Haruki Murakami - Το κουρδιστό πουλί.pdf

September 12, 2017 | Author: ergina | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

Download Haruki Murakami - Το κουρδιστό πουλί.pdf...

Description

ΧΑΡΟΥΚΙ MOΥPAKAMI Το κουρδιστό πουλί

Μετάφραση ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΚΑΡΑΤΖΑΣ ΩΚΕΑΝΙΔΑ Τίτλος πρωτοτύπου: Haruki Murakami, The WindUp Bird Chronicle 1η έκδοση: Οκτώβριος 2005 Μετάφραση από τα αγγλικά: Λεωνίδας Καρατζάς Επιμέλεια-Τυπογραφική διόρθωση: Δημήτρης Παπακώστας © 1997, Haruki Murakami © 2004, για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Ωκεανίδα ΑΕ Σολωμού 25, 106 82 Αθήνα, τηλ. 210-38.27.341 Πλάτωνος 17, 546 31 Θεσσαλονίκη, τηλ. 2310231.800 e-mail: [email protected] www.oceanida.gr Ηλεκτρονική στοιχειοθεσία-Σελιδοποίηση: Εκδόσεις ((Ωκεανίδα» Εκτύπωση: Μ. Σπύρου & Σια ΑΕ Βιβλιοδεσία: Βιβλιοδομή ΑΕ ISBN 960-410-391-1 ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ Η Κλέφτρα Κίσσα

Ιούνιος και Ιούλιος 1984 Το κουρδιστό πουλί της Τρίτης Έξι δάχτυλα και τέσσερα στήθη

Όταν χτύπησε το τηλέφωνο, ήμουν στην κουζίνα κι έφτιαχνα μια μακαρονάδα σφυρίζοντας το σκοπό της Κλέφτρας Κίσσας του Ροσίνι, που έπαιζ’ εκείνη την ώρα το ραδιόφωνο. Ήταν η τέλεια μουσική υπόκρουση για το μαγείρεμα της μακαρονάδας. Το ένστικτό μου με παρότρυνε να αγνοήσω το κουδούνισμα, όχι γιατί έπρεπε όπου να ’ναι να

ΧΑΡΟΥΚΙ MOΥPAKAMI Το κουρδιστό πουλί

Μετάφραση ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΚΑΡΑΤΖΑΣ ΩΚΕΑΝΙΔΑ Τίτλος πρωτοτύπου: Haruki Murakami, The WindUp Bird Chronicle 1η έκδοση: Οκτώβριος 2005 Μετάφραση από τα αγγλικά: Λεωνίδας Καρατζάς Επιμέλεια-Τυπογραφική διόρθωση: Δημήτρης Παπακώστας © 1997, Haruki Murakami © 2004, για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Ωκεανίδα ΑΕ Σολωμού 25, 106 82 Αθήνα, τηλ. 210-38.27.341 Πλάτωνος 17, 546 31 Θεσσαλονίκη, τηλ. 2310231.800 e-mail: [email protected] www.oceanida.gr Ηλεκτρονική στοιχειοθεσία-Σελιδοποίηση: Εκδόσεις ((Ωκεανίδα» Εκτύπωση: Μ. Σπύρου & Σια ΑΕ Βιβλιοδεσία: Βιβλιοδομή ΑΕ ISBN 960-410-391-1 ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ Η Κλέφτρα Κίσσα

Ιούνιος και Ιούλιος 1984 Το κουρδιστό πουλί της Τρίτης Έξι δάχτυλα και τέσσερα στήθη

Όταν χτύπησε το τηλέφωνο, ήμουν στην κουζίνα κι έφτιαχνα μια μακαρονάδα σφυρίζοντας το σκοπό της Κλέφτρας Κίσσας του Ροσίνι, που έπαιζ’ εκείνη την ώρα το ραδιόφωνο. Ήταν η τέλεια μουσική υπόκρουση για το μαγείρεμα της μακαρονάδας. Το ένστικτό μου με παρότρυνε να αγνοήσω το κουδούνισμα, όχι γιατί έπρεπε όπου να ’ναι να

βγάλω τα μακαρόνια, αλλά γιατί εκείνη ακριβώς τη στιγμή διάλεξε ο Κλάουντιο Αμπάντο να οδηγήσει τη Συμφωνική του Λονδίνου σε μια ανυπέρβλητη μουσική κορύφωση. Τελικά ωστόσο αναγκάστηκα να ενδώσω. Μπορεί να ήταν κάποιος μελλοντικός εργοδότης. Χαμήλωσα τη φωτιά, πήγα στο σαλόνι και σήκωσα το ακουστικό. «Δέκα λεπτά, σε ικετεύω», είπε η γυναίκα στην άλλη άκρη τού σύρματος. Κατά κανόνα δεν ξεχνάω φωνές, κι αυτήν εδώ την άκουγα για πρώτη φορά. «Πώς είπατε; Ποιον θέλετε;» «Εσένα, φυσικά. Δέκα λεπτά. Κάνε μου τη χάρη. Μόνο δέκα λεπτά χρειαζόμαστε για να καταλάβουμε ο ένας τον άλλο». Η φωνή της ήταν σιγανή κι απαλή, αλλά χωρίς κανένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. «Να καταλάβουμε ο ένας τον άλλο;» «Να καταλάβει ο ένας τα συναισθήματα του άλλου». Έσκυψα λίγο και κοίταξα από την πόρτα της κουζίνας. Η κατσαρόλα με τα μακαρόνια άχνιζε και ο Κλάουντιο Αμπάντο εξακολουθούσε να διευθύνει την Κλέφτρα Κίσσα. «Συγγνώμη, αλλά με πετύχατε την ώρα που έφτιαχνα μακαρόνια. Θα μπορούσατε να με πάρετε λίγο αργότερα;» «Μακαρόνια!; Τι εννοείς; Μαγειρεύεις μακαρόνια στις δέκα και μισή το πρωί;» «Δεν σας αφορά το τι κάνω», είπα. «Εγώ αποφασίζω τι θα φάω και πότε». «Μπορεί να έχεις δίκιο. Θα ξαναπάρω», είπε η φωνή, επίπεδα κι ανέκφραστα αυτή τη φορά. Μια αλλαγή στη διάθεση, όσο μικρή και να ναι, μπορεί ν’ αλλάξει εντελώς τον τόνο της φωνής. «Μια στιγμή», πρόλαβα να πω πριν κλείσει. «Αν προσπαθείς να μου πουλήσεις κάτι, ξέχνα το. Είμαι άνεργος. Δεν αγοράζω απολύτως τίποτα». «Μην ανησυχείς. Το ξέρω». «Το ξέρεις; Τι ξέρεις;» «Ότι είσαι άνεργος. Δεν μου λες κάτι νέο. Τρέχα τώρα να τελειώσεις τα πολύτιμα μακαρόνια σου». «Ποιος διάολος -» Μου έκλεισε κατάμουτρα το τηλέφωνο. Μην μπορώντας να δώσω διέξοδο στα συναισθήματά μου, κοίταζα το τηλέφωνο που κρατούσα στο χέρι μου, μέχρι που θυμήθηκα τα μακαρόνια. Πίσω στην κουζίνα, έκλεισα το γκάζι κι έχυσα το

περιεχόμενο της κατσαρόλας σ’ ένα τρυπητό. Χάρη στο τηλεφώνημα, τα μακαρόνια ήταν λίγο μαλακότερα από al dente, αλλά δεν είχαν παραδώσει εντελώς το πνεύμα. Άρχισα να τρώω και να σκέφτομαι. Να καταλάβουμε ο ένας τον άλλο; Να καταλάβουμε ο ένας τα συναισθήματα του άλλου σε δέκα λεπτά; Τι θα πει αυτό; Μάλλον φάρσα ήτανε. Ή κάποιο καινούργιο μαρκετίστικο κόλπο. Οπωσδήποτε όμως δεν είχε καμιά σχέση μ’ εμένα. Αφού έφαγα, πήγα στον καναπέ του σαλονιού και συνέχισα να διαβάζω το μυθιστόρημα που είχα δανειστεί από τη βιβλιοθήκη, κοιτάζοντας που και πού το τηλέφωνο. Τι θα μπορούσαμε να καταλάβουμε ο ένας για τον άλλο μέσα σε δέκα λεπτά; Τι μπορούν δύο άνθρωποι να καταλάβουν ο ένας για τον άλλο μέσα σε δέκα λεπτά; Τώρα που το καλοσκέφτομαι, είχε μια μυστήρια εμμονή σ’ αυτά τα «δέκα λεπτά». Ήταν το πρώτο πράγμα που είπε. Λες και αν τα λεπτά ήταν εννέα, δεν θα φτάνανε, ενώ αν ήταν έντεκα, θα περισσεύανε. Όπως ακριβώς συμβαίνει όταν μαγειρεύει κανείς μακαρόνια al dente. Μου ήταν αδύνατο να διαβάσω άλλο. Αποφάσισα να σταματήσω και να σιδερώσω πουκάμισα. Είναι κάτι που το κάνω συχνά όταν νιώθω αναστατωμένος. Παλιά εργένικη συνήθεια. Χωρίζω μάλιστα τη δουλειά σε δώδεκα χωριστά στάδια, αρχίζοντας από το γιακά (την εξωτερική επιφάνεια) και τελειώνοντας στην αριστερή μανσέτα. Η σειρά είναι πάντα η ίδια και την εξασφαλίζω μετρώντας από μέσα μου. Αλλιώς η δουλειά δεν γίνεται σωστά. Σιδέρωσα τρία πουκάμισα, έλεγξα μήπως είχα’ αφήσει τίποτα ζάρες και τα πέρασα σε κρεμάστρες. Μόλις έσβησα το σίδερο και το έβαλα στην ντουλάπα του χολ μαζί με τη σιδερώστρα, ένιωσα το μυαλό μου πολύ καθαρότερο. Πήγαινα στην κουζίνα για να πιω ένα ποτήρι νερό όταν το τηλέφωνο ξαναχτύπησε. Δίστασα για μια στιγμή, αλλ’ αποφάσισα ν’ απαντήσω. Αν ήταν η ίδια γυναίκα, θα της έλεγα ότι σιδέρωνα και θα της έκλεινα το τηλέφωνο. Αυτή τη φορά ήταν η Κουμίκο. Το ρολόι του τοίχου έλεγε εντεκάμισι. «Τι κάνεις;» ρώτησε. «Καλά είμαι», είπα, ανακουφισμένος που άκουσα τη φωνή τής γυναίκας μου. «Εννοώ, με τι ασχολείσαι;» «Μόλις τελείωσα το σιδέρωμα». «Γιατί, τι έπαθες;» Στη φωνή της διέκρινα μια υποψία έντασης. Ήξερε πως όταν έπιανα το σιδέρωμα, κάτι δεν πήγαινε καλά. «Τίποτα. Απλώς μου ήρθε να σιδερώσω μερικά πουκάμισα». Κάθισα σε μια καρέκλα και πέρασα το ακουστικό από το αριστερό χέρι στο δεξί. «Τι τρέχει;» «Γράφεις ποίηση;» με ρώτησε.

«Ποίηση!; Ποίηση; Δηλαδή εννοείς... ποίηση;» «Γνωρίζω τον εκδότη ενός περιοδικού για κορίτσια. Ψάχνουν κάποιον που να μπορεί να διαβάζει τα ποιήματα που υποβάλλουν οι αναγνώστριες και να τα σουλουπώνει κάπως. Και θέλουν αυτός ο κάποιος να γράφει κι ένα μικρό δικό του ποίημα κάθε μήνα για την πρώτη σελίδα. Η πληρωμή δεν είναι κακή για μια τόσο εύκολη δουλειά. Φυσικά, είναι για λίγες ώρες. Όμως θα μπορούσαν να προσθέσουν σ’ αυτή και μέρος της δουλειάς του επιμελητή, εάν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο » «Εύκολη δουλειά;» τη διέκοψα. «Γιά στάσου. Εγώ ψάχνω κάτι σχετικό με τα νομικά, όχι με την ποίηση». «Μου είχες πει ότι όταν πήγαινες σχολείο, έγραφες». «Ναι, εμένα μου λες; Για την εφημερίδα του σχολείου: ποια ομάδα πήρε το πρωτάθλημα του ποδοσφαίρου ή πώς ο καθηγητής τής Φυσικής κατρακύλησε στα σκαλιά και κατέληξε στο νοσοκομείο τέτοια πράγματα. Όχι ποίηση. Δεν ξέρω να γράφω ποίηση». «Μα δεν μιλάμε τώρα για κανένα αριστούργημα. Κάτι για κορίτσια του γυμνασίου. Δεν σου ζητάω να γράψεις τ’ όνομά σου με χρυσά γράμματα στην ιστορία της λογοτεχνίας. Θα μπορούσες να γράψεις τέτοιες αηδίες με κλειστά μάτια. Χρειάζεται να στο εξηγήσω;» «Κοίτα, δεν ξέρω να γράφω ποίηση ούτε με ανοιχτά ούτε με κλειστά μάτια. Δεν έχω γράψει ποτέ και δεν σκοπεύω ν’ αρχίσω τώρα». «Εντάξει», είπε η Κουμίκο με μια δόση απογοήτευσης. «Όμως είναι δύσκολο να βρει κανείς δουλειά στα νομικά». «Το ξέρω. Γι’ αυτό κι έχω βγάλει τόσες πολλές κεραίες. Περιμένω μερικά τηλέφωνα αυτή τη βδομάδα. Αν δεν βρω κάτι ικανοποιητικό, θα ψάξω κι αλλού». «Ωραία, αυτό ήθελα να μου πεις. Επί τη ευκαιρία, τι μέρα είναι σήμερα;» Σκέφτηκα για μια στιγμή και είπα, «Τρίτη». «Θα πας στην τράπεζα να πληρώσεις το υγραέριο και το τηλέφωνο;» «Φυσικά. Έτσι κι αλλιώς ήμουν έτοιμος να βγω και να ψωνίσω για το βραδινό φαγητό». «Τι σκοπεύεις να φτιάξεις;» «Δεν ξέρω ακόμα. Θ’ αποφασίσω την ώρα που θα ψωνίζω». Σταμάτησε για λίγο. «Τώρα που το σκέφτομαι», είπε, παίρνοντας το σοβαρό της, «δεν χρειάζεται να βιαστείς να βρεις δουλειά». Αυτό με ξάφνιασε. «Γιατί το λες αυτό;» ρώτησα. Μήπως οι γυναίκες του κόσμου είχαν συμφωνήσει σήμερα να με τρελάνουν, και μάλιστα απ’ το τηλέφωνο; «Το επίδομα ανεργίας έχει

ημερομηνία λήξης. Δεν μπορώ να κοπροσκυλάω αιώνια». «Σίγουρα, αλλά με την αύξηση που πήρα και με κάποιες επιπλέον δουλίτσες και τα χρήματα που έχουμε στην τράπεζα, μπορούμε να τα καταφέρουμε, φτάνει να κάνουμε λίγο κουμάντο. Δεν υπάρχει καμιά πραγματική βία. Σε πειράζει πάρα πολύ να μένεις στο σπίτι, όπως τώρα, και να κάνεις εσύ τις δουλειές; Θέλω να πω, θα σ’ ενοχλούσε πολύ κάτι τέτοιο;» «Δεν ξέρω», απάντησα ειλικρινά. Πραγματικά δεν ήξερα. «Μη βιαστείς. Σκέψου το», είπε. «Τέλος πάντων, η γάτα γύρισε;» Η γάτα. Ούτε που μου είχε περάσει απ’ το μυαλό όλο το πρωί. «Όχι», είπα. «Όχι ακόμα». «Θα μπορούσες, σε παρακαλώ, να ρίξεις μια ματιά στη γειτονιά; Λείπει πάνω από μια βδομάδα». Έβγαλα έναν απροσδιόριστο γρυλισμό και ξανάπιασα το ακουστικό με το αριστερό χέρι. Εκείνη συνέχισε: «Είμαι σχεδόν σίγουρη ότι έχει τρυπώσει στο άδειο σπίτι στο τέρμα του αδιεξόδου. Ξέρεις, εκείνο με το άγαλμα του πουλιού στην αυλή. Την έχω δει εκεί πολλές φορές». «Στο αδιέξοδο; Τι δουλειά είχες εσύ στο αδιέξοδο; Ποτέ δεν μου είπες » «Πω πω! Πρέπει να σ’ αφήσω. Έχω ένα σωρό δουλειά. Μην ξεχάσεις τη γάτα». Έκλεισε το τηλέφωνο. Έπιασα τον εαυτό μου να κάθεται και να κοιτάει το ακουστικό. Ύστερα το ακούμπησα στη βάση του. Αναρωτήθηκα τι δουλειά μπορεί να είχε η Κουμίκο στο αδιέξοδο. Για να φτάσεις εκεί από το σπίτι μας, έπρεπε να σκαρφαλώσεις τη μάντρα. Κι αφού είχες κάνει την προσπάθεια, ανακάλυπτες ότι δεν είχε κανένα νόημα να βρίσκεσ’ εκεί. Πήγα στην κουζίνα για να πιω ένα ποτήρι νερό και μετά βγήκα στη βεράντα να δω το πιάτο της γάτας. Το βουναλάκι με τις σαρδέλες που της είχα βάλει το προηγούμενο βράδυ ήταν άθικτο. Όχι, η γάτα δεν είχε γυρίσει. Έμεινα εκεί να κοιτάζω το μικρό μας κήπο που τον έλουζε η καλοκαιριάτικη λιακάδα. Ο κήπος μας δεν ήταν από κείνους που όταν τους κοιτάζεις νιώθεις την ψυχή σου να γαληνεύει. Ο ήλιος κατάφερνε να μπει εκεί μέσα για ελάχιστη ώρα κάθε μέρα, έτσι το χώμα ήταν πάντα μαύρο και υγρό, και τα μόνα φυτά που είχαμε ήταν μερικές θλιβερές κι απεριποίητες ορτανσίες σε μια γωνιά κι εμένα ποτέ δεν μου άρεσαν οι ορτανσίες. Ακριβώς δίπλα τους υπήρχε μια μικρή συστάδα δέντρων, απ’ όπου ακουγόταν το μηχανικό κρώξιμο ενός πουλιού. Ήταν σαν να κουρδίζει κάποιος ένα ελατήριο. Το λέγαμε κουρδιστό πουλί. Το είχε βαφτίσει η Κουμίκο. Δεν ξέραμε ποιο ήταν το πραγματικό του όνομα ή με τι έμοιαζε, όμως αυτό δεν ενοχλούσε καθόλου το κουρδιστό πουλί. Κάθε μέρα ερχόταν στη συστάδα έξω απ’ το σπίτι μας και κούρδιζε το ελατήριο ίου ήσυχου μικρού μας κόσμου. Τώρα το πρόγραμμα έλεγε ότι έπρεπε να πάω να ψάξω τη γάτα. Πάντα μου άρεσαν οι γάτες. Και ιδιαίτερα η συγκεκριμένη. Όμως οι γάτες έχουν τους δικούς τους ρυθμούς. Και δεν είναι ανόητες.

Αν μια γάτα παύει να μένει εκεί που μένεις εσύ, αυτό σημαίνει ότι έχει αποφασίσει να πάει κάπου αλλού. Αν κουραζόταν κι έμενε νηστική, θα γύριζε. Τελικά, θέλοντας και μη, για να μη στενοχωρήσω την Κουμίκο, έπρεπε να πάω ν’ αναζητήσω τη γάτα. Άλλωστε δεν είχα και τίποτα καλύτερο να κάνω. Είχ’ αφήσει τη δουλειά μου στις αρχές Απριλίου — μια θέση σ’ ένα δικηγορικό γραφείο, που την κρατούσα από τότε που είχα αποφοιτήσει. Δεν είχα φύγει για κάποιο συγκεκριμένο λόγο. Πάντως όχι γιατί δεν μου άρεσε η δουλειά. Δεν ήταν βέβαια τίποτα το συναρπαστικό, αλλά η αμοιβή ήταν καλή και η ατμόσφαιρα στο γραφείο ευχάριστη. Ο ρόλος μου στην εταιρεία ήταν -για να μην μπαίνω τώρα σε λεπτομέρειες εκείνος του επαγγελματία κλητήρα. Και στη δουλειά αυτή ήμουν καλός. Πρέπει να πω ότι έχω πραγματικό ταλέντο σ’ αυτού του είδους τις πρακτικές δουλειές. Μαθαίνω γρήγορα κι εύκολα, ποτέ δεν διαμαρτύρομαι και είμαι ρεαλιστής. Γι’ αυτό κι όταν είπα πως ήθελα να τα παρατήσω, ο παλαιότερος μέτοχος (ο ιδρυτής της εταιρείας) έφτασε στο σημείο να μου προσφέρει μια μικρή αύξηση. Εγώ όμως παρ’ όλ’ αυτά τα παράτησα. Κι όχι πως η παραίτηση θα με βοηθούσε να υλοποιήσω κάποιες συγκεκριμένες ελπίδες ή κάποια σχέδια. Το τελευταίο πράγμα που ήθελα, παραδείγματος χάρη, ήταν να κλειστώ στο σπίτι και να μελετήσω για τις εξετάσεις της δικηγορικής άδειας. Ήμουν πιο σίγουρος από κάθε άλλη φορά ότι δεν ήθελα να γίνω δικηγόρος. Ήξερα επίσης ότι δεν ήθελα να μείνω εκεί που ήμουν και να συνεχίσω τη δουλειά που έκανα. Αν επρόκειτο να παραιτηθώ, τώρα ήταν η σωστή ώρα να το κάνω. Αν έμενα στην εταιρεία λίγο παραπάνω, θα κολλούσα εκεί για όλη μου τη ζωή. Στο κάτω κάτω ήμουν ήδη τριάντα χρονών. Είχα πει στην Κουμίκο, την ώρα που τρώγαμε για βράδυ, ότι σκεφτόμουν να παρατήσω τη δουλειά μου. Η μόνη της απάντηση ήταν, «Χμμμ». Δεν ξέρω τι εννοούσε μ’ αυτό, αλλά γι’ αρκετή ώρα δεν είπε τίποτ’ άλλο. Έμεινα κι εγώ σιωπηλός, περιμένοντας, ώσπου η Κουμίκο έδωσε συνέχεια στην κουβέντα: «Αν θες να παραιτηθείς, πρέπει να το κάνεις. Πρόκειται για τη ζωή σου. Πρέπει να τη ζήσεις με τον τρόπο που θέλεις». Μετά απ’ αυτή τη φράση πήρε τα ξυλάκια κι άρχισε να βγάζει με μεγάλη προσοχή τα κόκαλα απ’ το ψάρι και να τα μαζεύει στην άκρη του πιάτου. Η Κουμίκο ήταν επιμελήτρια ενός περιοδικού για υγιεινές τροφές και κέρδιζε αρκετά. Συχνά αναλάμβανε το στήσιμο και άλλων περιοδικών για φίλους επιμελητές κι έβγαζε αρκετά χρήματα εξτρά. (Είχε σπουδάσει γραφιστική στο πανεπιστήμιο και φιλοδοξία της ήταν ν’ ανοίξει δικό της ατελιέ.) Επιπλέον, εάν άφηνα τη δουλειά, θα είχα κι εγώ ένα εισόδημα από το ταμείο ανεργίας, για ένα διάστημα τουλάχιστον. Πράγμα που σήμαινε ότι ακόμα κι αν έμενα σπίτι κι έκανα τις δουλειές του σπιτιού, θα εξακολουθούσαμε να έχουμε αρκετά χρήματα για μικρές πολυτέλειες, όπως να τρώμε έξω και να πληρωνουμε το λογαριασμό του καθαριστηρίου. Το στιλ ζωής μας δεν θ’ άλλαζε σχεδόν καθόλου. Έτσι είχα υποβάλει την παραίτηση μου. Έβαζα τα ψώνια στο ψυγείο όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Αυτή τη φορά μου φάνηκε πως το κουδούνισμα ήταν ανυπόμονο. Είχα μόλις σκίσει τη ζελατίνα ενός τάφον, και το άφησα πάνω στο

τραπέζι της κουζίνας για να μη χυθεί έξω το νερό. Πήγα στο σαλόνι και σήκωσα το τηλέφωνο. «Πρέπει να έχεις τελειώσει πια τα μακαρόνια», είπε η γυναίκα. «Δίκιο έχεις. Τώρα όμως πρέπει να ψάξω να βρω τη γάτα». «Είμαι σίγουρη ότι αυτό μπορεί να περιμένει για δέκα λεπτά. Δεν είναι επείγον σαν τα μακαρόνια». Για κάποιο περίεργο λόγο, μου ήταν αδύνατο να της κλείσω κατάμουτρα το τηλέφωνο. Υπήρχε κάτι στη φωνή της που μου κινούσε το ενδιαφέρον. «Εντάξει, αλλά μόνο για δέκα λεπτά». «Τώρα θα μπορέσουμε να καταλάβουμε ο ένας τον άλλο», είπε με ήρεμη σιγουριά. Την ένιωσα να κάθεται άνετα σε μια καρέκλα και να σταυρώνει τις γάμπες της. «Αναρωτιέμαι», είπα, «τι μπορείς να καταλάβεις μέσα σε δέκα λεπτά». «Τα δέκα λεπτά μπορεί να διαρκούν περισσότερο απ’ όσο νομίζεις», είπε. «Είσαι σίγουρη ότι με γνωρίζεις;» «Φυσικά σε γνωρίζω. Έχουμε συναντηθεί εκατοντάδες φορές». «Που; Πότε;» «Κάπου, κάποτε», είπε εκείνη. «Αν όμως άρχιζα να μιλάω γι’ αυτό, τα δέκα λεπτά δεν θα μας έφταναν. Αυτό που έχει σημασία είναι ο χρόνος που έχουμε τώρα. Το παρόν. Δεν συμφωνείς;» «Μπορεί. Θα ήθελα όμως κάποια απόδειξη ότι πράγματι με γνωρίζεις». «Τι είδους απόδειξη;» «Ας πούμε, την ηλικία μου». «Τριάντα», απάντησε εκείνη αμέσως. «Τριάντα και δύο μηνών. Σε έπεισα;» Δεν είχα τι να πω. Προφανώς με γνώριζε, αλλά δεν μπορούσα με τίποτα να θυμηθώ τη φωνή της. «Σειρά σου τώρα», είπε εκείνη βάζοντας μεγάλη δόση γοητείας στη φωνή της. «Προσπάθησε να με φανταστείς. Απ’ τη φωνή. Φαντάσου πώς πρέπει να είμαι. Την ηλικία μου. Πού είμαι. Πώς είμαι ντυμένη. Σ’ ακούω». «Δεν έχω ιδέα», είπα εγώ. «Έλα τώρα», είπε εκείνη. «Προσπάθησε». Κοίταξα το ρολόι μου. Είχε περάσει μόνο ένα λεπτό και πέντε δευτερόλεπτα. «Δεν έχω ιδέα», είπα ξανά.

«Τότε άσε με να σε βοηθήσω», είπε εκείνη. «Είμαι ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Μόλις βγήκα από το ντους και δεν φοράω τίποτα». Υπέροχα. Προσπαθούσε να μου πουλήσει σεξ από το τηλέφωνο. «Μήπως θα προτιμούσες να φοράω κάτι; Κάτι με δαντέλες, ας πούμε; Ή μήπως κάλτσες; Θα το προτιμούσες μήπως;» «Δεν δίνω δεκάρα. Κάνε ότι θέλεις», είπα. «Βάλε κάτι επάνω σου, αν θέλεις. Αν θέλεις πάλι, μείνε γυμνή. Λυπάμαι, αλλά δεν μ’ ενδιαφέρουν καθόλου αυτού του τύπου τα τηλεφωνικά παιχνίδια. Έχω πολλές και σοβαρές δουλειές να » «Δέκα λεπτά», είπε εκείνη. «Τι κοστίζουν δέκα λεπτά; Δεν είναι τίποτα μπροστά στη ζωή σου ολόκληρη. Γιατί δεν απαντάς στην ερώτησή μου; Με θες γυμνή ή με ρούχα; Έχω πολλά πράγματα που θα μπορούσα να φορέσω. Κιλότα με μαύρη δαντέλα...» «Όχι, καλύτερα γυμνή». «Ωραία. Με προτιμάς γυμνή». «Ναι. Γυμνή. Ωραία». Τέσσερα λεπτά. «Οι τρίχες του αιδοίου μου είναι ακόμα υγρές», είπε. «Δεν σκουπίστηκα καλά. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο υγρή είμαι. Υγρή και ζεστή. Και απαλή. Υπέροχα απαλή και μεταξένια. Άγγιξέ με». «Κοίτα, λυπάμαι, αλλά » «Και κάτω εκεί το ίδιο. Είμαι κι εκεί ζεστή και μαλακιά σαν βούτυρο. Τόσο ζεστή. Μμμμ. Και τα πόδια μου. Σε τι στάση έχω τα πόδια μου, γιά μάντεψε! Το δεξί μου γόνατο ανασηκωμένο, και το αριστερό μου πόδι ανοιχτό όσο χρειάζεται. Σαν δέκα και πέντε στο ρολόι». Καταλάβαινα απ’ τη φωνή της ότι δεν έλεγε ψέματα. Πράγματι είχε τα πόδια της ανοιχτά στο δέκα και πέντε, και το αιδοίο της ήταν ζεστό και υγρό. «Άγγιξε τα χείλη», είπε. «Αργάαα. Τώρα, άνοιξέ τα. Έτσι. Αργά, αργά. Άσε τα δάχτυλά σου να τα χαϊδέψουν. Έτσι. Πολύ αργά. Τώρα, με το άλλο σου χέρι, άγγιξε το αριστερό μου στήθος. Παίξε με τη ρώγα. Χάιδεψέ τη. Προς τα πάνω. Σφίξ’ τη λίγο. Ξανά, ξανά. Και ξανά. Να με κάνεις σχεδόν να τελειώσω». Χωρίς να πω κουβέντα, έκλεισα το τηλέφωνο. Τεντώθηκα στον καναπέ, κοίταξα το ρολόι κι έβγαλα ένα μακρόσυρτο, βαθύ αναστεναγμό. Είχα μιλήσει μαζί της περίπου έξι λεπτά. Το τηλέφωνο χτύπησε ξανά δέκα λεπτά αργότερα, αλλά δεν το σήκωσα. Χτύπησε δεκαπέντε φορές. Κι όταν σταμάτησε, στο δωμάτιο έπεσε μια βαθιά, παγερή σιωπή.

Λίγο πριν από τις δύο σκαρφάλωσα το μαντρότοιχο και βγήκα στο αδιέξοδο για την ακρίβεια, σ’ αυτό που οι γείτονες ονομάζουν αδιέξοδο. Δεν ήταν στην πραγματικότητα «αδιέξοδο» με την καθαυτό σημασία του όρου, αλλ’ από την άλλη μεριά δεν υπάρχει λέξη που να το περιγράφει ακριβώς. Δεν ήταν «δρόμος» ή «μονοπάτι», οΰτε καν «πέρασμα». Για να είμαστε ακριβείς, ένα «πέρασμα» θα πρέπει να έχει τουλάχιστον μια είσοδο και μια έξοδο και να σε οδηγεί κάπου αν το ακολουθήσεις. Το δικό μας όμως «αδιέξοδο» δεν είχε ούτε είσοδο ούτε έξοδο. Ένα κανονικό αδιέξοδο θα έπρεπε να έχει μία τουλάχιστον είσοδο. Το δικό μας όμως δεν είχε ένα μόνο φραγμένο άκρο, αλλά δύο. Οι άνθρωποι της γειτονιάς το ονόμαζαν έτσι γιατί δεν ήξεραν πώς αλλιώς να τ’ ονομάσουν. Είχε μήκος περίπου διακόσια μέτρα και χώριζε τις πίσω αυλές των σπιτιών ανάμεσα στα οποία περνούσε. Το πολύ ένα μέτρο σε πλάτος, είχε σημεία στα οποία έπρεπε να προσέξεις ιδιαίτερα και να γυρίσεις λοξά για να περάσεις, είτε γιατί κάποιος φράχτης προεξείχε είτε γιατί κάποιοι είχαν αφήσει πράγματα μες στη μέση τού δρόμου. Σχετικά με το αδιέξοδο, η ιστορία που είχ’ ακούσει να λέει ο θείος μου, ο οποίος μας είχε νοικιάσει το σπίτι με πολύ χαμηλό ενοίκιο, ήταν ότι κάποτε ο δρόμος αυτός είχε και είσοδο και έξοδο, και οι ντόπιοι τον χρησιμοποιούσαν συνήθως για να μην κάνουν το γύρο του τετραγώνου. Όμως με την ταχεία οικονομική ανάπτυξη της δεκαετίας του ’50, σειρές από καινούργια σπίτια γέμισαν τα άδεια οικόπεδα δεξιά κι αριστερά του δρόμου και τον περιόρισαν τόσο πολύ, ώστε δεν έμεινε παρά ένα στενό μονοπάτι. Οι άνθρωποι δεν ήθελαν να βλέπουν ξένους να περνάνε τόσο κοντά στα σπίτια και στις αυλές τους, γι’ αυτό και πολύ σύντομα το ένα άκρο του μονοπατιού φράχτηκε -για την ακρίβεια κρύφτηκε πίσω από ένα χαμηλό φράχτη. Ύστερα κάποιος ντόπιος αποφάσισε να επεκτείνει την αυλή του, οπότε σφράγισε εντελώς τη μια άκρη του αδιεξόδου μ’ έναν τουβλότοιχο. Σχεδόν ανακλαστικά, υψώθηκε αμέσως ένας φράχτης από αγκαθωτό σύρμα στην άλλη άκρη, εμποδίζοντας τη διέλευση ακόμα και των σκύλων. Κανείς από τους γείτονες δεν διαμαρτυρήθηκε, γιατί κανείς τους δεν χρησιμοποιούσε το αδιέξοδο για να βγαίνει στο δρόμο. Ήταν μάλιστα και ικανοποιημένοι, γιατί έτσι ήταν καλύτερα προστατευμένοι από τους κλέφτες. Στο τέλος το αδιέξοδο κατέληξε να μοιάζει με παροπλισμένο κανάλι, μ’ ένα δίαυλο που δεν χρησίμευε πια παρά σαν ουδέτερη ζώνη ανάμεσα σε δυο σειρές σπίτια. Οι αράχνες άπλωσαν τους κολλώδεις ιστούς τους στ’ απεριποίητα κλαδιά των δέντρων που το σκέπαζαν. Γιατί να πηγαίνει η Κουμίκο σ’ ένα τέτοιο μέρος; Εγώ δεν είχα περπατήσει στο «αδιέξοδο» παρά μόνο δυο φορές, και η Κουμίκο φοβόταν παθολογικά τις αράχνες. Τέλος πάντων όμως, εάν η Κουμίκο είχε τη γνώμη ότι έπρεπε να πάω στο αδιέξοδο και να ψάξω για τη γάτα, θα πήγαινα στο αδιέξοδο και θα έψαχνα για τη γάτα. Το τι θα γινόταν αργότερα, θα το σκεφτόμουν αργότερα. Στο κάτω κάτω ήταν πολύ προτιμότερο να βγω και να περπατήσω παρά να κάθομαι στο σπίτι και να περιμένω να χτυπήσει το τηλέφωνο. Είχε μόλις μπει το καλοκαίρι και το σκληρό φως του ήλιου περνούσε μέσ’ από τα κλαριά των δέντρων ζωγραφίζοντας μαυρόασπρα σχήματα στο έδαφος. Καθώς δεν φυσούσε αέρας εκείνη την ημέρα, τα σχήματα έμοιαζαν με μόνιμες κηλίδες, προορισμένες να παραμείνουν εσαεί ζωγραφισμένες στο λιθόστρωτο. Κανένας ήχος δεν έμοιαζε να φτάνει μέχρι εδώ. Είχα την αίσθηση ότι μπορούσα ν’ ακούσω τα φυλλαράκια του γρασιδιού ν’ αναπνέουν στη λιακάδα. Μερικά μικρά σύννεφα ταξίδευαν στον ουρανό, τα σχήματά τους σταθερά κι αναλλοίωτα, σαν χαραγμένα σε μεσαιωνικές γκραβούρες. Έβλεπα τα πάντα γύρω μου με τόσο μεγάλη διαύγεια, που το ίδιο μου το σώμα μού φαινόταν άυλο κι απροσδιόριστο και ρευστό... ενώ έσκαγε απ’ τη ζέστη!

Φορούσα ένα μακό μπλουζάκι, λεπτό βαμβακερό παντελόνι και παπούτσια του τένις, αλλά καθώς περπατούσα στην καλοκαιρινή λιακάδα ένιωσα τις μασχάλες μου και την κοιλότητα του στήθους μου να υγραίνονται ελαφρά από τον ιδρώτα. Το μπλουζάκι και το παντελόνι είχαν μείνει όλο το χειμώνα σ’ ένα κουτί γεμάτο με καλοκαιρινά ρούχα, ώσπου τα έβγαλα εκείνο το πρωί. Η διαπεραστική μυρωδιά της ναφθαλίνης μού τρυπούσε τα ρουθούνια. Τα σπίτια δεξιά κι αριστερά ανήκαν σε δυο ξεχωριστές κατηγορίες: παλαιότερα σπίτια και σπίτια χτισμένα πιο πρόσφατα. Συνολικά, τα καινούργια ήταν μικρότερα κι είχαν μικρότερες αυλές. Οι απλώστρες συχνά προεξείχαν μες στο δρομάκι, αναγκάζοντάς με αρκετές φορές να ελιχθώ ανάμεσα σε πετσέτες, σεντόνια κι εσώρουχα. Πού και πού άκουγα κάποια τηλεόραση να παίζει, κάποιο καζανάκι να τρέχει, και στα ρουθούνια μου έφτανε μυρωδιά από μαγειρεμένο κάρι. Τα παλαιότερα σπίτια, αντίθετα, θα μπορούσαν να είναι και ακατοίκητα. Τη θέα τους την έκρυβαν στρατηγικά τοποθετημένοι θάμνοι και φράχτες, που ανάμεσά τους τα μάτια μου έπιαναν τη φευγαλέα εικόνα κάποιων περιποιημένων κήπων. Ένα παλιό, καφετί, μαραμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο στεκόταν στη γωνία ενός κήπου. Ένας άλλος έμοιαζε με αποθήκη όλων των παιχνιδιών που μπορούσε να φανταστεί ο άνθρωπος, προφανώς απομεινάρια πολλών παιδικών ηλικιών. Υπήρχαν ποδηλατάκια, στεφάνια, πλαστικά σπαθιά, τόπια, χελωνονιντζάκια και μπαστούνια του μπέιζμπολ. Σ’ έναν κήπο υπήρχε μια μπασκέτα και σ’ έναν άλλο ωραίες καρέκλες βεράντας γύρω από ένα κεραμικό τραπέζι. Οι άσπρες καρέκλες είχαν επάνω ένα δάχτυλο σκόνη, σαν να μην είχαν χρησιμοποιηθεί για μήνες ή ίσως για χρόνια. Η επιφάνεια του τραπεζιού ήταν γεμάτη πέταλα μανόλιας, πατικωμένα απ’ τη βροχή. Είδα καθαρά ένα σαλόνι μέσ’ από μια τζαμαρία. Είχε ένα δερμάτινο καναπέ και τις ανάλογες καρέκλες, μια μεγάλη τηλεόραση, έναν μπουφέ (μ’ ένα ενυδρείο και δυο τρόπαια πάνω του) κι ένα φωτιστικό δαπέδου. Το δωμάτιο έμοιαζε με σκηνικό σαπουνόπερας. Σ’ έναν άλλο κήπο υπήρχε ένα τεράστιο σκυλόσπιτο αλλά χωρίς ίχνος σκύλου, και η πόρτα του σπιτιού ήταν ανοιχτή. Η πόρτα του σκυλόσπιτου έκανε κοιλιά προς τα έξω, σαν ν’ ακουμπούσε κάποιος επάνω της από τη μέσα μεριά. Το άδειο σπίτι για το οποίο μου είχε πει η Κουμίκο βρισκόταν δίπλα ακριβώς από το σπίτι με το σκυλόσπιτο. Αρκούσε να ρίξεις μια ματιά για να καταλάβεις πως ήταν ακατοίκητο και μάλιστα από καιρό. Ήταν ένα σχετικά καινούργιο διώροφο, παρ’ όλ’ αυτά όμως τα ξύλινα παντζούρια του έδειχναν σημάδια φθοράς, ενώ η σιδεριά έξω απ’ τα παράθυρα του δευτέρου ορόφου ήταν φαγωμένη απ’ τη σκουριά. Το σπίτι είχε ένα συμπαθητικό μικρό κήπο, στον οποίο βρισκόταν, όπως μου είχε πει η Κουμίκο, το πέτρινο άγαλμα ενός πουλιού. Το άγαλμα πατούσε σε μια βάση που έφτανε μέχρι το ύψος του στήθους μου, με πάρα πολλά αγριόχορτα ολόγυρα. Ψηλόλιγνα φύλλα από χρυσόβεργες άγγιζαν σχεδόν τα πόδια του πουλιού. Το πουλί -δεν ήξερα τι είδους πουλί είναι είχε τα φτερά του ανοιχτά, σαν να ’θελε να το σκάσει όσο πιο γρήγορα μπορούσε απ’ αυτό το δυσάρεστο μέρος. Εκτός από το άγαλμα, ο κήπος δεν είχε κανένα άλλο διακοσμητικό στοιχείο. Κάμποσες παμπάλαιες πλαστικές πτυσσόμενες καρέκλες ήταν ακουμπισμένες στον τοίχο του σπιτιού, ενώ δίπλα τους μια αζαλέα έδειχνε περήφανη τα λαμπερά κόκκινα λουλούδια της, που το χρώμα τους έμοιαζε περίεργα αφύσικο. Τον υπόλοιπο χώρο τον είχαν καταλάβει τ’ αγριόχορτα. Ακούμπησα στη συρμάτινη περίφραξη και γι’ αρκετή ώρα άφησα το βλέμμα μου να πλανηθεί στον κήπο. Πρέπει να ήταν παράδεισος για τις γάτες, όμως εκείνη την ώρα δεν υπήρχε καμιά εκεί.

Κουρνιασμένο στην κεραία της τηλεόρασης του σπιτιού ένα μοναχικό περιστέρι πρόσθετε τις μονότονες κραυγές του στη σκηνή. Η σκιά του πέτρινου πουλιού έπεφτε στους γύρω θάμνους χάνοντας τη συνοχή της. Έβγαλα μια καραμέλα λεμόνι από την τσέπη μου, την ξετύλιξα και την έβαλα στο στόμα μου. Είχ’ αποφασίσει πως η παραίτησή μου απ’ την εταιρεία ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να πάψω να καπνίζω, αλλά τώρα δεν μπορούσα ούτε στιγμή χωρίς ένα πακετάκι καραμέλες λεμόνι στην τσέπη. Η Κουμίκο έλεγε πως είχα εθιστεί σ’ αυτές και με προειδοποίησε ότι πολύ σύντομα όλα μου τα δόντια θα γέμιζαν τερηδόνα, αλλά μου ήταν αδύνατο να τις αποχωριστώ. Καθώς στεκόμουν εκεί κοιτάζοντας τον κήπο, το περιστέρι στην κεραία της τηλεόρασης συνέχιζε να γουργουρίζει με ρυθμό, σαν υπάλληλος που σφραγίζει ένα πάκο τιμολόγια. Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα εκεί, ακουμπισμένος στο φράχτη, αλλά θυμάμαι ότι κάποια στιγμή έφτυσα την καραμέλα στο χώμα όταν, έχοντας μισολιώσει, γέμισε το στόμα μου με την παχύρρευστη γλυκάδα της. Κοιτούσα τη σκιά του πουλιού, κι εκείνη τη στιγμή ένιωσα ότι κάποιος με κοιτούσε πίσω απ’ την πλάτη μου. Στράφηκα και είδα μια κοπελίτσα να με κοιτάζει απ’ τον απέναντι κήπο. Ήταν μικροκαμωμένη κι είχε τα μαλλιά της αλογοουρά. Φορούσε σκούρα γυαλιά ηλίου με κεχριμπαρένιο σκελετό κι ένα γαλάζιο αμάνικο μπλουζάκι. Η εποχή των βροχών δεν είχε καλοτελειώσει ακόμη, αλλ’ αυτή είχε ήδη καταφέρει ν’ αποκτήσουν τα μπράτσα της ένα ωραίο ομοιόμορφο μαύρισμα. Το ένα της χέρι το είχε στην τσέπη του σορτς της. Το άλλο το είχε ακουμπισμένο σε μια χαμηλή πόρτα από μπαμπού που μου φαινόταν μάλλον ετοιμόρροπη. Ένα με ενάμισι μέτρο ήταν η απόσταση ανάμεσά μας. «Ζέστη», μου είπε. «Ναι, έχεις δίκιο», απάντησα. Μετά απ’ αυτή τη σύντομη ανταλλαγή απόψεων, έμειν’ εκεί να με κοιτάζει. Ύστερα έβγαλ’ ένα πακέτο Χόουπ από την τσέπη του σορτς της, πήρ’ ένα τσιγάρο και το ’βαλε ανάμεσα στα χείλη της. Είχε μικρό στόμα, με το επάνω χείλος ελαφρά στραμμένο προς τα πάνω. Έβγαλ’ ένα σπίρτο κι άναψε το τσιγάρο. Όταν έγειρε το κεφάλι της στο πλάι, τα μαλλιά της παραμέρισαν αποκαλύπτοντας ένα όμορφο αυτί, λείο σαν σμιλεμένο. Στις παρυφές του λαμπύριζε ένα απαλό χνούδι. Πέταξε το σπίρτο κι έβγαλ’ ένα συννεφάκι καπνού μέσ’ από τα σφιγμένα της χείλη. Ύστερα με ξανακοίταξε σαν να είχε στο μεταξύ ξεχάσει πως ήμουν εκεί. Δεν μπορούσα να δω τα μάτια της μέσ’ από τους σκούρους ανακλαστικούς φακούς των γυαλιών ηλίου που φορούσε. «Μένεις εδώ κοντά;» με ρώτησε. «Μμμμ». Για μια στιγμή σκέφτηκα να δείξω προς την κατεύθυνση του σπιτιού μου, αλλά είχα στρίψει τόσες φορές και μπερδεμένα για να φτάσω ως εκεί, ώστε δεν ήξερα προς τα πού να δείξω. Έδειξα τυχαία προς κάποια κατεύθυνση. «Ψάχνω τη γάτα μου», εξήγησα σκουπίζοντας την ιδρωμένη παλάμη μου στο παντελόνι. «Λείπει μια βδομάδα τώρα. Κάποιος μου είπε πως την είδε κάπου εδώ γύρω». «Πώς είναι η γάτα σου;»

«Είν ένας μεγάλος γάτος για την ακρίβεια. Με καφέ ρίγες. Και η άκρη της ουράς του είναι στραβή». «Τ’ όνομά του;» «Νομπόρου. Νομπόρου Γουατάγια». «Όχι, όχι το δικό σου όνομα. Τ’ όνομα της γάτας». «Αυτό είναι τ’ όνομα της γάτας». «Πολύ εντυπωσιακό!» «Δηλαδή, για την ακρίβεια, είναι τ’ όνομα του κουνιάδου μου. Βγάλαμε το γάτο έτσι για να μας τον θυμίζει. Δώσαμε στο γάτο τ’ όνομά του για πλάκα». «Πώς είναι δυνατόν ένας γάτος να σας θυμίζει έναν άνθρωπο;» «Δεν ξέρω. Γενικά. Ο τρόπος που περπατάει. Κι έχει κι ένα άδειο βλέμμα». Τώρα χαμογέλασε για πρώτη φορά, κι αυτό την έκανε να φαίνεται πολύ πιο μικρή απ’ ό,τι μου είχε φανεί στην αρχή. Δεν μπορεί να ήταν παραπάνω από δεκαπέντε με δεκαέξι χρονών. Το επάνω χείλος της σχημάτιζε με την καμπύλη του μια περίεργη γωνία. Μου φάνηκε σαν ν’ άκουγα μια φωνή να λέει «Άγγιξέ με» τη φωνή της γυναίκας στο τηλέφωνο. Με την ανάστροφη του χεριού μου σκούπισα τον ιδρώτα απ’ το μέτωπό μου. «Ένας γάτος με καφέ ρίγες και στραβή ουρά», είπε το κορίτσι. «Χμμ. Φοράει κανένα κολάρο ή κάτι τέτοιο;» «Ένα μαύρο κολάρο για τους ψύλλους». Στάθηκε εκεί βυθισμένη σε σκέψεις για δέκα-δεκαπέντε δευτερόλεπτα, με το χέρι στηριγμένο στην πόρτα. Ύστερα πέταξε τη γόπα του τσιγάρου και την έλιωσε κάτω απ’ τη σαγιονάρα της. «Μπορεί και να είδα μια τέτοια γάτα», είπε. «Δεν ξέρω για τη στραβή ουρά, αλλά είχε καφέ ρίγες, ήταν μεγάλη και νομίζω πως είχε και κολάρο». «Πότε την είδες;» «Πότε την είδα; Χμμ. Δεν πρέπει να είναι πάνω από τρεις-τέσσερις μέρες. Η αυλή μας είναι κάτι σαν κέντρο διερχομένων για τις γάτες της γειτονιάς. Όταν πηγαίνουν από τους Τακιτάνι στους Μιγιαουάκι, περνάνε οπωσδήποτε απ’ την αυλή μας». Έδειξε προς το άδειο σπίτι, όπου το πέτρινο πουλί συνέχιζε να χει ανοιχτά τα φτερά του, η ψηλή χρυσόβεργα συνέχιζε ν’ αντανακλά τον πρώτο καλοκαιρινό ήλιο και το περιστέρι γουργούριζε ακόμα στην κεραία της τηλεόρασης. «Έχω μια ιδέα», είπε. «Γιατί δεν περιμένεις εδώ; Όλες οι γάτες αργά ή γρήγορα περνάνε από δω

στο δρόμο για το σπίτι των Μιγιαουάκι. Κι αν συνεχίσεις να περιφέρεσαι έτσι, αργά ή γρήγορα κάποιος θα φωνάξει την αστυνομία. Δεν θα είναι η πρώτη φορά». Δίστασα. «Μην ανησυχείς», είπε. «Είμαι μόνη μου εδώ. Μπορούμε να κάτσουμε οι δυο μας στον ήλιο και να περιμένουμε να φανεί η γάτα. Θα σε βοηθήσω. Έχω όραση είκοσι εικοστά». Κοίταξα το ρολόι μου. Δύο και είκοσι έξι. Το μόνο που είχα να κάνω σήμερα πριν σκοτεινιάσει ήταν να μαζέψω την μπουγάδα και να ετοιμάσω το βραδινό. Πέρασα την πόρτα κι ακολούθησα το κορίτσι ανάμεσα στα παρτέρια. Έσερνε λίγο το δεξί της πόδι. Έκανε μερικά βήματα, σταμάτησε και γύρισε να με κοιτάξει. «Έπεσα από ένα μηχανάκι», είπε, σαν να επρόκειτο για κάτι μάλλον αδιάφορο. Μια μεγάλη βελανιδιά βρισκόταν εκεί που τέλειωνε το γρασίδι της αυλής. Κάτω από το δέντρο υπήρχαν δύο σεζλόνγκ. Πάνω στη μια απ’ αυτές ήταν απλωμένη μια μπλε πετσέτα παραλίας. Στην άλλη υπήρχε ένα κλειστό πακέτο τσιγάρα Χόουπ, ένα τασάκι, ένας αναπτήρας, ένα περιοδικό κι ένα τεράστιο κασετόφωνο. Το κασετόφωνο έπαιζε σκληρό ροκ σε χαμηλή ένταση. Έκλεισε τη μουσική κι άδειασε την καρέκλα για να καθίσω, ακουμπώντας τα πράγματα στο γρασίδι. Από την καρέκλα μπορούσα να δω την αυλή του έρημου σπιτιού το πέτρινο πουλί, τη χρυσόβεργα, το συρμάτινο φράχτη. Το κορίτσι, κατά πάσα πιθανότητα, με παρακολουθούσε όσην ώρα ήμουν εκεί. Η αυλή αυτού του σπιτιού ήταν πολύ μεγάλη. Είχε μια φαρδιά, κεκλιμένη αλέα με συστάδες δέντρων εδώ κι εκεί. Αριστερά από τις σεζλόνγκ υπήρχε μια μεγαλούτσικη τσιμεντένια λιμνούλα, με τον άδειο πυθμένα της εκτεθειμένο στον ήλιο. Αν μπορούσα να κρίνω απ’ την πρασινωπή της απόχρωση, πρέπει να είχε μείνει πολύ καιρό χωρίς νερό. Καθίσαμε με την πλάτη προς το σπίτι, που διακρινόταν πίσω από ένα τείχος από δέντρα. Τό σπίτι δεν ήταν ούτε μεγάλο ούτε πολυτελούς κατασκευής. Μόνο η αυλή έδινε την εντύπωση του μεγέθους και ήταν αρκετά περιποιημένη. «Τι μεγάλη αυλή», είπα κοιτώντας γύρω μου. «Όποιος τη φροντίζει, πρέπει να ξεπατώνεται στη δουλειά». «Πρέπει». «Κάποτε, όταν ήμουν μικρός, δούλευα σε μια εταιρεία με μηχανές που κούρευαν το γρασίδι». «Α», έκανε. Προφανώς δεν την ενδιέφερε καθόλου το γρασίδι. «Είσαι πάντα μόνη εδώ;» ρώτησα. «Ναι. Πάντα. Εκτός από μια καθαρίστρια που έρχεται το πρωί και το βράδυ. Κατά τη διάρκεια της ημέρας είμαι μόνη μου. Ολομόναχη. Θες να πιεις κάτι κρύο; Έχουμε μπίρα». «Όχι, ευχαριστώ».

«Αλήθεια; Μην ντρέπεσαι». Κούνησα το κεφάλι. «Σχολείο δεν πας;» «Στη δουλειά σου δεν πας;» «Δεν έχω δουλειά για να πάω». «Σε απολύσανε;» «Κάτι τέτοιο. Τα παράτησα πριν από μερικές βδομάδες». «Τι δουλειά;» «Κλητήρας σε δικηγορικό γραφείο. Έτρεχα από υπηρεσία σε υπηρεσία μαζεύοντας χαρτιά, τακτοποιούσα πράγματα, έψαχνα τη νομολογία, χειριζόμουν τις τυπικές διαδικασίες τέτοια πράγματα». «Και παραιτήθηκες». «Ναι». «Η γυναίκα σου δουλεύει;» «Ναι, δουλεύει». Τα περιστέρι απέναντι πρέπει να είχε σταματήσει το γουργουρητό του και να είχε πετάξει κάπου αλλού, γιατί ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι ολόγυρά μου είχε πέσει βαθιά σιωπή. «Εκεί απέναντι είναι το πέρασμα για τις γάτες», είπε δείχνοντας την άλλη πλευρά της αλέας. «Βλέπεις τον αποτεφρωτήρα των σκουπιδιών στην αυλή των Τακιτάνι; Μπαίνουν κάτω απ’ το φράχτη από κείνο το σημείο, διασχίζουν το γρασίδι και βγαίνουν κάτω από την πόρτα για να μπουν στην απέναντι αυλή. Ακολουθούν πάντα την ίδια διαδρομή». Ανέβασε τα γυαλιά και τα στήριξε στο μέτωπό της, μισόκλεισε τα μάτια κοιτάζοντας την αυλή κι ύστερα ξανακατέβασε τα γυαλιά βγάζοντας ένα συννεφάκι καπνού. Στο ενδιάμεσο πρόσεξα πως είχε μια ουλή πέντε εκατοστών περίπου κοντά στο αριστερό μάτι μια ουλή απ’ αυτές που συνήθως μένουν για όλη σου τη ζωή. Τα σκούρα γυαλιά ήταν πιθανότατα ένας τρόπος για να κρύψει το τραύμα. Το πρόσωπο του κοριτσιού δεν ήταν ιδιαίτερα όμορφο, αλλά είχε κάτι ελκυστικό, ίσως τα ζωηρά μάτια ή το ασυνήθιστο σχήμα των χειλιών. «Θα ’χεις ακούσει βέβαια για τους Μιγιαουάκι», είπε. «Δεν έχω ακούσει τίποτα», είπα. «Είναι αυτοί που έμεναν στο έρημο σπίτι. Πολύ καθώς πρέπει οικογένεια. Είχαν δύο κόρες, και οι δυο σε ιδιωτικά σχολεία θηλέων. Ο κύριος Μιγιαουάκι είχε μια αλυσίδα οικογενειακών

εστιατορίων». «Γιατί έφυγαν;» «Μπορεί να χρωστούσε. Ήταν σαν να το ’σκάσε — εξαφανίστηκε μέσα σε μια νύχτα. Περίπου ένα χρόνο πριν, νομίζω. Άφησε πίσω το σπίτι να σαπίσει και να γίνει καταφύγιο γατιών. Η μητέρα μου πάντα διαμαρτύρεται». «Υπάρχουν πραγματικά τόσες πολλές γάτες εκεί μέσα;» Με το τσιγάρο στα χείλη, το κορίτσι κοίταξε ψηλά στον ουρανό. «Πολλών ειδών γάτες. Μερικές μαδημένες, άλλες με ένα μάτι... και στη θέση του άλλου μια μάζα ωμό κρέας. Γιαχ!» Κούνησα το κεφάλι πάνω κάτω. «Έχω μια συγγενή με έξι δάχτυλα σε κάθε χέρι. Είναι λίγο μεγαλύτερη από μένα. Δίπλα από το μικρό δαχτυλάκι της έχει ένα έκτο δάχτυλο, σαν δάχτυλο μωρού. Έχει βρει έναν τρόπο να το κρατάει διπλωμένο έτσι ώστε οι περισσότεροι άνθρωποι να μην το βλέπουν. Είναι πραγματικά όμορφη». Ξανακούνησα το κεφάλι. «Λες να είναι κληρονομικό; Να είναι, πώς το λένε... στα γονίδια;» «Δεν ξέρω και πολλά για την κληρονομικότητα». Σταμάτησε να μιλάει. Συνέχισα να πιπιλάω την καραμέλα μου και κάρφωσα το βλέμμα στο γατομονοπάτι. Μέχρι στιγμής δεν είχε περάσει ούτε μία γάτα. «Σίγουρα δεν θες κάτι να πιεις;» με ρώτησε. «Εγώ θα πιω μια Κόκα κόλα». Είπα ότι δεν χρειαζόμουν τίποτα. Σηκώθηκε από την καρέκλα της κι εξαφανίστηκε πίσω απ’ τα δέντρα σέρνοντας ελαφρά το κουτσό της πόδι. Σήκωσα το περιοδικό της απ’ το χορτάρι και το ξεφύλλισα. Με μεγάλη μου έκπληξη ανακάλυψα πως ήταν ανδρικό περιοδικό, απ’ αυτά τα γυαλιστερά με τις φωτογραφίες. Η γυναίκα στο κεντρικό πολύπτυχο φορούσ’ ένα αραχνοΰφαντο κιλοτάκι που άφηνε να φαίνονται η σχισμή και οι τρίχες του εφηβαίου. Καθόταν σ’ ένα σκαμπό με τα πόδια ανοιχτά σε μια περίεργη γωνία. Μ’ έναν αναστεναγμό έβαλα το περιοδικό στη θέση του, σταύρωσα τα χέρια μου στο στήθος και συνέχισα να παρατηρώ το μονοπάτι των γατιών. Πέρασε πολλή ώρα μέχρι να γυρίσει το κορίτσι με μια Κόκα κόλα στο χέρι. Η ζέστη είχε αρχίσει να με ζαλίζει. Έτσι όπως καθόμουν κάτω απ’ τον ήλιο, ένιωσα το μυαλό μου να σκοτίζεται. Το τελευταίο πράγμα που ήθελα ήταν να σκέφτομαι.

«Πες μου», είπε, συνεχίζοντας την προηγούμενη κουβέντα. «Εάν ήσουν ερωτευμένος με μια κοπέλα κι ανακάλυπτες κάποια στιγμή ότι έχει έξι δάχτυλα, τι θα έκανες;» «Θα την πουλούσα στο τσίρκο», απάντησα. «Αλήθεια;» «Όχι, φυσικά όχι», είπα. «Αστειεύομαι. Δεν νομίζω ότι θα μ’ ενοχλούσε». «Ακόμα κι αν υπήρχε πιθανότητα να το κληρονομήσουν τα παιδιά σου;» Το σκέφτηκα για λίγο. «Όχι, πραγματικά δεν νομίζω ότι θα μ’ ενοχλούσε. Τι κακό θα μπορούσε να κάνει ένα δάχτυλο επιπλέον;» «Και αν είχε τέσσερα στήθη;» Το σκέφτηκα κι αυτό. «Δεν ξέρω». Τέσσερα στήθη; Αυτό θα μπορούσε να συνεχιστεί επ’ άπειρο. Αποφάσισα ν’ αλλάξω θέμα, «Πόσων χρονών είσαι;» ρώτησα. «Δεκάξι», είπε. «Τώρα κοντά είχα γενέθλια. Πρώτη χρονιά στο λύκειο». «Είναι πολύς καιρός που δεν πας σχολείο;» «Το πόδι μου πονάει όταν περπατάω πολύ. Κι έχω κι αυτή την ουλή δίπλα στο μάτι. Το σχολείο μου είναι πολύ αυστηρό. Το πιθανότερο είναι ότι θ’ αρχίζανε την πλάκα αν μαθαίνανε ότι το έπαθα πέφτοντας από μηχανάκι. Γι’ αυτό λείπω λόγω “ασθενείας”. Θα μπορούσα να λείψω έναν ολόκληρο χρόνο. Και να σου πω κάτι; Δεν έχω και καμιά ιδιαίτερη φαγούρα ν’ αλλάξω τάξη». «Φαντάζομαι πως όχι», είπα. «Εν πάση περιπτώσει, γι’ αυτό που έλεγες πριν, ότι δεν θα σε πείραζε να παντρευτείς ένα κορίτσι με έξι δάχτυλα, αλλά αν είχε τέσσερα στήθη...» «Εγώ δεν είπα τέτοιο πράγμα. Είπα ότι δεν ξέρω». «Γιατί δεν ξέρεις;» «Δεν ξέρω είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς κάτι τέτοιο». «Μπορείς να φανταστείς κάποιον με έξι δάχτυλα;»

«Φυσικά. Νομίζω ότι μπορώ». «Τότε γιατί όχι τέσσερα στήθη; Ποια είναι η διαφορά;» Το σκέφτηκα για λίγο, αλλά δεν μπορούσα να βρω απάντηση. «Κάνω πολλές ερωτήσεις;» «Στο λένε συχνά αυτό;» «Ναι, μερικές φορές». Γύρισα πάλι και κοίταξα το μονοπάτι των γατιών. Τι στην οργή έκανα εδώ; Όσην ώρα περίμενα, δεν είχε φανεί ούτε μια γάτα. Με τα χέρια ακόμα διπλωμένα στο στήθος, έκλεισα τα μάτια μου για περίπου τριάντα δευτερόλεπτα. Ένιωθα τον ιδρώτα να μαζεύεται σε διάφορα σημεία του σώματός μου. Ο ήλιος χυνόταν μέσα μου μ’ ένα παράξενο βάρος. Όποτε το κορίτσι κουνούσε το ποτήρι του, ο πάγος κροτάλιζε στα τοιχώματά του σαν κουδούνι αγελάδας. «Κοιμήσου, αν θες», ψιθύρισε, «θα σε ξυπνήσω αν περάσει κάποια γάτα». Με τα μάτια κλειστά, κούνησα το κεφάλι χωρίς να μιλήσω. Ο αέρας ήταν ακίνητος. Δεν ακουγόταν απολύτως τίποτα. Το περιστέρι είχε προ πολλού εξαφανιστεί. Ξαφνικά θυμήθηκα τη γυναίκα του τηλεφώνου. Την ήξερα άραγε; Δεν μπορούσα με τίποτα ν’ αναγνωρίσω τη φωνή της ή τον τρόπο ομιλίας της. Εκείνη όμως ασφαλώς με γνώριζε. Ήταν σαν να βλέπω πίνακα του Ντε Κίρικο: η μακριά σκιά της γυναίκας να κόβει έναν άδειο δρόμο και ν’ απλώνεται προς το μέρος μου, ενώ η ίδια γυναίκα βρίσκεται σ’ ένα μέρος πολύ μακρινό, πέρ’ από τα όρια της συνείδησής μου. Ένα κουδούνι άρχισε να χτυπάει επίμονα δίπλα στ’ αυτί μου. «Κοιμάσαι;» ρώτησε το κορίτσι με μια φωνή τόσο ψιλή, που για μια στιγμή νόμισα πως ήταν παραίσθηση. «Όχι, δεν κοιμάμαι», είπα. «Μπορώ να έρθω πιο κοντά σου; Θα είν’ ευκολότερο αν μιλάω χαμηλόφωνα». «Δεν έχω αντίρρηση», είπα, με τα μάτια μου ακόμα κλειστά. Μετακίνησε τη σεζλόνγκ της ώσπου ακοΰμπησε στη δική μου με έναν ξερό, ξύλινο κρότο. Παράξενο, αλλά η φωνή του κοριτσιού μου φαινόταν εντελώς διαφορετική, ανάλογα με το αν είχα τα μάτια μου κλειστά ή ανοιχτά> «Μπορώ να μιλήσω; Θα μιλάω χαμηλόφωνα και δεν χρειάζεται να μου απαντάς. Αν θέλεις μάλιστα μπορείς να κοιμηθείς. Δεν με πειράζει». «Εντάξει», είπα.

«Όταν οι άνθρωποι πεθαίνουν, είναι τόσο ωραία». Το στόμα της βρισκόταν τώρα ακριβώς δίπλα στ’ αυτί μου και τα λόγια της ήταν σαν να χύνονταν κατευθείαν μέσα μου, μαζί με τη ζεστή, υγρή ανάσα της, «Γιατί αυτό;» ρώτησα. Έβαλ’ ένα δάχτυλο στα χείλη μου σαν να ’θελε να τα σφραγίσει. «Όχι ερωτήσεις», είπε. «Και μην ανοίξεις τα μάτια σου. Εντάξει;» Το νεύμα μου ήταν τόσο λεπτό όσο κι η φωνή της. Έβγαλε το δάχτυλό της απ’ τα χείλη μου κι ακούμπησε τον καρπό του χεριού μου. «Πώς θα ήθελα να έχω ένα νυστέρι. Θα το άνοιγα για να δω τι έχει μέσα. Όχι, δεν εννοώ το πτώμα... Εννοώ το σάρκωμα του θανάτου. Είμαι σίγουρη ότι πρέπει να υπάρχει κάτι τέτοιο. Κάτι στρογγυλό και γλοιώδες, μ’ ένα σκληρό μικρό πυρήνα από πεθαμένα νεύρα. Θέλω να το βγάλω έξω απ’ το πεθαμένο σώμα, να το κόψω και να κοιτάξω μέσα. Πάντα ήθελα να μάθω με τι μοιάζει. Μπορεί να είναι όλο σκληρό, σαν οδοντόπαστα που έχει ξεραθεί μες στο σωληνάριό της. Κάπως έτσι πρέπει να είναι, δεν νομίζεις; Όχι, μην απαντάς. Απέξω μαλακό και γλοιώδες, αλλά όσο πιο μέσα πηγαίνεις, τόσο πιο σκληρό γίνεται. Θέλω ν’ ανοίξω με το νυστέρι το δέρμα και να βγάλω το γλοιώδες υλικό, κι ύστερα ν’ αρχίσω να το ανοίγω, κι όσο θα πλησιάζω στο κέντρο, τόσο πιο σκληρή θα γίνεται η ουσία του, ώσπου να φτάσω στο μικρό, σκληρό πυρήνα. Θα είναι τόσος δα μικρός, σαν μπίλια από ρουλεμάν, και πραγματικά σκληρός. Έτσι πρέπει να είναι, δεν νομίζεις;» Καθάρισε το λαιμό της μερικές φορές. «Αυτή η ιδέα μού ’χει καρφωθεί στο μυαλό αυτές τις μέρες. Ισως επειδή έχω τόσο πολύ χρόνο και δεν ξέρω τι να τον κάνω κάθε μέρα. Όταν δεν έχεις τίποτα να κάνεις, οι σκέψεις σου αποχαλινώνονται τόσο πολύ, που δεν μπορείς να τις ακολουθήσεις μέχρι το τέλος». Έβγαλε το δάχτυλό της απ’ τον καρπό μου και ήπιε την υπόλοιπη Κόκα κόλα της. Κατάλαβα πως το ποτήρι ήταν άδειο από τον ήχο που έκαναν τα παγάκια. «Μη νοιάζεσαι για τη γάτα — έχω το νου μου εγώ. Θα σε ειδοποιήσω αν εμφανιστεί ο Νομπόρου Γουατάγια. Κράτα τα μάτια σου κλειστά. Είμαι σίγουρη ότι κάπου εδώ γυρίζει ο Νομπόρου Γουατάγια. Όπου να ναι θα εμφανιστεί. Έρχεται. Το ξέρω ότι έρχεται από το χορτάρι, κάτω απ’ το φράχτη, σταματώντας στο δρόμο για να μυρίσει τα λουλούδια, σιγά σιγά ο Νομπόρου Γουατάγια πλησιάζει. Φέρε στο μυαλό σου αυτή την εικόνα». Προσπάθησα να σχηματίσω στο μυαλό μου την εικόνα της γάτας, αλλά το μόνο που κατάφερα ήταν να δω κάτι σαν μια θολή, κακοφωτισμένη φωτογραφία. Το φως του ήλιου που κατάφερνε να περάσει μέσ’ από τα βλέφαρά μου αποσταθεροποιούσε και διέχεε το εσωτερικό μου σκοτάδι, εμποδίζοντάς με να σχηματίσω στο μυαλό μου την ακριβή εικόνα της γάτας. Αντίθετα, αυτό που φαντάστηκα ήταν ένα κακό πορτρέτο, μια παράξενη, παραμορφωμένη εικόνα με κάποια στοιχεία να μοιάζουν λίγο με το πρωτότυπο, αλλά τα πιο σημαντικά να λείπουν. Δεν μπορούσα να θυμηθώ πώς ακριβώς ήταν η γάτα όταν περπατούσε.

Το κορίτσι ακούμπησε ξανά το δάχτυλό του στον καρπό τού χεριού μου σχηματίζοντας ένα παράξενο σχέδιο. Σαν να είχε δώσει κάποιο σύνθημα, ένα καινούργιο είδος σκοταδιού -διάφορετικό από κείνο που είχα νιώσει μέχρι τότεάρχισε να διεισδύει στη συνείδησή μου. Είχε μάλλον αρχίσει να με παίρνει ο ύπνος. Δεν ήθελα να συμβεί κάτι τέτοιο, αλλά δεν έβλεπα με ποιον τρόπο μπορούσα ν’ αντισταθώ. Το σώμα μου το ένιωθα σαν πτώμα -το πτώμα κάποιου άλλουέτσι όπως ήμουν βυθισμένος στο πανί της σεζλόνγκ. Μες στο σκοτάδι είδα τα τέσσερα πόδια του Νομπόρου Γουατάγια, τέσσερα άηχα καφετιά πόδια με τέσσερις φουσκωτές πατουσίτσες, πόδια που έτρεχαν αθόρυβα κάπου αλλού. Ναι, αλλά πού; «Μου φτάνουν μόνο δέκα λεπτά», είπε η γυναίκα στο τηλέφωνο. Όχι, πρέπει να έκανε λάθος. Μερικές φορές τα δέκα λεπτά δεν είναι δέκα λεπτά. Μπορούν να μακρύνουν και να κοντύνουν. Γι’ αυτό ήμουν απόλυτα σίγουρος. Όταν ξύπνησα, ήμουν μόνος. Το κορίτσι είχε εξαφανιστεί από τη σεζλόνγκ, που άγγιζε ακόμα τη δική μου. Η πετσέτα, τα τσιγάρα και το περιοδικό ήταν εκεί, αλλά όχι το ποτήρι και το κασετόφωνο. Ο ήλιος είχε αρχίσει την καθοδική του πορεία και η σκιά ενός κλαδιού της βελανιδιάς είχε καλύψει τα γόνατά μου. Το ρολόι μου έδειχνε τέσσερις και τέταρτο. Ανασηκώθηκα και κοίταξα ολόγυρα. Μεγάλη πρασιά, στεγνή λιμνούλα, φράχτης, πέτρινο πουλί, χρυσόβεργα, κεραία τηλεόρασης. Αλλά η γάτα πουθενά. Το ίδιο και το κορίτσι. Κοίταξα προς το γατομονοπάτι και περίμενα το κορίτσι να γυρίσει. Πέρασαν δέκα λεπτά και δεν εμφανίστηκε ούτε γάτα ούτε κορίτσι. Τα πάντα γύρω μου ήταν ακίνητα. Ένιωθα σαν να είχα γεράσει πολλά χρόνια όσο κοιμόμουν. Σηκώθηκα όρθιος και κοίταξα προς το σπίτι, όπου δεν υπήρχε καμιά ένδειξη ανθρώπινης παρουσίας. Η ημικυκλική τζαμαρία τού ισογείου αντανακλούσε τις ακτίνες του κουρασμένου ήλιου. Βαρέθηκα να περιμένω και διέσχισα την πρασιά για να βγω στο δρομάκι και να ξαναγυρίσω σπίτι. Δεν είχα βρει τη γάτα, αλλά τουλάχιστον είχα προσπαθήσει. Στο σπίτι μάζεψα τα στεγνά ρούχα κι άρχισα να ετοιμάζω κάτι απλό για βραδινό. Το τηλέφωνο χτύπησε δώδεκα φορές στις πεντέμισι, αλλά δεν σήκωσα το ακουστικό. Ακόμα κι όταν σταμάτησε να κουδουνίζει, ο ήχος του συνέχισε να διαπερνάει τη μελαγχολία του δειλινού σαν σκόνη αιωρούμενη στον αέρα. Με τις άκρες των νυχιών του, το ρολόι του τραπεζιού έπαιζε ταμπούρλο πάνω σ’ ένα διάφανο ντέφι που έπλεε στο διάστημα. Γιατί να μη γράψω ένα ποίημα για το κουρδιστό πουλί; Η ιδέα μού ήρθε ξαφνικά, αλλά δεν μπορούσα να βρω την αρχή. Πώς θ’ αντιδρούσαν οι μαθήτριες ενός γυμνασίου σ’ ένα ποίημα για ένα κουρδιστό πουλί; Η Κουμίκο επέστρεψε στις εφτάμισι. Τον τελευταίο μήνα γύριζε σπίτι όλο και πιο αργά. Δεν ήταν καθόλου ασυνήθιστο γι’ αυτή να επιστρέψει μετά τις οχτώ, και μερικές φορές μετά τις δέκα. Τώρα που ήμουν σπίτι και μαγείρευα, δεν ήταν ανάγκη να βιάζεται να γυρίσει. Έτσι κι αλλιώς, στη δουλειά

της είχαν χρόνια έλλειψη προσωπικού, και σαν να μην έφτανε αυτό, πρόσφατα είχε αρρωστήσει κι ένας συνάδελφός της. «Συγγνώμη», είπε. «Η δουλειά δεν έλεγε να τελειώσει, κι αυτό το καινούργιο κορίτσι που πήραμε για να βοηθήσει, δεν ξέρει καθόλου τη δουλειά». Πήγα στην κουζίνα και μαγείρεψα: ψάρι σοταρισμένο στο βούτυρο, σαλάτα και σούπα μίσο. Η Κουμίκο κάθισε στο τραπέζι τής κουζίνας κι ανέλαβε το σερβίρισμα. «Πού ήσουν στις πεντέμισι;» ρώτησε. «Προσπάθησα να σε πάρω για να σου πω ότι θ’ αργήσω». «Τέλειωσε το βούτυρο και πήγα στα μαγαζιά», είπα. «Πήγες στην τράπεζα;» «Βεβαίως». «Κι η γάτα;» «Δεν μπόρεσα να τη βρω. Πήγα στο άδειο σπίτι, όπως μου είπες, αλλά δεν υπήρχε ίχνος γάτας εκεί. Πάω στοίχημα ότι έχει πάει κάπου πιο μακριά», Η Κουμίκο δεν μίλησε. Όταν τελείωσα το μπάνιο μου μετά το φαγητό, βρήκα την Κουμίκο να κάθεται στο σαλόνι με τα φώτα σβηστά. Έτσι όπως καθόταν σκυφτή με το γκρίζο πουκάμισό της, έμοιαζε με αποσκευή αφημένη σε λάθος μέρος. Στεγνώνοντας τα μαλλιά μου με μια πετσέτα του μπάνιου, κάθισα στον καναπέ απέναντι από την Κουμίκο. Με φωνή που μετά βίας ακουγόταν, είπε, «Είμαι σίγουρη ότι η γάτα έχει πεθάνει». «Μη λες ανοησίες», απάντησα. «Είμαι σίγουρος ότι καλοπερνάει κάπου αλλοΰ. Όταν πεινάσει, θα γυρίσει. Το ίδιο είχε συμβεί και παλιότερα, θυμάσαι; Όταν μέναμε στο Κοέντζι...» «Αυτή τη φορά είν’ αλλιώς», είπε. «Αυτή τη φορά κάνεις λάθος. Το ξέρω. Η γάτα έχει πεθάνει. Και τώρα που μιλάμε, σαπίζει κάπου ανάμεσα στα χόρτα. Έψαξες στο χορτάρι στο άδειο σπίτι;» «Όχι, δεν έψαξα. Το σπίτι μπορεί να είναι άδειο, αλλά ανήκει σε κάποιον. Δεν μπορώ έτσι αυθαίρετα να μπω στην ξένη περιουσία». «Τότε πώς λες ότι έψαξες για τη γάτα; Πάω στοίχημα ότι δεν έκανες καν προσπάθεια. Γι’ αυτό δεν τη βρήκες». Αναστέναξα και σκούπισα ξανά τα μαλλιά μου με την πετσέτα. Άρχισα να μιλάω, αλλά σταμάτησα όταν διαπίστωσα πως η Κουμίκο έκλαιγε. Ήταν αναμενόμενο: η Κουμίκο αγαπούσε τη γάτα. Την

είχαμε πάρει λίγο μετά το γάμο μας. Έβαλα την πετσέτα μου στο καλάθι του μπάνιου και πήγα στην κουζίνα να πάρω μια μπίρα. Τι χαζή μέρα κι αυτή: μια χαζή μέρα ενός χαζοΰ μήνα ενός χαζού χρόνου. Νομπόρου Γουατάγια, πού είσαι; Μήπως το κουρδιστό πουλί ξέχασε να σε κουρδίσει; Τα λόγια μού ήρθαν αυθόρμητα, σαν αυτοσχέδια στιχάκια. Νομπόρου Γονατάγια, πού είσαι; Μήπως το κουρδιστό πονλί ξέχασε να σε κουρδίσει; Όταν είχα πιει τη μισή σχεδόν μπίρα, άρχισε να χτυπάει το τηλέφωνο. «Μπορείς να το πάρεις;» φώναξα μες στο σκοτάδι του σαλονιού. «Δεν μπορώ», απάντησε. «Πάρ’ το εσύ». «Δεν θέλω». Το τηλέφωνο συνέχισε να χτυπάει αναδεύοντας τη σκόνη που στροβιλιζόταν στο σκοτάδι. Κανείς μας δεν μίλησε. Ήπια την μπίρα μου και η Κουμίκο συνέχισε να κλαίει σιωπηλά. Μέτρησα είκοσι κουδουνίσματα και μετά σταμάτησα. Και το μέτρημα είχε κάποια όρια.

Πανσέληνος και έκλειψη ηλίου Τα άλογα που πεθαίνουν στους στάβλους Είναι τελικά δυνατόν ένας άνθρωπος να καταλάβει απόλυτα κάποιον άλλο; Μπορεί να επενδύουμε άπειρο χρόνο κι ενέργεια στην επίμονη προσπάθεια ν’ αναγνωρίσουμε κάποιο άλλο πρόσωπο, αλλά στο τέλος πόσο κοντά μπορούμε να φτάσουμε στην ουσία αυτού του προσώπου; Πείθουμε τον εαυτό μας ότι ξέρουμε το άλλο άτομο καλά, αλλά μαθαίνουμε ποτέ τίποτα σημαντικό για οποιονδήποτε; Άρχισα να σκέφτομαι σοβαρά αυτά τα ζητήματα μια βδομάδα αφότου εγκατέλειψα τη δουλειά μου στη νομική εταιρεία. Ποτέ μέχρι τότε -ποτέ στη ζωή μου ολόκληρηδεν είχα τέτοιους προβληματισμούς, Γιατί όχι; θα με ρωτήσετε. "Ισως γιατί η ίδια η ζωή δεν μου το επέτρεπε. Ήμουν τόσο απασχολημένος με άλλα πράγματα, ώστε δεν μου έμενε χρόνος να σκεφτώ τον εαυτό μου. Οι σκέψεις αυτές ξεκίνησαν από κάτι τετριμμένο, όπως άλλωστε όλα τα σπουδαία σ’ αυτό τον κόσμο αρχίζουν από κάτι ταπεινό κι ασήμαντο. Ένα πρωί, όταν η Κουμίκο έφαγε βιαστικά το πρόγευμά της κι έφυγε για τη δουλειά, έβαλα τ’ άπλυτα στο πλυντήριο, έστρωσα το κρεβάτι, έπλυνα τα πιάτα και πέρασα το σπίτι με την ηλεκτρική σκούπα. Ύστερα, με τη γάτα δίπλα μου, κάθισα στη βεράντα κοιτάζοντας τις αγγελίες για υπαλλήλους και για πωλήσεις αντικειμένων. To μεσημέρι έφαγα και πήγα στο σούπερ μάρκετ. Εκεί αγόρασα τ’ απαραίτητα για το βραδινό κι από έναν πάγκο με προϊόντα σε τιμή ευκαιρίας αγόρασα απορρυπαντικό, χαρτομάντιλα και χαρτί τουαλέτας. Όταν γύρισα σπίτι, έκανα τις απαραίτητες προετοιμασίες για το βραδινό και ξάπλωσα στον καναπέ μ’ ένα βιβλίο, περιμένοντας να γυρίσει η Κουμίκο. Έχοντας πρόσφατα βρεθεί χωρίς δουλειά, έβρισκα αυτού του είδους τη ζωή αναζωογονητική. Δεν χρειαζόταν πια να πηγαίνω στη δουλειά κάθε πρωί και να γυρίζω μέσα σε ασφυκτικά γεμάτα βαγόνια, ούτε να συναντιέμαι με ανθρώπους που δεν ήθελα να συναντήσω. Και το καλύτερο απ’ όλα: μπορούσα να διαβάσω όποιο βιβλίο ήθελα, όποια ώρα ήθελα. Δεν είχα ιδέα πόσο μπορούσε να διαρκέσει αυτό το στιλ ζωής, αλλά μετά από μια βδομάδα τουλάχιστον άρχισα να το απολαμβάνω, αποφεύγοντας όσο μπορούσα να σκέφτομαι το μέλλον. Ήταν οι πρώτες μεγάλες διακοπές στη ζωή μου. Κάποια στιγμή θα τέλειωναν, αλλά ώς τότε ήμουν αποφασισμένος να τις απολαύσω. Εκείνο το συγκεκριμένο βράδυ ωστόσο μου ήταν αδύνατο ν’ αφοσιωθώ στην απόλαυση του διαβάσματος, γιατί η Κουμίκο αργούσε να γυρίσει από τη δουλειά. Ποτέ δεν γύριζε μετά τις εξήμισι, κι αν νόμιζε ότι θα καθυστερήσει έστω και δέκα λεπτά, πάντα μ’ έπαιρνε τηλέφωνο και μου το ’λεγε. Ήταν πάντα έτσι: σχεδόν εξωφρενικά ευσυνείδητη. Εκείνη τη μέρα όμως είχε παραβεί τις συνήθειές της. Ήταν περασμένες εφτά κι εκείνη ήταν άφαντη χωρίς να έχει τηλεφωνήσει. Το κρέας και τα λαχανικά ήταν έτοιμα και περίμεναν να τα μαγειρέψω τη στιγμή που θα έμπαινε. Όχι πως είχα στο μυαλό μου κανένα τρομερό και φοβερό συμπόσιο: θα έφτιαχνα στο τηγάνι λεπτές φέτες βοδινού, κρεμμύδια, πράσινες πιπεριές και φύτρα φασολιών με λίγο αλάτι, πιπέρι, σόγια και μπίρα μια συνταγή από τα φοιτητικά μου χρόνια. Το ρύζι ήταν έτοιμο, η σούπα μίσο ζεστή και τα λαχανικά κομμένα φέτες και χωρισμένα σε ξεχωριστούς σωρούς σ’ ένα μεγάλο πιάτο, έτοιμα για το γουόκ. Το μόνο που έλειπε ήταν η Κουμίκο. Πεινούσα αρκετά και σκέφτηκα να μαγειρέψω τη δική μου μερίδα για να φάω μόνος, αλλά δεν μου πήγαινε να το κάνω. Απλώς δεν μου φαινόταν σωστό.

Κάθισα στο τραπέζι της κουζίνας σιγοπίνοντας μπίρα και μασουλώντας μερικά πανιασμένα κράκερ σόδας που είχα βρει σ’ ένα ντουλάπι. Παρακολουθούσα το μικρό δείκτη του ρολογιού να προχωράει και τελικά να περνάει το όριο των εφτάμισι. Ήταν περασμένες εννέα όταν γύρισε. Έδειχνε εξαντλημένη. Τα μάτια της ήταν πρησμένα και κατακόκκινα: κακό σημάδι. Κάθε φορά που τα μάτια της ήταν έτσι, κάτι της είχε συμβεί. Εντάξει, είπα στον εαυτό μου, μείνε ψύχραιμος, μίλα απλά, αβίαστα και φυσικά. Μην εξάπτεσαι. «Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο έχω στενοχωρηθεί», είπε η Κουμίκο. «Ήταν μια δουλειά που μας πήγαινε όλο ανάποδα. Σκέφτηκα να σου τηλεφωνήσω, αλλά όλο έβγαιναν μπροστά μου πράγματα και δεν αξιώθηκα τελικά». «Δεν πειράζει, εντάξει, μη στενοχωριέσαι», είπα όσο πιο ανέμελα μπορούσα. Και στην πραγματικότητα δεν ένιωθα καθόλου άσχημα για το θέμα. Είχα πάθει κι εγώ κάτι ανάλογο πολλές φορές. Το να πηγαίνεις στη δουλειά μπορεί μερικές φορές να είναι πάρα πολύ σκληρό, κι όχι κάτι γλυκό και ήρεμο σαν να κόβεις τ’ ωραιότερο τριαντάφυλλο του κήπου για την άρρωστη γιαγιά σου και να πηγαίνεις δυο στενά παρακάτω για να περάσεις τη μέρα σου μαζί της. Μερικές φορές πρέπει να κάνεις δυσάρεστα πράγματα για δυσάρεστους ανθρώπους, και ξεχνάς ακόμα και να πάρεις τηλέφωνο σπίτι σου. Δεν χρειάζεται παρά τριάντα δευτερόλεπτα για να σηκώσεις το ακουστικό και να πεις «Θ’ αργήσω απόψε», και τηλέφωνα υπάρχουν παντού, αλλ’ απλώς δεν μπορείς να το κάνεις. Άρχισα να μαγειρεύω: άνοιξα το γκάζι, έβαλα λάδι στο γουόκ. Η Κουμίκο πήρε μια μπίρα από το ψυγείο κι ένα ποτήρι από το ντουλάπι, επιθεώρησε στα γρήγορα το φαγητό που ετοιμαζόμουν να μαγειρέψω και κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας χωρίς να πει λέξη. Κρίνοντας απ’ το ύφος της, δεν πρέπει ν’ απολάμβανε ούτε την μπίρα της. «Θα ’πρεπε να είχες φάει χωρίς εμένα», είπε. «Δεν πειράζει. Δεν πείναγα και τόσο πολύ». Όταν τηγάνισα το κρέας και τα λαχανικά, η Κουμίκο πήγε να πλυθεί. Την άκουγα να πλένει το πρόσωπό της και να βουρτσίζει τα δόντια της. Λίγο αργότερα βγήκε από το μπάνιο κρατώντας κάτι στο χέρι. Ήταν το χαρτί τουαλέτας και τα χαρτομάντιλα που είχα αγοράσει απ’ το σούπερ μάρκετ. «Γιατί αγόρασες τέτοια πράγματα;» με ρώτησε με φωνή κουρασμένη. Κρατώντας στο χέρι το γουόκ, την κοίταξα. Ύστερα κοίταξα το κουτί με τα χαρτομάντιλα και το πακέτο με το χαρτί τουαλέτας. Δεν είχα ιδέα για ποιο πράγμα μού μιλούσε. «Τι εννοείς; Είναι χαρτομάντιλα και χαρτί τουαλέτας. Τα χρειαζόμαστε. Δεν έχουμε ξεμείνει, είν’ αλήθεια, αλλά δεν θα πάθουν και τίποτα αν μείνουν για λίγο αχρησιμοποίητα». «Όχι, φυσικά όχι. Αλλά γιατί πήρες γαλάζια χαρτομάντιλα και λουλουδάτο χαρτί τουαλέτας;» «Δεν το καταλαβαίνω αυτό», είπα συγκρατημένα. «Τα είχανε σε τιμή ευκαιρίας. Τα γαλάζια χαρτομάντιλα δεν θα κάνουν τη μύτη σου γαλάζια. Ποιο είναι το πρόβλημα;»

«Για μένα είναι πρόβλημα. Σιχαίνομαι τα γαλάζια χαρτομάντιλα και το εμπριμέ χαρτί τουαλέτας. Δεν το ήξερες;» «Όχι, δεν το ήξερα», είπα. «Γιατί τα σιχαίνεσαι;» «Πού να ξέρω εγώ γιατί τα σιχαίνομαι. Έτσι είμαι φτιαγμένη. Εσύ απεχθάνεσαι τα καρεδάκια των τηλεφώνων, τα θερμός με λουλουδάτα σχήματα, τα τζιν καμπάνα με καρφιά, και δεν σ’ αρέσει να κάνω μανικιούρ στα νύχια μου. Ούτ’ εσύ ξέρεις γιατί. Είναι θέμα γούστου». Στην πραγματικότητα θα μπορούσα να εξηγήσω τους λόγους που δεν μ’ άρεσαν όλ’ αυτά τα πράγματα, αλλά φυσικά δεν το έκανα. «Εντάξει», είπα. «Είναι θέμα γούστου. Αλλά θες να πεις ότι στα έξι χρόνια που είμαστε παντρεμένοι δεν αγόρασες ούτε μία φορά γαλάζια χαρτομάντιλα κι εμπριμέ χαρτί τουαλέτας;» «Ποτέ. Ούτε μία φορά». «Αλήθεια;» «Ναι, αλήθεια. Τα χαρτομάντιλα που αγοράζω είναι ή άσπρα ή κίτρινα ή ροζ. Και ποτέ δεν αγοράζω χαρτί τουαλέτας με σχηματάκια. Σοκάρομαι και στη σκέψη ότι μπορεί να ζεις μαζί μου όλ’ αυτά τα χρόνια και να μην το ξέρεις». Ήταν και για μένα ένα σοκ η συνειδητοποίηση ότι σε έξι ολόκληρα χρόνια που ήμασταν μαζί δεν είχα ποτέ χρησιμοποιήσει γαλάζια χαρτομάντιλα ή εμπριμέ χαρτί τουαλέτας. «Και μια που πιάσαμε αυτό το θέμα, πρέπει να σου πω και κάτι ακόμα», συνέχισε. «Απεχθάνομαι το τηγανητό βοδινό με πράσινες πιπεριές. Αυτό το ήξερες;» «Όχι, δεν το ήξερα», είπα. «Ε, λοιπόν, είν’ αλήθεια. Και μη με ρωτήσεις γιατί. Απλώς δεν μπορώ να τα μυρίσω όταν τηγανίζονται μαζί στο ίδιο τηγάνι». «Θες να πεις ότι στα έξι χρόνια δεν μαγείρεψες ούτε μία φορά βοδινό με πράσινες πιπεριές;» Κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Τρώω πράσινες πιπεριές στη σαλάτα. Τηγανίζω βοδινό με κρεμμύδια. Αλλά ποτέ δεν τηγάνισα βοδινό και πράσινες πιπεριές μαζί». Αναστέναξα βαθιά, «Δεν παραξενεύτηκες ποτέ;» με ρώτησε. «Να παραξενευτώ; Ούτε καν το παρατήρησα», είπα, προσπαθώντας απεγνωσμένα να θυμηθώ εάν, από τότε που είχα παντρευτεί, είχα φάει ποτέ τηγανητό βοδινό με πράσινες πιπεριές. Φυσικά, ήταν αδύνατο να θυμηθώ κάτι τέτοιο. «Ζεις μαζί μου όλον αυτό τον καιρό», είπε εκείνη, «αλλά ποτέ δεν μου έδωσες σημασία. Το μόνο

που σκέφτεσαι είναι ο εαυτός σου». «Αααα, μια στιγμή», είπα κλείνοντας το γκάζι κι αφήνοντας το τηγάνι στο μάτι. «Ας μην το παρακάνουμε. Μπορεί να έχεις δίκιο. Μπορεί να μην έδινα ιδιαίτερη σημασία σε πράγματα όπως τα χαρτομάντιλα, το χαρτί τουαλέτας και το βοδινό με πράσινες πιπεριές. Αλλ’ αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έδινα σημασία σ’ εσένα. Δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου τι χρώμα χαρτομάντιλα χρησιμοποιώ. Εντάξει, θα είχα ένα μικρό πρόβλημα με τα μαΰρα, αλλά λευκά, μπλε, κόκκινα δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου. Και είναι το ίδιο ακριβώς με το βοδινό και τις πράσινες πιπεριές. Μαζί, χώρια τι σημασία έχει; Η ίδια η ιδέα να τηγανίζει κανείς βοδινό με πράσινες πιπεριές θα μπορούσε να εξαφανιστεί από προσώπου γης χωρίς να με νοιάξει καθόλου. Αλλ’ αυτό δεν έχει καμιά σχέση μ’ εσένα, με την ουσία σου, μ’ αυτό που κάνει την Κουμίκο Κουμίκο. Ή μήπως κάνω λάθος;» Αντί να μου απαντήσει, απότέλειωσε την μπίρα της με δυο μεγάλες γουλιές και κάρφωσε το βλέμμα της στο άδειο μπουκάλι. Πέταξα το περιεχόμενο του τηγανιού στα σκουπίδια. Στο διάολο το βοδινό κι οι πράσινες πιπεριές και τα κρεμμύδια και τα φύτρα φασολιών. Περίεργο. Τη μια στιγμή τροφή, την άλλη σκουπίδια. Άνοιξα μια μπίρα και ήπια κατευθείαν απ’ το μπουκάλι. «Γιατί το έκανες αυτό;» ρώτησε. «Επειδή το απεχθάνεσαι τόσο πολύ». «θα μπορούσες να το φας εσύ». «Ξαφνικά μου ’φυγε η όρεξη για βοδινό και πράσινες πιπεριές». Ανασήκωσε τους ώμους της. «Έτσι είναι αν έτσι σου αρέσει». Ακούμπησε τα χέρια της στο τραπέζι και στήριξε πάνω τους το πρόσωπό της. Για λίγη ώρα έμεινε σ’ αυτή τη στάση. Έβλεπα ότι δεν έκλαιγε και δεν κοιμόταν. Κοίταξα το άδειο τηγάνι στην κουζίνα, κοίταξα την Κουμίκο και ήπια την μπίρα μου. Είναι τρελό. Πώς είναι δυνατό να δίνει κανείς σημασία στο χαρτί τουαλέτας και στις πράσινες πιπεριές; Όμως την πλησίασα κι έβαλα το χέρι μου στον ώμο της. «Εντάξει», είπα. «Καταλαβαίνω τώρα. Δεν θα ξαναγοράσω ποτέ γαλάζια χαρτομάντιλα ή εμπριμέ χαρτί τουαλέτας. Στο υπόσχομαι. Αύριο θα πάω πίσω στο σούπερ μάρκετ αυτά που αγόρασα και θα τ’ αλλάξω. Αν δεν μου τ’ αλλάξουν, θα τα κάψω στην αυλή. Και θα σκορπίσω τις στάχτες στη θάλασσα. Ούτε θα ξαναφτιάξω βοδινό και πράσινες πιπεριές. Ποτέ πια. Σύντομα θα έχει φύγει κι η μυρωδιά και δεν θα χρειαστεί να το ξανασκεφτούμε. Εντάξει;» Όμως εκείνη συνέχιζε να μη λέει τίποτα. Σκέφτηκα να βγω έξω να περπατήσω καμιά ώρα κι όταν γυρίσω να τη βρω με αλλαγμένη διάθεση, αλλά ήξερα ότι δεν υπήρχε καμιά περίπτωση να συμβεί κάτι τέτοιο. Θα έπρεπε να λύσω το πρόβλημα μόνος μου. «Κοίτα, είσαι κουρασμένη», είπα. «Γιατί δεν ξεκουράζεσαι λίγο και μετά να πάμε να φάμε καμιά

πίτσα; Πότε ήταν η τελευταία φορά που φάγαμε πίτσα; Με αντζοΰγιες και κρεμμύδι. Θα πάρουμε μία και θα τη μοιράσουμε στα δυο. Δεν θα πάθουμε τίποτα αν τρώμε που και που έξω». Οΰτε αυτό είχε αποτέλεσμα. Συνέχιζε να κάθεται με το πρόσωπο ακουμπισμένο στα χέρια της. Δεν ήξερα τι άλλο να πω. Κάθισα στην απέναντι πλευρά του τραπέζιου και την κοίταζα. Μέσ’ από τα κοντά μαύρα μαλλιά της φαινόταν το ένα της αυτί. Φορούσε ένα σκουλαρίκι που δεν το είχα ξαναδεί, ένα μικρό χρυσό σκουλαρίκι σε σχήμα ψαριού. Πού μπορεί να είχε αγοράσει κάτι τέτοιο; Μου ήρθε η επιθυμία να καπνίσω. Φαντάστηκα τον εαυτό μου να βγάζω το πακέτο και τον αναπτήρα απ’ την τσέπη μου, να βάζω το φίλτρο ενός τσιγάρου στα χείλη μου και να το ανάβω. Τράβηξα μια ρουφηξιά αέρα. Η βαριά μυρωδιά του τηγανητού βοδινού και των λαχανικών με χτύπησε δυνατά. Πεινούσα σαν λύκος. Το μάτι μου έπεσε στο ημερολόγιο του τοίχου. Αυτό το ημερολόγιο έδειχνε τις φάσεις της σελήνης. Πλησίαζε πανσέληνος. Φυσικά: όπου να ναι η Κουμίκο θα είχε περίοδο. Μόνον όταν ήμουν πια παντρεμένος κατάλαβα για τα καλά πως ήμουν κάτοικος της γης, του τρίτου πλανήτη του ηλιακού συστήματος. Ζούσα στη γη, η γη περιστρεφόταν γύρω απ’ τον ήλιο, και γύρω από τη γη περιστρεφόταν η σελήνη. Είτε μου άρεσε είτε όχι, αυτό θα συνεχιζόταν αιώνια (ή για ένα χρονικό διάστημα που σε σχέση με τη ζωή μου θα μπορούσε να θεωρηθεί αιωνιότητα). Αυτό που με ανάγκασε να δω τα πράγματα έτσι ήταν η απόλυτη ακρίβεια του γυναικολογικού κύκλου της γυναίκας μου. Αντιστοιχούσε απόλυτα με τη φέξη και τη χάση της σελήνης. Και η περίοδός της ήταν πάντα δύσκολη. Τη χαρακτήριζε μια αστάθεια -θα μπορούσα να πω κατάθλιψη— γι’ αρκετές μέρες πριν αρχίσει. Έτσι ο κύκλος της έγινε και δικός μου κύκλος. Έπρεπε να προσέχω να μη δημιουργώ περιττά προβλήματα τις ευαίσθητες μέρες του μήνα. Πριν παντρευτούμε, σχεδόν ποτέ δεν παρατηρούσα τις φάσεις της σελήνης. Μπορεί καμιά φορά να έβλεπα το φεγγάρι . στον ουρανό, αλλά το σχήμα που είχε κάθε φορά δεν με αφορούσε καθόλου. Τώρα το σχήμα της σελήνης ήταν κάτι που κουβαλούσα πάντα στο μυαλό μου. Είχα πάει με αρκετές γυναίκες πριν από την Κουμίκο, και φυσικά η καθεμιά είχε τη δική της περίοδο. Κάποιες ήταν δύσκολες, κάποιες εύκολες, κάποιες τελείωναν σε τρεις μέρες, άλλες κρατούσαν μια βδομάδα* μερικές ήταν τακτικές, άλλες αργούσαν δέκα μέρες και μου προκαλούσαν κάθε φορά πανικό’ μερικές γυναίκες έπεφταν σε μελαγχολία, άλλες δεν είχαν καμιά επίπτωση. Μέχρι που παντρεύτηκα την Κουμίκο, δεν είχα συζήσει ποτέ με άλλη γυναίκα. Μέχρι τότε οι κύκλοι της φύσης σήμαιναν την αλλαγή των εποχών. Το χειμώνα έβγαζα τα χειμωνιάτικα, το καλοκαίρι φορούσα σανδάλια. Με το γάμο δεν υιοθέτησα μόνο μια συγκάτοικο αλλά και μια καινούργια έννοια περιοδικότητας: τις φάσεις της σελήνης. Μόνο μια φορά είχε χάσει τον κύκλο της για μερικούς μήνες, τότε που ήταν έγκυος. «Συγγνώμη», είπε σηκώνοντας το πρόσωπό της. «Δεν είχα σκοπό να ξεσπάσω πάνω σου. Είμαι κουρασμένη κι έχω τα νεύρα μου». «Εντάξει, δεν πειράζει», είπα. «Μη δίνεις σημασία. Όταν είσαι κουρασμένη, πρέπει σε κάποιον να ξεσπάς. Σε κάνει να νιώθεις καλύτερα».

Η Κουμίκο πήρε μια μακρόσυρτη, αργή ανάσα, την κράτησε μέσα της για λίγο κι ύστερα την άφησε να βγει. «Εσύ;» ρώτησε. «Τι εγώ;» «Εσύ ποτέ δεν ξεσπάς σε κάποιον άλλο όταν είσαι κουρασμένος. Εγώ όμως ξεσπάω. Γιατί συμβαίνει αυτό;» Κούνησα το κεφάλι μου. «Δεν το είχα παρατηρήσει», είπα. «Περίεργο δεν είναι;» «Μπορεί μέσα σου να έχεις κάτι σαν βαθύ πηγάδι και να φωνάζεις στο στόμιό του, “Ε, ο βασιλιάς έχει αυτιά γαϊδάρου!”, κι υστέρα όλα να είναι μέλι γάλα». Το σκέφτηκα για λίγο. «Μπορεί να είναι κι έτσι», είπα. Η Κουμίκο ξανακοίταξε το άδειο μπουκάλι της μπίρας. Κοίταξε την ετικέτα, μετά το στόμιο και μετά έπιασε το λαιμό του μπουκαλιού με τα δάχτυλά της κι άρχισε να τον στριφογυρνάει. «Πλησιάζει η περίοδός μου», είπε. «Νομίζω ότι γι’ αυτό είμαι στις μαύρες μου». «Το ξέρω», είπα. «Μη σε νοιάζει. Δεν είσαι η μόνη. Χιλιάδες άλογα πεθαίνουν όταν έχει πανσέληνο». Άφησε απ’ τα χέρια της το μπουκάλι, άνοιξε το στόμα της και με κοίταξε. «Τώρα, αυτό πώς σου ήρθε ξαφνικά;» «Το διάβασα στην εφημερίδα τις προάλλες. Είχα σκοπό να στο πω, αλλά το ξέχασα. Ήταν μια συνέντευξη μ’ έναν κτηνίατρο. Έλεγε πως τα άλογα επηρεάζονται πάρα πολύ από τις φάσεις της σελήνης σωματικά και συναισθηματικά. Τα εγκεφαλικά τους κύματα είναι σαν να τρελαίνονται όταν πλησιάζει η πανσέληνος κι αρχίζουν να έχουν όλων των ειδών τα ψυχοσωματικά προβλήματα. Μετά, τη νύχτα που έχει πανσέληνο, πολλά απ’ αυτά αρρωσταίνουν κι ένας μεγάλος αριθμός τους πεθαίνει. Κανείς δεν ξέρει ακριβώς γιατί συμβαίνει αυτό, αλλά οι στατιστικές αποδεικνύουν πως είν’ αλήθεια. Οι κτηνίατροι που έχουν ειδικότητα στα άλογα δεν προλαβαίνουν καν να κοιμηθούν τις νύχτες με πανσέληνο. Τ ρέχουν συνεχώς». «Ενδιαφέρον», είπε η Κουμίκο. «Η έκλειψη ηλίου όμως είναι ακόμη χειρότερη. Είναι κανονική > τραγωδία για τ’ άλογα. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσα άλογα πεθαίνουν την ώρα μιας ολικής έκλειψης. Εν πάση περιπτώσει, το μόνο που θέλω να πω είναι ότι αυτή ακριβώς τη στιγμή κάποια άλογα πεθαίνουν σ’ όλο τον κόσμο. Σε σύγκριση μ’ αυτό, δεν έχει και τόση σημασία που ξεσπάς πάνω σε κάποιον. Γι’ αυτό καλό είναι να μη δίνεις σημασία. Σκέψου τ’ άλογα που πεθαίνουν. Σκέψου τα ξαπλωμένα πάνω στο άχυρο σε κάποιο στάβλο κάτω από την πανσέληνο, με αφρούς στο στόμα, ν’ αφήνουν την τελευταία τους πνοή».

Για μια στιγμή φάνηκε να σκέφτεται τ’ άλογα να πεθαίνουν . στους στάβλους. «Καλά, πρέπει να το παραδεχτώ», είπε εγκαταλείποντας τη μάχη, «θα μπορούσες να πουλήσεις οτιδήποτε σ’ οποιονδήποτε». «Εντάξει λοιπόν», είπα. «Άλλαξε ρούχα και πάμε για πίτσα». Εκείνη τη νύχτα, στη σκοτεινή μας κρεβατοκάμαρα, βρέθηκα ξαπλωμένος δίπλα στην Κουμίκο κοιτάζοντας το ταβάνι και ρωτώντας τον εαυτό μου: τι ήξερα πραγματικά γι’ αυτή τη γυναίκα; Το ρολόι έδειχνε δύο τα ξημερώματα. Εκείνη κοιμόταν βαθιά. Μες στο σκοτάδι άρχισαν να περνάνε απ’ το μυαλό μου γαλάζια χαρτομάντιλα, εμπριμέ χαρτιά τουαλέτας και τηγάνια γεμάτα βοδινό με πράσινες πιπεριές. Είχα ζήσει μαζί της όλον αυτό τον καιρό αγνοώντας πόσο μισούσε αυτά τα πράγματα. Όλ’ αυτά ήταν ασήμαντα. Βλακώδη. Καταγέλαστα και ανάξια λόγου. Είχαμε καβγαδίσει αρκετές φορές, αλλά πάντα το ξεχνούσαμε σε μερικές μέρες. Όμως αυτός ο καβγάς ήταν διαφορετικός. Με ανησυχούσε μ’ έναν περίεργο, καινούργιο τρόπο, σκάβοντας μέσα μου σαν ψαροκόκαλο καρφωμένο στο οισοφάγο. Μπορεί -υπήρχε μια πιθανότητα να ήταν πιο σοβαρό απ’ ό,τι φαινόταν. Μπορεί αυτό να ήταν το τελειωτικό χτύπημα: η χαριστική βολή. Ή μπορεί να ήταν η αρχή αυτού που θα οδηγούσε στη χαριστική βολή. Μπορεί να βρισκόμουν στην είσοδο κάποιου μεγάλου πράγματος και μέσα να κρυβόταν ένας κόσμος που ανήκε αποκλειστικά και μόνο στην Κουμίκο, ένας απέραντος κόσμος που εγώ δεν είχα γνωρίσει ποτέ. Το είδα σαν ένα μεγάλο, σκοτεινό δωμάτιο. Στεκόμουν εκεί κρατώντας έναν αναπτήρα, με τη μικρή φλογίτσα του να μου δείχνει ένα ελάχιστο μέρος του δωματίου. Θα έβλεπα ποτέ το υπόλοιπο; Ή θα γερνούσα και θα πέθαινα χωρίς να μάθω ποτέ την Κουμίκο; Αν αυτή ήταν η μοίρα μου, τότε τι νόημα είχε η συζυγική ζωή που ζοΰσα; Τι νόημα είχε η ζωή μου γενικότερα αν την περνούσα στο κρεβάτι με μια άγνωστη σύντροφο; Αυτά σκεφτόμουν εκείνη τη νύχτα και, κατά διαστήματα, γι’ αρκετό καιρό μετά. Πολΰ αργότερα κατάλαβα πως είχα πάρει το μονοπάτι που οδηγούσε στην καρδιά του προβλήματος.

Το καπέλο της Μάλτας Κάνο Σέρμπετ Τόουν, Άλεν Γκίνσμπεργκ και οι Σταυροφόροι

Καθώς μαγείρευα για μεσημέρι, ξαναχτύπησε το τηλέφωνο. Είχα κόψει δυο φέτες ψωμί, τις είχα αλείψει με βούτυρο και μουστάρδα, είχα βάλει ανάμεσά τους φέτες ντομάτα και τυρί και τις είχα τοποθετήσει πάνω στο ξΰλο της κουζίνας έτοιμος να τις κόψω στη μέση, όταν άρχισε να χτυπάει το τηλέφωνο. Μετά το τρίτο κουδούνισμα έκοψα το σάντουιτς στα δυο. Ύστερα το έβαλα σ’ ένα πιάτο, σκούπισα το μαχαίρι και το ξανατόποθέτησα στο συρτάρι του και μετά έβαλα σ’ ένα φλιτζάνι λίγο ξαναζεσταμένο καφέ. Το τηλέφωνο συνέχισε να χτυπάει. Μπορεί να χτύπησε μέχρι και δεκαπέντε φορές. Η υπομονή μου κάποια στιγμή εξαντλήθηκε, οπότε σήκωσα το ακουστικό. Θα προτιμούσα να μην είχα απαντήσει, αλλά μπορεί να ήταν η Κουμίκο. «Γεια σας», είπε μια γυναικεία φωνή, μια φωνή που δεν την είχα ξανακούσει. Δεν ανήκε ούτε στην Κουμίκο ούτε στην περίεργη γυναίκα που με είχε πάρει τις προάλλες την ώρα που μαγείρευα μακαρόνια. «Θα μπορούσα μήπως να μιλήσω με τον κύριο Τόρου Οκάντα;» είπε η φωνή σαν να διάβαζε φράσεις από βιβλίο. «Ο ίδιος», είπα. «Ο σύζυγος της κυρίας Κουμίκο Οκάντα;» «Σωστά», είπα. «Η Κουμίκο Οκάντα είναι γυναίκα μου». «Και ο μεγαλύτερος αδερφός της κυρίας Οκάντα συμβαίνει να είναι ο Νομπόρου Γουατάγια;» «Και πάλι σωστά», είπα με θαυμαστή αυτοσυγκράτηση. «Ο Νομπόρου Γουατάγια είναι ο μεγαλύτερος αδερφός της γυναίκας μου». «Αγαπητέ κύριε, τ’ όνομά μου είναι Κάνο». Περίμενα να συνεχίσει. Η ξαφνική αναφορά της στο μεγαλύτερο αδερφό της Κουμίκο μ’ έκανε επιφυλακτικό. Με το πίσω μέρος του μολυβιού που ήταν πλάι στο τηλέφωνο έξυσα τον αυχένα μου. Πέρασαν πέντε δευτερόλεπτα, ίσως και παραπάνω, αλλά η γυναίκα παρέμενε σιωπηλή. Κανένας ήχος δεν ερχόταν απ’ το ακουστικό, σαν να είχε καλύψει η συνομιλήτριά μου το μικρόφωνο με το χέρι της και να μιλούσε με κάποιον δίπλα της, «Εμπρός», είπα κάπως ανήσυχος.

