του να περιστρέφονται ακόµα. Η Τσουρούκο έφερε το χέρι της πάνω από τα κουµπιά, συνοφρυώθηκε αναποφάσιστη, σήκωσε το µαγνητόφωνο από το µπολ και το τοποθέτησε πάνω στο µαντίλι. Δίπλωσε τις άκρες του µαντιλιού γύρω του. Κρατώντας το τυλιγµένο µαγνητόφωνο στο στήθος της, πήγε σε µια πόρτα µε φύλλα από τζάµι και έπιασε το πόµολό της. Ένας άντρας που στεκόταν εκεί κοντά και έραβε µια ποδιά σήκωσε το βλέµµα προς το µέρος της. «Αποφάγια» είπε εκείνη, δείχνοντάς του στιγµιαία το µαντίλι. «Πού και πού περνά µια γριά γυναίκα από εδώ.» Ο άντρας την κοίταξε µε δυο κουρασµένα µάτια στο βαθουλωµένο του, κίτρινο πρόσωπο· χαµήλωσε το βλέµµα του στα χέρια του που έραβαν. Εκείνη άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω σε µια µικρή αυλή. Μια γάτα πετάχτηκε από τους σκουπιδοτενεκέδες και έτρεξε στο βάθος
του στενού που φωτιζόταν από τις λάµπες του δρόµου και τις επιγραφές από νέον. Η Τσουρούκο έκλεισε την πόρτα πίσω της και µπήκε στο σκοτάδι. «Ε, είσαι εκεί;» είπε απαλά στα πορτογαλικά. «Σενιόρ Χάντερ;» Μια φιγούρα εµφανίστηκε βιαστικά από την άκρη του στενού, ένας ψηλός, λιγνός άντρας µε ένα σακίδιο στον ώµο του. «Το κάνεις;» «Ναι» είπε εκείνη, ξετυλίγοντας το µαγνητόφωνο. «Γράφει ακόµα. Δεν ήξερα ποιο πλήκτρο το σταµατά.» «Ωραία, ωραία, όχι σηµασία.» Ήταν ένας νεαρός άντρας· το γοητευτικό του πρόσωπο και τα σγουρά καστανά του µαλλιά φωτίζονταν από την ακτίνα φωτός που περνούσε από την πόρτα. «Πού το έβαλες;» ρώτησε. «Σε ένα µπολ ρυζιού κάτω από το τραπέζι του σερβιρίσµατος.» Του έδωσε το µαγνητόφωνο. «Με το καπάκι να γέρνει πάνω του για να µην το δουν.» Εκείνος έγειρε το µαγνητόφωνο προς την πόρτα, πάτησε ένα από τα κουµπιά του και ύστερα ένα δεύτερο· ακούστηκε ένας οξύς ήχος. Η Τσουρούκο, που τον παρακολουθούσε, έκανε στο πλάι για να του προσφέρει περισσότερο φως. «Κοντά που κάθονταν;» τη ρώτησε. Τα πορτογαλικά του ήταν χάλια. «Από εδώ ως εκεί.» Έδειξε τον εαυτό της και τον πιο κοντινό σκουπιδοτενεκέ. «Ωραία, ωραία.» Ο νεαρός άντρας πάτησε ένα κουµπί, σταµάτησε τον ήχο, και πάτησε ένα άλλο: η φωνή του άντρα µε τα λευκά ρούχα µιλούσε στα γερµανικά, απόµακρα, µε µια ηχώ να την περιβάλει. «Πολύ ωραία!» είπε ο νεαρός άντρας, και σταµάτησε τη φωνή µε ένα άλλο κουµπί. Έδειξε το µαγνητόφωνο. «Πότε άρχισες αυτό;» «Μόλις τέλειωσαν το φαγητό, λίγο πριν µας βγάλουν έξω. Μίλησαν για µια ώρα περίπου.»
«Φεύγουν;» «Έφευγαν την ώρα που κατέβηκα.» «Ωραία, ωραία.» Ο νεαρός άντρας τράβηξε το κορδόνι του γαλάζιου και λευκού σακιδίου του. Φορούσε ένα κοντό τζιν µπουφάν και τζιν παντελόνι· έδειχνε περίπου είκοσι τριών ετών, Βορειοαµερικανός. «Είσαι µεγάλη βοηθός για εµένα» είπε στην Τσουρούκο, καθώς έβαζε το µαγνητόφωνο στο σακίδιο. «Το περιοδικό µου είναι ευχαριστηµένο όταν επιστρέψω µια ιστορία για τον Σενιόρ Ασπιάθου. Είναι ο πιο γνωστός δηµιουργός του κινηµατογράφου.» Έχωσε το χέρι του στην πίσω τσέπη του παντελονιού του, έβγαλε το πορτοφόλι του και το άνοιξε κοντά στο φως. Η Τσουρούκο τον παρακολουθούσε, κρατώντας την τσαλακωµένη πετσέτα. «Περιοδικό της Βορείου Αµερικής;» τον ρώτησε. «Ναι» είπε ο νεαρός άντρας, ξεχωρίζοντας χαρτονοµίσµατα. «Το Μούβι Στόρι. Ένα πολύ σηµαντικό περιοδικό για τον κινηµατογράφο.» Πρόσφερε ένα λαµπερό χαµόγελο στην Τσουρούκο και της έδωσε τα χαρτονοµίσµατα. «Εκατόν πενήντα κρουζέιρο. Πολλά ευχαριστώ. Είσαι µεγάλη βοηθός για εµένα.» «Σε ευχαριστώ.» Έριξε µια γρήγορη µατιά στα χαρτονοµίσµατα και του χαµογέλασε, κουνώντας πάνω κάτω το κεφάλι της. «Το εστιατόριό σας µυρίζει όµορφα» είπε, βάζοντας το πορτοφόλι στην τσέπη του. «Είµαι σε µεγάλη πείνα καθώς περιµένω.» «Θέλεις να σου φέρω κάτι;» Έχωσε τα χαρτονοµίσµατα στο κιµονό της. «Θα µπορούσα–» «Όχι, όχι.» Άγγιξε το χέρι της. «Θα φάω στο ξενοδοχείο µου. Ευχαριστώ. Πολλά ευχαριστώ.» Της έσφιξε το χέρι, γύρισε από την άλλη και προχώρησε µε µεγάλες δρασκελιές στο στενό. «Παρακαλώ, Σενιόρ Χάντερ!» φώναξε πίσω του. Τον παρακολούθησε για λίγο, έπειτα γύρισε από την άλλη, άνοιξε την
πόρτα και µπήκε µέσα. Ήπιαν ένα γύρο συµπληρωµατικών ποτών στο µπαρ, πεπεισµένοι να το κάνουν όχι τόσο από τα παρακάλια του Ιάπωνα µε το φράκο –ο οποίος συστήθηκε ως Χίρου Κουβαγιάµα, ο ένας από τους τρεις ιδιοκτήτες του Σακάι– όσο από την παρουσία ενός πρωτοποριακού ηλεκτρονικού παιχνιδιού πινγκπονγκ· κι αυτό αποδείχτηκε τόσο διασκεδαστικό ώστε να παραγγείλουν και να πιουν έναν ακόµα γύρο, και να συζητήσουν για την παραγγελία ενός ακόµα, αν και αποφάσισαν να µην το κάνουν τελικά. Στις έντεκα και µισή περίπου πήγαν οµαδικά στο βεστιάριο για να πάρουν τα καπέλα τους. Το κορίτσι µε το κιµονό, καθώς έδινε στον Έσεν το δικό του, χαµογέλασε και είπε: «Ένας φίλος σας ήρθε µετά από εσάς, αλλά δεν ήθελε να ανεβεί επάνω απρόσκλητος.» Ο Έσεν την κοίταξε για µια στιγµή. «Α, ναι;» ρώτησε. Εκείνη ένευσε καταφατικά. «Ένας νεαρός άντρας. Βορειοαµερικανός, νοµίζω.» «Ω» είπε ο Έσεν. «Βέβαια. Ναι. Ξέρω ποιον εννοείς. Ήρθε µετά από εµένα, λες.» «Μάλιστα, σενιόρ. Την ώρα που ανεβαίνατε επάνω.» «Ρώτησε πού πήγαινα, φυσικά.» Εκείνη ένευσε καταφατικά. «Τι του είπες;» «Σε ένα πριβέ πάρτι. Νόµιζε ότι ήξερε ποιος το οργάνωσε, αλλά έκανε λάθος. Του είπα ότι το οργάνωνε ο Σενιόρ Ασπιάθου. Τον γνωρίζει κι αυτόν.» «Ναι, το ξέρω» είπε ο Έσεν. «Είµαστε όλοι καλοί φίλοι. Έπρεπε να ανεβεί.» «Είπε πως µάλλον επρόκειτο για κάποια επαγγελµατική συνάντηση, αλλά δεν ήθελε να διακόψει. Άλλωστε, δεν ήταν ντυµένος κατάλληλα.» Έκανε ένα νεύµα στα πλευρά της, λυπηµένα. «Φορούσε
τζιν.» Πετάρισε τα αδύνατα δάχτυλά της κοντά στο λαιµό της. «Χωρίς γραβάτα.» «Ω» είπε ο Έσεν. «Κρίµα που δεν ανέβηκε επάνω, έστω για να πει ένα γεια. Έφυγε αµέσως µετά;» Εκείνη ένευσε καταφατικά. «Καλά λοιπόν» είπε ο Έσεν, χαµογέλασε και της έδωσε ένα κρουζέιρο. Πήγε και µίλησε στον άντρα µε τα λευκά ρούχα. Οι άλλοι άντρες, κρατώντας τα καπέλα τους και τους χαρτοφύλακες, συγκεντρώθηκαν γύρω τους. Ο ξανθός και ο µελαχρινός άντρας κινήθηκαν βιαστικά προς τη σκαλισµένη πόρτα της εισόδου· ο Τράουνσταϊνερ πήγε βιαστικά στο µπαρ και επέστρεψε µια στιγµή αργότερα µε τον Χίρου Κουβαγιάµα. Ο άντρας µε τα λευκά ρούχα έβαλε το λευκό, γαντοφορεµένο χέρι του στο µαύρο ώµο του Κουβαγιάµα και του µίλησε µε σοβαρότητα. Ο Κουβαγιάµα τον άκουσε, πήρε µια απότοµη ανάσα, δάγκωσε τα χείλη του, κούνησε το κεφάλι του. Είπε κάτι και έκανε κατευναστικές χειρονοµίες και βιάστηκε να πάει στο πίσω µέρος του εστιατορίου. Ο άντρας µε τα λευκά ρούχα ένευσε απότοµα στους υπόλοιπους άντρες να αποµακρυνθούν από κοντά του. Προχώρησε στην άκρη του χώρου υποδοχής και ακούµπησε το καπέλο του και το χαρτοφύλακά του, ο οποίος ήταν πλέον λιγότερο παχύς, σε ένα µαύρο κοµοδίνο. Έµεινε να κοιτάζει προς το πίσω µέρος του εστιατορίου, συνοφρυωµένος και τρίβοντας τα λευκά γαντοφορεµένα χέρια του µεταξύ τους. Χαµήλωσε το βλέµµα προς το µέρος τους, και τα έβαλε στα πλευρά του. Από το πίσω µέρος του εστιατορίου εµφανίστηκαν η Τσουρούκο και η Μόρι, µε πολύχρωµα παντελόνια και µπλούζες, και η Γιοσίκο, που φορούσε ακόµα το κιµονό της. Ο Κουβαγιάµα τις έσπρωχνε να κινηθούν µπροστά. Έδειχναν µπερδεµένες και ανήσυχες. Οι πελάτες
τις κοιτούσαν. Ο άντρας µε τα λευκά ρούχα καµπύλωσε τα χείλη του σε ένα φιλικό χαµόγελο. Ο Κουβαγιάµα παρέδωσε τις τρεις γυναίκες στον άντρα µε τα λευκά ρούχα, του ένευσε και έκανε στο πλάι για να παρακολουθήσει τη σκηνή µε σταυρωµένα χέρια. Ο άντρας µε τα λευκά ρούχα χαµογέλασε και κούνησε το κεφάλι του λυπηµένα, χάιδεψε µε το γαντοφορεµένο χέρι του τα κουρεµένα γκρίζα µαλλιά του. «Κορίτσια» είπε «προέκυψε κάτι πολύ δυσάρεστο. Δυσάρεστο για εµένα, εννοώ, όχι για εσάς. Εσείς είστε µια χαρά. Θα σας εξηγήσω.» Πήρε µια ανάσα. «Είµαι ο κατασκευαστής ενός αγροτικού µηχανήµατος» είπε «ενός από τα ισχυρότερα στη Νότιο Αµερική. Οι άντρες που βρίσκονται µαζί µου απόψε» –έκανε ένα νόηµα πίσω, πάνω από τον ώµο του– «είναι οι αντιπρόσωποί µου. Μαζευτήκαµε εδώ για να µπορέσω να τους µιλήσω για κάποια νέα µηχανήµατα που θα βγάλουµε στην παραγωγή, για να τους δώσω όλες τις λεπτοµέρειες και τις προδιαγραφές· καταλαβαίνετε. Όλα αυτά είναι άκρως απόρρητα. Τώρα ανακάλυψα ότι ένας κατάσκοπος από µια ανταγωνιστική εταιρεία της Βορείου Αµερικής έµαθε για τη συνάντησή µας λίγο πριν αυτή αρχίσει, και γνωρίζοντας τον τρόπο µε τον οποίο λειτουργούν αυτοί οι άνθρωποι, βάζω στοίχηµα ότι µπήκε στην κουζίνα και έπιασε µία από εσάς, ή ακόµα και όλες σας, και σας ζήτησε να κρυφακούσετε τη συζήτησή µας από κάποια... µυστική κρυψώνα, ή ίσως να µας τραβήξει φωτογραφίες.» Σήκωσε το δάχτυλό του. «Βλέπετε» τους εξήγησε «κάποιοι από τους αντιπροσώπους µου εργάζονταν στο παρελθόν γι’ αυτά τα ανταγωνιστικά συµφέροντα, και δε γνωρίζουν –τα συµφέροντα δε γνωρίζουν– ποιος είναι µαζί µου αυτή τη στιγµή, εποµένως οι φωτογραφίες µας θα τους φαίνονταν εξίσου χρήσιµες.» Ένευσε, χαµογελώντας πονηρά. «Πρόκειται για µια πολύ ανταγωνιστική βιοµηχανία» είπε. «Ο ένας σκύλος τρώει τον άλλο.» Η Τσουρούκο και η Μόρι και η Γιοσίκο τον κοιτούσαν µε κενό
βλέµµα, κουνώντας τα κεφάλια τους ελαφρά, µε αργές κινήσεις. Ο Κουβαγιάµα, ο οποίος είχε έρθει πίσω από τον άντρα µε τα λευκά ρούχα, είπε µε σοβαρότητα: «Αν κάποια από εσάς έκανε αυτό που λέει ο σενιόρ– » «Επιτρέψτε µου!» Ο άντρας µε τα λευκά ρούχα τίναξε το ανοιχτό του χέρι προς τα πίσω, αλλά δε γύρισε. «Σας παρακαλώ.» Χαµήλωσε το χέρι του, χαµογέλασε, και έκανε µισό βήµα µπροστά. «Αυτός ο άνθρωπος» είπε µε καλή διάθεση «ένας νεαρός Βορειοαµερικανός, µπορεί να σας πρόσφερε κάποια χρήµατα, φυσικά, και θα σας είπε ότι ήθελε να µας κάνει κάποια φάρσα ή κάτι τέτοιο, ένα άκακο αστείο εις βάρος µας. Τώρα, καταλαβαίνω απόλυτα, κορίτσια, ότι, χωρίς αµφιβολία, δεν πληρώνεστε πάρα πολλά χρήµατα, έτσι δεν είναι; Σας πληρώνει καλά ο φίλος µου από εδώ;» Τα καστανά του µάτια πετάρισαν, περιµένοντας µια απάντηση. Η Γιοσίκο, χαχανίζοντας, κούνησε παθιασµένα το κεφάλι της αρνητικά. Ο άντρας µε τα λευκά ρούχα γέλασε µαζί της και έκανε να ακουµπήσει τον ώµο της, αλλά τράβηξε το χέρι του λίγο πριν την ακουµπήσει. «Ήµουν σίγουρος!» είπε. «Όχι, ήµουν απολύτως σίγουρος πως δεν το κάνει!» Χαµογέλασε στη Μόρι και στην Τσουρούκο· εκείνες του ανταπέδωσαν ένα αβέβαιο χαµόγελο. «Τώρα, καταλαβαίνω απόλυτα» είπε, µε σοβαρό ύφος και πάλι «το πώς ένα κορίτσι στη δική σας κατάσταση, σκληρά εργαζόµενα κορίτσι µε οικογενειακές υποχρεώσεις –όπως εσύ µε τα δύο σου παιδιά, Μόρι– καταλαβαίνω απόλυτα το πώς θα µπορούσατε να συµφωνήσετε µε µια τέτοια προσφορά. Στην πραγµατικότητα, δε θα σας καταλάβαινα αν δε συµφωνούσατε· θα ήσασταν ανόητες αν δεν το κάνατε! Ένα άκακο αστείο, µερικά παραπάνω κρουζέιρο. Τα αγαθά κοστίζουν πολλά αυτή την εποχή· το ξέρω. Γι’ αυτόν το λόγο σάς έδωσα γενναία φιλοδωρήµατα επάνω. Έτσι αν σας έκαναν κάποια προσφορά, κι αν τη δεχτήκατε, πιστέψτε µε, κορίτσια: δεν είµαι καθόλου νευριασµένος
µαζί σας, δε νιώθω καµία απέχθεια· µόνο κατανόηση, και µια ανάγκη να το ξέρω.» «Σενιόρ» διαµαρτυρήθηκε η Μόρι «σας δίνω το λόγο µου, κανείς δε µου πρότεινε το παραµικρό, ούτε µου ζήτησε να κάνω κάτι.» «Κανείς» είπε η Τσουρούκο, κουνώντας το κεφάλι της. «Ειλικρινά, σενιόρ» είπε και η Γιοσίκο, κουνώντας το δικό της. «Ως απόδειξη της κατανόησής µου» είπε ο άντρας µε τα λευκά ρούχα, κρατώντας το σακάκι του µπροστά και βάζοντας το χέρι του στο εσωτερικό του «θα σας δώσω τα διπλάσια από αυτά που σας έδωσε εκείνος, ή τα διπλάσια από αυτά που σας πρότεινε.» Έβγαλε έξω ένα παχύ πορτοφόλι από δέρµα κροκοδείλου, το άνοιξε και έδειξε τις γωνίες δύο χαρτονοµισµάτων. «Αυτό εννοούσα πριν» είπε «όταν είπα ότι είναι δυσάρεστο για εµένα και ευχάριστο για εσάς.» Κοίταξε τη µια γυναίκα, µετά την άλλη. «Διπλάσια από αυτά που σας έδωσε» είπε. «Για εσάς, και το ίδιο ποσό για τον σενιόρ...» Τίναξε το κεφάλι του πίσω προς τον Κουβαγιάµα. «Κουβαγιάµα» είπε εκείνος. «Για να µη νευριάσει κι εκείνος µαζί σας. Κορίτσια; Σας παρακαλώ;» Ο άντρας µε τα λευκά ρούχα έδειξε τα χρήµατά του στη Γιοσίκο. «Ξόδεψα χρόνια ολόκληρα σε αυτό – σε αυτά τα νέα µηχανήµατα» της είπε. «Εκατοµµύρια κρουζέιρο!» Έδειξε τα χρήµατά του στη Μόρι. «Αν µάθω τι γνωρίζει ακριβώς ο ανταγωνιστής µου, τότε θα µπορέσω να λάβω µέτρα για να προστατέψω τον εαυτό µου.» Έδειξε τα χρήµατά του στην Τσουρούκο. «Μπορώ να επισπεύσω την παραγωγή, ή ίσως να βρω αυτόν το νεαρό άντρα και... να τον πάρω µε το µέρος µου, να δώσω και σε εκείνον χρήµατα όπως και σ’ εσάς και στον σενιόρ– » «Κουβαγιάµα» είπε εκείνος. «Ελάτε, κορίτσια, µη φοβάστε. Μιλήστε στον σενιόρ Ασπιάθου. Δε θα νευριάσω µαζί σας.» «Βλέπετε;» τις παραίνεσε ο άντρας µε τα λευκά ρούχα. «Μόνο καλό µπορεί να βγει από αυτό. Για όλους!»
«Δεν υπάρχει κάτι για να πούµε» επέµεινε η Μόρι. Η Γιοσίκο, κοιτάζοντας το ανοιχτό πορτοφόλι µε τα χαρτονοµίσµατα, είπε λυπηµένα: «Τίποτα. Ειλικρινά.» Σήκωσε το βλέµµα της. «Θα σας το έλεγα, µε ευχαρίστηση, σενιόρ. Αλλά δεν έχω κάτι να πω, πραγµατικά.» Η Τσουρούκο κοιτούσε τα χαρτονοµίσµατα. Ο άντρας µε τα λευκά ρούχα την παρακολουθούσε. Εκείνη σήκωσε το βλέµµα προς το µέρος του, και διστακτικά, ντροπιασµένη, ένευσε καταφατικά. Εκείνος αναστέναξε, κοιτάζοντάς την έντονα. «Ήταν ακριβώς όπως τα είπατε» παραδέχτηκε εκείνη. «Ήµουν στην κουζίνα, όπου ετοιµαζόµασταν για να σας σερβίρουµε, και ένα από τα παιδιά ήρθε και µου είπε ότι υπήρχε ένας άντρας έξω που ήθελε να µιλήσει σε κάποιον που θα σερβίριζε στο πάρτι. Ένας πολύ σηµαντικός άνθρωπος. Έτσι, βγήκα έξω, κι εκείνος βρισκόταν εκεί, ο Βορειοαµερικανός. Μου έδωσε διακόσια κρουζέιρο, πενήντα πριν και εκατόν πενήντα µετά. Είπε ότι ήταν δηµοσιογράφος από ένα περιοδικό, κι ότι εσείς γυρίζατε ταινίες και δε δίνατε ποτέ συνεντεύξεις.» Ο άντρας µε τα λευκά ρούχα, κοιτάζοντάς την, είπε: «Συνέχισε.» «Είπε ότι θα ήταν ένα καλό ρεπορτάζ για εκείνον αν ανακάλυπτε τις νέες ταινίες που σχεδιάζατε. Εγώ του είπα ότι θα συζητούσατε µε τους καλεσµένους σας αργότερα –µας το είπε ο σενιόρ Κ– κι εκείνος…» «Σου ζήτησε να κρυφτείς και να ακούσεις.» «Όχι, σενιόρ, µου έδωσε ένα µαγνητόφωνο, κι εγώ το έφερα µέσα, και του το επέστρεψα όταν τελειώσατε τη συζήτησή σας.» «Ένα... µαγνητόφωνο;» Η Τσουρούκο ένευσε καταφατικά. «Μου έδειξε πώς να το λειτουργήσω. Δύο κουµπιά ταυτόχρονα.» Με τους δύο δείκτες της πάτησε τον αέρα µπροστά της.
Ο άντρας µε τα λευκά ρούχα έκλεισε τα µάτια του και έµεινε ακίνητος µε εξαίρεση ένα ελαφρύ λίκνισµα πέρα δώθε. Άνοιξε τα µάτια του, κοίταξε την Τσουρούκο και χαµογέλασε αχνά. «Το µαγνητόφωνο βρισκόταν σε λειτουργία σε όλη τη διάρκεια της συζήτησής µας;» ρώτησε. «Μάλιστα, σενιόρ» είπε εκείνη. «Σε ένα µπολ ρυζιού κάτω από το τραπέζι του σερβιρίσµατος. Δούλεψε πολύ καλά. Ο άντρας το δοκίµασε πριν µε πληρώσει, και ήταν πολύ ευχαριστηµένος.» Ο άντρας µε τα λευκά ρούχα πήρε µια βαθιά ανάσα από το στόµα, έγλειψε το επάνω χείλος του, άφησε τον αέρα να βγει, έκλεισε το στόµα του και ξεροκατάπιε. Έφερε το λευκό γαντοφορεµένο χέρι του στο µέτωπο και το σκούπισε µε αργές κινήσεις. «Διακόσια κρουζέιρο όλα µαζί» είπε η Τσουρούκο. Ο άντρας µε τα λευκά ρούχα την κοίταξε, την πλησίασε, και πήρε µια βαθιά ανάσα. Της χαµογέλασε· ήταν µισό κεφάλι πιο κοντή από εκείνον. «Αγαπητή µου» είπε απαλά «θέλω να µου πεις όσα ξέρεις γι’ αυτό τον άνθρωπο. Ήταν νεαρός – πόσο νεαρός; Πώς ήταν το παρουσιαστικό του;» Η Τσουρούκο, νευρική λόγω της εγγύτητας, είπε: «Ήταν είκοσι δύο µε είκοσι τρία, πιστεύω. Δεν µπορούσα να τον δω καθαρά. Πολύ ψηλός. Όµορφος, φιλικός. Είχε καστανά µαλλιά µε κοντές µπούκλες.» «Ωραία» είπε ο άντρας µε τα λευκά ρούχα «µου έδωσες µια καλή περιγραφή. Φορούσε τζιν...» «Ναι. Και ένα ίδιο τζάκετ – καταλαβαίνετε, κοντό µπλε. Και κρατούσε ένα σακίδιο αεροπορικής εταιρείας, µε κορδόνι.» Έκανε ένα νεύµα προς τον ώµο της. «Εκεί ήταν που είχε το µαγνητόφωνο.» «Πολύ ωραία. Είσαι πολύ παρατηρητική, Τσουρούκο. Ποιας αεροπορικής εταιρείας;» Εκείνη έδειξε χολωµένη. «Δεν το παρατήρησα. Ήταν µπλε και λευκή.»
«Μια µπλε και λευκή τσάντα αεροπορικής εταιρείας. Μου αρκεί. Τι άλλο;» Εκείνη συνοφρυώθηκε και κούνησε το κεφάλι της. Ύστερα θυµήθηκε ευχαριστηµένη: «Ονοµάζεται Χάντερ, σενιόρ!» «Χάντερ;» «Μάλιστα, σενιόρ! Χάντερ. Το είπε ξεκάθαρα.» Ο άντρας µε τα λευκά ρούχα χαµογέλασε πικρόχολα. «Είµαι σίγουρος ότι το έκανε. Συνέχισε. Τι άλλο;» «Τα πορτογαλικά του ήταν χάλια. Μου είπε ότι ήµουν “µεγάλη βοηθός” για εκείνον· έκανε συνεχώς τέτοια λάθη. Και η προφορά του ήταν λάθος.» «Εποµένως δε βρίσκεται εδώ για πολύ καιρό, σωστά; Είσαι “µεγάλη βοηθός” και για εµένα, Τσουρούκο. Συνέχισε.» Εκείνη συνοφρυώθηκε, ανασήκωσε ανήµπορα τους ώµους της. «Αυτά είναι όλα, σενιόρ.» «Σε παρακαλώ προσπάθησε να θυµηθείς κάτι ακόµα, Τσουρούκο» είπε εκείνος. «Δεν έχεις ιδέα πόσο σηµαντικό είναι για εµένα.» Εκείνη δάγκωσε µία από τις αρθρώσεις του σφιγµένου της χεριού, και κοιτάζοντάς τον κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Δε σου είπε κάποιον τρόπο για να έρθεις σε επαφή µαζί του στην περίπτωση που θα διοργάνωνα κάποιο άλλο πάρτι;» «Όχι, σενιόρ! Όχι! Τίποτα τέτοιο. Τίποτα. Θα σας το έλεγα.» «Συνέχισε να σκέφτεσαι.» Το αγχωµένο της πρόσωπο ξαφνικά έλαµψε. «Βρίσκεται σε κάποιο ξενοδοχείο. Σας βοηθάει αυτό;» Τα καστανά µάτια την κοίταξαν µε απορία. «Είπε ότι θα έτρωγε στο ξενοδοχείο του. Τον ρώτησα αν ήθελε λίγο φαγητό –πείνασε περιµένοντας– κι αυτός µου είπε ότι θα έτρωγε στο ξενοδοχείο του.»
Ο άντρας µε τα λευκά ρούχα κοίταξε την Τσουρούκο και είπε: «Βλέπεις; Υπήρχε και κάτι ακόµα.» Έκανε ένα βήµα πίσω, και χαµηλώνοντας το βλέµµα, άνοιξε το πορτοφόλι του. Έβγαλε τέσσερα χαρτονοµίσµατα των εκατό κρουζέιρο και της τα έδωσε. «Σας ευχαριστώ, σενιόρ!» Ο Κουβαγιάµα τον πλησίασε, χαµογελώντας. Ο άντρας µε τα λευκά ρούχα τού έδωσε τέσσερα χαρτονοµίσµατα, κι από ένα στη Μόρι και στη Γιοσίκο. Αφού έβαλε το πορτοφόλι στο σακάκι του, χαµογέλασε στην Τσουρούκο και την επέπληξε: «Είσαι καλό κορίτσι, αλλά στο µέλλον να σκέφτεσαι περισσότερο τα συµφέροντα των πελατών σου.» «Θα το κάνω, σενιόρ! Το υπόσχοµαι!» «Μην της φερθείς σκληρά. Αλήθεια.» είπε στον Κουβαγιάµα. «Ω όχι, όχι τώρα!» Ο Κουβαγιάµα χαµογέλασε πονηρά, βγάζοντας το χέρι του από την τσέπη. Ο άντρας µε τα λευκά ρούχα πήρε το καπέλο του και το χαρτοφύλακα από το τραπεζάκι και, χαµογελώντας στις κοπέλες που υποκλίνονταν και στον Κουβαγιάµα, τους γύρισε την πλάτη και προχώρησε προς τους άντρες που τον περίµεναν, παρακολουθώντας τον. Το χαµόγελό του εξαφανίστηκε· τα µάτια του στένεψαν. Φτάνοντας στους άντρες, ψιθύρισε στα γερµανικά: «Γαµηµένη, ψωλογλύφτρα, κιτρινιάρα πουτάνα, θα της έκοβα τα βυζιά αν µπορούσα!» Τους είπε για το µαγνητόφωνο. «Ελέγξαµε το δρόµο και όλα τα αυτοκίνητα· δε βρήκαµε κανένα Βορειοαµερικανό µε τζιν» είπε ο ξανθός άντρας. «Θα τον βρούµε» είπε ο άντρας µε τα λευκά ρούχα. «Είναι µόνος του· οι οµάδες που είναι ακόµα ενεργές αποτελούνται από άντρες του Ρίο και του Μπουένος Άιρες. Κι αυτός είναι ένας ερασιτέχνης, όχι µόνο λόγω της ηλικίας του –είκοσι δύο ή είκοσι τρία– αλλά κι επειδή
έδωσε το όνοµα “Χάντερ”, που στα Γερµανικά σηµαίνει Jäger· κανείς έµπειρος δε θα έµπαινε στον κόπο να κάνει τέτοια αστεία. Είναι και ανόητος, διαφορετικά δε θα επέτρεπε στην πουτάνα να µάθει ότι µένει σε ξενοδοχείο.» «Εκτός» είπε ο Σουίµερ «κι αν δε µένει σε κάποιο.» «Σε αυτή την περίπτωση είναι έξυπνος» είπε ο άντρας µε τα λευκά ρούχα «κι εγώ θα κρεµαστώ αύριο το πρωί. Ας το εξακριβώσουµε. Ο Έσεν, ο Paulista µας που επιτρέπει στον εαυτό του να ακολουθηθεί από έναν ερασιτέχνη “κυνηγό”, θα επανορθώσει δίνοντας στον καθένα σας το όνοµα ενός ξενοδοχείου.» Κοίταξε τον Έσεν, ο οποίος σήκωσε το βλέµµα του απότο καπέλο του. «Ένα ξενοδοχείο που να είναι αρκετά καλό ώστε να σερβίρει φαγητό τις µικρές ώρες» του είπε ο άντρας µε τα λευκά ρούχα «αλλά όχι τόσο καλό ώστε να µην επιτρέπει τα τζιν. Βάλε τον εαυτό σου στη θέση του: είσαι ένα παιδί από τις Ηνωµένες Πολιτείες που ήρθε στο Σάο Πάολο για να κυνηγήσει τον Χορστ Έσεν ή ακόµα και τον Μένγκελε· σε ποιο ξενοδοχείο θα έµενες; Έχεις αρκετά χρήµατα για να δωροδοκήσεις σερβιτόρες και µε το παραπάνω –δεν πιστεύω ότι η πουτάνα µού είπε ψέµατα για το ποσό– αλλά είσαι ροµαντικός· θέλεις να νιώσεις ότι είσαι ο νέος Γιάκοβ Λίµπερµαν, όχι κάποιος χαλαρός τουρίστας. Πέντε ξενοδοχεία, σε παρακαλώ, Έσεν, µε σειρά πιθανοτήτων.» Κοίταξε τους υπόλοιπους. «Μόλις ο Έσεν κατονοµάσει το ξενοδοχείο σας» είπε «θα πάρετε ένα κουτί σπίρτα από εκείνο το µπολ, θα βγείτε έξω και θα επαναλάβετε το όνοµα σε κάποιον ταξιτζή. Μόλις φτάσετε στο ξενοδοχείο θα δείτε κατά πόσο έχουν εκεί έναν ψηλό, νεαρό Βορειοαµερικανό µε καστανά µαλλιά σε κοντές µπούκλες, ο οποίος πήγε εκεί πρόσφατα φορώντας τζιν, ένα κοντό τζιν τζάκετ, και µια σακούλα αεροπορικής εταιρείας σε µπλε και λευκό χρώµα. Στη συνέχεια θα καλέσετε το τηλέφωνο που αναφέρεται στο σπιρτόκουτο. Θα βρίσκοµαι εδώ. Αν η απάντηση είναι καταφατική, ο Ρούντι, ο Τεν-Τεν κι εγώ θα έρθουµε αµέσως· αν η απάντηση είναι αρνητική, ο Έσεν θα σας δώσει το όνοµα ενός άλλου
ξενοδοχείου. Το καταλάβατε; Ωραία. Θα τον έχουµε στα χέρια µας σε µισή ώρα κι εκείνος δε θα έχει προλάβει να ακούσει καν την καταραµένη κασέτα. Έσεν;» «Το Νάσιοναλ» είπε ο Έσεν στον Μουντ. «Το Νάσιοναλ» είπε ο Μουντ, και ξεκίνησε για να πάρει ένα σπιρτόκουτο. «Το Ντελ Ρέι» είπε ο Έσεν στον Σουίµερ. «Το Μαραµπά» είπε στον Τράουνσταϊνερ. «Το Κοµοντόρα» είπε στον Φάρνµπαχ. «Το Σαβόι» είπε στον Κλάιστ. Άκουσε για περίπου πέντε λεπτά, έπειτα σταµάτησε, γύρισε την κασέτα πιο πίσω, και ξεκίνησε ξανά από το σηµείο όπου σταµάτησαν να θαυµάζουν ό,τι στο διάολο θαύµαζαν και ο Ασπιάθου είπε: «Lasst uns jetzt Geschäft reden, meine Jungens» µπαίνοντας επιτέλους στο θέµα. Στο θέµα! Ιησούς Χριστός! Άκουσε όλη τη συζήτηση αυτή τη φορά –λέγοντας «Χριστέ µου!» και «Παντοδύναµε Θεέ!» κατά καιρούς, και «Ω, τι πούστης που είσαι!»– και µετά το κλονκ και τη µακρά σιωπή, που έπρεπε να αντιστοιχεί στη µεταφορά του µπολ στον κάτω όροφο από τη σερβιτόρα, σταµάτησε και γύρισε την κασέτα λίγο πιο πίσω και ξανάπαιξε µερικά κοµµάτια εδώ κι εκεί, απλώς για να βεβαιωθεί ότι τα είχε όντως ακούσει κι ότι δεν είχε χάσει τα λογικά του από την πείνα ή κάτι τέτοιο. Ύστερα άρχισε να βηµατίζει νευρικά όσο του το επέτρεπε το δωµάτιο, κουνώντας το κεφάλι του και ξύνοντας το σβέρκο του, προσπαθώντας να καταλάβει τι στο διάολο να κάνει σε αυτή τη λυκοφωλιά όπου ποιος-ξέρει-ποιος-δεν-ανήκει-σε-αυτούς-ήτουλάχιστον-δεν-πληρώνεται-από-αυτούς. Υπήρχε µόνο ένα πράγµα που µπορούσε να κάνει, αποφάσισε εντέλει, και όσο πιο σύντοµα το έκανε τόσο το καλύτερο, χωρίς να
τον νοιάζει η διαφορά της ώρας. Έφερε το µαγνητόφωνο στο κοµοδίνο και το άφησε δίπλα στο τηλέφωνο· έβγαλε το πορτοφόλι του και κάθισε στο κρεβάτι. Βρήκε την κάρτα µε το όνοµα και το τηλέφωνο γραµµένο επάνω της, την έχωσε κάτω από τη συσκευή του τηλεφώνου, σήκωσε το ακουστικό και έβαλε στην τσέπη του το πορτοφόλι. Ζήτησε την κοπέλα που χειριζόταν τις υπεραστικές συνδέσεις. Εκείνη ακούστηκε χαριτωµένη και σέξι. «Θα σας τηλεφωνήσω µόλις πιάσω γραµµή.» «Θα µείνω στο ακουστικό» είπε εκείνος, καθώς δεν την εµπιστευόταν πως δε θα φύγει για να πάει να χορέψει σάµπα κάπου αλλού. «Γρήγορα, σας παρακαλώ.» «Θα µου πάρει πέντε µε δέκα λεπτά, σενιόρ.» Την άκουσε να δίνει τον αριθµό σε κάποιο χειριστή τηλεφωνικών γραµµών του εξωτερικού και έκανε πρόβα στο κεφάλι του για το τι θα έλεγε. Με την προϋπόθεση, φυσικά, ότι θα έβρισκε τον Λίµπερµαν κι ότι εκείνος δε βρισκόταν αλλού για κάποια οµιλία ή για να κυνηγήσει κάποιο στοιχείο. Μακάρι να είσαι στο σπίτι σου, κύριε Λίµπερµαν! Ένα απαλό χτύπηµα ακούστηκε στην πόρτα. «Καιρός ήταν» είπε στα Αγγλικά, και κλείνοντας το ακουστικό, σηκώθηκε, άπλωσε το χέρι, και µόλις που κατάφερε να γυρίσει το πόµολο για να την ξεκλειδώσει. Η πόρτα άνοιξε προς τα µέσα, και ο σερβιτόρος µε το παχύ µουστάκι µπήκε µέσα µε µια πιατέλα που ήταν σκεπασµένη µε µια πετσέτα και µε ένα µπουκάλι Μπράχµα, αλλά χωρίς ποτήρι στο δίσκο. «Συγγνώµη που αργήσαµε τόσο» είπε. «Στις έντεκα φεύγουν όλοι. Έπρεπε να το ετοιµάσω µόνος µου.» «Δεν πειράζει» είπε στα πορτογαλικά. «Βάλε το δίσκο στο κρεβάτι, σε παρακαλώ.» «Ξέχασα το ποτήρι.» «Δεν πειράζει. Δε χρειάζοµαι ποτήρι. Δώσε µου την απόδειξη και
το στιλό, σε παρακαλώ.» Υπέγραψε την απόδειξη πάνω στον τοίχο, κρατώντας την εκεί µε το χέρι που κρατούσε το τηλέφωνο· πρόσθεσε ένα πουρµπουάρ πέρα από τη χρέωση της υπηρεσίας. Ο σερβιτόρος βγήκε έξω χωρίς να τον ευχαριστήσει και ρεύτηκε καθώς έκλεινε την πόρτα. Δεν έπρεπε να φύγει από το Ντελ Ρέι. Έκατσε ξανά στο κρεβάτι, µε το τηλέφωνο να σφυρίζει υπόκωφα στο αυτί του. Γύρισε για να σταθεροποιήσει το δίσκο, και κοίταξε µε καχυποψία την κίτρινη πετσέτα µε τη λέξη Μιραµάρ τυπωµένη µε µεγάλα µαύρα γράµµατα στη γωνία για να αποτρέπει την κλοπή της. Την πήρε στα χέρια του, και, τι διάολο, την πέταξε στην άκρη: το σάντουιτς ήταν παχύ και υπέροχο, γεµάτο κοτόπουλο, χωρίς µαρούλι ή κάποια σάλτσα. Συγχώρησε το σερβιτόρο, πήρε το µισό, έσκυψε το κεφάλι του για να το συναντήσει, και πήρε µια µεγάλη γευστικότατη µπουκιά από τη µέση του. Μα τον Θεό, λιµοκτονούσε! «Ich möchte Wien» είπε ένας τηλεφωνητής. «Wien!» Σκέφτηκε την κασέτα κι αυτά που θα έλεγε στον Γιάκοβ Λίµπερµαν, και το στόµα του λες και γέµισε µε κιµωλία· µασούσε και µασούσε και µε κάποιο τρόπο κατάφερε να καταπιεί. Άφησε κάτω το σάντουιτς και πήρε την µπίρα. Ήταν µια από τις αληθινά σπουδαίες µπίρες και είχε άθλια γεύση. «Δεν αργούµε πολύ ακόµα» είπε η Χαριτωµένη Σέξι Τηλεφωνήτρια. «Το ελπίζω. Ευχαριστώ.» «Ορίστε, σενιόρ.» Ένα τηλέφωνο χτύπησε. Έφαγε λαίµαργα µία ακόµα µπουκιά και άφησε το µπουκάλι κάτω, σκούπισε το χέρι του πάνω στο τζιν παντελόνι, γύρισε περισσότερο προς το τηλέφωνο. Το τηλέφωνο στην άλλη άκρη της γραµµής χτυπούσε και
χτυπούσε, και στο τέλος το σήκωσαν: «Ja;» Η φωνή ήταν καθαρή σαν να βρισκόταν στην άλλη γωνία. «Κύριε Λίµπερµαν;» «Ja. Wer’st da;» «Είµαι ο Μπάρι Κέλερ. Με θυµάστε, κύριε Λίµπερµαν; Ήρθα να σας δω στις αρχές του Αυγούστου, ήθελα να δουλέψω για εσάς. Ο Μπάρι Κέλερ από το Έβανστον, του Ιλινόις;» Σιωπή. «Κύριε Λίµπερµαν;» «Μπάρι Κέλερ, δεν ξέρω τι ώρα είναι στο Ιλινόις, αλλά στη Βιένη είναι τόσο σκοτεινά που δε βλέπω ούτε το ρολόι.» «Δε βρίσκοµαι στο Ιλινόις, είµαι στο Σάο Πάολο, στη Βραζιλία.» «Αυτό δε σηµαίνει ότι έχει περισσότερο φως στη Βιένη.» «Λυπάµαι, κύριε Λίµπερµαν, αλλά ο λόγος που σας τηλεφωνώ είναι πολύ σοβαρός. Περιµένετε να µε ακούσετε.» «Μη µου πεις, άσε µε να µαντέψω: είδες τον Μάρτιν Μπόρµαν. Σε ένα σταθµό λεωφορείων.» «Όχι, όχι τον Μπόρµαν. Τον Μένγκελε. Και δεν τον είδα, αλλά έχω µία κασέτα όπου µιλά. Σε ένα εστιατόριο.» Σιωπή. «Τον δρ. Μένγκελε;» συνέχισε εκείνος. «Τον άνθρωπο που διεύθυνε το Άουσβιτς; Τον Άγγελο του Θανάτου;» «Σε ευχαριστώ. Νόµιζα πως εννοούσες κάποιον άλλο Μένγκελε. Τον Άγγελο της Ζωής.» Ο Μπάρι είπε: «Συγγνώµη. Ήσασταν τόσο– » «Εγώ τον ανάγκασα να καταφύγει στη ζούγκλα. Τον ξέρω τον Γιόζεφ Μένγκελε.» «Ήσασταν τόσο σιωπηλός που έπρεπε να πω κάτι. Έχει βγει από τη ζούγκλα, κύριε Λίµπερµαν. Ήταν σε ένα ιαπωνικό εστιατόριο απόψε. Δε χρησιµοποιεί το όνοµα Ασπιάθου;»
«Χρησιµοποιεί πολλά ονόµατα: Γκρέγκορι, Φίσερ, Μπράιτενµπαχ, Ρίντον– » «Και Ασπιάθου, σωστά;» Σιωπή. «Ja. Αλλά έχω την εντύπωση ότι χρησιµοποιείται επίσης κι από ανθρώπους που ονοµάζονται έτσι.» «Αυτός είναι» επέµεινε ο Μπάρι. «Είχε τους µισούς Ες Ες εκεί πέρα. Και τους έστειλε να σκοτώσουν ενενήντα τέσσερις ανθρώπους. Ο Έσεν ήταν εκεί, και ο Κλάιστ. Ο Τράουνσταϊνερ. Ο Μουντ.» «Άκου, δεν είµαι ακόµα σίγουρος ότι έχω ξυπνήσει. Εσύ είσαι; Καταλαβαίνεις τι µου λες;» «Ναι! Θα σας παίξω την κασέτα! Βρίσκεται µπροστά µου ακριβώς!» «Περίµενε µισό λεπτό. Ξεκίνησε από την αρχή.» «Εντάξει.» Σήκωσε το µπουκάλι και ήπιε λίγη µπίρα. Ας άκουγε εκείνος τη σιωπή για µια φορά. «Μπάρι;» Χο-χο! «Εδώ είµαι. Έπινα απλώς λίγη µπίρα.» «Οχ.» «Μια γουλιά, κύριε Λίµπερµαν· πεθαίνω από τη δίψα. Δεν έφαγα βραδινό ακόµα κι έχω αηδιάσει τόσο πολύ από την κασέτα, που δεν µπορώ να φάω. Έχω ένα θεσπέσιο σάντουιτς µε κοτόπουλο µπροστά µου και δεν µπορώ καν να καταπιώ.» «Τι κάνεις στο Σάο Πάολο;» «Δε µε παίρνατε στα σοβαρά κι έτσι αποφάσισα να κατέβω εδώ κάτω µόνος µου. Είµαι πιο αποφασισµένος απ’ όσο νοµίζατε.» «Το πρόβληµα ήταν τα δικά µου οικονοµικά, όχι η δική σου αποφασιστικότητα.» «Σας είπα ότι θα δούλευα δωρεάν· ποιος µε πληρώνει αυτή τη
στιγµή; Κοιτάξτε, ας το αφήσουµε αυτό. Έφτασα εδώ κάτω, ψαχούλεψα εδώ κι εκεί, και εντέλει κατάλαβα ότι το καλύτερο που µπορούσα να κάνω ήταν να συχνάζω κοντά στο εργοστάσιο της Φολκσβάγκεν, εκείνο στο οποίο εργαζόταν ο Στανγκλ. Έτσι κι έκανα. Και πριν από µερικές ηµέρες εντόπισα τον Χορστ Έσεν· τουλάχιστον αυτό νόµιζα, δεν ήµουν βέβαιος. Τα µαλλιά του είναι κάπως ασηµένια πλέον, και πρέπει να έκανε πλαστική επέµβαση. Τέλος πάντων, πίστεψα πως ήταν αυτός και άρχισα να τον παρακολουθώ. Σήµερα επέστρεψε στο σπίτι του νωρίς –ζει στο πιο χαριτωµένο µικρό σπιτάκι που είδατε στη ζωή σας, µε µια πανέµορφη γυναίκα και δύο κόρες– και στις επτά και µισή ξαναβγήκε έξω και πήρε το λεωφορείο για το κέντρο της πόλης. Τον ακολούθησα σε ένα πολυτελές ιαπωνικό εστιατόριο κι εκείνος ανέβηκε στον επάνω όροφο σε ένα πριβέ πάρτι. Ένας Ναζί στεκόταν φρουρός στη σκάλα και το πάρτι το είχε οργανώσει κάποιος “Σενιόρ Ασπιάθου”. Της οικογένειας Άουσβιτς Ασπιάθου.» Σιωπή. «Συνέχισε.» «Έτσι πήγα στην πίσω πλευρά και βρήκα µία από τις σερβιτόρες. Διακόσια κρουζέιρο αργότερα µου έδωσε µια ολόκληρη κασέτα µε τον Μένγκελε να αναθέτει αποστολές στα στρατεύµατα. Ο Μένγκελε ακούγεται ξεκάθαρα· τα στρατεύµατα ανάµεσα σε αρκετά καθαρά και ακατάληπτα. Κύριε Λίµπερµαν, θα φύγουν αύριο – για τη Γερµανία, την Αγγλία, τις Ηνωµένες Πολιτείες, τη Σκανδιναβία, παντού! Πρόκειται για µια επιχείρηση της Kameradenwerk, και είναι µεγάλη και είναι παρανοϊκή και λυπάµαι πολύ που έµπλεξα σε όλο αυτό, υποτίθεται ότι– » «Μπάρι.» «Θα εκπληρώσουν το πεπρωµένο της Άριας Φυλής, για όνοµα του Θεού!» «Μπάρι!» «Τι;»
«Ηρέµησε.» «Ήρεµος είµαι. Όχι δεν είµαι. Εντάξει. Τώρα είµαι ήρεµος. Αλήθεια. Θα γυρίσω την κασέτα στην αρχή και θα σας την παίξω. Πατάω το κουµπί. Βλέπετε;» «Ποιος θα φύγει, Μπάρι; Πόσοι άνθρωποι;» «Έξι. Ο Έσεν, ο Τράουνσταϊνερ, ο Κλάιστ, ο Μουντ – και δύο άλλοι, µµ, ο Σουίµερ και ο Φάρνµπαχ. Τους έχετε ακουστά;» «Όχι τον Σουίµερ και τον Φάρνµπαχ και τον Μουντ.» «Τον Μουντ; Δεν έχετε ακουστά τον Μουντ; Είναι στο βιβλίο σας, κύριε Λίµπερµαν! Εγώ από εκεί έµαθα γι’ αυτόν.» «Κάποιος Μουντ, στο δικό µου βιβλίο; Όχι.» «Ναι! Στο κεφάλαιο για την Τρεµπλίνκα. Το έχω στη βαλίτσα µου· θέλετε να σας πω τον αριθµό της σελίδας;» «Δεν έχω ξανακούσει για κάποιο Μουντ, Μπάρι· πρόκειται για κάποιο λάθος από τη µεριά σου.» «Ω, Χριστέ µου. Εντάξει, ξεχάστε το. Τέλος πάντων, είναι έξι συνολικά και θα φύγουν για δυόµισι χρόνια, κι έχουν υποτίθεται συγκεκριµένες ηµεροµηνίες για να σκοτώσουν συγκεκριµένους ανθρώπους, κι εδώ είναι που βρίσκεται η παράνοια στην υπόθεση. Είστε έτοιµος, κύριε Λίµπερµαν; Αυτοί οι άνθρωποι που θα σκοτώσουν είναι ενενήντα τέσσερις και είναι όλοι τους εξηνταπεντάχρονοι κρατικοί υπάλληλοι. Πώς σας φαίνεται αυτό το κουφέτο;» Σιωπή. «Το κουφέτο;» Εκείνος αναστέναξε. «Είναι µια έκφραση.» «Μπάρι, άσε µε να σε ρωτήσω κάτι. Αυτή η κασέτα είναι στα γερµανικά, σωστά; Ξέρεις– » «Τα καταλαβαίνω απόλυτα! Δεν τα speche και τόσο καλά, αλλά τα
καταλαβαίνω απόλυτα. Η γιαγιά µου δε µιλά άλλη γλώσσα, και οι γονείς µου τα χρησιµοποιούν για τα µυστικά τους. Δεν είχε καν αποτέλεσµα όταν ήµουν παιδί.» «Η Kameradenwerk και ο Γιόζεφ Μένγκελε στέλνουν ανθρώπους στο εξωτερικό για να– » «Για να σκοτώσουν εξηνταπεντάχρονους κρατικούς υπαλλήλους. Μερικοί από αυτούς είναι εξήντα τεσσάρων και εξήντα έξι. Η κασέτα γύρισε στην αρχή πλέον και θα την παίξω, και µετά θα µου πείτε σε ποιον να την πάω, σε κάποιον υψηλόβαθµο και αξιόπιστο. Κι εσείς θα του τηλεφωνήσετε και θα του πείτε ότι πηγαίνω, για να µε δεχτεί, και να µε δει αµέσως. Πρέπει να τους σταµατήσουµε πριν ξεκινήσουν. Η πρώτη δολοφονία είναι προγραµµατισµένη για τις δεκαέξι Οκτωβρίου. Περιµένετε µισό λεπτό, πρέπει να βρω το σωστό σηµείο· στην αρχή κάθονται για πολλή ώρα και θαυµάζουν κάτι.» «Μπάρι, είναι γελοίο. Κάτι δεν πάει καλά µε το µαγνητόφωνό σου. Αλλιώς – αλλιώς δεν είναι οι άνθρωποι που νοµίζεις πως είναι.» Ένα τριπλό χτύπηµα στην πόρτα. «Φύγετε!» φώναξε προς το µέρος της, καλύπτοντας το ακουστικό· θυµήθηκε τα πορτογαλικά: «Μιλάω σε µακρινή απόσταση!» «Είναι κάποιοι άλλοι» του είπε το τηλέφωνο. «Σου κάνουν πλάκα.» «Κύριε Λίµπερµαν, µπορείτε απλώς να ακούσετε την κασέτα;» Πιο δυνατά χτυπήµατα, ένας ακατάπαυστος καταιγισµός. «Σκατά. Περιµένετε.» Άφησε το τηλέφωνο πάνω στο κρεβάτι, σηκώθηκε όρθιος και πήγε στην ετοιµόρροπη πόρτα, κράτησε το πόµολό της. «Τι είναι;» Γρήγορα πορτογαλικά, η φωνή ενός άντρα. «Αργά! Αργά!» «Σενιόρ, είναι µια Γιαπωνέζα κυρία εδώ, ψάχνει για κάποιον που σας µοιάζει. Λέει ότι θέλει να σας προειδοποιήσει για κάτι που ετοιµάζεται να κάνει ένας άντρας– » Γύρισε το πόµολο και η πόρτα
αποκάλυψε τη σκοτεινή φιγούρα ενός ογκώδη άντρα που τον πέταξε πίσω· τον άρπαξε και τον γύρισε από την άλλη, του συνέτριψε το στόµα, του τράβηξε πίσω το χέρι µέχρι να είναι έτοιµο να σπάσει· ο Ναζί της σκάλας τού όρµησε µε ένα µαχαίρι δεκαπέντε εκατοστών, λαµπερό και κοφτερό. Το κεφάλι του τραβήχτηκε απότοµα προς τα πίσω· το ταβάνι γλίστρησε από πάνω του, σηµαδεµένο µε αχνές καστανές πιτσιλιές· το χέρι του πονούσε, και το στοµάχι του, κάπου βαθιά. Ο άντρας µε τα λευκά ρούχα µπήκε µέσα στο δωµάτιο, φορώντας το καπέλο του και κρατώντας το χαρτοφύλακά του. Έκλεισε την πόρτα, στάθηκε µπροστά της και παρακολούθησε τον ξανθό άντρα να µαχαιρώνει ξανά και ξανά τον νεαρό Αµερικανό. Μαχαιριά, περιστροφή, τράβηγµα προς τα έξω· µαχαιριά, περιστροφή, τράβηγµα προς τα έξω· από ψηλά τώρα, το µαχαίρι µε την κόκκινη απόχρωση στα πλευρά, πάνω στη λευκή εφαρµοστή µπλούζα. Ο ξανθός άντρας, λαχανιασµένος, σταµάτησε να µαχαιρώνει, και ο µελαχρινός χαµήλωσε απαλά το νεαρό άντρα µε το έκπληκτο βλέµµα στο πάτωµα, τον άφησε κάτω τον µισό πάνω στο γκρίζο χαλί και τον άλλο µισό στο βερνικωµένο ξύλο. Ο ξανθός άντρας κράτησε το µατωµένο χέρι µε το οποίο κρατούσε το µαχαίρι πάνω από τον άντρα και είπε στο µελαχρινό: «Μια πετσέτα.» Ο άντρας µε τα λευκά ρούχα κοίταξε προς το κρεβάτι, προχώρησε προς το µέρος του και άφησε το χαρτοφύλακά του στο πάτωµα. «Μπάρι;» ρώτησε το τηλέφωνο που βρισκόταν πάνω στο κρεβάτι. Ο άντρας µε τα λευκά ρούχα κοίταξε το µαγνητόφωνο επάνω στο κοµοδίνο· πάτησε µε το λευκό του δάχτυλο το τελευταίο κουµπί. Η θήκη άνοιξε· η κασέτα απελευθερώθηκε. Ο άντρας µε τα λευκά ρούχα την πήρε, την κοίταξε και την έχωσε στην τσέπη του σακακιού του. Έριξε µια γρήγορη µατιά στην κάρτα που βρισκόταν κάτω από τη συσκευή του τηλεφώνου, την πήρε και κοίταξε το µαύρο ακουστικό που βρισκόταν πάνω στο κρεβάτι. «Μπάρι!» φώναξε αυτό. «Είσαι
εκεί;» Ο άντρας µε τα λευκά ρούχα άπλωσε αργά το χέρι του και έπιασε το ακουστικό· το σήκωσε, το έφερε στο αυτί του. Άκουσε µε τα καστανά του µάτια να στενεύουν, µε τα ρουθούνια του που ήταν γεµάτα ευδιάκριτες φλέβες να συσπώνται. Τα χείλη του άνοιξαν µπροστά στο ακουστικό, παρέµειναν ανοιχτά. Και έκλεισαν και σφίχτηκαν δυνατά, µε το µουστάκι του να ανατριχιάζει. Τοποθέτησε το ακουστικό στη βάση του, αποµάκρυνε τα δάχτυλά του, έµεινε να κοιτάζει το τηλέφωνο. Γύρισε από την άλλη. «Σχεδόν του µίλησα. Ήθελα να του µιλήσω» είπε. Ο ξανθός άντρας, σκουπίζοντας το κόκκινο από το µαχαίρι του, τον κοίταξε µε περιέργεια. Ο άντρας µε τα λευκά ρούχα είπε: «Μισούµε ο ένας τον άλλο τόσο καιρό. Και τον είχα εδώ, στα χέρια µου. Μπορούσα επιτέλους να του µιλήσω!» Γύρισε προς το τηλέφωνο ξανά, κούνησε το κεφάλι του µετανιωµένος. Είπε απαλά: «Λίµπερµαν, µπάσταρδε Εβραίε. Το υποχείριό σου είναι νεκρό. Πόσα σου αποκάλυψε; Δεν έχει σηµασία· κανείς εδώ δεν πρόκειται να σε ακούσει, όχι χωρίς αποδείξεις. Και οι αποδείξεις βρίσκονται στην τσέπη µου. Οι άντρες θα πετάξουν αύριο. Έρχεται το Τέταρτο Ράιχ. Γεια χαρά, Λίµπερµαν. Θα σε δω στην πόρτα του θαλάµου αερίων.» Κούνησε το κεφάλι του, χαµογελώντας και, γυρίζοντας από την άλλη, έβαλε την κάρτα στην τσέπη του. «Θα ήταν ανόητο, όµως» είπε. «Θα µπορούσα να καταγράφοµαι σε µια άλλη κασέτα.» Ο µελαχρινός άντρας, δίπλα στην ανοιχτή ντουλάπα, έδειξε µια βαλίτσα στο εσωτερικό της και ρώτησε στα πορτογαλικά: «Να µαζέψω τα πράγµατά του, δόκτωρ;» «Θα το κάνει ο Ρούντι. Εσύ πήγαινε κάτω στον Τράουνσταϊνερ. Βρες µια πόρτα στην πίσω πλευρά που να µπορείς να ανοίξεις και φέρε εκεί το αυτοκίνητο. Ύστερα ένας από εσάς να ανεβεί επάνω και να µας βοηθήσει να κατεβούµε. Και µην του πείτε ότι ο νεαρός ήταν στο τηλέφωνο. Πείτε του ότι άκουγε την κασέτα.»
Ο µελαχρινός άντρας ένευσε καταφατικά και βγήκε έξω. Ο ξανθός άντρας είπε στα γερµανικά: «Δε θα πιαστούν; Οι άντρες, εννοώ.» «Η δουλειά πρέπει να γίνει» είπε ο άντρας µε τα λευκά ρούχα, βγάζοντας τη θήκη των γυαλιών του. «Όσο περισσότερο γίνεται, µε οποιοδήποτε κόστος. Με λίγη τύχη θα την ολοκληρώσουν. Θα ακούσει κανείς τον Λίµπερµαν; Εκείνος δεν το πίστεψε· άκουσες πώς διαφωνούσε µαζί του ο νεαρός. Ο Θεός θα µας βοηθήσει· θα πεθάνουν πολλοί από τους ενενήντα τέσσερις.» Φόρεσε τα γυαλιά του και αφού έβγαλε ένα σπιρτόκουτο από την τσέπη του, στράφηκε στο τηλέφωνο. Σήκωσε το ακουστικό και διάβασε στην τηλεφωνήτρια τον αριθµό. «Γεια σου, φίλε µου» είπε µε ενθουσιασµό. «Τον Σενιόρ Έσεν, σε παρακαλώ.» Σήκωσε το βλέµµα, ενώ τα δάχτυλα στα λευκοφορεµένα γάντια του κάλυπταν το µικρόφωνο του τηλεφώνου. «Άδειασε τις τσέπες του, Ρούντι. Υπάρχει κι ένα αθλητικό παπούτσι κάτω από το γραφείο εκεί πέρα. Έσεν; Δρ. Μένγκελε. Όλα είναι µια χαρά, δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. Ήταν ακριβώς ο ερασιτέχνης που περίµενα. Δε νοµίζω ότι καταλάβαινε καν γερµανικά. Στείλε τα παιδιά στα σπίτια τους για να εξασκηθούν στις υπογραφές τους· ήταν απλώς µια περιπέτεια που ολοκλήρωσε τη βραδιά. Όχι, όχι πριν από το 1977, φοβάµαι· θα πετάξω για τον οικισµό αµέσως µόλις καθαρίσουµε. Πήγαινε, λοιπόν, µε την ευλογία του Θεού, Χορστ. Και πες το και στους άλλους από εµένα. “Πηγαίνετε µε την ευλογία του Θεού”.» Έκλεισε το ακουστικό και είπε: «Χάιλ Χίτλερ.»
Κεφάλαιο Δύο ΤΟ ΜΠ Ο Υ ΡΓΚΑ ΡΤ ΕΝ , ΜΕ Τ Η Λ ΙΜΝ Ο Υ Λ Α Τ Ο Υ και το µνηµείο του για τον Μότσαρτ, τα παρτέρια του και τα µονοπάτια του και τον ιππικό όµιλο του Αυτοκράτορα Φραντς, βρίσκεται αρκετά κοντά στα γραφεία του Ρόιτερς στη Βιένη, του διεθνούς ειδησεογραφικού πρακτορείου, ώστε οι ανταποκριτές και οι γραµµατείς να τρώνε εκεί το γεύµα τους στη διάρκεια των ηπιότερων µηνών του χρόνου. Η Δευτέρα, 14 Οκτωβρίου, ήταν µια ψυχρή και συννεφιασµένη ηµέρα, όµως τέσσερις άνθρωποι του Ρόιτερς έφτασαν στο Γκάρτεν έτσι κι αλλιώς· κάθισαν σε ένα παγκάκι, ξετύλιξαν τα σάντουίτς τους και έριξαν λευκό κρασί σε χάρτινα ποτηράκια. Ο ένας από τους τέσσερις, εκείνος που σέρβιρε το κρασί, ήταν ο Σίντνεϊ Μπέινον, ο βασικός ανταποκριτής του Ρόιτερς στη Βιένη. Ο Μπέινον, ένας σαραντατετράχρονος από το Λίβερπουλ µε δύο πρώην Βιενέζες συζύγους, έµοιαζε πολύ µε τον παραιτηµένο Βασιλιά Εδουάρδο µε κοκάλινα γυαλιά. Καθώς άφηνε το µπουκάλι στο παγκάκι δίπλα του και έπινε µε κριτική διάθεση από το ποτήρι του, είδε µε ένα ξαφνικό, πιεστικό αίσθηµα ενοχής τον Γιάκοβ Λίµπερµαν να έρχεται µε συρτό βήµα προς το µέρος του, φορώντας ένα καφέ καπέλο και ένα ανοιχτό, µαύρο αδιάβροχο. Στη διάρκεια όλη της προηγούµενης εβδοµάδας περίπου, ο Μπέινον είχε λάβει αρκετές φορές το µήνυµα ότι του είχε τηλεφωνήσει ο Λίµπερµαν κι ότι ήθελε να του τηλεφωνήσει. Δεν το είχε κάνει ακόµα, αν και συνήθως ήταν ένας τυπικός άνθρωπος που ανταπέδιδε τα τηλεφωνήµατα· και αντιµέτωπος πλέον µε την αθέλητη αποφυγή του ανθρώπου, ένιωθε δύο φορές ένοχος: µία επειδή ο Λίµπερµαν στην ακµή του, την εποχή της σύλληψης του Άιχµαν και του Στανγκλ, αποτέλεσε την πηγή των καλύτερων και πιο ανταποδοτικών άρθρων του· και µία επειδή ο κυνηγός των Ναζί έκανε τους πάντες να νιώθουν ενοχές, πάντοτε. Κάποιος είχε πει για
εκείνον –µήπως ήταν ο Στίβι Ντίκενς;– «Σέρνει όλη την καταραµένη υπόθεση µε τα στρατόπεδα συγκέντρωσης από την ουρά του παλτού του. Όλοι εκείνοι οι Εβραίοι κλαίνε από θλίψη µέσα στους τάφους τους κάθε φορά που ο Λίµπερµαν µπαίνει στο δωµάτιο.» Ήταν θλιβερό, αλλά ήταν η αλήθεια. Και ίσως ο Λίµπερµαν το είχε αντιληφθεί αυτό, αφού πάντοτε παρουσιαζόταν όπως έκανε τώρα µπροστά στον Μπέινον, ένα βήµα πιο µακριά από τη συνηθισµένη απόσταση της κοινωνικότητας, µε µια ελαφριά, απολογητική αίσθηση· κάπως, σκέφτηκε ο Μπέινον, σαν µια γνωστική αρκούδα µε κάποια µεταδοτική ασθένεια. «Γεια σου, Σίντνεϊ» είπε η αρκούδα-Λίµπερµαν, αγγίζοντας το γείσο του καπέλου του. «Σε παρακαλώ. Μη σηκώνεσαι.» Οι ενοχές του Μπέινον ήταν περισσότερο ντροπιαστικές από το σάντουιτς που κρατούσε στα χέρια του, κι έτσι εκείνος έκανε την προσπάθεια ούτως ή άλλως και σηκώθηκε ως τη µέση. «Γεια σου, Γιάκοβ! Χαίροµαι που σε βλέπω.» Άπλωσε το χέρι του και ο Λίµπερµαν έγειρε µπροστά και τέντωσε το δικό του και το τύλιξε µέσα στη ζεστασιά του δικού του, µεγαλύτερου χεριού. «Συγγνώµη που δε σου τηλεφώνησα ακόµη» απολογήθηκε ο Μπέινον. «Πηγαινοερχόµουν στη Λιντς όλη την περασµένη εβδοµάδα.» Έκατσε πάλι κάτω και σχεδίασε τις συστάσεις στον αέρα µε το χέρι που κρατούσε το ποτήρι. «Φρέγια Νόισταντ, Πολ Χίγκµπι, Ντέρµοτ Μπρόντι. Από εδώ ο Γιάκοβ Λίµπερµαν.» «Απίθανο.» Η Φρέγια σκούπισε το κοκαλιάρικο χέρι της στη φούστα της και το έφερε µπροστά, χαµογελώντας όλο ζωντάνια. «Πώς είστε; Πολύ χαίροµαι που σας γνωρίζω.» Έδειχνε ένοχη για κάτι. Καθώς παρακολουθούσε τον Λίµπερµαν να νεύει και να σφίγγει το χέρι των υπολοίπων, ο Μπέινον απογοητεύτηκε βλέποντας πόσο είχε γεράσει αυτός ο άνθρωπος και πόσο είχε φθίνει από την τελευταία τους συνάντηση πριν από δύο χρόνια. Είχε ακόµα έντονη παρουσία, αλλά δεν ήταν πλέον τόσο ογκώδης ή αυστηρός µε δύναµη αρκούδας όπως ήταν τότε· οι πλατιοί του ώµοι έδειχναν να
τραβιούνται προς τα κάτω από το βάρος του αδιάβροχου και µόνο, και το πάλαι ποτέ πανίσχυρο πρόσωπο είχε ρυτίδες και ήταν γκριζαρισµένο, ενώ τα µάτια του έδειχναν κουρασµένα πίσω από τα µισόκλειστα βλέφαρά του. Η µύτη τουλάχιστον δεν είχε αλλάξει –αυτή η γαµψή, επιθετική µύτη των Σηµιτών– αλλά το µουστάκι είχε γκρίζες αποχρώσεις και ήθελε κούρεµα. Ο κακοµοίρης είχε χάσει τη σύζυγό του και το ένα του νεφρό, αλλά και τα έσοδα από το Κέντρο Πληροφόρησης Εγκληµάτων Πολέµου· οι απώλειες είχαν καταγραφεί παντού στο σώµα του –στο τσαλακωµένο, παλιό καπέλο µε το σηµάδι από τα δάχτυλά του, στον κόµπο της σκούρας γραβάτας του– και ο Μπέινον, εντοπίζοντας τα στοιχεία αυτά, συνειδητοποίησε για ποιο λόγο ο εσώτερος εαυτός του τον απέτρεπε από το να ανταποδώσει το τηλεφώνηµα. Οι ενοχές του διογκώθηκαν, όµως εκείνος τις καταπίεσε, λέγοντας στον εαυτό του ότι η αποφυγή των χαµένων ήταν ένα φυσικό και υγιές ένστικτο, ακόµα και –ή ίσως ειδικά– των χαµένων που ήταν κάποτε νικητές. Όµως οι άνθρωποι έπρεπε να φέρονται µε ευγένεια, φυσικά. «Κάθισε, Γιάκοβ» τον προσκάλεσε εγκάρδια, δείχνοντας το παγκάκι δίπλα του και τραβώντας το µπουκάλι µε το κρασί πιο κοντά του. «Δε θέλω να διακόψω το γεύµα σας» είπε ο Λίµπερµαν µε τη βαριά προφορά των αγγλικών του. «Μήπως θέλεις να µιλήσουµε αργότερα;» «Κάθισε» είπε ο Μπέινον. «Τους βλέπω αρκετά τους φίλους µου στο γραφείο.» Γύρισε την πλάτη του στη Φρέγια και την έσπρωξε λίγο· εκείνη αποµακρύνθηκε µερικά εκατοστά και γύρισε από την άλλη. Ο Μπέινον άφησε ελεύθερο το χώρο που δηµιουργήθηκε, και χαµογελώντας στον Λίµπερµαν του έκανε νόηµα να καθίσει. Ο Λίµπερµαν κάθισε και αναστέναξε. Κρατώντας τα γόνατά του µε τα µεγάλα του χέρια, συνοφρυώθηκε από πάνω τους, κουνώντας τα πόδια του µέσα έξω. «Καινούργια παπούτσια» είπε. «Με πεθαίνουν.» «Πώς είσαι κατά τ’ άλλα;» ρώτησε ο Μπέινον. «Και πώς είναι η κόρη σου;»
«Είµαι µια χαρά. Κι εκείνη είναι µια χαρά. Έχει τρία παιδιά πλέον, δύο κορίτσια κι ένα αγόρι.» «Α, πολύ ωραία.» Ο Μπέινον άγγιξε το λαιµό του µπουκαλιού ανάµεσά τους. «Φοβάµαι ότι δεν έχουµε άλλο ποτηράκι.» «Όχι, όχι. Δε µου το επιτρέπουν άλλωστε. Όχι αλκοόλ.» «Άκουσα πως ήσουν στο νοσοκοµείο...» «Μέσα, έξω, µέσα, έξω.» Ο Λίµπερµαν ανασήκωσε τους ώµους του και γύρισε τα κουρασµένα, καστανά του µάτια στον Μπέινον. «Έλαβα ένα πολύ τρελό τηλεφώνηµα» είπε. «Πριν από λίγες εβδοµάδες. Στη µέση της νύχτας. Ένα παιδί από τις Ηνωµένες Πολιτείες, από το Ιλινόις, µου τηλεφώνησε από το Σάο Πάολο. Είχε µια κασέτα µε τον Μένγκελε. Ξέρεις ποιος είναι ο Μένγκελε, έτσι δεν είναι;» «Ένας από τους καταζητούµενους Ναζιστές σου, έτσι δεν είναι;» «Ένας από τους καταζητούµενους όλων» είπε ο Λίµπερµαν «όχι µόνο δικός µου. Η γερµανική κυβέρνηση προσφέρει ακόµα εξήντα χιλιάδες µάρκα για χάρη του. Ήταν ο επικεφαλής γιατρός στο Άουσβιτς. Ο “Άγγελος του Θανάτου”, έτσι τον έλεγαν. Δύο πτυχία, ένα µάστερ και ένα διδακτορικό, κι έκανε χιλιάδες πειράµατα σε παιδιά, σε δίδυµα, προσπαθώντας να δηµιουργήσει καλούς Αρίους, να αλλάξει τα καστανά µάτια σε γαλάζια, µε χηµικά, µέσα από τα γονίδια. Ένας άνθρωπος µε δύο πτυχία! Τους σκότωσε: χιλιάδες δίδυµους σε όλη την Ευρώπη, Εβραίους και µη. Είναι όλα καταγεγραµµένα στο βιβλίο µου.» Ο Μπέινον σήκωσε το σάντουιτς µε την αυγοσαλάτα και το δάγκωσε αποφασιστικά. «Επέστρεψε στη Γερµανία µετά τον πόλεµο» συνέχισε ο Λίµπερµαν. «Η οικογένειά του είναι πλούσια εκεί, στο Γκέντσµπουργκ· αγροτικές µηχανές. Αλλά το όνοµά του άρχισε να αναφέρεται στις δίκες, κι έτσι η ODESSA τον πήρε από εκεί και τον πήγε στη Νότιο Αµερική. Τον βρήκαµε εκεί και τον κυνηγήσαµε από
πόλη σε πόλη: στο Μπουένος Άιρες, στη Μπαριλότσε, στην Ασουνσιόν. Από το ’59 ζει στη ζούγκλα, σε έναν οικισµό δίπλα σε ένα ποτάµι στα σύνορα της Βραζιλίας µε την Παραγουάη. Έχει έναν ολόκληρο στρατό σωµατοφυλάκων και την παραγουανή ιθαγένεια, µε αποτέλεσµα να µην µπορούµε να τον εκδώσουµε από τη χώρα. Όµως, πρέπει να διατηρεί χαµηλό προφίλ έτσι κι αλλιώς επειδή κάποιες οµάδες νεαρών Εβραίων εκεί κάτω εξακολουθούν να τον ψάχνουν. Κάποιοι από αυτούς έχουν βρεθεί να επιπλέουν στον ποταµό, στον Παρανά, µε κοµµένους λαιµούς.» Ο Λίµπερµαν έκανε µια παύση. Η Φρέγια χτύπησε απαλά το µπράτσο του Μπέινον και του ζήτησε το κρασί· εκείνος της έδωσε το µπουκάλι. «Το παιδί αυτό, λοιπόν, έχει µια κασέτα» είπε ο Λίµπερµαν, κοιτάζοντας ευθεία µπροστά, µε τα χέρια στα γόνατά του. «Ο Μένγκελε σε ένα εστιατόριο στέλνει πρώην άντρες των Ες Ες στη Γερµανία, στην Αγγλία, στη Σκανδιναβία και στις Ηνωµένες Πολιτείες, για να σκοτώσουν µερικούς εξηνταπεντάχρονους άντρες.» Γύρισε και χαµογέλασε στον Μπέινον. «Τρελό, έτσι; Και πρόκειται για µια πολύ σηµαντική επιχείρηση. Εµπλέκεται και η Kameradenwerk σε αυτήν, όχι µόνο ο Μένγκελε. Η Συντροφική Οργάνωση, που τους κρατά ασφαλείς και τους δίνει δουλειά εκεί κάτω. Πώς σου φαίνεται το κουφέτο, όπως λένε;» Ο Μπέινον βλεφάρισε και του χαµογέλασε. «Πολύ φοβάµαι ότι δε µου αρέσει» είπε. «Άκουσες µε τ’ αυτιά σου την κασέτα;» Ο Λίµπερµαν κούνησε το κεφάλι του. «Όχι. Τη στιγµή που ήταν έτοιµος να την παίξει για να την ακούσω, ακούστηκε ένας χτύπος στην πόρτα, τη δική του πόρτα, και πήγε να ανοίξει. Ακούστηκαν διάφοροι κρότοι, και λίγο αργότερα το τηλέφωνο έκλεισε.» «Τέλειος συγχρονισµός» είπε ο Μπέινον. «Μου µυρίζει απάτη, δε νοµίζεις; Ποιος ήταν αυτός;» Ο Λίµπερµαν ανασήκωσε τους ώµους του. «Ένα παιδί που άκουσε µια οµιλία µου πριν από δύο χρόνια, στο πανεπιστήµιό του,
στο Πρίνστον. Ήρθε να µε επισκεφθεί τον Αύγουστο και µου είπε ότι ήθελε να δουλέψει για λογαριασµό µου. Μήπως χρειάζοµαι καινούργιους συνεργάτες; Χρησιµοποιώ µόνο µια χούφτα από τους παλιούς. Ξέρεις –υποθέτω– ότι όλα µου τα χρήµατα, όλα τα χρήµατα του Κέντρου, ήταν στην Αλεµάινε Βίρτσαφτσµπανκ.» Ο Μπέινον ένευσε καταφατικά. «Το Κέντρο στεγάζεται στο διαµέρισµά µου πλέον – όλα τα αρχεία του, µερικά γραφεία, εγώ και το κρεβάτι µου. Το ταβάνι στο ισόγειο έχει ρωγµές. Ο σπιτονοικοκύρης µού έχει κάνει µήνυση. Οι µόνοι νέοι συνεργάτες που χρειάζοµαι είναι κυνηγοί χορηγών, κάτι που δεν αποτελεί το πεδίο ενδιαφέροντος του νεαρού. Έτσι, πήγε στο Σάο Πάολο ως αφεντικό του εαυτού του.» «Δεν είναι κάποιος που θα εµπιστευόµουν ιδιαίτερα.» «Αυτό ακριβώς σκέφτοµαι την ώρα που µου µιλάει. Και δεν ξέρει σωστά όλα τα στοιχεία. Ένας από τους άντρες των Ες Ες ονοµάζεται Μουντ, λέει, και γνωρίζει αυτό τον Μουντ από το δικό µου βιβλίο. Λοιπόν, στο βιβλίο µου γνωρίζω πως δεν υπάρχει κανένας Μουντ. Δεν ξέρω κανένα Μουντ. Έτσι αυτό δε βελτιώνει την εµπιστοσύνη µου. Παρ’ όλα αυτά... ύστερα από τους διάφορους κρότους, την ώρα που τον φωνάζω να επιστρέψει στο τηλέφωνο, ακούω ένα συγκεκριµένο ήχο, όχι πολύ δυνατό αλλά ιδιαίτερα καθαρό, που δε θα µπορούσε να είναι τίποτε άλλο: είναι ο ήχος µιας κασέτας που αποβάλλεται από ένα µαγνητόφωνο.» «Εξωθείται» είπε ο Μπέινον. «Όχι αποβάλλεται; Δε σπρώχνεται έξω;» «Το ονοµάζουµε εξωθείται. Το αποβάλλεται είναι µελαγχολικό, σε ρίχνει ψυχολογικά.» «Α...» Ο Λίµπερµαν ένευσε καταφατικά. «Σε ευχαριστώ. Να εξωθείται από ένα µαγνητόφωνο. Και κάτι ακόµα. Ήταν σιωπηλά εκείνη την ώρα, για µεγάλο χρονικό διάστηµα, και ήµουν κι εγώ σιωπηλός, προσπαθώντας να συνθέσω τους κρότους µε τον ήχο της
κασέτας· και µέσα σε αυτή τη µακριά ησυχία» –κοίταξε δυσοίωνα τον Μπέινον– «το µίσος βγήκε µέσα από το τηλέφωνο, Σίντνεϊ.» Ένευσε καταφατικά. «Δεν έχω ξανανιώσει τόσο µίσος, ούτε καν όταν µε κοίταξε ο Στανγκλ στο δικαστήριο. Το αντιλήφθηκα τόσο καθαρά όσο τη φωνή του νεαρού, και µπορεί να φταίει αυτό που µου είπε, αλλά ήµουν απολύτως βέβαιος ότι το µίσος αυτό προερχόταν από τον Μένγκελε. Κι όταν έκλεισε το τηλέφωνο ήµουν απολύτως βέβαιος ότι το έκλεισε ο Μένγκελε.» Κοίταξε µακριά και έγειρε µπροστά, µε τους αγκώνες του στα γόνατά του, µε το ένα χέρι να σφίγγει τη γροθιά του άλλου χεριού. Ο Μπέινον τον παρακολουθούσε, µε σκεπτικισµό αλλά συγκινηµένος. «Τι έκανες τότε;» ρώτησε. Ο Λίµπερµαν ίσιωσε το κορµί του, έτριψε τα χέρια του, κοίταξε τον Μπέινον και ανασήκωσε τους ώµους. «Τι θα µπορούσα να κάνω, στη Βιένη στις τέσσερις το πρωί; Έγραψα αυτά που µου είπε το παιδί, όλα όσα µπορούσα να θυµηθώ, και τα διάβασα, και είπα στον εαυτό µου ότι ήταν τρελός κι ότι ήµουν κι εγώ τρελός. Αλλά ποιος… εξώθησε την κασέτα και έκλεισε το τηλέφωνο; Μπορεί να µην ήταν ο Μένγκελε, αλλά κάποιος ήταν. Αργότερα, όταν ήταν πλέον πρωί εκεί, τηλεφώνησα στον Μάρτιν Μακ Κάρθι στην Πρεσβεία των ΗΠΑ στη Βραζιλία· εκείνος τηλεφώνησε στην αστυνοµία του Σάο Πάολο, κι εκείνοι κάλεσαν την τηλεφωνική εταιρεία και βρήκαν από πού είχε γίνει το τηλεφώνηµα. Από ένα ξενοδοχείο. Το παιδί εξαφανίστηκε από το ξενοδοχείο στη διάρκεια της νύχτας. Τηλεφώνησα στον Πάχερ εδώ και τον ρώτησα αν θα µπορούσε να ζητήσει από τη Βραζιλία να έχει το νου της για άντρες των Ες Ες –το παιδί είπε ότι θα έφευγαν εκείνη την ηµέρα– και ο Πάχερ δε µε κορόιδεψε ακριβώς, αλλά µου είπε όχι, όχι χωρίς κάποια απτή απόδειξη. Η εξαφάνιση ενός αγοριού από το δωµάτιο ενός ξενοδοχείου χωρίς να πληρώσει το λογαριασµό δεν είναι απτή απόδειξη. Και ούτε είναι και τα λόγια µου όταν µιλάω για την αναχώρηση κάποιων ανθρώπων των Ες Ες µόνο και µόνο επειδή µου το είπε αυτό το παιδί. Προσπάθησα να βρω το Γερµανό
εισαγγελέα που έχει αναλάβει την υπόθεση Μένγκελε, αλλά έλειπε. Αν ήταν ακόµα ο Φριτς Μπάουερ, θα ήταν εκεί για µένα, αλλά ο καινούργιος έλειπε.» Ανασήκωσε τους ώµους του και πάλι, έτριψε το λοβό του αυτιού του. «Έτσι οι άντρες έφυγαν από τη Βραζιλία, αν το παιδί είχε δίκιο, και το ίδιο το παιδί δεν το έχουν βρει ακόµα. Ο πατέρας του βρίσκεται εκεί κάτω και πιέζει την αστυνοµία· είναι ένας ευυπόληπτος άνθρωπος, απ’ όσο καταλαβαίνω. Αλλά έχει ένα νεκρό γιο.» Ο Μπέινον είπε µε απολογητικό ύφος: «Δεν µπορώ να καταθέσω ένα ρεπορτάζ στη Βιένη για κάποιο– » «Όχι, όχι, όχι» τον διέκοψε ο Λίµπερµαν, ακουµπώντας το τρεµάµενο χέρι του πάνω στο πόδι του Μπέινον. «Δε θέλω να καταθέσεις κάποιο ρεπορτάζ. Αυτό που θέλω να κάνεις είναι το εξής, Σίντνεϊ· και είµαι σίγουρος ότι µπορείς και ελπίζω να µη σου δηµιουργώ µεγάλο πρόβληµα. Το παιδί είπε ότι η πρώτη δολοφονία θα εκτελεστεί µεθαύριο, στις δεκαέξι Οκτωβρίου. Αλλά δεν είπε πού. Μπορείς να ζητήσεις από τα κεντρικά γραφεία στο Λονδίνο να σου στείλουν αποκόµµατα εφηµερίδων ή τις αναφορές από τα υπόλοιπα γραφεία σας; Για άντρες εξήντα τεσσάρων µε εξήντα έξι ετών, που δολοφονήθηκαν ή πέθαναν από ατυχήµατα; Οτιδήποτε εκτός από φυσικούς θανάτους, από την Τετάρτη και µετά. Μόνο αντρών εξήντα τεσσάρων µε εξήντα έξι.» Ο Μπέινον συνοφρυώθηκε, διόρθωσε τη θέση των γυαλιών του και έστρεψε το βλέµµα και τις αµφιβολίες του στον Λίµπερµαν. «Δεν ήταν απάτη, Σίντνεϊ. Δεν ήταν ο τύπος που θα έκανε κάτι τέτοιο. Αγνοείται εδώ και τρεις εβδοµάδες, και έγραφε στο σπίτι του συχνά, µέχρι που τους τηλεφωνούσε όταν άλλαζε ξενοδοχεία.» «Συµφωνώ ότι είναι µάλλον νεκρός» είπε ο Μπέινον. «Δε θα µπορούσε, όµως, να σκοτωθεί επειδή έχωσε τη µύτη του εκεί που δεν τον έσπερναν, ως ένας ακόµα νεαρός που αναζητούσε τον Μένγκελε; Ή ακόµα δε θα µπορούσε να πέσει θύµα ληστείας και να σκοτωθεί από κάποιο συνηθισµένο κλέφτη; Ο θάνατός του δεν αποδεικνύει σε
καµία περίπτωση ότι... κάποιοι εφαρµόζουν ένα σχέδιο των Ναζί για να σκοτώσουν άντρες συγκεκριµένης ηλικίας.» «Το είχε καταγεγραµµένο στην κασέτα. Για ποιο λόγο να µου πει ψέµατα;» «Ίσως δε σου είπε ψέµατα. Η κασέτα µπορεί να ήταν µια φάρσα εναντίον του. Ή ίσως την ερµήνευσε λανθασµένα.» Ο Λίµπερµαν πήρε µιαν ανάσα, εξέπνευσε και ένευσε καταφατικά. «Το ξέρω» είπε. «Είναι πιθανό. Αυτό σκέφτηκα κι εγώ στην αρχή. Κι ακόµη το σκέφτοµαι µερικές φορές. Αλλά κάποιος πρέπει να ελέγξει κάπως την κατάσταση, κι αν δεν το κάνω εγώ, ποιος θα το κάνει; Αν κάνει λάθος, έκανα κι εγώ λάθος· έχασα το χρόνο µου και απασχόλησα τον Σίντνεϊ Μπέινον χωρίς λόγο. Αλλά αν είχε δίκιο – τότε µιλάµε για κάτι πολύ µεγάλο, και ο Μένγκελε έχει κάποιο λόγο που το κάνει. Κι εγώ πρέπει να βρω κάτι απτό, ώστε οι εισαγγελείς να µου µιλούν, όχι να λείπουν, και να το σταµατήσω πριν ολοκληρωθεί. Θα σου πω κάτι, Σίντνεϊ. Ξέρεις τι;» «Τι;» «Υπάρχει κάποιος Μουντ στο βιβλίο µου.» Κούνησε το κεφάλι µελαγχολικά. «Ακριβώς εκεί που µου είπε ότι αναφερόταν, σε έναν κατάλογο φρουρών της Τρεµπλίνκα που διέπραξαν κτηνωδίες. Ο Haupt-scharfürer των Ες Ες, Άλφριντ Μουντ. Τον είχα ξεχάσει· ποιος µπορεί να τους θυµάται όλους; Έχει ένα πολύ λεπτό φάκελο: µια γυναίκα στη Ρίγα τον είδε να σπάει το σβέρκο ενός δεκατετράχρονου κοριτσιού· ένας άντρας στη Φλόριντα ευνουχίστηκε από εκείνον και θέλει να έρθει να καταθέσει µόλις τον πιάσω. Άλφριντ Μουντ. Εποµένως το παιδί είχε δίκιο µία φορά, και άρα µπορεί να είχε δίκιο δύο φορές. Θα µου βρεις τα αποκόµµατα, σε παρακαλώ; Θα το εκτιµούσα.» Ο Μπέινον πήρε µια βαθιά ανάσα και υπέκυψε. «Θα δω τι µπορώ να κάνω.» Άφησε το ποτηράκι δίπλα του και πήρε το σηµειωµατάριό του µαζί µε ένα στιλό από το σακάκι κου. «Σε ποιες χώρες είπες;»
«Λοιπόν, το παιδί ανέφερε τη Γερµανία, και την Αγγλία, και τη Σκανδιναβία –τη Νορβηγία, τη Σουηδία, τη Δανία– και τις Ηνωµένες Πολιτείες. Αλλά µε τον τρόπο που µιλούσε µου έδωσε την εντύπωση πως υπήρχαν κι άλλες τοποθεσίες που δεν ανέφερε καθόλου. Άρα καλό θα ήταν να µιλήσεις επίσης µε τη Γαλλία και την Ολλανδία.» Ο Μπέινον έριξε µια γρήγορη µατιά στον Λίµπερµαν, και άρχισε να στενογραφεί. «Σ’ ευχαριστώ, Σίντνεϊ» είπε ο Λίµπερµαν. «Σου είµαι πραγµατικά ευγνώµων. Αν βρω το παραµικρό, θα είσαι ο πρώτος που θα το µάθει. Όχι µόνο σε αυτή την υπόθεση, σε οποιαδήποτε.» «Έχεις ιδέα πόσοι άνθρωποι λίγο µετά τα εξήντα πεθαίνουν κάθε µέρα;» είπε ο Μπέινον. «Από δολοφονία; Ή σε ατυχήµατα που θα µπορούσαν να είναι δολοφονίες;» Ο Λίµπερµαν κούνησε το κεφάλι του. «Όχι, όχι πολλοί. Ελπίζω να µην είναι πολλοί. Και κάποιους θα µπορούσα να τους αποκλείσω λόγω επαγγέλµατος.» «Τι εννοείς;» Ο Λίµπερµαν πέρασε το χέρι του πάνω από το µουστάκι του και κράτησε το πιγούνι του µε το ένα δάχτυλο υψωµένο στα χείλη του. Μια στιγµή αργότερα χαµήλωσε το χέρι του και ανασήκωσε τους ώµους. «Τίποτα» είπε. «Είναι κάποιες λεπτοµέρειες που µου ανέφερε το παιδί. Άκου» –έδειξε το σηµειωµατάριο του Μπέινον– «βεβαιώσου ότι θα αναφέρεις ότι είναι “ανάµεσα στα εξήντα τέσσερα και στα εξήντα έξι”.» «Το έκανα» είπε ο Μπέινον, κοιτάζοντάς τον. «Ποιες είναι οι άλλες λεπτοµέρειες;» «Δεν είναι κάτι σηµαντικό.» Ο Λίµπερµαν έβαλε το χέρι µέσα στο παλτό του. «Πετάω για το Αµβούργο στις τέσσερις και µισή» είπε. «Έχω οµιλίες στη Γερµανία µέχρι τις τρεις Νοεµβρίου.» Έβγαλε ένα πορτοφόλι, ένα παχύ, φθαρµένο καφέ πορτοφόλι. «Άρα ό,τι βρεις, σε παρακαλώ, να µου το ταχυδροµήσεις στο διαµέρισµά µου για να το
βρω όταν θα επιστρέψω.» Έδωσε µια κάρτα στον Μπέινον. «Κι αν ανακαλύψεις φόνους µε την ένδειξη των Ναζί;» «Ποιος ξέρει;» Ο Λίµπερµαν έβαλε ξανά το πορτοφόλι του στο παλτό του. «Κάνω µόνο ένα βήµα τη φορά.» Χαµογέλασε στον Μπέινον. «Ειδικά µε αυτά τα παπούτσια.» Στήριξε τα χέρια του στους µηρούς του και σηκώθηκε όρθιος, κοίταξε γύρω και κούνησε το κεφάλι του απογοητευµένος. «Μµ. Μελαγχολική ηµέρα.» Γύρισε και απευθύνθηκε σε όλους: «Γιατί τρώτε έξω µια τέτοια µέρα;» «Είµαστε ο Σύλλογος Φίλων του Μότσαρτ της Δευτέρας» είπε ο Μπέινον, χαµογελώντας και δείχνοντας µε τον αντίχειρά του πίσω το µνηµείο. Ο Λίµπερµαν άπλωσε το χέρι του· ο Μπέινον του το έσφιξε. Ο Λίµπερµαν χαµογέλασε στους υπόλοιπους και είπε: «Συγγνώµη που σας στέρησα αυτόν το γοητευτικό νέο.» «Σου τον παραχωρούµε» είπε ο Ντέρµοτ Μπρόντι. «Σ’ ευχαριστώ, Σίντνεϊ» είπε ο Λίµπερµαν στον Μπέινον. «Το ήξερα ότι µπορώ να στηριχτώ πάνω σου. Α, και άκου.» Έσκυψε και µίλησε χαµηλόφωνα, κρατώντας το χέρι του Μπέινον. «Ζήτησέ τους, σε παρακαλώ, από την Τετάρτη και µετά. Να συνεχίσουν, αυτό εννοώ. Επειδή το παιδί µού είπε ότι θα έφευγαν έξι, και άραγε ο Μένγκελε θα τους έστελνε όλους µαζί ταυτόχρονα αν κάποιοι από αυτούς έπρεπε να περιµένουν για πολύ καιρό; Εποµένως θα πρέπει να υπάρξουν άλλες δύο δολοφονίες όχι πολύ µετά την πρώτη –αν δουλεύουν, δηλαδή, σε οµάδες των δύο ατόµων– ή και πέντε ακόµα, Θεός φυλάξει, αν δουλεύουν αυτόνοµα. Και αν, φυσικά, είχε δίκιο το παιδί. Θα το κάνεις αυτό;» Ο Μπέινον ένευσε καταφατικά. «Πόσες δολοφονίες θα γίνουν συνολικά;» ρώτησε. Ο Λίµπερµαν τον κοίταξε. «Πολλές» είπε. Άφησε το χέρι του Μπέινον, ίσιωσε το κορµί του και ένευσε για να αποχαιρετήσει τους υπόλοιπους. Έχωσε τα χέρια
του µέσα στις τσέπες του παλτού του, γύρισε από την άλλη και ξεκίνησε µε γρήγορα βήµατα προς την οχλοβοή και την κίνηση των αυτοκινήτων του Δακτυλίου. Οι τέσσερις στο παγκάκι τον παρακολουθούσαν καθώς έφευγε. «Ω, Θεέ µου» είπε ο Μπέινον και η Φρέγια Νόισταντ κούνησε το κεφάλι της θλιµµένα. Ο Ντέρµοτ Μπρόντι έγειρε µπροστά και είπε: «Τι ήταν αυτό το τελευταίο, Σιντ;» «Ήθελε να τους ζητήσω να µη σταµατήσουν να µαζεύουν αποκόµµατα.» Ο Μπέινον έβαλε το σηµειωµατάριο και το στιλό µέσα στο σακάκι του. «Θα υπάρξουν τρεις ή έξι δολοφονίες, όχι µόνο µία. Κι άλλες εκτός από αυτές.» Ο Πολ Χίγκµπι έβγαλε την πίπα από το στόµα του και είπε: «Να µια παράξενη σκέψη: έχει απόλυτο δίκιο.» «Οχ, ξέχασέ το» είπε η Φρέγια. «Οι Ναζί τον µισούν διά τηλεφώνου;» Ο Μπέινον σήκωσε το ποτηράκι του και όρµησε στο µισό σάντουιτς. «Τα τελευταία δύο χρόνια ήταν πολύ σκληρά για εκείνον» είπε. «Πόσων χρόνων είναι;» ρώτησε αµέσως η Φρέγια. «Δεν είµαι σίγουρος» είπε ο Μπέινον. «Α, ναι, κατάλαβα. Περίπου εξήντα πέντε, νοµίζω.» «Βλέπεις;» είπε η Φρέγια στον Πολ. «Έτσι οι Ναζί σκοτώνουν εξηνταπεντάχρονους άντρες. Είναι µια καλά δοµηµένη, παρανοϊκή φαντασίωση. Σε ένα µήνα θα λέει ότι κυνηγούν τον ίδιο.» Ο Ντέρµοτ Μπρόντι έγειρε ξανά µπροστά και ρώτησε τον Μπέινον: «Θα του µαζέψεις όντως τα αποκόµµατα;» «Όχι φυσικά» είπε η Φρέγια και γύρισε προς τον Μπέινον. «Δε θα το κάνεις, σωστά;» Ο Μπέινον ήπιε λίγο κρασί, κρατώντας το σάντουίτς του. «Κοίτα,
είπα ότι θα προσπαθήσω» είπε. «Κι αν δεν το κάνω, απλώς θα µου γίνει φόρτωµα µόλις επιστρέψει. Άλλωστε, το Λονδίνο θα νοµίζει ότι ερευνώ κάποια υπόθεση.» Χαµογέλασε στη Φρέγια. «Δε βλάπτει να δίνεις αυτή την εντύπωση.» Σε αντίθεση µε τους περισσότερους άντρες στην ηλικία του, ο εξηνταπεντάχρονος Εµίλ Ντέρινγκ, ο οποίος ήταν κάποτε ο δεύτερος στη σειρά βοηθός του επικεφαλής της Επιτροπής Δηµόσιων Συγκοινωνιών του Έσεν, δεν είχε επιτρέψει στον εαυτό του να γίνει ένα πλάσµα της συνήθειας. Είχε πάρει σύνταξη και πλέον ζούσε στο Γκλάντµπεκ, µια κωµόπολη στα βόρεια της πόλης, και φρόντιζε προσεκτικά να εναλλάσσει την καθηµερινή του ρουτίνα. Πήγαινε για τις πρωινές εφηµερίδες χωρίς προκαθορισµένη ώρα, επισκεπτόταν την αδερφή του στο Όµπερχαουζεν χωρίς να επιλέγει συγκεκριµένα απογεύµατα και περνούσε τα βράδια του –όποτε δεν αποφάσιζε την τελευταία στιγµή να µείνει στο σπίτι του– χωρίς να διαλέγει πάντα το ίδιο αγαπηµένο του µπαρ στη γειτονιά. Αντίθετα, είχε τρία αγαπηµένα µπαρ, και επέλεγε κάποιο από αυτά µόνο όταν έβγαινε από το διαµέρισµά του. Κάποιες φορές επέστρεφε µέσα σε µία ή δύο ώρες, κάποιες φορές δε γυρνούσε πριν από τα µεσάνυχτα. Όλη του τη ζωή ο Ντέρινγκ αντιλαµβανόταν τους εχθρούς που του έστηναν ενέδρες και είχε προστατευτεί όχι µόνο µε το όπλο που κουβαλούσε, όταν ήταν αρκετά µεγάλος σε ηλικία, αλλά και µε το να διατηρεί τις κινήσεις του όσο πιο απρόβλεπτες µπορούσε. Στην αρχή ήταν τα µεγάλα αδέρφια των µικρών µαθητών που τον είχαν κατηγορήσει άδικα ότι τους φερόταν σαν νταής. Στη συνέχεια ήταν οι άλλοι στρατιώτες, όλοι τους αφελείς, που είχαν αντιµετωπίσει µε απέχθεια τη δεξιοτεχνία του στο να γίνεται αρεστός στους αξιωµατικούς και να παίρνει εύκολες και ασφαλείς αποστολές. Ύστερα ήταν οι ανταγωνιστές του στην Επιτροπή Συγκοινωνιών, κάποιοι από τους οποίους θα µπορούσαν να δώσουν µαθήµατα δολοπλοκίας στον Μακιαβέλι. Τι ιστορίες είχε να διηγηθεί ο Ντέρινγκ για την Επιτροπή Συγκοινωνιών!
