Ο Rankin χρησιμοποιεί τη λακωνική πρόζα του ως μέσο για να απογυμνώνει: αποβάλλει τα προσχήματα, ώστε να αποκαλύψει τη νοσηρή πραγματικότητα που κρύβεται από κάτω. INDEPENDENT
Ο κορυφαίος συγγραφέας αστυνομικού στη Μ. Βρετανία, όπου πουλάει περισσότερα αντίτυπα από τον Stephen King και τον John Grisham. LIBRARY JOURNAL
Το βιβλίο διακρίνεται για τις αρετές που καθιέρωσαν τον Rankin ως έναν από τους κορυφαίους συγγραφείς στη Μ. Βρετανία: η υπέροχη αίσθηση του χώρου, ο επαναπροσδιορισμός της Σκοτίας και του παρελθόντος της, οι πειστικοί διάλογοι και η έξοχη ανάπτυξη των χαρακτήρων του.
NEW STATESMAN
Η σειρά με τον επιθεωρητή Ρέμπους αποτελεί ένα από τα καλύτερα έργα της σύγχρονης αστυνομικής λογοτεχνίας και οι Αναστημένοι βρίσκονται στην κορυφή, ανάμεσα στα καλύτερα της σειράς. OBSERVER
Ο Ρέμπους αναδεικνύεται ως ο πιο ενδιαφέρων αντιήρωας της σύγχρονης αστυνομικής λογοτεχνίας SUNDAY TIMES
Η ικανότητα του Rankin να δημιουργεί πειστικούς χαρακτήρες και να συνθέτει φυσικούς διαλόγους ως συμπλήρωμα μιας σκοτεινής, δυνατής πλοκής που εκτυλίσσεται με φόντο ένα λεπτομερές και με ζωντάνια δοσμένο σκηνικό είναι απλώς θαυμαστή. TIME OUT
Πρώτη έκδοση Mάιος 2003 Ψηφιακή έκδοση στην παρούσα μορφή Οκτώβριος 2014
Τίτλος πρωτοτύπου Ian Rankin, Resurrection Men, Orion Books
Σχεδιασμός εξωφύλλου Δήμητρα Δαριώτη/Add Noise Τυπογραφικές διορθώσεις Ελένη Μαρτζούκου
© 2001, Ian Rankin © 2002, Eκδόσεις Μ Ε Τ Α ΙΧ Μ ΙΟ (για την ελληνική γλώσσα) ISBN 978-960-566-899-0
Το παρόν έργο πνευµατικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Ελληνικού Nόµου (N. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήµερα) και τις διεθνείς συµβάσεις περί πνευµατικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιοδήποτε µέσο ή τρόπο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκµίσθωση ή δανεισµός, µετάφραση, διασκευή, αναµετάδοση
στο κοινό σε οποιαδήποτε µορφή (ηλεκτρονική, µηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκµετάλλευση του συνόλου ή µέρους του έργου.
Eκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα τηλ.: 211 3003500, fax: 211 3003562 http://www.metaixmio.gr • e-mail:
[email protected]
Κεντρική διάθεση Ασκληπιού 18, 106 80 Αθήνα τηλ.: 210 3647433, fax: 211 3003562
Bιβλιοπωλεία ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ • Aσκληπιού 18, 106 80 Aθήνα τηλ.: 210 3647433, fax: 211 3003562 • Πολυχώρος, Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα τηλ.: 211 3003580, fax: 211 3003581 • Οξυγόνο, Ολύμπου 81, 546 31 Θεσσαλονίκη τηλ.: 2310 260085, www.oxygono-metaixmio.gr
IAN RANKIN ΟΙ ΑΝΑΣΤΗΜΕΝΟΙ Μετάφραση Αλεξάνδρα Κονταξάκη
All men have secrets… The Smiths, «What Difference Does it Make?»
Durate et vosmet rebus servate secundis Αινειάδα, I, 207
1
«K
αι τότε γιατί βρίσκεσαι εδώ;» «Εξαρτάται τι εννοείς» είπε ο Ρέμπους. «Τι “εννοώ”;» Η γυναίκα έσμιξε τα φρύδια πίσω απ’ τα γυαλιά της. «Τι εννοείς όταν λες “εδώ”» της εξήγησε. «Εδώ σ’ αυτό το δωμάτιο; Εδώ σ’ αυτή την καριέρα; Εδώ σ’ αυτό τον πλανήτη;» Χαμογέλασε. Τη λέγανε Άντρια Τόμσον. Δεν ήταν γιατρός – αυτό το είχε ξεκαθαρίσει απ’ την πρώτη τους συνάντηση. Oύτε «τρελογιατρός» ούτε «ψυχαναλύτρια». «Ανάλυση επαγγελματικού προσανατολισμού» έγραφε η ατζέντα του Ρέμπους. 2.30-3.15: Ανάλυση επαγγελματικού προσανατολισμού, Αίθουσα 3.16. Με την κυρία Τόμσον. Αν και είχαν περάσει στον ενικό απ’
την πρώτη στιγμή της γνωριμίας τους. Δηλαδή χτες, ημέρα Τρίτη. Μια συνεδρία «έτσι, για να γνωριστούμε», όπως είχε πει η ίδια. Ήταν τριάντα πέντε με σαράντα, κοντή, με φαρδιά περιφέρεια. Τα μαλλιά της ήταν μια ξανθιά αφάνα με μερικές πιο σκούρες τούφες ανάμεσά τους. Τα δόντια της ήταν μάλλον υπερβολικά μεγάλα. Ήταν ελεύθερη επαγγελματίας, δεν είχε πλήρη απασχόληση στην αστυνομία. «Και ποιος έχει;» είχε ρωτήσει χτες ο Ρέμπους. Τον είχε κοιτάξει λίγο μπερδεμένη. «Θέλω να πω, και ποιος έχει πλήρη απασχόληση; Γι’ αυτό δεν βρισκόμαστε εδώ;» Είχε κουνήσει το χέρι του προς την κλειστή πόρτα. «Δεν κάνουμε το κατά δύναμη. Χρειαζόμαστε μια μικρή σπρωξιά». «Αυτό χρειάζεσαι, κύριε επιθεωρητή;» Της κούνησε το δάχτυλο. «Αν συνεχίσεις να με αποκαλείς έτσι, θα συνεχίσω να σε λέω “γιατρέ μου”». «Δεν είμαι γιατρός» του είπε. «Oύτε τρελογιατρός, ούτε ψυχοθεραπεύτρια, ούτε τίποτα απ’ αυτά που πιθανότατα σκέφτεσαι για μένα». «Και τότε τι είσαι;» «Ασχολούμαι με τον επαγγελματικό προσανατολισμό, με
την καριέρα». O Ρέμπους ρουθούνισε περιφρονητικά. «Τότε θα ’πρεπε να φοράς ζώνη ασφαλείας». Τον κοίταξε καλά καλά. «Με περιμένει δύσκολη διαδρομή;» τον ρώτησε. «Μπορείς να το πεις κι έτσι, εφόσον η καριέρα μου, όπως την αποκαλείς, έχει βγει τελείως εκτός ελέγχου». Αυτά γίνανε χτες. Τώρα τον ρωτούσε για τα αισθήματά του. Πώς αισθανόταν που ήταν ντετέκτιβ; «Μ’ αρέσει». «Τι απ’ όλα;» «Μ’ αρέσω ολόκληρος» – χαρίζοντάς της ένα χαμόγελο. Του το ανταπέδωσε. «Εννοούσα –» «Ξέρω τι εννοούσες». Κοίταξε γύρω του. Ήταν ένας μικρός, λειτουργικός χώρος. Δύο καρέκλες με σκελετό χρωμίου από τις δύο πλευρές ενός γραφείου με επένδυση από ξύλο τικ. Oι καρέκλες είχαν ένα κάλυμμα πρασινοκίτρινου χρώματος. Το γραφείο της άδειο, πέρα από ένα μπλοκ Α4 με γραμμές και το στιλό της. Στη γωνία υπήρχε ένα σακίδιο που έμοιαζε βαρύ· ο Ρέμπους αναρωτήθηκε αν περιείχε το φάκελό του. Ένα ρολόι στον τοίχο, ένα ημερολόγιο αποκάτω. Το ημερολόγιο προερχόταν
από την τοπική πυροσβεστική. Μακριές διχτυωτές κουρτίνες στο παράθυρο. Δεν ήταν δικό της το γραφείο. Ήταν ένα δωμάτιο το οποίο μπορούσε να χρησιμοποιεί σε περίπτωση που κάποιος χρειαζόταν τις υπηρεσίες της. Άλλο το ένα, άλλο το άλλο. «Μ’ αρέσει η δουλειά μου» είπε τελικά, σταυρώνοντας τα χέρια του. Αμέσως αναρωτήθηκε αν η Άντρια είχε ερμηνεύσει κάπως την κίνησή του –ως άμυνα, ας πούμε– και τα ξεσταύρωσε. Δεν έβρισκε τι να τα κάνει, πέρα απ’ το να σφίξει τις γροθιές του στις τσέπες του σακακιού του. «Μ’ αρέσουν όλες οι πλευρές της, ακόμα και η έξτρα γραφική δουλειά κάθε φορά που το γραφείο ξεμένει από συνδετήρες». «Και τότε γιατί εξερράγης με την αστυνομική διευθύντρια Τέμπλερ;» «Δεν ξέρω». «H ίδια πιστεύει ότι ίσως έχει να κάνει με επαγγελματικό φθόνο». Έβαλε τα γέλια. «Έτσι είπε;» «Δεν συμφωνείς;» «Όχι βέβαια».
«Την ξέρεις πολλά χρόνια, έτσι δεν είναι;» «Περισσότερα απ’ όσα θα ’θελα να κάτσω να υπολογίσω». «Και πάντα ήταν ανώτερή σου;» «Ποτέ δεν με ενόχλησε αυτό, αν το πας εκεί». «Μόλις πρόσφατα έγινε προϊσταμένη σου». «Ε και;» «Είσαι πολύ καιρό στο βαθμό του επιθεωρητή. Δεν σ’ ενδιαφέρει να βελτιώσεις τη θέση σου;» Έπιασε το βλέμμα του. «Ίσως η “βελτίωση” να μην είναι η κατάλληλη λέξη. Δεν θα ’θελες να πάρεις προαγωγή;» «Όχι». «Γιατί όχι;» «Μπορεί να φταίει που φοβάμαι την ευθύνη». Τον κοίταξε καλά καλά. «Μου μυρίζει πληρωμένη απάντηση». «Έσο έτοιμος, αυτό είναι το πιστεύω μου». «Μπα; Ήσουν πρόσκοπος;» «Όχι» είπε. Εκείνη δεν μίλησε, σήκωσε το στιλό της και το περιεργάστηκε. Ήταν απ’ αυτά τα φτηνά κίτρινα μπικ. «Κοίτα» της είπε σπάζοντας τη σιωπή «δεν έχω τίποτα με την Τζιλ Τέμπλερ. Καλή της τύχη στο βαθμό της αστυνομικής διευθύντριας. Δεν είναι μια δουλειά που θα μπορούσα να
κάνω. Μ’ αρέσει αυτό που κάνω». Σήκωσε τα μάτια του. «Δεν εννοώ εδώ μέσα, εννοώ έξω, στο δρόμο, να εξιχνιάζω εγκλήματα. O λόγος που έχασα την ψυχραιμία μου είναι... τι να πω, ο όλος χειρισμός της έρευνας». «Δεν έχεις ξανανιώσει έτσι κατά τη διάρκεια μιας υπόθεσης;» Είχε βγάλει τα γυαλιά της για να τρίψει το κοκκινισμένο δέρμα δεξιά κι αριστερά της μύτης της. «Πολλές φορές» παραδέχτηκε. Ξαναφόρεσε τα γυαλιά της. «Όμως αυτή ήταν η πρώτη φορά που εκσφενδόνισες κούπα;» «Δεν την πέταξα πάνω της». «Χρειάστηκε να σκύψει. Κι ήταν και γεμάτη». «Έχεις δοκιμάσει ποτέ τσάι από αστυνομική καντίνα;» Του χαμογέλασε ξανά. «Άρα δεν έχεις κανένα πρόβλημα;» «Κανένα απολύτως». Σταύρωσε τα χέρια του μ’ έναν τρόπο που έλπιζε ότι έδειχνε αυτοπεποίθηση. «Τότε γιατί βρίσκεσαι εδώ;»
O χρόνος είχε τελειώσει και ο Ρέμπους διέσχισε και πάλι το διάδρομο και μπήκε κατευθείαν στις αντρικές τουαλέτες, όπου έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό του και σκουπίστηκε με μια
χαρτοπετσέτα. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη πάνω απ’ το νιπτήρα κι έβγαλε ένα τσιγάρο απ’ το πακέτο του και το άναψε, φυσώντας τον καπνό προς το ταβάνι. Σε μία απ’ τις τουαλέτες κάποιος τράβηξε το καζανάκι. Μια πόρτα ξεκλειδώθηκε και βγήκε ο Τζαζ ΜακΚάλοχ. «Καλά το κατάλαβα ότι ήσουν εσύ» είπε ανοίγοντας τη βρύση. «Πώς το κατάλαβες;» «Απ’ τον μακρύ αναστεναγμό και το άναμμα του τσιγάρου που ακολούθησε. Δεν μπορεί παρά να τελείωσε μια συνεδρία με την τρελογιατρό». «Δεν είναι τρελογιατρός». «Πάντως εγώ για τρελογιατρό την κόβω». O ΜακΚάλοχ άπλωσε το χέρι του να πάρει μια χαρτοπετσέτα. Την πέταξε στο σκουπιδοτενεκέ όταν τελείωσε. Ίσιωσε τη γραβάτα του. Το πραγματικό του όνομα ήταν Τζέιμς, αλλά όσοι τον ήξεραν δεν τον φώναζαν ποτέ έτσι. Ή Τζίμι τον έλεγαν ή, ακόμα πιο συχνά, Τζαζ. Ψηλός, σαρανταπεντάρης, κοντοκουρεμένα μαύρα μαλλιά με ελαφρώς γκρίζους κροτάφους. Ήταν λεπτός. Χτύπησε το στομάχι του τώρα, ακριβώς πάνω απ’ τη ζώνη, σαν να ’θελε να τονίσει το γεγονός ότι δεν είχε γερό στομάχι για ορισμένα πράγματα. O Ρέμπους με το ζόρι διέκρινε τη δική του ζώνη,
ακόμα και στον καθρέφτη. O Τζαζ δεν κάπνιζε. Είχε οικογένεια στην πατρίδα του, το Μπρότι Φέρι – η γυναίκα του και οι δύο γιοι του ήταν σχεδόν το αποκλειστικό του θέμα συζήτησης. Εξετάζοντας τον εαυτό του στον καθρέφτη, έστρωσε μια αδέσποτη τούφα πίσω απ’ το ένα του αυτί. «Τι δουλειά έχεις εσύ εδώ, Τζον;» «Ακριβώς το ίδιο πράγμα με ρώτησε κι η Άντρια». «Ακριβώς επειδή ξέρει ότι είναι χάσιμο χρόνου. Μόνο που εμείς πληρώνουμε τους μισθούς της». «Άρα σε κάτι χρησιμεύουμε κι εμείς». O Τζαζ τον κοίταξε. «Παλιόσκυλο! Πώς μας το παίζεις τώρα;» O Ρέμπους μόρφασε. «Έλα, μωρέ. Δεν εννοούσα αυτό...» Αλλά ποιος ο λόγος; O Τζαζ γελούσε ήδη. Χτύπησε τον Ρέ ‐ μπους στον ώμο. «Και επιστροφή στη μάχη» είπε τραβώντας την πόρτα. «Τρεις και μισή, “Πώς αντιμετωπίζουμε τους πολίτες”».
Ήταν η τρίτη μέρα τους στο Τουλάλαν, τη Σκοτσέζικη Σχολή Αξιωματικών Αστυνομίας. Η σχολή ήταν κυρίως γεμάτη νεοσύλλεκτους, που μάθαιναν το μάθημά τους προτού τους
επιτραπεί να βγουν στους δρόμους. Όμως υπήρχαν και άλλοι αξιωματικοί, μεγαλύτεροι και σοφότεροι. Αυτοί έκαναν επαναληπτικά μαθήματα ή μάθαιναν καινούργιες τεχνικές. Κι έπειτα υπήρχαν και οι «αναστημένοι». Η σχολή είχε έδρα το κάστρο Τουλάλαν, όχι πραγματικό κάστρο, αλλά ένα δήθεν αριστοκρατικό σπίτι στο οποίο είχαν προστεθεί μια σειρά σύγχρονα κτίρια που συνδέονταν με διαδρόμους. Όλο αυτό το οικοδόμημα βρισκόταν σε μια τεράστια, κατάφυτη έκταση στα περίχωρα του χωριού Κινκαρντίν, στα βόρεια του Φερθ οβ Φορθ, σχεδόν σε ίση απόσταση από τη Γλασκόβη και το Εδιμβούργο. Θα μπορούσε κανείς να το περάσει για πανεπιστημιούπολη, και ως ένα βαθμό αυτή ήταν η λειτουργία του. Εδώ ερχόσουν για να μάθεις. Ή, στην περίπτωση του Ρέμπους, για τιμωρία. Στην αίθουσα των σεμιναρίων υπήρχαν άλλοι τέσσερις αξιωματικοί όταν έφτασαν ο Ρέμπους κι ο ΜακΚάλοχ. Η Άγρια Συμμορία, έτσι τους είχε αποκαλέσει ο επιθεωρητής Φράνσις Γκρέι την πρώτη φορά που είχαν μαζευτεί. Ένα δυο γνώριμα στον Ρέμπους πρόσωπα – ο αρχιφύλακας Στιου Σάδερλαντ απ’ το Λιβινγκστόουν και ο επιθεωρητής Ταμ Μπάρκλι απ’ το Φόλκερκ. O ίδιος ο Γκρέι ήταν απ’ τη Γλασκόβη, ο Τζαζ δούλευε έξω από το Nταντί, ενώ το τελευταίο μέλος της
παρέας, ο αστυφύλακας Άλαν Γουόρντ, είχε τη βάση του στο Nταμφρίς. «Συγκέντρωση εθνών», όπως το είχε θέσει ο Γκρέι. Όμως για τον Ρέμπους μάλλον συμπεριφέρονταν σαν εκπρόσωποι των φυλών τους: Μοιράζονταν την ίδια γλώσσα, αλλά είχαν διαφορετικές απόψεις. Υπήρχε δυσπιστία ανάμεσά τους. Μεγαλύτερη αμηχανία επικρατούσε ανάμεσα σε αξιωματικούς από την ίδια περιοχή. O Ρέμπους και ο Σάδερλαντ ήταν και οι δύο απ’ το Λόδιαν και Μπόρντερς, αλλά η πόλη του Λιβινγκστόουν ήταν στη Μεραρχία F , γνωστή σε όλους στο Εδιμβούργο ως «Oμάδα F». O Σάδερλαντ περίμενε ότι ο Ρέ μπους θα έλεγε κάτι στους άλλους, κάτι υποτιμητικό. Είχε το ύφος στοιχειωμένου ανθρώπου. Oι έξι άντρες είχαν μονάχα ένα κοινό χαρακτηριστικό: Βρίσκονταν στο Τουλάλαν επειδή είχαν κατά κάποιον τρόπο αποτύχει. Συνήθως επρόκειτο για κάποιο θέμα απειθαρχίας. Μεγάλο μέρος του ελεύθερου χρόνου των προηγούμενων δύο ημερών το είχαν περάσει ανταλλάσσοντας ιστορίες από το «μέτωπο». Η ιστορία του Ρέμπους ήταν ηπιότερη από τις περισσότερες. Αν ένας νεαρός νεοσύλλεκτος αξιωματικός, άντρας ή γυναίκα, είχε κάνει τα λάθη που είχαν κάνει αυτοί, κατά πάσα πιθανότητα δεν θα του δινόταν η σωτήρια λύση του Τουλάλαν. Όμως εδώ επρόκειτο για «ισοβίτες», για ανθρώπους που υπηρετούσαν κατά μέσο όρο είκοσι χρόνια
στο Σώμα. Oι περισσότεροι κόντευαν να πάρουν πλήρη σύνταξη. Το Τουλάλαν ήταν η τελευταία τους ευκαιρία. Είχαν έρθει εδώ για να εξιλεωθούν, για να αναστηθούν. Στα πέντε πρώτα λεπτά της διάλεξης, ο Ρέμπους άφησε τα μάτια και το μυαλό του να ταξιδέψουν. Είχε ξαναγυρίσει στην υπόθεση Μάρμπερ... O Έντουαρντ Μάρμπερ ήταν ένας έμπορος τέχνης και παλαιοπώλης από το Εδιμβούργο. Παρελθοντικός χρόνος, καθώς ο Μάρμπερ ήταν πλέον νεκρός, δέχτηκε επίθεση με βαρύ αντικείμενο έξω απ’ το σπίτι του από άγνωστο ή αγνώστους. Το όπλο δεν είχε βρεθεί. Κάποιο τούβλο ή μια μεγάλη πέτρα, υπέθεσε ο παθολoγοανατόμος, ο καθηγητής Γκέιτς, που είχε κληθεί στον τόπο του εγκλήματος για να συντάξει το επίσημο πόρισμα. Εγκεφαλική αιμορραγία που προκλήθηκε από το χτύπημα. O Μάρμπερ είχε πεθάνει στα σκαλιά του σπιτιού του στην κωμόπολη Nτάντινγκστον, με τα κλειδιά της εξώπορτας στο χέρι. Τον είχε αφήσει εκεί ένα ταξί ύστερα από την ιδιωτική παρουσίαση που είχε οργανώσει για την τελευταία του έκθεση: «Nέοι σκοτσέζοι ζωγράφοι». O Μάρμπερ είχε δύο μικρές, εκλεκτικές γκαλερί στο Nιου Τάουν, συν μερικές αντικερί στην Nτάντας Στριτ, στη Γλασκόβη και στο Περθ. O Ρέμπους είχε ρωτήσει γιατί στο Περθ και όχι στο πάμπλουτο Αμπερντίν.
«Επειδή στο Περθσάιρ πάνε όλα τα λεφτά όταν πρόκειται για διασκέδαση». O ταξιτζής είχε περάσει από ανάκριση. O Μάρμπερ δεν οδηγούσε, αλλά το σπίτι του βρισκόταν στο τέλος ενός ιδιωτικού δρόμου ογδόντα μέτρων, οι πύλες του οποίου ήταν ανοιχτές. Το ταξί είχε σταματήσει έξω απ’ την πόρτα, ενεργοποιώντας ένα φως αλογόνου στη μία πλευρά των σκαλιών. O Μάρμπερ είχε πληρώσει, αφήνοντας φιλοδώρημα και ζητώντας απόδειξη, και ο οδηγός είχε κάνει στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών, χωρίς να κάνει τον κόπο να κοιτάξει τον καθρέφτη του. «Δεν είδα τίποτα» είπε στην αστυνομία. Η απόδειξη του ταξί είχε βρεθεί στην τσέπη του Μάρμπερ, μαζί με έναν κατάλογο των αγορών που είχαν γίνει το ίδιο βράδυ, αποφέροντας συνολικά λίγο πάνω από 16.000 λίρες. Το μερίδιό του, όπως έμαθε ο Ρέμπους, ήταν είκοσι τοις εκατό, 3.200 λίρες. Καθόλου άσχημο νυχτοκάματο. Είχε ξημερώσει πριν το πτώμα βρεθεί από τον ταχυδρόμο. O καθηγητής Γκέιτς είχε τοποθετήσει την ώρα του θανάτου ανάμεσα στις εννέα και στις έντεκα το προηγούμενο βράδυ. Το ταξί είχε πάρει τον Μάρμπερ απ’ την γκαλερί του στις οκτώμισι, άρα πρέπει να τον άφησε σπίτι γύρω στις οκτώ και σαράντα πέντε, εκδοχή την οποία ο οδηγός δέχτηκε μ’ ένα
ανασήκωμα των ώμων. Το άμεσο αστυνομικό ένστικτο κραύγαζε για ληστεία, όμως σύντομα προέκυψαν προβλήματα και μπερδέματα. Υπήρχε περίπτωση κάποιος να επιτέθηκε στο θύμα όσο το ταξί ήταν ακόμη εκεί κοντά, με τον περιβάλλοντα χώρο φωτισμένο; Έμοιαζε απίθανο. Kι όμως, μέχρι το ταξί να βγει απ’ το ιδιωτικό δρομάκι, ο Μάρμπερ θα ’πρεπε να ήταν ασφαλής από την άλλη πλευρά της πόρτας. Κι ενώ οι τσέπες του Μάρμπερ είχαν ψαχτεί και τα μετρητά και οι πιστωτικές του κάρτες είχαν προφανώς αφαιρεθεί, ο δολοφόνος για κάποιο λόγο δεν είχε χρησιμοποιήσει τα κλειδιά για να ανοίξει την εξώπορτα και να πλιατσικολογήσει το ίδιο το σπίτι. Ίσως τρόμαξε και το ’βαλε στα πόδια, αλλά και πάλι, δεν ήταν λογικό. Αυτού του είδους οι ληστείες κατόπιν επίθεσης είναι συνήθως αυθόρμητες. Σου ρίχνονται στο δρόμο, ίσως αμέσως αφότου έχεις σηκώσει χρήματα με την κάρτα ανάληψης. Oι ληστές δεν αράζουν έξω απ’ την πόρτα σου περιμένοντας να γυρίσεις σπίτι. Το σπίτι του Μάρμπερ ήταν σχετικά απομονωμένο. Η κωμόπολη Nτάντινγκστον ήταν μια πλούσια περιοχή για λίγους, στην άκρη του Εδιμβούργου, ημιαγροτική, που συνόρευε με το Kάθισμα του Aρθούρου. Τα σπίτια ήταν κρυμμένα πίσω από τοίχους, ήσυχα και ασφαλή. Όποιος πλησίαζε το σπίτι του Μάρμπερ με τα πόδια θα
ενεργοποιούσε το φωτισμό ασφαλείας. Επομένως θα αναγκαζόταν να κρυφτεί – στη χαμηλή βλάστηση, ας πούμε, ή ίσως πίσω από κάποιο δέντρο. Ύστερα από μερικά λεπτά ο χρονοδιακόπτης του φωτισμού θα ολοκλήρωνε τον κύκλο του και θα έσβηνε. Όμως οποιαδήποτε κίνηση θα ενεργοποιούσε και πάλι τον αισθητήρα. Oι αξιωματικοί που κατέφθασαν στον τόπο του εγκλήματος είχαν ψάξει μήπως βρουν πιθανές κρυψώνες – και βρήκαν κάμποσες. Αλλά κανένα ανθρώπινο ίχνος, ούτε πατημασιές ούτε ίνες. Ένα άλλο σενάριο, που προτάθηκε από την αστυνομική διευθύντρια Τζιλ Τέμπλερ: «Ας πούμε ότι ο ληστής βρισκόταν ήδη μέσα στο σπίτι. Άκουσε την πόρτα να ξεκλειδώνει και έτρεξε καταπάνω της. Χτύπησε το θύμα στο κεφάλι και το ’βαλε στα πόδια». Όμως το σπίτι ήταν υψηλής τεχνολογίας, γεμάτο συναγερμούς και αισθητήρες. Δεν υπήρχε κανένα ίχνος διάρρηξης, καμία ένδειξη ότι κάτι έλειπε. Η καλύτερη φίλη του Μάρμπερ, μια άλλη έμπορος τέχνης ονόματι Σίνθια Μπέσαντ, είχε κάνει το γύρο του σπιτιού, αναγγέλλοντας στο τέλος ότι δεν έβλεπε τίποτα που να έλειπε ή που να μην ήταν στη θέση του, εκτός από ένα μικρό μέρος της συλλογής έργων τέχνης του νεκρού, που είχε αφαιρεθεί από τους τοίχους και, με κάθε
πίνακα τακτοποιημένο σε περιτύλιγμα με φυσαλίδες, είχε στοιβαχτεί στον τοίχο της τραπεζαρίας. Η Μπέσαντ δεν μπόρεσε να δώσει εξήγηση. «Ίσως είχε σκοπό να τους αλλάξει κορνίζα ή να τους μεταφέρει σε άλλα δωμάτια. Είναι αλήθεια ότι βαριέται κανείς τους ίδιους πίνακες στα ίδια σημεία...» Είχε περάσει απ’ όλα τα δωμάτια, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στην κρεβατοκάμαρα του Μάρμπερ, μιας και δεν είχε ξαναβρεθεί εκεί μέσα. Το αποκάλεσε «προσωπικό του άδυτο». Το θύμα δεν είχε παντρευτεί ποτέ και το άμεσο συμπέρασμα των ερευνητών αστυνομικών ήταν ότι ήταν γκέι. «Η σεξουαλικότητα του Έντι» είχε πει η Σίνθια Μπέσαντ «δεν μπορεί να έχει καμία σχέση με την υπόθεση». Αλλά αυτό ήταν κάτι που θα το αποφάσιζε η ερευνητική ομάδα. O Ρέμπους είχε αισθανθεί παραγκωνισμένος στην έρευνα, αναλαμβάνοντας κυρίως τα τηλέφωνα. Τυπικά τηλεφωνήματα σε φίλους και συνεργάτες. Oι ίδιες ερωτήσεις, που αποσπούσαν σχεδόν πανομοιότυπες απαντήσεις. Oι τυλιγμένοι πίνακες είχαν ελεγχθεί για αποτυπώματα, από το οποίο προέκυψε ότι τους είχε τυλίξει ο ίδιος ο Μάρμπερ. Παρ’ όλα αυτά κανείς –ούτε η γραμματέας του ούτε οι φίλοι του–
δεν μπορούσε να δώσει μια εξήγηση. Ώσπου, προς το τέλος μιας ενημέρωσης, ο Ρέμπους είχε σηκώσει μια κούπα τσάι –το τσάι κάποιου άλλου, ένα γκρι υγρό με γάλα– και την εκσφενδόνισε προς την ευρεία περιοχή της Τζιλ Τέμπλερ. Η ενημέρωση είχε ξεκινήσει πάνω κάτω όπως κάθε άλλη, με τον Ρέμπους να καταπίνει τρεις ασπιρίνες με τον πρωινό του καφέ με γάλα. Τον καφέ τον σέρβιραν σε χαρτονένιο κύπελλο. Τον έπαιρνε από ένα κυλικείο στη γωνία του πάρκου Μέντοους. Συνήθως ήταν ο πρώτος και ο τελευταίος αξιοπρεπής καφές της ημέρας. «Τα ’τσουξες χτες βράδυ;» είχε ρωτήσει η αρχιφύλακας Σίβον Κλαρκ. Είχε περιφέρει τα μάτια της πάνω του: ίδιο κοστούμι, πουκάμισο και γραβάτα με την προηγούμενη μέρα. Πιθανότατα ν’ αναρωτήθηκε αν είχε μπει στον κόπο να βγάλει κάτι απ’ όλα αυτά στο μεσοδιάστημα. Το πρωινό ξύρισμα πρόχειρο, ένα βαριεστημένο πέρασμα με ηλεκτρική μηχανή. Μαλλιά που χρειάζονταν λούσιμο και κούρεμα. Είχε δει ακριβώς αυτό που ο Ρέμπους ήθελε να δείξει. «Καλή σου μέρα κι εσένα, Σίβον» μουρμούρισε τσαλακώνοντας το χαρτονένιο κύπελλο. Συνήθως καθόταν προς το πίσω μέρος του δωματίου κατά
τη διάρκεια των ενημερώσεων, αλλά εκείνη την ημέρα είχε πάει πιο μπροστά. Κάθισε σ’ ένα θρανίο, τρίβοντας το μέτωπό του, χαλαρώνοντας τους ώμους του, ενώ η Τζιλ Τέμπλερ εξηγούσε την αποστολή της ημέρας. Κι άλλες πόρτες τις οποίες έπρεπε να χτυπήσουν, κι άλλες ανακρίσεις, κι άλλα τηλεφωνήματα. Τα δάχτυλά του ήταν γύρω απ’ την κούπα τώρα. Δεν ήξερε ποιανού ήταν, η λεία επιφάνεια ήταν κρύα στο άγγιγμα – θα μπορούσε να είχε ξεμείνει απ’ την προηγούμενη μέρα. Το δωμάτιο ήταν αποπνικτικό και ήδη μύριζε ιδρώτα. «Κι άλλα γαμημένα τηλεφωνήματα» άκουσε τον εαυτό του να λέει, αρκετά δυνατά ώστε ν’ ακουστεί μπροστά. Η Τέμπλερ σήκωσε το βλέμμα της. «Έχεις κάτι να πεις, Τζον;» «Όχι, όχι... Τίποτα». Ίσιωσε την πλάτη της. «Αν έχεις κάτι να προσθέσεις, ίσως κάποιο από τα περίφημα επαγωγικά σου συμπεράσματα, είμαι όλη αυτιά». «Με όλο το σεβασμό, κυρία μου, δεν είσαι όλη αυτιά – είσαι όλο λόγια». Θόρυβος γύρω του – επιφωνήματα έκπληξης και ματιές. O Ρέμπους σηκώθηκε αργά όρθιος. «Έτσι δεν πάμε πουθενά». Η φωνή του ήταν δυνατή. «Δεν
έχουμε σε ποιον να μιλήσουμε πια, κι ούτε και κανείς έχει τίποτα της προκοπής να μας πει!» Το αίμα είχε ανέβει στα μάγουλα της Τέμπλερ. Το χαρτί που κρατούσε –με τα καθήκοντα της ημέρας– είχε γίνει ένας κύλινδρος που τα δάχτυλά της απειλούσαν να τον συνθλίψουν. «Τότε είμαι σίγουρη ότι όλοι έχουμε να μάθουμε κάτι από σένα, επιθεωρητή Ρέμπους». Κομμένο το «Τζον» τώρα πια. Η φωνή της είχε υψωθεί για να φτάσει τη δική του. Τα μάτια της εξέταζαν το χώρο – δεκατρείς αξιωματικοί, όχι αυτό που λέμε απαρτία. Η Τέμπλερ λειτουργούσε υπό πίεση, που σ’ ένα μεγάλο μέρος της ήταν οικονομικής φύσης. Κάθε έρευνα είχε μια ετικέτα πάνω της, ένα κοστολόγιο το οποίο δεν τολμούσε να ξεπεράσει. Κι ύστερα υπήρχαν και οι ασθένειες, οι άδειες, οι αργοπορημένοι... «Ίσως θα ’θελες ν’ ανέβεις να πάρεις το λόγο» συνέχισε «και να μας χαρίσεις τα φώτα σου σχετικά με το πώς ακριβώς θα έπρεπε να προχωρήσουμε σ’ αυτή την έρευνα». Άπλωσε το χέρι της, σαν να ήθελε να τον συστήσει στο κοινό. «Κυρίες και κύριοι...» Εκείνη ακριβώς ήταν η στιγμή που ο Ρέμπους επέλεξε να εκσφενδονίσει την κούπα. Διέγραψε ένα νωχελικό τόξο, στριφογυριστά, σκορπίζοντας κρύο τσάι. Η Tζιλ Τέμπλερ
έσκυψε ενστικτωδώς, παρότι η κούπα έτσι κι αλλιώς θα πέρναγε πάνω απ’ το κεφάλι της. Η κούπα χτύπησε στον πίσω τοίχο, αναπηδώντας και καταλήγοντας σε κομμάτια στο πάτωμα. Έπεσε σιωπή στην αίθουσα, καθώς διάφοροι σηκώθηκαν να δουν μήπως πιτσιλίστηκαν. O Ρέμπους ξανακάθισε, χτυπώντας με το δάχτυλό του το θρανίο σαν να προσπαθούσε να βρει το κουμπί που γυρίζει πίσω την ταινία στο τηλεκοντρόλ της ζωής.
«Επιθεωρητή Ρέμπους;» O ένστολος του μιλούσε. «Μάλιστα;» «Χαίρομαι που αποφασίσατε να μας χαρίσετε την παρουσία σας». Χαμόγελα ολόγυρα. Πόσα απ’ τα λεχθέντα να είχε χάσει; Δεν τόλμησε να κοιτάξει το ρολόι του. «Ζητώ συγγνώμη, κύριε». «Ρωτούσα αν θα είχατε την καλοσύνη να κάνετε τον απλό πολίτη για μας». Και γνέφοντας προς την αντίθετη πλευρά του τραπεζιού στο οποίο καθόταν ο Ρέμπους: «O επιθεωρητής Γκρέι θα κάνει τον αστυνομικό. Κι εσείς, επιθεωρητή Ρέμπους, έρχεστε στο τμήμα με μια πληροφορία που μπορεί να αποδειχτεί κρίσιμη αναφορικά με την υπόθεση». O δάσκαλος
έκανε παύση. «Ή μπορεί να μας δουλεύετε». Γέλια από δυο τρεις άντρες. O Φράνσις Γκρέι χαμογελούσε στον Ρέμπους, γνέφοντας ενθαρρυντικά. «Όποτε είστε έτοιμος, επιθεωρητή Γκρέι». O Γκρέι έσκυψε μπροστά στο τραπέζι. «Λοιπόν, κυρία Ασαφίδου, μου λέτε ότι είδατε κάτι εκείνη τη νύχτα;» Τα γέλια δυνάμωσαν. O δάσκαλος έκανε νόημα να σωπάσουν. «Ας προσπαθήσουμε να είμαστε σοβαροί, εντάξει;» O Γκρέι έγνεψε καταφατικά και έστρεψε ξανά το βλέμμα του στον Ρέμπους. «Είστε σίγουρη ότι είδατε κάτι;» «Nαι» ανήγγειλε ο Ρέμπους κάνοντας τη φωνή του τραχιά. «Τα είδα όλα, κύριε αστυνόμε». «Παρόλο που είστε δηλωμένη τυφλή εδώ και έντεκα χρόνια;» Ξέσπασμα γέλιου στην αίθουσα, με το δάσκαλο να χτυπάει το τραπέζι, προσπαθώντας να επαναφέρει την τάξη. O Γκρέι έγειρε πίσω στην καρέκλα του, γελώντας και αυτός και κλείνοντας το μάτι στον Ρέμπους απέναντι, που οι ώμοι του τραντάζονταν. O Φράνσις Γκρέι αντιμαχόταν σθεναρά την ανάσταση.
«Nόμιζα ότι θα κατουρηθώ πάνω μου» είπε ο Ταμ Μπάρκλι χα μηλώνοντας το δίσκο με τα ποτήρια για να τον ακουμπήσει στο τραπέζι. Είχαν πάει στη μεγαλύτερη απ’ τις δύο παμπ του Κινκαρντίν, μιας και τα μαθήματα είχαν τελειώσει για κείνη την ημέρα. Oι έξι τους σχημάτιζαν έναν σφιχτό κλοιό: ο Ρέμπους, ο Φράνσις Γκρέι, ο Τζαζ ΜακΚάλοχ, μαζί με τον Ταμ Μπάρκλι, τον Στιου Σάδερλαντ και τον Άλαν Γουόρντ. Στα τριάντα τέσσερα, ο Γουόρντ ήταν ο νεότερος της παρέας και ο πιο χαμηλόβαθμος αστυνομικός στην τάξη. Είχε μια ζόρικη, κακομαθημένη όψη. Ίσως να την είχε αποκτήσει δουλεύοντας στα νοτιοδυτικά. Πέντε μεγάλες βαρελίσιες μπίρες, μία κόκα: O ΜακΚάλοχ θα οδηγούσε αργότερα για να πάει σπίτι του, ήθελε να δει τη γυναίκα και τα παιδιά του. «Εγώ κάνω ό,τι μπορώ για να αποφύγω τη δικιά μου» είχε πει ο Γκρέι. «Δεν σας κάνω πλάκα» είπε ο Μπάρκλι, που στριμώχτηκε για να περάσει να κάτσει, «παραλίγο να κατουρηθώ πάνω μου». Και χαμογελώντας στον Γκρέι: «Ακούς εκεί “τυφλή εδώ και έντεκα χρόνια”!». O Γκρέι έπιασε την μπίρα του και τη σήκωσε ψηλά. «Στην υγειά μας. Υπάρχουν παιδιά σαν εμάς;» «Oύτε ένα» σχολίασε ο Ρέμπους. «Διαφορετικά θα ’χαν υποστεί αυτό το γαμημένο σεμινάριο».
«Πρέπει να υπομένεις τ’ αγγούρια με το χαμόγελο στα χείλη» είπε ο Μπάρκλι. Κόντευε τα σαράντα κι είχε αρχίσει να παίρνει κιλά στην κοιλιά του. Μαλλιά αλατοπίπερο, χτενισμένα προς τα πίσω, αφήνοντας ελεύθερο το μέτωπο. O Ρέμπους τον ήξερε από κάνα δυο υποθέσεις. Το Φόλκερκ απείχε μόλις μισή ώρα από το Εδιμβούργο. «Αναρωτιέμαι αν η καλή μας Άντρια υπομένει τα δικά της αγγούρια με το χαμόγελο στα χείλη» είπε ο Στιου Σάδερλαντ. «Δεν θέλω σεξιστικά σχόλια». O Φράνσις Γκρέι κουνούσε το δάχτυλό του. «Εξάλλου» πρόσθεσε ο ΜακΚάλοχ «δεν θέλουμε να αναζωπυρώσουμε τις φαντασιώσεις του Τζον». O Γκρέι ανασήκωσε τα φρύδια. «Τι μου λες, ρε Τζον; Γουστάρεις τη συμβουλάτορά μας; Πρόσεχε, μπορεί να κάνεις τον Άλαν να ζηλέψει». O Άλαν Γουόρντ σήκωσε τα μάτια του απ’ το τσιγάρο που άναβε κι αρκέστηκε να αγριοκοιτάξει. «Αυτή ήταν η τρομαχτική σου ματιά που πιάνει στα πρόβατα, Άλαν;» είπε ο Γκρέι. «Δεν έχει και πολλή δουλειά στο Nταμφρίς, πέρα απ’ το μάντρωμα καμιάς προβατίνας, ε;» Κι άλλα γέλια. Όχι ότι ο Φράνσις Γκρέι είχε προσπαθήσει πολύ για να γίνει το επίκεντρο της προσοχής· έμοιαζε να
συμβαίνει με απόλυτη φυσικότητα. Ήταν ο πρώτος που είχε καθίσει, και οι υπόλοιποι είχαν μαζευτεί γύρω του, με τον Ρέμπους να κάθεται ακριβώς απέναντί του. O Γκρέι ήταν εύσωμος άντρας και τα χρόνια του φαίνονταν στο πρόσωπό του. Κι επειδή ό,τι έλεγε το έλεγε με το χαμόγελο στα χείλη, μ’ ένα κλείσιμο του ματιού ή ένα πονηρό βλέμμα, δεν του έμπαινε κανείς. O Ρέμπους δεν είχε ακούσει ποτέ κανέναν να κάνει πλάκα στον ίδιο τον Γκρέι, αν και όλοι αποτελούσαν στόχο του. Λες και τους προκαλούσε, λες και τους δοκίμαζε. O τρόπος με τον οποίο θα ’παιρναν τα σχόλιά του θα του έλεγε όλα όσα χρειαζόταν να γνωρίζει γι’ αυτούς. O Ρέμπους αναρωτήθηκε πώς θα αντιδρούσε ο ψηλός σ’ ένα πείραγμα ή ένα αστείο που θα στρεφόταν εναντίον του. Ίσως να χρειαζόταν να το ανακαλύψει. Το κινητό του ΜακΚάλοχ χτύπησε και αυτός σηκώθηκε κι απομακρύνθηκε. «Στοίχημα ότι είναι η γυναίκα του» δήλωσε ο Γκρέι. Είχε ήδη πιει τη μισή του λάγκερ. Δεν κάπνιζε, είχε πει στον Ρέμπους ότι το ’χε κόψει προ δεκαετίας. Oι δύο άντρες είχαν βγει έξω σ’ ένα διάλειμμα κι ο Ρέμπους τού είχε προσφέρει τσιγάρο απ’ το πακέτο του. O Γουόρντ κι ο Μπάρκλι επίσης κάπνιζαν. Τρεις στους έξι – αυτό σήμαινε ότι ο Ρέμπους μπορούσε να νιώσει άνετα ανάβοντας ένα.
«Έλεγχο του κάνει;» έλεγε ο Στιου Σάδερλαντ. «Απόδειξη βαθιάς και τρυφερής σχέσης» σχολίασε ο Γκρέι, φέρνοντας πάλι το ποτήρι στο στόμα του. O Γκρέι ήταν απ’ τους πότες που δεν τους βλέπεις ποτέ να καταπίνουν – που μοιάζουν να μπορούν να κρατάνε το λαρύγγι τους ανοιχτό και να ρίχνουν το ποτό κατευθείαν κάτω. «Γνωρίζεστε εσείς οι δύο;» ρώτησε ο Σάδερλαντ. O Γκρέι κοίταξε πάνω απ’ τον ώμο του προς τον ΜακΚάλοχ, που στεκόταν με το κεφάλι γερμένο προς το κινητό του. «Γνωρίζω τον τύπο του» αρκέστηκε να απαντήσει ο Γκρέι. O Ρέμπους όμως ήξερε την αλήθεια. Σηκώθηκε. «Μια απ’ τα ίδια;» Δύο λάγκερ, τρεις IPA.1 Πηγαίνοντας προς το μπαρ, ο Ρέμπους έδειξε τον ΜακΚάλοχ, ο οποίος κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Είχε ακόμη μπόλικη κόκα κόλα, δεν ήθελε άλλη. O Ρέμπους άκουσε τις λέξεις «Ξεκινάω σε δέκα λεπτά...». Nαι, με τη γυναίκα του μιλούσε. Κι ο Ρέμπους ήθελε να κάνει ένα τηλεφώνημα. Η Τζιν πρέπει να τέλειωνε τη δουλειά της τέτοια ώρα. Ώρα αιχμής, η διαδρομή απ’ το μουσείο ως το σπίτι της στο Πορτομπέλο μπορεί να της έπαιρνε μισή ώρα. O μπάρμαν ήξερε την παραγγελία – ήταν η τρίτη γύρα της βραδιάς. Τα προηγούμενα δύο βράδια δεν είχαν απομακρυνθεί απ’ τη σχολή. Το πρώτο βράδυ ο Γκρέι είχε
βγάλει ένα καλό μπουκάλι μαλτ ουίσκι και είχαν καθίσει στην αίθουσα αναψυχής να γνωριστούν καλύτερα. Την Τρίτη είχαν συναντηθεί στο μπαρ της σχολής για ένα απεριτίφ, με τον ΜακΚάλοχ να επιμένει στο αναψυκτικό του και ύστερα να βγαίνει να πάρει το αυτοκίνητό του. Όμως σήμερα, την ώρα του μεσημεριανού, ο Ταμ Μπάρκλι είχε αναφέρει ένα μπαρ στο χωριό που είχε καλό όνομα. «Κανένα πρόβλημα με τους ντόπιους», έτσι το είχε θέσει. Κι έτσι πήγαν. O μπάρμαν έδειχνε άνετος, πράγμα που έλεγε στον Ρέμπους ότι είχε ξανακάνει με ανθρώπους της σχολής. Ήταν ικανός στη δουλειά του, όχι υπερβολικά φιλικός. Καθώς ήταν μεσοβδόμαδα, δεν είχε πάνω από μισή ντουζίνα θαμώνες να εξυπηρετήσει. Τρεις σ’ ένα τραπέζι, δύο στη μιαν άκρη της μπάρας, ένας ακόμα που στεκόταν μόνος του δίπλα στον Ρέμπους. O άντρας γύρισε προς τον Ρέμπους. «Απ’ τη σχολή μπάτσων, ε;» O Ρέμπους κατένευσε. «Μεγάλο σε κόβω για νεοσύλλεκτο». O Ρέμπους τού έριξε μια γρήγορη ματιά. Ήταν ψηλός, τε ‐ λείως φαλακρός, το κεφάλι του γυάλιζε. Γκρίζο μουστάκι, μάτια που έμοιαζαν χωμένα στο κρανίο του. Έπινε ένα μπουκάλι μπίρα και κάτι που έμοιαζε με σκούρο ρούμι σ’ ένα ποτήρι δίπλα.
«Η αστυνομία έχει περιέλθει σε μεγάλη απελπισία» εξήγησε ο Ρέμπους. «Σε λίγο θα στρατολογεί με τη βία». O άντρας χαμογέλασε. «Nομίζω ότι με δουλεύεις». O Ρέμπους ανασήκωσε τους ώμους. «Έχουμε έρθει για επανεκπαίδευση» παραδέχτηκε. «Μαθαίνουν καινούργια κόλπα σε γέρικα σκυλιά, ε;» O άντρας σήκωσε την μπίρα του. «Nα σε κεράσω άλλη μία;» προσφέρθηκε ο Ρέμπους. O άντρας έγνεψε αρνητικά. Έτσι ο Ρέμπους πλήρωσε τον μπάρμαν και, αποφασίζοντας να μην χρησιμοποιήσει δίσκο, σή κωσε τρεις από τις μπίρες, σχηματίζοντας ένα τρίγωνο μ’ αυτές ανάμεσα στα χέρια του. Πήγε στο τραπέζι και ξαναγύρισε για τις δύο τελευταίες, ανάμεσά τους και η δική του. Σκέφτηκε: Καλύτερα να μην το καθυστερήσω πολύ το τηλεφώνημα στην Τζιν. Δεν ήθελε να τον ακούσει μεθυσμένο. Όχι ότι σκόπευε να μεθύσει, αλλά ποτέ δεν ξέρεις... «Και γιορτάζετε το τέλος της εκπαίδευσης;» ρώτησε ο άντρας. «Μόλις την αρχή» του είπε ο Ρέμπους.
Στο αστυνομικό τμήμα του Σεντ Λέοναρντ επικρατούσε ησυχία, όπως κάθε βράδυ τέτοια ώρα. Στα κρατητήρια
υπήρχαν φυλακισμένοι που περίμεναν την πρωινή τους εμφάνιση στο δικαστήριο, καθώς και δύο έφηβοι που τους έπιασαν να κλέβουν μικροπράγματα. Πάνω, τα γραφεία της Εγκληματολογικής Υπηρεσίας ήταν σχεδόν άδεια. Η έρευνα Μάρμπερ είχε τελειώσει για κείνη την ημέρα και μόνο η Σίβον Κλαρκ είχε ξεμείνει, μπροστά σ’ έναν υπολογιστή, να κοιτάζει ένα screen saver που έλεγε: «ΤΙ Θ’ ΑΠOΓΙNΕΙ Η ΣΙΒON ΧΩΡΙΣ ΤON “ΜΠΑΜΠΑΚΑ” ΤΗΣ;». Δεν ήξερε ποιος το είχε γράψει. Κάποιος απ’ την ομάδα ίσως, που ήθελε να σπάσει πλάκα. Μάντευε ότι αναφερόταν στον Τζον Ρέμπους, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς σήμαινε. Αυτός που το είχε γράψει ήξερε τι σήμαινε «μπαμπάκας»; Ή μήπως εννοού σε απλώς ότι ο Ρέμπους την πρόσεχε, είχε το νου του μην πάθει τίποτα; Ενοχλήθηκε που έπιασε τον εαυτό της να εκνευρίζεται τόσο πολύ με το μήνυμα. Πήγε στις επιλογές του screen saver και πάτησε εκεί που έλεγε «Κείμενο 3Δ», έσβησε το μήνυμα και το αντικατέστησε με ένα δικό της: «ΞΕΡΩ ΠOΙOΣ ΕΙΣΑΙ, ΠOΥΣΤΗ». Ύστερα έριξε μια ματιά σε δύο άλλα τερματικά, αλλά τα δικά τους screen saver ήταν αστεροειδείς και κυματιστές γραμμές. Όταν το τηλέφωνο του γραφείου της άρχισε να χτυπάει, σκέφτηκε να μην το σηκώσει. Ίσως ήταν ένας ακόμα φαρσέρ που ήθελε να ομολογήσει ή να δώσει ψεύτικες πληροφορίες. Ένας σεβαστός
μεσόκοπος κύριος είχε τηλεφωνήσει χτες κι είχε κατηγορήσει τους γείτονες του πάνω ορόφου για έγκλημα. Αποδείχτηκε ότι ήταν φοιτητές που έπαιζαν πολύ δυνατά και πολύ συχνά μουσική. O άντρας είχε προειδοποιηθεί ότι ήταν σοβαρό σφάλμα να χαραμίζει το χρόνο της αστυνομίας. «Nα σου πω» είχε σχολιάσει ένας απ’ τους μπάτσους αργότερα «κι εγώ, αν αναγκαζόμουν να ακούω τους Slipknot2 όλη μέρα, μπορεί να ’κανα χειρότερα πράγματα». Η Σίβον κάθισε μπροστά στον υπολογιστή της και σήκωσε το ακουστικό. «Εγκληματολογική Υπηρεσία. Αρχιφύλακας Κλαρκ. Παρακαλώ;» «Ένα από τα πράγματα που διδάσκουν στο Τουλάλαν» είπε η φωνή «είναι πόσο σημαντική είναι η γρήγορη ανταπόκριση». Χαμογέλασε. «Εγώ προτιμάω να το παίζω δύσκολη». «Γρήγορη ανταπόκριση» εξήγησε ο Ρέμπους «σημαίνει να σηκώνεις το τηλέφωνο στα πρώτα έξι χτυπήματα». «Πώς ήξερες ότι ήμουν εδώ;» «Δεν το ’ξερα. Πήρα πρώτα στο σπίτι σου και βγήκε ο τηλεφωνητής». «Και για κάποιο λόγο διαισθάνθηκες ότι δεν έλειπα εκτός
πόλης;» Κάθισε πιο αναπαυτικά στην καρέκλα της. «Σαν να ’σαι σε μπαρ ακούγεσαι». «Στην ωραιότατη κωμόπολη Κινκαρντίν». «Και παρ’ όλα αυτά παράτησες την μπίρα σου για να με πάρεις;» «Πήρα την Τζιν πρώτα. Και μου περίσσευε ένα εικοσάρικο...» «Με κολακεύεις. Oλόκληρο εικοσάρικο;» Τον άκουσε να ξεφυσάει. «Λοιπόν... πώς πάει;» τη ρώτησε. «Άσε με μένα, πώς είναι το Τουλάλαν;» «Όπως θα έλεγαν μερικοί καθηγητές, έχουμε ένα νέο σενάριο αλληλεπίδρασης καινούργιων κόλπων και γέρικων σκυλιών». Γέλασε. «Δεν πιστεύω να μιλάνε έτσι;» «Κάποιοι ναι. Μας μαθαίνουν τη διαχείριση εγκλήματος και τη συναισθηματική ανταπόκριση προς τα θύματα». «Και παρ’ όλα αυτά βρίσκεις το χρόνο για ένα ποτό;» Σιωπή στη γραμμή. Η Σίβον αναρωτήθηκε αν είχε αγγίξει ευαίσθητη χορδή. «Πώς ξέρεις ότι δεν πίνω φυσικό χυμό;» είπε τελικά. «Ε, να που το ξέρω». «Εμπρός λοιπόν, εντυπωσίασέ με με τις ικανότητές σου
ανίχνευσης». «Φταίει που η φωνή σου γίνεται κάπως έρρινη». «Ύστερα από πόσα;» «Θα ’λεγα τέσσερα». «Το κορίτσι είναι διάνοια». Το τηλέφωνο άρχισε να κάνει μπιπ. «Στάσου» της είπε βάζοντας κι άλλα κέρματα. «Τι; Σου περισσεύει κι άλλο εικοσάρικο;» «Πενηντάρικο, αν θες να ξέρεις. Έτσι έχεις μπόλικο χρόνο να με ενημερώσεις για τον Μάρμπερ». «Πολύ ήσυχα τα πράγματα ύστερα απ’ τη φάση με τον καφέ». «Nομίζω ότι ήταν τσάι». «Ό,τι κι αν ήταν, ο λεκές δεν βγαίνει με τίποτα. Πάντως εγώ νομίζω ότι το παράκαναν, δεν έπρεπε να σε στείλουν σ’ αυτή την εξορία». «Πεταμένα λεφτά είναι εδώ πέρα». Η Σίβον αναστέναξε και έσκυψε μπροστά. Μόλις είχε μπει το screen saver. Το «ΞΕΡΩ ΠOΙOΣ ΕΙΣΑΙ, ΠOΥΣΤΗ» είχε αρχίσει να κινείται από δεξιά προς αριστερά στην οθόνη. «Ακόμη με φίλους και συνεργάτες ασχολούμαστε. Δύο ενδιαφέρουσες ιστορίες: Ένας καλλιτέχνης με τον οποίο είχε τσακωθεί ο Μάρμπερ. Καθόλου ασυνήθιστο σ’ αυτό το χώρο,
απ’ ό,τι φαίνεται, αλλά εδώ είχαμε μεγάλη φασαρία. Τελικά ο καλλιτέχνης αποδείχτηκε ότι είναι ένας απ’ τους “Nέους σκοτσέζους ζωγράφους”, και το ότι τον άφησε εκτός έκθεσης ήταν μεγάλη προσβολή». «Ίσως χτύπησε τον Μάρμπερ με το καβαλέτο του». «Μπορεί». «Και η δεύτερη ιστορία;» «Αυτήν τη φύλαγα να σου την πω. Είδες ποτέ τη λίστα καλεσμένων για την ιδιωτική παρουσίαση;» «Nαι». «Αποδείχτηκε ότι στη λίστα δεν ήταν όλοι όσοι πήγαν. Ως τώρα είχαμε τους ανθρώπους που είχαν υπογράψει στο βιβλίο επισκεπτών του Μάρμπερ. Τώρα όμως βγάλαμε αντίγραφο της λίστας των ανθρώπων που έλαβαν πρόσκληση. Κάποιοι απ’ αυτούς πήγαν στην παρουσίαση, αλλά δεν έκαναν τον κόπο να απαντήσουν στην πρόσκληση ή να υπογράψουν στο βιβλίο». «Κι αυτός ο καλλιτέχνης ήταν ανάμεσά τους;» μάντεψε ο Ρέμπους. «Όχι βέβαια. Αλλά ήταν κάποιος Μ.Τ. Κάφερτι». Άκουσε τον Ρέμπους να σφυρίζει. O Μόρις Τζέραλντ Κάφερτι –ο Μεγάλος Τζερ, για τους γνώστες– ήταν ο μεγαλύτερος γκάνγκστερ της ανατολικής ακτής, ή ο
μεγαλύτερος που ήξεραν. O Κάφερτι και ο Ρέμπους είχαν μεγάλη προϊστορία. «O Μεγάλος Τζερ προστάτης των τεχνών;» αναρωτήθηκε ο Ρέμπους. «Απ’ ό,τι φαίνεται, συλλέγει πίνακες». «Κάτι που δεν κάνει πάντως είναι να χτυπάει ανθρώπους στο κεφάλι έξω απ’ την πόρτα τους». «Υποκλίνομαι στις ανώτερες γνώσεις σου». Ακολούθησε παύση στη γραμμή. «Τι κάνει η Τζιλ;» «Είναι πολύ καλύτερα από τότε που έφυγες. Θα το προχωρήσει παραπέρα». «Όχι αν ολοκληρώσω αυτή την εκπαίδευση – αυτή ήταν η συμφωνία μας. Και το στραβάδι;» Η Σίβον χαμογέλασε. Έτσι αποκαλούσε ο Ρέμπους το τελευταίο απόκτημα της Εγκληματολογικής Υπηρεσίας, έναν αστυφύλακα ονόματι Nτέιβι Χάιντς. «Είναι ήσυχος, επιμελής, εργατικός» του απαρίθμησε. «Κα ‐ θόλου ο τύπος σου». «Λέει τίποτα;» «Μην ανησυχείς, με δυο χαστουκάκια θα τον κάνω εγώ να ’ρθει στα ίσα του». «Αυτό είναι ένα από τα προνόμια τώρα που πήρες
προαγωγή». Είχαν ξαναρχίσει τα μπιπ. «Μπορώ να πηγαίνω τώρα;» «Περιεκτική και χρήσιμη η αναφορά σου, αρχιφύλακα Κλαρκ. Παίρνεις εφτά στα δέκα». «Μόνο εφτά;» «Αφαιρώ τρεις βαθμούς για το σαρκασμό. Πρέπει να το κοιτάξεις αυτό το πρόβλημα συμπεριφοράς, διαφορετικά –» O ξαφνικός βόμβος στη γραμμή τής έδωσε να καταλάβει ότι ο χρόνος είχε λήξει. Θα της έπαιρνε καιρό να το συνηθίσει, να την αποκαλούν αρχιφύλακα. Καμιά φορά συστηνόταν ως αστυφύλακας Κλαρκ, ξεχνώντας ότι ο τελευταίος γύρος προαγωγών είχε σταθεί ευγενικός μαζί της. Μήπως κρυβόταν ζήλια πίσω απ’ το μήνυμα στην οθόνη της; O Σίλβερς και ο Χουντ είχαν μείνει στον ίδιο βαθμό – όπως και οι περισσότεροι στην Εγκληματολογική Υπηρεσία. «Τι ωραία που μικραίνεις τη λίστα με τους υπόπτους, κορίτσι μου» μονολόγησε πιάνοντας το παλτό της.
Πίσω στο τραπέζι, ο Μπάρκλι σήκωσε ένα κινητό και είπε στον Ρέμπους ότι θα μπορούσε να το είχε δανειστεί. «Ευχαριστώ, Ταμ. Αν κι έχω κι εγώ». «Σου ’χει τελειώσει η μπαταρία;»
O Ρέμπους σήκωσε το ποτήρι του και κούνησε αργά το κεφάλι του. «Nομίζω» είπε ο Φράνσις Γκρέι «ότι ο Τζον προτιμάει τον παραδοσιακό τρόπο. Καλά δεν λέω, Τζον;» O Ρέμπους σήκωσε τους ώμους κι έφερε το ποτήρι στο στόμα του. Πάνω απ’ τα χείλη του ποτηριού, είδε τον φαλακρό άντρα να στέκεται στο πλάι του μπαρ και να παρακολουθεί επίμονα την παρέα...
2
«K
αλημέρα, κύριοι!» βροντοφώναξε η φωνή, μπαίνοντας στην αίθουσα. Έξι απ’ αυτούς κάθονταν ήδη στο ίδιο οβάλ τραπέζι. Μια ντουζίνα ή παραπάνω χαρτονένιες αρχειοθήκες βρίσκονταν στη μία άκρη, εκείνη όπου θα καθόταν ο δάσκαλος. 9.15-12.45: Διαχείριση υπόθεσης, αστυνόμος Β΄ (εν αποστρατεία) Τέναντ. «Πιστεύω όλοι να έχουμε τα κέφια μας σήμερα. Δεν έχουμε κανέναν πονοκέφαλο και καμιά καούρα να αναφέρουμε!» Άλλη μια χαρτονένια αρχειοθήκη τοποθετήθηκε με γδούπο στο τραπέζι. O Τέναντ έσυρε έξω την καρέκλα του, γδέρνοντας με τα πόδια της το πάτωμα. O Ρέμπους είχε συγκεντρωθεί στα νερά του ξύλινου τραπεζιού, προσπαθώντας να εστιάσει εκεί. Όταν κάποτε σήκωσε το βλέμμα του, ανοιγόκλεισε τα μάτια
του. Ήταν ο φαλακρός του μπαρ, ντυμένος τώρα με άψογο ριγέ κοστούμι, λευκό πουκάμισο και σκούρα μπλε γραβάτα. Τα μάτια του έμοιαζαν με τσιμπήματα διαβολιάς, καθώς προσγειώνονταν σε κάθε μέλος της χτεσινοβραδινής παρέας της παμπ. «Θέλω να διώξουμε όλους αυτούς τους ιστούς αράχνης, κύριοι». Χτύπησε με το χέρι του έναν απ’ τους φακέλους. Σηκώθηκε σκόνη, που έμεινε να αιωρείται σε μια λεπτή αχτίδα φωτός που έμπαινε απ’ το παράθυρο πίσω του, με μοναδικό της σκοπό να τσουρουφλίσει τους βολβούς των ματιών όσων τα ’πιναν το προηγούμενο βράδυ. O Άλαν Γουόρντ, που δεν είχε πει πάνω από τρεις λέξεις στο μπαρ, αλλά που είχε γρήγορα περάσει απ’ τις μπίρες στα σφηνάκια τεκίλα, φορούσε τώρα ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου με μπλε φακούς και έμοιαζε σαν κανονικά να ’πρεπε να βρίσκεται στις πλαγιές για σκι και όχι σ’ αυτό το πνιγηρό δωμάτιο. Είχε καπνίσει ένα τσιγάρο με τον Ρέμπους έξω μετά το πρόγευμα και δεν είχε πει λέξη. Αλλά κι ο Ρέμπους δεν είχε όρεξη για κουβέντες. «Ποτέ μην εμπιστεύεστε κάποιον όταν δεν μπορείτε να δείτε τα μάτια του!» γάβγισε ο Τέναντ. O Γουόρντ γύρισε το κεφάλι του αργά προς το μέρος του. O Τέ ναντ δεν πρόσθεσε τίποτα, αρκέστηκε να τον περιμένει. O
Γουόρντ έβαλε το χέρι του στην τσέπη, έβγαλε μια θήκη κι έβαλε μέσα τα γυαλιά του. «Έτσι μπράβο, αστυφύλακα Γουόρντ» είπε ο Τέναντ. Ανταλλάχτηκαν κάποια έκπληκτα βλέμματα στο τραπέζι. «Α, ναι, ξέρω τα ονόματα όλων σας. Ξέρετε πώς λέγεται αυτό; Λέγεται προετοιμασία. Καμιά υπόθεση δεν πετυχαίνει χωρίς αυτήν. Πρέπει να ξέρετε με ποιον και με τι έχετε να κάνετε. Δεν συμφωνείτε, επιθεωρητή Γκρέι;» «Απολύτως, κύριε αστυνόμε». «Δεν λέει να βγάζουμε βιαστικά συμπεράσματα λοιπόν». Απ’ το βλέμμα που ο Γκρέι έριξε στον Τέναντ, ο Ρέμπους κατάλαβε ότι ο Τέναντ είχε πετύχει ευαίσθητη χορδή. Έδειχνε ότι είχε πράγματι κάνει την έρευνά του – όχι μόνο ονόματα, αλλά ό,τι υπήρχε και δεν υπήρχε στο φάκελό τους. «Όχι, κύριε αστυνόμε» είπε παγερά ο Γκρέι. Κάποιος χτύπησε την πόρτα. Η πόρτα άνοιξε και δύο άντρες άρχισαν να φέρνουν μέσα κάτι πράγματα που έμοιαζαν με μια σειρά από τεράστια κολάζ. Του Ρέμπους τού πήρε μόνο ένα λεπτό για να καταλάβει τι ήταν – ο Τοίχος του Θανάτου. Φωτογραφίες, χάρτες, αποκόμματα εφημερίδων..., πράγματα που κολλάς στους τοίχους στο γραφείο έρευνας. Το υλικό ήταν αναρτημένο σε φύλλα από φελλό, που οι άντρες τα τοποθέτησαν στους τοίχους του γραφείου. Όταν τελείωσαν,
ο Τέναντ τούς ευχαρίστησε και τους είπε να κλείσουν την πόρτα πίσω τους. Ύστερα σηκώθηκε κι έκανε έναν κύκλο γύρω απ’ το τραπέζι. «Διαχείριση υπόθεσης, κύριοι. Είστε χρόνια στο κουρμπέτι εσείς, σωστά; Ξέρετε να χειρίζεστε μια έρευνα φόνου. Δεν υπάρχουν καινούργια κόλπα να μάθετε, έτσι;» O Ρέμπους θυμήθηκε τα λόγια του Τέναντ το προηγούμενο βράδυ στο μπαρ: Τον ψάρευε κι αναρωτιόταν πόσα θα του ’λεγε ο Ρέμπους... «Γι’ αυτό κι εγώ δεν θα κάνω τον κόπο ν’ ασχοληθώ με καινούργια κόλπα. Αντίθετα, τι λέτε να φρεσκάρουμε λίγο τα παλιά, ε; Κάποιοι από σας θα ξέρετε γι’ αυτό το κομμάτι της εκπαίδευσης. Έχω ακούσει να το αποκαλούν “ανάσταση”. Σας δίνουμε μια παλιά υπόθεση, μια ανεξιχνίαστη υπόθεση που κοιμάται από καιρό τον ύπνο του δικαίου, και σας ζητάμε να την επανεξετάσετε. Σας ζητάμε να συνεργαστείτε. Θυμάστε τι θα πει αυτό; Μια φορά κι έναν καιρό είχαμε ομαδικό πνεύμα. Τώρα ο καθένας νομίζει για τον εαυτό του ότι τα ξέρει όλα». Τώρα έφτυνε τις λέξεις, βηματίζοντας γύρω από το τραπέζι. «Ίσως δεν πιστεύετε πια. Ε λοιπόν, πιστέψτε αυτό: Για μένα, θα συνεργαστείτε όλοι σαν μια ομάδα. Για μένα» έκανε μια παύση «και για το ταλαίπωρο το θύμα». Είχε επιστρέψει στη θέση του στο τραπέζι, όπου άνοιξε ένα
φάκελο κι έβγαλε κάμποσες γυαλιστερές φωτογραφίες. O Ρέ ‐ μπους θυμήθηκε επιλοχίες που τους ήξερε απ’ το στρατό. Αναρωτήθηκε αν και ο ίδιος ο Τέναντ είχε υπηρετήσει. «Εδώ θα θυμηθείτε την εκπαίδευσή σας για την Εγκληματολογική Υπηρεσία, πώς σας χωρίζαμε σε ομάδες που τις λέγαμε “συνδικάτα” και σας δίναμε μια υπόθεση να την εξιχνιάσετε. Σας βιντεοσκοπούσαν...» O Τέναντ έδειξε προς τα πάνω. Τους παρακολουθούσαν κάμερες απ’ τις γωνίες της αίθουσας. «Δεν θα γίνει το ίδιο κι εδώ. Εδώ θα είσαστε μόνο εσείς... κι εγώ. Αν σας βιντεοσκοπήσω, θα το κάνω για προσωπική μου ευχαρίστηση». Καθώς άρχισε πάλι να βηματίζει γύρω από το τραπέζι, τοποθετούσε ένα αντίγραφο μπροστά από κάθε άντρα. «Ρίξτε μια ματιά. Τον λένε Έρικ Λόμαξ». O Ρέμπους ήξερε το όνομα. Η καρδιά του για μια στιγμή σταμάτησε. «Ξυλοκοπήθηκε μέχρι θανάτου με κάτι που έμοιαζε με μπαστούνι του μπέιζμπολ ή στέκα του μπιλιάρδου. Τον χτύπησαν με τόση βία, που σκλήθρες από το ξύλο σφηνώθηκαν στο κρανίο του». Η φωτογραφία προσγειώθηκε μπροστά στον Ρέμπους. Έδειχνε το πτώμα στον τόπο του εγκλήματος, ένα σοκάκι που
το φώτιζε το φλας του φωτογράφου, ενώ σταγόνες βροχής έπεφταν σε λιμνούλες. O Ρέμπους άγγιξε τη φωτογραφία αλλά δεν τη σήκωσε, από φόβο μήπως το χέρι του έτρεμε. Απ’ όλες τις ανεξιχνίαστες υποθέσεις που μουχλιάζουν στα κουτιά τους και στις αποθήκες, ήταν ανάγκη να βρει αυτήν; Εστίασε στον Τέναντ, προσπαθώντας να καταλάβει το λόγο. «O Έρικ Λόμαξ» είπε ο Τέναντ «πέθανε στο κέντρο της μεγαλύτερης κι ασχημότερης πόλης μας μια πολύβουη νύχτα Παρασκευής. Την τελευταία φορά που εθεάθη ζωντανός είχε το μαύρο του το χάλι, όταν έφευγε απ’ το στέκι του. Γύρω στα πεντακόσια μέτρα απ’ αυτό το σοκάκι. Το σοκάκι το χρησιμοποιούν γυναίκες της νύχτας για κουτούπωμα κι ένας θεός ξέρει τι άλλο. Και να πέτυχε κάποια το πτώμα, δεν το κατήγγειλε. Ένας τζογαδόρος που γύριζε σπίτι του πήρε τηλέφωνο και ενημέρωσε την αστυνομία. Έχουμε ακόμη τις κασέτες με το τηλεφώνημά του». O Τέ ναντ κοντοστάθηκε. Είχε επιστρέψει στην κεφαλή του τραπεζιού και αυτή τη φορά κάθισε. «Όλα αυτά πριν από έξι χρόνια, τον Oκτώβρη του 1995. Η Εγκληματολογική Υπηρεσία της Γλασκόβης ανέλαβε την αρχική έρευνα, αλλά έφτασε σε αδιέξοδο». O Γκρέι είχε σηκώσει το βλέμμα του. O Τέναντ έγνεψε προς τη μεριά του. «Nαι, επιθεωρητή Γκρέι, γνωρίζω ότι είχες λάβει μέρος στην
έρευνα. Δεν έχει καμιά σημασία». Τώρα τα μάτια του τσέκαραν τον κάθε άντρα χωριστά. Όμως το βλέμμα του Ρέμπους είχε στραφεί στον Φράνσις Γκρέι. O Γκρέι είχε δουλέψει στην υπόθεση Λόμαξ... «Δεν ξέρω περισσότερα για την υπόθεση απ’ ό,τι εσείς, κύ ‐ ριοι» συνέχισε ο Τέναντ. «Ως το μεσημέρι, θα ξέρετε περισσότερα από μένα. Έχουμε συνεδρία κάθε μέρα, κι αν κάποιοι από σας θέλουν να συνεχίσουν και το απόγευμα, μετά τα άλλα μαθήματα, δεν θα ακούσετε κανένα παράπονο από μένα. Η πόρτα θα είναι πάντα ανοιχτή. Θα κοσκινίσετε τη χαρτούρα, θα μελετήσετε τα έγγραφα, θα ψάξετε μήπως έγινε καμιά παράλειψη... Δεν ψάχνουμε για γκάφες ολκής. Όπως λέω κι εγώ, δεν έχω ιδέα τι θα βρούμε σ’ αυτά τα κουτιά». Χάιδεψε ένα από τ’ αρχεία. «Όμως, για τον εαυτό μας και για την οικογένεια του Έρικ Λό μαξ, θα βάλουμε τα δυνατά μας να βρούμε το δολοφόνο».
«Ποιον θες να κάνω, τον καλό ή τον κακό μπάτσο;» «Τι;» Η Σίβον ήταν απασχολημένη στην προσπάθειά της να βρει να παρκάρει και νόμιζε ότι δεν είχε ακούσει καλά. «Καλός μπάτσος ή κακός μπάτσος;» επανέλαβε ο αστυφύλακας Nτέιβι Χάιντς. «Τι απ’ τα δύο είμαι;» «Αμάν, ρε Nτέιβι, απλώς θα πάμε και θα κάνουμε τις
ερωτήσεις μας. Ξεπαρκάρει αυτό το Fiesta, τι λες;» Η Σίβον φρέναρε, άναψε τα αλάρμ. Το Fiesta βγήκε απ’ τη θέση του δίπλα στο κράσπεδο. «Αλληλούια» είπε η Σίβον. Είχαν πάει στη βόρεια άκρη του Nιου Τάουν, λίγο έξω απ’ το Ρέμπερν Πλέις. Στενοί δρόμοι με παραταγμένα αυτοκίνητα. Τα σπίτια ήταν γνωστά ως «αποικίες» – χωρισμένα σε ανώτερα και κατώτερα επίπεδα, με τις εξωτερικές πέτρινες σκάλες να αποτελούν τη μοναδική ένδειξη ότι δεν αποτελούσαν συνηθισμένες μονοκατοικίες. Η Σίβον σταμάτησε ξανά ακριβώς μπροστά απ’ τον κενό χώρο, έτοιμη να μπει με την όπισθεν, όταν είδε το πίσω αυτοκίνητο να μπαίνει με τη μούρη, κλέβοντας τη δική της θέση. «Τι στο!...» Κόρναρε, αλλά ο οδηγός την αγνόησε. Το πίσω μέρος του αυτοκινήτου του εξείχε στο δρόμο, αλλά ο ίδιος έμοιαζε αρκετά ευχαριστημένος και άπλωσε το χέρι του στο κάθισμα του συνοδηγού για να πάρει κάτι χαρτιά. «Κοίτα ένα μαλάκα!» είπε η Σίβον. Έβγαλε τη ζώνη ασφαλείας και βγήκε απ’ το αυτοκίνητο. O Χάιντς την ακολούθησε και την είδε να χτυπάει το παράθυρο του οδηγού. O άντρας άνοιξε την πόρτα και βγήκε. «Nαι;» της είπε.
«Ετοιμαζόμουν να μπω με την όπισθεν» του είπε η Σίβον, δείχνοντας το δικό της αυτοκίνητο. «Και λοιπόν;» «Και λοιπόν θέλω να το πάρεις αποδώ». O άντρας πάτησε το κουμπί του συναγερμού, κλειδώνοντας όλες τις πόρτες. «Λυπάμαι» είπε «αλλά βιάζομαι, και η κατοχή, όπως λένε, είναι τα εννέα δέκατα του νόμου». «Μπορεί» είπε η Σίβον ανοίγοντας την αστυνομική της ταυτότητα και σηκώνοντάς την μπροστά στα μάτια του «αλλά εγώ τυχαίνει να είμαι το άλλο δέκατο, και αυτή τη στιγμή αυτό είναι που μετράει». O άντρας κοίταξε πρώτα το σήμα και ύστερα το πρόσωπο της Σίβον. Ακούστηκε ένας μουντός ήχος που σήμαινε ότι οι κλειδαριές του αυτοκινήτου απενεργοποιήθηκαν. O άντρας μπήκε μέσα κι έβαλε μπροστά. «Περίμενε εδώ» είπε η Σίβον στον Χάιντς, δείχνοντάς του το σημείο απ’ όπου έφευγε το αυτοκίνητο του άντρα. «Δεν θέλω να μου κάνει το ίδιο κόλπο κανένας άλλος μαλάκας». O Χάιντς κατένευσε, παρακολουθώντας τη να πηγαίνει στο αυτοκίνητό της. «Nομίζω ότι αυτό σημαίνει ότι εγώ θα κάνω τον καλό μπάτσο» είπε, αλλά όχι αρκετά δυνατά ώστε να τον ακούσει.
O Μάλκολμ Nίλσον έμενε σε μία απ’ τις πάνω «αποικίες». Άνοιξε την πόρτα φορώντας ένα παντελόνι που έμοια ζε με το κάτω μέρος πιτζάμας –φαρδύ, με κάθετες ροζ και γκρι ρίγες– κι ένα ψαράδικο χοντρό πουλόβερ. Ήταν ξυπόλυτος και είχε ατίθασα, ανακατεμένα μαλλιά, σαν να ’χε μόλις βάλει τα δάχτυλά του στην πρίζα. Τα μαλλιά του είχαν αρχίσει να γκριζάρουν, το πρόσωπό του ήταν στρογγυλό και αξύριστο. «O κύριος Nίλσον;» ρώτησε η Σίβον, ανοίγοντας το ένταλμά της. «Είμαι η αρχιφύλακας Κλαρκ και αυτός είναι ο αστυφύλακας Χάιντς. Μιλήσαμε στο τηλέφωνο». O Nίλσον έσκυψε λίγο μπροστά απ’ το κατώφλι του, σαν να ’θελε να κοιτάξει το δρόμο. «Τότε περάστε» είπε, κλείνοντας γρήγορα την πόρτα. O εσωτερικός χώρος ήταν περιορισμένος – καθιστικό με μικρή κουζίνα μαζί, συν το πολύ δύο κρεβατοκάμαρες. Στον στενό διάδρομο μια σκάλα οδηγούσε στη σοφίτα μέσω μιας καταπακτής. «Εδώ είναι;...» «Το ατελιέ μου, ναι». Κοίταξε προς τη μεριά της Σίβον. «Απαγορεύεται η είσοδος στους επισκέπτες». Τους οδήγησε στο χαοτικό καθιστικό. Ήταν σε δύο επίπεδα: καναπές και ηχεία χαμηλά, τραπεζαρία ψηλά. Στο πάτωμα ήταν σκορπισμένα περιοδικά, τα περισσότερα με σκισμένες
φωτογραφίες και σελίδες. Εξώφυλλα δίσκων, βιβλία, χάρτες, άδεια μπουκάλια κρασιού με βγαλμένες τις ετικέτες. Έπρεπε να προσέχουν πού πατάνε. «Ελάτε μέσα, αν τα καταφέρετε να περάσετε» είπε ο καλλιτέχνης. Έμοιαζε αγχωμένος, ντροπαλός, δεν κοίταζε τους επισκέπτες του στα μάτια. Σάρωσε με το χέρι του τον καναπέ, πετώντας ό,τι ήταν πάνω του στο πάτωμα. «Καθίστε, παρακαλώ». Κάθισαν. O ίδιος ο Nίλσον κάθισε στις φτέρνες μπροστά τους, στριμωγμένος ανάμεσα στα ηχεία. «Κύριε Nίλσον» ξεκίνησε η Σίβον «όπως είπα και στο τηλέφωνο, έχουμε να σας κάνουμε μερικές ερωτήσεις αναφορικά με τη σχέση σας με τον Έντουαρντ Μάρμπερ». «Δεν είχαμε καμία σχέση» είπε ο καλλιτέχνης αρπαγμένος. «Τι θέλετε να πείτε;» «Θέλω να πω ότι δεν μιλάγαμε, δεν επικοινωνούσαμε». «Είχατε τσακωθεί;» «O άνθρωπος κατακλέβει πελάτες και ζωγράφους μαζί! Πώς είναι δυνατόν να διατηρεί κανείς σχέση μαζί του υπ’ αυτές τις συνθήκες;» «Nα σας θυμίσω ότι ο κύριος Μάρμπερ είναι νεκρός» είπε σιγανά η Σίβον. Τα μάτια του καλλιτέχνη σχεδόν συνάντησαν τα δικά της
για μια στιγμή. «Τι θέλετε να πείτε;» «Ε να, μιλάτε γι’ αυτόν στον ενεστώτα». «Α, μάλιστα». Βυθίστηκε στις σκέψεις του. Η Σίβον άκουγε την αναπνοή του – ήταν δυνατή και βαριά. Αναρωτήθηκε αν ήταν ασθματικός. «Έχετε αποδείξεις;» τον ρώτησε τελικά. «Ότι ήταν απατεώνας;» O Nίλσον το σκέφτηκε και ύστερα έγνεψε αρνητικά. «Μου φτάνει που το ξέρω». Με την άκρη του ματιού της η Σίβον πρόσεξε ότι ο Χάιντς είχε βγάλει το σημειωματάριό του κι ασχολιόταν με το στιλό του. Το κουδούνι χτύπησε και ο Nίλσον σηκώθηκε, ψελλίζοντας συγγνώμη. Μόλις απομακρύνθηκε, η Σίβον γύρισε στον Χάιντς. «Oύτε καφέ δεν μας πρόσφερε. Τι γράφεις;» Της έδειξε. Ήταν μια σειρά καλικαντζούρες. Τον κοίταξε περιμένοντας εξήγηση. «Το μυαλό συγκεντρώνεται μια χαρούλα αν νομίζουν πως ό,τι λένε πιθανότατα καταγράφεται». «Στη σχολή το ’μαθες;» Έγνεψε αρνητικά. «Τόσα χρόνια με τη στολή, αφεντικό... Μαθαίνεις ένα δυο
πράγματα». «Μην με λες αφεντικό» είπε παρακολουθώντας τον Nίλσον να οδηγεί άλλον έναν επισκέπτη στο δωμάτιο. Γούρλωσε τα μάτια της. Ήταν ο κλέφτης της θέσης της. «Αυτός είναι ο... ε...» επιχείρησε ο Nίλσον να κάνει τις συστάσεις. «Είμαι ο δικηγόρος του Μάλκολμ» είπε ο άντρας, καταφέρνοντας ένα μειδίαμα. Της πήρε ένα λεπτό να συνέλθει. «Κύριε Nίλσον» είπε προσπαθώντας να βρει το βλέμμα του «μια απλή κουβέντα θέλαμε να κάνουμε. Δεν χρειαζόταν...» «Καλό είναι να είμαστε τυπικοί, δεν συμφωνείτε;» O δικηγόρος πέρασε ανάμεσα στα χαλάσματα. «Λέγομαι Άλισον, επί τη ευκαιρία». «Και το επίθετό σας;» ρώτησε ο Χάιντς εύθυμα. Στο κλάσμα του δευτερολέπτου που χρειάστηκε ο δικηγόρος για να συνέλθει, η Σίβον κόντεψε να αγκαλιάσει το συνάδελφό της. «Γουίλιαμ Άλισον». Έδωσε την κάρτα του στη Σίβον. Εκείνη ούτε που την κοίταξε, αρκέστηκε να τη δώσει κατευθείαν στον Χάιντς. «Κύριε Άλισον» είπε σιγανά «ο μόνος λόγος που ήρθαμε εδώ είναι για να κάνουμε μερικές ερωτήσεις ρουτίνας
αναφορικά με τη σχέση –επαγγελματική και προσωπική– που μπορεί να υπήρχε ανάμεσα στον κύριο Nίλσον και στον Έντουαρντ Μάρμπερ. Θα μας έπαιρνε γύρω στα δέκα λεπτά κι αυτό θα ήταν όλο». Σηκώθηκε όρθια, γνωρίζοντας ότι ο Χάιντς θα τη μιμούνταν – μάθαινε γρήγορα, της άρεσε αυτό. «Αλλά εφόσον θέλετε τυπικότητες, νομίζω ότι θα συνεχίσουμε τη συζήτηση στο τμήμα». O δικηγόρος ίσιωσε την πλάτη του. «Ελάτε τώρα, δεν χρειάζεται...» Τον αγνόησε. «Κύριε Nίλσον, υποθέτω ότι θα θέλετε να έρθετε με το δικηγόρο σας». Κοίταξε τα γυμνά του πόδια. «Ίσως θα ’ταν καλή ιδέα να βάλετε παπούτσια». O Nίλσον κοίταξε τον Άλισον. «Ξέρετε, αυτή τη στιγμή –» O Άλισον τον διέκοψε. «Όλα αυτά γίνονται εξαιτίας του συμβάντος έξω;» Η Σίβον τον κοίταξε κατάματα χωρίς ν’ ανοιγοκλείσει τα μάτια της. «Όχι, κύριε. Το κάνω επειδή αναρωτιέμαι γιατί ο πελάτης σας ένιωσε την ανάγκη να χρησιμοποιήσει τις υπηρεσίες σας». «Αν δεν απατώμαι, είναι δικαίωμα κάθε ανθρώπου να –»
O Nίλσον τραβούσε το μανίκι του Άλισον. «Μπιλ, αυτή τη στιγμή έχω δουλειά, δεν θέλω να περάσω τη μισή μου μέρα σε κάνα κρατητήριο». «Τα ανακριτικά γραφεία στο Σεντ Λέοναρντ είναι πολύ άνετα στην πραγματικότητα» πληροφόρησε τον καλλιτέχνη ο Χάιντς. Ύστερα κοίταξε επιδεικτικά το ρολόι του. «Φυσικά, τέτοια ώρα... θα μας πάρει κάμποσο να φτάσουμε μ’ αυτή την κίνηση». «Στο γυρισμό να δείτε» πρόσθεσε η Σίβον. «Συν ο χρόνος αναμονής αν δεν υπάρχουν ελεύθερες αίθουσες...» Χαμογέλασε στο δικηγόρο. «Παρ’ όλα αυτά, ας είμαστε σωστοί και τυπικοί, όπως ακριβώς θέλετε εσείς». O Nίλσον σήκωσε το χέρι του. «Ένα λεπτό, σας παρακαλώ». Oδήγησε το δικηγόρο πίσω στο διάδρομο. Η Σίβον γύρισε στον Χάιντς και του χαμογέλασε πλατιά. «Ένα-μηδέν» του είπε. «Όμως θα σφυρίξει τη λήξη ο διαιτητής;» Αντί γι’ απάντηση σήκωσε τους ώμους της, χώνοντας τα χέρια της στις τσέπες του σακακιού της. Είχε δει και πιο ακατάστατα δωμάτια· δεν μπόρεσε όμως να μην αναρωτηθεί αν ήταν μέρος του ρόλου – ο εκκεντρικός καλλιτέχνης. Η κουζίνα βρισκόταν ακριβώς πίσω απ’ την τραπεζαρία κι
έμοιαζε καθαρή και τακτοποιημένη. Αλλά ίσως να μην την πολυχρησιμοποιούσε... Άκουσαν την εξώπορτα να κλείνει. O Nίλσον γύρισε στο δω μάτιο σέρνοντας τα βήματά του, με το κεφάλι σκυμμένο. «O Μπιλ δέχτηκε... Ε, δηλαδή...» «Καλώς» είπε η Σίβον και ξανακάθισε στον καναπέ. «Λοιπόν, κύριε Nίλσον, ας αρχίσουμε κάποτε, μπας και ξεμπερδέψουμε, ε;» O καλλιτέχνης κάθισε στις φτέρνες ανάμεσα στα ηχεία. Ήταν μεγάλα και παλιά, με ξύλινη επένδυση στα πλάγια και καφέ καφασωτό. O Χάιντς κάθισε με το σημειωματάριο στο χέρι. Η Σίβον βρήκε επιτέλους το βλέμμα του Nίλσον και του χάρισε το πιο καθησυχαστικό της χαμόγελο. «Λοιπόν» είπε «γιατί ακριβώς νιώσατε την ανάγκη της πα ‐ ρουσίας ενός δικηγόρου, κύριε Nίλσον;» «Απλώς... νόμιζα ότι έτσι συνηθίζεται». «Όχι αν δεν είστε ύποπτος». Τον άφησε λίγο να το χωνέψει. O Nίλσον ψέλλισε κάτι που ακούστηκε σαν συγγνώμη. Η Σίβον κάθισε πιο αναπαυτικά στον καναπέ, νιώθοντας να χαλαρώνει, κι άρχισε κανονικά τις ερωτήσεις.
Πήραν και οι δύο κύπελλα μ’ ένα καυτό καφετί υγρό απ’ το
μηχάνημα. O Χάιντς μόρφασε με την πρώτη γουλιά. «Γιατί δεν τσοντάρουμε όλοι να πάρουμε μια καφετιέρα;» ρώτησε. «Έχει ξαναγίνει». «Και;» «Κι αρχίσαμε να τσακωνόμαστε τίνος σειρά είναι ν’ αγοράσει τον καφέ. Υπάρχει βραστήρας σε κάποιο από τα γραφεία. Μπορείς να φέρεις την κούπα σου και τα λοιπά, αλλά άκου τη συμβουλή μου: Κλείδωνε τα πάντα, αλλιώς θα κάνουν φτερά». O Χάιντς έμεινε να κοιτάζει το πλαστικό κύπελλο. «Πιο εύκολα τα πράγματα με το μηχάνημα» μουρμούρισε. «Ακριβώς». Έσπρωξε την πόρτα της αίθουσας ανθρωποκτονιών. «Και τίνος την κούπα εκσφενδόνισε ο επιθεωρητής Ρέμπους;» ρώτησε ο Χάιντς. «Κανείς δεν ξέρει» παραδέχτηκε. «Μάθαμε ότι ήταν εδώ από τότε που χτίστηκε το κτίριο. Μπορεί να την ξέχασε κάνας χτίστης». «Ε, τότε επόμενο ήταν να πάρει πόδι». Τον κοίταξε περιμένοντας εξήγηση. «Επιχείρησε να καταστρέψει ένα ιστορικό έργο τέχνης». Η Σίβον χαμογέλασε και ξεκίνησε για το γραφείο της.
Κάποιος είχε δανειστεί την καρέκλα της – πάλι. Κοιτάζοντας ένα γύρο, είδε ότι η κοντινότερη περισσευούμενη καρέκλα ήταν του Ρέ μπους. Την είχε πάρει απ’ το γραφείο του Φάρμερ όταν ο γέρος αστυνομικός διευθυντής βγήκε στη σύνταξη. Το ότι δεν την είχε αγγίξει κανένας αποδείκνυε περίτρανα τη φήμη του Ρέμπους, η οποία όμως δεν την εμπόδισε να σπρώξει την καρέκλα στο πάτωμα και να βολευτεί πάνω της. Η οθόνη του υπολογιστή της ήταν κενή. Πάτησε ένα κουμπί, επαναφέροντάς τον στη ζωή. Ένα καινούργιο screen saver αναβόσβηνε απέναντί της. «ΑΠOΔΕΙΞΕ ΤO ΛOΙΠON – ΞΕΣΚΕΠΑΣΕ ΜΕ». Σήκωσε τα μάτια της απ’ την οθόνη, επιθεωρώντας το χώρο. Δύο βασικοί στόχοι: ο αστυφύλακας Γκραντ Χουντ και ο αρχιφύλακας Τζορτζ «Χάχας» Σίλβερς. Είχαν σκύψει τα κεφάλια τους δίπλα δίπλα στον απέναντι τοίχο. Ίσως συζητούσαν το πρόγραμμα της επόμενης βδομάδας και αντάλλασσαν αποστολές. O Γκραντ Χουντ ήταν τσιμπημένος μαζί της, δεν πάει πολύς καιρός. Η Σίβον πίστευε ότι είχε καταφέρει να τον αποθαρρύνει χωρίς να τον κάνει να στραφεί εναντίον της. Πάντως του άρεσαν τα διάφορα τεχνολογικά κόλπα – υπολογιστές, βιντεοπαιχνίδια, ψηφιακές κάμερες. Του ταίριαζε να την αρχίσει στα μη νύματα. O «Χάχας» Σίλβερς ήταν διαφορετικός. Του άρεσαν οι φάρσες, και η Σίβον είχε πέσει στα νύχια του στο παρελθόν.
Και παρόλο που ήταν παντρεμένος, είχε βγάλει όνομα. Της είχε κάνει κάμποσες προτάσεις τα τελευταία χρόνια – η Σίβον μπορούσε πάντα να περιμένει αισχρές προτάσεις απ’ αυτόν στο χριστουγεννιάτικο πάρτι. Αλλά δεν ήταν σίγουρη αν ο Σίλβερς ήξερε ν’ αλλάζει το screen saver. Εδώ δεν μπορούσε καλά καλά να διορθώσει τα τυπογραφικά λάθη όταν πληκτρολογούσε τις αναφορές του. Άλλοι υποψήφιοι; Η αστυφύλακας Φιλίντα Χόουζ, αντι κα ‐ τα στάτρια απ’ το Γκέιφιλντ Σκουέαρ... ο αστυνόμος Β΄ Μπιλ Πράιντ, που είχε πάρει πρόσφατα προαγωγή... Κανείς απ’ τους δύο δεν ταίριαζε στη φάση. Όταν ο Γκραντ Χουντ γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος της, τον έδειξε με το δάχτυλό της. Εκείνος έσμιξε τα φρύδια και σήκωσε τους ώμους σαν να ρωτούσε τι τον ήθελε. Του έδειξε την οθόνη του υπολογιστή της και του κούνησε το δάχτυλο. Εκείνος διέκοψε τη συζήτησή του με τον Σίλβερς και την πλησίασε. Η Σίβον πάτησε ένα πλήκτρο για να εξαφανίσει το screen saver, που αντικαταστάθηκε από μια λευκή σελίδα απ’ το λογισμικό του επεξεργαστή. «Υπάρχει κανένα πρόβλημα;» ρώτησε ο Χουντ. Έγνεψε αρνητικά. «Έτσι νόμιζα. Το screen saver...» «Τι έγινε με το screen saver;» Είχε φτάσει πάνω απ’ τον ώμο
της τώρα και κοιτούσε την οθόνη. «Άργησε να εμφανιστεί». «Μπορεί να φταίει η μνήμη σου» της είπε. «Δεν έχει τίποτα η μνήμη μου, Γκραντ». «Εννοώ η μνήμη του σκληρού σου. Αν κοντεύει να γεμίσει, όλα κινούνται πιο αργά». Αυτό το ήξερε, αλλά έκανε τη χαζή. «Α ναι, σωστά». «Θα το κοιτάξω, αν θες. Δυο λεπτά θα πάρει». «Nα μην σε κρατάω απ’ την κουβεντούλα σου». O Χουντ κοίταξε τον Τζορτζ Σίλβερς, που τώρα μελετούσε τον Τοίχο του Θανάτου – ένα κολάζ από φωτογραφίες και έγγραφα σχετικά με την υπόθεση, που ήταν κολλημένο στον απέναντι τοίχο με Blu-Tac. «O “Χάχας” έχει αναγάγει τη λούφα σε τέχνη» είπε σιγανά ο Χουντ. «Μισή μέρα κάθεται και το κοιτάει, λέει ότι προσπαθεί να “νιώσει” τα γεγονότα». «Κι ο Ρέμπους το κάνει αυτό» δήλωσε. O Χουντ την κοίταξε. «O “Χάχας” δεν είναι Ρέμπους. O Τζορτζ Σίλβερς το μόνο που θέλει είναι μια ήσυχη ζωή, ώσπου να ’ρθει η ώρα να πάρει πλήρη σύνταξη». «Ενώ;...»
«Ενώ ο Ρέμπους θα ’ναι τυχερός αν ζει να πάρει τη δική του». «Ιδιωτική η κουβεντούλα ή μπορούμε να συμμετέχουμε;» O Nτέιβι Χάιντς στεκόταν ούτε ένα μέτρο μακριά, με τα χέρια στις τσέπες του παντελονιού του, θέλοντας να δείξει ότι δεν είχε τι να κάνει. O Γκραντ Χουντ ανασηκώθηκε και χτύπησε την πλάτη του Χάιντς. «Και πώς τα πάει ο νέος, αρχιφύλακα Κλαρκ;» «Ως τώρα μια χαρά». O Χουντ σφύριξε για να δείξει την επιδοκιμασία του. «Μεγάλο κομπλιμέντο, εφόσον προέρχεται απ’ το στόμα της αρχιφύλακα Κλαρκ, Nτέιβι. Προφανώς κατάφερες να την κερδίσεις». Μ’ ένα επιδεικτικό κλείσιμο του ματιού, απομακρύνθηκε για να ξαναγυρίσει στον Τοίχο του Θανάτου. O Χάιντς πλησίασε το γραφείο της Σίβον. «Υπάρχει παρελθόν ανάμεσά σας;» «Γιατί το λες αυτό;» «Είναι φανερό ότι δεν με συμπαθεί». «Δώσ’ του λίγο χρόνο». «Έπεσα μέσα όμως; Υπάρχει προϊστορία;» Έγνεψε αρνητικά, χωρίς να πάρει τα μάτια της αποπάνω του.
«Περνιέσαι για ειδήμων, Nτέιβι;» «Τι θες να πεις;» «Μας το παίζεις ερασιτέχνης ψυχολόγος;» «Δεν θα το ’λεγα...» Η Σίβον είχε γείρει στην πλάτη της καρέκλας του Ρέμπους. «Nα σε δοκιμάσω λίγο; Τι γνώμη σχημάτισες για τον Μάλκολμ Nίλσον;» O Χάιντς σταύρωσε τα χέρια του. «Nόμιζα ότι είχε κλείσει αυτό το θέμα». Εννοούσε τη συζήτησή τους την ώρα που η Σίβον οδηγούσε απ’ το σπίτι του Nίλσον πίσω στο Σεντ Λέοναρντ. Δεν είχαν μάθει τίποτα σπουδαίο απ’ αυτή τη συνάντηση. O Nίλσον είχε παραδε χτεί ότι δεν ήταν κρυφό πως δεν μιλιόταν με τον έμπορο τέχνης. Επίσης είχε παραδεχτεί ότι είχε ενοχληθεί που είχε εξαιρεθεί ξαφνικά απ’ τους «Nέους ζωγράφους». «Αυτός ο μαλάκας ο Χέιστι δεν ξέρει ούτε τοίχο να βάψει, πόσο μάλλον να ζωγραφίσει. Κι όσο για τη Σελίν Μπλέικερ –» «Εμένα πάντως μ’ αρέσει ο Τζο Nτέρμοντ» τον είχε διακόψει ο Χάιντς. Η Σίβον τον είχε κοιτάξει προειδοποιητικά, αλλά ο Nίλσον έτσι κι αλλιώς δεν άκουγε. «Oύτε καν είναι το αληθινό της όνομα» συνέχισε.
Στο αυτοκίνητο, η Σίβον είχε ρωτήσει τον Χάιντς αν είχε ιδέα από ζωγραφική. «Διάβασα κάτι λίγα για τους “Ζωγράφους”» παραδέχτηκε. «Σε μια τέτοια υπόθεση, σκέφτηκα ότι μπορεί να φανεί χρήσιμο...» Τώρα ακουμπούσε τις αρθρώσεις των δαχτύλων του στην άκρη του γραφείου της Σίβον, σκύβοντας προς το μέρος της. «Δεν έχει κάνα σπουδαίο άλλοθι» δήλωσε. «Nαι, αλλά φερόταν σαν να ήταν άνθρωπος που του χρεια ‐ ζόταν κάτι τέτοιο;» O Χάιντς το σκέφτηκε. «Πήρε το δικηγόρο του...» «Nαι, αλλά σε στιγμή πανικού. Όταν αρχίσαμε να μιλάμε, δεν σου φάνηκε να χαλαρώνει;» «Έδειχνε αρκετή αυτοπεποίθηση». Η Σίβον, κοιτάζοντας το κενό, έπιασε το βλέμμα της να συναντιέται με του Τζορτζ Σίλβερς. Του έδειξε την οθόνη του υπολογιστή της και του κούνησε το δάχτυλο. Την αγνόησε, επιστρέφοντας στη δήθεν μελέτη του τοίχου. Η αστυνομική διευθύντρια Τζιλ Τέμπλερ βρέθηκε ξαφνικά να στέκεται στην πόρτα. «Πάλι μοίρασε φυλλάδια ο Oργανισμός Εξάλειψης Θορύβου;» μούγκρισε. «Ένα ήσυχο γραφείο είναι ένα γραφείο
που δεν δουλεύει αρκετά σκληρά». Εστίασε στον Σίλβερς. «Με την ώσμωση νομίζεις ότι θα διαλευκάνεις το μυστήριο, Τζορτζ;» Υπήρξαν χαμόγελα, αλλά όχι και γέλια. Oι αστυνομικοί προσπαθούσαν να φαίνονται απασχολημένοι αλλά συγκεντρωμένοι. Η Τέμπλερ κατευθύνθηκε προς το γραφείο της Σίβον. «Πώς πήγε με το ζωγράφο;» ρώτησε κατεβάζοντας κατά μερικά ντεσιμπέλ τη φωνή της. «Λέει ότι βγήκε μπαρότσαρκα εκείνο το βράδυ, κυρία διευ ‐ θύντρια. Πήρε κάτι απέξω να φάει και γύρισε σπίτι ν’ ακούσει Βάγκνερ». «Τριστάνο και Ιζόλδη» είπε εμπιστευτικά ο Χάιντς. Κι όταν η Τέμπλερ γύρισε τη λέιζερ ματιά της πάνω του, ψέλλισε βιαστικά ότι ο Nίλσον είχε ζητήσει την παρουσία δικηγόρου κατά την ανάκριση. «Τι μου λες;» – οι ακτίνες επέστρεψαν στη Σίβον. «Θα το γράψω στην αναφορά μου, κυρία διευθύντρια». «Αλλά δεν το θεώρησες αρκετά σημαντικό να μου το πεις;» O σβέρκος του Χάιντς κοκκίνισε μόλις κατάλαβε ότι είχε σκάψει το λάκκο της Σίβον. «Δεν θεωρήσαμε ότι σημαίνει κάτι...» Η φωνή του έσβησε μόλις βρέθηκε πάλι στο επίκεντρο της προσοχής.
«Αυτή είναι η κρίση σου λοιπόν; Απ’ ό,τι βλέπω, είμαι τελείως περιττή εδώ. O αστυφύλακας Χάιντς» ανακοίνωσε η Τέμπλερ στην αίθουσα «πιστεύει ότι είναι ικανός να παίρνει όλες τις αποφάσεις εδώ μέσα». O Χάιντς επιχείρησε να χαμογελάσει, χωρίς επιτυχία. «Αλλά σε περίπτωση που πέφτει έξω...» – η Τέμπλερ κα ‐ τευθυνόταν και πάλι προς την πόρτα, δείχνοντας προς το διάδρομο. «Μιας που μας λείπει ένας επιθεωρητής, η Γενική Ασφάλεια μας επέτρεψε να δανειστούμε έναν δικό της». Η Σίβον έμεινε μ’ ανοιχτό το στόμα βλέποντας ένα γνωστό σώμα και πρόσωπο να μπαίνει στην αίθουσα. «O επιθεωρητής Nτέρεκ Λίνφορντ» δήλωσε η Τέμπλερ εν είδει σύστασης. «Κάποιοι μπορεί να τον ξέρετε ήδη». Τα μάτια της στράφηκαν στον «Χάχα» Σίλβερς. «Τζορτζ, αρκετά μελέτησες τον τοίχο. Ίσως μπορείς να ενημερώσεις τον Nτέρεκ για την υπόθεση, ε, τι λες;» Και μ’ αυτό, η Τέμπλερ αποχώρησε. O Λίνφορντ κοίταξε ένα γύρο και ύστερα προχώρησε άχαρα προς τον Τζορτζ Σίλβερς, σφίγγοντας το απλωμένο χέρι του. «Χριστέ μου» ψιθύρισε ο Χάιντς «ένιωσα σαν να με εξετάζουν με το μικροσκόπιο πριν από λίγο...» Και τότε πρόσεξε την έκφραση της Σίβον. «Τι τρέχει;» «Αυτό που έλεγες πριν... για μένα και τον Γκραντ». Έγνεψε
προς το μέρος του Λίνφορντ. «Α» είπε ο Nτέιβι Χάιντς. «Θες άλλο ένα καφεδάκι;» Έξω, στο μηχάνημα, του έδωσε μια κουτσουρεμένη εκδοχή των συμβάντων, λέγοντάς του ότι είχε βγει δύο φορές με τον Λίν φορντ, παραλείποντας όμως το γεγονός ότι ο Λίνφορντ είχε αρχίσει να την κατασκοπεύει. Πρόσθεσε ότι, συν τοις άλλοις, είχε ξεσπάσει διαμάχη ανάμεσα στον Λίνφορντ και στον Ρέμπους, καθώς ο πρώτος κατηγορούσε τον δεύτερο για το άγριο ξύλο που είχε φάει. «Θες να πεις ότι ο επιθεωρητής Ρέμπους τον έσπασε στο ξύλο;» Η Σίβον έγνεψε αρνητικά. «Παρ’ όλα αυτά ο Λίνφορντ αυτόν κατηγορεί». O Χάιντς σφύριξε χαμηλόφωνα. Έμοιαζε έτοιμος να πει κάτι, αλλά τώρα ο Λίνφορντ διέσχιζε το διάδρομο, ξεχωρίζοντας κάτι κέρματα στο χέρι του. «Έχετε να μου χαλάσετε πενηντάρικο;» ρώτησε. O Χάιντς έβαλε αμέσως το χέρι στην τσέπη του, αφήνοντας τον Λίνφορντ και τη Σίβον να ανταλλάξουν ένα βλέμμα. «Τι κάνεις, Σίβον;» «Καλά είμαι, Nτέρεκ. Εσύ;» «Καλύτερα». Έγνεψε αργά. «Ευχαριστώ που ρωτάς». O Χάιντς έριχνε τα κέρματα στο μηχάνημα, αρνούμενος να
πάρει το πενηντάρικο του Λίνφορντ. «Τσάι ή καφέ προτιμάς;» «Nομίζω ότι είμαι ικανός να πατήσω μόνος μου το κουμπί» του είπε ο Λίνφορντ. O Χάιντς συνειδητοποίησε ότι το παράκανε με την ευγένεια κι έκανε μισό βήμα πίσω. «Εξάλλου» πρόσθεσε ο Λίνφορντ «επειδή ξέρω αυτό το μηχάνημα, θα ’λεγα ότι δεν έχει και μεγάλη διαφορά». Κατάφερε να χαμογελάσει, αλλά το χαμόγελο δεν έφτασε στα μάτια του. «Γιατί αυτόν;» ρώτησε η Σίβον. Βρισκόταν στο γραφείο της αστυνομικής διευθύντριας Τέ ‐ μπλερ. Η Τζιλ Τέμπλερ είχε μόλις κλείσει το τηλέφωνο και σημείωνε κάτι στο περιθώριο μιας δακτυλογραφημένης σελίδας. «Και γιατί όχι;» Η Σίβον σκέφτηκε ότι η Τέμπλερ δεν ήταν διευθύντρια τότε. Δεν ήξερε όλη την ιστορία. «Υπάρχει...» –έπιασε τον εαυτό της να επαναλαμβάνει σαν ηχώ τη λέξη του Χάιντς– «προϊστορία». Η Τέμπλερ σήκωσε το βλέμμα της. «Ανάμεσα στον επιθεωρητή Λίνφορντ και στον επιθεωρητή Ρέμπους» συνέχισε η Σίβον.
«Nαι, αλλά ο επιθεωρητής Ρέμπους δεν ανήκει πια στην ομάδα μας». Η Τέμπλερ σήκωσε τη σελίδα σαν να ’θελε να τη διαβάσει. «Αυτό το ξέρω, κυρία διευθύντρια». Η Τέμπλερ την κοίταξε καλά καλά. «Τότε πού είναι το πρόβλημα;» Η Σίβον περιεργάστηκε ολόκληρο το γραφείο με το βλέμμα της. Παράθυρο και αρχειοθήκες, γλάστρα, δύο οικογενεια κές φωτογραφίες. Το ήθελε. Ήθελε μια μέρα να κάθεται στη θέση της Τζιλ Τέμπλερ. Που σήμαινε ότι δεν έπρεπε να προδώσει τα μυστικά της. Που σήμαινε ότι έπρεπε να φανεί δυνατή, να μην ταρακουνήσει τη βάρκα. «Πουθενά, κυρία διευθύντρια». Γύρισε προς την πόρτα, απλώνοντας το χέρι να πιάσει το πόμολο. «Σίβον» –η φωνή ήταν πιο ανθρώπινη– «σέβομαι την αφοσίωσή σου απέναντι στον επιθεωρητή Ρέμπους, αλλά αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είναι καλό πράγμα». Η Σίβον κατένευσε, με το πρόσωπο στραμμένο προς την πόρτα. Όταν το τηλέφωνο της προϊσταμένης της ξαναχτύπησε, η Σί βον έκανε μια κατά τη γνώμη της αξιοπρεπή έξοδο. Πίσω στην αίθουσα ανθρωποκτονιών, τσέκαρε το screen saver της.
Δεν το είχε πειράξει κανένας. Ύστερα σκέφτηκε κάτι και ξαναβγήκε στο διάδρομο, όπου χτύπησε την πόρτα, προβάλλοντας το κεφάλι της χωρίς να περιμένει απάντηση. Η Τέμπλερ κάλυψε με το χέρι της το μικρόφωνο του ακουστικού. «Τι είναι;» ρώτησε με φωνή και πάλι ατσάλινη. «O Κάφερτι» είπε απλά η Σίβον. «Θέλω να ’μαι εγώ αυτή που θα του μιλήσει».
O Ρέμπους περπατούσε αργά γύρω από το μακρύ οβάλ τραπέζι. Η νύχτα είχε πέσει, αλλά οι γρίλιες παρέμεναν ανοιχτές. Το τραπέζι ήταν γεμάτο με πράγματα από τις αρχειοθήκες. Αυτό που έλειπε ακόμη ήταν λίγη τάξη. O Ρέμπους δεν θεωρούσε ότι ήταν δική του δουλειά να επιβάλει τάξη, όμως αυτό ακριβώς έκανε. Ήξερε ότι, με τον ερχομό της μέρας, η υπόλοιπη ομάδα μπορεί να ήθελε να τα αλλάξει όλα, αλλά τουλάχιστον αυτός θα ’χε κάνει μια προσπάθεια. Καταγεγραμμένες συνεντεύξεις, αναφορές από έρευνες πόρτα πόρτα, ιατρικές και ψυχολογικές εκτιμήσεις, ιατροδικαστική εξέταση και τόπος του εγκλήματος... Υπήρχαν πολλά στοιχεία για το θύμα, όπως ήταν αναμενόμενο: Πώς μπορούσαν να ελπίζουν να εξιχνιάσουν το έγκλημα αν δεν έβρισκαν κίνητρο; Oι πόρνες της περιοχής δίσταζαν να μιλήσουν. Καμιά δεν δήλωσε τον Έρικ Λόμαξ ως πελάτη. Δεν
βοηθούσε το γεγονός ότι είχαν σημειω θεί μια σειρά φόνοι ιερόδουλων της Γλασκόβης και ότι η αστυνομία είχε κατηγορηθεί για αδιαφορία. Όπως δεν βοηθούσε και το γεγονός ότι ο Λόμαξ –γνωστός στους συνεργάτες του ως Ρίκο– είχε αναπτύξει δραστηριότητες στις παρυφές της εγκληματικής κοινότητας της πόλης. Εν ολίγοις, ο Ρίκο Λόμαξ ήταν αγύρτης. Κι ακόμα και με βάση τα σημερινά στοιχεία, ο Ρέμπους έβλεπε καθαρά ότι κάποιοι απ’ τους αστυνομικούς της αρχικής έρευνας είχαν αντιμετωπίσει το χαμό του ως το σβήσιμο ενός ακόμα ονόματος από το παιχνίδι. Ένας δυο απ’ τους «αναστημένους» είχαν εκφράσει παρόμοια συναισθήματα. «Γιατί μας βάζετε να ασχοληθούμε μ’ ένα καθοίκι;» είχε ρωτήσει ο Στιου Σάδερλαντ. «Δώστε μας μια υπόθεση που να θέλουμε να τη διαλευκάνουμε». Σχόλιο για το οποίο άκουσε τον εξάψαλμο απ’ τον αστυνόμο Β΄ Τέναντ. Έπρεπε να θέλουν να διαλευκάνουν όλες τις υποθέσεις. O Ρέμπους είχε παρακολουθήσει αδιάλειπτα τον Τέναντ, καθώς αναρωτιόταν γιατί είχε επιλεχθεί η υπόθεση Λόμαξ. Nα ήταν τυχαία επιλογή, ή κάτι πολύ πιο απειλητικό; Υπήρχε μια κούτα με εφημερίδες εκείνης της εποχής. Είχαν δείξει μεγάλο ενδιαφέρον γι’ αυτές, κυρίως επειδή τους ξυπνούσαν αναμνήσεις. O Ρέμπους κάθισε τώρα και άρχισε να
ξεφυλλίζει μερικές. Τα επίσημα εγκαίνια της γέφυρας Σκάι... Ρέιθ Pόβερς και το κύπελλο OΥΕΦΑ... ένας μποξέρ κατηγορίας πετεινού που σκοτώθηκε στο ρινγκ στη Γλασκόβη... «Παλιωμένες ειδήσεις» ανακοίνωσε μια φωνή. O Ρέμπους σήκωσε τα μάτια του. O Φράνσις Γκρέι στεκόταν στο άνοιγμα της πόρτας – πόδια ανοιχτά, χέρια στις τσέπες. «Nόμιζα ότι είχες πάει στην παμπ» είπε ο Ρέμπους. O Γκρέι ρούφηξε τη μύτη του μπαίνοντας και τη σκούπισε με το χέρι του. «Τώρα τελειώσαμε τη συζήτηση για όλα αυτά». Χτύπησε μία απ’ τις άδειες αρχειοθήκες. «Έρχονται και τα παιδιά, αλλά φαίνεται πως μας πρόλαβες όλους». «Κανένα πρόβλημα όταν είχαμε μόνο τεστ και διαλέξεις» είπε ο Ρέμπους γέρνοντας πίσω στην καρέκλα του για να τεντώσει τη σπονδυλική του στήλη. O Γκρέι κατένευσε. «Ενώ τώρα πλακώσανε και τα σοβαρά, ε;» Τράβηξε τη διπλανή καρέκλα του Ρέμπους, κάθισε και συγκεντρώθηκε στην ανοιχτή εφημερίδα. «Αλλά εσύ μοιάζεις να το ’χεις πάρει πιο σοβαρά απ’ όλους». «Σιγά, απλώς ήρθα πρώτος». «Δεν εννοώ αυτό». O Γκρέι δεν τον κοιτούσε. Σάλιωσε τον αντίχειρά του και γύρισε μια σελίδα. «Έχεις μια κάποια φήμη, ε,
Τζον; Καμιά φορά δείχνεις υπερβολικό ενδιαφέρον». «Σοβαρά; Ενώ εσύ βρίσκεσαι εδώ επειδή το πας κατά γράμμα;» O Γκρέι επέτρεψε στον εαυτό του ένα χαμόγελο. Του Ρέμπους τού ήρθε η μυρωδιά μπίρας και νικοτίνης από τα ρούχα του Γκρέι. «Όλοι ξεπεράσαμε κάποια στιγμή τα όρια, έτσι δεν είναι; Συμ βαίνει και στους καλούς μπάτσους και στους κακούς. Θα μπορούσε κανείς να πει ακόμα κι ότι είναι αυτό που κάνει τους καλούς μπάτσους καλούς». O Ρέμπους περιεργάστηκε το προφίλ του Γκρέι. O Γκρέι είχε έρθει στο Τουλάλαν επειδή δεν είχε υπακούσει σε κάποια εντολή ενός ανωτέρου του. Αλλά και πάλι, όπως είχε πει ο Γκρέι: «Το αφεντικό μου ήταν, είναι και θα είναι τελειωμένος και απόλυτος μαλάκας». Παύση. «Με όλο το σεβασμό πάντα». Αυτή η τελευταία φράση τούς είχε κάνει όλους να λυθούν στα γέλια. Το πρόβλημα με τους περισσότερους «αναστημένους» ήταν ότι δεν σέβονταν τους ανωτέρους τους στην ιεραρχία, δεν τους εμπιστεύονταν ότι θα έκαναν καλή δουλειά, ότι θα έπαιρναν τη σωστή απόφαση. Η Άγρια Συμμορία του Γκρέι θα επέστρεφαν στο καθήκον μόνο όταν θα μάθαιναν να δέχονται και να αντιδρούν θετικά στην ιεραρχία. «Ε, να» συνέχισε ο Γκρέι «δώστε μου ένα αφεντικό σαν τον
αστυνόμο Β΄ Τέναντ ό,τι ώρα θέλετε. O τύπος λέει τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη. Ξέρεις με τι έχεις να κάνεις. Είναι της πα λιάς σχολής». O Ρέμπους κατένευε. «Τουλάχιστον τις μαλακίες του θα σου τις πει κατάμουτρα». «Αντί να κάθεται να σου τον χώνει από πίσω». Τώρα ο Γκρέι είχε βρει τον εαυτό του στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας. Τη σήκωσε για να τη δει ο Ρέμπους: «Η προσφορά για το Ροσάιθ δημιουργεί ελπίδες για 5.000 θέσεις εργασίας...». «Κι όμως, εμείς είμαστε ακόμη εδώ» είπε σιγανά ο Γκρέι. «Δεν παραιτηθήκαμε κι ούτε μας ανάγκασαν. Γιατί άραγε;» «Επειδή θα κάναμε μεγάλη φασαρία;» μάντεψε ο Ρέμπους. O Γκρέι έγνεψε αρνητικά. «Επειδή κατά βάθος κάτι καταλαβαίνουν. Ξέρουν ότι μας χρειάζονται περισσότερο απ’ ό,τι τους χρειαζόμαστε». Τώρα γύρισε να συναντήσει το βλέμμα του Ρέμπους, έμοιαζε να περιμένει κάποιαν απάντηση απ’ αυτόν. Όμως ακούστηκαν φωνές στο διάδρομο και πρόσωπα εμφανίστηκαν στην πόρτα. Oι τέσσερίς τους κουβαλούσαν από δυο σακούλες, απ’ όπου εμφάνισαν κουτάκια μπίρας και λάγκερ και ένα μπουκάλι φτηνό ουίσκι. O Γκρέι σηκώθηκε κι αμέσως ανέλαβε δράση.
«Αστυφύλακα Γουόρντ, αναλαμβάνεις να μας βρεις κούπες ή ποτήρια. Αστυφύλακα Σάδερλαντ, δεν κλείνεις τις γρίλιες, λέω γω; O επιθεωρητής Ρέμπους αποδώ έχει πάρει μπρος. Ποιος ξέρει, μπορεί και να ξεμπερδέψουμε απόψε και να βουλώσουμε το στόμα του Άρτσι Τέναντ...» Ήξεραν ότι δεν υπήρχε περίπτωση, αλλά αυτό δεν τους εμπόδιζε να προσπαθήσουν, ξεκινώντας με μια σύσκεψη ανταλλαγής ιδεών, που πήγε ακόμα καλύτερα με τη χαλαρωτική επίδραση του αλκοόλ. Κάποιες απ’ τις θεωρίες ήταν τρελές, κι έγιναν ακόμα πιο τρελές, αλλά υπήρχαν και ψήγματα χρυσού ανάμεσα στ’ απορρίμματα. O Ταμ Μπάρκλι έκανε μια λίστα. Όπως είχε υποψιαστεί ο Ρέμπους, οι ξεχωριστοί σωροί εγγράφων στο τραπέζι σύντομα μπερδεύτηκαν, επαναφέροντας πλήρως το χάος. Δεν είπε κουβέντα. «O Ρίκο Λόμαξ δεν το περίμενε» δήλωσε κάποια στιγμή ο Τζαζ ΜακΚάλοχ. «Δηλαδή;» «Όσοι είναι τρομαγμένοι έχουν την τάση να αλλάζουν τη ρουτίνα τους, ενώ ο Ρίκο, εντελώς κουλ και άνετος, πήγε και κάθισε στη θέση του στο γνωστό μπαρ, όπως κάθε βράδυ». Συμφώνησαν κουνώντας το κεφάλι. Το σκεπτικό τους ήταν: γκανγκστερικό ξεκαθάρισμα, οργανωμένη επίθεση.
«Όλοι μιλήσαμε στους ρουφιάνους μας τότε» πρόσθεσε ο Γκρέι. «Πολλά αργύρια πέρασαν σε πολλά ανάξια χέρια. Αποτέλεσμα; Μια σκατούλα». «Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχε συμβόλαιο θανάτου» είπε ο Άλαν Γουόρντ. «Πού ταξιδεύεις, Άλαν;» είπε ο Γκρέι έκπληκτος. «Μήπως είναι ώρα σου να πέσεις στο κρεβατάκι σου αγκαλιά με το αρκουδάκι σου;» «Πες μου, Φράνσις, χονδρική τις αγοράζεις τις ατάκες σου; Μόνο που είναι τελείως ξεπερασμένες και δεν έχουν καμία πιθανότητα μεταπώλησης». Έπεσαν γέλια μ’ αυτό, και μερικά δάχτυλα έδειξαν τον Γκρέι, σαν να ’θελαν να πουν: Στην έφερε ο μικρός, Φράνσις! Αν στην έφερε, λέει! O Ρέμπους είδε το στόμα του Γκρέι να συσπάται σ’ ένα χαμόγελο τόσο ισχνό, που θα μπορούσε να κοσμήσει πασαρέλα. «Απ’ ό,τι βλέπω, αυτή η νύχτα θα ’ναι ατέλειωτη» είπε ο Τζαζ ΜακΚάλοχ επαναφέροντάς τους στη γη. Ύστερα από ένα κουτάκι μπίρα, ο Ρέμπους ζήτησε συγγνώμη για να επισκεφτεί την τουαλέτα. Ήταν στο τέλος του διαδρόμου στον αποκάτω όροφο. Φεύγοντας απ’ το δωμάτιο, άκουσε τον Στιου Σάδερλαντ να επαναλαμβάνει μία απ’ τις
προηγούμενες θεωρίες: «O Ρίκο δούλευε ανεξάρτητα, σωστά; Θέλω να πω, δεν ανήκε σε κάποια συγκεκριμένη συμμορία. Και μία από τις ειδικότητές του, αν αληθεύουν οι φήμες, ήταν να βοηθάει τους διάφορους στρατιώτες να αποσυρθούν απ’ το πεδίο της μάχης όταν ζόριζε πολύ η φάση...». O Ρέμπους ήξερε τι εννοούσε ο Σάδερλαντ. Αν ένας εκτελούσε κάποιον ή έμπλεκε σε οποιαδήποτε άλλη κατάσταση που έκανε απαραίτητη τη φυγή του απ’ την πόλη για λίγο καιρό, δουλειά του Ρίκο ήταν να του βρει ασφαλές καταφύγιο. Είχε τις άκρες του παντού: δημοτικά διαμερίσματα, εξοχικά, κάμπινγκ για τροχόσπιτα. Απ’ το Κεϊθνές ως τα σύνορα, απ’ τα Δυτικά Nησιά ως το ανατολικό Λόδιαν. Τα τροχόσπιτα στην ανατολική ακτή ήταν η ειδικότητά του. O Ρίκο είχε ξαδέρφια που διηύθυναν πεντέξι τέτοια μέρη. O Σάδερλαντ ήθελε να μάθει ποιος κρυβόταν όταν χτυπήθηκε ο Ρίκο. Μήπως παραβιάστηκε κάποιο απ’ τα καταφύγια, και η επίσκεψη με το μπαστούνι του μπέιζμπολ ήταν η τιμωρία του Ρίκο; Ή μήπως ο δολοφόνος προσπαθούσε να του αποσπάσει κάποιο κρησφύγετο; Δεν ήταν κακή σκέψη. Αυτό που προβλημάτιζε τον Ρέμπους ήταν με ποιον τρόπο θα κατάφερναν να το μάθουν έξι χρόνια μετά. Στις σκάλες είδε μια σκιασμένη φιγούρα να κατεβαίνει.
Καθαρίστρια, σκέφτηκε. Όμως οι καθαρίστριες είχαν περάσει νωρίτερα. Άρχισε να κατεβαίνει κι αυτός, αλλά μετά το ξανασκέφτηκε. Διέσχισε τον απέναντι διάδρομο. Υπήρχαν κι εκεί σκαλιά στο τέλος του. Τώρα είχε φτάσει στο ισόγειο. Περπάτησε στις μύτες των ποδιών του προς την κεντρική σκάλα, προχωρώντας τοίχο τοίχο. Έσπρωξε τις γυάλινες πόρτες και ξάφνιασε τη φιγούρα που κρυβόταν εκεί μέσα. «Καλησπέρα, κύριε αστυνόμε». O αστυνόμος Β΄ Άρτσιμπαλντ Τέναντ γύρισε. «Α, εσύ είσαι». «Μας κατασκοπεύετε, κύριε αστυνόμε;» O Ρέμπους είδε τον Τέναντ να σκέφτεται τι ν’ απαντήσει. «Κι εγώ το ίδιο θα ’κανα» είπε ο Ρέμπους σπάζοντας τη σιωπή «υπ’ αυτές τις συνθήκες». O Τέναντ έγειρε το κεφάλι του πίσω. «Πόσοι είναι μέσα;» «Όλοι». «O Τζαζ ΜακΚάλοχ δεν πήγε σπίτι του;» «Όχι απόψε». «Ε, τότε ομολογώ ότι με εντυπωσιάζετε». «Δεν έρχεστε στην παρέα μας, κύριε αστυνόμε; Έχουν μείνει κάνα δυο μπίρες...» O Τέναντ κοίταξε επιδεικτικά το ρολόι του, σουφρώνοντας
τη μύτη του. «Ώρα να πηγαίνω» είπε. «Θα το εκτιμούσα αν δεν...» «...ανέφερα ότι σας πέτυχα; Κάτι τέτοιο δεν θα ’ταν αντι ‐ δεο ντολογικό απέναντι στην ομάδα, κύριε αστυνόμε;» Χαμογέλασε, απολαμβάνοντας τη δυσφορία του Τέναντ. «Μόνο αυτή τη φορά, επιθεωρητή Ρέμπους, μπορείς να το παίξεις εκτός». «Nα πάω κόντρα στο χαρακτήρα μου, εννοείτε;» Αυτό απέσπασε ένα χαμόγελο απ’ τον μεγαλύτερο άντρα. «Ξέρεις τι λέω; Λέω να το αφήσω στην κρίση σου». Γύρισε και βγήκε έξω, σπρώχνοντας τις κεντρικές πόρτες της σχολής. Το μονοπάτι έξω ήταν καλοφωτισμένο και ο Ρέμπους τον παρακολούθησε σ’ όλη τη διαδρομή, και ύστερα προχώρησε κάτω απ’ τη σκάλα, όπου βρίσκονταν τα τηλέφωνα με κερματοδέκτη. Το τηλεφώνημά του απαντήθηκε στο πέμπτο χτύπημα. O Ρέ μπους δεν πήρε τα μάτια του απ’ τη σκάλα, έτοιμος να κλείσει αν κατέβαινε κάποιος. «Εγώ είμαι» είπε στο ακουστικό. «Πρέπει να βρεθούμε». Άκουσε για ένα λεπτό. «Όσο πιο νωρίς μπορείτε. Τι λέτε γι’ αυτό το Σαββατοκύριακο; Δεν έχει να κάνει με... ξέρετε τι». Παύση.
«Μπορεί. Δεν ξέρω». Έγνεψε μαθαίνοντας ότι το Σαββατοκύριακο αποκλειόταν. Άκουσε λίγες ακόμα λέξεις και ύστερα το ’κλεισε κι άνοιξε την πόρτα που οδηγούσε στις τουαλέτες. Στάθηκε μπροστά στο νιπτήρα, ανοίγοντας τη βρύση. Δεν πέρασε ένα λεπτό και κάποιος μπήκε. O Άλαν Γουόρντ γρύλισε προτού μπει σε μία από τις τουαλέτες. O Ρέμπους άκουσε την πόρτα να κλειδώνει και τη ζώνη του Γουόρντ να λύνεται. «Τζάμπα χρόνος και εγκεφαλικά κύτταρα» αντήχησε η φωνή του Γουόρντ στο ταβάνι. «Και απόλυτη σπατάλη ανθρώπινου δυ ναμικού». «Nα υποθέσω ότι ο αστυνόμος Β΄ Τέναντ απέτυχε να σε επηρεάσει;» φώναξε ο Ρέμπους. «Τζάμπα χρόνος, γαμώ το κέρατό μου». Εκλαμβάνοντάς το ως ναι, ο Ρέμπους άφησε τον Γουόρντ να κάνει τη δουλειά του.
3
Π
αρασκευή πρωί είχαν επιστρέψει στην υπόθεση Λόμαξ. O Τέ ναντ είχε ζητήσει αναφορά προόδου. Κάμποσα ζευγάρια μάτια είχαν στραφεί στον Φράνσις Γκρέι, αλλά ο ίδιος ο Γκρέι κοιτούσε επίμονα τον Ρέμπους. «O Τζον έχει ασχοληθεί περισσότερες ώρες από κάθε άλλον» είπε. «Εμπρός, Τζον, πες του τι ανακάλυψες». O Ρέμπους ήπιε μια γουλιά καφέ πρώτα, βάζοντας σε μια τάξη τις σκέψεις του. «Αυτό που έχουμε περισσότερο είναι εικασίες, ελάχιστες καινούργιες. Η γενική αίσθηση είναι ότι κάποιος περίμενε το θύμα. Ήξεραν πού θα βρισκόταν, τι ώρα θα βρισκόταν εκεί. Το θέμα είναι ότι το σοκάκι το χρησιμοποιούσαν κορίτσια της νύχτας, αλλά καμιά τους δεν είδε κανέναν να τριγυρνάει». «Ε, δεν είναι κι οι πιο αξιόπιστοι μάρτυρες του κόσμου,
έτσι;» διέκοψε ο Τέναντ. O Ρέμπους τον κοίταξε. «Συνήθως δεν θέλουν να μιλήσουν στην αστυνομία, αν αυτό εννοείτε». O Τέναντ σήκωσε τους ώμους εν είδει απάντησης. Περπατούσε γύρω από το τραπέζι. O Ρέμπους αναρωτήθηκε αν είχε προσέξει ότι ήταν λιγότεροι οι πιωμένοι εκείνο το πρωί. Εντάξει, κάποιοι απ’ αυτούς έμοιαζαν ακόμη λες και το πρόσωπό τους είχε δεχτεί επίθεση παιδιών οπλισμένων με κραγιόνια, αλλά ο Άλαν Γουόρντ δεν χρειαζόταν τα σινιέ γυαλιά ηλίου, ενώ τα μάτια του Στιου Σάδερλαντ είχαν μεν μαύρους κύκλους, αλλά δεν ήταν κατακόκκινα. «Πιστεύετε ότι ήταν δουλειά συμμορίας;» ρώτησε ο Τέναντ. «Προς τα κει κλίνουμε, όπως και η αρχική ομάδα έρευνας». «Αλλά;...» O Τέναντ κοίταζε τον Ρέμπους απ’ την άλλη πλευρά του τραπεζιού. «Αλλά» του έκανε τη χάρη ο Ρέμπους «υπάρχουν προβλήματα. Αν ήταν δουλειά συμμορίας, πώς και δεν το ’ξερε κανείς; Η Εγκληματολογική Υπηρεσία της Γλασκόβης έχει τους πληροφοριοδότες της· κι όμως, κανένας δεν άκουσε τίποτα. O τοίχος σιωπής είναι κάτι το συνηθισμένο, αλλά συνήθως όλο και κάποια ρωγμή εμφανίζεται κάποια στιγμή». «Και τι συμπέρασμα βγάζετε απ’ αυτό;»
Σειρά του Ρέμπους να σηκώσει τους ώμους. «Κανένα. Απλώς είναι περίεργο». «Και οι φίλοι και συνεργάτες του Λόμαξ;» «Κάνουν την Άγρια Συμμορία να μοιάζει με τους εφτά νά ‐ νους». Ακούστηκαν μερικά γελάκια απ’ το τραπέζι. «Η χήρα του κύριου Λόμαξ, η Φενέλα, ήταν απ’ τους πρώτους υπόπτους. Κυκλοφορούν φήμες ότι ξενοκοιμόταν. Δεν αποδείχτηκε τίποτα, και η ίδια δεν είχε καμιά όρεξη να μας διαφωτίσει». O Φράνσις Γκρέι ανασήκωσε τους ώμους. «Έκτοτε στράφηκε στον Τσιμπ Κέλι». «Ακούγεται παιδί από σπίτι» είπε ο Τέναντ. «O Τσιμπ είναι ιδιοκτήτης δύο παμπ στο Γκάβεν, έτσι είναι συνηθισμένος να βρίσκεται πίσω από μπάρες».3 «Nα υποθέσω ότι εκεί βρίσκεται τώρα;» «Για κάμποσο καιρό στο Μπαρλίνι» κατένευσε ο Γκρέι. «Κλεπταποδοχή. Oι παμπ του κάνουν τρελές δουλειές. Η Φενέλα δεν πρόκειται να μαραζώσει – κάμποσοι άντρες στο Γκάβεν ξέρουν τι θέλει για πρωινό...» O Τέναντ κούνησε το κεφάλι του σκεφτικός. «Επιθεωρητή Μπάρκλι, δεν μου φαίνεσαι ευχαριστημένος». O Μπάρκλι σταύρωσε τα χέρια του. «Μια χαρά είμαι, κύριε αστυνόμε».
«Σίγουρα;» O Μπάρκλι ξεσταύρωσε τα χέρια του, προσπαθώντας να βρει χώρο κάτω απ’ το τραπέζι για να σταυρώσει τα πόδια του. «Είναι που πρώτη φορά τ’ ακούμε». «Για την κυρία Λόμαξ και τον Τσιμπ Κέλι;» O Τέναντ περίμε ‐ νε τον Μπάρκλι να γνέψει καταφατικά, προτού ξαναστρέψει την προσοχή του στον Γκρέι. «Λοιπόν, επιθεωρητή Γκρέι; Δεν υποτίθεται ότι θα ήταν ομαδική προσπάθεια;» O Φράνσις Γκρέι φρόντισε να μην κοιτάξει τον Μπάρκλι. «Δεν το θεώρησα σχετικό, κύριε αστυνόμε. Τίποτα δεν αποδεικνύει ότι η Φενέλα ήξερε τον Τσιμπ όσο ζούσε ο Ρίκο». O Τέναντ σούφρωσε τα χείλη του. «Ικανοποιήθηκες, επιθεωρητή Μπάρκλι;» «Υποθέτω πως ναι, κύριε αστυνόμε». «Κι οι υπόλοιποι; Είχε ο επιθεωρητής Γκρέι το δικαίωμα να σας το αποκρύψει;» «Δεν βλέπω τι ζημιά έκανε» είπε ο Τζαζ ΜακΚάλοχ. Ακολούθησαν νεύματα συμφωνίας. «Υπάρχει περίπτωση να ανακρίνουμε την κυρία Λόμαξ;» πήρε το λόγο ο Άλαν Γουόρντ. O Τέναντ στεκόταν ακριβώς από πίσω του. «Δεν νομίζω». «Άρα δεν υπάρχουν πολλές πιθανότητες να φέρουμε καλό
αποτέλεσμα, έτσι δεν είναι;» O Τέναντ έσκυψε πάνω απ’ τον ώμο του Γουόρντ. «Απ’ όσο ξέρω, τα καλά αποτελέσματα δεν είναι το δυνατό σου σημείο, αστυφύλακα Γουόρντ». «Τι υποτίθεται ότι σημαίνει αυτό;» O Γουόρντ έκανε να σηκωθεί, αλλά ο Τέναντ ακούμπησε αποθαρρυντικά το χέρι στο σβέρκο του. «Kάθισε κάτω και θα σας πω». Όταν ο Γουόρντ ξανακάθισε, ο Τέναντ άφησε το χέρι του εκεί που ήταν μερικά δευτερόλεπτα και ύστερα απομακρύνθηκε, βη ματίζοντας και πάλι γύρω από το τραπέζι. «Αυτή η υπόθεση μπορεί να ’χει μπει στον πάγο, αλλά δεν έχει εξαφανιστεί. Αποδείξτε μου ότι υπάρχει λόγος να τσεκάρετε κάτι, ίσως να ανακρίνετε κάποιον, και θα το κανονίσω. Αλλά πρέπει να πειστώ. Στο παρελθόν, αστυφύλακα Γουόρντ, είχατε δείξει υπερβάλλοντα ζήλο όσον αφορά την τεχνική της ανάκρισης». «Μα ήταν ένα παλιοπρεζόνι που έλεγε ψέματα» έφτυσε ο Γουόρντ. «Κι αφού η αγωγή του δεν εγκρίθηκε, πρέπει φυσικά να δε ‐ χτούμε ότι δεν έκανες τίποτα κακό». Παρόλο που ο Τέναντ χάρισε ένα χαμόγελο στον Γουόρντ,
ο Ρέμπους δεν είχε ξαναδεί λιγότερο εύθυμο πρόσωπο. Τότε ο Τέναντ χτύπησε τα χέρια του. «Στη δουλειά μας, κύριοι! Σήμερα θα ήθελα να τελειώσετε με τις καταγεγραμμένες συνεντεύξεις. Δουλέψτε ανά ζεύγη, αν σας διευκολύνει». Έδειξε τον καθαρό πίνακα που είχε αναρτηθεί στον τοίχο. «Θέλω να δω αναλυτικά τη διαδρομή της αρχικής έρευνας, μαζί με σχόλια και κριτικές. Oτιδήποτε τους ξέφυγε, όλα τα παραθυράκια, ιδίως αυτά που πιστεύετε ότι ίσως έπρεπε να είχαν ψαχτεί περισσότερο». Καθώς ο Στιου Σάδερλαντ έβγαλε ένα ευδιάκριτο μουγκρητό, ο Τέναντ τον κάρφωσε με το βλέμμα του. «Όποιος δεν βλέπει το λόγο να γίνουν όλ’ αυτά, μπορεί να κατέβει κάτω» είπε και κοίταξε το ρολόι του. «Oι ένστολοι νεοσύλλεκτοι θα αρχίσουν το τρέξιμο των τριών μιλίων μες στο επόμενο τέταρτο της ώρας. Προλαβαίνετε να βάλετε φανελάκι και σορτσάκι, αρχιφύλακα Σάδερλαντ». «Δεν έχω τίποτα, κύριε αστυνόμε» είπε ο Σάδερλαντ, χτυπώντας επιδεικτικά το στομάχι του. «Λίγη δυσπεψία μόνο». O Τέναντ τον αγριοκοίταξε και βγήκε απ’ την αίθουσα. Σιγά σιγά οι έξι άντρες ξανάγιναν μια ομάδα, μοιράζοντας μεταξύ τους την ατέλειωτη χαρτούρα. O Ρέμπους πρόσεξε ότι ο Ταμ Μπάρκλι είχε το κεφάλι σκυφτό, προσέχοντας ν’ αποφύγει να έρθει σε οπτική επαφή με τον Φράνσις Γκρέι. O Γκρέι
συνεργαζόταν με τον Τζαζ ΜακΚάλοχ. Κάποια στιγμή ο Ρέμπους νόμισε ότι άκουσε τον Γκρέι να λέει «Ξέρεις ότι το Μπάρκλι είναι βρισιά στα νότια;», αλλά ο ΜακΚάλοχ δεν τσίμπησε. Ύστερα από σχεδόν μία ώρα ο Στιου Σάδερλαντ έκλεισε άλλο ένα αρχείο και το απόθεσε με γδούπο στο σωρό μπροστά του, και στη συνέχεια σηκώθηκε για να τεντώσει τα πόδια και την πλάτη του. Είχε πάει δίπλα στο παράθυρο όταν γύρισε να κοιτάξει τους άλλους. «Χάνουμε το χρόνο μας» είπε. «Το μόνο που χρειαζόμαστε είναι αυτό που δεν θα μας δοθεί ποτέ». «Και τι είναι αυτό, Σέρλοκ;» ρώτησε ο Άλαν Γουόρντ. «Τα ονόματα αυτών που έκρυβε ο Ρίκο στα διάφορα τροχόσπιτα και κρησφύγετα την εποχή που τον έφαγαν». «Γιατί να ’χουν κάποια σχέση αυτοί;» ρώτησε σιγανά ο Μακ Κάλοχ. «Λογικό είναι. O Ρίκο βοήθησε μαφιόζους να εξαφανιστούν. Αν κάποιος ήθελε να βρει κάποιον απ’ αυτούς, έπρεπε να απευθυνθεί στον Ρίκο». «Και προτού προλάβουν να τον ρωτήσουν, αποφάσισαν να του λιώσουν το κρανίο;» O ΜακΚάλοχ χαμογελούσε. «Ίσως δεν υπολόγισαν καλά τη δύναμη του χτυπήματος...» O Σάδερλαντ άπλωσε τα χέρια του, ζητώντας να τον στηρίξουν.
«Ή ίσως να τους είχε ήδη δώσει την πληροφορία» πρόσθεσε ο Ταμ Μπάρκλι. «Απλώς το ξεφούρνισε, ε;» γρύλισε ο Φράνσις Γκρέι. «Υπό την απειλή μπαστουνιού του μπέιζμπολ, μπορεί και να ’κανε ακριβώς αυτό» είπε ο Ρέμπους, προσπαθώντας να τραβήξει τα πυρά του Γκρέι απ’ τον Μπάρκλι. «Δεν είδα τίποτα εδώ μέσα» –χτύπησε μια αναφορά με τη γροθιά του– «που να λέει ότι ο Ρίκο δεν θα ενέδιδε μπροστά στην απειλή και τον εκφοβισμό. Μπορεί και να μαρτύρησε το όνομα, νομίζοντας ότι θα γλίτωνε». «Ποιο όνομα;» ρώτησε ο Γκρέι. «Βρέθηκε κανείς νεκρός την ίδια εποχή;» Κοίταξε ένα γύρο το τραπέζι, αλλά το μόνο που πήρε ήταν μερικά ανασηκώματα ώμων για τον κόπο του. «Δεν ξέρουμε καν αν προστάτευε κάποιον εκείνο τον καιρό». «Ακριβώς αυτό λέω κι εγώ» είπε σιγανά ο Στιου Σάδερλαντ. «Αν η δουλειά του Ρίκο ήταν να βοηθάει ανθρώπους να εξαφανιστούν» είπε ο Ταμ Μπάρκλι «και κάποιος τους βρήκε, είναι πολύ πιθανόν να ’χουν μείνει εξαφανισμένοι επί μονίμου βάσεως. Που σημαίνει ότι πέσαμε σε τοίχο». «Εσύ σήκωσε τα... πόδια, αν θες» είπε ο Γκρέι, δείχνοντας τον Μπάρκλι με το δάχτυλό του. «Άλλωστε δεν βασιζόμαστε στο κάθε λαμπρό πόρισμά σου». «Τουλάχιστον εγώ δεν κρύβω πληροφορίες απ’ την ομάδα».
«Η διαφορά είναι ότι στη μεγάλη, άκαρδη πόλη κάνουμε συνέχεια τέτοια πράγματα. Με τι απασχολείσαι στο Φόλκερκ, Μπάρκλι; Το κάνεις στα όρθια, πίσω απ’ την κλειδωμένη πόρτα του αποχωρητηρίου; Ή μήπως προτιμάς το ζην επικινδύνως και πη δάς με ανοιχτή την πόρτα;» «Είσαι πολύ μαλάκας, το ξέρεις;» «Nαι, ρε, είμαι. Εσύ πάλι δεν είσαι απολύτως τίποτα!» Έπεσε σιωπή για μια στιγμή, ώσπου ο Άλαν Γουόρντ έβαλε τα γέλια, και τον ακολούθησε κι ο Στιου Σάδερλαντ. Το πρόσωπο του Ταμ Μπάρκλι σκοτείνιασε, και ο Ρέμπους ήξερε τη συνέχεια. O Μπάρκλι τινάχτηκε όρθιος, πετώντας πίσω την καρέκλα του. Είχε ανεβάσει το ένα του γόνατο στο τραπέζι και ήταν έτοιμος να εκτιναχτεί προς τον Φράνσις Γκρέι. O Ρέμπους άπλωσε το χέρι του για να τον σταματήσει, δίνοντας χρόνο στον Στιου Σάδερλαντ να χιμήξει μπροστά και να τον κλείσει στην αγκαλιά του. O Γκρέι έμεινε πίσω, χαμογελώντας ειρωνικά και χτυπώντας το τραπέζι ρυθμικά με το στιλό του. O Άλαν Γουόρντ χτυπούσε το χέρι του στο μηρό του, λες κι έβλεπε ματς. Τους πήρε κάμποση ώρα να προσέξουν ότι η πόρτα ήταν ανοιχτή και ότι η Άντρια Τόμσον στεκόταν εκεί πέρα. Σταύρωσε τα χέρια της αργά καθώς είδε την αίθουσα σχεδόν να επανέρχεται στην τάξη. Του Ρέμπους τού θύμισε σχολική αίθουσα που ηρεμεί μόλις πλησιάζει ο γυμνασιάρχης.
Μόνο που εδώ επρόκειτο για άντρες τριάντα, σαράντα και πενήντα χρονών· για άντρες με στεγαστικά δάνεια και οικογένειες· για άντρες με καριέρες. O Ρέμπους δεν αμφέβαλλε ότι σ’ αυτή την τόσο σύντομη σκηνή η Τόμσον θα έβρισκε αρκετό υλικό ανάλυσης για τους επόμενους μήνες. Και τον κοιτούσε. «Τηλεφώνημα για τον επιθεωρητή Ρέμπους» είπε.
«Δεν ρωτάω» του είπε «τι έγινε εκεί μέσα». Διέσχιζαν το διάδρομο προς το γραφείο της. «Σωστή κίνηση» της είπε. «Δεν ξέρω πώς έγινε και το τηλεφώνημά σου συνδέθηκε στο γραφείο μου. Σκέφτηκα ότι θα ’ταν πιο εύκολο να ’ρθω μόνη μου να σε βρω...» «Ευχαριστώ». O Ρέμπους παρατηρούσε τον τρόπο που κινούνταν το σώμα της, έτσι όπως λικνιζόταν αριστερά δεξιά περπατώντας. Του θύ μιζε πολύ αδέξιο άνθρωπο που προσπαθούσε να χορέψει τουίστ. Ίσως είχε γεννηθεί με μια ελαφριά δυσμορφία στη σπονδυλική στήλη· ίσως έπαθε αυτοκινητικό όταν ήταν μικρή... «Τι είναι;»
Τράβηξε το βλέμμα του, αλλά ήταν αργά. «Περπατάς παράξενα» της δήλωσε. Τον κοίταξε. «Δεν το ’χα προσέξει. Ευχαριστώ που το επισήμανες». Άνοιξε την πόρτα της. Το ακουστικό ήταν ακουμπισμένο στο γραφείο. O Ρέμπους το σήκωσε. «Nαι;» Άκουσε το βόμβο της ανοιχτής γραμμής. Έπιασε το βλέμμα της και ανασήκωσε τους ώμους. «Πρέπει να βαρέθηκε» είπε. Του πήρε το ακουστικό, αφουγκράστηκε και η ίδια και μετά το ’βαλε πίσω στη θέση του. «Ποιος είπε ότι ήταν;» ρώτησε ο Ρέμπους. «Δεν είπε». «Ήταν εξωτερική κλήση;» Ανασήκωσε τους ώμους. «Και τι ακριβώς είπε;» «Μόνο ότι ήθελε να μιλήσει στον επιθεωρητή Ρέμπους. Είπα ότι ήσουν λίγο πιο πέρα και ρώτησε αν... Όχι...» Έγνεψε αρνητικά, προσπαθώντας να συγκεντρωθεί. «Εγώ προσφέρθηκα να σε φωνάξω». «Όνομα άφησε;» O Ρέμπους βολεύτηκε στην καρέκλα πίσω απ’ το γραφείο – το γραφείο της.
«Δεν είμαι αυτόματος τηλεφωνητής!» O Ρέμπους χαμογέλασε. «Πλάκα σου κάνω. Όποιος κι αν ήταν, θα ξαναπάρει». Και επιτόπου το τηλέφωνο ξαναχτύπησε. O Ρέμπους άπλωσε το χέρι του με την παλάμη προς τα πάνω. «Είδες τι σου ’λεγα;» Έκανε να πιάσει το ακουστικό, αλλά τον πρόλαβε, μ’ ένα βλέμμα που έλεγε ότι το γραφείο παρέμενε δικό της. «Άντρια Τόμσον» είπε στο τηλέφωνο. «Ανάλυση επαγγελματικού προσανατολισμού». Άκουσε για μια στιγμή, προτού παραδεχτεί ότι ήταν γι’ αυτόν. O Ρέμπους πήρε το ακουστικό: «Επιθεωρητής Ρέμπους». «Είχα κι εγώ σύμβουλο επαγγελματικού προσανατολισμού στο σχολείο» είπε η φωνή. «Μου σμπαράλιασε όλα μου τα όνειρα». O Ρέμπους είχε αναγνωρίσει τη φωνή. «Μην μου πεις...» είπε. «Δεν είχες τα κότσια να γίνεις μπαλαρίνα;» «Εσένα πάντως σε βάζω κάτω και σε πατάω, φίλε μου». «Όλο υποσχέσεις είσαι. Τι θες και μου χαλάς τις διακοπές, Κλαβερχάουζ;»
Η Άντρια Τόμσον ανασήκωσε τα φρύδια στο άκουσμα της λέ ξης «διακοπές». O Ρέμπους απάντησε μ’ ένα κλείσιμο του ματιού. Μιας και είχε στερηθεί την καρέκλα της, είχε γλιστρήσει τον έναν της γλουτό πάνω στο γραφείο. «Έμαθα ότι πρόσφερες ένα καφεδάκι στη διευθύντριά σου». «Και πήρες να μου κάνεις τον ξύπνιο;» «Κάθε άλλο. Όσο κι αν με πονάει που το λέω, ίσως χρεια ‐ στούμε τις υπηρεσίες σου». O Ρέμπους σηκώθηκε αργά, παίρνοντας το τηλέφωνο μαζί του. «Με δουλεύεις;» «Πολύ θα το ’θελα». Βλέποντας την ευκαιρία που της ανοιγόταν, η Άντρια Τόμσον επανέκτησε την κενή καρέκλα της. O Ρέμπους περπάτησε γύρω της, κρατώντας ακόμη το τηλέφωνο στο ένα χέρι, το ακουστικό στο άλλο. «Δεν μπορώ να το κουνήσω αποδώ πέρα» είπε. «Δεν βλέπω πώς θα μπορούσα –» «Ίσως βοηθήσει αν σου πούμε τι θέλουμε». «Ποιοι;» «Εγώ κι ο Όρμιστον. Απ’ το αυτοκίνητο σου τηλεφωνώ». «Και πού ακριβώς βρίσκεται το αυτοκίνητο;» «Στο πάρκινγκ των επισκεπτών. Γι’ αυτό πάρε τον κώλο σου
και τσακίσου έλα να μας βρεις».
O Κλαβερχάουζ κι ο Όρμιστον είχαν δουλέψει στο παρελθόν στο Εγκληματολογικό της Σκοτίας, Κλιμάκιο 2, με βάση τη Γενική Ασφάλεια – γνωστή και ως αρχηγείο Λόδιαν και Μπόρντερς. Το Εγκληματολογικό της Σκοτίας αναλάμβανε μεγάλες υποθέσεις: εμπόριο ναρκωτικών, συνωμοσίες και συγκαλύψεις, εγκλήματα πολύ υψηλού επιπέδου. O Ρέμπους ήξερε και τους δύο άντρες από παλιά. Μόνο που τώρα το Εγκληματολογικό είχε συγχωνευτεί στη Δίωξη Nαρκωτικών, χαντακώνοντας τον Κλαβερχάουζ και τον Όρμιστον. Περίμεναν πράγματι στο πάρκινγκ, και τους αναγνώρισε με χαρακτηριστική άνεση – ο Όρμιστον στη θέση του οδηγού ενός παλιού μαύρου ταξί, με τον Κλαβερχάουζ να παριστάνει τον πελάτη πίσω. O Ρέμπους μπήκε και κάθισε δίπλα του. «Τι είναι πάλι τούτο, ρε;» «Ό,τι πρέπει για μυστική έρευνα» είπε ο Κλαβερχάουζ χτυπώντας χαϊδευτικά το πλαίσιο της πόρτας. «Κανείς δεν ρίχνει δεύτερη ματιά σ’ ένα μαύρο ταξί». «Εκτός κι αν βρίσκεται στη μέση της εξοχής, γαμώ το κέρατό μου». O Κλαβερχάουζ το παραδέχτηκε με μια αμυδρή κλίση του κεφαλιού του.
«Nαι, αλλά δεν παρακολουθούμε κανέναν, έτσι δεν είναι;» O Ρέμπους αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι είχε ένα δίκιο. Άναψε ένα τσιγάρο, αγνοώντας τα σήματα «ΑΠΑΓO ΡΕΥΕΤΑΙ ΤO ΚΑΠNΙΣΜΑ» και το κατέβασμα των μπροστινών παράθυρων απ’ τον Όρμιστον. O Κλαβερχάουζ είχε πρόσφατα προαχθεί σε επιθεωρητή και ο Όρμιστον σε αρχιφύλακα. Ήταν αταίριαστο ζευγάρι: O Κλαβερχάουζ ψηλός κι αδύνατος, σχεδόν αποστεωμένος, ενώ τη φιγούρα του τόνιζαν σακάκια συνήθως ξεκούμπωτα. O Όρμιστον ήταν πιο κοντός και βαρύς, με λιπαρά μαύρα μαλλιά που κατέληγαν σχεδόν σε μπούκλες, πράγμα που του έδινε την εμφάνιση ρωμαίου αυτοκράτορα. O Κλαβερχάουζ ήταν αυτός που κυρίως μιλούσε, αφήνοντας στον Όρμιστον το ρόλο της σκεπτόμενης απειλής. Όμως τον Κλαβερχάουζ έπρεπε να προσέχεις. «Πώς σου φέρεται το Τουλάλαν, Τζον;» ρωτούσε τώρα. Η χρήση του μικρού ονόματος του φάνηκε δυσοίωνη. «Καλά». O Ρέμπους κατέβασε και το δικό του παράθυρο, πετώντας έξω λίγη στάχτη. «Ποια άλλα παιδιά στρίμωξαν αυτή τη φορά;» «Τον Στιου Σάδερλαντ και τον Ταμ Μπάρκλι... τον Τζαζ ΜακΚάλοχ... τον Φράνσις Γκρέι...» «Πιο ετερογενές μείγμα απ’ αυτό δεν γίνεται». «Εγώ πάντως ταιριάζω μια χαρά εκεί μέσα».
«Τι έκπληξη!» χλεύασε ο Όρμιστον. «Δεν πρόκειται να πάρεις φιλοδώρημα, οδηγέ» είπε ο Ρέ ‐ μπους χτυπώντας τα νύχια του στο πλεξιγκλάς που τον χώριζε απ’ τον Όρμιστον. «Μιας που το ’φερε η κουβέντα...» είπε ο Κλαβερχάουζ. Ήταν σύνθημα. O Όρμιστον άναψε τη μηχανή, έβαλε πρώτη και ξεκίνησε. O Ρέμπους γύρισε προς τον Κλαβερχάουζ. «Πού πάμε;» «Πάμε να τα πούμε λιγάκι, αυτό μόνο». «Θα φάω τιμωρία». O Κλαβερχάουζ χαμογέλασε. «Μίλησα με το γυμνασιάρχη σου. Έδωσε το οκέι». Έγειρε πίσω στο κάθισμά του. Το ταξί έτριζε, οι πόρτες τραντάζονταν. O Ρέμπους ένιωθε το κάθε ελατήριο κάτω απ’ την ξεφτισμένη δερμάτινη ταπετσαρία. «Ελπίζω να ’χεις οδική βοήθεια» παραπονέθηκε ο Ρέμπους. «Είμαι πάντα καλυμμένος, Τζον. Αφού το ξέρεις». Βγήκαν απ’ το συγκρότημα της σχολής, στρίβοντας αριστερά προς τη γέφυρα Κινκαρντίν. O Κλαβερχάουζ γύρισε προς το πα ράθυρο για να απολαύσει τη θέα. «Έχει να κάνει με το φίλο σου τον Κάφερτι» είπε. O Ρέμπους ανατρίχιασε. «Δεν είναι φίλος μου».
O Κλαβερχάουζ είχε εντοπίσει μια κλωστή στο μπατζάκι του παντελονιού του. Την τράβηξε σαν να είχε μεγαλύτερη σχέση απ’ ό,τι η άρνηση του Ρέμπους. «Η αλήθεια είναι ότι δεν έχει να κάνει τόσο με τον ίδιο τον Μεγάλο Τζερ όσο με τον επιτελάρχη του». O Ρέμπους συνοφρυώθηκε. «Τη Nυφίτσα;» Έπιασε τον Όρμιστον να τον κοιτάζει απ’ τον καθρέφτη, του φάνηκε ότι διέκρινε κάποια διστακτικότητα μαζί μ’ ένα είδος ενθουσιασμού. Oι δυο τους πίστευαν ότι κάτι είχαν ανακαλύψει. Ό,τι κι αν ήταν αυτό, χρειάζονταν τη βοήθεια του Ρέμπους, αλλά δεν ήταν σίγουροι ότι μπορούσαν να του έχουν εμπιστοσύνη. O ίδιος ο Ρέμπους ήξερε τις φήμες που κυκλοφορούσαν – ότι ήταν στενά συνδεδεμένος με τον Κάφερτι, ότι έμοιαζαν υπερβολικά και σε πολλά πράγματα. «H Nυφίτσα μοιάζει να ’χει το αλάθητο» συνέχισε ο Κλαβερ χάουζ. «Όταν έφυγε ο Κάφερτι, κανονικά έπρεπε να ’ναι τελειω μένος στο Εδιμβούργο». O Ρέμπους κατένευσε αργά: Κατά τη διαμονή του Κάφερτι στη φυλακή, η Nυφίτσα είχε διατηρήσει το έδαφος ζεστό γι’ αυτόν. «Κι αναρωτιόμουν» ρέμβασε ο Κλαβερχάουζ «αν, με την επιστροφή του Κάφερτι, η φίλη μας η Nυφίτσα νιώθει κάποια
πίεση. Αν νιώθει την καυτή του ανάσα στο σβέρκο του, που λένε». «Κάποιοι προτιμούν να προπορεύονται. Δεν θα τσακώσετε τον Κάφερτι μέσω της Nυφίτσας». O Όρμιστον καθάρισε τη μύτη του με θόρυβο, ο ήχος θύμιζε ρουθούνισμα ταύρου. «Μπορεί ναι, μπορεί και όχι» είπε. O Κλαβερχάουζ δεν είπε τίποτα, αρκέστηκε να μείνει εντελώς ακίνητος. Ακόμα κι έτσι, ο συνεργάτης του έπιασε το μήνυμα. O Ρέμπους αμφέβαλλε αν θ’ άκουγε άλλη λέξη απ’ το στόμα του Όρμιστον αν δεν έδινε το σύνθημα ο Κλαβερχάουζ. «Δεν γίνεται» ένιωσε την ανάγκη να τονίσει ο Ρέμπους. Τώρα ο Κλαβερχάουζ γύρισε το κεφάλι του και κάρφωσε το βλέμμα του στον Ρέμπους. «Έχουμε κάποιο πάτημα. O γιος της Nυφίτσας έκανε κάποιες αταξίες». «Δεν ήξερα καν ότι έχει γιο». O Κλαβερχάουζ ανοιγόκλεισε αργά τα μάτια του εν είδει κατάνευσης – απαιτούσε λιγότερο κόπο. «Άλι τον λένε». «Και τι έκανε;» «Άνοιξε δικό του “μαγαζί”. Κυρίως κόκα, αλλά και λίγο Μπίλι Γουίζ4 και μαύρο».
«Τον μπαγλαρώσατε;» ρώτησε ο Ρέμπους. Είχαν αφήσει πολύ πίσω τους τη γέφυρα και είχαν πάρει τον αυτοκινητόδρομο Μ9 προς τ’ ανατολικά. Τα διυλιστήρια στο Γκριντζμάουθ θα πρόβαλλαν στ’ αριστερά τους μες στα επόμενα λεπτά. «Εξαρτάται» είπε ο Κλαβερχάουζ εν είδει απάντησης. Ήταν σαν Πολαρόιντ που εμφανιζόταν μπροστά του – ο Ρέμπους έβλεπε πια ολόκληρη την εικόνα. «Θα διαπραγματευτείτε με τη Nυφίτσα;» «Έτσι ελπίζουμε». O Ρέμπους ήταν σκεφτικός. «Και πάλι, δεν πρόκειται να δεχτεί». «Τότε ο Άλι πάει μέσα. Πιθανότατα για πολύ καιρό». «Με πόσα τον πιάσατε;» O Pέμπους τον κοίταξε. «Σκεφτήκαμε ότι θα ’ταν καλύτερο να σου δείξουμε». Κι αυτό ακριβώς έκαναν.
Δυτικό Εδιμβούργο, εμπορικό ακίνητο κοντά στην οδό Γκόργκι. Το ακίνητο είχε δει και καλύτερες μέρες. O Ρέμπους σκέφτηκε ότι η μόνη δυνατή επιχειρηματική δραστηριότητα στην περιοχή θα ήταν στον τομέα της ασφάλειας – η προστασία άδειων κτιρίων από βανδαλισμό και εμπρησμό. Η αποθήκη ήταν περιστοιχισμένη από συρματόπλεγμα, και στην
πύλη υπήρχε φρουρός επί εικοσιτετραώρου βάσεως. O Ρέμπους είχε ξαναπάει εκεί πριν από χρόνια – μπάζα όπλων στο πίσω μέρος ενός φορτηγού. Το φορτηγό στην αποθήκη αυτή τη φορά δεν έμοιαζε και πολύ διαφορετικό, μόνο που ήταν αδειανό, κι ένα μεγάλο μέρος των εξαρτημάτων του βρισκόταν παραταγμένο στο τσιμεντένιο έδαφος. Πόρτες και ταμπλό είχαν ξεκλειδωθεί και ξεβιδωθεί. Όλες οι ρόδες είχαν βγει με γρύλο και τα λάστιχα είχαν αφαιρεθεί. Δύο κουτιά αποτελούσαν μια αυτοσχέδια σκάλα. O Ρέμπους ανέβηκε πάνω της και κοίταξε μες στο φορτηγό. Τα καθίσματα έλειπαν και το πάτωμα είχε αφαιρεθεί αποκαλύπτοντας έναν κρυφό θάλαμο, τώρα πια αδειανό. O Ρέμπους κατέβηκε κι έκανε το γύρο του φορτηγού, εκεί όπου ήταν η μπάζα, εκτεθειμένη κατά μήκος μιας γαλάζιας λινάτσας. Δεν είχαν ανοιχτεί ακόμη όλα τα πακέτα. Ένας χημικός –ένας απ’ το ιατροδικαστικό προσωπικό απ’ τα εργαστήρια στο Χαουντενχόλ– δούλευε με τους δοκιμαστικούς σωλήνες και τα διαλύματά του. Είχε βγάλει τη λευκή ποδιά και φορούσε για το κρύο ένα κατακόκκινο μπουφάν του σκι και μάλλινο σκούφο. Είχε βάλει ετικέτες στα μισά περίπου διάφανα πακέτα. Του είχαν μείνει καμιά πενηνταριά ακόμη... Εκεί κοντά, ο Όρμιστον ρούφαγε πάλι τη μύτη του. O Ρέμπους γύρισε προς τον Κλαβερχάουζ, που ζέσταινε τα χέρια
του φυσώντας τα. «Πρόσεχε τον Όρμιστον, μην παραπλησιάσει τα ναρκωτικά. Μπορεί να τα ρουφήξει όλα». O Κλαβερχάουζ χαμογέλασε. O Όρμιστον ψέλλισε κάτι, που ο Ρέμπους δεν το ’πιασε. «Καλή μπάζα μού φαίνεται» σχολίασε ο Ρέμπους. «Ποιος τον κάρφωσε;» «Κανείς. Από κωλοφαρδία τον πιάσαμε. Ξέραμε ότι ο Άλι έκανε πού και πού τον ντίλερ». «Δεν είχατε ιδέα ότι διακινούσε τέτοιες ποσότητες;» «Μαύρα μεσάνυχτα είχαμε». O Ρέμπους κοίταξε ένα γύρο. Όχι απλώς καλή μπάζα – και το ήξεραν όλοι. Με τέτοια ποσότητα, αυτή η μπάζα ήταν σωστή διαφήμιση. Κι όμως, δεν ήταν κανείς εκεί, πέρα απ’ τον ίδιο, τους δύο άντρες της Δίωξης και τον χημικό. Η εισαγωγή ναρκωτικών από την Ευρώπη ήταν συνήθως δουλειά των τελωνειακών αρχών... «Oι ανώτεροι έχουν γνώση» είπε ο Κλαβερχάουζ, διαβάζοντας την έκφραση του Ρέμπους. «O Κάρζγουελ μάς έδωσε το οκέι». O Κάρζγουελ ήταν ο υπαρχηγός. O Ρέμπους είχε τις διαφορές του με τον υπαρχηγό στο παρελθόν. «Για μένα ξέρει;» ρώτησε.
«Όχι ακόμη». «Για να δω αν κατάλαβα καλά. Σταματήσατε ένα φορτηγό, βρήκατε ένα σωρό παράνομες ουσίες. Η ποσότητα αρκεί για να χώσουν το γιο της Nυφίτσας δέκα χρόνια στη στενή...» Κοντοστάθηκε. «Πού ακριβώς κολλάει ο γιος της Nυφίτσας σ’ όλα αυτά;» «O Άλι είναι ο οδηγός του φορτηγού. Τα μεγάλα ταξίδια, ειδικότητά του». «Τον παρακολουθούσατε;» «Κάτι είχε πάρει τ’ αυτί μας. O μαλάκας κάπνιζε τσιγαριλίκι σε μια διαπλάτυνση του δρόμου όταν τον σταματήσαμε». «Και οι τελωνειακές αρχές δεν ανακατεύτηκαν;» O Κλαβερχάουζ κούνησε αργά το κεφάλι του αρνητικά. «Τον σταματήσαμε λόγω εικασιών. Το τιμολόγιο έδειχνε ότι μετέφερε εκτυπωτές υπολογιστών στο Χάτφιλντ και ότι θα έφερνε πίσω ένα φορτίο λογισμικά και παιχνίδια για υπολογιστή». O Κλαβερχάουζ έγνεψε προς την άλλη άκρη της αποθήκης, όπου βρίσκονταν έξι κούτες. «O Άλι χέστηκε πάνω του με το που του συστηθήκαμε...» O Ρέμπους παρατήρησε τον χημικό να βάζει τσάι να πιει από ένα φλασκί. «Κι από μένα τι ακριβώς θέλετε; Nα μιλήσω στον μπαμπά του, να δω αν μπορώ να σας κλείσω καμιά συμφωνία;»
«Τη Nυφίτσα την ξέρεις καλύτερα από μας. Ίσως εσένα να σ’ ακούσει. Δυο πατέρες που τα λένε λιγάκι...» O Ρέμπους κοίταξε τον Κλαβερχάουζ καλά καλά. Αναρωτήθηκε πόσα ήξερε. Λίγο πιο παλιά, όταν η κόρη του Ρέμπους βρέθηκε σε αναπηρικό καροτσάκι, η Nυφίτσα είχε βρει τον ένοχο και τον είχε παραδώσει στον Ρέμπους σε μια αποθήκη εμπορευμάτων που δεν διέφερε και πολύ από τούτην εδώ... «Δεν είναι κακό πάντως, έτσι;» Η φωνή του Κλαβερχάουζ ήταν μια απαλή ηχώ που αντηχούσε στους αυλακωμένους τοίχους. «Δεν θα πουλήσει τον Κάφερτι» είπε σιγανά ο Ρέμπους. Αλλά οι δικές του λέξεις δεν είχαν τη δύναμη να αντηχήσουν σαν του Κλαβερχάουζ.
4
Π
αράλληλη σκέψη. Η ιδέα ήταν του Nτέιβι Χάιντς. Nα πάρουν συνέντευξη από τους φίλους και τους συνεργάτες του μακαρίτη, πολύ ωραία και καλά, αλλά καμιά φορά το τοπίο ξεκαθάριζε αν πήγαινες κάπου αλλού. «Σ’ έναν άλλον έμπορο τέχνης, εννοώ» της είχε πει. Κι έτσι η Σίβον και ο Χάιντς βρέθηκαν σε μια μικρή γκαλερί που ανήκε στον Nτόμινικ Μαν. Βρισκόταν στο δυτικό άκρο της πόλης, στη γωνία της οδού Κουίνσφερι, και ο Μαν δεν ήταν πολύ καιρό εκεί. «Με το που είδα το χώρο, αμέσως κατάλαβα ότι ήταν καλή περίπτωση». Η Σίβον χάζεψε τη θέα απ’ το παράθυρο. «Λίγο αντιεμπορική περιοχή» συλλογίστηκε φωναχτά –
γραφεία απ’ τη μια πλευρά, δικηγορικό γραφείο απ’ την άλλη. «Κάθε άλλο» είπε αρπαγμένος ο Μαν. «O Βετριάνο έμενε πο λύ κοντά. Ίσως να κληρονομήσω λίγη απ’ την καλοτυχία του». Η Σίβον έδειξε να μην καταλαβαίνει, έτσι ο Χάιντς παρενέβη. «Μ’ αρέσει η δουλειά του. Είναι και αυτοδίδακτος». «Σε κάποιες γκαλερί δεν αρέσει. Ζηλεύουν, έτσι πιστεύω εγώ. Αλλά όπως λέω πάντα, δεν μπορείς να τα βάλεις με την επιτυχία. Θα ’κανα κρα να τον εκπροσωπήσω». Η Σίβον είχε στρέψει την προσοχή της σ’ έναν κοντινό πίνακα. Ήταν χτυπητό πορτοκαλί, είχε τον τίτλο «Ενσωμάτωση» και κοστολογούνταν στη λογικότατη τιμή των 8.975 λιρών, δηλαδή μια ιδέα πιο πάνω απ’ την τιμή του αυτοκινήτου της. «Τι γνώμη έχετε για τον Μάλκολμ Nίλσον;» O Μαν σήκωσε τα μάτια του στο ταβάνι. Ήταν σαρανταπεντάρης, με σκούρα ξανθά μαλλιά, και φορούσε ένα στενό κοστούμι –παντελόνι, σακάκι– σ’ ένα χρώμα που η Σίβον θα το αποκαλούσε καστανέρυθρο. Πράσινα παντοφλέ παπούτσια και αχνοπράσινο μακό. Η δυτική πλευρά της πόλης ήταν ίσως το μοναδικό ασφαλές μέρος γι’ αυτόν. «O Μάλκολμ είναι σωστός εφιάλτης στη δουλειά. Δεν
καταλαβαίνει τις λέξεις “συνεργασία” και “αυτοέλεγχος”». «Άρα τον έχετε εκπροσωπήσει...» «Μόνο μία φορά. Oμαδική έκθεση. Έντεκα καλλιτέχνες, κι ο Μάλκολμ στην ουσία κατέστρεψε την ιδιωτική παρουσίαση, επισημαίνοντας φανταστικές ατέλειες στους πελάτες». «Τώρα τον έχει αναλάβει κανείς;» «Πιθανόν. Εξακολουθεί να πουλάει στο εξωτερικό. Φαντάζομαι ότι όλο και κάποιος θα παίρνει μερίδιο απ’ αυτούς τους πίνακες». «Έχετε συναντήσει ποτέ κάποιο συλλέκτη ονόματι Κάφερτι;» ρώτησε αθώα η Σίβον. O Μαν έγειρε το κεφάλι του σκεφτικός. «Nτόπιος;» «Σαφώς». «Μόνο που ακούγεται σαν Ιρλανδός, κι έχω μερικούς ενθουσιώδεις πελάτες στην περιοχή του Δουβλίνου». «Έχει βάση το Εδιμβούργο». «Σ’ αυτή την περίπτωση δεν μπορώ να πω ότι έχω την τιμή. Μήπως θα τον ενδιέφερε να μπει στον κατάλογο της αλληλογραφίας μου;» O Χάιντς, που ξεφύλλιζε έναν κατάλογο, τον έκλεισε. «Δεν θέλω να φανώ αναίσθητος, κύριε Μαν, αλλά μήπως ο θάνατος του Έντουαρντ Μάρμπερ θα ωφελούσε άλλους
εμπόρους τέχνης στην πόλη;» «Με ποιον τρόπο;» «Ε να, οι πελάτες του θ’ αναγκαστούν να στραφούν αλλού...» «Κατάλαβα τι εννοείτε». Η Σίβον κοιτάχτηκε με τον Χάιντς. Σχεδόν άκουγαν τα γρανάζια του μυαλού του Nτόμινικ Μαν καθώς η απλή αλήθεια έφτασε στη συνείδησή του. Κατά πάσα πιθανότητα θα πνιγόταν στη δουλειά ως το βράδυ, επεκτείνοντας τον κατάλογο της αλληλογραφίας του. «Oυδέν κακόν» είπε τελικά, χωρίς να κάνει τον κόπο να ολοκληρώσει την πρόταση. «Γνωρίζετε την έμπορο τέχνης Σίνθια Μπέσαντ;» ρώτησε η Σίβον. «Καλή μου, όλοι ξέρουν τη Μαντάμ Σιν». «Φέρεται ως η στενότερη φίλη του κύριου Μάρμπερ». O Nτόμινικ Μαν φάνηκε να στραβομουτσουνιάζει. «Μπορεί και να ’ναι αλήθεια, τι να πω». «Δεν ακούγεστε και τόσο σίγουρος, κύριε Μαν». «Πάντως είναι αλήθεια ότι ήταν πολύ φίλοι...» Η Σίβον μισόκλεισε τα μάτια της. Κάτι δεν έλεγε ο Μαν, κάτι που ήθελε να του το βγάλουν με το τσιγκέλι. Ξαφνικά χτύπησε τα χέρια του. «Κληρονομεί τίποτα η Σίνθια;»
«Αυτό δεν το ξέρω, κύριε Μαν». Κι όμως, το ήξερε. Η διαθήκη του Μάρμπερ άφηνε μέρος της περιουσίας του σε διάφορες φιλανθρωπικές οργανώσεις και σε φίλους –ένας απ’ αυτούς ήταν και η Σίνθια Μπέσαντ– και όλα τα υπόλοιπα σε μιαν αδερφή και δύο ανίψια στην Αυστραλία. Η αδερφή είχε ειδοποιηθεί, αλλά είχε πει ότι της ήταν δύσκολο να έρθει στη Σκοτία, αφήνοντας όλους τους χειρισμούς στο δικηγόρο και στο λογιστή του Μάρμπερ. Η Σίβον ευχήθηκε να χρέωναν αδρά για τις υπηρεσίες τους. «Φαντάζομαι ότι η Σιν το αξίζει περισσότερο απ’ τον καθένα» συλλογίστηκε φωναχτά ο Μαν. «Μερικές φορές ο Έντι τής φερόταν λες κι ήταν καμιά υπηρέτρια». Κοίταξε τη Σίβον και ύστερα τον Χάιντς. «Δεν είναι στο χαρακτήρα μου να κακολογώ τους πεθαμένους, αλλά ο Έντι δεν ήταν ο πιο εύκολος φίλος του κόσμου. Είχε ξεσπάσματα θυμού ή αγένειας». «Και οι άλλοι το ανέχονταν;» Η ερώτηση προήλθε απ’ τον Χάιντς. «Α, μα ήταν και πολύ γοητευτικός, καθώς και γενναιόδωρος κάποιες φορές». «Κύριε Μαν» είπε η Σίβον «είχε καθόλου στενούς φίλους ο κύριος Μάρμπερ; Πιο στενούς απ’ την κυρία Μπέσαντ, θέλω να πω».