«Παρακαλώ, συγχωρήστε με, κύριέ μου», είπε ξαφνικά η φωνή της γυναίκας. «Κι εν τοιαύτη περιπτώσει, θα μου επιτρέψετε να ζητήσω την άδειά σας να σας καλέσω αργότερα;» «Γιά μια στιγμή», είπα. «Μήπως » Πριν προλάβω να συνεχίσω, μου έκλεισε το τηλέφωνο. Κοίταξα απορημένος το ακουστικό, ύστερα το ξανάβαλα στ’ αυτί μου. Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία: η γυναίκα μού είχε κλείσει το τηλέφωνο κατάμουτρα. Με μια απροσδιόριστη αίσθηση δυσαρέσκειας γύρισα στο τραπέζι της κουζίνας, ήπια τον καφέ μου κι έφαγα το σάντουιτς που είχα φτιάξει. Πριν χτυπήσει το τηλέφωνο, είχα κάτι σχεδιάσει να κάνω, αλλά τώρα δεν μπορούσα να θυμηθώ τι. Την ώρα που ήμουν έτοιμος να κόψω το σάντουιτς στη μέση με το μαχαίρι, είμαι σίγουρος ότι κάτι σκεφτόμουν. Κάτι σημαντικό. Κάτι που προσπαθούσα να θυμηθώ για πολλή ώρα. Τα είχα καταφέρει ακριβώς τη στιγμή που επρόκειτο να κόψω το σάντουιτς στα δύο, αλλά τώρα η σκέψη είχε κάνει φτερά. Μασουλώντας το σάντουιτς προσπάθησα να την επαναφέρω. Όμως εκείνη δεν μου έκανε τη χάρη. Είχε γυρίσει στα σκοτεινά τρίσβαθα του μυαλού απ’ όπου είχε ξεπηδήσει. Tέλειωσα το φαγητό και μάζευα το τραπέζι όταν ξαναχτύπησε το τηλέφωνο. Αυτή τη φορά σήκωσα το ακουστικό αμέσως. Άκουσα πάλι μια γυναίκα να λέει «Γεια», αλλ’ αυτή τη φορά ήταν η Κουμίκο. «Τι κάνεις;» με ρώτησε. «Έφαγες για μεσημέρι;» «Ναι. Εσύ;» «Εγώ όχι», είπε. «Έχω πολλή δουλειά. Θα φάω μάλλον ένα σάντουιτς αργότερα. Εσύ τι έφαγες;» Της περιέγραψα το σάντουιτς. «Κατάλαβα», είπε χωρίς ίχνος φθόνου. «Ξέχασα να σου πω σήμερα το πρωί ότι θα σε πάρει τηλέφωνο μια δεσποινίς Κάνο». «Με πήρε ήδη», είπα. «Πριν από μερικά λεπτά. Το μόνο που έκανε ήταν ν’ αναφέρει τα ονόματά μας -το δικό μου, το δικό σου και του αδερφού σουκαι να κλείσει το τηλέφωνο. Δεν μου είπε τι ήθελε. Τι ήταν όλο αυτό;» «Έκλεισε το τηλέφωνο;» «Είπε ότι θα ξαναπάρει». «Λοιπόν, όταν ξαναπάρει, θα ήθελα να κάνεις ακριβώς αυτό που θα σου πει. Είναι πολύ σημαντικό. Νομίζω ότι θα πρέπει να κανονίσεις μια συνάντηση μαζί της». «Πότε; Σήμερα;»

«Γιατί; Συμβαίνει τίποτα; Έχεις σχεδιάσει κάτι; Θα δεις κανέναν άλλο;» «Όχι. Δεν έχω κανένα σχέδιο για σήμερα». Ούτε χθες ούτε σήμερα ούτε αύριο* δεν έχω καθόλου σχέδια. «Ποια είναι όμως αυτή η δεσποινίς Κάνο; Και τι θέλει από μένα; Θα ήθελα να έχω κάποια ιδέα πριν με ξανακαλέσει. Αν είναι κάποια δουλειά που έχει να κάνει με τον αδερφό σου, μπορείς να την ξεχάσεις. Δεν θέλω να έχω καμιά σχέση μαζί του. Το ξέρεις αυτό». «Όχι, δεν έχει καμιά σχέση με δουλειά», είπε λίγο ενοχλημένη. «Έχει να κάνει με τη γάτα». «Τη γάτα;» «Συγγνώμη, πρέπει να φύγω. Έχω στήσει ανθρώπους. Δεν θα έπρεπε καν να έχω κάνει αυτό το τηλεφώνημα. Όπως σου είπα, δεν πρόλαβα οΰτε να φάω. Θα σε πείραζε να σ’ αφήσω τώρα; Θα σε ξαναπάρω μόλις μπορέσω». «Κοίτα να δεις, ξέρω ότι έχεις δουλειά, αλλά κάνε μια εξαίρεση. Θέλω να μάθω τι συμβαίνει. Τι δουλειά έχει η γάτα; Αυτή η δεσποινίς Κάνο, μήπως είναι » «Σε παρακαλώ πάρα πολΰ να κάνεις ακριβώς αυτό που θα σου πει. Κατάλαβες; Είναι σοβαρή υπόθεση. Θέλω να μείνεις σπίτι και να περιμένεις το τηλεφώνημά της. Πρέπει να κλείσω τώρα». Κι έκλεισε. Όταν χτύπησε το τηλέφωνο στις δυόμισι, λαγοκοιμόμουν στον καναπέ. Στην αρχή νόμιζα ότι χτυπούσε το ξυπνητήρι. Άπλωσα το χέρι μου να πατήσω το κουμπί, αλλά δεν υπήρχε ξυπνητήρι. Δεν ήμουν στο κρεβάτι αλλά στον καναπέ και δεν ήταν πρωί αλλά απόγευμα. Σηκώθηκα και πήγα στο τηλέφωνο. «Εμπρός», είπα. «Γεια σας», είπε μια γυναικεία φωνή. Ήταν η γυναίκα που είχε πάρει και το πρωί. «Ο κύριος Τόρου Οκάντα;» «Εγώ είμαι. Ο Τόρου Οκάντα». «Αγαπητέ κύριε, τ’ όνομά μου είναι Κάνο», είπε. «Η κυρία που πήρε και προηγουμένως». «Σωστά. Φοβάμαι ότι φέρθηκα με μεγάλη αγένεια. Πέστε μου όμως, κύριε Οκάντα, μήπως κατά σύμπτωση είστε ελεύθερος σήμερα το απόγευμα;» «Ας πούμε πως ναι». «Εν τοιαύτη περιπτώσει, το ξέρω ότι είναι πολύ ξαφνικό, αλλά μήπως θα μπορούσαμε να συναντηθούμε;»

«Πότε; Σήμερα; Τώρα;» «Ναι». Κοίταξα το ρολόι μου. Όχι πως χρειαζόταν να το κοιτάξω -το είχα ξανακοιτάξει πριν από τριάντα δευτερόλεπτα-, απλώς ήθελα να βεβαιωθώ. Κι ήταν ακόμη δυόμισι. «Θα κρατήσει πολλή ώρα;» ρώτησα. «Όχι πολλή, νομίζω. Μπορεί όμως και να κάνω λάθος. Αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή είναι πολύ δύσκολο ν’ αποφανθώ με απόλυτη ακρίβεια. Λυπάμαι». Όσο και να κρατούσε, δεν είχα καμιά επιλογή. Η Κουμίκο μου είχε πει να κάνω ό,τι μου έλεγε η γυναίκα: πως η υπόθεση ήταν πολύ σοβαρή. Κι όταν η Κουμίκο έλεγε ότι μια υπόθεση ήταν σοβαρή, τότε ήταν σοβαρή, και καλό θα ήταν να κάνω αυτό που μου είχε πει. «Κατάλαβα», είπα. «Πού σας βολεύει;» «Μήπως κατά τύχη ξέρετε το ξενοδοχείο Πασίφικ, απέναντι από το σταθμό Σιναγκάουα;» «Το ξέρω». «Υπάρχει μια τσαγερία στο ισόγειο. Θα σας περιμένω εκεί στις τέσσερις η ώρα, αν δεν έχετε αντίρρηση, κύριε». «Ωραία», είπα. «Είμαι τριάντα ενός ετών και θα φοράω ένα κόκκινο πλαστικό καπέλο». Υπέροχα. Υπήρχε κάτι περίεργο στον τρόπο που μιλούσε αυτή η γυναίκα, κάτι που μου προκαλούσε στιγμιαία σύγχυση. Δεν μπορούσα όμως να προσδιορίσω τι ακριβώς. Ούτε υπήρχε κάποιος νόμος που ν’ απαγορεύει την ύπαρξη μιας γυναίκας τριάντα ενός ετών που να φοράει κόκκινο πλαστικό καπέλο. «Ωραία», είπα. «Είμαι σίγουρος ότι θα σας βρω». «Μήπως θα μπορούσατε, κύριε Οκάντα, αν δεν σας κάνει κόπο, να μου δώσετε κάποιο εξωτερικό χαρακτηριστικό για να σας αναγνωρίσω;» Προσπάθησα να σκεφτώ κάποιο «εξωτερικό χαρακτηριστικό» που μπορεί να είχα. Καλό ερώτημα. Είχα εξωτερικά χαρακτηριστικά; «Είμαι τριάντα ετών, ένα εβδομήντα πέντε, εβδομήντα κιλά, κοντά μαλλιά, χωρίς γυαλιά». Καθώς τα έλεγα αυτά, συνειδητοποίησα ότι τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά μόνο δικά μου δεν ήταν. Στην τσαγερία του ξενοδοχείου Πασίφικ μπορεί να υπήρχαν μέχρι και πενήντα άντρες με τη δική μου περιγραφή. Είχα ξαναπάει εκεί και θυμόμουν ότι το μέρος ήταν τεράστιο. Έπρεπε να της δώσω κάτι πιο χαρακτηριστικό. Τίποτα όμως δεν μου ερχόταν στο μυαλό. Χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια ότι

δεν είχα τίποτα πραγματικά δικό μου. Είχα ένα υπογεγραμμένο αντίτυπο των Πορτρέτων της Ισπανίας τον Μάιλς Ντέιβις. Είχα χαμηλή αρτηριακή πίεση. Ήμουν άνεργος. Θυμόμουν τα ονόματα όλων των αδελφών Καραμαζόφ. Κανένα όμως απ’ αυτά τα χαρακτηριστικά δεν ήταν εξωτερικό. «Τι θα φοράτε;» ρώτησε. «Δεν ξέρω», είπα. «Δεν έχω αποφασίσει ακόμα. Ήταν άλλωστε τόσο ξαφνικό». «Τότε θα σας παρακαλούσα να φορέσετε μια γραβάτα με βούλες», μου είπε με σταθερή φωνή. «Ξέρετε αν έχετε τέτοια γραβάτα, κύριε;» «Νομίζω πως έχω», είπα. Είχα μια θαλασσιά γραβάτα με μικρά λευκά πουά. Μου την είχε χαρίσει για τα γενέθλιά μου η Κουμίκο πριν από μερικά χρόνια. «Θα σας παρακαλούσα πάρα πολύ, αν δεν έχετε αντίρρηση, να τη φορέσετε», είπε. «Σας ευχαριστώ πολύ που συμφωνήσατε να με συναντήσετε στις τέσσερις η ώρα». Κι έκλεισε το τηλέφωνο. Άνοιξα την ντουλάπα κι έψαξα να βρω τη γραβάτα με τα πουά. Δεν ήταν εκεί που ήταν οι υπόλοιπες γραβάτες μου. Έψαξα σ’ όλα τα συρτάρια. Σ’ όλα τα κουτιά που φυλάγαμε τα εκτός εποχής ρούχα. Δεν ήταν πουθενά. Δεν υπήρχε καμιά περίπτωση να βρισκόταν αυτή η γραβάτα στο σπίτι και να μην μπορούσα να τη βρω. Η Κουμίκο ήταν τελειομανής όσον αφορούσε την τακτοποίηση των ρούχων, και η γραβάτα δεν μπορούσε να βρίσκεται αλλού από κει που βάζαμε κανονικά όλες τις γραβάτες. Πράγματι βρήκα τα πάντα -τα ρούχα της και τα δικά μου άψογα τακτοποιημένα. Τα πουκάμισά μου ήταν διπλωμένα τακτικά στο σωστό συρτάρι. Τα πουλόβερ μου μαζεμένα σε κουτιά τόσο πηγμένα στη ναφθαλίνη, που τα μάτια μου άρχισαν να πονάνε μόλις άνοιξα τα καπάκια. Ένα κουτί περιείχε τα ρούχα που φορούσε η Κουμίκο στο σχολείο: μια ναυτική στολή, ένα εμπριμέ μίνι, όλα τέλεια διατηρημένα σαν φωτογραφίες σε παλιό λεύκωμα. Γιατί φύλαγε τέτοια πράγματα; Μπορεί να τα είχε φέρει στο σπίτι μας γιατί ποτέ δεν της είχε δοθεί η κατάλληλη ευκαιρία ν’ απαλλαγεί απ’ αυτά. Ή μπορεί να σχεδίαζε να τα στείλει στο Μπαγκλαντές. Ή να τα δωρίσει κάποια μέρα σαν αντικείμενα αρχαιολογικής αξίας. Με τούτα και με κείνα, ωστόσο, η γραβάτα μου δεν ήταν πουθενά. Κρατώντας ακόμα το χερούλι της ντουλάπας, προσπάθησα να θυμηθώ την τελευταία φορά που είχα φορέσει τη γραβάτα. Ήταν μια μάλλον στιλάτη γραβάτα, εξαιρετικά καλόγουστη, αλλά υπερβολικά εξαντρίκ για το γραφείο. Αν την είχα φορέσει για να πάω μ’ αυτή στην εταιρεία, όλο και κάποιος θα τη σχολίαζε την ώρα του φαγητού, επαινώντας το χρώμα της ή το πρωτοποριακό της σχέδιο. Πράγμα που θα ήταν στην ουσία ένα είδος προειδοποίησης. Στην εταιρεία όπου δούλευα δεν ήταν καθόλου καλό να σου δίνουν συγχαρητήρια για την επιλογή της γραβάτας σου. Έτσι δεν την είχα φορέσει ποτέ εκεί. Αντίθετα, τη φορούσα σε πιο ιδιωτικές -αν και πάντα επίσημες περιστάσεις: μια συναυλία, ένα δείπνο σ’ ένα καλό εστιατόριο, όταν η Κουμίκο επέμενε να «βάλουμε τα καλά μας» (δηλαδή στη χάση και στη φέξη). Η γραβάτα ταίριαζε απόλυτα με το μπλε μαρέν κοστούμι μου και της άρεσε πάρα πολύ. Παρ’ όλ’ αυτά δεν μπορούσα με τίποτα να θυμηθώ πότε την είχα φορέσει για τελευταία φορά.

Ξαναέψαξα την ντουλάπα, ώσπου τελικά εγκατέλειψα την προσπάθεια. Για κάποιο περίεργο λόγο, η γραβάτα με τις βούλες είχε εξαφανιστεί. Τέλος πάντων. Φόρεσα το μπλε μαρέν κοστούμι μου μ ένα γαλάζιο πουκάμισο και ριγέ γραβάτα. Δεν ανησυχούσα ιδιαίτερα. Εκείνη μπορεί να δυσκολευόταν να μ’ εντοπίσει, αλλά εγώ το μόνο που είχα να κάνω ήταν να βρω μια τριαντάρα με κόκκινο πλαστικό καπέλο. Πολύ απλό. Έχοντας ετοιμαστεί για την εξόρμησή μου, κάθισα στον καναπέ κοιτάζοντας τον τοίχο. Είχε περάσει αρκετός καιρός από την τελευταία φορά που είχα φορέσει κοστούμι. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, αυτό το κοστούμι θα ήταν λίγο βαρύ γι’ αυτή την εποχή, αλλά η συγκεκριμένη μέρα ήταν βροχερή και υπήρχε αρκετή ψύχρα στην ατμόσφαιρα. Το είχα φορέσει την τελευταία μέρα που είχα πάει στη δουλειά (τον Απρίλιο). Ξαφνικά μου πέρασε η ιδέα ότι μπορεί να είχα ξεχάσει κάτι σε κάποια από τις τσέπες. Στην εσωτερική τσέπη ανακάλυψα μια απόδειξη με ημερομηνία του περασμένου φθινοπώρου. Ήταν απόδειξη από ταξί και θα μπορούσα να την είχα υποβάλει στο γραφείο για να πάρω τα χρήματα. Τέτοια ώρα τέτοια λόγια. Την τσαλάκωσα και την πέταξα στο καλάθι των αχρήστων. Δεν είχα φορέσει αυτό το κοστούμι ούτε μια φορά από τότε που παραιτήθηκα, δύο μήνες πριν. Τώρα, μετά από ένα τόσο μεγάλο διάστημα, ένιωθα σαν να μ’ έσφιγγε μια ξένη ουσία. Το κοστούμι το ένιωθα βαρύ και δύσκαμπτο κι έμοιαζε να μην ταιριάζει με τις καμπύλες του σώματός μου. Σηκώθηκα όρθιος κι έκανα μερικές βόλτες στο δωμάτιο, σταματώντας κάθε τόσο μπροστά στον καθρέφτη για να ισιώσω τα μανίκια και τους ώμους, προσπαθώντας να το κάνω να καθίσει πάνω μου πιο φυσικά. Τέντωσα τα χέρια μου, πήρα μια βαθιά ανάσα κι έσκυψα λίγο μπροστά προσπαθώντας να διαπιστώσω αν το σχήμα του σώματός μου είχε αλλάξει τους τελευταίους δυο μήνες. Ξανακάθισα στον καναπέ, αλλά συνέχιζα να αισθάνομαι άβολα. Μέχρι την άνοιξη πήγαινα κάθε μέρα στη δουλειά φορώντας κοστούμι, χωρίς να νιώσω άβολα ούτε μια φορά. Η εταιρεία μου είχε πολύ αυστηρό ενδυματολογικό κώδικα και απαιτούσε ακόμα κι από χαμηλόβαθμους υπαλλήλους όπως εγώ να φοράνε κοστούμι. Τότε δεν είχα δώσει καμιά σημασία. Τώρα ωστόσο, μόνο και μόνο επειδή καθόμουν σ’ έναν καναπέ φορώντας κοστούμι, ένιωθα ότι έκανα κάποια ανήθικη πράξη, σαν να έγραφα ανακρίβειες στο βιογραφικό μου ή σαν να φορούσα γυναικεία ρούχα. Νιώθοντας να κατακλύζομαι από κάτι που έμοιαζε μ’ ενοχές, δυσκολευόμουν όλο και περισσότερο ν’ αναπνεύσω. Πήγα στο χολ, έβγαλα τα καφέ παπούτσια μου από την παπουτσοθήκη και τα φόρεσα με το κόκαλο των παπουτσιών. Είχαν επάνω ένα λεπτό στρώμα σκόνης. Τελικά δεν χρειάστηκε να βρω εγώ τη γυναίκα. Με βρήκε εκείνη. Όταν έφτασα στην τσαγερία, έριξα μια ματιά ολόγυρα προσπαθώντας να εντοπίσω το κόκκινο καπέλο. Καμιά γυναίκα απ’ αυτές που ήταν εκεί δεν φορούσε κόκκινο καπέλο. Το ρολόι μου έλεγε ότι έμεναν δέκα λεπτά μέχρι τις τέσσερις. Βρήκα κάπου να καθίσω, ήπια το νερό που μου έφεραν και παράγγειλα ένα φλιτζάνι καφέ. Μόλις απομακρύνθηκε η σερβιτόρα, άκουσα πίσω μου μια γυναίκα να λέει, «Πρέπει να είστε ο κύριος Τόρου Οκάντα». Γύρισα και κοίταξα με έκπληξη. Δεν είχαν περάσει ούτε τρία λεπτά από τη ματιά που είχα ρίξει στην αίθουσα. Κάτω από τη λευκή της ζακέτα φορούσε κίτρινη μεταξωτή μπλούζα και στο κεφάλι ένα κόκκινο

πλαστικό καπέλο. Ενστικτωδώς σηκώθηκα όρθιος και στράφηκα προς το μέρος της. «Πανέμορφη» ήταν μια λέξη που θα την περιέγραφε απόλυτα. Τουλάχιστο ήταν πολύ πιο όμορφη απ’ ό,τι είχα φανταστεί όταν άκουσα τη φωνή της στο τηλέφωνο. Είχε ένα υπέροχο λεπτό σώμα και το μακιγιάζ της ήταν εξαιρετικά διακριτικό. Ήξερε να ντύνεται αν εξαιρέσουμε το κόκκινο καπέλο. Η ζακέτα και η μπλούζα της ήταν εξαιρετικά καλόγουστες. Στο γιακά της ζακέτας υπήρχε μια χρυσή καρφίτσα σε σχήμα φτερού. Θα μπορούσε να την πάρει κανείς για γραμματέα κάποιας εταιρείας. Εκείνο που δεν χωρούσε το μυαλό μου ήταν το γεγονός ότι όλη αυτή η εξαιρετικά προσεγμένη εμφάνιση ολοκληρωνόταν μ’ ένα κόκκινο πλαστικό καπέλο. Μπορεί να το φορούσε πάντα για να βοηθάει τους ανθρώπους να την εντοπίζουν σε καταστάσεις όπως αυτή. Καθόλου κακή ιδέα, έπρεπε να τ’ ομολογήσω. Εάν ο ρόλος του ήταν να την κάνει να ξεχωρίζει σ’ ένα δωμάτιο γεμάτο άγνωστους ανθρώπους, ασφαλώς πετύχαινε το στόχο του. Διάλεξε την καρέκλα που ήταν απέναντι μου και κάθισε. Κάθισα κι εγώ. «Εκπλήσσομαι με την ευκολία που με βρήκατε», είπα. «Δεν μπορούσα να βρω την πουά γραβάτα μου. Είμαι σίγουρος ότι κάπου είναι, απλώς δεν μπόρεσα να την ανακαλΰψω. Γι’ αυτό και φόρεσα αυτή τη ριγέ. Σκέφτηκα ότι θα σας γνώριζα εύκολα. Όμως πώς καταφέρατε να με γνωρίσετε;» «Σας γνώρισα με το που σας είδα», είπε αφήνοντας τη λευκή δερμάτινη τσάντα της στο τραπέζι. Έβγαλε το κόκκινο πλαστικό καπέλο της και το έβαλε πάνω από την τσάντα, καλΰπτοντάς την εντελώς. Είχα την εντύπωση ότι ετοιμαζόταν να κάνει κάποιο μαγικό: όταν θα σήκωνε το καπέλο, η τσάντα θα είχε εξαφανιστεί. «Μα φορούσα λάθος γραβάτα», διαμαρτυρήθηκα. «Λάθος γραβάτα;» Κοίταξε τη γραβάτα μου έκπληκτη, σαν να ’θελε να πει: μα τι είν’ αυτά που λέει αυτός ο περίεργος άνθρωπος; Ύστερα κούνησε το κεφάλι. «Δεν έχει σημασία. Παρακαλώ, μη στενοχωριέστε». Υπήρχε κάτι περίεργο στα μάτια της. Υπέροχα μάτια, αλλά έμοιαζαν να μην κοιτάζουν τίποτα. Κατά έναν περίεργο τρόπο, ήταν σαν να μην έχουν βάθος. Σαν να ήταν γυάλινα. Έμοιαζαν να έχουν μόνο επιφάνεια, αλλά φυσικά δεν ήταν γυάλινα. Κινούνταν φυσιολογικά και τα ματόκλαδά τους ανοιγόκλειναν. Πώς είχε καταφέρει να με βρει μέσα σ’ αυτό το πλήθος της αίθουσας; Σχεδόν όλες οι θέσεις ήταν πιασμένες, πολλές απ’ αυτές από άντρες της ηλικίας μου. Ήθελα να της ζητήσω μια εξήγηση, αλλά συγκρατήθηκα. Καλύτερα να μην αρχίσω άσχετες κουβέντες. Σταμάτησε ένα σερβιτόρο που περνούσε και ζήτησε ένα Περιέ. Εκείνος είπε ότι δεν είχε Περιέ αλλά μπορούσε να της φέρει τόνικ. Το σκέφτηκε για μια στιγμή και δέχτηκε την πρότασή του. Καθώς περίμενε το τόνικ της έμεινε σιωπηλή, και το ίδιο έκανα κι εγώ. Κάποια στιγμή ανασήκωσε το κόκκινο καπέλο, ξεκούμπωσε την τσάντα κι έβγαλε από μέσα μια γυαλιστερή μαύρη δερμάτινη θήκη, κάπως μικρότερη από μαγνητοφωνάκι. Ήταν μια καρτοθήκη. Όπως και η τσάντα, είχε κι αυτή κούμπωμα πρώτη φορά έβλεπα τέτοια καρτοθήκη. Έβγαλε μια κάρτα και μου την έδωσε, Ενστικτωδώς έβαλα το χέρι στην τσέπη του σακακιού για να βγάλω μια

δική μου, αλλ’ αμέσως συνειδητοποίησα πως δεν τις είχα πάρει μαζί μου, Η κάρτα που μου έδωσε ήταν από λεπτό πλαστικό και μου φάνηκε ότι μύριζε άρωμα ή λιβάνι. Όταν την έφερα κοντύτερα στη μύτη μου, η μυρωδιά έγινε πιο ξεκάθαρη. Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία: ήταν λιβάνι, Η κάρτα είχε μόνο μια αράδα με μικρά, έντονα μαύρα γράμματα: Μάλτα Κάνο Μάλτα; Κοίταξα την κάρτα από την άλλη μεριά. Το απόλυτο κενό. Όπως καθόμουν εκεί κι αναρωτιόμουν τι νόημα είχε μια τέτοια κάρτα, ήρθε ο σερβιτόρος κι άφησε μπροστά της ένα ποτήρι με πάγο, το οποίο γέμισε μέχρι τη μέση με τόνικ. Στο χείλος του ποτηριού υπήρχε μια φέτα λεμόνι. Αμέσως μετά ήρθε η σερβιτόρα με μια ασημένια καφετιέρα στο δίσκο της. Έβαλ’ ένα φλιτζάνι μπροστά μου και το γέμισε με καφέ. Με μια επιδέξια και διακριτική κίνηση, σαν να προσπαθούσε να πασάρει σε κάποιον άλλο το χαρτάκι μιας δυσάρεστης προφητείας, άφησε το λογαριασμό στο τραπέζι κι έφυγε, «Είναι κενή», μου είπε η Μάλτα Κάνο, Εξακολουθούσα να κοιτάζω το πίσω μέρος της κάρτας, «Μόνο τ’ όνομά μου. Δεν υπάρχει λόγος να περιλάβω τη διεύθυνσή μου ή το τηλέφωνό μου. Κανείς ποτέ δεν με παίρνει τηλέφωνο. Τηλεφωνώ πάντα εγώ». «Μάλιστα», είπα. Αυτή η ακατανόητη απάντηση αιωρήθηκε στον αέρα πάνω απ’ το τραπέζι σαν το πλωτό νησί στα Ταξίδια τον Γκιονλιβερ. Κρατώντας το ποτήρι της και με τα δυο χέρια, ήπιε μια γουλιά μ’ ένα καλαμάκι. Αμέσως συνοφρυώθηκε και παραμέρισε το ποτήρι της σαν να είχε χάσει κάθε ενδιαφέρον γι’ αυτό. «Δεν είναι αυτό το πραγματικό μου όνομα», είπε η Μάλτα Κάνο. «Δηλαδή το Κάνο είναι πραγματικό, αλλά το Μάλτα είν’ ένα επαγγελματικό ψευδώνυμο που πήρα από το νησί Μάλτα. Έχετε πάει ποτέ στη Μάλτα, κΰριε Οκάντα;» Απάντησα αρνητικά. Δεν είχα πάει ποτέ στη Μάλτα, οΰτε σκόπευα να ταξιδέψω προς τα κει στο άμεσο μέλλον. Δεν μου είχε περάσει ποτέ από το μυαλό να κάνω τέτοιο ταξίδι. Το μόνο που ήξερα για τη Μάλτα ήταν οι «Παραλίες της Μάλτας», στην απαράδεκτη εκτέλεση του Χερμπ Αλπερτ. «Κάποτε έμεινα στη Μάλτα», είπε. «Τρία χρόνια. Το νερό εκεί είναι φριχτό. Δεν πίνεται. Είναι σαν αραιωμένο αλατόνερο. Και το ψωμί που ψήνουν είναι αλμυρό. Όχι γιατί βάζουν μέσα αλάτι, αλλά γιατί το φτιάχνουν με γλυφό νερό. Όμως δεν είναι κακό. Μάλλον μου αρέσει τελικά το ψωμί της Μάλτας». Κούνησα επιδοκιμαστικά το κεφάλι και ρούφηξα λίγο καφέ. «Παρά την άσχημη γεύση του, το νερό από μια συγκεκριμένη περιοχή της Μάλτας έχει εκπληκτική επίδραση στα στοιχεία τού σώματος. Είν’ ένα πολύ ειδικό -μυστηριακό θα έλεγα νερό, και υπάρχει μόνο σ’ εκείνο το σημείο. Η πηγή είναι ψηλά στα βουνά και πρέπει ν’ ανέβεις αρκετές ώρες από την παραλία για να φτάσεις μέχρι εκεί. Το νερό δεν μπορεί να μεταφερθεί από εκείνο το μέρος. Αν το

πας αλλού, χάνει τη δύναμή του. Ο μόνος τρόπος να το πιεις είναι να πας εκεί ο ίδιος. Αναφέρεται σε γραπτές πηγές από την εποχή των Σταυροφοριών. Τότε το ονόμαζαν πνευματικό νερό. Ο Αλεν Γκίνσμπεργκ πήγε κάποια φορά και το ήπιε. Το ίδιο και ο Κιθ Ρίτσαρντς. Εγώ έμεινα εκεί τρία χρόνια, σ’ ένα χωριουδάκι στους πρόποδες του βουνού. Καλλιεργούσα λαχανικά και μάθαινα να πλέκω. Ανέβαινα μέχρι την πηγή κάθε μέρα κι έπινα από το ειδικό αυτό νερό. Από το 1976 έως το 1979. Μια φορά, για μια ολόκληρη βδομάδα, έπινα μόνο εκείνο το νερό και δεν έτρωγα καθόλου φαί. Όταν πίνεις αυτό το νερό, δεν επιτρέπεται να βάλεις τίποτ’ άλλο στο στόμα σου για μια ολόκληρη βδομάδα. EiV ένα είδος πειθαρχίας που απαιτεί εκείνο το μέρος. Φαντάζομαι ότι μπορεί να την ονομάσει κανείς θρησκευτική αυτοπειθαρχία. Μ’ αυτό τον τρόπο καθαρίζεις το σώμα σου. Για μένα ήταν μια πραγματικά υπέροχη εμπειρία. Έτσι διάλεξα το όνομα Μάλτα για επαγγελματικούς λόγους, όταν επέστρεψα στην Ιαπωνία». «Μπορώ να ρωτήσω ποιο είναι το επάγγελμά σας;» Κούνησε το κεφάλι. «Για την ακρίβεια δεν πρόκειται για επάγγελμα. Δεν παίρνω χρήματα γι’ αυτό που κάνω. Είμαι σύμβουλος. Μιλάω με τους ανθρώπους για τά στοιχεία του σώματος. Ασχολούμαι επίσης με έρευνες για είδη νερού που έχουν ευεργετικές επιδράσεις στα στοιχεία του σώματος. Τα χρήματα για μένα δεν είναι πρόβλημα. Έχω αρκετά μεγάλη περιουσία και μου φτάνει. Ο πατέρας μου είναι γιατρός κι έχει αφήσει στη μικρότερη αδερφή μου και σ’ εμένα μετοχές και ακίνητη περιουσία με τη μορφή ισόβιου επιδόματος. Υπάρχει κι ένας λογιστής που τα ρυθμίζει όλ’ αυτά για μας. Αφήνουν ένα σεβαστό εισόδημα κάθε χρόνο. Έχω επίσης γράψει αρκετά βιβλία, που μου αποφέρουν κι αυτά ένα μικρό, εισόδημα. Η δουλειά που κάνω σε σχέση με τα στοιχεία τού σώματος είναι αυστηρά μη κερδοσκοπική. Γι’ αυτό και η κάρτα μου δεν έχει ούτε διεύθυνση ούτε αριθμό τηλεφώνου. Τα τηλεφωνήματα τα κάνω εγώ». Κούνησα το κεφάλι μου, αλλά η κίνησή μου ήταν καθαρά ανακλαστική. Δεν είχα ιδέα για ποιο πράγμα μιλούσε. Καταλάβαινα όλες τις λέξεις που μου έλεγε, αλλά μου ήταν αδύνατο να καταλάβω τη συνολική τους σημασία. Στοιχεία του σώματος; Άλεν Γκίνσμπεργκ; Άρχισα να αισθάνομαι μάλλον άβολα. Δεν είμαι από τους ανθρώπους που έχουν ειδικές ενορατικές ικανότητες, αλλά όσο περνούσε η ώρα μαζί μ’ αυτή τη γυναίκα, τόσο περισσότερο ένιωθα ότι πατούσα σ’ επικίνδυνο έδαφος. «Παρακαλώ, συγχωρήστε με», είπα, «αλλά θα επιθυμούσα αν είναι δυνατόν να μου τα εξηγήσετε όλ’ αυτά από την αρχή, σιγά σιγά. Μίλησα στη γυναίκα μου πριν από λίγο, και το μόνο που μου είπε ήταν ότι θα έπρεπε να σας συναντήσω και να σας μιλήσω για τη γάτα μας που έχει χαθεί. Και για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, δεν μπορώ να καταλάβω τι σχέση έχει αυτό με όσα μου είπατε μόλις προ ολίγου. Έχουν όλ’ αυτά κάποια σχέση με τη γάτα;» «Ναι, πράγματι», είπε. «Πριν όμως μπούμε σ’ αυτό το θέμα, υπάρχει κάτι που θα ήθελα να ξέρετε,

κύριε Οκάντα». Άνοιξε πάλι το μεταλλικό κούμπωμα της τσάντας της κι έβγαλ’ ένα λευκό φάκελο. Μέσα στο φάκελο υπήρχε μια φωτογραφία, την οποία μου έδωσε. «Η αδερφή μου», είπε. Ήταν μια έγχρωμη φωτογραφία δύο γυναικών. Η μια ήταν η Μάλτα Κάνο, που φορούσε και στη φωτογραφία καπέλο ένα κίτρινο πλεχτό καπέλο. Η αδερφή της -υπέθεσα πως αυτή ήταν η μικρότερη αδερφή που είχε αναφέρει φορούσε ένα ταγέρ παστέλ κι ανάλογο καπέλο, σαν εκείνα που ήταν της μόδας στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Χρώματα ώχρας, μου φαίνεται, τα λέγανε τότε. Ένα πράγμα πάντως ήταν σίγουρο: αυτές οι δυο αδερφές είχαν ιδιαίτερη αδυναμία στα καπέλα. Η κόμμωση της μικρότερης ήταν σαν εκείνη της Τζάκι Κένεντι την εποχή του Λευκού Οίκου, που μύριζε από μακριά σπρέι. Το μεϊκάπ της ήταν μια ιδέα υπερτονισμένο, αλλά θα μπορούσε άνετα να την πει κανείς όμορφη. Ήταν λίγο παραπάνω από είκοσι χρονών. Επέστρεψα τη φωτογραφία στη Μάλτα Κάνο κι εκείνη την έβαλε στο φάκελό της και το φάκελο στην τσάντα, κλείνοντας το κούμπωμα. «Η αδερφή μου είναι πέντε χρόνια μικρότερη από μένα», είπε. «Τη βεβήλωσε ο Νομπόρου Γουατάγια. Τη βίασε άγρια». Υπέροχα. Κάτι μου έλεγε να σηκωθώ και να φύγω από κει. Όμως δεν μου πήγαινε να φύγω και να την αφήσω έτσι στα κρύα του λουτρού. Πήρα ένα μαντίλι από την τσέπη του σακακιού μου, σκούπισα το στόμα μου και το ξανάβαλα στην τσέπη. Ύστερα ξερόβηξα. «Αυτό είναι φοβερό», είπα. «Ομολογώ ότι δεν το ήξερα, αλλά αν έκανε κακό στην αδερφή σας, θα ήθελα να εκφράσω την ειλικρινή μου συντριβή. Πρέπει να σας πω ωστόσο ότι ο κουνιάδος μου κι εγώ δεν έχουμε στην ουσία καμιά σχέση μεταξύ μας. Γι’ αυτό, αν περιμένετε κάτι από » «Κάθε άλλο, κύριε Οκάντα», με διέκοψε. «Δεν θεωρώ με κανέναν τρόπο υπεύθυνο εσάς. Εάν υπάρχει κάποιος που θα μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνος γι’ αυτό που συνέβη, αυτή είμαι εγώ. Γιατί δεν πρόσεξα αρκετά. Γιατί δεν την προστάτευσα όπως θα ’πρεπε. Δυστυχώς, ορισμένα περιστατικά δεν μου το επέτρεψαν. Αυτά τα πράγματα συμβαίνουν, κύριέ Οκάντα. Όπως ξέρετε, ζούμε σ’ ένα βίαιο και χαοτικό κόσμο. Και μέσα σ’ αυτό τον κόσμο υπάρχουν μέρη που είναι ακόμα πιο βίαια, ακόμα πιο χαοτικά. Καταλαβαίνετε τι εννοώ, κύριε Οκάντα; Ό,τι έγινε έγινε. Η αδερφή μου θα συνέλθει από τα τραύματά της, από την ατίμωση. Πρέπει να συνέλθει. Ευτυχώς που δεν ήταν μοιραία. Όπως έχω πει στην αδερφή μου, θα μπορούσε να έχει συμβεί κάτι πολύ χειρότερο. Αυτό που με απασχολεί περισσότερο είναι τα στοιχεία τού σώματός της». «Τα στοιχεία του σώματος της», είπα. Ό,τι κι αν εννοούσε με τα «στοιχεία του σώματος», ήταν προφανώς κάτι που της άρεσε να το λέει συνέχεια. «Δεν μπορώ να σας εξηγήσω λεπτομερώς πώς συνδέονται όλες αυτές οι καταστάσεις μεταξύ τους. Θα ήταν μια πολύ μεγάλη και πολύ μπερδεμένη ιστορία, κι ενώ δεν θέλω να σας προσβάλω λέγοντάς σας κάτι τέτοιο, θα ήταν πρακτικά αδύνατο για σας, σ’ αυτό το στάδιο, κύριε Οκάντα, να κατανοήσετε σε βάθος την αληθινή σημασία αυτής της ιστορίας, στην οποία εμπλέκεται ένας κόσμος με τον οποίο ασχολούμαστε επί επαγγελματικής βάσεως. Δεν σας κάλεσα εδώ για να σας εκφράσω παράπονα σε σχέση μ’ αυτό. Εσείς φυσικά δεν έχετε καμιά απολύτως ευθύνη για όσα συνέβησαν.

Απλώς ήθελα να μάθετε ότι, αν και πρόκειται για προσωρινή κατάσταση, τα στοιχεία της αδερφής μου είχαν μιανθεί από τον κύριο Γουατάγια. Εσείς κι εκείνη είναι πιθανό να έρθετε σε κάποιας μορφής επαφή κάποτε στο μέλλον. Είναι βοηθός μου, I ^ όπως ήδη σας ανέφερα. Εάν έχω δίκιο, θα ήταν ίσως καλό για σας να γνωρίζετε τι συνέβη ανάμεσα σ’ εκείνη και στον κΰριο Γουατάγια και να γνωρίζετε ότι αυτοΰ του είδους οι καταστάσεις μπορούν να συμβοΰν». Ακολούθησε μια εύλογη σιωπή. Η Μάλτα Κάνο με κοίταξε σαν να ήθελε να πει, Παρακαλώ, σκεφτείτε όσα σας είπα. Κι αυτό έκανα. Σκέφτηκα τον Νομπόρου Γουατάγια να βιάζει την αδερφή τής Μάλτας Κάνο. Σκέφτηκα τη σχέση ανάμεσα σ’ αυτό το γεγονός και στα στοιχεία του σώματος. Και τη σχέση ανάμεσα σ’ αυτά και στην εξαφάνιση της γάτας μας. «Αν καταλαβαίνω καλά», είπα τελικά, «εσείς κι η αδερφή σας δεν σκοπεύετε να κάνετε μήνυση για το θέμα... να πάτε στην αστυνομία...;» «Όχι, φυσικά. Δεν πρόκειται να κάνουμε κάτι τέτοιο», είπε η Μάλτα Κάνο με ανέκφραστο πρόσωπο. «Για να είμαστε ακριβείς, δεν θεωρούμε ότι κάποιος έχει την ευθύνη. Θα θέλαμε απλώς να σχηματίσουμε μια πιο ακριβή ιδέα για το τι προκάλεσε αυτό το γεγονός. Μέχρι να λύσουμε όμως αυτό το πρόβλημα, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να συμβεί κάτι πολύ χειρότερο». Ακούγοντάς την ένιωσα ώς ένα βαθμό ανακούφιση. Όχι πως θα με είχε ενοχλήσει έστω και στο ελάχιστο αν ο Νομπόρου Γουατάγια καταδικαζόταν για βιασμό και κατέληγε στη φυλακή.-Θα του άξιζε και με το παραπάνω. Όμως ο αδερφός της Κουμίκο ήταν δημόσιο πρόσωπο. Η σύλληψή του και η δίκη του θα γίνονταν ασφαλώς πρωτοσέλιδα, και κάτι τέτοιο θα ήταν τρομερό χτύπημα για την Κουμίκο. Αν μη τι άλλο, για τη δική μου ψυχική ισορροπία, θα προτιμούσα όλη αυτή η υπόθεση να ξεχαστεί. «Σας διαβεβαιώ», είπε η Μάλτα Κάνο, «ζήτησα να σας δω σήμερα μόνο και μόνο για τη χαμένη γάτα. Αυτό είναι το ζήτημα για το οποίο ζήτησε τη συμβουλή μου ο κύριος Γουατάγια. Η κυρία Οκάντα του είχε μιλήσει για το θέμα κι εκείνος με τη σειρά του συμβουλεύτηκε εμένα». Αυτό εξηγούσε πολλά. Η Μάλτα Κάνο ήταν ένα είδος μάντισσας ή μέντιουμ και της είχαν ζητήσει τη γνώμη της για το πού μπορεί να βρισκόταν η γάτα. Η οικογένεια Γουατάγια είχε μεγάλη μανία μ’ αυτά τα πράγματα—τις μαντείες, το φυσιογνωμισμό και τα λοιπά. Δεν είχα κανένα πρόβλημα μ’ αυτό: ο κάθε άνθρωπος είν’ ελεύθερος να πιστεύει ό,τι θέλει. Αλλά γιατί να βιάσει τη μικρότερη αδερφή τής πνευματικής του συμβούλου; Γιατί να δημιουργήσει όλον αυτό τον ανώφελο μπελά; «Μ’ αυτό ασχολείστε γενικά;» ρώτησα. «Βοηθάτε τους ανθρώπους να βρίσκουν πράγματα;» Με κοίταξε με τα επίπεδα κι αβαθή μάτια της, τα μάτια της που ήταν σαν να κοιτάζουν μέσ’ από το παράθυρο ενός ακατοίκητου σπιτιού. Αν μπορούσα να κρίνω από την έκφρασή τους, δεν είχε αντιληφθεί την έννοια της ερώτησής μου.

Χωρίς ν’ απαντήσει στην ερώτηση, είπε, «Ζείτε σ’ ένα πολύ παράξενο μέρος, έτσι δεν είναι, κύριε Οκάντα;» «Μπα;» είπα. «Γιατί είναι παράξενο;» Αντί ν’ απαντήσει, έσπρωξε το ανέγγιχτο ποτήρι με το τόνικ άλλα δέκα εκατοστά μακρύτερα. «Οι γάτες είναι πολύ ευαίσθητα όντα, ξέρετε». Άλλη μ•α σιωπή έπεσε ανάμεσά μας. «Ώστε το μέρος που μένουμε είναι παράξενο και οι γάτες είναι ευαίσθητα ζώα», είπα. «Έστω. Όμως ζούμε εκεί εδώ και πολύ καιρό οι δυο μας μαζί με τη γάτα. Γιατί ειδικά τώρα, εντελώς ξαφνικά, αποφάσισε να μας εγκαταλείψει; Γιατί δεν έφυγε πιο πριν;» «Αυτό δεν το ξέρω. Μπορεί ν’ άλλαξε η ροή. Μπορεί κάτι να εμπόδισε τη ροή». «Τη... ροή». «Δεν ξέρω ακόμα αν η γάτα σας είναι ζωντανή, αλλά ξέρω ένα πράγμα στα σίγουρα: δεν βρίσκεται πουθενά κοντά στο σπίτι σας. Δεν θα βρείτε τη γάτα σ’ αυτή τη γειτονιά». Σήκωσα το φλιτζάνι μου και ήπια μια γουλιά από το χλιαρό πια καφέ μου. Έξω από τα παράθυρα της τσαγερίας είχε αρχίσει να πέφτει μια θαμπή βροχή. Ο ουρανός είχε σκεπαστεί εντελώς από σκούρα χαμηλά σύννεφα. Μια θλιβερή πομπή ανθρώπων με ομπρέλες πηγαινοερχόταν στην πεζογέφυρα απέξω. «Δώστε μου το χέρι σας», είπε. Έβαλα το χέρι μου στο τραπέζι με την παλάμη προς τα πάνω, θεωρώντας ότι σκόπευε να τη διαβάσει. Αντί να κάνει αυτό όμως, εκείνη άπλωσε το χέρι της κι έβαλε την παλάμη της στη δική μου. Ύστερα έκλεισε τα μάτια της μένοντας απολύτως ακίνητη, σαν ν’ απέρριπτε σιωπηλά έναν άπιστο εραστή. Η σερβιτόρα ήρθε και μου ξαναγέμισε το φλιτζάνι, κάνοντας πως δεν βλέπει αυτό που συνέβαινε ανάμεσα στη Μάλτα Κάνο και σ’ εμένα. Κάποιοι από τα κοντινά τραπέζια άρχισαν να ρίχνουν λοξές ματιές προς το μέρος μας. Άρχισα να εύχομαι να μην υπήρχαν γνωστοί μου εκεί γύρω. «Θέλω να φέρετε στο μυαλό σας κάτι που είδατε πριν έρθετε εδώ σήμερα», είπε η Μάλτα Κάνο. «Ένα πράγμα;» ρώτησα. «Μόνο ένα». Σκέφτηκα το εμπριμέ μίνι που είχα δει στο κουτί όπου φύλαγε τα ρούχα της η Κουμίκο. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί εκείνη τη στιγμή ειδικά μου ήρθε το συγκεκριμένο φόρεμα στο μυαλό. Αφήσαμε τα χέρια μας έτσι γι’ άλλα πέντε λεπτά πέντε λεπτά που μου φάνηκαν αιώνες, όχι τόσο γιατί μας κοίταζαν οι περίεργοι όσο γιατί το άγγιγμα του χεριού της Μάλτας Κάνο μου είχε

προκαλέσει κάτι σαν αναστάτωση. Ήταν ένα μικρό χέρι, ούτε ζεστό ούτε κρύο. Δεν είχε ούτε την οικεία υφή του χεριού μιας αγαπημένης ούτε το επαγγελματικό άγγιγμα ενός γιατρού. Είχε πάνω μου την ίδια επίδραση που είχαν και τα μάτια της: με μετέτρεπαν σ’ ένα ακατοίκητο σπίτι. Ένιωθα ακριβώς έτσι: χωρίς έπιπλα, χωρίς κουρτίνες, χωρίς χαλιά. Ένα άδειο κέλυφος. Τελικά η Μάλτα Κάνο τράβηξε το χέρι της απ’ το δικό μου και πήρε μερικές βαθιές ανάσες. Ύστερα κούνησε το κεφάλι της μερικές φορές. «Κύριε Οκάντα», είπε, «πιστεύω ότι μπαίνετε σε μια φάση της ζωής σας στην οποία θα συμβούν πολλά διαφορετικά πράγματα. Η εξαφάνιση της γάτας σας είναι μόνο η αρχή». «Διαφορετικά πράγματα», είπα. «Καλά ή κακά;» Έγειρε το κεφάλι της σκεφτική. «Καλά και κακά. Κακά πράγματα που θα φαίνονται στην αρχή καλά και καλά πράγματα που στην αρχή θα φαίνονται κακά». «Αυτό μου φαίνεται πολύ γενικό», είπα. «Δεν μπορείτε να μου πείτε κάτι πιο συγκεκριμένο;» «Ναι, αυτά που λέω μπορεί να φαίνονται πολύ γενικά», είπε η Μάλτα Κάνο. «Όμως, κύριε Οκάντα, όταν κάποιος θέλει ν’ αγγίξει την ουσία των πραγμάτων, δεν μπορεί παρά να μιλάει μόνο με γενικότητες. Τα συγκεκριμένα πράγματα αξίζουν ασφαλώς κι αυτά την προσοχή μας, αλλά συνήθως δεν πρόκειται παρά για κοινοτοπίες. Για προσωρινές καταστάσεις. Όσο περισσότερο προσπαθείς να διακρίνεις το μέλλον, τόσο πιο πολύ αναγκάζεσαι να γενικεύεις». Κούνησα το κεφάλι μου χωρίς ν’ απαντήσω χωρίς να καταλαβαίνω λέξη απ’ όσα μου έλεγε. «Έχω την άδειά σας να σας ξανατηλεφωνήσω;» ρώτησε. «Ασφαλώς», είπα, αν και στην πραγματικότητα δεν είχα την παραμικρή όρεξη να μου τηλεφωνήσει οποιοσδήποτε. Εκείνη την ώρα όμως το «ασφαλώς» μού φαινόταν μονόδρομος. Πήρε το κόκκινο πλαστικό καπέλο της από το τραπέζι, σήκωσε την τσάντα που είχε κρύψει αποκάτω και σηκώθηκε. Μην ξέροντας πώς ν’ αντιδράσω σ’ αυτό, παρέμεινα καθιστός. «Έχω μια μικρή πληροφορία που μπορώ να μοιραστώ μαζί σας», είπε η Μάλτα Κάνο κοιτάζοντάς με αφ’ υψηλού, αφού πρώτα φόρεσε το κόκκινο καπέλο της. «Η γραβάτα με τις βούλες θα βρεθεί, αλλά όχι στο σπίτι σας».

Ψηλοί πύργοι και βαθιά πηγάδια (ή Μακριά απ’ το Νομονχάν)

Στο σπίτι βρήκα την Κουμίκο σε καλή διάθεση. Πολύ καλή διάθεση. Η ώρα είχε πάει έξι όταν έφτασα στο σπίτι μετά τη συνάντησή μου με τη Μάλτα Κάνο, κάτι που σήμαινε ότι δεν είχα χρόνο να φτιάξω κανονικό φαγητό. Έφτιαξα έτσι κάτι απλό με ό,τι υπήρχε στο ψυγείο και φάγαμε πίνοντας από μια μπίρα. Μου μίλησε για τη δουλειά της, όπως έκανε πάντα όταν είχε καλή διάθεση: ποιον είχε δει στο γραφείο, τι είχε κάνει, ποιος από τους συναδέλφους της είχε ταλέντο και ποιος όχι. Τέτοια πράγματα. Την άκουγα δίνοντας τις πρέπουσες απαντήσεις. Αλλά δεν κατέγραφα παρά μόνο τα μισά απ’ όσα έλεγε. Όχι γιατί δεν μου άρεσε να την ακούω να μιλάει γι’ αυτά τα πράγματα. Ασχετ’ από το περιεχόμενο της συζήτησής μας, μου άρεσε πάντα να την ακούω να μιλάει μ’ ενθουσιασμό για τη δουλειά της την ώρα του φαγητού. Αυτό, έλεγα στον εαυτό μου, ήταν το «σπιτικό» μας. Εκτελούσαμε με μεγάλη ευσυνειδησία τις ευθύνες που είχαμε αναλάβει όταν ανοίξαμε το δικό μας σπίτι. Εκείνη μιλούσε για τη δουλειά της κι εγώ, έχοντας μαγειρέψει και για τους δυο μας, την άκουγα ευλαβικά. Αυτή η εικόνα του «σπιτικού» διέφερε πάρα πολύ από κείνη που είχα αόριστα φανταστεί για τον εαυτό μου πριν απ’ το γάμο. Όμως αυτό ήταν το σπιτικό που είχα διαλέξει. Είχα κάποιο σπίτι φυσικά όταν ήμουν παιδί. Όμως δεν ήταν δική μου επιλογη. Είχα γεννηθεί σ’ αυτό, το είχα δεχτεί σαν αναπόδραστο γεγονός. Τώρα ωστόσο ζούσα σ’ έναν κόσμο που είχα διαλέξει ο ίδιος, με τη θέλησή μου. Αυτός ο κόσμος ήταν το σπίτι μου. Μπορεί να μην ήταν τέλειο, αλλά το είχα αποδεχτεί, με όλα τα θετικά και τ’ αρνητικά του, κι αυτό γιατί το είχα διαλέξει ο ίδιος. Κι αν είχε κάποια προβλήματα, δεν μπορεί παρά να τα είχα προκαλέσει εγώ. «Λοιπόν, τι έγινε με τη γάτα;» ρώτησε. Της έδωσα μια συνοπτική περιγραφή της συνάντησής μου με τη Μάλτα Κάνο στο ξενοδοχείο της Σιναγκάουα. Της είπα για την πουά γραβάτα: ότι δεν μπόρεσα να τη βρω στην ντουλάπα. Ότι η Μάλτα Κάνο είχε καταφέρει να με εντοπίσει μέσα σε μια τσαγερία γεμάτη κόσμο. Ότι είχε ένα μοναδικό τρόπο να ντύνεται και να μιλάει, και της τον περιέγραψα. Η Κουμίκο γέλασε όταν της περιέγραψα το κόκκινο καπέλο της Μάλτας Κάνο, αλλά όταν της είπα ότι δεν μπορούσα να της δώσω σαφή απάντηση σχετικά με το πού βρισκόταν η χαμένη γάτα μας, απογοητεύτηκε οικτρά. «Δηλαδή ούτε κι αυτή ξέρει πού είναι η γάτα;» ρώτησε η Κουμίκο. «Το μόνο που μπόρεσε να σου πει ήταν ότι δεν είναι πια στη γειτονιά μας;» «Έτσι περίπου», είπα. Αποφάσισα να μην αναφέρω οτιδήποτε για την «μπλοκαρισμένη ροή» του χώρου όπου ζούσαμε ούτε για το ότι αυτή θα μπορούσε να έχει κάποια σχέση με την εξαφάνιση της γάτας. Ήξερα πως η Κουμίκο θα αναστατωνόταν, ενώ εγώ δεν είχα καμιά όρεξη ν’ αυξήσω τον αριθμό των πραγμάτων που με ανησυχούσαν. Θα είχαμε πραγματικό πρόβλημα αν η Κουμίκο επέμενε να μετακομίσουμε, θεωρώντας ότι το σπίτι μας είχε «κακή αύρα». Με τη σημερινή οικονομική μας κατάσταση θα ήταν αδύνατο να πάμε κάπου αλλού.

«Έτσι λέει», είπα. «Ότι η γάτα δεν βρίσκεται πουθενά εδώ γύρω». «Κι αυτό σημαίνει ότι δεν θα γυρίσει ποτέ εδώ;» «Δεν ξέρω», είπα. «Όσα μου είπε ήταν ασαφή. Το μόνο που έκανε ήταν μικροί υπαινιγμοί. Μου είπε ωστόσο ότι θα με πάρει τηλέφωνο όταν βρει κάτι ακόμη». «Την πιστεύεις;» «Ποιος ξέρει; Δεν ξέρω τίποτα γι’ αυτού του είδους τις ιστορίες». Άδειασα μια μπίρα στο ποτήρι κι αφαιρέθηκα καθώς κοιτούσα τον αφρό να κάθεται, Η Κουμίκο ακοΰμπησε τον αγκώνα της στο τραπέζι και στήριξε το σαγόνι της στην παλάμη. «Πρέπει να σου είπε και ότι δεν δέχεται πληρωμές ή δώρα οποιουδήποτε είδους», είπε. «Μμμμ. Αυτό είναι ασφαλώς θετικό», είπα. «Οπότε ποιο είναι το πρόβλημα; Δεν θα μας πάρει λεφτά, δεν θα κλέψει τις ψυχές μας, δεν θα κλέψει την πριγκίπισσα. Τι είχαμε, τι χάσαμε». «Θέλω να καταλάβεις ένα πράγμα», είπε η Κουμίκο. «Αυτή η γάτα είναι πολύ σημαντική για μένα. Ή μάλλον για μας. Τη βρήκαμε μια βδομάδα μετά το γάμο μας. Μαζί. Θυμάσαι;» «Φυσικά θυμάμαι». «Ήταν τόσο μικρούτσικο κι είχε γίνει μούσκεμα από τη βροχή. Είχα έρθει να σε πάρω από το σταθμό με μια ομπρέλα. Το καημενούλι. Το είδαμε καθώς γυρίζαμε σπίτι. Κάποιος το είχε παρατήσει σ’ ένα καφάσι από μπίρες δίπλα στην κάβα. Είναι η πρώτη μου γάτα. Είναι σημαντική για μένα, ένα είδος συμβόλου. Δεν μπορώ να τη χάσω». «Μην ανησυχείς. Το ξέρω». «Εντάξει, αλλά πού είναι; Λείπει δέκα μέρες τώρα. Γι’ αυτό απευθύνθηκα στον αδερφό μου. Σκέφτηκα ότι εκείνος θα ήξερε κάποιο μέντιουμ, κάποιο μάντη, κάποιον τέλος πάντων που να μπορεί να βρει μια χαμένη γάτα. Ξέρω ότι δεν θες να ζητάς πράγματα απ’ τον αδερφό μου, αλλά εκείνος έμοιασε του πατέρα μου. Ενδιαφέρεται πολύ γι’ αυτά τα πράγματα». «Α, ναι, η παράδοση της οικογένειας Γουατάγια», είπα, και τα λόγια έβγαιναν απ’ το στόμα μου σαν κομμάτια πάγος. «Όμως τι σχέση μπορεί να έχει ο Νομπόρου Γουατάγια μ’ αυτή τη γυναίκα;» Η Κουμίκο ανασήκωσε τους ώμους της. «Είμαι σίγουρη ότι πρόκειται για τυχαία γνωριμία. Τώρα τελευταία βλέπει πολλούς και διάφορους ανθρώπους». «Καμιά αμφιβολία». «Λέει πως η γυναίκα έχει εκπληκτικές δυνάμεις, αλλά είναι παράξενη», είπε η Κουμίκο ανακατεύοντας τα μακαρόνια στην κατσαρόλα. «Γιά πες μου πάλι τ’ όνομά της».

«Μάλτα Κάνο», είπα. «Είχε πάει στη Μάλτα, όπου έκαν’ ένα είδος ασκητισμού». «Ναι, αυτό είναι. Μάλτα Κάνο. Τι γνώμη σχημάτισες γι’ αυτή;» «Δύσκολο να πω». Κοίταξα τα χέρια μου στο τραπέζι. «Τουλάχιστον δεν ήταν βαρετή. Κι αυτό είναι καλό. Θέλω να πω, ο κόσμος είναι γεμάτος από πράγματα που δεν μπορούμε να εξηγήσουμε και κάποιος πρέπει να γεμίσει αυτό το κενό. Καλύτερα να έχεις κάποιον που να μην είναι βαρετός παρά κάποιον που να είναι. Συμφωνείς; Όπως ο κύριος Χόντα, ας πούμε». Η Κουμίκο ξέσπασε σε γέλια στο άκουσμα του ονόματος. «Καταπληκτικός γεροντάκος, δεν νομίζεις; Μου άρεσε πάρα πολύ». «Κι εμένα», είπα. Για περίπου ένα χρόνο μετά το γάμο μας, η Κουμίκο κι εγώ πηγαίναμε στο σπίτι του κυρίου Χόντα μια φορά το μήνα. Ήταν επαγγελματίας μέντιουμ, από τους ευνοούμενους της οικογένειας Γουατάγια, αλλά έπασχε από τρομερή βαρηκοΐα. Ακόμα και με το ακουστικό του, μετά βίας άκουγε αυτά που του έλεγες. Έπρεπε να του φωνάζεις τόσο δυνατά, που φοβόσουν μήπως η φωνή σου σκίσει το ριζόχαρτο του παραβάν. Πάντα απορούσα πώς ήταν δυνατό ν’ ακούει τι του έλεγαν τα πνεύματα μ’ όλη αυτή την κουφαμάρα που τον έδερνε. Ποιος ξέρει όμως; Μπορεί για κείνον τα πράγματα να λειτουργούσαν αντίστροφα: όσο χειροτέρευε η ακοή του, τόσο καθαρότερα μπορούσε να διακρίνει τα λόγια των πνευμάτων. Είχε χάσει την ακοή του στον πόλεμο. Υπαξιωματικός στη φρουρά της Μαντζουρίας, στο στρατό της Κουαντούνγκ, είχε πάθει ρήξη τυμπάνων όταν μια οβίδα, χειροβομβίδα ή κάτι τέτοιο έσκασε δίπλα του σε μια μάχη κατά των Σοβιετομογγολικών στρατευμάτων στο Νομονχάν, στα σύνορα μεταξύ Εξωτερικής Μογγολίας και Μαντζουρίας. Δεν πηγαίναμε στο σπίτι του κυρίου Χόντα επειδή πιστεύαμε στις πνευματιστικές του ικανότητες. Εμένα ποτέ δεν μ’ ενδιέφεραν αυτά τα πράγματα, και η Κουμίκο πίστευε στα υπερφυσικά πολύ λιγότερο από τους γονείς της ή τον αδερφό της. Ήταν ως ένα βαθμό προληπτική, και μια δυσοίωνη προφητεία μπορούσε να την αναστατώσει, αλλά ποτέ δεν είχε ασχοληθεί σοβαρά με παραψυχολογικά φαινόμενα. Ο μόνος λόγος που βλέπαμε τον κύριο Χόντα ήταν γιατί μας το είχε ζητήσει ο πατέρας της. Ήταν η μόνη προϋπόθεση που είχε βάλει για το γάμο μας. Φυσικά, ήταν μια πολύ παράξενη προϋπόθεση, αλλά την ακολουθήσαμε χωρίς αντίρρηση, για ν’ αποφύγουμε τις επιπλοκές. Κανείς από τους δυο μας δεν περίμενε ότι η οικογένειά της θα με δεχόταν αδιαμαρτύρητα. Ο πατέρας της ήταν ανώτερος δημόσιος υπάλληλος. Ήταν ο μικρότερος γιος μιας μέσης αγροτικής οικογένειας από τη Νιιγκάτα, είχε περάσει στο περίφημο πανεπιστήμιο του Τόκιο με υποτροφία, το είχε τελειώσει με άριστα και είχε μπει αμέσως στην ανώτερη υπαλληλική ιεραρχία του υπουργείου Μεταφορών. Όλ’ αυτά ήταν εξαιρετικά αξιοθαύμαστα, και το πίστευα πραγματικά. Όπως όμως συχνά συμβαίνει με ανθρώπους που ανέβηκαν κοινωνικά κατ’ αυτό τον τρόπο, ήταν υπερόπτης και υποκριτής. Συνηθισμένος να δίνει διαταγές, δεν αμφισβητούσε ούτε στο ελάχιστο τις αξίες τού κόσμου στον οποίο ανήκε. Για κείνον, η ιεραρχία ήταν το παν. Υποτασσόταν στην ανώτερη εξουσία αδιαμαρτύρητα και τσαλαπατούσε τους αποκάτω αδίστακτα. Ούτε η Κουμίκο ούτ’ εγώ πιστεύαμε ότι ένας τέτοιος άνθρωπος θα μπορούσε να δεχτεί σαν γαμπρό για την κόρη του ένα φτωχό εικοσιτετράχρονο ξεφτίλα όπως εγώ, χωρίς δημόσιο αξίωμα, χωρίς σπουδαίο γενεαλογικό δέντρο, καλούς βαθμούς ή

τουλάχιστον κάποια προοπτική για το μέλλον. Είχαμε αποφασίσει πως όταν θα με απέρριπταν οι γονείς της, θα παντρευόμασταν χωρίς την άδειά τους και θα ζούσαμε χωρίς να έχουμε καμιά σχέση μαζί τους. Παρ’ όλ’ αυτά έκανα αυτό που έπρεπε να κάνω. Πήγα και ζήτησα το χέρι της κόρης τους σε γάμο, μ’ όλους τους τύπους. Η υποδοχή τους ήταν, για να μην πω τίποτα χειρότερο, ψυχρή. Ήταν σαν να είχαν ανοίξει μπροστά μου οι πόρτες όλων των ψυγείων του κόσμου. Το ότι μας έδωσαν την έγκρισή τους στο τέλος -απρόθυμα μεν αλλά μετά από κάποια περιστατικά που έμοιαζαν με θαύμαοφειλόταν αποκλειστικά στον κύριο Χόντα. Ζήτησε να μάθει απ’ αυτούς ό,τι ήξεραν για μένα, και τελικά δήλωσε ότι αν η κόρη τους επρόκειτο να παντρευτεί, εγώ ήμουν ο καταλληλότερος σύντροφος γι’ αυτήν' ότι εφόσον ήθελε να με παντρευτεί, θα προκαλούσαν τεράστια αναστάτωση αν αντιδρούσαν στο γάμο. Οι γονείς της Κουμίκο είχαν απόλυτη πίστη στον κύριο Χόντα εκείνη την εποχή, κι έτσι δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτ’ άλλο απ’ το να με δεχτούν σαν άντρα της κόρης τους. Οπωσδήποτε όμως ήμουν πάντα ο παρείσακτος, ο απρόσκλητος επισκέπτης. Η Κουμίκο κι εγώ επισκεπτόμασταν το πατρικό της και τρώγαμε με τα πεθερικά μου δυο φορές το μήνα με μηχανική κανονικότητα. Ήταν μια μισητή υποχρέωση, κάτι ανάμεσα σε σαδομαζοχιστική εμπειρία και μεσαιωνικό μαρτύριο. Κατά τη διάρκεια του φαγητού είχα την αίσθηση πως το τραπέζι είχε το μήκος ενός σιδηροδρομικού σταθμού. Έτρωγαν και συζητούσαν κάτι στην άλλη άκρη του τραπεζιού, ενώ εγώ ήμουν υπερβολικά μακριά για να μπορώ ν’ ακούσω και να δω. Αυτό συνεχίστηκε για ένα χρόνο, ώσπου ο πατέρας της Κουμίκο κι εγώ τσακωθήκαμε άγρια και μετά δεν ξαναϊδωθήκαμε. Η ανακούφιση που ένιωσα έφτανε στα όρια της έκστασης. Τίποτα δεν φθείρει τον άνθρωπο όσο το μάταιο μαρτύριο. Για λίγο καιρό μετά το γάμο μας, ωστόσο, προσπάθησα να κρατήσω τις σχέσεις ανάμεσά μας σε ανεκτό επίπεδο. Κι αναμφίβολα η λιγότερο επώδυνη από τις προσπάθειές μου ήταν οι μηνιαίες επισκέψεις στον κύριο Χόντα. Για τις επισκέψεις αυτές πλήρωνε ο πατέρας της Κουμίκο. Εμείς το μόνο που είχαμε να κάνουμε ήταν να επισκεπτόμαστε τον κύριο Χόντα στο σπίτι του στο Μεγκοΰρο μια φορά το μήνα μ’ ένα μεγάλο μπουκάλι σάκε, ν’ ακούμε όσα είχε να μας πει και να γυρνάμε σπίτι. Τόσο απλά. Ο κύριος Χόντα μας έκανε καλή εντύπωση απ’ την πρώτη στιγμή. Ήταν ένας συμπαθητικός γεράκος και το πρόσωπό του έλαμπε μόλις έβλεπε το σάκε που του φέρναμε. Μας άρεσαν τα πάντα σ’ αυτόν εκτός ίσως απ’ το ότι έβαζε την τηλεόραση να παίζει στη διαπασών, γιατί αλλιώς δεν μπορούσε να την ακούσει. Οι επισκέψεις μας ήταν πάντα πρωινές. Χειμώνα καλοκαίρι καθόταν στο σκαλοπάτι της πυροστιάς του πατώματος. Το χειμώνα είχε γύρω από τη μέση του δεμένη και μια κουβέρτα, για να κρατάει τη ζέστη της φωτιάς. Το καλοκαίρι δεν φορούσε κουβέρτα και η πυροστιά ήταν σβηστή. Ήταν φημισμένος μάντης, αλλά ζούσε πολύ απλά σχεδόν ασκητικά. Το σπίτι του ήταν μικρό, μ’ ένα μικρό χολ που ίσα ίσα έφτανε για να μπορεί ένας άνθρωπος να δέσει ή να λύσει τα κορδόνια του. Το τατάμι στο πάτωμα ήταν φθαρμένο και τα σπασμένα τζάμια των παραθύρων κολλημένα με ταινία. Απέναντι από το σπίτι του υπήρχε ένα συνεργείο αυτοκινήτων, όπου πάντοτε κάποιος φώναζε κάτι

στη διαπασών. Ο κύριος Χόντα φορούσε ένα κιμονό, κάτι ανάμεσα σε ρόμπα και παραδοσιακή εργατική φόρμα, που δεν έδειχνε να έχει γνωρίσει το σαπούνι στο πρόσφατο παρελθόν. Ζούσε μόνος, αν εξαιρέσει κανείς μια γυναίκα που ερχόταν για να κάνει το μαγείρεμα και τη λάτρα. Για κάποιο περίεργο λόγο ωστόσο δεν της επέτρεπε ποτέ να πλύνει τη ρόμπα του. Απεριποίητες άσπρες φαβορίτες πλαισίωναν τα βουλιαγμένα του μάγουλα. Εάν υπήρχε κάτι στο σπίτι του κυρίου Χόντα που θα μπορούσε κανείς να το αποκαλέσει εντυπωσιακό, ήταν η τεράστια έγχρωμη τηλεόραση. Σ’ ένα τόσο μικρό σπίτι, η γιγάντια παρουσία της ήταν καταλυτική. Ήταν μονίμως συντονισμένη στο κρατικό κανάλι ΝΗΚ. Δεν ξέρω αν αυτό συνέβαινε γιατί του άρεσε τόσο πολύ το ΝΗΚ, ή γιατί δεν έκανε τον κόπο ν’ αλλάξει κανάλι, ή γιατί η συσκευή του έπιανε μόνο το ΝΗΚ, αλλ’ αυτή ήταν η πραγματικότητα: δεν έβλεπε τίποτ’ άλλο. Αντί για καλλιτεχνικά τοποθετημένα λουλούδια ή παπύρους με καλλιγραφικά κείμενα, η τελετουργική γωνιά του δωματίου δεν είχε παρά αυτή την τεράστια τηλεόραση, και ο κύριος Χόντα καθόταν πάντα απέναντι της, ανασκαλεύοντας τα ραβδάκια της μαντικής στο χαμηλό τραπεζάκι πάνω απ’ την πυροστιά, ενώ το ΝΗΚ συνέχιζε να μεταδίδει εκπομπές μαγειρικής, οδηγίες περιποίησης μπονζάι, τα τελευταία νέα, πολιτικές συζητήσεις. «Τα νομικά μπορεί να μην είναι και η πιο κατάλληλη δουλειά για σένα, γιε μου», είπε μια μέρα ο κύριος Χόντα, απευθυνόμενος είτε σ’ εμένα είτε σε κάποιον που στεκόταν είκοσι μέτρα πίσω. «Μπορεί;» «Ναι, μπορεί. Ο νόμος είναι ο κυρίαρχος του κόσμου, σε τελευταία ανάλυση: του κόσμου όπου η σκιά είναι σκιά και το φως είναι φως, όπου το γιν είναι γιν και το γιανγκ είναι γιανγκ. Εγώ είμαι εγώ κι αυτός είναι αυτός. “Εγώ είμαι εγώ / αυτός είναι αυτός: / παραμονές φθινοπώρου”. Όμως εάν δεν ανήκεις σ’ αυτό τον κόσμο, γιε μου. Ο κόσμος ο δικός σου είναι ή πάνω απ’ αυτόν ή κάτω απ’ αυτόν». «Ποιο είναι καλύτερο;» ρώτησα, από απλή περιέργεια. «Το επάνω ή το κάτω;» «Το θέμα δεν είναι αν το ένα είναι χειρότερο ή καλύτερο από το άλλο», είπε. Μετά από μια μικρή κρίση βήχα, έφτυσε σ’ ένα χαρτομάντιλο, κι αφού μελέτησε το φλέμα γι’ αρκετή ώρα, τύλιξε το χαρτομάντιλο και το πέταξε σ’ ένα καλάθι αχρήστων. «Το θέμα δεν είναι αν είναι χειρότερο ή καλύτερο. Το θέμα είναι να μην αντιστέκεσαι στη ροή. Ανεβαίνεις όταν πρέπει ν’ ανέβεις και κατεβαίνεις όταν πρέπει να κατέβεις. Όταν είναι ν’ ανέβεις, βρες το ψηλότερο σημείο και στρογγυλοκάθισε εκεί. Όταν είναι να πέσεις χαμηλά, βρες το βαθύτερο πηγάδι και κατέβα στον πάτο του. Όταν δεν υπάρχει ροή, μείνε ακίνητος. Εάν αντισταθείς στη ροή, τα πάντα στεγνώνουν. Εάν στεγνώσουν τα πάντα, ο κόσμος είναι σκοτάδι. “Εγώ είμαι εκείνος / κι εκείνος εγώ: / ανοιξιάτικο σούρουπο”. Παράτα το εγώ σου κι έφτασες». «Η περίοδος που περνάμε είναι περίοδος χωρίς ροή;» ρώτησε η Κουμίκο. «Ορίστε;» «Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΠΟΥ ΠΕΡΝΑΜΕ ΕΙΝΑΙ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΧΩΡΙΣ ΡΟΗ;» φώναξε η Κουμίκο,

«Δεν υπάρχει ροή τώρα», είπε ο κύριος Χόντα κουνώντας το κεφάλι. «Τώρα είναι εποχή ακινησίας. Μην κάνετε τίποτα. Να προσέχετε μόνο το νερό. Κάποια στιγμή στο μέλλον, αυτός εδώ ο νεαρός θα υποφέρει πολύ απ’ το νερό. Από νερό που δεν θα είναι εκεί που θα πρεπε. Από νερό που θα είναι εκεί που δεν θα ’πρεπε. Σε κάθε περίπτωση όμως θα πρέπει να προσέχει πολύ, πάρα πάρα πολύ το νερό». Η Κουμίκο δίπλα μου κουνούσε το κεφάλι με απόλυτη σοβαρότητα, αλλά καταλάβαινα ότι με δυσκολία συγκροτούσε τα γέλια της. «Τι είδους νερό;» ρώτησα. «Δεν ξέρω», είπε ο κύριος Χόντα. «Νερό». Στην τηλεόραση, κάποιος καθηγητής πανεπιστημίου έλεγε πως η χαοτική χρήση της γραμματικής της ιαπωνικής γλώσσας από τους νέους ανθρώπους αντανακλούσε το χάος του τρόπου ζωής τους. «Για να είμαστε ακριβείς, φυσικά, δεν μπορούμε να ονομάσουμε αυτό το φαινόμενο χάος. Η γραμματική είναι όπως ο αέρας: κάποιος υψηλά ιστάμενος θα μπορούσε να θεσπίσει κανόνες για τη χρήση του, αλλά οι άνθρωποι δεν είναι υποχρεωμένοι να τους ακολουθήσουν». Έμοιαζε ενδιαφέρον, αλλά ο κύριος Χόντα συνέχισε να μιλάει για το νερό. «Και να σας πω την αλήθεια, υπέφερα κι εγώ απ’ το νερό», είπε. «Δεν υπήρχε νερό στο Νομονχάν. Η γραμμή του μετώπου είχε τα χάλια της κι είχε αποκοπεί απ’ τον εφοδιασμό. Δεν υπήρχε νερό. Δεν υπήρχε φαΐ. Δεν υπήρχε φαρμακευτικό υλικό. Δεν υπήρχαν σφαίρες. Φρίκη. Οι γαλονάδες στα μετόπισθεν ενδιαφερόντουσαν μόνο για ένα πράγμα: να κατακτήσουν όσο περισσότερο έδαφος μπορούσαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Κανείς δεν νοιαζόταν για τις προμήθειες. Για τρεις μέρες δεν ήπια σχεδόν καθόλου νερό. Αν άφηνες ένα κομμάτι ύφασμα εκτεθειμένο στον αέρα, το πρωί θα ήταν γεμάτο δροσιά. Μπορούσες να το στύψεις στο στόμα σου και να πιεις μερικές σταγόνες, κι αυτό ήταν όλο. Δεν υπήρχε καθόλου νερό. Ήθελα να πεθάνω, τόσο άσχημα ήταν. Να διψάς έτσι είναι το χειρότερο πράγμα στον κόσμο. Ήμουν έτοιμος να βγω έξω και να δεχτώ στο κορμί μου την πρώτη σφαίρα. Αυτοί που τους χτυπούσε σφαίρα στην κοιλιά, ικέτευαν για λίγο νερό. Κάποιοι τρελαινόντουσαν απ’ τη δίψα. Ήταν πραγματική κόλαση. Βλέπαμ’ ένα τεράστιο ποτάμι να κυλάει μπροστά μας, που θα μπορούσε να χορτάσει τη δίψα μας. Δεν μπορούσαμε όμως να πλησιάσουμε. Ανάμεσα σ’ εμάς και στο ποτάμι υπήρχε μια γραμμή τεράστιων σοβιετικών τεθωρακισμένων με φλογοβόλα. Τα πολυβολεία ήταν σπαρμένα στην περιοχή σαν καρφίτσες πάνω σε μαξιλαράκι. Πίσω από κάθε ανάχωμα υπήρχε κι ένας ελεύθερος σκοπευτής. Τη νύχτα έριχναν ψηλά φωτοβολίδες. Το μόνο που είχαμ’ εμείς ήταν τριανταοχτάρια τουφέκια πεζικοί με είκοσι πέντε σφαίρες ο καθένας. Παρ’ όλ’ αυτά οι περισσότεροι συνάδελφοί μου έπαιρναν το ρίσκο να κατέβουν στο ποτάμι. Δεν γύρισε ούτε ένας. Τους σκότωσαν όλους. Αυτό εννοώ: όταν είναι να μείνεις ακίνητος, μείνε ακίνητος». Έβγαλ’ ένα χαρτομάντιλο, φύσηξε τη μύτη του δυνατά κι εξέτασε το αποτέλεσμα πριν το τυλίξει και το πετάξει στο καλάθι των αχρήστων. «Μπορεί να είναι δύσκολο να περιμένει κανείς να ξεκινήσει η ροή», είπε, «αλλά όταν πρεπει να περιμένεις, πρέπει να περιμένεις. Στο μεταξύ πες πως είσαι νεκρός».

«Εννοείτε ότι πρέπει να μείνω νεκρός προς το παρόν;» τον ρώτησα. «Ορίστε;» «ΕΝΝΟΕΙΤΕ ΟΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΕΙΝΩ ΝΕΚΡΟΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΑΡΟΝ;» «Αυτό ακριβώς, γιόκα μου. “Ο θάνατος είναι ο μόνος τρόπος / για να επιπλεύσεις ελεύθερος: / Νομονχάν”». Συνέχισε να μιλάει για το Νομονχάν για μια ακόμη ώρα. Εμείς καθόμασταν εκεί κι ακοΰγαμε. Είχαμε πάρει εντολή να «δεχτούμε τη διδασκαλία του», αλλά ενώ πηγαίναμε κάθε μήνα σπίτι του για έναν ολόκληρο χρόνο, εκείνος δεν είχε σχεδόν καμιά «διδασκαλία» να «δεχτούμε». Σχεδόν ποτέ δεν έκανε μαντείες. Το μόνο πράγμα για το οποίο μιλούσε ήταν το Επεισόδιο του Νομονχάν: πώς μια οβίδα κανονιού άνοιξε στα δύο το κρανίο του υπολοχαγού δίπλα του, πώς πήδηξε πάνω σ’ ένα σοβιετικό τανκς και το έκαψε μ’ ένα κοκτέιλ μολότοφ, πώς απομόνωσε και σκότωσε ένα Σοβιετικό πιλότο που είχε πέσει το αεροπλάνο του. Όλες οι ιστορίες του ήταν ενδιαφέρουσες, ίσως και συναρπαστικές, αλλά όπως συμβαίνει μ’ όλα τα πράγματα, αν τις ακούσεις εφτά κι οχτώ φορές, αρχίζουν και θαμπώνουν. Άσε που δεν μπορούμε να πούμε ότι μας «έλεγε» τις ιστορίες του. Μας τις ούρλιαζε, μάλλον. Ήταν σαν να στεκόταν στην κορφή ενός βράχου μια μέρα με δυνατό άνεμο και να τις φώναζε για να τις ακούσουμ’ εμείς στον απέναντι βράχο. Σαν να βλέπεις παλιά ταινία του Κουροσάβα από την πρώτη σειρά ενός παλιού κινηματογράφου. Η Κουμίκο κι εγώ είχαμε πρόβλημα ν’ ακούσουμε οτιδήποτε γι’ αρκετή ώρα μετά την επίσκεψη. Παρ’ όλ’ αυτά μας άρεσε -τουλάχιστον μονάρζοζ ακούμε τις ιστορίες του κυρίου Χόντα. Οι περισσότερες ήταν βίαιες, αλλά καθώς τις ακούγαμε απ’ το στόμα ενός γεράκου με μια βρόμικη παλιά ρόμπα, οι λεπτομέρειες της μάχης έχαναν το χρώμα τής πραγματικότητας. Έμοιαζαν περισσότερο με ιστορίες για νεράιδες και ξωτικά. Περίπου μισό αιώνα πριν, η μονάδα του κυρίου Χόντα είχε δώσει μια λυσσαλέα μάχη σε μια γυμνή και άγονη περιοχή στα σύνορα Μαντζουρίας και Μογγολίας. Ωσότου άκουσα τις λεπτομέρειες από τον κύριο Χόντα, δεν ήξερα σχεδόν τίποτα για τη μάχη του Νομονχάν. Κι όμως ήταν μια υπέροχη μάχη. Σχεδόν άοπλοι, είχαν αντιμετωπίσει την ανώτερη και μηχανοκίνητη ισχύ των Σοβιετικών και είχαν ηττηθεί κατά κράτος. Η μια μονάδα μετά την άλλη συντριβόταν, εξολοθρευόταν. Μερικοί αξιωματικοί είχαν πάρει την πρωτοβουλία να διατάξουν τα στρατεύματά τους να υποχωρήσουν για ν’ αποφύγουν την εξόντωση’ οι ανώτεροι τους τούς ανάγκασαν ν’ αυτοκτονήσουν. Οι περισσότεροι στρατιώτες που συνελήφθησαν από τους Σοβιετικούς αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στη μεταπολεμική ανταλλαγή αιχμαλώτων, κι αυτό γιατί φοβούνταν ότι θα δικάζονταν για λιποταξία ενώπιον του εχθρού. Αυτοί οι άντρες κατέληξαν να θρέψουν με τα κόκαλά τους το χώμα της Μογγολίας. Όταν γύρισε σπίτι του με τιμητική αποστρατεία μετά την απώλεια της ακοής του, ο κύριος Χόντα έγινε επαγγελματίας μάντης. «Τελικά όλα έγιναν για καλό», είπε. «Εάν δεν είχα χάσει την ακοή μου, θα είχα κατά πάσα πιθανότητα πεθάνει στο Νότιο Ειρηνικό. Αυτό έπαθαν οι περισσότερες μονάδες που γλίτωσαν από το Νομονχάν. Το Νομονχάν ήταν μια μεγάλη ντροπή για τον αυτοκρατορικό στρατό, κι έτσι έστειλαν αυτούς που είχαν επιβιώσει εκεί που είχαν τις περισσότερες πιθανότητες να σκοτωθούν. Οι ανώτεροι αξιωματικοί, που είχαν κάνει τόσα και τόσα εγκληματικά λάθη στο Νομονχάν, συνέχισαν την ευδόκιμη καριέρα τους στην κεντρική διοίκηση. Μερικά απ’ αυτά τα καθάρματα έγιναν πολιτικοί μετά τον πόλεμο. Ενώ τα απλά ανθρωπάκια που έδωσαν και τις καρδιές τους γι’ αυτούς,

σβηστήκανε απλώς από το χάρτη». «Γιατί ήταν τέτοια μεγάλη ντροπή το Νομονχάν για το στρατό;» ρώτησα. «Ο στρατός πολέμησε γενναία, και πολλοί απ’ αυτούς πέθαναν, έτσι δεν είναι; Γιατί θα έπρεπε ν’ αντιμετωπιστούν τόσο άσχημα όσοι γλιτώσανε;» Όμως ο κύριος Χόντα δεν φάνηκε ν’ άκουσε την ερώτησή μου. Κουνήθηκε στην καρέκλα κι ανακάτεψε τα μαντικά ξυλάκια του. «Να προσέχεις το νερό», είπε. Εκεί τελείωσε η συνάντηση εκείνης της μέρας. Μετά τον καβγά που είχα με τον πατέρα της Κουμίκο, σταματήσαμε να πηγαίνουμε στου κυρίου Χόντα. Ήταν αδύνατο να συνεχίσω να τον επισκέπτομαι ξέροντας πως τον πλήρωνε ο πεθερός μου. Εμείς φυσικά δεν ήμασταν σε θέση να κάνουμε κάτι τέτοιο. Εκείνη την εποχή μόλις και μετά βίας τα βγάζαμε πέρα. Τελικά ξεχάσαμε τον κύριο Χόντα, όπως οι περισσότεροι νέοι συνηθίζουν να ξεχνούν τους περισσότερους γέρους. Στο κρεβάτι εκείνη τη νύχτα συνέχισα να σκέφτομαι τον κύριο Χόντα. Εκείνος και η Μάλτα Κάνο μου είχαν μιλήσει για νερό. Ο κύριος Χόντα με είχε προειδοποιήσει να είμαι προσεκτικός. Η Μάλτα Κάνο είχε ασκητέψει στη Μάλτα στη διάρκεια των ερευνών που έκανε για το νερό. Μπορεί να ήταν σύμπτωση, αλλά και οι δυο είχαν έναν έντονο φόβο για το νερό. Τώρα είχα αρχίσει ν’ ανησυχώ. Έφερα στο μυαλό μου εικόνες από το πεδίο της μάχης στο Νομονχάν: τα σοβιετικά τανκς και τα πολυβολεία και το ποτάμι να κυλάει πίσω τους. Την αφόρητη δίψα. Μες στο σκοτάδι, μπορούσα ν’ ακούσω τον ήχο του ποταμού. «Τόρου», μου είπε η Κουμίκο με λεπτή φωνή, «είσαι ξύπνιος;» «Μμμμμ». «Για κείνη τη γραβάτα. Θυμήθηκα. Την πήγα στο καθαριστήριο το Δεκέμβριο. Χρειαζόταν σιδέρωμα. Πρέπει να την ξέχασα εκεί». «Το Δεκέμβριο; Κουμίκο, είναι πάνω από έξι μήνες!» «Το ξέρω. Και ξέρεις πολύ καλά ότι εγώ δεν ξεχνάω πράγματα. Κι ήταν τόσο όμορφη αυτή η γραβάτα». Έβαλε το χέρι της στον ώμο μου. «Την πήγα στο καθαριστήριο δίπλα στο σταθμό. Λες να είν’ ακόμα εκεί;» «Θα πάω αύριο. Πρέπει να την έχουν ακόμα». «Λες; Έξι μήνες είναι πολύς καιρός. Τα περισσότερα καθαριστήρια πετάνε τα πράγματα που δεν έχουν ζητηθεί σε τρεις μήνες. Μπορεί να έχουν κάνει κι αυτοί το ίδιο. Έτσι λέει ο νόμος. Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι θα είν’ ακόμα εκεί;» «Η Μάλτα Κάνο είπε ότι θα τη βρω. Κάπου έξω απ’ το σπίτι».

Ένιωσα τα μάτια της να με κοιτάζουν στο σκοτάδι. «Θες να πεις ότι πιστεύεις αυτά που σου λέει;» «Αρχίζω να τα πιστεύω». «Τελικά δεν αποκλείεται εσύ κι ο αδερφός μου να τα βρείτε μεταξύ σας», είπε μ’ έναν τόνο ικανοποίησης στη φωνή. «Πού ξέρεις; Μπορεί», είπα. Συνέχισα να σκέφτομαι το πεδίο της μάχης του Νομονχάν όταν πια η Κουμίκο είχε κοιμηθεί. Οι στρατιώτες εκεί είχαν όλοι κοιμηθεί. Ο ουρανός αποπάνω ήταν γεμάτος αστέρια, κι εκατομμύρια τριζόνια τραγουδούσαν. Στ’ αυτιά μου έφτασε ο ήχος τού ποταμού. Αποκοιμήθηκα ακούγοντάς τον να κυλάει.

Εθισμένος στις καραμέλες λεμόνι Πουλί χωρίς φτερά και πηγάδι χωρίς νερό

Αφού έπλυνα πρώτα τα πιάτα του πρωινού, πήρα το ποδήλατο και πήγα στο καθαριστήριο του σταθμού. Ο ιδιοκτήτης -ένας πολύ αδύνατος κύριος γύρω στα πενήντα, με βαθιές ρυτίδες στο μέτωποάκουγε μια κασέτα της ορχήστρας του Πέρσι Φέιθ από ένα κασετόφωνο τοποθετημένο σ’ ένα ράφι. Ήταν ένα τεράστιο JVC, με ενισχυμένα γούφερ κι ένα βουναλάκι από κασέτες δίπλα του. Η ορχήστρα έπαιζε το «Θέμα της Τάρας», αναδεικνύοντας ιδιαίτερα τον πλούσιο ρόλο των εγχόρδων. Ο ίδιος ο ιδιοκτήτης ήταν στο πίσω μέρος του καταστήματος και σφύριζε ανέμελα παρακολουθώντας τη μουσική καθώς σιδέρωνε με ατμοσίδερο ένα πουκάμισο με γρήγορες κι ακριβείς κινήσεις. Πλησίασα στον πάγκο και δήλωσα συντετριμμένος γιατί είχα φέρει μια γραβάτα στα τέλη του περασμένου χρόνου κι είχα ξεχάσει να την πάρω πίσω. Στον ειρηνικό μικρόκοσμό του, στις εννιάμισι το πρωί, αυτό πρέπει να έμοιαζε με την άφιξη ενός αγγελιοφόρου με τρομακτικά νέα σε ελληνική τραγωδία. «Είμαι σίγουρος ότι δεν έχετε ούτε την απόδειξη», είπε εκείνος με μια παράξενα απόμακρη φωνή. Μιλούσε όχι σ’ εμένα αλλά στο ημερολόγιο του τοίχου δίπλα στον πάγκο. Η φωτογραφία του Ιουνίου έδειχνε τις Αλπεις μια καταπράσινη κοιλάδα, αγελάδες που έβοσκαν, ένα αδρό λευκό σύννεφο να πλέει με φόντο τα Λευκά Όρη ή το Μάτερχορν ή κάτι τέτοιο. Ύστερα με κοίταξε με μια έκφραση στο πρόσωπο που έλεγε, Αφού είχες σκοπό να την ξεχάσεις την καταραμένη τη γραβάτα, γιατί δεν την ξέχναγες οριστικά; Ήταν μια άμεση και εύγλωττη ματιά, «Τέλη του έτους, ε; Δύσκολο, Μιλάμε για έξι μήνες τώρα. Εντάξει, θα ρίξω μια ματιά, αλλά μην τρέφετε και πολλές ελπίδες». Έβγαλε το σίδερο από την πρίζα, το άφησε στην ειδική υποδοχή και σφυρίζοντας το θέμα από το Λ Summer Place άρχισε να ψάχνει τα ράφια στο πίσω δωμάτιο. Κάποτε στο γυμνάσιο είχα πάει με την τότε κοπέλα μου να δω το A Summer Place. Πρωταγωνιστούσαν ο Τρόι Ντόναχιου και η Σάντρα Ντι. Το είδαμε σ’ ένα σινεμά για σινεφίλ μαζί με το Follow the BoysTxy; Κόνι Φράνσις. Ήταν πολύ κακό φιλμ, απ’ ό,τι θυμόμουνα, αλλ’ ακούγοντας τώρα τη μουσική σ’ ένα καθαριστήριο δεκατρία χρόνια αργότερα, μόνο καλές αναμνήσεις μπορούσα να φέρω στο μυαλό μου από κείνη την εποχή. «Ήταν μια μπλε γραβάτα με πουά;» ρώτησε ο ιδιοκτήτης. «Και το όνομα είναι Οκάντα;» «Σωστά», είπα. «Είστε τυχερός». Μόλις γύρισα σπίτι, τηλεφώνησα στην Κουμίκο στη δουλειά. «Είχαν κρατήσει τη γραβάτα», είπα.

«Απίστευτο», είπε εκείνη. «Μπράβο!» Μου φάνηκε ψεύτικη, σαν να παίνευε ένα γιο που γύρισε σπίτι φέρνοντας καλούς βαθμούς απ’ το σχολείο. Η φράση της μ’ έκανε να νιώσω άβολα. Έπρεπε να περιμένω και να την πάρω στο μεσημεριανό διάλειμμα. «Έφυγ’ ένα βάρος από πάνω μου», είπε. «Έχω όμως κάποιον στην άλλη γραμμή. Συγγνώμη. Μπορείς να με πάρεις το μεσημέρι;» «Θα σε πάρω», είπα. Όταν έκλεισα το τηλέφωνο, βγήκα και κάθισα στη βεράντα με την πρωινή εφημερίδα. Όπως πάντα, ξάπλωσα μπρούμυτα, με τις αγγελίες των θέσεων εργασίας απλωμένες μπροστά μου, διαβάζοντάς τες όλες λεπτομερώς απ’ την αρχή ώς το τέλος, όλες τις στήλες, που ήταν γεμάτες ακατανόητους κωδικούς και μυστήρια σύμβολα. Η ποικιλία των επαγγελμάτων σ’ αυτό τον κόσμο ήταν εκπληκτική, και το καθένα είχε τη θέση του στις κομψές και ζυγισμένες σειρές της εφημερίδας, όπως κι οι τάφοι σ’ έναν καινούργιο χάρτη νεκροταφείου. Όπως γινόταν κάθε πρωί, άκουσα το Κουρδιστό Πουλί να κουρδίζει το ελατήριό του στην κορφή κάποιου δέντρου. Έκλεισα την εφημερίδα, ανασηκώθηκα, ακούμπησα την πλάτη μου σ’ ένα στύλο και κοίταξα τον κήπο. Σε λίγο το πουλί έβγαλε το βραχνό κρώξιμό του για μια ακόμη φορά, ένα μακρόσυρτο τριγμό που έβγαινε κάπου απ’ την κορφή ενός πεύκου στο γειτονικό σπίτι. Προσπάθησα να δω ανάμεσα στα κλαδιά, αλλά δεν φαινόταν τίποτα. Μόνο η κραυγή του ακουγόταν. Όπως πάντα. Έτσι το ελατήριο του κόσμου κουρδιζόταν για μια ακόμη μέρα. Λίγο πριν από τις δέκα άρχισε να βρέχει. Η βροχή δεν ήταν δυνατή. Δεν ήταν καλά καλά σίγουρο ότι έβρεχε, οι σταγόνες ήταν απειροελάχιστες, αλλ’ αν κοιτούσες με μεγάλη προσοχή, τις έβλεπες. Ο κόσμος υπήρχε σε δύο καταστάσεις, στην κατάσταση της βροχής και στην κατάσταση της μη βροχής, και θα ’πρεπε'να υπάρχει μια σαφής διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις δυο αυτές καταστάσεις. Έμεινα καθισμένος στη βεράντα αρκετή ώρα, κοιτάζοντας τη γραμμή που υποτίθεται ότι έπρεπε να είν’ εκεί. Τι να κάνω μέχρι το μεσημέρι; Να πάω να κολυμπήσω στην πισίνα της γειτονιάς ή στο σοκάκι να ψάξω για τη γάτα; Ακουμπισμένος στο στύλο της βεράντας και κοιτάζοντας τη βροχή να πέφτει στον κήπο, ταλαντευόμουν ανάμεσα στα δυο. Πισίνα. Γάτα. Κέρδισε η γάτα. Η Μάλτα Κάνο είχε πει πως η γάτα δεν βρισκόταν πια στη γειτονιά. Όμως εκείνο το πρωί είχα μια ακατανίκητη παρόρμηση να βγω έξω και να την ψάξω. Το κυνήγι της γάτας είχε γίνει μέρος της καθημερινής μου ρουτίνας. Επιπλέον, η Κουμίκο μπορεί να χαιρόταν μαθαίνοντας πως είχα τουλάχιστον κάνει μια προσπάθεια. Φόρεσα ένα ελαφρύ αδιάβροχο. Αποφάσισα να μην πάρω ομπρέλα. Έβαλα τ’ αθλητικά μου παπούτσια κι έφυγα από το σπίτι με το κλειδί και μερικές καραμέλες λεμόνι στην τσέπη του αδιάβροχου. Διέσχισα την αυλή, αλλά μόλις ακούμπησα το χέρι

στη μάντρα, ακούστηκε το κουδούνισμα του τηλεφώνου. Έμεινα ακίνητος τεντώνοντας τ’ αυτιά μου, αλλά ήταν αδύνατο να καταλάβω αν ήταν το δικό μας τηλέφωνο ή του γείτονα. Απ’ τη στιγμή που φεύγεις από το σπίτι, όλα τα τηλέφωνα έχουν τον ίδιο ήχο. Εγκατέλειψα την προσπάθεια και πήδηξα τη μάντρα. Ένιωθα το απαλό χορτάρι μέσ’ από τις λεπτές σόλες των αθλητικών παπουτσιών. Το αδιέξοδο ήταν πιο ήσυχο απ’ ό,τι συνήθως. Στάθηκα για λίγο ακίνητος κι αφουκράστηκα κρατώντας την ανάσα μου, αλλά δεν μπορούσα να διακρίνω κανέναν ήχο. Το τηλέφωνο είχε σταματήσει να χτυπάει. Δεν έφταναν στ’ αυτιά μου ούτε κραυγές πουλιών ούτε οι συνηθισμένοι ήχοι του δρόμου. Ο ουρανός ειχε βαφτεί ομοιόμορφα γκρίζος. Κάτι μέρες σαν κι αυτή τα σύννεφα μπορεί ν’ απορροφούσαν τους ήχους της επιφάνειας της γης. Κι όχι μόνο τους ήχους. Όλα τα πράγματα. Τις αισθήσεις, για παράδειγμα. Με τα χέρια χωμένα στις τσέπες του αδιάβροχου, προχώρησα στο στενό σοκάκι. Εκεί που προεξείχαν κοντάρια για το άπλωμα των ρούχων, περνούσα γυρνώντας λοξά, με την πλάτη προς τον τοίχο. Περνούσα ακριβώς κάτω από τις μαρκίζες άλλων σπιτιών. Έτσι προχώρησα στο στενό σοκάκι που θύμιζε κανάλι χωρίς νερό: Τ’ αθλητικά μου παπούτσια δεν έκαναν καθόλου θόρυβο καθώς πατούσαν το γρασίδι. Ο μόνος πραγματικός ήχος που άκουσα στη σύντομη πορεία μου ήταν ένα ραδιόφωνο που έπαιζε σε κάποιο από τα σπίτια. Ήταν συντονισμένο σ’ ένα σταθμό όπου συζητούσαν τα προβλήματα όσων τηλεφωνούσαν. Ένας μεσήλικας παραπονιόταν στο δημοσιογράφο για την πεθερά του. Απ’ όσα πρόλαβα ν’ ακούσω, η γυναίκα ήταν εξήντα οχτώ χρονών και την είχε πιάσει μανία με τις ιπποδρομίες. Μόλις πέρασα το σπίτι, ο ήχος του ραδιοφώνου άρχισε να χάνεται, ώσπου τελικά εξαφανίστηκε εντελώς, κι ήταν σαν να εξαφανίστηκε όχι μόνο ο ήχος τού ραδιοφώνου αλλά κι ο ίδιος ο μεσήλικας μαζί με την πεθερά του, που και οι δυο τους πρέπει να υπάρχουν κάπου στον κόσμο. Τελικά έφτασα στο έρημο σπίτι. Το είδα μπροστά μου σιωπηλό όπως πάντα. Στο φόντο των γκρίζων, χαμηλών σύννεφων, με τα παντζούρια του δεύτερου ορόφου θεόκλειστα, το σπίτι έμοιαζε με μια σκοτεινή, σκιώδη παρουσία. Ήταν κάτι σαν τεράστιο φορτηγό πλοίο που είχε προσαράξει σε ύφαλο μέσα στην καταιγίδα μια σκοτεινή νύχτα πριν από καιρό και το χαν αφήσει εκεί να σαπίζει. Αν δεν έβλεπα το γρασίδι που είχε μεγαλώσει από την τελευταία μου επίσκεψη, θα μπορούσα να πιστέψω ότι ο χρόνος είχε σταματήσει σ’ αυτό το συγκεκριμένο μέρος. Χάρη στις ατέλειωτες μέρες της βροχής, τα φυλλαράκια του γρασιδιού έλαμπαν με μια βαθυπράσινη γυαλάδα, αναδίνοντας την ασύγκριτη μυρωδιά των πραγμάτων που έχουν τις ρίζες τους στο χώμα. Στο κέντρο ακριβώς αυτής της χορτάρινης θάλασσας βρισκόταν το γλυπτό πουλί, στην ίδια ακριβώς στάση που το είχα δει και πριν, με τα φτερά απλωμένα σαν να ήταν έτοιμο να πετάξει. Αυτό φυσικά ήταν ένα πουλί που δεν θα πέταγε ποτέ. Το ήξερα εγώ και το ’ξερε και το πουλί. Θα συνέχιζε να περιμένει εκεί που το είχαν τοποθετήσει ώς την ημέρα που θα το μετακινούσαν ή θα το έσπαζαν. Δεν υπήρχε άλλη πιθανότητα γι’ αυτό να φύγει απ’ τον κήπο. Το μόνο πράγμα που κουνιόταν εκεί ήταν μια μικρή λευκή πεταλούδα, που πετούσε λίγο πάνω απ’ το χορτάρι κάμποσες βδομάδες μετά την εποχή της. Προχωρούσε διατακτικά, σαν ιχνηλάτης που έχει ξεχάσει τι ακριβώς ψάχνει. Μετά από πέντε λεπτά μάταιου κυνηγητού, η πεταλούδα έφυγε και πήγε κάπου αλλού. Έβαλα μια καραμέλα λεμόνι στο στόμα, ακούμπησα στον πλεχτό φράχτη και κοίταξα τον κήπο. Η γάτα δεν φαινόταν πουθενά. Δεν φαινόταν τίποτα πουθενά. Το μέρος έμοιαζε με ακίνητη, στάσιμη

λίμνη, όπου κάποια γιγάντια δύναμη είχε αναστείλει τη φυσική ροή. Ένιωσα την παρουσία κάποιου πίσω μου και γύρισα να κοιτάξω. Όμως δεν είδα κανέναν. Υπήρχε μόνο ο φράχτης στην άλλη πλευρά του στενού και η μικρή πόρτα στο φράχτη, η πόρτα όπου είχα δει εκείνο το κορίτσι. Τώρα η πόρτα ήταν κλειστή και στην αυλή δεν υπήρχε κανείς. Όλα ήταν μουσκεμένα και σιωπηλά. Και υπήρχαν κι οι μυρωδιές: Χορτάρι. Βροχή. Το αδιάβροχο μου. Η καραμέλα λεμόνι κάτω απ’ τη γλώσσα μου, μισολιωμένη. Όλες συγκεντρωμένες σε μια μοναδική βαθιά ανάσα. Γύρισα να κοιτάξω μια ακόμη φορά, αλλά δεν υπήρχε κανείς. Τεντώνοντας τ’ αυτιά μου, έπιασα τον πνιχτό ήχο ενός μακρινού ελικοπτέρου. Εκεί ψηλά υπήρχαν κάποιοι που πετούσαν πάνω απ’ τα σύννεφα. Αλλ’ ακόμη κι αυτός ο ήχος φάνηκε ν’ απομακρύνεται, και κάποια στιγμή επικράτησε ξανά η σιωπή. Ο συρμάτινος φράχτης που περιέβαλλε το έρημο σπίτι είχε μια πόρτα, κι αυτή από σύρμα, όπως ήταν αναμενόμενο. Την έσπρωξα λίγο να δω αν ήταν κλειδωμένη. Άνοιξε με σχεδόν απογοητευτική ευκολία, σαν να με προκαλούσε να μπω μέσα. «Κανένα πρόβλημα», έμοιαζε να μου λέει. «Περάστε». Δεν χρειαζόταν να επιστρατεύσω τις λεπτομερείς νομικές γνώσεις που είχα συσσωρεύσει οκτώ ολόκληρα χρόνια για να καταλάβω πως η ενέργεια αυτή θα μπορούσε να δημιουργήσει σοβαρό πρόβλημα. Αν κάποιος γείτονας μ’ έβλεπε στο άδειο σπίτι και καλούσε την αστυνομία, θα έρχονταν αμέσως και θα με ανέκριναν. Θα τους έλεγα ότι έψαχνα τη γάτα μου’ είχε εξαφανιστεί και την έψαχνα σ’ όλη τη γειτονιά. Θ’ απαιτούσαν να μάθουν τη διεύθυνση και το επάγγελμά μου. Θα έπρεπε να τους πω ότι ήμουν άνεργος. Αυτό θα ενέτεινε τις υποψίες τους. Θα έφερναν στο μυαλό τους σατανικούς αριστεριστές τρομοκράτες ή κάτι ανάλογο, πεπεισμένοι ότι διάφοροι βομβιστές είχαν απλώσει τα δίχτυα τους σ’ ολόκληρο το Τόκιο με κρυφά οπλοστάσια κι αυτοσχέδιες βόμβες. Θα καλούσαν την Κουμίκο στο γραφείο της να επιβεβαιώσει την ιστορία μου. Εκείνη θ’ αναστατωνόταν. Όμως, ή του ύψους ή του βάθους. Μπήκα μέσα κι έκλεισα την πόρτα πίσω μου. Αν ήταν να συμβεί κάτι, ας συνέβαινε. Αν ήθελε να συμβεί κάτι, ας συνέβαινε. Διέσχισα τον κήπο μελετώντας το χώρο προσεκτικά. Τ’ αθλητικά μου παπούτσια στο γρασίδι ήταν όπως πάντα αθόρυβα. Υπήρχαν αρκετά χαμηλά οπωροφόρα που δεν ήξερα πώς τα λένε και μια μεγάλη έκταση με γρασίδι. Το χορτάρι ήταν τώρα πια άναρχα μεγαλωμένο κι έκρυβε τα πάντα. Ένα άσχημο είδος κισσού είχε καλύψει τους κορμούς δύο δέντρων, που έμοιαζαν έτοιμα ν’ αφήσουν την τελευταία τους πνοή. Οι θάμνοι κατά μήκος του φράχτη είχαν πάρει ένα θανατερό άσπρο χρώμα από τ’ αυγά κάποιου παράσιτου. Μια πεισματάρικη μυγούλα συνέχισε να βουίζει δίπλα στ’ αυτί μου γι’ αρκετή ώρα. Περνώντας το άγαλμα του πουλιού, έφτασα στο σωρό με τις άσπρες πλαστικές καρέκλες κάτω απ’ το υπόστεγο του σπιτιού. Η πάνω καρέκλα ήταν βρόμικη, αλλά η δεύτερη δεν ήταν σε κακή κατάσταση. Την καθάρισα με το χέρι μου και κάθισα. Τα φυτά από δω μέχρι το φράχτη μ’ έκρυβαν απ’ το σοκάκι και το υπόστεγο με προστάτευε απ’ τη βροχή. Κάθισα εκεί και σφυρίζοντας παρακολούθησα τον κήπο να δέχεται την ευλογία των μικρών σταγόνων. Στην αρχή δεν κατάλαβα τι είχ’ αρχίσει να σφυρίζω, αλλά μετά από λίγο συνειδητοποίησα πως ήταν η εισαγωγή της Κλέφτρας Κίσσας τον Ροσίνι, ο ίδιος σκοπός που σφύριζα όταν μου τηλεφώνησε εκείνη η περίεργη γυναίκα την ώρα που μαγείρευα μακαρόνια. Καθισμένος έτσι στον κήπο, χωρίς κανέναν γύρω μου, κοιτάζοντας το γρασίδι και το πέτρινο πουλί, ενώ σφύριζα φάλτσα ένα σκοπό, είχα την αίσθηση πως είχα γυρίσει στην παιδική μου ηλικία.

Ήμουνα σ’ ένα μυστικό μέρος, όπου κανείς δεν μπορούσε να με δει. Αυτό με καθησύχαζε. Ένιωσα την παρόρμηση να πετάξω μια πέτρα -έστω και μικρήσε κάποιο στόχο. Το πέτρινο πουλί θα ήταν ό,τι πρέπει γι’ αυτό. Θα το χτυπούσα όσο χρειαζόταν για να κάνει ένα μικρό τικ. Έπαιζα μόνος μου πάρα πολύ όταν ήμουν παιδί. Έστηνα κάπου μια άδεια κονσέρβα, απομακρυνόμουν μερικά βήματα και τη σημάδευα με πέτρες ώσπου να γεμίσει μέχρι επάνω. Μπορούσα να το κάνω ώρες ολόκληρες. Τώρα όμως δεν είχα πέτρες στα πόδια μου. Τέλος πάντων, κανένα μέρος δεν έχει όλα όσα χρειάζεσαι. Ανέβασα τα πόδια μου στην καρέκλα κι ακούμπησα το σαγόνι στην παλάμη μου. "Υστερα έκλεισα τα μάτια. Η απόλυτη σιωπή συνεχιζόταν. Το σκοτάδι πίσω από τα κλειστά μου βλέφαρα ήταν σαν το συννεφιασμένο ουρανό, αλλά το γκρίζο ήταν κάπως βαθύτερο. Κάθε λίγα λεπτά ερχόταν κάποιος και περνούσε πάνω από το γκρίζο ένα γκρίζο διαφορετικής υφής ένα γκρίζο με αποχρώσεις χρυσού, πράσινου ή κόκκινου. Απόρησα με το πλήθος των γκρίζων που υπήρχαν. Τ’ ανθρώπινα όντα ήταν τόσο παράξενα. Το μόνο που είχες να κάνεις ήταν να καθίσεις ακίνητος για λίγα λεπτά, κι αμέσως έβλεπες αυτή τη θαυμάσια ποικιλία αποχρώσεων του γκρίζου. Ξεφυλλίζοντας αυτό το δειγματολόγιο του γκρίζου, ξανάρχισα το σφύριγμα, έχοντας πια αδειάσει εντελώς το μυαλό μου από τις σκέψεις. «Ε», είπε μια φωνή. Άνοιξα αμέσως τα μάτια μου. Γέρνοντας λίγο αριστερά, προσπάθησα να δω την αυλόπορτα πάνω από τις κορφές των θάμνων. Ήταν ανοιχτή. Ορθάνοιχτη. Κάποιος είχε μπει μέσα μετά από μένα. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατά. «Ε», ξαναείπε η ίδια φωνή. Γυναικεία φωνή. Ξεπρόβαλε πίσω από το άγαλμα και ήρθε προς το μέρος μου. Ήταν το κορίτσι που έκανε ηλιοθεραπεία στην αυλή του απέναντι σπιτιού. Φορούσε το ίδιο γαλάζιο μπλουζάκι Αντίντας και σορτς. Περπατούσε πάλι κουτσαίνοντας ελαφρά. Η μόνη διαφορά με την προηγούμενη φορά ήταν ότι τώρα δεν φορούσε γυαλιά ηλίου. «Τι κάνεις εδώ;» ρώτησε. «Ψάχνω τη γάτα», είπα. «Είσαι σίγουρος; Εγώ άλλα βλέπω. Σε βλέπω να κάθεσαι και να σφυρίζεις με τα μάτια κλειστά. Δύσκολο να βρεις κάτι έτσι, δεν νομίζεις;» Ένιωσα να κοκκινίζω. «Δεν έχω πρόβλημα», συνέχισε, «αλλά σε κάποιον άγνωστο η συμπεριφορά σου θα φαινόταν μάλλον διεστραμμένη». Σταμάτησε. «Δεν είσαι ανώμαλος, έτσι;» «Μάλλον όχι», είπα. Με πλησίασε και μελέτησε με προσοχή τις καρέκλες που ήταν χωμένες η μια μέσα στην άλλη, διάλεξε μια σχετικά καθαρή κι αφοΰ την ξαναεξέτασε προσεκτικά την άνοιξε και κάθισε.

«Και σφυρίζεις απαίσια», είπε. «Δεν ξέρω το κομμάτι, αλλά δεν είχε καθόλου μελωδία. Μήπως είσαι ομοφυλόφιλος;» «Μάλλον όχι», είπα. «Γιατί;» «Κάποιος μου είπε ότι οι ομοφυλόφιλοι σφυρίζουν απαίσια. Είν’ αλήθεια;» «Ποιος ξέρει; Μάλλον γι’ ανοησίες πρόκειται». «Τέλος πάντων, δεν με νοιάζει καθόλου ακόμα κι αν είσαι ομοφυλόφιλος ή ανώμαλος ή ό,τι άλλο θες. Επί τη ευκαιρία, πώς σε λένε; Δεν ξέρω πώς να σε φωνάξω». «Τόρου Οκάντα», είπα. Επανέλαβε τ’ όνομά μου πολλές φορές. «Δεν είναι και πολύ σπουδαίο όνομα», είπε. «Μπορεί να ’χεις δίκιο», είπα. «Πάντα πίστευα ότι ακούγεται σαν όνομα προπολεμικού υπουργού. Τόρου Οκάντα. Το ακούς;» «Εμένα αυτό δεν μου λέει τίποτα. Μισώ την ιστορία. Είναι το χειρότερό μου μάθημα. Τέλος πάντων, δεν θα κολλήσουμ’ εκεί. Μήπως έχεις κανένα χαϊδευτικό; Κάτι ευκολότερο από το Τόρου Οκάντα;» Δεν θυμόμουν να είχα ποτέ χαϊδευτικό. Ούτε μια φορά στη ζωή μου. Γιατί άραγε; «Δεν έχω χαϊδευτικό», της είπα. «Κανένα; “Αρκουδάκι”; Ή “Βατραχάκι”;» «Τίποτα». «Έλα τώρα», είπε. «Σκέψου κάτι». «Κουρδιστό πουλί», είπα. «Κουρδιστό πουλί;» ρώτησε κοιτάζοντάς με μέ το στόμα ανοιχτό. «Πώς σου ήρθε πάλι αυτό;» «Είναι το πουλί που κουρδίζει το ελατήριο», είπα. «Κάθε πρωί. Στις κορφές των δέντρων. Κουρδίζει το ελατήριο του κόσμου. Κρρρραααακ». Συνέχισε να με κοιτάζει. Αναστέναξα. «Αυτό μου πέρασε απ’ το μυαλό», είπα. «Μπορώ να σου πω κι άλλα. Το πουλί έρχεται σπίτι μου κάθε μέρα και κρώζει στο δέντρο του γείτονα. Χωρίς κανείς ποτέ να το ’χει δει». «Καλό είναι, δεν μπορώ να πω. Τέλος πάντων, από δω και πέρα θα είσαι ο κύριος Κουρδιστό Πουλί. Δεν είναι βέβαια και το ευκολότερο όνομα του κόσμου, αλλά είναι πολύ καλύτερο από το Τόρου Οκάντα».