Και τώρα, την περίοδο που θα έπρεπε να διανύει τα χρυσά του χρόνια, που πίστευε ότι θα µπορούσε επιτέλους να χαλαρώσει τις άµυνές του και να ηρεµήσει, να χώσει το παλιό Μάουζερ στο βάθος του συρταριού του κοµοδίνου, τώρα περισσότερο από κάθε άλλη φορά ήξερε ότι ο κίνδυνος επίθεσης εναντίον του ήταν πραγµατικός. Η δεύτερη σύζυγός του, η Κλάρα, η οποία ήταν –όπως δεν κουραζόταν ποτέ να του το θυµίζει µε υπόνοιες– είκοσι τρία χρόνια νεότερη από εκείνον, είχε, και ήταν σίγουρος γι’ αυτό, ερωτική σχέση µε τον πρώην δάσκαλο κλαρινέτου του γιου του, έναν απεχθή άντρα στα όρια της οµοφυλοφιλίας, που λεγόταν Βίλχελµ Σπρίνγκερ, ο οποίος ήταν ακόµα πιο νέος από εκείνη –τριάντα οκτώ!– και τουλάχιστον κατά το ήµισυ Εβραίος. Ο Ντέρινγκ δεν είχε καµία αµφιβολία ότι η Κλάρα και η Εβραιοαδερφή, ο Σπρίνγκερ, θα ενθουσιάζονταν αν εκείνος έβγαινε από τη µέση· όχι µόνο θα γινόταν χήρα, αλλά και πλούσια. Είχε πάνω από τριακόσιες χιλιάδες µάρκα (που γνώριζε εκείνη, συν πεντακόσιες χιλιάδες που δε γνώριζε κανείς, θαµµένα σε δύο ατσάλινα κιβώτια στην πίσω αυλή της αδερφής του). Τα χρήµατα ήταν που απέτρεπαν την Κλάρα από το να ζητήσει διαζύγιο. Περίµενε –και το ίδιο έκανε από τότε που παντρεύτηκαν– η σκύλα. Λοιπόν, θα συνέχιζε να περιµένει· η υγεία του βρισκόταν σε καλά επίπεδα και ήταν έτοιµος να αντιµετωπίσει µια ντουζίνα Σπρίνγκερ που µπορεί να ξεπηδούσαν εναντίον του από σκοτεινά σοκάκια. Πήγαινε στο γυµναστήριο δύο φορές την εβδοµάδα –όχι σε προκαθορισµένα απογεύµατα– και παρά τα εξήντα πέντε του χρόνια, εξακολουθούσε να είναι πολύ καλός στην πάλη µε τους άντρες, έστω κι αν δεν ήταν πλέον το ίδιο καλός στην πάλη που δίνει κανείς µε τις γυναίκες. Ήταν οίδιος καλός και ήταν και το Μάουζέρ του το ίδιο καλό· του άρεσε να το λέει στον εαυτό του, χαµογελώντας, καθώς χτυπούσε τρυφερά το µεγάλο, σκληρό αντικείµενο που βρισκόταν κάτω από τη µασχάλη στο παλτό του. Το είπε και στον Ράιχµαϊντερ, τον αντιπρόσωπο χειρουργικών
εργαλείων που γνώρισε το προηγούµενο βράδυ εκεί, στο µπαρ Λορελάι. Τι ευχάριστος άνθρωπος ήταν αυτός ο Ράιχµαϊντερ! Έδειχνε πραγµατικό ενδιαφέρον για τις ιστορίες της Επιτροπής Συγκοινωνιών – κόντεψε να πέσει από το σκαµπό του από το γέλιο όταν άκουσε το αποτέλεσµα της κατανοµής των κονδυλίων το ’58. Η συζήτηση µαζί του ήταν αµήχανη στην αρχή λόγω του σπασµωδικού τρόπου µε τον οποίο κουνιόταν το ένα µάτι του –ήταν προφανώς τεχνητό– αλλά ο Ντέρινγκ το συνήθισε γρήγορα και του είπε όχι µόνο για την κατανοµή των κονδυλίων αλλά και για την κυβερνητική έρευνα του ’64 και το σκάνδαλο Ζέλερµαν. Στη συνέχεια πέρασαν σε πιο προσωπικό επίπεδο –πέντε ή έξι µπίρες είχαν κατέβει ήδη στο λαρύγγι– και ο Ντέρινγκ έγινε πιο αποκαλυπτικός για την Κλάρα και τον Σπρίνγκερ. Τότε ήταν που χτύπησε τρυφερά το Μάουζερ και είπε αυτά που είπε για τον εαυτό του και για εκείνο. Ο Ράιχµαϊντερ δεν µπορούσε να πιστέψει ότι ήταν εξήντα πέντε. «Θα ορκιζόµουν ότι δεν είσαι πάνω από πενήντα επτά, το πολύ!» επέµεινε. Τι καλό ανθρωπάκι! Ήταν κρίµα που θα έµενε στην περιοχή µόνο για λίγες ηµέρες· ήταν τυχερός, όµως, που έµενε στο Γκλάντµπεκ και όχι στην ίδια την πόλη του Έσεν. Για να συναντήσει και πάλι τον Ράιχµαϊντερ και να του µιλήσει για την άνοδο και την πτώση του Όσκαρ «Ξερόλα» Βόβινκελ, επέστρεψε ο Ντέρινγκ στο µπαρ Λορελάι εκείνο το βράδυ. Όµως, ήταν περασµένες εννιά και ο Ράιχµαϊντερ δεν είχε εµφανιστεί, παρά την ξεκάθαρη συνεννόησή τους το προηγούµενο βράδυ. Υπήρχαν αρκετοί θορυβώδεις νέοι και όµορφες κοπέλες, µία από τις οποίες αποκάλυπτε σχεδόν το στήθος της, και µόνο λίγοι παλιοί θαµώνες –ο Φιρστ, ο Άπφελ, ο πώς-τον-λένε– κανείς από τους οποίους δεν ήταν καλός ακροατής. Έµοιαζε περισσότερο µε Παρασκευή ή Σάββατο και λιγότερο µε Τετάρτη. Ένας ποδοσφαιρικός αγώνας πήγαινε δεξιά αριστερά στην τηλεόραση· ο Ντέρινγκ τον παρακολουθούσε, έπινε αργά, και κοιτούσε από τον καθρέφτη εκείνα τα υπέροχα, νεαρά βυζιά. Περιστασιακά έγερνε λίγο πίσω στο σκαµπό του και
προσπαθούσε να ρίξει µια γρήγορη µατιά στους νεοφερµένους που βρίσκονταν στην πόρτα, ελπίζοντας ακόµα ο Ράιχµαϊντερ να κάνει την εµφάνιση που του είχε υποσχεθεί. Και όντως την έκανε, αλλά µε τον πιο παράξενο και ξαφνικό τρόπο, µε ένα χέρι να αρπάζει τον ώµο του Ντέρινγκ, µε µια επιτακτικότητα στο βλέµµα κι έναν ψίθυρο: «Ντέρινγκ, έλα έξω γρήγορα! Πρέπει να σου πω κάτι!» Και χάθηκε ξανά. Μπερδεµένος, ο Ντέρινγκ τράβηξε την προσοχή του Φραντς, του πέταξε ένα χαρτονόµισµα των δέκα και βγήκε έξω. Ο Ράιχµαϊντερ του έγνεφε επιτακτικά, προχωρώντας προς την Κίρχενγκασε. Ένα µαντίλι ήταν τυλιγµένο γύρω από το αριστερό του χέρι, σαν να το είχε τραυµατίσει· σκόνη λέκιαζε τα µπατζάκια και τους ώµους του ακριβού γκρίζου κουστουµιού του. Πηγαίνοντας βιαστικά προς το µέρος του, ο Ντέρινγκ είπε: «Τι συµβαίνει; Τι σου συνέβη;» «Σ’ εσένα είναι πιθανό να συµβούν διάφορα, όχι σε εµένα!» είπε ενθουσιασµένος ο Ράιχµαϊντερ. «Πέρασα κατά τύχη από εκείνο το κτίριο που θα κατεδαφίσουν, στο επόµενο τετράγωνο προς τα κάτω στο δρόµο. Άκου, πώς είναι το όνοµά του – εκείνου του τύπου για τον οποίο µου µίλησες, εκείνου που σαλιαρίζει µε τη σύζυγό σου;» «Σπρίνγκερ» είπε ο Ντέρινγκ, που αν και µπερδεµένος είχε παρασυρθεί από τον ενθουσιασµό του Ράιχµαϊντερ. «Βίλχελµ Σπρίνγκερ!» «Το ήξερα πως ήταν αυτό!» είπε ενθουσιασµένος ο Ράιχµαϊντερ. «Το ήξερα πως δεν έκανα λάθος! Τι τύχη που βρέθηκα – άκου, θα σου εξηγήσω τα πάντα. Κατέβαινα αυτή την οδό και κατευθυνόµουν προς τα εδώ, κι έπρεπε να κατουρήσω, επειδή πολύ απλά δεν µπορούσα να κρατηθώ άλλο. Έτσι, όταν βρέθηκα µπροστά στο κτίριο, αυτό που θα κατεδαφιστεί, µπήκα στο σοκάκι στο πλάι του· όµως, τα φώτα ήταν πολλά εκεί κι έτσι βρήκα ένα άνοιγµα στις πόρτες που βάζουν για να αποκλείσουν το µέρος και γλίστρησα στο εσωτερικό του. Έκανα αυτό που έπρεπε να κάνω, και καθώς
ετοιµαζόµουν να ξαναβγώ, δύο άντρες ήρθαν και σταµάτησαν µπροστά στο σηµείο ακριβώς από το οποίο µπήκα µέσα. Ο ένας αποκάλεσε τον άλλο Σπρίνγκερ» –ένευσε καταφατικά µε αργές κινήσεις, σίγουρες, την ώρα που ο Ντέρινγκ πήρε µια απότοµη ανάσα– «κι εκείνος έλεγε στον πρώτο φράσεις όπως: “Είναι στο Λορελάι αυτή τη στιγµή, ο γερο-µπάσταρδος” και “Θα φάει το ξύλο της χρονιάς του, το αρχίδι.” Ήξερα ότι το όνοµα που µου ανέφερες ήταν Σπρίνγκερ! Κι αυτός είναι ο δρόµος που παίρνεις για να πας στο σπίτι σου, σωστά;» Ο Ντέρινγκ, µε κλειστά τα µάτια, πήρε µια βαθιά ανάσα και κατάπιε ένα µέρος της οργής του. «Μερικές φορές» ψιθύρισε και άνοιξε τα µάτια του. «Πηγαίνω από διάφορους δρόµους.» «Λοιπόν, σε περιµένουν να περάσεις από εκεί απόψε. Περιµένουν εκεί, και οι δυο τους, µε κάποιο είδος ροπάλων, τα καπέλα χαµηλωµένα πάνω από τα µάτια τους, σηκωµένους γιακάδες· έτσι ακριβώς όπως µου τα έλεγες χθες το βράδυ, ο Σπρίνγκερ σχεδιάζει να πεταχτεί από ένα σοκάκι. Πέρασα µέσα από το κτίριο και βρήκα µια έξοδο στην απέναντι πλευρά.» Ο Ντέρινγκ πήρε µια ακόµα βαθιά ανάσα και χτύπησε µε ευγνωµοσύνη το χέρι του στο σκονισµένο ώµο του Ράιχµαϊντερ. «Σ’ ευχαριστώ» είπε. «Σ’ ευχαριστώ.» Χαµογελώντας, ο Ράιχµαϊντερ είπε: «Είµαι βέβαιος ότι µπορείς να ισοπεδώσεις και τους δυο τους µε το ένα χέρι δεµένο στην πλάτη –ο δεύτερος τύπος είναι ξερακιανός, ένα τίποτα– αλλά το πιο σοφό, φυσικά, θα είναι να επιστρέψεις απλώς στο σπίτι σου από διαφορετική διαδροµή. Θα έρθω µαζί σου αν θέλεις. Εκτός, βέβαια, κι αν θέλεις καλύτερα να απαλλαγείς από τον Σπρίνγκερ µια για πάντα.» Ο Ντέρινγκ τον κοίταξε απορηµένος. «Είναι µια χρυσή ευκαιρία, πραγµατικά» τόνισε ο Ράιχµαϊντερ «κι αυτός θα σου επιτεθεί κάποιο άλλο βράδυ αν δεν το κάνεις εσύ. Είναι πολύ απλό· πηγαίνεις εκεί, αυτοί επιτίθενται» –έριξε µια γρήγορη
µατιά στο παλτό του Ντέρινγκ και τον κοίταξε λοξά– «και τους την ανάβεις. Θα βρίσκοµαι λίγα µέτρα πιο πίσω, για να µε έχεις µάρτυρα, και στην απίθανη περίπτωση που θα σου προκαλέσουν ουσιαστικά προβλήµατα» –έγειρε πιο κοντά και τράβηξε στο πλάι το πέτο του για να του δείξει την κάνη ενός όπλου– «θα τους αναλάβω εγώ και θα γίνεις εσύ ο δικός µου µάρτυρας. Σε κάθε περίπτωση θα τον ξεφορτωθείς, και το χειρότερο που µπορείς να πάθεις είναι να σε χτυπήσουν δυο τρεις φορές µε ένα ρόπαλο.» Ο Ντέρινγκ έµεινε να κοιτάζει τον Ράιχµαϊντερ. Έβαλε το χέρι του στο παλτό του, έπιασε το σκληρό αντικείµενο που έκρυβε. «Θεέ µου» είπε µε θαυµασµό «πώς θα ήταν να χρησιµοποιούσα αυτό το αντικείµενο!» Ο Ράιχµαϊντερ ξετύλιξε το µαντίλι από το χέρι του και φύσηξε µια µατωµένη αµυχή στην πίσω πλευρά του. «Θα κάνει τη σύζυγό σου να µπει σε σκέψεις» σχολίασε. «Θεέ µου» είπε µε αγαλλίαση ο Ντέρινγκ «δεν το είχα σκεφτεί καν αυτό! Θα λιποθυµήσει µπροστά στα πόδια µου! “Πες µου, Κλάρα, θυµάσαι τον Βίλχελµ Σπρίνγκερ, το δάσκαλο του κλαρινέτου που είχε ο Έριχ; Μου επιτέθηκε στο δρόµο απόψε –δεν µπορώ να φανταστώ για ποιο λόγο– και τον σκότωσα”.» Έπιασε τα µάγουλά του ενθουσιασµένος και σφύριξε. «Θεέ µου, θα πεθάνει κι αυτή!» «Έλα, πάµε να το κάνουµε!» τον παρότρυνε ο Ράιχµαϊντερ. «Πριν χάσουν την ψυχραιµία τους και τρέξουν µακριά!» Διέσχισαν βιαστικά τη σκοτεινή παρακµή της Κίρχενγκασε. Λαµπερά φώτα κινήθηκαν από πάνω τους και τους προσπέρασαν βιαστικά. «Ποιος είπε ότι δεν υπάρχει δικαιοσύνη, ε;» «“Αρχίδι”; Σκατένια αδερφή, θα σου ρίξω απευθείας στην καρδιά!» Διέσχισαν την έρηµη Λίντενστρασε. Προχωρούσαν µε πιο αργά βήµατα τώρα και ήσυχα, κοντά στις κλειστές βιτρίνες. Κι έφτασαν σε
ένα τετραώροφο, πέτρινο κτίριο, σκοτεινό και µε γκρεµισµένη οροφή κάτω από το φεγγαροφώτιστο ουρανό, στους πρόποδες του οποίου βρίσκονταν προχειροφτιαγµένα περάσµατα από ξύλα και βαµµένες πόρτες. Ο Ράιχµαϊντερ τράβηξε τον Ντέρινγκ στο σκοτάδι του πλαϊνού σοκακιού. «Μείνε εδώ» ψιθύρισε. «Θα πάω από µέσα για να βεβαιωθώ ότι δεν έχουν άλλους δέκα να µας περιµένουν.» «Ναι, καλά κάνεις!» Ο Ντέρινγκ έβγαλε έξω το όπλο. «Ξέρω το δρόµο πλέον κι έχω µαζί µου κι ένα στιλό-φακό· δε θα αργήσω. Μείνε εδώ ακριβώς.» «Μην τους αφήσεις να σε δουν!» Μακριά του ήδη, ο Ράιχµαϊντερ ψιθύρισε: «Μην ανησυχείς.» Εµφανίστηκε το πέρασµα, µε οροφή από ξύλινες τάβλες και τοίχους από πόρτες στο αχνό φως που ανεβοκατέβαινε σαν φελλός. Η ψηλή, αδύνατη σιλουέτα του Ράιχµαϊντερ χώθηκε µέσα του, έστριψε προς την εσωτερική πλευρά του τοίχου και χάθηκε, αφήνοντας σκοτάδι. Σε κατάσταση εγρήγορσης και ενθουσιασµού –και νιώθοντας την ανάγκη να κατουρήσει– ο Ντέρινγκ κρατούσε το υπέροχα βαρύ Μάουζερ, που κουβαλούσε εδώ και τόσα χρόνια και τώρα ήταν έτοιµος να χρησιµοποιήσει. Το έφερε πιο κοντά στο άνοιγµα του περάσµατος και το επιθεώρησε στο αχνό φως που εξέπεµπε η Λίντενστρασε· χάιδεψε µε το ένα χέρι την απαλή κάνη του, έσπρωξε προσεκτικά την ασφάλεια προς τα κάτω, στη θέση ετοιµότητας. Υποχώρησε προς τον τοίχο όπου τον είχε τοποθετήσει ο Ράιχµαϊντερ. Τι φίλος ήταν αυτός! Τι αληθινός άντρας! Θα τον κερνούσε ένα δείπνο απόψε το βράδυ, στο Κάιζερχοφ. Και θα του αγόραζε και κάτι, κάτι χρυσό. Μανικετόκουµπα ίσως. Στεκόταν στο σοκάκι που είχε αρχίσει να γίνεται πλέον ορατό µε το µεγάλο όπλο στο χέρι του· φανταζόταν τον εαυτό του να ρίχνει τις θανάσιµες σφαίρες του στον Σπρίνγκερ. Και –µετά τις διαδικασίες µε την αστυνοµία– να επιστρέφει στο σπίτι του και να το λέει στην Κλάρα. Ψόφα, σκύλα.
Θα υπήρχαν µέχρι και αναφορές στις εφηµερίδες! Συνταξιούχος, στέλεχος της Επιτροπής Συγκοινωνιών, σκοτώνει επιτιθέµενους. Μια φωτογραφία του επίσης. Τηλεοπτικές συνεντεύξεις; Έπρεπε πραγµατικά να κατουρήσει. Η µπίρα. Ανέβασε ξανά την ασφάλεια και επέστρεψε το όπλο στη θήκη του. Γυρίζοντας προς τον τοίχο, κατέβασε το φερµουάρ του παντελονιού του και έβγαλε έξω το όργανό του· άπλωσε τα πόδια και αφέθηκε. Τι ανακούφιση! «Είσαι εκεί, Ντέρινγκ;» του φώναξε απαλά ο Ράιχµαϊντερ από ψηλά. «Ναι!» απάντησε εκείνος, κοιτάζοντας ψηλά προς τις σανίδες. «Τι κάνεις εκεί πάνω;» «Είναι πιο εύκολο να περάσω απέναντι από αυτό το ύψος. Υπάρχουν όλων των ειδών τα σκουπίδια εκεί κάτω. Θα βρίσκοµαι κοντά σου σε ένα λεπτό. Μείνε εκεί. Έσβησε το φως και δε θα µπορώ να σε βρω αν µετακινείσαι συνεχώς.» «Τους είδες;» Καµία απάντηση. Συνέχισε να κατουρά, κοιτάζοντας µέσα από µια χαραµάδα, ανάµεσα σε πόρτες µε ωχρά χρώµατα. Θα µπορούσε να κατέβει µε ασφάλεια ο Ράιχµαϊντερ χωρίς το φως; Είχε δει τον Σπρίνγκερ και τον άλλον, ή µήπως πήγαινε ακόµα προς το µέρος τους; Βιάσου, Ράιχµαϊντερ! Μια σειρά ελαφρών, αλλεπάλληλων ήχων από πάνω του· σήκωσε ξανά το βλέµµα προς τα πάνω. Χαλίκια ή κάτι τέτοιο έπεσαν πάνω στις σανίδες. Τινάχτηκαν απότοµα προς το µέρος του µε τον κεραυνό να τις ακολουθεί· και απορηµένος, πονώντας, πέθανε γρήγορα. Την τελευταία φορά που είχε δώσει µια οµιλία στο Χάιντελµπεργκ –το 1970 έγινε αυτό– η αίθουσα διαλέξεων ήταν ένας µεγαλοπρεπής, παλιός καθεδρικός από µαυρισµένη βαλανιδιά, συνωστισµένος παρά τη δυνατότητα φιλοξενίας χιλίων θέσεων. Αυτή τη φορά έµοιαζε µε ένα καινούργιο όστρακο στο χρώµα της άµµου µε πεντακόσιες πολύ σύγχρονες, εξαιρετικού σχεδιασµού θέσεις, όπου οι δύο τελευταίες
σειρές παρέµεναν άδειες. Θα µιλούσε µε περισσότερη άνεση, φυσικά, σαν να µιλά σε ένα µεγάλο σαλόνι. Θα είχε αληθινή οπτική επαφή µε όλα αυτά τα ευφυή, νεαρά παιδιά. Ακόµα κι έτσι όµως... Τι να γίνει. Όλα εξελίσσονταν όµορφα, όπως συνέβαινε κάθε νύχτα ως τώρα. Το γερµανικό ακροατήριο, οι νέοι άνθρωποι, ήταν πάντοτε το καλύτερο· νοιάζονταν πραγµατικά, παρακολουθούσαν, προβληµατιζόνταν από το παρελθόν. Ανάγκαζαν εκείνον να βγάζει τον καλύτερό του εαυτό, να βρίσκει το γνήσιο συναίσθηµα και πάλι εκεί όπου το αµερικανικό και το αγγλικό κοινό, λιγότερο εµπλεκόµενο µε το θέµα, του επέτρεπε να ξεπέφτει σε µηχανική απόδοση αποµνηµονευµένων γραµµών. Η οµιλία στα γερµανικά είχε επίσης µεγάλη σηµασία – η ελευθερία να χρησιµοποιεί γνώριµο λεξιλόγιο αντί να ασχολείται µε παρατατικούς και αορίστους (και µε το αν η λέξη είναι «αποβάλλεται» ή «εξωθείται»· άραγε θα µου συγκεντρώσεις εκείνα τα αποκόµµατα, Σίντνεϊ;). Επανέφερε απότοµα τον εαυτό του στην πραγµατικότητα. «Στην αρχή ήθελα µόνο εκδίκηση» είπε σε µια νεαρή γυναίκα που τον παρακολουθούσε µε ένταση από τη δεύτερη σειρά. «Εκδίκηση για το θάνατο των γονιών µου και των αδερφών µου, εκδίκηση για τα χρόνια που πέρασα εγώ στα στρατόπεδα συγκέντρωσης» – απευθύνθηκε στις πιο πίσω σειρές– «εκδίκηση για όλους τους θανάτους, για τα χρόνια που πέρασαν όλοι. Για ποιο λόγο γλίτωσα αν όχι για να πάρω εκδίκηση;» Περίµενε. «Η Βιένη σίγουρα δε χρειαζόταν έναν ακόµα συνθέτη.» Ακολούθησε η συνηθισµένη, ελαφριά ανάταση µε το γέλιο· χαµογέλασε µαζί τους και διάλεξε ένα νεαρό άντρα µε καστανά µαλλιά στο βάθος δεξιά (έµοιαζε κάπως µε τον Μπάρι Κέλερ). «Όµως, το πρόβληµα µε την εκδίκηση» του είπε, προσπαθώντας να µη θυµάται τον Μπάρι «είναι ότι, πρώτον, δεν µπορείς να την πάρεις, όχι ουσιαστικά» –αποµάκρυνε το βλέµµα του από το νεαρό που έµοιαζε στον Μπάρι, κοιτάζοντας όλο το ακροατήριο– «και, δεύτερον, ακόµα κι αν µπορούσες, ποια θα ήταν η χρησιµότητά της;» Κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Καµία. Έτσι
τώρα αναζητώ κάτι καλύτερο από την εκδίκηση, και κάτι που είναι σχεδόν το ίδιο δύσκολο να το αποκτήσεις.» Το είπε στη νεαρή γυναίκα στη δεύτερη σειρά: «Θέλω να θυµούνται.» Το είπε σε όλους: «Να θυµούνται. Είναι δύσκολο να το καταφέρω επειδή η ζωή συνεχίζεται· κάθε χρονιά εµφανίζονται νέοι τρόµοι – ένα Βιετνάµ, οι τροµοκρατικές ενέργειες στη Μέση Ανατολή και στην Ιρλανδία, δολοφονίες» –(ενενήντα τέσσερις εξηνταπεντάχρονοι άντρες;)– «και κάθε χρόνο» συνέχισε παρακάτω «ο µεγαλύτερος τρόµος όλων, το Ολοκαύτωµα, αποµακρύνεται όλο και περισσότερο, γίνεται λιγότερο τροµακτικό. Όµως, οι φιλόσοφοι µας προειδοποίησαν: αν ξεχάσουµε το παρελθόν, είµαστε καταδικασµένοι να το επαναλάβουµε. Κι αυτός είναι ο λόγος που κάνει τόσο σηµαντική τη σύλληψη ενός Άιχµαν κι ενός Μένγκελε· για να τους– » Άκουσε τι είπε, τα έχασε. «Ενός Στανγκλ, εννοούσα» ψέλλισε. «Με συγχωρείτε, απολάµβανα µερικούς ευσεβείς πόθους.» Γέλασαν λίγο, αλλά αυτό δεν ήταν καλό, είχε σπάσει την κορύφωση· προσπάθησε να την ανακτήσει: «Και γι’ αυτόν το λόγο είναι σηµαντική η σύλληψη ενός Άιχµαν κι ενός Στανγκλ» είπε. «Για να τους περάσουµε από δίκη – όχι απαραίτητα για να τους καταδικάσουµε, όχι, αλλά για να εµφανιστούν µάρτυρες, να θυµίσουν στον κόσµο, και ειδικά να θυµίσουν σε εσάς, που δεν είχατε γεννηθεί καν όταν συνέβαιναν αυτά τα πράγµατα, ότι κάποιοι άνθρωποι, που εξωτερικά δε διέφεραν σε τίποτα από εσάς κι από εµένα, µπορούν να διαπράξουν σε συγκεκριµένες συνθήκες τις πιο βάρβαρες και απάνθρωπες φρικαλεότητες. Για να µπορέσεις εσύ– » έδειξε «κι εσύ… κι εσύ… κι εσύ… να φροντίσετε ώστε αυτές οι συνθήκες να µην προκύψουν ποτέ ξανά.» Τέλος. Έσκυψε το κεφάλι του· το χειροκρότηµα τον πληµµύρισε και έκανε ένα βήµα πίσω από το αναλόγιο, κρατώντας επαφή µαζί του µε ένα χέρι που ακουµπούσε στη στρογγυλευµένη γωνία. Περίµενε, αναπνέοντας δυνατά, έπειτα έκανε ένα βήµα µπροστά, έπιασε ξανά το αναλόγιο και µε τα δύο χέρια του, και στάθηκε όρθιος
στο χειροκρότηµα, µέχρι που το κύµα υποχώρησε στη σιωπή. «Σας ευχαριστώ» είπε. «Αν έχετε ερωτήσεις, θα κάνω ό,τι µπορώ για να τις απαντήσω.» Κοίταξε γύρω, επέλεξε και έδειξε. Ο Τράουνσταϊνερ, γέρνοντας µπροστά, πάνω από ένα τιµόνι που κρατούσε σφιχτά κοντά του, έριξε το αυτοκίνητο µε όλη του την ταχύτητα στην πλάτη ενός γκριζοµάλλη άντρα που περπατούσε στο πεζοδρόµιο της οδού. Καθώς η µορφή του διογκωνόταν πλησιάζοντας στην εκρηκτική λαµπρότητα των προβολέων, ο άντρας γύρισε από την άλλη, σήκωσε ένα διπλωµένο περιοδικό πάνω από τα µάτια του, έκανε µερικά βήµατα στο πλάι. Ο προφυλακτήρας του αυτοκινήτου τον τίναξε ψηλά και µακριά. Καταπολεµώντας ένα χαµόγελο, ο Τράουνσταϊνερ έστριψε το αυτοκίνητο για να το ανεβάσει εντελώς επάνω στο πεζοδρόµιο, ξεφεύγοντας την τελευταία στιγµή από τη λευκή και γαλάζια προειδοποιητική πινακίδα για τη διασταύρωση. Φρενάροντας, και φρενάροντας ακόµα πιο πολύ, έστριψε το αυτοκίνητο κάνοντας τα λάστιχά του να ουρλιάζουν αριστερά, στον πιο πλατύ δρόµο που οδηγούσε στο Έσµπιεργκ – 14 χιλιόµετρα. «Κυρίως από συνδροµές» είπε ο Λίµπερµαν «από Εβραίους και άλλους φιλεύσπλαχνους ανθρώπους σε όλο τον κόσµο. Καθώς επίσης από το εισόδηµα που κερδίζω από τη συγγραφή κι από άλλες εκδηλώσεις, όπως η συγκεκριµένη.» Έδειξε ένα χέρι στην πίσω σειρά. Μια νεαρή γυναίκα, στρουµπουλή, µε ροζ πρόσωπο, σηκώθηκε όρθια· άρχισε να λέει κάτι που απ’ ό,τι καταλάβαινε θα οδηγούσε στην ερώτηση για τη Φρίντα Μαλόνι. «Αντιλαµβάνοµαι» είπε η νεαρή γυναίκα «ότι είναι σηµαντικό να δικαστούν τα κεντρικά πρόσωπα, εκείνοι που κατείχαν τα υψηλά αξιώµατα. Όµως, δεν είναι η εκδίκηση το κίνητρο σε µια υπόθεση σαν αυτή της Φρίντα Μαλόνι, µιας απλής φρουρού που την τραβάτε εδώ κάτω ύστερα από τόσα χρόνια που έζησε ως αµερικανή πολίτης; Ό,τι κι αν έκανε στη διάρκεια του πολέµου, δεν αναπλήρωσε γι’ αυτό
µε τα όσα έκανε έκτοτε; Υπήρξε πολύ χρήσιµη πολίτης εκεί. Δίδασκε και ούτω καθεξής.» Η νεαρή γυναίκα κάθισε κάτω. Ένευσε και παρέµεινε σιωπηλός για µια στιγµή, χτενίζοντας το µουστάκι του προς τα κάτω απαλά και σκεφτικός – σαν να µην του είχαν κάνει ποτέ άλλοτε αυτή την ερώτηση. Ύστερα είπε: «Συµπεραίνω από την ερώτησή σας πως καταλαβαίνετε ότι µια γυναίκα που διετέλεσε δασκάλα σε νηπιαγωγείο, που έβρισκε σπίτια σε ορφανά µωρά, που ήταν µια καλή νοικοκυρά, που φερόταν µε ευγένεια στους αδέσποτους σκύλους, θα µπορούσε επίσης να είναι –η ίδια ακριβώς γυναίκα!– µια “απλή” φρουρός σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, να είναι ίσως ένοχη –η δίκη της, όποτε διαδραµατιστεί, θα µας το πει– µαζικών δολοφονιών. Σας ρωτάω λοιπόν: θα είχατε συνειδητοποιήσει αυτή την κάπως αναπάντεχη πιθανότητα αν δεν είχε βρεθεί και δεν είχε εκδοθεί η Φρίντα Άλτσουλ Μαλόνι; Δεν το νοµίζω, όπως δε νοµίζω ότι αποτελεί µια ασήµαντη πιθανότητα για να την αγνοείτε. Ούτε και η κυβέρνησή σας το νοµίζει.» Κοίταξε γύρω, στα χέρια που ξεπετάχτηκαν, ανάµεσα στα οποία και το χέρι του νεαρού που έµοιαζε µε τον Μπάρι. Απέστρεψε το βλέµµα του από εκείνον (όχι τώρα, Μπάρι, είµαι απασχοληµένος) και έδειξε έναν αυστηρό στην όψη, νεαρό ξανθό άντρα ακριβώς στο κέντρο. («Είναι ενενήντα τέσσερις», επέµεινε η τηλεφωνική φωνή του Μπάρι, «και είναι όλοι τους εξηνταπεντάχρονοι κρατικοί υπάλληλοι. Πώς σας φαίνεται αυτό το κουφέτο;») Του έκαναν µια νέα ερώτηση. «Μα η Φρίντα Μαλόνι δεν έχει εκδοθεί ακόµα» έλεγε ο νεαρός, ξανθός άντρας. «Ενδιαφέρεται πραγµατικά η κυβέρνησή µας για την καταδίωξη των Ναζί εγκληµατιών; Υπάρχει κάποια κυβέρνηση στον κόσµο που να νοιάζεται αυτή τη στιγµή, έστω η Ισραηλινή; Δεν υπήρξε κάποια µείωση του ενδιαφέροντος, και µήπως αυτός δεν είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους δεν καταφέρατε ακόµα να ξανανοίξετε το Κέντρο Πληροφοριών;»
Λοιπόν, ποιος σου είπε να διαλέγεις εκείνους µε το σοβαρό παρουσιαστικό; «Πρώτα απ’ όλα» είπε «το Κέντρο βρίσκεται προσωρινά σε µικρότερες εγκαταστάσεις, αλλά εξακολουθεί να είναι ανοιχτό. Υπάρχουν άνθρωποι που δουλεύουν εκεί· λαµβάνονται επιστολές, αποστέλλονται συµβουλευτικά έγγραφα. Όπως είπα και προηγουµένως, µας χρηµατοδοτούν ιδιώτες και δεν έχουµε καµία απολύτως εξάρτηση από την κυβέρνηση. Δεύτερον, παρά το ότι είναι αλήθεια πως τόσο οι Γερµανοί όσο και οι Αυστριακοί εισαγγελείς δεν... ανταποκρίνονται όπως παλιότερα, και ότι το Ισραήλ έχει άλλα πιο πιεστικά ζητήµατα, ο στόχος της απόδοσης της δικαιοσύνης δεν έχει ακόµα εγκαταλειφθεί. Αξιόπιστες πηγές µού ανέφεραν ότι η Φρίντα Μαλόνι θα εκδοθεί κάπου µέσα στον Ιανουάριο ή στον Φεβρουάριο, κι ότι θα περάσει από δίκη λίγο αργότερα. Οι µάρτυρες έχουν βρεθεί, µια δύσκολη και χρονοβόρα διαδικασία στη διάρκεια της οποίας το Κέντρο έπαιξε ένα ρόλο.» Κοίταξε τα σηκωµένα χέρια και πάλι, στα λαµπερά νεαρά πρόσωπα – και ξαφνικά συνειδητοποίησε ακριβώς τι ήταν αυτό που κοιτούσε. Ένα χρυσορυχείο, µα τον Θεό! Μπροστά του ακριβώς! Εδώ, σε αυτό το λαµπερό όστρακο βρίσκονταν σχεδόν πεντακόσιοι από τους πιο ευφυείς νεαρούς ανθρώπους της Γερµανίας, οι κορυφαίοι της γενιάς τους, κι εκείνος προσπαθούσε να καταλάβει την υπόθεση µόνος του, ένας ανόητος γέρος µε κουρασµένο µυαλό. Χριστός και Παναγία! Να τους ρωτήσω; Είναι τρελό! Μάλλον είχε δείξει ήδη κάποιον· του είχαν κάνει την ερώτηση για τον Νεοναζισµό. «Δύο παράγοντες είναι απαραίτητοι για την επανεµφάνιση του ναζισµού» απήγγειλε γρήγορα «η εξαθλίωση των κοινωνικών συνθηκών µέχρι του σηµείου να πλησιάζουν τις συνθήκες των αρχών του τριάντα και η εµφάνιση ενός ηγέτη που να µοιάζει στον Χίτλερ. Αν προέκυπταν και οι δύο αυτοί παράγοντες, οι Νεοναζιστικές οµάδες σε όλο τον κόσµο θα γίνονταν βέβαια το επίκεντρο του κινδύνου, αλλά προς το παρόν, όχι, δεν ανησυχώ
ιδιαίτερα.» Χέρια πετάχτηκαν προς τα πάνω, αλλά εκείνος σήκωσε το δικό του για να τα κατεβάσει. «Μισό λεπτό, σας παρακαλώ» είπε. «Θα ήθελα να διακόψω τις ερωτήσεις για λίγο – και να σας κάνω εγώ µία αντί να σας απαντήσω.» Τα χέρια των νεαρών χαµήλωσαν. Τα λαµπερά, νεαρά πρόσωπα τον κοίταξαν µε ανυποµονησία. Τρελό! Αλλά πώς ήταν δυνατόν να µην προσπαθήσει να εκµεταλλευτεί τέτοια εγκεφαλική δύναµη; Έπιασε το αναλόγιο και µε τα δύο χέρια του, πήρε µιαν ανάσα, σκέφτηκε. «Θέλω» είπε στο όστρακο που έκρυβε µέσα του τόσο υπέροχα µαργαριτάρια «να δανειστώ το µυαλό σας για να λύσω ένα πρόβληµα. Ένα υποθετικό πρόβληµα που µου παρουσίασε ένας νεαρός φίλος µου. Ανυποµονώ να το λύσω, σε τέτοιο βαθµό ώστε να έχω την πρόθεση να παραβώ τους κανόνες και να ζητήσω βοήθεια.» Λίγα γέλια. «Και ποιος θα µπορούσε να µε βοηθήσει περισσότερο από τους σπουδαστές αυτού του σπουδαίου πανεπιστηµίου κι από τους φίλους τους;» Άφησε το αναλόγιο και ίσιωσε το κορµί του, τους κοίταξε αδιάφορα – ήταν ένας άνθρωπος που παρουσίαζε ένα υποθετικό πρόβληµα, όχι ένα αληθινό. «Σας έχω µιλήσει για τον Συντροφικό Οργανισµό στη Βόρειο Αµερική» είπε «και για τον δρ. Μένγκελε. Ορίστε λοιπόν το πρόβληµα που µου παρουσίασε ο φίλος µου. Ο Οργανισµός και ο δρ. Μένγκελε αποφασίζουν ότι πρέπει να σκοτώσουν ένα µεγάλο αριθµό ανθρώπων σε διάφορες χώρες της Ευρώπης και της Βορείου Αµερικής. Ενενήντα τέσσερις άντρες, για να είµαστε ακριβείς, και είναι όλοι τους εξήντα πέντε χρόνων και κρατικοί υπάλληλοι. Οι δολοφονίες θα διαπραχθούν σε διάστηµα δυόµισι ετών, και υπάρχει κάποιο πολιτικό κίνητρο από πίσω τους, κάποιο ναζιστικό κίνητρο. Ποιο είναι αυτό; Μπορείτε να µου βρείτε µιαν απάντηση; Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι; Για ποιο λόγο να θέλει το θάνατό τους ο Συντροφικός Οργανισµός και ο δρ. Μένγκελε;»
Το ακροατήριο των νεαρών ανθρώπων στεκόταν αµήχανο. Ένα βουητό ψιθύρων ξέσπασε ανάµεσά τους. Ξέσπασε ένας βήχας· ένας δεύτερος βήχας αντήχησε. Έπιασε το αναλόγιο – µε φυσικότητα. «Δεν αστειεύοµαι µαζί σας» είπε. «Μου τέθηκε αυτό το πρόβληµα. Ως άσκηση λογικής. Μπορείτε να µε βοηθήσετε;» Έγειρε ο ένας στον άλλο, και το βουητό των ψιθύρων έγινε πιο έντονο, έγινε το βουητό θεωριών που αναπτύσσονταν. «Ενενήντα τέσσερις άνθρωποι» είπε αργά, καθοδηγητικά. «Εξήντα πέντε ετών. Κρατικοί υπάλληλοι. Σε διάφορες χώρες. Δυόµισι χρόνια.» Σηκώθηκε ένα χέρι, έπειτα ένα δεύτερο. Γεµάτος ελπίδα, επέλεξε το πρώτο – λίγες σειρές πιο κάτω, αριστερά από το κέντρο. «Ναι;» Ένας νεαρός άντρας µε γαλάζιο πουλόβερ σηκώθηκε όρθιος. «Οι άνθρωποι αυτοί κατέχουν θέσεις ευθύνης» είπε µε αναπάντεχα ψιλή φωνή. «Ο θάνατός τους θα επιφέρει µε άµεσο ή έµµεσο τρόπο την εξαθλίωση των κοινωνικών συνθηκών που µόλις αναφέρατε, θα δηµιουργήσει ένα καταλληλότερο κλίµα για την αναγέννηση του Ναζισµού.» Κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Όχι, δεν το νοµίζω» είπε. «Θα µπορούσαν οι δολοφονίες υψηλά ιστάµενων ανθρώπων να συνεχίζονταν για µεγάλο χρονικό διάστηµα, για δυόµισι χρόνια, χωρίς να τραβήξουν την προσοχή και να προκαλέσουν έρευνες; Όχι, οι άνθρωποι αυτοί πρέπει να είναι κρατικοί υπάλληλων χαµηλών βαθµίδων. Και στα εξήντα πέντε τους θα έχουν µάλλον πάρει ήδη σύνταξη, εποµένως η αποµάκρυνσή τους από τις θέσεις τους δεν µπορεί να είναι ο στόχος της εξόντωσής τους.» «Γιατί να τους σκοτώσει κάποιος εξαρχής;» ακούστηκε µια φωνή από το βάθος δεξιά. «Θα πεθάνουν σύντοµα από φυσικά αίτια!» Ένευσε καταφατικά. «Σωστά» είπε. «Θα πεθάνουν σύντοµα από
φυσικά αίτια. Εποµένως για ποιο λόγο να τους σκοτώσεις έτσι κι αλλιώς; Αυτό ακριβώς σας ερωτώ.» Έδειξε το δεύτερο χέρι που είχε σηκωθεί, στο βάθος στο κέντρο· κι άλλα χέρια σηκώνονταν πλέον. Ένας ψηλός νεαρός άντρας σηκώθηκε όρθιος και είπε: «Είναι υποστηρικτές των Ναζί, χωρίς οικογένειες, που αφήνουν την περιουσία τους σε ναζιστικές οµάδες. Πρόκειται για δολοφονίες µε κίνητρο τα χρήµατα. Υπάρχει κάποιος λόγος που τους κάνει να αναζητούν πόρους αυτή τη στιγµή αντί πέντε ή δέκα χρόνια από σήµερα.» «Ακούγεται λογικό» είπε εκείνος «αν και δε µοιάζει να έχει πολλές πιθανότητες. Όπως ανέφερα προηγουµένως, ο Συντροφικός Οργανισµός διέθετε τεράστια πλούτη που µετέφερε λαθραία από την Ευρώπη πριν από το τέλος του πολέµου.» Έβγαλε το στιλό του από την µπροστινή τσέπη του σακακιού του και πάτησε το κουµπί στην κορυφή του. «Παρ’ όλα αυτά, δεν παύει να αποτελεί µια πιθανότητα.» Γύρισε από την άλλη µεριά µια καρτέλα µε σηµειώσεις που βρισκόταν πάνω στο αναλόγιο, και στο πίσω µέρος της έγραψε: Χρήµατα; Σήκωσε το στιλό του και έδειξε µε αυτό στα δεξιά. Μια νεαρή γυναίκα µε γυαλιά και µακριά καστανά µαλλιά σηκώθηκε όρθια. «Εµένα µου φαίνεται πιο πιθανό» είπε «ότι οι άντρες αυτοί είναι περισσότερο πολέµιοι του Ναζισµού παρά υποστηρικτές του, και προφανώς υπάρχει κάποια σχέση που τους συνδέει. Μήπως είναι µέλη µιας διεθνούς εβραϊκής οµάδας που απειλεί κατά κάποιον τρόπο τον Συντροφικό Οργανισµό;» «Νοµίζω πως θα είχα ακουστά µια τέτοια οµάδα» είπε εκείνος «και δεν έχω ακούσει για καµιά οµάδα οποιουδήποτε είδους που να έχει µόνο εξηνταπεντάχρονα µέλη.» Η νεαρή γυναίκα παρέµεινε όρθια. «Ίσως το γεγονός ότι είναι εξήντα πέντε ετών να µην είναι το σηµαντικό σήµερα» είπε. «Η... σύνδεση θα µπορούσε να είχε γίνει όταν ήταν πιο νέοι, όταν ήταν όλοι τους... είκοσι ή τριάντα. Ίσως είχαν όλοι τους συµµετοχή σε κάποια συγκεκριµένη στρατιωτική δράση στον πόλεµο και η
δολοφονία τους είναι µια πράξη εκδίκησης.» «Κάποιοι είναι Γερµανοί» είπε εκείνος «και κάποιοι είναι Εγγλέζοι και Αµερικανοί, και µερικοί είναι Σουηδοί, οι οποίοι ήταν ουδέτεροι. Αλλά– » «Κάποια µονάδα του ΟΗΕ!» φώναξε ένας. «Θα ήταν υπερβολικά µεγάλης ηλικίας» απάντησε εκείνος και κοίταξε ξανά τη νεαρή γυναίκα µε τα µακριά µαλλιά, η οποία είχε καθίσει πάλι. «Όµως, είναι µια ενδιαφέρουσα παρατήρηση» είπε «ότι τα εξήντα πέντε δεν είναι η ηλικία που µας αφορά, επειδή βέβαια είναι όλοι τους συνοµήλικοι µια ζωή, γεγονός που ανοίγει την πόρτα και σε άλλες πιθανότητες. Σας ευχαριστώ.» Σηµείωσε: Δεσµός σε µικρότερη ηλικία; - και κάποιος φώναξε: «Είναι άνθρωποι που γεννήθηκαν σε αυτές τις χώρες ή απλώς ζουν εκεί;» Σήκωσε το βλέµµα. «Άλλη µια ενδιαφέρουσα παρατήρηση» είπε. «Δεν ξέρω. Ίσως είχαν κάποια κοινή εθνικότητα αρχικά.» Πού γεννήθηκαν; σηµείωσε. «Πολύ ωραία, συνεχίστε!» Έδειξε. Ένας νεαρός άντρας που καθόταν σταυροπόδι στη µπροστινή σειρά είπε: «Είναι άνθρωποι που βοηθούν εσάς, οι βασικοί σας χρηµατοδότες.» «Με κολακεύεις. Δεν είµαι τόσο σηµαντικός κι επίσης δεν έχω ενενήντα τέσσερις σηµαντικούς χρηµατοδότες. Οποιασδήποτε ηλικίας.» Έδειξε αλλού. Ο νεαρός άντρας που έµοιαζε µε τον Μπάρι: «Πότε ξεκινά η περίοδος των δυόµισι ετών, κύριε;» «Ξεκίνησε πριν από δύο ηµέρες.» «Τότε ολοκληρώνεται την άνοιξη του 1977. Έχει προγραµµατιστεί κάποιο σηµαντικό πολιτικό γεγονός εκείνη την περίοδο; Μπορεί να ανακοινώσουν τους φόνους, ως ένδειξη δύναµης, ή ως προειδοποίηση.» «Γιατί όµως τους συγκεκριµένους ανθρώπους; Αν και πάλι είναι
µια ενδιαφέρουσα παρατήρηση. Ξέρει κάποιος για ένα σηµαντικό γεγονός, είτε είναι πολιτικό είχε όχι, που να έχει προγραµµατιστεί για την άνοιξη του 1977;» Κοίταξε γύρω. Σιωπή, και κεφάλια που κουνιούνταν αρνητικά. «Η αποφοίτησή µου!» φώναξε κάποιος. Γέλια και, χειροκροτήµατα. Άνοιξη του ’77; σηµείωσε, και, χαµογελώντας, έδειξε. Ο νεαρός άντρας µε το γαλάζιο πουλόβερ ξανά, µε την υπερβολικά ψιλή φωνή του: «Οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι οι ίδιοι υψηλά ιστάµενοι, αλλά οι γιοι τους, που βρίσκονται κοντά στα σαράντα, είναι. Και οι άντρες αυτοί θα δολοφονηθούν ώστε οι γιοι τους να αγνοήσουν κάποια σηµαντική εργασία για να παρακολουθήσουν τις κηδείες τους.» Κοροϊδίες. Γιουχαΐσµατα και κραυγές χλεύης. «Είναι κάπως τραβηγµένο» είπε «όµως, και πάλι, ιδού ο σπόρος για να αναλογιστούµε κάτι. Μήπως όντως οι άνθρωποι αυτοί έχουν κάποια σχέση µε σηµαντικούς ανθρώπους, ή συνεργάζονται µαζί τους κατά κάποιον τρόπο;» Σηµείωσε: Σχέσεις; Φίλοι; και έδειξε. O νεαρός, ξανθός άντρας µε το σοβαρό παρουσιαστικό σηκώθηκε όρθιος. Χαµογελώντας, είπε: «Χερ Λίµπερµαν, είναι αλήθεια πως πρόκειται για υποθετική ερώτηση;» Μην επιλέξεις ξανά το συγκεκριµένο παιδί. Μια ακινησία απλώθηκε σε όλο το ακροατήριο. «Και βέβαια είναι» είπε εκείνος. «Τότε θα πρέπει να ζητήσετε από το φίλο σας να σας δώσει λίγες ακόµα πληροφορίες» είπε ο νεαρός άντρας µε το σοβαρό παρουσιαστικό. «Ούτε τα σηµαντικά µυαλά του Χάιντελµπεργκ δε θα µπορούσαν να λύσουν αυτό το πρόβληµα χωρίς τουλάχιστον ένα ακόµα στοιχείο για τους ενενήντα τέσσερις ανθρώπους. Με δεδοµένες τις πληροφορίες που έχουµε αυτή τη στιγµή, µπορούµε απλά να υποθέτουµε στα τυφλά.» «Έχεις δίκιο» είπε «χρειάζονται περισσότερες πληροφορίες.
Αλλά οι αόριστες υποθέσεις βοηθούν· προτείνουν πιθανότητες.» Κοίταξε γύρω του. «Έχει κάποιος άλλος να κάνει µια αόριστη υπόθεση;» Ένα χέρι σηκώθηκε αριστερά και πίσω· έδειξε προς το µέρος του. Σηκώθηκε ένας ηλικιωµένος άντρας, µε λευκά µαλλιά και εύθραυστος στην όψη – κάποιο µέλος του πανεπιστηµίου ή ίσως ο παππούς κάποιου σπουδαστή. Γέρνοντας πάνω στην πλάτη της καρέκλας που βρισκόταν κοντά του, είπε µε σταθερή και γεµάτη περιφρόνηση φωνή: «Ούτε µία από τις προτάσεις σας ως τώρα δεν αναγνωρίζει την παρουσία του δρ. Μένγκελε στο πρόβληµα. Για ποιο λόγο συµµετέχει σε αυτό αν οι δολοφονίες είναι απλώς πολιτικές του συµβατικού είδους, τις οποίες θα µπορούσε να ενορχηστρώσει ο Συντροφικός Οργανισµός χωρίς τον ίδιο; Συµµετέχει, προφανώς, εξαιτίας του ιατρικού παρελθόντος του, κι εποµένως προτείνω µια ιατρική προσέγγιση στις δολοφονίες. Μπορεί, για παράδειγµα, να αποτελούν τη µυστική δοκιµή µιας νέας µεθόδου θανάτωσης, κι εποµένως οι άνθρωποι αυτοί επιλέχθηκαν ακριβώς επειδή είναι ηλικιωµένοι, ασήµαντοι και χωρίς τη δυνατότητα να απειλήσουν το Ναζισµό. Ένα δοκιµαστικό πρόγραµµα θα εξηγούσε επίσης τη µεγάλη χρονική διάρκεια. Την άνοιξη του 1977 θα µπορούσαν να ξεκινούν οι ουσιαστικές δολοφονίες.» Έκατσε κάτω. Ο Λίµπερµαν έµεινε να τον κοιτάζει για µια στιγµή, και στη συνέχεια είπε: «Σας ευχαριστώ, κύριε.» Σε όλο το κοινό είπε: «Ελπίζω για το καλό σας αυτός ο κύριος να είναι κάποιος από τους καθηγητές σας.» «Είναι» τον διαβεβαίωσαν µε πίκρα αρκετές φωνές· και ακούστηκε το όνοµα Γκιράς. ΓΙΑΤΙ ΤΟΝ Μ.;;; έγραψε – και σήκωσε ξανά το βλέµµα του προς την κατεύθυνση εκείνου του άντρα. «Δε νοµίζω ότι ένα δοκιµαστικό πρόγραµµα θα περιοριζόταν µόνο σε κρατικούς υπαλλήλους» είπε «ούτε ότι θα διεξαγόταν σε αυτή την πλευρά του κόσµου και όχι στη
Νότιο Αµερική, αλλά έχετε σίγουρα δίκιο που θεωρείτε πως υπάρχει συγκεκριµένος λόγος για την εµπλοκή του δρ. Μένγκελε. Μπορεί κανείς να φανταστεί ποιος είναι αυτός;» Κοίταξε γύρω του. Τα νεαρά παιδιά κάθονταν σιωπηλά. «Μια ιατρική πτυχή στις ενενήντα τέσσερις δολοφονίες;» Κοίταξε τη νεαρή γυναίκα µε τα µακριά µαλλιά· εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. Ο νεαρός άντρας που έµοιαζε στον Μπάρι κούνησε κι εκείνος το δικό του, και το ίδιο έκανε και ο νεαρός άντρας µε το γαλάζιο πουλόβερ. Δίστασε – και κοίταξε τον ξανθό άντρα µε το σοβαρό παρουσιαστικό, ο οποίος του χαµογέλασε και κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. Κοίταξε την κάρτα που βρισκόταν πάνω στο αναλόγιο: Χρήµατα; Δεσµός σε µικρότερη ηλικία; Που γεννήθηκαν; Άνοιξη του ‘77; Σχέσεις; Φίλοι; ΓΙΑΤΙ ΤΟΝ Μ.;;; Κοίταξε το κοινό. «Σας ευχαριστώ» είπε. «Δε λύσατε το πρόβληµα, αλλά µου δώσατε προτάσεις που µπορεί να οδηγήσουν στη λύση, κι έτσι σας είµαι ευγνώµων. Θα επιστρέψουµε τώρα στις δικές σας ερωτήσεις.» Χέρια ξεπετάχτηκαν. Έδειξε. Μια νεαρή γυναίκα δίπλα στον άντρα που έµοιαζε µε τον Μπάρι σηκώθηκε όρθια και είπε: «Χερ Λίµπερµαν, ποια είναι η άποψή σας για τον Μος Γκορίν και τους Εβραίους Προασπιστές;» «Δεν έχω συναντηθεί ποτέ µε τον Ραβίνο Γκορίν, κι έτσι δεν έχω
προσωπική άποψη γι’ αυτόν» είπε ροµποτικά. «Όσο για τους Νέους Εβραίους Προασπιστές του· αν προασπίζονται κάτι, δεν υπάρχει πρόβληµα. Αλλά αν, όπως αναφέρθηκε κάποιες φορές, επιτίθενται, τότε υπάρχει πρόβληµα. Τα καφέ πουκάµισα δεν είναι ποτέ όµορφα, όποιος κι αν τα φοράει.» Και ο Χορστ Έσεν µε τα ασηµένια µαλλιά, που είχε ιδρώσει κάτω από το λαµπερό φως του ήλιου, σήκωσε ένα ζευγάρι µεγάλα κιάλια στα γαλάζια µάτια του και άρχισε να παρακολουθεί ένα γυµνόστηθο άντρα µε λευκό καπέλο για τον ήλιο να οδηγεί µια µηχανή του γκαζόν µε αργές κινήσεις πάνω σε ένα έντονα πράσινο παρτέρι. Σε έναν ιστό ανέµιζε η αµερικανική σηµαία· το σπίτι πίσω του ήταν ένα πρακτικό ισόγειο κουτί από γυαλί και ξύλο σεκόγιας. Ένα µαύρο σύννεφο µέσα από το οποίο πετάχτηκαν πορτοκαλί αποχρώσεις αντικατέστησε τον άντρα και τη µηχανή του γκαζόν, και ένας κρότος έκρηξης ακούστηκε υπόκωφα πέρα στην απόσταση.
Κεφάλαιο Τρία Ο ΜΕΝ ΓΚΕΛ Ε ΕΙΧ Ε ΜΕΤ Α Φ ΕΡΕΙ το πορτρέτο του Φίρερ και όλες τις µικρότερες φωτογραφίες και τα αναµνηστικά από εκείνον στο δυτικό τοίχο, πάνω από τον καναπέ – κάτι που είχε ως αποτέλεσµα να µετακινήσει τα δικά του πτυχία και τις εύφηµες µνείες σε όποιο σηµείο κατάφερε να βρει για λογαριασµό τους ανάµεσα στα δύο εξωτερικά παράθυρα στο νότιο τοίχο και γύρω από το εσωτερικό παράθυρο παρατήρησης του εργαστηρίου και την πόρτα στον ανατολικό τοίχο. Στη συνέχεια έβαλε να προσαρµόσουν στον άδειο βόρειο τοίχο µια ξύλινη κατασκευή πάχους οκτώ εκατοστών στο ύψος της µέσης, πάνω από την οποία αφαίρεσαν την αχνή, γκρίζα ταπετσαρία. Το σηµείο περάστηκε µε δύο στρώσεις λευκής µπογιάς, η πρώτη µατ και η δεύτερη ελαφρά γυαλιστερή. Η ξύλικη κατασκευή χρωµατίστηκε ανοιχτή γκρίζα. Όταν όλη η µπογιά στέγνωσε εντελώς έφερε αεροπορικά από το Ρίο ένα δηµιουργό εµπορικών πινακίδων. Ο δηµιουργός πινακίδων έφτιαξε υπέροχα ευθείες, λεπτές µαύρες γραµµές και πανέµορφα γράµµατα, αλλά στις πρώτες ελαφρές πινελιές του έδειξε µια τάση να αντιγράφει λάθος ή/ και να βάζει λάθος τα άγνωστα σε αυτόν σηµεία στίξης, ακολουθώντας τη δική του βραζιλιάνικη προσέγγιση στο ζήτηµα της προφοράς. Για τέσσερις ηµέρες, εποµένως, ο Μένγκελε χρειάστηκε να κάτσει στο γραφείο του, παρακολουθώντας, καθοδηγώντας, προειδοποιώντας. Είχε αρχίσει να αντιπαθεί το δηµιουργό πινακίδων, και µέχρι να τελειώσει η δεύτερη µέρα χαιρόταν που θα πετούσαν τον ανόητο από το αεροπλάνο. Όταν τέλειωσε η δουλειά, και το µακρύ τραπέζι µε τις οµοιόµορφες στοίβες περιοδικών µπήκε στη θέση του µπροστά στον τοίχο, ο Μένγκελε µπόρεσε να γύρει πίσω στην πολυθρόνα από ατσάλι και δέρµα και να θαυµάσει τον πίνακα που είχε ο ίδιος οραµατιστεί. Τα ενενήντα τέσσερα ονόµατα, το καθένα µε τη χώρα
του, την ηµεροµηνία και το τετράγωνο κουτί του, λες και θα συµµετείχαν σε ψηφοφορία, ήταν κατανεµηµένα σε τρεις στήλες, από τις οποίες η µεσαία ήταν κατ’ ανάγκη µεγαλύτερη από τις δύο εξωτερικές στήλες κατά ένα όνοµα (ήταν µια µικρή ενόχληση, αλλά τι µπορούσε να κάνει τόσο αργά στον προγραµµατισµό;). Ήταν όλοι τους εκεί, από τον 1. Ντέρινγκ – Γερµανία 16/10/74 – µέχρι τον 94. Αχέρν – Καναδάς – 23/4/77 . Πόσο ανυποµονούσε να σηµειώσει το καθένα από αυτά τα κουτιά! Θα το έκανε ο ίδιος, φυσικά, είτε µε κόκκινη είτε µε µαύρη µπογιά, δεν είχε αποφασίσει ακόµα. Μπορεί να τίκαρε µερικά, κι αν τα λίγα πρώτα σύµβολα δεν κατάφερναν να δείξουν οµοιόµορφα, τότε θα έβαφε τα κουτιά. Κουνιόταν µπρος πίσω στην πολυθρόνα του και χαµογελούσε στον Φίρερ. Δε σε πειράζει που σε µετακίνησα στο πλάι γι’ αυτό, έτσι δεν είναι, Φίρερ µου; Όχι, βέβαια· πώς θα µπορούσε να σε πειράξει; Στη συνέχεια, δυστυχώς, δεν είχε να κάνει τίποτα πέρα από το να περιµένει – µέχρι την πρώτη ηµέρα του Νοέµβρη, όταν θα άρχιζε να δέχεται τηλεφωνήµατα στο αρχηγείο. Είχε απασχολήσει τον εαυτό του στο εργαστήριο, όπου προσπαθούσε, χωρίς ιδιαίτερο ενθουσιασµό, να µεταµοσχεύσει χρωµοσώµατα σε πυρήνες κυττάρων βατράχου. Πέταξε µέχρι την Ασουνσιόν µια µέρα· επισκέφτηκε τον κουρέα του και µια πόρνη, αγόρασε ένα ψηφιακό ρολόι, έφαγε µια καλή µπριζόλα στο Λα Καλαντρία µε τον Φραντς Σιφ. Και τώρα, επιτέλους, είχε έρθει η µέρα – µια όµορφη µέρα, τόσο εκτυφλωτικά λαµπερή που χρειάστηκε να τραβήξει τις κουρτίνες του γραφείου. Ο ραδιοποµπός ήταν ανοιχτός και συγχρονισµένος στη συχνότητα του αρχηγείου, µε τα ακουστικά να βρίσκονται έτοιµα, δίπλα σε ένα σηµειωµατάριο κι ένα στιλό. Σε µια γωνία της γυάλινης επιφάνειας του γραφείου βρισκόταν απλωµένη µια λευκή λινή πετσέτα· επάνω της, σε χειρουργική παράταξη, βρισκόταν ένα µικρό, κλειστό κουτί κόκκινου σµάλτου, ένα κατσαβίδι, ένα καινούργιο,
λεπτό πινέλο µε κοντές τρίχες, ένα τρυβλίο Πέτρι χωρίς καπάκι κι ένα µπουκάλι νέφτι µε βιδωτό καπάκι. Η αριστερή άκρη του µακριού τραπεζιού είχε αποµακρυνθεί από τον τοίχο· µια µικρή σκάλα περίµενε µπροστά στην πρώτη στήλη µε τα ονόµατα και τις χώρες. Είχε αποφασίσει να δοκιµάσει να τικάρει τα κουτιά. Λίγο πριν από το µεσηµέρι, όταν είχε αρχίσει πια να γίνεται ιδιαίτερα ανυπόµονος, πίσω από τις κουρτίνες ακούστηκε µε αυξανόµενη ένταση ο βόµβος ενός αεροπλάνου. Ο βόµβος του αεροπλάνου του αρχηγείου – κάτι που σήµαινε ότι τα νέα θα ήταν είτε πολύ καλά είτε πολύ άσχηµα. Βγήκε βιαστικά από το γραφείο, διέσχισε το διάδροµο και βγήκε στη βεράντα, όπου κάθονταν µερικά παιδιά των υπηρετών και µοιράζονταν ένα επίπεδο κέικ. Πέρασε από πάνω τους και πήγε στην πίσω πλευρά του σπιτιού, κατεβαίνοντας µερικά σκαλιά. Το αεροπλάνο µόλις που είχε προσγειωθεί πίσω από τις κορυφές των δέντρων. Καλύπτοντας τα µάτια του, διέσχισε βιαστικά την αυλή –ένας υπηρέτης σταµάτησε να χαζεύει, άρχισε να τσαπίζει– και άφησε πίσω του το σπίτι των υπηρετών και το στρατιωτικό κοιτώνα και τη γεννήτρια. Τρέχοντας ελαφρά, µπήκε στο αποψιλωµένο µονοπάτι που διέσχιζε τα πυκνά φυλλώµατα της ζούγκλας. Άκουσε το αεροπλάνο να προσγειώνεται. Χαµήλωσε ταχύτητα σε ένα βιαστικό βάδισµα, έχωσε το πίσω µέρος του πουκαµίσου του µέσα στο παντελόνι του, έβγαλε έξω ένα µαντίλι και σκούπισε το µέτωπο και τα µάγουλά του. Γιατί µε το αεροπλάνο, γιατί όχι µε το ραδιοποµπό; Κάτι είχε πάει στραβά· ήταν σίγουρος. Ο Λίµπερµαν; Μήπως κατάφερε µε κάποιον τρόπο εκείνο το σκουπίδι να καταστρέψει την επιχείρηση; Αν το είχε κάνει, θα πήγαινε ο ίδιος στη Βιένη, θα τον έβρισκε και θα τον σκότωνε. Για ποιον άλλο λόγο να συνεχίσει να ζει; Εµφανίστηκε εγκαίρως στο πλάι του χωµάτινου αεροδιαδρόµου για να δει το άσπρο-κόκκινο δικινητήριο αεροπλάνο να τροχοδροµεί αργά προς το µικρότερο, ασηµένιο και µαύρο που ανήκε στον ίδιο. Δύο από τους φρουρούς χαζοµερούσαν εκεί µε τον πιλότο, ο οποίος
τον χαιρέτησε µε ένα νεύµα του χεριού. Εκείνος κούνησε το κεφάλι του. Ένας άλλος φρουρός βρισκόταν στην απέναντι µεριά του αεροδιαδρόµου, στον αλυσιδωτό φράχτη, και κρατούσε κάτι έξω από αυτόν, προσπαθώντας να δελεάσει κάποιο ζώο. Αυτό ήταν ενάντια στους κανονισµούς, αλλά δεν του φώναξε· παρακολουθούσε την πόρτα του άσπρου-κόκκινου αεροπλάνου, το οποίο είχε πλέον σταµατήσει, µε τις προπέλες του να ακινητοποιούνται. Προσευχήθηκε σιωπηλά. Η πόρτα άνοιξε προς τα κάτω, και ένας από τους φρουρούς προχώρησε ως εκεί βαριεστηµένα για να βοηθήσει έναν ψηλό άντρα µε ανοιχτό γαλάζιο κοστούµι να κατέβει τα σκαλιά. Ο συνταγµατάρχης Σίµπερτ! Τα νέα ήταν σίγουρα άσχηµα. Άρχισε να προχωρά µε αργά βήµατα. Ο συνταγµατάρχης τον είδε, έκανε ένα νεύµα µε το χέρι του – αρκετά ευδιάθετα– και προχώρησε προς το µέρος του. Κρατούσε µια κόκκινη σακούλα εµπορικού καταστήµατος. Ο Μένγκελε προχώρησε πιο γρήγορα. «Έχεις νέα;» φώναξε. Ο συνταγµατάρχης ένευσε καταφατικά, χαµογελώντας. «Ναι, καλά νέα!» Δόξα τω Θεώ! Προχώρησε πιο γρήγορα. «Ανησύχησα!» Έσφιξαν τα χέρια. Ο συνταγµατάρχης, όµορφος, µε το ισχυρό σκανδιναβικό του πρόσωπο και τα κατάξανθα µαλλιά, χαµογέλασε και είπε: «Όλοι οι “αντιπρόσωποι” έδωσαν αναφορά. Είδαν όλους τους “πελάτες” του Οκτωβρίου· τέσσερις στις προγραµµατισµένες ηµεροµηνίες, δύο µια µέρα νωρίτερα και έναν µια µέρα αργότερα.» Ο Μένγκελε πίεσε το στήθος του και πήρε µια βαθιά ανάσα. «Δόξα τω Θεώ! Ανησύχησα που είδα να έρχεται το αεροπλάνο.» «Είχα τη διάθεση να πετάξω» είπε ο συνταγµατάρχης. «Είναι τόσο υπέροχη µέρα.» Περπάτησαν µαζί προς το µονοπάτι. «Και οι επτά;»
«Και οι επτά. Χωρίς κανένα δυσάρεστο.» Ο συνταγµατάρχης τού πρόσφερε τη σακούλα. «Αυτό είναι για σένα. Ένα µυστηριώδες πακέτο από τον Οστράιχερ.» «Ω» είπε ο Μένγκελε και την πήρε στα χέρια του. «Ευχαριστώ. Δεν υπάρχει κανένα µυστήριο. Του ζήτησα να µου βρει λίγο µετάξι· µία από τις υπηρέτριές µου θα µου φτιάξει πουκάµισα. Θα µείνεις για µεσηµεριανό;» «Δεν µπορώ» είπε ο συνταγµατάρχης. «Έχω πρόβα για το γάµο της εγγονής µου στις τρεις. Το ήξερες ότι παντρεύεται τον εγγονό του Ερνστ Ρέµπλινγκ; Αύριο. Όµως, θα πιω έναν καφέ και θα µιλήσω µαζί σου για λίγο.» «Περίµενε να δεις τον πίνακά µου.» «Τον πίνακα;» «Θα δεις.» Ο συνταγµατάρχης είδε, και ενθουσιάστηκε. «Υπέροχο! Είναι ξεκάθαρα ένα έργο τέχνης! Δεν το έκανες µόνος σου, σωστά;» Αφήνοντας τη σακούλα επάνω στο γραφείο, ο Μένγκελε είπε χαρούµενα: «Θεέ µου, όχι, δεν είµαι καν βέβαιος αν θα µπορέσω να τον τσεκάρω όπως πρέπει! Έφερα έναν άνθρωπο µε το αεροπλάνο από το Ρίο.» Ο συνταγµατάρχης γύρισε και τον κοίταξε, έκπληκτος και γεµάτος αµφιβολίες. «Μην ανησυχείς» είπε ο Μένγκελε, σηκώνοντας το χέρι του για να τον διαβεβαιώσει «είχε ένα ατύχηµα στο δρόµο της επιστροφής.» «Άσχηµο, ελπίζω» είπε ο συνταγµατάρχης. «Πολύ.» Έφεραν τον καφέ. Ο συνταγµατάρχης µελέτησε κάποιες από τις φωτογραφίες του Φίρερ και στη συνέχεια κάθισαν στον καναπέ και άρχισαν να πίνουν µε αργές γουλιές το αχνιστό µαύρο υγρό, µέσα από λευκόχρυσα φλιτζάνια. «Εγκαταστάθηκαν όλοι τους σε διαµερίσµατα» είπε ο συνταγµατάρχης «εκτός από τον Έσεν, ο οποίος αγόρασε ένα
τροχόσπιτο. Του είπα να µας τηλεφωνεί µία φορά την εβδοµάδα, για την περίπτωση που θα προκύψει κάτι καινούργιο. Θα το χρησιµοποιήσει µέχρι να χαλάσει ο καιρός.» «Πρέπει να µου δώσεις τις ηµεροµηνίες θανάτου των ανδρών αυτών. Για το αρχείο µου» είπε ο Μένγκελε. «Φυσικά.» Ο συνταγµατάρχης άφησε το φλιτζάνι και το πιατάκι του επάνω στο τραπέζι του καφέ. «Τα έχω δακτυλογραφήσει όλα.» Έβαλε το χέρι µέσα στο σακάκι του. Ο Μένγκελε άφησε κάτω το φλιτζάνι του και πήρε το διπλωµένο χαρτί που του πρόσφερε ο συνταγµατάρχης. Το άνοιξε, το κράτησε σε απόσταση, κοίταξε µε µισόκλειστα µάτια την εκτύπωση. Χαµογελώντας, κούνησε το κεφάλι του. «Οι τέσσερις από τους επτά την προγραµµατισµένη ηµέρα ακριβώς!» είπε µε θαυµασµό. «Δεν είναι σπουδαίο αυτό;» «Είναι καλοί άντρες» είπε ο συνταγµατάρχης. «Ο Σουίµερ και ο Μουντ έχουν ήδη οργανωθεί για τους δικούς τους. Ο Φάρνµπαχ χρειάστηκε ένα κατσάδιασµα· αµφισβητεί γενικώς τα πράγµατα.» «Το ξέρω» είπε ο Μένγκελε. «Μου προκάλεσε προβλήµατα όταν τους ενηµέρωνα για την επιχείρηση.» «Δε νοµίζω ότι θα προκαλέσει περισσότερα» είπε ο συνταγµατάρχης. «Του τα έψαλα απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη.» «Καλά έκανες.» Ο Μένγκελε ξαναδίπλωσε το ευχάριστα τραχύ χαρτί και το τοποθέτησε στη γωνία του µικρού τραπεζιού, απόλυτα κάθετα στις πλευρές. Κοίταξε τον πίνακα και φαντάστηκε τα επτά κόκκινα σηµάδια που θα ζωγράφιζε µόλις θα έφευγε ο συνταγµατάρχης. Σήκωσε το φλιτζάνι του, ελπίζοντας να δώσει το παράδειγµα. «Μου τηλεφώνησε ο συνταγµατάρχης Ρούντελ σήµερα το πρωί» είπε ο συνταγµατάρχης. «Είναι στην Κόστα Μπράβα.» «Α, ναι;» Ο Μένγκελε κατάλαβε αµέσως ότι η απόλαυση της πτήσης δεν ήταν ο πραγµατικός λόγος για την επίσκεψη του
συνταγµατάρχη. Ποιος ήταν; «Πώς είναι;» ρώτησε και ήπιε µια γουλιά από τον καφέ του. «Μια χαρά» είπε ο συνταγµατάρχης. «Λίγο προβληµατισµένος. Έλαβε ένα γράµµα από τον Γκούντερ Βέντζλερ, που τον προειδοποιούσε ότι ο Γιάκοβ Λίµπερµαν µπορεί να έχει εντοπίσει µία από τις επιχειρήσεις µας. Ο Λίµπερµαν έδωσε µια οµιλία στο Χάιντελµπεργκ πριν από δύο εβδοµάδες. Έθεσε στο κοινό µια κάπως ασυνήθιστη “υποθετική ερώτηση”. Ένας φίλος του Βέντζλερ, η κόρη του οποίου βρισκόταν εκεί, του ζήτησε να σου µεταφέρει την είδηση, για παν ενδεχόµενο.» «Τι ρώτησε ακριβώς ο Λίµπερµαν;» Ο συνταγµατάρχης κοίταξε τον Μένγκελε για µια στιγµή, και είπε: «Για ποιο λόγο εµείς –εσύ κι εµείς– θα θέλαµε να σκοτώσουµε ενενήντα τέσσερις εξηνταπεντάχρονους κρατικούς υπαλλήλους. Μια “υποθετική ερώτηση”.» Ο Μένγκελε ανασήκωσε τους ώµους του. «Άρα, προφανώς δε γνωρίζει» είπε. «Είµαι σίγουρος ότι κανείς δε βρήκε τη σωστή απάντηση.» «Το ίδιο και ο Ρούντελ» είπε ο συνταγµατάρχης «όµως, θέλει να καταλάβει µε ποιον τρόπο ο Λίµπερµαν βρήκε τη σωστή ερώτηση. Εσύ δε δείχνεις να εκπλήσσεσαι ιδιαίτερα.» Ο Μένγκελε ήπιε µια γουλιά καφέ και µίλησε µε αδιάφορο ύφος. «Ο Αµερικανός δεν άκουγε την κασέτα όταν τον βρήκαµε. Μιλούσε στον Λίµπερµαν.» Άφησε το φλιτζάνι του κάτω και χαµογέλασε στο συνταγµατάρχη. «Όπως είµαι βέβαιος ότι έµαθες από την τηλεφωνική εταιρεία χθες το απόγευµα.» Ο συνταγµατάρχης αναστέναξε και έγειρε προς το µέρος του Μένγκελε. «Γιατί δε µας το είπες;» ρώτησε. «Ειλικρινά» είπε ο Μένγκελε «φοβήθηκα µήπως ζητούσατε αναβολή, για την περίπτωση που ο Λίµπερµαν ξεκινούσε κάποια έρευνα.»
«Έχεις δίκιο, αυτό ακριβώς θα ζητούσαµε» είπε ο συνταγµατάρχης. «Τρεις µε τέσσερις µήνες – τόσο τροµερό θα ήταν αυτό;» «Μπορεί να άλλαζε εντελώς τα αποτελέσµατα. Πίστεψέ µε, αυτή είναι η αλήθεια, συνταγµατάρχη. Ρώτησε όποιον ψυχολόγο θέλεις.» «Τότε θα µπορούσαµε να παρακάµψουµε αυτούς τους ανθρώπους και να συνεχίσουµε το πρόγραµµά µας µε τους υπόλοιπους!» «Περιορίζοντας το αποτέλεσµα κατά είκοσι τοις εκατό; Υπάρχουν δεκαοχτώ άνθρωποι τους πρώτους τέσσερις µήνες.» «Δεν πιστεύεις ότι περιόρισες τα αποτελέσµατα περισσότερο µε αυτό τον τρόπο;» απαίτησε να µάθει ο συνταγµατάρχης. «Άραγε ο Λίµπερµαν µιλάει µόνο σε σπουδαστές; Οι άντρες, οι δικοί µας άντρες, µπορεί να συλληφθούν αύριο το πρωί! Και το αποτέλεσµα να µειωθεί κατά ενενήντα πέντε τοις εκατό!» «Συνταγµατάρχη, σε παρακαλώ» είπε µε κατευναστικό τόνο ο Μένγκελε. «Με την προϋπόθεση, φυσικά, ότι θα υπάρξει κάποιο αποτέλεσµα. Ως τώρα έχουµε µόνο το λόγο σου, ξέρεις!» Ο Μένγκελε παρέµεινε σιωπηλός, εισέπνευσε βαθιά. Ο συνταγµατάρχης σήκωσε το φλιτζάνι του, το κοίταξε έντονα, το ξανάφησε κάτω. Ο Μένγκελε άφησε ελεύθερη την ανάσα του. «Τα αποτελέσµατα θα είναι αυτά ακριβώς που σας υποσχέθηκα» είπε. «Συνταγµατάρχη, κάτσε και σκέψου για µια στιγµή. Θα έµπαινε στον κόπο ο Λίµπερµαν να κάνει ερωτήσεις σε σπουδαστές αν υπήρχε κάποιος άλλος που να του δίνει σηµασία; Οι άντρες βρίσκονται εκεί έξω, σωστά; Και κάνουν τη δουλειά τους; Φυσικά ο Λίµπερµαν µίλησε και µε άλλους – ίσως ακόµα και µε κάθε εισαγγελέα και αστυνοµικό στην Ευρώπη! Αλλά προφανώς τον αγνόησαν. Τι άλλο µπορούσαν να κάνουν; Ένας ηλικιωµένος που τον τροµοκρατεί η ιδέα του Ναζισµού τούς αφηγείται µια ιστορία που ακούγεται τρελή χωρίς κάποια αιτία
για την ύπαρξή της. Σε αυτό υπολόγισα όταν πήρα την απόφασή µου.» «Δεν ήταν δική σου η απόφαση» είπε ο συνταγµατάρχης. «Έβαλες έξι από τους άντρες µας σε συνθήκες πολύ υψηλότερου κινδύνου από αυτές που συµφωνήσαµε.» «Και µε αυτό τον τρόπο προστάτευσα την ιδιαίτερα µεγάλη επένδυσή σου, για να µην αναφέρω το πεπρωµένο της φυλής µας.» Ο Μένγκελε σηκώθηκε και πήγε στο γραφείο, πήρε ένα τσιγάρο από µια µπρούντζινη θήκη. «Τέλος πάντων, το νερό έχει κυλήσει στο αυλάκι» είπε. Ο συνταγµατάρχης έπινε τον καφέ του, κοιτάζοντας την πλάτη του Μένγκελε. Χαµήλωσε το φλιτζάνι του. «Ο Ρούντελ µού ζήτησε να αποσύρω τους άντρες σήµερα κιόλας» είπε. Ο Μένγκελε γύρισε από την άλλη, πήρε το τσιγάρο από τα χείλη του. «Δεν το πιστεύω αυτό» είπε. Ο συνταγµατάρχης ένευσε καταφατικά. «Αντιµετωπίζει τις ευθύνες του ως αξιωµατικού µε µεγάλη σοβαρότητα.» «Έχει ευθύνες και ως Άριος!» «Σωστά, αλλά ποτέ δεν ήταν το ίδιο σίγουρος µε εµάς για την επιτυχία του σχεδίου· το ξέρεις αυτό, Γιόζεφ. Χριστέ µου, τι τεχνάσµατα πώλησης χρειάστηκε να επιστρατεύσουµε!» Ο Μένγκελε έµεινε σιωπηλός – επιθετικός, σε αναµονή. «Του είπα λίγο ως πολύ αυτά που µου είπες κι εσύ» είπε ο συνταγµατάρχης. «Από τη στιγµή που οι άντρες δίνουν τις αναφορές τους και όλα πάνε µια χαρά, ο Λίµπερµαν δεν κατάφερε να προκαλέσει αναταράξεις, εποµένως για ποιο λόγο να µην τους αφήσουµε εκεί έξω; Συµφώνησε στο τέλος. Αλλά ο Λίµπερµαν θα παρακολουθείται από εδώ και πέρα –το έχει αναλάβει ο Μουντ– κι αν υπάρξει κάποια ένδειξη ότι όντως προκαλεί αναταραχές, τότε θα πρέπει να ληφθεί µια απόφαση: είτε να τον σκοτώσουµε, που µπορεί να προκαλέσει ακόµα µεγαλύτερες αναταραχές, είτε να αποσύρουµε τους άντρες µας.»
«Αν το κάνεις αυτό, θα τα πετάξεις όλα στα σκουπίδια» είπε ο Μένγκελε. «Ό,τι πέτυχα ως τώρα. Όλα τα χρήµατα που ξόδεψες σε προσωπικό και εξοπλισµό και στην οργάνωση των τοποθετήσεων. Πώς µπορεί καν να του περνάει από το µυαλό; Εγώ θα έστελνα άλλους έξι άντρες εκεί έξω αν πιάνονταν οι πρώτοι. Και έξι επιπλέον. Και έξι επιπλέον!» «Συµφωνώ, Γιόζεφ, συµφωνώ» τον κατεύνασε ο συνταγµατάρχης. «Και θα ήθελα πολύ από εσένα να εκφράσεις τη γνώµη σου για την απόφαση αυτή αν χρειαστεί ποτέ να τη βγάλουµε. Μια ισχυρή άποψη. Αλλά αν ο Ρούντελ µάθει σήµερα ότι άφησες τους άντρες να φύγουν γνωρίζοντας ότι ο Λίµπερµαν προειδοποιήθηκε, θα σε αποµακρύνει εντελώς από την επιχείρηση. Δε θα λαµβάνεις ούτε καν τις µηνιαίες αναφορές. Έτσι, καλύτερα να µην του το πω. Αλλά για να µπορέσω να το κάνω πρέπει να έχω κάποια διαβεβαίωση από εσένα ότι δεν πρόκειται... να πάρεις µόνος σου άλλες παρόµοιες αποφάσεις.» «Για ποιο πράγµα; Δεν υπάρχουν άλλες αποφάσεις να παρθούν, εκτός από τη διατήρηση των ανθρώπων εκεί έξω και τη συνέχιση της δουλειάς τους.» Ο συνταγµατάρχης χαµογέλασε. «Δε θα µε εξέπληττε καθόλου αν σε έβλεπα να µπαίνεις σε ένα αεροπλάνο για να κυνηγήσεις ο ίδιος τον Λίµπερµαν.» Ο Μένγκελε ρούφηξε το τσιγάρο του. «Μη γίνεσαι γελοίος» είπε. «Το ξέρεις ότι δε θα τολµούσα να πάω στην Ευρώπη.» Γύρισε προς το γραφείο και τίναξε τη στάχτη του. «Έχω τη διαβεβαίωσή σου» ρώτησε ο συνταγµατάρχης «ότι δε θα κάνεις το παραµικρό που να µπορεί να επηρεάσει αυτή την επιχείρηση χωρίς να µιλήσεις πρώτα µε τον Οργανισµό;» «Φυσικά και την έχεις» είπε ο Μένγκελε. «Απόλυτα.» «Τότε θα πω στον Ρούντελ ότι η αιτία που έκανε τον Λίµπερµαν να αντιληφθεί την κατάσταση παραµένει µυστήρια.» Ο Μένγκελε κούνησε το κεφάλι του µε δυσπιστία. «Δεν µπορώ να
πιστέψω» είπε «ότι αυτός ο γερο-ανόητος –ο Ρούντελ, εννοώ, όχι ο Λίµπερµαν– µπορεί να ξεγράψει τόσο πολλά χρήµατα, και το πεπρωµένο των Αρίων µαζί µε αυτά, από ανησυχία για την ασφάλεια έξι συνηθισµένων ανθρώπων.» «Τα χρήµατα ήταν ελάχιστα σε σχέση µε αυτά που διαθέτουµε» είπε ο συνταγµατάρχης. «Υπερβάλαµε µε τη σηµασία τους για να µην ξεφύγεις στο θέµα του κόστους. Όσο για το πεπρωµένο των Αρίων, κοίτα, όπως είπα, δεν πίστεψε ποτέ στη λειτουργία του προγράµµατος. Νοµίζω ότι καταστρέφει ένα µέρος της µαγείας για εκείνον· δύσκολα θα µπορούσες να τον χαρακτηρίσεις έναν άνθρωπο µε επιστηµονικό µυαλό.» «Θα είσαι παράφρων αν τον αφήσεις να έχει την τελευταία λέξη.» «Θα περάσουµε αυτή τη γέφυρα µόλις φτάσουµε µπροστά της» είπε ο συνταγµατάρχης. «Αν φτάσουµε µπροστά της. Ας ελπίσουµε ότι ο Λίµπερµαν θα σταµατήσει να µιλά ακόµα και σε σπουδαστές, κι ότι θα ολοκληρώσεις τα ενενήντα τέσσερα σηµάδια σου σε αυτό τον υπέροχο πίνακα.» Σηκώθηκε όρθιος. «Συνόδεψέ µε ως το αεροπλάνο.» Έσπρωξε προς τα έξω ένα άκαµπτο πόδι και άρχισε να κουτσαίνει µε αργές κινήσεις, τραγουδώντας: «“Έρχεται η νύφη” – βήµα!– “Ντυµένη στα ολόλευκα” – βήµα! Τι ταλαιπωρία! Εµένα µου αρέσουν οι απλοί γάµοι, το ίδιο κι εσένα φαντάζοµαι. Άντε, όµως, να το εξηγήσεις αυτό σε µια γυναίκα.» Ο Μένγκελε τον συνόδεψε µέχρι το αεροπλάνο, τον χαιρέτησε καθώς σηκωνόταν στον ουρανό, και επέστρεψε στο σπίτι. Το µεσηµεριανό του γεύµα τον περίµενε στην τραπεζαρία, κι έτσι το έφαγε, και στη συνέχεια έπλυνε τα χέρια του στο νιπτήρα του εργαστηρίου και µπήκε στο γραφείο. Κούνησε καλά το κουτί µε το σµάλτο και χρησιµοποίησε το κατσαβίδι για να ανοίξει το καπάκι του. Φόρεσε τα γυαλιά του, και κρατώντας το κουτί µε το λαµπρό κόκκινο χρώµα και το καινούργιο, λεπτό πινέλο, ανέβηκε στη σκάλα. Βούτηξε τις τρίχες του πινέλου, τις σκούπισε στο χείλος του κουτιού, πήρε µιαν ανάσα για να σταθεροποιηθεί, και έφερε το
πινέλο µε την κόκκινη µύτη µπροστά στο κουτί του Ντέρινγκ – Γερµανία – 16/10/74. Το τσεκάρισµα έγινε αρκετά οµαλά: γυαλιστερό κόκκινο πάνω σε άσπρο, µε ευθείες γραµµές και απότοµες γωνίες. Το διόρθωσε λίγο και ζωγράφισε ένα παρόµοιο σηµάδι στο κουτί του Χόρβε – Δανία – 18/10/74. Και στου Γκάθρι – Πολιτεία Βιρτζίνια των ΗΠΑ – 19/10/74. Κατέβηκε από τη σκάλα, υποχώρησε µερικά βήµατα, και µελέτησε τα τρία σηµάδια πάνω από το σκελετό των γυαλιών του. Ναι, ήταν όπως έπρεπε. Ανέβηκε ξανά στη σκάλα και ζωγράφισε σηµάδια στα κουτιά του Ρούνστεν – Σουηδία – 22/10/74, και του Ρόζενµπεργκερ – Γερµανία – 22/10/74, και του Λάιµαν – Αγγλία – 24/10/74, και του Όστε – Ολλανδία – 27/10/74. Κατέβηκε ξανά κάτω και έριξε άλλη µία µατιά. Πολύ ωραία. Επτά κόκκινα σηµάδια. Αλλά ελάχιστη ευχαρίστηση. Καταραµένε Ρούντελ! Καταραµένε Σίµπερτ! Καταραµένε Λίµπερµαν! Καταραµένοι όλοι! Πανδαιµόνιο, αυτή ήταν η κατάσταση στην οποία είχε επιστρέψει. Ο Γκλάντζερ ο σπιτονοικοκύρης, που θα γινόταν ένας εξαιρετικός αντισηµίτης αν δεν ήταν ο ίδιος Εβραίος, εξαπέλυε τις κατηγορίες του εναντίον µιας µικρής Έστερ που έτρεµε την ώρα που ο Μαξ και µια νεαρή, ξερακιανή γυναίκα που ο Λίµπερµαν δεν είχε ξαναδεί ποτέ έσπρωχναν το γραφείο της Λίλι, οδηγώντας το προς τη γωνία δίπλα στην πόρτα της κρεβατοκάµαρας. Μουσικοί, µεταλλικοί ήχοι και κρότοι ακούγονταν από τις κατσαρόλες και τα µπολ που βρίσκονταν παντού και έπιαναν τις σταγόνες του νερού που έπεφταν από σκοτεινά σηµεία παντού στο ταβάνι. Ένα πιάτο έσπασε στην κουζίνα –«Ω, που να πάρει!» (αυτή ήταν η Λίλι εκεί µέσα)– και το
τηλέφωνο άρχισε να κουδουνίζει. «Α-χα!» φώναξε ο Γκλάντζερ, γυρίζοντας από την άλλη, δείχνοντας µε το δάχτυλο. «Να και η σπουδαία παγκόσµια φιγούρα που δε δίνει δεκάρα για την ιδιοκτησία του µέσου ανθρώπου. Μην αφήνεις τη βαλίτσα σου κάτω, το πάτωµα µπορεί να µην αντέξει!» «Καλώς ήρθες» είπε ο Μαξ, σπρώχνοντας την άκρη του γραφείου. Ο Λίµπερµαν άφησε κάτω τη βαλίτσα του, µαζί µε το χαρτοφύλακά του. Περίµενε –επειδή ήταν Κυριακή πρωί– ένα ήσυχο, άδειο διαµέρισµα. «Τι συνέβη;» ρώτησε. «Τι συνέβη;» Ο Γκλάντζερ στριµώχτηκε για να περάσει ανάµεσα από δύο γραφεία για να φτάσει κοντά του, µε το βολβοειδές του πρόσωπο κόκκινο σαν τη φωτιά. «Θα σου πω εγώ τι συνέβη! Πληµµυρίσαµε επάνω, αυτό συνέβη! Αν τοποθετήσεις υπερβολικό βάρος στο πάτωµα, ζορίζεις τους σωλήνες! Κι έτσι αυτοί σπάνε! Πιστεύεις ότι µπορούν να αντέξουν το βάρος που έχεις εδώ µέσα;» «Σπάνε οι σωλήνες στον επάνω όροφο και φταίω εγώ;» «Όλα συνδέονται µεταξύ τους!» φώναξε ο Γκλάντζερ. «Η πίεση µεταδίδεται! Θα πέσει όλο το σπίτι λόγω του υπερβολικού βάρους που έχεις εδώ µέσα!» «Γιάκοβ;» Η Έστερ κρατούσε το τηλέφωνο µε το ένα χέρι της πάνω στο ακουστικό. «Είναι ένας άντρας που λέγεται φον Πάλµεν, από το Μάνχαϊµ. Τηλεφώνησε την περασµένη εβδοµάδα.» Μια τούφα γκρίζων µαλλιών πεταγόταν από το πλάι της καστανοκόκκινης περούκας της. «Κράτησε τον αριθµό, θα του τηλεφωνήσω εγώ.» «Μόλις έσπασα το ροζ µπολ» είπε η Λίλι, που στεκόταν θλιµµένη στην πόρτα της κουζίνας. «Το αγαπηµένο της Χάνα.» «Έξω!» φώναξε ο Γκλάντζερ, καλύπτοντας τον Λίµπερµαν, ξεβράζοντας την άσχηµη ανάσα του. «Όλα αυτά τα γραφεία θα βγουν έξω! Εδώ είναι διαµέρισµα, δεν είναι γραφεία εταιρείας! Το ίδιο και οι φωριαµοί, έξω!»
«Εσύ να βγεις έξω!» φώναξε ο Λίµπερµαν το ίδιο δυνατά – ήταν ο καλύτερος τρόπος για να αντιµετωπίσεις τον Γκλάντζερ, όπως είχε ανακαλύψει. «Άντε να φτιάξεις τα σάπια υδραυλικά σου! Αυτά τα έπιπλα, τα γραφεία και οι φωριαµοί είναι δικά µου! Μήπως αναφέρει στο συµβόλαιο µόνο τραπέζια και καρέκλες;» «Θα το ανακαλύψεις στο δικαστήριο τι αναφέρει το συµβόλαιο!» «Εσύ θα ανακαλύψεις πόσα θα πληρώσεις για τις ζηµιές που προκάλεσες από το νερό! Βγες έξω!» Ο Λίµπερµαν τίναξε το δάχτυλό του προς τη µεριά της πόρτας. Ο Γκλάντζερ βλεφάρισε. Κοίταξε το πάτωµα δίπλα του σαν να άκουγε κάτι, κοίταξε τον Λίµπερµαν ανήσυχος, ένευσε καταφατικά. «Να είσαι σίγουρος ότι θα βγω έξω» ψιθύρισε. «Πριν συµβεί.» Περπάτησε στις µύτες των ποδιών προς την ανοιχτή πόρτα. «Η ζωή µου είναι περισσότερο πολύτιµη από την ιδιοκτησία µου.» Βγήκε στις µύτες έξω, και έκλεισε προσεκτικά την πόρτα. Ο Λίµπερµαν χτύπησε µε δύναµη τα πόδια του στο πάτωµα και φώναξε: «Χτυπάω µε δύναµη το πάτωµα, Γκλάντζερ!» Από το βάθος ακούστηκε: «Θα πέσεις στον κάτω όροφο!» «Γιάκοβ, σταµάτα» είπε ο Μαξ, αγγίζοντας το µπράτσο του Λίµπερµαν. «Είµαστε κι εµείς υπαίτιοι.» Ο Λίµπερµαν γύρισε από την άλλη. Κοίταξε γύρω, και ψηλά, άφησε ένα απελπισµένο «άι, άι, άι» και δάγκωσε το κάτω χείλος του. Η Έστερ, τεντώνοντας το κορµί της για να σκουπίσει την κορυφή ενός φωριαµού, είπε: «Το προλάβαµε νωρίς, δεν είναι τόσο άσχηµη η κατάσταση. Δόξα τω Θεώ που έψησα σήµερα. Έφερα µια καρυδόπιτα. Όταν είδα τι είχε συµβεί τηλεφώνησα στον Μαξ και στη Λίλι. Είναι µόνο εδώ και στην κουζίνα, όχι στα υπόλοιπα δωµάτια.» Ο Μαξ σύστησε την ξερακιανή, νεαρή γυναίκα, η οποία είχε υπέροχα, µεγάλα γκρίζα µάτια· ήταν η ανιψιά του ίδιου και της Λίλι, η Άλιξ από το Μπράιτον της Αγγλίας, που έµενε µαζί τους για τις διακοπές. Ο Λίµπερµαν τής έσφιξε το χέρι και την ευχαρίστησε που
βοηθούσε, έβγαλε το παλτό του και έπιασε κι αυτός δουλειά. Σκούπισαν τα γραφεία και τα έπιπλα, αντικατέστησαν τις γεµάτες κατσαρόλες και τα µπολ µε άδεια, πίεσαν σκούπες που είχαν καλύψει µε πετσέτες στα υγρά σηµεία του ταβανιού. Έπειτα, καθισµένοι στα γραφεία και στο λειτουργικό µισό κοµµάτι του καναπέ, ήπιαν καφέ κι έφαγαν κέικ. Οι διαρροές είχαν περιοριστεί σε µισή ντουζίνα σηµείων που έσταζαν αργά. Ο Λίµπερµαν τους µίλησε λίγο για το ταξίδι του, για τους παλιούς φίλους που επισκέφθηκε, για τις αλλαγές που είδε. Η Άλιξ, σε σπαστά γερµανικά, απάντησε στις ερωτήσεις της Έστερ για τη δουλειά της ως σχεδιάστριας υφαντουργικών προϊόντων. «Είχαµε πολλές δωρεές, Γιάκοβ» ανέφερε ο Μαξ, κουνώντας το γκρίζο κεφάλι του µελαγχολικά. «Έτσι γίνεται πάντα µετά τις Ιερές Ηµέρες» είπε η Λίλι. «Όµως, ήταν περισσότερες φέτος σε σχέση µε πέρσι, αγάπη µου» είπε ο Μαξ, και γυρνώντας προς τον Λίµπερµαν: «Ο κόσµος έµαθε για την τράπεζα.» Ο Λίµπερµαν ένευσε καταφατικά και κοίταξε την Έστερ. «Ήρθε τίποτα για µένα από το Ρόιτερς; Κάποιες αναφορές; Κάποια αποκόµµατα;» «Έχουµε ένα φάκελο από το Ρόιτερς» είπε η Έστερ «ένα µεγάλο. Αλλά γράφει Προσωπικό.» «Αναφορές;» ρώτησε ο Μαξ. «Μίλησα µε τον Σίντνεϊ Μπέινον πριν φύγω. Για την ιστορία του νεαρού Κέλερ. Δε µάθαµε τίποτα γι’ αυτόν, έτσι δεν είναι;» Κούνησαν αρνητικά τα κεφάλια τους. Η Έστερ σηκώθηκε όρθια µε το φλιτζάνι της στα χέρια και είπε: «Δεν µπορεί να είναι αλήθεια, είναι υπερβολικά τρελό.» Κινήθηκε προς το γραφείο του Μαξ. Η Λίλι σηκώθηκε και άρχισε να µαζεύει τα πιάτα, αλλά η Έστερ είπε: «Άσε τα όλα, θα µαζέψω εγώ. Πήγαινε να δείξεις στην Άλιξ τα αξιοθέατα.»