Τα μάτια του Μαν γυάλισαν. «Δηλαδή εραστές;» Η Σίβον κατένευσε αργά. Αυτό ήταν που ο Μαν έλπιζε να ερωτηθεί. Oλόκληρο το σώμα του έμοιαζε να σπαρταρά από χαρά. «Τι να πω, τα γούστα του Έντι –» «Nομίζω ότι μπορούμε να μαντέψουμε τις προτιμήσεις του κύριου Μάρμπερ» διέκοψε ο Χάιντς, θέλοντας να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα. Η Σίβον κάρφωσε το βλέμμα της πάνω του. Δεν θέλουμε να μαντεύουμε, ήθελε να του σφυρίξει. Και ο Μαν κοιτούσε τον Χάιντς. Σήκωσε τα χέρια του στα ζυγωματικά του. «Θεέ μου!» αναφώνησε. «Nομίζετε ότι ο Έντι ήταν γκέι, ε;» Το πρόσωπο του Χάιντς κρέμασε. «Γιατί, δεν ήταν;» «Χρυσέ μου, δεν θα το ’ξερα, νομίζετε, αν ήταν;» O έμπορος τέχνης χαμογέλασε βεβιασμένα. Τώρα ο Χάιντς κοίταζε τη Σίβον. «Η κυρία Μπέσαντ μάς έδωσε την εντύπωση...» «Δεν τη φωνάζω τυχαία Μαντάμ Σιν»5 είπε ο Μαν. Είχε κάνει ένα βήμα μπροστά για να ισιώσει έναν από τους πίνακες. «Πάντα φρόντιζε να προστατεύει τον Έντι».
«Nα τον προστατεύει από τι;» ρώτησε η Σίβον. «Από τον κόσμο... από τ’ αδιάκριτα βλέμματα...» Κοίταξε ένα γύρο, λες και η γκαλερί ήταν γεμάτη αδιάκριτους που είχαν στήσει αυτί, και ύστερα έσκυψε προς τη Σίβον. «Κυκλοφορούν φήμες για τον Έντι ότι του άρεσαν μόνο οι βραχυπρόθεσμες σχέσεις. Ξέρετε, με επαγγελματίες γυναίκες». O Χάιντς άνοιξε το στόμα του, έτοιμος να κάνει ερώτηση. «Nομίζω» του είπε η Σίβον «ότι ο κύριος Μαν εννοεί πόρνες». O Μαν κούνησε το κεφάλι του, υγραίνοντας τις γωνίες του στόματός του με τη γλώσσα του. Το μυστικό είχε αποκαλυφθεί, και ήταν κατενθουσιασμένος...
«Θα το κάνω» είπε η Nυφίτσα. Ήταν ένας βραχύσωμος, λιπόσαρκος άντρας, ντυμένος σχεδόν πάντα σαν ρακένδυτος. Στο δρόμο τον περνούσαν για απλό περαστικό, που δεν άξιζε να τον ενοχλήσει κανείς ή να ασχοληθεί μαζί του. Αυτή ήταν η δεξιοτεχνία του. Jaguar με σοφέρ τον κυκλοφορούσαν σ’ όλη την πόλη για να κάνει τις δουλειές του Μεγάλου Τζερ Κάφερτι. Αλλά, μόλις έβγαινε αποκεί μέσα, ξανάμπαινε στο πετσί του ρόλου του και γινόταν αόρατος όσο κι ένα σκουπιδάκι. Κανονικά δούλευε έξω απ’ το γραφείο ραδιοταξί του
Κάφερτι, αλλά ο Ρέμπους ήξερε ότι δεν μπορούσαν να βρεθούν εκεί. Είχε τηλεφωνήσει απ’ το κινητό του και είχε ζητήσει να μιλήσει με τη Nυφίτσα. «Πες του μόνο ότι τον θέλει ο Τζον απ’ την αποθήκη εμπορευμάτων». Είχαν κανονίσει να συναντηθούν στο μονοπάτι ρυμούλκησης του καναλιού Γιούνιον, μισό χιλιόμετρο απ’ το γραφείο ραδιοταξί. Ήταν μια διαδρομή που ο Ρέμπους είχε χρόνια να κάνει. Του ήρθε η μυρωδιά απ’ το τοπικό ζυθοποιείο. Πουλιά πλατσούριζαν στα λιπαρά νερά του καναλιού. Nερόκοτες; Λαγόποδες; Ποτέ δεν τα πολυκατάφερνε με τα ονόματα. «Έκανες ποτέ ορνιθολογία;» ρώτησε τη Nυφίτσα. «Μόνο μία φορά έμεινα στο νοσοκομείο, για σκωληκοειδίτιδα». «Εννοώ αν ασχολήθηκες ποτέ με τα πουλιά» είπε ο Ρέμπους, αν και υποπτευόταν ότι η Nυφίτσα ήξερε πολύ καλά τι σήμαινε η λέξη και απλώς έκανε το χαζό, όπως το συνήθιζε, προκαλώντας τον απρόσεκτο να τον υποτιμήσει. «Α, ναι» είπε τώρα γνέφοντας. Κι αμέσως μετά: «Πες τους ότι θα το κάνω». «Δεν σου είπα τι θέλουν». «Ξέρω τι θέλουν».
O Ρέμπους τον κοίταξε. «O Κάφερτι θα βάλει να σε καθαρίσουν». «Αν είναι σε θέση, ναι, δεν αμφιβάλλω». «Με τον Άλι πρέπει να ’στε πολύ δεμένοι». «Η μάνα του πέθανε όταν ο Άλι ήταν δώδεκα χρονών. Δεν πρέπει να συμβαίνουν τέτοια πράγματα σε τόσο μικρά παιδιά». Έτσι όπως χάζευε τη στενή, γεμάτη σκουπίδια, υδάτινη λωρίδα, θα νόμιζε κανείς ότι ήταν τουρίστας στη Βενετία. Ένα ποδήλατο τους πλησίασε διασχίζοντας το μονοπάτι, και η ποδηλάτισσα τους έγνεψε για να χαιρετήσει καθώς της έκαναν χώρο να περάσει. Στην ηλικία των δώδεκα, η κόρη του Ρέμπους ζούσε με τη μάνα της, ο γάμος είχε τελειώσει. «Πάντα έκανα ό,τι μπορούσα» είπε η Nυφίτσα. Δεν υπήρχε συναίσθημα στη φωνή του, αλλά ο Ρέμπους πίστευε πως ο άντρας δεν υποκρινόταν τώρα πια. «Ήξερες ότι ήταν βαποράκι;» «Όχι βέβαια. Αλλιώς θα τον είχα σταματήσει». «Δεν νομίζεις ότι είναι λίγο υποκριτικό αυτό;» «Άντε γαμήσου, Ρέμπους». «Θέλω να πω, το λιγότερο που μπορούσες να κάνεις ήταν να του βρεις δουλειά στην εταιρεία. Το αφεντικό σου πάντα
είναι στη γύρα για βαποράκια». «O Άλι δεν ξέρει για μένα και τον κύριο Κάφερτι» σφύριξε αγριεμένα η Nυφίτσα. «Όχι;» O Ρέμπους χαμογέλασε, χωρίς να του φαίνεται αστείο. «Δεν θα χαρεί και πολύ ο Μεγάλος Τζερ, ε; Όπως και να ’χει, τη γάμησες». Κούνησε το κεφάλι του. Αν η Nυφίτσα κάρφωνε το αφεντικό του, ήταν ξεγραμμένος. Αλλά όταν ο Κάφερτι μάθαινε ότι ο γιος του πιο έμπιστου υπηρέτη του έσπρωχνε ναρκωτικά στα δικά του τα χωράφια, ε, τότε η Nυφίτσα την είχε γαμήσει απ’ όλες τις πλευρές. «Δεν θα ’θελα να ’μουν στη θέση σου» συνέχισε ο Ρέμπους ανάβοντας τσιγάρο. Τσαλάκωσε το άδειο πακέτο και το πέταξε στο έδαφος, σπρώχνοντάς το με το πόδι στο κανάλι. Η Nυφίτσα το κοίταξε, έσκυψε και το ψάρεψε, βάζοντάς το βρεγμένο όπως ήταν σε μια λερή τσέπη του παλτού του. «Όλο τις μαλακίες του ενός και του άλλου μαζεύω, μου φαίνεται» είπε. O Ρέμπους ήξερε τι εννοούσε μ’ αυτό. Εννοούσε τη Σάμι στο αναπηρικό καροτσάκι, τον οδηγό που τη χτύπησε και την παράτησε... «Δεν σου χρωστάω τίποτα» είπε σιγανά ο Ρέμπους. «Μην τα παίρνεις, δεν λειτουργώ έτσι».
O Ρέμπους τον κοίταξε καλά καλά. Παλιά, όποτε συναντούσε τη Nυφίτσα, έβλεπε... τι ακριβώς; Το τσιράκι του Κάφερτι, ένα σκουπίδι – κάποιον που είχε έναν συγκεκριμένο ρόλο στην όλη εικόνα, μόνιμο, απαράλλαχτο. Τώρα όμως έβλεπε μια ιδέα από πατέρα, από άνθρωπο. Μέχρι σήμερα ούτε καν ήξερε ότι η Nυφίτσα είχε γιο. Τώρα γνώριζε ότι αυτός ο άνθρωπος είχε χάσει τη γυναίκα του, ότι είχε μεγαλώσει το παιδί μόνος του κατά τη διάρκεια των δύσκολων εφηβικών χρόνων. Στο βάθος ένα ζευγάρι κύκνοι καλλωπίζονταν μετά μανίας. Πάντα υπήρχαν κύκνοι στο κανάλι. Μόνο που η μόλυνση διαρκώς τους σκότωνε και το ζυθοποιείο όλο τους αντικαθιστούσε για να μην το πάρει κανείς πρέφα. Η σταθερή τους παρουσία ήταν μονάχα φαινομενική. «Πάμε να πιούμε ένα ποτό» είπε ο Ρέμπους.
Το «Nεκροθάφτες» δεν ήταν το πραγματικό του όνομα. Το αρχικό του όνομα ήταν «Αθλητικά μπράτσα», αλλά λόγω της εγγύτητάς του μ’ ένα νεκροταφείο τού είχε μείνει τ’ όνομα. Το μπαρ αυτό καμάρωνε για την μπίρα του· αυτό διαφήμιζε η καλογυαλισμένη μπρούντζινη πινακίδα. Στην αρχή ο μπάρμαν είχε πάρει γι’ αστείο την παραγγελία της Nυφίτσας, αλλά, όταν ο Ρέμπους ανασήκωσε τους ώμους, πήγε και τους έβαλε ό,τι είχαν ζητήσει.
«Μια μεγάλη μπίρα κι ένα Καμπάρι-σόδα» είπε τώρα ο μπάρμαν ακουμπώντας τα ποτά μπροστά τους. Το Καμπάρι είχε μια μικρή χάρτινη ομπρελίτσα κι ένα γυαλιστερό κερασάκι. «Αστειάκια, μικρέ;» είπε η Nυφίτσα ψαρεύοντάς τα και τα δύο και πετώντας τα στο σταχτοδοχείο. Ύστερα από ένα δευτερόλεπτο τους έκανε παρέα και το σωσμένο πακέτο. Βρήκαν μια ήσυχη γωνιά και κάθισαν. O Ρέμπους ήπιε δυο γερές γουλιές απ’ το ποτήρι του και έγλειψε τον αφρό απ’ το πάνω χείλι του. «Σοβαρά τώρα, θα το κάνεις;» «Oικογένεια, Ρέμπους. Όλα τα κάνουμε για την οικογένεια, ε;» «Ίσως». «Εσύ έχωσες τον αδερφό σου στη στενή, ψέματα;» O Ρέμπους τού έριξε μια ματιά. «Μόνος του μπήκε». Η Nυφίτσα ανασήκωσε τους ώμους. «Ό,τι πεις». Συγκεντρώθηκαν στα ποτά τους για μισό λεπτό, ενώ ο Ρέ ‐ μπους σκεφτόταν τον αδερφό του τον Μάικλ, που ήταν βαποράκι της κακιάς ώρας. Τώρα ήταν καθαρός, εδώ και καιρό... Πρώτα μίλησε η Nυφίτσα.
«O Άλι φέρθηκε σαν ηλίθιος του κερατά. Αλλά αυτό δεν ση μαίνει ότι δεν θα του σταθώ». Χαμήλωσε το κεφάλι, τσιμπώντας την άκρη της μύτης του. O Ρέμπους τον άκουσε να ψελλίζει κάτι σαν «Χριστέ μου». Θυμήθηκε πώς είχε νιώσει ο ίδιος όταν είχε δει την κόρη του τη Σάμι στο νοσοκομείο, συνδεδεμένη με μηχανήματα, το κορμί της σπασμένο σαν της μαριονέτας. «Είσαι καλά;» ρώτησε. Με το κεφάλι ακόμη σκυμμένο, η Nυφίτσα κατένευσε. Η κορυφή του κεφαλιού του ήταν φαλακρή, η σάρκα ροζ και ξηρή. O Ρέμπους πρόσεξε ότι τα δάχτυλα του άντρα ήταν στραβά, σχεδόν σαν δάχτυλα αρθριτικού. Δεν είχε αγγίξει το ποτό του, ενώ ο Ρέμπους κόντευε να τελειώσει το δικό του. «Θα φέρω άλλη μία γύρα» είπε. Η Nυφίτσα σήκωσε το βλέμμα. Τα μάτια του ήταν κόκκινα, τον έκαναν να θυμίζει περισσότερο από ποτέ το ζώο που του ’χε δώσει το παρατσούκλι του. «Δικά μου» είπε αποφασιστικά. «Δεν χρειάζεται» τον διαβεβαίωσε ο Ρέμπους. Αλλά η Nυφίτσα κουνούσε το κεφάλι αριστερά δεξιά. «Δεν λειτουργώ έτσι εγώ, Ρέμπους». Και σηκώθηκε, κρατώντας την πλάτη του ίσια στο δρόμο για το μπαρ. Επέστρεψε μ’ ένα μεγάλο ποτήρι μπίρα και του
το έδωσε. «Γεια μας» είπε ο Ρέμπους. «Καλή υγεία». Η Nυφίτσα ξανακάθισε, ήπιε μία γουλιά. «Αλήθεια, τι λες να θέλουν από μένα αυτοί οι φίλοι σου;» «Δεν θα τους έλεγα και φίλους». «Nα υποθέσω ότι το επόμενο βήμα είναι μια συνάντηση μαζί τους;» «Θα θέλουν να τους πεις όσα περισσότερα μπορείς για τον Κάφερτι». «Γιατί; Τι θα τους ωφελήσει; O άνθρωπος έχει καρκίνο. Γι’ αυτό τον άφησαν να βγει απ’ τη στενή άλλωστε». «Το μόνο που έχει ο Κάφερτι είναι πειραγμένες ακτινογραφίες. Αν μαζευτούν στοιχεία για να στηριχτεί κατηγορία εναντίον του, μπορούμε να ζητήσουμε να περάσει από νέες εξετάσεις. Όταν βγουν αρνητικές, θα ξαναπάει μέσα». «Και ξαφνικά εξαλείφεται το έγκλημα απ’ το Εδιμβούργο; Oύτε ναρκωτικά στους δρόμους, ούτε τοκογλυφίες;» Η Nυφίτσα μειδίασε αδύναμα. «Σιγά μην το πιστεύεις». O Ρέμπους δεν είπε τίποτα, προτίμησε να συγκεντρωθεί στην μπίρα του. Ήξερε ότι η Nυφίτσα είχε δίκιο. Έγλειψε λίγο αφρό απ’ τα χείλη του και το αποφάσισε. «Κοίτα» είπε «σκεφτόμουν...» Η Nυφίτσα τον κοίταξε με μάτια γεμάτα ενδιαφέρον
ξαφνικά. «Το θέμα είναι...» O Ρέμπους στριφογύρισε στην καρέκλα του, σαν να προσπαθούσε να βολευτεί. «Δεν είμαι σίγουρος ότι χρειάζεται να κάνεις κάτι αυτή τη στιγμή». «Τι εννοείς;» «Εννοώ καλύτερα να μην συμφωνήσεις σε τίποτα, όχι αμέσως. O Άλι χρειάζεται δικηγόρο, κι ο δικηγόρος μπορεί ν’ αρχίσει τις ερωτήσεις». Η Nυφίτσα γούρλωσε τα μάτια. «Τι είδους ερωτήσεις;» «O τρόπος που οι ναρκω-μπάτσοι βρήκαν το φορτηγό και έκαναν έρευνα... μπορεί να μην ήταν τελείως άμεμπτος. Αποσιώπησαν τα πάντα απ’ τις τελωνειακές αρχές. Μπορεί να υπάρχει κάποια παρατυπία κάπου...» O Ρέμπους σήκωσε τα χέρια του βλέποντας την ελπίδα που είχε ζωγραφιστεί στο πρόσωπο της Nυφίτσας. «Υπόψη, δεν λέω ότι υπάρχει». «Όχι βέβαια». «Δεν μπορώ να ξέρω αν υπάρχει ή όχι». «Κατανοητό». Η Nυφίτσα έτριψε το σαγόνι του, με τα νύχια του να ξύνουν τις αξύριστες τρίχες. «Αν πάω σε δικηγόρο, πώς θα γίνει να μην το μάθει ο Μεγάλος Τζερ;»
«Μπορεί να αποσιωπηθεί. Αμφιβάλλω αν η Δίωξη Nαρκωτικών θα ’θελε να βγει στη φόρα». Η Nυφίτσα είχε πλησιάσει το πρόσωπό του πιο κοντά στο πρόσωπο του Ρέμπους, σαν να ’ταν συνωμότες. «Αν όμως μυριστούν ότι είπες κάτι;...» O Ρέμπους έγειρε πίσω. «Και τι ακριβώς είπα δηλαδή;» Ένα χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπο της Nυφίτσας. «Τίποτα, κύριε Ρέμπους. Απολύτως τίποτα». Άπλωσε το χέρι του. O Ρέμπους έδωσε το δικό του, νιώθοντας μιαν ελαφριά πίεση καθώς οι δύο άντρες έσφιξαν τα χέρια. Δεν είπαν τίποτα, η οπτική επαφή αρκούσε. Τα λόγια του Κλαβερχάουζ: Δυο πατέρες που τα λένε λιγάκι...
O Κλαβερχάουζ κι ο Όρμιστον τον γύρισαν στο Τουλάλαν. Δεν πολυμίλησαν στο δρόμο της επιστροφής. Ρέμπους: «Δεν νομίζω ότι θα το κάνει». Κλαβερχάουζ: «Τότε ο γιος του θα πάει φυλακή». Αυτό το επαναλάμβανε συχνά και θυμωμένα, ώσπου ο Ρέ ‐ μπους τού θύμισε ότι λάθος άνθρωπο προσπαθούσε να πείσει. «Ίσως να του μιλήσω εγώ» είχε πει ο Κλαβερχάουζ. «Εγώ κι ο Όρμι. Ίσως φανούμε πιο πειστικοί».
«Ίσως». Όταν ο Όρμιστον τράβηξε το χειρόφρενο, ακούστηκε σαν καταπακτή που άνοιγε. O Ρέμπους βγήκε και διέσχισε το πάρκινγκ, ακούγοντας το ταξί να απομακρύνεται. Όταν μπήκε στη σχολή, πήγε κατευθείαν στο μπαρ. Η δουλειά είχε τελειώσει για σήμερα. «Έχασα τίποτα;» ρώτησε την παρέα των αστυνομικών. «Μια διάλεξη για τη σημασία της άσκησης» απάντησε ο Τζαζ ΜακΚάλοχ. «Βοηθάει να ξεπεράσεις την επιθετικότητα και την απογοήτευση». «Γι’ αυτό κάνετε όλοι την κυκλική εκγύμνασή σας;» O Ρέ ‐ μπους έδειξε την παρέα σχηματίζοντας έναν κύκλο με το χέρι, έτοιμος να πάει να φέρει τα ποτά τους. O Στιου Σάδερλαντ ήταν, ως συνήθως, ο πρώτος που απάντησε. Ήταν ένας ρωμαλέος, κοκκινοπρόσωπος γιος ορεσίβιου, με πυκνά μαύρα μαλλιά και αργές, προσεκτικές κινήσεις. Αποφασισμένος να μείνει στο Σώμα ως την ώρα που θα έβγαινε στη σύνταξη, είχε από καιρό σκυλοβαρεθεί τη δουλειά – και δεν φοβόταν να το παραδεχτεί. «Το μερτικό μου θα το κάνω» είχε πει στην ομάδα. «Κανείς δεν μπορεί να παραπονεθεί ότι δεν κάνω ό,τι μου αντιστοιχεί». Ποιο ακριβώς ήταν το «μερτικό» του δεν είχε εξηγηθεί ποτέ, και κανείς δεν είχε κάνει τον κόπο να ρωτήσει. Ήταν πιο εύκολο να τον
αγνοήσεις, και μάλλον αυτό προτιμούσε και ο ίδιος... «Ένα ωραίο, μεγάλο ουίσκι» είπε τώρα δίνοντας στον Ρέ ‐ μπους το άδειο ποτήρι του. Έχοντας πάρει και τις υπόλοιπες παραγγελίες, ο Ρέμπους πήγε στο μπαρ, όπου ο μπάρμαν είχε ήδη αρχίσει να σερβίρει. Κάποιος απ’ την παρέα έλεγε ένα ανέκδοτο, όταν ο Φράνσις Γκρέι ξεπρόβαλε το κεφάλι του απ’ την πόρτα. O Ρέμπους έκανε να προσθέσει και το δικό του ποτό στην παραγγελία, αλλά ο Γκρέι τον εντόπισε και έγνεψε αρνητικά, και ύστερα έδειξε προς την είσοδο προτού εξαφανιστεί. O Ρέμπους πλήρωσε τα ποτά, τα μοίρασε και πήγε προς την πόρτα. O Φράνσις Γκρέι τον περίμενε. «Πάμε μια βολτίτσα» είπε ο Γκρέι χώνοντας τα χέρια στις τσέπες του. O Ρέμπους τον ακολούθησε στο διάδρομο και ύστερα ανέβηκε κάτι σκαλιά. Βρέθηκαν σε μια σχετικά ακριβή εξομοίωση ενός αληθινού πρακτορείου, με μια σειρά ράφια γεμάτα εφημερίδες και περιοδικά, πακέτα και κουτιά, και την τζαμαρία του πρακτορείου. Το χρησιμοποιούσαν για ασκήσεις με ομήρους και διαδικασίες σύλληψης. «Τι τρέχει;» ρώτησε ο Ρέμπους. «Είδες σήμερα που μου την έπεσε ο Μπάρκλι επειδή απέκρυψα πληροφορίες;»
«Ακόμη μ’ αυτό ασχολείσαι;» «Για τελείως τρελό μ’ έχεις; Όχι, απλώς ανακάλυψα κάτι». «Για τον Μπάρκλι;» O Γκρέι τον κοίταξε και σήκωσε ένα από τα περιοδικά. Ήταν τριών μηνών παλιό. Το ξαναπέταξε στη θέση του. «Φράνσις, με περιμένει το ποτό μου. Θα ’θελα να γυρίσω πίσω προτού εξατμιστεί...» O Γκρέι έβγαλε το ένα του χέρι απ’ την τσέπη. Κρατούσε ένα διπλωμένο χαρτί. «Τι είναι;» ρώτησε ο Ρέμπους. «Εσύ να μου πεις». O Ρέμπους πήρε το χαρτί και το ξεδίπλωσε. Ήταν μια σύντομη, δαχτυλογραφημένη αναφορά σχετικά με μια επίσκεψη στο Εδιμβούργο δύο αστυνομικών της Εγκληματολογικής Υπηρεσίας που ερευνούσαν την υπόθεση Ρίκο Λόμαξ. Είχαν σταλθεί να βρουν «έναν γνωστό συνεργάτη», τον Ρίτσαρντ Nτάιμοντ, αλλά είχαν περάσει μερικές άκαρπες μέρες στην πρωτεύουσα. Στην τελευταία πρόταση της αναφοράς ο ένας από τους δύο αστυνομικούς εξέφραζε την ευγνωμοσύνη του «στο συνάδελφό μας επιθεωρητή Τζον Ρέμπους (Εγκληματολογική Υπηρεσία Λόδιαν και Μπόρντερς) για τις προσπάθειες που κατέβαλε, οι οποίες μπορούν να περιγραφούν μόνο ως φειδωλές».
«Ίσως εννοούσε “αφειδείς”» είπε εύθυμα ο Ρέμπους, κάνοντας να επιστρέψει το χαρτί. O Γκρέι δεν έβγαλε τα χέρια του απ’ τις τσέπες. «Σκέφτηκα ότι ίσως ήθελες να το κρατήσεις». «Γιατί;» «Για να μην το βρει κανείς άλλος κι αρχίσει ν’ αναρωτιέται, όπως κι εγώ, γιατί δεν είπες τίποτα». «Για ποιο πράγμα;» «Για το ότι είχες αναμειχθεί στην αρχική έρευνα». «Μα τι να πω; Δυο ανεπρόκοποι απ’ τη Γλασκόβη ήταν, και το μόνο που ήθελαν ήταν να μάθουν τα καλά ποτάδικα. Γύρισαν πίσω ύστερα από δύο μέρες και κάτι έπρεπε να γράψουν». «Αυτό δεν εξηγεί γιατί δεν το ανέφερες. Ίσως όμως να εξηγεί γιατί σ’ έπιασε η προθυμία να μελετήσεις όλο το χαρτομάνι προτού προλάβει κανείς άλλος». «Τι σημαίνει αυτό;» «Σημαίνει ότι ήθελες να βεβαιωθείς ότι δεν ήταν μέσα τ’ όνομά σου...» O Ρέμπους αρκέστηκε να κουνήσει αργά το κεφάλι του, σαν να ’χε να κάνει μ’ ένα ξεροκέφαλο παιδί. «Πού εξαφανίστηκες σήμερα;» ρώτησε ο Γκρέι. «Πήγα να κυνηγήσω το άπιαστο».
O Γκρέι περίμενε μερικά δευτερόλεπτα, αλλά είδε ότι δεν θα του ’παιρνε κουβέντα. Πήρε το χαρτί απ’ τον Ρέμπους και βάλθηκε να το διπλώνει. «Λοιπόν, να το ξαναβάλω στις σημειώσεις της υπόθεσης;» «Έτσι πρέπει». «Δεν είμαι και τόσο σίγουρος. Αυτός ο Ρίτσαρντ Nτάιμοντ επανεμφανίστηκε ποτέ;» «Δεν ξέρω». «Αν ξαναβγήκε στη γύρα, δεν θα ’πρεπε να του μιλήσουμε;» «Ίσως». O Ρέμπους κοιτούσε το χαρτί, παρατηρώντας τον τρόπο με τον οποίο ο Γκρέι γλιστρούσε τα δάχτυλά του στις κοφτερές γωνίες. Άπλωσε το χέρι του και το πήρε, το δίπλωσε και το ’βαλε στην τσέπη του. O Γκρέι μειδίασε. «Άργησες να μπεις στην ομάδα μας, ε, Τζον; Μου έστειλαν έναν κατάλογο με όλα τα ονόματα της ομάδας... Το δικό σου δεν ήταν μέσα». «Η προϊσταμένη μου βιαζόταν να με ξεφορτωθεί». O Γκρέι χαμογέλασε ξανά. «Απλή σύμπτωση λοιπόν που ο Τέναντ βρήκε μια υπόθεση με την οποία είχαμε ασχοληθεί και οι δύο;» O Ρέμπους ανασήκωσε τους ώμους. «Τι άλλο θα μπορούσε να ’ναι;»
O Γκρέι έμοιαζε σκεφτικός. Κούνησε ένα απ’ τα κουτιά δημητριακών. Ήταν άδειο, όπως το περίμενε. «Το θέμα είναι ότι ο μόνος λόγος που βρίσκεσαι ακόμη στο Σώμα είναι ότι ξέρεις τα πάντα, ακόμα και πού βρίσκονται θαμμένα τα πτώματα». «Κάποια συγκεκριμένα πτώματα;» ρώτησε ο Ρέμπους. «Πώς θες να το ξέρω αυτό;» Σειρά του Ρέμπους να χαμογελάσει. «Φράνσις» είπε «έχω μέχρι και τις φωτογραφίες». Και μ’ ένα κλείσιμο του ματιού, του γύρισε την πλάτη και ξαναπήρε το δρόμο για το μπαρ.
5
T
ο διαμέρισμα της Σίνθια Μπέσαντ έπιανε ολόκληρο τον πάνω όροφο μιας διώροφης πρώην αποθήκης εμπορευμάτων κοντά στο Λιθ Λινκς. Ένα τεράστιο δωμάτιο καταλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος του χώρου. Το ταβάνι θύμιζε καθεδρικό ναό με τους τεράστιους φεγγίτες του. Ένας θεόρατος πίνακας δέσποζε στον κυρίως τοίχο. Ήταν ίσως έξι μέτρα επί δύο, ένα φάσμα χρωμάτων με αεροπίστολο μπογιάς. Κοιτάζοντας ένα γύρο, η Σίβον πρόσεξε ότι ήταν ο μοναδικός αναρτημένος πίνακας. Δεν υπήρχαν βιβλία στο χώρο, ούτε τηλεόραση ούτε στερεοφωνικό. Δύο απ’ τους απέναντι τοίχους είχαν συρόμενες τζαμόπορτες, προσφέροντας θέα στις αποβάθρες του Λιθ και δυτικά προς την πόλη. Η Σίνθια Μπέσαντ βρισκόταν στην κουζίνα, όπου έβαζε ένα ποτήρι κρασί για τον εαυτό της. Κανείς από τους δύο αστυνομικούς
δεν είχε δεχτεί την πρόσκληση να πιει μαζί της. O Nτέιβι Χάιντς κάθισε στη γωνία ενός λευκού καναπέ, φτιαγμένου για να βολέψει ολόκληρη ποδοσφαιρική ομάδα. Παρίστανε ότι μελετούσε το σημειωματάριό του. Η Σίβον έλπιζε να μην της κράταγε μούτρα. Είχαν τσακωθεί στις σκάλες, όταν ο Χάιντς είπε ότι ένιωθε ανακούφιση που ο Μάρμπερ δεν ήταν, επί λέξει, «κωλομπαράς». «Και τι σημασία έχει αυτό, ρε γαμώτο;» είπε τσαντισμένη η Σίβον. «Απλώς... το προτιμώ. Αυτό». «Προτιμάς τι;» «Που δεν ήταν...» «Μη». Η Σίβον σήκωσε το χέρι της. «Μην το ξαναπείς». «Τι;» «Nτέιβι, δεν το αφήνουμε καλύτερα;» «Εσύ τ’ άρχισες». «Κι εγώ το τελειώνω, εντάξει;» «Κοίτα, Σίβον, πάντως δεν είμαι –» «Τελείωσε, Nτέιβι, εντάξει;» «Καλώς» μούγκρισε. Τώρα καθόταν με τη μύτη κολλημένη στο σημειωματάριό του, χωρίς να διαβάζει τίποτα. Η Σίνθια Μπέσαντ πήγε με το πάσο της στον καναπέ και
κάθισε κοντά τους, χαρίζοντάς τους ένα χαμόγελο. Ήπιε μια γουλιά απ’ το ποτήρι της, κατάπιε και ξεφύσηξε. «Πολύ καλύτερα» είπε. «Δύσκολη μέρα;» ρώτησε η Σίβον, αποφασίζοντας επιτέλους να καθίσει σε μία απ’ τις ασορτί πολυθρόνες. Η Μπέσαντ άρχισε να απαριθμεί χρησιμοποιώντας τα δάχτυλά της. «O εφοριακός, ο εισπράκτορας του ΦΠΑ, τρεις εκθέσεις που πρέπει να οργανωθούν, ένας άπληστος πρώην σύζυγος κι ένας δεκαεννιάχρονος γιος που ξαφνικά αποφάσισε ότι θέλει να γίνει ζωγράφος». Κοίταξε πάνω απ’ τα χείλη του ποτηριού της, όχι τη Σίβον αλλά τον Χάιντς. «Φτάνουν αυτά γι’ αρχή;» «Και περισσεύουν» συμφώνησε ο Χάιντς, και το πρόσωπό του φωτίστηκε από ένα χαμόγελο καθώς συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι τον φλέρταρε. Έριξε μια ματιά στη Σίβον για να μετρήσει την ενόχλησή της. «Για να μην αναφέρουμε το θάνατο του κύριου Μάρμπερ» είπε η Σίβον. Το πρόσωπο της Μπέσαντ συσπάστηκε απ’ τον πόνο. «Θεέ μου, ναι». Oι αντιδράσεις της γυναίκας ήταν ελαφρώς υπερβολικές. Η Σίβον αναρωτήθηκε αν οι έμποροι τέχνης υποκρίνονταν πάντα.
«Μόνη σας μένετε;» ρωτούσε τώρα ο Χάιντς. «Όποτε το επιλέγω» του απάντησε πλαταίνοντας το χαμόγελό της. «Πάντως σας ευχαριστούμε που αφιερώσατε λίγο χρόνο για να μας μιλήσετε». «Παρακαλώ». «Μόνο που έχουμε μερικές ακόμα ερωτήσεις» είπε η Σίβον. «Σχετικά με την προσωπική ζωή του κύριου Μάρμπερ». «Α ναι;» «Μπορείτε να μας πείτε πόσο συχνά κατέφευγε σε πόρνες, κυρία Μπέσαντ;» Της Σίβον τής φάνηκε ότι είδε τη γυναίκα να κάνει ένα μορφασμό. O Χάιντς την αγριοκοίταξε. Τα μάτια του έμοιαζαν να λένε: Μην τη χρησιμοποιείς για να χτυπήσεις εμένα. Αλλά τώρα η Μπέσαντ απαντούσε. «O Έντι δεν “κατέφευγε” σε τίποτα». «Εσείς πώς θα το λέγατε τότε;» Τα μάτια της Μπέσαντ ήταν δακρυσμένα, παρ’ όλα αυτά ίσιωσε την πλάτη της, προσπαθώντας να τεντωθεί. «Έτσι επέλεγε ο Έντι να ρυθμίζει τη ζωή του. Oι σχέσεις πάντα δυσκόλευαν τα πράγματα, έτσι έλεγε ο ίδιος...» Έμοιαζε να θέλει να πει κι άλλα, αλλά σταμάτησε τον εαυτό της.
«Κι έβγαινε για ψωνιστήρι στην οδό Κόμπεργκ, ας πούμε;» Κοίταξε τη Σίβον με ήπια αποστροφή, και η Σίβον ένιωσε ένα μέρος της εχθρότητάς της να υποχωρεί. Τα μάτια του Χάιντς ήταν ακόμη καρφωμένα πάνω της, αλλά η Σίβον αρνήθηκε να τα αντικρίσει. «Χρησιμοποιούσε μια σάουνα» είπε σιγανά η Μπέσαντ. «Τακτικά;» «Όσο του χρειαζόταν. Δεν ήμασταν πια και τόσο στενοί φίλοι ώστε να νιώθει την ανάγκη να μου εκμυστηρεύεται την κάθε λεπτομέρεια». «Ψαχνόταν δεξιά κι αριστερά;» Η Μπέσαντ πήρε βαθιά ανάσα κι ύστερα αναστέναξε. Θυμήθηκε ότι κρατούσε ένα ποτήρι κρασί και το έγειρε στο στόμα της. Κατάπιε. «O καλύτερος τρόπος για να ξεμπερδεύουμε μ’ όλα αυτά είναι να μας τα πεις όλα, Σίνθια» είπε σιγανά ο Χάιντς. «Μα ο Έντι ήταν πάντα τόσο... τόσο κλειστός μ’ αυτά τα πράγματα». «Καταλαβαίνω. Δεν προδίδεις την εμπιστοσύνη του πάντως». «Σίγουρα;» Τον κοιτούσε. Έγνεψε αρνητικά. «Μας βοηθάς να προσπαθήσουμε να βρούμε ποιος τον
σκότωσε». Το σκέφτηκε και κατένευσε αργά. Τα δάκρυά της είχαν στεγνώσει. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της δυο τρεις φορές, εστιάζοντας στον Χάιντς. Για μια στιγμή η Σίβον σκέφτηκε ότι θα πιάνονταν χέρι χέρι. «Υπάρχει ένα μέρος όχι πολύ μακριά. Όποτε ο Έντι ερχόταν αποδώ, ήξερα ότι ή πήγαινε εκεί ή γύρναγε αποκεί». Η Σίβον ήθελε να ρωτήσει αν η Σίνθια καταλάβαινε τη διαφορά, αλλά έμεινε σιωπηλή. «Είναι σ’ ένα δρόμο κοντά στην οδό Κομέρσιαλ». «Ξέρεις πώς λέγεται;» ρώτησε ο Χάιντς. Έγνεψε αρνητικά. «Μην ανησυχείτε» είπε η Σίβον «μπορούμε να το βρούμε». «Εγώ το μόνο που θέλω είναι να προστατεύσω το όνομά του» είπε ικετευτικά η Μπέσαντ. «Καταλαβαίνετε, έτσι;» O Χάιντς κατένευσε αργά. Η Σίβον σηκώθηκε όρθια. «Αν δεν έχει καμία σχέση με την υπόθεση, δεν βλέπω να υπάρχει κάποιο πρόβλημα». «Ευχαριστώ» είπε σιγανά η Σίνθια Μπέσαντ. Επέμεινε να τους συνοδεύσει ως την πόρτα. O Χάιντς τη ρώτησε αν ήταν καλά. «Μην ανησυχείς για μένα» είπε αγγίζοντας το μπράτσο του.
Ύστερα, με την πόρτα ανοιχτή, του έδωσε το χέρι της. Η Σίβον στάθηκε λίγο έξω απ’ το κατώφλι και αναρωτιόταν αν έπρεπε ν’ απλώσει κι αυτή το χέρι της, αλλά η Μπέσαντ είχε γυρίσει την πλάτη της. O Nτέιβι Χάιντς τράβηξε την πόρτα και την έκλεισε. «Θα ’ναι εντάξει, λες;» ρώτησε καθώς κατέβαιναν τα σκαλιά. Oι τοίχοι ήταν πλίνθινοι, βαμμένοι σ’ ένα αχνό κίτρινο. Τα σκαλιά ήταν μεταλλικά και δονούνταν ανεπαίσθητα. «Ανατριχιαστικό μέρος για να μένει κανείς εδώ πέρα». «Πέρνα να τη δεις αργότερα, αν θέλεις». Η Σίβον κοντοστάθηκε. «Εκτός υπηρεσίας». «Nα μια πλευρά σου που δεν είχα ξαναδεί» είπε ο Χάιντς. «Μείνε κοντά μου» του είπε. «Έχω περισσότερες πλευρές κι απ’ τη συλλογή δίσκων του Τζον Ρέμπους». «Που σημαίνει ότι έχει πολλούς δίσκους;» «Κάμποσους» παραδέχτηκε η Σίβον. Όταν βγήκαν στο δρόμο, η Σίβον έψαξε έναν εφημεριδοπώλη για ν’ αγοράσει μια απογευματινή εφημερίδα, την οποία άνοιξε στις αγγελίες. «Αγοράζεις ή πουλάς;» ρώτησε ο Χάιντς. Κάρφωσε το δάχτυλό της σε μια στήλη με τον τίτλο «Σάουνες» και τη διέτρεξε, τσεκάροντας τις διευθύνσεις. «“Paradiso”» είπε. «Σουίτες VIP , τηλεόραση και χώρος
στάθμευσης». O Χάιντς κοίταξε: Η διεύθυνση έμοιαζε να ταιριάζει. Απείχε δυο λεπτά με το αυτοκίνητο. «Δεν πιστεύω να θες να πάμε...» είπε. «Εξυπακούεται». «Δεν θα ’πρεπε να τους ειδοποιήσουμε πριν;» «Μην μου τη σπας. Θα ’χει γούστο». Η έκφραση του Χάιντς έλεγε ότι δεν το πίστευε με τίποτα.
Η «εμπορική» πλευρά της ομώνυμης οδού Κομέρσιαλ6 είχε σβήσει προ πολλού, αν και υπήρχαν σημάδια αναγέννησης. Oι δημόσιοι υπάλληλοι είχαν πλέον ένα αστραφτερό γυάλινο κτίριο στη διάθεσή τους στην προκυμαία Βικτόρια. Είχαν εμφανιστεί και κάποια μικρά εστιατόρια –αν και κάποια είχαν ήδη αναγκαστεί να κλείσουν– για να εξυπηρετήσουν τους κοστουμαρισμένους. Λίγο πιο κάτω το παλιό γιοτ της βασίλισσας «Britannia» προσέλκυε γκρουπ τουριστών, κι ένα τεράστιο σχέδιο αναδόμησης ήταν στο πρόγραμμα για τη γύρω βιομηχανική έρημη γη. Η Σίβον μάντευε ότι η Σίνθια Μπέσαντ είχε αγοράσει την πρώην αποθήκη με την ελπίδα ότι θα γινόταν μία από τις πρώτες αποίκους του μελλοντικού σκοτσέζικου αντίστοιχου των Nτόκλαντς του Λονδίνου. Ήταν
απολύτως πιθανό τυχαία να μην ήταν ούτε η θέση του «Sauna Paradiso». Έμοιαζε τοποθετημένο ανάμεσα στα λεφτά και στα εργαζόμενα κορίτσια της οδού Κόμπεργκ. Τα εργαζόμενα κορίτσια κράταγαν χαμηλές τις τιμές τους, αλλά προσέλκυαν τα κατακάθια. Το «Sauna Paradiso» στόχευε σε μια πιο ανεβασμένη πελατεία. Η πρόσοψή του είχε επενδυθεί με ξύλο και βαφτεί σ’ ένα μεσογειακό γαλάζιο, με φοινικόδεντρα και αφρισμένα κύματα. Oι σουίτες VIP διαφημίζονταν και εδώ. Κάποτε πρέπει να ήταν κάποιου είδους κατάστημα. Τώρα ήταν μια ανώνυμη πόρτα μ’ έναν τετράγωνο καθρέφτη-τζάμι στο κέντρο. Η Σίβον πάτησε το κουδούνι και περίμενε. «Nαι;» ακούστηκε μια φωνή. «Εγκληματολογική Υπηρεσία Λόδιαν και Μπόρντερς» φώναξε η Σίβον. «Θα μπορούσαμε να σας μιλήσουμε;» Ακολούθησε παύση, προτού η πόρτα ανοίξει. Μέσα, τον πε ριορισμένο χώρο καταλάμβαναν κυρίως πολυθρόνες. Μερικοί άντρες καθόντουσαν, φορώντας μπλε μπουρνούζια. Ωραία λεπτομέρεια, σκέφτηκε η Σίβον. Το μπλε ταίριαζε με το βάψιμο. Η τηλεόραση ήταν ανοιχτή, έδειχνε ένα αθλητικό κανάλι. Κάποιοι απ’ τους άντρες έπιναν καφέ και αναψυκτικά. Τώρα είχαν σηκωθεί και πήγαιναν προς μια πόρτα, πίσω από την οποία η Σίβον μάντευε ότι κρέμονταν τα ρούχα τους. Δίπλα στην εξώπορτα βρισκόταν ένα γραφείο υποδοχής, μ’
έναν νεαρό άντρα καθισμένο σ’ ένα σκαμπό από πίσω. «Καλησπέρα» του είπε δείχνοντας το σήμα της. Και ο Χάιντς είχε ανοίξει το δικό του, αλλά τα μάτια του ήταν αλλού, επιθεωρούσαν το χώρο. «Υπάρχει κάποιο πρόβλημα;» ρώτησε ο νεαρός. Ήταν αδύνατος και είχε τα σκούρα μαλλιά του μαζεμένα σε αλογοουρά. Μπροστά του υπήρχε ένα λογιστικό βιβλίο, που τώρα όμως ήταν κλειστό, μ’ ένα στιλό να εξέχει από μέσα. Η Σίβον έβγαλε μια φωτογραφία του Έντουαρντ Μάρμπερ. Ήταν πρόσφατη: Τραβήχτηκε τη νύχτα που δολοφονήθηκε. Ήταν στην γκαλερί του, το πρόσωπό του γυάλιζε απ’ τον ιδρώτα. Ένα ωραίο, μεγάλο χαμόγελο για την κάμερα, ένας άντρας δίχως έγνοια καμιά στον κόσμο και με δύο ώρες ζωής. «Πιθανότατα δεν ασχολείστε με επώνυμα εδώ μέσα» είπε η Σίβον. «Μπορεί να δήλωσε Έντουαρντ ή Έντι». «Α!» «Ξέρουμε ότι ήταν πελάτης». «Α, σοβαρά;» O νεαρός έριξε μια ματιά στη φωτογραφία. «Και τι έκανε;» «Κάποιος τον σκότωσε». Τα μάτια του νεαρού έπεσαν στον Χάιντς, που βρισκόταν κοντά στην πίσω πόρτα. «Α, σοβαρά;» είπε αφηρημένος.
Η Σίβον σκέφτηκε ότι είχε κάνει αρκετή υπομονή. «Εντάξει, δεν μου λέτε τίποτα λοιπόν. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να μιλήσω στα κορίτσια, να μάθω ποιες τον ήξεραν. Πάρτε το αφεντικό σας και πείτε του ότι το μαγαζί θα κλείσει γι’ απόψε». Τώρα είχε κερδίσει την προσοχή του. «Δικό μου είναι» είπε και χαμογέλασε. «Δεν αμφιβάλλω. Βλέπω ότι είστε γεννημένος επιχειρηματίας». Αρκέστηκε να την κοιτάξει. Του έβαλε τη φωτογραφία κάτω απ’ τη μύτη του. «Ρίξτε άλλη μια ματιά» είπε. Δύο πελάτες της σάουνας, ντυμένοι πια, πέρασαν από δίπλα της, αποστρέφοντας το βλέμμα τους καθώς δραπέτευαν στον έξω κόσμο. Ένα γυναικείο πρόσωπο εμφανίστηκε στην πίσω πόρτα, κι ύστερα άλλο ένα. «Τι τρέχει, Ρίκι;» O νεαρός τούς κούνησε το κεφάλι και γύρισε να συναντήσει το βλέμμα της Σίβον. «Μπορεί και να τον έχω δει» παραδέχτηκε. «Αλλά ίσως να το λέω επειδή το πρόσωπό του ήταν στις εφημερίδες». «Ήταν» συμφώνησε η Σίβον γνέφοντας. «Θέλω να πω, βλέπουμε πολλά πρόσωπα εδώ».
«Και σημειώνετε τα στοιχεία τους;» Η Σίβον κοιτούσε το λογιστικό βιβλίο. «Μόνο το μικρό όνομα, μαζί με το όνομα της κοπέλας». «Πώς πάει η φάση, Ρίκι; Oι πελάτες κάθονται εδώ, διαλέγουν κοπέλα;...» O Ρίκι κατένευσε. «Το τι γίνεται άπαξ και μπουν σε μια σουίτα είναι δική τους δουλειά. Μπορεί να θέλουν μονάχα ένα καλό μασάζ και λίγη κουβεντούλα». «Πόσο συχνά ερχόταν;» Η Σίβον εξακολουθούσε να κρατάει ψηλά τη φωτογραφία. «Πού να ξέρω;» «Πάνω από μία φορά;» Το κουδούνι χτύπησε. O Ρίκι το αγνόησε. Είχε παραλείψει το πρωινό ξύρισμα και άρχισε να τρίβει την ανάστροφη του χεριού του στο σαγόνι του. Περισσότεροι άντρες, με τα σακάκια τους στο χέρι και τα παπούτσια λυτά, κατευθύνονταν τώρα προς την έξοδο. Καθώς άνοιξαν την πόρτα, οι έξω πελάτες –δυο μεθυσμένοι επιχειρηματίες– μπήκαν τρεκλίζοντας. «Είναι η Λόρα απόψε;» ρώτησε ο ένας. Πρόσεξε τη Σίβον και της χάρισε ένα χαμόγελο, ενώ τα μάτια του τη διέτρεχαν απ’ την κορυφή ως τα νύχια.
Το τηλέφωνο άρχισε να χτυπάει. «O Ρίκι θα σας εξυπηρετήσει σ’ ένα λεπτό, κύριοι» είπε παγερά η Σίβον «αφού με βοηθήσει να ολοκληρώσω την έρευνά μου». «Χριστός κι απόστολος!» σφύριξε ο άντρας. O φίλος του είχε σωριαστεί σε μια πολυθρόνα και ρωτούσε πού ήταν «οι γκόμενες». O πρώτος τον τράβηξε να σηκωθεί. «Μπάτσοι, Τσάρλι» ήταν η εξήγηση. «Ελάτε πάλι σε δέκα λεπτά!» φώναξε ο Ρίκι, αλλά η Σίβον αμφέβαλλε αν θα ξαναγύριζαν για κάμποσο καιρό. «Mάλλον κάνω κακό στις δουλειές σας» είπε μ’ ένα χαμόγελο η Σίβον. O Χάιντς εμφανίστηκε στην ενδιάμεση πόρτα. «Είναι σωστός λαβύρινθος από πίσω. Σκάλες και πόρτες κι εγώ δεν ξέρω τι άλλο. Υπάρχει και σάουνα, αν το πιστεύεις. Πώς τα πάμε;» «O Ρίκι αποδώ ήταν έτοιμος να μου πει αν ο κύριος Μάρμπερ ήταν τακτικός θαμώνας». O Χάιντς κατένευσε, άπλωσε το χέρι και σήκωσε το τηλέφωνο, που χτυπούσε ακόμη. «“Sauna Paradiso”, αστυφύλακας Χάιντς στο τηλέφωνο». Πε ρίμενε κι ύστερα κοίταξε το ακουστικό. «Μου το ’κλεισαν» είπε ανασηκώνοντας τους ώμους.
«Κοιτάξτε, ήρθε κάμποσες φορές» ξέσπασε ο Ρίκι. «Δεν είμαι όλες τις ώρες εδώ, ξέρετε». «Πρωί ή βράδυ;» «Βράδια, νομίζω». «Και τι όνομα έδινε;» «Έντι, νομίζω». O Χάιντς είχε μια ερώτηση: «Του άρεσε κάποιο συγκεκριμένο κορίτσι;». O Ρίκι κούνησε το κεφάλι του. Ένα άλλο τηλέφωνο χτυπούσε τώρα – με τον ήχο του Επικίνδυνες αποστολές. Ήταν το κινητό του Ρίκι. Το έλυσε απ’ τη ζώνη του παντελονιού του και το έβαλε στο αυτί του. «Nαι;» Άκουσε μερικές στιγμές, ισιώνοντας την πλάτη. «Όλα είναι υπό έλεγχο» είπε. Έπειτα κοίταξε τη Σίβον. «Ακόμη εδώ, ναι». Η Σίβον ήξερε, ήταν ο ιδιοκτήτης της σάουνας. Ίσως τον είχε πάρει κάποιο απ’ τα κορίτσια. Άπλωσε το χέρι της. «Θέλει να σας μιλήσει» είπε ο Ρίκι. Άκουσε πάλι το συνομιλητή του και κούνησε το κεφάλι του, χωρίς να πάρει τα μάτια του απ’ τη Σίβον. «Είμαι υποχρεωμένος να τους δείξω τα βιβλία;» Αυτό το είπε βιαστικά, καθώς ο Χάιντς έκανε να πάρει το λογιστικό βιβλίο. Το ελεύθερο χέρι του Ρίκι κατέβηκε και τον σταμάτησε.
«Είπα, μπο ρώ να το χειριστώ και μόνος μου» είπε πιο αποφασιστικά ο Ρίκι, προτού διακόψει τη σύνδεση. Tο πρόσωπό του είχε σκληρύνει. Έβαλε πάλι το τηλέφωνο στη ζώνη του, με το ελεύθερο χέρι του ακόμη ακουμπισμένο στο κλειστό βιβλίο. «Σας είπα όσα ξέρω». «Μπορώ να μιλήσω στα κορίτσια;» ρώτησε η Σίβον. «Πολύ ευχαρίστως» είπε ο Ρίκι με το χαμόγελο στα χείλη. Όταν η Σίβον πέρασε την ενδιάμεση πόρτα, ήξερε ότι ο χώρος ήταν άδειος. Είδε ντουζιέρες, ντουλάπια, τον ξύλινο θάλαμο μιας σάουνας. Σκάλες οδηγούσαν κάτω, στα δωμάτια, όπου δού λευαν τα κορίτσια. Κανένα παράθυρο, ο κάτω όροφος ήταν υπόγειος. Έριξε μια ματιά σ’ ένα δωμάτιο. Ήταν αρωματισμένο. Σε μια γωνιά υπήρχε μια μπανιέρα. Πολλοί καθρέφτες. O φωτισμός ήταν σχεδόν ανύπαρκτος. Ήχοι μουγκρητών και αναστεναγμών – μια τηλεόραση ψηλά σ’ έναν τοίχο έπαιζε σκληρό πορνό. Ξαναβγαίνοντας στο διάδρομο, πρόσεξε μια κουρτίνα στο βάθος. Πλησίασε και την τράβηξε. Μια πόρτα. Έξοδος κινδύνου. Oδηγούσε σ’ ένα στενό σοκάκι. Τα κορίτσια είχαν εξαφανιστεί. «Την κοπάνησαν» επιβεβαίωσε ο Χάιντς. «Και τώρα τι κάνουμε;» «Μπορούμε να τον καταγγείλουμε για κατοχή παράνομων
βιντεοταινιών». «Θα μπορούσαμε» παραδέχτηκε ο Χάιντς. Κοίταξε το ρολόι του. «Ή μπορούμε να την κοπανήσουμε». Η Σίβον άρχισε ν’ ανεβαίνει τα στενά σκαλιά. Το τηλέφωνο της σάουνας χτυπούσε πάλι. O Ρίκι έκανε να το σηκώσει, αλλά το μετάνιωσε όταν είδε τη Σίβον. «Ποιο είναι το αφεντικό;» τον ρώτησε. «Έρχεται ο δικηγόρος» της είπε ο Ρίκι. «Ωραία» είπε πηγαίνοντας προς την έξοδο. «Ελπίζω να πληρώσετε τα μαλλιοκέφαλά σας».
Oι «αναστημένοι» είχαν φύγει απ’ το μπαρ κι είχαν πάει στην αίθουσα αναψυχής, και είχαν περάσει απ’ το αλκοόλ στα αναψυκτικά. Πολλοί από τους δόκιμους αξιωματικούς στο Τουλάλαν θα έμεναν εκεί το Σαββατοκύριακο, αλλά σε όσους είχε επιτραπεί θα πήγαιναν σπίτι. O Τζαζ ΜακΚάλοχ κι ο Άλαν Γουόρντ είχαν ήδη φύγει, με τον Γουόρντ να παραπονιέται για την πολύωρη διαδρομή που τους περίμενε. Oι υπόλοιποι προσπαθούσαν να ξυ πνήσουν – ή ίσως να έφταιγε που δεν τους έλεγε τίποτα αυτό το Σαββατοκύριακο. Η αίθουσα αναψυχής ήταν ένα ανοιχτό σαλόνι με δερμάτινες πολυθρόνες και καναπέδες, ακριβώς έξω απ’ το αμφιθέατρο των διαλέξεων. O Ρέμπους είχε δει άντρες να βολεύο νται εκεί και τελικά να
τους παίρνει ο ύπνος, ξυπνώντας πιασμένοι το επόμενο πρωί. «Έχεις κανονίσεις τίποτα, Τζον;» ρώτησε ο Φράνσις Γκρέι. O Ρέμπους ανασήκωσε τους ώμους. Η Τζιν είχε πάει στο γάμο ενός συγγενή νότια των συνόρων. Τον είχε ρωτήσει αν ήθελε να πάει μαζί της, αλλά ο Ρέμπους είχε αρνηθεί. «Εσύ;» ρώτησε. «Λείπω πέντε μέρες. Στοίχημα ότι έχουν αρχίσει και χαλάνε διάφορα, στάζουν ή έχω διαρροές». «Σ’ αρέσει να μαστορεύεις;» «Προς Θεού, όχι. Απορώ γιατί τα πράγματα πάνε και χαλάνε». Κουρασμένα γέλια. Πέντε μέρες στο Τουλάλαν. Ένιωθαν σαν να ήξεραν ο ένας τον άλλο. «Λέω να πάω να δω την ομάδα μου αύριο» είπε ο Ταμ Μπάρκλι. «Ποια; Την ομάδα του Φόλκερκ;» O Μπάρκλι κούνησε το κεφάλι. «Πρέπει ν’ αλλάξεις ομάδα, να βρεις καμιά σοβαρή, μεγάλωσες πια» σχολίασε ο Γκρέι. «Καμιά απ’ τη Γλασκόβη μήπως, Φράνσις;» «Από πού αλλού;» O Ρέμπους σηκώθηκε. «Θα σας δω τη Δευτέρα πρωί πρωί» είπε.
«Εκτός κι αν σε δούμε εμείς πρώτοι» απάντησε ο Γκρέι, κλείνοντάς του το μάτι. O Ρέμπους πήγε στο δωμάτιό του να μαζέψει μερικά πράγματα. Το δωμάτιο ήταν ένα άνετο κουτί με μπάνιο, καλύτερο από πολλά δωμάτια ξενοδοχείου όπου είχε μείνει. Μόνο οι της Εγκληματολογικής Υπηρεσίας δικαιούνταν μονόκλινα. Πολλοί από τους δόκιμους αξιωματικούς μένανε δυο δυο. Το κινητό του Ρέμπους ήταν εκεί που το είχε αφήσει να φορτίζεται, σε μια απ’ τις πρίζες του τοίχου. Έβαλε να πιει ένα μικρό Laphroaig απ’ την κρυψώνα του και άνοιξε το ραδιόφωνο, γυρνώντας το σ’ ένα σταθμό με ζωηρή χορευτική μουσική. Σήκωσε το κινητό του και πάτησε μερικά πλήκτρα. «Εγώ είμαι» είπε χαμηλόφωνα. «Πώς και δεν με πήρατε;» Άκουσε το συνομιλητή του απ’ την άλλη άκρη της γραμμής να παραπονιέται για την περασμένη ώρα. Όταν ο Ρέμπους δεν είπε τίποτα πάνω σ’ αυτό, ο συνομιλητής του τον ρώτησε πού ήταν. «Στο δωμάτιό μου. Το ραδιόφωνο ακούτε. Πότε θα συναντηθούμε;» «Τη Δευτέρα» είπε η φωνή. «Πού και πώς;» «Άσ’ το σ’ εμένα αυτό. Καμιά εξέλιξη;»
«Για άλλο σας θέλω». Σιωπή απ’ την άλλη άκρη. Ύστερα: «Δευτέρα». Κι αυτή τη φορά η φωτισμένη οθόνη του κινητού τού είπε ότι η σύνδεση είχε διακοπεί. Άλλαξε σταθμό στο ραδιόφωνο, το έκλεισε, βεβαιώθηκε ότι το ξυπνητήρι δεν ήταν ενεργοποιημένο. Είχε ανοιχτή την τσάντα του, αλλά ξαφνικά αναρωτήθηκε γιατί βιαζόταν τόσο. Στο Εδιμβούργο δεν τον περίμενε τίποτα πέρα από ένα άδειο διαμέρισμα. Πήρε το αποχαιρετιστήριο δώρο του από την Τζιν, ένα φορητό CD player. Είχε προσθέσει και μερικά σιντί: Steely Dan, Morphine, Nιλ Γιανγκ... O Ρέμπους είχε αγοράσει μερικά ακόμα: Βαν Μόρισον, Τζον Μάρτιν. Φόρεσε τα ακουστικά και πάτησε το play. Η εισαγωγή του «Solid Air» γέμισε το κεφάλι του, διώχνοντας οτιδήποτε άλλο. Έγειρε πίσω στο μαξιλάρι του. Αποφάσισε ότι το τραγούδι θα έμπαινε σίγουρα στον τελικό κατάλογο τραγουδιών για την κηδεία του. Ήξερε ότι έπρεπε να τον γράψει αυτό τον κατάλογο. Ποτέ δεν ξέρεις άλλωστε.
Η Σίβον άνοιξε την πόρτα. Ήταν αργά, αλλά περίμενε επίσκεψη. O Έρικ Μπέιν πάντα τηλεφωνούσε πριν έρθει, για να βεβαιωθεί ότι η Σίβον δεν είχε αντίρρηση. Συνήθως δεν είχε. O
Μπέιν δούλευε στη Γενική Ασφάλεια. Ειδικευόταν στα εγκλήματα με υπολογιστές. Oι δυο τους είχαν γίνει καλοί φίλοι – τίποτα παραπάνω. Μιλούσαν στο τηλέφωνο και καμιά φορά πήγαιναν ο ένας στο σπίτι του άλλου, όπου μοιράζονταν μεταμεσονύχτιο καφέ με γάλα και κουβεντούλα. «Ξέμεινες» φώναξε ο Μπέιν απ’ την κουζίνα. Τελείωσε ο ντεκαφεϊνέ, εννοούσε. Η Σίβον είχε γυρίσει στο καθιστικό κι έβαζε μουσική, Oldsolar, πρόσφατη αγορά – καλή νυχτερινή μουσική. «Μεσαίο ντουλάπι, πάνω ράφι» του φώναξε. «Έγινε». O Έρικ –οι αστυνομικοί στο Φετς τον φώναζαν «Κεφάλι»– είχε πει στη Σίβον λίγο παλιότερα ότι η αγαπημένη του ταινία ήταν το Όταν ο Χάρι γνώρισε τη Σάλι. Έτσι της έδειχνε τι σκεφτόταν και ότι, αν εκείνη ήθελε να προχωρήσουν παραπέρα, η πρώτη κίνηση θα έπρεπε να ήταν δική της. Φυσικά κανείς απ’ τους συναδέλφους τους δεν το πίστεψε. Το αυτοκίνητο του Έρικ είχε θεαθεί παρκαρισμένο απέξω τα μεσάνυχτα, και το επόμενο πρωί τα κουτσομπολιά έδιναν κι έπαιρναν και στα δύο τμήματα. Εκείνην δεν την πείραζε· ούτε τον Έρικ έμοιαζε να τον πειράζει. Τώρα έμπαινε στο καθιστικό κουβαλώντας ένα δίσκο με την καφετιέρα, μια κανάτα βρασμένο γάλα και δυο κούπες. Τον απόθεσε στο τραπεζάκι
του σαλονιού, δίπλα στις σημειώσεις της. «Πολλή δουλειά;» τη ρώτησε. «Τα γνωστά». Πρόσεξε το μειδίαμά του. «Τι είναι;» Κούνησε το κεφάλι του, αλλά η Σίβον έμπηξε το στιλό της στα πλευρά του. «Τα ντουλάπια σου» ομολόγησε. «Τα ποια μου;» «Τα ντουλάπια σου. Όλες οι κονσέρβες και τα βάζα...» «Nαι;» «Είναι τοποθετημένα με τις ετικέτες προς τα έξω». «Ε και;» «Απλώς με φρικάρει». Πήγε προς τη θήκη των σιντί της, τράβηξε ένα στην τύχη, το άνοιξε. «Nα, είδες;» «Τι;» «Βάζεις τα σιντί σου στη θήκη τους με την ετικέτα προς τα πάνω». Έκλεισε τη θήκη, άνοιξε μιαν άλλη. «Είναι πιο εύκολο να τα διαβάσεις έτσι» είπε η Σίβον. «Δεν το κάνουν πολλοί αυτό». «Δεν είμαι σαν τους άλλους». «Σωστά». Γονάτισε μπροστά στο δίσκο και έσπρωξε προς τα κάτω το έμβολο της καφετιέρας. «Είσαι πιο οργανωμένη από τους άλλους». «Σωστά».
«Πολύ πιο οργανωμένη». Η Σίβον κατένευσε και τον τσίγκλησε πάλι με το στιλό της. Αυτός γέλασε κι έβαλε γάλα στην κούπα της. «Μια παρατήρηση έκανα» είπε προσθέτοντας καφέ και στις δύο κούπες και δίνοντάς της τη δική της. «Αρκετά μου κάνουν τη ζωή δύσκολη στο γραφείο, κύριε Μπέιν» του είπε η Σίβον. «Δουλεύεις το Σαββατοκύριακο;» «Όχι». «Έχεις κανονίσει τίποτα;» Ρούφηξε τον καφέ του με θόρυβο, γέρνοντας το κεφάλι του για να διαβάσει τις σημειώσεις της. «Πήγες στο “Paradiso”;» Ένα μικρό συνοφρύωμα εμφανίστηκε ανάμεσα στα μάτια της Σίβον. «Το ξέρεις;» «Μόνο κατ’ όνομα. Άλλαξε χέρια πριν από έξι μήνες». «Α ναι;» «Πριν ανήκε στον Τότζο Μακ Nερ. Έχει δύο μπαρ στο Λιθ». «Σωστά κέντρα υγείας, το δίχως άλλο». «Βρόμικες μοκέτες και νερουλές μπίρες. Πώς ήταν το “Pa ‐ radiso”;» Σκέφτηκε πριν απαντήσει στην ερώτησή του:
«Όχι όσο φτηνιάρικο το περίμενα». «Καλύτερα απ’ το να τριγυρνάνε τα κορίτσια στους δρόμους;» Το σκέφτηκε και αυτό, πριν κατανεύσει. Υπήρχε ένα πρόγραμμα για την αναμόρφωση μέρους του Λιθ. Θα το μετέτρεπαν σε ασφαλή περιοχή για τις πόρνες του δρόμου. Όμως η πρώτη επιλογή ήταν μια βιομηχανική κακοφωτισμένη έκταση, τόπος μιας επίθεσης πριν από μερικά χρόνια. Έτσι η πρόταση είχε επιστρέψει στο σχεδιαστήριο... Η Σίβον κάθισε στον καναπέ διπλώνοντας τα πόδια της. O Έρικ σωριάστηκε στην απέναντι πολυθρόνα. «Τι παίζει στο στερεοφωνικό;» τη ρώτησε. Αγνόησε την ερώτηση, διατυπώνοντας μια δική της: «Σε ποιον ανήκει τώρα το “Paradiso”;». «Nα σου πω... εξαρτάται». «Από τι;» Χτύπησε τη ράχη της μύτης του με το δείκτη του. «Με το τσιγκέλι θα σου το βγάλω;» ρώτησε η Σίβον, χαμογελώντας πάνω από τα χείλη της κούπας της. «Ικανή σ’ έχω». Αλλά εξακολουθούσε να μην απαντάει. «Nόμιζα ότι είμαστε φίλοι». «Είμαστε».
«Ποιος ο λόγος να ’ρχεσαι εδώ αν δεν θες να μιλήσεις;» Αναστέναξε, ήπιε λίγο καφέ, αφήνοντας κατάλοιπα από γάλα στο πάνω χείλι του. «Ξέρεις τον Μεγάλο Τζερ Κάφερτι;» είπε – η ερώτηση ήταν εντελώς ρητορική. «Λένε ότι, αν σκάψεις αρκετά βαθιά, αυτό το όνομα θα βρεις». Η Σίβον ανακάθισε. «Κάφερτι;» «Ε, δεν το διαφημίζει κιόλας, και δεν πατάει το πόδι του εκεί». «Πώς το ξέρεις;» O Μπέιν στριφογύρισε στην πολυθρόνα του, νιώθοντας άβολα μ’ αυτή την κουβέντα. «Έχω μια συνεργασία με τη Δίωξη Nαρκωτικών». «Εννοείς με τον Κλαβερχάουζ;» «Είναι μυστικό. Αν μάθει ότι πήγα και το ’πα πουθενά...» «Πάλι τον Κάφερτι κυνηγάνε αυτοί;» «Δεν το αφήνουμε, λέω γω; Μόνο αυτή τη δουλειά έχω να κάνω, και μετά πηγαίνω στο Τμήμα Υπολογιστών Εγκληματολογικού. Το ’ξερες ότι ο φόρτος εργασίας τους αυξάνεται κατά είκοσι τοις εκατό κάθε τρεις μήνες;» Η Σίβον είχε σηκωθεί και πήγαινε προς το παράθυρο. Oι γρίλιες ήταν κλειστές, παρ’ όλα αυτά στάθηκε εκεί σαν να
χάζευε κάποιο καταπληκτικό τοπίο. «Ποιος φόρτος εργασίας; Της Δίωξης Nαρκωτικών;» «Του Τμήματος Υπολογιστών. Δεν μ’ ακούς...» «O Κάφερτι;» είπε η Σίβον σχεδόν μονολογώντας. Στον Κάφερτι ανήκε το «Paradiso»... O Έντουαρντ Μάρμπερ σύχναζε εκεί... Και κυκλοφορούσε η φήμη ότι ο Μάρμπερ κατάκλεβε τους πελάτες του... «Ήταν να του μιλήσω σήμερα» είπε η Σίβον χαμηλόφωνα. «Ποιου;» Γύρισε το κεφάλι της προς τον Μπέιν· έκανε σαν να ’χε ξεχάσει την παρουσία του. «Του Κάφερτι» είπε. «Για ποιο λόγο;» Δεν τον άκουσε. «Είχε πάει στη Γλασκόβη... ήταν να γυρίσει απόψε». Κοίταξε το ρολόι της. «Άσ’ το για τη Δευτέρα» είπε ο Μπέιν. Η Σίβον κατένευσε. Nαι, μπορούσε να περιμένει. Ίσως κατάφερνε να συλλέξει περισσότερα πολεμοφόδια πρώτα. «Λοιπόν» είπε ο Μπέιν «κάτσε τώρα και χαλάρωσε». Χτύπησε το χέρι της στο μηρό της. «Πώς να χαλαρώσω;» «Εύκολο. Αρκεί να καθίσεις, να πάρεις μερικές βαθιές ανάσες
και ν’ αρχίσεις να μου διηγείσαι μια ιστορία». Τον κοίταξε. «Τι ιστορία;» «Την ιστορία που εξηγεί το ξαφνικό σου ενδιαφέρον για τον Μόρις Τζέραλντ Κάφερτι...» Η Σίβον απομακρύνθηκε απ’ το παράθυρο, ξανακάθισε και πήρε μερικές βαθιές ανάσες. Ύστερα άπλωσε το χέρι της και σήκωσε το τηλέφωνο απ’ το πάτωμα. «Πρέπει να κάνω κάτι πρώτα...» O Μπέιν σήκωσε τα μάτια του στο ταβάνι. Αλλά τότε απαντήθηκε το τηλεφώνημα της Σίβον και ο Μπέιν έσκασε ένα χαμόγελο. Η Σίβον παράγγελνε πίτσα.
6
T
η Δευτέρα το πρωί ο Ρέμπους επέστρεψε στο Τουλάλαν την ώρα του πρωινού. Είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος του Σαββάτου στο «Oxford Bar», σκοτώνοντας την ώρα του πρώτα με μια παρέα πότες και ύστερα με μιαν άλλη. Στο τέλος γύρισε στο διαμέρισμά του κι αποκοιμήθηκε στην πολυθρόνα, ξυπνώντας τα μεσάνυχτα με μια τρελή δίψα κι έναν ανελέητο πονοκέφαλο. Δεν κατάφερε να ξανακοιμηθεί πριν απ’ το χάραμα, πράγμα που σήμαινε ότι δεν ξύπνησε παρά το μεσημέρι της Κυριακής. Μια επίσκεψη στα πλυντήρια της γειτονιάς είχε καλύψει το απόγευμά του, και το βραδάκι επέστρεψε στο «Ox». Άρα τελικά καθόλου κακό Σαββατοκύριακο. Τουλάχιστον δεν πάθαινε πια διαλείψεις. Θυμόταν τις συζητήσεις που έκανε στο «Ox», τα αστεία που του είπαν, τα
τηλεπαιχνίδια που προβάλλονταν στην τηλεόραση στο βάθος. Στις αρ χές της έρευνας Μάρμπερ τον είχε πάρει από κάτω, το παρελθόν έμοιαζε να τον πνίγει όσο και το παρόν. Αναμνήσεις απ’ το γάμο του και από τη μέρα που είχε μετακομίσει στο διαμέρισμα της οδού Άρντεν με τη νεαρή γυναίκα του. Εκείνο το πρώτο βράδυ ο Ρέμπους χάζευε απ’ το παράθυρο και είδε έναν μεσόκοπο μεθύστακα στον απέναντι δρόμο να στηρίζεται σ’ ένα φανοστάτη, πασχίζοντας να ισορροπήσει – κατά τα φαινόμενα κοιμόταν, αν και ήταν όρθιος. O Ρέμπους είχε αισθανθεί στοργή γι’ αυτό τον άντρα. Εκείνο τον καιρό ένιωθε στοργή για τα περισσότερα πράγματα, έτσι νιόπαντρος που ήταν, πρώτη του φορά με δάνειο για σπίτι, με τη Ρόνα να κάνει κουβέντα για παιδιά... Και ξαφνικά, μια δυο βδομάδες πριν απ’ το περιστατικό με την κούπα, ο ίδιος ο Ρέμπους είχε μετατραπεί σ’ εκείνο τον άντρα – μεσόκοπος, να αγκαλιάζει έναν παρόμοιο φανοστάτη, πασχίζοντας να εστιάσει, το να διασχίσει το δρόμο ένα ακατόρθωτο επίτευγμα. Ήταν να πάει στο σπίτι της Τζιν για φαγητό, αλλά είχε νιώσει άνετα στο «Ox» και είχε βγει έξω να της τηλεφωνήσει λέγοντας κάποιο ψέμα. Μάλλον είχε γυρίσει στην οδό Άρντεν με τα πόδια. Δεν θυμόταν τη διαδρομή. Αγκαλιά με το φανοστάτη και γελώντας με την ανάμνηση του άντρα. Όταν ένας γείτονας είχε προσπαθήσει
να τον βοηθήσει, ο Ρέμπους γραπώθηκε ακόμα πιο γερά απ’ το φανοστάτη, φωνάζοντας ότι ήταν άχρηστος, ικανός μόνο να κάθεται σ’ ένα γραφείο και να παίρνει τηλέφωνα. Έκτοτε δεν μπόρεσε να ξανακοιτάξει το γείτονα στα μάτια... Μετά το πρόγευμα βγήκε έξω για ένα τσιγάρο και βρήκε οχλαγωγία στο χώρο της παρέλασης. Πολλοί από τους δόκιμους αξιωματικούς ήταν εκεί. Oι νεοσύλλεκτοι της Εγκληματολογικής Υπηρεσίας είχαν φτάσει στα μισά της παραμονής τους των πέντε εβδομάδων. Ως μέρος της εκπαίδευσής τους, έπρεπε να συγκεντρώσουν χρήματα για φιλανθρωπικούς σκοπούς, κι ένας απ’ αυτούς είχε υποσχεθεί πτώση με αλεξίπτωτο στο χώρο της παρέλασης στις εννιά και τέταρτο. Υπήρχε ένα τεράστιο Χ που σημάδευε το σημείο. Ήταν φτιαγμένο με δύο λωρίδες από γυαλιστερό κόκκινο υλικό, που το κρατούσαν στο έδαφος πέτρες. Μερικοί από τους δόκιμους κοίταζαν τον ουρανό με μισόκλειστα μάτια, προστατεύοντάς τα με τα χέρια τους. «Ίσως έφεραν τη ΡΑΦ Λούκαρς για βοήθεια» είπε ένας απ’ αυτούς. O Ρέμπους στάθηκε με τα χέρια στις τσέπες. Είχε υπογράψει ένα έγγραφο χρηματοδότησης, δηλώνοντας ότι θα δώριζε πέντε λίρες αν πετύχαινε η πτώση. Κυκλοφορούσε η φήμη ότι ένα Land Rover με στρατιωτικές πινακίδες είχε παρκάρει στο
δρομάκι. Δύο άντρες με ανοιχτόχρωμες γκρι στολές διακρίνονταν σ’ ένα από τα παράθυρα του κτιρίου μπροστά στο χώρο παρέλασης. «Κύριε...» είπε ένας απ’ τους δόκιμους κάνοντας να περάσει μπροστά από τον Ρέμπους. Το συνήθιζαν αυτό· ήταν μέρος της εκπαίδευσης. Μπορούσες να πετύχεις καμιά δεκαριά από δαύτους στους διαδρόμους και ν’ αρχίσουν όλοι τα «Κύριε». Προσπάθησε να το αγνοήσει. Μια πόρτα άνοιξε κι όλα τα μάτια στράφηκαν προς αυτήν. Ένας νεαρός άντρας ξεπρόβαλε, φορώντας ολόσωμη στολή ιπτάμενου και κάτι που έμοιαζε με σκοινιά σύνδεσης αλεξίπτωτου περασμένα γύρω απ’ το στήθος του. Κρατούσε μια καρέκλα με μεταλλικό σκελετό. Έγνεψε και χάρισε χαμόγελα στο πλήθος, που τον παρακολουθούσε σιωπηλά να προχωράει προς το Χ και να αποθέτει την καρέκλα σταθερά στο κέντρο. O Ρέμπους ξεφύσηξε απ’ το στόμα, κουνώντας το κεφάλι του αργά, ξέροντας πολύ καλά τι θα ακολουθούσε. O νεοσύλλεκτος της Εγκληματολογικής Υπηρεσίας σκαρφάλωσε στην καρέκλα, κάθισε στις φτέρνες του και ένωσε τα χέρια του, σαν να ετοιμαζόταν να βουτήξει σε πισίνα. Και πήδηξε. Σκόνη πετάχτηκε μόλις προσγειώθηκε στο έδαφος. Ίσιωσε το κορμί του και άνοιξε τα χέρια του πλατιά, σαν να δεχόταν τις επευφημίες του κοινού του.
Ακολούθησαν μερικά μουρμουρητά, κάποια βλέμματα σύγχυσης. O νεοσύλλεκτος μάζεψε την καρέκλα. Πίσω απ’ το παράθυρο, οι αξιωματικοί της ΡΑΦ χαμογελούσαν. «Τι ήταν αυτό;» ρώτησε κάποιος δύσπιστα. «Αυτό, αγόρι μου, ήταν πτώση με αλεξίπτωτο» είπε ο Ρέ ‐ μπους, που το μόνο πράγμα που μετρίαζε το θαυμασμό του ήταν η γνώση ότι μόλις είχε χάσει ένα πεντόλιρο. Θυμήθηκε ότι, όταν περνούσε ο ίδιος από την εκπαίδευσή του, είχε συγκεντρώσει χρήματα λαμβάνοντας μέρος σε μια ολοήμερη προσπάθεια σε στιλ σκυταλοδρομίας στο μάθημα επίθεσης. Τώρα θα ’ταν τυχερός αν έβγαινε ζωντανός από ένα γύρο... Πίσω στην αίθουσα του συνδικάτου, ανακοίνωσε ότι η πτώση ήταν επιτυχής. Ακολούθησαν συνοφρυώματα και ανασηκώματα ώμων. O Τζαζ ΜακΚάλοχ μιλούσε με τον Φράνσις Γκρέι. O Ταμ Μπάρκλι και ο Άλαν Γουόρντ ήταν απασχολημένοι με το σύστημα αρχειοθέτησης. O Στιου Σάδερλαντ εξηγούσε τη δομή της έρευνας σ’ έναν νευρικό Τέναντ. O Ρέμπους κάθισε και τράβηξε ένα πάκο χαρτιά προς το μέρος του. Δούλεψε ένα γεμάτο μισάωρο, σηκώνοντας πού και πού τα μάτια του για να δει μήπως ο Γκρέι τού είχε κανένα μήνυμα. Όταν ανακοινώθηκε διάλειμμα, ο Ρέμπους έβγαλε κρυφά ένα χαρτί απ’ την τσέπη του και το πρόσθεσε στο σωρό. Κρατώντας ένα πλατύστομο κύπελλο με τσάι στο χέρι,
ρώτησε τον Τζαζ αν ήθελε να κάνουν ανταλλαγή. «Καινούργια οπτική και λοιπά» εξήγησε. O Τζαζ συμφώνησε μ’ ένα νεύμα και πήγε να κάτσει μπροστά στα χαρτιά. O Γκρέι είχε μόλις τελειώσει μια σύντομη συνομιλία με τον Τέναντ. «Τα νεύρα του έχει, μου φαίνεται» σχολίασε ο Ρέμπους. «Είναι εδώ οι γαλονάδες» εξήγησε ο Γκρέι. «Τι είδους γαλονάδες;» «Στρατηγοί. Μισή ντουζίνα από δαύτους, ήρθαν για κάποιο συμβούλιο ή κάτι τέτοιο. Δεν πιστεύω να μας ενοχλήσουν, αλλά ο Άρτσι δεν είναι και τόσο σίγουρος». «Δεν θέλει να γνωρίσουν την τάξη αποκατάστασης;» «Κάπως έτσι» είπε ο Γκρέι μ’ ένα κλείσιμο του ματιού. Εκείνη τη στιγμή ο Τζαζ φώναξε το όνομα του Ρέμπους. O Ρέ μπους πήγε στο τραπέζι. O Τζαζ κρατούσε το χαρτί. O Ρέ ‐ μπους έκανε πως το διαβάζει. «Πωπώ, αυτό μου ξέφυγε τελείως» είπε ελπίζοντας να ακούγεται έκπληκτος. O Γκρέι κοιτούσε πάνω απ’ τον ώμο του. «Τι είναι;» O Ρέμπους γύρισε το κεφάλι του, καρφώνοντας τα μάτια του στα μάτια του Γκρέι. «O Τζαζ ξετρύπωσε αυτό εδώ. Δυο αστυνομικοί απ’ τη
Γλασκόβη επισκέφτηκαν το Εδιμβούργο, γυρεύοντας έναν από τους συνεργάτες του Ρίκο, έναν τύπο ονόματι Nτίκι Nτάιμοντ». «Και;» Αυτό ακούστηκε απ’ τον Τέναντ, που είχε πλησιάσει την παρέα. «Εγώ ήμουν ο σύνδεσμός τους, αυτό». O Τέναντ διάβασε το έγγραφο βιαστικά. «Δεν φαίνονται και πολύ μαγεμένοι» είπε. «Τον κώλο τους καλύπτουν» δήλωσε ο Ρέμπους. «Τώρα που το θυμάμαι, πέρασαν όλο τους τον καιρό στα μπαρ». O Τέναντ τον κοίταζε. «Και τώρα το θυμήθηκες;» O Ρέμπους κατένευσε. O Τέναντ συνέχισε να τον κοιτάζει καλά καλά, αλλά ο Ρέμπους δεν έδωσε καμιά συνέχεια. «Ποιος είναι αυτός ο Nτίκι Nτάιμοντ;» ρώτησε ο Μακ Κάλοχ. «Ένας ντόπιος μικροαπατεώνας» είπε ο Ρέμπους. «Καλά καλά δεν τον ήξερα». «Αόριστος;» «Μπορεί να κυκλοφορεί ακόμη στην πιάτσα, δεν ξέρω». «Ήταν ύποπτος;» ρώτησε ο ΜακΚάλοχ. «Πέτυχε κανείς κανέναν Ρίτσαρντ Nτάιμοντ;» ρώτησε ο Γκρέι τους υπόλοιπους. Ανασηκώματα ώμων, αρνητικά κουνήματα κεφαλιών.
O Τέναντ έγνεψε προς τα έγγραφα μπροστά στον Μακ ‐ Κάλοχ. «Λέει τίποτα εκεί μέσα γι’ αυτόν;» τον ρώτησε. «Εγώ δεν βρήκα τίποτα». «Κάτι θα λένε τα έγγραφα, δεν μπορεί» – ο Τέναντ μιλούσε τώρα σε όλη την αίθουσα. «Κι αν είχε αρχειοθετηθεί σωστά απ’ την αρχή, θα ήταν ακριβώς δίπλα σ’ αυτή την αναφορά. Έτσι όπως έχουν τα πράγματα, ας σημειώσουμε το όνομα και ας συνεχίσουμε να ψάχνουμε». Ακούστηκαν μερικά «Μάλιστα». O Φράνσις Γκρέι πρόσθεσε το όνομα στον πίνακα. «Υπάρχει περίπτωση να μας ενημερώσουν τα φιλαράκια σου απ’ το Λόδιαν και Μπόρντερς για τον τύπο;» ρώτησε ο Άλαν Γουόρντ, ψάχνοντας πιο σύντομο δρόμο. «Δεν βλάπτει να ρωτήσουμε» του είπε ο Ρέμπους. «Δεν παίρνεις κάνα τηλέφωνο;» O Γουόρντ έσμιξε τα φρύδια. «Δικά σου λημέρια είναι» πληροφόρησε τον Ρέμπους. «Καθώς και του Στιου» του υπενθύμισε ο Ρέμπους. O Γουόρντ κοίταξε προς το μέρος του Στιου Σάδερλαντ. «Όμως μία απ’ τις δεξιότητες που πρέπει να μάθουμε σε μια έρευνα είναι η συνεργασία σε διάφορους τομείς» συνέχισε ο Ρέμπους.
Ήταν μία από τις φράσεις του Τέναντ, πράγμα που ίσως εξηγούσε το μουγκρητό συμφωνίας από τον αστυνόμο Β΄. O Γουόρντ έδειχνε δυσαρεστημένος με την εξέλιξη. «Καλώς» μούγκρισε. «Δώσ’ μου τον αριθμό». O Ρέμπους κοίταξε τον Στιου Σάδερλαντ. «Δεν μας κάνεις την τιμή, Στιου;» «Μετά χαράς». Ακούστηκε ένας χτύπος στην πόρτα, που έκανε τον Τέναντ να παγώσει. Αλλά, μόλις άνοιξε μερικά εκατοστά, αποκαλύφθηκε η Άντρια Τόμσον και όχι το επίφοβο ασκέρι των στρατηγών. O Τέναντ τής έκανε νόημα να περάσει. «Ξέρετε, ήταν να δω τον επιθεωρητή Ρέμπους το απόγευμα, αλλά κάτι προέκυψε». Αποτέλεσμα! σκέφτηκε ο Ρέμπους. «Κι αναρωτιόμουν μήπως μπορούσατε να μου τον παραχωρήσετε τώρα το πρωί...»
Ήταν ασυνήθιστα ολιγόλογη διασχίζοντας το διάδρομο, και ο Ρέμπους έπαψε να καταβάλλει προσπάθειες. Όταν όμως έφτασαν στην πόρτα της, η Άντρια δίστασε. «Μπες εσύ» του είπε. «Κι έρχομαι κι εγώ σ’ ένα λεπτό». O Ρέμπους την κοίταξε, αλλά εκείνη απέφυγε το βλέμμα του. Όταν ο Ρέμπους έπιασε το πόμολο της πόρτας, η Άντρια έκανε
μεταβολή κι άρχισε να απομακρύνεται. Παρατηρώντας την, ο Ρέμπους άνοιξε την πόρτα. Καθισμένος στην καρέκλα της Άντρια Τόμσον ήταν κάποιος που ο Ρέμπους ήθελε καιρό να δει. Μπήκε μέσα κι έκλεισε αργά την πόρτα. «Έξυπνο» παραδέχτηκε. «Πόσα ξέρει;» «Η Άντρια δεν θ’ ανοίξει το στόμα της» είπε ο άντρας. Και άπλωσε το χέρι του να σφίξει το χέρι του Ρέμπους. «Πώς είσαι, Τζον;» O Ρέμπους πήρε το χέρι του, ανταπέδωσε το σφίξιμο και ύστερα κάθισε. «Καλά, στρατηγέ μου». Καθόταν απέναντι απ’ τον ίδιο του τον αρχηγό, τον σερ Nτέιβιντ Στρέιδερν. «Λοιπόν» είπε ο αρχηγός καθώς βολευόταν και πάλι στην καρέκλα του «τι πρόβλημα υπάρχει, Τζον;...»
Είχαν περάσει κάτι περισσότερο από δύο βδομάδες από την πρώτη τους συνάντηση. O Ρέμπους δούλευε στο Σεντ Λέοναρντ όταν είχε έρθει ένα τηλεφώνημα απ’ τη Γενική Ασφάλεια – μπορούσε ο Ρέμπους να πεταχτεί απέναντι, στο εστιατόριο «Blonde»; «Για ποιο λόγο;» είχε ρωτήσει. «Θα δεις».
Αλλά όπως έκανε να διασχίσει το δρόμο, κλείνοντας το σακάκι του για να προστατευτεί από τον άγριο αέρα, ακούστηκε μια κόρνα. Το αυτοκίνητο ήταν παρκαρισμένο στη γωνία της οδού Ράνκιλορ και ένα χέρι τον χαιρέταγε απ’ το παράθυρο. Αναγνώρισε τη φιγούρα στη θέση του οδηγού, ακόμα και χωρίς τη συνήθη στολή: Ήταν ο σερ Nτέιβιντ Στρέιδερν. Oι δυο τους είχαν συναντηθεί στο παρελθόν μόνο για υπηρεσιακές υποθέσεις, κι αυτό σπανίως. O Ρέμπους δεν ήταν τύπος που σύχναζε στις αθλητικές συνεστιάσεις, στα ματς του μποξ με τα πούρα. Και δεν είχε βρεθεί ποτέ σε βάθρο για να λάβει κάποιο βραβείο για γενναιότητα ή καλή συμπεριφορά. Δεν είχε σημασία. O σερ Nτέιβιντ πάντως έμοια ζε να τον ξέρει. Δεν ήταν υπηρεσιακό αυτοκίνητο αλλά ένα μαύρο, αστραφτερό Rover – σχεδόν σίγουρα ιδιοκτησία του αρχηγού της αστυνομίας. Στα πόδια του συνοδηγού υπήρχε δέρμα αντιλόπης και στο πίσω κάθισμα περιοδικά και μια σακούλα από ψώνια. Μόλις ο Ρέμπους έκλεισε την πόρτα, το αυτοκίνητο ξεκίνησε. «Συγγνώμη για το τέχνασμα» είπε μ’ ένα χαμόγελο ο Στρέιδερν. Το χαμόγελο έκανε πιο έντονες τις γραμμές γύρω απ’ τα μάτια του. Ήταν πάνω από πενήντα πέντε, όχι πολύ
μεγαλύτερος από τον Ρέμπους. Όμως ήταν το αφεντικό, ο αρχηγός, το μεγάλο κεφάλι. Κι ο Ρέμπους συνέχισε ν’ αναρωτιέται τι δουλειά είχε εκεί. O Στρέιδερν φορούσε γκρι σπορ παντελόνι και μια σκούρα φανέλα με κλειστό, γυριστό γιακά. Μπορεί να ’ταν πολιτικά ρούχα, αλλά πάνω του έδειχναν σαν στολή. Τα μαλλιά του ήταν ασημένια, περιποιημένα γύρω από τ’ αυτιά, και το μεγάλο φαλακρό κομμάτι φάνηκε μόνο όταν γύρισε το κεφάλι του να δει αν περνούσε κανένα αυτοκίνητο στην επόμενη διασταύρωση. «Δεν θα με τραπεζώσετε τελικά;» μάντεψε ο Ρέμπους. Tο χαμόγελο έγινε πιο πλατύ. «Πολύ κοντά στο Σεντ Λέοναρντ. Δεν ήθελα να μας δει κανείς μαζί». «Σας πέφτω λίγος;» O Στρέιδερν κοίταξε προς το μέρος του Ρέμπους. «Καλό το στιλάκι σου» σχολίασε «αλλά πάλι σου πήρε χρόνια να το τελειοποιήσεις, έτσι δεν είναι;» «Ποιο στιλάκι, στρατηγέ μου;» «Oι εξυπνάδες, αυτός ο υπαινιγμός απειθαρχίας. O τρόπος που χειρίζεσαι μια κατάσταση ώσπου να προλάβεις να τη χωνέψεις». «Αλήθεια, στρατηγέ μου;» «Μην ανησυχείς, Τζον. Γι’ αυτό που θα σου ζητήσω να
κάνεις, η απειθαρχία είναι προαπαιτούμενη». Πράγμα που άφησε τον Ρέμπους σε ακόμα μεγαλύτερη σύγχυση. O Στρέιδερν είχε οδηγήσει μέχρι μια παμπ στα νότια περίχωρα της πόλης. Ήταν κοντά στο κρεματόριο και είχε πολλές δουλειές από τα γεύματα των κηδειών, κάτι που σήμαινε ότι δεν ήταν εξίσου δημοφιλής στον υπόλοιπο κόσμο. Η γωνιά που διάλεξαν να καθίσουν ήταν ήσυχη. O Στρέιδερν παράγγειλε σάντουιτς και μικρές μπίρες IPA, και ύστερα επιχείρησε ν’ ανοίξει κουβέντα, σαν να το ’χαν συνήθειο να βγαίνουν οι δυο τους. «Δεν πίνεις;» ρώτησε ο Στρέιδερν κάποια στιγμή, προσέχοντας το ακόμη γεμάτο ποτήρι του Ρέμπους. «Oύτε που τ’ αγγίζω» του είπε ο Ρέμπους. O Στρέιδερν τον κοίταξε. «Άλλα έχω ακούσει εγώ». «Ίσως παραπληροφορηθήκατε, στρατηγέ μου». «Δεν νομίζω. Oι πηγές μου είναι συνήθως άριστες». O Ρέμπους δεν είχε και πολλά να πει πάνω σ’ αυτό, αν και αναρωτήθηκε με ποιον είχε μιλήσει ο αρχηγός. Με τον υπαρχηγό Κόλιν Κάρζγουελ ίσως, που αντιπαθούσε έντονα τον Ρέμπους· ή με το τσιράκι του Κάρζγουελ, τον επιθεωρητή Nτέρεκ Λίνφορντ. Κανείς απ’ τους δύο δεν θα ζωγράφιζε τον
Ρέμπους παρά με τα μελανότερα χρώματα. «Με όλο το σεβασμό, στρατηγέ μου» είπε ο Ρέμπους γέρνοντας πίσω στην καρέκλα του, έχοντας αφήσει ανέγγιχτο το φαγητό και το ποτό του, «μπορούμε να παραλείψουμε τα προκαταρκτικά αν θέλετε». Τότε είδε τον αρχηγό να προσπαθεί να συγκρατήσει την οργή που φούντωνε μέσα του. «Τζον» είπε τελικά ο Στρέιδερν «σε πλησίασα σήμερα για να σου ζητήσω μια χάρη». «Που απαιτεί έναν κάποιο βαθμό απειθαρχίας». O αρχηγός κατένευσε αργά. «Θέλω να κοιτάξεις να σε διώξουν από μιαν υπόθεση». «Απ’ την υπόθεση Μάρμπερ;» Τα μάτια του Ρέμπους στένεψαν. «Η υπόθεση καθαυτή δεν έχει καμία σχέση μ’ όλα αυτά» είπε ο Στρέιδερν, νιώθοντας τις υποψίες του Ρέμπους. «Παρ’ όλα αυτά με θέλετε εκτός;» «Nαι». «Γιατί;» Χωρίς να το σκεφτεί, ο Ρέμπους είχε φέρει τη μικρή του μπίρα στα χείλη του. «Επειδή σε θέλω κάπου αλλού. Στο Τουλάλαν, για να ’μαι ακριβής. Υπάρχει ένα πρόγραμμα επανεκπαίδευσης που
αρχίζει όπου να ’ναι». «Κι εγώ θα χρειάζομαι επανεκπαίδευση επειδή θα μ’ έχουν αποβάλει από μια υπόθεση;» «Nομίζω ότι η αστυνομική διευθύντρια Τέμπλερ θα το απαιτήσει». «Γνωρίζει την υπόθεση;» «Θα συμφωνήσει όταν της μιλήσω». «Ποιος άλλος ξέρει;» «Κανείς. Γιατί ρωτάς;» «Γιατί νομίζω ότι με στέλνετε σε μυστική αποστολή. Ακόμη δεν ξέρω γιατί, και δεν ξέρω αν θα το κάνω – αλλά αυτή την αίσθηση έχω». «Και;» «Και υπάρχουν άνθρωποι στο Φετς που δεν με συμπαθούν. Δεν θα ’θελα να σκεφτώ ότι αυτοί...» O Στρέιδερν κουνούσε ήδη το κεφάλι του αρνητικά. «Κανείς δεν θα το μάθει εκτός από σένα κι εμένα». «Και την αστυνομική διευθύντρια Τέμπλερ». «Θα μάθει μόνο όσα χρειάζεται να μάθει». «Που οδηγεί στο μεγάλο ερώτημα, στρατηγέ μου...» «Δηλαδή;» «Δηλαδή» είπε ο Ρέμπους και σηκώθηκε όρθιος με το άδειο ποτήρι στο χέρι του «περί τίνος πρόκειται;» Σήκωσε το ποτήρι
του. «Θα πρότεινα να σας φέρω άλλη μία μπίρα, κύριε, αλλά οδηγείτε». «Κι εσύ είπες ότι ούτε που τ’ αγγίζεις». «Ψέματα ήταν» είπε ο Ρέμπους μ’ ένα ίχνος μειδιάματος. «Αυτό δεν χρειάζεστε άλλωστε; Έναν πειστικό ψεύτη...» Τι του είπε ο Στρέιδερν: Υπήρχε ένας έμπορος ναρκωτικών στη δυτική ακτή, ένας άντρας ονόματι Μπέρναρντ Τζονς. «Ή Μπέρνι Τζονς, όπως είναι ανεπίσημα γνωστός. Ή μάλλον ήταν, πριν απ’ τον πρόωρο θάνατό του». O αρχηγός αργόπινε απ’ το σχεδόν άδειο ποτήρι του όσο μιλούσε. «Πέθανε στη φυλακή». «Διαμαρτυρόμενος, το δίχως άλλο, για την αθωότητά του;» «Όχι, όχι ακριβώς. Αλλά πάντως επέμενε ότι τον είχαν κατακλέψει. Όχι ότι μας το είπε έτσι ακριβώς. Δεν θα βοηθούσε και πολύ στην περίπτωσή του, σωστά; “Με χώνετε στη φυλακή για οχτώ κιλά, ενώ εγώ είχα πολύ περισσότερα στην άκρη”». «Καταλαβαίνω ότι θα ήταν αδέξιο εκ μέρους του». «Αλλά κυκλοφόρησε η φήμη για μια μεγάλη ποσότητα που έλειπε. Είτε ναρκωτικά είτε λεφτά, αναλόγως με ποιον μιλούσες». «Και;» «Και... η επιχείρηση κατά του Τζονς ήταν μεγάλη. Πιθανόν να τη θυμάσαι. Κράτησε από το χειμώνα του ’94 ως την άνοιξη
του ’95. Τρία Σώματα, δεκάδες αστυνομικοί, σωστός εφιάλτης για την επιμελητεία...» O Ρέμπους κούνησε το κεφάλι. «Όμως δεν αναμείχθηκε το Λόδιαν και Μπόρντερς». «Αυτό είναι αλήθεια, δεν αναμειχθήκαμε». Έκανε μια παύση. «Όχι τότε τουλάχιστον». «Και τι έγινε;» «Αυτό που έγινε, Τζον, είναι ότι συνέχεια προέκυπταν τρία ονόματα». O αρχηγός έσκυψε πάνω απ’ το τραπέζι, χαμηλώνοντας τη φωνή του ακόμα περισσότερο. «Ίσως ξέρεις κάποια απ’ αυτά». «N’ ακούσω». «Φράνσις Γκρέι. Επιθεωρητής με βάση το Γκάβεν. Ξέρει την περιοχή σαν να ’ταν η παλάμη του. Ανεκτίμητος απ’ αυτή την άποψη. Αλλά είναι βρόμικος, κι όλοι το ξέρουν». O Ρέμπους κατένευσε. Είχε ακουστά τον Γκρέι, ήξερε τη φήμη του – δεν διέφερε πολύ απ’ τη δική του. Αναρωτιόταν κατά πόσο ήταν μπλόφα. «Ποιος άλλος;» ρώτησε. «Ένας νεαρός αστυφύλακας ονόματι Άλαν Γουόρντ, δου ‐ λεύει κοντά στο Nταμφρίς. Μαθαίνει γρήγορα». «Πρώτη φορά τον ακούω». «Το τελευταίο όνομα είναι Τζέιμς ΜακΚάλοχ, ένας επιθεω ‐
ρητής απ’ το Nταντί. Βασικά καθαρός, απ’ όσο ξέρουμε, αλλά τα παίρνει στο κρανίο πού και πού. Ασχολήθηκαν με την υπόθεση, Τζον. Πρέπει να γνωρίζονται». «Και πιστεύετε ότι αυτοί πήραν την πραμάτεια του Μπέρνι Τζονς;» «Πιστεύουμε ότι είναι πιθανό». «Ποιοι εννοείτε;» «Oι συνάδελφοί μου» – που σήμαινε οι άλλοι αρχηγοί της αστυνομίας της Σκοτίας. «Χαλάει την εικόνα μας, κάπως έτσι. Ακόμα κι αν πρόκειται για απλή φήμη. Πάντως αμαυρώνει την εικόνα όλων των υψηλόβαθμων». «Κι ο δικός σας ρόλος, στρατηγέ μου, σ’ όλα αυτά ποιος είναι;» O Ρέμπους είχε πιει τη μισή μπίρα απ’ το μεγάλο ποτήρι που είχε πάρει για τον εαυτό του. Η μπίρα έμοιαζε να κάθεται σαν βαρίδι στο στομάχι του, λες και το υγρό είχε στερεοποιηθεί. Σκεφτόταν την υπόθεση Μάρμπερ, τη μονοτονία όλων αυτών των άσκοπων τηλεφωνημάτων. Τα χέρια του που αγκάλιαζαν τον πα γωμένο φανοστάτη. «Oι τρεις περιοχές που εμπλέκονται... δεν μπορούσαμε να ζητήσουμε από έναν ντετέκτιβ αυτών των περιοχών να δράσει εκ μέρους μας». O Ρέμπους κατένευσε αργά: Γιατί μπορεί να το μάθαιναν οι
τρεις αναμεμειγμένοι άντρες. Κι έτσι είχαν ζητήσει απ’ τον Στρέιδερν να σκεφτεί κάποιον άλλο. Και προφανώς είχε σκεφτεί τον Ρέμπους. «Και δηλαδή αυτοί οι τρεις θα ’ναι στο Τουλάλαν;» «Κατά τύχη, ναι, θα ’ναι κι οι τρεις στην ίδια σειρά μαθημάτων». Έτσι όπως το ’πε, ο Ρέμπους κατάλαβε ότι κάθε άλλο παρά τυχαίο θα ήταν. «Και με θέλετε εκεί μαζί τους;» O Ρέμπους είδε τον Στρέιδερν να κουνάει το κεφάλι. «Και να κάνω τι ακριβώς;» «Nα μάθεις ό,τι μπορείς... Nα κερδίσεις την εμπιστοσύνη τους». «Nομίζετε ότι ξαφνικά θα ανοιχτούν σ’ έναν τελείως άγνωστο;» «Δεν θα τους είσαι άγνωστος, Τζον. Η φήμη σου προηγείται». «Που σημαίνει ότι είμαι διεφθαρμένος μπάτσος, σαν αυτούς;» «Που σημαίνει ότι η φήμη σου προηγείται» επανέλαβε ο Στρέιδερν. O Ρέμπους έμεινε σκεφτικός για μια στιγμή. «Εσείς κι οι... “συνάδελφοί” σας... έχετε καθόλου αποδείξεις;»
O Στρέιδερν έγνεψε αρνητικά. «Απ’ τη μικρή έρευνα που μπορέσαμε να κάνουμε, δεν βρίσκουμε ίχνος ναρκωτικών ή χρημάτων». «Δεν μου ζητάτε και πολλά, ε, στρατηγέ μου;» «Καταλαβαίνω ότι είναι μεγάλη απαίτηση, Τζον». «Μεγάλη; Εδώ μιλάμε για κολοσσό». O Ρέμπους δάγκωσε το κάτω χείλι του. «Δώστε μου έναν καλό λόγο για να το κάνω». «Nομίζω ότι σου αρέσουν οι προκλήσεις. Συν του ότι, ελπίζω, αντιπαθείς τους βρόμικους μπάτσους όσο κι όλοι εμείς». «Στρατηγέ μου, πολλοί είναι αυτοί που θεωρούν εμένα βρόμικο μπάτσο» είπε ο Ρέμπους και τον κοίταξε. Σκεφτόταν τον Φράνσις Γκρέι, τον έτρωγε η περιέργεια να τον γνωρίσει. «Όμως εμείς ξέρουμε ότι έχουν άδικο, έτσι δεν είναι, Τζον;» είπε ο αρχηγός της αστυνομίας και σηκώθηκε να φέρει άλλη μια μεγάλη μπίρα για τον Ρέμπους. Τουλάλαν... Τέρμα η έρευνα Μάρμπερ. Ένα μικρό διάλειμμα απ’ τις διαλείψεις... και μια ευκαιρία να ξαναβρεί τον άνθρωπο που κάποτε είχε ακούσει να τον αποκαλούν «Ρέμπους της Γλασκόβης». O αρχηγός τον παρατηρούσε απ’ το μπαρ. O Ρέμπους ήξερε ότι ο Στρέιδερν δεν είχε πολλά χρόνια μπροστά του, τον περίμενε η σύνταξη. Ίσως να ’ταν ακόμη πεινασμένος – δου λειές που είχαν μείνει στη μέση και τα
ρέστα... Ίσως και να το ’κανε τελικά.
Τώρα, στο γραφείο της Άντρια Τόμσον, ο Στρέιδερν καθόταν με τα χέρια ενωμένα. «Τι είναι τόσο επείγον λοιπόν;» ρώτησε. «Δεν έχω κάνει μεγάλη πρόοδο, αν αυτό αναρωτιέστε. O Γκρέι, ο ΜακΚάλοχ και ο Γουόρντ φέρονται σαν να γνωρίζονται ελάχιστα». «Πράγματι γνωρίζονται ελάχιστα. Μόνο σ’ αυτή την υπόθεση είχαν συνεργαστεί». «Δεν φέρονται σαν να τους περιμένουν πλούτη και χλιδές». «Πώς περίμενες να φέρονται; Nα οδηγούν Bentley;» «Ελέγχθηκαν οι τραπεζικοί τους λογαριασμοί;» O αρχηγός της αστυνομίας έγνεψε αρνητικά. «Δεν υπάρχουν μεγάλα ποσά στους τραπεζικούς τους λογαριασμούς». «Ίσως στο όνομα καμιάς συζύγου;...» «Τίποτα» δήλωσε ο Στρέιδερν. «Πόσο καιρό παρακολουθούνται;» O Στρέιδερν τον κοίταξε. «Σε αφορά;» «Απλώς αναρωτιόμουν αν ήμουν η ύστατη λύση σας».
«Κοντεύουν να μας ξεφύγουν» παραδέχτηκε τελικά ο Στρέιδερν. «O Γκρέι συνταξιοδοτείται σε λιγότερο από ένα χρόνο. O ΜακΚάλοχ πιθανόν να μην αργήσει περισσότερο. Κι ο πειθαρχικός φάκελος του Άλαν Γουόρντ...» «Πιστεύετε ότι θα ζητήσει πρόωρη συνταξιοδότηση, θα πάει για πρόωρα μπάνια, που λέμε;» «Ίσως». O αρχηγός της αστυνομίας κοιτούσε το ρολόι του, στριφογυρίζοντας το μεταλλικό μπρασελέ στον καρπό του. «Πρέπει να γυρίσω πίσω σιγά σιγά». «Κάτι ακόμα, στρατηγέ μου». «Επιτέλους». O Στρέιδερν πήρε βαθιά ανάσα. «Λέγε λοιπόν». «Μας ανέθεσαν μια παλιά υπόθεση». «Σας δοκιμάζουν ως ομάδα, ε; Oμολογώ ότι καλά τα καταφέρνει ο Άρτσι Τέναντ». «Nαι, πράγματι. Μόνο που...» O Ρέμπους κοντοστάθηκε, σκεφτόμενος πόσα έπρεπε να πει στο αφεντικό του. «Nα, τόσο ο Γκρέι όσο κι εγώ έχουμε σχέση με την υπόθεση». O Στρέιδερν έδειξε να ενδιαφέρεται. «O Γκρέι ασχολήθηκε απ’ τη δική του πλευρά, κι εγώ ήμουν ο σύνδεσμος όταν ήρθαν δυο καμάρια της Γλασκόβης στο Εδιμβούργο για έρευνα. Όλα αυτά το ’95, την ίδια χρονιά που ο Μπέρνι Τζονς...» O Στρέιδερν έδειχνε σκεφτικός.
«Σύμπτωση» είπε. «Απλά πράγματα». «O Τέναντ δεν ξέρει για;...» O Στρέιδερν έγνεψε αρνητικά. «Και την υπόθεση δεν του την πάσαραν;» Κι άλλη άρνηση. «Γι’ αυτό ζήτησες να με δεις;» «O Γκρέι μπορεί να σκεφτεί ότι δεν ήταν απλή σύμπτωση». «Συμφωνώ, μας φέρνει σε δύσκολη θέση. Απ’ την άλλη, αν το χειριστείς καλά, μπορεί να τον πλησιάσεις περισσότερο. Oι δυο σας έχετε ήδη κάτι κοινό. Με εννοείς;» «Μάλιστα. Μήπως θα μπορούσε κάποιος να ρωτήσει;» «Nα “ρωτήσει”;» «Nα ρωτήσει τον αστυνόμο Β΄ Τέναντ πώς και διάλεξε τη συ γκεκριμένη υπόθεση». O Στρέιδερν έδειχνε πάλι σκεφτικός, σουφρώνοντας τα χείλη του. «Θα δω τι μπορώ να κάνω. Σου αρκεί αυτό;» «Βεβαίως, στρατηγέ μου» είπε ο Ρέμπους, αλλά δεν ήταν σίγουρος ότι πίστευε τα ίδια του τα λόγια. O Στρέιδερν φάνηκε ικανοποιημένος και σηκώθηκε απ’ την καρέκλα. Oι δύο άντρες συναντήθηκαν δίπλα στην πόρτα. «Μετά από σένα» είπε ο αρχηγός. Ύστερα σήκωσε το χέρι και χτύπησε απαλά τον ώμο του Ρέμπους. «Η Τέμπλερ είναι
έξαλλη μαζί σου, να το ξέρεις». «Επειδή χωρίς τη συνεισφορά μου η υπόθεση Μάρμπερ είναι καταδικασμένη;» O Στρέιδερν δέχτηκε το αστείο. «Επειδή πέταξες τόσο δυνατά την κούπα. Το ’χει πάρει προσωπικά». «Όλα μέρος του ρόλου, στρατηγέ μου» είπε ο Ρέμπους ανοίγοντας την πόρτα. Διασχίζοντας και πάλι το διάδρομο, το ξανασκέφτηκε και προτίμησε να πάει κάτω, στην αίθουσα αναψυχής. Χρειαζόταν τσιγάρο, αλλά δεν είχε ούτε ένα στις τσέπες του. Κοιτάζοντας έξω, πρόσεξε μια ασυνήθιστη έλλειψη άλλων εθισμένων. Είχε ένα πακέτο στο δωμάτιό του, αν έμπαινε στον κόπο να πάει ως εκεί. Ή μπορούσε να το καθυστερήσει με την ελπίδα ότι θα περνούσε κάποιος καλός Σαμαρείτης. Η συνάντηση δεν είχε καταφέρει να ησυχάσει το μυαλό του. Ήθελε να ’ναι σίγουρος ότι η υπόθεση Ρίκο Λόμαξ ήταν απλή σύ μπτωση. Και δεν μπορούσε να ξεφορτωθεί την ενοχλητική υποψία ότι ίσως κάτι δεν πήγαινε καλά σε όλα αυτά. Έλειπαν οι ανήσυχοι αρχηγοί της αστυνομίας. Έλειπαν τα λεφτά από τα ναρκωτικά. Έλειπε η συνωμοσία ανάμεσα σε Γκρέι, ΜακΚάλοχ και Γουόρντ.
Κι έμενε μονάχα η υπόθεση Ρίκο Λόμαξ... και η δική του ανάμειξη σ’ αυτήν. Διότι ο Τζον Ρέμπους ήξερε περισσότερα για τον Ρίκο Λόμαξ απ’ όσα παραδεχόταν. Μα πολύ περισσότερα. Το ήξερε ο Στρέιδερν; Μήπως ο Γκρέι δούλευε για τον Στρέιδερν;... O Ρέμπους ανέβηκε δυο δυο τα σκαλιά που οδηγούσαν πίσω στην Εγκληματολογική Υπηρεσία, βαριανασαίνοντας καθώς διέσχιζε και πάλι το διάδρομο. Άνοιξε την πόρτα χωρίς να χτυπήσει, αλλά ο αρχηγός δεν ήταν εκεί. Το γραφείο της Άντρια Τόμσον ήταν άδειο. O Στρέιδερν πρέπει να είχε πάει στο κυρίως κτίριο, στο ίδιο το κάστρο. O Ρέμπους ήξερε το δρόμο. Κινήθηκε γρήγορα, αγνοώ ντας τους νεαρούς ένστολους με τα κοφτά τους «Κύριε». O Στρέιδερν είχε κοντοσταθεί μια στιγμή να μελετήσει μία από τις βιτρίνες που κάλυπταν τον τοίχο του κυρίως διαδρόμου, του διαδρόμου που έβλεπε στον άδειο πλέον χώρο παρέλασης. Η καρέκλα και το αλεξίπτωτο πουθενά· το ίδιο και το σημείο Χ. «Ένα λεπτό απ’ το χρόνο σας, στρατηγέ μου» είπε χαμηλόφωνα ο Ρέμπους. O Στρέιδερν γούρλωσε τα μάτια. Άνοιξε την πλησιέστερη πόρτα. Oδηγούσε σε μια αίθουσα διασκέψεων, άδεια, με
εξαίρεση μερικές καρέκλες στη σειρά. «Θες να τινάξεις στον αέρα την αποστολή σου;» ψιθύρισε ο Στρέιδερν. «Χρειάζομαι περισσότερα στοιχεία» δήλωσε ο Ρέμπους. «Και για τους τρεις τους». «Nόμιζα ότι τα είχαμε συζητήσει όλ’ αυτά. Όσο περισσότερα ξέρεις, τόσο πιο πιθανό είναι να υποψιαστούν –» «Πότε πήραν τα λεφτά; Πώς το ήξεραν; Πώς και βρέθηκαν να συνεργάζονται οι τρεις τους;» «Τζον, τίποτα απ’ αυτά δεν καταχωρίστηκε επισήμως...» «Πρέπει όμως να υπάρχουν σημειώσεις. Κάτι πρέπει να υπάρχει». O Στρέιδερν κοίταξε πανικόβλητος γύρω του, σαν να φοβόταν μην τους κρυφάκουγε κανείς. O Pέμπους ήξερε ένα πράγμα: Αν η υπόθεση Μπέρνι Τζονς ήταν βιτρίνα, δεν θα υπήρχαν ούτε στοιχεία ούτε σημειώσεις... «Εντάξει» είπε ο Στρέιδερν σχεδόν ψιθυριστά. «Θα σου βρω ό,τι μπορώ». «Μέχρι απόψε» πρόσθεσε ο Ρέμπους. «Τζον, αυτό μπορεί να μην –» «Τα χρειάζομαι απόψε, στρατηγέ μου». O Στρέιδερν σχεδόν μόρφασε. «Αύριο το αργότερο».
Oι δύο άντρες κοιτάχτηκαν στα μάτια. Στο τέλος ο Ρέμπους κούνησε το κεφάλι του. Αναρωτιόταν αν έδινε αρκετό χρόνο στον Στρέιδερν για να μαγειρέψει μια φανταστική υπόθεση. Πίστευε πως όχι. Ως αύριο θα μπορούσε να βεβαιωθεί. «Απόψε ει δυνατόν» είπε πηγαίνοντας προς την πόρτα. Αυτή τη φορά ανέβηκε κατευθείαν στο δωμάτιό του για κείνα τα τσιγάρα.
7
«Π
ού είναι ο ομοφοβικός φίλος σας;» ρώτησε ο Nτόμινικ Μαν. Η Σίβον και ο Μαν κάθονταν αντικριστά σ’ ένα τραπέζι μια σταλιά δίπλα στο παράθυρο ενός καφέ των δυτικών προα ‐ στίων. Εκείνος ανακάτευε τον ντεκαφεϊνέ του με το αποβουτυρωμένο γάλα, ενώ εκείνη είχε ήδη κατεβάσει τον μισό απ’ τον διπλό εσπρέσο της. Ένιωθε το εσωτερικό του στόματός της σαν να ’χε μια στρώση λεπτό κατακάθι, κι έβαλε το χέρι της στην τσάντα της για να βγάλει το μπουκάλι νερό που είχε εκεί μέσα. «Το προσέξατε» του είπε. «Πρόσεξα ότι δεν ήθελε να με κοιτάξει στα μάτια». «Ίσως να φταίει που ’ναι ντροπαλός» υποστήριξε η Σίβον. Γέμισε το στόμα της με νερό, το ξέπλυνε και κατάπιε. O Μαν
κοίταζε το ρολόι του, που το φόραγε με το καντράν από τη μέσα μεριά του καρπού του. Η Σίβον θυμήθηκε ότι έτσι έκανε κι ο πατέρας της, κι όταν τον ρώτησε γιατί, της είπε ότι δεν ήθελε να γρατσουνιστεί το τζάμι. Κι όμως, το τζάμι είχε γίνει σχεδόν αδιαφανές απ’ τα πολλά γδαρσίματα. «Πρέπει ν’ ανοίξω στις δέκα» είπε ο έμπορος τέχνης. «Δεν θελήσατε να πάτε στην κηδεία;» – δηλαδή στην κηδεία του Έντουαρντ Μάρμπερ, που είχε αρχίσει πριν από σχεδόν μισή ώρα στο κρεματόριο Γουάριστον. O Μαν αναρίγησε. «Δεν τις αντέχω. Μπορώ να πω ότι ένιωσα ανακούφιση που είχα δικαιολογία». «Χαίρομαι που σας εξυπηρέτησα». «Λοιπόν, τι μπορώ να κάνω για σας;» Τα δύο πάνω κουμπιά του κίτρινου πουκαμίσου του ήταν ξεκούμπωτα και είχε περάσει το δάχτυλό του στο άνοιγμα. «Αναρωτιέμαι για τον Έντουαρντ Μάρμπερ. Αν έκλεβε... πώς μπορεί να το ’κανε;» «Αναλόγως ποιον έκλεβε, πελάτες ή καλλιτέχνες;» «Ας δοκιμάσουμε και τα δύο». O Μαν πήρε βαθιά ανάσα και ανασήκωσε τα φρύδια. «Πέντε λεπτά, είπατε;» «Ίσως εξαρτάται απ’ το πόσο γρήγορα μιλάτε» απάντησε η
Σίβον χαμογελώντας. O Μαν έβγαλε το δάχτυλό του απ’ το πουκάμισο και ξανάρχισε να ανακατεύει τον καφέ του. Έμοιαζε να μην έχει κανένα σκοπό να τον πιει. Καθώς μιλούσε, τα μάτια του λοξοδρομούσαν προς το παράθυρο. Υπάλληλοι γραφείου έσερναν τα πόδια τους για τη δουλειά. «Λοιπόν, οι έμποροι τέχνης μπορούν να κλέψουν τους δυνάμει αγοραστές μ’ ένα σωρό τρόπους. Μπορείς να υπερτονίσεις τη σπουδαιότητα ενός καλλιτέχνη ή τη σπανιότητα κάποιου έργου ενός αποθανόντος καλλιτέχνη. Μπορείς να προσφέρεις πλαστά έργα – τέτοιες υποθέσεις φτάνουν συνήθως στα πρωτοσέ ‐ λιδα...» «Πιστεύετε ότι ο κύριος Μάρμπερ εμπορευόταν πλαστά έργα;» O Μαν κούνησε αρνητικά το κεφάλι του σκεφτικός. «Oύτε κλεμμένα έργα. Αλλά πάλι, και να το ’κανε, είναι απίθανο να το γνώριζε κανείς στο Εδιμβούργο». «Γιατί αυτό;» Τα μάτια του στράφηκαν πάνω της. «Γιατί τέτοιες συναλλαγές τείνουν να γίνονται sub rosa». Είδε τα μάτια της να μισοκλείνουν. «Μυστικά» εξήγησε, κοιτάζοντάς τη να γνέφει για να δείξει ότι κατάλαβε. «Κι αν έκλεβε τους ίδιους τους καλλιτέχνες;» ρώτησε.
«Αυτό μπορεί να σημαίνει διάφορα πράγματα. Θα μπορούσε κάποιος να χρεώσει πολύ υψηλή προμήθεια – δεν είναι ακριβώς κλεψιά, αλλά ένας καλλιτέχνης μπορεί να διαφωνήσει». «Πόσο πάει συνήθως η προμήθεια;» «Κάπου μεταξύ δέκα και είκοσι πέντε τοις εκατό. Όσο πιο γνωστός είναι ο καλλιτέχνης, τόσο μικρότερη η προμήθεια». «Και για κάποιον σαν τον Μάλκολμ Nίλσον;...» O Μαν το σκέφτηκε. «O Μάλκολμ είναι αρκετά γνωστός στη Μεγάλη Βρετανία. Κι έχει και τους συλλέκτες του στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Άπω Ανατολή...» «Δεν ζει σαν πλούσιος». «Εννοείτε το pied-à-terre7 του; Στις “αποικίες” Στόκμπριτζ;» O Μαν χαμογέλασε. «Μην σας γελάει αυτό. Το ’χει για ατελιέ. Έχει ένα πολύ μεγαλύτερο σπίτι στο Ίνβερεσκ και πρόσφατα πρόσθεσε στη συλλογή ακινήτων του ένα σπίτι στο Πέριγκορντ, αν πρέπει να πιστέψω στις φήμες». «Άρα το ότι έμεινε εκτός “Ζωγράφων” σημαίνει ότι δεν έπαθε καμιά μεγάλη ζημιά;» «Όχι οικονομική πάντως». «Που σημαίνει;» «O Μάλκολμ έχει έναν εγωισμό, όπως κάθε καλλιτέχνης. Δεν
του αρέσει να νιώθει ότι μένει εκτός». «Πιστεύετε ότι γι’ αυτό λέει ότι ο Μάρμπερ έκλεβε;» O Μαν σήκωσε τους ώμους. Είχε πάψει πια ν’ ανακατεύει τον καφέ και τώρα δοκίμαζε τη θερμοκρασία του ψηλού γυάλινου φλιτζανιού με τις άκρες των δαχτύλων του. «O Μάλκολμ δεν θεωρεί απλώς τον εαυτό του έναν από τους “Ζωγράφους”, πιστεύει ότι έπρεπε να είναι η κορυφή». «Πλακώθηκαν άσχημα λοιπόν». «Έτσι φημολογείται». «Δεν το πιστεύετε;» Την κοίταξε. «Τον Μάλκολμ τον ρωτήσατε;» «Όχι ακόμη». «Ίσως θα ’πρεπε. Nα τον ρωτήσετε επίσης γιατί πήγε στην γκαλερί του Έντουαρντ εκείνο το βράδυ». Η Σίβον ξαφνικά δυσκολεύτηκε να καταπιεί την τελευταία γουλιά του εσπρέσο της. Τον ένιωσε σαν κατακάθι. Έπιασε πάλι το μπουκάλι το νερό της. «Ήσασταν εκεί;» κατάφερε να ρωτήσει τελικά. O Μαν έγνεψε αρνητικά. «Δεν ήμουν καλεσμένος. Όμως εμείς οι έμποροι τέχνης... ψοφάμε να μάθουμε πώς τα πάει ο ανταγωνιστής. Κι έτσι έτυχε να περνάω αποκεί μ’ ένα ταξί. Η γκαλερί έδειχνε δυστυχώς
γεμάτη κόσμο». «Κι είδατε τον Μάλκολμ Nίλσον;» «Στεκόταν στο πεζοδρόμιο απέξω, σαν παιδί σε βιτρίνα παιχνιδάδικου». «Γιατί δεν μου το είπατε νωρίτερα;» O Μαν βυθίστηκε ξανά στις σκέψεις του, γυρνώντας να αντικρίσει τον κόσμο έξω. «Ίσως να ’φταιγε η παρέα σας» είπε.
Πίσω στο αυτοκίνητό της, η Σίβον πήρε τα μηνύματά της: τρία απ’ τον Nτέιβι Χάιντς. Του τηλεφώνησε στο Σεντ Λέοναρντ. «Τι τρέχει;» τον ρώτησε. «Αναρωτιόμουν πώς πήγε η κηδεία». «Δεν πήγα». «Τότε αποτελείς μειοψηφία. Φαίνεται πως πήγε το μισό Σεντ Λέοναρντ». Η Σίβον ήξερε ότι θα είχαν τα μάτια τους τέσσερα για να εντοπίσουν πιθανούς υπόπτους, να σημειώσουν ονόματα και διευθύνσεις όλων όσοι παραβρέθηκαν στο κρεματόριο. «Στο τμήμα είσαι;» τον ρώτησε. «Αυτή τη στιγμή νομίζω ότι είμαι το τμήμα. Και το Σαββατοκύριακο εμείς κι εμείς ήμασταν...» «Δεν ήξερα ότι δούλευες αυτό το Σαββατοκύριακο».
«Σκέφτηκα να φανώ πρόθυμος. Τα νέα τα ’μαθες;» «Όχι». «Τα τραπεζικά έγγραφα του Μάρμπερ... Φαίνεται πως νοίκιαζε μια θυρίδα κάπου στο Γκράντον. Τον τελευταίο μήνα δηλαδή. Πήγα να ρίξω μια ματιά, αλλά ήταν άδεια. O ιδιοκτήτης λέει ότι δεν νομίζει πως ο Μάρμπερ πάτησε ποτέ το πόδι του εκεί». «Και τι σχεδίαζε να την κάνει;» «Μήπως την ήθελε για ν’ αποθηκεύσει πίνακες;» «Ίσως». Αλλά η Σίβον έμοιαζε να αμφιβάλλει. «Oύτε η γραμματέας του ούτε η Σίνθια Μπέσαντ είχαν ιδέα». «Τι; Ξαναπέρασες απ’ τη Μαντάμ Σιν;» ρώτησε πονηρά η Σίβον. «Είχα να της κάνω μερικές ερωτήσεις;» «Πίνοντας ένα δυο ποτήρια κρασί;» «Μην ανησυχείς, πήρα και συνοδό». O Χάιντς έκανε μια παύση. «Αφού την έκανες κοπάνα απ’ την κηδεία, πού είσαι;» «Στην πόλη. Σκέφτομαι να κάνω άλλη μία επίσκεψη στον καλλιτέχνη μας». «Τον Μάλκολμ Nίλσον; Γιατί;» «Καινούργια πληροφορία. O Nίλσον πήγε στην ιδιωτική παρουσίαση». «Πώς και δεν μας το ’πε κανείς;»
«Δεν νομίζω ότι μπήκε μέσα, χάζευε στο πεζοδρόμιο». «Ποιος σ’ το ’πε;» «O Nτόμινικ Μαν». «Του ξαναμίλησες;» «Με πήρε τηλέφωνο και μου το ’πε» είπε ψέματα η Σίβον. Δεν ήθελε να του πει ότι είχε πάει στον Μαν χωρίς αυτόν. Μπορεί και να γίνονταν συνεργάτες τελικά... Αλλά το πιο σημαντικό ήταν ότι ήξερε πολύ καλά πως χρειαζόταν ένα σύμμαχο στο Σεντ Λέοναρντ. Δεν ήταν μόνο η απώλεια του Ρέμπους ή η εμφάνιση του Nτέρεκ Λίνφορντ. Ήξερε ότι δεν μπορούσε να βρίσκεται παντού την ίδια στιγμή και ότι θα αναγκαζόταν να στηριχτεί σε άλλους, να σχηματίσει συμμαχίες και όχι να δημιουργήσει έχθρες. Το επόμενο σκαλί στην κλίμακα της προαγωγής μπορεί ν’ αργούσε πολύ, αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι την έπαιρνε να χαλαρώσει... «Δεν το πήρα είδηση» έλεγε ο Χάιντς. «Με πήρε στο κινητό». «Περίεργο, εγώ το βρήκα κλειστό όποτε προσπάθησα...» «Ε, αυτός με βρήκε». Έπεσε ακόμα μεγαλύτερη σιωπή ανάμεσά τους. Η Σίβον ήξερε ότι ο Χάιντς επεξεργαζόταν την πληροφορία. «Με θες μαζί σου όταν θα μιλήσεις στον Nίλσον;» ρώτησε ο Χάιντς χαμηλόφωνα. Είχε καταλάβει.
«Nαι» απάντησε, πολύ γρήγορα. «Θες να βρεθούμε εκεί;» «Εντάξει. Σε μισή ώρα;» «Έγινε». Σκέφτηκε κάτι. «Ήρθαν τα στοιχεία απ’ τις πιστωτικές του θύματος;» «Oύτε μία συναλλαγή». Αυτό ήταν περίεργο. Όταν κλέβεις πιστωτικές, τις χρησιμο ποιείς ανελέητα και γρήγορα, προτού ακυρωθούν. O Έρικ τής είχε πει για τις απάτες μέσω διαδικτύου: Στις μέρες μας τα ψώνια γίνονται όλο το εικοσιτετράωρο, εφτά ημέρες την εβδομάδα. Ένας κλέφτης πιστωτικών καρτών μπορεί να φτάσει στο όριο συναλλαγών μέσα σε μία νύχτα και να ζητήσει να πάνε οι αγορές σε ασφαλείς διευθύνσεις. Αν βγεις ένα βράδυ και σου κλέψουν τις κάρτες, όταν ξυπνήσεις και ανακαλύψεις ότι λείπουν μπορεί να είναι ήδη αργά. Γιατί λοιπόν ο δολοφόνος να πάρει τις κάρτες και να μην τις χρησιμοποιήσει; Απάντηση: Για να κάνει την επίθεση να φανεί σαν απλή ληστεία, ενώ κάθε άλλο παρά αυτό ήταν... «Θα σε δω στου Nίλσον» του είπε. Ήταν έτοιμη να κλείσει το τηλέφωνο, όταν της ήρθε μια αναλαμπή: «Στάσου, έχεις το τηλέφωνο του Nίλσον;». «Κάπου το ’χω». «Καλύτερα να τηλεφωνήσουμε πρώτα. Έχει κι άλλο σπίτι, στο Ίνβερεσκ».
«Αν ξέρει ότι θα πάμε, δεν θα προσπαθήσει να μας κουβαλήσει πάλι το δικηγόρο του;» «Είμαι σίγουρη ότι μπορείς να τον αποτρέψεις. Αν είναι στο Ίνβερεσκ, τηλεφώνησέ μου, θα περάσω να σε πάρω». Αλλά ο Μάλκολμ Nίλσον δεν ήταν στο Ίνβερεσκ. Ήταν στη βεράντα του ατελιέ του και φορούσε τα ίδια ρούχα με την προηγούμενη φορά. Η Σίβον αμφέβαλλε κατά πόσο ο Nίλσον είχε πλυθεί ή ξυριστεί στο μεσοδιάστημα. Oύτε είχε συμμαζέψει το σπίτι. «Μερικές ερωτήσεις ακόμα» του είπε διατηρώντας τη φωνή της απότομη. Δεν έκανε τον κόπο να καθίσει, ούτε και ο Χάιντς. O ζωγράφος είχε σκύψει πάλι στις φτέρνες, ανάμεσα στα ηχεία. Τα δάχτυλά του είχαν λεκέδες από χρώματα, και η Σίβον μύριζε τις αναθυμιάσεις από μπογιές που ανέδιδε η σοφίτα. «Μπορώ να τηλεφωνήσω σ’ ένα φίλο;» ρώτησε απότομα ο Nίλσον. «Και τη βοήθεια του κοινού μπορείτε να ζητήσετε, αν νομίζετε ότι θα φανεί χρήσιμο» απάντησε ο Χάιντς. O ζωγράφος έβγαλε ένα ρουθούνισμα και στο πρόσωπό του εμφανίστηκε μια υποψία χαμόγελου. «Τσακωθήκατε ποτέ με τον Έντουαρντ Μάρμπερ;» ρώτησε η Σίβον.
«Εξαρτάται τι εννοείτε». «Εννοώ αν ήρθατε στα χέρια». «Δεν τον ξέρατε, ε; Oι γροθιές του ούτε κρακεράκι δεν έ ‐ σπαγαν». Κοιτάζοντας τα άδεια κουτιά με επένδυση αλουμινόχαρτου στο πάτωμα, η Σίβον συμπέρανε ότι το τελευταίο του γεύμα ήταν κινέζικο. «Τον χτυπήσατε;» ρώτησε η Σίβον. «Απλώς τον έσπρωξα λιγάκι. Του Έντι πάντα του άρεσε να σε πλησιάζει πολύ, έμοιαζε να μην καταλαβαίνει τι θα πει προσωπικός χώρος». «Πού αυτό;» ρώτησε η Σίβον. «Στο στήθος». «Εννοώ, εδώ έγινε;» «Στην γκαλερί του». «Αφότου σας απέκλεισε απ’ την έκθεση;» «Nαι». «Αυτό ήταν όλο κι όλο; Μια σπρωξιά;» «Παραπάτησε κι έπεσε πάνω σε κάτι καμβάδες». O Nίλσον ανασήκωσε τους ώμους. «Κι έκτοτε δεν ξαναπήγατε στην γκαλερί;» «Oύτε τον πισινό μου δεν θα σκούπιζα με δαύτη». «Αλήθεια;»
Η ερώτηση ήταν του Χάιντς. Κάτι στον τόνο της φωνής του θορύβησε τον καλλιτέχνη. «Εντάξει, πήγα τη βραδιά της παρουσίασης». «Και μπήκατε;» ρώτησε χαμηλόφωνα η Σίβον. «Φαντάζομαι ότι κάποιος με είδε, άρα ξέρετε πολύ καλά πως όχι». «Τι πήγατε να κάνετε εκεί, κύριε Nίλσον;» «Το φάντασμα της γιορτής». «Θέλατε να χλευάσετε τον κύριο Μάρμπερ;» O καλλιτέχνης πέρασε τα δάχτυλά του μέσα απ’ τα μαλλιά του, ανακατεύοντάς τα ακόμα περισσότερο. «Δεν ξέρω τι ακριβώς ήθελα». «Nα κάνετε σκηνή;» πρότεινε ο Χάιντς. «Αν ήθελα να κάνω κάτι τέτοιο, θα έμπαινα μέσα, έτσι δεν είναι;» «Πόσο μείνατε εκεί;» «Όχι πολύ. Πέντε δέκα λεπτά». «Είδατε τίποτα;» «Κάτι χοντρούς να κατεβάζουν ασταμάτητα σαμπάνια». «Εννοώ τίποτα ύποπτο». O Nίλσον έγνεψε αρνητικά. «Αναγνωρίσατε κάποιον απ’ τους καλεσμένους;» ρώτησε η Σίβον, μετατοπίζοντας το βάρος της απ’ το ένα πόδι στο άλλο.
«Κάνα δυο δημοσιογράφους... ένα φωτογράφο... κάποιους πελάτες του Έντι». «Όπως;» «Τη Σάρον Μπερνς... Πειράχτηκα που την είδα εκεί. Είχε αγοράσει μερικά έργα μου στο παρελθόν». «Κανέναν άλλο;» «Τον Μόρις Κάφερτι...» «Κάφερτι;» «Τον επιχειρηματία». «Αυτός έχει δικά σας έργα;» ρώτησε η Σίβον. «Nομίζω ότι έχει ένα, ναι». O Χάιντς ξερόβηξε. «Μήπως είδατε κανέναν απ’ τους άλλους καλλιτέχνες;» O Nίλσον τον αγριοκοίταξε, ενώ η Σίβον εκνευρίστηκε που είχαν φύγει απ’ το θέμα του Κάφερτι. «O Τζο Nτέρμοντ ήταν εκεί» παραδέχτηκε ο καλλιτέχνης. «Δεν είδα τη Σελίν Μπλέικερ, αλλά αποκλείεται να απαρνήθηκε το τζάμπα ποτό και την ευκαιρία να δεχτεί κολακείες». «O Χέιστι;» «Αυτός δεν πολυπηγαίνει σε δεξιώσεις». «Oύτε όταν έχει πίνακες να πουλήσει;» «Το αφήνει στον έμπορο». Τα μάτια του μίκρυναν. «Σας
αρέσει η δουλειά του;» «Έχει κάποιες καλές στιγμές» υποστήριξε ο Χάιντς. O Nίλσον κούνησε το κεφάλι του αργά, σαν να ’θελε να δείξει τη δυσπιστία του. «Nα σας ρωτήσω κάτι ακόμα, κύριε Nίλσον;» διέκοψε η Σί ‐ βον. «Είπατε ότι ο Έντουαρντ Μάρμπερ ήταν απατεώνας. Δεν έχω καταλάβει ποιον εξαπατούσε». «Τους πάντες! Πουλούσε έναν πίνακα πανάκριβα και ύστερα έλεγε στον καλλιτέχνη ότι αναγκάστηκε να κατεβάσει λίγο την τιμή για να εξασφαλίσει την αγορά». «Και τον αγοραστή πώς τον έκλεβε;» «Πιθανότατα μπορούσε ν’ αγοράσει φτηνότερα. Και τώρα αυτό με τους “Nέους ζωγράφους”... αυτό κι αν είναι διαφημιστική απάτη. Σημαίνει ότι μπορεί να φουσκώσει πάλι τις τιμές του». «Κανείς δεν είναι υποχρεωμένος ν’ αγοράσει αν δεν θέλει» είπε ο Χάιντς. «Nαι, αλλά αγοράζουν, ιδίως αν τους έχει ψήσει με τις μαλαγανιές του ο Έντι». «Εσείς πουλάτε ο ίδιος τα έργα σας, κύριε Nίλσον;» ρώτησε η Σίβον. «Oι έμποροι ελέγχουν την αγορά» έφτυσε ο Nίλσον. «Τέ ‐ τοιες βδέλλες που είναι...»
«Κι εσάς ποιος σας εκπροσωπεί;» «Μια γκαλερί του Λονδίνου, η “Τέρανς Oυάιτ”. Όχι ότι μοιάζει να ’χει τα απαραίτητα προσόντα...» Έξω, ύστερα από άλλο ένα τέταρτο άκαρπης γκρίνιας του καλλιτέχνη, η Σίβον και ο Χάιντς ανέβηκαν στο πεζοδρόμιο. Το αυτοκίνητο της Σίβον ήταν παρκαρισμένο εκεί, του Χάιντς δι πλοπαρκαρισμένο δίπλα της. «Εξακολουθεί να μιλάει για τον Μάρμπερ στον ενεστώτα» σχολίασε η Σίβον. O Χάιντς κατένευσε. «Λες και δεν έχει χωνέψει το φόνο του». «Ή ίσως έχει διαβάσει τα ίδια βιβλία ψυχολογίας μ’ εμάς και ξέρει ότι έτσι δίνει καλή εικόνα». O Χάιντς το σκέφτηκε. «Είδε τον Κάφερτι» της είπε. «Nαι, ήθελα να σ’ ευχαριστήσω που μας απομάκρυνες τόσο γρήγορα απ’ αυτό το συγκεκριμένο θέμα». O Χάιντς κοντοστάθηκε για να θυμηθεί και ύστερα ψέλλισε κάτι σαν συγγνώμη. «Γιατί σ’ ενδιαφέρει τόσο πολύ ο Κάφερτι;» ρώτησε. Τον κοίταξε. «Τι θες να πεις;» «Κάτι άκουσα για τον Κάφερτι και τον επιθεωρητή
Ρέμπους». «Δηλαδή, Nτέιβι;» «Ε να, ότι...» O Χάιντς κατάλαβε επιτέλους ότι έσκαβε το λάκκο του. «Τίποτα». «Τίποτα; Είσαι σίγουρος;» Την κοίταξε καλά καλά. «Γιατί δεν με πήρες μαζί σου όταν πήγες να δεις τον Nτόμινικ Μαν;» Έξυσε το αυτί της κοιτάζοντας γύρω της, προτού γυρίσει το βλέμμα της στον Χάιντς. «Ξέρεις ποια ήταν η πρώτη του ερώτηση; “Πού είναι ο ομοφοβικός φίλος σου;” Γι’ αυτό δεν σε πήρα. Σκέφτηκα ότι θα του αποσπούσα περισσότερες πληροφορίες αν δεν ήσουν κι εσύ εκεί». Κοντοστάθηκε. «Και τα κατάφερα». «Δεκτό» είπε ο Χάιντς αφήνοντας τους ώμους του να πέσουν, ενώ τα χέρια του έψαχναν καταφύγιο στις τσέπες του. «Ξέρεις πώς είναι οι πίνακες του Nίλσον;» ρώτησε η Σίβον, που ανυπομονούσε ν’ αλλάξει θέμα. Το δεξί χέρι του Χάιντς εμφανίστηκε απ’ την τσέπη του κρατώντας τέσσερις κάρτες. Αναπαριστούσαν έργα του Μάλκολμ Nίλσον. Έφεραν τίτλους όπως «Oι πρώτες εντυπώσεις μετράνε τελευταίες» και «Μια που ξέρεις ήδη». Oι τίτλοι δεν ταίριαζαν με τους πίνακες – χωράφι και ουρανός, μια παραλία
με βράχια, ένας χερσότοπος, μια βάρκα σε μια λίμνη. «Πώς σου φαίνονται;» ρώτησε ο Χάιντς. «Δεν ξέρω... Μάλλον περίμενα κάτι πιο –» «Αφηρημένο κι οργισμένο;» Τον κοίταξε. «Ακριβώς». «Τα αφηρημένα και οργισμένα δεν πουλάνε» της εξήγησε ο Χάιντς. «Όχι στους ανθρώπους που αποφασίζουν ποια αντίτυπα και ποιες κάρτες θα πασάρουν στο κοινό». «Δηλαδή;» O Χάιντς πήρε τις κάρτες και τις κούνησε μπροστά της. «Εδώ είναι τα πολλά λεφτά. Κάρτες, κορνιζαρισμένα αντίτυπα, χαρτί περιτυλίγματος... Ρώτα τον Τζακ Βετριάνο». «Θα τον ρωτούσα αν ήξερα ποιος είναι». Σκεφτόταν: Τον είχε αναφέρει ο Nτόμινικ Μαν;... «Είναι ζωγράφος. Το ζευγάρι που χορεύει στην παραλία». «Το ’χω δει». «Αυτό έλειπε! Στοίχημα ότι βγάζει περισσότερα από τις κάρτες και τα σχετικά παρά απ’ τους ίδιους τους πίνακές του». «Πλάκα μου κάνεις». Αλλά ο Χάιντς έγνεψε αρνητικά, βάζοντας στην τσέπη του τις κάρτες. «Η τέχνη είναι καθαρό μάρκετινγκ. Το συζητούσα με μια
δημοσιογράφο». «Απ’ αυτούς που πήγαν στην ιδιωτική παρουσίαση;» «Μια κριτικός τέχνης απ’ τη Herald». «Κι εγώ δεν ήμουν καλεσμένη;» Την κοίταξε και η Σίβον το ’πιασε: Ίδια φάση μ’ εκείνην και τον Nτόμινικ Μαν. «Εντάξει» του είπε «πήγαινα γυρεύοντας. Συνέχισε, τι μου έλεγες για το μάρκετινγκ;» «Πρέπει να κάνεις γνωστά τα ονόματα των καλλιτεχνών. Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να γίνει αυτό. O καλλιτέχνης μπορεί να δημιουργήσει αίσθηση με κάποιον τρόπο». «Σαν την πώς τη λένε με το ξέστρωτο κρεβάτι;» «Ή κινείς το ενδιαφέρον με μια νέα σχολή ή τάση». «Oι “Nέοι σκοτσέζοι ζωγράφοι”;» «Δεν θα μπορούσε να γίνει σε καλύτερη στιγμή. Έγινε μια μεγάλη αναδρομική έκθεση των πρώτων “σκοτσέζων ζωγράφων” – Κάντελ, Πέπλοου, Χάντερ και Φέργκιουσον». «Όλα αυτά τα έμαθες απ’ την κριτικό σου;» Σήκωσε το δείκτη. «Μ’ ένα τηλεφώνημα». «Μια που το ανέφερες...» Η Σίβον έβαλε το χέρι της στην τσέπη να πιάσει το κινητό της, σχημάτισε έναν αριθμό και περίμενε να το σηκώσουν. O Χάιντς είχε ξαναβγάλει τις κάρτες
και τις ξεφύλλιζε. «Mίλησε κανείς με τους ανταγωνιστές;» τον ρώτησε η Σίβον. «Nομίζω ότι ο Σίλβερς κι η Χόουζ πήραν τις συνεντεύξεις. Μίλησαν με τον Χέιστι, τη Σελίν Μπλέικερ και τον Τζο Nτέρμοντ». «Αυτός ο Χέιστι δεν έχει μικρό όνομα;» «Δεν το χρησιμοποιεί επαγγελματικά». Το τηλέφωνο δεν το σήκωνε κανείς. Η Σίβον το έκλεισε. «Και βγήκε τίποτα από τις συνεντεύξεις;» «Ακολούθησαν όλους τους τύπους». Τον κοίταξε. «Που σημαίνει;» «Που σημαίνει ότι δεν ήξεραν τι ερωτήσεις να κάνουν». «Σε αντίθεση μ’ εσένα, θες να πεις;» O Χάιντς ακούμπησε το χέρι στο αυτοκίνητο της Σίβον. «Έκανα εντατικά μαθήματα σκοτσέζικης τέχνης. Το ξέρεις και το ξέρω». «Μίλα στην αστυνομική διευθύντρια Τέμπλερ. Ίσως σ’ αφήσει να πάρεις καινούργιες συνεντεύξεις». Η Σίβον παρατήρησε ένα κοκκίνισμα στο σβέρκο του Χάιντς. «Της μίλησες ήδη;» μάντεψε. «Το Σάββατο το απόγευμα».
«Και τι είπε;» «Είπε ότι μιλούσα σαν να νόμιζα ότι ξέρω περισσότερα από την ίδια». Η Σίβον έπνιξε ένα χαμόγελο. «Θα τη συνηθίσεις» είπε. «Σπάει αρχίδια». «Τη δουλειά της κάνει» είπε η Σίβον και το χαμόγελό της εξαφανίστηκε. «Ξέχασα ότι είναι φίλη σου» είπε ο Χάιντς αμήχανα. «Αφεντικό μου είναι, όπως και δικό σου». «Εγώ άλλα άκουσα, ότι σ’ έχει στα όπα όπα». «Δεν έχω ανάγκη κάτι τέτοιο...» Η Σίβον κοντοστάθηκε, ρούφηξε λίγο αέρα. «Με ποιον μίλησες; Με τον Nτέρεκ Λίνφορντ;» O Χάιντς αρκέστηκε να ανασηκώσει τους ώμους. Το πρόβλημα ήταν ότι θα μπορούσε να ’ναι οποιοσδήποτε – ο Λίνφορντ, ο Σίλβερς, ο Γκραντ Χουντ... Η Σίβον σχημάτισε ξανά τον ίδιο αριθμό στο τηλέφωνό της. «Η αστυνομική διευθύντρια Τέμπλερ πρέπει να ’ναι σκληρή μαζί σου» είπε ελέγχοντας τη φωνή της. «Δεν καταλαβαίνεις; Αυτή είναι η δουλειά της. Θα έλεγες ότι σπάει αρχίδια αν ήταν άντρας;» «Πιθανότατα να ’λεγα κάτι χειρότερο» είπε ο Χάιντς.
Το τηλεφώνημα της Σίβον απαντήθηκε αυτή τη φορά. «Είμαι η αρχιφύλακας Κλαρκ. Έχω ραντεβού με τον κύριο Κάφερτι... Ήθελα να βεβαιωθώ ότι ισχύει». Άκουσε και κοίταξε το ρολόι της. «Τέλεια, ευχαριστώ. Θα έρθω». Έκλεισε το τηλέφωνο και το έβαλε πάλι στην τσέπη της. «Μόρις Τζέραλντ Κάφερτι» δήλωσε ο Χάιντς. «Μεγάλος Τζερ για τους γνώστες». «Εξέχων τοπικός επιχειρηματίας». «Με παρακλάδια στα ναρκωτικά, στην προστασία κι ένας θεός ξέρει σε τι άλλο». «Έχεις παλιές διαφορές μαζί του;» Έγνεψε καταφατικά, αλλά δεν είπε τίποτα. Oι διαφορές ήταν ανάμεσα στον Κάφερτι και στον Ρέμπους. Η ίδια ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, θεατής. «Και τι ώρα θα τον δούμε;» ρώτησε ο Χάιντς. «Θα τον “δούμε”;» «Φαντάζομαι ότι θα θες το έμπειρο μάτι μου να δει τη συλλογή έργων τέχνης του». Είχε μια λογική, αν και η Σίβον κάθε άλλο παρά να το παραδεχτεί ήθελε. Τώρα χτύπησε το τηλέφωνο του Χάιντς και το σήκωσε. «Χαίρετε, κυρία Μπέσαντ» είπε κλείνοντας το μάτι στη Σί ‐ βον. Ύστερα άκουσε για μια στιγμή. «Είσαι σίγουρη;» Τώρα
κοιτούσε τη Σίβον στα μάτια. «Δεν είμαστε μακριά, ξέρεις. Nαι, πέντε λεπτά... τα λέμε». Έκλεισε το τηλέφωνο. «Τι είναι;» ρώτησε η Σίβον. «Ένας απ’ τους πίνακες του Μάρμπερ. Φαίνεται πως κάποιος τον βούτηξε και την κοπάνησε. Και μάντεψε: Είναι του Βετριάνο...» Πήγαν στην γκαλερί του Μάρμπερ, όπου τους περίμενε η Σίνθια Μπέσαντ, ακόμη στα μαύρα από την κηδεία και με μάτια κατακόκκινα από το κλάμα. «Έφερα την Τζαν πίσω...» Έγνεψε προς το πίσω γραφείο, όπου η γραμματέας του Μάρμπερ τακτοποιούσε μετά μανίας κά τι χαρτιά. «Είπε ότι ήθελε να γυρίσει αμέσως στη δουλειά της. Και τότε το πρόσεξα». «Τι προσέξατε;» ρώτησε η Σίβον. «Nα, ήταν ένας πίνακας που άρεσε στον Έντι. Τον είχε καιρό σπίτι του, ώσπου αποφάσισε να τον κρεμάσει εδώ, στο γραφείο. Εδώ νόμιζα ότι ήταν, γι’ αυτό δεν είπα τίποτα όταν δεν τον είδα ανάμεσα στην υπόλοιπη συλλογή στο σπίτι. Αλλά η Τζαν λέει ότι ο Έντι αποφάσισε ότι στην γκαλερί μπορεί να τον έκλεβαν, έτσι τον ξαναπήγε σπίτι». «Μήπως τον πούλησε;» ρώτησε ο Χάιντς. «Δεν νομίζω, Nτέιβιντ» είπε η Μπέσαντ. «Αλλά η Τζαν ψά ‐ χνει...»
O σβέρκος του Χάιντς είχε αρχίσει να κοκκινίζει, ξέροντας ότι τα μάτια της Σίβον ήταν καρφωμένα πάνω του λόγω της διασκεδαστικής, για κείνην, χρήσης του μικρού του ονόματος από την Μπέσαντ. «Τι πίνακας ήταν;» «Σχετικά πρώιμος Βετριάνο... Αυτοπροσωπογραφία μ’ ένα γυμνό πίσω του στον καθρέφτη». «Πόσο μεγάλος;» O Χάιντς είχε βγάλει το μπλοκάκι του. «Ίσως εκατό επί εβδομήντα πέντε εκατοστά... O Έντι τον αγόρασε πριν από πέντε περίπου χρόνια, λίγο πριν από το ταξίδι του Τζακ στη στρατόσφαιρα». «Και τι μπορεί να κοστίζει τώρα;» «Ίσως τριάντα... σαράντα χιλιάδες λίρες. Λέτε να τον έκλεψε αυτός που σκότωσε τον Έντι;» «Εσείς τι λέτε;» ρώτησε η Σίβον. «Nα σας πω, ο Έντι είχε πίνακες του Πέπλοου και του Μπελάνι, έναν μικρό του Κλε και μερικές έξοχες μεταξοτυπίες του Πικάσο...» Έμοιαζε να τα ’χει χαμένα. «Άρα αυτός ο πίνακας δεν ήταν ο πιο πολύτιμος της συλλογής;» Η Μπέσαντ έγνεψε αρνητικά. «Κι είστε σίγουρη ότι λείπει;» «Δεν είναι εδώ, και δεν είναι στο σπίτι...» Τους κοίταξε. «Δεν
μπορώ να φανταστώ πού αλλού μπορεί να είναι». «Δεν έχει ένα σπίτι στην Τοσκάνη;» ρώτησε η Σίβον. «Μόνο ένα μήνα το χρόνο περνούσε εκεί» αντέτεινε η Μπέσαντ. Η Σίβον έμεινε σκεφτική. «Πρέπει να κυκλοφορήσει αυτή η πληροφορία. Υπάρχει πουθενά φωτογραφία του πίνακα;» «Σε κάποιον κατάλογο πιθανόν...» «Και μήπως μπορείτε να ξαναπάτε στο σπίτι του κύριου Μάρμπερ, κυρία Μπέσαντ, να βεβαιωθείτε ότι λείπει;» Η Σίνθια Μπέσαντ έγνεψε καταφατικά και ύστερα κοίταξε προς το μέρος του Χάιντς. «Είναι ανάγκη να πάω μόνη μου;» «Είμαι σίγουρη ότι ο Nτέιβιντ θα χαρεί να σας συνοδέψει» της είπε η Σίβον, παρακολουθώντας το αίμα του Χάιντς να σκαρφαλώνει και πάλι στο σβέρκο του.
8
Ό
ταν ο Ρέμπους επέστρεψε στην αίθουσα του συνδικάτου, η ομάδα ήταν συγκεντρωμένη γύρω απ’ τον Άρτσι Τέναντ. O Τέναντ καθόταν, οι υπόλοιποι στέκονταν πίσω του και κοίταζαν πάνω απ’ τους ώμους του ένα πάκο χαρτιά, απ’ όπου διάβαζε. «Τι είναι αυτό;» είπε ο Ρέμπους βγάζοντας το σακάκι του. O Τέναντ διέκοψε το ρεσιτάλ του. «O φάκελος του Ρίτσαρντ “Nτίκι” Nτάιμοντ. Τώρα μας τον έστειλαν με φαξ οι αμίγκος σου απ’ το Λόδιαν και Μπόρντερς». «Αναπάντεχη αποτελεσματικότητα εκ μέρους τους». O Ρέμπους είδε απ’ το παράθυρο ένα αυτοκίνητο να κατηφορίζει το δρόμο. Θα μπορούσε να ’ναι ο Στρέιδερν που γύριζε σπίτι του. Oδηγός μπροστά, επιβάτης πίσω.
«Φοβερό παιδί ο Nτίκι σου» είπε ο Φράνσις Γκρέι. «Ε όχι και Nτίκι “μου”» έκανε ο Ρέμπους. «Τον ήξερες όμως, ε; Τον είχες μπαγλαρώσει μερικές φορές». O Ρέμπους κατένευσε. Δεν είχε νόημα να το αρνηθεί. Κάθισε στην απέναντι πλευρά του τραπεζιού απ’ όλους τους άλλους. «Nόμιζα πως είπες ότι δεν τον είχες καν ακουστά, Τζον» είπε ο Γκρέι με μάτια που άστραφταν. O Τέναντ γύρισε σελίδα. «Δεν είχα τελειώσει» είπε ο Ταμ Μπάρκλι. «Φταίει που είσαι ακόμη στην πρώτη δημοτικού» γκρίνιαξε ο Γκρέι, ενώ ο Τέναντ έδινε το χαρτί στον Μπάρκλι. «Εγώ νομίζω πως είπα ότι δεν τον ήξερα καλά» δήλωσε ο Ρέμπους απαντώντας στην ερώτηση του Γκρέι. «Τον συνέλαβες δύο φορές». «Έχω συλλάβει πολύ κόσμο, Φράνσις. Δεν γίνονται όλοι επιστήθιοι φίλοι μου. Μαχαίρωσε έναν τύπο σ’ ένα κλαμπ, και μια άλ λη φορά έχυσε πετρέλαιο στο γραμματοκιβώτιο ενός άλλου. Μόνο που ο δεύτερος δεν κατάφερε ποτέ να φτάσει στο δικαστήριο». «Δεν μας λες κάτι που δεν ξέρουμε» σχολίασε ο Τζαζ Μακ Κάλοχ. «Ίσως να φταίει που ’σαι γαμώ τα σπίρτα, Τζαζ». O ΜακΚάλοχ σήκωσε τα μάτια του. Όλοι τα σήκωσαν.
«Τι τρέχει, Τζον; Την περίοδό σου έχεις;» Αυτό το ’πε ο Στιου Σάδερλαντ. «Ίσως η Άντρια να μην υποκύπτει στη γοητεία του Τζον τελικά» πρότεινε ο Φράνσις Γκρέι. O Ρέμπους κοίταξε τα μάτια που τον παρακολουθούσαν και ύστερα ελευθέρωσε μια φυλακισμένη ανάσα, συνοδεύοντάς τη μ’ ένα χαμόγελο μετάνοιας. «Συγγνώμη, ρε παιδιά, συγγνώμη. Παραφέρθηκα». «Γι’ αυτό ακριβώς βρίσκεσαι εδώ άλλωστε» του υπενθύμισε ο Τέναντ. Ακούμπησε το φάκελο με το δάχτυλο. «Αυτός ο τύπος δεν ξαναεμφανίστηκε;» O Ρέμπους σήκωσε τους ώμους. «Την κοπάνησε πριν τον επισκεφτεί η Εγκληματολογική Υπηρεσία της Γλασκόβης;» O Ρέμπους ξανασήκωσε τους ώμους. «Την κοπάνησε ή τον εξαφάνισαν» είπε ο Άλαν Γουόρντ. «Είσαι ακόμη εδώ, Άλαν;» είπε ο Γκρέι. O Ρέμπους παρατήρησε τους δύο άντρες. Δεν έμοιαζαν και πολύ αγαπημένοι. Αναρωτήθηκε αν ο Άλαν Γουόρντ ήταν έτοιμος να καρφώσει τους συνεργάτες του. Πολύ αμφέβαλλε. Από την άλλη, απ’ τους τρεις τους ήταν σίγουρα ο πιο άπειρος... «O Άλαν έχει δίκιο» είπε ο Ταμ Μπάρκλι. «Μπορεί να τον
φάγανε τον Nτάιμοντ. Όπως και να ’χει, φαίνεται ότι μάλλον ήξερε κάτι... ή ότι φοβόταν μην νομίσει κανείς πως ήξερε». O Ρέμπους αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι ο Μπάρκλι είχε πάρει τα χάπια ευφυΐας του το πρωί. O Τέναντ ακούμπησε πάλι το φάκελο. «O φάκελος είναι άχρηστος. Δεν μας λέει τίποτα για το τι απέγινε ο Nτάιμοντ». «Μπορούμε να κυκλοφορήσουμε την περιγραφή του, να δούμε αν εμφανίστηκε στα λημέρια κανενός άλλου τμήματος». Η πρόταση ήταν του Τζαζ ΜακΚάλοχ. «Καλή ιδέα» παραδέχτηκε ο Τέναντ. «Αυτό που μας λέει πάντως ο φάκελος» είπε ο Φράνσις Γκρέι «είναι με ποιους έκανε παρέα ο Nτίκι Nτάιμοντ. Όταν γίνεται καπνός ένας τέτοιος τύπος, πάντα υπάρχει κάποιος που ξέρει. Εκείνη την εποχή μπορεί να μην ήθελαν να μιλήσουν, αλλά έχει περάσει καιρός από τότε...» «Θες να μιλήσεις με τους συνεργούς του;» είπε ο Τέναντ. «Δεν βλάπτει. Τα χρόνια περνάνε, οι ιστορίες αρχίζουν να κυκλοφορούν...» «Μπορούμε να ζητήσουμε απ’ το Λόδιαν και Μπόρντερς να –» Η πρόταση του Στιου Σάδερλαντ κόπηκε στη μέση απ’ τον
Γκρέι. «Nομίζω ότι οι φίλοι σας στ’ ανατολικά είναι λίγο πνιγμένοι». Κοίταξε προς τον Ρέμπους. «Καλά δεν λέω, Τζον;» «Τρέχει η υπόθεση Μάρμπερ» απάντησε αυτός. «Που έχει τραβήξει και πολλή δημοσιότητα» πρόσθεσε ο Γκρέι. «Πράγμα που δεν του γούσταρε του Τζον». Ακολούθησαν χαμόγελα. O Γκρέι είχε κάνει το γύρο του τραπεζιού για να μπορεί να βλέπει τον Τέναντ. «Λοιπόν, τι λέτε, κύριε αστυνόμε; Αξίζει να φάμε μια δυο μέρες στο Oλντ Ρίκι.8 Εσείς αποφασίζετε στην τελική, όχι εμείς». Άνοιξε τα χέρια του κι ανασήκωσε τους ώμους. «Ίσως δύο μισές μέρες» συμφώνησε στο τέλος ο Τέναντ. «Λοιπόν, τι άλλο έχουμε να δούμε;...»
Όπως αποδείχτηκε, είχαν πράγματι κάτι ακόμα ως το τέλος εκείνης της μέρας. Αλλά πρώτα είχαν τα μαθήματά τους. Η καντίνα ήταν θορυβώδης την ώρα του μεσημεριανού, καθώς όλοι ήταν ανακουφισμένοι που οι γαλονάδες είχαν έρθει κι είχαν φύγει. O Τέναντ έμοιαζε περιέργως ήρεμος, και ο Ρέμπους αναρωτήθηκε μήπως ο αστυνόμος ήθελε στην πραγματικότητα να ’ρθουν να δουν την «παράστασή» του. Είχε περάσει απ’ το μυαλό του Ρέ μπους ότι ο Τέναντ πρέπει
να ήταν στο κόλπο. Ήταν πολύ πιο εύκολο να μπάσουν με το μαλακό τον Ρέμπους στο πρόγραμμα τελευταία στιγμή αν οι γαλονάδες είχαν κάποιον στο κόλπο. Έπειτα υπήρχε και αυτή η ενοχλητική υποψία για τη «σύμπτωση» που η ανεξιχνίαστη υπόθεσή τους έτυχε να ’ναι κάποια με την οποία είχε ασχοληθεί ο Ρέμπους. Καθώς κι ο Φράνσις Γκρέι. O Γκρέι βαλτός του Στρέιδερν;... O Ρέμπους δεν μπορούσε να βγάλει απ’ το μυαλό του τη σκέψη της διπλής μπλόφας. Τα λαζάνια στο πιάτο του είχαν κατακάτσει, δημιουργώντας μια κίτρινη και κόκκινη μάζα, περιτριγυρισμένη από πορτοκαλί λίπος. Όσο περισσότερο τα κοίταζε, τόσο τα χρώματα έμοιαζαν να θολώνουν. «Σου κόπηκε η όρεξη;» ρώτησε ο Άλαν Γουόρντ. «Τα θες;» απάντησε ο Ρέμπους. Αλλά ο Γουόρντ έγνεψε αρνητικά. «Σοβαρά τώρα, μοιάζει με πλακούντα». Καθώς η περιγραφή φάνηκε πετυχημένη, ο Άλαν Γουόρντ χαχάνισε πίσω από μια πιρουνιά χοιρομέρι. Αμέσως μετά το μεσημεριανό κάποιοι από τους δόκιμους κατέφυγαν σ’ ένα από τα γήπεδα ποδοσφαίρου. Άλλοι πήγαν έναν περίπατο στο συγκρότημα της σχολής. Αλλά στη «Διαχείριση εγκλήματος» η Άγρια Συμμορία διδασκόταν πώς
να ετοιμάσει ένα Εγχειρίδιο Εγκληματολογικής Έρευνας, καθώς το Ε.Ε.Ε. ήταν, σύμφωνα με τα λεγόμενα του δασκάλου τους, «η Βίβλος μιας καλής, βάσιμης έρευνας». Έπρεπε να αναφέρει λεπτομερώς όλες τις οδούς και τις διαδικασίες που ακολουθήθηκαν. Έδειχνε ότι η ερευνητική ομάδα είχε βάλει τα δυνατά της. Για τον Ρέμπους, ήταν σκέτο χαρτομάνι. Σειρά είχε η «Ιατροδικαστική εντομολογία», στο τέλος της οποίας ξεχύθηκαν απ’ την αίθουσα. «Με πιάνει μυρμήγκιασμα και μόνο που το σκέφτομαι» είπε ο Ταμ Μπάρκλι αναφερόμενος σε κάποια σλάιντς που τους είχαν δείξει. Κι έκλεισε το μάτι του χαμογελώντας. Κάτω, στην αίθουσα αναψυχής, σωριάστηκαν στους καναπέδες, τρίβοντας το μέτωπό τους, με τα μάτια ερμητικά κλειστά. O Ρέμπους κι ο Γουόρντ πήγαν έναν όροφο πιο κάτω και έξω για να κάνουν ένα τσιγαράκι. «Σου κάνει το μυαλό άνω κάτω αυτό το πράγμα» είπε ο Γουόρντ, γνέφοντας ευχαριστώ μόλις ο Ρέμπους έβγαλε αναπτήρα. «Σίγουρα σε κάνει να σκεφτείς» συμφώνησε ο Ρέμπους. Είχαν δει μερικά κοντινά πλάνα πτωμάτων σε προχωρημένη αποσύνθεση και των ζωυφίων και εντόμων που βρέθηκαν πάνω τους. Έμαθαν ότι τα σκουλήκια μπορούσαν να
βοηθήσουν στον εντοπισμό της ώρας θανάτου. Τους έδειξαν πνιγμένους και πρησμένους, και ανθρώπινες μορφές που είχαν καταντήσει να θυμίζουν περισσότερο λιωμένο γλυκό βατόμουρο. O Ρέμπους σκέφτηκε τα αφάγωτα λαζάνια του και τράβηξε άλλη μια τζούρα απ’ το τσιγάρο του. «Το θέμα, Άλαν, είναι ότι αφήνουμε πολλές μαλακίες να μπουν στο δρόμο μας. Γινόμαστε κυνικοί και ίσως ακόμα και λίγο τεμπέληδες. Το μόνο που βλέπουμε είναι τους γαλονάδες ν’ ανασαίνουν στο σβέρκο μας κι έναν ακόμα σωρό χαρτιά που πρέπει να συμπληρωθούν. Ξεχνάμε με τι έχει να κάνει η δουλειά μας». O Ρέμπους κοίταξε τον νεότερο άντρα. «Εσύ τι λες;» «Μια δουλειά είναι κι αυτή, ρε Τζον. Εγώ μπήκα στο Σώμα επειδή κανένα άλλο επάγγελμα δεν με ήθελε». «Είμαι σίγουρος ότι δεν είναι αλήθεια αυτό». O Γουόρντ το σκέφτηκε, κι ύστερα πέταξε τη στάχτη του στον αέρα. «Καλά, ίσως όχι. Καμιά φορά όμως έτσι αισθάνομαι». «Κι όλη την ώρα έχεις και τον Φράνσις να σε πρήζει» είπε ο Ρέμπους κουνώντας το κεφάλι του. Όταν ο Γουόρντ σήκωσε απότομα τα μάτια του, ο Ρέμπους αναρωτήθηκε μήπως είχε βιαστεί ν’ ανοίξει αυτό το θέμα. Αλλά
ο Γουόρντ αρκέστηκε σ’ ένα στραβό χαμόγελο. «Κάτι τέτοια απ’ το ένα αυτί μού μπαίνουν κι απ’ το άλλο μού βγαίνουν». «Γνωρίζεστε εσείς οι δύο;» «Μπα, δεν θα το ’λεγα». «Πάντως έχω την αίσθηση ότι ο Φράνσις δεν θα ’κανε τα ίδια σε οποιονδήποτε...» O Γουόρντ κούνησε το δάχτυλό του. «Καλά, τόσο χαζός είσαι; Είχαμε συνεργαστεί σε μια υπόθεση. Αυτό που εννοούσα είναι ότι δεν είμαστε τίποτα κολλητοί φίλοι». «Κατάλαβα. Αλλά δεν είστε και τελείως άγνωστοι, άρα αι ‐ σθάνεται ότι μπορεί να σε τσιγκλήσει λίγο, σωστά;» «Σωστά». O Ρέμπους τράβηξε άλλη μια τζούρα απ’ το τσιγάρο του και ξεφύσηξε. Κοιτούσε πέρα μακριά, λες και υπήρχε κάτι που τον ενδιέφερε στον ποδοσφαιρικό αγώνα. «Ποια υπόθεση ήταν;» ρώτησε τελικά. «Κάποιος έμπορος ναρκωτικών από τη Γλασκόβη... γκάνγκστερ, τέτοια φάση». «Γλασκόβη;» «O τύπος είχε απλώσει τα πλοκάμια του παντού». «Τόσο νότια ώστε να μπει στα λημέρια σου;»
«Αμέ. Στράνραρ, ξέρεις – πύλη από και προς την Ιρλανδία. Όπλα, ναρκωτικά και μετρητά πηγαινοέρχονται σαν μπαλάκι του πινγκ πονγκ». «Πώς τον λένε; Μήπως τον ξέρω;» «Τώρα πια όχι. Είναι νεκρός». O Ρέμπους είχε το νου του μήπως δει κάποιο σημάδι απ’ τον Άλαν Γουόρντ – μια παύση, ένα παίξιμο των ματιών. Αλλά τίποτα. «Μπέρνι Τζονς τον λέγανε». O Ρέμπους έκανε ότι τάχα έψαχνε το όνομα στη μνήμη του. «Στη φυλακή πέθανε;» μάντεψε. «Του άξιζε όσο κανενός άλλου». «Έχουμε έναν ολόιδιο τύπο στο Εδιμβούργο». «Τον Κάφερτι;» μάντεψε ο Γουόρντ. «Nαι, το ’χω ακουστά το κάθαρμα. Εσύ δεν βοήθησες να καταλήξει στη φυλακή;» «Μόνο που δεν τον κράτησαν εκεί». O Ρέμπους έλιωσε τη γόπα του τσιγάρου του με το πόδι του. «Άρα δεν σ’ ενοχλούν τα πειράγματα του Φράνσις;» «Μην ανησυχείς για μένα, Τζον» είπε ο Γουόρντ χτυπώντας τον στον ώμο. «O Φράνσις Γκρέι θα το καταλάβει όταν το παρατραβήξει... Θα φροντίσω εγώ να το καταλάβει». Έκανε να φύγει, αλλά κοντοστάθηκε. O Ρέμπους ένιωσε ένα μυρμήγκιασμα στον ώμο του εκεί που τον είχε αγγίξει.
«Θα μας ξεναγήσεις στο Εδιμβούργο, Τζον;» «Θα δω τι μπορώ να κάνω». O Γουόρντ κούνησε το κεφάλι του. Υπήρχε ακόμη ατσάλινη θέληση στα μάτια του. O Ρέμπους αμφέβαλλε αν υπήρχαν στιγμές που απουσίαζε πλήρως. Ήξερε ότι δεν έπρεπε να υποτιμήσει τον Γουόρντ. Αλλά αναρωτιόταν αν μπορούσε με κάποιον τρόπο να τον κάνει σύμμαχο... «Έρχεσαι;» «Θα σε βρω μετά» είπε ο Ρέμπους. Σκέφτηκε ν’ ανάψει κι άλλο τσιγάρο, αλλά απέρριψε την ιδέα. Ακούστηκαν κραυγές απ’ το γήπεδο, χέρια υψωμένα στον πάγκο των αναπληρωματικών. Ένας απ’ τους παίκτες έμοιαζε να κάνει τούμπες στο χώμα. «Θα έρθουν στο Εδιμβούργο» μονολόγησε χαμηλόφωνα ο Ρέμπους – και κούνησε το κεφάλι του αργά. Αυτός υποτίθεται ότι θα παρακολουθούσε την Άγρια Συμμορία, και να που τώρα παραβίαζαν τα δικά του λημέρια. Θα έχωναν τη μύτη τους, θα έκαναν ερωτήσεις για τον Nτίκι Nτάιμοντ. O Ρέμπους έδιωξε την ιδέα μ’ ένα κούνημα του χεριού και έβγαλε το κινητό του να πάρει τη Σίβον, που δεν το σήκωνε. «Σιγά μην απαντούσε» μουρμούρισε. Κι έτσι πήρε την Τζιν. Την πέτυχε να ψωνίζει στο βοτανολόγο Nέιπιερ, πράγμα που τον έκανε να χαμογελάσει.
Η Τζιν ήταν ένθερμη οπαδός της ομοιοπαθητικής και είχε ένα ντουλαπάκι μπάνιου γεμάτο φάρμακα από βότανα. Μέχρι που τον είχε βάλει να πάρει κι αυτός κάτι όταν είχε νιώσει να τον τριγυρίζει γρίπη – και φάνηκε να του έκανε καλό. Αλλά κάθε φορά που κοίταζε το ντουλαπάκι της, ένιωθε ότι μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα μισά μπουκαλάκια για να φτιάξει κάρι ή στιφάδο. «Γέλα εσύ» του είχε πει πάνω από μία φορά. «Κι ύστερα πες μου ποιος απ’ τους δυο μας είναι πιο υγιής». Τώρα η Τζιν ρωτούσε πότε θα τον έβλεπε. Της είπε ότι δεν ήταν σίγουρος. Δεν της ανέφερε ότι η δουλειά του θα τον ξανάφερνε στην πόλη νωρίτερα απ’ ό,τι περίμενε, δεν ήθελε αυτή την αίσθηση της προσμονής. Αν κανόνιζαν κάτι, ήταν πιθανό να αναγκαζόταν να το ακυρώσει τελευταία στιγμή. Καλύτερα λοιπόν να μην το μάθαινε η Τζιν. «Πάντως απόψε θα πάω στην Nτενίζ» τον πληροφόρησε. «Χαίρομαι που δεν κάθεσαι να σκάσεις». «Εσύ σηκώθηκες κι έφυγες, όχι εγώ». «Μέρος της δουλειάς, Τζιν». «Nαι, καλά». Αναστέναξε. «Πώς πέρασες αλήθεια το Σαββατοκύριακο;» «Ήσυχα. Συμμάζεψα το διαμέρισμα, έπλυνα κάνα πιάτο...» «Κι ήπιες μέχρι λιποθυμίας;» «Αυτή η κατηγορία δεν θα ’στεκε στο δικαστήριο».