«Ευχαριστώ πάρα πολύ». Ανέβασε τα πόδια της στην καρέκλα και στήριξε το σαγόνι της στα γόνατα. «Και το δικό σου όνομα;» ρώτησα. «Μαγιού Κασαχάρα. Μαγιού... όπως λέμε μέρα Μαγιού». «Γεννήθηκες Μάιο;» «Χρειάζεται να το ρωτήσεις; Φαντάζεσαι πόσο περίεργο θα ήταν μια κοπέλα γεννημένη τον Ιούνιο να λέγεται Μαγιού;» «Μάλλον δίκιο έχεις», είπα. «Φαντάζομαι ότι δεν πήγες ακόμα σχολείο». «Σε παρατηρούσα πολλή ώρα», είπε, αγνοώντας την ερώτησή μου. «Από το δωμάτιό μου. Με τα κιάλια. Σε είδα να μπαίνεις απ’ την πόρτα. Έχω ένα μικρό ζευγάρι κιάλια πρόχειρο για να παρακολουθώ όσα συμβαίνουν στο δρόμο. Πολλοί και διάφοροι περνάνε από δω. Πάω στοίχημα ότι δεν το ξερες. Κι όχι μόνο άνθρωποι. Περνάνε και ζώα. Τι έκανες εδώ μόνος σου όλη αυτή την ώρα;» «Έβρισκα το βηματισμό μου», είπα. «Σκεφτόμουν τα παλιά. Σφύριζα». Η Μαγιού Κασαχάρα άρχισε να τρώει νευρικά το νύχι τού αντίχειρά της. «Είσαι λίγο περίεργος ή μου φαίνεται;» είπε. «Δεν είμαι περίεργος. Κάνω ό,τι κάνουν όλοι οι άνθρωποι». «Ισως, αλλά όχι στ’ αδειανά σπίτια των γειτόνων. Μπορείς να μείνεις στη δική σου αυλή, αν το μόνο που θες να κάνεις είναι να χαλαρώσεις και να σκεφτείς τα παλιά και να σφυρίξεις». Δεν μπορούσα να πω ότι δεν είχε δίκιο. «Τέλος πάντων, φαντάζομαι ότι ο Νομπόρου Γουατάγια δεν γύρισε ακόμα, έτσι;» Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά. «Ούτ’ εσύ τον είδες μετά την τελευταία μας συνάντηση, φαντάζομαι», είπα. «Όχι, και δεν μπορώ να πω ότι δεν έψαξα: μια τιγρέ γάτα με καφέ ρίγες. Ουρά τσακισμένη στην άκρη. Σωστά;» Από την τσέπη του σορτς της έβγαλ’ ένα πακέτο τσιγάρα Χόουπ κι άναψε ένα με σπίρτο. Μετά από μερικές ρουφηξιές με κοίταξε κατάματα και είπε, «Τα μαλλιά σου έχουν αρχίσει ν’ αραιώνουν, έτσι;» Το χέρι μου πήγε αυτόματα στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου. «Όχι εκεί, χαζέ», είπε. «Στο μπροστινό μέρος. Είναι πιο ψηλά απ’ ό,τι θα ’πρεπε να είναι, δεν

νομίζεις;» «Να σου πω, δεν έχω παρατηρήσει κάτι τέτοιο». «Ε, λοιπόν, εγώ το παρατήρησα», είπε. «Σ’ αυτό το σημείο θα κάνεις φαλάκρα. Τα μαλλιά σου θ’ αρχίσουν ν’ ανεβαίνουν όλο και πιο ψηλά νά, έτσι». Άρπαξε μια τούφα απ’ τα δικά της μαλλιά πάνω από το μέτωπο και τα τράβηξε προς τα πίσω ελευθερώνοντας το μέτωπό της. «Πρέπει να προσέχεις». Έφερα το χέρι μου στην μπροστινή γραμμή των μαλλιών μου. Μπορεί να είχε δίκιο. Μπορεί τα μαλλιά μου να είχαν υποχωρήσει λίγο. Ή μήπως ήταν ιδέα μου; Άλλη έγνοια πάλι και τούτη. «Τι εννοείς;» ρώτησα. «Πώς θα μπορούσα να προσέχω;» «Μάλλον δεν μπορείς. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Δεν υπάρχει τρόπος να εμποδίσεις τη φαλάκρα. Όσοι είναι να γίνουν φαλακροί, γίνονται φαλακροί. Όταν φτάσει η ώρα τους, δηλαδή: απλώς χάνουν τα μαλλιά τους. Δεν μπορείς να κάνεις κάτι για να το σταματήσεις. Σου λένε ότι μπορείς να σταματήσεις τη φαλάκρα με τη σωστή φροντίδα, αλλ’ αυτά είναι χαζομάρες. Δεν έχεις παρά να κοιτάξεις τους αλήτες που κοιμούνται στο σταθμό Σιντζούκου. Όλοι τους έχουνε τζίβα το μαλλί. Νομίζεις ότι αυτοί το πλένουνε κάθε μέρα με Βιντάλ Σασούν και μετά βάζουνε την άλφα ή τη βήτα λοσιόν; Κι όμως, αυτά σου λένε οι κατασκευαστές καλλυντικών για να στα τρώνε». «Είμαι σίγουρος ότι έχεις δίκιο», είπα εντυπωσιασμένος. «Μα πού έμαθες τόσα πολλά για τη φαλάκρα;» «Δουλεύω μερικές ώρες, για να βγάζω το χαρτζιλίκι μου, για μια εταιρεία που φτιάχνει περούκες. Αρκετό καιρό τώρα. Ξέρεις ότι δεν πάω στο σχολείο κι έχω άπειρο χρόνο στη διάθεσή μου. Συμπληρώνω ερωτηματολόγια και κάνω έρευνες, τέτοια πράγματα. Γι’ αυτό και ξέρω πάρα πολλά πράγματα για τους άντρες που χάνουν τα μαλλιά τους. Το μυαλό μου είναι γεμάτο πληροφορίες». «Πού να το φανταστώ», είπα. «Όμως ξέρεις», είπε πετώντας τη γόπα του τσιγάρου της στο χώμα και σβήνοντας τη με τη μύτη του παπουτσιού της, «στην εταιρεία που δουλεύω δεν επιτρέπεται να λέμε κανέναν “φαλακρό”. Πρέπει να λέμε “άντρας με πρόβλημα του τριχωτού της κεφαλής”. Η λέξη “φαλακρός” είναι ρατσιστική. Κάποια μέρα αστειευόμενη πρότεινα τον όρο “κύριοι με μειωμένη τριχοφυΐα”, και πού να στα λέω, έπρεπε να δεις τα μούτρα τους! “Δεν αστειεύονται μ’ αυτά τα πράγματα, δεσποινίς”, είπανε. Τα παίρνουν όλ’ αυτά τόσο σοβαρά... το ήξερες; Όλοι στον κόσμο αυτό είναι σοβαροί του κέρατά». Έβγαλα τις καραμελίτσες λεμόνι, έβαλα μια στο στόμα μου και πρόσφερα και στη Μαγιού Κασαχάρα. Κούνησε το κεφάλι κι έβγαλ’ ένα τσιγάρο. «Τώρα που το σκέφτομαι, κύριε Κουρδιστό Πουλί», είπε, «ήσουν άνεργος. Μήπως είσαι ακόμα;» «Φυσικά».

«Και ψάχνεις σοβαρά για δουλειά;» «Σοβαρότατα». Δεν είχα προλάβει να προφέρω τις λέξεις κι άρχισα ν’ αμφισβητώ το κατά πόσο ήταν αληθινές. «Στην πραγματικότητα δεν είμαι και τόσο σίγουρος», είπα. «Νομίζω ότι χρειάζομαι χρόνο. Χρόνο να σκεφτώ. Δεν ξέρω ακριβώς τι θέλω. Είναι δύσκολο να στο εξηγήσω». Μασουλώντας ένα νύχι, η Μαγιού Κασαχάρα με κοίταξε για λίγο. «Να σου πω, κύριε Κουρδιστό Πουλί», είπε. «Γιατί δεν έρχεσαι να δουλέψεις μαζί μου μια μέρα; Στην εταιρεία με τις περούκες. Δεν πληρώνουνε πολλά, αλλά η δουλειά είν’ εύκολη και μπορείς να την κάνεις όποτε θέλεις. Τι λες; Μην το σκέφτεσαι και πάρα πολύ, απλώς καν’ το. Έτσι για ν’ αλλάξεις βηματισμό. Μπορεί να σε βοηθήσει να καταλάβεις πολλά πράγματα». Είχε δίκιο. «Έχεις δίκιο», είπα. «Ωραία!» είπε. «Την επόμενη φορά που θα πάω, θα περάσω να σε πάρω. Πού είπες είναι το σπίτι σου;» «Χμμμ, είναι λίγο δύσκολο να στο εξηγήσω. Αλλά μπορεί και όχι. Απλώς προχωράς ακολουθώντας το σοκάκι όπως σε πάει, ώσπου στ’ αριστερά θα δεις ένα σπίτι μ’ ένα κόκκινο Χόντα Σιβίκ παρκαρισμένο στην πίσω αυλή. Έχει έν’ αυτοκόλλητο στον προφυλακτήρα που λέει “Ειρήνη στους λαούς του κόσμου”. Το δικό μας σπίτι είναι το επόμενο, αλλά δεν έχει πόρτα που να βγάζει στο σοκάκι. Μόνο ένα μαντρότοιχο που πρέπει να τον καβαλήσεις. Εμένα μου ρχεται μέχρι το σαγόνι». «Μη σε νοιάζει. Μπορώ να σκαρφαλώσω έναν τέτοιο τοίχο. Κανένα πρόβλημα». «Το πόδι σου δεν σε πονάει πια;» Έβγαλε μια τούφα καπνό μαζί μ’ έναν ελαφρό αναστεναγμό και είπε, «Μη σε νοιάζει. Δεν είναι τίποτα. Κουτσαίνω όταν είναι οι γονείς μου και με βλέπουνε, γιατί δεν θέλω να πάω σχολείο. Ψέματα το κάνω. Κι απ’ τα ψέματα μου έμεινε συνήθειο. Το κάνω ακόμα κι όταν δεν κοιτάζει κανείς, όταν είμαι στο δωμάτιό μου μόνη. Είμαι τελειομανής. Πώς το λένε “Πρέπει να μπορείς να ξεγελάσεις τον εαυτό σου αν θες να ξεγελάσεις τους άλλους”. Τέλος πάντων όμως, κύριε Κουρδιστό Πουλί, πες μου, το λέει η καρδούλα σου;» «Όχι, μάλλον όχι». «Ποτέ δεν το έλεγε;» «Ποτέ. Ήμουν πάντα λιγόψυχος. Και δεν νομίζω ότι υπάρχει περίπτωση ν’ αλλάξω». «Από περιέργεια πώς πας;» «Η περιέργεια είναι άλλη ιστορία. Τέτοια έχω μπόλικη».

«Δεν νομίζεις ότι το κουράγιο κι η περιέργεια μοιάζουν μεταξύ τους;» είπε η Μαγιού Κασαχάρα. «Όπου υπάρχει ψυχή υπάρχει και περιέργεια κι όπου υπάρχει περιέργεια υπάρχει και ψυχή. Δεν έχω δίκιο;» «Χμμμ, μπορεί να έχουν κάποια ομοιότητα», είπα. «Μπορεί να έχεις δίκιο. Σε ορισμένα πράγματα μπορεί να συμπίπτουν». «Όπως όταν μπαίνεις απρόσκλητος στις ξένες αυλές, ας πούμε». «Ναι, κάπως έτσι», είπα βάζοντας άλλη μια καραμέλα λεμόνι στη γλώσσα μου. «Όταν μπαίνεις κρυφά στην αυλή κάποιου, αυτό σημαίνει πως η ψυχή και η περιέργεια συνεργάζονται. Η περιέργεια μπορεί να βγάλει την ψυχή απ’ την κρυψώνα της μερικές φορές, μπορεί ακόμα και να την ενεργοποιήσει. Όμως η περιέργεια συνήθως εξανεμίζεται. Αυτό που κρατάει είναι η ψυχή. Η περιέργεια είναι σαν ένα περιστασιακό φιλαράκι που δεν πολυεμπιστεύεσαι. Σ’ ερεθίζει λίγο στην αρχή και μετά σ’ αφήνει να τα βγάλεις πέρα μόνος σου με όση ψυχή σού απομένει». Σκέφτηκε για λίγο όσα της είπα. «Νομίζω πως έχεις δίκιο», είπε. «Φαντάζομαι ότι είναι κι αυτός ένας τρόπος να βλέπεις τα πράγματα». Σηκώθηκε όρθια και σκούπισε τη σκόνη από το πίσω μέρος του σορτς της. Ύστερα με κοίταξε από ψηλά. «Πες μου, κύριε Κουρδιστό Πουλί, θα ήθελες να δεις το πηγάδι;» «Το πηγάδι;» ρώτησα. Τό πηγάδι; . «Υπάρχει εδώ ένα πηγάδι που έχει στερέψει. Μου αρέσει πολύ. Που λέει ο λόγος δηλαδή. Θες να το δεις;» Διασχίσαμε την αυλή και περάσαμε στην άλλη πλευρά του σπιτιού. Ήταν ένα στρογγυλό πηγάδι με διάμετρο γύρω στο ένα τριάντα. Το στόμιό του, γύρω στο ένα μέτρο πάνω απ’ το έδαφος, το σκέπαζαν χοντρές σανίδες κομμένες ακριβώς στο σχήμα του, ενώ δυο τσιμεντόλιθοι τις κρατούσαν στη θέση τους. Παραδίπλα ένα μοναχικό γέρικο δέντρο ήταν σαν να φυλούσε σκοπιά. Ήταν οπωροφόρο, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήταν. Όπως κι οτιδήποτε άλλο είχε να κάνει μ’ αυτό το σπίτι, το πηγάδι έμοιαζε εγκαταλειμμένο από καιρό. Βλέποντάς το, η έκφραση που σου ’ρχόταν αμέσως στο μυαλό ήταν «πνιγηρή ακινησία». Ίσως όταν οι άνθρωποι παύουν να τα κοιτάνε, τα άψυχα αντικείμενα γίνονται ακόμα πιο άψυχα. Όταν το εξέτασα πιο προσεκτικά, κατάλαβα πως το πηγάδι ήταν στην πραγματικότητα πολύ παλιότερο από τ’ αντικείμενα που το περιέβαλλαν. Είχε κατασκευαστεί μια άλλη εποχή, πολύ πριν χτιστεί το σπίτι. Ακόμα και το ξύλινο σκέπασμα ήταν αντίκα. Ο τοίχος του πηγαδιού ήταν αλειμμένος μ’ ένα χοντρό στρώμα τσιμέντο, σχεδόν σίγουρα για να ενισχύσει μια κατασκευή που είχε γίνει πριν από πάρα πολύ καιρό. Το κοντινό δέντρο έμοιαζε να καυχιέται ότι βρισκόταν εκεί πολύ περισσότερο χρόνο απ’ οποιοδήποτε άλλο δέντρο της περιοχής. Κατέβασα τον ένα τσιμεντόλιθο στο έδαφος κι αφαίρεσα το ένα από τα δύο μισοφέγγαρα που αποτελούσαν το ξύλινο σκέπαστρο. Στηρίχτηκα στο χείλος του πηγαδιού κι έσκυψα να κοιτάξω,

αλλά δεν μπορούσα να διακρίνω τον πάτο. Το πηγάδι ήταν προφανώς βαθύ, απ’ τη μέση και κάτω ήταν χαμένο στο σκοτάδι. Μύρισα τον αέρα. Είχε μια ελαφριά μυρωδιά μούχλας. «Δεν έχει νερό», είπε η Μαγιού Κασαχάρα. Ένα πηγάδι χωρίς νερό. Ένα πουλί που δεν μπορεί να πετάξει. Ένα δρομάκι χωρίς διεξόδους. Και Η Μαγιού πήρ’ ένα κομμάτι τούβλο απ’ το έδαφος και το πέταξε στο πηγάδι. Μια στιγμή αργότερα ακούστηκε ένας αμυδρός, ξερός κρότος. Τίποτ’ άλλο. Ο ήχος ήταν απολύτως ξερός, αποστεωμένος, σαν να μπορούσες να τον τρίψεις ανάμεσα στα δάχτυλά σου και να τον κάνεις σκόνη. Ανασηκώθηκα και κοίταξα τη Μαγιού Κασαχάρα. «Αναρωτιέμαι γιατί δεν έχει νερό. Να στέρεψε άραγε από μόνο του; Ή μήπως κάποιος το μπάζωσε;» Ανασήκωσε τους ώμους της. «Όταν κάποιος μπαζώνει ένα πηγάδι, δεν το μπαζώνει μέχρι επάνω; Δεν θα υπήρχε λόγος ν’ αφήσει μια τρύπα σαν κι αυτή. Θα μπορούσε κανείς να πέσει μέσα και να χτυπήσει. Δεν νομίζεις;» «Νομίζω πως έχεις δίκιο», είπα. «Προφανώς κάτι έκανε το νερό να στερέψει». Ξαφνικά θυμήθηκα τα λόγια του κυρίου Χόντα από κείνη την παλιά εποχή. «Όταν είναι ν’ ανέβεις, βρες το ψηλότερο σημείο και στρογγυλοκάθισε εκεί. Όταν είναι να πέσεις χαμηλά, βρες το βαθύτερο πηγάδι και κατέβα στον πάτο του». Τώρα είχα ένα πηγάδι, αν ποτέ μου χρειαζόταν. Ξανάσκυψα πάνω από το χείλος και κοίταξα κάτω το σκοτάδι χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Έτσι λοιπόν, σκέφτηκα, σ’ ένα μέρος σαν κι αυτό, μια μέρα σαν τη σημερινή, υπήρχε ένα σκοτάδι τόσο πυκνό σαν κι αυτό. Καθάρισα το λαιμό μου και ξεροκατάπια. Ο ήχος αντήχησε στο σκοτάδι, σαν να είχε ξεροβήξει κάποιος άλλος. Το σάλιο μου είχε ακόμα τη γεύση του λεμονιού. Ξανάβαλα το σκέπασμα πάνω στο πηγάδι και το ασφάλισα με τον τσιμεντόλιθο. Ύστερα κοίταξα το ρολόι μου. Σχεδόν εντεκάμισι. Ώρα να πάρω την Κουμίκο, αν ήθελα να την πετύχω στην ώρα του διαλείμματος. «Λέω να πηγαίνω», είπα. Η Μαγιού Κασαχάρα συνοφρυώθηκε. «Ακόμα εδώ είσαι, κύριε Κουρδιστό Πουλί», είπε. «Εμπρός, στο σπίτι σου». Όταν διασχίσαμε την αυλή, το πέτρινο πουλί κοιτούσε ακόμα •τον ουρανό με τα στεγνά του μάτια. Ο ίδιος ο ουρανός ήταν ακόμα σκεπασμένος απ’ αυτή την αδιάσπαστη συνέχεια γκρίζων σύννεφων, αλλά τουλάχιστον η βροχή είχε σταματήσει. Η Μαγιού Κασαχάρα ξερίζωσε μια χούφτα γρασίδι και το πέταξε ψηλά στον ουρανό. Καθώς δεν υπήρχε αέρας για να τα μεταφέρει, τα χόρτα προσγειώθηκαν στα πόδια της. «Σκέψου πόσες ώρες μένουν από τώρα μέχρι την ώρα που ο ήλιος θα δύσει», είπε χωρίς να με κοιτάξει. «Σωστά», είπα. «Πολλές ώρες».

Όταν γεννήθηκαν η Κουμίκο Οκάντα και ο Νομπόρου Γουατάγια

Καθώς ήμουνα μοναχοπαίδι, δεν μπορούσα να φανταστώ εύκολα πώς πρέπει να νιώθουν τα ενήλικα αδέρφια κάθε φορά που έρχονται σ’ επαφή το ένα με το άλλο όταν ακολουθούν πια χωριστούς δρόμους. Στην περίπτωση της Κουμίκο, όποτε αναφερόταν τ’ όνομα του Νομπόρου Γουατάγια, το πρόσωπό της έπαιρνε μια περίεργη έκφραση, σαν να είχε κατά λάθος βάλει στο στόμα της κάτι με αλλόκοτη γεύση. Όμως δεν μπορούσα να ξέρω τι ακριβώς σήμαινε αυτή η έκφραση του προσώπου της. Στα δικά μου αισθήματα απέναντι στο μεγαλύτερο αδερφό της δεν υπήρχε απολύτως τίποτα θετικό. Η Κουμίκο το ήξερε αυτό και το θεωρούσε εντελώς δικαιολογημένο. Η ίδια δεν συμπαθούσε καθόλου τον αδερφό της. Ήταν πολύ δύσκολο να τους φανταστώ να μιλάνε μεταξύ τους, αν δεν προϋπήρχε η σχέση αίματος. Όμως η σχέση αυτή ήταν πραγματική, κι αυτό περιέπλεκε αρκετά τα πράγματα. Από τότε που είχα τσακωθεί με τον πατέρα της κι είχα διακόψει κάθε επικοινωνία με την οικογένειά της, η Κουμίκο δεν είχε σχεδόν καμιά ευκαιρία να δει τον Νομπόρου Γουατάγια. Ο τσακωμός ήταν πολύ άγριος. Δεν έχω τσακωθεί πολλές φορές στη διάρκεια της ζωής μου -δεν είναι του χαρακτήρα μου-, αλλά όταν γίνω μπουρλότο, δεν σταματάω πουθενά. Κι έτσι η διακοπή των σχέσεών μου με τον πατέρα της Κουμίκο ήταν απόλυτη. Μετά, όταν είχα βγάλει από μέσα μου όσα έπρεπε να βγουν, για κάποιο περίεργο λόγο διαπίστωσα ότι δεν ήμουν θυμωμένος. Το μόνο που ένιωθα ήταν ανακούφιση. Δεν ήμουν υποχρεωμένος να τον ξαναδώ: ήταν σαν να είχε φύγει από τους ώμους μου ένα τεράστιο βάρος που κουβαλούσα για πολύ καιρό. Δεν είχε μείνει ούτε ίχνος απ’ τη μανία και το μίσος. Μάλιστα ένιωθα και κάποια συμπάθεια για τις αντιξοότητες που είχε περάσει στη ζωή του, όσο ανόητη κι αποκρουστική μπορεί να μου φαινόταν αυτού του είδους η ζωή. Είπα στην Κουμίκο ότι δεν θα ξανάβλεπα τους γονείς της, αλλά εκείνη μπορούσε να τους επισκέπτεται χωρίς εμένα όποτε ήθελε. Η Κουμίκο δεν έκανε καμιά προσπάθεια να τους δει. «Δεν πειράζει», είπε. «Δεν ήταν κι η καλύτερή μου αυτές οι επισκέψεις». Ο Νομπόρου Γουατάγια έμενε με τους γονείς του εκείνη την εποχή, αλλά όταν ξεκίνησε η κόντρα ανάμεσα στον πατέρα του κι εμένα, είχε απλώς αποσυρθεί χωρίς να πει κουβέντα σε κανέναν. Αυτό δεν με είχε εκπλήξει καθόλου. Ήμουν ένα άτομο χωρίς το παραμικρό ενδιαφέρον γι’ αυτόν. Έκανε ό,τι μπορούσε για ν’ αποφύγει τις προσωπικές επαφές μαζί μου, περιορίζοντάς τες στο απολύτως απαραίτητο. Κι έτσι, όταν σταμάτησα να βλέπω τους γονείς της Κουμίκο, δεν υπήρχε πια λόγος να βλέπω τον Νομπόρου Γουατάγια. Η ίδια η Κουμίκο δεν είχε κανένα λόγο να επιδιώκει τη συναναστροφή του. Ήταν απασχολημένος, ήταν απασχολημένη, και στο κάτω κάτω ποτέ δεν είχαν στενές σχέσεις μεταξύ τους. Παρ’ όλ’ αυτά η Κουμίκο καμιά φορά τον έπαιρνε τηλέφωνο στο γραφείο του στο πανεπιστήμιο κι εκείνος της τηλεφωνούσε στο γραφείο της στην εταιρεία (αλλά ποτέ στο σπίτι μας). Εκείνη μου ανακοίνωνε αυτές τις επαφές, χωρίς να μπαίνει σε λεπτομέρειες σχετικά με το θέμα των συνομιλιών τους. Εγώ ποτέ δεν ρωτούσα, και φυσικά εκείνη ποτέ δεν έκανε τον κόπο να με πληροφορήσει,

εκτός κι αν ήταν απολύτως απαραίτητο. Δεν μ’ ένοιαζε καθόλου για ποιο πράγμα μιλούσε ο Νομπόρου Γουατάγια με την Κουμίκο. Αυτό δεν σήμαινε βέβαια ότι μ’ ενοχλούσε αυτό καθαυτό το γεγονός. Απλώς δεν το καταλάβαινα. Τι μπορεί να έλεγαν μεταξύ τους δύο τόσο διαφορετικά ανθρώπινα πλάσματα; Μήπως αυτές οι επαφές ήταν αναγκαία συνέπεια της εξ αίματος σχέσης; Αν και ήταν αδέρφια, ο Νομπόρου Γουατάγια και η Κουμίκο είχαν εννέα χρόνια διαφορά μεταξύ τους. Ένας άλλος παράγοντας πίσω από την έλλειψη οποιοσδήποτε αισθητής ομοιότητας ανάμεσα στους δυο ήταν ότι η Κουμίκο είχε ζήσει πολλά χρόνια με την οικογένεια του πατέρα της. Η Κουμίκο και ο Νομπόρου δεν ήταν τα μόνα παιδιά στο σπίτι των Γουατάγια. Υπήρχε και μια ενδιάμεση αδερφή, πέντε χρόνια μεγαλύτερη από την Κουμίκο. Στην ηλικία των τριών ετών, ωστόσο, την Κουμίκο την είχαν στείλει από το Τόκιο στη μακρινή Νιιγκάτα, όπου την ανέλαβε για ένα διάστημα η γιαγιά της. Οι γονείς της Κουμίκο της είπαν αργότερα ότι αυτό είχε γίνει γιατί ήταν ασθενική και νόμιζαν πως θα της έκανε καλό ο καθαρός αέρας της εξοχής, αλλά εκείνη σχεδόν ποτέ δεν το πίστεψε. Απ’ ό,τι θυμόταν η ίδια, ποτέ δεν ήταν ασθενική. Ποτέ δεν είχε πάθει κάποια σοβαρή αρρώστια και κανείς στη Νιιγκάτα δεν φαινόταν ν’ ανησυχεί ποτέ για την υγεία της. «Είμαι σίγουρη ότι δεν ήταν παρά μια δικαιολογία», μου είπε κάποτε η Κουμίκο. Οι αμφιβολίες της είχαν ενισχυθεί από κάποιον συγγενή. Απ’ ό,τι φαίνεται, υπήρχε μακροχρόνια έχθρα ανάμεσα στη μητέρα της Κουμίκο και στη γιαγιά της, και η απόφαση να στείλουν την Κουμίκο στη Νιιγκάτα ήταν αποτέλεσμα ανακωχής. Προσφέροντάς τη για ένα διάστημα, οι γονείς της Κουμίκο είχαν εξευμενίσει τη μανία της γιαγιάς, ενώ εκείνη, έχοντας ένα εγγόνι στην εξουσία της, είχε επισφραγίσει το δεσμό με το γιο της (τον πατέρα της Κουμίκο). Με άλλα λόγια, η Κουμίκο ήταν ένα είδος ομήρου. «Επιπλέον», μου είπε η Κουμίκο, «είχαν ήδη άλλα δύο παιδιά»Το τρίτο τους δεν ήταν δα και τεράστια απώλεια. Οχι πως σχεδίαζαν ν’ απαλλαγούν από μένα: νομίζω ότι δεν πίστευαν πώς θα ήταν και ιδιαίτερα επώδυνο για ένα μικρό παιδί να φύγει από το σπίτι του. "Ισως να μην το σκέφτηκαν και πάρα πολύ. Ήταν απλώς η ευκολότερη λύση για το πρόβλημα. Το πιστεύεις; Δεν ξέρω γιατί, αλλά δεν είχαν ιδέα τι μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο σ’ ένα παιδί». Τη μεγάλωσε η γιαγιά της στη Νιιγκάτα από την ηλικία των τριών μέχρι την ηλικία των έξι. Ούτε υπήρχε κάτι θλιβερό ή αφύσικο στη ζωή που είχε περάσει στην εξοχή. Η γιαγιά της την αγαπούσε ειλικρινά και η Κουμίκο είχε περάσει καλά παίζοντας με τα ξαδέρφια της, που είχαν πιο κοντινές ηλικίες στη δική της απ’ ό,τι ο αδερφός και η αδερφή της. Τελικά την έφεραν πίσω στο Τόκιο τη χρονιά που ήταν ν’ αρχίσει το δημοτικό. Οι γονείς της είχαν αρχίσει να αισθάνονται άσχημα απ’ αυτό τον παρατεταμένο χωρισμό από την κόρη τους κι επέμεναν να τη φέρουνε πίσω πριν είναι πολύ αργά. Κατά κάποιον τρόπο όμως ήταν ήδη αργά. Τις εβδομάδες που ακολούθησαν την απόφαση να τη φέρουν πίσω, η γιαγιά της έπεσε σε βαριά μελαγχολία. Σταμάτησε να τρώει κι έπαψε σχεδόν να κοιμάται. Τη μια στιγμή έσφιγγε στην αγκαλιά της τη μικρή Κουμίκο με όλη της τη δύναμη και την επόμενη της χτυπούσε τις παλάμες με το χάρακα τόσο δυνατά, που έμεναν μόνιμες κοκκινίλες. Τη μια στιγμή έλεγε ότι δεν ήθελε να την αφήσει να φύγει, ότι θα προτιμούσε να πεθάνει παρά να τη χάσει, και την επόμενη της έλεγε να ξεκουμπιστεί από κει κι ότι δεν ήθελε να την ξαναδεί στα μάτια της. Χρησιμοποιώντας τη χειρότερη γλώσσα που μπορούσε να φανταστεί κανείς, έλεγε στην

Κουμίκο πόσο απαίσια γυναίκα ήταν η μητέρα της. Κάποια στιγμή προσπάθησε μάλιστα να καρφώσει το χέρι της μ’ ένα ψαλίδι. Η Κουμίκο δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε γύρω της. Η κατάσταση απλώς την ξεπερνούσε. Αυτό που έκανε ήταν ν’ απομονωθεί απ’ τον υπόλοιπο κόσμο. Έκλεισε τα μάτια της. Έκλεισε τ’ αυτιά της. Έκλεισε το μυαλό της. Έβαλε τέρμα σ’ οποιαδήποτε μορφή σκέψης ή ελπίδας. Οι επόμενοι μήνες ήταν ένα κενό. Δεν είχε καμιά ανάμνηση απ’ το τι συνέβη εκείνη την εποχή. Κι όταν βγήκε απ’ αυτή, βρέθηκε σ’ ένα καινούργιο σπίτι. Ήταν το σπίτι όπου θα έπρεπε να είχε ζήσει τα προηγούμενα τρία χρόνια. Οι γονείς της ήταν εκεί, ο αδερφός της και η αδερφή της επίσης. Όμως δεν ήταν το δικό της σπίτι. Ήταν απλώς ένα καινούργιο περιβάλλον. Και σ’ αυτό το καινούργιο περιβάλλον η Κουμίκο εξελίχθηκε σ’ ένα δύσκολο, λιγομίλητο παιδί. Δεν υπήρχε κανείς που να εμπιστεύεται, κανείς στον οποίο να μπορεί να βασιστεί απόλυτα. Ακόμα και στην αγκαλιά των γονιών της, ποτέ δεν ένιωσε άνετα. Δεν γνώριζε τη μυρωδιά τους. Την έκαναν να αισθάνεται άβολα. Μερικές φορές τους απεχθανόταν κιόλας. Μέσα στην οικογένεια άρχισε ν’ ανοίγεται μόνο στην αδερφή της, κι αυτό με δυσκολία. Οι γονείς της απελπίστηκαν, δεν πίστευαν ότι θα μπορούσαν ποτέ να σπάσουν τον πάγο μαζί της* ο αδερφός της σχεδόν αγνοούσε την ύπαρξή της. Αλλά η αδερφή της καταλάβαινε τη σύγχυση και τη μοναξιά που κρύβονταν πίσω από τις κρίσεις πείσματος. Στήριξε την Κουμίκο σ’ όλη τη δύσκολη περίοδο, κοιμόταν στο ίδιο δωμάτιο μαζί της, της μιλούσε, της διάβαζε, την πηγαινόφερνε στο σχολείο, τη βοηθούσε στα μαθήματα. Αν η Κουμίκο περνούσε ώρες ολόκληρες κουρνιασμένη στη γωνιά του δωματίου της πνιγμένη στα δάκρυα, η αδερφή της ήταν εκεί και την κρατούσε. Έκανε ό,τι μπορούσε για ν’ ανοίξει ένα δρόμο προς την καρδιά της Κουμίκο. Αν δεν είχε πεθάνει από τροφική δηλητηρίαση ένα χρόνο μετά την επιστροφή της Κουμίκο από τη Νιιγκάτα, η κατάσταση θα ήταν πολύ διαφορετική. «Αν είχε ζήσει η αδερφή μου, τα πράγματα στο σπίτι θα ήταν πολύ καλύτερα», είπε η Κουμίκο. «Ήταν κοριτσάκι, μαθήτρια της έκτης δημοτικού, αλλά ήταν η ψυχή του σπιτιού. Αν δεν είχε πεθάνει, όλοι μας θα ήμασταν πιο φυσιολογικοί απ’ ό,τι είμαστε τώρα. Τουλάχιστον εγώ δεν θα ήμουν χαμένη υπόθεση. Καταλαβαίνεις τι εννοώ; Ένιωθα τόσο ένοχη μετά απ’ αυτό. Γιατί να μην πεθάνω εγώ στη θέση της αδερφής μου; Εγώ δεν χρησίμευα σε κανέναν. Δεν μπορούσα να κάνω κανέναν ευτυχισμένο. Γιατί να μην ήμουν εγώ; Οι γονείς μου κι ο αδερφός μου ήξεραν ακριβώς πώς ένιωθα, αλλά δεν έκαναν και δεν έλεγαν τίποτα για να μ’ ανακουφίσουν. Κάθε άλλο μάλιστα. Μιλούσαν για τη μικρή μου αδερφή κάθε φορά που τους δινόταν η ευκαιρία: πόσο όμορφη ήταν, πόσο έξυπνη, πόσο την αγαπούσαν όλοι, πόσο νοιαζόταν τους άλλους, πόσο καλά έπαιζε πιάνο. Κι ύστερα έβαλαν εμένα να κάνω μαθήματα πιάνου! Κάποιος έπρεπε να χρησιμοποιήσει το μεγάλο πιάνο με ουρά μετά το θάνατό της. Εγώ δεν είχα κανένα απολύτως ενδιαφέρον να μάθω μουσική. Ήξερα ότι δεν θα μπορούσα ποτέ να παίξω τόσο καλά όσο εκείνη, και δεν μου χρειαζόταν ένας ακόμη τρόπος για να δείξω πόσο κατώτερη ήμουν σαν ανθρώπινο ον. Δεν μπορούσα να πάρω τη θέση κανενός, πόσο μάλλον τη δική της, και δεν είχα καμιά διάθεση να δοκιμάσω. Δεν ήθελαν όμως να μ’ ακούσουν. Απλώς αρνιόντουσαν να με ακούσουν. Έτσι, μέχρι σήμερα απεχθάνομαι και τη θέα του πιάνου. Και μου προκαλεί φρίκη η θέα ενός πιανίστα που παίζει». Ένιωσα να με πλημμυρίζει θυμός για την οικογένειά της όταν κάποτε μου τα είπε όλ’ αυτά η Κουμίκο. Για όσα της είχαν κάνει. Για όσα είχαν παραλείψει να κάνουν γι’ αυτήν. Αυτά βέβαια πριν παντρευτούμε. Γνωριζόμασταν λίγο παραπάνω από δύο μήνες. Ήταν ένα ήσυχο κυριακάτικο πρωινό

κι ήμασταν ξαπλωμένοι στο κρεβάτι. Μου μίλησε πολλή ώρα για την παιδική της ηλικία, σαν να ξετύλιγε ένα μπερδεμένο κουβάρι, σταματώντας κάθε τόσο για ν’ αναλογιστεί την ακρίβεια κάθε γεγονότος καθώς το ανέφερε. Ήταν η πρώτη φορά που μου είπε τόσα πολλά για τον εαυτό της. Δεν ήξερα σχεδόν τίποτα για την οικογένειά της ή για την παιδική της ηλικία μέχρι εκείνο το πρωί. Ήξερα πως ήταν ήσυχη, πως της άρεσε να ζωγραφίζει, πως είχε μακριά, όμορφα μαλλιά, πως είχε δυο ελιές στη δεξιά ωμοπλάτη κι ότι η πρώτη της σεξουαλική εμπειρία ήταν μαζί μου. Καθώς μιλούσε, πού και πού την έπαιρναν τα δάκρυα. Καταλάβαινα γιατί μπορεί να ένιωθε αυτή την ανάγκη. Την κρατούσα και της χάιδευα τα μαλλιά. «Αν ζούσε, είμαι σίγουρη ότι θα τη λάτρευες», είπε η Κουμίκο. «Όλοι τη λάτρευαν. Ο έρωτας ήταν πάντα κεραυνοβόλος». «Μπορεί να έχεις δίκιο», είπα. «Όμως εγώ τυχαίνει ν’ αγαπάω εσένα. Είναι πολΰ απλό στην πραγματικότητα. Είσαι εσΰ κι εγώ. Η αδερφή σου δεν έχει καμιά σχέση μ’ αυτό». Για λίγη ώρα η Κουμίκο έμεινε ξαπλωμένη και σκεφτική. Εφτάμισι, Κυριακή πρωί: μια ώρα που όλα ακούγονται ήπια και κενά. Άκουγα τα περιστέρια που γυρόφερναν στη σκεπή του σπιτιού, μια μακρινή φωνή που φώναζε κάποιο σκύλο. Η Κουμίκο έμεινε πολλή ώρα με το βλέμμα καρφωμένο σ’ ένα συγκεκριμένο σημείο του ταβανιού. «Γιά πες μου», είπε τελικά, «σου αρέσουν οι γάτες;» «Τρελαίνομαι γι’ αυτές», είπα. «Πάντα είχα γάτα όταν ήμουν μικρός. Κι έπαιζα συνεχώς μαζί της, κοιμόμουν μάλιστα μαζί της». «Τυχερέ. Εγώ ήθελα όσο τίποτα να έχω μια γάτα. Όμως δεν μου επέτρεπαν. Η μητέρα μου τις μισούσε. Ούτε μία φορά στη ζωή μου δεν κατάφερα ν’ αποκτήσω κάτι που πραγματικά ήθελα. Ούτε μία φορά. Μπορείς να το πιστέψεις; Δεν μπορείς να καταλάβεις πώς είναι να ζει κανείς έτσι. Όταν συνηθίζεις αυτού του είδους τη ζωή -να μην έχεις ποτέ τίποτα που θέλεις-, τότε παύεις να ξέρεις τι ακριβώς θέλεις». Πήρα το χέρι της στα δικά μου, «Μπορεί τα πράγματα να ήταν έτσι για σένα μέχρι τώρα. Όμως δεν είσαι πια παιδί. Έχεις το δικαίωμα να διαλέξεις τη δική σου ζωή. Μπορείς ν’ αρχίσεις από την αρχή. Εάν θες γάτα, το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να διαλέξεις μια ζωή στην οποία να έχεις γάτα. Είναι απλό. Είναι δικαίωμά σου... Εντάξει;» Τα μάτια της έμειναν καρφωμένα πάνω μου. «Μμμμ», είπε. «Εντάξει». Μερικούς μήνες αργότερα η Κουμίκο κι εγώ μιλούσαμε για γάμο. Εάν η παιδική ηλικία που είχε περάσει η Κουμίκο σ’ εκείνο το σπίτι ήταν στρεβλή και δύσκολη, η παιδική ηλικία του Νομπόρου Γουατάγια στον ίδιο χώρο ήταν παράξενα παραμορφωμένη με κάποια άλλη έννοια. Οι γονείς ήταν ξετρελαμένοι με το μοναδικό τους γιο, αλλά δεν τον περιέβαλλαν απλώς με την αγάπη τους* είχαν ταυτόχρονα τεράστιες απαιτήσεις απ’ αυτόν. Ο πατέρας ήταν πεπεισμένος ότι ο μόνος τρόπος να ζήσεις μια άξια ζωή στην ιαπωνική κοινωνία ήταν παίρνοντας τους υψηλότερους δυνατούς βαθμούς και παραμερίζοντας στην πορεία προς την κορυφή οποιονδήποτε σου έφραζε το δρόμο. Ήταν απόλυτα πεπεισμένος γι’ αυτό. Λίγο μετά το γάμο μου με την Κουμίκο, τον άκουσα να λέει αυτά ακριβώς τα λόγια. Δεν είναι φτιαγμένοι όλοι οι άνθρωποι

ίσοι, είπε. Αυτά δεν ήταν παρά ηθοπλαστικές ανοησίες που σου μάθαιναν στο σχολείο. Η Ιαπωνία μπορεί να είχε την πολιτική δομή ενός δημοκρατικού κράτους, αλλά ταυτόχρονα ήταν μια κανιβαλικά άγρια και ταξική κοινωνία, στην οποία οι δυνατοί καταβρόχθιζαν τους αδύναμους, κι αν δεν κατάφερνες να ενταχθείς στην ελίτ, δεν υπήρχε λόγος να ζεις σ’ αυτή τη χώρα. Θα γινόσουν σκόνη ανάμεσα στις μυλόπετρες. Κάθε σκαλί της σκάλας έπρεπε να το ανέβεις πολεμώντας. Αυτού του τύπου η φιλοδοξία ήταν απολύτως υγιής. Εάν οι άνθρωποι έχαναν αυτή τη φιλοδοξία, θα χανόταν και η Ιαπωνία. Στις απόψεις αυτές του πεθερού μου αντέδρασα με τη σιωπή. Άλλωστε δεν ζητούσε τη γνώμη μου. Το μόνο που έκανε ήταν να προβάλλει τις απόψεις του, απόψεις που θα παρέμεναν αναλλοίωτες στον αιώνα τον άπαντα. Η.μητέρα της Κουμίκο ήταν κόρη ενός ανώτερου δημόσιου υπαλλήλου. Είχε μεγαλώσει στο πιο αριστοκρατικό προάστιο του Τόκιο, την είχαν πάντα στα πούπουλα και δεν χρειάστηκε ποτέ να διαμορφώσει τις απόψεις και το χαρακτήρα που θα της επέτρεπαν ν’ αμφισβητήσει τις απόψεις του άντρα της. Απ’ ό,τι μπορούσα να καταλάβω, δεν είχε απολύτως καμιά γνώμη για πράγματα που δεν ήταν ακριβώς κάτω απ’ τη μύτη της (και το αστείο είναι πως είχε τρομερή μυωπία). Όποτε ανέκυπτε κάποιο θέμα που απαιτούσε την έκφραση γνώμης για κάτι που συνέβαινε στον ευρύτερο κόσμο, δανειζόταν την άποψη του άντρα της. Εάν ο χαρακτήρας της περιοριζόταν σ’ αυτό, δεν θα ενοχλούσε κανέναν, αλλά, όπως συμβαίνει συνήθως με τέτοιες γυναίκες, ήταν αθεράπευτα σνομπ. Μη έχοντας κάποιο δικό τους σύστημα αξιών, αυτού του τύπου οι άνθρωποι μπορούν να φτάσουν σε κάποιο συμπέρασμα μόνο υιοθετώντας αλλότρια πρότυπα και απόψεις. Η μόνη αρχή που κυβερνάει το μυαλό τους είναι το ερώτημα «Τι σκέφτονται οι άλλοι για μένα;», κι έτσι η κυρία Γουατάγια έγινε μια στενόμυαλη, νευρωτική γυναίκα που μόνη της έγνοια ήταν η θέση του άντρα της στη ιεραρχία και οι ακαδημαϊκές περγαμηνές του γιου της. Όσα ξέφευγαν απ’ αυτό το στενό οπτικό πεδίο έπαυαν να έχουν οποιαδήποτε σημασία γι’ αυτήν. Έτσι οι γονείς εμφυσούσαν συνεχώς την αμφισβητούμενη φιλοσοφία τους και τις στρεβλές απόψεις τους για τον κόσμο στο κεφάλι του νεαρού Νομπόρου Γουατάγια. Τον προωθούσαν παρέχοντάς του τους καλύτερους δασκάλους που μπορούσαν ν’ αγοράσουν με τα λεφτά τους. Όταν έβγαινε αριστούχος, τον αντάμειβαν αγοράζοντάς του ό,τι κι αν ήθελε. Η παιδική του ηλικία ήταν μια εποχή άκρας υλικής πολυτέλειας, αλλά όταν μπήκε στην πιο ευαίσθητη κι ευάλωτη φάση της ζωής, στην εφηβεία, δεν είχε καθόλου χρόνο για φιλενάδες, ούτε την ευκαιρία να ξεφαντώσει με άλλα αγόρια. Όλη του η ενέργεια διοχετευόταν στην προσπάθεια να διατηρήσει την πρωτιά. Δεν ξέρω αν ο Νομπόρου Γουατάγια ήταν ικανοποιημένος από μια τέτοια ζωή. Ούτε η Κουμίκο ήξερε. Ο Νομπόρου Γουατάγια δεν ήταν ο άνθρωπος που θ’ αποκάλυπτε τα συναισθήματά του: ούτε σ’ εκείνη, ούτε στους γονείς του, ούτε σε κανέναν. Έτσι κι αλλιώς δεν του δόθηκε ποτέ καμιά δυνατότητα ν’ αποφασίσει ο ίδιος. Μου φαίνεται ότι κάποιοι τρόποι σκέψης είναι τόσο απλοί και μονόπλευροι, ώστε να γίνονται ακαταμάχητοι. Όπως και να ’χει το πράγμα, ο Νομπόρου Γουατάγια αποφοίτησε από το ελιτίστικο ιδιωτικό του σχολείο και σπούδασε οικονομικά στο πανεπιστήμιο του Τόκιο, τελειώνοντας το πρώτο εκπαιδευτικό ίδρυμα της χώρας με άριστα. Ο πατέρας του περίμενε απ’ αυτόν να ενταχθεί στη δημόσια διοίκηση ή σε κάποια μεγάλη πολυεθνική μόλις τελείωνε το πανεπιστήμιο, αλλά ο Νομπόρου Γουατάγια επέλεξε την ακαδημαϊκή καριέρα. Δεν ήταν χαζός. Ήξερε τι του ταίριαζε περισσότερο: όχι ο πραγματικός κόσμος της εταιρικής δράσης, αλλά ένας κόσμος που απαιτούσε την πειθαρχημένη και συστηματική χρήση

της γνώσης και που επιβράβευε ιδιαίτερες νοητικές ικανότητες. Έκανε δύο χρόνια μεταπτυχιακό στο Γέιλ πριν επιστρέψει στο τμήμα των μεταπτυχιακών στο Τόκιο. Λίγο μετά ακολούθησε τις παροτρύνσεις των γονιών του και συμφώνησε να παντρευτεί με προξενιό. Ο γάμος δεν άντεξε ούτε δύο χρόνια. Μετά το διαζύγιό επέστρεψε στο σπίτι των γονιών του, όπου και συνέχισε να ζει. Όταν τον συνάντησα για πρώτη φορά, ο Νομπόρου Γουατάγια ήταν η αποθέωση της ιδιορρυθμίας, ένας χαρακτήρας εξαιρετικά απωθητικός. Περίπου δύο χρόνια μετά το γάμο μου με την Κουμίκο, ο Νομπόρου Γουατάγια έβγαλ’ ένα χοντρό βιβλίο. Ήταν μια οικονομική μελέτη γεμάτη τεχνικούς όρους, κι εγώ τουλάχιστον δεν καταλάβαινα λέξη απ’ όσα ήθελε να πει. Ούτε μία σελίδα δεν έβγαζε νόημα για μένα. Προσπάθησα αλλά δεν τα κατάφερα, γιατί η γραφή ήταν τελείως ακατανόητη. Δεν μπορούσα μάλιστα να καταλάβω αν αυτό συνέβαινε γιατί το περιεχόμενο ήταν τόσο δύσκολο ή γιατί η ίδια η γραφή ήταν τόσο κακή. Οι άνθρωποι του κλάδου πάντως θεωρούσαν πως το βιβλίο ήταν εξαιρετικά σημαντικό. Ένας κριτικός δήλωσε ότι επρόκειτο για «ένα καινούργιο είδος οικονομικών, γραμμένο από μια εντελώς καινούργια σκοπιά», αλλ’ από την υπόλοιπη κριτική δεν κατάλαβα και πολλά πράγματα. Σύντομα τα ΜΜΕ άρχισαν να τον παρουσιάζουν σαν τον «ήρωα μιας καινούργιας εποχής». Το ένα μετά το άλλο άρχισαν να εμφανίζονται βιβλία ερμηνευτικά του δικού του. Δύο εκφράσεις που είχε εφεύρει, η «σεξουαλική οικονομία» και η «εκκριτική οικονομία», έγιναν οι όροι της χρονιάς. Εφημερίδες και περιοδικά έγραφαν ολόκληρα άρθρα γι’ αυτόν, παρουσιάζοντάς τον σαν έναν από τους διανοουμένους της νέας εποχής. Δεν πιστεύω ότι αυτοί που έγραφαν τα άρθρα καταλάβαιναν όσα έλεγε ο Νομπόρου Γουατάγια στο βιβλίο του. Είχα σοβαρές αμφιβολίες αν το είχαν ξεφυλλίσει ποτέ. Όμως αυτά ήταν απλώς λεπτομέρειες. Αυτό που είχε σημασία ήταν ότι ο Νομπόρου Γουατάγια ήταν νέος, ανύπαντρος κι αρκετά έξυπνος για να γράψει ένα βιβλίο που κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει. Το βιβλίο τον έκανε διάσημο. Όλα τα περιοδικά ζητούσαν απ’ αυτόν να τους γράψει κριτικά άρθρα. Εμφανιζόταν στην τηλεόραση σχολιάζοντας πολιτικά και οικονομικά ζητήματα. Σύντομα έγινε μόνιμο μέλος των πολιτικών πάνελ. Όσοι γνώριζαν τον Νομπόρου Γουατάγια (όπως η Κουμίκο κι εγώ), ποτέ δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι θα προσαρμοζόταν σε τέτοιου είδους προβεβλημένη δουλειά. Όλοι τον θεωρούσαν έναν τυπικό, στυφό ακαδημαϊκό που δεν νοιαζόταν παρά για το πεδίο της ειδικότητάς ' του. Μόλις όμως πήρε γεύση από τον κόσμο των μίντια, πήρε φόρα και δεν τον σταματούσε κανείς. Και ήταν καλός. Δεν είχε κανένα πρόβλημα να σταθεί απέναντι στην κάμερα. Στην πραγματικότητα, φερόταν πολύ πιο άνετα μπροστά στο φακό παρά στον πραγματικό κόσμο. Έκπληκτοι όλοι μας παρακολουθήσαμε την ξαφνική του μεταμόρφωση. Ο Νομπόρου Γουατάγια που βλέπαμε στην τηλεόραση φορούσε ακριβά κοστούμια με ασορτί γραβάτες και γυαλιά με ακριβό κοκάλινο σκελετό. Τα μαλλιά του ήταν χτενισμένα με την τελευταία λέξη της μόδας. Προφανώς τον είχε αναλάβει κάποιος επαγγελματίας. Ποτέ δεν τον είχα ξαναδεί να αποπνέει τόση άνεση και τόσο λούσο. Αλλ’ ακόμη κι αν η εμφάνισή του ήταν έργο του καναλιού, εκείνος φορούσε το στιλ αυτό με απόλυτη άνεση, λες και ντυνόταν μ’ αυτό τον τρόπο σ’ όλη του τη ζωή. Ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος; αναρωτήθηκα όταν τον πρωτοείδα. Πού ήταν ο πραγματικός Νομπόρου Γουατάγια; Μπροστά στις κάμερες έπαιζε το ρόλο του Λιγομίλητου Άντρα. Όταν του ζητούσαν μια γνώμη, τη δήλωνε απλά, ξεκάθαρα και με μεγάλη ακρίβεια. Όποτε η συζήτηση άναβε κι όλοι οι άλλοι άρχιζαν να φωνάζουν, εκείνος διατηρούσε την ψυχραιμία του. Όταν κάποιος τον προκαλούσε, σταματούσε

να αντιδρά, άφηνε τον αντίπαλό του να πει ό,τι είχε να πει και μετά έκανε σκόνη τα επιχειρήματά του με μία και μοναδική φράση. Είχε αφομοιώσει στην εντέλεια την τέχνη να καταφέρει τη χαριστική βολή με ταπεινότητα και χαμόγελο. Στην οθόνη της τηλεόρασης φαινόταν πολύ πιο έξυπνος και πολύ πιο αξιόπιστος από τον πραγματικό Νομπόρου Γουατάγια. Δεν είμαι σίγουρος πώς το κατάφερνε αυτό. Δεν θα μπορούσε κανείς να τον πει ωραίο άντρα. Ήταν όμως ψηλός και λεπτός και οι τρόποι του ήταν αριστοκρατικοί και αεράτοι. Στην τηλεόραση ο Νομπόρου Γουατάγια είχε βρει το σπίτι του. Τα μέσα τον καλωσόρισαν με ανοιχτές αγκάλες και τα καλωσόρισε κι εκείνος με ανάλογο ενθουσιασμό. Στο μεταξύ εγώ δεν μπορούσα ούτε να τον βλέπω στον Τύπο ή στην οθόνη. Ήταν άνθρωπος με ταλέντο και ικανότητες, χωρίς αμφιβολία. Μέχρι εκεί τον παραδεχόμουν. Ήξερε πώς να εξουδετερώνει τους αντιπάλους του γρήγορα κι αποτελεσματικά με τα λιγότερα δυνατά λόγια. Είχε ένα ζωώδες ένστικτο, το οποίο του έλεγε προς ποια κατεύθυνση φυσάει ο άνεμος. Αν όμως πρόσεχες επακριβώς αυτά που έλεγε ή αυτά που έγραφε, θα καταλάβαινες πως τα λόγια του δεν είχαν συνέπεια. Δεν αντανακλούσαν κάποια συγκεκριμένη κοσμοθεωρία βασισμένη σε βαθιές πεποιθήσεις. Ο δικός του κόσμος ήταν ένας κόσμος που τον είχε κατασκευάσει ο ίδιος συνδυάζοντας διάφορα μονοδιάστατα συστήματα σκέψης. Μπορούσε να αναδιατάξει το συνδυασμό μέσα σε δευτερόλεπτα, αν έτσι τον βόλευε. Δεν μπορώ να πω, η συνδυαστική ικανότητα του εγκεφάλου του ήταν ευφυής θα μπορούσα μάλιστα να την πω καλλιτεχνική. Όμως για μένα παρέμενε στο επίπεδο του παιχνιδιού. Αν υπήρχε οποιαδήποτε συνέπεια στις γνώμες του, αυτή ήταν η συνεπής έλλειψη συνέπειας, κι αν είχε μια κάποια κοσμοθεωρία, ήταν η άποψη που διακήρυσσε την έλλειψη κοσμοθεωρίας. Όμως αυτές οι συγκεκριμένες απουσίες ήταν το βαρύ πνευματικό πυροβολικό του. Η συνέπεια και η πάγια κοσμοθεωρία ήταν τροχοπέδη στον πόλεμο θέσεων που ξεσπούσε κάθε λίγο και λιγάκι μέσα στα αυστηρά προσδιορισμένα όρια των ΜΜΕ, και η έλλειψή τούς ήταν μεγάλο πλεονέκτημα γι’ αυτόν. Δεν είχε θέσεις να υποστηρίξει, άρα μπορούσε να επικεντρώσει όλη του την προσοχή στην τακτική της μάχης. Το μόνο που χρειαζόταν να κάνει ήταν να επιτεθεί και να ρίξει νοκ άουτ τον αντίπαλό του. Ο Νομπόρου Γουατάγια ήταν ένας πνευματικός χαμαιλέων, που άλλαζε τα χρώματά του σύμφωνα μ’ εκείνα του αντιπάλου του, προσαρμόζοντας κατά περίπτωση τη λογική του για να την κάνει όσο πιο αποτελεσματική γινόταν, κινητοποιώντας στο έπακρο τη ρητορική του δεινότητα. Δεν είχα ιδέα πώς είχε καταφέρει ν’ αποκτήσει αυτές τις τεχνικές, αλλά είχε ασφαλώς την ικανότητα ν’ απευθύνεται στο συναίσθημα της μάζας. Ήξερε να χρησιμοποιεί το είδος της λογικής που συγκινούσε τη σιωπηλή πλειοψηφία. Όχι πως έπρεπε πάντα να καταφεύγει στη λογική: έπρεπε απλώς να δίνει την εντύπωση ότι το κάνει, εφόσον κάτι τέτοιο συγκινούσε τις μάζες. Η χρήση τεχνικών όρων ήταν ένα άλλο δυνατό του σημείο. Κανείς φυσικά δεν ήξερε τι σήμαιναν οι όροι, αλλά μπορούσε και τους παρουσίαζε με τέτοιο τρόπο, ώστε σε έπειθε πως ήταν δικό σου πρόβλημα το ότι δεν καταλάβαινες. Και πάντα κατέβαζε στατιστικές. Ήταν χαραγμένες στο μυαλό του και είχαν τεράστια πειθώ, αν όμως καθόσουν μετά να τις σκεφτείς, συνειδητοποιούσες ότι κανείς δεν είχε ποτέ διασταυρώσει τις πηγές του ή την αξιοπιστία τους. Αυτές οι πονηρές τακτικές που ακολουθούσε μ’ εξόργιζαν, αλλά ποτέ δεν κατάφερα να εξηγήσω σε κανέναν γιατί θύμωνα τόσο πολύ. Ούτε μία φορά δεν κατάφερα να αρθρώσω ένα επιχείρημα

αντίθετο στα δικά του. Ήταν σαν να πυγμαχείς μ’ ένα φάντασμα: οι γροθιές σου απλώς τρυπούσαν τον άδειο αέρα. Δεν υπήρχε τίποτα το υλικό να χτυπήσουν. Με μεγάλη μου έκπληξη έβλεπα ακόμα και πραγματικούς διανοούμενους ν’ ανταποκρίνονται στα λεγόμενό του. Αυτό μ’ έκανε να νιώθω παράξενα ενοχλημένος. Κι έτσι ο Νομπόρου Γουατάγια κατέληξε να θεωρείται ένας απ’ τους πιο έξυπνους ανθρώπους της εποχής. Κανείς δεν έδειχνε να δίνει οποιαδήποτε σημασία στο θέμα της συνέπειας. Το μόνο που κοιτούσαν και τους ενδιέφερε στις εικόνες του καθοδικού σωλήνα ήταν οι εξάρσεις των πνευματικών μονομάχων* όσο πιο κόκκινο ήταν το αίμα που έβλεπαν, τόσο το καλύτερο. Δεν είχε καμιά σημασία εάν το ίδιο πρόσωπο έλεγε κάτι τη Δευτέρα και κάτι αντίθετο την Τρίτη. Συνάντησα για πρώτη φορά τον Νομπόρου Γουατάγια όταν η Κουμίκο κι εγώ αποφασίσαμε να παντρευτούμε. Ήθελα να μιλήσω σ’ εκείνον πριν δω τον πατέρα της. Σκέφτηκα ότι σαν άντρας πλησιέστερος στην ηλικία μου θα μπορούσε ίσως να πειστεί να με διευκολύνει να προσεγγίσω τον πατέρα του. «Δεν νομίζω ότι πρέπει να υπολογίζεις στη βοήθειά του», είπε η Κουμίκο με προφανή δυσκολία. «Δεν μπορώ να στο εξηγήσω ακριβώς, αλλά.δεν είναι του χαρακτήρα του». «Τέλος πάντων, έτσι κι αλλιώς θα πρέπει κάποια στιγμή να τον γνωρίσω», είπα. «Σωστά», είπε η Κουμίκο. «Αξίζει να δοκιμάσω», είπα. «Ποτέ δεν ξέρεις». «Σωστά», είπε η Κουμίκο. «Ποτέ δεν ξέρεις». Στο τηλέφωνο ο Νομπόρου Γουατάγια δεν έδειξε ιδιαίτερο ενθουσιασμό για την προοπτική να με συναντήσει. Εάν επέμενα, είπε, θα μπορούσε να μου διαθέσει μισή ώρα. Αποφασίσαμε να συναντηθούμε σε μια καφετέρια κοντά στο σταθμό της Οτσανομίζου. Εκείνη την εποχή ήταν ακόμη καθηγητής στο κολέγιο, πολύ πριν γράψει το βιβΓ.ίο του και πολύ πριν γίνει οπαδός της υψηλής ραπτικής. Οι τσέπες του σπορ σακακιού του ήταν ξεχειλωμένες, καθώς είχε συνεχώς τα χέρια του μέσα τους. Τα μαλλιά του θέλανε κούρεμα από καιρό. Το μουσταρδί πουκάμισό του ερχόταν σε κραυγαλέα αντίθεση με το γκρίζο και το μπλε του τουίντ σακακιού του. Έμοιαζε με τον τυπικό νεαρό βοηθό καθηγητή, για τον οποίο το χρήμα ήταν άγνωστη έννοια. Τα μάτια του είχαν την υπναλέα έκφραση κάποιου που είχε μόλις βγει από κάποια βιβλιοθήκη αφού είχε καταβροχθίσει ολόκληρα ράφια βιβλία, αλλά υπήρχε μέσα τους και μια διαπεραστική, ψυχρή λάμψη, αν κοιτούσες προσεκτικά. Αφού συστήθηκα, είπα ότι σκόπευα να παντρευτώ την Κουμίκο στο άμεσο μέλλον. Προσπάθησα να εξηγήσω τα πράγματα όσο πιο έντιμα μπορούσα. Δούλευα σε μια νομική εταιρεία, είπα, αλλά ήξερα πως αυτή η δουλειά δεν ήταν κατάλληλη για μένα. Έψαχνα ακόμη να βρω τον εαυτό μου. Ένα άτομο σαν κι εμένα ήταν παρακινδυνευμένο να θέλει να παντρευτεί, αλλ’ αγαπούσα την αδερφή του, είπα, και πίστευα ότι μπορούσα να την κάνω ευτυχισμένη. Οι δυο μας θα μπορούσαμε να προσφέρουμε ο ένας στον άλλο δύναμη κι ανακούφιση.

Τα λόγια μου δεν φάνηκαν να εντυπωσιάζουν τον Νομπόρου Γουατάγια. Καθόταν εκεί με τα χέρια σταυρωμένα, ακούγοντας σιωπηλά. Ακόμα κι όταν τελείωσα το λογύδριό μου, παρέμεινε ακίνητος. Το μυαλό του έμοιαζε να βρίσκεται αλλού. Απ’ την αρχή ένιωθα άβολα μαζί του και σκέφτηκα ότι ο λόγος , πρέπει να ήταν η γενικότερη κατάσταση. Οποιοσδήποτε θα αισθανόταν άβολα λέγοντας σ’ έναν άγνωστό του «Θέλω να παντρευτώ την αδερφή σου». Ενώ καθόμουν όμως απέναντι του, άρχισε να θεριεύει μέσα μου ένα δυσάρεστο συναίσθημα. Ήταν σαν να είχα καταπιεί ξινισμένο φαγητό και να ένιωθα μόνιμη αναγούλα. Και δεν ήταν κάτι απ’ αυτά που είπε ή που έκανε που μ’ έσπρωξαν προς αυτή την κατεύθυνση. Ήταν το πρόσωπό του: το πρόσωπο του Νομπόρου Γουατάγια. Η διαίσθησή μου μού έλεγε πως ήταν ολόκληρο σκεπασμένο από ένα ξένο υλικό. Ένα υλικό απαίσιο. Δεν ήταν το πραγματικό του πρόσωπο. Δεν μπορούσα ν’ απαλλαγώ απ’ αυτό το συναίσθημα. Ήθελα να φύγω από κει όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Στην πραγματικότητα μου πέρασε η ιδέα να σηκωθώ και να φύγω αμέσως, αλλά έπρεπε να υποστώ τα πράγματα μέχρι το τέλος. Οπότε έμεινα εκεί σιγοπίνοντας το χλιαρό μου καφέ και περιμένοντας να πει κάτι. Όταν μίλησε, ήταν σαν να είχε χαμηλώσει επίτηδες την ένταση της φωνής του για να γλιτώσει ενέργεια. «Για να σου πω την αλήθεια», είπε, «ούτε καταλαβαίνω ούτε με νοιάζουν όλ’ αυτά που μου είπες. Τα πράγματα που με απασχολούν είναι εντελώς διαφορετικής τάξεως, είναι υποθέτω πράγματα που εσύ θεωρείς ακατανόητα ή αδιάφορα. Κι επειδή τα πολλά λόγια είναι φτώχεια, αν θες να παντρευτείς την Κουμίκο κι εκείνη δεν έχει αντίρρηση, δεν έχω ούτε το δικαίωμα ούτε και κανένα λόγο να σας εμποδίσω. Συνεπώς δεν πρόκειται να γίνω εμπόδιο. Ούτε που θα μου περνούσε απ’ το μυαλό κάτι τέτοιο. Όμως ταυτόχρονα δεν πρέπει να περιμένετε και τίποτ’ άλλο από μένα. Και το κυριότερο, μην περιμένετε να καταναλώσω γι’ αυτή την υπόθεση περισσότερο χρόνο απ’ όσο έχω ήδη καταναλώσει». Κοίταξε το ρολόι του και σηκώθηκε. Η δήλωσή του ήταν σαφής και δεν επιδεχόταν παρερμηνείες. Δεν τη χαρακτήριζε οΰτε υπερβολή οΰτε ελλείψεις. Κατάλαβα με απόλυτη σαφήνεια κι αυτό που ήθελε να πει και τη γνώμη του για μένα. Έτσι χωριστήκαμε εκείνη την ημέρα. Μετά το γάμο μου με την Κουμίκο υπήρξαν περιπτώσεις στις οποίες ήταν απαραίτητο ο Νομπόρου Γουατάγια κι εγώ, συγγενείς πια, ν’ ανταλλάξουμε κάποιες κουβέντες μερικές φορές μάλιστα να κάνουμε και κάποια συζήτηση. Όπως είχε εύστοχα παρατηρήσει, δεν είχαμε κανένα κοινό σημείο, κι έτσι όσο κι αν μιλούσαμε ο ένας δίπλα στον άλλο, αυτές οι ομιλίες δεν μπορούσαν ποτέ ν’ αποκτήσουν το χαρακτήρα της συζήτησης. Ήταν σαν να μιλούσαμε ο ένας στον άλλο σε διαφορετικές γλώσσες. Εάν βρισκόταν ο Δαλάι Λάμα στο νεκροκρέβατό του και ο τζαζίστας Έρικ Ντόλφι προσπαθούσε εκείνη την ώρα να του εξηγήσει ότι έπρεπε να διαλέγει το λάδι της μηχανής του αυτοκινήτου του σύμφωνα με το ηχόχρωμα του κλαρινέτου του, αυτή η συνομιλία μπορεί να είχε πολύ περισσότερο νόημα κι αποτελεσματικότητα απ’ ό,τι οι συζητήσεις οι δικές μου με τον Νομπόρου Γουατάγια. Πολύ σπάνια φορτίζομαι συναισθηματικά για πολλή ώρα από επαφές με άλλα άτομα. Ένα πρόσωπο μπορεί να με θυμώσει ή να μ’ ενοχλήσει, αλλά όχι για πολύ. Μπορώ ν’ αντιληφθώ ότι ο

εαυτός μου ή το άλλο άτομο ανήκουμε σε δυο εντελώς διαφορετικά τμήματα του ζωικού βασιλείου. Είν’ ένα είδος ταλέντου (δεν σκοπεύω να παινευτώ γι’ αυτό: δεν είναι κάτι εύκολο, οπότε, αν μπορείς να το κάνεις, είναι πράγματι ένα είδος ταλέντου μια ειδική ικανότητα). Όταν κάποιος μ’ εκνευρίζει, το πρώτο που κάνω είναι να μεταφέρω το αντικείμενο του δυσάρεστου συναισθήματος μου σε κάποιον άλλο τομέα, σ’ έναν τομέα που να μην έχει καμιά σχέση μαζί μου. Μετά λέω στον εαυτό μου, Ωραία. Τώρα νιώθω άσχημα, αλλά η πηγή αυτών των συναισθημάτων βρίσκεται πια σε άλλη ζώνη, μακριά από δω, σ’ ένα μέρος όπου θα μπορώ να την εξετάσω και να την αντιμετωπίσω αργότερα, όταν θα έχω τη διάθεση να το κάνω. Με άλλα λόγια, παγώνω τα συναισθήματά μου. Αργότερα, όταν τα ξεπαγώνω για να κάνω αυτή την έρευνα, ανακαλύπτω καμιά φορά ότι τα συναισθήματά μου είναι ακόμα διαταραγμένα, αλλ’ αυτό συμβαίνει σπάνια. Το πέρασμα του χρόνου συνήθως αφαιρεί το δηλητήριο απ’ τα περισσότερα πράγματα και τα κάνει αβλαβή. Μετά, αργά ή γρήγορα, τα ξεχνάω. Στο διάβα , της ζωής μου μέχρι τώρα έχω καταφέρει να κρατήσω τον κόσμο μου σε μια σχετικά σταθερή κατάσταση, αποφεύγοντας τους περιττούς μπελάδες μέσ’ από την ενεργοποίηση αυτής της συναισθηματικής ασφαλιστικής δικλίδας. Το ότι έχω καταφέρει να διατηρήσω σε λειτουργία αυτό το αποτελεσματικό σύστημα όλον αυτό τον καιρό είναι πηγή μιας κάποιας περηφάνιας για μένα. Στην περίπτωση του Νομπόρου Γουατάγια όμως το σύστημά μου αρνιόταν να λειτουργήσει. Δεν μπορούσα να εξορίσω τον Νομπόρου Γουατάγια σε κάποιο χώρο στον οποίο να μην έχει καμιά σχέση μαζί μου. Κι από μόνο του αυτό το γεγονός με διαόλιζε. Ο πατέρας της Κουμίκο ήταν ένας υπερφίαλος, δυσάρεστος άνθρωπος, καμιά αμφιβολία γι’ αυτό, αλλά στο κάτω κάτω δεν ήταν παρά ένας μικρόμυαλος χαρακτήρας ο οποίος είχε περάσει τη ζωή του προσκολλημένος σ’ ένα απλοϊκό σύνολο περιορισμένων αντιλήψεων. Κάτι τέτοιο μπορούσα εύκολα να το ξεχάσω. Όχι όμως τον Νομπόρου Γουατάγια. Εκείνος ήξερε πολύ καλά τι είδους άνθρωπος ήταν. Και ήξερε πολύ καλά και το δικό μου χαρακτήρα. Εάν ήθελε, θα μπορούσε να με λιώσει, να με κάνει ένα με το χώμα. Ο μόνος λόγος που δεν το είχε κάνει ήταν γιατί θεωρούσε πως δεν άξιζε τον κόπο. Δεν άξιζα ούτε το χρόνο ούτε την ενέργεια που θα κατανάλωνε για να με συνθλίψει. Κι αυτό ακριβώς ήταν που με διαόλιζε μ’ εκείνον. Ήταν ένα ποταπό υποκείμενο, ένας εγωιστής χωρίς κανένα συναίσθημα. Ήταν όμως σαν άτομο πολύ πιο ικανός από μένα. Μετά από κείνη την πρώτη συνάντησή μας είχα μια δυσάρεστη γεύση στο στόμα, που δεν έλεγε να φύγει. Ήταν σαν να με είχε υποχρεώσει κάποιος να μασήσω μια χούφτα βρομερά σκουλήκια. Μπορεί να τα είχα φτύσει, αλλά η αίσθησή τους παρέμενε στο στόμα. Μέρα με την ημέρα ο Νομπόρου Γουατάγια είχε κυριεύσει πλήρως τη σκέψη μου. Προσπάθησα να πάω σε συναυλίες και στο σινεμά. Κατάφερα να πάω ακόμα και σ’ ένα παιχνίδι μπέιζμπολ με τα παιδιά από το γραφείο. Έπινα και διάβαζα τα βιβλία που είχα βάλει στη σειρά να διαβάσω όταν θα έβρισκα το χρόνο. Αλλά ο Νομπόρου Γουατάγια ήταν πάντα εκεί, με τα χέρια σταυρωμένα, κοιτάζοντάς με μέ το μοχθηρό του βλέμμα, απειλώντας να με ρουφήξει σαν απύθμενος βάλτος. Αυτό μου τάραζε τα νεύρα κι έφερνε σεισμικές δονήσεις στο έδαφος που πατούσα. Την επόμενη φορά που είδα την Κουμίκο με ρώτησε τι εντύπωση μου είχε κάνει ο αδερφός της. Δεν μου πήγαινε να της πω όλη την αλήθεια. Ήθελα να τη ρωτήσω για τη μάσκα που φορούσε και γι’ αυτό το διεστραμμένο «κάτι» που βρισκόταν πίσω της. Ήθελα να της πω όσα είχα σκεφτεί γι’ αυτό το άτομο που λεγόταν αδερφός της. Όμως δεν είπα τίποτα. Ένιωθα ότι αυτά ήταν πράγματα για τα οποία ποτέ δεν θα μπορούσα να της μιλήσω, ότι αν δεν μπορούσα να εκφραστώ καθαρά,

καλύτερα ήταν να μην εκφραστώ καθόλου τουλάχιστον για την ώρα. «Είναι... διαφορετικός, σίγουρα», είπα. Ήθελα να προσθέσω κάτι σ’ αυτό, αλλά δεν μπορούσα να βρω τις λέξεις. Ούτ’ εκείνη επέμεινε να της πω περισσότερα. Απλώς κατένευσε σιωπηλά. Τα αισθήματά μου για τον Νομπόρου Γουατάγια ποτέ δεν άλλαξαν μετά απ’ αυτό. Συνέχισε να μου προκαλεί νευρικές κρίσεις με τον ίδιο τρόπο. Ήταν κάτι σαν επίμονος χαμηλός πυρετός. Ποτέ δεν είχα τηλεόραση στο σπίτι, αλλά, από κάποια σατανική σύμπτωση, όποτε κοιτούσα την οθόνη κάποιας τηλεόρασης αλλού, εκείνος ήταν πάντα εκεί, κάνοντας κάποια βαρύγδουπη δήλωση. Αν ξεφύλλιζα τις σελίδες ενός περιοδικού σε κάποιο προθάλαμο ιατρείου, θα υπήρχε πάντα μια εικόνα του Νομπόρου Γουατάγια με κάποιο άρθρο που είχε γράψει. Αισθανόμουν ότι ο Νομπόρου Γουατάγια μου την είχε στημένη πίσω από κάθε γωνία του γνωστού κόσμου. Εντάξει, το παραδέχομαι. Έβγαζα σπυράκια με τον τύπο.

Ο χαρούμενος στεγνοκαθαριστής Και η Κρέτα Κάνο κάνει την εμφάνισή της

Πήρα μια μπλούζα και μια φούστα της Κουμίκο και τις πήγα στο στεγνοκαθαριστήριο του σταθμού. Συνήθως προτιμούσα το καθαριστήριο που ήταν δίπλα στο σπίτι μας, όχι γιατί ήταν καλύτερο, αλλά γιατί ήταν κοντά, Η Κουμίκο μερικές φορές έδινε τα ρούχα της στο καθαριστήριο του σταθμού γιατί ήταν στο δρόμο της για τη δουλειά. Τ’ άφηνε εκεί το πρωί καθώς πήγαινε στο γραφείο και τα ’παίρνε το απόγευμα όταν γύριζε. Ήταν λίγο πιο ακριβό αλλά έκανε καλύτερη δουλειά απ’ το καθαριστήριο της γειτονιάς μας, απ’ ό,τι έλεγε η Κουμίκο τουλάχιστον. Τα καλύτερα φορέματα της τα πήγαινε πάντα εκεί. Γι’ αυτό κι εκείνη τη συγκεκριμένη μέρα πήρα το ποδήλατο και πήγα κατευθείαν στο σταθμό, γιατί θεώρησα ότι και η ίδια θα το προτιμούσε. Έφυγ’ από το σπίτι με την μπλούζα και τη φούστα της Κουμίκο στο χέρι, φορώντας ένα λεπτό, πράσινο βαμβακερό παντελόνι, τα συνηθισμένα αθλητικά παπούτσια και το κίτρινο διαφημιστικό μπλουζάκι της Βαν Χάλεν που είχε χαρίσει η εταιρεία στην Κουμίκο. Ο καταστηματάρχης είχε το JVC στη διαπασών, όπως και την τελευταία φορά που τον είχα επισκεφτεί. Αυτή τη φορά άκουγε μια κασέτα του Άντι Γουίλιαμς. «Hawaiian Wedding Song», που τελείωνε καθώς έμπαινα. Αμέσως μετά άρχισε το «Canadian Sunset». Σφυρίζοντας χαρούμενα τη μελωδία τοϋ τραγουδιού, ο στεγνοκαθαριστής έγραφε σ’ ένα σημειωματάριο μ’ ένα στιλό διαρκείας. Οι κινήσεις του ήταν νευρικές όπως και την προηγούμενη φορά. Στο σωρό με τις κασέτες που είχε πάνω στο ράφι εντόπισα ονόματα όπως ο Σέρχιο Μέντες, ο Μπερτ Κέμπφερτ και οι 101 Strings. Ο καταστηματάρχης ήταν παιδί τού easy listening. Σκέφτηκα πως οι φανατικοί οπαδοί της καθαρής τζαζ -Άλμπερτ Έιλερ, Ντον Τσέρι, Σέσιλ Τέιλορποτέ δεν θα μπορούσαν να γίνουν ιδιοκτήτες στεγνοκαθαριστηρίων σ’ εμπορικά κέντρα απέναντι από σιδηροδρομικούς σταθμούς. Ισως όμως και να μπορούσαν. Απλώς θα ήταν δυστυχισμένοι. Όταν έβαλα την πράσινη εμπριμέ μπλούζα και τη σταχτοπράσινη φούστα στον πάγκο, εκείνος τις άνοιξε για να τις ελέγξει και μετά έγραψε στην απόδειξη, «Μπλούζα και φούστα». Τα ιδεογράμματά του ήταν καλοσχηματισμένα κι ευανάγνωστα. Μου αρέσουν οι στεγνοκαθαριστές που γράφουν ευανάγνωστα. Κι αν επιπλέον τους αρέσει ο Άντι Γουίλιαμς, τόσο το καλύτερο. «Το όνομα είναι Οκάντα, καλά δεν θυμάμαι;» Του είπα πως είχε δίκιο. Έγραψε τ’ όνομά μου στο διπλότυπο, έσκισε το αντίγραφο και μού το έδωσε, «θα είν’ έτοιμες την επόμενη Τρίτη, οπότε ας μην ξεχάσετε να έρθετε να τις πάρετε αυτή τη φορά. Είναι της κυρίας Οκάντα;» «Μμμμ». «Πολύ όμορφες», είπε. Ο ουρανός ήταν σκεπασμένος από πυκνά μουντά σύννεφα. Το δελτίο καιρού απειλούσε με βροχή. Ήταν περασμένες εννιάμισι, αλλά υπήρχαν ακόμα πλήθη με χαρτοφύλακες και διπλωμένες

ομπρέλες που ανέβαιναν τα σκαλιά του σταθμού. Καθυστερημένοι εργαζόμενοι. Ο καιρός ήταν ζεστός και υγρός, αλλ’ αυτό δεν έδειχνε να τους επηρεάζει καθόλου, παρ’ όλο που ήταν όλοι ντυμένοι με κοστούμια, γραβάτες και μαύρα παπούτσια. Είδα πολλούς άντρες της ηλικίας μου, αλλά κανείς απ’ αυτούς δεν φορούσε μπλουζάκι ΒανΧάλεν. Όλοι είχαν καρφιτσωμένο στο πέτο το σηματάκι της εταιρείας τους και κάτω από τη μασχάλη τα «Νέα του Νικκέι». Ακούστηκ’ ένα κουδούνισμα, και πολλοί απ’ αυτούς, σαν να τους τσίμπησε μύγα, άρχισαν ν’ ανεβαίνουνε τρία-τρία τα σκαλιά. Είχα πολύ καιρό να δω τέτοιου είδους ανθρώπους. Καθώς γύριζα σπίτι με το ποδήλατο, συνειδητοποίησα πως είχα αρχίσει να σφυρίζω το «Canadian Sunset». Η Μάλτα Κάνο πήρε στις έντεκα. «Καλημέρα σας. Θα ήταν δυνατόν, αν δεν ενοχλώ βεβαίως, να μιλήσω με τον κύριο Τόρου ' Οκάντα;» είπε. «Ο ίδιος». Είχα φυσικά καταλάβει ποια ήταν απ’ τη στιγμή που την άκουσα να μιλάει. «Λέγομαι Μάλτα Κάνο, Είχατε την καλοσύνη να συναντηθούμε τις προάλλες. Έχετε μήπως καθόλου ελεύθερο χρόνο σήμερα το μεσημέρι;» Της απάντησα ότι δεν είχα τίποτα να κάνω. Τα σχέδιά μου για το απόγευμα συνέπιπταν με τα επιχειρηματικά πλάνα ενός αποδημητικού πουλιού. «Εντοιαύτη περιπτώσει, η μικρότερη αδερφή μου, η Κρέτα Κάνο, θα σας επισκεφθεί στη μία το μεσημέρι». «Κρέτα Κάνο;» ρώτησα δύσπιστα. «Ναι», είπε η Μάλτα Κάνο. «Νομίζω ότι σας έδειξα τη φωτογραφία της τις προάλλες». «Τη θυμάμαι, φυσικά. Αλλού είναι η απορία μου — » «Τη λένε Κρέτα Κάνο. Θα έρθει να σας επισκεφθεί ως αντιπρόσωπός μου. Η ώρα που σας είπα είναι βολική για σας;» «Απολύτως», είπα. «Ευχαριστώ πάρα πολύ για τη συνεργασία», είπε η Μάλτα Κάνο κι έκλεισε το τηλέφωνο. Κρέτα Κάνο;! Πέρασα με την ηλεκτρική σκούπα το πάτωμα και τακτοποίησα λίγο το σπίτι. Μάζεψα τις παλιές εφημερίδες σ’ ένα σωρό, τις έδεσα και τις έκρυψα σ’ ένα ντουλάπι. Έβαλα τις σκόρπιες κασέτες στις θήκες τους και τις στοίχισα δίπλα στο στέρεο. Έπλυνα τα πιάτα στην κουζίνα. Μετά πλύθηκα κι ο ίδιος: ντους, σαμπουαν, καθαρά ρούχα. Έβαλα καινούργια παρτίδα καφέ και τσίμπησα για μεσημέρι: σάντουιτς με ζαμπόν και τυρί. Ύστερα κάθισα στον καναπέ κι άρχισα να ξεφυλλίζω ένα περιοδικό μαγειρικής για να πάρω ιδέες για το βραδινό φαγητό. Βρήκα μια ενδιαφέρουσα συνταγή για φύκια με σαλάτα τάφον κι έγραψα σ’ ένα χαρτάκι τα υλικά. Άνοιξα το ραδιόφωνο στα FM. Ο

Μάικλ Τζάκσον τραγουδούσε το «Billy Jean». Σκέφτηκα τις αδερφές Μάλτα Κάνο και Κρέτα Κάνο. Πού πήγαν και τα βρήκαν αυτά τα ονόματα! Έμοιαζαν με δίδυμο επιθεώρησης. Και τώρα ένα νουμεράκι από τις γνωστές αδελφές Μάλτα Κάνο και Κρέτα Κάνο! Η ζωή μου είχε πάρει καινούργιες κατευθύνσεις, αυτό ήταν σίγουρο. Η γάτα ήταν φευγάτη. Μια παράξενη γυναίκα μού έκανε παράξενα τηλεφωνήματα. Είχα γνωρίσει μια περίεργη κοπέλα και είχ’ αρχίσει να συχνάζω σ’ ένα ακατοίκητο σπίτι. Ο Νομπόρου Γουατάγια είχε βιάσει την Κρέτα Κάνο. Η Μάλτα Κάνο είχε προβλέψει ότι θα έβρισκα τη γραβάτα μου. Η Κουμίκο μου είχε πει ότι δεν χρειαζόταν να δουλεύω. Έκλεισα το ραδιόφωνο, έβαλα το περιοδικό στη θέση του στο ράφι και ήπια άλλο ένα φλιτζάνι καφέ. Στη μία ακριβώς η Κρέτα Κάνο χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας. Ήταν όπως τη θυμόμουν απ’ τη φωτογραφία: μια μικρόσωμη γυναίκα, το πολύ είκοσι πέντε χρονών, μάλλον ήσυχος τύπος. Είχε κάνει μεγάλη προσπάθεια να θυμίζει η εμφάνισή της τη δεκαετία του εξήντα. Το μαλλί, χτενισμένο τσάρλεστον, το συγκροτούσε μια τεράστια γυαλιστερή στέκα. Τα φρύδια της ήταν περασμένά έντονα με μολύβι και η μάσκαρα έδινε στα βλέφαρά της μυστηριακές αποχρώσεις. Το κραγιόν της άπλωνε στα χείλη της έν’ από τα χρώματα που ήταν της μόδας εκείνη την εποχή. Αν της έβαζες ένα μικρόφωνο στο χέρι, μπορεί και ν’ άρχιζε να τραγουδάει το «Johnny Angel». Ήταν ντυμένη πολύ πιο απλά απ’ ό,τι θα ταίριαζε στο μακιγιάζ της. Τα ρούχα της ήταν πρακτικά και καθημερινά, χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο: μια λευκή μπλούζα, μια εφαρμοστή πράσινη φούστα και κανένα περιττό στολίδι. Κάτω από τη μασχάλη της έσφιγγε μια λευκή δερμάτινη τσάντα και φορούσε λευκές μυτερές γόβες. Τα παπούτσια ήταν μινιόν, σαν κουκλίστικα, με τακούνια λεπτά σαν μύτες μολυβιού. Ένιωσα την παρόρμηση να τη συγχαρώ που είχε καταφέρει να φτάσει μέχρι το σπίτι μου ισορροπώντας πάνω σ’ αυτές τις μυτούλες. Αυτή λοιπόν ήταν η Κρέτα Κάνο. Την καλωσόρισα, την οδή' γησα στο σαλόνι και της είπα να καθίσει στον καναπέ. Ζέστανα τον καφέ και της σέρβιρα ένα φλιτζάνι. Τη ρώτησα αν είχε φάει για μεσημέρι. Μου φαινόταν πεινασμένη. Όχι, μου είπε, δεν είχε φάει. «Αλλά μην ανησυχείτε για μένα», βιάστηκε να προσθέσει. «Σπάνια τρώω το μεσημέρι». «Είστε σίγουρη;» ρώτησα. «Δεν είναι δύσκολο να σας φτιάξω ένα σάντουιτς. Αφήστε τα τυπικά. Είμαι συνηθισμένος να φτιάχνω τέτοια πράγματα. Δεν θα ήταν καθόλου κόπος, πραγματικά». Απάντησε κουνώντας αρνητικά το κεφάλι. «Πολύ ευγενικό εκ μέρους σας, αλλά πραγματικά δεν χρειάζομαι τίποτα. Μην κάνετε τον κόπο. Ο καφές φτάνει και περισσεύει». Παρ’ όλ’ αυτά έβγαλα ένα πιάτο με κουλουράκια. Η Κρέτα Κάνο έφαγε τέσσερα με προφανή ευχαρίστηση. Εγώ έφαγα δύο και ήπια τον καφέ μου. Μου φάνηκε πιο χαλαρή μετά τα κουλουράκια και τον καφέ. «Βρίσκομαι εδώ σήμερα εκπροσωπώντας τη μεγαλύτερη αδερφή μου, τη Μάλτα Κάνο», είπε. «Το

πραγματικό μου όνομα δεν είναι Κρέτα, φυσικά. Με λένε Σετσούκο. Πήρα το όνομα Κρέτα όταν άρχισα να δουλεύω σαν βοηθός της αδερφής μου. Για επαγγελματικούς λόγους. Κρέτα είναι το αρχαίο όνομα της Κρήτης, αλλά δεν έχω καμιά σχέση μ’ αυτό το νησί. Δεν έχω πάει ποτέ εκεί. Η αδερφή μου η Μάλτα διάλεξε τ’ όνομα για να ταιριάζει με το δικό της. Έχετε πάει στην Κρήτη, κύριε Οκάντα;» Δυστυχώς όχι, είπα. Δεν είχα πάει ποτέ στην Κρήτη και δεν είχα σκοπό να το κάνω στο άμεσο μέλλον. «Θα ήθελα να πάω εκεί κάποτε», είπε η Κρέτα Κάνο κουνώντας το κεφάλι με απόλυτη σοβαρότητα. «Η Κρήτη είν’ ένα ελληνικό νησί που βρίσκεται πολύ κοντά στην Αφρική, Είναι αρκετά μεγάλο και πριν από πάρα πολύ καιρό άνθισε εκεί ένας μεγάλος πολιτισμός, Η αδερφή μου η Μάλτα έχει πάει και στην Κρήτη, Λέει πως είναι υπέροχο μέρος, Ο άνεμος εκεί είναι δυνατός και το μέλι θαυμάσιο. Λατρεύω το μέλι». Κούνησα το κεφάλι μου. Δεν συμπαθώ ιδιαίτερα το μέλι, «Ήρθα σήμερα να σας ζητήσω μια χάρη», είπε η Κρέτα Κάνο, «Θα ήθελα να πάρω δείγματα απ’ το νερό του σπιτιού», «Το νερό;» ρώτησα. «Εννοείτε το νερό της βρύσης;» «Αυτό μου φτάνει», είπε. «Κι αν υπάρχει κάποιο πηγάδι εδώ κοντά, θα ήθελα κι ένα δείγμα εκείνου του νερού επίσης». «Δεν νομίζω να υπάρχει. Δηλαδή, υπάρχει ένα πηγάδι στη γειτονιά, αλλά βρίσκεται σε ξένο οικόπεδο και είναι στεγνό. Δεν βγάζει πια νερό». Η Κρέτα Κάνο μου έριξε μια περίεργη ματιά. «Είστε σίγουρος;» ρώτησε. «Είστε σίγουρος ότι δεν έχει νερό;» Θυμήθηκα τον ξερό ήχο του τούβλου που είχε πετάξει το κορίτσι στο πηγάδι του ακατοίκητου σπιτιού. «Ναι, είναι τελείως ξερό. Είμαι απόλυτα σίγουρος». «Μάλιστα», είπε η Κρέτα Κάνο. «Τότε θα πάρω δείγμα μόνο απ’ τη βρύση, αν δεν σας πειράζει». Τη συνόδεψα μέχρι την κουζίνα. Από τη λευκή δερμάτινη τσάντα της έβγαλε δυο μικρά μπουκαλάκια σαν αυτά που χρησιμοποιούν οι φαρμακοποιοί. Έβαλε στο ένα νερό και το έκλεισε ερμητικά με μεγάλη προσοχή. Μετά μου είπε ότι θα ήθελε να πάρει κι ένα δείγμα απ’ την παροχή του μπάνιου. Την πήγα μέχρι εκεί. Αδιαφορώντας για τα εσώρουχα και τις κάλτσες που είχε απλώσει η Κουμίκο εκεί μέσα, η Κρέτα Κάνο άνοιξε τη βρύση και γέμισε το άλλο μπουκάλι. Αφού το έκλεισε, το γύρισε ανάποδα για να βεβαιωθεί ότι δεν στάζει. Τα καπάκια των μπουκαλιών είχαν διαφορετικό χρώμα: μπλε για το μπάνιο και πράσινο για την κουζίνα. Πίσω στον καναπέ του σαλονιού, έβαλε τα δυο φιαλίδια σ’ ένα μικρό πλαστικό σακουλάκι και το έκλεισε με το φερμουάρ του. Τοποθέτησε το σακουλάκι προσεκτικά στη λευκή τσάντα και την έκλεισε μ’ ένα ξερό κλικ. Οι κινήσεις της ήταν επιδέξιες κι έδειχναν μεγάλη εξοικείωση με το αντικείμενο. Προφανώς είχε κάνει τα ίδια πράγματα πάρα πολλές φορές στο παρελθόν.

«Σας ευχαριστώ πάρα πολύ», είπε η Κρέτα Κάνο. «Αυτό είναι όλο;» ρώτησα. «Ναι, για σήμερα», είπε. Ίσιωσε τη φούστα της, έβαλε την τσάντα της κάτω από τη μασχάλη κι έκανε να σηκωθεί. «Μια στιγμή», είπα, κάπως μπερδεμένος. Δεν είχα σκεφτεί ότι μπορούσε να φΰγει τόσο γρήγορα. «Περιμένετε μια στιγμή, αν δεν έχετε αντίρρηση. Η γυναίκα μου θέλει να μάθει για τη γάτα. Λείπει ήδη δυο βδομάδες. Εάν ξέρετε κάτι γι’ αυτή, θα ήθελα, αν δεν έχετε αντίρρηση, να μου το πείτε». Κρατώντας ακόμα τη λευκή τσάντα κάτω από τη μασχάλη της, η Κρέτα Κάνο με κοίταξε για μια στιγμή κι υστέρα κούνησε επιδοκιμαστικά το κεφάλι της πάνω κάτω αρκετές φορές. Σε κάθε κίνηση του κεφαλιού, οι γυριστές μύτες των μαλλιών της χοροπηδούσαν με μια ελαφράδα τύπου δεκαετίας του εξήντα. Κάθε φορά που ανοιγόκλεινε τα μάτια της, οι μεγάλες ψεύτικες βλεφαρίδες της ανεβοκατέβαιναν σαν εκείνα τα φτερά με τα οποία οι δούλοι έκαναν αέρα στους αφέντες στην αρχαία Αίγυπτο. «Για να σας πω την αλήθεια, η αδερφή μου λέει πως αυτή η ιστορία θα τραβήξει περισσότερο απ’ ό,τι φαινόταν στην αρχή». «Θα τραβήξει περισσότερο απ’ ό,τι φαινόταν;» Η φράση «θα τραβήξει περισσότερο» μου έφερε στο μυαλό μια εικόνα: ένα ψηλό κοντάρι μπηγμένο στην άμμο, σε μια έρημο όπου όσο πήγαινε το μάτι δεν φαινόταν τίποτ’ άλλο. Καθώς ο ήλιος έδυε, η σκιά του κονταριού μάκραινε όλο και περισσότερο, ώσπου έφτανε τόσο μακριά που δεν φαινόταν πια με γυμνό μάτι. «Έτσι λέει», συνέχισε η Κρέτα Κάνο. «Αυτή η ιστορία αφορά πολύ περισσότερα πράγματα από την εξαφάνιση μιας γάτας». «Τα έχω λίγο χαμένα», είπα. «Το μόνο που σας ζητάμε να κάνετε είναι να μας βοηθήσετε να βρούμε τη γάτα. Τίποτα παραπάνω. Εάν έχει πεθάνει, θα θέλαμε να το ξέρουμε στα σίγουρα. Γιατί θα πρέπει η ιστορία “να τραβήξει περισσότερο”; Δεν καταλαβαίνω». «Ούτε κι εγώ», είπε. Έφερε το χέρι της στη γυαλιστερή στέκά των μαλλιών και την έσπρωξε λίγο προς τα πίσω. «Αλλά, παρακαλώ, να έχετε εμπιστοσύνη στην αδερφή μου. Δεν ισχυρίζομαι ότι ξέρει τα πάντα. Όταν όμως λέει πως η ιστορία θα τραβήξει σε μάκρος, να είστε σίγουρος ότι θα συμβεί ακριβώς έτσι». Κούνησα το κεφάλι μου και δεν είπα τίποτα. Δεν είχα τίποτα να πω. Κοιτάζοντάς με κατευθείαν στα μάτια και ξαναβρίσκοντας τον επίσημο τόνο της, η Κρέτα Κάνο ρώτησε: «Έχετε κάποια δουλειά, κύριε Οκάντα; Έχετε να κάνετε κάτι το υπόλοιπο απόγευμα;» Όχι, είπα, δεν είχα τίποτα να κάνω.

«Θα σας πείραζε τότε αν σας έλεγα μερικά πράγματα για τον εαυτό μου;» ρώτησε η Κρέτα Κάνο. Άφησε τη λευκή δερμάτινη τσάντα της στον καναπέ κι ακούμπησε τα χέρια της με τη μια παλάμη πάνω στην άλλη στα γόνατά της, πάνω από την εφαρμοστή πράσινη φούστα. Τα νύχια της τα είχε βάψει μ’ ένα πολύ όμορφο ροζ. Δεν φορούσε δαχτυλίδια. «Παρακαλώ», είπα. «Πέστε μου ό,τι θέλετε». Κι έτσι η ροή της ζωής μου -όπως είχε προβλεφθεί από τη στιγμή που η Κρέτα Κάνο χτύπησε το κουδούνι μου— άρχισε να παίρνει ολο και πιο παράξενες κατευθύνσεις.

Η μεγάλη ιστορία της Κρέτας Κάνο Μια έρευνα για τη φύση του πόνου

«Γεννήθηκα στις 29 Μαΐου», άρχισε την ιστορία της η Κρέτα Κάνο, «και τη νύχτα των εικοστών μου γενεθλίων αποφάσισα να τερματίσω τη ζωή μου».

Έβαλα ένα καινούργιο φλιτζάνι καφέ μπροστά της. Εκείνη πρόσθεσε γάλα και το ανακάτεψε με αργές, νωχελικές κινήσεις. Δεν έβαλε ζάχαρη. Εγώ ήπια τον δικό μου όπως πάντα, χωρίς γάλα και χωρίς ζάχαρη. Το ρολόι στο ράφι συνέχιζε το μονότονο σφυροκόπημα στο τείχος του χρόνου. Η Κρέτα Κάνο με κοίταξε κατάματα και είπε: «Μήπως θα ήταν καλύτερα ν’ αρχίσω απ’ την αρχή πού γεννήθηκα, οικογενειακή ζωή, τέτοια πράγματα;» «Ό,τι θέλετ’ εσείς. Από σας εξαρτάται. Όπως νιώθετε πιο άνετα», είπα. «Ήμουν το τελευταίο απ’ τα τρία παιδιά της οικογένειάς μας», είπε. «Η Μάλτα κι εγώ έχουμε ένα μεγαλύτερο αδερφό. Ο πατέρας μου είχε δική του κλινική στην Καναγκάουα. Η οικογένεια δεν είχε αυτό που συνήθως ονομάζουν “οικογενειακά προβλήματα”. Μεγάλωσα σ’ ένα φυσιολογικό σπίτι, σαν αυτά που υπάρχουν παντού. Οι γονείς μου ήταν πολύ σοβαροί άνθρωποι και πίστευαν ακράδαντα στην αξία της σκληρής δουλειάς. Ήταν μάλλον αυστηροί μαζί μας, αλλά ταυτόχρονα μας έδιναν και μεγάλο βαθμό αυτονομίας, ιδιαίτερα στα μικρά καθημερινά πράγματα. Ήμασταν ευκατάστατοι, αλλά οι γονείς μου είχαν την άποψη ότι τα παιδιά δεν έπρεπε να έχουν παραπάνω χρήματα απ’ τα απολύτως απαραίτητα. Θεωρώ πως η παιδική μου ηλικία ήταν μάλλον λιτή. »Η Μάλτα ήταν πέντε χρόνια μεγαλύτερη από μένα. Απ’ την αρχή είχε φανεί ότι δεν ήταν συνηθισμένο παιδί. Είχε την ικανότητα να μαντεύει πράγματα. Διαισθανόταν αμέσως ότι ο ασθενής στον τάδε θάλαμο είχε πεθάνει, ή μπορούσε να βρει χαμένα πορτοφόλια και άλλα τέτοια. Όλοι στην αρχή διασκεδάζαμε μ’ αυτή την ικανότητα και την εκμεταλλευόμασταν αρκετά συχνά, αλλά σύντομα άρχισε ν’ ανησυχεί τους γονείς μου. Της είπανε να μην ξαναμιλήσει ποτέ για “πράγματα που δεν πατούσαν γερά στην πραγματικότητα” μπροστά σε άλλους ανθρώπους. Ο πατέρας μου ήταν διευθυντής της κλινικής κι έπρεπε να προσέχει. Δεν ήθελε ν’ ακούνε οι άνθρωποι πως η κόρη του είχε υπερφυσικές ικανότητες. Μετά απ’ αυτό η Μάλτα σφάλισε το στόμα της. Δεν σταμάτησε απλώς να μιλάει για “πράγματα που δεν πατούσαν γερά στην πραγματικότητα”, αλλά σπάνια συμμετείχε ακόμα και στις πιο απλές και συνηθισμένες συζητήσεις. »Σ’ εμένα όμως άνοιγε την καρδιά της. Μεγαλώσαμε έχοντας πολύ στενή σχέση μεταξύ μας. Έλεγε, “Μην πεις ποτέ σε κανέναν ότι στο είπα αυτό”, και μετά μπορεί να συμπλήρωνε, “Κάποιο σπίτι στο δρόμο μας θα πιάσει φωτιά” ή “Η θεία τάδε στη Σεταγκάγια θ’ αρρωστήσει βαριά”. Και ποτέ δεν έπεφτε έξω. Ήμουν ακόμη κοριτσάκι και θεωρούσα ότι αυτό ήταν πάρα πολύ

διασκεδαστικό. Ποτέ δεν σκέφτηκα ότι μπορεί να ήταν τρομακτικό ή αλλόκοτο. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, πάντα ακολουθούσα τη μεγαλύτερή μου αδερφή και περίμενα ν’ ακούσω τα “μηνύματά” της. »Αυτές οι ειδικές ικανότητές της μεγάλωναν με την ηλικία, αλλά δεν ήξερε πώς να τις χρησιμοποιήσει ή πώς να τις καλλιεργήσει, κι αυτό της προκαλούσε πολύ μεγάλη αγωνία. Δεν υπήρχε κανείς που να μπορεί να τη συμβουλέψει, κανείς που να μπορεί να την καθοδηγήσει. Έτσι από παιδί έγινε πολύ μοναχική. "Επρεπε να επιλύσει τα πάντα μόνη της. Να βρει όλες τις απαντήσεις η ίδια. Στο σπίτι μας ήταν δυστυχής. Δεν υπήρχε ποτέ κάποια περίοδος που να ένιωθε την καρδιά της γαληνεμένη. "Ηταν αναγκασμένη να καταπιέζει τον εαυτό της και να κρύβει τις ικανότητές της. Σαν να προσπαθεί ένα μεγάλο και δυνατό φυτό να μεγαλώσει σε μικρή γλάστρα. Ήταν αφύσικο. "Ηταν λάθος. Και ήξερε πολύ καλά ότι έπρεπε να φύγει από κει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Πίστευε ότι κάπου στον κόσμο πρέπει να υπήρχε ένας τόπος που να της ταιριάζει κι ένας τρόπος ζωής κατάλληλος γι’ αυτήν. Ώσπου να τελειώσει το σχολείο όμως ήταν αναγκασμένη να ζει στο κλουβί. »Είχε αποφασίσει να μην πάει στο πανεπιστήμιο, αλλά μετά το σχολείο να φύγει στο εξωτερικό. Οι γονείς μου είχαν ζήσει μια πολύ μετρημένη ζωή, φυσικά, και δεν μπορούσαν ούτε καν να διανοηθούν κάτι τέτοιο. Έτσι η αδερφή μου δούλεψε σκληρά για να μαζέψει τα χρήματα που θα χρειαζόταν και μετά το σκάσε. Πρώτος της προορισμός η Χαβάη. "Εζησε στο Καουάι δύο χρόνια. Είχε διαβάσει κάπου ότι στα βόρεια του Καουάι υπήρχε μια περιοχή με πηγές όπου ανάβλυζε εξαιρετικό νερό. "Ηδη από κείνη την εποχή η αδερφή μου είχε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για το νερό. Πίστευε πως η ανθρώπινη ύπαρξη ελεγχόταν σε μεγάλο βαθμό απ’ τα στοιχεία του νερού. Γι’ αυτό και πήγε να ζήσει στο Καουάι. Εκείνη την εποχή υπήρχε ακόμη ένα κοινόβιο χίπηδων στο εσωτερικό του νησιού. "Εγινε μέλος του κοινοβίου κι έμεινε μαζί τους. Το νερό εκεί είχε μεγάλη επίδραση στις πνευματικές της δυνάμεις. Βάζοντάς το στο σώμα της, μπόρεσε να πετύχει “μεγαλύτερη αρμονία” ανάμεσα στις δυνάμεις της και στη σωματική της οντότητα. Στα γράμματά της μου έλεγε πόσο υπέροχα ήταν εκεί, κι εγώ όταν τα διάβαζα χαιρόμουν αφάνταστα. Σύντομα όμως η περιοχή έπαψε να την ικανοποιεί. "Ηταν αλήθεια πως ήταν όμορφα και ήσυχα εκεί και πως οι άνθρωποι επιζητούσαν μόνο και μόνο την πνευματική ηρεμία και την απελευθέρωση απ’ τις υλικές επιθυμίες. Είχαν όμως πολύ μεγάλη εξάρτηση απ’ το σεξ και τα ναρκωτικά. Η αδερφή μου δεν χρειαζόταν τέτοια πράγματα. Μετά από δύο χρόνια στο Καουάι έφυγε. »Από κει πήγε στον Καναδά, κι αφού ταξίδεψε σ’ όλες τις βόρειες Ηνωμένες Πολιτείες συνέχισε το ταξίδι της για την Ευρώπη. Σε κάθε τόπο δοκίμαζε το νερό. Σε πολλά μέρη το βρήκε πάρα πολύ καλό, αλλά όχι τέλειο. Έτσι συνέχισε να ταξιδεύει. Όποτε της τελείωναν τα λεφτά, χρησιμοποιούσε τις μαντικές της ικανότητες για βιοπορισμό. Οι άνθρωποι την αντάμειβαν γιατί τους βοηθούσε να βρουν χαμένα πράγματα ή χαμένα άτομα. Εκείνη θα προτιμούσε να μην έπαιρνε χρήματα. Ικανότητες που σου χαρίζει ο ουρανός δεν πρέπει ν’ ανταλλάσσονται με επίγεια αγαθά. Εκείνη την εποχή ωστόσο δεν υπήρχε άλλος τρόπος να επιβιώσει. Οι άνθρωποι μάθαιναν τις ικανότητές της όπου κι αν πήγαινε. Ήταν πολύ εύκολο γι’ αυτή να βγάλει χρήματα. Μια φορά μάλιστα, στην Αγγλία, βοήθησε την αστυνομία στην έρευνά της. Είχε χαθεί ένα μικρό κορίτσι κι εκείνη βρήκε πού ήταν κρυμμένο το σώμα της. Βρήκε επίσης και το γάντι του δολοφόνου σ’ ένα κοντινό σημείο. Ο άνθρωπος συνελήφθη και ομολόγησε. Όλ’ αυτά τα έγραψαν Κι οι εφημερίδες. Κάποια στιγμή θα

σας δείξω τ’ αποκόμματα. Τέλος πάντων, συνέχισε να περιπλανιέται στην Ευρώπη ώσπου κατέληξε στη Μάλτα, Ταξίδευε ήδη πέντε χρόνια, κι αυτό το μέρος αποδείχτηκε πως ήταν ο τελικός της προορισμός στην αναζήτηση του νερού. Υποθέτω ότι πρέπει να σας τα είπε αυτά η ίδια». Έκανα ναι με το κεφάλι. «Όσον καιρό περιφερόταν στον κόσμο, η Μάλτα μου έστελνε γράμματα. Φυσικά, υπήρχαν και διαστήματα που δεν μπορούσε να γράψει, αλλά σχεδόν κάθε βδομάδα έπαιρνα ένα μεγάλο γράμμα με λεπτομέρειες για το πού ήταν και το τι έκανε. Ήμασταν ακόμη πολύ συνδεδεμένες. Ακόμα κι από μακριά ήμασταν σε θέση να μοιραζόμαστε τα συναισθήματά μας μέσω των γραμμάτων της. Και τι υπέροχα που ήταν αυτά τα γράμματα! Εάν μπορούσατε να τα διαβάσετε, θα καταλαβαίνατε πόσο σπουδαία είναι σαν άτομο. Μέσ’ από τα γράμματά της μπόρεσα να γνωρίσω τόσο πολλούς διαφορετικούς κόσμους, τόσο πολλούς ενδιαφέροντες ανθρώπους! Τα γράμματά της μου έδιναν κουράγιο! Με βοηθούσαν να μεγαλώσω. Γι’ αυτό θα είμαι πάντα βαθιά υποχρεωμένη στην αδερφή μου. Δεν αρνούμαι κατά κανέναν τρόπο όσα έκανε για μένα. Όμως τελικά τα γράμματα δεν είναι παρά λέξεις στο χαρτί. Όταν περνούσα τα πιο δύσκολα εφηβικά μου χρόνια, όταν χρειαζόμουν την αδερφή μου περισσότερο από ποτέ άλλοτε, εκείνη ήταν πάντα κάπου μακριά. Δεν μπορούσα ν’ απλώσω το χέρι και να την αγγίξω. Στην οικογένειά μας ήμουν ολομόναχη. Απομονωμένη. Η εφηβεία μου ήταν γεμάτη πόνο γι’ αυτόν θα σας μιλήσω σε λίγο. Δεν υπήρχε κανείς να μου δώσει συμβουλές. Μ’ αυτή την έννοια, ήμουν το ίδιο μόνη όσο ήταν κάποτε η Μάλτα. Εάν ήταν τότε δίπλα μου, η ζωή μου σήμερα θα ήταν διαφορετική. Θα μου είχε δώσει συμβουλές, κουράγιο, σωτηρία. Όμως τι νόημα έχει να τ’ ανασκαλεύουμε όλ’ αυτά τώρα; Η Μάλτα αναγκάστηκε να βρει το δικό της δρόμο, και το ίδιο έπρεπε να κάνω κι εγώ. Κι όταν έγινα είκοσι χρονών, αποφάσισα ν’ αυτοκτονήσω». Η Κρέτα Κάνο πήρε το φλιτζάνι της και ήπιε τον υπόλοιπο καφέ. «Εξαιρετικός καφές!» είπε. «Ευχαριστώ», είπα, σαν να μην είχα ακούσει λέξη απ’ όσα μου είπε. «Μπορώ να σας προσφέρω κάτι να φάτε; Έβρασα μερικά αυγά πριν από λίγο». Μετά από κάμποσο δισταγμό, είπε ότι θα έτρωγε ένα. Έφερα αυγά και αλάτι απ’ την κουζίνα και ξαναγέμισα τα φλιτζάνια με καφέ. Χωρίς να βιαζόμαστε, η Κρέτα Κάνο κι εγώ αρχίσαμε να ξεφλουδίζουμε και να τρώμε τ’ αυγά μας πίνοντας καφέ. Κάποια στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο, αλλά δεν το σήκωσα. Μετά από δεκαπέντε ή δεκαέξι χτυπήματα σταμάτησε. Όλη αυτή την ώρα η Κρέτα Κάνο έμοιαζε να μην ακούει καθόλου τα κουδουνίσματα. Όταν τελείωσε το αυγό της, έβγαλ’ ένα μικρό μαντίλι απ’ την άσπρη δερμάτινη τσάντα της και σκούπισε το στόμα της. Ύστερα ίσιωσε νευρικά την άκρη της φούστας της. «Όταν αποφάσισα ν’ αυτοκτονήσω, σκέφτηκα ότι έπρεπε ν’ αφήσω ένα σημείωμα. Κάθισα στο γραφείο μου μια ολόκληρη ώρα προσπαθώντας να εκθέσω τους λόγους για τους οποίους ήθελα να πεθάνω. Ήθελα να ξεκαθαρίσω ότι κανείς δεν έφταιγε γι’ αυτό,

ότι οι λόγοι βρίσκονταν όλοι μέσα μου. Δεν ήθελα να νιώθει η οικογένειά μου υπεύθυνη για κάτι που δεν την αφορούσε. »Όμως δεν κατάφερα να τελειώσω το σημείωμα. Προσπάθησα ξανά και ξανά, αλλά κάθε καινούργια εκδοχή μού φαινόταν χειρότερη απ’ την προηγούμενη. Όταν διάβαζα αυτά που είχα γράψει, μου φαίνονταν ανόητα, ακόμα και κωμικά. Όσο πιο σοβαρά προσπαθούσα να τα γράψω, τόσο πιο γελοία έβγαιναν. Στο τέλος αποφάσισα να μη γράψω τίποτα. «Θεωρούσα πως ήταν κάτι πάρα πολύ απλό. Ήμουν απογοητευμένη απ’ τη ζωή μου. Δεν μπορούσα πια ν’ αντέξω τους πολλούς και διάφορους πόνους που συνεχώς με βασάνιζαν. Είχα ανεχθεί τον πόνο είκοσι ολόκληρα χρόνια. Η ζωή μου δεν ήταν παρά μια ατέλειωτη πηγή πόνου. Είχα προσπαθήσει να τον αντέξω όσο περισσότερο μπορούσα. Είμαι απόλυτα σίγουρη πως οι προσπάθειές μου ν’ αντέξω τον πόνο ήταν μοναδικές. Μπορώ να δηλώσω εδώ με γνήσια περηφάνια πως οι προσπάθειές μου δεν είχαν όμοιο τους. Αρνιόμουν να παραδοθώ αμαχητί. Αλλ’ από την ημέρα που έγινα είκοσι χρονών, έφτασα σ’ ένα απλό συμπέρασμα: η ζωή δεν άξιζε απολύτως τίποτα. Δεν υπήρχε απολύτως κανένας λόγος να συνεχίζω αυτό τον αγώνα». Σταμάτησε να μιλάει και πέρασε λίγη ώρα ευθυγραμμίζοντας τις γωνίες του άσπρου μαντιλιού στα γόνατά της. Όταν χαμήλωνε τα μάτια, οι μακριές ψεύτικες βλεφαρίδες της έριχναν απαλές σκιές στο πρόσωπό της. Ξερόβηξα μια-δυο φορές. Ένιωθα ότι έπρεπε να πω κάτι, αλλά δεν ήξερα τι, οπότε έμεινα σιωπηλός. Από μακριά άκουσα το κουρδιστό πουλί να κρώζει. «Αυτό που με οδήγησε στην απόφαση να πεθάνω ήταν ο πόνος», είπε η Κρέτα Κάνο. «Κι όταν λέω “πόνος”, εννοώ ακριβώς αυτό. Όχι κάτι ψυχικό ή μεταφορικό, αλλά σωματικό πόνο, νέτα σκέτα. Απλό, συνηθισμένο, άμεσο, σωματικό -και γι’ αυτό το λόγο εξαιρετικά έντονο πόνο: πονοκέφαλο, πονόδοντο, πόνο περιόδου, πόνο της μέσης, πόνο της πλάτης, πόνο πυρετού, καψίματα, κρυοπαγήματα, στραμπουλήγματα, κατάγματα, μελανιές. Όλη μου τη ζωή δοκίμαζα σωματικό πόνο με πολύ μεγαλύτερη συχνότητα και ένταση απ’ τους άλλους ανθρώπους. Πάρτε τα δόντια μου, για παράδειγμα. Έμοιαζαν να έχουν κάποιο εγγενές πρόβλημα. Μου προκαλούσαν πόνο ολοχρονίς. Δεν είχε καμιά σημασία πόσο προσεκτικά τα βούρτσιζα, ή πόσες φορές την ημέ' ρα, ή πόσο σχολαστικά απέφευγα να τρώω γλυκά όλα ήταν μάταια. Όλες μου οι προσπάθειες κατέληγαν σε σφραγίσματα. Και για να γίνουν τα πράγματα χειρότερα, τα αναισθητικά δεν έμοιαζαν να με πιάνουν καθόλου. Οι επισκέψεις στον οδοντίατρο ήταν ένας μόνιμος εφιάλτης. Ο πόνος ήταν πέρα από κάθε περιγραφή. Μου προκαλούσε ανείπωτο τρόμο. Κι ύστερα άρχισαν οι τρομακτικές μου περίοδοι. Ήταν απίστευτα βασανιστικές. Για μια βδομάδα υπέφερα από τόσο φοβερούς πόνους, που ήταν σαν κάποιος ν’ άνοιγε την κοιλιά μου με τρυπάνι. Το κεφάλι μου πήγαινε να σπάσει. Το πιθανότερο είναι ότι δεν μπορείτε να καταλάβετε τι ακριβώς σας λέω, κύριε Οκάντα, αλλά ο πόνος μού έφερνε δάκρυα στα μάτια. Κάθε μήνα, επί μια βδομάδα, βασανιζόμουν απ’, αυτό τον ανυπόφορο πόνο. »Κάθε φορά που έμπαινα σε αεροπλάνο, το κεφάλι μου πήγαινε ν’ ανοίξει στα δύο απ’ τις αλλαγές στην πίεση του αέρα. Ο γιατρός έλεγε ότι αυτό οφειλόταν στην κατασκευή των αυτιών μου, ότι τέτοια πράγματα συμβαίνουν στο έσω ους αν είναι από κατασκευή ευαίσθητο στις αλλαγές της πίεσης. Το ίδιο πράγμα πάθαινα και στα ασανσέρ. Δεν μπορούσα να πάρω ασανσέρ σε ψηλά κτίρια. Ο πόνος ήταν τόσο έντονος, που νόμιζα ότι το κεφάλι μου θα κομματιαστεί και θ’ αρχίσει ν’

αναβλύζει από μέσα το αίμα. Και μετά, το στομάχι μου. Τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα μού προκαλούσε έναν τόσο έντονο και διαπεραστικό πόνο, που δεν μπορούσα καν να σηκωθώ το πρωί. Οι γιατροί ποτέ δεν κατάλαβαν τι τον προκαλούσε. Κάποιοι τον απέδιδαν σε ψυχοσωματικά αίτια. Έστω κι έτσι όμως, ο πόνος υπήρχε. Και σαν να μην έφταναν όλ’ αυτά, όσο κι αν πονοΰσα, ήμουν αναγκασμένη να πηγαίνω σχολείο. Αν κάθε φορά που πονούσα έχανα και το μάθημα, καλύτερα να μην πήγαινα σχολείο καθόλου. »Και το παραμικρότερο χτύπημα άφηνε στο σώμα μου μελανιά. Όποτε κοιταζόμουν στον καθρέφτη του μπάνιου, μου ’ρχόταν να κλάψω. Το σώμα μου ήταν γεμάτο από τόσες πολλές αποχρώσεις του μοβ, που έμοιαζε σαν σάπιο μήλο. Δεν επέτρεπα σε κανέναν να με δει με μαγιό. Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, ελάχιστες φορές έχω πάει για μπάνιο στη θάλασσα. Ένα άλλο τεράστιο πρόβλημα που είχα ήταν η διαφορά στο μέγεθος των δύο πελμάτων. Κάθε φορά που αγόραζα καινούργια παπούτσια, το μεγαλύτερο πόδι υπέφερε τρομερά ώσπου να προσαρμοστεί σ’ αυτό το παπούτσι. »Εξαιτίας όλων αυτών των προβλημάτων, σχεδόν ποτέ δεν ασχολήθηκα με τα σπορ. Στο γυμνάσιο οι φίλοι μου κατάφεραν μια φορά να με παρασύρουν σ’ ένα παγοδρόμιο. Έπεσα και χτύπησα το γοφό μου τόσο άσχημα, που από τότε, κάθε που έπιανε κρύο, το συγκεκριμένο σημείο με πονούσε. Ένιωθα σαν να με τρυπάνε με μια μεγάλη, χοντρή βελόνα. Κι εγώ δεν θυμάμαι πόσες φορές έπεσα προσπαθώντας απλώς να σηκωθώ από μια καρέκλα. »Υπέφερα κι από δυσκοιλιότητα. Και κάθε φορά που πήγαινα στην τουαλέτα, μια φορά κάθε τρειςτέσσερις μέρες, η εμπειρία ήταν εξαιρετικά επώδυνη. Ο πόνος ανέβαινε μέχρι την πλάτη και μου ακινητοποιούσε τους ώμους. Οι μύες έκαναν συσπάσεις και γίνονταν σκληροί σαν πέτρα. Ήταν τόσο επώδυνη η εμπειρία, ώστε δεν μπορούσα ούτε να σταθώ όρθια αλλά ούτε και να ξαπλώσω. Οι πόνοι αυτοί πρέπει να έμοιαζαν μ’ εκείνο το κινέζικο βασανιστήριο για το οποίο είχα διαβάσει. Έβαζαν κάποιον μέσα σ’ ένα στενό κουτί για πολλά χρόνια. Όταν οι ώμοι μου ήταν στη χειρότερή τους φάση, σχεδόν δεν μπορούσα ν’ αναπνεύσω. »Θα μπορούσα να συνεχίσω επ’ άπειρον περιγράφοντάς σας τους διάφορους πόνους που έχω νιώσει στη ζωή μου, αλλ’ αυτό θα ήταν πολύ βαρετό για σας, κύριε Οκάντα, γι’ αυτό και θα σταματήσω εδώ. Αυτό που θέλω να σας δώσω να καταλάβετε είναι το γεγονός ότι το σώμα μου ήταν ένα πραγματικό δειγματολόγιο πόνων. Δοκίμασα κάθε πόνο που μπορεί να φανταστεί ο νους του ανθρώπου. Άρχισα να πιστεύω πως ήμουν καταραμένη, πως η ζωή ήταν τελείως άδικη. Θα μπορούσα να συνεχίσω ν’ αντέχω τον πόνο αδιαμαρτύρητα εάν και οι άλλοι άνθρωποι στον κόσμο ήταν αναγκασμένοι να ζουν με τον τρόπο που ζούσα εγώ, αλλ’ αυτό δεν συνέβαινε, και δεν ήταν δυνατό να συμβαίνει. Ο πόνος δεν ήταν κάτι που είχε μοιραστεί δίκαια. Προσπάθησα να ρωτήσω τους ανθρώπους για τον πόνο, αλλά κανείς δεν καταλάβαινε τι ακριβώς εννοούσα. Η πλειονότητα των ανθρώπων στον κόσμο ζει χωρίς να νιώθει πόνο τουλάχιστον όχι πολύ κι όχι καθημερινά. Όταν τελικά το κατάλαβα αυτό (είχα μόλις μπει στο γυμνάσιο τότε), με λύπησε τόσο πολύ, που δεν μπορούσα να σταματήσω το κλάμα. Γιατί εγώ; Γιατί να είμαι εγώ αυτή που πρέπει να σηκώνει ένα τόσο τρομερό βάρος; Ήθελα να πεθάνω την ίδια στιγμή. »Όμως ταυτόχρονα μου ήρθε και μια άλλη σκέψη. Αυτό δεν μπορούσε να συνεχιστεί επ’ άπειρον. Κάποιο πρωί θα ξυπνούσα κι ο πόνος θα είχε εξαφανιστεί -έτσι ξαφνικά, χωρίς εξήγηση και θα ξανοιγόταν μπροστά μου μια καινούργια και γαλήνια ζωή χωρίς πόνο. Ήταν κι αυτή μια σκέψη,

αλλά δεν μπορούσα να την πάρω και πολύ στα σοβαρά. »Έτσι αποφάσισα να μοιραστώ αυτές τις σκέψεις με την αδερφή μου. Της είπα ότι δεν ήθελα να συνεχίσω να ζω μ’ αυτό τον πόνο: τι μπορούσα να κάνω; Αφού το σκέφτηκε για λίγο, μου είπε το εξής: “Σαφώς έχεις κάποιο πρόβλημα. Όμως δεν ξέρω τι ακριβώς. Και δεν ξέρω τι πρέπει να κάνεις για να το αντιμετωπίσεις. Δεν έχω ακόμα τη δύναμη να κρίνω. Το μόνο που ξέρω είναι ότι θα πρέπει να περιμένεις τουλάχιστον μέχρι να γίνεις είκοσι χρονών. Να το αντέξεις μέχρι να γίνεις είκοσι χρονών και μετά να πάρεις την απόφασή σου. Αυτό θα ήταν το καλύτερο”. »Έτσι πήρα την απόφαση να ζήσω μέχρι τα είκοσι μου. Άσχετα όμως με το χρόνο που περνούσε, η κατάσταση δεν βελτιωνόταν. Κάθε άλλο μάλιστα. Ο πόνος γινόταν όλο και πιο έντονος. Αυτό μου δίδαξε μόνο ένα πράγμα: “Καθώς το σώμα αναπτύσσεται, η ένταση του πόνου αυξάνεται αναλογικά”. Υπέμεινα τον πόνο για οχτώ χρόνια. Συνέχισα να ζω όλη αυτή την περίοδο προσπαθώντας να δω τις καλές πλευρές της ζωής. Δεν παραπονιόμουν σε κανέναν. Προσπαθούσα να συνεχίσω να χαμογελάω ακόμα κι όταν ο πόνος ήταν στα χειρότερά του. Εξανάγκασα τον εαυτό μου να παρουσιάζει πάντα μια επίφαση ηρεμίας, ακόμα κι όταν ο πόνος ήταν τόσο έντονος ώστε με δυσκολία μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου. Τα κλάματα και τα παράπονα δεν θα ελάττωναν τον πόνο’ θα μ’ έκαναν απλώς να νιώθω πιο άθλια από ποτέ. Τ ο αποτέλεσμα των προσπαθειών μου ήταν να γίνω πολύ αγαπητή στους γύρω μου. Μ’ έβλεπαν όλοι σαν ένα ήσυχο, υπάκουο κοριτσάκι. Είχα την εκτίμηση των μεγάλων και τη φιλία των ανθρώπων της ηλικίας μου. Θα μπορούσα να έχω περάσει τέλεια ζωή, τέλεια εφηβεία, αν έλειπε ο πόνος. Όμως εκείνος ήταν πάντα εκεί. Ήταν σαν τη σκιά μου. Αν τον ξεχνούσα για μια στιγμή, θα καταλάμβανε άλλο ένα μέρος της ύπαρξής μου. »Στο πανεπιστήμιο τα έφτιαξα μ’ ένα αγόρι και το καλοκαίρι του πρώτου έτους έχασα την παρθενιά μου. Ακόμα κι αυτό -όπως είχα φανταστείμου προκαλούσε μόνο πόνο. Μια πεπειραμένη φίλη μου με διαβεβαίωσε ότι θα έπαυε να πονάει όταν θα το συνήθιζα, αλλά ποτέ δεν έπαψε. Όποτε κοιμόμουν μαζί του, ο πόνος μού έφερνε δάκρυα στα μάτια. Μια μέρα είπα στο φίλο μου ότι δεν ήθελα πια να κάνω έρωτα. Του είπα, “Σ’ αγαπώ, αλλά δεν θέλω να ξανανιώσω πόνο”. Εκείνος μου απάντησε πως ήταν το πιο γελοίο πράγμα που είχε ακούσει στη ζωή του. “Έχεις συναισθηματικό πρόβλημα”, είπε. “Απλώς χαλάρωσε και θα πάψει να πονάει. Θα φτάσεις μάλιστα να νιώθεις και ωραία. Όλοι οι άλλοι το κάνουν, άρα μπορείς να το κάνεις κι εσύ. Απλώς δεν κάνεις καμιά προσπάθεια. Φέρεσαι σαν κακομαθημένο μωρό. Χρησιμοποιείς όλη αυτή την ιστορία με τον πόνο για να συγκαλύψεις τα προβλήματά σου. Σταμάτα να γκρινιάζεις* δεν θα σου βγει σε καλο . »Όταν τ’ άκουσα αυτά, μετά από όσα είχα τραβήξει όλ’ αυτά τα χρόνια, δεν άντεξα. “Τι καταλαβαίνεις εσνατίό πόνο;” του φώναξα. “Ο πόνος που νιώθω δεν είναι σαν τους άλλους' εγώ έχω μπει στην ουσία του πόνου. Γιατί τους έχω δοκιμάσει όλους. Όταν λέω εγώ ότι πονάω, πραγματικά πονάω προσπάθησα να του εξηγήσω αναφέροντας κάθε πόνο που είχα ποτέ δοκιμάσει, αλλά ήταν σαν να τα έλεγα στον τοίχο. Είναι αδύνατο να καταλάβει κανείς τον πραγματικό πόνο αν δεν τον έχει δοκιμάσει ο ίδιος. Αυτό ήταν το τέλος της σχέσης μας. »Τα εικοστά μου γενέθλια ήρθαν αμέσως μετά απ’ αυτό. Για είκοσι ολόκληρα χρόνια είχα αντέξει τον πόνο ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή τα πράγματα θ’ άλλαζαν προς το καλύτερο, όμως αυτό δεν συνέβη ποτέ. Ένιωθα ηττημένη κατά κράτος. Θα ήθελα να είχα πεθάνει νωρίτερα. Το μόνο που είχε πετύχει η πολύχρονη αναστολή ήταν να επεκτείνει τον πόνο».