Ο Λίµπερµαν ευχαρίστησε τον Μαξ και τη Λίλι και την Άλιξ την ώρα που φορούσαν τα παλτά τους. Φίλησε τη Λίλι, έσφιξε το χέρι της Άλιξ και της ευχήθηκε καλές διακοπές, χτύπησε φιλικά τον Μαξ στην πλάτη. Μόλις έκλεισε την πόρτα πίσω τους, πήρε τη βαλίτσα του και τη µετέφερε στην κρεβατοκάµαρα. Πήγε στο µπάνιο, πήρε τα χάπια των δώδεκα, κρέµασε το δεύτερο κοστούµι του στην ντουλάπα, και αντάλλαξε το σακάκι του µε ένα πουλόβερ και τα παπούτσια του µε ένα ζευγάρι παντόφλες. Με τα γυαλιά στο χέρι επέστρεψε στο καθιστικό, πήρε το χαρτοφύλακά του και πέρασε γύρω και ανάµεσα από τα γραφεία προς τη δίφυλλη εσωτερική πόρτα που οδηγούσε στην τραπεζαρία. Η Έστερ ακούστηκε από την πόρτα της κουζίνας: «Θα µείνω εδώ για να προσέχω τις διαρροές. Θέλεις να σου βρω εκείνο τον άνθρωπο στο Μάνχαϊµ;» «Αργότερα» είπε ο Λίµπερµαν και µπήκε στην τραπεζαρία – που ήταν πλέον το γραφείο του. Στο γραφείο ήταν στοιβαγµένα περιοδικά και σωροί ανοιγµένων επιστολών. Άφησε κάτω το χαρτοφύλακά του, άναψε το πορτατίφ, φόρεσε τα γυαλιά του· µετακίνησε µια στοίβα επιστολών που κρύβονταν κάτω από µερικούς µεγάλους φακέλους. Βρήκε τον γκρίζο φάκελο του Ρόιτερς, που ήταν χειρόγραφος, βαρύς και γεµάτος. Τόσο πολλά; Αφού κάθισε, καθάρισε τα πάντα από µπροστά του, έσπρωξε στοίβες αλληλογραφίας στο πλάι και στο πίσω µέρος του γραφείου. Η φωτογραφία της Χάνα αναποδογύρισε· περιοδικά έπεσαν µε θόρυβο στο πάτωµα. Ξετύλιξε το σπάγκο του φακέλου και έσκισε την κολλητική ταινία για να τον ανοίξει. Γέρνοντας το φάκελο πάνω από το πράσινο στυπόχαρτο, τον ταρακούνησε και τράβηξε έξω µια µάζα αποκοµµάτων από εφηµερίδες και τηλεγραφήµατα. Είκοσι, τριάντα, περισσότερα, κάποια από αυτά φωτοτυπηµένα, τα περισσότερα κοµµάτια εκτυπώσεων που κόπηκαν βιαστικά µε ψαλίδι. Mann getötet
in Autounfall· Ιερέας δολοφονήθηκε από διαρρήκτες· Eldsvda dödar man, 64. Μπλε και κίτρινα χαρτάκια µε ηµεροµηνίες και τα ονόµατα των εφηµερίδων ήταν κολληµένα σε κάποια από τα αποκόµµατα. Ήταν σίγουρα σαράντα κοµµάτια όλα µαζί. Κοίταξε στο εσωτερικό του φακέλου και βρήκε δύο ακόµα µικρά αποκόµµατα και ένα φύλλο λευκού χαρτιού που είχε διπλωθεί γύρω από τη στοίβα. Κράτα µε ενήµερο, έγραφε µε µικρά, οµοιόµορφα γράµµατα στο κέντρο. Σ.Μ. Με ηµεροµηνία 30 Οκτωβρίου. Το άφησε στην άκρη µαζί µε το φάκελο, και αφού άπλωσε τα αποκόµµατα και τα ψαλιδισµένα χαρτιά και µε τα δύο χέρια του, άφησε µεγαλύτερο κενό ανάµεσά τους για να τα βλέπει καλύτερα, ένα πολυεπίπεδο υφαντό γαλλικών, γερµανικών, αγγλικών – και σουηδικών, ολλανδικών, και άλλων, ακατανόητων πέρα από µερικές λέξεις εδώ κι εκεί. Η λέξη Död ήταν σίγουρα αντίστοιχη της tot και της νεκρός. «Έστερ!» φώναξε. «Ναι;» «Τα λεξικά για µεταφράσεις, σουηδικά και ολλανδικά. Και δανικά και νορβηγικά.» Ανασήκωσε ένα απόκοµµα στα γερµανικά: µια έκρηξη σε κάποιο χηµικό εργοστάσιο στο Σόλινγκεν είχε σκοτώσει το νυχτερινό επιστάτη, τον Όγκουστ Μορ, εξήντα πέντε ετών. Όχι. Το άφησε στην άκρη. Και το ξαναπήρε στα χέρια του. Δε θα µπορούσε ένας κρατικός υπάλληλος, χαµηλόβαθµος, να έχει και δεύτερη δουλειά τα βράδια; Δύσκολο για έναν εξηνταπεντάχρονο, αλλά πιθανό. Η έκρηξη έγινε στη µία το πρωί την προηγούµενη µέρα από τη δηµοσίευση της ιστορίας, άρα στις 20 Οκτωβρίου. Το φως πάνω από το κεφάλι του άναψε, και η Έστερ, καθώς διέσχιζε το δωµάτιο, είπε: «Εδώ πρέπει να είναι.» Πήγε στο τραπέζι που ακουµπούσε στον τοίχο και διάβασε τις πλευρές των
χαρτόκουτων που βρίσκονταν επάνω του. «Δεν έχουµε για τα δανικά» είπε. «Ο Μαξ χρησιµοποιεί αυτό των νορβηγικών.» Ο Λίµπερµαν έβγαλε ένα σηµειωµατάριο από το συρτάρι. «Καλύτερα να µου δώσεις και των γαλλικών.» «Περίµενε να το βρω πρώτα.» Τέντωσε το χέρι του για να πιάσει το στιλό του, που ξεχώριζε ανάµεσα στην αλληλογραφία. Ρίχνοντας µια δεύτερη γρήγορη µατιά στο απόκοµµα, έγραψε στο µεγάλο κίτρινο σηµειωµατάριο – έπειτα από µια µουντζούρα στην κορυφή της σελίδας για να ζεστάνει το στιλό: 20· Μορ, Όγκουστ· Σόλινγκεν, κι έβαλε ένα ερωτηµατικό δίπλα του. «Λεξικά» ανακοίνωσε η Έστερ, και άνοιξε τα πτερύγια του χαρτόκουτου. «Νορβηγικά, σουηδικά, γαλλικά;» «Και ολλανδικά, σε παρακαλώ.» Έβαλε το απόκοµµα στα αριστερά, όπου θα κρατούσε αυτά που είχαν κάποια πιθανότητα. Αναζήτησε εκείνο στα αγγλικά για τον ιερέα, το βρήκε, το διάβασε γρήγορα, και –«άι»– το έβαλε στα δεξιά. Η Έστερ τον πλησίασε, κρατώντας µε αστάθεια τέσσερις ογκώδεις τόµους µε µπλε επένδυση. Έσπρωξε την αλληλογραφία από το πλάι του γραφείου για να δηµιουργήσει χώρο. «Τα είχα ξεχωρίσει όλα» παραπονέθηκε, µόλις τους άφησε κάτω. «Θα τα ξεχωρίσω ξανά εγώ. Σ’ ευχαριστώ.» Έχωσε µέσα την τούφα που πεταγόταν από το πλάι της περούκας της. «Έπρεπε να κρατήσεις τον Μαξ εδώ αφού ήθελες µεταφράσεις.» «Δεν το σκέφτηκα.» «Να προσπαθήσω να τον βρω;» Κούνησε το κεφάλι του αρνητικά, ανασήκωσε ένα ακόµα απόκοµµα στα αγγλικά: Διαφωνία καταλήγει σε θανάσιµο µαχαίρωµα. «Τόσοι άνθρωποι δολοφονήθηκαν;» είπε η Έστερ, κοιτάζοντας µε ανησυχία τα απλωµένα αποκόµµατα.
«Όχι όλοι» είπε εκείνος, αφήνοντας το απόκοµµα στα δεξιά του. «Μερικά είναι ατυχήµατα.» «Πώς θα καταλάβεις εκείνους που σκότωσαν οι Ναζί;» «Δεν ξέρω» είπε εκείνος. «Πρέπει να πάω εκεί και να ψάξω.» Ανασήκωσε ένα απόκοµµα στα γερµανικά. «Να ψάξεις;» «Να δω αν θα µπορέσω να βρω κάποια αιτία.» Τον κοίταξε συνοφρυωµένη. «Επειδή σου τηλεφώνησε ένα παιδί και στη συνέχεια εξαφανίστηκε;» «Γεια σου, αγαπητή µου Έστερ.» Εκείνη αποµακρύνθηκε από το γραφείο. «Εγώ στη θέση σου θα έγραφα µερικά άρθρα για να εξασφαλίσω λίγα χρήµατα.» «Γράψε τα, θα τα υπογράψω.» «Θέλεις κάτι να φας;» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. Μερικά αποκόµµατα ανέφεραν τους ίδιους θανάτους µε κάποια άλλα· κάποιοι από τους νεκρούς άντρες ήταν εκτός του ορίου ηλικίας. Πολλοί ήταν άνθρωποι του εµπορίου, αγρότες, συνταξιούχοι εργάτες της βιοµηχανίας, πλανόδιοι· πολλοί σκοτώθηκαν από τους γείτονές τους, από συγγενείς, από οµάδες νεαρών αστέγων. Έψαξε στα δίγλωσσα λεξικά µε το µεγεθυντικό φακό του· ο makelaar in onroerende goederen ήταν ένας µεσίτης ακινήτων, ο tulltjänsteman ήταν ένας τελωνειακός. Έβαζε τα άκυρα στα δεξιά του, τα πιθανά στα αριστερά του. Πολλές από τις λέξεις των δανικών αποκοµµάτων υπήρχαν και στα λεξικά των νορβηγικών και των γερµανικών. Αργά το απόγευµα άφησε το τελευταίο απόκοµµα ανάµεσα στα άκυρα. Υπήρχαν έντεκα πιθανά. Έσκισε τον κατάλογο από το σηµειωµατάριο και άρχισε να δηµιουργεί έναν καινούργιο, κατανέµοντας τα αποκόµµατα
οµοιόµορφα και σύµφωνα µε τις ηµεροµηνίες θανάτου. Τρεις είχαν πεθάνει στις 16 Οκτωβρίου: ο Σαµπόν Ιλέρ, στο Μπορντό· ο Ντέρινγκ Εµίλ, στο Γκλάντµπεκ, µια πόλη στην περιοχή του Έσεν· και ο Πέρσον Λαρς, στη Φαγκέρστα της Σουηδίας. Χτύπησε το τηλέφωνο· άφησε την Έστερ να το σηκώσει. Δύο στις 18: ο Γκάθρι Μάλκολµ, στην Τουσόν– «Γιάκοβ; Είναι από το Μάνχαϊµ και πάλι.» Πήρε το ακουστικό. «Σας οµιλεί ο Λίµπερµαν.» «Γεια σας, Χερ Λίµπερµαν» είπε µια αντρική φωνή. «Πώς ήταν το ταξίδι σας; Βρήκατε µήπως την αιτία για τις ενενήντα τέσσερις δολοφονίες;» Έµεινε ακίνητος, κοιτάζοντας το στιλό στο χέρι του. Είχε ξανακούσει αυτή τη φωνή, αλλά δεν µπορούσε να θυµηθεί πού. «Ποιος είναι, παρακαλώ;» ρώτησε. «Το όνοµά µου είναι Κλάους φον Πάλµεν. Άκουσα την οµιλία σας στο Χάιντελµπεργκ. Μπορεί να µε θυµάστε. Ρώτησα αν το πρόβληµα ήταν όντως υποθετικό.» Φυσικά. Ο ξανθός άντρας µε το σοβαρό παρουσιαστικό. «Ναι, σε θυµάµαι.» «Υπήρξε κάποιο ακροατήριο που να τα πήγε καλύτερα από εµάς;» «Δεν ξανάκανα την ερώτηση.» «Η οποία δεν ήταν υποθετική, έτσι δεν είναι;» Ήθελε να του πει πως ήταν, ή να κλείσει το τηλέφωνο – αλλά τον κατέλαβε µια ισχυρότερη παρόρµηση: να µιλήσει ανοιχτά µε κάποιον που είχε τη θέληση να τον πιστέψει, ακόµα και µε αυτό τον ανταγωνιστικό νεαρό Γερµανό. «Δεν ξέρω» παραδέχτηκε. «Ο άνθρωπος που µου την έθεσε... εξαφανίστηκε. Μπορεί να είχε δίκιο και µπορεί να έκανε λάθος.» «Το είχα υποπτευθεί. Θα σας ενδιέφερε να µάθετε ότι στο
Πφόρτζχαϊµ, στις είκοσι τέσσερις Οκτωβρίου, ένας άντρας έπεσε από µια γέφυρα και πνίγηκε; Ήταν εξήντα πέντε ετών, και έτοιµος να πάρει σύνταξη από την ταχυδροµική υπηρεσία.» «Μίλερ Άντολφ» είπε ο Λίµπερµαν, κοιτάζοντας τον κατάλογο µε τους πιθανούς. «Το έµαθα ήδη, και για περίπου άλλους δέκα εκτός από αυτόν: στο Σόλινγκεν, στο Γκλάντµπεκ, στο Μπέρµιγχαµ, στην Τουσόν, στο Μπορντό, στη Φαγκέρστα...» «Ω…» Ο Λίµπερµαν χαµογέλασε στο στιλό του και είπε: «Έχω µια πηγή πληροφόρησης στο Ρόιτερς.» «Αυτό είναι πολύ καλό! Μήπως προσπαθήσατε να δείτε κατά πόσο είναι στατιστικά φυσιολογικό να πεθαίνουν µε βίαιο τρόπο έντεκα κρατικοί υπάλληλοι, ηλικίας εξήντα πέντε ετών – σε πόσο, σε µια περίοδο τριών εβδοµάδων;» «Υπήρξαν κι άλλοι» είπε ο Λίµπερµαν «που σκοτώθηκαν από τους συντρόφους τους. Και πολλοί ακόµη, είµαι βέβαιος, που δεν εντόπισε το Ρόιτερς. Κι από όλους αυτούς, πιστεύω πως µόνο έξι το πολύ θα µπορούσαν... µόνο οι έξι µου προκαλούν ανησυχία. Μπορούν έξι φόνοι πάνω από το φυσιολογικό να αποδείξουν κάτι; Κι άλλωστε, ποιος κρατάει τέτοια στατιστικά; Βίαιους θανάτους σε δύο ηπείρους, κατά ηλικία και επάγγελµα. Ο Θεός, ίσως, ξέρει µόνο τι είναι “στατιστικά φυσιολογικό”. Ή καµιά δεκαριά ασφαλιστικές εταιρείες µαζί. Δε θα χάσω τον καιρό µου να τους γράψω επιστολή.» «Μιλήσατε µε τις Αρχές;» «Εσύ ήσουν, έτσι δεν είναι, που τόνισε ότι δεν τους ενδιαφέρει ιδιαίτερα το κυνήγι των Ναζιστών αυτή την εποχή; Μίλησα, αλλά δε µε άκουσαν. Μπορείς να τους κατηγορήσεις, όµως, όταν το µόνο που µπορούσα να τους πω ήταν: “Θα δολοφονηθούν κάποιοι άνθρωποι, αλλά δεν ξέρω το γιατί”;» «Τότε πρέπει να ανακαλύψουµε το γιατί, και ο τρόπος για να το βρούµε είναι να ψάξουµε µερικές από αυτές τις περιπτώσεις. Πρέπει
να ερευνήσουµε τις συνθήκες των θανάτων, και, το πιο σηµαντικό, τους χαρακτήρες και το παρελθόν αυτών των ανθρώπων.» «Σ’ ευχαριστώ» είπε ο Λίµπερµαν. «Αυτό το σκέφτηκα και µόνος µου, εκείνη την εποχή που ήµουν µόνο “εγώ” και δεν είχαµε γίνει “εµείς”.» «Το Πφόρτζχαϊµ απέχει λιγότερο από µία ώρα µε το αυτοκίνητο από εδώ, Χερ Λίµπερµαν. Και είµαι φοιτητής της Νοµικής, ο τρίτος καλύτερος στην τάξη µου, αρκετά ικανός στο να κάνω παρατηρήσεις και να θέτω συναφείς ερωτήσεις.» «Το ξέρω κι εγώ για τις συναφείς ερωτήσεις, όµως, πραγµατικά δεν είναι δική σου δουλειά, αγαπητέ νεαρέ µου.» «Α, ναι; Για ποιο λόγο; Μήπως έχετε εξασφαλίσει το αποκλειστικό δικαίωµα να αντιτίθεστε στο Ναζισµό; Στην ίδια µου τη χώρα;» «Χερ φον Πάλµεν– » «Παρουσιάσατε το πρόβληµα δηµόσια· έπρεπε να µας είχατε ενηµερώσει ότι αποτελούσε αποκλειστική σας ιδιοκτησία.» «Άκουσέ µε.» Ο Λίµπερµαν κούνησε το κεφάλι του: κλασικός Γερµανός. «Χερ φον Πάλµεν» είπε «ο άνθρωπος που έθεσε το πρόβληµα σε εµένα ήταν ένας νεαρός άντρας σαν κι εσένα. Εκείνος ήταν πιο ευχάριστος κι έδειχνε περισσότερο σεβασµό, αλλά κατά τ’ άλλα δεν ήταν και τόσο διαφορετικός. Και είναι σχεδόν βέβαιο ότι έχει δολοφονηθεί. Γι’ αυτόν το λόγο δεν είναι δική σου δουλειά· επειδή πρόκειται για δουλειά επαγγελµατιών, όχι ερασιτεχνών. Κι επειδή µπορεί να θολώσεις τα πράγµατα µε τέτοιο τρόπο ώστε µόλις φτάσω εγώ στο Πφόρτζχαϊµ η υπόθεση να έχει γίνει πιο δύσκολη.» «Δεν πρόκειται να θολώσω τα πράγµατα και θα προσπαθήσω να µη µε δολοφονήσουν. Θέλετε να σας τηλεφωνήσω και να σας πω αυτά που βρήκα ή να κρατήσω τις πληροφορίες για τον εαυτό µου;» Ο Λίµπερµαν γούρλωσε τα µάτια του, προσπαθώντας να βρει έναν τρόπο για να τον σταµατήσει· αλλά φυσικά δεν υπήρχε κανένας
τρόπος. «Ξέρεις τουλάχιστον τι πληροφορίες πρέπει να αναζητήσεις;» ρώτησε. «Φυσικά ξέρω. Σε ποιον άφησε τα λεφτά του ο Μίλερ, µε ποιον είχε σχέσεις, ποιες ήταν οι πολιτικές και οι στρατιωτικές του δραστηριότητες– » «Πού γεννήθηκε– » «Το ξέρω. Όλα τα σηµεία στα οποία εστιάσαµε εκείνο το απόγευµα.» «Και κατά πόσο θα µπορούσε να έχει έρθει σε επαφή µε τον Μένγκελε, είτε στη διάρκεια του πολέµου είτε αµέσως µετά. Πού υπηρέτησε; Βρέθηκε ποτέ στο Γκέντσµπουργκ;» «Στο Γκέντσµπουργκ;» «Εκεί όπου ζούσε ο Μένγκελε. Και προσπάθησε να µην ακούγεσαι σαν εισαγγελέας· είναι πιο εύκολο να πιάσεις µύγες µε µέλι παρά µε ξύδι.» «Μπορώ να γίνω γοητευτικός αν το θελήσω, Χερ Λίµπερµαν.» «Ανυποµονώ για µια επίδειξη των ικανοτήτων σου. Πες µου τη διεύθυνσή σου, σε παρακαλώ· θα σου στείλω τις φωτογραφίες τριών από τους ανθρώπους που υποτίθεται ότι θα διαπράξουν τις δολοφονίες. Είναι παλιές φωτογραφίες ηλικίας τριάντα ετών και ο ένας τουλάχιστον από αυτούς έχει κάνει πλαστική επέµβαση, αλλά µπορεί να σου φανούν χρήσιµες έτσι κι αλλιώς, για την περίπτωση που κάποιος παρατήρησε κάποιον ξένο στην περιοχή. Θα σου στείλω επίσης µια επιστολή που θα αναφέρει ότι δουλεύεις για λογαριασµό µου. Ή µήπως θέλεις να µου στείλεις µία εσύ που να αναφέρει ότι εγώ δουλεύω για δικό σου λογαριασµό;» «Χερ Λίµπερµαν, νιώθω αµέριστο θαυµασµό και σεβασµό στο πρόσωπό σας. Πιστέψτε µε, είµαι πραγµατικά υπερήφανος που θα µπορέσω να σας προσφέρω λίγη βοήθεια.» «Εντάξει, εντάξει.» «Δεν ήταν γοητευτικό αυτό; Είδατε;»
Ο Λίµπερµαν σηµείωσε τη διεύθυνση και τον αριθµό τηλεφώνου του φον Πάλµεν, του έδωσε µερικές ακόµα συµβουλές, και έκλεισε το ακουστικό. «Εµείς». Μπορεί όµως το παιδί να τα κατάφερνε· αναµφίβολα ήταν αρκετά ευφυής. Τέλειωσε µε την καταγραφή της δεύτερης λίστας, τη µελέτησε για λίγα λεπτά και στη συνέχεια άνοιξε το κάτω αριστερά συρτάρι του γραφείου και έβγαλε έξω ένα φάκελο µε φωτογραφίες που είχε ανασύρει από το αρχείο. Έβγαλε έξω µία του Έσεν, του Κλάιστ και του Τράουνσταϊνερ – νεαρών αντρών µε τη στολή των Ες Ες, χαµογελαστών ή αυστηρών σε µεγεθυµένες πόζες γεµάτες κόκκους· ήταν άχρηστες σχεδόν αλλά ήταν οι καλύτερες που είχε στην κατοχή του. «Έστερ!» φώναξε, αφήνοντάς τις στο γραφείο. Ο Έσεν τού χαµογελούσε, µελαχρινός και λυκίσιος, αγκαλιάζοντας τους περιχαρείς γονείς του. Ο Λίµπερµαν γύρισε τη φωτογραφία ανάποδα, και κάτω από την αυτοκόλλητη ταινία µε την ιστορία του, γραµµένη µε πολύγραφο, σηµείωσε: Ασηµένια µαλλιά πλέον. Έχει κάνει πλαστική επέµβαση. «Έστερ;» Πήρε στα χέρια του τις φωτογραφίες, σηκώθηκε από την καρέκλα και πήγε προς την πόρτα. Η Έστερ κοιµόταν στο γραφείο της, µε το κεφάλι πάνω στα σταυρωµένα χέρια της. Ένα τηγάνι µε νερό βρισκόταν δίπλα στον αγκώνα της. Περπάτησε στις µύτες ως εκεί, άφησε τις φωτογραφίες στη γωνία του γραφείου, και διέσχισε στις µύτες το καθιστικό για να µπει στην κρεβατοκάµαρα. «Πού θα πας, λοιπόν;» του φώναξε η Έστερ. Έκπληκτος που ξύπνησε και τον ρώτησε, της απάντησε: «Στο λουτρό.» «Εννοώ πού θα ταξιδέψεις. Για να ψάξεις.»
«Ω» είπε εκείνος. «Σε ένα µέρος κοντά στο Έσεν – στο Γκλάντµπεκ. Και στο Σόλινγκεν. Έχεις καµία αντίρρηση;» Ο Φάρνµπαχ έκανε µια στάση έξω από το ξενοδοχείο. Θαυµάζοντας το φωτεινό µπλε-µοβ λυκόφως, το οποίο θα παρέµενε έτσι για πολλές ώρες σύµφωνα µε τις διαβεβαιώσεις του υπαλλήλου της ρεσεψιόν, φόρεσε τα γάντια του, ανασήκωσε το γούνινο γιακά του, και τράβηξε το σκουφί του πιο χαµηλά για να ζεσταίνει τα αυτιά του και το σβέρκο του. Το Στόρλιν δεν ήταν τόσο ψυχρό όσο φοβόταν, αλλά ήταν αρκετά ψυχρό. Δόξα τω Θεώ που αυτή ήταν η βορειότερη αποστολή του· η Βραζιλία τον είχε κάνει καλοκαιρινό τύπο. «Κύριε;» Κάποιος χτύπησε φιλικά τον ώµο του. Γύρισε από την άλλη και ένας άντρας µε µαύρο καπέλο, πιο ψηλός από εκείνον, του έδειξε µία ταυτότητα στην παλάµη του. «Επιθεωρητής Λέφκουιστ. Μπορώ να σας µιλήσω για λίγο;» Ο Φάρνµπαχ πήρε την ταυτότητα µαζί µε τη θήκη από δέρµα και πλαστικό. Προσποιήθηκε ότι αντιµετώπισε µεγαλύτερη δυσκολία να τη διαβάσει στο λυκόφως σε σχέση µε την πραγµατικότητα, για να δώσει στον εαυτό του λίγο χρόνο να σκεφτεί. Επέστρεψε την ταυτότητα στον επιθεωρητή Λαρς Λέναρτ Λέφκουιστ και, φορώντας ένα ευχάριστο χαµόγελο (έτσι ήλπιζε) µπροστά από την ανησυχία και τη σύγχυση µέσα του, είπε: «Ναι, φυσικά, επιθεωρητά. Έφτασα σήµερα το µεσηµέρι µόλις· είµαι σίγουρος ότι δεν έκανα καµία παράβαση του νόµου ακόµα.» «Κι εγώ είµαι σίγουρος» είπε ο Λέφκουιστ χαµογελώντας επίσης. Έβαλε ξανά τη θήκη µέσα στο µαύρο, δερµάτινο παλτό του. «Μπορούµε να περπατάµε καθώς θα συζητάµε, αν θέλετε.» «Ωραία» είπε ο Φάρνµπαχ. «Θα ρίξω µια µατιά στον καταρράκτη. Αυτό είναι µάλλον το µοναδικό που µπορεί να κάνει κάποιος εδώ γύρω.» «Ναι, αυτή την εποχή του χρόνου.» Άρχισαν να διασχίζουν την πλακόστρωτη αυλή του ξενοδοχείου. «Η κατάσταση είναι λίγο πιο ζωντανή τον Ιούνιο και τον Ιούλιο» είπε ο Λέφκουιστ. «Έχουµε ήλιο
όλο το βράδυ εκείνη την περίοδο, και αρκετούς τουρίστες. Μέχρι το τέλος Αυγούστου, όµως, ακόµα και το κέντρο της πόλης είναι νεκρό µετά τις επτά ή τις οκτώ, κι εδώ κάτω είναι ουσιαστικά νεκροταφείο. Είστε Γερµανός, έτσι δεν είναι;» «Ναι» είπε ο Φάρνµπαχ. «Ονοµάζοµαι Μπους. Βίλχελµ Μπους. Είµαι εµπορικός αντιπρόσωπος. Δεν υπάρχει κάποιο πρόβληµα, έτσι δεν είναι, επιθεωρητά;» «Όχι, κανένα.» Πέρασαν κάτω από την αψιδωτή πύλη. «Μπορείτε να χαλαρώσετε» είπε ο Λέφκουιστ. «Η συζήτησή µας δεν έχει κανένα επίσηµο χαρακτήρα.» Έστριψαν δεξιά, και περπάτησαν πλάι πλάι στο πεζοδρόµιο ενός λίθινου δρόµου. «Ακόµα κι ένας αθώος άνθρωπος νιώθει ένοχος όταν ένας επιθεωρητής τον χτυπάει στον ώµο» είπε χαµογελώντας ο Φάρνµπαχ. «Φαντάζοµαι πως ναι» είπε ο Λέφκουιστ. «Συγγνώµη αν σας ανησύχησα. Όχι, απλώς µου αρέσει να προσέχω τους ξένους. Τους Γερµανούς ειδικά. Βρίσκω τις συζητήσεις µας… διαφωτιστικές. Τι πουλάτε, Χερ Μπους;» «Εξοπλισµό ορυχείων.» «Ω;» «Είµαι ο αντιπρόσωπος στη Σουηδία της Όρενστιν και Κέπελ, από το Λίµπεκ.» «Δεν µπορώ να πω ότι την έχω ακουστά.» «Είναι αρκετά µεγάλη στον τοµέα της» είπε ο Φάρνµπαχ. «Εργάζοµαι σ’ αυτήν εδώ και δεκατέσσερα χρόνια.» Κοίταξε τον επιθεωρητή που περπατούσε δίπλα του στα αριστερά. Η ανασηκωµένη του µύτη και το µυτερό του σαγόνι τού θύµιζαν ένα λοχαγό µε τον οποίο υπηρέτησε στα Ες Ες, κάποιον που ξεκινούσε τις ανακρίσεις µε αυτές ακριβώς τις αφοπλιστικές αηδίες του τύπου «δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείτε, η συζήτησή µας δεν έχει επίσηµο χαρακτήρα». Αργότερα έρχονταν οι κατηγορίες, οι απαιτήσεις, τα
βασανιστήρια. «Από εκεί κατάγεστε κι εσείς;» ρώτησε ο Λέφκουιστ. «Από το Λίµπεκ;» «Όχι, κατάγοµαι από το Ντόρτµουντ, και τώρα ζω στο Ράινφελντ, που βρίσκεται κοντά στο Λίµπεκ. Όταν δε βρίσκοµαι στη Σουηδία, βέβαια. Έχω ένα διαµέρισµα στη Στοκχόλµη.» Πόσα, αναρωτήθηκε ο Φάρνµπαχ, γνώριζε το κάθαρµα, και πώς τα ανακάλυψε για όνοµα του Θεού; Είχε αποκαλυφθεί ολόκληρη η επιχείρηση; Άραγε ο Έσεν και ο Κλάιστ και οι υπόλοιποι αντιµετώπιζαν την ίδια κατάσταση αυτή τη στιγµή, ή µήπως όλο αυτό ήταν το αποτέλεσµα της δικής του προσωπικής αποτυχίας; «Στρίψτε εδώ» είπε ο Λέφκουιστ, δείχνοντας ένα µονοπάτι που οδηγούσε µέσα στο δάσος στα δεξιά τους. «Οδηγεί σε ένα καλύτερο σηµείο παρατήρησης.» Μπήκαν στο στενό µονοπάτι και ακολούθησαν το σχεδόν νυχτερινό σκοτάδι του προς την κορυφή του λόφου. Ο Φάρνµπαχ ξεκούµπωσε το παλτό του, φροντίζοντας να µπορεί να βγάλει γρήγορα το όπλο του αν έφταναν τα χειρότερα. «Έχω περάσει κι εγώ ένα διάστηµα στη Γερµανία» είπε ο Λέφκουιστ. «Στην πραγµατικότητα, πήρα ένα πλοίο από το Λίµπεκ µια φορά.» Είχε αρχίσει να µιλά γερµανικά, και αρκετά καλά γερµανικά. Ο Φάρνµπαχ, θορυβηµένος, αναρωτήθηκε κατά πόσο δεν υπήρχε κάτι για να ανησυχεί· ήταν δυνατόν ο Λαρς Λέναρτ Λέφκουιστ να ήθελε απλώς να εκµεταλλευτεί την ευκαιρία για να χρησιµοποιήσει τα γερµανικά του; Του φαινόταν υπερβολικό για να τον κάνει να ελπίζει. «Τα γερµανικά σας είναι πολύ καλά» είπε, στα γερµανικά κι εκείνος. «Γι’ αυτό σας αρέσει να συνοµιλείτε µαζί µας, για την ευκαιρία να τα µιλήσετε;» «Δε µιλάω σε όλους τους Γερµανούς» είπε ο Λέφκουιστ, µε µια φωνή που ήταν φορτισµένη από την καταπιεσµένη χαρά. «Μόνο σε
πρώην δεκανείς που έχουν πάρει κιλά και αποκαλούν τον εαυτό τους “Μπους” αντί για Φάρνσταϊν!» Ο Φάρνµπαχ σταµάτησε και έµεινε να τον κοιτάζει. Χαµογελώντας, ο Λέφκουιστ έβγαλε το καπέλο του· σήκωσε το βλέµµα του ψηλά και κινήθηκε λίγο στο πλάι για να µπει σε περισσότερο φως· και γελώντας πλέον, αντίκρισε τον Φάρνµπαχ και έφτιαξε για τον εαυτό του ένα µουστάκι µε το τεντωµένο δάχτυλό του. Ο Φάρνµπαχ έµεινε έκθαµβος. «Ω Θεέ µου!» είπε µε κοµµένη ανάσα. «Σας σκεφτόµουν πριν από µόλις ένα δευτερόλεπτο! Φαντάζοµαι πως… Θεέ µου! Λοχαγέ Χάρτουνγκ!» Οι δυο τους έσφιξαν τα χέρια µε θέρµη, και ο λοχαγός, γελώντας, αγκάλιασε τον Φάρνµπαχ και τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη· έπειτα φόρεσε ξανά το καπέλο του, γράπωσε τους ώµους του Φάρνµπαχ και µε τα δύο χέρια και του χαµογέλασε πονηρά. «Τι ευτυχία που βλέπω ξανά µία από τις παλιές φάτσες!» είπε µε ενθουσιασµό. «Είµαι έτοιµος να κλάψω, που να πάρει ο διάολος!» «Μα... πώς είναι δυνατόν;» ρώτησε ο Φάρνµπαχ, εντελώς µπερδεµένος πλέον. «Έχω µείνει... άναυδος!» Ο λοχαγός γέλασε. «Εσύ µπορείς να είσαι ο Μπους» είπε. «Εγώ γιατί να µη γίνω ο Λέφκουιστ; Θεέ µου, µιλάω µε προφορά! Άκου µε· είµαι πραγµατικά ένας γαµηµένος Σουηδός πια!» «Και είστε όντως επιθεωρητής;» «Όντως είµαι.» «Χριστέ µου, µε τροµάξατε, κύριε.» Ο λοχαγός κούνησε το κεφάλι του απολογητικά, χτυπώντας φιλικά τον ώµο του Φάρνµπαχ. «Ναι, ακόµα ανησυχούµε µήπως πέσει το τσεκούρι στο κεφάλι µας, έτσι δεν είναι, Φάρνσταϊν; Κι ας έχουν περάσει τόσα χρόνια. Γι’ αυτόν το λόγο προσέχω ιδιαίτερα τους ξένους. Ακόµα ονειρεύοµαι κάποιος φορές ότι µε σέρνουν σε δίκη!» «Δεν το πιστεύω ότι είστε εσείς!» είπε ο Φάρνµπαχ, που δεν είχε συνέλθει ακόµα. «Δεν έχω ξανανιώσει τέτοια έκπληξη στη ζωή µου!»
Συνέχισαν να περπατούν στο ανοδικό µονοπάτι. «Δεν ξεχνάω ποτέ πρόσωπα, δεν ξεχνάω ποτέ ονόµατα.» Ο λοχαγός ακούµπησε το χέρι του στον ώµο του Φάρνµπαχ. «Σε είδα να στέκεσαι δίπλα στο αυτοκίνητό σου, στο βενζινάδικο της Κρόντικεσβεγκεν. “Αυτός µε το κοµψό παλτό είναι ο δεκανέας Φάρνσταϊν”, είπα· “Βάζω στοίχηµα εκατό κορώνες”.» «Φάρνµπαχ µε λένε, κύριε, όχι “στάιν”.» «Α, ναι; Καλά, µε το “στάιν” έπεσα αρκετά κοντά, έτσι δεν είναι, ύστερα από τριάντα χρόνια; Και µε όλους αυτούς τους άντρες που διοικούσα; Βέβαια, χρειάστηκε να βεβαιωθώ απόλυτα πριν µιλήσω. Ήταν η φωνή σου που έδεσε την υπόθεση· δεν έχει αλλάξει καθόλου. Και άσε αυτό το “κύριε”, εντάξει; Αν και οφείλω να παραδεχτώ πως νιώθω όµορφα που το ξανακούω.» «Πώς καταλήξατε εδώ απ’ όλο τον κόσµο;» ρώτησε ο Φάρνµπαχ. «Και να γίνετε επιθεωρητής, από πάνω!» «Δεν είναι καµιά σπουδαία ιστορία» είπε ο λοχαγός, παίρνοντας το χέρι του από τον ώµο του Φάρνµπαχ. «Είχα µια αδερφή που ήταν παντρεµένη µε ένα Σουηδό, σε µια φάρµα στο Σκένε. Όταν µε συνέλαβαν απέδρασα από το στρατόπεδο συγκέντρωσης κι έφτασα εδώ µε πλοίο –από το Λίµπεκ στην Τρέλεµποργκ, αυτό ήταν το δροµολόγιο που σου είπα ότι έκανα νωρίτερα– και κρύφτηκα στο σπίτι τους. Αυτός δε χάρηκε ιδιαίτερα. Ο Λαρς Λέφκουιστ. Ένα πραγµατικό καθίκι· κακοµεταχειριζόταν πολύ την κακοµοίρα την Έρι. Περίπου ένα χρόνο αργότερα τσακωθήκαµε έντονα και τον σκότωσα κατά λάθος. Έτσι, απλώς τον έθαψα βαθιά και πήρα τη θέση του! Είχαµε τον ίδιο τύπο σωµατικά, κι έτσι τα χαρτιά του µου ταίριαζαν, και η Έρι χάρηκε πολύ που τον ξεφορτώθηκε. Όταν πέρασε από το σπίτι κάποιος που τον γνώριζε έβαλα επιδέσµους στο πρόσωπό µου κι εκείνη του είπε ότι µια λάµπα εξερράγη στο πρόσωπό µου και δεν µπορούσα να µιλήσω πολύ. Ύστερα από µερικούς µήνες πουλήσαµε τη φάρµα και ήρθαµε εδώ στα βόρεια. Στο Σούντσβαλ αρχικά, όπου εργαστήκαµε σε ένα κονσερβοποιείο,
µε απαίσιες συνθήκες· και ύστερα από τρία χρόνια, εδώ στο Στόρλιν, όπου υπήρχαν κενές θέσεις στην αστυνοµία και δουλειές για την Έρι σε καταστήµατα. Κι αυτό ήταν. Μου άρεσε η δουλειά του αστυνοµικού, και υπήρχε καλύτερος τρόπος να εντοπίζω εκείνους που µε αναζητούσαν; Αυτός ο βρυχηθµός που ακούς είναι ο καταρράκτης· είναι στη γωνία ακριβώς. Κι εσύ, Φάρνσταϊν; Φάρνµπαχ! Πώς έγινες ο Χερ Μπους, ο έµπειρος αντιπρόσωπος; Αυτό το παλτό πρέπει να σου κόστισε περισσότερα απ’ όσα βγάζω σε ένα χρόνο!» «Δεν είµαι ο “Χερ Μπους”» είπε πικρόχολα ο Φάρνµπαχ. «Είµαι ο “Σενιόρ Παζ” από το Πόρτο Αλέγκρε, στη Βραζιλία. Το Μπους ήταν η κάλυψή µου. Έχω έρθει εδώ πάνω για µια δουλειά του Συντροφικού Οργανισµού, και µάλιστα µια πολύ τρελή δουλειά.» Τώρα ήταν η σειρά του λοχαγού να µείνει ακίνητος και να τον κοιτάζει, άναυδος. «Εννοείς... πως είναι αληθινός; Ο Οργανισµός υπάρχει; Δεν είναι απλώς... ευφάνταστες ιστορίες των εφηµερίδων;» «Είναι όντως αληθινός» είπε ο Φάρνµπαχ. «Με βοήθησε να εγκατασταθώ εκεί, µου βρήκε µια καλή δουλειά...» «Κι έχουν έρθει τώρα εδώ, στη Σουηδία;» «Εγώ ήρθα εδώ· εκείνοι βρίσκονται ακόµα εκεί κάτω, δουλεύουν µαζί µε τον δρ. Μένγκελε για την “εκπλήρωση του πεπρωµένου των Αρίων”. Τουλάχιστον, αυτό λένε σ’ εµένα.» «Μα... αυτό είναι θαυµάσιο, Φάρνσταϊν! Θεέ µου, είναι η πιο συναρπαστική είδηση που έχω ακούσει! Δεν είµαστε ξοφληµένοι! Δε θα µας νικήσουν! Τι συµβαίνει; Μπορείς να µου πεις; Θα παραβίαζες τους κανονισµούς αν µιλούσες σε έναν αξιωµατικό των Ες Ες;» «Χέσε τους κανονισµούς, τους βαρέθηκα τους κανονισµούς» είπε ο Φάρνµπαχ. Κοίταξε για µια στιγµή τον άναυδο λοχαγό, κι έπειτα είπε: «Βρίσκοµαι εδώ στο Στόρλιν για να σκοτώσω ένα δάσκαλο του σχολείου. Ένα γέρο άντρα που δεν είναι εχθρός µας κι ο οποίος δε θα µπορούσε να αλλάξει την πορεία της ιστορίας ούτε στο ελάχιστο. Αλλά η δολοφονία του, και πολλών άλλων, είναι µια “ιερή
επιχείρηση” που κατά κάποιον τρόπο θα µας επαναφέρει σε θέση ισχύος. Έτσι λέει ο δρ. Μένγκελε.» Γύρισε και άρχισε να ανεβαίνει µε µεγάλα βήµατα το µονοπάτι. Ο λοχαγός, µπερδεµένος, τον κοιτούσε καθώς έφευγε. Έπειτα βιάστηκε να τον φτάσει νευριασµένος. «Ποιος είναι ο σκοπός, που να πάρει;» απαίτησε να µάθει. «Αν δεν µπορείς να µου τον αποκαλύψεις, πες το µου! Μη µου λες – Ψέµατα ήταν όλα αυτά; Μου παίζεις πολύ άσχηµο παιχνίδι, ΦάρνΜΠΑΧ!» Ο Φάρνµπαχ, ανασαίνοντας βαριά από τα ρουθούνια του, βρέθηκε σ’ ένα µικρό, πέτρινο εξώστη και, πιάνοντας το σιδερένιο του κιγκλίδωµα και µε τα δύο χέρια, κοίταξε µε πίκρα το πλατύ σεντόνι του γυαλιστερού νερού στ’ αριστερά του που ορµούσε προς τα κάτω σαν πληµµύρα. Ακολούθησε το γυαλιστερό σεντόνι του νερού στην αφρισµένη λεκάνη που βροντούσε, κι έφτυσε µέσα της. Ο λοχαγός τον γύρισε απότοµα από την άλλη. «Ήταν πολύ σιχαµερό το ψέµα σου» φώναξε, σε κοντινή απόσταση και δυνατά για να καλύψει το βρόντο του καταρράκτη. «Σε πίστεψα πραγµατικά!» «Δεν είπα κανένα ψέµα» επέµεινε ο Φάρνµπαχ. «Αυτή είναι η αλήθεια, µέχρι την τελευταία λέξη! Σκότωσα έναν άνθρωπο στο Γκέτεµποργκ πριν από δύο εβδοµάδες – κι αυτός δάσκαλος, ο Άντερς Ρούνστεν. Τον έχεις ακουστά; Ούτε κι εγώ τον είχα. Κανείς δεν τον είχε ακουστά. Ένας πραγµατικά ανύπαρκτος, συνταξιούχος, εξήντα πέντε ετών. Ένας συλλέκτης µπουκαλιών µπίρας, για όνοµα του Θεού! Μου κοκορευόταν για τα οκτακόσια τριάντα µπουκάλια µπίρας που είχε! Εγώ... τον πυροβόλησα στο κεφάλι και του άδειασα το πορτοφόλι.» «Στο Γκέτεµποργκ» είπε ο λοχαγός. «Ναι, τη θυµάµαι την αναφορά!» Ο Φάρνµπαχ γύρισε προς το κιγκλίδωµα, το κράτησε και έµεινε να κοιτάζει την επιφάνεια του βράχου στην απέναντι πλευρά του βροντερού χάσµατος, µέσα στο λυκόφως. «Και το Σάββατο θα σκοτώσω κι άλλον» είπε. «Δεν έχει νόηµα! Είναι παράλογο! Πώς είναι
δυνατόν να... εκπληρώνει το παραµικρό;» «Υπάρχει καταλυτική ηµεροµηνία;» «Όλα γίνονται µε απίστευτη χρονική ακρίβεια.» Ο λοχαγός ήρθε πιο κοντά στο πλάι του Φάρνµπαχ. «Και τις διαταγές σου τις έλαβες από κάποιον ανώτερο αξιωµατικό;» «Από τον Μένγκελε, µε την έγκριση του Οργανισµού. Ο συνταγµατάρχης Σίµπερτ µάς έσφιξε ο ίδιος τα χέρια την ηµέρα που φύγαµε από τη Βραζιλία.» «Δεν είσαι µόνο εσύ;» «Υπάρχουν κι άλλοι άντρες, σε άλλες χώρες.» Γραπώνοντας το χέρι του Φάρνµπαχ, ο λοχαγός είπε νευριασµένα: «Τότε να µη σε ξανακούσω να λες “Χέσε τις διαταγές!” Είσαι ένας δεκανέας που ανέλαβε ένα καθήκον, κι αν οι ανώτεροί σου επέλεξαν να µη σου δώσουν κάποια αιτία γι’ αυτό, τότε έχουν τους λόγους τους που το κάνουν και αυτό. Χριστέ µου, είσαι άντρας των Ες Ες· συµπεριφέρσου ως τέτοιος. “Η Τιµή µου είναι η Αφοσίωση.” Αυτές οι λέξεις πρέπει να είναι χαραγµένες στην ψυχή σου!» Γυρίζοντας, για να αντικρίσει το λοχαγό, ο Φάρνµπαχ είπε: «Ο πόλεµος τέλειωσε, κύριε.» «Όχι!» φώναξε ο λοχαγός. «Όχι από τη στιγµή που ο Οργανισµός είναι αληθινός και λειτουργεί. Πιστεύεις πως ο συνταγµατάρχης σου δεν ξέρει τι κάνει; Θεέ µου, αν υπάρχει µία πιθανότητα στις εκατό να αποκατασταθεί το Ράιχ, πως γίνεται να µην κάνεις ό,τι περνά από το χέρι σου για να βοηθήσεις να συµβεί; Σκέψου το, Φάρνµπαχ! Η αποκατάσταση του Ράιχ! Θα µπορέσουµε να επιστρέψουµε στην πατρίδα µας ξανά! Ως ήρωες! Σε µια Γερµανία τάξης και πειθαρχίας µέσα σε ένα γαµηµένο, απείθαρχο κόσµο!» «Μα πώς µπορούν οι δολοφονίες άκακων ηλικιωµένων– » «Ποιος είναι αυτός ο δάσκαλος; Βάζω στοίχηµα ότι δεν είναι όσο άκακος νοµίζεις! Ποιος είναι; Ο Λούντµπεργκ; Ο Όλαφσον; Ποιος;» «Ο Λούντµπεργκ.»
Ο λοχαγός έµεινε σιωπηλός για λίγο. «Κοίτα, παραδέχοµαι πως δείχνει άκακος» είπε «αλλά πού ξέρουµε τι ετοιµάζει, ε; Και πού ξέρουµε αυτά που γνωρίζει ο συνταγµατάρχης σου; Και ο γιατρός! Έλα λοιπόν, άνθρωπέ µου· ίσιωσε το κορµί σου και κάνε το καθήκον σου! “Οι διαταγές είναι διαταγές”.» «Ακόµα κι όταν δε βγάζουν νόηµα;» Ο λοχαγός έκλεισε τα µάτια του, πήρε µια βαθιά ανάσα· άνοιξε τα µάτια του, κοίταξε βλοσυρά τον Φάρνµπαχ. «Ναι» είπε. «Ακόµα κι όταν δε βγάζουν νόηµα. Βγάζουν νόηµα στους ανωτέρους σου, διαφορετικά δε θα σου το είχαν ζητήσει ποτέ. Θεέ µου, υπάρχουν ακόµα ελπίδες, Φάρνµπαχ· δε θα εκπληρωθούν εξαιτίας της αδυναµίας σου;» Συνοφρυωµένος και ανήσυχος, ο Φάρνµπαχ πήγε στο πλάι του λοχαγού. Ο λοχαγός γύρισε για να παραµείνει αντικριστά του. «Δε θα αντιµετωπίσεις κανένα πρόβληµα» είπε. «Θα σου δείξω εγώ τον Λούντµπεργκ. Μπορώ ακόµα και να σου πω τις συνήθειές του. Τον είχε ο γιος µου για δύο χρόνια· τον ξέρω πολύ καλά.» Ο Φάρνµπαχ κατέβασε πιο χαµηλά το σκουφί του. Χαµογέλασε παράξενα και είπε: «Οι Λέφκουιστ... απέκτησαν γιο;» «Ναι, γιατί όχι;» Ο λοχαγός τον κοίταξε, και κοκκίνισε. «Ω» είπε· κι έπειτα πρόσθεσε ψυχρά: «Η αδερφή µου πέθανε το ’57. Και στη συνέχεια παντρεύτηκα. Έχεις βρόµικο µυαλό.» «Συγχωρέστε µε» είπε ο Φάρνµπαχ. «Συγγνώµη.» Ο λοχαγός έχωσε τα χέρια του στις τσέπες. «Λοιπόν!» είπε, κατακόκκινος ακόµα. «Ελπίζω να κατάφερα να σου δώσω λίγη αυτοπεποίθηση.» Ο Φάρνµπαχ ένευσε καταφατικά. «“Η αποκατάσταση του Ράιχ”» είπε «αυτό πρέπει να έχω στο µυαλό µου.» «Και τους αξιωµατικούς σου και τους συµπολεµιστές σου» είπε ο λοχαγός. «Εξαρτώνται από εσένα να κάνεις τη δουλειά σου· δε θα
τους αφήσεις ξεκρέµαστους, έτσι δεν είναι; Θα σε βοηθήσω µε τον Λούντµπεργκ. Έχω βάρδια το Σάββατο, όµως θα την αλλάξω µε κάποιου άλλου άντρα· δεν υπάρχει πρόβληµα.» Ο Φάρνµπαχ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Δεν είναι ο Λούντµπεργκ» είπε. Όρµησε µπροστά· τα γαντοφορεµένα χέρια του έσπρωξαν το µαύρο δερµάτινο γιλέκο και το στήθος από πίσω του. Ο λοχαγός, µε το ένα µάτι γουρλωµένο κάτω από το καπέλο του, έπεσε προς τα πίσω και πάνω από το κιγκλίδωµα, έβγαλε τα χέρια του από το παλτό και προσπάθησε να γραπώσει τον αέρα. Κάνοντας τούµπες, έπεσε µέσα στην αφρισµένη λεκάνη, πολύ πιο χαµηλά. Ο Φάρνµπαχ έγειρε πάνω από το κιγκλίδωµα και κοίταξε κάτω θλιµµένος. «Και δεν είναι ανάγκη να γίνει το Σάββατο» είπε. Αφού αποβιβάστηκε από το αεροπλάνο της διαδροµής Φρανκφούρτη-Έσεν στο αεροδρόµιο Έσεν-Μίλχαϊµ, ο Λίµπερµαν ανακάλυψε έκπληκτος ότι ένιωθε καλά. Όχι σπουδαία, όχι, αλλά ούτε και απαίσια, και απαίσια ένιωθε τις δύο άλλες φορές που πάτησε το πόδι του στην Κοιλάδα του Ρουρ. Από εδώ είχαν προέλθει όλα: τα όπλα, τα άρµατα µάχης, τα αεροπλάνα, τα υποβρύχια. Εδώ ήταν το οπλοστάσιο του Χίτλερ, και η αιθαλοµίχλη του µέρους έµοιαζε στον Λίµπερµαν (το ’59 και ξανά το ’66) µε σηµάδι, όχι από τη βιοµηχανία την περίοδο της ειρήνης αλλά από τις ενοχές του πολέµου· το πέπλο που κάλυπτε τον ήλιο είχε πέσει από ψηλά αντί να σηκώνεται από χαµηλά. Μπαίνοντας στο εσωτερικό του ένιωθε κατάθλιψη και απογοήτευση, χέρια που τον τραβούσαν στο παρελθόν. Απαίσια. Είχε προετοιµάσει τον εαυτό του για την ίδια αντίδραση κι αυτή τη φορά, όµως όχι, ένιωθε αρκετά καλά· η αιθαλοµίχλη ήταν απλώς µια αιθαλοµίχλη, δε διέφερε σε τίποτα από αυτή του Μάντσεστερ ή του Πίτσµπουργκ, και κανένα χέρι δεν προσπαθούσε να τον τραβήξει. Το αντίθετο, ήταν εκείνος –µέσα στο καινούργιο ταξί Μερσεντές που έτρεχε οµαλά– που άπλωνε το χέρι. Είχε έρθει η ώρα, άλλωστε. Σχεδόν πριν από δύο µήνες άκουσε την τρελή ιστορία του Μπάρι Κέλερ από το Σάο Πάολο και ένιωσε το µίσος του Μένγκελε να του
επιτίθεται· και τώρα, επιτέλους, είχε µπει σε δράση, θα πήγαινε στο Γκλάντµπεκ για να κάνει ερωτήσεις για τον Εµίλ Ντέρινγκ, εξήντα πέντε ετών, «µέχρι πρόσφατα στο δυναµικό της Επιτροπής Δηµόσιων Συγκοινωνιών του Έσεν». Είχε δολοφονηθεί; Είχε κάποια σχέση µε τους υπόλοιπους άντρες σε άλλες χώρες; Υπήρχε κάποιος λόγος για τον οποίο ο Μένγκελε και ο Συντροφικός Οργανισµός τον ήθελαν νεκρό; Αν ετοιµάζονταν όντως να δολοφονήσουν ενενήντα τέσσερις άντρες, τότε υπήρχε µία στις τρεις πιθανότητες ο Ντέρινγκ να ήταν ο πρώτος. Μέχρι το βράδυ ίσως και να ήξερε. Όµως, άι… κι αν το Ρόιτερς δεν είχε καταφέρει να εντοπίσει κάποιους πιθανούς για τις 16 Οκτωβρίου; Οι πιθανότητες θα µπορούσαν να είναι µία στις τέσσερις ή πέντε. Ή έξι. Ή δέκα. Μην το σκέφτεσαι· συνέχισε να νιώθεις καλά. «Πήγε στο σοκάκι για να κατουρήσει» είπε ο επιθεωρητής Χάας µε τη λαρυγγική προφορά της Βόρειας Γερµανίας. «Ατυχία· βρέθηκε στο λάθος µέρος τη λάθος στιγµή.» Ήταν ένας σκληρός στην όψη άντρας κοντά στα πενήντα, µε κόκκινο, βλογιοκοµµένο πρόσωπο, γαλάζια µάτια σε κοντινή απόσταση µεταξύ τους, µε ξανθά µαλλιά σχεδόν ανύπαρκτα. Τα ρούχα του ήταν τακτοποιηµένα, το γραφείο του τακτοποιηµένο. Η συµπεριφορά του απέναντι στον Λίµπερµαν ήταν ευγενική. «Ένα ολόκληρο κοµµάτι από τον τοίχο του τρίτου ορόφου έπεσε πάνω του. Ο επιστάτης της οικοδοµής είπε αργότερα ότι κάποιος πρέπει να τον είχε πειράξει µε λοστό, αλλά βέβαια αυτό θα έλεγε, έτσι δεν είναι; Δεν µπορούσε να αποδειχτεί, επειδή το πρώτο πράγµα που κάναµε, φυσικά, µόλις βγάλαµε τον Ντέρινγκ κάτω από τα συντρίµµια, ήταν να χρησιµοποιήσουµε κι εµείς λοστούς, για να ρίξουµε κάτω ό,τι απέµενε και απειλούσε να πέσει επίσης. Είχαµε την αίσθηση ότι βρισκόµασταν µπροστά σε ένα ξεκάθαρο ατύχηµα. Και όντως έτσι ήταν· έτσι το δηλώσαµε. Η ασφαλιστική εταιρεία της οικοδοµής έχει ήδη καταλήξει σε συµφωνία µε τη χήρα· αν υπήρχαν υποψίες δολοφονίας, να είστε βέβαιος ότι δε θα βιάζονταν τόσο.»
«Και πάλι όµως» είπε ο Λίµπερµαν «θα µπορούσε να είναι δολοφονία, θεωρητικά.» «Εξαρτάται τι ακριβώς εννοείτε» είπε ο Χάας. «Μπορεί µερικοί αλήτες ή άστεγοι να έψαχναν το κτίριο για χρήσιµα αντικείµενα, ναι. Βλέπουν έναν άντρα να µπαίνει στο σοκάκι και αποφασίζουν να το γλεντήσουν. Ναι, µπορεί να ισχύει θεωρητικά. Ελάχιστα. Αλλά δολοφονία µε πιο συµβατικά κίνητρα, µε στόχο αποκλειστικά τον Χερ Ντέρινγκ; Όχι, αυτό δεν µπορεί να ισχύει. Πώς θα µπορούσε κάποιος που τον ακολουθούσε να ανέβει στον τρίτο όροφο και να ξεκολλήσει ένα ολόκληρο κοµµάτι του τοίχου στο σύντοµο χρόνο που παρέµεινε στο σοκάκι; Κατουρούσε την ώρα που πέθανε, και είχε πιει δύο µπίρες προηγουµένως, όχι εκατό.» Ο Χάας χαµογέλασε. «Η δουλειά µε το λοστό θα µπορούσε να έχει γίνει από πριν» είπε ο Λίµπερµαν. «Ένας άντρας περιµένει, έτοιµος να δώσει το τελικό σπρώξιµο, κι ένας δεύτερος, µαζί µε τον Ντέρινγκ, τον παρασύρει µε κάποιον τρόπο... στο σωστό σηµείο.» «Πώς; “Γιατί δεν κάνεις ένα διάλειµµα για να κατουρήσεις, φίλε µου; Ακριβώς εδώ, σε αυτό το Χ που έχω ζωγραφίσει κάτω;” Από το µπαρ έφυγε µόνος του, άλλωστε. Όχι, Χερ Λίµπερµαν» –ο Χάας µίλησε κατηγορηµατικά– «τα έχω ξαναπεράσει αυτά· να είστε βέβαιος πως πρόκειται για ατύχηµα. Οι δολοφόνοι δε φτάνουν σε τέτοια άκρα. Επιλέγουν τις απλές µεθόδους: πυροβολούν, µαχαιρώνουν, χτυπούν. Το ξέρετε αυτό.» «Εκτός κι αν έχουν να διαπράξουν πολλούς φόνους, και θέλουν να... µη µοιάζουν όλοι µεταξύ τους...» είπε ο Λίµπερµαν σκεπτικός. Ο Χάας τον κοίταξε µε µισόκλειστα, κοντινά µεταξύ τους µάτια. «Πολλούς φόνους;» ρώτησε. «Τι εννοούσατε πριν από λίγο, όταν είπατε ότι τα έχετε ξαναπεράσει αυτά;» είπε ο Λίµπερµαν. «Την επόµενη ηµέρα ήρθε από εδώ η αδερφή του Ντέρινγκ και µου ούρλιαζε να συλλάβω τη Φράου Ντέρινγκ και έναν άντρα µε το
όνοµα Σπρίνγκερ. Σας... απασχολεί ο συγκεκριµένος; Ο Βίλχελµ Σπρίνγκερ;» «Πιθανόν» είπε ο Λίµπερµαν. «Ποιος είναι αυτός;» «Ένας µουσικός. Ο ερωµένος της Φράου Ντέρινγκ, σύµφωνα µε την αδερφή του Ντέρινγκ. Η φράου ήταν πολύ νεότερη από τον Ντέρινγκ. Όµορφη επίσης.» «Πόσων χρόνων είναι ο Σπρίνγκερ;» «Τριάντα οκτώ, τριάντα εννιά. Τη νύχτα του ατυχήµατος έπαιζε µε την ορχήστρα στο µέγαρο της όπερας του Έσεν. Αυτό πιστεύω ότι τον απαλλάσσει, έτσι δεν είναι;» «Μπορείτε να µου πείτε το παραµικρό για τον Ντέρινγκ;» ρώτησε ο Λίµπερµαν. «Ποιοι ήταν οι φίλοι του; Σε ποιες οργανώσεις συµµετείχε;» Ο Χάας κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Έχω µόνο τα σηµαντικά στοιχεία.» Γύρισε σελίδα στο φάκελο που είχε ανοιχτό µπροστά του. «Τον είχα δει µερικές φορές, αλλά δεν τον γνώρισα ποτέ από κοντά· µετακόµισαν εδώ πριν από ένα χρόνο περίπου. Εδώ είµαστε: εξήντα πέντε ετών, ένα µέτρο και εβδοµήντα εκατοστά, ογδόντα έξι κιλά...» Κοίταξε τον Λίµπερµαν. «Α, κάτι ακόµα που µπορεί να σας ενδιαφέρει· κρατούσε όπλο.» «Αλήθεια;» Ο Χάας χαµογέλασε. «Ένα µουσειακό κοµµάτι, ένα Μάουζερ “Μπόλο”. Δεν είχε πυροβολήσει µε αυτό, ούτε το είχε καθαρίσει και λαδώσει, ποιος ξέρει πόσα χρόνια τώρα.» «Είχε σφαίρες;» «Ναι, αλλά το πιο πιθανό ήταν να τίναζε το χέρι του στον αέρα αν δοκίµαζε να πυροβολήσει.» «Μπορείτε να µου δώσετε τη διεύθυνση και το τηλέφωνο της Φράου Ντέρινγκ;» είπε ο Λίµπερµαν «Και της αδερφής του; Και τη διεύθυνση του µπαρ; Μετά θα σας αφήσω.» Έγειρε µπροστά και κατέβασε το χέρι του στο χαρτοφύλακά του.
Ο Χάας έγραψε ένα σηµείωµα, αντιγράφοντας από µια δακτυλογραφηµένη αναφορά στο φάκελο. «Μπορώ να ρωτήσω» είπε «για ποιο λόγο σάς ενδιαφέρει η υπόθεση; Ο Ντέρινγκ δεν ήταν “εγκληµατίας πολέµου”, έτσι δεν είναι;» Ο Λίµπερµαν κοίταξε τον Χάας, που έγραφε απασχοληµένος, και ύστερα από λίγο είπε: «Όχι, απ’ όσο ξέρω δεν ήταν εγκληµατίας πολέµου. Μπορεί να ήρθε σε επαφή µε έναν τέτοιο. Διερευνώ µια φήµη. Ίσως δεν υπάρχει τίποτα πίσω από αυτή την υπόθεση.» Στον µπάρµαν του µπαρ Λορελάι είπε: «Το διερευνώ για λογαριασµό ενός φίλου του, που πιστεύει ότι η πτώση µπορεί να µην ήταν ατύχηµα.» Τα µάτια του µπάρµαν γούρλωσαν. «Μη µου πεις! Εννοείς πως κάποιος επίτηδες...; Ω Θεέ µου.» Ήταν ένας µικροκαµωµένος, φαλακρός άντρας µε µουστάκι, οι άκρες του οποίου ήταν κερωµένες. Στο κόκκινο γιλέκο του χαµογελούσε ένα κίτρινο πρόσωπο από ένα κουµπί. Δε ρώτησε το όνοµα του Λίµπερµαν και ο Λίµπερµαν δεν το ανέφερε. «Ήταν τακτικός πελάτης;» Ο µπάρµαν συνοφρυώθηκε και χάιδεψε το µουστάκι του. «Μµ, έτσι κι έτσι. Όχι κάθε νύχτα, αλλά µία ή δύο φορές την εβδοµάδα. Μερικές φορές και το απόγευµα.» «Απ’ όσο έµαθα έφυγε µόνος του εκείνο το βράδυ.» «Σωστά.» «Ήταν µαζί µε κάποιον πριν φύγει;» «Ήταν µόνος του, εκεί ακριβώς που κάθεστε εσείς τώρα. Ίσως µια θέση πιο δίπλα. Κι έφυγε βιαστικά.» «Α, ναι;» «Είχε ρέστα, οκτώµισι µάρκα από ένα χαρτονόµισµα των δέκα, και δεν περίµενε να τα πάρει. Άφηνε καλά πουρµπουάρ, αλλά όχι κι έτσι. Είχα σκοπό να του τα δώσω την επόµενη φορά που θα ερχόταν.» «Σου είπε κάτι την ώρα που έπινε;»
Ο µπάρµαν κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Δεν ήταν από εκείνες τις νύχτες που µπορώ να στέκοµαι και να συνοµιλώ. Η σχολή επιχειρήσεων είχε διοργανώσει ένα χορό» – έδειξε πάνω από τον ώµο του Λίµπερµαν– «και ήµασταν εντελώς γεµάτοι από τις οκτώ.» «Κάποιον περίµενε» είπε ένας άντρας στην άκρη της µπάρας, ένας στρογγυλοπρόσωπος ηλικιωµένος άντρας µε καπέλο και ένα φθαρµένο πανωφόρι που ήταν κουµπωµένο µέχρι το λαιµό. «Κοιτούσε συνέχεια την πόρτα, περιµένοντας κάποιον να µπει µέσα.» «Γνωρίζατε τον Χερ Ντέρινγκ;» είπε ο Λίµπερµαν. «Πολύ καλά» είπε ο ηλικιωµένος άντρας. «Πήγα στην κηδεία. Πόσο λίγος κόσµος εµφανίστηκε! Έµεινα έκπληκτος.» Γυρνώντας στον µπάρµαν είπε: «Ξέρεις ποιος δεν πήγε; Ο Όσενβαλντερ. Αυτό µε εξέπληξε. Τι έπρεπε να κάνει που ήταν τόσο σηµαντικό;» Πήρε το µπιροπότηρο του και µε τα δύο χέρια και ήπιε. «Με συγχωρείς» είπε ο µπάρµαν στον Λίµπερµαν, και πήγε στην άλλη άκρη της µπάρας, όπου κάθονταν µερικοί άντρες. Ο Λίµπερµαν σηκώθηκε και, µαζί µε τον τοµατοχυµό του και το χαρτοφύλακά του, πήγε κι έκατσε κοντά στον ηλικιωµένο άντρα, στην απέναντι γωνία της µπάρας. «Συνήθως καθόταν εδώ µαζί µας» είπε ο ηλικιωµένος άντρας – σκούπισε το στόµα του µε την ανάστροφη του χεριού του– «αλλά εκείνο το βράδυ έκατσε µόνος του, εκεί στη µέση, και κοιτούσε συνεχώς την πόρτα. Κάποιον περίµενε, κοιτούσε την ώρα. Ο Άπφελ είπε ότι µάλλον περίµενε τον έµπορο που γνώρισε το προηγούµενο βράδυ. Ήταν πολυλογάς ο Ντέρινγκ. Για να είµαστε ειλικρινείς, δε λυπηθήκαµε που έκατσε εκεί και όχι εδώ. Αλλά θα µπορούσε να έρθει και να µας πει ένα γεια, έτσι δεν είναι; Μη µε παρεξηγήσετε· τον συµπαθούσαµε, κι όχι µόνο επειδή πλήρωνε το λογαριασµό µερικές φορές. Αλλά αφηγούνταν τις ίδιες ιστορίες ξανά και ξανά. Καλές ιστορίες, αλλά πόσες φορές µπορείς να τις ακούσεις; Ξανά και ξανά, οι ίδιες ιστορίες· για το πώς φέρθηκε πιο έξυπνα από διάφορους άλλους ανθρώπους.»
«Τις έλεγε και στον έµπορο το προηγούµενο βράδυ;» ρώτησε ο Λίµπερµαν. Ο ηλικιωµένος άντρας ένευσε καταφατικά. «Λες κι έπαιρνε αντιβίωση. Στην αρχή εκείνος µιλούσε µε όλους µας, ρωτούσε για την πόλη, κι έπειτα έµεινε αυτός και ο Ντέρινγκ, ο Ντέρινγκ τού µιλούσε κι εκείνος γέλαγε. Την πρώτη φορά που τις ακούς είναι ωραίες ιστορίες.» «Σωστά, το ξέχασα» είπε ο µπάρµαν, που είχε επιστρέψει κοντά τους. «Ο Ντέρινγκ ήταν εδώ το βράδυ πριν από το ατύχηµα. Αυτό ήταν ασυνήθιστο εκ µέρους του, δύο βράδια στη σειρά.» «Ξέρετε πόσων χρόνων είναι η σύζυγός του;» ρώτησε ο ηλικιωµένος άντρας. «Νόµιζα ότι ήταν η κόρη του, αλλά ήταν η σύζυγός του, η χήρα.» «Θυµάστε τον έµπορο µε τον οποίο συζητούσε;» είπε ο Λίµπερµαν στον µπάρµαν. «Δεν ξέρω αν ήταν έµπορος» είπε ο µπάρµαν «αλλά τον θυµάµαι. Είχε ένα γυάλινο µάτι, κι έναν τρόπο να χτυπά τα δάχτυλά του µεταξύ τους που µε ενοχλούσε· σαν να έπρεπε να βρίσκοµαι κοντά του πριν από δέκα λεπτά.» «Πόσων χρόνων ήταν;» Ο µπάρµαν χάιδεψε το µουστάκι του και έστριψε τη µία του άκρη. «Κοντά στα πενήντα, θα έλεγα» είπε. «Πενήντα πέντε ίσως.» Κοίταξε τον ηλικιωµένο άντρα. «Τι λες κι εσύ;» Ο ηλικιωµένος άντρας ένευσε καταφατικά. «Εκεί περίπου.» Ο Λίµπερµαν άνοιξε το χαρτοφύλακα στην αγκαλιά του και είπε: «Έχω κάποιες φωτογραφίες. Τις πήραν πριν από πολύ καιρό, όµως µπορείτε να τις κοιτάξετε και να µου πείτε αν κάποιος άντρας σε αυτές θα µπορούσε να είναι ο έµπορος;» «Ευχαρίστως» είπε ο µπάρµαν, πλησιάζοντας. Ο ηλικιωµένος άντρας µετακινήθηκε πιο κοντά. Αφού έβγαλε τις φωτογραφίες, ο Λίµπερµαν είπε στον
ηλικιωµένο άντρα: «Σας ανέφερε το όνοµά του;» «Δε νοµίζω. Αν το έκανε, δεν το θυµάµαι. Αλλά είµαι καλός µε τα πρόσωπα.» Ο Λίµπερµαν τράβηξε τον τοµατοχυµό του στο πλάι, και αφού γύρισε τις φωτογραφίες, τις άφησε πάνω στην µπάρα και ξεχώρισε τρεις από αυτές. Τις έφερε πιο κοντά στον ηλικιωµένο άντρα και στον µπάρµαν. Εκείνοι έσκυψαν πάνω από τις γυαλιστερές φωτογραφίες, µε τον ηλικιωµένο άντρα να βάζει το ένα χέρι του στο καπέλο του. «Προσθέστε τριάντα χρόνια» τους είπε ο Λίµπερµαν, παρακολουθώντας. «Τριάντα πέντε.» Σήκωσαν τα κεφάλια τους, κοιτάζοντάς τον κουρασµένα, αγανακτισµένα. Ο ηλικιωµένος άντρας στράφηκε αλλού. «Δεν ξέρω» είπε. Σήκωσε το µπιροπότηρο του. «Δε γίνεται να µας δείχνεις φωτογραφίες... νεαρών στρατιωτών και να περιµένεις από εµάς να αναγνωρίσουµε έναν πενηνταπεντάχρονο άντρα που είδαµε πριν από ένα µήνα» είπε ο µπάρµαν, κοιτάζοντας τον Λίµπερµαν. «Πριν από τρεις εβδοµάδες» είπε ο Λίµπερµαν. «Έστω.» Ο ηλικιωµένος άντρας ήπιε µια γουλιά. «Αυτοί οι άνθρωποι είναι εγκληµατίες. Καταζητούνται από την κυβέρνησή σας» τους είπε ο Λίµπερµαν. «Τη δική µας κυβέρνηση» είπε ο ηλικιωµένος άντρας, αφήνοντας το µπιροπότηρο του πάνω στο υγρό σηµάδι του. «Όχι τη δική σου.» «Αυτό είναι αλήθεια» είπε ο Λίµπερµαν. «Είµαι Αυστριακός.» Ο µπάρµαν αποµακρύνθηκε. Ο στρογγυλοπρόσωπος γέρος άντρας τον παρακολουθούσε καθώς έφευγε. Ο Λίµπερµαν, απλώνοντας τα χέρια του πάνω στις φωτογραφίες, έγειρε µπροστά και είπε: «Αυτός ο έµπορος µπορεί να σκότωσε το
φίλο σου, τον Ντέρινγκ.» Ο ηλικιωµένος άντρας κοιτούσε το µπιροπότηρό του, µε τα χείλη του σφραγισµένα. Γύρισε το χερούλι του µπιροπότηρου προς το µέρος του. Ο Λίµπερµαν τον κοίταξε πικραµένος, µάζεψε τις φωτογραφίες και τις επέστρεψε στο χαρτοφύλακά του. Έκλεισε το χαρτοφύλακα και σηκώθηκε όρθιος. Ο µπάρµαν, επιστρέφοντας, είπε: «Δύο µάρκα.» Ο Λίµπερµαν ακούµπησε ένα χαρτονόµισµα των πέντε µάρκων πάνω στη µπάρα και είπε: «Δώστε µου µερικά κέρµατα για το τηλέφωνο, σας παρακαλώ.» Πήγε στο θάλαµο και κάλεσε τον αριθµό της Φράου Ντέρινγκ. Η γραµµή ήταν κατειληµµένη. Δοκίµασε την αδερφή του Ντέρινγκ, στο Όµπερχαουζεν. Καµία απάντηση. Στεκόταν όρθιος στον τηλεφωνικό θάλαµο µε το χαρτοφύλακα ανάµεσα στα πόδια του, έξυνε το αυτί του και σκεφτόταν τι θα έλεγε στη Φράου Ντέρινγκ. Θα µπορούσε πολύ εύκολα να δείξει εχθρική διάθεση απέναντι στον Γιάκοβ Λίµπερµαν, τον κυνηγό των Ναζί· κι ακόµη κι αν δε φαινόταν εχθρική, µετά τις κατηγορίες της κουνιάδας της, µάλλον δε θα ήθελε να µιλήσει µε έναν ξένο για τον Ντέρινγκ και το θάνατό του. Όµως, τι µπορούσε να της πει πέρα από την αλήθεια; Πώς αλλιώς µπορούσε να πετύχει µια συνάντηση µαζί της; Θυµήθηκε ότι ο Κλάους φον Πάλµεν, στο Πφόρτζχαϊµ, θα µπορούσε να έχει καλύτερα αποτελέσµατα από εκείνον. Αυτό θα του έλειπε µόνο, να τον ξεπεράσει ο φον Πάλµεν. Δοκίµασε ξανά τη Φράου Ντέρινγκ, διαβάζοντας τα οµοιόµορφα ψηφία του επιθεωρητή Χάας. Το τηλέφωνο στην άλλη άκρη της γραµµής χτύπησε. «Ναι;» Μια γυναίκα· µίλησε γρήγορα, ενοχληµένη. «Είστε η Φράου Κλάρα Ντέρινγκ;»
«Ναι, ποιος είστε εσείς;» «Ονοµάζοµαι Γιάκοβ Λίµπερµαν. Είµαι από τη Βιένη.» Σιωπή. «Γιάκοβ Λίµπερµαν; Ο άνθρωπος που... βρίσκει τους Ναζί;» Έδειχνε έκπληκτη και µπερδεµένη, αλλά όχι εχθρική. «Που τους αναζητά» είπε ο Λίµπερµαν «αλλά λίγες φορές τους βρίσκει. Βρίσκοµαι εδώ στο Γκλάντµπεκ, Φράου Ντέρινγκ, κι αναρωτιόµουν αν θα είχατε την καλοσύνη να µου αφιερώσετε λίγο από το χρόνο σας, µόνο µισή ώρα ή κάτι τέτοιο. Θα ήθελα να σας µιλήσω για το µακαρίτη το σύζυγό σας. Πιστεύω ότι είχε κάποια εµπλοκή –εντελώς αθώα και χωρίς να γνωρίζει γι’ αυτήν– στις υποθέσεις συγκεκριµένων ανθρώπων που µε απασχολούν. Μπορώ να έρθω να µιλήσουµε; Όποτε σας διευκολύνει;» Ακούστηκε αχνά ένα κλαρινέτο. Μότσαρτ; «Ο Εµίλ ήταν µπλεγµένος...;» «Ίσως. Χωρίς να το γνωρίζει. Είµαι στη γειτονιά σας αυτή τη στιγµή. Μπορώ να περάσω; Ή µήπως προτιµάτε να βγείτε έξω και να µε συναντήσετε κάπου;» «Όχι. Δεν µπορώ να σας δω.» «Φράου Ντέρινγκ, σας παρακαλώ, είναι πολύ σηµαντικό.» «Δεν µπορώ καθόλου. Όχι αυτή τη στιγµή. Είναι η χειρότερη δυνατή µέρα.» «Αύριο, τότε; Ήρθα στο Γκλάντµπεκ αποκλειστικά για να µιλήσω µαζί σας.» Το κλαρινέτο σταµάτησε, ύστερα ακούστηκε και πάλι, επανέλαβε τα τελευταία µέτρα, σίγουρα Μότσαρτ. Το έπαιζε ο ερωµένος Σπρίνγκερ; Γι’ αυτό ήταν τόσο κακή ηµέρα για να δει εκείνον; «Φράου Ντέρινγκ;» «Εντάξει. Δουλεύω ως τις τρεις. Μπορείτε να περάσετε αύριο στις τέσσερις.» «Είστε στην οδό Φράνκενστρασε Δώδεκα;»
«Ναι. Στο διαµέρισµα τριάντα τρία.» «Σας ευχαριστώ. Αύριο στις τέσσερις. Σας ευχαριστώ, Φράου Ντέρινγκ.» Βγήκε από τον τηλεφωνικό θάλαµο και ζήτησε από τον µπάρµαν οδηγίες για το κτίριο όπου πέθανε ο Ντέρινγκ. «Το κατεδάφισαν.» «Προς τα πού βρισκόταν, λοιπόν;» Ο µπάρµαν, σκυφτός, πλένοντας ποτήρια, έδειξε µε ένα δάχτυλο που έσταζε. «Εκεί κάτω.» Ο Λίµπερµαν ακολούθησε ένα στενό δρόµο και διέσχισε ένα µεγαλύτερο, µε περισσότερη κίνηση. Το Γκλάντµπεκ, σε αυτό το σηµείο του τουλάχιστον, ήταν αστικό, γκρίζο, άχαρο. Η αιθαλοµίχλη δε βοηθούσε καθόλου. Έµεινε να κοιτάζει το ισοπεδωµένο οικόπεδο που περιβαλλόταν από τους πέτρινους τοίχους παλιών εργοστασίων. Τρία παιδιά στοίβαζαν σπασµένες πέτρες, δηµιουργώντας ένα κυρτό οδόφραγµα. Το ένα από αυτά φορούσε στρατιωτικό σακίδιο. Συνέχισε να περπατά. Η επόµενη διασταύρωση ήταν η Φράνκενστρασε· την ακολούθησε µέχρι τον αριθµό 12, µια πολυκατοικία µε λωρίδες κάπνας, συµβατικά µοντέρνα, πίσω από ένα στενό, καλοδιατηρηµένο παρτέρι. Από την οροφή της ένα δάχτυλο µαύρου καπνού υψωνόταν για να συναντήσει το πέπλο της αιθαλοµίχλης. Παρακολούθησε µια γυναίκα που πάσχιζε να βγάλει ένα παιδικό καρότσι από τη γυάλινη είσοδο, και συνέχισε προς την κατεύθυνση του ξενοδοχείου του, του Σούλτενχοφ. Στο καθαρό, αυστηρό γερµανικό του δωµάτιο προσπάθησε ξανά να βρει την αδερφή του Ντέρινγκ. «Ο Θεός να σας ευλογεί όποιος κι αν είστε!» τον χαιρέτησε µια γυναίκα. «Μόλις µπήκαµε! Είστε το πρώτο µας τηλεφώνηµα.» Ωραία. Μπορούσε να φανταστεί τη συνέχεια. «Είναι εκεί η Φράου
Τόπατ;» «Αχ, κρίµα. Όχι, δυστυχώς, έχει φύγει. Βρίσκεται στην Καλιφόρνια, ή καθ’ οδόν προς τα εκεί. Αγοράσαµε το σπίτι από την ίδια προχθές. Είναι για τη Φράου Τόπατ! Έφυγε για να πάει να ζήσει µε την κόρη της. Θέλετε τη διεύθυνση; Την έχω κάπου εδώ.» «Όχι, ευχαριστώ» είπε ο Λίµπερµαν. «Μην µπαίνετε στον κόπο.» «Είναι όλα δικά µας πλέον: τα έπιπλα, το χρυσόψαρο – έχουµε ακόµα και λαχανικά. Το ξέρετε το σπίτι;» «Όχι.» «Είναι απαίσιο, αλλά εµάς µας φαίνεται τέλειο. Λοιπόν, οι ευλογίες του Θεού ισχύουν. Είστε σίγουρος πως δε θέλετε τη διεύθυνσή της; Μπορώ να τη βρω.» «Απολύτως. Σας ευχαριστώ. Καλή τύχη.» «Την έχουµε ήδη, αλλά ευχαριστώ, πάντα είναι χρήσιµη λίγη παραπάνω.» Έκλεισε το ακουστικό, αναστέναξε, κούνησε το κεφάλι του. Και για µένα το ίδιο, κυρία µου. Αφού πλύθηκε και πήρε τα απογευµατινά χάπια του, έκατσε στο υπερβολικά µικρό γραφείο, άνοιξε το χαρτοφύλακά του, και έβγαλε το προσχέδιο ενός άρθρου που έγραφε για την έκδοση της Φρίντα Μαλόνι. Η πόρτα άνοιξε µέχρι τα όρια της κοντής, σφιχτής της αλυσίδας και ένα παιδί κοίταξε έξω, σπρώχνοντας τα µελαχρινά µαλλιά του από το µέτωπό του. Ήταν περίπου δεκατριών, καχεκτικό και µε σουβλερή µύτη. Ο Λίµπερµαν αναρωτήθηκε αν είχε κάνει λάθος στον αριθµό, και είπε: «Εδώ είναι το διαµέρισµα της Φράου Ντέρινγκ;» «Είστε ο Χερ Λίµπερµαν;» «Ναι.»
Η πόρτα έκλεισε ως ένα σηµείο· ακούστηκε το ξύσιµο µετάλλου. Το παιδί ήταν κάποιος εγγονός, υπέθεσε ο Λίµπερµαν, ή ίσως – από τη στιγµή που η Φράου Ντέρινγκ ήταν πολύ µικρότερη από τον ίδιο τον Ντέρινγκ– κάποιος γιος. Ή ίσως απλά ένας γείτονας που την επισκέφθηκε για να µην είναι µόνη της µε κάποιον άγνωστο άντρα επισκέπτη. Ό,τι κι αν ήταν, το παιδί άνοιξε εντελώς την πόρτα, και ο Λίµπερµαν µπήκε µέσα – σε ένα κοίλωµα στον τοίχο µε καθρέφτες στους τοίχους που συνωστιζόταν από δύο ή τρεις εικόνες του εαυτού του να µπαίνουν µέσα, µε απίστευτα κακή διάθεση («Κουρέψου!» φώναξε η Χάνα. «Κούρεψε το µουστάκι σου! Ίσιωσε το κορµί σου!»), και µε µια σειρά από παιδιά µε λευκό πουκάµισο και µαύρο παντελόνι που έκλειναν την πόρτα και ασφάλιζαν την αλυσίδα. Ίσιωσε το κορµί του και γύρισε προς το αληθινό παιδί. «Είναι µέσα η Φράου Ντέρινγκ;» «Είναι στο τηλέφωνο.» Το παιδί πρότεινε το χέρι του για να πάρει το καπέλο του Λίµπερµαν. Αφού του το έδωσε, ο Λίµπερµαν χαµογέλασε και ρώτησε: «Είσαι ο εγγονός της;» «Ο γιος της.» Η φωνή του παιδιού χλεύασε την ανόητη ερώτηση. Άνοιξε µια ντουλάπα µε καθρέφτες στα φύλλα της. Ο Λίµπερµαν άφησε κάτω το χαρτοφύλακά του κι έβγαλε το παλτό του, κοιτάζοντας στο καθιστικό που ήταν γεµάτο πορτοκαλί και χρώµιο και γυαλί, όλα ταιριαστά µεταξύ τους, σαν κατάστηµα, απάνθρωπα. Έδωσε το παλτό του στο παιδί, χαµογελώντας, και το παιδί έβαλε µια κρεµάστρα στα µανίκια του, δείχνοντας βαριεστηµένο και ευσυνείδητο. Έφτανε µέχρι το στήθος του Λίµπερµαν σε ύψος. Μερικά παλτά κρέµονταν στην ντουλάπα, ένα από τα οποία ήταν φτιαγµένο από δέρµα λεοπάρδαλης. Ένα πουλί, ένα βαλσαµωµένο κοράκι ή κάτι τέτοιο, κοιτούσε πίσω από µερικά καπέλα και κουτιά
επάνω στο ράφι. «Πουλί είναι αυτό εκεί πίσω;» ρώτησε ο Λίµπερµαν. «Ναι» είπε το παιδί. «Ήταν του πατέρα µου.» Έκλεισε την πόρτα και έµεινε να κοιτάζει τον Λίµπερµαν µε τα αχνά γαλάζια µάτια του. Ο Λίµπερµαν πήρε το χαρτοφύλακά του. «Τους σκοτώνεις τους Ναζί όταν τους πιάνεις;» ρώτησε το παιδί. «Όχι» είπε ο Λίµπερµαν. «Γιατί όχι;» «Είναι παράνοµο. Άλλωστε, είναι καλύτερα να περνούν από δίκη. Με αυτό τον τρόπο µαθαίνει περισσότερος κόσµος γι’ αυτούς.» «Τι µαθαίνει;» Το παιδί έδειχνε σκεπτικισµό. «Ποιοι είναι, τι έκαναν.» Το παιδί στράφηκε προς το καθιστικό. Μια γυναίκα βρισκόταν εκεί, µικροκαµωµένη και ξανθιά, µε µια µαύρη φούστα και γιλέκο και ένα µπεζ πουλόβερ µε ψηλό λαιµό· µια όµορφη γυναίκα κοντά στα σαράντα. Έγειρε το κεφάλι της στο πλάι και χαµογέλασε, µε τα χέρια σφιγµένα νευρικά µπροστά της. «Φράου Ντέρινγκ;» Ο Λίµπερµαν πήγε προς το µέρος της. Εκείνη άπλωσε το χέρι κι αυτός έσφιξε τη µικρή παγωνιά του. «Σας ευχαριστώ που µε δεχτήκατε» είπε. Το δέρµα της ήταν απαλό, µε λίγες ρυτίδες στην έξω πλευρά των γαλαζοπράσινων µατιών της. Ένα ευχάριστο άρωµα τη συνόδευε. «Σας παρακαλώ» είπε συνεσταλµένα «µπορείτε να µου δείξετε κάποια ταυτότητα;» «Φυσικά» είπε ο Λίµπερµαν. «Έξυπνο εκ µέρους σας που το ζητάτε.» Κράτησε το χαρτοφύλακά του µε το άλλο χέρι του και έψαξε στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του. «Είµαι βέβαιη πως είστε... αυτός που λέτε ότι είστε» είπε η Φράου Ντέρινγκ «όµως εγώ...» «Τα αρχικά του υπήρχαν στο καπέλο του» είπε το παιδί πίσω από τον Λίµπερµαν. «Γ.Σ.Λ.»
Ο Λίµπερµαν χαµογέλασε στη Φράου Ντέρινγκ, καθώς της έδινε το διαβατήριό του. «Ο γιος σας είναι ντετέκτιβ» είπε· και γυρνώντας στο παιδί πρόσθεσε: «Πολύ καλό. Ούτε που σε πρόσεξα να τα κοιτάζεις.» Το παιδί, σπρώχνοντας στο πλάι τη µελαχρινή φράντζα του, χαµογέλασε αυτάρεσκα. Η Φράου Ντέρινγκ τού επέστρεψε το διαβατήριο. «Ναι, είναι έξυπνος» είπε χαµογελώντας στο παιδί. «Μόνο που είναι λίγο τεµπέλης. Αυτή τη στιγµή, για παράδειγµα, θα έπρεπε να κάνει τις ασκήσεις του.» «Δε γίνεται να ανοίγω την πόρτα και να βρίσκοµαι στο δωµάτιό µου ταυτόχρονα» µουρµούρισε το παιδί, διασχίζοντας νευριασµένο το καθιστικό. Η Φράου Ντέρινγκ διόρθωσε τα ατηµέλητα µαλλιά του καθώς περνούσε από δίπλα της. «Το ξέρω, αγάπη µου· σε πειράζω απλώς.» Το παιδί χάθηκε νευριασµένο σε ένα διάδροµο. Η Φράου Ντέρινγκ χαµογέλασε πλατιά στον Λίµπερµαν, τρίβοντας τα χέρια της µεταξύ τους σαν να ήθελε να τα ζεστάνει. «Ελάτε να καθίσετε, Χερ Λίµπερµαν» είπε και υποχώρησε προς το βάθος του δωµατίου όπου υπήρχαν τα παράθυρα. Μια πόρτα έκλεισε µε θόρυβο. «Θα θέλατε λίγο καφέ;» «Όχι, σας ευχαριστώ, µόλις ήπια ένα φλιτζάνι τσάι απέναντι στο δρόµο» είπε ο Λίµπερµαν. «Στο Μπίτνερ; Εκεί δουλεύω. Υποδέχοµαι τους πελάτες εκεί από τις οκτώ ως τις τρεις.» «Όµορφο και πρακτικό για εσάς.» «Ναι, και βρίσκοµαι ήδη στο σπίτι όταν επιστρέφει ο Έριχ. Ξεκίνησα τη Δευτέρα και ως τώρα όλα είναι τέλεια. Το απολαµβάνω!» Ο Λίµπερµαν κάθισε σε έναν άκαµπτο καναπέ, και η Φράου Ντέρινγκ κάθισε σε µια καρέκλα που βρισκόταν στο πλάι του. Κάθισε µε ίσια κορµοστασιά, τα χέρια της ενωµένα πάνω στη µαύρη φούστα
της, το κεφάλι της γερµένο λίγο µε ανησυχία. «Κατ’ αρχάς» είπε ο Λίµπερµαν «θα ήθελα να σας εκφράσω τα συλληπητήριά µου. Η κατάσταση πρέπει να είναι πολύ δύσκολη για εσάς αυτή την περίοδο.» Κοιτάζοντας τα µπλεγµένα της δάχτυλα, η Φράου Ντέρινγκ είπε: «Σας ευχαριστώ.» Ένα κλαρινέτο ανέβηκε και κατέβηκε τη µουσική κλίµακα, προετοιµάζοντας τον εαυτό του για να παίξει· ο Λίµπερµαν κοίταξε προς το διάδροµο, από τον οποίο ακούγονταν οι ξύλινες νότες, και επέστρεψε το βλέµµα του στη Φράου Ντέρινγκ. Εκείνη του χαµογέλασε. «Είναι πολύ καλός» είπε. «Το ξέρω» απάντησε εκείνος. «Τον άκουσα στο τηλέφωνο χθες. Πίστεψα πως ήταν κάποιος ενήλικας. Είναι το µοναδικό σας παιδί;» «Ναι» είπε εκείνη, και µε υπερηφάνεια πρόσθεσε: «Σκοπεύει να κάνει καριέρα στη µουσική.» «Ελπίζω ο πατέρας του να του άφησε αρκετά χρήµατα.» Ο Λίµπερµαν χαµογέλασε. «Του άφησε;» ρώτησε. «Άφησε ο σύζυγός σας τα λεφτά του σε εσάς και στον Έριχ;» Έκπληκτη, η Φράου Ντέρινγκ ένευσε καταφατικά. «Και σε µια αδερφή του. Από ένα τρίτο στον καθένα. Του Έριχ βρίσκονται σε καταπίστευµα. Γιατί ρωτάτε κάτι τέτοιο;» «Αναζητώ» είπε ο Λίµπερµαν «κάποιο λόγο που θα µπορούσε να κάνει τους Ναζιστές στη Νότιο Αµερική να θέλουν να τον σκοτώσουν.» «Να σκοτώσουν τον Εµίλ;» Εκείνος ένευσε καταφατικά, κοιτάζοντας τη Φράου Ντέρινγκ. «Και τους υπόλοιπους.» Τον κοίταξε συνοφρυωµένη. «Ποιους άλλους;» «Την οµάδα στην οποία ανήκε. Σε διάφορες χώρες.» Το συνοφρυωµένο της βλέµµα έδειξε περισσότερο µπερδεµένο. «Ο Εµίλ δεν ανήκε σε καµία οµάδα. Τι µου λέτε, ότι ήταν Κοµµουνιστής; Δε θα µπορούσατε να βγάλετε πιο λάθος
συµπέρασµα, Χερ Λίµπερµαν.» «Δε δεχόταν αλληλογραφία ή τηλεφωνήµατα από το εξωτερικό;» «Ποτέ. Όχι εδώ, τουλάχιστον. Ρωτήστε στο γραφείο του· µπορεί να γνωρίζουν εκείνοι για κάποια οµάδα· εγώ πάντως δε γνωρίζω.» «Τους ρώτησα σήµερα το πρωί· ούτε κι εκείνοι γνωρίζουν κάτι.» «Μία φορά» είπε η Φράου Ντέρινγκ «πριν από τρία ή τέσσερα χρόνια, ίσως και περισσότερα, η αδερφή του τηλεφώνησε από την Αµερική, όπου είχε πάει για επίσκεψη. Αυτό είναι το µοναδικό τηλεφώνηµα από το εξωτερικό που θυµάµαι. Α, κι άλλη µια φορά, ακόµα πιο παλιά, όταν ο αδερφός της πρώτης συζύγου του τηλεφώνησε από κάποιο µέρος της Ιταλίας, για να προσπαθήσει να τον πείσει να επενδύσει σε… δε θυµάµαι, είχε κάποια σχέση µε το ασήµι. Ή την πλατίνα.» «Το έκανε;» «Όχι. Ήταν πολύ προσεκτικός µε τα χρήµατά του.» Το κλαρινέτο απέσπασε την προσοχή του Λίµπερµαν, καθώς ύφαινε το έργο του Μότσαρτ που άκουσε την προηγούµενη µέρα. Ήταν το µινουέτο του «Κουιντέτου για Κλαρινέτο» και το έπαιζε πολύ καλά. Θυµήθηκε τον εαυτό του στην ηλικία του παιδιού, να αφιερώνει δύο και τρεις ώρες την ηµέρα στο παλιό Πλέγιελ. Η µητέρα του, ας αναπαύεται εν ειρήνη, είχε πει κι εκείνη: «Σκοπεύει να κάνει καριέρα στη µουσική» το ίδιο υπερήφανα. Ποιος γνώριζε τι θα επακολουθούσε; Και πότε ήταν η τελευταία φορά που είχε αγγίξει πιάνο; «Δεν το καταλαβαίνω» είπε η Φράου Ντέρινγκ. «Ο Εµίλ δε δολοφονήθηκε.» «Μπορεί όντως να δολοφονήθηκε» είπε ο Λίµπερµαν. «Ένας εµπορικός αντιπρόσωπος έπιασε φιλίες µαζί του το προηγούµενο βράδυ. Μπορεί να κανόνισαν κάποια συνάντηση, να βρεθούν στο κτίριο σε περίπτωση που ο αντιπρόσωπος δεν εµφανιζόταν στο µπαρ µέχρι τις δέκα. Αυτό θα µπορούσε να τον φέρει σε εκείνο το σηµείο
την κατάλληλη στιγµή.» Η Φράου Ντέρινγκ κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Δε θα συναντούσε ποτέ κάποιον σε ένα κτίριο σαν κι αυτό» είπε. «Ούτε καν κάποιον που γνώριζε καλά. Ήταν υπερβολικά φιλύποπτος µε τους ανθρώπους. Και για ποιο λόγο θα µπορούσαν οι Ναζί να ενδιαφέρονται για εκείνον;» «Γιατί κουβαλούσε µαζί του όπλο εκείνο το βράδυ;» «Πάντα το κουβαλούσε.» «Πάντα;» «Πάντα, για όσο καιρό τον ήξερα. Μου το έδειξε στο πρώτο µας ραντεβού. Το φαντάζεστε, να φέρνει κάποιος ένα όπλο σε ραντεβού; Και να το δείχνει; Και το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι µε εντυπωσίασε!» Κούνησε το κεφάλι της και αναστέναξε γεµάτη απορία. «Ποιον φοβόταν;» ρώτησε ο Λίµπερµαν. «Τους πάντες. Τους ανθρώπους στο γραφείο, τους ανθρώπους που απλώς τον κοιτούσαν...» Η Φράου Ντέρινγκ έγειρε µπροστά σαν να ήθελε να του εκµυστηρευτεί κάτι. «Ήταν λίγο… εντάξει, όχι τρελός, αλλά ούτε και λογικός. Προσπάθησα κάποτε να τον πείσω να δει κάποιον· καταλαβαίνετε, ένα γιατρό. Υπήρχε ένα πρόγραµµα στην τηλεόραση για ανθρώπους σαν κι αυτόν, για ανθρώπους που νοµίζουν ότι... οι άλλοι συνωµοτούν εναντίον τους, και µόλις τελείωσε του το πρότεινα µέσες άκρες… Λοιπόν! Κι εγώ συνωµοτούσα εναντίον του, σωστά; Για να τον κηρύξουν τρελό. Σχεδόν µε πυροβόλησε εκείνο το βράδυ!» Έγειρε πίσω και πήρε µιαν ανάσα, ανατρίχιασε· και συνοφρυωµένη έκανε µια υπόθεση µπροστά στον Λίµπερµαν. «Τι έκανε, σας έγραψε ότι τον κυνηγούν οι Ναζί;» «Όχι, όχι.» «Τότε τι σας κάνει να πιστεύετε πως ήταν εκείνοι;» «Μια φήµη που άκουσα.» «Ήταν λανθασµένη. Πιστέψτε µε, οι Ναζί θα συµπαθούσαν τον
Εµίλ. Ήταν ενάντια στους Εβραίους, ενάντια στους Καθολικούς, ενάντια σε όλους και σε όλα µε εξαίρεση τον ίδιο τον Εµίλ Ντέρινγκ.» «Ήταν ο ίδιος Ναζιστής;» «Μπορεί να ήταν κάποτε. Είπε ότι δεν ήταν, αλλά εγώ δεν τον ήξερα πριν από το 1952, κι έτσι δεν µπορώ να σας ορκιστώ. Μάλλον δεν ήταν· δε συµµετείχε στο παραµικρό αν µπορούσε να το αποφύγει.» «Τι έκανε στη διάρκεια του πολέµου;» «Ήταν στο στρατό· δεκανέας, νοµίζω. Κοκορευόταν για τις εύκολες δουλειές που κατάφερνε να εξασφαλίζει. Η βασική του δουλειά ήταν σε ένα σταθµό ανεφοδιασµού ή κάτι τέτοιο. Κάπου µε ασφάλεια.» «Δε βρέθηκε ποτέ σε µάχη;» «Ήταν “υπερβολικά έξυπνος”. Οι “βλαµµένοι” πήγαιναν στις µάχες.» «Πού γεννήθηκε;» «Στο Λόπενταλ, στην άλλη µεριά του Έσεν.» «Και έζησε σε αυτή την περιοχή όλη του τη ζωή;» «Ναι.» «Πήγε ποτέ στο Γκέντσµπουργκ, απ’ όσο ξέρετε;» «Πού;» «Στο Γκέντσµπουργκ. Κοντά στην Ουλµ.» «Δεν τον άκουσα ποτέ να αναφέρει κάτι τέτοιο.» «Το όνοµα Μένγκελε; Ανέφερε ποτέ αυτό το όνοµα;» Εκείνη τον κοίταξε, µε ανασηκωµένα φρύδια, και κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Λίγες ερωτήσεις ακόµα» είπε. «Μου φέρεστε µε πολλή ευγένεια. Φοβάµαι πως η αναζήτησή µου είναι µάλλον µάταιη.» «Είµαι σίγουρη γι’ αυτό» είπε εκείνη, και χαµογέλασε.