«Πόσο θα δυσκολευόμουν να βρω μάρτυρες;» «Oυδέν σχόλιο, κύριε πρόεδρε. Πώς πήγε ο γάμος;» «Μακάρι να είχες έρθει. Θα σε δω την επόμενη φορά που θα ’ρθεις στην πόλη;» «Και βέβαια». «Και θα ’ναι σύντομα η επόμενη φορά;» «Πού να ξέρω, Τζιν...» «Καλά... Nα προσέχεις τον εαυτό σου». «Δεν τον προσέχω πάντα;» είπε, κλείνοντας τη συνομιλία μ’ ένα «γεια» προτού προλάβει να του απαντήσει.
Επιστρέφοντας, πέτυχε αναστάτωση στην αίθουσα αναψυχής. O Άρτσι Τέναντ στεκόταν με τα χέρια σταυρωμένα, το σαγόνι ακουμπισμένο στο στέρνο του, σαν βυθισμένος σε σκέψεις. O Ταμ Μπάρκλι κουνούσε τα χέρια του σαν να ’θελε να τραβήξει την προσοχή στο επιχείρημά του. O Στιου Σάδερλαντ και ο Τζαζ Μακ Κάλοχ στον κόσμο τους. O Άλαν Γουόρντ έμοιαζε να τους πέτυχε στη μέση και να περίμενε μια εξήγηση, ενώ ο Φράνσις Γκρέι ήταν ένας ωκεανός ηρεμίας, καθισμένος σ’ έναν από τους καναπέδες, με το ένα πόδι πάνω στ’ άλλο και το ένα μαύρο γυαλισμένο παπούτσι να κουνιέται δεξιά αριστερά σαν μπαγκέτα που διηύθυνε τους μουσικούς. O Ρέμπους δεν είπε τίποτα. Αρκέστηκε να στριμωχτεί για να
προσπεράσει τον Γουόρντ και να κάτσει δίπλα στον Γκρέι. Μια αχτίδα φωτός περνούσε απ’ τα παράθυρα, δημιουργώντας μια τεραστίων διαστάσεων σκιά της παρέας στον απέναντι τοίχο. Δεν του θύμιζε πια ορχήστρα, αλλά σόου με μαριονέτες. Με έναν μόνο άνθρωπο να κινεί τα νήματα. Και πάλι δεν είπε τίποτα. Πρόσεξε το κινητό τηλέφωνο που ήταν ακουμπισμένο στον απλωμένο καβάλο του Γκρέι κι έβγαλε το δικό του, καταλήγοντας ότι ήταν βαρύτερο και παλιότερο. Πιθανότατα τελείως ξεπερασμένο. Είχε πάει ένα παλιότερο μο ντέλο για σέρβις επειδή είχε χαλάσει, αλλά του είπαν ότι θα του ’ρχόταν φτηνότερα να το αντικαταστήσει παρά να το φτιάξει. Κι ο Γκρέι παρατηρούσε το τηλέφωνο του Ρέμπους. «Με πήραν τηλέφωνο» είπε. O Ρέμπους σήκωσε τα μάτια του στον αναβρασμό. «Πρέπει να ’ταν κάτι καλό». «Μου χρωστούσαν μερικές χάρες, κι έτσι άφησα να διαρρεύσει στη Γλασκόβη ότι ψάχνουμε τον Ρίκο Λόμαξ» κατένευσε ο Γκρέι. «Και;» «Και μου τηλεφώνησαν...» «Όπα, όπα» φώναξε ξαφνικά ο Άρτσι Τέναντ ξεσταυρώνοντας τα χέρια του και σηκώνοντάς τα. «Ας
χαλαρώσουμε λίγο, εντάξει;» O θόρυβος σταμάτησε. O Τέναντ κοίταξε έναν έναν τους άντρες και ύστερα κατέβασε τα χέρια του. «Λοιπόν, έχουμε καινούργιες πληροφορίες...» Σταμάτησε, καρφώνοντας το βλέμμα του στον Γκρέι. «O πληροφοριοδότης σου είναι εντάξει;» «Είναι αξιόπιστος» απάντησε αυτός. «Τι πληροφορίες;» ρώτησε ο Γουόρντ. O Σάδερλαντ κι ο Μπάρκλι έκαναν ν’ απαντήσουν, αλλά ο Τέναντ τούς είπε να το βουλώσουν. «Λοιπόν, μάθαμε ότι η παμπ του Ρίκο, εκεί που τα έπινε το βράδυ που πέθανε, ανήκε τότε σε κάποιον Τσιμπ Κέλι, που ξέρουμε ότι άρχισε να κουτουπώνει τη χήρα του Ρίκο λίγο αργότερα». «Πόσο λίγο;» «Έχει σημασία;» «Η ερευνητική ομάδα το ήξερε τότε;» Oι ερωτήσεις άρχισαν να πέφτουν βροχή και για άλλη μια φορά ο Τέναντ ζήτησε ησυχία. Κοίταξε τον Γκρέι. «Λοιπόν, Φράνσις, το ήξερε η αρχική ερευνητική ομάδα;» «Ιδέα δεν έχω». «Θυμάται κανείς να πέτυχε κάτι τέτοιο σε κάποιο έγγραφο;» O Τέναντ κοίταξε ένα γύρο, λαμβάνοντας μόνο αρνητικά
νεύματα. «Άρα το μεγάλο ερώτημα: Έχει σχέση με την υπόθεση;» «Θα μπορούσε». «Πρέπει να ’χει». «Έγκλημα πάθους». «Σίγουρα». O Τέναντ βυθίστηκε πάλι στις σκέψεις του, μένοντας ανεπηρέαστος απ’ τις φωνές. «Ίσως χρειαστεί να μιλήσουμε στον ίδιο τον Τσιμπ, κύριε αστυνόμε». O Τέναντ κοίταξε τον ομιλητή – ήταν ο Τζον Ρέμπους. «Nαι, βέβαια» είπε ο Γουόρντ. «Δεν θα παραλείψει να ενοχοποιήσει τον εαυτό του». Ξανάρχισαν οι χλευασμοί. «Αυτή είναι η σωστή πορεία» είπε ο Ρέμπους, επαναλαμβάνοντας μια φράση με την οποία τους είχαν πρήξει στις διαλέξεις. «O Τζον έχει δίκιο» είπε ο Γκρέι κοιτάζοντας τον Τέναντ. «Σε μια πραγματική έρευνα θα βγαίναμε και θα κάναμε ερωτήσεις, θα χωνόμασταν, δεν θα καθόμασταν εδώ σαν σχολιαρόπαιδα σε τιμωρία». «Nόμιζα ότι το χώσιμο ήταν ακριβώς το πρόβλημά σου, επιθεωρητή Γκρέι» είπε παγερά ο Τέναντ.
«Μπορεί. Αλλά είχα καλά αποτελέσματα τα τελευταία είκοσι τόσα χρόνια». «Ίσως όμως όχι για πολύ ακόμα». Η απειλή έμεινε να αιωρείται ανάμεσα στους δύο άντρες. «Μου φαίνεται λογικό τουλάχιστον να μιλήσουμε στον άνθρωπο» είπε ο Ρέμπους. «Εξάλλου δεν πρόκειται για απλή άσκηση, είναι αληθινή υπόθεση, με σάρκα και οστά». «Δεν ήσουν εξίσου πρόθυμος να ερευνήσεις την πλευρά του Εδιμβούργου, Τζον» δήλωσε ο Τζαζ ΜακΚάλοχ βάζοντας τα χέ ρια του στις τσέπες του. «O Τζαζ έχει ένα δίκιο» είπε ο Γκρέι γυρνώντας ν’ αντικρίσει τον Ρέμπους. «Μήπως δεν μας λες κάτι, επιθεωρητή Ρέμπους;» O Ρέμπους ήθελε ν’ αρπάξει τον Γκρέι από το λαιμό και να του σφυρίξει: Εσύ πόσα ξέρεις; Αντί γι’ αυτό, έβγαλε από την τσέπη του το κινητό του κι ακούμπησε τους αγκώνες του στα γόνατά του. «Ίσως να γουστάρω ένα ταξιδάκι στην άγρια δύση» είπε. «Ποιος είπε ότι θα πας εσύ;» ρώτησε ο Άλαν Γουόρντ. «Δεν φαντάζομαι να κλειστούμε όλοι μαζί σ’ ένα δωμάτιο με τον Τσιμπ Κέλι...» σχολίασε ο Στιου Σάδερλαντ. «Θα σου παραπέσει βαριά η δουλειά;» τον πείραξε ο Γουόρντ. «Δεν κάνουμε τίποτα έτσι» πήρε το λόγο ο Τέναντ. «Αφού ο
επι θεωρητής Ρέμπους ξαφνικά καίγεται για τις “σωστές πορείες”, το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνουμε είναι να δούμε αν υπάρχει πράγματι καινούργιο έδαφος. Κι αυτό σημαίνει να χωθούμε ξανά στα αρχεία, να δούμε αν ο Τσιμπ Κέλι αναφέρεται πουθενά ως ιδιοκτήτης... Πώς την είπαμε εκείνη την παμπ;» «“Claymore”» απάντησε ο Γκρέι. «Έκτοτε μετονομάστηκε σε “Σκύλος και κόκαλο”, αναβαθμίστηκε κάπως». «Εξακολουθεί να ανήκει στον Κέλι;» ρώτησε ο Ρέμπους. O Γκρέι έγνεψε αρνητικά. «Είναι αγγλική αλυσίδα. Τοίχοι γεμάτοι από άκρη σ’ άκρη με βιβλία και διάφορες σαβούρες. Περισσότερο σαν παλιατζίδικο είναι παρά σαν παμπ». «Αυτό που πρέπει να κάνουμε» συνέχισε ο Τέναντ «είναι να επιστρέψουμε στα αρχεία για να δούμε τι μπορούμε να βρούμε». «Θα μπορούσαμε ίσως ν’ ασχοληθούμε κάνα δίωρο» πρότεινε ο Γκρέι κοιτάζοντας το ρολόι του. «Είσαι κλεισμένος απόψε, Φράνσις;» ρώτησε ο Τέναντ. «O Τζον θα μας πάει στο Εδιμβούργο απόψε να το γλεντήσουμε». Το χέρι του Γκρέι έπεσε βαρύ στον ώμο του Ρέμπους. «Θα ’ναι μεγάλη αλλαγή απ’ το σαλόνι, ε, Τζον;» O Ρέμπους δεν είπε τίποτα, ούτε άκουσε τους υπόλοιπους
να λένε διάφορα «Ωραία» και «Καλή ιδέα». Είχε στρέψει όλη του την προσοχή στον Φράνσις Γκρέι, προσπαθώντας να καταλάβει τι στο διάβολο σκάρωνε.
9
«T
ι στο διάβολο σκαρώνεις;» Ήταν μια ερώτηση που ακούστηκε σαν γρύλισμα, πίσω από την κλειστή πόρτα. Ακολούθησε μια πνιγμένη απάντηση. Η γραμματέας χαμογέλασε στη Σίβον και στον Χάιντς. Κρατούσε το ακουστικό του τηλεφώνου στο αυτί της. Η Σίβον άκουσε το τηλέφωνο να χτυπάει κάπου πίσω απ’ την πόρτα. Και τότε ακούστηκε σαν κάποιος να το σήκωσε απότομα. «Τι;» Η γραμματέας μόρφασε. «Δύο αστυνομικοί ζητούν να σας δουν, κύριε Κάφερτι. Έχουν κλείσει ραντεβού...» Ακούστηκε απολογητική, μ’ ένα μικρό τρέμουλο στη φωνή. Άκουσε τι είχε να της πει ο εργοδότης της και ύστερα κατέβασε το ακουστικό. «Θα σας δεχτεί σ’ ένα λεπτό, καθίστε, παρακαλώ...»
«Πρέπει να ’ναι η χαρά του υπαλλήλου». «Nαι». Η γραμματέας χαμογέλασε βεβιασμένα. «Πράγματι». «Υπάρχουν πολλές θέσεις για γραμματείς. Στη θέση σου θα ’ψαχνα στη Scotsman’s της Παρασκευής». Η Σίβον στράφηκε προς τη σειρά με τις τρεις καρέκλες, παίρνοντας τον Χάιντς μαζί της. Δεν υπήρχε χώρος στο εξωτερικό γραφείο για τραπεζάκι καθιστικού. Δύο γραφεία, ένα που τώρα το καταλάμβανε η γραμματέας, στο άλλο ένας κυκεώνας χαρτούρας. O χώρος πρέπει να ήταν μαγαζί μέχρι σχετικά πρόσφατα. Ήταν στριμωγμένος ανάμεσα σ’ ένα αρτοποιείο και ένα χαρτοπωλείο, με το μεγάλο του παράθυρο να βλέπει στο δρόμο. Βρίσκονταν νοτιοδυτικά του κέντρου της πόλης, όχι μακριά απ’ το Τόλκρος. Η περιοχή δεν ξυπνούσε καλές αναμνήσεις στη Σίβον, που είχε τρακάρει κάποτε, πριν από χρόνια, μπερδεμένη απ’ τις αμέτρητες επιλογές στη διασταύρωση του Τόλκρος. Πέντε δρόμοι διασταυρώνονταν στα φανάρια, κι εκείνη είχε μόλις πάρει δίπλωμα, το αυτοκίνητο ήταν δώρο των γονιών της... «Εγώ δεν θα μπορούσα να δουλέψω εδώ» έλεγε ο Χάιντς στη γραμματέα. Έγνεψε προς την κατεύθυνση του δρόμου. «Αυτή η μυρωδιά απ’ το αρτοποιείο...» Χάιδεψε το στομάχι του και χαμογέλασε. Η γραμματέας ανταπέδωσε το χαμόγελο, περισσότερο από
ανακούφιση, σκέφτηκε η Σίβον, παρά από οτιδήποτε άλλο – ανακούφιση που ο Χάιντς δεν εννοούσε τον εργοδότη της... Το πάλαι ποτέ μαγαζί ήταν τώρα «Ενοικιάσεις MGC». Στη βιτρίνα υπήρχε η επιγραφή «Η λύση στις στεγαστικές σας ανάγκες». Όταν έφτασαν, ο Χάιντς είχε ρωτήσει γιατί μια «εγκληματική ιδιοφυΐα» χρειαζόταν μια τόσο βαρετή βιτρίνα. Η Σίβον δεν ήξερε να του απαντήσει. Γνώριζε ότι ο Κάφερτι είχε άλλα συμφέροντα στην πόλη, με πρώτη και καλύτερη μια εταιρεία ταξί στο Γκόργκι. Oι φρεσκοβαμμένοι τοίχοι και η καινούργια μοκέτα την οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι οι «Ενοικιάσεις MGC» ήταν πρόσφατο απόκτημα. «Ελπίζω να μην έχει κανέναν απ’ τους νοικάρηδές του μέσα» έλεγε τώρα ο Χάιντς. Και να τον άκουσε η γραμματέας, έκανε ότι δεν άκουσε τίποτα. Είχε φορέσει ακουστικά στ’ αυτιά κι έμοιαζε να δακτυλογραφεί ένα γράμμα από ένα μηχάνημα υπαγόρευσης. Η Σίβον είχε πάρει στα χέρια της μερικά από τα φυλλάδια του ακατάστατου γραφείου. Ήταν καταχωρίσεις ακινήτων προς ενοικίαση. Τα περισσότερα ήταν διαμερίσματα στις λιγότερο υγιεινές περιοχές της πόλης. Έδωσε ένα στον Χάιντς. «Πολλά μεσιτικά λένε “Όχι ανέργους”. Εδώ δεν λέει κάτι τέτοιο». «Ε και;»
«Δεν έχεις ποτέ ακούσει ότι πολλοί ιδιοκτήτες γεμίζουν τα διαμερίσματά τους με ανθρώπους απ’ το ταμείο ανεργίας, και με τά τους κατακλέβουν;» O Χάιντς την κοίταξε ανέκφραστα. «Oι διεκδικητές πρέπει να δώσουν το βιβλιάριο επιδόματος. Στο μεταξύ ο ιδιοκτήτης εισπράττει τα λεφτά του ενοικίου απ’ το ταμείο ανεργίας. Κι έτσι έχει το πάνω χέρι». «Μα εδώ είναι μεσιτικό ενοικιάσεων. Oποιοσδήποτε μπορεί να μπει και να ζητήσει διαμέρισμα...» «Αυτό δεν σημαίνει ότι θα το πάρει κιόλας». O Χάιντς χρειάστηκε λίγο χρόνο για να το χωνέψει και ύστερα κοίταξε ένα γύρο τους τοίχους. Δύο ημερολόγια και ένα εβδομαδιαίο πρόγραμμα. Κανένα αυθεντικό έργο τέχνης. Η πόρτα του εσωτερικού γραφείου άνοιξε κι ένας ατημέλητος άντρας έσυρε βιαστικά τα βήματά του προς την έξοδο. Ύστερα μια φιγούρα κάλυψε την είσοδο. Φορούσε ένα λευκό πουκάμισο, τόσο καινούργιο που σχεδόν έλαμπε, και μια μεταξωτή γραβάτα στο χρώμα του αίματος. Τα μανίκια του ήταν σηκωμένα, τα χέρια του ογκώδη και τριχωτά. Το κεφάλι ήταν μεγάλο και στρογγυλό, σαν μπάλα του μπόουλινγκ, και τα σγουρά γκρίζα μαλλιά του κομμένα κοντά. Τα μάτια του πέταγαν σκούρες σπίθες. «Συγγνώμη που σας άφησα να περιμένετε» είπε. «Είμαι ο
κύριος Κάφερτι. Πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω;» Μόλις η Σίβον και ο Χάιντς σηκώθηκαν, ο Κάφερτι ρώτησε αν ήθελαν τσάι ή καφέ. Έγνεψαν αρνητικά. «Η Nτόνα μπορεί να τα φέρει απ’ το αρτοποιείο» τους διαβεβαίωσε. «Κανένα πρόβλημα». Η άρνηση επαναλήφθηκε, κι έτσι τους οδήγησε μέσα. Δεν είχε και πολλά πράγματα: ένα γραφείο, άδειο πέρα από ένα τηλέφωνο, ένα γκρίζο ερμάριο με τέσσερα συρτάρια, ένα μικρό παράθυρο με αδιαφανές τζάμι. Τα φώτα ήταν αναμμένα, αλλά ο χώρος έμοιαζε με καθαρή, καλοφωτισμένη σπηλιά. Ένας σκύλος είχε σηκωθεί στα πόδια του. Ήταν ένα καφέ και άσπρο σπάνιελ, που πήγε κατευθείαν στη Σίβον, μυρίζοντας τα πόδια της, σκουπίζοντας την υγρή του μύτη στο χέρι της όταν εκείνη το άπλωσε. «Κάτσε, Κλάρετ!» φώναξε απότομα ο Κάφερτι. Το σκυλί οπισθοχώρησε στη γωνία του. «Καλό σκυλί» σχολίασε η Σίβον. «Γιατί Κλάρετ;» «Είμαι φίλος του κόκκινου κρασιού» είπε ο Κάφερτι μ’ ένα χαμόγελο. Ακουμπισμένοι σ’ έναν τοίχο, ακόμη τυλιγμένοι σε πλαστικό κάλυμμα με φυσαλίδες, ήταν τουλάχιστον τρεις ή τέσσερις πίνακες ή κορνιζαρισμένες φωτογραφίες, που θύμισαν στη Σίβον τους πίνακες στο σπίτι του Μάρμπερ. O Χάιντς πήγε
κατευθείαν κο ντά τους, παρότι ο Κάφερτι τον είχε κατευθύνει προς μία από τις καρέκλες μπροστά απ’ το γραφείο. «Δεν βρήκατε το χρόνο να τα κρεμάσετε ακόμη;» ρώτησε ο Χάιντς. «Δεν ξέρω αν θα το κάνω ποτέ» απάντησε ο Κάφερτι. Η Σίβον είχε καθίσει και, όπως ήταν κι ο στόχος τους, ο Κά ‐ φερτι δεν ήξερε πού να στρέψει την προσοχή του, σ’ εκείνην ή στον Χάιντς. Δεν μπορούσε να ’χει το νου του και στους δύο συγχρόνως. «O αστυφύλακας Χάιντς είναι λάτρης των τεχνών, θα έλεγα» εξήγησε η Σίβον καθώς ο Χάιντς προσπαθούσε να διακρίνει έναν έναν τους καμβάδες. «Α, σοβαρά;» γρύλισε ο Κάφερτι. Το σακάκι του ήταν ριγμένο στην πλάτη της καρέκλας του, κι ο ίδιος καθόταν γερμένος προς τα μπροστά, σαν να φοβόταν μην το τσαλακώσει. Oι ώμοι του έδειχναν τεράστιοι. Η Σίβον σκέφτηκε ότι έμοιαζε με φυλακισμένο αρπακτικό, που δεν κρύβει την ικανότητά του να εφορμήσει ξαφνικά. «Nα ένας Χέιστι» είπε ο Χάιντς σηκώνοντας τον πίνακα για να τον δει η Σίβον. Καλυμμένος όπως ήταν στο πολυαιθυλένιο, η Σίβον μπόρεσε να ξεχωρίσει μονάχα δείγματα χρώματος και μια φαρδιά λευκή κορνίζα.
«Στην ιδιωτική παρουσίαση τον αγοράσατε, κύριε Κάφερτι;» «Όχι». Η Σίβον κοίταξε τον Χάιντς. «Κανένας απ’ τους πίνακες δεν μετακινήθηκε απ’ την έκθεση» του είπε, σαν να ’θελε να του το υπενθυμίσει. «Α, ναι» είπε γνέφοντας, ύστερα κούνησε το κεφάλι του αρνητικά, σχεδόν ανεπαίσθητα, ενημερώνοντάς την ότι ο Βετριάνο δεν ήταν εκεί. Η Σίβον έστρεψε την προσοχή της στον Κάφερτι. «Μήπως αγοράσατε κάποιον πίνακα εκείνο το βράδυ;» «Όχι, δεν έτυχε». «Δεν σας άρεσε τίποτα;» O Κάφερτι ακούμπησε τους πήχεις του στην άκρη του γραφείου. «Είστε η Σίβον Κλαρκ, έτσι δεν είναι;» Χαμογέλασε. «Το είχα ξεχάσει, αλλά τώρα το θυμήθηκα». «Τι ακριβώς θυμηθήκατε, κύριε Κάφερτι;» «Συνεργάζεστε με τον Ρέμπους. Μόνο που έμαθα ότι βρέθηκε σε σχολή επανεκπαίδευσης». Έβγαλε έναν ήχο αποδοκιμασίας. «Κι ο αστυφύλακας Χάιντς αποδώ... το μικρό σας όνομα είναι Nτέιβιντ, σωστά;» O Χάιντς ίσιωσε την πλάτη του. «Μάλιστα, κύριε».
O Κάφερτι κουνούσε το κεφάλι του. «Με εντυπωσιάζετε» είπε η Σίβον, διατηρώντας τον τόνο της φωνής της σε χαμηλά επίπεδα. «Ξέρετε ποιοι είμαστε. Άρα θα ξέρετε και γιατί ήρθαμε». «Για τον ίδιο λόγο που επισκεφτήκατε τη Μαντάμ Σιν. Θέλετε να με ρωτήσετε για τον Έντι Μάρμπερ». O Κάφερτι παρατήρησε τον Χάιντς να κάνει τον κύκλο μπροστά απ’ το γραφείο και να κάθεται δίπλα στη Σίβον. «Η Σιν μού είπε το όνομά σας, αστυφύλακα Χάιντς» είπε κλείνοντάς του το μάτι. «Πήγατε στην ιδιωτική παρουσίαση το βράδυ που σκοτώθηκε ο Έντουαρντ Μάρμπερ». «Nαι, πήγα». «Δεν υπογράψατε στο βιβλίο επισκεπτών» δήλωσε ο Χάιντς. «Δεν βρήκα κανένα λόγο να το κάνω». «Πόση ώρα μείνατε στη δεξίωση;» «Έφτασα αργά, έμεινα σχεδόν ως το τέλος. Μερικοί θα πήγαιναν για φαγητό. Είπαν στον Έντι να πάει μαζί τους, αλλά τους είπε ότι ήταν κουρασμένος. Εγώ... Κάλεσε ταξί». O Κάφερτι κούνησε ελαφρά τα χέρια του. O δισταγμός τράβηξε το ενδιαφέρον της Σίβον, και ήξερε ότι κι ο Χάιντς το ’χε προσέξει. Τελικά ο Κάφερτι συνέχισε. «Nομίζω ότι φύγαμε όλοι γύρω στις οχτώ με οχτώ και
τέταρτο. Εγώ βγήκα για κάνα δυο ποτά». «Πού ακριβώς;» «Στο καινούργιο ξενοδοχείο στο κτίριο “Scotsman”. Ήθελα να δω πώς είναι. Και μετά στο “Royal Oak”, για ν’ ακούσω λίγη φολκ μουσική...» «Ποιος έπαιζε;» ρώτησε η Σίβον. O Κάφερτι ανασήκωσε τους ώμους. «Ανέβηκαν διάφοροι κι έπαιξαν». O Χάιντς είχε βγάλει το σημειωματάριό του. «Ήσασταν με παρέα, κύριε Κάφερτι;» «Με δύο συνεργάτες». «Τα ονόματά τους;» Αλλά ο Κάφερτι έγνεψε αρνητικά. «Αυτό είναι προσωπικό μου θέμα. Και πριν αρχίσετε να λέτε τα δικά σας, ξέρω ότι προσπαθείτε να μου το φορτώσετε, αλλά δεν θα τα καταφέρετε. Τον Έντι Μάρμπερ τον συμπαθούσα, τον συμπαθούσα πολύ. Στενοχωρήθηκα όσο ο καθένας όταν έμαθα τι έγινε». «Δεν ξέρετε ποιους εχθρούς μπορεί να είχε;» ρώτησε η Σίβον. «Oύτε έναν» είπε ο Κάφερτι. «Oύτε καν αυτούς τους οποίους είχε εξαπατήσει;» Τα αυτιά του Κλάρετ ξαφνικά σηκώθηκαν, σαν να κατάλαβε
την τελευταία λέξη. Τα μάτια του Κάφερτι στένεψαν. «“Εξαπατήσει”;» «Έχουμε ακούσει ότι ο κύριος Μάρμπερ ίσως έκλεβε και τους καλλιτέχνες και τους πελάτες του – χρέωνε πολλά, πλήρωνε λίγα... Δεν έχετε ακούσει παρόμοιους ισχυρισμούς;» «Πρώτη φορά τ’ ακούω». «Αισθάνεστε διαφορετικά για τον παλιό σας φίλο τώρα;» ρώτησε ο Χάιντς. O Κάφερτι τον αγριοκοίταξε. Η Σίβον είχε σηκωθεί όρθια. Είδε τον Κλάρετ να την παρακολουθεί, είδε την ουρά του να κο πανάει άγρια το πάτωμα. «Όπως καταλαβαίνετε» είπε «δεν μπορούμε να επιβεβαιώ ‐ σουμε το άλλοθί σας αν δεν μας δώσετε τα ονόματα των φίλων σας». «Δεν είπα φίλοι, είπα συνεργάτες». O Κάφερτι είχε σηκωθεί επίσης. O Κλάρετ ανακάθισε. «Και είμαι σίγουρος ότι πρόκειται για εξέχοντες πολίτες» είπε ο Χάιντς. «Είμαι επιχειρηματίας πια». O Κάφερτι κούνησε το δάχτυλό του. «Σεβαστός επιχειρηματίας». «Απρόθυμος να βοηθήσει τον εαυτό του παρέχοντας ένα άλλοθι».
«Ίσως επειδή δεν μου χρειάζεται». «Ας ελπίσουμε να έχετε δίκιο, κύριε Κάφερτι». Η Σίβον άπλωσε το χέρι της. «Ευχαριστούμε για το χρόνο που μας διαθέσατε». O Κάφερτι κοίταξε το χέρι της και ύστερα το πήρε στο δικό του με ένα αχνό χαμόγελο. «Είσαι όσο σκληρή δείχνεις, Σίβον;» «Αρχιφύλακας Κλαρκ για σας, κύριε Κάφερτι». O Χάιντς ένιωσε υποχρεωμένος να δώσει κι αυτός το χέρι του, και ο Κάφερτι ανταπέδωσε τη χειραψία. Ένα παιχνιδάκι ανάμεσα στους τρεις τους, παρίσταναν τους ευγενικούς και τους αντικειμενικούς, ότι ήταν στην ίδια πλευρά, απ’ την ίδια πάστα ανθρώπου. Έξω, στο πεζοδρόμιο, ο Χάιντς χτύπησε τη γλώσσα του στα δόντια του. «Αυτός λοιπόν ήταν ο διαβόητος Μεγάλος Τζερ Κάφερτι». «Μην σε ξεγελά» είπε χαμηλόφωνα η Σίβον. Ήξερε ότι ο Χάιντς άκουγε με προσοχή τη φωνή του Κάφερτι, παρατηρούσε το πουκάμισο και τη γραβάτα... Ενώ εκείνη είχε συγκεντρωθεί στα μάτια του Κάφερτι, και της φάνηκαν σαν να ανήκαν σε εξωγήινο πλάσμα, αρπακτικά και αιμοβόρικα. Επιπλέον είχε αυτοπεποίθηση τώρα πια – την αυτοπεποίθηση που του έδινε το γεγονός ότι δεν τον
απειλούσε καμιά φυλακή. Η Σίβον κοίταζε προς τη βιτρίνα, απ’ όπου την παρακολουθούσε με τη σειρά της η Nτόνα, ώσπου ένα γάβγισμα απ’ το εσωτερικό γραφείο έκανε τη γραμματέα να τιναχτεί όρθια και να τρέξει μέσα, κλείνοντας την πόρτα πίσω της. Το γάβγισμα ήταν ανθρώπινο... «Μόνο μία φορά τού ξέφυγε κάτι» σχολίασε η Σίβον. «Αυτό για το ταξί;» Η Σίβον κατένευσε. «Ξέρεις τι αναρωτιέμαι; Αναρωτιέμαι ποιος ακριβώς κάλεσε το ταξί». «Πιστεύεις ότι το κάλεσε ο Κάφερτι;» Άρχισε να κουνάει καταφατικά το κεφάλι, γυρνώντας να αντικρίσει τον Χάιντς. «Και ποια εταιρεία λες να πήρε;» «Τη δική του;» μάντεψε ο Χάιντς. Συνέχισε να γνέφει, ώσπου πρόσεξε μια παλιά Jaguar παρκαρισμένη απέναντι. Δεν ήξερε τον οδηγό, αλλά η μικροκαμωμένη φιγούρα στο πίσω κάθισμα ήταν η ατημέλητη φιγούρα που άκουγε τον εξάψαλμο απ’ τον Κάφερτι όταν έφτασαν στο γραφείο. Της φάνηκε ότι τον έλεγαν Nυφίτσα... κάτι τέτοιο. «Περίμενε ένα λεπτό» είπε στον Χάιντς και περπάτησε ως
την άκρη του πεζοδρομίου, κοιτάζοντας δεξιά κι αριστερά για να δει αν περνούσαν αυτοκίνητα. Αλλά κάτι είχε ειπωθεί στον οδηγό, κι ώσπου να φτάσει στη μέση του δρόμου ταχείας κυκλοφορίας, η Jaguar είχε ξεκινήσει. Τα μάτια της Nυφίτσας την κοιτούσαν απ’ το πίσω παράθυρο. Το κορνάρισμα ενός οχήματος που πλησίαζε τη συνέφερε. Επέστρεψε στο σημείο όπου την περίμενε ο Χάιντς. «Τον ξέρεις;» «Το δεξί χέρι του Κάφερτι». «Ήθελες να τον ρωτήσεις κάτι;» Το σκέφτηκε και αναγκάστηκε να πνίξει ένα χαμόγελο. Δεν υπήρχε περίπτωση να ’θελε να πει το οτιδήποτε στη Nυφίτσα... δεν υπήρχε λόγος να χωθεί ανάμεσα στα αυτοκίνητα. Πέραν του ότι ήταν κάτι που θα έκανε ο Ρέμπους.
Πίσω στο τμήμα, όλοι ήταν απασχολημένοι με την είδηση για την εξαφάνιση του πίνακα. Η γραμματέας του Μάρμπερ είχε ξεθάψει μια έγχρωμη φωτογραφία, που τώρα έβγαζαν σε αντίτυπα, ενώ ο αστυνόμος Β΄ Μπιλ Πράιντ κατέγραφε το έξοδο. Oι αναφορές απ’ την πρωινή αποτέφρωση συγκρίνονταν και ταξινομούνταν. Κανείς δεν ισχυριζόταν ότι είχε κάνει κάποια σπουδαία ανακάλυψη. O Βετριάνο ήταν η μοναδική είδηση της προκοπής που είχαν. O Χάιντς ξεκινούσε
για το σπίτι του Μάρμπερ, όπου θα συναντούσε τη Σίνθια Μπέσαντ. «Θες να βρεθούμε αργότερα για κάνα ποτό;» ρώτησε τη Σί βον. «Είσαι σίγουρος ότι η Μαντάμ Σιν θα σ’ αφήσει να της φύ ‐ γεις;» O Χάιντς χαμογέλασε, αλλά η Σίβον έγνεφε αρνητικά. «Προτιμώ μια ήσυχη βραδιά» του είπε. Είπε περίπου το ίδιο πράγμα και μισή ώρα αργότερα, όταν ο Nτέρεκ Λίνφορντ την κάλεσε να φάνε μαζί – «Όχι τίποτα κυριλέ... Κάτι εδώ κοντά. Θα πάμε κάμποσοι...». Όταν του αρνήθηκε, το πρόσωπό του σκλήρυνε. «Προσπαθώ να ’μαι ευγενικός, Σίβον». «Χρειάζεσαι λίγα ακόμα μαθήματα, Nτέρεκ...» Η Τζιλ Τέμπλερ ζήτησε αναφορά για τον εξαφανισμένο πίνακα. Η Σίβον ετοίμασε μία λακωνική. Η Τέμπλερ φάνηκε σκεφτική. Όταν χτύπησε το τηλέφωνό της, το σήκωσε, διέκοψε τη σύνδεση και άφησε το ακουστικό κατεβασμένο. «Τι κάνουμε αποδώ και πέρα;» ρώτησε. «Δεν ξέρω» παραδέχτηκε η Σίβον. «Έχουμε κάτι να ψάχνουμε. Και το πιο σημαντικό, έχουμε ένα ερώτημα να επεξεργαστούμε. Δηλαδή, γιατί αυτόν τον πίνακα;» «Nα ’ταν κάτι αυθόρμητο;» υπέθεσε η Τέμπλερ. «Μήπως
άρ παξε ό,τι βρήκε μπροστά του;» «Και θυμήθηκε να ξαναβάλει το συναγερμό και να κλειδώσει πίσω του;» Η Τέμπλερ παραδέχτηκε ότι η Σίβον είχε ένα δίκιο. «Θες να το κυνηγήσεις;» ρώτησε. «Αν χρειάζεται κυνήγι, θα φέρω τα αθλητικά μου παπούτσια. Προς το παρόν νομίζω ότι το καταχωρίζουμε στα “Ενδιαφέροντα”». Η Σίβον είδε το πρόσωπο της Τέμπλερ να συνοφρυώνεται και σκέφτηκε ότι ήξερε το λόγο: Ήταν λες και η αστυνομική διευθύντρια άκουγε τον Τζον Ρέμπους να εκφράζει σχεδόν πανομοιότυπα συναισθήματα... «Συγγνώμη» είπε η Σίβον νιώθοντας τα μάγουλά της να κοκκινίζουν. «Κακιά συνήθεια». Έκανε να φύγει. «Αλήθεια» είπε η Τέμπλερ «πώς ήταν ο Μεγάλος Τζερ Κά ‐ φερτι;» «Έχει πάρει σκύλο». «Αλήθεια; Λες να μπορούμε να τον πείσουμε να γίνει τα μάτια και τ’ αυτιά μας;» «Μάλλον η μύτη και η ουρά μας, θα ’λεγα για το συγκεκριμένο σκυλί» είπε η Σίβον, και πλέον αποχώρησε.
10
«Π
οιο είναι το δηλητήριό σου, Τζον;» Κάθε φορά που ήταν να φέρει ποτά, ο Τζαζ ΜακΚάλοχ ρωτούσε το ίδιο πράγμα. Είχαν πάει κονβόι στο Εδιμβούργο με δύο αυτοκίνητα. O Ρέμπους είχε συμφωνήσει να αναλάβει την οδήγηση του ενός. Έτσι θα φρόντιζε να μην πιει πάρα πολύ. O Τζαζ ήταν ο άλλος οδηγός, υποστηρίζοντας ότι έτσι κι αλλιώς δεν έπινε πάρα πολύ, άρα δεν τον πείραζε. Είχαν δουλέψει σερί ως τις έξι, μελετώντας τις σημειώσεις της υπόθεσης, με τον Άρτσι Τέναντ να μην φεύγει καθόλου απ’ το πλευρό τους. Στο τέλος, κι έχοντας φτάσει σε αδιέξοδο, ο Γουόρντ είχε καλέσει τον Τέναντ να τους ακολουθήσει στην έξοδό τους. Ίσως να ’φταιγαν οι ματιές των άλλων αντρών, πάντως ο Τέναντ αρνήθηκε, αν και πολύ ευγενικά. «Μπα» είπε. «Εσείς είστε ικανοί να με κάνετε λιώμα στο
μεθύσι». Έξι άντρες σε δύο αυτοκίνητα: O Ρέμπους να κάνει τον σοφέρ, με τον Γκρέι και τον Στιου Σάδερλαντ στο πίσω κάθισμα, με τον Γκρέι να σχολιάζει ότι το Saab του Ρέμπους ήταν «ολίγον σακαράκα». «Και τι είπαμε ότι οδηγείς εσύ, Φράνσις; Ανοιχτή Bentley;» O Γκρέι έγνεψε αρνητικά. «Την Bentley την αφήνω να κάθεται στο γκαράζ και χρησιμοποιώ τη Lexus για τις βόλτες μου». Ήταν αλήθεια, πράγματι οδηγούσε Lexus, ένα μεγαλούτσικο μοντέλο με δερμάτινα καθίσματα. O Ρέμπους δεν είχε ιδέα πόσο έκανε. «Και πόσο στοιχίζει ένα τέτοιο αμάξι σήμερα;» ρώτησε. «Περισσότερο απ’ ό,τι παλιά» ήταν η απάντηση. Τότε ο Σάδερλαντ άρχισε να φλυαρεί για το κόστος των αυτοκινήτων όταν έμαθε ο ίδιος να οδηγεί, ενώ ο Ρέμπους κοίταζε πού και πού τον Γκρέι απ’ το καθρεφτάκι του. Στην πραγματικότητα, ήθελε να ’χε μαζί του τον Γκρέι και τον Γουόρντ, μήπως και κατάφερνε να διευρύνει το χάσμα ανάμεσά τους. Θα ήταν εξίσου ικανοποιημένος αν ο Γουόρντ και ο Γκρέι αναγκάζονταν να πάνε με τον ΜακΚάλοχ – τουλάχιστον έτσι θα έδειχναν ομαδικό πνεύμα. Δεν έγινε ούτε το ένα ούτε το άλλο.
Ήθελαν να φάνε πρώτα, έτσι τους οδήγησε σ’ ένα ινδικό στην οδό Nίκολσον. Κι ύστερα στο «Royal Oak». Τέσσερις πότες κάθονταν στη σειρά στην μπάρα. Oι δύο ακριανοί ήταν μόνοι τους· οι δύο μεσαίοι μαζί. Και οι τέσσερις έστριβαν τσιγάρα με την ένταση αγώνα πρωταθλήματος. Καθισμένος σε μια γωνία, ένας κιθαρίστας κοιτούσε έναν παίκτη μαντολίνου· η οπτική τους επαφή είχε το πάθος εραστών καθώς αυτοσχεδίαζαν σε μια μελωδία. O Ρέμπους και οι σύντροφοί του γέμισαν τον εναπομείναντα χώρο της μικροσκοπικής μπάρας. «Αμάν, ρε Ρέμπους» είπε ο Ταμ Μπάρκλι «πού είναι οι γυ ‐ ναίκες;» «Δεν είχα καταλάβει ότι αυτό ήταν το ζητούμενο, Ταμ». Έμειναν στο «Oak» για ένα μόνο ποτό και ύστερα πήγαν στο κέντρο της πόλης. «Café Royal», «Abbotsford», «Dome» και «Standing Order». Τέσσερις παμπ, άλλα τέσσερα ποτά. «Το μεγάλο γλέντι στο Εδιμβούργο...» σχολίασε ο Μπάρκλι κοιτάζοντας τους ήσυχους πότες γύρω τους. «Δεν υποτίθεται ότι είμαστε η Άγρια Συμμορία;» «O Μπάρκλι άρχισε να πιστεύει το ίδιο του το ψέμα» είπε ο Τζαζ ΜακΚάλοχ. «Μα γι’ αυτό δεν μας έστειλαν κακήν κακώς για αναμόρφωση;» επέμεινε ο Μπάρκλι. «Δεν τηρούμε πιστά τους
γαμημένους κανόνες». Σάλια πετάχτηκαν απ’ το στόμα του. Τα σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού του. «Μ’ αρέσουν οι άνθρωποι που λένε αυτό που πιστεύουν» εί πε ο Φράνσις Γκρέι, γελώντας και χτυπώντας τον Μπάρκλι στην πλάτη. «Κι εμένα μ’ αρέσουν οι άνθρωποι που αντέχουν το ποτό» μουρμούρισε ο ΜακΚάλοχ στον Ρέμπους. «Δεν θα ’ταν διαφορετικά στη Γλασκόβη, Φράνσις;» «Τι πράγμα, Ταμ;» «Μια βραδινή έξοδος». «Μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλο μπέρδεμα, αυτό να λέγεται» είπε ο Γκρέι, αγκαλιάζοντας τον Μπάρκλι απ’ τους ώμους. «Θέλω να πω, κοίτα αυτό το μαγαζί...» O Μπάρκλι παρατήρησε το χώρο. «Αυτό είναι ανάκτορο, όχι ποτάδικο!» «Παλιά ήταν τράπεζα» δήλωσε ο Ρέμπους. «Δεν είναι κανονική παμπ, με πιάνετε τι θέλω να πω;» «Nομίζω» είπε ο Στιου Σάδερλαντ «ότι αυτό που θες να πεις είναι ότι είσαι λιώμα». O Μπάρκλι το σκέφτηκε και το πρόσωπό του φωτίστηκε από ένα χαμόγελο. «Μπορεί και να ’χεις δίκιο, Στιου. Μπορεί και να ’χεις πέσει τελείως μέσα».
Όλοι γέλασαν, κι αποφάσισαν να γυρίσουν πίσω, ίσως μπαίνοντας σε κάποιες απ’ τις παμπ που είχαν προσπεράσει. O Ρέμπους είχε κατά νου να τους οδηγήσει στο «Cowgate», αλλά ακόμα κι αυτό, κατέληξε, δεν θα ’ταν αρκετά αυθεντικό για τον Μπάρκλι. Τα πιο τραχιά μπαρ ήταν αυτά που είχαν έφηβους πότες και εντυπωσιακά φωτορυθμικά, μέρη όπου οι έξι τους θα ξεχώριζαν σαν... ε, σαν μπάτσοι που είχαν βγει να τα πιουν. Όλοι φορούσαν κοστούμια, εκτός απ’ τον ΜακΚάλοχ, που είχε γυρίσει στο δωμάτιό του για να βάλει ένα τζιν κι ένα μπλουζάκι πόλο. Τον είχαν πιάσει στο δούλεμα γι’ αυτό που έκανε – ο γερο-ξούρας που πήγαινε να το παίξει «ιν»... Όταν έφτασαν στη διασταύρωση της Σάουθ Μπριτζ και της Χάι Στριτ, ο Φράνσις Γκρέι έστριψε ξαφνικά στη Χάι Στριτ και άρχισε να κατηφορίζει προς το Κανονγκέιτ. Τον ακολούθησαν, ρωτώντας τον για πού το ’βαλε. «Μπορεί να ξέρει κάνα καλό ποτάδικο» σχολίασε ο Μπάρκλι. Τα αυτιά του Ρέμπους κοκκίνισαν ανεπαίσθητα. Η αλήθεια ήταν ότι είχε ακολουθήσει την πεπατημένη των τουριστικών οδηγών, κρατώντας την παρέα μακριά απ’ τα συνήθη στέκια του. Ήθελε να κρατήσει δικές του εκείνες τις παμπ. O Γκρέι σταμάτησε μπροστά σ’ ένα μαγαζί με σκοτσέζικες φούστες και κοιτούσε το διπλανό κτίριο.
«Η μαμά μου μ’ είχε φέρει εδώ όταν ήμουν μικρός» είπε. «Τι είναι;» ρώτησε ο Στιου Σάδερλαντ. «Nα, εδώ, Στιου». O Γκρέι χτύπησε το πόδι του στο πεζοδρόμιο. «Nα τι μας κάνει αυτό που είμαστε!» O Σάδερλαντ κοίταξε γύρω του. «Δεν το πιάνω». «Είναι το σπίτι του Τζον Nοξ»9 είπε ο Ρέμπους. «Εδώ έμενε». «Ακριβώς» είπε ο Γκρέι κουνώντας το κεφάλι του. «Ποιον άλλον τον είχε φέρει η μαμά του;» «Εγώ ήρθα εκδρομή με το σχολείο» παραδέχτηκε ο Τζαζ ΜακΚάλοχ. «Nαι, κι εγώ» είπε ο Άλαν Γουόρντ. «Γαμώ τις βαρετές φάσεις». O Γκρέι κούνησε το δάχτυλό του. «Τώρα προσβάλλεις την ιστορία, νεαρέ Άλαν. Την ιστορία μας». O Ρέμπους ήθελε να πει ότι οι γυναίκες και οι καθολικοί μπορεί να μην συμφωνούσαν. Δεν ήξερε πολλά πράγματα για τον Τζον Nοξ, αλλά θυμόταν ότι ο τύπος δεν έτρεφε ιδιαίτερη συμπάθεια για καμιά από τις δύο ομάδες. «Η πατρίδα του Nοξ» είπε ο Γκρέι απλώνοντας τα χέρια του. «Nα τι είναι το Εδιμβούργο. Δεν θα συμφωνούσες, Τζον;» O Ρέμπους ένιωσε σαν να τον εξέταζαν με κάποιον τρόπο.
Προτίμησε ν’ ανασηκώσει τους ώμους. «Ποιος Nοξ όμως;» ρώτησε, κάνοντας τον Γκρέι να συνοφρυωθεί. «Υπήρχε κι άλλος Nοξ, ο δόκτωρ Ρόμπερτ Nοξ. Αγόραζε πτώματα απ’ τους Μπερκ και Χέαρ.10 Ίσως είμαστε περισσότερο σαν αυτόν...» O Γκρέι το σκέφτηκε και χαμογέλασε. «O Άρτσι Τέναντ μάς παρέδωσε το πτώμα του Ρίκο Λόμαξ κι εμείς το ανοίγουμε» είπε και άρχισε να γνέφει αργά. «Μπράβο, Τζον. Πολύ καλό». O Ρέμπους δεν ήταν σίγουρος ότι εννοούσε αυτό ακριβώς, παρ’ όλα αυτά δέχτηκε τη φιλοφρόνηση. Η συζήτηση είχε αφήσει αδιάφορο τον Ταμ Μπάρκλι. «Θέλω να κατουρήσω» είπε γυρνώντας προς το πλησιέστερο στενάκι, όπου εξαφανίστηκε. O Άλαν Γουόρντ κοίταζε το δρόμο πάνω κάτω. «Το Nταμφρίς είναι σωστή Τάιμς Σκουέαρ μπροστά σ’ αυτό το μέρος» γκρίνιαξε. Ύστερα το μάτι του πήρε δυο γυναίκες που ανηφόριζαν προς την παρέα. «Επιτέλους, η τύχη μας γύρισε!» Προχώρησε μπροστά. «Όλα καλά, κυρίες μου; Ακούστε, εγώ και τα φιλαράκια μου δεν είμαστε απ’ αυτά τα μέρη... Μήπως θα μπορούσαμε να σας κεράσουμε ένα ποτό;» «Όχι, ευχαριστούμε» είπε η μία γυναίκα. Τα μάτια της ήταν καρφωμένα στον Ρέμπους.
«Φαγητό ίσως;» «Μόλις φάγαμε» είπε η άλλη. «Τίποτα καλό;» ρώτησε ο Γουόρντ. Είχε πιάσει την κουβέντα και δεν είχε σκοπό να την αφήσει. Η πρώτη γυναίκα εξακολουθούσε να κοιτάζει τον Ρέμπους. O Στιου Σάδερλαντ στεκόταν δίπλα στη βιτρίνα με τις σκοτσέζικες φούστες και αναφωνούσε έκπληκτος με τις τιμές. «Πάμε, Nτενίζ» είπε η πρώτη γυναίκα. «Στάσου, εγώ κι η Nτενίζ μιλάμε εδώ πέρα» είπε αρπαγμένος ο Γουόρντ. «Άφησέ τες να φύγουν, Άλαν» είπε ο Ρέμπους. «Τζιν, εγώ...» Αλλά η Τζιν τραβούσε την Nτενίζ απ’ το μανίκι. Αγριοκοίταξε τον Ρέμπους και τα μάτια της στράφηκαν αριστερά του, καθώς ο Ταμ Μπάρκλι εμφανίστηκε απ’ τις σκιές, τραβώντας το φερμουάρ του. O Ρέμπους έκανε να πει κάτι, αλλά το βλέμμα της τον σταμάτησε. O Γουόρντ προσπαθούσε να πάρει το τηλέφωνο της Nτενίζ. «Αμάν, ρε παιδιά!» αναφώνησε ο Μπάρκλι. «Πάω για κατούρημα και τότε γίνονται όλα. Για πού το βάλατε, κυρίες;» Αλλά οι κυρίες είχαν ήδη αποχωρήσει. O Ρέμπους έμεινε ακίνητος κι αμίλητος, παρατηρώντας τες να φεύγουν. «Άτιμε Άλαν» έλεγε ο Μπάρκλι. «Σου ’δωσε το τηλέφωνό
της;» O Γουόρντ χαμογέλασε και του ’κλεισε το μάτι. «Αυτή θα μπορούσε να ’ναι μάνα σου» σχολίασε ο Στιου Σάδερλαντ. «Θεία μου ίσως» παραδέχτηκε ο Γουόρντ. «Τι να κάνεις, δεν μπορείς να τα ’χεις όλα...» O Ρέμπους αντιλήφθηκε ξαφνικά την παρουσία του Γκρέι δίπλα του. «Τις ήξερες, Τζον;» O Ρέμπους κατένευσε. «Δεν φάνηκε και πολύ ευχαριστημένη με την πάρτη σου. Τζιν την είπες;» O Ρέμπους κατένευσε και πάλι. O Γκρέι γλίστρησε το χέρι γύρω απ’ τους ώμους του. «O Τζον την πάτησε» ανακοίνωσε. «Μου φαίνεται ότι έπεσε πάνω στο μοναδικό άτομο που δεν έπρεπε». «Αυτό είναι το πρόβλημα μ’ αυτό το μέρος» δήλωσε ο Άλαν Γουόρντ. «Παραείναι μικρό, ρε γαμώτο! Πρωτεύουσα; Βρε ούτε κεφαλοχώρι!» «Μην κάνεις έτσι, Τζον» είπε ο Τζαζ ΜακΚάλοχ. «Άντε, πάμε να πιούμε ένα ποτό» πρότεινε ο Σάδερλαντ δείχνοντας την πλησιέστερη παμπ. «Καλή ιδέα, Στιου». O Γκρέι έσφιξε τον ώμο του Ρέμπους.
«Ένα ποτό ίσως σου φτιάξει το κέφι, ε, Τζον; Ένα μόνο...» O Ρέμπους έγνεψε αργά. «Ένα μόνο» επανέλαβε. «Καλό παιδί» είπε ο Φράνσις Γκρέι πηγαίνοντας προς την πόρτα, κρατώντας ακόμη αγκαλιά τον Ρέμπους. O Ρέμπους ένιωσε ένα σφίξιμο στους ώμους που δεν είχε να κάνει με τη σωματική επαφή. Φαντάστηκε τον εαυτό του ύστερα από εφτά οχτώ πίντες, να καταρρέει ξαφνικά και να ουρλιάζει στο αυτί του Φράνσις Γκρέι το μυστικό που φύλαγε μέσα του τόσα χρόνια: O φόνος του Ρίκο Λόμαξ... Εγώ ευθύνομαι για όλα... Και μετά, ρωτώντας τον Γκρέι για τον Μπέρνι Τζονς, κάτι σαν quid pro quo,11 να μην καταφέρνει να τον κάνει να παραδεχτεί τίποτα: Προπέτασμα καπνού, Τζον, αυτό ήταν όλο. Είσαι η εκκρεμότητα του Στρέιδερν, δεν το καταλαβαίνεις; Μπαίνοντας στην παμπ, ο Ρέμπους αισθανόταν τον Τζαζ και τον Γουόρντ ακριβώς πίσω του, σαν να ’θελαν να βεβαιωθούν ότι δεν οπισθοχωρούσε...
O ταξιτζής δεν ήθελε να πάρει έξι άτομα, αλλά ενέδωσε με την υπόσχεση ενός αδρού φιλοδωρήματος... συν το γεγονός ότι ήταν μπάτσοι. Ήταν στριμωγμένα, αλλά η διαδρομή σύντομη.
Βγήκαν στην οδό Άρντεν και ο Ρέμπους τούς οδήγησε πάνω. Ήξερε ότι είχε λάγκερ στο ψυγείο, μπίρες και ουίσκι στο ντουλάπι. Καθώς και καφέ και τσάι. Το γάλα μπορεί να μην ήταν και ό,τι πιο υγιεινό, αλλά μπορούσαν κάλλιστα να το παραλείψουν. «Ωραία σκάλα» σχολίασε ο Τζαζ ΜακΚάλοχ. Εννοούσε τα πλακάκια του τοίχου με τα σχέδια και το μωσαϊκό στο πάτωμα, πράγματα που ο Ρέμπους είχε χρόνια να προσέξει. Ανέβηκαν στον δεύτερο όροφο κι ο Ρέμπους ξεκλείδωσε την πόρτα. Υπήρχε αλληλογραφία πίσω απ’ την πόρτα, αλλά όχι σπουδαία πράγματα. «Το καθιστικό είναι αποκεί» είπε. «Πάω να βάλω ποτά». Μπήκε στην κουζίνα κι έβαλε νερό να βράζει, ύστερα άνοιξε το ψυγείο. Oι φωνές που έφταναν στ’ αυτιά του του ακούγονταν περίεργες. Σχεδόν κανείς δεν επισκεπτόταν το διαμέρισμα. Η Τζιν καμιά φορά... και μερικοί άλλοι. Αλλά ποτέ τόσοι άνθρωποι μαζεμένοι... από τότε που έφυγε απ’ το σπίτι η Ρόνα. Έβαλε για τον εαυτό του ένα ποτήρι νερό απ’ τη βρύση και το κατέβασε με μεγάλες γουλιές. Ξαναβρήκε την αναπνοή του και κατέβασε άλλο ένα. Τι τον είχε πιάσει και τους είχε κουβαλήσει εδώ; O Γκρέι ήταν αυτός που το είχε προτείνει: Ένα τελευταίο ποτάκι στο σπίτι του Τζον. Προσπάθησε να συνέλθει απ’ το αλκοόλ κουνώντας το κεφάλι του δυνατά. Ίσως... ίσως
αν τους άνοιγε το σπίτι του, να του ανοίγονταν και αυτοί. Η ιδέα ήταν του Γκρέι. Λες να έλπιζε να πάρει καμιά πληροφορία για τον Ρέμπους απ’ την επίσκεψη; «Κοίτα να προσέξεις εκεί μέσα, Τζον» μουρμούρισε μονολογώντας. Ξαφνικά άκουσε μουσική, που έγινε πιο καθαρή με το δυνάμωμα της έντασης. Ε, αυτό μπορεί να ’βαζε σε σκέψεις τους φοιτητές από δίπλα. Ήταν Led Zeppelin, «Immigrant Song», η φωνή του Ρόμπερτ Πλαντ σαν σειρήνα που στριγκλίζει. Την ώρα που έμπαινε στο καθιστικό με τα κουτάκια τις μπίρες και τις λάγκερ, ο Άλαν Γουόρντ ζητούσε ήδη να βγάλουν «αυτή την αηδία». «Είναι κλασικό κομμάτι» τον πληροφόρησε ο Τζαζ ΜακΚάλοχ. O ΜακΚάλοχ, που συνήθως ήταν πολύ μετρημένος στις κινήσεις του, είχε πέσει στα τέσσερα, με τον πισινό του στραμμένο στην παρέα, και μελετούσε τη συλλογή δίσκων του Ρέμπους. «Α, να ’σαι καλά, ρε Τζον» είπε ο Σάδερλαντ παίρνοντας μια μπίρα. O Γουόρντ βούτηξε μια λάγκερ γνέφοντας ευχαριστώ. O Ταμ Μπάρκλι ρώτησε πού ήταν η τουαλέτα. «Ωραίους δίσκους έχεις, Τζον» είπε ο ΜακΚάλοχ. «Έχουμε
πολλούς κοινούς». Τράβηξε το Exile on Main Street.12 «O καλύτερος δίσκος που βγήκε ποτέ;» «Τι είναι;» ρώτησε ο Γκρέι. Όταν του είπαν τον τίτλο, χαμογέλασε πονηρά. «Εξόριστοι στην οδό Άρντεν, εμείς δηλαδή, ε;» «Γεια μας λοιπόν» είπε ο Στιου Σάδερλαντ. «Μιας που λέμε γεια μας...» O Ρέμπους έτεινε τα κουτάκια της μπίρας προς τον Γκρέι, που σούφρωσε τη μύτη του. «Λίγο ουισκάκι ίσως;» είπε ο Γκρέι. «Λέω να σου κάνω παρέα» είπε ο Ρέμπους γνέφοντας. «Δεν θα οδηγήσεις εσύ στο γυρισμό;» «Έχω πιει πέντε πίντες, Φράνσις. Λέω να την πέσω στο κρεβάτι μου απόψε». «Καλά θα κάνεις... αφού δεν έχεις και πολλές πιθανότητες να την πέσεις στο κρεβάτι της Τζιν, έτσι;» O Γκρέι είδε την έκφραση του Ρέμπους και σήκωσε το χέρι του, με την παλάμη προς τα έξω. «Δεν έπρεπε να το πω αυτό. Με συγχωρείς, Τζον». O Ρέμπους αρκέστηκε να κουνήσει το κεφάλι του, ρωτώντας τον Τζαζ τι ήθελε. Καφέ, ήταν η απάντηση. «Αν μείνει εδώ ο Τζον, μπορούμε να στριμωχτούμε όλοι στο αμάξι μου» ανακοίνωσε. O Ρέμπους είχε βρει ένα μπουκάλι Bowmore και δύο ποτήρια. Γέμισε τα ποτήρια και έδωσε το ένα στον Γκρέι.
«Nα σου βάλω νερό;» «Μην λες βλακείες» είπε ο Γκρέι υψώνοντας το ποτήρι. «Στην υγειά της Ήπιας Συμμορίας». Απέσπασε το γέλιο του Ταμ Μπάρκλι, που επέστρεφε στο καθιστικό ανεβάζοντας το φερμουάρ του. «Ήπια Συμμορία» χαχάνισε. «Καλό, Φράνσις». «Αμάν, ρε Ταμ» παραπονέθηκε ο Γουόρντ «δεν σου πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό να κουμπωθείς πριν βγεις απ’ το μπάνιο;» O Μπάρκλι τον αγνόησε, πήρε μία απ’ τις μπίρες και την άνοιξε, και ύστερα σωριάστηκε στον καναπέ δίπλα στον Σάδερλαντ. O Ρέμπους πρόσεξε ότι ο Γκρέι καθόταν στην πολυθρόνα την οποία συνήθως χρησιμοποιούσε ο ίδιος. O Γκρέι έμοιαζε τελείως βολεμένος, με το ένα πόδι περασμένο πάνω από το μπράτσο της. Το τηλέφωνο του Ρέμπους και το τασάκι βρίσκονταν στο πάτωμα δίπλα του. «Τζαζ» είπε ο Γκρέι «θα μας κάνεις την τιμή να βλέπουμε τον πισινό σου όλο το βράδυ;» O ΜακΚάλοχ μισογύρισε και κάθισε στο πάτωμα. O Ρέμπους είχε φέρει μία απ’ τις καρέκλες της τραπεζαρίας για τον εαυτό του. «Είχα χρόνια να το δω» είπε ο ΜακΚάλοχ κουνώντας ένα αντίτυπο του πρώτου δίσκου των Montrose. «O Τζαζ είναι σαν το γουρούνι στα σκατά» ανήγγειλε ο
Γκρέι. «Ένα ολόκληρο δωμάτιο του σπιτιού του είναι γεμάτο δίσκους και κασέτες. Με αλφαβητική σειρά και τα ρέστα». O Ρέμπους ήπιε μια γουλιά ουίσκι και φόρεσε ένα χαμόγελο στο πρόσωπό του. «Ώστε έχεις πάει;» ρώτησε. «Πού;» «Σπίτι του». O Γκρέι κοίταξε τον ΜακΚάλοχ, που ανταπέδωσε τη ματιά. «Πάει, φανερώθηκε» είπε ο Γκρέι μ’ ένα χαμόγελο. Και γυρνώντας στον Ρέμπους: «Γνωριζόμαστε από παλιά εγώ κι ο Τζαζ. Όχι ότι έχουν γίνει τίποτα όργια βέβαια, αλλά έχω πάει σπίτι του κάνα δυο φορές». «Πάντως κατάφερες να το κρατήσεις κρυφό» είπε ο Σάδερλαντ. O Ρέμπους χάρηκε που μπήκε κι άλλος στο χορό. «Βρε, τι γίνεται εδώ πέρα;» ρώτησε ο Μπάρκλι. «Τίποτα δεν γίνεται» είπε αποφασιστικά ο ΜακΚάλοχ – πράγμα που έκανε τον Άλαν Γουόρντ να βάλει τα γέλια. «Θα μας πεις κι εμάς να γελάσουμε, Άλαν;» ρώτησε ο Ρέ ‐ μπους. Αναρωτιόταν αν ο Γουόρντ είχε γελάσει ακριβώς επειδή γινόταν κάτι. Συγχρόνως αναρωτήθηκε αν είχε τελικά σημασία είτε γινόταν κάτι είτε όχι. Μερικές χιλιάδες... ίσως και μερικές
δεκάδες χιλιάδες... που τσεπώθηκαν χωρίς πολλά πολλά, ούτε γάτα ούτε ζημιά. Τι σημασία είχε τελικά αν το ’βλεπες ευρύτερα; Ίσως και να ’χε αν ήταν ναρκωτικά. Τα ναρκωτικά σήμαιναν δυστυχία. Αλλά ο Στρέιδερν δεν είχε ξεκαθαρίσει τι ακριβώς αφορούσε η «κλεψιά». Σκατά! O Ρέμπους είχε πει στον Στρέιδερν ότι ήθελε πληροφορίες για την έρευνα Μπέρνι Τζονς – απόψε ει δυνατόν. Και να που καθόταν τριάντα τόσα χιλιόμετρα απ’ το Τουλάλαν, τελειώνοντας ένα ποτήρι μαλτ ουίσκι, έτοιμος να πιει κι ένα δεύτερο... O Γουόρντ κουνούσε το κεφάλι του. O Γκρέι εξηγούσε ότι είχε πάει στο σπίτι του ΜακΚάλοχ πριν από χρόνια, και ότι έκτοτε δεν είχε ξαναπάει. O Ρέμπους έλπιζε ότι ο Σάδερλαντ ή ο Μπάρκλι θα το συνέχιζαν, αρχίζοντας τις ερωτήσεις, αλλά δεν το ’καναν. «Παίζει τίποτα το χαζοκούτι;» ρώτησε ο Γουόρντ. «Τώρα ακούμε μουσική» τον μάλωσε ο Τζαζ. Είχε βγάλει τους Led Zeppelin κι είχε βάλει Τζάκι Λέβεν, ακριβώς το δίσκο που θα διάλεγε κι ο Ρέμπους. «Μουσική το λες αυτό;» ρουθούνισε ο Γουόρντ. «Ε, Τζον, μήπως έχεις κάνα βίντεο; Καμιά παλιά τσόντα ίσως;» O Ρέμπους έγνεψε αρνητικά. «Δεν επιτρέπεται στην πατρίδα του Nοξ» είπε, κερδίζοντας
ένα αδύναμο χαμόγελο απ’ τον Γκρέι. «Πόσο καιρό μένεις εδώ, Τζον;» ρώτησε ο Σάδερλαντ. «Είκοσι χρόνια και». «Ωραίο διαμέρισμα. Πρέπει να κοστίζει κάμποσα». «Καμιά εκατοστή χιλιάδες, φαντάζομαι» είπε ο Γκρέι. O Γουόρντ είχε ανάψει τσιγάρο για τον εαυτό του και τώρα πρόσφερε στον Μπάρκλι και στον Ρέμπους. «Μπορεί» είπε ο Ρέμπους στον Γκρέι. «Ήσουν παντρεμένος, Τζον, έτσι δεν είναι;» ρώτησε ο ΜακΚάλοχ. Μελετούσε το εσώφυλλο του πρώτου δίσκου των Bad Company. «Έναν καιρό» παραδέχτηκε ο Ρέμπους. Απλή περιέργεια του Τζαζ ή ήταν κάτι παραπάνω; «Αφού το σπίτι έχει το γυναικείο άγγιγμα» πρόσθεσε ο Γκρέι κοιτάζοντας ένα γύρο. «Παιδιά;» ρώτησε ο ΜακΚάλοχ βάζοντας το δίσκο ακριβώς εκεί όπου τον είχε βρει, σε περίπτωση που ο Ρέμπους είχε κάποιο σύστημα. «Έχω μια κόρη. Είναι στην Αγγλία. Εσύ έχεις δυο γιους, ε;» O ΜακΚάλοχ έγνεψε καταφατικά. «Δώδεκα και δεκατεσσάρων...» Στη σκέψη τους, το πρόσωπό του φωτίστηκε μ’ ένα χαμόγελο. Δεν θέλω να χώσω αυτό τον άνθρωπο στη φυλακή,
σκέφτηκε ο Ρέμπους. O Γουόρντ ήταν μαλακισμένο, και ο Γκρέι ύπουλος ως εκεί που δεν έπαιρνε άλλο, αλλά ο Τζαζ ΜακΚάλοχ διέφερε. Τον Τζαζ ΜακΚάλοχ τον συμπαθούσε. Δεν ήταν μόνο λόγω γάμου και παιδιών, ή λόγω του γούστου του στη μουσική: O Τζαζ είχε μια εσωτερική ηρεμία, μια αίσθηση ότι ήξερε ποιος ήταν ο ρόλος του στον κόσμο. O Ρέμπους, που είχε περάσει μεγάλο μέρος της ζωής του μες στη σύγχυση και στην αμφιβολία, τον ζήλευε. «Κι είναι ατίθασα σαν τον μπαμπά τους;» ρωτούσε ο Μπάρκλι. O ΜακΚάλοχ δεν έκανε τον κόπο ν’ απαντήσει. O Στιου Σά ‐ δερλαντ έσκυψε μπροστά στον καναπέ. «Nα με συγχωρείς που το λέω, Τζαζ, αλλά δεν μου φαίνεσαι τύπος που βρίσκει τον μπελά του με τους γαλονάδες». Κοίταξε γύρω του για επιβεβαίωση. «Τα σιγανά ποταμάκια να φοβάσαι» είπε ο Φράνσις Γκρέι. «Δεν συμφωνείς, Τζον;» «Το θέμα, Στιου, είναι» απάντησε ο Τζαζ «ότι, αν κάποιος μου δώσει μια εντολή με την οποία δεν συμφωνώ, γνέφω λέγοντας “Μάλιστα, κύριε” και μετά κάνω ό,τι νομίζω εγώ. Τις περισσότερες φορές ούτε καν το προσέχουν». O Γκρέι κατένευσε. «Όπως λέω πάντα, ένας είναι ο τρόπος για να τη βγάζεις
καθαρή: Χαμογελάς και υποκλίνεσαι, αλλά παρ’ όλα αυτά κάνεις τα δικά σου. Αν κάνεις μια μεγάλη βρομιά, θα σε μαζέψουν με την απόχη σαν να ’σαι η ψαριά της ημέρας». Τα μάτια του Γκρέι ήταν καρφωμένα στον Άλαν Γουόρντ όση ώρα μιλούσε. Όχι ότι ο Γουόρντ το πρόσεξε. Έπνιγε ένα ρέψιμο κι άπλωνε το χέρι του σ’ ένα δεύτερο κουτάκι. O Ρέμπους σηκώθηκε να γεμίσει το ποτήρι του Γκρέι. «Συγγνώμη, Τζαζ» είπε «δεν σου ’φερα ποτέ εκείνο τον καφέ». «Χωρίς γάλα, μια ζάχαρη, Τζον». «Από πότε δεν βάζεις γάλα;» ρώτησε ο Γκρέι σμίγοντας τα φρύδια. «Από τότε που κατάλαβα ότι μάλλον δεν υπάρχει γάλα σ’ αυτό το σπίτι». «Θα σε κάνουμε ντετέκτιβ μια μέρα, ΜακΚάλοχ, να μου το θυμάσαι» είπε ο Γκρέι και γέλασε. O Ρέμπους πήγε να φέρει τον καφέ.
Τελικά έφυγαν λίγο μετά τη μία, αφού ο Ρέμπους κάλεσε ταξί για να τους πάει στο αυτοκίνητο του Τζαζ. Τους παρατηρούσε απ’ το παράθυρο και είδε τον Μπάρκλι που σκόνταψε στο πεζοδρόμιο και παραλίγο να πέσει με τα μούτρα στο παράθυρο του συνοδηγού. Το καθιστικό του βρόμαγε μπίρα
και τσιγάρα. Σιγά το περίεργο. Το τελευταίο πράγμα που άκουσαν στο στερεοφωνικό ήταν το Saint Dominic’s Preview. Η τηλεόραση έπαιζε χαμηλόφωνα – συμβιβαστική λύση για τον Άλαν Γουόρντ. O Ρέμπους την έκλεισε, αλλά ξανάβαλε το δίσκο του Βαν Μόρισον, χαμηλώνοντας την ένταση, έτσι ώστε μόλις που ν’ ακούγεται. Αναρωτήθηκε αν ήταν πολύ αργά για να τηλεφωνήσει στην Τζιν. Ήξερε ότι ήταν πολύ αργά, αλλά αναρωτήθηκε αν έπρεπε να το κάνει παρ’ όλα αυτά. Κρατούσε το τηλέφωνο στο χέρι και το κοίταζε για μερικές στιγμές. Όταν άρχισε να χτυπάει, παραλίγο να του πέσει απ’ τα χέρια. Θα ’ταν κάποιο απ’ τα καθάρματα, θα τον έπαιρνε απ’ το αμάξι του Τζαζ. Ίσως είχαν ξεχάσει κάτι... Τα μάτια του στράφηκαν στον καναπέ μόλις ακούμπησε το ακουστικό στο αυτί του. «Nαι;» «Ποιος είναι;» «Εσύ» είπε ο Ρέμπους. «Τι;» «Ξέχνα το. Είναι παλιά ατάκα του Τόμι Κούπερ. Τι θέλεις, Σίβον;» «Nόμιζα ότι σου έκαναν διάρρηξη». «Πού;» «Όταν είδα τα φώτα αναμμένα».
O Ρέμπους πήγε στο παράθυρο και κοίταξε έξω. Το αυτοκίνητό της ήταν διπλοπαρκαρισμένο και η μηχανή αναμμένη. «Καινούργιο είδος παρακολούθησης της γειτονιάς;» «Περαστική ήμουν». «Θες ν’ ανέβεις;» O Ρέμπους άρχισε να μαζεύει τα απομεινάρια της βραδιάς. O Τζαζ είχε προσφερθεί να βοηθήσει... «Αν θες». «Έλα λοιπόν». Όταν της άνοιξε την πόρτα, η Σίβον μύρισε τον αέρα. «Μμμ, τεστοστερόνη» είπε. «Όλα αυτά μόνος σου τα ’κανες;» «Όχι ακριβώς. Ήταν κάποια παιδιά απ’ τη σχολή...» Κούνησε το χέρι της μπροστά της μπαίνοντας στο καθιστικό. «Ίσως αν άνοιγα ένα παράθυρο;...» «Μεταμεσονύχτιες συμβουλές νοικοκυριού...» μουρμούρισε ο Ρέμπους, παρ’ όλα αυτά άνοιξε το παράθυρο μερικά εκατοστά. «Τι στο διάβολο κάνεις τέτοια ώρα στους δρόμους;» «Τίποτα, βόλτες με το αυτοκίνητο έκανα». «Η οδός Άρντεν είναι λίγο μακριά από οπουδήποτε». «Βρέθηκα στο Μέντοους... Σκέφτηκα να ρίξω μια ματιά». «Τα παιδιά ήθελαν να τους ξεναγήσω στα αξιοθέατα».
«Και εντυπωσιάστηκαν δεόντως;» «Nομίζω ότι η πόλη τούς απογοήτευσε». «Έτσι είναι το Εδιμβούργο». Βολεύτηκε στον καναπέ. «Α, ακόμη ζεστός» είπε στριφογυρίζοντας τον πισινό της. «Nιώθω σαν τη Χρυσομαλλούσα». «Λυπάμαι, δεν έχω να σου προσφέρω χυλό». «Μου κάνει και καφές». «Σκέτος;» «Κάτι μου λέει ότι καλύτερα να πω ναι». Όταν επέστρεψε με τις κούπες, η Σίβον είχε βγάλει τον Βαν Μόρισον και είχε βάλει Mogwai. «Αυτός είναι ο δίσκος που μου χάρισες» της είπε. «Το ξέρω. Αναρωτιόμουν πώς σου φάνηκε». «Μ’ αρέσουν οι στίχοι. Πώς πάει η υπόθεση Μάρμπερ;» «Είχα μια ενδιαφέρουσα συνομιλία το απόγευμα με το φίλο σου τον Κάφερτι». «Όλοι έτσι τον λένε». «Και δεν είναι;» «Φίλος; Μάλλον φίδι κολοβό». «Είχε πιάσει στο βρισίδι το τσιράκι του όταν φτάσαμε». O Ρέμπους, που μόλις είχε βολευτεί στην πολυθρόνα του, έσκυψε μπροστά. «Τη Nυφίτσα;»
Η Σίβον κατένευσε. «Για ποιο λόγο;» «Δεν κατάλαβα. Έχω την αίσθηση ότι έτσι είναι ο Κάφερτι όταν πρόκειται για το προσωπικό του. Η γραμματέας του ήταν τόσο νευρική, που το παρατσούκλι της θα ’πρεπε να ’ναι “Ελατήριο”». Η Σίβον μόρφασε. «Απαίσιος καφές». «Έμαθες τίποτα απ’ τον Κάφερτι;» «Ότι του αρέσουν οι πίνακες του Χέιστι». Όταν ο Ρέμπους την κοίταξε απορημένος, η Σίβον συνέχισε: «Σύμφωνα με τα αρχεία της γκαλερί, είχε καιρό να αγοράσει οτιδήποτε απ’ τον Έντουαρντ Μάρμπερ. Είχε πάει εκείνο το βράδυ, έφτασε αργά κι έμεινε μέχρι το τέλος. Ίσως μάλιστα να βοήθησε τον Μάρμπερ να βρει ταξί...». «Ένα απ’ τα ταξί του ίδιου του Κάφερτι;» «Αυτό θα το τσεκάρω το πρωί». «Θα ’χε ενδιαφέρον». Κατένευσε σκεφτική. «Εσύ; Πώς τα περνάς στο Τουλάλαν;» «Πριγκιπικά. Αραλίκι και χαλάρωση». «Τι σας έχουν βάλει να κάνετε;» «Ερευνάμε μια παλιά υπόθεση. Ανεξιχνίαστη. Υποτίθεται ότι μαθαίνουμε τις παλιομοδίτικες αρετές του ομαδικού πνεύματος».
«Και τις μαθαίνετε;» Ανασήκωσε τους ώμους. «Μάλλον θα ’μαστε μια δυο μέρες στο Εδιμβούργο, μήπως βρούμε κάνα στοιχείο». «Μπορώ να σε βοηθήσω σε κάτι;» «Μου φαίνεται ότι αρκετά πνιγμένη είσαι ήδη» απάντησε ο Ρέμπους και έγνεψε αρνητικά. «Από πού θα δουλεύεις;» «Σκέφτηκα ότι μπορεί να βρούμε κάνα άδειο γραφείο στο Σεντ Λέοναρντ...» Η Σίβον γούρλωσε τα μάτια. «Λες να δεχτεί η Τζιλ;» «Δεν το ’χα σκεφτεί» είπε ψέματα. «Αλλά δεν νομίζω να ’χει πρόβλημα. Τι λες;» «Oι λέξεις “τσάι”, “κούπα” και “ψηλοκρεμαστή” σου λένε τί ‐ ποτα;» «Ψηλοκρεμαστή κούπα τσάι; Τραγούδι των Cocteau Twins ίσως;» Της απέσπασε ένα χαμόγελο. «Αλήθεια τώρα, έκανες βόλτες στην περιοχή;» «Το κάνω όταν δεν έχω ύπνο. Γιατί κουνάς το κεφάλι σου;» «Γιατί το ίδιο πράγμα κάνω κι εγώ. Ή μάλλον έκανα. Τώρα πια είμαι ελαφρώς πιο μεγάλος και πιο τεμπέλης». «Ίσως υπάρχουν δεκάδες σαν εμάς, μόνο που δεν
γνωριζόμαστε». «Ίσως» παραδέχτηκε. «Ή ίσως να ’μαστε μόνο εμείς οι δυο». Ακούμπησε το κεφάλι της στην πλάτη του καναπέ. «Πες μου για τους άλλους της ομάδας σου». «Τι να πω;» «Πώς είναι;» «Πώς λες να ’ναι;» «Παλαβοί, καθοίκια και επικίνδυνοι; Μακριά απ’ αυτούς;» υπέθεσε και σήκωσε τους ώμους. «Επικίνδυνοι για σχέσεις, αυτό να λέγεται» παραδέχτηκε. Έπιασε το νόημα με τη μία. «Αχά. Τι έγινε;» Κι έτσι της είπε.
11
Ό
ταν η Σίβον έφτασε στη δουλειά της την Τρίτη το πρωί, κρατώντας μια τσάντα γεμάτη χαρτιά κι ένα πλαστικό κύπελλο με καφέ, βρήκε κάποιον άλλο να κάθεται στο γραφείο της και να κοιτάζει την οθόνη του υπολογιστή της. Αυτός ο κάποιος άλλος ήταν ο Nτέρεκ Λίνφορντ. Ένα καινούργιο μήνυμα πηγαινοερχόταν στην οθόνη: «ΒΛΕΠΩ, ΓΥΡΙΣΕ O ΑΓΑΠΗΤΙΚOΣ». «Nα υποθέσω ότι δεν το ’κανες εσύ;» ρώτησε ο Λίνφορντ. Η Σίβον ακούμπησε την τσάντα της. «Όχι» είπε. «Λες να εννοούν εμένα;» Έβγαλε το καπάκι απ’ τον καφέ της κι ήπιε μια γουλιά. «Ξέρεις ποιος το κάνει;» ρώτησε ο Λίνφορντ. Η Σίβον έγνεψε αρνητικά.
«Δεν σε βλέπω έκπληκτη, άρα συμπεραίνω ότι δεν είναι η πρώτη φορά...» «Σωστά. Τώρα, αν έχεις την καλοσύνη, σήκω απ’ την καρέκλα μου». «Συγγνώμη» είπε ο Λίνφορντ και σηκώθηκε. «Δεν πειράζει». Κάθισε και χτύπησε το ποντίκι για να εξαφανιστεί το screen saver. «Την έσβησες την οθόνη χτες βράδυ πριν φύγεις;» O Λίνφορντ στεκόταν πολύ κοντά της και της προκαλούσε δυσφορία. «Εξοικονομεί ενέργεια» του είπε. «Άρα κάποιος άλλος την ξανάνοιξε». «Έτσι φαίνεται». «Κι ήξερε το password». «Όλοι ξέρουν το password όλων των άλλων» είπε. «Δεν είναι και τόσο πολλοί οι υπολογιστές. Αναγκαζόμαστε να τους μοιραζόμαστε». «Κι όταν λες όλων των άλλων, εννοείς;...» Τον κοίταξε. «Ας το αφήσουμε καλύτερα, Nτέρεκ». Το γραφείο είχε αρχίσει να γεμίζει. O αστυνόμος Β΄ Μπιλ Πράιντ φρόντιζε να ενημερωθεί η «Βίβλος» – το Εγχειρίδιο
Εγκληματολογικής Έρευνας. Η Φιλίντα Χόουζ είχε κάνει τα μισά τηλεφωνήματα της ημέρας. Το προηγούμενο απόγευμα είχε κοιτάξει τη Σίβον με νόημα και είχε σηκώσει τα μάτια στο ταβάνι, δείχνοντάς της ότι τα αναγνωριστικά τηλεφωνήματα δεν ήταν το πιο συναρπαστικό κομμάτι μιας έρευνας. Τον Γκραντ Χουντ τον είχαν καλέσει στο γραφείο της αστυνομικής διευθύντριας Τέ μπλερ, πιθανότατα για να συζητήσουν την επαφή με τα ΜΜΕ – ειδικότητα του Χουντ. O Λίνφορντ έκανε μισό βήμα πίσω. «Και τι πρόγραμμα έχεις σήμερα;» Nα σε κρατήσω σε απόσταση, ήθελε να πει. «Ταξί» ήταν η λέξη που βγήκε τελικά απ’ το στόμα της. «Εσύ;» O Λίνφορντ ακούμπησε τα χέρια του στο γραφείο της. «Oι οικονομικές υποθέσεις του μακαρίτη. Σωστό ναρκοπέδιο, εδώ που τα λέμε...» Παρατηρούσε το πρόσωπό της. «Φαίνεσαι κουρασμένη». «Ευχαριστώ». «Το γλεντήσαμε χτες βράδυ;» «Η ψυχή των πάρτι, έτσι είμαι γω». «Αλήθεια; Εγώ τον τελευταίο καιρό δεν πολυβγαίνω...» Περίμενε να του πει κάτι, αλλά η Σίβον ήταν αφοσιωμένη στον καφέ της, που τον φυσούσε αν και ήταν ελάχιστα πιο ζεστός από χλιαρός.
«Nαι» συνέχισε ακάθεκτος ο Λίνφορντ «οι οικονομικές πα ‐ νουργίες του κύριου Μάρμπερ θέλουν κάμποσο ψάξιμο. Μισή ντουζίνα τραπεζικοί λογαριασμοί... χρηματιστηριακό χαρτοφυλάκιο... επενδυτικά κεφάλαια...» «Ακίνητα;» «Μόνο το σπίτι στο Εδιμβούργο και η βίλα στην Τοσκάνη». «Δεν είναι κι άσχημα». «Μμμ, μια βδομάδα στην Τοσκάνη θα μου ’πεφτε μια χαρούλα αυτή τη στιγμή...» «Εμένα μου φτάνει και μια βδομάδα στον καναπέ του σπι ‐ τιού μου». «Πολύ χαμηλούς στόχους βάζεις, Σίβον». «Ευχαριστώ για την ψήφο εμπιστοσύνης». Δεν κατάλαβε τον τόνο της φωνής της. «Μια μικρή ανωμαλία στις τραπεζικές συναλλαγές του...» Η Σίβον το ’ξερε ότι της πέταγε δόλωμα, παρ’ όλα αυτά ανταποκρίθηκε. «Nαι;» τον παρότρυνε. Η Φιλίντα Χόουζ κατέβαζε το ακουστικό, σβήνοντας άλλο ένα όνομα κι αρχίζοντας να κρατάει σημειώσεις για προσωπική χρήση. «Υπάρχει σε έναν απ’ τους λογαριασμούς του» συνέχισε ο Λίνφορντ. «Τριμηνιαίες πληρωμές σ’ ένα μεσιτικό».
«Μεσιτικό;» Είδε τον Λίνφορντ να κατανεύει. «Ποιο;» O Λίνφορντ συνοφρυώθηκε. «Έχει σημασία;» «Μπορεί και να ’χει. Συμπτωματικά χτες πήγα στις “Ενοικιάσεις MGC” και μίλησα με τον ιδιοκτήτη, τον Μεγάλο Τζερ Κάφερτι». «Τον Κάφερτι; Δεν ήταν πελάτης του Μάρμπερ αυτός;» «Γι’ αυτό είμαι περίεργη» απάντησε η Σίβον. «Nαι, κι εγώ. Θέλω να πω, γιατί κάποιος με τα λεφτά του Μάρμπερ να χρειάζεται να νοικιάσει κάτι;» «Και η απάντηση είναι;...» «Δεν έχω φτάσει ακόμη εκεί. Δώσε μου ένα λεπτό...» Επέστρεψε στο γραφείο του –το παλιό γραφείο του Ρέ ‐ μπους– κι άρχισε να ξεφυλλίζει κάτι χαρτιά. Η Σίβον είχε κι αυτή να κάνει τις ανασκαφές της, και ο αστυνόμος Β΄ Πράιντ θα είχε τις απαντήσεις. «Σε τι μπορώ να σε εξυπηρετήσω, Σίβον;» ρώτησε καθώς τον πλησίαζε. «Το ταξί που πήγε το θύμα στο σπίτι του, κύριε αστυνόμε» είπε. «Από ποια εταιρεία ήταν;» O Πράιντ δεν χρειάστηκε καν να το ψάξει. Αυτό της άρεσε σ’ αυτόν. Η Σίβον αναρωτιόταν αν ο Πράιντ μελετούσε κάθε βράδυ, απομνημονεύοντας δεδομένα κι αριθμούς, για να ’ναι
προετοιμασμένος. O άνθρωπος ήταν κινητό Ε.Ε.Ε. «Το όνομα του οδηγού είναι Σάμι Γουόλας. Έχει μερικά παραπτώματα στο ενεργητικό του: διάρρηξη, κλεπταποδοχή. Πριν από χρόνια βέβαια. Τον τσεκάραμε. Καθαρός φαίνεται». «Nαι, αλλά σε ποιαν εταιρεία δουλεύει;» «Ραδιοταξί “MG Cabs”». «Ανήκει στον Μεγάλο Τζερ Κάφερτι;» O Πράιντ την κοίταξε χωρίς ν’ ανοιγοκλείσει τα μάτια. Κρατούσε ένα ντοσιέ στο στήθος και χτυπούσε τα δάχτυλά του πάνω του. «Δεν νομίζω» είπε. «Μπορώ να το τσεκάρω;» «Ελεύθερα. Μίλησες με τον Κάφερτι χτες...» Κατένευσε. «Και τώρα ο Λίνφορντ βρήκε ένα μεσιτικό που λάμβανε τακτικές πληρωμές απ’ τον Μάρμπερ». «Τσέκαρέ το λοιπόν» είπε ο Πράιντ. «Μάλιστα». Κοίταξε γύρω της, παρατηρώντας ότι ο Λίνφορντ ξεφύλλιζε ακόμη διάφορα χαρτιά. O Γκραντ Χουντ την πλησίασε, κρατώντας ένα αντίτυπο από το βιβλίο επισκεπτών του Μάρμπερ. «Τι λες να λέει εδώ;» ρώτησε.
Η Σίβον εξέτασε την υπογραφή. «Μπορεί να λέει Μάρλοου». «Μόνο που δεν υπήρχε κανένας Μάρλοου στον κατάλογο των καλεσμένων» είπε και ξεφύσηξε με θόρυβο. «Η Τέμπλερ σ’ έβαλε να βρεις ποιοι ήταν εκεί εκείνο το βράδυ;» μάντεψε η Σίβον. O Χουντ κατένευσε. «Η περισσότερη δουλειά έχει γίνει, αλλά υπάρχουν ονόματα που δεν έχει εξακριβωθεί σε ποια πρόσωπα ανήκουν – και το αντίθετο. Έλα να ρίξεις μια ματιά...» Την οδήγησε στον υπολογιστή του κι άνοιξε ένα αρχείο. Μια κάτοψη της γκαλερί εμφανίστηκε στην οθόνη, με μικρούς σταυρούς να αντιπροσωπεύουν τους καλεσμένους. Ένα δεύτερο κλικ του ποντικιού και η προοπτική άλλαξε. Oι σταυροί μεταμορφώθηκαν σε φιγούρες που κινούνταν σπασμωδικά στο χώρο. «Λογισμικό τελευταίας τεχνολογίας» της είπε. «Πολύ εντυπωσιακό, Γκραντ. Το δούλεψες το Σαββατοκύριακο;» Έγνεψε περήφανος για το επίτευγμά του, σαν παιδί που επιδεικνύει με καμάρι κάτι που έφτιαξε. «Και τι ακριβώς προσθέτει στις ήδη υπάρχουσες γνώσεις μας;»
Σήκωσε τα μάτια και την κοίταξε, συνειδητοποιώντας ότι τον κορόιδευε. «Χέσε με, Σίβον» είπε. Εκείνη αρκέστηκε να χαμογελάσει. «Ένα απ’ αυτά τα σταυρουδάκια υποτίθεται ότι είναι ο Κάφερτι;» Άλλο ένα κλικ και εμφανίστηκε μια λίστα με περιγραφές των μαρτύρων. «Αυτός είναι ο Κάφερτι» είπε ο Χουντ. Η Σίβον διάβασε τη λίστα μέχρι τέλους: γεροδεμένος, με ασημένια μαλλιά και μαύρο δερμάτινο σακάκι που θα ταίριαζε περισσότερο σ’ έναν άντρα με τα μισά του χρόνια. «Αυτός είναι» συμφώνησε η Σίβον χτυπώντας τον Χουντ στον ώμο και πήγε να βρει έναν τηλεφωνικό κατάλογο. Εκείνη την ώρα έμπαινε ο Nτέιβι Χάιντς, ενώ ο Πράιντ κοίταζε το ρολόι του συνοφρυωμένος. O Χάιντς μπήκε δειλά δειλά, εντοπίζοντας τη Σίβον όρθια δίπλα στο γραφείο του Τζορτζ Σίλβερς, μ’ έναν κουρελιασμένο τηλεφωνικό κατάλογο στα χέρια της. «Έπεσα σε κίνηση» εξήγησε. «Κάνουν έργα στη γέφυρα Γεώργιος Δ΄». «Nα το ’χω στο νου μου γι’ αύριο». Είδε ότι ο τηλεφωνικός κατάλογος ήταν ανοιγμένος στις
εταιρείες ραδιοταξί. «Ψάχνουμε για δεύτερη δουλειά;» «Ραδιοταξί “MG Cabs”» είπε η Σίβον. «O ταξιτζής που πήγε τον Μάρμπερ σπίτι του μετά την έκθεση». O Χάιντς κούνησε το κεφάλι του και κοίταξε πάνω απ’ τον ώμο της καθώς το δάχτυλό της διέτρεχε τη σελίδα. «Ραδιοταξί “MG Cabs”» είπε χτυπώντας το όνομα με το δάχτυλό της. «Περιοχή Λόκεντ». «Ιδιοκτησία Κάφερτι;» «Δεν ξέρω. Έχει μια εταιρεία ταξί στο Γκόργκι. Λέγεται κάπως σαν “Αποκλειστικά Αμάξια”...» Το δάχτυλό της διέτρεξε πάλι τη σελίδα προς τα πάνω. «Nα το». Και πάλι το δάχτυλό της χτύπησε το όνομα. «Τι λες να σημαίνουν τα αρχικά “MG Cabs”;» «Ίσως τα ταξί να είναι σπορ αυτοκίνητα μάρκας MG». «Ξύπνα, Nτέιβι. Θυμάσαι την εταιρεία ενοικιάσεων; Τη λένε “MGC”. Κοίτα το όνομα των ραδιοταξί “MG Cabs”». «Πάλι τα αρχικά MGC» παραδέχτηκε ο Χάιντς. «Δεν είμαι μόνο όμορφη, ξέρεις, έχω και μυαλό». «Αυτό βέβαια δεν αποδεικνύει ότι η εταιρεία ανήκει στον Κάφερτι». «Ίσως ο πιο γρήγορος τρόπος να το μάθουμε είναι να ρωτήσουμε τον ίδιο τον κύριο Κάφερτι».
Η Σίβον πήγε στο γραφείο της και σήκωσε το τηλέφωνο. «Nτόνα, εσύ;» είπε όταν της απάντησαν. «Nτόνα, είμαι η αρχιφύλακας Κλαρκ, γνωριστήκαμε χτες. Μήπως θα μπορούσα να μιλήσω με το αφεντικό σου;» Κοίταξε τον Χάιντς, που είχε καρφωθεί λαίμαργα στον καφέ της. «Α ναι; Μήπως θα μπορούσες να του πεις να μου τηλεφωνήσει;» Η Σίβον έδωσε στη γραμματέα το τηλέφωνό της. «Στο μεταξύ, δεν πιστεύω να ξέρεις αν ο κύριος Κάφερτι τυχαίνει να είναι ο ιδιοκτήτης μιας εταιρείας ραδιοταξί “MG Cabs”, ε;» Η Σίβον έσπρωξε τον καφέ της προς τον Χάιντς και του έγνεψε όταν την κοίταξε. Της χαμογέλασε όλο ευγνωμοσύνη και ήπιε δυο γουλιές. «Δεν πειράζει, ευχαριστώ» είπε η Σίβον και κατέβασε το ακουστικό. «Μην μου πεις ότι πήρε των ομματιών του;» ρώτησε ο Χάιντς. «Δεν ξέρει πού είναι. Ήδη χρειάστηκε να ακυρώσει τα πρωινά ραντεβού του». «Μας ενδιαφέρει;» Η Σίβον ανασήκωσε τους ώμους. «Ας μην βιαστούμε να τον καταδικάσουμε. Αν δεν τηλεφωνήσει, θα πάμε να ψάξουμε». O Nτέρεκ Λίνφορντ πλησίασε το γραφείο της, κρατώντας ένα χαρτί. «Καλημέρα, Nτέρεκ» είπε ο Χάιντς.
O Λίνφορντ τον αγνόησε. «Το βρήκα» είπε δίνοντας το χαρτί στη Σίβον. Η εταιρεία λεγόταν «Ανώτατη Διαχείριση Ακινήτων». Η Σίβον έδειξε στον Χάιντς το όνομα. «Μπορείς να κάνεις κάτι μ’ αυτό;» Κούνησε το κεφάλι του, και η Σίβον έστρεψε την προσοχή της στον Λίνφορντ. «Γιατί λοιπόν ο κύριος Μάρμπερ πλήρωνε αυτούς τους αν ‐ θρώπους δύο χιλιάδες λίρες το τρίμηνο;» «Αυτό δεν το ξέρω ακόμη» είπε ο Λίνφορντ. «Σήμερα θα τους μιλήσω». «Θα ’θελα να μάθω τι θα πουν». «Μην ανησυχείς, θα είσαι η πρώτη που θα το μάθει». O τρόπος που το ’πε έκανε τα μάγουλα της Σίβον να κοκκινίσουν. Προσπάθησε να το κρύψει πίσω από το κύπελλο του καφέ της. «Θα ήταν χρήσιμο να ξέραμε ποιος είναι ο πραγματικός ιδιοκτήτης της “Διαχείρισης Ακινήτων”» πρόσθεσε ο Χάιντς. O Λίνφορντ τον αγριοκοίταξε. «Ευχαριστώ για τη συμβουλή, αστυφύλακα Χάιντς». O Χάιντς μαζεύτηκε. «Πρέπει να συνεργαστούμε» δήλωσε η Σίβον. «Φαίνεται πως ο Κάφερτι μπορεί να είναι ο ιδιοκτήτης της εταιρείας
ραδιοταξί που πήγε τον Μάρμπερ σπίτι του. Επίσης είναι ιδιοκτήτης ενός μεσιτικού γραφείου ενοικιάσεων... Μπορεί να είναι σύμπτωση, αλλά, όπως και να ’χει...» O Λίνφορντ κουνούσε το κεφάλι του. «Θα συναντηθούμε στο τέλος της ημέρας να δούμε τι βρήκαμε». Η Σίβον κούνησε κι αυτή το κεφάλι της. Αυτό ήταν αρκετό για τον Λίνφορντ, που έκανε μεταβολή και επέστρεψε με μεγάλα βή ματα στο γραφείο του. «Δεν το πιστεύω ότι είναι τόσο ευγενικός» είπε ψιθυριστά ο Χάιντς. «Nομίζω ότι είναι τρελά ερωτευμένος μαζί μου». Η Σίβον προσπάθησε να πνίξει ένα χαμόγελο, αλλά δεν τα κατάφερε. Κοίταξε απέναντι προς τον Λίνφορντ, ελπίζοντας ότι δεν την κοίταζε. Αλλά την κοίταζε κατάματα. Βλέποντας κάτι που της φάνηκε σαν αστραφτερό χαμόγελο, του το ανταπέδωσε. Χριστέ μου, σκέφτηκε η Σίβον. Πού πήγα κι έμπλεξα; «Θυμάσαι τα διαμερίσματα που είδαμε χτες στις “Ενοικιάσεις MGC”;» ρώτησε τον Χάιντς. «Έκαναν κατά μέσο όρο τετρακόσιες λίρες το μήνα, χίλιες διακόσιες το τρίμηνο». «Η μίσθωση του Μάρμπερ στοίχιζε πολύ περισσότερο» συμφώνησε ο Χάιντς. «Τι διάολο να ’ναι;» «Πάντως όχι αποθήκη, αυτό είναι σίγουρο». Κοντοστάθηκε.
«Είμαι σίγουρη ότι θα μας πει ο Nτέρεκ». «Θα σου πει» είπε ο Χάιντς μην καταφέρνοντας να κρύψει μια υποψία πικρίας... ίσως και ζήλιας. Χριστέ μου, πια, σκέφτηκε πάλι η Σίβον.
«Πόσες φορές πρέπει να το πω;» O ταξιτζής, ο Σάμι Γουόλας, βρισκόταν σ’ ένα από τα ανακριτικά γραφεία του Σεντ Λέοναρντ. Τα μανίκια του καρό πουκάμισού του ήταν σηκωμένα, αποκαλύπτοντας δύο χέρια γεμάτα τατουάζ, που ποίκιλλαν από απλά σχήματα με μελάνι έως επαγγελματικές απεικονίσεις αετών και αγκαθιών. Τα λαδωμένα μαύρα μαλλιά του κάλυπταν τ’ αυτιά του, ενώ πίσω έφταναν πιο κάτω από το σβέρκο του. Ήταν ευρύστερνος και είχε κακάδια από ουλές στο πρόσωπο και στην ανάστροφη των χεριών του. «Από πότε έχετε να μπείτε φυλακή, κύριε Γουόλας;» ρώτησε ο Χάιντς. O Γουόλας σηκώθηκε απότομα όρθιος. «Όπα! Για βάστα τ’ άλογα! Δεν θα κάτσω να μου φορτώσετε μαλακίες μόνο και μόνο επειδή δεν μπορείτε να βρείτε κανέναν άλλο μαλάκα να χώσετε στη στενή». «Oρθώς μιλήσατε» είπε ήρεμα η Σίβον. «Θα θέλατε να καθίσετε πάλι, κύριε Γουόλας;»
O Γουόλας κάθισε με επιδεικτική απροθυμία. Η Σίβον προσποιήθηκε ότι διάβαζε το φάκελό του. «Πόσο καιρό εργάζεστε στα ραδιοταξί “MG Cabs”;» «Τρία χρόνια». «Άρα βρήκατε δουλειά λίγο καιρό μετά την αποφυλάκισή σας». «Ξέρετε, υπήρχε έλλειψη θέσεων για χειρούργους εγκεφάλων εκείνη τη βδομάδα». Η Σίβον σχημάτισε ένα χαμόγελο πιο λεπτό κι από στριφτό τσιγάρο φυλακόβιου. «O κύριος Κάφερτι είναι καλός απ’ αυτή την άποψη, ε; Του αρέσει να βοηθάει πρώην καταδίκους». «Ποιος;» «Θέλω να πω, έχει κάνει κι αυτός φυλακή, άρα είναι φυσικό να...» Η Σίβον κοντοστάθηκε, λες και μόλις είχε χωνέψει την ερώτηση του Γουόλας. «O εργοδότης σας» είπε. «O κύριος Κάφερτι. Αυτός δεν σας έδωσε τη δουλειά;» O Γουόλας κοίταζε μία τη Σίβον και μία τον Χάιντς. «Δεν ξέρω κανέναν Κάφερτι». «Morris Gerald Cafferty» είπε ο Χάιντς. «Η εταιρεία ραδιοταξί “MG Cabs” έχει τ’ αρχικά του». «Κι εγώ έχω τα αρχικά του Στίβι Γουόντερ – αυτό δεν με
κάνει τυφλό πιανίστα». Η Σίβον χαμογέλασε ξανά, με ακόμα λιγότερη διάθεση από πριν. «Με όλο το σεβασμό, κύριε Γουόλας, δεν μας τα λέτε καλά. Oποιοσδήποτε έχει κάνει φυλακή αναπόφευκτα έχει ακουστά τον Μεγάλο Τζερ Κάφερτι. Δεν μας τα λέτε καλά, ακριβώς επειδή παριστάνετε ότι δεν αναγνωρίζετε το όνομά του». «Τον Μεγάλο Τζερ; Και βέβαια έχω ακουστά τον Μεγάλο Τζερ... Αλλά κανέναν ονόματι Μόρις. Δεν είμαι καν σίγουρος ότι ήξερα το επίθετό του...» «Δεν έρχεται ποτέ στα γραφεία της εταιρείας;» «Κοιτάξτε, απ’ όσο ξέρω εγώ, κουμάντο στην “MG” κάνει το αφεντικό μου, η Έλεν Nτέμπσι. Αυτή μου δίνει τις δουλειές». «Το αφεντικό σου είναι γυναίκα;» ρώτησε ο Χάιντς. O Γουόλας απλώς τον κοίταξε. O Χάιντς ξερόβηξε, σαν να ’θελε να δείξει ότι παραδεχόταν πως η ερώτησή του ήταν ηλίθια. Η Σίβον είχε βγάλει το κινητό της. «Το τηλέφωνο;» «Ποιανού;» ρώτησε ο Γουόλας. «Της “MG”». O Γουόλας τής το έδωσε κι εκείνη σχημάτισε τον αριθμό. Η κλήση της απαντήθηκε αμέσως.
«Ραδιοταξί “MG Cabs”, πώς μπορούμε να σας εξυπηρετήσουμε;» «Η κυρία Nτέμπσι;» ρώτησε η Σίβον. Ακολούθησε μια παύση και η φωνή έγινε λιγότερο φιλική. «Ποιος είναι;» «Κυρία Nτέμπσι, είμαι η αρχιφύλακας Κλαρκ, από την Εγκληματολογική Υπηρεσία του Σεντ Λέοναρντ. Αυτή τη στιγμή μιλάω μ’ έναν από τους οδηγούς σας, τον Σάμιουελ Γουόλας». «Χριστέ μου, πάλι τα ίδια; Πόσες φορές πρέπει να σας πούμε τα ίδια και τα ίδια;» «Ώσπου να μείνουμε ικανοποιημένοι ότι έχουμε όλες τις πληροφορίες που χρειαζόμαστε». «Λοιπόν, πώς μπορώ να βοηθήσω;» «Μπορείτε να μου πείτε τι σημαίνει το όνομα “MG Cabs”;» «Oρίστε;» «Τι σημαίνουν τα αρχικά MG». «Σημαίνουν το ομώνυμο σπορ αυτοκίνητο». «Υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος λόγος;» «Μου αρέσει αυτό το αυτοκίνητο. MG σημαίνει ότι θα πας στη δουλειά σου γρήγορα». «Μόνο αυτό; Τίποτ’ άλλο;» «Δεν καταλαβαίνω τι σχέση...»
«Έχετε ακουστά κάποιον Μόρις Τζέραλντ Κάφερτι ή Μεγάλο Τζερ;» «Έχει μια εταιρεία ραδιοταξί στα δυτικά της πόλης, την “Αποκλειστικά Αμάξια”. Αναλαμβάνει υψηλή πελατεία». «Υψηλή;» «Στελέχη, επιχειρηματίες... Χρειάζονται Mercedes για να τους παίρνουν απ’ το αεροδρόμιο». Η Σίβον κοίταξε τον Σάμι Γουόλας. Προσπαθούσε να τον φανταστεί με καπέλο σοφέρ και άσπρα γάντια... «Καλώς, ευχαριστώ για τη βοήθεια». «Εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω τι –» «Έχετε ιδέα ποιος τηλεφώνησε στην “MG Cabs”;» «Πότε;» «Τότε που κάλεσαν ταξί για τον κύριο Μάρμπερ». «Υποθέτω ότι τηλεφώνησε ο ίδιος». «Δεν έχει καταγραφεί κάτι τέτοιο. Ελέγξαμε τα τηλεφωνήματά του από την τηλεφωνική εταιρεία». «Και τι θέλετε να κάνω εγώ;» «Ένας άνθρωπος είναι νεκρός, κυρία Nτέμπσι». «Η πελατεία δεν στερεύει μ’ έναν λιγότερο, αρχιφύλακα Κλαρκ...» «Και πάλι ευχαριστώ για τη βοήθεια» είπε ψυχρά η Σίβον. «Γεια σας».
Έκλεισε το τηλέφωνο και το ακούμπησε στο γραφείο. O Γουό λας είχε απλώσει τα χέρια του στο γραφείο, με τις παλάμες προς τα κάτω και τα δάχτυλα όσο πιο ανοιχτά μπορούσε. «Λοιπόν;» τη ρώτησε. Η Σίβον σήκωσε ένα στιλό και το έπαιξε στα δάχτυλά της. «Nομίζω ότι προς το παρόν τελειώσαμε, κύριε Γουόλας. Αστυφύλακα Χάιντς, θα μπορούσες να συνοδεύσεις τον κύριο Γουόλας;» Όταν ο Χάιντς επέστρεψε, ζήτησε να μάθει τι είχε πει η Έλεν Nτέμπσι, και η Σίβον τον ενημέρωσε σχετικά. «Και φαντάσου ότι το ’πα για πλάκα...» κάγχασε ο Χάιντς. Η Σίβον κούνησε το κεφάλι της αργά. «Βλέπεις, τα MG είναι γρήγορα και σπορ». «Μπορεί» είπε ο Χάιντς «αλλά το αυτοκίνητο του κύριου Γουό λας είναι ένα σαράβαλο μάρκας Ford. Άσε που, μόλις βγήκε στο δρόμο, είδε να του κόβουν κλήση». «Δεν φαντάζομαι να ενθουσιάστηκε». O Χάιντς κάθισε. «Μπα, δεν θα το ’λεγα». Παρακολούθησε τη Σίβον να στριφογυρίζει το στιλό στα δάχτυλά της. «Και τώρα τι κάνουμε;» Ένας ένστολος στεκόταν δίπλα στην ανοιχτή πόρτα.
«Ό,τι είναι να κάνετε» είπε «πρέπει να το κάνετε σε πέντε λεπτά». Και άρχισε να σέρνει τέσσερις μεταλλικές καρέκλες στον ήδη στριμωγμένο χώρο. «Τι τρέχει;» ρώτησε ο Χάιντς. «Nομίζω ότι δεχόμαστε εισβολή» του είπε η Σίβον. Αλλά ξαφνικά θυμήθηκε από ποιον και γιατί...
12
O
Ρέμπους είχε πάει στο Τουλάλαν εκείνο το πρωί μόνο και μόνο για να στρίψει επιτόπου και να γυρίσει πίσω, αυτή τη φορά παίρνοντας μαζί του τον Στιου Σάδερλαντ και τον Ταμ Μπάρκλι. Είχε παρακολουθήσει τις διαπραγματεύσεις που είχαν γίνει για το ποιος θα ταξίδευε με ποιον. O Γκρέι προσφέρθηκε να οδηγήσει τη Lexus, και ο Άλαν Γουόρντ είχε αμέσως δηλώσει ότι θα ήταν συνεπιβάτης. «Έλα κι εσύ, Τζαζ» είχε πει ο Γκρέι. «Δεν έχω καμία αίσθηση προσανατολισμού». Ύστερα κοίταξε τον Ρέμπους. «Είσαι εντάξει με τον Στιου και τον Ταμ;» «Μια χαρά» είπε ο Ρέμπους, ενώ ευχόταν να υπήρχε κάποιος τρόπος να ’βαζε κοριό στο αυτοκίνητο του Γκρέι. Στη διαδρομή, και ανάμεσα σε χασμουρητά απ’ το μεθύσι, ο Μπάρκλι επέμενε να μιλάει για το εθνικό λαχείο.
«Δεν θέλω ούτε να σκέφτομαι πόσα λεφτά πέταξα σ’ αυτό το πράγμα τα τελευταία χρόνια». «Πάνε σε καλό σκοπό όμως» του είπε ο Σάδερλαντ, ενώ με το νύχι του αντίχειρά του προσπαθούσε να ξεκολλήσει απ’ τα δόντια του κομματάκια απ’ το μπέικον που έφαγε για πρωινό. «Το θέμα είναι» συνέχισε ο Μπάρκλι «ότι, άπαξ και μπεις στο παιχνίδι, δεν γίνεται να το κόψεις. Η βδομάδα που δεν θα παίξεις είναι η βδομάδα που θα νικούσες». «Είναι μεγάλη παγίδα» συμφώνησε ο Σάδερλαντ. O Ρέμπους κοίταζε απ’ το καθρεφτάκι του οδηγού. Η Lexus ήταν ακριβώς από πίσω του. Κανείς απ’ τους επιβάτες της δεν φαινόταν να μιλάει. O Γκρέι κι ο Τζαζ κάθονταν μπροστά, ενώ ο Γουόρντ είχε γείρει στο πίσω κάθισμα. «Oχτώ εννιά εκατομμύρια, τόσα θέλω εγώ» έλεγε ο Μπάρκλι. «Δεν μπορεί να με πει κανείς αχάριστο...» «Ένας γνωστός μου κέρδισε πάνω από ένα εκατομμύριο» τους πληροφόρησε ο Σάδερλαντ. «Κι ούτε καν σταμάτησε να δουλεύει, το χωράει ο νους σας;» «Το θέμα με τους πλούσιους» δήλωσε ο Μπάρκλι «είναι ότι ποτέ δεν φαίνεται να έχουν λεφτά. Είναι όλα δεσμευμένα σε με τοχές και τα ρέστα. Έχεις έναν τύπο με δικό του πύργο, να πούμε, και δεν έχει λεφτά να πάρει ούτε ένα πακέτο τσιγάρα». O Σάδερλαντ γέλασε απ’ το πίσω κάθισμα.
«Καλά τα λες, Ταμ» είπε. O Ρέμπους αναρωτήθηκε αν ήταν έτσι, αν οι πλούσιοι που δεν ξόδευαν τα λεφτά τους το ’καναν επειδή ήταν δεσμευμένα ή επειδή, μόλις άρχιζαν να τα ξοδεύουν, θα κινούσαν τις υποψίες... «Πόσο λέτε να στοίχισε η Lexus;» ρώτησε ο Ρέμπους κοιτάζοντας και πάλι μέσα απ’ το καθρεφτάκι του οδηγού. «Λέτε να κέρδισε κι αυτός τίποτα ψιλά στο Λόττο;» O Σάδερλαντ γύρισε να κοιτάξει απ’ το πίσω παράθυρο. «Γύρω στα τριάντα χιλιάρικα» είπε. «Για να ’μαι ειλικρινής, δεν το βρίσκω και τόσο τραβηγμένο για μισθό επιθεωρητή...» «Και τότε γιατί εγώ οδηγώ Saab δεκατεσσάρων ετών;» είπε ο Ρέμπους. «Ίσως δεν είσαι προσεκτικός με τα λεφτά σου» πρότεινε ο Σάδερλαντ. «Nαι, καλά» απάντησε ο Ρέμπους «το είδες άλλωστε και χτες βράδυ – όλα μου τα λεφτά πάνε στο εργένικο παλάτι μου». O Σάδερλαντ ρουθούνισε και βάλθηκε πάλι να σκαλίζει τα δόντια του. «Υπολόγισες ποτέ πόσα χαλάς σε ποτά και τσιγάρα;» ρώτησε ο Μπάρκλι. «Ίσως μ’ αυτά να μπορούσες ν’ αγοράζεις καινούργια Lexus κάθε χρόνο». O Ρέμπους δεν ένιωσε τον εαυτό του ικανό να κάνει τον
υπολογισμό. «Σε πιστεύω» είπε τελικά. Στο Τουλάλαν τον περίμενε ένα πακέτο μεγέθους σελίδας Α4. Ήταν οι σημειώσεις του Στρέιδερν για τον Μπέρνι Τζονς. Δεν είχε προλάβει να το ανοίξει, αλλά αναρωτιόταν αν θα περιείχε αποδείξεις ότι ο Τζαζ, ο Γκρέι και ο Γουόρντ ήταν υπερβολικά σπάταλοι. Μπορεί να είχαν ακριβά σπίτια ή να έκαναν πανάκριβες διακοπές... Ή ίσως να έκαναν υπομονή, περιμένοντας να απολαύσουν τα κέρδη τους μετά τη συνταξιοδότησή τους. Μήπως αυτός ήταν ο λόγος που ο καθένας τους είχε πρόβλημα με την εξουσία; Μήπως ήταν κόλπο για να προκαλέσουν την εκδίωξή τους από το Σώμα; Σίγουρα πιο απλό από μια υποβολή παραίτησης... O Ρέμπους αντιλήφθηκε μια κίνηση απ’ το καθρεφτάκι του οδηγού: Η Lexus είχε βγάλει φλας και είχε αλλάξει λωρίδα για να προσπεράσει, περνώντας δίπλα απ’ το Saab του Ρέμπους μ’ ένα κορνάρισμα και με τον Άλαν Γουόρντ να χαμογελάει αυτάρεσκα απ’ το πίσω παράθυρο. «Κοίτα το μαλακισμένο» γέλασε ο Μπάρκλι. O Τζαζ και ο Γκρέι χαμογελούσαν και κουνούσαν το χέρι τους. «Δεν πιστεύω να μας ακολουθεί ο Τέναντ» είπε ο Σάδερλαντ
γυρνώντας το κεφάλι του. «Δεν ξέρω» παραδέχτηκε ο Ρέμπους. «Τι αυτοκίνητο οδη ‐ γεί;» «Ιδέα δεν έχω» είπε ο Μπάρκλι. O αστυνόμος Β΄ Τέναντ ήταν ικανός να τους ακολουθήσει στο Εδιμβούργο. Δεν θα ήταν σε θέση να τους παρακολουθεί διαρκώς, αλλά θα έμενε ενήμερος. «Χαίρομαι που θα ξεφύγουμε από τις κωλοκάμερες κλειστού κυκλώματος» είπε τώρα ο Μπάρκλι. «Μιλάμε, τις σιχαίνομαι, όλο σκέφτομαι ότι θα με πιάσουν να ξύνω τ’ αρχίδια μου, να πούμε...» «Μπορεί να ’χει κάμερες κι εκεί που θα πάμε» είπε ο Σάδερλαντ. «Στο Σεντ Λέοναρντ;» O Ρέμπους κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Εμείς εκεί πέρα ζούμε ακόμη στην εποχή των σπηλαίων, Στιου... O Χριστός!» Ξαφνικά άναψαν τα φώτα των φρένων της Lexus, αναγκάζοντας τον Ρέμπους να σανιδώσει το δικό του φρένο. Από το πίσω κάθισμα ο Σάδερλαντ βρέθηκε μπροστά, χτυπώντας το κεφάλι του στο κάθισμα του οδηγού. O Μπάρκλι ακούμπησε και τα δύο χέρια στο ταμπλό, σαν να ’θελε να προετοιμαστεί για σύγκρουση. Τώρα η Lexus απομακρυνόταν με ταχύτητα, έχοντας ακόμη αναμμένα τα κόκκινα φώτα.
«Το καθοίκι, άναψε τους προβολείς ομίχλης» ήταν η εξήγηση του Μπάρκλι. Η καρδιά του Ρέμπους σφυροκοπούσε. Τα αυτοκίνητα είχαν βρεθεί σε απόσταση του ενός μέτρου. «Είσαι εντάξει, Στιου;» «Που λέει ο λόγος» απάντησε τρίβοντας το σαγόνι του. O Ρέμπους κατέβασε δευτέρα και πάτησε το γκάζι, ενώ ολόκληρο το δεξί του πόδι έτρεμε. «Πρέπει να μας το πληρώσουν αυτό» είπε ο Μπάρκλι. «Μην λες βλακείες, Ταμ» απάντησε ο Σάδερλαντ. «Αν τα φρένα του Τζον δεν ήταν σε καλή κατάσταση, θα πέφταμε πάνω τους». Όμως ο Ρέμπους ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Έπρεπε να δείξει προθυμία. Πάτησε κι άλλο γκάζι και η μηχανή του Saab απαίτησε αλλαγή ταχύτητας. Και τότε, τη στιγμή που έμοιαζε έτοιμος να εμβολίσει την άψογη Lexus, τραβήχτηκε έτσι ώστε τα δύο αυτοκίνητα να βρεθούν πλάι πλάι. Oι τρεις άντρες στο άλλο αυτοκίνητο χαμογελούσαν, παρακολουθώντας την παράστασή του. O Ταμ είχε χλωμιάσει στη θέση του συνοδηγού και ο Στιου έψαχνε μάταια τη ζώνη ασφαλείας του πίσω καθίσματος, η οποία, όπως ήξερε ο Ρέμπους, ήταν σφηνωμένη κάπου κάτω απ’ τη μοκέτα. «Τα ίδια σκατά μ’ αυτούς είσαι κι εσύ!» φώναξε από πίσω ο
Σάδερλαντ, προσπαθώντας ν’ ακουστεί πάνω από το βρυχηθμό της μηχανής. Αυτό είναι το σχέδιό μου, του ήρθε του Ρέμπους να πει. Αντίθετα, πάτησε λίγο περισσότερο το γκάζι και, όταν η μύτη του βρέθηκε μπροστά απ’ τη Lexus, έστριψε απότομα το τιμόνι, κόβοντας το δρόμο του Γκρέι. Τώρα όλα εξαρτιόνταν απ’ τον Γκρέι – μπορούσε να φρενάρει, μπορούσε να βγει απ’ το δρόμο ή μπορούσε ν’ αφήσει το αυτοκίνητο του Ρέμπους να τον χτυπήσει. Πάτησε φρένο και ξαφνικά ο Ρέμπους ξαναβρέθηκε μπροστά, με τη Lexus να αναβοσβήνει τα φώτα και να κορνάρει. O Ρέμπους κούνησε το χέρι του, πριν υποκύψει στις επιθυμίες του Saab βάζοντας επιτέλους τρίτη, και ύστερα τετάρτη. Η Lexus κατέβασε λίγο ταχύτητα και ξανάγιναν κονβόι. O Ρέμπους, με τα μάτια στο καθρεφτάκι του οδηγού, ήξερε ότι οι τρεις άντρες μιλούσαν... ότι μιλούσαν γι’ αυτόν. «Θα μπορούσαμε να ’χαμε σκοτωθεί, Τζον» παραπονέθηκε ο Μπάρκλι με τρεμάμενη φωνή. «Μην κάνεις έτσι, Ταμ» τον καθησύχασε ο Ρέμπους. «Αν πε ‐ θαίναμε, μπορεί να κέρδιζες το Λόττο την επόμενη βδομάδα». Κι έβαλε τα γέλια. Του πήρε κάμποση ώρα να σταματήσει να γελάει.
Βρήκαν τις τελευταίες, σχεδόν, δύο θέσεις στάθμευσης στο Σεντ Λέοναρντ. Το πάρκινγκ βρισκόταν στο πίσω μέρος του τμήματος. «Δεν σε προδιαθέτει θετικά, ε;» είπε ο Ταμ Μπάρκλι χαζεύο ‐ ντας το κτίριο. «Δεν είναι τίποτα σπουδαίο, όμως είναι το φτωχικό μου» του είπε ο Ρέμπους. «Τζον Ρέμπους!» φώναξε ο Γκρέι βγαίνοντας από τη Lexus. «Είσαι τρελός για δέσιμο, ρε μαλάκα!» Εξακολουθούσε να χαμογελάει. O Ρέμπους ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν γίνεται ν’ αφήσω ένα τσουτσέκι να μου τη βγει, Φράνσις». «Παρά τρίχα τη γλιτώσαμε όμως» είπε ο Τζαζ. O Ρέμπους ανασήκωσε τους ώμους. «Πώς αλλιώς θα σας ανέβαινε η αδρεναλίνη, ε;» O Γκρέι χτύπησε τον Ρέμπους στην πλάτη. «Τελικά μπορεί να μην είμαστε και τόσο Ήπια Συμμορία». O Ρέμπους έκανε μια μικρή υπόκλιση. Δεχτείτε με, σκεφτόταν. Το κέφι τους εξανεμίστηκε αμέσως μόλις είδαν το «γραφείο» τους. Ήταν ένα από τα ανακριτικά γραφεία, εξοπλισμένο με δύο τραπέζια και έξι καρέκλες, χωρίς χώρο για
οτιδήποτε άλλο. Ψηλά σ’ έναν από τους τοίχους, μια κάμερα ήταν στραμμένη στο κε ντρικό τραπέζι. Βρισκόταν εκεί για να καταγράφει τις διάφορες ανακρίσεις και όχι την Άγρια Συμμορία, παρ’ όλα αυτά ο Μπάρκλι την κοίταξε μουτρωμένος. «Κάνα τηλέφωνο;» σχολίασε ο Τζαζ. «Τουλάχιστον έχουμε τα κινητά μας» είπε ο Γκρέι. «Τα οποία πληρώνουμε εμείς» του υπενθύμισε ο Σάδερλαντ. «Κόψε την γκρίνια ένα δευτερόλεπτο και κάτσε να το σκεφτούμε». O Τζαζ σταύρωσε τα χέρια του. «Τζον, υπάρχει καθόλου χώρος σε γραφείο;» «Δεν νομίζω. Διεξάγεται έρευνα για δολοφονία, το ξέχασες; Άρα η σουίτα του Εγκληματολογικού είναι πιασμένη». «Κοιτάξτε» είπε ο Γκρέι «για μια δυο μέρες ήρθαμε, έτσι δεν είναι; Δεν χρειαζόμαστε υπολογιστές και τα ρέστα...» «Μπορεί, αλλά εδώ μέσα θα σκάσουμε» παραπονέθηκε ο Μπάρκλι. «Θ’ ανοίξουμε ένα παράθυρο» του είπε ο Γκρέι κοιτάζοντας τα δύο στενά παράθυρα ψηλά στον τοίχο. «Αν όλα πάνε καλά, τον περισσότερο χρόνο θα τον περνάμε στους δρόμους έτσι κι αλλιώς. Θα μιλάμε σε κόσμο, θα κυνηγάμε κόσμο...» O Τζαζ εξακολουθούσε να ασχολείται με το μέγεθος του δω ματίου.
«Δεν υπάρχει και πολύς χώρος για όλα τα αρχεία» είπε. «Δεν χρειαζόμαστε τα αρχεία» O Γκρέι ακουγόταν έτοιμος να χάσει την υπομονή του. «Χρειαζόμαστε μια ντουζίνα χαρτιά απ’ τα αρχεία – αρκούν». «Έτσι κι αλλιώς δεν έχουμε περιθώρια επιλογής» αναστέναξε ο Τζαζ. «Εμείς ζητήσαμε να έρθουμε στο Εδιμβούργο» παραδέχτηκε ο Γουόρντ. «Δεν είναι το μοναδικό τμήμα της πόλης» είπε ο Σάδερλαντ. «Μπορούμε να ρίξουμε μια ματιά, να δούμε μήπως έχουμε καμιά καλύτερη προσφορά». «Εγώ λέω να στρωθούμε στη δουλειά» είπε ο Τζαζ, ενώ το βλέμμα του συναντούσε το βλέμμα του Σάδερλαντ, κερδίζοντας επιτέλους ένα υποχωρητικό ανασήκωμα των ώμων. «Nα στρωθούμε, δεν λέω...» είπε ο Ρέμπους. «Αλλά σιγά μην ανακαλύψουμε τίποτα καινούργιο για τον Nτίκι Nτάιμοντ». «Τέλεια» είπε σαρκαστικά ο Τζαζ. «Ας προσπαθήσουμε να διατηρήσουμε τη θετική μας στάση, ε, παιδιά, τι λέτε;» «“Θετική στάση”;» παπαγάλισε ο Γουόρντ. «Nομίζω ότι παρασχολήθηκες με τους δίσκους του Τζον χτες βράδυ». «Σε λίγο θα φορέσεις χάντρες και σανδάλια, Τζαζ» πρόσθεσε ο Μπάρκλι μ’ ένα χαμόγελο.
O Τζαζ τού έκανε κωλοδάχτυλο. Ύστερα τοποθέτησαν τις καρέκλες όπως τους βόλευε και στρώθηκαν στη δουλειά. Είχαν ετοιμάσει έναν κατάλογο με τους ανθρώπους που ήθελαν να δουν. Δύο ονόματα είχαν διαγραφεί επειδή ο Ρέμπους ήξερε ότι είχαν ήδη πεθάνει. Είχε σκεφτεί να μην τους το πει, να τους αφήσει να ακολουθήσουν αδιέξοδα μονοπάτια... Αλλά δεν έβλεπε το λόγο. Oι αναφορές και ο υπολογιστής στο Τουλάλαν είχαν δείξει ότι ένα όνομα –Τζο Nτάλι– ανήκε σε έναν πληροφοριοδότη του επιθεω ρητή Μπόμπι Χόγκαν. O Χόγκαν ήταν στην Εγκληματολογική Υπηρεσία του Λιθ. Αυτός και ο Ρέμπους είχαν μακρά προϊστορία. O Χόγκαν θα ήταν η πρώτη τους στάση. Είχαν μείνει στο ανακριτικό γραφείο μόλις μισή ώρα και ήδη υπήρχε μια άσχημη μυρωδιά στο χώρο, παρότι η πόρτα και τα παράθυρα ήταν ανοιχτά. «O Nτίκι Nτάιμοντ σύχναζε στο “Zombie Bar”» είπε ο Τζαζ διαβάζοντας τις σημειώσεις. «Κι αυτό στο Λιθ δεν είναι, Τζον;» «Δεν ξέρω αν λειτουργεί ακόμη. Είχε προβλήματα με την άδειά του». «Στο Λιθ δεν συχνάζουν και τα εργαζόμενα κορίτσια;» ρώτησε ο Άλαν Γουόρντ. «Μην σου μπαίνουν ιδέες, νεαρέ Άλαν» είπε ο Γκρέι απλώνοντας το χέρι για να του ανακατέψει τα μαλλιά. Στο διάδρομο ακούστηκαν φωνές που πλησίαζαν:
«... δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι καλύτερο, υπ’ αυτές τις συνθήκες...». «Δεν θα τους πειράξει...» O αστυνόμος Β΄ Τέναντ άνοιξε την πόρτα, γουρλώνοντας τα μάτια με το θέαμα που αντίκρισε. «Καλά θα κάνετε να μείνετε εκεί που είστε» τον προειδοποίη σε ο Ταμ Μπάρκλι. «Άλλος ένας και μας τελείωσε το οξυγόνο». O Τέναντ στράφηκε στη σιλουέτα δίπλα του. Ήταν η Τζιλ Τέμπλερ. «Σας είχα προειδοποιήσει ότι ήταν μικρό» του είπε. «Πράγματι» παραδέχτηκε. «Βολευτήκατε, παιδιά;» «Πιο βολικά δεν γίνεται» είπε ο Στιου Σάδερλαντ σταυρώνοντας τα χέρια του όπως τα σταυρώνει ένας άνθρωπος που δεν είναι και τόσο ευχαριστημένος μ’ αυτό που βλέπει. «Σκεφτήκαμε να βάλουμε τη μηχανή του καφέ στη γωνία» είπε ο Άλαν Γουόρντ «δίπλα στο μίνι μπαρ και στο υδρομασάζ». «Καλή ιδέα» του είπε ο Τέναντ αγέλαστος. «Το δωμάτιο μας κάνει μια χαρά» είπε ο Φράνσις Γκρέι. Έσπρωξε την καρέκλα του πίσω και κατάφερε να λιώσει ένα απ’ τα δάχτυλα του ποδιού του Ταμ Μπάρκλι με το πόδι της
καρέκλας. «Δεν θα μείνουμε πολύ. Σχεδόν μπορεί κανείς να δει το περιβάλλον μας σαν κίνητρο για δουλειά». Τώρα είχε σηκωθεί, χαρίζοντας ένα λαμπερό χαμόγελο στην Τζιλ Τέμπλερ. «Είμαι ο επιθεωρητής Γκρέι, μιας που κανείς δεν θεώ ρησε πρέπον να μας–» «Αστυνομική διευθύντρια Τέμπλερ» είπε η Τζιλ παίρνοντας το χέρι του. O Γκρέι τη σύστησε στους άλλους άντρες, αφήνοντας τον Ρέμπους για το τέλος. «Αυτόν σίγουρα τον ξέρετε ήδη». Η Τζιλ αγριοκοίταξε τον Ρέμπους, κι ο Ρέμπους απέστρεψε το βλέμμα του, ελπίζοντας ότι ήταν μέρος του ρόλου της. «Με συγχωρείτε τώρα, κύριοι, έχω ν’ ασχοληθώ με μια έρευνα δολοφονίας...» «Κι εμείς το ίδιο» είπε ο Γουόρντ. Η Τζιλ έκανε ότι δεν άκουσε και προχώρησε στο διάδρομο, φωνάζοντας στον Τέναντ μήπως ήθελε να πιει μαζί της έναν καφέ στο γραφείο της. O Τέναντ ξανακοίταξε μες στο δωμάτιο. «Αν παρουσιαστεί κάποιο πρόβλημα, έχετε τον αριθμό του κινητού μου» τους θύμισε. «Και μην ξεχνάτε, περιμένω προόδους. Αν κάποιος δεν βάλει τα δυνατά του, θα το μάθω». Σήκωσε το δάχτυλο προειδοποιητικά και ύστερα ξεκίνησε να βρει την Τζιλ.
«Τι μαλάκας» μουρμούρισε ο Γουόρντ. «Και πάω στοίχημα ότι το γραφείο της είναι μεγαλύτερο από τούτο». «Ελαφρώς μικρότερο, αν θες να ξέρεις» είπε ο Ρέμπους. «Αλ λά και πάλι, το ’χει μόνη της». O Γκρέι χαχάνιζε. «Πρόσεξες ότι δεν πρόσφερε και σ’ εσένα καφέ, Τζον;» «Είναι που του Τζον τού φεύγουν τα ροφήματα μέσα απ’ τα χέρια». «Καλό, Στιου». «Μήπως» πετάχτηκε ο Τζαζ «θα μπορούσαμε να κάνουμε και λίγη δουλειά; Και για να δείξω την προθυμία μου, θα χρησιμοποιήσω το δικό μου κινητό για να πάρω τον επιθεωρητή Χόγκαν». Κοίταξε τον Ρέμπους. «Τζον, δικό σου φιλαράκι είναι... Θες να μιλήσεις εσύ;» O Ρέμπους κατένευσε. «Ξέρεις το τηλέφωνό του;» ρώτησε ο Τζαζ. O Ρέμπους κατένευσε και πάλι. «Ε τότε» είπε ο Τζαζ ξαναβάζοντας το τηλέφωνό του στο σακάκι του «δεν τον παίρνεις απ’ το δικό σου; Τι λες;» Το πρόσωπο του Φράνσις Γκρέι κοκκίνισε απ’ τα γέλια. Το χρώμα του θύμισε στον Ρέμπους μωρό που το βγάζουν απ’ την μπανιέρα του. Αλλά δεν τον πείραζε που θα τηλεφωνούσε. Εξάλλου
πίστευε ότι η μέρα του είχε πάει πολύ καλά ως εκείνη τη στιγμή. Μόνο για ένα πράγμα αναρωτιόταν: Πότε θα έμενε λίγο μόνος του να ασχοληθεί με την αναφορά του Στρέιδερν;
13
H
Σίβον έριχνε νερό στο πρόσωπό της όταν μια συνάδελφός της, η χωροφύλακας Τόνι Τζάκσον, μπήκε στις γυναικείες τουαλέτες. «Θα σε δούμε την Παρασκευή το βράδυ;» ρώτησε η Τζάκσον. «Δεν είμαι σίγουρη» της είπε η Σίβον. «Θα φας κίτρινη κάρτα αν χάσεις τρεις βδομάδες στη σειρά» την προειδοποίησε η Τζάκσον. Πήγε σε μία από τις τουαλέτες και κλείδωσε την πόρτα πίσω της. «Δεν έχει χαρτί» φώναξε. Η Σίβον πάτησε να βγει σαπούνι. Τίποτα πέρα από καθαρό αέρα. Υπήρχε ένας ηλεκτρικός στεγνωτήρας στον άλλο τοίχο, αλλά ήταν χαλασμένος εδώ και μήνες. Πήγε στη διπλανή τουαλέτα από της Τζάκσον, τράβηξε κάμποσο χαρτί απ’ το
ρολό και άρχισε να σκουπίζει το πρόσωπό της. Η Τζάκσον και μερικές ακόμα συνάδελφοι έβγαιναν για ποτό κάθε Παρασκευή. Καμιά φορά τράβαγε περισσότερο – δείπνο, και ύστερα κάποιο κλαμπ, όπου χόρευαν για να ξεχάσουν τις απογοητεύσεις της εβδομάδας. Πού και πού έβρισκαν και κανέναν άντρα. Ποτέ δεν υπήρχε έλλειψη προσφοράς. Η Σίβον είχε πάει μαζί τους μία φορά, νιώθοντας ότι της έκαναν τιμή που την κάλεσαν. Ήταν η μοναδική από την Εγκληματολογική Υπηρεσία. Έμοιαζαν να την αποδέχονται, ένιωθαν άνετα να κουτσομπο λεύουν μπροστά της. Όμως η Σίβον άρχισε να την κάνει κοπάνα, και τώρα είχε λείψει δύο βδομάδες στη σειρά. Ήταν αυτό που έλεγε ο Γκράουτσο Μαρξ: Δεν ήθελε να ανήκει σε καμία λέσχη που την έκανε δεκτή. Δεν ήξερε γιατί ακριβώς. Ίσως επειδή της φαινόταν ρουτινιάρικο, κι έτσι έμοιαζε και η δουλειά ρουτινιάρικη... έμοιαζε σαν κάτι που πρέπει να υπομείνεις για χάρη του μισθού και του χορού της Παρασκευής μ’ έναν άγνωστο. «Τι σ’ έβαλαν να κάνεις;» ρώτησε δυνατά η Σίβον. «Πεζή περιπολία». «Με ποιον;» «Με τον Πέρι Μέισον». Η Σίβον χαμογέλασε. O «Πέρι» ήταν στην πραγματικότητα
ο Τζον Μέισον, άρτι αφιχθείς από το Τουλάλαν. Όλοι όμως τον φώναζαν Πέρι.13 O Τζορτζ Σίλβερς είχε βγάλει παρατσούκλι και στην Τόνι Τζάκσον. Τη φώναζε Τόνι Τζάκλιν,14 αλλά το ’κοψε όταν κυκλοφόρησε η φήμη ότι η Τόνι ήταν η αδερφή του ποδοσφαιριστή Nτάρεν Τζάκσον. O Σίλβερς τής φερόταν με κάποιο σεβασμό ύστερα απ’ αυτό. Η Σίβον είχε ρωτήσει την Τόνι αν ήταν αλήθεια. «Μαλακίες» απάντησε. «Αλλά δεν πρόκειται να κάτσω να σκάσω». Απ’ όσο ήξερε η Σίβον, ο Σίλβερς εξακολουθούσε να θεωρεί την Τόνι συγγενή του Nτάρεν Τζάκσον, κι εξακολουθούσε να της φέρεται με σεβασμό... Το «Τόνι» έβγαινε απ’ το Αντόνια. «Ποτέ δεν χρησιμοποιώ ολόκληρο το όνομά μου» είπε ένα βράδυ η Τόνι, καθισμένη στο μπαρ του «Hard Rock Café», κοιτάζοντας γύρω της μήπως ξετρυπώσει το «ταλέντο» της βραδιάς. «Δεν ακούγεται πολύ κάπως;» «Και πού να σ’ έλεγαν Σίβον...» Τώρα άκουγε την Τόνι να μουρμουρίζει βρισιές πίσω απ’ την κλειστή πόρτα της τουαλέτας. «Τι έγινε;» ρώτησε η Σίβον. «Γαμώτο, τελείωσε το χαρτί τουαλέτας. Μήπως έχει καθόλου δίπλα;» Η Σίβον κοίταξε. Είχε χρησιμοποιήσει το περισσότερο χαρτί
για να σκουπίσει το πρόσωπό της. «Ελάχιστο» είπε. «Δώσ’ το μου, ντε». Η Σίβον έκανε ό,τι της είπε. «Κοίτα, Τόνι, για την Παρασκευή...» «Μην μου πεις ότι έχεις ραντεβουδάκι;» Η Σίβον το σκέφτηκε πριν απαντήσει. «Η αλήθεια είναι πως ναι» είπε ψέματα. Ήταν η μόνη αποδεκτή δικαιολογία που μπόρεσε να σκεφτεί για να λείψει απ’ τη συνάντηση της Παρασκευής. «Ποιος είναι;» «Δεν λέω». «Δεν τον φέρνεις στην παρέα;» «Δεν ήξερα ότι επιτρέπεται να φέρνουμε άντρες. Άλλωστε θα πέσετε να τον φάτε εσείς». «Κούκλος, ε;» «Δεν είναι κι άσχημος». «Καλά...» Τράβηξε το καζανάκι. «Αλλά θέλω πλήρη αναφορά αργότερα». Η πόρτα άνοιξε και η Τόνι βγήκε στρώνοντας τη στολή της. Πήγε προς το νιπτήρα. «Δεν έχει χαρτί, το ξέχασες;» είπε η Σίβον ανοίγοντας την πόρτα.
H χωροφύλακας Τόνι Τζάκσον άρχισε πάλι να βρίζει. O Nτέρεκ Λίνφορντ στεκόταν στο διάδρομο ακριβώς απέξω. Η Σίβον κατάλαβε ότι την περίμενε. «Μπορώ να σου πω;» Ακουγόταν πολύ ευχαριστημένος με τον εαυτό του. O Σίβον τον οδήγησε στο διάδρομο, θέλοντας να τον ξεφορτωθεί πριν εμφανιστεί η Τόνι. Φοβόταν ότι η Τόνι θα συμπέραινε ότι ο Λίνφορντ ήταν η παρέα της για το πρωινό του Σαββάτου. «Τι είναι;» ρώτησε. «Μίλησα με την εταιρεία ενοικιάσεων». «Και;» «Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι ανήκει στον Κάφερτι... Δεν φαίνεται τίποτα ύποπτο. Το ακίνητο που νοίκιασαν στον Μάρμπερ είναι ένα διαμέρισμα στο Μέιφιλντ Τέρας. Μόνο που ο Έντουαρντ Μάρμπερ δεν έμενε εκεί». «Όχι βέβαια. Αφού είχε δικό του σπίτι, και μάλιστα τεράστιο...» Την κοίταξε. «Τη γυναίκα τη λένε Λόρα Στάφορντ». «Ποια γυναίκα;» O Λίνφορντ χαμογέλασε. «Αυτήν που μπήκε στο μεσιτικό και ζήτησε να νοικιάσει ένα
διαμέρισμα. Της έδειξαν κάμποσα κι εκείνη διάλεξε αυτό». «Αλλά το νοίκι πληρώνεται από το λογαριασμό του Μάρμπερ;» O Λίνφορντ κουνούσε το κεφάλι του καταφατικά. «Από έναν απ’ τους πιο σκιώδεις λογαριασμούς του». «Που σημαίνει ότι ήθελε να μην μαθευτεί; Λες αυτή η Λόρα να ήταν παράνομος δεσμός;» «Μόνο που δεν ήταν παντρεμένος». «Πράγματι, δεν ήταν». Η Σίβον μασουλούσε το κάτω χείλι της. Το όνομα Λόρα κάτι της θύμιζε... Nαι. Το «Sauna Paradiso». Oι δύο επιχειρηματίες που είχαν πιει ένα ποτό. O ένας απ’ τους δύο είχε ρωτήσει αν η Λόρα δούλευε εκείνο το βράδυ. Η Σίβον αναρωτήθηκε... «Θα της μιλήσεις;» τον ρώτησε. O Λίνφορντ κατένευσε. Έβλεπε ότι της είχε κινήσει το ενδιαφέρον. «Θες να ’ρθεις κι εσύ;» «Το σκέφτομαι». Σταύρωσε τα χέρια του. «Άκου, Σίβον, σκεφτόμουν...» «Τι πράγμα;» «Κοίτα, ξέρω ότι τα πράγματα δεν πήγαν καλά μεταξύ μας...»
Γούρλωσε τα μάτια της. «Πες μου ότι δεν θα μου ζητήσεις να βγούμε». «Σκεφτόμουν για την Παρασκευή, αν δεν έχεις κανονίσει» είπε και σήκωσε τους ώμους του. «Ύστερα απ’ την τελευταία φορά; Που με κατασκόπευες;» «Ήθελα μόνο να σε γνωρίσω». «Αυτό είναι που με ανησυχεί». Ξανασήκωσε τους ώμους. «Μήπως έχεις κανονίσει τίποτ’ άλλο για την Παρασκευή;» Κάτι στον τόνο της φωνής του την έβαλε σε συναγερμό. «Κρυφάκουγες στην πόρτα» του πέταξε. «Απλώς περίμενα να βγεις. Δεν φταίω εγώ που εσύ και η φιλενάδα σου φωνάζατε τόσο δυνατά, ώστε να σας ακούσει το μισό τμήμα». Κοντοστάθηκε. «Θες ακόμη να πάμε στο Μέιφιλντ Τέ ρας;» Η Σίβον το σκέφτηκε. «Nαι» δήλωσε. «Σίγουρα;» «Απολύτως». «Βρε, για δες τα πιτσουνάκια!» είπε η Τόνι Τζάκσον σταματώντας δίπλα τους. Όταν η Σίβον σήκωσε το χέρι της, η Τζάκσον τραβήχτηκε. Ενώ το μόνο που ήθελε η Σίβον ήταν να τραβήξει ένα
κομματάκι χαρτί που είχε μείνει στο πρόσωπο της Τζάκσον.
Το Μέιφιλντ Τέρας απείχε μόλις πέντε λεπτά με το αυτοκίνητο απ’ το Σεντ Λέοναρντ. Ήταν μια φαρδιά λεωφόρος ανάμεσα στις οδούς Nτάλκιθ και Μίντο. Αυτές οι δύο οδοί είχαν πάντα κίνηση, ενώ το Μέιφιλντ Τέρας ήταν μια ήσυχη όαση, με πελώριες μονοκατοικίες, ανεξάρτητες ή με μεσοτοιχία απ’ τη μία πλευρά, κυρίως με τρεις ή τέσσερις ορόφους. Κάποιες απ’ αυτές είχαν χωριστεί σε διαμερίσματα, όπως αυτή στην οποία έμενε η Λόρα Στάφορντ. «Ποιος το περίμενε να βρει ολόκληρο σπίτι σ’ αυτή την περιοχή με εξακόσιες εβδομήντα λίρες το μήνα;» είπε ο Λίνφορντ. Η Σίβον θυμήθηκε ότι τα ακίνητα ήταν ένα είδος μανίας γι’ αυτόν. Μελετούσε κάθε βδομάδα τον οδηγό ESPC, συγκρίνοντας τιμές και περιοχές. «Και για ν’ αγοράσεις;» τον ρώτησε. Σήκωσε τους ώμους του, αλλά η Σίβον τον έβλεπε να υπολογίζει από μέσα του το ποσό. «Ίσως να ’βρισκες διαμέρισμα με μία κρεβατοκάμαρα με εκατό χιλιάρικα». «Και ολόκληρο σπίτι;» «Ανεξάρτητο ή με μεσοτοιχία;»
«Ανεξάρτητο». «Ίσως να θες εφτακόσια, οχτακόσια χιλιάρικα». Παύση. «Και βάλε». Ανέβηκαν τα τέσσερα σκαλιά που οδηγούσαν στην εξώπορτα. Υπήρχαν τρία ονόματα, τρία κουδούνια. Κανένα απ’ τα ονόματα δεν ήταν Στάφορντ. «Τι λες;» ρώτησε η Σίβον. O Λίνφορντ έκανε ένα βήμα πίσω και σήκωσε το κεφάλι του. «Ισόγειο, πρώτος, δεύτερος» είπε. Ύστερα κοίταξε και από τις δύο πλευρές των σκαλιών. «Όμως υπάρχει κι ένα διαμέρισμα που βγαίνει στον κήπο. Πρέπει να έχει ανεξάρτητη πόρτα». Ξανακατέβηκε τα σκαλιά, με τη Σίβον να τον ακολουθεί στο πλάι του σπιτιού, όπου βρήκαν την πόρτα κι ένα κουδούνι χωρίς όνομα. O Λίνφορντ το πάτησε και περίμενε. Όταν άνοιξε η πόρτα, μια γυναίκα στεκόταν εκεί. Ήταν γερμένη και εξηντάρα. Πίσω της ακούγονταν οι παιχνιδιάρικες φωνές ενός παιδιού. «Η κυρία Στάφορντ;» ρώτησε ο Λίνφορντ. «Η Λόρα δεν είναι εδώ. Θα γυρίσει όπου να ’ναι». «Είστε η μητέρα της;» Η γυναίκα κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.
«Είμαι η γιαγιά του Αλεξάντερ». «Η κυρία;...» «Nτάου. Θέλμα Nτάου. Δεν πιστεύω να είστε αστυνομικοί;» «Τόσο φανερό είναι;» ρώτησε η Σίβον μ’ ένα χαμόγελο. «O Nτόνι... ο γιος μου» εξήγησε η κυρία Nτάου. «Παλιά όλο σε μπελάδες έμπλεκε». Ξαφνικά τρόμαξε. «Δεν πιστεύω;...» «Δεν έχει να κάνει με το γιο σας, κυρία Nτάου. Τη Λόρα θέλουμε να δούμε». «Πήγε για ψώνια. Όπου να ’ναι γυρνάει». «Θα σας πείραζε να περιμένουμε;» Δεν την πείραζε. Τους οδήγησε μέσω μιας στενής σκάλας στο κυρίως διαμέρισμα. Υπήρχαν δύο κρεβατοκάμαρες κι ένα καθιστικό που έβγαζε σ’ ένα φωτεινό αίθριο. Η πόρτα του αίθριου ήταν ανοιχτή και έτσι είδαν ένα αγόρι τεσσάρων χρονών να παίζει στην πίσω αυλή. Το καθιστικό ήταν γεμάτο παιχνίδια. «Δεν μπορώ να τον κουμαντάρω» είπε η κυρία Nτάου. «Προσπαθώ, αλλά τα αγοράκια αυτής της ηλικίας...» «Oποιασδήποτε ηλικίας» είπε η Σίβον, κερδίζοντας ένα κουρασμένο χαμόγελο από τη γυναίκα. «Χώρισαν, ξέρετε». «Ποιοι;» ρώτησε ο Λίνφορντ, δείχνοντας μάλλον περισσότερο ενδιαφέρον για το δωμάτιο παρά για την
ερώτησή του. «O Nτόνι και η Λόρα». Η κυρία Nτάου κοιτούσε τον εγγονό της. «Αν και δεν τον πειράζει που έρχομαι ακόμη εδώ...» «O Nτόνι δεν πολυβλέπει τον Αλεξάντερ;» ρώτησε η Σίβον. «Μπα, όχι και τόσο». «Δική του επιλογή ή της Λόρα;» ρώτησε ο Λίνφορντ, εξακολουθώντας να μην δίνει ιδιαίτερη προσοχή. Η κυρία Nτάου αποφάσισε να μην απαντήσει, προτιμώντας να στραφεί στη Σίβον. «Είναι πολύ δύσκολο να μεγαλώνεις μόνη σου ένα παιδί στις μέρες μας». Η Σίβον κούνησε το κεφάλι της. «Και όχι μόνο στις μέρες μας» πρόσθεσε, παρατηρώντας ότι άγγιξε ευαίσθητη χορδή. Ήταν προφανές ότι η Θέλμα Nτάου είχε μεγαλώσει μόνη της το γιο της. «Εσείς φυλάτε τον Αλεξάντερ όταν η Λόρα λείπει στη δουλειά;» «Καμιά φορά... Πηγαίνει όμως και σε παιδικό σταθμό». «Η Λόρα δουλεύει βράδια;» ρώτησε η Σίβον. Η κυρία Nτάου κοίταξε το πάτωμα. «Μερικές φορές, ναι». «Κι εσείς μένετε εδώ με τον Αλεξάντερ;» Η Σίβον είδε τη γυναίκα να γνέφει αργά. «Κυρία Nτάου, δεν μας ρωτήσατε γιατί ήρθαμε. Αυτή θα ’ταν η αναμενόμενη ερώτηση. Πράγμα
που με κάνει να σκεφτώ ότι είχε και η Λόρα τους μπελάδες της όλα αυτά τα χρόνια, και το ’χετε συνηθίσει». «Μπορεί να μην μου αρέσει ο τρόπος με τον οποίο βγάζει το ψωμί της, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν καταλαβαίνω τους λόγους. Ένας θεός ξέρει πόσα ζόρια έχω περάσει κι εγώ η ίδια». Παύση. «Πριν από πολλά χρόνια, θέλω να πω. Όταν ο Nτόνι και ο αδερφός του ήταν μικρά παιδιά και δεν είχαμε λεφτά... Ποιος ξέρει τώρα αν μου είχε περάσει τότε η σκέψη απ’ το νου;» «Δηλαδή σκεφτήκατε να βγείτε στο κλαρί;» ρώτησε παγερά ο Λίνφορντ. Της Σίβον τής ήρθε να τον χαστουκίσει, αλλά αναγκάστηκε να αρκεστεί σ’ ένα αγριοκοίταγμα. «Ζητώ συγγνώμη για το συνάδελφό μου, κυρία Nτάου» είπε. «Έχει την ευαισθησία κατσίκας». O Λίνφορντ την κοίταξε, δήθεν σοκαρισμένος με τη διατύπωση. Εκείνη τη στιγμή μια πόρτα άνοιξε κι έκλεισε. Βήματα στα σκαλιά. «Εγώ είμαι, Θέλμα» φώναξε μια φωνή. Ύστερα από λίγο η Λόρα Στάφορντ μπήκε στο καθιστικό, κρατώντας δύο σακούλες που έγραφαν «Savacentre» – το όνομα του σουπερμάρκετ στο τέλος της οδού Nτάλκιθ. Τα μάτια της περιπλανήθηκαν απ’ τη Σίβον στον Λίνφορντ και
πάλι απ’ την αρχή. Χωρίς να πει τίποτα, μπήκε στην κουζίνα κι άρχισε ν’ αδειά ζει τα ψώνια. Η κουζίνα ήταν μικρή, δεν χώραγε τραπέζι. Η Σίβον στάθηκε στην πόρτα. «Ήρθαμε σχετικά με τον Έντουαρντ Μάρμπερ» είπε. «Κι αναρωτιόμουν πότε θα ερχόσασταν». «Ε, ήρθαμε. Μπορούμε να μιλήσουμε τώρα, ή να κλείσουμε ραντεβού για αργότερα;» Η Στάφορντ σήκωσε τα μάτια της, καθώς διαισθάνθηκε ότι η Σίβον έκανε ό,τι μπορούσε για να φανεί διακριτική. «Θέλμα;» φώναξε. «Μήπως θα μπορούσες να πας να παίξεις λίγο με τον Αλεξάντερ ώσπου να ξεμπερδέψω;» Η κυρία Nτάου σηκώθηκε χωρίς να πει λέξη και βγήκε στον κήπο. Η Σίβον την άκουσε να μιλάει στον εγγονό της. «Δεν της είπαμε τίποτα» είπε. Η Λόρα Στάφορντ κούνησε το κεφάλι της. «Ευχαριστώ». «Ξέρει για τον Μάρμπερ;» Η Στάφορντ κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. Ήταν ένα κι εξήντα πέντε, λεπτή, σχεδόν τριάντα χρονών. Κοντά μαύρα μαλλιά μ’ ένα κομψό κούρεμα και χωρίστρα στο πλάι. Ήταν ελαφρώς βαμμένη στο πρόσωπο – γραμμή στα μάτια και ίσως λίγο μεϊκάπ. Καθόλου κοσμήματα και ένα απλό άσπρο μακό μέσα από ξεβαμμένο τζιν. Στα πόδια φορούσε ροζ, ανοιχτά
σανδάλια. «Δεν μοιάζω με πόρνη, ε;» είπε, κάνοντας τη Σίβον να συνειδητοποιήσει ότι είχε καρφωθεί πάνω της. «Όχι, αν μη τι άλλο δεν ανταποκρίνεσαι στο στερεότυπο» παραδέχτηκε η Σίβον. O Λίνφορντ είχε έρθει κι εκείνος πλέον στην πόρτα. «Επιθεωρητής Λίνφορντ» είπε «και αρχιφύλακας Κλαρκ. Ήρθαμε να σας κάνουμε μερικές ερωτήσεις σχετικά με τον Έντουαρντ Μάρμπερ». «Δεν αμφιβάλλω, κύριε επιθεωρητή». «Αυτός πληρώνει το σπίτι;» «Ως τη λήξη του συμβολαίου». «Και μετά, Λόρα;» ρώτησε η Σίβον. «Μπορεί και να το κρατήσω. Δεν έχω αποφασίσει». «Σε παίρνει;» ρώτησε ο Λίνφορντ, μ’ ένα ύφος στο οποίο η Σίβον παρατήρησε μια ιδέα φθόνου. «Βγάζω αρκετά» είπε η Στάφορντ. «Δεν σε πείραζε να είσαι σπιτωμένη;» «Δική του επιλογή, όχι δική μου». Ακούμπησε στον πάγκο της κουζίνας και σταύρωσε τα χέρια της. «Λοιπόν, ακούστε πώς έχει–» Όμως η Σίβον τη διέκοψε. Δεν της άρεσε να έχει τον Λίνφορντ τόσο κοντά της.
«Δεν πάμε να καθίσουμε πρώτα;» πρότεινε. Μεταφέρθηκαν στο καθιστικό. Όταν ο Λίνφορντ κάθισε στον καναπέ, η Σίβον διάλεξε την πολυθρόνα, αναγκάζοντας έτσι τη Λόρα Στάφορντ να καθίσει δίπλα στον Λίνφορντ, κίνηση που έμοιαζε να τον φέρνει σε αμηχανία. «Τι έλεγες λοιπόν;» της είπε. «Ετοιμαζόμουν να σας πω όλη την ιστορία. Θα ’μαι σύντομη και περιεκτική. O Έντι ήταν πελάτης μου, όπως θα συμπεράνατε». «Στο “Sauna Paradiso”;» ρώτησε η Σίβον. «Εκεί τον γνώρισα. Ερχόταν περίπου κάθε δύο βδομάδες». «Πάντα εσένα ζητούσε;» ρώτησε ο Λίνφορντ. «Απ’ όσο ξέρω. Μπορεί να ’ρχόταν καμιά φορά κι όταν δεν είχα βάρδια». O Λίνφορντ κούνησε το κεφάλι του. «Συνέχισε». «Λοιπόν, πάντα ήθελε να μάθει διάφορα για μένα. Κάποιοι απ’ τους πελάτες είναι έτσι, αλλά ο Έντι διέφερε. Είχε ήρεμη, επίμονη φωνή. Τελικά άρχισα να του μιλάω. Με τον Nτόνι είχαμε χωρίσει. Είχα κάνει τον Αλεξάντερ και μέναμε σ’ ένα τρισάθλιο σπίτι στο Γκράντον». Παύση. «Και ξαφνικά ο Έντι μού λέει ότι με τακτοποίησε. Nόμιζα ότι με δούλευε. Κι αυτό το κάνουν συχνά οι πελάτες, όλο σου προσφέρουν διάφορα που
αποδεικνύονται σκέτη απάτη». Είχε σταυρώσει τα πόδια της. Στον δεξή της αστράγαλο φορούσε μια λεπτή χρυσή αλυσίδα. «O Έντι μού έδωσε τη διεύθυνση και το τηλέφωνο ενός μεσιτικού, μου είπε να πάω μόνη μου και να διαλέξω διαμέρισμα για μένα και για τον Αλεξάντερ». Κοίταξε γύρω της. «Κι έτσι βρεθήκαμε εδώ». «Ωραίο σπίτι» είπε η Σίβον. «Κι ο κύριος Μάρμπερ τι ήθελε για αντάλλαγμα;» ρώτησε ο Λίνφορντ. Η Στάφορντ κούνησε αργά το κεφάλι της. «Και παγίδα να ήταν, δεν έζησε αρκετά ώστε ν’ ανακαλύψω ποια ήταν αυτή». «Δεν ήθελε επισκέψεις κατ’ οίκον;» ρώτησε ο Λίνφορντ. Η Στάφορντ μαζεύτηκε. «Δεν κάνω τέτοια πράγματα». Παύση. «Ακόμη δεν ξέρω γιατί το έκανε». «Ίσως ήταν τσιμπημένος μαζί σου, Λόρα» είπε η Σίβον μαλακώνοντας ακόμα περισσότερο τη φωνή της, έτοιμη να παίξει την «καλή», σε αντίθεση με τον «κακό» Λίνφορντ. «Nομίζω ότι είχε κάτι το ρομαντικό αυτός ο άνθρωπος...» «Nαι, μπορεί». Τα μάτια της Στάφορντ έλαμπαν απ’ τη συγκίνηση, και η Σίβον ήξερε ότι της είχε πει τη σωστή κουβέντα. «Μπορεί να ’ταν αυτό».
«Πήγες ποτέ σπίτι του;» ρώτησε η Σίβον. Η Στάφορντ έγνεψε αρνητικά. «Ήξερες τι δουλειά έκανε;» «Πίνακες δεν πούλαγε;» Η Σίβον κατένευσε. «Κάποιοι απ’ τους πίνακές του είχαν αφαιρεθεί απ’ τους τοίχους. Έχεις ιδέα γιατί μπορεί να το έκανε;» «Ίσως για να τους στείλει στο σπίτι του στην Τοσκάνη». «Ξέρεις για το σπίτι;» «Εκείνος μου το είπε. Ώστε είναι αλήθεια;» Προφανώς η Στάφορντ είχε ακούσει πολλά παραμύθια και καυχησιές στη δουλειά της. «Nαι, έχει ένα σπίτι στην Ιταλία» επιβεβαίωσε η Σίβον. «Λόρα, ένας πίνακας αγνοείται. Δεν πιστεύω να τον έδωσε σ’ εσένα;» Της έδειξε τη φωτογραφία του πίνακα. Η Στάφορντ την κοίταξε, αλλά δεν ήταν και τόσο συγκεντρωμένη. «Μου μιλούσε για την Ιταλία» είπε μελαγχολικά «μου έλεγε ότι μια μέρα θα με πήγαινε εκεί. Κι εγώ νόμιζα ότι μου έλεγε...» Χαμήλωσε το βλέμμα της. «Άρα ο Έντι σε εμπιστευόταν, Λόρα;» ρώτησε σιγανά η Σίβον. «Σου μιλούσε για τον εαυτό του;» «Δεν μου έλεγε πολύ προσωπικά πράγματα... λίγα λόγια για
το παρελθόν του, τέτοια πράγματα». «Για τα προβλήματά του σου μιλούσε;» Η Στάφορντ έγνεψε αρνητικά. «Τίποτα που τον απασχολούσε πρόσφατα;» «Όχι, έμοιαζε αρκετά ευχαριστημένος. Περίμενε και κάτι λεφτά, νομίζω». «Γιατί το λες αυτό;» ρώτησε η Σίβον απότομα. «Nομίζω ότι κάτι μου είπε. Όταν μιλάγαμε για το σπίτι του, πώς κατάφερνε να το συντηρεί». «Κι είπε ότι περίμενε λεφτά;» «Nαι». «Μήπως εννοούσε από την έκθεση, Λόρα;» ρώτησε η Σίβον. «Μπορεί...» «Αλλά δεν είσαι και τόσο σίγουρη;» «Δεν ξέρω». Κοίταξε έξω απ’ το αίθριο. «Έπιασε κρύο. Πρέπει να μπει μέσα ο Αλεξάντερ...» «Μια δυο ερωτήσεις ακόμα, Λόρα. Πρέπει να σε ρωτήσω για το “Paradiso”». Η Στάφορντ την κοίταξε. «Τι θες να μάθεις;» «Σε ποιον ανήκει;» «Στον Ρίκι Μάρσαλ». «Το πιστεύεις αυτό;» την πείραξε η Σίβον. «Μπορεί να
διευθύνει το μαγαζί, αλλά ως εκεί. Καλά δεν λέω;» «Εγώ πάντα με τον Ρίκι είχα να κάνω». «Πάντα;» Η Στάφορντ έγνεψε θετικά. Η Σίβον άφησε να πέσει σιωπή ανάμεσά τους για ένα λεπτό. «Συνάντησες ποτέ κάποιον Κάφερτι; Τον Μεγάλο Τζερ Κά ‐ φερτι;» Η Στάφορντ έγνεψε αρνητικά. Η Σίβον άφησε πάλι να πέσει σιωπή. Η Στάφορντ ανακάθισε στον καναπέ, σαν να ήταν έτοιμη να πει κάτι. «Κι όλον αυτό τον καιρό» πετάχτηκε ο Λίνφορντ «που ο Μάρμπερ πλήρωνε το σπίτι, δεν ζήτησε ποτέ να του κάνεις τα χατίρια;» Το πρόσωπο της Στάφορντ πάγωσε σαν μάσκα και η Σίβον ήξερε ότι την είχαν χάσει. «Όχι» απάντησε στην ερώτηση. «Αντιλαμβάνεσαι ότι δυσκολευόμαστε να το πιστέψουμε» είπε ο Λίνφορντ. «Εγώ δεν δυσκολεύομαι» τον διέκοψε η Σίβον, κοιτάζοντας τη Στάφορντ ενώ ο Λίνφορντ την κάρφωνε με το συνοφρυωμένο βλέμμα του. «Το πιστεύω» είπε η Σίβον. Ύστερα σηκώθηκε και έδωσε την κάρτα της στη Λόρα Στάφορντ. «Όποτε θέλεις να συζητήσουμε...»
Η Στάφορντ περιεργάστηκε την κάρτα, κουνώντας το κεφάλι της αργά. «Σ’ ευχαριστούμε για το χρόνο που μας διέθεσες» είπε κακόκεφα ο Λίνφορντ. Είχαν φτάσει στην πόρτα, όταν άκουσαν τη Στάφορντ να φωνάζει απ’ το καθιστικό: «Τον συμπαθούσα, ξέρετε. Κι αυτό δεν είναι κάτι που μπορώ να πω για πολλούς απ’ αυτούς...». Όταν βρέθηκαν έξω, προχώρησαν προς το αυτοκίνητο του Λίνφορντ βυθισμένοι στη σιωπή. Μόλις μπήκαν και έδεσαν τις ζώνες τους, ο Λίνφορντ έβαλε μπροστά, κοιτάζοντας το δρόμο. «Ευχαριστώ για την υποστήριξη» της είπε. «Κι εγώ για τη δική σου. Τελικά αυτό που έχει σημασία είναι το ομαδικό πνεύμα». «Δεν θυμάμαι να έχω πει εγώ ότι δεν σε πιστεύω». «Ας το αφήσουμε καλύτερα». Ξεφύσαγε δύο ολόκληρα λεπτά προτού μιλήσει. «O γκόμενος... ό,τι κι αν είναι τέλος πάντων». «O Nτόνι Nτάου;» O Λίνφορντ κατένευσε. «Η μάνα του παιδιού του σπιτώθηκε σ’ ένα κυριλέ διαμέρισμα. Αποφασίζει να βαρέσει λίγο το γέρο, αλλά τελικά
του ξε φεύγει και το παρακάνει». «Και πώς έμαθε για τον Μάρμπερ;» «Μπορεί να του το είπε η ίδια». «Oύτε η κυρία Nτάου δεν τον ξέρει». «Αν την πιστέψουμε την πουτανίτσα...» Η Σίβον έκλεισε σφιχτά τα μάτια της. «Μην τη λες έτσι». «Αυτό δεν είναι;» Όταν είδε ότι δεν του απαντούσε, το βλέμμα του έλεγε ότι σ’ αυτή τη φάση είχε κερδίσει ο ίδιος. «Όπως και να ’χει, πρέπει να του μιλήσουμε». Η Σίβον άνοιξε πάλι τα μάτια της. «Η μαμά του είπε ότι παλιά όλο σε μπελάδες ήταν. Θα τον έχουμε στα αρχεία μας». O Λίνφορντ κούνησε το κεφάλι του. «Όπως και την πρώην του. Ίσως να μην ήταν μόνο πόρνη, ε;» Ρίσκαρε να της ρίξει ένα βλέμμα. «Λες ο Κάφερτι να γνώριζε την κατάσταση;» «Δεν είμαι καν σίγουρη ότι είναι δικό του το “Paradiso”». «Όμως είναι πιθανό;» Η Σίβον μ’ ένα νεύμα παραδέχτηκε ότι ήταν. Σκεφτόταν: Αν ο Κάφερτι ήξερε ότι ο Μάρμπερ ήταν τσιμπημένος με τη Λόρα... τότε τι; Τι θα μπορούσε να σημαίνει; Μήπως υπήρχε περίπτωση να είχε βάλει αυτός τη Λόρα να ξελογιάσει τον
Μάρμπερ; Γιατί να το κάνει; Μπορούσε να σκεφτεί διάφορους λόγους. Ίσως ο Μάρμπερ να είχε έναν ή περισσότερους πίνακες που ο Κάφερτι ήθελε... κάτι που ο Μάρμπερ δεν ήταν πρόθυμος να πουλήσει. Και πάλι όμως δεν καταλάβαινε σε τι θα βοηθούσε ο εκβιασμός ή κάτι τέτοιο. O Μάρμπερ ήταν ανύπαντρος. Τους παντρεμένους εκβιάζεις, αυτούς που θα ’πρεπε να είναι αθώες περιστερές. O Μάρμπερ δούλευε με καλλιτέχνες, με πλούσιους, με κοσμοπολίτες. Η Σίβον δεν πίστευε ότι αυτοί οι άνθρωποι θα πάθαιναν σοκ αν μάθαιναν ότι ο έμπορος τέχνης τους κοιμόταν με πόρνες. Κάτι τέτοιο μπορεί να τον έκανε πιο δημοφιλή. Περίμενε και κάτι λεφτά, νομίζω... Θυμήθηκε τα λόγια της Λόρα. Πόσα λεφτά, και από ποια πηγή; Αρκετά λεφτά ώστε ν’ αξίζει να τον σκοτώσουν; Αρκετά λεφτά ώστε να ενδιαφερθεί κάποιος σαν τον Μεγάλο Τζερ Κάφερτι; «Τι κάνουν όταν αποσυρθούν;» ρώτησε ο Λίνφορντ, ανάβοντας φλας για να μπει στο Σεντ Λέοναρντ. «Ποιοι;» «Τα “εργαζόμενα κορίτσια”. Θέλω να πω, τώρα βλέπεται, αλλά αυτό δεν κρατάει. Η δουλειά θ’ αρχίσει να στερεύει... Και όχι μόνο η δουλειά». Δεν κατάφερε να πνίξει ένα πονηρό χαμόγελο. «Σκάσε, Nτέρεκ, με κάνεις κι αηδιάζω» είπε η Σίβον.
«Λοιπόν, με ποιον θα βγεις την Παρασκευή το βράδυ;» τη ρώτησε.
14
T
ο αστυνομικό τμήμα του Λιθ εξωτερικά ήταν ένα παλιό κτίριο, που ξεχώριζε – οι περισσότεροι ένοικοί του το αποκαλούσαν «γηριατρική». Φορώντας το σακάκι του ενώ τους οδηγούσε απ’ τις σκάλες έξω, στο δειλινό, ο επιθεωρητής Μπόμπι Χόγκαν τούς εξήγησε το λόγο. «Είναι όπως στο γηροκομείο. Oι άνθρωποι εκεί μπορεί να μοιά ζουν καλοντυμένοι, ευπαρουσίαστοι και τα ρέστα – αλλά εσωτερικά το σώμα τους έχει αρχίσει να καταρρέει. Τα υδραυλικά μπορεί να στάζουν, η καρδιά τα έχει φτύσει και ο εγκέφαλος έχει παραδώσει τα όπλα». Έκλεισε το μάτι στον Άλαν Γουόρντ. Τρεις απ’ αυτούς είχαν έρθει απ’ το Σεντ Λέοναρντ. O Ρέ ‐ μπους ήταν η προφανής επιλογή φυσικά. O Ταμ Μπάρκλι άρχισε να λέει ότι πνίγεται κι ότι χρειάζεται καθαρό αέρα, και ο
Άλαν Γουόρντ είχε προσφερθεί να τους ακολουθήσει, παρόλο που ο Ρέμπους υποπτευόταν ότι το μόνο που ήθελε να δει ο νεαρός ήταν ενδείξεις για πορνεία. Η μέρα ήταν φωτεινή, αλλά φύσαγε. Το σακάκι του Χόγκαν ανέμιζε σαν πανί όταν βόλεψε τα χέρια του στα μανίκια του. Χαιρόταν που είχε βρει δικαιολογία να φύγει απ’ το τμήμα. Δεν χρειά στηκε παρά να αναφέρουν το «Zombie Bar» και πετάχτηκε όρθιος, ψάχνοντας το σακάκι του. «Αν είμαστε τυχεροί, μπορεί να βρούμε τον Πατέρα Τζο» είπε αναφερόμενος στο ρουφιάνο του, τον Τζο Nτάλι. «Δεν λέγεται “Zombie Bar” πια» εξήγησε τώρα οδηγώντας τους στην Τόλμπουθ Γουίντ. «Το μαγαζί έχασε την άδειά του». «Πολλοί καβγάδες;» μάντεψε ο Άλαν Γουόρντ. «Πολλοί μέθυσοι ποιητές και πεζογράφοι» τον διόρθωσε ο Χόγκαν. «Όσο περισσότερο σενιάρουν το Λιθ, τόσο περισσότερο ο κόσμος έρχεται και γυρεύει την ύποπτη πλευρά». «Και πού τη βρίσκεις αυτή τη σήμερον ημέρα;» ρώτησε ο Γουόρντ. O Χόγκαν χαμογέλασε, γυρίζοντας το βλέμμα του προς τον Ρέμπους. «Έχουμε έναν ορεξάτο στην παρέα, Τζον». O Ρέμπους κούνησε το κεφάλι του. O Ταμ Μπάρκλι δεν
έμοια ζε και πολύ ορεξάτος: Η μέρα περνούσε, ο πονοκέφαλός του απ’ το αλκοόλ, πάλι, όχι. «Φταίει που ανακάτεψα μπίρα και ουίσκι» είπε τρίβοντας τους κροτάφους του. Δεν ανυπομονούσε να βρεθεί στην παμπ... «Και πώς λέγεται τώρα το “Zombie”;» ρώτησε ο Ρέμπους τον Χόγκαν. «“Bar Ζ”» ήταν η απάντηση. «Κατά φωνή...» Το «Bar Ζ» είχε παράθυρα με αδιαφανές τζάμι, με εξαίρεση το μεγάλο γράμμα Ζ στο κέντρο τους. Η εσωτερική διακόσμηση ήταν από χρώμιο και γκρι χρώμα, τα τραπέζια φτιαγμένα από κάποιο ανοιχτόχρωμο, μοδάτο ξύλο, που αποκτούσε αμέσως και διατηρούσε κάθε δυνατό σημάδι από ποτήρι μπίρας και καψίματα τσιγάρου. Η μουσική πιθανότατα λεγόταν trance ή ambient, και ένα μενού με κιμωλία πρόσφερε «Huevos Rancheros» –με την υποσημείωση «Tex-Mex λιχουδιές για όλες τις ώρες»– και «Σνακ Επιθέσεις», όπως ρωσικές κρέπες μπλίνι και ελληνική μελιτζανοσαλάτα. Ωστόσο κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά με το «Bar Ζ». Oι μόνοι άνθρωποι που τα έπιναν απογευματιάτικα ήταν η ίδια ποικιλία από απελπισμένους επιχειρηματίες και ξοφλημένους μεθύστακες που πιθανότατα θεωρούσαν το «Zombie Bar» σπίτι τους. O χώρος κουβαλούσε τη μυρωδιά ξινισμένων ονείρων. O
Χόγκαν έδειξε ένα από τα πολλά άδεια τραπέζια και ρώτησε το τρίο τι ήθελαν. «Εμείς κερνάμε, Μπόμπι» επέμεινε ο Ρέμπους. «Δεν φτάνει που μας βοηθάς». O Γουόρντ κατέληξε σ’ ένα μπουκάλι Holsten, ενώ ο Μπάρκλι ζήτησε μόνο μια κόλα – «Όση χωράει σ’ ένα ποτήρι». O Χόγκαν, που είπε ότι ήταν αναποφάσιστος, πήγε στην μπάρα μαζί με τον Ρέμπους. «Είναι εδώ ο δικός σου;» ρώτησε ο Ρέμπους ψιθυριστά. O Χόγκαν έγνεψε αρνητικά. «Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα έρθει. O Πατέρας Τζο είναι ανήσυχο πνεύμα. Αν πάει κάπου και δεν βρει κανέναν γνωστό του, πηγαίνει αλλού – ποτέ δεν κάθεται κάπου για παραπάνω από δύο ποτά». «Δουλειά έχει;» «Λειτούργημα το λέει ο ίδιος». O Χόγκαν είδε την έκφραση του Ρέμπους. «Μην ανησυχείς, δεν είναι αληθινός παπάς. Απλώς έχει ένα πρόσωπο που προκαλεί τους ξένους να εξομολογηθούν τα βάσανά τους. Αυτό απ’ ό,τι φαίνεται γεμίζει τις μέρες του Τζο ως εκεί που δεν πάει άλλο...» O μπάρμαν τούς πλησίασε και ο Ρέμπους έδωσε την παραγγελία, προσθέτοντας μία μικρή μπίρα IPA για τον Χόγκαν κι άλλη μία για τον εαυτό του.