Σ’ αυτό το σημείο η Κρέτα Κάνο πήρε μια βαθιά ανάσα. Στο τραπέζι μπροστά της βρισκόταν το πιάτο με τα τσόφλια του αυγού και το άδειο φλιτζάνι του καφέ. Στα γόνατά της υπήρχε το μαντίλι που είχε διπλώσει με άπειρη σχολαστικότητα. Σαν να συνειδητοποίησε εκείνη ακριβώς τη στιγμή ότι ο χρόνος κυλάει, γύρισε και κοίταξε το ρολόι στο ράφι. «Λυπάμαι πολύ», είπε με φωνή ουδέτερη και τυπική. «Δεν σκόπευα να μιλήσω τόσο πολύ. Σας έφαγα πάρα πολύ χρόνο. Δεν θα σας επιβάλω άλλο την παρουσία μου. Δεν ξέρω αν θα με συγχωρήσετε ποτέ για όλ’ αυτά τα βαρετά πράγματα που σας είπα». Άρπαξε το λουρί της λευκής δερμάτινης τσάντας της και σηκώθηκε απ’ τον καναπέ. Αυτό με κατέλαβε εξ απροόπτου. «Μια στιγμή, παρακαλώ», είπα αναστατωμένος. Δεν ήθελα ν’ αφήσει την ιστορία της μισοτελειωμένη, «Εάν φοβάστε ότι μου τρώτε το χρόνο, τότε μην ανησυχείτε. Είμ’ ελεύθερος όλο το απόγευμα. Τώρα που μου τα είπατε όλ’ αυτά, γιατί δεν φτάνετε μέχρι το τέλος; Η ιστορία σας έχει και συνέχεια, έτσι δεν είναι;» «Φυσικά και έχει», είπε χωρίς να καθίσει, κρατώντας και με τα δυο χέρια σφιχτά το λουρί της τσάντας της. «Όσα σας είπα μέχρι τώρα δεν είναι παρά η αρχή». Της ζήτησα να περιμένει λίγο και πήγα στην κουζίνα. Στάθηκα μπροστά στο νεροχύτη κι επέτρεψα στον εαυτό μου να πάρει δυο βαθιές ανάσες. Ύστερα πήρα δυο φλιτζάνια απ’ το ντουλάπι, έβαλα μέσα πάγο και τα γέμισα με πορτοκαλάδα απ’ το ψυγείο. Βάζοντας τα φλιτζάνια σ’ ένα μικρό δίσκο, τα έφερα στο σαλόνι. Όλ’ αυτά τα είχα κάνει επίτηδες αργά, αλλά όταν γύρισα τη βρήκα να στέκεται στην ίδια στάση που την είχα αφήσει. Όταν όμως άφησα τα ποτήρια με το χυμό στο τραπέζι, σαν ν’ άλλαξε ξαφνικά γνώμη. Κάθισε πάλι στον καναπέ κι έβαλε δίπλα της την τσάντα. «Θέλετε να σας πω την ιστορία μου μέχρι το τέλος;» ρώτησε. «Είστε σίγουρος;» «Απολύτως», είπα. Ήπιε τη μισή πορτοκαλάδα και συνέχισε την ιστορία της. «Δεν κατάφερα να πεθάνω, φυσικά. Αν η απόπειρά μου είχε πετύχει, δεν θα ήμουν εδώ τώρα πίνοντας πορτοκαλάδα μαζί σας, κύριε Οκάντα». Με κοίταξε στα μάτια κι εγώ συμφώνησα μ’ ένα χαμόγελο. «Αν είχα πεθάνει σύμφωνα με το σχέδιο, θα ήταν η τελική λύση για μένα. Ο θάνατος θα σήμαινε το τέλος των αισθήσεων και δεν θα είχα ξανανιώσει πόνο. Αυτό που ήθελα δηλαδή. Δυστυχώς όμως επέλεξα λάθος μέθοδο για να πεθάνω. »Στις εννέα το βράδυ της 29ης Μαΐου πήγα στο δωμάτιο του αδερφού μου και του ζήτησα να μου δανείσει το αυτοκίνητό του. Ήταν ένα γυαλιστερό, ολοκαίνουργιο Τογιότα MR2, και στη σκέψη ότι θα οδηγούσα το αυτοκίνητό του, ο αδερφός μου ένιωθε προφανώς δυστυχής. Όμως αυτό δεν μ’ ένοιαζε καθόλου. Δεν μπορούσε να μου το αρνηθεί, γιατί του είχα δανείσει χρήματα για να μπορέσει να το αγοράσει. Πήρα το κλειδί και το οδήγησα για μισή ώρα. Τ ο αυτοκίνητο είχε κάνει όλα κι όλα χίλια πεντακόσια χιλιόμετρα. Πατούσες ελαφρά το γκάζι και πετούσε. Ηταν το τελειο εργαλείο για το σκοπό μου. Οδήγησα μέχρι τον ποταμό Ταμα στα περίχωρα της πόλης κι εκεί βρήκα ένα χοντρο πέτρινο τοίχο σαν κι αυτόν που είχα στο μυαλό μου. Ηταν ο εξωτερικός τοίχος μιας μεγάλης πολυκατοικίας στο τέρμα ενος αδιέξοδου. Πήγα αρκετά μακριά για να μπορέσω να επιταχύνω και

σανίδωσα το γκάζι. Πρέπει να είχα πιάσει τα εκατόν εβδομήντα όταν έπεσα στον τοίχο κι έχασα τις αισθήσεις μου. «Δυστυχώς για μένα, ο τοίχος αποδείχτηκε πολύ λιγότερο ανθεκτικός απ’ ό,τι έδειχνε εκ πρώτης όψεως. Για να γλιτώσουν χρήματα, δεν τον είχαν θεμελιώσει σωστά. Υποχώρησε αμέσως, και το μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου έγινε λιώμα. Κι αυτό είναι όλο. Επειδή ήταν τόσο μαλακός ο τοίχος, απορρόφησε την ορμή τής κρούσης. Και σαν να μην έφταναν όλ’ αυτά, μες στην ταραχή μου είχα ξεχάσει να λύσω τη ζώνη ασφαλείας. »Έτσι γλίτωσα το θάνατο. Δεν έπαθα ούτε γρατζουνιά. Και το πιο παράξενο απ’ όλα: δεν ένιωθα καθόλου πόνο. Ήταν πάρα πολύ περίεργο. Με πήγαν στο νοσοκομείο και μου περιποιήθηκαν το ένα και μοναδικό σπασμένο πλευρό που είχα. Η αστυνομία ήρθε να ερευνήσει, αλλά τους είπα ότι δεν θυμόμουν τίποτα. Τους είπα πως μάλλον είχα μπερδέψει το γκάζι με το φρένο. Και με πίστεψαν. Είχα μόλις μπει στα είκοσι και ήμουν έξι μηνών οδηγός. Επιπλέον, δεν έδειχνα να έχω τάσεις αυτοκτονίας. Ποιος θα προσπαθούσε ν’ αυτοκτονήσει με τη ζώνη ασφαλείας δεμένη; »Μόλις βγήκα απ’ το νοσοκομείο είχα ν’ αντιμετωπίσω κάμποσα δύσκολα προβλήματα. Το πρώτο ήταν ότι έπρεπε ν’ αποπληρώσω το δάνειο για το MR2 που είχα μετατρέψει σε παλιοσίδερα. Η ασφάλιση του αυτοκινήτου ήταν απλή και η ζημιά δεν καλυπτόταν. »Κατόπιν εορτής συνειδητοποιούσα ότι για ν’ αυτοκτονήσω θα έπρεπε να έχω νοικιάσει αυτοκίνητο με μεικτή ασφάλεια. Όταν έκανα όμως την απόπειρα, αυτό ήταν το τελευταίο που μ’ απασχολούσε. Δεν μου είχε καν περάσει απ’ το μυαλό είτε ότι το αυτοκίνητο του αδερφού μου μπορεί να ήταν ανασφάλιστο είτε ότι μπορούσε ν’ αποτύχει η απόπειρά μου. Έπεσα πάνω σ’ έναν πέτρινο τοίχο τρέχοντας με εκατόν εβδομήντα χιλιόμετρα την ώρα: η σωτηρία μου ήταν ένα θαύμα. »Πολύ σύντομα έλαβα και το λογαριασμό απ’ τους εργολάβους της πολυκατοικίας για τα έξοδα επισκευής του τοίχου. Απαιτούσαν ένα εκατομμύριο τριακόσιες εξήντα τέσσερις χιλιάδες διακόσια ενενήντα τέσσερα γεν. Επιτόπου και μετρητά. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να τα δανειστώ απ’ τον πατέρα μου. Ήταν πρόθυμος να μου τα δανείσει, αλλά επέμενε ότι έπρεπε να του τα δώσω πίσω σιγά σιγά. Ο πατέρας μου ήταν πολύ τυπικός όσον αφορούσε τα χρήματα. Είπε πως ήταν δική μου ευθύνη, γιατί εγώ είχα προκαλέσει το ατύχημα, οπότε απαιτούσε να τον αποπληρώσω πλήρως και με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα. Στην πραγματικότητα, εκείνη την εποχή δεν του περίσσευαν χρήματα. Είχε μόλις αποφασίσει να επεκτείνει την κλινική και είχε προβλήματα με τη χρηματοδότηση του έργου. »Σκέφτηκα να ξαναπροσπαθήσω ν’ αυτοκτονήσω. Αυτή τη φορά θα τα κατάφερνα καλύτερα. Θα πηδούσα απ’ το δέκατο πέμπτο όροφο του κτιρίου των διοικητικών υπηρεσιών του πανεπιστημίου. Έτσι, τίποτα δεν θα μπορούσε να μπει στο δρόμο μου. Θα πέθαινα σίγουρα. Έκανα διάφορες αναγνωριστικές εξορμήσεις. Επέλεξα μάλιστα και το ιδανικό παράθυρο. Ήμουν έτοιμη να το επιχειρήσω. »Όμως κάτι με συγκρότησε. Κάτι δεν πήγαινε καλά, κάτι με τσιγκλούσε. Την τελευταία στιγμή, αυτό το “κάτι” σχεδόν κυριολεκτικά με τράβηξε απ’ την άκρη του γκρεμού. Πέρασε όμως αρκετός χρόνος πριν καταλάβω τι ακριβώς ήταν.

»Δεν ένιωθα κανέναν πόνο. »Μετά το ατύχημα δεν είχα νιώσει καθόλου πόνο. Με όλ’ αυτά που είχαν ακολουθήσει, δεν είχα την ευκαιρία να το παρατηρήσω, αλλά ο πόνος είχε εξαφανιστεί απ’ το σώμα μου. Οι επισκέψεις μου στην τουαλέτα ήταν φυσιολογικές. Η περίοδός μοϋ είχε γίνει ανώδυνη. Δεν είχα πια πονοκεφάλους ή πονόκοιλους. Ακόμα και το σπασμένο μου πλευρό δεν με πονούσε ιδιαίτερα. Δεν είχα ιδέα γιατί είχε συμβεί αυτό. Όμως ξαφνικά είχα απελευθερωθεί απ’ τον πόνο. » Αποφάσισα προς το παρόν να συνεχίσω να ζω. Έστω και για λίγο, ήθελα ν’ ανακαλύψω τι σήμαινε να ζει κανείς χωρίς πόνο. Θα μπορούσα άλλωστε να πεθάνω όποια στιγμή ήθελα. »Αν όμως συνέχιζα να ζω, θα ’πρεπε να πληρώσω το χρέος μου. Συνολικά χρωστούσα πάνω από τρία εκατομμύρια γεν. Για να μπορέσω να τα πληρώσω, άρχισα να εκδίδομαι». «Πώς;!» «'Οπως τ’ ακούσατε», είπε η Κρέτα Κάνο σαν να μην έτρεχε τίποτα. «Έγινα πόρνη. Χρειαζόμουν χρήματα και μάλιστα γρήγορα. Ήθελα να πληρώσω τα χρέη μου το συντομότερο δυνατό, κι αυτός ήταν ο μόνος τρόπος που ήξερα για να το κάνω. Δεν δίστασα ,ούτε στιγμή. Είχα προσπαθήσει στα σοβαρά να τερματίσω τη ζωή μου. Και σκόπευα να το ξανακάνω αργά ή γρήγορα. Το μόνο που με κρατούσε ζωντανή ήταν η περιέργεια για το πώς μπορούσε να ζει κανείς χωρίς πόνο, αλλά κι αυτό προσωρινά. Σε σύγκριση με το θάνατο, το να πουλήσω το κορμί μου δεν ήταν τίποτα». «Καταλαβαίνω τι εννοείτε», είπα. Ο πάγος στην πορτοκαλάδα της είχε λιώσει και η Κρέτα Κάνο την ανακάτεψε με το καλαμάκι πριν ρουφήξει μια γουλιά. «Μπορώ να σας κάνω μια ερώτηση;» είπα. «Παρακαλώ». «Δεν ζητήσατε τη γνώμη της αδερφής σας για όλ’ αυτά;» «Εκείνη την εποχή ασκήτευε στη Μάλτα και δεν είχα τη διεύθυνσή της. Δεν ήθελε να διακόπτω την αυτοσυγκέντρωσή της. Τα τρία χρόνια που πέρασε στη Μάλτα δεν είχα πρακτικά τη δυνατότητα να της γράψω». «Κατάλαβα», είπα. «Να βάλω λίγο καφέ;» «Εάν δεν είναι κόπος», είπε η Κρέτα Κάνο. Πήγα στην κουζίνα κι έβαλα στην καφετιέρα καφέ. Όσο περίμενα, πήρα μερικές βαθιές ανάσες. Όταν ετοιμάστηκε ο καφές, τον σέρβιρα σε καθαρά φλιτζάνια και τον πήγα με το δίσκο στο σαλόνι, μαζί μ’ ένα μπολ σοκολατάκια. Φάγαμε και ήπιαμε σιωπηλοί γι’ αρκετή ώρα. «Πριν από πόσο καιρό προσπαθήσατε ν’ αυτοκτονήσετε;» ρώτησα.

«Ήμουν είκοσι χρονών τότε. Πριν από έξι χρόνια, το Μάιο του 1978». Μάιος του 1978 ήταν ο μήνας που η Κουμίκο κι εγώ παντρευτήκαμε. Άρα, το μήνα που παντρευτήκαμε, η Κρέτα Κάνο είχε προσπαθήσει ν’ αυτοκτονήσει και η Μάλτα Κάνο ασκήτευε στη Μάλτα. «Πήγα σε μια γειτονιά που είχε πολλά μπαρ, πλησίασα τον πρώτο άντρα που είχε ΰφος πελάτη, παζάρεψα την τιμή, τον πήγα σ’ ένα ξενοδοχείο κι έκανα έρωτα μαζί του», είπε η Κρέτα Κάνο. «Η ερωτική πράξη δεν μου προκαλούσε πια σωματικό πόνο. Αλλά ούτε κι ευχαρίστηση. Δεν ήταν παρά μια μηχανική, παλινδρομική κίνηση. Ούτε ένιωσα ενοχές που έκανα έρωτα για χρήματα. Με είχε πιάσει ένα γενικότερο μούδιασμα, μια απουσία συναισθημάτων, τόσο βαθιά, πού ήταν σαν τούνελ χωρίς άκρη. »Μ’ αυτό τον τρόπο έβγαζα πολύ καλά λεφτά γύρω στο ένα εκατομμύριο γεν μόνο τον πρώτο μήνα. Μ’ αυτό το ρυθμό, εύκολα θα μπορούσα να πληρώσω αυτά που χρωστούσα σε τρεις-τέσσερις μήνες. Γύριζα απ’ το πανεπιστήμιο, έβγαινα το βράδυ κι επέστρεφα απ’ τη δουλειά το αργότερο στις δέκα. Έλεγα στους γονείς μου ότι δούλευα σερβιτόρα και κανείς δεν μπορούσε να εποπτευθεί την αλήθεια. Φυσικά, θα το θεωρούσαν πολύ περίεργο εάν επέστρεφα όλα τα χρήματα μαζεμένα, κι έτσι αποφάσισα να δίνω στον πατέρα μου εκατό χιλιάδες γεν το μήνα και ν’ αποταμιεύω τα υπόλοιπα. »Αυτά ώσπου μια νύχτα, καθώς ψάρευα πελάτες στο σταθμό, με άρπαξαν δυο τύποι από πίσω. Στην αρχή νόμιζα πως ήταν η αστυνομία, αλλά μετά συνειδητοποίησα πως ήταν γκάνγκστερ. Μ’ έσυραν σ’ ένα σκοτεινό στενό, μου έβαλαν κάτω απ’ τη μύτη ένα μαχαίρι και με οδήγησαν στο αρχηγείο τους. Μ’ έκλεισαν σ’ ένα εσωτερικό δωμάτιο, μ’ έγδυσαν, με κρέμασαν απ’ τους καρπούς και με βίασαν ο ένας μετά τον άλλο μπροστά σε μια βιντεοκάμερα. Κρατούσα όλη την ώρα τα μάτια μου κλειστά και προσπαθούσα να μη σκέφτομαι. Κάτι που δεν μου ήταν καθόλου δύσκολο, γιατί δεν ένιωθα ούτε πόνο ούτε ευχαρίστηση. »Ύστερα μου έδειξαν το βίντεο και μου είπαν ότι αν δεν ήθελα να το δει κανείς, θα ’πρεπε να ενταχθώ στην οργάνωσή τους και να δουλέψω γι’ αυτούς. Μου πήραν τη φοιτητική ταυτότητα απ’ την τσάντα. Αν αρνιόμουν να κάνω αυτά που μου έλεγαν, θα έστελναν ένα αντίγραφο της ταινίας στους γονείς μου και θα τους εκβίαζαν μέχρι να τους στραγγίζουν οικονομικά. Δεν είχα καμιά δυνατότητα επιλογής. Τους είπα πως θα έκανα ό,τι μου έλεγαν, πως δεν μ’ ένοιαζε καθόλου. Και πραγματικά δεν μ’ ένοιαζε. Τότε δεν μ’ ένοιαζε τίποτα. Μου είπαν πως το εισόδημά μου θα μειωνόταν εάν εντασσόμουν στην οργάνωσή τους, γιατί εκείνοι θα έπαιρναν το εβδομήντα τοις εκατό, αλλά θα γλίτωνα από τον μπελά της αναζήτησης πελατών κι απ’ το φόβο της αστυνομίας. Θα μου έστελναν πελάτες περιωπής. Ενώ αν συνέχιζα να ψαρεύω άντρες αδιακρίτως, κάποια στιγμή θα κατέληγα στραγγαλισμένη σε κάποιο δωμάτιο ξενοδοχείου. »Μετά απ’ αυτό δεν χρειαζόταν πια να τη στήνω στις γωνιές των δρόμων. Το μόνο που έπρεπε να κάνω ήταν να εμφανίζομαι στο γραφείο τους τα βράδια, κι εκείνοι μου έλεγαν σε ποιο ξενοδοχείο να πάω. Μου έστελναν καλούς πελάτες, όπως είχαν υποσχεθεί. Δεν είμαι σίγουρη γιατί, αλλά με περιποιόντουσαν ιδιαίτερα. Ισως γιατί έμοιαζα τόσο αθώα. Είχα τον αέρα της καλής ανατροφής, κάτι που έλειπε από τ’ άλλα κορίτσια. Υπήρχαν ίσως πολλοί πελάτες που προτιμούσαν αυτό το σχεδόν ερασιτεχνικό τύπο πόρνης. Οι άλλες έπαιρναν τρεις ή και περισσότερους πελάτες την ημέρα, αλλά εγώ την έβγαζα με έναν ή το πολύ δύο. Οι άλλες είχαν μαζί τους βομβητές, και τη στιγμή που τις

καλούσε το γραφείο, έτρεχαν αμέσως σε κάποιο ξενοδοχείο της κακιάς ώρας για να κοιμηθούν με κάποιους αμφίβολης προέλευσης άντρες. Στη δική μου περίπτωση ωστόσο υπήρχε πάντα συγκεκριμένο ραντεβού σε συγκεκριμένο ξενοδοχείο πολυτελείας μερικές φορές μάλιστα σε διαμέρισμα. Οι πελάτες μου ήταν συνήθως μεγαλύτεροι άντρες, πολύ σπάνια νέοι. »Το γραφείο με πλήρωνε μια φορά την εβδομάδα όχι όσα μπορούσα να βγάλω μόνη μου, αλλά καθόλου άσχημα, αν βάλω μαζί και τα φιλοδωρήματα των πελατών. Κάποιοι μου ζητούσαν να κάνω πολύ περίεργα πράγματα γι’ αυτούς, φυσικά, αλλά δεν μ’ ένοιαζε καθόλου. Όσο πιο περίεργη η απαίτηση, τόσο μεγαλύτερο το φιλοδώρημα. Ορισμένοι άρχισαν να με ζητούν σε μόνιμη βάση. Αυτοί ακριβώς έδιναν και τα μεγαλύτερα φιλοδωρήματα. Μάζευα τα χρήματά μου σε πολλούς διαφορετικούς λογαριασμούς. Όμως ήδη τα χρήματα είχαν πάψει να έχουν σημασία για μένα. Δεν ήταν παρά σειρές από αριθμούς. Ζούσα για ένα και μόνο πράγμα, κι αυτό ήταν για να μπορέσω να επιβεβαιώσω την έλλειψη αισθήσεων. »Ξυπνούσα το πρωί κι έμενα ξαπλωμένη στο κρεβάτι προσπαθώντας να διαπιστώσω εάν πράγματι το σώμα μου δεν ένιωθε κανέναν πόνο. Άνοιγα τα μάτια μου, συγκέντρωνα αργά τις σκέψεις μου, και μετά, κομμάτι κομμάτι, έλεγχα τις αισθήσεις του σώματός μου, απ’ το κεφάλι ώς τα πόδια. Δεν ένιωθα καθόλου πόνο. Τι να σήμαινε άραγε αυτό; Ότι δεν με πονούσε τίποτα, ή μήπως ότι ενώ πονούσα, είχα πάψει να αισθάνομαι; Δεν μπορούσα να καταλάβω τη διαφορά. Έτσι κι αλλιώς όμως το γεγονός ήταν ότι δεν πονούσα. Στην πραγματικότητα δεν είχα καμιά απολύτως αίσθηση. Μετά απ’ αυτή τη διαδικασία σηκωνόμουν απ’ το κρεβάτι, πήγαινα στο μπάνιο και βούρτσιζα τα δόντια μου. Ύστερα έβγαζα τις πιτζάμες μου κι έκανα ένα ζεστό ντους. Ένιωθα το σώμα μου απίστευτα ελαφρό. Ήταν τόσο ελαφρό κι ανάερο, που δεν έμοιαζε καν με σώμα. Ήταν σαν να είχε μπει η ψυχή μου σ’ ένα ξένο σώμα. Το κοίταζα στον καθρέφτη, κι ανάμεσα σ’ εμένα και στο σώμα που έβλεπα εκεί ένιωθα να υπάρχει μια τεράστια και τρομερή απόσταση. »Μια ζωή χωρίς πόνο: αυτό ακριβώς που ονειρευόμουν χρόνια ολόκληρα, αλλά τώρα που το είχα, δεν μπορούσα να βρω τη θέση μου μέσα σ’ αυτό. Μας χώριζε ένα μεγάλο κενό, κι αυτό μου προκαλούσε μεγάλη σύγχυση. Ένιωθα σαν να μην είχα άγκυρα στον κόσμο σ’ αυτό τον κόσμο που μισούσα με τόσο πάθος μέχρι τότε* στον κόσμο που επί χρόνια κατηγορούσα για την αδικία του* στον κόσμο όπου τουλάχιστον ήξερα ποια ήμουν. Τώρα ο κόσμος είχε πάψει να είναι “ο κόσμος” κι εγώ είχα πάψει να είμαι “εγώ”. »Άρχισα να κλαίω ασταμάτητα. Τ’ απογεύματα πήγαινα σ’ ένα πάρκο -στους αυτοκρατορικοΰς κήπους Σιντζούκου ή στο πάρκο Γιογιόγκι-, καθόμουν στο γρασίδι κι έκλαιγα. Μερικές φορές έκλαιγα μια ή δυο ώρες με δυνατούς λυγμούς. Οι περαστικοί με κοιτούσαν, αλλά εμένα δεν μ’ ένοιαζε. Θα ήθελα να είχα πεθάνει τότε που το είχα επιχειρήσει, να είχα τερματίσει τη ζωή μου τη νύχτα της 29ης Μαΐου. Πόσο καλύτερα θα ήταν! Τώρα όμως δεν μπορούσα καν να πεθάνω. Μέσα στο γενικό μου μούδιασμα είχα χάσει τη δύναμη να σκοτώσω τον εαυτό μου. Δεν ένιωθα τίποτα: ούτε πόνο ούτε χαρά. Όλες μου οι αισθήσεις είχαν χαθεί. Και δεν ήμουν καν ο εαυτός μου». Η Κρέτα Κάνο πήρε μια βαθιά ανάσα και την κράτησε. Ύστερα σήκωσε το φλιτζάνι της, κοίταξε το περιεχόμενό του γι’ αρκετή ώρα, το κούνησε για λίγο και το ξανάφησε στο πιατάκι του. «Τότε περίπου γνώρισα τον Νομπόρου Γουατάγια».

«Τον Νομπόρου Γουατάγια;! Σαν πελάτη;!» Η Κρέτα Κάνο κούνησε το κεφάλι σιωπηλά. «Μα » άρχισα, αλλά σταμάτησα για λίγο προσπαθώντας να βρω τις κατάλληλες λέξεις. «Έχω ένα μικρό προβληματάκι. Η αδερφή σας μου είπε τις προάλλες ότι ο Νομπόρου Γουατάγια σας βίασε. Μιλάμε για το ίδιο πράγμα;» Η Κρέτα Κάνο σήκωσε το μαντίλι απ’ τα πόδια της και σκούπισε ξανά το στόμα της. Ύστερα με κοίταξε κατάματα. Κάτι στο βλέμμα της άγγιξε την καρδιά μου μ’ έναν τρόπο που με αναστάτωσε. «Αν δεν σας είναι κόπος», είπε, «θα μπορούσα ίσως να έχω άλλο ένα φλιτζάνι καφέ;» «Φυσικά», είπα. Μετέφερα το φλιτζάνι της απ’ το τραπέζι στο δίσκο και το πήγα στην κουζίνα. Καθώς περίμενα να βράσει ο καφές, μισοκάθισα στον πάγκο της κουζίνας με τα χέρια χωμένα στις τσέπες. Όταν πήγα τον καφέ στο σαλόνι, η Κρέτα Κάνο δεν ήταν πια στον καναπέ. Η τσάντα της, το μαντίλι της, κάθε υλικό ίχνος της παρουσίας της, είχε εξαφανιστεί. Πήγα στο χολ, όπου διαπίστωσα ότι έλειπαν και τα παπούτσια της. Υπέροχα.

Υπόγειοι αγωγοί και η απόλυτη έλλειψη ηλεκτρισμού Η έρευνα της Μαγιού Κασαχάρα για τη φύση της φαλάκρας

Το επόμενο πρωί, αφού ξεπροβόδισα την Κουμίκο, πήγα στην πισίνα της γειτονιάς για μια γρήγορη βουτιά. Τα πρωινά ήταν πολύ πιο ωραία εκεί γιατί δεν είχε κόσμο. Όταν γύρισα σπίτι, έφτιαξα καφέ και κάθισα στην κουζίνα να τον πιω, συλλογιζόμενος την αλλόκοτη, μισοτελειωμένη ιστορία της Κρέτας Κάνο. Προσπάθησα να φέρω στο μυαλό μου κάθε περιστατικό της ζωής της με χρονολογική σειρά. Όσο περισσότερο προσπαθούσα, τόσο πιο παράξενη μου φαινόταν η ιστορία. Σύντομα όμως οι στροφές τού μυαλού μου άρχισαν να επιβραδύνονται, ώσπου ένιωσα την ανάγκη να κοιμηθώ. Πήγα στο σαλόνι, ξάπλωσα στον καναπέ κι έκλεισα τα μάτια μου. Σχεδόν αυτοστιγμεί κοιμήθηκα κι άρχισα να ονειρεύομαι. Ονειρεύτηκα την Κρέτα Κάνο. Αλλά πριν εμφανιστεί εκείνη, είδα τη Μάλτα Κάνο. Φορούσε ένα τιρολέζικο καπέλο μ’ ένα τεράστιο χρωματιστό φτερό. Υπήρχε πολύς κόσμος ολόγυρα (ήταν κάτι σαν τεράστια αίθουσα), αλλά το καπέλο της Μάλτας Κάνο μου τράβηξε αμέσως την προσοχή. Καθόταν μόνη στο μπαρ. Είχε ένα μεγάλο τροπικό ποτό μπροστά της, μόνο που δεν μπορούσα να διακρίνω εάν πράγματι το έπινε. Εγώ φορούσα το κοστούμι μου και την πουά γραβάτα. Μόλις είδα τη Μάλτα Κάνο, προσπάθησα να κατευθυνθώ προς το μέρος της, αλλά το πλήθος δεν μ’ άφηνε να προχωρήσω. Όταν τελικά έφτασα στο μπαρ, εκείνη είχε φύγει. Το τροπικό ποτό ήταν ακόμα εκεί, μπροστά στο αδειανό τώρα σκαμπό. Κάθισα στη διπλανή θέση και παράγγειλα ουίσκι με πάγο. Ο μπάρμαν με ρώτησε ποια μάρκα ουίσκι προτιμούσα και του απάντησα Κάτι Σαρκ. Στην πραγματικότητα δεν μ’ ένοιαζε καθόλου τι ουίσκι θα μου φερνε, αλλά το Κάτι Σαρκ ήταν το πρώτο που μου ήρθε στο μυαλό. Πριν προλάβει να μου φέρει το ποτό, ένιωσα κάποιον να μ’ αγγίζει στο μπράτσο από πίσω, τόσο απαλά, σαν να φοβόταν μη με τραυματίσει. Γύρισα και κοίταξα. Είδα μπροστά μου έναν άντρα χωρίς πρόσωπο. Δεν ξέρω αν πράγματι είχε ή δεν είχε πρόσωπο, το θέμα είναι ότι εκεί που θα πρεπε να ναι το πρόσωπό του υπήρχε μια σκοτεινή σκιά και δεν μπορούσα να δω τι κρυβόταν πίσω της. «Ακολουθήστε με, παρακαλώ, κύριε Οκάντα», είπε. Προσπάθησα να μιλήσω, αλλά με πρόλαβε εκείνος: «Παρακαλώ, ελάτε μαζί μου. Έχουμε ελάχιστο χρόνο. Βιαστείτε». Με το χέρι ακόμα στο μπράτσο μου, με οδήγησε με γρήγορα βήματα μέσ’ από το πλήθος σε κάποιο διάδρομο. Τον ακολούθησα κατά μήκος τού διαδρόμου χωρίς ν’ αντιστέκομαι. Στο κάτω κάτω ήξερε τ’ όνομά μου. Άλλωστε δεν θα μπορούσα ν’ αφήσω κάποιον τελείως άγνωστο να με οδηγήσει όπου θέλει αυτός. Πρέπει να υπήρχε κάποιός λόγος που συνέβαιναν όλ’ αυτά. Αφού προχωρήσαμε γι’ αρκετή ώρα στο διάδρομο, ο άνθρωπος χωρίς πρόσωπο σταμάτησε μπροστά σε μια πόρτα. Ο αριθμός τής πόρτας ήταν 208. «Μπορείτε ν’ ανοίξετε. Δεν είναι κλειδωμένη». Έκανα αυτό που μου είπε κι άνοιξα την πόρτα. Μπήκα σ’ ένα μεγάλο δωμάτιο. Έμοιαζε με σουίτα παλιομοδίτικου ξενοδοχείου. Το ταβάνι ήταν ψηλό κι απ’ το κέντρο του κρεμόταν ένας πανάρχαιος πολυέλαιος. Ο χώρος φωτιζόταν αμυδρά από μια μικρή απλίκα στον τοίχο. Οι κουρτίνες ήταν ερμητικά κλειστές.

«Εάν θέλετε ουίσκι, κύριε Οκάντα», είπε ο άνθρωπος χωρίς πρόσωπο, «έχουμε άφθονο. Κάτι Σαρκ δεν είπατε; Πιέστε όσο θέλετε». Μου έδειξ’ ένα ντουλαπάκι δίπλα στην πόρτα κι έφυγε αφήνοντας με μόνο. Στάθηκα στη μέση του δωματίου αρκετή ώρα, προσπαθώντας να καταλάβω τι έπρεπε να κάνω. Στον τοίχο κρεμόταν ένας μεγάλος πίνακας. Έδειχνε ένα ποτάμι. Τον κοίταξα γι’ αρκετή ώρα, ελπίζοντας ότι θα με ηρεμήσει. Το φεγγάρι είχε μόλις ανατείλει πάνω απ’ το ποτάμι. Το φως τόυ έπεφτε αχνό στην απέναντι όχθη, φωτίζοντάς τη τόσο αμυδρά ώστε να μην μπορώ να ξεχωρίσω τις λεπτομέρειες του τοπίου. Μόνο σε γενικές γραμμές και συγκεχυμένα. Σύντομα ένιωσα μεγάλη επιθυμία για ουίσκι. Σκέφτηκα ν’ ανοίξω το ντουλαπάκι και να πιω, όπως μου είχε υποδείξει ο άνθρωπος χωρίς πρόσωπο, αλλά το ντουλαπάκι δεν άνοιγε. Αυτό που έμοιαζε με πόρτα δεν ήταν παρά μια καλοφτιαγμένη απομίμηση. Προσπάθησα να πιέσω ή να τραβήξω κάποια προεξοχή, αλλά το υποτιθέμενο ντουλάπι παρέμενε ερμητικά κλειστό. «Δεν είν’ εύκολο να το ανοίξετε, κύριε Οκάντα», είπε η Κρέτα Κάνο. Συνειδητοποίησα ότι στεκόταν μπροστά μου ντυμένη όπως συνήθως με τη μόδα του εξήντα. «Αν δεν έρθει η ώρα του, δεν ανοίγει. Και σήμερα, σας διαβεβαιώ, αποκλείεται ν’ ανοίξει. Μην προσπαθείτε, είναι μάταιο». Καθώς την κοιτούσα, έβγαλε τα ρούχα της με μεγάλη φυσικότητα, σαν ν’ άνοιγε ένα φρέσκο φασολάκι, και στάθηκε μπροστά μου γυμνή, εντελώς απροειδοποίητα και χωρίς καμιά εξήγηση. «Έχουμε πολύ λίγο χρόνο στη διάθεσή μας, κύριε Οκάντα. Ας τελειώνουμε μια ώρα αρχύτερα. Λυπάμαι για τη βιασύνη, αλλά έχω τους λόγους μου. Ήταν ήδη αρκετά δύσκολο να φτάσω ώς εδώ». Αμέσως μετά με πλησίασε, άνοιξε το φερμουάρ του παντελονιού μου και, σαν να έκανε το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο, έβγαλε έξω το πέος μου. Χαμηλώνοντας το βλέμμα με τις τεράστιες βλεφαρίδες, έβαλε το πέος μου στο στόμα ΐης. Το στόμα της ήταν πολύ μεγαλύτερο απ’ ό,τι φανταζόμουν. Η στύση μου ήταν ακαριαία. Καθώς κουνούσε τη γλώσσα της, οι γυριστές άκρες των μαλλιών της τρεμούλιαζαν σαν να τις φυσούσε γλυκό αεράκι, χαϊδεύοντας τους μηρούς μου. Το μόνο που έβλεπα ήταν τα μαλλιά της και οι ψεύτικες βλεφαρίδες. Κάθισα στο κρεβάτι κι εκείνη γονάτισε μπροστά μου, με το πρόσωπο θαμμένο στα σκέλια μου. «Σταμάτα», είπα. «Όπου να ’ναι θα έρθει ο Νομπόρου Γουατάγια. Δεν θέλω να τον δω εδώ». Η Κρέτα Κάνο απελευθέρωσε το στόμα της και μου είπε, «Μην ανησυχείτε, τουλάχιστον γι’ αυτό, έχουμε αρκετό χρόνο». Χάιδεψε με την άκρη της γλώσσας το πέος μου. Δεν ήθελα να τελειώσω, αλλά δεν υπήρχε τρόπος να το αποφΰγω. Ήταν σαν να το ρουφούσε από μέσα μου. Τα χείλη και η γλώσσα της ήταν κολλημένα πάνω μου σαν ανεξάρτητες μορφές ζωής. Τελείωσα. Άνοιξα τα μάτια μου. Έξοχα. Έτρεξα στο μπάνιο, έπλυνα το λερωμένο μου εσώρουχο κι έκανα ντους. Πλύθηκα προσεκτικά για ν’ απαλλαγώ απ’ την κολλώδη αίσθηση του ονείρου. Πότε ήταν η τελευταία φορά που είχα πάθει ρεύση στον ύπνο μου; Προσπάθησα να θυμηθώ, αλλά μάταια. Είχαν περάσει πολλά χρόνια. Βγήκα απ’ το ντους και καθώς σκουπιζόμουν με την πετσέτα, χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η Κουμίκο. Έχοντας μόλις ονειρευτεί μια άλλη γυναίκα, ένιωθα κάπως μαγκωμένος καθώς της

μιλούσα. «Μιλάς παράξενα. Τι συμβαίνει;» Η ευαισθησία της σ’ αυτά τα πράγματα ήταν τρομακτική. «Τίποτα», είπα, «Λαγοκοιμόμουνα και με ξύπνησες». «Ναι;» είπε, αλλά στη φωνή της ήταν διάχυτη η υποψία. Αυτό μ’ έκανε να νιώσω ακόμα πιο άβολα. «Τέλος πάντων, συγγνώμη, αλλά ήθελα να σου πω ότι θ’ αργήσω λίγο σήμερα», είπε η Κουμίκο. «Θα έρθω μάλλον κατά τις εννιά. Αυτό σημαίνει ότι θα φάω έξω». «Κανένα πρόβλημα», είπα. «Θα φτιάξω κάτι για μένα. Μην ανησυχείς». «Λυπάμαι πραγματικά», είπε. Η επιμονή της μου φάνηκε περίεργη. Μετά από μια παρατεταμένη σιωπή έκλεισε το τηλέφωνο. Κοίταξα για μερικά δευτερόλεπτα το ακουστικό. Ύστερα πήγα στην κουζίνα και καθάρισα ένα μήλο. Στα έξι χρόνια που ήμουν παντρεμένος με την Κουμίκο, δεν την είχα απατήσει ποτέ. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είχα επιθυμήσει άλλη γυναίκα ή ότι δεν είχα ευκαιρίες. Σημαίνει απλώς ότι δεν τις είχα εκμεταλλευτεί. Δεν μπορώ να εξηγήσω γιατί, αλλά ίσως έχει να κάνει με τις προτεραιότητες που βάζει κανείς στη ζωή του. Συνέβη όντως μια φορά να περάσω τη νύχτα με μια άλλη γυναίκα. Ήταν κάποια που μου άρεσε, κι ήξερα ότι αν ήθελα θα έκανε έρωτα μαζί.μου. Τελικά όμως δεν το έκανα. Ήταν συνάδελφός μου στο δικηγορικό γραφείο και πρέπει να ήταν δύο με τρία χρόνια μικρότερή μου. Η δουλειά της ήταν να δέχεται τηλεφωνήματα και να ρυθμίζει τα ωράρια του κάθετός, και σ’ αυτή τη δουλειά ήταν εξαιρετική. Γρήγορη και με εκπληκτική μνήμη. Ό,τι κι αν τη ρωτούσες, ήξερε την απάντηση: ποιος δούλευε πού, σε ποια υπόθεση, ποιοι φάκελοι ήταν σε κάθε ντουλάπι, τέτοια πράγματα. Χειριζόταν όλα τα ζητήματα που είχαν να κάνουν με τα επαγγελματικά ραντεβού. Όλοι την αγαπούσαν και κρέμονταν απ’ αυτήν. Σε προσωπικό επίπεδο την ένιωθα πολύ κοντά μου. Είχαμε βγει αρκετές φορές μαζί για ποτό. Δεν ήταν αυτό που θα έλεγε κανείς καλλονή, αλλά ήταν συμπαθητική και μου άρεσε. Όταν έφτασε η ώρα να εγκαταλείψει τη δουλειά για να παντρευτεί (λόγω των επαγγελματικών υποχρεώσεων του άντρα της θα έπρεπε να φύγει για το Κιουσού), μερικοί συνάδελφοι κι εγώ την καλέσαμε για ένα τελευταίο ποτό. Ύστερα εκείνη κι εγώ πήραμε το ίδιο τρένο για το σπίτι, κι επειδή ήταν αργά την πήγα μέχρι την πόρτα της. Όταν φτάσαμε, με κάλεσε στο διαμέρισμά της για καφέ. Φοβήθηκα ότι θα έχανα το τελευταίο τρένο, αλλά ήξερα ότι αυτή μπορεί να ήταν η τελευταία μας συνάντηση, και μου άρεσε επίσης η ιδέα του καφέ μετά το ποτό, οπότε αποφάσισα να μπω. Ήταν ένα τυπικό κοριτσίστικο διαμέρισμα. Είχε ένα ψυγείο αρκετά μεγάλο για ένα άτομο κι ένα μίνι στέρεο. Το ψυγείο τής το είχε κάγει δώρο ένας φίλος. Φόρεσε κάτι πιο άνετο στο διπλανό δωμάτιο κι ετοίμασε καφέ στην κουζίνα. Καθίσαμε στο πάτωμα μιλώντας. Κάποια στιγμή, όταν είχαμε στερέψει από ιδέες, με ρώτησε, σαν να το είχε σκεφτεί μόλις εκείνη τη

στιγμή: «Μπορείς να σκεφτείς κάτι -κάτι συγκεκριμένο— που να το φοβάσαι ιδιαίτερα;» «Όχι, δεν μου περνάει κάτι απ’ το μυαλό», είπα μετά από λίγη σκέψη. Φοβόμουν διάφορα πράγματα, αλλά τίποτα ιδιαίτερα. «Εσΰ;» «Εγώ φοβάμαι τις αμάρες», είπε αγκαλιάζοντας τα γόνατά της. «Ξέρεις τι σημαίνει αυτή η λέξη;» «Είναι κάτι σαν χαντάκι, σαν αγωγός, αν δεν κάνω λάθος». Είχ’ ακούσει κάποτε τη λέξη, αλλά δεν ήμουν σίγουρος για τη σημασία της. «Ναι, αγωγός, αλλά υπόγειος. Ένα υπόγειο κανάλι, σαν σκεπαστό ποτάμι. Μια σκοτεινή, κατάμαυρη ροή». «Ναι, τώρα θυμάμαι», είπα. «Αμάρα». «Μεγάλωσα στην επαρχία. Στη Φουκουσίμα. Δίπλα στο σπίτι μου υπήρχε ένα ποταμάκι ρυάκι μάλλον, που μάζευε τ’ απόνερα των χωραφιών. Κάποια στιγμή η διαδρομή του γινόταν υπόγεια και χυνόταν σ’ έναν κεντρικό αγωγό. Νομίζω ότι έπαιζα με μεγαλύτερα παιδιά όταν συνέβη αυτό. Ήμουν δύο, το πολύ τριών χρονών. Οι άλλοι μ’ έβαλαν σε μια αυτοσχέδια βάρκα και μ’ άφησαν πάνω στο ρυάκι. Ήταν κάτι που το είχαν κάνει πολλές φορές, αλλά εκείνη την ημέρα είχε βρέξει και το ρυάκι ήταν φουσκωμένο κι ορμητικό. Η βάρκα τούς ξέφυγε απ’ τα χέρια και με πήγαινε κατευθείαν προς το στόμιο του αγωγού. Η καταβόθρα θα με είχε ρουφήξει και θα είχα χαθεί, αν δεν τύχαινε να βρίσκεται εκεί δίπλα ένας ντόπιος αγρότης. Είμαι σίγουρη ότι δεν θα είχαν βρει ούτε το πτώμα». Χάιδεψε με τον αριστερό της δείκτη τα χείλη της σαν να ήθελε να βεβαιωθεί πως ήταν ακόμα ζωντανή. «Θυμάμαι με ακρίβεια το περιστατικό. Εγώ ξαπλωμένη ανάσκελα να παρασύρομαι απ’ το νερό. Δεξιά κι αριστερά οι υδάτινοι τοίχοι κι από πάνω ο γαλάζιος ουρανός. Έντονο, φωτεινό γαλάζιο. Και να με σέρνει μαζί του το νερό. Όλο και γρηγορότερα, με ολοένα και πιο έντονο παφλασμό. Κι εγώ να μην καταλαβαίνω τι μπορεί να σημαίνει αυτό για μένα. Και μ ετά, εντελώς ξαφνικά, το συνειδητοποιώ: μπροστά μου χάσκει το σκοτάδι. Το πραγματικό σκοτάδι. Όπου να ’ναι θά ’ρθει και θα με καταπιεί. Νιώθω μια κρύα σκιά ν’ αρχίζει να σκεπάζει το σώμα μου. Αυτή είναι η πρώτη ανάμνηση της ζωής μου». Ήπια μια γουλιά καφέ. «Είμαι τρομοκρατημένη», είπε. «Φοβάμαι τόσο πολύ, που νομίζω ότι δεν θ’ αντέξω. Νιώθω όπως είχα νιώσει τότε, σαν να παρασύρομαι προς αυτό και να μην μπορώ να ξεφύγω». «Μιλάς τώρα για το γάμο σου;» ρώτησα. «Ακριβώς», είπε. «Για το γάμο μου». «Υπάρχει κάποιο πρόβλημα;» ρώτησα. «Κάτι συγκεκριμένο;»

Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Δεν νομίζω», είπε. «Τίποτα το συγκεκριμένο. Πολλά μικρά πραγματάκια». Δεν ήξερα τι να της πω, αλλά η κατάσταση απαιτούσε να πω κάτι. «Όλοι δοκιμάζουν αυτό το συναίσθημα ώς ένα βαθμό όταν πρόκειται να παντρευτούν, νομίζω. “Όχι, ρε γαμώτο, πού πάω να μπλέξω;” θα ήσουν μάλλον ανώμαλη αν δεν ένιωθες έτσι. Είναι μεγάλη απόφαση, να επιλέξεις κάποιον για να περάσεις μαζί του τη ζωή σου ολόκληρη. Γι’ αυτό και είναι φυσικό να φοβάσαι. Όχι όμως σε τέτοιο βαθμό». «Είναι εύκολο να λες “Όλοι το νιώθουν αυτό. Όλοι είναι το ίδιο”», είπε. Ήταν πια περασμένες έντεκα. Έπρεπε να βρω έναν τρόπο να τελειώσω αυτή την κουβέντα και να φύγω από κει. Πριν όμως προλάβω να πω οτιδήποτε, μου ζήτησε να την αγκαλιάσω. «Γιατί;» ρώτησα ξαφνιασμένος. «Για να μου γεμίσεις τις μπαταρίες», είπε. «Να σου γεμίσω τις μπαταρίες;» «Το σώμα μου έχει μείνει από ρεύμα. Έχω να κοιμηθώ δυο ολόκληρες μέρες. Τη στιγμή που με παίρνει ο ύπνος, ξυπνάω και μετά δεν μπορώ να ξανακοιμηθώ. Δεν μπορώ να σκεφτώ. Όταν είμαι σ’ αυτή τη φάση, κάποιος πρέπει να μου γεμίσει τις μπαταρίες. Αλλιώς δεν μπορώ να συνεχίσω να ζω. Σου λέω την αλήθεια». Την κοίταξα στα μάτια, προσπαθώντας να καταλάβω αν ήταν ακόμα μεθυσμένη, αλλ’ αυτό που είδα ήταν το συνηθισμένο ψύχραιμο κι έξυπνο βλέμμα που ήξερα. Ήταν σαν να μην είχε πιει σταγόνα. «Μα εσύ παντρεύεσαι την άλλη βδομάδα. Μπορείς να ζητήσεις απ’ τον άντρα σου να σε κρατάει όση ώρα θέλεις. Κάθε βράδυ. Αυτή είναι η χρησιμότητα του γάμου άλλωστε. Δεν θα ξαναμείνεις ποτέ από ρεύμα». «Το πρόβλημα είναι τώρα», είπε. «Όχι αύριο, ούτε την άλλη βδομάδα, ούτε τον άλλο μήνα. Έχω μείνει από ρεύμα τώρα». Με χείλη σφιχτά, κοίταξε τις άκρες των ποδιών της. Ήταν τέλεια στοιχημένα. Μικρά και λευκά, είχαν δέκα όμορφα δαχτυλάκια. Ήταν ειλικρινής όταν έλεγε πως ήθελε να την κρατήσει κάποιος, κι έτσι την πήρα στην αγκαλιά μου. Ήταν τόσο παράξενα. Για μένα δεν ήταν παρά μια εξαιρετικά ικανή κι ευχάριστη συνάδελφος. Δουλεύαμε στο ίδιο γραφείο, λέγαμε ανέκδοτα ο ένας στον άλλο και βγαίναμε πού και πού για ένα ποτό. Εδώ όμως, μακριά απ’ το χώρο εργασίας, στο διαμέρισμά της, με τα χέρια μου πλεγμένα γύρω της, δεν ήμασταν παρά δυο ζεστοί σάρκινοι όγκοι. Είχαμε παίξει τους καθορισμένους ρόλους μας στη σκηνή του γραφείου, μόλις όμως βρεθήκαμε στα παρασκήνια, εγκαταλείποντας τις προσωρινές εικόνες που προβάλλαμε εκεί, δεν ήμασταν παρά ασταθείς κι αδέξιοι όγκοι σάρκας, ζεστά κομμάτια κρέας με πεπτικούς σωλήνες, καρδιές, εγκεφάλους και αναπαραγωγικά όργανα. Τα χέρια μου έσφιγγαν την πλάτη της, ενώ τα στήθη της πίεζαν το στήθος

μου. Ήταν μεγαλύτερα κι απαλότερα απ’ ό,τι φανταζόμουν. Καθόμουν στο πάτωμα με την πλάτη στον τοίχο κι εκείνη ήταν γερτή επάνω μου. Μείναμε σ’ αυτή τη στάση για πολλή ώρα, αγκαλιασμένοι χωρίς να μιλάμε. «Εντάξει είναι έτσι;» ρώτησα με φωνή που δεν έμοιαζε καθόλου με τη δική μου. Ήταν σαν να μιλούσε κάποιος άλλος στη θέση μου. Δεν είπε τίποτα, αλλά την ένιωσα να κάνει ναι με το κεφάλι. Φορούσε ένα φουτεράκι και μια λεπτή φούστα που της έφτανε μέχρι τα γόνατα, αλλά σύντομα διαπίστωσα ότι δεν φορούσε τίποτε αποκάτω. Σχεδόν αυτόματα ένιωσα να ερεθίζομαι κι εκείνη φάνηκε πως το κατάλαβε. Ένιωθα τη ζεστή ανάσα της στο λαιμό μου. Τελικά δεν κοιμήθηκα μαζί της. Το μόνο που έκανα ήταν να «φορτίζω» τις «μπαταρίες» της ως τις δύο το πρωί. Με παρακάλεσε να μείνω μαζί της μέχρι να κοιμηθεί. Την πήγα στο κρεβάτι και την έβαλα κάτω απ’ τα σκεπάσματα. Έμεινε ξύπνια αρκετή ώρα. Φόρεσε πιτζάμες κι εγώ συνέχισα να την κρατάω και να τη «φορτίζω». Καθώς την είχα στην αγκαλιά μου, ένιωθα τα μάγουλά της να καίνε και την καρδιά της να χτυπάει δυνατά. Δεν ήμουν σίγουρος ότι έκανα το σωστό, όμως δεν ήξερα άλλον τρόπο ν’ αντιμετωπίσω την κατάσταση. Το απλούστερο θα ήταν να κοιμηθώ μαζί της, αλλά κατάφερα να σβήσω αυτό το ενδεχόμενο απ’ το μυαλό μου. Το ένστικτό μου μού έλεγε να μην το κάνω. «Σε παρακαλώ, να μη με μισήσεις γι’ αυτό», είπε. «Μου λείπει τόση πολλή ενέργεια, που δεν μπορώ να κάνω αλλιώς». «Μη σε νοιάζει», είπα. «Καταλαβαίνω». Ήξερα ότι έπρεπε να πάρω τηλέφωνο σπίτι, αλλά τι θα μπορούσα να πω στην Κουμίκο; Δεν ήθελα να πω ψέματα, όμως ταυτόχρονα ήξερα πως θα ήταν αδύνατο να της εξηγήσω τι συνέβαινε. Και μετά από λίγο δεν φαινόταν να έχει και μεγάλη σημασία. Ό,τι ήταν να συμβεί, θα συνέβαινε. Έφυγα απ’ το διαμέρισμά της στις δύο το πρωί κι έφτασα στο σπίτι στις τρεις. Ήταν δύσκολο να βρω ταξί. Η Κουμίκο φυσικά ήταν έξαλλη. Καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας, ξύπνια, και με περίμενε. Της είπα ότι είχα βγει έξω με τα παιδιά του γραφείου για ποτό και μα-τζονγκ. Και γιατί δεν έκανες ένα απλό τηλεφώνημα; απαίτησε να μάθει. Δεν μου πέρασε απ’ το μυαλό, είπα. Δεν την έπεισα, και το ψέμα φάνηκε σχεδόν αμέσως. Είχα να παίξω μα-τζονγκ πολλά χρόνια, και δεν ήταν στη φύση μου να λέω ψέματα, ούτως ή άλλως. Κατέληξα να της ομολογήσω την αλήθεια. Της είπα ολόκληρη την ιστορία απ’ την αρχή ώς το τέλος -χωρίς τις ερωτικές λεπτομέρειες, φυσικά υποστηρίζοντας ότι δεν είχα κάνει τίποτα μ’ εκείνη τη γυναίκα. Η Κουμίκο αρνιόταν να μου μιλήσει επί τρεις μέρες. Κυριολεκτικά. Ούτε λέξη. Κοιμόταν στο άλλο δωμάτιο κι έτρωγε μόνη. Αυτή ήταν η χειρότερη κρίση που είχε περάσει ο γάμος μας. Είχε πραγματικά θυμώσει μαζί μου, και καταλάβαινα ακριβώς πώς ένιωθε. Μετά από τρεις μέρες σιωπής η Κουμίκο με ρώτησε: «Τι θα σκεφτόσουν εαν ήσουν στη θέση μου;» Ήταν οι πρώτες λέξεις που μου απηύθυνε. «Τι θα έλεγες αν γύριζα εγώ στο σπίτι στις τρεις

την Κυριακή το πρωί, χωρίς να σου έχω κάνει ούτε ένα τηλεφώνημα; “Όλη αυτή την ώρα ήμουν στο κρεβάτι μ’ έναν άντρα, αλλά μην ανησυχείς, δεν έκανα τίποτα, σε παρακαλώ, πίστεψέ με. Απλώς ξαναφόρτισα τις μπαταρίες του. Τώρα ας πάρουμε το πρωινό μας κι ας πέσουμε για ύπνο”, θες να πεις ότι δεν θα θύμωνες κι απλώς θα με πίστευες;» Δεν είπα τίποτα. «Κι αυτό που έκανες εσύ ήταν πολύ χειρότερο», συνέχισε η Κουμίκο. «Μου είπες ψέματα! Είπες ότι είχες βγει για ποτό και για μα-τζονγκ. Τεράστιο ψέμα! Πώς περιμένεις να πιστέψω, ότι δεν κοιμήθηκες μαζί της;» «Συγγνώμη που είπα ψέματα», είπα. «Ήταν απαράδεκτο έκ μέρους μου. Όμως είπα ψέματα μόνο και μόνο γιατί ήταν πάρα πολύ δύσκολο να σου εξηγήσω την αλήθεια, θέλω να με πιστέψεις: πραγματικά δεν έκανα τίποτα κακό». Η Κουμίκο άφησε το κεφάλι της ν’ ακουμπήσει στο τραπέζι. Ένιωσα σαν να είχε ξαφνικά φύγει ο αέρας απ’ το δωμάτιο. «Δεν ξέρω τι να πω», είπα. «Δεν μπορώ να το εξηγήσω αλλιώς, μόνο σου ζητάω να με πιστέψεις». «Εντάξει. Αν θες να σε πιστέψω, θα σε πιστέψω», είπε. «θέλω όμως να θυμάσαι κάτι: κάποια στιγμή θα σου κάνω κι εγώ το ίδιο. Κι όταν θα έρθει εκείνη η ώρα, θα ζητήσω από σένα να με πιστέψεις. Έχω αυτό το δικαίωμα». Σαφώς το είχε, αλλά δεν το άσκησε ποτέ. Κάθε λίγο και λιγάκι φανταζόμουν πώς θα ήταν αν το είχε κάνει. Το πιθανότερο είναι πως θα την είχα πιστέψει, αλλά η αντίδρασή μου θα ήταν χωρίς αμφιβολία το ίδιο περίπλοκη και δύσκολη όσο και η δική της. Δεν θα μπορούσα να πιστέψω πως εκείνη είχε κάνει κάτι τέτοιο για ποιο λόγο άλλωστε; Όπως ακριβώς πρέπει να είχε νιώσει κι εκείνη τότε που το είχα κάνει εγώ. «Κύριε Κουρδιστό Πουλί!» ακούστηκε μια φωνή απ’ τον κήπο. Ήταν η Μαγιού Κασαχάρα. Στεγνώνοντας ακόμη τα μαλλιά μου, βγήκα στη βεράντα. Καθόταν σ’ ένα πεζούλι τρώγοντας τα νύχια της. Φορούσε τα ίδια σκούρα γυαλιά όπως τότε που την είχα πρωτοσυναντήσει, κρεμ βαμβακερό παντελόνι και μαύρο πουκάμισο χωρίς γιακά. Στα χέρια της κρατούσε ένα ντοσιέ. «Μπήκα από δω», είπε δείχνοντας το μαντρότοιχο. Σκούπισε τα χώματα απ’ το παντελόνι της. «Ήμουνα σίγουρη ότι αυτό είναι το σπίτι. Χαίρομαι που δεν έκανα λάθος! Σκέψου να έμπαινα απ’ τον τοίχο στο σπίτι κάποιου αγνώστου!» Έβγαλ’ ένα πακέτο τσιγάρα απ’ την τσέπη της κι άναψε ένα. «Τέλος πάντων, κύριε Κουρδιστό Πουλί, τι χαμπάρια;» «Μια απ’ τα ίδια». «Πάω για δουλειά», είπε. «Δεν έρχεσαι μαζί μου; Δουλεύουμε πάντα δύο-δύο, και θα ήτανε πολύ

καλύτερο να έχω μαζί μου κάποιον γνωστό. Οι καινούργιοι σε τρελαίνουν στις ερωτήσεις -“Πόσων χρονών είσαι; Γιατί δεν είσαι στο σχολείο;” Σου πρήζουνε το συκώτι! Καμιά φορά σου τυχαίνει και κάνας ανώμαλος. Συμβαίνει, δεν το λέω για πλάκα! Έλα, κάνε μου τη χάρη, κύριε Κουρδιστό Πουλί!» «Είν’ εκείνη η δουλειά που μου είχες πει το γκάλοπ για τον περουκοποιό;» «Αυτό», είπε. «Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να μετρήσεις φαλακρά κεφάλια στην Γκίνζα απ’ τη μία μέχρι τις τέσσερις. Πανεύκολο! Και θα σου κάνει και καλό. Κάποια μέρα, όπως σε βλέπω και με βλέπεις, θα κάνεις κι εσύ φαλάκρα, οπότε καλό είναι να μελετήσεις το φαινόμενο όσο έχεις ακόμη μαλλιά». «Ναι, αλλά εσύ; Δεν θα σε κάνουνε τσακωτή αν σε δούνε να δουλεύεις στην Γκίνζα μεσημεριάτικα;» «Μπα. Θα τους πω ότι κάνω μια εργασία για την κοινωνιολογία. Πάντα πιάνει». Καθώς δεν είχα τίποτα να κάνω το μεσημέρι, αποφάσισα ν’ ακολουθήσω. Η Μαγιού Κασαχάρα τηλεφώνησε στην εταιρεία της και είπε ότι ερχόταν μαζί με κάποιον. Στο τηλέφωνο μιλούσε μ’ εντελώς επαγγελματικό τρόπο: Μάλιστα, κύριε, θα ήθελα να εργαστώ μαζί του, ναι, σωστά, ευχαριστώ πάρα πολύ, ναι, βεβαίως, καταλαβαίνω, ασφαλώς, θα είμαστ’ εκεί αμέσως μετά το μεσημέρι. Άφησα ένα σημείωμα για την Κουμίκο λέγοντας ότι θα επέστρεφα κατά τις έξι, για την περίπτωση που θ’ αποφάσιζε να γυρίσει νωρίς, κι έφυγα απ’ το σπίτι με τη Μαγιού Κασαχάρα. Η εταιρεία με τις περούκες ήταν στο Σιμπάσι. Στο μετρό η Μαγιού Κασαχάρα μου εξήγησε πώς δούλευε το σύστημα. Θα στεκόμασταν στη γωνία ενός δρόμου και θα μετρούσαμε όλους τους φαλακρούς άντρες (ακόμα κι αυτούς που τα μαλλιά τους είχαν αρχίσει ν’ αραιώνουν) που θα περνούσαν από κει. Θα τους ταξινομούσαμε σύμφωνα με το βαθμό απώλειας μαλλιών: Γ, αυτούς που τα μαλλιά τους είχαν αρχίσει κάπως ν’ αραιώνουν* Β, αυτούς που είχαν χάσει αρκετά* και Α, αυτούς που ήταν πραγματικά φαλακροί. Η Μαγιού πήρ’ ένα φυλλάδιο από το ντοσιέ της και μου έδειξε παραδείγματα των τριών σταδίων. «Ελπίζω να παίρνεις μια ιδέα, εντάξει, ποια κεφάλια ταιριάζουν με ποια κατηγορία. Δεν θα μπω τώρα σε λεπτομέρειες. Θα μας έτρωγε όλη την ημέρα. Όμως πιάνεις το νόημα, έτσι; Ποιος ανήκει σε ποια κατηγορία;» «Πιάνω το νόημα», είπα χωρίς μεγάλη αυτοπεποίθηση. Απ’ την άλλη μεριά της Μαγιού Κασαχάρα καθόταν ένας παχουλός γιάπης -καθαρή περίπτωση Βπου κοιτούσε με αμηχανία το φυλλάδιο, όμως εκείνη έδειχνε να μην προσέχει το πρόβλημα που του είχε δημιουργήσει. «Εγώ αναλαμβάνω να τους κατατάσσω σε κατηγορίες κι εσύ θα στέκεσαι δίπλα μου μ’ ένα φύλλο απογραφής. Θα τους γράφεις στην Α, στη Β ή στη Γ στήλη, ανάλογα μ’ αυτά που θα σου λέω. Κι αυτό είναι όλο. Εύκολο, έτσι;»

«Φαντάζομαι πως ναι», είπα. «Αλλά ποιο είναι το νόημα μιας τέτοιας απογραφής;» «Ιδέα δεν έχω», είπε. «Τις κάνουν σ’ ολόκληρο το Τόκιο στη Σιντζούκου, στη Σιμπούγια, στην Αογιάμα. Μπορεί να ψάχνουν να βρουν σε ποια γειτονιά υπάρχουν οι περισσότεροι φαλακροί. Ή να βρουν τις αναλογίες A, Β και Γ τύπων σ’ ολόκληρο τον πληθυσμό. Ποιος ξέρει; Έχουν τόσα πολλά λεφτά, που δεν ξέρουν τι να τα κάνουν. Τα σπαταλάνε λοιπόν σε χαζομάρες σαν κι αυτή. Τα κέρδη στο εμπόριο της περούκας είναι τεράστια. Οι υπάλληλοι παίρνουν πολύ μεγαλύτερα μπόνους απ’ ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη εταιρεία. Ξέρεις γιατί;» «Όχι. Γιατί;» «Οι περούκες δεν κρατάνε πολύ. Πάω στοίχημα ότι δεν το ήξερες αυτό: τα περουκίνια κρατάνε δύο, άντε τρία χρόνια το πολύ. Όσο καλύτερο: είναι φτιαγμένα, τόσο πιο γρήγορα φθείρονται. Είναι το τέλειο καταναλωτικό προϊόν. Επειδή αγκαλιάζουν τόσο σφιχτά το κρανίο, τα μαλλιά της βάσης φθείρονται με ταχύ ρυθμό. Μόλις συμβεί αυτό, πρέπει ν’ αγοράσεις καινούργια για να πετύχεις πάλι την ίδια εφαρμογή. Γιά σκέψου: να χρησιμοποιείς περούκα για δύο ολόκληρα χρόνια και κάποια στιγμή ν’ ανακαλύψεις ότι δεν ταιριάζει στο κρανίο σου τι θα σκεφτόσουν τότε; Εντάξει, η περούκα μου έχει φθαρεί. Δεν μπορώ να τη φορέσω πια. Όμως επειδή κοστίζει πολύ ν’ αγοράσω μια καινούργια, από αύριο θ’ αρχίσω να πηγαίνω στη δουλειά χωρίς περούκα. Αυτό θα σκεφτόσουν;» Κούνησα το κεφάλι μου. «Μάλλον όχι», είπα. «Φυσικά όχι. Άπαξ και κάποιος αρχίσει να χρησιμοποιεί περούκα, πρέπει να συνεχίσει να τη χρησιμοποιεί επ’ άπειρον. Είναι σαν να έχει σφραγίσει τη μοίρα του. Γι’ αυτό οι περουκοποιοί κερδίζουν τόσα πολλά. Λυπάμαι που το λέω, αλλά είναι κάτι σαν τους εμπόρους ναρκωτικών. Μόλις πιάσουν κάποιον στις αρπάγες τους, γίνεται πελάτης τους εφ’ όρου ζωής. Έχεις ακούσει ποτέ κάποιον φαλακρό να βγάζει ξαφνικά μαλλιά; Εγώ ποτέ. Μια περούκα πρέπει να κοστίζει τουλάχιστον μισό εκατομμύριο γεν, και μια πολύ καλή ίσως και ένα εκατομμύριο. Και χρειάζεσαι καινούργια κάθε δύο χρόνια! Φοβερό, ε; Ακόμα κι ένα αυτοκίνητο κρατάει περισσότερο απ’ αυτό τέσσερα με πέντε χρόνια. Και μετά μπορείς και να το πουλήσεις!» «Καταλαβαίνω τι εννοείς», είπα. «Επιπλέον, οι περουκοποιοί έχουν τα δικά τους κομμωτήρια. Πλένουν τις περούκες και κόβουν τα πραγματικά μαλλιά του πελάτη. Όχι, γιά σκέψου το: δεν μπορείς να πας να κάτσεις στην πολυθρόνα ενός κοινού κουρέα, να βγάλεις την περούκα σου και να του πεις, “Θα ’θελα να μου τα πάρεις λίγο”, το πιάνεις; Τα κέρδη απ’ τα κομμωτήρια και μόνο είναι αστρονομικά». «Ξέρεις πολλά εσύ», είπα με αληθινό θαυμασμό. Ο τύπος κατηγορίας Β που καθόταν δίπλα στη Μαγιού παρακολουθούσε την κουβέντα μας εμφανώς γοητευμένος. «Ασφαλώς», είπε. «Οι τύποι στο γραφείο μ’ αγαπάνε. Μου λένε τα πάντα. Τα κέρδη σ’ αυτή την υπόθεση είναι τεράστια. Φτιάχνουν τις περούκες στη Νοτιοανατολική Ασία και σε άλλα τέτοια μέρη, όπου τα εργατικά είναι φτηνά. Βρίσκουν και τα μαλλιά εκεί στην Ταϊλάνδη ή στις Φιλιππίνες. Οι γυναίκες πουλάνε τα μαλλιά τους στις περουκοποιΐες. Υπάρχουν μέρη όπου οι γυναίκες μαζεύουν την προίκα τους μ’ αυτό τον τρόπο. Ο κόσμος είναι τόσο παράξενος! Δίπλα σου μπορεί κάποια

στιγμή να κάθετ’ ένας άντρας που έχει στο κεφάλι του τα μαλλιά κάποιας γυναίκας απ’ την Ινδονησία». Με μια ανακλαστική κίνηση, εγώ και ο κύριος τύπου Β γυρίσαμε και κοιτάξαμε τους άλλους επιβάτες στο βαγόνι. Κάναμε μια στάση στο γραφείο της εταιρείας στο Σιμπάσι για να πάρουμ’ ένα φάκελο που περιείχε απογραφικά έντυπα και μολύβια. Αυτή η εταιρεία υποτίθεται πως ήταν δεύτερη σε μερίδιο αγοράς, αλλά ήταν εντελώς διακριτική, χωρίς ούτε καν μια πλακέτα στην είσοδο, έτσι ώστε οι πελάτες να μπορούν να μπαινοβγαίνουν με την άνεσή τους. Ούτε ο φάκελος ούτε τα φύλλα απογραφής είχαν τ’ όνομα της εταιρείας. Στο τμήμα δημοσκοπήσεων συμπλήρωσα μια αίτηση πρόσληψης για εργασία συγκεκριμένου χρόνου με τ’ όνομά μου, τη διεύθυνση, το μορφωτικό μου επίπεδο και την ηλικία μου. Αυτό το γραφείο ήταν ένας τόπος εργασίας απίστευτα ήσυχος. Κανείς δεν τσίριζε στο τηλέφωνο, κανείς δεν χτυπούσε σαν μανιακός το πληκτρολόγιο κάποιου κομπιούτερ με τα μανίκια ανασηκωμένα ώς τους αγκώνες. Ο κάθε εργαζόμενος ήταν πολύ προσεκτικά ντυμένος κι έκανε τη δουλειά του με ηρεμία κι αυτοσυγκέντρωση. Όπως θα περίμενε κανείς για γραφείο εταιρείας που φτιάχνει περούκες, κανείς εκεί μέσα δεν ήταν φαλακρός. Μερικοί απ’ αυτούς μπορεί μάλιστα να φορούσαν προϊόντα της εταιρείας, αλλά ήταν αδύνατο να τους ξεχωρίσω απ’ τους υπόλοιπους. Απ’ όλες τις εταιρείες που είχα ποτέ επισκεφτεί, αυτή διέθετε το πιο παράξενο περιβάλλον. Πήραμε το μετρό μέχρι την Γκίνζα. Έχοντας φτάσει νωρίς και πεινώντας κάπως, σταματήσαμε στο Ντέαρι Κουίν για ένα χάμπουργκερ. «Πες μου, κύριε Κουρδιστό Πουλί», είπε η Μαγιού Κασαχάρα, «αν ήσουν φαλακρός, θα φορούσες περουκίνι;» «Δεν μπορώ να σου απαντήσω», είπα. «Δεν μου αρέσουν τα πράγματα που χρειάζονται χρόνο και κόπο. Το πιθανότερο είναι ότι αν αποκτούσα φαλάκρα, θ’ αποδεχόμουν τη μοίρα μου». «Ωραία», είπε σκουπίζοντας το κέτσαπ απ’ το στόμα της με μια χαρτοπετσέτα. «Αυτό είναι το σωστό. Οι φαλακροί δεν είναι τόσο άσχημοι όσο νομίζουν. Για μένα δεν αξίζει καν τον κόπο ν’ ασχολείται κανείς με το ζήτημα». «Εγώ δεν είμαι και τόσο σίγουρος», είπα. Τις επόμενες τρεις ώρες καθίσαμε στην είσοδο του μετρό, δίπλα στο κτίριο της Γουάκο, μετρώντας τους φαλακρούς που περνούσαν. Κοιτάζοντας από ψηλά τα κεφάλια των ανθρώπων που ανεβοκατέβαιναν τα σκαλιά του μετρό, ήταν η καλύτερη μέθοδος για να προσδιορίζει κανείς το βαθμό απώλειας των μαλλιών για οποιοδήποτε κεφάλι. Η Μαγιού Κασαχάρα έλεγε «Α» ή «Β» ή «Γ», κι εγώ το έγραφα. Προφανώς είχε κάνει την ίδια δουλειά πολλές φορές. Ποτέ δεν δίσταζε, ούτε ψέλλιζε ούτε διόρθωνε τον εαυτό της, αλλά χαρακτήριζε το κάθε κεφάλι σωστά με μεγάλη ταχύτητα και με μεγάλη ακρίβεια, προφέροντας τα γράμματα χαμηλόφωνα και κοφτά, έτσι ώστε να μην την αντιλαμβάνονται οι περαστικοί. Αυτό σήμαινε ότι μερικές φορές τα γράμματα έπεφταν βροχή όταν περνούσαν πολλοί φαλακροί μαζί: «ΓΓΒΑΒΓΑΑΓΓΒΒ Β». Κάποια στιγμή ένας πάρα πολύ κομψός ηλικιωμένος κύριος (με πολύ πυκνά μαλλιά, λευκά σαν το χιόνι) σταμάτησε και μας παρακολουθούσε που δουλεύαμε. «Συγγνώμη», μου είπε μετά από λίγο, «θα μπορούσα να σας

ρωτήσω με τι ασχολείστε εσείς οι δυο;» «Έρευνα», είπα. «Τι είδους έρευνα;» ρώτησε. «Κοινωνιολογική μελέτη», είπα. «Γ Α Γ A Β Γ», είπε η Μαγιού Κασαχάρα. Ο γεράκος έμοιαζε να μην έχει πειστεί, αλλά συνέχισε να μας παρακολουθεί, ώσπου κάποια στιγμή βαρέθηκε κι εξαφανίστηκε. Όταν το ρολόι της Μιτσουκόσι στην απέναντι πλευρά τού δρόμου έδειξε τέσσερις, σταματήσαμε την έρευνά μας και γυρίσαμε στο Ντέαρι Κουίν για έναν καφέ. Η δουλειά δεν ήταν βαριά, ούτε έντονη, αλλά παρ’ όλ’ αυτά ένιωθα το λαιμό και τους ώμους μου πιασμένους. Μπορεί να ήταν η μυστική φύση της δουλειάς, οι ενοχές που είχα επειδή μετρούσα φαλακρά κεφάλια στο δρόμο. Όσην ώρα περάσαμε στο μετρό γυρίζοντας στα κεντρικά τής εταιρείας, στο Σιμπάσι, έπιασα τον εαυτό μου να κατατάσσει κάθε φαλακρό κεφάλι που έβλεπα στις κατηγορίες A, Β, Γ, μέχρι που ένιωσα ναυτία. Προσπάθησα να σταματήσω, αλλά είχα πάρει φόρα και ήταν αδύνατον. Παραδώσαμε τις καταστάσεις με τα νούμερα και πληρωθήκαμε αρκετά καλά λεφτά για το χρόνο και την προσπάθεια που είχαμε αφιερώσει. Υπέγραψα μια απόδειξη κι έβαλα τα χρήματα στην τσέπη μου. Η Μαγιού Κασαχάρα κι εγώ πήγαμε με το μετρό μέχρι τη Σιντζούκου κι από κει πήραμε τη γραμμή Οντακιού για το σπίτι. Η απογευματινή ώρα αιχμής μόλις άρχιζε. Είχα πολύ καιρό να μπω σε τρένο με τόσο μεγάλο συνωστισμό, και δεν μπορώ να πω ότι ένιωσα οποιαδήποτε νοσταλγία. «Καλή δουλειά, δεν νομίζεις;» είπε η Μαγιού Κασαχάρα καθώς στεκόταν δίπλα μου στο τρένο. «Είν’ εύκολη και τα λεφτά καθόλου άσχημα». «Πολύ καλά, θα έλεγα», είπα, βάζοντας στο στόμα μου μια καραμέλα λεμόνι. «Έλα μαζί μου και την επόμενη φορά. Μπορούμε να βγαίνουμε μια φορά τη βδομάδα». «Γιατί όχι;» είπα. «Ξέρεις, κύριε Κουρδιστό Πουλί», είπε η Μαγιού Κασαχάρα μετά από μια μικρή παύση, σαν να της είχε μόλις έρθει η ιδέα στο μυαλό, «πάω στοίχημα ότι ο λόγος που οι άνθρωποι φοβούνται να κάνουν φαλάκρα είναι γιατί τους κάνει να σκέφτονται το τέλος της ζωής. Εννοώ πως όταν τα μαλλιά σου αρχίζουν ν’ αραιώνουν, πρέπει να νιώθεις σαν ν’ αρχίζεις να φθείρεσαι... σαν να κάνεις ένα γιγάντιο βήμα προς την κατεύθυνση του θανάτου, προς τη Μεγάλη και Τελική Φθορά». Το σκέφτηκα για λίγο. «Μπορεί να το δει κι έτσι κανείς, σίγουρα», είπα. «Ξέρεις, κύριε Κουρδιστό Πουλί, μερικές φορές αναρωτιέμαι πώς πρέπει να είναι να πεθαίνεις λίγο λίγο για μεγάλο χρονικό διάστημα. Εσύ τι γνώμη έχεις;» Επειδή δεν ήξερα πού το πήγαινε, άλλαξα πιάσιμο στη χειρολαβή που κρατιόμουνα και την κοίταξα

στα μάτια. «Μπορείς να μου δώσεις ένα συγκεκριμένο παράδειγμα; Τι σημαίνει να πεθαίνεις λίγο λίγο;» «Τι να σου πω... Δεν ξέρω. Να είσαι παγιδευμένος στο σκοτάδι ολομόναχος, χωρίς να έχεις να φας ή να πιεις, και να πεθαίνεις λίγο λίγο...» «Πρέπει να είναι φριχτό», είπα. «Επώδυνο. Δεν θα ’θελα να πεθάνω έτσι, αν περνούσε απ’ το χέρι μου». «Όμως τελικά, κύριε Κουρδιστό Πουλί, έτσι ακριβώς δεν είναι η ζωή; Δεν είμαστε όλοι παγιδευμένοι κάπου στο σκοτάδι, όπου μας έχουν αφαιρέσει την τροφή και το νερό, κι έτσι πεθαίνουμε σιγά σιγά, λίγο λίγο...;» Γέλασα. «Είσαι πολύ μικρή για να είσαι τόσο... πεσψίστρια», είπα χρησιμοποιώντας την ξένη λέξη. «Πεσι-τι;» «Πεσιμίστρια. Απαισιόδοξη δηλαδή. Βλέπεις μόνο τη σκοτεινή πλευρά των πραγμάτων». «Πεσιμίστρια... πεσιμίστρια...» επανέλαβε την άγνωστη λέξη πολλές φορές κι ύστερα με κοίταξε κατάματα προκλητικά. «Είμαι μόνο δεκαέξι χρονών», είπε, «και δεν ξέρω πολλά πράγματα για τον κόσμο, αλλά για ένα πράγμα είμαι σίγουρη. Αν είμαι πεσιμιστρια, τοτε οι ενήλικοι σ’ αυτό τον κόσμο που δεν είναι πεσιμιστές δεν είναι παρά ένα μάτσο βλάκες».

Το κοκαλάκι της νυχτερίδας Θάνατος στην μπανιέρα Αγγελιοφόρος με αναμνηστικά

Είχαμε μετακομίσει στο τωρινό σπίτι δυο χρόνια μετά το γάμο μας, το φθινόπωρο. Το διαμέρισμα στο Κοέντζι, όπου μέναμε μέχρι τότε, θα ανακατασκευαζόταν, οπότε έπρεπε να φύγουμε. Ψάχναμε να βρούμε κάποιο φτηνό και βολικό διαμέρισμα για να μετακομίσουμε, αλλά κάτι τέτοιο ήταν πολύ δύσκολο με τα χρήματα που διαθέταμε. Όταν ο θείος μου μας άκουσε να το συζητάμε, μας πρότεινε να μείνουμε σ’ ένα δικό του σπίτι στη Σεταγκάγια. Το είχε αγοράσει όταν ήταν νέος και είχε μείνει εκεί δέκα χρόνια. Αυτός θα ήθελε να το γκρεμίσει και να φτιάξει στη θέση του κάτι πιο λειτουργικό, αλλά οι πολεοδομικοί περιορισμοί δεν του επέτρεπαν να κατασκευάσει το είδος του σπιτιού που ήθελε, Περίμενε να εφαρμοστούν οι πιθανολογούμενες αλλαγές στον κανονισμό, αλλά εάν στο μεταξύ άφηνε το σπίτι ακατοίκητο, θα του έπεφτε βαρύς ο φόρος ακίνητης περιουσίας, αν πάλι το νοίκιαζε σε αγνώστους, θα είχε πρόβλημα όταν θα τους ζητούσε να το εκκενώσουν, Από μας θα έπαιρνε μόνο ένα συμβολικό ενοίκιο για να καλύψει τους φόρους του, αλλά σε αντάλλαγμα ήθελε να συμφωνήσουμε ότι θα εγκαταλείπαμε το σπίτι μέσα σε τρεις μήνες από τη στιγμή που θα μας ειδοποιούσε, όταν και αν ερχόταν η ώρα. Δεν είχαμε πρόβλημα μ’ αυτό: αυτή η ρύθμιση για τους φόρους δεν ήταν και πολύ σαφής, αλλ’ αρπάξαμε την ευκαιρία να μείνουμε έστω και για λίγο σε μονοκατοικία πληρώνοντας ένα νοίκι ανάλογο μ’ εκείνο που πληρώναμε σε διαμέρισμα (και μάλιστα φτηνό). Το σπίτι απείχε κάμποσο απ’ τον κοντινότερο σταθμό της γραμμής Οντακιού, αλλά βρισκόταν σε ήσυχη γειτονιά και είχε και μια μικρή αυλή. Αν και δεν ήταν δικό μας, είχαμε την αίσθηση ότι από τη στιγμή που μετακομίσαμε σ’ αυτό, είχαμε φτιάξει ένα πραγματικό «σπιτικό». Αυτός ο θείος, ο μικρότερος αδερφός της μητέρας μου, ούτε μια φορά δεν ζήτησε κάτι από μας. Ήταν πολύ άνετος τύπος, υποθέτω, αλλά κακά τα ψέματα, όλη αυτή η χαλαρότητα ήταν και κάπως μυστήρια. Βέβαια, ο συγκεκριμένος θείος ήταν ο αγαπημένος μου συγγενής. Είχε τελειώσει μια σχολή στο Τόκιο και είχε δουλέψει για ένα διάστημα εκφωνητής στο ραδιόφωνο, αλλά μετά από δέκα χρόνια, όταν «βαρέθηκε τη δουλειά», παράτησε το σταθμό κι άνοιξε μπαρ στην Γκίνζα. Ήταν ένα μικρό και σχεδόν ασκητικό στέκι, αλλά έγινε πασίγνωστο για την αυθεντικότητα των κοκτέιλ του, και μέσα σ’ ελάχιστα χρόνια ο θείος μου κατάφερε ν’ ανοίξει μια ολόκληρη αλυσίδα από μπαρ κι εστιατόρια. Όλα του τα μαγαζιά πήγαιναν πάρα πολύ καλά: απ’ ό,τι φαίνεται, είχε το ειδικό χάρισμα που χρειάζεται κανείς για να κάνει μπίζνες. Κάποτε, ενώ ήμουν ακόμη στο πανεπιστήμιο, τον ρώτησα πώς γινόταν και κάθε στέκι που άνοιγε έπιανε αμέσως. Στον ίδιο ακριβώς χώρο όπου κάποιο εστιατόριο είχε χρεοκοπήσει, άνοιγε εκείνος ένα παρόμοιο εστιατόριο κι έπηζε από πελατεία. Γιατί συνέβαινε αυτό; «Έχω το κοκαλάκι της νυχτερίδας», είπε, χωρίς ν’ αστειεύεται καθόλου. Κι αυτή ήταν η μόνη εξήγηση που μου έδωσε. Μπορεί πραγματικά να είχε το «κοκαλάκι της νυχτερίδας», αλλά είχε ταυτόχρονα και ταλέντο να βρίσκει ικανούς ανθρώπους να δουλεύουν γι’ αυτόν. Τους έδινε αξιοπρεπείς μισθούς και τους συμπεριφερόταν καλά, κι αυτοί με τη σειρά τους έδιναν τον καλύτερό τους εαυτό για κείνον. «Όταν

ξέρω ότι έχω βρει τον κατάλληλο άνθρωπο, του δίνω ένα μάτσο χαρτονομίσματα και τον αφήνω να έχει το πάνω χέρι», μου είπε μια φορά. «Πρέπει να πληρώνεις γενναιόδωρα για όσα αγοράζονται με χρήμα, χωρίς να σε νοιάζει πόσα θα κερδίσεις και πόσα θα χάσεις. Κράτα δυνάμεις γι’ αυτά που δεν αγοράζονται με χρήμα». Παντρεύτηκε σε μεγάλη ηλικία. Αποφάσισε να νοικοκυρευτεί στα σαράντα πέντε του, αφού πρώτα έκανε περιουσία. Η γυναίκα του ήταν διαζευγμένη, τρία με τέσσερα χρόνια μικρότερή του, κι έφερε κι εκείνη μια μικρή περιουσία στο γάμο. Ο θείος μου ποτέ δεν μου είπε πώς την είχε γνωρίσει, και το μόνο που μπορώ να πω γι’ αυτήν είναι πως ήταν μια ήσυχη γυναίκα από καλή οικογένεια. Δεν έκαναν παιδιά. Εκείνη, απ’ ό,τι φαίνεται, δεν είχε παιδιά ούτε απ’ τον πρώτο της σύζυγο, πράγμα που μπορεί να ήταν κι ο λόγος του διαζυγίου. Τέλος πάντων, αν και ο θείος μου δεν ήταν αυτό που θα λέγαμε μεγιστάνας, στα σαράντα πέντε του ήταν σε θέση να χαλαρώσει και να μη χρειάζεται να δουλεύει σαν σκλάβος απ’ το πρωί ώς το βράδυ για τα χρήματα. Εκτός απ’ τα κέρδη των εστιατορίων και των μπαρ, εισέπραττε και ενοίκια από πολλά σπίτια κατ πολυκατοικίες που είχε φροντίσει ν’ αποκτήσει, αλλά και από επενδύσεις που είχε κάνει. Το σόι, έχοντας παράδοση στις καθωσπρέπει δουλειές και στη μετρημένη ζωή, έβλεπε το θείο περίπου σαν μαύρο πρόβατο, κι εκείνος δεν είχε δείξει ποτέ καμιά τάση συγχρωτισμού με τους συγγενείς. Καθώς ήμουν ο μόνος του ανιψιός, έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για μένα, ειδικά από τότε που μπήκα στο πανεπιστήμιο, την ίδια χρονιά που πέθανε η μητέρα μου και τσακώθηκα με τον πατέρα μου, ο οποίος ξαναπαντρεύτηκε αμέσως μετά το θάνατό της. Όσο ζούσα τη μοναχική ζωή του φτωχού φοιτητή στο Τόκιο, ο θείος μου συχνά με καλούσε για φαγητό σε κάποιο από τα εστιατόριά του στην Γκίνζα. Εκείνος και η γυναίκα του έμεναν τώρα σε μια πολυκατοικία σ’ ένα ύψωμα στην Αζαμπού, κι αυτό για να μην έχουν στο κεφάλι τους τη φροντίδα μιας μονοκατοικίας. Δεν του άρεσαν οι πολυτέλειες, αλλά είχε ένα χόμπι: την αγορά σπάνιων αυτοκινήτων. Είχε μια Τζάγκουαρ και μια Αλφα Ρομέο στο γκαράζ του αντίκες και οι δυο κι εξαιρετικά φροντισμένες, γυαλιστερές σαν νεογέννητα μωρά. Μια μέρα που μιλούσα με το θειο μου για κάτι άσχετο, άρπαξα την ευκαιρία να τον ρωτήσω τι ήξερε για την οικογένεια της Μαγιού Κασαχάρα. «Κασαχάρα, είπες;» σκέφτηκε για λίγο. «Δεν τους έχω ακουστά. Ήμουν ανύπαντρος όταν έμενα εκεί, αλλά δεν είχα και καμιά σχέση με τους γείτονες». «Στην πραγματικότητα αυτό που μ’ ενδιαφέρει είναι το σπίτι απέναντι απ’ το δικό τους, ένα ακατοίκητο στην άλλη πλευρά τού στενού που περνάει ανάμεσα στις αυλές», είπα. «Νομίζω ότι εκεί έμενε κάποια οικογένεια Μιγιαουάκι. Τώρα είναι θεόκλειστο κι έρημο». «Α, ο Μιγιαουάκι. Αυτόν τον ήξερα», είπε ο θείος μου. «Είχε μια αλυσίδα από εστιατόρια, ένα απ’ αυτά μάλιστα στην Γκίνζα. Συναντήθηκα μαζί του αρκετές φορές για επαγγελματικούς λόγους. Τα εστιατόριά του δεν έλεγαν και πολλά, να σου πω την αλήθεια, αλλά η θέση τους ήταν εξαιρετική. Νόμιζα ότι τα πήγαινε καλά. Ήταν ωραίος τύπος, αλλά λίγο πλεϊμπόι. Ποτέ στη ζωή του δεν είχε δουλέψει σοβαρά και ποτέ δεν έμαθε να κάνει κάτι καλά - με λίγα λόγια, δεν κατάφερε ποτέ να μεγαλώσει. Κάποιος τον κοροΐδεψε στο χρηματιστήριο, του έφαγε ό,τι είχε και δεν είχε σπίτι, οικόπεδα, επιχειρήσεις, τα πάντα. Και δεν θα μπορούσε να γίνει σε χειρότερη χρονική στιγμή. Προσπαθώντας ν’ ανοίξει ένα καινούργιο εστιατόριο, είχε βάλει ενέχυρο το σπίτι του κι όλη του την ακίνητη περιουσία. Μέσα σε μια μέρα κατέρρευσαν όλα. Είχε και δύο κόρες, νομίζω, φοιτήτριες».

«Το σπίτι είναι άδειο από τότε, φαντάζομαι». «Δεν με εκπλήσσει καθόλου. Πάω στοίχημα πως οι τίτλοι είναι μπερδεμένοι και πως το διεκδικούν οι πιστωτές, ή κάτι τέτοιο. Καλύτερα να μην το αγγίξεις αυτό το μέρος, ό,τι προσφορά κι αν σου κάνουν». «Ποιος, εγώ;» γέλασα. «Με τίποτα δεν θα μπορΰσα ν’ αγοράσω ένα μέρος σαν κι αυτό. Όμως τι εννοείς;» «Το ερεύνησα αυτό το σπίτι όταν αγόρασα το δικό μου. Κάτι δεν πάει καλά μ’ αυτό». «Εννοείς φαντάσματα;» «Μπορεί να μην έχει φαντάσματα, αλλά ποτέ δεν άκουσα κάτι καλό γι’ αυτό το σπίτι», είπε ο θείος μου. «Έμενε εκεί ένας γνωστός στρατιωτικός μέχρι το τέλος του πολέμου, ο συνταγματάρχης Τάδε, μέλος της ελίτ του στρατού. Τα στρατεύματα που διοικούσε στη Βόρεια Κίνα κέρδισαν ένα σωρό παράσημα εκεί, αλλά έκαναν κάμποσα φριχτά κατορθώματα όπως, ας πούμε, η εκτέλεση πεντακοσίων αιχμαλώτων πολέμου, ο εξαναγκασμός δεκάδων χιλιάδων αγροτών να δουλέψουν για λογαριασμό τους μέχρι που οι μισοί απ’ αυτούς πέθαναν, τέτοια πράγματα. Αυτές οι ιστορίες κυκλοφορούσαν ευρέως, αλλά δεν ξέρω κατά πόσο έχουν σχέση με την πραγματικότητα. Τ ον ανακάλεσαν στην Ιαπωνία πριν απ’ το τέλος του πολέμου, γι’ αυτό και την εποχή της συνθηκολόγησης ήταν εδώ και κατάλαβε απ’ την εξέλιξη των πραγμάτων ότι μάλλον δεν θα γλίτωνε το στρατοδικείο. Αυτοί που είχαν οργιάσει στην Κίνα -οι στρατηγοί αλλά και οι κατώτεροι αξιωματικοί συλλαμβάνονταν ο ένας μετά τον άλλο από τη στρατιωτική αστυνομία. Αυτός δεν είχε καμιά διάθεση να περάσει στρατοδικείο. Δεν θ’ ανεχόταν να διαπομπευτεί και στο τέλος να εκτελεστεί. Προτιμούσε ν’ αφαιρέσει μόνος του τη ζωή του παρά να επιτρέψει να συμβεί κάτι τέτοιο. Έτσι μια μέρα, όταν είδε ένα στρατιώτη να σταματάει με το τζιπ μπροστά στο σπίτι του, τίναξε επιτόπου τα μυαλά του στον αέρα. θα προτιμούσε βέβαια να κάνει χαρακίρι με τον παλιό καλό τρόπο των Σαμουράι, αλλά δεν είχε τον απαιτούμενο χρόνο. Η γυναίκα του κρεμάστηκε στην κουζίνα για να “συνοδεύσει” το σύζυγό της στο θάνατο». «Πω πω». «Αποδείχτηκε τελικά ότι ο στρατιώτης ήταν ένας απλός φαντάρος που έψαχνε την γκόμενά του. Είχε χαθεί κι έψαχνε να βρει κάποιον να ρωτήσει. Ξέρεις πόσο δύσκολο είναι να προσανατολιστείς σ’ αυτή την περιοχή. Το ν’ αποφασίσεις πως ήρθε η ώρα σου να πεθάνεις αυτό δεν είν’ εύκολο για κανέναν». «Σίγουρα δεν είναι». «Το σπίτι ήταν άδειο γι’ αρκετό καιρό μετά απ’ αυτό, ώσπου το αγόρασε μια ηθοποιός ηθοποιός του κινηματογράφου. Αποκλείεται να την έχεις ακούσει. Ήταν σταρ πολύ πριν γεννηθείς εσύ, και δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα δημοφιλής. Έζησε εκεί περίπου δέκα χρόνια. Μόνη με την υπηρέτριά της. Ήταν ανύπαντρη. Μερικά χρόνια αφότου μετακόμισε εκεί, έπαθαν κάτι τα μάτια της. Όλα τα έβλεπε θολά, ακόμα και πράγματα που ήταν πολύ κοντά της. Όμως ήταν ηθοποιός* δεν μπορούσε να δουλέψει φορώντας γυαλιά. Και οι φακοί επαφής ήταν σχεδόν άγνωστοι εκείνη την εποχή. Δεν ήταν

καθόλου καλοί και σχεδόν κανείς δεν τους χρησιμοποιούσε. Έτσι, πριν γυρίσει κάποια σκηνή, πήγαινε στο χώρο των γυρισμάτων κι απομνημόνευε τον αριθμό των βημάτων που έπρεπε να κάνει απ’ το Α σημείο στο Β. Τελικά, κουτσά στραβά τα κατάφερνε* εκείνα τα έργα ήταν πάρα πολύ απλά, τα παλιά οικογενειακά δράματα της Σοτσίκου-φιλμς. Όλα ήταν πολύ πιο χαλαρά εκείνη την εποχή. Κάποια μέρα όμως, αφού πρώτα έλεγξε το χώρο και γύρισε στο καμαρίνι της, ένας νεαρός οπερατέρ που δεν ήξερε το πρόβλημα μετακίνησε λίγο κάποια κομμάτια του σκηνικού». «Ωχ», «Πάτησε σ’ ένα σημείο που δεν έπρεπε, έπεσε, και μετά απ’ αυτό δεν μπόρεσε να ξαναπερπατήσει. Και σαν να μην έφτανε αυτό, η όρασή της συνέχιζε να χειροτερεύει. Στην πραγματικότητα ήταν τυφλή. Ήταν στ’ αλήθεια κρίμα* ήταν ακόμα νέα κι όμορφη. Εννοείται πως η κινηματογραφική της καριέρα είχε τελειώσει. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να μείνει στο σπίτι της. Ώσπου μια μέρα η υπηρέτρια της έκλεψε όλα τα λεφτά και την κοπάνησε με κάποιον τύπο. Αυτή η υπηρέτρια ήταν το μόνο πρόσωπο που εμπιστευόταν απόλυτα, ήταν εξαρτημένη απ’ αυτήν, και η γυναίκα αυτή τής πήρε ό,τι είχε και δεν είχε, χρήματα, ομόλογα, τα πάντα. Συμβαίνουν κάτι ιστορίες καμιά φορά! Και τι νομίζεις ότι έκανε τελικά;» «Προφανώς η ιστορία δεν μπορεί να έχει χάπι εντ». «Προφανώς όχι», είπε ο θείος μου. «Γέμισε την μπανιέρα, έβαλε μέσα το κεφάλι της και πνίγηκε. Καταλαβαίνεις φυσικά ότι για να πεθάνει κανείς έτσι πρέπει να είναι πολΰ μα πολύ αποφασισμένος». «Και μη χειρότερα». «Ακριβώς. Και μη χειρότερα. Ο Μιγιαουάκι αγόρασε το οικόπεδο μαζί με το σπίτι αμέσως μετά απ’ αυτό. Μη με παρεξηγείς, είναι πολύ ωραίο μέρος* όποιος το βλέπει, αμέσως θέλει να το αγοράσει. Η γειτονιά είναι ευχάριστη, το οικόπεδο είναι υπερυψωμένο κι έχει πολύ ήλιο, το σπίτι είναι μεγάλο. Όμως ο Μιγιαουάκι είχε ακούσει τις θλιβερές ιστορίες για όσους είχαν μείνει πριν εκεί, γι’ αυτό κι έβαλε να γκρεμίσουν το σπίτι, να βγάλουν ακόμα και τα θεμέλια, κι έχτισε ένα καινούργιο. Έφερε και σιντοΐστές ιερείς για να το αποκαθάρουν. Όμως αυτό μάλλον δεν ήταν αρκετό. Σ’ όποιον ζει εκεί, συμβαίνουν διάφορα δυσάρεστα. Είναι σαν καταραμένο. Τέτοια μέρη υπάρχουν, και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα γι’ αυτό. Εγώ προσωπικά δεν θα το δεχόμουν, ακόμα κι αν μου ~ο δίνανε χάρισμα». Αφού ψώνισα στο σούπερ μάρκετ, έβαλα σε τάξη τα υλικά για την προετοιμασία του βραδινού φαγητού. Μάζεψα τα στεγνά πια ρούχα, τα τύλιξα προσεκτικά και τα έβαλα στις ντουλάπες τους. Όταν γύρισα στην κουζίνα, έφτιαξα έναν καφέ. Ήταν μια ήσυχη κι όμορφη μέρα, χωρίς καθόλου τηλεφωνήματα. Ξάπλωσα στον καναπέ κι άρχισα να διαβάζω ένα βιβλίο. Κανείς δεν διέκοψε το διάβασμά μου. Κάθε τρεις και λίγο το κουρδιστό πουλί έκρωζε στην αυλή. Στην πραγματικότητα ήταν ο μόνος ήχος που άκουσα όλη την ημέρα. Στις τέσσερις κάποιος χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας. Ήταν ο ταχυδρόμος. «Έχετε συστημένο», είπε, και μου έδωσε ένα χοντρό φάκελο. Τον παρέλαβα κι έβαλα μια υπογραφή στην απόδειξη. Αυτός ο φάκελος ήταν ασυνήθιστος. Ήταν φτιαγμένος από παλαιού τύπου, βαρΰ ριζόχαρτο και κάποιος είχε κάνει τον κόπο να γράψει επάνω τ’ όνομά μου και τη διεύθυνσή μου με πινέλο

καλλιγραφίας, με έντονα μαύρα ιδεογράμματα. Τ’ όνομα του αποστολέα στην άλλη πλευρά ήταν Τοκουτάρο Μαμίγια και η διεύθυνση κάπου στην περιφέρεια της Χιροσίμα. Δεν ήξερα ούτε τ’ όνομα ούτε τη διεύθυνση. Κι αν έκρινα απ’ τον τρόπο γραφής, αυτός ο Τοκουτάρο Μαμίγια πρέπει να ήταν άνθρωπος περασμένης ηλικίας. Κανείς πια δεν ήξερε να γράφει μ’ αυτό τον τρόπο. Κάθισα στον καναπέ, πήρα ένα ψαλίδι κι άνοιξα το φάκελο. Το ίδιο το γράμμα, παλαιικό όσο κι ο φάκελος, ήταν γραμμένο σε ριζόχαρτο, με στρωτό, χειμαρρώδη γραφικό χαρακτήρα, από άνθρωπο εμφανώς μορφωμένο και καλλιεργημένο. Μη έχοντας αυτού του είδους την καλλιέργεια, με δυσκολία μπορούσα να το διαβάσω. Το είδος των προτάσεων και το συντακτικό τους ταίριαζαν απόλυτα με την ακραία τυπικότητα του γραφικού χαρακτήρα, κι αυτό περιέπλεκε ακόμη τα πράγματα. Με αρκετή προσπάθεια κατάφερα ν’ αποκρυπτογραφήσω το γενικό νόημα. Έλεγε ότι ο κύριος Χόντα, ο ηλικιωμένος μάντης που επισκεπτόμουν με την Κουμίκο πριν από πολλά χρόνια, είχε πεθάνει από καρδιακή προσβολή πριν από δυο βδομάδες στο σπίτι του στο Μεγκούρο. Καθώς έμενε μόνος του, πέθανε χωρίς κανέναν δίπλα του, αλλά• οι γιατροί πίστευαν πως έφυγε γρήγορα και χωρίς να υποφέρει πολύ το μόνο ίσως φωτεινό σημείο σ’ αυτή τη θλιβερή ιστορία. Η υπηρέτρια τον είχε βρει το πρωί πεσμένο με το κεφάλι πάνω στο χαμηλό τραπεζάκι μπροστά στο τζάκι του. Αυτός που είχε γράψει το γράμμα, ο Τοκουτάρο Μαμίγια, ήταν κάποτε υπολοχαγός στη Μαντζουρία και είχε ζήσει τους κινδύνους του πολέμου μαζί με το δεκανέα Οΐσι Χόντα. Τώρα, εκπληρώνοντας τις διακαείς επιθυμίες του εκλιπόντος, κι επειδή δεν υπήρχαν επιζώντες συγγενείς, ο Μαμίγια είχε αναλάβει το καθήκον να μοιράσει τα αναμνηστικά. Ο εκλιπών είχε αφήσει εξαιρετικά λεπτομερείς σχετικές γραπτές οδηγίες. «Η λεπτομερής και σχολαστική διαθήκη μαρτυρεί ότι ο κύριος Χόντα περίμενε τον επικείμενο θάνατό του. Γράφει σαφώς ότι θα ήταν εξαιρετικά ευχαριστημένος εάν εσείς, κύριε Τόρου Οκάντα, δεχόσαστε να παραλάβετε κάποιο αντικείμενο ως ένδειξη σεβασμού στη μνήμη του. Μπορώ να φανταστώ πόσο απασχολημένος πρέπει να είστε, κύριε Οκάντα, αλλά μπορώ να σας διαβεβαιώσω, ως παλαιός συμπολεμιστής του εκλιπόντος, και με ελάχιστα χρόνια να απομένουν έως τη δική μου αποδημία, ότι θα μου δώσετε πολύ μεγάλη χαρά εάν ευαρεστηθείτε να δεχτείτε αυτό το αντικείμενο ως ελάχιστο φόρο τιμής στη μνήμη του θανόντος κυρίου Χόντα». Το γράμμα κατέληγε με τη διεύθυνση στην οποία έμενε τώρα στο Τόκιο ο κύριος Μαμίγια. Η διεύθυνση ανήκε σε κάποιον άλλο Μαμίγια, ο οποίος, υπέθεσα, θα πρέπει να ήταν συγγενής. Έγραψα την απάντησή μου σε μια καρτ ποστάλ στο τραπέζι της κουζίνας. Δεν είχα σκοπό να επεκταθώ, αλλά μόλις έπιασα το στιλό στο χέρι, ακόμη κι αυτές οι λακωνικές φράσεις μου έβγαιναν με δυσκολία, «θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που γνώρισα τον εκλιπόντα κύριο Χόντα και ωφελήθηκα από τη σύντομη γνωριμία μας. Το νέο ότι δεν είναι πια ανάμεσά μας μου φέρνει αναμνήσεις από κείνη την εποχή. Οι ηλικίες μας ήταν πολύ διαφορετικές, φυσικά, και η γνωριμία μας δεν κράτησε παρά μόνο ένα χρόνο, αλλά παρ’ όλ’ αυτά θεωρούσα πάντα ότι υπήρχε κάτι στο χαρακτήρα του εκλιπόντος που συγκινούσε τους ανθρώπους βαθιά. Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, ποτέ δεν μπορούσα να φανταστώ ότι ο κύριος Χόντα θα με όριζε παραλήπτη κάποιου αναμνηστικού, ούτε είμαι βέβαιος ότι αξίζω μια τέτοια τιμή. Αν όμως αυτή ήταν η επιθυμία του, θα δεχτώ αυτό που μου στέλνει με το δέοντα σεβασμό. Παρακαλώ, επικοινωνήστε μαζί μου το συντομότερο δυνατό». Όταν έριξα την κάρτα στο κοντινότερο ταχυδρομικό κουτί, έπιασα τον εαυτό μου να μουρμουρίζει το παλιό στιχάκι του κυρίου Χόντα: «Ο θάνατος είναι ο μόνος τρόπος / για να επιπλεύσεις ελεύθερος: / Νομονχάν».