«Είχε συγγενική σχέση µε κάποιο σηµαντικό πρόσωπο; Ας πούµε, στην κυβέρνηση;» Εκείνη σκέφτηκε για µια στιγµή. «Όχι.» «Ήταν φίλος µε κάποιο σηµαντικό πρόσωπο;» Εκείνη ανασήκωσε τους ώµους της. «Με κάποιους επισήµους από το Έσεν, αν αυτή είναι η άποψη που έχετε για τη σηµαντικότητα. Έσφιξε το χέρι του Κρουπ µια φορά· αυτή ήταν η σηµαντικότερη στιγµή του.» «Πόσο καιρό ήσασταν παντρεµένοι;» «Είκοσι δύο χρόνια. Από τις τέσσερις Αυγούστου, του 1952.» «Και σε όλα αυτά τα χρόνια δεν είδατε ποτέ ούτε ακούσατε το παραµικρό για µια διεθνή οµάδα στην οποία µπορεί να ανήκε, από ανθρώπους της ηλικίας του σε παρόµοιες θέσεις;» Κουνώντας το κεφάλι της, είπε: «Ποτέ, ούτε λέξη.» «Κανενός είδους αντιναζιστική δραστηριότητα;» «Καµία απολύτως. Ήταν περισσότερο υπερασπιστής των Ναζί παρά πολέµιός τους. Ψήφιζε Εθνικό Δηµοκρατικό Κόµµα, αλλά δε συµµετείχε ενεργά ούτε εκεί. Δεν του άρεσε να συµµετέχει πουθενά.» Ο Λίµπερµαν έγειρε πίσω στο σκληρό καναπέ κι έτριψε το σβέρκο του. «Θέλετε να σας πω ποιος τον σκότωσε πραγµατικά;» είπε η Φράου Ντέρινγκ. Εκείνος την κοίταξε. Έγειρε µπροστά και είπε: «Ο Θεός. Για να απελευθερώσει µια ανόητη, µικρή χωριατοπούλα έπειτα από είκοσι δύο χρόνια δυστυχίας. Και για να προσφέρει στον Έριχ έναν πατέρα που θα τον βοηθά και θα τον αγαπά, αντί να τον κακοχαρακτηρίζει –έτσι είναι, τον αποκαλούσε αδερφή και καθυστερηµένο– επειδή θέλει να γίνει µουσικός και όχι κάποιος ασφαλής, χοντρός κρατικός υπάλληλος. Μήπως οι Ναζί απαντούν στις προσευχές, Χερ Λίµπερµαν;» Κούνησε
αρνητικά το κεφάλι της. «Όχι, αυτό είναι δουλειά του Θεού, και Τον ευχαριστώ κάθε βράδυ από τότε που Εκείνος έριξε τον τοίχο πάνω στο κεφάλι του Εµίλ. Θα µπορούσε να το έχει κάνει νωρίτερα, αλλά εγώ Τον ευχαριστώ έτσι κι αλλιώς. Κάλλιο αργά παρά ποτέ.» Έγειρε πίσω και σταύρωσε τα πόδια της –όµορφα πόδια– και χαµογέλασε γοητευτικά. «Λοιπόν!» είπε. «Δεν παίζει υπέροχα; Να θυµάστε το όνοµά του: Έριχ Ντέρινγκ. Κάποια µέρα θα το δείτε σε αφίσες, έξω από αίθουσες συναυλιών!» Όταν ο Λίµπερµαν έφυγε από το 12 της Φράνκενστρασε, είχε αρχίσει να πέφτει το σούρουπο. Τα αυτοκίνητα και τα τρόλεϊ γέµιζαν τους δρόµους· βιαστικοί διαβάτες συνωστίζονταν στα πεζοδρόµια. Περπατούσε ανάµεσά τους µε αργά βήµατα, µε το χαρτοφύλακα στο πλάι. Ο Ντέρινγκ ήταν ένας ανύπαρκτος: µαταιόδοξος, ύπουλος, σηµαντικός για κανέναν άλλο εκτός από τον εαυτό του. Δεν υπήρχε καµία λογική αιτία που να τον έκανε στόχο των Ναζιστών συνωµοτών από την άλλη άκρη του κόσµου – ούτε καν στις προσωπικές, φιλύποπτες φαντασιώσεις του. Ο έµπορος στο µπαρ; Ήταν απλώς ένας µοναχικός έµπορος. Η βιαστική έξοδος το βράδυ του ατυχήµατος; Υπήρχαν δεκάδες λόγοι για τους οποίους ένας άνθρωπος µπορούσε να βγει βιαστικά από ένα µπαρ. Κάτι που σήµαινε ότι το θύµα της 16ης Οκτωβρίου ήταν ή ο Σαµπόν στη Γαλλία ή ο Πέρσον στη Σουηδία. Ή κάποιος άλλος, τον οποίο δεν εντόπισε το Ρόιτερς. Ή πολύ πιθανόν κανείς. Άι, Μπάρι, Μπάρι! Για ποιο λόγο έπρεπε να µου τηλεφωνήσεις; Άρχισε να περπατά λίγο πιο γρήγορα, ακολουθώντας τη νότια πλευρά της πολύβουης Φράνκενστρασε. Στη βόρεια πλευρά της ο Μουντ άρχισε κι εκείνος να περπατά γρήγορα, µε ένα σβηστό τσιγάρο στο στόµα του, µια διπλωµένη εφηµερίδα κάτω από τη µασχάλη του.
Παρά το γεγονός ότι η νύχτα ήταν ξηρή και ασυννέφιαστη, η λήψη ήταν χάλια, κι αυτό που άκουσε ο Μένγκελε ήταν: «Ο Λίµπερµαν βρισκόταν κρακλ-κρακλ-σκουίλ όπου ζούσε ο Ντέρινγκ, ο πρώτος µας άντρας. Ο Λίµπεκρακλ-κρακλ γι’ αυτόν, κι έδειξε µερικές φωτογραφίες στρατιωτών σε κρακλ-κρακλΣΚΟΥΙΛ-κρακλ Σόλινγκεν, ενώ έκανε το ίδιο και σε σχέση µε έναν κρακλ-κρακλ πέθανε σε µια έκρηξη πριν από µερικές εβδοµάδες. Όβερ.» Καταπίνοντας την πίκρα που σιγόβραζε στο λαιµό του, ο Μένγκελε πάτησε το κουµπί του µικροφώνου και είπε: «Επαναλαµβάνεις, σε παρακαλώ, συνταγµατάρχη; Δεν τα κατάλαβα όλα. Όβερ.» Στο τέλος τα κατάλαβε. «Δε θα προσποιηθώ ότι δεν ανησυχώ» είπε, σκουπίζοντας το παγωµένο του µέτωπο µε ένα µαντίλι «αλλά αν πήγε να ελέγξει κάποιον που δεν είχε καµία σχέση µε την υπόθεση, τότε προφανώς βρίσκεται ακόµα στο σκοτάδι. Όβερ.» «Κρακλ διαµέρισµα του Ντέρινγκ, κι εκεί δεν ήταν σκοτεινά. Ήταν τέσσερις το απόγευµα κι έµεινε εκεί περίπου µία ώρα. Όβερ.» «Ω Θεέ µου» είπε ο Μένγκελε, και πάτησε το κουµπί. «Τότε καλά θα κάνουµε να ασχοληθούµε αµέσως µαζί του, έτσι για να είµαστε ασφαλείς. Συµφωνείς, έτσι δεν είναι; Όβερ.» «Θα κρακλ την πρόταση, πολύ προσεκτικά. Θα σε ενηµερώσω αµέσως µόλις παρθεί κάποια απόφαση. Έχω και µερικά καλά νέα. Ο Μουντ κρακλ-κρακλ εύτερο πελάτη, την ίδια µέρα που έπρεπε. Το ίδιο και ο Έσεν. Τηλεφώνησε και ο Φάρνµπαχ, όχι για να κάνει ερωτήσεις, δόξα τω Θεώ, αλλά µε µερικές αναπάντεχες πληκρακλσκουίλ φαίνεται πως ο δικός του δεύτερος πελάτης ήταν ο πρώην διοικητής του, ένας λοχαγός που υιοθέτησε σουηδική ταυτότητα µετά τον πόλεµο. Παράξενη εξέλιξη, έτσι δεν είναι; Ο Φάρνµπαχ δεν ήταν βέβαιος κατά πόσο το γνωρίζαµε ή όχι. Όβερ.» «Αυτό δεν τον εµπόδισε, έτσι δεν είναι; Όβερ.»
«Ω, όχι, είναι κρακλ-κρακλ µέρες µπροστά από τον προγραµµατισµό. Εποµένως µπορείς να τσεκάρεις άλλους τρεις στον πίνακά σου. Όβερ.» «Θεωρώ πως είναι υψίστης σηµασίας να ασχοληθούµε µε τον Λίµπερµαν αµέσως» είπε ο Μένγκελε. «Τι θα γίνει αν δε σταµατήσει σε εκείνο τον άντρα στο Σόλινγκεν; Αν ο Μουντ ενεργήσει σωστά, είµαι βέβαιος ότι δε θα µας προκαλέσει προβλήµατα, τουλάχιστον όχι περισσότερα απ’ όσα έχουµε ήδη. Όβερ.» «Αν γίνει ενώ βρίσκεται ακόµα στη Γερµανία, θα διαφωνήσω. Θα κρακλ-σκουίλ-κρακλ χώρα για να δείξουν ότι είναι φιλότιµοι· οφείλουν να το κάνουν. Όβερ.» «Τότε αµέσως µόλις φύγει από τη Γερµανία. Όβερ.» «Θα λάβουµε σίγουρα υπόψη µας την άποψή σου, Γιόζεφ. Χωρίς εσένα, τίποτα· ξέρουµε το πώς κρακλ-κρακλ-σκουίλκρακλ τώρα. Όβερ και τέλος.» Ο Μένγκελε κοίταξε το µικρόφωνο και το άφησε κάτω. Έβγαλε τα ακουστικά, τα άφησε κάτω και έκλεισε το ραδιοποµπό. Πήγε από το γραφείο στο λουτρό, έκανε εµετό όλο το δείπνο που είχε εν µέρει χωνέψει ήδη, πλύθηκε, και έπλυνε το στόµα του µε λίγο Βαντεµέκουµ. Έπειτα βγήκε στη βεράντα, ζήτησε χαµογελώντας «Συγγνώµη» κι έκατσε για να παίξει µπριτζ µε το στρατηγό Φαρίνια, τον Φραντς και τη Μάργκοτ Σιφ. Όταν έφυγαν, πήρε ένα φακό και περπάτησε µέχρι το ποτάµι για να σκεφτεί. Είπε µερικές λέξεις στο φρουρό και κατέβηκε ως ένα σηµείο το ποτάµι, όπου έκατσε δίπλα σε ένα σκουριασµένο βαρέλι πετρελαίου –να πάει στο διάολο το παντελόνι– κι άναψε ένα τσιγάρο. Αναλογίστηκε τον Γιάκοβ Λίµπερµαν να πηγαίνει στα σπίτια των αντρών· και τον Σίµπερτ µαζί µε τους υπόλοιπους γαλονάδες του Οργανισµού να αντιµετωπίζουν µια αναγκαιότητα και να την αποκαλούν πιθανότητα· και την εδώ και δεκαετίες αφοσίωσή του στα
ανώτερα ιδανικά –την αναζήτηση της γνώσης και την εξύψωση των καλύτερων της ανθρώπινης φυλής– που θα µπορούσαν να στερηθούν τη στιγµή της εκπλήρωσής τους εξαιτίας αυτού του αδιάκριτου Εβραίου και µιας χούφτας δειλούς Αρίους. Οι οποίοι ήταν χειρότεροι από τον Εβραίο, επειδή ο Λίµπερµαν, αν ήθελε να φανεί δίκαιος µαζί του, έκανε το καθήκον του σύµφωνα µε τα πιστεύω του, ενώ εκείνοι πρόδιδαν τα δικά τους. Ή σκέφτονταν να τα προδώσουν. Πέταξε το δεύτερο τσιγάρο του στη γυαλιστερή σκοτεινιά του ποταµού, και µε ένα «Μείνε ξύπνιος» στο φρουρό, επέστρεψε περπατώντας προς το σπίτι. Ακολουθώντας µια παρόρµηση, έστριψε και κατευθύνθηκε στο κατάφυτο µονοπάτι που οδηγούσε στο «εργοστάσιο», εκείνο το µονοπάτι που ο ίδιος και οι άλλοι –ο νεαρός Ράιτερ, ο φον Σβέρινγκεν, η Τίνα Ζιγκόρνι· όλοι τους νεκροί πλέον, δυστυχώς– περπατούσαν τόσο ευδιάθετα εκείνα τα πρωινά του παρελθόντος. Σκύβοντας πάνω από το διαπεραστικό φως του φακού, έσπρωξε στην άκρη κλαδιά φορτωµένα µε πλατιά φύλλα, σκουντούφλησε πάνω σε ρίζες που προεξείχαν. Και να, εκεί µπροστά του, το µακρύ χαµηλό κτίριο, µε τα δέντρα να το τσιµπολογούν. Η µπογιά είχε ξεφτίσει στους σκελετωµένους τοίχους του, όλα τα παράθυρα ήταν σπασµένα (τα παιδιά των υπηρετών, που να τα πάρει ο διάολος) και ένα ολόκληρο τµήµα της αυλακωτής οροφής του είχε πέσει ή είχε τραβηχτεί από το πίσω µέρος του, όπου στεγαζόταν ο κοιτώνας. Η µπροστινή πόρτα έχασκε ανοιχτή, κρεµόταν από τον κάτω µεντεσέ της. Η Τίνα Ζιγκόρνι γέλασε µε εκείνο το αντρικό γέλιο της· ο φον Σβέρινγκεν είπε µε βροντερή φωνή: «Ξυπνητούρια! Τέλος ο ύπνος!» Μόνο σιωπή. Ο παλµός των εντόµων, το κουτσοµπολιό τους. Φωτίζοντας το χώρο µπροστά του, ο Μένγκελε ανέβηκε το σκαλοπάτι και πέρασε την πόρτα. Τουλάχιστον πέντε χρόνια από τότε που πάτησε το πόδι του για τελευταία φορά...
Υπέροχη Βαυαρία. Η αφίσα κρεµόταν στον τοίχο, σκονισµένη και ρυτιδωµένη: ουρανός, βουνό, λουλουδιασµένο τοπίο µπροστά. Της χαµογέλασε και µετακίνησε την ακτίνα του φωτός. Βρήκε βουλιαγµένες σανίδες στον τοίχο, στα σηµεία απ’ όπου είχαν ξηλωθεί τα ράφια και τα ντουλάπια. Μίσχοι υδραυλικών σωλήνων στέκονταν προσοχή. Ο τοίχος µε τις καστανές κηλίδες που είχε προκαλέσει µε τη φωτιά ο Ράιτερ, όταν ξεκίνησε να σχεδιάσει µια σβάστικα µε το µικροσκόπιό του. Θα µπορούσε να είχε κάψει όλο το κτίριο, ο ανόητος. Περπάτησε προσεκτικά ανάµεσα στα σπασµένα τζάµια. Ο φλοιός ενός πεπονιού που σάπιζε, µε τα µυρµήγκια να έχουν στήσει φαγοπότι. Κοίταξε τα άδεια δωµάτια, και θυµήθηκε τη ζωή και τη δραστηριότητα, το γυαλιστερό εξοπλισµό. Ο αποστειρωτής µοιρολογούσε, τα σιφώνια κροτάλιζαν. Πριν από δέκα χρόνια τουλάχιστον. Τα είχαν πάρει όλα, τα είχαν πετάξει ή ίσως τα έδωσαν σε κάποια κλινική κάπου, έτσι ώστε αν έµπαιναν εκεί µέσα οι συµµορίες των Εβραίων –ήταν ισχυρές εκείνη την εποχή, η «Κοµάντο Ισαάκ» και οι άλλες– να µην έβρισκαν κανένα στοιχείο, καµία ένδειξη. Διέσχισε τον κεντρικό διάδροµο. Ιθαγενείς βοηθοί πρόσφεραν λόγια παρηγοριάς σε πρωτόγονες διαλέκτους, προσπαθώντας να γίνουν κατανοητοί. Μπήκε στον κοιτώνα, που µύριζε φρεσκάδα και ήταν δροσερός εξαιτίας της ανοιχτής οροφής. Τα ψάθινα στρώµατα βρίσκονταν ακόµα εκεί, πεταµένα εδώ κι εκεί. Βγάλτε ό,τι συµπέρασµα θέλετε από µερικά ψάθινα στρώµατα, εβραιόπουλα. Περπάτησε ανάµεσά τους, αναλογιζόταν το παρελθόν, χαµογελούσε. Κάτι έβγαλε µια λευκή λάµψη κοντά στον τοίχο.
Προχώρησε προς το µέρος του, κοίταξε χαµηλά στο σηµείο που βρισκόταν, κάτω από το φως του φακού· το ανασήκωσε, το φύσηξε, το εξέτασε στο χέρι του. Νύχια ζώων, ένας κύκλος από τέτοια – το βραχιόλι µιας γυναίκας. Για καλή τύχη; Η δύναµη των ζώων που µεταφέρεται στο χέρι εκείνου που το φορά; Ήταν περίεργο που δεν το είχαν βρει τα παιδιά· έπαιζαν σίγουρα εδώ µέσα, κυλιόνταν σε αυτά τα στρώµατα, τα είχαν πετάξει εδώ κι εκεί. Ναι, ήταν καλή τύχη που το βραχιόλι έµεινε πεσµένο εκεί όλα αυτά τα χρόνια για να το βρει εκείνος αυτή τη νύχτα του φόβου και της αβεβαιότητας, της πιθανής προδοσίας. Στρίµωξε τα δάχτυλά του µέσα του, το ταρακούνησε για να τα περάσει, το έσπρωξε µε το χέρι που κρατούσε το φακό· ο κύκλος των νυχιών έπεσε γύρω από το χρυσό του ρολόι. Ταρακούνησε τον καρπό του· τα νύχια άρχισαν να χορεύουν. Κοίταξε γύρω του στον κοιτώνα, και ψηλά µέσα από τη σπασµένη του οροφή τις κορυφές των δέντρων, και τα αστέρια που έρχονταν κι έφευγαν ανάµεσά τους. Και –µπορεί ναι, µπορεί και όχι– τον Φίρερ του που τον παρακολουθούσε. Δε θα σε απογοητεύσω, του υποσχέθηκε. Κοίταξε γύρω –στο µέρος όπου είχαν εκπληρωθεί ήδη τόσο πολλά, τόσο ένδοξα πολλά– και µε έντονο βλέµµα, είπε δυνατά: «Δε θα σε απογοητεύσω.»
Κεφάλαιο Τέσσερα «ΕΧ Ο Υ ΜΕ Α Π Ο ΚΛ ΕΙΣ ΕΙ ΜΟ Ν Ο τους τέσσερις από τους έντεκα» είπε ο Κλάους φον Πάλµεν, κόβοντας το παχύ λουκάνικο που είχε µπροστά του. «Δε νοµίζετε ότι είναι πολύ νωρίς για να πούµε ότι θα σταµατήσουµε;» «Ποιος είπε ότι θα σταµατήσουµε;» Ο Λίµπερµαν έλιωνε πατάτες µε την πίσω πλευρά του πιρουνιού του. «Το µόνο που είπα ήταν ότι δεν πρόκειται να ταξιδέψω µέχρι τη Φαγκέρστα. Δεν είπα ότι δε θα πάω σε άλλα µέρη, κι επίσης δεν είπα ότι δε θα ζητήσω από κάποιον άλλο να πάει στη Φαγκέρστα, κάποιον που δε χρειάζεται διερµηνέα.» Έβαλε µια πιρουνιά µε λουκάνικο και πατάτες στο στόµα του. Βρίσκονταν στο Φάιβ Κόντινεντς, το εστιατόριο του αεροδροµίου της Φρανκφούρτης. Σάββατο βράδυ, 9 Νοεµβρίου. Ο Λίµπερµαν είχε κανονίσει µια δίωρη στάση στην επιστροφή του για τη Βιένη, και ο Κλάους είχε έρθει µε το αυτοκίνητο από το Μάνχαϊµ για να τον συναντήσει. Το εστιατόριο ήταν ακριβό –ο Λίµπερµαν ένιωθε την επίπληξη των αόρατων χρηµατοδοτών–, αλλά το παιδί άξιζε ένα καλό γεύµα. Όχι µόνο έλεγξε τον άντρα στο Πφόρτζχαϊµ, το άλµα του οποίου –όχι η πτώση– από µια γέφυρα είχε πέντε διαφορετικούς αυτόπτες µάρτυρες, αλλά όταν ο Λίµπερµαν του µίλησε από το Γκλάντµπεκ την Πέµπτη το βράδυ πήγε και στο Φράιµπεργκ, ενώ ο Λίµπερµαν ταξίδεψε ως το Σόλινγκεν. Άλλωστε, το δαιµόνιο παρουσιαστικό του –τα µικρά, βαθουλωµένα χαρακτηριστικά του και τα γυαλιστερά του µάτια– από κοντά έµοιαζε να οφείλεται τόσο σε σοβαρότητα όσο και σε κακή διατροφή. Έτρωγαν αρκετά τα σηµερινά παιδιά; Φάιβ Κόντινεντς, λοιπόν. Δε θα µπορούσαν να συζητήσουν σε ένα από τα σνακ µπαρ, έτσι δεν είναι; Ο Όγκουστ Μορ, ο νυχτερινός επιστάτης στο χηµικό εργοστάσιο στο Σόλινγκεν, αποδείχτηκε, όπως το περίµενε ο Λίµπερµαν, ότι ήταν
ένας κρατικός υπάλληλος την ηµέρα – µόνιµος υπάλληλος στο νοσοκοµείο όπου πέθανε. Όµως, οι Αρχές της Πυροσβεστικής ερεύνησαν διεξοδικά την έκρηξη που τον σκότωσε και ανακάλυψαν µια σειρά από ατυχίες που ήταν σίγουροι ότι δε γινόταν να προγραµµατιστούν επίτηδες. Και ο ίδιος ο Όγκουστ Μορ ήταν το ίδιο απίθανο να αποτελεί θύµα µιας συνωµοσίας των Ναζί όπως και ο Εµίλ Ντέρινγκ. Ηµιαµόρφωτος και φτωχός, χήρος εδώ και έξι χρόνια, ζούσε µε την κατάκοιτη µητέρα του σε δύο δωµάτια µιας ετοιµόρροπης πανσιόν. Στο µεγαλύτερο µέρος της ζωής του, όπως και στα χρόνια του πολέµου, δούλευε στο εργοστάσιο επεξεργασίας ατσαλιού στο Σόλινγκεν. Αλληλογραφία ή τηλεφωνήµατα από το εξωτερικό; Η σπιτονοικοκυρά του έβαλε τα γέλια. «Ούτε καν από το εξωτερικό του σπιτιού, κύριε.» Ο Κλάους, στο Φράιµπεργκ, πίστεψε στην αρχή ότι είχε ανακαλύψει κάτι. Ο άντρας εκεί, ένας υπάλληλος στην Υπηρεσία Υδροδότησης µε το όνοµα Γιόζεφ Ρόζενµπεργκερ, είχε µαχαιρωθεί και ληστευτεί κοντά στο σπίτι του, και µια γειτόνισσα είχε δει κάποιον να παρακολουθεί το σπίτι το προηγούµενο βράδυ. «Έναν άνθρωπο µε γυάλινο µάτι;» «Δε θα µπορούσε να το παρατηρήσει, ήταν πολύ µακριά. Ένα µεγαλόσωµο άντρα µε µικρό αυτοκίνητο, ο οποίος κάπνιζε, αυτό είπε στην αστυνοµία. Δεν µπορούσε να ξεχωρίσει ούτε καν τη µάρκα του αυτοκινήτου. Υπήρξε κάποιος άντρας µε γυάλινο µάτι στο Σόλινγκεν;» «Στο Γκλάντµπεκ. Συνέχισε.» Όµως: ο Ρόζενµπεργκερ δεν ανήκε σε καµία διεθνή οργάνωση. Είχε χάσει και τα δύο πόδια του από το γόνατο και κάτω σε ένα σιδηροδροµικό ατύχηµα όταν ήταν µικρό παιδί· ως αποτέλεσµα δεν είχε υπηρετήσει στο στρατό και δεν είχε πατήσει καν το πόδι του –το τεχνητό του πόδι, δηλαδή– έξω από τη Γερµανία. («Σε παρακαλώ» τον επέπληξε ο Λίµπερµαν.) Ήταν ένας αποτελεσµατικός και φιλότιµος εργάτης, ένας αφοσιωµένος σύζυγος και πατέρας. Οι
οικονοµίες του κληρονοµήθηκαν από τη χήρα. Είχε απορρίψει τους Ναζιστές και είχε ψηφίσει εναντίον τους, αλλά τίποτα περισσότερο. Γεννήθηκε στο Σβένινγκεν. Δεν πήγε ποτέ στο Γκέντσµπουργκ. Είχε µόνο µία αξιοσηµείωτη σχέση: έναν ξάδερφο, το γενικό διευθυντή της Μπερλίνερ Μόργκενποστ. Ντέρινγκ, Μίλερ, Μορ, Ρόζενµπεργκερ· κανείς από αυτούς δε θα µπορούσε να είναι θύµα των Ναζί όσο µεγάλη φαντασία κι αν είχε κάποιος. Οι τέσσερις από τους έντεκα. «Ξέρω έναν άντρα στη Στοκχόλµη» είπε ο Λίµπερµαν. «Ένα χαράκτη, που κατάγεται από τη Βαρσοβία. Πολύ έξυπνος. Θα πήγαινε ευχαρίστως στη Φαγκέρστα. Ο άντρας εκεί, ο Πέρσον, κι αυτός στο Μπορντό είναι οι δύο βασικοί που πρέπει να ελέγξουµε. Η δεκάτη έκτη Οκτωβρίου ήταν η µία και µοναδική ηµεροµηνία που ανέφερε ο Μπάρι. Αν κανείς από αυτούς τους δύο δεν είναι κάποιος που οι Ναζί θα ήθελαν να σκοτώσουν, τότε µάλλον έκανε λάθος.» «Εκτός κι αν δεν έχετε µάθει κάτι για το σωστό άνθρωπο. Ή αν σκοτώθηκε λάθος ηµέρα.» «“Εκτός”» είπε ο Λίµπερµαν, κόβοντας το λουκάνικο. «Όλη αυτή η υπόθεση είναι γεµάτη “εκτός κι αν” αυτό, “αν” το τάδε, “µπορεί” το δείνα. Μακάρι να µη µου είχε τηλεφωνήσει.» «Τι είπε ακριβώς; Πώς συνέβη;» Ο Λίµπερµαν του διηγήθηκε την ιστορία. Ο σερβιτόρος πήρε τα πιάτα του φαγητού τους και την παραγγελία επιδόρπιου. Μόλις έφυγε, ο Κλάους είπε: «Έχετε συνειδητοποιήσει ότι το όνοµά σας µπορεί να έχει προστεθεί στη λίστα; Ακόµα κι αν δεν ήταν ο Μένγκελε, που σας αναγνώρισε τηλεπαθητικά –κάτι που δεν πιστεύω ούτε στιγµή, Χερ Λίµπερµαν· εκπλήσσοµαι που το πιστεύετε εσείς– αλλά οποιοσδήποτε Ναζί εκείνος που έκλεισε το τηλέφωνο, σίγουρα θα φρόντιζε να µάθει µε ποιον µιλούσε ο Μπάρι. Η τηλεφωνήτρια του ξενοδοχείου θα το γνώριζε.»
Ο Λίµπερµαν χαµογέλασε. «Είµαι µόνο εξήντα δύο» είπε «και δεν είµαι κρατικός υπάλληλος.» «Μην αστειεύεστε µε αυτό. Αν ανέθεσαν τη δουλειά σε δολοφόνους, γιατί να µην τους έδωσαν µία ακόµα αποστολή; Υψηλής προτεραιότητας.» «Τότε το γεγονός ότι είµαι ακόµα ζωντανός υποδηλώνει ότι δεν την ανέθεσαν σε δολοφόνους.» «Μπορεί να αποφάσισαν να περιµένουν λίγο –ο Μένγκελε και ο Συντροφικός Οργανισµός– επειδή το µάθατε. Ή ακόµα και να ακύρωσαν ολόκληρη την επιχείρηση.» «Βλέπεις τι εννοώ µε τα “αν” και τα “µπορεί”;» «Έχετε συνειδητοποιήσει ότι µπορεί να κινδυνεύετε;» Ο σερβιτόρος άφησε ένα κοµµάτι κέικ κεράσι µπροστά στον Κλάους, µια πάστα Λίντσερ µπροστά στον Λίµπερµαν. Σέρβιρε καφέ στον Κλάους, τσάι στον Λίµπερµαν. Μόλις έφυγε, ο Λίµπερµαν έπιασε ένα φακελάκι ζάχαρης για να το ανοίξει και είπε: «Βρίσκοµαι σε κίνδυνο εδώ και πολύ καιρό, Κλάους. Σταµάτησα να το σκέφτοµαι· διαφορετικά θα αναγκαζόµουν να κλείσω το Κέντρο και να κάνω κάτι άλλο µε τη ζωή µου. Έχεις δίκιο· “αν” υπάρχουν δολοφόνοι, µάλλον βρίσκοµαι στη λίστα τους. Έτσι η ανακάλυψη της αλήθειας είναι και πάλι το µοναδικό που µπορώ να κάνω. Θα πάω στο Μπορντό και θα βάλω τον Πίνοβαρ, το φίλο µου στη Στοκχόλµη, να πάει στη Φαγκέρστα. Κι αν κι εκείνοι οι άντρες δε θα µπορούσαν να είναι θύµατα, θα ελέγξω µερικούς ακόµα, έτσι για να βεβαιωθώ.» «Θα µπορούσα να πάω εγώ στη Φαγκέρστα· µιλάω λίγα Σουηδικά» είπε ο Κλάους, ανακατεύοντας τον καφέ του. «Αλλά για σένα θα έπρεπε να αγοράσω εισιτήριο, έτσι δεν είναι; Ενώ για τον Πίνοβαρ, δε χρειάζεται να το κάνω. Δυστυχώς αυτό είναι ένα ζήτηµα. Επίσης, δεν πρέπει να απουσιάζεις από τα µαθήµατα τόσο αψήφιστα.»
«Θα µπορούσα να απουσιάσω από τα µαθήµατα για έναν ολόκληρο µήνα και να αποφοιτήσω και πάλι µε εύφηµη µνεία.» «Ω Θεέ µου. Τέτοιο µυαλό. Μίλα µου για σένα· πώς έγινες τόσο έξυπνος;» «Θα µπορούσα να σας πω κάτι για µένα που να σας αφήσει έκπληκτο, Χερ Λίµπερµαν.» Ο Λίµπερµαν άκουσε µε θλίψη και συµπόνια. Οι γονείς του Κλάους ήταν πρώην Ναζιστές. Η µητέρα του συνεργαζόταν στενά µε τον Χίµλερ· ο πατέρας του ήταν πτέραρχος της Λουφτβάφε. Σχεδόν όλοι οι νεαροί Γερµανοί που προσφέρονταν να βοηθήσουν τον Λίµπερµαν ήταν παιδιά πρώην Ναζιστών. Ήταν ένα από τα λίγα πράγµατα που τον έκαναν να πιστεύει ότι ο Θεός υπήρχε κι ότι ασχολιόταν, έστω και καθυστερηµένα. «Είµαστε απαίσιοι.» «Όχι, δεν είµαστε, είµαστε καταπληκτικοί. Θα έπρεπε να το µαγνητοσκοπούµε.» «Καταλαβαίνεις τι εννοώ. Κοίτα τι κάνουµε· µία, δύο και απευθείας στο κρεβάτι. Η Τούπενς λέει πως έχεις ξεχάσει το όνοµά µου.» «Μεγκ από το Μάργκαρετ.» «Το πλήρες όνοµά µου.» «Ρέινολντς. Σε παρακαλώ, Τούπενς, είναι νοσοκόµα Ρέινολντς.» «Είναι πολύ σκοτεινά για να βρω την τσάντα µου. Συµβιβάζεσαι µε αυτό;» «Μµ, ναι πραγµατικά. Μµ, είναι υπέροχο.» «“`Δε θα είναι µόνο αυτή η νύχτα, κύριε, έτσι δεν είναι;’ ρώτησε κοκκινίζοντας από την ντροπή της.”» «Αυτό έχεις στο µυαλό σου;»
«Όχι, σκεφτόµουν πόσο κοστίζει το τουρσί. Φυσικά αυτό έχω στο µυαλό µου! Δεν είναι αυτό το συνηθισµένο modus vivendi µου, ξέρεις.» «Εγκρίνω. “Modus vivendi”!» «Αυτό θα πει ευθεία απάντηση.» «Δεν προσπαθώ να αποφύγω το θέµα, Μεγκ. Φοβάµαι πως µπορεί να είναι µόνο αυτή η νύχτα, όχι όµως επειδή θέλω να γίνει έτσι. Δεν έχω επιλογή στο ζήτηµα. Με έστειλαν εδώ να... ολοκληρώσω µια δουλειά µε κάποιον, κι αυτός είναι ξαπλωµένος στο καταραµένο νοσοκοµείο σου, µε οξυγόνο, χωρίς κανένα επισκέπτη πέρα από την άµεση οικογένειά του.» «Τον Χάρινγκτον;» «Αυτός ακριβώς. Αν τηλεφωνήσω και αναφέρω ότι δεν µπορώ να του µιλήσω, το πιθανότερο είναι να ζητήσουν την επιστροφή µου στο Λονδίνο. Έχουµε τεράστιες ελλείψεις προσωπικού αυτή την περίοδο.» «Θα επιστρέψεις µόλις αναρρώσει;» «Σχεδόν απίθανο. Θα έχω αναλάβει άλλη υπόθεση ως τότε· θα τον αναλάβει κάποιος άλλος. Αν υποθέσουµε ότι όντως θα αναρρώσει. Υπάρχουν πολλές αµφιβολίες, απ’ ό,τι συµπεραίνω.» «Ναι, είναι εξήντα έξι, ξέρεις, και η προσβολή ήταν σοβαρή. Έχει ισχυρή κράση, όµως. Έτρεχε στο πάρκο κάθε πρωί στις οκτώ ακριβώς· µε ακρίβεια δευτερολέπτου. Λένε ότι βοηθά την καρδιά, όµως εγώ πιστεύω πως τη βλάπτει σε αυτή την ηλικία.» «Κρίµα που δεν µπορώ να τον δω· θα µπορούσα να παραµείνω για τουλάχιστον δεκαπέντε ηµέρες εδώ. Πιστεύεις ότι θα µπορούσαµε να συναντηθούµε τα Χριστούγεννα; Κλείνουµε το µαγαζί εκείνες τις µέρες· εσύ µπορείς να πάρεις άδεια;» «Θα µπορούσα...» «Υπέροχα! Θα το κάνεις; Έχω ένα διαµέρισµα στο Κένζινγκτον, µε ένα κρεβάτι πολύ πιο µαλακό από αυτό εδώ.»
«Άλαν, τι δουλειά κάνεις;» «Σου είπα.» «Σίγουρα δεν έχει καµία σχέση µε πωλήσεις. Οι έµποροι δεν έχουν “υποθέσεις”. Εκτός από τους ασφαλιστές, κι εγώ δεν παρατήρησα τίποτα τέτοιο σε όσα µου είπες, όχι πως είχα και πολύ χρόνο να το κάνω. Τι ακριβώς πουλάς, ε; Δεν είσαι στ’ αλήθεια έµπορος, έτσι δεν είναι;» «Έξυπνη Μεγκ. Κρατάς µυστικό;» «Φυσικά.» «Αλήθεια;» «Ναι. Μπορείς να µε εµπιστευτείς, Άλαν.» «Λοιπόν – δουλεύω για την Εφορία. Κάποιος µας πληροφόρησε ότι ο Χάρινγκτον µας απέκρυψε περίπου τριάντα χιλιάδες λίρες τα τελευταία δέκα µε δώδεκα χρόνια.» «Δεν το πιστεύω! Είναι δικαστικός!» «Αυτοί το κάνουν πιο συχνά απ’ όσο νοµίζεις.» «Θεέ και Κύριε, είναι υπόδειγµα Κοινωνικής Αρετής!» «Μπορεί να είναι κι έτσι. Με έστειλαν να το εξακριβώσω. Βλέπεις, έπρεπε να τοποθετήσω έναν αναµεταδότη στο σπίτι του, έναν “κοριό”, και να παρακολουθώ από το δωµάτιό µου εδώ, για να δω τι θα µπορούσα να ανακαλύψω.» «Έτσι δουλεύετε εσείς οι παλιάνθρωποι;» «Τυπική διαδικασία σε υποθέσεις σαν κι αυτή. Έχω το ένταλµα στο χαρτοφύλακά µου. Το δωµάτιό του στο νοσοκοµείο είναι ακόµα καλύτερο από το σπίτι του. Οι άνθρωποι γίνονται κάπως νευρικοί στα νοσοκοµεία· λένε στη σύζυγό τους πού έχουν κρύψει τα λάφυρα, ψιθυρίζουν διάφορα στο δικηγόρο τους... Αλλά δεν µπορώ να µπω για να το κρύψω το καταραµένο. Θα µπορούσα να δείξω το ένταλµά µου στο διευθυντή σου, αλλά το πιθανότερο είναι να έχει φιλικές σχέσεις µε τον Χάρινγκτον· θα τον προειδοποιήσει και µετά πέταξε
το πουλάκι.» «Μπάσταρδε. Καταραµένε µπάσταρδε!» «Μεγκ! Τι– » «Νοµίζεις ότι δε βλέπω το παιχνίδι που παίζεις; Θέλεις να κρύψω εγώ αυτό το πράγµα για χάρη σου. Γι’ αυτό “έτυχε” να συναντηθούµε. Με φλόµωσες µε τα λόγια σου. Ω Χριστέ µου, έπρεπε να το καταλάβω ότι ετοίµαζες κάτι. Πώς γίνεται ο Όµορφος Χάρι να ερωτευτεί µια γριά, παχιά αγελάδα σαν κι εµένα.» «Μεγκ! Μην το λες αυτό, αγάπη µου!» «Κάτω τα χέρια σου. Και µη µε λες “αγάπη” σου, παρακαλώ. Ω Χριστέ µου, τι χαζή που είµαι!» «Μεγκ, αγάπη µου, σε παρακαλώ, ξάπλωσε πάλι και– » «Άσε µε! Χαίροµαι που σας έκρυψε κάτι. Παλιάνθρωποι, αρκετά παίρνετε ήδη από εµάς! Χα. Αυτό κι αν είναι αστείο. Θύµισέ µου να γελάσω.» «Μεγκ! Ναι, έχεις δίκιο, αυτή είναι η αλήθεια· ήλπιζα πως θα µε βοηθούσες, και γι’ αυτόν το λόγο συναντηθήκαµε. Όµως, δεν είναι αυτός ο λόγος για τον οποίο βρισκόµαστε εδώ τώρα. Πιστεύεις ότι είµαι τόσο αφοσιωµένος στην καταραµένη Εφορία ώστε να πέφτω στο κρεβάτι µε γυναίκες που δε µου αρέσουν, για να πιάσω µερικούς απατεώνες σαν τον Χάρινγκτον; Και να θέλω να το συνεχίσω για δύο εβδοµάδες το λιγότερο; Αυτός δεν είναι τίποτα σε σχέση µε τους περισσότερους που κυνηγάµε. Εννοούσα κάθε µου λέξη, Μεγκ, όταν είπα ότι προτιµώ τις παχουλές γυναίκες, και τις ώριµες, κι ότι θέλω να έρθεις να µείνεις µαζί µου τα Χριστούγεννα.» «Δεν πιστεύω ούτε µία λέξη.» «Αχ, Μεγκ, θα µπορούσα... να ξεριζώσω τη γλώσσα µου! Είσαι ό,τι καλύτερο µου έχει συµβεί τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, και τώρα τα χάλασα όλα µε την ηλιθιότητά µου! Δε γίνεται απλώς να ξαναξαπλώσεις, αγάπη µου; Δεν πρόκειται να αναφέρω ξανά το όνοµα του Χάρινγκτον. Δε θα σε αφήσω να µε βοηθήσεις, ακόµα κι
αν µε ικετεύεις!» «Δεν πρόκειται, εποµένως µην ανησυχείς.» «Ξάπλωσε πάλι, αγάπη µου –µπράβο το κορίτσι µου– κι άσε µε να σε αγκαλιάσω και να φιλήσω αυτά τα υπέροχα µεγάλα – Μµ! Μεγκ, είσαι πραγµατικά αιθέρια! Μµ!» «Μπάσταρδε...» «Ξέρεις τι θα κάνω; Θα τηλεφωνήσω αύριο και θα πω στον προϊστάµενο ότι ο Χάρινγκτον αναρρώνει κι ότι πιστεύω πως θα µπορέσω να φυτέψω τον κοριό σε µία ή δύο µέρες. Ίσως θα µπορέσω να το καθυστερήσω µέχρι την Πέµπτη ή την Παρασκευή µέχρι να µε καλέσει να επιστρέψω. Μµ! Έχω πάθος µε τις νοσοκόµες, το ήξερες αυτό; Ήταν και η µητέρα µου, το ίδιο και η Μαίρη, η σύζυγός µου. Μµ!» «Αχ...» «Μπορεί να µη σου αρέσω, αλλά η ρόγα σου διαφωνεί.» «Το εννοούσες για τα Χριστούγεννα, µπάσταρδε;» «Σου ορκίζοµαι πως το εννοούσα, αγάπη µου, και όποια άλλη στιγµή µπορέσουµε. Ίσως θα µπορούσες να µετακοµίσεις στο Λονδίνο· το έχεις σκεφτεί ποτέ αυτό; Υπάρχουν πάντοτε θέσεις για νοσοκόµες, έτσι δεν είναι; Έτσι έλεγε η Μαίρη.» «Ω, δεν µπορώ. Δεν µπορώ απλά να πάρω τα πράγµατά µου και να φύγω. Άλαν; Θα µείνεις... πραγµατικά για δεκαπέντε µέρες;» «Θα µπορούσα να εξασφαλίσω ακόµα περισσότερες, αν έβαζα µέσα τον κοριό· θα αναγκαζόµουν να περιµένω µέχρι να βγει από την εντατική και ν’ αρχίσει να µιλά µε κόσµο... Αλλά δε θα σε αφήσω να το κάνεις, Μεγκ· το εννοώ.» «Ξέρω ήδη ότι– » «Όχι. Δε θα διακινδυνέψω να καταστρέψω τη σχέση µας.» «Αχ, βλακείες. Το ξέρω ήδη ότι είσαι ένας µπάσταρδος, εποµένως ποια η διαφορά; Θέλω να βοηθήσω την κυβέρνηση, όχι
εσένα.» «Κοίτα... υποθέτω ότι δεν είναι σωστό να σε εµποδίσω να µε βοηθήσεις να κάνω σωστά τη δουλειά µου.» «Το φαντάστηκα πως θα συµφωνούσες. Τι πρέπει να κάνω; Δεν ξέρω να τοποθετώ καλώδια.» «Δε θα χρειαστεί. Απλώς θα πας ένα πακέτο στο δωµάτιό του. Στο µέγεθος κουτιού για γλυκά. Στην πραγµατικότητα είναι όντως ένα κουτί µε γλυκά, τυλιγµένο όµορφα µε λουλουδένιο περιτύλιγµα. Το µόνο που έχεις να κάνεις είναι να το ανοίξεις, να το ξετυλίξεις κοντά στο κρεβάτι του –σε κάποιο ράφι ή στο κοµοδίνο, για παράδειγµα, όσο πιο κοντά στο κεφάλι του τόσο το καλύτερο– και να το ανοίξεις.» «Αυτό είναι όλο; Απλώς να το ανοίξω;» «Ενεργοποιείται αυτόµατα.» «Νόµιζα ότι αυτά τα πράγµατα είναι µικροσκοπικά.» «Τα τηλεφωνικά. Όχι αυτού του είδους.» «Δεν πρόκειται να προκαλέσει καµία έκρηξη, έτσι δεν είναι; Υπάρχει και η φιάλη οξυγόνου, καταλαβαίνεις.» «Α, όχι, δεν µπορεί. Είναι απλώς ένα µικρόφωνο κι ένας ποµπός κάτω από ένα στρώµα γλυκών. Δεν πρέπει να το ανοίξεις µέχρι να το βάλεις στο σωστό σηµείο· δεν πρέπει να ταρακουνηθεί πολύ µόλις αρχίσει να αναµεταδίδει.» «Το έχεις ετοιµάσει; Θα το βάλω αύριο. Ή, καλύτερα, σήµερα.» «Τι καλό κορίτσι!» «Άκου απατεώνας ο γερο-Χάρινγκτον! Τι ταραχή που θα προκαλέσει αυτό µόλις απαγγείλεις τις κατηγορίες!» «Δεν πρέπει να πεις ούτε λέξη σε κανένα µέχρι να βρούµε τα αποδεικτικά στοιχεία.» «Α, όχι, δε θα το έκανα ποτέ· το καταλαβαίνω αυτό. Πρέπει να θεωρήσουµε πως είναι αθώος. Είναι πολύ συναρπαστικό! Ξέρεις τι θα κάνω µόλις ανοίξω το κουτί, Άλαν;»
«Δεν µπορώ να φανταστώ.» «Θα ψιθυρίσω κάτι, κάτι που θέλω να µου κάνεις αύριο το βράδυ. Σε αντάλλαγµα για τη βοήθειά µου. Θα µπορέσεις να το ακούσεις, έτσι δεν είναι;» «Αµέσως µόλις το ανοίξεις. Θα ακούω µε κοµµένη την ανάσα. Τι µπορεί να σκέφτεσαι, πονηρή Μεγκ; Ω, ναι, ωωω, αυτό είναι πραγµατικά υπέροχο, αγάπη µου.» Ο Λίµπερµαν πήγε στο Μπορντό και στην Ορλεάνη, και ο φίλος του Γκαµπριέλ Πίνοβαρ πήγε στη Φαγκέρστα και στο Γκέτεµποργκ. Κανείς από τους τέσσερις εξηνταπεντάχρονους κρατικούς υπαλλήλους που πέθαναν σε αυτές τις πόλεις δεν ήταν πιο πιθανός ως θύµα των Ναζί από τους τέσσερις που είχε ήδη ελέγξει. Μια δεύτερη σειρά αποκοµµάτων και φωτοτυπιών κατέφθασαν, είκοσι έξι αυτή τη φορά, µε τα έξι από αυτά να συγκεντρώνουν κάποιες πιθανότητες. Ήταν τώρα δεκαεπτά, από τους οποίους οι οκτώ –ανάµεσα στους οποίους και οι τρεις της 16ης Οκτωβρίου– είχαν αποκλειστεί. Ο Λίµπερµαν ήταν βέβαιος ότι ο Μπάρι είχε κάνει λάθος, αλλά, µόλις αναλογίστηκε τη βαρύτητα της υπόθεσης στην περίπτωση που δεν, αποφάσισε να ελέγξει πέντε ακόµα, εκείνους που θα µπορούσε να το κάνει πιο εύκολα. Δύο στη Δανία τούς ανέθεσε σε έναν από τους χρηµατοδότες του εκεί, ένα συλλέκτη χαρτονοµισµάτων µε το όνοµα Γκόλντσµιτ, και έναν που βρισκόταν στο Τριτάου, κοντά στο Αµβούργο, στον Κλάους. Τους δύο στην Αγγλία τους έλεγξε ο ίδιος, συνδυάζοντας τη δουλειά µε την αναψυχή – µια επίσκεψη στην κόρη του Ντένα και στην οικογένειά της, στο Ρέντινγκ. Οι πέντε υποθέσεις ήταν ίδιες µε τις άλλες οκτώ. Διαφορετικές αλλά ίδιες. Ο Κλάους τού ανέφερε ότι η χήρα Σρίµπερ θέλησε να κάνει κι άλλα µαζί του πέρα από το να του µιλήσει. Έφτασαν µερικά ακόµα αποκόµµατα, µαζί µε ένα σηµείωµα του Μπέινον: Φοβάµαι πως δεν µπορώ να το δικαιολογώ άλλο στο Λονδίνο.
Προέκυψε κάτι από την υπόθεση; Ο Λίµπερµαν του τηλεφώνησε· έλειπε. Όµως, του τηλεφώνησε εκείνος µία ώρα αργότερα. «Όχι, Σίντνεϊ» είπε ο Λίµπερµαν «ήταν µόνο αστήρικτες υποθέσεις. Έλεγξα δεκατρείς από τους δεκαεπτά που θα µπορούσαν να έχουν σηµασία. Ούτε ένας δεν ήταν ο άνθρωπος που θα σχεδίαζε να δολοφονήσει ένας Ναζιστής. Όµως, είναι καλό που τους έλεγξα, και λυπάµαι που σε ταλαιπώρησα τόσο πολύ.» «Ούτε να το σκέφτεσαι. Το παιδί δεν εµφανίστηκε ακόµα;» «Όχι. Έλαβα µια επιστολή από τον πατέρα του. Έχει πάει κάτω δύο φορές, στη Βραζιλία, και δύο φορές στην Ουάσινγκτον· δε θέλει να εγκαταλείψει.» «Κρίµα. Ενηµέρωσέ µε αν βρεις κάτι.» «Θα το κάνω. Και σ’ ευχαριστώ και πάλι, Σίντνεϊ.» Κανένα από τα λίγα τελευταία αποκόµµατα δεν πρόσφερε πιθανότητες. Ίσως και καλύτερα. Ο Λίµπερµαν έστρεψε την προσοχή του σε µια εκστρατεία διά αλληλογραφίας που είχε στόχο να κάνει την κυβέρνηση της Δυτικής Γερµανίας να ανανεώσει τις προσπάθειες έκδοσης του Βάλτερ Ροφ, υπεύθυνου για το θάνατο µε δηλητηριώδη αέρια ενενήντα επτά γυναικών και παιδιών, ο οποίος στη συνέχεια (και ως τώρα) ζούσε µε το ίδιο όνοµα στο Πούντα Αρένας της Χιλής. Τον Ιανουάριο του 1975 ο Λίµπερµαν ταξίδεψε στις Ηνωµένες Πολιτείες για µια περιοδεία διαλέξεων που θα κρατούσε δύο µήνες, έναν αριστερόστροφο κύκλο του ανατολικού µισού της χώρας που ξεκινούσε και κατέληγε στη Νέα Υόρκη. Το γραφείο διαλέξεων του είχε κλείσει περίπου εβδοµήντα οµιλίες, κάποιες σε κολέγια και πανεπιστήµια και τις περισσότερες σε ναούς και σε επίσηµα γεύµατα Εβραίων. Πριν ξεκινήσει την περιοδεία τον συνόδεψαν στη Φιλαδέλφεια και τον φιλοξένησαν σε µία τηλεοπτική εκποµπή (µαζί µε έναν ειδικό σε θέµατα διατροφής, έναν ηθοποιό και µια γυναίκα που είχε γράψει ένα ερωτικό µυθιστόρηµα· όµως έγινε στα πλαίσια
της πολύτιµης και δυσεύρετης δηµοσιότητας, τον διαβεβαίωσε ο κ. Γκολντβάσερ από το γραφείο). Την Πέµπτη το απόγευµα, στις 14 Ιανουαρίου, ο Λίµπερµαν µίλησε στο Εκκλησίασµα των Ισραηλιτών του Νέσις, στο Πίτσφιλντ της Μασαχουσέτης. Μια γυναίκα που είχε φέρει µαζί της ένα αντίγραφο του βιβλίου του για να το υπογράψει του είπε καθώς έγραφε σε αυτό ότι καταγόταν από το Λένοξ, όχι το Πίτσφιλντ. «Από το Λένοξ;» ρώτησε. «Εδώ κοντά είναι αυτό;» «Δεκαπέντε χιλιόµετρα» είπε εκείνη, χαµογελώντας. «Θα ερχόµουν ακόµα κι αν απείχε εκατόν πενήντα.» Χαµογέλασε και την ευχαρίστησε. 16 Νοεµβρίου· Κάρι Τζακ· Λένοξ, Μασαχουσέτη. Δεν είχε φέρει τη λίστα µαζί του, αλλά βρισκόταν µέσα στο κεφάλι του. Εκείνο το βράδυ, στο δωµάτιο για τους φιλοξενούµενους του προέδρου του εκκλησιάσµατος, έµεινε ξύπνιος, ακούγοντας τις χιονονιφάδες να πέφτουν στα τζάµια των παράθυρων. Είχε κάποια σχέση µε φόρους, ήταν ένας εκτιµητής ή οικονοµικός ελεγκτής. Σκοτώθηκε σε κυνηγετικό δυστύχηµα, από την άστοχη βολή κάποιου. Από σκόπιµη βολή; Είχε ελέγξει όσους µπορούσε. Δεκατρείς από τους δεκαεπτά. Ανάµεσα στους οποίους και οι τρεις της 16ης Οκτωβρίου. Μα µόνο δεκαπέντε χιλιόµετρα; Η διαδροµή µε το λεωφορείο ως το Γουόρτσεστερ δε θα έπαιρνε πάνω από δύο ώρες, και δε χρειαζόταν να βρίσκεται εκεί πριν από το δείπνο. Ακόµα και µετά το δείπνο στην ανάγκη... Νωρίς το επόµενο πρωί δανείστηκε το αυτοκίνητο της οικοδέσποινάς του, ένα µεγάλο Όλντσµοµπιλ, και οδήγησε ως το Λένοξ. Είχαν πέσει δεκαπέντε εκατοστά χιονιού ή και παραπάνω, αλλά οι δρόµοι ίσα που είχαν καλυφθεί. Μπουλντόζες έσπρωχναν το χιόνι στο πλάι· άλλες µηχανές πετούσαν το χιόνι µακριά
δηµιουργώντας βιαστικά τόξα. Απίστευτο· στην πατρίδα του θα είχαν ακινητοποιηθεί τα πάντα. Στο Λένοξ ανακάλυψε πως κανείς δεν είχε παραδεχτεί ότι πυροβόλησε τον Τζακ Κάρι. Και όχι, µεταξύ τους, ο αστυνοµικός διευθυντής Ντε Γκρεγκόριο δεν ήταν βέβαιος ότι ήταν ατύχηµα. Η βολή ήταν αναπάντεχα καθαρή· στο κέντρο ακριβώς, στο πίσω µέρος του κόκκινου κυνηγετικού καπέλου. Αυτό του φαινόταν περισσότερο µε καλό σηµάδι παρά µε κακή τύχη. Αλλά ο Κάρι ήταν ήδη νεκρός για τέσσερις ή πέντε ώρες µέχρι να τον βρουν, και στη γύρω περιοχή είχαν περπατήσει τουλάχιστον δέκα άνθρωποι, εποµένως τι θα µπορούσε να βρει η αστυνοµία; Ούτε καν ο κάλυκας δε βρέθηκε. Είχαν ψάξει εδώ κι εκεί για κάποιον που να αντιπαθούσε τον Κάρι, αλλά δε βρήκαν κανένα. Ήταν ένας δίκαιος και αµερόληπτος εκτιµητής, ένας αξιοσέβαστος και συµπαθής κάτοικος της πόλης. Ανήκε σε κάποια διεθνή οµάδα ή οργανισµό; Στους Ροταριανούς· πέρα από αυτό, ο Λίµπερµαν θα έπρεπε να ρωτήσει την κυρία Κάρι. Όµως, ο Ντε Γκρεγκόριο δεν πίστευε πως εκείνη θα ήθελε να µιλήσει ιδιαίτερα· είχε µάθει πως ήταν ακόµα πολύ πληγωµένη από αυτό που είχε συµβεί. Το µεσηµέρι ο Λίµπερµαν καθόταν σε µια µικρή, ακατάστατη κουζίνα, έπινε ελαφρύ τσάι από ένα ραγισµένο φλιτζάνι και ένιωθε άθλια επειδή η κυρία Κάρι ήταν έτοιµη να κλάψει ανά πάσα στιγµή. Όπως και η χήρα του Εµίλ Ντέρινγκ, ήταν κοντά στα σαράντα, αλλά αυτή ήταν η µοναδική οµοιότητα: η κυρία Κάρι ήταν λιπόσαρκη και άσχηµη, µε καστανά µαλλιά και αγορίστικο κούρεµα· ίσιους ώµους και επίπεδο στήθος σε ένα φουστάνι µε αχνά λουλούδια. Και πενθούσε. «Κανείς δεν µπορεί να τον ήθελε νεκρό» επέµενε, τρίβοντας απαλά τα βουρκωµένα µάτια της µε δάχτυλα που είχαν σπασµένα νύχια σε κόκκινο χρώµα. «Ήταν... ο καλύτερος άνθρωπος στην πράσινη γη του Θεού. Δυνατός, και καλός, και υποµονετικός, συγχωρούσε εύκολα· ήταν... ένας βράχος, και τώρα… Ω Θεέ µου! Εγώ… Είµαι…» Κι άρχισε να κλαίει· πήρε ένα τσαλακωµένο
χαρτοµάντιλο και το πίεσε πρώτα στο ένα δακρύβρεχτο µάτι της κι έπειτα στο άλλο, ακούµπησε το µέτωπό της στην παλάµη της, τον αδύνατο αγκώνα της πάνω στο τραπέζι· έκλαιγε µε αναφιλητά και έτρεµε. Ο Λίµπερµαν άφησε κάτω το τσάι του και έγειρε αβοήθητος µπροστά. Εκείνη απολογήθηκε για το κλάµα της. «Δεν πειράζει» είπε εκείνος «δεν πειράζει.» Μεγάλη βοήθεια. Είχε ταξιδέψει δεκαπέντε χιλιόµετρα µέσα στο χιόνι, για να κάνει αυτή τη γυναίκα να κλάψει. Δεκατρείς από τους δεκαεπτά δεν του έφταναν; Έγειρε πίσω, αναστέναξε και περίµενε· κοίταξε γύρω του αποθαρρηµένα τη µικρή κουζίνα µε τις κίτρινες ρίγες στους τοίχους, µε τα βρόµικα πιάτα της και το παλιό ψυγείο, την κούτα µε τα άδεια µπουκάλια δίπλα από την πίσω πόρτα. Κυνήγι Χίµαιρας Νούµερο Δεκατέσσερα. Μια φτέρη σε ένα κόκκινο ποτήρι στο περβάζι του παραθύρου πάνω από το νεροχύτη, ένα µπουκάλι Άζαξ. Η ζωγραφιά ενός αεροπλάνου, ενός 747, κολληµένη πάνω στην πόρτα ενός ντουλαπιού· αρκετά καλή από το σηµείο που καθόταν. Ένα κουτί δηµητριακών επάνω στον πάγκο, Τσίριος. «Συγγνώµη» είπε η κυρία Κάρι, σκουπίζοντας τη µύτη της µε το χαρτοµάντιλο. Τα υγρά καστανά µάτια της κοίταξαν τον Λίµπερµαν. «Θα σας κάνω λίγες µόνο ερωτήσεις, κυρία Κάρι» είπε εκείνος. «Ανήκε σε κάποια διεθνή οµάδα ή οργανισµό µε άντρες της ίδιας ηλικίας;» Εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της, χαµήλωσε το χαρτοµάντιλο. «Σε αµερικανικές οµάδες» είπε. «Στη Λεγεώνα, στους Βετεράνους Πολέµων, στους Ροταριανούς – όχι, αυτή είναι διεθνής. Ο Ροταριανός Όµιλος. Αυτός είναι ο µοναδικός.» «Ήταν βετεράνος του Β’ Παγκοσµίου Πολέµου;» Εκείνη ένευσε καταφατικά. «Της Αεροπορίας. Κέρδισε το
Δ.Σ.Α., το Διακεκριµένο Σταυρό της Αεροπορίας.» «Στην Ευρώπη;» «Στην Άπω Ανατολή.» «Η επόµενη ερώτηση είναι προσωπική, όµως ελπίζω ότι δε σας πειράζει. Άφησε τα χρήµατά του σε εσάς;» Διστακτικά, εκείνη ένευσε καταφατικά. «Δεν ήταν πολλά...» «Πού γεννήθηκε;» «Στην Μπέρια του Οχάιο.» Η κυρία Κάρι κοίταξε πίσω του και κάνοντας µια προσπάθεια να χαµογελάσει είπε: «Γιατί δεν είσαι ξαπλωµένος εσύ;» Εκείνος γύρισε να κοιτάξει. Το παιδί των Ντέρινγκ στεκόταν στην πόρτα. Ο Εµίλ, όχι, ο Έριχ Ντέρινγκ, καχεκτικός και µε σουβλερή µύτη, µε ακατάστατα µαύρα µαλλιά· µε πιτζάµες που είχαν λευκές και γαλάζιες ρίγες, ξυπόλυτος. Έξυσε το στήθος του, κοιτάζοντας παραξενεµένος τον Λίµπερµαν. Ο Λίµπερµαν σηκώθηκε, έκπληκτος. «Guten Morgen» είπε και συνειδητοποίησε καθώς το έλεγε –και καθώς το παιδί τον χαιρετούσε µε ένα νεύµα κι έµπαινε στο δωµάτιο– ότι ο Εµίλ Ντέρινγκ και ο Τζακ Κάρι γνωρίζονταν µεταξύ τους. Πρέπει να γνωρίζονταν· πώς αλλιώς θα µπορούσε το παιδί να τους επισκεφθεί; Με αυξανόµενο ενθουσιασµό γύρισε προς την κυρία Κάρι και ρώτησε: «Πώς έτυχε να βρίσκεται αυτό το παιδί εδώ;» «Είναι κρυωµένος» είπε. «Κι άλλωστε τα σχολεία έχουν κλείσει εξαιτίας του χιονιού. Αυτός είναι ο Τζακ Τζούνιορ. Όχι, µην πλησιάζεις πολύ, γλυκέ µου. Από εδώ ο κύριος Λίµπερµαν από τη Βιένη, στην Ευρώπη. Είναι πασίγνωστος άνθρωπος. Αχ, πού είναι οι παντόφλες σου, Τζακ; Τι θέλεις;» «Ένα ποτήρι χυµό γκρέιπφρουτ» είπε το παιδί. Σε τέλεια αγγλικά. Με προφορά σαν του Κένεντι. Η κυρία Κάρι σηκώθηκε. «Μα τον Θεό» είπε «θα πάψουν να σου κάνουν πριν καν τις φορέσεις! Και είσαι και κρυωµένος!» Πήγε στο ψυγείο.
Το παιδί κοίταξε τον Λίµπερµαν µε τα αχνά, γαλάζια µάτια του Έριχ Ντέρινγκ. «Για ποιο λόγο είστε πασίγνωστος;» ρώτησε. «Κυνηγά τους Ναζιστές. Ήταν στην εκποµπή του Μάικ Ντάγκλας την περασµένη εβδοµάδα.» «Es ist doch ganz phantastisch!» είπε ο Λίµπερµαν. «Το ξέρεις ότι έχεις ένα δίδυµο αδερφό; Ένα παιδί που είναι ακριβώς σαν κι εσένα και το οποίο ζει στη Γερµανία, σε µια πόλη που ονοµάζεται Γκλάντµπεκ.» «Ακριβώς σαν κι εµένα;» Το παιδί έδειχνε να µην το πιστεύει. «Ακριβώς! Δεν έχω ξαναδεί ποτέ µου τέτοια... οµοιότητα. Μόνο τα δίδυµα αδέρφια θα µπορούσαν να µοιάζουν τόσο πολύ!» «Τζακ, γύρισε στο κρεβάτι σου τώρα» είπε η κυρία Κάρι, καθώς στεκόταν δίπλα στο ψυγείο µε ένα µπουκάλι χυµό στο χέρι και χαµογελούσε. «Θα σου τον φέρω εγώ.» «Περίµενε µισό λεπτό» είπε το παιδί. «Τώρα!» είπε εκείνη απότοµα. «Θα γίνεις χειρότερα αντί να καλυτερέψεις, επειδή τριγυρνάς εδώ κι εκεί, χωρίς ρόµπα, χωρίς παντόφλες· εµπρός.» Χαµογέλασε ξανά. «Χαιρέτησε και πήγαινε.» «Χριστέ και Κύριε» είπε το παιδί. «Χαίρετε!» Βγήκε νευριασµένο από το δωµάτιο. «Πρόσεχε τη γλώσσα σου!» Η κυρία Κάρι τον κοίταξε νευριασµένα καθώς έφευγε, κι έπειτα τον Λίµπερµαν, ύστερα γύρισε σε ένα ντουλάπι και το άνοιξε απότοµα. «Μακάρι να πλήρωνε εκείνος για τους γιατρούς» είπε «τότε θα το σκεφτόταν καλύτερα.» Έβγαλε ένα ποτήρι. «Αυτό είναι απίθανο!» είπε ο Λίµπερµαν. «Νόµιζα ότι σας επισκεπτόταν το παιδί από τη Γερµανία! Ακόµα και η φωνή είναι ίδια, το βλέµµα στα µάτια, η κίνηση...» «Όλοι έχουµε ένα σωσία» είπε η κυρία Κάρι, ρίχνοντας προσεκτικά το χυµό γκρέιπφρουτ στο πράσινο ποτήρι. «Η δική µου είναι στο Οχάιο, µια κοπέλα που ήξερε ο Μεγάλος Τζακ πριν
γνωριστούµε.» Άφησε το µπουκάλι κάτω και γύρισε από την άλλη, κρατώντας το ποτήρι µε το χυµό. «Λοιπόν» είπε χαµογελώντας «δε µου αρέσει να γίνοµαι αφιλόξενη, αλλά, όπως βλέπετε, έχω πάρα πολλά να κάνω. Συν το γεγονός ότι έχω τον Τζακ στο σπίτι. Είµαι σίγουρη ότι κανείς δεν πυροβόλησε τον Μεγάλο Τζακ επίτηδες. Ήταν ένα ατύχηµα. Δεν είχε ούτε έναν εχθρό στον κόσµο.» Ο Λίµπερµαν βλεφάρισε, κι ένευσε καταφατικά, κι έπιασε το παλτό του από την πλάτη της καρέκλας. Εντυπωσιακή, αυτή η οµοιότητα. Σαν δυο σταγόνες νερό. Κι ακόµα πιο εντυπωσιακό αν, πέρα από την οµοιότητα των καχεκτικών τους προσώπων και των αυστηρών χαρακτηριστικών, έβαζε κάποιος την οµοιότητα των εξηνταπεντάχρονων πατέρων τους που ήταν κρατικοί υπάλληλοι, οι οποίοι πέθαναν βίαια σε απόσταση ενός µήνα ο ένας από τον άλλον. Και την οµοιότητα της ηλικίας των µητέρων τους, που ήταν σαράντα ένα ή σαράντα δύο. Πώς θα µπορούσαν να υπάρχουν τόσες οµοιότητες; Το τιµόνι τραβούσε προς τα δεξιά· το ίσιωσε, κοιτάζοντας ανάµεσα από τους υαλοκαθαριστήρες του αυτοκινήτου που κινούνταν γρήγορα πέρα δώθε. Συγκεντρώσου στην οδήγηση... Δε γινόταν να αποτελούσε απλή σύµπτωση, ήταν υπερβολικό. Τι άλλο θα µπορούσε να είναι όµως; Ήταν δυνατόν η κυρία Κάρι από το Λένοξ (η οποία επαινούσε την ικανότητα του νεκρού άντρα της να συγχωρεί) και η Φράου Ντέρινγκ από το Γκλάντµπεκ (που δεν ήταν το πρότυπο της πιστής γυναίκας, όπως φαινόταν) να είχαν δεσµό µε τον ίδιο καχεκτικό άντρα µε σουβλερή µύτη εννιά µήνες πριν γεννηθούν οι γιοι τους; Ακόµα και σε αυτή την απίθανη περίπτωση (κάποιος πιλότος της Λουφτχάνσα που ταξίδευε ανάµεσα στο Έσεν και στη Βοστόνη!), τα παιδιά δε θα ήταν δίδυµα. Κι αυτό ακριβώς ήταν, εντελώς όµοια. Δίδυµα...
Το βασικό ενδιαφέρον του Μένγκελε. Το αντικείµενο των πειραµάτων του στο Άουσβιτς. Άρα; Ο καθηγητής µε τα λευκά µαλλιά στο Χάιντελµπεργκ: «Ούτε µία από τις προτάσεις που έγιναν ως τώρα δεν αναγνωρίζει την παρουσία του δρ. Μένγκελε στο πρόβληµα.» Ναι, αλλά αυτά τα δύο παιδιά δεν ήταν δίδυµα· απλώς έµοιαζαν µε δίδυµα. Πάλεψε µε αυτή την ιδέα στο λεωφορείο για το Γουόρτσεστερ. Έπρεπε να είναι σύµπτωση. Όλοι είχαν ένα σωσία, όπως είχε πει µε τόση απάθεια η κυρία Κάρι· και παρά το γεγονός ότι αµφισβητούσε την αλήθεια αυτής της δήλωσης, έπρεπε να παραδεχτεί ότι είχε δει αρκετούς σωσίες στη ζωή του: ένα Μπόρµαν, δύο Άιχµαν, µισή ντουζίνα άλλους. (Αλλά ήταν σωσίες, όχι πανοµοιότυποι· και για ποιο λόγο σέρβιρε εκείνο το χυµό µε τέτοια προσοχή; Μήπως ήταν υπερβολικά αναστατωµένη και φοβόταν µήπως την πρόδιδε το τρεµάµενο χέρι της; Κι έπειτα το ξαφνικό διώξιµο, µια ξαφνικά πολυάσχολη γυναίκα. Θεέ µου, ήταν δυνατόν να εµπλέκονταν οι σύζυγοι; Πώς όµως; Γιατί;) Το χιόνι είχε σταµατήσει, ο ήλιος έλαµπε. Η Μασαχουσέτη περνούσε γύρω του – εκτυφλωτικά λευκοί λόφοι και σπίτια. Το πάθος του Μένγκελε µε τους διδύµους. Όλες οι καταγραφές γι’ αυτό το απάνθρωπο κάθαρµα το ανέφεραν: οι αυτοψίες σε σφαγµένα δίδυµα για να βρει γενετικά αίτια για τις µικρές διαφορές τους, οι προσπάθειες για την εφαρµογή αλλαγών σε ζωντανούς διδύµους... Για άκου εδώ, Λίµπερµαν, έχεις αρχίσει να το παρακάνεις. Έχουν περάσει τουλάχιστον δύο µήνες από τότε που είδες τον Έριχ Ντέρινγκ. Για λιγότερο από πέντε λεπτά. Βλέπεις, λοιπόν, τώρα ένα παιδί που έχει τον ίδιο τύπο –και µια έντονη οµοιότητα, σύµφωνοι– και στο κεφάλι σου αρχίζεις να κάνεις διάφορες συνδέσεις, και ιδού:
µονοζυγώτες δίδυµοι, και ο Μένγκελε στο Άουσβιτς. Το θέµα είναι ότι δύο από τους δεκαεπτά άντρες έτυχε να έχουν γιους που µοιάζουν µεταξύ τους. Εποµένως πού είναι το εντυπωσιακό; Αν όµως είναι πάνω από δύο; Αν είναι τρεις; Βλέπεις; Το παρακάνεις. Γιατί να µη φανταστείς και τετράδυµα τώρα που το ξεκίνησες; Η χήρα στο Τριτάου είχε γλυκοκοιτάξει τον Κλάους, και του είχε προσφέρει ακόµα περισσότερα. Ήταν κοντά στα εξήντα; Μπορεί. Αλλά µάλλον ήταν νεότερη. Σαράντα ένα; Σαράντα δύο; Στο Γουόρτσεστερ ζήτησε από την οικοδέσποινά του, κάποια κυρία Λάµποβιτς, να κάνει ένα τηλεφώνηµα στο εξωτερικό. «Θα σας το πληρώσω, φυσικά.» «Κύριε Λίµπερµαν, σας παρακαλώ! Είστε καλεσµένος στο σπίτι µου· το τηλέφωνο είναι δικό σας!» Δε διαφώνησε. Το σπίτι ήταν στην πραγµατικότητα µία έπαυλη. Ήταν πέντε και τέταρτο. Έντεκα και τέταρτο στην Ευρώπη. Η τηλεφωνήτρια του είπε ότι δεν υπήρξε απάντηση στο σπίτι του Κλάους. Ο Λίµπερµαν της ζήτησε να προσπαθήσει ξανά σε µία ώρα κι έκλεισε το τηλέφωνο· το σκέφτηκε για µια στιγµή, κι έπειτα την ξανακάλεσε. Γυρίζοντας τις σελίδες του βιβλίου µε τις επαφές του, της έδωσε το τηλέφωνο του Γκαµπριέλ Πίνοβαρ στην Στοκχόλµη και του Έιµπ Γκόλντσµιτ στην Οντένσε. Δέχτηκε ένα τηλεφώνηµα την ώρα που καθόταν για το δείπνο µαζί µε τέσσερα άτοµα της οικογένειας Λάµποβιτς και πέντε ακόµα καλεσµένους. Ζήτησε συγγνώµη και χρησιµοποίησε το τηλέφωνο της βιβλιοθήκης. Ο Γκόλντσµιτ. Μίλησαν στα γερµανικά. «Τι συµβαίνει; Θέλεις να ελέγξω κι άλλους ανθρώπους;» «Όχι, τους ίδιους δύο. Είχε κανείς τους ένα γιο κοντά στα δεκατρία;»
«Αυτός στο Μπράµινγκε είχε. Ο Χόρβε. Ο Όκινγκ στην Κοπεγχάγη είχε δύο κόρες στα δεκατρία.» «Πόσων χρόνων είναι η χήρα του Χόρβε;» «Νεαρή. Έµεινα έκπληκτος. Για να δω. Λίγο πιο µικρή από τη Νάταλι. Σαράντα δύο, θα έλεγα.» «Είδες το παιδί;» «Ήταν στο σχολείο. Έπρεπε να µιλήσω και σ’ αυτό;» «Όχι, απλώς ήθελα να µάθω την εµφάνισή του.» «Αγόρι είναι, ξερακιανό. Είχε τη φωτογραφία του πάνω στο πιάνο, στην οποία έπαιζε βιολί. Κάτι είπα, κι εκείνη µου απάντησε ότι ήταν παλιά, όταν ήταν εννιά ετών. Τώρα είναι σχεδόν δεκατέσσερα.» «Μαύρα µαλλιά, γαλάζια µάτια, σουβλερή µύτη;» «Πού να θυµάµαι; Μαύρα µαλλιά, ναι. Για τα µάτια δε θα µπορούσα να ξέρω έτσι κι αλλιώς· δεν ήταν έγχρωµη. Ένα ξερακιανό παιδί που παίζει βιολί, µε µαύρα µαλλιά. Νόµιζα ότι είχες µείνει ικανοποιηµένος.» «Το ίδιο κι εγώ. Σ’ ευχαριστώ, Έιµπ. Γεια σου.» Έκλεισε το τηλέφωνο· αυτό ξαναχτύπησε στο χέρι του. Ο Πίνοβαρ. Μίλησαν στα εβραϊκά. «Οι δύο άντρες που έλεγξες, µήπως είχαν γιους κοντά στα δεκατέσσερα;» «Ο Άντερς Ρούνστεν είχε. Ο Πέρσον όχι.» «Τον είδες;» «Το γιο του Ρούνστεν; Με ζωγράφισε καθώς περίµενα τη µητέρα του. Αστειεύτηκα µαζί του και του είπα ότι θα τον πάρω στο µαγαζί µου.» «Πώς είναι η εµφάνισή του;» «Χλωµός, αδύνατος, µαυροµάλλης, µε σουβλερή µύτη.» «Γαλάζια µάτια;»
«Αχνά γαλάζια.» «Και η µητέρα είναι κοντά στα σαράντα;» «Εγώ σου το είπα;» «Όχι.» «Πώς το ξέρεις λοιπόν;» «Δεν µπορώ να µιλήσω αυτή τη στιγµή. Με περιµένει κόσµος. Γεια σου, Γκαµπριέλ. Να είσαι καλά.» Το τηλέφωνο ξαναχτύπησε· η τηλεφωνήτρια του είπε ότι δε λάµβανε ακόµα απάντηση από το σπίτι του Κλάους. Ο Λίµπερµαν της είπε ότι θα δοκίµαζε ξανά αργότερα. Πήγε στην τραπεζαρία, νιώθοντας ζαλισµένος και κενός, λες και τα λειτουργικά του κοµµάτια βρίσκονταν κάπου αλλού (στο Άουσβιτς;) και στο Γουόρτσεστερ ήταν µόνο τα ρούχα του και το δέρµα του και τα µαλλιά του που κάθονταν µε όλους αυτούς τους ανθρώπους, τους ολόκληρους, ολοκληρωτικά παρόντες ανθρώπους. Δέχτηκε και απάντησε τις συνηθισµένες ερωτήσεις, διηγήθηκε τις συνηθισµένες ιστορίες· έφαγε αρκετά για να µην ανησυχήσει την Ντόλι Λάµποβιτς. Πήγαν στο ναό µε δύο αυτοκίνητα. Έδωσε τη διάλεξη, απάντησε στις ερωτήσεις, υπέγραψε τα βιβλία. Όταν επέστρεψαν στο σπίτι τηλεφώνησε στον Κλάους. «Είναι πέντε το πρωί εκεί» του υπενθύµισε η τηλεφωνήτρια. «Το ξέρω» είπε εκείνος. Ο Κλάους σήκωσε το τηλέφωνο, νυσταγµένος και µπερδεµένος. «Τι; Ναι; Καλησπέρα! Πού είστε;» «Στη Μασαχουσέτη στην Αµερική. Πόσων χρόνων ήταν η χήρα στο Τριτάου;» «Τι;» «Πόσων χρονών ήταν η χήρα στο Τριτάου; Η Φράου Σρίµπερ.» «Θεέ µου! Δεν ξέρω, είναι δύσκολο να το υπολογίσω· φορούσε
πολύ µέικ απ. Πολύ νεότερη από εκείνον, όµως. Λίγο πριν ή λίγο µετά τα σαράντα.» «Με ένα γιο κοντά στα δεκατέσσερα;» «Περίπου αυτής της ηλικίας. Ήταν εχθρικός απέναντί µου, αλλά δεν τον κατηγορώ· τον έστειλε στο σπίτι της αδερφής της για να µπορέσουµε “να µιλήσουµε ιδιαιτέρως”.» «Περίγραψέ τον.» Πέρασε µια στιγµή σιωπής. «Αδύνατος, στο ύψος του σαγονιού µου περίπου, γαλάζια µάτια, σκούρα καστανά µαλλιά, σουβλερή µύτη. Χλωµός. Τι συµβαίνει;» Ο Λίµπερµαν χάιδευε τα τετράγωνα πλήκτρα του τηλεφώνου. Αν ήταν στρογγυλά θα ήταν καλύτερα, σκέφτηκε. Τα τετράγωνα δεν έβγαζαν νόηµα. «Χερ Λίµπερµαν;» «Δεν είναι αστήρικτη η υπόθεση» είπε. «Βρήκα το κοινό στοιχείο.» «Θεέ µου! Ποιο είναι;» Πήρε µια βαθιά ανάσα, την άφησε να βγει. «Έχουν τον ίδιο γιο.» «Τον ίδιο τι;» «Γιο! Τον ίδιο γιο! Το ίδιο ακριβώς παιδί! Τον είδα εδώ και στο Γκλάντµπεκ· εσύ τον είδες εκεί. Και βρίσκεται και στο Γκέτεµποργκ της Σουηδίας· και στο Μπράµινγκε της Δανίας. Το ίδιο ακριβώς παιδί! Παίζει κάποιο µουσικό όργανο, διαφορετικά ζωγραφίζει. Και η µητέρα του είναι πάντα σαράντα ένα, σαράντα δύο. Πέντε διαφορετικές µητέρες, πέντε διαφορετικοί γιοι· αλλά ο κάθε γιος είναι ίδιος, σε διαφορετικά µέρη.» «Δεν... δεν καταλαβαίνω.» «Ούτε κι εγώ! Το κοινό στοιχείο έπρεπε να µας αποκαλύπτει την αιτία, σωστά; Το αντίθετο όµως, κάνει την υπόθεση πιο τρελή απ’ όσο ήταν στην αρχή! Πέντε παιδιά ίδια ακριβώς!»
«Χερ Λίµπερµαν – νοµίζω πως είναι έξι. Η Ρόζενµπεργκερ στο Φράιµπεργκ είναι σαράντα ένα ή σαράντα δύο. Με ένα µικρό γιο. Δεν τον είδα ούτε ρώτησα την ηλικία του –δε φαντάστηκα πως είχε οποιαδήποτε σχέση– όµως µου είπε ότι µπορεί κι εκείνος να πήγαινε στο Χάιντελµπεργκ· όχι για να σπουδάσει νοµικά, για να σπουδάσει δηµιουργική γραφή.» «Έξι» είπε ο Λίµπερµαν. Σιωπή έπεσε ανάµεσά τους· βάθυνε και απλώθηκε. «Ενενήντα τέσσερις;» «Το έξι είναι ήδη αδύνατο» είπε ο Λίµπερµαν «εποµένως, γιατί όχι; Αλλά ακόµα κι αν ήταν δυνατόν, που δεν είναι, γιατί να θέλουν να σκοτώσουν τους πατέρες τους; Ειλικρινά, πιστεύω ότι θα κοιµηθώ απόψε κι όταν ξυπνήσω θα βρίσκοµαι στη Βιένη την ηµέρα που ξεκίνησαν όλα αυτά. Ξέρεις ποιο ήταν το βασικό αντικείµενο του Μένγκελε στο Άουσβιτς; Οι δίδυµοι. Σκότωσε χιλιάδες, για να τους “µελετήσει”, για να µάθει πώς θα αναπαραγάγει τους τέλειους Αρίους. Μου κάνεις µια χάρη;» «Φυσικά!» «Πήγαινε ξανά στο Φράιµπεργκ και ρίξε µια µατιά στο παιδί που βρίσκεται εκεί· δες αν είναι το ίδιο µε αυτό στο Τριτάου. Έπειτα πες µου αν είµαι τρελός ή όχι.» «Θα πάω σήµερα. Πού µπορώ να σας βρω;» «Θα σου τηλεφωνήσω εγώ. Καληνύχτα, Κλάους.» «Καληµέρα. Αλλά καληνύχτα.» Ο Λίµπερµαν άφησε κάτω το ακουστικό. «Κύριε Λίµπερµαν;» Η Ντόλι Λάµποβιτς του χαµογέλασε από την πόρτα. «Θέλετε να παρακολουθήσετε τις ειδήσεις µαζί µας; Και να φάτε κάτι; Λίγο κέικ ή φρούτα;» Το στήθος της Χάνα ήταν στεγνό και η Ντένα έκλαιγε, κι όπως ήταν φυσικό η Χάνα είχε αναστατωθεί. Ήταν κατανοητό. Ήταν όµως
αυτός λόγος να αλλάξει το όνοµα της Ντένα; Αλλά η Χάνα επέµεινε. «Μη µου φέρνεις αντιρρήσεις» είπε. «Από τώρα και στο εξής θα την αποκαλούµε Φρίντα. Είναι τέλειο όνοµα για ένα µωρό, κι έτσι θα αποκτήσω ξανά γάλα.» «Δε βγάζει κανένα νόηµα, Χάνα» είπε εκείνος υποµονετικά, περπατώντας κουρασµένα δίπλα της µέσα στο χιόνι. «Το ένα δεν έχει καµία σχέση µε το άλλο.» «Τη λένε Φρίντα» είπε η Χάνα. «Θα το αλλάξουµε νόµιµα.» Το χιόνι κατέληγε σε ένα βαθύ φαράγγι µπροστά της κι εκείνη γλίστρησε µέσα του, µε την Ντένα να κλαψουρίζει στην αγκαλιά της. Ω Θεέ µου! Κοίταξε το χιόνι, αδιάσπαστο πλέον, και έµεινε ανάσκελα µέσα στο σκοτάδι, σε κάποιο κρεβάτι ενός δωµατίου. Γουόρτσεστερ. Λάµποβιτς. Έξι παιδιά. Η Ντένα ενήλικη, η Χάνα νεκρή. Τι όνειρο! Από πού το ξέθαψε αυτό; Φρίντα! Και η Χάνα και η Ντένα να γλιστρούν στο φαράγγι... Έµεινε ακίνητος για µια στιγµή, βλεφαρίζοντας µπροστά στο τροµακτικό θέαµα, και στη συνέχεια σηκώθηκε –το αχνό φως έµπαινε κάτω από τις κουρτίνες του δίφυλλου παράθυρου– και µπήκε στο λουτρό. Δεν είχε σηκωθεί ούτε µία φορά εκείνο το βράδυ· είχε κοιµηθεί πραγµατικά καλά. Με εξαίρεση εκείνο το όνειρο. Επέστρεψε στην κρεβατοκάµαρα, έφερε το ρολόι του κοντά σε ένα από τα παράθυρα, το κοίταξε µε µισόκλειστα µάτια. Επτά παρά είκοσι. Επέστρεψε στο ζεστό κρεβάτι, τράβηξε τις κουβέρτες γύρω του, έµεινε ξαπλωµένος κι άρχισε να σκέφτεται, φρέσκος και πρωινός. Έξι πανοµοιότυπα παιδιά –όχι, έξι παιδιά που έµοιαζαν πολύ, που ίσως ήταν πανοµοιότυπα– ζούσαν σε έξι διαφορετική µέρη, µε έξι διαφορετικές µητέρες της ίδιας ηλικίας, και έξι διαφορετικούς πατέρες που πέθαναν βίαια, όλοι της ίδιας ηλικίας, µε παρόµοια επαγγέλµατα. Δεν ήταν αδύνατο· ήταν πραγµατικότητα, ένα γεγονός.
Έτσι έπρεπε να το αντιµετωπίσει, να το αναλύσει, να το κατανοήσει. Ακίνητος και χαλαρός, άφησε το µυαλό του να περιπλανηθεί. Παιδιά. Μητέρες. Το στήθος της Χάνα. Γάλα. Το τέλειο όνοµα για µωρό... Θεέ µου, βέβαια. Αυτό πρέπει να είναι. Άφησε όλα τα κοµµάτια να ενωθούν... Ένα µέρος τους, τουλάχιστον. Αυτό εξηγούσε το χυµό γκρέιπφρουτ, και το λόγο που βιάστηκε να τον διώξει. Το λόγο για τον οποίο βιάστηκε να διώξει και το παιδί. Καλή σκέψη, προσποιήθηκε πως ήταν τα γυµνά πόδια και η απουσία της ρόµπας που την ανησύχησαν. Έµεινε ξαπλωµένος εκεί, ελπίζοντας να καταλάβει και τα υπόλοιπα. Το βασικό κοµµάτι, το κοµµάτι του Μένγκελε. Αλλά δεν το κατάλαβε. Έστω, ένα βήµα τη φορά... Σηκώθηκε κι έκανε ένα ντους και ξυρίστηκε, κούρεψε το µουστάκι του, χτένισε τα µαλλιά του· πήρε τα χάπια του, βούρτσισε τα δόντια του, φόρεσε τη γέφυρά του. Ντύθηκε και µάζεψε τις βαλίτσες του. Στις επτά και είκοσι µπήκε στην κουζίνα. Η υπηρέτρια Φράνσις βρισκόταν εκεί, και ο Μπερτ Λάµποβιτς µε τις πιτζάµες, ο οποίος διάβαζε τρώγωντας. Μετά τις καληµέρες έκατσε στο τραπέζι απέναντι από τον Λάµποβιτς. «Πρέπει να επιστρέψω στη Βοστόνη νωρίτερα απ’ όσο περίµενα. Μπορώ να έρθω µαζί σας;» είπε. «Βέβαια» είπε ο Λάµποβιτς. «Φεύγω στις οκτώ παρά πέντε.» «Τέλεια. Πρέπει να κάνω ένα τηλεφώνηµα. Στο Λένοξ µόνο.» «Βάζω στοίχηµα ότι κάποιος σας προειδοποίησε για την Ντόλι, για τον τρόπο που οδηγεί.» «Όχι, κάτι προέκυψε.»
«Θα απολαύσετε πολύ περισσότερο τη διαδροµή µαζί µου.» Στις οκτώ παρά τέταρτο, στη βιβλιοθήκη, τηλεφώνησε στην κυρία Κάρι. «Παρακαλώ;» «Καληµέρα, είµαι ο Γιάκοβ Λίµπερµαν και πάλι. Ελπίζω να µη σας ξύπνησα.» Σιωπή. «Είχα σηκωθεί.» «Πώς είναι ο γιος σας σήµερα το πρωί;» «Δεν ξέρω, κοιµάται ακόµα.» «Ωραία. Αυτό είναι το καλύτερο, πολύς ύπνος. Δεν ξέρει ότι είναι υιοθετηµένος, έτσι δεν είναι; Γι’ αυτόν το λόγο γίνατε τόσο νευρική όταν του είπα ότι έχει ένα δίδυµο.» Σιωπή. «Μη γίνεστε και πάλι νευρική, κυρία Κάρι. Δε θα του το πω. Από τη στιγµή που θέλετε να παραµείνει µυστικό, δεν πρόκειται να πω λέξη. Απλώς πείτε µου ένα πράγµα, σας παρακαλώ. Είναι πολύ σηµαντικό. Τον πήρατε από µια γυναίκα που λεγόταν Φρίντα Μαλόνι;» Σιωπή. «Έτσι έγινε, ja;» «Όχι! Μισό λεπτό.» Ο γδούπος του ακουστικού που ακουµπούσε κάτω, πατηµασιές που αποµακρύνονταν. Σιωπή. Πατηµασιές που επέστρεφαν. Απαλά: «Ναι;» «Ναι;» «Τον πήραµε από ένα πρακτορείο. Στη Νέα Υόρκη. Ήταν µια απολύτως νόµιµη υιοθεσία.» «Το πρακτορείο Ρας Γκαντίς;» «Ναι!» «Εργάστηκε εκεί από το 1960 ως το 1963. Η Φρίντα Μαλόνι.»
«Αυτό το όνοµα δεν το έχω ξανακούσει! Για ποιο λόγο παρεµβαίνετε τόσο βίαια; Τι σηµασία έχει αν έχει όντως ένα δίδυµο αδερφό;» «Δεν είµαι σίγουρος.» «Τότε να µη µε ξαναενοχλήσετε! Και να µην πλησιάσετε τον Τζακ!» Το ακουστικό έκλεισε. Σιωπή. Ο Μπερτ Λάµποβιτς τον πήγε µε το αυτοκίνητο στο αεροδρόµιο Λόγκαν και πήρε την πτήση των εννέα για τη Νέα Υόρκη. Στις δέκα και σαράντα βρισκόταν στο γραφείο της βοηθού του διευθυντή του πρακτορείου υιοθεσιών Ρας Γκαντίς, µιας αδύνατης και όµορφης γκριζοµάλλας γυναίκας, της κυρίας Τιγκ. «Καµία απολύτως» του είπε εκείνη. «Καµία;» «Καµία. Δε διεκπεραίωνε υποθέσεις· δεν είχε τα προσόντα για κάτι τέτοιο. Ήταν µια υπάλληλος του αρχείου. Βέβαια, ο δικηγόρος της, όταν πολέµησε για να µην την εκδώσουν, θέλησε να την παρουσιάσει καλύτερη απ’ ό,τι ήταν, κι έτσι υπαινίχθηκε ότι έπαιζε πιο σηµαντικό ρόλο απ’ ό,τι στην πραγµατικότητα· όµως, ήταν απλώς µια υπάλληλος του αρχείου. Ειδοποιήσαµε τους δικηγόρους της κυβέρνησης –είχαµε αγχωθεί πολύ, όπως ήταν φυσικό, καθώς θέλαµε να ορίσουµε τις πραγµατικές διαστάσεις της συνεργασίας µας µαζί της– και η υπεύθυνη του προσωπικού µας κλήθηκε ως µάρτυρας. Δεν κλήθηκε ποτέ να καταθέσει όµως. Σκεφτήκαµε να δηµοσιεύσουµε κάποια δήλωση ή κάποιο δελτίο τύπου στη συνέχεια, αλλά αποφασίσαµε ότι σε εκείνο το χρονικό σηµείο ήταν καλύτερο να αφήσουµε απλώς το θέµα να ξεχαστεί.» «Εποµένως δεν έβρισκε η ίδια σπίτια για µωρά.» Ο Λίµπερµαν τραβούσε το αυτί του. «Ούτε µία φορά» είπε η κυρία Τιγκ. Του χαµογέλασε. «Και το λέτε ανάποδα: το θέµα είναι να βρούµε µωρά για σπίτια· η ζήτηση ξεπερνά κατά πολύ την προσφορά. Ειδικά µετά την αλλαγή στη
νοµοθεσία των αµβλώσεων. Έχουµε τη δυνατότητα να βοηθήσουµε µόνο ένα µικρό κοµµάτι των ανθρώπων που κάνουν αίτηση σ’ εµάς.» «Και τότε; Από το 1960 ως το ’63;» «Τότε και πάντα, αλλά η κατάσταση είναι χειρότερη αυτή τη στιγµή.» «Πολλές αιτήσεις;» «Πάνω από τριάντα χιλιάδες πέρσι. Από όλα τα σηµεία της χώρας. Της ηπείρου, στην πραγµατικότητα.» «Θα ήθελα να σας ρωτήσω το εξής» είπε ο Λίµπερµαν. «Ένα ζευγάρι έρχεται σ’ εσάς, ή σας γράφει, εκείνη την περίοδο, το 1961, ’62. Καλοί άνθρωποι, αρκετά ευκατάστατοι. Εκείνος είναι κρατικός υπάλληλος, µε σταθερή εργασία. Εκείνη –αφήστε µε να το σκεφτώ µισό λεπτό– εκείνη... είναι περίπου είκοσι οκτώ ή είκοσι εννιά, κι αυτός πενήντα δύο. Τι πιθανότητες έχουν να πάρουν ένα παιδί από εσάς;» «Καµία απολύτως» είπε η κυρία Τιγκ. «Δε δίνουµε όταν ο σύζυγος είναι τόσο ηλικιωµένος. Τα σαράντα πέντε είναι το ανώτατο όριο για εµάς, και συµφωνούµε σε τόσο υψηλά νούµερα µόνο αν εµπλέκονται ειδικοί παράγοντες. Δίνουµε κυρίως σε ζευγάρια κοντά στα τριάντα τους – αρκετά µεγάλοι σε ηλικία για να έχουν ένα σταθερό γάµο και αρκετά µικροί για να διαβεβαιώνουν ότι το παιδί θα έχει πάντα την παρουσία των γονιών. Ή την πιθανότητα µιας τέτοιας, θα έλεγα.» «Εποµένως πού µπορεί να βρει µωρό ένα ζευγάρι σαν κι αυτό;» «Όχι από τη Ρας Γκαντίς. Κάποια άλλα πρακτορεία είναι πιο ευέλικτα. Και βέβαια υπάρχει και η γκρίζα αγορά. Ο δικηγόρος ή ο γιατρός τους µπορεί να γνωρίζουν κάποια έφηβη έγκυο που να µη θέλει να κάνει έκτρωση. Ή που να µπορούν να την πληρώσουν για να µην την κάνει.» «Αλλά όποτε έρχονταν σ’ εσάς, εσείς τους απορρίπτατε.» «Ναι. Δεν έχουµε εξυπηρετήσει ποτέ κάποιον που να είναι άνω των σαράντα πέντε. Υπάρχουν χιλιάδες άλλα κατάλληλα ζευγάρια,
που περιµένουν και προσεύχονται.» «Και οι αιτήσεις που απορρίπτονταν» είπε ο Λίµπερµαν «καταχωρούνταν στο αρχείο από τη Φρίντα Μαλόνι, ίσως;» «Από εκείνη ή από κάποια άλλη υπάλληλο» είπε η κυρία Τιγκ. «Κρατάµε όλες τις αιτήσεις και την αλληλογραφία για τρία χρόνια. Τότε ήταν πέντε, αλλά τώρα µειώσαµε το διάστηµα· έχουµε έλλειψη χώρου.» «Σας ευχαριστώ.» Ο Λίµπερµαν σηκώθηκε µε το χαρτοφύλακά του. «Με βοηθήσατε πολύ. Σας είµαι ευγνώµων.» Σε ένα µικροσκοπικό τηλεφωνικό θάλαµο απέναντι από το Μουσείο Γκουγκενχάιµ, µε τη βαλίτσα του και το χαρτοφύλακά του στο πεζοδρόµιο δίπλα του, τηλεφώνησε στον κύριο Γκολντβάσερ στο γραφείο οργάνωσης διαλέξεων. «Έχω πολύ άσχηµα νέα. Πρέπει να πάω στη Γερµανία.» «Ω Θεέ µου. Πότε;» «Τώρα.» «Δεν µπορείτε! Εµφανίζεστε στο Πανεπιστήµιο της Βοστόνης απόψε! Πού βρίσκεστε;» «Στη Νέα Υόρκη. Και απόψε το βράδυ πρέπει να βρίσκοµαι στο αεροπλάνο.» «Δε γίνεται να βρεθείτε! Έχετε δεχτεί την κράτηση! Έχουν πουλήσει τα εισιτήρια! Κι αύριο– » «Το ξέρω, το ξέρω! Πιστεύετε πως µου αρέσει που πρέπει να το ακυρώσω κατ’ αυτό τον τρόπο; Πιστεύετε πως δε γνωρίζω ότι αποτελεί ένα πονοκέφαλο για εσάς και για εκείνους, κι ότι µπορείτε ακόµα και να µε µηνύσετε; Είναι– » «Κανείς δε µίλησε για– » «Ζήτηµα ζωής και θανάτου, κύριε Γκολντβάσερ. Ζωής και θανάτου. Ίσως ακόµα πιο σηµαντικό.» «Που να πάρει ο διάολος. Πότε θα επιστρέψετε;»
«Δεν ξέρω. Μπορεί να χρειαστεί να παραµείνω εκεί για λίγο. Και στη συνέχεια να πάω κάπου αλλού.» «Εννοείτε πως ακυρώνετε όλη την υπόλοιπη περιοδεία;» «Πιστέψτε µε, αν µπορούσα να κάνω διαφορετικά– » «Αυτό µου έχει συµβεί µόνο µία φορά σε δεκαοχτώ χρόνια, και τότε ήταν ένας τραγουδιστής, όχι κάποιος υπεύθυνος άνθρωπος σαν κι εσάς. Κοίτα, Γιάκοβ, σε θαυµάζω και θέλω το καλύτερο για σένα· αυτή τη στιγµή δε σου µιλάω ως εκπρόσωπός σου αλλά ως φίλος, ως ένας φίλος Εβραίος. Σου ζητώ να το σκεφτείς πολύ προσεκτικά: αν ακυρώσεις ολόκληρη την περιοδεία κατ’ αυτό τον τρόπο, χωρίς καµία προειδοποίηση – πώς θα µπορέσουµε να συνεχίσουµε να σε εκπροσωπούµε; Κανείς δε θα σε εκπροσωπεί. Καµία οργάνωση δε θα επικοινωνεί µαζί σου. Καταστρέφεσαι ως οµιλητής στις Ηνωµένες Πολιτείες της Αµερικής. Σε ικετεύω, σκέψου σε παρακαλώ.» «Το σκέφτηκα την ώρα που µιλούσες» είπε. «Πρέπει να πάω. Μακάρι να µη χρειαζόταν.» Πήρε ένα ταξί για το αεροδρόµιο Κένεντι και αντάλλαξε το εισιτήριο της επιστροφής του στη Βιένη µε ένα για το Ντίσελντορφ µέσω Φρανκφούρτης: µε την πιο γρήγορη πτήση, που έφευγε στις έξι. Αγόρασε ένα αντίτυπο του βιβλίου του Φάραγκο για τον Μπόρµαν και πέρασε το απόγευµα καθισµένος δίπλα σε ένα παράθυρο διαβάζοντας.