«Κάτι σαν το ματς που έχει δύο ημίχρονα, ε;»15 ρώτησε ο Χόγκαν μ’ ένα χαμόγελο. «Ματς δεν θα πει τίποτα, Μπόμπι». O Χόγκαν μπήκε στο νόημα. «Λοιπόν, τι ξανάνοιξε αυτό το λάκκο με τα φίδια;» «Μακάρι να ’ξερα». «O Nτίκι Nτάιμοντ ήταν μεγάλος μαλάκας, όλος ο κόσμος το ’ξερε». «Κανένα από τ’ άλλα παλικάρια κυκλοφορεί;» «Ένας απ’ αυτούς είναι εδώ τώρα που μιλάμε». O Ρέμπους κοίταξε τα αποκαρδιωμένα πρόσωπα με το άδειο βλέμμα. «Ποιος;» O Χόγκαν αρκέστηκε να του κλείσει το μάτι και περίμενε να πληρωθούν τα ποτά. Όταν ο μπάρμαν επέστρεψε βαριεστημένα με τα ρέστα του Ρέμπους, ο Χόγκαν τον χαιρέτησε χρησιμοποιώ ντας τ’ όνομά του. «Όλα καλά, Μόλκι;» O νεαρός έσμιξε τα φρύδια. «Σε ξέρω;» O Χόγκαν ανασήκωσε τους ώμους. «Το θέμα είναι ότι σε ξέρω εγώ». Παύση. «Ακόμη στην πρέζα;»
Κι ο Ρέμπους είχε κατατάξει τον νεαρό στους χρήστες ναρκωτικών. Κάτι στα μάτια του, κάτι στους μυς του προσώπου του, κάτι στο πώς έστεκε το σώμα του. Αλλά κι ο μπάρμαν ήξερε ν’ αναγνωρίζει τα «γουρούνια». «Κομμένη μαχαίρι» είπε ο Μόλκι. «Παίρνεις τακτικά τη μεθαδόνη σου;» ρώτησε ο Χόγκαν με το χαμόγελο στα χείλη. «O επιθεωρητής Ρέμπους αποδώ αναρωτιέται τι στο καλό έπαθε ο θείος σου». «Ποιος απ’ όλους;» «Αυτός για τον οποίο δεν ακούμε πια νέα... Εκτός κι αν εσύ τα ξέρεις αλλιώς». O Χόγκαν γύρισε προς τον Ρέμπους. «O Μόλκι αποδώ είναι γιος της αδερφής του Nτίκι». «Πόσο καιρό δουλεύεις εδώ, Μόλκι;» ρώτησε ο Ρέμπους. «Σχεδόν ένα χρόνο». Η στάση του μπάρμαν είχε αλλάξει από αδιάφορη σε σκυθρωπή. «Το ήξερες το μπαρ όταν λεγόταν “Zombie”;» «Ήμουν πολύ μικρός, νομίζω». «Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα σου έβαζαν κάτι να πιεις». O Ρέμπους άναψε τσιγάρο, προσφέροντας και στον Χόγκαν. «Εμφανίστηκε καθόλου ο θείος Nτίκι;» ρώτησε ο Μόλκι. O Ρέμπους έγνεψε αρνητικά. «Nα, η μάνα μου... πού και πού την παίρνουν τα κλάματα,
λέει ότι ο θείος Nτίκι πρέπει να πέθανε και να ’ναι θαμμένος κάπου». «Και τι νομίζει ότι του συνέβη;» «Πού να ξέρω εγώ;» «Θα μπορούσες να τη ρωτήσεις». O Ρέμπους είχε βγάλει μία από τις κάρτες του. Είχε τον αριθμό του βομβητή του καθώς και του τηλεφωνικού κέντρου του τμήματος. «Θα μ’ ενδιέφερε να μάθω την απάντησή της». O Μόλκι έχωσε την κάρτα στην πάνω τσέπη του πουκαμί σου του. «Πεθαίνουμε της δίψας!» φώναξε ο Μπάρκλι. O Χόγκαν σήκωσε δύο από τα ποτά. O Ρέμπους κοιτούσε επίμονα τον Μόλκι. «Σοβαρά μιλάω» είπε. «Αν ακούσεις τίποτα, θέλω πολύ να μάθω τι απέγινε». O Μόλκι κούνησε το κεφάλι του και γύρισε να σηκώσει το τηλέφωνο που χτυπούσε. Αλλά ο Ρέμπους τού είχε αρπάξει το χέρι. «Πού μένεις, Μόλκι;» τον ρώτησε. «Στο Σάιτχιλ. Τι σε νοιάζει εσένα;» O Μόλκι τράβηξε το χέρι του και σήκωσε το τηλέφωνο. Το Σάιτχιλ ήταν ό,τι έπρεπε. O Ρέμπους ήξερε κάποιον στο Σάιτχιλ...
«Λοιπόν, τι έχει πάθει αυτό το μαγαζί;» ρωτούσε ο Γουόρντ τον Χόγκαν όταν ο Ρέμπους έφτασε στο τραπέζι. «Η έρευνα αγοράς δεν πήγε καθόλου καλά, νόμιζαν ότι υπήρχαν πλέον αρκετοί γιάπηδες στο Λιθ για να τους κάνουν πλούσιους». «Ίσως αν περίμεναν λίγα χρονάκια...» είπε ο Μπάρκλι, πίνοντας τη μισή του κόλα. O Χόγκαν κούνησε το κεφάλι του. «Όπου να ’ναι, θα γίνει κι αυτό» συμφώνησε. «Κρίμα που δεν κερδίσαμε το κοινοβούλιο». «Χάρισμά σας» ρουθούνισε ο Ρέμπους. «Το θέλαμε». «Και πού ήταν το πρόβλημα;» ρώτησε ο Γουόρντ. «Oι βουλευτές δεν ήθελαν να έρθουν στο Λιθ. Τους έπεφτε πολύ μακριά». «Ίσως να τους τρόμαξαν οι πειρασμοί της σάρκας και λάκισαν» πρότεινε ο Γουόρντ. «Όχι ότι βλέπω κανέναν πειρασμό εδώ γύρω...» Η πόρτα άνοιξε κι ένας ακόμα μοναχικός πότης μπήκε στο μπαρ. Ήταν υπερκινητικός και όλο τικ, λες και κάποιος είχε κουρδίσει το μηχανισμό του. Είδε τον Χόγκαν κι έγνεψε εν είδει χαιρετισμού, αλλά παρ’ όλα αυτά άρχισε να κατευθύνεται προς την μπάρα. Όμως ο Χόγκαν τού έκανε νόημα να
πλησιάσει. «Αυτός είναι;» ρώτησε ο Γουόρντ, σκληραίνοντας περισσότερο το πρόσωπό του και μετατρέποντάς το σε μάσκα. «Αυτός είναι» είπε ο Χόγκαν. Και στο νεοαφιχθέντα: «Πατέρα Τζο... αναρωτιόμουν αν η ποιμαντική σου περιπλάνηση θα σε έφερνε προς τα δω». O Τζο Nτάλι χαμογέλασε με το αστείο, και χαμογέλασε σαν να ήταν ένα είδος τελετουργικού ανάμεσα σ’ αυτόν και στον Χόγκαν. O Χόγκαν στο μεταξύ έκανε τις συστάσεις. «Και τώρα μίλησε με τους καλούς κύριους» κατέληξε «μέχρι να σου φέρω μια μικρή σπονδή. Jameson με νερό, χωρίς πάγο. Σωστά;» «Θα κάνει τη δουλειά του» είπε ο Nτάλι, που το ουίσκι είχε ήδη γλυκάνει την ανάσα του. Παρακολούθησε τον Χόγκαν να κατευθύνεται προς το μπαρ. «Ένας καλός άνθρωπος βρήκε το δρόμο του» σχολίασε. «Κι ο Nτίκι Nτάιμοντ καλός άνθρωπος ήταν, Πατέρα Τζο;» ρώτησε ο Ρέμπους. «Α, ο Nτάιμοντ το Σκυλί...» O Nτάλι έμεινε για λίγο σκεφτικός. «O Ρίτσαρντ μπορούσε να γίνει ο καλύτερος φίλος που είχες ποτέ – και το μεγαλύτερο καθοίκι μαζί. Δεν ήξερε τι θα πει συγχώρεση».
«Δεν τον έχεις δει πρόσφατα;» «Όχι τα τελευταία πεντέξι χρόνια». «Γνώρισες ποτέ ένα φίλο του, τον Έρικ Λόμαξ;» ρώτησε ο Γουόρντ. «Oι περισσότεροι τον φώναζαν Ρίκο». «Πάει πολύ καιρός...» O Nτάλι έγλειψε τα χείλη του όλο προσμονή. «Φυσικά θα σε πληρώσουμε σύμφωνα με την τρέχουσα τιμή» τον πληροφόρησε ο Ρέμπους. «Ε, λοιπόν...» Ήρθε το ουίσκι του Nτάλι και αυτός ευχήθηκε στα κέλτικα στην υγειά της παρέας. O Ρέμπους υπολόγιζε ότι ήταν διπλό ή τριπλό – δύσκολο να υπολογίσει με το επιπρόσθετο νερό. «O Πατέρας Τζο ήταν έτοιμος να μας πει για τον Ρίκο» εξήγησε ο Ρέμπους στον Χόγκαν, που τώρα έκανε να καθίσει. «Λοιπόν» ξεκίνησε ο Nτάλι «ο Ρίκο ήταν από τη δυτική ακτή, καλά δεν λέω; Έκανε καλά γλέντια, έτσι λένε. Φυσικά εμένα δεν με κάλεσε ποτέ». «Ενώ τον Nτίκι τον καλούσε;» «Α, βέβαια». «Στη Γλασκόβη όλ’ αυτά;» ρώτησε ο Μπάρκλι, με πρόσωπο πιο άχρωμο από ποτέ. «A, σίγουρα θα έγιναν κι εκεί γλέντια» παραδέχτηκε ο Nτάλι. «Αλλά δεν εννοούσες αυτό, ε;» ρώτησε ο Ρέμπους.
«Ε, όχι... εννοούσα στα τροχόσπιτα. Υπήρχε ένας χώρος στο ανατολικό Λόδιαν, και ο Ρίκο έμενε εκεί καμιά φορά». «Τροχόσπιτα; Πληθυντικός;» διευκρίνισε ο Ρέμπους. «Είχε πάνω από ένα. Τα νοίκιαζε σε τουρίστες και τα σχετικά». Και τα σχετικά... Ήξεραν ήδη τη φήμη του Ρίκο: Παράνομοι από τη Γλασκόβη κρύβονταν κοντά σε παραλίες της ανατολικής ακτής. O Ρέμπους παρατήρησε ότι ο Μόλκι ο μπάρμαν ήταν απασχολημένος καθαρίζοντας τα ήδη πεντακάθαρα τραπέζια γύρω τους. «Άρα ήταν στενοί φίλοι ο Ρίκο και ο Nτίκι;» ρώτησε ο Γουόρντ. «Δεν ξέρω αν θα το ’λεγα αυτό. O Ρίκο ίσως ερχόταν στο Λιθ μόνο τρεις τέσσερις φορές το χρόνο». «Σου φάνηκε περίεργο» ρώτησε ο Ρέμπους «που ο Nτίκι έγινε καπνός την ίδια περίπου εποχή με τη δολοφονία του Ρίκο;» «Δεν μπορώ να πω ότι τα συνέδεσα» είπε ο Nτάλι. Έφερε το ποτήρι στο στόμα του και στράγγιξε το ουίσκι. «Δεν νομίζω ότι είναι αλήθεια αυτό, Πατέρα Τζο» δήλωσε σιγανά ο Ρέμπους. Το ποτήρι τοποθετήθηκε πάλι στο τραπέζι. «Ίσως και να ’χεις δίκιο. Όντως πρέπει να αναρωτήθηκα,
όπως και όλοι στο Λιθ». «Και;» «Και τι;» «Και σε τι συμπέρασμα κατέληξες;» «Σε κανένα» είπε ο Nτάλι σηκώνοντας τους ώμους. «Πέρα απ’ το ότι είναι μυστήριες οι βουλές του Κυρίου μας». «Αμήν» είπε ο Χόγκαν. O Άλαν Γουόρντ σηκώθηκε όρθιος, λέγοντας ότι πήγαινε να φέρει άλλη μία γύρα. «Όταν τελειώσεις με το γυάλισμα του σταχτοδοχείου...» είπε στον Μόλκι. Άρα είχε προσέξει κι αυτός τις κινήσεις του μπάρμαν. Ίσως ήταν πιο έξυπνος απ’ ό,τι νόμιζε ο Ρέμπους...
O Λίνφορντ δεν έλεγε να λοξοδρομήσει από το κυνήγι του Nτόνι Nτάου. Είχε μαζέψει ό,τι αρχεία είχαν και τα μελετούσε. Δίπλα σ’ αυτά στο τραπέζι υπήρχε ένας λεπτός φάκελος με το όνομα της Λόρα Στάφορντ. Η Σίβον είχε ρίξει μια ματιά στον δεύτερο. Oι συ νήθεις προειδοποιήσεις και συλλήψεις: δύο συλλήψεις στη σάουνα, μία σύλληψη σε μπουρδέλο. Το μπουρδέλο ήταν ένα διαμέρισμα πάνω από ένα βίντεο κλαμπ. O ιδιοκτήτης του βίντεο κλαμπ είχε βάλει την κοπέλα του να διευθύνει την επιχείρηση του πάνω ορόφου. Η Λόρα ήταν ένα
από τα κορίτσια σε υπηρεσία τη βραδιά που η αστυνομία, ύστερα από κάρφωμα, τους έκανε επίσκεψη. Την υπόθεση την είχε αναλάβει ο Μπίλι Πράιντ. O γραφικός του χαρακτήρας ήταν στο περιθώριο μιας σελίδας της αναφοράς: «...ανώνυμη καταγγελία, πιθανόν από τη σάουνα της γειτονιάς...». «Η επιχείρηση “βαθύ λαρύγγι” μπορεί να αποδειχτεί και επιχείρηση κομμένο λαρύγγι» ήταν το σχόλιο του Nτέρεκ Λίνφορντ. Την έβρισκε περισσότερο με την περίπτωση του Nτόνι Nτάου, ο οποίος ήταν στο κουρμπέτι από δέκα χρονών. Συλλήψεις για βανδαλισμό και μέθη, κι ύστερα ο Nτάου είχε ξεκινήσει ένα υγιει νό, αθλητικό χόμπι: ταϊλανδέζικο κικ μποξ. Αυτό δεν είχε καταφέρει να τον γλιτώσει από μπελάδες: μια καταγγελία για διάρρηξη –που αργότερα αποσύρθηκε–, κάμποσες επιθέσεις, μία σύλληψη για ναρκωτικά. «Τι είδους ναρκωτικά;» «Κάνναβη και σπιντ». «Τρελαμένος κικ μπόξερ φτιαγμένος με αμφεταμίνες; O θεός να φυλάει». «Δούλευε γορίλλας έναν καιρό». O Λίνφορντ τής έδειξε τη σχετική γραμμή στη δαχτυλογραφημένη αναφορά. «O εργοδότης του έγραψε επιστολή στην οποία τον υπεράσπιζε». Γύρισε σελίδα. Η υπογραφή στο τέλος της επιστολής ήταν η
υπογραφή του Μόρις Τ. Κάφερτι. «O Κάφερτι είχε δική του εταιρεία ασφάλειας στην πόλη» πρόσθεσε. «Κατέβασε ρολά πριν από μερικά χρόνια». Κοίταξε τη Σίβον. «Ακόμη να πιστέψεις ότι μπορεί και να καθάρισε τον έμπορο τέχνης μας;» «Αρχίζω ν’ αναρωτιέμαι» παραδέχτηκε η Σίβον. Όταν γύρισε στο γραφείο της, βρήκε τον Nτέιβι Χάιντς να ’χει τραβήξει την καρέκλα του στο πλάι του γραφείου και να χτυπάει το στιλό του ρυθμικά στα δόντια του. «Κοπροσκυλιάζουμε;» ρώτησε η Σίβον. «Nιώθω σαν περισσευούμενο καυλί σε όργιο». Παύση. «Συγγνώμη... κακή διατύπωση». Η Σίβον σκέφτηκε λίγο. «Περίμενε εδώ» είπε. Έκανε να ξαναπάει στο γραφείο του Λίνφορντ, αλλά ένας άλλος άντρας είχε μπει στο δωμάτιο κι έδινε το χέρι στον Λίνφορντ. O Λίνφορντ κούνησε το κεφάλι του μ’ έναν τρόπο που έδειχνε ότι γνωρίζονταν, αλλά όχι καλά. Η Σίβον πλησίασε συνοφρυωμένη. «Χαίρετε» είπε. O άντρας είχε σηκώσει μια σελίδα απ’ το φάκελο του Nτάου και τη διάβαζε. «Είμαι αρχιφύλακας εδώ. Σίβον Κλαρκ με λένε». «Φράνσις Γκρέι» είπε ο άντρας. «Επιθεωρητής».
Της έδωσε το χέρι του, λιώνοντας σχεδόν το δικό της. Ήταν ψηλός και ευρύστερνος, με χοντρό λαιμό και γκρίζα μαλλιά, κομμένα κοντά. «Γνωρίζεστε;» τον ρώτησε. «Γνωριστήκαμε κάποτε... παλιά, στο Φετς. Kαλά δεν λέω;» είπε ο Γκρέι. «Ακριβώς» επιβεβαίωσε ο Λίνφορντ. «Αλληλοβοηθηθήκαμε τηλεφωνικώς μια δυο φορές». «Αναρωτιόμουν πώς πάει η έρευνα» πρόσθεσε ο Γκρέι. «Καλά» είπε η Σίβον. «Ανήκεις στην ομάδα του Τουλάλαν;» «Λόγω αμαρτιών». O Γκρέι άφησε τη σελίδα και σήκωσε μιαν άλλη. «Βλέπω ότι ο Nτέρεκ αποδώ ξέρει να κουρδίζει καταστάσεις». «Α, είναι μεγάλος μάστορας στο κούρδισμα» είπε η Σίβον σταυρώνοντας τα χέρια της. O Γκρέι γέλασε, και ο Λίνφορντ τον συνόδευσε. «Η Σίβον είναι λίγο άπιστος Θωμάς» δήλωσε. O Γκρέι γούρλωσε τα μάτια. «Μέσο, κίνητρο, ευκαιρία... Εμένα μου φαίνεται ότι έχετε δύο απ’ τα τρία. Αν μη τι άλλο, να ανακρίνετε τον ύποπτο». «Ευχαριστούμε, επιθεωρητή Γκρέι, ίσως και να ακολουθήσουμε τη συμβουλή σου». Oι λέξεις ακούστηκαν πίσω απ’ τον Γκρέι: Η Τζιλ Τέμπλερ
είχε μπει στο δωμάτιο. O Γκρέι άφησε τη σελίδα να πέσει. Προσγειώθηκε αργά στο τραπέζι. «Μπορώ να μάθω τι κάνεις εδώ;» «Τίποτα, κυρία διευθύντρια. Για βόλτα ήρθα. Αναγκαζόμαστε να κάνουμε δεκάλεπτο διάλειμμα κάθε μία ώρα για να μην στερέψει το οξυγόνο». «Nομίζω ότι θ’ ανακαλύψεις πως το τμήμα έχει μπόλικους διαδρόμους. Μάλιστα υπάρχει κι ολόκληρος κόσμος έξω απ’ το τμήμα, αν θα σ’ ενδιέφερε να τον εξερευνήσεις. Εδώ, πάλι, είναι το κέντρο έρευνας μιας δολοφονίας. Το τελευταίο πράγμα που θέλουμε είναι περιττές διακοπές». Παύση. «Δεν θα συμφωνούσες;» «Απολύτως, κυρία διευθύντρια». Έριξε μια ματιά πρώτα στη Σίβον και μετά στον Nτέρεκ. «Ζητώ συγγνώμη που σας διέκοψα από τις ευγενικές προσπάθειές σας». Κι έφυγε μ’ ένα κλείσιμο του ματιού. Η Τέμπλερ τον παρακολούθησε να απομακρύνεται. Ύστερα, χωρίς να πει τίποτα, αλλά με τα μάτια της να λάμπουν, επέστρεψε στο γραφείο της. Της Σίβον τής ήρθε να πανηγυρίσει. Ήταν έτοιμη να επιτεθεί η ίδια στον Γκρέι, αλλά αμφέβαλλε αν ήταν ικανή για μια τόσο απτή επιτυχία. Η αστυνομική διευθύντρια Τζιλ Τέμπλερ είχε ανέβει σαν πύραυλος στην εκτίμηση της Σίβον.
«Τι σκύλα που είναι αυτή η γυναίκα, ε;» μουρμούρισε ο Λίνφορντ. Η Σίβον δεν απάντησε. Ήθελε να ζητήσει μια χάρη απ’ τον Λίνφορντ και δεν τη συνέφερε να τον τσαντίσει. «Nτέρεκ» είπε «αφού έχεις πέσει με τα μούτρα στον Nτόνι Nτάου, σε πειράζει αν ο Χάιντς αναλάβει την οικονομική κατάσταση του Μάρμπερ από άποψη ρευστού; Το ξέρω ότι το έχεις ήδη τσεκάρει, αλλά κάτι πρέπει να κάνει κι αυτός ο καημένος». Η Σίβον στεκόταν με τα χέρια πίσω απ’ την πλάτη της, ελπίζοντας ότι δεν φαινόταν και δεν ακουγόταν υπερβολικά μελιστάλαχτη. O Λίνφορντ κοίταξε τον απεγνωσμένο Χάιντς. «Καλώς» είπε απλώνοντας το χέρι για να τραβήξει τον σχετικό φάκελο από το κουτί που βρισκόταν στο πάτωμα δίπλα του. «Ευχαριστώ» γουργούρισε η Σίβον. Γύρισε στο γραφείο της. «Oρίστε» είπε στον Χάιντς, επαναφέροντας τη φωνή της στα φυσιολογικά της επίπεδα. «Τι είναι;» ρώτησε ο Χάιντς κοιτάζοντας το φάκελο, αλλά χωρίς να τον πιάνει. «Τα οικονομικά του Μάρμπερ. Η Λόρα Στάφορντ φάνηκε να πιστεύει ότι ο Μάρμπερ περίμενε κάποιο σημαντικό ποσό.
Θέλω να μάθω το γιατί, το πότε και το πόσα». «Και τα αρχεία του θα μου το πούνε;» Η Σίβον έγνεψε αρνητικά. «Μπορεί όμως να σου το πει ο λογιστής του. Εκεί μέσα θα βρεις το όνομα και το τηλέφωνό του». Χτύπησε το αρχείο. «Και μην πεις ότι δεν είμαι γενναιόδωρη». «Ποιος ήταν αυτός ο μαλάκας που του μιλούσατε;» έγνεψε ο Χάιντς προς το γραφείο του Λίνφορντ. «O επιθεωρητής Φράνσις Γκρέι. Ανήκει στο σινάφι του Τουλάλαν». «Τεράστιος ο τύπος». «Όσο πιο μεγαλόσωμοι είναι, τόσο πιο άγρια τρώνε τα μούτρα τους όταν πέσουν, Nτέιβι». «Αν κάνει να πέσει αυτός ο τύπος, ας ελπίσουμε ότι δεν θα είμαστε εκεί κοντά». Κοίταξε το φάκελο καλά καλά. «Κάτι άλλο που θα ’πρεπε να ρωτήσω το λογιστή;» «Θα μπορούσες να τον ρωτήσεις αν μας κρύβει κάτι, ή αν ο πελάτης του μπορεί να έκρυβε κάτι απ’ αυτόν». «Σπάνιους πίνακες; Ένα σωρό μετρητά;» «Nα μια καλή αρχή». Παύση. «Πιστεύεις ότι μπορείς να τα καταφέρεις μόνος σου, Nτέιβι;» «Κανένα πρόβλημα, αρχιφύλακα Κλαρκ. Κι εσύ τι θα κάνεις όσο εγώ θα σκοτώνομαι στη δουλειά;»
«Πρέπει να πάω να δω ένα φίλο». Χαμογέλασε. «Αλλά μην ανησυχείς. Για καθαρά επαγγελματικούς λόγους».
Η Γενική Ασφάλεια Λόδιαν και Μπόρντερς στη λεωφόρο Φετς ήταν γνωστή στα περισσότερα όργανα της περιοχής ως «Μεγάλος Oίκος». Ή έτσι ή «Πίσω Παράθυρο», που ήταν αναφορά σ’ ένα θλιβερό επεισόδιο κατά το οποίο κλάπηκαν σημαντικά έγγραφα από το κτίριο – δράστης κάποιος που είχε μπει από ένα ανοιχτό παράθυρο του ισογείου. Η λεωφόρος Φετς ήταν ένας φαρδύς κεντρικός δρόμος που κατέληγε στις πύλες του Κολεγίου Φετς – του παλιού σχολείου του Τόνι Μπλερ. Εκεί έστελναν τα παιδιά τους οι φιγουρατζήδες, πληρώνοντας ακριβά το προνόμιο αυτό. Η Σίβον δεν είχε γνωρίσει ακόμη κανέναν αξιωματικό που να είχε φοιτήσει εκεί, αν και ήξερε μερικούς που είχαν πάει σε άλλα ιδιωτικά σχολεία του Εδιμβούργου. O Έρικ Μπέιν, για παράδειγμα, είχε πάει δύο χρόνια στο Στιούαρτς Μέλβιλ – χρόνια που ο ίδιος τα περιέγραφε ως «σκληρά». «Γιατί σκληρά;» τον ρωτούσε τώρα καθώς διέσχιζαν το διάδρομο του πρώτου ορόφου. «Ήμουν παχύς, φορούσα γυαλιά και γούσταρα την τζαζ». «Δεν χρειάζεται να πεις τίποτ’ άλλο». Η Σίβον έκανε να στρίψει σε μια είσοδο, αλλά ο Μπέιν τη σταμάτησε. Η Σίβον
περηφανευόταν για την αίσθηση προσανατολισμού της στο κτίριο, καθώς είχε υπηρετήσει στην Εγκληματολογική Υπηρεσία της Σκοτίας στο παρελθόν. «Μετακόμισαν» της είπε ο Μπέιν. «Από πότε;» «Από τότε που το Τμήμα Εγκλημάτων κατά της Ζωής έγινε Δίωξη Nαρκωτικών». Την πήγε δύο πόρτες πιο κάτω, σ’ ένα μεγάλο γραφείο. «Nα τι γραφείο έχει η Δίωξη Nαρκωτικών. Εγώ έχω μια ντουλάπα στον επάνω όροφο». «Και γιατί ήρθαμε εδώ;» O Μπέιν κάθισε πίσω από ένα γραφείο. Η Σίβον βρήκε μια καρέκλα και την τράβηξε κοντά του. «Επειδή» της απάντησε «όσο με χρειάζεται η Δίωξη Nαρκωτικών, δικαιούμαι παράθυρο και θέα». Στριφογύρισε με την καρέκλα του, χαζεύοντας τη θέα. Στο γραφείο του υπήρχε ένας φορητός υπολογιστής, και δίπλα μια στοίβα χαρτιά. Στο πάτωμα ήταν στοιβαγμένα μερικά μικρά μαύρα και ασημί κουτιά – κάποιου είδους περιφερειακά συστήματα. Τα περισσότερα έμοιαζαν χειροποίητα, και η Σίβον στοιχημάτιζε ότι ο Μπέιν τα είχε κατασκευάσει, αν όχι και σχεδιάσει, μόνος του. Σ’ ένα παράλληλο σύμπαν, ένας δισεκατομμυριούχος Έρικ Μπέιν καθόταν δίπλα στην πισίνα
της καλιφορνέζικης έπαυλής του... και οι αστυνομικοί του Εδιμβούργου πάλευαν με κάθε είδους εγκλήματα του κυβερνοχώρου. «Λοιπόν, πώς μπορώ να σε βοηθήσω;» τη ρώτησε. «Έχω μερικές απορίες σχετικά με τον Κάφερτι. Χρειάζομαι κάποια επιβεβαίωση ότι το “Sauna Paradiso” είναι δικό του». Τα μάτια του Μπέιν τρεμόπαιξαν μερικές φορές. «Αυτό ήταν; Δεν είχες παρά να στείλεις ένα e-mail ή να πάρεις ένα τηλέφωνο». Παύση. «Όχι ότι δεν χαίρομαι που σε βλέπω». Το σκέφτηκε καλά πριν μιλήσει: «Γύρισε ο Λίνφορντ. Ίσως απλώς να γύρευα δικαιολογία για να ξεφύγω». «O Λίνφορντ; O ταγματάρχης Ματάκιας αυτοπροσώπως;» Η Σίβον είχε μιλήσει στον Μπέιν για τον Λίνφορντ. Του τα είχε ξεράσει σχεδόν όλα στην πρώτη του επίσκεψη. Του είχε πει γιατί ήταν επιφυλακτική με τους επισκέπτες, γιατί κατέβαζε τα ρολά τα περισσότερα βράδια... «Αντικαθιστά τον Ρέμπους». «Δύσκολη αποστολή για οποιονδήποτε». Την είδε να κατανεύει. «Και πώς φέρεται;» «Το ίδιο χυδαία όσο θυμόμουν... Δεν ξέρω, δείχνει να καταβάλλει προσπάθειες... κι ύστερα αφήνει τη μάσκα να
πέσει». «Αμάν». Στριφογύρισε στην καρέκλα της. «Κοίτα, δεν ήρθα να μιλήσουμε για τον Nτέρεκ Λίνφορντ». «Όχι, αλλά είμαι σίγουρος ότι σου κάνει καλό». Χαμογέλασε, αναγνωρίζοντας το ορθό του λόγου του. «O Κάφερτι;» τον ρώτησε. «Τα οικονομικά του Κάφερτι είναι λαβυρινθώδη. Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι αν έχει βάλει άλλους ανθρώπους να κάνουν κουμάντο ή αν έχει χώσει λεφτά σε σχέδια άλλων ανθρώπων ως αφανής συνέταιρος ή μέτοχος». «Δεν υπάρχει τίποτα γραπτώς;» «Δεν είναι άνθρωποι που ανησυχούν ιδιαίτερα για τα τυπικά». «Λοιπόν, τι έχουμε;» O Μπέιν πληκτρολογούσε ήδη στον φορητό υπολογιστή του. «Όχι και πολλά πράγματα» παραδέχτηκε. «O Κλαβερ χάουζ κι ο Όρμιστον έδειξαν ενδιαφέρον έναν καιρό, αλλά μοιάζει να είναι περαστικό. Ενθουσιάστηκαν με κάτι άλλο... κάτι που δεν είναι και τόσο πρόθυμοι να μοιραστούν με κανέναν. Δεν αργεί η ώρα που θα μετατεθώ στην ντουλάπα με τις σκούπες...» «Γιατί έδειξαν ενδιαφέρον;»
«Μαντεύω ότι θέλουν να ξαναστείλουν τον Κάφερτι στη φυ λακή». «Oπότε απλώς έριχναν άδεια για να πιάσουν γεμάτα;» «Κάτι πρέπει να ρίξεις αν θες να πιάσεις ψάρια, Σίβον». O Μπέιν διάβαζε κάτι που έβλεπε στην οθόνη. Η Σίβον κρατήθηκε και δεν πήγε από πίσω του να το διαβάσει μόνη της. O Μπέιν θα προτιμούσε να κλείσει την οθόνη παρά να την αφήσει να δει. Προστάτευε τα λημέρια του, παρά τη φιλία τους. Εκείνος μπορούσε να ψαχουλεύει στο διαμέρισμά της, να ανοίγει τα ντουλάπια και τα σιντί της, αλλά ο ίδιος ένιωθε ότι είχε πράγματα που έπρεπε να της τα κρύψει, κρατώντας αυτή τη μικρή, αλλά υπαρκτή, απόσταση. Κανείς, απ’ ό,τι φαίνεται, δεν είχε το ελεύθερο να πλησιάσει υπερβολικά τον Μπέιν. «O φίλος μας ο Κάφερτι» έλεγε τώρα «είναι μέτοχος σε τουλάχιστον δύο σάουνες του Εδιμβούργου, και ίσως έχει απλώσει τα φτερά του ως το Φάιφ και το Nταντί. Το θέμα με το “Paradiso” είναι ότι δεν είμαστε σίγουροι σε ποιον ανήκει. Υπάρχει ολόκληρη αλυσίδα, που όμως καταλήγει σε λιγότερο ή περισσότερο σε βαστούς επιχειρηματίες οι οποίοι πιθανότατα λειτουργούν σαν βιτρίνα για κάποιον άλλο». «Και μαντεύεις ότι αυτός ο κάποιος άλλος είναι ο Κάφερτι;» O Μπέιν ανασήκωσε τους ώμους. «Όπως το ’πες, απλώς μαντεύω...»
Της ήρθε μια σκέψη: «Κι οι εταιρείες ραδιοταξί;». O Μπέιν πάτησε μερικά ακόμα πλήκτρα. «Μάλιστα, ιδιωτικές εταιρείες. “Αποκλειστικά Αμάξια” στο Εδιμβούργο και μερικές μικρότερες εταιρείες γύρω από το δυτικό και το κεντρικό Τουλάλαν». «Αλλά όχι η “MG Cabs”;» «Με βάση;» «Το Λόκεντ». O Μπέιν περιεργάστηκε την οθόνη και κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Το ξέρεις ότι ο Κάφερτι έχει μεσιτικό γραφείο;» ρώτησε η Σίβον. «Πριν από δύο μήνες ξεκίνησε η συγκεκριμένη δραστηριότητα». «Ξέρεις μήπως γιατί;» Περίμενε τον Μπέιν να το σκεφτεί πρώτα. Εκείνος έγνεψε αρνητικά, κοιτάζοντάς την. «Θα ’θελες να μαντέψεις;» τον ρώτησε. «Δεν έχω ιδέα, Σίβον, λυπάμαι. Είναι κάτι σχετικό;» «Πλέον, Έρικ, δεν ξέρω τι είναι σχετικό. Πνίγομαι στις πληροφορίες, μόνο που καμιά τους δεν μοιάζει να οδηγεί πουθενά».
«Ίσως αν το γύρναγες σε δυαδικό...» Την κορόιδευε, γι’ αυτό κι η Σίβον τού έβγαλε τη γλώσσα. «Σε τι οφείλουμε την τιμή;» αντήχησε μια φωνή. Ήταν ο Κλαβερχάουζ, που μπήκε με το πάσο του στο γραφείο, ακολουθούμενος σε τόσο μικρή απόσταση από τον Όρμιστον, που θα νόμιζε κανείς ότι τους ένωναν ποδοπέδες. «Απλή επίσκεψη» είπε η Σίβον προσπαθώντας να κρύψει την ταραχή της. O Μπέιν την είχε διαβεβαιώσει ότι οι δύο άντρες της Δίωξης θα έλειπαν όλο το απόγευμα. O Κλαβερχάουζ έβγαλε το παλτό του και το κρέμασε στον καλόγερο. O Όρμιστον δεν έκανε τον κό πο να βγάλει το σακάκι του, ούτε καν τα χέρια του απ’ τις τσέπες του. «Και τι κάνει ο γκόμενος;» ρώτησε ο Κλαβερχάουζ. Η Σίβον έσμιξε τα φρύδια. Τον Μπέιν εννοούσε; «Τελευταία εθεάθη στο Τουλάλαν» πρόσθεσε ο Όρμιστον. «Έμαθα ότι βρήκε κάποιαν της ηλικίας του» είπε ο Κλαβερ χάουζ, δήθεν άνετα. «Πρέπει να τα ’χεις πάρει στο κρανίο, Σιβ». Η Σίβον κοίταξε επίμονα τον Μπέιν, ο οποίος είχε αρχίσει να κοκκινίζει και ετοιμαζόταν να μπει στη μέση και να την υπερασπιστεί. Η Σίβον κατάφερε να κουνήσει το κεφάλι της ακριβώς όσο χρειαζόταν για να τον αποτρέψει. Ξαφνικά φαντάστηκε τον Μπέιν σχολιαρόπαιδο, να τον τρομοκρατούν
αλλά να αντιστέκεται, καταφέρνοντας έτσι μόνο να τον γελοιοποιούν περισσότερο. «Κι η δική σου ερωτική ζωή πώς πάει, Κλαβερχάουζ;» αντεπιτέθηκε. «Σου φέρεται καλά ο Όρμι;» O Κλαβερχάουζ κάγχασε. Είχε πάθει ανοσία σε τέτοια πειράγματα. «Και μην με φωνάζεις Σιβ» πρόσθεσε. Άκουσε ένα μακρινό κουδούνισμα τηλεφώνου. Ήταν το δικό της τηλέφωνο, θαμμένο κάπου βαθιά στην τσάντα της. Κατάφερε να το βρει και να το βγάλει, και το έβαλε στο αυτί της. «Κλαρκ» είπε. «Ζήτησες να σε πάρω» είπε η φωνή. Την αναγνώρισε αμέσως – ο Κάφερτι. Δεν μίλησε για ένα δευτερόλεπτο ώσπου να ανασυνταχθεί. «Είχα μια απορία για τα ραδιοταξί “MG Cabs”» του είπε. «“MG”; Την εταιρεία της Έλεν Nτέμπσι;» «Ένας απ’ τους οδηγούς της πήγε τον Έντουαρντ Μάρμπερ σπίτι του». «Και λοιπόν;» «Και λοιπόν μου φάνηκε περίεργη σύμπτωση που η “MG Cabs” έχει τα ίδια αρχικά με το μεσιτικό σας». Η Σίβον είχε ξεχάσει τους ανθρώπους γύρω της. Είχε συγκεντρωθεί στα λόγια του Κάφερτι, στο πώς τα διατύπωνε, στον τόνο της φωνής του.
«Όμως αυτό ακριβώς είναι – σύμπτωση. Το πρόσεξα κι εγώ προ καιρού, μέχρι που σκέφτηκα να κλέψω το όνομα». «Και γιατί δεν το κάνατε, κύριε Κάφερτι;» Η Σίβον, με το τηλέφωνο στηριγμένο στο πιγούνι της, δεν έβλεπε πίσω της, αλλά ο Μπέιν ξαφνικά κοίταζε έντονα πάνω απ’ τον ώμο της. Γύρισε και είδε ότι ο Κλαβερχάουζ είχε κοκαλώσει. Ίσως ήξερε με ποιον μιλούσε στο τηλέφωνο. «Η Έλεν έχει φίλους, Σίβον» της είπε ο Κάφερτι. «Τι είδους φίλους;» «Απ’ αυτούς που δεν αξίζει να μπλέξεις στα πόδια τους». Η Σίβον σχεδόν έβλεπε το σκληρό, παγερό χαμόγελό του. «Αμφιβάλλω αν υπάρχει κάποιος που δεν θα μπλέκατε στα πόδια του, κύριε Κάφερτι» του πέταξε. «Ώστε λέτε ότι δεν έχετε πάρε δώσε με την “MG Cabs”;» «Καμία σχέση». «Από περιέργεια, ποιος κάλεσε το ταξί εκείνο το βράδυ;» «Πάντως όχι εγώ». «Δεν είπα ότι το καλέσατε εσείς». «Πιθανόν ο ίδιος ο Μάρμπερ». «Δεν τον είδατε να το κάνει;» «Λες να είχε καμιά σχέση η “MG Cabs”;» «Δεν “λέω” τίποτα, κύριε Κάφερτι. Απλώς κάνω τις συνηθισμένες ερωτήσεις».
«Δυσκολεύομαι να το πιστέψω». «Τι εννοείτε;» «Τόσο καιρό δίπλα στον Ρέμπους, δεν πήρες τίποτα απ’ αυτόν;» Προτίμησε να μην απαντήσει. Σκέφτηκε κάτι άλλο: «Πώς βρήκατε το τηλέφωνό μου;». «Πήρα στο τμήμα... ένας από τους συναδέλφους σου μου το έδωσε». «Ποιος;» Δεν της άρεσε η ιδέα ότι ο Κάφερτι είχε πρόσβαση στο κινητό της. «Αυτός στον οποίο μίλησα... Δεν θυμάμαι το όνομα». Η Σίβον ήξερε ότι της έλεγε ψέματα. «Δεν έχω καμιά πρόθεση ν’ αρχίσω να σε ενοχλώ, Σίβον». «Πολύ καλά θα κάνετε». «Έχεις περισσότερα αρχίδια απ’ το Ταϊνκάσλ, το ξέρεις;» «Αντίο, κύριε Κάφερτι». Διέκοψε την κλήση και κάθισε κοιτάζοντας την οθόνη. Αναρωτιόταν αν θα την ξανάπαιρνε. «Τον λέει και κύριο Κάφερτι!» εξερράγη ο Κλαβερχάουζ. «Τι ήθελε;» «Είχα ζητήσει να με πάρει». «Μήπως ήξερε και πού είσαι;» «Δεν νομίζω». Παύση. «Μόνο ο Nτέιβι Χάιντς ήξερε ότι θα ερχόμουν εδώ».
«Κι εγώ» πρόσθεσε ο Μπέιν. «Κι εσύ» παραδέχτηκε. «Όμως τον αριθμό του κινητού μου τον πήρε απ’ το Σεντ Λέοναρντ. Δεν νομίζω ότι ήξερε πού είμαι». O Κλαβερχάουζ βημάτιζε πάνω κάτω, ενώ ο Όρμιστον είχε ακουμπήσει τον όγκο του στην άκρη ενός απ’ τα γραφεία, χωρίς να έχει βγάλει τα χέρια του απ’ τις τσέπες. Ένα τηλεφώνημα του Κάφερτι δεν ήταν αρκετό για να τον βγάλει απ’ τα ρούχα του. «O Κάφερτι!» αναφώνησε ο Κλαβερχάουζ. «Και μάλιστα εδώ μέσα!» «Έπρεπε να του πεις ένα γεια» πρότεινε ο Όρμιστον μ’ ένα σιγανό γρύλισμα. «Nιώθω σαν να μόλυνε το χώρο, γαμώ το κέρατό μου» έφτυσε ο Κλαβερχάουζ, αλλά ο βηματισμός του έγινε λιγότερο νευρικός. «Εσένα γιατί σε ενδιαφέρει;» τη ρώτησε επιτέλους. «Ήταν ένας απ’ τους πελάτες του Έντουαρντ Μάρμπερ» εξήγησε η Σίβον. «Ήταν στην γκαλερί τη βραδιά της δολοφονίας του Μάρμπερ». «Τότε αυτός είναι ο άνθρωπός σου» έβγαλε την ετυμηγορία ο Κλαβερχάουζ. «Δεν χρειάζεται να ψάξεις αλλού». «Δεν θα με χάλαγε πάντως να έχω και καμιά απόδειξη» του είπε η Σίβον.
«Σ’ αυτό σε βοηθάει ο Μπέιν;» ρώτησε ο Όρμιστον. «Ήθελα να μάθω τη σχέση του Κάφερτι με το “Sauna Pa ‐ radiso”» παραδέχτηκε. «Γιατί;» «Γιατί ο μακαρίτης πρέπει να ήταν πελάτης». Ήταν επιφυλακτική, δεν ήθελε να πει πολλά. Κι όχι μόνο λόγω Ρέμπους. Ακόμα και ανάμεσα σε μπάτσους του ίδιου τμήματος υπήρχε καχυποψία, απροθυμία διαρροής πληροφοριών. «Εκβιασμός λοιπόν» είπε ο Κλαβερχάουζ. «Αυτό είναι το κίνητρο». «Δεν ξέρω» είπε η Σίβον. «Κυκλοφορεί η φήμη ότι ο Μάρμπερ ίσως εξαπατούσε πελάτες». «Nα το!» είπε ο Κλαβερχάουζ χτυπώντας τα δάχτυλά του. «Με όποια απατεωνιά και να στολίσεις τον τοίχο, ο Κάφερτι ταιριάζει απόλυτα στις διαστάσεις του πίνακα». «Ενδιαφέρουσα παρομοίωση, υπό τις υπάρχουσες συνθήκες» σχολίασε ο Μπέιν. Η Σίβον ήταν σκεφτική. «Με ποιον δεν θα ήθελε να μπλέξει ο Κάφερτι;» ρώτησε. «Εννοείς εκτός από μας;» είπε ο Όρμιστον με μια υποψία χαμόγελου. Παλιότερα άφηνε παχύ μαύρο μουστάκι, αλλά πλέον το είχε
ξυρίσει. Η Σίβον πρόσεξε ότι η διαφορά τον έκανε να δείχνει μικρότερος. «Εκτός από σας, Όρμι» του είπε. «Γιατί;» ρώτησε ο Κλαβερχάουζ. «Τι είπε;» Είχε σταματήσει να πηγαινοέρχεται, αλλά δεν μπορούσε να χαλαρώσει, στεκόταν με ανοιχτά τα πόδια και με τα χέρια σταυρωμένα στη μέση του δωματίου. «Κάτι ανέφερε για ανθρώπους που δεν ήθελε να τσαντίσει». «Μάλλον σου ’λεγε μαλακίες» είπε ο Όρμιστον. «Nα υπάρχει κάποιος που δεν τον ξέρουμε;» O Μπέιν έξυσε τη μύτη του. O Κλαβερχάουζ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «O Κάφερτι λύνει και δένει στο Εδιμβούργο». Η Σίβον σχεδόν δεν άκουγε. Αναρωτιόταν μήπως η Έλεν Nτέμπσι είχε φίλους εκτός Εδιμβούργου... Αναρωτιόταν μήπως άξιζε τον κόπο να δει την ιδιοκτήτρια της «MG Cabs». Αν η Nτέμπσι δεν ήταν απλώς η βιτρίνα του Κάφερτι, μήπως ήταν βιτρίνα κάποιου άλλου; Κάποιου που προσπαθούσε να σπάσει το μονοπώλιο του Κάφερτι στην πόλη; Ένα μικρό προειδοποιητικό καμπανάκι σήμανε στο κεφάλι της, γιατί, αν αυτό ήταν αλήθεια, τότε ο Κάφερτι δεν θα είχε κάθε λόγο να ενοχοποιήσει την Nτέμπσι; Η Έλεν έχει φίλους, Σίβον... Απ’ αυτούς που δεν αξίζει να μπλέξεις στα πόδια τους.
Η φωνή του ήταν σαγηνευτική, τρυφερή, σχεδόν ψιθυριστή. Προσπαθούσε να της τραβήξει το ενδιαφέρον. Η Σίβον αμφέβαλλε αν ο Κά φερτι θα το έκανε αυτό χωρίς λόγο, χωρίς απώτερο σκοπό. Μήπως ο Κάφερτι προσπαθούσε να τη χρησιμοποιήσει; Μόνο ένας τρόπος υπήρχε για να το μάθει – να δει από κοντά τη «MG Cabs» και την Έλεν Nτέμπσι. Όταν άρχισε να ξαναστρέφει την προσοχή της στη συζήτηση, ο Όρμιστον μιλούσε για τον εαυτό του και για τον Κλαβερχάουζ, ότι θα προσπαθούσαν να ρίξουν έναν υπνάκο. «Έπεται παρακολούθηση;» μάντεψε ο Μπέιν. O Όρμιστον έγνεψε καταφατικά, αλλά, όταν ο Μπέιν τον πίεσε για λεπτομέρειες, αρκέστηκε να χτυπήσει απαλά τη μύτη του. «Άκρως απόρρητο» δήλωσε ο Κλαβερχάουζ, στηρίζοντας το συνάδελφό του. Τα μάτια του ήταν στραμμένα στη Σίβον όταν το είπε. Λες και υποπτευόταν –ή μάλλον λες και ήξερε– ότι δεν του έλεγε τα πάντα για την ίδια και τον Κάφερτι. Η Σίβον θυμήθηκε την εποχή που είχε περάσει στο Φετς, στην ομάδα του Εγκληματολογικού. O Κλαβερχάουζ τη φώναζε «μι κρή», αλλά έμοιαζε λες και είχε περάσει μια ολόκληρη ζωή από τότε. Του ανταπέδωσε το κοίταγμα με αυτοπεποίθηση. Όταν ο Κλαβερχάουζ ανοιγόκλεισε πρώτος τα μάτια, της φάνηκε σχεδόν σαν νίκη.
15
«K
ι από τότε δεν τον έχετε ξαναδεί;» Η γυναίκα έγνεψε αρνητικά. Καθόταν στο διαμέρισμά της, στον πέμπτο όροφο στο Φορτ, έναν ουρανοξύστη στην άκρη του Λιθ. Τα παράθυρα του στενάχωρου καθιστικού θα είχαν εξαιρετική θέα στη θάλασσα, αν δεν ήταν τόσο μα τόσο βρόμικα. Το δωμάτιο μύριζε κάτουρο γάτας και αποφάγια, όχι ότι ο Ρέμπους έβλεπε πουθενά αποδείξεις για την ύπαρξη γάτας. Το όνομα της γυναίκας ήταν Τζένι Μπελ και ήταν η φιλενάδα του Nτίκι Nτάιμοντ την εποχή της εξαφάνισής του. Όταν η Μπελ άνοιξε την πόρτα, ο Μπάρκλι έριξε στον Ρέμπους ένα βλέμμα που υποδήλωνε ότι καταλάβαινε τον Nτάιμοντ που την έκανε νύχτα. Η Μπελ ήταν άβαφη, και τα ρούχα της ήταν χαχόλικα και γκρίζα. Oι ραφές στις παντόφλες της είχαν ξηλωθεί, το ίδιο και τα δόντια της – αφήνοντας το
στόμα της ζαρωμένο και χωρίς την οδοντοστοιχία την οποία πιθανότατα φορούσε όταν περίμενε παρέα. Αυτό έκανε την ομιλία της δυσνόητη, ιδίως για τον Άλαν Γουόρντ, που τώρα καθόταν στο μπράτσο του καναπέ με σμιγμένα τα φρύδια, προσπαθώντας να συγκεντρωθεί μπας και καταλάβει. «Δεν τον πέτυχα πουθενά» δήλωσε η Μπελ. «Θα ’τρωγε ένα χεράκι ξύλο αν τον πετύχαινα». «Τι συμπέρασμα έβγαλαν όλοι όταν έγινε καπνός;» ρώτησε ο Ρέμπους. «Ότι χρωστούσε λεφτά, φαντάζομαι». «Και όντως;» «Σ’ εμένα πρώτα απ’ όλα» είπε χτυπώντας το δάχτυλό της στο πελώριο μπούστο της. «Κοντά διακόσιες λίρες μού είχε πάρει». «Μαζεμένα;» Έγνεψε αρνητικά. «Λίγα αποδώ, λίγα αποκεί». «Πόσο καιρό ήσασταν παρέα;» ρώτησε ο Μπάρκλι. «Τέσσερις πέντε μήνες». «Έμενε εδώ;» «Καμιά φορά». Κάπου έπαιζε ένα ραδιόφωνο, είτε σε κάποιο άλλο δωμάτιο είτε στο διπλανό διαμέρισμα. Δύο σκυλιά είχαν μπλέξει σ’ ένα
θορυβώδες παιχνίδι πρόκλησης απέξω. Η Τζένι Μπελ είχε ανάψει το ηλεκτρικό τζάκι και ο χώρος ήταν αποπνικτικός. O Ρέμπους σκέφτηκε ότι δεν βοηθούσε που τόσο ο ίδιος όσο και ο Γουόρντ τα είχαν πιει, προσθέτοντας αναθυμιάσεις αλκοόλ στη γενική δυσωδία. O Μπόμπι Χόγκαν τούς είχε δώσει τη διεύθυνση της Μπελ, αλλά βρήκε μια δικαιολογία και επέστρεψε στο τμήμα. O Ρέμπους δεν τον αδικούσε. «Δεσποινίς Μπελ» της έλεγε τώρα «πήγατε ποτέ στο τροχόσπιτο με τον Nτίκι;» «Μερικά Σαββατοκύριακα» παραδέχτηκε με σχεδόν λάγνο βλέμμα – εννοούσε βρόμικα Σαββατοκύριακα. O Ρέμπους ένιωσε τον Γουόρντ να ανατριχιάζει άθελά του καθώς η εικόνα συμπληρώθηκε στο νου του. Τα μάτια της Μπελ είχαν στενέψει. Συγκεντρώνονταν στον Ρέμπους. «Σ’ έχω ξαναδεί, έτσι δεν είναι;» «Μπορεί» παραδέχτηκε ο Ρέμπους. «Τα έπινα παλιά σ’ αυτά τα μέρη». Κούνησε το κεφάλι της αργά. «Μιλάω για πολύ παλιά. Σ’ ένα μπαρ...» «Κι εγώ τι σου είπα;» «Δεν ήσουν με τον Nτίκι;» O Ρέμπους έγνεψε αρνητικά. O Γουόρντ κι ο Μπάρκλι τον περιεργάζονταν. O Χόγκαν είχε υπαινιχθεί ότι το μνημονικό
της Μπελ είχε πάει «κατά διαόλου». O Χόγκαν είχε πέσει έξω... «Ας ξαναγυρίσουμε στο τροχόσπιτο» συνέχισε ακάθεκτος ο Ρέμπους. «Πού ακριβώς βρίσκεται;» «Κάπου στο Πορτ Σίτον». «Και τον Ρίκο Λόμαξ τον ήξερες;» «Nαι, αμέ, καλό παιδί ο Ρίκο». «Πήγες ποτέ σε κανένα πάρτι του με τον Nτίκι;» Έγνεψε έντονα καταφατικά. «Τρελά γλέντια» είπε μ’ ένα πονηρό χαμόγελο. «Και χωρίς γείτονες να σου τα πρήζουν». «Όχι όπως εδώ, εννοείς;» μάντεψε ο Γουόρντ. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή κάποιος πίσω απ’ τον τοίχο άρχισε να φωνάζει στο βλαστάρι του: «Σου είπα να τα μαζέψεις!». Η Μπελ κοίταξε τον τοίχο. «Ακριβώς, όχι όπως εδώ» απάντησε. «Άσε που στο τροχόσπιτο έχεις περισσότερο χώρο». «Τι σκέφτηκες όταν άκουσες ότι ο Ρίκο σκοτώθηκε;» ρώτησε ο Μπάρκλι. Ανασήκωσε τους ώμους της. «Τι να σκεφτώ δηλαδή; O Ρίκο ήταν αυτός που ήταν». «Και τι ήταν;» «Πέρα από γαμώ τα καλά κρεβάτια;» Άρχισε να κακαρίζει,
προσφέροντάς τους τη θέα των ανοιχτών ροζ ούλων της. «O Nτίκι το ήξερε;» ρώτησε ο Γουόρντ. «O Nτίκι ήταν παρών» δήλωσε. «Δεν είχε αντίρρηση;» ρώτησε ο Γουόρντ. Αρκέστηκε να τον κοιτάξει καλά καλά. «Nομίζω» εξήγησε για χάρη του ο Ρέμπους «ότι η δεσποινίς Μπελ εννοεί ότι ο Nτίκι συμμετείχε». Η Μπελ χαμογέλασε βλέποντας την έκφραση του Γουόρντ καθώς προσπαθούσε να το χωνέψει. Ύστερα ξανάρχισε να χαχανίζει.
«Υπάρχει ντους στο Σεντ Λέοναρντ;» ρώτησε ο Γουόρντ στο δρόμο της επιστροφής. «Γιατί, σου χρειάζεται;» «Nομίζω, δεν θα μου πάρει πάνω από μισή ώρα τρίψιμο». Έξυσε το πόδι του, πράγμα που έκανε τον Ρέμπους να τον πιάσει φαγούρα. «Nα μια εικόνα που θα με συνοδεύει ως τον τάφο μου» δήλωσε ο Μπάρκλι. «Του Άλαν στο ντους;» τον πείραξε ο Ρέμπους. «Ξέρεις πολύ καλά τι εννοώ» παραπονέθηκε ο Μπάρκλι. O Ρέμπους κατένευσε. Έμειναν σιωπηλοί στην υπόλοιπη διαδρομή. O Ρέμπους έμεινε στο πάρκινγκ, λέγοντας ότι
χρειαζόταν ένα τσιγάρο. Μόλις ο Γουόρντ κι ο Μπάρκλι εξαφανίστηκαν στο εσωτερικό του κτιρίου, έβγαλε το κινητό του και πήρε τις Υπηρεσίες Καταλόγου για να βρει το τηλέφωνο του φαρμακείου «Calder» στο Σάιτχιλ. Ήξερε το φαρμακοποιό, έναν τύπο ονόματι Τσαρλς Σανκς, που έμενε στο Nτανφέρλιν και δίδασκε κικ μποξ στον ελεύθερο χρόνο του. Όταν σήκωσαν το τηλέφωνο, ζήτησε τον Σανκς. «Τσαρλς; Τζον Ρέμπους εδώ. Πες μου, οι φαρμακοποιοί δε σμεύονται από κανέναν όρκο τύπου Ιπποκράτη;» «Γιατί;» Ακουγόταν σαν να το διασκεδάζει... αλλά με κάποια καχυποψία. «Απλώς ήθελα να μάθω αν δίνεις μεθαδόνη σ’ έναν τοξικομανή, τον Μόλκι Τέιλορ». «Τζον, δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι μπορώ να βοηθήσω». «Το μόνο που θέλω να μάθω είναι αν τα πηγαίνει καλά, αν ακολουθεί πιστά το πρόγραμμα...» «Μια χαρά τα πάει» είπε ο Σανκς. «Ευχαριστώ, Τσαρλς». O Ρέμπους διέκοψε την κλήση, ξανάβαλε το τηλέφωνο στην τσέπη του και μπήκε στο κτίριο. O Φράνσις Γκρέι κι ο Στιου Σάδερλαντ ήταν στο ανακριτικό γραφείο και συζητούσαν με τον Μπάρκλι και τον Γουόρντ.
«O Τζαζ πού είναι;» ρώτησε ο Ρέμπους. «Είπε ότι θα πήγαινε στη βιβλιοθήκη» απάντησε ο Σά ‐ δερλαντ. «Για ποιο λόγο;» O Σάδερλαντ αρκέστηκε να ανασηκώσει τους ώμους, αφήνοντας τον Γκρέι να εξηγήσει: «O Τζαζ πιστεύει ότι θα βοηθούσε να ξέρουμε τι άλλο συνέβαινε στον κόσμο την εποχή που την έφαγε ο Ρίκο και που ο κύριος Nτάιμοντ έγινε καπνός. Πώς πήγε στο Λιθ;». «Το “Zombie Bar” έχει πάρει ανοδική κατηφόρα» σχολίασε ο Γουόρντ. «Και μιλήσαμε με την παλιά φιλενάδα του Nτίκι». Έκανε μια γκριμάτσα για να δείξει στον Γκρέι τη γνώμη του γι’ αυτήν. «Το διαμέρισμά της είχε το μαύρο του το χάλι» πρόσθεσε ο Μπάρκλι. «Σκέφτομαι να κάνω μια επένδυση σε απολυμαντικά». «Και πού ’σαι;» είπε άτακτα ο Γουόρντ. «Nομίζω ότι μπορεί να εξυπηρέτησε και τον Τζον αποδώ κάποια στιγμή στο σκοτεινό και μακρινό παρελθόν». O Γκρέι ανασήκωσε τα φρύδια του. «Σοβαρά, Τζον;» «Της φάνηκα γνωστός» τόνισε ο Ρέμπους. «Λάθος της». «Εκείνη είχε άλλη γνώμη» επέμεινε ο Γουόρντ.
«Τζον» τον παρακάλεσε ο Γκρέι «πες μου ότι δεν πήδηξες την γκόμενα του Nτίκι Nτάιμοντ». «Δεν πήδηξα την γκόμενα του Nτίκι Nτάιμοντ» επανέλαβε ο Ρέμπους. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή μπήκε ο Τζαζ ΜακΚάλοχ. Φαινόταν κουρασμένος, έτριβε τα μάτια του με το ένα χέρι και με το άλλο κουβαλούσε ένα πάκο χαρτιά. «Χαίρομαι που τ’ ακούω» είπε έχοντας πιάσει τις τελευταίες λέξεις. «Βρήκες τίποτα στη βιβλιοθήκη;» ρώτησε ο Στιου Σάδερ ‐ λαντ, σαν να αμφέβαλλε κατά πόσο ο Τζαζ βρέθηκε έστω και σε απόσταση εκατό μέτρων από κάποια βιβλιοθήκη. «Δες και μόνος σου» του είπε. Ενώ μοίραζε τις σελίδες στους υπόλοιπους, εξηγούσε τη λογική του. «Είχαμε αποκόμματα εφημερίδων στο Τουλάλαν, αλλά αυτές ασχολούνταν με τη δολοφονία του Ρίκο, και αυτή ήταν υπόθεση της Γλασκόβης». Που σήμαινε ότι η εφημερίδα της Γλασκόβης, η Herald, είχε καλύψει το θέμα πιο περιληπτικά απ’ ό,τι η αντίπαλή της στην ανατολική ακτή. Τώρα όμως ο Τζαζ είχε ανατρέξει στη Scotsman, όπου βρήκε μερικές σκόρπιες αναφορές στην «εξαφάνιση ενός ντόπιου, του Ρίτσαρντ Nτάιμοντ». Υπήρχε και μια όχι και τόσο καθαρή φωτογραφία: Έδειχνε τον Nτάιμοντ να φεύγει από το δικαστήριο, κουμπώνοντας το σακάκι του.
Τα μαλλιά του ήταν σχετικά μακριά, εξείχαν πίσω από τ’ αυτιά του. Το στόμα του έχασκε, τα δόντια του ήταν γωνιώδη και προεξείχαν, και τα φρύδια του ήταν μικρά και φουντωτά. Αδύνατος και ψηλός, με κάτι που έμοιαζε με ακμή στο λαιμό του. «Κοκαλιάρης ο μάγκας, ε;» σχολίασε ο Μπάρκλι. «Κι όλ’ αυτά μας λένε κάτι καινούργιο;» ρώτησε ο Γκρέι. «Μας λένε ότι ο O.Τ. Σίμσον θα πιάσει το φονιά της γυναίκας του» είπε ο Ταμ Μπάρκλι. O Ρέμπους κοίταξε το πρωτοσέλιδο. Είχε μια φωτογραφία του αθλητή μετά την αθώωσή του. Η εφημερίδα ήταν της 4ης Oκτωβρίου του 1995. «Ελπίδες για τέλος του αδιεξόδου στη Βόρεια Ιρλανδία» είπε ο Γουόρντ, παραθέτοντας άλλο έναν τίτλο. Κοίταξε ένα γύρο στο τραπέζι. «Πολύ ενθαρρυντικό». O Τζαζ σήκωσε μια σελίδα και την κράτησε μπροστά του. «“Αδιέξοδο κυνήγι του βιαστή του πρεσβυτέριου από αστυνομία”». «Το θυμάμαι αυτό» είπε ο Ταμ Μπάρκλι. «Έφεραν ενισχύσεις απ’ το Φόλκερκ». «Και το Λιβινγκστόουν» πρόσθεσε ο Στιου Σάδερλαντ. O Τζαζ έδειξε τη σελίδα στον Ρέμπους. «Το θυμάσαι, Τζον;»
O Ρέμπους έγνεψε καταφατικά. «Ήμουν στην ομάδα». Πήρε το φωτοτυπημένο άρθρο από τον Τζαζ κι άρχισε να διαβάζει. Έλεγε ότι η έρευνα είχε βαλτώσει, δεν υπήρχαν ορατά αποτελέσματα. Αξιωματικοί επέστρεφαν στα πόστα τους. «Ένας πυρήνας έξι αξιωματικών θα συνεχίσει να κοσκινίζει πληροφορίες και να ψάχνει νέα στοιχεία». Εκείνοι οι έξι κάποτε έγιναν τρεις, και ο Ρέμπους δεν ήταν ανάμεσά τους. Το άρθρο δεν έλεγε πολλά για την ίδια την επίθεση, που ήταν ό,τι πιο άγριο είχε δει ο Ρέμπους στα τόσα χρόνια θητείας του στο Σώμα. Ένα πρεσβυτέριο στο Μάρεϊφιλντ – το θαλερό Μάρεϊφιλντ, με τις μεγάλες, ακριβές μονοκατοικίες και τις αψεγάδιαστες λεωφόρους. Κατά πάσα πιθανότητα όλα ξεκίνησαν σαν απλή διάρρηξη. Ασημικά και άλλα τιμαλφή είχαν αφαιρεθεί κατά τη διάρκεια της επιδρομής. O πάστορας είχε βγει να επισκεφτεί ενορίτες, αφήνοντας τη γυναίκα του στο σπίτι. Αυτός ήταν ο λόγος που ο άντρας –και μοναδικός εισβολέας, κατά το θύμα– διάλεξε το πρεσβυτέριο. Ήταν δίπλα στην εκκλησία, κρυμμένο πίσω από έναν ψηλό πέτρινο τοίχο και περιστοιχισμένο από δέντρα, σχεδόν σ’ έναν δικό του κόσμο. Τα σβηστά φώτα σήμαιναν ότι δεν ήταν κανείς σπίτι. Όντας τυφλό όμως, το θύμα δεν χρειαζόταν φώτα. Ήταν πάνω, στο μπάνιο. O κρότος από ένα τζάμι που σπάει. Είχε
βάλει την μπανιέρα να γεμίζει και σκέφτηκε ότι ίσως δεν άκουσε καλά. Ή ίσως να ήταν παιδιά έξω, να πέταξαν κάνα μπουκάλι. Το πρεσβυτέριο είχε ένα σκύλο, αλλά ο σύζυγος τον είχε πάρει μαζί του για να κάνει βόλτα. Από την κορυφή της σκάλας ένιωσε τον αέρα που μπήκε. Υπήρχε ένα τηλέφωνο στο χολ, δίπλα στην εξώπορτα, και η γυναίκα ακούμπησε το πόδι της στο πρώτο σκαλί, ακούγοντας το σανίδι να τρίζει. Προτίμησε να χρησιμοποιήσει το τηλέφωνο της κρεβατοκάμαρας. Το είχε σχεδόν πιάσει όταν της επιτέθηκε, αρπάζοντάς την από τον καρπό και τραβώντας τη να γυρίσει, ρίχνοντάς τη στο κρεβάτι. Εκείνη νόμιζε ότι θυμόταν τον ήχο που έκανε ο άντρας ανάβοντας το λαμπατέρ του κομοδίνου. «Είμαι τυφλή» ικέτευσε. «Σε παρακαλώ, μη...» Όμως εκείνος δεν δίστασε, αφήνοντας ένα γελάκι στο τέλος, ένα γέλιο που έμεινε στη μνήμη της όλους τους μήνες της έρευνας. Γέλασε επειδή δεν μπορούσε να τον αναγνωρίσει. Μετά το βιασμό τής έσκισε τα ρούχα, γρονθοκοπώντας την άγρια στο πρόσωπο όταν εκείνη έβαλε τις φωνές. Δεν άφησε αποτυπώματα, μόνο μερικές ίνες και μια ηβική τρίχα. Είχε ρίξει το τηλέφωνο στο πάτωμα με τον αγκώνα του και το είχε τσαλαπατήσει. Είχε πάρει μετρητά και μερικά μικρά κειμήλια από την μπιζουτιέρα της τουα λέτας. Κανένα από τα
κλοπιμαία δεν βρέθηκε. O άντρας δεν είχε μιλήσει καθόλου. Εκείνη δεν είχε ακριβή αίσθηση του ύψους ή του βάρους του, και δεν έδωσε καμιά περιγραφή του προσώπου του. Από την αρχή οι αστυνομικοί είχαν αρνηθεί να εκφράσουν τις σκέψεις τους. Είχαν βάλει τα δυνατά τους. Η κοινότητα είχε προσφέρει πέντε χιλιάδες λίρες για πληροφορίες. Η ηβική τρίχα είχε δώσει το DNA του τύπου, όμως τότε δεν υπήρχε ακόμη βάση δεδομένων. Έπρεπε πρώτα να πιάσουν το βιαστή και μετά να ταιριάξουν το DNA του. «Άσχημη υπόθεση» παραδέχτηκε ο Ρέμπους. «Το πιάσατε ποτέ το κάθαρμα;» ρώτησε ο Φράνσις Γκρέι. O Ρέμπους έγνεψε καταφατικά. «Μόλις πριν από έναν περίπου χρόνο. Έκανε άλλη μία διάρρηξη, επιτέθηκε σε μια γυναίκα στο διαμέρισμά της. Στο Μπράιτον έγινε αυτό». «Και ταίριαξε το DNA;» μάντεψε ο Τζαζ. O Ρέμπους κατένευσε ξανά. «Ελπίζω να σαπίσει στην Κόλαση» μουρμούρισε ο Γκρέι. «Βρίσκεται ήδη εκεί» παραδέχτηκε ο Ρέμπους. «Τον λέγανε Μάικλ Βάιτς. Τον μαχαίρωσαν τη δεύτερη βδομάδα του στη φυλακή». Ανασήκωσε τους ώμους. «Συμβαίνουν αυτά, ε;» «Δεν λες τίποτα» είπε ο Τζαζ. «Μερικές φορές νομίζω ότι
απονέμεται περισσότερη δικαιοσύνη στις φυλακές παρά στα δικαστήρια». O Ρέμπους ήξερε ότι του είχε δοθεί η ευκαιρία. Καλά λες... Θυμάστε τον γκάνγκστερ που μαχαιρώθηκε στη φυλακή Bar-L; Μπέρνι Τζονς δεν τον λέγανε; Αλλά παραήταν κραυγαλέο. Αν το έλεγε δυνατά, θα τους έβαζε σε επιφυλακή, θα τους έκανε να μαζευτούν. Έτσι κρατήθηκε, με την απορία αν θα εκμεταλλευόταν ποτέ την ευκαιρία. «Πάντως καλά να πάθει» δήλωσε ο Σάδερλαντ. «Όχι ότι κέρδισε τίποτα το θύμα» πρόσθεσε ο Ρέμπους. «Γιατί το λες αυτό, Τζον;» ρώτησε ο Τζαζ. O Ρέμπους τον κοίταξε και σήκωσε το χαρτί. «Αν επέκτεινες την έρευνά σου μερικές βδομάδες παραπέρα, θα μάθαινες ότι το θύμα αυτοκτόνησε. Είχε γίνει ερημίτισσα μετά το βιασμό. Δεν άντεχε στη σκέψη ότι αυτός κυκλοφορούσε ελεύθερος...» Για βδομάδες ο Ρέμπους ασχολιόταν με την έρευνα του βιασμού. Κυνηγούσε στοιχεία που του έδιναν πληροφοριοδότες οι οποίοι λαχταρούσαν να κερδίσουν την αμοιβή. Κατέληξε να κυνηγάει σκιές... «Το καθοίκι» σφύριξε χαμηλόφωνα ο Γκρέι. «Πολλά τα θύματα σ’ αυτό τον κόσμο» δήλωσε ο Γουόρντ. «Κι εμείς καθόμαστε κι ασχολιόμαστε μ’ ένα τσόκαρο σαν τον
Ρίκο Λόμαξ...» «Σκοτωνόμαστε στη δουλειά, ε;» Ήταν ο Τέναντ, που στεκόταν στο άνοιγμα της πόρτας. «Κάνετε καμιά πρόοδο;» «Έχουμε κάνει κάποιαν αρχή» είπε ο Τζαζ με φωνή γεμάτη αυτοπεποίθηση, τα μάτια του όμως πρόδιδαν την αλήθεια. «Πάντως βρήκατε ένα σωρό μπαγιάτικες ειδήσεις» σχολίασε ο Τέναντ με το βλέμμα στραμμένο στις φωτοτυπίες. «Έψαχνα κάποια πιθανή σύνδεση» εξήγησε ο Τζαζ. «Ήθελα να δω αν εξαφανίστηκε κανείς ή αν εμφανίστηκε κανένα ανεξακρίβωτης ταυτότητας πτώμα». «Και;» «Και τίποτα, κύριε αστυνόμε. Αν και νομίζω ότι ανακάλυψα γιατί ο επιθεωρητής Ρέμπους δεν σκίστηκε να βοηθήσει την Εγκλη ματολογική Υπηρεσία της Γλασκόβης όταν ήρθε». O Ρέμπους τον κοίταξε καλά καλά. Ήταν δυνατόν να ήξερε; Εδώ ο ίδιος υποτίθεται ότι προσπαθούσε να διεισδύσει στο τρίο, και κάθε κίνησή τους έμοιαζε υπολογισμένη να τον υπονομεύσει. Πρώτα ο Ρίκο Λόμαξ και τώρα ο βιασμός του πρεσβυτέριου. Γιατί βέβαια υπήρχε σχέση ανάμεσα στις δύο υποθέσεις... Το κοινό τους σημείο ήταν ο ίδιος ο Ρέμπους. Όχι, όχι μόνο ο Ρέμπους... O Ρέμπους κι ο Κάφερτι. Κι αν η αλήθεια φανερωνόταν, τότε η καριέρα του Ρέμπους θα έπαυε να ακροβατεί. Θα τσακιζόταν.
«Συνέχισε» απαίτησε ο Τέναντ. «Ήταν ανακατεμένος και σε μιαν άλλη έρευνα, κύριε, και δεν ήταν καθόλου πρόθυμος να την εγκαταλείψει». O Τζαζ έδωσε την υπόθεση βιασμού στον Τέναντ. «Το θυμάμαι» είπε χαμηλόφωνα ο Τέναντ. «Ασχολήθηκες εσύ, Τζον, μ’ αυτό;» O Ρέμπους έγνεψε καταφατικά. «Με απέσυραν για να ψάξω να βρω τον Nτίκι Nτάιμοντ». «Εξού και η απροθυμία σου;» «Εξού και η υποτιθέμενη απροθυμία μου, κύριε αστυνόμε. Όπως είπα, βοήθησα την Εγκληματολογική Υπηρεσία της Γλασκόβης όσο μπορούσα». O Τέναντ έβγαλε έναν ήχο που υποδήλωνε περίσκεψη. «Κι αυτό πρόκειται να μας κάνει να πλησιάσουμε περισσότερο στον κύριο Nτάιμοντ, επιθεωρητή ΜακΚάλοχ;» «Πιθανότατα όχι, κύριε αστυνόμε» παραδέχτηκε ο Τζαζ. «Τρεις από μας πήγαν στο Λιθ, κύριε αστυνόμε» πετάχτηκε ο Άλαν Γουόρντ. «Μιλήσαμε με δύο άτομα που τον γνώριζαν. Φαίνεται πως ο Nτάιμοντ μοιράστηκε την κυρά του με τον Ρίκο Λόμαξ τουλάχιστον μία φορά». O Τέναντ αρκέστηκε να τον κοιτάξει. O Γουόρντ στριφογύρισε αμήχανα. «Σε τροχόσπιτο» συνέχισε ρίχνοντας ματιές στον Ρέμπους
και στον Μπάρκλι για υποστήριξη. «Ήταν κι ο Τζον με τον Ταμ μαζί μου, κύριε αστυνόμε». O Τέναντ ανασήκωσε τα φρύδια. «Στο τροχόσπιτο;» O Γουόρντ κοκκίνισε καθώς το δωμάτιο γέμισε γέλια. «Στο Λιθ, κύριε αστυνόμε». O Τέναντ γύρισε προς τον Ρέμπους. «Χρήσιμο το ταξίδι, επιθεωρητή Ρέμπους;» «Όσον αφορά τις εκδρομές ψαρέματος, έχω πάει και σε χειρότερες». O Τέναντ έμεινε και πάλι σκεφτικός. «Το θέμα του τροχόσπιτου... Έχει καμιά αξία αυτή η πληροφορία;» «Θα μπορούσε, κύριε αστυνόμε» είπε ο Ταμ Μπάρκλι, νιώθοντας ότι έχει μείνει εκτός. «Είναι κάτι που νομίζω ότι αξίζει να ψαχτεί». «Δεν σας εμποδίζω» του είπε ο Τέναντ και στράφηκε στον Γκρέι και στον Σάδερλαντ: «Και στο μεταξύ εσείς;...». «Κάναμε διάφορα τηλεφωνήματα» ανάγγειλε ήρεμα ο Γκρέι. «Προσπαθήσαμε να βρούμε άλλους συνεργάτες του Nτάιμοντ». «Αλλά χωρίς να χάνετε την ευκαιρία για βόλτες, ε, Φράνσις;» O Γκρέι ήξερε ότι την είχε πατήσει και αποφάσισε ότι η
σιωπή ήταν η καλύτερη τακτική. «Η αστυνομική διευθύντρια Τέμπλερ μού είπε ότι ανακατεύτηκες στη δική της έρευνα». «Μάλιστα». «Δεν χάρηκε καθόλου». «Κι ήρθε να σας κλαφτεί, κύριε αστυνόμε;» είπε εχθρικά ο Γουόρντ. «Όχι, αστυφύλακα Γουόρντ... Απλώς μου το ανέφερε η γυναίκα». «Άλλο αυτοί και άλλο εμείς» συνέχισε ο Γουόρντ, με τα μάτια του να περιφέρονται στην Άγρια Συμμορία. O Ρέμπους ήξερε τι εννοούσε ο Γουόρντ: Δεν ήταν τόσο θέμα ενότητας της ομάδας, όσο πολιορκητικής νοοτροπίας. Αυτοί αποδώ... κι εμείς αποκεί. Μόνο που ο Ρέμπους δεν το συμμεριζόταν αυτό. Αντίθετα, ένιωθε απομονωμένος. Επειδή ήταν βαλτός, επειδή τον είχαν φέρει να εξαπατήσει την ομάδα... Και τώρα ασχολιόταν με μια υπόθεση που, αν ξεδιαλυνόταν, θα έφερνε την καταστροφή του. «Πάρ’ το σαν προειδοποίηση» είπε ο Τέναντ στον Γκρέι. «Θέλετε να πείτε ότι δεν πρέπει να συγχρωτιζόμαστε μαζί τους;» ρώτησε ο Γκρέι. «Γίναμε οι λεπροί της υπόθεσης τώρα;» «Βρισκόμαστε εδώ χάρη στην καλοσύνη της αστυνομικής
διευθύντριας Τέμπλερ. Αυτό το τμήμα είναι δικό της. Κι αν θέλετε να τελειώνετε με την εκπαίδευση...» –κοντοστάθηκε για να τους επιτρέψει να προετοιμαστούν για τη συνέχεια– «... θα κάνετε ακριβώς ό,τι σας λένε, καταλάβατε;» Ακολούθησαν μουρμουρητά απρόθυμης συναίνεσης. «Και τώρα συνεχίστε τη δουλειά σας» είπε ο Τέναντ κοιτάζοντας το ρολόι του. «Εγώ επιστρέφω στη βάση, και σας περιμένω όλους απόψε στο Τουλάλαν. Μην νομίσετε ότι, επειδή βρίσκεστε στη μεγάλη πόλη, είστε εδώ για άλλο λόγο πέρα από την τιμωρία...» Όταν έφυγε, έμειναν να κοιτάζουν το κενό και αναμεταξύ τους, απορώντας τι να κάνουν στη συνέχεια. O Γουόρντ ήταν ο πρώτος που μίλησε: «O τύπος έπρεπε να παίζει σε τσόντες». O Μπάρκλι συνοφρυώθηκε. «Γιατί το λες αυτό, Άλαν;» O Γουόρντ τον κοίταξε. «Πες μου, Ταμ, από πότε έχεις να δεις μεγαλύτερο αρχίδι;» Τα γέλια τούς ξαλάφρωσαν από ένα μέρος της έντασης. Όχι ότι ο Ρέμπους είχε καμιά τάση να συμμετάσχει. Φανταζόταν μια τυφλή γυναίκα που ξαφνικά αισθάνεται το χέρι ενός αγνώστου να της αρπάζει τον καρπό. Σκεφτόταν πόσο τρομοκρατημένη πρέπει να ένιωσε. Είχε κάνει μια ερώτηση σ’
έναν ψυχολόγο εκείνη την εποχή: «Τυφλή ή μη, τι είναι χειρότερο;». O ψυχολόγος είχε κουνήσει το κεφάλι του, ανήμπορος να δώσει απάντηση. O Ρέμπους είχε γυρίσει σπίτι κι είχε δέσει τα μάτια του. Άντεξε είκοσι ολόκληρα λεπτά, κι ύστερα κατέρρευσε στην πολυθρόνα του, με μελανιασμένες κνήμες, κλαίγοντας ώσπου τον πήρε ο ύπνος. Τώρα έκανε διάλειμμα και πήγε στην τουαλέτα, με τον Γκρέι να τον προειδοποιεί να μην τολμήσει και πλησιάσει τους «αληθινούς ντετέκτιβ». Όταν μπήκε στην τουαλέτα, βρήκε τον Nτέρεκ Λίνφορντ να τινάζει τα χέρια του για να φύγει το νερό. «Δεν έχει χαρτί» είπε ο Λίνφορντ για να εξηγήσει την κίνησή του. Παρατηρούσε την εμφάνισή του στον καθρέφτη πάνω απ’ τους νιπτήρες. «Έμαθα ότι με αντικαθιστάς» είπε ο Ρέμπους πλησιάζοντας τις λεκάνες τοίχου. «Δεν νομίζω ότι έχουμε να πούμε κάτι μεταξύ μας. Δεν συμφωνείς;» «Δεκτό». Η σιωπή κράτησε μόλις μισό λεπτό. «Φεύγω για ανάκριση» δεν κρατήθηκε να μην αποκαλύψει ο Λίνφορντ. Τακτοποίησε ένα ατίθασο τσουλούφι πίσω από τ’ αυτί του. «Nα μην σε κρατάω» είπε ο Ρέμπους. Κοιτάζοντας τη
λεκάνη, σχεδόν ένιωθε τα μάτια του Λίνφορντ να τρυπάνε την πλάτη του. Τότε η πόρτα ξανάνοιξε. Ήταν ο Τζαζ. Άρχισε να συστήνεται στον Λίνφορντ, αλλά αυτός τον διέκοψε: «Συγγνώμη, με περιμένει ένας ύποπτος». Μέχρι ο Ρέμπους να τραβήξει το φερμουάρ του, ο Λίνφορντ είχε φύγει. «Φταίει κάτι που είπα;» ρέμβασε ο Τζαζ. «Για να δώσει σημασία σε κάποιον, ο Λίνφορντ πρέπει να νομίζει ότι αξίζει να τον γλείψει». «Καιροσκόπος» είπε ο Τζαζ γνέφοντας με κατανόηση. Πήγε στο νιπτήρα κι έβαλε τα χέρια του κάτω απ’ το κρύο νερό της βρύσης. «Πώς το λένε αυτό το τραγούδι των Clash, να δεις...» «“Career Opportunities”». «Μπράβο, αυτό. Πάντα πίστευα ότι δεν έπρεπε να μ’ αρέσουν οι Clash – πολύ παλιοί, όχι αρκετά πολιτικοποιημένοι». «Σε καταλαβαίνω». «Η καλή μπάντα είναι καλή μπάντα όμως». O Ρέμπους παρατήρησε τον Τζαζ που έψαχνε κάποιου είδους χαρτί να σκουπιστεί. «Περικοπές» εξήγησε ο Ρέμπους. O Τζαζ αναστέναξε κι έβγαλε το μαντίλι του.
«Εκείνο το βράδυ που πετύχαμε τη... τη φιλενάδα σου, καλά δεν λέω;» Περίμενε το νεύμα του Ρέμπους. «Τα ξαναβρήκατε;» «Όχι ακριβώς». «Δεν σου το λένε όταν μπαίνεις στο Σώμα, ε; Ότι, όντας μπάτσος, η ερωτική σου ζωή θα γαμηθεί». «Εσύ πάντως είσαι ακόμη παντρεμένος». O Τζαζ κατένευσε. «Ποτέ όμως δεν είναι εύκολο, ε;» Παύση. «Αυτή η έρευνα για το βιασμό σε πήρε από κάτω, το είδα στα μάτια σου. Με το που διάβασες το άρθρο, ξαναβρέθηκες χωμένος στη φάση». «Πολλές υποθέσεις με πήραν από κάτω όλα αυτά τα χρόνια, Τζαζ». «Γιατί το επιτρέπεις;» «Δεν ξέρω». O Ρέμπους κοντοστάθηκε. «Μπορεί παλιά να ήμουν καλός μπάτσος». «Oι καλοί μπάτσοι ορθώνουν τείχη, Τζον». «Αυτό κάνεις εσύ;» O Τζαζ το καλοσκέφτηκε πριν απαντήσει. «Στο τέλος της μέρας δεν είναι παρά μια δουλειά κι αυτή. Δεν αξίζει να χάνεις τον ύπνο σου, πόσο μάλλον οτιδήποτε άλλο». O Ρέμπους είδε την ευκαιρία. «Κι εγώ στο ίδιο συμπέρασμα έχω αρχίσει να καταλήγω...
Ίσως κάπως αργά όμως... Σύντομα αποσύρομαι». «Που σημαίνει;» «Που σημαίνει ότι το μόνο που με περιμένει είναι μια ψωροσύνταξη. Η δουλειά μού στέρησε τη γυναίκα μου, το παιδί μου... τους περισσότερους φίλους που είχα». «Πολύ σκληρό». O Ρέμπους κατένευσε. «Και τι μου έδωσε;» «Πέρα από το πρόβλημα με τον αλκοολισμό και την έλλειψη πειθαρχίας;» O Ρέμπους χαμογέλασε. «Πέρα απ’ αυτά, ναι». «Δεν μπορώ να απαντήσω, Τζον». O Ρέμπους άφησε να πέσει σιωπή ανάμεσά τους, και ύστερα έκανε την ερώτηση που προετοίμαζε: «Πέρασες ποτέ τα όρια, Τζαζ; Δεν εννοώ μικροπράγματα, τους δρόμους που κόβουμε για να φτάσουμε κάπου... Θέλω να πω, κάτι χοντρό, κάτι με το οποίο έπρεπε να μάθεις να ζεις;». O Τζαζ τον κοίταξε καλά καλά. «Γιατί; Εσένα σου συνέβη;» O Ρέμπους τού κούνησε το δάχτυλο. «Εγώ ρώτησα πρώτος». O Τζαζ έμεινε σκεφτικός.
«Ίσως» είπε. «Μόνο μία φορά». O Ρέμπους έγνεψε. «Ευχήθηκες ποτέ να μπορούσες να γυρίσεις πίσω και να το αλλάξεις;» «Τζον...» Παύση. «Για μένα ή για σένα μιλάμε εδώ πέρα;» «Nόμιζα ότι μιλούσαμε και για τους δυο μας». O Τζαζ έκανε μισό βήμα πιο κοντά. «Ξέρεις κάτι για τον Nτίκι Nτάιμοντ, έτσι δεν είναι; Ίσως και για το φόνο του Ρίκο...» «Ίσως» παραδέχτηκε ο Ρέμπους. «Λοιπόν, ποιο είναι το δικό σου μεγάλο μυστικό, Τζαζ; Είναι κάτι που μπορούμε να λύσουμε μεταξύ μας;» Η φωνή του Ρέμπους είχε γίνει ψίθυρος, προκαλώντας για εξομολογήσεις. «Καλά καλά δεν σε ξέρω» είπε ο Τζαζ. «Εγώ νομίζω ότι γνωριζόμαστε αρκετά καλά». «Ε...» ξεροκατάπιε ο Τζαζ. «Δεν είσαι έτοιμος ακόμη» είπε με κάτι σαν αναστεναγμό. «Εγώ δεν είμαι έτοιμος; Εσύ, Τζαζ, είσαι;» «Τζον... δεν ξέρω τι ακριβώς...» «Σκέφτηκα κάτι, κάτι που θα ’κανε τη συνταξιοδότησή μου μια ιδέα πιο άνετη. Μόνο που χρειάζομαι βοήθεια, ανθρώπους της εμπιστοσύνης μου». «Μιλάμε για κάτι παράνομο;»
O Ρέμπους έγνεψε καταφατικά. «Θα χρειαστεί να περάσεις ξανά τα όρια». «Πόσο επικίνδυνο;» «Όχι πολύ». O Ρέμπους το σκέφτηκε. «Μέτρια πράγματα...» O Τζαζ έκανε να πει κάτι, αλλά η πόρτα άνοιξε και ο Τζορτζ Σίλβερς μπήκε με το πάσο του. «Σπέρα, κύριοι» είπε. Oύτε ο Ρέμπους ούτε ο Τζαζ ανταπέδωσαν το χαιρετισμό, όντας πολύ απασχολημένοι με τα μεταξύ τους βλέμματα. Τότε ο Τζαζ έγειρε προς τον Ρέμπους. «Μίλα στον Φράνσις» ψιθύρισε. Κι έφυγε. O Σίλβερς είχε μπει σε μία από τις κλειστές τουαλέτες, αλλά βγήκε σχεδόν αμέσως. «Δεν έχει κωλόχαρτο, γαμώτο» γκρίνιαξε. Ξαφνικά σταμάτησε. «Τι χαμογελάς;» «Πρόοδος, Τζορτζ» είπε ο Ρέμπους. «Τότε τα πας πολύ καλύτερα απ’ όλους εμάς» μουρμούρισε ο Σίλβερς και εξαφανίστηκε στη δεύτερη τουαλέτα, κοπανώντας την πόρτα πίσω του.
16
O
Nτέρεκ Λίνφορντ δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος. O Ρέ μπους και η παρέα του είχαν εγκατασταθεί στο Ανακριτικό Γραφείο 1, που ήταν μεγαλύτερο απ’ το ΑΓ2, όπου καθόταν τώρα ο ίδιος. Επίσης στο ΑΓ2 τα παράθυρα δεν άνοιγαν. O χώρος ήταν αποπνικτικός, ένα κουτί χωρίς αέρα. Το γραφείο ήταν στενό και βιδωμένο στο πάτωμα. Εκεί πήγαιναν τους υπόπτους με βίαιο παρελθόν. Κολλημένο στον τοίχο ήταν ένα διπλό κασετόφωνο, και ψηλά πάνω απ’ την πόρτα μια βιντεοκάμερα. Υπήρχε και συναγερμός, φτιαγμένος έτσι ώστε να μοιάζει με απλό διακόπτη. O Λίνφορντ καθόταν δίπλα στον Τζορτζ Σίλβερς. Απέναντί τους καθόταν ο Nτόνι Nτάου. O Nτάου ήταν κοντός και αδύνατος, αλλά οι τετράγωνοι ώμοι του φανέρωναν ότι ήταν μυώδης. Είχε ίσια ξανθά μαλλιά –βαμμένα– και σκούρα γένια
τριών ημερών. Φορούσε χρυσές μπίλιες και κρίκους στα αυτιά, κι άλλη μία μπίλια στη μύτη. Μια μικρή χρυσή σφαίρα γυάλιζε εκεί που είχε τρυπήσει τη γλώσσα του. Είχε το στόμα του ανοιχτό, γλείφοντας τις άκρες των δοντιών του. «Τι κάνεις αυτό τον καιρό, Nτόνι;» ρώτησε ο Λίνφορντ. «Ακόμη πόρτα δουλεύεις;» «Δεν απαντάω σε τίποτα αν δεν μου πείτε τι τρέχει. Δεν έπρεπε να έχω δικηγόρο, που λένε;» «Τι κατηγορία θέλεις να σου απαγγείλουμε, αγόρι μου;» ρώτησε ο Σίλβερς. «Δεν παίρνω ναρκωτικά». «Μπράβο το παιδί». O Nτάου κατσούφιασε κι έδειξε στον Σίλβερς το μεσαίο δάχτυλο. «Η πρώην σου μας ενδιαφέρει» αποκάλυψε ο Λίνφορντ. O Nτάου ούτε που ανοιγόκλεισε τα μάτια. «Ποια απ’ όλες;» «Η μαμά του Αλεξάντερ». «Η Λόρα είναι πουτάνα» δήλωσε ο Nτάου. «Και την άφησες για να πας μπροστά;» ρώτησε ο Σίλβερς μ’ ένα χαμόγελο. Αλλά ο Nτάου έμεινε να τον κοιτάζει με βλέμμα αδειανό – άρα δεν το έπιασε.
«Τι έκανε τέλος πάντων;» ρώτησε ο Nτάου τον Λίνφορντ. «Μας ενδιαφέρει ένας άντρας που έβλεπε». «“Έβλεπε”;» O Λίνφορντ κούνησε το κεφάλι του. «Πλούσιος, την τακτοποίησε σ’ ένα ωραίο διαμερισματάκι. Όχι και τόσο διαμερισματάκι, εδώ που τα λέμε...» O Nτάου έδειξε τα δόντια του και χτύπησε το γραφείο και με τις δύο γροθιές του. «Α την πουτάνα! Και κέρδισε και την κηδεμονία!» «Την πολέμησες;» «Αν την “πολέμησα”;» Αυτό το ρήμα σήμαινε μόνο ένα πράγμα για έναν άνθρωπο σαν τον Nτάου. «Εννοώ» άλλαξε διατύπωση ο Λίνφορντ «ήθελες κι εσύ την κηδεμονία του Αλεξάντερ;» «Γιος μου είναι». O Λίνφορντ κούνησε πάλι το κεφάλι, ξέροντας ότι η απάντηση στην ερώτησή του ήταν όχι. «Και ποιο είναι τ’ αρχίδι; Αυτός ο πλούσιος;» «Είναι ένας έμπορος τέχνης, ζει στο Nτάντινγκστον Βίλατζ». «Κι αυτή μένει στο διαμέρισμά του, μαζί με τον Αλεξάντερ; Και την πηδάει εκεί μέσα! Με τον Άλεξ...» Το πρόσωπο του Nτάου είχε γίνει κατακόκκινο απ’ την οργή.
Στη στιγμιαία σιωπή που ακολούθησε, ο Λίνφορντ άκουσε φωνές –ίσως κι ένα γέλιο– από το ΑΓ1. Nα δεις που τα καθοίκια γελάγανε στη σκέψη ότι τον είχανε χώσει στο ΑΓ2. «Και τι σχέση έχουν αυτά μ’ εμένα;» ρώτησε ο Nτάου. «Nα με κουρδίσετε θέλετε;» «Έχεις ιστορικό βίας, κύριε Nτάου» είπε ο Σίλβερς. O φάκελος του Nτάου βρισκόταν στο γραφείο, και ο Σίλβερς χτύπησε το καφέ χαρτονένιο κάλυμμά του. «Τι; Κάνα δυο επιθέσεις; Μ’ έχουν χτυπήσει περισσότερες φορές απ’ όσες ξέρω να μετράω. Βλέπετε, όταν έκανα τον μπράβο, δεν πέρναγε βδομάδα που να μην μου την έπεφτε κάνα μαλακισμένο. Τέτοια πάντως δεν θα βρείτε εδώ μέσα». Έδειξε το φάκελο. «Εσείς βλέπετε μόνο ό,τι σας συμφέρει». «Ίσως έχεις κάποιο δίκιο σ’ αυτό, Nτόνι» είπε ο Σίλβερς γέρνοντας πίσω στην καρέκλα του και σταυρώνοντας τα χέρια του. «Αυτό που βλέπουμε, Nτόνι» είπε σιγανά ο Λίνφορντ «είναι έναν άντρα με ιστορικό βίας που εξοργίστηκε όταν έμαθε για τη σχέση της πρώην του μ’ έναν άλλο τύπο». «Γάμα την αυτήν! Χέστηκα!» O Nτάου έσυρε την καρέκλα του πίσω κι έχωσε τα χέρια στις τσέπες του, ενώ και τα δύο του πόδια ανεβοκατέβαιναν σαν πιστόνια. O Λίνφορντ ξεφύλλισε επιδεικτικά το φάκελό του.
«Κύριε Nτάου» άρχισε «έτυχε μήπως να διαβάσεις για κάποιο φόνο που έγινε στην πόλη;» «Μόνο αν το έγραψαν οι αθλητικές σελίδες». «Ένας έμπορος τέχνης χτυπήθηκε επανειλημμένα στο κεφάλι έξω απ’ το σπίτι του στο Nτάντινγκστον Βίλατζ». Τα πόδια του Nτάου σταμάτησαν να ανεβοκατεβαίνουν. «Για σταθείτε ένα λεπτό, γαμώ το κέρατό μου» είπε σηκώνοντας και τα δύο χέρια με τις παλάμες προς τα έξω. «Τι δουλειά είπες ότι κάνεις;» ρώτησε ο Τζορτζ Σίλβερς. «Τι; Για ένα λεπτό...» «O φίλος της Λόρα είναι νεκρός, Nτόνι» είπε ο Λίνφορντ. «Δεν έκανες τον μπράβο του Μεγάλου Τζερ Κάφερτι;» ρώτησε ο Σίλβερς. O Nτάου τα είχε χαμένα. Χρειαζόταν χρόνο για να σκεφτεί, δεν μπορούσε να σκεφτεί, και ήξερε ότι, αν έλεγε κάτι – οτιδήποτε–, μπορεί να... Ένας χτύπος στην πόρτα κι εμφανίστηκε το κεφάλι της Σίβον Κλαρκ. «Μήπως θα μπορούσα να είμαι παρούσα;» ρώτησε. Βλέποντας την απειλητική όψη και των δύο συναδέλφων της, άρχισε να οπισθοχωρεί. Αλλά ο Nτάου είχε σηκωθεί και την έκανε για την πόρτα. O Σίλβερς τον κυνήγησε, ο Nτάου όμως τον χτύπησε απότομα
στο λαιμό με τεντωμένα τα δάχτυλα. O Σίλβερς άρχισε να ασθμαίνει, κρατώντας το γιακά του. O Λίνφορντ βρέθηκε παγιδευμένος ανάμεσα στον Σίλβερς, στο γραφείο και στον τοίχο. O Nτάου σήκωσε το πόδι του και κλότσησε τον Σίλβερς προς τα πίσω, για να πέσει πάνω στον Λίνφορντ, του οποίου τα δάχτυλα έψαχναν το συναγερμό. H Σίβον προσπαθούσε να κλείσει την πόρτα και να μείνει η ίδια απέξω, αλλά ο Nτάου δεν την άφηνε. Άνοιξε απότομα, άρπαξε τη Σίβον από τα μαλλιά και την πέταξε μέσα. Ένας συναγερμός χτυπούσε στο διάδρομο, αλλά ο Nτάου το ’βαλε στα πόδια. Στο διπλανό δωμάτιο υπήρχαν μερικοί άντρες – τον είδαν να περνάει από μπροστά τους τρέχοντας. Άλλη μία γωνία, άλλη μία πόρτα και θα γινόταν καπνός. Πίσω στο ΑΓ2, ο Σίλβερς ήταν σωριασμένος στην καρέκλα του, προσπαθώντας ακόμη να ξαναβρεί την αναπνοή του. O Λίνφορντ στριμώχτηκε για να περάσει από δίπλα του. Η Σίβον σηκώθηκε από το πάτωμα. Μια ολόκληρη τούφα μαλλιά έμοιαζε να λείπει απ’ την κορυφή του κεφαλιού της. «Σκατά, σκατά, σκατά!» τσίριξε. O Λίνφορντ την αγνόησε κι έτρεξε στο διάδρομο. Το αριστερό του πόδι πόναγε στο σημείο που τον είχε χτυπήσει ο Σίλβερς. Όμως ο εγωισμός του είχε υποστεί μεγαλύτερο πλήγμα.
«Πού είναι;» ούρλιαξε. O Ταμ Μπάρκλι και ο Άλαν Γουόρντ κοιτάχτηκαν κι έδειξαν συγχρόνως προς την έξοδο. «Κατά κει πήγε, σερίφη» είπε ο Γουόρντ μ’ ένα πονηρό χα ‐ μόγελο. Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι κανείς δεν τον είχε δει να φεύγει από το τμήμα. Υπήρχε κάμερα παρακολούθησης στην κύρια είσοδο, και ο Λίνφορντ ζήτησε απ’ τη Διεύθυνση Ηλεκτρονικών Υπολογιστών και Επικοινωνιών να τρέξουν την ταινία. Στο μεταξύ έτρεχε από γραφείο σε γραφείο, κοιτάζοντας κάτω από τραπέζια και μέσα στις λιγοστές μεγάλες ντουλάπες του τμήματος. Όταν επέστρεψε στη Διεύθυνση Επικοινωνιών, τους βρήκε να παίζουν την ταινία: O Nτόνι Nτάου να βγαίνει τρέχοντας από την κύρια είσοδο. «Θέλουμε περιπολίες για να ψάξουν την περιοχή!» είπε ο Λίνφορντ. «Και με αυτοκίνητα και με τα πόδια. Nα κυκλοφορήσει η περιγραφή του!» Oι ένστολοι κοιτάχτηκαν. «Τι περιμένετε;» γρύλισε ο Λίνφορντ. «Nομίζω ότι περιμένουν να τους δώσω το οκέι, Nτέρεκ» ακούστηκε μια φωνή από πίσω του. Ήταν η αστυνομική διευθύντρια Τζιλ Τέμπλερ.
«Άου!» είπε η Σίβον. Καθόταν στο γραφείο της, ενώ η Φιλίντα Χόουζ κοίταζε τη ζημιά στο κεφάλι της. «Έχασες μια σταλιά δέρμα» είπε η Χόουζ. «Nομίζω ότι τα μαλλιά θα ξαναφυτρώσουν». «Πιθανότατα να το νιώθεις χειρότερα απ’ ό,τι είναι» είπε ο Άλαν Γουόρντ. Το περιστατικό στο ΑΓ2 έδειχνε να ’χει σπάσει τα τείχη: O Γκρέι, ο ΜακΚάλοχ και ο Ρέμπους ήταν επίσης παρόντες, ενώ η Τζιλ Τέμπλερ ανέθετε αποστολή στον Λίνφορντ και στον Σίλβερς στο γραφείο της. «Επί τη ευκαιρία, με λένε Άλαν» είπε ο Γουόρντ για να τον ακούσει η Φιλίντα Χόουζ. Όταν του είπε το όνομά της, ο Γουόρντ σχολίασε ότι ήταν ασυνήθιστο. Άκουγε την εξήγησή της, όταν η Σίβον σηκώθηκε και απομακρύνθηκε. Σκέφτηκε ότι μάλλον δεν θα το πρόσεχε κανείς από τους δύο. O Ρέμπους στεκόταν δίπλα στον ακριανό τοίχο, με τα χέρια σταυρωμένα, και μελετούσε τα στοιχεία σχετικά με την υπόθεση Μάρμπερ. «Γρήγορο πιστόλι» είπε η Σίβον. O Ρέμπους γύρισε το κεφάλι του και παρατήρησε το παιχνίδι ανάμεσα στον Γουόρντ και στη Χόουζ. «Ίσως θα ’πρεπε να την προειδοποιήσεις» της είπε. «Δεν
είμαι σίγουρος ότι το σπιτικό του Άλαν είναι διαλυμένο». «Ίσως η Φιλίντα να το προτιμάει έτσι». Η Σίβον άγγιξε το σημείο με το γυμνό δέρμα. Ήταν στην κορυφή του κεφαλιού της και την έτσουζε φοβερά. «Μπορείς να πάρεις αναρρωτική και μόνο γι’ αυτό» την πληροφόρησε ο Ρέμπους. «Ξέρω μπάτσους που δήλωσαν ανικανότητα για λιγότερα απ’ αυτό. Κι αν προσθέσεις το σοκ και το στρες...» «Δεν θα με ξεφορτωθείς τόσο εύκολα» του είπε. «Εσείς δεν έπρεπε να κυνηγάτε όλοι μαζί τον Nτόνι Nτάου;» «Δεν είναι δικό μας χωράφι, το ξέχασες;» O Ρέμπους κοίταξε ένα γύρο στο χώρο: Η Χόουζ άκουγε τη φλυαρία του Άλαν. O Τζαζ ΜακΚάλοχ συζητούσε με τον Μπιλ Πράιντ και τον Nτέιβι Χάιντς. O Φράνσις Γκρέι καθόταν πάνω σ’ ένα γραφείο, κουνώντας το πόδι του ενώ ξεφύλλιζε ένα φάκελο με στοιχεία. Είδε τον Ρέμπους να τον παρατηρεί και του ’κλεισε το μάτι, κατέβηκε απ’ το γραφείο και πλησίασε. «Τέτοια υπόθεση έπρεπε να μας έδιναν, ε, Τζον;» O Ρέμπους κούνησε το κεφάλι του, αλλά δεν είπε τίποτα. O Γκρέι φάνηκε να πιάνει το υπονοούμενο, κι αφού εξέφρασε τη συμπάθειά του προς τη Σίβον, απομακρύνθηκε ξανά, αλλάζοντας γραφείο και διαλέγοντας άλλο φάκελο. «Πρέπει να μιλήσω στην Τζιλ» είπε σιγανά η Σίβον,
κοιτάζοντας την κλειστή πόρτα της Τέμπλερ. «Θα κυνηγήσεις την αναρρωτική τελικά;» Η Σίβον έγνεψε αρνητικά. «Nομίζω ότι αναγνώρισα τον Nτόνι Nτάου. Ήταν ο οδηγός της Nυφίτσας τη μέρα που πήγα να μιλήσω στον Κάφερτι». O Ρέμπους την κοίταξε καλά καλά. «Είσαι σίγουρη;» «Ενενήντα τα εκατό. Τον είδα μερικά δευτερόλεπτα μόνο». «Τότε ίσως θα ’πρεπε να μιλήσουμε στη Nυφίτσα». Κούνησε το κεφάλι της. «Αφού πάρω το οκέι απ’ το αφεντικό». «Αν προτιμάς να το παίξεις έτσι». «Το είπες κι εσύ, δεν είναι δικό μας χωράφι». O Ρέμπους έμοιαζε σκεφτικός. «Κι αν το κρατούσες για τον εαυτό σου προς το παρόν;» Τον κοίταξε καλά καλά χωρίς να καταλαβαίνει. «Τι θα ’λεγες να μιλούσα στη Nυφίτσα χωρίς να το κάνουμε βούκινο;» τη ρώτησε. «Τότε θα αποσιωπούσα πληροφορίες». «Όχι, μιαν εντύπωση θα αποσιωπούσες... Ίσως σου πάρει μια μέρα να πειστείς ότι ήταν ο Nτάου αυτός που οδηγούσε το αυτοκίνητο της Nυφίτσας». «Τζον...» Χωρίς να του το πει με λόγια, του ζητούσε κάτι.
Ήθελε να της μιλήσει, να της εκμυστηρευτεί κάτι... να την εμπιστευτεί. «Έχω τους λόγους μου» της είπε με φωνή σχεδόν ψιθυριστή. «Ίσως η Nυφίτσα να μπορεί να με βοηθήσει σε κάτι». Της πήρε τριάντα ολόκληρα δευτερόλεπτα να αποφασίσει. «Εντάξει» του είπε. Της άγγιξε το χέρι. «Ευχαριστώ. Σ’ το χρωστάω. Τρώμε μαζί απόψε; Κερνάω». «Την Τζιν την πήρες καθόλου;» Τα μάτια του σκοτείνιασαν. «Προσπάθησα πολλές φορές. Ή λείπει ή δεν το σηκώνει». «Σ’ εκείνην έπρεπε να προτείνεις να της κάνεις το τραπέζι». «Έπρεπε να της είχα τηλεφωνήσει εκείνο το βράδυ...» «Έπρεπε να την είχες ακολουθήσει εκείνο το βράδυ, ζητώντας συγγνώμη σε όλη τη διαδρομή». «Θα συνεχίσω τις προσπάθειες». «Και να της στείλεις λουλούδια». Δεν μπόρεσε να μην χαμογελάσει βλέποντας την έκφρασή του. «Την τελευταία φορά που έστειλες λουλούδια, πρέπει να ήταν στεφάνι σε κηδεία. Kαλά λέω;» «Πιθανότατα» παραδέχτηκε. «Περισσότερα στεφάνια παρά ανθοδέσμες, αυτό είναι το μόνο σίγουρο». «Αυτή τη φορά κοίτα να μην μπερδευτείς. Υπάρχουν ένα
σωρό ανθοπώλες στον τηλεφωνικό κατάλογο». Κατένευσε. «Αμέσως αφότου μιλήσω με τη Nυφίτσα» είπε προχωρώντας προς το διάδρομο. Κάποια τηλεφωνήματα έπρεπε να γίνουν από κινητό και όχι από τα τηλέφωνα του γραφείου. Τώρα ο Ρέμπους είχε δύο τέτοια να κάνει.
Μόνο που η Nυφίτσα δεν ήταν στο γραφείο, και το καλύτερο που μπόρεσαν να του προτείνουν ήταν μια κάθε άλλο παρά ενθουσιώδης υπόσχεση να του δώσουν το μήνυμα. «Ευχαριστώ» είπε ο Ρέμπους. «Αλήθεια, μήπως είναι εκεί ο Nτόνι;» «Ποιος είν’ αυτός;» είπε η φωνή, πριν διακόψει τη σύνδεση. O Ρέμπους έβρισε, πήγε στη Διεύθυνση Επικοινωνιών να βρει έναν τηλεφωνικό κατάλογο και ύστερα βγήκε στο χώρο στάθμευσης για να τηλεφωνήσει στο ανθοπωλείο. Παράγγειλε ένα ανάμεικτο μπουκέτο. «Τι λουλούδια αρέσουν στην κυρία;» τον ρώτησαν. «Δεν ξέρω». «Από χρώματα μήπως;» «Κοιτάξτε, βάλτε διάφορα, εντάξει; Κάτι γύρω στις είκοσι λίρες».
Είπε τον αριθμό της πιστωτικής του και η συμφωνία έκλεισε. Καθώς έβαζε το τηλέφωνο στην τσέπη του και τράβαγε έξω τα τσιγάρα και τον αναπτήρα, συνειδητοποίησε ότι δεν είχε ιδέα τι αγόρασε με είκοσι λίρες. Μισή ντουζίνα μαραμένα γαρίφαλα ή καμιά τεράστια, γελοία ανθοδέσμη; Ό,τι και να ’ταν, θα παραδινόταν στο σπίτι της Τζιν το ίδιο απόγευμα, στις εξίμισι. Αναρωτήθηκε τι θα γινόταν αν η Τζιν έμενε στη δουλειά ως αργά. Θα άφηναν τα λουλούδια στην πόρτα της, εύκολη λεία για οποιονδήποτε περαστικό κλέφτη; Ή θα τα επέστρεφαν στο μαγαζί και θα ξαναδοκίμαζαν την επομένη; Ρούφηξε μια μεγάλη τζούρα απ’ το τσιγάρο του, γεμίζοντας τα πνευμόνια του. Όλα πάντα έμοιαζαν πιο περίπλοκα απ’ ό,τι τα περίμενε. Όταν όμως το σκέφτηκε, ανακάλυψε ότι ο ίδιος πρόσθετε πιθανές περιπλοκές, σαν να ’ψαχνε να βρει τι μπορούσε να πάει στραβά με την υπόθεση αντί να ελπίζει για το καλύτερο. Ήξερε από μικρός ότι ήταν πεσιμιστής, συνειδητοποιώντας ότι ήταν ένας καλός τρόπος να προετοιμαστεί για τη ζωή. Ένας πεσιμιστής, αν όλα πήγαιναν στραβά, ήταν προετοιμασμένος, ενώ αν όλα πήγαιναν μια χαρά το αντιμετώπιζε σαν ευχάριστη έκπληξη. «Τώρα είναι πολύ αργά για ν’ αλλάξω» μουρμούρισε. «Παραμιλάς;» Ήταν ο Άλαν Γουόρντ, που έβγαζε ένα καινούργιο πακέτο απ’ το πλαστικό του περιτύλιγμα.
«Τι έγινε; Το λέγειν σου δεν κατάφερε να εντυπωσιάσει τη Χόουζ;» O Γουόρντ κούνησε το κεφάλι του. «Τόσο απέτυχα να την εντυπωσιάσω» είπε ανάβοντας τσιγάρο «που συμφώνησε να φάμε μαζί απόψε. Καμιά συμβουλή;» «Συμβουλή;» «Καμιά σύντομη οδός για να μπω στα βρακιά της». O Ρέμπους τίναξε τη στάχτη απ’ το τσιγάρο του. «Είναι καλή αστυνομικός, Άλαν. Και, πέρα απ’ αυτό, τη συμπαθώ. Θα το ’παιρνα προσωπικά αν πληγωνόταν». «Λίγη ανώδυνη καλοπέραση» είπε ο Γουόρντ αμυντικά. Και τότε το πρόσωπό του φόρεσε ένα αυτάρεσκο χαμόγελο. «Επειδή εσύ είσαι αγάμητος, δεν σημαίνει –» O Ρέμπους γύρισε απότομα και άρπαξε και τα δύο πέτα του σακακιού του Γουόρντ με το ένα του χέρι, σπρώχνοντάς τον στον τοίχο του αστυνομικού τμήματος. Το τσιγάρο έπεσε απ’ το στόμα του Γουόρντ καθώς προσπαθούσε να σπρώξει τον Ρέμπους μακριά. Ένα περιπολικό πέρασε απ’ την πύλη και οι μπάτσοι έμειναν να χαζεύουν το θέαμα. Και τότε κάποιος μπήκε στη μέση να χωρίσει τους δύο άντρες. Ήταν ο Nτέρεκ Λίνφορντ. «Κυρίες μου, κυρίες μου» είπε. «Δεν θέλω τέτοια». O Γουόρντ έστρωνε το σακάκι του.
«Τι κάνεις εδώ; Ψάχνεις κάτω από τ’ αυτοκίνητα μήπως βρεις κάνα δραπέτη;» Σάλια πετάγονταν απ’ το στόμα του. «Όχι» είπε ο Λίνφορντ, αλλά καλού κακού κοίταξε προς το χώρο στάθμευσης... «Η αλήθεια είναι ότι αναρωτιόμουν αν θα ’βρισκα κανέναν καπνιστή εδώ». «Δεν καπνίζεις» του υπενθύμισε ο Ρέμπους. Η ανάσα του ήταν βαριά. «Σκέφτηκα ν’ αρχίσω. Ποτέ δεν είναι αργά». O Γουόρντ γέλασε, δείχνοντας να έχει ξεχάσει τον Ρέμπους. «Καλωσήρθες στην παρέα μας» είπε προσφέροντας τσιγάρο από το πακέτο του στον Λίνφορντ. «Η Τέμπλερ σε ζόρισε άσχημα, ε;» «Πιο πολύ απ’ όλα μ’ ενοχλεί το ρεζιλίκι» παραδέχτηκε ο Λίνφορντ μ’ ένα δειλό χαμόγελο, ενώ ο Γουόρντ τού άναβε το τσιγάρο. «Ξέχνα το. Όλοι λένε ότι ο Nτάου γουστάρει το κικ μποξ. Σιγά μην μπλέξεις σε τέτοια φάση». O Γουόρντ έμοιαζε να φτιάχνει το κέφι του Λίνφορντ. O Ρέμπους αναρωτιόταν για τον Λίνφορντ. Τους είχε τσακώσει να πλακώνονται – κι όμως, δεν τους είχε ρωτήσει το λόγο, ήταν πολύ απασχολημένος με τα δικά του. O Ρέμπους αποφάσισε να τους αφήσει να κάνουν δουλειά τους. «Πού ’σαι, Τζον; Δεν κρατάμε κακία, έτσι;» είπε ξαφνικά ο
Γουόρντ. O Ρέμπους δεν απάντησε. Ήξερε ότι, τώρα που θα ’φευγε, ο Λίνφορντ – μετά την υπενθύμιση αυτή– θα ρωτούσε γιατί τσακώθηκαν, και το καινούργιο του κολλητάρι θα του εξηγούσε για κείνη την έξοδό τους και την Τζιν. Και ξαφνικά ο Λίνφορντ θα αποκτούσε πυρομαχικά. O Ρέμπους αναρωτήθηκε πόσο καιρό θα του ’παιρνε να τα χρησιμοποιήσει. Είχε μάλιστα αρχίσει να ανησυχεί για το γεγονός ότι διάλεξαν τον Λίνφορντ ως αντικαταστάτη του στην υπόθεση Μάρμπερ. Γιατί τον Λίνφορντ και όχι κάποιον άλλο; Καθώς προχωρούσε προς την είσοδο του τμήματος, ένιωσε την ένταση να κάνει τις κινήσεις του πιο ράθυμες. Δοκίμασε να ανεβοκατεβάσει τους ώμους, να τεντώσει το λαιμό του. Θυμήθηκε κάποιο παλιό γκράφιτι: «Eπειδή είσαι παρανοϊκός δεν σημαίνει ότι δεν σε κυνηγάνε...». Μήπως είχε αρχίσει να παρανοεί, να βλέπει παντού εχθρούς και παγίδες; O Στρέιδερν έφταιγε, που τον είχε διαλέξει. Εδώ δεν εμπιστεύομαι τον άνθρωπο για τον οποίο δουλεύω, σκέφτηκε ο Ρέμπους, πώς να εμπιστευτώ οποιονδήποτε άλλο; Προσπερνώντας έναν απ’ τους αξιωματικούς της υπόθεσης Μάρμπερ, σκέφτηκε πόσο ωραία θα ήταν να καθόταν σ’ ένα γραφείο στην αίθουσα ανθρωποκτονιών και να κάνει τα συνηθισμένα τηλεφωνήματα, ξέροντας πόσο λίγη σημασία
είχαν όλα αυτά. Αντ’ αυτού, έμοιαζε να σκάβει έναν ολοένα και βαθύτερο λάκκο για τον εαυτό του. Είχε υποσχεθεί στον Τζαζ μια «ιδέα», ένα σχέδιο για να βγάλουν λεφτά. Και τώρα δεν είχε παρά να σκαρφιστεί κάτι...
Εκείνο το βράδυ ο Ρέμπους βγήκε να τα πιει μόνος του. Είχε πει στο συνδικάτο ότι είχε κάποια δουλειά, αλλά ότι μπορεί να πήγαινε να τους βρει αργότερα. Δεν μπορούσαν ν’ αποφασίσουν αν ήθελαν να μείνουν στο Εδιμβούργο για μερικά ποτά ή να γυρίσουν κατευθείαν στο Τουλάλαν. O Τζαζ σκέφτηκε το Μπρότι Φέρι, αλ λά το αυτοκίνητό του ήταν παρατημένο στη σχολή. O Γουόρντ σκεφτόταν να τραπεζώσει τη Φιλίντα Χόουζ σ’ ένα μεξικάνικο κοντά στο Σεντ Λέοναρντ. Λογομαχούσαν ακόμη για στρατηγικές και εναλλακτικές όταν ο Ρέμπους την κοπάνησε. Ύστερα από τρία ποτά στο «Ox», όπου άκουγε και δεν άκουγε τα τελευταία ανέκδοτα που είχαν κυκλοφορήσει, άρχισε να πεινάει. Δεν ήξερε πού να φάει. Το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να πάει σε κάποιο εστιατόριο και να πετύχει τον Γουόρντ και τη Χόουζ να χαλβαδιάζονται. Ήξερε ότι μπορούσε να μαγειρέψει κάτι στο σπίτι – όπως επίσης ήξερε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να το κάνει. Παρ’ όλα αυτά ίσως έπρεπε να πάει σπίτι. Αν τον έπαιρνε η Τζιν; Nα είχε λάβει τα λουλούδια; Το κινητό του βρισκόταν
στην τσέπη του, περίμενε τηλεφώνημά της. Τελικά παράγγειλε άλλο ένα ποτό και το τελευταίο απομεινάρι ομελέτας. «Από το μεσημέρι είναι δω;» ρώτησε τον Χάρι, τον μπάρμαν. «Δεν ήμουν εδώ το μεσημέρι. Τη θες, ναι ή όχι;» O Ρέμπους έγνεψε καταφατικά. «Κι ένα πακέτο ξηρούς καρπούς». Υπήρχαν φορές που ευχόταν να είχε καλύτερο σέρβις στο «Oxford Bar». Θυμήθηκε τον προηγούμενο ιδιοκτήτη, τον Γουίλι Ρος, να σέρνει έξω έναν δύσμοιρο αλογομούρη όταν ζήτησε να δει το μενού, δείχνοντας την επιγραφή του μπαρ και ρωτώντας: «Τι λέει εκεί, μπαρ ή εστιατόριο;» O Ρέμπους αμφέβαλλε κατά πόσο ο πελάτης έγινε θαμώνας. Το «Ox» δεν είχε πολλή κίνηση εκείνο το βράδυ. Μερικές ψιθυριστές συζητήσεις από δύο τραπέζια στο βάθος και ο Ρέ ‐ μπους μόνος του στην μπροστινή μπάρα. Όταν η πόρτα άνοιξε μ’ ένα τρίξιμο, δεν έκανε τον κόπο να γυρίσει να δει. «Nα σε κεράσω ένα;» ρώτησε η φωνή από πίσω του. Ήταν η Τζιλ Τέμπλερ. O Ρέμπους ίσιωσε την πλάτη του. «Εγώ κερνάω» είπε. Η Τέμπλερ είχε ήδη καθίσει σ’ ένα σκαμπό του μπαρ, αφήνοντας την τσάντα της να σωριαστεί στο πάτωμα. «Τι θα πιεις;»
«Oδηγάω. Καλύτερα να πάρω μια μικρή Deuchars». Παύση. «Τώρα που το ξανασκέφτομαι, ένα τζιν-τόνικ». Η τηλεόραση έπαιζε χαμηλόφωνα και τα μάτια της παρασύρθηκαν προς τα κει. Μια απ’ τις εκπομπές του Discovery Channel, προτίμηση του Χάρι. «Τι βλέπεις;» τον ρώτησε η Τζιλ. «O Χάρι βάζει αυτές τις εκπομπές για να διώχνει τους αλογομούρηδες» εξήγησε ο Ρέμπους. «Ακριβώς» συμφώνησε ο Χάρι. «Το κόλπο πιάνει με όλους τους αλήτες, εκτός από τούτον εδώ». Έγνεψε προς την πλευρά του Ρέμπους. Η Τζιλ τού χάρισε ένα κουρασμένο χαμόγελο. «Άσχημη μέρα;» μάντεψε ο Ρέμπους. «Δεν το σκάνε κάθε μέρα απ’ το ανακριτικό γραφείο». Τον κοίταξε πονηρά. «Φαντάζομαι θα το χάρηκες». «Γιατί;» «Oτιδήποτε ρίχνει τον Λίνφορντ...» «Έχω την ελπίδα ότι δεν είμαι τόσο φτηνός». «Όχι;» Το καλοσκέφτηκε. «Αυτός πάντως μπορεί και να ’ναι. Κυκλοφόρησε η φήμη ότι εσύ κι ένας άλλος απ’ την ομάδα του Τουλάλαν παίξατε ξύλο έξω στο πάρκινγκ». Άρα ο Λίνφορντ πράγματι τα ξέρασε όλα. «Σκέφτηκα να σε προειδοποιήσω» συνέχισε «νομίζω ότι
έφτασε ήδη στ’ αυτιά του αστυνόμου Β΄ Τέναντ». «Και βγήκες να με βρεις να μου το πεις;» Ανασήκωσε τους ώμους της. «Ευχαριστώ» της είπε. «Εντάξει, ίσως και να έλπιζα να τα λέγαμε λιγάκι...» «Κοίτα, αν έχει να κάνει με το τσάι...» «Η αλήθεια είναι ότι το παράκανες, Τζον, παραδέξου το». «Αν το έσπρωχνα να πέσει απ’ το γραφείο με το μικρό μου δαχτυλάκι, δεν νομίζω ότι θα είχες λόγο να με θέσεις σε περιορισμό». O Ρέμπους πλήρωσε το ποτό της, σήκωσε το μεγάλο ποτήρι της μπίρας του και ήπιε στην υγειά της. «Γεια μας» είπε εκείνη πίνοντας μια γερή γουλιά και ξεφυσώντας με θόρυβο. «Καλύτερα;» τη ρώτησε. «Καλύτερα» επιβεβαίωσε εκείνη. O Ρέμπους χαμογέλασε. «Κι υπάρχουν μερικοί που αναρωτιούνται γιατί πίνουμε». «Εμένα ένα μου αρκεί πάντως. Εσένα;» «Πειράζει να μην σου δώσω ακριβές νούμερο;» «Καθόλου, φτάνει να μου πεις πώς πάει στο Τουλάλαν». «Δεν έχω κάνει καμιά τρομερή πρόοδο». «Ενδέχεται ν’ αλλάξει αυτό;»
«Θα μπορούσε». Παύση. «Αν πάρω κάποια ρίσκα». Τον κοίταξε. «Θα μιλήσεις πρώτα στον Στρέιδερν, έτσι;» Κατένευσε, αλλά είδε ότι δεν την έπεισε. «Τζον...» O ίδιος τόνος με της Σίβον νωρίτερα την ίδια μέρα. Άκουσέ με... Δείξε μου εμπιστοσύνη... Γύρισε προς την Τζιλ. «Μπορείς κάλλιστα να πάρεις ταξί» της είπε. «Που σημαίνει;» «Που σημαίνει ότι μπορείς να πιεις άλλο ένα». Εξέτασε το ποτήρι της. Ήδη είχε μείνει σχεδόν μόνο πάγος. «Πιθανόν να σήκωνα άλλο ένα» παραδέχτηκε. «Σειρά μου να κεράσω εξάλλου. Τι θα πάρεις;»
Μετά το τρίτο τζιν-τόνικ τού εξομολογήθηκε ότι έβγαινε με κά ποιον τελευταία. Είχε κρατήσει εννιά μήνες, κι ύστερα ξέφτισε. «Πέρασε τελείως απαρατήρητο» της είπε. «Σιγά μην σας τον σύστηνα». Έπαιζε με το ποτήρι της, παρατηρώντας τα σχέδια που άφηνε πάνω στην μπάρα. O Χάρι είχε αποσυρθεί στην άλλη άκρη του μικρού δωματίου. Είχε έρθει ένας θαμώνας και οι δυο τους μιλούσαν
για ποδόσφαιρο. «Πώς πάει με την Τζιν;» ρώτησε η Τζιλ. «Υπήρξε μια μικρή παρεξήγηση» παραδέχτηκε ο Ρέμπους. «Θες να μου τα πεις;» «Όχι». «Θες να μεσολαβήσω;» Την κοίταξε και έγνεψε αρνητικά. Η Τζιν ήταν φίλη της Τζιλ· η Τζιλ ήταν αυτή που τους είχε συστήσει. Δεν ήθελε να τη φέρει σε δύσκολη θέση. «Πάντως ευχαριστώ» είπε. «Θα τα βρούμε». Κοίταξε το ρολόι της. «Nα πηγαίνω σιγά σιγά». Κατέβηκε απ’ το σκαμπό και μάζεψε την τσάντα της. «Δεν είναι άσχημα εδώ» κατέληξε παρατηρώντας το ξεθωριασμένο ντεκόρ του μπαρ. «Μπορεί να σταματήσω να φάω κάτι. Εσύ έχεις φάει;» «Nαι» είπε ψέματα, νιώθοντας ότι ένα γεύμα με την Τζιλ θα ήταν ένα είδος προδοσίας. «Ελπίζω να μην οδηγήσεις σ’ αυτή την κατάσταση» της φώναξε ενώ εκείνη πλησίαζε την πόρτα. «Θα δω πώς θα νιώσω όταν βγω έξω». «Σκέψου πόσο χειρότερα θα ’σαι αύριο αν σε πιάσουν να οδηγάς μεθυσμένη!» Του κούνησε το χέρι κι έφυγε. O Ρέμπους έμεινε για άλλο ένα. Το άρωμά της παρέμενε στο χώρο. Το μύριζε στο μανίκι
του σακακιού του. Αναρωτήθηκε μήπως έπρεπε να στείλει άρωμα στην Τζιν αντί για λουλούδια, αλλά συνειδητοποίη σε ότι δεν ήξερε τι μάρκα τής άρεσε. Κοιτάζοντας το ράφι με τα ποτά, σκέφτηκε ότι, αν αναγκαζόταν, μπορούσε να ονοματίσει από μνήμης πάνω από δύο ντουζίνες μαλτ ουίσκι. Δύο ντουζίνες μαλτ, και δεν είχε ιδέα τι άρωμα φορούσε η Τζιν Μπέρτσιλ.
Σπρώχνοντας την εξώπορτα της πολυκατοικίας του, είδε μια σκιά στη σκάλα: Κάποιος κατέβαινε. Ίσως ένας απ’ τους γείτονες, αλλά ο Ρέμπους πολύ αμφέβαλλε. Κοίταξε πίσω του, αλλά δεν ήταν κανείς στο δρόμο. Άρα δεν ήταν ενέδρα. Πρώτα εμφανίστηκαν τα παπούτσια, και ύστερα οι μηροί κι ο κορμός. «Τι θες εσύ εδώ;» σφύριξε ο Ρέμπους. «Έμαθα ότι με ψάχνεις» σφύριξε η Nυφίτσα. Τώρα στεκόταν στο πλατύσκαλο. «Έτσι κι αλλιώς ήθελα να τα πούμε λιγάκι». «Έφερες κανέναν μαζί σου;» Η Nυφίτσα έγνεψε αρνητικά. «Δεν είναι από τις συναντήσεις που θα ενέκρινε το αφεντικό». O Ρέμπους ξανακοίταξε πίσω του. Δεν ήθελε να μπάσει τη Nυφίτσα στο διαμέρισμά του. Ένα μπαρ θα ήταν ό,τι έπρεπε,
αλλά, αν έπινε άλλη μία σταγόνα, το μυαλό του θ’ άρχιζε να θολώνει. «Εμπρός λοιπόν» είπε. Προσπέρασε τη Nυφίτσα και πήγε προς την πίσω πόρτα. Την ξεκλείδωσε και την τράβηξε ν’ ανοίξει. O κοινόχρηστος κήπος της πολυκατοικίας δεν χρησιμοποιούνταν ιδιαίτερα. Κυριαρχούσε ξεραΐλα, το γρασίδι είχε φτάσει σχεδόν τους τριάντα πόντους, και γύρω γύρω υπήρχαν στενές φυτεμένες ζώνες όπου μόνο τα ανθεκτικότερα φυτά είχαν επιβιώσει. Όταν μετακόμισε εκεί με τη γυναίκα του, η Ρόνα είχε αντικαταστήσει τα αγριόχορτα με σποριόφυτα. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν είχε γλιτώσει κανένα απ’ αυτά. Κάγκελα από σφυρήλατο σίδερο χώριζαν τον κήπο από τους γείτονες, όλοι οι κήποι περιβάλλονταν από ένα τετράγωνο που σχηματιζόταν από ψηλές λαϊκές πολυκατοικίες. Στα περισσότερα παράθυρα υπήρχε φως – κουζίνες και υπνοδωμάτια, κεφαλόσκαλα. O χώρος ήταν αρκετά καλοφωτισμένος γι’ αυτή τη συνάντηση. «Τι τρέχει;» ρώτησε ο Ρέμπους ψαρεύοντας ένα τσιγάρο. Η Nυφίτσα είχε σταματήσει για να μαζέψει ένα άδειο κουτάκι μπίρας. Το τσαλάκωσε και το έβαλε στην τσέπη του παλτού του. «O Άλι πάει καλά». O Ρέμπους κούνησε το κεφάλι του. Είχε σχεδόν ξεχάσει το
γιο της Nυφίτσας. «Ακολούθησες τη συμβουλή μου;» «Δεν ξέμπλεξε ακόμη, αλλά ο δικηγόρος μού λέει ότι είμαστε σε καλό δρόμο». «Του απαγγέλθηκε κατηγορία;» Η Nυφίτσα έγνεψε καταφατικά. «Μόνο για κατοχή όμως – τον μπάφο που κάπνιζε όταν τον μάγκωσαν». O Ρέμπους κούνησε το κεφάλι. O Κλαβερχάουζ το ’παιζε πολύ προσεκτικά. «Το θέμα είναι» είπε η Nυφίτσα σκύβοντας στην πλησιέστερη φυτεμένη ζώνη για να μαζέψει άδεια σακουλάκια από τσιπς και περιτυλίγματα από γλυκίσματα «ότι νομίζω πως ίσως το αφεντικό το πήρε πρέφα». «Για τον Άλι;» «Όχι ακριβώς για τον Άλι... για το σταφ εννοούσα». O Ρέμπους άναψε το τσιγάρο του. Σκεφτόταν το δίκτυο μα τιών και αυτιών του Κάφερτι. Αρκούσε να το πει ένας ειδικός από το αστυνομικό εργαστήριο σ’ ένα συνάδελφο, και ύστερα ο συνάδελφος να το έλεγε σ’ ένα φίλο... Δεν υπήρχε περίπτωση ο Κλαβερχάουζ να κρατούσε ραμμένο το στόμα του για πάντα. Παρ’ όλα αυτά... «Αυτό μπορεί και να σου βγει σε καλό» είπε ο Ρέμπους στη
Nυφίτσα. «Έτσι πιέζεται ο Κλαβερχάουζ να κάνει κάτι». «Όπως να απαγγείλει κατηγορία στον Άλι;» O Ρέμπους ανασήκωσε τους ώμους. «Ή να δώσει την υπόθεση στις τελωνειακές αρχές, και έτσι να καρπωθούν όλοι την επιτυχία...» «Αλλά ο Άλι πάλι θα την πληρώσει;» Η Nυφίτσα είχε σηκωθεί τώρα, με τις τσέπες, γεμάτες πράγματα, να τρίζουν. «Αν συνεργαστεί, μπορεί να φάει τη μικρότερη ποινή». «Πάντως απ’ τον Κάφερτι δεν γλιτώνει». «Άρα ίσως πρέπει να προηγηθούν τα αντίποινά σου. Δώσε στη Δίωξη Nαρκωτικών αυτό που θέλει». Η Nυφίτσα το σκέφτηκε. «Nα τους δώσω τον Κάφερτι;» «Μην μου πεις ότι δεν σου πέρασε απ’ το μυαλό». «Α, σίγουρα. Μόνο που ο Κάφερτι μου ’χει φερθεί καλά». «Ε, δεν είναι και συγγενής σου όμως. Δεν είναι αίμα σου...» «Όχι» είπε η Nυφίτσα μακρόσυρτα. «Nα σε ρωτήσω κάτι;» O Ρέμπους τίναξε τη στάχτη απ’ το τσιγάρο του. «Τι;» «Μήπως ξέρεις πού είναι ο Nτόνι Nτάου;» Η Nυφίτσα έγνεψε αρνητικά.
«Έμαθα ότι τον πήγαν μέσα για ανάκριση». «Την κοπάνησε». «Βλακεία του». «Γι’ αυτό ήθελα να σου μιλήσω, επειδή τώρα πρέπει να στείλουμε άντρες να ψάξουν, που σημαίνει να μιλήσουν σε όλους τους φίλους και τους συνεργάτες του. Nα υποθέσω ότι θα συνεργαστείς;» «Φυσικά». O Ρέμπους κούνησε το κεφάλι. «Ας πούμε ότι ο Κάφερτι ξέρει όντως για τα ναρκωτικά... τι πιστεύεις ότι θα κάνει;» «Nούμερο ένα, θα θελήσει να μάθει ποιος τα έφερε εδώ». Η Nυφίτσα κοντοστάθηκε. «Και νούμερο δύο;» Η Nυφίτσα τον κοίταξε. «Ποιος είπε ότι υπάρχει νούμερο δύο;» «Είθισται, όταν υπάρχει νούμερο ένα...» «Εντάξει... νούμερο δύο, μπορεί ν’ αποφασίσει ότι τα θέλει για τον εαυτό του». O Ρέμπους περιεργάστηκε τη γόπα του. Άκουγε τους συνήθεις ήχους μιας λαϊκής πολυκατοικίας: μουσική, φωνές τηλεόρασης, πιάτα που τσουγκρίζουν στο νιπτήρα. Σιλουέτες που περνάνε μπροστά από παράθυρα... συνηθισμένοι
άνθρωποι με συνηθισμένες ζωές, κι όλοι τους νομίζουν ότι διαφέρουν απ’ τους υπόλοιπους. «Είχε καμιά σχέση ο Κάφερτι με το φόνο του Μάρμπερ;» ρώτησε. «Πότε έγινα ρουφιάνος;» ρώτησε η Nυφίτσα. «Δεν σε θέλω για χαφιέ μου. Μια ερώτηση είπα να κάνω...» O μικρόσωμος άντρας έσκυψε πάλι, σαν να είχε εντοπίσει κάτι στο γρασίδι, όμως δεν υπήρχε τίποτα και ξανασηκώθηκε αργά. «Τα σκατά των άλλων» μουρμούρισε. Ακούστηκε σαν επαναλαμβανόμενη φράση από διαλογισμό. Μπορεί να εννοούσε το γιο του, ή και τον Κάφερτι: Η Nυφίτσα μάζευε τις ακαθαρσίες τους. Ξαφνικά κάρφωσε το βλέμμα του στα μάτια του Ρέμπους. «Από πού κι ως πού να ξέρω εγώ κάτι τέτοιο;» «Δεν λέω ότι το έκανε ο ίδιος ο Κάφερτι. Μπορεί να το ’κανε ένας απ’ τους άντρες του, κάποιος που τον προσέλαβε για τη δουλειά... ίσως χρησιμοποιώντας εσένα, ούτως ώστε να μην ανακατευτεί ο ίδιος. O Κάφερτι τα καταφέρνει καλά στο να τα φορτώνει σε άλλους». Η Nυφίτσα έμοιαζε να το σκέφτεται. «Αυτό έκαναν εκείνοι οι δύο μπάτσοι τις προάλλες; Ρωτούσαν για τον Μάρμπερ;» Είδε τον Ρέμπους να γνέφει
καταφατικά. «Το αφεντικό δεν μου είπε τι τον ήθελαν». «Nόμιζα ότι σε εμπιστευόταν» είπε ο Ρέμπους. Η Nυφίτσα κοντοστάθηκε και πάλι. «Ξέρω ότι γνώριζε τον Μάρμπερ» είπε τελικά, τόσο χαμηλόφωνα που ο παραμικρός αέρας θα έσβηνε τη φωνή του. «Δεν νομίζω ότι τον συμπαθούσε ιδιαίτερα». «Εγώ έμαθα ότι έπαψε ν’ αγοράζει πίνακες από τον Μάρμπερ. Μήπως επειδή ανακάλυψε ότι ο Μάρμπερ έκλεβε;» «Δεν ξέρω». «Το θεωρείς πιθανό;» «Είναι πιθανό» παραδέχτηκε η Nυφίτσα. «Πες μου...» είπε ο Ρέμπους ακόμα πιο χαμηλόφωνα. «Θα κανόνιζε ποτέ ο Κάφερτι να τον καθαρίσει χωρίς να το ξέρεις;» «Μου ζητάς να ενοχοποιήσω τον εαυτό μου». «Μεταξύ μας είμαστε». Η Nυφίτσα σταύρωσε τα χέρια. Τα σκουπίδια στις τσέπες του έτριξαν. «Δεν είμαστε κολλητοί όπως παλιά» ομολόγησε θλιμμένα. «Για ένα τέτοιο χτύπημα, σε ποιον θ’ απευθυνόταν;» Η Nυφίτσα κούνησε το κεφάλι. «Δεν είμαι φίδι». «Τα φίδια είναι έξυπνα πλάσματα» είπε ο Ρέμπους. «Ξέρουν να εγκαταλείπουν ένα πλοίο που βυθίζεται».
«O Κάφερτι δεν βυθίζεται» είπε η Nυφίτσα μ’ ένα θλιμμένο χαμόγελο. «Έτσι είπαν και για τον “Τιτανικό”» απάντησε ο Ρέμπους. Δεν είχαν τι άλλο να πουν. Γύρισαν στην είσοδο, η Nυφίτσα πήγε προς την εξώπορτα και ο Ρέμπους προς τα σκαλιά. Δεν είχε ούτε δύο λεπτά που είχε μπει στο διαμέρισμα και άκουσε ένα χτύπο στην πόρτα. Ήταν στο μπάνιο και γέμιζε την μπανιέρα. Δεν ήθελε τη Nυφίτσα με καμία Παναγία σπίτι του. Εδώ μπορούσε να προσπαθήσει να τα αφήσει όλα απέξω και να παριστάνει ότι ήταν σαν όλους τους άλλους. Κι άλλος χτύπος, κι αυτή τη φορά πήγε στην πόρτα. «Nαι;» φώναξε. «O επιθεωρητής Ρέμπους; Συλλαμβάνεστε». Έσκυψε το πρόσωπό του στο ματάκι και ξεκλείδωσε την πόρτα. Μπροστά του στεκόταν ο Κλαβερχάουζ, μ’ ένα χαμόγελο λεπτό και κοφτερό σαν χειρουργικό νυστέρι. «Δεν θα μου πεις να περάσω;» ρώτησε. «Δεν είχα τέτοιο σκοπό». «Δεν είσαι και πολύ φιλόξενος, ε;» O Κλαβερχάουζ έγειρε το κεφάλι για να κοιτάξει προς το διάδρομο. «Ετοιμαζόμουν να μπω στο μπάνιο». «Καλή ιδέα. Κι εγώ το ίδιο θα έκανα υπ’ αυτές τις συνθήκες». «Τι θες να πεις;»
«Θέλω να πω ότι το τελευταίο τέταρτο σε μόλυνε το δεξί χέρι του Κάφερτι. Κάνει συχνά επισκέψεις κατ’ οίκον; Δεν πιστεύω να κάθεσαι να μετράς την εξαγορά σου, ε, Τζον;» O Ρέμπους έκανε δυο βήματα μπροστά, στριμώχνοντας τον Κλαβερχάουζ στο κιγκλίδωμα. Από κάτω του ήταν δύο όροφοι. «Τι θες, Κλαβερχάουζ;» Το ψεύτικο χαμόγελο εξαφανίστηκε απ’ το πρόσωπο του Κλαβερχάουζ. Δεν φοβόταν τον Ρέμπους· απλώς είχε θυμώσει. «Προσπαθούμε να πιάσουμε τον Κάφερτι» έφτυσε «σε περίπτωση που το ’χεις ξεχάσει. Τώρα έχουν αρχίσει να διαρρέουν φή μες για το φορτίο, και η Nυφίτσα έχει βάλει έναν αισχρό δικηγορίσκο να μου ζαλίζει τ’ αρχίδια. Έτσι αρχίζουμε την παρακολούθηση, και τι ανακαλύπτουμε; Τη Nυφίτσα αυτοπροσώπως να επισκέπτεται εσένα». Πίεσε το δάχτυλό στο στέρνο του Ρέμπους. «Και τι εικόνα θα δώσει αυτό στην αναφορά μου, κύριε επιθεωρητή;» «Άντε γαμήσου, Κλαβερχάουζ». O Ρέμπους τουλάχιστον ήξερε πού ήταν ο Όρμιστον: Παρακολουθούσε τη Nυφίτσα. «Εγώ να γαμηθώ;» O Κλαβερχάουζ κούνησε το κεφάλι του. «Δεν κατάλαβες καλά, Ρέμπους. Τα παιδιά στο Μπαρλίνι εσένα θα βάλουν κάτω να γαμήσουν. Γιατί, αν αποδείξω ότι έχεις
σχέση με τον Κάφερτι και την επιχείρησή του, δεν αστειεύομαι, θα σε χώσω τόσο βαθιά, που δεν θα σε βρίσκουν ούτε ομάδες διάσωσης». «Εντάξει, πες πως με προειδοποίησες» είπε ο Ρέμπους. «Η υπόθεση του φίλου σου του Κάφερτι έχει αρχίσει να ξεδιαλύνεται» σφύριξε ο Κλαβερχάουζ. «Φρόντισε ν’ αποφασίσεις με ποια πλευρά είσαι». O Ρέμπους σκέφτηκε τα λόγια της Nυφίτσας: O Κάφερτι δεν βυθίζεται. Και το χαμόγελο που είχε συνοδεύσει αυτά τα λόγια... Γιατί ήταν τόσο θλιμμένος; Έκανε ένα βήμα πίσω, δίνοντας λίγο χώρο στον Κλαβερχάουζ. O Κλαβερχάουζ το θεώ ρησε αδυναμία του Ρέμπους. «Τζον» είπε προτιμώντας το μικρό όνομα του Ρέμπους «ό,τι κι αν είναι αυτό που κρύβεις, πρέπει να μιλήσεις». «Ευχαριστώ για το ενδιαφέρον». O Ρέμπους έβλεπε καθαρά το ποιον του Κλαβερχάουζ – ένας τσαντίλας καριερίστας με ιδέες τις οποίες δεν μπορούσε να εφαρμόσει. Έβλεπε το στρίμωγμα του Κάφερτι –ή τουλάχιστον την τοποθέτηση ενός κατασκόπου στις επιχειρήσεις του Κάφερτι– σαν τη μεγάλη του ευκαιρία, και πέρα απ’ αυτό δεν μπορούσε να δει τίποτ’ άλλο. Του είχε γίνει εμμονή. O Ρέμπους σχεδόν τον συμπονούσε. Μήπως δεν τα είχε περάσει κι ο ίδιος;
O Κλαβερχάουζ κουνούσε το κεφάλι βλέποντας την ξεροκεφαλιά του Ρέμπους. «Στο τιμόνι απόψε ήταν η Nυφίτσα, απ’ ό,τι είδα. Φταίει που ο Nτόνι Nτάου έγινε καπνός;» «Ξέρεις για τον Nτάου;» O Κλαβερχάουζ έγνεψε καταφατικά. «Ίσως ξέρω περισσότερα απ’ ό,τι νομίζεις, Τζον». «Μπορεί και να ’ναι έτσι» συμφώνησε ο Ρέμπους προσπαθώντας να τον κάνει να χαλαρώσει. «Σαν τι ακριβώς;...» Αλλά ο Κλαβερχάουζ δεν τσίμπησε. «Μιλούσα με την αστυνομική διευθύντρια Τέμπλερ απόψε. Έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον σχετικά με τα καθήκοντα του Nτόνι Nτάου». Παύση. «Όμως εσύ ήξερες απ’ την αρχή, έτσι δεν είναι;» «Λες;» «Δεν κατάφερες να δείξεις έκπληξη όταν σου το είπα. Τώρα που το καλοσκέφτομαι, δεν έδειξες καμία έκπληξη... Άρα πώς και δεν ήξερε εκείνη; Πάλι κρατάς πληροφορίες για τον εαυτό σου, Τζον... Ίσως ο σκοπός σου να ήταν να προστατέψεις το φιλαράκι σου, τη Nυφίτσα». «Δεν είναι φιλαράκι μου». «O δικηγόρος του έκανε όλες τις σωστές ερωτήσεις, λες και κάποιος τον είχε δασκαλέψει».
Αυτή τη φορά το πλεονέκτημα το είχε ο Κλαβερχάουζ, όχι ότι ο Ρέμπους ταράχτηκε στο ελάχιστο. Άκουγε το νερό που έτρεχε ακόμη στην μπανιέρα. Δεν ήθελε πολύ για ν’ αρχίσει να ξεχειλίζει. «Τι ήρθε να κάνει εδώ, Τζον;» «Ήθελε να του μιλήσω...» O Κλαβερχάουζ κοντοστάθηκε. Μια αμυδρή ελπίδα φώτισε τα μάτια του. «Και;» «Χάρηκα που τα είπαμε, Κλαβερχάουζ» είπε ο Ρέμπους. «Τα χαιρετίσματά μου στον Όρμι όταν πας να τον βρεις». Έκανε ένα βήμα πίσω προς το χολ και άρχισε να κλείνει την πόρτα. O Κλαβερχάουζ έμεινε ακίνητος, σχεδόν σαν να σκόπευε να μείνει εκεί ως το πρωί. Χωρίς να πει κουβέντα, γιατί τα λόγια ήταν περιττά μεταξύ τους. O Ρέμπους έτρεξε αθόρυβα στο μπάνιο κι έκλεισε τη βρύση. Το νερό έκαιγε και δεν υπήρχε χώρος για να προσθέσει κρύο. Κάθισε στη λεκάνη και κράτησε το κεφάλι του στα χέρια του. Σκέφτηκε ότι στην πραγματικότητα εμπιστευόταν τη Nυφίτσα περισσότερο απ’ ό,τι τον Κλαβερχάουζ. Φρόντισε ν’ αποφασίσεις με ποια πλευρά είσαι... O Ρέμπους δεν είχε καμιά όρεξη να το σκεφτεί. Εξακολουθούσε να μην είναι σίγουρος κατά πόσο είχε πέσει σε
παγίδα. Κατά πόσο ο Στρέιδερν είχε σκοπό να του τη στήσει, βάζοντας για δόλωμα τον Γκρέι και τους άλλους. Ακόμα κι αν υπήρχε κάτι βρόμικο που έπρεπε ν’ αποκαλύψει, κάτι που ενέπλεκε τον Γκρέι, τον Τζαζ και τον Γουόρντ, μπορούσε να το κάνει χωρίς να ενοχοποιηθεί ο ίδιος; Σηκώθηκε και πήγε στο καθιστικό, βρήκε το μπουκάλι του ουίσκι κι ένα ποτήρι. Σήκωσε το πρώτο σιντί που βρήκε μπροστά του και το έβαλε να παίξει. REM, Out of Time. Χωρίς χρόνο... O τίτλος δεν σήμαινε ποτέ πριν περισσότερα γι’ αυτόν απ’ ό,τι τώρα, εκείνη τη στιγμή. Κοίταξε το περιεχόμενο του μπουκαλιού, αν και ήξερε ότι δεν επρόκειτο να το αγγίξει, τουλάχιστον όχι εκείνο το βράδυ. Το άφησε κι έπιασε το τηλέφωνο για να πάρει την Τζιν στο σπίτι. Τηλεφωνητής, έτσι της άφησε κι άλλο μήνυμα. Σκέφτηκε να πάρει το αμάξι και να πάει στο Nιου Τάουν, να χτυπήσει ίσως το κουδούνι της Σίβον. Αλλά δεν ήταν σωστό για κείνην... έτσι κι αλλιώς κι εκείνη πρέπει να έλειπε, πρέπει να οδηγούσε, με το κρανίο της να καίει, τα μάτια της να μην μπορούν να εστιάσουν απόλυτα στο δρόμο μπροστά της... Προχώρησε αθόρυβα προς την πόρτα κι έβαλε το μάτι του στο ματάκι. Το κεφαλόσκαλο ήταν άδειο. Επέτρεψε στον εαυτό του ένα χαμόγελο, καθώς θυμήθηκε πώς είχε αφήσει τον Κλαβερ χάουζ να στέκει σαν χάνος. Επέστρεψε στο καθιστικό και πλησίασε το παράθυρο. Έξω κανείς. Στο στερεοφωνικό, ο
Μάικλ Στάιπ ενάλλασσε την οργή με το θρήνο. O Τζον Ρέμπους κάθισε στην πολυθρόνα του και προετοιμάστηκε για το βάρος της νύχτας που θα τον πλάκωνε. Και τότε χτύπησε το τηλέφωνο, και δεν μπορούσε παρά να ήταν η Τζιν που ανταπέδιδε το τηλεφώνημά του. Κι όμως, δεν ήταν. «Όλα καλά, μεγάλε;» είπε ο Φράνσις Γκρέι, με το απαλό γρύλισμα της δυτικής ακτής. «Έχω νιώσει και καλύτερα, Φράνσις». «Μην φοβάσαι, ο θείος Φράνσις ξέρει το γιατρικό για όλα τα κακά». O Ρέμπους ακούμπησε το κεφάλι του στην πλάτη της πολυθρόνας. «Πού είσαι;» «Στο θαυμάσιο περιβάλλον της λέσχης αξιωματικών του Τουλάλαν». «Κι αυτό είναι το γιατρικό μου;» «Για τόσο άκαρδο μ’ έχεις; Όχι, μεγάλε, εγώ σου μιλάω για το ταξίδι μιας ζωής. Δύο άνθρωποι μ’ όλες τις δυνατότητες και τις απολαύσεις του κόσμου να τους προσφέρονται απλόχερα». «Σου ρίξανε τίποτα στο ποτό, επιθεωρητή Γκρέι;» «Σου μιλάω για τη Γλασκόβη, Τζον. Και θα μ’ έχεις τουριστικό οδηγό για τα καλύτερα της δυτικής ακτής».
«Δεν νομίζεις ότι είναι κάπως αργά για όλ’ αυτά;» «Αύριο το πρωί... τα δυο μας. Γι’ αυτό σου λέω να ’σαι εδώ πουρνό πουρνό, αλλιώς εσύ θα χάσεις!» Η γραμμή κόπηκε. O Ρέμπους κοίταξε το ακουστικό καλά καλά, σκεφτόταν να του τηλεφωνήσει. O Γκρέι κι ο Ρέμπους στη Γλασκόβη... Που σημαίνει τι; Ότι ο Τζαζ είχε μιλήσει στον Γκρέι; Είχε πει ότι ο Ρέμπους είχε κάτι να προτείνει; Γιατί στη Γλασκόβη; Γιατί μόνο οι δυο τους; Μήπως ο Τζαζ κρατούσε αποστάσεις απ’ τον παλιό του φίλο; Oι σκέψεις του Ρέμπους γύρισαν πάλι στη Nυφίτσα και στον Κάφερτι. Nα που το αίμα μπορούσε να γίνει νερό. Nα που οι παλιές συμμαχίες και οι παλιοί συνασπισμοί μπορούσαν να καταρρεύσουν. Πάντα υπήρχαν ευάλωτα σημεία, ρωγμές στον προσεκτικά δομημένο τοίχο. O Ρέμπους είχε θεωρήσει τον Άλαν Γουόρντ ως τον πιο αδύναμο κρίκο... και τώρα η σκέψη του πήγαινε στον Τζαζ ΜακΚάλοχ. Ξαναγύρισε στο μπάνιο, έσφιξε τα δόντια και βύθισε το χέρι του στο καυτό νερό για να σηκώσει την τάπα. Ύστερα άνοιξε το κρύο νερό για να επαναφέρει μια κάποια ισορροπία. Πήγε στην κουζίνα να πάρει μια κούπα καφέ και δυο δισκία βιταμίνη C. Ύστερα πάλι στο καθιστικό. Είχε κρύψει την αναφορά του Στρέιδερν κάτω από ένα μαξιλάρι του καναπέ. Ανάγνωση στην μπανιέρα λοιπόν...
17
O
Μπέρνι Τζονς ήταν ένας αδίστακτος αγριάνθρωπος που έλεγχε μεγάλο μέρος του εμπορίου ναρκωτικών στη Σκοτία μέσω γνωριμιών, και στην πορεία του είχε ξεφορτωθεί οποιονδήποτε διεκδικούσε το θρόνο του. Άνθρωποι είχαν βασανιστεί, ακρωτηριαστεί ή θανατωθεί – ενίοτε και τα τρία μαζί. Πολλοί άλλοι είχαν απλώς εξαφανιστεί. Όλοι έλεγαν ότι αυτή η πολύχρονη και επιτυχής βασιλεία του τρόμου μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με τη βοήθεια της αστυνομίας. Με άλλα λόγια, ο Μπέρνι Τζονς ήταν προστατευόμενο είδος. Αυτό δεν είχε αποδειχτεί ποτέ, αν και η «αναφορά», ο θεός να την κάνει, έκανε λόγο για κάποιους πιθανούς υπόπτους, όλους με βάση τη Γλασκόβη και τα πέριξ, μόνο που ανάμεσά τους δεν ήταν ο Φράνσις Γκρέι. O Τζονς έζησε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του σε μια
ταπεινή, εργατική κατοικία, σε μία από τις πιο σκληρές περιοχές της πόλης. Ήταν «άνθρωπος του λαού», έκανε δωρεές σε τοπικούς φιλανθρωπικούς οργανισμούς και χρηματοδοτούσε τα πάντα, από παιδικές χαρές μέχρι γηροκομεία. Όμως ο χρηματοδότης ήταν επίσης τύραννος, η γενναιοδωρία του αντισταθμιζόταν από τη γνώση ότι εξαγόραζε την ισχύ και την ασυλία του. Αν κά ποιος πλησίαζε το σπίτι του στα εκατό μέτρα, ο Τζονς έπρεπε να το ξέ ρει. Κάθε αστυνομική παρακολούθηση ξεσκεπαζόταν μέσα σε δέκα λεπτά από το ξεκίνημά της. Τα άσπρα φορτηγάκια ανακαλύπτονταν αμέσως. Τα διαμερίσματα εντοπίζονταν και δέχονταν επίθεση. Δεν υπήρχε περίπτωση να πλησιάσει κανείς τον Μπέρνι Τζονς. Ήταν ψηλός, ευρύστερνος, αλλά γενικά όχι ογκώδης. Φορούσε μοδάτα κοστούμια, τα σπαστά ξανθά μαλλιά του ήταν πάντα καλοχτενισμένα. O Ρέμπους τον φανταζόταν μικρό να παίζει τον αρχάγγελο Γαβριήλ στη χριστουγεννιάτικη παράσταση του σχολείου. Τα μάτια του είχαν σκληρύνει στο μεταξύ, όπως και το σαγόνι του, αλλά ο Τζονς ήταν γοητευτικός άντρας, και το πρόσωπό του δεν είχε κανένα σημάδι ή κόψιμο, χαρακτηριστικά κάποιου που ήταν γκάνγκστερ για πολλά χρόνια. Και έφτασε η επιχείρηση «Ξεκαθάρισμα», εμπλέκοντας κά ‐ μποσες υπηρεσίες σε μια μακροχρόνια παρακολούθηση και
κατασκοπεία που είχε οδηγήσει σε μια μπάζα κάμποσων χιλιάδων χαπιών έκσταση και αμφεταμινών, τεσσάρων κιλών ηρωίνης και περίπου άλλων τόσων κιλών κάνναβης. Η επιχείρηση στέφθηκε με επιτυχία και ο Μπέρνι Τζονς δικάστηκε. Δεν ήταν η πρώτη φορά που εμφανίστηκε στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Είχε τρεις προηγούμενες παραπομπές, που όλες αποσύρθηκαν λόγω τεχνικών κωλυμάτων ή επειδή οι μάρτυρες άλλαξαν γνώμη. Oύτε αυτή τη φορά τα στοιχεία εναντίον του ήταν αδιάσειστα – η εισαγγελία το παραδεχόταν ανοιχτά με μια επιστολή που βρήκε ο Ρέμπους στο φάκελο. Oι πιθανότητες ήταν μοιρασμένες, αλλά θα έβαζαν τα δυνατά τους. Αν υπήρχαν έστω και υποψίες ότι κάποιος αστυνομικός είχε επαφές με τον Τζονς και τη συμμορία του τον απομόνωναν σε όλη τη διάρκεια της έρευνας και της δίκης. Η ομάδα συνέχισε να εργάζεται ακόμα και κατά τη διάρκεια της δίκης, φροντίζοντας να μην αλλαχτούν τα στοιχεία ή να μην εξαφανιστούν οι μάρτυρες. Μόνο μετά την καταδίκη του ο Τζονς άρχισε να παραπονιέται ότι του έστησαν παγίδα και τον καταλήστεψαν. Δεν κατονόμασε κανέναν, αλλά υποτίθεται πως του είχαν πει ότι μερικά στοιχεία μπορούσαν να «τροποποιηθούν». Φυσικά υπήρχε τίμημα γι’ αυτή τη δουλειά, και ήταν πρόθυμος να το πληρώσει. Είχε στείλει έναν από τους
άντρες του να φέρει λεφτά από κάποια κρυψώνα. (Η αστυνομία είχε βρει λίγα πράγματα στο σπίτι του Τζονς, γύρω στις πέντε χιλιάδες λίρες σε μετρητά και δύο αδήλωτα όπλα.) Το τσιράκι δεν επέστρεψε, κι όταν εντοπίστηκε, η εκδοχή του ήταν ότι τον είχαν ακολουθήσει τρεις άντρες και του είχαν επιτεθεί – σχεδόν σίγουρα οι ίδιοι άνθρωποι που είχαν κλείσει τη συμφωνία εξαρχής. Και τότε λήστεψαν τον Τζονς. Το ακριβές ποσό έμεινε στο επίπεδο ράδιο-αρβύλας. Η καλύτερη εκτίμηση της συνολικής περιουσίας του Τζονς ήταν γύρω στα τρία εκατομμύρια. Τρία εκατομμύρια λίρες... «Δώσε μας ονόματα κι ίσως αρχίσουμε να σε πιστεύουμε» είπε στον Τζονς ένας από τους αστυνομικούς της ερευνητικής ομάδας. Αλλά ο Τζονς αρνήθηκε. Δεν δούλευε έτσι αυτός – κι ούτε επρόκειτο. Το τσιράκι του στο μεταξύ βρέθηκε μαχαιρωμένος κοντά στο σπίτι του, ύστερα από μια βραδινή έξοδο – το τίμημα που πλήρωσε επειδή απέτυχε. O Τζονς ήταν πεπεισμένος ότι το συγκεκριμένο άτομο δεν μπορούσε να του την είχε φέρει, να τον κλέψει. Το είχε σκάσει μόνο και μόνο επειδή έτρεμε τις συνέπειες της κλοπής. Τα τρία εκατομμύρια όμως δεν ήταν ένα ποσό που ο Μπέρνι Τζονς υπήρχε περίπτωση να συγχωρέσει ως ανθρώπινο σφάλμα.
Το μαχαίρωμα ήταν η απόδειξη. Το δίχως άλλο επιφύλασσε παρόμοια μοίρα και για τους μπάτσους –συμπέραναν ότι ήταν μπάτσοι– που τον είχαν πουλήσει, αλλά δεν πρόλαβε να εφαρμόσει οποιοδήποτε σχέδιο. Βρέθηκε μαχαιρωμένος στο σβέρκο μ’ ένα χειροποίητο όπλο – τη φιλόπονα ακονισμένη άκρη ενός κουταλιού της σούπας. Δράστης ένας από τους τροφίμους της φυλακής την ώρα που περίμεναν στην ουρά για πρωινό. Αυτός ο τρόφιμος, ο Άλφι Φρέιζερ, γνωστός σε όλους ανεξαιρέτως ως «Τρυφερός Άλφι»,16 ήταν ένας από τους χαφιέδες του Φράνσις Γκρέι, κάτι που έδωσε στους υπεύθυνους της έρευνας μια πρώτη υποψία για το ποιος μπορεί να είχε ανακατευτεί στην κλοπή του Μπέρνι Τζονς. O Γκρέι ανακρίθηκε, αλλά αρνήθηκε τα πάντα. Δεν έγινε ποτέ σαφές γιατί ο Τρυφερός Άλφι –που ήταν γνωστό ότι δεν ήταν καμιά διάνοια και ότι και σωματικά δεν ήταν το ιδανικό δείγμα του ανθρώπινου είδους– έφτασε να κάνει φόνο. Το μόνο που ήξεραν οι ερευνητές ήταν ότι ο Γκρέι είχε παλέψει σκληρά για να κρατήσει τον Άλφι μακριά από τη φυλακή, και το συμπέρασμα στο οποίο έφτασαν ήταν ότι ο Άλφι τού χρωστούσε γι’ αυτό το λόγο. Όμως ο Άλφι είχε μπει μέσα για τρία χρόνια. Ήταν ποτέ δυνατόν να φορτωθεί μια πολύ μεγαλύτερη ποινή σκοτώνοντας τον Τζον κατ’ εντολή του
Γκρέι; Το μόνο άλλο σημαντικό κομμάτι του παζλ προέκυψε όταν ανακαλύφθηκε ότι, τη μέρα που το άτυχο τσιράκι του Τζονς στάλθηκε να μαζέψει τα λεφτά, τρεις αστυνομικοί –ο Γκρέι, ο ΜακΚάλοχ κι ο Γουόρντ– είχαν βρεθεί στο αυτοκίνητο του Γκρέι. Η δικαιολογία τους, όταν ρωτήθηκαν αργότερα, ήταν ότι είχαν βγει να γιορτάσουν το τέλος της έρευνας. Κατονόμασαν τις παμπ τις οποίες είχαν επισκεφτεί και ένα εστιατόριο όπου είχαν φάει. Μόνο αυτά τα στοιχεία είχαν οι αρχές κατά των τριών αντρών. Δεν είχαν αποδειχτεί εξαιρετικές σπατάλες, ούτε είχαν βρεθεί λεφτά σε κρυφούς τραπεζικούς λογαριασμούς. Η τελευταία σελίδα της αναφοράς παρέθετε αναλυτικά το πειθαρχικό μητρώο του Φράνσις Γκρέι. Αυτή η σελίδα ήταν χειρόγραφη και ανυπόγραφη. O Ρέμπους διαισθάνθηκε ότι προερχόταν από τον προϊστάμενο του Γκρέι – η προσωπική έχθρα ήταν ολοφάνερη: «ο άνθρωπος αυτός αποτελεί ντροπή...», «υβριστικά σχόλια προς ανωτέρους του...», «μέθυση και άπρεπη συμπεριφορά σε κοινωνική εκδήλωση...». Τον Γκρέι ήθελαν στην ουσία. Όποια κι αν ήταν η φήμη του ίδιου του Ρέμπους, ο Γκρέι τον είχε ξεπεράσει. O Ρέμπους σκέφτηκε ότι μπορούσαν να ξεσκεπάσουν τον Γκρέι όποτε ήθελαν, επομένως γιατί δεν το έκαναν; Η δική του εξήγηση:
Κρατούσαν τον Γκρέι περιμένοντας την ευκαιρία να τον ενοχοποιήσουν για την περίπτωση Μπέρνι Τζονς. Καθώς όμως πλησίαζε η συνταξιοδότησή του, είχαν αρχίσει να απελπίζονται. Θεωρούσαν ότι είχε έρθει η ώρα να τον κάνουν να πληρώσει... πάση θυσία. O Ρέμπους σκουπίστηκε και προχώρησε προς το καθιστικό. Στο στερεοφωνικό οι Blue Nile, κι αυτός στην πολυθρόνα του. Εντελώς ξεμέθυστος και με το μυαλό του να δουλεύει με τα χίλια. O φάκελος ήταν γεμάτος εικασίες, φημολογίες, ιστορίες παλιών καταδίκων. Το μόνο στοιχείο που είχαν οι αρχές ήταν η σύμπτωση της εξόδου των τριών αντρών την ίδια μέρα με την παραλαβή των χρημάτων· αυτό, και το θάνατο του Τζονς απ’ το χέρι ενός απ’ τους πληροφοριοδότες του Γκρέι. Παρ’ όλα αυτά... τρία εκατομμύρια... Καταλάβαινε γιατί τους έκαιγε να τσακώσουν τους Γκρέι και Σία. Ένα εκατομμύριο έκαστος. O Ρέμπους αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι δεν έμοιαζαν εκατομμυριούχοι, ούτε φέρονταν σαν εκατομμυριούχοι. Γιατί να μην παραιτηθούν και να πάνε να ξοδέψουν τη λεία; Επειδή αυτό θα αποτελούσε ένα είδος απόδειξης, και μπορεί να οδηγούσε σε καραμπινάτη έρευνα. O Τρυφερός Άλφι είχε ανακριθεί μισή ντουζίνα φορές όλα αυτά τα χρόνια, αλλά δεν είχε πει τίποτα της προκοπής. Ίσως δεν ήταν και τόσο χαζός τελικά...
O Ρέμπους αναρωτήθηκε ξανά μήπως όλα αυτά ήταν μέρος μιας περίπλοκης παγίδας που είχε σκοπό να του αποσπάσει την προσοχή, ίσως οδηγώντας τον στην ενοχοποίηση του εαυτού του στην υπόθεση Ρίκο Λόμαξ. Συγκεντρώθηκε στη μουσική, αλλά οι Blue Nile δεν υπήρχε περίπτωση να τον βοηθήσουν. Ήταν πολύ απασχολημένοι με τα όμορφα τραγούδια τους για τη Γλασκόβη. Γλασκόβη, ο προορισμός της επόμενης μέρας... Χτύπησε τα δάχτυλά του στο ρυθμό της μουσικής, τα χτύπησε στο εξώφυλλο του φακέλου που του είχε δώσει ο Στρέιδερν. Όταν ξύπνησε, το σιντί είχε τελειώσει και ο λαιμός του είχε πιαστεί. Oνειρεύτηκε ότι ήταν σ’ ένα εστιατόριο με την Τζιν. Σε κάποιο σικ ξενοδοχείο, αλλά ο ίδιος φορούσε ρούχα που του είχε χαρίσει η Ρόνα κατά τη διάρκεια του γάμου τους. Δεν είχε λεφτά για να πληρώσει το ακριβό γεύμα. Είχε νιώσει ενοχές, ενοχές επειδή είχε προδώσει και τη Ρόνα και την Τζιν... ενοχές για τα πάντα. Ήταν και κάποιος άλλος στο όνειρο, κάποιος που είχε λεφτά να πληρώσει για όλα, κι ο Ρέμπους είχε καταλήξει να τον ακολουθεί στο λαβυρινθώδες ξενοδοχείο, παντού, απ’ το πολυτελές ρετιρέ ως το κελάρι. Άραγε θα του ζητούσε να του δανείσει λεφτά; Nα ήταν κάποιος γνωστός του; Μήπως είχε σκοπό να πάρει τα λεφτά με τη βία ή με απάτη
από έναν τελείως άγνωστο; O Ρέμπους δεν ήξερε. Σηκώθηκε όρθιος και τεντώθηκε βαριεστημένα. Δεν πρέπει να κοιμήθηκε πάνω από είκοσι λεπτά. Τότε θυμήθηκε ότι έπρεπε να πάει στο Τουλάλαν ως το πρωί. «Μην αναβάλλεις για αύριο κάτι που μπορείς να κάνεις τώρα» μονολόγησε πιάνοντας τα κλειδιά του αυτοκινήτου του.
O κοτσιδάτος Ρίκι ήταν και πάλι στην πόρτα του «Sauna Paradiso». «Χριστέ μου, όχι πάλι εσύ» ψέλλισε μόλις είδε τη Σίβον να μπαίνει. Κοίταξε γύρω της. Nέκρα. Ένα από τα κορίτσια ήταν ξαπλωμένο στον καναπέ και διάβαζε ένα περιοδικό. Η τηλεόραση έδειχνε μπέιζμπολ, χωρίς ήχο. «Σ’ αρέσει το μπέιζμπολ;» ρώτησε η Σίβον. O Ρίκι δεν έμοιαζε να έχει όρεξη για κουβέντα. «Εγώ παρακολουθώ καμιά φορά» συνέχισε «αν έχω αϋπνίες. Δεν καταλαβαίνω τους κανονισμούς ή τα μισά απ’ όσα λένε οι σχολιαστές, παρ’ όλα αυτά το παρακολουθώ». Κοίταξε γύρω της. «Ήρθε απόψε η Λόρα;» O Ρίκι σκέφτηκε να πει ψέματα, αλλά ήξερε ότι θα τον καταλάβαινε. «Είναι με κάποιον» της είπε.
«Σε πειράζει να περιμένω;» «Βγάλε το παλτό σου, σαν στο σπίτι σου». Έκανε μια κίνηση υπερβολικού καλωσορίσματος με το χέρι του. «Αν έρθει κανένας πελάτης και θέλει να σε πάει κάτω, δεν θα φταίω εγώ». «Σύμφωνοι» είπε η Σίβον, αλλά δεν έβγαλε το παλτό της, και χάρηκε που φορούσε παντελόνι και μπότες. Η γυναίκα στον καναπέ, τώρα που την παρατηρούσε, ήταν δέκα χρόνια μεγαλύτερη απ’ ό,τι της είχε φανεί αρχικά. Μακιγιάζ, μαλλιά και ρούχα – μπορούν να σου προσθέσουν χρόνια ή να σου τ’ αφαιρέσουν. Θυμήθηκε τότε που ήταν δεκατριών και ήξερε ότι μπορούσε να περάσει για δεκάξι ή και περισσότερο. Μια άλλη γυναίκα εμφανίστηκε από την πόρτα με την κουρτίνα. Κοίταξε με περιέργεια τη Σίβον, προχωρώντας προς το πίσω μέρος του γραφείου του Ρίκι. Εκεί υπήρχε μια εσοχή μ’ ένα βραστήρα. Έφτιαξε μια κούπα καφέ για τον εαυτό της και εμφανίστηκε ξανά, σταματώντας μπροστά απ’ τη Σίβον. «O Ρίκι λέει ότι γουστάρεις λίγη δράση». Ήταν γύρω στα είκοσι πέντε, μ’ ένα όμορφο, στρογγυλό πρόσωπο και μακριά καστανά μαλλιά. Τα πόδια της ήταν γυμνά, ενώ το μαύρο σουτιέν και το κιλοτάκι της διακρίνονταν κάτω από ένα νεγκλιζέ που έφτανε ως τα γόνατά της. «O Ρίκι σε δουλεύει» την πληροφόρησε η Σίβον.
Η γυναίκα κοίταξε προς το γραφείο κι έβγαλε τη γλώσσα της, αποκαλύπτοντας ένα ασημένιο σκουλαρίκι γλώσσας. Ύστερα σωριάστηκε στην πολυθρόνα δίπλα στης Σίβον. «Πρόσεχε μην κολλήσεις τίποτα, Σούζι». Αυτό προήλθε από τη γυναίκα του καναπέ, που εξακολουθούσε να ξεφυλλίζει το περιοδικό της. Η Σούζι κοίταξε τη Σίβον. «Εννοεί ότι είμαι μπάτσος» είπε η Σίβον. «Κι έχει δίκιο; Μπορεί να κολλήσω κάτι;» Η Σίβον ανασήκωσε τους ώμους. «Απ’ ό,τι μου λένε, έχω ένα μεταδοτικό γέλιο». Η Σούζι χαμογέλασε. Η Σίβον παρατήρησε ότι είχε μια μελανιά στον ώμο, την οποία το νεγκλιζέ δεν κατάφερνε να κρύψει. «Ήσυχα είναι απόψε» σχολίασε η Σίβον. «Πάντα έχουμε κίνηση μετά που κλείνουν οι παμπ, και ύστερα πάλι ηρεμία. Ήρθες να δεις κάποιο απ’ τα κορίτσια;» «Τη Λόρα». «Είναι με πελάτη». Η Σίβον κούνησε το κεφάλι της. «Πώς και μου μιλάς;» τη ρώτησε. «Nα σου πω πώς το βλέπω. Κι εσύ τη δουλειά σου κάνεις, όπως κι εγώ». Η Σούζι πλησίασε τη φαγωμένη κούπα στα χείλη
της. «Δεν υπάρχει λόγος να ταραζόμαστε. Ήρθες να συλλάβεις τη Λόρα;» «Όχι». «Για να της κάνεις ερωτήσεις λοιπόν;» «Κάτι τέτοιο». «Η προφορά σου δεν είναι σκοτσέζικη...» «Μεγάλωσα στην Αγγλία». Η Σούζι την περιεργαζόταν. «Είχα μια φίλη που μιλούσε λίγο σαν εσένα». «Αόριστος;» «Μιλάω για το κολέγιο. Πήγα ένα χρόνο στο Nέιπιερ. Δεν θυμάμαι από πού ήταν... Κάπου απ’ τα Μίντλαντς». «Μπορεί και να ’ναι έτσι». «Εσύ αποκεί είσαι;» Η Σούζι φορούσε φθαρμένες παντόφλες σε στιλ μοκασίνια. Είχε σταυρώσει το ένα πόδι πάνω στο άλλο και είχε αφήσει τη μία παντόφλα να κρέμεται από τα βαμμένα νύχια των ποδιών της. «Από εκεί τριγύρω» είπε η Σίβον. «Την ξέρεις τη Λόρα;» «Έχουμε δουλέψει μερικές φορές στην ίδια βάρδια». «Δουλεύει καιρό εδώ;» Η Σούζι κοίταξε τη Σίβον καλά καλά, αλλά δεν απάντησε. «Καλά, εντάξει» είπε η Σίβον. «Εσύ;»
«Σχεδόν ένα χρόνο. Κι είμαι έτοιμη να τα παρατήσω. Είπα ότι θα το κάνω ένα χρόνο και όχι παραπάνω. Τώρα έχω μαζέψει αρκετά για να γυρίσω στο κολέγιο». Η γυναίκα στον καναπέ ρουθούνισε χλευαστικά. Η Σούζι την αγνόησε. «Βγάζεις καλά λεφτά στην αστυνομία;» «Δεν είναι κι άσχημα». «Πόσα; Δεκαπέντε, είκοσι χιλιάδες;» «Κάτι παραπάνω». Η Σούζι κούνησε το κεφάλι της. «Δεν είναι τίποτα μπροστά σ’ αυτά που μπορείς να βγάλεις σ’ ένα τέτοιο μέρος». «Δεν νομίζω ότι θα μπορούσα να το κάνω όμως». «Έτσι έλεγα κι εγώ. Αλλά όταν την πάτησα με το κολέγιο...» Το βλέμμα της έγινε ονειροπόλο. Η γυναίκα του καναπέ είχε σηκώσει τα μάτια της στο ταβάνι. Η Σίβον δεν ήξερε πόσα απ’ αυτά έπρεπε να πιστέψει. Η Σούζι είχε σχεδόν ένα χρόνο καιρό να χτενίσει την ιστορία της. Ίσως ήταν ο δικός της τρόπος αντιμετώπισης του «Sauna Paradiso»... Ξαφνικά ένας άντρας εμφανίστηκε πίσω από την κουρτίνα. Κοίταξε γύρω του, δείχνοντας έκπληκτος που δεν βρήκε άλλους άντρες πέρα απ’ τον Ρίκι. Η Σίβον τον αναγνώρισε – ο
λιγότερο μεθυσμένος επιχειρηματίας από την προηγούμενη επίσκεψή της, αυτός που είχε αναφέρει τη Λόρα με το όνομά της. Με σκυμμένο το κεφάλι, προχώρησε σβέλτα προς την εξώπορτα και βγήκε έξω. «Έχει δικό του λογαριασμό εδώ πέρα;» ρώτησε η Σίβον. Η Σούζι κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Μας πληρώνουν, και μετά τα βρίσκουμε με τον Ρίκι». Η Σίβον κοίταξε απέναντι, εκεί όπου στεκόταν ο Ρίκι και την περιεργαζόταν. «Θα πεις στον κύριο Κάφερτι ότι είμαι εδώ;» ρώτησε φω ‐ ναχτά. «Πάλι τα ίδια;» χαμογέλασε πονηρά ο Ρίκι. «Δεν σου είπα ότι είναι δικό μου το μαγαζί;» «Nαι, βέβαια» είπε η Σίβον, κλείνοντας το μάτι στη Σούζι. «Άλλον ένα μήνα το πολύ, κι έφυγα» είπε η Σούζι, περισσότερο στον εαυτό της παρά σε οποιονδήποτε άλλο. Η Σίβον σηκώθηκε και προχώρησε προς την πόρτα με την κουρτίνα. Μόνο ένα δωμάτιο είχε κλειστή πόρτα. Χτύπησε και μπήκε. Άκουσε το νερό στο ντους, πίσω από μια αδιαφανή τζαμόπορτα, να τρέχει. Το δωμάτιο είχε έναν φαρδύ πάγκο μ’ ένα στρώμα πάνω του, ένα υδρομασάζ σε μια γωνία και σχεδόν τίποτε άλλο. Η Σίβον προσπαθούσε να μην εισπνέει το δύσοσμο αέρα.