Η ώρά πλησίαζε δέκα όταν γύρισε η Κουμίκο από τη δουλειά της. Είχε πάρει λίγο πριν απ’ τις έξι για να πει ότι θ’ αργούσε πάλι σήμερα, ότι θα ’πρεπε να φάω μόνος μου κι ότι εκείνη θα έτρωγε κάτι πρόχειρο έξω. Ωραία, είπα στον εαυτό μου, κι έφαγα κάτι απλό. Έμεινα και πάλι μόνος στο σπίτι διαβάζοντας ένα βιβλίο. Όταν γύρισε η Κουμίκο, μου είπε ότι ήθελε να πιει λίγη μπίρα. Μοιραστήκαμε ένα μεσαίο μπουκάλι. Έδειχνε κουρασμένη. Με τους αγκώνες στο τραπέζι της κουζίνας, ακουμποΰσε το σαγόνι στα χέρια της κι απαντούσε μονολεκτικά ό,τι κι αν της έλεγα. Έδειχνε να την απασχολεί κάτι. Της είπα ότι πέθανε ο κύριος Χόντα. «Αλήθεια;» είπε αναστενάζοντας. «Πρέπει να ήταν πια πολύ μεγάλος, και ήταν σχεδόν τελείως κουφός». Όταν όμως είπα ότι είχε αφήσει κάτι για μένα, ταράχτηκε, λες κι έπεσε ξαφνικά κάτι πάνω της απ’ τον ουρανό. «Για σένα;!» φώναξε, και τα φρύδια της έσμιξαν σε μια έκφραση απορίας. «Ναι. Περίεργο δεν είναι;» «Πρέπει να σε συμπαθούσε». «Πώς είναι δυνατόν; Ποτέ δεν είχαμε μιλήσει πραγματικά», είπα. «Τουλάχιστον εγώ ποτέ δεν του ανοίχτηκα. Αλλ’ ακόμα κι αυτά που του είπα, αμφιβάλλω αν τ’ άκουσε. Καθόμασταν κι ακούγαμε τις ιστορίες του μια φορά το μήνα. Και το μόνο που μας έλεγε ήταν η μάχη του Νομονχάν: πώς έριχναν κοκτέιλ μολότοφ, ποιο τανκς κάηκε και ποιο δεν κάηκε, τέτοια πράγματα». «Μη ρωτάς εμένα», είπε η Κουμίκο. «Πρέπει κάτι να του άρεσε σ’ εσένα. Δεν τους καταλαβαίνω αυτούς τους ανθρώπους, τι έχουν στο μυαλό τους». Μετά απ’ αυτό έμεινε πάλι σιωπηλή. Ήταν μια σιωπή γεμάτη ένταση. Κοίταξα το ημερολόγιο στον τοίχο. Η περίοδός της δεν ήταν ν’ αρχίσει ακόμα. Φαντάστηκα ότι θα είχε συμβεί κάτι δυσάρεστο στο γραφείο. «Δουλεύεις πολύ;» ρώτησα. «Κάμποσο», είπε η Κουμίκο αφού ήπιε πρώτα μια γουλιά μπίρα και κοίταξε όση είχε μείνει στο ποτήρι. Υπήρχε ένας τόνος προ-κλησης στη φωνή της. «Συγγνώμη που άργησα, αλλά ξέρεις πώς είναι η δουλειά του περιοδικού, όταν συμβαίνει κάτι έκτακτο. Και δεν μπορείς να πεις ότι το κάνω πολύ συχνά. Τους ζητάω να μου δίνουν όσο λιγότερες υπερωρίες γίνεται. Το ξέρουν ότι έχω ένα σύζυγο και πρέπει να τον βλέπω κι αυτόν». Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά. «Δεν σε κατηγορώ», είπα. «Ξέρω ότι πρέπει να δουλέψεις παραπάνω μερικές φορές. Απλώς ανησυχώ, γιατί κουράζεσαι πάρα πολύ». Έκανε ένα μαραθώνιο ντους. Εγώ ήπια την μπίρα μου και ξεφύλλισα ένα εβδομαδιαίο περιοδικό που είχε φέρει η Κουμίκο απ’ τη δουλειά. Έβαλα το χέρι στην τσέπη του παντελονιού μου και βρήκα εκεί την αμοιβή από τις λίγες ώρες που είχα δουλέψει. Δεν είχα κάνει καν τον κόπο να βγάλω τά λεφτά απ’ το φάκελο. Δεν είχα επίσης πει τίποτα γι’ αυτή τη δουλειά στην Κουμίκο. Όχι πως της το έκρυβα, αλλά η ευκαιρία που μου δόθηκε να της το αναφέρω πέρασε και δεν παρουσιάστηκε άλλη. Καθώς περνούσε η ώρα, το ’βρισκα όλο

και πιο δύσκολο ν’ αναφέρω το θέμα, για κάποιο περίεργο λόγο. Το μόνο που θα χρειαζόταν να πω ήταν: «Γνώρισα μια παράξενη δεκαεξάχρονη κοπελίτσα από ένα σπίτι λίγο πιο κάτω και πήγα να δουλέψω μαζί της σε μια έρευνα για έναν περουκοποιό. Η αμοιβή ήταν εξαιρετική». Και η Κουμίκο θα ’λεγε, «Ναι; Τι ωραία!» Κι εκεί θα τέλειωνε το πράγμα. Αλλά μπορεί και όχι. Μπορεί να ήθελε να μάθει περισσότερα για τη Μαγιού Κασαχάρα. Μπορεί να την ενοχλούσε που έκανα παρέα μ’ ένα δεκαεξάχρονο κοριτσάκι. Τότε θα ’πρεπε να της μιλήσω για τη Μαγιού Κασαχάρα και να της εξηγήσω λεπτομερώς πού, πότε και πώς έγινε και τη γνώρισα. Όμως έχω μια ιδιαίτερη δυσκολία στο να δίνω εξηγήσεις στους ανθρώπους με αρχή, μέση και τέλος. Πήρα τα χρήματα απ’ το φάκελο και τα ’βαλα στο πορτοφόλι μου. Τον ίδιο το φάκελο τον τσαλάκωσα και τον πέταξα στο καλάθι των αχρήστων. Κάπως έτσι αρχίζουν τα μυστικά, σκέφτηκα. Οι άνθρωποι τα κατασκευάζουν σιγά σιγά. Δεν είχα αποφασίσει συνειδητά να κρατήσω τη Μαγιού Κασαχάρα κρυφή από την Κου-μίκο. Η σχέση μου μαζί της δεν ήταν δα και κάτι το τρομερό: είτε την ανέφερα είτε όχι, δεν θα είχε καμιά σημασία. Απ’ τη στιγμή όμως που μπήκε σ’ αυτό το ευαίσθητο κανάλι, καλύφθηκε από την αχλύ της μυστικότητας, όποια κι αν ήταν η αρχική μου «πρόθεση». Το ίδιο είχε συμβεί και με την Κρέτα Κάνο. Είχα πει στην Κουμίκο πως η μικρότερη αδερφή της Μάλτας Κάνο είχε έρθει στο σπίτι, πως την έλεγαν Κρέτα, πως ντυνόταν με τη μόδα τής δεκαετίας του εξήντα, πως πήρε δείγματα νερού από τις βρύσες μας. Αλλ’ αποσιώπησα το γεγονός ότι μετά απ’ όλ’ αυτά είχε αρχίσει να μου κάνει συνταρακτικές αποκαλύψεις κι ύστερα εξαφανίστηκε χωρίς να πει κουβέντα πριν φτάσει στο τέλος. Η ιστορία της Κρέτας Κάνο παραήταν τραβηγμένη απ’ τα μαλλιά: δεν θα μπορούσα με τίποτα να αναπαραγάγω τις διάφορες πτυχές της και να τις μεταφέρω στην Κουμίκο, οπότε δεν έκανα καν προσπάθεια. Απ’ την άλλη μεριά, η Κουμίκο μπορεί να μην έβλεπε με καλό μάτι το ότι η Κρέτα Κάνο είχε μείνει στο σπίτι πολύ μετά το τέλος της δουλειάς της και μου είχε κάνει όλες αυτές τις ασυνήθιστες προσωπικές εξομολογήσεις. Έτσι, αυτή η ιστορία έγινε άλλο ένα από τα μικρά μου μυστικά. Μπορεί και η Κουμίκο να κρατούσε ανάλογα μυστικά από μένα. Έχοντας ο ίδιος ένα αρκετά μεγάλο οπλοστάσιο μυστικών, δεν θα μπορούσα φυσικά να την ψέξω για κάτι τέτοιο. Σε σύγκριση μ’ εκείνη, εγώ ήμουν σαφώς πολύ πιο μυστικοπαθής. Εκείνη κατά κανόνα έλεγε όλες τις σκέψεις που της περνούσαν απ’ το μυαλό. Ήταν ο τύπος του ανθρώπου που σκέφτεται φωναχτά. Εγώ δεν ήμουν έτσι. Γεμάτος ενοχές, πήγα προς το μπάνιο. Η πόρτα ήταν ορθάνοιχτη. Στάθηκα στην είσοδο και κοίταξα την Κουμίκο από πίσω. Είχε φορέσει τις μπλε πιτζάμες της και στεκόταν μπροστά στον καθρέφτη στεγνώνοντας τα μαλλιά της με μια πετσέτα. «Όσο για τη δουλειά», είπα, «δεν έχω παραμελήσει το θέμα. Έχω ζητήσει από διάφορους φίλους να έχουν το νου τους και πήγα και σε μερικά μέρη ο ίδιος. Δουλειές υπάρχουν, και μπορώ να δουλέψω ό,τι ώρα θέλω. Μπορώ ν’ αρχίσω αύριο κιόλας, φτάνει να το αποφασίσω. Το δύσκολο όμως είναι αυτή ακριβώς η απόφαση. Απλώς δεν είμαι σίγουρος. Δεν είμαι σίγουρος αν είναι σωστό να διαλέξω μια δουλειά έτσι στην τύχη». «Γι’ αυτό σου λέω να κάνεις ό,τι θέλεις», είπε ενώ κοιταζόταν στον καθρέφτη. «Δεν είσαι υποχρεωμένος να βρεις δουλειά αμέσως. Όσο για το οικονομικό, μη σε νοιάζει καθόλου. Αλλ’ αν νιώθεις άβολα που δεν έχεις δουλειά, αν το θεωρείς βάρος να είμ’ εγώ η μόνη εργαζόμενη, ενώ εσύ μένεις στο σπίτι και κάνεις τις δουλειές, τότε βρες κάποια δουλειά -οποιαδήποτε δουλειά για ένα

διάστημα. Δεν με νοιάζει καθόλου». «Φυσικά, θα πρέπει τελικά να βρω κάποια δουλειά. Αυτό το ξέρω. Το ξέρεις κι εσύ. Δεν μπορώ να συνεχίσω να περιφέρομαι επ’ άπειρον. Κι αργά ή γρήγορα κάτι θα βρω να κάνω. Το πρόβλημα είναι ότι τώρα συγκεκριμένα δεν ξέρω τι είδους δουλειά θα μου ταίριαζε. Για λίγο καιρό μετά την παραίτησή μου σκεφτόμουν να βρω πάλι κάτι σχετικό με τα νομικά. Έχω άλλωστε τις διασυνδέσεις μου. Όμως τώρα μου είν’ αδύνατο να μπω σ’ αυτή τη λογική. Όσο περνάει ο καιρός, τόσο λιγότερο μ’ ενδιαφέρουν τα νομικά. Νιώθω όλο και περισσότερο πως αυτή η δουλειά δεν μου ταιριάζει». Η Κουμίκο με κοίταξε μέσ’ από τον καθρέφτη. Συνέχισα: «Όμως το γεγονός ότι ξέρω τι θέλω να κάνω δεν με βοηθάει κάθόλου να βρω αυτό που θέλω. θα μπορούσα να κάνω οτιδήποτε, φτάνει κάποιος να μ’ εξαναγκάσει. Όμως δεν έχω καθαρή εικόνα για το ένα και μοναδικό πράγμα με το οποίο πραγματικά θα μου άρεσε ν’ ασχοληθώ. Αυτό είναι τώρα το πρόβλημά μου. Δεν μπορώ να βρω την εικόνα». «Αφού είν’ έτσι», είπε εκείνη αφήνοντας κάτω την πετσέτα και γυρνώντας να με κοιτάξει, «αν βαρέθηκες τα νομικά, μην ξανασχοληθείς μ’ αυτά. Ξέχνα και τις εξετάσεις άσκησης επαγγέλματος. Και μη σε πιάνει άγχος να βρεις ντε και καλά δουλειά. Αν δεν μπορείς να βρεις την εικόνα, περίμενε μέχρι να σχηματιστεί από μόνη της. Έχεις κανένα πρόβλημα μ’ αυτό;» Κούνησα το κεφάλι μου. «Ήθελα απλώς να βεβαιωθώ ότι σου έχω εξηγήσει ακριβώς πώς αισθάνομαι». «Ωραία», είπε. Πήγα στην κουζίνα κι έπλυνα το ποτήρι μου. Εκείνη γύρισε απ’ το μπάνιο και κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας. «Μάντεψε ποιος με πήρε σήμερα το απόγευμα», είπε. «Ο αδερφός μου». «Ω!» «Σκέφτεται να βάλει υποψηφιότητα. Νομίζω ότι το έχει αποφασίσει οριστικά». «Υποψηφιότητα;!» Το σοκ με άφησε άφωνο για μια στιγμή. «Εννοείς... για τη Βουλή;» «Ακριβώς. Του έχουν ζητήσει να διεκδικήσει την έδρα του θείου μου στη Νιιγκάτα». «Νόμιζα πως είχαν κανονίσει να τον διαδεχτεί ο γιος του. Επρόκειτο να παραιτηθεί από τη διευθυντική του θέση στην Ντέντσου, αν θυμάμαι καλά, και να γυρίσει στη Νιιγκάτα». Άρχισε να καθαρίζει τ’ αυτιά της με μια μπατονέτα. «Έτσι ήταν το αρχικό σχέδιο, αλλά ο ξάδερφός μου δεν θέλει ν’ ανακατευτεί με την πολιτική. Έχει την οικογένειά του στο Τόκιο κι απολαμβάνει τη δουλειά του. Δεν είναι διατεθειμένος ν’ αφήσει μια τόσο σημαντική θέση στη μεγαλύτερη διαφημιστική εταιρεία του κόσμου και να γυρίσει στις ερημιές της Νιιγκάτα μόνο και μόνο για να γίνει βουλευτής. Η γυναίκα του έχει σηκώσει μπαϊράκι. Δεν θέλει να θυσιάσει ο άντρας της την

οικογένειά του μόνο και μόνο για να χριστεί υποψήφιος». Ο μεγαλύτερος αδερφός του πατέρα της Κουμίκο είχε χρηματίσει βουλευτής στην Κάτω Βουλή για τέσσερις ή πέντε τετραετίες, εκπροσωπώντας την εκλογική περιφέρεια της Νιιγκάτα. Αν και δεν ήταν αυτό που θα λέγαμε στέλεχος, είχε μια αρκετά εντυπωσιακή καριέρα, φτάνοντας κάποια στιγμή μέχρι τον προθάλαμο του υπουργικού συμβουλίου. Τώρα όμως η προχωρημένη ηλικία και η αδύναμη καρδιά του δεν του επέτρεπαν να βάλει υποψηφιότητα για τις επόμενες εκλογές, κι αυτό σήμαινε ότι κάποιος θα ’πρεπε να τον αντικαταστήσει στην εκλογική του περιφέρεια. Αυτός ο θείος είχε δύο γιους, αλλά ο μεγαλύτερος δεν είχε ασχοληθεί ποτέ με την πολιτική, οπότε ο μικρότερος ήταν η προφανής επιλογή. «Τώρα ο πληθυσμός της περιοχής θέλει πάρα πολύ να βάλει υποψηφιότητα ο αδερφός μου. Θέλουν κάποιον νέο, έξυπνο και δραστήριο. Κάποιον που να μπορεί να υπηρετήσει για αρκετές τετραετίες και να έχει τα κότσια να γίνει βασικός παίκτης στο κεντρικό πολιτικό παιχνίδι. Ο αδερφός μου έχει την απαραίτητη αποδοχή και θα τραβήξει οπωσδήποτε τους ψήφους της νεολαίας: είναι η τέλεια επιλογή. Φυσικά, δεν πρόκειται ν’ αρχίσει να περιφέρεται από χωρίου εις χωρίον και να συνδιαλέγεται με τους ντόπιους, αλλά ο εκλογικός μηχανισμός του θείου είναι ισχυρός και θα το φροντίσει αυτό. Επίσης, αν θέλει να συνεχίσει να ζει στο Τόκιο, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Το μόνο που έχει να κάνει είναι να εμφανιστεί κατά την περίοδο των εκλογών». Δυσκολευόμουν να φανταστώ τον Νομπόρου Γουατάγια μέλος του Κοινοβουλίου. «Εσύ τι νομίζεις για όλ’ αυτά;» ρώτησα. «Ο αδερφός μου δεν έχει καμιά σχέση μ’ εμένα. Δεν με νοιάζει καθόλου είτε γίνει βουλευτής είτε αστροναύτης». «Τότε γιοτί να ζητήσει τη συμβουλή σου;» «Μη λες χαζομάρες», είπε απότομα. «Δεν ζήτησε τη συμβουλή μου. Ξέρεις ότι δεν θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο. Απλώς μου το ανακοίνωσε. Όπως και σε κάθε μέλος της οικογένειας». «Α, μάλιστα», είπα. «Αν όμως πρόκειται να βάλει υποψηφιότητα για τη Βουλή, δεν θα είναι πρόβλημα που είναι διαζευγμένος κι ανύπαντρος;» «Λες;» είπε η Κουμίκο. «Δεν ξέρω τίποτα από πολιτική κι από εκλογές. Απλώς δεν μ’ ενδιαφέρουν. Τέλος πάντων όμως, είμαι απόλυτα σίγουρη ότι ο αδερφός μου δεν πρόκειται να ξαναπαντρευτεί. Ποτέ. Και τότε που το έκανε, κακώς το έκανε. Δεν είναι αυτό που θέλει στη ζωή. Αυτός έχει άλλους στόχους, τελείως διαφορετικούς απ’ τους δικούς σου κι απ’ τους δικούς μου. Γι’ αυτό δεν έχω καμιά αμφιβολία». «Πώς μπορείς να είσαι τόσο σίγουρη;» Η Κουμίκο τύλιξε σ’ ένα κομμάτι χαρτί τις δυο μπατονέτες που είχε χρησιμοποιήσει και τις πέταξε στο καλάθι των αχρήστων. Ύστερα σήκωσε το βλέμμα και με κοίταξε στα μάτια. «Τον είδα μια φορά να αυνανίζεται. Άνοιξα μια πόρτα και τον είδα».

«Ε, και; Αυτό το κάνουν όλοι», είπα. «Όχι, δεν κατάλαβες», είπε κι αναστέναξε. «Έγινε περίπου δυο χρόνια μετά το θάνατο της αδερφής μου. Εκείνος πρέπει να ήταν τότε στο πανεπιστήμιο κι εγώ γύρω στην τρίτη γυμνασίου. Η μητέρα μου αρχικά δεν ήξερε αν έπρεπε να πετάξει τα πράγματα της αδερφής μου ή να τα φυλάξει, αλλά στο τέλος αποφάσισε να τα κρατήσει πιστεύοντας ότι θα τα φορούσα εγώ όταν μεγαλώσω. Τα είχε βάλει σ’ ένα χαρτόκουτο σε κάποιο ντουλάπι. Ο αδερφός μου τα είχε βγάλει έξω και τα μύριζε καθώς το έκανε». Δεν είπα τίποτα. «Εγώ ήμουν ακόμα μικρή. Δεν ήξερα τι σημαίνει σεξ. Δεν ήξερα τι ακριβώς έκανε ο αδερφός μου, διαισθανόμουν όμως πως ήταν κάτι διεστραμμένο, κάτι που κακώς είχα δει, κάτι πολύ βαθύτερο απ’ ό,τι φαινόταν». Η Κουμίκο κούνησε το κεφάλι της. «Ο Νομπόρου Γουατάγια το ξέρει ότι τον είδες;» «Φυσικά». Ήρθαμε πρόσωπο με πρόσωπο. Κούνησα το κεφάλι. «Και τα ρούχα της αδερφής σου;» ρώτησα. «Τα φόρεσες όταν μεγάλωσες;» «Θ’ αστειεύεσαι βέβαια», είπε. «Νομίζεις δηλαδή πως ήταν ερωτευμένος με την αδερφή σου;» «Πολύ θα ’θελα να ’ξερα», είπε η Κουμίκο. «Δεν είμαι σίγουρη αν είχε κάποιο σεξουαλικό ενδιαφέρον για κείνη, αλλά σίγουρα είχε κάτι, και υποπτεύομαι ότι ποτέ δεν κατάφερε να ξεπεράσει αυτό το κάτι. Αυτό εννοώ όταν λέω ότι δεν θα ’πρεπε να έχει παντρευτεί». Η Κουμίκο έπαψε να μιλάει. Για πολλή ώρα κανείς απ’ τους δυο μας δεν είπε τίποτα. Ύστερα εκείνη έσπασε τη σιωπή. «Πιστεύω ακράδαντα ότι πρέπει να έχει πολύ σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα. Θα μου πεις, και ποιος δεν έχει, όμως τα δικά του είναι πολύ χειρότερα απ’ όσα θα μπορούσαμε να έχουμε εσύ ή εγώ. Είναι πολύ βαθύτερα και πολύ πιο επίμονα. Ο ίδιος δεν θα επιτρέψει ποτέ στους άλλους να δουν αυτές τις πληγές, τις αδυναμίες, ή οτιδήποτε άλλο είναι. Ποτέ. Καταλαβαίνεις τι εννοώ; Γι’ αυτό ανησυχώ τόσο πολΰ: πλησιάζουν οι εκλογές». «Ανησυχείς; Γιατί;» «Δεν ξέρω. Κάτι με τρώει», είπε. «Τέλος πάντων, είμαι κουρασμένη. Δεν μπορώ να σκεφτώ άλλο σήμερα. Πάμε για ύπνο». Βουρτσίζοντας τα δόντια μου στο μπάνιο, μελέτησα το πρόσωπό μου στον καθρέφτη. Για πάνω από δύο μήνες τώρα, από τότε που άφησα τη δουλειά μου, δεν είχα έρθει σ’ επαφή με τον «έξω κόσμο». Πηγαινοερχόμουν ανάμεσα στα μαγαζιά της γειτονιάς, στην πισίνα και σ’ αυτό το σπίτι. Εκτός από την Γκίνζα κι εκείνο το ξενοδοχείο στη Σιναγκάουα, to πιο μακρινό σημείο στο οποίο είχα φτάσει ήταν το καθαριστήριο δίπλα στο σταθμό. Κι όλον αυτό τον καιρό δεν είχα δει σχεδόν κανέναν. Εκτός από την Κουμίκο, τα μόνα πρόσωπα που είχα «δει» μέσα σε δύο μήνες ήταν η

Μάλτα, η Κρέτα Κάνο και η Μαγιού Κασαχάρα. Ήταν ένας πολύ περιορισμένος κόσμος, ένας κόσμος ακίνητος κι αδρανής. Όσο στένευε όμως ο ορίζοντάς του, όσο περισσότερο τον χαρακτήριζε η ακινησ'α, τόσο έδειχνε να ξεχειλίζει από πράγματα και άτομα που μόνο παράξενα θα μπορούσα να τα χαρακτηρίσω. Αυτά τα τελευταία δεν είχαν πάψει ποτέ να ενεδρεύουν στις σκιές, περιμένοντας να σταματήσω να κινούμαι. Και κάθε φορά που το κουρδιστό πουλί ερχόταν στην αυλή μου για να κουρδίσει το ελατήριό του, ο κόσμος βυθιζόταν όλο και πιο βαθιά στο χάος. Ξέπλυνα το στόμα μου και συνέχισα για λίγη ώρα να κοιτάζω το πρόσωπό μου. Δεν μπορώ να βρω την εικόνα, είπα στον εαυτό μου. Είμαι τριάντα χρονών, έχω πάψει να κινούμαι και δεν μπορώ να βρω την εικόνα. Όταν γύρισα απ’ το μπάνιο στην κρεβατοκάμαρα, η Κουμίκο κοιμόταν. Στο προσκήνιο ο υπολοχαγός Μαμίγια

Τι βγήκε από τη ζεστή λάσπη Άρωμα πίσω από τ’ αυτιά

Τρεις μέρες αργότερα τηλεφώνησε ο Τοκουτάρο Μαμίγια. Στις εφτάμισι το πρωί. Ήταν η ώρα που έπαιρνα πρόγευμα με την Κουμίκο. «Λυπάμαι πολύ που σας παίρνω τόσο νωρίς. Ελπίζω να μη σας ξύπνησα», είπε ο κύριος Μαμίγια, και η συγγνώμη του έμοιαζε ειλικρινής. Τον διαβεβαίωσα ότι δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα: σηκωνόμουν κάθε πρωί λίγο μετά τις έξι. Μ’ ευχαρίστησε για την κάρτα και μου εξήγησε πως ήθελε να προφτάσει να μου μιλήσει πριν φύγω για τη δουλειά, προσθέτοντας ότι θα ήταν ευγνώμων εάν δεχόμουν να τον δω για λίγη ώρα, την ίδια εκείνη μέρα, ίσως κατά τη διάρκεια του μεσημεριανού διαλείμματος. Έλπιζε να επιστρέψει το βράδυ στη Χιροσίμα με το Ιντερσίτι. Είχε σχεδιάσει να περάσει μερικές ακόμα μέρες εδώ, είπε, αλλά ένα έκτακτο περιστατικό καθιστούσε απαραίτητη την επιστροφή του στη Χιροσίμα. Του είπα ότι τη συγκεκριμένη περίοδο δεν είχα δουλειά κι ότι ήμουν ελεύθερος όλη μέρα, άρα μπορούσα να τον δω όποτε ήθελ’ εκείνος, πρωί, μεσημέρι ή απόγευμα. «Δεν μπορεί, κάποια υποχρέωση θα έχετε. Κάποια δέσμευση ίσως...» είπε με άκρως πατροπαράδοτη ευγένεια. Δεν είχα καμιά υποχρέωση και καμιά δέσμευση, απάντησα. «Εν τοιαΰτη περιπτώσει, θα μπορούσατε ίσως να μου επιτρέψετε να σας επισκεφθώ στην κατοικία σας σήμερα το πρωί κατά τις δέκα;» «Καμιά αντίρρηση». Αφοΰ είχα κλείσει το τηλέφωνο, θυμήθηκα ότι δεν του είχα πει πώς θα βρει το σπίτι μας από το σταθμό. Τέλος πάντων, τουλάχιστον ξέρει τη διεύθυνση* αν θέλει να μας βρει, θα μας βρει. «Ποιος ήταν αυτός;» ρώτησε η Κουμίκο. «Αυτός που μοιράζει τ’ αναμνηστικά του κυρίου Χόντα. Θα φέρει το δικό μου εδώ σήμερα το πρωί». «Μη μου πεις!» Ήπιε μια γουλιά καφέ κι άλειψε βούτυρο στο ψωμί της. «Πολύ ευγενικό εκ μέρους του».

«Δεν λες τίποτα». «Επί τη ευκαιρία», συνέχισε εκείνη, «δεν θα πρέπει να κάνουμε κάτι στη μνήμη του κυρίου Χόντα; Ν’ ανάψουμε κανένα λιβάνι ή κάτι τέτοιο;» «Καλή ιδέα. Θα τον ρωτήσω και γι’ αυτό». Καθώς η Κουμίκο ετοιμαζόταν να φύγει για τη δουλειά, μου ζήτησε να τη βοηθήσω να φορέσει το φόρεμά της. Ήταν πολύ στενό και το ανέβασμα του φερμουάρ χρειάστηκε ιδιαίτερη προσπάθεια. Φορούσ’ ένα πολύ ωραίο άρωμα πίσω από τ’ αυτιά ό,τι έπρεπε για το καλοκαιριάτικο πρωινό. «Νέο άρωμα;» ρώτησα. Αντί να μου απαντήσει, κοίταξε το ρολόι της κι έφτιαξε λίγο τα μαλλιά της. «Έχω αργήσει», είπε, και πήρε την τσάντα της απ’ το τραπέζι. Είχα μόλις τακτοποιήσει το μικρό δωμάτιο που χρησιμοποιούσε για γραφείο η Κουμίκο κι άδειαζα το καλάθι των αχρήστων, όταν πρόσεξα μια κίτρινη κορδέλα που προεξείχε. Ήταν στριμωγμένη ανάμεσα σ’ ένα τσαλακωμένο φύλλο χαρτί και σε μερικούς φακέλους διαφημιστικών εταιρειών. Το γυαλιστερό κίτρινο χρώμα της ήταν αυτό που τράβηξε το βλέμμα μου. Ήταν απ’ αυτές τις κορδέλες που χρησιμοποιούν τα μαγαζιά για να συσκευάζουν τα δώρα, μ’ ένα φιόγκο σε σχήμα λουλουδιού. Την έβγαλα από το καλάθι των αχρήστων και την εξέτασα. Είχε κολλημένο πάνω της ένα κομμάτι χαρτί περιτυλίγματος από το πολυκατάστημα Ματσούγια. Κάτω από το χαρτί υπήρχε ένα κουτί με τη φίρμα τού Κριστιάν Ντιόρ. Το μαξιλαράκι μέσα στο κουτί είχε το σχήμα μπουκαλιού. Αν μπορούσα να κρίνω απ’ το κουτί, το περιεχόμενό του πρέπει να ήταν πανάκριβο. Το πήρα μαζί μου στο μπάνιο κι άνοιξα το ντουλαπάκι με τα καλλυντικά της Κουμίκο. Βρήκα μέσα ένα σχεδόν αχρησιμοποίητο μπουκάλι με άρωμα Κριστιάν Ντιόρ που ταίριαζε στο σχήμα του κουτιού. Άνοιξα το χρυσό καπάκι του μπουκαλιού και το μύρισα. Ήταν το άρωμα που είχα μυρίσει πίσω από τ’ αυτιά της Κουμίκο. Κάθισα στον καναπέ πίνοντας τον υπόλοιπο καφέ και προσπαθώντας να συγκεντρώσω τις σκέψεις μου. Προφανώς κάποιος είχε κάνει ένα δώρο στην Κουμίκο. Ένα ακριβό δώρο. Το είχε αγοράσει από το πολυκατάστημα Ματσούγια και είχε ζητήσει να του το τυλίξουν με κορδέλα. Αν αυτός που της είχε κάνει το δώρο ήταν άντρας, πρέπει να είχε πολύ στενή σχέση μαζί της. Οι άντρες δεν δίνουν στις γυναίκες (ιδιαίτερα στις παντρεμένες γυναίκες) αρώματα, εκτός αν η σχέση τους είναι πολύ στενή. Κι αν της το είχε δώσει κάποια φίλη; Οι γυναίκες έκαναν άραγε τέτοια δώρα σε άλλες γυναίκες; Δεν ήμουν σίγουρος. Ένα πράγμα ήξερα όμως, ότι δεν υπήρχε κανένας συγκεκριμένος λόγος να δέχεται η Κουμίκο δώρα αυτή την εποχή του χρόνου. Τα γενέθλιά της ήταν το Μάιο. Το ίδιο και η επέτειος του γάμου μας. Υπήρχε βέβαια πάντα η πιθανότητα να είχε αγοράσει η ίδια το άρωμα και να είχε ζητήσει να της το τυλίξουν μ’ αυτή την ωραία κορδέλα. Όμως γιατί; Αναστέναξα και κοίταξα το ταβάνι. Θα ’πρεπε άραγε να τη ρωτήσω ευθέως; «Αυτό το άρωμα στο έκανε κάποιος δώρο;» Κι εκείνη μπορεί ν’ απαντούσε: «Α, αυτό. Μου το ’δωσε μια κοπέλα απ’ το γραφείο που είχε ένα προσωπικό πρόβλημα και τη βοήθησα. Που να στα λέω, είναι μεγάλη ιστορία για να μπω σε λεπτομέρειες, αλλά είχε πραγματικά μπλέξει, κι έτσι

η βοήθειά μου έπιασε τόπο. Μου έκανε το άρωμα δώρο για να μ’ ευχαριστήσει. Ωραίο δεν είναι; Πανάκριβο πράγμα!» Πολύ λογική απάντηση. Εξηγεί τα πάντα. Δεν χρειάζεται καν να τη ρωτήσω. Κακώς με απασχολεί το θέμα. Μόνο που, καλώς ή κακώς, με απασχολούσε. Θα ’πρεπε να μου είχε μιλήσει γι’ αυτό. Αν είχε χρόνο να πάει στο δωμάτιό της, να λύσει την κορδέλα, να σκίσει το χαρτί του περιτυλίγματος, ν’ ανοίξει το κουτί, να πετάξει τα τρία αυτά πράγματα στο καλάθι των αχρήστων και μετά να βάλει το μπουκάλι στο ντουλάπι της, θα μπορούσε κάλλιστα να έρθει και να μου πει: «Κοίτα ένα δώρο που μου έκανε μια κοπέλα απ’ το γραφείο». Όμως δεν είπε τίποτα. Ίσως να σκέφτηκε ότι δεν άξιζε τον κόπο να το αναφέρει. Τώρα όμως η ενέργεια αυτή είχε σκεπαστεί από λεπτό πέπλο μυστηρίου. Κι αυτό με ανησυχούσε. Κοίταξα το ταβάνι γι’ αρκετή ώρα. Προσπάθησα να σκεφτώ κάτι άλλο, αλλά το μυαλό μου αρνιόταν να συνεργαστεί. Δεν μου έφευγε από το μυαλό η εικόνα της Κουμίκο τη στιγμή που της ανέβαζα το φερμουάρ: η απαλή, λευκή πλάτη, το άρωμα πίσω από τ’ αυτιά. Για πρώτη φορά μετά από μήνες, μου ήρθε η επιθυμία να καπνίσω. Ήθελα να βάλω ένα τσιγάρο στο στόμα μου, να το ανάψω και να ρουφήξω τον καπνό στα πνευμόνια μου. Αυτό θα μπορούσε να με ηρεμήσει κάπως. Αλλά δεν είχα τσιγάρα. Βρήκα μια καραμέλα λεμόνι και την έβαλα στο στόμα. Στις δέκα παρά δέκα χτύπησε το τηλέφωνο. Υπέθεσα πως ήταν ο υπολοχαγός Μαμίγια. Δεν ήταν εύκολο να βρει το σπίτι. Ακόμη και άνθρωποι που είχαν έρθει εδώ αρκετές φορές, καμιά φορά έχαναν το δρόμο. Όμως το τηλεφώνημα δεν ήταν από τον υπολοχαγό Μαμίγια. Αυτό που άκουσα από την άλλη άκρη του σύρματος ήταν η φωνή της αινιγματικής γυναίκας που με είχε πάρει τις προάλλες. «Γεια σου, γλύκα, καιρό έχουμε να μιλήσουμε», είπε. «Πώς σου φάνηκε η προηγούμενη φορά; Σε άναψα λιγάκι; Γιατί μου έκλεισες το τηλέφωνο; Και πάνω που είχε αρχίσει να έχει ενδιαφέρον το πράγμα!» Για ένα δέκατο του δευτερολέπτου σκέφτηκα ότι μπορεί να μιλούσε για την ονείρωξη που είχα πρόσφατα με την Κρέτα Κάνο. Όμως αυτή ήταν διαφορετική ιστορία. Εκείνη μιλούσε για την ημέρα που με είχε πάρει στο τηλέφωνο την ώρα που μαγείρευα μακαρόνια. «Συγγνώμη», είπα, «αυτή τη στιγμή είμαι πολύ απασχολημένος. Περιμένω έναν επισκέπτη σε δέκα λεπτά και πρέπει να ετοιμάσω το σπίτι». «Πάντως για άνεργος είσαι πολύ απασχολημένος», είπε με μια δόση σαρκασμού στη φωνή. Το ίδιο είχε συμβεί και την περασμένη φορά: ο τόνος της φωνής της άλλαζε απ’ το ένα δευτερόλεπτο στο άλλο. «Μαγειρεύεις μακαρόνια, περιμένεις έναν επισκέπτη. Εντάξει όμως. Δεν χρειαζόμαστε παρά μόνο δέκα λεπτά. Ας μιλήσουμε για δέκα λεπτά, μόνο εσύ κι εγώ. Μπορείς να κλείσεις το τηλέφωνο όταν φτάσει ο επισκέπτης σου». Ήθελα να κλείσω το τηλέφωνο χωρίς να πω τίποτ’ άλλο, αλλά δεν μπορούσα να το κάνω. Μάλλον ήμουν ακόμη αναστατωμένος απ’ το άρωμα της Κουμίκο. Μάλλον είχα διάθεση να μιλήσω με

κάποιον, και δεν είχε καμιά σημασία με ποιον. «Κοίτα να δεις», είπα, «δεν έχω ιδέα ποια είσαι». Έπιασα το μολύβι που βρισκόταν δίπλα στο τηλέφωνο κι άρχισα να το στριφογυρίζω στα δάχτυλά μου καθώς μιλούσα. «Είσαι σίγουρη ότι σε ξέρω;» «Φυσικά με ξέρεις. Στο είπα την περασμένη φορά. Σε ξέρω και με ξέρεις. Δεν θα έλεγα ποτέ ψέματα για κάτι τέτοιο. Δεν έχω χρόνο να παίρνω στο τηλέφωνο αγνώστους. Πρέπει να παθαίνεις διαλείψεις». «Δεν ξέρω τι να πω. Αλήθεια όμως » «Φτάνει», είπε διακόπτοντάς με. «Πολύ σκέφτεσαι. Με ξέρεις και σε ξέρω. Το σημαντικό είναι να στο πω αλλιώς: θα είμαι πολύ καλή μαζί σου. Εσύ δεν θα χρειαστεί να κάνεις τίποτα. Δεν είναι υπέροχο; Δεν θα κουνήσεις το δαχτυλάκι σου, δεν θα πάρεις καμιά πρωτοβουλία, κι εγώ θα κάνω τα πάντα. Τα πάντα. Δεν χαίρεσαι για την τύχη σου; Πάψε λοιπόν να σκέφτεσαι τόσο πολύ. Πάψε να τα κάνεις όλα τόσο πολύπλοκα. Άδειασε το μυαλό σου. Φαντάσου πως είσαι ξαπλωμένος σε μια ωραία, μαλακιά λάσπη ένα ζεστό ανοιξιάτικο απόγευμα». Έμεινα σιωπηλός. «Κοιμάσαι. Ονειρεύεσαι. Είσαι ξαπλωμένος σε μια ωραία, ζεστή λάσπη. Ξέχνα τη γυναίκα σου. Ξέχνα πως δεν έχεις δουλειά. Ξέχνα το μέλλον. Ξέχνα τα πάντα. Όλοι μας βγαίνουμε από τη ζεστή λάσπη κι όλοι γυρίζουμε σ’ αυτή. Τελικά επί τη ευκαιρία, κύριε Οκάντα, πότε ήταν η τελευταία φορά που έκανες έρωτα με τη γυναίκα σου; Θυμάσαι; Πάει καιρός, έτσι; Ναι, πρέπει να είναι κάπου δυο βδομάδες». «Συγγνώμη, έφτασε ο επισκέπτης μου», είπα. «Πάνω από δυο βδομάδες, δίκιο δεν έχω; Το καταλαβαίνω από τη φωνή σου. Τρεις βδομάδες μήπως;» Δεν είπα τίποτα. «Τέλος πάντων, μη δίνεις σημασία», είπε, και η φωνή της ήταν σαν ένα μικρό σκουπάκι που μάζευε τη σκόνη από τις περσίδες ενός παραθύρου. «Αυτό είναι κάτι που αφορά εσένα και τη γυναίκα σου. Εγώ θα σου δώσω ό,τι θέλεις. Κι αυτό χωρίς καμιά δική σου υποχρέωση, κύριε Οκάντα. Δεν έχεις παρά να στρίψεις στην επόμενη γωνία για ν’ αντικρίσεις έναν κόσμο πρωτοφανέρωτο. Σου είπα ότι έχεις ένα κενό μνήμης, δεν σου είπα; Εξακολουθείς να μην καταλαβαίνεις». Κρατώντας σφιχτά το ακουστικό, συνέχισα να παραμένω σιωπηλός. «Κοίτα γύρω σου», είπε. «Κοίτα γύρω σου και πες μου τι υπάρχει. Τι βλέπεις;» Ακριβώς εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κουδούνι. Ανακουφισμένος, έκλεισα το τηλέφωνο χωρίς να πω τίποτα.

Ο υπολοχαγός Μαμίγια ήταν ένας φαλακρός ηλικιωμένος κύριος, αφύσικα ψηλός, που φορούσε γυαλιά με χρυσό σκελετό. Είχε το σταρένιο, υγιές δέρμα ανθρώπου που δεν φοβάται τη χειρωνακτική εργασία κι ούτε γραμμάριο παραπανίσιου βάρους. Τρεις βαθιές ρυτίδες αυλάκωναν την άκρη κάθε ματιού με τέλεια συμμετρία, σαν να ετοιμαζόταν να μισοκλείσει τα μάτια του για να τα προστατέψει απ’ το δυνατό φως. Ήταν δύσκολο να μαντέψω την ηλικία του, αν και σίγουρα ήταν πάνω από εβδομήντα. Όταν ήταν νέος, πρέπει να ήταν πολύ γεροδεμένος. Αυτό ήταν φανερό από το στήσιμο του κορμιού του κι από τις ζωηρές κινήσεις του. Η συμπεριφορά του και η ομιλία του έδειχναν απέραντο σεβασμό για το συνομιλητή του, δίνοντας την εντύπωση όχι τόσο της περίτεχνης τυπικότητας όσο της απέριττης ακρίβειας. Ο υπολοχαγός έμοιαζε άνθρωπος συνηθισμένος να παίρνει αποφάσεις και να αναλαμβάνει την ευθύνη γι’ αυτές. Φορούσε ένα συνηθισμένο γκρι ανοιχτό κοστούμι, λευκό πουκάμισο και γκρίζα γραβάτα με μαύρες ρίγες. Το άψογο κοστούμι του φαινόταν φτιαγμένο από κάπως χοντρό ύφασμα κι ήταν εντελώς ακατάλληλο για μια ζεστή και υγρή μέρα του Ιουνίου, αλλά ο υπολοχαγός δεν φαινόταν να έχει ιδρώσει ούτε στο ελάχιστο. Είχε τεχνητό αριστερό χέρι, στο οποίο φορούσε ένα λεπτό γάντι στο ίδιο χρώμα με το κοστούμι. Κλεισμένο μέσα σ’ αυτό το γκρίζο γάντι, το τεχνητό χέρι φαινόταν τελείως κρύο κι άψυχο αν το σύγκρινε κανείς με το ηλιοκαμένο και τριχωτό δεξί χέρι, από το οποίο κρεμόταν ένα πακέτο τυλιγμένο με ύφασμα σαν μπογαλάκι, με κόμπο στο πάνω μέρος. Τον συνόδεψα στο σαλόνι, όπου του έφτιαξα ένα φλιτζάνι πράσινο τσάι. Ζήτησε συγγνώμη που δεν είχε προσωπικό τυπωμένο επισκεπτήριο. «Κάποτε δίδασκα κοινωνιολογία σ’ ένα αγροτικό λύκειο κοντά στη Χιροσίμα, αλλά από τότε που πήρα σύνταξη, δεν έχω κάνει τίποτα επαγγελματικά. Καλλιεργώ λαχανικά στον κήπο μου, περισσότερο σαν χόμπι παρά οτιδήποτε άλλο, και για να κρατιέμαι σε φόρμα. Γι’ αυτό το λόγο δεν έχω κάρτα να σας δώσω, αν και καταλαβαίνω ότι αυτό είναι πολύ αγενές εκ μέρους μου». Οΰτ’ εγώ είχα κάρτες. «Συγχωρήστε με για την ερώτηση, αλλά θα μου επιτρέπατε να ρωτήσω πόσων χρονών είστε, κύριε Οκάντα;» «Τριάντα», είπα. Κούνησε το κεφάλι. Ύστερα ήπιε μια γουλιά τσάι. Δεν είχα ιδέα τι μπορεί να σήμαινε γι’ αυτόν το ότι ήμουν μόνο τριάντα χρονών. «Το σπίτι σας είναι πολύ ωραίο και ήσυχο», είπε σαν να ήθελε ν’ αλλάξει θέμα. Του είπα πως είχα την τύχη να το νοικιάζω από το θείο μου με ελάχιστα χρήματα. Κανονικά, με το εισόδημά μας, δεν θα μπορούσαμε να ζούμε ούτε σε σπίτι με τα μισά τετραγωνικά, πρόσθεσα. Κουνώντας το κεφάλι, έριξε μερικές διακριτικές ματιές ολόγυρα. Ακολούθησα το βλέμμα του κι έκανα το ίδιο. Κοίτα γύρω σου, με είχε προστάξει η φωνή της γυναίκας. Ξαναρίχνοντας, συνειδητά αυτή τη φορά, μια ματιά στον περιβάλλοντα χώρο, ένιωσα μια ψυχρότητα διάχυτη στην ατμόσφαιρα. «Σ’ αυτό το ταξίδι έμεινα στο Τόκιο δύο εβδομάδες όλο κι όλο», είπε ο υπολοχαγός Μαμίγια, «και

είστε το τελευταίο άτομο που παίρνετε από μένα κάποιο αναμνηστικό. Τώρα μπορώ να γυρίσω ήσυχος στη Χιροσίμα». «Έλπιζα να επισκεφτώ το σπίτι του κυρίου Χόντα, και ίσως ν’ ανάψω λίγο λιβάνι στη μνήμη του», είπα. «Αυτή θα ήταν μια πολύ αξιέπαινη πρωτοβουλία, αλλά το σπίτι του κυρίου Χόντα -και τώρα ο τάφος τουβρίσκονται στην Ασαχικάουα του Χοκάιντο. Οι δικοί του ήρθαν από την Ασαχικάουα για ν’ αδειάσουν το σπίτι στο Μεγκούρο και ξανάφυγαν αμέσως. Από τον κύριο Χόντα δεν έχει μείνει πια τίποτα». «Μάλιστα», είπα. «Δηλαδή, ο κύριος Χόντα έμενε μόνος στο Τόκιο, μακριά από την οικογένειά του». «Σωστά. Ο μεγαλύτερος γιος, ο οποίος ζει στην Ασαχικάουα, ανησυχούσε που ο γερο-πατέρας του ζούσε μόνος στη μεγάλη πόλη, γιατί ήξερε ότι αυτό μπορούσε να παρεξηγηθεί. Φαίνεται πως είχε προσπαθήσει αρκετές φορές να πείσει τον πατέρα του να πάει νά μείνει μαζί του, αλλά ο κύριος Χόντα δεν ήθελε ούτε να το ακούσει». «Ο κύριος Χόντα είχε γιο;» ρώτησα έκπληκτος. Πάντα τον σκεφτόμουν και τον είχα στο μυαλό μου σαν ένα άτομο εντελώς μοναχικό, χωρίς κανέναν στον κόσμο. «Τότε φαντάζομαι πως η γυναίκα του κυρίου Χόντα πρέπει να πέθανε αρκετά χρόνια πριν». «Να σας πω, αυτή είναι μια μάλλον μπερδεμένη ιστορία. Η κυρία Χόντα αυτοκτόνησε μαζί με τον εραστή της αμέσως μετά τον πόλεμο. Το 1950 ή το 1951, νομίζω. Οι λεπτομέρειες αυτού του γεγονότος δεν είναι κάτι που θα μπορούσα να ξέρω, Ο κύριος Χόντα ποτέ δεν μιλούσε γι’ αυτό, και φυσικά δεν είχα δικαίωμα να ρωτήσω». Κούνησα με κατανόηση το κεφάλι. «Μετά απ’ αυτό ο κύριος Χόντα ανάθρεψε τα παιδιά του μόνος ένα γιο και μια κόρη. Όταν τα παιδιά έφυγαν απ’ το σπίτι, μετακόμισε στο Τόκιο μόνος κι άρχισε να δουλεύει σαν μάντης. Έτσι τον γνωρίσατε εσείς». «Τι ακριβώς έκανε στην Ασαχικάουα;» «Είχε ένα τυπογραφείο συνεταιρικά με τον αδερφό του». Προσπάθησα να φανταστώ τον κύριο Χόντα όρθιο μπροστά σε μια πρέσα με μουντζουρωμένη από μελάνια φόρμα να τσεκάρει κάποιο δοκίμιο, αλλά ήταν αδύνατον. Για μένα ο κύριος Χόντα θα παρέμενε πάντα ένας ατημέλητος γεράκος μ’ ένα μάλλον βρόμικο κιμονό με ζώνη που ταίριαζε περισσότερο σε ρόμπα του μπάνιου, καθισμένος χειμώνα καλοκαίρι με τα πόδια πάνω στην πυροστιά του πατώματος ν’ ανακατεύει συνεχώς σ’ ένα παραδοσιακό, χαμηλό τραπεζάκι τα ξυλάκια της μαντικής. Με επιδέξιες κινήσεις ο υπολοχαγός Μαμίγια χρησιμοποίησε το καλό του χέρι για να λύσει τον κόμπο του δέματος που είχε φέρει μαζί του. Από μέσα βγήκε ένα πακέτο σαν μικρό κουτί

ζαχαροπλαστείου τυλιγμένο με χαρτί περιτυλίγματος και πολύ γερά δεμένο με αρκετές βόλτες σπάγκο. Ο υπολοχαγός το ’βαλε στο τραπέζι και το ’σπρώξε προς το μέρος μου. «Αυτό είναι το αναμνηστικό που άφησε για σας ο κύριος Χόντα», είπε. Το πήρα στα χέρια μου. Το βάρος του ήταν σχεδόν μηδενικό. Μου ήταν αδύνατο να φανταστ(6 τι μπορεί να περιείχε, «Να το ανοίξω;» ρώτησα. Ο υπολοχαγός Μαμίγια κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Λυπάμαι, αλλά ο κύριος Χόντα εξέφρασε την επιθυμία να το ανοίξετε όταν θα είσαστε μόνος». Κούνησα το κεφάλι κι άφησα πάλι το πακέτο στο τραπέζι. «Στην πραγματικότητα», είπε ο υπολοχαγός Μαμίγια, «πήρα το γράμμα του κυρίου Χόντα μόλις την παραμονή του θανάτου του. Έλεγε περίπου τα εξής: “Θα πεθάνω πολύ σύντομα. Δεν φοβάμαι καθόλου το θάνατο. Αυτή τη διάρκεια ζωής έχει καθορίσει για μένα ο Ουρανός και δεν μπορώ παρά να υποταχθώ στη βούλησή του. Υπάρχει όμως κάτι που έχω αφήσει σε εκκρεμότητα. Μέσα στο ντουλάπι μου υπάρχουν διάφορα αντικείμενα πράγματα που θα ήθελα να δώσω σε ορισμένους ανθρώπους. Τώρα, απ’ ό,τι φαίνεται, δεν θα προλάβω να εκπληρώσω αυτό το έργο. Γι’ αυτό και θα μου έκανες μεγάλη χάρη αν με βοηθούσες να μοιράσω τα αναμνηστικά στα ονόματα που έχω επισυνάψει. Καταλαβαίνω απόλυτα πόσο αλαζονικό μπορεί να φαίνεται αυτό εκ μέρους μου, αλλά τρέφω την ελπίδα ότι θα καταδεχτείς να το θεωρήσεις σαν την επιθανάτια επιθυμία μου και να καταβάλεις αυτή την τελευταία προσπάθεια για χάρη μου”. Πρέπει να πω ότι έπαθα τρομερό σοκ όταν έλαβα ένα τέτοιο γράμμα από τον κύριο Χόντα. Είχα να έρθω σ’ επαφή μαζί του πολλά χρόνια επί έξι, μπορεί και εφτά χρόνια δεν είχαμε ανταλλάξει κουβέντα. Του έγραψα αμέσως, αλλά η απάντησή μου πρέπει να διασταυρώθηκε στο ταχυδρομείο με την επίσημη αναγγελία του θανάτου του που μου είχε στείλει ο γιος του». Ήπιε μια γουλιά πράσινο τσάι. «Ο κύριος Χόντα ήξερε ακριβώς πότε θα πέθαινε», συνέχισε ο υπολοχαγός Μαμίγια. «Πρέπει να είχε φτάσει σ’ ένα επίπεδο αυτοσυνείδησης που κάποιος σαν εμένα δεν θα μπορούσε ποτέ να ελπίσει ότι θα φτάσει. Όπως γράφετε στην κάρτα που μου στείλατε, υπήρχε κάτι επάνω του που συγκινούσε τους ανθρώπους βαθιά. Εγώ το ένιωσα αυτό από την πρώτη στιγμή που τον γνώρισα, το καλοκαίρι του 1938». «Μη μου πείτε ότι ήσασταν στην ίδια μονάδα με τον κύριο Χόντα στο Επεισόδιο του Νομονχάν;» «Όχι, δεν ήμουν», είπε ο υπολοχαγός Μαμίγια δαγκώνοντας το χείλος του. «Ήμασταν σε διαφορετικές μονάδες ούτε καν στην ίδια μεραρχία. Δουλέψαμε μαζί σε μια μικρής κλίμακας επιχείρηση που έγινε λίγο πριν. Ο δεκανέας Χόντα τραυματίστηκε αργότερα στο Νομονχάν και τον έστειλαν πίσω στην Ιαπωνία. Εγώ δεν συμμετείχα σ’ εκείνη τη μάχη. Έχασα αυτό το χέρι» -ο υπολοχαγός Μαμίγια σήκωσε το γαντοφορεμένο αριστερό του χέρι στη σοβιετική προέλαση τον Αύγουστο του 1945, τον τελευταίο μήνα του πολέμου. Έφαγα μια σφαίρα στον ώμο από ένα βαρύ πολυβόλο σε μια μάχη εναντίον μιας ύλης τεθωρακισμένων. Ήμουν στο έδαφος, αναίσθητος, όταν

μου έλιωσε το χέρι ένα σοβιετικό τανκς. Πιάστηκα αιχμάλωτος και βρέθηκα αρχικά σ’ ένα νοσοκομείο στην Τσίτα κι ύστερα σ’ ένα στρατόπεδο αιχμαλώτων στη Σιβηρία. Με κράτησαν εκεί μέχρι το 1949. Είχα περάσει στην ηπειρωτική Ασία συνολικά δώδεκα χρόνια από τη στιγμή που μ’ έστειλαν εκεί, το 1937. Σ’ όλο αυτό το διάστημα δεν είχα πατήσει το πόδι μου σε ιαπωνικό έδαφος. Η οικογένειά μου νόμιζε πως είχα σκοτωθεί πολεμώντας κατά των Σοβιετικών. Έφτιαξαν κι έναν τάφο για μένα στο νεκροταφείο του χωριού. Είχα κάνει και μια συμφωνία με μια κοπέλα πριν φύγω απ’ την Ιαπωνία, αλλά όταν γύρισα ήταν ήδη παντρεμένη με κάποιον άλλο. Δώδεκα χρόνια δεν είναι λίγα». Κούνησα το κεφάλι συμφωνώντας μαζί του. «Λυπάμαι, κύριε Οκάντα», είπε. «Αυτές οι κουβέντες για τον παλιό καιρό πρέπει να είναι πολύ βαρετές για ένα νεαρό σαν κι εσάς. Θα ήθελα όμως να προσθέσω και κάτι ακόμη. Ότι κι εμείς ήμασταν κάποτε ανύποπτοι νεαροί όπως εσείς. Ποτέ δεν μου είχε περάσει απ’ το μυαλό ότι θα γινόμουν κάποτε στρατιώτης. Ήθελα να γίνω δάσκαλος. Μόλις όμως τέλειωσα το πανεπιστήμιο, έλαβα το χαρτί της στρατολογίας και κατέληξα να περάσω στην ηπειρωτική Ασία δώδεκα ολόκληρα χρόνια. Η ζωή μου πέρασε σαν όνειρο». Ο υπολοχαγός Μαμίγια έπαψε να μιλάει. «Εάν δεν σας πειράζει», είπα αφού πέρασε λίγη ώρα, «θα ήθελα πάρα πολύ ν’ ακούσω από σας την ιστορία της γνωριμίας σας με τον κύριο Χόντα». Πραγματικά θα ήθελα να μάθω τι είδους άνθρωπος ήταν ο κύριος Χόντα πριν τον γνωρίσω εγώ. Με τα χέρια ακουμπισμένα συμμετρικά στα γόνατά του, ο υπολοχαγός Μαμίγια φάνηκε να σκέφτεται για λίγη ώρα. Δεν αμφέβαλλε για το τι έπρεπε να κάνει. Απλώς σκεφτόταν. «Αυτή η ιστορία μπορεί να κρατήσει πολύ», είπε. «Δεν πειράζει», είπα. «Δεν την έχω πει ποτέ σε κάνέναν. Και είμαι απόλυτα σίγουρος ότι και ο κύριος Χόντα δεν την είχε πει ποτέ σε κανέναν. Ο λόγος που το λέω αυτό είναι ότι... κάναμε μια συμφωνία... να κρατήσουμε αυτή τη συγκεκριμένη πτυχή της ζωής μας μυστική. Όμως ο κύριος Χόντα είναι τώρα νεκρός. Έχω μείνει μόνο εγώ. Δεν θα πείραζε κανέναν εάν την έλεγα». Έτσι ο υπολοχαγός Μαμίγια άρχισε να μου αφηγείται την ιστορία του. Η μεγάλη ιστορία του υπολοχαγοΰ Μαμίγια: Μέρος Α'

Μ’ έστειλαν στη Μαντζουρία στις αρχές του 1937, άρχισε ο υπολοχαγός Μαμίγια. Είχα μόλις πάρει τα γαλόνια του έφεδρου ανθυπολοχαγοΰ και η πρώτη μου μετάθεση ήταν στο Γενικό Επιτελείο του στρατού της Κουαντούνγκ στο Σιν-τσινγκ. Είχα σπουδάσει γεωγραφία στο πανεπιστήμιο κι έτσι

κατέληξα στο τοπογραφικό του στρατού, όπου πήρα ειδικότητα χαρτογράφου. Ήταν ιδανικό για μένα, γιατί, για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, τα καθήκοντα που έπρεπε να επιτελώ ήταν απ’ τα ευκολότερα που μπορούσε να έχει κανείς στο στρατό. Επιπλέον, η κατάσταση στη Μαντζουρία ήταν σχετικά ήρεμη - σταθερή τουλάχιστον. Το πρόσφατο κινεζικό «επεισόδιο» είχε μετατοπίσει το θέατρο των στρατιωτικών επιχειρήσεων από τη Μαντζουρία στην ίδια την Κίνα. Το εκστρατευτικό σώμα της Κίνας ήταν αυτό που διεξήγε τώρα τις μάχες, ενώ ο στρατός τής Κουαντούνγκ περνούσε καλά. Είναι αλήθεια ότι γινόντουσαν ακόμη εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον αντιιαπωνικών ανταρτικών ομάδων, αλλά ήταν περιορισμένες στα ενδότερα της χώρας. Σε γενικές γραμμές, η χειρότερη περίοδος είχε περάσει. Το μόνο που είχε να κάνει ο ισχυρός στρατός της Κουαντούνγκ ήταν να αστυνομεύει το καθεστώς των ανδρεικέλων στο καινούργιο «ανεξάρτητο» κράτος της Μαντσουκουό, έχοντας ταυτόχρονα το βλέμμα στραμμένο προς το βορρά. Όσο κι αν επικρατούσε σχετική ηρεμία, ο πόλεμος ήταν πόλεμος και οι στρατιωτικοί ελιγμοί συνεχείς. Εγώ ευτυχώς δεν ήμουν υποχρεωμένος να συμμετέχω σ’ αυτούς. Οι συνθήκες που επικρατούσαν ήταν τρομακτικές. Η θερμοκρασία έπεφτε μερικές φορές στους σαράντα ή και πενήντα βαθμούς κάτω από το μηδέν. Ένα απρόσεκτο βήμα σ’ αυτού του είδους τις μετακινήσεις και μπορούσες να μείνεις για πάντα εκεί. Κάθε φορά που έκαναν τέτοιου είδους ασκήσεις, εκατοντάδες άντρες κατέληγαν στο νοσοκομείο με κρυοπαγήματα ή σε ιαματικά λουτρά για θεραπεία. Το Σιν-τσινγκ δεν ήταν μεγάλη πόλη, αλλά ήταν ασφαλώς ένα εξωτικό ξένο μέρος, κι αν ήθελες να διασκεδάσεις εκεί, είχες πολλές ευκαιρίες. Οι καινούργιοι ανύπαντροι αξιωματικοί, ανάμεσα στους οποίους ήμουν κι εγώ, ζούσαμε μαζί σ’ ένα είδος κοινοβίου έξω απ’ τους στρατώνες. Ήταν κάτι σαν παράταση της φοιτητικής ζωής. Εγώ τα δέχτηκα όλ’ αυτά σαν αναγκαίο κακό, θεωρώντας ότι δεν θα είχα και μεγάλο παράπονο αν η στρατιωτική μου θητεία τελείωνε έτσι, με τη μια ειρηνική μέρα να διαδέχεται την άλλη. Η ειρήνη, φυσικά, ήταν πλασματική. Πέρ’ από τα όρια του μικρού φωτεινού μας κύκλου διεξαγόταν ένας άγριος πόλεμος. Οι περισσότεροι Ιάπωνες καταλάβαιναν ότι ο πόλεμος με την Κίνα θα μετατρεπόταν σ’ ένα τέλμα, απ’ το οποίο ποτέ δεν θα μπορούσαμε να ξεμπλέξουμε αυτό το καταλάβαιναν τουλάχιστον όσοι Ιάπωνες είχαν λίγο μυαλό στο κεφάλι τους. Δεν είχε καμιά σημασία πόσες επιμέρους μάχες κερδίζαμε: δεν υπήρχε κανένας τρόπος να συνεχίσει η Ιαπωνία να κατέχει και να διοικεί μια τόσο μεγάλη χώρα. Εάν το σκεφτόσουν λιγάκι, ήτανηλίου φαεινότερο. Και πράγματι, καθώς συνεχιζόταν ο πόλεμος, ο αριθμός των νεκρών και των τραυματιών άρχισε να πολλαπλασιάζεται δραματικά. Οι σχέσεις με την Αμερική πήγαιναν απ’ το κακό στο χειρότερο. Ακόμα και στην πατρίδα, η σκιά του πολέμου γινόταν όλο και πιο βαριά μέρα με την ημέρα. Ήταν μαύρα εκείνα τα χρόνια: 1937, 1938. Όταν όμως ζούσες την ανέμελη ζωή του αξιωματικού στο Σιντσινγκ, σου ερχόταν πολλές φορές αυθόρμητα να ρωτήσεις: «Πόλεμος; Ποιος πόλεμος;» Βγαίναμε για ποτά και γλέντια κάθε βράδυ κι επισκεπτόμασταν συχνά τα καφέ όπου σύχναζαν οι Ρωσίδες που κάποτε είχαν ακολουθήσει το στρατό των Λευκών. Ύστερα, μια μέρα προς τα τέλη Απριλίου του 1938, ένας ανώτερος αξιωματικός του Επιτελείου με κάλεσε στο γραφείο του και με σύστησε σ’ έναν τύπο με πολιτικά ονόματι Γιαμαμότο. Ο Γιαμαμότο είχε μουστάκι και τα μαλλιά του ήταν κουρεμένα πολύ κοντά. Δεν ήταν ιδιαίτερα ψηλός. Όσο για την ηλικία του, τον έκανα γύρω στα τριάντα πέντε. Είχε μια ουλή στον αυχένα που έμοιαζε να έχει

γίνει από κάποιου είδους αιχμηρό αντικείμενο. Ο αξιωματικός μού είπε: «Ο κύριος Γιαμαμότο είναι πολίτης. Έχει αναλάβει για λογαριασμό του στρατού να ερευνήσει τα ήθη και τα έθιμα των Μογγόλων της Μαντσουκουό. Στη συνέχεια θα πάει στη στέπα του Χουλουνμπούιρ, κοντά στα σύνορα της Εξωτερικής Μογγολίας, κι εμείς έχουμε αναλάβει να του παράσχουμε ένοπλη συνοδεία. Εσύ θα είσαι μέλος αυτού του αποσπάσματος». Δεν πίστεψα λέξη απ’ αυτά που μου είπε. Αυτός ο τύπος, ο Γιαμαμότο, μπορεί μεν να φορούσε πολιτικά, οποιοσδήποτε όμως μπορούσε να δει με την πρώτη ματιά πως ήταν επαγγελματίας στρατιώτης. Το βλέμμα του, ο τρόπος που μιλούσε, η στάση του σώματός του. Ήταν προφανές. Φαντάστηκα ότι θα ήταν κάποιος υψηλόβαθμος αξιωματικός της αντικατασκοπίας κι ότι η αποστολή του απαιτούσε την απόκρυψη της στρατιωτικής του ταυτότητας. Όλη αυτή η ιστορία δεν προμήνυε τίποτα καλό. Τη συνοδεία του Γιαμαμότο την αναλάβαμε τρία άτομα όλα κι όλα πολύ λίγα για να έχουμε οποιαδήποτε αποτελεσματικότητα σε περίπτωση ανάγκης, αν και μια μεγαλύτερη ομάδα θα τραβούσε την προσοχή των στρατευμάτων της Εξωτερικής Μογγολίας που περιπολούσαν στα σύνορα. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι επρόκειτο για την ανάθεση μιας ευαίσθητης αποστολής σε μερικούς επίλεκτους άντρες, αλλ’ αυτό δεν είχε καμιά σχέση με την αλήθεια. Εγώ ήμουν ο μόνος αξιωματικός της ομάδας και είχα μηδενική εμπειρία μάχης. Ο μόνος στον οποίο θα μπορούσαμε να βασιστούμε, αν χρειαζόταν να εμπλακούμε σε μάχη, ήταν ένας λοχίας ονόματι Χαμάνο. Τον ήξερα καλά, καθώς ήταν διαπιστευμένος στο Γενικό Επιτελείο. Ήταν σκληρό καρύδι και είχε ανέβει στην ιεραρχία λόγω της εξαιρετικής γενναιότητας που είχε επιδείξει στην Κίνα. Ήταν μεγαλόσωμος κι ατρόμητος και ήμουν σίγουρος ότι μπορούσα να βασιστώ πάνω του σε περίπτωση αψιμαχίας. Το γιατί είχαν περιλάβει και το δεκανέα Χόντα στην ομάδα μας ήταν για μένα τουλάχιστον ανεξήγητο. Όπως κι εγώ, είχε μόλις φτάσει απ’ την πατρίδα, και φυσικά δεν είχε καμιά εμπειρία μάχης. Ήταν μια ευγενική και ήσυχη ψυχή που σου έδινε την εντύπωση ότι σε περίπτωση επεισοδίου δεν θα μπορούσε να κουνήσει ούτε το δαχτυλάκι του. Κι επιπλέον, ανήκε στην Έβδομη Μεραρχία, πράγμα που σήμαινε ότι το Γ ενικό Επιτελείο είχε κάνει ιδιαίτερες μανούβρες για να τον αποσπάσει από κει και να τον φέρει σ’ εμάς ειδικά γι’ αυτή την αποστολή. Τόσο πολύτιμος ήταν αυτός ο στρατιώτης, αν και ο λόγος γι’ αυτό δεν έγινε φανερός παρά πολύ αργότερα. Εγώ τέθηκα επικεφαλής της συνοδείας κυρίως γιατί βασική μου ευθύνη ήταν η τοπογραφία των δυτικών συνόρων της Μαντσουκουό, στην περιοχή του ποταμού Χάλχα. Η δουλειά μου ήταν να διασφαλίζω την ακρίβεια και την πληρότητα των χαρτών της περιοχής. Είχα μάλιστα πετάξει πάνω απ’ την περιοχή αρκετές φορές με αεροπλάνο. Η παρουσία μου σκοπό είχε να εξελιχθεί ομαλά η αποστολή. Παράλληλα είχα αναλάβει να συλλέξω όσο γινόταν πιο λεπτομερείς τοπογραφικές πληροφορίες για την περιοχή, με σκοπό τη βελτίωση της ακρίβειας των χαρτών μας. Μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια, σαν να λέμε. Και για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, οι χάρτες που είχαμε εκείνη την εποχή για την περιοχή της στέπας Χουλουνμπούιρ στην περιοχή των συνόρων με την Εξωτερική Μογγολία ήταν εντελώς πρωτόγονες κατασκευές ελάχιστα καλύτερες απ’ τους χάρτες της δυναστείας των Μαντσού. Ο στρατός της Κουαντούνγκ είχε κάνει αρκετές τοπογραφικές έρευνες μετά την ίδρυση της Μαντσουκουό. Ήθελαν να φτιάξουν πιο ακριβείς χάρτες, αλλά η περιοχή που έπρεπε να κα-λύψουν ήταν τεράστια, και η Δυτική Μαντζουρία δεν είναι παρά μια απέραντη έρημος. Τα εθνικά σύνορα δεν έχουν και πολύ μεγάλη σημασία σε μια τόσο μεγάλη ερημιά. Οι Μογγόλοι νομάδες είχαν ζήσει εκεί χιλιάδες χρόνια χωρίς την ανάγκη -ούτε καν την έννοια συνόρων. Η πολιτική κατάσταση είχε επίσης καθυστερήσει την κατασκευή χαρτών ακρίβειας. Εάν δηλαδή

προχωρούσαμε και φτιάχναμε μονόπλευρα έναν επίσημο χάρτη που έδειχνε τη δική μας αντίληψη περί των συνόρων, υπήρχε κίνδυνος να προκαλέσουμε ένα γιγαντιαίων διαστάσεων διεθνές επεισόδιο. Η Σοβιετική Ένωση αλλά και η Εξωτερική Μογγολία, η οποία συνόρευε με τη Μαντσουκουό, ήταν εξαιρετικά ευαίσθητες σε ό,τι αφορούσε τις παραβιάσεις των συνόρων, και είχαν γίνει πολλές αιματηρές συγκρούσεις για τέτοια ζητήματα. Εκείνη την εποχή ο στρατός δεν είχε καμιά διάθεση να εμπλακεί σε πόλεμο με τη Σοβιετική Ένωση. Όλες μας οι δυνάμεις ήταν απασχολημένες στον πόλεμο με την Κίνα και δεν είχαμε τρόπο ν’ αντιμετωπίσουμε μια σύγκρουση μεγάλης κλίμακας με τους Σοβιετικούς. Δεν είχαμε τις μεραρχίες, τα τεθωρακισμένα, το πυροβολικό ή τα αεροπλάνα. Πρώτο μας μέλημα ήταν η διασφάλιση της σταθερότητας στη Μαντσουκουό, η οποία ήταν μια σχετικά καινούργια πολιτική οντότητα. Από καθαρά στρατιωτική άποψη, η χάραξη των βορείων και των βορειοδυτικών συνόρων μπορούσε να περιμένει. Ήθελαν να κερδίσουν χρόνο τρενάροντας τα πράγματα όσο έπαιρνε. Ακόμα και ο κραταιός στρατός της Κουαντούνγκ έβγαζε το καπέλο σ’ αυτή την άποψη και υιοθετούσε στάση αναμονής. Το αποτέλεσμα ήταν όλα να είναι στον αέρα και να πλέουν σε μια θάλασσα ασάφειας. Εάν, ωστόσο, παρά τα προσεκτικά σχέδιά τους, κάποιο απρόβλεπτο γεγονός οδηγούσε σε πόλεμο (το απευκταίο συνέβη την επόμενη χρονιά στο Νομονχάν), θα χρειαζόμασταν χάρτες για να μπορέσουμε να πολεμήσουμε. Κι όχι απλώς κοινούς πολιτικούς χάρτες, αλλά πραγματικούς χάρτες μάχης. Για να διεξαγάγεις έναν πόλεμο χρειάζεσαι χάρτες που σου δείχνουν πού μπορείς να στήσεις καταυλισμούς, ποια είναι τα πιο πρόσφορα σημεία για το πυροβολικό, πόσες μέρες θα χρειαστεί το πεζικό σου να φτάσει εκεί, πού μπορείς να εξασφαλίσεις νερό, πόση τροφή χρειάζεσαι για τ’ άλογά σου: πολλές δηλαδή και λεπτομερείς πληροφορίες. Ήταν αδύνατον έστω και να διανοηθείς να ξεκινήσεις έναν πόλεμο χωρίς τέτοιους χάρτες. Γι’ αυτό και μεγάλο μέρος της δουλειάς μας συνέπιπτε με τη δουλειά της αντικατασκοπίας, και συνεχώς ανταλλάσσαμε πληροφορίες με το δεύτερο γραφείο τού στρατού ή τις μυστικές υπηρεσίες στη Χάϊλάρ. Όλοι γνωριζόμασταν μεταξύ μας, αλλ’ αυτός ο Γιαμαμότο ήταν κάποιος που δεν τον είχα ξαναδεί. Μετά από πέντε μέρες προετοιμασίας, φύγαμε από το Σιντσινγκ για τη Χαϊλάρ με τρένο. Από κει πήραμε φορτηγό, περάσαμε την περιοχή του Λαμαϊκού ναού Χαντούρ-μπιο και φτάσαμε στο συνοριακό παρατηρητήριο του στρατού της Μαντσουκουό, στις όχθες του ποταμού Χάλχα. Δεν θυμάμαι την ακριβή απόσταση, αλλά ήταν περίπου τριακόσια είκοσι χιλιόμετρα. Η περιοχή ήταν μια άδεια έρημος, όπου όσο έβλεπε το μάτι, δεν υπήρχε κανένα ίχνος ζωής. Δουλειά μου ήταν να ελέγχω και να αντιπαραβάλλω το χάρτη μου σε σχέση με τους πραγματικούς σχηματισμούς του εδάφους, όμως εκεί έξω δεν υπήρχαν στην ουσία τέτοιοι σχηματισμοί, δεν υπήρχε κανένα σημάδι που να μπορεί κανείς να το χρησιμοποιήσει για σημείο αναφοράς. Το μόνο που έβλεπα ήταν κακοτράχαλα υψωματάκια, τα οποία συνεχίζονταν το ένα μετά το άλλο μέχρι πέρα στον ορίζοντα, και συννεφάκια που έπλεαν στον ουρανό. Δεν υπήρχε κανένας τρόπος να εντοπίσω ακριβώς το σημείο όπου βρισκόμασταν στο χάρτη. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να μαντέψω, βασιζόμενος στο χρόνο που είχαμε κάνει να φτάσουμε εκεί με το αμάξι. Μερικές φορές, όταν κινείσαι σιωπηλά μέσα σ’ ένα τόσο έρημο τοπίο, έχεις την έντονη αυταπάτη ότι ο εαυτός σου, η ατομική σου προσωπικότητα, αρχίζει σιγά σιγά να ξετυλίγεται. Ο γύρω χώρος είναι τόσο απέραντος, ώστε γίνεται όλο και πιο δύσκολο να ελέγξεις αποτελεσματικά τον εαυτό σου και να κρατήσεις τις ισορροπίες του. Δεν ξέρω αν καταλαβαίνετε τι λέω. Το μυαλό ξεχύνεται και τείνει ν’ απλωθεί σ’ ολόκληρο το χώρο, και στη διάρκεια αυτής της διαδικασίας διαχέεται σε τέτοιο

βαθμό, ώστε χάνεις την ικανότητα να το κρατήσεις προσκολλημένο στον υλικό σου εαυτό. Αυτό ακριβώς ένιωσα στη μέση της μογγολικής στέπας. Τι απεραντοσύνη! Ήταν περισσότερο σαν ωκεανός παρά σαν έρημο τοπίο. Ο ήλιος υψωνόταν στον ανατολικό ορίζοντα, διέγραφε τη διαδρομή του στον άδειο ουρανό και βυθιζόταν στο δυτικό ορίζοντα. Αυτή ήταν η μόνη ορατή αλλαγή στο περιβάλλον μας. Και στην κίνηση του ήλιου ένιωθα κάτι που δυσκολεύομαι πολύ να περιγράψω: μια τεράστια, απέραντη αγάπη που γέμιζε όλο το σύμπαν. Στο συνοριακό φυλάκιο του στρατού της Μαντσουκουό μεταφερθήκαμε απ’ το φορτηγό σε άλογα. Είχαν τα πάντα έτοιμα και μας περίμεναν: τέσσερα άλογα για μας και δύο άλογα φορτωμένα με τροφές, νερό και όπλα. Ήμασταν ελαφρά οπλισμένοι. Εγώ κι ο άντρας που τον έλεγαν Γιαμαμότο είχαμε μόνο πιστόλια. Ο Χαμάνο κι ο Χόντα είχαν τα συνηθισμένα τριανταοχτάρια τουφέκια του στρατού κι από δύο χειροβομβίδες ο καθένας, εκτός απ’ τα πιστόλια τους. Ο ντε φάκτο ηγέτης της ομάδας ήταν ο Γιαμαμότο. Εκείνος έπαιρνε όλες τις αποφάσεις και μας έδινε οδηγίες. Εφόσον υποτίθεται πως ήταν πολίτης, οι στρατιωτικοί κανόνες απαιτούσαν να παίξω εγώ το ρόλο τού επικεφαλής αξιωματικού, αλλά κανείς δεν αμφέβαλλε πως εκείνος είχε την αρχηγία. Πέρ’ από το ότι φαινόταν καθαρά η πραγματική φύση του ανθρώπου, εγώ, παρά το ότι είχα το βαθμό του ανθυπολοχαγού, δεν ήμουν παρά ένας γραφιάς χωρίς καμιά εμπειρία μάχης. Οι στρατιωτικοί αμέσως ξεχωρίζουν τον άνθρωπο που έχει πραγματική εξουσία, και αυτόν υπακούουν. Επιπλέον, οι ανώτεροι μου με είχαν διατάξει ν’ ακολουθώ τις οδηγίες του Γιαμαμότο ασυζητητί. Η υπακοη μου στο πρόσωπό του ήταν κάτι που ξεπερνούσε τους συνηθισμένους νόμους και τους κανονισμούς. Προχωρήσαμε μέχρι τον ποταμό Χάλχα και τον ακολουθήσαμε προς τα νότια. Ο ποταμός ήταν φουσκωμένος απ’ τα χιόνια που έλιωναν. Βλέπαμε μεγάλα ψάρια να κολυμπούν στο νερό. Μερικές φορές, πέρα μακριά, βλέπαμε αγέλες λύκων. Πρέπει να ήταν μάλλον αγριόσκυλα παρά καθαροί λύκοι, αλλά ούτως ή άλλως ήταν σαφώς επικίνδυνοι. Κάθε βράδυ έπρεπε να βάζουμε σκοπό για να φυλάει τ’ άλογα απ’ αυτούς. Είδαμε και πολλά πουλιά, τα περισσότερα αποδημητικά, που επέστρεφαν στη Σιβηρία. Ο Γιαμαμότο κι εγώ συζητήσαμε διάφορα στοιχεία της τοπογραφίας. Ελέγχοντας τη διαδρομή μας σε αντιπαραβολή με το χάρτη, κρατούσαμε λεπτομερείς σημειώσεις για κάθε πρόσθετη πληροφορία που υπέπιπτε στην αντίληψή μας. Ωστόσο, εκτός από αυτές τις τεχνικής φύσεως συζητήσεις, ο Γιαμαμότο σχεδόν ποτέ δεν μου μιλούσε. Σπιρούνιζε τ’ άλογό του και προχωρούσε σιωπηλός, έτρωγε ό,τι τρώγανε και οι υπόλοιποι κι έπεφτε για ύπνο χωρίς να πει κουβέντα. Είχα την εντύπωση ότι δεν ήταν το πρώτο του ταξίδι στην περιοχή αυτή. Οι γνώσεις του για τη μορφολογία τού εδάφους, για τις κατευθύνσεις και ούτω καθεξής ήταν εκπληκτικά ακριβείς. Αφού προχωρήσαμε νότια για δυο μέρες χωρίς κανένα επεισόδιο, ο Γιαμαμότο με πήρε παράμερα και μου είπε ότι θα περνούσαμε τον Χάλχα πριν από την αυγή. Αυτό για μένα ήταν ένα σοκ τρομακτικών διαστάσεων. Η απέναντι όχθη ήταν έδαφος της Εξωτερικής Μογγολίας. Ακόμα και η όχθη στην οποία βρισκόμασταν ήταν μια επικίνδυνη περιοχή, καθώς αποτελούσε αντικείμενο συνοριακών διαφορών. Η Εξωτερική Μογγολία το θεωρούσε δικό της και η Μαντσουκουό το ίδιο, πράγμα που είχε οδηγήσει σε πολλές ένοπλες συγκρούσεις. Εάν μας έπιανε αιχμαλώτους ο στρατός της Εξωτερικής Μογγολίας απ’ τη δική μας πλευρά του ποταμού, οι διαφορετικές απόψεις των δύο χωρών δικαιολογούσαν την παρουσία μας εκεί, αν και στην πραγματικότητα ελάχιστος κίνδυνος υπήρχε να έχουμε τέτοια συναπαντήματα την εποχή αυτή, καθώς το λιώσιμο του χιονιού έκανε το

πέρασμα του ποταμού εξαιρετικά δύσκολο. Η απέναντι όχθη όμως ήταν μια πολύ διαφορετική ιστορία. Εκεί υπήρχαν κανονικές μογγολικές περίπολοι. Εάν μας έπιαναν εκεί, δεν θα είχαμε καμιά απολύτως δικαιολογία. Θα ήταν μια σαφής περίπτωση παραβίασης συνόρων, η οποία θα δημιουργούσε πολλών ειδών πολιτικά προβλήματα. Μπορεί να μας εκτελούσαν επιτόπου και η κυβέρνησή μας δεν θα ήταν σε θέση να διαμαρτυρηθεί. Επιπλέον, ο ανώτερος μου αξιωματικός δεν είχε καν υπαινιχθεί ότι υπήρχε περίπτωση να διασχίσουμε τα σύνορα. Μπορεί βέβαια να μου είχε πει ν’ ακολουθήσω τις διαταγές τού Γιαμαμότο κατά γράμμα, εγώ όμως δεν είχα τρόπο να ξέρω εάν αυτό περιλάμβανε κι ένα τόσο σοβαρό ατόπημα όσο η παραβίαση των συνόρων. Δεύτερον, όπως είπα παραπάνω, ο Χάλχα ήταν φουσκωμένος και το ρεύμα εξαιρετικά δυνατό για να μπορούμε να το διασχίσουμε, εκτός του ότι το νερό πρέπει να ήταν παγωμένο. Ούτε οι νομαδικές φυλές δεν επιχειρούσαν να διασχίσουν το ποτάμι αυτή την εποχή του χρόνου. Περιόριζαν τις διαβάσεις τους συνήθως το χειμώνα, οπότε το ποτάμι ήταν παγωμένο, ή το καλοκαίρι, που η ροή ήταν πιο αργή και το νερό πιο ζεστό. Όταν του τα είπα αυτά, ο Γιαμαμότο με κοίταξε για μια στιγμή. Ύστερα κούνησε το κεφάλι αρκετές φορές. «Καταλαβαίνω την ανησυχία σου για την παραβίαση διεθνών συνόρων», μου είπε με κάπως υπεροπτικό ύφος. «Είναι απόλυτα φυσικό για σένα, που είσαι αξιωματικός κι έχεις άντρες υπό τις διαταγές σου, να θες να είσαι καλυμμένος ως προς την ευθύνη για ένα τόσο σοβαρό ζήτημα. Δεν θα ήθελες να θέσεις τη ζωή των αντρών σου σε κίνδυνο χωρίς σοβαρή αιτία. Θα ήθελα όμως ν’ αφήσεις αυτά τα ζητήματα σ’ εμένα. Σ’ αυτή την περίπτωση αναλαμβάνω πλήρως την ευθύνη. Δεν είμαι σε θέση να σου δώσω πλήρεις εξηγήσεις, αλλά στο ζήτημα αυτό ενεργώ με διαταγές των ανωτάτων κλιμακίων του στρατού. Όσον αφορά τη διάβαση του ποταμού, δεν έχουμε τεχνικά προβλήματα. Υπάρχει ένα κρυφό σημείο απ’ το οποίο μπορούμε να περάσουμε. Ο στρατός της Εξωτερικής Μογγολίας έχει κατασκευάσει και διατηρεί αρκετά τέτοια σημεία. Φαντάζομαι ότι πρέπει να είσαι ενήμερος γι’ αυτό. Εγώ προσωπικά έχω διασχίσει το ποτάμι πολλές φορές σ’ αυτό το σημείο. Μπήκα στην Εξωτερική Μογγολία πέρυσι την ίδια εποχή απ’ την ίδια διάβαση. Μην ανησυχείς. Δεν θα υπάρξει κανένα πρόβλημα». Είχε δίκιο για ένα πράγμα. Ο στρατός της Εξωτερικής Μογγολίας, ο οποίος γνώριζε την περιοχή λεπτομερειακά, είχε στείλει δοκιμαστικά μάχιμες μονάδες -αν και μόνο σε περιορισμένο αριθμόστη δική μας πλευρά του ποταμού την εποχή που λιώνουν τα χιόνια. Ήθελαν να είναι σίγουροι ότι μπορούσαν να στείλουν ολόκληρες μεραρχίες στην άλλη πλευρά του ποταμού όποτε ήθελαν. Κι αν μπορούσαν να περάσουν εκείνοι, τότε μπορούσε να περάσει κι αυτός ο άνθρωπος που τον έλεγαν Γιαμαμότο, και δεν θα ήταν καθόλου δύσκολο να περάσουμε κι εμείς οι υπόλοιποι. Βρισκόμασταν ήδη σ’ ένα από κείνα τα μυστικά περάσματα που κατά πάσα πιθανότητα είχε κατασκευάσει ο στρατός τής . Εξωτερικής Μογγολίας. Προσεκτικά καμουφλαρισμένο, δεν μπορούσε να το δει ένα άπειρο μάτι. Μια σανιδένια γέφυρα, δεμένη με σκοινιά για ν’ αντέχει στο ορμητικό ρεύμα, συνέδεε τα αβαθή των δύο πλευρών λίγο κάτω απ’ την επιφάνεια του νερού. Μια μικρή πτώση στο επίπεδο του νερού θα επέτρεπε την εύκολη διάβαση στρατιωτικών οχημάτων, τεθωρακισμένων, μεταγωγικών και ούτω καθεξής. Τα αναγνωριστικά αεροπλάνα δεν θα μπορούσαν ποτέ να την εντοπίσουν κάτω απ’ το νερό. Διασχίσαμε το ορμητικό ρεύμα του ποταμού κρατώντας γερά τα σκοινιά. Ο Γιαμαμότο πήγαιγε μπροστά, για να σιγουρευτεί ότι δεν υπήρχαν περίπολοι της Εξωτερικής Μογγολίας στην περιοχή, κι εμείς ακολουθούσαμε από πίσω. Τα πόδια μας μουδιάσανε

απ’ το κρύο νερό, αλλά εμείς και τ’ άλογά μας καταφέραμε να φτάσουμε μέχρι την απέναντι όχθη του Χάλχα. Το έδαφος ήταν πολύ πιο ψηλό απ’ την άλλη πλευρά και καθώς στεκόμασταν εκεί, μπορούσαμε να δούμε σε απόσταση πολλών χιλιομέτρων την έρημη έκταση απ’ την οποία είχαμε έρθει. Αυτός ήταν ένας λόγος για τον οποίο ο Σοβιετικός στρατός βρισκόταν μονίμως σε πλεονεκτική θέση όταν τελικά ξέσπασε η μάχη του Νομονχάν. Η διαφορά υψομέτρων προκαλούσε επίσης μεγάλη διαφορά στην ακρίβεια των βολών του πυροβολικού. Θυμάμαι πολύ καλά την εντύπωση που μου έκανε η διαφορά του τοπίου απ’ τη μια κι απ’ την άλλη πλευρά του ποταμού. Θυμάμαι επίσης πόση ώρα χρειάστηκαν για να ανακτήσουν τη ζωτικότητά τους τα πόδια μας που είχαν βουτηχτεί στο παγωμένο νερό. Για ένα διάστημα δεν μπορούσα καν να μιλήσω. Αλλά για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, η αγωνία που μου προκαλούσε η επίγνωση ότι βρισκόμουν σε εχθρική περιοχή αρκοΰσε για να με κάνει να ξεχάσω το κρΰο. Ακολουθήσαμε το ποτάμι προς τα νότια. Σαν ελισσόμενο φίδι, ο ποταμός Χάλχα κυλούσε αποκάτω και στ’ αριστερά μας. Λίγο μετά τη διάβαση ο Γιαμαμότο μας συμβούλεψε ν’ απαλλαγούμε απ’ όλα τα στρατιωτικά εμβλήματα, κι εμείς κάναμε ακριβώς αυτό που μας είπε. Αυτά τα πράγματα μόνο μπελάδες μπορούσαν να προκαλέσουν εάν πέφταμε στα χέρια του εχθρού. Γι’ αυτό το λόγο απαλλάχτηκα απ’ τις μπότες του αξιωματικού που φορούσα και στη θέση τους έβαλα γκέτες. Ετοιμαζόμασταν να κατασκηνώσουμε εκείνο το βράδυ, όταν είδαμε από μακριά να μας πλησιάζει ένας μοναχικός καβαλάρης. Ήταν Μογγόλος. Οι Μογγόλοι χρησιμοποιούν μια ασυνήθιστα ψηλή σέλα, γι’ αυτό και μπορείς να τους διακρίνεις από μακριά. Ο λοχίας Χαμάνο άρπαξε το τουφέκι του όταν είδε τον Μογγόλο να πλησιάζει, αλλά ο Γιαμαμότο του είπε να μην πυροβολήσει. Ο Χαμάνο χαμήλωσε αργά αργά το όπλο του χωρίς να πει λέξη. Οι τέσσερις μας στεκόμασταν εκεί περιμένοντας να μας πλησιάσει ο άγνωστος. Στην πλάτη του είχε περασμένο ένα σοβιετικού τύπου όπλο και στη μέση ένα μάουζερ. Το πρόσωπό του το κάλυπταν μεγάλες φαβορίτες και φορούσε ένα καπέλο με γούνινα αυτιά. Τα βρομερά ρούχα του ήταν του ίδιου τύπου μ’ αυτά που φορούσαν οι νομάδες, αλλ’ αμέσως καταλάβαινες, απ’ τον τρόπο που ήταν στημένος, πως ήταν επαγγελματίας στρατιωτικός. Κατεβαίνοντας απ’ το άλογό του, ο άντρας μίλησε στον Γιαμαμότο σε μια γλώσσα που υπέθεσα πως ήταν μογγολικά. Είχα κάποιες γνώσεις ρωσικών και κινεζικών, κι αυτό που μίλησε δεν ήταν ούτε το ένα ούτε το άλλο, άρα πρέπει να ήταν μογγολικά. Ο Γιαμαμότο του απάντησε στην ίδια γλώσσα. Αυτό επιβεβαίωσε πανηγυρικά τις υποψίες μου ότι ο Γιαμαμότο ήταν αξιωματικός της αντικατασκοπίας. Ο Γιαμαμότο μου είπε, «Υπολοχαγέ Μαμίγια, θα φύγω μ’ αυτό τον άνθρωπο. Δεν ξέρω πόσο ακριβώς θα λείψω, αλλά θα ήθελα να περιμένετε εδώ φυλώντας σκοπιά ολόκληρο το εικοσιτετράωρο, φυσικά. Εάν δεν επιστρέφω σε τριάντα έξι ώρες, θα αναφέρεις το γεγονός αυτό στο Αρχηγείο. Στείλε έναν άντρα στην απέναντι πλευρά του ποταμού, στο συνοριακό φυλάκιο της Μαντσουκουό». Ανέβηκε στ’ άλογό του κι έφυγε με τον Μογγόλο τραβώντας δυτικά. Οι τρεις μας τελειώσαμε το στήσιμο του καταυλισμού μας και φάγαμε ένα απλό δείπνο. Δεν μπορούσαμε να μαγειρέψουμε ή ν’ ανάψουμε φωτιά. Σ’ εκείνη την απέραντη στέπα, έχοντας μόνο τους χαμηλούς αμμόλοφους να μας προστατεύουν από τ’ αδιάκριτα μάτια, και το παραμικρό συννεφάκι καπνού θα οδηγούσε στην άμεση σύλληψή μας. Στήσαμε τις σκηνές μας χαμηλά

ανάμεσα στους αμμόλοφους και για δείπνο φάγαμε μπομπότα και κρύο κρέας από κονσέρβες. Το σκοτάδι δεν άργησε να πέσει με τη δύση του ήλιου κι ο ουρανός γέμισε από έναν απίστευτο αριθμό αστεριών. Καθώς ήμασταν ξαπλωμένοι στην άμμο, προσπαθώντας να αακτήσουμε δυνάμεις απ’ την κούραση της μέρας, μαζί με το βρυχηθμό του ποταμού έφταναν ανάκατα στ’ αυτιά μας και τα ουρλιαχτά των λύκων. Ο λοχίας Χαμάνο μου είπε, «Νομίζω ότι έχουμε μπλέξει άσχημα», και δεν μπορούσα να μη συμφωνήσω μαζί του. Ήδη οι τρεις μας -ο λοχίας Χαμάνο, ο δεκανέας Χόντα κι εγώείχαμε γνωριστεί καλά μεταξύ μας. Υπό κανονικές συνθήκες, ένας πεπειραμένος υπαξιωματικός σαν το λοχία Χαμάνο θα κρατούσε σε απόσταση έναν απειροπόλεμο νεαρό αξιωματικό σαν εμένα, αλλά η περίπτωση η δική μας ήταν διαφορετική. Σεβόταν τη μόρφωση που είχα αποκτήσει στο πανεπιστήμιο, κι εγώ δεν παρέλειπα ν’ αναγνωρίζω και να επαινώ τη μάχιμη εμπειρία του και το πρακτικό του πνεύμα, χωρίς ν’ αφήνω το βαθμό να μπαίνει ανάμεσά μας. Επίσης ήταν πολύ εύκολο να μιλήσουμε μεταξύ μας, γιατί εκείνος καταγόταν απ’ το Γιαμαγκούτσι κι εγώ από μια περιοχή της Χιροσίμα πολύ κοντά στη δική του. Μου μίλησε για τον πόλεμο στην Κίνα. Ήταν χρόνια στρατιώτης, έχοντας τελειώσει μόνο γυμνάσιο, αλλά είχε τις επιφυλάξεις του γι’ αυτό το βρόμικο πόλεμο όπου είχαμε εμπλακεί, ο οποίος έμοιαζε να μην έχει τέλος, κι εξέφρασε αυτά τα συναισθήματα ειλικρινά σ’ εμένα. «Δεν με πειράζει ο πόλεμος», είπε. «Στρατιώτης είμαι στο κάτω κάτω. Και δεν με πειράζει να πεθάνω στη μάχη για την πατρίδα μου, γιατί αυτή είναι η δουλειά μου. Αλλ’ αυτός ο πόλεμος που κάνουμε τώρα, υπολοχαγέ πώς να το ποΰμε, δεν είναι σωστός. Δεν είναι πραγματικός πόλεμος, με μέτωπο, όπου μπορείς ν’ αντιμετωπίσεις τον εχθρό και να πολεμήσεις μέχρι τελευταίας ρανίδος. Κάνουμε προέλαση κι ο εχθρός το βάζει στα πόδια χωρίς τουφεκιά. Ύστερα οι Κινέζοι στρατιώτες βγάζουν τις στολές τους, ανακατεύονται με τον αστικό πληθυσμό κι εμείς δεν ξέρουμε οΰτε ποιος είναι ο εχθρός. Έτσι σκοτώνουμε πάρα πολλοΰς αθώους, θεωρώντας ότι ξεκαθαρίζουμε “εστίες αντίστασης” ή “συμπαθοΰντες”, και κατάσχουμε τις περιουσίες τους και τη σοδειά τους. Είμαστε αναγκασμένοι να κλέβουμε τις τροφές τους, γιατί το μέτωπο κινείται προς τα εμπρός τόσο γρήγορα, που ο εφοδιασμός δεν μας προλαβαίνει. Και είμαστε επίσης αναγκασμένοι να σκοτώνουμε τους αιχμαλώτους, γιατί δεν έχουμε ποΰ να τους μαζέψουμε ή με τι να τους ταΐσουμε. Είν’ ένα μεγάλο λάθος, υπολοχαγέ. Κάναμε φριχτά εγκλήματα στο Νανκίνγκ. Η μονάδα μου δηλαδή. Ρίξαμε δεκάδες ανθρώπους μέσα σ’ ένα πηγάδι και τους πετάξαμε χειροβομβίδες από πάνω. Μερικά απ’ όσα κάναμε δεν μπορώ οΰτε να τα πω. Σου λέω, υπολοχαγέ, αυτός είν’ ένας πόλεμος χωρίς κανένα ηθικό έρεισμα. Είναι απλώς δυο πλευρές που σκοτώνουν η μια την άλλη. Κι αυτοί που τελικά υποφέρουν είναι οι φτωχοί αγρότες, αυτοί που δεν έχουν οΰτε πολιτική οΰτε ιδεολογία. Γι’ αυτοΰς δεν υπάρχει οΰτε Εθνικιστικό Κόμμα, οΰτε στρατάρχης Τσανγκ, οΰτε Όγδοη Κομμουνιστική Στρατιά. Εάν έχουν φαί να φάνε, είν’ ευτυχισμένοι. Ξέρω πώς νιώθουν αυτοί οι άνθρωποι. Εγώ που με βλέπεις, είμαι γιος ενός φτωχοΰ ψαρά. Τα μικρά κι ασήμαντα ανθρωπάκια δουλεύουν σαν σκλάβοι απ’ το πρωί ώς το βράδυ, και το μόνο που τους επιτρέπεται να κάνουν είναι ν’ αγωνίζονται για την επιβίωση κι αυτό με δυσκολία. Δεν πιστεύω ότι το να σκοτώνουμε αυτούς τους ανθρώπους, έτσι χωρίς λόγο, θα βοηθήσει σε κάτι την Ιαπωνία». Αντίθετα από το λοχία Χαμάνο, ο δεκανέας Χόντα ελάχιστα πράγματα είχε να πει για τον εαυτό του. Ήταν ήσυχος τύπος. Την περισσότερη ώρα την περνούσε ακούγοντάς μας να μιλάμε, χωρίς να παρεμβαίνει με δικά του σχόλια. Όταν όμως λέω ότι ήταν «ήσυχος», δεν θέλω να πω ότι είχε κάτι σκοτεινό ή μελαγχολικό επάνω του. Απλώς ότι πολύ σπάνια έπαιρνε την πρωτοβουλία να μιλήσει. Είν’ αλήθεια ότι πολλές φορές αναρωτιόμουν τι να είχε άραγε μες στο μυαλό του, αλλά δεν υπήρχε

τίποτα το δυσάρεστο πάνω του. Αν μη τι άλλο, υπήρχε κάτι στους ήσυχους τρόπους του που μαλάκωνε τις καρδιές των ανθρώπων. Ήταν απόλυτα ήρεμος. Στο πρόσωπό του είχε πάντα την ίδια έκφραση, άσχετα με το τι μπορεί να συνέβαινε γύρω του. Ήταν από την Ασαχικάουα, όπου ο πατέρας του είχε ένα μικρό τυπογραφείο. Ήταν δύο χρόνια μικρότερος μου κι από τότε που τελείωσε το λύκειο δούλευε για τον πατέρα του μαζί με τ’ αδέρφια του. Ήταν το μικρότερο από τρία αγόρια, απ’ τα οποία το μεγαλύτερο είχε σκοτωθεί στην Κίνα πριν από δύο χρόνια. Του άρεσε το διάβασμα, κι όποτε είχαμε ελεύθερη ώρα, τον έβλεπες κουλουριασμένο κάπου να διαβάζει κάτι σχετικό με το Βουδισμό. Όπως είπα πριν, ο Χόντα δεν είχε καμιά εμπειρία μάχης, αλλά, με ένα μόνο χρόνο εκπαίδευσης πίσω του, είχε καταφέρει να γίνει εξαιρετικός στρατιώτης. Υπάρχουν πάντα ένας-δυο τέτοιοι σε κάθε διμοιρία, άντρες που υπομονετικά και με μεγάλη αντοχή εκτελούν τα καθήκοντά τους κατά γράμμα, χωρίς την παραμικρή διαμαρτυρία. Σωματικά δυνατοί, με σωστή διαίσθηση, αμέσως καταλαβαίνουν αυτό που τους λες και κάνουν τη δουλειά όπως πρέπει. Ο Χόντα ήταν ένας απ’ αυτούς. Κι επειδή είχε εκπαιδευτεί στο ιππικό, ήταν ο ειδικός της ομάδας για τ’ άλογα* φρόντιζε τα έξι ζώα που είχαμε μαζί μας. Και το έκανε αυτό με άριστο τρόπο. Μερικές φορές είχαμε την εντύπωση ότι επικοινωνούσε με τα ζώα και καταλάβαινε πώς ένιωθαν. Ο λοχίας Χαμάνο διαπίστωσε αμέσως τις ικανότητες του δεκανέα Χόντα και του ανέθεσε διάφορα καθήκοντα χωρίς τον παραμικρό δισταγμό. Τελικά» παρά το ότι ήμασταν μια ομάδα που την αποτελούσαν εντελώς διαφορετικοί χαρακτήρες, καταφέραμε να πετύχουμε υψηλότατο βαθμό αμοιβαίας κατανόησης. Κι ακριβώς επειδή δεν ήμασταν συνηθισμένη μονάδα, δεν είχαμε ανάμεσά μας τις συνηθισμένες στρατιωτικές τυπικότητες. Νιώθαμε πολύ άνετα ο ένας με τον άλλο, λες και μας είχε φέρει μαζί κάποιο καλό Κάρμα. Αυτός είναι ο λόγος που ο λοχίας Χαμάνο μπορούσε να μου μιλήσει ανοιχτά για πράγματα που βρίσκονταν πολύ έξω απ’ το συνηθισμένο πλαίσιο σχέσεων ενός αξιωματικού μ’ έναν υπαξιωματικό. «Πες μου, υπολοχαγέ», με ρώτησε κάποια στιγμή, «τι γνώμη έχεις γι’ αυτό τον Γιαμαμότο;» «Μυστική υπηρεσία, κι ό,τι στοίχημα θες», είπα. «Όποιος μιλάει μογγολικά σαν κι αυτόν, πρέπει να είναι επαγγελματίας. Και ξέρει την περιοχή σαν την παλάμη του». «Το ίδιο πιστεύω κι εγώ. Αρχικά νόμιζα πως θα ήταν από κείνους τους έφιππους ληστές με διασυνδέσεις στην ανώτερη ιεραρχία του στρατού, αλλά δεν πρέπει να είναι έτσι. Τους ξέρω εγώ αυτούς τους τύπους. Σου τάζουνε λαγούς με πετραχήλια και κάνουνε μόνο τα μισά απ’ όσα λένε. Και στο παραμικρό κιχ πατάνε τη σκανδάλη. Αλλ’ αυτός ο τύπος, ο Γιαμαμότο, δεν είναι της πλάκας. Έχει κότσια. Είναι σίγουρα ανώτερος αξιωματικός και μάλιστα απ’ τα υψηλότερα κλιμάκια. Εγώ αυτούς τους τύπους τους μυρίζομαι από χιλιόμετρα μακριά. Ακόυσα κάτι πληροφορίες για μια μυστική τακτική μονάδα που προσπαθεί να συγκροτήσει ο στρατός με Μογγόλους εκπαιδευμένους απ’ τους Σοβιετικούς, κι ότι έφεραν μερικούς επαγγελματίες στα μέρη μας για να διευθύνουν την επιχείρηση. Μπορεί να συνδέεται με κάτι τέτοιο». Ο δεκανέας Χόντα φυλούσε σκοπιά λίγο παρακάτω κρατώντας το όπλο του στο χέρι. Εγώ είχα το μπράουνινγκ δίπλα μου, ώστε να μπορώ να το αρπάξω οποιαδήποτε στιγμή. Ο λοχίας Χαμάνο είχε βγάλει τις γκέτες του κι έτριβε τα ταλαιπωρημένα του πόδια. «Όλ’ αυτά είναι εικασίες, φυσικά», συνέχισε ο Χαμάνο. «Αυτός ο Μογγόλος που είδαμε μπορεί να

είναι κάποιος αντισοβιετικός αξιωματικός του στρατού της Εξωτερικής Μογγολίας που προσπαθεί να έρθει σε μυστική επαφή με τον Ιαπωνικό στρατό». «Μπορεί», είπα. «Αλλά καλύτερα να προσέχεις τι λες. Αλλιώς θα σου πάρουν το κεφάλι». «Έλα τώρα, υπολοχαγέ. Δεν είμαι τόσο χαζός. Αυτά είναι αυστηρά μεταξύ μας». Μου έσκασ’ ένα μεγάλο χαμόγελο κι ύστερα σοβάρεψε. «Αλλά εάν έστω και τα μισά απ’ αυτά είν’ αλήθεια, τότε η δουλειά είν’ επικίνδυνη. Θα μπορούσε να σημαίνει πόλεμο». Κούνησα το κεφάλι συμφωνώντας. Η Εξωτερική Μογγολία υποτίθεται πως ήταν ανεξάρτητη χώρα, αλλά στην πραγματικότητα ήταν δορυφόρος κάτω απ’ το ζυγό της Σοβιετικής Ένωσης. Με άλλα λόγια, δεν είχε και μεγάλη διαφορά από τη Μαντσουκουό, όπου η Ιαπωνία κρατούσε τα ηνία της εξουσίας. Υπήρχε πάντως μια αντισοβιετική μερίδα, όπως ήξεραν όλοι, και μέσ’ από μυστικές επαφές με τον Ιαπωνικό στρατό της Μαντσουκουό, μέλη αυτής της αντιπολιτευτικής ομάδας είχαν οργανώσει μια σειρά από εξεγέρσεις. Ο πυρήνας των εξεγερμένων περιλάμβανε άντρες του Μογγολικού στρατού οι οποίοι δεν έβλεπαν με καθόλου καλό μάτι την υπεροψία των Σοβιετικών στρατιωτικών, μέλη της τάξης των μεγαλοαγροτών, που πολεμούσαν λυσσαλέα τη βίαιη κολεκτιβοποίηση της αγροτικής οικονομίας, και Λαμαϊστές ιερείς, που έφταναν τους εκατό χιλιάδες. Η μόνη εξωτερική δύναμη στην οποία μπορούσε να στραφεί αυτή η αντισοβιετική φατρία για βοήθεια ήταν ο Ιαπωνικός στρατός της Μαντσουκουό. Και προφανώς ένιωθαν πιο κοντά σ’ εμάς, τους Ιάπωνες, οι οποίοι είμαστε επίσης Ασιάτες, παρά στους Ρώσους. Είχαν αποκαλυφθεί σχέδια για εξέγερση μεγάλης κλίμακας στην πρωτεύουσα Ουλάν Μπατόρ την προηγούμενη χρονιά, το 1937, κι αυτό είχε οδηγήσει σε μια μεγάλη εκκαθάριση. Χιλιάδες στρατιωτικοί και Λαμαϊστές μοναχοί είχαν εκτελεστεί σαν αντεπαναστατικά στοιχεία, τα οποία διατηρούσαν μυστικές επαφές με τον Ιαπωνικό στρατό, αλλά τα αντισοβιετικά αισθήματα εξακολουθούσαν να σιγοβράζουν σε διάφορα σημεία. Γι’ αυτό και δεν ήταν καθόλου περίεργο που ένας Ιάπωνας αξιωματικός της αντικατασκοπίας περνούσε τον ποταμό Χάλχα κι αποκαθιστοΰσε μυστική επαφή με κάποιον αντισοβιετικό αξιωματικό του στρατού της Εξωτερικής Μογγολίας. Για να εμποδίσει τέτοιου είδους δραστηριότητες, ο στρατός της Εξωτερικής Μογγολίας έκανε συνεχείς περιπολίες και είχε κηρύξει μια ολόκληρη περιοχή, δέκα με είκοσι χιλιόμετρα απ’ τα σύνορα με τη Μαντσουκουό, απαγορευμένη ζώνη, η οποία ήταν όμως τόσο μεγάλη, ώστε ήταν αδύνατο να φυλαχτεί το κάθε σημείο της αποτελεσματικά. Όμως ακόμα κι αν πετύχαινε η εξέγερση, ήταν προφανές ότι ο Σοβιετικός στρατός θα παρενέβαινε αμέσως για να πατάξει τις αντεπαναστατικές δραστηριότητες. Αν όμως συνέβαινε αυτό, οι επαναστάτες θα ζητούσαν τη βοήθεια του Ιαπωνικού στρατού, κι αυτό θα έδινε τη δικαιολογία στο στρατό της Κουαντούνγκ να επέμβει. Εάν παίρναμε την Εξωτερική Μογγολία, θα ήταν σαν να μπήγαμε ένα μαχαίρι στα σωθικά της ανάπτυξης των Σοβιετικών στη Σιβηρία. Η αυτοκρατορική διοίκηση στο Τόκιο μπορεί να επιχειρούσε να πατήσει λίγο φρένο, αλλ’ αυτή ήταν μια ευκαιρία που κατά κανέναν τρόπο δεν θ’ άφηνε ανεκμετάλλευτη η φιλόδοξη διοίκηση του στρατού της Κουαντούνγκ. Το αποτέλεσμα δεν θα ήταν μια απλή συνοριακή διαφορά, αλλά κανονικός πόλεμος μεταξύ Σοβιετικής Ένωσης και Ιαπωνίας. Εάν ξεσπούσε ένας τέτοιος πόλεμος στα σύνορα Μαντζουρίας και Σοβιετικής Ένωσης, ο Χίτλερ μπορεί να αντιδρούσε εισβάλλοντας στην Πολωνία ή στην Τσεχοσλοβακία. Αυτή ήταν η κατάσταση στην οποία αναφερόταν ο λοχίας Χαμάνο όταν μιλούσε για την πιθανότητα πολέμου. Ο ήλιος ανέτειλε το επόμενο πρωί, αλλά ο Γιαμαμότο δεν είχε γυρίσει ακόμα. Ήμουν το τελευταίο

νούμερο στη σκοπιά. Δανείστηκα το όπλο του λοχία Χαμάνο, κάθισα στην κορυφή ενός κάπως ψηλότερου αμμόλοφου κι άρχισα να παρακολουθώ τον ουρανό της ανατολής. Η αυγή στη Μογγολία ήταν κάτι το εκπληκτικό. Εντελώς ξαφνικά, ο ορίζοντας γινόταν μια αμυδρή γραμμή που κολυμπούσε στο σκοτάδι, κι ύστερα η γραμμή άρχιζε ν’ ανεβαίνει προς τα πάνω, όλο και ψηλότερα. Ήταν σαν να είχε κατέ-βει ένα γιγάντιο χέρι απ’ τον ουρανό και να είχε παραμερίσει την κουρτίνα της νύχτας απ’ το πρόσωπο της γης. Ήταν ένα υπέροχο θέαμα, πολύ μεγαλύτερης κλίμακας, όπως είπα νωρίτερα, απ’ ό,τι μπορούσα εγώ, με τις περιορισμένες ανθρώπινες ικανότητές μου, να συλλάβω. Όπως καθόμουν και κοιτούσα, είχα την έντονη αίσθηση πως η ίδια μου η ζωή είχε συρρικνωθεί στο μηδέν. Δεν υπήρχε εδώ κανένα ίχνος της ασημαντότητας που λέγεται ανθρώπινη δραστηριότητα. Το θέαμα αυτό είχε επαναληφθεί εκατοντάδες εκατομμύρια -εκατοντάδες δισεκατομμύριαφορές, από μια εποχή που ακόμα δεν υπήρχε τίποτα που να μοιάζει με ζωή πάνω στη γη. Ξεχνώντας πως ήμουν εκεί για να φυλάξω σκοπιά, παρατηρούσα το ξημέρωμα της μέρας, μαγεμένος. Όταν ο ήλιος είχε ανέβει εντελώς πάνω απ’ τον ορίζοντα, άναψα ένα τσιγάρο, ήπια μια γουλιά νερό απ’ το παγούρι μου και κατούρησα. Ύστερα σκέφτηκα την Ιαπωνία. Έφερα στο μυαλό μου μαγιάτικες σκηνές στην ιδιαίτερη πατρίδα μου το άρωμα των λουλουδιών, το κελάρυσμα του ποταμού, τα σύννεφα στον ουρανό. Φίλους απ’ τα παλιά. Την οικογένειά μου. Τη μαστιχωτή γλυκύτητα μιας ζεστής ρυζοκροκέτας τυλιγμένης σε φύλλο βελανιδιάς. Κατά κανόνα δεν συμπαθώ ιδιαίτερα τα γλυκά, αλλ’ ακόμα και σήμερα θυμάμαι πόση νοσταλγία ένιωθα εκείνο το πρωί για μια κροκέτα μότσι. Ήμουν διατεθειμένος να θυσιάσω έξι μηνών μισθούς γι’ αυτήν, εκείνη τη στιγμή. Κι όταν σκέφτηκα την Ιαπωνία, άρχισα να νιώθω σαν να είχα εγκαταλειφθεί στα πέρατα του κόσμου. Γιατί έπρεπε να ρισκάρουμε τις ζωές μας για να πολεμήσουμε γι’ αυτό το άγονο κομμάτι γης που δεν είχε την παραμικρή στρατιωτική ή βιομηχανική αξία, γι’ αυτή την απέραντη χώρα όπου δεν υπήρχε τίποτα ζωντανό παρά μόνο μικρά φυλλαράκια γρασιδιού κι ενοχλητικά έντομα; Για να προστατέψω την πατρίδα μου ήμουν πρόθυμος να πολεμήσω και να πεθάνω. Όμως δεν είχε κανένα νόημα για μένα να θυσιάσω τη μία και μοναδική ζωή μου για χάρη αυτού του έρημου κομματιού γης, απ’ το οποίο δεν θα ξεπηδούσε ποτέ ούτ’ ένας μίσχος σταριού. Ο Γιαμαμότο γύρισε την αυγή της επόμενης μέρας. Εκείνο το πρωί ήμουν τελευταίο νούμερο στη σκοπιά. Με το ποτάμι στην πλάτη μου, κοιτούσα προς τα δυτικά, όταν άκουσα κάτι που έμοιαζε με χλιμίντρισμα αλόγου πίσω μου. Γύρισα απότομα αλλά δεν είδα τίποτα. Στράφηκα προς τα κει απ’ όπου είχα ακούσει τον ήχο, με τ’ όπλο στο χέρι. Ξεροκατάπια και κατατρόμαξα απ’ τον ήχο που έκανε το ίδιο μου το σάλιο. Το δάχτυλό μου, που ακουμπούσε ελαφρά στη σκανδάλη, έτρεμε. Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα πυροβολήσει εναντίον οποιουδήποτε. Όμως τότε, μερικά δευτερόλεπτα αργότερα, φάνηκε στην κορφή ενός αμμόλοφου να ρχεται παραπαίοντας προς το μέρος μας ένα άλογο με τον Γιαμαμότο επάνω. Επιθεώρησα με τα μάτια την περιοχή, το δάχτυλό μου ακόμα στη σκανδάλη, αλλά δεν υπήρχε κανείς άλλος ούτε ο Μογγόλος που είχε έρθει να τον πάρει ούτε στρατιώτες του εχθρού. Ένα μεγάλο άσπρο φεγγάρι κρεμόταν στον ανατολικό ουρανό σαν κακός μεγαλιθικός οιωνός. Το αριστερό χέρι του Γιαμαμότο έμοιαζε πληγωμένο. Το μαντίλι με το οποίο το είχε δέσει ήταν βουτηγμένο στο αίμα. Ξύπνησα το δεκανέα Χόντα για να φροντίσει το άλογο. Είχε αφρούς στο στόμα κι ανάπνεε βαριά, έχοντας προφανώς διασχίσει μεγάλη απόσταση καλπάζοντας. Ο Χαμάνο με αντικατέστησε στη σκοπιά κι εγώ πήρα το βαλιτσάκι των πρώτων βοηθειών για να περιποιηθώ το τραύμα του Γιαμαμότο.