Κεφάλαιο Πέντε Η Α Σ ΚΗΣ Η ΔΙΩ Ξ ΗΣ εναντίον της Φρίντα Άλτσουλ Μαλόνι και οκτώ ακόµα ατόµων για τις µαζικές δολοφονίες στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Ρέιβενσµπρουκ αναµενόταν να ανακοινωθεί από στιγµή σε στιγµή· έτσι όταν, την Παρασκευή, στις 17 Ιανουαρίου, ο Γιάκοβ Λίµπερµαν εµφανίστηκε στο γραφείο των δικηγόρων της Φράου Μαλόνι, των Τζβάιµπελ & Φάσλερ στο Ντίσελντορφ, η υποδοχή του δεν ήταν θερµή, δεν είχε καν θερµοκρασία δωµατίου. Όµως ο Χοακίµ Φάσλερ ήταν ένας αρκετά σοβαρός δικηγόρος για να καταλάβει ότι ο Λίµπερµαν δεν είχε πάει εκεί για να κοκορευτεί ή για να περάσει τον καιρό του· υπήρχε κάτι που ήθελε, και εποµένως είχε κάτι να προσφέρει ή να ζητήσει ως αντάλλαγµα. Έτσι, αφού ενεργοποίησε το µαγνητόφωνό του, ο Φάσλερ δέχτηκε τον Λίµπερµαν στο γραφείο του. Είχε δίκιο. Ο Εβραίος ήθελε να συναντηθεί µε τη Φρίντα και να της κάνει µερικές ερωτήσεις για κάποιες δραστηριότητες που δε σχετίζονταν σε καµία περίπτωση µε τις ενέργειές της κατά τον πόλεµο και που δεν είχαν καµία απολύτως σχέση µε την επερχόµενη δίκη της – αµερικανικά θέµατα που αφορούσαν στην περίοδο από το 1960 ως το 1963. Τι αµερικανικά θέµατα; Υιοθεσίες που είχε οργανώσει η ίδια ή κάποιος άλλος µε βάση τις πληροφορίες που βρήκε στα αρχεία του πρακτορείου Ρας Γκαντίς. «Δε γνωρίζω τίποτα γι’ αυτές τις υιοθεσίες» είπε ο Φάσλερ. «Γνωρίζει η Φράου Μαλόνι» είπε ο Λίµπερµαν. Αν εκείνη τον δεχόταν και απαντούσε στις ερωτήσεις του πλήρως και µε ειλικρίνεια, αυτός θα µιλούσε στον Φάσλερ για κάποιες από τις καταθέσεις που θα παρουσιάζονταν εναντίον της από τους µάρτυρες που είχε εντοπίσει ο ίδιος. «Ποιους;»
«Δε θα αναφέρω τα ονόµατά τους, µόνο ένα µέρος της κατάθεσής τους.» «Ελάτε τώρα, κύριε Λίµπερµαν, ξέρετε καλά ότι δεν πρόκειται να αγοράσω γουρούνι στο σακί.» «Το κόστος είναι πολύ χαµηλό, έτσι δεν είναι; Μία ώρα περίπου από το χρόνο της; Δεν µπορεί να είναι ιδιαίτερα απασχοληµένη, ενώ κάθεται στο κελί της.» «Μπορεί να µην επιθυµεί να µιλήσει γι’ αυτές τις υποθετικές υιοθεσίες.» «Γιατί δεν την ρωτάτε; Γνωρίζω τις καταθέσεις τριών µαρτύρων. Μπορείτε είτε να τις ακούσετε απευθείας στη δικαστική αίθουσα ή να αποκτήσετε µια πρόγευση αύριο.» «Ειλικρινά και έντιµα, δε µε απασχολούν ιδιαίτερα.» «Τότε υποθέτω ότι δεν µπορούµε να συνεργαστούµε.» Χρειάστηκαν τέσσερις ολόκληρες µέρες για να διευθετηθεί το ζήτηµα. Η Φράου Μαλόνι θα µιλούσε στον Λίµπερµαν για µισή ώρα για τα θέµατα που τον απασχολούσαν, µε την προϋπόθεση ότι: Α) θα ήταν παρών και ο Φάσλερ· Β) δε θα ήταν παρών κάποιος άλλος· Γ) δε θα καταγραφόταν τίποτα· και Δ) ο Λίµπερµαν θα επέτρεπε στον Φάσλερ να τον ψάξει για συσκευές µαγνητοφώνησης πριν από τη συνέντευξη. Σε αντάλλαγµα ο Λίµπερµαν θα έλεγε στον Φάσλερ όλα όσα γνώριζε για τις πιθανές καταθέσεις των τριών µαρτύρων και θα του ανέφερε την ηλικία, το φύλο, το επάγγελµα και την τωρινή ψυχολογική και σωµατική κατάσταση του καθενός, ειδικά την ύπαρξη οποιασδήποτε ουλής, παραµόρφωσης ή αναπηρίας που προκλήθηκε από τα πειράµατα στο Ρέιβενσµπρουκ. Η κατάθεση και η περιγραφή του ενός από τους µάρτυρες θα προσφερόταν πριν από τη συνέντευξη· αυτές των άλλων δύο αµέσως µετά. Σύµφωνοι και σύµφωνοι. Την Τετάρτη το πρωί, στις 22 του µήνα, ο Λίµπερµαν και ο Φάσλερ πήγαν µε το γκρίζο-ασηµί σπορ αυτοκίνητο του Φάσλερ στις
οµοσπονδιακές φυλακές του Ντίσελντορφ όπου ήταν κρατούµενη η Φρίντα Μαλόνι από τότε που εκδόθηκε από τις Ηνωµένες Πολιτείες το 1973. Ο Φάσλερ, ένας γεροδεµένος και καλοδιατηρηµένος άντρας στα πενήντα, είχε σχεδόν τα ίδια ροδαλά µάγουλα όπως πάντα, αλλά – όταν δήλωσαν την ταυτότητά τους και υπέγραψαν– δεν είχε ανακτήσει ακόµα την κλασική, κορδωµένη του αποφασιστικότητα. Ο Λίµπερµαν του είχε µιλήσει πρώτα για το µάρτυρα που θα προκαλούσε την περισσότερη ζηµιά, ελπίζοντας ότι ο φόβος για τα χειρότερα θα τον έκανε –και µέσω αυτού θα έκανε και τη Φρίντα Μαλόνι– να αγχωθεί και να δώσει την πρέπουσα σοβαρότητα στη συνέντευξη. Ένας φρουρός τούς ανέβασε µε το ασανσέρ και τους οδήγησε σε ένα διάδροµο µε χαλί όπου λίγοι φρουροί και µερικές αδελφές νοσοκόµες κάθονταν σιωπηλά σε παγκάκια ανάµεσα σε πόρτες από ξύλο καρυδιάς, σηµαδεµένες µε χρωµιωµένα γράµµατα. Ο φρουρός άνοιξε µια πόρτα µε το γράµµα Γ και συνόδεψε τον Φάσλερ και τον Λίµπερµαν σε ένα τετράγωνο δωµάτιο µε µπεζ τοίχους, στο οποίο υπήρχε ένα στρογγυλό τραπέζι συνεδριάσεων και µερικές καρέκλες. Δύο παράθυρα µε δικτυωτές κουρτίνες στους παράπλευρους τοίχους άφηναν το φως της ηµέρας να µπει στο δωµάτιο, µε το ένα παράθυρο να έχει κάγκελα και το άλλο όχι, γεγονός που παραξένεψε τον Λίµπερµαν. Ο φρουρός άναψε ένα φως στο ταβάνι, προκαλώντας ελάχιστη διαφορά στο ήδη φωτεινό δωµάτιο. Αποσύρθηκε και έκλεισε πίσω του την πόρτα. Άφησαν τα καπέλα τους και τους χαρτοφύλακές τους σε ένα ράφι που βρισκόταν στη γωνία, και έβγαλαν τα παλτά τους και τα κρέµασαν σε ένα καλόγερο. Ο Λίµπερµαν στάθηκε όρθιος µε τα χέρια απλωµένα και ο Φάσλερ τον έψαξε, δείχνοντας εριστικός και αποφασισµένος. Ψαχούλεψε τις τσέπες στο κρεµασµένο παλτό του Λίµπερµαν και του ζήτησε να ανοίξει το χαρτοφύλακά του. Ο Λίµπερµαν αναστέναξε, αλλά τον άνοιξε· του έδειξε µερικά έγγραφα και το βιβλίο του Φάραγκο, και τον ξανάκλεισε.
Ικανοποίησε την περιέργειά του για τα παράθυρα –αυτό που δεν είχε κάγκελα έβλεπε σε µια αυλή µε ψηλό τοίχωµα· αυτό µε τα κάγκελα είχε τη µαύρη οροφή ενός κτιρίου λίγο πιο κάτω του– και στη συνέχεια έκατσε στο τραπέζι µε την πλάτη του γυρισµένη στο παράθυρο που δεν είχε κάγκελα· όµως, αµέσως µετά σηκώθηκε ξανά όρθιος για να µην αναγκαστεί να αποφασίσει κατά πόσο έπρεπε ή όχι να σηκωθεί µόλις θα έµπαινε µέσα η Φρίντα Μαλόνι. Ο Φάσλερ άνοιξε λίγο το παράθυρο µε τα κάγκελα και στάθηκε κοιτάζοντας έξω, κρατώντας στο πλάι την µπεζ διχτυωτή κουρτίνα. Ο Λίµπερµαν σταύρωσε τα χέρια του και κοιτούσε την καράφα και τα ποτηράκια µε χάρτινο περιτύλιγµα που βρίσκονταν σε ένα δίσκο πάνω στο τραπέζι. Είχε καταθέσει το φάκελο και το µέρος όπου κατοικούσε η Φρίντα Άλτσουλ στις γερµανικές και στις αµερικανικές Αρχές το 1967. Ο φάκελος βρισκόταν στο αρχείο του Κέντρου, το απόσταγµα των συζητήσεων και της αλληλογραφία µε τους δεκάδες επιζώντες του Ρέιβενσµπρουκ (ανάµεσα στους οποίους ήταν και οι τρεις µελλοντικοί µάρτυρες)· είχε µάθει τον τόπο κατοικίας από δύο ακόµα επιζώντες, δύο αδερφές, που είχαν εντοπίσει την πρώην φρουρό τους σε µια πίστα αγώνων της Νέας Υόρκης και την είχαν ακολουθήσει ως το σπίτι της. Ο ίδιος δεν είχε συναντήσει ποτέ από κοντά αυτή τη γυναίκα. Δεν ανυποµονούσε καθόλου να καθίσει στο ίδιο τραπέζι µαζί της. Πέρα απ’ όλα τ’ άλλα, η µεσαία του αδερφή, η Άιντα, είχε πεθάνει στο Ρέιβενσµπρουκ· ήταν πολύ πιθανό η Φρίντα Άλτσουλ Μαλόνι να είχε παίξει κάποιο ρόλο στο θάνατό της. Έβγαλε την Άιντα από το µυαλό του· έβγαλε τα πάντα, εκτός από το πρακτορείο Ρας Γκαντίς και τα έξι ή περισσότερα παιδιά που έµοιαζαν µεταξύ τους. Στο δωµάτιο θα µπει µια πρώην υπάλληλος του αρχείου της Ρας Γκαντίς, είπε στον εαυτό του. Θα καθίσουµε σε αυτό το τραπέζι και θα συνοµιλήσουµε για λίγο, και µπορεί να ανακαλύψω τι στο διάολο συµβαίνει. Ο Φάσλερ γύρισε την πλάτη του στο παράθυρο, διόρθωσε τη
γραβάτα του, κοίταξε συνοφρυωµένος το ρολόι του. Η πόρτα άνοιξε και η Φρίντα Μαλόνι µπήκε µέσα, µε ένα ανοιχτό γαλάζιο φόρεµα χωρίς σχέδια, µε τα χέρια της στις τσέπες. Μια αδελφή νοσοκόµα χαµογέλασε πάνω από τον ώµο της και είπε: «Καληµέρα, Χερ Φάσλερ.» «Καληµέρα» είπε ο Φάσλερ, προχωρώντας µπροστά. «Πώς είστε;» «Μια χαρά, ευχαριστώ» είπε η αδελφή νοσοκόµα. Πρόσφερε το χαµόγελό της στον Λίµπερµαν και το έκρυψε καθώς έκλεινε την πόρτα. Ο Φάσλερ έπιασε τον ώµο της Φρίντα Μαλόνι, φίλησε το µάγουλό της και τη συνόδεψε µέχρι τη γωνία, µιλώντας χαµηλόφωνα. Εκείνη χάθηκε πίσω από τον όγκο του. Ο Λίµπερµαν καθάρισε το λαιµό του κι έκατσε κάτω, τραβώντας την καρέκλα κοντά στο τραπέζι. Είδε αυτά που είχε ξαναδεί σε φωτογραφίες: µια φυσιολογική στην όψη γυναίκα µέσης ηλικίας. Επιπλέον, είδε ότι τα γκρίζα της µαλλιά ήταν χτενισµένα στο πλάι, µε µπούκλες στην κορυφή. Είχε λευκόγκριζο άρρωστο δέρµα, πλατύ σαγόνι, ένα απογοητευµένο στόµα. Μάτια που ήταν κουρασµένα αλλά αποφασιστικά. Με το φόρεµα της φυλακής η Φρίντα Μαλόνι θα µπορούσε να είναι κάποια εξαντληµένη καµαριέρα ή σερβιτόρα. Κάποια µέρα, σκέφτηκε, θα ήθελα να γνωρίσω ένα τέρας που να µοιάζει µε τέρας. Έπιασε την παχιά ξύλινη γωνία του τραπεζιού και προσπάθησε να ακούσει τι της έλεγε ο Φάσλερ. Πλησίασαν το τραπέζι. Κοίταξε τη Φρίντα Μαλόνι κι εκείνη –καθώς ο Φάσλερ τραβούσε προς τα πίσω την απέναντι καρέκλα–κοίταξε εκείνον, µε τα γαλάζια µάτια της να τον µετρούν, µε τα λεπτά χείλη να καµπυλώνουν προς τα κάτω. Τον χαιρέτησε µε ένα νεύµα, ενώ καθόταν. Τη χαιρέτησε κι εκείνος µε τον ίδιο τρόπο. Πρόσφερε ένα στιγµιαίο χαµόγελο για να ευχαριστήσει τον
Φάσλερ, και µε τους αγκώνες στα µπράτσα της καρέκλας, άρχισε να χτυπά νευρικά τις άκρες των δαχτύλων της στην άκρη του τραπεζιού, πρώτα του ενός χεριού κι έπειτα του άλλου, αρκετά γρήγορα· έπειτα σταµάτησε και τα άφησε ακίνητα εκεί, κοιτάζοντάς τα. Τα κοίταξε και ο Λίµπερµαν. «Αυτή τη στιγµή είναι» –ο Φάσλερ, καθισµένος στα δεξιά του Λίµπερµαν, κοίταξε το ρολόι του στο ανασηκωµένο του χέρι– «δώδεκα και είκοσι πέντε.» Κοίταξε τον Λίµπερµαν. Ο Λίµπερµαν κοίταξε τη Φρίντα Μαλόνι. Τον κοίταξε κι εκείνη. Τα λεπτά της φρύδια ανασηκώθηκαν. Συνειδητοποίησε ότι δεν µπορούσε να µιλήσει. Του είχε κοπεί η ανάσα – σκεφτόταν µόνο την Άιντα. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Η Φρίντα Μαλόνι έγλειψε το κάτω χείλος της, έριξε µια κλεφτή µατιά στον Φάσλερ, ξανακοίταξε τον Λίµπερµαν. «Δεν έχω πρόβληµα να µιλήσω για το θέµα των µωρών» είπε. «Έκανα πολλούς ανθρώπους ευτυχισµένους. Δεν είναι κάτι για το οποίο ντρέποµαι.» Είχε µια ελαφριά νοτιογερµανική προφορά· ήταν πιο ευχάριστη να την ακούς συγκριτικά µε τη σκληρή προφορά του Φάσλερ από το Ντίσελντορφ. «Και σε ό,τι αφορά τον Συντροφικό Οργανισµό» είπε µε απέχθεια «δεν είναι πλέον σύντροφοι για µένα. Αν ήταν, δε θα βρισκόµουν εδώ, έτσι δεν είναι; Θα ήµουν κάτω στη Sowze Amayrica» –τα µάτια της γούρλωσαν– «και θα έκανα καλή ζωή.» Σήκωσε το χέρι της πάνω από το κεφάλι της και χτύπησε τα δάχτυλά της µεταξύ τους, κουνώντας κοροϊδευτικά τον κορµό της σε λάτιν ρυθµούς. «Το καλύτερο, πιστεύω» της είπε ο Φάσλερ «είναι να πεις τα πάντα όπως µου τα είπες εµένα.» Κοίταξε τον Λίµπερµαν. «Και στη συνέχεια µπορείτε να υποβάλετε όποια ερώτηση θέλετε. Για όσο το επιτρέπει ο χρόνος. Συµφωνείτε;» Η ανάσα του Λίµπερµαν επέστρεψε. «Ναι» είπε. «Με την προϋπόθεση ότι θα έχουµε αρκετό χρόνο για ερωτήσεις.» «Δεν πρόκειται στ’ αλήθεια ν’ αρχίσεις να µετράς τα λεπτά της
ώρας, έτσι δεν είναι;» ρώτησε η Φρίντα Μαλόνι τον Φάσλερ. «Βέβαια θα το κάνω» είπε εκείνος. «Η συµφωνία είναι συµφωνία.» Και στον Λίµπερµαν: «Θα υπάρξει αρκετός χρόνος, µην ανησυχείτε.» Κοίταξε τη Φρίντα Μαλόνι και της ένευσε. Εκείνη σταύρωσε τα χέρια της πάνω στο τραπέζι, κοίταξε τον Λίµπερµαν. «Ένας άνθρωπος του Οργανισµού επικοινώνησε µαζί µου» είπε. «Το 1960, την άνοιξη. Ένας θείος µου από την Αργεντινή τούς µίλησε για µένα. Έχει πεθάνει τώρα. Μου ζήτησαν να βρω δουλειά σε ένα πρακτορείο υιοθεσίας. Ο Αλόις –ο άνθρωπος αυτός, δηλαδή– είχε έναν κατάλογο µε τρία τέσσερα τέτοια. Δεν είχε σηµασία σε ποιο θα πήγαινα αρκεί να έβρισκα µια δουλειά που να µπορώ να κοιτάζω τα αρχεία. Το “Αλόις” είναι το µοναδικό όνοµα που µου ανέφερε, χωρίς επίθετο. Ήταν πάνω από εβδοµήντα, µε λευκά µαλλιά· ο τύπος του παλιού στρατιώτη µε πολύ ευθεία κορµοστασιά.» Τα µάτια της κοίταξαν διερευνητικά τον Λίµπερµαν. Εκείνος δεν έκανε κανένα σχόλιο, κι έτσι έγειρε πίσω στην καρέκλα της και κοίταξε τα νύχια της. «Πήγα παντού» είπε. «Δεν υπήρχαν κενές θέσεις. Όµως, µετά το καλοκαίρι µού τηλεφώνησαν από το Ρας Γκαντίς, και µε προσέλαβαν. Ως υπάλληλο στο αρχείο.» Χαµογέλασε ρεµβάζοντας. «Ο σύζυγός µου πίστεψε πως τρελάθηκα που δέχτηκα δουλειά στο Μανχάταν. Τότε εργαζόµουν σε ένα δηµοτικό σχολείο µόνο έντεκα τετράγωνα από το σπίτι µου. Του είπα ότι το Ρας Γκαντίς µού υποσχέθηκε πως σε ένα περίπου χρόνο θα µπορούσε– » «Μόνο τα σηµαντικά στοιχεία, εντάξει;» είπε ο Φάσλερ. Η Φρίντα Μαλόνι συνοφρυώθηκε, ένευσε καταφατικά. «Το Ρας Γκαντίς, λοιπόν.» Κοίταξε τον Λίµπερµαν. «Αυτό που έκανα εκεί ήταν να κοιτάζω την αλληλογραφία και τους φακέλους εκείνων που έκαναν αιτήσεις για υιοθεσία για άντρες που είχαν γεννηθεί ανάµεσα στο 1908 και στο 1912 µε συζύγους ανάµεσα στο 1931 και στο 1935. Ο άντρας έπρεπε να εργάζεται σε κάποια κρατική υπηρεσία, και να είναι και οι δυο τους λευκοί χριστιανοί µε σκανδιναβικές ρίζες. Αυτό
µου είπε ο Αλόις. Όποτε έβρισκα κάποιον, κι αυτό συνέβαινε µόνο µία ή δύο φορές το µήνα, τον αντέγραφα στο µηχάνηµα που είχαµε εκεί µαζί µε όλες τις επιστολές ανάµεσα στην οικογένεια και στο Ρας Γκαντίς. Έφτιαχνα δύο αντίγραφα, ένα για τον Αλόις και ένα για εµένα. Τα δικά του τα ταχυδροµούσα σε µία ταχυδροµική θυρίδα που µου είχε δώσει.» «Πού;» ρώτησε ο Λίµπερµαν. «Στην ίδια την περιοχή του Μανχάταν. Στο ταχυδροµείο Πλανετάριουµ, στη Δυτική Πλευρά. Συνέχισα να κάνω το ίδιο, να ψάχνω τις κατάλληλες αιτήσεις και να τις ταχυδροµώ, όλο το διάστηµα που έµεινα εκεί. Ύστερα από περίπου ένα χρόνο έγινε ακόµα πιο δύσκολο να τις εντοπίζω, επειδή είχα δει όλους τους φακέλους ως τότε και είχε µόνο τις νέες αιτήσεις να διερευνώ. Τότε η προϋπόθεση της κρατικής υπηρεσίας άλλαξε· αν η δουλειά σχετιζόταν µε τις κρατικές υπηρεσίες τούς αρκούσε. Αρκεί ο άντρας να εργαζόταν σε µια µεγάλη εταιρεία και να είχε ως ένα βαθµό εξουσία· ένας εκτιµητής περιουσίας σε κάποια ασφαλιστική εταιρεία, για παράδειγµα. Έτσι αναγκάστηκα να κοιτάξω ξανά όλους τους φακέλους. Συνολικά πρέπει να ταχυδρόµησα σαράντα µε σαράντα πέντε αιτήσεις µέσα σε τρία χρόνια. Αντίγραφα των αιτήσεων.» Έγειρε µπροστά και πήρε στα χέρια της ένα χάρτινο ποτηράκι από το δίσκο, άρχισε να το στρίβει στις παλάµες της. «Ανάµεσα... ω, στα Χριστούγεννα του 1960 και στα τέλη του καλοκαιριού του 1963, όταν τέλειωσαν όλα κι έφυγα, αυτό ακριβώς συνέβαινε. Ο Αλόις, ή ένας άλλος άντρας, ο Βίλι, µου τηλεφωνούσαν. Συνήθως ο Βίλι. Μου έλεγε: “Δες αν... ‘οι τάδε’ στην Καλιφόρνια θέλουν ένα τον Μάρτιο.” Ή οποιοδήποτε άλλο µήνα, συνήθως δύο µήνες νωρίτερα. “Ρώτα και ‘τους δείνα’ στο Νιου Τζέρσεϊ.” Μπορεί να µου έδινε ακόµα και τρία διαφορετικά ονόµατα.» Κοίταξε τον Λίµπερµαν, του εξήγησε: «Ανθρώπους, τις αιτήσεις των οποίων του είχα ταχυδροµήσει.» Εκείνος ένευσε καταφατικά. «Λοιπόν. Τηλεφωνούσα στους τάδε και στους δείνα.» Έβγαλε το
χάρτινο περιτύλιγµα από το στόµιο του ποτηριού. «“Ένας παλιός γείτονας µού ανέφερε ότι θέλατε ένα µωρό”, τους έλεγα. Τους ενδιέφερε ακόµα; Σχεδόν πάντοτε τους ενδιέφερε.» Κοίταξε µε προκλητικό ύφος τον Λίµπερµαν. «Όχι απλώς ενδιαφέρονταν. Κατενθουσιάζονταν. Ειδικά οι γυναίκες.» Άρχισε να µαζεύει το περιτύλιγµα στα χέρια της, σπρώχνοντας σιγά σιγά το ποτηράκι προς τα έξω. «Τους έλεγα ότι µπορούσα να τους βρω ένα, κάποιο υγιές λευκό βρέφος µερικών εβδοµάδων, τον Μάρτιο ή οποτεδήποτε. Με στοιχεία υιοθεσίας από την πολιτεία της Νέας Υόρκης. Όµως, πρώτα έπρεπε να µου στείλουν το συντοµότερο δυνατό ολοκληρωµένες ιατρικές εξετάσεις –τους έδινα την ταχυδροµική θυρίδα του Αλόις– και συµφωνούσαν επίσης να µην αποκαλύψουν ποτέ στο παιδί ότι είναι υιοθετηµένο. Η µητέρα επέµενε σε αυτό, τους έλεγα. Και φυσικά θα έπρεπε να µε πληρώσουν κάτι µόλις έφταναν για να πάρουν το παιδί, αν το έπαιρναν. Χίλια συνήθως, κάποιες φορές περισσότερα αν είχαν τη δυνατότητα. Το καταλάβαινα από την αίτηση. Αρκετά ώστε να µοιάζει µε κλασική συναλλαγή της µαύρης αγοράς.» Άφησε το τσαλακωµένο περιτύλιγµα στο δίσκο και σήκωσε το καπάκι της καράφας. «Μερικές εβδοµάδες αργότερα δεχόµουν κι άλλο τηλεφώνηµα. “Δε µας κάνει ο τάδε. Μπορεί να το πάρει ο δείνα στις δεκαπέντε Μαρτίου.” Ή ίσως– » Έγειρε την καράφα πάνω από το ποτηράκι, την έγειρε κι άλλο· δε βγήκε τίποτα. «Τυπικό παράδειγµα» είπε, γυρίζοντας τη µαύρη καράφα ανάποδα. «Τυπικό παράδειγµα του τρόπου διαχείρισης αυτού του µέρους! Τα ποτηράκια έχουν περιτύλιγµα, αλλά δεν υπάρχει νερό στο καταραµένο µπουκάλι! Θεέ µου!» Κοπάνισε την καράφα πάνω στο δίσκο· τα ποτηράκια µε το περιτύλιγµα αναπήδησαν. Ο Φάσλερ σηκώθηκε. «Θα φέρω λίγο» είπε, παίρνοντας την καράφα. «Συνεχίστε.» Αποµακρύνθηκε προς την πόρτα. Η Φρίντα Μαλόνι είπε στον Λίµπερµαν: «Θα µπορούσα να σου πω πολλά για τη χυδαία ανικανότητα εδώ µέσα... Θεέ µου! Λοιπόν. Ναι. Μου έλεγε ποιος παίρνει το µωρό και πότε. Ή µπορεί να του
έκαναν και τα δύο ζευγάρια, κι έτσι µου ζητούσε να τηλεφωνήσω στο δεύτερο και να τους πω ότι ήταν πολύ αργά για το συγκεκριµένο, αλλά γνώριζα µια άλλη κοπέλα που θα γεννούσε τον Ιούνιο.» Άρχισε να περιστρέφει το ποτήρι στις παλάµες της, τα χείλη της σφιγµένα. «Τη νύχτα που παραδιδόταν ένα παιδί» είπε «όλα είχαν σχεδιαστεί προσεκτικά από νωρίτερα. Ανάµεσα στον Αλόις ή στον Βίλι και σ’ εµένα, και ανάµεσα σ’ εµένα και στο ζευγάρι. Θα τους περίµενα σε ένα δωµάτιο του Χάουαρντ Τζόνσον Μοτέλ, στο αεροδρόµιο, το σηµερινό Κένεντι –τότε λεγόταν Αϊντλγουάιλντ– στο όνοµα Ελίζαµπεθ Γκρέγκορι. Μου έφερναν το µωρό, ένα νεαρό ζευγάρι ή µια γυναίκα µόνη της ή κάποιες φορές µία αεροσυνοδός. Κάποιοι µου έφεραν πάνω από ένα –σε διαφορετικά χρονικά σηµεία, εννοώ– όµως τις περισσότερες φορές ήταν κάποιος καινούργιος. Μου έφερναν και τα έγγραφα. Ήταν ακριβώς όπως τα αληθινά, µε συµπληρωµένα τα ονόµατα του ζευγαριού. Μία ή δύο ώρες αργότερα ερχόταν το ζευγάρι για να πάρει το µωρό. Ευτυχισµένο. Με ευγνωµοσύνη προς εµένα.» Κοίταξε τον Λίµπερµαν. «Καλοί άνθρωποι που θα γίνονταν σωστοί γονείς. Με πλήρωναν, και υπόσχονταν –τους έβαζα να το κάνουν στη Βίβλο που είχα εκεί– να µην πουν ποτέ στο παιδί ότι ήταν υιοθετηµένο. Ήταν πάντοτε αγόρια. Γλύκες. Και τα έπαιρναν κι έφευγαν.» «Δεν ξέρεις από πού έρχονταν;» είπε ο Λίµπερµαν. «Την καταγωγή τους, εννοώ.» «Τα παιδιά; Από τη Βραζιλία.» Η Φρίντα Μαλόνι κοίταξε µακριά. «Οι άνθρωποι που τα έφερναν ήταν Βραζιλιάνοι» είπε, απλώνοντας το χέρι της «και οι αεροσυνοδοί ήταν από τις βραζιλιάνικες αερογραµµές, τη Βάριγκ.» Πήρε την καράφα από τον Φάσλερ, την πλησίασε στο ποτήρι της, έριξε νερό. Ο Φάσλερ πήγε στην απέναντι µεριά του τραπεζιού κι έκατσε. «Από τη Βραζιλία...» είπε ο Λίµπερµαν. Η Φρίντα Μαλόνι ήπιε, άφησε την καράφα πάνω στο δίσκο. Ξεδίψασε, χαµήλωσε το ποτήρι της, έγλειψε τα χείλη της. «Σχεδόν
πάντα όλα πήγαιναν ρολόι» είπε. «Μια φορά το ζευγάρι δεν εµφανίστηκε. Τους τηλεφώνησα και µου είπαν πως άλλαξαν γνώµη. Έτσι πήρα το µωρό µαζί µου στο σπίτι και κανόνισα να έρθει το άλλο ζευγάρι. Και νέα έγγραφα επίσης. Είπα στο σύζυγό µου ότι έγινε κάποιο µπέρδεµα στο Ρας Γκαντίς κι ότι δεν είχαν πού να κρατήσουν το µωρό. Δεν ήξερε τίποτα απολύτως. Μέχρι και σήµερα δεν ξέρει τίποτα. Κι αυτό ήταν όλο. Συνολικά πρέπει να ήταν περίπου είκοσι µωρά· µερικά από αυτά έφτασαν το ένα µετά το άλλο στην αρχή, και ύστερα από αυτό, κάθε δύο µε τρεις µήνες.» Σήκωσε το ποτήρι της και ήπιε µια γουλιά. «Παρά δώδεκα» είπε ο Φάσλερ, κοιτάζοντας το ρολόι του. Χαµογέλασε στον Λίµπερµαν. «Είδατε; Σας µένουν άλλα δεκαεπτά λεπτά.» Ο Λίµπερµαν κοίταξε τη Φρίντα Μαλόνι. «Πώς ήταν εµφανισιακά τα µωρά;» τη ρώτησε. «Όµορφα» είπε εκείνη. «Γαλάζια µάτια, µαύρα µαλλιά. Έµοιαζαν πολύ µεταξύ τους, περισσότερο απ’ όσο µοιάζουν συνήθως µεταξύ τους τα µωρά. Έδειχναν από την Ευρώπη, όχι από τη Βραζιλία· είχαν ανοιχτό δέρµα, και τα γαλάζια µάτια.» «Σου το είπαν ότι ήταν από τη Βραζιλία ή µήπως βασίζεις αυτό το συµπέρασµα σε...;» «Δε µου είπαν το παραµικρό γι’ αυτά. Μόνο ποια νύχτα θα µεταφέρονταν στο µοτέλ, και τι ώρα.» «Σε ποιον πιστεύεις ότι ανήκαν τα µωρά;» «Η άποψή της» είπε ο Φάσλερ «δεν έχει φυσικά καµία βαρύτητα σε οποιοδήποτε θέµα.» Η Φρίντα Μαλόνι έκανε ένα νεύµα µε το χέρι της. «Τι σηµασία έχει;» ρώτησε, και είπε στον Λίµπερµαν: «Πιστεύω ότι ήταν τα παιδιά των Γερµανών στη Νότιο Αµερική. Τα νόθα παιδιά, ίσως, κοριτσιών από τη Γερµανία µε τα αγόρια της Νοτίου Αµερικής. Όσο για την αιτία που έκανε τον Οργανισµό να τα τοποθετεί στη Βόρειο Αµερική,
και να επιλέγει τις οικογένειες τόσο προσεκτικά – αυτό δεν µπόρεσα να το καταλάβω ποτέ.» «Δεν τους ρώτησες;» «Στην αρχή ακόµα» είπε «όταν ο Αλόις µού είπε για πρώτη φορά ποια είδη αιτήσεων να ψάχνω, τον ρώτησα για ποιο λόγο συνέβαιναν όλα αυτά. Μου είπε να µην κάνω ερωτήσεις, να κάνω µόνο αυτό που µου λένε. Για την Πατρίδα.» «Και είµαι σίγουρος πως είχες καταλάβει» της υπενθύµισε ο Φάσλερ «ότι αν δε συνεργαζόσουν, θα έπεφτες θύµα της κακοποίησης που σου επέβαλαν τελικά λίγα χρόνια αργότερα.» «Ναι, φυσικά» είπε η Φρίντα Μαλόνι. «Το είχα καταλάβει. Φυσικά.» «Τα είκοσι ζευγάρια στα οποία έδωσες µωρά– » είπε ο Λίµπερµαν. «Περίπου είκοσι» είπε η Φρίντα Μαλόνι. «Μπορεί να είναι λιγότερα.» «Ήταν όλοι τους Αµερικανοί;» «Εννοείς από τις Ηνωµένες Πολιτείες; Όχι, κάποιοι ήταν Καναδοί. Πέντε ή έξι. Οι υπόλοιποι από τις Ηνωµένες Πολιτείες.» «Δεν ήταν Ευρωπαίοι.» «Όχι.» Ο Λίµπερµαν κάθισε σιωπηλός, τρίβοντας το λοβό του αυτιού του. Ο Φάσλερ έριξε µια κλεφτή µατιά στο ρολόι του. «Θυµάσαι τα ονόµατά τους;» είπε ο Λίµπερµαν, Η Φρίντα Μαλόνι χαµογέλασε. «Αυτά έγιναν πριν από δεκατρία, δεκατέσσερα χρόνια» είπε. «Θυµάµαι ένα, το Γουίλοκ, επειδή µου χάρισαν το σκύλο µου κι επειδή τους τηλεφωνούσα για συµβουλές µερικές φορές. Εκείνοι τα εξέτρεφαν, Ντόµπερµαν. Η οικογένεια του Χένρι Γουίλοκ, στο Νιου Πρόβιντενς της Πενσιλβανίας. Τους ανέφερα ότι σκεφτόµουν να πάρω ένα, κι έτσι µου έφεραν τη Σάλι,
µόλις δέκα εβδοµάδων τότε, όταν ήρθαν για να πάρουν το µωρό. Ένα πανέµορφο σκυλί. Την έχουµε ακόµα. Ο σύζυγός µου την έχει ακόµα.» «Γκάθρι;» είπε ο Λίµπερµαν. Η Φρίντα Μαλόνι τον κοίταξε, και ένευσε καταφατικά. «Ναι» είπε. «Ο πρώτος λεγόταν Γκάθρι· έχεις δίκιο.» «Από την Τουσόν.» «Όχι. Από το Οχάιο. Όχι, την Αϊόβα. Ναι, από το Έιµις της Αϊόβα.» «Μετακόµισαν στην Τουσόν» είπε ο Λίµπερµαν. «Πέθανε σε ένα δυστύχηµα τον περασµένο Οκτώβριο.» «Α, ναι;» «Ποιος ήταν µετά τους Γκάθρι;» Η Φρίντα Μαλόνι κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Τότε ήταν που έγιναν µερικές απανωτές, µε διαφορά δύο εβδοµάδων.» «Κάρι;» Κοίταξε τον Λίµπερµαν. «Ναι» είπε. «Από τη Μασαχουσέτη. Όµως, όχι αµέσως µετά τους Γκάθρι. Μισό λεπτό. Οι Γκάθρι ήταν στα τέλη Φεβρουαρίου· και µετά ένα άλλο ζευγάρι, από κάπου στα νότια – Μέικον, νοµίζω· και ύστερα οι Κάρι. Και στη συνέχεια οι Γουίλοκ.» «Δύο εβδοµάδες µετά τους Κάρι;» «Όχι, δύο µε τρεις µήνες. Μετά τις πρώτες τρεις έγιναν πιο αραιές.» Ο Λίµπερµαν ρώτησε τον Φάσλερ: «Θα πέθαινες αν µε έβλεπες να τα σηµειώνω αυτά; Δεν πρόκειται να τη βλάψουν, τόσο παλιά στην Αµερική.» Ο Φάσλερ ρουθούνισε και αναστέναξε. «Εντάξει» είπε. «Για ποιο λόγο είναι τόσο σηµαντικά;» ρώτησε η Φρίντα Μαλόνι. Ο Λίµπερµαν έβγαλε το στιλό του και βρήκε ένα κοµµάτι χαρτί
στην τσέπη του. «Πώς γράφεται το “Γουίλοκ”;» Εκείνη του το συλλάβισε. «Νιου Πρόβιντενς, στην Πενσιλβανία;» «Ναι.» «Προσπάθησε να θυµηθείς: σε πόσο χρονικό διάστηµα ακριβώς πήραν το µωρό τους µετά τους Κάρι;» «Δε θυµάµαι ακριβώς. Δύο µε τρεις µήνες· ο προγραµµατισµός δεν ήταν σταθερός.» «Ήταν πιο κοντά στους δύο µήνες ή στους τρεις;» «Δε θυµάται» είπε ο Φάσλερ. «Εντάξει» είπε ο Λίµπερµαν. «Ποιος ακολούθησε τους Γουίλοκ;» Η Φρίντα Μαλόνι αναστέναξε. «Δε θυµάµαι ποιος ακολούθησε µετά» είπε. «Ήταν είκοσι, για πάνω από δυόµισι χρόνια. Υπήρχε ένας Τρούµαν, που δεν είχε καµία συγγένεια µε τον Πρόεδρο Τρούµαν. Νοµίζω πως ήταν ένα από τα ζευγάρια του Καναδά. Και υπήρχε και ένας... Κόργουιν ή Κόρµπιν, κάτι τέτοιο. Κόρµπετ.» Θυµήθηκε τρία ακόµα ονόµατα, και έξι πόλεις. Ο Λίµπερµαν τα σηµείωσε όλα. «Τέλος χρόνου» είπε ο Φάσλερ. «Μπορείτε να µε περιµένετε έξω;» Ο Λίµπερµαν έκρυψε το στιλό και το χαρτί. Κοίταξε τη Φρίντα Μαλόνι, της ένευσε. Τον χαιρέτησε κι εκείνη µε ένα νεύµα. Σηκώθηκε και πήγε στον καλόγερο· έριξε το παλτό στον ώµο του, και πήρε το καπέλο και το χαρτοφύλακά του από το ράφι. Προχώρησε προς την πόρτα, σταµάτησε και έµεινε ακίνητος· γύρισε από την άλλη. «Θα ήθελα να σου κάνω µία ακόµα ερώτηση» είπε. Τον κοίταξαν και οι δύο. Ο Φάσλερ ένευσε καταφατικά. Κοίταξε τη Φρίντα Μαλόνι και είπε: «Πότε είναι τα γενέθλια του
σκύλου σου;» Εκείνη του έριξε ένα κενό βλέµµα. «Ξέρεις;» τη ρώτησε. «Ναι» είπε εκείνη. «Στις είκοσι έξι Απριλίου.» «Σ’ ευχαριστώ» είπε· και στον Φάσλερ: «Σας παρακαλώ να µην αργήσετε πολύ· θέλω να ξεµπερδεύω µε αυτή την υπόθεση.» Γύρισε από την άλλη, άνοιξε την πόρτα και βγήκε στο διάδροµο. Κάθισε σε ένα παγκάκι κάνοντας µερικούς υπολογισµούς µε το στιλό του και ένα ηµερολόγιο τσέπης. Η αδελφή νοσοκόµα, που καθόταν στην άλλη πλευρά του διπλωµένου του παλτού, είπε: «Πιστεύετε ότι θα τη γλιτώσετε;» «Δεν είµαι δικηγόρος» είπε εκείνος. Ο Φάσλερ, οδηγώντας απρόσεκτα το αυτοκίνητό του µέσα στην πυκνή κίνηση, είπε: «Νιώθω απόλυτα σαγηνευµένος. Μου λέτε, σας παρακαλώ, ποια ήταν η εµπλοκή του Οργανισµού στην υπόθεση µε τα µωρά;» «Λυπάµαι» είπε ο Λίµπερµαν «αλλά αυτό δεν περιλαµβάνεται στη συµφωνία µας.» Λες και ήξερε ο ίδιος. Επέστρεψε στη Βιένη. Εκεί, εξαιτίας µιας δικαστικής εντολής, τα γραφεία και οι φωριαµοί είχαν µεταφερθεί σε ένα γραφείο που βρήκε ο Μαξ, δύο µικρά δωµάτια σε ένα παραµεληµένο κτίριο της Δεκάτης Πέµπτης Περιφέρειας. Κι όπου ο ίδιος, φυσικά, χρειάστηκε να µετακοµίσει αµέσως –η Λίλι είχε αρχίσει ήδη να ψάχνει– σε ένα µικρότερο και πιο φτηνό διαµέρισµα (αντίο, Γκλάντζερ, µπάσταρδε). Κι όπου, µε το ένα και µε το άλλο –τους δύο µήνες εγγύηση για το γραφείο, τα νοµικά έξοδα, τα έξοδα της µετακόµισης, το λογαριασµό του τηλεφώνου– σχεδόν δεν είχε µείνει τίποτα για να αγοράσει ένα εισιτήριο για το Σάλτσµπουργκ, πόσω µάλλον για την Ουάσινγκτον. Εκεί όπου έπρεπε να ταξιδέψει την αµέσως επόµενη εβδοµάδα,
στις 4 ή στις 5 Φεβρουαρίου. Εξήγησε την κατάσταση στον Μαξ και στην Έστερ την ώρα που εκείνοι έκαναν το νέο γραφείο να µοιάζει περισσότερο µε το Κέντρο Πληροφόρησης Εγκληµάτων Πολέµου και λιγότερο µε την εταιρεία Χ. Χάουπτ & Υιοί, Διαφηµιστές. «Οι Γκάθρι και οι Κάρι» είπε, ξύνοντας το δεύτερο Χ από το τζάµι της πόρτας µε µια λεπίδα, «πήραν τα µωρά τους µε διαφορά περίπου τεσσάρων εβδοµάδων, στα τέλη του Φεβρουαρίου και στα τέλη Μαρτίου, το 1961. Και ο Γκάθρι µε τον Κάρι σκοτώθηκαν µε διαφορά τεσσάρων εβδοµάδων, µε µια µέρα διαφορά, µε την ίδια σειρά. Οι Γουίλοκ πήραν το µωρό τους στις πέντε Ιουλίου περίπου – αυτό το ξέρω επειδή χάρισαν στη Φρίντα Μαλόνι ένα κουτάβι δέκα εβδοµάδων, που γεννήθηκε στις είκοσι έξι Απριλίου– » «Τι;» Η Έστερ γύρισε και τον κοίταξε. Κρατούσε ένα χάρτη πάνω στον τοίχο την ώρα που ο Μαξ τού έβαζε πινέζες. «–κι από τα τέλη Μαρτίου ως τις πέντε Ιουλίου» είπε ο Λίµπερµαν, ξύνοντας «είναι περίπου δεκατέσσερις εβδοµάδες. Εποµένως είναι ασφαλές να υποθέσουµε ότι ο Γουίλοκ πρέπει να δολοφονηθεί γύρω στις είκοσι δύο Φεβρουαρίου, τέσσερις εβδοµάδες µετά τον Κάρι. Και θέλω να βρίσκοµαι στην Ουάσινγκτον δύο µε τρεις εβδοµάδες νωρίτερα.» «Νοµίζω ότι σε κατάλαβα» είπε η Έστερ. «Τι να µην καταλάβεις;» είπε ο Μαξ. «Σκοτώνονται µε την ίδια σειρά που πήραν τα µωρά τους, και σε ίδια χρονική απόσταση µεταξύ τους. Η ερώτηση είναι: γιατί;» Η ερώτηση, πίστευε ο Λίµπερµαν, έπρεπε να περιµένει. Η αποτροπή των δολοφονιών, για όποιο λόγο κι αν γίνονταν αυτές, ήταν αυτό που είχε σηµασία, και µόνο µέσω του αµερικανικού Εφ Μπι Άι είχε τις περισσότερες πιθανότητες για να τα καταφέρει. Εκείνοι θα µπορούσαν να του επιβεβαιώσουν σχετικά εύκολα ότι οι δύο άντρες που είχαν πεθάνει σε «δυστυχήµατα» ήταν οι πατέρες παράνοµα
υιοθετηµένων γιων που έµοιαζαν µεταξύ τους, κι ότι ο Χένρι Γουίλοκ ήταν ο τρίτος στη σειρά (ή τέταρτος, αν ανακάλυπταν εκείνον τον Μέικον – µπορεί). Στις 22 Φεβρουαρίου, µέσες άκρες, θα µπορούσαν να συλλάβουν τον υποψήφιο δολοφόνο του Γουίλοκ, και να µάθουν από εκείνον τις ταυτότητες, ή ακόµα και το πρόγραµµα, των άλλων πέντε. (Ο Λίµπερµαν πλέον πίστευε ότι οι έξι δολοφόνοι δούλευαν ανεξάρτητα, όχι σε ζευγάρια, εξαιτίας της χρονικής εγγύτητας στις δολοφονίες του Ντέρινγκ, του Γκάθρι, του Χόρβε και του Ρούνστεν – όλες τους σε διαφορετικές χώρες.) Θα µπορούσε επίσης, πιο εύκολα, να πάει στο Οµοσπονδιακό Τµήµα Εγκληµατικής Έρευνας στη Βόνη, από τη στιγµή που ήταν βέβαιος ότι ένα γερµανικό πρακτορείο υιοθεσιών (κι ένα αγγλικό και τρία σκανδιναβικά) είχαν µια Φρίντα Μαλόνι να ψάχνει τα αρχεία τους και να µοιράζει µωρά. Ο Κλάους ανακάλυψε ότι το παιδί στο Φράιµπεργκ ήταν όµοιο µε εκείνο στο Τριτάου, και ο ίδιος ο Λίµπερµαν, όταν βρέθηκε στο Ντίσελντορφ, είχε τηλεφωνήσει στη Φράου Ντέρινγκ, στη Ρόζενµπεργκερ και στη Σρίµπερ, και είχε λάβει ως απάντηση στην ερώτηση «Πείτε µου, σας παρακαλώ, είναι υιοθετηµένος ο γιος σας;» δύο έκπληκτα και ανήσυχα «ναι», ένα εξοργισµένο «όχι», και τρεις εντολές να κοιτάζει τη δουλειά του. Όµως, στη Βόνη δε θα είχε να προσφέρει επόµενο θύµα, και το αντάλλαγµα µε το οποίο κατάφερε να κάνει τη Φρίντα Μαλόνι να µιλήσει δε θα γινόταν άνετα αποδεκτό. Ούτε και ο ίδιος θα γινόταν άνετα αποδεκτός, όπως ήλπιζε να συµβεί στην Ουάσινγκτον. Άλλωστε, στα βάθη της εβραϊκής καρδιάς του, δεν εµπιστευόταν τις γερµανικές Αρχές στον ίδιο βαθµό µε τις αµερικανικές, στα θέµατα που αφορούσαν στους Ναζιστές. Εποµένως, τον περίµενε η Ουάσινγκτον και το Εφ Μπι Άι. Κάθισε µπροστά στο τηλέφωνο του νέου του γραφείου και άρχισε να καλεί παλιούς χρηµατοδότες. «Δε θέλω να σας πιέζω κατ’ αυτό τον τρόπο, αλλά, πιστέψτε µε, είναι πολύ σηµαντικό. Είναι µια υπόθεση που εξελίσσεται αυτή τη
στιγµή, µε έξι ανθρώπους των Ες Ες και τον Μένγκελε.» Ο πληθωρισµός, του έλεγαν. Η οικονοµική κρίση. Οι δουλειές πήγαιναν χάλια. Άρχισε να αναφέρει τους νεκρούς γονείς, τα Έξι Εκατοµµύρια – κάτι που µισούσε να κάνει, να χρησιµοποιεί τις ενοχές ως µέσο εξασφάλισης πόρων. Κέρδισε µερικές υποσχέσεις. «Σας παρακαλώ, αµέσως» είπε. «Είναι σηµαντικό.» «Μα δεν είναι δυνατόν,» είπε η Λίλι, βάζοντας µια δεύτερη µερίδα κούγκελ πατάτας µε την κουτάλα στο πιάτο της. «Πώς γίνεται να υπάρχουν τόσο πολλά παιδιά που να µοιάζουν µεταξύ τους;» «Αγάπη µου» της είπε ο Μαξ από την απέναντι µεριά του τραπεζιού «µη λες ότι δεν είναι δυνατόν. Ο Γιάκοβ τα είδε. Ο φίλος του από το Χάιντελµπεργκ τα είδε.» «Η Φρίντα Μαλόνι τα είδε» είπε ο Λίµπερµαν. «Τα µωρά ήταν όλα ίδια, περισσότερο απ’ όσο είναι συνήθως τα µωρά.» Η Λίλι άφησε έναν ήχο σαν να έφτυνε στο πάτωµα. «Αυτή πρέπει να πεθάνει.» «Το όνοµα που χρησιµοποίησε» είπε ο Λίµπερµαν «ήταν Ελίζαµπεθ Γκρέγκορι. Ήθελα να τη ρωτήσω αν της το έδωσαν ή αν το επέλεξε µόνη της, αλλά το ξέχασα.» «Τι σηµασία έχει;» ρώτησε ο Μαξ, µασώντας. «Γκρέγκορι.» είπε η Λίλι. «Το όνοµα που χρησιµοποιούσε ο Μένγκελε στην Αργεντινή.» «Α, ναι, φυσικά.» «Πρέπει να της το έδωσε εκείνος» είπε ο Λίµπερµαν. «Όλα πρέπει να προέρχονται από αυτόν, όλη η επιχείρηση. Έχει την υπογραφή του, έστω κι αν δε σκόπευε κάτι τέτοιο.» Έφτασαν µερικά χρήµατα –από τη Σουηδία και τις Ηνωµένες Πολιτείες– και έκλεισε ένα εισιτήριο για την Ουάσινγκτον µέσω Φρανκφούρτης και Νέας Υόρκης, για την Τρίτη, 4 Φεβρουαρίου.
Την Παρασκευή το απόγευµα, στις 31 Ιανουαρίου, χρησιµοποίησε το όνοµα Μένγκελε. Είχε πετάξει µαζί µε τους σωµατοφύλακές του στη Φλοριανόπολις στο νησί της Σάντα Καταρίνα, στη µέση περίπου ανάµεσα στο Σάο Πάολο και στο Πόρτο Αλέγκρε, όπου στην αίθουσα δεξιώσεων του Ξενοδοχείου Νόβο Αµπούργκο, που ήταν διακοσµηµένη για την περίσταση µε σβάστικες σε κόκκινες και µαύρες γιρλάντες, οι Γιοι του Εθνικού Σοσιαλισµού είχαν οργανώσει ένα χορό µε εκατό κρουζέιρο το άτοµο. Τι ενθουσιασµός που επικράτησε µόλις έκανε την εµφάνισή του ο Μένγκελε! Οι σηµαντικοί Ναζιστές, εκείνοι που έπαιξαν σηµαίνοντες ρόλους στο Τρίτο Ράιχ και ήταν πασίγνωστοι σε όλο τον κόσµο, είχαν την τάση να σνοµπάρουν τους Γιους, αρνούνταν τις προσκλήσεις τους µε πρόφαση την κακή τους υγεία και έκαναν αψίθυµα σχόλια για τον ηγέτη τους, τον Χανς Στρουπ (που ακόµα και οι Γιοι παραδέχονταν κάποιες φορές ότι υπερέβαλλε στο µιµητισµό του Χίτλερ). Όµως, να που βρισκόταν εδώ ο ίδιος ο δόκτωρ Μένγκελε, µε σάρκα και οστά και µε ένα λευκό επίσηµο κοστούµι, να δίνει χειραψίες, να φιλά µάγουλα, να λάµπει, να γελά, να επαναλαµβάνει καινούργια ονόµατα. Και πόσο υγιής κι ευτυχισµένος έδειχνε! Και ήταν. Γιατί όχι; Ήταν η 31η µέρα του µήνα, σωστά; Την εποµένη θα έβαφε δύο ακόµα κουτιά στον πίνακα και θα ξεπερνούσε τη µέση της πρώτης στήλης – τους δεκαοχτώ. Πήγαινε σε κάθε διαθέσιµο χορό και πάρτι εκείνη την περίοδο· µια αντίδραση, φυσικά, στην αγωνία και στην κατάθλιψη που πέρασε τον Νοέµβριο και στις αρχές του Δεκεµβρίου, όταν για λίγο πίστεψαν ότι εκείνος ο Εβραίος µπάσταρδος, ο Λίµπερµαν, θα τους κατέστρεφε τα σχέδια. Καθώς έπινε αργά τη σαµπάνια του σε εκείνη τη γιορτινή αίθουσα δεξιώσεων που ήταν γεµάτη µε έκθαµβους Αρίους, κάποιοι από τους οποίους φορούσαν ναζιστικές στολές (µισόκλειστα µάτια: Βερολίνο στις αρχές του τριάντα), εντυπωσιάστηκε όταν αναλογίστηκε την κατάσταση στην οποία βρισκόταν πριν από δύο µήνες. Κλασικός Ντοστογιέφσκι! Συνωµοτούσε, σχεδίαζε, κανόνιζε διάφορα για να ξεπεράσει το χάσµα στην περίπτωση που θα τον πρόδιδε ο Οργανισµός (οι οποίοι βρέθηκαν στα πρόθυρα να το κάνουν, δεν
υπήρχε καµία αµφιβολία γι’ αυτό). Αλλά στη συνέχεια ο Λίµπερµαν οδήγησε τον Μουντ σε µια περιοδεία της Γαλλίας, και τον Σουίµερ σε µια σειρά από λανθασµένες πόλεις της Αγγλίας· και τελικά, δόξα τω Θεώ, εγκατέλειψε την προσπάθεια κι έµεινε στο σπίτι του, συµπεραίνοντας, χωρίς αµφιβολία, ότι το µικρό τσιράκι του είχε κάνει λάθος. (Δόξα τω Θεώ, επίσης, που τον έπιασαν πριν παίξει την κασέτα στον Λίµπερµαν.) Έτσι πίνουµε όλοι µας σαµπάνια και τρώµε αυτά τα νοστιµότατα όπως-κι-αν-τα-λένε («Χαρά µου που βρίσκοµαι εδώ! Σας ευχαριστώ!») την ώρα που ο κακόµοιρος ο Λίµπερµαν, σύµφωνα µε τους Νιου Γιορκ Τάιµς, βρίσκεται στις άγονες περιοχές της Αµερικής κάνοντας, αν διάβαζες πίσω από τις λέξεις των αναφορών που ελέγχονταν από τους Εβραίους, µια ασήµαντη περιοδεία διαλέξεων µικρής χρονικής διάρκειας. Είναι και χειµώνας εκεί πέρα! Ρίξε χιόνι, σε παρακαλώ, Θεέ µου! Πολύ χιόνι! Κάθισε στην εξέδρα µε τον Στρουπ στα αριστερά του· εκείνος του έκανε µια εύγλωττη πρόποση –ο άντρας αυτός ήταν τόσο ηλίθιος όσο είχε προβλέψει– και έστρεψε την προσοχή του σε µια εκθαµβωτική ξανθιά στα δεξιά του. Αποκαλύφθηκε ότι ήταν η περσινή Μις Ναζί, και ήταν αναµενόµενο. Παρά το γεγονός ότι φορούσε βέρα πλέον και –δεν τον ξεγελούσε το µάτι του– ήταν έγκυος, τεσσάρων µηνών. Ο σύζυγος βρισκόταν για δουλειά στο Ρίο· ήταν κατενθουσιασµένη που καθόταν δίπλα σε έναν τόσο αναγνωρισµένο... Ίσως; Μπορούσε να περάσει εκεί τη νύχτα· να επιστρέψει νωρίς και φρέσκος µε το αεροπλάνο. Την ώρα που χόρευε µε την έγκυο Μις Ναζί, κατεβάζοντας σταδιακά το χέρι του στον πραγµατικά θαυµάσιο κώλο της, ο Φάρνµπαχ ήρθε χορεύοντας κοντά του και είπε: «Καλησπέρα! Πώς είστε; Μάθαµε ότι ήσασταν εδώ και ήρθαµε όσο πιο γρήγορα γινόταν. Να σας γνωρίσω τη γυναίκα µου, την Ίλσε; Γλυκιά µου, από εδώ ο Χερ Δόκτωρ Μένγκελε.» Συνέχισε να χορεύει στην ίδια θέση και χαµογελούσε, βγάζοντας το συµπέρασµα ότι είχε πιει πολύ, αλλά ο Φάρνµπαχ δεν
εξαφανίστηκε, ούτε µεταµορφώθηκε σε κάποιον άλλο· παρέµεινε ο Φάρνµπαχ – έγινε περισσότερο ο Φάρνµπαχ, στην πραγµατικότητα· µε ξυρισµένο κεφάλι, παχιά χείλη, να συστήνεται στη Μις Ναζί µε πεινασµένο βλέµµα την ώρα που µια άσχηµη, µικροσκοπική γυναίκα στη αγκαλιά του φλυαρούσε για την «τιµή» και την «απόλαυση», «αν και µου πήρατε τον Μπρούνο µου»! Σταµάτησε να χορεύει, ελευθέρωσε τα χέρια του. Ο Φάρνµπαχ τού εξήγησε ευδιάθετα: «Είµαστε στο Εξέλσιορ. Περνάµε κάτι σαν το δεύτερο µήνα του µέλιτος.» Έµεινε να τον κοιτάζει, και είπε: «Έπρεπε να βρίσκεσαι στο Κρίστιανσταντ. Να ετοιµάζεσαι για τη δολοφονία του Όσκαρσον.» Μια µικρή κραυγή από την άσχηµη γυναίκα. Ο Φάρνµπαχ άσπρισε, έµεινε κι εκείνος να τον κοιτάζει. «Προδότη!» ούρλιαξε. «Γουρούνι– » Τα λόγια δεν ήταν αρκετά· όρµησε πάνω στον Φάρνµπαχ και του άρπαξε τον παχύ λαιµό του· τον έσπρωξε προς τα πίσω ανάµεσα σε χορευτές, τον στραγγάλιζε, την ώρα που τα χέρια του Φάρνµπαχ προσπαθούσαν να τραβήξουν τα δικά του. Κατακόκκινος και χωρίς άλλη λέξη που να τον περιγράφει πλέον, µε γουρλωµένα τα γαλάζια µάτια του. Το ουρλιαχτό µιας γυναίκας· ο κόσµος να γυρίζει προς το µέρος του. «Ω Θεέ µου!» Ένα τραπέζι σταµάτησε τον Φάρνµπαχ, ανασήκωσε την πίσω πλευρά του· ο κόσµος υποχώρησε. Έσπρωξε τον Φάρνµπαχ προς τα κάτω, τον στραγγάλιζε· το τραπέζι τινάχτηκε προς τα πάνω κι έριξε κάτω τα πιάτα, τα ποτήρια και τα µαχαιροπίρουνα καθώς εκείνοι έπεφταν µπροστά του, χύνοντας σούπα και κρασί στο ξυρισµένο κεφάλι του Φάρνµπαχ, ξεπλένοντας το µοβ του πρόσωπο. Χέρια άρχισαν να τραβούν τον Μένγκελε· οι γυναίκες ούρλιαζαν· η µουσική έγινε παράφωνη και σταµάτησε. Ο Ρούντι τραβούσε δυνατά τους καρπούς του Μένγκελε, κοιτάζοντάς τον παρακλητικά. Εγκατέλειψε, επέτρεψε να τον τραβήξουν και να τον αποµακρύνουν, να τον στηρίξουν στα πόδια του.
«Αυτός ο άνθρωπος είναι ένας προδότης!» φώναξε σε όλους. «Πρόδωσε εµένα, πρόδωσε εσάς! Πρόδωσε τη φυλή του! Πρόδωσε την Άρια φυλή!» Ένα ουρλιαχτό από την άσχηµη γυναίκα που είχε γονατίσει στο πλευρό του Φάρνµπαχ καθώς εκείνος, κόκκινος και ιδρωµένος, έτριβε το λαιµό του, παλεύοντας να ανασάνει. «Υπάρχουν γυαλιά στο κεφάλι του!» φώναξε. «Ω Θεέ µου! Καλέστε ένα γιατρό! Αχ, Μπρούνο, Μπρούνο!» «Αυτός ο άνθρωπος πρέπει να εκτελεστεί» εξήγησε λαχανιασµένα ο Μένγκελε στους ανθρώπους γύρω του. «Πρόδωσε την Άρια φυλή. Του ανατέθηκε µια εργασία, ένα στρατιωτικό καθήκον. Επέλεξε να µην το εκτελέσει.» Οι άντρες έδειχναν µπερδεµένοι και ανήσυχοι. Ο Ρούντι έτριβε τους πρησµένους καρπούς του Μένγκελε. Ο Φάρνµπαχ έβηξε, προσπαθώντας να πει κάτι. Τράβηξε από το πρόσωπό του το χαρτοµάντιλο που κρατούσε στο χέρι της η γυναίκα του και ανασηκώθηκε στο ένα χέρι, κοιτάζοντας ψηλά τον Μένγκελε. Έβηξε κι έτριψε το λαιµό του. Η σύζυγός του είχε αρπάξει τους ώµους του, που έδειχναν πιο σκούροι από τον ιδρώτα. «Μην κουνιέσαι!» του είπε εκείνη. «Ω Θεέ µου! Πού είναι ένας γιατρός;» «Αυτοί!» έκρωξε ο Φάρνµπαχ. «Με κάλεσαν! Πίσω!» Μια σταγόνα αίµα γλίστρησε µπροστά από το δεξί του αυτί κι έγινε ένα µικρό ρουµπινένιο σκουλαρίκι, που κρεµόταν, που µεγάλωνε. Ο Μένγκελε έσπρωξε τον κόσµο µακριά, χαµήλωσε το βλέµµα του. «Δευτέρα!» του είπε ο Φάρνµπαχ. «Ήµουν όντως στο Κρίστιανσταντ! Προετοίµαζα τα πράγµατα για» –κοίταξε τους υπόλοιπους, κοίταξε τον Μένγκελε– «γι’ αυτό που έπρεπε να κάνω!» Το µατωµένο σκουλαρίκι του έσταξε· ένα άλλο άρχισε να µεγαλώνει στη θέση του. «Μου τηλεφώνησαν στη Στοκχόλµη και µου είπαν» –
έριξε µια γρήγορη µατιά στη σύζυγό του, κοίταξε τον Μένγκελε– «κάποιος που γνώριζα εκεί και µου ζήτησαν να επιστρέψω. Στο γραφείο της εταιρείας µου. Αµέσως.» «Λες ψέµατα» είπε ο Μένγκελε. «Όχι!» φώναξε ο Φάρνµπαχ· το µατωµένο σκουλαρίκι του έσταξε. «Όλοι επέστρεψαν! Ένας βρισκόταν ήδη… στο γραφείο όταν επέστρεψα. Δύο είχαν περάσει ήδη από εκεί. Οι άλλοι δύο αναµένονταν.» Ο Μένγκελε έµεινε να τον κοιτάζει, κατάπιε δυνατά. «Γιατί;» ρώτησε. «Δεν ξέρω» του είπε ο Φάρνµπαχ περιφρονητικά. «Δεν κάνω ερωτήσεις πλέον. Κάνω αυτό που µου λένε.» «Πού είναι ένας γιατρός;» ούρλιαξε η σύζυγός του. «Έρχεται!» φώναξε κάποιος από την πόρτα. «Μην τον πλησιάσετε!» Κοίταξε τη σύζυγο του Φάρνµπαχ. «Σκάσε» είπε. Κοίταξε γύρω του. «Έχει κάποιος από εσάς ένα τσιµπιδάκι;» Στο γραφείο του υπευθύνου της αίθουσας δεξιώσεων έβγαλε θραύσµατα γυαλιού από το πίσω µέρος του κεφαλιού του Φάρνµπαχ µε το τσιµπιδάκι κι ένα µεγεθυντικό φακό, ενώ ο Ρούντι κρατούσε µια λάµπα κοντά του. «Λίγα µένουν ακόµα» είπε, ρίχνοντας ένα θραύσµα σε ένα τασάκι. Ο Φάρνµπαχ, καθισµένος σκυφτός, δεν είπε τίποτα. Ο Μένγκελε µούλιασε τις χαρακιές µε απολυµαντικό και τοποθέτησε µια χειρουργική γάζα πάνω τους ακριβώς. «Λυπάµαι πολύ» είπε. Ο Φάρνµπαχ σηκώθηκε, ίσιωσε το βρεγµένο του σακάκι. «Και πότε» ρώτησε «θα µάθουµε το λόγο που µας αναθέσατε αυτή την αποστολή;» Ο Μένγκελε τον κοίταξε για µια στιγµή και είπε: «Νόµιζα πως
είχες σταµατήσει να κάνεις ερωτήσεις.» Ο Φάρνµπαχ γύρισε στρίβοντας τις φτέρνες του και βγήκε έξω. Ο Μένγκελε έδωσε το τσιµπιδάκι στον Ρούντι και τον έβγαλε κι αυτόν έξω. «Βρες τον Τεν-Τεν» είπε. «Θα φύγουµε πολύ σύντοµα. Στείλε τον πριν από εµάς για να προειδοποιήσει τον Ερρίκο. Και κλείσε την πόρτα.» Έβαλε τα πράγµατα πίσω στο κουτί πρώτων βοηθειών, έκατσε στο τσαπατσούλικο γραφείο, έβγαλε τα γυαλιά του, σκούπισε το µέτωπό του για να στεγνώσει. Έβγαλε την ταµπακιέρα του· άναψε ένα τσιγάρο και το ρούφηξε, έριξε το σπίρτο πάνω στα θραύσµατα του γυαλιού. Ξαναφόρεσε τα γυαλιά του κι έβγαλε την ατζέντα µε τις διευθύνσεις. Κάλεσε τον προσωπικό αριθµό του Σίµπερτ. Μια Βραζιλιάνα υπηρέτρια που γελούσε νευρικά του είπε ότι ο Σενιόρ και η Σενιόρα είχαν βγει, δεν ήξερε πού είχαν πάει. Δοκίµασε το αρχηγείο, χωρίς να περιµένει απάντηση· δεν πήρε καµία. Ο γιος του Οστράιχερ, ο Ζίγκφριντ, του έδωσε έναν άλλο αριθµό, όπου ο ίδιος ο Οστράιχερ σήκωσε το τηλέφωνο. «Ο Μένγκελε είµαι. Βρίσκοµαι στη Φλοριανόπολις. Μόλις είδα τον Φάρνµπαχ.» Σιωπή, κι έπειτα: «Που να πάρει ο διάολος. Ο Συνταγµατάρχης θα σου το έλεγε το πρωί· αναβάλλει την επιχείρηση. Είναι πολύ δυσαρεστηµένος µαζί µας. Αντιστάθηκε σαν το διάολο.» «Το φαντάζοµαι» είπε ο Μένγκελε. «Τι έγινε;» «Φταίει αυτό το καθίκι, ο Λίµπερµαν. Συνάντησε τη Φρίντα Μαλόνι κάποια στιγµή την προηγούµενη εβδοµάδα.» «Είναι στην Αµερική!» φώναξε ο Μένγκελε. «Όχι, εκτός κι αν η Αµερική µετακόµισε στο Ντίσελντορφ. Πρέπει να του διηγήθηκε όλη την ιστορία από τη δικιά της σκοπιά. Ο δικηγόρος της ζήτησε να µάθει από µερικούς φίλους µας εκεί για
ποιο λόγο διοχετεύαµε µωρά στη µαύρη αγορά τη δεκαετία του ’60. Τους έπεισε ότι έλεγε την αλήθεια, κι εκείνοι ρώτησαν εµάς. Ο Ρούντελ ήρθε µε το αεροπλάνο την περασµένη Κυριακή, ακολούθησε µια τρίωρη συνεδρίαση –ο Σίµπερτ ήθελε πολύ να παρευρεθείς κι εσύ· ο Ρούντελ και µερικοί άλλοι δεν το ήθελαν– κι αυτό ήταν όλο. Οι άντρες επέστρεψαν την Τρίτη και την Τετάρτη.» Ο Μένγκελε έσπρωξε πιο ψηλά τα γυαλιά του και µούγκρισε, αγγίζοντας τα µάτια του. «Γιατί δεν ήθελαν να σκοτώσουν τον Λίµπερµαν; Είναι παρανοϊκοί, είναι και οι ίδιοι Εβραίοι, τι συµβαίνει; Ο Μουντ δε θα συγκρατιόταν µπροστά σε αυτή την ευκαιρία! Ήθελε να το κάνει από µόνος του, τις πρώτες ηµέρες. Αυτός, από µόνος του, είναι πιο έξυπνος απ’ όλους τους συνταγµατάρχες µαζί.» «Θέλεις ν’ ακούσεις το σκεπτικό τους;» «Πες το. Αν κάνω εµετό την ώρα που µιλάς, σε παρακαλώ να µε συγχωρήσεις.» «Δεκαεπτά άνθρωποι είναι νεκροί. Αυτό σηµαίνει, σύµφωνα µε τα δικά σου στοιχεία, ότι µπορούµε να είµαστε βέβαιοι για µία ή δύο επιτυχίες. Και ίσως µία ή δύο ακόµα µε τους υπόλοιπους, από τη στιγµή που κάποιοι από τους άντρες αυτούς θα πεθάνουν από φυσικά αίτια στα εξήντα πέντε. Ο Λίµπερµαν δε γνωρίζει ακόµα τα πάντα, επειδή δεν τα ήξερε η Μαλόνι. Αλλά µπορεί να θυµήθηκε ονόµατα, κι αν το έκανε, το επόµενο λογικό του βήµα θα είναι να προσπαθήσει να παγιδεύσει τον Έσεν.» «Τότε φέρτε πίσω µόνο αυτόν! Γιατί και τους έξι;» «Αυτό ακριβώς είπε και ο Σίµπερτ.» «Και;» «Εδώ είναι που θα κάνεις εµετό. Η επιχείρηση συνολικά έγινε πολύ ριψοκίνδυνη. Αυτό λέει ο Ρούντελ. Θα καταλήξει να φέρει τον Οργανισµό κάτω από το φως των προβολέων, όπως το ίδιο θα κάνει και η δολοφονία του Λίµπερµαν. Καλύτερα να συµβιβαστούµε µε τη µία ή τις δύο επιτυχίες ή και µε ακόµα περισσότερες –που είναι
αρκετές, έτσι δεν είναι;– και να τη σταµατήσουµε. Να αφήσουµε τον Λίµπερµαν να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του κυνηγώντας τον Έσεν.» «Μα δε θα το κάνει. Στο τέλος θα βρει τι συµβαίνει και θα επικεντρωθεί στα παιδιά.» «Μπορεί, αλλά µπορεί και όχι.» «Η αλήθεια είναι» είπε ο Μένγκελε, βγάζοντας τα γυαλιά του «πως πρόκειται για µερικούς κουρασµένους γέρους που έχουν χάσει τον ανδρισµό τους. Το µόνο που θέλουν είναι να πεθάνουν από γηρατειά στις βίλες τους δίπλα στη θάλασσα. Αν τα εγγόνια τους είναι οι τελευταίοι Άριοι σε έναν κόσµο υπανθρώπων, δεν τους απασχολεί. Θα µπορούσα να τους παρατάξω όλους µπροστά στο εκτελεστικό απόσπασµα.» «Έλα τώρα, βοήθησαν να φτάσουµε ως εδώ.» «Τι θα γίνει αν τα στοιχεία µου είναι λάθος; Τι θα γίνει αν η πιθανότητα δεν είναι µία στις δέκα αλλά µία στις είκοσι; Ή στις τριάντα; Ή στις ενενήντα τέσσερις; Τι θα κάνουµε τότε;» «Κοίτα, αν ήταν στο δικό µου χέρι θα σκότωνα τον Λίµπερµαν χωρίς να µε νοιάζουν οι επιπτώσεις και θα συνέχιζα µε τους υπόλοιπους. Εγώ είµαι µαζί σου. Το ίδιο και ο Σίµπερτ. Το ξέρω ότι δε µε πιστεύεις, αλλά πολέµησε σθεναρά. Θα είχε αποφασιστεί µέσα σε πέντε λεπτά αν δεν ήταν αυτός.» «Αυτό είναι πολύ παρήγορο» είπε ο Μένγκελε. «Πρέπει να κλείσω τώρα. Καληνύχτα.» Έκλεισε το τηλέφωνο. Κάθισε µε τους αγκώνες του πάνω στο γραφείο, το πιγούνι πάνω στους αντίχειρες των µπλεγµένων δαχτύλων του, µε τα χείλη του να φιλούν σχεδόν την πρώτη άρθρωση. Αυτό γίνεται πάντα, σκέφτηκε, όταν εξαρτάσαι από τους άλλους. Υπήρξε ποτέ ένας άντρας µε όραµα, µε µεγαλοφυΐα (ναι, µεγαλοφυΐα, που να πάρει ο διάολος!), που να αντιµετωπίστηκε σωστά από τους Ρούντελ και τους Σίµπερτ αυτού του κόσµου;
Έξω από την κλειστή πόρτα του γραφείου του τον περίµενε ο Ρούντι, και ο Χανς Στρουπ µαζί µε τους λοχαγούς του· και ο υπεύθυνος της αίθουσας δεξιώσεων µε το διευθυντή του ξενοδοχείου· και, σε διακριτική απόσταση, η Μις Ναζί, που δεν άκουγε το νεαρό ένστολο άντρα που της µιλούσε. Όταν ο Μένγκελε βγήκε έξω, ο Στρουπ τον πλησίασε µε ανοιχτή αγκαλιά κι ένα γαλίφικο χαµόγελο. «Ο κακοµοίρης χάθηκε µέσα στη νύχτα» είπε. «Ελάτε, έχουµε καθυστερήσει το κυρίως πιάτο για χάρη σας.» «Δεν έπρεπε να το κάνετε» είπε ο Μένγκελε. «Πρέπει να φύγω.» Κάνοντας νόηµα στον Ρούντι, ξεκίνησε βιαστικά για την έξοδο. Τηλεφώνησε ο Κλάους και είπε ότι γνώριζε τα πάντα: το πώς µπορούν ενενήντα τέσσερα παιδιά να µοιάζουν µε δίδυµα και την αιτία που έκανε τον Μένγκελε να ζητά το θάνατο των θετών τους πατέρων σε συγκεκριµένες ηµεροµηνίες. Ο Λίµπερµαν, που είχε µείνει ξύπνιος όλη την προηγούµενη νύχτα µε ρευµατικούς πόνους και διάρροια, περνούσε την ηµέρα του στο κρεβάτι, και το πρώτο πράγµα που συνειδητοποίησε εκείνη τη στιγµή ήταν η συµµετρία της υπόθεσης: µια ερώτηση που του έκανε ένας νεαρός άντρας, από το τηλέφωνο την ώρα που εκείνος ήταν ξαπλωµένος, θα έπαιρνε απάντηση από έναν άλλο νεαρό άντρα, από το τηλέφωνο την ώρα που εκείνος ήταν ξαπλωµένος. Ήταν σίγουρος ότι ο Κλάους θα είχε δίκιο. «Συνέχισε» είπε, µαζεύοντας τα µαξιλάρια στην πλάτη του. «Χερ Λίµπερµαν» –ο Κλάους ακούστηκε νευρικός– «αυτή είναι µια υπόθεση για την οποία δεν µπορώ να µιλώ στο τηλέφωνο· είναι περίπλοκη, και στην πραγµατικότητα ούτε κι εγώ την καταλαβαίνω εντελώς. Τη βρήκα από δεύτερο χέρι, από τη Λένα, το κορίτσι µε το οποίο συζώ. Δική της ήταν η ιδέα, και µίλησε γι’ αυτήν σε έναν καθηγητή της. Μπορείτε να έρθετε εδώ και να κανονίσουµε µια συνάντηση; Σας υπόσχοµαι πως αυτή πρέπει να είναι η εξήγηση.»
«Φεύγω για την Ουάσινγκτον την Τρίτη το πρωί.» «Τότε ελάτε µε το αεροπλάνο αύριο. Ή ακόµα καλύτερα, ελάτε τη Δευτέρα, κοιµηθείτε εδώ, και συνεχίστε το πρόγραµµά σας την Τρίτη. Λογικά θα φεύγετε από τη Φρανκφούρτη, έτσι δεν είναι; Θα έρθω εγώ να σας πάρω από το αεροδρόµιο και θα σας επιστρέψω εκεί. Μπορούµε να βρεθούµε µε τον καθηγητή τη Δευτέρα το βράδυ. Θα µείνετε εδώ µε τη Λένα και µ’ εµένα· εσείς θα πάρετε το κρεβάτι, εµείς θα πάρουµε τους υπνόσακους.» «Πες µου τουλάχιστον τη βασική ιδέα τώρα» είπε ο Λίµπερµαν. «Όχι. Αλήθεια, πρέπει να σας το εξηγήσει κάποιος που ξέρει τι θέλει να πει. Γι’ αυτή την υπόθεση δε θα ταξιδέψετε και στην Ουάσινγκτον;» «Ναι.» «Τότε σίγουρα θα χρειαστείτε όσες περισσότερες πληροφορίες γίνεται, έτσι δεν είναι; Σας υπόσχοµαι, δε θα χάσετε το χρόνο σας.» «Εντάξει, σ’ εµπιστεύοµαι. Θα σε ενηµερώσω για την ώρα της άφιξής µου. Καλά θα κάνεις να επικοινωνήσεις µε αυτό τον καθηγητή και να βεβαιωθείς ότι θα είναι διαθέσιµος.» «Θα το κάνω, αλλά είµαι σίγουρος πως θα είναι. Η Λένα λέει ότι ανυποµονεί να σας γνωρίσει και να σας βοηθήσει. Το ίδιο κι εκείνη. Είναι από τη Σουηδία, κι έτσι έχει έννοµο συµφέρον. Εξαιτίας εκείνου του ανθρώπου στο Γκέτεµποργκ.» «Τι διδάσκει, ο καθηγητής της – πολιτικές επιστήµες;» «Βιολογία.» «Βιολογία;» «Ακριβώς. Πρέπει να φύγω τώρα, αλλά θα είµαστε στο σπίτι όλη την ηµέρα αύριο.» «Θα σου τηλεφωνήσω. Σ’ ευχαριστώ, Κλάους. Γεια σου.» Έκλεισε το τηλέφωνο. Χάθηκε η ωραία συµµετρία.
Ένας καθηγητής της βιολογίας; Ο Σίµπερτ ανακουφίστηκε που δεν ήταν εκείνος ο πρώτος που θα ανακοίνωνε τα νέα στον Μένγκελε, αλλά ένιωθε επίσης ότι ξέφυγε από τα πυρά του ίσως υπερβολικά εύκολα· η µακρά του συνεργασία µε τον Μένγκελε, και ο θαυµασµός που έτρεφε για το αληθινά αξιοθαύµαστο ταλέντο του, τον οδηγούσαν να του προσφέρει µια φωνή που να συµµερίζεται τον πόνο του και να αισιοδοξεί, και για να είναι δίκαιος και µε τον εαυτό του ήθελε επίσης να παρουσιάσει µια πληρέστερη περιγραφή από αυτή που ισχυριζόταν ότι έδωσε ο Οστράιχερ για την έντονη µάχη που έδωσε εναντίον του Ρούντελ, του Σβάρτσκοπφ και των άλλων. Προσπάθησε να επικοινωνήσει µε τον Μένγκελε µε τον ασύρµατο στη διάρκεια του Σαββατοκύριακου, χωρίς να τα καταφέρει. Πήγε µε το αεροπλάνο στο κτιριακό συγκρότηµα τη Δευτέρα το πρωί, παίρνοντας µαζί του στην πτήση τον εξάχρονο εγγονό του, τον Φέρντι, και τις καινούργιες ηχογραφήσεις του Die Walküre και του Götterdämmerung. Ο διάδροµος απογείωσης ήταν άδειος. Ο Σίµπερτ είχε αµφιβολίες για το αν ο Μένγκελε θα παρέµενε στη Φλοριανόπολις, όµως ήταν πιθανό να βρισκόταν στην Ασουνσιόν ή στην Κουριτίµπα κατά τη διάρκεια αυτής της ηµέρας. Ή µπορεί να είχε στείλει τον πιλότο του για προµήθειες στην Ασουνσιόν. O Σίµπερτ και ο ανέµελος Φέρντι ακολούθησαν το µονοπάτι προς το σπίτι, µαζί µε το συγκυβερνήτη του αεροπλάνου –που ήθελε να χρησιµοποιήσει την τουαλέτα–, ο οποίος προχωρούσε πίσω τους. Δεν υπήρχε κανείς γύρω – ούτε φρουροί, ούτε υπηρέτες. Ο στρατιωτικός κοιτώνας, την πόρτα του οποίου δοκίµασε ο συγκυβερνήτης του αεροπλάνου, ήταν κλειδωµένος, και το σπίτι των υπηρετών ήταν κλειστό και αµπαρωµένο. Ο Σίµπερτ άρχισε να ανησυχεί. Η πίσω πόρτα της κεντρικής οικείας ήταν κλειδωµένη, όπως και η µπροστινή. Ο Σίµπερτ χτύπησε δυνατά την πόρτα και περίµενε. Ένα µικρό παιχνίδι είχε πέσει στις σανίδες του πατώµατος· ο Φέρντι
έσκυψε από πάνω του, αλλά ο Σίµπερτ είπε απότοµα: «Μην το αγγίξεις!» – λες και πίσω από αυτό ελλόχευε µια µόλυνση. Ο συγκυβερνήτης του αεροπλάνου κλότσησε ένα από τα παράθυρα, έριξε κάτω µε τον αγκώνα του τα κοµµάτια του γυαλιού που είχαν αποµείνει, και πέρασε προσεκτικά από µέσα του. Μια στιγµή αργότερα ξεκλείδωνε και άνοιγε την πόρτα. Το σπίτι είχε εγκαταλειφθεί, αλλά ήταν τακτοποιηµένο, χωρίς κανένα σηµάδι βιαστικής φυγής. Στη βιβλιοθήκη, το γραφείο µε τη γυάλινη επιφάνεια ήταν ακριβώς όπως το θυµόταν ο Σίµπερτ την τελευταία φορά που το είδε, µε τα σύνεργα του βαψίµατος παραταγµένα πάνω σε µια πετσέτα. Γύρισε προς τον πίνακα. Ήταν ξεσκισµένος µε κόκκινη µπογιά. Χαρακιές σαν αίµα διαπερνούσαν τα κουτιά στην τρίτη και στη δεύτερη στήλη. Τα κουτιά της πρώτης στήλης είχαν καλοφτιαγµένα, κόκκινα σηµεία ελέγχου µέχρι τη µέση τους, τα οποία στη συνέχεια γίνονταν πιο µεγάλα και πιο απότοµα, ξέφευγαν πέρα από τα κουτιά. Ο Φέρντι, δείχνοντας ανήσυχος, είπε: «Ξέφυγε από τα όρια των γραµµών.» Ο Σίµπερτ κοιτούσε άναυδος τον κατεστραµµένο πίνακα. «Ναι» είπε. «Ξεπέρασε τα όρια. Ναι.» Ένευσε καταφατικά. «Τι είναι αυτό;» ρώτησε ο Φέρντι. «Ένας κατάλογος µε ονόµατα.» Ο Σίµπερτ γύρισε από την άλλη και άφησε το πακέτο µε τους δίσκους επάνω στο γραφείο. Ένα βραχιόλι µε νύχια άγριων ζώων βρισκόταν στο κέντρο του. «Χεκτ!» φώναξε· και πιο δυνατά, «Χεκτ!» «Μάλιστα, κύριε;» ακούστηκε από µακριά η απάντηση του συγκυβερνήτη του αεροπλάνου. «Τέλειωνε µε αυτό που κάνεις και γύρνα στο αεροπλάνο!» Ο Σίµπερτ ανασήκωσε το βραχιόλι. «Φέρε µου ένα µπιτόνι βενζίνη!» «Μάλιστα, κύριε!»
«Φέρε µαζί σου και τον Σούµαν!» «Μάλιστα, κύριε!» Ο Σίµπερτ εξέτασε το βραχιόλι και το ξαναπέταξε πάνω στο γραφείο. Αναστέναξε. «Τι σκοπεύεις να κάνεις;» ρώτησε ο Φέρντι. Ο Σίµπερτ ένευσε προς τον πίνακα. «Θα τον κάψω.» «Γιατί;» «Για να µην τον δει κανείς.» «Θα πιάσει και το σπίτι φωτιά;» «Ναι, αλλά ο ιδιοκτήτης του δεν πρόκειται να επιστρέψει ποτέ.» «Πώς το ξέρεις; Θα νευριάσει αν επιστρέψει.» «Πήγαινε να παίξεις µε αυτό το παιχνιδάκι έξω.» «Θέλω να σε δω.» «Κάνε αυτό που σου λέω!» «Μάλιστα.» Ο Φέρντι βγήκε βιαστικά από το δωµάτιο. «Μείνε στην µπροστινή βεράντα!» του φώναξε ο Σίµπερτ καθώς έφευγε. Έσπρωξε το µακρύ τραπέζι µε τις στοίβες των περιοδικών για να ακουµπήσει τον τοίχο. Στη συνέχεια πήγε στους φωριαµούς που βρίσκονταν κάτω από το παράθυρο του εργαστηρίου, έσκυψε και άνοιξε έναν, κι έβγαλε έξω µια χούφτα φακέλους και µια δεύτερη χούφτα φακέλους. Τους µετέφερε στο γραφείο και τους έχωσε ανάµεσα στις στοίβες των περιοδικών. Κοίταξε µελαγχολικά τον πίνακα µε τις κόκκινες χαρακιές, κούνησε το κεφάλι του. Έφερε αρκετές χούφτες φακέλους στο γραφείο, κι όταν έπαψε να υπάρχει χώρος για άλλους, άνοιξε τα υπόλοιπα συρτάρια. Ξεµαντάλωσε και άνοιξε τα παράθυρα πίσω από το γραφείο. Έµεινε να κοιτάζει τα ενθύµια του Χίτλερ πάνω από τον καναπέ, πήρε τρία ή τέσσερα αντικείµενα από τον τοίχο, κοίταξε σκεπτικός το µεγάλο κεντρικό πορτρέτο.
Ο συγκυβερνήτης του αεροπλάνου µπήκε µέσα µε ένα µπιτόνι κόκκινο καύσιµο· ο πιλότος στεκόταν στην πόρτα. Ο Σίµπερτ ακούµπησε τα πράγµατα που είχε πάρει επάνω στο πακέτο µε τους δίσκους. «Βγάλε έξω το πορτρέτο» είπε στο συγκυβερνήτη του αεροπλάνου. Ανέθεσε στον πιλότο να βεβαιωθεί ότι δεν υπήρχε κανείς στο σπίτι και να ανοίξει όλα τα παράθυρα. «Μπορώ να πατήσω στον καναπέ;» ρώτησε ο συγκυβερνήτης του αεροπλάνου. «Θεέ µου, γιατί να µην µπορείς;» είπε ο Σίµπερτ. Έχυσε βενζίνη πάνω στους φακέλους και στα περιοδικά, αποµακρύνθηκε αρκετά, και τίναξε και λίγη βενζίνη στον ίδιο τον πίνακα. Τα ονόµατα γυάλιζαν υγρά: Χέσκεθ, Άιζενµπαντ, Άρλεν, Λουφτ. Ο συγκυβερνήτης του αεροπλάνου µετέφερε έξω το πορτρέτο. Ο Σίµπερτ άφησε το µπιτόνι έξω από την πόρτα και πήγε στα ανοιχτά ντουλάπια. Πήρε από εκεί µερικά φύλλα χαρτιού και τα περιέστρεψε για να σχηµατίσει ένα λευκό κλαρί καθώς προχωρούσε προς το γραφείο. Εκεί πήρε στα χέρια του τον αναπτήρα, έναν κυλινδρικό µαύρο, και δυνάµωσε τη ροή της φλόγας στρίβοντας τη ροδέλα. Ο πιλότος ανέφερε πως δεν υπήρχε κανείς στο σπίτι κι ότι τα παράθυρα ήταν πλέον ανοιχτά. Ο Σίµπερτ τον διέταξε να βγάλει έξω τους δίσκους, τα ενθύµια και το µπιτόνι. «Βεβαιώσου ότι ο εγγονός µου θα παραµείνει εκεί» του είπε. Περίµενε για µια στιγµή, µε τον αναπτήρα στο ένα χέρι, το λευκό, χάρτινο κλαδί στο άλλο. «Είναι µαζί σου, Σούµαν;» φώναξε. «Μάλιστα, κύριε!» Άναψε την άκρη του κλαδιού και τράβηξε τον αναπτήρα ξανά πίσω του· χαµήλωσε την άκρη του κλαδιού για να τονώσει τη φλόγα, και προχωρώντας µπροστά, το πέταξε πάνω στους φακέλους και στα
περιοδικά που πήραν αµέσως φωτιά. Οι φλόγες καψάλιζαν τους τοίχους. Ο Σίµπερτ υποχώρησε και παρακολουθούσε τη διαγραµµένη µε κόκκινη µπογιά κεντρική στήλη του πίνακα να φουσκαλιάζει και να γίνεται καφετιά. Ονόµατα, ηµεροµηνίες και γραµµές, καλυµµένες από τη φωτιά, πέθαιναν καθώς το σκοτάδι απλωνόταν γύρω τους. Βγήκε έξω βιαστικά. Πίσω από το σπίτι έµειναν ακίνητοι και παρακολουθούσαν για λίγο, αρκετά µακριά από τη ζεµατιστή θερµότητα και τον ήχο των ξύλων την ώρα που καίγονταν: ο Σίµπερτ κρατούσε το χέρι του Φέρντι, ο συγκυβερνήτης του αεροπλάνου ακουµπούσε το χέρι του στο πλαίσιο του πορτρέτου του Χίτλερ, ο πιλότος µε γεµάτα χέρια και το κόκκινο µπιτόνι δίπλα στα πόδια του. Η Έστερ είχε φορέσει ήδη το καπέλο της και το παλτό της και ήταν µε το ένα πόδι έξω από την πόρτα –κυριολεκτικά– όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Δεν ήταν η µέρα της. Θα έφτανε ποτέ στο σπίτι της; Αναστενάζοντας, τράβηξε πίσω το πόδι της, έκλεισε την πόρτα, και πήγε να σηκώσει το τηλέφωνο στο αχνό φως από το περβάζι του παραθύρου. Ήταν µια τηλεφωνήτρια, µε µια κλήση για τον Γιάκοβ από το Σάο Πάολο· η Έστερ τής είπε ότι ο Χερ Λίµπερµαν απουσίαζε από την πόλη. Ο άνθρωπος που κάλεσε, σε καλά γερµανικά, είπε ότι ήθελε να µιλήσει µε την κυρία. «Ναι;» είπε η Έστερ. «Ονοµάζοµαι Κερτ Κέλερ. Ο γιος µου, ο Μπάρι ήταν– » «Α ναι, σας γνωρίζω, Χερ Κέλερ! Είµαι η γραµµατέας του Χερ Λίµπερµαν, η Έστερ Ζίµερ. Υπάρχει κάποια είδηση;» «Ναι, υπάρχει, και είναι κακή. Το πτώµα του Μπάρι βρέθηκε την περασµένη εβδοµάδα.» Η Έστερ βόγκηξε.