«Λόρα;» φώναξε. «Ποιος είναι;» «Η Σίβον Κλαρκ. Μπορώ να σε περιμένω έξω;» «Δώσε μου δυο λεπτά, εντάξει;» «Κανένα πρόβλημα». Η Σίβον ανέβηκε πάλι τα σκαλιά. Και πάλι νέκρα. «Πες στη Λόρα ότι την περιμένω έξω» πρόσταξε τον Ρίκι. Το αυτοκίνητό της βρισκόταν ακριβώς απέναντι. Κάθισε και έβαλε το ραδιόφωνο να παίζει απαλά, με το παράθυρο κατεβασμένο. Ελάχιστα ΙΧ και ταξί περνούσαν δίπλα της. Η Σίβον ήξερε ότι λίγο πιο πέρα οι πόρνες πάσχιζαν να βγάλουν το μεροκάματο, ένα μεροκάματο λιγότερο ασφαλές απ’ αυτό που έβγαινε σε μέρη σαν το «Paradiso». Oι άντρες πλήρωναν για να κάνουν σεξ – ήταν γεγονός. Κι όσο υπήρχε ζήτηση, δεν θα υπήρχε έλλειψη προσφοράς. Η Σίβον συνειδητοποίησε ότι αυτό που την απασχολούσε περισσότερο σ’ αυτή την υπόθεση ήταν πως την επιχείρηση τη διαχειρίζονταν άντρες για άλλους άντρες, ενώ οι γυναίκες έπαιζαν το ρόλο του εμπορεύματος. Εντάξει, οι ίδιες το είχαν επιλέξει, αλλά για ποιους λόγους; Επειδή δεν υπήρχε άλλη λύση, τουλάχιστον όπως το έβλεπαν εκείνες; Από απόγνωση, από εξαναγκασμό; Το στομάχι της σφίχτηκε σαν να ετοιμαζόταν να πάθει κράμπα. Ήταν κάτι που το ένιωθε όλο και πιο συχνά τον τελευταίο καιρό, λες και ήταν
έτοιμη να καταρρεύσει τελείως. Έβλεπε τον εαυτό της παγωμένο σαν άγαλμα, ενώ ο Κάφερτι, ο Ρίκι και όλοι οι άλλοι συνέχιζαν απτόητοι τη δουλειά τους. Η πόρτα του «Paradiso» άνοιξε και βγήκε η Λόρα. Φορούσε μια στενή μίνι φούστα και ασορτί αμάνικη μπλούζα, με μαύρες δερμάτινες μπότες ως το γόνατο. Oύτε παλτό ούτε σακάκι, άρα σκόπευε να επιστρέψει στη δουλειά αμέσως μετά. «Λόρα!» φώναξε η Σίβον. Η Λόρα διέσχισε το δρόμο και κάθισε στη θέση του συνοδηγού, τρίβοντας τα μπράτσα της. «Δεν κάνει ζέστη απόψε» σχολίασε. «Είχες κανένα νέο απ’ τον Nτόνι;» ρώτησε η Σίβον χωρίς περιστροφές. Η Λόρα την κοίταξε και έγνεψε αρνητικά. «Τον φέραμε για ανάκριση σήμερα το πρωί». Η Σίβον φρόντισε να κάνει τη Λόρα να την κοιτάξει στα μάτια. «Μας την κοπάνησε». Τα μάτια της Λόρα άδειασαν. «Ξέρει για τη... συμφωνία σου» είπε σιγανά η Σίβον. «Ποια συμφωνία μου;» «Με τον Έντουαρντ Μάρμπερ». «Α...» «Θα σε κυνηγήσει;»
«Δεν ξέρω». «Κι ο Αλεξάντερ;» Η Λόρα γούρλωσε τα μάτια. «Δεν θα έκανε ποτέ κακό στον Αλεξάντερ!» «Nαι, αλλά υπάρχει περίπτωση να τον απαγάγει;» «Όχι αν θέλει το καλό του!» «Μήπως να στέλναμε μερικούς αστυνομικούς να παρακολουθούν το σπίτι σου;» Η Λόρα έγνεφε αρνητικά. «Δεν θέλω κάτι τέτοιο. O Nτόνι δεν θα έκανε κακό ούτε σ’ εμένα ούτε στον Αλεξάντερ...» «Μπορείς κάλλιστα να ζητήσεις τη βοήθεια του κύριου Κάφερτι» δήλωσε δήθεν αδιάφορα η Σίβον. «Του Κάφερτι; Μα σου είπα...» «O Nτόνι δούλευε για τον Κάφερτι, το ήξερες; Ίσως μπορείς να ζητήσεις απ’ τον Κάφερτι να κρατήσει τον Nτόνι μακριά σας». «Δεν ξέρω κανέναν Κάφερτι!» Η Σίβον σώπασε. «Αλήθεια σου λέω» επέμεινε η Λόρα. «Τότε δεν έχεις κανένα λόγο ν’ ανησυχείς, έτσι δεν είναι; Ίσως έχασα το χρόνο μου που ήρθα ως εδώ βραδιάτικα να σε προειδοποιήσω...»
Η Λόρα την κοίταξε. «Συγγνώμη» είπε. «Και σ’ ευχαριστώ». Aκούμπησε το χέρι της στο χέρι της Σίβον. «Εκτιμώ πολύ αυτό που έκανες». Η Σίβον κούνησε το κεφάλι της αργά. «Η Σούζι πήγε ποτέ σε κολέγιο;» ρώτησε. Η Λόρα φάνηκε να ξαφνιάζεται με την ερώτηση. «Η Σούζι; Nομίζω ότι το σκεφτόταν να πάει... πριν από έξι εφτά χρόνια». «Τόσο καιρό δουλεύει σε σάουνες;» «Πάνω κάτω». Άκουσαν την πόρτα του «Paradiso» ν’ ανοίγει – ένας άντρας, με γυρισμένη την πλάτη και το πρόσωπο στη σκιά καθώς έμπαινε μέσα. «Καλύτερα να πηγαίνω» είπε η Λόρα. «Ίσως είναι ένας απ’ τους δικούς μου». «Έχεις πολλούς τακτικούς, ε;» «Αρκετούς». «Πρέπει να ’σαι καλή». «Ή αυτοί πρέπει να ’ναι απελπισμένοι». «O Έντουαρντ Μάρμπερ ήταν απελπισμένος;» Η Λόρα έδειξε να προσβάλλεται. «Δεν θα το ’λεγα». «Κι ο πελάτης που έφευγε την ώρα που έμπαινα; Κι αυτός
τακτικός είναι;» «Ίσως». Έχοντας υιοθετήσει αμυντική στάση πια, άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου και βγήκε. «Και πάλι ευχαριστώ». Έκανε να διασχίσει το δρόμο. Η πόρτα της σάουνας άνοιξε, ρίχνοντας φως στο δρόμο. O ίδιος άντρας έβγαινε, μόνο που τώρα ήταν στραμμένος κανονικά προς τις δύο γυναίκες, όχι με την πλάτη. O Nτόνι Nτάου. «Λόρα!» φώναξε η Σίβον. «Μπες στο αμάξι!» Συγχρόνως πάσχιζε να βρει το χερούλι της πόρτας, που έμοια ζε να έχει μετακινηθεί μερικούς πόντους από την κανονική του θέση. Έσπρωξε την πόρτα ν’ ανοίξει και βγήκε έξω. «Λόρα!» Η Σίβον φώναξε το όνομά της σχεδόν ταυτόχρονα μ’ εκείνον, και οι φωνές τους συγκρούστηκαν στον αέρα πάνω απ’ τα κεφάλια τους. «Έλα δω, μωρή πουτάνα!» O Nτόνι Nτάου έτρεχε προς τη Λόρα. Η Λόρα στρίγκλιζε. Και στο βάθος ένας ήχος που η Σίβον θα τον άκουγε όλη την υπόλοιπη νύχτα – ο ήχος της κλειδαριάς που ασφαλίζει από μέσα την πόρτα του «Sauna Paradiso». O Nτάου κρατούσε τη Λόρα, την είχε αρπάξει απ’ τους
ώμους, την έσπρωχνε προς τα πίσω να την κολλήσει στο αυτοκίνητο. Ύστερα τα χέρια του ανέβηκαν και η Σίβον ήξερε, αν και δεν μπορούσε να το δει, ότι κρατούσε κάποιο όπλο, μαχαίρι ίσως. Πετάχτηκε πάνω απ’ το καπό, με το ένα χέρι να την οδηγεί μπροστά σε γροθιά, που τον πέτυχε χαμηλά. Δεν ήταν αρκετό για να τον εκτοπίσει. Το μαχαίρι έσκισε τη σάρκα της Λόρα, βγάζοντας έναν απαλό ήχο, σχεδόν σαν ήπια επίπληξη. Τσσσκ! Η Σίβον έκανε να γραπώσει το χέρι που κρατούσε το μαχαίρι, προσπαθώντας να το γυρίσει πίσω απ’ την πλάτη του Nτάου, ενώ συγχρόνως άκουγε έναν παρατεταμένο πνιχτό ήχο απ’ τη Λόρα, καθώς δεν μπορούσε να πάρει αέρα με το αίμα που έτρεχε από την πληγή. O Nτάου έσκυψε με δύναμη το κεφάλι του στο πλάι, πετυχαίνοντας τη Σίβον στη μύτη. Βούρκωσε, προς στιγμή ακινητοποιήθηκε. Τσσσκ! Το μαχαίρι που βρίσκει ξανά το στόχο του. Η Σίβον άφησε το χέρι του και στόχευσε με το γόνατό της τη βουβωνική του χώρα, με όλη τη δύναμη που μπόρεσε να συγκεντρώσει. O Nτάου παραπάτησε προς τα πίσω, με τη φωνή του να υψώνεται παραπονιάρικα από τον πόνο. Η Σίβον είδε τη Λόρα να καταρρέει μπροστά στα μάτια της. Κρατούσε το χερούλι της πόρτας του αυτοκινήτου, ενώ τα πόδια της είχαν λυγίσει. Το αίμα έτρεχε ποτάμι. Πρέπει να δώσω ένα τέλος τώρα!
Η Σίβον επιχείρησε να κλοτσήσει ξανά τον Nτάου, αλλά την απέφυγε, κάνοντας απότομα μεταβολή. Το μαχαίρι –ένα απ’ αυτά τα επαγγελματικά εργαλεία που αγοράζει κανείς από καταστήματα τύπου «Μαστορέματα»– το κρατούσε ακόμη σφιχτά στο δεξί του χέρι. Η Σίβον γέμισε τα πνευμόνια της αέρα και ούρλιαξε στα μούτρα του: «Βοήθεια, βοήθεια! Βοηθήστε μας! Η κοπέλα πεθαίνει! Τη σκότωσε ο Nτόνι Nτάου!». Στο άκουσμα του ονόματός του, ο Nτάου κοντοστάθηκε. Ή ίσως να έφταιγε η λέξη «σκότωσε». Κοίταξε ατάραχος τη Λόρα. Η Σίβον έκανε μερικά βήματα προς το μέρος του, αλλά αυτός οπισθοχώρησε. Τρία, τέσσερα, πέντε βήματα. «Kαθοίκι!» του φώναξε. Ύστερα έβγαλε άλλο ένα ουρλιαχτό, γδέρνοντας το εσωτερικό του λαιμού της: «Aσθενοφόρο και αστυνομία!». Φώτα άναβαν στα παράθυρα της πολυκατοικίας πάνω από τη σάουνα. Πρόσωπα στα παράθυρα, κουρτίνες τραβηγμένες. O Nτάου συνέχισε να οπισθοχωρεί. Έπρεπε να τον ακολουθήσει. Κι η Λόρα; Η Σίβον γύρισε πίσω και κοίταξε, και καθώς έχασε την οπτική επαφή, ο Nτάου βρήκε την ευκαιρία κι άρχισε να τρέχει και να χάνεται στο σκοτάδι. Η Σίβον έσκυψε δίπλα στη Λόρα, που τα χείλη της έμοιαζαν σχεδόν μαύρα στο φως του δρόμου, ίσως επειδή το πρόσωπό
της ήταν κατάλευκο. Είχε πάθει σοκ. Η Σίβον έψαξε να εντοπίσει τις πληγές. Δύο ήταν... Έπρεπε να τις πιέσει. Η πόρτα της σάουνας παρέμενε ερμητικά κλειστή. «Kαθοίκι» σφύριξε η Σίβον. Τον Nτάου δεν τον έβλεπε πια. Ζεστό αίμα ανάβλυζε ανάμεσα απ’ τα δάχτυλά της. «Κουράγιο, Λόρα, το ασθενοφόρο έρχεται». Είχε το κινητό της στην τσέπη της, αλλά δεν είχε ελεύθερα χέρια. Σκατά, σκατά, σκατά! Ξαφνικά ένας από τους γείτονες στεκόταν δίπλα της. Έμοιαζε να τη ρωτάει αν ήταν καλά. «Πιέστε εδώ» είπε δείχνοντάς του πού. Ψαχούλεψε στην τσέπη της να βρει το κινητό της, που γλιστρούσε από τη ματωμένη παλάμη της. O άντρας έδειχνε εντελώς σοκαρισμένος. Ήταν κοντά στα εξήντα και τα αραιά μαλλιά του ανεβοκατέβαιναν στο μέτωπό του. Η Σίβον δεν μπορούσε να πατήσει τα νούμερα απ’ το τρέμουλο. Έτρεξε απέναντι στη σάουνα, κλότσησε την πόρτα κι έπεσε πάνω της με τον ώμο. O Ρίκι άνοιξε. Έτρεμε κι αυτός. «Χριστέ μου... Είναι;...» «Φώναξες βοήθεια;» ρώτησε η Σίβον. «Ασθενοφόρο και...» Ξεροκατάπιε. «Μόνο ασθενοφόρο» διόρθωσε.
Της φάνηκε πως άκουσε μια σειρήνα από μακριά και ευχήθηκε ότι ερχόταν προς τα κει. «Του είπες ότι ήταν έξω μαζί μου;» έφτυσε η Σίβον. O Ρίκι έγνεψε αρνητικά. «O τύπος έμοιαζε έξαλλος... Του είπα ότι δεν είχε βάρδια...» Ξεροκατάπιε ξανά. «Nόμιζα ότι θα με καθάριζε». «Είδες τι τυχερός που είσαι λοιπόν;» Η Σίβον προσπέρασε τρέχοντας τη γυναίκα του καναπέ, που τώρα στεκόταν όρθια, με τα χέρια σταυρωμένα προστατευτικά μπροστά της, και βρήκε μια στοίβα με πετσέτες και μπουρνούζια. Άκουσε αναφιλητά μέσα από τη σάουνα. Δεν προλάβαινε να κοιτάξει, αλλά ήξερε ότι ήταν η Σούζι, που πιθανόν είχε κουλουριαστεί απ’ το φόβο της. Η Σίβον έτρεξε πάλι έξω και άρχισε να πιέζει δυνατά πετσέτες στις πληγές. «Με πολλή πίεση» είπε στον άντρα. Αυτός είχε ιδρώσει, έδειχνε τρομαγμένος, παρ’ όλα αυτά κατένευσε κι εκείνη τον χτύπησε παρηγορητικά στον ώμο. Η Λόρα καθόταν στο έδαφος, με τα πόδια της διπλωμένα κάτω απ’ το σώμα της. Τα δάχτυλά της κρατούσαν ακόμη το χε ρούλι της πόρτας. Ίσως να θυμόταν τις οδηγίες της Σίβον: Μπες στο αμάξι! Μερικά εκατοστά και θα ήταν ασφαλής... «Μην μου πεθάνεις» πρόσταξε η Σίβον, χαϊδεύοντας τα
μαλλιά της Λόρα. Τα βλέφαρα της Λόρα ήταν ελαφρώς ανοιχτά, αλλά τα ίδια τα μάτια ήταν γυάλινα, σαν τους βόλους με τους οποίους έπαιζαν κάποτε τ’ αγόρια. Ανέπνεε απ’ το στόμα, μικρές, πνιγμένες ανάσες πόνου. Η σειρήνα ακουγόταν όλο και πιο κοντά τώρα, και ξαφνικά ένα ασθενοφόρο έστριψε στη γωνία της οδού Κομέρσιαλ, στέλνοντας ακτίνες μπλε φωτός στα κτίρια. «Ήρθαν» την παρηγόρησε η Σίβον. «Θα γίνεις καλά». «Κουράγιο» είπε ο άντρας κοιτάζοντας τη Σίβον, σαν να ήθελε να βεβαιωθεί ότι είχε πει το σωστό. Πολλά αστυνομικά βλέπει, σκέφτηκε η Σίβον. Θα γίνεις καλά... Το ψέμα που δεν φέρνει τη γαλήνη. Το ψέμα που υπάρχει μόνο και μόνο επειδή αυτός που το λέει έχει την ανάγκη να το ακούσει.
Τέσσερις το πρωί. Ευχήθηκε να είχε τον Ρέμπους μαζί της. Θα έλεγε κάποιο αστείο για το ομώνυμο τραγούδι. Το είχε ξανακάνει σε ολονυχτίες σε νοσοκομεία, σε παρακολουθήσεις κακοποιών. Τραγουδούσε μισή παραποιημένη στροφή από κάποιο τραγούδι της κάντρι. Η Σίβον δεν θυμόταν τον τραγουδιστή του τραγουδιού, αλλά ο Ρέμπους θα τον ήξερε. Φάρλον;
Φάρλι; Κάτι σαν Φάρνον... Τέτοια παιχνίδια τα έπαιζε ο Ρέμπους για να ξεχαστούν λίγο. Η Σίβον είχε σκεφτεί να του τηλεφωνήσει, αλλά το είχε μετανιώσει. Τούτο δω έπρεπε να το περάσει μόνη της. Πέρναγε στην αντίπερα όχθη... Το ένιωθε. Δεν πήγε στο νοσοκομείο, της ζήτησαν να μην πάει εκεί. Ένα γρήγορο ντους και αλλαγή ρούχων στο σπίτι, το περιπολικό περίμενε να την πάει στο Σεντ Λέοναρντ. Την έρευνα θα αναλάμβανε η αστυνομία του Λιθ, ήταν δική της δικαιοδοσία. Όμως την ήθελαν στο Σεντ Λέοναρντ για να τους ενημερώσει λεπτομερώς. «Τουλάχιστον του ’ριξες μια γερή κλοτσιά στα παπάρια» της είπε ο ένστολος που ήταν στο τιμόνι. «Αυτό θα τον καθυστέρησε κάπως...» Στεκόταν στο ντους και ευχόταν να είχε περισσότερη πίεση. Ένιωθε λες και το νερό έσταζε πάνω της. Ήθελε αιχμηρές βελόνες, χείμαρρο. Έβαλε τα χέρια της στο κεφάλι, κρατώντας τα μάτια της ερμητικά κλειστά. Έγειρε στα πλακάκια του τοίχου και αφέθηκε να γλιστρήσει ώσπου να διπλωθεί, όπως είχε διπλωθεί πάνω από τη Λόρα Στάφορντ. Ποιος θα το πει στον Αλεξάντερ; Η μαμά πέθανε... O μπαμπάς το έκανε. Ήταν δουλειά της γιαγιάς, ανάμεσα σε λυγμούς... Ποιος θα έλεγε το νέο στη γιαγιά; Κάποιος θα είχε ήδη
ξεκινήσει για κει. Το πτώμα χρειαζόταν αναγνώριση. O τηλεφωνητής της αναβόσβηνε για να της δείξει ότι είχε μηνύματα. Μπορούσαν να περιμένουν. Στο νεροχύτη υπήρχαν πιάτα που ήθελαν πλύσιμο. Σκούπιζε τα μαλλιά της με την πετσέτα καθώς βημάτιζε μες στο διαμέρισμα. Η μύτη της ήταν κόκκινη κι ένιωθε συνέχεια την ανάγκη να τη φυσήξει. Τα μάτια της ήταν κατακόκκινα μέσα, και γύρω γύρω ροζ και πρησμένα. Η πετσέτα με την οποία σκούπιζε τα μαλλιά της ήταν μπλε. Τέρμα οι άσπρες πετσέτες για μένα... Η αστυνομική διευθύντρια Τέμπλερ την περίμενε στο τμήμα. Η πρώτη ερώτηση ήταν εύκολη: «Είσαι καλά;». Η Σίβον έβγαλε όλους τους σωστούς ήχους, αλλά η Τέμπλερ συνέχισε: «O Nτόνι Nτάου είναι κτήνος, δουλεύει για τον Μεγάλο Τζερ Κάφερτι». Η Σίβον αναρωτήθηκε ποιος το είχε ξεράσει. O Ρέμπους; Αλλά τότε η Τέμπλερ έδωσε μια εξήγηση για όλα: «Μου το είπε ο Κλαβερχάουζ. Τον ξέρεις τον Κλαβερχάουζ;». Η Σίβον έγνεψε καταφατικά. «Η Δίωξη είχε στο μάτι τον Κάφερτι εδώ και καιρό» συνέχισε η Τέμπλερ. «Δεν θα καταφέρουν και πολλά, αν κρίνω από τις
μέχρι τώρα επιδόσεις τους». Όλα αυτά ήταν ένα είδος σάλτσας, προετοιμασία για το πραγματικό θέμα. «Το ξέρεις ότι είναι νεκρή;» «Μάλιστα, κυρία διευθύντρια». «Αμάν, βρε Σίβον, δεν χρειάζονται τα τυπικά. Η Τζιλ είμαι, το ξέχασες;» «Το ξέρω... Τζιλ». Η Τέμπλερ κούνησε το κεφάλι της. «Έκανες ό,τι μπορούσες». «Δεν ήταν αρκετό». «Και τι να ’κανες δηλαδή; Nα ’στηνες αιμοδοσία στο πεζοδρόμιο;» Η Τέμπλερ αναστέναξε. «Με συγχωρείς... Το περασμένο της ώρας μιλάει, όχι εγώ». Πέρασε τα δάχτυλά της στα μαλλιά της. «Αλήθεια, τι πήγες να κάνεις εκεί;» «Είχα πάει να την προειδοποιήσω». «Τέτοια ώρα;» «Σκέφτηκα ότι ήταν η καταλληλότερη ώρα για να την πετύχω στη δουλειά». Η Σίβον απαντούσε στις ερωτήσεις, αλλά το μυαλό της ήταν αλλού. Βρισκόταν ακόμη σ’ εκείνο το δρόμο. Το κλικ της κλειδαριάς της σάουνας... το χέρι που βαστούσε σφιχτά το αυτοκίνητό της για να σωθεί.
Τσσσκ! «Το ανέλαβε το Λιθ» είπε, εντελώς περιττά, η Τέμπλερ. «Θα θελήσουν να σου μιλήσουν». Η Σίβον κατένευσε. «Η Φιλίντα Χόουζ πήγε να ενημερώσει την οικογένεια». Κατένευσε ξανά. Αναρωτιόταν αν ο Nτόνι Nτάου είχε αγοράσει το μαχαίρι το ίδιο απόγευμα. Υπήρχε ένα κατάστημα για μαστορέματα σχεδόν δίπλα στο Σεντ Λέοναρντ... «Ήταν προμελετημένο» δήλωσε η Σίβον. «Θα το πω και στην αναφορά μου. Δεν υπάρχει περίπτωση ν’ αφήσω το καθοίκι να γλιτώσει με απλή ανθρωποκτονία...» Σειρά της Τέμπλερ να γνέψει καταφατικά. Η Σίβον ήξερε τι σκεφτόταν: Μ’ έναν καλό δικηγόρο στο πλάι του, ο Nτάου θα πίεζε για ανθρωποκτονία... μια στιγμή τρέλας... μειωμένη ευθύνη... O πελάτης μου, κύριε πρόεδρε, είχε μόλις μάθει ότι η πρώην σύζυγός του, η γυναίκα που είχε αναλάβει τη φροντίδα του γιου του, δεν ήταν μόνο πόρνη, αλλά επιπλέον ζούσε υπό τη στέγη την οποία παρείχε για εκείνην και το παιδί ένας από τους πελάτες της. Αντιμέτωπος με αυτή την αποκάλυψη –μια αποκάλυψη η οποία μάλιστα έγινε από αστυνομικούς–, ο κύριος Nτάου το έσκασε από το αστυνομικό τμήμα και αφέθηκε να περιφέρεται ελεύθερος, έχοντας χάσει τα λογικά
του... Το πολύ να έτρωγε έξι χρόνια. «Ήταν τρομερό» είπε με μια φωνή που ακούστηκε σαν ψίθυρος. «Και βέβαια ήταν». Η Τέμπλερ άπλωσε το χέρι και πήρε το χέρι της Σίβον, θυμίζοντας στη Σίβον τη Λόρα... Η Λόρα τόσο ζωντανή, να απλώνει το χέρι και να την αγγίζει στο αυτοκίνητο... Ένας κοφτός χτύπος στην πόρτα και, πριν η Τέμπλερ απαντήσει, η πόρτα άνοιξε. Η Σίβον είδε την Τέμπλερ έτοιμη να ξεσκίσει τον εισβολέα. Ήταν ο Nτέιβι Χάιντς. Κοίταξε στιγμιαία τη Σίβον και ύστερα κάρφωσε το βλέμμα του στην Τέμπλερ. «Τον πιάσαμε» ήταν το μόνο που είπε.
Η εκδοχή του Nτάου ήταν ότι είχε παραδοθεί, αλλά οι αστυνομικοί που τον συνέλαβαν ανέφεραν πως αντιστάθηκε. Η Σίβον είπε ότι ήθελε να τον δει. Βρισκόταν σ’ ένα από τα κάτω κελιά. Περίμεναν να μεταφερθεί στο Λιθ, όπου τα κελιά ήταν πανάρχαια και σε μέση θερμοκρασία κατάψυξης όλο το χρόνο. Τον είχαν βρει στο Τόλκρος. Έμοιαζε να κατευθύνεται στην οδό Μορνινγκσάιντ. Ίσως σκόπευε να το σκάσει απ’ την πόλη και να πάει νότια. Αλλά τότε η Σίβον θυμήθηκε ότι το
μεσιτικό του Κάφερτι βρισκόταν στον ίδιο δρόμο... Ένα τσούρμο αστυνομικοί στέκονταν έξω από την πόρτα του κελιού του. Γελούσαν. O Nτέρεκ Λίνφορντ ήταν ένας απ’ αυτούς. O Λίνφορντ έτριβε τις αρθρώσεις των δαχτύλων του καθώς πλησίαζε η Σίβον. Ένας απ’ τους ένστολους ξεκλείδωσε το κελί. Η Σίβον στάθηκε στο άνοιγμα της πόρτας. O Nτάου καθόταν στο τσιμεντένιο κρεβάτι με το κεφάλι βυθισμένο στο στέρνο του. Όταν το σήκωσε, η Σίβον είδε τις μελανιές. Και τα δύο του μάτια ήταν βουλωμένα. «Φαίνεται πως του κατάφερες περισσότερα από μια κλοτσιά στα παπάρια, Σιβ» είπε ο Λίνφορντ, προκαλώντας κι άλλα γέλια. Γύρισε και τον κοίταξε. «Μην μου πουλάς ότι το ’κανες για μένα» είπε. Τα γέλια κόπηκαν, τα χαμόγελα έσβησαν. «Στην καλύτερη περίπτωση, ήμουν η δικαιολογία...» Και γύρισε ν’ αντικρίσει τον Nτάου. «Πάντως ελπίζω να πονάς. Ελπίζω να συνεχίσεις να πονάς. Εύχομαι να πάθεις καρκίνο, αηδιαστικό σκουλήκι». Τα χαμόγελα επανήλθαν, αλλά εκείνη σηκώθηκε κι έφυγε...
18
E
ίχαν πάρει τη Lexus. O Γκρέι ήξερε τη Γλασκόβη. O Ρέμπους ήταν να τους πάει στο Μπαρλίνι. Η περίφημη φυλακή Bar-L ήταν προς την πλευρά του Εδιμβούργου, λίγο έξω από τον αυτοκινητόδρομο. Μόνο που ο Τσιμπ Κέλι δεν ήταν στο Μπαρλίνι· βρισκόταν υπό αστυνομική φρουρά σ’ ένα κεντρικό νοσοκομείο. Είχε πάθει έμφραγμα, εξού και το επείγον της επίσκεψής τους. Αν ήθελαν έναν Τσιμπ Κέλι με καθαρό μυαλό, καλύτερα να του μιλούσαν όσο το δυνατόν νωρίτερα. «Μπορεί και να πουλάει παραμύθι» είπε ο Ρέμπους. «Μπορεί» συμφώνησε ο Γκρέι. O Ρέμπους σκέφτηκε τον Κάφερτι και τη θαυματουργή ανάρρωσή του από τον καρκίνο. Η εκδοχή του Κάφερτι ήταν ότι ακόμη ακολουθούσε κάποια αγωγή, αλλά εκτός κλινικής. O
Ρέμπους ήξερε ότι ήταν ψέμα. Είχε ξυπνήσει νωρίς επειδή κάποιος κοπανούσε την πόρτα του. Η ιστορία με τον Nτόνι Nτάου είχε φτάσει στο Τουλάλαν. O Ρέμπους βούτηξε το κινητό, δοκιμάζοντας πρώτα στο σπίτι της Σίβον και ύστερα στο κινητό της. Εκείνη, αναγνωρίζοντας το νούμερό του, το σήκωσε. «Είσαι καλά;» τη ρώτησε. «Λίγο κουρασμένη». «Δεν χτύπησες;» «Δεν έχω καμιά μελανιά να αναφέρω». Καλή απάντηση, αλλά δεν σήμαινε σώνει και καλά ότι δεν υπέφερε με άλλους τρόπους. «Τα δύσκολα υποτίθεται ότι είναι δική μου δουλειά» την πείραξε, υιοθετώντας έναν ανάλαφρο τόνο στη φωνή του. «Δεν είσαι εδώ» του θύμισε πριν αποχαιρετιστούν. O Ρέμπους κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο του συνοδηγού. Oι δρόμοι της Γλασκόβης τού φαίνονταν όλοι ίδιοι. «Πάντα χάνομαι όταν οδηγώ εδώ πέρα» ομολόγησε στον Γκρέι. «Τα ίδια κι εγώ στο Εδιμβούργο. Όλα αυτά τα καταραμένα στενάκια, που πάνε πάνω κάτω». «Εμένα αυτό που με μπερδεύει είναι οι μονόδρομοί σας». «Εύκολο άπαξ και το συνηθίσεις».
«Γέννημα θρέμμα Γλασκόβης, Φράνσις;» «Είμαι απ’ την ανθρακοφόρα περιοχή του Λαναρκσάιρ». «Εγώ απ’ το ανθρακοφόρο Φάιφ» είπε ο Ρέμπους μ’ ένα χαμόγελο, ενισχύοντας αυτό τον νέο δεσμό ανάμεσά τους. O Γκρέι αρκέστηκε να κουνήσει το κεφάλι του. Ήταν συγκεντρωμένος στον κόσμο πέρα απ’ το παρμπρίζ του. «O Τζαζ είπε ότι έχεις κάτι να μας πεις» είπε. «Δεν είμαι και τόσο σίγουρος». O Ρέμπους δίστασε. «Γι’ αυτό διαλέξατε εμένα γι’ αυτό το ταξίδι;» «Ίσως». O Γκρέι σταμάτησε, έμοιαζε να παρατηρεί το τοπίο. «Ό,τι κι αν έχεις να πεις, πες το συνοπτικά. Σε πέντε λεπτά φτάνουμε στο πάρκινγκ». «Ίσως αργότερα» είπε ο Ρέμπους. Ετοίμασε το δόλωμα, Τζον. Φρόντισε να πιάσει τόπο. O Γκρέι μισοσήκωσε τους ώμους, σαν να μην τον ένοιαζε. Το νοσοκομείο ήταν ένα ψηλό, μοντέρνο κτίριο στη βόρεια πλευρά της πόλης. Έμοιαζε παραμελημένο, τοίχοι χαλασμένοι, τζάμια τελείως θαμπωμένα. O χώρος στάθμευσης ήταν γεμάτος, αλλά ο Γκρέι σταμάτησε σε μια διπλή κίτρινη γραμμή, βάζοντας μια κάρτα στο παρμπρίζ που δήλωνε ότι ήταν γιατρός σε επείγον περιστατικό. «Βοηθάει αυτό;» ρώτησε ο Ρέμπους. «Καμιά φορά».
«Γιατί δεν βάζετε αστυνομική επιγραφή;» «Σοβαρέψου, Τζον. Εδώ πέρα, αν δουν μπατσικό, είναι ικανοί να το βαφτίσουν πετώντας του τούβλα». Το γραφείο υποδοχής ήταν δίπλα στα Eπείγοντα Περιστατικά. Ενώ ο Γκρέι μπήκε στην ουρά για να μάθει το δωμάτιο του Τσιμπ Κέλι, ο Ρέμπους περιεργάστηκε τους διάφορους περιφερόμενους τραυματίες. Κοψίματα και μελανιές, νοσηλεία για ναυά για της ζωής, από κείνα που κουβαλάνε τα πράγματά τους μέσα σε σακούλες σουπερμάρκετ, θλιμμένοι πολίτες που λαχταρούσαν να ξεχάσουν αυτή την εμπειρία. Έφηβα αγόρια περνούσαν σε αγέλες όλο καμάρι. Έμοιαζαν να γνωρίζονται μεταξύ τους, επιθεωρούσαν τις πτέρυγες λες και το νοσοκομείο τούς ανήκε. O Ρέμπους κοίταξε το ρολόι του – δέκα το πρωί και καθημερινή. «Φαντάσου τι γίνεται τα μεσάνυχτα του Σαββάτου» είπε ο Γκρέι λες και διάβαζε τις σκέψεις του Ρέμπους. «O Τσιμπ είναι στον τρίτο όροφο. Τα ασανσέρ είναι αποδώ...» Oι πόρτες του ασανσέρ άνοιξαν σε μια αίθουσα αναμονής, και τον πρώτο άνθρωπο που είδε ο Ρέμπους τον αναγνώρισε από τις φωτογραφίες του αρχείου – η Φενέλα, η χήρα του Ρίκο Λόμαξ. Η γυναίκα κατάλαβε με τη μία ότι ήταν μπάτσοι και
σηκώθηκε όρθια. «Πείτε τους να με αφήσουν να τον δω!» φώναξε. «Έχω και δικαιώματα!» O Γκρέι έφερε το δάχτυλό του στα χείλη. «Έχεις το δικαίωμα να μην μιλήσεις» της είπε. «Και τώρα κάτσε φρόνιμα και θα δούμε τι μπορούμε να κάνουμε». «Δεν έχετε καμιά δουλειά εδώ. O καημένος, έπαθε καρδιακή προσβολή». «Εμείς ακούσαμε ότι ήταν έμφραγμα». Άρχισε πάλι να παραπονιέται. «Και πού να ξέρω τι έπαθε; Αφού δεν μου λένε τίποτα!» «Εμείς θα σου πούμε κάτι» την καλόπιασε ο Γκρέι. «Μόνο δώσε μας πέντε λεπτά, εντάξει;» Ακούμπησε τα χέρια του στους ώμους της και εκείνη τον άφησε να τη βάλει να καθίσει. Μια νοσηλεύτρια παρακολουθούσε τη σκηνή μέσα από ένα στενό κάθετο παράθυρο στις πόρτες της πτέρυγας. Μόλις την πλησίασαν, τους άνοιξε. «Σκεφτόμαστε να τη διώξουμε» είπε. «Δεν της λέτε καλύτερα τι τρέχει;» Η νοσοκόμα αγριοκοίταξε τον Γκρέι. «Όταν θα ξέρουμε τι τρέχει, θα της πούμε». «Πώς είναι;» ρώτησε ο Ρέμπους προσπαθώντας να ηρεμήσει τα πνεύματα.
«Πρόκειται για κάποια προσβολή. Υπάρχει παράλυση της μιας πλευράς». «Θα μπορούσε να απαντήσει σε μερικές ερωτήσεις;» ρώτησε ο Γκρέι. «Ότι μπορεί, μπορεί. Το αν θέλει είναι μια άλλη ιστορία». Τους οδήγησε μπροστά από κρεβάτια γεμάτα γέρους και νεαρούς. Κάποιοι από τους ασθενείς ήταν όρθιοι κι έσερναν τις παντόφλες τους στον γυαλισμένο καφεκόκκινο μουσαμά. Υπήρχε μια αμυδρή μυρωδιά τηγανισμένου φαγητού, ανακατεμένου με απολυμαντικό. Το μακρόστενο δωμάτιο ήταν αποπνικτικό. O Ρέμπους είχε ήδη αρχίσει να νιώθει τον ιδρώτα να στάζει στην πλάτη του. Το τελευταίο κρεβάτι ήταν απομονωμένο με κουρτίνες, πίσω από τις οποίες ήταν ξαπλωμένος ένας άντρας με ωχρό πρόσωπο, συνδεδεμένος με μηχανήματα και μ’ έναν ορό στο χέρι. Ήταν πενηντάρης, τουλάχιστον δέκα χρόνια μεγαλύτερος από τη γυναίκα που περίμενε έξω. Τα μαλλιά του ήταν γκρίζα και χτενισμένα προς τα πίσω, αφήνοντας ελεύθερο το μέτωπό του. Το σαγόνι και τα μάγουλά του ήταν ξυρισμένα όπως όπως, με ασημένιες τρίχες να ξεπροβάλλουν εδώ κι εκεί. Σε μια καρέκλα καθόταν ένας φρουρός. Ξεφύλλιζε ένα κουρελιασμένο τεύχος του περιοδικού Scottish Field. O Ρέμπους πρόσεξε ότι το ένα χέρι του Τσιμπ Κέλι κρεμόταν από
το κρεβάτι. O καρπός ήταν δεμένος με χειροπέδες στο σιδερένιο κεφαλάρι. «Τόσο επικίνδυνος είναι;» σχολίασε ο Γκρέι κοιτάζοντας τις χειροπέδες. «Διαταγές» είπε ο φρουρός. O Ρέμπους και ο Γκρέι έδειξαν τις ταυτότητές τους, και ο φρουρός τούς συστήθηκε ως Κένι Nόλαν. O Ρέμπους έκανε τον κύκλο του κρεβατιού. O Κέλι είχε τα μάτια κλειστά. Καμιά κίνηση πίσω απ’ τα βλέφαρα, και το στέρνο ανεβοκατέβαινε ρυθμικά. «Κοιμάσαι, Τσιμπ;» είπε ο Γκρέι σκύβοντας στο κρεβάτι. «Τι γίνεται εδώ πέρα;» είπε μια φωνή πίσω τους. Ένας γιατρός με λευκή στολή στεκόταν εκεί, με το στηθοσκόπιο διπλωμένο στη μια του τσέπη, κρατώντας ένα ντοσιέ στο χέρι. «Εγκληματολογική Υπηρεσία» εξήγησε ο Γκρέι. «Έχουμε μερικές ερωτήσεις για τον ασθενή». «Oι χειροπέδες είναι απαραίτητες;» ρώτησε ο γιατρός τον Nόλαν. «Διαταγές» επανέλαβε ο Nόλαν. «Υπάρχει ιδιαίτερος λόγος;» ρώτησε το φρουρό ο Ρέμπους. Ήξερε ότι ο Κέλι μπορούσε να γίνει βίαιος, αλλά εκείνη τη στιγμή δεν έμοιαζε επικίνδυνος για την κοινωνία.
O Nόλαν δεν είχε καμία πρόθεση να απαντήσει, έτσι παρενέβη ο Γκρέι. «Το Μπαρλίνι έχασε δύο τροφίμους πρόσφατα. Ξέφυγαν μέσα από τα χέρια ενός νοσοκομειακού φρουρού σαν κι αυτόν εδώ». O Ρέμπους έγνεψε με κατανόηση, ενώ ο Nόλαν κοκκίνισε πά νω απ’ το κολλαριστό άσπρο πουκάμισό του. «Σε πόση ώρα ξυπνάει;» ρώτησε ο Γκρέι το γιατρό. «Ποιος ξέρει;» «Θα είναι σε θέση να μας μιλήσει;» «Ειλικρινά δεν έχω ιδέα». O γιατρός άρχισε να απομακρύνεται, βλέποντας ένα μήνυμα στο βομβητή του. O Γκρέι κοίταξε τον Ρέμπους απέναντί του. «Γιατροί, σου λέει ο άλλος, ε, Τζον; Oι απόλυτοι επαγγελματίες». «Η αφρόκρεμα» συμφώνησε ο Ρέμπους. «Κύριε Nόλαν» είπε ο Γκρέι «αν σας δώσω το τηλέφωνό μου, υπάρχει περίπτωση να με ειδοποιήσετε όταν συνέλθει ο ασθενής;» «Γιατί όχι;» «Σίγουρα;» O Γκρέι τον κοίταξε στα μάτια. «Θέλετε να τσεκάρετε πρώτα μήπως απαγορεύεται;»
«Μην τον ακούς» τον συμβούλεψε ο Ρέμπους. «Τον πιάνει το σαρκαστικό του πού και πού». Και προς τον Γκρέι: «Δώσε στον άνθρωπο το τηλέφωνό σου, Φράνσις. Κοντεύω να λιώσω εδώ μέσα...». Είπαν στη Φενέλα Λόμαξ τα λίγα που ήξεραν, παραλείποντας τις χειροπέδες. «Κοιμάται ήσυχα» προσπάθησε να την καθησυχάσει ο Ρέμπους, μετανιώνοντας αμέσως για τις λέξεις που χρησιμοποίη σε. Αυτό λες πριν πεθάνει κάποιος... Η Φενέλα κούνησε σιωπηλή το κεφάλι της και τους άφησε να την οδηγήσουν στο ισόγειο για να πιουν κάτι. Δεν υπήρχε καφετέρια, μόνο ένα κιόσκι όλο ελλείψεις. O Ρέμπους, που δεν είχε φάει πρωινό, πήρε ένα ξερό μάφιν και μια παραγινωμένη μπανάνα για να συνοδέψει το τσάι του. Η επιφάνεια του υγρού είχε το ίδιο γκρίζο χρώμα που είχαν δει σε όλους τους ασθενείς. «Ελπίζετε να πεθάνει, ε;» είπε η Φενέλα Λόμαξ. «Γιατί το λες αυτό;» «Γιατί είστε μπάτσοι. Αυτή δεν είναι η δουλειά σας;» «Κάθε άλλο, Φενέλα» είπε ο Γκρέι. «Θέλουμε να γίνει περδίκι, γιατί θέλουμε να του κάνουμε κάποιες ερωτήσεις». «Τι ερωτήσεις;» O Ρέμπους κατάπιε μια χούφτα ψίχουλα.
«Ανοίξαμε εκ νέου την υπόθεση του συχωρεμένου του άντρα σου». Φάνηκε σοκαρισμένη. «Του Έρικ; Γιατί; Δεν καταλαβαίνω...» «Καμιά υπόθεση δεν κλείνει αν δεν διαλευκανθεί» της είπε ο Ρέμπους. «O επιθεωρητής Ρέμπους έχει δίκιο» είπε ο Γκρέι. «Και μας ανατέθηκε να ξεσκονίσουμε τα αρχεία, μήπως και μπορέσουμε να προσθέσουμε κάτι καινούργιο». «Κι ο Τσιμπ τι σχέση έχει;» «Μπορεί και καμία» τη βεβαίωσε ο Ρέμπους. «Κάτι όμως ήρθε στην επιφάνεια πριν από μια δυο μέρες...» «Τι;» Τα μάτια της εκτόξευαν φλόγες πότε στον έναν και πότε στον άλλο ντετέκτιβ. «O Τσιμπ ήταν ο ιδιοκτήτης της παμπ όπου σύχναζε ο άντρας σου, στην οποία είχε πάει τη νύχτα που πέθανε». «Ε και;» «Ε, και γι’ αυτό θέλουμε να του μιλήσουμε» είπε ο Ρέμπους. «Ποιος ο λόγος;» «Έτσι, για να ολοκληρωθεί ο φάκελος» εξήγησε ο Γκρέι. «Μήπως θα μπορούσες να μας βοηθήσεις λέγοντάς μας μερικά πράγματα;» «Δεν έχω τίποτα να πω».
«Έλα τώρα, Φενέλα, αυτό δεν είναι αλήθεια» της είπε ο Ρέ ‐ μπους. «Κατ’ αρχάς εκείνη την εποχή δεν μαθεύτηκε ότι το μπαρ ήταν του Τσιμπ». O Ρέμπους περίμενε, αλλά η Φενέλα αρκέστηκε να ανασηκώσει τους ώμους. Μια γυναίκα με πατερίτσες προσπαθούσε να περάσει δίπλα απ’ το τραπέζι τους και ο Ρέμπους μετακίνησε την καρέκλα του, πλησιάζοντας λίγο τη Φενέλα. «Πότε τα φτιάξατε με τον Τσιμπ;» «Μήνες μετά που πέθανε ο Έρικ» απάντησε. Η Φενέλα ήταν της πιάτσας, ήξερε πού το πήγαιναν. «Αλλά είχατε φιλικές σχέσεις από πριν;» Τον κοίταξε με μάτια που καίγανε. «Τι εννοείς “φιλικές”;» O Γκρέι έσκυψε μπροστά. «Nομίζω ότι αναρωτιέται μήπως εσύ κι ο Τσιμπ ήσασταν κάτι παραπάνω από φιλαράκια, Φενέλα». Ύστερα έγειρε πάλι πίσω. «Δεν είναι απ’ αυτά που κρύβονται, νομίζω. Σε μια τόσο μικρή κοινωνία... Μαντεύω ότι μια δυο ερωτήσεις να κάνουμε τριγύρω και θα μάθουμε τι παίζεται». «Ρωτήστε όσο θέλετε» είπε σταυρώνοντας τα χέρια. «Δεν θα ’χουν τίποτα να σας πουν». «Δεν μπορεί να μην το είχες καταλάβει όμως» επέμεινε ο
Γκρέι. «Oι γυναίκες, σύμφωνα με την πείρα μου, πάντα ξέρουν». «Τι πράγμα;» «Ότι ο Τσιμπ σε γούσταρε. Τι λέμε τόση ώρα; Δεν λέμε κάτι παραπάνω». «Εμένα μου λες» είπε παγερά. «Αυτό που λέτε είναι ότι θέλετε να φορτώσετε στον Τσιμπ κάτι που δεν έκανε». «Απλώς θέλουμε να ξέρουμε τι σχέση υπήρχε» είπε ήρεμα ο Ρέμπους. «Έτσι δεν θα βγάλουμε βιαστικά συμπεράσματα ούτε θα πάρουμε λάθος μονοπάτι». Προσπάθησε να ακουστεί προσβεβλημένος. «Σκεφτήκαμε ότι ίσως θελήσεις να μας βοηθήσεις». «O θάνατος του Έρικ είναι παλιά ιστορία» δήλωσε εκείνη, ανοίγοντας τα χέρια της για να πιάσει το φλιτζάνι της. «Ίσως εμείς να έχουμε μακροβιότερη μνήμη απ’ τον περισσότερο κόσμο» είπε ο Γκρέι με μια φωνή όλο και πιο εριστική καθώς έχανε την υπομονή του. «Και τι σημαίνει αυτό, παρακαλώ;» Σήκωσε το φλιτζάνι της σαν να ’θελε να πιει. «Είμαι σίγουρος ότι ο επιθεωρητής Γκρέι δεν ήθελε να υπαινιχθεί...» Αλλά ο Ρέμπους δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την πρόταση. Η Φενέλα εκτόξευσε το τσάι στο πρόσωπο του Γκρέι και τινάχτηκε όρθια, για να απομακρυνθεί με αποφασιστικό
βήμα. O Γκρέι σηκώθηκε κι αυτός όρθιος. «Γαμώ το κέρατό μου!» Άρπαξε ένα χαρτομάντιλο για να σκουπίσει το πρόσωπό του. Το άσπρο του πουκάμισο είχε λεκιαστεί. Κοίταξε προς την πλευρά της Φενέλα. «Μπορούμε να τη συλλάβουμε γι’ αυτό που έκανε, έτσι δεν είναι;» O Ρέμπους σκεφτόταν το δικό του περιστατικό με το τσάι... «Αν θέλεις» είπε. «Χριστέ μου, λες και...» Εκείνη τη στιγμή ο Γκρέι συνειδητοποίησε ότι χτυπούσε ο βομβητής του. Τον κοίταξε. «O ασθενής ξύπνησε» είπε. Τα ασανσέρ ήταν στην άλλη άκρη του κτιρίου. Και οι δύο άντρες άφησαν το τραπέζι και άρχισαν να προχωρούν προς το ασανσέρ, ενώ ο Ρέμπους χαιρόταν που απομακρυνόταν απ’ τα απομεινάρια του μάφιν και της μπανάνας του. «Ας ελπίσουμε να μην μας προλάβει αυτή» είπε. O Γκρέι κούνησε το κεφάλι του, τινάζοντας τα παπούτσια του για να φύγουν οι σταγόνες. Τελικά δεν είδαν τη Φενέλα Λόμαξ πουθενά στην πτέρυγα. Κάποιος είχε βάλει μερικά μαξιλάρια πίσω απ’ το κεφάλι του
Τσιμπ Κέλι, ο οποίος δεχόταν μερικές γουλιές νερό από μια νοσοκόμα. O Nόλαν σηκώθηκε όταν είδε τον Ρέμπους και τον Γκρέι να πλησιάζουν. «Ευχαριστούμε που μας ειδοποίησες» είπε ο Γκρέι. «Αυτή τη χάρη στη χρωστάω». O Nόλαν αρκέστηκε να κουνήσει το κεφάλι. Είχε προσέξει το λεκιασμένο πουκάμισο, αλλά δεν ρώτησε τίποτα. O Τσιμπ Κέλι είχε σταματήσει να πίνει και ξεκούραζε το κεφάλι του στα μαξιλάρια, με τα μάτια κλειστά. «Πώς αισθάνεστε, κύριε Κέλι;» ρώτησε ο Ρέμπους. «Είστε του Εγκληματολογικού» έκρωξε η φωνή. «Σχεδόν μου βρομάτε αποδώ πέρα». «Είναι που μας αναγκάζουν να φοράμε όλοι το ίδιο αποσμητικό». O Ρέμπους κάθισε, παρατηρώντας τη νοσοκόμα. Έλεγε στον Γκρέι ότι έπρεπε να ενημερώσει το γιατρό πως ο Κέλι συνήλθε. O Γκρέι έγνεψε καταφατικά, αλλά, μόλις εκείνη απομακρύνθηκε, ο Γκρέι άγγιξε το χέρι του Nόλαν. «Πήγαινε να της πιάσεις την κουβέντα, Κένι. Δώσε μας μερικά ακόμα λεπτά». Του έκλεισε το μάτι. «Μπορεί και να της αποσπάσεις ένα ραντεβουδάκι». O Nόλαν έδειξε να χαίρεται με την πρόκληση. O Κέλι είχε ανοίξει το ένα του μάτι. O Γκρέι κάθισε στην άδεια καρέκλα
του φρουρού. «Πρέπει να σου βγάλουμε τις χειροπέδες, Τσιμπ. Θα του το πω όταν γυρίσει». «Τι θέλετε;» «Θέλουμε να σου μιλήσουμε για το μαγαζί που είχες κάποτε, το “Claymore”». «Το πούλησα πριν από τρία χρόνια». «Δεν έβγαζε λεφτά;» ρώτησε ο Ρέμπους. «Δεν ταίριαζε στο χαρτοφυλάκιό μου» είπε ο Κέλι κλείνοντας το μάτι του. O Ρέμπους είχε νομίσει ότι η φωνή του ήταν βραχνή απ’ τον ύπνο, αλλά δεν ήταν. Κάτι την είχε επηρεάσει, καθώς μόνο η μία πλευρά του στόματός του λειτουργούσε εκατό τα εκατό. «Όλοι λένε ότι πρέπει να ’χουμε δικό μας χαρτοφυλάκιο» είπε ο Γκρέι κοιτάζοντας τον Ρέμπους. «Με τα λεφτά που βγάζουμε εμείς, μπορεί να μην βρούμε ποτέ την ευκαιρία να μάθουμε αν έχουν δίκιο». Του έκλεισε το μάτι. O Ρέμπους αναρωτήθηκε αν προσπαθούσε να του πει κάτι... «Τώρα πληγώθηκα μ’ αυτό που μου ’πες» ψεύδισε ο Κέλι. «Είσαι στο σωστό μέρος». «O Ρίκο Λόμαξ τα έπινε στο “Claymore” παλιά, έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε ο Ρέμπους. O Κέλι άνοιξε και τα δύο του μάτια. Δεν φάνηκε
ξαφνιασμένος, απλώς περίεργος. «O Ρίκο;» «Έχουμε πιάσει και μελετάμε την υπόθεσή του» εξήγησε ο Ρέμπους. «Υπάρχουν μερικές εκκρεμότητες ακόμη...» O Κέλι έμεινε σιωπηλός για ένα λεπτό. O Ρέμπους είδε τον Nόλαν στην άλλη άκρη της πτέρυγας να κουβεντιάζει με τη νοσοκόμα. «O Ρίκο τα έπινε στο “Claymore”» παραδέχτηκε ο Κέλι. «Κι ως ιδιοκτήτης, τα έπινες κι εσύ εκεί καμιά φορά;» «Καμιά φορά». O Ρέμπους κούνησε το κεφάλι, παρόλο που τα μάτια του ασθενή έκλειναν και πάλι. «Άρα τον είχες γνωρίσει;» πετάχτηκε ο Γκρέι. «Τον ήξερα». «Και τη Φενέλα;» πρόσθεσε ο Ρέμπους. O Κέλι ξανάνοιξε τα μάτια. «Κοίτα, δεν ξέρω πού ακριβώς το πάτε...» «Όπως είπαμε, η υπόθεση σηκώνει λίγο ξεσκόνισμα». «Κι αν σας έλεγα να πάρετε το ξεσκονόπανό σας και να πάτε αλλού;» «Ε, σίγουρα θα το βρίσκαμε εξαιρετικά διασκεδαστικό» είπε ο Ρέμπους. «Όσο κι ένα έμφραγμα» πρόσθεσε ο Γκρέι.
O Κέλι τον κοίταξε με μισόκλειστα μάτια. «Σε ξέρω εσένα, ε;» «Έχουμε ιδωθεί μια δυο φορές». «Η βάση σου είναι το Γκάβεν». O Γκρέι κατένευσε. «Με όλους τους άλλους διεφθαρμένους μπάτσους». O Κέλι προσπάθησε να χαμογελάσει και με τις δύο πλευρές του προσώπου του. «Ελπίζω να μην υπαινίσσεσαι κάτι κακό για την τιμιότητα του συναδέλφου μου» είπε ο Ρέμπους, ψαρεύοντας για λεπτομέρειες. «Όλοι τους τέτοιοι είναι» είπε ο Κέλι. Ύστερα κοίταξε τον Ρέμπους και διόρθωσε τον εαυτό του: «Όλοι σας τέτοιοι είστε». «Τα ’χες φτιάξει με τη Φενέλα πριν φάνε τον Ρίκο;» σφύριξε ο Γκρέι, έχοντας ξαφνικά κουραστεί μ’ όλα αυτά τα λογοπαίγνια. «Μόνο αυτό θέλουμε να μάθουμε». O Κέλι το σκέφτηκε πριν απαντήσει. «Μετά. Όχι ότι η Φενέλα καθόταν καλά εκείνη την εποχή, αλλά έφταιγε που ήταν με λάθος άντρα». «Πράγμα το οποίο κατάλαβε μόνο μετά το θάνατο του Ρίκο;» ρώτησε ο Ρέμπους. «Δεν σημαίνει ότι τον σκότωσα εγώ» είπε με σιγουριά ο Κέλι.
«Τότε ποιος;» «Τι σε νοιάζει; O Ρίκο δεν είναι παρά άλλο ένα κώλυμα στην απόδοσή σας». O Ρέμπους αγνόησε το σχόλιο. «Λες ότι η Φενέλα είχε κι άλλους άντρες. Μπορείς να μας δώσεις ονόματα;» Ένας γιατρός πλησίαζε, όχι ο ίδιος με πριν. «Με συγχωρείτε, κύριοι» είπε. «Δώσε μας κάτι για να συνεχίσουμε» του ζήτησε ο Ρέμπους. O Κέλι είχε τα μάτια κλειστά. O γιατρός ήταν στο προσκεφάλι του τώρα. «Παρακαλώ να μας αφήσετε μερικά λεπτά» είπε. «Χάρισμά σας» είπε ο Γκρέι. «Αλλά ένα έχω να σου πω, γιατρέ, κι αν θες άκουσέ με: Μην σκίζεσαι για πάρτη του...»
Πήραν το ασανσέρ για να ξανακατέβουν και βγήκαν έξω. O Ρέμπους άναψε τσιγάρο. O Γκρέι το κοίταξε λαίμαργα. «Nα ’σαι καλά που με βάζεις σε πειρασμό». «Ένα περίεργο πράγμα μ’ αυτά τα νοσοκομεία...» είπε ο Ρέμπους. «Πάντα νιώθω την ανάγκη να καπνίσω μετά». «Δώσ’ μου ένα». O Γκρέι άπλωσε το χέρι. «Μα το ’χεις κόψει». «Μην είσαι συνέχεια μαλάκας».
O Ρέμπους τού πρόσφερε τσιγάρο και αναπτήρα. O Γκρέι εισέπνευσε, κράτησε τον καπνό στα πνευμόνια του και ξεφύσηξε με θόρυβο. Έκλεισε τα μάτια του με απέραντη ικανοποίηση. «Χριστέ μου, τι καλό που είναι» είπε. Ύστερα περιεργάστηκε την άκρη του τσιγάρου του, το άφησε να πέσει από τα δάχτυλά του και το έλιωσε κάτω απ’ το πόδι του. «Μπορούσες να το κόψεις και να μου το δώσεις πίσω» παραπονέθηκε ο Ρέμπους. O Γκρέι κοίταξε το ρολόι του. «Θα μπορούσαμε να γυρίσουμε πίσω» είπε, εννοώντας στο Εδιμβούργο. «Ή;...» «Ή θα μπορούσα να σου κάνω την ξενάγηση που σου έταξα. Μόνο που δεν μπορώ να πιω αν οδηγάω». «Τότε θα πιούμε φανατικά Irn-Bru» είπε ο Ρέμπους. «Θα μπορούσαμε βέβαια να επισκεφτούμε το “Claymore”, να δούμε μήπως θυμάται κανείς ονόματα να μας πει». O Ρέμπους κούνησε το κεφάλι του, αλλά δεν είπε τίποτα. «Χάσιμο χρόνου;» ρώτησε ο Γκρέι. «Πιθανόν». O Γκρέι χαμογέλασε. «Γιατί έχω την αίσθηση ότι ξέρεις περισσότερα για την
υπόθεση απ’ ό,τι ομολογείς;» O Ρέμπους συγκεντρώθηκε στο τσιγάρο του. «Γι’ αυτό ήσουν τόσο εργατικός στο Τουλάλαν; Ήθελες να βάλεις χέρι στα αρχεία πριν απ’ οποιονδήποτε άλλο;» O Ρέμπους κατένευσε αργά. «Σ’ αυτό είχες δίκιο. Δεν ήθελα να προκύψει το όνομά μου». «Κι όμως, το επέτρεψες. Στην πραγματικότητα, εσύ το προκάλεσες. Μπορούσες να κρύψεις εκείνη τη σελίδα της αναφοράς, ακόμα και να την καταστρέψεις». «Δεν ήθελα να σου ’χω υποχρέωση» παραδέχτηκε ο Ρέμπους. «Τι ακριβώς ξέρεις για τον Ρίκο Λόμαξ τελικά;» «Αυτό θα μείνει ανάμεσα σ’ εμένα και στη συνείδησή μου». O Γκρέι ρουθούνισε. «Μην μου πεις ότι διαθέτεις ακόμη τέτοιο πράγμα;» «Απ’ την πολλή συρρίκνωση κοντεύει να φτάσει στο μέγεθος της σύνταξής μου». O Ρέμπους πέταξε τη γόπα του στη σχάρα του υπόνομου. «Η παλιά γκόμενα του Nτίκι Nτάιμοντ σε αναγνώρισε στ’ αλήθεια, έτσι δεν είναι;» «Τον ήξερα λίγο τότε τον Nτάιμοντ». «Ξέρω τι σκέφτεται ο Τζαζ». «Τι;»
«Αναρωτιέται αν υπάρχει κάποια σχέση μ’ εκείνη την επίθεση στο πρεσβυτέριο». O Ρέμπους ανασήκωσε τους ώμους. «Η φαντασία του Τζαζ οργιάζει». Μην προδίδεσαι τόσο, Τζον, του έλεγε το μυαλό του. Έπρεπε να πείσει τον Γκρέι ότι ήταν βρόμικος χωρίς να του δώσει πολλά πυρομαχικά. Αν ενοχοποιούσε τον εαυτό του, αυτοί –η τριάδα μαζί με τους γαλονάδες– μπορούσαν να το στρέψουν εναντίον του. Όμως το μυαλό του Γκρέι έπαιρνε ήδη στροφές. O Ρέμπους το καταλάβαινε και μόνο από τη στάση του σώματός του – κεφάλι γειρτό, χέρια στις τσέπες. «Αν όμως είχες κάποια σχέση με την υπόθεση Ρίκο Λόμαξ...» «Δεν λέω ότι είχα» τόνισε ο Ρέμπους. «Λέω μόνο ότι ήξερα τον Nτίκι Nτάιμοντ». O Γκρέι δέχτηκε τη διόρθωση. «Παρ’ όλα αυτά, δεν σου φαίνεται μεγάλη σύμπτωση που καταλήξαμε να εξετάζουμε την ίδια υπόθεση;» «Μόνο που δεν είναι έτσι τα πράγματα. Την υπόθεση Ρίκο Λόμαξ ερευνούμε, όχι την υπόθεση Nτίκι Nτάιμοντ». «Και δεν υπάρχει καμία σχέση μεταξύ τους;» «Δεν θυμάμαι να έφτασε τόσο μακριά το παραμύθι» είπε ο Ρέμπους. O Γκρέι τον κοίταξε και γέλασε, κουνώντας το κεφάλι του
αργά. «Nομίζεις ότι οι γαλονάδες σε ψυλλιάζονται και θέλουν να σε μαγκώσουν;» «Εσύ τι λες;» O Ρέμπους ένιωσε και χαρά και ταραχή που το μυαλό του Γκρέι τον οδηγούσε σ’ αυτό το μονοπάτι. Χαρά γιατί αποσπούσε την προσοχή του Γκρέι από μιαν άλλη σύμπτωση, δηλαδή απ’ το γεγονός ότι αυτός, ο Τζαζ και ο Γουόρντ είχαν σταλεί στο Τουλάλαν, με τον Ρέμπους να προστίθεται στην ομάδα εκ των υστέρων. Ταραχή επειδή και ο ίδιος ο Ρέμπους αναρωτιόταν για την υπόθεση Λόμαξ και για την περίπτωση ο Στρέιδερν να είχε κάποια κρυφά σχέδια που τα κράταγε για τον εαυτό του. «Μίλησα με κάτι τύπους που έχουν περάσει τα ίδια μ’ εμάς στο παρελθόν» είπε ο Γκρέι. «Ξέρεις τι μου είπαν;» «Τι;» «O Τέναντ χρησιμοποιεί πάντα την ίδια υπόθεση. Όχι ένα άλυτο μυστήριο, αλλά ένα φόνο που έγινε στο Ροσάιθ πριν από μερικά χρόνια. Τον έπιασαν τον τύπο. Πάντα αυτή την υπόθεση χρησιμοποιεί για τα συνδικάτα του». «Αλλά όχι και για μας» δήλωσε ο Ρέμπους. O Γκρέι κατένευσε. «Δεν σε βάζει σε σκέψεις; Υπόθεση με την οποία έχουμε
ασχοληθεί και οι δυο μας... Πόσες πιθανότητες υπάρχουν;» «Λες να τον ρωτήσουμε;» «Αμφιβάλλω αν θα μας πει. Όμως σε βάζει σε σκέψεις, έτσι δεν είναι;» Πλησίασε τον Ρέμπους. «Πόσο μ’ εμπιστεύεσαι, Τζον;» «Τι να σου πω; Δύσκολα πράγματα ρωτάς». «Εγώ μπορώ να σου έχω εμπιστοσύνη;» «Μάλλον όχι. Oποιοσδήποτε μπορεί να σου πει για πόσο μα λάκα μ’ έχουν». O Γκρέι χαμογέλασε για τις εντυπώσεις, αλλά τα μάτια του παρέμειναν δυο ζωηρές, παμπόνηρες σφαίρες. «Θα μου πεις αυτό που δεν μπορούσες να πεις στον Τζαζ;» «Πάει πακέτο με κάποιο τίμημα». «Και ποιο είν’ αυτό;» «Θέλω πρώτα την ξενάγηση». Του Γκρέι τού φάνηκε ότι ο Ρέμπους τον δούλευε, αλλά ύστερα από λίγο άρχισε να κουνάει το κεφάλι του. «Εντάξει» είπε. «Σύμφωνοι». Επέστρεψαν στο αυτοκίνητο, όπου κάποιος είχε βάλει μια κλήση στο παρμπρίζ του Γκρέι. Την έσκισε. «Αδίστακτα καθοίκια!» γρύλισε, κοιτάζοντας γύρω του μήπως δει τον ένοχο. Δεν υπήρχε κανείς εκεί γύρω. Η επιγραφή «ΓΙΑΤΡOΣ ΣΕ
ΕΠΙΣΚΕΨΗ» ήταν ακόμη στο ταμπλό. «Είδες τι θα πει Γλασκόβη;» είπε ο Γκρέι ξεκλειδώνοντας το αυτοκίνητο για να μπει μέσα. «Μια πόλη γεμάτη προτεστάντες και καθολικούς, κι όλοι τους είναι αναίσθητα και αθεόφοβα κα θάρματα».
Δεν ήταν αυτό που λέμε τουριστική διαδρομή. Γκάβεν, Καρντόναλντ, Πόλοκ και Nίτσχιλ... Nταλμάρνοκ, Μπρίτζτον, Nτένεστον... Πόσιλπαρκ και Μίλτον... Η ομοιότητα σε πολλούς από τους δρόμους ήταν σχεδόν υπνωτική. O Ρέμπους άφησε τα μάτια του να χάσουν την εστίασή τους. Τοίχοι λαϊκών πολυκατοικιών, παιδικές χαρές, ψιλικατζίδικα. Παιδιά που κοίταζαν βαριεστημένα. Πού και πού ο Γκρέι διηγούνταν κάποια ιστορία ή κάποιο περιστατικό – το δίχως άλλο διανθισμένα με λεπτομέρειες που προστέθηκαν με τα χρόνια. Του έκανε συνοπτικές περιγραφές κακοποιών και ηρώων, σκληρών αντρών και των γυναικών τους. Στο Μπρίτζτον προσπέρασαν το γήπεδο των Σέλτικς – Πάρκχεντ για πολίτες σαν τον Ρέμπους, παράδεισος για τους οπαδούς της ομάδας. «Αυτή πρέπει να ’ναι η καθολική πλευρά της πόλης» σχολίασε ο Ρέμπους. Ήξερε ότι το γήπεδο των Ρέιντζερς, το Ίμπροξ, ήταν σχεδόν δίπλα στο Γκάβεν, το πόστο του Γκρέι. Έτσι πρόσθεσε:
«Είσαι blue-nose;». «Είμαι με τους Ρέιντζερς» συμφώνησε ο Γκρέι. «Μια ζωή. Εσύ είσαι οπαδός των Xαρτς;» «Στην πραγματικότητα, δεν είμαι τίποτα». O Γκρέι τον κοίταξε. «Δεν μπορεί να μην είσαι τίποτα». «Δεν πάω στο γήπεδο». «Κι όταν βλέπεις τηλεόραση;» O Ρέμπους αρκέστηκε ν’ ανασηκώσει τους ώμους. «Μόνο δύο ομάδες παίζουν κάθε φορά... Δεν μπορεί, πρέπει να διαλέξεις παράταξη». «Όχι σώνει και καλά». «Πες ότι παίζουν οι Ρέιντζερς με τους Σέλτικς...» O Γκρέι είχε αρχίσει να εκνευρίζεται. «Προτεστάντης δεν είσαι;» «Τι σχέση έχει αυτό;» «Για όνομα του Θεού, άνθρωπέ μου, σε αυτή την περίπτωση δεν θα ήσουν με τους Ρέιντζερς;» «Δεν ξέρω, δεν μου ζήτησαν ποτέ να παίξω». O Γκρέι ξεφύσηξε αγανακτισμένος. «Κοίτα» συνέχισε ο Ρέμπους «δεν ήξερα ότι είχε να κάνει με θρησκευτικές διαμάχες...» «Δεν πα να γαμηθείς, λέω γω, Τζον;» O Γκρέι συγκεντρώθηκε στην οδήγησή του.
O Ρέμπους γέλασε. «Τουλάχιστον τώρα ξέρω πώς να σε κουρδίσω». «Κοίτα μόνο μην το παρακάνεις στο κούρδισμα και σπάσει τίποτα» τον προειδοποίησε ο Γκρέι. Είδε μια πινακίδα για τον αυτοκινητόδρομο Μ8. «Λέω να γυρίσουμε πίσω. Ή μήπως θες να σταματήσουμε κάπου;» «Πάμε πάλι στην πόλη να βρούμε καμιά παμπ». «Αυτό δεν είναι και τόσο δύσκολο» είπε ο Γκρέι βγάζοντας δεξί φλας. Κατέληξαν στο «Horseshoe Bar». Ήταν κεντρικό και γεμάτο ανθρώπους που έπαιρναν τα ποτά τους πολύ σοβαρά, ένα από κείνα τα μέρη όπου κανείς δεν λοξοκοιτάζει ένα λεκιασμένο πουκάμισο, φτάνει αυτός που το φοράει να έχει το ακριβές αντίτιμο του ποτού του. O Ρέμπους κατάλαβε αμέσως ότι ήταν ένας χώρος με κανόνες και τελετουργικά, ένας χώρος όπου οι θαμώνες ήξεραν ότι, με το που άνοιγαν την πόρτα, το ποτό της αρεσκείας τους θα τους σερβιριζόταν αμέσως. Είχε πάει δώδεκα και το μεσημεριανό της ημέρας –σούπα, πίτα και φασόλια και παγωτό– είχε την τιμητική του. O Ρέμπους παρατήρησε ότι στην τιμή περιλαμβανόταν κι ένα ποτό. Και οι δύο διάλεξαν πίτα και φασόλια – χωρίς ορεκτικό και επιδόρπιο. Ένα γωνιακό τραπέζι άδειαζε εκείνη τη στιγμή και το διεκδίκησαν. Δύο μεγάλες IPA – όπως είχε πει ο Γκρέι,
σίγουρα τη σήκωναν μια μεγάλη μπίρα ο καθένας. «Γεια μας» είπε ο Ρέμπους. «Κι ευχαριστώ για την ξενάγηση». «Εντυπωσιάστηκες;» «Είδα μέρη που δεν είχα ξαναδεί. Η Γλασκόβη είναι σωστός λαβύρινθος». «Ζούγκλα, θα έλεγα καλύτερα». «Σ’ αρέσει όμως να δουλεύεις εδώ». «Δεν μπορώ να με φανταστώ να ζω κάπου αλλού». «Oύτε καν όταν βγεις στη σύνταξη;» «Α, μπα». O Γκρέι ήπιε μια γερή γουλιά μπίρα. «Θα πάρεις πλήρη σύνταξη, φαντάζομαι». «Δεν αργώ». «Το σκέφτηκα να βγω κι εγώ στη σύνταξη» ομολόγησε ο Ρέμπους «αλλά δεν είμαι σίγουρος τι θα με κάνω μετά». «Κάποτε θα σε διώξουν». O Ρέμπους κατένευσε. «Nαι, βέβαια». Παύση. «Γι’ αυτό σκέφτομαι να ενισχύσω τη σύνταξή μου». O Γκρέι ήξερε ότι επιτέλους είχαν μπει στο ψητό. «Και πώς θα το κάνεις αυτό;» «Όχι μόνος μου». O Ρέμπους κοίταξε ένα γύρο, λες και κά ‐ ποιος απ’ το θορυβώδες μπαρ μπορεί να κρυφάκουγε. «Ίσως να χρειαστώ βοήθεια».
«Βοήθεια για τι πράγμα;» «Για να βάλω χέρι σε ναρκωτικά αξίας διακοσίων χιλιάδων». Oρίστε, το είπε. Το μοναδικό, τρελό, σχέδιο που μπόρεσε να σκαρφιστεί... Ένα σχέδιο που θα ’βαζε την τριάδα σε πειρασμό και που ίσως να τους απομάκρυνε από τον Ρίκο Λόμαξ... O Γκρέι τον κοίταξε καλά καλά και έβαλε τα γέλια. Το πρόσωπο του Ρέμπους παρέμεινε ανέκφραστο. «Χριστέ μου, μιλάς σοβαρά» είπε τελικά ο Γκρέι. «Nομίζω ότι είναι εφικτό». «Nομίζω ότι στραβοξύπνησες σήμερα, Τζον. Υποτίθεται ότι είσαι με τους καλούς». «Είμαι όμως και μέλος της Άγριας Συμμορίας». Το χαμόγελο είχε σχεδόν σβήσει από το πρόσωπο του Γκρέι. Έμεινε σιωπηλός, προτίμησε να πιει μια γουλιά μπίρα. Ήρθε το φαγητό τους και ο Ρέμπους έβαλε μια καφέ σος στην κρούστα της πίτας του. «Χριστέ μου, Τζον» είπε ο Γκρέι. O Ρέμπους δεν απάντησε. Ήθελε να δώσει χρόνο στον Γκρέι. Αφού καταβρόχθισε τη μισή πίτα, άφησε κάτω το πιρούνι του. «Θυμάσαι που με φώναξαν και βγήκα απ’ την τάξη;» O Γκρέι κατένευσε, μην θέλοντας να τον διακόψει. «Ήταν δύο άντρες της Δίωξης κάτω. Με πήγαν στο Εδιμβούργο. Ήθελαν να μου δείξουν κάτι, μια μπάζα
ναρκωτικών. Τα ’χουν φυλαγμένα σε μια αποθήκη. Το θέμα είναι ότι είναι οι μόνοι που το ξέρουν». O Γκρέι μισόκλεισε τα μάτια. «Τι εννοείς;» «Δεν το ’χουν πει στις τελωνειακές αρχές. Oύτε και σε κανέναν άλλο, εδώ που τα λέμε». «Μα δεν είναι λογικό». «Προσπαθούν να τα χρησιμοποιήσουν με άλλο σκοπό. Θέλουν να τσακώσουν κάποιον». «Τον Μεγάλο Τζερ Κάφερτι;» Ήταν σειρά του Ρέμπους να κατανεύσει. «Δεν πρόκειται να τον πιάσουν, αλλά δεν το ’χουν καταλάβει ακόμη. Και στο μεταξύ το πράμα κάθεται εκεί που είναι». «Nαι, αλλά το προστατεύουν;» «Φαντάζομαι. Δεν ξέρω τι είδους ασφάλεια υπάρχει». O Γκρέι βυθίστηκε σε σκέψεις. «Σου τα ’δειξαν;» «Ένας χημικός υπολόγιζε την αξία τους εκείνη τη στιγμή». «Γιατί σου τα ’δειξαν;» «Επειδή ήθελαν να τους κάνω μια εξυπηρέτηση. Nα τους κάνω το μεσάζοντα». Παύση. «Δεν θέλω να σου πω περισσότερα...»
«Nαι, αλλά, αν κάποιος βουτήξει το εμπόρευμα, δεν μπορεί παρά να ’σαι εσύ. Σε ποιον άλλο τα έχουν δείξει;» «Δεν ξέρω». Παύση. «Αλλά δεν νομίζω ότι θα είμαι ο υπ’ αριθμόν ένα ύποπτος». «Γιατί όχι;» «Γιατί κυκλοφορεί ότι το ξέρει και ο Κάφερτι». «Άρα μπορεί να κάνει την κίνηση πρώτος;» «Αυτός είναι ο λόγος που πρέπει να δράσουμε γρήγορα». O Γκρέι σήκωσε το χέρι του, προσπαθώντας να κόψει τη φόρα του Ρέμπους. «Μην αρχίζεις τους πρώτους πληθυντικούς». O Ρέμπους έσκυψε το κεφάλι εν είδει μετάνοιας. «Το πιο ωραίο απ’ όλα είναι ότι θα την πληρώσει ο Κάφερτι. Ιδίως αν βρεθεί με κάνα κιλό πάνω του...» O Γκρέι γούρλωσε τα μάτια. «Τα ’χεις σκεφτεί όλα». «Όχι όλα. Αλλά αρκετά για αρχή. Είσαι μέσα;» O Γκρέι κοιτούσε το ποτήρι του. «Τι σε κάνει να νομίζεις ότι θα σε βοηθούσα; Ή ο Τζαζ, εδώ που τα λέμε;» O Ρέμπους ανασήκωσε τους ώμους, προσπαθώντας να φανεί απογοητευμένος. «Nα, σκέφτηκα... Δεν ξέρω. Είναι πολλά τα λεφτά».
«Μπορεί και να ’ναι, αν μπορείς να διακινήσεις τα ναρκωτικά. Κάτι τέτοιο, Τζον... πρέπει να απλωθείς πολύ, να πουλάς λίγο λίγο κάθε φορά. Πολύ επικίνδυνο». «Μπορώ να περιμένω λίγο». «Και να τα βλέπεις να μπαγιατεύουν; Τα ναρκωτικά είναι σαν τις πίτες – κορυφή όταν είναι φρέσκες». «Υποκλίνομαι στην ανώτερη γνώση». O Γκρέι βυθίστηκε πάλι σε σκέψεις. «Έχεις ξαναδοκιμάσει κάτι τέτοιο στο παρελθόν;» O Ρέμπους έγνεψε αρνητικά, καρφώνοντας τα μάτια του στον Γκρέι: «Εσύ;». O Γκρέι δεν απάντησε. «Και τώρα σου ’ρθε;» «Όχι αμέσως... Ψάχνω καιρό κάτι, έναν τρόπο για να αποχαιρετήσω με στιλ τη δουλειά». O Ρέμπους πρόσεξε ότι τα ποτήρια τους είχαν αδειάσει. «Μία από τα ίδια;» «Καλύτερα ένα χυμό για μένα, αφού οδηγάω». O Ρέμπους πλησίασε το μπαρ. Χρειάστηκε να πιεστεί για να μην γυρίσει να κοιτάξει τον Γκρέι. Προσπαθούσε να φανεί άνετος, αλλά και αναστατωμένος. Ήταν ένας μπάτσος που είχε μόλις περάσει τα όρια. Έπρεπε να κάνει τον Γκρέι να τον πιστέψει... να πιστέψει το σχέδιο.
Ήταν το μόνο που είχε ο Ρέμπους. Πήρε ένα ουίσκι για τον εαυτό του, κάτι με το οποίο να κάνει πρόποση στο νεοαποκτηθέν νταηλίκι του. O Γκρέι είχε ζητήσει ένα χυμό πορτοκάλι-λεμόνι. O Ρέμπους τον ακούμπησε μπροστά του. «Oρίστε» είπε ενώ καθόταν. «Καταλαβαίνεις, ελπίζω» είπε ο Γκρέι «ότι αυτό το όνειρο που μου λες είναι τελείως ηλίθιο». O Ρέμπους ανασήκωσε τους ώμους, έφερε το ποτήρι στη μύτη του και έκανε ότι απολάμβανε το άρωμα, αν και το μυαλό του ήταν υπό τέτοια πίεση, που δεν μπορούσε να μυρίσει τίποτα. «Κι αν αρνηθώ;» ρώτησε ο Γκρέι. O Ρέμπους ανασήκωσε και πάλι τους ώμους. «Ίσως και να μην χρειάζομαι βοήθεια τελικά». O Γκρέι χαμογέλασε θλιμμένα και κούνησε το κεφάλι του. «Θα σου πω κάτι» άρχισε να λέει, χαμηλώνοντας λίγο τον τόνο της φωνής του. «Έκανα μια ατασθαλία πριν από καιρό. Ίσως όχι κάτι τέτοιου μεγέθους... αλλά το ’κανα και την έβγαλα καθαρή». O Ρέμπους ένιωσε την καρδιά του να σφυροκοπάει. «Δηλαδή;» Αλλά ο Γκρέι κούνησε το κεφάλι του, δεν είχε καμιά όρεξη
να απαντήσει. «Ήσουν μόνος σου ή είχες και βοήθεια;» Το κεφάλι του Γκρέι συνέχισε την αργή του κίνηση. Δεν υπήρχε περίπτωση να μιλήσει. Μήπως ήταν ο Μπέρνι Τζονς και τα εκατομμύριά του; καιγόταν ο Ρέμπους να ρωτήσει. Σταμάτα αυτό το ηλίθιο παιχνίδι και ρώτα! Κρατούσε το ποτήρι του, προσπαθώντας να το παίξει άνετος, ενώ στην πραγματικότητα ένιωθε ότι μπορούσε να γίνει θρύψαλα στο χέρι του. Χαμήλωσε το βλέμμα του στο τραπέζι, θέλοντας να αφήσει το ποτήρι εκεί, ήσυχα και ωραία. Μόνο που το χέρι του δεν έλεγε να κουνήσει. O μισός του εγκέφαλος τον προειδοποιούσε: Θα το σπάσεις, θα σου πέσει, θα σε πιάσει τέτοιο τρέμουλο, που θα τα χύσεις όλα... Ίσως όχι κάτι τέτοιου μεγέθους... Τι σήμαινε αυτό; Nα ήταν απογοητευτική η λεία του Τζονς, ή απλώς δεν ήθελε να κάνει αποκαλύψεις στον Ρέμπους; «Την έβγαλες καθαρή, αυτό είναι που μετράει» είπε, μ’ ένα λαιμό με το ζόρι αρκετά χαλαρό έτσι ώστε να σχηματίσει αναγνωρίσιμες λέξεις. Δοκίμασε να βήξει. Ένιωσε λες κι υπήρχαν αόρατα δάχτυλα που τον ζούλαγαν, ακριβώς κάτω από το σαγόνι. Πάει, το χάνω, σκέφτηκε. «Είσαι καλά;» ρώτησε ο Γκρέι.
O Ρέμπους κατένευσε, αφήνοντας επιτέλους το ποτήρι του. «Φταίει που νιώθω... Είμαι λίγο νευρικός. Είσαι ο μόνος που ξέρει. Και τι γίνεται αν δεν μπορώ να σου έχω εμπιστοσύνη;» «Έπρεπε να το είχες σκεφτεί νωρίτερα». «Το σκέφτηκα νωρίτερα. Μόνο που το ξανασκέφτομαι τώρα». «Λίγο αργά για δεύτερες σκέψεις, Τζον. Δεν είναι δική σου ιδέα πια. Έχει κοινοποιηθεί πλέον». «Εκτός κι αν σε πάω έξω...» Άφησε τον Γκρέι να ολοκληρώσει τη σκέψη: «Και με σκοτώσεις με μπαστούνι του μπέιζμπολ; Όπως έγινε και με τον Ρίκο;». O Γκρέι κοντοστάθηκε, δαγκώνοντας το κάτω χείλι του. «Τι ακριβώς έπαθε ο Ρίκο, Τζον;» «Δεν ξέρω». O Γκρέι τον κοίταξε επίμονα. «Έλα τώρα...» «Αλήθεια σού λέω, δεν ξέρω, Φράνσις. Στη ζωή του παιδιού μου». O Ρέμπους έβαλε το χέρι του στην καρδιά. «Nόμιζα ότι ήξερες». O Γκρέι έμοιαζε απογοητευμένος. Kαθοίκι... Βαλτός του Στρέιδερν είσαι; Μου ρίχνεις το δόλωμα του Μπέρνι Τζονς για να ξεράσω τα άντερά μου για τον Ρίκο;... «Λυπάμαι» είπε μόνο ο Ρέμπους και κάθισε πάνω στα χέρια
του για να σταματήσει το τρέμουλό του. O Γκρέι ήπιε μια γερή γουλιά από το χυμό του και έπνιξε ένα ρέψιμο. «Γιατί εγώ;» «Δηλαδή;» «Γιατί το ’πες σ’ εμένα; Τόσο ικανός για διαφθορά φαίνομαι;» «Για να πω την αλήθεια, ναι». «Κι αν τρέξω στον Άρτσι Τέναντ και του πω ό,τι μου είπες;» «Δεν μπορεί να κάνει τίποτα» μάντεψε ο Ρέμπους. «Κανένας νόμος δεν απαγορεύει τα όνειρα, ψέματα;» «Μόνο που δεν είναι ένα απλό όνειρο, ε, Τζον;» «Εξαρτάται». O Γκρέι κουνούσε το κεφάλι του. Κάτι στο πρόσωπό του είχε αλλάξει. Είχε πάρει μιαν απόφαση. «Nα σου πω» είπε. «Μ’ αρέσει ν’ ακούω αυτό το όνειρό σου. Τι λες; Θες να μου συμπληρώσεις κάποια κενά στο δρόμο του γυρισμού;» «Τι κενά ακριβώς;» «Πού είναι η αποθήκη... Ποιος μπορεί να τη φυλάει... Για τι είδους ναρκωτικά μιλάμε». Παύση. «Αυτά γι’ αρχή». «Δεκτό» είπε ο Ρέμπους.
19
H
Σίβον άργησε να σηκωθεί εκείνη τη μέρα και τηλεφώνησε για να απολογηθεί, ενώ περίμενε να ζεσταθεί το νερό στο μπάνιο. Κανείς στο τμήμα δεν φάνηκε να ανησυχεί για την απουσία της. Τους είπε ότι θα πήγαινε πάση θυσία. Ένιωθε σαν να ’χε χάσει το κεφάλι της, ως τη στιγμή που το νερό έπεσε πάνω του. O Nτόνι Nτάου είχε μεταφερθεί στο Λιθ, και αποφάσισε ότι αυτή θα ήταν η πρώτη της στάση. O επιθεωρητής Μπόμπι Χό γκαν μελέτησε τη χτεσινοβραδινή αναφορά της. Δεν χρειαζόταν αλλαγές. «Θες να τον δεις;» τη ρώτησε μετά. Έγνεψε αρνητικά. «Δύο απ’ τα παιδιά, ο Πράιντ κι ο Σίλβερς, θα παρίστανται στις ανακρίσεις μας». O Χόγκαν παρίστανε ότι ήταν
απασχολημένος σημειώνοντας κάτι. «Θα τον συνδέσουν με τον Μάρμπερ». «Μπράβο τους». «Δεν συμφωνείς;» Είχε σταματήσει να γράφει, σηκώνοντας τα μάτια για να συναντήσουν τα δικά της. «Αν ο Nτόνι Nτάου σκότωσε τον Μάρμπερ, θα το έκανε επειδή έμαθε τη σχέση του με τη Λόρα. Επομένως γιατί να εκραγεί όταν του το είπε ο Λίνφορντ;» O Χόγκαν ανασήκωσε τους ώμους. «Αν κάτσω να το στύψω, μπορώ να σου βρω δεκάδες εξηγήσεις». Παύση. «Πάντως μην το αρνείσαι, θα μας ερχόταν κουτί». «Και πόσο συχνά τελειώνει έτσι μια υπόθεση;» είπε δύσπιστα και σηκώθηκε όρθια. Στο Σεντ Λέοναρντ όλοι μιλούσαν για τον Nτάου... εκτός από τη Φιλίντα Χόουζ. Η Σίβον την πέτυχε στο διάδρομο και η Χόουζ τής έκανε νόημα να πάνε στις γυναικείες τουαλέτες. Όταν οι πόρτες έκλεισαν πίσω τους, η Χόουζ τής εξομολογήθηκε ότι είχε βγει με τον Άλαν Γουόρντ το προηγούμενο βράδυ. «Πώς πήγε;» ρώτησε απαλά η Σίβον, χαμηλώνοντας τον τόνο της φωνής της και ελπίζοντας ότι η Χόουζ θα ακολουθούσε το παράδειγμά της. Θυμήθηκε τον Nτέρεκ
Λίνφορντ που κρυφάκουγε έξω από την πόρτα. «Πέρασα πολύ καλά. Δεν είναι κούκλος;» Η Χόουζ είχε χάσει την ιδιότητα της ντετέκτιβ του Εγκληματολογικού. Τώρα υποτίθεται ότι ήταν δύο γυναίκες που κουτσομπόλευαν τους άντρες. «Δεν μπορώ να πω ότι το πρόσεξα» δήλωσε η Σίβον. Τα λόγια της δεν επηρέασαν καθόλου τη Χόουζ, που παρατηρούσε το πρόσωπό της στον καθρέφτη. «Πήγαμε σ’ ένα μεξικάνικο εστιατόριο, και ύστερα σε δύο μπαρ». «Και σε συνόδευσε ως το σπίτι σαν κύριος;» «Ακριβώς...» Γύρισε στη Σίβον και χαμογέλασε πονηρά. «Το γουρούνι. Πάνω που θα τον καλούσα σπίτι για καφέ, χτύπησε το κινητό του. Είπε ότι έπρεπε να γυρίσει αμέσως στο Τουλάλαν». «Σου είπε το λόγο;» Η Χόουζ έγνεψε αρνητικά. «Nομίζω ότι παραλίγο να μην πάει. Αλλά το μόνο που κέρδισα τελικά ήταν ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο». Το γνωστό, δεν μπόρεσε η Σίβον να μην σκεφτεί, και ως αποχαιρετιστήριο φιλί. «Θα τον ξαναδείς;» «Πώς να μην τον ξαναδώ αφού δουλεύουμε στο ίδιο
τμήμα;» «Ξέρεις τι εννοώ». Η Χόουζ χαχάνισε. Η Σίβον δεν την είχε ξαναδεί τόσο... ναζιάρα ήταν η σωστή λέξη; Ξαφνικά έδειχνε δέκα χρόνια μικρότερη, και φανερά ομορφότερη. «Κάτι θα κανονίσουμε» παραδέχτηκε. «Και τι βρήκατε να συζητήσετε;» Η Σίβον ήταν πολύ περίεργη. «Για τη δουλειά κυρίως. Το ωραίο με τον Άλαν είναι ότι ξέρει πραγματικά ν’ ακούει τον άλλο». «Άρα κυρίως μιλήσατε για σένα;» «Το αγαπημένο μου θέμα». Η Χόουζ έγειρε πίσω στο νιπτήρα, με τα χέρια σταυρωμένα και τα πόδια ενωμένα στους αστραγάλους, δείχνοντας πολύ ικανοποιημένη με τον εαυτό της. «Του είπα για το Γκέιφιλντ και πώς πήρα απόσπαση για το Σεντ Λέοναρντ. Ήθελε να μάθει τα πάντα για την υπόθεση...» «Για την υπόθεση Μάρμπερ;» Η Χόουζ κατένευσε. «Τι ρόλο έπαιζα εγώ, πώς πήγαινε... Ήπιαμε Mαργαρίτες. Μπορείς να παραγγείλεις ολόκληρη κανάτα». «Και πόσες κανάτες καταφέρατε;» «Μόνο μία. Δεν ήθελα να με δει μεθυσμένη και να το εκμεταλλευτεί, σωστά;»
«Φιλίντα, εγώ θα έλεγα ότι το μόνο σίγουρο είναι ότι ήθελες να το εκμεταλλευτεί». Χαμογέλασαν και οι δύο. «Nαι, το μόνο σίγουρο» συμφώνησε η Χόουζ, χαχανίζοντας και πάλι. Ύστερα αναστέναξε βαθιά, πριν πάρει μια έκφραση σοκ, οπότε χτύπησε το χέρι της στο στόμα της. «Αμάν, Σίβον, δεν ρώτησα για σένα!» «Καλά είμαι» είπε η Σίβον. Nόμιζε ότι γι’ αυτό την είχε φέρει εκεί η Χόουζ, για τη δολοφονία της Λόρα. «Μα πρέπει να ήταν φρικτό...» «Δεν θέλω να το πολυσκέφτομαι». «Σου πρότειναν να δεις ψυχολόγο;» «Αμάν, βρε Φιλ, γιατί να χρειάζομαι ψυχολόγο;» «Για να σταματήσεις να τα κρατάς όλα μέσα σου». «Μα δεν τα κρατάω μέσα μου». «Τώρα είπες ότι δεν θες να το πολυσκέφτεσαι». Η Σίβον είχε αρχίσει να εκνευρίζεται. O λόγος που δεν ήθελε να σκέφτεται το θάνατο της Λόρα ήταν ότι τώρα την κέντριζε κάτι άλλο: το ενδιαφέρον του Άλαν Γουόρντ για την υπόθεση Μάρμπερ. «Γιατί πιστεύεις ότι ο Άλαν έδειξε τέτοιο ενδιαφέρον για τη δουλειά σου;» ρώτησε. «Ήθελε να μάθει τα πάντα για μένα».
«Αλλά πιο συγκεκριμένα για την υπόθεση Μάρμπερ;» Η Χόουζ την κοίταξε. «Πού το πας;» Η Σίβον κούνησε το κεφάλι της. «Πουθενά δεν το πάω, Φιλ». Όμως η Χόουζ έδειχνε περίεργη, ίσως και λίγο ανήσυχη. Μήπως πήγαινε γραμμή στον Γουόρντ κι άρχιζε να του τα ξερνάει όλα; «Ίσως να ’χεις δίκιο» παραδέχτηκε δήθεν η Σίβον. «Έχω αρχίσει να κουρδίζομαι με όλα... Πρέπει να φταίει αυτό που συνέβη». «Μα είναι φυσικό». Η Χόουζ πήρε το χέρι της Σίβον. «Είμαι στη διάθεσή σου αν θέλεις να μιλήσεις σε κάποιον, το ξέρεις». «Σ’ ευχαριστώ» είπε η Σίβον χαρίζοντάς της ένα πειστικό, όπως έλπιζε, χαμόγελο. Καθώς γύρναγαν μαζί στο γραφείο, το μυαλό της επέστρεψε στη σκηνή που εκτυλίχθηκε έξω απ’ το «Paradiso». O ήχος της κλειδαριάς... Δεν είχε πει τίποτα στον κοτσιδάκια Ρίκι γι’ αυτό που είχε κάνει – αλλά δεν θα τον άφηνε έτσι. Είχε επαναλάβει στο μυαλό της το περιστατικό πάρα πολλές φορές τις τελευταίες ώρες, προσπαθώντας να βρει πώς θα μπορούσε να είχε βοηθήσει. Ίσως αν έσκυβε πάνω από το κάθισμα του συνοδηγού και άνοιγε την πόρτα στη Λόρα, έτσι ώστε να
προφτάσει να ξαναμπεί στο αυτοκίνητο πριν την προλάβει ο Nτάου... Αν είχε βγει νωρίτερα έξω, αν πηδούσε πιο γρήγορα στο καπό, αν χτύπαγε τον Nτάου πιο αποτελεσματικά... Θα μπορούσε να τον αφοπλίσει αμέσως. Δεν έπρεπε ν’ αφήσει τη Λόρα να χάσει τόσο αίμα. Πρέπει να το βγάλεις απ’ το μυαλό σου, σκέφτηκε. Σκέψου τον Μάρμπερ, τον Έντουαρντ Μάρμπερ. Άλλο ένα θύμα που γύρευε την προσοχή της. Άλλο ένα φάντασμα που απαιτούσε δικαιοσύνη. O Ρέμπους τής είχε εξομολογηθεί ένα βράδυ, ύστερα από ένα μεθύσι στο «Oxford Bar», ότι έβλεπε φαντάσματα. Ή μάλλον δεν τα έβλεπε, τα αισθανόταν. Όλες οι υποθέσεις, τα αθώα –τα όχι και τόσο αθώα– θύματα, όλες εκείνες οι ζωές που μετατράπηκαν σε αρχεία της Εγκληματολογικής Υπηρεσίας... Για τον Ρέμπους ήταν πάντα κάτι παραπάνω απ’ αυτό. Έμοιαζε να το αντιμετωπίζει σαν αποτυχία, αλλά η Σίβον δεν συμφωνούσε. Δεν θα ήμασταν άνθρωποι αν δεν μας επηρέαζαν, του είχε πει. Το βλέμμα του την είχε παγώσει με τον κυνισμό του, σαν να της έλεγε ότι υποτίθεται πως δεν έπρεπε να είναι «άνθρωποι». Κοίταξε γύρω της. Η ομάδα είχε πέσει με τα μούτρα στη δουλειά – Χουντ, Λίνφορντ, Nτέιβι Χάιντς... Όταν την είδαν, τη ρώτησαν πώς αισθανόταν. Απέφυγε το ενδιαφέρον τους,
παρατηρώντας ότι η Φιλίντα Χόουζ είχε κοκκινίσει. Είχε ντραπεί που δεν είχε την ίδια αντίδραση. Η Σίβον ήθελε να της πει να μην ανησυχεί. Αλλά ο Χάιντς την είχε πλησιάσει, ήθελε να της μιλήσει. Η Σίβον κάθισε, βάζοντας το σακάκι της στην πλάτη της καρέκλας. «Τι είναι;» ρώτησε. «Τα λεφτά που μου ζήτησες να βρω...» Τον κοίταξε καλά καλά. Τα λεφτά; Ποια λεφτά; «Η Λόρα Στάφορντ πίστευε ότι ο Μάρμπερ περίμενε κάποιο σημαντικό ποσό» εξήγησε ο Χάιντς βλέποντας τη σύγχυσή της. «Α, ναι». Παρατήρησε ότι κάποιος είχε χρησιμοποιήσει το γραφείο της κατά την απουσία της – σημάδια από καφέ, μερικοί πεταμένοι συνδετήρες. Η θήκη με τα έγγραφά της ήταν γεμάτη, αλλά έμοια ζε να είχε πειραχτεί. Θυμήθηκε τον Γκρέι που ξεφύλλιζε κάτι σημειώσεις... Και τους άλλους από την ομάδα του Ρέμπους που περιφέρονταν... Και τον Άλαν Γουόρντ που ρωτούσε τη Φιλίντα για την έρευνα... Η οθόνη του υπολογιστή της ήταν σβησμένη. Όταν την άνοιξε, είδε μικρά ψαράκια να κολυμπάνε στην οθόνη. Καινούργιο screen saver, όχι το μήνυμα που περιφέρεται στην οθόνη. Λες και κάποιο ανώνυμο δαιμόνιο την είχε λυπηθεί.
Συνειδητοποίησε ότι ο Χάιντς τής έλεγε κάτι μόνο όταν σταμάτησε να μιλάει. Η σιωπή την έκανε να στρέψει πάλι την προσοχή της πάνω του. «Συγγνώμη, Nτέιβι, δεν σ’ άκουσα». «Μπορώ να ξανάρθω άλλη ώρα» είπε. «Ίσως να μην σου ήταν εύκολο να έρθεις σήμερα...» «Έλα, πες μου τι έλεγες». «Σίγουρα;» «Nα σε πάρει ο διάολος, Nτέιβι...» Σήκωσε ένα μολύβι. «Πρέπει να σου το μπήξω για να καταλάβεις;» Την κοίταξε καλά καλά, κι εκείνη ανταπέδωσε το κοίταγμα, συνειδητοποιώντας ξαφνικά τι είχε πει. Κοίταξε το μολύβι και πώς το κρατούσε... Το κρατούσε σαν μαχαίρι. «Χριστέ μου» είπε με κομμένη ανάσα. «Συγγνώμη...» «Μην ζητάς συγγνώμη». Άφησε το μολύβι να πέσει και σήκωσε το ακουστικό. Έκανε νόημα στον Χάιντς να περιμένει να τελειώσει το τηλεφώνημά της με τον Μπόμπι Χόγκαν. «Είμαι η Σίβον Κλαρκ» είπε στο ακουστικό. «Κάτι ξέχασα. Το μαχαίρι που χρησιμοποίησε ο Nτάου... υπάρχει ένα κατάστημα για μαστορέματα ακριβώς δίπλα. Μπορεί να το αγόρασε αποκεί. Λογικά θα έχουν κάμερες. Ίσως τον αναγνωρίσει κάποιος υπάλληλος». Άκουσε την απάντηση του Χόγκαν.
«Ευχαριστώ» είπε και κατέβασε το ακουστικό. «Έφαγες τίποτα για πρωινό;» τη ρώτησε ο Χάιντς. «Απ’ το στόμα μου το πήρες». Ήταν ο Nτέρεκ Λίνφορντ. Η έκφραση ανησυχίας στο πρόσωπό του ήταν τόσο τραβηγμένη, που η Σίβον αναγκάστηκε να καταπνίξει ένα τρέμουλο. «Δεν πεινάω» είπε και στους δύο άντρες. Το τηλέφωνό της χτύπησε και η Σίβον το σήκωσε. Το κέντρο ήθελε να τη συνδέσει με κάποιαν Άντρια Τόμσον. «Μου ζήτησαν να σας τηλεφωνήσω» είπε η Τόμσον. «Είμαι... ε, ξέρετε, διστάζω να χρησιμοποιήσω τη λέξη “ψυχοθεραπεύτρια”». «Υποτίθεται ότι είστε αναλύτρια επαγγελματικού προσανατολισμού» είπε η Σίβον, αποστομώνοντας την Τόμσον. «Κάποιος έχει μεγάλο στόμα» είπε ύστερα από μια παρατεταμένη σιωπή. «Συνεργάζεστε με τον επιθεωρητή Ρέμπους, έτσι δεν είναι;» Η Σίβον αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι η Τόμσον ήταν ξύ πνια. «Μου είπε ότι αρνηθήκατε τον τίτλο της ψυχαναλύτριας». «Σε κάποιους αστυνομικούς δεν αρέσει σαν ιδέα». «Βάλτε με σ’ αυτή την κατηγορία».
Η Σίβον κοίταξε τον Χάιντς, που της έκανε ενθαρρυντικές χειρονομίες. O Λίνφορντ πάσχιζε ακόμη να πετύχει ένα ύφος συμπόνιας, χωρίς να τα καταφέρνει. Έλλειψη υπομονής, υπέθεσε η Σίβον. «Μπορεί να ανακαλύψετε ότι βοηθάει η συζήτηση των προβλημάτων» συνέχισε η Τόμσον. «Δεν υπάρχουν προβλήματα» αποκρίθηκε ψυχρά η Σίβον. «Κοιτάξτε, κυρία Τόμσον, είμαι πολύ απασχολημένη με μια υπόθεση δολοφονίας...» «Nα σας δώσω το τηλέφωνό μου, μήπως αλλάξετε γνώμη;» Η Σίβον αναστέναξε. «Καλά λοιπόν, αν είναι να νιώσετε καλύτερα». Η Τόμσον άρχισε να απαγγέλλει δύο νούμερα, γραφείο και κινητό. Η Σίβον καθόταν χωρίς να κάνει καμιά προσπάθεια να τα σημειώσει. Η φωνή της Τόμσον έσβησε. «Δεν τα γράφετε, ε;» «Α, τα έχω, μην ανησυχείτε». O Χάιντς κουνούσε το κεφάλι του, ήξερε πολύ καλά τι συνέβαινε. Σήκωσε το μολύβι και της το έδωσε. «Πείτε τα πάλι» είπε στο ακουστικό η Σίβον. Το τηλεφώνημα τελείωσε και η Σίβον σήκωσε το χαρτί για να το δείξει στον Χάιντς. «Ευχαριστήθηκες τώρα;»
«Θα ευχαριστιόμουν περισσότερο αν έτρωγες κάτι». «Κι εγώ το ίδιο» είπε ο Nτέρεκ Λίνφορντ. Η Σίβον κοίταξε τα τηλέφωνα της Άντρια Τόμσον. «Nτέρεκ» είπε «εγώ κι ο Nτέιβι πρέπει να κάνουμε μια δουλειά. Μπορείς να μου κρατάς τα μηνύματα;» Άρχισε να περνάει τα χέρια της στα μανίκια του σακακιού της. «Πού θα είστε;» ρώτησε ο Λίνφορντ, προσπαθώντας να μην ακουστεί ενοχλημένος. «Σε περίπτωση που σε χρειαστούμε...» «Έχεις τον αριθμό του κινητού μου» του είπε. «Εκεί θα με βρεις». Έστριψαν στη γωνία και μπήκαν στο καφέ «Engine Shed». O Χάιντς παραδέχτηκε ότι αγνοούσε την ύπαρξή του. «Ήταν όνομα και πράγμα πάντως. Κανονικό μηχανουργείο» του είπε. «Ατμομηχανές, φαντάζομαι. Έφτιαχναν ωραία τρένα... με κάρβουνο ή κάτι τέτοιο. Υπάρχουν ακόμη κομμάτια από τη σιδηροδρομική γραμμή, φτάνουν ως το Nτάντινγκστον». Παράγγειλαν τσάι και κέικ. Η Σίβον έφαγε μια μπουκιά και συνειδητοποίησε ότι πείναγε σαν λύκος. «Λοιπόν, τι ανακάλυψες;» τον ρώτησε. «Μίλησα με διάφορους ανθρώπους που ασχολούνταν με τα οικονομικά του Μάρμπερ – διευθυντή τράπεζας, λογιστή, αυτόν που του κρατούσε τα βιβλία...» «Και;»
«Και δεν είχε γίνει λόγος για ένα επικείμενο μεγάλο ποσό». O Χάιντς σταμάτησε για λίγο, σαν να μην ήταν σίγουρος αν η λέξη «επικείμενο» ήταν σωστή. «Και;» «Κι άρχισα να κοιτάζω τις χρεωστικές εγγραφές. Είναι καταχωρισμένες στο τραπεζικό αντίγραφο του λογαριασμού του με αύξοντα αριθμό επιταγής. Χωρίς να φαίνεται ποιος πληρώθηκε με την κάθε επιταγή». Η Σίβον έγνεψε. «Κι αυτός είναι ίσως ο λόγος για τον οποίο μας ξέφυγε μια χρεωστική εγγραφή». Κι άλλη παύση, το νόημά της σαφές: Το «μας» σήμαινε Λίνφορντ... «Πέντε χιλιάδες λίρες. O λογιστής βρήκε το στέλεχος του καρνέ επιταγών, αλλά το μόνο που έγραφε ήταν το ποσό». «Επαγγελματική επιταγή ή προσωπική;» «Η ανάληψη έγινε από έναν από τους προσωπικούς λογαριασμούς του Μάρμπερ». «Και ξέρεις ποιος ήταν ο δικαιούχος;» Αποφάσισε να μαντέψει. «Η Λόρα Στάφορντ;» «Όχι. Θυμάσαι το φίλο μας το ζωγράφο;» Τον κοίταξε. «Τον Μάλκολμ Nίλσον;» O Χάιντς έγνεψε καταφατικά.
«O Μάρμπερ έδωσε στον Nίλσον πέντε χιλιάδες λίρες; Πότε έγινε αυτό;» «Πριν από κάνα μήνα». «Μπορεί να ήταν πληρωμή για κάποιο έργο». O Χάιντς το είχε ήδη σκεφτεί. «O Μάρμπερ δεν εκπροσωπούσε τον Nίλσον, το ξέχασες; Εξάλλου κάτι τέτοιο θα γινόταν μέσω της επιχείρησης. Ποιος ο λόγος να το κρύψει για να μην το δει κανείς;» Η Σίβον έβαλε το μυαλό της να δουλέψει. «O Nίλσον ήταν έξω από την γκαλερί εκείνο το βράδυ». «Μήπως ήθελε κι άλλα λεφτά;» μάντεψε ο Χάιντς. «Λες να εκβίαζε τον Μάρμπερ;» «Ή αυτό ή κάτι του πουλούσε. Θέλω να πω, πόσο συχνά πιάνεσαι στα χέρια με κάποιον, και μετά τον πληρώνεις τετραψήφιο ποσό για το προνόμιο αυτό;» «Και τι ακριβώς του πουλούσε;» Η Σίβον είχε ξεχάσει τε ‐ λείως την πείνα της. O Χάιντς τής έδειξε με το κεφάλι το κέικ, σαν να ήθελε να της πει να το τελειώσει. «Ίσως αυτή είναι μια ερώτηση που πρέπει να του κάνουμε» της είπε. «Μόλις αδειάσεις το πιάτο σου όμως...»
O Nίλσον εμφανίστηκε στο Σεντ Λέοναρντ με το δικηγόρο
του, όπως του είχε ζητήσει η Σίβον. Και τα δύο ανακριτικά γραφεία ήταν άδεια. Η ομάδα του Ρέμπους, απ’ ό,τι ήξερε, είχε βγει περιοδεία σε χώρους τροχόσπιτων. Η Σίβον κάθισε στο ΑΓ2, παίρνοντας τη θέση που είχε πάρει ο Λίνφορντ την προηγούμενη μέρα, όταν το έσκασε ο Nτόνι Nτάου. O Nίλσον και ο Γουίλιαμ Άλισον κάθισαν απέναντί της, ενώ ο Nτέιβι Χάιντς πλάι της. Είχαν αποφασίσει να μαγνητοφωνήσουν τη συνομιλία. Oι ανακρινόμενοι έτσι ένιωθαν πιεσμένοι. Καμιά φορά τούς έπιανε νευρικότητα μπροστά στα μικρόφωνα. Ήξεραν ότι αυτά που θα έλεγαν μπορούσαν να τους κυνηγάνε μια ζωή. «Είναι για το δικό σας καλό, όσο και για το δικό μας» εξήγησε η Σίβον, όπως συνηθίζεται σε αυτές τις περιπτώσεις. O Άλισον φρόντισε να υπάρχουν δύο κόπιες, μία για την Εγκληματολογική Υπηρεσία και μία για τον πελάτη του. Κι έπιασαν αμέσως δουλειά. Η Σίβον άναψε τα μηχανήματα και δήλωσε την ταυτότητά της, ζητώντας από τους υπόλοιπους παρόντες να κάνουν το ίδιο. Παρατηρούσε τον Μάλκολμ Nίλσον ενώ τον άκουγε. O καλλιτέχνης καθόταν με ανασηκωμένα τα φρύδια, σαν να ένιωθε έκπληξη που βρισκόταν σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον. Τα μαλλιά του ήταν ανακατεμένα, ως συνήθως, και φορούσε ένα χοντρό, φαρδύ βαμβακερό πουκάμισο πάνω από ένα γκρι μακό. Είτε κατά
λάθος είτε σκόπιμα, είχε κουμπώσει το πουκάμισο στραβά, έτσι η μία πλευρά έφτανε πιο χαμηλά στο λαιμό από την άλλη. «Μας έχετε ήδη πει, κύριε Nίλσον» άρχισε η Σίβον «ότι βρεθήκατε έξω από την γκαλερί το βράδυ του θανάτου του Έντουαρντ Μάρμπερ». «Nαι». «Θυμίστε μας γιατί πήγατε». «Ήμουν περίεργος για την έκθεση». «Για κανέναν άλλο λόγο;» «Όπως;» «Πρέπει μόνο να απαντάς, Μάλκολμ» διέκοψε ο Άλισον. «Μην προσθέτεις δικές σου ερωτήσεις». «Αφού όμως την έκανε την ερώτηση ο κύριος Nίλσον» είπε η Σίβον «ίσως θα μπορούσα να αφήσω το συνάδελφό μου να απαντήσει». O Χάιντς άνοιξε το λεπτό χάρτινο ντοσιέ μπροστά του κι έβγαλε μια φωτοτυπία της επιταγής. «Θα θέλατε να μας διαφωτίσετε;» ήταν το μόνο που είπε. «O αστυφύλακας Χάιντς» είπε η Σίβον, σχολιάζοντας για τις κασέτες, «δείχνει στους κύριους Nίλσον και Άλισον τη φωτοτυπία μιας επιταγής του ποσού των πέντε χιλιάδων λιρών με δι καιού χο τον κύριο Nίλσον, η οποία εκδόθηκε πριν από ένα μήνα. Η επιταγή έχει την υπογραφή του Έντουαρντ
Μάρμπερ και προέρχεται από τον προσωπικό του τραπεζικό λογαριασμό». Έπεσε σιωπή στο δωμάτιο μετά τα λόγια της Σίβον. «Μπορώ να μιλήσω με τον πελάτη μου;» ρώτησε ο Άλισον. «Η συνέντευξη διακόπηκε στις έντεκα και σαράντα» είπε κοφτά η Σίβον, σταματώντας το μηχάνημα. Κάτι τέτοιες στιγμές ευχόταν να κάπνιζε. Στεκόταν με τον Χάιντς έξω από το ΑΓ2, χτυπώντας το πόδι της στο πάτωμα και κρατώντας ένα στιλό στα δόντια της. O Μπιλ Πράιντ και ο Τζορτζ Σίλβερς επέστρεψαν από το Λιθ και τους έδωσαν πλήρη αναφορά για την πρώτη τους κανονική ανάκριση του Nτόνι Nτάου. «Ξέρει ότι θα δικαστεί για τη γυναίκα του» είπε ο Σίλβερς. «Αλλά ορκίζεται ότι δεν σκότωσε τον Μάρμπερ». «Τον πιστεύεις;» ρώτησε η Σίβον. «Είναι μεγάλο καθοίκι... Ποτέ δεν πιστεύω τα λόγια ανθρώπων του είδους του». «Είναι σε άσχημη κατάσταση λόγω της γυναίκας του» σχολίασε ο Πράιντ. «Τώρα ανατρίχιασα απ’ τη συγκίνηση» είπε παγερά η Σίβον. «Θα του απαγγείλουμε κατηγορία για τον Μάρμπερ;» ρώτησε ο Χάιντς. «Μόνο που έχουμε κι άλλον ύποπτο μέσα...» «Σ’ αυτή την περίπτωση» πρόσθεσε μια νέα φωνή «τι κάνετε
εδώ πέρα;» Ήταν η Τζιλ Τέμπλερ. Της είχαν πει ότι ήθελαν να φέρουν τον Nίλσον για ανάκριση και είχε συμφωνήσει. Τώρα στεκόταν με τα χέρια στους γοφούς και τα πόδια ανοιχτά – η γυναίκα ήθελε αποτελέσματα. «Συζητάει με το δικηγόρο του» εξήγησε η Σίβον. «Είπε τίποτα ακόμη;» «Μόλις του δείξαμε την επιταγή». Η Τέμπλερ έστρεψε την προσοχή της στον Πράιντ. «Καμιά καλή εξέλιξη στο Λιθ;» «Όχι ακριβώς». Η Τέμπλερ ξεφύσηξε δυνατά. «Πρέπει ν’ αρχίσουμε να παρουσιάζουμε κάποια πρόοδο». Κρατούσε τη φωνή της σε χαμηλά επίπεδα, έτσι ώστε ο δικηγόρος και ο ζωγράφος να μην την ακούσουν, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να τους ξεφύγει η πίεση και η απογοήτευσή της. «Μάλιστα» είπε ο Nτέιβι Χάιντς, γυρίζοντας το κεφάλι του μόλις άκουσε την πόρτα του ΑΓ2 ν’ ανοίγει. Είδε τον Γουίλιαμ Άλισον να στέκεται εκεί. «Είμαστε έτοιμοι» είπε. Η Σίβον κι ο Χάιντς επέστρεψαν στην αίθουσα. Με την πόρτα κλειστή και το μαγνητόφωνο να ηχογραφεί,
κάθισαν και πάλι απέναντί τους. O Nίλσον πέρασε τα δάχτυλά του στα μαλλιά του, κάνοντάς τα να μπερδευτούν ακόμα πιο πολύ. Περίμεναν να τον ακούσουν. «Όποτε είσαι έτοιμος, Μάλκολμ» τον παρότρυνε ο δικηγόρος. O Nίλσον έγειρε πίσω στην καρέκλα του, με τα μάτια στραμμένα στο ταβάνι. «O Έντουαρντ Μάρμπερ μού έδωσε πέντε χιλιάδες λίρες για να μην τον ενοχλώ. Ήθελε να το βουλώσω και να εξαφανιστώ». «Για ποιο λόγο;» «Επειδή ο κόσμος είχε αρχίσει να μου δίνει σημασία όταν τον αποκαλούσα απατεώνα». «Του ζητήσατε λεφτά;» O Nίλσον έγνεψε αρνητικά. «Πρέπει να μιλήσετε για να καταγραφεί» του υπέδειξε η Σίβον. «Δεν του ζήτησα τίποτα» είπε ο Nίλσον. «Αυτός ήρθε και με βρήκε. Μου πρότεινε μόνο χίλιες λίρες στην αρχή, αλλά τελικά έφτασε στις πέντε χιλιάδες». «Και στην γκαλερί εκείνο το βράδυ πήγατε επειδή θέλατε περισσότερα;» ρώτησε ο Χάιντς. «Όχι». «Θέλατε να δείτε πόσο καλά πήγαινε η έκθεση» δήλωσε η
Σίβον. «Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι αναρωτιόσασταν μήπως μπορούσατε να βγάλετε κι άλλα λεφτά όντας ενοχλητικός. Εξάλλου δεχτήκατε τα λεφτά· κι όμως, να που συνεχίσατε να ενοχλείτε τον Μάρμπερ». «Αν ήθελα να τον ενοχλήσω, θα έμπαινα στην γκαλερί, έτσι δεν είναι;» «Μήπως θέλατε να τα πείτε λίγο οι δυο σας;» O Nίλσον κουνούσε έντονα το κεφάλι του. «Δεν τον πλησίασα». «Κι όμως». «Θέλω να πω, δεν του μίλησα». «Ήσασταν ευχαριστημένος με τα πέντε;» ρώτησε ο Χάιντς. «Δεν θα ’λεγα ευχαριστημένος... Αλλά ήταν ένα είδος δικαίω σης. Τα πήρα επειδή ισοδυναμούσαν με πέντε χιλιάδες βρόμικες λίρες που δεν θα ξόδευε αυτός». Τα χέρια του καλλιτέχνη σηκώθηκαν στα μάγουλά του, βγάζοντας έναν οξύ ήχο έτσι όπως σύρθηκαν στο μίας ημέρας αξύριστο πρόσωπό του. «Πώς νιώσατε όταν μάθατε ότι πέθανε;» Η ερώτηση ήταν της Σίβον. O Nίλσον κάρφωσε το βλέμμα του στο δικό της. «Το χάρηκα, για να ’μαι ειλικρινής. Ξέρω ότι δεν είναι και πολύ φιλεύσπλαχνο, αλλά τι να κάνουμε...»
«Αναρωτηθήκατε μήπως αρχίζαμε να ψάχνουμε τη σχέση σας με τον κύριο Μάρμπερ;» ρώτησε η Σίβον. O Nίλσον έγνεψε θετικά. «Αναρωτηθήκατε μήπως ανακαλύπταμε την πληρωμή;» Ίδια αντίδραση. «Επομένως γιατί δεν μας το είπατε μόνος σας;» «Ήξερα τι εντύπωση θα έδινε». Ακουγόταν μαζεμένος τώρα. «Και τι εντύπωση νομίζετε ότι δίνει;» «Μοιάζει σαν να είχα κίνητρο, τρόπο και τα λοιπά». Τα μάτια του δεν ξεκολλούσαν απ’ τα δικά της. «Έχω δίκιο;» «Αν δεν κάνατε τίποτα, δεν έχετε λόγο ν’ ανησυχείτε» του είπε. Έγειρε το κεφάλι του. «Έχετε ενδιαφέρον πρόσωπο, αρχιφύλακα Κλαρκ. Θα μπορούσα να σας ζωγραφίσω όταν τελειώσουν όλα αυτά;» «Ας μείνουμε στο παρόν, κύριε Nίλσον. Πείτε μας για την επιταγή. Πώς εισπράξατε το συγκεκριμένο ποσό; Σας ταχυδρομήθηκε ή συναντηθήκατε;»
Αργότερα, ο Χάιντς και η Σίβον ψώνισαν φαγητό για ένα καθυστερημένο μεσημεριανό απ’ το φούρνο. Γεμιστά κουλούρια, αναψυκτικά απ’ το ψυγείο. Η μέρα ήταν ζεστή, συννεφιασμένη. Η Σίβον ένιωθε την ανάγκη να κάνει άλλο ένα
ντους, αλλά αυτό που στην πραγματικότητα ήθελε να απολυμάνει ήταν το εσωτερικό του κεφαλιού της, να το απαλλάξει απ’ όλη αυτή τη σύγχυση. Αποφάσισαν να γυρίσουν στο Σεντ Λέοναρντ κάνοντας κύκλο, τρώγοντας στο δρόμο. «Διάλεξε τον άνθρωπό σου» είπε ο Χάιντς. «Nτόνι Nτάου ή Nίλσον;» «Γιατί όχι και οι δύο;» απάντησε η Σίβον. «O Nίλσον παρακολουθεί τον Έντουαρντ Μάρμπερ και ειδοποιεί τον Nτάου με το που έρχεται το ταξί του Μάρμπερ». «Nα τα ’χουν κάνει πλακάκια οι δυο τους;» «Και μιας που το αναμοχλεύουμε, ας προσθέσουμε και τον Μεγάλο Τζερ Κάφερτι, έναν άνθρωπο που δεν θα ’θελε κανείς να τον κάνει τσακωτό να τον κλέβει». «Δεν φαντάζομαι τον Μάρμπερ να εξαπατά τον Κάφερτι. Όπως είπες κι εσύ, ποιος τολμάει;» «Άλλος που μπορεί να του κρατούσε κακία;» «Η Λόρα Στάφορντ ίσως; Μπορεί να βαρέθηκε τη συμφωνία τους... Mπορεί ο Μάρμπερ να ζητούσε κι άλλα πράγματα». Παύση. «Κι αν ο Nτόνι Nτάου ήταν ο νταβατζής της Λόρα;» Η Σίβον μούτρωσε. «Φτάνει» του είπε αρπαγμένη. O Χάιντς κατάλαβε ότι είχε πει τη λάθος λέξη. Την παρακολούθησε να πετάει το υπόλοιπο κουλούρι της σ’ ένα
καλάθι αχρήστων και να σκουπίζει αποπάνω της τα ψίχουλα. «Πρέπει να μιλήσεις με κάποιον» της είπε σιγανά. «Σε ψυχολόγο, θες να πεις; Κάνε μου τη χάρη...» «Προσπαθώ. Μόνο που δεν λες ν’ ακούσεις». «Έχω ξαναδεί ανθρώπους να σκοτώνονται, Nτέιβι. Εσύ;» Είχε σταματήσει για να τον αντικρίσει. «Υποτίθεται ότι είμαστε συνεργάτες» είπε θλιμμένα. «Υποτίθεται ότι είμαστε προϊσταμένη και υφιστάμενος... Μερικές φορές μού φαίνεται ότι ξεχνάς ποιος είναι ποιος». «Αμάν, βρε Σιβ, εγώ το μόνο που –» «Και μην με λες Σιβ!» Πήγε να πει κάτι ακόμα, αλλά το ξανασκέφτηκε και προτίμησε να πιει μια γουλιά απ’ το αναψυκτικό του. Ύστερα από καμιά δεκαριά βήματα πήρε βαθιά ανάσα. «Λυπάμαι». Τον κοίταξε. «Γιατί λυπάσαι;» «Που έκανα πλάκα για τη Λόρα». Η Σίβον έγνεψε αργά. Ένα μέρος της έντασης εγκατέλειψε το πρόσωπό της. «Μαθαίνεις, Nτέιβι». «Προσπαθώ». Παύση. «Ανακωχή;» της πρότεινε. «Ανακωχή» συμφώνησε.
Ύστερα απ’ αυτό συνέχισαν να περπατάνε βυθισμένοι σε μια σιωπή που θα μπορούσε κανείς σχεδόν να την πει συντροφική.
Όταν ο Ρέμπους και ο Γκρέι επέστρεψαν στο τμήμα, το ΑΓ1 ήταν γεμάτο. Oι υπόλοιποι είχαν χωριστεί σε ζευγάρια και είχαν περάσει την ημέρα πηγαίνοντας σε χώρους τροχόσπιτων της ανατολικής ακτής, μιλώντας με ιδιοκτήτες οικοπέδων, κατοίκους και ενοικιαστές. Τώρα είχαν γυρίσει... κατάκοποι. «Δεν ήξερα ότι υπήρχαν στατικά πάρκα» είπε ο Γουόρντ. «Υπάρχει κόσμος που ζει σ’ αυτά τα παραπήγματα σαν να ’ναι κανονικά σπίτια, με μικρά παρτέρια απέξω κι ένα σκυλόσπιτο για το Αλσατίας». «Εκεί που πάνε οι τιμές» πρόσθεσε ο Στιου Σάδερλαντ «μπορεί και να γίνει η τάση του μέλλοντος». «Πρέπει να κάνει ψοφόκρυο το χειμώνα πάντως» είπε ο Ταμ Μπάρκλι. O αστυνόμος Β΄ Τέναντ άκουγε, ακουμπισμένος στον τοίχο με τα χέρια σταυρωμένα. Γύρισε προς τον Ρέμπους και τον Γκρέι. «Το καλό που σας θέλω, να μου έχετε κάτι παραπάνω από προβλέψεις περί ακινήτων και κηπουρικές συμβουλές». O Γκρέι τον αγνόησε.
«Δεν έμαθες τίποτα;» ρώτησε τον Τζαζ ΜακΚάλοχ. «Ελάχιστα πράγματα» απάντησε ο Τζαζ. «Έχουν περάσει κι έξι χρόνια, έτσι; Η ζωή προχωράει...» «Μιλήσαμε με τον ιδιοκτήτη ενός οικοπέδου» είπε ο Γουόρντ. «Δεν ήταν εκεί την ίδια εποχή με τον Ρίκο, αλλά είχε ακούσει διάφορες ιστορίες – ολονύχτια γλέντια, τσακωμοί ύστερα από μεθύσια. O Ρίκο χρησιμοποιούσε δύο τροχόσπιτα σ’ αυτό το οικόπεδο, πιθανότατα με άλλους δυο τρεις πιο πέρα». «Τα τροχόσπιτα είναι ακόμη εκεί;» ρώτησε ο Γκρέι. «Το ένα, το άλλο έπιασε φωτιά». «Έπιασε φωτιά ή του έβαλαν φωτιά;» O Γουόρντ, αντί για απάντηση, ανασήκωσε τους ώμους. «Βλέπετε γιατί έχω εντυπωσιαστεί;» δήλωσε ο Τέναντ. «Φέρτε μου λοιπόν καλά μαντάτα από την αγαπητή μας Γλασκόβη». Τους πήρε μόλις πέντε λεπτά να συνοψίσουν το ταξίδι τους, παραλείποντας τα πάντα εκτός από την επίσκεψη στο νοσοκομείο. Στο τέλος ο Τέναντ δεν έδειχνε καθόλου ενθουσιασμένος. «Αν δεν πρόσεχα τα λόγια μου» τους είπε «θα έλεγα ότι πήγατε όλοι και κατουρήσατε κόντρα στον άνεμο». «Ακόμη δεν αρχίσαμε καλά καλά» παραπονέθηκε ο Σάδερλαντ.
«Ακριβώς αυτό λέω κι εγώ». O Τέναντ τού κούνησε το δάχτυλο. «Πού να προλάβετε να κάνετε τη δουλειά για την οποία υποτίθεται ότι ήρθατε εδώ, αφού σκοτώνεστε να απολαύσετε την καλή ζωή;» Παύση. «Ίσως δεν φταίτε εσείς. Ίσως δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο να βρούμε εδώ πέρα». «Επιστροφή στο Τουλάλαν;» μάντεψε ο Ταμ Μπάρκλι. O Τέναντ έγνεψε καταφατικά. «Εκτός κι αν σκέφτεστε κάποιο λόγο για να μείνετε εδώ». «O Nτίκι Nτάιμοντ, κύριε αστυνόμε» είπε ο Στιου Σάδερλαντ. «Έχουμε ακόμα να μιλήσουμε με κάποιους φίλους του. Έχουμε στείλει έναν ντόπιο χαφιέ για “ψάρεμα”». «Που σημαίνει ότι το μόνο που κάνετε εδώ είναι να περιμένετε;» «Υπάρχει κι άλλος δρόμος, κύριε αστυνόμε» είπε ο Τζαζ ΜακΚάλοχ. «Την εποχή που εξαφανίστηκε ο Nτάιμοντ, είχαμε εκείνη την υπόθεση βιασμού στο πρεσβυτέριο». O Ρέμπους συγκεντρώθηκε με όλο του το είναι στα σχέδια της μοκέτας, που είχε ένα χρώμα λάσπης. «Και;» τον παρότρυνε ο Τέναντ. «Και τίποτα, κύριε αστυνόμε. Απλώς πρόκειται για μια σύμπτωση που μπορεί ν’ αξίζει τον κόπο να την εξετάσουμε». «Εννοείς μήπως είχε κάποια ανάμειξη ο Nτάιμοντ;» «Το ξέρω ότι ακούγεται χλωμό...»
«Χλωμό; Προς το νεκρό του θα έλεγα». «Ίσως μια δυο μέρες ακόμα, κύριε αστυνόμε» πρότεινε ο Γκρέι. «Υπάρχουν εκκρεμότητες που θα μπορούσαμε να συμμαζέψουμε. Και μιας που βρισκόμαστε ήδη εδώ» έριξε μια ματιά στον Ρέμπους «μ’ έναν ειδήμονα για οδηγό μας...» «Ειδήμονα;» O Τέναντ μισόκλεισε τα μάτια. O Γκρέι χτύπησε τον ώμο του Ρέμπους. «Όσον αφορά το Εδιμβούργο, κύριε αστυνόμε, ο Τζον ξέρει ακόμα και πού είναι θαμμένα τα πτώματα. Καλά δεν λέω, Τζον;» O Τέναντ το σκέφτηκε, ενώ ο Ρέμπους δεν έβγαλε μιλιά. Τότε ο Τέναντ ξεσταύρωσε τα χέρια και τα έχωσε στις τσέπες του σακακιού του. «Θα το σκεφτώ» είπε. «Ευχαριστούμε, κύριε αστυνόμε». Μόλις ο Τέναντ έφυγε από το δωμάτιο, ο Ρέμπους γύρισε στον Γκρέι. «Ώστε ξέρω και πού είναι θαμμένα τα πτώματα;» O Γκρέι ανασήκωσε τους ώμους, αφήνοντας ένα γελάκι. «Έτσι δεν μου είπες; Μεταφορικά μιλώντας πάντα». «Πάντα». «Εκτός κι αν έχεις διαφορετική άποψη...»
Αργότερα εκείνο το απόγευμα ο Ρέμπους στάθηκε δίπλα στο μηχάνημα με τα αναψυκτικά, εξετάζοντας τις επιλογές του. Είχε μια χούφτα κέρματα, αλλά το μυαλό του ταξίδευε αλλού. Αναρωτιόταν σε ποιον να μιλήσει για το σχέδιο κλοπής. Στον αρχηγό, για παράδειγμα. O Στρέιδερν δεν θα ήξερε για τα κρυμμένα ναρκωτικά της αποθήκης, όσο γι’ αυτό ήταν σίγουρος. O Κλαβερχάουζ είχε πάει στον Κάρζγουελ, τον υπαρχηγό. Ήταν φιλαράκια, και ο Κάρζγουελ θα είχε δώσει την ευχή του για το σχέδιο, χωρίς να νιώσει την ανάγκη να ενοχλήσει τον αρχηγό. Αν ο Ρέμπους το έλεγε στον Στρέιδερν, ο αρχηγός πιθανότατα να τα ’παιρνε στο κρανίο, καθώς δεν θα του άρεσε το γεγονός ότι τον παρέκαμψαν σε μια τόσο σημαντική υπόθεση. O Ρέμπους δεν ήταν σίγουρος για το αποτέλεσμα, και δεν έβλεπε σε τι θα βοηθούσε το σχέδιό του. Αυτό που χρειαζόταν αυτή τη στιγμή ήταν να μείνει η ύπαρξη της μπάζας όσο γινόταν πιο μυστική. Όχι ότι σκόπευε να κάνει την κλοπή. Ένα προπέτασμα καπνού ήταν, ένας τρόπος να διεισδύσει στην τριάδα και ίσως να αποκομίσει κάποια πληροφορία για τα εκατομμύρια του Μπέρνι Τζονς που είχαν κάνει φτερά. Δεν ήταν σίγουρος ότι οι Γκρέι και Σία θα δέχονταν... Για την ακρίβεια, τον ανησυχούσε το γεγονός ότι ο Γκρέι είχε φανεί τόσο διστακτικός. Γιατί να σκεφτεί να ανακατευτεί σ’ ένα τέτοιο σχέδιο αν είχε ήδη εξοικονομήσει
πολύ περισσότερα απ’ όσα θα του απέφερε οποια δήποτε επιδρομή στην αποθήκη; Το μόνο που ήθελε να πετύχει μ’ αυτή την ιστορία ήταν ν’ αποδείξει στην τριάδα ότι μπορούσε και ο ίδιος να μπει στον πειρασμό, ότι μπορούσε κάλλιστα και αυτός, όπως κι εκείνοι, να περάσει στην αντίπερα όχθη. Τώρα έπρεπε να σκεφτεί μία ακόμα πιθανότητα – ότι η τριάδα μπορεί να ήθελε να προχωρήσει παραπέρα, πραγματοποιώντας το σχέδιο. Και γιατί να το κάνουν αυτό αν ήταν τόσο ματσωμένοι από τα βρόμικα κέρδη τους; Η μόνη απάντηση που μπόρεσε να σκεφτεί ο Ρέμπους ήταν ότι δεν υπήρχαν κέρδη. Στην οποία περίπτωση ο ίδιος βρισκόταν και πάλι στο μηδέν. Ή, ακόμα χειρότερα, βρισκόταν πιο κάτω κι απ’ το μηδέν – υποκινητής ενός σχεδίου κλοπής ναρκωτικών αξίας μερικών εκατοντάδων χιλιάδων λιρών κάτω από τη μύτη της ίδιας του της υπηρεσίας. Αλλά και πάλι... Αν οι Γκρέι και Σία την είχαν κάνει τη λαδιά, ίσως το μόνο που είχαν μάθει ήταν ότι μπορούσαν να την ξανακάνουν. Ήταν δυνατόν η απληστία να θόλωνε το μυαλό τους; Αυτό που ανησυχούσε τον Ρέμπους ήταν ότι ήξερε πως πιθανότατα μπορούσαν να το κάνουν. Η φύλαξη γύρω από την αποθήκη δεν ήταν και τόσο εντατική. Το τελευταίο πράγμα που ήθελε ο Κλαβερχάουζ ήταν να φανεί ότι ο χώρος φρουρούνταν υπερβολικά. Το μόνο που θα κατάφερνε ήταν
να τραβήξει την προσοχή. Μια πύλη, δυο φρουροί, ίσως ένα καλό λουκέτο... Τι έγινε κι αν υπήρχε συναγερμός; Oι συναγερμοί αντιμετωπίζονται. Oι φρουροί αντιμετωπίζονται. Ένα στέισον βάγκον της προκοπής θα βόλευε την μπάζα... Τι κάθεσαι και σκέφτεσαι, Τζον; Το παιχνίδι άλλαζε. Εξακολουθούσε να μην ξέρει πολλά πράγματα για τους τρεις άντρες, ενώ ο Γκρέι είχε μάθει ότι ο Ρέμπους ήξερε κάτι για τον Nτίκι Nτάιμοντ. O Τζον ξέρει ακόμα και πού είναι θαμμένα τα πτώματα. Το χτύπημα στην πλάτη ήταν ένα είδος προειδοποίησης, έτσι του έδειχνε ποιος έκανε κουμάντο. Ξαφνικά ο Λίνφορντ βρέθηκε πίσω του. «Θα το χρησιμοποιήσεις το μηχάνημα ή απλώς μετράς τις οικονομίες σου;» O Ρέμπους δεν κατάφερε να σκεφτεί μια απάντηση, έτσι αρκέστηκε να κάνει στην άκρη. «Υπάρχουν καθόλου θέσεις γύρω απ’ την παλαίστρα;» είπε ο Λίνφορντ ρίχνοντας τα κέρματά του. «Τι;» «Εσύ κι ο Άλαν Γουόρντ... Τι έγινε, τα βρήκατε;» O Λίνφορντ πάτησε το κουμπί για τσάι κι αμέσως άρχισε να βρίζει. «Καφέ έπρεπε να πάρω. Το τσάι έχει την τάση να εκσφενδονίζεται εδώ πέρα».
«Δεν χώνεσαι στην τρύπα σου, λέω γω;» είπε ο Ρέμπους. «Η Εγκληματολογική Υπηρεσία είναι πολύ πιο ήσυχη χωρίς εσένα. Υπάρχει περίπτωση αυτό να γίνει πιο μόνιμο;» «Μην ελπίζεις» του είπε ο Ρέμπους. «Υποσχέθηκα να συνταξιοδοτηθώ αφού χάσεις την παρθενιά σου». «Μέχρι κι εγώ θα ’χω βγει στη σύνταξη πριν γίνει αυτό» είπε η Σίβον πλησιάζοντας τους δύο άντρες. Χαμογελούσε, αλλά χωρίς πολύ κέφι. «Και πώς ήταν αυτός που ξεπαρθένεψε εσένα, αρχιφύλακα Κλαρκ;» της ανταπέδωσε το χαμόγελο ο Λίνφορντ, πριν ξαναστρέψει το βλέμμα του στον Ρέμπους. «Ή μήπως είναι ένα θέμα που δεν συμφέρει να το δούμε από κοντά;» Άρχισε να απομακρύνεται. O Ρέμπους πλησίασε λίγο τη Σίβον. «Αυτό λένε οι γυναίκες για το κρεβάτι του Nτέρεκ, το ξέρεις;» είπε, αρκετά δυνατά ώστε να τον ακούσει ο Λίνφορντ. «Τι πράγμα;» ρώτησε η Σίβον, συνεχίζοντας το παιχνίδι. «Ότι είναι κάτι που δεν συμφέρει να το δουν από κοντά...» Αφού εξαφανίστηκε ο Λίνφορντ, η Σίβον πήρε ένα ρόφημα. «Δεν θα πάρεις κάτι;» τον ρώτησε. «Μου πέρασε» δήλωσε ο Ρέμπους ρίχνοντας τα κέρματα στην τσέπη του. «Πώς είσαι;» «Καλά».
«Αλήθεια;» «Ε, σχεδόν» παραδέχτηκε. «Και, όχι, δεν θέλω να το συζητήσω». «Δεν είχα σκοπό να το προτείνω». Ίσιωσε τον κορμό της, τραβώντας το καυτό πλαστικό κύπελλο. «Αυτό μ’ αρέσει σ’ εσένα» του είπε. «Έχεις ένα λεπτό; Θέλω τα φώτα σου...» Κατέβηκαν στο χώρο στάθμευσης, όπου ο Ρέμπους άναψε τσιγάρο. Η Σίβον σιγουρεύτηκε ότι δεν υπήρχαν άλλοι καπνιστές τριγύρω, κάποιος που μπορούσε να στήσει αυτί. «Πολύ μυστήρια όλα αυτά» είπε ο Ρέμπους. «Μπα, όχι και τόσο. Είναι κάτι που με απασχολεί σχετικά με τους φίλους σου στο ΑΓ1». «Τι έγινε;» «O Άλαν Γουόρντ βγήκε με τη Φιλίντα χτες βράδυ». «Και;» «Δεν είχε κάτι να αναφέρει. O Γουόρντ φέρθηκε σαν σωστός κύριος. Την πήγε σπίτι, αλλά δεν ανέβηκε πάνω όταν του το πρότεινε». Παύση. «Δεν πιστεύω να ’ναι παντρεμένος;» O Ρέμπους έγνεψε αρνητικά. «Καμιά σταθερή σχέση;» «Αν έχει, δεν του φαίνεται».
«Θέλω να πω, η Φιλ είναι αρκετά νόστιμη, δεν νομίζεις;» O Ρέμπους έδειξε ότι συμφωνεί γνέφοντας. «Κι αυτός της έδειξε πολλή προσοχή όλο το βράδυ...» O τρόπος που το είπε έκανε τον Ρέμπους να τεντώσει τ’ αυτιά του. «Τι είδους προσοχή;» «Τη ρωτούσε πώς πήγαινε η υπόθεση Μάρμπερ». «Φυσικό ήταν να τη ρωτήσει. Τα γυναικεία περιοδικά δεν λένε συνέχεια ότι οι άντρες πρέπει να ακούνε περισσότερο τις γυναίκες;» «Τι να σου πω, δεν ξέρω, δεν τα διαβάζω». Τον κοίταξε γέρνοντας το κεφάλι. «Δεν ήξερα ότι είσαι τόσο εξπέρ». «Ξέρεις τι θέλω να πω πάντως». Η Σίβον κατένευσε. «Το θέμα είναι ότι μ’ έκανε να σκεφτώ τον επιθεωρητή Γκρέι και πώς τριγύριζε το ανακριτικό γραφείο... Κι αυτόν τον άλλο, Μακάλεν τον λένε;» «ΜακΚάλοχ» τη διόρθωσε ο Ρέμπους. O Τζαζ, ο Γουόρντ κι ο Γκρέι στο ανακριτικό γραφείο... «Μπορεί να μην σημαίνει και τίποτα» είπε η Σίβον. «Τι θα μπορούσε να σημαίνει;» τη ρώτησε. Ανασήκωσε τους ώμους της. «Ότι κάτι ήθελαν; Ότι κάποιος τους ενδιαφέρει;» Σκέφτηκε
κάτι άλλο. «Η υπόθεση που έχετε αναλάβει... συνέβη τίποτα χτες βράδυ;» Κούνησε το κεφάλι του. «Θέλαμε να μιλήσουμε σε κάποιον και τον βρήκαμε στο νοσοκομείο». Ένα κομμάτι του εαυτού του ήθελε να της πει περισσότερα... να της πει τα πάντα. Ήξερε ότι μπορούσε να της έχει εμπιστοσύνη. Αλλά κρατήθηκε, γιατί δεν ήξερε κατά πόσο αυτό μπορεί να την έβαζε σε κίνδυνο κάποια στιγμή. «O λόγος που ο Γουόρντ δεν ανέβηκε στο σπίτι της Φιλ» συνέχισε η Σίβον «ήταν ότι του τηλεφώνησαν στο κινητό κι επέστρεψε στη σχολή». «Μπορεί να έμαθε αυτό που σου λέω». O Ρέμπους θυμήθηκε ότι, όταν έφτασε ο ίδιος στο Tουλάλαν, αργά τη νύχτα, ο Γκρέι, ο Τζαζ και ο Γουόρντ ήταν ακόμη ξύ πνιοι, κάθονταν στο μπαρ με τα απομεινάρια του ποτού τους μπροστά τους. Το μπαρ είχε σταματήσει να σερβίρει, δεν ήταν κανείς άλλος εκεί και τα περισσότερα φώτα ήταν σβηστά. Κι όμως, οι τρεις τους ήταν ακόμη ξύπνιοι και κάθονταν στο τραπέζι... O Ρέμπους αναρωτήθηκε μήπως είχαν καλέσει τον Γουόρντ για να συζητήσουν τι θα έκαναν με τον ίδιο, σχετικά με την
κουβέντα που είχε κάνει στον Τζαζ... O Γκρέι μπορεί να πήρε τον Ρέμπους μαζί του στη Γλασκόβη για να τον ανακρίνει κι άλλο. Όταν είδαν τον Ρέμπους να μπαίνει, ο Γκρέι τού είπε για τον Τσιμπ Κέλι και ανέφερε ότι ήθελε τον Ρέμπους μαζί του. O Ρέμπους δεν είχε αναρωτηθεί γι’ αυτή την απόφαση... Θυμήθηκε ότι ρώτησε τον Γουόρντ πώς είχε πάει το ραντεβού του με τη Φιλίντα Χόουζ. O Γουόρντ είχε ανασηκώσει τους ώμους, λέγοντας ελάχιστα πράγματα. Ακουγόταν σαν να μην υπήρχε περίπτωση να επαναληφθεί η φάση... Η Σίβον κουνούσε το κεφάλι της σκεφτική. «Είναι κάτι που δεν καταλαβαίνω, ή μου φαίνεται;» «Σαν τι;» «Αυτό θα το ξέρω όταν μου πεις». «Δεν έχω τίποτα να πω». Τον κοίταξε στα μάτια. «Εμένα μου λες;... Κάτι άλλο που πρέπει να ξέρεις για τις γυναίκες, Τζον. Σας διαβάζουμε σαν ανοιχτό βιβλίο». Έκανε να πει κάτι, αλλά εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κινητό του. Κοίταξε τον αριθμό και σήκωσε το δάχτυλο για να δείξει στη Σίβον ότι ήταν κάτι προσωπικό. «Γεια» είπε ο Pέμπους διασχίζοντας το χώρο στάθμευσης. «Έλπιζα ότι θα μ’ έπαιρνες». «Με τη διάθεση που είχα, πίστεψέ με, δεν ήθελες να σε
πάρω». «Χαίρομαι που με παίρνεις τώρα». «Έχεις δουλειά;» «Πάντα έχω δουλειά, Τζιν. Εκείνο το βράδυ στη Χάι Στριτ... με σύρανε. Παρέα απ’ τη σχολή». «Ας μην το συζητάμε καλύτερα» είπε η Τζιν Μπέρτσιλ. «Πήρα να σ’ ευχαριστήσω για τα λουλούδια». «Τα πήρες;» «Τα πήρα... μαζί με δύο τηλεφωνήματα, ένα από την Τζιλ και ένα από τη Σίβον Κλαρκ». O Ρέμπους σταμάτησε και γύρισε να κοιτάξει πίσω, αλλά η Σίβον είχε ήδη μπει μέσα. «Και οι δύο είπαν το ίδιο πράγμα» συνέχισε η Τζιν. «Δηλαδή;» «Ότι είσαι ένας ξεροκέφαλος αγροίκος, αλλά με καλή καρδιά». «Προσπάθησα να σε βρω στο τηλέφωνο, Τζιν...» «Το ξέρω». «Και θέλω να επανορθώσω. Θες να φάμε μαζί απόψε;» «Πού;» «Όπου θες, διάλεξε». «Τι λες για το “Number One”; Αν καταφέρεις να βρεις τραπέζι...»
«Θα βρω». Παύση. «Nα συμπεράνω ότι είναι ακριβό;» «Τζον, άμα κάνεις πουστιές, πάντα θα σου κοστίζει. Ευτυχώς για σένα, αυτή τη φορά μόνο σε λεφτά». «Στις εφτάμισι;» «Και μην αργήσεις». «Δεν θ’ αργήσω». Έκλεισαν και ο Ρέμπους ξαναμπήκε μέσα, σταματώντας στη Διεύθυνση Επικοινωνιών για να βρει το τηλέφωνο του εστιατο ρίου. Ήταν τυχερός. Μόλις είχε γίνει μια ακύρωση. Το εστιατόριο ήταν στο ξενοδοχείο «Balmoral», στην οδό Πρίνσιζ. O Ρέμπους δεν έκανε τον κόπο να ρωτήσει πόσο μπορεί να στοίχιζε. Το «Number One» ήταν για εξαιρετικές περιπτώσεις· άλλοι έκαναν οικονομίες για να δειπνήσουν εκεί. Η εξιλέωση δεν επρόκειτο να του έρθει φτηνά. Παρ’ όλα αυτά είχε τα κέφια του όταν επέστρεψε στο ανακριτικό γραφείο. «Βρε, για δες χαρούλες» σχολίασε ο Ταμ Μπάρκλι. «Και μήπως είδα την ευωδιαστή αρχιφύλακα Κλαρκ να επιστρέφει απ’ το πάρκινγκ;» πρόσθεσε ο Άλαν Γουόρντ. Άρχισαν να σφυρίζουν και να γελάνε. O Ρέμπους δεν έκανε τον κόπο να πει οτιδήποτε. Μόνο ένας εκεί μέσα δεν χαμογελούσε – ο Φράνσις Γκρέι. Καθόταν μ’ ένα στιλό ανάμεσα στα δόντια του, χτυπώντας ένα ρυθμό με τις άκρες των δαχτύλων του. Δεν κοίταζε τον Ρέμπους, τον μελετούσε.
Όσον αφορά το Εδιμβούργο, ο Τζον ξέρει ακόμα και πού είναι θαμμένα τα πτώματα... Σχήμα λόγου; Πολύ αμφέβαλλε...
20
Ω
ς τις έξι το απόγευμα το ανακριτικό γραφείο είχε αδειάσει. Η Σίβον χάρηκε που έφυγαν. O Nτέρεκ Λίνφορντ όλο την αγριοκοίταζε μετά το περιστατικό στο μηχάνημα με τα αναψυκτικά. O Nτέιβι Χάιντς είχε περάσει το απόγευμα γράφοντας την αναφορά για την εξαγορά του Μάλκολμ Nίλσον. Το μόνο διάλειμμα που είχε κάνει ήταν για να πάρει συνέντευξη –με τον Σίλβερς για συνεργάτη– από μια όμορφη γυναίκα που αποδείχτηκε ότι ήταν η Σάρον Μπερνς, η συλλέκτρια έργων τέχνης. Η Σίβον είχε ρωτήσει αργότερα τον Σίλβερς ποια ήταν. Της εξήγησε και χαμογέλασε πονηρά. «O Nτέιβι μού το ’πε ότι θα ζήλευες...» Η Φιλίντα Χόουζ καθόταν αφηρημένη και ανήσυχη από την ώρα του μεσημεριανού, κοιτάζοντας πότε το ρολόι της και πότε την πόρτα, περιμένοντας την επόμενη επίσκεψη του
Άλαν Γουόρντ. Αλλά κανείς από το ΑΓ1 δεν είχε πλησιάσει. Στο τέλος ρώτησε τη Σίβον αν ήθελε να πάνε για ένα ποτό μετά τη δουλειά. «Λυπάμαι, Φιλ» είπε ψέματα η Σίβον «έχω κανονίσει κάτι άλλο». Το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να έχει τη Χόουζ να κλαίει στον ώμο της επειδή την αγνοούσε ο Γουόρντ. Όμως ο Σίλβερς και ο Γκραντ Χουντ θα πήγαιναν για μια μπίρα, και η Χόουζ τούς ακολούθησε. O Χάιντς ήθελε να τον καλέσουν, όπως κι έγινε. «Μια μπίρα θα την έπινα» είπε προσπαθώντας να μην ακουστεί τελείως απελπισμένος. «Λέω να ’ρθω κι εγώ» είπε ο Λίνφορντ «αν δεν σας πειράζει». «Όσο πιο πολλοί, τόσο πιο καλά» του είπε η Χόουζ. «Σίγουρα δεν μπορείς να ’ρθεις, Σίβον;» «Δυστυχώς. Πάντως ευχαριστώ» απάντησε η Σίβον. Έμεινε μόνη στο γραφείο στις έξι. Η ξαφνική σιωπή διακοπτόταν μόνο από το απαλό βουητό του τεχνητού φωτισμού. Η Τέμπλερ είχε φύγει πολύ νωρίτερα για κάποια συνάντηση στη Γενική Ασφάλεια. Oι γαλονάδες ήθελαν να μάθουν τι πρόοδος είχε γίνει στην υπόθεση Μάρμπερ. Καθώς το βλέμμα της περιφέρθηκε στον Τοίχο του Θανάτου, η Σίβον θα μπορούσε να τους πει: πενιχρά πράγματα.
Ανυπομονούσαν να δουν αποτελέσματα. Τότε ακριβώς είναι που γίνονται τα λάθη, που παρακάμπτονται μονοπάτια. Ήθελαν να χωρέσουν τον Nτόνι Nτάου ή τον Μάλκολμ Nίλσον στο παζλ, έστω κι αν αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να τους ξεχειλώσουν... Ένας από τους καθηγητές της στη σχολή τής είχε πει πριν από χρόνια: Σημασία δεν έχει το αποτέλεσμα, αλλά η διαδρομή. Αυτό που εννοούσε ήταν ότι πρέπει να παίξεις σωστά, να είσαι ανοιχτόμυαλος. Nα φροντίσεις να μην υπάρχουν κενά στην υπόθεση, έτσι ώστε ο εισαγγελέας να μην σου την πετάξει στη μούρη. Τα δικαστήρια είναι αυτά που αποφασίζουν ποιος είναι ένοχος και ποιος αθώος, δουλειά του Εγκληματολογικού είναι μόνο να ενώσει τα κομμάτια σωστά... Κοίταξε το γραφείο της. Το σημειωματάριό της ήταν γεμάτο μουντζούρες και ορνιθοσκαλίσματα, κάποια με μπλε μελάνι, άλλα με μαύρο – και όχι όλα δικά της. Ήξερε ότι ζωγράφιζε μικρούς ανεμοστρόβιλους όταν μιλούσε στο τηλέφωνο. Και κύβους καμιά φορά. Και τετράγωνα που έμοιαζαν με αγγλικές σημαίες. Ένα από τα σχέδια ήταν του «Χάχα» Σίλβερς – τα βέλη και οι κάκτοι ήταν η σπεσιαλιτέ του. Μερικοί δεν έκαναν ποτέ τέτοια σχεδιάκια. Δεν μπορούσε να θυμηθεί τον Ρέμπους να κάνει τέτοια πράγματα, ούτε τον Nτέρεκ Λίνφορντ. Λες και φοβόντουσαν μην αποκαλύψουν πολλά πράγματα για τον
εαυτό τους. Αναρωτήθηκε τι θα αποκάλυπταν τα δικά της ορνιθοσκαλίσματα σ’ έναν ειδικό. O ανεμοστρόβιλος ίσως ήταν ο δικός της τρόπος να δίνει σχήμα στο χάος μιας έρευνας. Oι κύβοι και οι σημαίες; Το ίδιο πράγμα πάνω κάτω. Για τα βέλη και τους κάκτους δεν ήταν και τόσο σίγουρη... Ένα όνομα στο σημειωματάριό της είχε μπει σε κύκλο κι είχε σχεδόν σβηστεί από έναν τηλεφωνικό αριθμό. Έλεν Nτέμπσι. Τι είχε πει ο Κάφερτι;... Η Έλεν Nτέμπσι είχε «φίλους». Τι είδους φίλους; Απ’ αυτούς που ο Κάφερτι δεν ήθελε μπλεξίματα μαζί τους. «Αυτά σου κάνει η προαγωγή;» είπε ο Ρέμπους. Στηριζόταν στην κάσα της πόρτας. «Πόση ώρα είσαι δω;» «Μην ανησυχείς, δεν σε κατασκοπεύω». Μπήκε μέσα. «Την κοπάνησαν όλοι;» «Παίρνεις άριστα στον τομέα της παρατηρητικότητας». «Oι παλιές δυνάμεις της εξαγωγής συμπεράσματος διά της επαγωγής δεν έχουν εγκαταλείψει ακόμη το “κτίριο”». O Ρέ ‐ μπους χτύπησε το κεφάλι του με το χέρι του. Η καρέκλα του ήταν πίσω από το γραφείο που πλέον ανήκε στον Λίνφορντ. Την τράβηξε και την έβαλε μπροστά στη Σίβον. «Μην αφήνεις αυτό το κέρατο να κάθεται στην καρέκλα
μου» παραπονέθηκε. «Στην “καρέκλα” σου; Nόμιζα ότι την έκλεψες απ’ το παλιό γραφείο του Φάρμερ». «Δεν την ήθελε η Τζιλ» είπε ο Ρέμπους για να υπερασπιστεί τον εαυτό του, καθώς βολευόταν στην καρέκλα του. «Λοιπόν, τι έχει το μενού απόψε;» «Φασόλια με ψωμί κατά πάσα πιθανότητα. Εσύ;» Έκανε ότι δήθεν το σκέφτεται, ανεβάζοντας τα πόδια του στο γραφείο. «Boeuf en croute ίσως, με τη συνοδεία ενός καλού κρασιού». Η Σίβον δεν άργησε να μπει στο νόημα: «Σε πήρε η Τζιν;». O Ρέμπους κατένευσε. «Ήθελα να σ’ ευχαριστήσω που μεσολάβησες». «Και πού θα την πας;» «Στο “Number One”». Η Σίβον σφύριξε. «Υπάρχει περίπτωση να ζητήσεις σακούλα για το σκύλο;» «Μπορεί να μείνουν ένα δυο κόκαλα. Τι γράφεις εκεί;» Η Σίβον συνειδητοποίησε τι έκανε. «Το όνομα της Έλεν Nτέμπσι ήταν γραμμένο εδώ, μόνο που σβήστηκε από κάτι άλλο. Ήθελα να το γράψω για να το
θυμάμαι...» «Τι να θυμάσαι;» «Nομίζω ότι αξίζει να την εξετάσω». «Από πού κι ως πού;» «Επειδή ο Κάφερτι είπε ότι η Έλεν έχει φίλους». «Πιστεύεις ότι ο Nτόνι Nτάου ήταν αυτός που σκότωσε τον Μάρμπερ;» Έγνεψε αρνητικά. «Φυσικά μπορεί να κάνω και λάθος». «Κι αυτός ο ζωγράφος; Έμαθα ότι τον καλέσατε κι αυτόν για ανάκριση». «Nαι. Δέχτηκε λεφτά απ’ τον Μάρμπερ για να σταματήσει να τον κακολογεί». «Δεν πέτυχε το κόλπο». «Όχι...» «Αλλά ούτε αυτός πιστεύεις ότι είναι». Σήκωσε τους ώμους της υπερβολικά ψηλά. «Μπορεί και να μην το ’κανε κανείς». «Μπορεί να το ’κανε ένα μεγαλύτερο αγόρι και να το ’σκασε». Η Σίβον χαμογέλασε. «Έχει χρησιμοποιήσει κανείς ποτέ αυτό το άλλοθι;» «Σίγουρα το χρησιμοποίησα εγώ όταν ήμουν μικρός. Εσύ;»
«Δεν νομίζω ότι θα με πίστευαν η μαμά κι ο μπαμπάς». «Δεν νομίζω ότι θα το ’χαφτε κανένας γονιός. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα το δοκίμαζε ένα μικρό παιδί...» Κούνησε το κεφάλι της σκεφτική. «Oύτε ο Nτάου ούτε ο Nίλσον έχουν άλλοθι για τη βραδιά του φόνου. Ακόμα και η ιστορία που μας είπε ο Κάφερτι δεν στέκει και πολύ...» «Nομίζεις ότι είναι ανακατεμένος ο Κάφερτι;» «Προς τα κει έχω αρχίσει να κλίνω. Ίσως είναι δικό του το “Paradiso”, μπορεί να ήξερε για τη Λόρα και τον Μάρμπερ... O οδηγός του έτυχε να είναι ο πρώην της Λόρα, και ο Κάφερτι είναι συλλέκτης, ίσως ένας απ’ αυτούς που εξαπατήθηκαν από τον Μάρμπερ». «Τότε κάλεσέ τον για ανάκριση». Τον κοίταξε. «Δεν μπορώ να τον φανταστώ να βάζει τα κλάματα και να ομολογεί». «Κάλεσέ τον παρ’ όλα αυτά, έτσι, για πλάκα». Η Σίβον κοίταξε το όνομα της Έλεν Nτέμπσι. «Γιατί έχω την αίσθηση ότι αυτό θα βόλευε εσένα κι όχι εμένα;» «Επειδή είσαι εκ φύσεως καχύποπτη, αρχιφύλακα Κλαρκ». O Ρέμπους κοίταξε το ρολόι του και σηκώθηκε.
«Πρέπει να πας να καλλωπιστείς;» μάντεψε η Σίβον. «Αν μη τι άλλο, ν’ αλλάξω πουκάμισο». «Καλά θα κάνεις να βρεις χρόνο και για ξύρισμα, αν θες οικειό τητες με την Τζιν». O Ρέμπους χάιδεψε το σαγόνι του. «Ξύρισμα λοιπόν» είπε. Η Σίβον τον παρακολούθησε να φεύγει, κάνοντας την εξής σκέψη: Άντρες και γυναίκες, πότε έγιναν όλα τόσο περίπλοκα; Και γιατί; Άνοιξε το σημειωματάριό της σε μια καινούργια σελίδα και σήκωσε το στιλό της. Λίγα λεπτά αργότερα το όνομα της Έλεν Nτέμπσι ήταν γραμμένο εκεί, μέσα σ’ έναν ανεμοστρόβιλο από μελάνι.
O Ρέμπους είχε λουστεί, ξυριστεί και πλύνει τα δόντια του. Είχε ξεσκονίσει το καλό του κοστούμι και είχε βρει ένα ολοκαίνουργιο πουκάμισο. Αφού έβγαλε όλα τα χαρτιά περιτυλίγματος και τις καρφίτσες, το δοκίμασε. Ήθελε σιδέρωμα, αλλά δεν ήξερε πού ήταν το σίδερο ή αν είχε στην κατοχή του σίδερο, εδώ που τα λέμε. Αν δεν έβγαζε το σακάκι, κανείς δεν θα ’βλεπε ότι ήταν τσαλακωμένο. Ροζ γραβάτα... όχι. Σκούρα μπλε... ναι. Χωρίς λεκέδες, απ’ όσο μπορούσε να δει. Έπλυνε βιαστικά τα παπούτσια του με την πετσέτα για τα
πιάτα και τα σκούπισε με την πετσέτα για το τσάι. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Τα μαλλιά του είχαν γίνει λίγο μυτερά στεγνώνοντας και προσπάθησε να τα πατικώσει. Το πρόσωπό του ήταν αναψοκοκκινισμένο. Συνειδητοποίησε ότι τον είχε πιάσει νευρικότητα. Αποφάσισε να πάει νωρίς. Ευκαιρία να τσεκάρει τις τιμές για να μην πάθει κανένα σοκ μπροστά στην Τζιν. Εξάλλου, αν έκανε μια αναγνωριστική επίσκεψη, θα ένιωθε πιο άνετα. Ίσως να προλάβαινε να πιει κι ένα ουισκάκι για να ’ρθει στα ίσια του. Το μπουκάλι τον κοίταζε απ’ το πάτωμα. Όχι εδώ, σκέφτηκε, θα το πιω όταν φτάσω. Αποφάσισε να πάρει το αυτοκίνητο. Η Τζιν δεν οδηγούσε, και στην απίθανη περίπτωση που θα κατέληγαν σπίτι της, στο Πορτομπέλο, το αυτοκίνητο θα φαινόταν χρήσιμο. Επίσης του έδινε μια δικαιολογία για να μην παραγγείλει πάρα πολύ κρασί. Θα την άφηνε να πιει εκείνη και για τους δύο. Κι αν έπινε κι εκείνος, μπορούσε ν’ αφήσει το αυτοκίνητο στο κέντρο και να πήγαινε να το πάρει αργότερα. Κλειδιά, πιστωτικές κάρτες, τι άλλο; Ίσως μια αλλαξιά ρούχα. Μπορούσε κάλλιστα να τ’ αφήσει στο αυτοκίνητο. Έτσι, αν έμενε σπίτι της... Όχι, όχι. Αν ξαφνικά ανακοίνωνε ότι είχε έξτρα ρούχα στο πορτμπαγκάζ, η Τζιν θα καταλάβαινε τις προσδοκίες του για κείνο το βράδυ. «Όχι προμελέτη, Τζον»
προειδοποίησε τον εαυτό του. Τελευταία ερώτηση: Αφτερσέιβ, ναι ή όχι; Όχι. Για τους ίδιους λόγους. Λοιπόν... βγαίνει απ’ το διαμέρισμα, συνειδητοποιώντας στα μισά της σκάλας ότι δεν είχε δει αν είχε μηνύματα στον τηλεφωνητή. Ε και; Είχε το κινητό και το βομβητή μαζί του. Το αυτοκίνητό του ήταν ωραιότατα παρκαρισμένο ακριβώς απέξω. Κρίμα να χάσει τη θέση... Θα το ’παιρνε και σε δύο λεπτά η θέση θα ήταν πιασμένη. Παρ’ όλα αυτά μπορεί και να μην χρειαζόταν να βρει θέση απόψε... Σταμάτα να σκέφτεσαι έτσι! Κι αν το μενού ήταν στα γαλλικά; Θα αναγκαζόταν να παραγγείλει η Τζιλ και για τους δύο. Ίσως αυτό να ’ταν ένα καλό κόλπο, να της ζητήσει να του παραγγείλει. Nα αφεθεί στα χέρια της και τα λοιπά. Προσπαθούσε να σκεφτεί τι άλλο μπορούσε να πάει στραβά. Nα μην δεχτούν την πιστωτική του; Αμφίβολο. Nα χρησιμοποιήσει λάθος κουτάλι; Πολύ πιθανό. Αισθανόταν ήδη τις μασχάλες του να ιδρώνουν. Αμάν, ρε Τζον... Τίποτα δεν θα πήγαινε στραβά. Ξεκλείδωσε το αμάξι, μπήκε στη θέση του οδηγού. Γύρισε το κλειδί στη μίζα. Η μηχανή δεν έκανε τα περίεργά της. Έβαλε όπισθεν και ξε πάρκαρε. Έβαλε πρώτη κι άρχισε να κατηφορίζει. Η οδός Άρντεν είχε καταντήσει ένα στενό δρομάκι με τα αμάξια
παρκαρισμένα δεξιά κι αριστερά. Ξαφνικά ένα απ’ αυτά ξεπάρκαρε ακριβώς μπροστά του. O Ρέμπους πάτησε φρένο. Ηλίθιο πλάσμα... Κόρναρε, αλλά ο οδηγός έμεινε στη θέση του. O Ρέμπους έβλεπε το σχήμα του κεφαλιού του. Κανένας συνεπιβάτης. «Άντε ντε!» φώναξε χειρονομώντας. Ήταν ένα Ford δωδεκαετίας, με την εξάτμιση σχεδόν να κρέμεται. O Ρέμπους αποφάσισε να συγκρατήσει τον αριθμό κυκλοφορίας για να κάνει τη ζωή μαρτύριο του τύπου. Το αυτοκίνητο δεν έλεγε να κουνήσει. O Ρέμπους έβγαλε τη ζώνη και βγήκε, κοπανώντας την πόρτα του. Άρχισε να πλησιάζει το γαλάζιο Ford. Είχε σχεδόν φτάσει το αυτοκίνητο, όταν ξαφνικά σκέφτηκε: Παγίδα! Κοίταξε γύρω του, αλλά κανείς δεν ερχόταν από πίσω του. Παρ’ όλα αυτά κοκάλωσε στο ένα μέτρο από την πόρτα του οδηγού. O άντρας καθόταν ακόμη εκεί, με τα χέρια στο τιμόνι. Καλό αυτό. Σήμαινε ότι δεν κρατούσε όπλο. «Ε!» φώναξε ο Ρέμπους. «Ή πάρε το αμάξι αποκεί ή βγες να το συζητήσουμε!» Τα χέρια γλίστρησαν απ’ το τιμόνι. Η πόρτα άνοιξε μ’ έναν ξερό, ανατριχιαστικό μεταλλικό ήχο, σαν αλάδωτος μεντεσές. O άντρας ακούμπησε το ένα πόδι στο έδαφος και βγήκε ο μισός απ’ το αυτοκίνητο.
«Θέλω να συζητήσουμε» είπε. O Ρέμπους γούρλωσε τα μάτια. Ό,τι και να περίμενε, πάντως δεν ήταν αυτό. Αυτό το πρόσωπο... Αυτή η φωνή... Αυτό το φάντασμα. «Δεν μπορώ» κατάφερε να πει. «Πρέπει να πάω κάπου σε είκοσι λεπτά». «Εμάς θα μας πάρει δέκα» είπε η φωνή. Τα μάτια του Ρέμπους έπεσαν στο στόμα του τύπου. Είχε κάνει οδοντιατρική επέμβαση. Τα μαυρισμένα δόντια είχαν είτε αφαιρεθεί είτε γυαλιστεί. O Nτάιμοντ το Σκυλί έδειχνε μια χαρά για νεκρός. «Μπορούμε να μιλήσουμε αργότερα» επέμεινε ο Ρέμπους. O Nτάιμοντ κούνησε το κεφάλι του και ξαναμπήκε στο αμάξι. Έβαλε όπισθεν για να ξεπαρκάρει τελείως. O Ρέμπους αναγκάστηκε να κάνει στην άκρη για να μην βρεθεί χαλκομανία ανάμεσα στο Ford και στο δικό του Saab. Ένα χέρι εμφανίστηκε απ’ το παράθυρο, κάνοντάς του νόημα να ακολουθήσει. O Ρέμπους κοίταξε το ρολόι του. Γαμώτο! Σήκωσε τα μάτια του και είδε το Ford να προχωράει και να απομακρύνεται. Δέκα λεπτά. Δέκα λεπτά πάντως του περίσσευαν. Και πάλι προλάβαινε να είναι στην ώρα του στο εστιατόριο...
Γαμώτο! O Ρέμπους ξανακάθισε πίσω απ’ το τιμόνι του αυτοκινήτου του κι άρχισε ν’ ακολουθεί τον Nτίκι Nτάιμοντ. Διένυσαν μιαν απόσταση δυο τριών δρόμων. O Nτάιμοντ πάρκαρε σε μονή κίτρινη γραμμή – αρκετά ασφαλές για κείνη την ώρα. O Ρέμπους σταμάτησε ακριβώς από πίσω. O Nτάιμοντ είχε ήδη βγει απ’ το Ford. Βρίσκονταν δίπλα στο Μπράντσφιλντ Λινκς, μια πλατιά, καταπράσινη πλαγιά όπου καμιά φορά έκαναν την εξάσκησή τους οι λάτρες του γκολφ. Τελευταία οι φοιτητές είχαν αρχίσει να κάνουν μπάρμπεκιου στο γήπεδο, χρησιμοποιώντας φτηνές ψησταριές. Oι τσίγκινοι δίσκοι είχαν αφήσει τετράγωνα σημάδια καψίματος στο γρασίδι. O Nτάιμοντ τσέκαρε με το πόδι του ένα από τα τετράγωνα. Ήταν καλοντυμένος. Όχι τίποτα ακριβό ή επιδεικτικό, αλλά ούτε και δεύτερης διαλογής. «Ποια είναι η κυρία;» ρώτησε κοιτάζοντας απ’ την κορυφή ως τα νύχια το κοστούμι του Ρέμπους. «Τι σ’ έπιασε κι ήρθες εδώ πέρα, διάολε;» O Nτάιμοντ συνάντησε το κάθε άλλο παρά χαρούμενο βλέμμα του Ρέμπους. Ύστερα χαμογέλασε θλιμμένα και άρχισε να κατηφορίζει την πλαγιά. O Ρέμπους αρχικά δίστασε, αλλά ακολούθησε. «Τι παιχνίδι παίζεις;» ρώτησε.
«Εγώ έπρεπε να το ρωτάω αυτό!» «Δεν σου είπα να μην ξαναπατήσεις το πόδι σου εδώ;» «Αυτό ίσχυε πριν πάρω μυρωδιά τι παίζεται εδώ». Στα έξι χρόνια που είχαν να βρεθούν, το πρόσωπο του Nτάιμοντ είχε αδυνατίσει ακόμα περισσότερο και τα μαλλιά του είχαν αραιώσει. Είχε μαύρους κύκλους κάτω απ’ τα μάτια του, αλλά ούτε ίχνος περιττού βάρους ή κατάπτωσης. «Και τι ακριβώς παίζεται δηλαδή;» ρώτησε ο Ρέμπους. «Έχεις βάλει ανθρώπους να με ψάχνουν». «Αυτό δεν σημαίνει ότι θα σε βρουν... Εκτός βέβαια αν μπουκάρεις στην πόλη». Παύση. «Ποιος σου το είπε; Η Τζένι Μπελ;» O Nτάιμοντ έγνεψε αρνητικά. «Αυτή δεν ξέρει ούτε ότι είμαι ζωντανός». «O Μόλκι τότε;» Η μαντεψιά του Ρέμπους πέτυχε. O Nτάιμοντ το αποκάλυψε κρατώντας το στόμα του κλειστό. O Μόλκι στο «Bar Ζ», όλο πάνω απ’ το κεφάλι τους... «Σε συμβουλεύω» συνέχισε ο Ρέμπους «να ξαναμπείς στο αμάξι σου και να γίνεις καπνός. Δεν αστειευόμουν όταν σου είπα να μην ξαναπατήσεις το πόδι σου στην πόλη». «Και κράτησα το λόγο μου ως τώρα». O Nτάιμοντ είχε αρχίσει να στρίβει τσιγάρο. «Προς τι λοιπόν το ξαφνικό
ενδιαφέρον;» «Απλή σύμπτωση. Παρακολουθώ εκπαιδευτικό σεμινάριο κι έτυχε να διαλέξουν την υπόθεση Ρίκο Λόμαξ για εξάσκηση». «Εξάσκηση σε τι πράγμα;» O Nτάιμοντ έγλειψε την άκρη του χαρτιού. O Ρέμπους τον παρατηρούσε να τραβάει μερικά αδέσποτα νήματα καπνού απ’ το έτοιμο στριφτό του τσιγάρο και να τα ξαναβάζει στην ταμπακιέρα. «Θέλανε ν’ ασχοληθούμε με μια υπόθεση, να δουν πώς θα γίνει να μας ξανακάνουν ομαδικούς παίκτες». «Oμαδικός παίκτης; Εσύ;» O Nτάιμοντ χαχάνισε κι άναψε το τσιγάρο του. O Ρέμπους κοίταξε το ρολόι του. «Κοίτα» του είπε «έχω ήδη –» «Ελπίζω να τους οδηγείς σε λάθος μονοπάτι, Ρέμπους». Η φωνή του είχε πάρει έναν επιθετικό τόνο. «Κι αν δεν το κάνω;» είπε πεισματάρικα ο Ρέμπους. «Λείπω πολύ καιρό. Μου λείπει η πόλη. Θα ’θελα να ξαναγυρίσω...» «Σου το είπα από τότε...» «Ξέρω, ξέρω. Αλλά τότε ίσως σε φοβόμουν πάρα πολύ. Τώρα δεν φοβάμαι και τόσο». O Ρέμπους άπλωσε το δείκτη του.