«Το τραύμα είναι διαμπερές και η αιμορραγία έχει σταματήσει», είπε ο Γιαμαμότο. Είχε δίκιο: η σφαίρα είχε περάσει δίπλα απ’ το κόκαλο και είχε βγει απ’ την άλλη μεριά, σκίζοντας στην πορεία της μόνο το δέρμα. Αφαίρεσα το μαντίλι, απολύμανα την πληγή της εισόδου και την πληγή της εξόδου με οινόπνευμα κι έδεσα το τραύμα με καινούργιο επίδεσμο. Όλη αυτή την ώρα εκείνος δεν έκανε ούτε ένα μορφασμό πόνου, αν και στο πάνω χείλος του είχε σχηματιστεί ένα λεπτό στρώμα ιδρώτα. Ήπιε μερικές μεγάλες γουλιές από ένα παγούρι, άναψε τσιγάρο και ρούφηξε τον καπνό με αληθινή απόλαυση. Ύστερα έβγαλε το μπράουνινγκ, το σφήνωσε κάτω απ’ τη μασχάλη του, σήκωσε το κλείστρο και με το ένα χέρι το γέμισε με τρεις σφαίρες. «Φεύγουμε τώρα αμέσως, υπολοχαγέ Μαμίγια», είπε. «Περνάμε τονΧάλχα και κατευθυνόμαστε προς το συνοριακό φυλάκιο της Μαντσουκουό». Μαζέψαμε γρήγορα γρήγορα τα πράγματά μας εντελώς αμίλητοι, ανεβήκαμε στ’ άλογα και ξεκινήσαμε για το σημείο διάβασης. Δεν ρώτησα τον Γιαμαμότο ούτε πώς είχε χτυπηθεί ούτε από ποιον. Δεν είχα το δικαίωμα να ρωτήσω κάτι τέτοιο, αλλ’ ακόμα κι αν το είχα, το πιθανότερο ήταν πως δεν θα μου έλεγε. Η μόνη σκέψη στο μυαλό μου εκείνη τη στιγμή ήταν να φύγω απ’ την εχθρική περιοχή όσο πιο γρήγορα γινόταν, να περάσω τον Χάλχα και να φτάσω στη σχετική ασφάλεια της απέναντι όχθης. Προχωρούσαμε έφιπποι και σιωπηλοί σπιρουνίζοντας τ’ άλογά μας στο καταπράσινο λιβάδι. Κανείς δεν μιλούσε, αλλά όλοι σκεφτόμασταν το ίδιο πράγμα: θα καταφέρναμε να περάσουμε το ποτάμι; Εάν κάποια περίπολος της Εξωτερικής Μογγολίας έφτανε στη γέφυρα πριν από μας, θα ήταν το τέλος. Δεν υπήρχε κανένας τρόπος να υπερισχύσουμε αν χρειαζόταν να δώσουμε μάχη. Θυμάμαι τον ιδρώτα να τρέχει ποτάμι κάτω απ’ τις μασχάλες μου. Δεν σταμάτησε ούτε στιγμή. «Πες μου, υπολοχαγέ Μαμίγια, σ’ έχουν πυροβολήσει ποτέ;» με ρώτησε ο Γιαμαμότο μετά από ένα μεγάλο διάστημα σιωπής. «Ποτέ», απάντησα. «Έχεις ποτέ πυροβολήσει κανέναν;» «Ποτέ», ξαναείπα. Δεν είχα ιδέα τι εντύπωση του έκαναν οι απαντήσεις μου, ούτε ήξερα για ποιο λόγο μου έκανε όλες αυτές τις ερωτήσεις. «Αυτή η τσάντα περιέχει ένα έγγραφο που πρέπει να παραδοθεί στο Αρχηγείο», είπε βάζοντας το χέρι του στο σάκο της σέλας. «Εάν σταθεί αδύνατο να παραδοθεί, πρέπει να καταστραφεί να καεί, να θαφτεί, δεν έχει σημασία, αλλά δεν πρέπει, για κανένα λόγο, να πέσει στα χέρια του εχθρού. Για κανένα λόγο. Αυτή είναι η πρώτη μας προτεραιότητα, και θέλω να είμαι σίγουρος ότι το αντιλαμβάνεσαι. Είναι πολύ, πολύ σημαντικό». «Καταλαβαίνω», είπα. Ο Γιαμαμότο με κοίταξε κατάματα. «Εάν η κατάσταση χειροτερέψει, το πρώτο που πρέπει να κάνεις είναι να μ’ εκτελέσεις. Χωρίς κανένα δισταγμό. Εάν μπορέσω να το κάνω ο ίδιος, θα το

κάνω. Αλλά με το χέρι μου σ’ αυτή την κατάσταση, μπορεί να μην τα καταφέρω. Σ’ αυτή την περίπτωση, πρέπει να μ’ εκτελέσεις. Χωρίς δισταγμό και χωρίς ν’ αποτΰχεις». Κούνησα το κεφάλι σιωπηλά. Όταν φτάσαμε στο πέρασμα, λίγο πριν απ’ το δειλινό, ο φόβος που ένιωθα όλη την ώρα αποδείχτηκε βάσιμος. Είδαμε μπροστά μας ένα μικρό απόσπασμα του στρατού της Εξωτερικής Μογγολίας. Ο Γιαμαμότο κι εγώ σκαρφαλώσαμε σ’ έναν απ’ τους ψηλότερους λόφους και πότε εκείνος πότε εγώ τους παρακολουθήσαμε γι’ αρκετή ώρα με τα κιάλια. Ήταν οχτώ άντρες όχι και πάρα πολλοί, αλλά για συνοριακή περίπολος ήταν πολύ βαριά οπλισμένοι. Ο ένας απ’ αυτούς είχε ένα ελαφρύ αυτόματο, και υπήρχε κι ένα βαρύ πολυβόλο με τρίποδο. Είχε τοποθετημένους γύρω του σάκους με άμμο κι ήταν στραμμένο προς το ποτάμι. Είχαν προφανώς πάρει θέσεις για να μας εμποδίσουν να περάσουμε στην άλλη όχθη. Είχαν στήσει τις σκηνές τους δίπλα στο ποτάμι και είχαν δέσει τα δέκα άλογά τους εκεί κοντά. Έδειχναν πως είχαν σκοπό να μείνουν εκεί μέχρι να μας πιάσουν. «Δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε κάποιο άλλο πέρασμα;» ρώτησα. Ο Γιαμαμότο έβγαλε τα κιάλια απ’ τα μάτια του και με κοίταξε κουνώντας το κεφάλι. «Υπάρχει ένα, αλλά είναι πολύ μακριά. Δυο μέρες με το άλογο. Δεν έχουμε τόσο χρόνο. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να περάσουμε από δω, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό». «Δηλαδή, θα περάσουμε το ποτάμι τη νύχτα;» «Ακριβώς. Είναι ο μόνος τρόπος. Αφήνουμε τ’ άλογα εδώ. Ξεκάνουμε το φρουρό κι αυτό φτάνει, γιατί οι άλλοι μάλλον θα κοιμούνται. Μην ανησυχείς, το ποτάμι θα σβήσει τους περισσότερους ήχους. Το φρουρό θα τον αναλάβω εγώ. Μέχρι εκείνη την ώρα δεν έχουμε τίττοτ’ άλλο να κάνουμε, γι’ αυτό καλύτερα να κοιμηθούμε, να ξεκουραστούμε τώρα για όσο χρόνο μας μένει». Αποφασίσαμε ότι θα επιχειρούσαμε τη διάβαση στις τρεις το πρωί. Ο δεκανέας Χόντα κατέβασε όλα τα σακίδια απ’ τ’ άλογα, οδήγησε τα ζώα σ’ ένα μακρινό σημείο και τ’ απελευθέρωσε. Σκάψαμε μια βαθιά τρύπα και θάψαμε τον επιπλέον οπλισμό μας και τις προμήθειες. Το μόνο που θα κουβαλούσε ο καθένας από μας ήταν ένα παγούρι, φαί για μια μέρα, ένα όπλο και μερικές σφαίρες. Εάν μας αντιλαμβάνονταν οι Μογγόλοι, με τη συντριπτικά ανώτερη δύναμη πυρός που είχαν δεν υπήρχε καμιά περίπτωση ν’ αντισταθούμε, όσα πυρομαχικά κι αν κουβαλούσαμε. Τώρα αυτό που έπρεπε να κάνουμε ήταν να ξεκλέψουμε όσο περισσότερο ύπνο μπορούσαμε, γιατί αν καταφέρναμε να περάσουμε το ποτάμι, θα ήμασταν αναγκασμένοι να μείνουμε άγρυπνοι για ποιος ξέρει πόσο. Ο δεκανέας Χόντα θα φύλαγε πρώτο νούμερο σκοπιά και θα τον αντικαθιστούσε ο λοχίας Χαμάνο. Μπαίνοντας στην τέντα του, ο Γιαμαμότο αποκοιμήθηκε αμέσως. Όσο έλειπε, προφανώς δεν είχε κοιμηθεί καθόλου. Δίπλα στο μαξιλάρι του υπήρχε ένα δερμάτινο βαλιτσάκι, στο οποίο είχε μεταφέρει το σημαντικό έγγραφο. Ο Χαμάνο κοιμήθηκε αμέσως μετά απ’ αυτόν. Ήμασταν όλοι εξαντλημένοι, αλλά η έντασή μου ήταν πολύ μεγάλη για να μπορέσω να κοιμηθώ. Έμεινα εκεί ξαπλωμένος αρκετή ώρα, θέλοντας όσο τίποτ’ άλλο να κοιμηθώ αλλά μην μπορώντας, καθώς έβλεπα ολοζώντανη μπροστά μου τη σκηνή που σκοτώναμε το φρουρό και οι άλλοι μάς γαζώνανε με τα πολυβόλα ενώ προσπαθούσαμε να περάσουμε το ποτάμι. Οι παλάμες μου έσταζαν ιδρώτα κι η

καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή. Δεν ήμουν σίγουρος ότι, όταν έφτανε η ώρα, θα μπορούσα να συμπεριφερθώ με τρόπο που αρμόζει σ’ έναν αξιωματικό. Σύρθηκα έξω απ’ τη σκηνή και πήγα να καθίσω δίπλα στο δεκανέα Χόντα, ο οποίος εκείνη την ώρα φυλούσε σκοπιά. «Ξέρεις, Χόντα», είπα, «μπορεί να πεθάνουμε εδώ». «Μην το λες», απάντησε. Για λίγη ώρα, κανείς απ’ τους δυο μας δεν είπε τίποτα. Υπήρχε όμως κάτι στην απάντησή του που με ξένισε μια απόχρωση στη φωνή του που έδειχνε κάποια αβεβαιότητα. Η διαίσθηση δεν ήταν ποτέ το ισχυρότερο χαρακτηριστικό μου, αλλά ήξερα πως αυτή η ασαφής παρατήρηση στην ουσία κάτι έκρυβε. Αποφάσισα να τον ανακρίνω. «Αν έχεις κάτι να μου πεις, μη σταματάς τώρα», είπα. «Αυτή μπορεί να είναι η τελευταία φορά που μιλάμε ο ένας στον άλλο, γι’ αυτό πες τα όλα καθαρά». Δαγκώνοντας το κάτω χείλος του ο Χόντα χάιδεψε την άμμο ανάμεσα στα πόδια του. Έβλεπα καθαρά ότι πάλευε ανάμεσα σε αντικρουόμενα συναισθήματα. «Υπολοχαγέ», είπε αφοΰ πέρασε λίγος χρόνος. Με κοίταξε κατάματα. «Από τους τέσσερίς μας εδώ, εσΰ θα ζήσεις τη μεγαλύτερη ζωή πολΰ μεγαλύτερη απ’ ό,τι μπορείς τώρα να φανταστείς. Θα πεθάνεις στην Ιαπωνία». Τώρα ήταν η σειρά μου να τον κοιτάξω. Συνέχισε: «Μπορεί ν’ αναρωτιέσαι πώς είναι δυνατό να ξέρω κάτι τέτοιο, αλλά είναι κάτι που οΰτ’ εγώ δεν μπορώ να το εξηγήσω. Απλώς το ξέρω». «Μήπως είσαι μέντιουμ ή κάτι τέτοιο;» «Μπορεί και να είμαι, αν και η λέξη δεν μοιάζει να περιγράφει αυτά που αισθάνομαι. Είναι λίγο βαρύγδουπη. Προτιμώ να λέω ότι απλώς ξέρω, κι αυτό είναι όλο». «Τη ν είχες πάντα αυτή την ικανότητα;» «Πάντα», είπε με απόλυτη σιγουριά. «Αν και την κράτησα κρυφή από τότε που ήμουν αρκετά μεγάλος για να συνειδητοποιώ τι συνέβαινε. Όμως εδώ πρόκειται για ζήτημα ζωής και θανάτου, υπολοχαγέ, και το ζήτημα το έθεσες εσύ, οπότε κι εγώ σου λέω την αλήθεια». «Και για τους άλλους; Ξέρεις τι θα συμβεί στους άλλους;» Κούνησε το κεφάλι του. «Κάποια πράγματα τα γνωρίζω, κάποια πράγματα δεν τα γνωρίζω. Όμως ίσως είναι καλύτερα να μην ξέρεις, υπολοχαγέ. Μπορεί ν’ ακούγεται πολύ υπεροπτικό εκ μέρους μου να λέω τέτοια βαρύγδουπα πράγματα σ’ έναν απόφοιτο πανεπιστημίου όπως εσύ, αλλά η μοίρα ενός ανθρώπου είναι κάτι που το κοιτάς αφού συμβεί κι όχι κάτι που το βλέπεις από πριν. Έχω μεγάλη πείρα σε σχέση μ’ αυτά τα πράγματα. Ενώ εσύ όχι». «Όμως ισχυρίζεται ότι δεν θα πεθάνω εδώ;» Πήρε μια χούφτα άμμο και την άφησε να τρέξει ανάμεσα στα δάχτυλά του. «Αυτό μπορώ να στο πω, υπολοχαγέ. Δεν θα πεθάνεις εδώ. Δεν θα πεθάνεις στην ηπειρωτική Ασία».

Ήθελα να συνεχίσω να μιλάω γι’ αυτό, αλλά ο δεκανέας Χόντα αρνήθηκε να πει οτιδήποτε άλλο. Έμοιαζε απορροφημένος απ’ τις δικές του σκέψεις, απ’ το δικό του διαλογισμό. Κρατώντας το τουφέκι του, έλεγξε με τα μάτια το τεράστιο λιβάδι. Τίποτα απ’ όσα έλεγα δεν έμοιαζε να διαπερνά την ασπίδα του. Γύρισα στη χαμηλή σκηνή που είχα στήσει στη βάση ενός αμμόλοφου, ξάπλωσα δίπλα στο λοχία Χαμάνο κι έκλεισα τα μάτια μου. Αυτή τη φορά ο ύπνος ήρθε και με πήρε ένας μολυβένιος ύπνος που ήταν σαν να με τραβούσε απ’ τις φτέρνες στα βάθη τής θάλασσας.

Η μεγάλη ιστορία του υπολοχαγοΰ Μαμίγια: Μέρος Β'

Με ξύπνησε το μεταλλικό κλικ της ασφάλειας ενός τουφεκιού. Κανένας στρατιώτης στη μάχη δεν μπορούσε ποτέ να αγνοήσει αυτό τον ήχο, ακόμα κι όταν κοιμόταν βαθιά. Είναι -πώς να το πω;ένας πολύ ειδικός ήχος, ψυχρός και βαρύς σαν τον ίδιο το θάνατο. Σχεδόν ενστικτωδώς άπλωσα το χέρι μου για να πιάσω το μπράουνινγκ δίπλα στο μαξιλάρι μου, αλλ’ αμέσως ένιωσα μια μπότα να προσγειώνεται στον κρόταφό μου, και η δύναμη του χτυπήματος με τύφλωσε για μια στιγμή. Όταν κατάφερα να ελέγξω την αναπνοή μου, άνοιξα τα μάτια μου όσο χρειαζόταν για να δω αυτόν που πρέπει να με είχε κλοτσήσει. Ήταν γονατιστός δίπλα μου και μάζευε από κάτω το μπράουνινγκ. Αργά αργά σήκωσα το κεφάλι μου και είδα τις κάννες δυο τουφεκιών να σημαδεύουν το πρόσωπό μου. Τα κρατούσαν δυο Μογγόλοι στρατιώτες. Ήμουν σίγουρος πως είχα κοιμηθεί σε σκηνή, αλλά η σκηνή τώρα έλειπε κι αποπάνω έβλεπα τον έναστρο ουρανό. Ένας άλλος στρατιώτης είχε ένα ελαφρό ημιαυτόματο όπλο στραμμένο προς το κεφάλι του Γιαμαμότο, που ήταν ξαπλωμένος δίπλα μου. Ήταν τελείως ακίνητος, σαν να προσπαθούσε να διατηρήσει την ενέργειά του, γιατί ήξερε πως ήταν περιττό ν’ αντισταθεί. Όλοι οι Μογγόλοι φορούσαν χλαίνες και κράνη μάχης. Δύο απ’ αυτούς είχαν στραμμένους κάτι μεγάλους φακούς προς τον Γιαμαμότο κι εμένα. Στην αρχή δεν μπορούσα να συλλάβω τι είχε συμβεί: ο ύπνος μου ήταν υπερβολικά βαθύς και το σοκ υπερβολικά μεγάλο. Όμως η θέα των Μογγόλων στρατιωτών και του προσώπου τού Γιαμαμότο δεν άφηνε καμιά αμφιβολία στο μυαλό μου: ο καταυλισμός μας είχε γίνει αντιληπτός πριν μας δοθεί η ευκαιρία να διασχίσουμε το ποτάμι. Ύστερα άρχισα ν’ αναρωτιέμαι τι να είχαν γίνει ο Χόντα και ο Χαμάνο. Γύρισα το κεφάλι μου πολύ αργά, προσπαθώντας να επιθεωρήσω την περιοχή, αλλά κανείς απ’ τους δυο δεν ήταν εκεί. Ή είχαν ήδη σκοτωθεί ή είχαν καταφέρει να το σκάσουν. Αυτοί πρέπει να ήταν οι άντρες της περιπόλου που είχαμε δει νωρίτερα στο σημείο διάβασης του ποταμού. Ήταν μια χούφτα όλοι κι όλοι κι ο οπλισμός τους ήταν ελαφρύς: ένα ελαφρό αυτόματο και τουφέκια. Επικεφαλής ήταν ένας σκληροτράχηλος υπαξιωματικός, ο μόνος απ’ την ομάδα που φορούσε κανονικές στρατιωτικές μπότες. Ήταν εκείνος που με είχε κλοτσήσει. Έσκυψε και πήρε στα χέρια του το δερμάτινο βαλιτσάκι που είχε δίπλα στο μαξιλάρι του ο Γιαμαμότο. Ανοίγοντάς το κοίταξε μέσα κι ύστερα το αναποδογύρισε και το ταρακούνησε. Το μόνο που έπεσε από μέσα ήταν ένα πακέτο τσιγάρα. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Με τα ίδια μου τα μάτια είχα δει τον Γιαμαμότο να βάζει το έγγραφο στο βαλιτσάκι. Το είχε βγάλει από τη σέλα του αλόγου, το είχε βάλει σ’ αυτό το βαλιτσάκι κι είχε ακουμπήσει το βαλιτσάκι δίπλα στο μαξιλάρι του. Ο Γιαμαμότο προσπαθούσε να κρατήσει την ψυχραιμία του, αλλά είδα την έκφρασή του σιγά σιγά ν’ αλλάζει. Προφανώς δεν είχε ιδέα τι είχε απογίνει το έγγραφο. Αλλά όποια κι αν ήταν η εξήγηση, η εξαφάνισή του πρέπει να ήταν μεγάλη ανακούφιση γι’ αυτόν. Όπως μου είχε πει νωρίτερα, πρώτη προτεραιότητά μας ήταν να μην πέσει με κανέναν τρόπο αυτό το έγγραφο στα χέρια του εχθρού. Οι στρατιώτες άδειασαν όλα μας τα υπάρχοντα στο έδαφος και τα εξέτασαν λεπτομερειακά, αλλά δεν βρήκαν τίποτα σπουδαίο. Ύστερα μας έγδυσαν κι έψαξαν τις τσέπες μας. Τρύπησαν με τις ξιφολόγχες τα ρούχα και τους σάκους μας, αλλά δεν βρήκαν κανένα έγγραφο. Πήραν τα τσιγάρα και τα στιλό μας, τα πορτοφόλια μας, τα σημειωματάρια και τα ρολόγια μας και τα έβαλαν στις τσέπες

τους. Ο ένας μετά τον άλλο δοκίμασαν τα παπούτσια μας και κράτησαν όσα τους έκαναν. Ο καβγάς των φαντάρων για το ποιος θα έπαιρνε τι, άναψε για τα καλά, αλλά ο υπαξιωματικός τους αγνόησε. Φαντάζομαι πως ήταν φυσιολογικό για τους Μογγόλους ν’ αρπάζουν ό,τι μπορούν απ’ τους αιχμαλώτους πολέμου κι από τους νεκρούς εχθρούς. Ο υπαξιωματικός πήρε μόνο το ρολόι του Γιαμαμότο, αφήνοντας όλα τ’ άλλα αντικείμενα να τα μοιράσουν μεταξύ τους οι άντρες του. Τον υπόλοιπο εξοπλισμό μας -τα πιστόλια μας, τα πυρομαχικά μας, τους χάρτες, τις πυξίδες και τα κιάλια τον συγκέντρωσαν σε μια πάνινη τσάντα, προφανώς για να τον στείλουν στο Αρχηγείο στο Ουλάν Μπατόρ. Ύστερα μας έδεσαν, γυμνούς, μ’ ένα γερό, λεπτό σκοινί. Από κοντά, οι Μογγόλοι στρατιώτες βρομούσαν σαν στάβλος που είχε να καθαριστεί χρόνια. Οι στολές τους ήταν πολυφορεμένες, γεμάτες ξεραμένη λάσπη, σκόνη και λεκέδες από φαγητά, σε βαθμό που να μην μπορείς να ξεχωρίσεις ποιο ήταν το αρχικό τους χρώμα. Τα παπούτσια τους ήταν γεμάτα τρύπες κι έτοιμα να πέσουν απ’ τα πόδια τους το εννοώ κυριολεκτικά. Δεν είναι ν’ απορεί κανείς που ήθελαν τα δικά μας. Είχαν κτηνώδεις φάτσες οι περισσότεροι απ’ αυτούς, με τα δόντια τους κατάμαυρα, τα μαλλιά τους μακριά και άγρια. Έμοιαζαν περισσότερο με έφιππους ληστές παρά με στρατιώτες, όμως τα σοβιετικής κατασκευής όπλα τους και τα στρατιωτικά τους αμπέχονα έδειχναν ότι ανήκαν στον τακτικό στρατό της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μογγολίας. Για μένα, φυσικά, το ομαδικό και το στρατιωτικό τους πνεύμα έμοιαζαν μάλλον πρωτόγονα. Οι Μογγόλοι περνάνε για σκληροί και ανθεκτικοί στρατιώτες, αλλά δεν προσαρμόζονται εύκολα στο σημερινό πνεύμα της συγκροτημένης ομαδικής στρατιωτικής επιχείρησης. Η νύχτα ήταν παγωμένη. Βλέποντας τ’ άσπρα συννεφάκια απ’ τις ανάσες των Μογγόλων στρατιωτών ν’ ανθίζουν και να εξαφανίζονται στο σκοτάδι, ένιωσα λες κι από λάθος είχα βρεθεί να συμμετέχω σε ξένο εφιάλτη. Δεν μπορούσα να συλλάβω ότι αυτό που συνέβαινε ήταν πραγματικό. Κι όμως πολύ αργότερα συνειδητοποίησα πως ήταν μόνο η αρχή μιας εμπειρίας που η φρίκη της ξεπερνούσε τα όρια κάθε φαντασίας. Λίγο αργότερα ένας απ’ τους Μογγόλους στρατιώτες ξεπρόβαλε απ’ το σκοτάδι κουβαλώντας κάτι σαν σακί. Χαμογελώντας πλατιά, άφησε το αντικείμενο που κουβαλούσε στο έδαφος δίπλα μας. Ήταν το πτώμα του Χαμάνο. Τα πόδια του ήταν γυμνά: κάποιος είχε ήδη κλέψει τις μπότες του. Άρχισαν να του βγάζουν τα ρούχα ένα-ένα, εξετάζοντας όλα όσα έβρισκαν στις τσέπες του. Διάφορα χέρια απλώθηκαν για να πάρουν το ρολόι του, το πορτοφόλι και τα τσιγάρα του. Μοίρασαν μεταξύ τους τα τσιγάρα και τα κάπνισαν όσην ώρα εξέταζαν το πορτοφόλι του. Εκεί βρήκαν μερικά χαρτονομίσματα της Μαντσουκουό και τη φωτογραφία μιας γυναίκας, που ήταν κατά πάσα πιθανότητα η μητέρα του Χαμάνο. Ο επικεφαλής αξιωματικός είπε κάτι και πήρε τα χρήματα. Τη φωτογραφία την πέταξαν στο έδαφος. Ένας απ’ τους Μογγόλους στρατιώτες πρέπει να πλησίασε τον Χαμάνο από πίσω και να του έκοψε το λαιμό καθώς φύλαγε σκοπιά. Μας είχαν κάνει εκείνοι αυτό που σχεδιάζαμε να τους κάνουμ’ εμείς. Ζωηρό κόκκινο αίμα κυλούσε απ’ την ανοιχτή πληγή του σώματος, αλλά για μια τόσο μεγάλη πληγή το αίμα δεν ήταν πολύ’ το περισσότερο είχε ήδη χυθεί. Ένας απ’ τους στρατιώτες έβγαλ’ ένα μαχαίρι με κυρτή λεπίδα γύρω στα δεκαπέντε εκατοστά από μια θήκη της ζώνης του. Το κούνησε μπροστά στο πρόσωπό μου. Ποτέ δεν είχα δει μαχαίρι με τόσο περίεργο σχήμα. Φαινόταν να έχει σχεδιαστεί για κάποιον ειδικό σκοπό. Ο στρατιώτης έκανε μια κίνηση σαν να μου έκοβε το λαιμό με

το μαχαίρι, βγάζοντας ταυτόχρονα έναν απαίσιο συριγμό μέσ’ απ’ τα δόντια του. Κάποιοι απ’ τους άλλους γέλασαν. Το μαχαίρι έμοιαζε να είναι προσωπικό αντικείμενο του στρατιώτη κι όχι μέρος του εξοπλισμού του. Όλοι είχαν στη μέση τους περασμένη μια μακριά ξιφολόγχη, αυτός όμως ήταν ο μόνος που είχε το κυρτό μαχαίρι, και το είχε μάλλον χρησιμοποιήσει για να κόψει το λαιμό του Χαμάνο. Αφού έκανε τη φιγούρα του, το ξανάβαλε στη θήκη του. Χωρίς να πει κουβέντα, και κινώντας μόνο τα μάτια του, ο Γιαμαμότο έριξ’ ένα βλέμμα προς το μέρος μου. Το βλέμμα ήταν φευγαλέο, αλλά κατάλαβα αμέσως τι προσπαθούσε να πει: Λες να κατάφερε να ξεφΰγει ο δεκανέας Χόντα; Μες στη σύγχυση και στον τρόμο σκεφτόμουν κι εγώ το ίδιο πράγμα: Πού είναι ο δεκανέας Χόντα; Εάν ο Χόντα είχε ξεφύγει απ’ αυτή την ξαφνική επίθεση των Μογγόλων, μπορεί να είχαμε κάποια ελπίδα μικρή ίσως, αλλά ελπίδα, παρ’ όλο που η σκέψη τι μπορούσε να κάνει άραγε ο Χόντα μόνος του εκεί έξω μου προκαλούσε μελαγχολία. Μας κράτησαν δεμένους όλη νύχτα, ξαπλωμένους στην άμμο. Άφησαν δυο στρατιώτες να μας φυλάνε: ο ένας είχε ένα ελαφρύ αυτόματο κι ο άλλος τουφέκι. Οι υπόλοιποι κάθισαν σε κάποια απόσταση καπνίζοντας, μιλώντας και γελώντας, μάλλον ανακουφισμένοι που τώρα πια μας είχαν βάλει στο χέρι. Ο Γιαμαμότο κι εγώ δεν είπαμε λέξη. Η θερμοκρασία την αυγή έπεφτε γύρω στο μηδέν σ’ εκείνα τα μέρη, ακόμα και το Μάιο. Πίστευα ότι μπορεί να πεθαίναμε απ’ το κρύο έτσι όπως μας είχαν ξαπλωμένους γυμνούς. Όμως το κρύο αυτό καθαυτό δεν ήταν τίποτα σε σύγκριση με τον τρόμο που ένιωθα. Δεν είχα ιδέα τι μας περίμενε. Αυτοί οι άντρες δεν ήταν παρά μια περίπολος: κατά πάσα πιθανότητα δεν είχαν τη δικαιοδοσία ν’ αποφασίσουν τι να μας κάνουν. Έπρεπε να περιμένουν διαταγές. Πράγμα που σήμαινε ότι μάλλον δεν θα μας σκότωναν επιτόπου. Μετά απ’ αυτό, ωστόσο, δεν υπήρχε κανένας τρόπος να μάθουμε τι θα μας έκαναν. Ο Γιαμαμότο ήταν κατά πάσα πιθανότητα κατάσκοπος κι εγώ είχα συλληφθεί μαζί του, άρα ήταν φυσικό να με θεωρούν συνένοχο. Σε κάθε περίπτωση όμως τα πράγματα ήταν σκούρα. Λίγο μετά την αυγή ακούστηκ’ ένας ήχος σαν βόμβος αεροπλάνου στο μακρινό ουρανό. Κάποια στιγμή είδα με την άκρη τού ματιού μου μια ασημένια άτρακτο. Ήταν ένα σοβιετικό αναγνωριστικό με τα διακριτικά της Εξωτερικής Μογγολίας. Το αεροπλάνο έκανε κύκλους αποπάνω μας αρκετές φορές. Οι στρατιώτες κούνησαν όλοι τα χέρια προς το μέρος του και το αεροπλάνο κατέβασε τα φλαπ του σε ανταπόδοση του χαιρετισμού. Ύστερα προσγειώθηκε σε μια επίπεδη έκταση εκεί κοντά σηκώνοντας σύννεφα σκόνης. Το έδαφος ήταν σκληρό εκεί και δεν υπήρχαν εμπόδια, πράγμα που διευκόλυνε την προσγείωση και την απογείωση χωρίς ειδικό διάδρομο. Απ’ ό,τι καταλάβαινα, πρέπει να είχαν χρησιμοποιήσει αυτό το διάδρομο για προσγειώσεις και απογειώσεις πολλές φορές στο παρελθόν. Ένας απ’ τους στρατιώτες ανέβηκε σ’ ένα άλογο κι έφυγε καλπάζοντας προς το αεροπλάνο, παίρνοντας μαζί του δυο σελωμένα άλογα. Όταν γύρισαν τα δυο άλογα, είχαν επάνω τους δυο καβαλάρηδες που έμοιαζαν να είναι υψηλόβαθμοι αξιωματικοί. Ο ένας ήταν Ρώσος, ο άλλος Μογγόλος. Υπέθεσα πως η περίπολος είχε στείλει με τον ασύρματο σήμα στό Αρχηγείο τους για τη σύλληψή μας, και οι δυο αξιωματικοί είχαν κάνει το ταξίδι απ’ το Ουλάν Μπατόρ για να μας ανακρίνουν. Ήταν κατά πάσα πιθανότητα αξιωματικοί της αντικατασκοπίας. Είχε κυκλοφορήσει ευρέως ότι πίσω απ’ τις περσινές μαζικές συλλήψεις και εκκαθαρίσεις αντικυβερνητικών στελεχών ήταν η Γκε-Πε-Ου, η σταλινική Ασφάλεια. Και οι δυο αξιωματικοί φορούσαν άψογες στολές και ήταν φρεσκοξυρισμένοι. Ο Ρώσος φορούσε ένα είδος καμπαρντίνας με ζώνη. Οι μπότες του γυάλιζαν σαν καθρέφτης. Ήταν αρκετά λεπτός αλλά

καθόλου ψηλός για Ρώσος, και πρέπει να είχε μόλις περάσει τα τριάντα. Είχε πλατύ μέτωπο, στενή μύτη και αχνό ροζ δέρμα. Φορούσε συρμάτινα γυαλάκια. Σε γενικές γραμμές ήταν ένα πρόσωπο που δεν σου έκανε καμιά άμεση εντύπωση. Δίπλα του, ο κοντός, γεροδεμένος, μελαχρινός Μογγόλος αξιωματικός έμοιαζε με μικρή αρκούδα. Ο Μογγόλος πήρε παράμερα τον υπαξιωματικό και οι τρεις τους μίλησαν γι’ αρκετή ώρα. Φαντάστηκα πως οι αξιωματικοί ζητούσαν λεπτομερή αναφορά. Ο υπαξιωματικός έφερ’ ένα σάκο με τα πράγματα που είχαν κατασχέσει από μας και τα έδειξε στους άλλους. Ο Ρώσος μελέτησε το κάθε αντικείμενο με μεγάλη προσοχή και τα ξανάβαλε όλα στο σάκο. Είπε κάτι στον Μογγόλο κι εκείνος με τη σειρά του μίλησε στον υπαξιωματικό. Ύστερα ο Ρώσος έβγαλ’ ένα πακέτο τσιγάρα απ’ την τσέπη του στήθους του και πρόσφερε στους άλλους δυο. Συνέχισαν να μιλάνε και να καπνίζουν μαζί. Αρκετές φορές καθώς μιλούσε ο Ρώσος, χτυπούσε με τη δεξιά του γροθιά την αριστερή του παλάμη. Έμοιαζε αρκετά ενοχλημένος. Ο Μογγόλος αξιωματικός κρατούσε τα χέρια του σταυρωμένα στο στήθος, με το πρόσωπο σκοτεινό, ενώ ο υπαξιωματικός κουνούσε αρνητικά το κεφάλι κάθε λίγο και λιγάκι. Τελικά ο Ρώσος ήρθε προς το μέρος μας, εκεί που ήμασταν ξαπλωμένοι στο έδαφος. «Τσιγαράκι;» ρώτησε στα ρωσικά. Όπως είπα πριν, είχα κάνει ρωσικά στο πανεπιστήμιο και μπορούσα εύκολα να παρακολουθήσω μια συζήτηση, αλλά έκανα ότι δεν καταλάβαινα για ν’ αποφύγω τις συνέπειες. «Ευχαριστώ, αλλά δεν θα πάρω», είπε ο Γιαμαμότο στα ρωσικά. Ήταν καλός. «Υπέροχα», είπε ο αξιωματικός του Σοβιετικού στρατού. «Τα πράγματα θα κυλήσουν ευκολότερα εάν μπορούμε να μιλήσουμε στα ρωσικά». Έβγαλε τα γάντια του και τα έβαλε στην τσέπη της καμπαρντίνας του. Ένα μικρό χρυσό δαχτυλίδι γυάλισε στο αριστερό του χέρι. «Όπως ασφαλώς γνωρίζετε, ψάχνουμε να βρούμε κάτι. Κάτι που το θέλουμε πάρα πολύ. Και ξέρουμε πως το έχετε. Μη με ρωτήσεις πώς το ξέρουμε* απλώς το ξέρουμε. Όμως αυτό το κάτι δεν βρίσκεται τώρα επάνω σας. Πράγμα που σημαίνει ότι, σύμφωνα με τη λογική, πρέπει να το κρύψατε κάπου πριν συλληφθείτε. Δεν προλάβατε να το περάσετε απέναντι». Έκανε μια κίνηση προς το ποτάμι. «Κανείς από σας δεν διέσχισε το ποτάμι. Το γράμμα πρέπει να βρίσκεται απ’ αυτή την πλευρά και να είναι κάπου κρυμμένο. Κατάλαβες όσα σου είπα μέχρι τώρα;» Ο Γιαμαμότο έκανε ναι με το κεφάλι. «Καταλαβαίνω», είπε, «αλλά δεν ξέρουμε τίποτα για κανένα γράμμα». «Ωραία», είπε ο Ρώσος, ανέκφραστος. «Σ’ αυτή την περίπτωση, έχω να σου κάνω μια μικρή ερωτησούλα. Η ομάδα σας τι ακριβώς έκανε απ’ αυτή την πλευρά του ποταμού; Όπως ξέρετε, αυτή η περιοχή ανήκει στη Λαϊκή Δημοκρατία της Μογγολίας. Ποιος ήταν ο σκοπός σας όταν μπήκατε σε ξένο έδαφος; Θέλω ν’ ακούσω το λόγο γι’ αυτή σας την ενέργεια». «Χαρτογραφία», εξήγησε ο Γιαμαμότο. «Είμαι πολιτικός υπάλληλος μιας εταιρείας χαρτών, κι αυτός ο άνθρωπος εδώ και ο άλλος που σκότωσαν ήταν μαζί μου για προστασία. Ξέραμε ότι αυτή η πλευρά του ποταμού ήταν δική σας περιοχή και λυπούμαστε πολύ που περάσαμε τα σύνορα, αλλά δεν θεωρούμε ότι καταπατήσαμε ξένα εδάφη. Απλώς θέλαμε να παρατηρήσουμε την τοπογραφία απ’ τη σκοπιά του οροπεδίου αυτής της πλευράς του ποταμού».

Στα χείλη του Ρώσου αξιωματικού σχηματίστηκε κάτι ανάμεσα σε χαμόγελο και μορφασμό που μόνο ευχαρίστηση δεν έδειχνε. «“Λυπούμαστε”;» είπε προφέροντας μία-μία τις συλλαβές. «Ναι, φυσικά. Θέλατε να παρατηρήσετε την τοπογραφία απ’ το οροπέδιο. Φυσικά. Η θέά είναι πάντα καλύτερη από ψηλά. Είναι απολύτως λογικό». Για λίγη ώρα δεν είπε τίποτα, αλλά κοίταξε τα σύννεφα στον ουρανό. Ύστερα γύρισε το βλέμμα του στον Γιαμαμότο, κούνησε αργά το κεφάλι του δεξιά κι αριστερά και αναστέναξε. «Μακάρι να μπορούσα να πιστέψω αυτά που μου λες! Πόσο καλύτερα θα ήταν και για τους δυο μας! Να σε χτυπήσω φιλικά στην πλάτη και να πω: “Ναι, ναι, καταλαβαίνω, άντε τώρα παιδάκι μου στο σπιτάκι σου στην απέναντι πλευρά του ποταμού και στο μέλλον να είσαι πιο προσεκτικός”. Μακάρι να μπορούσα να το κάνω. Δυστυχώς όμως, κωλύομαι. Γιατί ξέρω ποιος είσαι. Και ξέρω τι ακριβώς κάνεις εδώ. Έχουμε φίλους στη Χαϊλάρ, όπως έχετε κι εσείς φίλους στο Ουλάν Μπατόρ». Έβγαλε τα γάντια απ’ την τσέπη του, τα ξαναδίπλωσε και τα ξανάβαλε μέσα. «Εντελώς ειλικρινά, δεν έχω ιδιαίτερη διάθεση να σας κάνω κακό ή να σας σκοτώσω. Εάν μου δίνατε απλώς το γράμμα, θα ξεχνούσα και την ύπαρξή σας. Θα φεύγατε από δω αμέσως και με δική μου ευθύνη. Θα περνούσατε το ποτάμι και θα πηγαίνατε στα σπίτια σας. Στο υπόσχομαι αυτό, στο λόγο της τιμής μου. Όλα τ’ άλλα είναι δικό μας, εσωτερικό θέμα και δεν έχει καμιά σχέση μαζί σου». Το φως του ήλιου από τ’ ανατολικά άρχισε τελικά να ζεσταίνει το δέρμα μου. Δεν φυσούσε και στον ουρανό έπλεαν μερικά λευκά συννεφάκια, σαν ζωγραφιστά. Ακολούθησε μια πολύ μεγάλη σιωπή. Ο Ρώσος αξιωματικός, ο Μογγόλος αξιωματικός, οι άντρες της περιπόλου και ο Γιαμαμότο έμειναν σιωπηλοί: ο καθένας κρατούσε τη δική του σφαίρα σιωπής. Ο Γιαμαμότο έμοιαζε να έχει αποδεχτεί την ιδέα του θανάτου απ’ τη στιγμή της σύλληψής μας* το πρόσωπό του δεν έδειχνε το παραμικρό ίχνος συναισθήματος. «Οι δυο σας... θα πεθάνετε εδώ... αυτό είναι σίγουρο», συνέχισε ο Ρώσος αργά, μια φράση κάθε φορά, σαν να μιλούσε σε παιδιά. «Και ο θάνατός σας θα είναι τρομακτικός. Αυτοί...» -στη λέξη «αυτοί» ο Ρώσος κοίταξε προς το μέρος των Μογγόλων στρατιωτών. Ο σωματώδης, αυτός που κρατούσε το αυτόματο, με κοίταξε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο διανθισμένο απ’ τη σαπίλα των δοντιών του«.. .τρελαίνονται να σκοτώνουν τους ανθρώπους με τρόπους αργούς, επώδυνους και γεμάτους φαντασία. Είναι, σαν να λέμε, φανατικοί του είδους. Από την εποχή του Τζένγκις Χαν οι Μογγόλοι διακρίνονται στην επινόηση απάνθρωπων μεθόδων για να θανατώνουν ανθρώπους. Εμείς οι Ρώσοι το ξέρουμε πολύ καλά αυτό. Είναι μέρος του μαθήματος της ιστορίας στα σχολεία. Μελετάμε όσα έκαναν οι Μογγόλοι όταν εισέβαλαν στη Ρωσία. Σκότωσαν εκατομμύρια ανθρώπους. Έτσι χωρίς λόγο. Συνέλαβαν εκατοντάδες Ρώσους αριστοκράτες στο Κίεβο και τους σκότωσαν όλους μαζί. Την ξέρεις αυτή την ιστορία; Έκοψαν μεγάλες, χοντρές σανίδες, ξάπλωσαν τους Ρώσους αποκάτω κι ύστερα οργάνωσαν ένα συμπόσιο πάνω στις σανίδες, συνθλίβοντάς τους με το βάρος τους. Ένας φυσιολογικός άνθρωπος δεν διανοείται ποτέ να κάνει κάτι τέτοιο, δεν νομίζεις; Χρειάστηκε πολύς χρόνος και μεγάλη προετοιμασία. Ποιος άλλος θα έκανε τον κόπο; Εκείνοι όμως δεν είχαν κανένα πρόβλημα. Γιατί; Επειδή για κείνους αυτό ήταν διασκέδαση. Ακόμα και σήμερα εξακολουθούν ν’ απολαμβάνουν αυτού του είδους τις διασκεδάσεις. Τους είδα μια φορά στην πράξη. Νόμιζα πως είχα δει αρκετές βαρβαρότητες στη ζωή μου, αλλά εκείνη τη νύχτα, όπως μπορείς να καταλάβεις, μου κόπηκε η όρεξη. Καταλαβαίνεις τι σου λέω; Ή μήπως μιλάω πολύ γρήγορα;»

Ο Γιαμαμότο κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Άριστα», είπε ο Ρώσος. Σταμάτησε να μιλάει και ξερόβηξε. «Φυσικά, αυτή θα είναι η δεύτερη φορά για μένα. Μπορεί να μου ξανάρθει η όρεξη μέχρι την ώρα του φαγητού. Αν γίνεται όμως, θα προτιμούσα ν’ αποφύγω τους άσκοπους σκοτωμούς». Με τα χέρια δεμένα πίσω απ’ την πλάτη του, σήκωσε για μια στιγμή το βλέμμα στον ουρανό. Ύστερα έβγαλε τα γάντια του και κοίταξε προς το λιβάδι. «Ωραίος καιρός», είπε. «Άνοιξη. Κάνει ακόμα λίγο κρύο, αλλά μόνο όσο χρειάζεται. Αν ανέβει η θερμοκρασία, η περιοχή θα γεμίσει κουνούπια. Τρομερά κουνούπια. Ναι, η άνοιξη είναι πολύ καλύτερη απ’ το καλοκαίρι». Έβγαλε πάλι την ταμπακέρα του, έβαλ’ ένα τσιγάρο ανάμεσα στα χείλη του και το άναψε με σπίρτο. Αργά αργά ρούφηξε τον καπνό στα πνευμόνια του και τον έβγαλε πάλι αργά. «Θα σε ρωτήσω για μια ακόμη φορά: Επιμένεις ότι δεν ξέρεις τίποτα για το γράμμα;» Ο Γιαμαμότο είπε μόνο μια λέξη: «Νιετ». «Ωραία», είπε ο Ρώσος. «Ωραία». Ύστερα είπε κάτι στα μογγολικά στον Μογγόλο αξιωματικό. Ο άντρας κούνησε το κεφάλι του καταφατικά και σφύριξε μια διαταγή στους στρατιώτες. Εκείνοι έφεραν μερικά κομμάτια ξύλο κι άρχισαν να τα ξύνουν με τις ξιφολόγχες τους, μετατρέποντάς τα πολύ σύντομα σε τέσσερα παλούκια. Μετρώντας με βήματα την απόσταση ανάμεσα στα παλούκια, τα κάρφωσαν στο έδαφος σε σχήμα τετραγώνου. Όλες αυτές οι προετοιμασίες κράτησαν γύρω στα είκοσι λεπτά, ή τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε, αλλά δεν μπορούσα ακόμα να καταλάβω για ποιο λόγο γίνονταν. Ο Ρώσος είπε, «Γι’ αυτούς, μια εξαιρετική εκτέλεση είναι σαν ένα εξαιρετικό γεύμα. Όσο περισσότερος χρόνος χρειάζεται για την προετοιμασία, τόσο περισσότερο απολαμβάνουν την ίδια την πράξη. Ένας απλός σκοτωμός δεν είναι πρόβλημα: ένας πυροβολισμός και τέρμα. Αυτό όμως δεν θα είχε» -χάιδεψε με αργές κινήσεις το καλοξυρισμένο του σαγόνι«κανένα ενδιαφέρον». Έλυσαν τον Γιαμαμότο, τον οδήγησαν στην περιοχή που είχαν μπήξει τα τέσσερα παλούκια κι εκεί του έδεσαν τα χέρια και τα πόδια. Τεντωμένος πάνω στο έδαφος, ολόγυμνος, ο Γιαμαμότο έδειχνε να έχει αρκετές ανοιχτές πληγές στο σώμα του. «Όπως ξέρεις, αυτοί οι άνθρωποι είναι βοσκοί», είπε ο Ρώσος αξιωματικός. «Και οι βοσκοί χρησιμοποιούν τα πρόβατά τους με πολλούς τρόπους: τρώνε το κρέας τους, μαζεύουν το μαλλί τους, εκμεταλλεύονται τα δέρματά τους. Γι’ αυτούς, το πρόβατο είναι το τέλειο ζώο. Περνούν τις μέρες τους με τα πρόβατα τη ζωή τους ολόκληρη με τα πρόβατα. Ξέρουν να τα γδέρνουν με εκπληκτική δεξιοτεχνία. Τα δέρματα τα χρησιμοποιούν για να κατασκευάζουν σκηνές και ρούχα. Τους έχεις δει ποτέ να γδέρνουν πρόβατο;» «Άντε, σκότωσέ με να τελειώνουμε», είπε ο Γιαμαμότο. Ο Ρώσος ακούμπησε τις παλάμες του τη μια πάνω στην άλλη και καθώς τις έτριβε αργά έκαν’ ένα νεύμα στον Γιαμαμότο. «Μην ανησυχείς», είπε. «Είναι σίγουρο ότι θα σε σκοτώσουνε. Αυτό στο εγγυώμαι. Μπορεί να πάρει λίγο χρόνο, αλλά θα πεθάνεις. Δεν ανησυχώ καθόλου γι’ αυτό. Όμως δεν βιαζόμαστε. Βρισκόμαστε εδώ, στην απέραντη έρημο, όπου δεν υπάρχει τίποτα όσο μπορεί να

φτάσει το μάτι. Μόνο ο χρόνος. Άφθονος χρόνος. Κι έχω πολλά πράγματα που θα ήθελα να σου πω. Τώρα, ως προς τη διαδικασία του γδαρσίματος: η κάθε ομάδα έχει τουλάχιστον έναν ειδικό έναν επαγγελματία, σαν να λέμε, ο οποίος ξέρει τα πάντα σχετικά με το κόψιμο του δέρματος, έναν πραγματικό μάστορα του είδους. Το γδάρσιμό του είναι έργο τέχνης. Το κάνει με τέτοια ταχύτητα και ευχέρεια, που θα ’λεγες ότι το πλάσμα που γδέρνεται ζωντανό δεν προλαβαίνει καν να παρατηρήσει τι του συμβαίνει. Όμως φυσικά» -έβγαλε για μια ακόμη φορά την ταμπακέρα απ’ την τσέπη του στήθους του, την κράτησε με το αριστερό του χέρι κι άρχισε να παίζει ταμπούρλο πάνω της με τα δάχτυλα του δεξιού«δεν είναι δυνατό να μη νιώσει κανείς κάτι τέτοιο. Αυτός που γδέρνεται ζωντανός, δοκιμάζει ανείπωτο πόνο. Αφάνταστο πόνο. Κι ο θάνατος κάνει πάρα πολλή ώρα να ’ρθει. Αυτό που τον σκοτώνει στο τέλος, η αιτία θανάτου, είναι η ακατάσχετη αιμορραγία, αλλά κι αυτή χρειάζεται το χρόνο της». Έκανε στράκες με τα δάχτυλά του. Ο Μογγόλος αξιωματικός έκαν’ ένα βήμα μπροστά. Από την τσέπη της χλαίνης του έβγαλ’ ένα μαχαίρι περασμένο σε θήκη. Είχε το σχήμα του μαχαιριού που χρησιμοποίησε προηγουμένως ο στρατιώτης που προσποιήθηκε ότι μου κοβε το λαιμό. Έβγαλε το μαχαίρι απ’ τη θήκη και το κράτησε ψηλά. Στον πρωινό ήλιο, η λεπίδα έβγαλε θαμπές, ασημιές ανταύγειες. «Αυτός ο άνθρωπος είναι ένας απ’ τους επαγγελματίες για τους οποίους σου μίλησα», είπε ο Ρώσος αξιωματικός. «Θέλω να κοιτάξεις το μαχαίρι του. Από κοντά. Είν’ ένα πολύ ειδικό μαχαίρι, σχεδιασμένο για γδάρσιμο, και είναι εξαιρετικά καλοφτιαγμένο. Η λεπίδα είναι λεπτή και κοφτερή σαν ξυράφι. Και η επιδεξιότητα που αυτοί οι άνθρωποι επιδεικνύουν στο έργο τους είναι απαράμιλλη. Στο κάτω κάτω η δουλειά τους εδώ και χιλιετίες είναι να γδέρνουν ζώα. Μπορεί να βγάλουν το δέρμα ενός ανθρώπου με τον τρόπο που εσύ καθαρίζεις ένα γιαρμά. Πολύ όμορφα, χωρίς το παραμικρό γδάρσιμο. Μήπως μιλάω πολύ γρήγορα; Μήπως δεν με καταλαβαίνεις;» Ο Γιαμαμότο δεν είπε τίποτα. «Τελειώνουν μια μικρή περιοχή κάθε φορά», είπε ο Ρώσος αξιωματικός. «Πρέπει να δουλεύουν αργά, προκειμένου το δέρμα να βγει άθικτο, χωρίς γδαρσίματα. Εάν στο μεταξύ σου έρθει η επιθυμία να πεις κάτι, παρακαλώ να το κάνεις. Τότε θα γλιτώσεις το θάνατό. Ο άνθρωπός μας εδώ το έχει κάνει αυτό πολλές φορές και ούτε μια φορά δεν απέτυχε ν’ αποσπάσει την αλήθεια απ’ το θύμα του. Έχε το στο νου σου αυτό. Όσο πιο γρήγορα σταματήσουμε, τόσο το καλύτερο και για τους δυο μας». Κρατώντας το μαχαίρι του, ο Μογγόλος αξιωματικός που έμοιαζε κάπως με αρκούδα κοίταξε τον Γιαμαμότο και χαμογέλασε σαρδόνια. Μέχρι σήμερα θυμάμαι αυτό το χαμόγελο. Το βλέπω στα όνειρά μου. Δεν έχω καταφέρει ακόμα να το ξεχάσω, Και τη στιγμή που χαμογέλασε, άρχισε να δουλεΰει. Οι άντρες του κρατούσαν καθηλωμένο τον Γιαμαμότο με τα χέρια τους και τα γόνατά τους την ώρα που εκείνος άρχισε να τον γδέρνει με αξιοθαύμαστη προσοχή. Πραγματικά ήταν σαν να καθάριζε γιαρμά. Δεν μπορούσα ν’ αντέξω το θέαμα. Έκλεισα τα μάτια μου. Μόλις το έκανα αυτό, ένας απ’ τους στρατιώτες άρχισε να με χτυπάει με τον υποκόπανο του όπλου του και δεν σταμάτησε παρά μόνο όταν τα ξανάνοιξα. Δεν είχε όμως καμιά σημασία: με τα μάτια ανοιχτά ή κλειστά, συνέχιζα ν’ ακούω τη φωνή του Γιαμαμότο. Στην αρχή άντεξε τον πόνο χωρίς να βγάλει κιχ. Σύντομα όμως άρχισε να ουρλιάζει. Ποτέ πριν δεν είχα ξανακούσει τέτοια ουρλιαχτά: έμοιαζαν φερμένα από άλλο κόσμο. Ο Μογγόλος άρχισε ανοίγοντας τον ώμο του Γιαμαμότο και συνέχισε

ξηλώνοντας το δέρμα τού δεξιού του χεριού από πάνω προς τα κάτω αργά, προσεκτικά, σχεδόν ερωτικά. Όπως είχε πει ο Ρώσος αξιωματικός, ήταν κάτι σαν έργο τέχνης. Δεν θα μπορούσε κανείς να φανταστεί ότι το θύμα πονούσε αν δεν άκουγε τις κραυγές. Κραυγές που μαρτυρούσαν τη φρίκη του πόνου που συνόδευε το μαρτύριο. Πριν περάσει πολλή ώρα, ολόκληρο το δέρμα του δεξιού χεριού του Γιαμαμότο είχε βγει σαν ένα ενιαίο λεπτό φύλλο. Ο γδάρτης το έδωσε στον άντρα που στεκόταν δίπλα του κι εκείνος το άνοιξε με τα δάχτυλά του και το ’δωσε στους υπόλοιπους να το κοιτάξουν και να το θαυμάσουν. Στο μεταξύ το αίμα έσταζε ακόμη απ’ το δέρμα. Ύστερα ο αξιωματικός έπιασε το αριστερό χέρι του Γιαμαμότο, επαναλαμβάνοντας την ίδια διαδικασία. Μετά απ’ αυτό έγδαρε και τα δύο πόδια, έκοψε το πέος και τους όρχεις και αφαίρεσε τ’ αυτιά. Ύστερα έγδαρε το κεφάλι και το πρόσωπο κι όλα τα υπόλοιπα, Ο Γιαμαμότο λιποθύμησε, συνήλθε και ξαναλιποθύμησε. Οι κραυγές σταματούσαν κάθε φορά που λιποθυμούσε και συνέχιζαν κάθε φορά που συνερχόταν. Όμως η φωνή του σιγά σιγά αδυνάτισε, ώσπου τελικά χάθηκε εντελώς. Όλη αυτή την ώρα ο Ρώσος αξιωματικός σχεδίαζε τυχαία σχήματα στο έδαφος με τη φτέρνα του παπουτσιού του. Οι Μογγόλοι στρατιώτες παρακολουθούσαν τη διαδικασία σιωπηλοί. Τα πρόσωπά τους ήταν ανέκφραστα και δεν μαρτυρούσαν ούτε αηδία ούτε ενθουσιασμό ούτε σοκ. Παρακολουθούσαν το δέρμα του Γιαμαμότο ν’ αφαιρείται κομμάτι κομμάτι με το ίδιο ύφος που θα είχαμ εμείς αν είχαμε βγει βολτούλα στην πόλη κι είχαμε σταματήσει να θαυμάσουμε ένα ωραίο κτίριο. Στο μεταξύ εγώ άρχισα να κάνω εμετό ακατάσχετα. Ξανά και ξανά. Όταν πια δεν είχα τίποτ’ άλλο να βγάλω, συνέχισα να κάνω εμετό. Επιτέλους ο αρκουδόμορφος Μογγόλος αξιωματικός κράτησε ψηλά σαν τρόπαιο το δέρμα του κορμού του Γιαμαμότο, το οποίο είχε αφαιρέσει με απίστευτη δεξιοτεχνία. Ακόμα και οι ρώγες ήταν ανέπαφες. Ποτέ μέχρι σήμερα δεν έχω δει κάτι τόσο τρομακτικό. Κάποιος πήρε το δέρμα απ’ τα χέρια του και το άπλωσε να στεγνώσει όπως στεγνώνουν τα σεντόνια. Αυτό που έμεινε στο έδαφος ήταν το πτώμα του Γιαμαμότο, ένας ματωμένος σάρκινος όγκος απ’ τον οποίο είχε αφαιρεθεί κάθε ίχνος δέρματος. Το πιο επώδυνο θέαμα ήταν το πρόσωπο. Δυο μεγάλα, λευκά κι ολοστρόγγυλα μάτια κοιτούσαν μέσ’ απ’ την κόκκινη σάρκινη μάζα. Τα δόντια γυμνά, το στόμα διάπλατα ανοιχτό σαν να ’θελε να κραυγάσει. Δυο μικρές τρυπούλες ήταν ό,τι απέμεινε απ’ αυτό που ήταν κάποτε μύτη. Το έδαφος ήταν μια θάλασσα από αίμα. Ο Ρώσος αξιωματικός έφτυσε στο έδαφος και με κοίταξε. Ύστερα πήρ’ ένα μαντίλι απ’ την τσέπη του και σκούπισε το στόμα του. «Ο τύπος πραγματικά δεν ήξερε τίποτα, έτσι;» είπε βάζοντας το μαντίλι πίσω στη θέση του. Η φωνή του ακουγόταν μάλλον πιο επίπεδη απ’ ό,τι πριν. «Αν ήξερε, θα είχε μιλήσει. Κρίμα. Εν πάση περιπτώσει όμως, ήταν επαγγελματίας. Τι να κάνουμε, έτσι είν’ αυτά τα πράγματα. Και αν αυτός δεν ήξερε τίποτα, δεν υπάρχει περίπτωση να ξέρεις εσύ κάτι». Έβαλ’ ένα τσιγάρο στα χείλη του κι άναψε ένα σπίρτο. «Πράγμα που σημαίνει ότι δεν σε χρειαζόμαστε άλλο. Δεν αξίζει τον κόπο να σε βασανίσουμε για πληροφορίες. Δεν αξίζει τον κόπο να σε κρατήσουμε ζωντανό σαν αιχμάλωτο. Θέλουμε να τελειώνουμε μ’ αυτή την υπόθεση με όσο το δυνατό μεγαλύτερη μυστικότητα. θα είχαμε προβλήματα αν σε παίρναμε μαζί μας στο Ουλάν Μπατόρ. Το καλύτερο φυσικά θα ήταν να σου φυτέψουμε μια σφαίρα στο μυαλό εδώ και τώρα, να σε θάψουμε ή να σε κάψουμε και να πετάξουμε τις στάχτες σου στον Χάλχα. Αυτό θα ήταν ένα απλό τέλος στην υπόθεση. Δεν συμφωνείς;» Κάρφωσε το βλέμμα του στο δικό μου. Συνέχισα να προσποιούμαι ότι δεν καταλαβαίνω τίποτα. «Δεν καταλαβαίνεις ρωσικά, υποθέτω. Μάταιος κόπος

να στα λέω όλ’ αυτά. Τέλος πάντων όμως. Πες ότι μιλάω στον εαυτό μου. Γι’ αυτό δώσε βάση. Σε τελευταία ανάλυση, τα νέα είναι καλά για σένα. Αποφάσισα να μη σε σκοτώσω. Θεώρησέ το σαν μια πράξη εξιλέωσης για τον αδόκητο χαμό του φίλου σου. Σήμερα το πρωί μπουχτίσαμε όλοι από θάνατο. Μια φορά την ημέρα και πολΰ είναι. Γι’ αυτό δεν θα σε σκοτώσω. Γι’ αυτό θα σου δώσω την ευκαιρία να ζήσεις. Αν όλα πάνε καλά, μπορεί και να βγεις ζωντανός απ’ αυτή την περιπέτεια. Οι πιθανότητες να συμβεί αυτό δεν είναι και πάρα πολλές, φυσικά. Μάλλον ανύπαρκτες, θα έλεγα. Όμως η ευκαιρία είναι ευκαιρία. Είναι τουλάχιστον πολΰ καλύτερο απ’ το να σε γδέρνουν ζωντανό. Δεν συμφωνείς;» Σήκωσε το χέρι του και φώναξε τον Μογγόλο αξιωματικό. Εκείνος είχε μόλις τελειώσει το ακόνισμα του μαχαιριού του και το έπλενε με νερό από ένα παγούρι. Οι στρατιώτες είχαν απλώσει τα κομμάτια απ’ το δέρμα του Γιαμαμότο και στέκονταν δίπλα συζητώντας κάτι. Έμοιαζαν ν’ ανταλλάσσουν απόψεις για τις λεπτομέρειες της τεχνικής του γδάρτη. Ο Μογγόλος αξιωματικός έβαλε το μαχαίρι στη θήκη του και τη θήκη στην τσέπη της χλαίνης του πριν μας πλησιάσει. Με κοίταξε για μια στιγμή κατάματα κι ύστερα γύρισε στο συνάδελφό του αξιωματικό. Ο Ρώσος πρόφερε μερικές κοφτές μογγολικές φράσεις και ο άλλος, εντελώς ανέκφραστος, κούνησε το κεφάλι. Ένας στρατιώτης τούς έφερε δύο άλογα. «Τώρα θα γυρίσουμε στο Ουλάν Μπατόρ», είπε ο Ρώσος σ’ εμένα. «Δεν μου αρέσει να γυρνάω με άδεια χέρια, αλλά δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Δεν μπορείς να τα έχεις όλα δικά σου. Ελπίζω μέχρι το δείπνο να μου έχει ξανάρθει η όρεξη, αλλά μάλλον αμφιβάλλω». Ανέβηκαν στ’ άλογά τους κι έφυγαν. Το αεροπλάνο απογειώθηκε, έγινε μια κουκκιδίτσα στο δυτικό ουρανό κι ύστερα εξαφανίστηκε εντελώς, αφήνοντάς με μόνο με τους Μογγόλους στρατιώτες και τ’ άλογά τους. Μ’ έβαλαν σ’ ένα άλογο και μ’ έδεσαν στη σέλα. Ύστερα, σε σχηματισμό, αρχίσαμε να βαδίζουμε βόρεια. Ο στρατιώτης μπροστά μου άρχισε να τραγουδάει μια μονότονη μελωδία με φωνή υπόκωφη. Εκτός απ’ αυτόν, το μόνο που ακουγότανήταν ο ξερός ήχος απ’ τις οπλές των αλόγων που έσκαβαν την άμμο. Δεν είχα ιδέα πού με πήγαιναν ή τι σκόπευαν να μου κάνουν. Το μόνο που ήξερα ήταν ότι γι’ αυτούς ήμουν ένα περιττό ον χωρίς καμιά αξία. Ξανά και ξανά επαναλάμβανα στον εαυτό μου τα λόγια που είχε πει ο Ρώσος αξιωματικός. Είχε πει ότι δεν θα με σκότωναν. Δεν θα με σκότωναν, αλλά οι πιθανότητες να επιζήσω ήταν σχεδόν ανύπαρκτες. Τι μπορούσε να σημαίνει αυτό; Ήταν πολύ αόριστο για να μπορώ να το καταλάβω με οποιονδήποτε συγκεκριμένο τρόπο. Τσως ήθελαν να μίε χρησιμοποιήσουν σε κάποιο απ’ τα φριχτά τους παιχνίδια. Δεν θα με ξαπόστελναν εύκολα, γιατί σχέδιαζαν ν’ απολαύσουν την τρομακτική τους έμπνευση με το πάσο τους. Τουλάχιστον όμως δεν με είχαν σκοτώσει. Τουλάχιστον δεν με είχανε γδάρει ζωντανό όπως τον Γιαμαμότο. Μπορεί να μην κατάφερνα να γλιτώσω το θάνατο στο τέλος, αλλά όχι τέτοιο θάνατο. Προς το παρόν ήμουν ζωντανός* ανέπνεα ακόμα. Κι αν αυτό που είχε πει ο Ρώσος αξιωματικός ήταν αλήθεια, δεν θα με σκότωναν αμέσως. Όσο περισσότερος χρόνος παρεμβαλλόταν ανάμεσα σ’ εμένα και στο θάνατο, τόσο περισσότερες πιθανότητες είχα να επιβιώσω. Μπορεί βέβαια οι πιθανότητες να ήταν ελάχιστες, δεν μπορούσα όμως παρά να πιαστώ απ’ αυτές. Μετά, εντελώς ξαφνικά, ζωντάνεψαν και πάλι στο μυαλό μου τα λόγια του δεκανέα Χόντα: αυτή η

περίεργη πρόβλεψή του ότι δεν θα πέθαινα στην ηπειρωτική Ασία. Ακόμη κι έτσι όπως ήμουν δεμένος στη σέλα, με το δέρμα της γυμνής μου πλάτης να καίγεται απ’ τον ήλιο της ερήμου, έφερα στο μυαλό μου κάθε συλλαβή που είχε προφέρει. Θυμήθηκα την έκφρασή του, τον τόνο της φωνής του, τον ήχο κάθε λέξης. Κι αποφάσισα να τον πιστέψω απ’ τα βάθη της καρδιάς μου. Όχι, όχι, δεν είχα σκοπό να μείνω αδρανής και να πεθάνω σ’ ένα μέρος σαν κι αυτό! Θα έβγαινα ζωντανός απ’ αυτή την περιπέτεια! Θα ξαναπατοΰσα το πόδι μου στο πάτριο έδαφος! Τραβήξαμε βόρεια για παραπάνω από δυο ώρες, σταματώντας κοντά σ’ ένα λαμαϊστικό προσκυνητάρι. Αυτές οι πέτρινες κατασκευές, τα όμποο, αφενός συμβόλιζαν τη θεϊκή προστασία για τους ταξιδιώτες κι αφετέρου αποτελούσαν πολύτιμα σημεία αναφοράς στην έρημο. Εδώ οι άντρες ξεπέζεψαν κι έλυσαν τα σκοινιά μου. Κρατώντας με από δεξιά κι από αριστερά, δυο απ’ αυτούς με πήγαν λίγο παρακάτω. Σκέφτηκα ότι εκεί θα με σκότωναν. Στο σημείο αυτό υπήρχε ένα πηγάδι. Το στόμιο του πηγαδιού περιβαλλόταν από ένα πέτρινο πεζούλι ύψους ενός μέτρου. Μ’ έβαλαν να γονατίσω δίπλα, με άρπαξαν απ’ το λαιμό και με ανάγκασαν να κοιτάξω μέσα. Δεν μπορούσα να δω τίποτα. Το σκοτάδι ήταν απόλυτο. Ο υπαξιωματικός με τις μπότες βρήκε μια πέτρα σε μέγεθος γροθιάς και την πέταξε μες στο πηγάδι. Λίγη ώρα αργότερα ακούστηκε ο ξερός ήχος της πέτρας πάνω στην άμμο. Άρα το πηγάδι δεν είχε νερό. Κάποτε σίγουρα έπιναν απ’ αυτό, αλλά πρέπει να είχε στερέψει πριν από χρόνια. Κάποια υπόγεια φλέβα νερού θα είχε μετακινηθεί. Κρίνοντας απ’ το χρόνο που έκανε η πέτρα να χτυπήσει στον πυθμένα, υπέθεσα πως ήταν μάλλον βαθύ. Ο υπαξιωματικός με κοίταξε μ’ ένα σαρδόνιο χαμόγελο. Ύστερα έβγαλ’ ένα μεγάλο αυτόματο περίστροφο απ’ τη δερμάτινη θήκη της ζώνης του. Έβγαλε την ασφάλεια, έβαλε μια σφαίρα στη θαλάμη και την έκλεισε. Μετά ακούμπησε την κάννη στο κεφάλι μου. Την κράτησε εκεί αρκετή ώρα, αλλά δεν τράβηξε τη σκανδάλη. Μετά χαμήλωσε αργά αργά το όπλο και σήκωσε το αριστερό του χέρι δείχνοντας το πηγάδι. Γλείφοντας τα στεγνά μου χείλη, κοίταξα το όπλο στο χέρι του. Αυτό που προσπαθούσε να μου πει ήταν το εξής: είχα τη δυνατότητα να καθορίσω τη μοίρα μου. Μπορούσα να του ζητήσω να με πυροβολήσει τώρα να πεθάνω αμέσως και να τελειώνω. Ή μπορούσα να πηδήξω στο πηγάδι. Επειδή ήταν τόσο βαθύ, αν έσκαζα κάτω ανώμαλα, μπορεί και να σκοτωνόμουν. Εάν όχι, θα πέθαινα αργά αργά στον πάτο μιας σκοτεινής τρύπας. Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι γι’ αυτή την ευκαιρία μού είχε μιλήσει ο Ρώσος αξιωματικός. Ο Μογγόλος έδειξε το ρολόι που είχε πάρει απ’ τον Γιαμαμότο κι ύστερα μου έδειξε τα πέντε δάχτυλά του. Μου έδινε πέντε δευτερόλεπτα για ν’ αποφασίσω. Όταν έφτασε στα τρία, καβάλησα το τοιχάκι και πήδηξα μέσα. Δεν είχα άλλη επιλογή. Έλπιζα να μπορέσω ν’ αρπαχΐώ απ’ τον τοίχο και να κατέβω πιο ομαλά, αλλά δεν μου έδωσε χρόνο να το κάνω. Τα χέρια μου γλίστρησαν και γκρεμίστηκα στο κενό. Μου φάνηκε ατέλειωτος ο χρόνος που έκανα να σκάσω στον πάτο. Στην πραγματικότητα δεν πρέπει να κράτησε παραπάνω από μερικά δευτερόλεπτα, αλλά παρ’ όλ’ αυτά θυμάμαι ότι πέρασαν χιλιάδες σχέψεις απ’ το μυαλό μου στη διαδρομή προς τα κάτω. Θυμήθηκα την πόλη όπου γεννήθηκα, τόσο μακριά από κει. Θυμήθηκα την κοπέλα με την οποία είχα κοιμηθεί μόνο μια φορά πριν με στείλουν φαντάρο. Σκέφτηκα τους γονείς μου. Θυμήθηκα ότι ένιωσα ευγνώμων που είχα μικρότερη αδερφή κι όχι αδερφό: ακόμα κι αν εγώ σκοτωνόμουν, εκείνη θα έμενε με τους γονείς μας, και δεν θα είχαν την έγνοια μην τους την πάρει ο στρατός. Σκέφτηκα τις ρυζοκροκέτες που μου άρεσαν, τυλιγμένες σε φύλλα βελανιδιάς. Ύστερα προσγειώθηκα στον ξερό πυθμένα και για μια

στιγμή έχασα τις αισθήσεις μου. Ήταν σαν να είχαν ανοίξει χιλιάδες τρύπες στο δέρμα μου και να είχε φύγει από κει όλος ο αέρας του σώματός μου. Έσκασα στον πάτο του πηγαδιού σαν σακί. Πιστεύω πραγματικά ότι έχασα τις αισθήσεις μου μόνο για μια στιγμή. Όταν συνήλθα, ένιωθα να με πιτσιλάει ένα είδος υγρού. Στην αρχή νόμιζα πως είναι βροχή, αλλά έκανα λάθος. Ήταν κάτουρο. Οι Μογγόλοι στρατιώτες κατουρούσαν επάνω μου, εκεί που βρισκόμουν στον πάτο του πηγαδιού. Κοίταξα πάνω και τους είδα να διαγράφονται εκεί ψηλά, καθώς ερχόταν ο ένας μετά τον άλλο στην τρύπα να κατουρήσει. Το θέαμα ήταν τραγικά εξωπραγματικό, σαν παραίσθηση απ’ αυτές που δημιουργούν τα ναρκωτικά. Όμως αυτή η παραίσθηση ήταν αληθινή. Βρισκόμουν πραγματικά στον πάτο ενός πηγαδιού και με πιτσίλιζαν με πραγματικό κάτουρο. Μόλις τελείωσαν, κάποιος έριξε πάνω μου ένα φακό. Τους άκουσα να γελάνε. Κι ύστερα εξαφανίστηκαν απ’ την άκρη της τρύπας. Μετά απ’ αυτό, όλα βυθίστηκαν σε μια τρομερή σιωπή. Για μια στιγμή σκέφτηκα να μείνω εκεί μπρούμυτα περιμένοντας να δω αν θα γύριζαν. Πέρασαν είκοσι λεπτά, μετά τριάντα (απ’ όσο μπορούσα να καταλάβω βέβαια χωρίς ρολόι), και δεν γύρισαν. Συμπέρανα πως είχαν φύγει και μ’ είχαν αφήσει εκεί. Είχα εγκαταλειφθεί στον πάτο ενός πηγαδιού στη μέση μιας ερήμου. Όταν ήταν πια ξεκάθαρο πως δεν θα γύριζαν πίσω, αποφάσισα να ψάξω το σώμα μου για τραύματα. Αυτό δεν ήταν εύκολη υπόθεση μες στο σκοτάδι. Δεν μπορούσα να δω το σώμα μου. Δεν μπορούσα να δω με τα μάτια μου σε ποια κατάσταση βρισκόμουν. Μπορούσα μόνο να καταφύγω στις αισθήσεις, αλλά δεν μπορούσα να είμαι σίγουρος πως οι ενδείξεις τους μέσα σ’ αυτό το σκοτάδι ήταν ακριβείς. Ένιωθα μάλλον το αντίθετο: ότι με ξεγελούσαν, μ’ εξαπατούσαν. Ήταν ένα πολύ παράξενο συναίσθημα. Σιγά σιγά όμως, και με μεγάλη επιμονή στη λεπτομέρεια, άρχισα να συνειδητοποιώ την κατάστασή μου. Το πρώτο πράγμα που κατάλαβα ήταν πως είχα τύχη βουνό. Ο πάτος του πηγαδιού ήταν σχετικά μαλακός και αμμώδης. Εάν δεν ήταν έτσι, πέφτοντας από τέτοιο ύψος θα είχα σπάσει όλα μου τα κόκαλα. Πήρα βαθιά ανάσα και προσπάθησα να κουνηθώ. Πρώτα προσπάθησα να κουνήσω τα δάχτυλά μου. Ανταποκρίθηκαν, αν και κάπως αδύναμα. Μετά προσπάθησα να σηκωθώ σε καθιστή θέση πάνω στην άμμο, αλλά δεν τα κατάφερα. Ένιωθα σαν να είχα χάσει όλες μου τις αισθήσεις. Το μυαλό μου ήταν σε απόλυτη εγρήγορση, αλλά κάπου είχε διακοπεί η επικοινωνία του με τβ σώμα μου. Το μυαλό μου αποφάσιζε να κάνει κάτι, αλλ’ αδυνατούσε να μετατρέψει τη σκέψη σε μυϊκή δράση. Εγκατέλειψα την προσπάθεια και για ένα διάστημα έμεινα εκεί ξαπλωμένος στο σκοτάδι. Πόση ώρα παρέμεινα εκεί δεν έχω ιδέα. Σιγά σιγά όμως οι αισθήσεις μου άρχισαν να επιστρέφουν. Και μαζί με την επιστροφή των αισθήσεών μου, φυσικά, ήρθε και η αίσθηση του πόνου. Έντονου πόνου. Το πόδι μου πρέπει να είχε σπάσει, ήμουν σχεδόν σίγουρος. Και ο ώμος μου πρέπει να είχε εξαρθρωθεί, ή μπορεί και να είχε σπάσει, αν η τύχη είχε αποφασίσει να μου παίξει άλλο ένα παιχνίδι. Έμεινα εκεί ξαπλωμένος προσπαθώντας ν’ αντέξω τον πόνο. χ Ξαφνικά άρχισαν να τρέχουν δάκρυα στα μάγουλά μου δάκρυα πόνου και δάκρυα απόγνωσης. Δεν νομίζω ότι θα μπορέσετε ποτέ να καταλάβετε πώς είναι -η απόλυτη μοναξιά, η αίσθηση απόγνωσης να είσ’ εγκαταλειμμένος σ’ ένα βαθΰ πηγάδι στη μέση μιας ερήμου στην άκρη του κόσμου, πονώντας σ’ ολόκληρο το σώμα σου μες στο απόλυτο σκοτάδι. Έφτασα στο σημείο να μετανιώσω που δεν επέτρεψα στον Μογγόλο υπαξιωματικό να με πυροβολήσει και να τελειώνω μια ώρα αρχύτερα. Εάν με είχε σκοτώσει έτσι, τουλάχιστον δεν θα είχα συναίσθηση του θανάτου μου, Εάν πέθαινα εδώ όμως, θα ήταν ένας

πραγματικά μοναχικός θάνατος, ένας θάνατος για τον οποίο κανένας δεν θα νοιαζόταν, ένας σιωπηλός θάνατος. Πού και πού άκουγα τον ήχο του ανέμου. Καθώς φυσούσε στην επιφάνεια της γης, έκαν’ έναν απόκοσμο ήχο στο στόμιο του πηγαδιού, έναν ήχο σαν το θρήνο μιας δακρυσμένης γυναίκας σ’ ένα μακρινό κόσμο. Εκείνο τον κόσμο κι αυτόν τους ένωνε ένα στενό λαγούμι, μέσ’ απ’ το οποίο έφτανε η φωνή της γυναίκας σ’ εμένα, αν και μόνο αραιά κι ακανόνιστα. Με είχαν αφήσει ολομόναχο στην απόλυτη σιωπή και σ’ ένα ακόμη πιο απόλυτο σκοτάδι. Σφίγγοντας τα δόντια για ν’ αντέξω τον πόνο, άπλωσα το χέρι κι άγγιξα το χώμα γύρω μου. Ο πάτος του πηγαδιού ήταν επίπεδος. Δεν είχε μεγάλο φάρδος: περίπου ενάμισι μέτρο με ένα ογδόντα. Καθώς ψαχούλευα το έδαφος, το χέρι μου ξαφνικά ακούμπησε ένα σκληρό κι αιχμηρό αντικείμενο. Ένας αντανακλαστικός φόβος μ’ έκανε να τραβήξω το χέρι μου πίσω, αλλ’ αμέσως μετά το ξανάπλωσα και τα δάχτυλά μου ακούμπησαν και πάλι το αιχμηρό αντικείμενο. Στην αρχή νόμιζα πως ήταν κλαδί δέντρου, αλλά πολύ σύντομα συνειδητοποίησα ότι αυτό που ακουμπούσα ήταν κόκαλα. Όχι ανθρώπινα κόκαλα, αλλά κόκαλα μικρού ζώου, που είχαν σκορπιστεί εδώ κι εκεί είτε απ’ το πέρασμα του χρόνου είτε απ’ την πτώση μου. Δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο στον πάτο του πηγαδιού, μόνο άμμος: ψιλή και κατάξερη. Αμέσως μετά ψαχούλεψα με την παλάμη τα τοιχώματα. Έμοιαζαν φτιαγμένα από λεπτές πεπλατυσμένες πέτρες. Όση ζέστη κι αν έκανε κατά τη διάρκεια της ημέρας, αυτή η ζέστη δεν έφτανε εδώ, στον κάτω κόσμο. Οι πέτρες ήταν κρύες στην αφή. Πέρασα το χέρι μου στον τοίχο εξετάζοντας τα κενά ανάμεσα στις πέτρες. Εάν μπορούσα να βρω κάποιο πάτημα εκεί, μπορεί και ν’ ανέβαινα στην επιφάνεια. Όμως τα κενά έμοιαζαν πολύ στενά γι’ αυτή τη δουλειά και στην κατάσταση που βρισκόμουν, στον πάτο ενός πηγαδιού, κάτι τέτοιο έμοιαζε μάλλον αδύνατο. Με τρομακτική προσπάθεια σύρθηκα πιο κοντά στον τοίχο κι ανακάθισα με την πλάτη στηριγμένη πάνω του. Η κάθε κίνηση έστελνε κύματα πόνου στο πόδι και στον ώμο μου, σαν να με τρυπούσαν εκατοντάδες χοντρές βελόνες. Για λίγη ώρα μετά απ’ αυτό, με κάθε ανάσα ένιωθα ότι το σώμα μου μπορεί ν’ άνοιγε στα δυο. Άγγιξα τον ώμο μου και συνειδητοποίησα πως ήταν πρησμένος κι έκαιγε. Πόσος χρόνος πέρασε μετά απ’ αυτό δεν ξέρω. Όμως κάποια στιγμή συνέβη κάτι που δεν μπορούσα ποτέ να το φανταστώ. Το φως του ήλιου εισέβαλε απ’ το άνοιγμα του πηγαδιού σαν ένα είδος αποκάλυψης. Για μια στιγμή μπόρεσα να διακρίνω τα πάντα γύρω μου. Το πηγάδι κυριολεκτικά έλαμψε, πλημμύρισε από φως. Η λάμψη ήταν σχεδόν εκτυφλωτική, μου ’κοψε την ανάσα. Το σκοτάδι και το κρύο διαλύθηκαν αμέσως, και το ζεστό, απαλό φως του ήλιου αγκάλιασε το γυμνό μου σώμα. Ακόμα κι ο πόνος που ένιωθα έμοιαζε ν’ απαλύνεται απ’ το φως του ήλιου, που φώτιζε τώρα ζεστά τα λευκά κόκαλα του μικρού ζώου δίπλα μου. Αυτά τα κόκαλα, που θα μπορούσαν ν’ αποτελούν οιωνό για το τι με περίμενε, έμοιαζαν σ’ αυτό το φως περισσότερο με συντροφική παρηγοριά. Είδα τους πέτρινους τοίχους γύρω μου. Για όσην ώρα μ’ έλουζε το φως, μπόρεσα να ξεχάσω το φόβο, τον πόνο και την απόγνωση. Έμεινα καθισμένος μέσα στην εκτυφλωτική φωτοχυσία σε κατάσταση καταπληξίας. Για λίγη ώρα, γιατί το φως εξαφανίστηκε το ίδιο απότομα όπως είχε έρθει. Ένα βαθύ σκοτάδι κάλυψε για μια ακόμη φορά τα πάντα. Το διάστημα της φωτεινότητας ήταν υπερβολικά μικρό. Αν το μετρούσα με το ρολόι, δεν πρέπει να κράτησε

παραπάνω από δέκα, το πολύ δεκαπέντε δευτερόλεπτα. Φυσικά, εξαιτίας των αποστάσεων και των γωνιών, ο ήλιος δεν μπορούσε να φωτίσει για περισσότερο χρόνο τον πάτο μιας τρύπας σε κάθε περιστροφή του. Η πλημμύρα του φωτός εξαφανίστηκε πριν καν αρχίσω να καταλαβαίνω το νόημά της. Όταν το φως χάθηκε, βρέθηκα σ’ ένα ακόμα βαθύτερο σκοτάδι απ’ ό,τι πριν. Μου ήταν σχεδόν αδύνατο να κουνηθώ. Δεν είχα νερό, δεν είχα τροφή, δεν είχα ρούχα να φορέσω. Το μακρύ απόγευμα πέρασε, ήρθε η νύχτα, και η θερμοκρασία έπεσε απότομα. Μου ήταν αδύνατο να κοιμηθώ. Το σώμα μου ζητούσε απεγνωσμένα τον ύπνο, αλλά το κρύο με περόνιαζε σαν χιλιάδες μικρές βελόνες. Η αίσθησή μου ήταν ότι ο πυρήνας της ζωής μου είχε αρχίσει να σκληραίνει και να πεθαίνει λίγο λίγο. Αποπάνω μου έβλεπα τ’ αστέρια παγωμένα στον ουρανό. Έναν απίστευτο αριθμό αστεριών. Αρχισα να τα παρακολουθώ καθώς ακολουθούσαν σιγά σιγά την προκαθορισμένη τους τροχιά. Η κίνησή τους με βοηθούσε να συνειδητοποιήσω ότι ο χρόνος συνέχιζε να κυλάει. Κοιμήθηκα λίγο, ξύπνησα απ’ το κρύο και τον πόνο. Κοιμήθηκα λίγο ακόμα, μετά ξαναξύπνησα. Τελικά ήρθε το πρωί. Ψηλά στο στρογγυλό στόμιο του πηγαδιού, οι μυτούλες απ’ το φως των αστεριών άρχισαν να ξεθωριάζουν σιγά σιγά. Όμως ακόμα και μετά την αυγή τ’ αστέρια δεν εξαφανίστηκαν εντελώς. Αμυδρά, μέχρι σημείου να μη φαίνονται, συνέχιζαν να κρέμονται εκεί αδιάκοπα. Για να καταπραΰνω τη δίψα μου, άρχισα να γλείφω την πρωινή δροσιά που είχε καθίσει πάνω στον πέτρινο τοίχο. Η ποσότητα του νερού ήταν απειροελάχιστη, φυσικά, αλλά για μένα έμοιαζε με μάννα εξ ουρανού. Μου πέρασε η ιδέα απ’ το μυαλό ότι είχα να φάω και να πιω μια ολόκληρη μέρα. Κι όμως δεν είχα καμιά αίσθηση πείνας. Παρέμεινα εκεί, ακίνητος, στο βάθος της τρύπας. Ήταν το μόνο που μπορούσα να κάνω. Δεν μπορούσα ούτε να σκεφτώ... Τόσο έντονη ήταν η αίσθηση της μοναξιάς και της απόγνωσης. Καθόμουν εκεί χωρίς να κάνω τίποτα, χωρίς να σκέφτομαι τίποτα. Ασυναίσθητα ωστόσο περίμενα εκείνη την αχτίδα φωτός, εκείνη την εκτυφλωτική πλημμύρα λιακάδας που χυνόταν μέχρι τον πάτο του πηγαδιού για ένα απειροελάχιστο κλάσμα της μέρας. Πρέπει να ήταν ένα φαινόμενο που συνέβαινε το καταμεσήμερο, όταν ο ήλιος βρισκόταν στο ψηλότερο σημείο τ’ ουρανού και το φως του έπεφτε στην επιφάνεια της γης σε ορθή γωνία. Περίμενα τον ερχομό του φωτός και τίποτ’ άλλο. Δεν υπήρχε άλλωστε τίποτ’ άλλο να περιμένω. Ο χρόνος που πέρασε μου φάνηκε αιώνας. Κάποια στιγμή με πήρε ο ύπνος. Όταν ένιωσα κάποια παρουσία και ξύπνησα, το φως ήταν ήδη εκεί. Συνειδητοποίησα ότι μ’ αγκάλιαζε και πάλι αυτό το καθηλωτικό φως. Σχεδόν ασυναίσθητα, άνοιξα διάπλατα και τα δυο μου χέρια και δέχτηκα τον ήλιο στις παλάμες μου. Ήταν πολύ δυνατότερος απ’ ό,τι την πρώτη φορά. Και κράτησε πολύ περισσότερο. Τουλάχιστον έτσι το ένιωσα εγώ. Μέσα στο φως, τα μάγουλά μου γέμισαν δάκρυα. Ένιωσα λες κι όλοι οι χυμοί του σώματός μου είχαν μετατραπεί σε δάκρυα και κυλούσαν ποτάμι απ’ τα μάτια μου, λες και το ίδιο μου το σώμα έλιωνε μ’ αυτό τον τρόπο. Μες στη μακαριότητα αυτού του θαυμάσιου φωτός, ακόμα κι ο θάνατος θα ήταν καλοδεχούμενος. Πράγματι, ένιωθα πως ήθελα να πεθάνω. Είχα μια υπέροχη αίσθηση μοναδικότητας, μια συντριπτική αίσθηση ενότητας. Ναι, αυτό ήταν: το πραγματικό νόημα της ζωής βρισκόταν σ’ αυτό το φως που διαρκοΰσε όσα δευτερόλεπτα διαρκοΰσε, κι ένιωσα ότι όφειλα να πεθάνω εκεί, εκείνη ακριβώς τη στιγμή. Όμως, φυσικά, πριν προλάβει να συμβεί οτιδήποτε, το φως είχε φύγει. Κι εγώ ήμουν ακόμα εκεί, στο βάθος αυτού του άθλιου πηγαδιού. Το σκοτάδι και το κρύο ξανακατέλαβαν το κορμί μου σαν να

ήθελαν να διατρανώσουν ότι το φως δεν είχε υπάρξει ποτέ. Για πολλή ώρα έμεινα κουλουριασμένος εκεί που βρισκόμουν, με το πρόσωπό μου βουτηγμένο στα δάκρυα. Σαν να με είχε συνθλίψει μια ανώτερη δύναμη, ήμουν ανίκανος να κάνω -ή να σκεφτώοτιδήποτε, ανίκανος να νιώσω την ίδια μου τη σωματική υπόσταση. Ήμουν ένα ξερό κουφάρι, το νεκρό κέλυφος που είχε αποβάλει ένα έντομο. Όμως τότε, για μια ακόμη φορά, στον κενό χώρο του μυαλού μου ήρθε ξανά η προφητεία του δεκανέα Χόντα: δεν θα πέθαινα στην ηπειρωτική Ασία. Τώρα που το φως είχε δηλώσει την ύπαρξή του, ανακάλυψα πως ήμουν ικανός να πιστέψω την προφητεία του. Μπορούσα να την πιστέψω τώρα, γιατί σ’ έναν τόπο και σε μια εποχή όπου θα ’πρεπε να είχα πεθάνει, ήμουν ακόμα ζωντανός. Κι αυτό δεν ήταν καθόλου συμπτωματικό: δεν μπορονσα να πεθάνω. Καταλαβαίνετε τι σας λέω, κύριε Οκάντα; Όποια χάρη μπορεί να είχε επιφυλάξει για μένα μέχρι τότε ο ουρανός, την είχα χάσει για πάντα. Σ’ αυτό το σημείο της ιστορίας ο υπολοχαγός Μαμίγια κοίταξε το ρολόι του. «Κι όπως βλέπετε», πρόσθεσε σιγανά, «είμαι εδώ μπροστά σας». Κούνησε το κεφάλι του σαν να προσπαθούσε να κόψει κάποια αόρατα νήματα της μνήμης. «Όπως είχε πει ο κύριος Χόντα, δεν πέθανα στην ηπειρωτική Ασία. Κι από τους τέσσερις που είχαμε περάσει το ποτάμι, τη μεγαλύτερη ζωή την έζησα εγώ». Κούνησα το κεφάλι μου χωρίς να πω τίποτα. «Παρακαλώ να με συγχωρήσετε που μίλησα τόσο πολύ. Πρέπει να σας ήταν εξαιρετικά βαρετό ν’ ακούτε έναν άχρηστο γέρο να μιλάει για τα παλιά». Ο υπολοχαγός Μαμίγια μετακινήθηκε λίγο στον καναπέ. «Πω πω, θα χάσω το τρένο μου αν μείνω κι άλλο». Βιάστηκα να τον συγκρατήσω. «Σας παρακαλώ, μη σταματάτε την ιστορία σας εδώ», είπα. «Τι έγινε μετά απ’ αυτό; Θέλω ν’ ακούσω το υπόλοιπο». Με κοίταξε για μια στιγμή. «Πώς θα το κάνουμε τότε;» ρώτησε. «Πραγματικά έχω αργήσει, οπότε γιατί δεν έρχεστε μαζί μου μέχρι τη στάση; Μπορεί στο δρόμο να σας κάνω μια γρήγορη περίληψη». Τον συνόδεψα μέχρι τη στάση του λεωφορείου. «Το τρίτο πρωί μ’ έσωσε ο δεκανέας Χόντα. Είχε διαισθανθεί πως οι Μογγόλοι θα έρχονταν να μας επιτεθούν εκείνη τη νύχτα, κι έτσι γλίστρησε έξω απ’ τη σκηνή του και παρέμεινε κρυμμένος όλη την ώρα. Είχε πάρει μαζί του το έγγραφο από τη βαλιτσούλα του Γιαμαμότο. Το έκανε αυτό γιατί πρώτη προτεραιότητά μας ήταν να μην πέσει αυτό το έγγραφο σ’ εχθρικά χέρια, όσο μεγάλη κι αν ήταν η θυσία που θα χρειαζόταν να κάνουμε. Ασφαλώς θ’ αναρωτιέστε γιατί, αφού κατάλαβε ότι θα μας αιφνιδίαζαν οι Μογγόλοι, ο δεκανέας Χόντα έφυγε μόνος του αντί να ξυπνήσει και τους υπόλοιπους και να γλιτώσουμε μαζί. Η απλή αλήθεια είναι ότι δεν είχαμε καμιά πιθανότητα να κερδίσουμε σε μια τέτοια αναμέτρηση. Ήξεραν πως ήμασταν εκεί. Ήταν η δική τους περιοχή. Ήταν περισσότεροι από μας και πολύ καλύτερα εξοπλισμένοι. Θα ήταν το ευκολότερο πράγμα στον κόσμο γι’ αυτούς να μας βρουν, να μας σκοτώσουν και να πάρουν το έγγραφο. Με τα δεδομένα αυτά, ο δεκανέας Χόντα δεν είχε άλλη επιλογή απ’ το να φύγει μόνος του. Στο πεδίο της μάχης η

πράξη του θα ήταν καθαρή περίπτωση λιποταξίας ενώπιον του εχθρού, αλλά σε μια ειδική αποστολή όπως η δική μας, το πιο σημαντικό πράγμα ήταν η επινοητικότητα. »Είδε όλα όσα συνέβησαν. Τους είδε να γδέρνουν τον Γιαμαμότο. Είδε τους Μογγόλους στρατιώτες να με παίρνουν μαζί τους. Αλλά δεν είχε πια άλογο, οπότε δεν μπορούσε ν’ ακολουθήσει αμέσως. Αναγκάστηκε να έρθει με τα πόδια. Ξέθαψε τις επιπλέον προμήθειες που είχαμε θάψει στην έρημο και στη θέση τους έβαλε το έγγραφο. Μετά ήρθε να με βρει. Ωστόσο, το να με βρει στον πάτο του πηγαδιού απαιτούσε τρομακτική προσπάθεια. Και δεν ήξερε ούτε προς ποια κατεύθυνση είχαμε πάει». «Πώς εντόπισε τελικά το πηγάδι;» ρώτησα. «Δεν ξέρω», είπε ο υπολοχαγός Μαμίγια. «Εκεί μου τα μάσαγε. Εγώ θα έλεγα ότι απλώς ήξερε. Όταν με βρήκε, έσκισε τα ρούχα του σε λουρίδες κι έφτιαξε ένα μακρύ σκοινί. Ήδη ήμουν στην ουσία αναίσθητος, πράγμα που τον δυσκόλεψε πάρα πολύ να με τραβήξει επάνω. Ύστερα κατάφερε να βρει ένα άλογο και να με βάλει επάνω. Με πέρασε απ’ τους αμμόλοφους κι απ’ το ποτάμι και κατάφερε να με πάει μέχρι το φυλάκιο του στρατού της Μαντσουκουό. Εκεί περιποιήθηκαν τα τραύματά μου και μ’ έστειλαν στο Αρχηγείο μ’ ένα φορτηγό που ήρθε ειδικά για μένα από κει. Έτσι κατέληξα στο νοσοκομείο της Χαϊλάρ». «Και τι έγινε τελικά το περίφημο έγγραφο, γράμμα ή οτιδήποτε ήταν αυτό τέλος πάντων;» «Πιθανότατα βρίσκεται ακόμα εκεί: κρυμμένο στο χώμα τής όχθης του Χάλχα. θα ήταν αδύνατο για το δεκανέα Χόντα και για μένα να γυρίσουμε πίσω και να το ξεθάψουμε, αλλά δεν βλέπαμε και κανένα λόγο να κάνουμε μια τέτοια προσπάθεια. Καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι αυτό το έγγραφο κατ’ αρχάς δεν θα πρεπε καν να υπάρχει. Συντονίσαμε τις ιστορίες μας για τις ερωτήσεις που θα μας έκαναν στο στρατό. Αποφασίσαμε να επιμείνουμε ότι δεν είχαμε ακούσει τίποτα για κανένα έγγραφο. Αλλιώς θα μας είχαν θεωρήσει υπεύθυνους που δεν το φέραμε πίσω απ’ την έρημο. Μας κράτησαν σε ξεχωριστά δωμάτια υπό αυστηρή φρούρηση, υποτίθεται για ιατρικές εξετάσεις, και μας ανέκριναν κάθε μέρα. Όλοι αυτοί οι γαλονάδες ερχόντουσαν και μας έβαζαν να τους πούμε τις ίδιες ιστορίες ξανά και ξανά. Οι ερωτήσεις τους ήταν εξαιρετικά λεπτομερείς και πολύ έξυπνες. Αλλά φάνηκαν να μας πιστεύουν. Τους είπα και την παραμικρή λεπτομέρεια όσων είχα υποστεί, προσέχοντας να παραλείψω οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με το έγγραφο. Αφού τα κατέγραψαν όλα, με προειδοποίησαν ότι αυτό το ζήτημα ήταν χαρακτηρισμένο άκρως απόρρητο κι ότι δεν θα εμφανιζόταν στα επίσημα αρχεία του στρατού, ότι δεν έπρεπε να το αναφέρω σε κανέναν κι ότι θα με τιμωρούσαν αυστηρά αν το έκανα. Δυο βδομάδες αργότερα μ’ έστειλαν πίσω στην αρχική μου θέση, και πιστεύω ότι το ίδιο έκαναν και με το δεκανέα Χόντα», «Ένα πράγμα δεν έχω ξεκαθαρίσει ακόμα μέσα μου», είπα, «Γιατί έκαναν όλη αυτή τη μανούβρα να φέρουν τον κύριο Χόντα απ’ τη μονάδα του γι’ αυτή την αποστολή;» «Ποτέ δεν μου είπε τίποτα γι’ αυτό. Πιθανό να του είχαν απαγορεύσει να μιλήσει, και υποθέτω ότι κι εκείνος θα θεωρούσε πως θα ήταν καλύτερα να μην ξέρω. Αν κρίνω απ’ τις συζητήσεις που είχα μαζί του, ωστόσο, υποθέτω ότι υπήρχε κάποια προσωπική σχέση ανάμεσα σ’ εκείνον και στον άνθρωπο που ονομαζόταν Γιαμαμότο, κάτι που είχε να κάνει με τις ιδιαίτερες δυνάμεις του. Είχα ακούσει πολλές φορές ότι ο στρατός είχε μια ειδική μονάδα αφιερωμένη στη μελέτη των

παραψυχολογικών φαινομένων. Υποτίθεται πως αυτή η μονάδα μάζευε άτομα με πνευματικές ή ψυχοκινητικές δυνάμεις απ’ όλη τη χώρα κι έκανε πάνω τους πειράματα. Φαντάζομαι λοιπόν ότι ο κύριος Χόντα γνώρισε τον Γιαμαμότο σε μια τέτοια μονάδα. Εν πάση περιπτώσει, χωρίς αυτές τις δυνάμεις ο κύριος Χόντα δεν θα μπορούσε ποτέ να με βρει στο πηγάδι και να με οδηγήσει στο συνοριακό φυλάκιο της Μάντσουκουό. Δεν είχε ούτε χάρτη ούτε πυξίδα, κι όμως μπόρεσε να μας οδηγήσει κατευθείαν εκεί χωρίς τον παραμικρό δισταγμό. Η κοινή λογική έλεγε πως κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο. Εγώ ήμουν επαγγελματίας χαρτογράφος και ήξερα τη γεωγραφία της περιοχής εκείνης πολύ καλά, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσα να έχω κάνει αυτό που έκαν’ εκείνος. Αυτές οι ικανότητες του κυρίου Χόντα ήταν ακριβώς ο λόγος για τον οποίο τον είχε ζητήσει ο Γιαμαμότο». Φτάσαμε στη στάση του λεωφορείου και περιμέναμε. «Αρκετά πράγματα θα παραμείνουν αιωνίως μυστήρια, φυσικά», είπε ο υπολοχαγός Μαμίγια. «Υπάρχουν πολλά πράγματα που δεν καταλαβαίνω. Εξακολουθώ ν’ αναρωτιέμαι ποιος να ήταν εκείνος ο μοναχικός Μογγόλος αξιωματικός που μας συνάντησε στην έρημο. Κι αναρωτιέμαι τι θα είχε συμβεί αν είχαμε καταφέρει να φέρουμε εκείνο το έγγραφο πίσω στο Αρχηγείο. Γιατί να μη μας αφήσει ο Γιαμαμότο στη δεξιά όχθη του Χάλχα και να περάσει απέναντι μόνος του; Θα είχε καταφέρει να μετακινείται από μέρος σε μέρος πολύ πιο ελεύθερα έτσι. "Ισως σχεδίαζε να μας χρησιμοποιήσει για να κάνει αντιπερισπασμό στους Μογγόλους, ώστε να μπορέσει να το σκάσει μόνος του. Είναι κάτι που δεν μπορώ να το αποκλείσω. "Ισως ο δεκανέας Χόντα να το ήξερε αυτό απ’ την αρχή και γι’ αυτό να κάθισε παράμερα παρακολουθώντας τους Μογγόλους να τον σκοτώνουν. »Αλλά, τέλος πάντων, ο δεκανέας Χόντα κι εγώ δεν είχαμε την ευκαιρία να ξαναμιλήσουμε για πολλά χρόνια μετά απ’ αυτό το επεισόδιο. Από τη στιγμή που φτάσαμε στη Χαϊλάρ, οι δρόμοι μας χωρίσανε και μας απαγόρευσαν να μιλήσουμε ή ακόμα και να δούμε ο ένας τον άλλο. "Ηθελα να τον ευχαριστήσω μια τελευταία φορά, αλλά στάθηκε αδύνατο. Τραυματίστηκε στη μάχη του Νομονχάν και τον έστειλαν πίσω στην πατρίδα, ενώ εγώ έμεινα στη Μαντζουρία μέχρι το τέλος του πολέμου. Ύστερα μ’ έστειλαν στη Σιβηρία. Κατάφερα να τον ξαναβρώ πολλά χρόνια αργότερα, όταν είχα γυρίσει πια απ’ την κράτησή μου εκεί. Καταφέραμε να συναντηθούμε ελάχιστες φορές μετά απ’ αυτό, αλλά διατηρούσαμε αλληλογραφία. Εκείνος έδειχνε ν’ αποφεύγει να μιλήσει για όσα μας είχαν συμβεί στον ποταμό Χάλχα, αλλά κι εγώ ο ίδιος δεν είχα και μεγάλη διάθεση να συζητήσω το θέμα. Και για τους δυο μας ήταν μια συγκλονιστική εμπειρία. Τη μοιραζόμασταν αποφεύγοντας να μιλήσουμε γι 'αυτή. Βγάζουν κανένα νόημα αυτά που λέω; »Αυτή η ιστορία τράβηξε σε μάκρος, αλλ’ αυτό που ήθελα να σας μεταδώσω ήταν η αίσθησή μου πως η πραγματική ζωή μπορεί να τέλειωσε για μένα βαθιά σ’ εκείνο το πηγάδι στην έρημο της Εξωτερικής Μογγολίας. Η αίσθησή μου είναι ότι στο έντονο φως που έλαμπε για δέκα με δεκαπέντε δευτερόλεπτα την ημέρα στο βάθος εκείνου του πηγαδιού, κάηκε ο ίδιος ο πυρήνας της ζωής μου, μέχρι που δεν έμεινε τίποτα. Τόσο μυστηριώδες μου φαινόταν εκείνο το φως. Δεν μπορώ να το εξηγήσω πολύ καλά, όμως αν το περιγράψω όσο πιο έντιμα και απλά μπορώ, ό,τι κι αν συνάντησα, ό,τι κι αν πέρασα από τότε, στο βάθος της καρδιάς μου δεν αισθανόμουν απολύτως τίποτα. Ακόμα κι όταν αντιμετώπιζα τα τερατώδη σοβιετικά τανκς, ακόμα κι όταν έχασα το αριστερό μου χέρι, ακόμα και στο εφιαλτικό σοβιετικό στρατόπεδο, το μόνο που ένιωθα ήταν ένα τεράστιο μούδιασμα.

Μπορεί να φαίνεται περίεργο που το λέω αυτό, αλλά τίποτα απ’ αυτά δεν είχε σημασία. Κάτι μέσα μου ήταν ήδη νεκρό. Ισως, όπως είχα σκεφτεί τότε, θα πρεπε να είχα πεθάνει μέσα σ’ εκείνο το φως, να είχα εξαϋλωθεί. Εκείνη ήταν η σωστή ώρα για το θάνατό μου. Όμως, όπως είχε προβλέψει ο κύριος Χόντα, δεν πέθανα εκεί. Ή μάλλον θα ’πρεπε να πω ότι δεν μπορούσα να πεθάνω εκεί. »Γύρισα στην Ιαπωνία έχοντας χάσει το χέρι μου και δώδεκα πολύτιμα χρόνια. Όταν έφτασα πια στη Χιροσίμα, οι γονείς μου και η αδερφή μου είχαν πεθάνει προ πολλού. Είχαν βάλει τη μικρή μου αδερφή να δουλεύει σ’ ένα εργοστάσιο, όπου και τη βρήκε η βόμβα. Ο πατέρας μου εκείνη την ημέρα είχε ξεκινήσει να πάει να τη δει, οπότε έχασε κι εκείνος τη ζωή του. Το σοκ έριξε τη μητέρα μου βαριά άρρωστη* τελικά πέθανε το 1947. Όπως σας είπα και πριν, η κοπέλα με την οποία είχα αρραβωνιαστεί μυστικά ήταν τώρα παντρεμένη με άλλον άντρα, και είχε ήδη κάνει δυο παιδιά. Στο νεκροταφείο πήγα και είδα τον τάφο μου. Δεν είχε μείνει τίποτα πια για μένα. Ένιωθα εντελώς άδειος, και ήξερα πως δεν έπρεπε να ’χω γυρίσει εκεί. Με δυσκολία θυμάμαι τη ζωή που πέρασα από τότε μέχρι σήμερα. Έγινα καθηγητής κοινωνιολογίας και δίδαξα γεωγραφία και ιστορία στο λύκειο, αλλά δεν ήμουν, με την αληθινή έννοια του όρου, ζωντανός. Απλώς εκτελούσα τα καθημερινά καθήκοντα που μου έλεγαν να εκτελέσω, το ένα μετά το άλλο. Ποτέ μου δεν είχα κάποιο πραγματικό φίλο, ούτε ανθρώπινους δεσμούς με τους μαθητές μου. Ποτέ δεν αγάπησα κανέναν. Δεν ήξερα πια τι σήμαινε ν’ αγαπάς ένα άλλο άτομο. Έκλεινα τα μάτια μου κι έβλεπα να γδέρνουν τον Γιαμαμότο ζωντανό. Έγινε μόνιμος εφιάλτης μου αυτή η σκηνή. Ξανά και ξανά τους έβλεπα να ξεφλουδίζουν το δέρμα του και να τον μετατρέπουν σε μια άμορφη σάρκινη μάζα. Ξανάκουγα τις τρομακτικές του κραυγές. Στα όνειρά μου έβλεπα τον εαυτό μου να σαπίζει σιγά σιγά, ζωντανός, στο βάθος του πηγαδιού. Μερικές φορές μου φαινόταν ότι όλ’ αυτά είχαν πράγματι συμβεί κι ότι το πραγματικό όνειρο ήταν η εδώ ζωή μου. »Όταν ο κύριος Χόντα μου είπε στην όχθη του ποταμού Χάλχα ότι δεν θα πέθαινα στην ηπειρωτική Ασία, καταχάρηκα. Το θέμα δεν ήταν αν το πίστευα ή όχι: ήθελα να προσκολληθώ σε κάτι εκείνη την εποχή σε οτιδήποτε. Ο κύριος Χόντα μάλλον το ήξερε αυτό και μου είπε αυτό που μου είπε για να με καθησυχάσει. Όμως αυτό που λέμε χαρά δεν το γνώρισα. Όταν γύρισα στην Ιαπωνία, ζούσα σαν ένα αδειανό κέλυφος. Το να ζεις έτσι δεν είναι πραγματική ζωή, όσα χρόνια κι αν διαρκέσει. Η καρδιά και η σάρκα ενός αδειανού κελύφους δεν γεννούν παρά τη ζωή ενός αδειανού κελύφους. Απ’ όσα σας είπα, ελπίζω να το καταλάβατε αυτό, κύριε Οκάντα». «Αυτό δηλαδή σημαίνει», τόλμησα να συνεχίσω, «ότι δεν παντρευτήκατε ποτέ μετά την επιστροφή σας στην Ιαπωνία;» «Και βέβαια όχι», απάντησε ο υπολοχαγός Μαμίγια. «Δεν έχω γυναίκα, ούτε γονείς, ούτε αδέρφια. Είμαι απολύτως μόνος». Μετά από μια στιγμή δισταγμού ρώτησα: «Μετανιώσατε που τότε ο κύριος Χόντα σας έκαν’ εκείνη την πρόβλεψη;» Τώρα ήταν η σειρά του υπολοχαγού Μαμίγια να διστάσει. Μετά από μια στιγμή σιωπής, με κοίταξε κατάματα. «Μπορεί και να μετάνιωσα», είπε. «Μπορεί να μην έπρεπε να μου πει εκείνα τα λόγια. Μπορεί να μην έπρεπε να τα ’χω ακούσει. Όπως είχε πει τότε ο κύριος Χόντα, η μοίρα ενός ανθρώπου είναι κάτι που το εξετάζεις μετά κι όχι κάτι που το ξέρεις εκ τωνπροτέρων. Εγώ πάντως το

πιστεύω αυτό: τώρα όμως δεν έχει σημασία, είτε το πιστεύω είτε όχι. Το μόνο που κάνω τώρα είναι να εκπληρώνω την υποχρέωσή μου να συνεχίσω να ζω». Ήρθε το λεωφορείο και ο υπολοχαγός Μαμίγια μου χάρισε μια βαθιά υπόκλιση. Ύστερα μου ζήτησε συγγνώμη γιατί είχε καταναλώσει τον πολύτιμο χρόνο μου. «Ώρα να πηγαίνω λοιπόν», είπε. «Ευχαριστώ για όλα. Χαίρομαι τουλάχιστον που μπόρεσα να σας παραδώσω το δέμα του κυρίου Χόντα. Αυτό σημαίνει τουλάχιστον πως η αποστολή μου ολοκληρώθηκε. Μπορώ να γυρίσω σπίτι με ήσυχη συνείδηση». Χρησιμοποιώντας και το δεξί του χέρι και το τεχνητό, έβγαλε με επιδέξιες κινήσεις από μια τσέπη τα απαραίτητα κέρματα και τα έριξε στο κουτί του λεωφορείου. Έμεινα εκεί να κοιτάζω μέχρι που το λεωφορείο έστριψε στον επόμενο δρόμο κι εξαφανίστηκε. Όταν χάθηκε απ’ τα μάτια μου, ένιωθα μέσα μου μια περίεργη κενότητα, μια αίσθηση απόγνωσης σαν αυτή που νιώθει ένα μικρό παιδί που το αφήνουν μόνο σε άγνωστη γειτονιά. Ύστερα γύρισα σπίτι και κάθισα στον καναπέ του σαλονιού για ν’ ανοίξω το πακέτο που μου είχε αφήσει ο κύριος Χόντα. "Ιδρωσα καθώς αφαιρούσα το ένα στρώμα μετά το άλλο απ’ το χαρτί περιτυλίγματος, ώσπου τελικά ξεπρόβαλε από μέσα ένα σκληρό χαρτονένιο κουτί. Ήταν μια συσκευασία δώρου της Κάτι Σαρκ, αλλά ήταν υπερβολικά ελαφρύ για να έχει μέσα ουίσκι. Το άνοιξα και διαπίστωσα ότι μέσα δεν είχε τίποτα. Ήταν εντελώς άδειο. Αυτό που μου είχε αφήσει ο κύριος Χόντα ήταν ένα άδειο κουτί.

ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Το πουλί προφήτης Ιούλιος Οκτώβριος 1984 Όσο γίνεται πιο συγκεκριμένο

Η όρεξη στη λογοτεχνία

Η Κουμίκο δεν γύρισε καθόλου εκείνη τη νύχτα. Έμεινα ξάγρυπνος μέχρι τα μεσάνυχτα διαβάζοντας, ακούγοντας μουσική και περιμένοντάς την. Ώσπου τελικά εγκατέλειψα την αναμονή και πήγα για ύπνο. Κοιμήθηκα με το φως αναμμένο. Όταν ξύπνησα, ήταν έξι το πρωί. Η μέρα είχε ξημερώσει κι έξω είχε φως. Πίσω απ’ τη λεπτή κουρτίνα άκουγα τα πουλιά να κελαηδούν. Δεν υπήρχε ίχνος της γυναίκας μου δίπλα μου στο κρεβάτι. Το λευκό μαξιλάρι ήταν εκεί, φουσκωτό κι ανέγγιχτο. Απ’ ό,τι έβλεπα, κανένα κεφάλι δεν είχε ακουμπήσει πάνω του στη διάρκεια της νύχτας. Οι φρεσκοπλυμένες, καλοδιπλωμένες καλοκαιρινές πιτζάμες τής ήταν ακόμη πάνω στο κομοδίνο. Τις είχα πλύνει εγώ. Τις είχα διπλώσει εγώ. Έσβησα τη λάμπα του κομοδίνου και πήρα μια βαθιά ανάσα, σαν να ήθελα να ρυθμίσω τη ροή του χρόνου.