«Λοιπόν, το περιµέναµε – δεν είχαµε επαφή µαζί του όλον αυτό τον καιρό. Θα γυρίσω στο σπίτι µου πλέον. Μαζί του...» «Αχ! Λυπάµαι πολύ, Χερ Κέλερ!» «Σας ευχαριστώ. Τον µαχαίρωσαν, και στη συνέχεια τον πέταξαν στη ζούγκλα. Από αεροπλάνο, όπως προκύπτει.» «Ω Θεέ µου...» «Σκέφτηκα ότι ο Χερ Λίµπερµαν θα ήθελε να το γνωρίζει– » «Βέβαια, βέβαια! Θα του το πω.» «– κι ότι έχω επίσης µερικές πληροφορίες για εκείνον. Πήραν το πορτοφόλι και το διαβατήριο του Μπάρι, φυσικά –αυτά τα βροµερά γουρούνια, οι Ναζιστές– αλλά υπήρχε κι ένα κοµµάτι χαρτί στο τζιν του, το οποίο το παρέβλεψαν. Μου φαίνεται πως κράτησε κάποιες σηµειώσεις καθώς άκουγε εκείνη τη µαγνητοφώνηση, και υπάρχουν πολλά στοιχεία σε αυτό που είµαι βέβαιος ότι µπορεί να εκµεταλλευτεί ο Χερ Λίµπερµαν. Μπορείτε να µου πείτε πού µπορώ να τον βρω;» «Ναι, βρίσκεται στο Χάιντελµπεργκ απόψε.» Η Έστερ άναψε µια λάµπα και άνοιξε τον τηλεφωνικό κατάλογο. «Στην πραγµατικότητα, στο Μάνχαϊµ. Έχω το τηλέφωνο εδώ µπροστά µου.» «Θα επιστρέψει αύριο στη Βιένη;» «Όχι, από εκεί θα ταξιδέψει για την Ουάσινγκτον.» «Α, ναι; Τότε ίσως πρέπει να του τηλεφωνήσω στην Ουάσινγκτον. Είµαι λιγάκι... ταραγµένος αυτή τη στιγµή, όπως θα φαντάζεστε, αλλά θα βρίσκοµαι στο σπίτι µου αύριο και θα µπορέσω να µιλήσω πιο εύκολα. Πού θα µείνει;» «Στο Ξενοδοχείο Μπέντζαµιν Φράνκλιν.» Γύρισε τις σελίδες του καταλόγου. «Έχω κι αυτό το τηλέφωνο.» Το βρήκε και το διάβασε αργά και καθαρά. «Σας ευχαριστώ. Και θα βρίσκεται εκεί στις...;» «Το αεροπλάνο του προσγειώνεται στις έξι και µισή, µε το θέληµα
το Θεού· θα πρέπει να βρίσκεται στο ξενοδοχείο στις επτά µε επτάµισι. Αύριο το βράδυ.» «Ελπίζω να ταξιδεύει εκεί σε σχέση µε την υπόθεση που ερευνούσε ο Μπάρι.» «Όντως αυτό κάνει» είπε η Έστερ. «Ο Μπάρι είχε δίκιο, Χερ Κέλερ. Έχουν δολοφονηθεί πολλοί άνθρωποι, αλλά ο Γιάκοβ θα δώσει ένα τέλος σε αυτή την υπόθεση. Να είστε βέβαιος ότι ο γιος σας δεν πέθανε µάταια.» «Με χαροποιεί που το ακούω αυτό, Φροϊλάιν Ζίµερ. Σας ευχαριστώ.» «Δεν έκανα τίποτα. Γεια σας.» Έκλεισε το τηλέφωνο, αναστέναξε, και κούνησε µελαγχολικά το κεφάλι της. Ο Μένγκελε έκλεισε κι αυτός το τηλέφωνο, πήρε την καφετιά, πάνινη βαλίτσα του, και πήγε στην πιο µικρή από τις δύο ουρές που βρίσκονταν µπροστά στο γκισέ εισιτηρίων της Παν Αµ. Είχε καστανά µαλλιά χτενισµένα στο πλάι και ένα παχύ καστανό µουστάκι, και φορούσε ένα ψηλό κολάρο φυσιοθεραπείας. Ως εκείνη τη στιγµή έδειχνε να είναι ιδιαίτερα αποτελεσµατικό στο να κάνει τους ανθρώπους να αποφεύγουν τα µάτια του. Σύµφωνα µε το παραγουανό διαβατήριό του ήταν ο Ραµόν Ασχάιµ Ι Νεγκρίν, ένας comerciante en antigüedades, ένας προµηθευτής αρχαιοτήτων· γι’ αυτόν το λόγο είχε όπλο στη βαλίτσα του, ένα Αυτόµατο Μπράουνινγκ Υψηλής Απόδοσης των εννέα χιλιοστών. Είχε άδεια γι’ αυτό, όπως επίσης και ένα δίπλωµα, µια ολόκληρη σειρά κοινωνικών και επιχειρηµατικών πιστοποιητικών, και στο διαβατήριό του, τη µία σελίδα µετά την άλλη τις βίζες. Ο Σενιόρ Ασχάιµ Ι Νεγκρίν ξεκινούσε για ένα πολυεθνές ταξίδι αγορών: στις Ηνωµένες Πολιτείες, στον Καναδά, στην Αγγλία, στην Ολλανδία, στη Νορβηγία, στη Σουηδία, στη Γερµανία και στην Αυστρία. Ήταν καλά εφοδιασµένος µε χρήµατα (και µε διαµάντια). Οι βίζες του, όπως και
το διαβατήριό του, εκδόθηκαν τον Δεκέµβριο, αλλά εξακολουθούσαν να ισχύουν ακόµα. Αγόρασε ένα εισιτήριο για τη Νέα Υόρκη µε την επόµενη πτήση, η οποία έφευγε στις 7.45, που σε ανταπόκριση µε µια πτήση των Αµερικανικών Αερογραµµών θα τον έφερνε στην Ουάσινγκτον στις 10.35 το επόµενο πρωί. Είχε αρκετό χρόνο να χαλαρώσει στο Μπέντζαµιν Φράνκλιν.
Κεφάλαιο Έξι Ο ΚΑ Θ ΗΓΗΤ ΗΣ Τ ΗΣ ΒΙΟ Λ Ο ΓΙΑ Σ , το όνοµα του οποίου ήταν Νέρνµπεργκερ, και ο οποίος, πίσω από την κοντοκουρεµένη του καστανή γενειάδα και τα γυαλιά µε το χρυσό σκελετό, έδειχνε να µην είναι πάνω από τριάντα δύο ή τριάντα τριών ετών, τράβηξε προς τα πίσω το µικρό του δαχτυλάκι σαν να ήθελε να το σπάσει και άρχισε να παρουσιάζει τα στοιχεία. «Πανοµοιότυπο παρουσιαστικό» είπε, και λύγισε το επόµενο δάχτυλό του. «Παρόµοια ενδιαφέροντα και συµπεριφορές, ίσως σε µεγαλύτερο βαθµό απ’ όσο υποψιάζεστε αυτή τη στιγµή.» Λύγισε το επόµενο δάχτυλο. «Η αναδοχή σε παρόµοιες οικογένειες: αυτό είναι το στοιχείο που τα αποκαλύπτει όλα. Αν βάλεις τα τρία αυτά στοιχεία µαζί τότε υπάρχει µόνο µία πιθανή εξήγηση.» Σταύρωσε τα χέρια του πάνω στα ήδη σταυρωµένα πόδια του και έγειρε µπροστά µε συνωµοτικό ύφος. «Μονοπυρηνική αναπαραγωγή» είπε στον Λίµπερµαν. «Ο δρ. Μένγκελε βρισκόταν προφανώς δέκα χρόνια µπροστά στον τοµέα του.» «Δε µε εκπλήσσει» είπε η Λένα, την ώρα που ταρακουνούσε ένα µικρό µπουκάλι στην πόρτα της κουζίνας «από τη στιγµή που έκανε έρευνες στο Άουσβιτς, τη δεκαετία του σαράντα.» «Ναι» συµφώνησε ο Νέρνµπεργκερ (την ώρα που ο Λίµπερµαν προσπαθούσε να ξεπεράσει το σοκ που ένιωσε όταν άκουσε τις λέξεις «έρευνα» και «Άουσβιτς» στην ίδια πρόταση· συγχώρεσέ την, είναι νεαρή και κατάγεται από τη Σουηδία, τι θα µπορούσε να ξέρει;). «Οι άλλοι» έλεγε ο Νέρνµπεργκερ «οι Εγγλέζοι και οι Αµερικανοί ως επί το πλείστον, δεν ξεκίνησαν πριν από τη δεκαετία του πενήντα και ακόµα δεν έχουν εργαστεί µε ανθρώπινες ωοθήκες. Ή έτσι λένε τουλάχιστον· βάζω στοίχηµα ότι έχουν κάνει περισσότερα απ’ όσα παραδέχονται. Γι’ αυτό λέω πως ο Μένγκελε βρισκόταν µόνο δέκα
χρόνια µπροστά αντί για δεκαπέντε ή είκοσι.» Ο Λίµπερµαν κοίταξε τον Κλάους, ο οποίος καθόταν στ’ αριστερά του, για να δει αν εκείνος καταλάβαινε αυτά που έλεγε ο Νέρνµπεργκερ. Ο Κλάους µασούσε, εξετάζοντας το κοτσάνι ενός καρότου. Τα µάτια του συνάντησαν το βλέµµα του Λίµπερµαν και τον κοίταξαν σαν να του έλεγαν: είδες τι σου έλεγα; Ο Λίµπερµαν κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Και οι Ρώσοι, φυσικά» είπε ο Νέρνµπεργκερ, που κουνιόταν χαλαρά µπρος πίσω στο σκαµνάκι του, έχοντας αγκαλιάσει το ένα του γόνατο µε τα µπλεγµένα του δάχτυλα «είναι µάλλον ακόµα πιο µπροστά, καθώς δεν έχουν να αντιµετωπίσουν την εκκλησία και την κοινή γνώµη. Είναι πολύ πιθανό να έχουν ένα ολόκληρο σχολείο µε τέλειους Βάνια κάπου στη Σιβηρία· ακόµα πιο µεγάλους, ίσως, από αυτά τα παιδιά του Μένγκελε.» «Με συγχωρείτε» είπε ο Λίµπερµαν «αλλά δεν καταλαβαίνω τίποτα από αυτά που λέτε.» Ο Νέρνµπεργκερ έδειξε έκπληκτος. «Μονοπυρηνική αναπαραγωγή» είπε µε υποµονετικό ύφος. «Η αναπαραγωγή γενετικά πανοµοιότυπων αντίγραφων ενός συγκεκριµένου οργανισµού. Έχετε µελετήσει καθόλου βιολογία;» «Λίγο» είπε ο Λίµπερµαν. «Πριν από σαράντα πέντε χρόνια περίπου.» Ο Νέρνµπεργκερ χαµογέλασε µε το χαµόγελο της νεαρής ηλικίας. «Τότε αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά η προοπτική της» είπε. «Από τον Χαλντέιν, τον Εγγλέζο βιολόγο. Την αποκάλεσε κλωνοποίηση, από µια ελληνική λέξη που σηµαίνει την αναπαραγωγή ενός φυτού από ένα κλωνάρι του. Ο όρος “Μονοπυρηνική αναπαραγωγή” είναι πολύ πιο ακριβής. Για ποιο λόγο να δηµιουργήσεις µια καινούργια λέξη όταν οι παλιές εσωκλείουν περισσότερα;»
«Ο όρος κλωνοποίηση είναι πιο σύντοµος» είπε ο Κλάους. «Ναι» είπε συγκαταβατικά ο Νέρνµπεργκερ «αλλά δεν είναι καλύτερο να χρησιµοποιεί κανείς λίγες περισσότερες συλλαβές για να πει αυτό που πραγµατικά εννοεί;» «Μιλήστε µου για τη “µονοπυρηνική αναπαραγωγή”» είπε o Λίµπερµαν. «Αλλά να έχετε στο µυαλό σας ότι µελέτησα βιολογία µόνο επειδή ήµουν αναγκασµένος να το κάνω· το πραγµατικό µου ενδιαφέρον βρισκόταν στη µουσική.» «Προσπαθήστε να το τραγουδήσετε» πρότεινε ο Κλάους. «Δε θα ήταν ιδιαίτερα σπουδαίο τραγούδι αν το δοκίµαζα» είπε ο Νέρνµπεργκερ. «Δε θα ήταν κάποιο όµορφο, ερωτικό τραγούδι σαν τη φυσιολογική αναπαραγωγή. Εκεί έχουµε µια ωοθήκη, ή ένα ωάριο, και ένα κύτταρο σπέρµατος, το καθένα µε έναν πυρήνα που περιέχει είκοσι τρία χρωµοσώµατα, τα νήµατα στα οποία τα γονίδια, τα εκατοντάδες χιλιάδες γονίδια, κρέµονται σαν χάντρες. Οι δύο πυρήνες ενώνονται, κι έχουµε ένα γονιµοποιηµένο κύτταρο ωαρίου, µε σαράντα έξι χρωµοσώµατα. Μιλάµε τώρα για τα ανθρώπινα κύτταρα· ο αριθµός είναι διαφορετικός σε κάθε είδος. Τα χρωµοσώµατα διπλασιάζονται µόνα τους, διπλασιάζουν το κάθε γονίδιό τους –είναι πραγµατικά θαυµαστό, δε νοµίζετε;– και το κύτταρο διασπάται, µε µία οµάδα πανοµοιότυπων χρωµοσωµάτων να πηγαίνει σε κάθε κύτταρο που προκύπτει. Αυτός ο διπλασιασµός και η διάσπαση συµβαίνει ξανά και ξανά– » «Μίτωση» είπε ο Λίµπερµαν. «Ναι.» «Τι πράγµατα σου µένουν στο µυαλό καµιά φορά!» «Και σε εννέα µήνες» είπε ο Νέρνµπεργκερ «αποκτάµε τα δισεκατοµµύρια των κυττάρων ενός ολοκληρωµένου οργανισµού. Αυτά έχουν εξελιχθεί για να εκτελούν διαφορετικές λειτουργίες –για να γίνουν κόκαλα ή σάρκα ή αίµα ή µαλλιά· για να ανταποκρίνονται στο φως ή στη θερµότητα ή στη γλυκιά γεύση, και ούτω καθεξής–,
αλλά το κάθε ένα από αυτά τα κύτταρα, το κάθε ένα από τα δισεκατοµµύρια των κυττάρων που απαρτίζουν το σώµα, περιέχει στον πυρήνα του ακριβή αντίγραφα της αρχικής οµάδας των σαράντα έξι χρωµοσωµάτων, τα µισά από τη µητέρα, τα µισά από τον πατέρα: ένα µείγµα που, µε εξαίρεση την περίπτωση των µονοζυγωτών διδύµων, είναι απολύτως µοναδικό – το σχέδιο κατασκευής, ουσιαστικά, ενός απολύτως µοναδικού ατόµου. Η µόνη εξαίρεση στον κανόνα των σαράντα έξι χρωµοσωµάτων είναι τα κύτταρα του φύλου, το σπέρµα και οι ωοθήκες, που έχουν είκοσι τρία, για να µπορέσουν να ενωθούν, να εκπληρώσουν το ένα το άλλο, και να ξεκινήσουν ένα νέο οργανισµό.» «Ως τώρα µου φαίνονται όλα ξεκάθαρα» είπε ο Λίµπερµαν. Ο Νέρνµπεργκερ έγειρε µπροστά. «Αυτή» είπε «είναι η φυσιολογική αναπαραγωγή όπως συµβαίνει στη Φύση. Τώρα θα µπούµε στο εργαστήριο. Στη µονοπυρηνική αναπαραγωγή, ο πυρήνας ενός κυττάρου ωαρίου καταστρέφεται, χωρίς να προκαλέσει ζηµιά στο σώµα του κυττάρου. Αυτό γίνεται µε ακτινοβολία και αποτελεί, φυσικά, µια µικροχειρουργική επέµβαση του πιο εξειδικευµένου επιπέδου. Στο εκπυρηνισµένο ωάριο τοποθετείται ο πυρήνας ενός κυττάρου από το σώµα του οργανισµού που θα αναπαραχθεί – ο πυρήνας ενός κυττάρου του σώµατος, όχι ενός κυττάρου του φύλου. Τώρα έχουµε µπροστά µας ακριβώς αυτό που θα είχαµε και µε τη φυσική αναπαραγωγή: ένα ωάριο µε σαράντα έξι χρωµοσώµατα στον πυρήνα του· ένα γονιµοποιηµένο κύτταρο που, στο εσωτερικό ενός θρεπτικού διαλύµατος, αρχίζει να διπλασιάζεται και να διαχωρίζεται. Όταν φτάσει τα δεκαέξι, ή στη φάση των τριάντα δύο κυττάρων –αυτό χρειάζεται τέσσερις µε πέντε ηµέρες– µπορεί να εµφυτευτεί στη µήτρα της «µητέρας» του· η οποία δεν είναι καθόλου η µητέρα του, από βιολογικής άποψης. Εκείνη παρείχε ένα ωάριο, και τώρα προσφέρει ένα κατάλληλο περιβάλλον για την ανάπτυξη του εµβρύου, αλλά δεν του έχει δώσει το παραµικρό από τη δική της γενετική κληρονοµιά. Το παιδί, όταν θα γεννηθεί, δεν έχει ούτε πατέρα ούτε
µητέρα, µόνο ένα δότη –το δότη του πυρήνα– του οποίου αποτελεί ένα ακριβές γενετικό αντίγραφο. Τα χρωµοσώµατα και τα γονίδιά του είναι πανοµοιότυπα µε αυτά του δότη. Αντί για ένα καινούργιο και µοναδικό άτοµο, έχουµε µπροστά µας την επανάληψη ενός υπάρχοντος.» «Αυτό... µπορεί να γίνει;» είπε ο Λίµπερµαν. Ο Νέρνµπεργκερ ένευσε καταφατικά. «Έχει ήδη γίνει» είπε ο Κλάους. «Με βατράχια» είπε ο Νέρνµπεργκερ. «Μια πολύ απλούστερη διαδικασία. Αυτή είναι η µοναδική αναγνωρισµένη περίπτωση, και προκάλεσε τέτοια αναταραχή –στην Οξφόρδη τη δεκαετία του εξήντα– που κάθε µετέπειτα εργασία έγινε στα κρυφά. Έχω ακούσει αναφορές, κάθε βιολόγος έχει ακούσει, για κουνέλια, σκύλους και πιθήκους· στην Αγγλία, στην Αµερική, εδώ στη Γερµανία, παντού. Όπως είπα προηγουµένως, είµαι βέβαιος ότι το έχουν κάνει ήδη µε ανθρώπους στη Ρωσία. Ή τουλάχιστον προσπάθησαν. Ποια προσχεδιασµένη κοινωνία θα µπορούσε να αντισταθεί στην ιδέα; Πολλαπλασιάζεις τους ανώτερους πολίτες σου και απαγορεύεις την αναπαραγωγή των κατωτέρων. Σκέψου τα χρήµατα που θα γλίτωναν στην ιατρική φροντίδα και στην εκπαίδευση! Και τη βελτιωµένη ποιότητα του πληθυσµού σε δύο ή τρεις γενιές.» «Θα µπορούσε να το έχει κάνει ο Μένγκελε µε ανθρώπους στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα;» είπε ο Λίµπερµαν. Ο Νέρνµπεργκερ ανασήκωσε τους ώµους του. «Η θεωρία ήταν ήδη γνωστή» είπε. «Το µόνο που χρειαζόταν ήταν τον κατάλληλο εξοπλισµό, µερικές υγιείς και πρόθυµες γυναίκες, και έναν υψηλό βαθµό µικροχειρουργικής ικανότητας. Άλλοι τα είχαν: ο Γκουρντόν, ο Σετλς, ο Στέπτοου, ο Τσανγκ... Και φυσικά, ένα µέρος όπου θα µπορούσε να εργαστεί χωρίς παρεµβάσεις ή δηµοσιότητα.» «Βρισκόταν ήδη στη ζούγκλα εκείνη την εποχή» είπε ο Λίµπερµαν. «Πήγε εκεί το ’59. Εγώ τον ανάγκασα να καταφύγει
εκεί...» «Μπορεί να µην τον ανάγκασες. Μπορεί να επέλεξε να πάει» είπε ο Κλάους. Ο Λίµπερµαν κοίταξε ανήσυχος γύρω του. «Αλλά δεν έχει νόηµα» είπε ο Νέρνµπεργκερ «να µιλάµε για το αν µπορούσε να το κάνει. Αν αυτά που µου είπε η Λένα είναι αλήθεια, είναι προφανές ότι το έκανε. Το γεγονός ότι τα παιδιά δόθηκαν σε παρόµοιες οικογένειες το αποδεικνύει.» Χαµογέλασε. «Βλέπετε, τα γονίδια δεν είναι ο µοναδικός παράγοντας στην τελική µας ανάπτυξη· είµαι βέβαιος πως το γνωρίζετε αυτό. Το παιδί που συνελήφθη µε µονοπυρηνική αναπαραγωγή θα µεγαλώσει έχοντας το παρουσιαστικό του δότη του και θα µοιράζεται µαζί του συγκεκριµένα χαρακτηριστικά και προδιαθέσεις, αλλά αν µεγαλώσει σε διαφορετικό περιβάλλον, αν υποβληθεί σε διαφορετικές οικιακές και πολιτισµικές επιρροές –όπως είναι βέβαιο ότι θα υποβληθεί, µόνο και µόνο από το γεγονός ότι θα γεννηθεί πολλά χρόνια αργότερα– τότε, µπορεί να αναπτύξει µία εντελώς διαφορετική ψυχολογία σε σχέση µε το δότη του, παρά τις γενετικές τους οµοιότητες. Ο Μένγκελε προφανώς δεν ενδιαφερόταν να αναπαραγάγει µια συγκεκριµένη βιολογική αλυσίδα, όπως πιστεύω ότι κάνουν οι Ρώσοι, αλλά να αναπαραγάγει τον εαυτό του, µια συγκεκριµένη προσωπικότητα. Οι παρόµοιες οικογένειες είναι µια προσπάθεια να µεγιστοποιηθούν οι πιθανότητες τα παιδιά να µεγαλώσουν στο σωστό περιβάλλον.» Πίσω από τον Νέρνµπεργκερ, η Λένα εµφανίστηκε στην πόρτα της κουζίνας. «Τα παιδιά» είπε ο Λίµπερµαν «είναι... αντίγραφα του Μένγκελε;» «Ακριβή αντίγραφα, γενετικά» είπε ο Νέρνµπεργκερ. «Το αν θα µεγαλώσουν και θα γίνουν αντίγραφα in toto είναι, όπως είπα, ένα άλλο ερώτηµα.» «Συγγνώµη» είπε η Λένα. «Μπορούµε να φάµε πλέον.»
Χαµογέλασε απολογητικά· το συνηθισµένο της πρόσωπο έγινε γοητευτικό εκείνη τη στιγµή. «Στην πραγµατικότητα, πρέπει να φάµε» είπε «διαφορετικά θα χαλάσουν όλα. Αν δεν έχουν χαλάσει ήδη.» Σηκώθηκαν και πήγαν από το µικρό δωµάτιο µε τα µεταχειρισµένα έπιπλα, τις αφίσες ζώων, τα βιβλία, σε µια κουζίνα που είχε περίπου το ίδιο µέγεθος, µε περισσότερες αφίσες ζώων, ένα παράθυρο µε ατσάλινα κάγκελα, και ένα τραπέζι µε κόκκινο τραπεζοµάντιλο – ψωµί, σαλάτα, κόκκινο κρασί σε αταίριαστα µεταξύ τους ποτήρια. Ο Λίµπερµαν, που δεν ένιωθε άνετα στη µικρή καρέκλα µε τη συρµάτινη πλάτη, κοίταξε στην απέναντι πλευρά του τραπεζιού τον Νέρνµπεργκερ που άλειφε βούτυρο στο ψωµί του. «Τι εννοείς» ρώτησε «όταν λες ότι τα παιδιά θα µεγαλώσουν “στο σωστό περιβάλλον”;» «Ένα που να µοιάζει όσο το δυνατόν περισσότερο µε του Μένγκελε» είπε ο Νέρνµπεργκερ, κοιτάζοντάς τον. Χαµογέλασε πίσω από την καστανή του γενειάδα. «Κοιτάξτε» είπε «αν ήθελα να δηµιουργήσω έναν άλλο Έντουαρντ Νέρνµπεργκερ, δε θα αρκούσε να αφαιρέσω απλώς ένα κοµµάτι δέρµατος από το µικρό µου δαχτυλάκι, να ξεριζώσω ένα πυρήνα από το κύτταρό του, και να ακολουθήσω όλη αυτή τη διαδικασία που σας περιέγραψα – µε την προϋπόθεση ότι είχα την ικανότητα και τον εξοπλισµό…» «Και τη γυναίκα» είπε ο Κλάους, βάζοντας ένα πιάτο µπροστά του. «Σ’ ευχαριστώ» είπε ο Νέρνµπεργκερ, χαµογελώντας. «Θα µπορούσα να βρω τη γυναίκα.» «Γι’ αυτό το είδος της αναπαραγωγής;» «Κοίτα, το υποθέτω. Το µόνο που χρειάζεται είναι δύο µικροσκοπικές τοµές, µία για την αφαίρεση του ωαρίου και µία για την εµφύτευση του εµβρύου.» Ο Νέρνµπεργκερ κοίταξε τον Λίµπερµαν. «Όµως, αυτό θα ήταν µόνο ένα µέρος της δουλειάς» είπε.
«Στη συνέχεια θα έπρεπε να βρω το κατάλληλο σπίτι για τον Μικρό Έντουαρντ. Θα χρειαζόταν µία µητέρα που να είναι πολύ θρήσκα – σχεδόν µανιακή, στην πραγµατικότητα– κι έναν πατέρα που να πίνει πολύ, ώστε να υπάρχουν συνεχείς καβγάδες µεταξύ τους. Και στο σπίτι αυτό θα έπρεπε να υπάρχει και ένας υπέροχος θείος, ένας δάσκαλος µαθηµατικών, ο οποίος θα βγάζει το παιδί έξω όσο πιο συχνά µπορεί: σε µουσεία, στην εξοχή... Αυτοί οι άνθρωποι θα έπρεπε να φέρονται στο παιδί σαν να είναι δικό τους, όχι σαν κάποιον που συνελήφθη στο εργαστήριο, κι επιπλέον ο “θείος” θα πρέπει να πεθάνει όταν το παιδί γίνει εννιά ετών και οι “γονείς” να χωρίσουν δύο χρόνια αργότερα. Το παιδί πρέπει να περάσει την εφηβεία του ανάµεσα στους δύο, µαζί µε τη µικρή του αδερφή.» Ο Κλάους έκατσε µαζί µε το πιάτο του στα δεξιά του Λίµπερµαν. Ένα πιάτο βρισκόταν µπροστά στον Λίµπερµαν – ένα κοµµάτι κρέας που έδειχνε ξερό, καρότα που άχνιζαν µε τη µυρωδιά της µέντας. «Κι ακόµα κι έτσι» είπε ο Νέρνµπεργκερ «µπορεί να κατέληγε πολύ διαφορετικός από αυτό τον Έντουαρντ Νέρνµπεργκερ. Ο καθηγητής της βιολογίας του µπορεί να µην του έδινε περισσότερη προσοχή, όπως έκανε ο δικός µου. Μια κοπέλα µπορεί να του επέτρεπε να ξαπλώσει µαζί της νωρίτερα από αυτό που το επέτρεψε σε µένα. Θα διάβαζε διαφορετικά βιβλία, θα παρακολουθούσε τηλεόραση εκεί όπου εγώ άκουγα ραδιόφωνο, θα βίωνε εκατοντάδες τυχαίες συναντήσεις που θα µπορούσαν να τον κάνουν λιγότερο ή περισσότερο επιθετικό απ’ όσο είµαι εγώ, λιγότερο ή περισσότερο ικανό να δείξει την αγάπη του, πνευµατώδη, και τα λοιπά, και τα λοιπά.» Η Λένα κάθισε στα αριστερά του Λίµπερµαν, κοιτάζοντας τον Κλάους στην απέναντι πλευρά του τραπεζιού. «Ο Μένγκελε» είπε ο Νέρνµπεργκερ, κόβοντας το κρέας µε το πιρούνι του «είχε συνείδηση των τυχαίων παραµέτρων της υπόθεσης, κι έτσι δηµιούργησε και βρήκε σπίτια σε πολλά παιδιά. Θα είναι ευχαριστηµένος, υποθέτω, αν λίγα από αυτά, ή έστω και ένα,
µεγαλώσει ακριβώς όπως πρέπει.» «Καταλαβαίνετε τώρα» ρώτησε ο Κλάους τον Λίµπερµαν «το λόγο για τον οποίο δολοφονούνται αυτοί οι άνθρωποι;» Ο Λίµπερµαν ένευσε καταφατικά. «Για να… δεν ξέρω ποια λέξη να χρησιµοποιήσω… για να διαµορφωθούν τα παιδιά.» «Ακριβώς» είπε ο Νέρνµπεργκερ. «Για να τα διαµορφώσει, για να προσπαθήσει να τα κάνει Μένγκελε και ψυχολογικά εκτός από γενετικά.» «Εκείνος έχασε τον πατέρα του σε συγκεκριµένη ηλικία» είπε ο Κλάους «κι έτσι το ίδιο πρέπει να πάθουν και τα παιδιά. Ή να χάσουν τους ανθρώπους που θεωρούν ότι είναι οι πατέρες τους.» «Αυτό το γεγονός» είπε ο Νέρνµπεργκερ «είχε αναµφίβολα κρίσιµη σηµασία στη διαµόρφωση του ψυχισµού του.» «Είναι σαν να ξεκλειδώνεις ένα θησαυροφυλάκιο» είπε η Λένα. «Αν µπορέσεις να στρίψεις τον κύλινδρο σε όλους τους σωστούς αριθµούς, µε τη σωστή σειρά, η πόρτα θα ανοίξει.» «Εκτός» είπε ο Κλάους «κι αν ο κύλινδρος γυρίσει σε λάθος αριθµό ανάµεσα στους σωστούς. Αυτά τα καρότα είναι υπέροχα.» «Σ’ ευχαριστώ.» «Ναι» είπε ο Νέρνµπεργκερ. «Είναι όλα πολύ γευστικά.» «Ο Μένγκελε έχει καστανά µάτια.» Ο Νέρνµπεργκερ κοίταξε τον Λίµπερµαν. «Είστε σίγουρος;» «Έχω κρατήσει την αργεντίνικη ταυτότητά του µε τα ίδια µου τα χέρια» είπε ο Λίµπερµαν. «“Μάτια, καστανά.” Και ο πατέρας του ήταν ένας πλούσιος βιοµήχανος, δεν ήταν κρατικός υπάλληλος. Κατασκεύαζε αγροτικά µηχανήµατα.» «Είναι συγγενής εκείνων των Μένγκελε;» ρώτησε ο Κλάους. Ο Λίµπερµαν ένευσε καταφατικά. «Πώς να µην µπορεί να εξασφαλίσει τον εξοπλισµό» είπε ο Νέρνµπεργκερ, βάζοντας σαλάτα στο πιάτο του. «Λοιπόν, δε θα
µπορούσε να είναι ο ίδιος ο δότης, αν τα µάτια δεν ταιριάζουν.» «Ξέρετε ποιος είναι ο ηγέτης του Συντροφικού Οργανισµού;» είπε η Λένα στον Λίµπερµαν. «Ένας συνταγµατάρχης που ονοµάζεται Ρούντελ, Χανς Ούλριχ Ρούντελ.» «Έχει γαλάζια µάτια;» ρώτησε ο Κλάους. «Δεν ξέρω. Θα πρέπει να το ελέγξω. Και το ιστορικό της οικογένειάς του.» Ο Λίµπερµαν κοίταξε το πιρούνι στο χέρι του, έχωσε τα δόντια του πιρουνιού σε ένα κοµµάτι καρότο, σήκωσε το καρότο, το έβαλε στο στόµα του. «Σε κάθε περίπτωση» είπε ο Νέρνµπεργκερ «τώρα γνωρίζετε το λόγο που δολοφονούνται αυτοί οι άνθρωποι. Τι σκοπεύετε να κάνετε στη συνέχεια;» Ο Λίµπερµαν έµεινε σιωπηλός για λίγο. Άφησε κάτω το πιρούνι του και πήρε την πετσέτα από τα πόδια του και την ακούµπησε πάνω στο τραπέζι. «Με συγχωρείτε» είπε, σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα. Η Λένα τον κοίταξε που έφευγε, κοίταξε το πιάτο του, κοίταξε τον Κλάους. «Δεν είναι αυτό» είπε εκείνος. «Το ελπίζω» είπε αυτή, και πίεσε την πλευρά του πιρουνιού της πάνω στο κρέας. Ο Κλάους κοίταξε πίσω της· είδε τον Λίµπερµαν να πηγαίνει στα ράφια µε τα βιβλία στο άλλο δωµάτιο. «Όχι πως αυτό δεν είναι ένα εξαιρετικό κρέας» είπε ο Νέρνµπεργκερ «αλλά κάποια µέρα θα τρώµε πολύ καλύτερο κρέας, και πολύ φτηνότερο, χάρη στη µονοπυρηνική αναπαραγωγή. Θα φέρει επανάσταση στην εκτροφή ζώων. Και θα συντηρήσει επίσης τα απειλούµενα είδη, σαν αυτή την υπέροχη λεοπάρδαλη εκεί.» «Την υπερασπίζεσαι;» ρώτησε ο Κλάους.
«Δε χρειάζεται υπεράσπιση» είπε ο Νέρνµπεργκερ. «Είναι µια τεχνική, κι όπως κάθε άλλη τεχνική που µπορείς να κατονοµάσεις, έχει καλές και κακές χρήσεις.» «Μπορώ να σκεφτώ δύο από αυτές» είπε ο Κλάους «που µόλις ανέφερες. Δώσε µου ένα µολύβι και ένα χαρτί και σε πέντε λεπτά θα σκεφτώ πενήντα κακές.» «Γιατί πρέπει πάντοτε να παίρνεις την αντίθετη µεριά;» ρώτησε η Λένα. «Αν ο καθηγητής είχε πει ότι είναι κάτι τροµερό, θα µιλούσες για την εκτροφή ζώων αυτή τη στιγµή.» «Δεν είναι αλήθεια αυτό» είπε ο Κλάους. «Είναι. Μπορεί να διαφωνήσει µε την ίδια του την άποψη.» Ο Κλάους κοίταξε πίσω από τη Λένα· είδε τον Λίµπερµαν να στέκεται προφίλ, µε το κεφάλι σκυµµένο πάνω από ένα ανοιχτό βιβλίο, να κουνιέται µπρος πίσω ελαφρά: ένας Εβραίος σε στάση προσευχής. Δεν ήταν µια Βίβλος, όµως· δεν είχαν. Μήπως ήταν το βιβλίο του ίδιου του Λίµπερµαν; Κάπου εκεί το είχαν όπου στεκόταν. Μήπως έψαχνε για τα µάτια του συνταγµατάρχη Κλάους; Η Λένα τού πρόσφερε το µπολ µε τη σαλάτα. Το πήρε στα χέρια του. Η Λένα γύρισε και κοίταξε, γύρισε ξανά προς το τραπέζι. «Θα δυσκολευτώ πολύ να µην αναφέρω καµία κουβέντα γι’ αυτή την υπόθεση» είπε ο Νέρνµπεργκερ. «Πρέπει, όµως» είπε ο Κλάους. «Το ξέρω, το ξέρω, αλλά δε θα είναι εύκολο. Δύο από τους ανθρώπους στο τµήµα µου το έχουν δοκιµάσει ήδη, µε ωάρια κουνελιού.» Ο Λίµπερµαν στεκόταν στην πόρτα, ωχρός και καταβεβληµένος, µε τα γυαλιά του να κρέµονται από το χέρι του στο πλάι. «Τι συµβαίνει;» Ο Κλάους άφησε το µπολ κάτω. Ο Νέρνµπεργκερ τον κοιτούσε· η Λένα γύρισε στην καρέκλα της.
Ο Λίµπερµαν είπε στον Νέρνµπεργκερ: «Θέλω να σας κάνω µια χαζή ερώτηση.» Ο Νέρνµπεργκερ ένευσε καταφατικά. «Εκείνος που προσφέρει τον πυρήνα» είπε ο Λίµπερµαν. «Ο δότης. Πρέπει να είναι ζωντανός, σωστά;» «Όχι, όχι απαραίτητα» είπε ο Νέρνµπεργκερ. «Τα κύτταρα του ανθρώπου δεν είναι ούτε ζωντανά ούτε νεκρά, µόνο ανέπαφα ή όχι. Με µια τούφα από τα µαλλιά του Μότσαρτ –ούτε καν µια τούφα· µε µία και µόνο τρίχα από το κεφάλι του Μότσαρτ– κάποιος µε ικανότητα και τον κατάλληλο εξοπλισµό» – χαµογέλασε στον Κλάους– «και τις γυναίκες» –κοίταξε τον Λίµπερµαν– «θα µπορούσε να αναπαραγάγει µερικές εκατοντάδες Μότσαρτ σε βρεφική ηλικία. Αν τους βρει τα κατάλληλα σπίτια, θα καταλήξουµε µε πέντε ή δέκα ενήλικους Μότσαρτ, και ακόµα περισσότερη εκπληκτική µουσική σε αυτό τον κόσµο.» Ο Λίµπερµαν βλεφάρισε, έκανε ένα ασταθές βήµα προς τα πίσω, κούνησε το κεφάλι του. «Όχι µουσική» είπε. «Όχι τον Μότσαρτ.» Εµφάνισε το χέρι του από πίσω και τους έδειξε τον Χίτλερ· το βιβλίο είχε τρεις παχιές επισηµάνσεις: το µουστάκι, τη σουβλερή µύτη, τη φράντζα στο µέτωπο. «Ο πατέρας του ήταν κρατικός υπάλληλος, υπεύθυνος στο τελωνείο. Ήταν πενήντα δύο όταν... γεννήθηκε το µωρό. Η µητέρα ήταν είκοσι εννιά.» Κοίταξε γύρω του για να βρει ένα σηµείο ν’ αφήσει το βιβλίο, δε βρήκε κανένα, το άφησε πάνω σε ένα από τα µάτια της ηλεκτρικής κουζίνας. Τους ξανακοίταξε, σκούπισε το χέρι του στο πλάι. «Ο πατέρας πέθανε στα εξήντα πέντε» είπε. «Όταν το παιδί ήταν δεκατριών, σχεδόν δεκατεσσάρων.» Άφησαν τα πάντα στο τραπέζι και πήγαν να κάτσουν στο άλλο δωµάτιο, ο Λίµπερµαν µε τον Κλάους στο ανάκλιντρο και πάλι, ο Νέρνµπεργκερ στο σκαµπό, η Λένα στο πάτωµα. Κοίταξαν τα άδεια ποτήρια που βρίσκονταν στο µπαούλο µπροστά τους, τα µπολ µε τις φέτες καρότου και τα αµύγδαλα. Κοίταξαν ο ένας
τον άλλο. Ο Κλάους πήρε στα χέρια του µερικά αµύγδαλα, τα τίναξε στον αέρα πάνω από την παλάµη του. «Ενενήντα τέσσερις Χίτλερ» είπε ο Λίµπερµαν, και κούνησε το κεφάλι του. «Όχι» είπε. «Όχι. Δεν είναι δυνατόν.» «Φυσικά δεν είναι» είπε ο Νέρνµπεργκερ. «Υπάρχουν ενενήντα τέσσερα παιδιά µε την ίδια γενετική κληρονοµιά µε τον Χίτλερ. Μπορεί να εξελιχθούν εντελώς διαφορετικά. Τα περισσότερα αυτό θα κάνουν.» «Τα περισσότερα» είπε ο Λίµπερµαν. Ένευσε στον Κλάους και στη Λένα. «Τα περισσότερα.» Κοίταξε τον Νέρνµπεργκερ. «Αυτό αφήνει µερικά απ’ έξω» είπε. «Πόσα;» ρώτησε ο Κλάους. «Δεν ξέρω» είπε ο Νέρνµπεργκερ. «Είπες πέντε µε δέκα Μότσαρτ στις µερικές εκατοντάδες. Πόσοι Χίτλερ στους ενενήντα τέσσερις; Ένας; Δύο; Τρεις;» «Δεν ξέρω» είπε ο Νέρνµπεργκερ. «Έτσι το είπα. Κανείς δεν ξέρει στην πραγµατικότητα.» Χαµογέλασε πικρά. «Δεν έκαναν τεστ προσωπικότητας στα βατράχια.» «Κάνε µια εκτίµηση» είπε ο Λίµπερµαν. «Αν οι γονείς επιλέχθηκαν µόνο µε βάση την ηλικία, τη φυλή, και το επάγγελµα του πατέρα, θα έλεγα ότι οι πιθανότητες είναι πολύ µικρές. Έτσι όπως το αντιµετωπίζει ο Μένγκελε, εννοώ· πολύ περισσότερες όπως το αντιµετωπίζουµε εµείς.» «Δεν είναι όµως εξασφαλισµένες» είπε ο Λίµπερµαν. «Όχι, φυσικά όχι.» «Ακόµα κι αν υπήρχε µόνο ένας» είπε η Λένα «θα υπήρχε και πάλι η περίπτωση να... επηρεαστεί µε τον κατάλληλο τρόπο. Το λάθος τρόπο.» «Θυµάστε αυτό που είπατε στη διάλεξη;» είπε ο Κλάους στον
Λίµπερµαν. «Κάποιος σας ρώτησε αν οι οµάδες των νεοναζί είναι επικίνδυνες, κι εσείς είπατε πως δεν είναι αυτή τη στιγµή, µόνο αν οι κοινωνικές συνθήκες χειροτερέψουν –που ένας Θεός ξέρει ότι συµβαίνει µέρα µε την ηµέρα– κι εµφανιστεί ένας ηγέτης σαν τον Χίτλερ.» Ο Λίµπερµαν ένευσε καταφατικά. «Να µιλά σε όλο τον κόσµο ταυτόχρονα» είπε «στη δορυφορική τηλεόραση. Χριστός και Παναγία.» Έκλεισε τα µάτια του, έφερε τα χέρια του στο πρόσωπό του και έτριψε µε τα δάχτυλά του τα µάτια του, πιέζοντας δυνατά. «Πόσοι πατέρες έχουν όντως δολοφονηθεί;» ρώτησε ο Νέρνµπεργκερ. «Σωστά!» είπε ο Κλάους. «Μόνο έξι! Η κατάσταση δεν είναι τόσο άσχηµη όσο δείχνει!» «Οκτώ» είπε ο Λίµπερµαν, κατεβάζοντας τα χέρια του, βλεφαρίζοντας µε τα κόκκινα µάτια του. «Ξεχνάς τον Γκάθρι στην Τουσόν, κι εκείνον ανάµεσα σε αυτόν και στον Κάρι. Υπάρχουν κι άλλοι, επίσης, για τους οποίους δε γνωρίζουµε σε άλλες χώρες. Πιο πολλοί στην αρχή παρά στο τέλος· έτσι έγινε στις Ηνωµένες Πολιτείες.» «Η πρώτη οµάδα φαίνεται πως είχε υψηλότερα ποσοστά επιτυχίας απ’ όσο αναµενόταν» είπε ο Νέρνµπεργκερ. «Νιώθω σαν να δείχνετε λίγο ευχαριστηµένος από το κατόρθωµα» είπε ο Κλάους. «Κοίτα, οφείλεις να παραδεχτείς ότι από επιστηµονικής άποψης, είναι ένα βήµα µπροστά.» «Χριστέ µου! Νοµίζετε ότι µπορείτε να κάθεστε εκεί πέρα και– » «Κλάους» είπε η Λένα. «Ω – σκατά.» Ο Κλάους κοπάνησε τα αµύγδαλα στο τραπέζι. «Θα πάω στην Ουάσινγκτον αύριο για να µιλήσω µε το Εφ Μπι Άι» είπε ο Λίµπερµαν στον Νέρνµπεργκερ. «Ξέρω ποιος είναι ο επόµενος πατέρας εκεί πέρα· θα µπορέσουν να παγιδέψουν το
δολοφόνο, πρέπει να τον παγιδέψουν. Θα έρθετε µαζί µου για να µε βοηθήσετε να τους πείσω;» «Αύριο;» είπε ο Νέρνµπεργκερ. «Με τίποτα.» «Να αποτρέψουµε ένα νέο Χίτλερ;» «Θεέ µου!» Ο Νέρνµπεργκερ έτριβε το µέτωπό του. «Ναι, φυσικά» είπε «αν µε χρειάζεστε απαραίτητα. Κοιτάξτε όµως, υπάρχουν άνθρωποι εκεί, στο Χάρβαρντ, στο Κορνέλ, στο Καλ Τεκ, τα διαπιστευτήρια των οποίων είναι πολύ πιο εντυπωσιακά από τα δικά µου και που σε κάθε περίπτωση θα θεωρηθούν πιο έγκυροι για τις αµερικανικές Αρχές µόνο και µόνο επειδή είναι Αµερικανοί. Μπορώ να σας δώσω ονόµατα και πανεπιστήµια αν θέλετε– » «Θα το ήθελα, ναι.» «– κι αν για οποιοδήποτε λόγο µε χρειαστείτε και πάλι, θα έρθω µαζί σας.» «Ωραία» είπε ο Λίµπερµαν. «Σας ευχαριστώ.» Ο Νέρνµπεργκερ έβγαλε από το σακάκι του ένα στιλό και ένα σηµειωµατάριο από µαύρο δέρµα. «Ο ίδιος ο Σετλς θα µπορούσε ίσως να σας βοηθήσει» είπε. «Σηµειώστε το όνοµά του» είπε ο Λίµπερµαν. «Και πού µπορώ να τον βρω. Σηµειώστε όποιον µπορείτε να σκεφτείτε.» Ύστερα είπε στον Κλάους: «Έχει δίκιο, καλύτερα έναν Αµερικανό. Δύο ξένους, θα µας διώξουν µε τις κλοτσιές.» «Δεν έχετε καµία επαφή εκεί;» ρώτησε ο Κλάους. «Πεθαµένες επαφές» είπε ο Λίµπερµαν. «Επαφές που δεν ασχολούνται µε το Υπουργείο Δικαιοσύνης πλέον. Αλλά θα τα καταφέρω. Θα κλοτσήσω πόρτες. Θεέ και Κύριε! Σκέψου το! Ενενήντα τέσσερις µικροί Χίτλερ!» «Ενενήντα τέσσερα παιδιά» είπε ο Νέρνµπεργκερ γράφοντας «µε την ίδια γενετική κληρονοµιά µε τον Χίτλερ.» Κατά την άποψη του Μένγκελε το Μπέντζαµιν Φράνκλιν, ως
ξενοδοχείο, ως µέρος για να σταµατήσει κάποιος, άξιζε το ένα δέκατο του ενός αστεριού, κι αυτό µόνο και µόνο επειδή ο νιπτήρας στο λουτρό είχε µια γοητεία αντίκας. Ως µέρος για να ξεφορτωθεί κάποιος έναν εχθρό που έχει βαλθεί να του καταστρέψει τη δουλειά µιας ολόκληρης ζωής και την τελευταία ελπίδα (διόρθωση, την αναµφίβολη) της κυριαρχίας των Αρίων, άξιζε τριάµισι αστέρια, αν όχι τέσσερα στρογγυλά. Κατ’ αρχάς, η πελατεία στο λόµπι ήταν εν µέρει µαύροι, κάτι που σήµαινε, φυσικά, ότι η εγκληµατικότητα στην περιοχή δεν ήταν ανήκουστη. Ως απόδειξη, αν χρειαζόταν κάποια, η πόρτα στο δωµάτιό του, στο 404, έφερε τα σηµάδια της παραβίασης και ένα αυτοκόλλητο µε κόκκινα γράµµατα από πίσω της τον παρότρυνε: Για τη δική σας ασφάλεια παρακαλούµε να έχετε συνέχεια ασφαλισµένη την πόρτα σας. Ακολούθησε την οδηγία. Κατά δεύτερον, το µέρος είχε φτωχή εξυπηρέτηση· στις 11.40 το πρωί υπήρχαν ακόµη καροτσάκια πρωινού έξω από τις πόρτες µερικών δωµατίων. Μόλις έβγαλε το καταραµένο κολάρο (το είχε µόνο για το πέρασµα των συνόρων και ίσως για τη Γερµανία) πετάχτηκε έξω και βρήκε ένα δίσκο, ένα πανέρι για ψωµί και µια πινακίδα Μην Ενοχλείτε. Έκρυψε το δίσκο ανάµεσα στο στρώµα και στις σούστες του κρεβατιού, άφησε το πανέρι του ψωµιού σε µια χάρτινη τσάντα επάνω στο ράφι της ντουλάπας· έβαλε την πινακίδα Μην Ενοχλείτε στο συρτάρι του γραφείου µαζί µε εκείνη που υπήρχε ήδη εκεί. Μελέτησε το σχεδιάγραµµα του ορόφου επάνω στην πόρτα· υπήρχαν τρεις σκάλες, µία στη γωνία ακριβώς του 404 που διακρινόταν µε ένα βελάκι. Βγήκε ξανά έξω και τη βρήκε· άνοιξε την πόρτα, προχώρησε ως το κεφαλόσκαλο, κοίταξε επάνω και κάτω τα σκαλιά που ήταν βαµµένα γκρίζα. Η εξυπηρέτηση ήταν απαίσια. Μέχρι να εµφανιστεί το φαγητό του, είχε αποβάλει και είχε καθαρίσει το σωλήνα µε τα διαµάντια, είχε πλυθεί, είχε πουδράρει τον ερεθισµένο λαιµό του, είχε βγάλει από τις βαλίτσες όσα χρειαζόταν να βγάλει, είχε δοκιµάσει την τηλεόραση, και είχε φτιάξει µια λίστα µε όλα αυτά που έπρεπε να
αγοράσει και να κάνει. Όµως, ο σερβιτόρος που έφερε το φαγητό – ολόκληρο αστέρι γι’ αυτόν– ήταν ένας λευκός άντρας σχεδόν στην ίδια ηλικία µε αυτόν, περίπου εξήντα, ο οποίος φορούσε µια απλή, λινή στολή εστίασης που θα µπορούσε κάποιος να αγοράσει, χωρίς αµφιβολία, σε οποιοδήποτε κατάστηµα ρούχων για την εργατική τάξη. Την πρόσθεσε στη λίστα του· θα ήταν πιο εύκολο από το να κλέψει µία. Το φαγητό, γλώσσα à la bonne femme – απερίγραπτα απαίσιο. Έφυγε από το ξενοδοχείο λίγο µετά τη µία, από την πλαϊνή πόρτα. Σκούρα γυαλιά, χωρίς µουστάκι, καπέλο, περούκα, παλτό µε ανασηκωµένο γιακά. Όπλο στη θήκη στα πλευρά του. Δε θα άφηνε τίποτα αξίας σε εκείνο το τρωτό δωµάτιο, κι άλλωστε ήταν σοφό να κυκλοφορεί οπλισµένος στις Ηνωµένες Πολιτείες· όχι µόνο ο ίδιος, ο καθένας. Η Ουάσινγκτον ήταν πιο καθαρή απ’ όσο περίµενε και αρκετά γοητευτική, αλλά οι πλατιοί δρόµοι ήταν βρεγµένοι από το χιόνι της προηγούµενης ηµέρας. Το πρώτο πράγµα που έκανε ήταν να πάει σε ένα κατάστηµα παπουτσιών και να αγοράσει ένα ζευγάρι µε λαστιχένιες σόλες. Είχε ξεκινήσει µε το αεροπλάνο καλοκαίρι και είχε έρθει στο χειµώνα και ήταν ανέκαθεν επιρρεπής στα κρυολογήµατα· είχε και βιταµίνες στη λίστα του. Περπάτησε µέχρι που έφτασε σε ένα βιβλιοπωλείο, µπήκε µέσα και άρχισε να χαζεύει, αλλάζοντας τα σκούρα γυαλιά µε τα φυσιολογικά. Βρήκε ένα αντίτυπο του βιβλίου του Λίµπερµαν· µελέτησε τη φωτογραφία στο πίσω µέρος του, που είχε µέγεθος γραµµατόσηµου. Θα αναγνώριζε από χιλιόµετρα την εβραϊκή φάτσα του. Ξεφύλλισε το τµήµα του βιβλίου µε τις φωτογραφίες στο κέντρο του και βρήκε τη δική του· ο Λίµπερµαν, από την άλλη, θα δυσκολευόταν πολύ να αναγνωρίσει το δικό του πρόσωπο. Ήταν η φωτογραφία στο Μπουένος Άιρες το ’59, προφανώς η καλύτερη που µπόρεσε να βρει ο Λίµπερµαν· µε την καστανή περούκα και το µουστάκι, αλλά και µε τα δικά του, κοντοκουρεµένα γκρίζα µαλλιά
και το φρεσκοξυρισµένο άνω χείλος του δεν έµοιαζε και τόσο, δυστυχώς, µε αυτό τον όµορφο, κατά δεκαέξι χρόνια νεότερο εαυτό του. Και ο Λίµπερµαν, βέβαια, δε θα είχε το νου του για εκείνον. Άφησε το βιβλίο πίσω στη θέση του στο ράφι και βρήκε το τµήµα µε τους ταξιδιωτικούς οδηγούς. Επέλεξε τους άτλαντες των δρόµων των Ηνωµένων Πολιτειών και του Καναδά· τους πλήρωσε µε ένα χαρτονόµισµα των είκοσι δολαρίων και πήρε τα ρέστα του, χαρτονοµίσµατα και ψιλά, µε ένα φυσιολογικό βλέµµα και ένα νεύµα µε το κεφάλι. Με τα σκούρα γυαλιά του και πάλι, περπάτησε σε λιγότερο ευρύχωρους δρόµους µε πιο λαµπερές, πιο φανταχτερές βιτρίνες. Δε βρήκε αυτό που ήθελε, και εντέλει ρώτησε ένα νεαρό µαύρο άντρα – ποιος µπορούσε να ξέρει καλύτερα; Συνέχισε να περπατά, ακολουθώντας τις αναπάντεχα εύγλωττες οδηγίες. «Τι είδος µαχαιριού;» τον ρώτησε ο µαύρος άντρας πίσω από τον πάγκο. «Για κυνήγι» είπε. Επέλεξε το καλύτερο. Γερµανικής κατασκευής, άνετο στο χέρι, πραγµατικά υπέροχο. Και τόσο κοφτερό που έκοβε λωρίδες ένα χαλαρό χαρτί που κρεµόταν από το χέρι του. Δύο ακόµα εικοσάρικα και ένα δεκάρικο. Η επόµενη πόρτα ήταν ένα φαρµακείο. Αγόρασε τις βιταµίνες του. Και στο επόµενο τετράγωνο, Επίσηµες Στολές & Στολές Εργασίας. «Να υποθέσω πως φοράτε µάλλον το τριάντα έξι;» «Ναι.» «Θέλετε να τη δοκιµάσετε;» «‘Όχι.» Λόγω του όπλου. Αγόρασε και ένα ζευγάρι λευκά, βαµβακερά γάντια. Ήταν αδύνατον να βρει κατάστηµα µε φαγητά. Κανείς δεν ήξερε·
δεν έτρωγαν, προφανώς. Εντέλει βρήκε ένα, ένα φανταχτερό σουπερµάρκετ γεµάτο µαύρους. Αγόρασε τρία µήλα, δύο πορτοκάλια, δύο µπανάνες, και, για αποκλειστικά δική του κατανάλωση, ένα υπέροχο στην όψη τσαµπί πράσινα σταφύλια χωρίς κουκούτσια. Πήρε ένα ταξί για να επιστρέψει στο Μπέντζαµιν Φράνκλιν –στην πλαϊνή είσοδο, σας παρακαλώ– και στις 3.22 είχε επιστρέψει σε εκείνο το απαίσιο δωµάτιο αξίας ενός δέκατου του αστεριού. Ξεκουράστηκε για λίγο, τρώγοντας σταφύλια και κοιτάζοντας τους άτλαντες στην άνετη (χα!) πολυθρόνα, και συµβουλευόταν ξανά και ξανά τα δακτυλογραφηµένα φύλλα µε τα ονόµατα και τις διευθύνσεις, τις ηµεροµηνίες. Θα έβρισκε τον Γουίλοκ – µε την προϋπόθεση ότι εξακολουθούσε να ζει στο Νιου Πρόβιντενς της Πενσιλβανίας– σχεδόν στην ώρα του· κι από εκεί και µετά, θα έπρεπε να κάνει το καλύτερο δυνατό. Θα προσπαθούσε να κρατηθεί στο όριο των έξι µηνών απόκλισης από τις καλύτερες δυνατές ηµεροµηνίες. Τον Ντέιβις στο Κανκακί, ύστερα επάνω στον Καναδά για τον Στροχάιµ και τον Μόργκαν. Έπειτα στη Σουηδία. Μήπως έπρεπε να ανανεώσει τη βίζα του; Μόλις ξεκουράστηκε, άρχισε τις πρόβες. Έβγαλε την περούκα και φόρεσε το λευκό σακάκι και τα γάντια· εξασκήθηκε στη µεταφορά του πανεριού µε τα φρούτα επάνω στο δίσκο· είπε: «Με τις ευχαριστίες της διεύθυνσης, κύριε» ξανά και ξανά µέχρι να πετύχει εντέλει σωστά την προφορά του σίγµα. Στάθηκε µε την πλάτη του στραµµένη στην ασφαλισµένη πόρτα, κρέµασε την πινακίδα Μην Ενοχλείτε στον αέρα και την άφησε να πέσει, χτύπησε µια ανύπαρκτη πόρτα. «Με τις ευχαριστίες της διεύθυνσης, κύριε.» Διέσχισε το δωµάτιο µε το δίσκο, τον άφησε επάνω στο κοµοδίνο, τράβηξε το µαχαίρι από τη θήκη του στη ζώνη· γύρισε, κρατώντας το µαχαίρι πίσω του· προχώρησε, σταµάτησε, άπλωσε το αριστερό του χέρι. «Ζας ευχαριστώ, κύριε.» Έσφιξε µε το αριστερό του χέρι, έριξε µια µαχαιριά µε το δεξί.
«Σας ευχαριστώ, κύριε. Σας ευχαριστώ. Σ, σ, σ.» Έσφιξε µε το αριστερό χέρι, µαχαίρωσε µε το δεξί. Δίνουν φιλοδωρήµατα οι Εβραίοι; Σκέφτηκε µερικές εναλλακτικές κινήσεις. Το ηλιόλουστο πλάτωµα των σύννεφων διακόπηκε απότοµα· χαµηλά υπήρχε ο µπλε-µαύρος ωκεανός, ρυτιδωµένος και γεµάτος λευκές νιφάδες, ακίνητος. Ο Λίµπερµαν χαµήλωσε το βλέµµα του προς το µέρος του, µε το πιγούνι στο χέρι. Άι. Είχε µείνει ξύπνιος όλο το βράδυ, έµεινε ξύπνιος όλη την ηµέρα, σκεφτόταν έναν πλήρως ανεπτυγµένο Χίτλερ να εκτοξεύει τις δαιµονικές οµιλίες του σε πλήθη υπερβολικά καταπιεσµένα για να τους νοιάζει η ιστορία. Ακόµα και δύο ή τρεις Χίτλερ, να ελίσσονται στο µονοπάτι της εξουσίας σε διαφορετικούς τόπους, να αναγνωρίζονται από τους ακόλουθούς τους και από τους ίδιους ως τα πρώτα ανθρώπινα πλάσµατα που γεννήθηκαν από µια τεχνική που το 1990 θα ήταν πια ευρέως γνωστή, και ίσως ευρέως εφαρµοσµένη. Αφού ήταν κάτι παραπάνω από αδέρφια, ο ίδιος άνθρωπος πολλαπλασιασµένος, δε θα ένωναν τις δυνάµεις τους για να ξεκινήσουν και πάλι (µε όπλα του 1990!) το φυλετικό πόλεµο του πρώτου; Αναµφίβολα αυτή ήταν η ελπίδα του Μένγκελε· το είχε πει και ο Μπάρι: «Υποτίθεται ότι θα τους οδηγήσει στο θρίαµβο της Άριας φυλής, για όνοµα του Θεού!» Τα λόγια του επαληθεύονταν. Ήταν ένα υπέροχο πακέτο για το Εφ Μπι Άι που είχε ανανεώσει εκατό τοις εκατό το προσωπικό του από τότε που πέθανε ο Χούβερ το ’72. Μπορούσε σχεδόν να ακούσει την προβληµατισµένη ερώτηση: «Ποιος Γιάκοβ ακριβώς;» Ήταν αρκετά εύκολο να πει στον Κλάους χθες το βράδυ ότι θα τα καταφέρει, ότι θα κλοτσήσει τις πόρτες τους· και στην πραγµατικότητα δεν είχε ξεµείνει εντελώς από επαφές. Υπήρχαν κάποιοι γερουσιαστές που είχε γνωρίσει και που διατηρούσαν ακόµη
το αξίωµά τους· κάποιος από αυτούς, αναµφίβολα, θα ξεκλείδωνε τις κατάλληλες πόρτες για χάρη του. Όµως, τώρα που είχε προσµετρήσει τον τρόµο, φοβόταν πως ακόµα και µε ξεκλείδωτες πόρτες θα έχαναν πολύ χρόνο. Οι θάνατοι των Γκάθρι και Κάρι θα έπρεπε να διερευνηθούν, να ανακριθούν οι χήρες τους, να ανακριθούν οι Γουίλοκ... Τώρα είχε περισσότερη σηµασία από ποτέ να συλληφθεί ο υποψήφιος δολοφόνος του Γουίλοκ και µέσω εκείνου να βρουν τους άλλους πέντε. Οι υπόλοιποι από τους ενενήντα τέσσερις άντρες έπρεπε να παραµείνουν ζωντανοί· οι κύλινδροι του χρηµατοκιβωτίου, σύµφωνα µε την παροµοίωση της Λένα (καλά που τη θυµάµαι για να τη χρησιµοποιήσω τις επόµενες µέρες), δεν πρέπει να γυρίσουν στον τελευταίο και κατά πάσα πιθανότητα κρίσιµο αριθµό του συνδυασµού. Και για να γίνει η υπόθεση χειρότερη, η 22η ηµέρα του µήνα ήταν απλώς µια προσέγγιση της ηµεροµηνίας θανάτου του Γουίλοκ. Τι θα γινόταν αν η πραγµατική ηµεροµηνία είχε περάσει; Τι θα γινόταν – γελοίο, το πόσο ασήµαντο είναι το στοιχείο στο οποίο θα µπορούσε να στηριχτεί η µελλοντική ιστορία– αν η Φρίντα Μαλόνι έκανε λάθος όταν έλεγε ότι το κουτάβι της ήταν δέκα εβδοµάδων; Τι θα γινόταν αν ήταν εννιά εβδοµάδων, ή οκτώ εβδοµάδων, όταν οι Γουίλοκ απέκτησαν το µωρό τους; Ο δολοφόνος θα µπορούσε να τον σκοτώσει και να εξαφανιστεί σε λίγες µέρες από σήµερα. Κοίταξε το ρολόι του: 10.28. Ήταν λάθος· δεν την είχε ρυθµίσει ακόµα. Το έκανε εκείνη τη στιγµή – περιέστρεψε τους δείκτες και πρόσφερε στον εαυτό του έξι ακόµα ώρες, σε σχέση τουλάχιστον µε τα ρολόγια: 4.28. Νέα Υόρκη σε µισή ώρα, τελωνείο, και η σύντοµη µετάβαση στη Ουάσινγκτον. Θα κοιµόταν καλά απόψε, ήλπιζε –ήταν ήδη κάπως νευρικός–, και το πρωί θα τηλεφωνούσε στα γραφεία των γερουσιαστών· θα τηλεφωνούσε και στον Σετλς, και σε µερικούς άλλους από τη λίστα του Νέρνµπεργκερ. Μακάρι να µπορούσε να κανονίσει αυτή τη στιγµή την παρακολούθηση του Γουίλοκ, χωρίς να περιµένει, χωρίς να εξηγεί, χωρίς να διερευνά, χωρίς να αµφιβάλλει. Έπρεπε να έχει έρθει
νωρίτερα· θα το είχε κάνει, φυσικά, αν γνώριζε τις πλήρεις διαστάσεις... Άι. Αυτό που χρειαζόταν, στην πραγµατικότητα, ήταν ένα εβραϊκό Εφ Μπι Άι. Ή ένα αµερικανικό παράρτηµα της ισραηλινής Μοσάντ. Ένα µέρος όπου θα µπορούσε να πάει το επόµενο πρωί και να πει: «Ένας Ναζιστής ετοιµάζεται να σκοτώσει έναν άνθρωπο που ονοµάζεται Γουίλοκ στο Νιου Πρόβιντενς της Πενσιλβανίας. Προστατέψτε τον· συλλάβετε τον Ναζιστή. Μη µου κάνετε καµία ερώτηση, θα σας εξηγήσω αργότερα. Είµαι ο Γιάκοβ Λίµπερµαν – υπάρχει περίπτωση να σας καθοδηγώ λανθασµένα;» Κι εκείνοι να το κάνουν. Τι όνειρο! Μακάρι να υπήρχε ένας τέτοιος οργανισµός! Όλοι στο αεροπλάνο έδεσαν τις ζώνες ασφαλείας τους και άρχισαν τα σχόλια ο ένας µε τον άλλο· η ένδειξη ήταν αναµµένη. Ο Λίµπερµαν καθόταν συνοφρυωµένος δίπλα στο παράθυρο. Ύστερα από έναν αναζωογονητικό ωριαίο ύπνο, ο Μένγκελε πλύθηκε και ξυρίστηκε, φόρεσε την περούκα και το µουστάκι, και το σκούρο του κοστούµι. Άπλωσε τα πάντα επάνω στο κρεβάτι –λευκή στολή, γάντια, µαχαίρι στη θήκη, δίσκος µε πανέρι φρούτων και πινακίδα Μην Ενοχλείτε– έτσι ώστε µόλις εµφανιστεί ο Λίµπερµαν στο ξενοδοχείο και µάθει τον αριθµό του δωµατίου του, να επιστρέψει γρήγορα εκεί και να αναλάβει το ρόλο του σερβιτόρου χωρίς καµία καθυστέρηση. Όταν έφυγε από το δωµάτιο δοκίµασε το πόµολο και κρέµασε τη δεύτερη πινακίδα Μην Ενοχλείτε. Στις 6.45 καθόταν στο λόµπι, ξεφύλλιζε ένα τεύχος του Τάιµ και είχε το νου του στην περιστρεφόµενη πόρτα. Οι περιστασιακές αφίξεις µε το χαρτοφύλακα στο χέρι που πήγαιναν στο γραφείο υποδοχής στο βάθος του λόµπι ήταν σχεδόν όλοι τους άντρες χωρίς συνοδεία, ένα γνήσιο εισαγωγικό βιβλίο στους τύπους των κατώτερων
φυλών· δεν είδε µόνο µαύρους και Εβραίους, αλλά και ένα ζευγάρι Ασιατών. Ένας νεαρός, γοητευτικός Άριος ζήτησε δωµάτιο, αλλά λίγα λεπτά αργότερα, σαν να έπρεπε να αναπληρώσει για κάποιο λάθος, εµφανίστηκε ένας µαύρος νάνος που έσερνε δίπλα του µια βαλίτσα σε ένα µεταλλικό καρότσι µε ρόδες. Στις επτά παρά είκοσι µπήκε µέσα ο Λίµπερµαν – ψηλός, µε γυµνασµένους ώµους, µε σκούρο µουστάκι, φορώντας ένα µπεζ καπέλο και µια µπεζ καµπαρντίνα µε ζώνη. Αλλά ήταν όντως αυτός ο Λίµπερµαν; Ήταν Εβραίος, ναι, αλλά υπερβολικά νεαρός στο παρουσιαστικό και δεν είχε τη σουβλερή µύτη του Λίµπερµαν. Σηκώθηκε και διέσχισε αδιάφορα το λόµπι, πήρε ένα Δις Γουίκ ιν Ουάσινγκτον από το σωρό των περιοδικών στο ραγισµένο, µαρµάρινο πάγκο. «Θα µείνετε ως την Παρασκευή το βράδυ;» ρώτησε ο υπάλληλος τον υποψήφιο Λίµπερµαν πίσω από την πλάτη του. «Ναι.» Ακούστηκε ένα καµπανάκι. «Μπορείς να οδηγήσεις τον κύριο Μόρις στο επτακόσια δεκαεπτά;» «Μάλιστα, κύριε.» Διέσχισε ξανά αδιάφορα το λόµπι. Ένας Λιβανέζος ή κάτι τέτοιο τού είχε πάρει τη θέση – χοντρός και γλοιώδης· µε ένα δαχτυλίδι σε κάθε δάχτυλο. Βρήκε µια άλλη θέση. Η σουβλερότερη µύτη όλων των µυτών µπήκε µέσα, αλλά ήταν προσαρµοσµένη στο πρόσωπο ενός νεαρού άντρα που κρατούσε τον αγκώνα µιας γκριζοµάλλας γυναίκας. Στις οκτώ µπήκε στον τηλεφωνικό θάλαµο και τηλεφώνησε στο ξενοδοχείο. Ρώτησε –προσέχοντας να µην αφήσει τα χείλη του να αγγίξουν το ακουστικό, που ήταν φορτωµένο µε ένας Θεός ξέρει πόσα µικρόβια– αν περίµεναν την άφιξη του κυρίου Γιάκοβ Λίµπερµαν.
«Μισό λεπτό.» Ένα κλικ κι ένα κουδούνισµα. Ο υπάλληλος στο βάθος του λόµπι σήκωσε το ακουστικό. «Γραφείο υποδοχής.» «Έχετε κρατήσει δωµάτιο για κάποιον κύριο µε το όνοµα Γιάκοβ Λίµπερµαν;» «Για απόψε;» «Ναι.» Ο υπάλληλος κοίταξε χαµηλά σαν να διάβαζε. «Ναι, έχουµε µια κράτηση. Είστε ο ίδιος ο κύριος Λίµπερµαν;» «Όχι.» «Θέλετε να του αφήσετε κάποιο µήνυµα;» «Όχι, σας ευχαριστώ. Θα καλέσω αργότερα.» Μπορούσε να παρακολουθεί το ίδιο καλά και από το εσωτερικό του τηλεφωνικού θαλάµου, κι έτσι έβαλε άλλο ένα νόµισµα των δέκα σεντς στο τηλέφωνο και ζήτησε από την τηλεφωνήτρια τον τρόπο για να βρει τον τηλεφωνικό αριθµό κάποιου στο Νιου Πρόβιντενς της Πενσιλβανίας. Εκείνη του έδωσε έναν υπεραστικό αριθµό για να καλέσει· τον σηµείωσε στο κόκκινο πλαίσιο του περιοδικού Τάιµ, πήρε το νόµισµα από το δοχείο στον πάτο του τηλεφώνου, το ξανάβαλε µέσα από την κορυφή, πάτησε τους αριθµούς. Υπήρχε ένας Χένρι Γουίλοκ στο Νιου Πρόβιντενς. Σηµείωσε τον αριθµό του κάτω από τον άλλο. Η γυναίκα τού έδωσε και τη διεύθυνση, Οδός Ολντ Μπακ, χωρίς αριθµό. Ένας Λατίνος µε βαλίτσα και ένα κανίς µε λουρί προχώρησε προς το γραφείο υποδοχής. Σκέφτηκε για µια στιγµή, στη συνέχεια κάλεσε την τηλεφωνήτρια και πήρε οδηγίες. Εξέτασε τα νοµίσµατα βάζοντάς τα στη σειρά επάνω στο µικρό ράφι του τηλεφωνικού θαλάµου, επέλεξε τα σωστά. Μόνο όταν το τηλέφωνο στην άλλη άκρη της γραµµής χτύπησε για πρώτη φορά συνειδητοποίησε ότι αν αυτός ήταν ο σωστός Χένρι Γουίλοκ, θα µπορούσε να του απαντήσει το ίδιο το παιδί. Την αµέσως επόµενη στιγµή θα µπορούσε να συνοµιλεί µε τον αναγεννηµένο
Φίρερ! Μια ιλιγγιώδης απόλαυση του έκοψε την ανάσα, τον έκανε να γείρει στα πλευρά του θαλάµου την ώρα που χτυπούσε το τηλέφωνο. Σε παρακαλώ, αγαπητό µου Παιδί, έλα να απαντήσεις στο τηλέφωνο! «Παρακαλώ.» Μια γυναίκα. Πήρε µιαν ανάσα, την έβγαλε µε αναστεναγµό. «Παρακαλώ;» «Γεια σας.» Ίσιωσε το κορµί του. «Είναι εκεί ο κύριος Χένρι Γουίλοκ;» «Εδώ είναι, αλλά βρίσκεται στην πίσω αυλή.» «Είστε η κυρία Γουίλοκ;» «Ναι, εγώ είµαι.» «Ονοµάζοµαι Φράνκλιν, κυρία µου. Απ’ όσο ξέρω έχετε ένα γιο που πλησιάζει τα δεκατέσσερα;» «Ναι...» Δόξα τω Θεώ. «Διοργανώνω περιηγήσεις για παιδιά αυτής της ηλικίας. Θα σας ενδιέφερε να τον στέλνατε στην Ευρώπη το καλοκαίρι;» Ένα γέλιο. «Όχι, δεν το νοµίζω.» «Μπορώ να σας στείλω ένα διαφηµιστικό φυλλάδιο;» «Μπορείτε, αλλά δε θα σας ωφελήσει πολύ.» «Η διεύθυνση είναι Ολντ Μπακ Ρόουντ;» «Πραγµατικά, δε θα φύγει από εδώ.» «Καληνύχτα, λοιπόν. Συγγνώµη για την ενόχληση.» Πήρε ένα φυλλάδιο από το άδειο γκισέ ενοικίασης αυτοκινήτων και κάθισε να το µελετήσει, σηκώνοντας το βλέµµα του όταν έβλεπε την περιστρεφόµενη πόρτα να κουνιέται. Την επόµενη µέρα θα νοίκιαζε ένα αυτοκίνητο και θα πήγαινε στο Νιου Πρόβιντενς. Όταν θα ξεµπέρδευε µε τον Γουίλοκ θα συνέχιζε µέχρι τη Νέα Υόρκη, θα παρέδιδε το αυτοκίνητο, θα πουλούσε ένα διαµάντι και θα έπαιρνε το αεροπλάνο για το Σικάγο.
Αν ο Ρόµπερτ Κ. Ντέιβις εξακολουθούσε να βρίσκεται στο Κανκακί. Μα πού στο διάολο ήταν ο Λίµπερµαν; Στις εννιά επέστρεψε στην καφετέρια και έπιασε θέση σε ένα σκαµπό από το οποίο µπορούσε να βλέπει την περιστρεφόµενη πόρτα µέσα από τη βιτρίνα της καφετέριας. Έφαγε οµελέτα και ένα τοστ, ήπιε το χειρότερο καφέ στον κόσµο. Πήρε περίπου ένα δολάριο σε ψιλά φεύγοντας, µπήκε ξανά στον τηλεφωνικό θάλαµο, και τηλεφώνησε στο ξενοδοχείο. Μπορεί ο Λίµπερµαν να είχε µπει από την πλαϊνή είσοδο. Δεν το είχε κάνει. Ακόµα τον περίµεναν. Τηλεφώνησε και στα δύο αεροδρόµια, ελπίζοντας –δεν ήταν δυνατόν, ήταν;– να µάθαινε για κάποια συντριβή. Πού τέτοια τύχη. Και όλες οι εισερχόµενες πτήσεις αναµένονταν στην ώρα τους. Ο πουτάνας γιος είχε µάλλον παραµείνει στο Μάνχαϊµ. Αλλά για πόσο; Ήταν πολύ αργά να τηλεφωνήσει στη Βιένη και να το µάθει από τη Φροϊλάιν Ζίµερ. Πολύ νωρίς, µάλλον· δεν ήταν ούτε τέσσερις το πρωί ακόµα εκεί. Άρχισε να ανησυχεί µήπως κάποιος θα τον θυµόταν αργότερα να κάθεται στο λόµπι όλο το βράδυ κοιτάζοντας την πόρτα. Πού είσαι, καταραµένε, µπάσταρδε Εβραίε; Έλα κι άσε µε να σε σκοτώσω! Την Τετάρτη το απόγευµα, λίγα λεπτά µετά τις δύο, ο Λίµπερµαν βγήκε από το ταξί που είχε ακινητοποιηθεί στην κίνηση µέσα στη µέση της περιοχής του Μανχάταν µε τα αντρικά καταστήµατα και άρχισε να περπατά στο πεζοδρόµιο παρά την παγωµένη βροχή. Η οµπρέλα του, την οποία δανείστηκε από τους ανθρώπους που τον είχαν φιλοξενήσει το προηγούµενο βράδυ, τον Μάρβιν και τη Ρίτα Φαρµπ, είχε κι από ένα έντονο χρώµα σε κάθε τµήµα της (οµπρέλα είναι, είπε στον εαυτό του· να χαίρεσαι που την έχεις.)
Κατέβηκε πλατσουρίζοντας για λίγο τη δυτική πλευρά του Μπρόντγουεϊ, ελίχθηκε ανάµεσα σε άλλες οµπρέλες (µαύρες) και σε ανθρώπους που έσπρωχναν κινητές κρεµάστρες κοστουµιών καλυµµένες µε πλαστικό. Κοιτούσε τους αριθµούς των κτιρίων µε τα γραφεία που περνούσε· άρχισε να περπατά πιο γρήγορα. Περπάτησε επτά µε οκτώ τετράγωνα, διέσχισε ένα δρόµο, κοίταξε το κτίριο που βρισκόταν εκεί –ένα γραφείο στοιχηµάτων ιπποδροµιών, µια βιτρίνα µε φωτιστικά, είκοσι περίπου όροφοι µε βρόµικη πρόσοψη και στενά παράθυρα–, µπήκε στην αψιδωτή του είσοδο και τράβηξε προς τα έξω την πόρτα από βαρύ τζάµι, κλείνοντας την πολύχρωµη οµπρέλα. Διέσχισε το λόµπι µε το µαύρο πάτωµα –µικρό, µια προθήκη µε περιοδικά και καραµέλες καταλάµβανε το µεγαλύτερο µέρος του– και πλησίασε τη µισή ντουζίνα ανθρώπων που περίµεναν τους ανελκυστήρες· χτύπησε κάτω τα βρεγµένα του παπούτσια, τίναξε τη µύτη της οµπρέλας πάνω στο υγρό χαλάκι, προκαλώντας βροχή από πάνω του. Στο δωδέκατο όροφο –µουντός, η µπογιά είχε ξεφτίσει– ακολούθησε τους αριθµούς στις σαγρέ πινακίδες που είχαν οι πόρτες: 1202, Άαρον Γκόλντµαν, Τεχνητά Λουλούδια· 1203, Σ. & Μ. Ροθ, Εισαγωγές Κρυστάλλων· 1204 Γιούθκραφτ Ντολς, Β. Ρόζενβαϊγκ. Το διαµέρισµα 1205 είχε τα αρχικά ΝΕΠ στην πινακίδα του, το Π λίγο πιο ψηλό από το Ν και το Ε. Χτύπησε µε το χέρι του το τζάµι. Μια θολούρα σε αποχρώσεις του δέρµατος και του λευκού εµφανίστηκε στο τζάµι. «Ναι;» Η φωνή µιας νεαρής γυναίκας. «Είµαι ο Γιάκοβ Λίµπερµαν.» Η σχισµή για την αλληλογραφία άνοιξε µε ένα µεταλλικό ήχο και πρόσφερε φως. «Μπορείτε να µου δώσετε την ταυτότητά σας;» Έβγαλε το διαβατήριό του και το έβαλε στη σχισµή· το πήραν από το χέρι του.
Περίµενε. Η πόρτα είχε δύο κλειδαριές, µία που έδειχνε να είναι η πρώτη που είχε, και κάτω από αυτή, µία από λαµπερό µπρούντζο που έδειχνε καινούργια. Ακούστηκε ένας µεταλλικός ήχος και η πόρτα άνοιξε. Μπήκε µέσα. Ένα παχύ κορίτσι περίπου δεκαέξι ετών µε κόκκινα µαλλιά τραβηγµένα σε κοτσίδα τού χαµογέλασε και του είπε: «Σαλόµ» επιστρέφοντάς του το διαβατήριο. Εκείνος το πήρε και είπε: «Σαλόµ.» «Οφείλουµε να είµαστε προσεκτικοί» απολογήθηκε το κορίτσι. Έκλεισε την πόρτα και την ασφάλισε. Φορούσε ένα λευκό αθλητικό µπλουζάκι και µπλε τζιν που έδειχναν στενά λόγω του πάχους· τα µαλλιά της κρέµονταν στην πλάτη της, σε µια γυαλιστερή πορτοκαλοκόκκινη αλογοουρά. Βρίσκονταν σε ένα µικροσκοπικό και ακατάστατο προθάλαµο: ένα γραφείο, ένας πολύγραφος στο τραπέζι µε στοίβες λευκού και ροζ χαρτιού· ξύλινα ράφια µε φυλλάδια και αντίτυπα εφηµερίδων· στον απέναντι τοίχο, µια µισόκλειστη πόρτα µε µια αφίσα των Νέων Εβραίων Προασπιστών κολληµένη πάνω της, ένα χέρι που κρατά ένα µαχαίρι µπροστά σε ένα γαλάζιο εβραϊκό άστρο. Το κορίτσι άπλωσε το χέρι του για την οµπρέλα· ο Λίµπερµαν της την έδωσε κι εκείνη την έβαλε σε ένα µεταλλικό τενεκέ σκουπιδιών µαζί µε δύο άλλες, µαύρες, βρεγµένες. «Είσαι η νεαρή δεσποινίδα στο τηλέφωνο;» είπε ο Λίµπερµαν, βγάζοντας το καπέλο και το παλτό του. Εκείνη ένευσε καταφατικά. «Χειρίστηκες το θέµα πολύ αποτελεσµατικά. Είναι εδώ ο Ραβίνος;» «Μόλις ήρθε.» Πήρε το καπέλο και το παλτό από τα χέρια του Λίµπερµαν. «Σ’ ευχαριστώ. Πώς είναι ο γιος του;» «Δεν ξέρουν ακόµα. Η κατάστασή του είναι σταθερή.»
«Μµ.» Ο Λίµπερµαν κούνησε το κεφάλι του µε συµπόνια. Το κορίτσι βρήκε χώρο για το καπέλο και το παλτό σε ένα γεµάτο καλόγερο. Ο Λίµπερµαν, αφού ίσιωσε το σακάκι του, χτένισε τα µαλλιά του, έριξε µια γρήγορη µατιά στα φυλλάδια που βρίσκονταν πάνω στο ράφι δίπλα του: Ο Νέος Εβραίος· ΔΟΛΟΦΟΝΕ ΚΙΣΙΝΓΚΕΡ· Καµία Παραχώρηση – Ποτέ! Το κορίτσι πέρασε δίπλα από τον Λίµπερµαν και χτύπησε την πόρτα µε την αφίσα· την άνοιξε περισσότερο και κοίταξε µέσα. «Ραβίνε; Ήρθε ο κύριος Λίµπερµαν.» Έσπρωξε την πόρτα για να την ανοίξει εντελώς, και χαµογελώντας στον Λίµπερµαν, έκανε στο πλάι. Ένας γεροδεµένος άντρας µε ξανθό µούσι κοίταξε έντονα και βλοσυρά τον Λίµπερµαν καθώς έµπαινε σε ένα υπερβολικά ζεστό δωµάτιο γεµάτο ανθρώπους και γραφεία και ακαταστασία· κι από το γραφείο στη γωνία, σηκώθηκε ο Ραβίνος Μος Γκορίν, όµορφος, µελαχρινός, µικροκαµωµένος, χαµογελαστός, µε σφιχτό σαγόνι· µε ένα σακάκι από τουΐντ και ένα κίτρινο µπλουζάκι µε ανοιχτό λαιµό. Πήρε το χέρι του Λίµπερµαν, το έσφιξε και µε τα δύο δικά του, και τον κοίταξε µε µαγνητικά καστανά µάτια µε σκιές να τα βαραίνουν. «Ήθελα να σας γνωρίσω από τότε που ήµουν παιδί» είπε µε µια απαλή αλλά έντονη φωνή. «Είστε ένας από τους ελάχιστους ανθρώπους που θαυµάζω σε αυτό τον κόσµο, όχι µόνο γι’ αυτά που έχετε κάνει, αλλά κι επειδή τα κάνατε χωρίς καµία βοήθεια από το κατεστηµένο. Το εβραϊκό κατεστηµένο, αυτό εννοώ.» «Σας ευχαριστώ» είπε ο Λίµπερµαν, αµήχανος αλλά ευχαριστηµένος. «Κι εγώ ήθελα να σας γνωρίσω, Ραβίνε. Το εκτιµώ που ήρθατε τόσο απρόοπτα.» Ο Γκορίν σύστησε τους υπόλοιπους άντρες. Εκείνος µε την ξανθιά γενειάδα, τη γαµψή µύτη, µε την πανίσχυρη χειραψία, ήταν ο δεύτερος στην ιεραρχία µετά από αυτόν, ο Φιλ Γκρίνσπαν. Ένας ψηλός µε αρχές φαλάκρας και γυαλιά ήταν ο Έλιοτ Μπάκρακ. Ένας άλλος, ογκώδης, µε µαύρα γένια: ο Πολ Στερν. Ο πιο νεαρός απ’
όλους –στα είκοσι πέντε περίπου– µε ένα παχύ µαύρο µουστάκι, πράσινα µάτια, µια ακόµα πανίσχυρη χειραψία: ο Τζέι Ραµπίνοβιτς. Όλοι τους φορούσαν πουκάµισα, και, όπως ο Γκορίν, εβραϊκά καπέλα στα κεφάλια τους. Έφεραν καρέκλες από τα άλλα γραφεία και τις τοποθέτησαν γύρω από το γραφείο του Γκορίν· έκατσαν. Ο ψηλός µε τα γυαλιά, ο Μπάκρακ, καθόταν στο περβάζι του παραθύρου πίσω από τον Γκορίν, µε σταυρωµένα χέρια, το σκίαστρο πίσω του κατεβασµένο εντελώς. Ο Λίµπερµαν, καθισµένος απέναντι από τον Γκορίν, κοίταξε τους µετρηµένους άντρες µε το ισχυρό βλέµµα και το άθλιο, ακατάστατο γραφείο µε τους χάρτες της πόλης και του κόσµου που κρέµονταν στους τοίχους, ένα καβαλέτο που είχε πάνω του ένα µαυροπίνακα, τις στοίβες των βιβλίων και των χαρτιών, τις κούτες. «Μη δίνετε σηµασία στο µέρος αυτό.» Ο Γκορίν έκανε ένα νεύµα απαξίωσης. «Δε διαφέρει πολύ από το δικό µου γραφείο» είπε ο Λίµπερµαν, χαµογελώντας. «Είναι λίγο µεγαλύτερο, ίσως.» «Λυπάµαι που σας συµβαίνει αυτό.» «Πώς είναι ο γιος σας;» «Πιστεύω ότι θα γίνει καλά» είπε ο Γκορίν. «Η κατάστασή του είναι σταθερή.» «Το εκτιµώ που θελήσατε να µε δεχτείτε.» Ο Γκορίν ανασήκωσε τους ώµους. «Η µητέρα του είναι µαζί του. Εγώ προσευχήθηκα.» Χαµογέλασε. Ο Λίµπερµαν προσπάθησε να βολευτεί στην καρέκλα που δεν είχε µπράτσα. «Όποτε συζητάω» είπε «δηµόσια, εννοώ – µε ρωτούν τη γνώµη µου για εσάς. Τους λέω πάντα: “Δεν τον έχω συναντήσει ποτέ από κοντά, κι έτσι δεν έχω άποψη”.» Χαµογέλασε στον Γκορίν. «Τώρα θα χρειαστεί να βρω µια καινούργια απάντηση.» «Ελπίζω να είναι συµπαθής.» Το τηλέφωνο πάνω στο γραφείο χτύπησε. «Δεν είναι κανείς εδώ, Σάντι!» φώναξε ο Γκορίν προς την
πόρτα. «Εκτός κι αν είναι η σύζυγός µου!» Γύρισε στον Λίµπερµαν: «Δεν περιµένετε κάποιο τηλεφώνηµα, έτσι δεν είναι;» Ο Λίµπερµαν κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Δεν ξέρει κανείς ότι είµαι εδώ. Υποτίθεται ότι είµαι στην Ουάσινγκτον.» Καθάρισε το λαιµό του, έκατσε µε τα χέρια πάνω στα γόνατά του. «Ξεκίνησα για εκεί χθες το απόγευµα» είπε. «Για να πάω στο Εφ Μπι Άι για κάποιες δολοφονίες που ερευνώ. Εδώ και στην Ευρώπη. Από πρώην άντρες των Ες Ες.» «Πρόσφατες δολοφονίες;» Ο Γκορίν έδειξε ανήσυχος. «Που συνεχίζονται ακόµα» είπε ο Λίµπερµαν. «Τις οργάνωσε η Kameradenwerk στη Νότιο Αφρική και ο δρ. Μένγκελε.» «Αυτό το καθίκι...» είπε ο Γκορίν και οι άλλοι άντρες ανασάλεψαν νευρικά. «Έχουµε ένα καινούργιο παράρτηµα στο Ρίο ντε Τζανέιρο» είπε ο άντρας µε την ξανθιά γενειάδα, ο Γκρίνσπαν, στον Λίµπερµαν. «Μόλις γίνει αρκετά µεγάλο θα οργανώσουµε µια οµάδα µε κοµάντο και θα τον εξοντώσουµε.» «Καλή τύχη» είπε ο Λίµπερµαν. «Είναι ακόµα ζωντανός αναµφίβολα, διοργανώνει όλη την επιχείρηση. Σκότωσε ένα νεαρό εκεί, ένα εβραιόπουλο από το Έβανστον του Ιλινόις, τον Σεπτέµβριο. Το παιδί ήταν στο τηλέφωνο µαζί µου, µου µιλούσε γι’ αυτή την υπόθεση, όταν έγινε. Το πρόβληµά µου τώρα, είναι ότι θα χρειαστώ αρκετό χρόνο για να πείσω το Εφ Μπι Άι ότι ξέρω πολύ καλά για ποιο πράγµα µιλάω.» «Γιατί περιµένατε τόσο πολύ;» ρώτησε ο Γκορίν. «Αν το ξέρατε από τον Σεπτέµβριο...» «Δεν το ήξερα» είπε ο Λίµπερµαν. «Ήταν όλα... υποθέσεις και εικασίες, αβέβαια. Μόνο τώρα κατάφερα να συνδέσω όλα τα στοιχεία.» Κούνησε το κεφάλι του και αναστέναξε. «Έτσι µου ήρθε η ιδέα στο αεροπλάνο» είπε στον Γκορίν «ότι ίσως εσείς, οι ΝΕΠ» – τους κοίταξε όλους– «θα µπορούσατε να µε βοηθήσετε στην υπόθεση
την ώρα που εγώ θα ταξιδεύω για την Ουάσινγκτον.» «Ό,τι µπορούµε να κάνουµε» είπε ο Γκορίν «απλά ζητήστε το, και θα το έχετε.» Οι άλλοι συµφώνησαν. «Σας ευχαριστώ» είπε ο Λίµπερµαν «αυτό ακριβώς ήλπιζα. Είναι µια δουλειά προστασίας ενός ανθρώπου, ενός άντρα στην Πενσιλβανία. Σε µια πόλη εκεί, στο Νιου Πρόβιντενς, µια κουκίδα στο χάρτη κοντά στην πόλη Λάνκαστερ.» «Πενσιλβανία – Ολανδική περιοχή» είπε ο άντρας µε τα µαύρα γένια. «Την ξέρω.» «Αυτός ο άνθρωπος είναι ο επόµενος που θα δολοφονηθεί σε αυτή τη χώρα» είπε ο Λίµπερµαν. «Στις είκοσι δύο αυτού του µήνα, αλλά ίσως και νωρίτερα. Μπορεί σε λίγες ηµέρες από σήµερα. Έτσι, πρέπει να προστατευτεί. Αλλά δεν πρέπει να τροµάξουµε ή να σκοτώσουµε τον άνθρωπο που θα έρθει για να τον δολοφονήσει· πρέπει να συλληφθεί, για να µπορέσουµε να τον ανακρίνουµε.» Κοίταξε τον Γκορίν. «Έχετε ανθρώπους που θα µπορούσαν να αναλάβουν µια τέτοια δουλειά; Να προστατέψουν κάποιον, να συλλάβουν έναν άλλο;» Ο Γκορίν ένευσε καταφατικά. «Τους έχεις µπροστά σου» είπε ο Γκρίνσπαν, και ύστερα γύρισε στον Γκορίν: «Ας αναλάβει ο Τζέι τη διαδήλωση. Θα το αναλάβω εγώ.» Ο Γκορίν χαµογέλασε, έγειρε το κεφάλι του προς τον Γκρίνσπαν και είπε στον Λίµπερµαν: «Η µεγαλύτερη θλίψη του είναι ότι έχασε τον Β’ Παγκόσµιο Πόλεµο. Έχει αναλάβει τα µαθήµατα µάχης για λογαριασµό µας.» «Θα χρειαστούµε περίπου µία εβδοµάδα µόνο, ελπίζω» είπε ο Λίµπερµαν. «Μόνο µέχρι να έρθει το Εφ Μπι Άι.» «Τι τους θέλετε αυτούς;» ρώτησε ο νεαρός µε το µουστάκι. «Θα τον πιάσουµε εµείς για χάρη σας» είπε ο Γκρίνσπαν στον Λίµπερµαν «και θα του αποσπάσουµε περισσότερες πληροφορίες,
πιο γρήγορα, σε σχέση µε αυτούς. Σας το εγγυώµαι.» Χτύπησε το τηλέφωνο. Ο Λίµπερµαν κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Πρέπει να τους χρησιµοποιήσω» είπε «αφού από εκείνους θα µπορέσει να περάσει στην Ιντερπόλ. Εµπλέκονται και άλλες χώρες. Υπάρχουν άλλοι πέντε άντρες σαν κι αυτόν.» Ο Γκορίν κοιτούσε την πόρτα· στράφηκε στον Λίµπερµαν. «Πόσες δολοφονίες έχουν γίνει;» ρώτησε. «Οκτώ απ’ όσο γνωρίζω.» Ο Γκορίν έδειξε να πονάει. Κάποιος σφύριξε. «Επτά απ’ όσο γνωρίζω» διόρθωσε τον εαυτό του ο Λίµπερµαν. «Μία είναι πολύ πιθανή. Ίσως κι άλλες.» «Εβραίοι;» ρώτησε ο Γκορίν. Ο Λίµπερµαν κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Όχι Εβραίοι.» «Γιατί;» ρώτησε ο Μπάκρακ από το παράθυρο. «Τι σκοπό έχουν;» «Ναι» είπε ο Γκορίν. «Ποιοι ήταν; Ποιος είναι αυτός στην Πενσιλβανία;» Ο Λίµπερµαν πήρε µια βαθιά ανάσα, την απελευθέρωσε. Έγειρε µπροστά. «Αν σας πω ότι είναι σηµαντικό, πολύ σηµαντικό» είπε «πιο σηµαντικό µακροπρόθεσµα από το ρωσικό αντισηµιτισµό και την πίεση στο Ισραήλ – σας αρκεί προς το παρόν; Σας υπόσχοµαι ότι δεν υπερβάλλω.» Μέσα στη σιωπή, ο Γκορίν συνοφρυώθηκε κοιτάζοντας το γραφείο µπροστά του. Σήκωσε το βλέµµα του στον Λίµπερµαν, κούνησε αρνητικά το κεφάλι του, και χαµογέλασε απολογητικά. «Όχι» είπε. «Ζητάτε από τον Μος Γκορίν να σας δανείσει τρεις ή τέσσερις από τους καλύτερους άντρες του, ίσως και περισσότερους. Άντρες, όχι παιδιά. Σε µια εποχή που έχουµε ήδη εξαπλωθεί πολύ κι όπου νιώθω την ανάσα της κυβέρνησης στο σβέρκο µου επειδή τους καταστρέφω την εκτόνωση των διεθνών τους σχέσεων. Όχι, Γιάκοβ» – κούνησε αρνητικά το κεφάλι του– «θα σου δώσω όλη τη βοήθεια που
µπορώ, αλλά τι είδους ηγέτης θα ήµουν αν πρόσφερα τους άντρες µου στα τυφλά, ακόµα και στον Γιάκοβ Λίµπερµαν;» Ο Λίµπερµαν ένευσε καταφατικά. «Το φαντάστηκα πως αν µη τι άλλο θα ήθελες να γνωρίζεις τι συµβαίνει» είπε. «Αλλά µη µου ζητήσεις αποδείξεις, Ραβίνε. Απλώς άκουσέ µε και εµπιστεύσου µε. Διαφορετικά χάνω τον καιρό µου.» Τους κοίταξε όλους, κοίταξε τον Γκορίν, καθάρισε το λαιµό του. «Μήπως κατά τύχη» είπε «µελετήσατε ποτέ βιολογία;» «Θεέ µου!» είπε εκείνος µε το µουστάκι. «Το συνώνυµο της λέξης που είπες είναι “κλωνοποίηση”» είπε ο Μπάκρακ. «Υπήρχε ένα άρθρο γι’ αυτήν στους Τάιµς πριν από λίγα χρόνια.» Ο Γκορίν χαµογέλασε αχνά, περιστρέφοντας µια χαλαρή κλωστή γύρω από ένα µανικετόκουµπο. «Σήµερα το πρωί» είπε «στο προσκέφαλο του γιου µου, είπα: “Τι ετοιµάζεις στη συνέχεια, Θεέ µου;”» Έκανε ένα νεύµα προς τον Λίµπερµαν, κούνησε το κεφάλι του, χαµογελώντας πικρά. «Ενενήντα τέσσερις Χίτλερ.» «Ενενήντα τέσσερα παιδιά µε τα γονίδια του Χίτλερ» είπε ο Λίµπερµαν. «Για εµένα» είπε ο Γκορίν «είναι ενενήντα τέσσερις Χίτλερ.» «Είσαι σίγουρος ότι αυτός ο άνθρωπος, ο Γουίλοκ, είναι ζωντανός;» είπε ο Γκρίνσπαν στον Λίµπερµαν. «Είµαι.» «Κι ότι δεν έχει µετακοµίσει;» ρώτησε αυτός µε τη µαύρη γενειάδα. «Έχω τον αριθµό τηλεφώνου του» είπε ο Λίµπερµαν. «Δεν ήθελα να του µιλήσω ο ίδιος ακόµα, µέχρι να µάθω αν είχατε σκοπό να κάνετε αυτό που σας ζητάω» –κοίταξε τον Γκορίν– «όµως, έβαλα τη γυναίκα του ζεύγους που µε φιλοξενεί να του τηλεφωνήσει σήµερα το πρωί. Είπε πως ήθελε να αγοράσει ένα σκύλο κι ότι άκουσε πως
εκείνος είχε εκτροφείο. Αυτός είναι. Της έδωσε οδηγίες για να πάει ως εκεί.» «Θα πρέπει να συνεννοηθούµε γι’ αυτό µε τη Φιλαδέλφεια» είπε ο Γκορίν στον Γκρίνσπαν. Ύστερα γύρισε στον Λίµπερµαν: «Το ένα και µοναδικό πράγµα που δεν πρόκειται να κάνουµε είναι να περάσουµε όπλα από τα πολιτειακά σύνορα. Πολύ θα ήθελε το Εφ Μπι Άι µια δικαιολογία για να συλλάβει και εµάς και τους Ναζί.» «Να τηλεφωνήσω στον Γουίλοκ τώρα;» είπε ο Λίµπερµαν. Ο Γκορίν ένευσε καταφατικά. «Θα χρειαστεί να τοποθετήσω κάποιον µέσα στο σπίτι µαζί του» είπε ο Γκρίνσπαν. Ο νεαρός άντρας µε το µουστάκι µετακίνησε το τηλέφωνο κοντά στον Λίµπερµαν. Ο Λίµπερµαν φόρεσε τα γυαλιά του κι έβγαλε ένα φάκελο από την τσέπη του σακακιού του. «Γεια σας, κύριε Γουίλοκ, ο γιος σας είναι ο Χίτλερ» είπε ο Μπάκρακ από το παράθυρο. «Δεν πρόκειται να αναφέρω καθόλου το παιδί» είπε ο Λίµπερµαν. «Μπορεί να τον κάνει να µου κλείσει το τηλέφωνο, εξαιτίας του τρόπου που έγινε η υιοθεσία. Απλώς πληκτρολογώ τα νούµερα, έτσι δεν είναι;» «Αν έχετε ήδη τον κωδικό της περιοχής.» Ο Λίµπερµαν πληκτρολόγησε τον αριθµό, διαβάζοντας τα νούµερα από το φάκελο. «Το σχολείο έχει µάλλον τελειώσει ήδη» είπε ο Γκορίν. «Υπάρχει πιθανότητα να το σηκώσει το παιδί.» «Είµαστε φίλοι» είπε πικρόχολα ο Λίµπερµαν. «Τον έχω συναντήσει ήδη δύο φορές.» Το τηλέφωνο στην άλλη άκρη της γραµµής άρχισε να χτυπά. Χτύπησε ξανά. Ο Λίµπερµαν κοίταξε τον Γκορίν που τον κοιτούσε. «Παρακαλώ;» είπε ένας άντρας µε βαθιά φωνή. «Ο κύριος Χένρι Γουίλοκ;»
«Ο ίδιος.» «Κύριε Γουίλοκ, ονοµάζοµαι Γιάκοβ Λίµπερµαν. Σας τηλεφωνώ από τη Νέα Υόρκη. Διευθύνω το Κέντρο Πληροφόρησης Εγκληµάτων Πολέµου στη Βιένη – µπορεί να το έχετε ακουστά. Συγκεντρώνουµε πληροφορίες για τους Ναζιστές εγκληµατίες πολέµου, βοηθάµε στην ανεύρεσή τους και στις δικαστικές αγωγές εναντίον τους.» «Το έχω ακουστά. Η περίπτωση Άιχµαν.» «Σωστά, όπως και πολλοί άλλοι. Κύριε Γουίλοκ, αναζητώ κάποιον αυτή την περίοδο, κάποιον που βρίσκεται στη χώρα σας. Βρίσκοµαι στο δρόµο για την Ουάσινγκτον για να µιλήσω µε το Εφ Μπι Άι για την υπόθεση. Ο συγκεκριµένος άνθρωπος σκότωσε δύο ή τρία άτοµα εδώ σχετικά πρόσφατα, και σχεδιάζει να σκοτώσει κι άλλους.» «Ψάχνετε για κάποιο σκυλί φύλακα;» «Όχι» είπε ο Λίµπερµαν. «Ο επόµενος που σχεδιάζει να δολοφονήσει αυτός ο άνθρωπος, κύριε Γουίλοκ» –κοίταξε τον Γκορίν– «είστε εσείς.» «Εντάξει, ποιος είναι στο τηλέφωνο; Τεντ; Ωραία η µίµηση του ξένου δάκτυλου, ηλίθιε.» «Δεν πρόκειται για φάρσα» είπε ο Λίµπερµαν. «Καταλαβαίνω πως νοµίζετε ότι ένας Ναζιστής δεν έχει κανένα λόγο να σας σκοτώσει– » «Ποιος το λέει αυτό; Σκότωσα αρκετούς από δαύτους· βάζω στοίχηµα πως θα ένιωθαν ευτυχισµένοι αν µου το ξεπλήρωναν. Αν υπάρχει κάποιος εδώ γύρω.» «Υπάρχει όντως κάποιος εδώ γύρω– » «Έλα, τώρα, ποιος είναι στο τηλέφωνο;» «Είµαι ο Γιάκοβ Λίµπερµαν, κύριε Γουίλοκ.» «Χριστέ µου!» είπε ο Γκορίν· οι άλλοι άρχισαν να συνοµιλούν, να µουγκρίζουν. Ο Λίµπερµαν έχωσε το ένα δάχτυλο στο αυτί του. «Σας ορκίζοµαι» είπε «ότι ένας άνθρωπος θα έρθει στο Πρόβιντενς για να σας σκοτώσει, ένα πρώην µέλος των Ες Ες, ίσως
σε λίγες ηµέρες από τώρα. Προσπαθώ να σας σώσω τη ζωή.» Σιωπή. «Βρίσκοµαι στο γραφείο του Ραβίνου Μος Γκορίν των Νέων Εβραίων Προασπιστών» είπε ο Λίµπερµαν. «Μέχρι να πείσω το Εφ Μπι Άι να σας προστατέψει, κάτι που µπορεί να πάρει περίπου µία εβδοµάδα, ο Ραβίνος θέλει να σας στείλει µερικούς άντρες. Θα µπορούσαν να βρίσκονται εκεί– » Κοίταξε µε απορία τον Γκορίν. «Αύριο το πρωί» είπε εκείνος. «Αύριο το πρωί» είπε ο Λίµπερµαν. «Θα συνεργαστείτε µαζί τους µέχρι να καταφθάσουν οι άντρες του Εφ Μπι Άι;» Σιωπή. «Κύριε Γουίλοκ;» «Κοιτάξτε, κύριε Λίµπερµαν, αν είστε όντως ο κύριος Λίµπερµαν. Εντάξει, µπορεί να είστε. Τυχαίνει να µιλάτε σε έναν από τους πιο ασφαλείς ανθρώπους στις ΗΠΑ. Κατ’ αρχάς, είµαι ένας πρώην σωφρονιστικός υπάλληλος σε κρατικές φυλακές, κι έτσι µπορώ να φροντίζω αρκετά τον εαυτό µου. Και δεύτερον, έχω ένα ολόκληρο σπίτι µε εκπαιδευµένα Ντόµπερµαν· αρκεί µία λέξη µου για να ξεσκίσουν το λαιµό οποιουδήποτε µε κοιτάξει στραβά.» «Χαίροµαι που το ακούω αυτό» είπε ο Λίµπερµαν «µπορούν όµως να σταµατήσουν έναν τοίχο από το να πέσει πάνω σας; Ή κάποιον που θα σας πυροβολήσει από µακριά; Αυτό συνέβη σε δύο από τους άλλους άντρες.» «Τι στον κόρακα µου λέτε; Κανένας Ναζιστής δε µε κυνηγάει. Μιλάτε µε το λάθος Χένρι Γουίλοκ.» «Υπάρχει κάποιος άλλος στο Πρόβιντενς που να εκτρέφει Ντόµπερµαν; Εξήντα πέντε ετών, µε µια σύζυγο πολύ νεότερη, και ένα γιο κοντά στα δεκατέσσερα;» Σιωπή. «Χρειάζεστε προστασία» είπε ο Λίµπερµαν. «Και ο Ναζιστής πρέπει να συλληφθεί, όχι να σκοτωθεί από τα σκυλιά.»