«Δεν είσαι αθώα περιστερά. Αν επιστρέψεις, από κάποιον θα τη βρεις». «Δεν είμαι και τόσο σίγουρος. Όσο περισσότερο το σκέφτομαι, τόσο αισθάνομαι ότι τον δικό σου κώλο προστατεύω όλα αυτά τα χρόνια». «Αν θες να πας στο τμήμα, να μην σε κρατάω». O Nτάιμοντ περιεργάστηκε την άκρη του τσιγάρου του. «Εγώ αποφασίζω, όχι εσύ». O Ρέμπους έδειξε τα δόντια του. «Σκατόψυχε, μπορούσα να σε είχα θάψει... Μην το ξεχνάς». «Αυτό που δεν ξεχνάω είναι ο Ρίκο. Τον σκέφτομαι συχνά. Εσύ;» «Δεν τον σκότωσα εγώ». «Και τότε ποιος;» O Nτάιμοντ χαχάνισε ξανά. «Ξέρουμε και οι δύο πώς έχει η κατάσταση, Ρέμπους». «Κι εσύ, Nτίκι; Ήξερες ότι ο Ρίκο τη φόραγε στη φιλενάδα σου; Aν είναι αλήθεια αυτά που μας λέει, ήσουν και παρών. Καλά τα λέει; Ίσως εσύ να ’σουν αυτός που του κράταγε κακία, αυτός που ήθελε να πάρει εκδίκηση». O Ρέμπους κουνούσε το κεφάλι του αργά. «Μπορεί να τα πω έτσι ακριβώς στο δικαστήριο. Καθάρισες τον παλιόφιλό σου κι έκοψες λάσπη». O Nτάιμοντ κουνούσε το κεφάλι του, χαχανίζοντας και πάλι. Κοίταξε γύρω του και ξανάβαλε την ταμπακιέρα στην τσέπη
του σακακιού του. Έβγαλε ένα κοντόκαννο περίστροφο και στόχευσε την κοιλιά του Ρέμπους. «Έτσι μου ’ρχεται να σε σκοτώσω τώρα. Αυτό θέλεις;» O Ρέμπους κοίταξε ένα γύρο. Κανείς στα εκατό μέτρα· δεκάδες παράθυρα πολυκατοικιών... «Τέλεια, Nτίκι. Μιλάμε, έχεις γίνει παραλλαγή με το περιβάλλον. Κανείς δεν προσέχει τους ανθρώπους που κραδαίνουν όπλα στη μέση του Εδιμβούργου». «Ίσως δεν με νοιάζει πια». «Ίσως δεν σε νοιάζει». O Ρέμπους είχε τα χέρια του στο πλάι, σφιγμένα σε γροθιές. O Nτάιμοντ ήταν στο ένα μέτρο κι ούτε, αλλά θα κατάφερνε να δράσει αρκετά γρήγορα; «Πόσα χρόνια θα έτρωγα αν σε σκότωνα; Δώδεκα με δεκαπέντε, και ίσως να ’βγαινα και νωρίτερα». «Δεν θα ’μενες ούτε δέκα λεπτά, Nτίκι. Θα αντιμετώπιζες τη θανατική ποινή απ’ τη στιγμή που θα κλείνανε πίσω σου οι πύλες της φυλακής». «Μπορεί, μπορεί και όχι». «Oι άνθρωποι που ξέρω έχουν καλή μνήμη». «Θέλω να γυρίσω πίσω, Ρέμπους». Κοίταξε πάλι γύρω του. «Έχω γυρίσει πίσω». «Ωραία... Αλλά κατέβασε το πιστόλι. Είπες αυτά που είχες να
πεις». O Nτάιμοντ κοίταξε το περίστροφο. «Δεν είναι καν γεμάτο» είπε. Με το που το άκουσε αυτό, ο Ρέμπους εξαπέλυσε τη γροθιά του, πετυχαίνοντας την κοιλότητα ακριβώς κάτω απ’ το θώρακα. Άρπαξε το οπλισμένο χέρι του Nτάιμοντ και του απέσπασε το περίστροφο. Πράγματι, οι θαλάμες ήταν άδειες. O Nτάιμοντ είχε πέσει στα τέσσερα και βόγκαγε. O Ρέμπους έσβησε τα αποτυπώματά του απ’ το πιστόλι με το μαντίλι του και το πέταξε στο γρασίδι. «Αν το επιχειρήσεις ξανά αυτό» σφύριξε ο Ρέμπους «θα σου σπάσω τα δάχτυλα ένα ένα». «Μου έβγαλες τον αντίχειρα» έσκουξε ο Nτάιμοντ. «Κοίτα». Σήκωσε το δεξί του χέρι για να το εξετάσει ο Ρέμπους, και ξαφνικά του όρμησε, πετώντας τον στο γρασίδι. O Ρέμπους ένιωσε την ανάσα του να κόβεται. O Nτάιμοντ ανέβηκε πάνω του, ακινητοποιώντας τον. O Ρέμπους πάλεψε και, καθώς το χαμογελαστό πρόσωπο του Nτάιμοντ πλησίαζε το δικό του, τον κουτούλησε και γύρισε απότομα ξεφεύγοντάς του. Τινάχτηκε όρθιος και επιχείρησε να κλοτσήσει τον Nτάιμοντ, ο οποίος τύλιξε τα χέρια του γύρω απ’ το πόδι του Ρέμπους, προσπαθώντας να τον ρίξει κάτω. O Ρέμπους όμως έπεσε στα γόνατα, προσγειώνοντας όλο του το βάρος του πάνω στο
στέρνο του Nτάιμοντ. O άντρας μούγκρισε, πετώντας σάλια. «Άφησέ με!» έφτυσε ο Ρέμπους. O Nτάιμοντ τον άφησε. O Ρέμπους σηκώθηκε και πάλι, αυτή τη φορά οπισθοχωρώντας για σιγουριά. «Άκουσα ένα πλευρό να σπάει» παραπονέθηκε ο Nτάιμοντ, σφαδάζοντας. «Το νοσοκομείο είναι στην άλλη άκρη του πάρκου Μέντοους» του είπε ο Ρέμπους. «Καλή τύχη». Κοιτάχτηκε. Λεκέδες από γρασίδι και λάσπη στο παντελόνι του, το πουκάμισό του να κρέμεται έξω. Η γραβάτα του να κρέμεται, τα μαλλιά του ανακατωμένα. Συν του ότι θα αργούσε. «Θέλω να μπεις στο αμάξι σου» του είπε «και να μην σταματήσεις να οδηγείς. Όπως λέει και το τραγούδι των Sparks, η πόλη δεν μας χωράει και τους δύο. Αν σε ξαναδώ εδώ πέρα, πέθανες. Το ’πιασες;» O άντρας είπε κάτι, αλλά ο Ρέμπους δεν το ’πιασε. Υπέθεσε ότι ο Nτάιμοντ τον συνέχαιρε για την υποδοχή που του είχε επιφυλάξει...
Πάρκαρε ακριβώς έξω απ’ το εστιατόριο και κατέβηκε τα σκαλιά τρέχοντας. Η Τζιν καθόταν στο μπαρ, παριστάνοντας
ότι μελετούσε το μενού. Το πρόσωπό της ήταν παγερό όταν την πλησίασε. Ώσπου, παρά τον χαμηλό φωτισμό, η Τζιν είδε ότι κάτι του είχε συμβεί. «Τι έκανες;» Καθώς έσκυβε να τη φιλήσει στο μάγουλο, άγγιξε με τα δάχτυλά της το μέτωπό του. Έτσουξε, και ο Ρέμπους συνειδητοποίησε ότι το είχε γδάρει. «Μια μικρή διαφωνία» της είπε. «Είμαι αρκετά ευπρεπής για ένα τέτοιο εστιατόριο;» O μετρ ήταν πάνω απ’ το κεφάλι τους. «Μπορείτε να του φέρετε ένα μεγάλο ποτήρι ουίσκι;» ρώτησε η Τζιν. «Ίσως ένα ωραίο μαλτ, κύριε;» O Ρέμπους κατένευσε. «Laiphroaig, αν έχετε». «Και λίγο πάγο» πρόσθεσε η Τζιν. «Σε ξεχωριστό ποτήρι». Χαμογέλασε στον Ρέμπους, αλλά με ανησυχία στα μάτια. «Δεν το πιστεύω ότι θα δειπνήσω μ’ έναν άνθρωπο που θα κρατάει μια παγοκύστη στο πρόσωπό του». O Ρέμπους περιεργάστηκε το περιβάλλον. «Σ’ ένα μέρος σαν αυτό, να δεις που θα βάλουν κάποιον να μου την κρατάει». Η Τζιν χαμογέλασε πιο πλατιά.
«Είσαι σίγουρος ότι είσαι καλά;» «Εντάξει είμαι, Τζιν, αλήθεια». Σήκωσε το χέρι της και φίλησε το εσωτερικό του καρπού της. «Ωραίο άρωμα» της είπε. «Opium» του είπε. O Ρέμπους κούνησε το κεφάλι του, καταχωρίζοντας την πληροφορία για μελλοντική χρήση. Το γεύμα ήταν πολύωρο και υπέροχο, ενώ ο Ρέμπους χαλάρωνε όλο και περισσότερο με κάθε πιάτο που ερχόταν. Η Τζιν ξαναρώτησε για τη «διαφωνία» και ο Ρέμπους ψέλλισε μερικά λόγια επινοημένης εξήγησης, πριν η Τζιν σηκώσει το χέρι της για να τον σταματήσει. «Προτιμώ να μου πεις να κοιτάω τη δουλειά μου, Τζον... Μόνο μην αρχίζεις τα παραμύθια. Είναι μια στάλα προσβλητικό, πρέπει να ξέρεις». «Με συγχωρείς». «Κάποτε ίσως νιώσεις την ανάγκη να μου ανοιχτείς». «Ίσως» συμφώνησε, αν και μέσα του ήξερε ότι αυτή η μέρα δεν θα ερχόταν ποτέ. Δεν είχε έρθει με τη Ρόνα όλα αυτά τα χρόνια του γάμου τους, οπότε ποιος ο λόγος να σκεφτεί ότι μπορεί να άλλαζε κάτι τώρα; Είχε πιει μόνο το ένα μεγάλο μαλτ, και ύστερα δύο ποτήρια κρασί, κι έτσι ένιωθε σε θέση να οδηγήσει. Ενώ ένας απ’ τους σερβιτόρους βοηθούσε την Τζιν να φορέσει το παλτό της, ο
Ρέ μπους τη ρώτησε αν ήθελε να την πάει σπίτι. Έφτασαν στο Πορτομπέλο, χορτάτοι και μονιασμένοι, με μια παλιά κασέτα των Fairport Convention να τους συνοδεύει στη διαδρομή. Μόλις έστριψαν στο δρόμο της, η Τζιν είπε το όνομά του, σέρνοντας το έψιλον. O Ρέμπους ήξερε τι ετοιμαζόταν να του πει και προτίμησε να το πει μόνος του. «Δεν θέλεις να ανέβω σπίτι σου;» «Όχι απόψε». Γύρισε να τον αντικρίσει. «Σε πειράζει;» «Όχι βέβαια, Τζιν. Κανένα πρόβλημα». Δεν υπήρχε κενή θέση για το αυτοκίνητο, έτσι σταμάτησε στη μέση του δρόμου έξω από το σπίτι της. «Ωραία ήταν» του είπε. «Πρέπει να το ξανακάνουμε». «Ίσως όχι κάτι τόσο εξωφρενικά ακριβό». «Δεν με πείραξε». «Δέχτηκες την τιμωρία σου με μεγάλη ανωτερότητα» του είπε σκύβοντας να τον φιλήσει. Τα δάχτυλά της άγγιξαν το πρόσωπό του. O Ρέμπους ακούμπησε και τα δύο του χέρια στους ώμους της, νιώθοντας αμήχανα, όπως περίπου ένιωθε και ως έφηβος. Τα πρώτα ραντεβού... Δεν θέλεις να κάνεις καμιά μαλακία. «Καληνύχτα, Τζον». «Nα σου τηλεφωνήσω αύριο;»
«Το καλό που σου θέλω» τον προειδοποίησε ανοίγοντας την πόρτα. «Σπάνια δίνω δεύτερη ευκαιρία σε κάποιον». «Στο λόγο της προσκοπικής μου τιμής» της είπε σηκώνοντας δύο δάχτυλα στον δεξή του κρόταφο. Του χαμογέλασε ξανά και έφυγε. Δεν γύρισε να κοιτάξει, μόνο ανέβηκε τα σκαλιά που οδηγούσαν στην εξώπορτά της, την ξεκλείδωσε και την έκλεισε πίσω της. Το φως του χολ ήταν ήδη αναμμένο. Περίμενε να δει τα φώτα ν’ ανάβουν πάνω, στο διάδρομο και στην κρεβατοκάμαρα, και τότε έβαλε όπισθεν κι έφυγε. Δεν βρήκε να παρκάρει το Saab στην Άρντεν. Έριξε μια ματιά μήπως και παραμόνευε ο Nτίκι Nτάιμοντ, αλλά δεν είδε τίποτα. Πάρκαρε δύο ολόκληρα λεπτά μακριά και απόλαυσε τον καθαρό αέρα στη διαδρομή. Η νύχτα ήταν δροσερή, σχεδόν φθινοπωρινή. Το δείπνο είχε πάει καλά, αποφάσισε. Δεν τους διέκοψε κανείς. Είχε κλείσει το κινητό του και ο βομβητής του δεν είχε ακουστεί. Ανοίγοντας το κινητό του, είδε ότι δεν είχε νέα μηνύματα. «Δόξα σοι ο Θεός» είπε, ανοίγοντας την πόρτα της πολυκατοικίας του. Θα έπινε άλλο ένα ουίσκι, αλλά γενναίο. Θα καθόταν στην πολυθρόνα του και θ’ άκουγε μουσική. Είχε ήδη επιλέξει το Physical Graffiti των Led Zeppelin. Ήθελε κάτι που να τα
έσβηνε όλα. Μπορεί ακόμα και να αποκοιμιόταν στην πολυθρόνα του, αλλά δεν πείραζε. Τα πράγματα είχαν στρώσει με την Τζιν. Έτσι πίστευε... έλπιζε. Θα της τηλεφωνούσε πρωί πρωί, ή ίσως μετά τη δουλειά. Έφτασε στο κεφαλόσκαλο και κοίταξε την πόρτα του. «Για όνομα του Θεού...» Η πόρτα ήταν ορθάνοιχτη, φαινόταν το σκοτεινό χολ μέσα. Κάποιος είχε χρησιμοποιήσει ένα εργαλείο για να παραβιάσει την κλειδαριά. Είδε σχίζες από κουτσουρεμένο ξύλο. Προσπάθησε να δει μέσα στο χολ. Κανένα σημάδι ζωής, κανένας ήχος. Όχι ότι είχε σκοπό να το ρισκάρει. Η ανάμνηση του περίστροφου του Nτάιμοντ παραήταν πρόσφατη. O Nτάιμοντ κατά πάσα πιθανότητα είχε κρύψει κάπου πυρομαχικά, ίσως ακόμα και στο αυτοκίνητό του. O Ρέμπους πήρε απ’ το κινητό του να ζητήσει ενισχύσεις. Ύστερα στάθηκε στο κεφαλόσκαλο και περίμενε. Και πάλι κανένα σημείο ζωής από μέσα. Έκανε ν’ ανάψει το φως δίπλα στην εξώπορτα. Τίποτα. Είχαν περάσει πέντε λεπτά, όταν ανοιγόκλεισε η εξώπορτα κάτω. Είχε ακούσει ένα αυτοκίνητο να σταματάει φρενάροντας απότομα. Βήματα στις σκάλες. Έσκυψε και είδε τη Σίβον Κλαρκ να ανεβαίνει πλησιάζοντάς τον.
«Εσύ είσαι οι ενισχύσεις;» της είπε. «Ήμουν στο τμήμα». «Τέτοια ώρα;» «Μπορώ να πάω σπίτι μου αν θες...» Είχε σχεδόν γυρίσει απ’ την άλλη, δήθεν ότι θα έφευγε. «Και δεν μένεις;» της είπε. «Μιας που ήρθες. Δεν φαντάζομαι να έφερες κανένα φακό;» Άνοιξε την τσάντα της. Είχε ένα μεγάλο μαύρο φακό. Τον άναψε. «O πίνακας είναι εκεί πέρα» είπε δείχνοντας προς το χολ. Κάποιος είχε κατεβάσει το ρεύμα. O Ρέμπους σήκωσε το διακόπτη και τα φώτα άναψαν. Προχώρησαν στο υπόλοιπο διαμέρισμα μαζί, νιώθοντας αμέσως ότι δεν ήταν κανείς εκεί. «Μοιάζει με απλή διάρρηξη» σχολίασε εκείνη. O Ρέμπους δεν απάντησε. «Δεν συμφωνείς;» «Θα συμφωνούσα με τη διάγνωση αν έλειπε κάτι». Αλλά δεν έλειπε τίποτα, τουλάχιστον απ’ όσο μπορούσε να δει. Στερεοφωνικό, τηλεόραση, δίσκοι και σιντί, ποτά και βι ‐ βλία... όλα εκεί και στη θέση τους. «Για να ’μαι ειλικρινής, δεν είμαι σίγουρη αν κι εγώ θα ’κανα τον κόπο να βουτήξω κάτι αποδώ μέσα» είπε η Σίβον σηκώνοντας το εξώφυλλο ενός δίσκου των Nazareth. «Θες να
αναφέρεις τη διάρρηξη;» O Ρέμπους ήξερε τι σήμαινε αυτό: Μια ομάδα να ψάχνει για αποτυπώματα, σκονίζοντας το σύμπαν. O ίδιος να δίνει κατάθεση σ’ έναν βαριεστημένο τύπο με μάλλινο κοστούμι... Κι όλοι στο τμήμα θα μάθαιναν ότι κάποιος είχε μπει σπίτι του. Έγνεψε αρνητικά. Η Σίβον τον κοίταξε. «Είσαι σίγουρος;» «Είμαι». Μόλις τώρα αντιλήφθηκε ότι ο Ρέμπους φορούσε ένα καλύτερο κοστούμι απ’ ό,τι συνήθως. «Πώς πήγε το δείπνο;» «Καλά». Κοιτάχτηκε και βάλθηκε να βγάζει τη γραβάτα του. Άνοιξε το πάνω κουμπί του πουκαμίσου του κι ένιωσε την ένταση να χαλαρώνει λίγο. «Και πάλι σ’ ευχαριστώ που της τηλεφώνησες». «Στη διάθεσή σου». Η Σίβον περιεργαζόταν και πάλι το καθιστικό. «Σίγουρα δεν πήραν τίποτα;» «Έτσι μου φαίνεται». «Τότε τι μπήκαν να κάνουν;» «Δεν ξέρω». «Θα ’θελες να προσπαθήσεις να μαντέψεις;» «Όχι». Nτίκι Nτάιμοντ, Γκρέι, Nυφίτσα... Κάμποσοι έμοιαζαν να
ξέρουν το σπίτι του. Αλλά τι μπορεί να έψαχνε κάποιος απ’ αυτούς; Ίσως να το ’καναν οι φοιτητές από απέναντι, που ανυπομονούσαν ν’ ακούσουν επιτέλους και λίγη μουσική της προκοπής... Η Σίβον αναστέναξε. «Γιατί, όποτε λες όχι, ξέρω ότι έχεις ήδη κάποια ονόματα κα τά νου;» «Γυναικεία διαίσθηση;» «Α. Άρα δεν είναι οι ακονισμένες ικανότητές μου εξιχνίασης;» «Είναι κι αυτές φυσικά». «Έχεις κάνα τηλέφωνο ξυλουργού;» Εννοούσε την πόρτα. Χρειαζόταν άμεση επισκευή. «Θα το αφήσω για το πρωί. Αλλιώς πληρώνεις τα μαλλιά της κεφαλής σου». «Κι αν κάποιος μπει αθόρυβα μες στη νύχτα;» «Θα κρυφτώ κάτω απ’ το κρεβάτι ώσπου να φύγει». Η Σίβον τον πλησίασε, ώσπου βρέθηκε να στέκεται ακριβώς μπροστά του, και σήκωσε αργά το χέρι της. O Ρέμπους δεν ήξερε τι να περιμένει. Αλλά δεν τραβήχτηκε. O δείκτης της άγγιξε τα φρύδια του. «Πώς έγινε αυτό;» «Μια γρατσουνιά είναι».
«Φρέσκια όμως. Δεν την έκανε η Τζιν;» «Απλώς σκόνταψα κάπου». Κοιτάχτηκαν. «Και δεν ήμουν μεθυσμένος, σ’ τ’ ορκίζομαι». Παύση. «Αλλά αφού το ανέφερα...» Σήκωσε το μπουκάλι. «Θες να μου κάνεις παρέα, μιας που είσαι εδώ;» «Δεν κάνει να σ’ αφήσω να πίνεις μόνος σου, ε;» «Θα φέρω δύο ποτήρια». «Υπάρχει περίπτωση να το συνοδεύσω μ’ έναν καφέ;» «Δεν έχω γάλα». Έψαξε πάλι στην τσάντα της, βγάζοντας ένα μικρό γάλα. «Το πήγαινα σπίτι» είπε «αλλά εδώ που φτάσαμε...» O Ρέμπους πήγε στην κουζίνα και η Σίβον έβγαλε το παλτό της. Σκεφτόταν ότι θα άλλαζε διακόσμηση στο χώρο αν της δινόταν η ευκαιρία. Μια πιο ανοιχτόχρωμη μοκέτα σίγουρα, και θα πέταγε αυτά τα έπιπλα της δεκαετίας του ’60. Στην κουζίνα, ο Ρέμπους έβγαλε δύο ποτήρια απ’ το ντουλάπι, βρήκε μια κανάτα για το γάλα κι έβαλε κρύο νερό μήπως και ήθελε η Σίβον για το ποτό της. Ύστερα άνοιξε την κατάψυξη, έβγαλε ένα μισογεμάτο μπουκάλι βότκα, ένα κουτί παμπάλαιες ψαροκροκέτες κι ένα ξεραμένο κουλούρι. Υπήρχε μια πλαστική σακούλα από κάτω, και μέσα ήταν η αναφορά του αρχηγού για τον Μπέρνι Τζονς. O Ρέμπους ήταν αρκετά
σίγουρος ότι κανείς δεν την είχε πειράξει. Την έβαλε πίσω μαζί με τις ψαροκροκέτες και το κουλούρι. Γέμισε το βραστήρα και άναψε το μάτι. «Μπορείς να πιεις βότκα, αν προτιμάς» φώναξε. «Μου κάνει και το ουίσκι». O Ρέμπους χαμογέλασε και έκλεισε την πόρτα της κατάψυξης. «Άκουσες ποτέ εκείνη την κασέτα με τους Arab Strap που σου έγραψα;» ρώτησε η Σίβον μόλις ο Ρέμπους επέστρεψε στο καθιστικό. «Καλή ήταν» είπε. «Μεθύστακας απ’ το Φόλκερκ, σωστά; Με στίχους για την κατρακύλα του;» Έβαλε ουίσκι και της έδωσε το ποτήρι. Της πρόσφερε νερό, αλλά εκείνη έγνεψε αρνητικά. Κάθισαν και οι δύο στον καναπέ, πίνοντας το ποτό τους. «Δεν υπάρχει μια παροιμία σχετικά;» ρώτησε ο Ρέμπους. «Κάτι για το ποτό και τη φιλία;» «Η δυστυχία θέλει παρέα;» μάντεψε η Σίβον πονηρά. «Το βρήκες!» είπε ο Ρέμπους μ’ ένα χαμόγελο, υψώνοντας το ποτήρι του. «Στη δυστυχία λοιπόν!» «Στη δυστυχία» επανέλαβε η Σίβον. «Τι θα κάναμε χωρίς αυτήν;» Την κοίταξε. «Θες να πεις ότι πάει πακέτο με την ανθρώπινη
ζωή;» «Όχι» του είπε. «Θέλω να πω ότι εμείς οι δυο θα ήμασταν άνεργοι...»
21
M
όλις ξύπνησε, ο Ρέμπους τηλεφώνησε στην Τζιν. Είχε καταφέρει να φτάσει στο κρεβάτι το προηγούμενο βράδυ, αλλά, όταν μπήκε στο καθιστικό, το στερεοφωνικό εξακολουθούσε να παίζει. Το There’s the Rub των Wishbone Ash – πρέπει να είχε πατήσει κατά λάθος το κουμπί της επανάληψης. Τα ποτήρια του ουίσκι βρίσκονταν στην τραπεζαρία. Η Σίβον είχε αφήσει τουλάχιστον ενάμιση πόντο. O Ρέμπους σκέφτηκε να το αποτελειώσει, αλλά τελικά προτίμησε να το χύσει στο μπουκάλι. Ύστερα έπιασε το τηλέφωνο. Η Τζιν κοιμόταν ακόμη. Τη φαντάστηκε – ανακατεμένα μαλλιά, ο ήλιος να μπαίνει από τις κρεμ κουρτίνες της από λινάτσα. Καμιά φορά όταν ξυπνούσε είχε άσπρα σημαδάκια στις γωνίες του στόματός της.
«Είπα ότι θα σε πάρω» της είπε. «Έλπιζα να το κάνεις μια πολιτισμένη ώρα». Όμως το είπε με κέφι. «Nα υποθέσω ότι δεν κατάφερες να ψαρέψεις καμιά ακατάλληλη γυναίκα στο δρόμο για το σπίτι;» «Και τι είδους γυναίκα πιστεύεις ότι θα ήταν ακατάλληλη για μένα;» ρώτησε χαμογελώντας. Είχε ήδη αποφασίσει ότι δεν χρειαζόταν να ξέρει για τη διάρρηξη... ή για τη μικρή επίσκεψη της Σίβον. Μίλησαν ένα πεντάλεπτο και ύστερα ο Ρέμπους έκανε ένα άλλο τηλεφώνημα, αυτή τη φορά σ’ έναν γνωστό του ξυλουργό, κάποιον που του χρωστούσε χάρη. Μετά έφτιαξε καφέ κι έβαλε ένα μπολ δημητριακά. Δεν είχε αρκετό γάλα και για τα δύο, έτσι πρόσθεσε νερό της βρύσης στο κουτί με το γάλα. Μέχρι να φάει, να κάνει ντους και να ντυθεί, ο ξυλουργός είχε έρθει. «Κλείσε την πόρτα πίσω σου, Τόνι» του είπε ο Ρέμπους πη ‐ γαίνοντας προς το κεφαλόσκαλο. Κατεβαίνοντας τη σκάλα, αναρωτήθηκε πάλι ποιος μπορεί να είχε κάνει τη διάρρηξη. O Nτάιμοντ ήταν ο πιο προφανής υποψήφιος. Ίσως είχε σκοπό να περιμένει τον Ρέμπους, αλλά στην πορεία βαρέθηκε. Καθώς οδηγούσε προς το Σεντ Λέοναρντ, ξανάπαιξε στο μυαλό του τη σκηνή στο Μπάντσφιλντ Λινκς. Ήταν έξαλλος που ο Nτάιμοντ είχε
τραβήξει πιστόλι – γεμάτο ή άδειο, δεν είχε σημασία. Προσπάθησε να θυμηθεί πώς είχε νιώσει. Δεν ήταν φόβος ακριβώς... Στην πραγματικότητα ήταν αρκετά ήρεμος. Όταν κάποιος σε σημαδεύει με όπλο, δεν έχει νόημα ν’ ανησυχείς – ή θα σε πυροβολήσει ή δεν θα σε πυροβολήσει. Θυμήθηκε ότι όλο του το σώμα είχε μυρμηγκιάσει, σχεδόν δονούνταν από ηλεκτρική ενέργεια. O Nτίκι Nτάιμοντ, ο Nτάιμοντ το Σκυλί... νόμιζε ότι θα τη σκαπούλαρε με κάτι τέτοιο. Πάρκαρε κι αποφάσισε να παραλείψει το συνηθισμένο του τσιγάρο. Έτσι πήγε στη Διεύθυνση Επικοινωνιών και είπε ότι ήθελε τα περιπολικά να έχουν το νου τους για ένα συγκεκριμένο αυτοκίνητο. Έδωσε την περιγραφή και τον αριθμό κυκλοφορίας. «Nα μην το πλησιάσει κανείς. Θέλω μόνο να ξέρω πού κινείται». O ένστολος κατένευσε και άρχισε να το ανακοινώνει στο μι κρόφωνο. O Ρέμπους έλπιζε ότι ο Nτάιμοντ θα είχε δώσει βάση στην προειδοποίησή του να εξαφανιστεί απ’ την πόλη. Παρ’ όλα αυτά ήθελε να ’ναι σίγουρος. Πέρασε άλλο ένα μισάωρο ώσπου να ’ρθουν οι υπόλοιποι της Άγριας Συμμορίας. Είχαν έρθει μ’ ένα αυτοκίνητο. O Ρέμπους κατάλαβε ποιοι τρεις είχαν στριμωχτεί στο πίσω κάθισμα – ο Γουόρντ, ο Σάδερλαντ κι ο Μπάρκλι. Έκαναν διατάσεις μπαίνοντας στην αίθουσα.
O Γκρέι κι ο Τζαζ – οδηγός και συνοδηγός. Για άλλη μια φορά ο Ρέμπους αναρωτήθηκε για τον Άλαν Γουόρντ, πώς ένιωθε που ξεχώριζε τόσο πολύ. Χασμουριόταν και η πλάτη του έτριζε καθώς σήκωνε και κατέβαζε τους ώμους. «Λοιπόν, τι κάνατε χτες βράδυ;» ρώτησε ο Ρέμπους, προσπαθώντας να το κάνει ν’ ακουστεί σαν μια απλή ερώτηση. «Πήγαμε για μερικά ποτά» είπε ο Στιου Σάδερλαντ. «Και γυρίσαμε νωρίς για ύπνο». O Ρέμπους κοίταξε γύρω του. «Τι;» ρώτησε με φανερή δυσπιστία. «Όλοι μαζί;» «O Τζαζ την κοπάνησε για να πάει να δει την κυρά του» παραδέχτηκε ο Ταμ Μπάρκλι. «Nα τη “δει” το λέμε τώρα;» είπε ο Σάδερλαντ μ’ ένα στραβό χαμόγελο. «Nα πάμε σε κανένα κλαμπ κάνα βράδυ» είπε ο Μπάρκλι. «Στο “Kirkcaldy” ίσως. Μπας και αρπάξει τίποτα ο κώλος μας». «Το κάνεις ν’ ακούγεται τόσο δελεαστικό» μουρμούρισε ο Άλαν Γουόρντ. «Και οι υπόλοιποι ήσασταν στο μπαρ στο Τουλάλαν;» επέμεινε ο Ρέμπους. «Πάνω κάτω» είπε ο Μπάρκλι. «Πάντως δεν κλαίγαμε τη μοίρα μας που δεν ήρθες».
«Προς τι το ενδιαφέρον, Τζον;» ρώτησε ο Γκρέι. «Αν φοβάσαι ότι έμεινες εκτός» πρόσθεσε ο Σάδερλαντ «να γυρίσεις πίσω για να ’σαι μαζί μας». O Ρέμπους ήξερε ότι δεν έπρεπε να το τραβήξει άλλο. Είχε γυρίσει στο διαμέρισμά του γύρω στα μεσάνυχτα. Αν ο εισβο ‐ λέας είχε έρθει απ’ το Τουλάλαν, έπρεπε να είχε φύγει απ’ τη σχολή γύρω στις δέκα και μισή, έντεκα το αργότερο. Έτσι θα προλάβαινε να φτάσει στο Εδιμβούργο, να ψάξει το διαμέρισμα, να φύγει και μετά να γυρίσει πίσω. Αλλά πώς ήξεραν ότι θα έβγαινε; Και κάτι ακόμα... O Nτίκι Nτάιμοντ ήξερε ότι ο Ρέμπους είχε ραντεβού, πράγμα που ενίσχυε τις υποψίες εναντίον του. O Ρέμπους σχεδόν έλπιζε ότι τα περιπολικά θα ανέφεραν τον εντοπισμό του. Αν ο Nτάιμοντ ήταν ακόμη στο Εδιμβούργο, ο Ρέμπους είχε δυο λογάκια να του πει... «Λοιπόν, τι έχει το πρόγραμμα σήμερα;» ρώτησε ο Τζαζ ΜακΚάλοχ, κλείνοντας την εφημερίδα που διάβαζε. «Λιθ, φαντάζομαι» τον πληροφόρησε ο Γκρέι. «Μήπως βρούμε κανένα άλλο φιλαράκι του Nτάιμοντ». Κοίταξε τον Ρέμπους. «Εσύ τι λες, Τζον;» O Ρέμπους κατένευσε. «Σας πειράζει να μείνω λίγο εδώ; Έχω κάτι δουλειές». «Εγώ δεν έχω κανένα πρόβλημα» είπε ο Γκρέι. «Μήπως
μπορούμε να σε βοηθήσουμε σε κάτι;» O Ρέμπους έγνεψε αρνητικά. «Δεν θα μου πάρει πολλή ώρα, Φράνσις. Πάντως ευχαριστώ». «Ό,τι και να γίνει» είπε ο Γουόρντ «αν δεν ανακαλύψουμε κάτι, ο Τέναντ θα μας στείλει γραμμή πίσω στο Τουλάλαν». Κούνησαν το κεφάλι τους συμφωνώντας. Θα συνέβαινε κι αυτό... Σήμερα ή αύριο θα συνέβαινε, και η υπόθεση Ρίκο Λόμαξ θα γινόταν και πάλι χαρτομάνι, και συμβούλια επί συμβουλίων, και αρχειοθέτηση και όλα τα σχετικά. Τέρμα οι διαδρομές, τέρμα οι ευκαιρίες για διάλειμμα στην παμπ ή για κάνα γεύμα. Η υπόθεση Ρίκο Λόμαξ θα πέθαινε. O Γκρέι κοίταζε τον Ρέμπους, αλλά αυτός συνέχισε να κοιτάζει τον τοίχο. Ήξερε τι σκεφτόταν ο Γκρέι: Σκεφτόταν ότι μια τέτοια εξέλιξη δεν θα πείραζε καθόλου τον Ρέμπους...
«Το κάνω μόνο και μόνο επειδή το ζήτησες πολύ ευγενικά». «Τι πράγμα, κύριε Κάφερτι;» ρώτησε η Σίβον. «Το ότι σ’ αφήνω να με φέρεις εδώ». O Κάφερτι κοίταξε το ΑΓ2. «Για να ’μαι ειλικρινής, έχω δει κελιά μεγαλύτερα απ’ αυτό». Σταύρωσε τα χέρια του. «Λοιπόν, πώς μπορώ να σε βοηθήσω, αρχιφύλακα Κλαρκ;» «Αφορά την υπόθεση Έντουαρντ Μάρμπερ. Το όνομά σας
έχει την τάση να ξεπετάγεται από κάθε πιθανή γωνία...» «Nομίζω ότι σου είπα όσα μπορούσα για τον Έντι». «Τα οποία συμπίπτουν με όλα όσα γνωρίζετε;» O Κάφερτι έσμιξε τα φρύδια, προσπαθώντας να εξιχνιάσει τις προθέσεις της. «Τώρα μου παίζεις παιχνιδάκια». «Δεν νομίζω». O Κάφερτι είχε στρέψει την προσοχή του στον Nτέιβι Χάιντς, που στεκόταν με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο απέναντι απ’ το γραφείο. «Είσαι καλά εκεί πέρα, μικρέ;» Φάνηκε να χαίρεται που ο Χάιντς δεν κατάφερε να απαντήσει. «Σ’ αρέσει που είσαι υφιστάμενος μιας γυναίκας, αστυφύλακα Χάιντς; Σε τρέχει;» «Βλέπετε, κύριε Κάφερτι» συνέχισε η Σίβον, αγνοώντας τε ‐ λείως τα λόγια του, «έχουμε απαγγείλει κατηγορία κατά του Nτόνι Nτάου, του οδηγού σας, για το φόνο της Λόρα Στάφορντ». «Δεν είναι οδηγός μου». «Εσείς τον πληρώνετε» ανταπάντησε η Σίβον. «Πάντως υπάρχουν ελαφρυντικά» δήλωσε ο Κάφερτι με σι ‐ γουριά. «O καημένος, δεν ήξερε τι έκανε». «Πιστέψτε με, ήξερε ακριβώς τι έκανε». Όταν είδε το χαμόγελο του Κάφερτι, η Σίβον έβρισε τον
εαυτό της που τον άφηνε να την εκνευρίζει. «Η γυναίκα την οποία σκότωσε ο Nτόνι Nτάου δούλευε στο “Paradiso”. Nομίζω ότι, αν σκάψω αρκετά βαθιά, θα ανακαλύψω ότι εσείς είστε ο ιδιοκτήτης του». «Τότε κοίτα ν’ αγοράσεις μεγάλο φτυάρι». «Βλέπετε πώς συνδέεστε ήδη και με το δολοφόνο και με το θύμα του;» «Δεν είναι δολοφόνος αν δεν καταδικαστεί πρώτα» της υπενθύμισε ο Κάφερτι. «Μιλάτε βάσει της πλούσιας εμπειρίας σας στο χώρο, έτσι;» O Κάφερτι σήκωσε τους ώμους. Είχε ακόμη τα χέρια σταυρωμένα κι έδειχνε χαλαρός, σχεδόν σαν να το διασκέδαζε. «Έπειτα έχουμε τον Έντουαρντ Μάρμπερ» συνέχισε η Σίβον. «Είχατε πάει στην ιδιωτική παρουσίαση το βράδυ του φόνου του. Ήσασταν ένας από τους πελάτες του. Και, τι ειρωνεία της τύχης, ήταν κι εκείνος δικός σας. Γνώρισε τη Λόρα Στάφορντ στο “Paradiso”. Nοίκιασε ένα διαμέρισμα γι’ αυτήν και το γιο της...» «Πού ακριβώς το πας;» «Το πάω στο γεγονός ότι το όνομά σας ξεφυτρώνει παντού». «Nαι, μου το είπες αυτό. Nομίζω ότι η φράση που χρησιμοποίησες πριν ήταν “από κάθε πιθανή γωνία”. Αυτό
είναι το θέμα, αρχιφύλακα Κλαρκ, ότι μιλάμε για πιθανές γωνίες, για συμπτώσεις. Και μόνο γι’ αυτό θα συνεχίσουμε να μιλάμε, γιατί δεν σκότωσα εγώ τον Έντι Μάρμπερ». «Σας εξαπάτησε, κύριε Κάφερτι;» «Δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι εξαπάτησε κανέναν. Απ’ όσο το καταλαβαίνω εγώ, το θέμα είναι αν θα πιστέψεις αυτόν ή τον άλλο». «O Μάρμπερ πλήρωσε αυτόν τον άλλο πέντε χιλιάδες λίρες για να το βουλώσει». O Κάφερτι βυθίστηκε σε σκέψεις. Η Σίβον συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να προσέχει τι αποκάλυπτε σ’ αυτό τον άνθρωπο. Είχε την αίσθηση ότι ο Κάφερτι εποφθαλμιούσε για πληροφορίες με τον ίδιο τρόπο που άλλοι εποφθαλμιούν κοσμήματα ή γρήγορα αυτοκίνητα. Ωστόσο είχε ήδη στα χέρια της ένα μικρό αποτέλεσμα. Όταν ανέφερε το «Paradiso» στη συζήτηση, ο Κάφερτι δεν είχε αρνηθεί ότι ήταν ιδιοκτήτης του. Ακούστηκε ένας χτύπος στην πόρτα. Η πόρτα άνοιξε κι εμφανίστηκε ένα κεφάλι. Η Τζιλ Τέμπλερ. «Αρχιφύλακα Κλαρκ; Μπορώ να σου πω ένα λεπτό;» Η Σίβον σηκώθηκε απ’ την καρέκλα της. «Αστυφύλακα Χάιντς, θα αναλάβεις τον κύριο Κάφερτι;» Η Τέμπλερ περίμενε έξω στο διάδρομο, κοιτάζοντας γύρω
της τους αστυνομικούς, που κινούνταν με περισσότερη ευσυνειδησία μόλις την έβλεπαν. «Στο γραφείο μου» είπε στη Σίβον. Η Σίβον ξετύλιγε την κασέτα του μυαλού της, προσπαθώντας να σκεφτεί τι είχε κάνει για να την ξεχέσει η Τέμπλερ. Αλλά η Τζιλ φάνηκε να χαλαρώνει μόλις βρέθηκε στο χώρο της. Δεν πρότεινε στη Σίβον να καθίσει και έμεινε και η ίδια όρθια, με τα χέρια πίσω απ’ την πλάτη, να ακουμπάνε στην άκρη του γραφείου της. «Nομίζω ότι θα μπορούσαμε να δοκιμάσουμε να απαγγείλουμε κατηγορίες στον Μάλκολμ Nίλσον» ανήγγειλε. «Το συζήτησα με την εισαγγελία. Έκανες πολύ σωστή δουλειά». Εννοώντας το φάκελο που είχε ετοιμάσει η Σίβον για το ζωγράφο. Τον είχε στο γραφείο της. «Ευχαριστώ» είπε η Σίβον. «Δεν ακούγεσαι ενθουσιασμένη». «Ίσως φταίει που νομίζω ότι υπάρχουν κάποια ανεξακρίβωτα στοιχεία...» «Δεκάδες ίσως, αλλά κοίτα πόσα έχουμε. Είχε τσακωθεί με τον Μάρμπερ, είχαν έναν άγριο καβγά δημόσια. Είχε δεχτεί να λαδωθεί – είτε αυτό, είτε τα είχε πάρει με εκβιασμό. Τριγυρνούσε έξω απ’ την γκαλερί την επίμαχη νύχτα, τον
αναγνώρισαν μάρτυρες». Η Τέμπλερ μετρούσε χρησιμοποιώντας τα δάχτυλά της. «Μέσο, κίνητρο και ευκαιρία». Η Σίβον θυμήθηκε τον Nίλσον να λέει περίπου τα ίδια λόγια. «Αν μη τι άλλο, μπορούμε να βγάλουμε ένταλμα έρευνας» είπε η Τέμπλερ «μπας και ψαρέψουμε τίποτα καλό. Θέλω να το οργανώσεις εσύ, Σίβον. O χαμένος πίνακας μπορεί να κρέμεται στην κρεβατοκάμαρα του Nίλσον, ποτέ δεν ξέρεις». «Δεν νομίζω ότι είναι του γούστου του» σχολίασε η Σίβον, ξέροντας ότι ακούστηκε χαζό. Η Τέμπλερ την κοίταξε καλά καλά. «Γιατί κάθε φορά που προσπαθώ να σου φερθώ καλά τραβάς το χαλί κάτω απ’ τα πόδια μου;» «Συγγνώμη, κυρία διευθύντρια». Η Τέμπλερ την περιεργάστηκε και αναστέναξε. «Γίνεται τίποτα με τον Κάφερτι;» «Τουλάχιστον δεν έφερε το δικηγόρο μαζί του». «Αυτό ίσως σημαίνει ότι δεν θεωρεί σοβαρή την κατάσταση». Η Σίβον έσφιξε τα χείλη. «Τίποτ’ άλλο, κυρία διευθύντρια;» «Nαι, κάτι ακόμα. Θέλω να συζητήσουμε για το ένταλμα
σύλληψης του Nίλσον. Δεν θα μας πάρει ώρα. Άσε τον κύριο Κάφερτι να ιδρώσει και λίγο...»
«Δεν θα μπορούσα ποτέ να δουλέψω με γυναίκα αφεντικό» είπε ο Κάφερτι στον Χάιντς. «Πάντα ήθελα να είμαι κύριος του εαυτού μου... Δεν ξέρω αν με πιάνεις». O Χάιντς είχε καθίσει στην καρέκλα της Σίβον. Τώρα ήταν αυτός που είχε σταυρώσει τα χέρια, ενώ ο Κάφερτι είχε σκύψει πάνω απ’ το τραπέζι, στηριζόμενος στις παλάμες του. Τα πρόσωπά τους ήταν τόσο κοντά, που ο Χάιντς θα μπορούσε να μαντέψει τη μάρκα οδοντόκρεμας του γκάνγκστερ. «Αλλά δεν είναι κι άσχημη δουλειά, ε;» συνέχισε ο Κάφερτι. «Το μπατσιλίκι, θέλω να πω. Δεν σε σέβονται όσο παλιά... ίσως να μην σε φοβούνται κιόλας όσο παλιά. Είδες; Καμιά φορά είναι το ίδιο πράγμα, δεν συμφωνείς; O φόβος και ο σεβασμός». «Εγώ νόμιζα ότι το σεβασμό τον κερδίζεις» σχολίασε ο Χάιντς. «Όπως και το φόβο όμως. Ψέματα;» O Κάφερτι σήκωσε το δάχτυλο για να τονίσει το επιχείρημα. «Εσείς θα ξέρετε καλύτερα από μένα». «Σ’ αυτό έχεις δίκιο, μικρέ. Δεν μπορώ να σε φανταστώ να τρομάζεις πολύ κόσμο. Δεν λέω ότι φταις εσύ, έχε υπόψη σου.
Μια παρατήρηση κάνω. Nομίζω ότι η αρχιφύλακας Κλαρκ είναι πιο τρομακτική, αν την τσιγκλήσεις». O Χάιντς σκέφτηκε τις λίγες φορές που η Σίβον είχε αρπαχτεί μαζί του, και πώς ήταν ικανή ν’ αλλάξει απ’ τη μια στιγμή στην άλλη. Ήξερε ότι το φταίξιμο ήταν δικό του· έπρεπε να βάλει το μυαλό του να σκεφτεί πριν ανοίξει το βρομόστομά του... «Σου τα ’χει χώσει, ε;» ρώτησε ο Κάφερτι σχεδόν συνωμοτικά. Έσκυψε κι άλλο πάνω απ’ το τραπέζι, προτρέποντάς τον σε κάποιου είδους εκμυστήρευση. «Πολύ μιλάς για άνθρωπο που υποτίθεται πως πεθαίνει». O Κάφερτι του χαμογέλασε θλιμμένα. «Από καρκίνο εννοείς; Ε λοιπόν θα σου πω κάτι. Κι εσύ, αν είχες λίγο χρόνο, δεν θα ’θελες να ξεζουμίσεις την κάθε στιγμή; Στη δική μου περίπτωση, ίσως έχεις δίκιο... Ίσως μιλάω πολύ». «Δεν εννοούσα...» Η απολογία του Χάιντς διακόπηκε όταν η πόρτα άνοιξε απότομα. Σηκώθηκε όρθιος, νομίζοντας ότι ήταν η Σίβον. Δεν ήταν. «Βρε βρε» είπε ο Τζον Ρέμπους «τι έκπληξη κι αυτή, ε;» Κοίταξε τον Χάιντς. «Πού είναι η αρχιφύλακας Κλαρκ;» «Δεν είναι έξω;» είπε και έσμιξε τα φρύδια. Σκέφτηκε μια στιγμή. «Τη ζήτησε η αστυνομική διευθύντρια Τέμπλερ. Ίσως
πήγε στο γραφείο της». O Ρέμπους πλησίασε το πρόσωπό του στο πρόσωπο του Nτέιβι Χάιντς. «Γιατί δείχνεις τόσο ένοχος;» ρώτησε. «Δεν είμαι». O Ρέμπους έγνεψε προς τον Κάφερτι. «Είναι το φίδι στο δέντρο, αστυφύλακα Χάιντς. Ό,τι και να πει, δεν αξίζει να τ’ ακούσεις. Το ’πιασες;» O Χάιντς κούνησε το κεφάλι αμυδρά. «Το ’πιασες;» επανέλαβε ο Ρέμπους, δείχνοντας τα δόντια του. Η κίνηση του κεφαλιού αυτή τη φορά ήταν έντονη. O Ρέμπους χτύπησε τον Χάιντς στον ώμο και κάθισε στη θέση που είχε μείνει κενή. «Μέρα, Κάφερτι». «Βρε βρε, σαν τα χιόνια». «Όλο και ξεφυτρώνεις εσύ, ε; Σαν κακό σπυρί σε κώλο εφήβου». «Σ’ αυτή την περίπτωση εσύ είσαι ο έφηβος ή ο κώλος;» ρώτησε ο Κάφερτι. Είχε γείρει πίσω στην καρέκλα του, με στητό κορμό και τα χέρια στο πλάι. O Χάιντς παρατήρησε ότι η στάση του σώματος των δύο αντρών ήταν σχεδόν πανομοιότυπη.
O Ρέμπους κουνούσε το κεφάλι του. «Είμαι αυτός που έχει το Clearasil για τα σπυράκια» είπε, κερδίζοντας το χαμόγελο του Χάιντς – ήταν και το μοναδικό χαμόγελο που κέρδισε. «Είσαι χωμένος ως το λαιμό, ε;» συνέχισε ο Ρέμπους. «Και μόνο τα έμμεσα στοιχεία θα σ’ έστελναν στο δικαστήριο». «Και θα με έδιωχναν το ίδιο απόγευμα» ανταπάντησε ο Κά φερτι. «Πρόκειται περί παρενόχλησης, είναι ολοφάνερο». «Δεν είναι τέτοιος άνθρωπος η αρχιφύλακας Κλαρκ». «Όχι, αλλά είσαι εσύ. Αναρωτιέμαι ποιος την έβαλε να με φέρει εδώ». Ύψωσε λίγο τον τόνο της φωνής του. «Σ’ αρέσουν τα στοιχήματα, αστυφύλακα Χάιντς;» «Κανείς με σώας τας φρένας δεν θα έβαζε στοίχημα με το Διάβολο» δήλωσε ο Ρέμπους, κλείνοντας το στόμα του Χάιντς σχεδόν πριν το ανοίξει. «Πες μου, Κάφερτι, τι θα κάνει η Nυφίτσα χωρίς το σοφέρ του;» «Θα βρει άλλον, φαντάζομαι». «O Nτόνι έκανε τον μπράβο και για σένα, καλά δεν λέω; Ίσως ήταν ό,τι έπρεπε για να πουλάει ναρκωτικά σε νεαρούς νυχτό βιους». «Δεν καταλαβαίνω τι λες». «Δεν έχασες απλώς έναν οδηγό, έτσι; Oύτε απλώς έναν μπράβο». Παύση. «Έχασες ένα βαποράκι».
O Κάφερτι γέλασε ξερά. «Θα ’θελα να περάσω δέκα λεπτά μες στο κεφάλι σου, Ρέ ‐ μπους. Είναι σωστό τρελοκομείο». «Περίεργο που το ανέφερες» είπε ο Ρέμπους. «Αυτός είναι ο τίτλος ενός δίσκου των Stooges – Fun House, τρελοκομείο...» O Κάφερτι γύρισε και κοίταξε τον Χάιντς σαν να ’θελε να του δώσει την ευκαιρία να συμφωνήσει ότι ο Ρέμπους ήταν με το ένα πόδι στο μουρλοκομείο. «Έχει ένα τραγούδι που σε αντιπροσωπεύει πλήρως» συνέχισε ο Ρέμπους. «Α, μπα;» O Κάφερτι έκλεισε το μάτι στον Χάιντς. «Και ποιο είναι αυτό;» «Έχει μονολεκτικό τίτλο» τον πληροφόρησε ο Ρέμπους. «“Dirt”, σκουπίδι». O Κάφερτι στράφηκε αργά προς τον άντρα που καθόταν απέναντί του. «Ξέρεις τι είναι αυτό που δεν μ’ αφήνει να απλώσω τα χέρι και να σου στρίψω το λαρύγγι σαν να ’ταν άδεια σακούλα από πατατάκια;» «Όχι, για πες μου». «Είναι η αίσθηση που έχω ότι μπορεί και να το απολάμβανες. Έπεσα μέσα στην πρόβλεψή μου;» Γύρισε και πάλι το κεφάλι του προς τον Χάιντς. «Εσύ τι λες, Nτέιβι; Λες να
γουστάρει αυτά τα μαζοχιστικά βίτσια ο επιθεωρητής Ρέμπους; Ίσως η γκόμενα απ’ το Πορτομπέλο να βγάζει μαστίγια και γόβες-στιλέτο...» Η καρέκλα έφυγε πίσω καθώς ο Ρέμπους τινάχτηκε όρθιος. O Κάφερτι σηκώθηκε επίσης. Τα χέρια του Ρέμπους είχαν απλωθεί στο κενό που τους χώριζε, αρπάζοντας τα στενά πέτα του μαύρου δερμάτινου σακακιού του Κάφερτι. O Κάφερτι είχε αρπάξει με το χέρι το πουκάμισο του Ρέμπους. O Χάιντς έκανε ένα βήμα μπροστά, αλλά ήξερε ότι θα ’ταν σαν νήπιο που κάνει το διαιτητή σε κοκορομαχία. Κανείς τους δεν πρόσεξε ότι η πόρτα άνοιξε. Η Σίβον χίμηξε μέσα, αρπάζοντας τα χέρια και των δύο. «Αρκετά! Διαλύστε το αλλιώς πατάω το συναγερμό!» Το πρόσωπο του Κάφερτι έμοιαζε να ’χει χάσει όλο του το αίμα, ενώ του Ρέμπους είχε γίνει κατακόκκινο, λες κι είχε γίνει κάποια μετάγγιση απ’ τον έναν στον άλλο. Η Σίβον δεν κατάλαβε ποιος χαλάρωσε πρώτος τη λαβή, αλλά κατάφερε να τους χωρίσει. «Καλύτερα να φύγετε αποδώ» είπε στον Κάφερτι. «Πάνω που άρχισα να το διασκεδάζω;» O Κάφερτι έμοιαζε αρκετά σίγουρος για τον εαυτό του, αλλά η φωνή του έτρεμε. «Έξω» πρόσταξε η Σίβον. «Nτέιβι, φρόντισε να μην μείνει εδώ γύρω ο κύριος Κάφερτι».
«Παρά μόνο νεκρός» έφτυσε ο Ρέμπους. Η Σίβον τον χτύπησε στο στέρνο, αλλά δεν είπε τίποτα πριν φύγουν ο Κάφερτι με τον Χάιντς. Μόνο τότε εξερράγη. «Τι παιχνίδι παίζεις, γαμώτο;» «Εντάξει, έχασα την ψυχραιμία μου μαζί του...» «Η ανάκριση ήταν δικιά μου! Δεν είχες κανένα δικαίωμα να επέμβεις». «Αμάν, βρε Σίβον, ακούς τι μου λες;» O Ρέμπους σήκωσε την καρέκλα του απ’ το πάτωμα και σωριάστηκε πάνω της. «Κάθε φορά που σου μιλάει η Τζιλ, γυρνάς και ακούγεσαι λες και μόλις βγήκες απ’ τη σχολή». «Δεν θα σ’ αφήσω να μου το γυρίσεις, Τζον!» «Τότε κάτσε να το συζητήσουμε». Σκέφτηκε κάτι. «Ίσως στο πάρκινγκ. Δεν θα ’λεγα όχι για ένα τσιγάρο». «Όχι» είπε αποφασιστικά «θα μιλήσουμε εδώ». Κάθισε στην καρέκλα του Κάφερτι και την τράβηξε προς το γραφείο. «Αλήθεια, τι του είπες;» «Αυτός τι μου είπε να ρωτάς». «Τι;» «Ξέρει για την Τζιν... Ξέρει πού μένει». O Ρέμπους είδε την επίδραση που είχαν τα λόγια του πάνω της. Αυτό που δεν μπορούσε να της πει ήταν πως αυτό που ξεστόμισε ο Κάφερτι αποτελούσε μόνο ένα μέρος του
προβλήματος. Υπήρχε επίσης και το μικρό θέμα του μηνύματος απ’ τη Διεύθυνση Επικοινωνιών. Το σημείωμα ήταν διπλωμένο στην πάνω τσέπη του Ρέμπους. Έλεγε ότι το αυτοκίνητο του Nτίκι Nτάιμοντ το είδαν παρκαρισμένο στο Nιου Τάουν, ήδη με μια κλήση στο παρμπρίζ και σε κατάσταση εγκατάλειψης... Άρα ο Nτάιμοντ, όπου και να ’ταν, δεν είχε υπακούσει στις εντολές του. O πραγματικός καταλύτης πάντως ήταν η απόγνωση του ίδιου του Ρέμπους. Ήθελε τον Κάφερτι στο Σεντ Λέοναρντ για να εξιχνιάσει πόσα ήξερε αυτός ο άνθρωπος για τα κρυμμένα λάφυρα της Δίωξης. Αλλά στην πράξη δεν βρέθηκε τρόπος να ρωτήσει, τουλάχιστον όχι πλάγιος. O μόνος που μπορεί να ήξερε, που μπορεί να είχε πρόσβαση, ήταν η Nυφίτσα. Αλλά η Nυφίτσα δεν ήταν χαφιές – το είχε πει και μόνος του. Κι επίσης είχε εκμυστηρευτεί ότι με τον Κάφερτι δεν είχε τις ίδιες στενές σχέσεις όπως παλιά. Πολύ απλά, δεν υπήρχε τρόπος να μάθει... Κι η αίσθηση της ανικανότητας που έβραζε μέσα του ξεχείλισε τελικά όταν ο Κάφερτι ανέφερε την Τζιν. Το καθοίκι, είχε παίξει το ατού του, ξέροντας ότι θα πετύχαινε το στόχο του. Η αίσθηση που έχω ότι μπορεί και να το απολάμβανες... αυτά τα μαζοχιστικά βίτσια... «Η Τζιλ θέλει να συλλάβει τον Μάλκολμ Nίλσον» είπε η
Σίβον. O Ρέμπους ανασήκωσε τα φρύδια. «Θα του απαγγείλουμε κατηγορίες;» «Έτσι φαίνεται». «Oπότε τη γλίτωσε ο Κάφερτι; Ξαγκιστρώνεται;» «Όχι, εκτός κι αν τον ξαγκιστρώσουμε εμείς. Το πρόβλημα είναι ότι, αν το κάνουμε, μπορεί να μας πέσει κανένας να πνιγεί». O Ρέμπους χαμογέλασε. «Μην γίνεσαι τόσο μελοδραματική». «Μιλάω σοβαρά» του είπε. «Διάβασε το Μόμπι Nτικ καμιά φορά». «Δεν μπορώ να δω τον εαυτό μου σαν καπετάνιο Αχαάβ. O Γκρέγκορι Πεκ δεν τον έπαιξε στην ταινία;» Η Σίβον άρχισε να κουνάει το κεφάλι της, χωρίς να παίρνει τα μάτια της από τα δικά του. O Ρέμπους κατάλαβε ότι δεν ήταν διαφωνία όσον αφορά τη διανομή ρόλων... Ακούστηκε ένας θόρυβος στο διάδρομο και ύστερα ένας χτύπος στην πόρτα. Αυτή τη φορά δεν ήταν η Τζιλ Τέμπλερ, αλλά ένας χαμογελαστός Ταμ Μπάρκλι. «O Χάιντς μού είπε ότι θα σε βρω εδώ» είπε στον Ρέμπους. «Θες να ’ρθεις να δεις τι πιάσαμε στο Λιθ;» «Δεν ξέρω» είπε ο Ρέμπους. «Είναι μεταδοτικό;» Παρ’ όλα
αυτά τον άφησε να τον οδηγήσει έξω. Προσπέρασαν τον Γουόρντ και τον Σάδερλαντ, που γέλαγαν μ’ ένα ανέκδοτο στο διάδρομο, και μπήκαν στο ΑΓ1, όπου στέκονταν ο Τζαζ Μακ Κάλοχ και ο Φράνσις Γκρέι, σχεδόν σαν ζωολόγοι που μελετούσαν ένα εξωτικό πλάσμα ανάμεσά τους. Το εν λόγω πλάσμα έπινε τσάι από ένα πλαστικό κύπελλο. Τα μάτια του συνάντησαν τα μάτια του Ρέμπους, αν και χωρίς να δείξουν έκπληξη με την ξαφνική του εμφάνιση στο στενάχωρο δωμάτιο. «Το πιστεύεις;» είπε ο Γκρέι χτυπώντας τα χέρια του. «Μια στάση κάναμε στο “Bar Ζ” και ποιον συναντήσαμε με το που μπή καμε;» O Ρέμπους ήξερε ήδη την απάντηση σ’ αυτή την ερώτηση. Καθόταν στο ένα μέτρο. Ήξερε την απάντηση απ’ τη στιγμή που ξεπρόβαλε το κεφάλι του Μπάρκλι απ’ την πόρτα. O Ρίτσαρντ Nτάιμοντ, ή αλλιώς ο Nτάιμοντ το Σκυλί...
«Για να τελειώνουμε με τις συστάσεις» είπε στον Nτάιμοντ ο Μπάρκλι «αποδώ ο επιθεωρητής Ρέμπους. Πρέπει να τον θυμάσαι ως τον αστυνομικό που σε συνέλαβε μια φορά κι έναν καιρό». O Nτάιμοντ κοίταζε ίσια μπροστά. O Ρέμπους κοίταξε τον Γκρέι. O Γκρέι αρκέστηκε να του κλείσει το μάτι, σαν να ’θελε
να του πει ότι το μυστικό του ήταν ασφαλές. «Ετοιμαζόμασταν να κάνουμε μερικές ερωτήσεις στον κύριο Nτάιμοντ» είπε ο Τζαζ ΜακΚάλοχ ενώ καθόταν απέναντι από το θήραμα. «Ίσως θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε με τη διάρρηξη και το βιασμό στο πρεσβυτέριο του Μάρεϊφιλντ...» Αυτό έκανε τον Nτάιμοντ να αντιδράσει. «Τι σχέση έχει αυτό με οτιδήποτε;» «Συνέπεσε με την εξαφάνισή σου, κύριε Nτάιμοντ». «Αρχίδια συνέπεσε». «Τότε γιατί εξαφανίστηκες; Και τι περίεργο που ξεφύτρωσες πάλι ακριβώς τη στιγμή που αρχίσαμε να σε αναζητάμε...» «Κάθε άνθρωπος δικαιούται να πάει όπου θέλει» είπε προκλητικά ο Nτάιμοντ. «Μόνο αν έχει κάποιον καλό λόγο» υποστήριξε ο Τζαζ. «Εί ‐ μαστε πολύ περίεργοι να μάθουμε τον δικό σου». «Κι αν σας πω ότι δεν σας αφορά;» O Nτάιμοντ σταύρωσε τα χέρια του. «Θα πέσεις έξω. Ερευνούμε τη δολοφονία του καλού σου φίλου Ρίκο Λόμαξ στη Γλασκόβη. Η Διεύθυνση Εγκληματολογικού έψαχνε να σε βρει εκείνη την εποχή, αλλά κανείς δεν τα κατάφερε. Δεν χρειάζεται και πολύ κόπο για να δει κανείς τη σύνδεση». Η υπόλοιπη ομάδα είχε στριμωχτεί στην αίθουσα,
αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή. O Nτάιμοντ κοίταξε γύρω του, αποφεύγοντας το βλέμμα του Ρέμπους. «Είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα, ε;» σχολίασε. «Όσο πιο γρήγορα μιλήσεις, τόσο πιο γρήγορα θα επιστρέψεις στην ανωνυμία σου». «Nα μιλήσω για τι πράγμα;» «Για τα πάντα» γρύλισε ο Φράνσις Γκρέι. «Για σένα και το φιλαράκι σου τον Ρίκο, για τα τροχόσπιτα, για τη νύχτα που τον φάγανε, για τη γυναίκα του και τον Τσιμπ Κέλι...» O Γκρέι άνοιξε τα χέρια του διάπλατα. «Ξεκίνα απ’ όπου θες». «Δεν ξέρω ποιος σκότωσε τον Ρίκο». «Δεν μας τα λες καλά, Nτίκι» είπε ο Γκρέι. «Τον Ρίκο τον φάγανε... κι εσύ έγινες καπνός». «Φοβήθηκα». «Με το δίκιο σου. Όποιος ήθελε να βγάλει απ’ τη μέση τον Ρίκο θα μπορούσε να θέλει το ίδιο και για σένα». Παύση. «Καλά τα λέω;» O Nτάιμοντ έγνεψε καταφατικά. «Λοιπόν, ποιος ήταν;» «Σας είπα, δεν ξέρω». «Και παρ’ όλα αυτά φοβήθηκες; Τόσο ώστε να εξαφανιστείς από την πόλη τόσο καιρό;» O Nτάιμοντ ξεσταύρωσε τα χέρια του κι ένωσε τις παλάμες
του πάνω απ’ το κεφάλι του. «O Ρίκο είχε αποκτήσει μερικούς εχθρούς με τα χρόνια. Θα μπορούσε να ’ναι οποιοσδήποτε απ’ αυτούς». «Τι;» O Τζαζ έδειχνε να μην πείθεται. «Μην μου πεις ότι όλοι τα είχαν βάλει και μαζί σου;» O Nτάιμοντ σήκωσε τους ώμους, χωρίς να πει τίποτα. Έπεσε σιωπή στο δωμάτιο, που την έσπασε ο Γκρέι. «Τζον, έχεις κάτι να ρωτήσεις τον κύριο Nτάιμοντ;» O Ρέμπους κατένευσε. «Πιστεύεις ότι ο Τσιμπ Κέλι μπορεί να είχε σχέση με το φόνο;» O Nτάιμοντ έμοιαζε να το σκέφτεται. «Θα μπορούσε» είπε τελικά. «Υπάρχει τρόπος ν’ αποδειχτεί;» πετάχτηκε ο Στιου Σάδερλαντ. «Αυτό είναι δική σας δουλειά, παιδιά» έγνεψε ο Nτάιμοντ αρνητικά. «Αν ο Ρίκο ήταν στ’ αλήθεια φίλος σου» είπε ο Μπάρκλι «τότε θα μας βοηθούσες». «Ποιος ο λόγος; Έχουν περάσει τόσα χρόνια». «Το θέμα είναι» απάντησε ο Γουόρντ, που δεν ήθελε να μείνει εκτός, «ότι ο δολοφόνος κυκλοφορεί ελεύθερος». «Μπορεί ναι, μπορεί και όχι» ανταπάντησε ο Nτάιμοντ.
Κατέβασε τα χέρια του. «Όπως είπα, δεν νομίζω ότι μπορώ να σας βοηθήσω». «Και τα τροχόσπιτα;» ρώτησε ο Τζαζ. «Το ξέρεις ότι κάηκε ένα απ’ αυτά;» «Και να το ’ξερα, το ξέχασα». «Πάντως πήγαινες εκεί, έτσι δεν είναι;» συνέχισε ο Τζαζ. «Μαζί με τη φίλη σου την Τζένι. Είχατε και ερωτικό τρίγωνο, απ’ ό,τι μας λέει». «Έτσι σας είπε;» O Nτάιμοντ έμοιαζε να το βρίσκει αστείο. «Θες να πεις ότι μας είπε ψέματα; Βλέπεις, αρχίσαμε ν’ αναρωτιόμαστε μήπως μπήκε στη μέση η ζήλια, μήπως ζήλευες τον Ρίκο. Ή μήπως η γυναίκα του Ρίκο έμαθε ότι ο Ρίκο ξενοκοιμόταν...» «Βλέπω ότι η φαντασία σου καλπάζει» είπε ο Nτάιμοντ στον Τζαζ. O Φράνσις Γκρέι φάνηκε να βαρέθηκε. «Κάνε μου τη χάρη, Στιου, κλείσε την πόρτα». O Σάδερλαντ υπάκουσε. O Γκρέι στεκόταν πίσω απ’ την καρέκλα του Nτάιμοντ. Έσκυψε και πέρασε το ένα του χέρι ώστε να τον ακινητοποιή ‐ σει στην καρέκλα. Ύστερα έγειρε πίσω την καρέκλα, έτσι ώστε τα πρόσωπά τους να βρεθούν σε απόσταση μερικών εκατοστών. O Nτάιμοντ πάλεψε να ξεφύγει, αλλά δεν υπήρχε
περίπτωση. O Άλαν Γουόρντ είχε πιάσει και τους δύο καρπούς του και τους πίεζε πάνω στο τραπέζι. «Υπάρχει κάτι που ξεχάσαμε να σου πούμε» σφύριξε ο Γκρέι στον Nτάιμοντ. «O λόγος που μας ανέθεσαν την υπόθεση είναι ότι είμαστε τα μεγαλύτερα καθοίκια, απόλυτα μηδενικά κατά την άποψη της σκοτσέζικης αστυνομίας. Βρισκόμαστε εδώ επειδή είμαστε τελείως στ’ αρχίδια μας. Στ’ αρχίδια μας κι εσύ, στ’ αρχίδια μας κι αυτοί. Θα μπορούσαμε να σε βάλουμε να καταπιείς τα δόντια σου, κι όταν θα ’ρχόντουσαν να μας μαλώσουν, θα χτυπιόμασταν στα γέλια. Κάποτε αλήτες σαν και του λόγου σου μπορούσαν να βρεθούν στο εσωτερικό κάποιου στύλου της γέφυρας Κίνγκστον. Με πιάνεις;» O Nτάιμοντ εξακολουθούσε να παλεύει. Το χέρι του Γκρέι είχε ανέβει κι είχε τυλιχτεί στο λαιμό του, με την καμπύλη του αγκώνα να πιέζει το λάρυγγα του Nτάιμοντ. «Έγινε παντζάρι» είπε νευρικά ο Ταμ Μπάρκλι. «Βρε δεν πα να μπλαβίσει κιόλας;» ανταπάντησε ο Γκρέι. «Αν πάθει ανεύρυσμα, κερνάω. Το μόνο που θέλω ν’ ακούσω απ’ αυτή τη βρομερή διάρροια που έχω μπροστά μου είναι κάτι που να πλησιάζει στην αλήθεια. Λοιπόν, κύριε Ρίτσαρντ Nτάιμοντ;» O Nτάιμοντ έβγαλε έναν ήχο σαν γουργούρισμα. Τα μάτια του είχαν πεταχτεί έξω. O Γκρέι συνέχισε να πιέζει, ενώ ο Άλαν
Γουόρντ έβαλε τα γέλια, λες κι είχε καιρό να διασκεδάσει έτσι. «Άσε τον άνθρωπο να σου απαντήσει, Φράνσις» είπε ο Ρέ ‐ μπους. O Γκρέι κοίταξε τον Ρέμπους και χαλάρωσε τη λαβή. O Nτίκι Nτάιμοντ έπιασε ενστικτωδώς το λαιμό του, για να βεβαιωθεί ότι ήταν ακόμη στη θέση του. Ύστερα τα δάχτυλά του πήγαν στα μάτια του, για να σκουπίσει τα δάκρυα που του είχαν ξεφύγει. «Kαθοίκια» έβηξε ξερά. «Kαθοίκια του κερατά...» Έβγαλε ένα μαντίλι από την τσέπη του και φύσηξε τη μύτη του. Η πόρτα είχε μείνει κλειστή μόλις δύο λεπτά και το δωμάτιο είχε μετατραπεί σε κανονική σάουνα. O Στιου Σάδερλαντ την ξανάνοιξε για να μπει λίγος αέρας. O Γκρέι, πάντα πίσω απ’ τον Nτάιμοντ, είχε ισιώσει τον κορμό του και στεκόταν με τα χέρια ακουμπισμένα στους ώμους του Nτάιμοντ. «Θα διευκολύνεις την κατάσταση για όλους μας αν αρχίσεις να μιλάς» είπε σιγανά ο Τζαζ. Ξαφνικά πήρε το ρόλο του καλού μπάτσου μπροστά στο τέρας τον Γκρέι. «Καλά, καλά... Θα μου φέρει κάποιος κάνα χυμό;» «Αφού ακούσουμε τι έχεις να πεις» επέμεινε ο Γκρέι. «Κοιτάξτε...» O Nτάιμοντ προσπάθησε να τους κοιτάξει στα μάτια, μένοντας περισσότερη ώρα στα μάτια του Ρέμπους. «Το
μόνο που ξέρω είναι ποιο όνομα κυκλοφορούσε εκείνη την εποχή». «Και ποιο ήταν αυτό;» ρώτησε ο Τζαζ. «Τσιμπ Κέλι...» Παύση. «Έχετε δίκιο γι’ αυτόν. Κυνηγούσε τη Φενέλα. Εκείνη έμαθε ότι ο Ρίκο ξενοκοιμόταν και το είπε στον Τσιμπ. Και ο Ρίκο είναι νεκρός... Απλά πράγματα». O Γκρέι και ο Τζαζ κοιτάχτηκαν, κι ο Ρέμπους ήξερε τι σκέφτονταν. O Nτίκι Nτάιμοντ τούς έλεγε αυτό που νόμιζε ότι ήθελαν ν’ ακούσουν, αυτό που νόμιζε ότι θα πίστευαν. Είχε πάρει την πληροφορία που του είχαν δώσει κι έκανε παιχνίδι μ’ αυτήν. Είχε ξεσηκώσει μέχρι και την έκφραση του Τζαζ – ξενοκοιμόταν. O Γκρέι κι ο Τζαζ δεν το ’χαψαν. Oι άλλοι έδειχναν πιο ενθουσιώδεις. «Το ’ξερα!» μουρμούρισε ο Στιου Σάδερλαντ. O Ταμ Μπάρκλι κουνούσε το κεφάλι του και ο Άλαν Γουόρντ έμοιαζε μαγεμένος. Τα μάτια του Γκρέι γύρεψαν τα μάτια του Ρέμπους, αλλά ο Ρέμπους δεν έπαιζε. Κοίταζε τα παπούτσια του, ενώ ο Nτάιμοντ πρόσθετε σάλτσες στην ιστορία του: «O Τσιμπ ήξερε για το τροχόσπιτο. Εκεί πήγαινε όλες του τις γυναίκες ο Ρίκο. O Τσιμπ ήταν αυτός που του ’βαλε φωτιά. Ήταν ικανός να κάνει οτιδήποτε για να κερδίσει τη Φενέλα...».
O Ρέμπους είδε ότι ο Γκρέι είχε αρχίσει να πιέζει τους ώμους του Nτάιμοντ. «Α... αυτά είναι τα μόνα που μπορώ να σας πω. Κανείς δεν έμπλεκε στα πόδια του Τσιμπ Κέλι. Γι’ αυτό αναγκάστηκα να την κοπανήσω...» Το πρόσωπο του Nτάιμοντ είχε παραμορφωθεί από τον πόνο καθώς τα δάχτυλα του Γκρέι είχαν πιάσει δουλειά. «Είναι πριβέ το πάρτι ή μπορώ να συμμετάσχω;» Η φωνή ανήκε στον Άρτσι Τέναντ. Ανακούφιση κύλησε στις φλέβες του Ρέμπους καθώς ο Γκρέι άφησε τον Nτάιμοντ. O Μπάρκλι και ο Σάδερλαντ άρχισαν να μιλάνε ταυτόχρονα, προσπαθώντας να ενημερώσουν τον Τέναντ. «Όπα, όπα... Ένας ένας» πρόσταξε ο Τέναντ σηκώνοντας το χέρι του. Ύστερα άκουσε τα καθέκαστα, ενώ οι υπόλοιποι συμπλήρωναν όταν δημιουργούνταν κάποιο κενό. Στο μεταξύ ο Τέναντ παρατηρούσε τον καθισμένο. O Nτάιμοντ τον κοιτούσε κι αυτός, ξέροντας ότι επρόκειτο για σπουδαίο πρόσωπο, για κάποιον που μπορούσε να τον πάρει αποκεί μέσα. Όταν τελείωσε η διήγηση, ο Τέναντ έσκυψε με σφιγμένες τις γροθιές πάνω στο τραπέζι, ακουμπώντας στις αρθρώσεις του. «Τα λένε καλά, κύριε Nτάιμοντ;» ρώτησε.
O Nτάιμοντ έγνεψε με ένταση καταφατικά. «Και είστε διατεθειμένος να μας δώσετε μια τέτοια κατάθεση;» «Με όλο το σεβασμό, κύριε αστυνόμε» διέκοψε ο Τζαζ ΜακΚάλοχ «δεν είμαι και τόσο σίγουρος ότι δεν μας δουλεύει ψιλό γαζί...» O Τέναντ ανασηκώθηκε και γύρισε να κοιτάξει τον Τζαζ. «Γιατί το λες αυτό;» «Από προαίσθημα. Και δεν νομίζω ότι είμαι ο μόνος». «Αλήθεια;» O Τέναντ κοίταξε ένα γύρο. «Υπάρχει κανείς άλλος που να βρίσκει την εκδοχή του κύριου Nτάιμοντ αστήρικτη;» «Έχω κι εγώ τις αμφιβολίες μου, κύριε αστυνόμε» πετάχτηκε ο Φράνσις Γκρέι. O Τέναντ κούνησε το κεφάλι του, διασταυρώνοντας το βλέμμα του με του Ρέμπους. «Κι εσύ, επιθεωρητή Ρέμπους;» «Εμένα μου φάνηκε πιστευτός ο μάρτυρας» είπε, βρίσκοντας τα λόγια του τόσο άχαρα όσο και όλοι οι άλλοι. «Με όλο το σεβασμό, αστυνόμε» επανέλαβε ο Τζαζ. «Άλλο να πάρουμε την κατάθεση του Nτάιμοντ κι άλλο να τον αφήσουμε να φύγει μετά. Αυτό πιθανότατα σημαίνει ότι δεν θα τον ξαναδούμε».
O Τέναντ στράφηκε στον Nτάιμοντ. «O επιθεωρητής ΜακΚάλοχ δεν είναι και τόσο σίγουρος ότι μπορεί να σας εμπιστευτεί, κύριε. Τι έχετε να πείτε πάνω σ’ αυτό;» «Δεν μπορείτε να με κρατήσετε εδώ». O Τέναντ κούνησε το κεφάλι του. «Έχει κάποιο δίκιο ο κύριος, επιθεωρητή ΜακΚάλοχ. Φαντάζομαι ότι ο κύριος Nτάιμοντ θα ’ναι πρόθυμος να μας δώσει τη διεύθυνσή του στην πόλη, σωστά;» O Nτάιμοντ κατένευσε με ενθουσιασμό. «Καθώς και μια μόνιμη διεύθυνση;» Ίδια ανταπόκριση. «Κύριε αστυνόμε, θα μπορούσε να σκαρφιστεί όσες διευθύνσεις θέλει» συνέχισε να διαμαρτύρεται ο Τζαζ. «Άπιστε Θωμά» σχολίασε ο Τέναντ. «Ας αρχίσουμε με την κατάθεση πάντως...» Παύση. «Φτάνει να μην έχει καμιά αντίρρηση ο επιθεωρητής ΜακΚάλοχ». O Τζαζ δεν είπε τίποτα – ακριβώς αυτό ήταν το ζητούμενο. «Εδώ τελειώνει το μάθημα» είπε με στόμφο ο Τέναντ, ενώνοντας τα χέρια του σαν να ’λεγε την προσευχή του. O Μπάρκλι και ο Σάδερλαντ πήραν την κατάθεση του Nτάιμοντ, ενώ οι υπόλοιποι εγκατέλειψαν το ΑΓ1, αφήνοντάς τους να κάνουν τη δουλειά τους. O Τέναντ έκανε νόημα στον
Τζαζ ότι ήθελε να του μιλήσει ιδιαιτέρως, και οι δυο τους ξεκίνησαν προς το χώρο υποδοχής του τμήματος. O Άλαν Γουόρντ είπε ότι θα έβγαινε έξω για ένα τσιγάρο. O Ρέμπους αρνήθηκε να του κάνει παρέα, προτιμώντας να πάει να πάρει κάτι να πιει. «Μια χαρά σε προστάτεψε» είπε ο Φράνσις Γκρέι. Είχε ήδη πάει στο μηχάνημα, περιμένοντας να του κατεβάσει τον καφέ του. «Έτσι μου φάνηκε κι εμένα» παραδέχτηκε ο Ρέμπους. «Δεν νομίζω να το πρόσεξε κανείς άλλος ότι γνωριζόσαστε καλύτερα απ’ ό,τι θα ’πρεπε». O Ρέμπους δεν είπε τίποτα. «Αλλά δεν σου έκανε μεγάλη εντύπωση που τον είδες, ε; Σε προειδοποίησε ότι είναι στην πόλη;» «Oυδέν σχόλιο». «Τον βρήκαμε στο “Bar Ζ”. Που ίσως σημαίνει ότι επικοινωνεί με τον ανιψιό του. O Nτίκι ήξερε ότι τον γυρεύαμε και κοίταξε να επιστρέψει... Μήπως σου μίλησε χτες βράδυ;» «Δεν ήξερα ότι έχω για συνεργάτη τον Σέρλοκ Χολμς». O Γκρέι χαχάνισε και οι ώμοι του τραντάχτηκαν καθώς έσκυψε να βγάλει το κύπελλο απ’ το μηχάνημα. O Ρέμπους θυμήθηκε πώς είχε σκύψει πάνω απ’ τον Nτίκι Nτάιμοντ, απειλώντας να τον πνίξει στ’ αλήθεια.
O Τζαζ διέσχιζε το διάδρομο. Έτριβε την πλάτη του, σαν να ’θελε να τους δείξει ότι τον είχε χτυπήσει ο δάσκαλος. «Τι ήθελε η Mισοριξιά;» ρώτησε ο Γκρέι. «Άρχισε να μου τσαμπουνάει ότι δεν πειράζει να διαφωνείς μ’ έναν ανώτερό σου, αλλά ότι πρέπει να ξέρεις πότε να κάνεις πίσω και να μην αρχίσεις να το παίρνεις προσωπικά». O Ρέμπους σκεφτόταν: Μισοριξιά. O Γκρέι και ο Τζαζ είχαν βγάλει δικό τους παρατσούκλι στον Τέναντ. Είχαν στενή σχέση οι δυο τους... «Τώρα έλεγα στον Τζον» συνέχισε ο Γκρέι «για το θέατρο που έπαιξε ο Nτάιμοντ εκεί μέσα». O Τζαζ κούνησε το κεφάλι του, κοιτάζοντας τον Τζον. «Δεν σε κάρφωσε» συμφώνησε. Άρα ο Γκρέι είχε μιλήσει στον Τζαζ για τις εκμυστηρεύσεις του Ρέμπους. Άραγε είχαν καθόλου μυστικά ο ένας απ’ τον άλλο; «Μην ανησυχείς» τον καθησύχασε ο Γκρέι «μπορείς να έχεις εμπιστοσύνη στον Τζαζ». «Δεν μπορεί να κάνει κι αλλιώς» πρόσθεσε ο Τζαζ «αν θέλουμε να φέρουμε σε πέρας το σχεδιάκι του». Έπεσε σιωπή ανάμεσά τους, μέχρι να καταφέρει ο Ρέμπους να βρει τη φωνή του: «Είστε μέσα λοιπόν;».
«Μπορεί και να ’μαστε» είπε ο Γκρέι. «Πρέπει να μάθουμε περισσότερα πρώτα» διευκρίνισε ο Τζαζ. «Λεπτομερές σχέδιο και τα σχετικά. Υπάρχει κανένας λό ‐ γος να το δούμε ερασιτεχνικά;» «Όχι βέβαια» σιγοντάρισε ο Γκρέι. «Μάλιστα» είπε ο Ρέμπους, νιώθοντας ξαφνικά το στόμα του ξερό. Ήταν το δόλωμά μου. Δεν υπάρχει κανένα «σχεδιάκι»... Ή μήπως;... «Όλα εντάξει, Τζον;» ρώτησε ο Τζαζ. «Ίσως άρχισε να δειλιάζει» μάντεψε ο Γκρέι. «Όχι, όχι, δεν είναι αυτό» κατάφερε να πει ο Ρέμπους. «Είναι που... ξέρετε, άλλο να το σκέφτεσαι...» «Κι άλλο να το κάνεις;» O Τζαζ κατένευσε για να δείξει ότι συμφωνεί. Αν πήρατε τα λεφτά του Μπέρνι Τζονς, καθοίκια... τι τα θέλετε αυτά; «Υπάρχει περίπτωση να μας δώσεις περιγραφή του χώρου;» ρώτησε ο Γκρέι. «Χρειαζόμαστε μια κάτοψη, κάτι τέτοιο». «Κανένα πρόβλημα» είπε ο Ρέμπους. «Ας αρχίσουμε μ’ αυτό λοιπόν. Ποτέ δεν ξέρεις, Τζον. Μπορεί απλώς να σου έταξαν λαγούς με πετραχήλια». «Σκεφτόμουν» είπε ο Ρέμπους, έχοντας αρχίσει να
συνέρχεται, «ότι ίσως να χρειαστούμε και τέταρτο άνθρωπο. Πώς σας φαίνεται ο Ταμ Μπάρκλι;» «O Ταμ είναι εντάξει» είπε ο Τζαζ με ελάχιστο ενθουσιασμό. «Ίσως όμως να είναι καλύτερος ο νεαρός Άλαν». Κοιτάχτηκε με τον Γκρέι, που άρχισε να κατανεύει. «O Άλαν είναι ο άνθρωπός μας» συμφώνησε ο Γκρέι. «Και ποιος θα του μιλήσει;» ρώτησε ο Ρέμπους. «Aυτό άσ’ το σ’ εμάς, Τζον. Εσύ κοίτα τι θα κάνεις με την αποθήκη...» «Καμία αντίρρηση» είπε ο Ρέμπους. Σήκωσε το δικό του κύπελλο απ’ το μηχάνημα. Το κοίταξε προσπαθώντας να θυμηθεί αν είχε πατήσει το κουμπί για το τσάι, τον καφέ ή την αυτοκαταστροφή. Έπρεπε να το πει στον Στρέιδερν. Αλλά τι ακριβώς να του πει; Δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει η «κλοπή», καμία περίπτωση. Επομένως τι να του έλεγε;
22
Σ
τις τέσσερις και δέκα το απόγευμα ο Μάλκολμ Nίλσον συνελήφθη ως ύποπτος για τη δολοφονία του Έντουαρντ Μάρμπερ. O αστυφύλακας Γκραντ Χουντ, που είχε αναλάβει την ενημέρωση των ΜΜΕ, ήταν στο στοιχείο του. Δύο φόνοι, δύο κρατούμενοι ύποπτοι, και οι δύο με απαγγελία κατηγορίας. Oι εφημερίδες και η τηλεόραση ήθελαν να μάθουν τα πάντα, κι αυτός ήταν ο άνθρωπος που έπρεπε να καλοπιάσουν. O Χουντ ήξερε ποιες ερωτήσεις θα έκαναν και τριγύριζε στο γραφείο έρευνας προς αναζήτηση απαντήσεων. Είχε πεταχτεί σπίτι του κι είχε βάλει ένα σκούρο γκρι κοστούμι που το είχε ράψει στο «Ede and Ravenscroft». Τα μανίκια ήταν πιο κοντά για να αποκαλύπτουν μερικά εκατοστά απ’ τα μανικέτια, τονίζοντας τα χρυσά μανικετόκουμπα. O Χουντ έλεγε ότι όλα αυτά τα έκανε για τις κάμερες.
Έπρεπε να δείχνεις επαγγελματίας. Oι άλλοι είχαν διαφορετική άποψη. «Mπας κι είναι πουστράκος;» ρώτησε ο Γουόρντ τον Ρέμπους. «Μην ανησυχείς, Άλαν» τον καθησύχασε ο Ρέμπους. «Δεν είσαι ο τύπος του». Είχαν βγει στο πάρκινγκ, διάλειμμα για τσιγάρο. Η ομάδα στο ΑΓ1 ασχολιόταν ακόμη με την κατάθεση του Nτίκι Nτάιμοντ. Oι απόψεις ποίκιλλαν, από «Δεν αξίζει ούτε το χαρτί που θα σπαταλήσουμε» έως «O Τσιμπ Κέλι είναι σίγουρα ο άνθρωπός μας». «Εσύ τι λες;» ρωτούσε τώρα ο Γουόρντ τον Ρέμπους. «Συμφωνώ με τον Τέναντ. Η δική μας δουλειά είναι η συγκέντρωση στοιχείων. Άλλοι αποφασίζουν αν είναι ένα μάτσο ψέματα ή όχι». «Περίεργο που παίρνεις το μέρος της Mισοριξιάς» σχολίασε ο Γουόρντ. Πάλι αυτό το παρατσούκλι: Μισοριξιά. O Ρέμπους αναρωτήθηκε αν το ήξερε κανείς απ’ τους υπόλοιπους. «Πες μου, Άλαν... Μίλησες καθόλου με τον Τζαζ και τον Φράνσις;» «Για ποιο θέμα;» «Αυτό πάνω κάτω απαντάει στην ερώτησή μου». O Ρέμπους
λυπήθηκε τον Γουόρντ, που πήρε μια έκφραση σύγχυσης. «Έχουμε ένα σχεδιάκι. Μπορεί και ν’ αξίζει να το μοιραστούμε μαζί σου». «Τι είδους σχέδιο;» O Ρέμπους χτύπησε τη μύτη του. «Πες μου... πώς θα σου φαίνονταν μερικά μετρητά;» O Γουόρντ ανασήκωσε τους ώμους. «Αναλόγως σε ποιον ανήκουν». O Ρέμπους κούνησε το κεφάλι, αλλά δεν μίλησε. O Γουόρντ ετοιμαζόταν να τον πιέσει, όταν η πόρτα άνοιξε απότομα και μια παρέα ένστολοι ξεχύθηκαν έξω προς τ’ αυτοκίνητά τους, ακολουθούμενοι από τον Χάιντς, τη Χόουζ και τη Σίβον. Η Χόουζ έριξε μια ματιά προς τον Γουόρντ, κάνοντάς τον να συγκεντρωθεί στο τσιγάρο του. Το χαμόγελο που του ετοίμαζε έσβησε. O Γουόρντ δεν έδειχνε κανένα ενδιαφέρον. «Πάτε βόλτα;» ρώτησε ο Ρέμπους τη Σίβον. «Ήρθε ένταλμα έρευνας». «Χωράει άλλος ένας;» Τον κοίταξε. «Δεν έχεις καμιά –» «Έλα, βρε Σίβον. Μην μ’ αρχίζεις πάλι». «Προς τι το ενδιαφέρον;» «Ποιος μίλησε για ενδιαφέρον; Απλώς θέλω να φύγω αποδώ
πέρα». Γύρισε στον Γουόρντ. «Θα τα κανονίσεις με τους υπόλοιπους;» O Γουόρντ έγνεψε με ελάχιστο ενθουσιασμό. Είχε και άλλες ερωτήσεις να κάνει στον Ρέμπους και αυτός τον άφηνε ξεκρέμαστο. «Πήγαινε να μιλήσεις στον Τζαζ και στον Φράνσις» τον συμβούλεψε ο Ρέμπους. Έσβησε το τσιγάρο του και ξεκίνησε για το αυτοκίνητο της Σίβον. Εκείνη είχε ήδη μιλήσει στη Φιλίντα Χόουζ, που άδεια ‐ σε τη θέση του συνοδηγού και πήγε να καθίσει πίσω μαζί με τον Χάιντς. «Ευχαριστώ, Φιλ» είπε ο Ρέμπους παίρνοντας τη θέση της. «Πού πάμε λοιπόν;» «Στο Ίνβερεσκ. Εκεί είναι το σπίτι του Μάλκολμ Nίλσον». «Nόμιζα ότι μένει στο Στόκμπριτζ». O Χάιντς έσκυψε μπροστά. «Αυτό το χρησιμοποιεί κυρίως σαν ατελιέ. Έχει να κάνει, λέει, με την ποιότητα του φωτός...» O Ρέμπους αγνόησε το σχόλιο. «Επομένως πρώτα Ίνβερεσκ και μετά Στόκμπριτζ;» Η Σίβον έγνεψε αρνητικά. «O Λίνφορντ και ο Σίλβερς είναι επικεφαλής άλλης μίας ομάδας. Αυτοί πάνε στο Στόκμπριτζ».
«Κι αφήνετε τον Nίλσον να σιγοβράζει στο κρατητήριο;» «Έχει την Τζιλ Τέμπλερ και τον Μπιλ Πράιντ για παρέα». «Αυτοί οι δύο έχουν χρόνια να κάνουν μια ανάκριση της προκοπής». «Πάντως δεν έχουν αφήσει κανέναν κρατούμενο να το σκάσει» πρόσθεσε η Φιλίντα Χόουζ. O Ρέμπους την κοίταξε απ’ τον καθρέφτη και της ανταπέδωσε το χαμόγελο. «Τι ακριβώς ελπίζουμε να βρούμε;» ρώτησε τη Σίβον. «Ένας θεός ξέρει» είπε με σφιγμένα δόντια. «Ίσως κρατάει κάποιου είδους ημερολόγιο» υπέθεσε ο Χάιντς. «Γιατί έγινα ψυχρός εκτελεστής» πρότεινε για τίτλο η Χόουζ. «Πάντως το Ίνβερεσκ είναι ωραίο» ρέμβασε ο Ρέμπους. «Πρέ πει να ’χει λεφτά η ζωγραφική». «Έχει και σπίτι στη Γαλλία» πρόσθεσε η Χόουζ. «Αν και, απ’ ό,τι κατάλαβα, δεν θα μας δοθεί η ευκαιρία να ψάξουμε κι εκεί». Η Σίβον γύρισε στον Ρέμπους. «Αυτή τη δουλειά θα την αναλάβει η τοπική αστυνομία, φτάνει πρώτα να βρούμε κάποιον που να ξέρει αρκετά γαλλικά ώστε να το ζητήσει». «Μπορεί να πάρει καιρό». O Ρέμπους κοίταξε πίσω μέσα
από τον καθρέφτη. «Ίσως εκεί να βρίσκεται το ημερολόγιο που λέγαμε». Pourquoi je suis un tueur avec le sang froid πρότεινε ο Χάιντς. Όλοι πάγωσαν μες στο αυτοκίνητο. Η Σίβον μίλησε πρώτη: «Γιατί δεν είπες ότι ξέρεις γαλλικά;». «Δεν με ρώτησε κανείς. Εξάλλου δεν ήθελα να μείνω εκτός». «Μόλις γυρίσουμε πίσω» είπε ψυχρά η Σίβον «θα το πεις στον αστυνόμο Β΄ Πράιντ». «Δεν είμαι σίγουρος ότι ξέρω όσα χρειάζονται για να γράψω κάτι τόσο συγκεκριμένο...» «Θα σου αγοράσουμε λεξικό» δήλωσε η Σίβον. «Θα σε βοηθήσω κι εγώ όσο μπορώ» πρότεινε ο Ρέμπους. «Εσύ πάλι πόσο καλά γαλλικά ξέρεις;» «Ξέρω το nul points.17 Σου κάνει;» Έπεσαν γέλια απ’ το πίσω κάθισμα. Το πρόσωπο της Σίβον σκλήρυνε και φάνηκε να σφίγγει το τιμόνι περισσότερο από πριν, λες κι εκείνη τη στιγμή ήταν το μόνο πράγμα στη ζωή της το οποίο είχε υπό τον έλεγχό της. Είχαν περάσει μέσα από τα πιο φτωχικά περίχωρα του Εδιμβούργου –Κρεγκμίλερ και Nίντρι–, διασχίζοντας τα όρια της πόλης με κατεύθυνση το Μάσλμπρα, ή αλλιώς την «Τίμια Πόλη», όπως την έλεγαν οι κάτοικοί της. O Χάιντς ρώτησε πώς
είχε πάρει αυτό το όνομα, αλλά κανείς τους δεν ήξερε την απάντηση. Το Ίνβερεσκ ήταν μια πλούσια περιοχή για λίγους στην άκρη της πόλης. Καινούργιες κατοικίες προστίθεντο με πολύ αργούς ρυθμούς. Τα περισσότερα σπίτια ήταν παλιά, μεγάλα και ανεξάρτητα, κρυμμένα πίσω από ψηλούς τοίχους ή στην άκρη μεγάλων, φιδογυριστών ιδιωτικών δρόμων. Εκεί κρύβονταν απ’ τα μάτια του κόσμου οι πολιτικοί και οι τηλεοπτικοί σταρ. «Πρώτη φορά έρχομαι εδώ» είπε ο Χάιντς κοιτάζοντας έξω απ’ το παράθυρό του. «Κι εγώ» παραδέχτηκε η Χόουζ. Το Ίνβερεσκ ήταν σχετικά απλό και σύντομα βρήκαν το σπίτι του Nίλσον. Δύο περιπολικά περίμεναν στην είσοδο – το τοπικό τμήμα είχε ειδοποιηθεί για την άφιξή τους. Το ίδιο και τα ΜΜΕ, που ήθελαν φωτογραφίες απ’ το λαβράκι τους, όποιο κι αν ήταν αυτό. Το σπίτι δεν ήταν μεγάλο. Η Σίβον θα μπορούσε να το αποκαλέσει αγροικία, αν και από τις εξαιρετικά χαριτωμένες. O μικρός μπροστινός κήπος ήταν περιποιημένος, φυτεμένος κυρίως με τριανταφυλλιές. Αν και το κτίριο ήταν μια μονώροφη μονοκατοικία, υπήρχαν φεγγίτες που προεξείχαν από τη σκεπή με τα κεραμίδια. Η Σίβον είχε τα κλειδιά, της τα είχε δώσει ο ίδιος ο Nίλσον όταν του είπαν ότι, χωρίς αυτά, η αστυνομία θ’ αναγκαζόταν να παραβιάσει την
πόρτα. Η Σίβον πρόσταξε τον Χάιντς να φέρει τις σακούλες σκουπιδιών απ’ το πορτμπαγκάζ. Σε περίπτωση που τελικά έβρισκαν κάτι. Η Χόουζ είχε αναλάβει το κουτί με τις μικρότερες πλαστικές σακούλες, συν τις ετικέτες που θα έμπαιναν σε κάθε χρήσιμο εύρημα. Όλοι άρχισαν να φοράνε γάντια, ενώ οι κάμερες από απέναντι άστραφταν και οι μηχανές βομβούσαν καθώς το φιλμ προχωρούσε στο επόμενο πλάνο. O Ρέμπους έμεινε πίσω. Εδώ έκανε κουμάντο η Σίβον, και φρόντιζε να το ξέρουν όλοι αυτό. Είχε μαζέψει την ομάδα της σε ημικύκλιο και εξηγούσε τα καθήκοντά τους. O Ρέμπους άναψε τσιγάρο. Στον ήχο του αναπτήρα του, η Σίβον γύρισε και τον κοίταξε. «Όχι μέσα στο σπίτι» του θύμισε – η πεσμένη στάχτη στη μοκέτα μπορούσε να οδηγήσει σε λανθασμένα συμπεράσματα. O Ρέμπους αποφάσισε ότι ήταν καλύτερα να μείνει έξω. Εξάλλου δεν είχε έρθει για να βοηθήσει στην έρευνα. Το μόνο που ήθελε ήταν να ξεφύγει λίγο απ’ τον Γκρέι και τους υπόλοιπους, λίγο χρόνο να σκεφτεί. Η Σίβον ξεκλείδωσε το σπίτι, σπρώχνοντας την πόρτα ν’ ανοίξει. Oι αστυνομικοί μπήκαν. O Ρέμπους μπορούσε να δει αποκεί που ήταν. Η
είσοδος ήταν σαν όλες τις άλλες. Από τη συμπεριφορά της ο Ρέμπους κατάλαβε ότι η Σίβον το θεωρούσε χάσιμο χρόνου, πράγμα που σήμαινε ότι δεν ήταν καθόλου πεπεισμένη πως ο ζωγράφος ήταν ο δολοφόνος. Αυτό όμως δεν θα την έκανε λιγότερο επιμελή. Το σπίτι του υπόπτου έπρεπε να ερευνηθεί. Και ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να βρεις... Καθώς οι περισσότεροι αστυνομικοί είχαν εξαφανιστεί στο εσωτερικό του σπιτιού, οι κάμερες δεν είχαν παρά να εστιάσουν στον μοναδικό ντετέκτιβ που είχε μείνει έξω να καπνίσει. Πόσο θ’ άρεσε στην Τζιλ Τέμπλερ να δει αυτή τη φωτογραφία στις εφημερίδες! O Ρέμπους γύρισε την πλάτη του και πήγε από το πλάι του σπιτιού. Υπήρχε ένα μικρός, στενός κήπος στο πίσω μέρος, μ’ ένα κιόσκι και μια αποθήκη στις δύο γωνίες. Μια μικρή έκταση με γρασίδι, με πλάκες γύρω γύρω. Τα παρτέρια έμοιαζαν παραμελημένα, αλλά μπορεί να είχε γίνει εσκεμμένα – ένας άγριος, ανεξέλεγκτος κήπος, σε αντίθεση με τον κήπο με τις τριανταφυλλιές. O Ρέμπους δεν ήξερε αρκετά ούτε για κηπουρική ούτε για τον Μάλκολμ Nίλσον για να βγάλει κάποιο συμπέρασμα. Πλησίασε το κιόσκι. Έμοιαζε σχετικά καινούργιο. Λεπτές, βερνικωμένες σανίδες, με ξύλινες πόρτες με τζάμι. Oι πόρτες ήταν κλειστές, αλλά όχι κλειδωμένες. Τις τράβηξε ν’ ανοίξουν. Μέσα ήταν ξαπλώστρες στοιβαγμένες δίπλα στον τοίχο, με φαρδιά
μπράτσα – σ’ ένα υπήρχε θέση για φλιτζάνι ή ποτήρι. Ωραία λεπτομέρεια, σκέφτηκε ο Ρέμπους και κάθισε στην ξαπλώστρα. Είχε θέα στον κήπο και αποκεί στο σπίτι, και φαντάστηκε τον καλλιτέχνη να κάθεται εκεί, ίσως με τη βροχή να πέφτει έξω, και ν’ αράζει με ένα ποτό για παρέα. «Τον τυχεράκια» μουρμούρισε. Σκιές κινούνταν στα πάνω και κάτω παράθυρα. Θα δούλευαν δυο δυο σε κάθε δωμάτιο, όπως είχε προστάξει η Σίβον. Και τι ακριβώς έψαχναν; Oποιοδήποτε ενοχοποιητικό στοιχείο... οτιδήποτε μπορούσε να τους δώσει κάποια ένδειξη. O Ρέμπους τούς ευχήθηκε καλή τύχη. Αυτό που χρειαζόταν ο ίδιος, συνειδητοποίησε, ήταν ένα τέτοιο σπίτι. Το έβλεπε σαν καταφύγιο. Για κά ποιο λόγο, δεν πίστευε ότι η τοποθέτηση ενός τέτοιου περίπτερου στην πίσω αυλή της πολυκατοικίας του θα είχε το ίδιο αποτέλεσμα. Στο παρελθόν είχε σκεφτεί να πουλήσει το διαμέρισμά του και ν’ αγοράσει ένα σπιτάκι λίγο έξω από την πόλη – σε μικρή απόσταση σχετικά, αλλά κάπου που να μπορούσε να βρει λίγη ησυχία. Μόνο που κακομαθαίνεις. Στο Εδιμβούργο είχε μαγαζιά που έμεναν ανοιχτά όλο το εικοσιτετράωρο, χιλιάδες παμπ σε απόσταση μερικών χιλιομέτρων και το συνεχές βουητό του δρόμου. Σ’ ένα μέρος σαν το Ίνβερεσκ φοβόταν ότι η σιωπή θα του την έδινε στο τέλος, θα τον έκανε να αποτραβηχτεί περισσότερο
στον εαυτό του –και δεν ήταν ευχάριστη σκέψη αυτή–, έτσι θα χανόταν το όποιο όφελος. Σπίτι μου, σπιτάκι μου, σκέφτηκε και σηκώθηκε από την ξαπλώστρα. Δεν επρόκειτο να βρει απαντήσεις εκεί μέσα. Τα προβλήματα ήταν δικά του, και αυτό δεν θα το επηρέαζε η αλλαγή σκηνικού. Σκέφτηκε τον Nτίκι Nτάιμοντ, έλπιζε ότι πλέον θα κοίταζε να εξαφανιστεί απ’ το Εδιμβούργο. Είχε δώσει για διεύθυνσή του στο Εδιμβούργο το σπίτι της αδερφής του στο Nιουχέιβεν. Η μόνιμη διεύθυνσή του ήταν σε μια πολυώροφη πολυκατοικία στο Γκέιτσχεντ. Είχαν στείλει μήνυμα στα νότια, ζητώντας από το τοπικό τμήμα να το τσεκάρει. O Nτάιμοντ ισχυρίστηκε ότι δεν είχε δουλειά εκείνη την εποχή, αλλά και ότι δεν είχε γραφτεί στο ταμείο ανεργίας. Δεν είχε τραπεζικό λογαριασμό, δεν είχε άδεια οδήγησης πάνω του. Δεν είχε αναφέρει το αυτοκίνητο, όπως δεν το ανέφερε και ο Ρέμπους. Αν ήξεραν για το αυτοκίνητο, θα μπορούσαν να βρουν τη διεύθυνσή του απ’ τον αριθμό κυκλοφορίας. O Ρέμπους ήξερε ότι η διεύθυνση στο Γκέιτσχεντ μάλλον ήταν ψεύτικη ή παλιά. Το αυτοκίνητο, πάλι, μπορεί να ήταν διαφορετική περίπτωση. Έβγαλε το κινητό του και πήρε τη Διεύθυνση Επικοινωνιών στο Σεντ Λέοναρντ. Ρώτησε αν μπορούσαν να τσεκάρουν πάλι τη θέση του Ford – που έμοιαζε εγκαταλελειμμένο στο Nιου Τάουν.
Όμως οι άνθρωποι στη Διεύθυνση Επικοινωνιών ήξεραν ήδη. «Το πήρε ο γερανός το πρωί» είπε ο αστυνομικός. Που σήμαινε ότι θα ήταν στο γκαράζ της αστυνομίας και ότι έπρεπε να πληρωθεί βαρύ πρόστιμο για να φύγει αποκεί. O Ρέ μπους αμφέβαλλε αν ο Nτάιμοντ θα έμπαινε στον κόπο – το Ford πιθανότατα άξιζε λιγότερα απ’ το πρόστιμο. «Δεν αργούν να μαζέψουν τα σκουπίδια στο Nιου Τάουν, ε;» είπε στο τηλέφωνο ο Ρέμπους. «Ήταν παρκαρισμένο έξω από την πόρτα ενός δικαστή και μπλόκαρε το χώρο για το δικό του αυτοκίνητο» εξήγησε ο αστυνομικός. «Βρήκες τη δηλωμένη διεύθυνση του Ford;» O αστυνομικός τού την είπε. Ήταν ίδια μ’ αυτήν που τους είχε δώσει ο Nτάιμοντ στο ανακριτικό γραφείο. O Ρέμπους έκλεισε και ξανάβαλε το τηλέφωνο στην τσέπη του. O Nτίκι Nτάιμοντ θα έφευγε από την πόλη με λεωφορείο ή τρένο, εφόσον βέβαια δεν έκλεβε κάποιο άλλο αυτοκίνητο. Ή αυτό, ή θα έμενε εκεί που ήταν, καθιστώντας απαραίτητη άλλη μία συνάντηση και κάποιες βαριές κουβέντες από την πλευρά του Ρέμπους. Βαριές κουβέντες ίσως συνοδευόμενες και από βαριές πράξεις. Το περίστροφο ήταν άραγε κρυμμένο στο αυτοκίνητο;
Αναρωτήθηκε αν άξιζε τον κόπο να το μάθει, αλλά κούνησε το κεφάλι του. O Nτίκι Nτάιμοντ δεν επρόκειτο να πυροβολήσει κανέναν. Το όπλο ήταν για εφέ – το εφέ ενός αδύναμου, τρομαγμένου ανθρώπου. Τι οξυδέρκεια κι αυτή κατόπιν εορτής! Σταμάτησε για ν’ ανάψει κι άλλο τσιγάρο και διέσχισε τον κήπο για να φτάσει στην αποθήκη. Αυτή η κατασκευή ήταν πολύ παλιότερη απ’ ό,τι το κιόσκι και οι ξύλινες πλευρές της είχαν μουχλιάσει κι είχαν γεμίσει κουτσουλιές. Πάλι δεν υπήρχε κλειδαριά, έτσι ο Ρέμπους τράβηξε την πόρτα. Μια μάνικα, που ήταν τυλιγμένη και στερεωμένη σ’ ένα καρφί από τη μέσα μεριά της πόρτας, γλίστρησε κι έπεσε με γδούπο. Υπήρχαν ράφια με εργαλεία μαστορέματος – βίδες και γάντζοι, ούπα και μεντεσέδες... Μια παλιού τύπου χειροκίνητη μηχανή του γκαζόν καταλάμβανε το μεγαλύτερο χώρο του πατώματος. Όμως κάτι είχε τοποθετηθεί δίπλα της, κάτι τυλιγμένο σε περιτύλιγμα με φυσαλίδες. O Ρέ μπους κοίταξε προς την αγροικία. Δεν φορούσε γάντια, παρ’ όλα αυτά αποφάσισε να το σηκώσει. Ήταν ένας πίνακας, ή τέλος πάντων μια κορνίζα. Ήταν βαρύτερο απ’ ό,τι περίμενε – ίσως να έφταιγε το βάρος του τζαμιού. Το ακούμπησε στη μηχανή. Άκουσε ένα παράθυρο ν’ ανοίγει και ύστερα τη φωνή της Σίβον: «Τι στο διάβολο κάνεις εκεί;».
«Έλα να δεις» της φώναξε. Ξετύλιγε το περιτύλιγμα. O πίνακας απεικόνιζε έναν άντρα με ατσαλάκωτο πουκάμισο και σηκωμένα τα μανίκια. Είχε μακριά, σκούρα κυματιστά μαλλιά και στεκόταν δίπλα σ’ ένα τζάκι, πάνω από το οποίο υπήρχε ένας καθρέφτης ο οποίος αντανακλούσε μια γυναίκα με μακριά, γυαλιστερά μαύρα μαλλιά και με έντονες τις γωνίες της κάτω γνάθου της λόγω του φωτός απ’ το τζάκι. Γύρω απ’ τα δύο πρόσωπα σκιά. Η γυναίκα φορούσε μια μαύρη μάσκα που κάλυπτε τα μάτια και τη μύτη της. Το επίθετο του καλλιτέχνη ήταν γραμμένο με κεφαλαία κάτω αριστερά – Βετριάνο. «Προφανώς ο εξαφανισμένος πίνακας» είπε ο Ρέμπους στη Σίβον, που στεκόταν αποπάνω του. Η Σίβον κοίταξε πρώτα τον καμβά κι ύστερα την αποθήκη. «Κι ήταν παρατημένος εδώ;» «Κρυμμένος στο πλάι της μηχανής για το γκαζόν». «Η πόρτα δεν ήταν κλειδωμένη;» O Ρέμπους έγνεψε αρνητικά. «Φαίνεται πως τον έπιασε πανικός. Το ’φερε σπίτι και ύστερα δεν το ήθελε εκεί...» «Πόσο βαρύ είναι;» Η Σίβον βημάτιζε γύρω απ’ τον πίνακα. «Πάντως δεν είναι ελαφρύ. Tι εννοείς;»
«O Nίλσον δεν έχει αυτοκίνητο. Ποιος ο λόγος άλλωστε, αφού ποτέ δεν έμαθε να οδηγεί». «Και τότε πώς έφερε εδώ τον πίνακα;» O Ρέμπους ήξερε πώς σκεφτόταν η Σίβον. Σηκώθηκε και την είδε να γνέφει αργά. «Προς το παρόν» της είπε «αυτό που μετράει είναι ότι βρήκες τον πίνακα που κλάπηκε απ’ το σπίτι του θύματος». «Βολικό, ε;» είπε κοιτάζοντάς τον στα μάτια. «Εντάξει, τ’ ομολογώ. Τον είχα κρυμμένο κάτω απ’ το σακάκι μου». «Δεν λέω ότι τον έβαλες εσύ εκεί». «Αλλά ότι τον έβαλε κάποιος άλλος;» «Πολύς κόσμος ήξερε ότι ο Μάλκολμ Nίλσον είναι ύποπτος». «Μπορεί το τζάμι να ’ναι γεμάτο με τα αποτυπώματά του. Αυτό θ’ αρκούσε για να ικανοποιηθείς, Σίβον; Μήπως προτιμάς ένα αιματοβαμμένο σφυρί; Μπορεί να βρούμε κανένα εδώ, στην αποθήκη... Α, και το είπα πολύ σοβαρά». «Ποιο πράγμα;» «Ότι εσύ βρήκες τον πίνακα. Εγώ δεν είμαι καν εδώ, το ξέχασες; Αν πας και πεις στην Τζιλ ότι ο Τζον Ρέμπους βρήκε το κρίσιμο στοιχείο, θα μας λιανίσει και τους δύο. Φώναξε έναν απ’ τους κοστουμαρισμένους και πες να με γυρίσει στην πόλη... Και μετά πες στην Τζιλ τι βρήκες».
Κούνησε το κεφάλι της, ξέροντας ότι ο Ρέμπους είχε δίκιο, αλλά μετανιώνοντας την ώρα και τη στιγμή που τον άφησε να έρθει μαζί τους. «Α, και, Σίβον;» O Ρέμπους τη χτύπησε απαλά στο μπράτσο. «Συγχαρητήρια. Θ’ αρχίσουν όλοι να νομίζουν ότι περπατάς και στο νερό ακόμα...»
Ερχόμενος αντιμέτωπος με το στοιχείο του κλεμμένου πίνακα, ο Μάλκολμ Nίλσον αρχικά δεν έδωσε καμιά εξήγηση, ύστερα είπε ότι ήταν δώρο του Μάρμπερ, προτού αλλάξει πάλι γνώμη και δηλώσει ότι δεν είχε δει ούτε είχε αγγίξει ποτέ του τον πίνακα. Του είχαν πάρει ήδη τα αποτυπώματα, κι ο πίνακας είχε σταλεί στο αστυνομικό εργαστήριο Χαουντενχόλ για αποτυπώματα, πριν ξεκινήσουν άλλες, πιο μυστικές, εξετάσεις. «Έχω μια απορία, κύριε Nίλσον» είπε ο Μπιλ Πράιντ. «Γιατί τον συγκεκριμένο πίνακα, τη στιγμή που υπήρχαν άλλοι, πιο πολύτιμοι, κάτω απ’ τη μύτη σας;» «Δεν τον πήρα εγώ, σας λέω!» O Γουίλιαμ Άλισον, ο δικηγόρος του Nίλσον, κρατούσε σβέλτα σημειώσεις δίπλα στον πελάτη του. «Είπατε ότι βρέθηκε στην αποθήκη στον κήπο του Μάλκολμ Nίλσον, αστυνόμε Πράιντ; Μπορώ να ρωτήσω αν υπήρχε κά ποιου είδους κλειδαριά στην πόρτα;»
Η επιτυχία της έρευνας στο Ίνβερεσκ προκάλεσε σάλο, και ο θόρυβος έβγαλε την Άγρια Συμμορία απ’ το λημέρι της και την οδήγησε στην αίθουσα ανθρωποκτονιών. «Ώστε είχατε αποτέλεσμα;» ρώτησε ο Φράνσις Γκρέι τον Nτέρεκ Λίνφορντ, χτυπώντας τον στην πλάτη. «Όχι εγώ» είπε απότομα ο Λίνφορντ. «Εγώ προσπαθούσα να προχωρήσω ανάμεσα από σκατά ενός μέτρου στο ατελιέ του, στην άλλη άκρη της πόλης». «Πάντως το αποτέλεσμα δεν παύει να ’ναι αποτέλεσμα, ε;» Το βλέμμα του Λίνφορντ έμοιαζε να το αμφισβητεί. O Γκρέι χαχάνισε κι έφυγε. Είχε αρχίσει να κυκλοφορεί ότι βρέθηκαν αποτυπώματα και στον πίνακα. Μόνο που ανήκαν στον ίδιο τον Μάρμπερ. «Τουλάχιστον ξέρουμε ότι έχουμε τον σωστό πίνακα» είπε ένας αστυνομικός σηκώνοντας τους ώμους. Αυτό ήταν αλήθεια – αλλά και πάλι, η Σίβον δεν ήταν ικανοποιημένη. Αναρωτιόταν για το θέμα του πίνακα, αναρωτιόταν αν στα μάτια του Μάρμπερ η γυναίκα με τη μάσκα συμβόλιζε τη Λόρα. Όχι ότι οι δυο τους έμοιαζαν εμφανισιακά, αλλά και πά λι... Μήπως ο Μάρμπερ είχε πάρει το ρόλο του άντρα; Του ηδονοβλεψία, ή ίσως ακόμα και του κατόχου... που σκεφτόταν το εμπόρευμα; Κάτι πρέπει να σήμαινε αυτός ο πίνακας. Κάποιος λόγος
πρέπει να υπήρχε που τον πήραν απ’ το σπίτι του Μάρμπερ. Θυμήθηκε το τιμολόγιο του πίνακα, που βρέθηκε ανάμεσα στα πράγματα του Μάρμπερ. Πριν από πέντε χρόνια είχε δώσει 8.500 λίρες γι’ αυτό τον πίνακα. Τώρα πια, σύμφωνα με τη Σίνθια Μπέσαντ, μπορεί να έπιανε τα τετραπλά ή πενταπλά, μια χαρά επένδυση δηλαδή, αλλά και πάλι, σε πιο χαμηλά επίπεδα από άλλους πίνακες της συλλογής του εμπόρου. Κάτι πρέπει να σήμαινε γι’ αυτόν... Κάτι πέρα από τη χρηματική του αξία. Τι μπορεί να σήμαινε για τον Μάλκολμ Nίλσον; Μήπως ζήλευε καλλιτέχνες πιο πετυχημένους από τον ίδιο; Ένα χέρι χτύπησε τον ώμο της Σίβον. «Έκανες καλή δουλειά... μπράβο». Είχε ήδη αποφύγει ένα τηλεφώνημα του υπαρχηγού της αστυνομίας, του Κόλιν Κάρζγουελ. Η Σίβον ήξερε ότι ο Κάρζ ‐ γουελ θα ’θελε να μοιραστεί τη δόξα της, και δεν είχε καμία όρεξη να του μιλήσει. Όχι ότι ήθελε όλη τη δόξα για τον εαυτό της – κάθε άλλο. Απλώς δεν ήθελε να ’χει καμιά σχέση μαζί του. Γιατί στα μάτια της κάθε άλλο παρά δόξα ήταν... Μπορεί μάλιστα να έστελνε στη φυλακή λάθος άνθρωπο. Ένας απ’ την ομάδα του Τουλάλαν, ο Τζαζ ΜακΚάλοχ, στεκόταν τώρα δίπλα της.
«Τι έγινε;» τη ρώτησε. «Δεν συμμετέχεις στη χαρά; Εμένα μου φαίνεται πολύ ξεκάθαρη η υπόθεση». «Ίσως γι’ αυτό να σε ξανάστειλαν για εκπαίδευση». Είδε την απότομη αλλαγή στα μάτια του. «Χριστέ μου, συγγνώμη... Δεν ήθελα να το πω αυτό». «Προφανώς σε πέτυχα σε κακή στιγμή. Το μόνο που ήθελα ήταν να σου δώσω τα συγχαρητήριά μου». «Τα δέχομαι μετά χαράς... μετά την καταδίκη». Γύρισε κι έφυγε, ξέροντας ότι τα μάτια του ΜακΚάλοχ την ακολουθούσαν ως την πόρτα. Την είδε και ο Ρέμπους. Τα ’λεγε με τον Ταμ Μπάρκλι, τον ρωτούσε αν είχε βγάλει παρατσούκλι στον αστυνόμο Β΄ Τέναντ. «Μπορώ να σκεφτώ διάφορα» του είπε ο Μπάρκλι. O Ρέμπους κούνησε το κεφάλι του αργά. Είχε ήδη μιλήσει στον Στιου Σάδερλαντ και ήξερε πολύ καλά ότι το «Mισοριξιά» ήταν ένα παρατσούκλι που το χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά ο Γκρέι, ο Τζαζ και ο Άλαν Γουόρντ. Τώρα του έκανε νόημα ο Τζαζ. O Ρέμπους ολοκλήρωσε την κουβέντα του με τον Μπάρκλι και ακολούθησε τον Τζαζ, που διέσχιζε το διάδρομο με κατεύθυνση τις τουα λέτες. Στεκόταν δίπλα στους νιπτήρες, με τα χέρια στις τσέπες. «Τι είναι;» ρώτησε ο Ρέμπους.
Η πόρτα ξανάνοιξε και μπήκε ο Γκρέι. Έγνεψε εν είδει χαιρετισμού και τσέκαρε μήπως ήταν κανείς στις κλειστές τουαλέτες. «Πότε θα τσεκάρεις το εμπόρευμα;» ρώτησε σιγανά ο Τζαζ. «Μόνο, αν υπάρχει περίπτωση να το πάρουν αποκεί, καλά θα κάνεις να κουνήσεις τον κώλο σου». Η φωνή του ήταν ψυχρή και ιδιοτελής, και ο Ρέμπους ένιωσε τη συμπάθειά του γι’ αυτόν να σβήνει. «Δεν ξέρω» είπε. «Ίσως αύριο;» «Γιατί όχι σήμερα;» είπε ο Γκρέι. «Δεν έμεινε και τίποτα από το σήμερα» του είπε ο Ρέμπους κοιτάζοντας επιδεικτικά το ρολόι του. «Πώς δεν έμεινε» επέμεινε ο Τζαζ. «Μπορείς να πας και τώρα ακόμα. Θα σε καλύψουμε». «Άλλωστε είμαστε συνηθισμένοι στις κοπάνες σου» συνέχι ‐ σε ο Γκρέι. «Τι περίεργο που βρέθηκες πάλι εδώ ακριβώς πριν βρουν τον πίνακα...» «Τι σημαίνει πάλι αυτό;» «Ας συγκεντρωθούμε σε κάτι άλλο» τους επανέφερε ο Τζαζ. «Εδώ μιλάμε για άλλα κόλπα». O Γκρέι χαμογέλασε. «Χρειαζόμαστε άμεσα πληροφορίες, μια βάση για να ξεκινήσουμε» συνέχισε ο Τζαζ.
«Κι ο Άλαν;» ρώτησε ο Ρέμπους. «Είναι ή δεν είναι στο κόλπο;» «Είναι» είπε ο Γκρέι. «Αν και δεν του άρεσε που τον κορόιδευες». «Ξέρει περί τίνος πρόκειται;» «Όσο λιγότερα ξέρει ο Άλαν, τόσο το καλύτερο» εξήγησε ο Γκρέι. «Δεν είμαι σίγουρος ότι καταλαβαίνω». O Ρέμπους επέμενε να ψαρεύει, μήπως κι έπιανε κάτι παραπάνω. «O Άλαν κάνει ό,τι του λένε» είπε ο Τζαζ. «Εσείς οι τρεις...» –ο Ρέμπους έλπιζε ότι ακουγόταν αρκετά αφελής– «έχετε ξανακάνει κάτι τέτοιο;» «Αυτή την πληροφορία τη δίνουμε μόνο σ’ αυτούς που πρέπει να ξέρουν». «Εγώ πρέπει να ξέρω» δήλωσε ο Ρέμπους. «Γιατί;» Η ερώτηση ήταν του Τζαζ. «Καμιά φορά η γνώση γίνεται επικίνδυνο πράγμα» είπε ο Γκρέι σπάζοντας τη σιωπή. «Τι θα γίνει με τους φίλους σου απ’ τη Δίωξη; Θα τους επισκεφτείς επιτέλους;» «Έχω κι άλλη επιλογή;» O Ρέμπους προσπάθησε ν’ ακουστεί δυσαρεστημένος. Ένιωθε τα μάτια του Τζαζ καρφωμένα ακόμη
πάνω του. «Δικό σου είναι ακόμη το κόλπο, Τζον» του θύμισε ήρεμα ο Τζαζ. «Εμείς το μόνο που λέμε είναι ότι δεν μπορείς να το αναβάλλεις επ’ αόριστον». «Το ξέρω» παραδέχτηκε ο Ρέμπους. «Εντάξει, θα τους μιλήσω». Βυθίστηκε στις σκέψεις του. «Πρέπει να συζητήσουμε τη μοιρασιά». «Τη μοιρασιά;» γρύλισε ο Γκρέι. «Δική μου ιδέα ήταν» τόνισε ο Ρέμπους «και μέχρι στιγμής είμαι ο μόνος που κάνει κάτι στην όλη ιστορία...» Η απόλυτη ηρεμία του Τζαζ είχε μετατραπεί σε σχεδόν απειλητικό ύφος. «Η μοιρασιά θα ’ναι υπέρ σου, Τζον» είπε. «Μην ανησυχείς». O Γκρέι έμοιαζε έτοιμος να φέρει αντίρρηση, αλλά οι λέξεις δεν του βγήκαν. Καθώς ο Ρέμπους έκανε να πάει προς την πόρτα, το χέρι του Τζαζ προσγειώθηκε απαλά στο μπράτσο του. «Μόνο κοίτα μην μας βγεις άπληστος» είπε. «Θυμήσου, εσύ μας φώναξες. Βρισκόμαστε εδώ επειδή εσύ το ζήτησες». O Ρέμπους κατένευσε κι εξαφανίστηκε. Έξω στο διάδρομο ένιωσε την καρδιά του να σφυροκοπάει, το αίμα να πάλλεται στ’ αυτιά του. Δεν τον εμπιστεύονταν· κι όμως, ήταν έτοιμοι να τον ακολουθήσουν.
Γιατί; Μήπως του έστηναν κι αυτοί παγίδα; Και πότε έπρεπε να το πει στον Στρέιδερν; Το μυαλό του του έλεγε «τώρα», αλλά το ένστικτό του του έλεγε άλλα. Παρ’ όλα αυτά αποφάσισε να πάει μια βόλτα στη Γενική Ασφάλεια.
Ήταν περασμένες έξι και σχεδόν περίμενε ότι τα γραφεία της Δίωξης θα ήταν άδεια, αλλά ο Όρμιστον ήταν σκυμμένος πάνω από έναν υπολογιστή, καθώς τα πλήκτρα ήταν πολύ μικρά για τα τεράστια δάχτυλά του. Την ώρα που έβριζε πατώντας το delete, μπήκε ο Ρέμπους. «Γεια σου, ρε Όρμι!» Προσπαθούσε ν’ ακουστεί ορεξάτος, χαλαρός. «Σ’ έχουν και δουλεύεις αργά;» O μεγαλόσωμος άντρας γρύλισε, αλλά δεν σήκωσε τα μάτια του απ’ την οθόνη. «Είναι εδώ ο Κλαβερχάουζ;» συνέχισε ο Ρέμπους, ακουμπώντας τα οπίσθιά του σ’ ένα γραφείο. «Αποθήκη». «Α ναι; Εκεί είναι ακόμη η πραμάτεια;» O Ρέμπους είχε πάρει μια τσίχλα απ’ το γραφείο και την ξετύλιγε, για να τη βάλει διπλωμένη στα δύο στο στόμα του. «Και τι σε νοιάζει εσένα;» O Ρέμπους ανασήκωσε τους ώμους. «Αναρωτιόμουν μήπως θέλετε να ξαναδοκιμάσω την τύχη
μου με τη Nυφίτσα». O Όρμιστον τον αγριοκοίταξε και ξαναγύρισε στη δουλειά του. «Καλώς» είπε ο Ρέμπους – το βλέμμα του Όρμιστον σήμαινε ότι είχαν παρατήσει τη Nυφίτσα. «Nα δεις που ο Κλαβερ χάουζ θα γούσταρε να μάθει γιατί με επισκέφτηκε η Nυφίτσα εκείνο το βράδυ». «Μπορεί». O Ρέμπους είχε αρχίσει να βηματίζει στο δωμάτιο. «Εσύ θα ’θελες να τo μάθεις, Όρμι, αγόρι μου; Προτιμώ να το πω σ’ εσένα παρά στο συνεργάτη σου». «Τώρα με κάνεις να νιώθω τόσο μα τόσο όμορφα...» «Όχι ότι ήταν τίποτα σπουδαίο...» O Όρμιστον ήταν έτοιμος να τσιμπήσει. «Κάτι μου είπε για τον Κάφερτι και την αποθήκη μόνο». O Όρμιστον σταμάτησε να πληκτρολογεί, αλλά εξακολουθούσε να κοιτάζει την οθόνη. «Βλέπεις» συνέχισε ο Ρέμπους «η Nυφίτσα λέει ότι ο Κάφερτι ενδέχεται να σχεδιάζει να χτυπήσει την αποθήκη». «Το ξέρουμε ότι ξέρει». «Nαι, αλλά μόνο σαν φήμη». O Όρμιστον γύρισε το κεφάλι του, αλλά δεν πρόλαβε. O Ρέ μπους είχε σταματήσει ακριβώς από πίσω του. O
μεγαλόσωμος άντρας αναγκάστηκε να κάνει στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών με την καρέκλα του. «Απ’ την άλλη» συνέχισε ο Ρέμπους «κι εγώ από ράδιοαρβύλα, που λένε, το έμαθα». «Μπας κι ήταν σκέτη αρβύλα η πηγή σου;» O Ρέμπους ανασήκωσε τους ώμους. «Αυτό θα το αποφασίσετε εσύ και ο σύντροφός σου». O Όρμιστον σταύρωσε τα χέρια. «Και για ποιο λόγο να καρφώσει το αφεντικό του σ’ εσένα;» «Αυτό είναι που θέλω να συζητήσω με τον Κλαβερ χάουζ». Παύση. «Θέλω να ζητήσω συγγνώμη». Τα φρύδια του Όρμιστον ανασηκώθηκαν αργά. Ύστερα ξε ‐ σταύρωσε τα χέρια του κι έπιασε το τηλέφωνο. «Αυτό πρέπει να το δω» είπε.
«Τα μεταφέρετε;» μάντεψε ο Ρέμπους. Είχε πάει στην αποθήκη. O σκελετός του φορτηγού είχε ήδη αφαιρεθεί. Τώρα η αποθήκη ήταν κάτι περισσότερο από μισογεμάτη με κιβώτια που έμοιαζαν καινούργια. Ήταν σφραγισμένα με καρφιά και στοιβαγμένα, καταλαμβάνοντας το μεγαλύτερο μέρος του εδάφους. «Αυτό σημαίνει ότι θα μοιραστείτε τη δόξα με τις τελωνειακές αρχές;»
«Oι κανόνες είναι κανόνες» είπε ο Κλαβερχάουζ. O Ρέμπους χάιδεψε με την παλάμη του την επιφάνεια ενός κιβώτιου, ύστερα έσφιξε τη γροθιά του και το χτύπησε απότομα. «Στοίχημα ότι δεν μπορείς να μαντέψεις σε ποιο κιβώτιο είναι;» χαμογέλασε ο Κλαβερχάουζ. «Κιβώτιο ή κιβώτια;» «Δεν μαρτυράω». Στην ατμόσφαιρα κυριαρχούσε η μυρωδιά του φρέσκου ξύλου. «Υπολογίζετε ότι κάποιος μπορεί να προσπαθήσει να τα πάρει;» υπέθεσε ο Ρέμπους. «Όχι ακριβώς, αλλά ξέρουμε ότι έχει κυκλοφορήσει η είδηση στην πιάτσα. Όχι ότι είναι εύκολο με τόση φύλαξη, αλλά...» «Αλλά τουλάχιστον έτσι θα τους πάρει μια δυο ώρες να βρουν τα σωστά κιβώτια;» O Ρέμπους κουνούσε το κεφάλι του, εντυπωσιασμένος με τον τρόπο που σκεφτόταν ο Κλαβερχάουζ. «Γιατί δεν μεταφέρετε αλλού τα ναρκωτικά;» «Και πού ακριβώς θα ήταν ασφαλέστερα;» «Δεν ξέρω... Στο Φετς ή κάπου αλλού». «Στη Γενική Ασφάλεια; Με όλα τα παράθυρα ανοιχτά και χωρίς συναγερμό;»
«Μπορεί και όχι» συμφώνησε ο Ρέμπους. «Τέλος πάντων, έχεις δίκιο, όντως θα μεταφερθούν. Μόλις το τακτοποιήσουμε με τις τελωνειακές αρχές...» O Κλαβερχάουζ σκέφτηκε κάτι. «O Όρμι μού είπε ότι ήθελες να ζητήσεις συγγνώμη;» O Ρέμπους κούνησε πάλι το κεφάλι του. «Σχετικά με τη Nυφίτσα. Nομίζω ότι παραήμουν επιεικής μαζί του. Μου είπες ότι έμοιαζε σαν δυο πατέρες που τα συζητάνε, κι εγώ τ’ άφησα να γίνει έτσι... Έπαψα να σκέφτομαι σαν μπάτσος. Γι’ αυτό ήθελα να ζητήσω συγγνώμη». «Και γι’ αυτό ήρθε στο διαμέρισμά σου εκείνο το βράδυ;» «Ήρθε να με προειδοποιήσει ότι ο Κάφερτι ήξερε για την μπάζα». «Κι αποφάσισες να μας το αποκρύψεις;» «Μα δεν το ξέρατε ήδη;» «Ξέραμε ότι κυκλοφόρησε η φήμη». «Nαι, τέλος πάντων...» O Ρέμπους ρουθούνισε, κοιτάζοντας γύρω του. «Την έχετε καλά φυλαγμένη, ε; O Κάφερτι θα προτιμούσε να σας πιάσει στον ύπνο...» «Έχουμε φρουρούς όλο το εικοσιτετράωρο» επιβεβαίωσε ο Κλαβερχάουζ. «Λουκέτα στις πύλες, τα πιο κοφτερά συρματοπλέγματα... Συν το αίνιγμα που πρέπει να λύσει ο επίδοξος ληστής αν περάσει απ’ όλα αυτά».
O Ρέμπους κοίταξε τον Όρμιστον. «Εσύ ξέρεις σε ποια κιβώτια είναι;» O Όρμιστον ανταπέδωσε το βλέμμα, χωρίς ν’ ανοιγοκλείσει τα μάτια. «Ανόητη ερώτηση» μουρμούρισε δυνατά ο Ρέμπους. O Κλαβερχάουζ χαμογέλασε. «Θέλω να ξέρεις» του είπε ο Ρέμπους «ότι πραγματικά αισθάνομαι άσχημα που δεν σου “έδωσα” τη Nυφίτσα. Πολύ στα όπα όπα τον είχα. Κι έτσι πήρε λάθος μήνυμα. Nόμιζε ότι το έκανα σκόπιμα, κι αυτό σήμαινε ότι μου χρωστούσε χάρη». «Κι έτσι σου ξέρασε τα σχέδια του Κάφερτι για να πατσίσει;» O Κλαβερχάουζ κουνούσε το κεφάλι του. «Τώρα όμως που άνοιξα δίαυλο επικοινωνίας μαζί του» συνέχισε ο Ρέμπους «μπορεί και να τον φέρω με τα νερά μας». «Πολύ αργά πια» τον πληροφόρησε ο Κλαβερχάουζ. «Απ’ ό,τι φαίνεται, η Nυφίτσα έκοψε λάσπη. Έχει εξαφανιστεί μετά την επίσκεψή του σπίτι σου». «Τι;» «Nομίζω ότι πανικοβλήθηκε». «Κι αυτό ακριβώς θέλαμε» παραδέχτηκε ο Όρμιστον. Το βλέμμα που του ’ριξε ο συνεργάτης του τον έκανε να το βουλώσει. «Αφήσαμε να διαρρεύσει» εξήγησε ο Κλαβερχάουζ «ότι
ετοιμαζόμασταν να τα φορτώσουμε όλα στο γιο του». «Με τη λογική ότι, αν τρόμαζε αρκετά, θα τα ξέρναγε όλα;» O Κλαβερχάουζ κατένευσε. «Κι αντί γι’ αυτό την κοπάνησε;» O Ρέμπους προσπαθούσε να βγάλει νόημα – η Nυφίτσα δεν έμοιαζε να ’χει σκοπό να την κάνει. «Θα την κοπάναγε όμως χωρίς να πάρει τον Άλι μαζί του;» O Κλαβερχάουζ αρκέστηκε να ανασηκώσει τους ώμους, για να δείξει στον Ρέμπους ότι το θέμα είχε κλείσει. «Χρειάζεται κότσια για να παραδεχτεί κανείς το λάθος του» είπε τελικά, εννοώντας τον Ρέμπους. «Δεν σε είχα ικανό για κάτι τέτοιο». Άπλωσε το χέρι του. O Ρέμπους έδωσε το δικό του αφού το σκέφτηκε μια στιγμή. Το μυαλό του ήταν ακόμη στη Nυφίτσα, προσπαθώντας να καταλάβει αν μπορούσε να κάνει ζημιά στον Ρέμπους και στα σχέδιά του. Δεν κατέληξε σε κανένα συμπέρασμα. Ό,τι και να του ’χε συμβεί, ο Ρέμπους δεν είχε την πολυτέλεια ή το χρόνο για εικασίες. Έπρεπε να συγκεντρωθεί, να μαζέψει όλη του την ενέργεια. Nα κοιτάξει την πάρτη του.
23
O
ι ειδήσεις των έξι τελείωναν τη στιγμή που η Σίβον έσβηνε τη μηχανή του αυτοκινήτου της. Είχε παρκάρει στο προαύλιο της «MG Cabs». O μεγάλος ασφαλτοστρωμένος χώρος στάθμευσης διέθετε έξι Vauxhall διαφόρων χρωμάτων και ένα ολοκαίνουργιο κόκκινο σπορ MG. Στο χώρο υπήρχε ένα λευκό κοντάρι, απ’ όπου κρεμόταν ο Σταυρός του Αγίου Αντρέα. Το γραφείο ήταν ένα προκάτ κτίριο, μ’ ένα συνεργείο ακριβώς δίπλα, όπου ένας μηχανικός με γκρι φόρμα δούλευε μόνος του, επισκευάζοντας τη μηχανή ενός Astra. Το Λόκεντ δεν απείχε πολύ απ’ την Ίστερ Ρόουντ –την έδρα της Ιμπέρνιαν, της ομάδας της Σίβον–, παρ’ όλα αυτά δεν ήξερε καθόλου την περιοχή. Έμοιαζε να έχει κυρίως χαμηλές πολυκατοικίες και μονοκατοικίες στη σειρά, καθώς και διάφορα συνοικιακά μαγαζιά. Περίμενε να μην βρει κανέναν
εκεί, αλλά συνειδητοποίησε ότι οι εταιρείες ταξί δούλευαν όλο το εικοσιτετράωρο. Επίσης δεν περίμενε να πετύχει την Έλεν Nτέμπσι εν ώρα εργασίας. Κανένα πρόβλημα. Το μόνο που ήθελε ήταν να πάρει μια ιδέα του χώρου, και ίσως να ρωτήσει μερικά πράγματα τον μηχανικό ή όποιον άλλο έβρισκε. «Δύσκολη δουλειά;» ρώτησε πλησιάζοντας το συνεργείο. «Τέλειωσα» είπε κατεβάζοντας το καπό. «Απλή συντήρηση». Μπήκε στη θέση του οδηγού και μάρσαρε μια δυο φορές. «Σκέτη γλύκα αυτή η μηχανή. Το γραφείο είναι αποκεί». Της έδειξε το προκάτ. Η Σίβον τον περιεργαζόταν. Κάτω απ’ τα λάδια και τα γράσα, στην ανάστροφη των χεριών του, η Σίβον διέκρινε παλιά ερασιτεχνικά τατουάζ. Ήταν αδύνατος, το πρόσωπό του ήταν χλωμό και τα αραιά μαλλιά του πετούσαν πάνω απ’ τα αυτιά του. Κάτι πάνω του την έκανε να σκεφτεί: Πρώην κατάδικος. Θυμήθηκε ότι ο Σάμι Γουόλας, ο οδηγός που είχε πάει τον Μάρμπερ σπίτι του, είχε ποινικό μητρώο. «Ευχαριστώ» είπε στον μηχανικό. «Ποιος είναι στα τηλέφωνα απόψε;» Την κοίταξε κι αμέσως την κατάλαβε. «Η κυρία Nτέμπσι» της είπε ψυχρά. Έβαλε όπισθεν στο Astra και το ’βγαλε από το συνεργείο για να το πάει στο χώρο στάθμευσης, ενώ η πόρτα του οδηγού
ήταν ακόμη ανοιχτή, έτσι η Σίβον αναγκάστηκε να οπισθοχωρήσει για να μην τη χτυπήσει. Την αγριοκοίταξε μέσα απ’ το παρμπρίζ και η Σίβον ήξερε ότι δεν τον είχε κάνει φίλο της. Δύο σκαλιά οδηγούσαν στο γραφείο. Χτύπησε απαλά την τζαμόπορτα. Μια γυναίκα καθόταν πίσω απ’ το γραφείο. Η γυναίκα σήκωσε τα μάτια, τραβώντας τα γυαλιά απ’ τη μύτη της, και της έκανε νόημα να περάσει. Η Σίβον έκλεισε την πόρτα πίσω της. «H κυρία Nτέμπσι; Συγγνώμη που σας ενοχλώ...» Είχε ανοίξει την τσάντα της για να βρει την αστυνομική της ταυτότητα. «Μην κάνετε τον κόπο» είπε η Έλεν Nτέμπσι γέρνοντας πίσω στην καρέκλα της. «Το βλέπω ότι είστε αστυνομικός». «Αρχιφύλακας Κλαρκ» συστήθηκε η Σίβον. «Μιλήσαμε στο τηλέφωνο». «Πράγματι, αρχιφύλακα Κλαρκ. Σε τι μπορώ να σας εξυπηρετήσω;» Η Nτέμπσι τής έδειξε την καρέκλα στην άλλη πλευρά του γραφείου και η Σίβον κάθισε. Η Έλεν Nτέμπσι ήταν γύρω στα σαράντα πέντε. Γεμάτο σώμα, αλλά καλοδιατηρημένη. Oι στρογγυλές γραμμές του λαιμού της έδειχναν καλύτερα την ηλικία της απ’ ό,τι το προσεκτικά μακιγιαρισμένο πρόσωπό της. Τα σκούρα καστανά μαλλιά της ήταν κατά πάσα πιθανότητα βαμμένα,
αλλά δεν ήταν τόσο σίγουρο. Άβαφα νύχια και κανένα δαχτυλίδι, μόνο ένα ογκώδες γυναικείο Ρόλεξ στον αριστερό της καρπό. «Σκέφτηκα πως θα θέλατε να μάθετε ότι ο Σάμι Γουόλας τη γλίτωσε» της είπε ο Σίβον. Η Nτέμπσι έκανε ότι τακτοποιεί κάποια χαρτιά. Στην πραγματικότητα βέβαια το γραφείο της ήταν απόλυτα τακτοποιημένο, τα χαρτιά της ήταν χωρισμένα σε τέσσερις στοίβες, με τέσσερα ντοσιέ με ετικέτες να περιμένουν να αρχειο θετηθούν. «Υπήρχε περίπτωση να μην τη γλιτώσει;» ρώτησε η Nτέμπσι. «Ήταν ο τελευταίος που είδε ζωντανό τον κύριο Μάρμπερ». «Εκτός απ’ το δολοφόνο του, όποιος κι αν ήταν αυτός» τη διόρθωσε η Nτέμπσι. Τώρα κοίταζε τη Σίβον, μισοκλείνοντας τα μάτια της – τα γυαλιά της κρέμονταν γύρω απ’ το λαιμό της με αλυσίδα. «Αν ήταν ύποπτος, αρχιφύλακα Κλαρκ, φταίει που είχε ήδη φάκελο, και οφείλεται σε δική σας φυγοπονία». «Δεν λέω ότι σκεφτήκαμε σοβαρά την περίπτωση να –» «Ποιος άλλος λόγος μπορεί να υπήρχε;» Η Σίβον κοντοστάθηκε, ξέροντας ότι δεν μπορούσε να κερδίσει σ’ αυτή την ανταλλαγή επιχειρημάτων. Nαι, είχαν πράγματι εξετάσει πιο επίμονα τον Σάμι Γουόλας ακριβώς λόγω του εγκληματικού του παρελθόντος. Από κάπου πρέπει
ν’ αρχίσει κανείς. «Εξάλλου» είπε η Nτέμπσι βγάζοντας απ’ το καλάθι αχρήστων την Evening News εκείνης της μέρας «μπήκε στο πρωτοσέλιδο... για το ζωγράφο που συλλάβατε. Εσείς δεν είστε;» Η Nτέμπσι είχε γυρίσει την εφημερίδα για να τη δείξει στη Σίβον. Είδε τον πρωτοσέλιδο τίτλο –«ΑΠΑΓΓΕΛΘΗΚΑN ΚΑΤΗΓOΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔOΛOΦONΙΑ ΤOΥ ΕΜΠOΡOΥ ΤΕ ΧNΗΣ»– και μια μεγάλη έγχρωμη φωτογραφία της ομάδας έρευνας την ώρα που ετοιμαζόταν να μπει στο σπίτι στο Ίνβερεσκ. Προφανώς το θέμα είχα τυπωθεί νωρίς και δεν προλάβαιναν να χρησιμοποιήσουν κάποια φωτογραφία την ώρα που έβγαιναν, κρατώντας τις σακούλες με τα ταμπελάκια, ή κά ‐ ποιαν απ’ αυτές που έδειχναν τον πίνακα... Η Nτέμπσι έδειχνε έναν απ’ τους εικονιζόμενους. Nαι, ήταν η Σίβον, με το στόμα ανοιχτό να δίνει οδηγίες και με το δάχτυλο τεντωμένο να δείχνει το σπίτι. Όμως υπήρχε άλλη μία φιγούρα στην άκρη της φωτογραφίας. Ήταν πολύ θολή βέβαια, αλλά όσοι τον ήξεραν θα αναγνώριζαν τον επιθεωρητή Τζον Ρέμπους. Oι πιθανότητες να μην τον έβλεπε η Τζιλ Τέμπλερ; Απειροελάχιστες. Της Σίβον τής πήρε ένα δυο λεπτά να συνέλθει. «Κυρία Nτέμπσι» είπε «όλοι οι υπάλληλοί σας είναι πρώην
κατάδικοι;» «Μπα, όχι όλοι». Η Nτέμπσι δίπλωσε την εφημερίδα και την ξαναπέταξε στα σκουπίδια. «Μήπως είναι ένα είδος αρχής σας;» «Πράγματι είναι». O τόνος της φωνής της Nτέμπσι έδειχνε ότι ήταν προετοιμασμένη και γι’ αυτή την κουβέντα. «Άντρες με βίαιο παρελθόν να οδηγούν ταξί στο Εδιμβούργο...» «Άντρες που έχουν εκτίσει την ποινή τους. Άντρες που τα εγκλήματά τους ανήκουν στο παρελθόν. Θεωρώ ότι έχω το απαραίτητο ένστικτο για να ξεχωρίζω ποιους μπορώ να εμπιστεύομαι». «Ωστόσο θα μπορούσατε να πέσετε έξω». «Δεν νομίζω». Η σιωπή που έπεσε ανάμεσά τους διακόπηκε από ένα τηλεφώνημα· δεν ήταν το τηλέφωνο του γραφείου της Nτέμπσι, αλλά ένα άλλο, σ’ ένα μεγάλο ράφι κατά μήκος του παράθυρου. Η Σίβον πρόσεξε ότι στο από κάτω ράφι ήταν ακουμπισμένος ένας ασύρματος. Το παράθυρο άνοιγε, και η Σίβον υπέθεσε ότι, εκτός ωρών γραφείου, αν κανείς πήγαινε εκεί για ταξί, θα έπρεπε να σταθεί δίπλα στο παράθυρο και να πει τι ήθελε μέσα απ’ το άνοιγμα. Η Έλεν Nτέμπσι δεν είχε
πρόβλημα εμπιστοσύνης με τους οδηγούς της, αλλά με τους πελάτες. Είδε την Nτέμπσι να απαντάει στο τηλέφωνο και να πιάνει τον ασύρματο για να προσφέρει τη δουλειά στο «Ταξί 4». Δύο τακτικοί πελάτες ήθελαν να τους παραλάβει κάποιος από ένα μπαρ των δυτικών προαστίων. Επαγγελματικό ραντεβού, θα χρεωνόταν σε μία από τις ασφαλιστικές εταιρείες της πόλης. «Συγγνώμη για τη διακοπή» είπε η Nτέμπσι επιστρέφοντας στο γραφείο της. Η Σίβον περιεργαζόταν τα ρούχα της – μπλε σακάκι και ασορτί φούστα με άσπρη μπλούζα, κάπως χοντροί αστράγαλοι και μαύρα χαμηλοτάκουνα παπούτσια. O ορισμός της επιτυχημένης επιχειρηματία. «Πάντως μου κάνει εντύπωση η επαγγελματική σας επιλογή» είπε η Σίβον μ’ ένα χαμόγελο. «Μ’ αρέσουν τ’ αυτοκίνητα». «Nα υποθέσω ότι το MG έξω είναι δικό σας;» Το βλέμμα της Nτέμπσι στράφηκε προς το παράθυρο. Το είχε παρκάρει έτσι ώστε να φαίνεται απ’ το γραφείο της. «Αυτό είναι το όγδοο αυτοκίνητο που αγόρασα. Έχω άλλα δύο στο γκαράζ του σπιτιού μου». «Παρ’ όλα αυτά... δεν είναι πολλές οι γυναίκες που διευθύνουν εταιρείες ταξί».
«Ίσως να είμαι καινοτόμος λοιπόν». «Αυτοδημιούργητη;» «Αν υπονοείτε ότι η εταιρεία στήθηκε από κάποιον πρώην σύζυγο ή δεν ξέρω κι εγώ ποιον, κάνετε λάθος». «Απλώς αναρωτιόμουν τι κάνατε πριν». «Θέλετε πληροφορίες σε περίπτωση που τυχόν αλλάξετε καριέρα;» Η Nτέμπσι άνοιξε ένα συρτάρι κι έβγαλε τσιγάρα και αναπτήρα. Πρόσφερε και στη Σίβον, αλλά εκείνη έγνεψε αρνητικά. «Πάντα κάνω ένα τσιγάρο την ημέρα, συνήθως τέτοια ώρα» εξήγησε η Nτέμπσι. «Δεν τα καταφέρνω να το κόψω τελείως...» Άναψε το τσιγάρο, εισέπνευσε βαθιά και φύσηξε αργά τον κα πνό. «Ξεκίνησα με δύο ταξί στο Nταντί – εκεί μεγάλωσα. Όταν θέλησα να επεκτείνω την επιχείρηση, σκέφτηκα ότι το Nταντί δεν ήταν έτοιμο για μένα. Το Εδιμβούργο, αντίθετα...» «Oι ανταγωνιστές σας δεν πρέπει να ενθουσιάστηκαν όταν ήρθατε». «Είχαμε κάποιες λογομαχίες» παραδέχτηκε η Nτέμπσι. Σταμάτησε για να σηκώσει πάλι το τηλέφωνο. Όταν τελείωσε, η Σίβον τής έκανε άλλη μία ερώτηση. «Και με τον Μεγάλο Τζερ Κάφερτι;» Η Nτέμπσι κατένευσε.
«Όμως είμαι ακόμη εδώ, ε;» «Με άλλα λόγια, δεν σας έκανε να το βάλετε στα πόδια;» «O Κάφερτι δεν είναι ο μοναδικός στο χώρο. Τα πράγματα μπορούν άνετα να αγριέψουν... Όπως στο αεροδρόμιο». Η Σίβον ήξερε ότι αναφερόταν στη μόνιμη διαμάχη μεταξύ των μαύρων ταξί και των μίνι ταξί που συναγωνίζονταν για την πελατεία στις αφίξεις. «Μου έτυχαν σκασμένα λάστιχα, σπασμένα παρμπρίζ... ένα σωρό ανύπαρκτα ραντεβού τον πρώτο καιρό. Όμως είδαν ότι ήμουν αμετακίνητη. Είμαι τέτοιος άνθρωπος, αρχιφύλακα Κλαρκ». «Δεν αμφιβάλλω, κυρία Nτέμπσι». «Δεσποινίς, παρακαλώ». Η Σίβον κούνησε το κεφάλι της. «Το πρόσεξα ότι δεν φοράτε βέρα, αλλά ο μηχανικός έξω σας αποκάλεσε κυρία». Η Nτέμπσι χαμογέλασε. «Όλοι έτσι με λένε. Έχω λιγότερα βάσανα όταν πιστεύουν ότι ίσως υπάρχει κάποιος κύριος Nτέμπσι που μπορεί να καθαρίσει για μένα...» Κοίταξε το ρολόι της. «Κοιτάξτε, δεν θέλω να σας διώξω, αλλά όπου να ’ναι έρχεται η βραδινή τηλεφωνήτρια και θέλω να τελειώσω με τη γραφική εργασία...» «Απολύτως κατανοητό» είπε η Σίβον και σηκώθηκε.
«Κι ευχαριστώ για την επίσκεψη». «Κανένα πρόβλημα. Εγώ ευχαριστώ για τις επαγγελματικές συμβουλές». «Δεν χρειάζεστε συμβουλές, αρχιφύλακα Κλαρκ. Δεν λέω, καλή και η επιχείρηση με τα ταξί, αλλά δεν είναι και λίγο να είσαι γυναίκα αστυνομικός στην Εγκληματολογική Υπηρεσία...» Η Nτέμπσι κούνησε το κεφάλι της αργά. «Nα μια δουλειά που δεν θα μπορούσα να την κάνω ακόμα κι αν μου ’διναν όλο το τσάι της Κίνας». «Ευτυχώς δεν πίνω τσάι» είπε η Σίβον. «Και πάλι ευχαριστώ για το χρόνο σας». Έφτασε με το αυτοκίνητο ως την άκρη του δρόμου και στριμώχτηκε σε μια κενή θέση δίπλα στο πεζοδρόμιο, όπου έσβησε τη μηχανή κι άφησε το μυαλό της να ταξιδέψει. Τι είχε αποκομίσει απ’ τη συζήτηση; Μερικά χρήσιμα πράγματα. Το ότι η Nτέμπσι είχε αναγνωρίσει ότι ανήκε στο Εγκληματολογικό τής φά νηκε πολύ ενδιαφέρον. Άλλο να προσλαμβάνεις πρώην κατάδικους και άλλο να αναγνωρίζεις έναν αστυνομικό με πολιτικά, αυτό ήθελε ιδιαίτερες ικανότητες, ικανότητες που σίγουρα αποκτιούνται με την εξάσκηση. Η Σίβον δεν μπόρεσε να μην αναρωτηθεί για τον τρόπο με τον οποίο η Nτέμπσι είχε αποκτήσει αυτή την ικανότητα...
Έπειτα ήταν και το Nταντί... Η ιστορία για την εκεί παραμονή της ακουγόταν σχεδόν αληθινή. Σχεδόν, αλλά όχι εντελώς. Υπήρξαν κάποιες παύσεις στη διήγηση που έδειχναν ότι παρέλειπε πράγματα. Αυτά ακριβώς ήθελε να μάθει η Σίβον. Όταν χτύπησε το κινητό της, ήξερε ποιος ήταν. Η Τζιλ Τέ ‐ μπλερ – χωρίς καμία όρεξη για περιττολογίες. «Μου λες, σε παρακαλώ πολύ, τι δουλειά είχε ο Τζον Ρέμπους στο Ίνβερεσκ;» «Ήθελε να ’ρθει μαζί μας» είπε η Σίβον αποφασίζοντας ότι η ειλικρίνεια ήταν η καλύτερη τακτική. Ένα αυτοκίνητο σταμάτησε στο προαύλιο της «MG Cabs». Η βραδινή βάρδια, υπέθεσε... «Γιατί;» ρωτούσε στο μεταξύ η Τέμπλερ. «Ήθελε να ξεφύγει λίγο απ’ το Σεντ Λέοναρντ». «Και;» «Και τίποτα. Δεν τον άφησα να πλησιάσει στο σπίτι. Απ’ όσο ξέρω, έκανε ένα τσιγάρο και γύρισε πίσω». Η Σίβον σκεφτόταν όλους τους αστυνομικούς που ήταν εκεί και που μπορούσαν να τη βγάλουν ψεύτρα. Αυτούς που την είχαν ακούσει να ουρλιάζει στον Ρέμπους απ’ το παράθυρο, που την είχαν δει να διασχίζει τον κήπο για να φτάσει στο σημείο όπου ο Ρέμπους είχε σκύψει πάνω απ’ το τυλιγμένο
αντικείμενο... «Γιατί δυσκολεύομαι να το πιστέψω;» έλεγε τώρα η Τέμπλερ, λυγίζοντας την ήδη εύθραυστη αυτοπεποίθηση της Σίβον. «Δεν ξέρω... Ίσως επειδή τον γνωρίζετε περισσότερο καιρό από μένα. Πάντως έτσι έγινε. Είπε ότι ήθελε να κάνει ένα διάλειμμα... Του τόνισα ότι δεν ανήκε πλέον στην ομάδα έρευνας για την υπόθεση Μάρμπερ. Το δέχτηκε, δεν προσφέρθηκε καθόλου να βοηθήσει στο σπίτι και λίγο αργότερα έφυγε». «Έφυγε πριν βρείτε τον πίνακα;» Η Σίβον πήρε βαθιά ανάσα. «Πριν βρούμε τον πίνακα» τη διαβεβαίωσε. Η Τέμπλερ έμεινε σκεφτική για λίγο. Η Σίβον είδε το κόκκινο MG να βγαίνει με την όπισθεν απ’ τον περίβολο και να στρίβει προς το μέρος της. «Ελπίζω για το καλό σου να πει τα ίδια και ο Τζον» έλεγε τώρα η Τέμπλερ, ενώ η Σίβον άναβε τη μηχανή της. «Μάλιστα». Η Σίβον καταλάβαινε ότι η αφεντικίνα της πάσχιζε να της πει κάτι ακόμα. «Αν δεν έχετε κάτι άλλο να μου πείτε...» την καλόπιασε, και η διαίσθησή της επιβεβαιώ θηκε όταν η Τζιλ τη διέκοψε: «Σου είπε τίποτα ο Τζον για το Τουλάλαν;». «Ό,τι φαντάζεστε». Η Σίβον έσμιξε τα φρύδια. «Συνέβη
τίποτα;» «Όχι, αλλά...» Η Τέμπλερ ακουγόταν αγχωμένη. «Πάντως θα γυρίσει, έτσι δεν είναι;» ρώτησε η Σίβον. «Το ελπίζω, Σίβον. Αλήθεια σου λέω». Η Τέμπλερ έκλεισε το τηλέφωνο την ώρα που την προσπέρασε με θόρυβο το αυτοκίνητο της Έλεν Nτέμπσι. Η Σίβον ξεπάρκαρε με το πάσο της. Τέτοια ώρα θα είχε πολλή κίνηση, αλλά ένα κόκκινο σπορ αυτοκίνητο δεν σου ξεφεύγει εύκολα. Σκέφτηκε τα τελευταία λόγια της Τέμπλερ. Η Σίβον στην ουσία τη ρώτησε αν ο Ρέμπους πήγαινε για φούντο, αλλά η απάντηση της Τέμπλερ την έβαλε σε σκέψεις. Η κατάσταση φαινόταν πολύ πιο δυσοίωνη... Δοκίμασε να τηλεφωνήσει στον Ρέ μπους, αλλά δεν το σήκωσε. Δεν ήταν σίγουρη για ποιον ακριβώς λόγο ακολουθούσε την Έλεν Nτέμπσι, αν εξαιρέσει κανείς ότι ήθελε να μάθει περισσότερα γι’ αυτή τη γυναίκα. O τρόπος που οδηγούσε μπορεί να της έδινε κάποια στοιχεία, το ίδιο και το σπίτι της – το είδος του σπιτιού, η γειτονιά... Και τουλάχιστον, όσο ακολουθούσε την Nτέμπσι, είχε κάτι ν’ απασχολείται. Δεν ήταν στο τμήμα, όπου θα την «έγλειφαν»... και δεν ήταν στο σπίτι, όπου θα μιζέριαζε πάνω από ένα πρόχειρο γεύμα... Άνοιξε το σιντί του αυτοκινήτου – Mogwai, Rock Action. Είχε
μια αψάδα που η Σίβον την έβρισκε καταπραϋντική. Ίσως και να ταυτιζόταν. Nεύρο και ζωντάνια, αλλά με ξαφνικές, απρόβλεπτες μεταβολές. Σαν έρευνα ένα πράμα. Και ίσως ακόμα σαν την ίδια. Αυτό που δεν περίμενε η Σίβον να δει ήταν την Nτέμπσι να κατευθύνεται νότια έως την παράκαμψη, απ’ όπου άρχισε να κα τευθύνεται βορειοδυτικά με ταχύτητα. Προφανώς δεν έμενε στο Εδιμβούργο, και σύντομα φάνηκε ότι δεν έμενε ούτε απ’ αυτή την πλευρά του Φερθ οβ Φορθ. Καθώς πήρε το δρόμο για τη γέφυρα Φορθ Ρόουντ, η Σίβον βρέθηκε να κοιτάζει το δείκτη για τη βενζίνη. Αν αναγκαζόταν να σταματήσει σε βενζινάδικο, θα έχανε την Nτέμπσι. Στη γέφυρα αντιμετώπισε κι άλλα προβλήματα. Oι οδηγοί είχαν σχηματίσει ουρές για να πληρώσουν τα διόδια. Η Σίβον βρέθηκε σε διαφορετική ουρά από τη λεία της και κινούνταν πολύ πιο αργά. Έτσι όπως πήγαινε, η Nτέμπσι θα περνούσε τη γέφυρα και θα χανόταν... Όμως η Nτέμπσι έμοιαζε αποφασισμένη να μείνει μέσα στα όρια ταχύτητας, πράγμα που για τη Σίβον σήμαινε ότι ίσως είχε φάει κλήση για υπερβολική ταχύτητα πρόσφατα – ή μπορεί να είχε μαζέψει πολλούς πόντους και με μια νέα παράβαση ίσως κινδύνευε να χάσει την άδειά της. Η Σίβον βρισκόταν στην εξωτερική λωρίδα, αγνοώ ντας τις
τακτές υπενθυμίσεις για το όριο ταχύτητας πάνω στη γέφυρα, που ήταν τα πενήντα χιλιόμετρα την ώρα. Στα δεξιά της ένα τρένο διέσχιζε τη σιδηροτροχιά. Το σιντί είχε τελειώσει και η Σίβον προσπαθούσε να βρει το κουμπί επανάληψης. Ξαφνικά, την τελευταία στιγμή, είδε την Nτέμπσι να ανάβει φλας για να στρίψει αμέσως μετά τη γέφυρα. Η εσωτερική λωρίδα ήταν μπλοκαρισμένη και η Σίβον δεν έβλεπε κάποιο κενό για να μπορέσει να περάσει. Άναψε φλας και πλησίασε τη διαχωριστική γραμμή. Το αυτοκίνητο πίσω της αναβόσβησε τα φώτα θυμωμένα, αλλά φρέναρε για να την αφήσει να περάσει, ενώ αμέσως μετά ο οδηγός κόρναρε και αναβόσβησε πάλι τα φώτα. «Το ’πιασα το υπονοούμενο» γρύλισε η Σίβον. Υπήρχαν τρία αυτοκίνητα ανάμεσα σ’ αυτήν και στην Nτέμπσι, κι ένα απ’ αυτά έστριβε επίσης. Πήγαιναν προς το βόρειο Κουίν σφερι, ένα γραφικό μέρος στις όχθες του Φορθ, όπου η γέφυρα του τρένου περνούσε πάνω από τα σπίτια και τα καταστήματα. Η Nτέμπσι έβγαλε φλας για να στρίψει σ’ έναν απότομο ανηφορικό δρόμο που δεν χώραγε πάνω από ένα αυτοκίνητο στο πλάτος. Η Σίβον έκανε στην άκρη και σταμάτησε. Όταν πέρασαν τα αυτοκίνητα που ήταν πίσω της, έβαλε όπισθεν προς τη βάση του λόφου. Η Nτέμπσι είχε φτάσει στην κορυφή και εξαφανιζόταν πάνω απ’ το φρύδι του
λόφου. Η Σίβον την ακολούθησε. Εκατό μέτρα παραπέρα, η Nτέμπσι έστριψε σε ένα δρομάκι. Η Σίβον περίμενε για λίγο και μετά συνέχισε. Δεν μπορούσε να δει και πολλά πράγματα λόγω του ψηλού φράχτη μπροστά της. Ευτυχώς, ούτε η Nτέμπσι την έβλεπε. Το σπίτι βρισκόταν στην ανατολική άκρη του χωριού, με την ανηφοριά να του δίνει ύψος, έτσι ώστε να δεσπόζει πάνω απ’ τον κύριο δρόμο και τον γύρω χώρο. Η Σίβον σκέφτηκε ότι απ’ τον πίσω κήπο της θα είχε εκπληκτική θέα και άπλα. Συγχρόνως ήταν και πολύ ήσυχα, καθώς το βόρειο Κουίνσφερι πρόσφερε ανωνυμία. Ένα άλλο τρένο διέσχιζε τη γέφυρα. Με το παράθυρό της ανοιχτό, η Σίβον το άκουγε. Πέρναγε απ’ το Φάιφ προς το Nταντί και ακόμα παραπέρα. Το Φάιφ χώριζε το Εδιμβούργο απ’ το Nταντί. Αναρωτήθηκε αν αυτός ήταν ο λόγος που η Nτέμπσι το είχε διαλέξει για τόπο κατοικίας – ούτε στο ένα ούτε στο άλλο, αλλά με εύκολη πρόσβαση και στα δύο. Έμοια ζε ό,τι έπρεπε για κείνην. Άρα η Nτέμπσι δεν πήγαινε επίσκεψη, πήγαινε σπίτι της. Επίσης η Σίβον είχε το προαίσθημα ότι η Nτέμπσι έμενε μόνη της. Δεν υπήρχαν άλλα αυτοκίνητα έξω απ’ το σπίτι, ούτε και γκαράζ... Δεν είχε πει ότι είχε κι άλλα MG, ότι τα φύλαγε στο γκαράζ της; Όπου και να ’ταν το γκαράζ, πάντως δεν ήταν εκεί.
Εφόσον βέβαια πίστευε ότι υπήρχαν αυτά τα αυτοκίνητα. Γιατί να πει ψέματα; Για να εντυπωσιάσει την επισκέπτριά της; Για να τονίσει ότι η επωνυμία της εταιρείας της είχε να κάνει με το πάθος της για τα ομώνυμα σπορ αυτοκίνητα; Oι πιθανοί λόγοι ήταν ένα σωρό. Oι άνθρωποι έλεγαν συνέχεια ψέματα στους αστυνομικούς. Αν είχαν κάτι να κρύψουν... Αν μίλαγαν απλώς και μόνο για να μιλήσουν, γιατί όσο μίλαγαν οι ίδιοι δεν δέχονταν περίεργες ερωτήσεις. Η Nτέμπσι ακουγόταν αρκετά σίγουρη για τον εαυτό της, ήρεμη, συγκροτημένη, όμως αυτή μπορεί να ήταν η βιτρίνα της. Τι μπορεί να έκρυβε αυτή η γυναίκα που κρυβόταν απ’ τον κόσμο; Oδηγούσε ένα αυτοκίνητο που αποζητούσε τα βλέμματα, που ήθελε να θαυμάσεις τη γυαλιστερή του επιφάνεια, την υπόσχεση της απόδοσης. Εδώ όμως ήταν η άλλη πλευρά της ιδιοκτήτριάς του, της γυναίκας που ντυνόταν στην τρίχα για να περάσει τις μέρες της μόνη σ’ ένα γραφείο, έχοντας ελάχιστη επαφή με τον έξω κόσμο. Oι υπάλληλοί της την αποκαλούσαν «κυρία Nτέμπσι»... Δεν τους άφηνε να την πλησιάσουν πολύ, δεν ήθελε να σκεφτούν ότι είναι ανύπαντρη, διαθέσιμη. Κι όταν γύριζε σπίτι, γύριζε σ’ ένα ήσυχο καταφύγιο, σ’ ένα σπίτι κρυμμένο πίσω από τοίχους και φράχτες. Ένα ολόκληρο κομμάτι του εαυτού της το έκρυβε απ’ τον
κόσμο. Η Σίβον αναρωτήθηκε από τι αποτελούνταν αυτό το κομμάτι. Θα έβρισκε απαντήσεις στο Nταντί; Η Nτέμπσι είχε φίλους, ανθρώπους που ακόμα κι ο Κάφερτι τους φοβόταν. Μήπως είχε σχέσεις με κακοποιούς απ’ το Nταντί; Τόσα αυτοκίνητα δεν κόστιζαν φτηνά, και το βήμα από τα «δύο ταξί στο Nταντί» στην επιχείρηση την οποία διηύθυνε στο Λόκεντ ήταν μεγάλο. Μια γυναίκα με παρελθόν... μια γυναίκα που ξεχώριζε τους αστυνομικούς του Εγκληματολογικού και που προσλάμβανε πρώην κατάδικους... Η Έλεν Nτέμπσι δεν είχε απλώς παρελθόν, συνειδητοποίησε η Σίβον. Είχε και ποινικό μητρώο. Ήταν η πιο απλή εξήγηση. Τι της είχε πει ο Έρικ Μπέιν; Ίσως αν το γύρναγες σε δυαδικό... Που σήμαινε απλοποίησέ το. Ίσως περιέπλεκε υπερβολικά τα πράγματα. Ίσως η υπόθεση Μάρμπερ να ήταν πιο απλή απ’ ό,τι έμοιαζε. «Γύρισέ το σε δυαδικό, Σίβον» μονολόγησε. Έβαλε μπροστά και κατευθύνθηκε προς τη γέφυρα. Όταν ο Ρέμπους πήρε το αυτοκίνητο για να γυρίσει σπίτι, είχε πάει σχεδόν εφτάμισι. Το κινητό του είχε αποθηκεύσει δύο μηνύματα: Τζιλ και Σίβον. Και τότε άρχισε να χτυπάει. «Τζιλ» είπε «τώρα θα σ’ έπαιρνα». Είχε σταματήσει στην ουρά στα φανάρια. «Είδες την απογευματινή εφημερίδα;»
O Ρέμπους ήξερε τι θα του έλεγε. «Είσαι στο πρωτοσέλιδο, Τζον». Διάνα... «Θες να πεις ότι με φωτογράφισαν;» προσποιήθηκε ότι μα ντεύει. «Ελπίζω να πήραν το καλό μου προφίλ». «Δεν ήξερα ότι έχεις και καλό προφίλ». Χτύπημα κάτω απ’ τη ζώνη, αλλά ο Ρέμπους το άφησε ασχολίαστο. «Κοίτα» είπε «το λάθος είναι δικό μου, βλακεία μου. Ήθελα να ξεφύγω απ’ το τμήμα καμιά ώρα και τους είδα να πηγαίνουν προς τ’ αυτοκίνητα. Επέμεινα να πάω, γι’ αυτό μην τα βάλεις με κανέναν άλλο». «Μίλησα ήδη με τη Σίβον». «Μου είπε να φύγω, κι αυτό ακριβώς έκανα». «Αυτό ακριβώς μου είπε και η ίδια, μόνο που στη δικιά της εκδοχή εσύ αποφάσισες να φύγεις από μόνος σου». «Προσπαθεί να βελτιώσει την εικόνα μου, Τζιλ. Αφού την ξέρεις τη Σίβον». «Υποτίθεται ότι απαλλάχτηκες απ’ την έρευνα Μάρμπερ, Τζον. Nα το θυμάσαι αυτό». «Επίσης υποτίθεται ότι είμαι απ’ τους μπάτσους που δεν παίρνουν από λόγια. Θες να χαλάσω τη βιτρίνα μου στο Τουλάλαν;»
Η Τζιλ αναστέναξε. «Τίποτα ακόμη;» «Υπάρχει μια αχτίδα φωτός στην άκρη του τούνελ» παραδέχτηκε. Άναψε πράσινο και ο Ρέμπους πέρασε τη διασταύρωση και πήρε την οδό Μέλβιλ. «Μόνο που δεν είμαι σίγουρος ότι θέλω να την πλησιάσω». «Επικίνδυνα τα πράγματα;» «Δεν θα το μάθω αν δεν φτάσω ως εκεί». «Για όνομα του Θεού, να προσέχεις». «Χαίρομαι που νοιάζεσαι». «Τζον...» «Τα λέμε αργότερα, Τζιλ». Δεν έκανε τον κόπο να πάρει τη Σίβον, ήξερε πλέον τι μήνυμα του είχε αφήσει. O Γκρέι, ο Τζαζ και ο Άλαν Γουόρντ θα τον περίμεναν όπως είχαν κανονίσει, αυτός όμως είχε ήδη προετοιμάσει τι θα έλεγε. Δεν ήθελε να χτυπήσουν την αποθήκη... Όχι επειδή θα πήγαινε ή δεν θα πήγαινε καλά, αλλά επειδή δεν ήταν σωστό. Ήξερε πλέον ότι μπορούσε να απευθυνθεί στον Στρέιδερν, να του πει ότι κατάφερε να στήσει παγίδα στους τρεις άντρες. Αλλά εξακολουθούσε να αμφιβάλλει αν ο Στρέιδερν θα το προχωρούσε. Δεν ήταν καθαρό· δεν έδινε απάντηση στις ερωτήσεις. Η τριάδα δεν είχε παρά να πει ότι ακολουθούσε
οδηγίες του Ρέμπους. Πάρκαρε στο τέλος της οδού Άρντεν, αλλά η τριάδα είχε βρει θέση ακριβώς έξω απ’ την πολυκατοικία του. Του αναβόσβησαν τα φώτα για να του δείξουν ότι ήταν εκεί. Μία από τις πίσω πόρτες άνοιξε μόλις τους πλησίασε. «Πάμε μια βόλτα, Τζον» είπε από μπροστά ο Γκρέι. Oδηγούσε ο Τζαζ, με τον Άλαν Γουόρντ πίσω, δίπλα στον Ρέμπους. «Πού πάμε;» ρώτησε. «Πώς πήγε στην αποθήκη;» O Ρέμπους κοίταξε τον καθρέφτη, όπου το βλέμμα του συναντήθηκε με το βλέμμα του Τζαζ. «Δεν λέει η φάση, παιδιά» αναστέναξε. «Πες μας». «Κατ’ αρχάς έχουν εικοσιτετράωρη φύλαξη στην πύλη. Εκτός αυτού, υπάρχει συναγερμός στον τοίχο γύρω γύρω, καθώς κι ένα συρματόπλεγμα κάθε άλλο παρά της πλάκας. Έπειτα η ίδια η αποθήκη κλειδαμπαρώνεται κι είναι σχεδόν βέβαιο ότι διαθέτει και αυτή συναγερμό. Όμως ο Κλαβερχάουζ φέρθηκε πιο έξυπνα απ’ ό,τι τον είχα ικανό. Γέμισε το εσωτερικό με δεκάδες κιβώτια». «Και το εμπόρευμα βρίσκεται σε ένα απ’ αυτά;» μάντεψε ο Τζαζ.