Έκανα το γύρο του σπιτιού με τις πιτζάμες μου. Πήγα πρώτα στην κουζίνα, ύστερα επιθεώρησα το σαλόνι και κοίταξα στο δωμάτιο της Κουμίκο. Έλεγξα το μπάνιο και, έτσι για σιγουριά, κοίταξα και στα ντουλάπια. Δεν υπήρχε κανένα σημάδι της, πουθενά. Το σπίτι έμοιαζε πιο σιωπηλό απ’ ό,τι συνήθως. Ένιωθα ότι έτσι όπως γύριζα από δωμάτιο σε δωμάτιο, το μόνο που κατάφερνα ήταν να διαταράσσω τη γαλήνη και την αρμονία του χώρου, και μάλιστα χωρίς σοβαρό λόγο. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Πήγα στην κουζίνα, γέμισα το βραστήρα κι άναψα το γκάζι. Όταν το νερό έβρασε, έφτιαξα καφέ και κάθισα στο τραπέζι της κουζίνας να τον πιω. Μετά έφτιαξα τοστ κι έφαγα λίγη πατατοσαλάτα απ’ το ψυγείο. Αυτή ήταν η πρώτη φορά μετά από χρόνια που έτρωγα πρόγευμα μόνος. Τώρα που το σκεφτόμουν, εκτός από ένα μοναδικό ταξίδι που είχα πάει για δουλειές, δεν είχαμε ποτέ χάσει ούτε ένα πρόγευμα σ’ όλη τη διάρκεια του γάμου μας. Πολλές φορές χάναμε το γεύμα και μερικές φορές ακόμα και το δείπνο, αλλά ποτέ το πρόγευμα. Είχαμ’ ένα είδος αμοιβαίας κατανόησης σχετικά μ’ αυτό: ήταν για μας σχεδόν τελετουργικό. Όσο αργά και να είχαμε πέσει για ύπνο, πάντα σηκωνόμασταν αρκετά νωρίς για να φτιάξουμε ένα κανονικό πρωινό και να έχουμε το χρόνο να το απολαύσουμε μαζί. Εκείνο το πρωί όμως η Κουμίκο έλειπε. Ήπια τον

καφέ μου κι έφαγα το τοστ μόνος μου, στην απόλυτη σιωπή. Αυτό που έβλεπα μπροστά μου ήταν μια άδεια καρέκλα. Κοιτούσα κι έτρωγα και σκεφτόμουν το άρωμα που φορούσε το προηγούμενο πρωί. Σκέφτηκα τον άντρα που μπορεί να της το είχε δώσει. Τη φαντάστηκα ξαπλωμένη σ’ ένα κρεβάτι μαζί του, σφιγμένη στην αγκαλιά του. Είδα τα χέρια του να χαϊδεύουν το γυμνό της σώμα. Είδα την πορσελάνη της πλάτης της όπως την είχα δει το πρωί, το απαλό δέρμα κάτω απ’ το φερμουάρ που ανέβαινε. Ο καφές μού φάνηκε πως είχε γεύση σαπουνιού. Δεν ήταν δυνατόν. Λίγο μετά την πρώτη γουλιά, ένιωσα μια δυσάρεστη γεύση. Αναρωτήθηκα μήπως τα συναισθήματά μου μού έπαιζαν άσχημα παιχνίδια, αλλά και η δεύτερη γουλιά είχε την ίδια γεύση. Άδειασα το φλιτζάνι στο νεροχύτη κι έβαλα καφέ σ’ ένα καθαρό φλιτζάνι. Ξανά η γεύση του σαπουνιού. Μου ήταν αδύνατο να καταλάβω γιατί. Είχα πλύνει καλά την καφετιέρα και δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα με το νερό. Αλλά η γεύση ή η μύρωδιά ήταν εντελώς ξεκάθαρη: μόνο από σαπούνι μπορεί να προερχόταν ή από υδατική λοσιόν. Έχυσα στο νεροχύτη όλο τον καφέ της καφετιέρας κι άρχισα να βράζω πάλι νερό, αλλά δεν άξιζε τον κόπο. Γέμισα ένα φλιτζάνι με νερό απ’ τη βρύση και ήπια εκείνο αντί για καφέ. Έτσι κι αλλιώς δεν ήμουν φανατικός τού καφέ. Περίμενα μέχρι τις εννιάμισι και κάλεσα το γραφείο της Κουμίκο. Μου απάντησε μια γυναίκα. «Θα μπορούσα, παρακαλώ, να μιλήσω με την Κουμίκο Οκάντα;» ρώτησα. «Λυπάμαι, αλλά μάλλον δεν έχει έρθει ακόμα». Την ευχαρίστησα κι έκλεισα το τηλέφωνο. Μετά άρχισα να σιδερώνω πουκάμισα, όπως έκανα πάντα όταν ένιωθα αμήχανος. Όταν τελείωσαν τα πουκάμισα, μάζεψα σ’ ένα σωρό τις παλιές εφημερίδες και τα περιοδικά, για ανακύκλωση, σκούπισα το νεροχύτη και τα ράφια των ντουλαπιών, καθάρισα την τουαλέτα και την μπανιέρα. Γυάλισα τους καθρέφτες και τα παράθυρα με το ειδικό υγρό. Ξεβίδωσα τις απλίκες των τοίχων και του ταβανιού κι έπλυνα το εξωτερικό γυαλί. Έβγαλα τα σεντόνια, τα έβαλα στο πλυντήριο και μετά έστρωσα καινούργια. Στις έντεκα ξανακάλεσα το γραφείο. Η ίδια κοπέλα απάντησε ξανά και μου είπε πως η Κουμίκο δεν είχε εμφανιστεί. «Ήταν προγραμματισμένο ν’ απουσιάσει σήμερα;» ρώτησα. «Όχι, απ’ ό,τι ξέρω», είπε, χωρίς ίχνος συναισθήματος. Αυτό ήξερε, αυτό έλεγε. Κάτι δεν πήγαινε καλά αφού η Κουμίκο δεν είχ’ εμφανιστεί ακόμα στη δουλειά της στις έντεκα. Τα περισσότερα ατελιέ είχαν ακανόνιστες ώρες εργασίας, αλλά όχι και η εταιρεία της Κουμίκο. Καθώς έβγαζαν περιοδικά σχετικά με την υγεία και τις φυσικές τροφές, είχαν να κάνουν με συγγραφείς και άλλους επαγγελματίες -παραγωγούς τροφίμων, αγρότες, γιατρούςοι οποίοι πήγαιναν στη δουλειά τους νωρίς το πρωί και γύριζαν στα σπίτια τους το απόγευμα. Για να μπορούν να συντονιστούν μαζί τους, η Κουμίκο και οι συνάδελφοί της έδιναν το παρόν στην εταιρεία τους στις εννέα το πρωί ακριβώς κι έφευγαν στις πέντε, εκτός αν υπήρχε κάποιος ειδικός λόγος να μείνουν μέχρι αργότερα. Κλείνοντας το τηλέφωνο, πήγα στην κρεβατοκάμαρα κι έψαξα την ντουλάπα της. Εάν το είχε σκάσει, η Κουμίκο θα είχε πάρει τα ρούχα της. Έλεγξα τα φορέματα, τις μπλούζες και τις φούστες που κρέμονταν εκεί. Δεν μπορούσα φυσικά να ισχυριστώ πως ήξερα κάθε ρούχο που φορούσε -δέν

ήξερα καλά καλά ούτε τα δικά μου ρούχα-, αλλά συχνά πήγαινα τα πράγματά της στο καθαριστήριο και τα έπαιρνα όταν ήταν έτοιμα, οπότε είχα μια πολύ καλή ιδέα σχετικά με το ποια πράγματα φορούσε πιο συχνά και ποια ήταν πιο σημαντικά γι’ αυτήν, κι απ’ ό,τι μπορούσα να καταλάβω, δεν έλειπε σχεδόν τίποτα. Επιπλέον, δεν είχε την ευκαιρία να πάρει μαζί της ρούχα. Προσπάθησα να θυμηθώ με όσο μεγαλύτερη ακρίβεια μπορούσα την αναχώρησή της απ’ το σπίτι την προηγούμενη μέρα τα ρούχα που φορούσε, την τσάντα που κρατούσε. Το μόνο που είχε μαζί της ήταν η κλασική τσάντα του ώμου που έπαιρνε πάντα στη δουλειά, γεμάτη σημειωματάρια και καλλυντικά, το πορτοφόλι της, διάφορα στιλό, ένα μαντίλι και χαρτομάντιλα. Δεν υπήρχε περίπτωση να χωρέσει εκεί μέσα μια ολόκληρη αλλαξιά ρούχα. Έψαξα τα συρτάρια της τουαλέτας. Διάφορα μπιχλιμπίδια, κάλτσες, γυαλιά, εσώρουχα, κορμάκια: όλα ήταν εκεί, τακτοποιημένα στη σειρά. Εάν έλειπε κάτι, ήταν αδύνατο να το καταλάβω. Εσώρουχα και κάλτσες θα μπορούσε φυσικά να έχει πάρει μαζί της στην τσάντα, αν όμως το έβλεπα πιο ψύχραιμα, θα καταλάβαινα ότι δεν είχε κανένα λόγο να το κάνει. Τέτοια πράγματα μπορούσε ν’ αγοράσει οπουδήποτε. Γύρισα στο μπάνιο για να ρίξω μια ακόμη ματιά στα συρτάρια με τα καλλυντικά. Καμιά αλλαγή κι εκεί: γεμάτα όλα από μπουκάλια, βαζάκια και διάφορα αξεσόυάρ. Άνοιξα το μπουκάλι τού αρώματος Κριστιάν Ντιόρ και το μύρισα. Η μυρωδιά ήταν ίδια: το άρωμα ενός λευκού λουλουδιού, τέλειο για καλοκαιριάτικο πρωινό. Ξανασκέφτηκα τ’ αυτιά της και τη λευκή της πλάτη. Πήγα στο σαλόνι και ξάπλωσα στον καναπέ. Έκλεισα τα μάτια μου και τέντωσα τ’ αυτιά μου. Σχεδόν ο μόνος ήχος που μπορούσα ν’ ακούσω ήταν το ρολόι που χτυπούσε την ώρα. Δεν ακούγονταν θόρυβοι αυτοκινήτων ούτε κελαηδίσματα πουλιών. Δεν είχα ιδέα τι μπορούσα να κάνω τώρα. Αποφάσισα να ξανατηλεφωνήσω στο γραφείο κι έφτασα να σηκώσω το ακουστικό και να πάρω τα δύο πρώτα νούμερα, αλλά η προοπτική να μιλήσω στην ίδια κοπέλα δεν μ’ ενθουσίασε καθόλου, οπότε ξανάφησα το ακουστικό στη θέση του. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Μόνο να περιμένω. Η Κουμίκο με είχε μάλλον εγκαταλείψει για ποιο λόγο δεν ήξερα, τουλάχιστον όμως υπήρχε αυτή η πιθανότητα. Όμως ακόμη κι αν έγιν’ έτσι, η Κουμίκο δεν ήταν από τους ανθρώπους που θα φευγαν χωρίς να πουν κουβέντα. Θα έκανε ό,τι μπορούσε για να εξηγήσει ακριβώς τους λόγους, με όσο μεγαλύτερη σαφήνεια μπορούσε. Γι’ αυτό ήμουν εκατό τα εκατό σίγουρος. Ή, απ’ την άλλη μεριά, θα μπορούσε να έχει συμβεί κάποιο ατύχημα. Μπορεί να την είχε χτυπήσει κάποιο αυτοκίνητο και να βρισκόταν αυτή τη στιγμή σε κάποιο νοσοκομείο. Μπορεί την ώρα αυτή να ήταν αναίσθητη και να της έκαναν μετάγγιση. Η σκέψη έκανε την καρδιά μου να χοροπηδήσει, αλλά ήξερα πως είχε μαζί της την άδεια οδήγησης, τις πιστωτικές κάρτες και την ατζέντα της με τις διευθύνσεις. Το νοσοκομείο ή η αστυνομία θα είχαν ήδη έρθει σ’ επαφή μαζί μου. Πήγα να καθίσω στη βεράντα και να κοιτάξω τον κήπο, αλλά στην πραγματικότητα δεν κοιτούσα τίποτα. Προσπάθησα να σκεφτώ, αλλά μου ήταν αδύνατο να συγκεντρώσω την προσοχή μου σε οτιδήποτε. Αυτό που ερχόταν στο μυαλό μου ξανά και ξανά ήταν η πλάτη της Κουμίκο καθώς της έκλεινα το φερμουάρ η πλάτη της και η μυρωδιά του αρώματος πίσω από τ’ αυτιά. Μετά τη μία χτύπησε το τηλέφωνο. Σηκώθηκα απ’ τον καναπέ και σήκωσα το ακουστικό.

«Συγγνώμη, μιλώ με τον κύριο Οκάντα;» ρώτησε μια γυναικεία φωνή. Ήταν η Μάλτα Κάνο. «Σωστά», είπα. «Τ’ όνομά μου είναι Μάλτα Κάνο και σας παίρνω τηλέφωνο σχετικά με το γάτο». «Το γάτο;» είπα νιώθοντας λίγο μπερδεμένος. Τον είχα ξεχάσει εντελώς. Τώρα φυσικά τον θυμόμουν, αλλά έμοιαζε σαν κάτι που ανήκε σε κάποιο πολύ μακρινό παρελθόν. «Το γάτο που έψαχνε η κυρία Οκάντα», εξήγησε η Μάλτα Κάνο. «Ναι, ασφαλώς», είπα. Η Μάλτα Κάνο έμεινε σιωπηλή στην άλλη άκρη του σύρματος σαν να λογάριαζε κάτι. Ο τόνος της φωνής μου πρέπει να την ανησύχησε. Καθάρισα το λαιμό μου και μετέφερα το ακουστικό στο άλλο χέρι. Μετά από μικρή παύση η Μάλτα Κάνο είπε: «Πρέπει να σας πω, κύριε Οκάντα, ότι κατά τη γνώμη μου ο γάτος δεν θα βρεθεί ποτέ. Λυπάμαι που το λέω αυτό, αλλά το καλύτερο που μπορείτε % να κάνετε είναι ν’ αποδεχτείτε το γεγονός. Έφυγε για πάντα. Εάν δεν γίνει κάποια ριζική αλλαγή, ο γάτος δεν θα επιστρέψει ποτέ». «Κάποια ριζική αλλαγή;» ρώτησα. Αλλά εκείνη δεν απάντησε. Η Μάλτα Κάνο παρέμεινε σιωπηλή γι’ αρκετή ώρα. Περίμενα να πει κάτι, αλλά όσο κι αν προσπαθούσα, δεν μπορούσα ν’ ακούσω ούτε την ανάσα της στη γραμμή. Εκεί που έλεγα ότι πρέπει κάτι να είχε συμβεί με τη σύνδεσή μας, ξανάρχισε να μιλάει. «Παρακαλώ, μην το θεωρήσετε απρέπεια εκ μέρους μου, κύριε Οκάντα, αλλά θα ήθελα να σας ρωτήσω εάν, εκτός απ’ το γάτο, υπάρχει και κάτι άλλο στο οποίο θα μπορούσα να βοηθήσω». Δεν μπορούσα να της απαντήσω αμέσως. Με το ακουστικό στο χέρι, έγειρα κι ακούμπησα στον τοίχο. Χρειάστηκα αρκετή ώρα για να βρω τις λέξεις. «Η κατάσταση δεν έχει ξεκαθαρίσει ακόμα ούτε για μένα», είπα. «Δεν είναι τίποτα σίγουρο. Προσπαθώ κι ο ίδιος να το διατυπώσω στο μυαλό μου. Αλλά νομίζω πως η γυναίκα μου μ’ εγκατέλειψε». Τής εξήγησα ότι η Κουμίκο δεν είχε γυρίσει στο σπίτι την προηγούμενη νύχτα και δεν είχε παρουσιαστεί σΐη δουλειά της το πρωί. Φάνηκε να το σκέφτεται στην άλλη άκρη του τηλεφώνου. «Πρέπει να έχετε ανησυχήσει πολύ», είπε. «Δεν έχω τίποτα να σας πω αυτή τη στιγμή, αλλά τα πράγματα θα πρέπει ν’ αρχίσουν να ξεκαθαρίζουν πολύ σύντομα. Τώρα το μόνο που μπορείτε να κάνετε είναι να περιμένετε. Πρέπει να σας φαίνεται πολύ δύσκολο, αλλά για όλα υπάρχει ο κατάλληλος χρόνος. Είναι σαν την άμπωτη και την παλίρροια. Κανείς δεν μπορεί να κάνει τίποτα να τις αλλάξει. Όταν είναι ώρα να περιμένεις, πρέπει να περιμένεις». «Κοιτάξτε, δεσποινίς Κάνο, σας είμαι υπόχρεος για τον κόπο στον οποίο μπήκατε με το γάτο και με

όλ’ αυτά, αλλά τώρα δεν έχω την κατάλληλη διάθεση για τέτοιου είδους γενικόλογες παρηγοριές. Νιώθω σαν να έχει φύγει το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου. Πραγματικά χαμένος. Κάτι φριχτό πρόκειται να συμβεί: το νιώθω. Όμως δεν ξέρω τι να κάνω. Δεν έχω ιδέα τι πρέπει να κάνω. Με καταλαβαίνετε; Δεν ξέρω τι θα κάνω ούτε καν τη στιγμή που θα κλείσουμε το τηλέφωνο. Αυτό που χρειάζομαι αυτή τη στιγμή είναι γεγονότα: συγκεκριμένα γεγονότα. Δεν μ’ ενδιαφέρει πόσο χαζά ή πόσο απλοϊκά μπορεί να είναι. Δώστε μου οποιοδήποτε γεγονός και θα το δεχτώ είμαι σαφής; Χρειάζομαι κάτι που να μπορώ να το δω και να το αγγίξω». Μέσ’ από το ακουστικό άκουσα κάτι να πέφτει στο πάτωμα: κάτι μικρό κι ελαφρύ -ίσως μια χάντρα μαργαριτάρινα πέφτει πάνω σ’ ένα ξύλινο πάτωμα. Μετά απ’ αυτό άκουσα έναν ήχο σαν να τρίβεται κάτι, σαν να κρατάει κάποιος ένα κομμάτι γυαλόχαρτο στα δάχτυλά του και να το τραβάει απότομα. Αυτές οι κινήσεις έμοιαζαν να συμβαίνουν κάπου, ούτε κοντά αλλά ούτε και μακριά απ’ το τηλέφωνο, αλλά κατά πάσα πιθανότητα άφηναν αδιάφορη τη Μάλτα Κάνο. «Καταλαβαίνω», είπε με επίπεδη κι ανέκφραστη φωνή. «Κάτι συγκεκριμένο». «Ακριβώς. Όσο γίνεται πιο συγκεκριμένο». «Να περιμένετε ένα τηλεφώνημα». «Όλη μέρα δεν κάνω άλλη δουλειά απ’ το να περιμένω ένα τηλεφώνημα». «Θα δεχτείτε πολύ σύντομα ένα τηλεφώνημα από ένα πρόσωπο που τ’ όνομά του αρχίζει από Ο». «Αυτό το πρόσωπο θα ξέρει κάτι για την Κουμίκο;» «Αυτό δεν το γνωρίζω. Σας είπα αυτό που σας είπα μόνο και μόνο γιατί είπατε ότι θα εκτιμούσατε οποιοδήποτε συγκεκριμένο γεγονός. Κι αν θέλετε, μπορώ να σας πω ακόμα ένα: πριν περάσει πολΰς καιρός, ένα μισοφέγγαρο θα κρατήσει πολλές μέρες». «Ένα μισοφέγγαρο;» ρώτησα. «Εννοείτε το φεγγάρι στον ουρανό;» «Ναι, κύριε Οκάντα, το φεγγάρι στον ουρανό. Εν πάση περιπτώσει, αυτό που πρέπει να κάνετε είναι να περιμένετε. Η αναμονή είναι το παν. Τώρα πρέπει να σας αποχαιρετήσω. Θα τα ξαναπούμε σύντομα». Κι έκλεισε το τηλέφωνο. Πήρα την ατζέντα με τα τηλέφωνα απ’ το γραφείο μου κι άνοιξα στο γράμμα Ο. Υπήρχαν μόνο τέσσερις καταχωρίσεις, γραμμένες με τον κομψό γραφικό χαρακτήρα της Κουμίκο. Η πρώτη ήταν ο πατέρας μου, Ταντάο Οκάντα. Μετά ήταν ένας παλιός συμφοιτητής μου που τον έλεγαν Ονόντα, ένας οδοντίατρος ονόματι Οτσοΰκα και η κάβα της γειτονιάς που την είχε κάποιος κύριος Ομοΰρα. Μπορούσα να ξεχάσω την κάβα. Απείχε δέκα λεπτά με τα πόδια απ’ το σπίτι, κι εκτός απ’ τις σπάνιες περιπτώσεις που παραγγέλναμε κάποιο καφάσι μπίρες παραδοτέο στο σπίτι, δεν είχαμε σχεδόν καμιά σχέση μαζί τους. Ο οδοντίατρος δεν είχε επίσης καμιά σχέση. Είχα πάει για ένα σφράγισμα σ’ έναν τραπεζίτη πριν από δύο χρόνια, αλλά η Κουμίκο δεν είχε πατήσει ποτέ το πόδι της εκεί. Για την ακρίβεια, δεν είχε πάει ποτέ σε οδοντίατρο από τότε που με παντρεύτηκε. Το φίλο μου τον Ονόντα είχα να τον δω χρόνια ολόκληρα. Είχε πιάσει δουλειά σε μια τράπεζα μετά το

πανεπιστήμιο, μετατέθηκε στο παράρτημα του Σαπόρο το δεύτερο χρόνο κι από τότε ζει στο Χοκάιντο. Τώρα ήταν ένας από κείνους με τους οποίους αντάλλασσα πρωτοχρονιάτικες κάρτες. Δεν θυμόμουν καν αν είχε γνωρίσει ποτέ την Κουμίκο. Απέμενε ο πατέρας μου, αλλά μου φαινόταν αδιανόητο να είχε η Κουμίκο οποιαδήποτε σχέση μαζί του. Είχε ξαναπαντρευτεί μετά το θάνατο της μητέρας μου και είχα να τον δω, να του γράψω ή έστω να μιλήσω μαζί του στο τηλέφωνο από τότε. Η Κουμίκο δεν τον είχε συναντήσει ποτέ. Γυρίζοντας τις σελίδες της ατζέντας, συνειδητοποίησα πόσο λίγες σχέσεις διατηρούσαμε εμείς οι δυο με άλλους ανθρώπους. Εκτός από μερικές χρήσιμες επαφές με συναδέλφους, δεν είχαμε σχεδόν καμιά σχέση με άλλους ανθρώπους στα έξι χρόνια που είχαν περάσει απ’ το γάμο μας, αλλά αντίθετα ζούσαμε μια αποτραβηγμένη ζωή: μόνο η Κουμίκο κι εγώ. Αποφάσισα να φτιάξω πάλι μακαρόνια για μεσημέρι. Δεν προσπαθούσα να ξεσπάσω, κάθε άλλο, αλλά δεν μπορούσα να συνεχίσω να κάθομαι στον καναπέ περιμένοντας να χτυπήσει το τηλέφωνο. Έπρεπε να κουνήσω το σώμα μου, να καταπιαστώ με κάτι συγκεκριμένο. Έβαλα νερό σε μια κατσαρόλα, άνοιξα το γκάζι κι ώσπου να βράσει, άρχισα να φτιάχνω σάλτσα ντομάτα ακούγοντας ταυτόχρονα ένα σταθμό στα FM. Το ραδιόφωνο έπαιζε μια σονάτα για σόλο βιολί του Μπαχ. Ο βιολιστής ήταν πραγματικός δεξιοτέχνης, αλλά υπήρχε κάτι ενοχλητικό στην εκτέλεσή του. Μάλιστα δεν μπορούσα να καταλάβω αν έφταιγε ο βιολιστής ή η κατάσταση στην οποία βρισκόμουν, αλλά έκλεισα τη μουσική και συνέχισα να μαγειρεύω μες στην απόλυτη σιωπή. Ζέστανα το ελαιόλαδο, έβαλα σκορδάκι και το τσιγάρισα μαζί με τριμμένα κρεμμύδια. Όταν άρχισαν όλ5 αυτά να ροδίζουν, πρόσθεσα τρεις ντομάτες που τις είχα ψιλοκόψει και τις είχα στραγγίξει. Μου άρεσε να τεμαχίζω πράγματα και να τα τηγανίζω μ’ αυτό τον τρόπο. Μου έδινε την αίσθηση ότι πετύχαινα κάτι, κάτι πρακτικό που έφτιαχνα με τα χέρια. Μου άρεσαν οι ήχοι κι οι μυρωδιές. Όταν έβρασε το νερό, πρόσθεσα αλάτι και μια χούφτα μακαρόνια. Έβαλα το χρονοδιακόπτη στα σαράντα λεπτά κι έπλυνα ό,τι είχε μέσα ο νεροχύτης. Όμως ακόμα και με τα έτοιμα μακαρόνια στο πιάτο μπροστά μου δεν ένιωθα την παραμικρή διάθεση να φάω. Κατάφερα να τελειώσω μόνο τα μισά. Τα υπόλοιπα τα πέταξα. Τη σάλτσα που περίσσεψε την έβαλα σ’ ένα τάπερ και τη φύλαξα στο ψυγείο. Τι να κάνουμε, έτσι-κι αλλιώς ξεκίνησα χωρίς να υπάρχει η απαραίτητη όρεξη. Πριν από κάμποσα χρόνια είχα διαβάσει, απ’ ό,τι θυμόμουν, μια ιστορία για έναν άντρα που έτρωγε ακατάσχετα ενόσω περίμενε κάτι να συμβεί. Αφού σκέφτηκα γι’ αρκετή ώρα και παίδεψα το μυαλό μου, κατέληξα ότι επρόκειτο για τον Αποχαιρετισμό στα όπλα, του Χέμινγουεϊ. Ο ήρωας (είχα ξεχάσει τ’ όνομά του) καταφέρνει να το σκάσει απ’ την Ιταλία στην Ελβετία με βάρκα, και όσο περιμένει σε μια μικρή ελβετική πόλη να γεννήσει η γυναίκα του, πηγαίνει να πιει ή να φάει κάτι στην καφετέρια απέναντι απ’ το σπίτι του. Δεν θυμόμουν σχεδόν καθόλου την πλοκή του βιβλίου. Αυτό που μου είχε μείνει στο μυαλό ήταν η λεπτομέρεια αυτή προς το τέλος, στην οποία ο ήρωας περνάει απ’ το ένα γεύμα στο άλλο καθώς περιμένει σε μια ξένη χώρα να γεννήσει η γυναίκα του. Ο λόγος που το θυμόμουνα τόσο καθαρά πρέπει να ήταν ότι αυτό το συγκεκριμένο κομμάτι του βιβλίου ήταν έντονα ρεαλιστικό. Μου φαινόταν, λογοτεχνικά εννοώ, πολύ πιο πραγματικό να στρέψει ο ήρωας την αγωνία του στο φαΐ παρά να του κοπεί η όρεξη. Αντίθετα απ’ ό,τι συνέβαινε στον Αποχαιρετισμό στα όπλα, ωστόσο, η δική μου όρεξη κάθε άλλο παρά ενεργοποιήθηκε καθώς παρακολουθούσα τους δείκτες του ρολογιού σ’ αυτό το ήσυχο και

άηχο σπίτι περιμένοντας να συμβεί κάτι. Πολύ σύντομα πέρασε απ’ το μυαλό μου η σκέψη πως η αδυναμία μου να φάω μπορεί να οφειλόταν στο ότι έλειπε από μέσα μου αυτού του είδους ο λογοτεχνικός ρεαλισμός. Ένιωθα σαν να είχα γίνει μέρος ενός κακογραμμένου μυθιστορήματος, σαν κάποιος να με έψεγε για το ότι ήμουν εντελώς εξωπραγματικός. Και μπορεί να είχε και δίκιο. Το τηλέφωνο τελικά χτύπησε λίγα λεπτά πριν από τις δύο το μεσημέρι. «Καλημέρα σας, οικία Οκάντα;» ρώτησε μια άγνωστη αντρική φωνή. Η φωνή ήταν υποτονική κι αδιάφορη. «Ναι, μάλιστα», απάντησα, με κάποια ένταση στη δική μου φωνή«Τετράγωνο δύο, αριθμός είκοσι έξι;» «Σωστά». «Τηλεφωνώ από την κάβα Ομούρα. Θα ήθελα κατ’ αρχάς να σας ευχαριστήσω για την προτίμησή σας. Σε λίγο ξεκινάω για εισπράξεις και θα ήθελα να τσεκάρω εάν αυτή η ώρα είναι κατάλληλη για σας». «Εισπράξεις;» «Μάλιστα, κύριε. Σας έχω χρεωμένους με δύο καφάσια μπίρες κι ένα καφάσι χυμό». «Α, μάλιστα. Ναι, θα είμαι σπίτι για λίγο ακόμη», είπα βάζοντας τελεία σ’ αυτή την κουβέντα. Αφού έκλεισα το τηλέφωνο, αναρωτήθηκα εάν αυτή η συζήτηση περιείχε και κάποια πληροφορία σχετική με την Κουμίκο. Από όποια σκοπιά όμως κι αν την κοίταζα, δεν ήταν παρά μια σύντομη, ανούσια συνομιλία μ’ έναν υπάλληλο κάβας σχετικά με την εξόφληση του λογαριασμού μας. Είχα παραγγείλει μπίρες και χυμούς απ’ αυτούς κι εκείνοι τους είχαν παραδώσει. Αυτό ήταν το σίγουρο. Μισή ώρα αργότερα ο νεαρός ήρθε, χτύπησε το κουδούνι κι εγώ τον πλήρωσα για δύο κάσες μπίρα και μία κάσα χυμό. Ο νεαρός χαμογέλασε φιλικά καθώς συμπλήρωνε την απόδειξη. «Επί τη ευκαιρία, κύριε Οκάντα, μάθατε για το δυστύχημα στο σταθμό σήμερα το πρωί; Γύρω στις εννιάμισι». «Δυστύχημα;» ρώτησα πανικόβλητος. «Ποιος; Πώς έγινε;» «Ένα κοριτσάκι», είπε. «Τη χτύπησε ένα φορτηγάκι που έκανε όπισθεν. Πολύ άσχημα, μαθαίνω. Έφτασα στο σημείο εκείνο λίγο μετά. Είναι φριχτό πράγμα να ξεκινάς το πρωί σου βλέποντας κάτι τέτοιο. Τα μικρά κοριτσάκια τα φοβάμαι όσο δεν λέγεται: δεν μπορείς να τα δεις στους καθρέφτες του αυτοκινήτου σου. Ξέρετε το καθαριστήριο δίπλα στο σταθμό; Συνέβη ακριβώς εκεί μπροστά. Οι άνθρωποι παρκάρουν τα ποδήλατά τους εκεί, και όλ’ αυτά τα χαρτόκουτα είναι στοιβαγμένα το ένα πάνω στ’ άλλο: δεν βλέπεις τη μύτη σου».

Όταν έφυγε, ένιωσα πως δεν μπορούσα να μείνω στο σπίτι ούτε λεπτό παραπάνω. Εντελώς ξαφνικά, η ατμόσφαιρα έγινε πνιγηρή κι ανυπόφορη και το σπίτι σκοτεινό και άβολο. Φόρεσα τα παπούτσια μου και το έσκασα από κει όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Δεν έκανα καν τον κόπο να κλειδώσω την πόρτα. Άφησα τα παράθυρα ανοιχτά και το φως της κουζίνας αναμμένο. Άρχισα να περιφέρομαι στη γειτονιά πιπιλώντας μια καραμέλα λεμόνι. Καθώς κλωθογύριζα στο μυαλό μου τα λόγια του νεαρού απ’ την κάβα, συνειδητοποίησα ξαφνικά ότι είχα αφήσει κάποια ρούχα στο καθαριστήριο δίπλα στο σταθμό. Την μπλούζα και τη φούστα τής Κουμίκο. Η απόδειξη ήταν στο σπίτι, αν όμως πήγαινα να τα ζητήσω και χωρίς αυτήν, ο στεγνοκαθαριστής, κατά πάσα πιθανότητα, θα μου τα’δινε. Η γειτονιά μού φάνηκε λίγο διαφορετική. Οι άνθρωποι που περνούσαν στο δρόμο είχαν όλοι αφύσικη, τεχνητή θα μπορούσα να πω, όψη. Καθώς περπατούσα, εξέταζα τα πρόσωπα των περαστικών κι αναρωτιόμουν τι είδους άνθρωποι πρέπει να ήταν αυτοί. Σε τι είδους σπίτια έμεναν. Τι οικογένειες είχαν. Τι ζωές ζούσαν. Απατούσαν άραγε τις γυναίκες τους με άλλες γυναίκες ή τους άντρες τους με άλλους άντρες; Ήταν ευτυχισμένοι; Ήξεραν πόσο αφύσικοι και τεχνητοί έδειχναν; Τα σημάδια του πρωινού δυστυχήματος ήταν ακόμη νωπά έξω απ’ το καθαριστήριο: κάτω στο δρόμο είδα τη γραμμή που είχε φτιάξει η αστυνομία με κιμωλία’ ακριβώς δίπλα, μερικοί πελάτες των μαγαζιών συζητούσαν το δυστύχημα με σοβαρά πρόσωπα. Μέσα το καθαριστήριο φαινόταν το ίδιο όπως πάντα. Το ίδιο μαύρο κασετόφωνο έπαιζε την ίδια μελαγχολική μουσική, ενώ στο βάθος του μαγαζιού ένα πανάρχαιο κλιματιστικό γέμιζε το χώρο με το βουητό του, την ώρα που σύννεφα ατμού υψώνονταν απ’ το σίδερο μέχρι το ταβάνι. Το τραγούδι ήταν το «Ebb Tide», με τον Ρόμπερτ Μάξουελ στην άρπα. Σκέφτηκα τι ωραία που θα ήταν εάν μπορούσα να πάω μέχρι τον ωκεανό. Φαντάστηκα τη μυρωδιά τής ακτής και τον ήχο των κυμάτων να σπάνε στην ακρογιαλιά. Γλάροι. Παγωμένη μπίρα. Στο στεγνοκαθαριστή είπα μόνο πως είχα ξεχάσει την απόδειξη «Είμαι σίγουρος ότι τα έφερα ή την περασμένη Παρασκευή ή το περασμένο Σάββατο: μία μπλούζα και μία φούστα». «Οκάντα... Οκάντα,,,» είπε κι άρχισε να ψάχνει τις σελίδες ενός μαθητικού τετραδίου, «Ναι, εδώ είναι. Μία μπλούζα, μία φούστα. Αλλά τα έχει ήδη παραλάβει η κυρία Οκάντα». «Αλήθεια;» ρώτησα ξαφνιασμένος. «Χτες το πρωί. θυμάμαι πολύ καλά πως της τα έδωσα ο ίδιος. Έδειχνε να πηγαίνει στη δουλειά. Έφερε και την απόδειξη μαζί της». Δεν είχα λόγια να τον αντικρούσω. Είχα μείνει άναυδος και τον κοίταζα. «Ρωτήστε την κυρία», είπε. «Τα έχει σίγουρα». Έβγαλε ένα τσιγάρο απ’ το πακέτο που είχε στον πάγκο, το έβαλε στο στόμα του και το άναψε με αναπτήρα. «Χτες το πρωί;» ρώτησα. «Όχι το βράδυ;» «Σίγουρα το πρωί. Οκτώ η ώρα. Η κυρία σας ήταν η πρώτη πελάτισσα της ημέρας. Δεν θα μπορούσα να ξεχάσω κάτι τέτοιο. Ε, όταν ο πρώτος σου πελάτης είναι μια νεαρή κοπέλα, σου

φτιάχνει τη διάθεση, καταλαβαίνετε τι εννοώ». Μου ήταν αδύνατο να χαμογελάσω έστω κι από υποχρέωση, και η φωνή που βγήκε απ’ το λαρύγγι μου δεν έμοιαζε καθόλου με τη δική μου. «Ε, τότε υποθέτω ότι όλα είν εντάξει. Συγγνώμη, άλλά δεν ήξερα πως είχε περάσει από δω». Κούνησε το κεφάλι του και με κοίταξε, έσβησε το τσιγάρο, απ’ το οποίο δεν είχε τραβήξει παρά μόνο δυο-τρεις ρουφηξιές, και συνέχισε να σιδερώνει. Έμοιαζε να του είχα ξυπνήσει ξαφνικά το ενδιαφέρον, σαν να ’θελε να μου πει κάτι, αλλά στο τέλος αποφάσισε να μην πει τίποτα. Κι εγώ, στο μεταξύ, είχα πράγματα να τον ρωτήσω. Πώς ήταν ντυμένη η Κουμίκο όταν ήρθε να παραλάβει τα ρούχα της; Τι κρατούσε στα χέρια της; Αλλά ήμουν μπερδεμένος και διψούσα πολύ. Αυτό που ήθελα πάνω απ’ όλα ήταν να καθίσω κάπου και να πιω κάτι παγωμένο. Αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να ξαναβάλω το μυαλό μου να δουλέψει, ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα. Πήγα κατευθείαν στην κοντινότερη καφετέρια και παράγγειλα ένα ποτήρι παγωμένο τσάι. Μέσα στην καφετέρια είχε δροσιά και ήμουν ο μοναδικός πελάτης. Μικρά εντοιχισμένα μεγάφωνα έπαιζαν μια ορχηστρική έκδοση του «Eight days a week» των Μπιτλς. Ξαναήρθε στο μυαλό μου η ακρογιαλιά. Φαντάστηκα τον εαυτό μου ξυπόλυτο να περπατάω στην άμμο δίπλα στο νερό. Τα πόδια μου έκαιγαν κι ο άνεμος έφερνε μαζί του τη βαριά μυρωδιά της αλμΰρας. Ανάσανα βαθιά και κοίταξα ψηλά τον ουρανό. Απλώνοντας τα χέρια μου με τις παλάμες προς τα πάνω, ένιωθα τον καλοκαιριάτικο ήλιο να τις καψαλίζει. Σε λίγο, ένα ψυχρό κύμα μού έλουσε τα πόδια. Απ’ όποια σκοπιά και να το δει κανείς, ήταν περίεργο που η νΚουμίκο είχε παραλάβει τα πράγματά της απ’ το καθαριστήριο πηγαίνοντας στη δουλειά. Πρώτα πρώτα, θα ήταν αναγκασμένη να στριμωχτεί σ’ ένα βαγόνι του μετρό κρατώντας φρεσκοσιδερωμένα ρούχα με τις κρεμάστρες τους. Μετά θα χρειαζόταν να κάνει ακριβώς το ίδιο στην επιστροφή. Όχι μόνο θα ήταν ένα περιττό βάρος γι’ αυτήν, αλλά η προσεκτική δουλειά του καθαριστή θα πήγαινε στράφι και τα ρούχα θα γέμιζαν ζάρες. Και με την ευαισθησία που είχε η Κουμίκο γι’ αυτά τα πράγματα, δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα είχε κάνει κάτι τόσο παράλογο. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να περάσει απ’ το καθαριστήριο κατά την επιστροφή της απ’ τη δουλειά. Ή, εάν επρόκειτο ν’ αργήσει, θα μπορούσε να μου ζητήσει να τα παραλάβω εγώ. Υπήρχε μόνο μία πιθανή εξήγηση: ήξερε ήδη ότι δεν επρόκειτο να γυρίσει σπίτι. Με την μπλούζα και τη φούστα στα χέρια είχε φύγει και είχε πάει κάπου. Έτσι θα είχε μαζί της μία τουλάχιστον αλλαξιά ρούχα, κι οτιδήποτε άλλο χρειαζόταν μπορούσε να το αγοράσει. Είχε τις πιστωτικές της κάρτες την κάρτα αναλήψεων και δικό της τραπεζικό λογαριασμό. Μπορούσε να πάει όπου ήθελε. Και ήταν με κάποιον με κάποιον άντρα. Δεν υπήρχε κανένας άλλος λόγος να φύγει απ’ το σπίτι πιθανόν. Αυτό ήταν σοβαρό: η Κουμίκο είχε εξαφανιστεί αφήνοντας πίσω της όλα της τα ρούχα και τα παπούτσια. Πάντοτε της άρεσε να ψωνίζει και να πλουτίζει την γκαρνταρόμπα της, κάτι στο οποίο αφιέρωνε αρκετό κόπο και χρόνο. Για κείνη, το να τα εγκαταλείψει όλ’ αυτά και να φύγει κυριολεκτικά με τα ρούχα που φορούσε ήταν παραπάνω από μια γενναία απόφαση. Κι όμως, χωρίς τον παραμικρό δισταγμό -τουλάχιστον έτσι νόμιζα εγώείχε εγκαταλείψει το σπίτι μας έχοντας στα χέρια της μόνο μια μπλούζα και μια φούστα. Όχι, τα ρούχα ήταν προφανώς το τελευταίο πράγμα που την απασχολούσε.

Κάθισα πιο αναπαυτικά στην καρέκλα μου μισακούγοντας την ανυπόφορα φιλτραρισμένη μουσική και φαντάστηκα την Κουμίκο να μπαίνει σ’ ένα μετρό με χιλιάδες άλλους ανθρώπους κρατώντας τα ρούχα σε συρμάτινες κρεμάστρες μέσα στις πλαστικές σακούλες του καθαριστηρίου. Θυμήθηκα το χρώμα του φορέματος που φορούσε, τη μυρωδιά του αρώματος πίσω από τ’ αυτιά της, την απαλή τελειότητα της πλάτης της. Πρέπει να ήμουν εξαντλημένος. Ένιωσα πως αν έκλεινα τα μάτια μου, θ’ απογειωνόμουν για κάπου αλλού* και θα κατέληγα σ’ έναν εντελώς διαφορετικό τόπο.

Ένα κεφάλαιο χωρίς καλά νέα

Ν Έφυγα απ’ την καφετέρια κι άρχισα να περπατάω άσκοπα στους δρόμους. Η έντονη ζέστη του μεσημεριού άρχισε να με ζαλίζει, μέχρι που άρχισα να νιώθω ρίγη. Όμως το μόνο μέρος που δεν ήθελα να πάω ήταν το σπίτι μου. Η σκέψη να περιμένω μόνος ένα τηλεφώνημα που μάλλον δεν θα γινόταν ποτέ σ’ εκείνο το σιωπηλό χώρο, μου προκαλούσε ασφυξία. Το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν να πάω να δω τη Μαγιού Κασαχάρα. Γύρισα σπίτι, πήδηξα το μαντρότοιχο κι ακολούθησα το δρομάκι μέχρι τον πίσω κήπο του σπιτιού της. Ακουμπώντας στο φράχτη του ακατοίκητου σπιτιού στην άλλη πλευρά του αδιεξόδου, κοίταξα τον κήπο με το άγαλμα του πουλιού στη μέση. Η Μαγιού θα μ’ έβλεπε αν στεκόμουν εκεί γι’ αρκετή ώρα. Εκτός από κείνες τις φορές που έβγαινε για να δουλέψει για τον περουκοποιό, ήταν πάντα στο σπίτι και παρακολουθούσε το αδιέξοδο απ’ το δωμάτιό της ή έκανε ηλιοθεραπεία στην αυλή. Όμως δεν υπήρχε κανένα σημάδι της Μαγιού Κασαχάρα. Όπως δεν υπήρχε και κανένα σύννεφο στον ουρανό. Ο καλοκαιριάτικος ήλιος έψηνε το σβέρκο μου. Από το έδαφος υψωνόταν η βαριά μυρωδιά του γρασιδιού και τρύπωνε στα πνευμόνια μου. Κοίταξα το άγαλμα του πουλιού και προσπάθησα να σκεφτώ τις ιστορίες που μου είχε πει πρόσφατα ο θείος μου για τη μοίρα όσων είχαν ζήσει σ’ αυτό το σπίτι. Όμως το μόνο που μπόρεσα να σκεφτώ ήταν η θάλασσα, κρύα και γαλάζια. Πήρα μερικές βαθιές, αργές ανάσες. Κοίταξα το ρολόι μου. Ήμουν έτοιμος να τα παρατήσω, και τότε εμφανίστηκε τελικά η Μαγιού Κασαχάρα. Διέσχισε με νωχελικό βήμα την αυλή και ήρθε προς το μέρος μου. Φορούσε κοτλέ σορτς, ένα μπλε χαβανέζικο πουκάμισο και κόκκινες τιράντες. Στάθηκε μπροστά μου χαμογελαστή μέσ’ από τα γυαλιά ηλίου που φορούσε. «Γεια σου, κύριε Κουρδιστό Πουλί. Βρήκες το γάτο σου τον Νομπόρου Γουατάγια;» «Όχι ακόμα», είπα. «Γιατί άργησες τόσο πολύ να βγεις σήμερα;» Έχωσε τα χέρια της στις κωλότσεπες του σορτς και κοίταξε ολόγυρα με παιχνιδιάρικη διάθεση. «Κοίτα, κύριε Κουρδιστό Πουλί, μπορεί να έχω άπειρο ελεύθερο χρόνο, αλλά δεν περνάω τη ζωή μου παρακολουθώντας το σοκάκι απ’ το πρωί ώς το βράδυ. Έχω κι εγώ κάμποσες δουλειές να κάνω. Όμως, τέλος πάντων, να με συγχωρείς. Περίμενες πολύ;» «Όχι και τόσο. Απλώς μ’ έπιασε η ζέστη έτσι όπως στεκόμουν εδώ έξω». Η Μαγιού Κασαχάρα με κοίταξε κατάματα με σοβαρό βλέμμα κι ύστερα, σμίγοντας τα φρύδια, ρώτησε: «Τι τρέχει, κύριε Κουρδιστό Πουλί; Έχεις απαίσια όψη σαν να βγήκες μόλις τώρα άπ’ τον τάφο. Γιά έλα δω. Κάτσε να ξεκουραστείς λίγο στη σκιά». Με πήρε απ’ το χέρι και με οδήγησε στην αυλή της. Έστησε μια πάνινη σεζλόνγκ στη σκιά της βελανιδιάς και μ’ έβαλε να καθίσω. Τα χοντρά, πράσινα κλαδιά έριχναν δροσερές σκιές που μύριζαν ζωή. «Μην ανησυχείς, δεν υπάρχει κανείς εδώ, ως συνήθως», είπε. «Άσε τις έγνοιες κατά μέρος.

Άδειασε το μυαλό σου και χαλάρωσε». «Θα ήθελα να σου ζητήσω μια χάρη», είπα. «Ό,τι θέλεις», είπε. «Θα ήθελα να κάνεις ένα τηλεφώνημα για μένα». Βγάζοντας ένα σημειωματάριο και στιλόΓέγραψα το νούμερο του γραφείου της Κουμίκο. Έσκισα τη σελίδα και της την έδωσα. Το μικρό, πλαστικοποιημένο σημειωματάριο ήταν ζεστό και υγρό απ’ τον ιδρώτα. «Το μόνο που θέλω να κάνεις είναι να πάρεις τηλέφωνο σ’ αυτό το νούμερο και να ρωτήσεις αν η Κουμίκο Οκάντα είναι στο γραφείο της. Εάν δεν είναι, ρώτα αν πήγε στη δουλειά χτες». Η Μαγιού Κασαχάρα πήρε το χαρτί και το κοίταξε με σουφρωμένα χείλη. Ύστερα κοίταξε εμένα. «Ωραία, θα το φροντίσω. Εσύ φρόντισε ν’ αδειάσεις το κεφάλι σου και να οριζοντιωθείς. Απαγορεύεται να κοιμηθείς. Έρχομαι αμέσως». Όταν έφυγε, τεντώθηκα κι έκλεισα τα μάτια μου, όπως με διέταξε να κάνω. Ήμουν λουσμένος στον ιδρώτα απ’ την κορφή ώς τα νύχια. Προσπαθώντας να σκεφτώ, ένιωθα βαθιά μες στο κεφάλι μου κάτι σαν σφυροκόπημα και στο κενό του στομαχιού μου ένα κουβάρι σπάγκο. Κάθε τρεις και λίγο μου ερχόταν ένα κύμα ναυτίας. Η γειτονιά ήταν τελείως σιωπηλή. Μου πέρασε ξαφνικά η ιδέα πως είχα αρκετό καιρό ν’ ακούσω το κουρδιστό πουλί. Πότε ήταν η τελευταία φορά; Μάλλον τέσσερις-πέντε μέρες πριν. Όμως η μνήμη μου μπορεί και να με απατούσε. Όταν παρατήρησα την απουσία του, ήταν πια αδύνατο να υπολογίσω τις μέρες. Μπορεί το πουλί αυτό να μετανάστευε με τις εποχές. Τώρα που το καλοσκεφτόμουν, είχαμε αρχίσει να το ακούμε πριν από κάνα μήνα. Και για ένα διάστημα το κουρδιστό πουλί κούρδιζε κάθε μέρα τα ελατήριο του μικρού μας κόσμου. Αυτή πρέπει να ήταν η εποχή του. Μετά από δέκα λεπτά η Μαγιού Κασαχάρα γύρισε. Μου έδωσ’ ένα μεγάλο ποτήρι. Όταν το πήρα στο χέρι μου, άκουσα τα παγάκια να χτυπούν στα τοιχώματά του. Ο ήχος έμοιαζε να ρχεται στ’ αυτιά μου από κάποιο μακρινό κόσμο. Υπήρχαν πολλές πύλες που συνέδεαν εκείνο τον κόσμο με το χώρο όπου βρισκόμουν εγώ, και μπορούσα ν’ ακούσω το θόρυβο γιατί όλες τύχαινε να είναι ανοιχτές εκείνη τη στιγμή. Όμως αυτό ήταν κάτι εντελώς προσωρινό. Αν έκλεινε έστω και μια απ’ αυτές, ο ήχος θα έπαυε να φτάνει στ’ αυτιά μου. «Πιες το», είπε. «Λεμόνι διαλυμένο σε νερό. θα σου καθαρίσει το μυαλό». Κατάφερα να πιω το μισό και της έδωσα πίσω το ποτήρι. Το κρΰο υγρό πέρασε απ’ το λαιμό μου και κατέβηκε αργά αργά στο σώμα μου. Αμέσως μετά μ’ έπιασε μια φοβερή κρίση ναυτίας. Το κουβάρι του σάπιου σπάγκου που υπήρχε στο στομάχι μου άρχισε να ξετυλίγεται και ν’ ανεβαίνει προς τη βάση του λαιμού μου. Έκλεισα τα μάτια και προσπάθησα να το καταπολεμήσω. Με τα μάτια κλειστά, είδα την Κουμίκο να μπαίνει στο μετρό με την μπλούζα και τη φούστα στο χέρι. Σκέφτηκα πως θα ήταν καλύτερα να κάνω εμετό. Όμως δεν έκανα. Πήρα μερικές βαθιές ανάσες, ώσπου η αίσθηση της ναυτίας ελαττώθηκε κι εξαφανίστηκε εντελώς. «Είσ’ εντάξει τώρα;» ρώτησε η Μαγιού Κασαχάρα.

«Ναι, είμ’ εντάξει», είπα. «Έκανα το τηλεφώνημα», είπε. «Τους είπα ότι ήμουν συγγενής. Σωστά δεν έκανα;» «Μμμμ». «Αυτό το πρόσωπο, η Κουμίκο Οκάντα, είναι η κυρία Κουρδιστό Πουλί;» «Μμμμ». «Μου είπαν ότι δεν πήγε στη δουλειά ούτε σήμερα ούτε χθες. Απλώς εξαφανίστηκε χωρίς να πει τίποτα. Είναι πραγματικό πρόβλημα γι’ αυτούς. Και δεν είναι άτομο που κάνει τέτοια, είπαν». «Αυτό είν’ αλήθεια. Δεν είναι τέτοιος τύπος». «Λείπει από χτες;» Κούνησα το κεφάλι καταφατικά. «Καημένε κύριε Κουρδιστό Πουλί», είπε. Έδειχνε πραγματικά να με λυπάται. Ακούμπησε το χέρι της στο μέτωπό μου. «Αν είναι κάτι που μπορώ να κάνω...» «Όχι τώρα», είπα. «Πάντως ευχαριστώ». «Θα σε πείραζε να σου κάνω κι άλλες ερωτήσεις; Ή θα προτιμούσες να τις αφήσω γι’ αργότερα;» «Όχι, ρώτα», είπα. «Αλλά δεν είμαι σίγουρος αν μπορώ ν’ απαντήσω». «Η γυναίκα σου το ’σκάσε με κάποιον άντρα;» «Δεν είμαι σίγουρος», είπα. «Μπορεί να είναι κι έτσι. Είναι πιθανό». «Όμως ζείτε μαζί όλ’ αυτά τα χρόνια. Πώς μπορεί να μην είσαι σίγουρος;» Είχε δίκιο: πώς είναι δυνατό να μην είμαι σίγουρος. «Καημενούλη κύριε Κουρδιστό Πουλί», είπε ξανά. «Μακάρι να μπορούσα να πω κάτι για να σε παρηγορήσω, αλλά δεν ξέρω τίποτα για τη ζωή των παντρεμένων». Σηκώθηκα απ’ την καρέκλα μου. Η προσπάθεια που χρειάστηκε να κάνω για να σταθώ όρθιος ήταν πολύ μεγαλύτερη απ’ όση είχα φανταστεί. «Σ’ ευχαριστώ για όλα. Μου έδωσες πολύ μεγάλη βοήθεια. Τώρα πρέπει να πηγαίνω. Θα πρέπει να είμαι σπίτι μήπως προσπαθήσουν να με ειδοποιήσουν. Μπορεί κάποιος να πάρει τηλέφωνο». «Μόλις φτάσεις σπίτι, κάνε ένα ντους. Πριν κάνεις οτιδήποτε άλλο, εντάξει; Μετά βάλε καθαρά ρούχα. Και ξυρίσου». «Να ξυριστώ;» Χάιδεψα το σαγόνι μου. Ήταν αλήθεια: είχα ξεχάσει να ξυριστώ. Ούτε που μου είχε

περάσει απ’ το μυαλό να το κάνω όλο το πρωί. «Τα μικρά πράγματα είναι σημαντικά, κύριε Κουρδιστό Πουλί», είπε η Μαγιού Κασαχάρα κοιτάζοντάς με στα μάτια. «Πήγαινε σπίτι σου και κοιτάξου καλά στον καθρέφτη». «Θα το κάνω», είπα. «Θα σε πείραζε αν ερχόμουν να σε δω αργότερα;» «Ωραία», είπα. Μετά πρόσθεσα: «Θα με βοηθούσες πάρα πολύ». Η Μαγιού Κασαχάρα κούνησε το κεφάλι της σιωπηλά. Στο σπίτι κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Ήταν αλήθεια: η όψη μου ήταν φριχτή. Γδύθηκα, έκανα ένα ντους, λούστηκα, ξυρίστηκα, βούρτσισα τα δόντια μου, έβαλα λοσιόν στο πρόσωπό μου και ξαναγύρισα στον καθρέφτη για να εξετάσω και πάλι τον εαυτό μου. Λίγο καλύτερα από πριν, σκέφτηκα. Η ναυτία μου είχε περάσει. Το κεφάλι μου όμως ήταν ακόμα χαμένο κάπου στην ομίχλη. Φόρεσα κοντό παντελόνι κι ένα καθαρό πουκάμισο χωρίς γιακά. Κάθισα στη βεράντα στηριγμένος σε μια από τις κολόνες κι άρχισα να παρατηρώ τον κήπο όσο στέγνωναν τα μαλλιά μου. Προσπάθησα να βάλω μια τάξη στα περιστατικά των τελευταίων ημερών. Πρώτα ήταν το τηλεφώνημα απ’ τον υπολοχαγό Μαμίγια. Αυτό είχε γίνει χτες το πρωί; Ναι, δεν υπήρχε αμφιβολία γι’ αυτό: χτες το πρωί. Ύστερα η Κουμίκο έφυγε απ’ το σπίτι. Της είχα κλείσει το φερμουάρ του φορέματος. Μετά είχα βρει το κουτί του αρώματος. Μετά ήρθε ο υπολοχαγός Μαμίγια και μου είπε τις παράξενες πολεμικές του ιστορίες: πώς τον είχαν πιάσει οι στρατιώτες της Εξωτερικής Μογγολίας και τον είχαν ρίξει σ’ ένα πηγάδι. Μου είχε αφήσει το αναμνηστικό από τον κύριο Χόντα. Ένα άδειο κουτί. Ύστερα η Κουμίκο δεν γύρισε σπίτι. Είχε παραλάβει τα ρούχα της εκείνο το πρωί απ’ το καθαριστήριο του σταθμού και μετά εξαφανίστηκε κάπου. Χωρίς να πει τίποτα στην εταιρεία της. Αυτά είχαν συμβεί χτες. Μου ήταν αδύνατο να πιστέψω ότι όλ’ αυτά είχαν συμβεί στη διάρκεια μίας και μοναδικής μέρας. Παραήταν πολλά για μια μέρα. Καθώς τα σκεφτόμουν όλ’ αυτά, άρχισα να νιώθω απίστευτη νύστα. Μια νύστα εντελώς αφύσικη. Έντονη και βίαιη, θα έλεγα. Ο ύπνος μού έκλεβε τις αισθήσεις, με τον ίδιο τρόπο που τα ρούχα μπορούσαν ν’ αφαιρεθούν απ’ το σώμα κάποιου που δεν αντιδρά καθόλου. Πήγα στην κρεβατοκάμαρα χωρίς να το πολυσκεφτώ, έβγαλα ό,τι φορούσα, εκτός απ’ τα εσώρουχά μου, και χώθηκα στο κρεβάτι. Προσπάθησα να κοιτάξω το ρολόι στο κομοδίνο, αλλά δεν μπορούσα καν να στρίψω το κεφάλι μου. Έκλεισα τα μάτια μου και βυθίστηκα σ’ έναν απύθμενο ύπνο. Στον ύπνο μου κούμπωνα το φόρεμα της Κουμίκο. Έβλεπα την απαλή, λευκή της πλάτη. Όμως τη στιγμή που έφτανε το φερμουάρ στην κορυφή, συνειδητοποίησα ότι δεν ήταν η Κουμίκο αλλά η Κρέτα Κάνο. Εκείνη κι εγώ ήμασταν μόνοι στο δωμάτιο. Ήταν το ίδιο δωμάτιο με το προηγούμενο όνειρο: ένα δωμάτιο της ίδιας σουίτας ξενοδοχείου.

Πάνω στο τραπέζι υπήρχε ένα μπουκάλι Κάτι Σαρκ και δυο ποτήρια. Υπήρχε και μια μεταλλική παγωνιέρα, γεμάτη πάγο. Στο διάδρομο απέξω περνούσε κάποιος μιλώντας με δυνατή φωνή. Δεν μπορούσα να καταλάβω ακριβώς τα λόγια του, και μου φάνηκε πως ήταν σε κάποια ξένη γλώσσα. Από το ταβάνι κρεμόταν ένας σβηστός πολυέλαιος. Το μόνο φως σ’ αυτό το σκοτεινό δωμάτιο προερχόταν από λάμπες τοίχου. Και πάλι τα παράθυρα είχαν βαριές κουρτίνες που έκλειναν έξω το Ν φως της μέρας. Η Κρέτα Κάνο φορούσε ένα καλοκαιρινό φόρεμα της Κουμίκο: ανοιχτό γαλάζιο, με τρύπες σε σχήμα πουλιού. Η φούστα έφτανε λίγο πάνω απ’ τα γόνατα. Όπως πάντα, το μεϊκάπ της ήταν σε στιλ Τζάκι Κένεντι. Στο αριστερό της χέρι φορούσε δύο ίδια βραχιόλια. «Πού το βρήκες αυτό το φόρεμα;» ρώτησα. «Δικό σου είναι;» Η Κρέτα Κάνο με κοίταξε και κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. Όταν το έκανε αυτό, οι γυριστές άκρες των μαλλιών της κουνήθηκαν παιχνιδιάρικα. «Όχι, δεν είναι δικό μου», είπε. «Το δανείστηκα. Μην ανησυχείτε όμως, κύριε Οκάντα, αυτό δεν θα βλάψει κανέναν». «Πού είμαστε;» ρώτησα. Η Κρέτα Κάνο δεν απάντησε. Όπως και πριν, καθόμουν στην άκρη του κρεβατιού. Φορούσα κοστούμι και τη γραβάτα με τις άσπρες βούλες. «Δεν χρειάζεται να σκέφτεστε καθόλου, κύριε Οκάντα», είπε η Κρέτα Κάνο. «Δεν χρειάζεται ν’ ανησυχείτε για τίποτα. Όλα στο τέλος θα πάνε καλά». Ξεκούμπωσε και πάλι το φερμουάρ μου, έβγαλε έξω το πέος μου και το έβαλε στο στόμα της. Το μόνο διαφορετικό απ’ την τελευταία φορά ήταν ότι δεν έβγαλε τα ρούχα της. Φορούσε όλη την ώρα το φόρεμα της Κουμίκο. Προσπάθησα να κουνηθώ, αλλά ήταν σαν να είχε ακινητοποιηθεί το σώμα μου από αόρατα σκοινιά. Ένιωσα το όργανό μου να μεγαλώνει και να σκληραίνει μέσα στο στόμα της. Είδα τις ψεύτικες βλεφαρίδες και τις άκρες των μαλλιών της να τρεμουλιάζουν. Τα βραχιόλια της έκαναν κρότο καθώς χτυπούσαν μεταξύ τους. Η γλώσσα της ήταν μακριά και μαλακή κι έμοιαζε να τυλίγεται γύρω μου. Τη στιγμή που ήμουν έτοιμος να τελειώσω, ξαφνικά απομακρύνθηκε κι άρχισε να με γδύνει. Μου έβγαλε το σακάκι, τη γραβάτα, το παντελόνι, το πουκάμισο, το εσώρουχό μου και με ξάπλωσε στο κρεβάτι. Εκείνη όμως δεν γδύθηκε. Κάθισε στο κρεβάτι, πήρε το χέρι μου και το έβαλε κάτω απ’ τα ρούχα της. Δεν φορούσε κιλότα. Το χέρι μου ένιωσε τη ζεστασιά του κόλπου της. Ήταν βαθύς, ζεστός και πολύ υγρός. Σχεδόν ρούφηξε μέσα τα δάχτυλά μου. «Μα δεν περιμένεις τον Νομπόρου Γουατάγια;» ρώτησα. «Δεν θα ερχόταν εδώ να σε βρει;» Αντί ν’ απαντήσει, η Κρέτα Κάνο άγγιξε το μέτωπό μου. «Δεν χρειάζεται να σκέφτεστε, κύριε Οκάντα. Θα το φροντίσουμε εμείς. Αφήστε τα όλα σ’ εμάς». «Σ’ εμάς,» ρώτησα, αλλά δεν πήρα απάντηση.

Η Κρέτα Κάνο με καβάλησε και με το χέρι της μ’ έβαλε μέσα της. Αμέσως μετά άρχισε να περιστρέφει αργά τους γοφούς της. Οι άκρες του γαλάζιου φορέματος μου χάιδευαν το στομάχι και τους μηρούς. Με τη φούστα απλωμένη γύρω της, η Κρέτα Κάνο έμοιαζε με τεράστιο μανιτάρι που είχε ξεπροβάλει σιωπηλά πάνω απ’ τα νεκρά φύλλα κι άνοιξε κάτω απ’ την προστατευτική ασπίδα της νύχτας. Ο κόλπος της ήταν ζεστός αλλά ταυτόχρονα κρύος. Προσπαθούσε να μ’ αγκαλιάσει και να με τραβήξει μέσα του, αλλά ταυτόχρονα ήθελε να με αποβάλει. Η στύση μου γινόταν όλο και πιο μεγάλη. Ένιωθα έτοιμος να εκραγώ. Ήταν αλλόκοτη αίσθηση, κάτι πολύ πέρα από τη συνηθισμένη σεξουαλική απόλαυση. Λες και κάτι που υπήρχε μέσα της, ένα πολύ ειδικό κομμάτι του εαυτού της, προσπαθούσε αργά αλλά σταθερά να εισχωρήσει στο σώμα μου μέσ’ απ’ την επαφή μας. Με τα μάτια της κλειστά και το σαγόνι ελαφρά ανασηκωμένο, η Κρέτα Κάνο κουνιόταν αργά αργά μπρος πίσω, σαν να ονειρευόταν. Έβλεπα το στήθος της ν’ ανεβαίνει και να πέφτει με κάθε ανάσα που έπαιρνε, κάτω απ’ το φόρεμά της. Μια τούφα απ’ τα μαλλιά της είχε ξεφύγει και κρεμόταν πάνω απ’ το μέτωπό της. Φαντάστηκα τον εαυτό μου να κολυμπάει μόνος στη μέση μιας τεράστιας θάλασσας. Έκλεισα τα μάτια μου κι αφουγκράστηκα περιμένοντας ν’ ακούσω τα μικρά κυματάκια να σπάνε στο πρόσωπό μου. Το σώμα μου ήταν βουτηγμένο σε χλιαρό ωκεάνιο νερό. Ένιωσα την αέναη ροή της παλίρροιας. Με τραβούσε κάπου μακριά. Αποφάσισα να κάνω αυτό που μου έλεγε η Κρέτα Κάνο και να μη σκέφτομαι τίποτα. Έκλςισα τα μάτια μου, άφησα τη δύναμη να φύγει απ’ τα μέλη μου και παραδόθηκα στο ρεύμα. Εντελώς ξαφνικά παρατήρησα πως το δωμάτιο είχε σκοτεινιάσει εντελώς. Προσπάθησα να κοιτάξω γύρω, αλλά δεν μπορούσα να δω σχεδόν τίποτα. Οι απλίκες του τοίχου είχαν όλες σβηστεί και υπήρχε μόνο η αμυδρή σιλουέτα του γαλάζιου φορέματος της Κρέτας Κάνο που παλινδρομούσε πάνω μου. «Ξέχασέ τα όλα», είπε, αλλά δεν ήταν η δική της φωνή. «Ξέχασέ τα. Κοιμάσαι. Ονειρεύεσαι. Είσαι ξαπλωμένος σε μια ζεστή, ευχάριστη λάσπη. Όλοι μας βγαίνουμε από τη ζεστή λάσπη κι όλοι γυρίζουμε σ’ αυτή». Ήταν η φωνή της γυναίκας που μου είχε μιλήσει στο τηλέφωνο. Η μυστηριώδης συνομιλήτριά μου ήταν τώρα καβαλημένη πάνω μου κι είχε ενώσει το σώμα της με το δικό μου. Φορούσε κι εκείνη το φόρεμα της Κουμίκο. Είχε πάρει τη θέση της Κρέτας Κάνο χωρίς να το αντιληφθώ. Προσπάθησα να μιλήσω. Δεν ήξερα τι προσπαθούσα να πω, αλλά τουλάχιστον προσπάθησα να μιλήσω. Ήμουν όμως πολύ σαστισμένος και οι φωνητικές μου χορδές δεν δούλευαν. Το μόνο που βγήκε απ’ το στόμα μου ήταν μια ζεστή πνοή αέρα. Άνοιξα τα μάτια μου και προσπάθησα να δω το πρόσωπο της γυναίκας που ήταν πάνω μου, αλλά το δωμάτιο ήταν πολύ σκοτεινό. Η γυναίκα δεν είπε τίποτ’ άλλο. Αντί να μιλήσει, άρχισε να κινεί τους γοφούς της με ακόμη πιο ερωτικό κι ερεθιστικό τρόπο. Η απαλή σάρκα της, σχεδόν σαν ανεξάρτητος οργανισμός, αγκάλιαζε το ερεθισμένο μου όργανο σαν να το ρουφούσε απαλά. Τότε άκουσα -ή νόμισα πως άκουσα κάπου απ’ το βάθος του δωματίου τον ήχο μιας πόρτας ν’ ανοίγει. Μια λευκή αστραπή έσκισε το σκοτάδι. Η παγωνιέρα στο τραπέζι μπορεί ν’ αντικαθρέφτισε για μια στιγμή το φως του διαδρόμου. Ή μπορεί η λάμψη να προερχόταν απ’ την κοφτερή λεπίδα κάποιου μαχαιριού. Όμως δεν μπορούσα πια να σκεφτώ. Έκανα το μόνο που μπορούσα να κάνω: εκσπερμάτωσα. Πήγα στο μπάνιο και πλύθηκα. Έπλυνα και το εσώρουχό μου στο χέρι. Φοβερό, σκέφτηκα. Ήταν ανάγκη να παθαίνω ρεύσεις στον ύπνο μου σ’ αυτή τη δύσκολη καμπή της ζωής μου;

Για μια ακόμη φορά φόρεσα καινούργια ρούχα και ξανακάθισα στη βεράντα κοιτάζοντας τον κήπο. Το φως του ήλιου παιχνίδιζε πάνω σ’ όλα τ’ αντικείμενα ολόγυρα, φιλτραριζόταν μέσ’ από τα πυκνά πράσινα φύλλα. Εδώ κι εκεί τα χόρτα είχαν θεριέψει απ’ την πολλή βροχή και ο κήπος έδειχνε ελαφρά παραμελημένος και άγριος. Ξανά η Κρέτα Κάνο. Δυο ονειρώξεις σε σύντομο χρονικό διάστημα, και τις δυο φορές με την Κρέτα Κάνο. Ούτε μια φορά δεν μου είχε περάσει απ’ το μυαλό η ιδέα ότι μπορούσα να κάνω έρωτα μαζί της. Απλώς δεν μου είχε περάσει ποτέ απ’ το μυαλό αυτή η επιθυμία. Κι όμως, και τις δυο φορές που είχα βρεθεί σ’ αυτό το δωμάτιο, είχα ενώσει το κορμί μου με το δικό της. Ποιος μπορεί να ήταν ο λόγος γι’ αυτό; Και ποια ήταν η γυναίκα του τηλεφώνου που είχε πάρει τη θέση της; Με γνώριζε και υποτίθεται πως τη γνώριζα. Έφερα στο μυαλό μου τις διάφορες σεξουαλικές συντρόφους που είχα κατά καιρούς στη ζωή μου, αλλά καμιά απ’ αυτές δεν ήταν η γυναίκα του τηλεφώνου. Κι όμως, υπήρχε κάτι σ’ αυτήν που μου φαινόταν οικείο. Κι αυτό ήταν που μ’ ενοχλούσε ιδιαίτερα. Κάποια μακρινή ανάμνηση προσπαθούσε να βγει απ’ τα σκοτάδια. Την ένιωθα να παραδέρνει κάπου εκεί μέσα. Το μόνο που χρειαζόμουν ήταν μια μικρή υπενθΰμιση. Αν κατάφερνα να τραβήξω αυτή την κλωστίτσα, τότε όλο το κουβάρι θα ξετυλιγόταν. Το μυστήριο περίμενε τη λύση του από μένα. Όμως αυτή η μικρή ακρούλα είχε χαθεί και δεν μπορούσα να τη βρω πουθενά. Εγκατέλειψα την προσπάθεια να σκεφτώ. «Ξέχασέ τα όλα. Κοιμάσαι. Ονειρεύεσαι. Είσαι ξαπλωμένος σε μια ζεστή, ευχάριστη λάσπη. Όλοι μας βγαίνουμε από τη ζεστή λάσπη κι όλοι γυρίζουμε σ’ αυτή». Η ώρα πήγε έξι και το τηλέφωνο δεν είχε χτυπήσει. Μόνο η Μαγιού Κασαχάρα εμφανίστηκε. Το μόνο που ήθελε, είπε, ήταν λίγη μπίρα. Πήρα ένα κρύο κουτάκι απ’ το ψυγείο και το μοιράστηκα μαζί της. Πεινούσα, οπότε έβαλα λίγο ζαμπόν και μαρούλι ανάμεσα σε δυο φέτες ψωμί και το έφαγα. Όταν με είδε να τρώω, η Μαγιού είπε ότι θα ’θελε κι εκείνη το ίδιο. Της έφτιαξα κι εκείνης ένα σάντουιτς. Φάγαμε σιωπηλά και ήπιαμε την μπίρα μας. Συνέχισα να κοιτάζω το ρολόι του τοίχου. «Δεν έχεις τηλεόραση σ’ αυτό το σπίτι;» «Δεν έχω», είπα. Δάγκωσε ανεπαίσθητα την άκρη του χείλους της. «Να σου πω, το φανταζόμουνα. Δεν σου αρέσει η τηλεόραση;» «Δεν είναι ότι δεν μ’ αρέσει. Απλώς περνάω καλά και χωρίς αυτήν». Η Μαγιού Κασαχάρα έμεινε για λίγο σκεφτική. «Πόσα χρόνια είσαι παντρεμένος, κύριε Κουρδιστό Πουλί;» «Έξι», είπα. «Κι έκανες χωρίς τηλεόραση έξι ολόκληρα χρόνια;»

«Μμμμ. Στην αρχή δεν είχαμε λεφτά για ν’ αγοράσουμε. Ύστερα συνηθίσαμε να ζούμε χωρίς αυτήν. Είναι ωραία και ήσυχα έτσι». «Οι δυο σας πρέπει να ήσασταν πολύ ευτυχισμένοι». «Γιατί το λες αυτό;» Ζάρωσε το μέτωπό της. «Εγώ δεν θα μπορούσα να ζήσω οΰτε μια μέρα χωρίς τηλεόραση». «Γιατί; Είσαι δυστυχισμένη;» Η Μαγιού Κασαχάρα δεν απάντησε σ’ αυτό. «Τώρα όμως η Κουμίκο έχει φύγει. Δεν πρέπει να είσαι πια και τόσο ευτυχισμένος, κύριε Κουρδιστό Πουλί». Συμφώνησα κουνώντας το κεφάλι και ήπια λίγη μπίρα. «Αυτή είναι η ουσία», είπα. Αυτή ήταν πραγματικά η ουσία. Έβαλ’ ένα τσιγάρο στα χείλη της και με μια μηχανική κίνηση άναψ’ ένα σπίρτο. «Τώρα, κύριε Κουρδιστό Πουλί», είπε, «θέλω να μου πεις την απόλυτη αλήθεια: με θεωρείς άσχημη;» Άφησα την μπίρα μου στο τραπέζι και ξανακοίταξα το πρόσωπο της Μαγιού Κασαχάρα. Όλη αυτή την ώρα που μιλούσα μαζί της, σκεφτόμουν αόριστα διάφορα άλλα πράγματα. Φορούσ’ ένα εφαρμοστό αμάνικο μπλουζάκι που αναδείκνυε το κοριτσίστικο στήθος της. «Δεν είσαι καθόλου άσχημη», είπα. «Αυτό είναι σίγουρο. Γιατί ρωτάς;» «Το αγόρι μου πάντα μου το χτυπούσε ότι ήμουνα, λέει, άσχημη , ότι δεν είχα καθόλου στήθος». «Εκείνος που διέλυσε το μηχανάκι;» «Ναι, εκείνος». Παρακολούθησα τη Μαγιού Κασαχάρα να φυσάει αργά αργά τον καπνό του τσιγάρου της. «Τ’ αγόρια αυτής της ηλικίας λένε συχνά τέτοια πράγματα. Δεν ξέρουν πώς να εκφράσουν ακριβώς αυτό που αισθάνονται, γι’ αυτό λένε και κάνουν ακριβώς το αντίθετο. Πληγώνουν τους ανθρώπους έτσι, χωρίς κανένα λόγο, και πληγώνουν και τον εαυτό τους. Το σίγουρο είναι ότι δεν είσαι καθολου άσχημη. Νομίζω μάλιστα πως είσαι πολύ χαριτωμένη. Και δεν το λέω για να σε κολακέψω». Η Μαγιού Κασαχάρα σκέφτηκε όσα της είπα γι’ αρκετή ώρα. Τίναξε τη στάχτη του τσιγάρου της μέσα στο άδειο τενεκεδάκι της μπίρας. «Η κυρία Κουρδιστό Πουλί είναι όμορφη;» «Χμμμ, αυτό δεν μπορώ να το κρίνω εγώ. Μερικοί λένε πως είναι, μερικοί λένε πως δεν είναι. Είναι θέμα γούστου». «Κατάλαβα», είπε. Άρχισε να παίζει ταμπούρλο με τα δάχτυλά της πάνω στο ποτήρι της. «Τι κάνει ο φίλος σου ο μοτοσικλετιστής;» ρώτησα. «Έρχεται καθόλου να σε δει;»

«Όχι, δεν έρχεται», είπε η Μαγιού Κασαχάρα φέρνοντας το δάχτυλό της στην ουλή του αριστερού της ματιού. «Δεν πρόκειται να τον ξαναδώ ποτέ, αυτό είναι σίγουρο. Διακόσια τα εκατό σίγουρο. Στοιχηματίζω το μικρό δάχτυλο του αριστερού μου χεριού. Αλλά θα προτιμούσα να μη μιλήσω γι’ αυτό αυτή τη στιγμή. Μερικά πράγματα, ξέρεις, αν τα μελετάς, παύουν να είν’ αληθινά. Καταλαβαίνεις τι εννοώ, κύριε Κουρδιστό Πουλί, έτσι;» «Νομίζω πως καταλαβαίνω», είπα. Ύστερα κοίταξα το τηλέφωνο στο καθιστικό. Αναπαυόταν πάνω στο τραπέζι τυλιγμένο στη σιωπή. Έμοιαζε με κάποιο τέρας απ’ τα βάθη της θάλασσας που παρίστανε πως ήταν άψυχο περιμένοντας εκεί μέχρι να περάσει το θύμα του. «Κάποια μέρα, κύριε Κουρδιστό Πουλί, θα σου μιλήσω γι’ αυτόν. Κάποια μέρα που θα ’χω όρεξη. Όμως όχι τώρα. Τώρα δεν έχω όρεξη». Κοίταξε το ρολόι της. «Ώρα να πηγαίνω. Ευχαριστώ για την μπίρα». Τη συνόδεψα μέχρι τη μάντρα του κήπου. Το φεγγάρι ήταν σχεδόν γεμάτο κι έχυνε το κροσσωτό του φως στη γη. Η όψη τού φεγγαριού μού θύμισε ότι πλησίαζε η περίοδος της Κουμίκο. Όμως από δω και πέρα αυτό μάλλον δεν θα με αφορούσε. Η σκέψη ήταν σαν ένα μαχαίρι που μπήχτηκε στο στήθος μου. Η ένταση του πόνου με κατέλαβε απροετοίμαστο: έμοιαζε με θλίψη. Με το χέρι της στον τοίχο, η Μαγιού Κασαχάρα με κοίταξε. «Πες μου, κύριε Κουρδιστό Πουλί, την Κουμίκο την αγαπάς, έτσι δεν είναι;» «Έτσι νομίζω». «Ακόμα κι αν έχει φΰγει με κάποιον εραστή; Αν σου ’λεγε ότι θέλει να γυρίσει σ’ εσένα, θα τη δεχόσουν;» Αναστέναξα βαθιά. «Δύσκολη ερώτηση», είπα. «Πρέπει να το σκεφτώ, όταν και αν πράγματι γίνει». «Συγγνώμη που χώνω τη μύτη μου στις υποθέσεις σου», είπε η Μαγιού Κασαχάρα κι έκαν’ έναν ήχο με τη γλώσσα της. «Μη θυμώνεις. Απλώς προσπαθώ να μάθω. Θέλω να μάθω τι μπορεί να σημαίνει για μια σύζυγο να εγκαταλείπει τον άντρα της. Υπάρχουν πολλά πράγματα που δεν τα ξέρω». «Δεν θυμώνω», είπα. Ύστερα κοίταξα πάλι ψηλά την πανσέληνο. «Εντάξει λοιπόν, κύριε Κουρδιστό Πουλί. Να προσέχεις τον εαυτό σου. Ελπίζω να γυρίσει η γυναίκα σου κι όλα να πάνε καλά». Με απίστευτη ευκινησία πέρασε το σώμα της πάνω απ’ τον τοίχο κι εξαφανίστηκε στην καλοκαιριάτικη νύχτα. Με τη Μαγιού Κασαχάρα φευγάτη, ήμουν πάλι μόνος. Κάθισα στη βεράντα κι αναλογίστηκα τα ερωτήματα που είχε θέσει. Αν η Κουμίκο είχε φύγει με κάποιον εραστή, θα μπορούσα να τη δεχτώ πίσω; Δεν ήξερα την απάντηση. Πραγματικά δεν ήξερα. Υπήρχαν πολλά πράγματα που δεν ήξερα. Ξαφνικά χτύπησε το τηλέφωνο. Το χέρι μου απλώθηκε σαν αυτόματο και σήκωσε τ’ ακουστικό,

Η φωνή στην άλλη άκρη του σύρματος ανήκε σε μια γυναίκα, «Είμαι η Μάλτα Κάνο», είπε, «Παρακαλώ, συγχωρέστε με που σας παίρνω τηλέφωνο τόσο συχνά, κύριε Οκάντα, αλλά θα ήθελα να σας ρωτήσω αν θα μπορούσατε να μου αφιερώσετε λίγο χρόνο αύριο». Δεν είχα τίποτα να κάνω αύριο, της είπα. Γενικά δεν είχα κανένα σχέδιο και κανένα πλάνο για τη ζωή μου, «Εν τοιαύτη περιπτώσει, θα ήταν ίσως εφικτό να συναντηθούμε λίγο μετά το μεσημέρι;» «Αυτή η συνάντηση θα έχει κάποια σχέση με την Κουμίκο;» «Νομίζω πως ναι», είπε η Μάλτα Κάνο", επιλέγοντας προσεκτικά τα λόγια της. «Θα είναι μαζί μας, κατά πάσα πιθανότητα, και ο Νομπόρου Γουατάγια». Παραλίγο να μου πέσει τ’ ακουστικό από το χέρι όταν το άκουσα αυτό. «Θέλετε να πείτε ότι θα συναντηθούμε οι τρεις μας για να μιλήσουμε;» «Ναι, νομίζω πως έτσι θα γίνει», είπε η Μάλτα Κάνο. «Η παρούσα κατάσταση το απαιτεί. Λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να μπω σε λεπτομέρειες απ’ το τηλέφωνο». «Κατάλαβα. Τότε εντάξει», είπα. «Να πούμε κατά τη μία; Εκεί που συναντηθήκαμε και την πρώτη φορά: στην τσαγερία του ξενοδοχείου Σιναγκάουα Πασίφικ». Μία η ώρα στην τσαγερία του Σιναγκάουα Πασίφικ, είπα κι έκλεισα το τηλέφωνο. Η Μαγιού Κασαχάρα με πήρε τηλέφωνο στις δέκα. Δεν είχε να μου πει κάτι συγκεκριμένο* απλώς ήθελε να μιλήσει σε κάποιον. Μιλήσαμε κάμποση ώρα για ανώδυνα πράγματα. «Πες μου, κύριε Κουρδιστό Πουλί», είπε στο τέλος. «Έμαθες κανένα καλό νέο απ’ την ώρα που έφυγα;» «Κανένα», είπα. «Τίποτα απολύτως». Ο Νομπόρου Γουατάγια μιλάει

Η ιστορία των μαϊμούδων στο κουραδονήσι

Έφτασα στην τσαγερία δέκα λεπτά πριν απ’ τη σύμφωνημένη ώρα, αλλά ο Νομπόρου Γουατάγια και η Μάλτα Κάνο είχαν ήδη βρει τραπέζι και με περίμεναν. Ο κόσμος ήταν πολΰς, φυσικά, λόγω μεσημεριού, αλλά εντόπισα τη Μάλτα Κάνο αμέσως. Δεν υπάρχουν και πολλοί άνθρωποι που να φορούν κόκκινα πλαστικά καπέλα τα ηλιόλουστα απογεύματα του καλοκαιριού. Πρέπει να ήταν το ίδιο καπέλο που φορούσε την ημέρα που την πρωτοσυνάντησα, εκτός αν είχε συλλογή ολόκληρη από πλαστικά καπέλα, όλα με το ίδιο στιλ και χρώμα. Ήταν ντυμένη με την ίδια επιμελημένη απλότητα όπως και την προηγούμενη φορά που την είχα δει: μια κοντομάνικη λινή ζακέτα πάνω από ένα βαμβακερό μπλουζάκι με λαιμόκοψη. Και τα δυο ήταν κάτασπρα και φρεσκοσιδερωμένα. Κανένα στολίδι, καθόλου μεϊκάπ. Μόνο το κόκκινο πλαστικό καπέλο ερχόταν σε αντίθεση με το υπόλοιπο σύνολο, και σαν στιλ και σαν υλικό. Σαν να περίμενε να φτάσω για να το κάνει, έβγαλε το καπέλο μόλις κάθισα και το έβαλε πάνω στο τραπέζι. Δίπλα στο καπέλο υπήρχε μια μικρή, κίτρινη δερμάτινη τσάντα. Είχε παραγγείλει κάτι σαν τόνικ αλλά δεν το είχε αγγίξει, όπως και την πρώτη φορά. Το υγρό φαινόταν να μη βολεύεται καθόλου στο ψηλό ποτήρι του, σαν να μην είχε άλλη δουλειά να κάνει απ’ το να παράγει άφθονες φυσαλίδες. Ο Νομπόρου Γουατάγια φορούσε πράσινα γυαλιά ηλίου. Μόλις κάθισα, τα έβγαλε και κοίταξε τους φακούς για λίγη ώρα, μετά τα ξαναφόρεσε. Φορούσε ένα ολοκαίνουργιο λευκό πουκάμισο χωρίς γιακά κάτω από ένα μπλε βαμβακερό σπορ σακάκι. Μπροστά του στο τραπέζι υπήρχε ένα ποτήρι παγωμένο τσάι, αλλά κατά τα φαινόμενα ούτ’ εκείνος το είχε αγγίξει. Παράγγειλα καφέ και ήπια λίγο παγωμένο νερό. Κανείς δεν μιλούσε. Ο Νομπόρου Γουατάγια έμοιαζε να μην έχει προσέξει καν την άφιξή μου. Για να βεβαιωθώ ότι δεν είχα γίνει αόρατος ξαφνικά, ακούμπησα το χέρι μου στο τραπέζι και το κοίταξα γυρίζοντάς το μια πάνω και μια κάτω μερικές φορές. Τελικά ο σερβιτόρος ήρθε, έβαλ’ ένα φλιτζάνι μπροστά μου και το γέμισε με καφέ. Όταν έφυγε, η Μάλτα Κάνο ξερόβηξε κάνα δυο φορές σαν να ήθελε να δοκιμάσει κάποιο μικρόφωνο, αλλά συνέχισε να μη λέει τίποτα. Ο πρώτος που μίλησε ήταν ο Νομπόρου Γουατάγια. «Έχω ελάχιστο χρόνο στη διάθεσή μου, γι’ αυτό ας είμαστε απλοί και σαφείς». Ήταν σαν να μιλούσε στην ανοξείδωτη ζαχαριέρα στη μέση του τραπεζιού, αλλά φυσικά απευθυνόταν σ’ εμένα. Η ζαχαριέρα ήταν απλώς ένα βολικό σημείο στα μισά της απόστασης που μας χώριζε, προς το οποίο μπορούσε ν’ απευθύνει το λόγο του. «Απλοί και σαφείς ως προς ποιο πράγμα;» τον ρώτησα απλά και με σαφήνεια. Επιτέλους ο Νομπόρου Γουατάγια έβγαλε τα γυαλιά του, τα δίπλωσε, τ’ ακούμπησε στο τραπέζι και με κοίταξε στα μάτια. Είχαν περάσει πάνω από τρία χρόνια από τότε που είχαμε συναντηθεί κι είχαμε μιλήσει, αλλά είχα την εντύπωση ότι δεν είχε περάσει παραπάνω από μια μέρα μάλλον γιατί τα ΜΜΕ φρόντιζαν να είναι πανταχού παρούσα η φάτσα του. Μερικά είδη πληροφορίας είναι σαν τον καπνό: βρίσκουν τον τρόπο να χωθούν στα μάτια και στα μυαλά των ανθρώπων είτε το θέλουν

εκείνοι είτε όχι, χωρίς να νοιάζονται καθόλου για τις προσωπικές προτιμήσεις. Αναγκασμένος τώρα να δω αυτό το άτομο με σάρκα και οστά απέναντί μου, δεν μπορούσα να μην παρατηρήσω πόσο είχε αλλάξει μέσα στα τρία αυτά χρόνια η εντύπωση που έδινε το πρόσωπό του. Εκείνη η σχεδόν στάσιμη γκρίζα όψη του είχε αποσυρθεί κάπου στο παρασκήνιο και τη θέση της είχε πάρει κάτι ευέλικτο και τεχνητό. Ο Νομπόρου Γουατάγια είχε καταφέρει να βρει για τον εαυτό του μια καινούργια και πιο εκλεπτυσμένη μάσκα πολύ καλοφτιαγμένη, είν’ αλήθεια: ίσως κι ένα καινούργιο δέρμα. Ό,τι κι αν ήταν, μάσκα ή δέρμα, έπρεπε να το παραδεχτώ -ναι, ακόμα κι εγώ έπρεπε να το παραδεχτώότι διέθετε ένα είδος ελκτικής δύναμης. Σύντομα κατάλαβα τι ακριβώς ήταν: κοιτάζοντας το πρόσωπό του ήταν σαν να ’βλεπες την εικόνα μιας τηλεόρασης. Μιλούσε με τον τρόπο που μιλούσαν οι άνθρωποι στην τηλεόραση και κουνιόταν με τον τρόπο που κουνιούνται οι άνθρωποι στην τηλεόραση. Υπήρχε συνεχώς ανάμεσά μας μια γυάλινη επιφάνεια. Εγώ ήμουν από τούτη την πλευρά, εκείνος από κείνη. «Όπως ασφαλώς καταλαβαίνεις, είμαστε εδώ σήμερα για να μιλήσουμε για την Κουμίκο», είπε ο Νομπόρου Γουατάγια. «Για την Κουμίκο κι εσένα. Για το μέλλον σας. Για το τι πρόκειται να κάνετε εσύ κι εκείνη». «Τι πρόκειται να κάνουμε;» είπα σηκώνοντας το φλιτζάνι μου και πίνοντας μια γουλιά καφέ. «Μπορείς να γίνεις λίγο πιο συγκεκριμένος;» Ο Νομπόρου Γουατάγια με κοίταξε με παράξενα ανέκφραστα μάτια. «Λίγο πιο συγκεκριμένος; Η Κουμίκο βρήκε εραστή. Σ’ εγκατέλειψε. Δεν πιστεύω να νομίζεις ότι όποιος έχει εμπλακεί σε μια τέτοια κατάσταση θα ήθελε να τη δει να συνεχίζεται επ’ άπειρον. Αυτό δεν θα ήταν καλό για κανέναν». «Βρήκε εραστή;» ρώτησα. «Γιά περιμένετε μια στιγμή, σας παρακαλώ». Η Μάλτα Κάνο διάλεξε αυτή τη στιγμή για να παρέμβει. «Μια συζήτηση σαν αυτή πρέπει να γίνει με τη σωστή σειρά. Κύριε Γουατάγια, κύριε Οκάντα, είναι σημαντικό να συνεχίσουμε αυτή τη συζήτηση με κάποια τάξη». «Δεν βλέπω γιατί», είπε ο Νομπόρου Γουατάγια, χωρίς καμιά πνοή ζωής στη φωνή του. «Δεν υπάρχει καμία τάξη εδώ. Τι εννοείς τάξη; Αυτή η συζήτηση δεν μπορεί να έχει απολύτως καμία τάξη». «Αφήστε τον να μιλήσει πρώτος», είπα στη Μάλτα Κάνο, «Μπορούμε να προσθέσουμε τη σωστή τάξη αργότερα αν υποθέσουμε ότι υπάρχει κάτι τέτοιο». Η Μάλτα Κάνο με κοίταξε για μερικά δευτερόλεπτα με τα χείλη της ελαφρά σφιγμένα κι ύστερα κούνησε πολύ ελαφρά το κεφάλι. «Εντάξει λοιπόν», είπε. «Κύριε Γουατάγια, αρχίστε, παρακαλώ». «Η Κουμίκο έχει κάποιον άλλο άντρα στη ζωή της», άρχισε εκείνος. «Και τώρα έφυγε μαζί του. Αυτό νομίζω είναι σαφές. Πράγμα το οποίο σημαίνει ότι δεν θα έχει κανένα νόημα να συνεχίσετε να είστε παντρεμένοι. Ευτυχώς, δεν υπάρχουν παιδιά στην υπόθεση αυτή, και με δεδομένες τις τρέχουσες συνθήκες, δεν υπάρχουν και προβλήματα περιουσιακά. Τα πάντα μπορούν να

κανονιστούν γρήγορα. Απλώς θα βγει απ’ την οικογενειακή σου μερίδα. Δεν έχεις παρά να υπογράψεις και να βάλεις τη σφραγίδα σου σε χαρτιά που θα ετοιμάσουν κάποιοι δικηγόροι, κι αυτό είναι όλο. Και επίτρεψέ μου να προσθέσω το εξής, για ν’ αποφύγουμε οποιεσδήποτε παρεξηγήσεις: αυτά που λέω τώρα είναι η τελική άποψη ολόκληρης της οικογένειας Γουατάγια». Σταύρωσα τα χέρια μου και σκέφτηκα για λίγο τα λόγια του. «Έχω μερικές ερωτήσεις», είπα. «Πρώτ’ απ’ όλα, πώς ξέρεις ότι η Κουμίκο έχει βρει άλλον άντρα;» «Μου το είπε η ίδια», είπε ο Νομπόρου Γουατάγια. Δεν ήξερα τι ν’ απαντήσω σ’ αυτό. Ακούμπησα τα χέρια μου στο τραπέζι και παρέμεινα σιωπηλός. Ήταν πολύ δύσκολο να φανταστώ την Κουμίκο να πηγαίνει στον Νομπόρου Γουατάγια και να του εμπιστεύεται ένα τόσο προσωπικό ζήτημα. «Με πήρε τηλέφωνο πριν από μια βδομάδα και μου είπε πως είχε κάτι να συζητήσει μαζί μου», συνέχισε ο Νομπόρου Γουατάγια. «Συναντηθήκαμε και μιλήσαμε. Πρόσωπο με πρόσωπο. Τότε μου είπε η Κουμίκο ότι βγαίνει με κάποιον άλλο άντρα». Για πρώτη φορά μετά από μήνες αισθάνθηκα την επιθυμία να καπνίσω. Φυσικά δεν είχα τσιγάρα μαζί μου. Σε αντιστάθμισμα, ήπια μια γουλιά καφέ και ξανάβαλα το φλιτζάνι στο πιατελάκι μ’ ένα δυνατό, ξερό κρότο. «Μετά έφυγε απ’ το σπίτι», είπε. «Μάλιστα», είπα. «Για να το λες, έτσι θα ναι. Η Κουμίκο πρέπει να βρήκε εραστή. Και ήρθε σ’ εσένα για να της δώσεις συμβουλές. Εξακολουθώ να το βρίσκω απίστευτο, αλλά δεν φαντάζομαι να μου λες ψέματα για κάτι τέτοιο». «Όχι, φυσικά δεν λέω ψέματα», είπε ο Νομπόρου Γουατάγια, με την υποψία ενός αμυδροΰ χαμόγελου στα χείλη. «Οπότε αυτά έχεις να μου πεις, έτσι δεν είναι; Η Κουμίκο μ’ εγκατέλειψε για κάποιον άλλο, άρα πρέπει να συμφωνήσω στο διαζύγιο;» Ο Νομπόρου Γουατάγια απάντησε με ένα μόνο νεύμα του κεφαλιού, σαν να προσπαθούσε να διατηρήσει τη σωματική του ενέργεια. «Υποθέτω ότι καταλαβαίνεις πως δεν έβλεπα θετικά το γάμο της Κουμίκο μ’ εσένα ευθύς εξαρχής. Δεν προσπάθησα με κανέναν τρόπο να επέμβω, θεωρώντας πως ήταν ένα ζήτημα που δεν αφορούσε εμένα, αλλά τώρα έχω αρχίσει να πιστεύω πως έπρεπε να το είχα κάνει». Ήπιε μια γουλιά νερό και ξανάφησε το ποτήρι του στο τραπέζι. Ύστερα συνέχισε: «Από την πρώτη στιγμή που σε γνώρισα ήμουν σίγουρος ότι ήσουν και θα παρέμενες ένα μηδενικό. Δεν έβλεπα σ’ εσένα καμιά υπόσχεση για το μέλλον, κανένα σημάδι ότι θα πετύχαινες κάποτε κάτι σημαντικό, ή έστω ότι θα γινόσουν ένα αξιοπρεπές ανθρώπινο ον: δεν είχες επάνω σου τίποτα το εξαιρετικό, τίποτα το φωτεινό. Ήξερα ότι απ’ τα χέρια σου δεν θα μπορούσε να βγει τίποτα ολοκληρωμένο, ότι ποτέ δεν θα κατάφερνες να τελειώσεις κάτι μ’ επιτυχία. Και είχα δίκιο. Είσαι παντρεμένος με την αδερφή μου εδώ και έξι χρόνια, και τι κατάφερες όλον αυτό τον καιρό; Τίποτα. Άδικο έχω; Το μόνο σου επίτευγμα μέσα σε έξι ατέλειωτα χρόνια είναι να εγκαταλείψεις τη δουλειά

σου και να καταστρέψεις τη ζωή τής Κουμίκο. Τώρα είσαι άνεργος και δεν έχεις κανένα σχέδιο για το μέλλον. Μέσα σ’ αυτό το κεφάλι που κουβαλάς υπάρχουν μόνο σκουπίδια και πέτρες. »Ποτέ δεν θα καταλάβω γιατί η Κουμίκο επέλεξε έναν άχρηστο άνθρωπο σαν εσένα. Μπορεί να θεωρούσε ότι τα σκουπίδια κι οι πέτρες στο κεφάλι σου είχαν ενδιαφέρον. Όμως στο τέλος τέλος τα σκουπίδια είναι σκουπίδια και οι πέτρες είναι πέτρες. Ήσουν λανθασμένη επιλογή γι’ αυτήν απ’ την πρώτη στιγμή. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως η Κουμίκο ήταν τέλεια. Είχε κι εκείνη τις παραξενιές της από παιδί, πότε για τον ένα λόγο και πότε για τον άλλο. Υποθέτω ότι γι’ αυτό ένιωσε μια κάποια στιγμιαία έλξη για σένα. Όμως αυτά τελειώσανε τώρα. Εν πάση περιπτώσει, το καλύτερο θα ήταν να τελειώνουμε μ’ αυτή την ιστορία το συντομότερο δυνατό. Οι γονείς μου κι εγώ θα φροντίσουμε την Κουμίκο. Θέλουμε ν’ αποσυρθείς. Και να μην προσπαθήσεις να τη βρεις. Να μην επιδιώξεις καμιά επαφή μαζί της. Το μόνο που θα καταφέρεις θα είναι να δημιουργήσεις πρόσθετους μπελάδες, αν προσπαθήσεις ν’ ανακατευτείς. Το καλύτερο για σένα θα ήταν ν’ αρχίσεις μια καινούργια ζωή σε κάποιο καινούργιο μέρος μια ζωή που θα σου ταιριάζει καλύτερα. Αυτό θα ήταν το καλύτερο και για σένα και για μας». Και σαν ένδειξη πως είχε τελειώσει, ο Νομπόρου Γουατάγια τελείωσε το νερό που είχε μέσα το ποτήρι, κάλεσε το σερβιτόρο και ζήτησε ακόμα ένα. «Έχεις τίποτ’ άλλο να πεις;» ρώτησα. Ο Νομπόρου Γουατάγια αποκρίθηκε αυτή τη φορά μ’ ένα αδιόρατο αρνητικό νεύμα. «Εν τοιαύτη περιπτώσει», είπα στη Μάλτα Κάνο, «πού μπαίνει σε όλη αυτή τη συζήτηση η σωστή σειρά;» Η Μάλτα Κάνο έβγαλε απ’ την τσάντα της ένα μικρό άσπρο μαντίλι και το χρησιμοποίησε για να σκουπίσει τις άκρες των χειλιών της. Ύστερα σήκωσε το κόκκινο πλαστικό καπέλο της απ’ το τραπέζι και σκέπασε μ’ αυτό την τσάντα. «Είμαι σίγουρη ότι όλ’ αυτά σας ταράζουν πάρα πολύ, κύριε Οκάντα», είπε. «Κι απ’ τη μεριά μου θεωρώ πως είναι εξαιρετικά επώδυνο να μιλάω για τέτοια πράγματα μ’ εσάς πρόσωπο με πρόσωπο, όπως αντιλαμβάνεστε φυσικά». Ο Νομπόρου Γουατάγια κοίταξε το ρολόι του για να σιγουρευτεί ότι ο κόσμος εξακολουθούσε να γυρίζει γύρω απ’ τον άξονά του κοστίζοντάς του πολύτιμο χρόνο. «Καταλαβαίνω τώρα», συνέχισε η Μάλτα Κάνο, «ότι πρέπει να σας το πω όσο πιο απλά και ξεκάθαρα γίνεται. Η κυρία Οκάντα ήρθε πρώτα να βρει εμένα. Ήρθε να ζητήσει τη συμβουλή μου». «Μετά από δική μου σύσταση», παρενέβη ο Νομπόρου Γουατάγια. «Η Κουμίκο ήρθε να μου μιλήσει για τη γάτα κι εγώ τη σύστησα στην κυρία Κάνο». «Αυτό έγινε πριν από τη συνάντησή μας ή μετά;» ρώτησα τη Μάλτα Κάνο. «Πριν», είπε.

«Τότε», είπα, «για να βάλουμε τα πράγματα στη σωστή σειρά, όλα έγιναν ως εξής. Η Κουμίκο έμαθε για σας από τον Νομπόρου Γουατάγια και ήρθε να σας βρει σχετικά με τη χαμένη γάτα. Μετά, για κάποιο λόγο που ακόμα δεν είναι ξεκάθαρος στο μυαλό μου, μου απέκρυψε το γεγονός ότι σας είχε ήδη συναντήσει, και κανόνισε να συναντηθώ εγώ μαζί σας πράγμα το οποίο και έκανα σ’ αυτό εδώ το μέρος. Σωστά;» «Περίπου σωστά», είπε η Μάλτα Κάνο με κάποια δυσκολία. «Η πρώτη μου συζήτηση με την κυρία Οκάντα ήταν αυστηρά και μόνο για τη γάτα. Κατάλαβα βέβαια αμέσως ότι το πράγμα πήγαινε βαθύτερα, γι’ αυτό ζήτησα εγώ να συναντηθώ και να μιλήσω μαζί σας απευθείας. Μετά χρειάστηκε να συναντήσω την κυρία Οκάντα μια ακόμη φορά και να μιλήσω μαζί της για βαθύτερα, προσωπικά ζητήματα». «Οπότε η Κουμίκο σας είπε ότι είχε εραστή». «Ναι, Συνοπτικά, πιστεύω ότι έτσι έχουν τα πράγματα. Με δεδομένη τη θέση μου, δεν είναι δυνατό να επεκταθώ περισσότερο απ’ αυτό», είπε η Μάλτα Κάνο. Αναστέναξα βαθιά. Όχι πως ο αναστεναγμός μπορούσε να επιλύσει κάποιο πρόβλημα, ήταν όμως κάτι που έπρεπε να κάνω. «Άρα λοιπόν η Κουμίκο είχε αρχίσει τη σχέση μ’ αυτό τον άντρα εδώ και αρκετό καιρό». ^ «Δυόμισι περίπου μήνες, νομίζω». «Δυόμισι μήνες», είπα. «Πώς μπορούσε να συμβαίνει κάτι τέτοιο για δυόμισι μήνες κι εγώ νά μην έχω αντιληφθεί το παραμικρό;» «Γιατί, κύριε Οκάντα, δεν αμφιβάλλατε καθόλου για τη γυναίκα σας», είπε η Μάλτα Κάνο. Συμφώνησα μ’ ένα νεύμα του κεφαλιού. «Σωστά. Ποτέ δεν μου πέρασε κάτι τέτοιο απ’ το μυαλό. Ποτέ δεν φανταζόμουν πως η Κουμίκο θα μπορούσε να μ’ εξαπατήσει τόσο πολύ. Ακόμα δυσκολεύομαι να το πιστέψω». «Άσχετα με τ’ αποτελέσματα, η ικανότητα να έχει κάποιος απόλυτη εμπιστοσύνη σ’ ένα άλλο ανθρώπινο ον είναι μια απ’ τις σπουδαιότερες αρετές που μπορεί να έχει ένα άτομο». «Μάλλον σπάνια ιδιότητα», είπε ο Νομπόρου Γουατάγια. Ο σερβιτόρος πλησίασε και ξαναγέμισε με καφέ το φλιτζάνι μου. Μια νεαρή κοπέλα στο διπλανό τραπέζι χαχάνιζε δυνατά. «Άρα λοιπόν», είπα στον Νομπόρου Γουατάγια, «ποιος είναι ο απώτατος σκοπός αυτής της συνάντησης; Γιατί βρισκόμαστε εδώ οι τρεις μας σήμερα; Για να με πείσετε να συμφωνήσω στο διαζύγιό με την Κουμίκο; Ή μήπως υπάρχει κάποια βαθύτερη αιτία; Υπήρχε κάποια λογική σε όσα είπατε προηγουμένως, όμως όλα τα σημαντικά σημεία είναι πολύ ασαφή. Λέτε πως η Κουμίκο έχει έναν εραστή κι έχει φύγει απ’ το σπίτι. Ωραία. Και πού πήγε; Τι κάνει εκεί; Είναι μόνη της ή είναι μ’ εκείνον, Γιατί δεν ήρθε σ’ επαφή μαζί μου; Αν είν’ αλήθεια ότι έχει έναν άλλο άντρα, τότε τα

πράγματα τελειώνουν εδώ. Όμως δεν μπορώ να πιστέψω ότι ισχύει κάτι τέτοιο αν δεν το ακούσω απευθείας απ’ τα χείλη της. Καταλαβαίνετε τι εννοώ; Οι μόνοι που μετράνε εδώ είμαστε η Κουμίκο κι εγώ. Εμείς πρέπει να μιλήσουμε μεταξύ μας και ν’ αποφασίσουμε τι θα γίνει με όλα. Εσείς δεν έχετε καμιά σχέση με την υπόθεση». Ο Νομπόρου Γουατάγια παραμέρισε το ποτήρι με το παγωμένο τσάι, που δεν το είχε αγγίξει ακόμα. «Είμαστ’ εδώ για να σε πληροφορήσουμε για το πώς έχει η κατάσταση», είπε. «Ζήτησα από την κυρία Κάνο να με συνοδεύσει θεωρώντας ότι θα ήταν καλύτερα να έχω και κάποιο μάρτυρα στη συζήτηση αυτή. Δεν ξέρω ποιος είναι αυτός ο άλλος άντρας της Κουμίκο και δεν ξέρω πού είναι η ίδια τώρα. Η Κουμίκο είναι μεγάλη κοπέλα πια. Μπορεί να κάνει ό,τι θέλει. Αλλ’ ακόμα κι αν ήξερα πού είναι, να είσαι σίγουρος ότι δεν θα σου το ’λεγα. Δεν έχει έρθει ακόμα σ’ επαφή μαζί σου γιατί δεν θέλει να σου μιλήσει». «Και προφανώς ήθελε\u945? μιλήσει σ’ εσένα. Τι μπορεί να σου είπε; Απ’ ό,τι έχω καταλάβει, εσύ κι εκείνη δεν έχετε ουσιαστικά καμιά σχέση». «Και δεν μου λες, εάν εσύκι αυτή είχατε τόσο στενή σχέση όσο ισχυρίζεσαι, γιατί πήγε και βρήκε τον άλλο;» είπε ο Νομπόρου Γουατάγια. Η Μάλτα Κάνο ξερόβηξε διακριτικά. Ο Νομπόρου Γουατάγια συνέχισε: «Η Κουμίκο μου είπε ότι έχει μια σχέση μ’ έναν άλλο άντρα. Είπε ότι θέλει να τελειώνει μ’ εσένα μια και καλή. Τη συμβούλεψα να σε χωρίσει. Είπε ότι θα το σκεφτεί». «Κι αυτό είναι όλο;» ρώτησα. «Γιατί, θες κι άλλο;» «Είναι κάτι που πραγματικά δεν καταλαβαίνω», είπα. «Δεν πιστεύω πως η Κουμίκο θα ’ρχόταν σ’ εσένα για κάτι τόσο σημαντικό. Εσύ είσαι το τελευταίο πρόσωπο στη γη που θα συμβουλευόταν για ένα τέτοιο ζήτημα. Ή θα το σκεφτόταν μόνη της ή θα μιλούσε σ’ εμένα απευθείας. Πρέπει να σου έχει πει και κάτι άλλο. Εάν χρειάστηκε να σου μιλήσει προσωπικά, πρέπει να ήταν για κάτι άλλο». Ο Νομπόρου Γουατάγια επέτρεψε να ζωγραφιστεί στα χείλη του ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο ένα αχνό, ψυχρό χαμόγελο σαν μια απειροελάχιστη φέτα του φεγγαριού κρεμασμένη στον ουρανό της αυγής. «Η αλήθεια πονάει», είπε δήθεν μονολογώντας. «Η αλήθεια πονάει», είπα δοκιμάζοντας τη φράση ο ίδιος. «Είμαι σίγουρος ότι καταλαβαίνεις τι εννοώ», είπε. «Η γυναίκα σου κοιμάται με κάποιον άλλο. Σε παρατάει. Κι εσΰ προσπαθείς να κατηγορήσεις γι’ αυτό κάποιον άλλο. Ποτέ στη ζωή μου δεν έχω ακούσει κάτι τόσο ηλίθιο. Κοίτα, δεν ήρθα εδώ για διασκέδαση. Ήρθα γιατί έπρεπε να έρθω. Για μένα δεν είναι παρά χάσιμο χρόνου. Είναι σαν να πετάω το χρόνο μου στα σκουπίδια». Όταν σταμάτησε να μιλάει, επικράτησε βαθιά σιωπή στο τραπέζι.

«Ξέρεις την ιστορία των μαϊμούδων στο κουραδονήσι;» ρώτησα τον Νομπόρου Γουατάγια. Κούνησε το κεφάλι του αρνητικά και μάλλον αδιάφορα. «Δεν την έχω ακούσει». «Σε κάποια μακρινή, πολύ μακρινή χώρα υπάρχει ένα κουραδονήσι. Ένα νησί χωρίς όνομα. Ένα νησί που δεν αξίζει να έχει όνομα. Ένα κουραδονήσι με σχήμα κουράδας. Πάνω σ’ αυτό το κουραδονήσι φυτρώνουν φοινικιές με κουραδίσιο σχήμα. Και οι φοινικιές παράγουν καρύδες με μυρωδιά κουράδας. Μέσα στα δέντρα ζουν κουραδομαϊμούδες που τους αρέσει να τρώνε αυτές τις κουραδομυριστές καρύδες. Μετά κάνουν τις πιο βρομερές κουράδες του κόσμου. Οι κουράδες πέφτουν στο έδαφος και σχηματίζουν κουραδοβουναλάκια κάνοντας τις κουραδοφοινικιές ακόμα πιο κουραδίσιες. Είν’ ένας ατέρμων κύκλος». Ήπια τον υπόλοιπο καφέ μου. «Όπως καθόμουν εδώ και σε κοίταζα προ ολίγου», συνέχισα, «θυμήθηκα ξαφνικά αυτή την ιστορία για το κουραδονήσι. Αυτό που θέλω να πω είναι το εξής: υπάρχει μια κουραδοκατάσταση, ένα είδος στασιμότητας, ένα είδος σκοταδιού, που προωθείται με τη δική του δύναμη στο δικό του αυτόνομο κύκλο. Και μόλις περάσει ένα κρίσιμο σημείο, κανείς δεν μπορεί να τη σταματήσει ούτε καν αυτός που την ξεκίνησε». Το πρόσωπο του Νομπόρου Γουατάγια παρέμεινε τελείως ανέκφραστο. Το χαμόγελο είχε σβηστεί, αλλά καμιά έκφραση ενόχλησης δεν είχε πάρει τη θέση του. Το μόνο που έβλεπα ήταν μια μικρή ζάρα ανάμεσα στα φρύδια, και δεν θυμόμουν αν αυτή η ζάρα ήταν καινούργια ή την είχα δει εκεί και πριν. «Πιάνεις τη σκέψη μου, κύριε Γουατάγια;» συνέχισα. «Ξέρω ακριβώς τι είδους κουμάσι είσαι. Εσύ λες ότι είμαι σκουπίδια και πέτρες. Και νομίζεις ότι μπορείς να με κάνεις σκόνη ό,τι ώρα σου καπνίσει. Όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Σ’ εσένα, με τις υψηλές προδιαγραφές, μπορεί να φαίνομαι σκουπίδια και πέτρες. Όμως δεν είμαι τόσο ηλίθιος όσο νομίζεις. Ξέρω πολύ καλά τι έχεις κάτω απ’ αυτό το γυαλισμένο, γλυκερό τηλεοπτικό προσωπείο σου. Ξέρω το μυστικό σου. Το ξέρει η Κουμίκο και το ξέρω κι εγώ: ξέρουμε και οι δυο μας τι κρύβεται αποκάτω. Αν ήθελα, θα μπορούσα να το πω σ’ όλο τον κόσμο. Θα μπορούσα να το βγάλω στο φως. Θα έπαιρνε χρόνο, φυσικά, αλλά θα μπορούσα να το κάνω. Εγώ μπορεί να είμαι ένα μηδενικό, όμως δεν είμαι σάκος του μποξ. Είμ’ ένα ανθρώπινο ον που ζει κι αναπνέει. Αν με δαγκώσεις, θα σε δαγκώσω. Αυτό βάλ’ το καλά στο μυαλό σου». Ο Νομπόρου Γουατάγια συνέχισε να με κοιτάζει με το ανέκφραστο πρόσωπό του ένα πρόσωπο σαν βράχος που πλέει στο διάστημα. Όλα όσα του είχα πει ήταν σκέτη μπλόφα. Δεν ήξερα το μυστικό του Νομπόρου Γουατάγια. Το ότι είχε κάτι βαθιά κρυμμένο μέσα του δεν ήταν και πολύ δύσκολο να το φανταστείς. Όμως δεν είχα τρόπο να μάθω τι ακριβώς ήταν αυτό. Τα λόγια μου όμως έμοιαζαν να έχουν ενοχλήσει κάτι εκεί στο βάθος. Έβλεπα το αποτέλεσμα στο πρόσωπό του. Δεν απάντησε σε όσα του είπα όπως απαντούσε συνήθως στους αντιπάλους του στις τηλεοπτικές συζητήσεις: δεν ειρωνεύτηκε τα λόγια μου και δεν προσπάθησε να με παραπλανήσει ή να βρει κάποιο αδύνατο σημείο μου. Έμεινε καθισμένος απέναντι μου σιωπηλός, χωρίς να κουνάει ούτε βλέφαρο.