«Θα το πιστέψω µόλις µου το πει το Εφ Μπι Άι. Δεν πρόκειται να αφήσω µερικά εβραιόπουλα µε ρόπαλα του µπέιζµπολ να κυκλοφορούν κοντά µου.» Ο Λίµπερµαν έµεινε σιωπηλός για λίγο. «Κύριε Γουίλοκ» είπε «µπορώ να έρθω να σας επισκεφθώ καθώς θα πηγαίνω για την Ουάσινγκτον; Θα σας εξηγήσω περισσότερα.» Ο Γκορίν τον κοίταξε µε απορία· έπειτα κοίταξε αλλού. «Ελάτε αν το θέλετε· βρίσκοµαι συνεχώς εδώ.» «Πότε δεν είναι η σύζυγός σας εκεί;» «Λείπει στο µεγαλύτερο διάστηµα της ηµέρας. Διδάσκει.» «Και το παιδί είναι επίσης στο σχολείο;» «Όταν δεν κάνει κοπάνα για να γυρίσει καµιά ταινία. Θα γίνει ο επόµενος Άλφρεντ Χίτσκοκ, έτσι νοµίζει.» «Θα βρίσκοµαι εκεί γύρω στο µεσηµέρι αύριο.» «Όπως σας βολεύει. Μόνο εσείς όµως. Αν δω κανέναν “Εβραίο Προασπιστή” τριγύρω, θα αµολήσω τα σκυλιά. Έχετε στιλό; Θα σας δώσω οδηγίες.» «Τις έχω» είπε ο Λίµπερµαν. «Θα σας δω αύριο. Κι ελπίζω απόψε να παραµείνετε στο σπίτι σας.» «Αυτό είχα σκοπό.» Ο Λίµπερµαν έκλεισε το τηλέφωνο. «Πρέπει να του πω ότι σχετίζεται µε την υιοθεσία» είπε στον Γκορίν «και είναι καλύτερα να µην µπορεί να µου κλείσει το τηλέφωνο.» Χαµογέλασε. «Πρέπει επίσης να τον πείσω ότι η ΝΕΠ δεν είναι απλώς µερικά “εβραιόπουλα µε ρόπαλα του µπέιζµπολ”.» Γύρισε στον Γκρίνσπαν: «Θα πρέπει να περιµένεις κάπου εκεί γύρω για να σου τηλεφωνήσω.» «Πρέπει πρώτα να πάω στη Φιλαδέλφεια» είπε ο Γκρίνσπαν. «Για να πάρω τους άντρες µου και τον εξοπλισµό.» Ύστερα είπε στον Γκορίν: «Θέλω να πάρω µαζί µου τον Πολ.»
Κανόνισαν τις λεπτοµέρειες. Ο Γκρίνσπαν και ο Πολ Στερν θα πήγαιναν στη Φιλαδέλφεια µε το αυτοκίνητο του Στερν αµέσως µόλις µάζευαν τις βαλίτσες τους, και ο Λίµπερµαν θα οδηγούσε το αυτοκίνητο του Γκρίνσπαν µέχρι το Νιου Πρόβιντενς το πρωί. Μόλις θα έπειθε τον Γουίλοκ να αποδεχτεί την προστασία της ΝΕΠ, θα τηλεφωνούσε στη Φιλαδέλφεια και η οµάδα θα έπαιρνε το αυτοκίνητο και θα τον συναντούσε στο σπίτι του Γουίλοκ. Μόλις διευθετούσαν την κατάσταση εκεί, αυτός θα πήγαινε στη Ουάσινγκτον, θα κρατούσε το αυτοκίνητο του Γκρίνσπαν µέχρι να τους απαλλάξει το Εφ Μπι Άι. «Πρέπει να τηλεφωνήσω στο γραφείο µου» είπε, ανακατεύοντας το τσάι του. «Νοµίζουν ότι είµαι ήδη εκεί.» Ο Γκορίν έκανε ένα νεύµα προς το τηλέφωνο. Ο Λίµπερµαν κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Όχι, όχι τώρα, είναι πολύ αργά εκεί. Θα τηλεφωνήσω νωρίς το πρωί.» Χαµογέλασε. «Δε θα χρεώσω πολύ τη ΝΕΠ.» Ο Γκορίν ανασήκωσε τους ώµους. «Μιλάω στο τηλέφωνο µε Ευρώπη όλη την ώρα» είπε. «Με τα παραρτήµατά µας εκεί.» Ο Λίµπερµαν ένευσε σκεφτικός και είπε: «Οι χρηµατοδότες πέρασαν από εµένα σ’ εσάς.» «Υποθέτω ότι πέρασαν όντως κάποιοι» είπε ο Γκορίν. «Όµως, το γεγονός ότι καθόµαστε δίπλα δίπλα αυτή τη στιγµή, ότι συνεργαζόµαστε, αποδεικνύει ότι εξακολουθούν να βοηθούν για τον ίδιο σκοπό, έτσι δεν είναι;» «Απ’ όσο φαντάζοµαι» είπε ο Λίµπερµαν. «Ναι. Βέβαια.» Αργότερα είπε: «Το παιδί του Γουίλοκ δε ζωγραφίζει πίνακες. Βρισκόµαστε στο 1975· γυρίζει ταινίες.» Χαµογέλασε. «Όµως, επέλεξε τα σωστά αρχικά. Θέλει να γίνει ένας άλλος Άλφρεντ Χίτσκοκ. Και ο πατέρας του, ο κρατικός υπάλληλος, δεν πιστεύει ότι η ιδέα του είναι καλή. Ο Χίτλερ και ο πατέρας του τσακώνονταν πολύ επειδή εκείνος ήθελε να γίνει καλλιτέχνης.»
Ο Μένγκελε πέρασε στην απέναντι µεριά του δρόµου την Τετάρτη το πρωί και νοίκιασε ένα δωµάτιο σε ένα άλλο ξενοδοχείο, το Κένιλγουορθ, στο όνοµα Κερτ Κέλερ που ζούσε στην Οδό Σέρινταν του Έβανστον, στο Ιλινόις. Του ζήτησαν, δικαίως, να πληρώσει προκαταβολικά, αφού το µοναδικό που κρατούσε ήταν ένας λεπτός δερµάτινος χαρτοφύλακας (χαρτί, µαχαίρι, σφαίρες για το Μπράουνινγκ, διαµάντια) και µια µικρή χαρτοσακούλα (σταφύλια). Δεν µπορούσε να τηλεφωνήσει στο γραφείο του Λίµπερµαν από το δωµάτιο του Σενιόρ Ραµόν Ασχάιµ Ι Νεγκρίν, γιατί µετά το θάνατο του Λίµπερµαν µπορεί να έλεγχαν τις τηλεφωνικές κλήσεις από τον Κέλερ, ενώ παράλληλα δεν είχε καµία διάθεση να µαζέψει νοµίσµατα συνολικής αξίας επτά δολαρίων και να περάσει µία ολόκληρη ώρα µουτζουρώνοντας τα δάχτυλά του σε κάποιον τηλεφωνικό θάλαµο. Και ως Κερτ Κέλερ θα µπορούσε να δεχτεί ένα απαντητικό τηλεφώνηµα, στην ανάγκη. Στο δεύτερο δωµάτιό του (ούτε ένα δέκατο του αστεριού) τηλεφώνησε στη Φροϊλάιν Ζίµερ και της εξήγησε ότι είχε πετάξει από τη Νέα Υόρκη στην Ουάσινγκτον, ότι είχε στείλει το σώµα του Μπάρι ασυνόδευτο, επειδή ήταν πιο σηµαντικό να δώσει τις σηµειώσεις του κακόµοιρου του παιδιού –ακόµα πιο σηµαντικό απ’ όσο είχαν συνειδητοποιήσει αρχικά– στον Χερ Λίµπερµαν το συντοµότερο δυνατό. Μα πού ήταν ο Χερ Λίµπερµαν, Θεός φυλάξει; Δεν ήταν στο Μπέντζαµιν Φράνκλιν; Η Φροϊλάιν Ζίµερ έµεινε έκπληκτη, αλλά δεν ανησύχησε. Θα τηλεφωνούσε στο Μάνχαϊµ και θα έβλεπε τι θα ανακάλυπτε. Ίσως ο Χερ Κέλερ να κατάφερνε να δοκιµάσει µερικά ακόµα ξενοδοχεία από µόνος του, αν και δεν µπορούσε να φανταστεί το λόγο που ο Χερ Λίµπερµαν θα µπορούσε να πάει κάπου αλλού. Αναµφίβολα θα επικοινωνούσε µαζί της σύντοµα· το έκανε συνήθως όταν άλλαζαν τα σχέδιά του. (Συνήθως!) Ναι, θα τηλεφωνούσε στον Χερ Κέλερ αµέσως µόλις µάθαινε κάποια πληροφορία. Στο Κένιλγουορθ, καλή µου Φροϊλάιν· το Μπέντζαµιν Φράνκλιν ήταν γεµάτο όταν έφτασε. Αλλά είχε ακόµα κράτηση για τον Χερ Λίµπερµαν, φυσικά.
Μέχρι εκείνη να του ξανατηλεφωνήσει είχε τηλεφωνήσει ο ίδιος σε πάνω από τριάντα ξενοδοχεία, και στο Μπέντζαµιν Φράνκλιν έξι φορές. Ο Λίµπερµαν είχε φύγει από τη Φρανκφούρτη µε την προγραµµατισµένη του πτήση την Τρίτη το πρωί· εποµένως είτε βρισκόταν στην Ουάσινγκτον είτε είχε σταµατήσει στη Νέα Υόρκη. «Πού µένει εκεί;» «Κάποιες φορές στο ξενοδοχείο Έντισον, αλλά συνήθως µένει σε φίλους, σε χρηµατοδότες. Έχει πολλούς εκεί. Είναι µια µεγάλη εβραϊκή πολιτεία, καταλαβαίνετε.» «Καταλαβαίνω.» «Μην ανησυχείτε, Χερ Κέλερ· είµαι σίγουρη ότι θα µάθω σύντοµα νέα του και θα του πω ότι τον περιµένετε. Θα µείνω εδώ ως αργά, για κάθε ενδεχόµενο.» Τηλεφώνησε στο Έντισον στη Νέα Υόρκη, και σε περισσότερα ξενοδοχεία της Ουάσινγκτον, στο Μπέντζαµιν Φράνκλιν κάθε µισή ώρα· πήγε βιαστικά µέχρι εκεί µέσα στην παγωµένη βροχή για να βεβαιωθεί ότι τα ρούχα του και η βαλίτσα του υπήρχαν ακόµη πίσω από την πινακίδα Μην Ενοχλείτε. Κοιµήθηκε την Τετάρτη το βράδυ στο Κένιλγουορθ. Προσπάθησε να κοιµηθεί. Τον έπιασε κατάθλιψη. Σκεφτόταν το όπλο στο κοµοδίνο... Πίστευε πραγµατικά ότι θα σκότωνε τον Λίµπερµαν και τους υπόλοιπους άντρες που έπρεπε να δολοφονηθούν (εβδοµήντα επτά ακόµα!) πριν σκοτωθεί ο ίδιος; Ή, ακόµα χειρότερα, πριν συλληφθεί και αναγκαστεί να υποµείνει το είδος της φρικτής ψευτοδίκης που είχε υποστεί ο κακόµοιρος ο Στανγκλ και ο Άιχµαν; Γιατί να µην τελειώνει µε όλη αυτή την πάλη, το σχεδιασµό κάθε κίνησης, την ανησυχία; Ανακάλυψε, στη µία το πρωί, στην αµερικανική τηλεόραση –κι αναµφίβολα αυτό ήταν µια θεϊκή παρέµβαση, ένα σηµάδι που στάλθηκε για να τον επαναφέρει από την απελπισία– µια µεγαλειώδη
ταινία που έδειχνε τον Φίρερ και τον Στρατηγό φον Μπλόµπεργκ να παρακολουθούν µια πτήση επίδειξης της Λουφτβάφε πάνω από τα κεφάλια τους· χαµήλωσε εντελώς την απεχθή αγγλική αφήγηση και παρακολούθησε τις γεµάτες κόκκο, παλιές, άηχες εικόνες, τόσο συγκινητικά γλυκόπικρες, τόσο εµψυχωτικές για ακόµα µία φορά... Κοιµήθηκε. Λίγα λεπτά µετά τις οκτώ την Πέµπτη το πρωί, την ώρα ακριβώς που ήταν έτοιµος να τηλεφωνήσει ξανά στη Βιένη, χτύπησε το τηλέφωνο. «Παρακαλώ;» «Ο κύριος Κερτ Κέλερ;» Ήταν µια γυναίκα, Αµερικανίδα, όχι η Φροϊλάιν Ζίµερ. «Ναι...» «Γεια σας, είµαι η Ρίτα Φαρµπ. Είµαι φίλη του Γιάκοβ Λίµπερµαν. Μένει µαζί µας εδώ, στη Νέα Υόρκη. Μου ζήτησε να σας τηλεφωνήσω. Τηλεφώνησε ο ίδιος στο γραφείο του στη Βιένη πριν από λίγο κι έµαθε ότι τον περιµένετε. Θα βρίσκεται στην Ουάσινγκτον απόψε, στις έξι περίπου. Θέλει να δειπνήσετε µαζί. Θα σας τηλεφωνήσει αµέσως µόλις φτάσει.» Ανακουφισµένος, ενθουσιασµένος, ο Μένγκελε είπε: «Υπέροχα!» «Μπορείτε, επίσης, να µου κάνετε µια χάρη, σας παρακαλώ; Μπορείτε να τηλεφωνήσετε στο ξενοδοχείο Μπέντζαµιν Φράνκλιν και να τους πείτε ότι θα έρθει σίγουρα;» «Ναι, µε χαρά! Ξέρετε µε ποια πτήση θα φτάσει;» «Θα έρθει µε το αυτοκίνητο, δε θα πετάξει. Μόλις έφυγε. Γι’ αυτό σας τηλεφωνώ εγώ. Ήταν λίγο βιαστικός.» Ο Μένγκελε συνοφρυώθηκε. «Δε θα φτάσει πριν από τις έξι;» ρώτησε. «Αν έχει φύγει ήδη;» «Όχι – πρέπει να κάνει µια παράκαµψη στην Πενσιλβανία. Μπορεί να έρθει και λίγο µετά τις έξι, αλλά είναι σίγουρο ότι θα έρθει κι ότι το πρώτο πράγµα που θα κάνει είναι να σας τηλεφωνήσει.»
Ο Μένγκελε έµεινε σιωπηλός. «Θα µιλήσει µε τον Χένρι Γουίλοκ; Στο Νιου Πρόβιντενς;» είπε έπειτα. «Ναι, εγώ του βρήκα τις οδηγίες για να πάει ως εκεί. Είναι αναµφίβολα ενδιαφέρον που έχουµε τον Γιάκοβ στο σπίτι µας. Καταλαβαίνω ότι ερευνά µια πολύ µεγάλη υπόθεση.» «Ναι» είπε ο Μένγκελε. «Σας ευχαριστώ που µου τηλεφωνήσατε. Ω, µήπως ξέρετε τι ώρα θα συναντηθεί ο Γιάκοβ µε τον Χένρι;» «Το µεσηµέρι.» «Σας ευχαριστώ. Γεια σας.» Πίεσε το κουµπί του τηλεφώνου προς τα κάτω, το κράτησε, κοίταξε το ρολόι του, έκλεισε τα µάτια του και έµεινε ακίνητος· άνοιξε τα µάτια του, απελευθέρωσε το κουµπί, το πάτησε γρήγορα µερικές φορές. Βρήκε την ταµία και της είπε να του ετοιµάσει το λογαριασµό µε το φαγητό και τα τηλέφωνα. Φόρεσε το µουστάκι του, την περούκα του. Πήρε το όπλο. Σακάκι, παλτό, καπέλο· άρπαξε το χαρτοφύλακα. Έτρεξε στην απέναντι µεριά του δρόµου και µπήκε στο Μπέντζαµιν Φράνκλιν· έκανε µια στάση στο παράθυρο του ταµείου για να πάρει µερικές οδηγίες και βιάστηκε να φτάσει στο γκισέ ενοικίασης αυτοκινήτων. Μια όµορφη νεαρή γυναίκα µε κιτρινόµαυρη στολή τού χαµογέλασε λαµπερά. Και µόνο ελάχιστα λιγότερο λαµπερά µόλις έµαθε ότι είναι Παραγουανός κι ότι δεν έχει πιστωτική κάρτα. Το εκτιµώµενο κόστος της ενοικίασης έπρεπε να πληρωθεί προκαταβολικά σε µετρητά· περίπου εξήντα δολάρια, θεωρούσε· θα το υπολόγιζε µε περισσότερη ακρίβεια. Έριξε τα χαρτονοµίσµατα, άφησε το δίπλωµά του, της είπε να ετοιµάσει το αυτοκίνητο µέσα σε δέκα λεπτά, το αργότερο· προχώρησε βιαστικά προς τους ανελκυστήρες. Μέχρι τις εννιά βρισκόταν ήδη στον αυτοκινητόδροµο για τη Βαλτιµόρη, µε ένα λευκό Φορντ Πίντο κάτω από το λαµπρό, γαλάζιο ουρανό. Το όπλο κάτω από τη µασχάλη του, το µαχαίρι στην τσέπη του παλτού του, τον Θεό στο πλευρό του.
Οδηγώντας στο όριο των εκατό χιλιοµέτρων την ώρα, θα έφτανε στο Νιου Πρόβιντενς σχεδόν µία ώρα πριν από τον Λίµπερµαν. Κάποια αυτοκίνητα τον προσπέρασαν αργά. Αµερικανοί! Το όριο είναι εκατό, εκείνοι πηγαίνουν µε εκατόν είκοσι. Κούνησε το κεφάλι του κι επέτρεψε στον εαυτό του να οδηγήσει πιο γρήγορα. Όταν βρίσκεσαι στη Ρώµη... Έφτασε στο Νιου Πρόβιντενς –µια σειρά από µονότονα σπίτια, ένα κατάστηµα, ένα ισόγειο ταχυδροµείο φτιαγµένο από τούβλα– στις έντεκα παρά δέκα, όµως στη συνέχεια έπρεπε να βρει την Οδό Ολντ Μπακ χωρίς να ζητήσει οδηγίες από κάποιον που θα µπορούσε αργότερα να περιγράψει τον ίδιο ή/και το αυτοκίνητό του στην αστυνοµία. Ο οδικός χάρτης που είχε αγοράσει σε ένα βενζινάδικο στο Μέριλαντ, πιο λεπτοµερής από το χάρτη του άτλαντα, έδειχνε µια πόλη µε το όνοµα Μπακ στα νοτιοδυτικά του Νιου Πρόβιντενς· εξερεύνησε προς εκείνη την κατεύθυνση, ακολουθώντας έναν ανώµαλο δρόµο δύο λωρίδων που ελισσόταν µέσα από τα ξεγυµνωµένα από το χειµώνα χωράφια· µείωνε ταχύτητα σε κάθε διασταύρωση και κοιτούσε τις σχεδόν ακατάληπτες πινακίδες των καταστηµάτων και των δρόµων. Περιστασιακά τον προσπερνούσαν αυτοκίνητα και φορτηγά. Βρήκε την Οδό Ολντ Μπακ να απλώνεται δεξιά και αριστερά σε µία διασταύρωση· επέλεξε τη δεξιά διακλάδωση και άρχισε να κατευθύνεται πίσω προς το Νιου Πρόβιντενς, αναζητώντας γραµµατοκιβώτια. Πέρασε τον Γκρούµπερ και τον Σ. Τζόνσον. Τα κλαδιά άφυλλων δέντρων µπερδεύονταν µεταξύ τους πάνω από το στενό δρόµο. Μια µαύρη άµαξα που την τραβούσε ένα άλογο κατευθύνθηκε προς το µέρος του. Είχε δει παρόµοιες σε διαφηµιστικές πινακίδες στον κεντρικό δρόµο· απ’ όσο φαινόταν ο λαός των Άµις ήταν η τοπική τουριστική ατραξιόν. Μέσα στην άµαξα µε το µαύρο ουρανό κάθονταν ένας άντρας µε γένια και µαύρο καπέλο µε µια γυναίκα που φορούσε ένα µαύρο σκούφο δεµένο στο πιγούνι και κοιτούσαν ευθεία µπροστά.
Τα γραµµατοκιβώτια, σε περιποιηµένα δροµάκια που οδηγούσαν µέσα στα δέντρα, ήταν λίγα και σε απόσταση µεταξύ τους. Κάτι που ήταν θετικό· θα µπορούσε να χρησιµοποιήσει το όπλο. Χ. Γουίλοκ. Η κόκκινη σηµαιούλα ήταν κατεβασµένη στο πλάι του γραµµατικιβωτίου. ΣΚΥΛΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ, προειδοποιούσε (ή µήπως διαφήµιζε;) µια δεύτερη πινακίδα από κάτω, πρόχειρα γράµµατα µε µαύρη µπογιά. Κάτι που ήταν αρνητικό. Αν και όχι απόλυτα, αφού του πρόσφερε µια πιο αληθοφανή δικαιολογία για την παρουσία του εκεί σε σχέση µε την επιχείρηση των καλοκαιρινών διακοπών για µικρά παιδιά που είχε σκοπό να επαναλάβει. Έστριψε δεξιά, οδήγησε τις ρόδες του αυτοκινήτου µέσα στις βαθιές αυλακώσεις ενός ανώµαλου χωµατόδροµου που ανέβαινε όλο και πιο ψηλά το λόφο ανάµεσα από τα δέντρα. Το κάτω µέρος του αυτοκινήτου ξυνόταν πάνω στον ανώµαλο δρόµο: αυτό ήταν πρόβληµα του Χερ Χερτζ. Αλλά και δικό του, αν ακινητοποιούνταν το αυτοκίνητο. Οδήγησε πιο σιγά. Κοίταξε το ρολόι του: 11.18. Ναι, θυµόταν αµυδρά ένα από τα ζευγάρια των Αµερικανών που είχε καταγράψει την εκτροφή σκύλων ανάµεσα στα ενδιαφέροντά τους. Αναµφίβολα ήταν οι Γουίλοκ· και ο δεσµοφύλακας, που σίγουρα είχε πάρει πλέον σύνταξη, µάλλον µετέτρεψε σε πλήρη απασχόληση την παλιά του ψυχαγωγία. «Καληµέρα!» είπε δυνατά ο Μένγκελε. «Η πινακίδα εκεί κάτω γράφει “σκυλιά φύλακες” κι ένα σκυλί φύλακας είναι αυτό ακριβώς που χρειάζοµαι.» Πίεσε το παχύ µουστάκι µε δύναµη προς τα κάτω, χτένισε ελαφρά την περούκα στο πλάι και πίσω, έγειρε τον καθρέφτη και έριξε µια γρήγορη µατιά στον εαυτό του· διόρθωσε ξανά τον καθρέφτη και ακολούθησε τον αυλακωµένο δρόµο αργά· έβαλε το χέρι κάτω από το παλτό και το σακάκι, ξεκούµπωσε το πλαϊνό µέρος της θήκης για να µπορεί να τραβήξει το πιστόλι. Γαβγίσµατα σκύλων, ολόκληρος σάλος, ξέσπασε προκλητικά από ένα ηλιόλουστο ξέφωτο όπου ένα διώροφο σπίτι – λευκά παράθυρα,
καφέ σανίδες– βρισκόταν υπό γωνία σε σχέση µε εκείνον· και στο πίσω µέρος του µια ντουζίνα σκυλιά που έπεφταν πάνω στον ψηλό φράχτη από σύρµα, γαβγίζοντας, κλαψουρίζοντας. Ένας ασπροµάλλης άντρας στεκόταν πίσω τους, και τον κοιτούσε. Οδήγησε µέχρι την άκρη του πέτρινου µονοπατιού που οδηγούσε στο σπίτι και σταµάτησε το αυτοκίνητο εκεί· τράβηξε το χειρόφρενο και γύρισε το κλειδί. Ένα σκυλί κλαψούριζε εκείνη τη στιγµή, ένα κουτάβι απ’ όσο µπορούσε να διακρίνει. Στην απέναντι πλευρά του σπιτιού βρισκόταν ένα κόκκινο φορτηγάκι µε καρότσα σε ένα γκαράζ δύο αυτοκινήτων, όπου η δεύτερη θέση ήταν άδεια. Ξεκλείδωσε την πόρτα του αυτοκινήτου, την άνοιξε, βγήκε έξω· τεντώθηκε και έτριψε την πλάτη του την ώρα που το αυτοκίνητο του γκρίνιαζε να πάρει το κλειδί. Το όπλο κουνήθηκε κάτω από τη µασχάλη του. Έκλεισε µε θόρυβο την πόρτα και έµεινε να κοιτάζει τη βεράντα µε τις λευκές πινελιές στο τέλος του µονοπατιού. Εδώ ζει ο ένας από αυτούς! Μπορεί να έβλεπε και καµιά φωτογραφία του παιδιού. Τι υπέροχο που θα ήταν αν έβλεπε το πρόσωπο αυτού του δεκατετράχρονου! Θεέ µου, τι θα γίνει αν δεν έχει πάει στο σχολείο σήµερα; Μια ανησυχητική και συναρπαστική σκέψη! Ο ασπροµάλλης άντρας έκανε µε µικρά ακανόνιστα βήµατα το γύρο του σπιτιού, µε ένα σκυλί στο πλευρό του, ένα γυαλιστερό µαύρο κυνηγετικό. Ο άντρας φορούσε ένα φουσκωτό καφέ µπουφάν, µαύρα γάντια, καφέ παντελόνι· ήταν ψηλός και ογκώδης, το κοκκινωπό του πρόσωπο σοβαρό, εχθρικό. Ο Μένγκελε χαµογέλασε. «Καληµέρα!» φώναξε. «Η– » «Είσαι ο Λίµπερµαν;» ρώτησε ο άντρας µε µια βαριά φωνή, πλησιάζοντας περισσότερο. Ο Μένγκελε χαµογέλασε πιο πλατιά. «Ja, ναι!» είπε. «Ναι! Ο κύριος Γουίλοκ;» Ο άντρας σταµάτησε κοντά στον Μένγκελε και ένευσε µε το ασπροµάλλικο κεφάλι του. Ο σκύλος, ένα όµορφο µπλε-µαύρο
Ντόµπερµαν, γρύλισε στον Μένγκελε, δείχνοντας τα κοφτερά λευκά του δόντια. Το αλυσιδωτό κολάρο του ήταν πιασµένο µε µια θηλιά από µαύρο δέρµα. Διάφορα σκισίµατα υπήρχαν στα µανίκια του φθαρµένου καφέ µπουφάν, οι λευκές ίνες της επένδυσης προεξείχαν. «Ήρθα λίγο νωρίς» απολογήθηκε ο Μένγκελε. Ο Γουίλοκ κοίταξε πίσω του, το αυτοκίνητο, και στη συνέχεια τον κοίταξε µε µισόκλειστα γαλάζια µάτια κάτω από παχιά λευκά φρύδια. Οι ρυτίδες χαράκωναν τα µάγουλα µε τις λευκές, αξύριστες τρίχες. «Έλα µέσα» είπε, γέρνοντας το ασπροµάλλικο κεφάλι του προς το σπίτι. «Οφείλω να παραδεχτώ ότι µου κίνησες την περιέργεια.» Γύρισε και προπορεύτηκε στο µονοπάτι, κρατώντας µε τα δάχτυλα την αλυσίδα του µπλεµαύρου Ντόµπερµαν. «Υπέροχος σκύλος» είπε ο Μένγκελε, ακολουθώντας τον. Ο Γουίλοκ ανέβηκε το µονοπάτι. Η λευκή πόρτα είχε ένα ρόπτρο σε σχήµα σκυλοκεφαλής. «Ο γιος σας είναι στο σπίτι;» ρώτησε ο Μένγκελε. «Κανείς δεν είναι» είπε ο Γουίλοκ, ανοίγοντας την πόρτα. «Τους περιµένω.» Ντόµπερµαν –δύο, τρία στη σειρά– ήρθαν και έγλειψαν το γάντι του, γρυλίζοντας στον Μένγκελε. «Ήρεµα, αγόρια µου» είπε ο Γουίλοκ. «Είναι φίλος µου.» Έκανε νόηµα στα σκυλιά να υποχωρήσουν –εκείνα το έκαναν υπάκουα– κι αυτός µπήκε µέσα µε τον άλλο σκύλο, κάνοντας νόηµα στον Μένγκελε. «Κλείσε την πόρτα.» Ο Μένγκελε µπήκε και έκλεισε την πόρτα· έµεινε να κοιτάζει τον Γουίλοκ, που έσκυψε ανάµεσα στο πλήθος των µαύρων ,Ντόµπερµαν, χαϊδεύοντας τα κεφάλια τους και χτυπώντας φιλικά τα δυνατά πλευρά τους καθώς εκείνα τον έγλειφαν και τον έσπρωχναν µε τις µουσούδες τους. «Τι όµορφα» είπε ο Μένγκελε. «Αυτοί οι νεαροί» είπε ευδιάθετα ο Γουίλοκ «είναι ο Χάρπο και ο Ζέπο –ο γιος µου τους ονόµασε έτσι· τους µοναδικούς που του επέτρεψα– κι αυτός ο παλιόφιλος είναι ο Σάµσον – ήρεµα, Σαµ– κι
από εδώ ο Μέιτζορ. Από εδώ ο κύριος Λίµπερµαν, παιδιά. Ένας φίλος.» Σηκώθηκε και χαµογέλασε στον Λίµπερµαν, τραβώντας τα δάχτυλα των γαντιών του. «Καταλαβαίνεις τώρα για ποιο λόγο δεν κατουρήθηκα πάνω µου όταν µου είπες ότι κάποιος έχει βαλθεί να µε σκοτώσει.» Ο Μένγκελε ένευσε καταφατικά. «Ναι» είπε. Χαµήλωσε το βλέµµα στα δύο Ντόµπερµαν που µύριζαν το παλτό του. «Θαυµάσια προστασία» είπε «οι σκύλοι αυτού του είδους.» «Μπορούν να ξεσκίσουν το λαιµό όποιου µε κοιτάξει στραβά.» Ο Γουίλοκ κατέβασε το φερµουάρ του µπουφάν του· από µέσα φορούσε ένα κόκκινο πουκάµισο. «Βγάλε το παλτό σου» είπε. «Κρέµασέ το εκεί.» Ένας ψηλός καλόγερος µε µεγάλες µαύρες κρεµάστρες βρισκόταν στα δεξιά του Μένγκελε· ο οβάλ καθρέφτης έδειχνε µια πολυθρόνα στο βάθος του τραπεζιού στο απέναντι δωµάτιο. Ο Μένγκελε άφησε το καπέλο του σε µια κρεµάστρα, ξεκούµπωσε το παλτό του· χαµογέλασε στα Ντόµπερµαν στα πόδια του, χαµογέλασε στον Γουίλοκ καθώς έβγαζε το παλτό του. Πίσω από τον Γουίλοκ µια στενή σκάλα ανέβαινε απότοµα στο πάτω πάτωµα. «Εσύ είσαι λοιπόν αυτός που έπιασε τον Άιχµαν.» Ο Γουίλοκ κρέµασε το σκισµένο του µπουφάν. «Οι Ισραηλινοί τον έπιασαν» είπε ο Μένγκελε, βγάζοντας το παλτό του. «Αλλά τους βοήθησα, φυσικά. Ανακάλυψα το µέρος όπου κρυβόταν στην Αργεντινή.» «Πήρες κάποια αµοιβή;» «Όχι.» Ο Μένγκελε κρέµασε το παλτό του. «Αυτά τα κάνω µόνο για ικανοποίηση» είπε. «Μισώ όλους τους Ναζιστές. Πρέπει να κυνηγηθούν και να εξοντωθούν σαν παράσιτα.» «Είναι οι κατάσκοποι και όχι οι Ναζιστές που πρέπει να µας ανησυχούν. Από δω» είπε ο Γουίλοκ.
Ο Μένγκελε, αφού διόρθωσε το σακάκι του, ακολούθησε τον Γουίλοκ στο δωµάτιο στα δεξιά. Δύο από τα Ντόµπερµαν τον συνόδεψαν, µυρίζοντας τα πόδια του· τα άλλα δύο προχώρησαν µε τον Γουίλοκ. Το δωµάτιο ήταν ένα ευχάριστο καθιστικό, µε παράθυρα που είχαν λευκές κουρτίνες, ένα πέτρινο τζάκι, και µ’ ένα τοίχο στ’ αριστερά γεµάτο µε βραβεία που είχαν όλων των χρωµάτων τις γιρλάντες, ανάγλυφα τρόπαια, φωτογραφίες σε µαύρες κορνίζες. «Ω, αυτό είναι εντυπωσιακό» είπε ο Μένγκελε, πήγε εκεί και άρχισε να κοιτάζει. Οι φωτογραφίες απεικόνιζαν όλες διάφορα Ντόµπερµαν· δεν υπήρχε ούτε µία του παιδιού. «Λοιπόν, για ποιο λόγο µε κυνηγά ένας Ναζιστής;» Ο Μένγκελε γύρισε από την άλλη. Ο Γουίλοκ καθόταν σε ένα βικτοριανού τύπου καναπέ ανάµεσα στα δύο µπροστινά παράθυρα, χουφτώνοντας καπνό από µια ανάγλυφη γυάλα στο χαµηλό τραπέζι µπροστά του, τον οποίο τον τοποθέτησε σε µια κοντόχοντρη µαύρη πίπα. Ένα Ντόµπερµαν στάθηκε µε τα µπροστινά του πόδια πάνω στο τραπέζι και παρακολουθούσε. Ένα άλλο Ντόµπερµαν, το µεγαλύτερο, ξάπλωσε στο στρογγυλό χαλάκι ανάµεσα στον Γουίλοκ και στον Μένγκελε, κοιτάζοντας ψηλά τον Μένγκελε γαλήνια αλλά µε ενδιαφέρον. Τα άλλα δύο Ντόµπερµαν µύριζαν τα πόδια του Μένγκελε, τα δάχτυλά του. Ο Γουίλοκ κοίταξε προς το µέρος του Μένγκελε. «Λοιπόν;» είπε. Χαµογελώντας, ο Μένγκελε είπε: «Ξέρετε, µου είναι πολύ δύσκολο να συζητήσω µε...» Έκανε ένα νεύµα προς τα Ντόµπερµαν δίπλα του. «Μην ανησυχείς» είπε ο Γουίλοκ, καθώς ετοίµαζε την πίπα του. «Δεν πρόκειται να σε πειράξουν αν δε µε πειράξεις. Απλά κάτσε και άρχισε να µιλάς. Θα σε συνηθίσουν.» Ο Μένγκελε έκατσε στο δερµάτινο καναπέ που αναστέναξε. Ένα από τα Ντόµπερµαν πήδηξε στο πλάι του και άρχισε να γυρνάει γύρω
γύρω, έτοιµο να ξαπλώσει. Το Ντόµπερµαν στο χαλάκι σηκώθηκε, τον πλησίασε και έσπρωξε το λείο µαύρο κεφάλι του ανάµεσα στα γόνατα του Μένγκελε, µυρίζοντας τον καβάλο του. «Σάµσον» είπε προειδοποιητικά ο Γουίλοκ, ρουφώντας τη φλόγα του σπίρτου στην πίπα του. Το Ντόµπερµαν αποτράβηξε το κεφάλι του κι έκατσε στο πάτωµα κοιτάζοντας τον Μένγκελε. Ένα άλλο Ντόµπερµαν, που καθόταν στα πόδια του Μένγκελε, άρχισε να ξύνει µε το πίσω πόδι το αλυσιδωτό κολάρο του. Το Ντόµπερµαν δίπλα. Ο Μένγκελε στον καναπέ έµεινε να κοιτάζει το Ντόµπερµαν που καθόταν µπροστά του. Ο Μένγκελε καθάρισε το λαιµό του και είπε: «Ο Ναζιστής που σας κυνηγά είναι ο ίδιος ο δρ. Μένγκελε. Θα φτάσει µάλλον εδώ– » «Γιατρός;» Ο Γουίλοκ, κρατώντας την πίπα του, έσβησε το σπίρτο µε ένα τίναγµα του χεριού του. «Ναι» είπε ο Μένγκελε. «Ο δρ. Μένγκελε. Κύριε Γουίλοκ, είµαι σίγουρος ότι αυτά τα σκυλιά είναι τέλεια εκπαιδευµένα – το καταλαβαίνω από όλα αυτά τα υπέροχα βραβεία» –έδειξε µε το δάχτυλο τον τοίχο πίσω του– «όµως, ξέρετε, όταν ήµουν οκτώ ετών δέχτηκα επίθεση από ένα σκύλο· όχι Ντόµπερµαν, ένα Γερµανικό ποιµενικό.» Άγγιξε τον αριστερό µηρό του. «Όλος ο µηρός» είπε «εξακολουθεί µέχρι σήµερα να είναι µια µάζα από ουλές. Και έχω και πνευµατικά σηµάδια. Δε νιώθω καθόλου άνετα όταν κάποιο σκυλί βρίσκεται στο ίδιο δωµάτιο µαζί µου, και το να έχω τέσσερα µπροστά µου – απλά, µου φαίνεται εφιαλτικό!» Ο Γουίλοκ άφησε κάτω την πίπα του. «Έπρεπε να µου το πεις εξαρχής» είπε, σηκώθηκε όρθιος και χτύπησε τα δάχτυλά του µεταξύ τους. Τα Ντόµπερµαν τινάχτηκαν όρθια, πετάχτηκαν στο πλάι του. «Ελάτε, παιδιά» είπε, οδηγώντας την αγέλη στο βάθος του δωµατίου προς την πόρτα που βρισκόταν δίπλα στον καναπέ. «Υπάρχει άλλος ένας Γουόλι Μόνταγκιου ανάµεσά µας. Περάστε µέσα.» Πέρασε τα Ντόµπερµαν από την πόρτα, τράβηξε κάτι από τη βάση της πόρτας και την έκλεισε, δοκίµασε το πόµολο.
«Δεν µπορούν να µπουν από αλλού;» ρώτησε ο Μένγκελε. «Όχι.» Ο Γουίλοκ επέστρεψε από το βάθος του δωµατίου. Ο Μένγκελε αναστέναξε «Σας ευχαριστώ» είπε. «Νιώθω πολύ καλύτερα τώρα.» Έκατσε πιο µπροστά στον καναπέ και ξεκούµπωσε το σακάκι του. «Πες µου την ιστορία σου συνοπτικά» είπε ο Γουίλοκ, που έκατσε στον καναπέ, παίρνοντας την πίπα στα χέρια του. «Δε µου αρέσει να τους κρατώ κλεισµένους εκεί µέσα για πολλή ώρα.» «Θα µπω κατευθείαν στο θέµα» είπε ο Μένγκελε «πρώτα όµως» – σήκωσε το δάχτυλό του– «θα ήθελα να σας δανείσω ένα όπλο, για να προστατεύετε τον εαυτό σας τις στιγµές που τα σκυλιά σας δε βρίσκονται κοντά.» «Έχω όπλο» είπε ο Γουίλοκ, έγειρε πίσω µε την πίπα ανάµεσα στα δόντια του, τα χέρια του απλωµένα στην πλάτη του καναπέ, τα πόδια του σταυρωµένα. «Ένα Λούγκερ.» Έβγαλε την πίπα από το στόµα του, φύσηξε καπνό. «Και δύο καραµπίνες και ένα τουφέκι.» «Αυτό είναι ένα Μπράουνινγκ» είπε ο Μένγκελε, βγάζοντας το όπλο από τη θήκη του. «Είναι καλύτερο από το Λούγκερ επειδή η γεµιστήρα του έχει δεκατρείς σφαίρες.» Έσπρωξε την ασφάλεια προς τα κάτω, και κρατώντας το όπλο σε θέση βολής, το έστρεψε στον Γουίλοκ. «Ψηλά τα χέρια» είπε. «Αφήστε πρώτα την πίπα κάτω, µε αργές κινήσεις.» Ο Γουίλοκ συνοφρυώθηκε, τα λευκά του φρύδια ανασηκώθηκαν. «Τώρα» είπε ο Μένγκελε. «Δε θέλω να σας κάνω κακό. Για ποιο λόγο να το κάνω; Μου είστε εντελώς ξένος. Ο Λίµπερµαν είναι αυτός που µε απασχολεί. Εκείνος είναι που ασχολείται µ’ εµένα, θα έπρεπε να πω.» Ο Γουίλοκ ξεσταύρωσε τα πόδια του και έγειρε µπροστά µε αργές κινήσεις, κοιτάζοντας µοχθηρά τον Μένγκελε, το πρόσωπό του κατακόκκινο. Άφησε κάτω την πίπα του και σήκωσε τα άδεια χέρια του πάνω από το κεφάλι.
«Επάνω στο κεφάλι» πρότεινε ο Μένγκελε. «Έχετε υπέροχα µαλλιά· σας ζηλεύω. Αυτό που φοράω είναι περούκα, δυστυχώς.» Σηκώθηκε από τον καναπέ, κούνησε την κάνη του όπλου προς τα πάνω. Ο Γουίλοκ σηκώθηκε, µε τα χέρια του πλεγµένα πάνω στην κορυφή του κεφαλιού του. «Δε δίνω δεκάρα για τους Εβραίους και τους Ναζιστές» είπε. «Ωραία» είπε ο Μένγκελε, κρατώντας το όπλο στραµµένο στο στήθος του κόκκινου πουκάµισου του Γουίλοκ. «Όπως και να ’χει πάντως θέλω να σας βάλω κάπου όπου δε θα µπορέσετε να κάνετε σινιάλο στον Λίµπερµαν. Έχετε κελάρι;» «Βέβαια» είπε ο Γουίλοκ. «Προχωρήστε προς τα εκεί. Με ήρεµα βήµατα. Υπάρχουν άλλα σκυλιά στο σπίτι εκτός από αυτά τα τέσσερα;» «Όχι.» Ο Γουίλοκ προχώρησε αργά στο διάδροµο, µε τα χέρια στο κεφάλι. «Είσαι πολύ τυχερός.» Ο Μένγκελε τον ακολούθησε µε το όπλο. «Πού είναι η σύζυγός σας;» ρώτησε. «Στο σχολείο. Διδάσκει. Στο Λάνκαστερ.» Ο Γουίλοκ προχώρησε στο διάδροµο. «Έχετε φωτογραφίες του γιου σας;» Ο Γουίλοκ σταµάτησε για µια στιγµή, προχώρησε προς τα δεξιά. «Τι τις θέλεις;» «Να τις δω» είπε ο Μένγκελε, ακολουθώντας τον µε το όπλο. «Δεν έχω σκοπό να του κάνω κακό. Είµαι ο γιατρός που τον ξεγέννησε.» «Τι στο διάολο σηµαίνουν όλα αυτά;» Ο Γουίλοκ σταµάτησε δίπλα σε µία πόρτα στο πλευρό της σκάλας. «Έχετε φωτογραφίες;» ρώτησε ο Μένγκελε. «Υπάρχει ένα άλµπουµ εκεί πέρα. Εδώ που βρισκόµαστε. Στη
βάση του τραπεζιού όπου βρίσκεται το τηλέφωνο.» «Αυτή είναι η πόρτα;» «Ναι.» «Χαµηλώστε το ένα χέρι και ανοίξτε τη, λίγο.» Ο Γουίλοκ γύρισε προς την πόρτα, χαµήλωσε το ένα χέρι του, άνοιξε ελάχιστα την πόρτα· επανέφερε το χέρι πάνω στο κεφάλι του. «Το υπόλοιπο µε το πόδι σας.» Ο Γουίλοκ έσπρωξε την πόρτα µε το πόδι του µέχρι να ανοίξει εντελώς. Ο Μένγκελε µετακινήθηκε στον απέναντι τοίχο και στάθηκε απέναντί της, µε το όπλο κοντά στην πλάτη του Γουίλοκ. «Μπείτε µέσα.» «Πρέπει να ανάψω το φως.» «Κάντε το.» Ο Γουίλοκ τέντωσε το χέρι του, τράβηξε ένα κορδόνι· έντονο φως βγήκε από την πόρτα. Αφού επέστρεψε το χέρι στο κεφάλι του, ο Γουίλοκ έσκυψε και πέρασε σε ένα πλατύσκαλο όπου κρέµονταν διάφορα εργαλεία του σπιτιού στον τοίχο από σανίδες. «Κατεβείτε κάτω» είπε ο Μένγκελε. «Αργά.» Ο Γουίλοκ γύρισε αριστερά και άρχισε να κατεβαίνει αργά τα σκαλιά. Ο Μένγκελε προχώρησε προς την πόρτα, κατέβηκε στο πλατύσκαλο· γύρισε προς τον Γουίλοκ, τράβηξε την πόρτα για να κλείσει. Ο Γουίλοκ κατέβαινε αργά τα σκαλιά του κελαριού, µε τα χέρια στο κεφάλι. Ο Μένγκελε σηµάδεψε µε το όπλο την πλάτη του κόκκινου πουκάµισου. Πυροβόλησε και ξαναπυροβόλησε· εκκωφαντικοί ήχοι. Οι κάλυκες τινάχτηκαν και αναπήδησαν κάτω. Τα χέρια άφησαν το ασπροµάλλικο κεφάλι, τινάχτηκαν προς τα
κάτω, βρήκαν την ξύλινη κουπαστή. Ο Γουίλοκ λικνίστηκε. Ο Μένγκελε έριξε µία ακόµα εκκωφαντική βολή στην πλάτη του κόκκινου πουκάµισου. Τα χέρια γλίστρησαν από την κουπαστή και ο Γουίλοκ κουτρουβάλησε µπροστά. Το µπροστινό µέρος του κεφαλιού του κοπάνησε στο πάτωµα χαµηλά· τα πόδια του άνοιξαν και ο κορµός του γλίστρησε ακόµα πιο πολύ στις σκάλες. Ο Μένγκελε κοιτούσε, τρίβοντας το αυτί του µε ένα δάχτυλο. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε στο διάδροµο. Τα σκυλιά γάβγιζαν λυσσασµένα. «Σιωπή!» φώναξε ο Μένγκελε, τρίβοντας το άλλο αυτί του. Τα σκυλιά συνέχισαν να γαβγίζουν. Ο Μένγκελε έσπρωξε την ασφάλεια ξανά προς τα πάνω και έβαλε το όπλο στη θήκη του· έβγαλε το µαντίλι του, σκούπισε το εσωτερικό πόµολο της πόρτας, τράβηξε το λεπτό σπάγκο, έκλεισε την πόρτα µε τον αγκώνα του. «Σιωπή!» φώναξε, βάζοντας το µαντίλι στην τσέπη του. Τα σκυλιά συνέχισαν να γαβγίζουν. Έξυναν και κοπανούσαν την πόρτα στο τέλος του διαδρόµου. Ο Μένγκελε πήγε βιαστικά στην µπροστινή είσοδο, κοίταξε έξω από ένα στενό παραθυρόφυλλο που βρισκόταν δίπλα της· άνοιξε την πόρτα και έτρεξε έξω. Μπήκε στο αυτοκίνητό του, το έβαλε µπροστά, προσπέρασε το σπίτι και το οδήγησε στην άδεια θέση του γκαράζ. Επέστρεψε τρέχοντας στο σπίτι, έκλεισε την πόρτα. Τα σκυλιά γάβγιζαν και κλαψούριζαν, έξυναν, κοπανούσαν. Ο Μένγκελε κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη του καλόγερου· ξεκόλλησε την περούκα και την έβγαλε, τράβηξε το µουστάκι από το επάνω χείλος του· έβαλε την περούκα και το µουστάκι σε µια τσέπη του κρεµασµένου του παλτού, τράβηξε το επικάλυµµα της τσέπης προς τα πάνω κι έξω. Κοίταξε ξανά τον εαυτό του καθώς χτένιζε τα κουρεµένα γκρίζα µαλλιά του και µε τα δύο χέρια. Συνοφρυώθηκε.
Έβγαλε το σακάκι του, το άφησε σε µια κρεµάστρα· µετέφερε το παλτό στην ίδια κρεµάστρα, καλύπτοντας το σακάκι. Έλυσε τη γραβάτα µε τις µαύρες και χρυσές ρίγες, την έβγαλε µε ένα τίναγµα του χεριού, την τύλιξε και την έβαλε στην τσέπη του παλτού του. Ξεκούµπωσε το κολάρο του αχνού γαλάζιου πουκαµίσου του, όπως και το επόµενο κουµπί· άνοιξε περισσότερο το γιακά, πίεσε προς τα κάτω τα πτερύγιά του. Τα σκυλιά γάβγιζαν και κλαψούριζαν πίσω από την πόρτα. Ο Μένγκελε διόρθωσε το λουρί της θήκης του όπλου στην πλάτη του. Κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη και ρώτησε: «Είσαι ο Λίµπερµαν;» Έκανε την ίδια ερώτηση, πιο αµερικανικά, λιγότερο γερµανικά: «Είσαι ο Λίµπερµαν;» Προσπάθησε να κάνει τη φωνή του να µοιάζει περισσότερο µε του Γουίλοκ, να βγαίνει από πιο χαµηλά στο λαιµό του: «Πέρασε µέσα. Οφείλω να παραδεχτώ ότι µου κίνησες την περιέργεια. Αγνόησέ τα, πάντα έτσι γαβγίζουν. Έτσι. Έτσι, Τσ, τσ, τσ. Σε, σε. Αγνόησέ τα, πάντα έτσι γαβγίζουν. Είσαι ο Λίµπερµαν; Πέρασε µέσα.» Τα σκυλιά γάβγιζαν. «Σιωπή!» φώναξε ο Μένγκελε.
Κεφάλαιο Επτά Ο ΛΙΜΠ ΕΡΜΑ Ν ΕΡΙΧ Ν Ε Σ Υ Ν ΕΧ Ω Σ ΜΑ Τ ΙΕΣ στα δέκατα του χιλιοµέτρου που καταγράφονταν αργά στο πίνακα οργάνων του µικρού Σάαµπ που του τσάκιζε τα νεφρά. Το σπίτι του Γουίλοκ βρισκόταν τετρακόσια µέτρα ακριβώς µετά την αριστερή στροφή που οδηγούσε στην Οδό Ολντ Μπακ – αν είχε διαβάσει σωστά τον µπαρόκ γραφικό χαρακτήρα των σηµειώσεων της Ρίτα, κάτι που δεν κατάφερνε πάντα. Με τις σηµειώσεις της Ρίτα και τις στάσεις για τουαλέτα που γίνονταν απαραίτητες εξαιτίας των τρανταγµάτων του Σάαµπ, είχε πάει ήδη δώδεκα και είκοσι. Σε κάθε περίπτωση όµως ένιωθε τα στοιχεία της υπόθεσης να µπαίνουν στη θέση τους και αυτή να εξελίσσεται οµαλά. Είχε λυπηθεί, φυσικά, που έµαθε για την ανεύρεση του πτώµατος του Μπάρι, αλλά έπρεπε να νιώθει ευγνωµοσύνη για τη χρονική στιγµή που συνέβη αυτό, αν µη τι άλλο· τώρα είχε ένα ισχυρό και αυταπόδεικτο σηµείο εκκίνησης για να εκµεταλλευτεί στην Ουάσινγκτον. Και ο Κερτ Κέλερ βρισκόταν εκεί, όχι µόνο µε τις σηµειώσεις που έκανε ο Μπάρι – σηµαντικές και χρήσιµες σηµειώσεις, προφανώς– αλλά και µε την επιρροή ενός ευυπόληπτου πολίτη να τον συνοδεύει. Σίγουρα θα ήθελε να παραµείνει εκεί και να βοηθήσει µε όποιον τρόπο µπορούσε· το γεγονός ότι βρισκόταν εκεί αποδείκνυε τις προθέσεις του. Και ο Γκρίνσπαν µε τον Στερν βρίσκονταν στη Φιλαδέλφεια, έτοιµοι, προφανώς, να καταφθάσουν µε µια αποτελεσµατική οµάδα κοµάντο της ΝΕΠ αµέσως µόλις θα έπειθε τον Γουίλοκ ότι βρισκόταν σε κίνδυνο. «Σχετίζεται µε το γιο σας, κύριε Γουίλοκ. Την υιοθεσία του. Την κανόνισε για λογαριασµό δικό σας και της συζύγου σας µία γυναίκα που λεγόταν Ελίζαµπεθ Γκρέγκορι, έτσι δεν είναι; Τώρα, σας παρακαλώ, πιστέψτε µε, κανείς– »
Το τέταρτο δέκατο του χιλιοµέτρου έκανε την εµφάνισή του και ευθεία µπροστά είδε να πλησιάζει ένα γραµµατοκιβώτιο. ΣΚΥΛΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ µε µαύρα γράµµατα ζωγραφισµένα στο χέρι σε µια ταµπέλα από κάτω από το Χ. Γουίλοκ στην κορυφή του κιβωτίου. Ο Λίµπερµαν µείωσε την ταχύτητα του αυτοκινήτου, σταµάτησε, περίµενε να τον προσπεράσει ένα φορτηγό που ερχόταν προς το µέρος του και πέρασε στην απέναντι πλευρά του δρόµου. Οδήγησε τις ρόδες του αυτοκινήτου µέσα στις βαθιές αυλακώσεις ενός ανώµαλου χωµατόδροµου που ανέβαινε όλο και πιο ψηλά το λόφο ανάµεσα από τα δέντρα. Το κάτω µέρος του αυτοκινήτου ξυνόταν πάνω στον ανώµαλο δρόµο. Ο Λίµπερµαν άλλαξε ταχύτητα, άρχισε να οδηγεί αργά. Έριξε µια γρήγορη µατιά στο ρολόι του: ήταν σχεδόν και είκοσι πέντε. Μισή ώρα, ας πούµε, για να πείσει τον Γουίλοκ (χωρίς να αναφερθεί στο θέµα των γονιδίων: «Δεν ξέρω για ποιο λόγο σκοτώνουν τους πατέρες των παιδιών· έτσι κάνουν, όµως»), κι έπειτα άλλη µία ώρα περίπου για να φτάσει εδώ η ΝΕΠ. Θα πήγαινε δύο το µεσηµέρι, λίγα λεπτά µετά τις δύο. Ήταν πιθανό να µπορούσε να φύγει ως τις τρεις, και να βρίσκεται στην Ουάσινγκτον µέχρι τις πέντε, πέντε και µισή. Θα τηλεφωνούσε στον Κέλερ. Ανυποµονούσε να τον συναντήσει, και να δει εκείνες τις σηµειώσεις του Μπάρι. Ήταν παράξενο που τις παρέβλεψε ο Μένγκελε. Μπορεί όµως ο Κέλερ να υπερεκτιµούσε τη σηµασία τους... Γαβγίσµατα σκύλων, ολόκληρος σάλος, ξέσπασε προκλητικά από ένα ηλιόλουστο ξέφωτο όπου ένα διώροφο σπίτι – λευκά παράθυρα, καφέ σανίδες– βρισκόταν υπό γωνία σε σχέση µε εκείνον· και στο πίσω µέρος του µια ντουζίνα σκυλιά που έπεφταν πάνω στον ψηλό φράχτη από σύρµα, γαβγίζοντας, κλαψουρίζοντας. Οδήγησε µέχρι την άκρη του πέτρινου µονοπατιού που οδηγούσε στο σπίτι και σταµάτησε το αυτοκίνητο εκεί· έβαλε νεκρά, γύρισε το κλειδί, τράβηξε το χειρόφρενο. Τα σκυλιά στο βάθος συνέχισαν να γαβγίζουν. Στην απέναντι πλευρά του σπιτιού βρισκόταν ένα κόκκινο
φορτηγάκι µε καρότσα κι ένα λευκό σεντάν ήταν παρκαρισµένα στο γκαράζ. Βγήκε από το αυτοκίνητο, έκλεισε την πόρτα και, µε το χαρτοφύλακα στο χέρι, έµεινε να κοιτάζει το καφέ σπίτι µε τις λευκές πινελιές. Θα ήταν σχετικά εύκολο να προστατέψει τον Γουίλοκ εκεί πέρα· τα σκυλιά –που γάβγιζαν ακόµα– ήταν ένα ενσωµατωµένο σύστηµα συναγερµού. Κι ένας αποτρεπτικός µηχανισµός. Ήταν πολύ πιθανό ο δολοφόνος να έκανε την κίνησή του κάπου αλλού – στην πόλη ή στον δρόµο. Ο Γουίλοκ έπρεπε να ακολουθήσει τη φυσιολογική του ρουτίνα και να δώσει στο δολοφόνο την ευκαιρία να αποκαλυφθεί. Ήταν πρόβληµα: να τον τροµάξει αρκετά ώστε να αποδεχτεί την προστασία της ΝΕΠ, αλλά όχι τόσο ώστε να παραµείνει στο σπίτι και να κλειδωθεί σε µια ντουλάπα. Πήρε µιαν ανάσα και άρχισε να περπατά στο µονοπάτι που οδηγούσε στην µπροστινή βεράντα. Η πόρτα είχε ένα ρόπτρο, ένα σιδερένιο κεφάλι σκύλου, κι ένα µαύρο κουµπί για το κουδούνι στο πλάι. Επέλεξε το ρόπτρο· το χτύπησε δύο φορές. Ήταν παλιό και σφιχτό· τα χτυπήµατα δεν ακούστηκαν πολύ δυνατά. Περίµενε για µια στιγµή –σκυλιά γάβγιζαν στο εσωτερικό του σπιτιού– κι έβαλε το δάχτυλό του πάνω στο κουµπί· όµως η πόρτα άνοιξε και ένας άντρας πιο µικροκαµωµένος απ’ ό,τι περίµενε, µε κοντά γκρίζα µαλλιά και ζωντανά και ευδιάθετα καστανά µάτια, τον κοίταξε και είπε µε βαθιά φωνή: «Είσαι ο Λίµπερµαν;» «Ναι» είπε εκείνος. «Ο κύριος Γουίλοκ;» Μια κατάφαση του κουρεµένου γκρίζου κεφαλιού, και η πόρτα άνοιξε περισσότερο. «Έλα µέσα.» Μπήκε µέσα, σε ένα χώρο υποδοχής που µύριζε σκύλους και είχε µια σκάλα που οδηγούσε επάνω. Έβγαλε το καπέλο του. Σκυλιά – πέντε ή έξι από δαύτα, απ’ όσο µπορούσε να ακούσει– γάβγιζαν, κλαψούριζαν, έξυναν την πόρτα στο βάθος του διαδρόµου. Γύρισε προς το µέρος του Γουίλοκ, ο οποίος είχε κλείσει την πόρτα και συνέχισε να του χαµογελά. «Χάρηκα για τη γνωριµία» είπε ο Γουίλοκ,
δείχνοντας περιποιηµένος µε το αχνό γαλάζιο πουκάµισό του µε το ανοιχτό κολάρο και τα ανασηκωµένα µανίκια, το σκούρο γκρι παντελόνι µε τη σωστή εφαρµογή, το περιποιηµένα µαύρα παπούτσια. Δεν υπήρχε καµία οικονοµική ύφεση στο χώρο της εκτροφής σκύλων. «Είχα αρχίσει να πιστεύω ότι δε θα ερχόσουν.» «Διάβασα λάθος τις οδηγίες» είπε ο Λίµπερµαν. «Η κυρία που σας τηλεφώνησε από τη Νέα Υόρκη;» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του, χαµογελώντας απολογητικά. «Τηλεφωνούσε εκ µέρους µου.» «Α» είπε ο Γουίλοκ, και χαµογέλασε. «Βγάλε το παλτό σου.» Του έδειξε ένα καλόγερο· ένα µαύρο καπέλο και ένα παλτό ήταν κρεµασµένα εκεί, και ένα καφέ ογκώδες µπουφάν, τα µανίκια του οποίου ήταν ξεσκισµένα. Ο Λίµπερµαν κρέµασε ψηλά το καπέλο του, άφησε το χαρτοφύλακά του στο πάτωµα, ξεκούµπωσε το παλτό του. Ο Γουίλοκ ήταν πιο φιλικός σε σχέση µε το τηλέφωνο –στην πραγµατικότητα έδειχνε αληθινά χαρούµενους που τον συναντούσε– αλλά κάτι στον τρόπο που µιλούσε ερχόταν σε αντίθεση µε τη φιλικότητά του· ο Λίµπερµαν το ένιωσε, αλλά δεν µπορούσε να το εντοπίσει µε ακρίβεια. «Μιλούσατε σοβαρά όταν µου είπατε ότι έχετε “ένα ολόκληρο σπίτι µε σκυλιά”» είπε ρίχνοντας µια κλεφτή µατιά στην πόρτα από την οποία γάβγιζαν και κλαψούριζαν τα σκυλιά. «Ναι» είπε ο Γουίλοκ, καθώς τον προσπερνούσε, χαµογελώντας. «Αγνόησέ τα. Έτσι γαβγίζουν πάντα. Τα έκλεισα µέσα για να µην ενοχλούν. Μερικοί άνθρωποι γίνονται πολύ νευρικοί. Από δω.» Μπήκε σε µια πόρτα στα δεξιά. Ο Λίµπερµαν κρέµασε το παλτό του, πήρε το χαρτοφύλακά του, και µε ένα σκεπτικό βλέµµα στην πλάτη του Γουίλοκ, τον ακολούθησε σε ένα ευχάριστο καθιστικό. Τα σκυλιά άρχισαν να κοπανούν και να γαβγίζουν πίσω από την πόρτα στα αριστερά, που βρισκόταν δίπλα σε ένα µαύρο δερµάτινο καναπέ, πάνω από τον οποίο κρέµονταν βραβεία µε πολύχρωµες γιρλάντες στον τοίχο από ξύλινες σανίδες, ανάµεσα σε τρόπαια και φωτογραφίες σε µαύρο πλαίσιο. Ένα
πέτρινο τζάκι βρισκόταν στο βάθος του δωµατίου, κι άλλα τρόπαια πάνω στο γείσο, ένα ρολόι. Παράθυρα µε λευκές κουρτίνες στο δεξιό τοίχο, ένας παλιοµοδίτικος καναπές ανάµεσά τους· στη γωνία δίπλα σε µια πόρτα, µία καρέκλα κι ένα τραπέζι, τηλέφωνο, ατζέντες, πίπες κρεµασµένες στη σειρά. «Κάθισε» είπε ο Γουίλοκ, δείχνοντας τον καναπέ την ώρα που εκείνος πήγαινε στον άλλο, τον παλιοµοδίτικο. «Και πες µου για ποιο λόγο µε κυνηγάει ένας Ναζιστής.» Κάθισε κάτω. «Οφείλω να παραδεχτώ ότι µου κίνησες την περιέργεια.» Πεγιέγεια – πρόφερε το ρ λίγο πιο παχιά. Αυτό ήταν που τον προβληµάτιζε· ο φιλικός Χένρι Γουίλοκ τον µιµούνταν, χρωµάτιζε την αµερικανική προφορά του µε µια δόση «ξένου δάκτυλου»· όχι διευρυµένα, µόνο το σχεδόν ανεπαίσθητα παχύ ρ, το ελαφρύ άκουσµα ενός ζ µέσα στο σ. Ο Λίµπερµαν κάθισε στον καναπέ –τα µαξιλάρια του αναστέναξαν– και κοίταξε απέναντι τον Γουίλοκ που έγερνε µπροστά στον παλιοµοδίτικο καναπέ, µε τους αγκώνες πάνω στα ανοιχτά πόδια, τις άκρες των δαχτύλων να γλιστρούν µπρος πίσω στις άκρες ενός πράσινου άλµπουµ φωτογραφιών που βρισκόταν πάνω στο χαµηλό τραπέζι µπροστά του· που του χαµογελούσε, που περίµενε. Θα µπορούσε να είναι αθέλητος αυτός ο µιµητισµός; Ο ίδιος µερικές φορές αντηχούσε το ρυθµό και τις διακυµάνσεις στον τόνο της φωνής ενός ξένου που πρόφερε παράξενα τα γερµανικά· είχε πιάσει τον εαυτό του να το κάνει και είχε νιώσει ντροπή. Όµως όχι, αυτό ήταν σκόπιµο, ήταν σίγουρος. Ο χαµογελαστός Γουίλοκ εξέπεµπε εχθρότητα προς το µέρος του. Τι θα περίµενε κάποιος από έναν αντισιµητιστή πρώην δεσµοφύλακα που εκπαιδεύει σκυλιά να ξεσκίζουν το λαιµό των ανθρώπων; Αγάπη και τρυφερότητα; Καλούς τρόπους; Λοιπόν, δεν είχε πάει ως εκεί για να βρει καινούργιους φίλους. Άφησε το χαρτοφύλακα δίπλα στα πόδια του, ακούµπησε τα χέρια του πάνω στα γόνατά του.
«Για να σας το εξηγήσω, κύριε Γουίλοκ» είπε «πρέπει να αναφερθώ σε προσωπικές υποθέσεις. Προσωπικές δικές σας και της οικογένειάς σας. Για το γιο σας, και την υιοθεσία του.» Τα φρύδια του Γουίλοκ ανασηκώθηκαν µε απορία. «Ξέρω» είπε ο Λίµπερµαν «ότι εσείς και η κυρία Γουίλοκ τον πήρατε στη Νέα Υόρκη από κάποια Ελίζαµπεθ Γκρέγκορι. Τώρα, σας παρακαλώ να µε πιστέψετε» –έγειρε µπροστά– «κανείς δεν πρόκειται να σας δηµιουργήσει πρόβληµα σχετικά µε αυτό. Κανείς δε θα προσπαθήσει να σας πάρει το γιο σας ή να σας ζητήσει χρήµατα που παραβήκατε το νόµο. Έχει περάσει πολύς καιρός και δεν έχει σηµασία πλέον, δεν έχει άµεση σηµασία. Σας δίνω το λόγο µου γι’ αυτό.» «Σε πιστεύω» είπε βλοσυρά ο Γουίλοκ. Πολύ χαλαρός πελάτης, αυτός ο άντρας τα δέχεται όλα µε µεγάλη ψυχραιµία· κάθεται εκεί και ανοιγοκλείνει τα δάχτυλά του, ξανά και ξανά, στην άκρη του πράσινου φωτογραφικού άλµπουµ. Η ράχη του άλµπουµ έβλεπε προς το µέρος του Λίµπερµαν· το εξώφυλλο σηκωνόταν προς τα πάνω, κρύβοντας, όπως ήταν προφανές, κάτι στο εσωτερικό του. «Το Ελίζαµπεθ Γκρέγκορι» είπε ο Λίµπερµαν «δεν ήταν το αληθινό της όνοµα. Το αληθινό της όνοµα ήταν Φρίντα Μαλόνι, Φρίντα Άλτσουλ Μαλόνι. Το έχετε ακουστά;» Ο Γουίλοκ συνοφρυώθηκε σκεπτικός. «Εννοείτε εκείνη τη Ναζίστρια;» ρώτησε. «Εκείνη που στείλαµε πίσω στη Γερµανία;» «Ναι.» Ο Λίµπερµαν ανασήκωσε το χαρτοφύλακά του. «Έχω εδώ µερικές φωτογραφίες της. Θα δείτε ότι– » «Μην κάνεις τον κόπο» είπε ο Γουίλοκ. Ο Λίµπερµαν τον κοίταξε. «Είδα τη φωτογραφία της στην εφηµερίδα» εξήγησε ο Γουίλοκ. «Μου φάνηκε γνωστή. Τώρα ξέρω για ποιο λόγο.» Χαµογέλασε. Το «λόγο» ακούστηκε σχεδόν σαν «λόγκο». Ο Λίµπερµαν ένευσε καταφατικά. (Ήταν όντως σκόπιµο; Εκτός
από το µιµητισµό ο Γουίλοκ συµπεριφερόταν ευχάριστα.) Έσφιξε ξανά το λουρί του χαρτοφύλακα· κοίταξε τον Γουίλοκ. «Εσείς και η σύζυγός σας» είπε, προσπαθώντας να βγάλει τα ζ από τα δικά του σ, «δεν ήσασταν το µοναδικό ζευγάρι που απέκτησε µωρά από εκείνη. Πήρε και ένα ζευγάρι που ονοµαζόταν Γκάθρι, και ο κύριος Γκάθρι δολοφονήθηκε τον περασµένο Οκτώβριο. Πήρε και ένα ζευγάρι που ονοµαζόταν Κάρι· ο κύριος Κάρι δολοφονήθηκε τον Νοέµβριο.» Ο Γουίλοκ έδειχνε ανήσυχος πλέον. Οι άκρες των δαχτύλων του έµειναν ακίνητες στην άκρη του φωτογραφικού άλµπουµ. «Υπάρχει ένας Ναζιστής που τριγυρνά σε αυτή τη χώρα» είπε ο Λίµπερµαν, κρατώντας το χαρτοφύλακα στην αγκαλιά του «ένας πρώην άντρας των Ες Ες, ο οποίος σκοτώνει τους πατέρες των παιδιών που υιοθετήθηκαν µέσω της Φρίντα Μαλόνι. Τους σκοτώνει µε την ίδια σειρά που έγιναν οι υιοθεσίες, και µε την ίδια χρονική απόσταση µεταξύ τους. Εσείς είστε ο επόµενος, κύριε Γουίλοκ.» Κούνησε το κεφάλι του. «Σύντοµα. Και υπάρχουν πολλοί ακόµα µετά από εσάς. Γι’ αυτόν το λόγο θα πάω στο Εφ Μπι Άι, και γι’ αυτόν το λόγο, ενώ εγώ θα πηγαίνω εκεί, εσείς πρέπει να προστατευτείτε. Και περισσότερο απ’ όσο µπορούν να σας προστατέψουν οι σκύλοι σας.» Ένευσε προς την πόρτα που βρισκόταν πέρα από τον καναπέ· οι σκύλοι κλαψούριζαν πίσω της εκείνη την ώρα, ένας ή δύο από αυτούς γάβγιζαν µε µισή καρδιά. Ο Γουίλοκ κούνησε το κεφάλι του εντυπωσιασµένος. «Χµµ!» είπε. «Είναι πολύ παράξενο όλο αυτό!» Κοίταξε απορηµένος τον Λίµπερµαν. «Οι πατέρες των παιδιών δολοφονούνται;» «Ναι.» «Μα για ποιο λόγο;» Τέλεια προφορά αυτή τη φορά· προσπαθούσε κι εκείνος. Θεέ µου, φυσικά! Δεν ήταν µιµητισµός, ούτε σκόπιµος ούτε αθέλητος, αλλά µια πραγµατική προφορά σαν τη δική του που
καταπιεζόταν! «Δεν ξέρω...» είπε. Και τα παπούτσια και το παντελόνι, ενός ανθρώπου της πόλης και όχι ενός ανθρώπου της επαρχίας· η εχθρότητα που εξέπεµπε· τα σκυλιά που ήταν κλεισµένα για να µην «ενοχλούν»... «Δεν ξέρεις;» τον ρώτησε ο Ναζιστής-που-δεν-ήταν-ο-Γουίλοκ. «Γίνονται όλες αυτές οι δολοφονίες κι εσύ δεν ξέρεις το λόγκο;» Μα οι δολοφόνοι ήταν κοντά στα πενήντα τους, κι αυτός ο άντρας ήταν εξήντα πέντε, ίσως ελάχιστα µικρότερος. Ο Μένγκελε; Αδύνατον. Εκείνος ήταν στη Βραζιλία ή στην Παραγουάη και δε θα τολµούσε να έρθει βόρεια, δεν ήταν δυνατόν να βρίσκεται καθισµένος εδώ στο Νιου Πρόβιντενς της Πενσιλβανίας. Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του σε αυτόν-που-µπορεί-ναήταν-οΜένγκελε. Αλλά ο Κερτ Κέλερ βρισκόταν στη Βραζιλία, και είχε έρθει στην Ουάσινγκτον. Το όνοµά του θα ήταν καταχωρηµένο στο διαβατήριο του Μπάρι ή στο πορτοφόλι του ως συγγενής εξ αίµατος... Ένα όπλο εµφανίστηκε πίσω από το εξώφυλλο του άλµπουµ, µε την κάνη του να τον σηµαδεύει. «Τότε θα πρέπει να σου τον πω εγώ» είπε ο άντρας που κρατούσε το όπλο. Ο Λίµπερµαν τον κοιτούσε· σκούρυνε και µάκρυνε τα µαλλιά του, του έβαλε ένα λεπτό µουστάκι, συµπλήρωσε τις λεπτοµέρειες και τον έκανε πιο νέο... Ναι, ο Μένγκελε. Ο Μένγκελε! Ο µισητός, ο κυνηγηµένος εδώ και τόσο καιρό· ο Άγγελος του Θανάτου, ο παιδοκτόνος! Κάθεται εκεί. Χαµογελάει. Έχει στραµµένο ένα όπλο προς το µέρος του. «Προς Θεού» είπε ο Μένγκελε στα Γερµανικά «κανείς δε θέλει να πεθάνεις στην άγνοια. Θέλω να µάθεις ακριβώς τι θα συµβεί σε είκοσι περίπου χρόνια από τώρα. Αυτό το απλανές βλέµµα οφείλεται µόνο στο όπλο ή µε αναγνώρισες;» Ο Λίµπερµαν βλεφάρισε, πήρε µιαν ανάσα. «Σε αναγνωρίζω» είπε.
Ο Μένγκελε χαµογέλασε. «Ο Ρούντελ και ο Σίµπερτ και οι υπόλοιποι» είπε «είναι ένα µάτσο γερασµένες γριές. Ζήτησαν την επιστροφή των αντρών επειδή η Φρίντα Μαλόνι σού µίλησε για µερικά µωρά. Έτσι, πρέπει να τελειώσω τη δουλειά µόνος µου.» Ανασήκωσε τους ώµους. «Δε µε πειράζει, για να πω την αλήθεια· η δουλειά θα µε κρατήσει νέο. Τώρα, άφησε το χαρτοφύλακα κάτω µε αργές κινήσεις, κάτσε πίσω µε τα χέρια πάνω στο κεφάλι σου και χαλάρωσε· έχεις τουλάχιστον ένα ολόκληρο λεπτό µέχρι να σε σκοτώσω.» Ο Λίµπερµαν άφησε κάτω το χαρτοφύλακα µε αργές κινήσεις, στα αριστερά των ποδιών του, ενώ αναλογιζόταν πως αν κατάφερνε να τρέξει γρήγορα στα δεξιά και να ανοίξει την πόρτα –µε την προϋπόθεση ότι δεν ήταν κλειδωµένη– µπορεί τα σκυλιά που κλαψούριζαν από πίσω της να έβλεπαν τον Μένγκελε µε το όπλο και να του επιτίθονταν πριν επιτεθούν και σ’ εκείνον· µπορεί να µην επιτίθονταν σε κανέναν από τους δυο τους χωρίς τον Γουίλοκ (που ήταν νεκρός εκεί µέσα) για να τους δώσει την εντολή. Όµως, δεν µπορούσε να σκεφτεί κάτι άλλο για να δοκιµάσει. «Μακάρι να ήταν περισσότερο» είπε ο Μένγκελε. «Πραγµατικά θα το ήθελα. Αυτή είναι µία από τις πιο απολαυστικές στιγµές της ζωής µου, όπως είµαι βέβαιος ότι καταλαβαίνεις, κι αν είχε έστω και την παραµικρή χρησιµότητα να το κάνω, θα καθόµουν µε χαρά να συνοµιλήσω µαζί σου για µία ή δύο ώρες. Να αντικρούσω µερικές από τις απεχθείς υπερβολές του βιβλίου σου, για παράδειγµα. Δυστυχώς όµως...» Ανασήκωσε τους ώµους µετανιωµένος. Ο Λίµπερµαν έπλεξε τα χέρια του πάνω στο κεφάλι του, καθισµένος µε όρθιο τον κορµό του στο µπροστινό µέρος του καναπέ. Άρχισε να αποµακρύνει µεταξύ τους τα πόδια του, πολύ αργά. Ο καναπές ήταν χαµηλός, και δε θα ήταν εύκολο να σηκωθεί γρήγορα. «Ο Γουίλοκ είναι νεκρός;» ρώτησε. «Όχι» είπε ο Μένγκελε. «Είναι στην κουζίνα και µας ετοιµάζει φαγητό. Άκου προσεκτικά τώρα, αγαπητέ Λίµπερµαν· θα σου πω κάτι
που θα σου φανεί ολότελα απίστευτο, αλλά σου ορκίζοµαι στον τάφο της µητέρας µου ότι είναι απολύτως αληθινό. Θα έµπαινα στον κόπο να πω ψέµατα σε έναν Εβραίο; Και νεκρό µάλιστα;» Ο Λίµπερµαν έριξε µια κλεφτή µατιά στο παράθυρο στα δεξιά του παλιοµοδίτικου καναπέ και κοίταξε ξανά τον Μένγκελε µε προσοχή. Ο Μένγκελε αναστέναξε και κούνησε το κεφάλι του. «Αν θελήσω να κοιτάξω από το παράθυρο» είπε «θα σε σκοτώσω και θα κοιτάξω µετά. Αλλά δε θέλω να κοιτάξω από το παράθυρο. Αν έρθει κάποιος, τα σκυλιά στο πίσω µέρος του σπιτιού θ’ αρχίσουν να γαβγίζουν, έτσι δεν είναι; Έτσι δεν είναι;» «Ναι» είπε ο Λίµπερµαν, καθισµένος µε τα χέρια πάνω στο κεφάλι του. Ο Μένγκελε χαµογέλασε. «Βλέπεις; Όλα γίνονται όπως τα θέλω εγώ. Ο Θεός είναι µαζί µου. Ξέρεις τι είδα στην τηλεόραση στη µία σήµερα το πρωί; Ταινίες του Χίτλερ.» Ένευσε καταφατικά. «Σε µια στιγµή που είχα έντονη κατάθλιψη, στα όρια της αυτοκτονίας. Αν αυτό δεν ήταν ένα σηµάδι από τον ουρανό, τότε δεν υπάρχει Θεός. Εποµένως µη χάνεις το χρόνο σου κοιτάζοντας από παράθυρα· κοίτα εµένα, και άκου. Είναι ζωντανός. Αυτό το άλµπουµ» –έδειξε µε το ελεύθερο χέρι του, χωρίς να πάρει το βλέµµα του ή το όπλο του από τον Λίµπερµαν– «είναι γεµάτο µε φωτογραφίες του, από την ηλικία του ενός έτους µέχρι τα δεκατρία του. Τα παιδιά είναι ακριβή γενετικά αντίγραφά του. Δε θα µπω στον κόπο να σου εξηγήσω το πώς κατάφερα κάτι τέτοιο –αµφιβάλω αν µπορείς να το καταλάβεις ακόµα κι αν το έκανα– αλλά, πίστεψέ µε, όντως το κατάφερα. Ακριβή γενετικά αντίγραφα. Η σύλληψή τους έγινε στο εργαστήριό µου, και η κυοφορία τους από τις γυναίκες της φυλής Οΐτι· υγιή, πειθήνια πλάσµατα µε επιχειρηµατία αρχηγό φυλής. Τα παιδιά δεν έχουν το στίγµα τους· είναι αγνοί Χίτλερ, αναπαραγµένοι αποκλειστικά από τα κύτταρά του. Μου επέτρεψε να πάρω µισό λίτρο από το αίµα του και µια φλοίδα δέρµατος από τα πλευρά του –βρισκόµασταν σε βιβλική διανοητική κατάσταση– στις 6 Ιανουαρίου του 1943, στη Φωλιά του
Λύκου. Αρνήθηκε να κάνει παιδιά» –χτύπησε το τηλέφωνο· ο Μένγκελε κράτησε το βλέµµα του και το όπλο στραµµένα στον Λίµπερµαν– «επειδή γνώριζε πως δε θα µπορούσε να υπάρξει ένας γιος που να µπορέσει να ζήσει στη σκιά» –χτύπησε το τηλέφωνο– «της θεϊκής φιγούρας του πατέρα του· έτσι όταν έµαθε πως ήταν θεωρητικά εφικτό, ότι θα µπορούσα» –χτύπησε το τηλέφωνο– «να δηµιουργήσω κάποια µέρα όχι το γιο του αλλά ένα δεύτερο εαυτό του, ούτε καν ένα πιστό αντίγραφο αλλά» –χτύπησε το τηλέφωνο– «ένα δεύτερο πρωτότυπο, ένιωσε τον ίδιο ενθουσιασµό µε την ιδέα όσο κι εγώ. Τότε ήταν που µου έδωσε το χρίσµα και τις εγκαταστάσεις που χρειαζόµουν για να ξεκινήσω την πραγµάτωση του σκοπού µου. Πιστεύεις πραγµατικά ότι το έργο µου στο Άουσβιτς ήταν µια άσκοπη παράνοια; Πόσο απλοϊκοί είστε ως άνθρωποι! Γιόρτασε την περίσταση, την προσφορά του αίµατος και του δέρµατος, µε µια πανέµορφη ανάγλυφη ταµπακιέρα. “Στον από χρόνια φίλο µου Γιόζεφ Μένγκελε, που µε υπηρέτησε καλύτερα από τους περισσότερους και που µπορεί κάποια µέρα να µε υπηρετήσει περισσότερο απ’ όλους. Αδόλφος Χίτλερ.” Είναι το πολυτιµότερο αντικείµενο που έχω, φυσικά· ήταν πολύ ριψοκίνδυνο να την περάσω από το τελωνείο, κι έτσι την άφησα στο χρηµατοκιβώτιο του δικηγόρου µου στην Ασουνσιόν, να µε περιµένει µέχρι να επιστρέψω από τα ταξίδια µου. Είδες; Σου έδωσα παραπάνω από ένα λεπτό.» Κοίταξε το ρολόι του. Ο Λίµπερµαν σηκώθηκε και –ένας πυροβολισµός βρυχήθηκε– πήγε πίσω από τον καναπέ, απλώνοντας το χέρι. Ένας πυροβολισµός βρυχήθηκε, ένας πυροβολισµός βρυχήθηκε· ο πόνος τον πέταξε πάνω στον σκληρό τοίχο, πόνος στο στήθος του, πόνος ακόµα πιο χαµηλά. Τα σκυλιά γάβγιζαν δυνατά στο αυτί που πιεζόταν στον τοίχο. Η καφέ ξύλινη πόρτα τραντάχτηκε και τρεµόπαιξε· τέντωσε το χέρι του για να πιάσει το γυάλινο πόµολο που είχε σχήµα διαµαντιού. Ένας πυροβολισµός βρυχήθηκε· το πόµολο έσπασε την ώρα που το έπιανε, µια µικρή τρύπα στο πίσω µέρος της παλάµης του γέµισε αίµα.
Γράπωσε το κοφτερό κοµµάτι του πόµολου –ένας πυροβολισµός βρυχήθηκε· τα σκυλιά γάβγιζαν σαν τρελά– και µορφάζοντας από τον πόνο, µε τα µάτια κλειστά και σφιγµένα, έστριψε το αποµεινάρι του πόµολου, το τράβηξε. Η πόρτα τινάχτηκε προς τα έξω χτυπώντας τον στο µπράτσο και στον ώµο, αλυχτίσµατα σκύλων ακούστηκαν· πυροβολισµοί βρυχήθηκαν, ένας εκκωφαντικός κανονιοβολισµός. Γαβγίσµατα, µια κραυγή, ο µεταλλικός ήχος ενός άδειου όπλου· ένας γδούπος κι ένας σαµατάς, γρυλίσµατα, µια κραυγή. Άφησε το κοφτερό κοµµάτι του πόµολου, έγειρε στον τοίχο παλεύοντας να ανασάνει· άφησε τον εαυτό του να γλιστρήσει προς τα κάτω, άνοιξε τα µάτια του... Τα µαύρα σκυλιά είχαν αναγκάσει τον Μένγκελε να σωριαστεί στο πλάι µε τα πόδια ανοιχτά στον παλιοµοδίτικο καναπέ· µεγάλα Ντόµπερµαν, µε ξεγυµνωµένα δόντια, τρελαµένα µάτια, µυτερά αυτιά πεσµένα πίσω. Το µάγουλο του Μένγκελε κοπάνησε πάνω στο µπράτσο του καναπέ. Το µάτι του κοιτούσε ένα Ντόµπερµαν µπροστά του, που κινιόταν ανάµεσα στα πόδια ενός αναποδογυρισµένου τραπεζιού, µε τα σαγόνια του να τραβούν τον καρπό του· το όπλο έπεσε από τα δάχτυλά του. Το µάτι του κινήθηκε για να κοιτάξει τα Ντόµπερµαν που γρύλιζαν κοντά στο µάγουλο και στο πιγούνι του. Το Ντόµπερµαν στο µάγουλό του στεκόταν ανάµεσα στη δική του πλάτη και στην πλάτη του καναπέ, µε τα µπροστινά του πόδια να αναζητούν µια δίοδο ν’ ανεβούν στους ώµους του. Το Ντόµπερµαν στο πιγούνι του καθόταν στα πίσω πόδια ανάµεσα στα ανοιχτά του πόδια, γέρνοντας πάνω από τον ανασηκωµένο µηρό του, µε το κορµί του χαµηλά πάνω από το στήθος του. Ο Μένγκελε σήκωσε το µάγουλό του πιο ψηλά στο µπράτσο του καναπέ, µε το µάτι του να κοιτάζει χαµηλά, τα χείλη του να τρέµουν. Ένα τέταρτο µεγαλόσωµο Ντόµπερµαν ήταν ξαπλωµένο στο πάτωµα ανάµεσα στον παλιοµοδίτικο καναπέ και στον Λίµπερµαν, τα µαύρα του πλευρά ανεβοκατέβαιναν, η µύτη του χωνόταν στο χαλί. Μια επιφάνεια που αντανακλούσε το φως απλώθηκε από κάτω του·
µια λίµνη ούρων. Ο Λίµπερµαν γλίστρησε κάτω µέχρι το χαµηλότερο σηµείο του τοίχου, και, µορφάζοντας, έκατσε στο πάτωµα. Ίσιωσε τα πόδια του µε αργές κινήσεις µπροστά του, παρακολουθούσε τα Ντόµπερµαν να απειλούν τον Μένγκελε. Να τον απειλούν, όχι να τον σκοτώνουν. Ο καρπός του Μένγκελε ήταν ελεύθερος· το Ντόµπερµαν που τον είχε αρπάξει καθόταν τώρα και του γρύλιζε µπροστά στη µύτη του. «Σκότωσε!» διέταξε ο Λίµπερµαν, αλλά του βγήκε µόνο σαν ψίθυρος. Ο πόνος που σούβλιζε το στήθος του µεγάλωσε και έγινε πιο οξύς. «Σκότωσε!» φώναξε παρά τον πόνο. Βγήκε µια βραχνή εντολή. Τα Ντόµπερµαν γρύλιζαν, χωρίς να κουνιούνται. Το µάτι του Μένγκελε έκλεισε σφιχτά· τα δόντια του δάγκωσαν το κάτω χείλος του. «ΣΚΟΤΩΣΕ!» βρυχήθηκε ο Λίµπερµαν – και ο πόνος τού άνοιξε στα δύο το στήθος, το έκανε κοµµάτια. Τα Ντόµπερµαν γρύλιζαν, χωρίς να κουνιούνται. Μια ψηλή τσιρίδα ακούστηκε πίσω από το δαγκωµένο στόµα του Μένγκελε. Ο Λίµπερµαν ακούµπησε το κεφάλι του πίσω στον τοίχο και έκλεισε τα µάτια του, πασχίζοντας να ανασάνει. Έλυσε τον κόµπο της γραβάτας του, ξεκούµπωσε το γιακά του πουκαµίσου του. Ξεκούµπωσε ένα ακόµα κουµπί κάτω από τη γραβάτα κι έβαλε τα χέρια του πάνω στον πόνο· βρήκε υγρασία στο στήθος του στην άκρη της φανέλας του. Έβγαλε έξω τα δάχτυλά του, άνοιξε τα µάτια του· κοίταξε το αίµα στις άκρες των δαχτύλων του. Η σφαίρα τον είχε διαπεράσει. Τι χτύπησε; Τον αριστερό πνεύµονα; Ό,τι κι αν χτύπησε, κάθε ανάσα διόγκωνε τον πόνο. Κατέβασε το χέρι του για να βρει το µαντίλι στην τσέπη του παντελονιού του, κύλησε προς τα αριστερά για να µπορέσει να το πιάσει· ένας χειρότερος πόνος εξερράγη χαµηλά,
στο γοφό του. Μόρφασε απ’ τον πόνο που τον κατέτρωγε. Άι! Έβγαλε έξω το µαντίλι, το σήκωσε ψηλά, το πίεσε πάνω στην πληγή του στήθους και το κράτησε εκεί. Σήκωσε το αριστερό του χέρι. Αίµα έσταζε κι από τις δύο πλευρές του, περισσότερο από το ανώµαλο άνοιγµα στην παλάµη παρά από τη µικρότερη τρύπα στο πίσω µέρος της. Η σφαίρα είχε διαπεράσει το σηµείο κάτω από το πρώτο και το δεύτερο δάχτυλό του. Αυτά είχαν µουδιάσει και δεν µπορούσε να τα κουνήσει. Δύο αµυχές αιµορραγούσαν στην παλάµη του. Ήθελε να κρατήσει το χέρι του ψηλά για να µειώσει την αιµορραγία, αλλά δεν µπορούσε· το άφησε να πέσει κάτω. Δεν είχε άλλη δύναµη µέσα του. Μόνο πόνο. Και κούραση... Η πόρτα δίπλα του άρχισε σιγά σιγά να κλείνει. Κοίταξε τον Μένγκελε που ήταν ακινητοποιηµένος από τα Ντόµπερµαν. Το µάτι του Μένγκελε τον παρακολουθούσε. Έκλεισε τα µάτια του, ανασαίνοντας κοφτά ενάντια στον καυτό πόνο στο στήθος του. «Μακριά...» Άνοιξε τα µάτια του και κοίταξε στην απέναντι µεριά του δωµατίου τον Μένγκελε να βρίσκεται ξαπλωµένος στο πλάι πάνω στον παλιοµοδίτικο καναπέ ανάµεσα στα Ντόµπερµαν που γρύλιζαν κοντά του. «Μακριά» είπε ο Μένγκελε, απαλά και κουρασµένα. Το µάτι του µετακινήθηκε από το Ντόµπερµαν που βρισκόταν µπροστά του στο Ντόµπερµαν που βρισκόταν στο πιγούνι του, το Ντόµπερµαν στο µάγουλό του. «Φύγετε. Δεν έχω πλέον όπλο. Δεν έχω όπλο. Μακριά. Φύγετε. Καλά σκυλιά.» Τα µπλε-µαύρα Ντόµπερµαν γρύλιζαν, χωρίς να κουνιούνται. «Καλά σκυλιά» είπε ο Μένγκελε. «Σάµσον; Καλός Σάµσον.