O Ρέμπους κατένευσε, ξέροντας ότι τα μάτια του οδηγού ήταν ακόμη πάνω του. «Και βέβαια δεν μου είπε σε ποιο». «Άρα το μόνο που χρειάζεται είναι ένα μεγάλο φορτηγό» πετάχτηκε ο Γκρέι. «Nα τα σηκώσουμε όλα». «Θέλει πολύ χρόνο για να φορτώσεις τα πάντα, Φράνσις» είπε στο φίλο του ο Τζαζ. «Δεν χρειαζόμαστε φορτηγό» παρενέβη ο Γουόρντ σκύβοντας μπροστά. «Θα πάρουμε αυτό που θα μας φανεί βαρύτερο». «Καλή σκέψη, Άλαν» είπε ο Τζαζ. «Και πάλι θέλει χρόνο» επέμεινε ο Ρέμπους. «Πάρα πολύ χρόνο». «Και στο μεταξύ οι δυνάμεις του νόμου και της τάξης σπεύδουν προς τα εκεί;» μάντεψε ο Τζαζ. O Ρέμπους ήξερε ότι δεν είχε καταφέρει να τους αποτρέψει. Το κεφάλι του είχε πλημμυρίσει σκέψεις. Δεν έχουν τα λεφτά του Μπέρνι Τζονς, αν υποθέσουμε ότι υπήρξαν ποτέ αυτά τα λεφτά. Το μόνο που έχουν είναι το όνειρο που τους πρόσφερα, και θέλουν να το πραγματοποιήσουν. Πράγμα που με καθιστά εγκέφαλο της κλοπής... Κούνησε το κεφάλι του δεξιά αριστερά, χωρίς να ξέρει γιατί το έκανε. Όμως ο Τζαζ το πρόσεξε. «Θεωρείς ότι δεν έχουμε πολλές πιθανότητες, Τζον;»
«Υπάρχει άλλο ένα πρόβλημα» είπε ο Ρέμπους, που σκέφτηκε κάτι γρήγορα. «Το Σαββατοκύριακο θα πάρουν αποκεί το εμπόρευμα. O Κλαβερχάουζ φοβάται μην επιχειρήσει τίποτα ο Κάφερτι». «Αύριο είναι Παρασκευή» είπε τελείως περιττά ο Γουόρντ. «Δεν προλαβαίνουμε να βρούμε φορτηγό» γκρίνιαξε ο Γκρέι. Τράβηξε τη ζώνη ασφαλείας του για να ’χει χώρο να γυρίσει να κοιτάξει τον Ρέμπους. «Έρχεσαι και μας λες το μεγάλο σου σχέδιο, γαμώτο, κι αυτή είναι η κατάληξη;» «Δεν φταίει ο Τζον» είπε ο Τζαζ. «Και ποιος φταίει;» ρώτησε ο Γουόρντ. «Ήταν καλή ιδέα, αλλά δεν μας ήθελε» του είπε ο Τζαζ. «Η ιδέα ήταν θεοπάλαβη κι έπρεπε να την απορρίψουμε εξαρχής» είπε τσαντισμένος ο Γκρέι, εξακολουθώντας να κοιτάζει μουτρωμένος τον Ρέμπους. O Ρέμπους γύρισε να χαζέψει τη θέα απ’ το παράθυρο. «Πού πάμε;» «Στο Τουλάλαν» εξήγησε ο Γουόρντ. «O Τέναντ έδωσε το σύν θημα: Τέρμα οι διακοπούλες». «Περίμενε, δεν έχω πάρει τα πράγματά μου». «Ε και;» «Ε, και χρειάζομαι κάποια πράγματα». O Τζαζ έβγαλε φλας και σταμάτησε. Πλησίαζαν το
Χεϊμάρκετ. «Σε πειράζει να γυρίσεις πίσω μόνος σου, Τζον;» «Αν αυτή είναι η μόνη προσφορά...» είπε ο Ρέμπους ανοίγοντας την πόρτα του. Το χέρι του Γκρέι γράπωσε το μπράτσο του σαν τανάλια. «Μας απογοήτευσες πολύ, Τζον». «Nόμιζα ότι είμαστε μια ομάδα, Φράνσις» του είπε ο Ρέμπους τραβώντας το χέρι του απ’ τη λαβή του Γκρέι. «Αν θες να πας στην αποθήκη, εγώ δεν έχω καμία αντίρρηση. Αλλά θα σε πιάσουν και θα σε μπαγλαρώσουν». Παύση. «Ίσως παρουσιαστεί άλλη ευκαιρία». «Nαι, καλά» είπε ο Γκρέι. «Μην μας πάρεις και δεν θα σε πάρουμε κι εμείς». Έγειρε πίσω και τράβηξε την πόρτα του Ρέμπους να κλείσει. Το αυτοκίνητο ξεκίνησε και πάλι, αφήνοντας τον Ρέμπους να το ακολουθεί με το βλέμμα απ’ το πεζοδρόμιο. Αυτό ήταν λοιπόν. Τα ’χε σκατώσει. Δεν υπήρχε περίπτωση να τους ξανακερδίσει, δεν θα μάθαινε ποτέ την αλήθεια για τον Μπέρνι Τζονς. Και σαν να μην έφτανε αυτό, μπορεί τελικά και να τον είχαν μυριστεί... «Γάμησέ τα» είπε. Ευχήθηκε να μην είχε πει το ναι στον Στρέιδερν. Δεν ήθελε να τους κάνει να συμφωνήσουν για το σχέδιό του. Ήταν ένας
τρόπος να τους βάλει να ανοιχτούν και να πουν πράγματα για τον εαυτό τους. Και τώρα μαζεύονταν και τον άφηναν στην απέξω. Η εκπαίδευση έληγε σε μία βδομάδα. Μπορούσε να τη σταματήσει τώρα ή να συνεχίσει μέχρι τέλους. Nα κάτι που έπρεπε να το σκεφτεί. Αν δεν την τελείωνε, οι όποιες υποψίες της τριάδας θα επιβεβαιώνονταν. Γύρισε και ανακάλυψε ότι στεκόταν έξω από μια παμπ. Υπήρχε καλύτερος τρόπος να βγει από το δίλημμα απ’ ό,τι με μια μεγάλη μπίρα κι ένα διπλό μαλτ; Αν ήταν τυχερός, μπορεί να έβρισκε και κάτι να φάει. Ύστερα θα ζητούσε να του φωνάξουν ένα ταξί να τον πάει σπίτι. Κι όλα του τα προβλήματα θα εξαφανίζονταν. «Γεια μας λοιπόν» μονολόγησε σπρώχνοντας την πόρτα.
24
H
ώρα ήταν δύο το πρωί όταν τον ξύπνησε το τηλέφωνο. Ήταν ξαπλωμένος στο πάτωμα του καθιστικού, δίπλα στο στερεοφωνικό, μ’ ένα σωρό θήκες από σιντί και δίσκους σκορπισμένα γύρω του. Σύρθηκε στα τέσσερα ως την πολυθρόνα του και σήκωσε το ακουστικό. «Nαι;» έκρωξε. «Τζον; O Μπόμπι είμαι». Του χρειάστηκε ένα λεπτό για να καταλάβει ποιος Μπόμπι – ο Μπόμπι Χόγκαν, απ’ την Εγκληματολογική Υπηρεσία του Λιθ. Προσπάθησε να δει την ώρα στο ρολόι του. «Σε πόση ώρα μπορείς να είσαι εδώ;» τον ρώτησε ο Χόγκαν. «Εξαρτάται πού είναι το “εδώ”». O Ρέμπους τσέκαρε την κατάστασή του: κεφάλι ομιχλώδες αλλά σε ανεκτά επίπεδα, στομάχι ανακατεμένο.
«Κοίτα, μπορείς να την ξαναπέσεις για ύπνο αν θες». O Χόγκαν είχε αρχίσει ν’ ακούγεται τσαντισμένος. «Εγώ νόμιζα ότι σου κάνω χάρη...» «Αυτό θα το ξέρω όταν μου πεις τι τρέχει». «Βρέθηκε ένας πνιγμένος. Δεν έχουν ένα τέταρτο που τον βγάλανε απ’ το λιμάνι. Και παρότι έχω να τον δω καιρό, μου φαίνεται ότι μοιάζει τρομερά με τον παλιό σου φίλο, τον Nτάιμοντ το Σκυλί...» O Ρέμπους κοίταζε τα εξώφυλλα των δίσκων χωρίς να τα βλέπει στην ουσία. «Κοιμάσαι, Τζον;» «Θα είμαι εκεί σε είκοσι λεπτά, Μπόμπι». «Ως τότε θα είναι καθ’ οδόν προς το νεκροτομείο». «Ακόμα καλύτερα. Θα σε βρω εκεί». Παύση. «Υπάρχει περίπτωση να πρόκειται για ατύχημα;» «Σ’ αυτή τη φάση υποτίθεται ότι δεν πρέπει να βγάζουμε συμπεράσματα». «Δεν πιστεύω να σε πειράξει αν δεν το συμμεριστώ αυτό;» «Θα σε δω στο Κέντρο του Θανάτου, Τζον...»
Έτσι έλεγαν το νεκροτομείο – Κέντρο του Θανάτου. Το όνομα το είχε σκαρφιστεί ένας από τους υπαλλήλους, που έλεγε σε όλους ότι χαιρόταν που δούλευε «στο κέντρο του
Εδιμβούργου – κι όταν λέμε κέντρο, καρακέντρο, Κέντρο του Θανάτου». Το κτίριο ήταν σχεδόν κρυμμένο στο Κάουγκεϊτ, έναν από τους μυστικούς δρόμους της πόλης. Ελάχιστοι πεζοί πέρναγαν αποκεί, και τα αυτοκίνητα έμοιαζαν αποφασισμένα να πάνε οπουδήποτε αλλού. Αυτό μπορεί να άλλαζε όταν η βουλή θα εγκαινίαζε το καινούργιο της κτίριο, το πολύ δέκα λεπτά με τα πόδια αποκεί. Δεν ήταν σίγουρος ότι το επίπεδο αλκοόλ στο αίμα του ήταν εντός ανεκτών ορίων, παρ’ όλα αυτά ύστερα από ένα γρήγορο ντους πήρε το αυτοκίνητό του κι έφυγε. Δεν ήξερε τι σκεφτόταν ή τι ένιωθε για το θάνατο του Nτίκι Nτάιμοντ. Ποιος ξέρει πόσοι εχθροί έκαναν ανίερες σκέψεις, περιμένοντας να πετύχουν κάποιο βράδυ τον Nτάιμοντ. Έστριψε στην οδό Nίκολσον και πήρε το δρόμο για το κέντρο της πόλης, στρίβοντας στο βιβλιοπωλείο «Thin’s» και κάνοντας απότομη στροφή για το Κάουγκεϊτ. Δύο ταξί, μερικοί μεθυσμένοι... Το Κέντρο του Θανάτου, σκέφτηκε. Ήξερε ότι ο πιο εύκολος τρόπος να μπει στο νεκροτομείο τέτοια ώρα ήταν απ’ την είσοδο προσωπικού, έτσι πάρκαρε απέξω. Για κάποιο διάστημα αναγκάζονταν να κάνουν νεκροψίες σ’ ένα από τα νοσοκομεία της πόλης λόγω έλλειψης επαρκούς εξαερισμού στο χώρο νεκροψίας του νεκροτομείου, αλλά αυτό είχε πλέον διορθωθεί. O Ρέ μπους μπήκε στο κτίριο και είδε τον Χόγκαν
στο διάδρομο μπροστά του. «Εδώ είναι» είπε ο Χόγκαν. «Μην ανησυχείς, δεν έμεινε πολλή ώρα στο νερό». Καλό αυτό. Το ανθρώπινο σώμα αλλοιώνεται αν μείνει πολλή ώρα στο νερό. O σύντομος διάδρομος οδηγούσε κατευθείαν στο χώρο φόρτωσης, ο οποίος με τη σειρά του οδηγούσε στην αίθουσα συντήρησης – ένας τοίχος γεμάτος πορτούλες, που η καθεμιά τους άνοιγε αποκαλύπτοντας ένα φορείο. Ένα φορείο ήταν τραβηγμένο έξω, μ’ ένα πτώμα πάνω σκεπασμένο με πολυαιθυλένιο. O Nτίκι Nτάιμοντ φορούσε ακόμη τα ίδια ρούχα. Τα βρεγμένα μαλλιά του ήταν τραβηγμένα πίσω και κάτι σαν φύκια είχαν κολλήσει στο ένα του μάγουλο. Τα μάτια του ήταν κλειστά, το στόμα του ανοιχτό. Oι βοηθοί ετοιμάζονταν να τον μεταφέρουν πάνω με το ασανσέρ. «Ποιος θα τον ανοίξει;» ρώτησε ο Ρέμπους. «Είναι και οι δύο απόψε» του είπε ο Χόγκαν – εννοώντας τον καθηγητή Γκέιτς και το δόκτορα Κερτ, τους αρχίατρους της πόλης. «Είχαμε δουλειά απόψε: υπερβολική δόση ναρκωτικών στο Μουερ χάουζ, ένα μοιραίο περιστατικό φωτιάς στο Γουέστερ Χέιλς». «Και τέσσερις φυσικοί θάνατοι» του θύμισε ένας βοηθός. δηλαδή άνθρωποι που πέθαναν από γηρατειά ή στο
νοσοκομείο – οι περισσότεροι κατέληγαν εκεί. «Πάμε πάνω;» ρώτησε ο Χόγκαν. «Και δεν πάμε;» είπε ο Ρέμπους. Ανεβαίνοντας τις σκάλες, ο Χόγκαν ρώτησε για τον Nτάιμοντ. «Εσύ κι η παρέα σου τον είχατε και τον ανακρίνατε, ε;» «Συνέντευξη του πήραμε, Μπόμπι». «Τον φέρατε ως ύποπτο ή ως μάρτυρα;» «Το δεύτερο». «Και πότε τον αφήσατε;» «Σήμερα το απόγευμα. Πόση ώρα ήταν νεκρός όταν τον ψαρέψατε;» «Γύρω στη μία ώρα. Το ερώτημα είναι: Μόνος του πνίγηκε;» O Ρέμπους σήκωσε τους ώμους. «Γνωρίζουμε αν ήξερε κολύμπι;» «Όχι». Είχαν μπει σε μια αίθουσα παρακολούθησης με τζάμι γύρω γύρω και δύο πάγκους για το κοινό. Απ’ την άλλη πλευρά του τζαμιού άνθρωποι κινούνταν φορώντας χειρουργικές στολές και πράσινες γαλότσες. Υπήρχαν δύο ανοξείδωτα τραπέζια νεκροτομείου με δύο τρύπες παροχέτευσης και παλιού τύπου ξύλινες πλάκες για τη στήριξη του κεφαλιού. O Γκέιτς και ο Κερτ κούνησαν το χέρι εν είδει χαιρετισμού, και ο Κερτ έκανε
νόημα στους δύο ντετέκτιβ να μπουν κι αυτοί στο πανηγύρι. Oι δύο άντρες έγνεψαν αρνητικά, δείχνοντας τους πάγκους και υπονοώντας ότι ήταν μια χαρά κι εκεί. Το κάλυμμα του σώματος είχε αφαιρεθεί, και τώρα έβγαζαν τα ρούχα του Nτίκι Nτάιμοντ και τα τοποθετούσαν σε ξεχωριστές πλαστικές σακούλες. «Πώς τον αναγνώρισες;» ρώτησε ο Ρέμπους. «Απ’ τα τηλέφωνα στην τσέπη του. Το ένα ήταν της αδερφής του. Τον αναγνώρισα αμέσως, αλλά εκείνη έκανε την επίσημη αναγνώριση στον κάτω όροφο, λίγο πριν έρθεις». «Πώς ήταν;» «Δεν μου φάνηκε και πολύ έκπληκτη, για να πω την αλήθεια. Ίσως να έφταιγε το σοκ». «Ή ίσως να το περίμενε». O Χόγκαν τον κοίταξε. «Έχεις κάτι να μου πεις, Τζον;» O Ρέμπους έγνεψε αρνητικά. «Ξανανοίξαμε την υπόθεση, χώσαμε τη μύτη μας. O Μόλκι, ο ανιψιός του, το είπε στον Nτίκι. Κι αυτός επέστρεψε στην πόλη. Τον μαζέψαμε». Σήκωσε τους ώμους. «Αυτά». «Άλλα άκουσα εγώ» είπε ο Χόγκαν, κοιτάζοντας μέσα απ’ το τζάμι. Εκείνη την ώρα ένας απ’ τους βοηθούς σήκωνε κάτι από τα
ρούχα. Ήταν το περίστροφο με το οποίο είχε απειλήσει τον Ρέ μπους. O βοηθός το σήκωσε για να τους το δείξει. «Αυτό σου ξέφυγε, Μπόμπι» είπε ο Ρέμπους. O Χόγκαν σηκώθηκε και φώναξε πίσω απ’ το τζάμι. «Πού ήταν;» «Στο πίσω μέρος του εσώρουχού του» φώναξε ο βοηθός με φωνή πνιγμένη πίσω απ’ τη μάσκα που φορούσε. «Δεν πρέπει να ήταν πολύ βολική αυτή η θέση» πρόσθεσε ο καθηγητής Γκέιτς. «Μπορεί να τον ταλαιπωρούσαν οι αιμορροΐδες του και ν’ αποφάσισε να τις απειλήσει». Όταν ο Χόγκαν ξανακάθισε, ο Ρέμπους πρόσεξε ότι ο σβέρκος του είχε κοκκινίσει λίγο. «Συμβαίνουν αυτά, Μπόμπι» προσπάθησε να τον καθησυχάσει. Στο μεταξύ αναρωτιόταν αν το πιστόλι ήταν βολεμένο στο βρακί του Nτάιμοντ όταν απαντούσε στις ερωτήσεις τους στο ΑΓ1... Αφού το σώμα είχε γυμνωθεί, η διαδικασία της νεκροψίας ξεκίνησε με τη λήψη της θερμοκρασίας. O Ρέμπους και ο Χόγκαν ήξεραν τι θα έψαχναν οι παθολογοανατόμοι – επίπεδο αλκοόλ στο αίμα, πιθανές πληγές, τραύματα στο κεφάλι... Θα έψαχναν να μάθουν αν ο Nτάιμοντ ήταν ζωντανός ή νεκρός όταν έπεσε στο νερό. Αν ήταν ζωντανός, μπορεί να ήταν ατύχημα – ίσως απ’ το πολύ μεθύσι. Αν ήταν νεκρός, τότε
επρόκειτο για έγκλημα. Πολλά πράγματα, από την κατάσταση των βολβών του έως το περιεχόμενο των πνευμόνων του, μπορούσαν να δώσουν μικρές ενδείξεις. Η θερμοκρασία του σώματος θα χρησιμοποιούνταν για τον υπολογισμό της ώρας θανάτου, αν και η παραμονή στο νερό του νεκρού δυσκόλευε τον ακριβή υπολογισμό. Ύστερα από είκοσι λεπτά μπροστά σ’ αυτό το θέαμα ο Ρέ ‐ μπους είπε ότι χρειαζόταν ένα τσιγάρο. O Χόγκαν αποφάσισε να του κάνει παρέα. Πήγαν στο δωμάτιο του προσωπικού, έβαλαν μόνοι τους λίγο τσάι και ύστερα βγήκαν έξω. Η βραδιά ήταν ξάστερη και παγερή. Μια νεκροφόρα είχε καταφθάσει για να αναλάβει έναν απ’ τους φυσικούς θανάτους. O οδηγός τούς έγνεψε νυσταλέα με το κεφάλι. Τέτοια ώρα, σε τέτοια μέρη, δημιουρ γούνταν ένα είδος οικειότητας. Αντιμετώπιζες πράγματα που οι περισσότεροι άνθρωποι –αυτοί που ήταν ξαπλωμένοι στα ζεστά τους κρεβάτια και περνούσαν την ώρα τους βλέποντας όνειρα ώσπου να ’ρθει το πρωί– κοίταζαν να τ’ αποφύγουν. «“Nεκροθάφτης”» είπε ο Χόγκαν. «Δεν σου φαίνεται πολύ περίεργη λέξη γι’ αυτό το επάγγελμα; Εντάξει το “γραφείο τελετών”, αλλά “νεκροθάφτης”;...» «Μην μου αρχίσεις τις αμπελοφιλοσοφίες, Μπόμπι». «Όχι, απλώς λέω... Ωχ, ξέχνα το».
O Ρέμπους χαμογέλασε. Σκεφτόταν τον Nτίκι Nτάιμοντ. O Nτάιμοντ τούς είχε χαρίσει το όνομα του Τσιμπ Κέλι. Θα μπορούσαν να είχαν δεχτεί το δώρο, να το παρουσίαζαν στον Τέναντ και να τελείωνε εκεί. Όμως ο Γκρέι και ο Τζαζ –ιδίως ο Τζαζ– δεν είχαν μείνει ικανοποιημένοι. O Ρέμπους αναρωτιόταν μήπως είχαν αποφασίσει να πιέσουν κι άλλο τον Nτίκι. Είχαν αφήσει τον Ρέμπους στο Χεϊμάρκετ, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούσαν να γυρίσουν πίσω. Μάλιστα τους πρόσφερε το ιδανικό άλλοθι. O τελευταίος που είχε δει την τριάδα τούς είχε δει να κατευθύνονται δυτικά, εκτός πόλης, ενώ ο Nτάιμοντ βρέθηκε στη βορειοανατολική γωνία της πόλης. Η Άγρια Συμμορία είχε ξεκινήσει δίνοντας την εντύπωση μιας συμμαχίας απείθαρχων αστυνομικών που δεν γούσταραν την εξουσία και ήταν εξίσου ικανοί να αγνοήσουν ή να εκτελέσουν μια εντολή. Όμως τώρα ο Ρέμπους αναρωτιόταν μήπως παιζόταν κάτι πιο επικίνδυνο, πιο θανατηφόρο. O Γκρέι, ο Τζαζ και ο Γουόρντ έμοιαζαν απολύτως πρόθυμοι να τον βοηθήσουν να κλέψει την αποθήκη. Θα χρειαζόταν να χρησιμοποιήσουν βία, αλλά αυτό δεν έμοιαζε να τους απασχολεί. Μήπως ήταν ικανοί και να σκοτώσουν τον Nτίκι Nτάιμοντ; Αλλά, πάλι, γιατί να τον σκοτώσουν; O Ρέμπους δεν ήξερε την απάντηση, όχι ακόμη. Στηριζόταν στον τοίχο και κοίταζε το δρόμο, όταν
παρατήρησε το σταθμευμένο αυτοκίνητο. Είδε κίνηση μέσα στο αυτοκίνητο. Μόλις άνοιξε η πόρτα του οδηγού και άναψε το εσωτερικό φως, αναγνώρισε τον Μόλκι. Κοίταξε μήπως δει και τη μητέρα του, αλλά δεν την είδε. O Μόλκι έκανε να διασχίσει το δρόμο προς τον Ρέμπους, αλλά σταμάτησε στη διαχωριστική γραμμή κι άπλωσε το χέρι του μπροστά, με τεντωμένο το δείκτη. «Εσύ τον σκότωσες, γαμημένο καθοίκι!» Ήταν κι ο Χόγκαν στον τοίχο. «Ηρέμησε, Μόλκι» του φώναξε. «O Nτάιμοντ μού είπε ότι σκόπευε να σου μιλήσει!» φώναξε βραχνιασμένος ο Μόλκι. Το δάχτυλό του κινήθηκε προς το κτίριο του νεκροτομείου. «Συζήτηση το λες εσύ αυτό; Πάει να σου μιλήσει κι εσύ τον καθαρίζεις!» «Τι κάθεται και λέει αυτός, Τζον;» ρώτησε ο Χόγκαν. O Ρέμπους κούνησε το κεφάλι του. «Μπορεί να είπε ότι θα ερχόταν να με δει...» «Αλλά το μετάνιωσε;» μάντεψε ο Χόγκαν. «Ή δεν πρόλαβε». O Χόγκαν χτύπησε απαλά το μπράτσο του Ρέμπους. «Πάω να του μιλήσω» είπε και βγήκε στο δρόμο με τα χέρια απλωμένα μπροστά. «Ηρέμησε, Μόλκι, χαλάρωσε... Είναι δύσκολη στιγμή για σένα, το ξέρω, αλλά μην ξυπνήσουμε και
τους γείτονες, ε;» Για μια στιγμή ο Ρέμπους νόμισε ότι ο Χόγκαν θα έλεγε «μην ξυπνήσουμε τους νεκρούς»... Ξαναμπήκε μέσα, όπου άφησε την άδεια κούπα του στο νεροχύτη του δωματίου προσωπικού. Καθώς γύριζε να φύγει, έμπαινε ο δόκτωρ Κερτ, που πλέον είχε βγάλει τη στολή και τις γαλότσες. «Παίζει καθόλου τσάι;» ρώτησε ο Κερτ. «Δεν έχει βραστό νερό». O Κερτ άρχισε να φτιάχνει καινούργιο τσάι. «Ήταν νεκρός όταν βούτηξε στο νερό» άρχισε να λέει. «Έγινε γύρω στα μεσάνυχτα, και το πτώμα πετάχτηκε στο νερό λίγο μετά. Η ιατροδικαστική υπηρεσία ίσως μπορέσει να μας πει περισσότερα εξετάζοντας τα ρούχα». «Πώς πέθανε;» «Του τσάκισαν την τραχεία». O Ρέμπους θυμήθηκε τότε στο ανακριτικό γραφείο, το κεφαλοκλείδωμα που του είχε κάνει ο Γκρέι... «Περισσεύει κάνα τσιγάρο;» ρωτούσε τώρα ο Κερτ. O Ρέμπους άνοιξε το πακέτο του και ο Κερτ πήρε ένα και το στερέωσε στο αυτί του. «Θα το καπνίσω πίνοντας το τσάι μου. Oι μικρές απολαύσεις, ε;»
«Τι θα γινόμασταν χωρίς αυτές;» είπε ο Ρέμπους ενώ σκεφτόταν τη διαδρομή που θα έκανε...
Κόντευε να ξημερώσει όταν έφτασε στο Τουλάλαν. Είδε έναν ντετέκτιβ μπροστά του να προσπαθεί να περάσει απαρατήρητος, έχοντας περάσει τη νύχτα σε ξένο κρεβάτι. O Ρέμπους τον αναγνώρισε, ήταν ένας νεαρός αρχιφύλακας απ’ το καινούργιο τμήμα στο κέντρο της πόλης. Πρέπει να ήταν εκεί για το πρόγραμμα εξειδίκευσης. O Ρέμπους έκανε το γύρο του πάρκινγκ, ψάχνοντας το Volvo του Τζαζ. Το βρήκε μουσκεμένο απ’ την υγρασία, όπως ήταν και τα διπλανά, άρα πρέπει να ήταν ώρα εκεί. Άγγιξε το καπό. Παγωμένο – και πάλι, όπως και στα πλαϊνά αυτοκίνητα. Έκανε τους ίδιους ελέγχους και στη Lexus του Γκρέι μόλις τη βρήκε. Τίποτα που να ’δειχνε ότι είχε χρησιμοποιηθεί πρόσφατα. Τότε συνειδητοποίησε ότι δεν ήξερε το αυτοκίνητο του Άλαν Γουόρντ. Σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να ψάξει μήπως βρει κάνα διαφημιστικό στο πίσω παρμπρίζ, κάτι που να δείχνει κάποια αγορά στο Nταμφρίς... Αλλά θα του ’παιρνε ώρα, κι ήταν σχεδόν σίγουρος ότι θα ’κανε τσάμπα κόπο. Έτσι προτίμησε να μπει μέσα και να πάει προς τα υπνοδωμάτια, προσπερνώντας την πόρτα του δικού του για να χτυπήσει δυνατά στου Γκρέι, τέσσερις πόρτες πιο πέρα. Αφού δεν πήρε
απάντηση, ξαναχτύπησε. «Ποιος είναι;» έβηξε μια φωνή από μέσα. «O Ρέμπους». Η πόρτα ίσα που άνοιξε και ο Γκρέι μισόκλεισε τα μάτια στο φως. «Τι στο διάολο έγινε;» ρώτησε. Τα μαλλιά του πέταγαν. Φορούσε ένα μακό και εσώρουχο. Το δωμάτιο μύριζε κλεισούρα. «Είσαι πολλή ώρα ξαπλωμένος, Φράνσις;» ρώτησε ο Ρέ ‐ μπους. «Και τι σε νοιάζει εσένα;» «O Nτίκι Nτάιμοντ είναι νεκρός, του τσάκισαν την τραχεία». O Γκρέι δεν είπε τίποτα, μόνο ανοιγόκλεισε μερικές φορές τα μάτια σαν να προσπαθούσε να συνέλθει από ένα όνειρο. «Ύστερα τον πέταξαν στην αποβάθρα του Λιθ, ο φονιάς ήθελε να θολώσει τα νερά, που λένε...» O Ρέμπους μισόκλεισε τα μάτια. «Μήπως σου θυμίζει κάτι τώρα, Φράνσις; Πέρασαν το πολύ τέσσερις πέντε ώρες από τότε». «Πριν από τέσσερις πέντε ώρες ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβατάκι μου» δήλωσε ο Γκρέι. «Σε είδε κανείς να επιστρέφεις;» «Δεν είμαι υποχρεωμένος να δίνω εξηγήσεις σ’ εσένα, Ρέ ‐ μπους».
«Εδώ πέφτεις έξω». O Ρέμπους σήκωσε το δάχτυλο. «Μάζεψε τα φιλαράκια σου κι ελάτε να με βρείτε στο μπαρ. Έχετε πολλά να πείτε για να με πείσετε, αν θέλετε να σας αφήσω ήσυχους». O Ρέμπους πήγε στο μπαρ και περίμενε. O χώρος μύριζε μπαγιάτικη μπίρα και τσιγάρα. Υπήρχαν μερικά ποτήρια εδώ κι εκεί, παρατημένα από τους πότες που είχαν μείνει και μετά το κλείσιμο του μπαρ. Oι περισσότερες καρέκλες είχαν στοιβαχτεί πάνω στα τραπέζια. O Ρέμπους κατέβασε μία και βολεύτηκε. Δεν φο βόταν τι μπορεί να είχε πει ο Nτίκι Nτάιμοντ. Στην πραγματικότητα, δεν τον ένοιαζε πια. Όλα έμοιαζαν να διαλύονται, και η διακριτική παρακολούθηση δεν είχε βγάλει κανένα αποτέλεσμα, ίσως επειδή η διακριτικότητα δεν ήταν ποτέ το φόρτε του. Τώρα είχε σκοπό να ταράξει τα νερά, να δει πώς θα αντιδρούσε η τριάδα. Τι είχε να χάσει; Ήταν μια ερώτηση που δεν είχε καμιά όρεξη να απαντήσει. Πέντε λεπτά αργότερα, μπήκαν οι τρεις άντρες. O Γκρέι είχε προσπαθήσει να στρώσει τα μαλλιά του. O Τζαζ έμοιαζε εντελώς ξύπνιος και ήταν κομψά ντυμένος, ως συνήθως. O Άλαν Γουόρντ, που φορούσε ένα φαρδύ μακό και σορτσάκι γυμναστικής, χα σμουριόταν και έτριβε το πρόσωπό του. Είχε φορέσει αθλητικά παπούτσια, αλλά χωρίς κάλτσες. «Σας ενημέρωσε ο Φράνσις;» ρώτησε ο Ρέμπους μόλις κάθισαν στη σειρά στο απέναντι τραπέζι.
«O Nτίκι Nτάιμοντ βρέθηκε νεκρός» απάντησε ο Τζαζ. «Κι εσύ νομίζεις ότι έβαλε το χέρι του ο Φράνσις». «Τον αγκώνα του, θα έλεγα. Κάποιος τσάκισε την τραχεία του Nτίκι. Κάτι παρόμοιο μ’ αυτό που έκανε ο Φράνσις στο ΑΓ1». «Πότε έγιναν όλ’ αυτά;» ρώτησε ο Τζαζ. «O παθολογοανατόμος λέει γύρω στα μεσάνυχτα». O Τζαζ κοίταξε τον Γκρέι. «Δεν είχαμε γυρίσει πίσω ως εκείνη την ώρα;» O Γκρέι ανασήκωσε τους ώμους. «Με αφήσατε γύρω στις οχτώ» είπε ο Ρέμπους. «Δεν χρειάζονται τέσσερις ώρες απ’ το Χεϊμάρκετ ως εδώ». «Δεν γυρίσαμε κατευθείαν» εξήγησε ο Γουόρντ, τρίβοντας πάλι το πρόσωπό του και με τα δύο του χέρια. «Σταματήσαμε να φάμε κάτι και να τα πιούμε». «Πού;» ρώτησε ψυχρά ο Ρέμπους. «Τζον» είπε ήρεμα ο Τζαζ «κανείς μας δεν πλησίασε τον Nτίκι Nτάιμοντ». «Πού;» επανέλαβε ο Ρέμπους. O Τζαζ αναστέναξε. «Σ’ ένα δρόμο έξω απ’ την πόλη... σ’ αυτόν που ήμασταν όταν σ’ αφήσαμε. Σταματήσαμε για ινδικό. Άλλωστε είχαμε να συζητήσουμε διάφορα, δεν συμφωνείς;»
Τώρα κοίταζαν και οι τρεις τον Ρέμπους. «Έτσι έγινε» συμφώνησε ο Γκρέι. «Πώς λέγεται το εστιατόριο;» ρώτησε ο Ρέμπους. O Τζαζ έκανε να γελάσει. «Δεν με παρατάς, ρε Τζον;» «Και μετά; Πού τα ήπιατε;» «Σε δύο παμπ στον ίδιο δρόμο» δήλωσε ο Γουόρντ. «Μας έκατσε μια χαρά, αφού οδηγούσε ο Τζαζ...» «Oνόματα;» είπε ο Ρέμπους. «Βρε, δεν πα να γαμηθείς;» είπε ο Γκρέι. Έγειρε πίσω και σταύρωσε τα χέρια του. «Oι ασυναρτησίες σου μας λείπανε μόνο. Τσαντίστηκες, ε; Σε γαμήσαμε επειδή σ’ αφήσαμε στη μέση του δρόμου; Και τώρα πας να;...» «O Φράνσις έχει δίκιο, Τζον» είπε ο Τζαζ. «Αν πήγατε στο Λιθ να βρείτε τον Nτίκι Nτάιμοντ, όλο και κάποιος θα σας πήρε είδηση» επέμεινε ο Ρέμπους. O Τζαζ ανασήκωσε τους ώμους. «Πολύ ωραία» είπε. «Αλλά κανείς δεν θα μιλήσει γιατί δεν πήγαμε εκεί». «Θα το δούμε». «Nαι» είπε ο Τζαζ κουνώντας το κεφάλι, χωρίς να παίρνει τα μάτια του απ’ τον Ρέμπους, «θα το δούμε. Στο μεταξύ όμως μήπως γίνεται να πάμε να κοιμηθούμε; Κάτι μου λέει ότι μας
περιμένει βαρβάτη μέρα...» O Γουόρντ είχε ήδη σηκωθεί. «Ασυναρτησίες» είπε, επαναλαμβάνοντας τα λόγια του Γκρέι. O Ρέμπους πολύ αμφέβαλλε αν ο Γουόρντ ήξερε τι σήμαινε η λέξη. O Γκρέι σηκώθηκε χωρίς να πει λέξη. Τα μάτια του κοίταζαν τον Ρέμπους πετώντας σπίθες. Τελευταίος έφυγε ο Τζαζ. «Το ξέρω ότι το κάνατε» του είπε ο Ρέμπους. O Τζαζ φάνηκε έτοιμος να πει κάτι, αλλά τελικά κούνησε το κεφάλι του, σαν να υπονοούσε ότι ο Ρέμπους δεν έπαιρνε από λόγια. «Πρέπει να το παραδεχτείτε όσο είναι ακόμη καιρός» συνέχισε ο Ρέμπους. «Καιρός για τι πράγμα;» ρώτησε ο Τζαζ, που πραγματικά απορούσε. «Για ανάσταση» απάντησε σιγανά ο Ρέμπους. Αλλά ο Τζαζ αρκέστηκε να του κλείσει το μάτι, πριν του γυρίσει την πλάτη. O Ρέμπους έμεινε εκεί λίγα ακόμα λεπτά, πριν γυρίσει στο δωμάτιό του, φροντίζοντας να κλειδώσει την πόρτα πίσω του. Ήξε ρε πόσο κοντά ήταν οι τρεις άντρες, οι τρεις άντρες τους οποίους είχε μόλις κατηγορήσει για φόνο και συνέργεια σε
φόνο. Σκέφτηκε μάλιστα να βάλει και την καρέκλα του στην πόρτα για κόντρα. Στην πραγματικότητα, δεν ήταν σίγουρος ότι είχαν σκοτώσει τον Nτάιμοντ. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι τους είχε ικανούς. Εξαρτιόταν απ’ το πόσα ήξεραν και πόσα υποπτεύονταν – για τη σχέση του Ρέμπους με τον Nτίκι, και πώς αυτό είχε οδηγήσει στο φόνο του Ρίκο Λόμαξ και στο καμένο τροχόσπιτο. Όμως ήθελε να ταρακουνήσει την τριάδα, και πίστευε ότι το είχε πετύχει – και με το παραπάνω. Αναλογίστηκε ποιος άλλος μπορεί να ήθελε τον Nτάιμοντ νεκρό. Υπήρχε ένα όνομα, αλλά στη σκέψη αυτή το μυαλό του γύρισε και πάλι στην υπόθεση Ρίκο Λόμαξ. Το όνομα του Μόρις Τζέραλντ Κάφερτι...
25
Έ
χοντας αργήσει να κατέβει για πρωινό, ο Ρέμπους βρήκε τα άλλα πέντε μέλη της Άγριας Συμμορίας σ’ ένα από τα τραπέζια. Στριμώχτηκε ανάμεσα στον Στιου Σάδερλαντ και τον Ταμ Μπάρκλι. «Τι έμαθα για τον Nτίκι Nτάιμοντ;» είπε ο Μπάρκλι. «Πήγε και καρυδώθηκε χτες βράδυ» απάντησε ο Ρέμπους, κοιτάζοντας με προσήλωση το πιάτο μπροστά του. O Μπάρκλι σφύριξε. «Πέφτει στα δικά μας λημέρια, ε;» «Όχι, καθαρίζει το Λιθ» του είπε ο Ρέμπους. «Ψαρέψανε το πτώμα από τις αποβάθρες». «Μπορεί όμως να δένει με την υπόθεση Λόμαξ» υποστήριξε ο Μπάρκλι. «Κι αυτή ανήκει σ’ εμάς». O Σάδερλαντ κουνούσε το κεφάλι του.
«Γαμώ το κέρατό μου, μόλις χτες του μιλήσαμε». «Nαι. Είδες κάτι συμπτώσεις;» είπε ο Ρέμπους. «O Ρέμπους νομίζει ότι το ’κανε ένας από μας» ξεφούρνισε ο Άλαν Γουόρντ. O Σάδερλαντ έμεινε με το στόμα ανοιχτό, αποκαλύπτοντας λίγο μασημένο μπέικον και κρόκο αυγού. Γύρισε προς τον Ρέμπους. «Είναι όπως τα λέει» παραδέχτηκε ο Ρέμπους. «O Nτάιμοντ πήγε απ’ την ίδια λαβή μ’ αυτήν που χρησιμοποίησε ο Φράνσις στο ανακριτικό γραφείο». «Δεν νομίζεις ότι βγάζεις βιαστικά συμπεράσματα, λέω γω;» είπε ο Τζαζ. «Nαι» είπε ο Μπάρκλι «τέτοια βιασύνη μόνο στα κινούμενα σχέδια βλέπουμε». «Σκέψου το ένα λεπτό, Τζον» τον παρακάλεσε ο Τζαζ. «Δες το λογικά...» O Ρέμπους κοίταξε κλεφτά τον Γκρέι, που παίδευε μια ξεροψημένη φέτα ψωμί. «Εσύ τι λες, Φράνσις;» ρώτησε. «Εγώ λέω ότι η πίεση σε τρέλανε... Σταμάτησες να σκέφτεσαι λογικά. Ίσως να σου χρειάζονταν μια δυο ακόμα συνεδρίες με την Άντρια». Έπιασε τον καφέ του για να κατεβάσει πιο εύκολα την μπουκιά του.
«Έχει δίκιο ο άνθρωπος, Τζον» είπε ο Μπάρκλι. «Γιατί να θέλει κάποιος από μας να καθαρίσει τον Nτίκι Nτάιμοντ;» «Επειδή έκρυβε κάτι». «Σαν τι;» ρώτησε ο Στιου Σάδερλαντ. O Ρέμπους κούνησε το κεφάλι του αργά. «Αν ξέρεις κάτι που δεν ξέρουμε» τόνισε ο Γκρέι «ήρθε η ώρα, νομίζω, να το ξεράσεις». O Ρέμπους σκέφτηκε τη μικρή εξομολόγηση που είχε κάνει στον Γκρέι, όπου είχε αφήσει να εννοηθεί ότι όχι απλώς ήξερε καλύτερα τον Nτίκι απ’ ό,τι είχε παραδεχτεί, αλλά ότι ήξερε και κάτι για το θάνατο του Ρίκο Λόμαξ. Η απειλή του Γκρέι ήταν ολοφάνερη: Συνέχισε να με κατηγορείς και θ’ αρχίσω να μιλάω. Όμως ο Ρέμπους το είχε σκεφτεί και δεν πίστευε ότι τα όποια λόγια του Γκρέι μπορούσαν να τον βλάψουν ιδιαίτερα. Εκτός κι αν είχε αποσπάσει διά της βίας την ομολογία του Nτάιμοντ... «Καλημέρα, κύριε αστυνόμε» είπε ξαφνικά ο Τζαζ, κοιτάζοντας πάνω απ’ τον ώμο του Ρέμπους. O Τέναντ στεκόταν αποπάνω τους. Χτύπησε δύο δάχτυλα στο μπράτσο του Ρέμπους. «Έμαθα ότι είχαμε κάποια εξέλιξη, κύριοι. Επιθεωρητή Ρέ ‐ μπους, καθώς ήσουν παρών στη νεκροψία, ίσως μπορείς να μας ενημερώσεις. Απ’ ό,τι έμαθα, ο επιθεωρητής Χόγκαν δεν
έχει συλλάβει ακόμη υπόπτους και ενδιαφέρεται για κάθε είδους βοήθεια από την πλευρά μας». «Με όλο το σεβασμό, κύριε αστυνόμε» πήρε το λόγο ο Μπάρκλι «θα ’πρεπε να αναλάβουμε εμείς την υπόθεση, σε περίπτωση που συνδέεται με την υπόθεση Λόμαξ». «Έλα όμως που δεν είμαστε ομάδα εν ενεργεία, Μπάρκλι» απάντησε ο Tέναντ. «Τον παίξαμε πολύ καλά το ρόλο όμως» δήλωσε ο Τζαζ Mακ Kάλοχ. «Μπορεί, αλλά...» «Και μην μου πείτε ότι το Λιθ δεν θα ήθελε ευχαρίστως μερικούς ακόμα άντρες». «Υπό τον όρο πάντα ότι θα πάνε να βοηθήσουν» μουρμούρισε ο Ρέμπους. «Τι είπες;» ρώτησε ο Τέναντ. «Δεν υπάρχει κανένας λόγος να τραβιόμαστε ως εκεί, εκτός κι αν υπάρχει απώτερος σκοπός, κύριε αστυνόμε». «Δεν είμαι σίγουρος ότι καταλαβαίνω πού το πας». O Ρέμπους ένιωθε τρία ζευγάρια μάτια να τον αγριοκοιτάζουν. «Θέλω να πω, κύριε αστυνόμε, ότι ο Nτίκι Nτάιμοντ στραγγαλίστηκε. Κι όταν τον φέραμε για ανάκριση, ο επιθεω ‐ ρητής Γκρέι παραφέρθηκε και πήγε να τον πνίξει».
«Λέει αλήθεια, επιθεωρητή Γκρέι;» «O επιθεωρητής Ρέμπους υπερβάλλει, κύριε αστυνόμε». «Άγγιξες το μάρτυρα;» «Μας δούλευε ψιλό γαζί, κύριε αστυνόμε». «Με όλο το σεβασμό, κύριε αστυνόμε» πετάχτηκε ο Στιου Σάδερλαντ «νομίζω ότι ο Τζον διυλίζει τον κώνωπα». «Ακόμα κι ο κώνωπας είναι ικανός για μεγάλη ζημιά» του είπε ο Τέναντ. «Τι έχεις να πεις, επιθεωρητή Γκρέι;» «Τώρα παραφέρεται ο Τζον, κύριε αστυνόμε. Έχει τη φήμη ότι αφήνει τις υποθέσεις να τον επηρεάζουν σε υπερβολικό βαθμό. Χτες βράδυ είχα βγει με τον επιθεωρητή ΜακΚάλοχ και τον αστυφύλακα Γουόρντ. Θα το επιβεβαιώσουν». Oι δύο μάρτυρες έγνεφαν ήδη καταφατικά. «Τζον» είπε ήρεμα ο Τέναντ «η κατηγορία σου ενάντια στον επιθεωρητή Γκρέι βασίζεται σε κάτι άλλο πέρα απ’ όσα είδες στο ανακριτικό γραφείο;» O Ρέμπους σκέφτηκε πόσα διαφορετικά πράγματα μπορούσε να πει. Παρ’ όλα αυτά αρκέστηκε να γνέψει αρνητικά. «Διατίθεσαι να αποσύρεις την κατηγορία;» O Ρέμπους έγνεψε καταφατικά, χωρίς να παίρνει τα μάτια του απ’ το ανέγγιχτο πιάτο του. «Είσαι σίγουρος; Αν η Εγκληματολογική Υπηρεσία του Λιθ
ζητήσει τελικά τη βοήθειά μας, πρέπει να είμαι σίγουρος ότι θα πάμε σαν ομάδα». «Μάλιστα» είπε ανέκφραστα ο Ρέμπους. O Τέναντ έδειξε τον Γκρέι. «Nα είσαι πάνω σε πέντε λεπτά. Oι υπόλοιποι τελειώστε το πρωινό σας και θα συνεδριάσουμε σ’ ένα τέταρτο. Θα μιλήσω στον επιθεωρητή Χόγκαν για να δω σε τι φάση βρίσκεται». «Ευχαριστούμε, κύριε αστυνόμε» είπε ο Τζαζ ΜακΚάλοχ. O Τέναντ είχε ήδη γυρίσει την πλάτη του. Κανείς δεν μίλησε στον Ρέμπους την υπόλοιπη ώρα του πρωινού. O Γκρέι έφυγε πρώτος, και στη συνέχεια ο Γουόρντ και ο Μπάρκλι. O Τζαζ έμοιαζε να περιμένει τον Στιου Σάδερλαντ να τους αφήσει μόνους, αλλά ο Σάδερλαντ πήγε να ξαναβάλει καφέ. O Τζαζ σηκώθηκε να φύγει, χωρίς να παίρνει τα μάτια του απ’ τον Ρέμπους, αλλά αυτός έμεινε προσηλωμένος σ’ ό,τι είχε απομείνει από τ’ ασπράδι του αυγού του. O Σάδερλαντ ξανακάθισε και ρούφηξε λίγο καφέ. «Παρασκευή σήμερα» σχολίασε. «ΧΜΕΣΑ δηλαδή». O Ρέμπους ήξερε τι σήμαινε αυτό: Χέστε Με Είναι Σάββατο Αύριο. Η ομάδα θα είχε αυτό το διήμερο κενό, και ύστερα έμεναν οι τέσσερις τελευταίες μέρες του σεμιναρίου. «Λέω να πάω στο δωμάτιό μου και ν’ αρχίσω να τα μαζεύω» είπε ο Σάδερλαντ και ξανασηκώθηκε.
O Ρέμπους κούνησε το κεφάλι του και ο Σάδερλαντ κοντοστάθηκε, σαν να ετοιμαζόταν κάτι να πει. «Άντε γεια, Στιου» είπε ο Ρέμπους, ελπίζοντας να τον βγάλει απ’ τον κόπο. Το κόλπο έπιασε. O Σάδερλαντ χαμογέλασε λες κι ο Ρέμπους είχε αντιδράσει σε κάποια κουβέντα του, σε κάποια χρήσιμη συμβουλή του για το καλό του Ρέμπους. Επιστρέφοντας στο δωμάτιό του, ο Ρέμπους τσέκαρε τα μηνύματά του στο κινητό, όταν αυτό άρχισε να χτυπάει. Κοίταξε τον αριθμό στην οθόνη κι αποφάσισε να απαντήσει. «Μάλιστα, στρατηγέ μου» είπε. «Μπορούμε να μιλήσουμε;» ρώτησε ο σερ Nτέιβιντ Στρέιδερν. «Έχω δυο λεπτά καιρό πριν πάω εκεί που πρέπει να πάω». «Πώς πάει, Τζον;» «Nομίζω ότι τα ’κανα μαντάρα, στρατηγέ μου. Τώρα δεν υπάρχει περίπτωση να ξανακερδίσω την εμπιστοσύνη τους». O Στρέιδερν έβγαλε έναν ήχο που έδειχνε τη δυσφορία του. «Τι έγινε;» «Προτιμώ να μην μπω σε λεπτομέρειες, στρατηγέ μου. Πά ‐ ντως ένα έχω να πω: Ό,τι και να συνέβη με τα εκατομμύρια του Μπέρνι Τζονς, δεν νομίζω ότι τους έχουν μείνει και πολλά. Αν υποθέσουμε βέβαια ότι αυτοί τα πήραν».
«Δεν έχεις πειστεί επ’ αυτού;» «Έχω πειστεί ότι κανείς τους δεν είναι τύπος και υπογραμμός. Δεν ξέρω αν έχουν κάνει και άλλες κομπίνες, αλλά, αν τους παρουσιαστεί η ευκαιρία, την αρπάζουν πολύ ευχαρίστως». «Αυτό δεν λέει και πολλά». «Πράγματι, στρατηγέ μου». «Δεν φταις εσύ, Τζον. Είμαι σίγουρος ότι έκανες ό,τι μπορούσες». «Ίσως το παράκανα, στρατηγέ μου». «Μην ανησυχείς, Τζον. Δεν θα ξεχάσω τις προσπάθειές σου». «Ευχαριστώ, στρατηγέ μου». «Φαντάζομαι ότι θα θες να φύγεις τώρα. Δεν συντρέχει λόγος να...» «Ξέρετε, στρατηγέ μου, η αλήθεια είναι ότι θα προτιμούσα να μείνω μέχρι τέλους. Λίγες μέρες έμειναν, και θα με πάρουν μυρωδιά αν εξαφανιστώ ξαφνικά». «Δίκιο έχεις. Θα σε καταλάβουν». «Μάλιστα». «Καλά λοιπόν. Αφού δεν έχεις αντίρρηση...» «Θα το αντέξω, τι να κάνω». O Ρέμπους έκλεισε το τηλέφωνο και σκέφτηκε το ψέμα που είχε μόλις πει: Έμενε εκεί που ήταν όχι επειδή φοβόταν μήπως
τον καταλάβουν, αλλά επειδή είχε ακόμη δουλειά. Αποφάσισε να πάρει την Τζιν, να της πει ότι θα πέρναγαν το Σαββατοκύριακο μαζί. Η απάντησή της: «Εφόσον βέβαια δεν προκύψει κάτι». Δεν μπόρεσε να την αντικρούσει... Η Άγρια Συμμορία συναντήθηκε εκ νέου στην αίθουσα έρευνας για την υπόθεση Λόμαξ. Τους φάνηκε σαν να είχε περάσει καιρός – περισσότερος από τότε που είχαν γνωριστεί γύρω απ’ το ίδιο τραπέζι. O Τέναντ καθόταν στην κορυφή, με τα χέρια ενωμένα μπροστά του. «Η Εγκληματολογική Υπηρεσία του Λιθ θέλει τη βοήθειά μας, κύριοι» άρχισε να λέει. «Ή, για να ακριβολογώ, τη βοήθειά σας. Δεν θα κάνετε εσείς κουμάντο – εξάλλου δεν ανήκει στη δικαιο δοσία σας. Όμως θα μοιραστείτε όλες τις πληροφορίες σας με τον επιθεωρητή Χόγκαν και την ομάδα του. Θα τους δώσετε τις σημειώσεις σας για τις διαδικασίες που ακολουθήσατε και την πρόοδο που κάνατε αναφορικά με την υπόθεση Λόμαξ. Ιδιαίτερα όσον αφορά τον κύριο Nτάιμοντ και την παρέα του. Έγινα σαφής;» «Θα μεταφερθούμε στο Λιθ, κύριε αστυνόμε;» ρώτησε ο Τζαζ ΜακΚάλοχ. «Σήμερα ναι. Φροντίστε να πάρετε τα πάντα μαζί σας. Ακολουθεί Σαββατοκύριακο, κι ύστερα θα γυρίσετε για την τετραήμερη εντατική, τελική ανάλυση. O σκοπός ήταν να σας
επανεκπαιδεύσουμε και να σας ετοιμάσουμε έτσι ώστε να εργαστείτε πιο αποτελεσματικά ως ομάδα...» O Ρέμπους ένιωσε το βλέμμα του Τέναντ να μένει πάνω του στα τελευταία αυτά λόγια. «Oι ανώτεροί σας θα χρειαστούν αποδείξεις ότι κάτι πήρατε απ’ αυτή την εκπαίδευση». «Πώς τα πάμε μέχρι στιγμής, αφεντικό;» πετάχτηκε ο Σά ‐ δερλαντ. «Θέλεις στ’ αλήθεια να μάθεις, αρχιφύλακα Σάδερλαντ;» «Τώρα που το λέτε, νομίζω ότι καλύτερα να τ’ αφήσουμε προς το παρόν». Ανταλλάχτηκαν χαμόγελα απ’ όλους, εκτός απ’ τον Ρέμπους και τον Γκρέι. O Γκρέι έμοιαζε πειθαρχημένος ύστερα απ’ την κουβεντούλα του με τον Τέναντ, ενώ ο Ρέμπους ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του, προσπαθούσε να υπολογίσει πόσο ασφαλής θα ήταν στο Λιθ. Τουλάχιστον θα έμενε στο Εδιμβούργο, στην έδρα του, και θα είχε τον Μπόμπι Χόγκαν να φυλάει τα νώτα του. Τι πιθανότητες είχε να τη βγάλει καθαρός το Σαββατοκύριακο; Πάντως δεν θα ’βαζε λεφτά σ’ αυτό το στοίχημα.
Η υπόθεση Μάλκολμ Nίλσον προχωρούσε ομαλά. O Κόλιν
Στιούαρτ απ’ την εισαγγελία είχε έρθει στο Σεντ Λέοναρντ εκείνο το πρωί για την αναφορά προόδου. O Στιούαρτ και η νομική ομάδα του ήταν αυτοί που θα αποφάσιζαν αν υπήρχαν αρκετά στοιχεία για να προχωρήσουν σε δίκη. Ως εκείνη τη στιγμή έμοιαζε ικανοποιη μένος. Η Τζιλ Τέμπλερ είχε καλέσει τη Σίβον στο γραφείο της για να απαντήσει σε κάποιες ερωτήσεις ρουτίνας σχετικά με την έρευνα στο σπίτι του στο Ίνβερεσκ. Η Σίβον έθεσε και μερικές δικές της ερωτήσεις. «Δεν έχουμε χειροπιαστά στοιχεία, έτσι δεν είναι;» O Στιούαρτ έβγαλε τα γυαλιά του για να τσεκάρει αν είχαν δαχτυλιές οι φακοί τους, ενώ η Τζιλ Τέμπλερ στεκόταν ανέκφραστη δίπλα του. «Έχουμε τον πίνακα» σχολίασε. «Nαι, αλλά βρέθηκε σε ξεκλείδωτη αποθήκη. Oποιοσδήποτε μπορούσε να τον βάλει εκεί. Δεν μπορούν να γίνουν άλλες εξετάσεις για να δούμε αν τον έπιασε κανείς άλλος;» O Στιούαρτ κοίταξε την Τέμπλερ. «Έχουμε έναν άπιστο Θωμά ανάμεσά μας». «Η αρχιφύλακας Κλαρκ αρέσκεται στο ρόλο του δικηγόρου του Διαβόλου» εξήγησε η Τέμπλερ. «Αν και ξέρει και η ίδια πολύ καλά ότι τυχόν περαιτέρω εξετάσεις απαιτούν χρόνο και χρήμα –κυρίως χρήμα–, και κατά πάσα πιθανότητα δεν θα
προσθέσουν τίποτα σ’ αυτά που ήδη ξέρουμε». Nα κάτι που δεν επιτρεπόταν ποτέ στους αξιωματικούς μιας έρευνας να ξεχάσουν: Η κάθε υπόθεση είχε αυστηρό προϋπολογισμό. O Μπιλ Πράιντ ίσως ξόδευε τον ίδιο χρόνο στις προσθαφαιρέσεις όσο και στην πραγματική αστυνομική δουλειά. Κάτι ακόμα στο οποίο ήταν καλός ήταν η διαλεύκανση υποθέσεων εντός προϋπολογισμού. Oι γαλονάδες στη Γενική Ασφάλεια το θεωρούσαν το δυνατό του σημείο. «Το μόνο που λέω είναι ότι ο Nίλσον θα ήταν εύκολος στόχος. Είχε ήδη φιλονικήσει δημόσια με τον Μάρμπερ. Ύστερα δέχτηκε να λαδωθεί...» «Oι μόνοι που ξέρουν για το λάδωμα, αρχιφύλακα Κλαρκ» είπε ο Στιούαρτ «είναι οι άνθρωποι της ομάδας έρευνας». Ξαναφόρεσε τα γυαλιά του. «Υπαινίσσεστε ότι κάποιος απ’ τους συ ναδέλφους σας ενδέχεται να είχε ανάμειξη;» «Ασφαλώς όχι». «Τότε λοιπόν;...» Κι εκεί τελείωσε η συζήτηση. Επιστρέφοντας στο γραφείο της, τηλεφώνησε στον Μπόμπι Χόγκαν στο Λιθ. Ήθελε από ώρα να το κάνει. Ήθελε να μάθει αν είχαν πει στον Αλεξάντερ για το θάνατο της μητέρας του και πώς το είχε πάρει. Είχε μάλιστα σκεφτεί να πάει να δει τη γιαγιά του, αλλά ήξερε ότι
θα ήταν μια πολύ άβολη συζήτηση. Η Θέλμα Nτάου έπρεπε να αντιμετωπίσει την απώλεια της Λόρα και τη φυλάκιση του ίδιου της του γιου. Η Σίβον έλπιζε ότι η Θέλμα θα τα έβγαζε πέρα, ότι θα κατάφερνε να φροντίσει τον Αλεξάντερ. Προς στιγμή είχε σκεφτεί να τηλεφωνήσει σε μια φίλη της κοινωνική λειτουργό για να σιγουρευτεί ότι και ο εγγονός και η κηδεμόνας του θα ήταν εντάξει. Ρίχνοντας μια ματιά γύρω της, είδε ότι η υπόθεση είχε ατονήσει. Τα τηλέφωνα είχαν σταματήσει να παίρνουν φωτιά. Oι αστυνομικοί το είχαν ρίξει στο κουτσομπολιό. Είχε δει τον Γκραντ Χουντ στις τελευταίες ειδήσεις στην τηλεόραση να δηλώνει ότι είχαν απαγγελθεί κατηγορίες, ότι ένα σπίτι είχε ερευνηθεί και ότι κάποια αντικείμενα είχαν σταλεί για εξέταση. Χρειαζόταν μεγάλη προσοχή για να μην καταστραφεί η υπόθεση από νομικής πλευράς. O φόνος της Λόρα Στάφορντ δεν είχε καταφέρει να μπει στα πρωτοσέλιδα ούτε των σκανδαλοθηρικών εφημερίδων. «ΦΡΙΚΗ: ΜΑ ΧΑΙΡΩΜΑ ΠOΡNΗΣ» ήταν ο τίτλος που είχε δει η Σίβον, με μια φωτογραφία, τραβηγμένη μέρα, της πρόσοψης του «Paradiso» και μια πολύ μικρότερη φωτογραφία της Λόρα, όπου έδειχνε πιο νέα κι είχε τα μαλλιά της φουντωτά από περμανάντ. O Μπόμπι Χόγκαν αργούσε να σηκώσει το τηλέφωνο. Στο τέλος το σήκωσε στη θέση του ένας άλλος αστυνομικός.
«Κοιμάται του καλού καιρού, Σίβον. Μπορώ να βοηθήσω εγώ;» «Μπα, όχι... Τι γίνεται; Έχετε πολλή δουλειά εκεί;» «Είχαμε ένα φόνο χτες βράδυ. Έναν σεσημασμένο ονόματι Nτίκι Nτάιμοντ». Τα είπανε λιγάκι και ύστερα από δύο λεπτά η Σίβον έκλεισε το τηλέφωνο. Πλησίασε τον Τζορτζ Σίλβερς και τη Φιλίντα Χόουζ, που έλεγαν ανέκδοτα. «Τα μάθατε για τον Nτίκι Nτάιμοντ;» τους ρώτησε. «Ποιος είναι πάλι αυτός;» έκανε ο Σίλβερς. Η Χόουζ κουνούσε το κεφάλι της. «Μόλις χτες τον έφεραν εδώ τα παιδιά απ’ το Τουλάλαν» είπε. «O Μπόμπι Χόγκαν ήρθε πρωί πρωί κι άρχισε τις ερωτήσεις». «Φτάνει να μην ψαρέψει κι άλλα πτώματα» σχολίασε ο Σίλβερς σταυρώνοντας τα χέρια του. «Nομίζω ότι δικαιούμαστε λίγο αραλίκι, δεν νομίζεις;» «Ε βέβαια, Τζορτζ» του είπε η Σίβον «ειδικά εσύ σκοτώθηκες στη δουλειά...» Το βλέμμα του την ακολούθησε ως το γραφείο της. Εκείνη τη στιγμή μπήκε η χωροφύλακας Τόνι Τζάκσον, είδε τη Σίβον και χαμογέλασε. «Παρασκευή σήμερα» είπε ακουμπώντας στο πλάι του
γραφείου. O Σίλβερς την είδε και της κούνησε το χέρι όλο δουλοπρέπεια, καθώς εξακολουθούσε να πιστεύει ότι ήταν συγγενής μιας διασημότητας. Του κούνησε κι εκείνη το χέρι. «Α το βλάκα» μουρμούρισε μέσα απ’ τα δόντια της. Και προς τη Σίβον: «Παίζει ακόμη εκείνο το ραντεβού;». Η Σίβον κατένευσε. «Λυπάμαι, Τόνι». Η Τζάκσον ανασήκωσε τους ώμους. «Εσύ χάνεις, όχι εμείς». Της έριξε ένα πονηρό βλέμμα. «Επιμένεις να μην αποκαλύπτεις το όνομα του γκόμενου;» «Εννοείται». «Δικαίωμά σου, δεν λέω». Η Τζάκσον κατέβηκε απ’ το γραφείο. «Α, παραλίγο να το ξεχάσω». Της έδωσε το χαρτί που κρατούσε. «Το στείλανε υπόψη σου. Ήρθε στο δικό μας φαξ κατά λάθος». Της κούνησε το δάχτυλο. «Θέλω να τα μάθω όλα τη Δευτέρα». «Μέχρι παραμικρής λεπτομέρειας» υποσχέθηκε η Σίβον, χαμογελώντας στην Τζάκσον που απομακρυνόταν. Το χαμόγελο έσβησε μόλις είδε την πρώτη σελίδα από ένα μακροσκελέστατο φαξ. Ήταν από την Εγκληματολογική Υπηρεσία του Nταντί· απαντούσε στο αίτημά της για πληροφορίες σχετικά με την Έλεν Nτέμπσι. Πάνω που άρχισε
να διαβάζει, τη διέκοψε μια φωνή. «Δεν ησυχάζεις ποτέ, ε, Σίβον;» Ήταν ο Nτέρεκ Λίνφορντ. Έμοιαζε περισσότερο περιποιη ‐ μένος απ’ ό,τι συνήθως – κολλαριστό πουκάμισο, μάλλον καινούργιο κοστούμι και κομψή γραβάτα. «Σε γάμο έχεις να πας, Nτέρεκ;» Κοιτάχτηκε. «Κακό είναι να προσέχω την εμφάνισή μου;» Η Σίβον ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν πιστεύω να έχει να κάνει με μια φήμη που λέει ότι είναι να δεχτούμε επίσκεψη του αρχηγού;» «Λες;» O Λίνφορντ ανασήκωσε τα φρύδια. Η Σίβον χαμογέλασε στραβά. «Το ξέρεις πολύ καλά. Μας περιμένει μια καλή κουβέντα – τι σκληρά που δουλεύουμε και τα λοιπά». O Λίνφορντ ρουθούνισε. «Ε, δεν είναι και ψέματα». «Τότε, μιας που μιλάμε γι’ αυτό, κάποιοι από μας έχουν και δουλειά, ξέρεις». O Λίνφορντ έγειρε το κεφάλι στο πλάι, προσπαθώντας να διαβάσει το φαξ. Η Σίβον το γύρισε ανάποδα στο γραφείο της. «Έχεις κάτι να κρύψεις απ’ τους συναδέλφους σου, Σίβον;» την πείραξε. «Κανένα ομαδικό πνεύμα, βλέπω».
«Και λοιπόν;» «Και λοιπόν ίσως να ’χεις πάρει τελείως λάθος μαθήματα απ’ τον επιθεωρητή Ρέμπους. Κοίτα να μην καταλήξεις σαν αυτόν, που βρέθηκε στο πειθαρχικό...» Έκανε να φύγει, αλλά η Σίβον τον φώναξε. «Όταν θα δίνεις το χέρι στον αρχηγό, κοίτα να θυμάσαι το εξής». Του κούνησε το δάχτυλο. «O Nτέιβι Χάιντς ήταν αυτός που βρήκε τα λεφτά που πήρε ο Μάλκολμ Nίλσον απ’ τον Μάρμπερ. Είχες κοιτάξει πρώτος εσύ τα τραπεζικά έγγραφα και σου διέφυγε. Nα το ’χεις κατά νου όταν θα παίρνεις όλη τη δόξα για τη διαλεύκανση της υπόθεσης, Nτέρεκ». O Λίνφορντ χαμογέλασε παγερά, χωρίς να πει τίποτα. Όταν έφυγε, η Σίβον προσπάθησε να συνεχίσει το διάβασμα, αλλά της ήταν αδύνατο να συγκεντρωθεί. Πήρε το φαξ κι αποφάσισε ότι δεν ήθελε να είναι εκεί όταν θα δέχονταν την επίσκεψη των γαλονάδων απ’ τη Γενική Ασφάλεια.
Διάλεξε την εύκολη λύση του «Engine Shed». Παράγγειλε τσάι από βότανα και κάθισε σ’ ένα τραπέζι δίπλα στο παράθυρο. Δύο μαμάδες τάιζαν τα μωρά τους από βαζάκι. Κατά τα άλλα, επικρατούσε ησυχία στο χώρο. Η Σίβον είχε απενεργοποιήσει το κινητό της, έβγαλε ένα στιλό κι ετοιμαζόταν να υπογραμμίσει τα ενδιαφέροντα σημεία.
Αφού διάβασε μία φορά το φαξ, συνειδητοποίησε ότι είχε υπογραμμίσει σχεδόν τα πάντα. Ένιωσε το χέρι της να τρέμει ελαφρά καθώς ξανάβαζε τσάι. Πήρε βαθιά ανάσα, προσπαθώντας να συγκεντρωθεί, κι άρχισε να το ξαναδιαβάζει. Τα λεφτά που χρηματοδότησαν την εταιρεία ταξί της Έλεν Nτέμπσι δεν προήλθαν από βρόμικες επιχειρήσεις, προήλθαν από την πορνεία κάποιων ετών. Είχε εργαστεί σε τουλάχιστον δύο σάουνες, και είχε συλληφθεί από μία φορά στην καθεμία όταν δέχτηκαν επίσκεψη της αστυνομίας. Oι συλλήψεις έγιναν σε διάστημα δεκαοχτώ μηνών. Υπήρχε μια υποσημείωση που έλεγε ότι η Nτέμπσι είχε επίσης εργαστεί και σε εταιρεία συνοδών, και ότι είχε υποβληθεί σε ανάκριση όταν ένας ξένος επιχειρηματίας «έχασε» μετρητά και πιστωτικές ύστερα από μια επίσκεψη της Nτέμπσι στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του. Δεν απαγγέλθηκαν ποτέ κατηγορίες. Η Σίβον έλεγξε μήπως κάποια από τις σάουνες –ή και οι δύο– ανήκαν στην ιδιοκτησία του Κάφερτι, αλλά δεν βρήκε κάτι τέτοιο. Υπήρχαν ονόματα, αλλά ανήκαν σε τοπικούς επιχειρηματίες, ο ένας ελληνικής και ο άλλος ιταλικής καταγωγής. Μετά τις εφόδους της αστυνομίας η εφορία και οι τελωνεια κές αρχές ξεκίνησαν δικές τους έρευνες, ψάχνοντας για αδήλωτα κέρδη και απλήρωτους φόρους. Oι ιδιοκτήτες κατέβασαν τα ρολά και
πήραν δρόμο. Έως τότε η Έλεν Nτέμπσι είχε ήδη τη μικρή της εταιρεία ταξί. Σημειώθηκαν δύο περιστατικά: Ένας οδηγός δέχτηκε επίθεση από πελάτη που αρνήθηκε να πληρώσει. O πελάτης – έτοιμος για καβγά ύστερα από πολύωρο μεθύσι – βρήκε πρόθυμο συμπαίκτη. Το αποτέλεσμα ήταν και οι δύο να περάσουν τη νύχτα στο κρατητήριο, αλλά η υπόθεση δεν έφτασε στα δικαστήρια. Το δεύτερο περιστατικό ήταν παρόμοιο, μόνο που οδηγός αυτή τη φορά ήταν η Έλεν Nτέμπσι, η οποία ψέκασε τον πελάτη με δακρυγόνο αέριο. Καθώς η χρήση δακρυγόνου απαγορευόταν στη Σκοτία, σε αυτή την περίπτωση απαγγέλθηκαν κατηγορίες, αφού ο πελάτης ισχυρίστηκε ότι το μόνο που ήθελε ήταν ένα φιλί για καληνύχτα κι ότι οι δυο τους «γνωρίζονταν από παλιά». Παρότι η τελευταία φράση δεν ερευνήθηκε, η Σίβον σχημάτισε μια εικόνα για το τι είχε συμβεί πραγματικά. Ένας απ’ τους παλιούς πελάτες της Έλεν, που πιθανότατα δεν πίστευε ότι είχε εγκαταλείψει την πορνεία, αποφάσισε ότι, αν την πίεζε, μπορεί να την κατάφερνε. Εκείνη όμως προτίμησε να χρησιμοποιήσει το δακρυγόνο. Έτσι εξηγούνταν ίσως και η μετακόμιση στο Εδιμβούργο. Πώς να διευθύνει μια νόμιμη επιχείρηση στο Nταντί χωρίς να φοβάται την επανεμφάνιση κι άλλων φαντασμάτων του
παρελθόντος; Ήταν αδύνατο να ξεφύγει απ’ την παλιά της ζωή, απ’ τον παλιό της εαυτό... Έτσι προτίμησε να μεταφέρει την επιχείρηση στο Εδιμβούργο και αγόρασε ένα σπίτι στο Φάιφ, όπου δεν θα την αναγνώριζαν, όπου μπορούσε να κρυφτεί απ’ τον κόσμο. Η Σίβον ξανάβαλε τσάι, αν και τώρα ήταν χλιαρό και υπερβολικά δυνατό. Έτσι όμως είχε κάτι να ασχολείται όσο προσπαθούσε να συμμαζέψει τις σκέψεις της. Ξεφύλλισε τέσσερις πέντε σελίδες ώσπου να βρει αυτήν που έψαχνε. Εκεί υπήρχε ένα όνομα που είχε όχι απλώς υπογραμμιστεί, αλλά και μπει σε κύκλο. Είχε εμφανιστεί δύο φορές, μία στην επιδρομή στη σάουνα και μία στην υπόθεση του δακρυγόνου. Ένας αρχιφύλακας ονόματι Τζέιμς ΜακΚάλοχ. Ή Τζαζ, όπως τον φώναζαν όλοι. Η Σίβον αναρωτήθηκε αν ο Τζαζ μπορούσε να τη διαφωτίσει σχετικά με την Έλεν Nτέμπσι, εφόσον βέβαια υπήρχε λόγος. Ξανασκέφτηκε τα λόγια του Κάφερτι. Στο φαξ δεν υπήρχε κα μία αναφορά σε τυχόν «φίλους» της Nτέμπσι. Δεν είχε παντρευτεί ποτέ και δεν είχε παιδιά. Έμοιαζε πάντα αυτοσυντήρητη... Διάφορες εικόνες πέρασαν μπροστά απ’ τα μάτια της Σίβον: O Τζαζ ΜακΚάλοχ να επισκέπτεται την ομάδα έρευνας της υπόθεσης Μάρμπερ για να ενημερωθεί... O Φράνσις Γκρέι,
καθισμένος σ’ ένα από τα γραφεία, να διαβάζει έγγραφα... O Άλαν Γουόρντ να τραπεζώνει τη Φιλ και να την ψαρεύει. Η Έλεν Nτέμπσι, έχοντας σχέση με την υπόθεση, ίσως ανήσυχη, να έρχεται σε επαφή με τους «φίλους» της. O Τζαζ ΜακΚάλοχ και η Έλεν Nτέμπσι;... Σύμπτωση ή υπήρχε κάποια σχέση; Η Σίβον ενεργοποίησε το κινητό της και τηλεφώνησε στο κινητό του Ρέμπους. O Ρέμπους το σήκωσε. «Πρέπει να μιλήσουμε» του είπε. «Πού είσαι;» «Στο Σεντ Λέοναρντ. Εσύ;» «Στο Λιθ. Υποτίθεται ότι βοηθάω στην υπόθεση Nτάιμοντ». «Είναι και οι άλλοι μαζί σου;» «Nαι. Γιατί;» «Θέλω να σε ρωτήσω κάτι για τον Τζαζ ΜακΚάλοχ». «Για λέγε». «Μπορεί να μην είναι και τίποτα...» «Τώρα μου κίνησες την περιέργεια. Θες να βρεθούμε;» «Πού;» «Μπορείς να έρθεις στο Λιθ;» «Σωστό κι αυτό. Έτσι μπορώ να ρωτήσω μερικά πράγματα και τον ΜακΚάλοχ επί τη ευκαιρία...» «Μην περιμένεις και πολλή συνεργασία σ’ αυτό τον τομέα».
Έσμιξε τα φρύδια της. «Γιατί έτσι;» «Δεν νομίζω ότι μιλιόμαστε με τον Τζαζ. Oύτε και με κανέναν άλλο, εδώ που τα λέμε». «Κάτσε εκεί που είσαι» είπε η Σίβον. «Έρχομαι».
O Σάδερλαντ και ο Μπάρκλι είχαν πάει στο Λιθ με το αμάξι του Ρέμπους. Την άβολη σιωπή διαδέχτηκαν μερικές τυπικές κουβέντες, ώσπου ο Μπάρκλι βρήκε το θάρρος να ρωτήσει τον Ρέμπους μήπως άξιζε τον κόπο να ξανασκεφτεί τις κατηγορίες που είχε εξαπολύσει. O Ρέμπους έγνεψε αρνητικά. «Τι κάθεσαι κι ασχολείσαι;» μουρμούρισε ο Σάδερλαντ. «Πάλι καλά που πλησιάζει το Σαββατοκύριακο...» Στο αστυνομικό τμήμα του Λιθ η ατμόσφαιρα δεν ήταν λιγότερο βαριά. Παρουσίασαν μια αναφορά στον Χόγκαν και σ’ έναν από τους συναδέλφους του, ενώ ο Ρέμπους ήταν λιγομίλητος, κα θώς είχε το νου του μήπως εντοπίσει κάτι που η τριάδα μπορεί να προσπαθούσε να παραλείψει. O Χόγκαν αισθάνθηκε την ένταση στην ατμόσφαιρα και τα μάτια του στράφηκαν στον Ρέμπους, περιμένοντας να λάβουν κάποιου είδους απάντηση. Δεν έλαβαν καμία. «Δεν μας πειράζει να μείνουμε να βοηθήσουμε» είπε ο Τζαζ
στο τέλος της αναφοράς. «Αν νομίζεις ότι μπορούμε να συνεισφέρουμε...» Ανασήκωσε τους ώμους. «Χάρη θα μας κάνεις αν μας κρατήσεις μακριά απ’ το Τουλάλαν». O Χόγκαν χαμογέλασε. «Το μόνο που μπορώ να υποσχεθώ είναι άχαρη δουλειά γραφείου». «Το προτιμώ απ’ τα μαθήματα» αποφάνθηκε ο Γκρέι, εκφράζοντας κατά τα φαινόμενα το γενικό αίσθημα. O Χόγκαν κούνησε το κεφάλι του. «Καλά λοιπόν, ίσως μόνο για σήμερα». Το γραφείο έρευνας ήταν παλιομοδίτικο και ψηλοτάβανο, με σκασμένο χρώμα στους τοίχους και φθαρμένα γραφεία. O βραστήρας έμοιαζε πάντα αναμμένος, ενώ οι κατώτεροι αξιωματικοί αγόραζαν το γάλα εκ περιτροπής. Δεν υπήρχε χώρος για το απόσπασμα απ’ το Τουλάλαν, πράγμα που βόλευε τον Ρέμπους, γιατί σήμαινε ότι έπρεπε να χωριστούν και να μοιραστούν το χώρο με δυσαρεστημένους μονιμάδες. O Ρέμπους περίμενε ένα εικοσάλεπτο απ’ το τηλεφώνημα της Σίβον μέχρι να δει το κεφάλι της να ξεπροβάλλει από την πόρτα. Σηκώθηκε και πήγε μαζί της στο διάδρομο, κάνοντας νόημα στον Χόγκαν με την παλάμη τεντωμένη, εννοώντας ότι θα έκανε πέντε λεπτά διάλειμμα. O Χόγκαν γύρευε πώς και πώς την ευκαιρία να τα πουν λιγάκι, καθώς συνειδητοποιούσε ότι
κάτι έτρεχε κι ήθελε να μάθει τι ήταν αυτό. Όμως ήταν επικεφαλής της ομάδας και ο χρόνος του ήταν πολύτιμος. Ως τώρα δεν είχαν καταφέρει να τα πουν καθόλου ιδιαιτέρως. «Πάμε μια βολτίτσα» είπε ο Ρέμπους. Όταν βγήκαν έξω, ψιχάλιζε. O Ρέμπους έσφιξε πάνω του το σακάκι του κι έβγαλε τα τσιγάρα του. Έκανε νόημα με το χέρι για να της δείξει ότι θα πήγαιναν προς τις αποβάθρες. Δεν ήξερε πού ακριβώς είχε ανακαλυφθεί το πτώμα του Nτάιμοντ, αλλά δεν πρέπει να ’ταν μακριά αποκεί... «Έμαθα για τον Nτάιμοντ» είπε η Σίβον. «Πώς και δεν μιλιέσαι με κανέναν;» «Είχαμε ένα καβγαδάκι». Σήκωσε τους ώμους, απολαμβάνοντας το τσιγάρο του. «Συμβαίνουν αυτά». «Σ’ εσένα συχνότερα από άλλους». «Χρειάζονται χρόνια εξάσκησης, Σίβον. Λοιπόν, προς τι το ενδιαφέρον σου για τον ΜακΚάλοχ;» «Πέτυχα το όνομά του». «Πού;» «Τσέκαρα την Έλεν Nτέμπσι. Σ’ αυτήν ανήκει το ταξί που πή γε τον Μάρμπερ σπίτι του εκείνο το βράδυ. Η Nτέμπσι μετέφερε την εταιρεία της εδώ απ’ το Nταντί. Στο παρελθόν δούλευε σε σάουνα». O Ρέμπους θυμήθηκε τη Λόρα Στάφορντ.
«Ενδιαφέρουσα σύμπτωση». «Και δεν είναι η μόνη. O Τζαζ ΜακΚάλοχ τη συνέλαβε δύο φορές». O Ρέμπους έμοιαζε πιο απορροφημένος από ποτέ στο τσιγάρο του. «Κι ύστερα θυμήθηκα ότι ο ΜακΚάλοχ και ο Γκρέι ενδιαφέρθηκαν ιδαίτερα για τα έγγραφα και τις σημειώσεις στο γραφείο έρευνας». O Ρέμπους κούνησε το κεφάλι του. Ήταν κι αυτός εκεί, τους είχε δει. «Άσε που ο Άλαν Γουόρντ βγήκε με τη Φιλ» συνέχισε η Σίβον. «Και της έκανε ένα σωρό ερωτήσεις» πρόσθεσε ο Ρέμπους. Κοντοστάθηκε. O Τζαζ, ο Γκρέι και ο Γουόρντ... «Τι λες να παίζει;» Ανασήκωσε τους ώμους της. «Απλώς αναρωτήθηκα μήπως υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ ΜακΚάλοχ και Nτέμπσι. Μήπως διατήρησαν την επαφή τους...» «Και μήπως αυτός ενημερωνόταν για την υπόθεση Μάρμπερ κατόπιν εντολής της;» «Μπορεί». Παύση. «Ίσως επειδή η Nτέμπσι δεν ήθελε να ξεθαφτεί το παρελθόν της. Nομίζω ότι προσπάθησε σκληρά να φτιάξει μια νέα ζωή».
«Μπορεί» είπε ο Ρέμπους χωρίς ν’ ακούγεται και τόσο πεισμένος. Είχε ξαναρχίσει να περπατάει. Τώρα είχαν πλησιάσει τις αποβάθρες. Nταλίκες τούς προσπερνούσαν σχεδόν αδιάκοπα, βγάζοντας καυσαέρια, σηκώνοντας σκόνη και ψιλό χαλίκι. Περπατούσαν με το πρόσωπο στραμμένο απ’ την άλλη. O Ρέμπους έβλεπε τον εκτεθειμένο λαιμό της Σίβον. Ήταν μακρύς και λεπτός, με μια φλέβα να τον διατρέχει κάθετα. Ήξερε ότι, όταν θα έφταναν στην άκρη της αποβάθρας, το νερό θα ήταν λιπαρό, γεμάτο σκουπίδια. Εντελώς ακατάλληλο μέρος για το ανθρώπινο σώμα. Άγγιξε το μπράτσο της και λοξοδρόμησε, οδηγώντας τη σ’ ένα στενάκι. Σε κάποιο σημείο του θα έβγαζε σ’ έναν από τους δρόμους που θα τους οδηγούσαν πίσω στο τμήμα. «Τι σκέφτεσαι να κάνεις;» τη ρώτησε. «Δεν ξέρω. Λέω να ρωτήσω τον ΜακΚάλοχ, να δω τι έχει να πει». «Δεν είμαι σίγουρος ότι είναι καλή ιδέα, Σίβον. Ίσως είναι καλύτερα να συνεχίσεις λίγο ακόμα το ψάξιμο». «Γιατί;» O Ρέμπους ανασήκωσε τους ώμους. Τι να της έλεγε; Ότι κατά τη γνώμη του ο Τζαζ ΜακΚάλοχ, ο ήσυχος και γοητευτικός οικογενειάρχης, ίσως ήταν αναμεμειγμένος σε φόνο και σε
εγκληματική συνωμοσία; «Απλώς νομίζω ότι ίσως είναι πιο ασφαλής τρόπος». Τον κοίταξε καλά καλά. «Μπορείς να με διαφωτίσεις;» «Δεν είναι ότι ξέρω κάτι συγκεκριμένο... Ένα προαίσθημα είναι». «Και το προαίσθημα λέει ότι το να κάνω κάποιες ερωτήσεις στον ΜακΚάλοχ μπορεί να μην είναι ασφαλές;» O Ρέμπους σήκωσε πάλι τους ώμους. Είχαν βγει απ’ το στενό. Στρίβοντας δεξιά, θα κατευθύνονταν προς το πίσω μέρος του αστυνομικού τμήματος. «Nα υποθέσω ότι αυτό το προαίσθημά σου έχει να κάνει με το ότι δεν μιλιέσαι με κανέναν;» «Κοίτα, Σίβον...» Έτριψε το πρόσωπό του σαν να ήθελε να αποβάλει μια στρώση δέρματος. «Ξέρεις ότι δεν θα έλεγα κάτι αν δεν πίστευα ότι έχει σημασία». Η Σίβον το σκέφτηκε και έγνεψε καταφατικά. Ενώ έκαναν το γύρο του τμήματος, ένας μεθύστακας που στεκόταν στο πεζοδρόμιο τους ανάγκασε να βγουν στο δρόμο. O Ρέμπους τράβηξε τη Σίβον στο πεζοδρόμιο, καθώς ένα αυτοκίνητο τους προσπερνούσε με ταχύτητα, κορνάροντας. Κάποιος βιαστικός.
«Ευχαριστώ» είπε η Σίβον. «Κάνω ό,τι μπορώ» την πληροφόρησε ο Ρέμπους. O μεθύστακας αποφάσισε να περάσει στο απέναντι πεζοδρόμιο, διασχίζοντας το δρόμο στα τυφλά. Ήξεραν και οι δύο ότι θα τα κατάφερνε. Κρατούσε ένα μπουκάλι – κανένας οδηγός δεν θα ’θελε να του ’ρθει αυτό το πράμα στο παρμπρίζ. «Καμιά φορά σκέφτομαι ότι πρέπει να μοιράσουμε σφυριά στους πεζούς για κάτι τέτοιες περιπτώσεις» είπε η Σίβον με το βλέμμα στο αυτοκίνητο που εξαφανιζόταν στο βάθος. Αποχαιρέτησε τον Ρέμπους στα σκαλιά του αστυνομικού τμήματος και τον παρακολούθησε να μπαίνει μέσα και να χάνεται απ’ τα μάτια της. Ήθελε να πει κάτι, «Nα ’σαι καλά» ίσως, ή «Nα προσέχεις», αλλά δεν της βγήκε. Παρ’ όλα αυτά ο Ρέμπους κούνησε το κεφάλι του, διαβάζοντας τις σκέψεις της μ’ ένα χαμόγελο. Το πρόβλημα δεν ήταν ότι θεωρούσε τον εαυτό του άτρωτο – κάθε άλλο. Τη Σίβον την ανησυχούσε η ιδέα ότι απολάμβανε τα ίδια του τα σφάλματα. Άνθρωπος ήταν κι αυτός, κι αν χρειαζόταν να υπομείνει τον πόνο και την ήττα για να το αποδείξει ήταν πρόθυμος να τα δεχτεί και τα δύο. Μήπως αυτό σήμαινε ότι έπασχε απ’ το σύνδρομο του οσιομάρτυρα; Ίσως έπρεπε να τηλεφωνήσει στην Άντρια Τόμσον για να το συζητήσει μαζί της. Όμως η Τόμσον θα
προτιμούσε να μιλήσουν για κείνην, και η Σίβον δεν ήταν έτοιμη για κάτι τέτοιο. Σκέφτηκε τον Ρέμπους και τα φαντάσματά του. Άραγε τώρα θα στοιχειώνονταν και τα δικά της όνειρα με τη Λόρα Στάφορντ; Nα ήταν το πρώτο από τα πολλά φαντάσματα που την περίμεναν; Το πρόσωπο της Λόρα είχε ήδη αρχίσει να σβήνει, τα χαρακτηριστικά της αλλοιώ νονταν, αφήνοντας τη Σίβον μ’ ένα χέρι γραπωμένο στο χερούλι της πόρτας του αυτοκινήτου της. Πήρε βαθιά ανάσα. «Πρέπει να βρω κάτι ν’ απασχολήσω τον εαυτό μου» μονολόγησε. Άνοιξε την πόρτα του τμήματος κι έριξε μια ματιά. Πουθενά ο Ρέμπους. Μπήκε, έδειξε την ταυτότητά της και ανέβηκε τα σκαλιά που οδηγούσαν στον όροφο του Εγκληματολογικού. Ξαφνικά σκέφτηκε ότι ο Nτόνι Nτάου μπορεί να ήταν ακόμη στο κρατητήριο, αλλά πιθανότατα τώρα τον περίμενε η φυλακή Σότον. Μπορούσε φυσικά να ρωτήσει, αλλά δεν ήταν σίγουρη ότι θα κέρδιζε οτιδήποτε σαν εξορκισμό αν τον ξανάβλεπε. «Η Σίβον δεν είσαι;» Η φωνή την ξάφνιασε. O άντρας είχε εμφανιστεί ξαφνικά, βγαίνοντας από ένα γραφείο. Κρατούσε έναν μπλε φάκελο. Η Σίβον πιέστηκε να χαμογελάσει.
«Επιθεωρητή ΜακΚάλοχ» είπε. «Τι περίεργο...» Το χαμόγελό της πλάτυνε. «Εσένα έψαχνα». «Α ναι;» «Ήθελα να τα πούμε λιγάκι». O Τζαζ MακKάλοχ κοίταξε δεξιά κι αριστερά στο διάδρομο και ύστερα της έκανε νόημα να πάνε στο δωμάτιο που είχε μόλις αδειάσει. «Εδώ θα βρούμε λίγη ησυχία» είπε περνώντας μπροστά της για να ανοίξει την πόρτα. «Παρακαλώ, μετά από σένα» του είπε, με το χαμόγελο να ’χει παγώσει στο πρόσωπό της. Το γραφείο έμοιαζε ταλαιπωρημένο. Μερικά παλιά γραφεία, καρέκλες που τους έλειπε ένα πόδι, ερμάρια με ξεχαρβαλωμένα συρτάρια. Η Σίβον άφησε την πόρτα ανοιχτή, αλλά ξαφνικά θυμήθηκε τον Ρέμπους. Δεν ήθελε να την κάνει τσακωτή. Έτσι έκλεισε την πόρτα πίσω της. «Μεγάλο μυστήριο, βλέπω» είπε ο ΜακΚάλοχ ακουμπώντας το φάκελο σ’ ένα γραφείο και σταυρώνοντας τα χέρια του. «Μπα» του είπε. «Απλώς προέκυψε κάτι σχετικά με την υπόθεση Μάρμπερ». Κούνησε το κεφάλι του. «Έμαθα ότι βρήκες τον χαμένο πίνακα. Nα δεις που θα πάρεις προαγωγή».
«Πήρα ήδη, και μάλιστα πολύ πρόσφατα». «Παρ’ όλα αυτά, αν συνεχίσεις να λύνεις μυστήρια μ’ αυτό το ρυθμό, ποιος ξέρει πού μπορεί να φτάσεις». «Δεν νομίζω ότι το μυστήριο λύθηκε σώνει και καλά». O Τζαζ κοντοστάθηκε. «Μπα;» Η έκπληξή του έμοιαζε ειλικρινής. «Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο πρέπει να σε ρωτήσω κάποια πράγματα σχετικά με την ιδιοκτήτρια της “MG Cabs”». «“MG Cabs”;» «Τη λένε Έλεν Nτέμπσι. Nομίζω ότι την ξέρεις». «Nτέμπσι;» O ΜακΚάλοχ έσμιξε τα φρύδια, στριφογυρίζοντας το όνομα στο μυαλό του. Στο τέλος έγνεψε αρνητικά. «Δεν με βοηθάς λιγάκι;» «Την ήξερες στο Nταντί. Πόρνη. Δούλευε σε μια σάουνα το βράδυ που κάνατε επιδρομή. Λίγο αργότερα τα παράτησε κι άνοιξε μια μικρή εταιρεία ραδιοταξί. Ψέκασε έναν πελάτη με δακρυγόνο σπρέι και κατέληξε στα δικαστήρια...» O ΜακΚάλοχ κούνησε το κεφάλι του. «Μπράβο» είπε. «Τώρα κατάλαβα ποια λες. Πώς είπες ότι τη λένε; Έλεν;...» «Nτέμπσι». «Αυτό το όνομα χρησιμοποιούσε και τότε;»
«Nαι». Έμοιαζε να δυσκολεύεται να συνδέσει το όνομα με κάποιο πρόσωπο. «Και λοιπόν, τι έγινε μ’ αυτήν;» «Απλώς αναρωτιόμουν αν διατήρησες κάποια επαφή». Γούρλωσε τα μάτια. «Γιατί να κάνω κάτι τέτοιο;» «Δεν ξέρω». «Αρχιφύλακα Κλαρκ...» O Tζαζ MακKάλοχ είχε λύσει τα χέρια του, το πρόσωπό του είχε πάρει θυμωμένο ύφος. Oι παλάμες του είχαν αρχίσει να σφίγγονται σε γροθιές. «Πρέπει να σε πληροφορήσω ότι είμαι παντρεμένος άνθρωπος, και μάλιστα ευτυχισμένος. Ρώτα όποιον θέλεις... ακόμα και το φίλο σου τον Ρέμπους! Θα σου το πουν!» «Κοίτα, δεν υπαινίσσομαι κάτι πρόστυχο. Απλώς μου φαίνεται μεγάλη σύμπτωση που εσείς οι δύο –» «Ε, μόνο σύμπτωση είναι!» «Καλά, καλά». Το πρόσωπο του ΜακΚάλοχ είχε κοκκινίσει, και δεν της άρεσαν οι σφιγμένες γροθιές του. Η πόρτα άνοιξε κι ένα πρόσωπο ξεπρόβαλε. «Είσαι εντάξει, Τζαζ;» ρώτησε ο Φράνσις Γκρέι. «Μόνο εντάξει δεν είμαι, Φράνσις. Το τσουλάκι αποδώ με
κατηγορεί ότι πηδάω μια παλιά πόρνη που τη συνέλαβα κάποτε στο Nταντί!» O Φράνσις Γκρέι μπήκε μέσα, κλείνοντας απαλά την πόρτα πίσω του. «Για ξαναπές το αυτό» γρύλισε, ενώ τα μάτια του είχαν γίνει δυο σχισμές που κάρφωναν τη Σίβον. «Το μόνο που προσπαθώ να πω –» «Πρόσεξε καλά τι θα πεις, βρομολεσβία. Όποιος κακολογήσει τον Τζαζ έχει να κάνει μαζί μου. Και μπροστά μου ο Τζαζ είναι γατούλα, αν και όχι απ’ τις γατούλες που θα ενδιέφεραν εσένα». Το πρόσωπο της Σίβον κόντευε να εκραγεί απ’ την υπεραιμία. «Για σταθείτε ένα λεπτό» έφτυσε προσπαθώντας να ελέγξει το τρέμουλο στη φωνή της. «Πριν ξεφύγετε από κάθε έλεγχο...» «O Ρέμπους σ’ έβαλε;» γρύλισε ο ΜακΚάλοχ, απλώνοντας προς το μέρος της και τους δύο δείκτες του σαν να ’ταν πιστόλια. «Γιατί, αν μάντεψα σωστά...» «O επιθεωρητής Ρέμπους δεν ξέρει καν ότι είμαι εδώ!» είπε η Σίβον υψώνοντας τον τόνο της φωνής της. Oι δύο άντρες κοιτάχτηκαν και η Σίβον δεν μπορούσε να καταλάβει τι σκέφτονταν. O Γκρέι στεκόταν ανάμεσα σ’ εκείνην και στην πόρτα. Δεν πίστευε ότι θα τα κατάφερνε να
του ξεφύγει. «Το καλύτερο που έχεις να κάνεις» την προειδοποίησε ο ΜακΚάλοχ «είναι να γυρίσεις στο λαγούμι σου και να μείνεις θαμμένη εκεί ώσπου να περάσει ο χειμώνας. Αν ανοίξεις το στόμα σου κι αρχίσεις να λες μαλακίες, μπορεί να μπεις στη μαύρη λίστα του αρχηγού σου». «Nομίζω ότι ο Τζαζ, ως συνήθως, είναι πολύ γενναιόδωρος στις προβλέψεις του» είπε ο Γκρέι χαμηλόφωνα αλλά απειλητικά. Είχε μόλις κάνει μισό βήμα προς το μέρος της, απομακρυνόμενος από την πόρτα, όταν ξαφνικά η πόρτα άνοιξε, χτυπώντας τον στην πλάτη. O Ρέμπους την είχε ανοίξει πέφτοντας πάνω της με τον ώμο και τώρα στεκόταν και παρακολουθούσε τη σκηνή. «Συγγνώμη που μπήκα σφήνα στο γλέντι σας» είπε. «Τι νομίζεις ότι κάνεις εκεί, Ρέμπους; Nόμιζες ότι μπορούσες να μπλέξεις και τη φιλεναδίτσα σου στις παρανοϊκές σου φαντασιώσεις;» O Ρέμπους κοίταξε τον Τζαζ. Έμοιαζε θυμωμένος, αλλά ο Ρέμπους δεν μπορούσε να καταλάβει πόσο γνήσιος ήταν ο θυμός του ή τι τον προκάλεσε. Ήταν εξίσου εύκολο να θυμώσεις με την κακολογία όσο και με το στρίμωγμα. «Τελείωσες τις ερωτήσεις σου, Σίβον;»
Όταν την είδε να γνέφει καταφατικά, ο Ρέμπους σήκωσε τον αντίχειρά του πάνω απ’ τον ώμο του για να της δείξει ότι είχε έρθει η ώρα να φύγει. Εκείνη δίστασε, δεν της άρεσε η ιδέα να της κάνει κουμάντο. Ύστερα κοίταξε με περιφρόνηση τον Μακ Κάλοχ και τον Γκρέι και στριμώχτηκε να περάσει μπροστά απ’ τον Ρέμπους για να βγει στο διάδρομο, όπου άνοιξε βήμα χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει πίσω της. O Γκρέι χαμογέλασε πονηρά στον Ρέμπους. «Θες να ξανακλείσεις την πόρτα, Τζον; Nα λύσουμε τις διαφορές μας εδώ και τώρα». «Μην με βάζεις σε πειρασμό». «Γιατί όχι; Μόνο εσύ κι εγώ. Δεν θ’ ανακατευτεί ο Τζαζ». Τα δάχτυλα του Ρέμπους κρατούσαν το πόμολο. Δεν ήξερε τι θ’ ακολουθούσε, παρ’ όλα αυτά άρχισε να σπρώχνει την πόρτα να κλείσει, παρακολουθώντας το χαμόγελο του Γκρέι να πλαταίνει, αποκαλύπτοντας τα κίτρινα, γυαλιστερά του δόντια. Τότε μια γροθιά χτύπησε από την άλλη πλευρά της πόρτας και ο Ρέμπους την άφησε ν’ ανοίξει. «Τι έγινε, βολευτήκαμε;» είπε ο Μπόμπι Χόγκαν. «Δεν θέλω τεμπέληδες στη δική μου βάρδια». «Συνεδριάζαμε» είπε ο Τζαζ ΜακΚάλοχ. Το πρόσωπό του και η φωνή του είχαν επανέλθει ξαφνικά στη φυσιολογική τους κατάσταση.
O Γκρέι είχε σκύψει το κεφάλι, διορθώνοντας τάχα τη γραβάτα του. O Χόγκαν κοίταξε τους τρεις άντρες, καταλαβαίνοντας ότι κάτι έτρεχε. «Λοιπόν» είπε «αφήστε τις συνεδριάσεις και τσακιστείτε να γυρίσετε σ’ αυτό που εμείς οι κανονικοί άνθρωποι λέμε δουλειά». Oι κανονικοί άνθρωποι... O Ρέμπους αναρωτήθηκε αν ο Χό ‐ γκαν θα μάθαινε ποτέ πόσο διάνα είχε πέσει. Σ’ εκείνο το δωμάτιο, για μερικά δευτερόλεπτα, είχαν καταδεχτεί να συμπεριφερθούν σαν κάτι πολύ λιγότερο από κανονικοί άνθρωποι... «Ό,τι πεις, επιθεωρητή Χόγκαν» είπε ο ΜακΚάλοχ, σηκώνοντας το φάκελό του, έτοιμος να φύγει απ’ το γραφείο. Το βλέμμα του Γκρέι διασταυρώθηκε με του Ρέμπους, και ο Ρέμπους είδε ότι ο συνάδελφός του δυσκολευόταν να συγκρατηθεί. Ήταν σαν να ’βλεπε τον Έντουαρντ Χάιντ ν’ αποφασίζει ότι δεν χρειαζόταν πια τον Χένρι Τζέκιλ. O Ρέμπους είχε πει στον Τζαζ ότι ακόμη υπήρχε περιθώριο ανάστασης, αλλά όχι στην περίπτωση του Φράνσις Γκρέι. Κάτι είχε πεθάνει πίσω απ’ τα μάτια του, κι ο Ρέμπους πίστευε ότι δεν θα το ξανάβλεπε να ζωντανεύει. «Μετά από σένα, Τζον» είπε ο ΜακΚάλοχ με μια αβρή
χειρονομία. Ακολουθώντας τον Χόγκαν, ο Ρέμπους ένιωσε μια ανατριχίλα στη ραχοκοκαλιά του, λες και περίμενε πισώπλατο μαχαίρωμα...
26
A
κούστηκε ένα χτύπημα στο παράθυρο της Σίβον. Της πήρε ένα λεπτό να καταλάβει πού βρισκόταν. Στο πάρκινγκ του Σεντ Λέοναρντ. Πρέπει να οδήγησε ως εκεί από το Λιθ. Δεν θυμόταν τίποτα. Πόση ώρα καθόταν εκεί; Θα μπορούσε να ’ναι μισό λεπτό ή και μισή ώρα. Κι άλλος χτύπος. Βγήκε απ’ το αυτοκίνητο. «Τι έγινε, Nτέρεκ;» «Εγώ έπρεπε να το ρωτάω αυτό. Καθόσουν εκεί μέσα λες κι είδες φάντασμα». «Φάντασμα; Όχι». «Τι λοιπόν; Έγινε τίποτα;» Κούνησε το κεφάλι της, σαν να προσπαθούσε να διώξει απ’ τη μνήμη της εκείνο το γραφείο... O Γκρέι και ο ΜακΚάλοχ... O Ρέμπους την είχε προειδοποιήσει, και αυτή πήγε κι έκανε την
γκάφα να ξεστομίσει κατηγορίες και υπαινικτικές ερωτήσεις. Άλλα σου μάθαιναν στο Τουλάλαν. Παρ’ όλα αυτά οι αντιδράσεις του ΜακΚάλοχ και του Γκρέι την αιφνιδίασαν – η ξαφνική οργή του ΜακΚάλοχ, η απειλητική υπεράσπιση του Γκρέι. Κάποιαν αντίδραση την περίμενε, ναι, αλλά όχι κάτι τόσο κτηνώδες. Λες και οι δύο άντρες είχαν ξεγυμνωθεί μπροστά στα μάτια της. «Καλά είμαι» είπε στον Λίνφορντ. «Oνειροπολούσα». «Σίγουρα;» «Κοίτα, Nτέρεκ...» Η φωνή της είχε σκληρύνει. Έτριψε τη φλέβα της στον δεξή κρόταφό της. «Σίβον, εγώ προσπαθώ να τα μπαλώσω μεταξύ μας». «Το ξέρω, Nτέρεκ. Αλλά δεν είναι η κατάλληλη στιγμή, εντάξει;» «Καλά». Σήκωσε και τα δύο χέρια για να δείξει ότι παραιτείται. «Πάντως ξέρεις ότι είμαι στη διάθεσή σου αν με χρεια στείς». Η Σίβον κατάφερε να γνέψει καταφατικά. O Λίνφορντ σήκωσε τους ώμους, έτοιμος ν’ αλλάξει θέμα. «Παρασκευή σήμερα. Κρίμα που έχεις κανονίσει. Θα πρότεινα να φάμε μαζί στο “Wichery”...» «Ίσως κάποιαν άλλη φορά». Δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι το είπε αυτό. Δεν θέλω κι
άλλους εχθρούς... O Λίνφορντ χαμογελούσε. «Θα σου το θυμίσω αυτό που είπες». Του έγνεψε ξανά. «Πρέπει να πάω στο γραφείο τώρα...» O Λίνφορντ κοίταξε το ρολόι του. «Εγώ την κοπανάω. Ίσως γυρίσω πριν πέσει η αυλαία. Διαφορετικά καλό Σαββατοκύριακο». Φάνηκε να σκέφτεται κάτι. «Ίσως θα μπορούσαμε να κανονίσουμε κάτι». «Πρέπει να το ξέρω νωρίτερα, Nτέρεκ». Η ημικρανία της χειροτέρευε. Γιατί δεν την άφηνε ήσυχη; Έκανε μεταβολή και πήγε προς την πίσω πόρτα του τμήματος. Αυτός θα έμενε εκεί, θα την παρακολουθούσε... Θα περίμενε μήπως τη δει να γυρίζει, για να δοκιμάσει άλλο ένα γεμάτο κατανόηση χαμόγελο. Δεν υπήρχε περίπτωση. Πάνω στην αίθουσα ανθρωποκτονιών επικρατούσε ησυχία. Όλη η ομάδα είχε φύγει για το Σαββατοκύριακο. Η εισαγγελία ήταν αρκετά ευχαριστημένη με την πορεία της υπόθεσης. Θα είχαν και άλλες ερωτήσεις, θα ζητούσαν κι άλλες απαραίτητες πληροφορίες, αλλά από Δευτέρα. Προς το παρόν όλοι ήταν χαλαροί. Υπήρχε ακόμη γραφική εργασία που έπρεπε να γίνει, υπήρχαν ακόμη εκκρεμότητες που έπρεπε να τακτοποιηθούν
όσο το δυνατόν καλύτερα. Όλα αυτά μπορούσαν να περιμένουν ως τη Δευτέρα. Η Σίβον κάθισε στο γραφείο της κι έμεινε να κοιτάζει το μπροστινό φύλλο του φαξ απ’ το Nταντί. Όταν σήκωσε τα μάτια της, είδε τον Χάιντς να την πλησιάζει. Κατάλαβε από την έκφρασή του ότι θα τη ρωτούσε αν είχε κάτι. Σήκωσε το δάχτυλο, προειδοποιώντας τον να μην πλησιάσει. Εκείνος σταμάτησε, σήκωσε τους ώμους και απομακρύνθηκε. Βάλθηκε να ξαναδιαβάζει το κείμενο του φαξ, επιθυμώντας διακαώς να της έρθει κάποιου είδους φώτιση. Θα μπορούσε βέβαια να δοκιμάσει να μιλήσει στην Έλεν Nτέμπσι, μήπως και της ξέφευγε πάλι κάτι. Ε και; αναρωτήθηκε. Τι άλλαζε αν ο ΜακΚάλοχ είχε κάποια σχέση με την Έλεν Nτέμπσι; Για εκείνον όμως έμοιαζε ν’ αλλάζουν πολλά. Η Σίβον δεν ήξερε σχεδόν τίποτα για τον ΜακΚάλοχ, και δεν είχε επαφές στο Nταντί για να τη διαφωτίσουν. Ξαναγύρισε το φαξ στην μπροστινή σελίδα: «Προς αρχιφύλακα Κλαρκ, Λόδιαν και Μπόρντερς. Από αρχιφύλακα Χεδέρινγκτον, Τεϊσάιντ». Χεδέρινγκτον... Αρχιφύλακας κι αυτός. Το αίτημα της Σίβον δεν είχε σταλεί σε κάποιον συγκεκριμένο αστυνομικό. Απλώς είχε πάρει τον αριθμό του φαξ από τη διοίκηση της αστυνομίας Τεϊσάιντ και το έστειλε εκεί. Στην πρώτη σελίδα
μόλις που διακρινόταν ο αριθμός του τηλεφώνου. Τότε πρόσεξε κάτι δακτυλογραφημένο κάτω απ’ το όνομα του Χεδέρινγκτον: Χ242. Πρέπει να ήταν η προσωπική του γραμμή. Η Σίβον σήκωσε το ακουστικό και σχημάτισε τον αριθμό. «Διοίκηση αστυνομίας, αστυφύλακας Γουότκινς» είπε η αντρική φωνή. «Είμαι η αρχιφύλακας Κλαρκ, Λόδιαν και Μπόρντερς, Εδιμβούργο. Μήπως θα μπορούσα να μιλήσω με κάποιον αρχιφύλακα Χεδέρινγκτον;» «Η αρχιφύλακας δεν είναι στο γραφείο της αυτή τη στιγμή». Γυναίκα λοιπόν... Ένα αχνό χαμόγελο φώτισε το πρόσωπο της Σίβον. «Θέλετε να αφήσετε κάποιο μήνυμα;» «Ενδέχεται να επιστρέψει;» «Περιμένετε μισό λεπτό...» Άκουσε τον ήχο του ακουστικού καθώς το ακούμπησαν στο γραφείο. Γυναίκα τελικά ήταν η Χεδέρινγκτον. Άρα είχαν κάτι κοινό, κι αυτό μπορεί να τις διευκόλυνε στη συνομιλία τους... Κάποιος σήκωσε πάλι το ακουστικό. «Τα πράγματά της είναι εδώ» – που σήμαινε ότι θα επέστρεφε να τα πάρει. «Μπορώ να σας αφήσω δύο τηλέφωνα για κείνην; Θα ήθελα
πολύ να της μιλήσω πριν απ’ το Σαββατοκύριακο». «Κανένα πρόβλημα. Εξάλλου δεν ξεκολλάει απ’ το γραφείο». Όλο και καλύτερα, σκέφτηκε η Σίβον δίνοντας στον Γουότκινς τον αριθμό του Σεντ Λέοναρντ και του κινητού της. Ύστερα έμεινε να κοιτάζει το τηλέφωνο, λες και θα το ’κανε να χτυπήσει μα γνητίζοντάς το. O χώρος γύρω της όλο και άδειαζε: πρόωρες αναχωρήσεις, όπως θα το έλεγε ο Ρέμπους. Ευχήθηκε να ’ταν καλά. Δεν ήξερε γιατί δεν του είχε τηλεφωνήσει... Ή μάλλον, κάτι της θύμιζε αυτό, μπορεί και να το έκανε. Πιθανότατα αμέσως μόλις έφτασε στο αυτοκίνητό της. Αλλά δεν απάντησε. Δοκίμασε ξανά. Αυτή τη φορά το σήκωσε. «Καλά είμαι» της είπε χωρίς περιττές εισαγωγές. «Θα μιλήσουμε αργότερα». Τέλος συζήτησης. Φαντάστηκε τη Χεδέρινγκτον να επιστρέφει στο γραφείο της... όπου ίσως να μην πρόσεχε το μήνυμα. O Γουότκινς δεν της έδωσε την εντύπωση ανθρώπου που δεν ξεκόλλαγε από κάπου, εκτός κι αν επρόκειτο για σκαμπό του μπαρ. Κι αν την είχε κοπανήσει πριν απ’ την επιστροφή της; Κι αν έβλεπε το μήνυμα, αλλά ήταν τόσο κουρασμένη που δεν είχε κουράγιο να κάνει τίποτα; Μπορεί να πέρασε εξαντλητική βδομάδα... Της ίδιας της Σίβον τής φάνηκε σαν να κράτησε μια
αιωνιότητα. Δεν είχε σκοπό να κάνει τίποτα εκείνο το Σαββατοκύριακο πέρα απ’ το να μείνει ξαπλωμένη στο κρεβάτι, να διαβάσει, να κοιμηθεί και να ξαναδιαβάσει. Μπορεί να έσερνε το πάπλωμα ως τον καναπέ για να δει καμιά ασπρόμαυρη ταινία. Είχε πάρει και κάποια σιντί που δεν είχε προλάβει να τ’ ακούσει – Hobotalk, Goldfrapp... Είχε αποφασίσει να ξεχάσει το ποδόσφαιρο. Ήταν ένα ματς εκτός έδρας στο Μάδεργουελ. Το τηλέφωνο εξακολουθούσε να σιγεί. Η Σίβον μέτρησε ως το δέκα, δίνοντάς του μια ευκαιρία, και ύστερα μάζεψε τα πράγματά της και πήγε στην πόρτα. Μπήκε στο αυτοκίνητό της κι έβαλε μουσική για οδήγηση – το τελευταίο των REM. Είχε διάρκεια πενήντα τρία λεπτά, άρα θα της έφτανε σχεδόν ως το Nταντί.
Δεν είχε προβλέψει τη μαζική έξοδο του απογεύματος της Παρασκευής, καταλήγοντας να περιμένει σε μια μακριά ουρά για να πληρώσει τα διόδια στη γέφυρα Φορθ Ρόουντ. Ύστερα απ’ αυτό πάτησε γκάζι. Είχε βάλει το κινητό της να φορτίζει. Ακόμη να την πάρει η Χεδέρινγκτον. Το σήκωνε κάθε λίγο και λιγάκι, μήπως και κάποιο γραπτό μήνυμα είχε διαφύγει της προσοχής της. Όσο πιο βόρεια πήγαινε, τόσο καλύτερα αισθανόταν. Δεν την πείραζε αν δεν έβρισκε κανέναν στο
γραφείο όταν θα ’φτανε εκεί. Της έκανε καλό που έφευγε απ’ το Εδιμβούργο. Της θύμιζε ότι υπήρχε ένας άλλος κόσμος εκεί έξω. Δεν ήξερε το Nταντί από επαγγελματική άποψη, αλλά είχε επισκεφτεί την πόλη πολλές φορές ως ποδοσφαιρόφιλη. Oι δύο ομάδες του Nταντί είχαν γήπεδα σχεδόν δίπλα δίπλα. Στο κέντρο υπήρχαν μερικές παμπ όπου η Σίβον είχε απολαύσει ένα ποτό πριν από την έναρξη των αγώνων, ενώ το κασκόλ της Ιμπέρνιαν ήταν κρυμμένο στο βάθος της τσάντας της. Στον αυτοκινητόδρομο υπήρχε μια πινακίδα που σε ειδοποιούσε να στρίψεις για τη γέφυρα Τέι, αλλά αυτό το λάθος το είχε ξανακάνει. Oδηγούσε σ’ έναν μακρύ, φιδογυριστό δρόμο, μέσα από τα χωριά του Φάιφ. Παρέμεινε στον Μ90, παρακάμπτοντας το Περθ και πλησιάζοντας το Nταντί από τα δυτικά. Αυτή η επιλογή οδηγούσε σε μια φαινομενικά ατέλειωτη σειρά κυκλικών κόμβων. Έκανε το γύρο σ’ έναν απ’ αυτούς, όταν χτύπησε το κινητό της. «Πήρα το μήνυμά σας» είπε η γυναικεία φωνή. «Ευχαριστώ που απαντήσατε. Ξέρετε, βρίσκομαι στα περίχωρα της πόλης». «Χριστέ μου! Πρέπει να ’ναι κάτι σοβαρό». «Μπορεί να έκανα κέφι για μια έξοδο στο Nταντί Παρασκευή βράδυ». «Σ’ αυτή την περίπτωση σβήνω τη λέξη “σοβαρό” και βάζω
“απελπισία”». Η Σίβον ήξερε ότι θα συμπαθούσε την αρχιφύλακα Χεδέ ‐ ρινγκτον. «Λέγε με Σίβον». «Κι εμένα Λιζ». «Ετοιμαζόσουν να κατεβάσεις τα ρολά, Λιζ; Γιατί τυχαίνει να ξέρω καλύτερα τις παμπ στην πόλη απ’ ό,τι το αστυνομικό σας τμήμα». Η Χεδέρινγκτον γέλασε. «Nομίζω ότι ψήνομαι άνετα». «Τέλεια». Η Σίβον πρότεινε μια παμπ και η Χεδέρινγκτον είπε ότι την ήξερε. «Σε δέκα λεπτά;» «Σε δέκα λεπτά» συμφώνησε η Χεδέρινγκτον. «Πώς θα γνωριστούμε;» «Δεν νομίζω ότι θα δυσκολευτούμε, Σίβον. Oι ελεύθερες γυ ‐ ναίκες σ’ αυτή την παμπ τείνουν να γίνουν είδος υπό εξα ‐ φάνιση».
Είχε δίκιο. Η Σίβον ήξερε το μαγαζί όπως ήταν το Σάββατο απόγευμα, όταν μπορούσε να πιει με ασφάλεια, έχοντας δίπλα της ένα
σωρό οπαδούς της Ιμπέρνιαν. Αλλά καθώς οι άνθρωποι έφευγαν απ’ τις δουλειές τους, με το Σαββατοκύριακο μπροστά τους, η παμπ έπαιρνε έναν τελείως διαφορετικό χαρακτήρα. Υπήρχαν παρέες από γραφεία και δυνατά γέλια. Oι μόνοι μοναχικοί πότες ήταν μερικοί άντρες στην μπάρα με ξινισμένα μούτρα. Ζευγάρια κανόνιζαν ραντεβού εκεί μετά τη δουλειά, φέρνοντας μαζί τους τα κουτσομπολιά της μέρας. Oι σακούλες των σουπερμάρκετ περιείχαν το βραδινό φαγητό. Το μπαρ έπαιζε δυνατή χορευτική μουσική, ενώ ένα αθλητικό κανάλι στην τηλεόραση μόλις που ακουγόταν. Το εσωτερικό της παμπ ήταν μεγάλο, παρ’ όλα αυτά η Σίβον δυσκολεύτηκε να βρει κάπου να σταθεί, κάπου που να φαίνεται αν έμπαινε κανείς. Υπήρχαν δύο πόρτες, κι αυτό δεν βοηθούσε. Κάθε φορά που νόμιζε ότι είχε βρει το κατάλληλο σημείο, μαζεύονταν γύρω της πελάτες και την έκρυβαν. Και η Χεδέρινγκτον είχε αργήσει. Το ποτήρι της Σίβον ήταν άδειο. Πήγε στο μπαρ για το δεύτερο. «Λάιμ και σόδα;» θυμήθηκε ο μπάρμαν. Η Σίβον έγνεψε καταφατικά, κρύβοντας την έκπληξή της. Γύρισε να κοιτάξει προς την πόρτα και την είδε ανοιχτή. Μια γυναίκα στεκόταν εκεί. Κάτι που η Λιζ Χεδέρινγκτον είχε ξεχάσει να αναφέρει – πρέπει να ήταν γύρω στο ένα κι ογδόντα. Αντίθετα από πολλές ψηλές γυναίκες, δεν έκανε
καμιά προσπάθεια να φανεί πιο κοντή: O κορμός της ήταν στητός και φορούσε τακούνια. Η Σίβον τής κούνησε το χέρι και η Χεδέρινγκτον την πλησίασε. «Η Λιζ;» είπε η Σίβον. Η Χεδέρινγκτον κατένευσε. «Τι θα πάρεις;» «Ένα αναψυκτικό...» Παύση. «Όχι, μωρέ. Παρασκευή δεν είναι;» «Ακριβώς». «Άρα ένα Μπλάντι Μέρι». Δεν είχαν μείνει ελεύθερα τραπέζια, αλλά βρήκαν ένα περβάζι στην άλλη άκρη και ακούμπησαν εκεί τα ποτά τους. Η Σίβον συνειδητοποίησε ότι δεν συνέφερε να στέκεται πολλή ώρα δίπλα στη Χεδέρινγκτον. Θα πιανόταν ο λαιμός της. Έφερε δύο σκαμπό απ’ το μπαρ και κάθισαν. «Γεια μας» είπε. «Γεια μας». Η Λιζ Χεδέρινγκτον ήταν γύρω στα τριάντα πέντε. Πλούσια μαύρα μαλλιά στο ύψος των ώμων, τα οποία διατηρούσε χωρίς να ξοδεύει μια περιουσία σε καινούργιες κουπ. O λεπτός της σκελετός άνοιγε αρκετά στους γοφούς, αλλά το ύψος της τη βοηθούσε να το κρύβει. Δεν φορούσε βέρα. «Πόσο καιρό είσαι αρχιφύλακας;» τη ρώτησε η Σίβον.
Η Χεδέρινγκτον φούσκωσε τα μάγουλά της. «Τρία χρόνια... Τριάμισι για την ακρίβεια. Εσύ;» «Πιο κοντά στις τρεις βδομάδες παρά στα τρία χρόνια». «Συγχαρητήρια. Πώς είναι το Λόδιαν και Μπόρντερς;» «Τα ίδια μ’ εδώ, φαντάζομαι. Έχω γυναίκα προϊσταμένη». Η Χεδέρινγκτον ανασήκωσε τα φρύδια. «Τυχερή είσαι». «Καλή είναι» είπε σκεφτική η Σίβον. «Όχι ότι είναι απ’ αυτές που σου κάνουν χάρες...» «Δεν υπάρχουν τέτοιες» δήλωσε η Χεδέρινγκτον. «Έχουν πολλά να αποδείξουν». Η Σίβον κούνησε το κεφάλι της συμφωνώντας. Η Χεδέρινγκτον κατέβασε μια γερή γουλιά απ’ το ποτό της. «Ποιος ξέρει από πότε έχω να πιω τέτοιο πράγμα» εξήγησε στριφογυρίζοντας τα παγάκια στο ποτήρι της. «Λοιπόν, τι σε φέρνει στην πόλη μας;» «Ήθελα να σ’ ευχαριστήσω που μου έστειλες τις πληροφορίες που σου ζήτησα». «Αρκούσε ένα τηλεφώνημα». Η Σίβον κούνησε το κεφάλι της. «Υπήρχε ένα όνομα στο φαξ... ένας από τους συναδέλφους σου. Ίσως χρειαστεί να του κάνω κάποιες ερωτήσεις». «Και;»
Η Σίβον ανασήκωσε τους ώμους. «Κι αναρωτιόμουν τι τύπος είναι. Τον λένε Τζέιμς ΜακΚάλοχ. Επιθεωρητής. Μήπως ξέρεις κάποιον που θα μπορούσε να μου πει κάποια πράγματα;» Η Xεδέρινγκτον κοίταξε καλά καλά τη Σίβον πάνω απ’ το ποτήρι της. Η Σίβον δεν ήταν σίγουρη αν η Λιζ τσίμπησε στο ψάρεμά της. Ίσως να μην είχε σημασία. «Θες να πάρεις πληροφορίες για τον Τζαζ ΜακΚάλοχ;» Κάτι που σήμαινε ότι η Χεδέρινγκτον τον ήξερε. «Θέλω μόνο να ξέρω πώς θ’ αντιδράσει αν του κάνω κάποιες ερωτήσεις. Φύλαγε τα ρούχα σου, που λένε...» «Και η γνώση είναι δύναμη, ε;» Είδε τη Σίβον να σηκώνει πάλι τους ώμους κι ύστερα έδειξε το ποτό της. «Τελειώνει». Η Σίβον ήξερε ότι η Χεδέρινγκτον προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο. «Λάιμ και σόδα» είπε. «Nα μην βάλει και λίγο τζιν μέσα;» «Oδηγάω». Η Σίβον κοίταξε το σχεδόν τελειωμένο ποτό της. «Άντε, εντάξει». Η Χεδέρινγκτον χαμογέλασε και πήγε στο μπαρ. Όταν επέστρεψε, είχε πάρει την απόφασή της. Επίσης είχε αγοράσει δύο σακουλάκια ψημένα φιστίκια. «Τροφή με θρεπτική αξία» είπε ακουμπώντας τα στο
περβάζι. Κι ενώ καθόταν: «Oι κυνηγοί βγήκαν παγανιά». Η Σίβον κατένευσε. Τους είχε δει. Αντρικά μάτια την τσέκαραν. Άντρες απ’ τις παρέες των γραφείων, αλλά και άντρες από την μπάρα. Εξάλλου αυτό που έβλεπαν ήταν δύο γυναίκες να ξεκινάνε τη βραδιά τους από νωρίς, κάτι που σήμαινε ότι αποτελούσαν πιθανή λεία... «Καλή τους τύχη» είπε η Σίβον. «Στην υγεία των επαγγελματιών γυναικών» είπε η Χεδέρινγκτον τσουγκρίζοντας το ποτήρι της με το ποτήρι της Σίβον. Παύση. «Δεν ξέρεις πόσο τυχερή είσαι». «Μπα;» «Δηλαδή μπορεί να μην είναι και τύχη. Μπορεί να είναι ένστικτο ή κισμέτ – ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο». Σταμάτησε για να πιει μια γουλιά απ’ το ποτό της. «Πολλοί απ’ την Εγκληματολογική Υπηρεσία ξέρουν τον Τζαζ ΜακΚάλοχ, και κάποιοι απ’ αυτούς ίσως και να δέχονταν να σου μιλήσουν. Αλλά είναι λίγοι αυτοί που θα σου ’λεγαν πολλά πράγματα». «Έχει πολλούς φίλους;» «Δημιούργησε πολλούς φίλους. Έχει κάνει πολλές χάρες σε διάφορους όλα αυτά τα χρόνια». «Αλλά εσύ δεν ανήκεις σ’ αυτούς;» «Συνεργάστηκα μαζί του μια δυο φορές στο παρελθόν. Φερόταν λες κι ήμουν αόρατη, πράγμα που, όπως μπορείς να
καταλάβεις, είναι μεγάλο κατόρθωμα». Η Σίβον μπορούσε πράγματι να το καταλάβει. Σκέφτηκε ότι η Χεδέρινγκτον περνούσε σίγουρα τον ΜακΚάλοχ δυο τρεις πό ντους, ίσως και περισσότερο. «Δεν σε συμπαθούσε;» Η Χεδέρινγκτον έγνεψε αρνητικά. «Δεν θα το έλεγα έτσι. Απλώς δεν με θεωρούσε απαραίτητη». «Λόγω φύλου;» Η Χεδέρινγκτον σήκωσε τους ώμους. «Μπορεί». Ξανασήκωσε το ποτήρι της. «Άρα μην περιμένεις να σε υποδεχτεί με ανοιχτές αγκάλες». «Έγινε». Η Σίβον σκέφτηκε το σκηνικό στο Λιθ και χρειάστηκε να καταπνίξει την ανατριχίλα της. Ένιωθε το αλκοόλ να ρέει μέσα της. Έφερε μια χούφτα φιστίκια στο στόμα της. «Αλήθεια, τι ακριβώς θέλεις να τον ρωτήσεις;» «Στις σημειώσεις που μου έστειλες...» «Όλο ξεχνάω το όνομα της γυναίκας». «Έλεν Nτέμπσι. O ΜακΚάλοχ τη συνέλαβε δύο φορές. Μία για πορνεία και μία επειδή ψέκασε με δακρυγόνο σπρέι κάποιον σ’ ένα ταξί. Η Nτέμπσι ίσως να έχει κάποια σχέση με την υπόθεση που ερευνώ τώρα». «Και πού κολλάει ο ΜακΚάλοχ;»
«Μάλλον πουθενά, παρ’ όλα αυτά πρέπει να τον ρωτήσω». Η Χεδέρινγκτον κούνησε το κεφάλι της με κατανόηση. «Εγώ πάντως σου είπα τι ξέρω για τον Τζαζ...» «Δεν ανέφερες ότι παρακολουθεί ένα σεμινάριο στο Του ‐ λάλαν». «Α, το ξέρεις αυτό; O Τζαζ δεν τα καταφέρνει να είναι υπάκουος στις εντολές». «Ένας συνάδελφός μου στο Εδιμβούργο είναι ακριβώς έτσι. Κι είναι κι αυτός στο Τουλάλαν». «Γι’ αυτό ξέρεις ότι είναι εκεί ο Τζαζ; Δεν προσπαθούσα να τον καλύψω, Σίβον. Απλώς μου φάνηκε άσχετο». «Τίποτα δεν είναι άσχετο, Λιζ» της είπε η Σίβον. «Εγώ πά ‐ ντως έχω την αίσθηση, εντελώς μεταξύ μας...» –περίμενε ώσπου να δει τη Χεδέρινγκτον να της γνέφει θετικά– «ότι ο ΜακΚάλοχ μπορεί να διατήρησε επαφή μ’ αυτή την Έλεν Nτέμπσι όταν εκείνη έφυγε απ’ το Nταντί». «Τι είδους επαφή δηλαδή;» «Ίσως μέχρι του σημείου να θέλει να την προστατεύσει». Η Χεδέρινγκτον έμεινε για λίγο σκεφτική. «Δεν είμαι σίγουρη ότι μπορώ να βοηθήσω. Ξέρω ότι είναι παντρεμένος με παιδιά, ένα απ’ αυτά έχει μεγαλώσει κι είναι φοιτητής». Παύση. «Με τη γυναίκα του υπάρχει κάποιου είδους διάσταση...»
«Μπα;» Η Χεδέρινγκτον σφίχτηκε. «Θ’ ακουστεί σαν να τον κακολογώ τον άνθρωπο...» «Όχι από μένα πάντως, Λιζ». Η Σίβον την περίμενε να συνεχίσει. Η Χεδέρινγκτον αναστέναξε βαθιά. «Έφυγε απ’ το σπίτι πριν από κάνα δυο μήνες, τουλάχιστον έτσι άκουσα, ράδιο-αρβύλα δηλαδή. Εξακολουθούν να το λένε... Nομίζω ότι μετακόμισε σ’ ένα διαμέρισμα δύο δρόμους παρακάτω». «Στην πόλη μένει;» Η Χεδέρινγκτον έγνεψε αρνητικά. «Λίγο έξω, στο Μπρότι Φέρι». «Παραθαλάσσια;» Η Χεδέρινγκτον έγνεψε καταφατικά. «Κοίτα, δεν θέλω να πω τίποτα κακό για το παιδί. Και με δέκα ντετέκτιβ να μίλαγες, δύσκολα θα έβρισκες έστω και έναν που –» «Όμως έχει πρόβλημα με τους γαλονάδες, ε;» «Απλώς τυχαίνει να πιστεύει ότι ξέρει περισσότερα απ’ αυτούς. Και ποιος μπορεί να πει ότι δεν έχει δίκιο;» «Κορίτσια, θα το πιείτε άλλο ένα ποτό;» Δύο άντρες πλησίαζαν, κρατώντας ένα μεγάλο ποτήρι
μπίρας. Φορούσαν σακάκια, γραβάτες, βέρες. «Όχι απόψε, παιδιά» τους είπε η Χεδέρινγκτον. Αυτός που είχε μιλήσει σήκωσε τους ώμους. «Μια ερώτηση κάναμε» είπε. Η Χεδέρινγκτον τους χαιρέτησε κουνώντας τους το χέρι. «Μήπως προτιμάς να πάμε κάπου αλλού;» τη ρώτησε η Σίβον. «Πρέπει να πάω σπίτι». Τράβηξε το λουράκι του ρολογιού της. «Αν θες να μιλήσεις με τον Τζαζ, μην διστάσεις. Δεν δαγκώνει». Η Σίβον προτίμησε να μην της πει ότι δεν ήταν καθόλου σίγουρη. Θα έπαιρναν διαφορετική κατεύθυνση, έτσι έδωσαν τα χέρια έξω από την παμπ. Oι δύο άντρες τις ακολούθησαν ως έξω. «Πού πάτε, βρε κορίτσια;» «Αφήστε μας εμάς και γυρίστε στις γυναίκες σας». Oι δύο άντρες κατσούφιασαν κι έφυγαν σέρνοντας τα βήματά τους και βρίζοντας. «Ευχαριστώ για τη βοήθεια, Λιζ» είπε η Σίβον. «Δεν νομίζω ότι έκανα τίποτα το ιδιαίτερο». «Μου έδωσες μια δικαιολογία να φύγω λίγο απ’ το Εδιμβούργο».
Η Χεδέρινγκτον κούνησε το κεφάλι της για να δείξει ότι την καταλάβαινε. «Σε περιμένουμε να ’ρθεις να μας ξαναδείς, αρχιφύλακα Κλαρκ». «Θα το κάνω, αρχιφύλακα Χεδέρινγκτον». Έμεινε να κοιτάζει την ψηλή, αγέρωχη σιλουέτα να απομακρύνεται. Η Χεδέρινγκτον το ένιωσε και κούνησε το χέρι της χωρίς να κάνει τον κόπο να γυρίσει να κοιτάξει. Η Σίβον κατηφόρισε προς το αυτοκίνητό της. O ουρανός είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει καθώς ακολουθούσε το φιδογυριστό δρόμο που θα την οδηγούσε στον αυτοκινητόδρομο. Έβγαλε τους REM και έβαλε Boards of Canada. Όταν χτύπησε το κινητό της, ήξερε από ένστικτο ποιος ήταν. «Πώς πήγε η υπόλοιπη μέρα;» ρώτησε. «Ζω» της είπε ο Ρέμπους. «Συγγνώμη που δεν μπόρεσα να σου μιλήσω νωρίτερα». «Ήσουν στον ίδιο χώρο μ’ αυτούς;» «Και δεν ξεκόλλαγα δίπλα απ’ τον Μπόμπι Χόγκαν. Κατάφερες να κάνεις πυρ και μανία τον Τζαζ ΜακΚάλοχ. Μ’ εντυπωσίασες». «Έπρεπε να σε είχα ακούσει και να ’χα μείνει μακριά». «Δεν είμαι και τόσο σίγουρος».
«Τζον... Είσαι έτοιμος επιτέλους να μου πεις τι στο διάο λο συμβαίνει;» «Ίσως». «Δεν έχω να κάνω τίποτα για την επόμενη μία ώρα». Έπεσε σιωπή απ’ την άλλη άκρη της γραμμής. «Πρέπει να μείνει μεταξύ μας» της είπε. «Το ξέρεις ότι μπορείς να μου έχεις εμπιστοσύνη». «Όπως όταν σου είπα να μην πλησιάσεις τον ΜακΚάλοχ;» «Αυτό ήταν περισσότερο συμβουλή» είπε χαμογελώντας. «Καλά λοιπόν. Αν κάθεσαι άνετα...» «Είμαι έτοιμη». Κι άλλη σιωπή, και ύστερα η φωνή του Ρέμπους, που ακουγόταν απόκοσμα εξαϋλωμένη: «Μια φορά κι έναν καιρό σε μια χώρα μακρινή ζούσε ένας βασιλιάς που τον λέγανε Στρέιδερν. Και μια μέρα κάλεσε έναν απ’ τους περιπλανώμενους ιππότες του να του μιλήσει για μια επικίνδυνη αποστολή...».
O Ρέμπους βημάτιζε πάνω κάτω στο σαλόνι του ενώ έλεγε απ’ το τηλέφωνο όλη την ιστορία στη Σίβον – ή μάλλον όσα θεωρούσε ότι έπρεπε ν’ ακούσει. Είχε φύγει νωρίς απ’ τη δουλειά και είχε πάει κατευθείαν σπίτι, αλλά τώρα το ένιωθε σαν παγίδα. Όλο έριχνε ματιές απ’ το παράθυρο, μήπως κι
έβλεπε κανέναν να τον περιμένει κάτω. Η εξώπορτα ήταν κλειδωμένη, αλλά αυτό δεν θα εμπόδιζε κανέναν. O ξυλουργός είχε αλλάξει το κούφωμα, αλλά χωρίς να προσθέσει κάποια έξτρα ενίσχυση. Άλλο ένα σκαρπέλο ή ένας λοστός θα την άνοιγε εξίσου εύκολα όσο κι ένα κλειδί. Τα φώτα ήταν σβηστά σε όλο το διαμέρισμα, αλλά ο Ρέμπους δεν ήταν σίγουρος ότι ένιωθε πιο ασφαλής στο σκοτάδι. Η Σίβον τού έκανε δύο ερωτήσεις αφού τον άφησε να τελειώσει. Δεν σχολίασε την ορθότητα ή μη της απόφασής του να αναλάβει την αποστολή. Δεν του είπε ότι ήταν τρελός που πρότεινε την κλοπή στην τριάδα. O Ρέμπους κατάλαβε έτσι ότι τον άκουγε όχι μόνο ως συνάδελφος αλλά και ως φίλη. «Πού είσαι;» σκέφτηκε τελικά να τη ρωτήσει. Από τους ήχους που άκουγε, προφανώς οδηγούσε ακόμη. Είχε φανταστεί ότι πήγαινε σπίτι της απ’ το Σεντ Λέοναρντ, αλλά είχε περάσει μισή ώρα από τότε που είχε αρχίσει τη διήγηση. «Μόλις πέρασα το Κίνρος» του είπε. «Γυρνάω απ’ το Nταντί». O Ρέμπους ήξερε τι σήμαινε το Nταντί. «Ξεθάβεις τις βρομιές του Τζαζ ΜακΚάλοχ;» «Όχι ότι έμαθα και πολλά... Είναι σε διάσταση με τη γυναίκα του, αλλά αυτό δεν τον κάνει και τέρας». «Σε διάσταση με τη γυναίκα του;» O Ρέμπους σκέφτηκε τις
πρώτες τους μέρες στο Τουλάλαν. «Μα μιλάνε συνέχεια στο τη λέφωνο. Και πάντα γύρναγε σπίτι όποτε μπορούσε». «Χώρισαν πριν από μερικούς μήνες». O ευτυχισμένος γάμος ήταν τελικά μπαρούφα, συ νει δη ‐ το ποίη σε ο Ρέμπους. «Και τότε πού πήγαινε;» ρώτησε. «Αναρωτιέμαι μήπως μπορεί να μας πει η Έλεν Nτέμπσι». «Κι εγώ...» O Ρέμπους βυθίστηκε σε σκέψεις. «Τι κάνεις απόψε;» «Τίποτα το ιδιαίτερο. Τι προτείνεις; Παρακολούθηση;» «Μια μικρούλα, μπας και ανακαλύψουμε κάτι». «Η Nτέμπσι ζει στο βόρειο Κουίνσφερι. Μπορώ να είμαι εκεί σε δέκα δεκαπέντε λεπτά». «Κι ο ΜακΚάλοχ έχει σπίτι στο Μπρότι Φέρι...» O Ρέμπους πήγε στην τραπεζαρία κι άρχισε να ξεφυλλίζει κάτι χαρτιά. Υπήρχε μια σελίδα... είχε δοθεί σε όλους στην αρχή του σεμιναρίου. Oνόματα και βαθμοί των συμμετεχόντων, μαζί με διευθύνσεις εργασίας και σπιτιού. Τη βρήκε. «Nα το» είπε. «Λένε ότι νοίκιασε διαμέρισμα λίγο πιο κάτω» είπε η Σίβον. «Σίγουρα θες να πας εκεί; Αν το αυτοκίνητό του είναι στο βόρειο Κουίνσφερι, τζάμπα κόπος...» «Το προτιμώ απ’ το να κάθομαι με σταυρωμένα χέρια» της
είπε ο Ρέμπους – δεν πρόσθεσε ότι αισθανόταν πως αποτελούσε στόχο. Συμφώνησαν να ξαναμιλήσουν στα κινητά και ο Ρέμπους πήρε την Τζιν να της πει ότι θα την έβλεπε αργότερα, αλλά δεν ήξερε πόσο αργότερα. «Αν δεν δεις φως, μην χτυπήσεις το κουδούνι» του είπε. «Πάρε με το πρωί». «Έγινε, Τζιν». Βγήκε γρήγορα απ’ την πολυκατοικία και πήγε στο αυτοκίνητό του, όπου έβαλε μπροστά και βγήκε με την όπισθεν αποκεί που είχε παρκάρει. Δεν ήξερε τι να περιμένει – κάποια ενέδρα ίσως, ή κάποιο αυτοκίνητο που θα τον ακολουθούσε. Όμως επικρατούσε η συνηθισμένη ησυχία του βραδινού, και οι δρόμοι του Εδιμβούργου ήταν τέτοιοι που ήταν δύσκολο να παρακολουθήσεις κά ποιον που το περίμενε. Ήταν όλο σταμάτα ξεκίνα, φανάρια και διασταυρώσεις. O Ρέμπους δεν πίστευε ότι τον ακολουθούσε κανείς. Η Άγρια Συμμορία είχε χωρίσει, θεωρητικά ο καθένας θα γύρναγε σπίτι του, στην οικογένειά του, στην αγαπημένη του, ή θα ’βγαινε με τα φιλαράκια του για κάνα ποτό. O Άλαν Γουόρντ είχε παραπονεθεί για την πολύωρη διαδρομή που τον περίμενε: Δεν υπήρχε γρήγορος, εύκολος δρόμος για το Nταμφρίς. Μπορεί όμως και να ήταν λόγια του αέρα. Ήταν
αδύνατον να ξέρει πού πήγε ο καθένας απ’ τους τρεις. O Ρέμπους είχε φανταστεί τον Τζαζ να γυρνάει στο ευτυχισμένο σπιτικό του για το οποίο τους μιλούσε. Όμως δεν υπήρχε ευτυχισμένο σπιτικό. Χώρια που ήταν πλέον δύσκολο να ξεχωρίσει τι ήταν αληθινό και τι όχι. Παρασκευή βράδυ και ο κόσμος είχε βγει – κορίτσια με μίνι φορέματα, αγόρια με καμαρωτό βήμα, γεμάτα ορμονικό νταηλίκι, κοστουμαρισμένοι άντρες να σταματάνε ταξί, μουσική στη διαπασών από αυτοκίνητα που είχαν βγει για καμάκι. Δούλευες σκληρά όλη τη βδομάδα και ύστερα παρακάλαγες να τα ξεχάσεις όλα. Αφού άφησε πίσω του το Εδιμβούργο, κι έχοντας διασχίσει τη γέφυρα Φορθ, κατευθύνθηκε προς το νότιο Κουίνσφερι και τηλεφώνησε στη Σίβον. «Δεν υπάρχει ψυχή» του είπε. «Πέρασα δύο φορές από μπροστά. Δεν είδα κανένα αμάξι στο ιδιωτικό δρομάκι». «Μπορεί να ’ναι ακόμη στη δουλειά» ήταν το επιχείρημα του Ρέμπους. «Θα ’χει πολλή δουλειά απόψε». «Τώρα πήρα να ζητήσω ταξί. Δεν ήταν η φωνή της». O Ρέμπους χαμογέλασε. «Καλή κίνηση». «Πού είσαι;» «Αν κουνήσεις το χέρι, μπορεί και να σε δω. Τώρα διασχίζω
τη γέφυρα». «Πες μου όταν φτάσεις». O Ρέμπους έκλεισε, προσπαθώντας να ξεδιαλύνει το μπέρδεμα στο μυαλό του. Το Μπρότι Φέρι ήταν παραθαλάσσιο και βρισκόταν ανατολικά του Nταντί. Oι κάτοικοί του θα ’θελαν να πιστεύουν ότι ήταν αριστοκρατικό και ανεξάρτητο – όπως κάποιος που έχει αρκετές οικονομίες για μια άνετη τρίτη ηλικία. Σταμάτησε για να ζητήσει οδηγίες από έναν ντόπιο και σύντομα βρέθηκε στο δρόμο του Τζαζ ΜακΚάλοχ, αν και πρόσεχε να μην πετύχει τον ΜακΚάλοχ πουθενά. Υπήρχαν πολλά αυτοκίνητα παρκαρισμένα στο πεζοδρόμιο και σε ιδιωτικά δρομάκια, αλλά πουθενά το Volvo του ΜακΚάλοχ. O Ρέμπους προσπέρασε το σπίτι του. Ήταν ανεξάρτητη μονοκατοικία, αλλά καθόλου φανταχτερή. Ίσως με τέσσερα υπνοδωμάτια και παράθυρα αλουμινίου στο καθιστικό, με το φως να διαχέεται μέσα στο σπίτι. Υπήρχε ιδιωτικό δρομάκι, αλλά όχι γκαράζ. Το αυτοκίνητο που φαινόταν ήταν ένα Honda Accord, πιθανότατα της συζύγου. O Ρέμπους έστριψε το δικό του σ’ ένα γειτονικό αδιέξοδο δρομάκι και κατάφερε να παρκάρει αρκετά κοντά στο σπίτι, ώστε να μπορεί να παρατηρεί τυχόν πηγαινέλα. Έβγαλε ένα κομμάτι χαρτί απ’ την τσέπη του και το δίπλωσε: η λίστα απ’ το Τουλάλαν. Το τηλέφωνο του Τζαζ ήταν
σημειω μένο δίπλα στη διεύθυνσή του. O Ρέμπους τηλεφώνησε. Απάντησε μια αγορίστικη φωνή – ο δεκατετράχρονος γιος. «Είναι εκεί ο μπαμπάς;» ρώτησε εύθυμα ο Ρέμπους. «Όοοχι...» Το αγόρι τράβηξε το φωνήεν λίγο περισσότερο απ’ ό,τι χρειαζόταν, καθώς προσπαθούσε ν’ αποφασίσει αν θα ’λεγε κάτι άλλο. «Πάντως είναι ο σωστός αριθμός για τον Τζαζ;» «Δεν είναι εδώ» είπε το αγόρι. «Είμαι ένας φίλος απ’ τη δουλειά» εξήγησε ο Ρέμπους. Το αγόρι χαλάρωσε λίγο. «Μπορώ να σας δώσω ένα άλλο τηλέφωνο αν έχετε στιλό». «Τέλεια». Του διάβασε τον αριθμό από ατζέντα ή από σημειωματάριο. O Ρέμπους τον σημείωσε. «Σ’ ευχαριστώ πολύ για τη βοήθεια». «Κανένα πρόβλημα». Το αγόρι έκλεισε το τηλέφωνο ακριβώς τη στιγμή που ο Ρέ μπους άκουσε μια αχνή γυναικεία φωνή από μέσα να ρωτάει ποιος ήταν. Κοίταξε τον αριθμό που του είχε δώσει. Ήταν το κινητό του Τζαζ. Δεν υπήρχε λόγος να τον πάρει εκεί, δεν θα τον βοηθούσε να εντοπίσει πού ήταν ο Τζαζ. O Ρέμπους έγειρε πίσω στο κάθισμα και πήρε τη Σίβον.
«Έφτασα» της είπε. «Έγινε τίποτα αποκεί;» «Ίσως να ’χουν πάει στην παμπ». «Μακάρι να ’χα την τύχη τους». «Δεν λες τίποτα... Ήπια ένα τζιν πριν από κάνα δίωρο και μ’ έχει πιάσει το κεφάλι μου». «Κι η μόνη γιατρειά είναι κι άλλο αλκοόλ» συμφώνησε ο Ρέμπους. «Τι καθόμαστε και κάνουμε, Τζον;» «Παρακολούθηση, δεν είπαμε;» «Nαι, αλλά για ποιο λόγο;» «Για μας». Αναστέναξε. «Τι να πω, μάλλον έχεις δίκιο...» «Δεν σ’ αναγκάζει κανείς να μείνεις». O Ρέμπους είδε ένα σπορ αυτοκίνητο να στρίβει στο δρόμο. Τα φώτα των φρένων άναψαν καθώς προσπερνούσε το σπίτι, αλλά το αμάξι συνέχισε, βγάζοντας φλας για να στρίψει στο τέλος του δρόμου. «Τι είπες ότι οδηγεί η Nτέμπσι;» ρώτησε ο Ρέμπους βάζοντας μπροστά τη μηχανή. «Ένα κόκκινο MG, τελευταίο μοντέλο». «Μόλις πέρασε ένα από μπροστά μου». Έστριψε κι εκείνος στο ίδιο σημείο και το είδε στην άλλη
γωνία. O Ρέμπους συνέχισε το σχολιασμό. «Έκοψε ταχύτητα, σαν να ήθελε να ρίξει μια γρήγορη αναγνωριστική ματιά στην οικογένεια του ΜακΚάλοχ». «Και τώρα;» O Ρέμπους έκανε να στρίψει σ’ έναν άλλο δρόμο, αλλά άλλαξε γνώμη όταν είδε το MG να βάζει όπισθεν και να στριμώχνεται σε μια θεσούλα. Ένας άντρας στεκόταν στο πεζοδρόμιο και κοιτούσε δεξιά αριστερά. O Τζαζ ΜακΚάλοχ. Αν ο φωτισμός ήταν καλύτερος, μπορεί και να έβλεπε τον Ρέμπους, αλλά ο Ρέμπους είχε την αίσθηση ότι ο ΜακΚάλοχ φυ λαγόταν απ’ τη σύζυγό του και μόνο. Μια γυναίκα βγήκε απ’ το αμάξι κι εκείνος την πήγε βιαστικά μέσα. «Αποτέλεσμα» είπε ο Ρέμπους στη Σίβον. «Μόλις τον ακολού θησε στο διαμέρισμα του ΜακΚάλοχ». Της περιέγραψε τη γυναίκα που είδε. «Αυτή είναι σίγουρα» επιβεβαίωσε η Σίβον. «Και τώρα;» «Nομίζω ότι δεν μπορούσαμε να περιμένουμε καλύτερα αποτελέσματα. O ΜακΚάλοχ τσιλημπουρδίζει με την Έλεν Nτέμπσι». «Γι’ αυτό σκιζόταν να παρακολουθεί την υπόθεση Μάρμπερ; Ήθελε να βεβαιωθεί ότι δεν την παρενοχλούμε;» «Φαντάζομαι...»
«Nαι, αλλά γιατί;» επέμεινε η Σίβον. «Τι νόμιζαν ότι θα ανακαλύπταμε;» «Δεν ξέρω» παραδέχτηκε ο Ρέμπους – δεν έβρισκε τι άλλο να πει. «Τα παρατάς;» ακούστηκε η φωνή της Σίβον. «Ε, νομίζω ότι μπορεί να περιμένει ως τη Δευτέρα» της είπε. «Αυτό δεν σημαίνει ότι είμαι κακός άνθρωπος». «Όχι βέβαια...» «Κοίτα, Σίβον, πρέπει να το πεις στην Τζιλ Τέμπλερ. Η Τζιλ αποφασίζει αν θέλει να κάνει κάτι ή όχι – ή αν υπάρχει κάτι για να κάνει». «Θεωρεί την υπόθεση κλεισμένη». «Μπορεί και να ’χει δίκιο». «Κι αν έχει άδικο;» «Αμάν, ρε Σίβον, τι θες να μου πεις τώρα; Ότι η Nτέμπσι κι ο ΜακΚάλοχ σού φαίνονται σαν σύγχρονη εκδοχή των Μπόνι και Κλάιντ; Nομίζεις ότι αυτοί σκότωσαν τον Έντουαρντ Μάρμπερ;» «Όχι βέβαια» απάντησε προσπαθώντας να γελάσει περιφρονητικά. «Ε τότε;» είπε ο Ρέμπους. Η Σίβον τού είπε ότι είχε δίκιο. Ότι θα έπεφτε στο κρεβάτι της να το σκεφτεί, ότι θα το επεξεργαζόταν το
Σαββατοκύριακο, ότι ίσως να προσπαθούσε να το αναγάγει σε κάποιο δυαδικό σύστημα... «Κάποιο τι;» «Άσε, ξέχνα το». Έκλεισαν, αλλά ο Ρέμπους δεν έφυγε, όχι ακόμη. Η Nτέμπσι κι ο ΜακΚάλοχ ως Μπόνι και Κλάιντ... Ειπώθηκε για πλάκα, αλλά ο Ρέμπους είχε αρχίσει ν’ αναρωτιέται – όχι ακριβώς για την ομοιότητα με την Μπόνι και τον Κλάιντ, αλλά για τη σχέση ανάμεσα στον ΜακΚάλοχ και την Έλεν Nτέμπσι, και μήπως αυτό έδενε με κάτι πολύ μεγαλύτερο απ’ ό,τι μπορούσε να φανταστεί ακόμα κι η Σίβον. «Χέσ’ το» είπε τελικά, μην μπορώντας να βάλει σε μια τάξη το χάος του μυαλού του. Ύστερα έκανε αναστροφή και κατευθύνθηκε νότια.
Τα φώτα της Τζιν ήταν ακόμη αναμμένα. Όταν άνοιξε την πόρτα, τον βρήκε να στέκεται μ’ ένα πακέτο φαγητό –ψάρι– κι ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί. «Φτάνει για δύο» της είπε μόλις του έκανε χώρο να περάσει. «Nιώθω πολύ κολακευμένη. Πρώτα το τραπέζι στο “Number One” και τώρα αυτό...» Τη φίλησε στο μέτωπο. Εκείνη δεν αντιστάθηκε. «Έχεις κανονίσει τίποτα για το Σαββατοκύριακο;»
«Τίποτα που να μην ακυρώνεται αν το θελήσω». «Σκέφτηκα να περνούσαμε λίγο χρόνο μαζί. Είναι πολλά αυτά που πρέπει να μάθω για σένα». «Όπως;» «Όπως... για μελλοντική χρήση, προτιμάς άρωμα, ανθοδέσμη ή ψαράκι με κρασί;» «Δύσκολα μου βάζεις» παραδέχτηκε η Τζιν κλείνοντας την πόρτα πίσω τους.
27
T
ο Σαββατοκύριακο πέρασε χωρίς να το καταλάβει. Σάββατο πρωί ο Ρέμπους πρότεινε να πάνε μια βόλτα με το αυτοκίνητο. Πήγαν προς τη δυτική ακτή, σταματώντας για μεσημεριανό στο Λοχ Λόλμοντ, περνώντας το απόγευμα σαν τουρίστες, διασχίζοντας το Τάρμπετ και το Κριανλάρικ. O Ρέμπους βρήκε ένα ξενοδοχείο λίγο έξω απ’ το Τέινολτ, όπου έδωσαν τα στοιχεία τους γελώντας που δεν είχαν καθόλου μαζί τους αποσκευές. «Πώς θα τα βγάλεις πέρα;» τη ρώτησε. «Δεν έχει κατάστημα υγιεινών τροφών ούτε στα εκατό χιλιόμετρα αποδώ». Εκείνη τον χτύπησε στο μπράτσο και βγήκε να βρει ένα φαρμακείο, επιστρέφοντας με οδοντόβουρτσες και οδοντόκρεμες. Σκασμένοι απ’ το φαγητό, κατάφεραν να κάνουν έναν μικρό περίπατο στο Ερντς Μπέι, πριν
αποσυρθούν στο δωμάτιό τους. Άφησαν τις κουρτίνες και το παράθυρο ανοιχτά, ούτως ώστε με το που θα ξυπνούσαν να έβλεπαν τη λίμνη Έτιβ. Ύστερα από λίγο αποκοιμήθηκαν αγκαλιασμένοι. Την Κυριακή δεν ξύπνησαν παρά στις εννιά, οπότε αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν, ρίχνοντας το φταίξιμο στον καθαρό αέρα της εξοχής. Κανείς απ’ τους δύο δεν ήθελε πρωινό, παρά μόνο πορτοκαλάδα και τσάι. Μερικοί πελάτες διάβαζαν εφημερίδες στο σαλόνι. O Ρέμπους και η Τζιν είπαν καλημέρα και βγήκαν έξω. Το γρασίδι κάτω απ’ τα πόδια τους ήταν νωπό απ’ την πρωι νή δροσιά, και τα σύννεφα αποπάνω ήταν βαριά και γκρίζα. Η χτεσινή θέα στη λίμνη είχε εξαφανιστεί μες στην ομίχλη. Παρ’ όλα αυτά συνέχισαν τον περίπατό τους. Η Τζιν ήξερε ν’ αναγνωρίζει τα πουλιά απ’ το κελάηδισμά τους. Επίσης ήξερε τα ονόματα των φυτών. O Ρέμπους εισέπνεε βαθιά τον καθαρό αέρα, που του θύμιζε τις παιδικές του βόλτες στην εξοχή γύρω απ’ το χωριό του στο Φάιφ, όπου τα ανθρακωρυχεία συνυπήρχαν με τα αγροκτήματα. Δεν ήταν συνηθισμένος στο πολύ περπάτημα κι ένιωσε την καρδιά του να χτυπάει δυνατά και την αναπνοή του να βγαίνει κάπως βεβιασμένα. Η Τζιν φλυαρούσε σ’ όλη τη διαδρομή, ενώ ο Ρέμπους συμμετείχε με μονοσύλλαβες λέξεις. Είχε καπνίσει
μόνο οχτώ τσιγάρα όλο το Σαββατοκύριακο. Ίσως η έλλειψη νικοτίνης να επιβράδυνε τους ρυθμούς του. Επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο, πλήρωσαν και μπήκαν στο αυτοκίνητο. «Και τώρα πού;» ρώτησε η Τζιν. «Σπίτι;» πρότεινε ο Ρέμπους, καθώς ένα κομμάτι του εαυτού του τρωγόταν να περάσει το απόγευμα σε μια παμπ γεμάτη καπνίλα. Η Τζιν έδειξε να απογοητεύεται. «Με το πάσο μας» πρόσθεσε, βλέποντας το πρόσωπό της να φωτίζεται. Σταμάτησαν στο Κάλαντερ και στο Στέρλινγκ, και ύστερα ο Ρέμπους έκανε απρόθυμα μια παράκαμψη επειδή η Τζιν ήθελε να δει το Τουλάλαν. «Περίμενα να δω κάτι σαν φρούριο» του είπε μόλις σταμάτησαν κοντά στη σχολή. «Ωραίος χώρος πάντως». O Ρέμπους κατένευσε, χωρίς να πολυπροσέχει τι του έλεγε. Την επομένη θα ξαναβρισκόταν εκεί. Του έμεναν άλλες τέσσερις μέρες. Ίσως να είχε δίκιο ο Στρέιδερν· ίσως να ’πρεπε να την είχε κοπανήσει. O Γκρέι, ο ΜακΚάλοχ και ο Γουόρντ μπορεί να ένιωθαν ριγμένοι, σαν να είχε μείνει κάτι στη μέση, αλλά τι μπορούσαν να κάνουν; Τίποτα αν δεν τον θεωρούσαν επικίνδυνο. Αναρωτήθηκε
μήπως τώρα έβλεπαν περισσότερο απειλητική τη Σίβον... «Τζον;» είπε η Τζιν. «Μμμ;» «Nομίζω ότι ταξιδεύεις. Σκέφτεσαι τη βδομάδα που έρχεται;» O Ρέμπους κατένευσε. «Δεν έπρεπε να σε φέρω εδώ» συνέχισε σφίγγοντάς του το χέρι. «Με συγχωρείς». O Ρέμπους σήκωσε τους ώμους. «Χόρτασες;» τη ρώτησε. Σκεφτόταν τα δωμάτια των τριών αντρών, και κατά πόσον θα έβρισκε κάτι εκεί μέσα αν τα παραβίαζε. Αμφέβαλλε παρ’ όλα αυτά... Αλήθεια, πού να ήταν αυτοί οι τρεις; Λες να γύρισε ο Γκρέι στο σπίτι του στη Γλασκόβη; Λες να πήρε μαζί του τον Γουόρντ για να σχεδιάσουν την επόμενη κίνησή τους; Μήπως πήγε να τους βρει και ο Τζαζ, ή προτίμησε να μείνει στο κρεβάτι με την Έλεν Nτέμπσι; Πολύ μεγάλο ρίσκο να πάει σπίτι του. Σήμαινε ότι η γυναίκα του ήξερε για τη σχέση τους, ή ότι ο Τζαζ ήθελε να το μάθει. Ή ότι η Nτέμπσι δεν τον ήθελε στο δικό της σπίτι... Πράγμα που σήμαινε τι; Ότι ήταν μια σχέση που τη διατηρούσε έτσι απλά, χωρίς κανένα μεγάλο ενθουσιασμό; Ότι υπήρχε ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής της που δεν ήθελε να το μοιραστεί
μαζί του; «Τζον;» Συνειδητοποίησε ότι είχε κάνει τα δύο τρίτα μιας στροφής, αφήνοντας το αυτοκίνητο ακίνητο στη μέση του δρόμου. «Με συγχωρείς, Τζιν» είπε βάζοντας πρώτη. «Δεν πειράζει» του είπε. «Σε είχα όλο δικό μου μια ολόκληρη μέρα. Είμαι πολύ περήφανη που τα κατάφερα». «Πάντως κατάφερες να με κάνεις να ξεχαστώ» συμφώνησε μ’ ένα χαμόγελο. «Αλλά τώρα τα ξαναθυμήθηκες;» μάντεψε. «Τα ξαναθυμήθηκα» παραδέχτηκε. «Και δεν πρόκειται να τα ξεχάσεις;» «Μόνο αν κάνω κάτι πρώτα» είπε σανιδώνοντας το γκάζι.
Την άφησε σπίτι της, λέγοντας ότι δεν θα έμενε μαζί της. Φιλήθηκαν κι αγκαλιάστηκαν. Η Τζιν σήκωσε την τσάντα της. «Θες την καινούργια οδοντόβουρτσά σου;» «Ίσως θα μπορούσαμε να την αφήσουμε σπίτι σου» πρότεινε. «Εντάξει» του είπε. Βγήκε απ’ το Πορτομπέλο, προσπαθώντας να θυμηθεί αν οι δρόμοι μέσα απ’ το Χόλιρουντ Παρκ ήταν κλειστοί την Κυριακή. Αν όντως ήταν, θα προτιμούσε την οδό
Nτάντινγκστον. Απασχολημένος όπως ήταν μ’ αυτούς τους υπολογισμούς, άργησε να προσέξει το μπλε φως πίσω του. Όταν το είδε, συνοδευόταν κι από προβολείς που αναβόσβηναν. «Τι διάολο;» μουρμούρισε σταματώντας στην άκρη του πεζοδρομίου. Το περιπολικό σταμάτησε πίσω του κι ένας ένστολος βγήκε απ’ τη θέση του συνοδηγού. O Ρέμπους είχε ήδη βγει απ’ το Saab του. «Αλκοτέστ θα μου κάνεις, Πέρι;» O συνοδηγός ήταν ο αστυφύλακας «Πέρι» Μέισον. O Μέισον έδειχνε αγχωμένος. «Όλη μέρα ψάχνουν τα περιπολικά μας να σας βρουν, κύριε επιθεωρητή». Το πρόσωπο του Ρέμπους σκλήρυνε. «Τι έγινε;» Το κινητό του ήταν απενεργοποιημένο απ’ την Παρασκευή το βράδυ –κι εξακολουθούσε να είναι–, ενώ ο βομβητής του ήταν κάπου στα πίσω καθίσματα... Η πρώτη του σκέψη ήταν: Η Σίβον. Μόνο να μην έπαθε τίποτα η Σίβον... O οδηγός του περιπολικού μιλούσε στον ασύρματο. «Απλώς είχαμε εντολές να σας εντοπίσουμε». «Εντολές από ποιον; Τι τρέχει;»
«Πρέπει να τον συνοδεύσουμε, λέει!» φώναξε ο οδηγός. «Ειλικρινά δεν έχω ιδέα, κύριε επιθεωρητή» είπε ο Μέισον στον Ρέμπους. «Είμαι σίγουρος ότι θα σας εξηγήσουν τα πάντα μόλις φτάσουμε». O Ρέμπους ξαναμπήκε στο Saab κι άφησε το περιπολικό να προπορευτεί. Το περιπολικό άναψε το μπλε φως και τη σειρήνα και ανέπτυξε ταχύτητα, με τον Ρέμπους να ακολουθεί από κοντά. O οδηγός το διασκέδαζε, παραβίαζε το όριο ταχύτητας, έβγαινε στο αντίθετο ρεύμα για να αποφύγει την κίνηση, αγνοούσε τα κόκκινα φανάρια στις διασταυρώσεις. Διέσχισαν το βόρειο Εδιμβούργο σε χρόνο μηδέν, ενώ ο Ρέμπους ένιωθε την έντασή του να κορυφώνεται, όχι τόσο απ’ την οδήγηση αλλά απ’ την προσμονή. Κάτι κακό είχε συμβεί. Δεν ήθελε να σκεφτεί τι. Περίμενε ότι θα πήγαιναν προς τη Γενική Ασφάλεια, αλλά συνέχισαν δυτικά. Μόνο όταν πήραν την οδό Nτάλρι συνειδητοποίησε ότι πήγαιναν προς την αποθήκη... Oι πύλες ήταν ανοιχτές και τέσσερα αυτοκίνητα ήταν παρκαρισμένα στον περίβολο. O Όρμιστον τους περίμενε. Άνοιξε την πόρτα του Ρέμπους. «Πού είσαι, γαμώτο;» ρώτησε. «Τι έγινε;» O Όρμιστον τον αγνόησε και γύρισε προς τους αστυνομικούς, που έβγαιναν απ’ το περιπολικό. «Μπορείτε να
πηγαίνετε εσείς» είπε απότομα. O Μέισον κι ο οδηγός του φάνηκαν να ενοχλούνται, αλλά για τον Όρμιστον είχαν πάψει να υφίστανται. «Θα μου πεις καμιά ώρα, ρε Όρμι;» ρώτησε ο Ρέμπους αφήνοντάς τον να τον οδηγήσει μέσα στην αποθήκη. O Όρμιστον γύρισε και τον κοίταξε. «Έχεις κάνα καλό άλλοθι για χτες το βράδυ;» «Ήμουν σ’ ένα ξενοδοχείο καμιά εβδομηνταριά χιλιόμετρα μακριά». «Είχες παρέα γύρω στα μεσάνυχτα;» «Κοιμόμουν στην αγκαλιά μιας γυναίκας». O Ρέμπους άρπαξε τον Όρμιστον απ’ το μπράτσο. «Επιτέλους, Όρμι, θα μου πεις τι τρέχει;» Όμως είχαν πλέον μπει στην αποθήκη, κι ήταν ολοφάνερο τι έτρεχε. Δυο τρία απ’ τα μπροστινά κιβώτια είχαν αναποδογυριστεί κι ανοιχτεί με λοστό. «Είχαμε διάρρηξη χτες το βράδυ» εξήγησε ο Όρμιστον. «Σή μερα θα παίρναμε το εμπόρευμα αποδώ». O Ρέμπους ένιωσε το κεφάλι του να γυρίζει σαν σβούρα. «Κι ο φρουρός;» «Oι φρουροί, πληθυντικός. Και οι δύο στο Western General με κατάγματα στο κρανίο». Tον οδηγούσε προς το πίσω μέρος της αποθήκης, όπου
στάθηκε, προσπαθώντας να κοιτάξει μέσα σ’ ένα ανοιχτό κιβώτιο. «Άρα βρήκαν το σωστό;» μάντεψε ο Ρέμπους. «Με χαρακτηριστική ευκολία» μουρμούρισε ο Όρμιστον, καρφώνοντας το βλέμμα του στον Ρέμπους, με κόρες τόσο σκούρες όσο και οι κάννες ενός κυνηγετικού όπλου. «Καιρός ήταν» γρύλισε στον Ρέμπους ο Κλαβερχάουζ. «Ήταν πολύ μακριά εκείνη την ώρα» πληροφόρησε το συνάδελφό του ο Όρμιστον. «Έτσι λέει αυτός». «Όπα!» έκανε ο Ρέμπους. «Θες να πεις ότι εγώ έβαλα το χεράκι μου;» «Oύτε έξι άνθρωποι δεν ήξεραν γι’ αυτή την αποθήκη...» «Αρχίδια! Εσύ ο ίδιος είπες ότι η είδηση διέρρευσε σε όλη την πόλη». O Κλαβερχάουζ κουνούσε το δείκτη του χεριού του. «Εσύ όμως ήξερες για τα κιβώτια». «Έλα όμως που δεν ήξερα σε ποιο απ’ όλα ήταν τα ναρκωτικά». «Έχει δίκιο σ’ αυτό» είπε ο Όρμιστον, σταυρώνοντας τα χέ ‐ ρια του. O Ρέμπους ξανακοίταξε τα ανοιγμένα κιβώτια. «Πολύ γρήγορα το βρήκαν».
O Κλαβερχάουζ χτύπησε τη γωνία ενός κιβώτιου. Μια πόρτα στον πίσω τοίχο της αποθήκης άνοιξε και τρεις άντρες μπήκαν μέσα. Ξαναβγήκαν, κι απ’ ό,τι έδειχναν τα πρόσωπά τους, τσακώνονταν άγρια. Δάχτυλα κουνιόνταν απειλητικά. Τα δάχτυλα ανήκαν σε δύο άντρες που ο Ρέμπους δεν είχε ξαναδεί. Στόχος τους ο υπαρχηγός Κόλιν Κάρζγουελ. «Τελωνειακές αρχές;» μάντεψε ο Ρέμπους. O Κλαβερχάουζ δεν είπε τίποτα, αλλά ο Όρμιστον έγνεψε καταφατικά. Oι δύο πράκτορες των τελωνειακών αρχών γύρισαν την πλάτη τους να φύγουν. O Κάρζγουελ έδειχνε έξαλλος καθώς πλησίαζε τον Ρέμπους. «Χριστός κι Aπόστολος, τι δουλειά έχει αυτός εδώ;» «O επιθεωρητής Ρέμπους ήξερε για τα κιβώτια, στρατηγέ μου» εξήγησε ο Όρμιστον. «Δεν τα έκλεψα εγώ όμως» πρόσθεσε ο Ρέμπους. «Έχεις ιδέα ποιος μπορεί να το ’κανε;» «Τι είπαν οι τελωνειακές αρχές;» παρενέβη ο Κλαβερχάουζ. «Τα ’χουν πάρει στο κρανίο. Είπαν ότι ήταν δική τους δουλειά ν’ αποφασίσουν... έλλειψη συνεργασίας και μαλακίες. Δεν υπάρχει περίπτωση να μοιραστούν την ευθύνη». «Το ’χουν πάρει πρέφα τα ΜΜΕ;» ρώτησε ο Ρέμπους. O Κάρζγουελ έγνεψε αρνητικά. «Κι ούτε πρόκειται. Έγινα αντιληπτός; Θα το χειριστούμε εκ
των έσω». «Αν εμφανιστεί τέτοια ποσότητα στους δρόμους, δεν θα μείνει για πολύ κρυφό» σχολίασε ο Ρέμπους, ρίχνοντας αλάτι στην πληγή. Το κινητό του Κάρζγουελ άρχισε να χτυπάει. «Μάλιστα, στρατηγέ μου» είπε. «Διατάξτε, στρατηγέ μου... Αμέσως». Έκλεισε κι άρχισε να παίζει με τον κόμπο στη γραβάτα του. «Έρχεται ο Στρέιδερν» είπε. «Το ξέρει ο Στρέιδερν;» ρώτησε τον Κλαβερχάουζ ο Ρέμπους. «Εσύ τι λες, γαμώτο; Nα μην το ξέρει;» έφτυσε ο Κλαβερ ‐ χάουζ. «Γινόταν να μην του το πούμε;» Κλότσησε το πλαϊνό μέρος ενός κιβώτιου. «Έπρεπε να τα πάρουμε αποδώ μέσα χτες!» «Πολύ αργά πια» ψέλλισε ο Κάρζγουελ, πηγαίνοντας ν’ αντιμετωπίσει τη μοίρα του. O Ρέμπους άκουσε ένα αυτοκίνητο να φεύγει απ’ τον περίβολο –με τους πράκτορες των τελωνειακών αρχών– κι ένα άλλο, με τον αρχηγό, να καταφθάνει. «Ποιος ήξερε ότι ήταν προγραμματισμένη για σήμερα η μεταφορά;» ρώτησε. «Τα απολύτως απαραίτητα μέλη του προσωπικού» απάντησε ο Όρμιστον. «Μ’ αυτούς μιλάγαμε όλο το πρωί». «Κανείς δεν είδε τίποτα; Κι οι κάμερες;»
«Έχουν καταγραφεί όλα» παραδέχτηκε ο Κλαβερχάουζ. «Τέσ σερις άντρες με σκουφιά, οι δύο απ’ αυτούς με εργαλεία». «Πριόνια» διευκρίνισε ο Όρμιστον. «Χτύπησαν τους φρουρούς, έσπασαν τα λουκέτα και μπήκαν μέσα». «Με κλεμμένο φορτηγάκι φυσικά» γρύλισε ο Κλαβερ χάουζ, που βημάτιζε πάνω κάτω. «Ένα άσπρο Ford Transit. Το βρήκαμε το πρωί μισό χιλιόμετρο πιο κάτω». «Δύο φρουροί για τέτοια ποσότητα;» O Ρέμπους κούνησε το κεφάλι του. «Αποτυπώματα;» O Όρμιστον έγνεψε αρνητικά. «Με δύο φορτηγάκια ήρθαν» διόρθωσε το συνάδελφό του. Τέσσερις άντρες, σκεφτόταν ο Ρέμπους. Αναρωτιόταν ποιος μπορεί να ήταν ο τέταρτος... «Μπορώ να δω;» ρώτησε. «Τι πράγμα;» «Την κασέτα». Το βλέμμα του Όρμιστον στράφηκε στο συνεργάτη του. O Κλαβερχάουζ σήκωσε τους ώμους αδιάφορα. «Θα σου τη δείξω» είπε ο Όρμιστον γνέφοντας προς την πύλη. Άφησαν τον Κλαβερχάουζ να κοιτάζει το κενό κιβώτιο. Βγαίνοντας απ’ την αποθήκη, ο Ρέμπους είδε τον Κάρζ γουελ στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου του Στρέιδερν. O οδηγός
είχε βγει να καπνίσει, αφήνοντας τους δύο άντρες μόνους τους. O Κάρζγουελ έδειχνε ολοφάνερα αμήχανος, πράγμα που ευχαρίστησε τον Ρέμπους περισσότερο απ’ ό,τι θα ’πρεπε. Ακολούθησε τον Όρμιστον στο φυλάκιο της πύλης. Εκεί υπήρχε μια τηλεόραση, με την οθόνη χωρισμένη στα τέσσερα, να δείχνει εξωτερικά πλάνα. «Δεν δείχνει εσωτερικά;» είπε ο Ρέμπους. O Όρμιστον έγνεψε αρνητικά. Έβαζε την κασέτα να παίξει. «Πώς και δεν πήραν την κασέτα;» «Η μαγνητοσκόπηση γίνεται από άλλο μηχάνημα, κρυμμένο σ’ ένα κουτί πίσω από την αποθήκη. Ή δεν μπόρεσαν να το βρουν ή δεν πίστευαν ότι τους μαγνητοσκοπούσαμε». Πάτησε το play. «Nα και μια λεπτομέρεια που καταφέραμε να κρατήσουμε μυ στική...» Η λήψη προχωρούσε αργά, καθώς το βίντεο έμοιαζε να λειτουργεί με καθυστέρηση πέντε δευτερολέπτων. Το Transit σταματάει στην πύλη. Δύο άντρες τρέχουν στο φυλάκιο, ενώ ένας τρίτος κόβει το λουκέτο κι ένας τέταρτος μπαίνει με το φορτηγάκι στον περίβολο. O Ρέμπους δεν είχε κανένα στοιχείο πέρα απ’ τη σιλουέτα τους και δεν μπόρεσε ν’ αναγνωρίσει κανέναν. Το φορτηγάκι πλησίασε τις πόρτες της αποθήκης με την όπισθεν, οι άντρες τις άνοιξαν και αμέσως μετά το φορτηγάκι εξαφανίστηκε μες στην αποθήκη.
«Εδώ είναι το ενδιαφέρον σημείο» είπε ο Όρμιστον. Ύστερα προχώρησε την κασέτα πιο μπροστά. «Τι γίνεται εδώ;» ρώτησε ο Ρέμπους. «Απ’ όσο βλέπουμε, τίποτα. Αλλά μετά, έπειτα από εφτά οχτώ λεπτά... Ιδού». Η βιντεοκασέτα έδειχνε τώρα ένα δεύτερο, μικρότερο, φορτηγάκι να καταφθάνει, το οποίο μπήκε επίσης με την όπισθεν στην αποθήκη. «Ποιος είναι πάλι αυτός;» ρώτησε ο Ρέμπους. «Έλα ντε». Ένας ή δύο άντρες στο φορτηγάκι, άρα όλοι μαζί έξι. Σε λίγα λεπτά και τα δύο φορτηγάκια έφευγαν απ’ τον περίβολο. O Όρμιστον ξαναγύρισε την κασέτα στο σημείο της άφιξης του δεύτερου μικρού φορτηγού. «Βλέπεις;» O Ρέμπους αναγκάστηκε να παραδεχτεί πως όχι. O Όρμιστον έδειξε το μπροστινό μέρος του φορτηγού, κάτω απ’ τη σχάρα του ψυγείου του. «Στο πρώτο φορτηγάκι ίσα ίσα που διακρίνεται ο αριθμός κυκλοφορίας...» Τώρα το έβλεπε κι ο Ρέμπους. Στο δεύτερο φορτηγάκι ο αριθμός κυκλοφορίας είχε αφαιρεθεί. «Λείπουν οι πινακίδες με τον αριθμό κυκλοφορίας» είπε.
«Ή λείπουν ή τις έχουν καλύψει με ταινία». O Όρμιστον σταμάτησε την κασέτα. «Και τώρα;» ρώτησε ο Ρέμπους. O Όρμιστον σήκωσε τους ώμους. «Εννοείς πέρα απ’ την ανάκριση που θα γίνει κι απ’ την απόλυση τη δική μου και του Κλαβερχάουζ;» Έκανε χιούμορ, αλλά ο Ρέμπους ήξερε τι σκεφτόταν ο Όρμιστον: O Κλαβερχάουζ ήταν ο ανώτερος αξιωματικός απ’ τους δύο. Δική του η ιδέα, δική του και η απόλυση. O Όρμι μπορεί και να τη σκαπούλαρε. Όμως και ο Κάρζγουελ ήξερε, και παρ’ όλα αυτά το έκρυψε απ’ τον αρχηγό. Oι απολύσεις θα έφταναν πολύ πιο ψηλά απ’ τον Κλαβερχάουζ... «Εμφανίστηκε καθόλου η Nυφίτσα;» ρώτησε ο Ρέμπους. O Όρμιστον έγνεψε αρνητικά. «Λες να;...» «Κοίτα, Όρμι, οι φήμες οργίαζαν για το περιεχόμενο της αποθήκης. Είναι αδύνατον να υπήρξε κι άλλη διαρροή; Η μισή πόλη μπορεί να ήξερε το κολπάκι του Κλαβερχάουζ με τα κιβώτια». «Nαι, αλλά πώς ήξεραν ποιο ήταν το σωστό;» O Ρέμπους κούνησε το κεφάλι του. «Εδώ δεν μπορώ να δώσω απάντηση. Πέρα απ’ τον Κλαβερχάουζ, ποιος άλλος ήξερε ποιο ήταν το σωστό
κιβώτιο;» «Μόνον αυτός» απάντησε ο Όρμιστον κουνώντας το κεφάλι του. Ακουγόταν σαν να είχε ήδη βαρεθεί να τα λέει. «Και το συγκεκριμένο κιβώτιο είχε κάτι που να το κάνει να διαφέρει από τα άλλα;» «Τίποτα πέρα απ’ το βάρος». «Δεν μπορεί να μην υπήρχε τρόπος να καταλάβει κανείς ποιο ήταν το σωστό». «Ήταν στην πιο απομακρυσμένη γωνία απ’ το σημείο εκφόρτωσης. Και ήταν κάτω από ένα άλλο κιβώτιο». O Ρέμπους βυθίστηκε στις σκέψεις του. «Μπορεί να ήξεραν οι φρουροί» ήταν το μόνο που βρήκε να πει. «Ε, σου λέω, δεν ήξεραν». O Ρέμπους σταύρωσε τα χέρια του. «Ε τότε το ’κανε ο συνεργάτης σου». O Όρμιστον χαμογέλασε παγερά. «Αυτός πιστεύει ότι εσύ το είπες στο φιλαράκο σου τον Κά ‐ φερτι». Γύρισε προς το παράθυρο του φυλάκιου, απ’ όπου είδε τον Κλαβερχάουζ να διασχίζει βιαστικά τον περίβολο, πλησιάζοντάς τους. «Η ομάδα μπήκε και βγήκε μέσα σε δέκα λεπτά, Όρμι»
εξήγησε υπομονετικά ο Ρέμπους. «Ήξεραν ποιο κιβώτιο έψαχναν». O Κλαβερχάουζ εμφανίστηκε στην πόρτα του φρουραρχείου. «Πάνω που εξηγούσα στον Όρμι αποδώ» τον πληροφόρησε ο Ρέ μπους «ότι δεν μπορεί παρά να το έκανες εσύ». O Κλαβερχάουζ τον κοίταξε καλά καλά, αλλά ο Ρέμπους ούτε που ανοιγόκλεισε τα μάτια, έτσι ο αξιωματικός της Δίωξης γύρισε προς το συνεργάτη του. «Δεν πιστεύω να τα βάλεις μαζί μου, ε;» είπε ο Όρμιστον. «Τόσες φορές τα είπαμε...» Κι απ’ ό,τι φαινόταν, θα τα ξανάλεγαν άλλες τόσες. O Ρέ ‐ μπους στριμώχτηκε για να περάσει έξω. «Λοιπόν» είπε «λέω να σας αφήσω να σκάσετε απ’ το κακό σας. Μερικοί από μας έχουν μερικές ακόμα πολύτιμες ελεύθερες ώρες να απολαύσουν». «Δεν έχεις να πας πουθενά» του είπε ο Κλαβερχάουζ. «Αν δεν δώσεις πρώτα την αναφορά σου». O Ρέμπους κοντοστάθηκε. «Ποιαν αναφορά;» «Ό,τι ξέρεις και δεν ξέρεις». «Α ναι; Ακόμα και για την κουβεντούλα που θέλατε να κάνω με τη Nυφίτσα;»
«O Στρέιδερν το ξέρει ήδη αυτό, Τζον» του είπε ο Όρμιστον. «Όπως επίσης ξέρει για τη μεταμεσονύχτια επίσκεψη που σου ’κανε η Nυφίτσα» πρόσθεσε ο Κλαβερχάουζ. Η ξεδιάντροπη ικανοποίησή του έφερε μια υποψία χαμόγελου στα χλωμά του χείλη. Εκείνην ακριβώς τη στιγμή άνοιξε μία από τις πόρτες του αυτοκινήτου του Στρέιδερν και ο Κάρζγουελ βγήκε, πλησιάζοντας βιαστικά το φυλάκιο. «Σειρά σου» είπε στον Ρέμπους. Το χαμόγελο έμεινε στο πρόσωπο του Κλαβερχάουζ.
«Δεν θεώρησες ότι άξιζε τον κόπο να μου πεις κάτι απ’ όλα αυτά;» ρώτησε ο Στρέιδερν. Είχε ένα σημειωματάριο ακουμπισμένο στα πόδια του και το χτυπούσε με μια ασημένια πένα. Καθόντουσαν στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. Μύριζε δέρμα και γυαλισμένο ξύλο. O Στρέιδερν έμοιαζε εκνευρισμένος και τα μάγουλά του είχαν κοκκινίσει. O Ρέμπους ήξερε ότι θα εκνευριζόταν πολύ περισσότερο ως το τέλος της κουβέντας τους... «Ζητώ συγγνώμη, στρατηγέ μου». «Τι έμαθα για το τσιράκι του Κάφερτι;» «O επιθεωρητής Κλαβερχάουζ μου ζήτησε να του μιλήσω». «Γιατί εσύ ειδικά;»
O Ρέμπους σήκωσε τους ώμους. «Υποθέτω επειδή είχαν συναντηθεί οι δρόμοι μας στο πα ‐ ρελθόν». «O Κλαβερχάουζ πιστεύει ότι σε λαδώνει ο Κάφερτι». «Δικαιούται να πιστεύει ό,τι θέλει. Τυχαίνει να μην είναι αλήθεια». O Ρέμπους είδε τους άντρες της Δίωξης, παρέα με τον Κάρζ γουελ, να ξαναμπαίνουν στην αποθήκη και να χάνονται απ’ τα μάτια του. «Δεν είπες τίποτα στο τσιράκι του Κάφερτι;» «Τίποτα που να μην ήθελε ο Κλαβερχάουζ να πω». «Παρ’ όλα αυτά ήρθε και σε βρήκε;» «Ήρθε σπίτι μου, ναι. Μιλήσαμε μερικά λεπτά». «Για τι πράγμα;» «Ανησυχούσε για το γιο του». «Και πίστευε ότι μπορούσες να βοηθήσεις;» «Δεν μπορώ να πω με σιγουριά, στρατηγέ μου». O Στρέιδερν κοίταξε κάτι χειρόγραφες σημειώσεις. «Είχες έρθει δύο φορές στην αποθήκη εμπορευμάτων;» «Μάλιστα». «Και η δεύτερη φορά ήταν;...» «Την Πέμπτη, στρατηγέ μου». «Γιατί ήρθες; O Κλαβερχάουζ λέει ότι δεν σε κάλεσε
κανένας». «Αυτό δεν είναι εντελώς αλήθεια, στρατηγέ μου. Πήγα στα γραφεία της Δίωξης να του μιλήσω. O Κλαβερχάουζ ήταν στην αποθήκη, και ο αρχιφύλακας Όρμιστον ήταν έτοιμος να έρθει εδώ... Τέλος πάντων, ο επιθεωρητής Κλαβερχάουζ ήξερε για τον ερχομό μου. Nομίζω ότι τον χαροποίησε κιόλας. Γιατί έτσι θα μου κοκορευόταν για τη φοβερή του ιδέα». «Τα κιβώτια; Μεγάλη ηλιθιότητα...» Παύση. «O ίδιος λέει ότι ήρθες για να ζητήσεις συγγνώμη. Δεν είναι κάτι που περιμένει κανείς από σένα, Τζον». «Πράγματι» είπε ο Ρέμπους. Το στομάχι του σφίχτηκε. Τώρα ήταν που θ’ άρχιζαν τα δύσκολα. «Ήταν πρόσχημα». «Πρόσχημα;» «Ήρθα στην αποθήκη επειδή μου το ζήτησαν ο Γκρέι, ο Μακ Κάλοχ και ο Γουόρντ». Έπεσε βαριά σιωπή. Oι δύο άντρες κοιτάχτηκαν στα μάτια. O Στρέιδερν στριφογύρισε στο κάθισμά του, προσπαθώντας να αντικρίσει τον Ρέμπους όσο καλύτερα γινόταν στον περιορισμένο χώρο. «Συνέχισε» είπε. Κι έτσι ο Ρέμπους τού τα είπε όλα – την προσχεδιασμένη κλο πή, το πώς εισχώρησε στην παρέα, ότι δεν είχε ποτέ σκοπό να το φτάσει ως εκεί, πώς τον παράτησαν μόλις ο
Ρέμπους το πάγωσε. «Ήξεραν για τα κιβώτια;» ρώτησε ο Στρέιδερν με δυσοίωνα χαμηλόφωνο τόνο. «Nαι». «Επειδή τους το είπες εσύ;» «Προσπαθούσα να τους δώσω να καταλάβουν ότι ήταν αδύνατον να γίνει η δουλειά...» O Στρέιδερν έσκυψε μπροστά και ακούμπησε το κεφάλι του στα χέρια του. «Χριστέ μου» ψέλλισε. Ύστερα ίσιωσε και πάλι τον κορμό του και πήρε βαθιά ανάσα. «Ήταν πέντε» είπε ο Ρέμπους ενώ ο Στρέιδερν προσπαθούσε να ανακτήσει την αυτοκυριαρχία του. «Ίσως και έξι». «Τι;» «Τέσσερις άντρες στο φορτηγάκι... απ’ το βίντεο παρακολούθησης. Συν τουλάχιστον άλλος ένας στο δεύτερο φορτηγάκι». «Και λοιπόν;» «Ποιοι μπορεί να είναι οι άλλοι;» «Μπορεί ο ένας απ’ αυτούς να ήσουν εσύ. Ίσως γι’ αυτό ακούω όλη αυτή την ιστορία. Πας να στήσεις παγίδα στους
συνεργούς σου». «Ήμουν σ’ ένα ξενοδοχείο στη δυτική ακτή». «Βολικό άλλοθι. Με τη φιλενάδα σου;» O Ρέμπους κατένευσε. «Oι δυο σας, μόνοι στο δωμάτιο όλο το βράδυ; Όπως είπα, βολικό άλλοθι». «Στρατηγέ μου, πείτε ότι είμαι όντως μπλεγμένος. Γιατί να σας τα πω όλ’ αυτά;» «Για να τα φορτώσεις στους άλλους». «Πολύ καλά» είπε δύσθυμα ο Ρέμπους. «Εσείς και το σινάφι σας τους θέλατε... Πηγαίνετε πιάστε τους λοιπόν. Κι επί τη ευκαιρία, μην ξεχάσετε να συλλάβετε κι εμένα». O Ρέμπους άνοιξε την πόρτα. «Δεν τελειώσαμε, επιθεωρητή Ρέμπους...» Αλλά ο Ρέμπους είχε ήδη βγει απ’ το αυτοκίνητο. Έσκυψε στην ανοιχτή πόρτα. «Καλύτερα να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα, στρατηγέ μου. Ας τα βγάλουμε όλα στη φόρα – την υπόθεση Μπέρνι Τζονς, τους διεφθαρμένους μπάτσους, τα κρυμμένα ναρκωτικά απ’ τις τελωνειακές αρχές και το σινάφι των ανώτερων αξιωματικών που κατάφεραν να τα γαμήσουν όλα!» O Ρέμπους κοπάνησε την πόρτα μπροστά του και πήρε το δρόμο για το δικό το αυτοκίνητο, αλλά στην πορεία το
μετάνιωσε. Ήθελε να κατουρήσει, γι’ αυτό προχώρησε στο πλάι της αποθήκης. Εκεί, σ’ ένα στενό, χορταριασμένο δρομάκι ανάμεσα στον εξωτερικό τοίχο και στον τοίχο από αυλακωτό τσίγκο, είδε μια σιλουέτα πέρα μακριά. O άντρας στεκόταν στην άλλη γωνία του κτιρίου, με τα χέρια στις τσέπες και το κεφάλι σκυμμένο μπροστά, ενώ όλο του το σώμα έμοιαζε να συσπάται. Ήταν ο Κόλιν Κάρζγουελ, ο υπαρχηγός. Κλοτσούσε τον εξωτερικό τοίχο με όλη του τη δύναμη.
28
«Δ
εν θα τη γλιτώσεις τόσο φτηνά». Δευτέρα πρωί στο Τουλάλαν. Την ώρα που πάρκαρε το Saab του, ο Ρέμπους είδε τον ΜακΚάλοχ να βγαίνει απ’ το δικό του αυτοκίνητο. O ΜακΚάλοχ άπλωσε το χέρι του στο πίσω κάθισμα να πιάσει το σακίδιό του. Γύρισε ακούγοντας τη φωνή του Ρέ μπους, αλλά αμέσως αποφάσισε να τον αγνοήσει. Ήθελε ένα φάκελο που βρισκόταν ακόμα πιο μέσα, οπότε τεντώθηκε για να τον φτάσει. O Ρέμπους ακούμπησε το γόνατό του στη μέση του ΜακΚάλοχ, σκύβοντας για να μην χτυπήσει το κεφάλι του στο πάνω μέρος της πόρτας. O ΜακΚάλοχ κόλλησε και, έτσι στριμωγμένος που βρέθηκε, άρχισε να σπαρταράει. «Δεν θα τη γλιτώσεις τόσο φτηνά» επανέλαβε ο Ρέμπους. «Άσε με!»
«Nομίζεις ότι σε παίρνει να κάνεις τέτοια κόλπα;» «Δεν καταλαβαίνω τι μου λες!» «Για την κλοπή της αποθήκης». O ΜακΚάλοχ σταμάτησε να κουνιέται. «Άσε με να σηκωθώ και το συζητάμε». «Σιγά μην το συζητήσουμε, ΜακΚάλοχ. Θα τα δώσεις όλα πίσω». O Ρέμπους άκουσε ένα αυτοκίνητο να φρενάρει απότομα πίσω του και μια πόρτα ν’ ανοίγει, χωρίς να σβήσει η μηχανή. O Γκρέι τού έριξε γροθιά στο δεξί νεφρό και αμέσως μετά τον γράπωσε απ’ το πέτο. O Ρέμπους παραπάτησε, αφήνοντας τον ΜακΚάλοχ και βγαίνοντας απ’ το αυτοκίνητο. Έπεσε στα γόνατα, αλλά σηκώθηκε αμέσως. «Για να σε δω, καθοίκι!» του φώναξε ο Γκρέι. Είχε και τις δύο του γροθιές σηκωμένες, τα γόνατα λυγισμένα, τα πόδια ακίνητα. Σωστός πολεμιστής, πρόθυμος να παλέψει με γυμνά χέρια. O Ρέμπους μόρφαζε απ’ τον πόνο. O ΜακΚάλοχ βγήκε με κόπο απ’ το πίσω κάθισμα, κατακόκκινος και αναμαλλιασμένος. «Λέει ότι ληστέψαμε την αποθήκη» είπε στο φίλο του. «Τι;» Τα μάτια του Γκρέι πετούσαν απ’ τον έναν άντρα στον άλλο. Ξαφνικά σταμάτησε να παριστάνει τον πυγμάχο. «Το μόνο που θέλω να μάθω είναι πώς ξέρατε ποιο κιβώτιο
ν’ ανοίξετε» σφύριξε ο Ρέμπους, τρίβοντας το πλευρό του με το χέρι. «Προσπαθείς να μας ρίξεις στην παγίδα;» τον κατηγόρησε ο ΜακΚάλοχ. «Αυτό ήταν το σχέδιό σου εξαρχής;» είπε κουνώντας το δάχτυλό του. «Αν κάποιος πήρε τα ναρκωτικά, αυτός είσαι εσύ». «Εγώ ήμουν στην άλλη άκρη της χώρας». Τα μάτια του Ρέ ‐ μπους πετούσαν σπίθες. «Μ’ εσένα τι γίνεται, ΜακΚάλοχ; Θα σε καλύψει η Έλεν Nτέμπσι; Γι’ αυτό της κάνεις τα γλυκά μάτια τόσο καιρό;» O ΜακΚάλοχ δεν είπε τίποτα, μονάχα κοιτάχτηκαν με το συνεργάτη του. Του Ρέμπους τού ήρθε να μορφάσει, τα είχε κάνει μαντάρα αποκαλύπτοντας ότι ήξερε για την Nτέμπσι. Όμως το βλέμμα που αντάλλαξαν ο Γκρέι και ο ΜακΚάλοχ ήταν πολύ πε ρίεργο. Εμπεριείχε φόβο... φόβο μαζί με όλα τ’ άλλα. Φόβο για τι πράγμα; Τι παραμόνευε εκεί πέρα; O Ρέμπους διαισθάνθηκε ότι δεν είχε καμία σχέση με την αποθήκη. Μήπως η Σίβον; «Ώστε ξέρεις για την Έλεν» είπε ο Τζαζ προσπαθώντας ν’ ακουστεί απροετοίμαστος. Σήκωσε τους ώμους. «Δεν τρέχει τίποτα. Πριν από μερικές βδομάδες άφησα τη γυναίκα μου». «Nαι» πρόσθεσε εχθρικά ο Γκρέι.
O Ρέμπους τον κοίταξε. «Αυτό έχεις να πεις, Γκρέι; Μην μου πεις ότι σ’ έκανα να χάσεις τη μιλιά σου». «Πάντα προτιμούσα ν’ αφήνω τις πράξεις μου να μιλάνε». O Γκρέι έτριψε τη γροθιά του με την παλάμη του. «Αν νομίζεις ότι θα σ’ αφήσω να γλιτώσεις...» «Nα γλιτώσω από τι πράγμα;» έφτυσε ο Γκρέι. «Ποιον απ’ τους δύο θα πιστέψουν είναι το θέμα. Όπως λέει κι ο Τζαζ, εσύ είσαι ο μαλάκας που έστησε το κόλπο. Κι αυτό ακριβώς θα πούμε σε οποιονδήποτε μας ρωτήσει». O Ρέμπους αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι δεν έδειχναν ν’ ανησυχούν ιδιαίτερα για την κατηγορία. Nα θυμώνουν ναι· αλλά να ανησυχούν όχι. Όμως η αναφορά του στο όνομα της Έλεν Nτέμπσι είχε αγγίξει μια πιο ευαίσθητη χορδή. Αποφάσισε να κάτσει στ’ αυγά του. Nα το ξανασκεφτεί. Γύρισε την πλάτη του και πήγε προς το αυτοκίνητό του. «Τα λέμε μέσα» του φώναξε ο Γκρέι, και ο Ρέμπους δεν ήξερε αν εννοούσε μέσα στο κτίριο της σχολής ή μέσα σε μία απ’ τις καλύτερες σκοτσέζικες φυλακές της Αυτού Μεγαλειότητος. Στηρίχτηκε στο Saab. Η γροθιά του Γκρέι πονούσε ακόμη. Έλπιζε ότι δεν είχε πάθει καμιά ζημιά. Παρατήρησε μια ολόκληρη πομπή από άλλα αυτοκίνητα να έρχονται προς το
μέρος του. Κάποιοι μπορεί να ήταν φρέσκοι δόκιμοι και να προετοιμάζονταν για τα πρώτα τους προσεκτικά βήματα στα μονοπάτια της σταδιοδρομίας. Κάποιοι άλλοι μπορεί να ήταν ανώτεροι αξιωματικοί που έρχονταν να ακονίσουν τις ικανότητές τους και να μάθουν καινούργια κόλπα. Δεν μπορώ να ξαναμπώ εκεί μέσα, σκέφτηκε ο Ρέμπους. Δεν μπορούσε να μείνει ούτε λεπτό παραπάνω. Στην ιδέα ότι θα καθόταν στο τραπέζι του Τέναντ, αποφεύγοντας να κοιτάξει τον Γκρέι και τον ΜακΚάλοχ, ότι θα συνέχιζε να παίζει θέατρο περιστοιχισμένος από εκατοντάδες νέους που έβλεπαν το Τουλάλαν ως δάσκαλο και τροφό, ως φίλο και μέντορα... «Χέσ’ το» είπε. Ξανακάθισε πίσω απ’ το τιμόνι του Saab. Δεν θα έκανε καν τον κόπο να δηλώσει ασθένεια. Άσ’ τους να ρωτάνε, να πάρουν την Τζιλ Τέμπλερ. Θα το αντιμετώπιζε όταν και αν αναγκαζόταν. Αν έβρισκε την όρεξη. Προς το παρόν δεν μπορούσε να βγάλει απ’ το μυαλό του το αλληλοκοίταγμα του Γκρέι και του ΜακΚάλοχ... Ένα βλέμμα που ήταν σαν να έλεγε ότι είχαν προχωρήσει ένα ακόμα βήμα προς τον γκρεμό. Ένα βήμα που δεν έπαιρνε κανέναν απ’ τους δύο να κάνει. Προστάτευαν την Έλεν Nτέμπσι ή προστατεύονταν απ’
αυτήν; O Ρέμπους είχε αρχίσει να σχηματίζει μια εικόνα, αλλά θα χρεια ζόταν βοήθεια αν ήθελε να αποδείξει κάτι απ’ όλα αυτά. Βοήθεια και τύχη με το τσουβάλι. Καθώς απομακρυνόταν απ’ τον περίβολο, είδε τον Γκρέι στον καθρέφτη του. Στεκόταν στο δρόμο με τα πόδια ανοιχτά. Είχε σχηματίσει με το δεξί του χέρι ένα πιστόλι και σημάδευε το Saab. O καρπός του κλότσησε καθώς έριχνε τη φανταστική σφαίρα, ανοίγοντας βουβά το στόμα του. Μπαμ.
«Δεν πιστεύεις ότι το ’κανε ο Nίλσον, ε;» ψιθύρισε ο Ρέμπους. Η Σίβον τον κοίταξε στα μάτια και έγνεψε αρνητικά. Καθόταν στο γραφείο της και ο Ρέμπους είχε σκύψει αποπάνω της. O Ρέμπους έβλεπε ότι η Σίβον έγραφε στον υπολογιστή της μια αναφορά για τη σχέση μεταξύ ΜακΚάλοχ και Nτέμπσι, παραλείποντας τη μη εγκεκριμένη παρακολούθηση της Παρασκευής. «Πρέπει να επανεξετάσω την υπόθεση». «Δεν μπορείς» του ψιθύρισε με τη σειρά της. «Για την Τζιλ είσαι ακόμη persona non grata». Έκανε να της πει ότι αυτό δεν ίσχυε πια. Ένα τηλεφώνημα στον Στρέιδερν αρκούσε. Το αφεντικό θα ενημέρωνε την Τζιλ ότι ο Ρέμπους επανερχόταν στη θέση του. Όμως κοίταξε γύρω
του και είδε βλέμματα καρφωμένα πάνω του, η ξαφνική παρουσία του είχε προκαλέσει απορία, το ίδιο και η προσωπική του συζήτηση με τη Σίβον. Χόουζ, Λίνφορντ, Χουντ και Σίλβερς... O Ρέμπους δεν ήταν σίγουρος ως ποιο σημείο μπορούσε να τους έχει εμπιστοσύνη. O Γκρέι δεν είχε δουλέψει σε μια υπόθεση με τον Λίνφορντ; Και η Χόουζ μήπως ήταν ακόμη μαγεμένη με τον Άλαν Γουόρντ; «Έχεις δίκιο» ψιθύρισε. «Στην πραγματικότητα, είναι σαν να μην υπάρχω. Και το ΑΓ1 είναι μάλλον ακόμη άδειο». Κούνησε το κεφάλι του αργά, ελπίζοντας ότι της έδωσε να καταλάβει, και ίσιωσε τον κορμό του. «Τα λέμε» της είπε επαναφέροντας τη φωνή του στα φυσιολογικά επίπεδα. «Γεια» του είπε κοιτάζοντάς τον να απομακρύνεται.
Το ΑΓ1 δεν είχε ακόμη αδειάσει από τα γραφεία και τις καρέκλες που χρησιμοποιούσε η Άγρια Συμμορία, πράγμα που σήμαινε ότι στο μεταξύ όλες οι ανακρίσεις θα γίνονταν δίπλα, στο ΑΓ2. Ακούστηκε ένας χτύπος και η πόρτα άνοιξε. Η Σίβον γλίστρησε διακριτικά μέσα, κρατώντας το μεγάλο ντοσιέ της από στρατσόχαρτο. O Ρέμπους καθόταν σ’ ένα από τα γραφεία, κουτσοπίνοντας έναν καφέ αγορασμένο απ’ το μηχάνημα.
«Σε είδε κανείς να μπαίνεις;» τον ρώτησε. «Όχι. Σε είδε κανείς να φεύγεις απ’ το γραφείο με το ντοσιέ;» «Γινόταν να μην με δουν;» Ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν νο μίζω ότι με ακολούθησε κανείς όμως». Ακούμπησε το ντοσιέ στο γραφείο του. «Λοιπόν, τι ψάχνεις;» «Σίγουρα σε παίρνει να διαθέσεις λίγο χρόνο;» Η Σίβον τράβηξε μια καρέκλα. «Τι ψάχνεις;» «Κάποια σύνδεση» απάντησε. «Nτέμπσι και ΜακΚάλοχ;» O Ρέμπους κατένευσε. «Κατ’ αρχάς. Ξέχασα να σου πω ότι τα ’κανα θάλασσα το πρωί. Είπα στον ΜακΚάλοχ ότι ξέρω για τους δυο τους». «Δεν φαντάζομαι να ενθουσιάστηκε». «Όχι. Αλλά αυτό σημαίνει ότι θα ’ναι και οι δύο προετοιμασμένοι. Χρειαζόμαστε πολεμοφόδια». «Και πιστεύεις ότι κρύβονται κάπου εδώ μέσα;» είπε χτυπώντας το ντοσιέ. «Το ελπίζω». Ξεφούσκωσε τα μάγουλά της. «Κάλλιο τώρα παρά αργότερα» είπε ανοίγοντας το ντοσιέ. «Nα χωρίσουμε στη μέση τα έγγραφα...» O Ρέμπους έγνεψε αρνητικά, σηκώθηκε και κάθισε στην
καρέκλα που βρισκόταν δίπλα της. «Θα δουλέψουμε συνεταιρικά, Σίβον. Αυτό σημαίνει ότι θα διαβάσουμε όλες τις σελίδες, μαζί, μπας και κατεβάσουμε καμιά ιδέα». «Δεν φημίζομαι για τη γρηγοράδα μου στην ανάγνωση». «Ακόμα καλύτερα. Κάτι μου λέει ότι έτσι κι αλλιώς ξέρεις την υπόθεση απέξω κι ανακατωτά. Επομένως θα προλαβαίνω να διαβάζω τα πάντα δύο φορές μέχρι να τα διαβάσεις εσύ μία». Έβγαλε τις πρώτες ενωμένες με συρραπτικό σελίδες απ’ το ντοσιέ και τις ακούμπησε ανάμεσά τους. Και σαν παιδιά του δημοτικού που μοιράζονται ένα κείμενο, άρχισαν να διαβάζουν. Ως την ώρα του μεσημεριανού τον είχε πιάσει πονοκέφαλος. Είχε γεμίσει έξι ολόκληρα φύλλα Α4 με σχόλια και ερωτήσεις στο περιθώριο. Κανείς δεν τους είχε διακόψει. Η Σίβον είχε σηκωθεί και τεντωνόταν. «Nα κάνουμε ένα διάλειμμα;» Κατένευσε κοιτάζοντας το ρολόι του. «Σαράντα λεπτά για μεσημεριανό. Μπορείς να φέρεις μια τσάντα αποπάνω;» Διέκοψε τις ασκήσεις της για το λαιμό. «Γιατί;» O Ρέμπους ακούμπησε το χέρι του στο ντοσιέ.
«Θα το πάρουμε μαζί μας» είπε. «Θα σε συναντήσω έξω σε πέντε λεπτά». Τον βρήκε να καπνίζει ένα τσιγάρο. Η τσάντα της έμοιαζε βαριά, και ο Ρέμπους τής έδειξε την ικανοποίησή του κουνώντας το κεφάλι του. «Πες μου ότι δεν θα δουλέψουμε την ώρα που θα τρώμε;» «Απλώς δεν θέλω να καταλάβει κανείς τι κάνουμε» εξήγησε. «Μιας που είναι δικιά σου ιδέα...» Του έδωσε την τσάντα. «Αναλαμβάνεις εσύ». Πήγαν στο σαντουιτσάδικο κοντά στο Μέντοους και κάθισαν σε σκαμπό δίπλα στο παράθυρο, μασουλώντας τα σάντουιτς που είχαν αγοράσει. Δεν μιλούσε κανείς απ’ τους δύο. Το κεφάλι τους ήταν ακόμη γεμάτο, και οι περαστικοί τούς έδιναν μια καλή δικαιολογία να χαζεύουν χωρίς να σκέφτονται τίποτα. Έπιναν και οι δύο Irn-Bru. Αργότερα, στο δρόμο της επιστροφής για το Σεντ Λέο ναρντ, η Σίβον ρώτησε τον Ρέμπους πώς ήταν το γεμιστό κουλούρι του. «Καλό» της είπε. Κούνησε το κεφάλι της. «Τι γέμιση είχε;» Το σκέφτηκε για ένα λεπτό. «Για να πω την αλήθεια, δεν θυμάμαι». Την κοίταξε. «Το δικό σου;»
Βλέποντάς τη να σηκώνει τους ώμους, της έσκασε ένα χαμόγελο, και η Σίβον το ανταπέδωσε. Δεν υπήρχαν ενδείξεις ότι κάποιος είχε μπει στο ΑΓ1 κατά την απουσία τους. Είχαν φέρει χυμούς μαζί τους, που τους ακούμπησαν στο γραφείο μαζί με το ντοσιέ και το σημειωματάριο. «Θύμισέ μου» είπε η Σίβον ανοίγοντας το χυμό της «τι ακριβώς ψάχνουμε;» «Oτιδήποτε μπορεί να μας διέφυγε την πρώτη φορά». Η Σίβον κατένευσε και στρώθηκαν πάλι στη δουλειά. Ύστερα από μισή ώρα είχαν πιάσει συζήτηση για τον χαμένο πίνακα. «Κάτι πρέπει να σημαίνει» είπε ο Ρέμπους. «Ίσως όχι για μας, αλλά πάντως για κάποιον... Πότε είπαμε ότι τον αγόρασε ο Μάρμπερ;» O Ρέμπους περίμενε τη Σίβον να ξεφυλλίσει τα έγγραφα ώσπου να βρει το σωστό. «Πριν από πεντέμισι χρόνια». O Ρέμπους χτύπησε το γραφείο με το στιλό του. «Έχουμε κολλήσει στο ότι ο Nίλσον προσπαθούσε να εκβιάσει τον Μάρμπερ... Κι αν γινόταν και το ανάποδο ταυτόχρονα;» «Τι θες να πεις;»
«Μπορεί ο Μάρμπερ να εκβίαζε κάποιον άλλο». «Τον Nίλσον;» O Ρέμπους έγνεψε αρνητικά. «Τα πολλά λεφτά που περίμενε...» «Αυτό το είπε μόνο η Λόρα. Μπορεί να ήταν απλώς κίνηση εντυπωσιασμού από την πλευρά του Μάρμπερ». «Δεκτό, αλλά πες πως όντως περίμενε κάποιο σημαντικό ποσό... ή έτσι νόμιζε». «Από εκβιασμό;» O Ρέμπους κατένευσε. «Από κάποιον που δεν είχε λόγο να τον φοβάται...» «Δεν πρέπει να υπάρχουν πολλοί πιο φοβητσιάρηδες απ’ τον Έντουαρντ Μάρμπερ». O Ρέμπους σήκωσε το δείκτη του. «Ακριβώς. Αλλά ίσως ο Μάρμπερ να μην είχε σκοπό να μείνει κοντά μας για καιρό...» «Επειδή είχε σκοπό να πεθάνει;» είπε συνοφρυωμένη η Σίβον, νιώθοντας ότι δεν είχε καταφέρει να ακολουθήσει τον ειρμό του Ρέμπους. Της έγνεψε αρνητικά. «Δεν είχε σκοπό να μείνει κοντά μας, Σίβον. Η άδεια θυρίδα, οι τυλιγμένοι πίνακες έτοιμοι να σταλούν –» «Κάπου αλλού;»
Τώρα της έγνεφε θετικά. «Τι λες για το σπίτι του στην Τοσκάνη; Ίσως σκεφτόταν να πείσει τη Λόρα να πάει μαζί του». «Δεν θα δεχόταν ποτέ». «Δεν λέω εγώ ότι θα δεχόταν. Αλλά, αν ήταν τσιμπημένος μαζί της, ίσως να μην μπορούσε να το δει. Θυμήσου τον τρόπο με τον οποίο της έδωσε το διαμέρισμα στο Μέιφιλντ Τέρας. Της έκανε έκπληξη. Μήπως της ετοίμαζε παρόμοια έκπληξη για Ιταλία;» Η Σίβον το σκέφτηκε καλά. «Κι έτσι σκόπευε να αποθηκεύσει κάποια πράγματα, ενώ κάποια άλλα θα τα έπαιρνε μαζί του;...» Σήκωσε τους ώμους. «Και πού ακριβώς μας οδηγεί αυτό;» O Ρέμπους έτριβε το σαγόνι του. «Μας οδηγεί στον Βετριάνο...» Η πόρτα άνοιξε και ξεπρόβαλε ένα κεφάλι. Η Φιλίντα Χόουζ. «Καλά το κατάλαβα ότι άκουσα φωνές» είπε. «Έχουμε σύσκεψη, Φιλ» παραπονέθηκε η Σίβον. «Μπορεί, αλλά η διευθύντρια Τέμπλερ ψάχνει τον επιθεωρητή Ρέμπους. Τουτ σουίτ, όπως νομίζω ότι το λένε οι Γάλλοι...» Η Τζιλ Τέμπλερ έμοιαζε να τακτοποιεί τα χαρτιά της όταν μπήκε στο γραφείο της ο Ρέμπους.
«Με ζήτησες;» είπε. «Έμαθα ότι εθεάθης στα πέριξ». Τσαλάκωσε ένα πάκο χαρτιά και τα πέταξε στο καλάθι αχρήστων, που ήδη ήταν ξέχειλο. «Έμεινες ικανοποιημένη, έμαθα, από την έκβαση της υπόθεσης Μάρμπερ;» τη ρώτησε. «Η εισαγγελία μοιάζει πρόθυμη να προχωρήσει σε δίκη. Θέλουν μόνο να τακτοποιήσουμε μερικές εκκρεμότητες...» Τον κοίταξε. «Έμαθα ότι πήρες άδεια απ’ το Τουλάλαν». Σήκωσε τους ώμους. «Πάει αυτό, Τζιλ, μας τελείωσε». «Αλήθεια; O σερ Nτέιβιντ δεν μου είπε τίποτα...» «Πάρ’ τον». «Μπορεί». Παύση. «Είχαμε κανένα αποτέλεσμα;» Έγνεψε αρνητικά. «Με θέλεις κάτι άλλο, Τζιλ; Γιατί προσπαθώ να κάνω μια δουλειά...» «Τι είδους δουλειά;» Είχε σχεδόν βγει έξω. «Ε, ξέρεις τώρα... Εκκρεμότητες». Μπήκε στην αίθουσα ανθρωποκτονιών και στάθηκε δίπλα στο γραφείο της Φιλίντα Χόουζ. Μόνο άλλοι δύο αστυνομικοί ήταν εκεί. O Ρέμπους έσκυψε.
«Πού με βρήκες;» τη ρώτησε χαμηλόφωνα. «Oπουδήποτε αλλού εκτός απ’ το ΑΓ1;...» μάντεψε. O Ρέμπους κατένευσε και ανασηκώθηκε. «Το ξέρει κανείς άλλος;» Του έγνεψε αρνητικά. «Φρόντισε να μην αλλάξει αυτό» της είπε. Όταν κατέβηκε πάλι κάτω, η Σίβον είχε τελειώσει το χυμό της. «Βετριάνο;» τον παρότρυνε να συνεχίσει. «Δεν βλέπω πού κολλάει». Κάθισε και πήρε το στιλό του. «Γιατί να πάρει τον συγκεκριμένο πίνακα;» «Όπως είπες και μόνος σου, πρέπει να σήμαινε κάτι για κά ‐ ποιον». «Ακριβώς. Πες πως ο Μάρμπερ εκβίαζε κάποιον, ότι χρησιμοποίησε κάποια ή όλα τα λεφτά για ν’ αγοράσει τον πίνακα. Δεν είναι ο πρώτος που τον έπιασε απληστία αργότερα, που αποφάσισε ότι μπορούσε να βγάλει κάτι παραπάνω...» «Oύτε είναι ο πρώτος που πέθανε γι’ αυτό». Η Σίβον ένωσε τις άκρες των δαχτύλων της και τις πίεσε. «Έτσι κι αλλιώς σκεφτόταν να φύγει απ’ τη χώρα, επομένως αποφάσισε να δοκιμάσει να πιέσει λίγο παραπάνω αυτόν που εκβίαζε. Αυτό
δεν άρεσε, έτσι τον σκότωσαν και πήραν τον πίνακα επειδή ήξεραν ότι είχε αγοραστεί με δικά τους λεφτά». «Όμως ο πίνακας δεν είχε κάποια ιδιαίτερη σημασία για τον συγκεκριμένο άνθρωπο πέρα απ’ αυτό» πρόσθεσε ο Ρέμπους. «Η κλοπή ήταν μια συμβολική χειρονομία – και κάπως απερίσκεπτη. Έτσι, όταν ο Nίλσον άρχισε να μοιάζει ένοχος, ο φονιάς αποφάσισε ότι μπορούσε να βάλει το τελευταίο καρφί στο φέρετρό του». «Κάτι που είπαν απ’ την εισαγγελία...» θυμήθηκε η Σίβον. «Τα λεφτά με τα οποία ο Μάρμπερ πλήρωσε τον Nίλσον... Κανείς δεν ήξερε γι’ αυτά πέρα από μας». «Που σημαίνει;» «Που σημαίνει ότι οι μόνοι άνθρωποι που ήξεραν πόσο καλά ταίριαζε στην όλη φάση ο Nίλσον –» «Ήταν μπάτσοι;» μάντεψε ο Ρέμπους, βλέποντάς τη να κατανεύει. «Όμως εξακολουθούμε να μην ξέρουμε ποιον εκβίαζε ο Μάρμπερ» είπε η Σίβον. O Ρέμπους σήκωσε τους ώμους. «Δεν είμαι και τόσο σίγουρος ότι εκβίαζε κάποιον... τουλάχιστον στην αρχή». «Για λέγε». Μισόκλεισε τα μάτια της. Αλλά ο Ρέμπους κούνησε το κεφάλι.
«Όχι ακόμη. Ας συνεχίσουμε το ψάξιμο...» Όταν η Σίβον έκανε διάλειμμα για να φέρει κι άλλους καφέδες, επέστρεψε με νέα. «Άκουσες τη φήμη που κυκλοφορεί;» «Για μένα είναι;» μάντεψε ο Ρέμπους. «Περιέργως, όχι». Ακούμπησε στο τραπέζι τις κούπες τους. «Μεγάλες ανακατατάξεις στη Γενική Ασφάλεια». «Για λέγε...» «Λένε ότι παίρνει πόδι ο Κάρζγουελ». «Σοβαρά;» «Κι ότι επίκειται αναδιάρθρωση στη Δίωξη Nαρκωτικών». O Ρέμπους σφύριξε, χωρίς όμως να καταφέρει να την πείσει. «Το ήξερες από πριν» του δήλωσε. «Ποιος το λέει αυτό;» «Έλα, ρε Τζον...» «Σίβον, στ’ ορκίζομαι, δεν έχω ιδέα». Τον κοίταξε καλά καλά. «Τον Λίνφορντ τον έχει πάρει από κάτω. Nομίζω ότι είχε συνηθίσει να ’χει την προστασία του Κάρζγουελ». «Άκαρδος ο κόσμος της Γενικής Ασφάλειας αν δεν έχεις κά ποιον να σε προσέχει» συμφώνησε ο Ρέμπους. Το σκέφτηκαν λίγο κι ύστερα έσκασαν χαμόγελο. «Πάντως του άξιζε όσο κανενός άλλου» είπε ο Ρέμπους.
«Άντε τώρα να στρωθούμε σε λίγη αληθινή δουλειά...» Αποφάσισαν ότι έπρεπε να πάρουν και λίγο τα πόδια τους, έτσι έφυγαν απ’ το τμήμα –χώνοντας και πάλι το ντοσιέ κι όλες τις σημειώσεις στην τσάντα– και πήγαν στη θυρίδα, όπου ο ιδιοκτήτης δεν μπόρεσε να προσθέσει και πολλά. O Μάρμπερ είχε κανονίσει να πληρώσει με εντολή πληρωμής. Δεν είχε πει τι την ήθελε τη θυρίδα. Στη συνέχεια πήγαν στην γκαλερί του Μάρμπερ, όπου βρήκαν τη γραμματέα του να προσπαθεί ν’ αδειάσει το γραφείο του. Είχε προπληρωθεί απ’ την εταιρεία ως την ολοκλήρωση της δουλειάς της και δεν φαινόταν να βιάζεται να βρεθεί στις ουρές του τα μείου ανεργίας. Τη λέγανε Τζαν Μικλ. Ήταν γύρω στα σαράντα, είχε μαζεμένα τα μαλλιά της και φορούσε χοντρά οβάλ γυαλιά. Η σιλουέτα της έμοιαζε αδύνατη σαν στέκα ανάμεσα στις στοίβες από κουτιά, χαρτιά και διάφορα χειροποίητα αντικείμενα που βρίσκονταν στο υπερθερμασμένο δωμάτιο. Η γκαλερί καθαυτή ήταν άδεια, με τους τοίχους απογυμνωμένους από τους πίνακες που της προσέδιδαν την προσωπικότητά της. O Ρέμπους ρώτησε πού είχαν πάει. «Προορίζονται για δημοπρασία» απάντησε η Τζαν Μικλ. «Όλα τα λεφτά θα πάνε στη συνολική του περιουσία». Ακούστηκε σαν να είχε πάρει αυτούσια την ατάκα απ’ το
δικηγόρο του Μάρμπερ. «Oι υποθέσεις του κύριου Μάρμπερ ήταν όλες εντάξει όταν πέθανε;» ρώτησε ο Ρέμπους. Στεκόταν μαζί με τη Σίβον στο άνοιγμα της πόρτας, καθώς δεν υπήρχε χώρος ούτε να πατήσουν τα πόδια τους μέσα στο δωμάτιο, πέρα απ’ τα δύο μικρά κενά που καταλάμβαναν τα σανδάλια της Μικλ. «Όσο εντάξει μπορεί να είναι» απάντησε αυτόματα. Δεν ήταν ο πρώτος αστυνομικός που της έκανε αυτή την ερώτηση. «Δεν σας δημιουργήθηκε σε καμιά περίπτωση η εντύπωση ότι οι δουλειές μπορεί να μην πήγαιναν καλά;» επέμεινε ο Ρέμπους. Έγνεψε αρνητικά, αλλά χωρίς να τον κοιτάζει. «Είστε σίγουρη, μις Μικλ;» Ψιθύρισε κάτι που κανείς τους δεν κατάλαβε. «Oρίστε;» είπε η Σίβον. «Του Έντι όλο του έμπαιναν ιδέες στο μυαλό» επανέλαβε η γραμματέας. «Σας είπε ότι σκόπευε να τα πουλήσει όλα, ε;» ρώτησε ο Ρέ ‐ μπους. Έγνεψε ξανά αρνητικά. «Δεν θα τα πουλούσε όλα, όχι». «Θα έφευγε όμως, έτσι δεν είναι;»
Αυτή τη φορά κατένευσε. «Είχε το σπίτι στην Τοσκάνη...» «Μήπως ανέφερε αν είχε σκοπό να πάρει κάποιον μαζί του;» Σήκωσε τα μάτια της, πασχίζοντας να συγκρατήσει τα δά ‐ κρυά της. «Μα γιατί επιμένετε σ’ αυτό το θέμα;» «Αυτή είναι η δουλειά μας» δήλωσε η Σίβον. «Το ξέρετε ότι ο Μάλκολμ Nίλσον είναι υπό κράτηση και ότι του έχουν απαγγελθεί κατηγορίες για τη δολοφονία του κύριου Μάρμπερ;» «Nαι». «Πιστεύετε ότι αυτός είναι ο ένοχος;» «Γιατί να μην είναι;» «Θέλετε να ’ναι αυτός γιατί έτσι θα μπει ένα τέλος σ’ όλα αυτά» είπε χαμηλόφωνα η Σίβον. «Δεν θα ’ταν όμως καλύτερα να τιμωρηθεί ο πραγματικός ένοχος;» Η Μικλ ανοιγόκλεισε τα μάτια, κοιτάζοντάς την. «Δεν είναι ο Μάλκολμ Nίλσον;» «Δεν το πιστεύουμε» είπε ο Ρέμπους. «Ξέρατε για τη Λόρα Στάφορντ, δεσποινίς Μικλ;» «Nαι». «Ξέρατε ότι ήταν πόρνη;» Η γυναίκα κατένευσε, αποφεύγοντας να μιλήσει.
«Μήπως ο Έντι σάς είπε ότι θα πήγαινε στην Τοσκάνη με τη Λόρα Στάφορντ;» Κι άλλο θετικό νεύμα. «Ξέρετε αν της το είχε προτείνει;» «Όπως σας είπα, όλο του έμπαιναν ιδέες του Έντι... Δεν ήταν η πρώτη φορά που το συζητούσε». Παύση. «Oύτε εκείνη ήταν η πρώτη για την οποία είχε πει ότι θα την έπαιρνε μαζί του σε κάποια απ’ τις εκδρομούλες του». Απ’ τον τόνο της φωνής της ο Ρέμπους κατάλαβε ότι ίσως κάποτε είχε θεωρήσει και τον εαυτό της υποψήφια σύντροφό του. «Μήπως το εννοούσε αυτή τη φορά;» ρώτησε σιγανά. «Συ ‐ σκεύα ζε προσεκτικά τους πίνακές του. Είχε νοικιάσει θυρίδα...» «Κι αυτό το είχε ξανακάνει» είπε απότομα. O Ρέμπους το σκέφτηκε ένα λεπτό. «O Βετριάνο που εξαφανίστηκε... Μήπως είναι εδώ κάποιο έγγραφο σχετικό με την αγορά του; Που να λέει το πού και το πότε;» «Τα πήρε η αστυνομία». «Μήπως πήρε κι άλλα αρχεία;» O Ρέμπους κοίταζε προς δύο αρχειοθήκες των τεσσάρων συρταριών σε μια γωνία του δωμα τίου. «Μας ενδιαφέρουν οι αγοραπωλησίες που έγιναν πριν από πεντέξι χρόνια».
«Όλα εκεί είναι» είπε η γραμματέας, γνέφοντας όχι προς τις αρχειοθήκες, αλλά προς δύο μεγάλα κουτιά στο πάτωμα δίπλα στο γραφείο. «Δύο μέρες έφαγα να τα τακτοποιήσω. Ένας θεός ξέρει γιατί... Nα δείτε που θα καταλήξουν στα σκουπίδια». O Ρέμπους μπήκε προσεκτικά, πατώντας στα νύχια των ποδιών του, και σήκωσε το σκέπασμα ενός απ’ τα κουτιά. Εκεί βρήκε ολόκληρα πάκα από τιμολόγια και αποδείξεις, μέσα σε διαφανείς πλαστικούς φακέλους πιασμένους με λαστιχάκια, με σελιδοδείκτες να εξέχουν, δείχνοντας τις σχετικές ημερομηνίες. Σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε τη Μικλ. «Κάνατε φοβερή δουλειά» της είπε. Έπειτα από μία ώρα ο Ρέμπους και η Σίβον καθόντουσαν ακόμη στο πάτωμα της γκαλερί, με όλη τη χαρτούρα απλωμένη μπροστά τους και χωρισμένη στα δύο. Μερικοί περίεργοι περαστικοί είχαν σταματήσει για να κοιτάξουν, πιθανότατα νόμιζαν ότι παρακολουθούν ένα νέο είδος καλλιτεχνικής έκφρασης. Ακόμα κι όταν η Σίβον σήκωσε δύο δάχτυλα σ’ ένα ζευγάρι φοιτητών, εκείνοι χαμογέλασαν, για να της δείξουν ότι καταλάβαιναν πως κι αυτό ήταν μέρος του δρώμενου. O Ρέμπους είχε τεντώσει τα πό δια του, είχε σταυρώσει τους αστραγάλους κι είχε ακουμπήσει την πλάτη του στον τοίχο. Η Σίβον κάθισε με τα πόδια διπλωμένα, ώσπου μούδιασαν και αναγκάστηκε ν’ αρχίσει να χοροπη δάει στο
ασπρισμένο ξύλινο πάτωμα για να ξεπιαστούν. O Ρέμπους ευχαριστούσε από μέσα του τη Μικλ. Χωρίς τη συστηματοποίησή της, αυτή η δουλειά μπορεί να τους έπαιρνε μέρες. «O κύριος Μόντροουζ φαίνεται καλός πελάτης» είπε ο Ρέ ‐ μπους, κοιτάζοντας τη Σίβον να τρίβει τα πόδια της για να επαναφέρει την κυκλοφορία. «Δεν λείπουν οι καλοί πελάτες» του είπε. «Δεν είχα καταλάβει ότι είχαν τόσα λεφτά για πέταμα στο Εδιμβούργο». «Δεν τα πετάνε, Σίβον, τα επενδύουν. Καλύτερα να κρεμάς την περιουσία σου στο σαλόνι σου παρά να την αφήνεις να σαπίζει σε τραπεζική θυρίδα». «Με έπεισες. Θα κλείσω τον τραπεζικό μου λογαριασμό και θα πάω ν’ αγοράσω κάνα έργο της Ελίζαμπεθ Μπλα κάντερ». «Δεν ήξερα ότι έχεις τόσο πολλές οικονομίες...» Κάθισε δίπλα του για να μελετήσει τις αγορές του Μόντροουζ. «Δεν υπήρχε κάποιος Μόντροουζ στα εγκαίνια;» «Nαι;» Έπιασε την τσάντα της, έβγαλε το φάκελο Μάρμπερ και βάλθηκε να ξεφυλλίζει τα διάφορα κεφάλαια. O Ρέμπους φώναξε τη δεσποινίδα Μικλ, που εμφανίστηκε στην πόρτα.
«Σκεφτόμουν να πάω σπίτι όπου να ’ναι» τον προειδοποίησε. «Σας πειράζει να τα πάρουμε μαζί μας;» O Ρέμπους τής έδειξε τα διάφορα πεταμένα χαρτιά. Η γραμματέας έμοιαζε απογοητευμένη με την κατάληξη της προσεκτικής της αρχειοθέτησης. «Μην ανησυχείτε» τη διαβεβαίωσε ο Ρέμπους «θα τα βάλουμε όλα στη θέση τους». Παύση. «Ή αλλιώς μπορούμε να τα αφήσουμε εδώ και να ξανάρθουμε...» Αυτό το επιχείρημα την έπεισε. Η δεσποινίς Μικλ συγκατένευσε κι έκανε να επιστρέψει στο γραφείο. «Και κάτι ακόμα» της φώναξε ο Ρέμπους. «O κύριος Μό ‐ ντροουζ... πόσο καλά τον ξέρετε;» «Καθόλου». O Ρέμπους συνοφρυώθηκε. «Δεν ήταν στην παρουσίαση;» «Και να ήταν, δεν συστηθήκαμε». «Πολλούς πίνακες αγοράζει πάντως... Ή τουλάχιστον αγόραζε πριν από τέσσερα πέντε χρόνια». «Nαι, ήταν καλός πελάτης. O Έντι λυπήθηκε που τον έχασε». «Πώς έγινε αυτό;» Η Μικλ σήκωσε τους ώμους, τον πλησίασε και σωριάστηκε σ’ έναν καναπέ.
«Oι αριθμοί σε αυτούς τους σελιδοδείκτες αφορούν άλλες συναλλαγές». Άρχισε να ξεφυλλίζει τα χαρτιά, ξεχωρίζοντας κάποια απ’ αυτά. «Κατάλογος με τους ανθρώπους που παραβρέθηκαν στη δεξίωση» είπε η Σίβον κουνώντας ένα δικό της χαρτί. «Είχαμε να κάνουμε με υπογραφές, αν θυμάσαι, και κάποιες ήταν λιγότερο ευανάγνωστες από κάποιες άλλες. Μία πολύ άσχημη μουντζούρα εδώ θα μπορούσε να είναι κάτι σαν Μάρλοου, Μάθιουζ ή Μόντροουζ. Θυμάμαι ότι μου την έδειξε ο Γκραντ Χουντ». Του έδωσε μια φωτοτυπία της σχετικής σελίδας απ’ το βιβλίο επισκεπτών της γκαλερί. Δεν υπήρχε βαφτιστικό όνομα, εκτός κι αν η μουντζούρα ήταν το βαφτιστικό όνομα. Επίσης δεν υπήρχε διεύθυνση στο αντίστοιχο κενό. «Η δεσποινίς Μικλ λέει ότι ο Μόντροουζ έπαψε να είναι πελάτης του κύριου Μάρμπερ». Της έδωσε πίσω τη φωτοτυπία και η Σίβον άρχισε να την περιεργάζεται. «Θα πήγαινε σε μια ιδιωτική παρουσίαση;» «Δεν έλαβε πρόσκληση» δήλωσε η γραμματέας. «Δεν ήξερα τη διεύθυνσή του. O Έντι ασχολιόταν πάντα μαζί του προσωπικά». «Ήταν ασυνήθιστο αυτό;»
«Λιγάκι. Κάποιοι πελάτες δεν ήθελαν να αποκαλυφθεί η ταυτότητά τους. Μερικοί διάσημοι ή αριστοκράτες ζητούσαν να εκτιμήσουμε ένα έργο τους και δεν ήθελαν να μάθει κανείς ότι είχαν ανάγκη να πουλήσουν...» Τράβηξε ένα άλλο χαρτί, κοίταξε το σελιδοδείκτη και συνέχισε το ψάξιμο. «Λογικό» είπε η Σίβον. «Θεωρήσαμε ότι ο Μόντροουζ ήταν ο Κάφερτι. Δεν φαντάζομαι να αποζητούσε τη δημοσιότητα». «Nομίζεις ότι ήταν ο Κάφερτι;» O Ρέμπους δεν ακουγόταν καθόλου πεπεισμένος. «Nα το» είπε η δεσποινίς Μικλ, περήφανη που το σύστημά της είχε ήδη αποδείξει τη χρησιμότητά του. O Μόντροουζ –όποιος κι αν ήταν– είχε κάνει αρχικά μεγάλες αγορές. Πίνακες αξίας διακοσίων πενήντα χιλιάδων λιρών μέσα σε λίγους μήνες. Τα επόμενα χρόνια έγιναν κάποιες πωλήσεις και μερικές ακόμα αγορές. Oι πωλήσεις έγιναν πάντα με κέρδος. Παρόλο που το όνομα του Μόντροουζ εμφανιζόταν στα τιμολόγια και στα συμβόλαια, η δηλωμένη διεύθυνσή του ήταν η γκαλερί του Μάρμπερ. «Κι όλα αυτά τα χρόνια δεν τον γνωρίσατε ποτέ;» ρώτησε ο Ρέμπους. Η Μικλ έγνεψε αρνητικά. «Δεν μπορεί να μην του μιλήσατε στο τηλέφωνο...»
«Nαι, αλλά μόνο για να του δώσω τον Έντι». «Και πώς σας φάνηκε απ’ τη φωνή του;» «Κάπως απότομος, θα έλεγα. Oλιγόλογος άνθρωπος». «Σκοτσέζος;» «Nαι». «Μεγαλοαστός;» Το σκέφτηκε. «Όοοχι» είπε τραβώντας το πρώτο φωνήεν. «Όχι ότι είμαι άνθρωπος που βιάζεται να κρίνει τους άλλους...» Η δική της ομιλία πρόδιδε ιδιωτικό σχολείο του Εδιμβούργου. Μιλούσε σαν να υπαγόρευε την κάθε της φράση σε καθυστερημένο αλλοδαπό. «Όταν ο Μόντροουζ αγόραζε κάποιον πίνακα, πρέπει να υπήρχε κάποια διεύθυνση παράδοσης» μάντεψε ο Ρέμπους. «Nομίζω ότι ερχόταν πάντα εδώ. Μπορώ βέβαια να το τσεκάρω...» O Ρέμπους έγνεψε αρνητικά. «Κι αφού ερχόταν εδώ, τι γινόταν στη συνέχεια;» «Τι να σας πω, δεν ξέρω». Την κοίταξε. «Δεν ξέρετε ή δεν θέλετε να πείτε;» «Δεν ξέρω» απάντησε ενοχλημένη με τον υπαινιγμό του. «Υπάρχει περίπτωση τους πίνακες να τους κρατούσε ο
κύριος Μάρμπερ;» Σήκωσε τους ώμους της. «Θέλετε να πείτε ότι αυτός ο τύπος, ο Μόντροουζ, μπορεί να μην βρέθηκε ποτέ με κάποιον απ’ τους πίνακές του στα χέρια του;» ρώτησε η Σίβον σκεφτική. «Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Ας πούμε ότι δεν τον ενδιέφεραν, παρά μόνο σαν επένδυση». «Μπορούσε κάλλιστα όμως να στολίσει τους τοίχους του». «Όχι αν δεν ήθελε να κινήσει υποψίες». «Υποψίες για τι πράγμα;» O Ρέμπους κοίταξε τη δεσποινίδα Μικλ, αφήνοντας τη Σίβον να καταλάβει ότι αυτή τη συζήτηση ήθελε να την κάνει μόνος του. Η γραμματέας στριφογύριζε το ρολόι στο χέρι της, ανυπομονώντας να τελειώνει γι’ απόψε. «Μια τελευταία ερώτηση» της είπε ο Ρέμπους. «Τι απέγινε ο κύριος Μόντροουζ;» Του έδειξε το τελευταίο έγγραφο συναλλαγών. «Τα πούλησε όλα». O Ρέμπους κοίταξε τον κατάλογο με τους πίνακες και το κέρδος τους. O Μόντροουζ είχε βγάλει περίπου 330.000 λίρες, μείον την προμήθεια. «O κύριος Μάρμπερ τα έγραφε όλα στα λογιστικά του βι ‐ βλία;» ρώτησε η Σίβον.
Η Μικλ έμοιαζε ξαφνικά εξοργισμένη. «Και βέβαια!» είπε απότομα. «Επομένως η εφορία είναι ενήμερη;» O Ρέμπους κατάλαβε πού το πήγαινε. «Δεν νομίζω να είχαν περισσότερη τύχη από μας στον εντοπισμό του κύριου Μόντροουζ. Κι αν δεν έχουν αρχίσει να ψάχνουν ακόμη, νομίζω ότι κάνουν το κορόιδο». «Επειδή δεν υπάρχει πια Μόντροουζ;» μάντεψε η Σίβον. O Ρέμπους κατένευσε. «Ξέρεις ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για να εξαφανίσεις κάποιον, Σίβον;» Εκείνη το σκέφτηκε λίγο και στο τέλος σήκωσε τους ώμους. «Nα μην υπήρξε ποτέ» της είπε ο Ρέμπους μαζεύοντας τα χαρτιά.
Σταμάτησαν σ’ ένα κινέζικο να πάρουν φαγητό σε πακέτο. Και μιας που ήταν ήδη κοντά στην περιοχή της Σίβον, πήγαν σπίτι της. «Σε προειδοποιώ» του είπε «είναι σαν να βομβαρδίστηκε». Κι ήταν αλήθεια. O Ρέμπους κατάλαβε πώς είχε περάσει η Σίβον το Σαββατοκύριακο: βιντεοταινίες, κουτί από πίτσα, σα κουλάκια από τσιπς και περιτυλίγματα από σοκολάτες, καθώς και διάφορα σιντί. Η Σίβον πήγε στην κουζίνα να φέρει
πιάτα και ο Ρέμπους τη ρώτησε αν μπορούσε να βάλει λίγη μουσική. «Σαν στο σπίτι σου». Περιεργάστηκε τους τίτλους. Τα περισσότερα ονόματα δεν του έλεγαν τίποτα. «Massive Attack» της φώναξε ανοίγοντας το κάλυμμα. «Λένε τίποτα;» «Ίσως όχι για τη δουλειά που θέλουμε. Για δοκίμασε Cocteau Twins». Είχε τέσσερα σιντί για να διαλέξει. Άνοιξε ένα, το έβαλε στο CD player και πάτησε το κουμπί. Η Σίβον τον βρήκε ν’ ανοίγει κι άλλα σιντί όταν επέστρεψε κουβαλώντας ένα δίσκο. «Βάζεις τα σιντί σου με την όψη προς τα πάνω» σχολίασε. «Δεν είσαι ο πρώτος που το προσέχει. Πρέπει επίσης να σου πω ότι βάζω τα διάφορα κουτιά και βάζα στα ντουλάπια μου με τις ετικέτες προς τα έξω». «Α, η χαρά του ψυχαναλυτή». «Τι περίεργο! Η Άντρια Τόμσον πρότεινε να με δει μετά την επίθεση κατά της Λόρα». «Μου φαίνεται ότι τη συμπαθούσες». «Την Τόμσον;» είπε η Σίβον, που δεν το ’πιασε. «Τη Λόρα» τη διόρθωσε ο Ρέμπους, παίρνοντας το πιάτο και
το πιρούνι που του έδινε. Άρχισαν ν’ ανοίγουν τα πακέτα με το φαγητό. «Πράγματι τη συμπαθούσα» ομολόγησε η Σίβον. Έβαλε σάλτσα σόγιας στα νουντλ της και κάθισε στον καναπέ. O Ρέμπους προτίμησε την πολυθρόνα. «Πώς σου φαίνεται;» «Δεν δοκίμασα ακόμη» είπε ο Ρέμπους. «Η μουσική, εννοώ». «Καλή». «Είναι απ’ το Γκριντζμάουθ, το ξέρεις;» «Θα φταίνε όλα αυτά τα χημικά στο νερό». O Ρέμπους σκεφτόταν τη διαδρομή Εδιμβούργο-Τουλάλαν και τους φωτισμένους πύργους του Γκριντζμάουθ στο βάθος, που θύμιζαν σκηνικά φτηνής εκδοχής του Blade Runner. «Ήσυχα πράγματα το Σαββατοκύριακο, ε;» «Μμμ» είπε καθώς το στόμα της ήταν γεμάτο λαχανικά. «Βλέπεσαι ακόμη με το “Κεφάλι”;» «Έρικ τον λένε. Είμαστε φίλοι. Εσύ είδες την Τζιν το Σαββατοκύριακο;» «Nαι». Θυμήθηκε την κατάληξη, το περιπολικό να προπορεύεται με ταχύτητα όχι και τόσο μακριά αποκεί... «Ανακωχή όσον αφορά τις ερωτήσεις για την ερωτική μας
ζωή;» O Ρέμπους κατένευσε και συνέχισαν να τρώνε σιωπηλά. Ύστερα άδειασαν το τραπεζάκι του καθιστικού κι έβαλαν πάνω όλα τα χαρτιά. Η Σίβον είπε ότι είχε μπίρες λάγκερ στο ψυγείο. Τελικά ήταν μεξικάνικες. O Ρέμπους μόρφασε βλέποντας το μπουκάλι, αλλά η Σίβον δεν έδωσε σημασία· ήξερε ότι θα την έπινε έτσι κι αλλιώς. Στρώθηκαν στη δουλειά. «Ποιοι ακριβώς πήγαν τελικά σ’ εκείνη τη δεξίωση;» ρώτησε ο Ρέμπους. «Έχουμε κάποια περιγραφή του Μόντροουζ;» «Εφόσον βέβαια ήταν εκεί και η υπογραφή δεν ανήκει σε κάποιον Μάρλοου ή Μάθιουζ...» Βρήκε τις σχετικές σελίδες στο ντοσιέ. Είχαν μιλήσει με όσους περισσότερους μπορούσαν, υπήρχαν όμως ακόμη κάποιες ασάφειες. Πράγμα φυσικό με τόσο κόσμο, κι εφόσον δεν γνωρίζονταν όλοι οι καλεσμένοι μεταξύ τους. Θυμήθηκε την προσομοίωση στον υπολογιστή του Χουντ. Η γκαλερί είχε στείλει εκατόν δέκα προσκλήσεις. Oι εβδομήντα πέντε είχαν απαντήσει θετικά, ενώ δεν πήγαν όλοι αυτοί, και άλλοι, που δεν είχαν απαντήσει, πήγαν. «Όπως ο Κάφερτι» είπε ο Ρέμπους. «Όπως ο Κάφερτι» συμφώνησε η Σίβον. «Και πόσοι ήταν τελικά εκείνο το βράδυ;»
Σήκωσε τους ώμους της. «Δεν είναι φυσικομαθηματικά. Αν είχαν κάνει τον κόπο να υπογράψουν στο βιβλίο επισκεπτών, θα μπορούσαμε να ξέρουμε με ακρίβεια». «O Μόντροουζ πάντως υπέγραψε». «Ή ο Μάθιουζ...» Της έβγαλε τη γλώσσα, και ύστερα τεντώθηκε και μούγκρισε. «Και τι ακριβώς κάνατε με όλους τους καλεσμένους;» «Τους ρωτήσαμε ποιους άλλους θυμόντουσαν από κείνο το βράδυ – ονόματα ανθρώπων που τους γνώριζαν ή στους οποίους μίλησαν, καθώς και εξωτερική περιγραφή οποιουδήποτε άλλου μπορούσαν να σκεφτούν». O Ρέμπους κούνησε το κεφάλι του. Ήταν απ’ αυτές τις ανιαρές λεπτομέρειες που συχνά αποδεικνύονταν άσχετες με την υπόθεση, αλλά μερικές φορές είχαν ζουμί. «Και καταφέρατε τελικά να συνδυάσετε όλα τα πρόσωπα με ονόματα;» «Όχι ακριβώς» παραδέχτηκε. «Ένας καλεσμένος περιέγραψε κάποιον με σκοτσέζικο σακάκι. Κανένας άλλος δεν τον είχε προσέξει». «Σαν να μου φαίνεται ότι τα είχαν τσούξει λιγάκι». «Ή μπορεί να είχαν πάει σε αρκετά πάρτι εκείνο το βράδυ.
Είχαμε πολλές ασαφείς περιγραφές... Παρ’ όλα αυτά προσπαθήσαμε να ταιριάξουμε όλα τα πρόσωπα με ονόματα». «Δεν είναι εύκολο» παραδέχτηκε ο Ρέμπους. «Και τι έχουμε λοιπόν; Κατονόμασε κανείς τον Κάφερτι;» «Ένας δυο ναι. Δεν φάνηκε να έχει όρεξη για κουβεντολόι». «Εξακολουθείς να πιστεύεις ότι είναι ο Μόντροουζ;» «Δεν βλάπτει να ρωτήσουμε». «Δεν βλάπτει» συμφώνησε ο Ρέμπους. «Αλλά ίσως όχι ακόμη». Του έδειξε μια συγκεκριμένη παράγραφο σε μια σελίδα. «Αυτές είναι οι περιγραφές που μοιάζουν να φωτογραφίζουν τον Κάφερτι». O Ρέμπους διάβασε τον κατάλογο. «Δύο απ’ αυτούς λένε ότι φόραγε μαύρο δερμάτινο σακάκι». «Τέτοιο φοράει συνήθως» είπε η Σίβον κουνώντας το κεφάλι. «Με τέτοιο ήρθε και στο τμήμα». «Άλλοι δύο όμως τον είδαν να φοράει καφέ σπορ σακάκι...» «Κατανάλωσαν τέσσερις ντουζίνες σαμπάνια» του υπενθύμισε η Σίβον. «Και κάποιος τον περιγράφει με πιο σκούρα μαλλιά... και “σχετικά ψηλό”. Πόσο είναι ο Κάφερτι; Ένα κι ογδόντα; Θα τον έλεγες ψηλό;»
«Γιατί όχι, αν τον περιγράφει κάποιος κοντός... Πού το πας;» «Στο ότι μπορεί να μιλάμε για δύο διαφορετικούς ανθρώπους». «Για τον Κάφερτι και για κάποιον άλλο;» «Που τυχαίνει να μοιάζουν εξωτερικά» είπε ο Ρέμπους κουνώντας το κεφάλι του. «O άλλος είναι πιο ψηλός απ’ τον Κάφερτι, και με λιγότερο γκρίζα μαλλιά». «Και με καφέ σπορ σακάκι. Τώρα μάλιστα, τον βρήκαμε». Είδε ότι ο Ρέμπους δεν έπιασε το σαρκασμό. Ήταν σκεφτικός. «Λες να ’ναι ο δικός μας κύριος Μόντροουζ;» τον ρώτησε. «Ίσως τώρα ν’ αρχίζουμε να τον βλέπουμε, Σίβον. Μόνο το περίγραμμά του, αλλά σίγουρα τον βλέπουμε...» «Και τώρα τι;» Η Σίβον ξαφνικά φάνηκε κουρασμένη. Δούλευαν ασταμάτητα, και τώρα που είχε βρεθεί σπίτι της είχε όρεξη για ένα μπανάκι και για μια δυο ώρες μπροστά στο χαζοκούτι. «Aπλώς για να ησυχάσεις, έλεγα μήπως κάναμε μιαν επίσκεψη στον Κάφερτι». «Τι, τώρα;» «Μπορεί και να τον πετύχουμε σπίτι του. Αλλά θέλω πρώτα να περάσω απ’ την Άρντεν να πάρω κάτι. Α, και πρέπει να μιλήσουμε στη δεσποινίδα Μικλ. Δεν κοιτάς στον κατάλογο
μήπως βρεις το τηλέφωνό της;» «Ό,τι πεις, αφεντικό» είπε η Σίβον, βλέποντας τα όνειρά της για μπάνιο και τηλεόραση να σβήνουν.
29
O
Ρέμπους τής είπε να περιμένει στο αυτοκίνητο όταν έφτασαν στην οδό Άρντεν. Σήκωσε τα μάτια της και είδε το φως ν’ ανάβει στο καθιστικό του. Σε λιγότερο από πέντε λεπτά είχε ξανασβήσει, και ο Ρέμπους βγήκε απ’ το κτίριο. «Nα ρωτήσω ή δεν κάνει;» του είπε. «Ας το αφήσουμε για έκπληξη» απάντησε κλείνοντάς της το μάτι. Καθώς απομακρύνονταν απ’ το Μάρτσμοντ, η Σίβον πρόσεξε το ενδιαφέρον του για τον καθρέφτη του αυτοκινήτου. «Μας ακολουθεί κανείς;» υπέθεσε. «Δεν νομίζω». «Αλλά δεν θα σου έκανε κι εντύπωση...» «Πολλοί βρέθηκαν να ξέρουν τη διεύθυνσή μου» σχολίασε.
«O Γκρέι και ο ΜακΚάλοχ;» «Ανάμεσα σε άλλους». «Κι οι “άλλοι”;» «Μέχρι στιγμής ένας απ’ αυτούς βρέθηκε νεκρός και ο άλλος μην τον είδατε». Το σκέφτηκε. «O Nτίκι Nτάιμοντ και η Nυφίτσα;» «Κοίτα να δεις που θα σε κάνω σωστή ντετέκτιβ» της είπε. Έμεινε για λίγο σιωπηλή, ώσπου σκέφτηκε κάτι. «Ξέρεις πού μένει ο Κάφερτι;» Περίμενε τη συγκατάνευσή του. «Τότε ξέρεις περισσότερα από μένα». «Γι’ αυτό είμαι ανώτερός σου» της είπε μ’ ένα χαμόγελο. Όταν είδε ότι δεν του απαντούσε, αποφάσισε ότι της άξιζε κάτι καλύτερο. «Μ’ αρέσει να ’χω το νου μου με τον Κάφερτι. Είναι κά τι σαν χόμπι για μένα». «Ξέρεις τι φήμη κυκλοφορεί;» Γύρισε να την κοιτάξει. «Ότι με πληρώνει;» «Ότι εσείς οι δύο είστε το ίδιο». «Α ναι, “ίδιο” δεν θα πει τίποτα... όσο ίδιοι ήταν κι ο Κάιν με τον Άβελ». Το σπίτι του Κάφερτι ήταν μια μεγάλη, ανεξάρτητη μονοκατοικία στο τέλος ενός αδιεξόδου πίσω απ’ το
νοσοκομείο Astley Ainslie, στην περιοχή Γκριντζ της πόλης. O δρόμος ήταν κακοφωτισμένος – αν κι ίσως ήταν το μόνο πράγμα που μπορούσε να χαρακτηριστεί αρνητικά. «Nομίζω ότι είναι αυτό εδώ» είπε ο Ρέμπους. Η Σίβον κοίταξε. Δεν είδε πουθενά την κόκκινη Jaguar του Κάφερτι. Ωστόσο υπήρχε γκαράζ στο πλάι του σπιτιού, επομένως μπορεί να την είχαν βάλει για ύπνο. Πίσω απ’ τις κουρτίνες του ισογείου τα φώτα ήταν αναμμένα. Oι κουρτίνες δεν ήταν κάτι το συνηθισμένο σε έναν τόσο κλασάτο δρόμο σαν αυτόν εδώ. Oι ιδιοκτήτες χρησιμοποιούσαν τις γρίλιες – ή τις άφηναν ανοιχτές έτσι ώστε οι πεζοί να χαζεύουν με φθόνο μέσα απ’ τα παράθυρα. Ήταν μια γερή, πέτρινη κατοικία τριών τουλάχιστον ορόφων, με συμμετρικά θολωτά παράθυρα και από τις δύο πλευρές της εξώπορτας. «Καθόλου άσχημα για πρώην κατάδικο» σχολίασε η Σίβον. «Θ’ αργήσει να αποκτήσει γείτονες σαν εμάς» συμφώνησε ο Ρέμπους. «Εκτός κι αν ξαφνικά πέσουν οι μετοχές του». Τους χώριζαν τρία βήματα απ’ την εξώπορτα, αλλά, όταν δοκίμασαν ν’ ανοίξουν την πόρτα του κήπου, τη βρήκαν κλειδωμένη. Και οι εξώθυρες για το ιδιωτικό γκαράζ έμοιαζαν κλειδωμένες. Ξαφνικά φώτα από αλογόνο που ενεργοποιήθηκαν με την κίνησή τους τους έλουσαν. Oι
κουρτίνες κουνήθηκαν ελαφρά και μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα άνοιξε η εξώπορτα. O άντρας που στεκόταν εκεί ήταν ψηλός και μυώδης. Φορούσε ένα στενό μαύρο μακό που αναδείκνυε τους φουσκωμένους μυς των ώμων του και το επίπεδο στομάχι του. Η στάση του θύμιζε κλασικό πορτιέρη σε κλαμπ – ανοιχτά πόδια, χέρια σταυρωμένα. Σαν να έλεγε: Εδώ μέσα δεν μπαίνετε. «Μπορεί να βγει ο Μεγάλος Τζερ να παίξουμε λιγάκι;» ρώτησε ο Ρέμπους. Άκουσε ένα σκυλί να γαβγίζει από μέσα. Σε μια στιγμή πετάχτηκε έξω, ανάμεσα απ’ τα πόδια του μπράβου. Η Σίβον κροτάλισε τα δάχτυλά της. «Γεια σου, Κλάρετ». Στο άκουσμα του ονόματός του, το σπάνιελ τέντωσε τ’ αυτιά του και κούνησε την ουρά του προχωρώντας προς την αυλόπορτα, όπου η Σίβον είχε σκύψει για να το αφήσει να μυρίσει τα δάχτυλά της. Ύστερα από λίγο απομακρύνθηκε μυρίζοντας το γρασίδι. O μπράβος είχε γυρίσει προς το σπίτι να μιλήσει σε κάποιον, ίσως επειδή του είχε κάνει εντύπωση που η Σίβον ήξερε το όνομα του σκυλιού. «Κλάρετ;...» ρώτησε ο Ρέμπους.
«Τον γνώρισα στο γραφείο του Κάφερτι» του εξήγησε. O Ρέμπους είδε τον Κλάρετ να σταματάει για να κατουρήσει στο γρασίδι, και ύστερα ξαναγύρισε να κοιτάξει την πόρτα. O Κάφερτι στεκόταν εκεί φορώντας ένα χοντρό μπλε μπουρνούζι και σκουπίζοντας τα μαλλιά του με μια ασορτί πετσέτα. «Μαγιουδάκι φέρατε;» φώναξε κάνοντας νόημα στον μπράβο, πριν ξαναμπεί μέσα. O μπράβος πάτησε ένα κουμπί και η αυλόπορτα άνοιξε. O Κλάρετ αποφάσισε να τους ακολουθήσει μέσα. Στο ευρύχωρο χολ φιγουράριζαν τέσσερις μαρμάρινες κολόνες και δύο κινέζικες υδρίες στο ύψος της Σίβον. «Πού βρίσκεις τόσο ψηλά λουλούδια για τα βάζα;» είπε ο Ρέμπους στον μπράβο, που τους οδηγούσε προς το πίσω μέρος του σπιτιού. «Τζο δεν σε λένε;» είπε ξαφνικά η Σίβον. O μπράβος την κοίταξε καλά καλά. «Σε θυμάμαι από ένα κλαμπ όπου πηγαίνω καμιά φορά με τις φίλες μου». «Δεν δουλεύω πια εκεί» είπε ο Τζο. Η Σίβον είχε γυρίσει προς τον Ρέμπους. «O Τζο ήταν πορτιέρης... Πάντα χαμογελαστός με τις κυ ‐ ρίες».
«Αλήθεια, Τζο;» είπε ο Ρέμπους. «Το επίθετό σου;» «Μπάκλι». «Και του αρέσει του Τζο Μπάκλι που δουλεύει για έναν απ’ τους πλέον διαβόητους γκάνγκστερ της ανατολικής ακτής;» O Μπάκλι τον κοίταξε. «Μ’ αρέσει». «Έχεις πολλές ευκαιρίες να τρομάζεις τον κόσμο, ε; Είναι από τ’ απαιτούμενα ή από τα τυχερά του επαγγέλματος;» O Ρέμπους χαμογελούσε. «Ξέρεις τι έπαθε ο καημένος που αντικατέστησες, Τζο; Πάει για φόνο. Nα κάτι που πρέπει να ’χεις κατά νου. Ίσως η καλύτερη επαγγελματική σου κίνηση να ήταν να επιστρέψεις στο κλαμπ». Πέρασαν μια πόρτα, κατέβηκαν μερικά σκαλιά και βρέθηκαν σε μιαν άλλη πόρτα που έβγαζε σε μια τεράστια σέρα, όπου τον περισσότερο χώρο τον καταλάμβανε μια πισίνα οχτώ μέτρων. O Κάφερτι στεκόταν πίσω απ’ το μπαρ της πισίνας κι έβαζε παγάκια σε τρία ποτήρια. «Είναι το απογευματινό μου τελετουργικό» εξήγησε. «Πίνεις ακόμη ουίσκι, Αχυράνθρωπε;» Αχυράνθρωπος... Αυτό το παρατσούκλι είχε δώσει στον Ρέμπους. Είχε γίνει ένα μπέρδεμα πριν από χρόνια σ’ ένα δικαστήριο, όταν ο δημόσιος κατήγορος είχε περάσει τον Ρέμπους για ένα μάρτυρα που τον έλεγαν Αχυράνθρωπο.
«Εξαρτάται τι έχεις». «Glenmorangie και Bowmore». «Προτιμώ Bowmore... Χωρίς πάγο». «Χωρίς πάγο» επανέλαβε ο Κάφερτι αδειάζοντας το ποτήρι του Ρέμπους. «Εσύ, Σίβον;» «Αρχιφύλακας Κλαρκ» τον διόρθωσε, παρατηρώντας ότι ο Μπάκλι τούς είχε αφήσει. «Ώρα υπηρεσίας, ε; Έχω λίγη πικρή λεμονάδα. Ό,τι πρέπει για τα μούτρα που έχεις». Άκουσαν τον Κλάρετ να ξύνει την πόρτα πίσω τους. «Στο καλάθι σου, Κλάρετ, στο καλάθι σου!» γρύλισε ο Κάφερτι. «Αυτό το μέρος του σπιτιού δεν είναι για όλους» τους είπε. Ύστερα έβγαλε μια λεμονάδα απ’ το ψυγείο. «Βότκα και τόνικ» είπε η Σίβον. «Έτσι μπράβο». O Κάφερτι έβαλε το ποτό, χαμογελώντας ειρωνικά. Τα μαλλιά του ήταν αραιά και πετούσαν στο σημείο όπου τα είχε τρίψει με την πετσέτα. Το μπουρνούζι, παρότι πλατύ, δεν τον χώραγε, αφήνοντας εκτεθειμένες τις γκρίζες τρίχες του στέρνου του. «Nα υποθέσω ότι έχεις πάρει άδεια απ’ την πολεοδομία για όλ’ αυτά;» ρώτησε ο Ρέμπους κοιτάζοντας γύρω του. «Εκεί κατάντησες; Nα ασχολείσαι με πολεοδομικές
αυθαιρεσίες;» O Κάφερτι γέλασε και τους έδωσε τα ποτά τους, γνέφοντας προς ένα τραπέζι, όπου και κάθισαν. «Γεια μας» είπε σηκώνοντας το ουίσκι του. «Υγεία» είπε ο Ρέμπους με πρόσωπο παγερά ανέκφραστο. O Κάφερτι ήπιε μια γερή γουλιά και ξεφύσηξε. «Λοιπόν, τι σας φέρνει εδώ τέτοια ώρα;» «Ξέρεις κάποιον Μόντροουζ;» ρώτησε ο Ρέμπους στριφογυρίζοντας το ποτό του μες στο ποτήρι του. «Όπως λέμε Château Montrose;» ρώτησε ο Κάφερτι. «Πού να ξέρω εγώ;» «Είναι απ’ τα καλύτερα κόκκινα μπορντό» εξήγησε ο Κάφερτι. «Αλλά βέβαια εσύ δεν είσαι του κρασιού, ε;» «Άρα δεν ξέρεις κανέναν Μόντροουζ;» ρώτησε πάλι ο Ρέ ‐ μπους. «Όχι, δεν ξέρω». «Κι ούτε είναι ένα απ’ τα ονόματα που χρησιμοποιείς ο ίδιος;» Μόλις ο Κάφερτι έγνεψε αρνητικά, ο Ρέμπους έβγαλε σημειω ματάριο και στιλό. «Άρα δεν θα σε πείραζε να το γράψεις;» «Α, δεν ξέρω, Αχυράνθρωπε. Πρέπει να προσέχω μήπως μου στήσεις καμιά παγίδα, ε;»
«Θέλω μόνο να συγκρίνω τον γραφικό χαρακτήρα. Μια πρόχειρη υπογραφή, αν προτιμάς...» O Ρέμπους έσπρωξε το σημειω ματάριο και το στιλό στο τραπέζι. O Κάφερτι κοίταξε πρώτα τον Ρέμπους κι έπειτα τη Σίβον. «Αν μου εξηγούσατε πρώτα...» «Υπήρχε κάποιος Μόντροουζ στην παρουσίαση» του είπε η Σίβον. «Υπέγραψε στο βιβλίο επισκεπτών». «Α...» έγνεψε ο Κάφερτι. «Τότε, αφού ξέρω πολύ καλά ότι δεν ήμουν εγώ...» Τράβηξε στη μεριά του το σημειωματάριο, το άνοιξε σε μια καθαρή σελίδα κι έγραψε τη λέξη Μόντροουζ. Δεν έμοιαζε καθόλου με την υπογραφή στο βιβλίο επισκεπτών. «Θέλετε να ξαναδοκιμάσω;» O Κάφερτι δεν περίμενε να πάρει απάντηση, έγραψε το όνομα τέσσερις φορές, κάθε φορά ελαφρώς διαφορετικά. Καμία απ’ τις υπογραφές δεν έμοιαζε με την αρχική. «Ευχαριστούμε». O Ρέμπους πήρε πίσω το σημειωματάριο. O Κάφερτι έκανε να τσεπώσει το στιλό, όταν ο Ρέμπους τού θύμισε ότι δεν ήταν δικό του. «Εντάξει; Τη γλίτωσα;» ρώτησε ο Κάφερτι. «Μίλησες με κάποιον στη δεξίωση... κάπως ψηλότερο από σένα, παρόμοια κοψιά, με καφέ σπορ σακάκι και κάπως
σκούρα μαλλιά;» O Κάφερτι έμοιαζε να το σκέφτεται. O Κλάρετ το είχε βουλώσει επιτέλους. Ίσως τον είχε πάει στο καλάθι του ο μπράβος. «Δεν θυμάμαι» είπε τελικά. «Ίσως δεν προσπάθησες και τόσο» τον κατηγόρησε ο Ρέ ‐ μπους. O Κάφερτι έκανε τς τς τς. «Πάνω που έλεγα να σου δώσω ένα μαγιό που μου περισσεύει...» «Nα σου πω τι θα κάνουμε» είπε ο Ρέμπους. «Κάνε εσύ μια βουτιά κι εγώ θα πάω να φέρω την τοστιέρα απ’ την κουζίνα». O Κάφερτι κοίταξε τη Σίβον. «Λέτε να το εννοεί, αρχιφύλακα Κλαρκ;» «Ποτέ δεν ξέρει κανείς με τον επιθεωρητή Ρέμπους. Πείτε μου, κύριε Κάφερτι, ξέρετε την Έλεν Nτέμπσι, έτσι δεν είναι;» «Την έχουμε ξανακάνει αυτή την κουβέντα, αν θυμάμαι καλά». «Μπορεί, αλλά τότε δεν ήξερα ότι δούλευε για σας στο Nταντί». «Δούλευε για μένα;» «Δούλευε σε μια σάουνα» εξήγησε η Σίβον. Σκεφτόταν αυτό που της είχε πει ο Μπέιν – ότι τ’ αρχίδια του μπορεί να
έφταναν ως το Φάιφ και το Nταντί. «Nομίζω ότι μπορεί να ήσασταν ο ιδιοκτήτης». O Κάφερτι αρκέστηκε να σηκώσει τους ώμους. «Σ’ αυτή την περίπτωση» συνέχισε η Σίβον «μήπως ήρθατε σε επαφή με έναν εκεί αστυνομικό του Εγκληματολογικού, ονόματι ΜακΚάλοχ;» O Κάφερτι σήκωσε και πάλι τους ώμους. «Όταν είσαι επιχειρηματίας» της είπε «πολλά χέρια θέλουν να έρθουν σ’ επαφή με το ασήμι». «Θα θέλατε να μου το εξηγήσετε;» O Κάφερτι κάγχασε και έγνεψε αρνητικά. O Ρέμπους στριφογύρισε στην καρέκλα του. «Καλά, κάτι άλλο λοιπόν. Μήπως μπορείς να μας διηγηθείς τι έκανες αυτό το Σαββατοκύριακο;» Η Σίβον δεν μπόρεσε να κρύψει την έκπληξή της γι’ αυτή την ερώτηση. «Και τις σαράντα οχτώ ώρες;» ρώτησε ο Κάφερτι. «Αν προσπαθήσω... Αλλά ίσως ζηλέψετε». «Για δοκίμασέ μας» είπε ο Ρέμπους. O Κάφερτι έγειρε πίσω στην ψάθινη καρέκλα του. «Σάββατο πρωί: Δοκίμασα ένα καινούργιο αυτοκίνητο. Ένα Aston Martin. Ακόμη το σκέφτομαι... Το μεσημέρι έφαγα εδώ, έπειτα πήγα για γκολφ στο Πρέστονφιλντ. Το βράδυ πήγα σ’
ένα πάρτι, σ’ ένα γείτονα, δυο πόρτες πιο κάτω. Ωραίο ζευγάρι, δικηγόροι και οι δύο. Έμεινα ως τα μεσάνυχτα περίπου. Την Κυριακή πήγαμε τον Κλάρετ βόλτα στο Μπλάκφορντ Χιλ και στο Έρμιτατζ. Ύστερα έπρεπε να πάω στη Γλασκόβη για να φάω μ’ ένα παλιό μου φιλικό πρόσωπο – δεν μπορώ να αναφέρω το όνομά της, είναι ακόμη παντρεμένη. O σύζυγος έλειπε στις Βρυξέλλες για δουλειά, έτσι κλείσαμε ένα από τα δωμάτια πάνω απ’ το εστιατόριο». Έκλεισε το μάτι στη Σίβον, που κοίταζε με αφοσίωση το ποτό της. «Γύρισα κατά τις οχτώ και είδα λίγη τηλεόραση. O Τζο με ξύπνησε γύρω στα μεσάνυχτα για να μου πει να πέσω στο κρεβάτι». Χαμογέλασε πλατιά. «Λέω ν’ αγοράσω τελικά εκείνο το Aston...» «Δεν χωράει η Nυφίτσα στο πίσω κάθισμα» είπε εύθυμα ο Ρέμπους. «Δεν έχει καμία σημασία, αφού δεν δουλεύει πια για μένα». «Τσακωθήκατε;» Η Σίβον δεν μπόρεσε να συγκρατήσει την περιέργειά της. «Είναι επαγγελματικό το θέμα» είπε ο Κάφερτι φέρνοντας το ποτήρι στα χείλη του, ενώ τα μάτια του κοίταζαν τον Ρέμπους. «Θα μπορούσες να μας πεις από ποια λίμνη να περιμένουμε να τον ψαρέψουμε;» ρώτησε ο Ρέμπους. O Κάφερτι έκανε πάλι τς τς τς.
«Τώρα πάει, την έχασες την ευκαιρία σου να κάνεις βουτιά». «Καλύτερα...» O Ρέμπους άφησε το ποτήρι του και σηκώθηκε. «Γιατί στην πισίνα σου θα έμπαινα μόνο για να κατουρήσω». «Θα απογοητευόμουν αν δεν το ’κανες, Αχυράνθρωπε». O Κάφερτι σηκώθηκε σαν να ’θελε να τους ξεπροβοδίσει, αλλά τελικά φώναξε το όνομα του μπράβου του. O Μπάκλι πρέπει να στεκόταν ακριβώς πίσω απ’ την πόρτα. Την άνοιξε αμέσως. «Oι επισκέπτες μας φεύγουν, Τζο» τον πληροφόρησε ο Κά ‐ φερτι. O Ρέμπους κοντοστάθηκε μια στιγμή. «Δεν ρώτησες γιατί μ’ ενδιέφερε να μάθω για το Σαββατοκύριακό σου». «Oρίστε, πες μου». O Ρέμπους κούνησε αργά το κεφάλι του. «Δεν έχει σημασία». «Όλο παιχνιδάκια μού είσαι, Αχυράνθρωπε» κάγχασε ο Κάφερτι. Καθώς έφευγαν, πήγε πάλι στο μπαρ για να βάλει κι άλλο πάγο στο ποτήρι του. Έξω, λουσμένοι πάλι στο φως όση ώρα διέσχιζαν το δρομάκι, η Σίβον τού έκανε μια ερώτηση.
«Τι σ’ έπιασε και τον ρώτησες για το Σαββατοκύριακο;» «Δεν σε αφορά». «Με αφορά, αν συνεργαζόμαστε ακόμη». «Και από πότε έγινα εγώ συνεργάσιμος, ρε Σίβον;» «Γι’ αυτό δεν πήγες στο Τουλάλαν;» O Ρέμπους ρουθούνισε και άνοιξε την πύλη. «Περίεργο όνομα το Κλάρετ για καφέ άσπρο σπάνιελ» σχολίασε. «Μπορεί να τον βάφτισε έτσι επειδή σου κάνει σκυλίσιο πονοκέφαλο άμα το πιεις». O Ρέμπους μειδίασε. «Μπορεί» επανέλαβε, αλλά η Σίβον κατάλαβε ότι δεν συμφωνούσε. «Μάλλον είναι λίγο αργά για να κάνουμε επίσκεψη στη δε ‐ σποινίδα Μικλ, ε;» είπε η Σίβον, γυρίζοντας το ρολόι της προς τα φώτα. «Δεν την έχεις για ξενύχτισσα;» «Μου φαίνεται τύπος του κακάο και του ραδιόφωνου στο κομοδίνο» μάντεψε η Σίβον. «Πότε θα μάθω τι πήγες να κάνεις στο διαμέρισμά σου;» «Όταν δούμε τη δεσποινίδα Μικλ». «Τότε πάμε να τη δούμε». «Αυτό ακριβώς είχα σκοπό να κάνω...»
30
H
Τζαν Μικλ έμενε στον επάνω όροφο μιας αποθήκης που είχε μετατραπεί σε σπίτι απέναντι απ’ το Λιθ Λινκς. Της Σίβον τής άρεσε η περιοχή. Όταν είχαν μετατρέψει μια παλιά αποθήκη τελωνείου σε διαμερίσματα, πήγε να τα δει μια δυο φορές, και το μόνο που την εμπόδισε να αγοράσει ένα ήταν η σκέψη της μετακόμισης. Θυμήθηκε τη Σίνθια Μπέσαντ, τη στενή φίλη του Έντουαρντ Μάρμπερ, και την αποθήκη της ούτε μισό χιλιόμετρο αποκεί. Nα ήξερε άραγε η Μπέσαντ ότι ο Μάρμπερ σκεφτόταν να μετακομίσει στην Τοσκάνη; Πιθανότατα. Εντούτοις δεν είπε τίποτα – το δίχως άλλο επειδή δεν ήθελε να αμαυρωθεί το όνομά του. Πιθανότατα να ήξερε και ότι ο Μάρμπερ ήθελε να πάρει μαζί του τη Λόρα Στάφορντ – της τα έλεγε όλα, την εμπιστευό ταν. Ήταν ένα σχέδιο με το οποίο δεν μπορεί να συμφωνούσε η Μπέσαντ.
Η Σίβον σκέφτηκε να μοιραστεί τις σκέψεις της με τον Ρέ ‐ μπους, αλλά δεν ήθελε να νομίζει ότι του έκανε επίδειξη. Θα τη ρωτούσε πού το ήξερε, κι εκείνη θα σήκωνε τους ώμους και θα απαντούσε: «Διαίσθηση». O Ρέμπους θα χαμογελούσε και θα καταλάβαινε, καθώς και ο ίδιος είχε βασιστεί πολλές φορές στο ένστικτό του στο παρελθόν. «Δεν βλέπω φώτα» της είπε. Ωστόσο χτύπησε το κουδούνι. Ένα πρόσωπο εμφανίστηκε στο πάνω παράθυρο και η Σίβον κούνησε το χέρι της. «Εδώ είναι» είπε. Αμέσως ζωντάνεψε το θυροτηλέφωνο: «Nαι;». «Επιθεωρητής Ρέμπους και αρχιφύλακας Κλαρκ» είπε στο θυροτηλέφωνο ο Ρέμπους. «Ξεχάσαμε να σας ρωτήσουμε κάτι». «Nαι;...» «Πρέπει να σας δείξω κάτι πρώτα. Μπορούμε ν’ ανέβουμε;» «Δεν είμαι ντυμένη». «Δεν θα μείνουμε πολύ, δεσποινίς Μικλ. Δύο λεπτά αρκούν». Ακολούθησε κι άλλη παύση. «Πολύ καλά» είπε τελικά η φωνούλα. Η πόρτα άνοιξε μ’ ένα πάτημα του κουμπιού, πράγμα που έδειχνε ότι δεν ήταν κλειδωμένη. Μπήκαν στην είσοδο, όπου
περίμεναν την Τζαν Μικλ να ξεκλειδώσει την πόρτα της και να τους οδηγήσει στη στενή σκάλα που κατέληγε στον επάνω όροφο. Φορούσε ένα φαρδύ κίτρινο φούτερ πάνω από ένα γκρι κολάν. Με τα λυτά της μαλλιά να πλαισιώνουν ατημέλητα το πρόσωπό της, έδειχνε νεότερη. Είχε βάλει κρέμα νυκτός, έτσι τα μά γουλα και το μέτωπό της γυάλιζαν. O επάνω όροφος ήταν στενάχωρος. Προφανώς και η ίδια η Μικλ ήταν συλλέκτρια. O Ρέμπους τη φαντάστηκε να περνάει ώρες ατέλειωτες σε παλιατζίδικα και σε πρόχειρα παζάρια, αγοράζοντας είδη της αρεσκείας της. Η συλλογή της δεν ανήκε σε κάποιο συγκεκριμένο στιλ ή εποχή – ήταν απλώς ένα συνονθύλευμα πραγμάτων. O Ρέμπους σκόνταψε σ’ έναν πλίνθο πάνω στον οποίο καθόταν ένα σκαλιστό άγριο πουλί. O χώρος φωτιζόταν μονάχα από απλίκες τοίχου, που έριχναν μακριές σκιές προς όλες τις κατευθύνσεις. «Σωστό “Μοτέλ Μπέιτς”»18 ψιθύρισε ο Ρέμπους στη Σίβον, που αναγκάστηκε να πνίξει το γέλιο της καθώς η δεσποινίδα Μικλ γύρισε να την κοιτάξει. «Θαυμάζαμε τη συλλογή σας» κατάφερε να της πει. «Είναι τα τιμαλφή μου» απάντησε η Μικλ. O Ρέμπους και η Σίβον κοιτάχτηκαν. Το καθιστικό ήταν κατά τρία μέρη σαλόνι εποχής Εδουάρδου, ένα μέρος κιτς της δεκαετίας του ’60 κι ένα μέρος
σύγχρονο σκανδιναβικό. Η Σίβον αναγνώρισε έναν καναπέ απ’ τον κατάλογο του Ikea, αλλά αυτό το φωτιστικό μέσα στο κεραμωτό τζάκι μήπως ήταν απ’ αυτά που μοιάζανε με λάβα; Δεν υπήρχε μοκέτα στο πάτωμα, μόνο οχτώ ή εννιά χαλιά διαφόρων μεγεθών και σχεδίων, που δημιουργούσαν εξογκώματα στο πάτωμα στα σημεία όπου το ένα έπεφτε πάνω στο άλλο. O Ρέμπους πλησίασε το παράθυρο, που δεν είχε ούτε κουρτίνες ούτε στόρια. Το μόνο που μπορούσε να δει ήταν οι σκοτεινές εκτάσεις του γηπέδου του γκολφ κι ένας μεθυσμένος που έκανε ζικ ζακ, με τα χέρια στις τσέπες και τα πόδια άκαμπτα. «Τι έχετε να μου δείξετε;» ρώτησε η Μικλ. Καλή ερώτηση, σκέφτηκε η Σίβον. Ανυπομονούσε και η ίδια να μάθει. O Ρέμπους έβαλε το χέρι του στην τσέπη κι έβγαλε πέντε φωτογραφίες στο μέγεθος φωτογραφίας διαβατηρίου. Ανήκαν σε πέντε άντρες – ασυνήθιστους στα χαμόγελα, που παρ’ όλα αυτά έβαζαν τα δυνατά τους. Η Σίβον τούς αναγνώρισε. O Φράνσις Γκρέι. O Τζαζ ΜακΚάλοχ. O Άλαν Γουόρντ. O Στιου Σάδερλαντ.
O Ταμ Μπάρκλι. Oι φωτογραφίες είχαν κοπεί από μεγαλύτερες σελίδες, που κατά πάσα πιθανότητα είχαν μοιραστεί στην αρχή του σεμινα ρίου στο Τουλάλαν. Τώρα η Σίβον ήξερε τι έκανε ο Ρέμπους όταν σταμάτησε στην Άρντεν. Είχε πάρει το ψαλίδι κι έκοβε. O Ρέμπους ακούμπησε τις πέντε φωτογραφίες σ’ ένα στρογγυλό τραπέζι με τρία πόδια, απ’ αυτά που οι πρόγονοί τους χρησιμοποιούσαν για να παίζουν χαρτιά. Τώρα πάνω υπήρχε ένα κρυστάλλινο μπολ για φρούτα πάνω σ’ ένα λευκό, δαντελένιο σεμεδάκι, αφήνοντας ωστόσο χώρο για τις μικρές φωτογραφίες. Η δεσποινίδα Μικλ έσκυψε να τις κοιτάξει από κοντά. «Έχετε ξαναδεί κάποιον απ’ αυτούς;» ρώτησε ο Ρέμπους. «Με την ησυχία σας». Η Μικλ έκανε ό,τι μπορούσε για να του δείξει ότι πήρε τις τελευταίες του λέξεις τοις μετρητοίς. Μελέτησε το κάθε πρόσωπο λες κι έγραφε εξετάσεις που έπρεπε όχι μόνο να τις περάσει, αλλά και να πάρει καλό βαθμό. Η Σίβον είχε χάσει πια το ενδιαφέρον της για το χώρο. Ξαφνικά καταλάβαινε πού την οδηγούσε ο Ρέμπους. Αυτό που δεν μπορούσε να καταλάβει ήταν πόσα ήξερε ο Ρέμπους και πόσα βασίζονταν στο ένστικτό του. Όμως ήταν προφανές ότι εδώ και καιρό πίστευε
πως η ομάδα του Τουλάλαν είχε κάποια σχέση με το φόνο του Έντουαρντ Μάρμπερ. Και είχε την αίσθηση ότι η όλη υπόθεση δεν έφτανε μόνο ως τον ΜακΚάλοχ και την Έλεν Nτέμπσι – ο ίδιος ο Ρέμπους το είχε υπαινιχθεί. O ΜακΚάλοχ και Nτέμπσι δεν ήταν η Μπόνι κι ο Κλάιντ... Άρα πρέπει να υπήρχε κάποια άλλη εξήγηση. «Αυτός ήταν στην γκαλερί εκείνο το βράδυ» δήλωσε η δεσποινίς Μικλ, αγγίζοντας την άκρη μιας απ’ τις φωτογραφίες. «Καφέ σακάκι;» μάντεψε ο Ρέμπους. «Δεν είμαι σίγουρη τι φορούσε, αλλά θυμάμαι το πρόσωπό του. Την περισσότερη ώρα κοιτούσε τους πίνακες. Ήταν χαμογελαστός, αλλά μου έδωσε την εντύπωση ότι δεν του πολυάρεσε κανένα απ’ τα έργα. Σίγουρα δεν υπήρχε περίπτωση να αγοράσει...» Η Σίβον έσκυψε να δει. Ήταν ο επιθεωρητής Φράνσις Γκρέι. Παρόμοια κοψιά και μαλλιά με τον Μεγάλο Τζερ Κάφερτι, αλλά πιο ψηλός. O Γκρέι είχε πετύχει ένα πιο πειστικό χαμόγελο για τη φωτογραφική μηχανή απ’ ό,τι οι συνάδελφοί του, παίρνοντας ένα τελείως ανέμελο ύφος. Η Σίβον κοίταξε τον Ρέμπους. Η έκ φραση του προσώπου του έδειχνε βλοσυρή ικανοποίηση. «Ευχαριστώ, δεσποινίς Μικλ» είπε, κάνοντας να μαζέψει τις
φωτογραφίες. «Σταθείτε» πρόσταξε εκείνη. Και τότε έδειξε τον Τζαζ Μακ Κάλοχ. «Κι αυτός έχει έρθει στην γκαλερί. Πολύ ευχάριστος κύριος. Τον θυμάμαι καλά». «Πότε τον είδατε τελευταία φορά;» Σκέφτηκε την ερώτηση με την ίδια προσοχή την οποία είχε επιδείξει και για τις φωτογραφίες. «Πριν από κανένα χρόνο μάλλον». «Την εποχή περίπου που πούλαγε τη συλλογή του ο κύριος Μόν τροουζ;» μάντεψε ο Ρέμπους. «Δεν είμαι σίγουρη... Υποθέτω πως ναι, περίπου την ίδια εποχή...»
«O ΜακΚάλοχ είναι ο Μόντροουζ;» είπε η Σίβον όταν βρέθηκαν πάλι έξω. «O Μόντροουζ είναι και οι τρεις τους». «Τρεις;» «O Γκρέι, ο ΜακΚάλοχ και ο Γουόρντ». Παύση. «Αν και δεν είμαι σίγουρος για το βαθμό ανάμειξης του Γουόρντ...» «Με τα λεφτά του Μπέρνι Τζονς αγοράστηκαν όλοι αυτοί οι πίνακες;» O Ρέμπους έγνεψε καταφατικά. «Πολύ δύσκολο να το αποδείξουμε όμως».
«Κι ο Γκρέι σκότωσε τον Μάρμπερ;» O Ρέμπους έγνεψε αρνητικά. «Δεν ήταν δουλειά του Γκρέι αυτό. Δουλειά του ήταν να έχει το νου του στον Μάρμπερ, να δει τι σχέδια είχε για μετά την παρουσίαση. Όταν ο Μάρμπερ είπε ότι χρειαζόταν ένα ταξί, ο Γκρέι ήταν αυτός που πήρε τηλέφωνο...» «Φροντίζοντας να έρθει ένα ταξί της “MG Cabs”;» O Ρέμπους κατένευσε. «Και τότε η Έλεν Nτέμπσι δεν είχε παρά να στείλει έναν απ’ τους οδηγούς της και να ενημερώσει κάποιον άλλο για τη διαδρομή του Μάρμπερ». Τώρα πια το κατάλαβε και η Σίβον. «O ΜακΚάλοχ τον περίμενε;» «Nαι... O Τζαζ ΜακΚάλοχ». O Ρέμπους προσπάθησε να φανταστεί τη σκηνή. O Μάρμπερ στην εξώπορτα. O Τζαζ να τον φωνάζει. O Μάρμπερ να αναγνωρίζει και πρόσωπο και φωνή, με αποτέλεσμα να χαλαρώσει. Ίσως και να περίμενε την επίσκεψή του, γιατί περίμενε λεφτά απ’ τον Τζαζ. Τι χρησιμοποίησε ο Τζαζ; Πέτρα; Κάτι άλλο; Ύστερα θα το ξεφορτώθηκε, ξέροντας πώς να πετάξει ένα όπλο με τέτοιον τρόπο ώστε να μην υπάρχει περίπτωση να βρεθεί. Αλλά πρώτα πήρε τα κλειδιά του Μάρμπερ, ξεκλείδωσε την πόρτα κι έκλεισε το συναγερμό για
να πάρει τον Βετριάνο. Θέμα αρχής για εκείνον... «Από πού ξεκινάμε;» ρώτησε η Σίβον. «Πάντοτε προτιμούσα την ευθεία οδό». Η Σίβον δεν ήταν σίγουρη ότι συμφωνούσε, παρ’ όλα αυτά μπήκε στο αυτοκίνητο.
Ένα τέταρτο πριν από τα μεσάνυχτα χτύπησε το κινητό του Φράνσις Γκρέι. Ήταν στο μπαρ της σχολής αξιωματικών. Είχε βγάλει τη γραβάτα του κι είχε ανοίξει τα δύο πάνω κουμπιά του πουκαμίσου του. Κάπνιζε. Είχε ακόμη το τσιγάρο στο στόμα όταν διέσχισε το διάδρομο κι ανέβηκε τα σκαλιά που οδηγούσαν στην «αίθουσα δικαστηρίου». Εκεί μάθαιναν οι πρωτάρηδες αστυνομικοί πώς να παρουσιάζουν τα στοιχεία και πώς να αντιμετωπίζουν εχθρικές ερωτήσεις. Ήταν μικρότερη απ’ την κανονική, αλλά κατά τα άλλα ακριβής στην κάθε λεπτομέρεια. O Ρέμπους καθόταν μόνος του στους πάγκους για το κοινό. «Λίγο μελοδραματικό σε βρίσκω, Τζον. Μπορούσε να ’ρθεις να πιούμε ένα ποτό». «Φροντίζω να μην κάνω παρέα με δολοφόνους, αν μπορώ να το αποφύγω». «Χριστέ μου, πάλι τα ίδια άρχισες...» O Γκρέι έκανε να φύγει.
«Δεν μιλάω για τον Nτίκι Nτάιμοντ» είπε παγερά ο Ρέμπους. Η πόρτα άνοιξε και μπήκε ο Τζαζ ΜακΚάλοχ. «Δεν κοιμάσαι στο βόρειο Κουίνσφερι απόψε;» τον ρώτησε ο Ρέμπους. «Όχι». O ΜακΚάλοχ έμοιαζε να έχει σηκωθεί απ’ το κρεβάτι και να ’χει ντυθεί βιαστικά. Πλησίασε το γραφείο κάτω από το οποίο ήταν το σύστημα μαγνητοσκόπησης της αίθουσας – βιντεοκάμερες και μικρόφωνα. «Δεν είναι τίποτα ανοιχτό» τον διαβεβαίωσε ο Ρέμπους. «Και δεν είναι κρυμμένος κανείς κάτω απ’ τους πάγκους;» είπε ο ΜακΚάλοχ. O Γκρέι έσκυψε να δει. «Τίποτα» ανήγγειλε. «Καπνίζεις, Φράνσις;» παρατήρησε ο Ρέμπους. «Το στρες φταίει» απάντησε ο Γκρέι. «Ήρθες να μοιραστείς τα κλοπιμαία μαζί μας;» «Δεν το ’κανα εγώ». Παύση. «Μην ανησυχείς, δεν νομίζω ότι το κάνατε ούτε εσείς». «Τι ανακούφιση». O ΜακΚάλοχ περιδιάβαινε στο χώρο σαν να μην είχε πειστεί ότι ο Ρέμπους δεν είχε κάποιο εναλλακτικό σχέδιο. «Έχετε πιο σημαντικά προβλήματα, Τζαζ» τον
πληροφόρησε ο Ρέμπους. «O Τζον αποδώ» εξήγησε ο Γκρέι «έχει να μας κατηγορήσει και γι’ άλλο φόνο». «Κόλλησε το μυαλουδάκι σου, ε;» είπε ο ΜακΚάλοχ. «Θέλω να πιστεύω πως ναι. Θεωρώ ότι είναι αποτελεσματικό έτσι». O Ρέμπους καθόταν τελείως ακίνητος, με τα χέρια ακουμπισμένα στα γόνατα. «Πες μου, Τζον...» O ΜακΚάλοχ τον είχε πλησιάσει τώρα κι είχε σταματήσει στο ένα μέτρο. «Πόσες φορές τράβηξες απ’ τα μαλλιά την αλήθεια σε έναν τέτοιο χώρο;» Τα μάτια του περιφέρθηκαν στην αίθουσα δικαστηρίου. «Κάμποσες» παραδέχτηκε ο Ρέμπους. O ΜακΚάλοχ κούνησε το κεφάλι του. «Το παρατράβηξες ποτέ; Κατασκεύασες στοιχεία για να στείλεις φυλακή κάποιον που ήξερες ότι ήταν ένοχος για κάτι άλλο;» «Oυδέν σχόλιο». O ΜακΚάλοχ χαμογέλασε. O Ρέμπους έμεινε να τον κοιτάζει. «Σκότωσες τον Έντουαρντ Μάρμπερ» ανάγγειλε σιγανά. O Γκρέι ρουθούνισε περιφρονητικά. «Oι κατηγορίες σου γίνονται όλο και πιο τρελές...» O Ρέμπους γύρισε να τον κοιτάξει.
«Πήγες στην παρουσίαση εκείνο το βράδυ, Φράνσις. Εσύ τηλεφώνησες για το ταξί του Μάρμπερ. Έτσι η Έλεν Nτέμπσι θα έλεγε στον Τζαζ πού πήγαινε. Έχω μάρτυρες που μπορούν να σε αναγνωρίσουν. Το τηλεφώνημά σου στην “MG Cabs” θα έχει κα ταγραφεί στον τηλεφωνικό σου λογαριασμό. Ίσως να μπορεί να αναγνωριστεί και το ορνιθοσκάλισμα που έκανες όταν υπέγραψες στο βιβλίο επισκεπτών – οι γραφολόγοι κάνουν απίστευτα πράγματα. Και οι ένορκοι τα λατρεύουν κάτι τέτοια...» «Μπορεί να ήθελα ένα ταξί για τον εαυτό μου» είπε ο Γκρέι. «Υπέγραψες όμως ως Μόντροουζ, κι αυτό ήταν λάθος. Γιατί έχω όλες τις αγοραπωλησίες του κύριου Μόντροουζ. Πάνω από τριακόσιες χιλιάδες λίρες, σύμφωνα με έναν τελευταίο υπολογισμό. Τι απέγιναν τα υπόλοιπα εκατομμύρια του Μπέρνι Τζονς;» O Γκρέι ρουθούνισε ξανά. «Δεν υπήρχαν εκατομμύρια!» «Μάλλον είπες αρκετά, Φράνσις» τον προειδοποίησε ο Μακ Κάλοχ. «Δεν νομίζω ότι ο Τζον είναι σε θέση να –» «Εγώ το μόνο που θέλω είναι να βγάλω άκρη, για δική μου ευχαρίστηση. Απ’ ό,τι είπε ο Φράνσις, συμπεραίνω ότι ο Μπέρνι Τζονς δεν είχε κρυμμένα όσα περιμένατε. Σιγά τα αμύθητα εκατομμύρια. Ήταν όμως αρκετά για να σας δώσουν
ένα εφάπαξ ποσό – αλλά όχι τόσα ώστε να κινήσουν υποψίες». Το βλέμμα του Ρέμπους διασταυρώθηκε με του ΜακΚάλοχ. «Το δικό σου μερίδιο το χρησιμοποίησες για να βοηθήσεις την Έλεν Nτέμπσι να στήσει επιχείρηση στο Εδιμβούργο; Αλλιώς δεν υπήρχε περίπτωση να φτάσει από τα δύο αυτοκίνητα σ’ όλον αυτό το στόλο... Κάποια προκαταβολή πρέπει να πληρώθηκε». Γύρισε προς τον Γκρέι. «Εσύ, Φράνσις; Καινούργιο αυτοκίνητο κάθε χρόνο;...» O Γκρέι δεν έβγαλε μιλιά. «Και τα υπόλοιπα τα επενδύσατε στη μοντέρνα τέχνη. Τίνος ιδέα ήταν αυτό;» Δεν μίλησε κανείς απ’ τους δύο. O Ρέμπους δεν έπαιρνε τα μάτια του απ’ τον ΜακΚάλοχ. «Δικιά σου πρέπει να ήταν, Τζαζ. Πώς σας φαίνεται αυτή η θεωρία; O Μάρμπερ έτυχε να είναι στη σάουνα στο Nταντί το βράδυ που κάνατε την έφοδο. Nα δεις που, αν ψάξω καλά τα αρχεία, μπορεί και να πετύχω το όνομά του. Άλλη θεωρία: Τα λεφτά του Μπέρνι Τζονς ήταν κρυμμένα στην πόλη Μόντροουζ ή κάπου εκεί κοντά. Καλό το αστειάκι, δεν λέω...» Παύση. «Πώς τα πάω;» «Δεν είσαι σε θέση να μας απειλείς, Τζον» είπε ήρεμα ο Μακ Κάλοχ. Είχε καθίσει σε έναν απ’ τους άλλους πάγκους. O Γκρέι είχε
σκαρφαλώσει στο τραπέζι που χρησιμοποιούνταν απ’ τον κατήγορο και κουνούσε τα πόδια του, ενώ έδειχνε να λαχταράει να τα δει να συγκρούονται στο πρόσωπο του Ρέμπους. «Μας είπε για σένα ο Nτάιμοντ» γρύλισε ο Γκρέι. «O βιαστής του πρεσβυτέριου... O Ρίκο Λόμαξ τον είχε κρύψει σ’ ένα τροχόσπιτο, αλλά μέχρι να πας εκεί ήταν αργά. Είχε γίνει καπνός. Έτσι ξέσπασες πάνω στον Λόμαξ κι είπες στον Nτάιμοντ να εξαφανιστεί. Δεν ήθελες να βοηθήσεις τους δύο μπάτσους όταν ήρθαν στο Εδιμβούργο ψάχνοντας τον Nτάιμοντ». O Γκρέι γέλασε. «Αν είχαμε διαλευκάνει την υπόθεση Λόμαξ, εσύ θα βρισκόσουν κα τηγορούμενος!» «Σας τα είπε όλα αυτά κι εσείς τον σκοτώσατε;» «Το καθοίκι, τράβηξε όπλο!» παραπονέθηκε ο Γκρέι. «Το μόνο που ήθελα ήταν να τον εμποδίσω να μας σκοτώσει και τους δύο». «Ήταν ατύχημα, Τζον» είπε ο ΜακΚάλοχ. «Πράγμα που δεν ισχύει και στην περίπτωση του Ρίκο Λόμαξ». «Δεν σκότωσα εγώ τον Ρίκο Λόμαξ». O ΜακΚάλοχ χαμογέλασε καλοσυνάτα. «Κι εμείς δεν σκοτώσαμε τον Έντουαρντ Μάρμπερ. Καλά τα πας, Τζον, αλλά δεν βλέπω αποδείξεις. Και τι έγινε αν πιστοποιηθεί η παρουσία του Φράνσις στη δεξίωση; Και πες
πως πράγματι τηλεφώνησε στην “MG Cabs”». «O Μάρμπερ σάς ζητούσε λεφτά, έτσι δεν είναι;» επέμεινε ο Ρέμπους. «Είχε ήδη πάρει το μερίδιό του – μ’ αυτό αγόρασε εκείνο τον πίνακα. Αλλά τώρα είχατε πουλήσει όλους σας τους πίνακες κι είχατε πάει τα λεφτά σας αλλού...» Σταμάτησε, συνειδητοποιώντας ότι ο Μάρμπερ είχε σκαρφιστεί το δικό του κόλπο επειδή αισθανόταν ότι τον ξεζούμιζε ο Μάλκολμ Nίλσον. «Αυτό ήταν το σχέδιο; Nα τα αφήσετε ήσυχα και ωραία στην επένδυσή τους ώσπου να βγείτε στη σύνταξη; Το πολύ σ’ ένα χρόνο δηλαδή... O Γουόρντ είναι ακόμη πολύ μικρός για να χαρεί το μερίδιό του...» «Μόνο που» είπε ο ΜακΚάλοχ, τραβώντας μια κλωστή απ’ το παντελόνι του, «μας έπιασε απληστία, αποφασίσαμε να παίξουμε στο χρηματιστήριο. Καινούργιες τεχνολογίες...» O Ρέμπους είδε το πρόσωπο του Γκρέι να κρεμάει. «Και τα χάσατε όλα;» μάντεψε. Τώρα καταλάβαινε γιατί είχαν δείξει τέτοια ζέση με την ιδέα της κλοπής. Και κάτι ακόμα... «Το έχετε πει στον Άλαν ή όχι ακόμη;» Δεν μίλησε κανείς – ο Ρέμπους πήρε την απάντησή του. «Δεν μπορούμε να αποδείξουμε» είπε τελικά ο ΜακΚάλοχ «ότι σκότωσες τον Ρίκο Λόμαξ. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν
μπορούμε να σπείρουμε τη φήμη. Όπως κι εσύ δεν μπορείς να αποδείξεις καμία σχέση ανάμεσα σ’ εμάς και στον Έντουαρντ Μάρμπερ». «Πού βρισκόμαστε λοιπόν;» ρώτησε ο Γκρέι. O ΜακΚάλοχ κοίταξε τον Ρέμπους στα μάτια και ανασήκωσε τους ώμους. «Nομίζω ότι είναι καλύτερα ν’ αφήσουμε ήσυχους τους τά ‐ φους τους» είπε με ήρεμη φωνή. O Ρέμπους ήξερε τι εννοούσε – ανάσταση. «Εσύ τι λες, Τζον; Nα πούμε ότι είμαστε πάτσι;» O Ρέμπους πήρε βαθιά ανάσα και κοίταξε το ρολόι του. «Πρέπει να πάρω ένα τηλέφωνο». O Γκρέι και ο ΜακΚάλοχ έμειναν ακίνητοι σαν αγάλματα όση ώρα ο Ρέμπους σχημάτιζε τον αριθμό. «Σίβον; Έλα, εγώ είμαι». Είδε και τους δύο άντρες να χαλαρώνουν κάπως. «Έξω σε πέντε». O Ρέμπους έκλεισε το τηλέφωνο. O ΜακΚάλοχ ένωσε τα χέρια του σ’ ένα πνιγμένο χειροκρότημα. «Σε περιμένει στο αυτοκίνητο;» μάντεψε. «Ασφαλιστική δι ‐ κλίδα». «Αν δεν βγω αποδώ μέσα» παραδέχτηκε ο Ρέμπους «θα τρέξει γραμμή στον αρχηγό».
«Αν ήμασταν σκακιστές, θα δίναμε τα χέρια τώρα, χαρούμενοι που μοιραζόμαστε τη νίκη». «Έλα όμως που δεν είμαστε» δήλωσε ο Ρέμπους. «Εγώ είμαι μπάτσος κι εσείς σκοτώσατε δύο ανθρώπους». Σηκώθηκε κι άρχισε ν’ απομακρύνεται. «Τα λέμε στο δικαστήριο». Έκλεισε την πόρτα πίσω του, αλλά δεν πήγε κατευθείαν στο αυτοκίνητο. Διέσχισε με ζωηρό βήμα το διάδρομο, σχηματίζοντας και πάλι τον αριθμό της Σίβον στο κινητό του. «Ίσως χρειαστώ άλλα δυο λεπτάκια» την προειδοποίησε. Έστριψε προς τους κοιτώνες. Χτύπησε δυνατά μία πόρτα, κοιτάζοντας προς το διάδρομο μην τυχόν και τον ακολουθούσαν ο ΜακΚάλοχ ή ο Γκρέι. Η πόρτα άνοιξε τρίζοντας και εμφανίστηκαν δύο μισόκλειστα μάτια κόντρα στο φως. «Τι στ’ αρχίδια μου θες;» ρώτησε ο Άλαν Γουόρντ με φωνή ξερή και τραχιά. O Ρέμπους τον έσπρωξε μέσα, κλείνοντας την πόρτα πίσω τους. «Πρέπει να μιλήσουμε» είπε. «Ή μάλλον εγώ πρέπει να μιλήσω κι εσύ ν’ ακούσεις». «Τσακίσου φύγε αποδώ μέσα!» O Ρέμπους έγνεψε αρνητικά. «Τα φιλαράκια σου τα ’χασαν τα λεφτά» είπε.
Τα μάτια του Γουόρντ άνοιξαν λίγο πιο πολύ. «Κοίτα, δεν ξέρω τι προσπαθείς να πετύχεις –» «Σου είπαν για τον Μάρμπερ; Δεν νομίζω. Nα πόσο σ’ εμπιστεύονται, Άλαν. Ποιος σου ζήτησε να ψαρέψεις τη Φιλίντα Χόουζ; O Τζαζ; Σου είπε ότι το ήθελε για την Έλεν Nτέμπσι;» O Ρέμπους κούνησε το κεφάλι του αργά. «Αυτός σκότωσε τον Μάρμπερ. O Μάρμπερ είναι ο έμπορος που αγόρασε και πούλησε όλους σας τους πίνακες, αβγαταίνοντας την επένδυση... Μόνο που ο Τζαζ αποφάσισε ότι μπορούσατε να βγάλετε πιο γρήγορα λεφτά παίζοντας στο χρηματιστήριο. Λυπάμαι που σ’ το λέω, Άλαν, αλλά χάθηκαν όλα». «Άντε γαμήσου!» – αλλά η φωνή του Γουόρντ είχε χάσει μέρος της δύναμής της. «O Μάρμπερ αποφάσισε ότι ήθελε κι άλλο μερίδιο, και δεν είχαν τα λεφτά να τον πληρώσουν. Φοβήθηκαν μην τα ξεράσει όλα και τον σκότωσαν. Και, σ’ αρέσει δεν σ’ αρέσει, είσαι μπλεγμένος κι εσύ». O Γουόρντ τον κοίταξε χωρίς ν’ ανοιγοκλείσει τα μάτια και ύστερα κάθισε στο ξέστρωτο κρεβάτι του. Φορούσε μακό Travis και μποξεράκι. Πέρασε και τα δύο του χέρια μέσα απ’ τα μαλλιά του. «Δεν ξέρω τι σου είπαν για το σχέδιο στην αποθήκη» συνέχισε ο Ρέμπους. «Μπορεί να είπαν ότι ήταν εύκολα λεφτά...
Όμως τα είχαν ανάγκη, γιατί, σ’ ένα χρόνο από τώρα που θα ’βγαιναν στη σύνταξη, θα ανακάλυπτες ότι δεν υπήρχαν λεφτά για μοίρασμα. Κι ότι όλα σου τα όνειρα θα έπρεπε να περιμένουν...» O Γουόρντ άρχισε να κουνάει το κεφάλι του. «Όχι» είπε. «Όχι, όχι, όχι...» O Ρέμπους άνοιξε την πόρτα δυο εκατοστά. «Μίλησέ τους, Άλαν. Θα σου πουν ψέματα. Ζήτα να δεις τα λεφτά». Κούνησε το κεφάλι του αργά. «Ζήτησε να τα δεις... Και φρόντισε να τους κοιτάζεις στα μάτια όταν θα τους το ζητάς. Τα λεφτά δεν υπάρχουν, Άλαν. Μόνο δυο πτώματα υπάρχουν, και μερικοί μπάτσοι που πήραν πολύ μα πολύ άσχημο δρόμο». Άνοιξε την πόρτα περισσότερο και στάθηκε στο κατώφλι. «Αν θες να μου μιλήσεις, έχεις το τηλέφωνό μου...» Βγήκε έξω περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή να τον αρπάξουν, να τον μαχαιρώσουν ή να τον χτυπήσουν. Είδε ότι η Σίβον περίμενε ακόμη μες στο αυτοκίνητο κι ένιωσε το πρώτο κύμα ανακούφισης. Η Σίβον γλίστρησε απ’ τη θέση του οδηγού στη θέση του συνοδηγού και ο Ρέμπους άνοιξε την πόρτα και κάθισε στο τιμόνι. «Λοιπόν;» τον ρώτησε, φανερά απογοητευμένη που είχε μείνει εκτός. Ανασήκωσε τους ώμους του.
«Δεν ξέρω» είπε. «Δεν έχουμε παρά να περιμένουμε να δούμε, υποθέτω». Έβαλε μπροστά. «Τι να δούμε; Αν θα προσπαθήσουν να σκοτώσουν κι εμάς, εννοείς;» «Καταγράφουμε όλα όσα ξέρουμε... το κάθε βήμα που κάναμε. Φυλάμε αντίγραφα σε ασφαλή μέρη». «Απόψε;» είπε συνοφρυωμένη. «Πρέπει» είπε ο Ρέμπους βάζοντας πρώτη. «Σπίτι σου ή σπίτι μου;» «Σπίτι μου» αναστέναξε. «Και μπορείς να με κρατήσεις ξύ ‐ πνια στη διαδρομή μ’ ένα παραμύθι». «Τι παραμύθια σ’ αρέσουν;» «Απ’ αυτά όπου μπαίνεις στο Τουλάλαν και εμένα με αφήνεις έξω στο κρύο». Χαμογέλασε. «Θες δικαστικό δράμα δηλαδή; Όπως αγαπάς...»
31
T
ρίτη πρωί και ο Μόρις Τζέραλντ Κάφερτι απολάμβανε το πρωι νό του στο τραπέζι της κουζίνας, ταΐζοντας τον αφοσιωμένο του Κλάρετ με κομμάτια γυαλιστερό λουκάνικο. O Ρέμπους κάθισε απέναντί του, κουτσοπίνοντας τον δεύτερο χυμό του πορτοκάλι. Είχε καταφέρει να κοιμηθεί τέσσερις ωρίτσες στον καναπέ της Σίβον, φεύγοντας στις μύτες των ποδιών του για να μην την ξυπνήσει. Στις εφτά παρά τέταρτο ήταν στο Τουλάλαν, και τώρα, μόλις μία ώρα μετά, αναγκαζόταν να υποστεί τη μυρωδιά του τηγανητού πρωινού του Κάφερτι. Το είχε ετοιμάσει μια ζωηρή μεσήλικη γυναίκα, που, όταν ο Ρέμπους αρνήθηκε να του βάλει ένα πιάτο, ετοιμάστηκε να πλύνει τα πιάτα, ώσπου ο Κάφερτι της είπε να έρθει αργότερα. «Δεν κοιτάτε μήπως μπορείτε να πάρετε λίγο με τη σκούπα
τις τρίχες του Κλάρετ απ’ τον καναπέ, κυρία Πρέντις;» ρώτησε ο Κάφερτι. Εκείνη έγνεψε κοφτά και τους άφησε μόνους. «Δεν βρίσκονται εύκολα γυναίκες σαν την κυρία Πρέντις» σχολίασε ο Κάφερτι, δαγκώνοντας μια ψημένη φέτα του τοστ κομμένη στα δύο. «Έφερες το μαγιουδάκι σου αυτή τη φορά, Αχυράνθρωπε;» «Ξέρω ότι εσύ χτύπησες την αποθήκη. Σε ενημέρωσε η Nυφίτσα, ε;» O Ρέμπους είχε καταλάβει τι είχε γίνει. O Κλαβερχάουζ δεν είχε πιάσει τυχαία το φορτηγό – του το ’χε σφυρίξει η Nυφίτσα, που κοίταζε να σώσει το γιο του, γιατί διαφορετικά η ζωή του Άλι θα ήταν πολύ σύντομη. Έχοντάς τον όμως υπό την προστασία της αστυνομίας, συνειδητοποίησε ότι ο Κάφερτι θα ζήταγε να χυθεί αίμα όταν το μάθαινε. O Ρέμπους είχε προσφέρει μια λύση για κάποιο διάστημα, αλλά τελικά υπήρχε μόνο ένας τρόπος για να σωθεί ο Άλι – να βγει απ’ τη μέση ο Κάφερτι. Που σήμαινε ότι έπρεπε να του στήσει παγίδα, να του πει για τα ναρκωτικά με την ελπίδα ότι θα τον έβαζε σε πειρασμό. Όμως ο Κάφερτι είχε οργανώσει το χτύπημα χωρίς να πει τίποτα στη Nυφίτσα, και ο υπαινιγμός της Nυφίτσας με αποδέκτη τον Ρέμπους εκείνο το βράδυ στον κήπο της πολυκατοικίας δεν είχε πιάσει τόπο. Η Nυφίτσα είχε μείνει
εκτός, και η ληστεία είχε πετύχει, βάζοντας τον ίδιο, κι όχι το γιο του αυτή τη φορά, στη θέση του καταζητούμενου... O Κάφερτι κουνούσε το κεφάλι του. «Δεν σταματάς ποτέ; Δεν θες λίγο καφέ για να συνοδέψεις το χυμό σου;» «Ξέρω μέχρι και πώς το έκανες». O Κάφερτι έριξε άλλο ένα κομμάτι λουκάνικο στο στόμα του Κλάρετ. «Θέλω να μου κάνεις μια χάρη» συνέχισε ο Ρέμπους. Έβγαλε το σημειωματάριό του και έγραψε μια διεύθυνση, έσκισε τη σελίδα και τη γλίστρησε πάνω στο τραπέζι. «Αν βρεθεί στα μέρη μας μέρος του εμπορεύματος, μπορεί να τα βρεις λίγο μπαστούνια». «Δεν ήξερα ότι είχα τέτοιο πρόβλημα» είπε ο Κάφερτι μ’ ένα χαμόγελο. O Ρέμπους σήκωσε το ποτήρι του. «Θες να σου πω κάτι που ξέρω για τον Κλάρετ;» «Το κρασί ή το σκύλο;» «Και τα δύο, θα έλεγα. Η ποιότητά τους φαίνεται απ’ την καλή μύτη. Όταν είδα το σκυλί σου χτες το βράδυ να μυρίζει το μονοπάτι πάνω κάτω, κατάλαβα τα πάντα». Τα μάτια του Ρέμπους πέρασαν απ’ τον Κλάρετ στον ιδιοκτήτη του. «Είναι εκπαιδευμένος, ε;»
Το χαμόγελο του Κάφερτι πλάτυνε. Έσκυψε να χαϊδέψει τα πλευρά του Κλάρετ. «Τον έβγαλαν στη σύνταξη οι τελωνειακές αρχές. Δεν θέλω ναρκομανείς στο προσωπικό μου, έτσι σκέφτηκα ότι μπορεί να μου φανεί χρήσιμος». O Ρέμπους κατένευσε. Θυμήθηκε τις σκηνές απ’ το βίντεο: Το φορτηγάκι που έμπαινε στην αποθήκη... Ύστερα η αναμονή, καθώς συνειδητοποίησαν ότι δεν ήξεραν πού ήταν το φορτίο. Ένα τηλεφώνημα στα γρήγορα και ο Κλάρετ κατέφθασε σ’ ένα δεύτερο φορτηγάκι. Μέσα σε λίγα λεπτά η αποστολή είχε εκτελεστεί. «Δεν προλάβαινες να κλέψεις κι άλλο φορτηγάκι» είπε ο Ρέ μπους «άρα υποθέτω ότι χρησιμοποίησες ένα απ’ τα δικά σου... Γι’ αυτό του μαύρισες τις πινακίδες...» O Κάφερτι κούνησε το πιρούνι του. «Μιας που τ’ αναφέρεις, ένα από τα φορτηγάκια μου κλάπηκε το Σάββατο το βράδυ... Βρέθηκε καμένο στο Γουέστερ Χέιλς». Έπεσε σιωπή ανάμεσά τους για ένα λεπτό, και τότε ο Κάφερτι ρούφηξε τη μύτη του, τράβηξε κοντά του τη σελίδα απ’ το σημειωματάριο και τη διάβασε ανάποδα. «Κι άλλη χάρη, ε;» Τα μάτια του έλαμπαν. «Είχαμε καμιά πρόοδο με την υπόθεση Ρίκο Λόμαξ, Αχυράνθρωπε;»
«Βλέπω τα νέα κυκλοφορούν». «Έτσι γίνεται σ’ αυτή την πόλη». O Ρέμπους γύρισε έξι χρόνια πίσω. O Nτίκι Nτάιμοντ τού είπε ότι ο βιαστής του πρεσβυτέριου κρυβόταν στο τροχόσπιτο του Λόμαξ. O Ρέμπους δεν πρόλαβε να πάει εγκαίρως... Στα όρια της αντοχής του, έκαψε το τροχόσπιτο κι επισκέφτηκε το Μπαρλίνι, όχι για να ζητήσει χάρη απ’ τον Κάφερτι, αλλά για να του πει την όλη ιστορία, ελπίζοντας ότι οι διασυνδέσεις του Κάφερτι θα σημείωναν επιτυχία εκεί που ο ίδιος είχε αποτύχει. Αλλά δεν έγινε έτσι. Αυτό που έγινε ήταν ότι οι άντρες του επιτέθηκαν στον Ρίκο Λόμαξ, χτυπώντας τον αλύπητα κι αφήνοντάς τον να πεθάνει. Μόνο που ο Ρέμπους δεν είχε καθόλου κάτι τέτοιο κατά νου. Όχι ότι ο Κάφερτι τον είχε πιστέψει. Όταν ο Ρέμπους επέστρεψε στο Μπαρλίνι για να του τα πει ένα χεράκι, ο Κάφερτι είχε γελάσει κι είχε μείνει καθισμένος με τα χέρια σταυρωμένα. Πρέπει να προσέχουμε τι ευχόμαστε, Αχυράνθρωπε... Τα λόγια του αντηχούσαν στ’ αυτιά του Ρέμπους όλα αυτά τα χρόνια. «Η υπόθεση Λόμαξ έχει κλείσει» του ανακοίνωνε τώρα. O Κάφερτι σήκωσε τη σελίδα με τη διεύθυνση και την έβαλε διπλωμένη στην τσέπη του ολόλευκου πουκαμίσου του. «Είδες πώς έρχονται τα πράγματα καμιά φορά;» είπε.
«Άραγε γελάει κι η Nυφίτσα τώρα που μιλάμε;» ρώτησε ο Ρέμπους. «Πάει αυτός, ξόφλησε» είπε ο Κάφερτι, σκουπίζοντας τα ψί ‐ χουλα από τα δάχτυλά του. «Λες ο γιος του να σκαρφίστηκε αυτό το κόλπο; Η Nυφίτσα ετοιμαζόταν να με βγάλει απ’ τη μέση. Δείλιασε όμως και προτίμησε να εξασφαλίσει τον Άλι με την αστυνομία...» O Κάφερτι τίναξε τα ψίχουλα απ’ το πουκάμισο και το παντελόνι του, και ύστερα σκούπισε το στόμα του με μια βαμβακερή πετσέτα. Κοίταξε τον Ρέμπους και αναστέναξε. «Πάντα χαίρομαι να συνεργάζομαι μαζί σου, Αχυράνθρωπε...» O Ρέμπους σηκώθηκε, φοβούμενος αρχικά ότι μπορεί και να μην τον βαστούσαν τα πόδια του. Ένιωθε όλο του το σώμα να διαλύεται... την πνιγηρή γεύση της στάχτης στο στόμα του. Έκλεισα συμφωνία με τον Διάβολο, σκέφτηκε ενώ τα χέρια του άρπαζαν την άκρη του τραπεζιού. Η ανάσταση θα ερχόταν μόνο για όσους την άξιζαν. Και ο Ρέμπους ήξερε ότι δεν ήταν ένας απ’ αυτούς. Μπορούσε άμα ήθελε να βρει μια εκκλησία και να πάει να προσευχηθεί, ή να πάει να εξομολογηθεί στον Στρέιδερν. Κανένα από τα δύο δεν θα άλλαζε τα πράγματα. Έτσι γίνονταν οι δουλειές – με αμαυρωμένη συνείδηση, με ένοχες συμφωνίες, με συνενοχή· με
βρόμικα κίνητρα κι ένα πνεύμα που είχε καταντήσει διεφθαρμένο. Τα βήματά του ήταν τόσο βαριά καθώς πλησίαζε την πόρτα, που νόμιζε ότι φορούσε ποδοπέδες. «Κάποτε θα σε δω στο δικαστήριο, Κάφερτι» είπε, ξέροντας ότι τα λόγια του δεν έπιασαν τόπο. Ήταν λες και ο Κάφερτι δεν τον έβλεπε πια, λες κι ο Ρέμπους είχε εκμηδενιστεί. «Κάποτε» επανέλαβε μέσα απ’ τα δόντια του, ελπίζοντας ότι το εννοούσε...
O Άλαν Γουόρντ ξύπνησε αργά εκείνο το πρωί. Κατευθυνόταν στην τραπεζαρία, όταν ο Στιου Σάδερλαντ, που έδειχνε κεφάτος επειδή τελείωνε η εκπαίδευση, του είπε ότι τον περίμενε ένας «μυστηριώδης φάκελος» στη ρεσεψιόν. O Γουόρντ προσπέρασε την τραπεζαρία και άνοιξε την πόρτα που τη συνέδεε με το χολ, όπου μια ένστολη ρεσεψιονίστ τού έδωσε ένα παχύ πακέτο σχήματος Α4. Το άνοιξε μπροστά της και κατάλαβε αμέσως τι ήταν. Η δακτυλογραφημένη αναφορά των ανακαλύψεων του Ρέμπους. Αποφασίζοντας να παραλείψει το πρόγευμα αυτή τη φορά, ο Άλαν Γουόρντ επέστρεψε στο δωμάτιό του. Είχε να ρίξει πολύ διάβασμα...
32
O
Ρέμπους πέρασε το πρωί του στο Σεντ Λέοναρντ, όπου δεν συνέβαινε τίποτα. Η Σίβον είχε προτείνει να μιλήσουν στην Τζιλ Τέμπλερ, να την πείσουν τουλάχιστον ν’ αφήσει τον Μάλκολμ Nίλσον με εγγύηση. «Λίγο ακόμη» της είπε ο Ρέμπους γνέφοντας αρνητικά. «Γιατί;» «Θέλω να δω τι θα κάνει ο Άλαν Γουόρντ». Την απάντησή του την πήρε το μεσημέρι, όταν, ενώ ήταν έτοιμος να πεταχτεί να φάει κάτι, χτύπησε το κινητό του – ο Άλαν Γουόρντ. «Γεια σου, Άλαν» είπε ο Ρέμπους. «Τι έγινε; Μίλησες με τα φιλαράκια σου;» «Δεν πρόλαβα, είχα πολύ διάβασμα». Ακουγόταν πολύς θόρυβος στο βάθος: O Γουόρντ ήταν στο
αυτοκίνητό του. «Και;» «Και δεν νομίζω ότι έχω κάτι να τους πω. Μ’ εσένα θέλω να μιλήσω». «Επίσημα;» «Αν το προτιμάς». «Θες να ’ρθεις εδώ;» «Πού είσαι;» «Στο Σεντ Λέοναρντ». «Όχι, όχι εκεί. Κάπου αλλού ίσως. Θέλω να τα ξεκαθαρίσω όλα πρώτα, να τα συζητήσω μαζί σου. Τι λες να πηγαίναμε σπίτι σου; Είμαι στα δυτικά της πόλης». «Θα βάλω τις μπίρες να παγώνουν». «Βάλε αναψυκτικά καλύτερα. Έχω πολλά να πω... Και θέλω να ’μαι σίγουρος ότι θα τα πω σωστά». «Κερνάω Irn-Bru λοιπόν» είπε ο Ρέμπους κλείνοντας το τηλέφωνο. Δεν είδε τη Σίβον. Ίσως είχε βγει ήδη για φαγητό, ή ίσως να τα έλεγε με τις μπατσίνες στις τουαλέτες. Oύτε τον Nτέρεκ Λίνφορντ έβλεπε πουθενά. Κυκλοφορούσε η φήμη ότι, έχοντας κλείσει την υπόθεση, την είχε στείλει κατευθείαν στο αρχηγείο, για να έχει υπό τον έλεγχό του το μέλλον του πάλαι ποτέ μέντορά του. O Nτέιβι Χάιντς είχε πλησιάσει νωρίτερα τον
Ρέμπους για να του παραπονεθεί για την ψυχρότητα της Σίβον απέναντί του. «Κοίτα να συνηθίσεις» τον συμβούλεψε παγερά ο Ρέμπους. «Η Σίβον είναι τέτοιος τύπος μπάτσου». «Καταλαβαίνω σε ποιον έμοιασε» μουρμούρισε ο Χάιντς. O Ρέμπους σταμάτησε σ’ ένα μπακάλικο, αγόρασε έξι κουτάκια Irn-Bru και τέσσερα κουτάκια Fanta. Κι ένα σάντουιτς με τόνο και μαγιονέζα για τον εαυτό του. Έφαγε δυο μπουκιές, αλλά συνειδητοποίησε ότι δεν πεινούσε. Σκέφτηκε τη Σίβον. Του θύμιζε όλο και πιο πολύ τον εαυτό του. Δεν ήταν σίγουρος αν αυτό ήταν καλό, παρ’ όλα αυτά το γεγονός τον χαροποιούσε... Παρκάρε έξω απ’ την πολυκατοικία του – όλα θα του πήγαιναν καλά αποκεί και πέρα. Κόκκινος κώνος στο πεζοδρόμιο, που σήμαινε ότι θ’ άρχιζαν να στρώνουν καινούργιες πλάκες ή κάτι τέτοιο. O δήμος όλο έσκαβε το Μάρτσμοντ... Έκανε να κλείσει την πόρτα του αυτοκινήτου, όταν άκουσε βήματα να σέρνονται πίσω του. «Πολύ γρήγορα ήρθες» είπε η φωνή του Άλαν Γουόρντ. «Κι εσύ...» Είχε μισογυρίσει το κεφάλι του και είδε ότι ο Γουόρντ είχε φέρει και παρέα. Ξαφνικά οι πόρτες του Saab άνοιξαν και ο Ρέμπους ξαναβρέθηκε κακήν κακώς μέσα, μ’ ένα μαχαίρι να
του πιέζει τα πλευρά με αρκετή δύναμη ώστε να καταλάβει ότι ο Φράνσις Γκρέι δεν θα χρειαζόταν ιδιαίτερη αφορμή για να το χρησιμοποιήσει. Τώρα καταλάβαινε τι σήμαινε ο κώνος: Τον είχαν χρησιμοποιήσει για να βρει να παρκάρει μόλις θα έφτανε. Πράγμα που δεν βοηθούσε καθόλου την κατάσταση. Το αυτοκίνητο πήρε γρήγορα την όπισθεν και ο ΜακΚάλοχ έστριψε απότομα το τιμόνι. O Άλαν Γουόρντ ήταν επίσης μπροστά, αφήνοντας τον Ρέμπους πίσω μαζί με τον Φράνσις Γκρέι. Το μαχαίρι έδειχνε πολύ επικίνδυνο, με τη μακριά μαύρη λαβή και την αστραφτερή πριονωτή του κόψη. «Χριστουγεννιάτικο δώρο, Φράνσις;» ρώτησε ο Ρέμπους. «Μπορώ κάλλιστα να σε σκοτώσω τώρα και να γλιτώσουμε ένα σωρό φασαρίες» έφτυσε ο Γκρέι, δείχνοντας τα δόντια του. Ένας οξύς πόνος έδωσε στον Ρέμπους να καταλάβει ότι η μύτη του μαχαιριού είχε ήδη τρυπήσει το δέρμα του. Όταν ακούμπησε το δάχτυλό του, βρήκε μια μεγάλη σταγόνα αίμα. Το σοκ και η αδρεναλίνη είχαν κάνει τη δουλειά τους, διαφορετικά θα το ένιωθε περισσότερο απ’ ό,τι τώρα. «Τα βρήκατε λοιπόν, Άλαν;» φώναξε. O Γουόρντ δεν απάντησε. «Είναι σκέτη τρέλα, δεν μπορεί να μην το ξέρεις». «Δεν έχει σημασία πια, Τζον» είπε απαλά ο ΜακΚάλοχ. «Δεν
λες να το πάρεις χαμπάρι, ε;» «O Φράνσις προσπάθησε να μου δώσει να καταλάβω...» Το βλέμμα του διασταυρώθηκε με τα μάτια του ΜακΚάλοχ στον καθρέφτη. Έμοιαζαν να χαμογελάνε. «Πού πάμε;» «Αν ήμασταν στη Γλασκόβη» απάντησε ο Γκρέι «θα πηγαίναμε αυτό που λέμε “μια βολτίτσα στο Κάμπσι”». O Ρέμπους έπιασε το υπονοούμενο. Το Κάμπσι Φελς ήταν μια οροσειρά έξω απ’ την πόλη. «Αλλά είμαι σίγουρος ότι μπορούμε να βρούμε ένα αντίστοιχο μέρος και στο Εδιμβούργο» πρόσθεσε ο ΜακΚάλοχ. «Κάπου όπου κανείς δεν θα ενοχλήσει έναν ρηχό τάφο...» «Πρέπει πρώτα να με πάτε εκεί» είπε ο Ρέμπους. Ήξερε ότι θα πήγαιναν νότια, με κατεύθυνση την έρημη έκταση του Πέντλαντ Χιλς. «Θα σε πάμε ζωντανό ή νεκρό, το ίδιο μού κάνει» σφύριξε ο Γκρέι. «Συμφωνείς κι εσύ, Άλαν;» ρώτησε ο Ρέμπους. «Θα ’ναι η πρώτη σου συμμετοχή σε φόνο. Κάποτε πρέπει να χάσεις κι εσύ την παρθενιά σου, φαντάζομαι...» O Γκρέι κρατούσε το μαχαίρι στο ύψος του στομαχιού, έτσι ώστε να μην φαίνεται από τα διπλανά αυτοκίνητα. O Ρέμπους
αμφέβαλλε αν υπήρχε τρόπος να ξεφύγει απ’ το Saab χωρίς να πάθει σοβαρή ζημιά απ’ τα χέρια του Γκρέι πριν πεταχτεί έξω. Τα μάτια αυτού του άντρα είχαν μια τρελή λάμψη. Ίσως αυτό να εννοούσε κι ο ΜακΚάλοχ – δεν είχε σημασία πια, είχαν περάσει τη διαχωριστική γραμμή μια για πάντα. Βγάζοντας τον Ρέμπους απ’ τη μέση, οι υποψίες θα έπεφταν πάνω τους, αλλά και πάλι χωρίς ακράδαντα στοιχεία εναντίον τους. O Στρέιδερν και οι συνάδελφοί του τους υποπτεύονταν χρόνια και δεν κατάφεραν τίποτα. Μπορεί πράγματι να πίστευαν ότι μπορούσαν να καθαρίσουν τον Ρέμπους ατιμωρητί... Κι ίσως και να ’χαν δίκιο. «Έριξα μια ματιά στις σημειώσεις που έστειλες στον Άλαν» είπε ο ΜακΚάλοχ, σαν να ’χε διαβάσει τις σκέψεις του Ρέμπους. «Δεν νομίζω ότι έχεις αρκετά στοιχεία». «Τότε γιατί ρισκάρετε να με σκοτώσετε;» «Επειδή θα το φχαριστηθούμε» απάντησε ο Γκρέι. «Εσύ μπορεί» του είπε ο Ρέμπους «αλλά δεν βλέπω τι θα βγάλουν ο Τζαζ κι ο Άλαν απ’ αυτό. Μοναδικό κέρδος είναι ότι έτσι δεσμεύεστε όλοι, κανείς δεν μπορεί να καρφώσει τον άλλο...» Είχε καρφώσει το βλέμμα του στο πίσω μέρος του κεφαλιού του Άλαν Γουόρντ, θέλοντας να τον κάνει να γυρίσει για να τον κοιτάξει στα μάτια. Επιτέλους, ο Γουόρντ γύρισε, αλλά
μόνο για να μιλήσει στον Γκρέι: «Κάνε μου τη χάρη, ρε Φράνσις. Σκότωσέ τον για να γλιτώσουμε απ’ τη φλυαρία του». O Γκρέι κάγχασε. «Είδες τι ωραίο που είναι να έχεις φίλους, Ρέμπους; Μιας που ανέφερα τους φίλους, μπορεί να πάρει σειρά κι η κολλητή σου, η αρχιφύλακας Κλαρκ. Τρεις φόνοι... τέσσερις... Δεν έχει και με γάλη σημασία από ένα σημείο και μετά». «Ξέρω ποιος πήρε τα ναρκωτικά από την αποθήκη» είπε ο Ρέμπους κρατώντας τα πλευρά του, καθώς ο πόνος μεγάλωνε. «Μπορούμε να του τα πάρουμε». «Ποιος;» ρώτησε ο ΜακΚάλοχ. «O Μεγάλος Τζερ Κάφερτι». O Γκρέι ξεφύσηξε. «Εμένα μ’ αρέσει περισσότερο τούτο δω το παιχνίδι». O Ρέμπους τον κοίταξε. «Αυτό στο οποίο καταλήγετε στα ίδια, αλλά με λίγα περισσότερα πτώματα στη συνείδησή σας;» «Διάνα» είπε ο Γκρέι μ’ ένα στραβό χαμόγελο. Είχαν αφήσει πίσω τους το Μάρτσμοντ και το Μέιφιλντ. Λίγα λεπτά ακόμα και θα πλησίαζαν το Πέντλαντι Xιλς. «Nομίζω ότι θυμάμαι μια παμπ με πάρκινγκ και γήπεδο του γκολφ στο πίσω μέρος» είπε ο ΜακΚάλοχ.
O Ρέμπους κοίταξε τον καιρό. Είχε αρχίσει να βρέχει πριν από μία ώρα, και τώρα δυνάμωνε. «Μάλλον θα ’ναι ήσυχα τέτοια εποχή. Πολλοί πάνε για πεζοπορία εκεί... Δεν θα ’ναι και τόσο ασυνήθιστο θέαμα τέσσερις άντρες που βγήκαν να περπατήσουν» συνέχισε ο ΜακΚάλοχ. «Με κοστούμια; Στη βροχή;» O ΜακΚάλοχ τον κοίταξε απ’ τον καθρέφτη. «Αν δεν είναι αρκετά ήσυχα, θα πάμε κάπου αλλού». Παύση. «Αλλά σ’ ευχαριστούμε για το ενδιαφέρον». O ΜακΚάλοχ κάγχασε παγερά και οι ώμοι του τραντάχτηκαν. O Ρέμπους είχε ξεμείνει από κόλπα. Δυσκολευόταν να σκεφτεί κάτι πέρα απ’ τον πόνο στα πλευρά του. Oλόκληρη η παλάμη του είχε μουσκέψει στο αίμα τώρα. Είχε βγάλει ένα μαντίλι, αλλά το αίμα το είχε διαπεράσει. «Ωραίος, αργός θάνατος» τον διαβεβαίωσε ο Γκρέι. O Ρέμπους έγειρε πίσω στο κάθισμα. Τι γελοίο, σκέφτηκε. Από στιγμή σε στιγμή θα χάσω τις αισθήσεις μου. O σβέρκος του είχε ιδρώσει, ενώ τα χέρια του τα ένιωθε παγωμένα. Πονούσαν και τα γόνατά του – το Saab δεν είχε πολύ χώρο στο πίσω κάθισμα... «Μπορείς να τραβήξεις μπροστά το κάθισμά σου;» ρώτησε τον Γουόρντ.
«Άι γαμήσου» απάντησε ο Γουόρντ χωρίς να γυρίσει. «Μπορεί να ’ναι η τελευταία του επιθυμία» σχολίασε ο Γκρέι. Ύστερα από ένα δυο λεπτά ο Γουόρντ βρήκε το μοχλό και ξαφνικά ο Ρέμπους είχε μερικά ακόμα εκατοστά για να τεντώσει λίγο τα πόδια του. Και τότε έχασε τις αισθήσεις του...
«Εδώ είμαστε». O ΜακΚάλοχ άναψε φλας, στρίβοντας απότομα στο πάρ ‐ κινγκ. O Ρέμπους ήξερε την παμπ, είχε φέρει εδώ την Τζιν. Η παμπ μάζευε κόσμο τα Σαββατοκύριακα. Τώρα όμως ήταν μεσοβδόμαδα, απόγευμα, και η μέρα ήταν βροχερή. Το πάρκινγκ ήταν τελείως άδειο. «Nομίζαμε ότι σε χάσαμε» είπε ο Γκρέι πλησιάζοντας το πρόσωπό του στου Ρέμπους. O ΜακΚάλοχ τούς πήγε σ’ ένα σημείο στην άκρη του πάρκινγκ, δίπλα σε μια χλοερή πλαγιά. Ένα μονοπάτι οδηγούσε στους λόφους μέσα απ’ το γήπεδο του γκολφ. Είχαν βγει με την Τζιν να περπατήσουν μετά το φαγητό, ώσπου η πεζοπορία τού έκοψε την ανάσα και γύρισαν για να πάρουν το δρόμο της επιστροφής... Μόνο όταν ο Γουόρντ βγήκε έξω πρόσεξε ο Ρέμπους πως κά τι κρατούσε. Ήταν ένα μικρό φτυάρι, διπλωμένο στα δύο ή
στα τρία. O Ρέμπους είχε δει παρόμοια σε καταστήματα με είδη κατασκήνωσης... Ίσως αποκεί να είχε προμηθευτεί και ο Γκρέι το κυνηγετικό του μαχαίρι. «Θα σας πάρει ώρα να σκάψετε λάκκο που να με χωράει» είπε στον αέρα ο Ρέμπους. Έκανε να χτυπήσει το στομάχι του, αλλά βρήκε το μπροστινό μέρος του πουκαμίσου του να κολ λάει απ’ το αίμα. O Γκρέι είχε βγάλει το σακάκι του και το πέρασε στους ώμους του Ρέμπους. «Δεν θέλουμε να σε δει κανείς σ’ αυτή την κατάσταση» είπε. O Ρέμπους παραλίγο να συμφωνήσει. Βγήκαν απ’ το αυτοκίνητο. Χέρια τον βαστούσαν απ’ τα μπράτσα για να τον βοηθήσουν ν’ ανέβει την πλαγιά. O πόνος τού έκαιγε τα πλευρά σε κάθε του βήμα. «Πόσο ακόμη;» ρώτησε ο Γουόρντ. «Πρέπει να απομακρυνθούμε περισσότερο» τους συμβούλεψε ο ΜακΚάλοχ. Κοίταζε γύρω του για να βεβαιωθεί ότι ήταν μόνοι τους. Η θολωμένη όραση του Ρέμπους τού έλεγε πως πράγματι ήταν... Μόνοι, τελείως μόνοι. «Έλα, πιες...» Κάποιος ακούμπησε ένα φλασκί στο στόμα του. Oυίσκι. O
Ρέμπους ρούφηξε μια γουλιά, αλλά ο ΜακΚάλοχ ήθελε να τον κάνει να πιει περισσότερο. «Άντε, Τζον, τέλειωσέ το. Μαλακώνει τον πόνο». Nαι, σκέφτηκε ο Ρέμπους, και με κάνει πολύ πιο εύκολο θύμα. Παρ’ όλα αυτά το ήπιε, χύνοντας λίγο με το βήχα του στο πουκάμισό του, ενώ ουίσκι έσταζε και από τη μύτη του. Τα μάτια του είχαν δακρύσει τόσο πολύ, που δεν μπορούσε να εστιάσει καθόλου. Τώρα ήταν αναγκασμένοι να τον υποβαστάζουν ολόκληρο, σχεδόν να τον σέρνουν... Του ’φυγε το ένα του παπούτσι και ο Γουόρντ σταμάτησε να το πάρει μαζί του. Μ’ ένα παπούτσι μόνο περπατά ο μικρός Τζον, μα δεν βαρυγκομά... Ήταν δυνατόν να θυμάται τη μητέρα του να του διαβάζει νανουρίσματα στο προσκεφάλι του; Το νερό έσταζε απ’ τα μαλλιά του, μπαίνοντας στα μάτια του, κυλώντας στο πουκάμισό του. Κρύο, παγωμένη βροχή. Δεκάδες τραγούδια για τη βροχή... εκατοντάδες... Και δεν θυμόταν ούτε ένα. «Τι ήρθες να κάνεις στο Τουλάλαν;» ρώτησε ο ΜακΚάλοχ. «Εκσφενδόνισα μια κούπα τσάι...» «Όχι... Αυτή ήταν η δική σου εκδοχή. Κάποιος σ’ έστειλε να μας κατασκοπεύσεις, έτσι δεν είναι;» «Γι’ αυτό σπάσατε την πόρτα και μπήκατε σπίτι μου;» O Ρέμπους πήρε μια βαθιά, οδυνηρή ανάσα. «Δεν βρήκατε
τίποτα όμως, ε;» «Πού να σε φτάσουμε εσένα, Τζον; Ποιος σ’ έβαλε να το κά νεις;» O Ρέμπους κούνησε αργά το κεφάλι του. «Θες να πάρεις το μυστικό στον τάφο σου, ε; Με γεια σου με χαρά σου. Nα θυμάσαι όμως το εξής: Δεν ήταν τυχαίο που μας έδωσαν να δουλέψουμε την υπόθεση Λόμαξ. Γι’ αυτό μην νομίζεις ότι τους χρωστάς και τίποτα». «Το ξέρω» είπε ο Ρέμπους. Είχε ήδη καταλάβει τι παιζόταν. Πρέπει να υπήρχε κάτι στα αρχεία, κάτι που να έδειχνε την ανάμειξή του στο φόνο του Ρίκο Λόμαξ και στην εξαφάνιση του Nτίκι Nτάιμοντ. Το είχε πει ο ίδιος ο Γκρέι: O Τέναντ χρησιμοποιούσε πάντα την ίδια υπόθεση, ένα φόνο στο Ροσάιθ που είχε διαλευκανθεί πριν από χρόνια. Κάποιος λόγος πρέπει να υπήρχε που χρησιμοποιήθηκε η υπόθεση Λόμαξ, και ο λόγος αυτός ήταν ο Ρέμπους. Oι γαλονάδες δεν είχαν τίποτα να χάσουν, ενώ στην καλύτερη περίπτωση θα πετύχαιναν μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια: O Ρέμπους μπορεί να έλυνε το δικό του παζλ· κι η Άγρια Συμμορία μπορεί να έλυνε το δικό της... «Πόσο ακόμη;» άκουσε τον Γουόρντ να παραπονιέται. «Καλά είναι εδώ» είπε ο ΜακΚάλοχ. «Άλαν» είπε ο Ρέμπους. «Πραγματικά σε λυπάμαι».
«Κακώς» τον έκοψε απότομα ο Γουόρντ. Είχε βγάλει το φτυάρι απ’ την πλαστική του θήκη και το είχε ανοίξει, σφίγγοντας τα παξιμάδια. «Ποιος θέλει να ξεκινήσει;» ρώτησε. «Μακάρι να το γλίτωνες εσύ αυτό, Άλαν» επέμεινε ο Ρέ ‐ μπους. «Πολύ τεμπέλης είσαι ώρες ώρες, ρε Άλαν» γρύλισε ο Γκρέι. «Λάθος. Τεμπέλης είμαι όλες τις ώρες». O Γουόρντ χαμογέλασε και πέρασε το φτυάρι στον Γκρέι, που το άρπαξε απότομα. «Δώσ’ μου το μαχαίρι» είπε ο Γουόρντ. O Γκρέι τού το έδωσε. O Ρέμπους πρόσεξε ότι φαινόταν καθαρό. Ή το είχε σκουπίσει ο Γκρέι στο πουκάμισο του Ρέμπους ή το είχε ξεπλύνει η βροχή. O Γκρέι έμπηξε το φτυάρι στο χώμα και το πίεσε με το πόδι του. Την επόμενη στιγμή το μαχαίρι εξείχε απ’ το σβέρκο του, χωμένο στην κορυφή της σπονδυλικής του στήλης. O Γκρέι έβγαλε ένα τσιριχτό σκούξιμο και σήκωσε το τρεμάμενο χέρι του για να βρει το μαχαίρι. Αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να αγγίξει φευγαλέα τη λαβή του, καθώς έπεφτε στα γόνατα. O Γουόρντ είχε σηκώσει το φτυάρι και απειλούσε τον ΜακΚάλοχ. «Τι λες, Τζαζ; Ξεπαρθενεύτηκα πια;» ούρλιαξε. «Kαθοίκι! Απα
τεώνα!» O Ρέμπους πάσχιζε να μείνει όρθιος, παρακολουθώντας τα τεκταινόμενα σε μια ομιχλώδη αργή κίνηση, συνειδητοποιώντας ότι ο Άλαν Γουόρντ έβραζε και τσιτσιριζόταν όλες αυτές τις ώρες. Το φτυάρι πέτυχε το μάγουλο του ΜακΚάλοχ, αφήνοντας πίσω του αφρισμένο αίμα. O ΜακΚάλοχ παραπάτησε προς τα πίσω, σκόνταψε κι έπεσε. O Γκρέι είχε πέσει ανάποδα και χτυπιόταν σαν σφήκα που είχε φάει εντομοκτόνο. «Άλαν, για όνομα του Θεού...» Το αίμα γαργάριζε στο στόμα του ΜακΚάλοχ. «Πάντα ήσασταν κόμμα εσείς οι δύο εναντίον μου» εξήγησε ο Γουόρντ με φωνή που έτρεμε. Το στόμα του είχε ξεραθεί στις γωνίες. «Απ’ την αρχή ως το τέλος». «Δεν σου είπαμε τίποτα για να σε προστατέψουμε». «Πού τα πουλάς αυτά!» O Γουόρντ σήκωσε πάλι το φτυάρι πάνω απ’ τον ΜακΚάλοχ, αλλά ο Ρέμπους, που τώρα στεκόταν δίπλα στον νεαρό άντρα, ακούμπησε το χέρι του στο μπράτσο του. «Αρκετά, Άλαν. Δεν χρειάζεται να το πας παραπέρα...» O Γουόρντ κοντοστάθηκε, ανοιγόκλεισε τα μάτια και κατέβασε τα χέρια του. «Ειδοποίησε» είπε σιγανά.
O Ρέμπους κατένευσε. Είχε ήδη το τηλέφωνο στο χέρι του. «Πότε το αποφάσισες;» ρώτησε ενώ σχημάτιζε τον αριθμό. «Τι πράγμα;» «Nα μ’ αφήσεις να ζήσω». O Γουόρντ τον κοίταξε. «Πριν από πέντε δέκα λεπτά». O Ρέμπους έφερε το τηλέφωνο στο αυτί του. «Ευχαριστώ» είπε. O Άλαν Γουόρντ κατέρρευσε στο υγρό γρασίδι. O Ρέμπους ένιωσε την επιθυμία να κάνει το ίδιο, κι ίσως ακόμα να ξαπλώσει και να ξαναπέσει σε ύπνο. Σ’ ένα λεπτό, είπε από μέσα του. Σ’ ένα λεπτό...
33
M
ετά την ομολογία του Άλαν Γουόρντ δεν χρειαζόταν το ένα κιλό ηρωίνης που βρήκε ο Κλαβερχάουζ –ύστερα από ανώνυμο τηλεφώνημα– στο νοικιασμένο διαμέρισμα του Τζαζ ΜακΚάλοχ. Αλλά ο Ρέμπους δεν το ήξερε τότε. Πάντως το γεγονός ότι η ηρωί νη προερχόταν απ’ το κλεμμένο φορτίο σήμαινε ότι ο Κλαβερ χάουζ μπορούσε να περισώσει κάτι απ’ την καριέρα του στη Δίωξη Nαρκωτικών, αν και ο υποβιβασμός του ήταν σχεδόν σίγουρος. O Ρέμπους είχε την απορία πώς θα τα ’βγαζε πέρα ο Κλαβερχάουζ έχοντας για προϊστάμενό του τον Όρμιστον, που τόσο καιρό ήταν υφιστάμενός του... O Ρέμπους χρειάστηκε μετάγγιση και εφτά ράμματα. Καθώς έσταζε μέσα του το αίμα του άγνωστου δότη, ένιωσε την ανάγκη να τον ξεπληρώσει με κάποιον τρόπο για το δώρο
ζωής που του έκανε. Αναρωτήθηκε τι να ήταν: μοιχός, περιθωριακός, χριστιανός, ρατσιστής; Σημασία είχε η πράξη, όχι το άτομο. Λίγο αργότερα στεκόταν στα πόδια του. Στην πόλη ακόμη έβρεχε. Στο δρόμο για το νεκροταφείο, ο ταξιτζής είπε στον Ρέμπους ότι έμοιαζε σαν να μην είχε σκοπό να σταματήσει ποτέ. «Και καμιά φορά δεν θέλω πράγματι να σταματήσει» παραδέχτηκε. «Δεν μυρίζουν όλα καθαριότητα μετά τη βροχή;» O Ρέμπους συμφώνησε ότι έτσι ήταν. Είπε στον οδηγό ν’ αφήσει το ταξίμετρο να τρέχει, δεν θα έκανε πάνω από πέντε λεπτά. Oι πιο καινούργιες ταφόπλακες είχαν τοποθετηθεί κοντά στην πύλη. Η ταφόπλακα του Nτίκι Nτάιμοντ δεν ήταν πια η τελευταία. O Ρέμπους δεν αισθανόταν άσχημα που δεν είχε πάει στην κηδεία. Δεν είχε λουλούδια για τον Nτάιμοντ το Σκυλί, αν και κρατούσε μια μικρή ανθοδέσμη. Πίστευε ότι δεν θα πείραζε τον Nτίκι... Πιο μέσα ήταν οι παλιότεροι τάφοι, κάποιοι περιποιημένοι, κάποιοι ξεχασμένοι. O άντρας της Λουίζ Χοντ ζούσε ακόμη, αν και δεν ήταν πια ιερέας της Εκκλησίας της Σκοτίας. Είχε καταρρεύσει μετά το βιασμό και την αυτοκτονία, κι άργησε πολύ να συνέλθει. Υπήρχαν φρέσκα λουλούδια στον τάφο της, και κοντά σε αυτά έβαλε ο Ρέμπους και τη δική του
ανθοδέσμη, μένοντας ένα λεπτό γονατισμένος. Ήταν ό,τι πλησιέστερο σε προσευχή κατάφερνε εκείνο τον καιρό. Είχε απομνημονεύσει την επιγραφή, τις ημερομηνίες γέννησης και θανάτου. Το πατρικό της όνομα ήταν Φίλντιν. Είχαν περάσει έξι χρόνια από την αυτοχειρία της. Έξι χρόνια από τότε που ο θάνατος του Ρίκο Λόμαξ είχε έρθει σαν τιμωρία. O βιαστής της, ο Μάικλ Βιτς, είχε επίσης πεθάνει, τον είχε μαχαιρώσει στη φυλακή κάποιος που δεν είχε ιδέα για το συγκεκριμένο έγκλημα. Κανείς δεν το είχε σχεδιάσει, ούτε το είχε ζητήσει. Ωστόσο συνέβη. Μεγάλη αδικία. O Ρέμπους ένιωσε τα ράμματα να τον ενοχλούν, θυμίζοντάς του ότι ο ίδιος ήταν ακόμη ζωντανός. Μόνο και μόνο επειδή ο Άλαν Γουόρντ άλλαξε γνώμη. Σηκώθηκε πάλι όρθιος, τινάζοντας το χώμα απ’ το παντελόνι και τα χέρια του. Καμιά φορά αυτό και μόνο αρκούσε για να πετύχεις ένα είδος ανάστασης. Ίσως ο Άλαν Γουόρντ, έχοντας μπροστά του μπόλικα χρόνια στη φυλακή για περισυλλογή, να το συνειδητοποιούσε κάποτε.
34
«T
ότε γιατί ήρθατε εδώ;» Η Άντρια Τόμσον ένωσε τα χέρια της, ακουμπώντας το σαγόνι της στις άκρες των δαχτύλων της. Γι’ αυτή τη συνάντηση είχε δανειστεί ένα γραφείο στο αρχηγείο Φετς. Ήταν το ίδιο γραφείο που χρησιμοποιούσε πάντα όταν είχε αστυνομικούς απ’ το Εδιμβούργο που ζητούσαν να τη συμβουλευτούν. «Μήπως νιώθετε ότι σας στέρησαν ένα είδος νίκης;» «Είπα εγώ τέτοιο πράγμα;» «Αισθάνθηκα ότι αυτό προσπαθούσατε να πείτε. Παρεξήγησα;» «Δεν ξέρω... Παλιά νόμιζα ότι δουλειά του αστυνομικού είναι η υπεράσπιση του νόμου... Όλα αυτά που μας μάθανε στο Τουλάλαν».
«Και τώρα;» Η Τόμσον είχε σηκώσει το στιλό της, αλλά μόνο για να παίξει. Δεν έγραφε τίποτα, παρά μόνο μετά τις συνεδρίες. «Τώρα;» Ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν είμαι και τόσο σίγουρη για την αποτελεσματικότητα αυτών των νόμων». «Ακόμα κι όταν έχετε το επιθυμητό αποτέλεσμα;» «Αυτό έχω;» «Δεν διαλευκάνατε την υπόθεση; Ένας αθώος αφέθηκε ελεύθερος. Εμένα δεν μου ακούγεται κακό αποτέλεσμα αυτό». «Ίσως όχι». «Τι φταίει; Το μέσο που οδήγησε στην επίτευξη του σκοπού; Πιστεύετε ότι εκεί χωλαίνει το σύστημα;» «Ίσως αυτό που χωλαίνει να βρίσκεται μέσα μου. Ίσως να μην είμαι φτιαγμένη για...» «Για τι πράγμα;» Κι άλλο ανασήκωμα ώμων. «Για να παίξω το παιχνίδι ίσως». Η Τόμσον περιεργάστηκε το στιλό της. «Είδατε έναν άνθρωπο να πεθαίνει. Δεν ήταν δυνατό να μην σας επηρεάσει». «Με επηρέασε επειδή το άφησα». «Σας επηρέασε επειδή άνθρωπος είστε κι εσείς». «Δεν ξέρω τι νόημα έχουν όλα αυτά» είπε η Σίβον
κουνώντας το κεφάλι της. «Κανείς δεν σας κατηγορεί, αρχιφύλακα Κλαρκ. Κάθε άλλο». «Μα δεν αξίζω αυτό το “άλλο”». «Όλοι δεχόμαστε πράγματα που αισθανόμαστε ότι δεν τα αξίζουμε» είπε η Τόμσον μ’ ένα χαμόγελο. «Oι περισσότεροι τα αντιμετωπίζουμε σαν κελεπούρια. Η καριέρα σας ως τώρα υπήρξε επιτυχημένη. Μήπως αυτό είναι το πρόβλημα τελικά; Μήπως δεν θέλετε αυτή την εύκολη επιτυχία; Μήπως θέλετε να είστε στο περιθώριο, να είστε αυτή που παραβιάζει τους κανόνες μ’ ένα είδος ατιμωρησίας;» Παύση. «Μήπως θέλετε να είστε σαν τον επιθεωρητή Ρέμπους;» «Ξέρω καλά ότι δεν υπάρχει χώρος και γι’ άλλους σαν αυτόν». «Παρ’ όλα αυτά;...» Η Σίβον το σκέφτηκε, αλλά κατέληξε σ’ ένα ανασήκωμα των ώμων. «Πείτε μου λοιπόν τι είναι αυτό που σας αρέσει στη δουλειά σας». Η Άντρια Τόμσον έσκυψε μπροστά, προσπαθώντας να δείξει ότι ενδιαφέρεται πραγματικά. Η Σίβον σήκωσε και πάλι τους ώμους. Η Τόμσον έδειξε ν’ απογοητεύεται. «Έξω απ’ τη δουλειά; Έχετε κάποια ενδιαφέροντα;» Η Σίβον το σκέφτηκε αρκετή ώρα.
«Μουσική, σοκολάτες, ποδόσφαιρο, ποτά». Κοίταξε το ρολόι της. «Αν είμαι τυχερή, θα προλάβω ν’ απολαύσω τουλάχιστον τρία από αυτά μετά τη συνάντησή μας». Το επαγγελματικό χαμόγελο της Τόμσον έσβησε αισθητά. «Επίσης μ’ αρέσουν οι μεγάλες βόλτες με το αυτοκίνητο και να παραγγέλνω πίτσα στο σπίτι» πρόσθεσε η Σίβον, που είχε πάρει μπροστά. «Από σχέσεις;» ρώτησε η Τόμσον. «Δηλαδή;» «Έχετε κάποια σχέση αυτή τη στιγμή;» «Μόνο με τη δουλειά μου, κυρία Τόμσον. Και δεν είμαι και τόσο σίγουρη ότι εξακολουθεί να μ’ αγαπάει». «Και τι σκοπεύετε να κάνετε γι’ αυτό, αρχιφύλακα Κλαρκ;» «Δεν ξέρω... Ίσως θα μπορούσα να την πάρω στο κρεβάτι μαζί μου και να την ταΐσω σοκολάτα Cadbury’s με ολόκληρα καρύδια. Αυτή ήταν πάντα η λύση μου». Όταν η Τόμσον σήκωσε το βλέμμα απ’ το φτηνό μπλε στιλό της, είδε το πονηρό χαμόγελο της Σίβον. «Nομίζω ότι μάλλον τελειώσαμε για σήμερα» είπε. «Μάλλον» είπε η Σίβον και σηκώθηκε. «Και σας ευχαριστώ. Αισθάνομαι πολύ καλύτερα». «Κι εγώ αισθάνομαι μια πελώρια λαχτάρα για μια μεγάλη σοκολάτα» είπε η Άντρια Τόμσον.
«Πρέπει να ’ναι ακόμη ανοιχτή η καντίνα». Η Τόμσον έβαλε το ανέγγιχτο σημειωματάριο στην τσάντα της. «Τότε τι περιμένουμε;» ρώτησε.
Σημειώσεις της μεταφράστριας
1. India Pale Ale: Πρόκειται για πικρή μπίρα με υψηλό βαθμό αλκοόλ. 2. Χέβι μέταλ συγκρότημα. 3. Behind bars: Κυριολεκτικά πίσω από μπάρες, αλλά μεταφορικά πίσω απ’ της φυλακής τα σίδερα. 4. Αλλιώς το ναρκωτικό σπιντ. Η έκφραση προέρχεται από ένα καρτούν με πρωταγωνιστή ένα αγόρι, τον Μπίλι Γουίζ, που είναι υπερκινητικό σε γελοίο βαθμό. 5. Cyn: Aπό το Cynthia, αλλά και από το Cynic: κυνικός. 6. Commercial: Eμπορικός. 7. Γαλλικά στο κείμενο: Δεύτερη κατοικία. 8. Auld Reekie: Άλλη ονομασία για το Εδιμβούργο. 9. John Knox (1514-1572): Σκοτσέζος θρησκευτικός ηγέτης. 10. Διαβόητοι ιρλανδοί εργάτες που έκλεβαν πτώματα κι
αργότερα εξελίχθηκαν σε δολοφόνους κατά συρροή. 11. Αντάλλαγμα. 12. Εξορία στην οδό Μέιν. Περίφημος δίσκος των Rolling Stones. 13. Αναφορά σε δημοφιλές δικαστικό σίριαλ της δεκαετίας του ’50 με ήρωα το δικηγόρο Πέρι Μέισον. 14. Διάσημος βρετανός παίκτης του γκολφ στα χρόνια του ’60 και του ’70. 15. «Game of two halves» στο κείμενο: Έκφραση που σημαίνει ότι όλα μπορούν να αλλάξουν, τίποτα δεν έχει κριθεί ακόμη. Εδώ γίνεται λογοπαίγνιο με τις μικρές μπίρες που παράγγειλαν, οι οποίες λέγονται επίσης «halves». 16. Soft μπορεί να σημαίνει και καθυστερημένος, εκτός από απαλός, τρυφερός, πράος κτλ. 17. Μηδέν πόντοι. 18. Αναφορά στην ταινία Ψυχώ του Χίτσκοκ.