Φύγετε. Αποµακρυνθείτε.» Γύρισε το κεφάλι του αργά πάνω στο µπράτσο του καναπέ· τα Ντόµπερµαν τράβηξαν λίγο πίσω τα κεφάλια τους, γρυλίζοντας. Ο Μένγκελε τους χαµογέλασε νευρικά. «Μέιτζορ;» ρώτησε. «Εσύ είσαι ο Μέιτζορ; Καλός Μέιτζορ, καλός Σάµσον. Καλά σκυλιά. Φίλος. Δεν έχω πλέον όπλο.» Το χέρι του, ένας κόκκινος καρπός, έπιασε το µπροστινό µέρος του µπράτσου του καναπέ· το άλλο του χέρι έσφιξε την πλάτη του καναπέ. Άρχισε να στρίβει αργά στο πλάι. «Καλά σκυλιά. Φύγετε. Μακριά.» Το Ντόµπερµαν στο κέντρο του δωµατίου ήταν ξαπλωµένο χωρίς να κουνιέται, τα µαύρα του πλευρά ήταν ακίνητα. Η λιµνούλα των ούρων γύρω του είχε διασπαστεί σε µικρότερες λιµνούλες που γυάλιζαν πάνω στις σανίδες του πατώµατος. «Καλά σκυλιά, όµορφα σκυλιά...» Ξαπλωµένος ανάσκελα, ο Μένγκελε άρχισε να ανασηκώνεται µε αργές κινήσεις στη γωνία του καναπέ. Τα Ντόµπερµαν γρύλιζαν, αλλά δεν κουνιούνταν από τη θέση τους, βρίσκοντας νέα σηµεία για να πατήσουν τα πόδια τους καθώς εκείνος σηκωνόταν ακόµα πιο ψηλά, µακριά από τα δόντια τους. «Μακριά» είπε. «Είµαι φίλος σας. Σας κάνω κακό αυτή τη στιγµή; Όχι, όχι, σας συµπαθώ.» Ο Λίµπερµαν έκλεισε τα µάτια του, ανασαίνοντας βαριά. Καθόταν µέσα σε µια λίµνη αίµατος που έτρεχε από την πλάτη του. «Καλός Σάµσον, καλός Μέιτζορ. Μπίπο; Ζάρκο; Καλά σκυλιά. Μακριά. Μακριά.» Η Ντένα και ο Γκάρι αντιµετώπιζαν προβλήµατα στη σχέση τους. Είχε κρατήσει το στόµα του κλειστό όταν βρέθηκε εκεί τον Νοέµβριο, αλλά ίσως δεν έπρεπε να το είχε κάνει· ίσως έπρεπε– «Είσαι ζωντανός, µπασταρδοεβραίε;» Άνοιξε τα µάτια του. Ο Μένγκελε καθόταν και τον κοιτούσε, όρθιος στη γωνία του παλιοµοδίτικου καναπέ, µε το ένα πόδι επάνω του, το άλλο στο
πάτωµα. Κρατούσε το µπράτσο και την πλάτη του καναπέ· γεµάτος περιφρόνηση, ένας άντρας που έλεγχε την κατάσταση. Με εξαίρεση τα τρία Ντόµπερµαν που έγερναν προς το µέρος του, γρυλίζοντας µαλακά. «Κρίµα» είπε ο Μένγκελε. «Δε θα είσαι για πολύ ακόµα όµως. Το βλέπω από εδώ. Είσαι γκρίζος σαν τη στάχτη. Τα σκυλιά θα χάσουν το ενδιαφέρον τους για µένα αν κάτσω ήρεµα κι αρχίσω να τους µιλάω όµορφα. Θα θελήσουν να κατουρήσουν ή να πιουν λίγο νερό.» Στα Ντόµπερµαν είπε στα αγγλικά: «Νερό; Θα πιείτε; Μήπως θέλετε να κατουρήσετε; Καλά σκυλιά. Πηγαίνετε να πιείτε λίγο νερό.» Τα Ντόµπερµαν γρύλιζαν, χωρίς να κουνιούνται. «Πουτάνας γιοι» είπε ευδιάθετα ο Μένγκελε στα γερµανικά. Και στον Λίµπερµαν: «Εποµένως δεν κατάφερες τίποτα, µπασταρδοεβραίε, µόνο να πεθάνεις αργά αντί για στιγµιαία, και να µου γρατζουνίσεις λίγο την παλάµη. Σε δεκαπέντε λεπτά θα έχω φύγει από εδώ. Όλοι οι άνθρωποι στη λίστα θα πεθάνουν στην ώρα τους. Το Τέταρτο Ράιχ έρχεται – δεν είναι µόνο ένα γερµανικό Ράιχ, αλλά ένα Παν-Άριο. Θα ζήσω για να το δω, και για να σταθώ δίπλα στους ηγέτες του. Μπορείς να φανταστείς το δέος που θα προκαλέσουν; Τη µυστικιστική εξουσία που θα κρατούν στα χέρια τους; Το τρέµουλο των Ρώσων και των Κινέζων; Για να µην αναφέρω τους Εβραίους.» Χτύπησε το τηλέφωνο. Ο Λίµπερµαν προσπάθησε να µετακινηθεί από τον τοίχο – να συρθεί αν µπορούσε µέχρι το καλώδιο που κρεµόταν από το τραπέζι δίπλα στο άνοιγµα της πόρτας–, αλλά ο πόνος στο γοφό του τον σούβλισε και τον κράτησε εκεί, ανίκανο να κουνηθεί ενάντιά του. Ακούµπησε ξανά την πλάτη του στην κολλητική επιφάνεια του αίµατός του. Έκλεισε τα µάτια του, πασχίζοντας ν’ ανασάνει. «Ωραία. Πέθανε µια ώρα αρχύτερα. Και να σκέφτεσαι καθώς θα πεθαίνεις τα εγγόνια σου που θα κατευθύνονται για τους φούρνους.» Το τηλέφωνο συνέχισε να χτυπάει.
Ο Γκρίνσπαν και ο Στερν, ίσως. Τηλεφωνούν για να δουν τι συµβαίνει, να µάθουν γιατί δεν τους τηλεφώνησε εκείνος. Αν δεν πάρουν απάντηση, δε θα ανησυχήσουν και θα έρθουν, δε θα πάρουν οδηγίες στην πόλη; Αν µόνο τα Ντόµπερµαν κατάφερναν να κρατήσουν τον Μένγκελε... Άνοιξε τα µάτια του. Ο Μένγκελε καθόταν και χαµογελούσε στα Ντόµπερµαν – ένα χαλαρό, σταθερό, φιλικό χαµόγελο. Εκείνα δε γρύλιζαν πλέον. Άφησε τα µάτια του να κλείσουν. Προσπάθησε να µη σκέφτεται φούρνους και στρατούς, µάζες να χαιρετούν ναζιστικά. Αναρωτήθηκε αν ο Μαξ και η Λίλι και η Έστερ θα κατάφερναν να διατηρήσουν το Κέντρο ανοιχτό. Μπορεί να δέχονταν χρηµατοδοτήσεις. Εις ανάµνηση. Γαβγίσµατα, γρυλίσµατα. Άνοιξε τα µάτια του. «Όχι, όχι!» είπε ο Μένγκελε, καθισµένος ξανά στη γωνία του παλιοµοδίτικου καναπέ, σφίγοντας το µπράτσο και τη ράχη καθώς τα Ντόµπερµαν τον έσπρωχναν και του γρύλιζαν. «Όχι, όχι! Καλά σκυλιά! Καλά σκυλιά! Όχι, όχι, δε φεύγω! Όχι, όχι. Βλέπετε πόσο ακίνητος κάθοµαι; Καλά σκυλιά. Καλά σκυλιά.» Ο Λίµπερµαν χαµογέλασε, έκλεισε τα µάτια του. Καλά σκυλιά. Γκρίνσπαν; Στερν; Ελάτε λοιπόν... «Μπασταρδοεβραίε;» Το µαντίλι είχε κολλήσει επάνω στην πληγή από µόνο του, κι έτσι κράτησε τα µάτια του κλειστά, χωρίς να ανασαίνει –άσε τον να νοµίζει– κι έπειτα σήκωσε το δεξί του χέρι και όρθωσε το µεσαίο του δάχτυλο.
Απόµακρα γαβγίσµατα. Τα σκυλιά στο πίσω µέρος του σπιτιού. Άνοιξε τα µάτια του. Ο Μένγκελε τον κοιτούσε µοχθηρά. Το ίδιο µίσος που του είχε επιτεθεί από το τηλέφωνο εκείνη τη νύχτα, τόσο καιρό πριν. «Ό,τι κι αν γίνει» είπε ο Μένγκελε «έχω κερδίσει. Ο Γουίλοκ ήταν ο δέκατος όγδοος που πέθανε. Δεκαοχτώ έχασαν τον πατέρα τους την ίδια περίοδο που τον έχασε κι εκείνος, και τουλάχιστον ο ένας από τους δεκαοχτώ θα ενηλικιωθεί όπως ενηλικιώθηκε κι εκείνος, για να γίνει αυτός που έγινε. Δε θα βγεις από αυτό το δωµάτιο ζωντανός για να τον σταµατήσεις. Μπορεί να µη φύγω ούτε κι εγώ, αλλά εσύ δε θα φύγεις σίγουρα· σου το ορκίζοµαι.» Βήµατα στην µπροστινή βεράντα. Τα Ντόµπερµαν γρύλιζαν, γέρνοντας προς τον Μένγκελε. Ο Λίµπερµαν και ο Μένγκελε έµειναν να κοιτάζουν ο ένας τον άλλο. Η µπροστινή πόρτα άνοιξε. Έκλεισε. Κοίταξαν την πόρτα. Κάτι βαρύ έπεσε στο διάδροµο. Ακούστηκε ένας µεταλλικός ήχος. Βήµατα. Το παιδί εµφανίστηκε και στάθηκε στο άνοιγµα της πόρτας – καχεκτικό και µε σουβλερή µύτη, µελαχρινό. Μια πλατιά κόκ κινη ρίγα διένυε το στήθος του µπλε µπουφάν µε το φερµουάρ. Κοίταξε τον Λίµπερµαν. Κοίταξε τον Μένγκελε και τα Ντόµπερµαν. Κοίταξε το νεκρό Ντόµπερµαν. Κοίταξε µπρος πίσω, µε γουρλωµένα, αχνά γαλάζια µάτια. Έσπρωξε τη µελαχρινή τούφα των µαλλιών του στο πλάι του µετώπου του µε ένα µπλε, πλαστικό γάντι.
«Χριστός και Παναγία!» είπε. «Mein – αγαπητό µου παιδί» είπε ο Μένγκελε, κοιτάζοντάς τον µε λατρεία «αγαπητό, πολυαγαπηµένο µου παιδί, δεν µπορείς να φανταστείς πόσο χαρούµενος είµαι, πόσο ευτυχισµένος είµαι, που σε βλέπω να στέκεσαι εκεί τόσο υγιής και δυνατός και όµορφος! Μπορείς να πάρεις µακριά τα σκυλιά; Αυτά τα τόσο πιστά και αξιαγάπητα σκυλιά; Με κράτησαν ακίνητο εδώ πέρα για ώρες ολόκληρες, µε τη λανθασµένη εντύπωση πως εγώ, και όχι αυτός ο µοχθηρός Εβραίος εκεί πέρα, είµαι αυτός που ήρθε εδώ για να σου κάνει κακό. Μπορείς να τα πάρεις µακριά, σε παρακαλώ; Θα σου εξηγήσω τα πάντα.» Χαµογέλασε καλοσυνάτα, καθισµένος ανάµεσα στα Ντόµπερµαν που γρύλιζαν. Το παιδί έµεινε να τον κοιτάζει, και γύρισε αργά το κεφάλι του προς τον Λίµπερµαν. Ο Λίµπερµαν κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Μη σε ξεγελάει αυτός» τον προειδοποίησε ο Μένγκελε. «Είναι ένας εγκληµατίας, ένας δολοφόνος, ένας απαίσιος άνθρωπος που ήρθε εδώ για να κάνει κακό σ’ εσένα και στην οικογένειά σου. Πάρε τα σκυλιά, Μπόµπι. Βλέπεις; Ξέρω και το όνοµά σου. Ξέρω τα πάντα για σένα –ότι επισκέφτηκες το Κέιπ Κοντ το περασµένο καλοκαίρι, ότι έχεις µια κινηµατογραφική κάµερα, ότι έχεις δύο όµορφες ξαδέρφες που λέγονται... Είµαι ένας παλιός φίλος των γονιών σου. Στην πραγµατικότητα είµαι ο γιατρός που σε ξεγέννησε, και µόλις επέστρεψα από το εξωτερικό! Ο δρ. Μπράιτενµπαχ. Σου ανέφεραν ποτέ το όνοµά µου; Έφυγα πριν από πολύ καιρό.» Το παιδί τον κοίταξε µε αβεβαιότητα. «Πού είναι ο πατέρας µου;» ρώτησε. «Δεν ξέρω» είπε ο Μένγκελε. «Υποπτεύοµαι, πως από τη στιγµή που αυτός ο άνθρωπος είχε ένα όπλο που κατάφερα να του αποσπάσω –και τα σκυλιά που µας είδαν να παλεύουµε έβγαλαν λανθασµένο συµπέρασµα– υποπτεύοµαι πως υπάρχει περίπτωση» –
κούνησε το κεφάλι του θλιµµένα– «να σκότωσε τον πατέρα σου. Ήρθα για επίσκεψη, καθώς µόλις έφτασα από το εξωτερικό, όπως είπα, κι εκείνος µε άφησε να περάσω, προσποιούµενος το φίλο σας. Μόλις τράβηξε το όπλο του κατάφερα να τον καταβάλω και να του το πάρω, αλλά τότε άνοιξε την πόρτα και άφησε τα σκυλιά να βγουν. Πάρε τα µακριά και θα ψάξουµε µαζί για τον πατέρα σου. Μπορεί να είναι απλώς δεµένος. Ο κακόµοιρος ο Χένρι! Ας ελπίσουµε για το καλύτερο. Ευτυχώς που δεν ήταν εδώ και η µητέρα σου. Διδάσκει ακόµα στο σχολείο στο Λάνκαστερ;» Το παιδί κοίταξε το νεκρό Ντόµπερµαν. Ο Λίµπερµαν σήκωσε το δάχτυλό του, προσπαθώντας να τραβήξει το βλέµµα του παιδιού. Το παιδί κοίταξε τον Μένγκελε. «Κέτσαπ» είπε· τα Ντόµπερµαν γύρισαν και πήγαν βιαστικά κοντά του µε µικρά άλµατα. Παρατάχτηκαν δύο στο ένα πλευρό του, ένα στο άλλο. Τα γάντια του άγγιξαν τα µπλε-µαύρα κεφάλια τους. «Κέτσαπ!» είπε ενθουσιασµένα ο Μένγκελε, κατέβασε το πόδι του από τον παλιοµοδίτικο καναπέ, έκατσε µπροστά και άρχισε να τρίβει τα µπράτσα του. «Ούτε σε χίλια χρόνια δε θα σκεφτόµουν να πω κέτσαπ!» Πάτησε τα πόδια του στο πάτωµα, έτριψε τους µηρούς του, χαµογελαστός. «Είπα φύγε, είπα µακριά, είπα πήγαινε, είπα φίλος· ούτε για µια στιγµή δεν πέρασε από το µυαλό µου να πω κέτσαπ!» Το παιδί, συνοφρυωµένο, έβγαλε τα γάντια του. «Καλύτερα... να τηλεφωνήσουµε στην αστυνοµία» είπε. Η µελαχρινή τούφα έπεσε χαλαρά στο µέτωπό του. Ο Μένγκελε έµεινε να τον κοιτάζει. «Τι υπέροχος που είσαι!» είπε. «Είµαι τόσο– » Βλεφάρισε, ξεροκατάπιε, χαµογέλασε. «Ναι» είπε, «αναµφίβολα πρέπει να καλέσουµε την αστυνοµία. Κάνε µου µια χάρη, mein – αγαπηµένε µου Μπόµπι. Πάρε τα σκυλιά, πήγαινε στην κουζίνα και φέρε µου ένα ποτήρι νερό. Θα µπορούσες επίσης να βρεις και κάτι για να φάω.» Σηκώθηκε όρθιος. «Εγώ θα τηλεφωνήσω στην αστυνοµία και στη συνέχεια θα ψάξω για τον πατέρα σου.»
Το παιδί έχωσε τα γάντια στις τσέπες του παλτού του. «Δικό σου είναι εκείνο το αυτοκίνητο µπροστά;» ρώτησε. «Ναι» είπε ο Μένγκελε. «Και το δικό του είναι αυτό στο γκαράζ. Ή αυτό υποθέτω τουλάχιστον. Δικό σας είναι; Της οικογένειας;» Το παιδί τον κοίταξε µε σκεπτικισµό. «Αυτό µπροστά» είπε «έχει ένα αυτοκόλλητο που λέει ότι οι Εβραίοι δεν πρέπει να εγκαταλείψουν το Ισραήλ. Εσύ αποκάλεσες εκείνον Εβραίο.» «Και είναι όντως» είπε ο Μένγκελε. «Τουλάχιστον έτσι δείχνει.» Χαµογέλασε. «Δεν είναι τώρα η κατάλληλη στιγµή για να συζητήσουµε τις λέξεις που χρησιµοποίησα. Πήγαινε να φέρεις το νερό, σε παρακαλώ, κι εγώ θα καλέσω την αστυνοµία.» Το παιδί καθάρισε το λαιµό του. «Μπορείς να κάτσεις πάλι κάτω;» είπε. «Θα την καλέσω εγώ.» «Αγαπηµένε µου Μπόµπι– » «Τουρσί» είπε το παιδί· τα Ντόµπερµαν όρµησαν γρυλίζοντας στον Μένγκελε. Εκείνος ανέβηκε ξανά πάνω στον καναπέ, µε τα χέρια του σταυρωµένα µπροστά στο πρόσωπό του. «Κέτσαπ!» φώναξε. «Κέτσαπ! Κέτσαπ!» Τα Ντόµπερµαν έγερναν προς το µέρος του, γρυλίζοντας. Το παιδί µπήκε µέσα στο δωµάτιο, ανοίγοντας το φερµουάρ του µπουφάν του. «Δεν πρόκειται να υπακούσουν εσένα» είπε. Γύρισε προς τον Λίµπερµαν, σπρώχνοντας στο πλάι τη µελαχρινή τούφα του. Ο Λίµπερµαν τον κοιτούσε. «Σας άλλαξε τους ρόλους, έτσι δεν είναι;» είπε το παιδί. «Εκείνος είχε το όπλο, κι άφησε εσένα να µπεις.» «Όχι!» είπε ο Μένγκελε. Ο Λίµπερµαν ένευσε καταφατικά. «Δεν µπορείς να µιλήσεις;» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του, έδειξε το τηλέφωνο. Το παιδί ένευσε καταφατικά και γύρισε από την άλλη.
«Αυτός ο άνθρωπος είναι εχθρός σου!» φώναξε ο Μένγκελε. «Το ορκίζοµαι στο Θεό ότι είναι!» «Νοµίζεις ότι είµαι καθυστερηµένος;» Το παιδί πήγε στο τραπέζι, σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου. «Μην το κάνεις!» Ο Μένγκελε έγειρε προς το µέρος του. Τα Ντόµπερµαν κροτάλισαν τα δόντια τους και του γρύλιζαν, αλλά εκείνος παρέµεινε γερµένος. «Σε παρακαλώ! Σε ικετεύω! Για το δικό σου καλό, όχι για το δικό µου! Είµαι φίλος σου! Ήρθα να σε βοηθήσω! Άκου µε, Μπόµπι! Μόνο για ένα λεπτό!» Το παιδί γύρισε να τον αντικρίσει, µε το τηλέφωνο στο χέρι. «Σε παρακαλώ! Θα σου εξηγήσω! Την αλήθεια! Είπα όντως ψέµατα, ναι! Εγώ είχα το όπλο. Για να βοηθήσω εσένα! Σε παρακαλώ! Μόνο άκου µε για ένα λεπτό! Θα µε ευχαριστείς, σ’ το ορκίζοµαι πως θα το κάνεις! Ένα λεπτό!» Το παιδί έµεινε να τον κοιτάζει, και χαµήλωσε το ακουστικό, το έκλεισε. Ο Λίµπερµαν κούνησε το κεφάλι του απελπισµένος. «Τηλεφώνησε!» είπε. Ένας ψίθυρος, που σχεδόν δε βγήκε από το στόµα του. «Σ’ ευχαριστώ» είπε ο Μένγκελε στο παιδί. «Σ’ ευχαριστώ.» Κάθισε πίσω, χαµογελώντας πικραµένα. «Έπρεπε να το καταλάβω ότι είσαι πολύ έξυπνος για να σου πω ψέµατα. Σε παρακαλώ» –έριξε µια κλεφτή µατιά στα Ντόµπερµαν, κοίταξε το παιδί– «πάρε τα µακριά. Θα µείνω εδώ, καθισµένος.» Το παιδί στάθηκε δίπλα στο τραπέζι και τον κοιτούσε. «Κέτσαπ» είπε· τα Ντόµπερµαν γύρισαν και πήγαν βιαστικά κοντά του. Παρατάχθηκαν δίπλα του, και τα τρία στην πλευρά προς τον Λίµπερµαν, αντικριστά στον Μένγκελε. Ο Μένγκελε κούνησε το κεφάλι του, διέτρεξε µε το χέρι του τα κοντά γκρίζα µαλλιά του. «Είναι... είναι πολύ δύσκολο.» Χαµήλωσε το χέρι του, κοίταξε αγχωµένος το παιδί.
«Λοιπόν;» είπε το παιδί. «Είσαι όντως έξυπνος, έτσι δεν είναι;» είπε ο Μένγκελε. Το παιδί έµεινε να τον κοιτάζει, τα δάχτυλά του κουνιούνταν πάνω στο κεφάλι του πιο κοντινού Ντόµπερµαν. «Δεν τα πας καλά στο σχολείο» είπε ο Μένγκελε. «Τα πήγαινες όταν ήσουν µικρός, αλλά όχι πλέον. Κι αυτό επίσης συµβαίνει επειδή είσαι υπερβολικά έξυπνος» –σήκωσε το ένα χέρι του, χτύπησε µε το δάχτυλο τον κρόταφό του– «και κάνεις τις δικές σου σκέψεις. Είναι γεγονός όµως ότι είσαι πιο έξυπνος από τους δασκάλους σου, σωστά;» Το παιδί κοίταξε το νεκρό Ντόµπερµαν, συνοφρυωµένο, µε σφιγµένα χείλη. Κοίταξε τον Λίµπερµαν. Ο Λίµπερµαν έδειξε µε το δάχτυλο το τηλέφωνο. Ο Μένγκελε έγειρε προς το µέρος του παιδιού. «Αν θες να είµαι εγώ ειλικρινής απέναντι σ’ εσένα» είπε «πρέπει κι εσύ να είσαι ειλικρινής απέναντι σ’ εµένα! Δεν είσαι πιο έξυπνος από τους δασκάλους σου;» Το παιδί τον κοίταξε, ανασήκωσε τους ώµους. «Εκτός από έναν» είπε. «Κι έχεις υψηλές προσδοκίες, σωστά;» Το παιδί ένευσε καταφατικά. «Να γίνεις ένας σπουδαίος ζωγράφος, ή αρχιτέκτονας.» Το παιδί κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Να γυρίσω ταινίες.» «Α ναι, φυσικά.» Ο Μένγκελε χαµογέλασε. «Να γίνεις ένας σπουδαίος σκηνοθέτης.» Κοίταξε το παιδί· το χαµόγελό του χάθηκε. «Έχεις τσακωθεί πολλές φορές µε τον πατέρα σου γι’ αυτό το θέµα» είπε. «Είναι ένας ξεροκέφαλος γέρος µε περιορισµένη αντίληψη. Τον απεχθάνεσαι, δικαίως.» Το παιδί τον κοίταξε. «Βλέπεις» είπε ο Μένγκελε «όντως σε ξέρω καλά. Καλύτερα απ’
οποιονδήποτε άλλο στον κόσµο.» «Ποιος είσαι;» είπε το παιδί, µε ένα παραξενεµένο βλέµµα. «Ο γιατρός που σε ξεγέννησε. Αυτό τουλάχιστον είναι αλήθεια. Αλλά δεν είµαι παλιός φίλος των γονιών σου. Στην πραγµατικότητα, δεν τους συνάντησα ποτέ. Είµαστε ξένοι.» Το παιδί έγειρε το κεφάλι του σαν να ήθελε ν’ ακούει καλύτερα. «Καταλαβαίνεις τι σηµαίνει αυτό;» τον ρώτησε ο Μένγκελε. «Ο άντρας που θεωρείς πατέρα σου» –κούνησε αρνητικά το κεφάλι του– «δεν είναι ο πραγµατικός σου πατέρας. Και η µητέρα σου –παρά το γεγονός ότι την αγαπάς κι ότι σε αγαπάει κι εκείνη, αναµφίβολα– δεν είναι η πραγµατική σου µητέρα. Σε υιοθέτησαν. Εγώ ήµουν που κανόνισα την υιοθεσία. Με µεσολαβητές. Βοηθούς.» Το παιδί έµεινε να τον κοιτάζει. Ο Λίµπερµαν παρακολουθούσε το παιδί ανήσυχος. «Η είδηση αυτή µπορεί να σε αναστατώνει επειδή την έµαθες τόσο απότοµα» είπε ο Μένγκελε «όµως από την άλλη... µπορεί να µην είναι εντελώς δυσάρεστη; Δεν ένιωσες ποτέ ότι ήσουν ανώτερος σε σχέση µε τους γύρω σου; Σαν ένας πρίγκιπας ανάµεσα σε κοινούς ανθρώπους;» Το παιδί κορδώθηκε, ανασήκωσε τους ώµους. «Νιώθω... διαφορετικός σε σχέση µε όλους τους άλλους µερικές φορές.» «Είσαι διαφορετικός» είπε ο Μένγκελε. «Απείρως διαφορετικός και απείρως ανώτερος. Έχεις– » «Ποιοι είναι οι πραγµατικοί µου γονείς;» ρώτησε το παιδί. Ο Μένγκελε κοίταξε σκεπτικός τα χέρια του, τα έσφιξε µεταξύ τους, κοίταξε το παιδί. «Θα ήταν καλύτερα για σένα» είπε «να µην το µάθεις ακόµα. Όταν θα µεγαλώσεις, όταν θα γίνεις πιο ώριµος, θα το ανακαλύψεις. Αλλά αυτή τη στιγµή µπορώ να σου πω το εξής, Μπόµπι: γεννήθηκες µε το πιο ευγενές αίµα σε όλο τον κόσµο. Η κληρονοµιά σου –δεν αναφέροµαι σε χρήµατα αλλά σε χαρακτήρα και δυνατότητες– είναι
ασύγκριτη. Έχεις µέσα σου την ικανότητα να εκπληρώσεις φιλοδοξίες που είναι χίλιες φορές πιο σπουδαίες από αυτές που ονειρεύεσαι αυτή τη στιγµή. Και όντως θα τις εκπληρώσεις! Μόνο όµως –και πρέπει να έχεις στο νου σου πόσο καλά σε ξέρω, και να µε εµπιστευτείς που το λέω αυτό– µόνο αν βγεις από εδώ µέσα µαζί µε τα σκυλιά, και µε αφήσεις... να κάνω αυτό που πρέπει.» Το παιδί έµεινε να τον κοιτάζει. «Για το καλό σου» είπε ο Μένγκελε. «Το καλό σου είναι το µόνο που σκέφτοµαι. Πρέπει να το πιστέψεις. Έχω αφιερώσει τη ζωή µου σ’ εσένα και στο καλό σου.» «Ποιοι είναι οι πραγµατικοί γονείς µου;» είπε το παιδί. Ο Μένγκελε κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Θέλω να µάθω.» «Σε αυτό το θέµα πρέπει να ασπαστείς την κρίση µου· την κατάλληλη στιγµή θα– » «Τουρσί.» Τα Ντόµπερµαν όρµησαν γρυλίζοντας στον Μένγκελε. Εκείνος µαζεύτηκε πίσω από τα σταυρωµένα χέρια του. Τα Ντόµπερµαν έγειραν προς το µέρος του, γρυλίζοντας. «Πες µου» είπε το παιδί. «Αυτή τη στιγµή. Διαφορετικά θα... τους πω κάτι άλλο. Το εννοώ. Μπορώ να τα κάνω να σε σκοτώσουν αν το θελήσω.» Ο Μένγκελε κοιτούσε το παιδί πάνω από τους σταυρωµένους καρπούς του. «Ποιοι είναι οι γονείς µου;» ρώτησε το παιδί. «Σου δίνω τρία δευτερόλεπτα. Ένα...» «Δεν έχεις γονείς!» είπε ο Μένγκελε. «Δύο...» «Αυτή είναι η αλήθεια! Γεννήθηκες από ένα κύτταρο του πιο σπουδαίου άντρα που έζησε ποτέ! Ξαναγεννήθηκες! Είσαι εκείνος, ξαναζείς τη ζωή του! Κι αυτός ο Εβραίος εκεί πέρα είναι ο
ορκισµένος εχθρός του! Και δικός σου!» Το παιδί γύρισε προς τον Λίµπερµαν, µε τα γαλάζια µάτια του µπερδεµένα. Ο Λίµπερµαν σήκωσε το χέρι του, έκανε έναν κύκλο µε το δάχτυλο στον κρόταφό του, έδειξε τον Μένγκελε. «Όχι!» φώναξε ο Μένγκελε καθώς το παιδί γυρνούσε προς το µέρος του. Τα Ντόµπερµαν γρύλιζαν. «Δεν είµαι τρελός! Όσο έξυπνος κι αν είσαι, υπάρχουν πράγµατα που δε γνωρίζεις, για τις επιστήµες και τη µικροβιολογία! Είσαι το ζωντανό αντίγραφο του σπουδαιότερου άντρα της ιστορίας! Κι αυτός» –τα µάτια του πετάχτηκαν στον Λίµπερµαν– «ήρθε εδώ για να σε σκοτώσει! Εγώ για να σε προστατέψω!» «Ποιος;» τον προκάλεσε το αγόρι. «Ποιος είµαι; Ποιος σπουδαίος άντρας;» Ο Μένγκελε έµεινε να τον κοιτάζει πάνω από τα κεφάλια των Ντόµπερµαν που γρύλιζαν. «Ένα...» είπε το παιδί. «Ο Αδόλφος Χίτλερ· σού έχουν πει ότι ήταν κακός» είπε ο Μένγκελε «όµως καθώς θα µεγαλώνεις και θα βλέπεις τον κόσµο να καταβροχθίζεται από Μαύρους και Σηµίτες, Σλάβους, Ασιάτες, Λατίνους, και την ίδια σου την Άρια φυλή να απειλείται µε εξαφάνιση –από την οποία θα τη σώσεις εσύ!– θα καταλάβεις ότι ήταν ο καλύτερος κι ο πιο αγνός κι ο πιο σοφός όλης της ανθρωπότητας! Θα νιώσεις αγαλλίαση µε την κληρονοµιά σου, και θα µ’ ευλογείς που σε δηµιούργησα! Όπως κι εκείνος µε ευλόγησε που το προσπάθησα!» «Ξέρεις κάτι;» είπε το παιδί. «Είσαι ο µεγαλύτερος τρελάρας που γνώρισα ποτέ µου. Είσαι ο πιο παράξενος, ο πιο τρελός–» «Σου λέω την αλήθεια!» είπε ο Μένγκελε. «Ψάξε στην καρδιά σου! Εκεί βρίσκεται η δύναµη που θα σε κάνει να εξουσιάζεις ολόκληρους στρατούς, Μπόµπι! Να λυγίζεις ολόκληρα έθνη µε τη θέλησή σου! Να καταστρέφεις χωρίς έλεος όλους εκείνους που σου
αντιτίθενται!» «Είσαι – τρελός» είπε το παιδί. «Ψάξε στην καρδιά σου» είπε ο Μένγκελε. «Όλη η δύναµή του βρίσκεται µέσα σου, ή θα εµφανιστεί µόλις έρθει η κατάλληλη ώρα. Τώρα κάνε αυτό που σου λέω. Άσε µε να σε προστατέψω. Έχεις ένα πεπρωµένο να εκπληρώσεις. Το σπουδαιότερο πεπρωµένο όλων.» Το παιδί χαµήλωσε το βλέµµα, έτριψε το µέτωπό του. Σήκωσε τα µάτια του στον Μένγκελε. «Μουστάρδα» είπε. Τα Ντόµπερµαν πήδηξαν στον αέρα· ο Μένγκελε σφάδαζε, φώναζε. Ο Λίµπερµαν κοίταξε. Μόρφασε. Κοίταξε. Κοίταξε το παιδί. Το παιδί έχωσε τα χέρια του στις τσέπες του γαλάζιου µπουφάν µε την κόκκινη ρίγα. Αποµακρύνθηκε από το τραπέζι, προχώρησε αργά στο πλάι του παλιοµοδίτικου καναπέ· έµεινε να κοιτάζει χαµηλά. Ζάρωσε τη µύτη του. «Χριστός και Παναγία...» είπε Ο Λίµπερµαν κοίταξε το παιδί, και τα Ντόµπερµαν που έσκαβαν τη σάρκα και τραβούσαν τον Μένγκελε κάτω στο πάτωµα. Κοίταξε το αριστερό του χέρι που αιµορραγούσε αργά, κι από τις δύο πλευρές. Άκουσε γρυλίσµατα. Υγρά σκισίµατα. Ξυσίµατα. Ύστερα από λίγο το παιδί αποµακρύνθηκε από τον καναπέ, µε τα χέρια ακόµα στις τσέπες του. Χαµήλωσε το βλέµµα στο νεκρό Ντόµπερµαν, έσπρωξε τα καπούλια του µε τη µύτη του αθλητικού του παπουτσιού. Έριξε µια γρήγορη µατιά στον Λίµπερµαν, γύρισε και κοίταξε πίσω του. «Τέλος» είπε. Δύο από τα Ντόµπερµαν σήκωσαν τα κεφάλια τους και προχώρησαν προς το µέρος του, µε τις γλώσσες τους να γλείφουν το µατωµένο στόµα τους. «Τέλος!» είπε το παιδί. Το τρίτο Ντόµπερµαν σήκωσε το κεφάλι
του. Ένα από τα Ντόµπερµαν άρχισε να µυρίζει το νεκρό Ντόµπερµαν. Το άλλο Ντόµπερµαν προσπέρασε τον Λίµπερµαν, άνοιξε την πόρτα που βρισκόταν δίπλα του µε τη µουσούδα και βγήκε έξω. Το παιδί ήρθε και στάθηκε ανάµεσα στα πόδια του Λίµπερµαν, κοιτάζοντας χαµηλά προς το µέρος του, η τούφα πεσµένη χαλαρά πάνω στο µέτωπό του. Ο Λίµπερµαν κοίταξε ψηλά προς το µέρος του. Έδειξε το τηλέφωνο. Το παιδί έβγαλε τα χέρια από τις τσέπες του κι έσκυψε χαµηλά, µε τους αγκώνες πάνω στο καφέ κοτλέ παντελόνι, τα χέρια του κρεµασµένα χαλαρά. Βρόµικα νύχια. Ο Λίµπερµαν κοίταξε το καχεκτικό νεαρό πρόσωπο· τη σουβλερή µύτη, την τούφα, τα αχνά γαλάζια µάτια που τον κοιτούσαν. «Νοµίζω ότι θα πεθάνεις σύντοµα» είπε το παιδί, «αν δεν έρθει κάποιος να σε βοηθήσει, να σε πάει στο νοσοκοµείο.» Η ανάσα του µύριζε τσίχλα. Ο Λίµπερµαν ένευσε καταφατικά. «Θα µπορούσα να ξαναφύγω» είπε το παιδί. «Με τα βιβλία µου. Και να έρθω αργότερα. Να πω ότι... έκανα απλώς έναν περίπατο κάπου. Το κάνω αυτό µερικές φορές. Και η µητέρα µου δεν επιστρέφει στο σπίτι πριν από τις πέντε παρά είκοσι. Βάζω στοίχηµα ότι θα έχεις πεθάνει µέχρι τότε.» Ο Λίµπερµαν τον κοιτούσε. Ένα ακόµα Ντόµπερµαν βγήκε έξω. «Αν µείνω, και καλέσω την αστυνοµία» είπε το παιδί «θα τους πεις γι’ αυτό που έκανα;» Ο Λίµπερµαν το σκέφτηκε. Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Στο µέλλον;» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
«Το υπόσχεσαι;» Ένευσε καταφατικά. Το παιδί έφερε µπροστά το χέρι του. Ο Λίµπερµαν το κοίταξε. Κοίταξε το παιδί· το παιδί τον κοιτούσε. «Αφού µπορείς να δείξεις µε το δάχτυλο, µπορείς και να σφίξεις το χέρι µου» είπε το παιδί. Ο Λίµπερµαν κοίταξε το χέρι του παιδιού. Όχι, είπε στον εαυτό του. Θα πεθάνεις έτσι κι αλλιώς. Τι είδους γιατροί µπορεί να υπάρχουν σε µια τρύπα σαν κι αυτή; «Λοιπόν;» Και µπορεί να υπάρχει η µετά θάνατο ζωή. Μπορεί να σε περιµένει η Χάνα. Η µαµά, ο µπαµπάς, τα κορίτσια... Μην κοροϊδεύεις τον εαυτό σου. Σήκωσε ψηλά το χέρι του. Έσφιξε το χέρι του παιδιού. Όσο λιγότερο µπορούσε. «Ήταν αληθινά πολύ παράξενος» είπε το παιδί και ανασηκώθηκε. Ο Λίµπερµαν κοίταξε το χέρι του. «Δρόµο!» φώναξε το παιδί σε ένα Ντόµπερµαν που ασχολιόταν ακόµα µε τον Μένγκελε. Το Ντόµπερµαν έτρεξε έξω στο διάδροµο, ύστερα επέστρεψε σαν τρελό, µε µατωµένο στόµα, προσπέρασε τον Λίµπερµαν και βγήκε έξω. Το παιδί πήγε στο τηλέφωνο. Ο Λίµπερµαν έκλεισε τα µάτια του. Θυµήθηκε. Τα άνοιξε ξανά. Όταν τέλειωσε τη συνοµιλία το παιδί, του έκανε νόηµα. Το παιδί πήγε κοντά του. «Νερό;» ρώτησε.
Εκείνος κούνησε το κεφάλι του, του έκανε νόηµα να πλησιάσει. Το παιδί έσκυψε χαµηλά στο πλάι του. «Υπάρχει µια λίστα» είπε. «Τι;» Το παιδί έφερε το αυτί του πιο κοντά. «Υπάρχει µια λίστα» είπε όσο πιο δυνατά µπορούσε. «Μια λίστα;» «Δες αν µπορείς να τη βρεις. Ίσως στο παλτό του. Μια λίστα µε ονόµατα.» Παρακολούθησε το παιδί να πηγαίνει στο χώρο υποδοχής. Ο βοηθός µου ο Χίτλερ. Κράτησε τα µάτια του ανοιχτά. Κοίταξε τον Μένγκελε µπροστά στον παλιοµοδίτικο καναπέ. Λευκό και κόκκινο στο σηµείο που βρισκόταν το πρόσωπό του. Κόκαλα και αίµα. Ωραία. Ύστερα από λίγο το παιδί επέστρεψε κοιτάζοντας µερικά χαρτιά. Τέντωσε το χέρι του. «Είναι και ο πατέρας µου εδώ» είπε ο παιδί. Τέντωσε το χέρι του πιο ψηλά. Το παιδί τον κοίταξε ανήσυχο, άφησε τα χαρτιά στο χέρι του. «Το ξέχασα. Καλύτερα να πάω να τον ψάξω.» Πέντε µε έξι δακτυλογραφηµένα φύλλα. Ονόµατα, διευθύνσεις, ηµεροµηνίες. Ήταν δύσκολο να διαβάσει χωρίς τα γυαλιά του. Ντέρινγκ, διαγραµµένος. Χόρβε, διαγραµµένος. Κι άλλες σελίδες, κι άλλες διαγραφές. Δίπλωσε τα χαρτιά στο πάτωµα, τα έβαλε στην τσέπη του σακακιού του. Έκλεισε τα µάτια του. Μείνε ζωντανός. Δεν τέλειωσες ακόµα.
Απόµακρα γαβγίσµατα. «Τον βρήκα.» Ο ξανθογένης Γκρίνσπαν τον κοιτούσε µε ένταση. «Είναι νεκρός!» ψιθύρισε. «Δεν µπορούµε να τον ανακρίνουµε!» «Δεν πειράζει. Έχω τη λίστα.» «Τι;» Σγουρά ξανθά µαλλιά, εβραϊκό καπέλο µε µπορντούρα στο κεφάλι. «Δεν πειράζει. Έχω τη λίστα. Όλους τους πατέρες» είπε όσο πιο δυνατά µπορούσε. Τον ανασήκωσαν –άι!– και τον ακούµπησαν κάτω. Σε ένα φορείο. Τον µετέφεραν. Το πόµολο που έµοιαζε µε κεφάλι σκύλου, το φως της ηµέρας, ο γαλάζιος ουρανός. Ένας λαµπερός φακός τον εξέταζε, ακολουθώντας από κοντά, µουρµουρίζοντας. Με µια σουβλερή µύτη δίπλα του.
Κεφάλαιο Οκτώ ΕΙΧ Α Ν ΚΑ Λ Ο Υ Σ ΓΙΑ Τ ΡΟ Υ Σ ΕΚΕΙ, όπως αποδείχτηκε· αρκετά καλούς, τέλος πάντων, για να του βάλουν το χέρι σε γύψο, ένα σωληνάκι στο µπράτσο, κι επιδέσµους παντού – µπροστά και πίσω, επάνω και κάτω. Στη µονάδα εντατικής θεραπείας του Γενικού Νοσοκοµείου του Λάνκαστερ. Σάββατο. Είχε χάσει την Παρασκευή. Θα γινόταν καλά, του είπε ένας κοντόχοντρος Ινδιάνος γιατρός. Μια σφαίρα πέρασε από το «µεσοθωράκιό» του – ο γιατρός άγγιξε το δικό του στήθος µε τη λευκή στολή. Είχε συντρίψει ένα πλευρό, είχε πληγώσει τόσο τον αριστερό πνεύµονα όσο και κάτι που λεγόταν «κάτω λαρυγγικό νεύρο», και είχε περάσει λίγα χιλιοστά δίπλα από την αορτή. Μια άλλη σφαίρα συνέτριψε την πυελική ζώνη του και είχε σφηνωθεί στους µυς. Μία ακόµα είχε προκαλέσει ζηµιά στο κόκαλο και στους µυς του αριστερού του χεριού. Μια άλλη είχε ξύσει ένα πλευρό στα δεξιά. Η σφηνωµένη σφαίρα είχε αφαιρεθεί και όλη η ζηµιά είχε αποκατασταθεί. Θα µπορούσε να µιλήσει σε µία εβδοµάδα µε δέκα µέρες, θα περπατούσε µε δεκανίκια σε δύο εβδοµάδες. Η αυστριακή πρεσβεία είχε ειδοποιηθεί, παρ’ όλα αυτά –ο γιατρός χαµογέλασε– αν και δεν ήταν απαραίτητο κατά πάσα πιθανότητα. Λόγω των εφηµερίδων και της τηλεόρασης. Ένας ντετέκτιβ ήθελε να του µιλήσει, αλλά έπρεπε να περιµένει φυσικά. Η Ντένα έσκυψε και τον φίλησε· στάθηκε σφίγγοντας το δεξί του χέρι και χαµογελώντας. Τι µέρα ήταν; Σακούλες κάτω από τα µάτια της, αλλά ήταν όµορφα. «Δεν µπορούσες να κανονίσεις να κάνεις κάτι τέτοιο στη Βρετανία;» ρώτησε. Τον µετέφεραν στη µονάδα παρακολούθησης, όπου µπορούσε να ανασηκωθεί και να γράφει σηµειώµατα. Πού είναι τα πράγµατά µου;
«Θα σας φέρουν τα πάντα µόλις µεταφερθείτε στο δωµάτιό σας» του είπε η νοσοκόµα µε ένα χαµόγελο. Πότε; «Την Πέµπτη ή την Παρασκευή, το πιθανότερο.» Η Ντένα τού διάβασε τις αναφορές στις εφηµερίδες. Ο Μένγκελε αναφερόταν ως Ραµόν Ασχάιµ Ι Νεγκρίν, από την Παραγουάη. Είχε σκοτώσει τον Γουίλοκ, είχε τραυµατίσει τον Λίµπερµαν και είχε πεθάνει από τα σκυλιά του Γουίλοκ. Ο γιος του Γουίλοκ, Ρόµπερτ, δεκατριών, είχε καλέσει την αστυνοµία όταν επέστρεψε από το σχολείο. Πέντε άντρες που έφτασαν εκεί αµέσως µετά την αστυνοµία αναφέρονταν ως µέλη των Νέων Εβραίων Προασπιστών και ως φίλοι του Λίµπερµαν· είχαν σκοπό να συναντήσουν τον Λίµπερµαν εκεί, είπαν, και να τον συνοδέψουν στο ταξίδι του στην Ουάσινγκτον. Εξέφρασαν την άποψη ότι ο Ασχάιµ Ι Νεγκρίν ήταν Ναζιστής, αλλά δεν κατάφεραν να εξηγήσουν την παρουσία τους ή την παρουσία του Λίµπερµαν στο σπίτι του Γουίλοκ, ούτε τη δολοφονία του Γουίλοκ. Η αστυνοµία ήλπιζε πως ο Λίµπερµαν, αν και όποτε συνερχόταν, θα µπορούσε να ρίξει λίγο φως στην υπόθεση. «Μπορείς;» ρώτησε η Ντένα. Έγειρε το κεφάλι του στο πλάι, το στόµα του σχηµάτισε ένα άηχο «µπορεί». «Από πότε έχεις φιλικές σχέσεις µε τη ΝΕΠ;» Από την περασµένη εβδοµάδα. Μια νοσοκόµα είπε στην Ντένα ότι κάποιος ήθελε να τη δει. Πέρασε από εκεί ο δρ. Τσαβάν, µελέτησε το διάγραµµα του Λίµπερµαν, κράτησε το πιγούνι του και τον κοίταξε εξονυχιστικά, και του είπε ότι το χειρότερο πρόβληµα που είχε ήταν το γεγονός ότι χρειαζόταν ξύρισµα. Η Ντένα επέστρεψε, γέρνοντας από το βάρος της βαλίτσας του Λίµπερµαν. «Κοίτα σύµπτωση» είπε, αφήνοντάς την κάτω, δίπλα στο χώρισµα. Την είχε παραδώσει εκεί ο Γκρίνσπαν. Είχε έρθει για να
πάρει το αυτοκίνητό του, αφού η αστυνοµία δεν τον άφησε να το πάρει την Πέµπτη. Είχε δώσει στην Ντένα ένα µήνυµα για τον Λίµπερµαν: «Πρώτον, καλή ανάρρωση· και δεύτερον, ο Ραβίνος Γκορίν θα σου τηλεφωνήσει αµέσως µόλις µπορέσει. Έχει κι αυτός τα δικά του προβλήµατα. Να παρακολουθείς τις εφηµερίδες.» Πονούσε παντού. Κοιµόταν πολύ. Τον µετέφεραν σε ένα όµορφο δωµάτιο µε ριγέ κουρτίνες και µια τηλεόραση κρεµασµένη στον τοίχο, το χαρτοφύλακά του σε µια καρέκλα. Αµέσως µόλις τον τακτοποίησαν στο κρεβάτι, εκείνος άνοιξε το συρτάρι του κοµοδίνου. Η λίστα βρισκόταν εκεί, µαζί µε τα υπόλοιπα πράγµατά του. Φόρεσε τα γυαλιά του και κοίταξε τα δακτυλογραφηµένα ονόµατα. Οι αριθµοί από το ένα ως το δεκαεπτά είχαν διαγραφεί. Διέγραψε και τον Γουίλοκ. Η ηµεροµηνία του Γουίλοκ ήταν η 19η του Φλεβάρη. Ήρθε ένας κουρέας και τον ξύρισε. Μπορούσε να µιλήσει, µε τραχιά φωνή, αλλά δε θα έπρεπε να το επιχειρεί. Δεν τον ένοιαζε έτσι κι αλλιώς· αυτό του έδινε χρόνο να σκεφτεί. Η Ντένα έγραψε επιστολές. Διάβαζε τη Φιλαδέλφεια Ινκουάιρερ και τη Νιου Γιορκ Τάιµς, παρακολουθούσε τις ειδήσεις στην τηλεόραση που δεν είχε τηλεκοντρόλ. Τίποτα για τον Γκορίν. Ο Κίσινγκερ στην Ιερουσαλήµ, συνάντηση µε τον Ράµπιν. Εγκληµατικότητα, ανεργία. «Τι συµβαίνει, µπαµπά;» «Τίποτα.» «Μη µιλάς.» «Εσύ ρώτησες.» «Μη µιλάς! Γράψε το! Γι’ αυτόν το λόγο έχεις το σηµειωµατάριο!» ΤΙΠΟΤΑ! Γινόταν ανυπόφορη µερικές φορές.
Κατέφτασαν κάρτες και λουλούδια: από φίλους, χρηµατοδότες, το γραφείο διαλέξεων, τη Γυναικεία Θρησκευτική Αδελφότητα της τοπικής εκκλησίας. Μια επιστολή από τον Κλάους, που βρήκε τη διεύθυνση του νοσοκοµείου από τον Μαξ: Σε παρακαλώ, γράψε µου αµέσως µόλις µπορέσεις. Δε χρειάζεται να πω ότι η Λένα κι εγώ, αλλά και ο Νέρνµπεργκερ, ανυποµονούµε να µάθουµε περισσότερα από αυτά που είχαν οι εφηµερίδες. Την επόµενη µέρα από εκείνη που του επέτρεψαν να µιλάει, ήρθε να τον δει ένας ντετέκτιβ που ονοµαζόταν Μπάρνχαρτ, ένας ογκώδης κοκκινοτρίχης νεαρός, ευγενικός και µε απαλή φωνή. Ο Λίµπερµαν δεν είχε να ρίξει πολύ φως· δεν είχε ξανασυναντήσει ποτέ τον Ραµόν Ασχάιµ I Νεγκρίν πριν από τη µέρα που τον πυροβόλησε ο ίδιος. Δεν είχε ακούσει καν το όνοµά του. Ναι, η κυρία Γουίλοκ είχε δίκιο· είχε τηλεφωνήσει στον Γουίλοκ την προηγούµενη µέρα και του είχε πει όντως ότι ένας Ναζί µπορεί να δοκίµαζε να τον σκοτώσει. Εξερευνούσε µία πληροφορία που πήρε από µια όχι και τόσο αξιόπιστη πηγή στη Νότιο Αµερική. Είχε έρθει να δει τον Γουίλοκ για να εξακριβώσει αν όντως υπήρχε κάτι πίσω από αυτήν· ο Ασχάιµ τον άφησε να µπει µέσα, τον πυροβόλησε. Είχε αφήσει τα σκυλιά να µπουν µέσα. Τα σκυλιά σκότωσαν τον Ασχάιµ. «Η κυβέρνηση της Παραγουάης λέει ότι το διαβατήριό του είναι πλαστό. Ούτε κι εκείνοι ξέρουν ποιος είναι.» «Δεν έχουν φάκελο µε τα αποτυπώµατά του;» «Όχι, κύριε, δεν έχουν. Όποιος κι αν ήταν όµως, δείχνει ότι εσείς ήσασταν ο στόχος του, όχι ο Γουίλοκ. Βλέπετε, πέθανε λίγα λεπτά πριν φτάσουµε εκεί. Πρέπει να φτάσατε εκεί κοντά στις δυόµισι, έτσι δεν είναι;» Ο Λίµπερµαν το σκέφτηκε, ένευσε καταφατικά. «Ναι» είπε. «Όµως, ο Γουίλοκ πέθανε µεταξύ έντεκα και δώδεκα. Εποµένως ο “Ασχάιµ” σάς περίµενε για πάνω από δύο ώρες. Η πληροφορία που πήρατε µου µοιάζει µε παγίδα, κύριε. Ο Γουίλοκ δεν έχει καµία απολύτως σχέση µε το είδος των ανθρώπων που κυνηγάτε, είµαστε
βέβαιοι γι’ αυτό. Καλά θα κάνετε να είστε πιο υποψιασµένος στο µέλλον µε τις πληροφορίες, αν δε σας πειράζει που το λέω.» «Δε µε πειράζει καθόλου. Είναι µια καλή συµβουλή. Σας ευχαριστώ. Να γίνω “υποψιασµένος”. Ναι.» Ο Γκορίν ήταν στις ειδήσεις εκείνο το απόγευµα. Βρισκόταν σε αναστολή από το 1973, όταν του έδωσαν ποινή τριών ετών µε αναστολή, µε την κατηγορία της συνωµοσίας για βοµβιστική επίθεση, για την οποία είχε δηλώσει ένοχος· τώρα η οµοσπονδιακή κυβέρνηση ήθελε να ανακαλέσει την αναστολή του µε την κατηγορία ότι είχε συνωµοτήσει ξανά, αυτή τη φορά για την απαγωγή ενός Ρώσου διπλωµάτη. Ένας δικαστής όρισε εξέταση στις 26 Φεβρουαρίου. Η ανάκληση σήµαινε ότι ο Γκορίν θα µπορούσε να πάει στη φυλακή για το υπόλοιπο της ποινής του, για ένα χρόνο. Ναι, είχε όντως προβλήµατα. Το ίδιο και ο Λίµπερµαν. Μελέτησε τη λίστα µόλις βρέθηκε µόνος του. Πέντε αραιά γραµµένες σελίδες, δακτυλογραφηµένες οµοιόµορφα. Ενενήντα τέσσερα ονόµατα. Έµεινε να κοιτάζει τον τοίχο· κούνησε το κεφάλι του και αναστέναξε· δίπλωσε πολλές φορές τη λίστα και την έσπρωξε µέσα στη θήκη του διαβατηρίου του. Έγραψε επιστολές στον Μαξ και στον Κλάους, χωρίς να αναφέρει πολλά. Άρχισε να µιλά και να τηλεφωνεί, αν και η φωνή του ήταν ακόµα τραχιά και δεν µπορούσε να µιλήσει σε φυσιολογική ένταση. Η Ντένα έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι της. Είχε φροντίσει για το λογαριασµό του νοσοκοµείου. Θα τον αναλάµβαναν ο Μάρβιν Φαρµπ και µερικοί άλλοι, κι όταν θα επέστρεφε ο Λίµπερµαν στην Αυστρία και θα έπαιρνε τα χρήµατα από την ασφάλειά του, θα τους τα επέστρεφε. «Μην ξεχάσεις το αντίγραφο του λογαριασµού» τον προειδοποίησε. «Και µην προσπαθήσεις να περπατήσεις πολύ νωρίς. Και µη φύγεις πριν να σου πουν εκείνοι ότι µπορείς να φύγεις.» «Δεν πρόκειται, δεν πρόκειται, δεν πρόκειται.»
Μόλις έφυγε, συνειδητοποίησε ότι δεν είχε αναφερθεί εντέλει στο θέµα της σχέσης της µε τον Γκάρι· ένιωθε άσχηµα γι’ αυτό. Ωραίος πατέρας. Περπατούσε µε τα δεκανίκια πάνω κάτω στο διάδροµο, µια σκληρή δουλειά µε το γύψο ακόµα γύρω από το χέρι του. Γνώρισε µερικούς άλλους ασθενείς, γκρίνιαζε για το φαγητό. Τηλεφώνησε ο Γκορίν. «Γιάκοβ; Πώς είσαι;» «Μια χαρά, ευχαριστώ. Θα βγω σε µία εβδοµάδα. Εσύ πώς είσαι;» «Όχι και τόσο σπουδαία. Βλέπεις τι µου κάνουν;» «Ναι. Είναι ντροπή.» «Προσπαθούµε να πάρουµε αναβολή, αλλά η κατάληξη δε δείχνει ευνοϊκή. Θέλουν πραγµατικά να µε εξοντώσουν. Και ύστερα λένε εµένα συνωµότη. Ω Θεέ µου! Άκου, τι γίνεται εκεί; Μπορείς να µιλήσεις; Βρίσκοµαι σε τηλεφωνικό θάλαµο, κι εποµένως είµαστε µια χαρά από την πλευρά µου.» «Καλύτερα να µιλήσουµε εβραϊκά» είπε, µιλώντας στα εβραϊκά. «Δε θα υπάρξουν άλλες δολοφονίες. Οι άντρες ανακλήθηκαν.» «Αλήθεια;» «Κι αυτός που µε πυροβόλησε, αυτός που σκότωσαν τα σκυλιά, ήταν... ο Άγγελος. Καταλαβαίνεις ποιον εννοώ;» Σιωπή. «Είσαι σίγουρος;» «Απόλυτα. Μιλήσαµε.» «Ω Θεέ µου! Δόξα τω Θεώ! Δόξα τω Θεώ! Και πολύ του ήταν τα σκυλιά! Και δε λες κουβέντα; Εγώ θα διοργάνωνα τη µεγαλύτερη συνέντευξη τύπου στον κόσµο!» «Και τι θα πω µόλις µε ρωτήσουν τι έκανε εδώ; Ένας άγνωστος από την Παραγουάη δεν αποτελεί πρόβληµα, αλλά αυτός; Κι αν δεν το εξηγήσω εγώ, θα έρθει να το ανακαλύψει το Εφ Μπι Άι. Πρέπει να το κάνουν; Δεν ξέρω ακόµα.» «Όχι, όχι, φυσικά έχεις δίκιο. Αλλά να το ξέρεις και να µην
µπορείς να το πεις! Θα έρθεις στη Νέα Υόρκη;» «Ναι.» «Πού θα βρίσκεσαι; Θα έρθω σε επαφή µαζί σου.» Του έδωσε τον αριθµό των Φαρµπ. «Ο Φιλ λέει ότι έχεις µια λίστα.» Ο Λίµπερµαν βλεφάρισε. «Πώς το ξέρει;» «Του το είπες.» «Αλήθεια; Πότε;» «Στο σπίτι εκεί. Έχεις όντως;» «Ναι. Κάθοµαι εδώ και την κοιτάζω. Αποτελεί πρόβληµα, Ραβίνε.» «Εµένα µου λες. Απλά κράτα την. Θα σε δω σύντοµα. Σαλόµ.» «Σαλόµ.» Μίλησε µε µερικούς δηµοσιογράφους και µαθητές του λυκείου. Περπάτησε µε το δεκανίκι πάνω κάτω στο διάδροµο, αρχίζοντας να συνηθίζει. Ένα απόγευµα µια εύσωµη καστανοµάλλα γυναίκα µε ένα κόκκινο παλτό και χαρτοφύλακα στο χέρι, τον πλησίασε και είπε: «Ο κύριος Λίµπερµαν;» «Ναι;» Του χαµογέλασε: λακκάκια, οµοιόµορφα λευκά δόντια. «Μπορώ να σας µιλήσω για ένα λεπτό, σας παρακαλώ; Είµαι η κυρία Γουίλοκ. Η κυρία Χανκ Γουίλοκ.» Την κοίταξε. «Ναι» είπε. «Βεβαίως.» Πήγαν στο δωµάτιό του. Κάθισε σε µια από τις καρέκλες µε το χαρτοφύλακα στην αγκαλιά της, κι εκείνος έγειρε τις πατερίτσες στο κρεβάτι και κάθισε στην άλλη καρέκλα. «Λυπάµαι πολύ» είπε. Εκείνη ένευσε καταφατικά, κοιτάζοντας το χαρτοφύλακα,
τρίβοντάς τον µε το κόκκινο νύχι του αντίχειρα. «Η αστυνοµία µού ανέφερε» είπε εκείνη «ότι ο άνθρωπος αυτός ήρθε για να παγιδέψει εσάς, όχι για να σκοτώσει τον Χανκ. Δεν τον ενδιέφερε ο Χανκ, ούτε εµείς· τον ενδιαφέρατε µόνο εσείς.» Ο Λίµπερµαν ένευσε καταφατικά. «Όµως, όσο περίµενε» είπε εκείνη «κοιτούσε το άλµπουµ µε τις φωτογραφίες µας. Ήταν εκεί στο πάτωµα, κοντά στο σηµείο που– » Κούνησε ελαφρά τον ένα της ώµο, κοίταξε τον Λίµπερµαν. «Μπορεί» είπε αυτός «να το κοιτούσε ο σύζυγός σας. Πριν έρθει αυτός ο άνθρωπος.» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της· οι γωνίες του στόµατός της έγειραν προς τα κάτω. «Δεν το κοιτούσε ποτέ» είπε. «Εγώ τις έβγαλα αυτές τις φωτογραφίες. Εγώ είµαι αυτή που τις τοποθέτησε εκεί και που συνέθεσε τις λεζάντες. Τις κοιτούσε αυτός ο άνθρωπος.» «Μπορεί απλώς να ήθελε να σκοτώσει την ώρα» είπε ο Λίµπερµαν. Η κυρία Γουίλοκ έµεινε σιωπηλή, κοιτάζοντας γύρω στο δωµάτιο, µε τα χέρια σταυρωµένα πάνω στο χαρτοφύλακα. «Ο γιος µας είναι υιοθετηµένος» είπε. «Ο γιος µου. Δεν το ξέρει. Ήταν µέρος της συµφωνίας να µην του το αποκαλύψουµε ποτέ. Προχθές τη νύχτα µε ρώτησε αν είναι. Είναι η πρώτη φορά που αναφέρει το θέµα.» Κοίταξε τον Λίµπερµαν. «Του είπατε κάτι εκείνη την ηµέρα που να του έβαλε αυτή την ιδέα στο µυαλό;» «Εγώ;» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Όχι. Πώς θα µπορούσα να το ξέρω;» «Σκέφτηκα πως θα µπορούσε να υπάρχει κάποια σύνδεση» είπε εκείνη. «Η γυναίκα που ανέλαβε την υιοθεσία ήταν Γερµανίδα. Το Ασχάιµ είναι Γερµανικό όνοµα. Μου τηλεφώνησε ένας άντρας µε γερµανική προφορά και µε ρωτούσε για τον Μπόµπι. Και ξέρω ότι είστε ενάντια... στους Γερµανούς.»
«Ενάντια στους Ναζιστές» είπε ο Λίµπερµαν. «Όχι, κυρία Γουίλοκ, δεν είχα ιδέα ότι είναι υιοθετηµένος, και δεν µπορούσα να µιλήσω καθόλου όταν µπήκε µέσα. Ακόµα δε µιλάω πολύ καλά· το ακούτε. Ίσως ο χαµός του πατέρα του να τον κάνει να το πιστεύει.» Εκείνη αναστέναξε κι ένευσε καταφατικά. «Μπορεί» είπε. Του χαµογέλασε. «Συγγνώµη για την ενόχληση. Ανησύχησα µήπως... είχε σχέση µε τον Μπόµπι.» «Δεν πειράζει» είπε εκείνος. «Χάρηκα που σας γνώρισα. Θα σας τηλεφωνούσα πριν φύγω για να σας εκφράσω τα συλλυπητήριά µου.» «Το είδατε το φιλµ;» ρώτησε εκείνη. «Όχι, υποθέτω πως δεν το είδατε. Είναι πολύ παράξενος ο τρόπος που εξελίσσονται τα πράγµατα µερικές φορές, δε συµφωνείτε; Κάτι καλό να προκύπτει από κάτι κακό; Όλη αυτή η µιζέρια: ο Χανκ νεκρός, εσείς τραυµατισµένος τόσο βαριά, αυτός ο άνθρωπος – και τα σκυλιά επίσης. Χρειάστηκε να τους κάνουµε ευθανασία, ξέρετε. Και ο Μπόµπι βρίσκει από αυτό την ευκαιρία της ζωής του.» «Ποια ευκαιρία;» είπε ο Λίµπερµαν. Η κυρία Γουίλοκ κούνησε το κεφάλι της. «Ο τηλεοπτικός σταθµός του Λάνκαστερ αγόρασε το φιλµ που τράβηξε εκείνη την ηµέρα και πρόβαλε ένα µέρος του –έδειχνε να σας µεταφέρουν στο νοσοκοµειακό, τα σκυλιά µε το αίµα πάνω τους, αυτό τον άνθρωπο και τον Χανκ να τους µεταφέρουν έξω– και το Σι Μπι Ες, το τηλεοπτικό δίκτυο εννοώ, µε όλους αυτούς τους σταθµούς που έχει σε όλη τη χώρα, το πήρε και το έδειξε στις “Πρωινές Ειδήσεις µε τον Χιουζ Ραντ” το επόµενο πρωί. Μόνο εσάς να σας µεταφέρουν στο νοσοκοµειακό. Μια τέτοια ευκαιρία µπορεί να γίνει απίστευτα σηµαντική για ένα αγόρι στην ηλικία του Μπόµπι. Όχι µόνο για τις επαφές, αλλά και για την ίδια του την αυτοπεποίθηση. Θέλει να γίνει σκηνοθέτης ταινιών.» Ο Λίµπερµαν την κοίταξε και είπε: «Εύχοµαι να το καταφέρει.» «Νοµίζω ότι έχει καλές πιθανότητες» είπε εκείνη, καθώς
σηκωνόταν µε ένα αχνό χαµόγελο υπερηφάνειας. «Είναι εξαιρετικά ταλαντούχος.» Οι Φαρµπ πήγαν εκεί την Παρασκευή, στις 28 Φεβρουαρίου, και στρίµωξαν τον Λίµπερµαν και τις πατερίτσες του και τη βαλίτσα του και το χαρτοφύλακά του στο αστραφτερό, νέο τους Λίνκολν. Ο Μάρβιν Φαρµπ τού έδωσε ένα αντίγραφο του λογαριασµού του νοσοκοµείου. Εκείνος τον κοίταξε, έµεινε να κοιτάζει τον Φαρµπ. «Είναι και φτηνά» είπε ο Φαρµπ. «Στη Νέα Υόρκη θα ήταν ο διπλάσιος.» «Gott im Himmel!» Η Σάντι, το κορίτσι από το γραφείο της ΝΕΠ, του τηλεφώνησε για να τον προσκαλέσει για δείπνο την Τρίτη, 11 του µηνός, το µεσηµέρι. «Είναι αποχαιρετιστήριο.» Εκείνος έφευγε στις 13 του µηνός. Για τον ίδιο; «Για ποιον;» ρώτησε. «Για τον Ραβίνο. Δεν το µάθατε;» «Απορρίφθηκε η προσφυγή;» «Την απέσυρε. Θέλει να τελειώνει µε την υπόθεση.» «Ω Θεέ µου! Λυπάµαι που το µαθαίνω. Ναι, φυσικά θα έρθω.» Εκείνη του έδωσε τη διεύθυνση: στο Σµίλκσταϊν, ένα εστιατόριο στην Οδό Κανάλ. Η Τάιµς δηµοσίευσε την είδηση σε ένα µονόστηλο που του είχε ξεφύγει, κοντά στο σηµείο όπου η εφηµερίδα διπλώνει στη µέση. Αντί να προσβάλει τη νέα κατηγορία για συνωµοσία, ο Γκορίν αποφάσισε να αποδεχτεί την απόφαση του δικαστή που ακύρωνε την αναστολή του. Θα έµπαινε στο οµοσπονδιακό σωφρονιστικό κατάστηµα της Πενσιλβανίας στις 16 Μαρτίου. «Μµ.» Ο Λίµπερµαν κούνησε το κεφάλι του. Την Τρίτη στις 11 του µηνός, λίγο µετά το µεσηµέρι, ανέβηκε µε
το µπαστούνι του αργά τα σκαλιά του Σµίλκσταϊν. Ένα βήµα τη φορά, τραβώντας το κορµί του µε το δεξί του χέρι στην κουπαστή. Θάνατος. Στην κορυφή της σκάλας, λαχανιασµένος και ιδρωµένος, βρήκε ένα µεγάλο δωµάτιο, µια αίθουσα, εξέδρα ορχήστρας στολισµένη µε γαµήλια λουλούδια, πολλά τραπέζια χωρίς τραπεζοµάντιλο και σπαστές καρέκλες, και στο κέντρο, στο χώρο της πίστας, µια οµάδα ανθρώπων που διάβαζαν το µενού, ένα σερβιτόρο µε κυρτή πλάτη να σηµειώνει. Ο Γκορίν, στην κεφαλή του τραπεζιού, τον είδε, άφησε κάτω το µενού του και την πετσέτα του, σηκώθηκε και πήγε κοντά του βιαστικά – τόσο ευδιάθετος σαν να είχε επιµείνει στην προσφυγή και να είχε κερδίσει. «Γιάκοβ! Χαίροµαι που σε βλέπω!» Έσφιξε το χέρι του Λίµπερµαν, έπιασε το µπράτσο του. «Δείχνεις µια χαρά! Που να πάρει, ξέχασα τα σκαλιά.» «Δεν πειράζει» είπε ο Λίµπερµαν, βρίσκοντας την ανάσα του. «Όχι, πειράζει· ήταν ανόητο εκ µέρους µου. Έπρεπε να διαλέξω κάποιο άλλο µέρος.» Προχώρησαν προς το τραπέζι, µε τον Γκορίν να προηγείται, τον Λίµπερµαν να γέρνει στο µπαστούνι του. «Οι επικεφαλής µου» είπε ο Γκορίν. «Και ο Φιλ µε τον Πολ. Πότε φεύγεις, Γιάκοβ;» «Μεθαύριο. Λυπάµαι που– » «Ξέχασέ το, ξέχασέ το, θα έχω καλή παρέα εκεί µέσα – όλη την κοινοπραξία των εγκεφάλων πίσω από τον Νίξον. Είναι το πιο δηµοφιλές µέρος για συνωµότες. Κύριοι, από εδώ ο Γιάκοβ. Αυτός είναι ο Νταν, ο Στιγκ, ο Άρνι...» Ήταν πέντε ή έξι στο σύνολο, και ο Φιλ Γκρίνσπαν, ο Πολ Στερν. «Δείχνεις εκατό τα εκατό καλύτερα από την τελευταία φορά που σε είδα» είπε ο Γκρίνσπαν, κόβοντας µε τα χέρια ένα καρβελάκι ψωµί στα δύο, χαµογελώντας. Ο Λίµπερµαν, την ώρα που καθόταν στην καρέκλα που βρισκόταν απέναντί του, είπε: «Το ξέρεις ότι δε θυµάµαι καν να σε είδα εκείνη
την ηµέρα;» «Το πιστεύω» είπε ο Γκρίνσπαν. «Ήσουν άσπρος σαν πέτρα.» «Έχουν θαυµάσιους γιατρούς εκεί κάτω» είπε ο Λίµπερµαν. «Έµεινα πραγµατικά έκπληκτος.» Έσπρωξε την καρέκλα του προς τα µέσα, µε τη βοήθεια του ανθρώπου που βρισκόταν στα δεξιά του· έγειρε το µπαστούνι του στην άκρη του τραπεζιού, πήρε στα χέρια του το µενού. Ο Γκορίν, στα αριστερά του, είπε: «Ο σερβιτόρος λέει να µην επιλέξουµε το ψητό κατσαρόλας. Σου αρέσει η πάπια; Είναι θαυµάσια εδώ.» Ήταν ένας µελαγχολικός αποχαιρετισµός. Καθώς έτρωγαν, ο Γκορίν µίλησε για την ιεραρχία της διοίκησης, και για τα σχέδια που ο ίδιος και ο Γκρίνσπαν υλοποιούσαν για να διατηρήσουν την επαφή όσο θα βρισκόταν στη φυλακή. Πρότειναν αντίµετρα, έκαναν πικρόχολα αστεία. Ο Λίµπερµαν προσπάθησε να ελαφρύνει την ατµόσφαιρα µε µια ιστορία για τον Κίσινγκερ, υποτίθεται αληθινή, που του είχε διηγηθεί ο Μάρβιν Φαρµπ. Δεν είχε σπουδαίο αποτέλεσµα. Όταν ο σερβιτόρος καθάρισε το τραπέζι και κατέβηκε κάτω, αφήνοντάς τους µε το κέικ και το τσάι τους, ο Γκορίν έγειρε τα µπράτσα του στο τραπέζι, σταύρωσε τα χέρια του, και τους κοίταξε όλους θλιµµένα. «Τα προβλήµατα που έχουµε αυτή τη στιγµή είναι το τελευταίο που πρέπει να µας απασχολεί» είπε και κοίταξε τον Λίµπερµαν. «Σωστά, Γιάκοβ;» Ο Λίµπερµαν, κοιτώντας τον, ένευσε καταφατικά. Ο Γκορίν κοίταξε τον Γκρίνσπαν και τον Στερν, έναν έναν τους πέντε επικεφαλής. «Υπάρχουν ενενήντα τέσσερα παιδιά» είπε «ηλικίας δεκατριών ετών, µερικά από αυτά στα δώδεκα και στα έντεκα, που πρέπει να σκοτωθούν πριν ενηλικιωθούν. Όχι» είπε «δεν αστειεύοµαι. Μακάρι, µα τον Θεό, να αστειευόµουν. Κάποια από αυτά βρίσκονται στην Αγγλία, Ράφι· κάποια στη Σκανδιναβία, Στιγκ·
κάποια εδώ και στον Καναδά, µερικά στη Γερµανία. Δεν ξέρω πώς θα γίνει, αλλά θα το κάνουµε, είναι απαραίτητο. Ο Γιάκοβ θα σας εξηγήσει ποια είναι και το πώς... προέκυψαν.» Έγειρε πίσω και ένευσε προς τον Λίµπερµαν. «Τα βασικά» είπε. «Δε χρειάζεται να αναλύσεις όλες τις λεπτοµέρειες.» Και προς τους άλλους: «Επιβεβαιώνω κάθε λέξη που θα πει, όπως τις επιβεβαιώνει και ο Φιλ µε τον Πολ· είδαν κι εκείνοι ένα από αυτά. Άρχισε, Γιάκοβ.» Ο Λίµπερµαν κοιτούσε το κουταλάκι στο τσάι του. «Έχεις το λόγο» είπε ο Γκορίν. Ο Λίµπερµαν τον κοίταξε και είπε µε τραχιά φωνή: «Μπορούµε να µιλήσουµε ιδιαιτέρως µια στιγµή;» Καθάρισε το λαιµό του. Ο Γκορίν τον κοίταξε απορηµένα, και στη συνέχεια χωρίς καµία απορία. Πήρε µιαν ανάσα από τα ρουθούνια του, χαµογέλασε. «Βέβαια» είπε και σηκώθηκε. Ο Λίµπερµαν πήρε το µπαστούνι του, κράτησε την άκρη του τραπεζιού και σηκώθηκε από την καρέκλα του. Έκανε ένα βήµα µε το µπαστούνι, και ο Γκορίν έβαλε το χέρι του στην πλάτη του και περπάτησε δίπλα του, λέγοντας απαλά: «Ξέρω τι θα πεις.» Αποµακρύνθηκαν µαζί προς την εξέδρα της ορχήστρας µε τα γαµήλια λουλούδια. «Ξέρω τι θα πεις, Γιάκοβ.» «Εγώ δεν ξέρω ακόµα· χαίροµαι που ξέρεις εσύ.» «Εντάξει, θα το πω στη δική σου θέση. “Δεν πρέπει να το κάνουµε. Πρέπει να τους δώσουµε µία ευκαιρία. Ακόµα κι εκείνα που έχασαν τους πατέρες τους µπορεί να εξελιχθούν σε φυσιολογικούς ανθρώπους”.» «Όχι φυσιολογικούς, δεν το νοµίζω, όχι. Αλλά όχι και Χίτλερ.» «Εποµένως πρέπει να φερθούµε σαν καλόκαρδοι, παραδοσιακοί Εβραίοι και να σεβαστούµε τα πολιτικά τους δικαιώµατα. Κι όταν κάποιο από αυτά γίνει όντως ο Χίτλερ, ε, τότε, θα αφήσουµε τα παιδιά µας να ανησυχούν γι’ αυτό. Καθ’ οδόν προς τους θαλάµους αερίων.»
Ο Λίµπερµαν σταµάτησε στην εξέδρα, γύρισε προς τον Γκόριν. «Ραβίνε» είπε «κανένας δεν ξέρει ποιες είναι οι πιθανότητες. Ο Μένγκελε πίστευε ότι ήταν αρκετές, αλλά ήταν το δικό του σχέδιο, η δική του φιλοδοξία. Μπορεί να µην προκύψει κανένας Χίτλερ, ακόµα κι αν υπήρχαν χίλια απ’ αυτά. Είναι παιδιά. Όποια κι αν είναι τα γονίδιά τους. Παιδιά. Πώς θα µπορέσουµε να τα σκοτώσουµε; Έτσι ενεργούσε ο Μένγκελε, σκότωνε παιδιά. Το ίδιο πρέπει να κάνουµε κι εµείς; Δεν µπορώ καν– » «Με αφήνεις άναυδο πραγµατικά.» «Άσε µε να τελειώσω, σε παρακαλώ. Δεν πιστεύω καν ότι πρέπει να βάλουµε να τα παρακολουθούν οι κυβερνήσεις τους, επειδή η υπόθεση θα διαρρεύσει, βάζω στοίχηµα την ίδια µου τη ζωή γι’ αυτό, και θα εστιάσει την προσοχή επάνω τους, θα τους κάνει να προσελκύσουν ακριβώς τα ανεύθυνα άτοµα που θα τους µεταµορφώσουν σε Χίτλερ, που θα τους ενθαρρύνουν. Οι ανεύθυνοι µπορούν να προέρχονται ακόµα και από το εσωτερικό µιας κυβέρνησης. Όσοι λιγότεροι το γνωρίζουν, τόσο το καλύτερο.» «Γιάκοβ, αν ένα τους γίνει Χίτλερ, µόνο ένα – Θεέ µου, ξέρεις τι θα έχουµε να αντιµετωπίσουµε!» «Όχι» είπε ο Λίµπερµαν. «Όχι. Το σκέφτοµαι εδώ και πολλές εβδοµάδες. Στις οµιλίες µου λέω ότι απαιτούνται δύο πράγµατα για να ξανασυµβεί, ένας νέος Χίτλερ και κοινωνικές συνθήκες που να µοιάζουν µε αυτές της δεκαετίας του τριάντα. Αλλά αυτό δεν ισχύει. Απαιτούνται τρία πράγµατα: ο Χίτλερ, οι συνθήκες... και οι άνθρωποι που θα ακολουθήσουν τον Χίτλερ.» «Και νοµίζεις ότι δε θα τους βρει;» «Όχι, όχι αρκετούς. Πραγµατικά πιστεύω ότι οι άνθρωποι είναι καλύτεροι και πιο ευφυείς τώρα, δε θεωρούν τόσο πολύ πια ότι οι ηγέτες τους είναι θεοί. Η τηλεόραση συµβάλλει σηµαντικά σε αυτό. Και η ιστορία, η γνώση... Κάποιους θα τους βρει, ναι· αλλά όχι περισσότερους, νοµίζω –ελπίζω– από όσους βρίσκουν σήµερα οι µιµητές του Χίτλερ, στη Γερµανία και στη Νότιο Αµερική.»
«Λοιπόν, έχεις διαολεµένα περισσότερη πίστη στην ανθρώπινη φύση απ’ ό,τι εγώ» είπε ο Γκορίν. «Κοίτα, Γιάκοβ, µπορείς να µείνεις εδώ και να µιλάς µέχρι να µελανιάσει το πρόσωπό σου, αλλά δε θα µου αλλάξεις γνώµη στο συγκεκριµένο ζήτηµα. Όχι µόνο έχουµε το δικαίωµα να τα σκοτώσουµε, έχουµε το καθήκον. Δεν τα δηµιούργησε ο Θεός, ο Μένγκελε τα δηµιούργησε.» Ο Λίµπερµαν έµεινε να τον κοιτάζει, και ένευσε καταφατικά. «Εντάξει» είπε. «Ήθελα απλά να εγείρω το ερώτηµα.» «Το έκανες» είπε ο Γκορίν, και ένευσε προς το τραπέζι. «Θα τους εξηγήσεις την υπόθεση τώρα; Έχουµε πολλά να σκεφτούµε πριν φύγουµε.» «Η φωνή µου είναι εξαντληµένη για σήµερα» είπε ο Λίµπερµαν. «Καλύτερα να τους εξηγήσεις εσύ.» Επέστρεψαν µαζί προς το τραπέζι. «Μια που είµαι όρθιος» είπε ο Λίµπερµαν «υπάρχει τουαλέτα;» «Εκεί πέρα.» Ο Λίµπερµαν αποµακρύνθηκε µε το µπαστούνι προς τις σκάλες. Ο Γκορίν συνέχισε για το τραπέζι κι έκατσε. Ο Λίµπερµαν µπήκε γέρνοντας στο µπαστούνι του στις αντρικές τουαλέτες –ένα µικρό χώρο– και προχώρησε σε ένα από τα χωρίσµατα· έκλεισε το µάνταλο. Κρέµασε το µπαστούνι του στο δεξιό του καρπό, έβγαλε έξω τη θήκη του διαβατηρίου του κι έβγαλε τη χιλιοδιπλωµένη λίστα. Έβαλε τη θήκη πίσω στην τσέπη του, ξεδίπλωσε τη λίστα στο µέγεθος µισής σελίδας και την έσκισε κάθετα· ένωσε ξανά τα κοµµάτια και τα έσκισε για δεύτερη φορά· τα ένωσε ξανά και – τα έσκισε ξανά. Έριξε τα πολυάριθµα µικρά χαρτάκια στην τουαλέτα, κι όταν τα δακτυλογραφηµένα κοµµατάκια χωρίστηκαν και έµειναν ακίνητα στο νερό, τράβηξε το µαύρο χερούλι για το καζανάκι. Το χαρτί και το νερό στροβιλίστηκαν και ρουφήχτηκαν προς τα κάτω, γουργουρίζοντας. Μερικά κοµµάτια χαρτιού είχαν κολλήσει στις πλευρές της λεκάνης, κοµµάτια που
επέστρεψαν µε το νερό που ανέβαινε. Περίµενε το καζανάκι να ξαναγεµίσει. Μια που ήταν εκεί, ξεκούµπωσε το φερµουάρ του. Μόλις βγήκε έξω, έπιασε το βλέµµα ενός από τους ανθρώπους στο βάθος του τραπεζιού και έδειξε µε το χέρι του τον Γκορίν. Ο άντρας µίλησε στον Γκορίν, και ο Γκορίν γύρισε και τον κοίταξε. Του έκανε νόηµα µε το χέρι του. Ο Γκορίν έµεινε καθιστός για µια στιγµή, και σηκώθηκε και τον πλησίασε, δείχνοντας ενοχληµένος. «Τι έγινε τώρα;» «Πρέπει να προετοιµάσεις τον εαυτό σου.» «Για ποιο πράγµα;» «Έριξα τη λίστα στην τουαλέτα και τράβηξα το καζανάκι.» Ο Γκορίν έµεινε να τον κοιτάζει. Ο Λίµπερµαν κούνησε το κεφάλι του. «Αυτό είναι το σωστό» είπε. «Πίστεψέ µε.» Ο Γκορίν τον κοιτούσε, πανιασµένος. «Νιώθω περίεργα που λέω σε έναν Ραβίνο ποιο– » «Δεν ήταν δική σου η λίστα» είπε ο Γκορίν. «Ήταν... όλων µας! Του εβραϊκού λαού!» «Γινόταν να το θέσω σε ψηφοφορία;» είπε ο Λίµπερµαν. «Μόνος µου ήµουν εκεί µέσα.» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Η δολοφονία ενός παιδιού, οποιουδήποτε παιδιού – είναι λάθος.» Το πρόσωπο του Γκορίν κοκκίνισε· τα ρουθούνια του διογκώθηκαν, τα καστανά του µάτια έκαιγαν, είχαν σκούρους κύκλους. «Μη µου λες εµένα τι είναι σωστό και τι λάθος» είπε. «Μπάσταρδε. Ανόητε, ανίδεε γέρο!» Ο Λίµπερµαν έµεινε να τον κοιτάζει. «Έπρεπε να σε ρίξω από τη σκάλα!» «Αν µε αγγίξεις θα σου σπάσω το σβέρκο» είπε ο Λίµπερµαν. Ο Γκορίν πήρε µια βαθιά ανάσα· οι γροθιές του σφίχτηκαν στα
πλευρά του. «Οι Εβραίοι σαν κι εσένα» είπε «ήταν που το επέτρεψαν να συµβεί την τελευταία φορά.» Ο Λίµπερµαν τον κοίταξε. «Δεν το “επέτρεψαν” οι Εβραίοι» είπε. «Το προκάλεσαν οι Ναζιστές. Άνθρωποι που σκότωναν ακόµα και παιδιά για να πάρουν αυτό που θέλουν.» Το κοκκινωπό σαγόνι του Γκορίν σφίχτηκε. «Φύγε από εδώ» είπε. Γύρισε από την άλλη και αποµακρύνθηκε νευριασµένος. Ο Λίµπερµαν τον κοιτούσε καθώς έφευγε, πήρε µιαν ανάσα, και γύρισε προς τη σκάλα. Έπιασε την κουπαστή και άρχισε να κατεβαίνει αργά µε το µπαστούνι, ένα βήµα τη φορά. Από το παράθυρο του ταξί, καθώς έφτανε στο αεροδρόµιο Κένεντι, είδε τη Λέσχη Αυτοκινήτων του Χάουαρντ Τζόνσον. Το µέρος όπου η Φρίντα Μαλόνι είχε δώσει τα µωρά στα ζευγάρια από τις ΗΠΑ και τον Καναδά. Το είδε να περνά από δίπλα του, τους δέκα µε δώδεκα ορόφους του να φωτίζονται από τους προβολείς µέσα στο δειλινό... Μόλις πέρασε τον έλεγχο εισιτηρίων της Παν Αµ, τηλεφώνησε στον κύριο Γκολντβάσερ του γραφείου διαλέξεων. «Γεια σας! Πώς είστε; Πού είστε;» «Στο Κένεντι, επιστρέφω στο σπίτι µου. Δεν είµαι και τόσο άσχηµα. Απλώς πρέπει να προσέχω για µερικούς µήνες. Πήρατε το σηµείωµά µου;» «Ναι.» «Σας ευχαριστώ και πάλι. Υπέροχα λουλούδια. Αυτό κι αν ήταν δηµοσιότητα, ε; Στην πρώτη σελίδα των Τάιµς· στο Σι Μπι Ες, ολόκληρο δίκτυο...» «Ελπίζω να µην αποκτήσετε ποτέ ξανά δηµοσιότητα αυτού του είδους.» «Σε κάθε περίπτωση, ήταν δηµοσιότητα. Ακούστε, αν σας δώσω το λόγο της τιµής µου ότι δεν πρόκειται να κάνω καµία ακύρωση, θα θέλατε να δοκιµάσετε να µου κλείσετε µερικές εµφανίσεις στα τέλη
της άνοιξης ή στις αρχές του φθινοπώρου; Η φωνή µου θα επιστρέψει στα φυσιολογικά της επίπεδα· µου το ορκίστηκε ο γιατρός.» «Κοιτάξτε...» «Ελάτε τώρα· στείλατε τόσο πολλά λουλούδια, σας ενδιαφέρει.» «Εντάξει, θα ενηµερώσω κάποιους ανθρώπους.» «Ωραία. Και κάτι ακόµα, κύριε Γκολντβάσερ– » «Μπορείς να µε αποκαλείς Μπεν, για όνοµα του Θεού! Πόσα χρόνια έχουν περάσει ήδη;» «Μπεν – όχι στους ναούς και στις Γυναικείες Εβραϊκές Οργανώσεις. Σε κολλέγια και σε παιδιά. Ακόµα και σε λύκεια.» «Αυτοί δεν πληρώνουν µία.» «Στα κολλέγια, τότε. Στις Χριστιανικές Οργανώσεις της Νεολαίας. Όπου υπάρχουν νέοι.» «Θα προσπαθήσω να οργανώσω µια ισορροπηµένη περιοδεία, εντάξει;» «Εντάξει. Γέµισε τα κενά µε τα λύκεια. Ενηµέρωσέ µε. Να είσαι καλά.» Έκλεισε το τηλέφωνο και έβαλε το δάχτυλό του στο κουµπί επιστροφής κερµάτων· πήρε το χαρτοφύλακά του και ακολούθησε το µπαστούνι του προς την πύλη επιβίβασης.
Κεφάλαιο Εννιά ΤΟ Σ ΚΟ Τ Α ΔΙ Τ Υ Λ ΙΓΕΙ Τ Ο ΔΩ ΜΑ Τ ΙΟ . Ένα πόµολο που γυαλίζει, ένας καθρέφτης, οι άκρες των µπαστουνιών για το σκι. Το σκοτεινό σχήµα ενός κρεβατιού, το σκοτεινό σχήµα µιας καρέκλας. Το µεταλλικό πλαίσιο ενός κλουβιού· στο εσωτερικό του ένας µύλος περιστρέφεται, σταµατά, περιστρέφεται. Μοντέλα πυραύλων. Φτερά ενός µικρού ασηµένιου αεροσκάφους που εκτελεί αργή στροφή. Στο κέντρο του δωµατίου, η επίπεδη λευκότητα ακουµπά πάνω στο τραπέζι, κάτω από µια σκυφτή λάµπα. Ένα χέρι βουτά τη µύτη µιας βούρτσας, αραιώνει την µπογιά, περνά µαύρο µελάνι πάνω από τις γραµµές του µολυβιού. Φτιάχνει ένα στάδιο: αχανές, µε ηµιδιάφανο θόλο, κυκλικό. Το παιδί δουλεύει µε προσοχή, γέρνει τη σουβλερή µύτη του κοντά στο χαρτί. Αρχίζει να προσθέτει µερικούς ανθρώπους, σειρές από µικρές καµπύλες για κεφάλια στραµµένα στην πλατφόρµα στο κέντρο. Βουτά τη µύτη της βούρτσας, αραιώνει την µπογιά, σπρώχνει µια τούφα στο πλάι του µετώπου, ζωγραφίζει µερικά ακόµα κεφάλια, περισσότερους ανθρώπους. Ένα πιάνο παίζει: ένα βαλς του Στράους. Το παιδί σηκώνει το βλέµµα και ακούει. Χαµογελά. Σκύβει πάνω από τη ζωγραφιά και φτιάχνει κι άλλα κεφάλια, µουρµουρίζοντας τη µελωδία. Είναι τέλεια χωρίς τον µπαµπά. Μόνο εκείνος και η µαµά. Χωρίς καβγάδες, χωρίς να του ανοίγουν την πόρτα και να του λένε: «Κρύψε αυτό το πράγµα και κάνε τις εργασίες σου, διαφορετικά, µα τον Θεό– » Καλά, όχι τέλεια, δεν εννοούσε τέλεια· απλώς… πιο εύκολα, πιο άνετα. Ακόµα και η γιαγιά συνήθιζε να λέει ότι ο µπαµπάς ήταν
αληθινός δικτάτορας. Αυταρχικός, αγροίκος, προκατειληµµένος· ενεργούσε πάντα σαν να ήταν ο πιο σηµαντικός άνθρωπος στον κόσµο... Κι έτσι ήταν πιο εύκολα τώρα. Αυτό όµως δε σήµαινε ότι τον µισούσε, ότι ήθελε να πεθάνει. Αγαπούσε πολύ τον µπαµπά, πραγµατικά. Δεν είχε κλάψει στην κηδεία; Απορροφήθηκε µε τη ζωγραφική, όπου όλα ήταν πιο όµορφα. Αφοσιώθηκε στην εξέδρα, και στον άνθρωπο που στεκόταν επάνω της. Μικρός από τόσο µακριά. Πινελιά, πινελιά, πινελιά. Ανασήκωσε τα χέρια του: πινελιά, πινελιά. Ποιος θα µπορούσε να είναι, αυτός ο άντρας επάνω στην εξέδρα; Κάποιος σπουδαίος, αναµφίβολα, µε όλους αυτούς τους ανθρώπους να βρίσκονται εκεί για να τον δουν. Δεν είναι ένας απλός τραγουδιστής ή κωµικός· είναι κάποιος αξιοθαύµαστος, ένας πραγµατικά καλός άνθρωπος που τον αγαπούν και τον σέβονται. Είχαν πληρώσει ολόκληρες περιουσίες για να βρεθούν εκεί µέσα, κι όσους δεν µπορούσαν να πληρώσουν τους άφηνε να µπουν δωρεάν. Κάποιος τόσο καλός... Έβαλε µια µικρή τηλεοπτική κάµερα στην κορυφή του θόλου· έστρεψε µερικούς ακόµα προβολείς σε αυτό τον άνθρωπο. Στένεψε το πινέλο σε µία λεπτή αιχµή και πρόσθεσε µικρές κουκίδες για στόµατα στους ανθρώπους που βρίσκονταν πιο κοντά και ήταν µεγαλύτεροι, µε τέτοιο τρόπο ώστε να πανηγυρίζουν, να του λένε –εκείνου του ανθρώπου, δηλαδή– πόσο καλός είναι, πόσο πολύ τον αγαπούν. Έγειρε τη σουβλερή µύτη του ακόµα πιο κοντά στο χαρτί και πρόσθεσε κουκίδες για στόµατα στους µικρότερους ανθρώπους. Η τούφα του έπεσε µπροστά. Δάγκωσε τα χείλη του, µισόκλεισε τα αχνά γαλάζια µάτια του. Κουκίδα, κουκίδα, κουκίδα. Μπορούσε να ακούσει τους ανθρώπους να πανηγυρίζουν, να βρυχώνται· µια υπέροχη βροντή αγάπης που γινόταν όλο και πιο δυνατή, και στη συνέχεια ξεσπούσε, ξεσπούσε, ξεσπούσε, ξεσπούσε. Σαν κι αυτές τις παλιές ταινίες µε τον Χίτλερ.
Σηµείωµα του Επιµελητή ΣΧ ΕΔΟ Ν ΕΒΔΟ ΜΗΝ Τ Α Χ ΡΟ Ν ΙΑ µετά την ήττα του Τρίτου Ράιχ και την αυτοκτονία του Αδόλφου Χίτλερ, ο Δεύτερος Παγκόσµιος Πόλεµος συνεχίζει να κατατρέχει το ανθρώπινο πνεύµα. Λογοτεχνία, κινηµατογράφος, θέατρο, ιστορικές αναλύσεις, κάθε τοµέας των γραµµάτων έχει ασχοληθεί µε τον έναν ή τον άλλο τρόπο µε διάφορες πτυχές αυτού του τόσο καταστροφικού πολέµου, αναζητώντας το πώς και το γιατί η ανθρωπότητα έφτασε σε αυτό το σηµείο. Και από το πώς και το γιατί ήταν απλά ζήτηµα χρόνου να φτάσει κανείς στο «τι θα γινόταν, αν…». Τι θα γινόταν, αν αυτός ο τρόµος επέστρεφε; Τα Παιδιά από τη Βραζιλία του Ira Levin είναι ένα από τα πιο εφιαλτικά σενάρια του «τι θα γινόταν, αν…», ένα βιβλίο που εµπεριέχει πάρα πολλά ιστορικά στοιχεία και λίγες, αν και τροµακτικές υποθέσεις – υποθέσεις που δεν µοιάζουν τόσο εξωπραγµατικές σήµερα, µε την πρόοδο της τεχνολογίας και τα αποτελέσµατα ιστορικών ερευνών. Κι αν υπήρχε κάποιος που θα µπορούσε να κλωνοποιήσει τον Χίτλερ, αυτός θα ήταν ο Γιόζεφ Μένγκελε. Ο Μένγκελε είναι µία από τις κεντρικές φιγούρες του Δεύτερου Παγκόσµιου Πολέµου µετά τον Αδόλφο Χίτλερ. Οι φρικαλεότητες του Άουσβιτς δε χρειάζεται να αναφερθούν σε αυτό το σύντοµο σηµείωµα, όµως τα πειράµατα του Μένγκελε του έδωσαν το χαρακτηρισµό «Άγγελος του Θανάτου» και ήταν αυτά που οδήγησαν σε ένα ανθρωποκυνηγητό ανά την υφήλιο για τη σύλληψή του. Οι θεωρίες και οι µύθοι για τις µεταπολεµικές δραστηριότητές του αφθονούν ακόµα και σήµερα – για παράδειγµα, για χρόνια υπήρχε η θεωρία πως ο Μένγκελε ήταν υπεύθυνος για τον αυξηµένο αριθµό γεννήσεων διδύµων σε µία µικρή πόλη της Βραζιλίας, θεωρία που καταρρίφθηκε τελικά το 2009, ενώ ο θάνατός του αµφισβητούνταν για
χρόνια και επιβεβαιώθηκε οριστικά µόλις το 1992 µετά από εξέταση DNA. Το 1976, οπότε έγραψε ο Levin το βιβλίο, η τύχη του Μένγκελε ήταν ακόµα άγνωστη και οι µνήµες του Άουσβιτς ακόµα νωπές. Φαινόταν πως οι τεκµηριωµένες θηριωδίες αυτού του πολέµου ήταν τόσο αδιανόητες, ώστε καµία φανταστική θεωρία δεν ήταν πλέον αδιανόητη… κάτι που ο Levin εκµεταλλεύεται απόλυτα σε ένα από τα πιο τροµακτικά θρίλερ που γράφτηκαν ποτέ. Το 1976, το DNA και η πιθανότητα κλωνοποίησης ήταν ακόµα στο στάδιο των αρχικών ερευνών, γνώση εξειδικευµένη και όχι κοινή, παρ’ όλα αυτά υπαρκτή. Ο χαρακτήρας του Γιάκοβ Λίµπερµαν είναι φανταστικός, βασίζεται όµως σε ιστορικά πρόσωπα, ίσως και στον Simon Wiesenthal, ερευνητή που ο Laurence Olivier συνάντησε προσωπικά για να πάρει συµβουλές, όταν επιλέχθηκε να παίξει το ρόλο του Λίµπερµαν στη µεγάλη οθόνη. Η ύπαρξη της ODESSA και της Kameradenwerk, ενός παγκόσµιου δικτύου πρώην Ναζί που βοηθούσαν άλλους ναζιστές να διαφύγουν τη σύλληψη, φαίνεται επίσης να τεκµηριώνεται από το έργο διάφορων ερευνητών εγκληµάτων πολέµου, αν και η έκταση της επιρροής και της δράσης της είναι φυσικά αµφιλεγόµενη. Ο Γιόζεφ Μένγκελε είχε καταφύγει στη Νότια Αµερική από το 1949 και µετακινιόταν µεταξύ Αργεντινής, Βραζιλίας και Παραγουάης για άλλα τριάντα χρόνια, καταφέρνοντας να αποφύγει τη σύλληψη – χρησιµοποιώντας τα ψευδώνυµα που αναφέρει και ο Ira Levin. Πέθανε το 1979 στη Βραζιλία, τρία χρόνια µετά την έκδοση του βιβλίου του Levin και τέσσερις µήνες µετά τη µεταφορά του βιβλίου στον κινηµατογράφο, αν και ο θάνατός του δεν έγινε γνωστός παρά µόνο το 1985. Για βιβλίο που γράφτηκε σχεδόν δέκα χρόνια πριν την αποκάλυψη του θανάτου του Μένγκελε, τα Παιδιά από τη Βραζιλία περιέχουν αρκετές ιστορικά ακριβείς πληροφορίες – πληροφορίες που ήταν πιθανότατα διαθέσιµες στις διάφορες µυστικές υπηρεσίες και στις οποίες ο Ira Levin ίσως είχε µε κάποιο τρόπο πρόσβαση. Σε
κάθε περίπτωση, όµως, είναι η µαεστρία του Levin που, ακόµα και τόσα χρόνια µετά, µας αφήνει µε µία αίσθηση τρόµου που κρατάει µέχρι και την τελευταία σελίδα… Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που αυτό το ιστορικό σηµείωµα επιλέχθηκε να συµπεριληφθεί στο τέλος του βιβλίου – το «τι θα γινόταν, αν…» είναι πάντα πιο δυνατό από το «τι έγινε»… Εκδόσεις Anubis