Ύστερα άρχισε να συμβαίνει κάτι πολύ περίεργο στο πρόσωπο του Νομπόρου Γουατάγια. Σιγά σιγά άρχισε να παίρνει χρώμα μελιτζανί. Όμως αυτό έγινε μ’ έναν πολύ παράξενο τρόπο. Κάποια κομμάτια του προσώπου του έγιναν κατευθείαν μελιτζανιά, ενο) άλλα άρχισαν να κοκκινίζουν σιγά σιγά και το υπόλοιπο προ-σωπο είχε πάρει μια αλλόκοτη νεκρική χλομάδα. Η εικόνα αυτή μου έφερε στο νου ένα φθινοπωρινό δάσος, με τα φυλλοβόλα και τα αειθαλή δέντρα ν’ ανακατεύουν τα χρώματά τους σε μια άναρχη και χαοτική πολυχρωμία. Τελικά, χωρίς να πει λέξη, ο Νομπόρου Γουατάγια σηκώθηκε όρθιος, πήρε τα γυαλιά ηλίου απ’ το τραπέζι και τα φόρεσε. Τα περίεργα, μελιτζανιά χρώματα εξακολουθούσαν να καλύπτουν το πρόσωπό του. Έμοιαζαν να έχουν γίνει μόνιμα τώρα. Η Μάλτα Κάνο παρέμεινε τελείως ακίνητη στη θέση της χωρίς να λέει τίποτα. Εγώ πήρα μια έκφραση απόλυτης αδιαφορίας. Ο Νομπόρου Γουατάγια προσπάθησε να μου πει κάτι, αλλά τελικά φάνηκε ν’ αλλάζει γνώμη. Έκανε μεταβολή, απομακρύνθηκε απ’ το τραπέζι κι εξαφανίστηκε μες στο πλήθος. Γι’ αρκετή ώρα μετά την αναχώρηση του Νομπόρου Γουατάγια η Μάλτα Κάνο κι εγώ δεν είπαμε τίποτα ο ένας στον άλλο. Ένιωθα εξαντλημένος. Ο σερβιτόρος ήρθε και προθυμοποιήθηκε να ξαναγεμίσει το φλιτζάνι μου, αλλά εγώ αρνήθηκα. Η Μάλτα Κάνο σήκωσε το κόκκινο καπέλο της απ’ το τραπέζι και το κοίταξε για κάμποση ώρα, πριν το ξαναφήσει στην καρέκλα δίπλα της. Ένιωσα μια πικρή γεύση στο στόμα. Προσπάθησα να τη διώξω πίνοντας λίγο νερό, αλλά μάταια. Μετά από λίγο η Μάλτα Κάνο μίλησε. «Τα συναισθήματα πρέπει να βρίσκουν μερικές φορές διέξοδο. Αλλιώς η ροή μπορεί να στομώσει μέσα σου. Είμαι σίγουρη ότι νιώθετε καλύτερα τώρα που είπατε ό,τι θέλατε να πείτε». «Κάπως καλύτερα», είπα. «Αλλά το ξέσπασμά μου δεν έλυσε κανένα πρόβλημα. Δεν καταλήξαμε πουθενά». «Δεν συμπαθείτε τον κύριο Γουατάγια, έτσι δεν είναι, κύριε Οκάντα;» «Κάθε φορά που μιλάω σ’ αυτό τον τύπο, νιώθω μέσα μου ένα απίστευτο κενό. Κάθε αντικείμενο στο χώρο που βρισκόμαστε μου φαίνεται σαν να μην έχει καμιά ουσία. Όλα μοιάζουν κενά. Το γιατί συμβαίνει αυτό δεν μπορώ να το εξηγήσω με κανέναν τρόπο. Κι επειδή αισθάνομαι έτσι, φτάνω στο σημείο να λέω και να κάνω πράγματα που πραγματικά δεν με αντιπροσωπεύουν. Και μετά νιώθω απαίσια. Αν κατάφερνα να μην τον ξαναδώ ποτέ στα μάτια μου, θα ήμουν ο ευτυχέστερος των θνητών». Η Μάλτα Κάνο κούνησε το κεφάλι της. «Δυστυχώς θα χρειαστεί να συναντήσετε τον κύριο Γουατάγια αρκετές φορές και στο μέλλον. Είναι κάτι που δεν θα μπορέσετε ν’ αποφύγετε». Μάλλον είχε δίκιο. Δεν ήταν και τόσο εύκολο να τον βγάλω απ’ τη ζωή μου. Σήκωσα το ποτήρι μου και ήπια μια ακόμη γουλιά νερό. Από πού είχε ξεφυτρώσει αυτή η απαίσια γεύση; «Ένα μόνο πράγμα θα ήθελα να σας ρωτήσω», είπα. «Με ποιανού το μέρος είστε εδώ; Με του

Νομπόρου Γουατάγια ή το δικό μου;» Η Μάλτα Κάνο ακούμπησε τους αγκώνες της στο τραπέζι κι ένωσε τις παλάμες της μπροστά στο πρόσωπό της. «Με κανενός», είπε. «Δεν υπάρχουν διαφορετικές πλευρές σ’ αυτή την υπόθεση. Εδώ έχουμε να κάνουμε με κάτι που δεν έχει ούτε πάνω ούτε κάτω, ούτε δεξιά ούτε αριστερά, ούτε μπρος ούτε πίσω, κύριε Οκάντα». «Σαν Ζεν μου ακούγεται», είπα. «Πολύ ενδιαφέρον σαν σύστημα σκέψης, αλλά μάλλον άχρηστο όταν πρόκειται να αναλύσεις κάτι πρακτικά». Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. Τις παλάμες της, που τις είχε ώς εκείνη τη στιγμή ενωμένες μπροστά στο πρόσωπό της, τις απομάκρυνε γύρω στα δέκα εκατοστά και τις κράτησε εκεί υπό γωνία, σαν να στόχευε κατευθείαν επάνω μου. Ήταν μικρές, καλοσχηματισμένες παλάμες. «Ξέρω ότι όσα λέω δεν βγάζουν και πολύ νόημα. Και δεν σας κατηγορώ που είστε θυμωμένος. Αν όμως σας έλεγα κάτι τώρα, δεν θα σας ωφελούσε με κανέναν τρόπο. Στην πραγματικότητα θα μπορούσε να προκαλέσει ζημιά. Θα πρέπει να κερδίσετε με τις δικές σας δυνάμεις. Με τα ίδια σας τα χέρια». «Όπως στο Wild Kingdom», είπα χαμογελώντας. «Σε χτυπούν, χτύπα κι εσύ», «Σωστά», είπε η Μάλτα Κάνο. «Ακριβώς». Μετά, σαν να μάζευε με ευλάβεια τα υπάρχοντα ενός ανθρώπου που μόλις είχε πεθάνει, σήκωσε την τσάντα της απ’ την καρέκλα και φόρεσε το κόκκινο πλαστικό της καπέλο. Όταν έβαλε το καπέλο στο κεφάλι της, η Μάλτα Κάνο μου έδωσε μια παράξενα χειροπιαστή εντύπωση ότι ένά κεφάλαιο του χρόνου είχε μόλις κλείσει. Όταν έφυγε η Μάλτα Κάνο, συνέχισα να κάθομαι εκεί μόνος, χωρίς να έχω τίποτα το ιδιαίτερο στο μυαλό μου. Ακόμα κι αν σηκωνόμουν να φύγω, δεν θα ’ξερα πού να πάω ή τι να κάνω. Φυσικά, δεν μπορούσα να μείνω εκεί επ’ άπειρον. Όταν πέρασαν έτσι είκοσι λεπτά, πλήρωσα και για τους τρεις μας κι έφυγα απ’ την τσαγερία. Κανείς απ’ τους άλλους δυο δεν είχε πληρώσει.

Η απώλεια της θείας χάριτος Πόρνη του μυαλού

Στο σπίτι βρήκα ένα χοντρό φάκελο στο γραμματοκιβώτιο. Ήταν απ’ τον υπολοχαγό Μαμίγια. Τ’ όνομά μου και η διεύθυνσή μου είχαν γραφτεί πάνω στο φάκελο με τους ίδιους χοντρούς και καλοσχεδιασμένους χαρακτήρες όπως και την προηγούμενη φορά. Άλλαξα ρούχα, έπλυνα το πρόσωπό μου και πήγα στην κουζίνα, όπου ήπια δυο ποτήρια κρύο νερό. Μόλις ένιωσα κάπως πιο χαλαρός, άνοιξα το γράμμα. Ο υπολοχαγός Μαμίγια είχε χρησιμοποιήσει στιλό μελάνης για να γράψει δέκα λεπτές σελίδες χαρτιού αλληλογραφίας με μικρούς και πυκνούς χαρακτήρες. Ξεφύλλισα γρήγορα το γράμμα κι ύστερα το ξανάβαλα στο φάκελό του. Παραήμουν κουρασμένος για να μπορέσω να διαβάσω ένα τόσο μεγάλο κείμενο* εκείνη τη στιγμή δεν είχα ούτε τη δύναμη ούτε την απαραίτητη αυτοσυγκέντρωση. Όταν τα μάτια μου κοιτούσαν τις γραμμές με τους χειρόγραφους χαρακτήρες, ήταν σαν να έβλεπαν σειρές από περίεργα γαλάζια έντομα. Εκτός αυτού, ο απόηχος της φωνής τού Νομπόρου Γουατάγια ηχούσε ακόμη αμυδρά στο μυαλό μου. Τεντώθηκα στον καναπέ κι έκλεισα τα μάτια μου για πολλή ώρα, προσπαθώντας ν’ αδειάσω το μυαλό μου. Δεν ήταν δύσκολο να μη σκέφτομαι τίποτα, έτσι όπως ένιωθα εκείνη τη στιγμή. Για να μη σκέφτομαι κάτι συγκεκριμένο, το τέχνασμα ήταν να σκέφτομαι πολλά άλλα πράγματα, ένα κάθε φορά: σκέφτεσαι κάτι για μια στιγμή και μετά το εκτοξεύεις στο διάστημα. Ήταν περίπου πέντε η ώρα το απόγευμα όταν αποφάσισα τελικά να διαβάσω το γράμμα του υπολοχαγού Μαμίγια. Βγήκα στη βεράντα, κάθισα ακουμπισμένος σε μια κολόνα κι έβγαλα τις σελίδες απ’ το φάκελο. Ολόκληρη η πρώτη σελίδα ήταν γεμάτη από τετριμμένες φράσεις ευγενείας: μακροσκελείς χαιρετισμοί, ευχαριστίες που τον είχα καλέσει στο σπίτι τις προάλλες και χίλιες συγγνώμες γιατί με κούρασε με τις πληκτικές ιστορίες του. Ο υπολοχαγός Μαμίγια ήταν ασφαλώς ένας άνθρωπος που ήξερε καλά το πρωτόκολλο. Είχε επιβιώσει από μια εποχή όπου τέτοιου είδους ευγένειες καταλάμβαναν το μεγαλύτερο μέρος της καθημερινής ζωής. Πέρασα συνοπτικά όλες αυτές τις τυπικές φράσεις και γύρισα στη δεύτερη σελίδα. Παρακαλώ να με συγχωρήσετε που σας κούρασα με όλες αυτές τις προκαταρκτικές τυπικότητες [άρχιζε]. Ο μόνος λόγος για τον οποίο γράφω αυτ ό το γράμμα σήμερα., γνωρίζοντας πάρα πολύ καλά ότι η αυθάδειά μου αυτή δεν μπορεί παρά να σας επιβαρύνει μ ’ένα ακόμη ανεπιθύμητο καθήκον, είναι για να σας πληροφορήσω ότι τα περιστατικά τα οποία σας αφηγήθηκα πρόσφατα δεν ήταν ούτε αποκύημα της φαντασίας μου ούτε αβέβαιες αναμνήσεις ενός ξεμωραμένου γέρου, αλλά όλη η αλήθεια και μόνον η αλήθεια μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Όπως ξέρετε, ο πόλεμος τελείωσε πριν από πολύ καιρό, και είναι φυσικό η μνήμη v’αδυνατίζει όσο περνούν τα χρόνια. Οι αναμνήσεις και οι σκέψεις γερνάνε, όπως και οι άνθρωποι. Όμως κάποιες σκέψεις δεν γερνούν ποτέ

κι ορισμένες αναμνήσεις δεν φθείρονται ποτέ. Μέχρι σήμερα δεν αφηγήθηκα αυτές τις ιστορίες σε κανέναν άλλο εκτός από σας, κύριε Οκάντα. Στ’ αυτιά πολλών ανθρώπων, αυτές οι ιστορίες είναι φυσικό ν’ακούγονται σαν απίστευτες φαντασιώσεις. Οι περισσότεροι άνθρωποι απορρίπτουν τα πράγματα που βρίσκονται πέρ ’από τα όρια της δικής τους εμπειρίας, θεωρώντας τα παράλογα και ανάξια λόγον. Εγώ προσωπικά θα ήθελα πάρα πολύ οι ιστορίες αντές να μην ήταν τίποτα παραπάνω από απίστευτες φαντασιώσεις. Έμεινα ζωντανός όλ 'αυτά τα χρόνια γιατί ήμουν προο κολλημένος στην αμνδρή ελπίδα ότι αντές οι αναμνήσεις δεν ήταν παρά ένα όνειρο, μια αυταπάτη. Έχω πολλές φορές προσπαθήσει να πείσω τον εαυτό μου ότι δεν συνέβη σαν ποτέ. Όμως κάθε φορά που προσπαθώ να τις απωθήσω στο σκοτάδι, επιστρέφουν δριμύτερες και πιο ζωηρές από κάθε άλλη φορά. Σαν καρκινικά κύτταρα, αυτές οι αναμνήσεις έχουν ριζώσει στο μυαλό μου και μου έχουν καταφάει τις σάρκες. Ακόμα και τώρα που γράφω, θυμάμαι και την παραμικρή λεπτομέρεια με τρομακτική σαφήνεια, σαν να επρόκειτο για γεγονότα που συνέβησαν χθες. Είναι σαν να κρατάω τώρα την άμμο και το γρασίδι στα χέρια μου* σαν να μπορώ να τα μυρίσω. Βλέπω τα σχήματα των σύννεφων στον ουρανό. Αισθάνομαι την κατάξερη αμμοθύελλα στα μάγουλά μου. Στην πραγματικότητα, αυτό που μοιάζει με αυταπάτη, σαν να βρίσκεται στα όρια μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, είναι τα περιστατικά της υπόλοιπης ζωής μου. Η ίδια η ρίζα της ζωής μου —αυτά δηλαδή που κάποτε πράγματι ανήκαν σ’εμένα παγώσανε ή κάηκαν εκεί έξω, στις στέπες της Εξωτερικής Μογγολίας, όπου τίποτα δεν εμπόδιζε το βλέμμα να φτάσει μέχρι την άκρη τ *ουρανού. Ύστερα έχασα το χέρι μου σ *εκείνη τη φοβερή μάχη με τα σοβιετικά τεθωρακισμένα που πέρασαν τα σύνορα και μας επιτέθηκαν* πέρασα απίστευτες κακουχίες σ *ένα στρατόπεδο συγκεντρώσεως στη Σιβηρία, μες στην καρδιά του χειμώνα' στάλθηκα πίσω στην πατρίδα και για τριάντα βαρετά χρόνια δίδαξα κοινωνιολογία σ*ένα αγροτικό λύκειο* από τότε ζω μόνος καλλιεργώντας τη γη. Όλοι όμως οι επόμενοι μήνες και τα χρόνια δεν είναι για μένα παρά ένα είδος παραίσθησης. Είναι σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Μέσα σε μια στιγμή η μνήμη μου περνάει μ *ένα γιγάντιο άλμα αυτό το άδειο κέλυφος του χρόνου και με πηγαίνει πίσω στις ερημιές του Χουλουνμπούιρ. Αυτό που απομύζησε τη ζωή μου, αυτό που τη μετέτρεψε σε άδειο κέλυφος, πιστεύω πως ήταν κάτι σ’ εκείνο το φως που είδα an ’το βάθος τον πηγαδιού—εκείνο το έντονό φως τον ήλιον που διείσδυσε μέχρι τον πάτο τον πηγαδιού για δέκα με είκοσι δευτερόλεπτα. Ερχόταν εντελώς απροειδοποίητα κι εξαφανιζόταν το ίδιο ξαφνικά. Όμως σ’ εκείνη τη στιγμιαία έκλαμψη φωτός είδα κάτι -είδα κάτι για πρώτη και τελευταία φορά— το οποίο δεν θα ξανάβλεπα όσον καιρό θα ζούσα. Κι έχοντας δει αυτό το κάτι, δεν ήμουν πια το ίδιο πρόσωπο πού είχα νηάρξει. Τι συνέβη εκεί κάτω; Και τι σήμαινε αυτό που συνέβη; Ακόμη και τώρα, πάνω από σαράντα χρόνια αργότερα, δεν μπορώ ν’ απαντήσω σ ’αυτά τα ερωτήματα με σιγουριά. Τι ’αυτό και όσα πρόκειται να πω δεν είναι παρά μια απλή υπόθεση, μια πρόχειρη εξήγηση που κατασκεύασα για τον εαυτό μου χωρίς να τη στηρίζω σε οποιαδήποτε λογική βάση. Πιστεύω όμως ότι αυτή η υπόθεση είναι,, για τώρα τουλάχιστον, η πιο πιστή προσέγγιση στην αλήθεια της εμπειρίας που έζησα. Κάποιοι στρατιώτες της Εξωτερικής Μογγολίας με είχαν πετάξει μέσα σ’ένα βαθύ, σκοτεινό πηγάδι στη μέση της στέπας, το πόδι μου και ο ώμος μου είχαν σπάσει και δεν είχα ούτε τροφή ούτε νερό:

περίμενα απλώς να πεθάνω. Πριν απ ’αυτό είχα δει να γδέρνουν έναν άνθρωπο ζωντανό. Κάτω απ αυτές τις ειδικές περιστάσεις, πιστεύω> οι αισθήσεις μου έγιναν τόσο συνεκτικές και συμπαγείς, ώστε όταν η έντονη αχτίδα φωτός κατέβηκε μέχρις εμένα για μερικά δευτερόλεπτα, κατάφερα να καταδυθώ απευθείας σε κάποιο χώρο που θα μπορούσα να τον ονομάσω πυρήνα της ύπαρξής μου. Τέλος πάντων, ό,τι και να έγινε, είδα εκεί το σχήμα κάποιου πράγματος. Φανταστείτε: όλα γύρω μου βουτηγμένα στο φως. Εγώ στο κέντρο μιας φωτοπλημμύρας. Τα μάτια μου δεν βλέπουν τίποτα. Είμαι απλώς βυθισμένος στο φως. Όμως εκεί κάτι αρχίζει να εμφανίζεται. Μέσα σ’ αυτή τη στιγμιαία τυφλότητα, υπάρχει κάτι που προσπαθεί να πάρει σχήμα. Κάποιο πράγμα. Κάποιο πράγμα ζωντανό. Σαν τη σκιά σε μια έκλειψη ηλίον, αρχίζει να αναδύεται, μαύρο σε φωτεινό φόντο. Όμως δεν μπορώ καθόλου να διακρίνω το σχήμα τον. Προσπαθεί να με πλησιάσει, προσπαθεί να μου μεταδώσει κάτι που θα ’λεγε κανείς ότι μοιάζει με ουράνια χάρη. Το περιμένω τρέμοντας. Και τότε, είτε γιατί άλλαξε γνώμη είτε γιατί δεν υπάρχει αρκετός χρόνος, παύει να _961?χεται προς εμένα. Μια στιγμή πριν πάρει το πλήρες σχήμα του, διαλύεται και γίνεται πάλι ένα με το φως. Ύστερα χάνεται και το ίδιο το φως. Ο χρόνος που είχε το φως για να φωτίσει τον πάτο του πηγαδιού είχε τελειώσει. Αυτό συνέβη δύο συνεχόμενες μέρες. Ακριβώς το ίδιο πράγμα. Κάτι άρχισε να σχηματίζεται μέσα στο εκτυφλωτικό φως, κι ύστερα διαλύθηκε πριν καταφέρει να ολοκληρωθεί. Κι εγώ, εκεί κάτω στο πηγάδι, υπέφερα από πείνα και δίψα — υπέφερα τρομακτικά. Όμως τελικά αυτό δεν είχε ιδιαίτερη σημασία. Ο πραγματικός λόγος που υπέφερα εκεί μέσα ήταν το βασανιστήριο να μην μπορώ να δω καθαρά αυτό το κάτι στο φως: η ανικανοποίητη λαχτάρα μου να δω αυτό που χρειαζόμουν να δω, η αδυναμία μου να μάθω αυτό που χρειαζόμουν να μάθω. Αν είχα καταφέρει να το δω καθαρά, δεν θα με πείραζε καθόλου να πεθάνω εκείνη τη στιγμή. Πραγματικά αισθανόμουν έτσι. Θα τα είχα θυσιάσει όλα μόνο και μόνο για να μπορέσω να δω αυτή τη μορφή στην ολότητά της. Όμως τελικά η μορφή αποσπάστηκε από μένα για πάντα. Η χάρη πήρε τέλος πριν καν μου δοθεί. Κι όπως είπα παραπάνω, η ζωή που έκανα απ’τη στιγμή που βγήκα από κείνη την τρύπα δεν ήταν παρά ένα αδειανό κέλυφος. Γι’ αυτό κι όταν ο Σοβιετικός στρατός εισέβαλε στη Μαντζουρία λίγο πριν απ’το τέλος του πολέμου, κατατάχθηκα εθελοντής για το μέτωπο. Στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως της Σιβηρίας επίσης, σκόπιμα επεδίωκα να εμπλέκομαι στις πιο δύσκολες και αντίξοες καταστάσεις. Όμως ό,τι κι αν έκανα δεν μπορούσα να πεθάνω. Όπως ακριβώς είχε προβλέψει ο δεκανέας Χόντα εκείνη τη νύχτα, η μοίρα μου ήταν να επιστρέψω στην Ιαπωνία και να ζήσω μια εκπληκτικά μεγάλη ζωή. θυμάμαι πόσο χάρηκα μόλις άκουσα αυτή την προφητεία. Όμως αποδείχτηκε ότι στην πραγματικότητα ήταν κατάρα. Δεν ήταν πως δεν θα πέθαινα: δεν μπορούσα να πεθάνω. Ο δεκανέας Χόντα είχε δίκιο και σ’αυτό: θα ήταν καλύτερα να μην ήξερα τίποτα. Όταν η αποκάλυψη και η χάρη χάθηκαν, χάθηκε κι η ζωή μου. Αυτά τα ζωντανά πράγματα που κάποτε υπήρχαν μέσα μου, που γι ’ αυτό το λόγο είχαν μια κάποια αξία, τώρα ήταν νεκρά. Δ εν είχε μείνει τίποτα. Είχαν όλα καεί και είχαν γίνει στάχτη σ’εκείνο το ανελέητο φως. Η ζέστη που εκπεμπόταν από κείνη την αποκάλυψη ή τη χάρη είχε κάψει τον πυρήνα της ζωής μου, αυτό που μ ’έκανε τον άνθρωπο που ήμουν. Σίγουρα μου έλειπε η δύναμη να καταπολεμήσω αυτή τη ζέστη. Γι ’αυτό δεν φοβάμαι το θάνατο. Αν μη τι άλλο, ο νλικός θάνατος θα ήταν για μένα μια μορφή σωτηρίας. Θα με απελευθέρωνε για πάντα απ’ αυτή τη μάταιη φυλακή, απ’την οδύνη να είμαι αυτό που είμαι. Αλλά και πάλι σας επιβαρύνω με μια ατέλειωτη ιστορία. Ζητώ συγγνώμη. Όμως αυτό που θέλω να

σας μεταδώσω, κύριε Οκάντα, είναι το εξής: συνέβη να χάσω τη ζωή μου σε κάποιο συγκεκριμένο χρόνο στο παρελθόν και να ζήσω τα σαράντα και πάνω χρόνια που έχουν περάσει από τότε με τη ζωή μου χαμένη. Κι επειδή βρίσκομαι σ ’αυτή την περίεργη θέση, έχω καταλήξει στην άποψη ότι η ζωή είναι πολύ πιο περιορισμένο πράγμα απ’όσο φαντάζονται όσοι έχουν εμπλακεί στη δίνη της. Το φως καταναγκάζει την πράξη της ζωής για μια ανεπαίσθητη στιγμή — ίσως για μερικά δευτερόλεπτα όλο κι όλο. Εάν φύγει και δεν έχεις καταφέρει ν’ αρπάξεις την αποκάλυψη που οον προσφέρει, δεν υπάρχει δεύτερη ευκαιρία. Μπορεί να χρειαστεί να ζήσεις την υπόλοιπη ζωή ίον μέσα σε απύθμενα βάθη μοναξιάς και τύψεων. Σ’αυτό τον κόσμο τον μισοσκόταδον δεν μπορεί κανείς πια να προσβλέπει σε τίποτα. Το μόνο που έχει στα χέρια τον ένα τέτοιο πρόσωπο είναι το μαραμένο πτώμα τού τι θα έπρεπε να έχει υπάρξει. Εν πάση περιπτώσει, σας είμαι ευγνώμων που δεχτήκατε να με συναντήσετε, κύριε Οκάντα, και που σας είπα την ιστορία μου. Δεν ξέρω αν θα σας χρησιμεύσει σε τίποτε αυτή η ιστορία. Λέγοντας την όμως σ’ εσάς, νιώθω ότι επιτυχαίνω ένα είδος σωτηρίας. Όσο αδύναμη και αβέβαιη κι αν είναι, η οποιαδήποτε σωτηρία είναι για μένα θησαυρός. Δεν μπορώ επίσης να μην αναγνωρίσω τη διακριτική παρουσία των νημάτων της μοίρας, παραδεχόμενος ότι εκείνος που με οδήγησε σ’ αυτή δεν ήταν άλλος από τον κύριο Χόντα. Θυμηθείτε, παρακαλώ, κύριε Οκάντα, ότι υπάρχει κάποιος εδώ που στέλνει τις καλύτερες τον ευχές σ’ εσάς για μια ευτυχισμένη ζωή στα χρόνια που έρχονται. Ξαναδιάβασα ολόκληρο το γράμμα μια ακόμη φορά, πολύ προσεκτικά, και το ξανάβαλα στο φάκελό του. Το γράμμα του υπολοχαγού Μαμίγια με συγκίνησε με παράξενους τρόπους, αλλά στο μυαλό μου έφερε μόνο ασαφείς και μακρινές εικόνες. Ο υπολοχαγός Μαμίγια ήταν κάποιος που μπορούσα να εμπιστευτώ και ν’ αποδεχτώ, και μπορούσα επίσης να δεχτώ σαν αδιαμφισβήτητη αλήθεια όλα όσα ο ίδιος με διαβεβαίωνε πως είχαν συμβεί στην πραγματικότητα. Όμως η ίδια η έννοια της «πραγματικότητας» ή της «αλήθειας» ελάχιστες δυνατότητες είχε τότε να με πείσει. Αυτό που περισσότερο με συγκινούσε στο γράμμα του ήταν η αίσθηση της ματαιότητας που διαπερνούσε τα λόγια του υπολοχαγού: η απογοήτευση ότι ποτέ δεν είχε καταφέρει ν’ απεικονίσει ή να εξηγήσει οτιδήποτε σε ικανοποιητικό για τον ίδιο βαθμό. Πήγα στην κουζίνα και ήπια ένα ποτήρι νερό. Μετά άρχισα να περιφέρομαι στο σπίτι. Πήγα στην κρεβατοκάμαρα, κάθισα στο κρεβάτι και κοίταξα τα φορέματα της Κουμίκο έτσι όπως ήταν άψογα τακτοποιημένα στην ντουλάπα. Και σκέφτηκα: τι νόημα είχε η ζωή μου μέχρι τώρα; Κατάλαβα για ποιο πράγμα μιλούσε ο Νομπόρου Γουατάγια. Η πρώτη μου αντίδραση στα λόγια του ήταν ο θυμός, αλλά έπρεπε να παραδεχτώ πως είχε δίκιο. «Είσαι παντρεμένος με την αδερφή μου έξι ολόκληρα χρόνια», είχε πει, «και τι έκανες όλο αυτό το διάστημα; Τίποτα, έτσι δεν είναι; Το μόνο σου επίτευγμα μέσα σε έξι ολόκληρα χρόνια ήταν να εγκαταλείψεις τη δουλειά σου και να καταστρέψεις τη ζωή της Κουμίκο. Τώρα είσαι άνεργος και δεν έχεις κανένα σχέδιο για το μέλλον. Μέσα στο κεφάλι σου δεν έχεις παρά σκουπίδια και πέτρες». Δεν μπορούσα παρά να παραδεχτώ την ακρίβεια των παρατηρήσεών του. Αντικειμενικά μιλώντας, δεν είχα κάνει τίποτα το ουσιαστικό μέσα σ’ αυτά τα έξι χρόνια, κι αυτά που υπήρχαν μες στο κεφάλι μου πράγματι έμοιαζαν πολύ με σκουπίδια και πέτρες. Ήμουν ένα μηδενικό. Όπως ακριβώς είχε πει. Ήταν όμως αλήθεια πως είχα καταστρέψει τη ζωή της Κουμίκο;

Για πολλή ώρα κοίταξα τα φορέματα της, τις μπλούζες και τις φούστες της στην ντουλάπα. Ήταν οι σκιές που είχε αφήσει πίσω της. Έχοντας στερηθεί την ιδιοκτήτριά τους, αυτές οι σκιές ήταν καταδικασμένες να παραμείνουν εκεί κρεμασμένες, άψυχες. Πήγα στο μπάνιο κι έβγαλα το μπουκάλι με το άρωμα Κριστιάν Ντιόρ που κάποιος είχε κάνει δώρο στην Κουμίκο. Το άνοιξα και το μύρισα. Ήταν το ίδιο που είχα μυρίσει πίσω από τ’ αυτιά της το πρωί που είχε φύγει απ’ το σπίτι. Σιγά σιγά έχυσα το περιεχόμενο μέσα στο νεροχύτη. Καθώς το υγρό χυνόταν, μια έντονη μυρωδιά λουλουδιών (ποιων ακριβώς μου ήταν αδύνατο να θυμηθώ) γέμισε το δωμάτιο, περιδινίζοντας τις μνήμες μου με ανελέητη ένταση. Έχοντας στα ρουθούνια μου την έντονη αυτή μυρωδιά, έπλυνα το πρόσωπό μου και βούρτσισα τα δόντια μου. Μετά αποφάσισα να πάω να βρω τη Μαγιού Κασαχάρα. Όπως πάντα, στάθηκα στο στενό πίσω απ’ το σπίτι των Μιγιαουάκι περιμένοντας να εμφανιστεί η Μαγιού Κασαχάρα, αλλ’ αυτή τη φορά το κόλπο δεν έπιασε. Στηρίχτηκα στο φράχτη, έβαλα στο στόμα μου μια καραμέλα λεμόνι, κοίταξα το άγαλμα του πουλιού και σκέφτηκα το γράμμα του υπολοχαγού Μαμίγια. Σύντομα το φως της μέρας άρχισε να χάνεται. Αφού περίμενα για μισή ώρα περίπου, εγκατέλειψα την προσπάθεια. Η Μαγιού Κασαχάρα ήταν μάλλον κάπου έξω. Ακολούθησα την αντίστροφη διαδρομή κατά μήκος του αδιεξόδου μέχρι την αυλή του δικού μου σπιτιού και πήδηξα τη μάντρα. Μέσα ο χώρος ήταν γεμάτος απ’ τη βουβή, χλομή γκριζάδα ενός καλοκαιριάτικου απόβραδου. Και η Κρέτα Κάνο ήταν εκεί. Για μια φευγαλέα στιγμή νόμιζα πως είχα παραισθήσεις. Όμως όχι, ήταν το επόμενο επεισόδιο της πραγματικότητας. Ένα κάποιο ίχνος του αρώματος που είχα χύσει εξακολουθούσε να πλανιέται στον αέρα. Η Κρέτα Κάνο καθόταν στον καναπέ με τα χέρια στα γόνατά της. Την πλησίασα, αλλά σαν να είχε πάψει να κυλάει ο χρόνος μέσα της, δεν έκανε την παραμικρή κίνηση. Άναψα το φως και κάθισα στην καρέκλα απέναντί της. «Η πόρτα δεν ήταν κλειδωμένη», είπε τελικά. «Κι έτσι μπήκα». «Καλά έκανες», είπα. «Συνήθως αφήνω την πόρτα ξεκλείδωτη όταν βγαίνω απ’ το σπίτι». Φορούσε μια δαντελωτή λευκή μπλούζα, μοβ φούστα με φραμπαλάδες και μεγάλα σκουλαρίκια. Στον αριστερό καρπό της φορούσ’ ένα μεγάλο ζευγάρι όμοια βραχιόλια. Μόλις τα είδα, έπαθα σοκ. Ήταν σχεδόν ολόιδια με τα βραχιόλια που την είχα δει να φοράει στ’ όνειρό μου. Τα μαλλιά και το μεϊκάπ της είχαν το ίδιο στιλ όπως πάντα. Τα μαλλιά της κρατούσαν το συνηθισμένο τους σχήμα με μπόλικο σπρέι, λες κι είχε μόλις βγει από κομμωτήριο. «Δεν έχουμε πολύ χρόνο», είπε. «Πρέπει να επιστρέψω σπίτι αμέσως. Όμως ήθελα να βεβαιωθώ ότι θα είχα την ευκαιρία να μιλήσω μαζί σας, κύριε Οκάντα. Είδατε σήμερα την αδερφή μου και τον κύριο Γουατάγια, φαντάζομαι». «Ασφαλώς τους είδα. Δεν τρελάθηκα κι απ’ τη χαρά μου βέβαια». «Δεν έχετε κάτι να με ρωτήσετε σε σχέση μ’ αυτό;» ρώτησε. Πολύς κόσμος είχε αρχίσει τώρα τελευταία να μου κάνει πολλές και διάφορες ερωτήσεις. «Θα ήθελα να μάθω περισσότερα για τον Νομπόρου Γουατάγια», είπα. «Μου έχει κολλήσει η ιδέα ότι πρέπει να μάθω πιο πολλά γι’ αυτόν».

Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. «Θα ήθελα κι εγώ να μάθω περισσότερα για τον κύριο Γουατάγια. Νομίζω πως η αδερφή μου σας είπε ήδη ότι με βεβήλωσε μια φορά, πριν από πολύ καιρό. Δεν έχω χρόνο ν’ αναφερθώ σ’ αυτό σήμερα, αλλά θα το κάνω κάποια στιγμή στο μέλλον. Εν πάση περιπτώσει, ήταν κάτι που έγινε παρά τη θέλησή μου. Αρχικά είχε κανονιστεί να κάνω έρωτα μαζί του. Γι’ αυτό και δεν μπορεί κανείς να πει ότι επρόκειτο για βιασμό με την καθαυτό έννοια της λέξης. Όμως η πραγματικότητα είναι ότι με βεβήλωσε, κι αυτό με άλλαξε από πολλές απόψεις. Στο τέλος κατάφερα να συνέλθω απ’ την εμπειρία. Στην πραγματικότητα η εμπειρία μου έδωσε τη δυνατότητα (με τη βοήθεια της Μάλτας Κάνο, φυσικά) ν’ ανέβω σ’ ένα καινούργιο, ψηλότερο επίπεδο. Όποια και να ήταν η τελική έκβαση, το γεγονός παραμένει ότι ο Νομπόρου Γουατάγια ασέλγησε πάνω μου και με μόλυνε εκείνη τη φορά παρά τη θέλησή μου. Αυτό που μου έκανε ήταν απαράδεκτο κι επικίνδυνο. Ο κίνδυνος να χαθώ για πάντα ήταν απολύτως πραγματικός. Καταλαβαίνετε τι εννοώ;» Δεν καταλάβαινα τι εννοούσε. «Φυσικά, έκανα έρωτα και μ’ εσάς, κύριε Οκάντα, αλλ’ αυτό ήταν κάτι που έγινε με το σωστό τρόπο, για το σωστό σκοπό. Και κατά κανέναν τρόπο δεν με βεβήλωσε». Την κοίταξα κατάματα για μερικά δευτερόλεπτα, κι ήταν σαν να κοιτούσα έναν τοίχο με κόκκινα μπαλώματα. «Έκανες έρωτα μαζί μου;» «Ναι», είπε. «Την πρώτη φορά χρησιμοποίησα μόνο το στόμα μου, αλλά τη δεύτερη είχαμε κανονικές σχέσεις. Και τις δυο φορές στο ίδιο δωμάτιο. Το θυμάστε, φυσικά. Είχαμε τόσο λίγη ώρα την πρώτη φορά, που έπρεπε να βιαστούμε. Τη δεύτερη φορά είχαμε περισσότερο χρόνο στη διάθεσή μας». Ήταν αδύνατο να βρω μια εξήγηση γι’ αυτά που μου έλεγε. «Τη δεύτερη φορά φορούσα το φόρεμα της γυναίκας σας. Ένα μπλε ανοιχτό. Και βραχιόλια σαν αυτά εδώ στο αριστερό μου χέρι. Δεν θυμάστε;» Άπλωσε το αριστερό της χέρι προς το μέρος μου δείχνοντάς μου τα βραχιόλια. Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου. Η Κρέτα Κάνο είπε μετά: «Φυσικά, δεν είχαμε σχέσεις στην πραγματικότητα. Όταν εκσπερματώσατε, δεν το κάνατε μέσα μου, στο σώμα μου, αλλά μέσα στη συνείδησή σας. Καταλαβαίνετε; Ήταν μια κατασκευασμένη συνειδητότητα. Παρ’ όλ’ αυτά οι δυο μας μοιραζόμαστε το ίδιο συναίσθημα, ότι είχαμε, δηλαδή, μεταξύ μας κάποια σχέση». «Τι νόημα έχει να κάνει κάποιος κάτι τέτοιο;» «Για να μάθει», είπε. «Για να μάθει περισσότερα και βαθύτερα». Έβγαλα έναν αναστεναγμό. Αυτό ήταν θεότρελο. Όμως περιέγραψε τη σκηνή του ονείρου μου με εκπληκτική ακρίβεια. Περνώντας το δάχτυλό μου στα χείλη μου, ξέκλεψα μια ματιά στα δυο βραχιόλια του αριστερού της χεριού.

«Μπορεί να μην είμαι ιδιαίτερα έξυπνος», είπα με στεγνή φωνή, «αλλά δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι σε κατάλαβα απολύτως». «Στο δεύτερο όνειρό σας, όταν ήμουν στη μέση της ερωτικής πράξης μαζί σας, μια άλλη γυναίκα πήρε τη θέση μου. Σωστά; Δεν έχω ιδέα ποια ήταν. Όμως αυτό το περιστατικό σίγουρα πρέπει κάτι να σημαίνει για σας, κύριε Οκάντα. Αυτή την ιδέα ήθελα να σας μεταδώσω». Δεν είπα τίποτα. «Δεν πρέπει να έχετε τύψεις επειδή είχατε σχέση μαζί μου», είπε η Κρέτα Κάνο. «Βλέπετε, κύριε Οκάντα, εγώ είμαι πόρνη. Ήμουν κάποτε πόρνη του σαρκικού έρωτα, τώρα είμαι πόρνη του μυαλού. Τα πράγματα περνάνε μέσ’ από μένα». Σ’ αυτό το σημείο η Κρέτα Κάνο σηκώθηκε από κει που καθόταν κι έπεσε γονατιστή δίπλα μου κρατώντας και με τα δυο της χέρια τη μια μου παλάμη. Είχε απαλά, ζεστά και πολύ μικρά χέρια. «Σας παρακαλώ, κρατήστε με σφιχτά, κύριε Οκάντα. Εδώ και τώρα». Σηκωθήκαμε όρθιοι και πέρασα τα χέρια μου γύρω της. Πραγματικά δεν είχα ιδέα εάν αυτό που έκανα ήταν σωστό. Όμως το να κρατάω στην αγκαλιά μου την Κρέτα Κάνο εκείνη τη στιγμή, σ’ εκείνο ακριβώς το σημείο, δεν μου φαινόταν λανθασμένη κίνηση. Δεν μπορούσα να το εξηγήσω, αλλά έτσι ακριβώς ένιωθα. Τύλιξα τα χέρια μου γύρω απ’ το λεπτό της κορμί σαν να έπαιρνα το πρώτο μου μάθημα κλασικού χορού. Ήταν πολύ μικρόσωμη γυναίκα. Η κορυφή του κεφαλιού της ίσα που περνούσε το σαγόνι μου. Το στήθος της ερχόταν σ’ επαφή με το στομάχι μου. Ακούμπησε το μάγουλό της στο στέρνο μου. Και παρ’ όλο που δεν έκανε κανέναν ήχο όλη αυτή την ώρα, συνειδητοποίησα ότι έκλαιγε. Ένιωθα τη θέρμη των δακρύων της μέσ’ από το μπλουζάκι μου. Κοίταξα προς τα κάτω και είδα τα τέλεια φορμαρισμένα μαλλιά της να τρεμουλιάζουν. Ένιωσα ότι ζούσα ένα πολύ περίτεχνο όνειρο. Μόνο που δεν ήταν όνειρο. Αφού μείναμε σ’ αυτή τη θέση χωρίς να κουνιόμαστε για πάρα πολλή ώρα, αποτραβήχτηκε από πάνω μου, σαν να είχε ξαφνικά θυμηθεί κάτι. Κρατώντας με σε κάποια απόσταση, με κοίταξε. «Σας ευχαριστώ πάρα πολύ, κύριε Οκάντα», είπε. «Τώρα πρέπει να γυρίσω σπίτι». Μόλις είχε σταματήσει να κλαίει γοερά, αλλά το μεϊκάπ της είχε βγει απ’ αυτή τη δοκιμασία αλώβητο. Η αίσθηση της πραγματικότητας ήταν τώρα παράξενα απούσα. «Θα ξανάρθεις καμιά φορά στ’ όνειρό μου;» ρώτησα. «Δεν ξέρω», είπε κουνώντας ελαφρά το κεφάλι. «Αυτό δεν το ξέρω ούτ’ εγώ. Όμως σας παρακαλώ να μου έχετε εμπιστοσύνη. Ό,τι κι αν συμβεί, σας παρακαλώ να μη με φοβάστε και να μην είστε επιφυλακτικός σε ό,τι έχει να κάνει μ’ εμένα. Θα μου το υποσχεθείτε αυτό, κύριε Οκάντα;» Απάντησα κουνώντας ελαφρά το κεφάλι. Λίγο μετά η Κρέτα Κάνο έφυγε για το σπίτι της. Το σκοτάδι της νύχτας ήταν πιο πυκνό από ποτέ. Το μπροστινό μέρος της μπλούζας μου ήταν μούσκεμα απ’ τα δάκρυα. Έμεινα ξάγρυπνος μέχρι την αυγή, ανίκανος να κοιμηθώ. Δεν ένιωθα

νυσταγμένος, αλλά στην πραγματικότητα φοβόμουν να κοιμηθώ. Είχα την αίσθηση ότι αν μ’ έπαιρνε ο ύπνος, θα βρισκόμουν εγκλωβισμένος σε μια ροή κινούμενης άμμου που θα με μετέφερε σ’ έναν άλλο κόσμο, απ’ τον οποίο δεν θα μπορούσα να γυρίσω ποτέ. Έμεινα στον καναπέ μέχρι το πρωί πίνοντας κονιάκ και σκεφτόμενος την ιστορία της Κρέτας Κάνο. Ακόμα κι όταν τελείωσε η νύχτα, η παρουσία της Κρέτας Κάνο κι η μυρωδιά τού αρώματος του Κριστιάν Ντιόρ παρέμειναν στο σπίτι σαν αιχμάλωτες σκιές.

Όψεις μακρινών πόλεων Αιώνιο μισοφέγγαρο Η σκάλα έτοιμη

Το τηλέφωνο χτύπησε ακριβώς τη στιγμή που πήγαινε να με πάρει ο ύπνος. Προσπάθησα να το αγνοήσω, αλλά σαν να μπορούσε να διαβάσει τη σκέψη μου, συνέχισε να χτυπάει επίμονα: δέκα φορές, είκοσι φορές δεν είχε σκοπό να σταματήσει. Τελικά άνοιξα το ένα μάτι και κοίταξα το ρολόι. Έξι και κάτι το πρωί. Έξω απ’ το παράθυρο είδα το φως της μέρας που είχε ξημερώσει. Το τηλεφώνημα μπορεί να ήταν απ’ την Κουμίκο. Σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι, πήγα στο σαλόνι και σήκωσα το ακουστικό. «Εμπρός», είπα, αλλά ο συνομιλητής μου δεν είπε τίποτα. Προφανώς κάποιος ήταν στην άλλη άκρη της γραμμής, αλλά επέλεξε τη σιωπή. Έμεινα κι εγώ σιωπηλός. Και παρ’ όλο που είχα στραμμένη όλη την προσοχή μου στο ακουστικό, το μόνο που άκουγα ήταν ο ήχος μιας ανάσας. «Ποιος είναι;» ρώτησα, αλλά η σιωπή εξακολούθησε απ’ την άλλη άκρη του σύρματος. «Αν είσαι το πρόσωπο που παίρνει συνεχώς, τότε κάνε μου τη χάρη και πάρε λίγο αργότερα», είπα. «Δεν μου αρέσουν οι σεξοκουβέντες πρωινιάτικα, σε ικετεύω». «Το πρόσωπο που παίρνει συνεχώς;» ακούστηκε η φωνή τής Μαγιού Κασαχάρα. «Γιά πες μου, με ποια κάνεις σεξοκουβέντες, δεν μου λες;» «Με καμιά», είπα. «Με τη γυναίκα που κρατούσες στην αγκαλιά σου χθες το βράδυ; Μιλάς σεξουαλικά μαζί της στο τηλέφωνο;» «Όχι, δεν είν’ αυτή». «Γιά πες μου, κύριε Κουρδιστό Πουλί, πόσες γυναίκες σε τριγυρίζουν εκτός απ’ τη γυναίκα σου;» «Αυτό θα ήταν μια πάρα πολύ μεγάλη ιστορία», είπα, «Παρ’ όλ’ αυτά δεν παύει να είναι έξι η ώρα το πρωί και δεν έχω κοιμηθεί σχεδόν καθόλου. Να υποθέσω ότι ήρθες στο σπίτι μου χθες το βράδυ;» «Και σε είδα μαζί της αγκαλιασμένους σαν πιτσουνάκια». «Α, αυτό δεν είχε καμιά πραγματική σημασία», είπα. «Πώς να στο εξηγήσω; Ήταν κάτι σαν μια μικρή τελετή».

«Δεν χρειάζεται να δικαιολογείσαι σ’ εμένα», είπε η Μαγιού Κασαχάρα. «Δεν είμαι η σύζυγός σου. Δεν είναι δική μου δουλειά, αλλά θα μου επιτρέψεις να σου πω ένα πράγμα: την έχεις βάψει». «Μπορεί να έχεις δίκιο», είπα. «Περνάς μεγάλα ζόρια τώρα, το ξέρω αυτό. Όμως δεν μπορώ να μη σκεφτώ ότι τα ’θελες και τα ’παθες. Έχεις ένα βασικό πρόβλημα που τραβάει όλους τους άλλους μπελάδες σαν μαγνήτης. Μια γυναίκα με ελάχιστο μυαλό στο κεφάλι της θα σε απέφευγε όπως ο διάολος το λιβάνι». «Τι να σου πω; Μπορεί να έχεις δίκιο», ξαναείπα. Η Μαγιού Κασαχάρα έμεινε σιωπηλή για λίγη ώρα. Μετά ξερόβηξε και είπε, «Ήρθες στο στενάκι χτες το βράδυ, έτσι δεν είναι; Έμεινες αρκετή ώρα στο πίσω μέρος του σπιτιού μου σαν ερασιτέχνης διαρρήκτης. •. Μην ανησυχείς, σε είδα». «Και γιατί δεν βγήκες;» «Τα κορίτσια δεν βγαίνουν πάντα. Αυτό θα ’πρεπε να το ξέρεις, κύριε Κουρδιστό Πουλί, Μερικές φορές τους αρέσουν οι κακιούλες όπως, ας πούμε, αν ο τύπος γουστάρει να περιμένει, ε, τότε ας το ευχαριστηθεί!» Έβγαλα έναν απροσδιόριστο ήχο. «Όμως ομολογώ ότι ένιωσα άσχημα», συνέχισε. «Γι’ αυτό και κουβαλήθηκα μέχρι το σπίτι σου λίγο αργότερα σαν τη χαζή». «Κι εγώ κρατούσα στην αγκαλιά μου τη γυναίκα». «Ναι, αλλά, νά σου πω, ρε παιδί μου, δεν είναι λιγάκι βαρεμένη; Καμιά δεν ντύνεται έτσι σήμερα. Άσε αυτό το μεϊκάπ πια! Είναι σαν να βγήκε από άλλη εποχή. Θα πρέπει να πάει να την κοιτάξουνε, μου φαίνεται». «Μην ανησυχείς», είπα, «δεν είναι λοξή. Κάθε άνθρωπος έχει το δικό του γούστο». «Ναι, καλά. Οι άνθρωποι φυσικά πρέπει να έχουν τα δικά τους γούστα. Όμως οι φυσιολογικοί άνθρωποι δεν καταφεύγουν σε τέτοιου είδους παλαβομάρες μόνο και μόνο για το γούστο. Είναι πώς να στο πω;σαν να βγήκε από παλιό περιοδικό: τα πάντα επάνω της, απ’ την κορφή ώς τα νύχια». Σ’ αυτό δεν απάντησα. «Γιά πες μου, κύριε Κουρδιστό Πουλί, έκανες έρωτα μαζί της;» Δίστασα για μια στιγμή και είπα, «Όχι, δεν έκανα». «Αλήθεια;» «Αλήθεια. Η σχέση μου μαζί της δεν είναι σωματική».

«Τότε γιατί την κρατούσες;» «Μερικές φορές οι γυναίκες το νιώθουν αυτό: θέλουν κάποιον να τις κρατήσει». «Μπορεί να είναι κι έτσι», είπε η Μαγιού Κασαχάρα. «Αλλά μια τέτοια ιδέα μπορεί να είναι λίγο επικίνδυνη». «Σωστά», είπα. «Πώς τη λένε;» «Κρέτα Κάνο». Η Μαγιού Κασαχάρα έμεινε γι’ αρκετή ώρα σιωπηλή. «Με δουλεύεις, έτσι;» είπε όταν μίλησε τελικά. «Καθόλου. Και τ’ όνομα της αδερφής της είναι Μάλτα Κάνο». «Μάλτα;! Δεν μπορεί να είναι το πραγματικό της όνομα αυτό». «Όχι, δεν είναι. Είναι επαγγελματικό ψευδώνυμο». «Και τι δουλειά κάνουνε; Κανένα νούμερο στο τσίρκο; Ή μήπως έχουν καμιά ειδική σχέση με τη Μεσόγειο;» «Στην πραγματικότητα, όντως έχουν σχέση με τη Μεσόγειο». «Η αδερφή της ντύνεται σαν φυσιολογικός άνθρωπος;» «Λίγο πολύ», είπα. «Τα ρούχα της είναι πολύ πιο φυσιολογικά από της Κρέτας τουλάχιστον. Αν εξαιρέσεις ότι φοράει ένα κόκκινο πλαστικό καπέλο». «Κάτι μου λέει ότι κι αυτή είναι λίγο κούκου. Δεν μου λες, επίτηδες το κάνεις και νταραβερίζεσαι συνέχεια με τέτοιες παλαβιάρες;» «Αυτό θα ήταν μια επίσης μεγάλη ιστορία. Όταν τα πράγματα καταλαγιάσουν, ελπίζω να μπορέσω να σου εξηγήσω. Όμως όχι τώρα. Το κεφάλι μου είναι πολύ σκοτισμένο. Και η κατάσταση είναι ακόμη πιο μπερδεμένη απ’ ό,τι ήταν». «Ναι, εμένα μου λες;» είπε με μεγάλη δόση καχυποψίας στη φωνή. «Τέλος πάντων, η γυναίκα σου δεν έχει γυρίσει ακόμα, έτσι;» «Όχι, όχι ακόμα». «Ξέρεις, κύριε Κουρδιστό Πουλί, είσαι ενήλικος πια. Γιατί δεν χρησιμοποιείς λίγο το μυαλό σου; Αν η γυναίκα σου άλλαζε γνώμη και γύριζε σπίτι χτες το βράδυ, θα σ’ έβλεπε να κρατάς στην αγκαλιά σου μια γυναίκα. Τι θα γινότανε τότε;»

«Είν’ αλήθεια ότι αυτή η πιθανότητα υπήρχε». «Αν αυτό το τηλεφώνημα το έκανε εκείνη κι όχι εγώ, κι άρχιζες κατευθείαν να της μιλάς για τηλεφωνικό σεξ, τι θα σκεφτόταν, κατά τη γνώμη σου;» «Έχεις απόλυτο δίκιο», είπα. «Σου λέω ότι την έχεις βάψει», είπε εκείνη αναστενάζοντας. «Έχεις δίκιο, έχω μεγάλο πρόβλημα». «Πάψε να συμφωνείς με όσα λέω! Δεν θα λυθεί κανένα σου πρόβλημα με το να παραδέχεσαι τα λάθη σου. Είτε τα παραδέχεσαι είτε όχι, τα λάθη είναι λάθη». «Σωστά», είπα. Είχε πράγματι δίκιο. «Ε, εσύ δεν τρώγεσαι με τίποτα!» είπε η Μαγιού Κασαχάρα. «Τέλος πάντων, πες μου, τι ήθελες χθες το βράδυ. Ήρθες στο σπίτι μου για κάποιο λόγο, έτσι;» «Α, αυτό. Μη δίνεις σημασία». «Να μη δίνω σημασία;» «Ναι. Τελικά είναι... μη δίνεις σημασία». «Με άλλα λόγια, πήρες την αγκαλίτσα σου και δεν με χρειάζεσαι πια». «Όχι, δεν είν’ έτσι. Απλώς μου φάνηκε ότι » Κι αμέσως η Μαγιού Κασαχάρα έκλεισε το τηλέφωνο. Υπέροχα. Μαγιού Κασαχάρα, Μάλτα Κάνο, Κρέτα Κάνο, η γυναίκα τού τηλεφώνου και η Κουμίκο. Η Μαγιού Κασαχάρα είχε δίκιο: είχα παραπάνω γυναίκες απ’ όσες χρειαζόμουν γύρω μου αυτές τις μέρες. Κι η καθεμιά ήταν φορτωμένη με το δικό της ειδικό, δυσερμήνευτο πρόβλημα. Ήμουνα όμως υπερβολικά κουρασμένος για να μπορέσω να σκεφτώ. Έπρεπε να κοιμηθώ λίγο. Και υπήρχε κάτι που ήθελα να κάνω, αλλά μου ήταν αδύνατο να θυμηθώ τι... Ξαναγύρισα στο κρεβάτι μου και με πήρε ο ύπνος. Όταν ξύπνησα, έβγαλα ένα σακίδιο απ’ το συρτάρι. Ήταν αυτό που είχαμε πάντα για τους σεισμούς και άλλες καταστάσεις ανάγκης που θ’ απαιτούσαν την εγκατάλειψη του κτιρίου. Μέσα υπήρχε ένα μπουκάλι με νερό, ένα πακέτο κρακεράκια, ένας φακός κι ένας αναπτήρας. Ήταν ένα σετ που είχε αγοράσει η Κουμίκο όταν μετακομίσαμε σ’ αυτό το σπίτι, για την περίπτωση που θα ερχόταν κάποια στιγμή ο Μεγάλος Σεισμός. Το μπουκάλι τού νερού ήταν άδειο, τα κρακεράκια ήταν πανιασμένα κι οι μπαταρίες του φακού άδειες. Γέμισα το μπουκάλι με νερό, πέταξα τα κρακεράκια κι έβαλα στο φακό καινούργιες μπαταρίες. Μετά πήγα στο χρωματοπωλείο της περιοχής κι αγόρασα μια από κείνες τις ανεμόσκαλες που πουλάνε για επείγουσες καταστάσεις. Προσπάθησα να σκεφτώ τι άλλο

θα μπορούσα να χρειαστώ, αλλά τίποτα δεν μου ερχόταν στο μυαλό εκτός από καραμελίτσες λεμόνι. Έκανα μια βόλτα στο σπίτι κλείνοντας παράθυρα και φώτα. Βεβαιώθηκα πως η μπροστινή πόρτα ήταν κλειδωμένη, αλλά μετά άλλαξα γνώμη. Κάποιος μπορεί να ερχόταν να με ψάξει όσο θα έλειπα. Μπορεί να γύριζε πίσω η Κουμίκο. Κι εκτός αυτού, δεν υπήρχε εδώ τίποτα να κλέψουν. Άφησα ένα σημείωμα στο τραπέζι της κουζίνας: «Φεύγω για λίγο. Θα επιστρέψω σύντομα. Τ.» Αναρωτήθηκα τι θα σκεφτόταν η Κουμίκο αν έβρισκε αυτό το σημείωμα. Πώς θα το έπαιρνε; Το τσαλάκωσα κι έγραψα καινούργιο: «Πρέπει να λείψω για κάποια σημαντική δουλειά. Επιστρέφω σύντομα. Παρακαλώ περίμενε. Τ.» Φορώντας στρατιωτικό παντελόνι, κοντομάνικο πουκάμισο χωρίς γιακά και με το σακίδιο στην πλάτη, κατέβηκα απ’ τη βεράντα στην αυλή. Όλα γύρω μου έδειχναν πως είχε μπει πια το καλοκαίρι καλοκαίρι κατακαλόκαιρο, χωρίς ναι μεν αλλά. Η λάμψη του ήλιου, η μυρωδιά της αύρας, το γαλάζιο τ’ ουρανού, το σχήμα των σύννεφων, το τερέτισμα των τζιτζικιών: όλα διαλαλούσαντην αυθεντική άφιξη του καλοκαιριού. Και στη μέση εγώ, μ’ ένα σακούλι στην πλάτη, να πηδάω πάνω απ’ τον τοίχο του κήπου και να προσγειώνομαι στο σοκάκι. Κάποτε, όταν ήμουν παιδί, το είχα σκάσει απ’ το σπίτι ένα όμορφο καλοκαιριάτικο πρωινό σαν κι αυτό. Δεν θυμόμουν τι με είχε οδηγήσει στην απόφασή μου να φύγω. Μπορεί να τα είχα βάλει με τους γονείς μου. Έφυγ’ από το σπίτι μ’ ένα σακίδιο στην πλάτη και στην τσέπη όλα τα χρήματα που είχα καταφέρει να μαζέψω. Είπα στη μητέρα μου ότι θα πήγαινα εκδρομή με κάποιους φίλους και την έβαλα να μου ετοιμάσει φαγητό για το μεσημέρι. Υπήρχαν ωραίοι λόφοι για περπάτημα ακριβώς πάνω απ’ το σπίτι μας και τα παιδιά συχνά πήγαιναν για πορεία εκεί χωρίς την επίβλεψη ενηλίκων. Μόλις βγήκα απ’ το σπίτι, πήρα ένα λεωφορείο που πέρναγε τυχαία και πήγα μέχρι το τέρμα της γραμμής. Για τα δικά μου μέτρα, είχα φτάσει σε μια περίεργη και μακρινή πόλη. Πήρα δεύτερο λεωφορείο κι έφτασα σε μια ακόμη πιο παράξενη -κι ακόμη πιο μακρινή πόλη. Χωρίς να ξέρω καν το όνομα του μέρους όπου βρισκόμουν, βγήκα απ’ το λεωφορείο κι άρχισα να περιπλανιέμαι στους δρόμους. Δεν υπήρχε τίποτα το ιδιαίτερο σ’ αυτή τη συγκεκριμένη γειτονιά: ήταν λίγο πιο ζωντανή απ' τη δική μου και λίγο πιο κακοπερασμένη. Είχε έναν κεντρικό δρόμο με μαγαζιά δεξιά κι αριστερά, ένα σταθμό τρένου και μερικά μικρά εργοστάσια. Απ’ το κέντρο της περνούσε ένα ποταμάκι κι απέναντι απ’ αυτό υπήρχε ένα σινεμά. Η ταμπέλα απέξω έγραφε ότι έπαιζε ένα γουέστερν. Το μεσημέρι κάθισα σ’ ένα παγκάκι του πάρκου κι έφαγα το γεύμα μου. Έμεινα στην πόλη αυτή μέχρι το απόγευμα, κι όταν ο ήλιος άρχισε να δύει, το ίδιο έκανε κι η καρδιά μου. Αυτή είναι η τελευταία σου ευκαιρία να γυρίσεις πίσω, είπα στον εαυτό μου. Όταν πέσει εντελώς το σκοτάδι, μπορεί να μην τα καταφέρεις ποτέ να φύγεις από δω. Γύρισα σπίτι με τα ίδια λεωφορεία που με είχαν πάει ως εκεί. Έφτασα πριν από τις εφτά και κανείς δεν παρατήρησε την απουσία μου. Οι γονείς μου νόμιζαν πως ήμουν στους λόφους με τ’ άλλα παιδιά. Το συγκεκριμένο περιστατικό το είχα ξεχάσει. Όμως τη στιγμή που έπιασα τον εαυτό μου να πηδάει τον τοίχο φορώντας το σακίδιο, η συγκεκριμένη αίσθηση ξαναγύρισε η απερίγραπτη μοναξιά που είχα νιώσει καθώς στεκόμουν μόνος μου σε άγνωστους δρόμους με άγνωστους ανθρώπους κι άγνωστα σπίτια γύρω μου, να παρακολουθώ τον απογευματινό ήλιο να χάνει λίγο λίγο το φως του. Και μετά σκέφτηκα την Κουμίκο: την Κουμίκο που είχε εξαφανιστεί κάπου παίρνοντας μαζί της μόνο μια τσάντα μαζί με την μπλούζα και τη φούστα απ’ το καθαριστήριο. Είχε χάσει την τελευταία της ευκαιρία να γυρίσει σπίτι. Και τώρα είχε ξεμείνει σε κάποια περίεργη και μακρινή πόλη. Δεν

μπορούσα ν’ αντέξω στη σκέψη ότι μπορεί να της συνέβαινε κάτι τέτοιο. Όμως όχι, δεν μπορεί να ήταν μόνη. Πρέπει να ήταν με κάποιον άντρα. Μόνο έτσι μπορούσα να το εξηγήσω. Σταμάτησα να σκέφτομαι την Κουμίκο. Ακολούθησα το σοκάκι. Το γρασίδι κάτω απ’ τα πόδια μου είχε χάσει το ζωηρό πράσινο χρώμα που είχε την περίοδο των βροχών την άνοιξη, και τώρα είχε την τυπική μουντή όψη που έπαιρνε το γρασίδι το καλοκαί-pi. Κάθε λίγο και λιγάκι, μέσ’ απ’ τα φυλλαράκια του γρασιδιού πετιόταν κάποια ακρίδα καθώς προχωρούσα. Μερικές φορές πηδούσαν δεξιά κι αριστερά ακόμα και βατράχια. Το αδιέξοδο είχε μετατραπεί σε σύμπαν μικρών πλασμάτων κι εγώ δεν ήμουν παρά ένας εισβολέας που είχε έρθει να ανατρέψει την καθεστηκυία τάξη. Όταν έφτασα στο άδειο σπίτι των Μιγιαουάκι, άνοιξα την πόρτα του κήπου και μπήκα χωρίς να διστάσω καθόλου. Διέσχισα το άγριο κι ακούρευτο γρασίδι μέχρι το μέσο της αυλής, πέρασα το μαυρισμένο απ’ την πολυκαιρία άγαλμα του πουλιού, που συνέχιζε να κοιτάζει τον ουρανό, κι έκανα το γύρο του σπιτιού ελπίζοντας πως η Μαγιού Κασαχάρα δεν με είχε δει να μπαίνω. Τ ο πρώτο πράγμα που έκανα όταν έφτασα στο πηγάδι ήταν να κατεβάσω τους τσιμεντόλιθους που κρατούσαν στη θέση του το καπάκι και να βγάλω το ένα απ’ τα δύο ξύλινα ημικύκλια. Για να βεβαιωθώ ότι πράγματι δεν υπήρχε νερό στον πάτο του πηγαδιού, έριξα μέσα ένα βότσαλο, όπως είχα κάνει και την άλλη φορά. Και πάλι το βότσαλο ακούστηκε να χτυπάει σε στεγνό πάτο. Δεν υπήρχε νερό. Άφησα κάτω το σακίδιό μου, έβγαλα έξω την ανεμόσκαλα κι έδεσα τη μια της άκρη στον κορμό του κοντινού δέντρου. Την τράβηξα όσο πιο δυνατά μπορούσα για να βεβαιωθώ πως θα κρατήσει. Αυτό ήταν ένα απόλυτα απαραίτητο στάδιο. Αν, από κάποια παραξενιά της τύχης, η σκάλα χαλάρωνε ή λυνόταν, το πιθανότερο ήταν ότι δεν θα κατάφερνα ποτέ να ξαναβγώ από κει. Κρατώντας τον όγκο των σκοινιών στα χέρια μου, άρχισα να κατεβάζω τη σκάλα μες στο πηγάδι. Κρεμάστηκε ολόκληρη, αλλά δεν την ένιωσα να πιάνει πάτο. Ήταν απίθανο να είναι πιο κοντή απ’ ό,τι έπρεπε: είχα αγοράσει την πιο μακριά ανεμόσκαλα που υπήρχε στο εμπόριο. Όμως το πηγάδι ήταν βαθύ. Έριξα τη δέσμη του φακού προς τα κάτω, αλλά δεν μπόρεσα να διακρίνω αν η σκάλα είχε φτάσει μέχρι το τέρμα. Η ακτίνα του φωτός έφτανε μέχρι ένα ορισμένο σημείο και μετά την κατάπινε το σκοτάδι. Κάθισα στο πεζούλι του πηγαδιού κι αφουγκράστηκα. Μερικά τζιτζίκια τσίριζαν στα δέντρα σαν να έκαναν διαγωνισμό ξεφωνητού και πνευμόνων. Δεν άκουγα όμως καθόλου πουλιά. Θυμήθηκα το κουρδιστό πουλί με αρκετή δόση νοσταλγίας. Μπορεί να μην του άρεσε να συναγωνίζεται τα τζιτζίκια και να είχε αποσυρθεί κάπου άλλου για να τ’ αποφύγει. Γύρισα τις παλάμες μου προς τα πάνω για να τις δει το φως. Σχεδόν αμέσως τις ένιωσα να ζεσταίνονται λες κι οι ακτίνες του ήλιου διαπότιζαν το δέρμα, διεισδύοντας ακόμη και στ’ αυλάκια απ’ τ’ αποτυπώματά μου. Το φως κυβερνούσε τα πάντα εδώ έξω. Το κάθε αντικείμενο, βουτηγμένο στο φως, έλαμπε με το λαμπρό χρώμα του καλοκαιριού. Ακόμα και άυλα πράγματα όπως ο χρόνος

κι η μνήμη μοιράζονταν την ευλογία του καλοκαιρινού φωτός. Έβαλα στο στόμα μου μια καραμέλα λεμόνι και παρέμεινα καθισμένος εκεί μέχρι που η καραμέλα έλιωσε. Ύστερα τράβηξα για μια ακόμη φορά δυνατά τη σκάλα, για να βεβαιωθώ πως ήταν δεμένη στέρεα. Η κάθοδος, με τη βοήθεια της ανεμόσκαλας, στο πηγάδι ήταν πολύ δυσκολότερη απ’ ότι είχα φανταστεί. Φτιαγμένη από ένα κράμα βαμβακερού και νάιλον, η σκάλα ήταν αναμφίβολα γερή, αλλά το πάτημά μου επάνω της ήταν εντελώς ασταθές. Οι λαστιχένιες σόλες των αθλητικών μου παπουτσιών γλιστρούσαν κάθε φορά που έριχνα το βάρος μου στο ένα απ’ τα δυο πόδια. Τα χέρια μου έπρεπε να κρατιούνται τόσο δυνατά απ’ τα σκοινιά, που οι παλάμες μου άρχισαν να πονάνε. Κατέβαινα αργά και προσεκτικά, ένα σκαλί τη φορά. Όμως όσο κι αν προχωρούσα, δεν υπήρχε πάτος. Η κάθοδός μου έμοιαζε να κρατάει αιώνες. Υπενθύμισα στον εαυτό μου τον ήχο του βότσαλου που χτυπούσε κάτω. Το πηγάδι όντως είχε πάτο! Αυτό που έπαιρνε τόση ώρα ήταν η αδέξια κάθοδός μου μ’ αυτή την καταραμένη σκάλα. Όταν είχα πια μετρήσει είκοσι σκαλιά, με κατέλαβε ένα κύμα τρόμου. Ήρθε ξαφνικά, σαν ηλεκτρική εκκένωση, και μ’ άφησε παγωμένο στη θέση που βρισκόμουν. Οι μύες μου έγιναν σκληροί σαν πέτρα. Από κάθε πόρο του σώματός μου ξεχυνόταν ιδρώτας και οι γάμπες μου άρχισαν να τρέμουν. Δεν υπήρχε περίπτωση να είναι τόσο βαθύ αυτό το πηγάδι. Βρισκόμασταν στο κέντρο τού Τόκιο. Ήταν δίπλα ακριβώς an το σπίτι στο οποίο έμενα. Κράτησα την ανάσα μου κι αφουγκράστηκα, αλλά δεν μπορούσα ν’ ακούσω το παραμικρό. Οι δυνατοί χτύποι της καρδιάς μου αντηχούσαν στ’ αυτιά μου με τέτοια ένταση, που δεν μπορούσα ν’ ακούσω ούτε καν τα τζιτζίκια πάνω απ’ το κεφάλι μου. Πήρα μια βαθιά ανάσα. Είχα φτάσει πια στο εικοστό σκαλί και μου ήταν αδύνατο να προχωρήσω άλλο κάτω ή να γυρίσω στην επιφάνεια. Ο αέρας μες στο πηγάδι ήταν ψυχρός και μύριζε χωματίλα. Ήταν ένας ξεχωριστός κόσμος αυτός, ένας κόσμος αποκομμένος απ’ την επιφάνεια, όπου ο ήλιος έλαμπε με τέτοια γαλαντομία. Κοίταξα ψηλά το στόμιο του πηγαδιού, που τώρα έμοιαζε απειροελάχιστο. Το κυκλικό άνοιγμα ήταν κομμένο στη μέση απ’ το ξύλινο κάλυμμα που είχ’ αφήσει στη θέση του. Από κάτω έμοιαζε με μισοφέγγαρο που κολυμπούσε στο νυχτερινό ουρανό. «Ένα μισοφέγγαρο θα κρατήσει πολλές μέρες», είχε πει η Μάλτα Κάνο. Το είχε προβλέψει στο τηλέφωνο. Υπέροχα. Κι όταν μου πέρασε απ’ το μυαλό αυτή η σκέψη, ένιωσα ένα μέρος της δύναμής μου να εγκαταλείπει το σώμα μου. Οι μύες μου χαλάρωσαν κι ο συμπαγής όγκος αέρα που είχε εγκλωβιστεί μέσα μου απελευθερώθηκε και βγήκε σαν ανάσα. Συγκεντρώνοντας την τελευταία ικμάδα δύναμης που είχα, συνέχισα να κατεβαίνω τη σκάλα. Λίγο παρακάτω, είπα στον εαυτό μου. Πολύ λίγο. Μην ανησυχείς, υπάρχει πάτος. Και στο εικοστό τρίτο σκαλί τον έφτασα. Το πόδι μου είχε έρθει σ’ επαφή με το χώμα στον πάτο του πηγαδιού. Το πρώτο που έκανα μες στο σκοτάδι ήταν να δοκιμάσω με την άκρη του παπουτσιού μου την επιφάνεια στην οποία πατούσα, χωρίς ν’ αφήσω τη σκάλα, μήπως και υπήρχε κάτι εκεί κάτω απ’ το οποίο θα ’πρεπε ν’ απομακρυνθώ. Αφού βεβαιώθηκα ότι δεν υπήρχε νερό ούτε κάτι άλλο ανεπιθύμητο, πάτησα και με τα δυο μου πόδια στο έδαφος. Αφήνοντας κάτω το σακίδιό μου, βρήκα ψαχουλευτά το φερμουάρ κι έβγαλα το φακό. Η λάμψη του φακού μού έδωσε την πρώτη καθαρή εικόνα του χώρου. Η επιφάνεια του εδάφους δεν ήταν ούτε πολύ σκληρή ούτε πολύ μαλακή. Κι

ευτυχώς, το χώμα ήταν στεγνό. Υπήρχαν εκεί μαζεμένες μερικές πέτρες που πρέπει να είχαν ρίξει κατά καιρούς διάφοροι άνθρωποι. Το μόνο άλλο πράγμα εκεί κάτω ήταν μια παλιά σακούλα από τσιπς. Φωτισμένος απ’ το φακό, ο πάτος του πηγαδιού μού θύμιζε την επιφάνεια της σελήνης όπως την είχα δει στην τηλεόραση πριν από χρόνια. Ο κυλινδρικός τσιμεντένιος τοίχος του πηγαδιού ήταν γυμνός και λείος, με ελάχιστες ανωμαλίες, εκτός από κάποια εξογκώματα από λειχήνες που φύτρωναν εδώ κι εκεί. Ανέβαινε ίσια προς τα πάνω σαν καμινάδα, με το μικρό μισοφέγγαρο του φωτός στο άνοιγμα πάνω ψηλά. Κοιτάζοντας ίσια πάνω, καταλάβαινα πόσο βαθύ ήταν το πηγάδι. Τράβηξα για μια ακόμη φορά δυνατά το σκοινί της σκάλας. Το ένιωσα γερό κι αναθάρρησα. Όσο έμενε στη θέση της, θα μπορούσα να γυρίσω στην επιφάνεια όποτε ήθελα. Μετά πήρα μια βαθιά ανάσα. Εκτός από μια ελαφριά μυρωδιά μούχλας, δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα με τον αέρα. Η μεγαλύτερή μου ανησυχία ήταν αυτή. Ο αέρας στο βάθος ενός πηγαδιού είναι κατά κανόνα στάσιμος, και πολλά ξερά πηγάδια έχουν δηλητηριώδη αέρια που περνάνε μέσ’ απ’ το χώμα. Πολλά χρόνια πριν, είχα διαβάσει στην εφημερίδα για κάποιον που έσκαβε πηγάδια κι έχασε τη ζωή του από μεθάνιο στον πάτο ενός πηγαδιού. Παίρνοντας βαθιά ανάσα, κάθισα στον πυθμένα με την πλάτη μου στηριγμένη στο τοίχωμα. Έκλεισα τα μάτια κι άφησα το σώμα μου να προσαρμοστεί στο χώρο. Εντάξει λοιπόν, σκέφτηκα: είχα φτάσει επιτέλους στον πάτο ενός πηγαδιού.

Κανονίζοντας τα κληρονομικά Μελετώντας μέδουσες Μια αίσθηση απόστασης Έμεινα καθιστός στο σκοτάδι. Πέρα ψηλά, σαν οιωνός, κολυμπούσε το τέλειο μισοφέγγαρο του φωτός, που έπαιρνε σχήμα απ’ το σκέπαστρο του πηγαδιού. Κι όμως το φως της επιφάνειας δεν κατάφερνε να φτάσει μέχρι τον πάτο. Καθώς περνούσε η ώρα, τα μάτια μου άρχισαν να συνηθίζουν σιγά σιγά στο σκοτάδι. Μετά από λίγο μπορούσα να διακρίνω αμυδρά το σχήμα του χεριού μου αν το ’φερνα πολύ κοντά στο πρόσωπό μου. Αλλα πράγματα γύρω μου άρχισαν σιγά σιγά να παίρνουν το καθένα το δικό του θαμπό σχήμα, σαν δειλά ζωάκια που άφηναν τις επιφυλάξεις τους κατά μέρος όσο πιο αργά μπορούσαν. Όσο κι αν συνήθιζαν τα μάτια μου όμως, το σκοτάδι δεν έπαψε ούτε στιγμή να είναι σκοτάδι. Οτιδήποτε προσπαθούσα να κοιτάξω και να εστιάσω τό βλέμμα μου πάνω του, έχανε το σχήμα του κι αναμειγνυόταν αθόρυβα με το γύρω σκοτάδι. Αυτό θα μπορούσε ίσως να ονομαστεί «χλομό σκοτάδι», αλλά όσο χλομό κι αν ήταν, είχε το δικό του βαθμό πυκνότητας, η οποία ορισμένες φορές δίνει σ’ ένα σκοτάδι πολύ μεγαλύτερη σπουδαιότητα απ’ όση μπορεί ποτέ να έχει το απόλυτο, πηχτό σκοτάδι. Μέσα σ’ αυτό μπορούσες να δεις κάτι. Και ταυτόχρονα δεν μπορούσες να δεις απολύτως τίποτα. Εδώ λοιπόν, σ’ αυτό το σκοτάδι με την παράξενη σπουδαιότητά του, οι αναμνήσεις μου άρχισαν ν’ αποκτούν μια δύναμη που δεν είχαν ποτέ πριν. Οι αποσπασματικές εικόνες που αναβίωναν μέσα μου ήταν κατά μυστήριο τρόπο πολΰ ζωηρές και λεπτομερείς, σε σημείο που να νομίζω ότι θα μπορούσα να τις αγγίξω με τα χέρια. Έκλεισα τα μάτια μου κι έφερα στο μυαλό μου την εποχή, πριν από οκτώ χρόνια, που γνώρισα την Κουμίκο. Συνέβη στην αίθουσα αναμονής του πανεπιστημιακού νοσοκομείου της Κάντα. Πήγαινα τότε στο νοσοκομείο σχεδόν κάθε μέρα για να δω έναν πλούσιο πελάτη σχετικά με τη σύνταξη της διαθήκης του. Εκείνη ερχόταν στο νοσοκομείο κάθε μέρα στα διαλείμματα των μαθημάτων για να φροντίζει τη μητέρα της, που είχε μόλις εγχειριστεί για έλκος δωδεκαδακτύλου. Η Κουμίκο φορούσε τζιν ή κοντή φούστα και πουλόβερ κι είχε τα μαλλιά της αλογοουρά. Μερικές φορές φορούσε παλτό, μερικές φορές όχι, ανάλογα με τις διαθέσεις του νοεμβριάτικου καιρού. Είχε πάντα μια τσάντα με βιβλία μαζί της, πανεπιστημιακά συγγράμματα μάλλον, κι ένα μπλοκ σχεδίου. Το απόγευμα της πρώτης κιόλας μέρας που πήγα στο νοσοκομείο, η Κουμίκο ήταν εκεί, καθισμένη στον καναπέ με σταυρωμένα τα πόδια, φορώντας μαύρα παπούτσια χωρίς τακούνι και διαβάζοντας ένα βιβλίο. Κάθισα απέναντι της τσεκάροντας το ρολόι μου κάθε πέντε λεπτά μέχρι να έρθει η ώρα του ραντεβού μου με τον πελάτη, το οποίο είχε αναβληθεί για μιάμιση ώρα, για κάποιο λόγο που κανείς δεν μου είχε εξηγήσει. Η Κουμίκο δεν σήκωσε ούτε μια φορά τα μάτια της απ’ το βιβλίο. Είχε πολύ όμορφες γάμπες. Το γεγονός ότι καθόταν απέναντι μου έκανε την αναμονή πολύ πιο υποφερτή. Έπιασα τον εαυτό μου να σκέφτεται πώς να ένιωθε άραγε μια γυναίκα με τόσο όμορφο (ή τουλάχιστον εξαιρετικά έξυπνο) πρόσωπο κι εκπληκτικές γάμπες. Αφού ειδωθήκαμε αρκετές φορές στην αίθουσα αναμονής, η Κουμίκο κι εγώ αρχίσαμε να

κουβεντιάζουμε περί ανέμων και υδάτων ανταλλάσσοντας περιοδικά που είχαμε διαβάσει ή τρώγοντας φρούτα από ένα καλάθι που κάποιος είχε φέρει στη μητέρα της. Βαριόμασταν θανάσιμα, γι’ αυτό και είχαμε ανάγκη κάποιον της ηλικίας μας για να μιλήσουμε. Η Κουμίκο κι εγώ νιώσαμε κάτι ανάμεσά μας απ’ την αρχή. Δεν ήταν απ’ αυτά τα έντονα κι αυθόρμητα συναισθήματα που χτυπάνε κατακέφαλα δυο ανθρώπους σαν ηλεκτρική εκκένωση όταν πρωτοσυναντιούνται, αλλά κάτι πιο ήρεμο και πιο γλυκό, σαν δυο μικρά φωτάκια που ταξιδεύουν συντονισμένα μέσα σ’ ένα απέραντο σκοτάδι και στην πορεία αρχίζουν ανεπαίσθητα να πλησιάζουν το ένα το άλλο. Καθώς οι συναντήσεις μας άρχισαν να γίνονται όλο και πιο συχνές, ένιωθα όχι τόσο πως είχα συναντήσει κάποιο καινούργιο άτομο, όσο πως είχα ξανασυναντήσει ένα χαμένο παλιό φίλο. Σύντομα δεν με ικανοποιούσαν οι αποσπασματικές μικροκουβεντούλες που καταφέρναμε να στριμώξουμε ανάμεσα σε χίλια άλλα πράγματα στους χώρους του νοσοκομείου. Είχα την επιθυμία να τη συναντήσω κάπου αλλού, έτσι ώστε να μπορέσουμε να μιλήσουμε μεταξύ μας κανονικά. Τελικά, μια μέρα, αποφάσισα να της ζητήσω να βγούμε. «Νομίζω ότι και οι δυο μας χρειαζόμαστε αλλαγή ατμόσφαιρας», είπα. «Ας φύγουμε από δω κι ας πάμε κάπου αλλού όπου δεν υπάρχουν ούτε ασθενείς ούτε πελάτες». Η Κουμίκο το σκέφτηκε για λίγο και είπε: «Στο ενυδρείο;» Κι έτσι δώσαμε στο ενυδρείο το πρώτο μας ραντεβού. Η Κουμίκο έφερε εκείνο το κυριακάτικο πρωινό μια αλλαξιά ρούχα για τη μητέρα της και με συνάντησε στην αίθουσα αναμονής του νοσοκομείου. Ήταν μια ζεστή, ασυννέφιαστη μέρα και η Κουμίκο φορούσε ένα απλό λευκό φόρεμα κάτω από μια γαλάζια καζάκα. Από τότε μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση ο τρόπος με τον οποίο ντυνόταν. Μπορούσε να φοράει το πιο απλό ρούχο και να καταφέρνει, πότε γυρίζοντας ένα μανίκι, πότε σηκώντας το γιακά, να το μετατρέπει σε κάτι αισθησιακό. Ήταν μια ιδιαίτερη ικανότητα που είχε. Κι εγώ έβλεπα ότι φρόντιζε τα ρούχα της με μια προσοχή που έφτανε τα όρια του έρωτα. Όποτε ήμουνα μαζί της, όποτε περπατούσα δίπλα της, έπιανα τον εαυτό μου να κοιτάζει τα ρούχα της με θαυμασμό. Οι μπλούζες της δεν είχαν ποτέ ούτε μια ζάρα. Οι πιέτες της κρέμονταν τέλεια ευθυγραμμισμένες. Ό,τι άσπρο φορούσε, έμοιαζε ολοκαίνουργιο. Τα παπούτσια της δεν ήταν ποτέ χτυπημένα ή λερωμένα. Κοιτώντας αυτά που φορούσε, μπορούσα να φανταστώ τις μπλούζες και τα πουλόβερ της άψογα διπλωμένα κι ευθυγραμμισμένα στα συρτάρια της ντουλάπας της, τις φούστες και τα φορέματά της να κρέμονται από κρεμάστρες μέσα σε πλαστικές σακούλες στην ντουλάπα (κι όλ’ αυτά τα είδα να συμβαίνουν στην πραγματικότητα όταν παντρευτήκαμε). Περάσαμ’ εκείνο το απόγευμα μαζί στο ενυδρείο του ζωολογικού κήπου Ουένο, Ο καιρός ήταν τόσο όμορφος εκείνη την ημέρα, που σκέφτηκα ότι θα ήταν πολύ καλύτερα να βγούμε έξω και να περπατήσουμε στον κήπο. Της είπα την ιδέα μου καθώς πηγαίναμε με το τρένο προς το Ουένο, αλλά προφανώς εκείνη είχε αποφασίσει να πάει στο ενυδρείο. Αφού αυτό ήθελε, εγώ δεν μπορούσα να έχω καμιά αντίρρηση. Στο ενυδρείο υπήρχε μια έκτακτη έκθεση με μέδουσες και τις είδαμε μία-μία απ’ την αρχή ώς το τέλος, διάφορα σπάνια δείγματα απ’ όλα τα μέρη του κόσμου. Έπλεαν τρεμουλιαστές στις δεξαμενές τους, έχοντας όποια μορφή και μέγεθος μπορούσε κανείς να φανταστεί: από ένα απειροελάχιστο μαλλιαρό σκουπιδάκι μεγέθους νυχιού μέχρι τέρατα με διάμετρο πάνω από ένα μέτρο. Για Κυριακή, το ενυδρείο δεν είχε και πολύ κόσμο. Στην

πραγματικότητα θα μπορούσε κανείς να πει πως ήταν άδειο. Η μέρα ήταν τόσο όμορφη, που ο κόσμος είχε μάλλον προτιμήσει να δει τους ελέφαντες και τις καμηλοπαρδάλεις παρά τις μέδουσες. Αν και δεν είπα τίποτα στην Κουμίκο, στην πραγματικότητα σιχαινόμουν τις μέδουσες. Με είχαν τσιμπήσει πολλές φορές καθώς κολυμπούσα στον ωκεανό όταν ήμουν μικρός. Μια φορά, καθώς κολυμπούσα μόνος στ’ ανοιχτά, έπεσα σ’ ένα ολόκληρο κοπάδι από δαύτες. Μόλις συνειδητοποίησα τι είχα κάνει, ήμουν ήδη περικυκλωμένος. Ποτέ δεν θα ξεχάσω τη γλοιώδη, ψυχρή αίσθηση του αγγίγματος τους. Στο κέντρο αυτής της δίνης των μεδουσών με κατέλαβε ένας ανείπωτος τρόμος, σαν να είχα συμπαρασυρθεί σ’ ένα σκοτάδι χωρίς τέλος. Για κάποιο περίεργο λόγο δεν με τσίμπησε καμία, αλλά μες στον πανικό μου κατάπια μπόλικο θαλασσινό νερό. Αυτός ήταν κι ο λόγος για τον οποίο θα ήθελα να είχα αποφΰγει την έκθεση των μεδουσών και, αν ήταν δυνατό, να πήγαινα να θαυμάσω κάποιο πιο φυσιολογικό ψάρι, όπως ο τόνος ή το φαγκρί. Η Κουμίκο όμως είχε καταγοητευτεί. Σταματούσε σε κάθε δεξαμενή, στηριζόταν στο κάγκελο κι έμενε καρφωμένη εκεί, σαν να είχε ξεχάσει το πέρασμα του χρόνου. «Κοίτα, κοίτα», μου έλεγε. «Δεν ήξερα ότι υπάρχουν και ροζ μέδουσες. Κοίτα τι ωραία που κολυμπάνε. Κουνιούνται έτσι ρυθμικά και σιγά σιγά διατρέχουν όλους τους ωκεανούς του κόσμου. Δεν είναι υπέροχες;» «Ναι, πράγματι», αλλά όσο περισσότερο πίεζα τον εαυτό μου να συνεχίσει να θαυμάζει τις μέδουσες μαζί της, τόσο πιο πολύ ένιωθα ένα σφίξιμο στο στήθος. Πριν καταλάβω τι μου συμβαίνει, είχα σταματήσει να της απαντάω κι είχα αρχίσει να μετράω νευρικά τα ψιλά στην τσέπη μου, ξανά και ξανά, ή να σκουπίζω τις άκρες του στόματός μου με το μαντίλι. Δεν έβλεπα την ώρα να τελειώσουμε αυτές τις φριχτές δεξαμενές με τις μέδουσες, αλλά έμοιαζαν ατέλειωτες. Η ποικιλία των μεδουσών που κολυμπάει στους ωκεανούς του κόσμου ήταν απίστευτα μεγάλη. Κατάφερα να τις ανεχθώ για μισή ώρα, αλλά η ένταση είχε αρχίσει να μετατρέπει το μυαλό μου σε χυλό. Όταν τελικά έγινε εξαιρετικά επώδυνο να στέκομαι δίπλα της στηριγμένος στο κάγκελο, άφησα την Κουμίκο μόνη και κάθισα εξαντλημένος σ’ ένα κοντινό παγκάκι. Ήρθε κοντά μου και, προφανώς πολύ ανήσυχη, με ρώτησε αν αισθανόμουν άσχημα. Της απάντησα ειλικρινά πως η μεγάλη αυτή δόση μεδουσών με είχε ζαλίσει. Με κοίταξε στα μάτια με σοβαρή έκφραση στο πρόσωπο. «Είν’ αλήθεια», είπε. «Το βλέπω στα μάτια σου. Σαν να μην μπορούν να συγκεντρωθούν σ’ ένα πράγμα. Είναι απίστευτο μόνο και μόνο επειδή κοίταζες τις μέδουσες!» Η Κουμίκο μ’ έπιασε απ’ το χέρι και μ’ έβγαλε από κείνο το μελαγχολικό κι ανήλιαγο ενυδρείο πίσω στο φως. Καθισμένος στο κοντινό πάρκο για δέκα λεπτά, παίρνοντας βαθιές, αργές ανάσες, κατάφερα να έρθω στα συγκαλά μου. Ο δυνατός ήλιος του φθινοπώρου έριχνε παντού την ευχάριστη ακτινοβολία του, και τα ξερά φύλλα των γκίνγκο θρόιζαν απαλά όταν φυσούσε τ’ αεράκι. «Είσ’ εντάξει τώρα;» ρώτησε η Κουμίκο μετά από μερικά λεπτά. «Είσαι πραγματικά περίεργος τύπος. Αν απεχθάνεσαι τις μέδουσες τόσο πολύ, θα ’πρεπε να μου το χες πει απευθείας, αντί να περιμένεις πρώτα να νιώσεις άσχημα». Ο ουρανός ήταν ψηλός κι ανέφελος, ο άνεμος ευχάριστος, ο κόσμος που περνούσε την Κυριακή του στο πάρκο είχε χαρούμενα πρόσωπα. Ένα λεπτό, όμορφο κορίτσι είχε βγάλει βόλτα έναν τεράστιο μαλλιαρό σκύλο. Ένας γεράκος με ψάθινο καπέλο παρακολουθούσε την εγγονή του να κάνει κούνια. Διάφορα ζευγάρια ήταν καθισμένα σε παγκάκια έτσι όπως ήμασταν κι εμείς. Πέρα

μακριά, κάποιος ανεβοκατέβαινε τις μουσικές κλίμακες με το σαξόφωνό του. «Γιατί σου αρέσουν τόσο πολύ οι μέδουσες;» ρώτησα. «Δεν ξέρω. Τις βρίσκω χαριτωμένες», είπε. «Όμως ένα πράγμα πέρασε απ’ το μυαλό μου όταν τις κοιτούσα προσεκτικά. Αυτό που βλέπουμε καθημερινά δεν είναι παρά ένα απειροελάχιστο μέρος του κόσμου. Έχουμε τη συνήθεια να το ταυτίζουμε με τον κόσμο, αλλά κάνουμε λάθος. Ο πραγματικός κόσμος είν’ ένα πολύ σκοτεινότερο και βαθύτερο μέρος απ’ αυτό, που το μεγαλύτερο κομμάτι του αποτελείται από μέδουσες κι άλλα περίεργα πράγματα. Εμάς μας βολεύει να τα ξεχνάμε όλ’ αυτά. Δεν συμφωνείς; Τα δύο τρίτα της επιφάνειας της γης είναι ωκεανός, κι αυτό που βλέπουμε με γυμνό μάτι δεν είναι παρά η επιφάνεια: το δέρμα. Δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτα για όσα κρύβονται κάτω απ’ αυτό». Ύστερα κάναμε μια μεγάλη βόλτα. Στις πέντε το απόγευμα η Κουμίκο είπε ότι έπρεπε να γυρίσει στο νοσοκομείο, κι έτσι την πήγα ώς εκεί. «Σ’ ευχαριστώ για την υπέροχη μέρα», είπε όταν χωρίσαμε. Το χαμόγελό της είχε μια ήρεμη λάμψη που δεν την είχα ξαναδεί. Όταν την πρόσεξα, συνειδητοποίησα ότι στη διάρκεια της μέρας είχα καταφέρει να την πλησιάσω λίγο ακόμα κι αυτό σίγουρα το όφειλα στις μέδουσες. Η Κουμίκο κι εγώ συνεχίσαμε να βγαίνουμε. Η μητέρα της πήρε εξιτήριο απ’ το νοσοκομείο χωρίς να παρουσιάσει επιπλοκές κι εγώ δεν χρειαζόταν πια να πηγαίνω εκεί για τη σύνταξη της διαθήκης του πελάτη μου, αλλά συναντιόμασταν τουλάχιστον μια φορά τη βδομάδα και πηγαίναμε σινεμά ή βόλτα ή για ν’ ακούσουμε μουσική. Κάθε φορά που συναντιόμασταν, νιώθαμε και πιο οικεία ο ένας με τον άλλο. Μου άρεσε να είμαι μαζί της, κι όποτε τύχαινε να την αγγίξω, ένιωθα στο στήθος μου ένα πετάρισμα. Συχνά έβρισκα τη δουλειά ανυπόφορη όταν πλησίαζε το Σαββατοκύριακο. Ήμουν σίγουρος ότι κι εκείνη με συμπαθούσε. Αλλιώς δεν θα χαράμιζε τα Σαββατοκύριακά της μαζί μου. Παρ’ όλ’ αυτά δεν βιαζόμουν καθόλου να βαθύνω τη σχέση μου μαζί της. Ένιωθα σ’ εκείνη μια κάποια αβεβαιότητα. Τι ακριβώς, δεν μπορούσα να καταλάβω, αλλά της έβγαινε κάθε λίγο και λιγάκι στα λόγια και στις πράξεις. Μπορεί κάτι να τη ρωτούσα, κι από την ερώτηση ώς την απάντηση να μεσολαβούσε μια ανάσα παραπάνω ένας απειροελάχιστος στεναγμός, αλλά σ’ αυτό το απειροστό του δευτερολέπτου ένιωθα την ύπαρξη κάποιας σκιάς. Ήρθε ο χειμώνας και μετά το νέο έτος. Συνεχίσαμε να βλεπόμαστε κάθε βδομάδα. Ποτέ δεν τη ρωτούσα γι’ αυτό το κάτι, ούτ’ εκείνη μιλούσε ποτέ. Συναντιόμασταν και πηγαίναμε κάπου για φαγητό, όπου μιλούσαμε για αθώα πράγματα. Μια μέρα βρήκα την ευκαιρία να της πω, «Πρέπεινα έχεις και κάποιο αγόρι, έτσι δεν είναι;» Η Κουμίκο με κοίταξε για μια στιγμή και ρώτησε: «Τι σε κάνει να το πιστεύεις αυτό;» «Διαίσθηση», είπα. Ήταν χειμώνας και περπατούσαμε στους έρημους αυτοκρατορικούς κήπους Σιντζούκου. «Τι είδους διαίσθηση;»

«Δεν ξέρω. Έχω την εντύπωση ότι υπάρχει κάτι που θες να μου πεις. Πρέπει να μου το πεις, αν μπορείς». Η έκφραση στο πρόσωπό της ταλαντεύτηκε απειροελάχιστα σχεδόν ανεπαίσθητα. Μπορεί να ήταν μια στιγμή αβεβαιότητας, αλλά καμιά αμφιβολία για το τελικό συμπέρασμα. «Ευχαριστώ που ρώτησες», είπε, «αλλά δεν υπάρχει κάτι ιδιαίτερο που να θέλω να σου πω». «Παρ’ όλ’ αυτά, την ερώτησή μου την άφησες αναπάντητη». «Αν έχω αγόρι;» «Μμμμ». Η Κουμίκο σταμάτησε να περπατάει. Ύστερα έβγαλε τα γάντια της και τα ’βαλε στην τσέπη του παλτού της. Πήρε στα χέρια της τα γυμνά δικά μου χέρια. Τα χέρια της ήταν ζεστά και μαλακά. Όταν τα έσφιξα ανταποκρινόμενος, μου φάνηκε πως οι ανάσα της έγινε πιο γρήγορη. «Μπορούμε να πάμε στο διαμέρισμά σου τώρα;» ρώτησε. «Ασφαλώς», είπα, κάπως ξαφνιασμένος. «Δεν είναι και παλάτι βέβαια». Εκείνη την εποχή έμενα στην Ασαγκάγια, σε μια γκαρσονιέρα με μια μικροσκοπική κουζίνα, μια τουαλέτα κι ένα ντους σε μέγεθος τηλεφωνικού θαλάμου. Ήταν στο δεύτερο όροφο κι έβλεπε νότια σε μια αυλή, όπου αποθήκευε οικοδομικά υλικά μια κατασκευαστική εταιρεία. Ο προσανατολισμός του διαμερίσματος ήταν το μοναδικό του πλεονέκτημα. Για πολλή ώρα η Κουμίκο κι εγώ μείναμε καθιστοί ο ένας δίπλα στον άλλο, μέσα στο άπλετο φως, με την πλάτη στον τοίχο. Έκανα έρωτα μαζί της για πρώτη φορά εκείνη την ημέρα. Ήμουν σίγουρος ότι το ήθελε κι εκείνη. Κατά κάποιον τρόπο μάλιστα εκείνη με αποπλάνησε. Όχι πως είπε ή έκανε κάτι ανοιχτά προκλητικό. Αλλά όταν έβαλα τα χέρια μου γύρω απ’ το γυμνό της σώμα, ήξερα με σιγουριά ότι εκείνη το είχε προκαλέσει αυτό. Το σώμα της ήταν απαλό και δεν αντιστεκόταν καθόλου. Ήταν η πρώτη της σεξουαλική εμπειρία. Γι’ αρκετή ώρα μετά την πράξη έμεινε σιωπηλή. Προσπάθησα αρκετές φορές να της μιλήσω, αλλά δεν μου έδωσε καμιά απάντηση. Έκανε ντους, φόρεσε τα ρούχα της και ξανακάθισε στον ήλιο. Δεν είχα ιδέα τι να της πω. Απλώς κάθισα δίπλα της κι έμεινα σιωπηλός. Οι δυο μας αλλάζαμε θέση καθώς άλλαζε θέση ο ήλιος. Όταν ήρθε το βράδυ, η Κουμίκο μου είπε πως ήταν ώρα να φύγει. Τη συνόδεψα μέχρι το σπίτι της. «Είσαι σίγουρη ότι δεν έχεις κάτι να μου πεις;» τη ρώτησα ξανά στο τρένο. Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Μη σε νοιάζει, δεν είναι τίποτα», μουρμούρισε. Ποτέ δεν ξαναέθεσα το θέμα. Η Κουμίκο είχε επιλέξει να κοιμηθεί μαζί μου με δική της πρωτοβουλία τελικά, κι αν είχε πράγματι κάτι μέσα της που δεν μπορούσε να μου το πει, αυτό θα λυνόταν με την πάροδο του χρόνου.

Μετά απ’ αυτό συνεχίσαμε τα εβδομαδιαία μας ραντεβού, μερικά απ’ τα οποία τώρα περιλάμβαναν και μια στάση στο διαμέρισμά μου, όπου κάναμε έρωτα. Καθώς αγκαλιάζαμε κι αγγίζαμε ο ένας τον άλλο, άρχισε να μιλάει για τον εαυτό της όλο και περισσότερο, για πράγματα που είχε ζήσει, για τις σκέψεις και τα συναισθήματα που της είχαν προκαλέσει αυτές οι εμπειρίες. Κι εγώ άρχισα να καταλαβαίνω τον κόσμο όπως τον έβλεπε η Κουμίκο. Ανακάλυπτα κι εγώ πως ήταν και για μένα ευκολότερο τώρα να μιλάω μαζί της για τον κόσμο όπως τον έβλεπα. Κατέληξα να την αγαπάω βαθιά, κι εκείνη έλεγε ότι δεν ήθελε να μ’ αφήσει ποτέ. Περιμέναμε να τελειώσει το πανεπιστήμιο και μετά παντρευτήκαμε. Ήμασταν ευτυχισμένοι στο γάμο μας και δεν είχαμε σοβαρά προβλήματα. Όμως ήταν στιγμές που ένιωθα να υπάρχει μέσα της μια περιοχή στην οποία δεν είχα πρόσβαση. Στη διάρκεια μιας κοινής και συνηθισμένης-ή εξαιρετικά φορτισμένης-συζήτησης, και χωρίς την παραμικρή προειδοποίηση, μπορεί να βυθιζόταν στη σιωπή. Συνέβαινε εντελώς ξαφνικά, για κανέναν απολύτως λόγο (ή τουλάχιστον για κανένάλόγο που μπορούσα εγώ να διακρίνω). Ήταν σαν να περπατάς κατά μήκος του δρόμου και ξαφνικά να πέφτεις μέσα σ’ έναν απύθμενο λάκκο. Οι σιωπές της ποτέ δεν κρατούσαν πολύ, αλλά μετά, γι’ αρκετό καιρό, ήταν σαν παρούσα απούσα. Την πρώτη φορά που μπήκα μέσα της, ένιωσα ένα περίεργο είδος δισταγμού. Η Κουμίκο δεν μπορεί παρά να ένιωθε πόνο αυτή την πρώτη της φορά, και πράγματι το σώμα της είχε πάρει το σχήμα του τόξου απ’ τον πόνο που προφανώς δοκίμαζε, αλλά ήμουν σίγουρος ότι δεν ήταν αυτός ο μόνος λόγος για το δισταγμό της. Εδώ υπήρχε κάτι αλλόκοτα διαυγές, μια αίσθηση διαχωρισμού, απόστασης, δεν ξέρω πώς ακριβώς να την περιγράφω. Απ’ το μυαλό μου πέρασε η περίεργη σκέψη ότι το σώμα που κρατούσα στην αγκαλιά μου δεν ήταν το σώμα της γυναίκας που είχα δίπλα μου μέχρι πριν από λίγα λεπτά και μιλούσα μαζί της για πολύ δικά μας πράγματα: κάποιος διακόπτης είχε κάνει κλικ χωρίς να το προσέξω και η σάρκα κάποιας άλλης είχε πάρει τη θέση της δικής της. Όσο την κρατούσα, τα χέρια μου συνέχισαν να της χαϊδεύουν την πλάτη. Το άγγιγμα της μικρής, απαλής πλάτης της είχε πάνω μου ένα σχεδόν υπνωτικό αποτέλεσμα, ενώ ταυτόχρονα η πλάτη τής Κουμίκο έμοιαζε να είναι κάπου πολύ μακριά από μένα. Όσην ώρα βρισκόταν στην αγκαλιά μου, μπορούσα να πάρω όρκο πως η Κουμίκο ήταν κάπου αλλού. Σκεφτόταν κάτι άλλο, και το σώμα που κρατούσα δεν ήταν παρά ένα προσωρινό υποκατάστατο. Αυτός πρέπει να ήταν ο λόγος που, αν και ήμουν πολύ ερεθισμένος, έκανα πάρα πολλή ώρα να τελειώσω. Αισθάνθηκα έτσι μόνο την πρώτη φορά που κάναμε έρωτα. Μετά απ’ αυτό την ένιωθα πολύ πιο κοντά μου και οι σωματικές της αντιδράσεις ήταν πολύ πιο αισθησιακές. Έπεισα τον εαυτό μου ότι αυτή η αρχική αίσθηση απόστασης που είχα δεν ήταν παρά αποτέλεσμα του ότι έκανε έρωτα για πρώτη φορά. Κάθε λίγο και λιγάκι, καθώς έφερνα τις μνήμες στο μυαλό μου, άπλωνα το χέρι εκεί που κρεμόταν η σκάλα σ’ επαφή με τον τοίχο και την τραβούσα για να βεβαιωθώ πως δεν είχε λυθεί. Δεν μπορούσα ν’ απαλλαγώ απ’ το φόβο ότι θα μπορούσε κάποια στιγμή να προδώσει την εμπιστοσύνη μου. Όποτε μου περνούσε αυτή η ιδέα απ’ το μυαλό, εκεί κάτω στα σκοτάδια, μ’ έκανε να νιώθω άβολα. Μπορούσα ν’ ακούσω την καρδιά μου να χτυπάει τρελά. Αφού έλεγξα τη σκάλα κάμποσες φορές -ίσως είκοσι ή τριάντα-, άρχισα να ξαναβρίσκω ώς ένα βαθμό την ηρεμία μου. Είχα κάνει πολύ καλή δουλειά όταν έδεσα τη σκάλα στο δέντρο, ήμουνα σίγουρος γι’ αυτό. Δεν υπήρχε περίπτωση να λυθεί από μόνη της.

Κοίταξα το ρολόι μου. Οι φωτεινοί δείκτες μού έδειχναν πως η ώρα πλησίαζε τρεις. Τρεις το απόγευμα. Κοίταξα προς τα πάνω. Το φωτεινό μισοφέγγαρο κολυμπούσε ακόμα εκεί ψηλά. Η επιφάνεια της γης ήταν πλημμυρισμένη από εκτυφλωτικό, καλοκαιριάτικο φως. Έβαλα με το μυαλό μου ένα ποταμάκι που στραφτάλιζε στη λιακάδα και πράσινα φύλλα που τρεμόπαιζαν στην καλοκαιρινή αύρα. Το φως εκεί πάνω διαπερνούσε τα πάντα, ενώ μερικά μέτρα πιο κάτω, εδώ που βρισκόμουν εγώ, μπορούσε να υπάρχει ένα τέτοιο σκοτάδι. Το μόνο που είχες να κάνεις ήταν να κατέβεις μερικά σκαλιά κάτω απ’ το έδαφος κι έφτανες σ’ ένα σκοτάδι βαθύ σαν κι αυτό. Τράβηξα για μια ακόμη φορά τη σκάλα για να βεβαιωθώ πως ήταν δεμένη γερά. Ύστερα έγειρα το κεφάλι μου στον τοίχο κι έκλεισα τα μάτια. Τελικά, σαν μια παλίρροια που ανέβαινε σιγά σιγά, με πήρε ο ύπνος.

Αναμνήσεις και διάλογος περί εγκυμοσύνης Εμπειρική έρευνα περί πόνου

Όταν ξύπνησα, το μισοφέγγαρο στο στόμιο του πηγαδιού είχε πάρει το βαθΰ γαλάζιο χρώμα του δειλινού. Οι δείκτες του ρολογιού μου έδειχναν εφτάμισι. Εφτάμισι το βράδυ. Πράγμα που σήμαινε πως είχα κοιμηθεί εκεί κάτω τεσσερεσήμισι ολόκληρες ώρες. Ο αέρας στον πάτο του πηγαδιού ήταν δροσερός. Όταν κατέβηκα τη σκάλα, ήμουν μάλλον πολύ ταραγμένος για να παρατηρήσω τη θερμοκρασία του αέρα. Τώρα ωστόσο το δέρμα μου αντιδρούσε στον ψυχρό αέρα. Τρίβοντας τα γυμνά μου χέρια για να τα ζεστάνω, συνειδητοποίησα ότι θα ’πρεπε να είχα φέρει κάτι μαζί μου για να το φορέσω πάνω απ’ το μπλουζάκι μου. Δεν μου είχε περάσει καν απ’ το μυαλό πως η θερμοκρασία στο βάθος ενός πηγαδιού μπορεί να διέφερε απ’ τη θερμοκρασία στην επιφάνεια. Τώρα ήμουν βυθισμένος σ’ ένα σκοτάδι που ήταν απόλυτο. Όσο κι αν προσπαθούσα, τα μάτια μου δεν έβλεπαν το παραμικρό. Δεν μπορούσα να διακρίνω πού ήταν το χέρι μου. Ψαχούλεψα τον τοίχο εκεί που κρεμόταν η σκάλα και την τράβηξα για μια ακόμη φορά. Ήταν γερά δεμένη στην επιφάνεια. Η κίνηση του χεριού μου έμοιαζε να μετακινεί το ίδιο το σκοτάδι, αλλ’ αυτό πρέπει να ήταν παραίσθηση. Ενιωθα πολύ περίεργα που δεν μπορούσα να δω το σώμα μου με τα μάτια μου, αν και ήξερα πως έπρεπε να είν’ εκεί. Έτσι όπως καθόμουν εντελώς ακίνητος μες στο σκοτάδι, ένιωθα όλο και λιγότερο σίγουρος για την ύπαρξή μου. Για να το αντιμετωπίσω αυτό, κάθε λίγο και λιγάκι καθάριζα το λαιμό μου ή ψαχούλευα με τα δάχτυλα το πρόσωπό μου. Έτσι, τ’ αυτιά μου μπορούσαν να διαπιστώσουν την ύπαρξη της φωνής μου, το χέρι μου μπορούσε να ελέγξει την ύπαρξη του προσώπου μου και το πρόσωπό μου να διαπιστώσει την ύπαρξη του χεριού μου. Παρά τις προσπάθειές μου, το σώμα μου άρχισε να χάνει την πυκνότητα και το βάρος του, σαν άμμος που βαθμιαία αποσαθρώνεται από τρεχούμενο νερό. Ένιωσα σαν να διεξαγόταν μέσα μου μια βίαιη και χωρίς λόγια διελκυστίνδα, ένας αγώνας στον οποίο το μυαλό μου τραβούσε σιγά σιγά το σώμα μου προς τη δική του περιοχή. Το σκοτάδι διατάρασσε την ορθή ισορροπία ανάμεσα στα δυο. Ξαφνικά μου πέρασε απ’ το μυαλό η ιδέα πως το σώμα μου δεν ήταν παρά ένα απλό προσωρινό κέλυφος, που είχε ετοιμαστεί για το μυαλό μου μέσω του συνδυασμού κάποιων χρωμοσωμάτων. Αν τα χρωμοσώματα αυτά αναδιατάσσονταν, μπορεί να βρισκόμουν μέσα σ’ ένα εντελώς διαφορετικό σώμα απ’ ό,τι πριν. «Πόρνη cov μυαλού» είχε αποκαλέσει τον εαυτό της η Κρέτα Κάνο. Δεν είχα πια πρόβλημα να δεχτώ τη φράση. Ναι, ήταν απολύτως εφικτό να συνευρεθούμε νοητικά και να εκσπερματώσω στην πραγματικότητα. Στο πραγματικά βαθύ σκοτάδι, όλων των ειδών οι περίεργες καταστάσεις ήταν εφικτές. Κούνησα το κεφάλι μου και προσπάθησα να ξανατραβήξω το μυαλό μου μέσα στο σώμα μου. Μέσα στο σκοτάδι, πίεσα τ’ ακροδάχτυλα του ενός χεριού μου πάνω στ’ ακροδάχτυλα του άλλου αντίχειρας στον αντίχειρα, δείκτης στο δέίκτη. Τα δάχτυλα του δεξιού μου χεριού διαπίστωσαν την

ύπαρξη των δαχτύλων του αριστερού μου χεριού, τα δάχτυλα του αριστερού μου χεριού διαπίστωσαν την ύπαρξη των δαχτύλων του δεξιού. Ύστερα πήρα μερικές αργές, βαθιές ανάσες. Ωραία λοιπόν, αρκετές σκέψεις έκανα για το μυαλό. Ώρα να σκεφτώ την πραγματικότητα. Να σκεφτώ τον πραγματικό κόσμο. Τον κόσμο του σώματος. Γι’ αυτό βρίσκομ’ εδώ. Για να σκεφτώ την πραγματικότητα. Ο καλύτερος τρόπος για να σκεφτώ την πραγματικότητα, είχα καταλήξει, ήταν ν’ απομακρυνθώ απ’ αυτήν όσο περισσότερο γινόταν πηγαίνοντας σ’ ένα μέρος σαν το εσωτερικό ενός πηγαδιού, παραδείγματος χάρη. «Όταν είναι να πέσεις χαμηλά, βρες το βαθύτερο πηγάδι και κατέβα στον πάτο του», είχε πει ο κύριος Χόντα. Ακουμπώντας την πλάτη μου στον τοίχο του πηγαδιού, ρούφηξα αργά το μουχλιασμένο αέρα στα πνευμόνια μου. Δεν κάναμε κανονική γαμήλια τελετή. Αφενός δεν έφταναν τα οικονομικά μας κι αφετέρου κανείς απ’ τους δυο μας δεν ήθελε να γίνει φόρτωμα στους γονείς του. Το ν’ αρχίσουμε την κοινή μας ζωή με οποιοδήποτε τρόπο μπορούσαμε ήταν πολύ πιο σημαντικό για μας από μια τελετή και μια δεξίωση. Πήγαμε στο γραφείο του δημαρχείου νωρίς ένα κυριακάτικο πρωινό, ξυπνήσαμε τον υπάλληλο υπηρεσίας χτυπώντας το κουδούνι στο γκισέ και υποβάλαμε μια αίτηση γάμου. Αργότερα πήγαμε σ’ ένα γαλλικό εστιατόριο πολυτελείας που κανείς απ’ τους δυο μας δεν μπορούσε να σηκώσει οικονομικά, παραγγείλαμε ένα μπουκάλι κρασί και φάγαμε ένα πλήρες γεύμα. Αυτό μας έφτανε. Τότε που παντρευτήκαμε, δεν είχαμε σχεδόν καθόλου οικονομίες (η μητέρα μου μού είχε άφησε κάτι ελάχιστα χρήματά όταν πέθανε, αλλά είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου ότι δεν θα τ’ άγγιζα παρά μόνο αν αντιμετώπιζα κάποια πραγματική κατάσταση ανάγκης) και σχεδόν καθόλου αξιόλογα έπιπλα. Δεν είχαμε ούτε αξιόλογο μέλλον. Δουλεύοντας σε μια νομική εταιρεία χωρίς να έχω πάρει την άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος, δεν είχα πρακτικά τίποτα να περιμένω για το μέλλον, ενώ η Κουμίκο δούλευε για ένα μικρό και άγνωστο εκδότη. Αν ήθελε, θα μπορούσε να βρει μια πολύ καλύτερη θέση μέσω του πατέρα της, όταν αποφοίτησε. Την απωθούσε όμως η ιδέα να υποχρεωθεί σ’ αυτόν, οπότε έψαξε και βρήκε δουλειά μόνη της. Κανείς λοιπόν απ’ τους δυο μας δεν είχε παράπονο. Χαιρόμασταν που μπορούσαμε να επιβιώσουμε χωρίς την παρέμβαση άλλων. Δεν ήταν καθόλου εύκολο για τους δυο μας να φτιάξουμε κάτι απ’ το τίποτα. Είχα μια τάση ν’ απομονώνομαι, σαν αυτή που έχουν τα παιδιά. Όταν προσπαθούσα να κάνω κάτι σοβαρό, μου άρεσε να το κάνω μόνος μου. Το να πρέπει να υποβάλλω όσα έκανα στην κρίση των άλλων και να προσπαθώ να τους πείσω ότι είχα δίκιο, μου φαινόταν μεγάλη σπατάλη χρόνου και ενέργειας, ενώ ήταν πολύ ευκολότερο να εργάζομαι μόνος στη σιωπή. Και η Κουμίκο, αφού έχασε την αδερφή της, είχε απομονωθεί απ’ την οικογένεια, μεγαλώνοντας σαν να ήταν μόνη. Ποτέ δεν ζητούσε τη συμβουλή τους. Σ’ αυτό το θέμα, οι δυο μας μοιάζαμε πολύ. Εντούτοις, σιγά σιγά οι δυο μας μάθαμε ν’ αφιερώνουμε το σώμα μας και το μυαλό μας σ’ αυτή την καινούργια οντότητα που ονομάζαμε «σπιτικό». Προσπαθήσαμε να μάθουμε να σκεφτόμαστε και να νιώθουμε τα πράγματα μαζί. Πράγματα που συνέβαιναν στον ένα, προσπαθούσαμε να τ’ αντιμετωπίσουμε μαζί, σαν να αφορούσαν και τους δυο μας. Μερικές φορές αυτή η προσπάθεια είχε αποτέλεσμα, μερικές φορές όχι. Όμως απολαμβάναμε την καινούργια και πρωτόγνωρη διαδικασία της δοκιμής και του λάθους. Ακόμα : σκέφτηκε το αγόρι. Δεν ήταν όνειρο ότι το κουρδιστό πουλί είχε κρώξει κι ότι ο άντρας που έμοιαζε με τον πατέρα του είχε σκαρφαλώσει στο δέντρο. Αυτά είχαν συμβεί στ’ αλήθεια. Άρα δεν πρέπει να υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα σ’ αυτό και σ’ εκείνο. Και τι παράξενο που ήταν: ο ίδιος να σκάβει στ’ όνειρό του την πραγματική τρύπα. Και πώς μπορούσε να διακρίνει τ’ όνειρο απ’ την πραγματικότητα; Αυτό το φτυάρι ήταν πραγματικό; Ή μήπως ήταν φτυάρι του ονείρου; Όσο περισσότερο σκεφτόταν, τόσο λιγότερο καταλάβαινε. Κι έτσι το αγόρι σταμάτησε να σκέφτεται και διοχέτευσε όλη του την ενέργεια στο σκάψιμο της τρύπας. Τελικά το φτυάρι χτύπησε το πάνινο δέμα. Με μεγάλη προσοχή το αγόρι απομάκρυνε τα χώματα γύρω απ’ το πανί προσπαθώντας να μην κάνει ζημιά στο δέμα. Ύστερα γονάτισε και το ’βγάλε απ’ το λάκκο. Στον ουρανό δεν υπήρχε κανένα σύννεφο κι εκεί δεν υπήρχε κανείς για να εμποδίσει το φως απ’ την πανσελήνο που χυνόταν άφθονο στο έδαφος. Στ’ όνειρό του ένιωθε παράξενα απελευθερωμένος απ’ το φόβο. Το συναίσθημα που κυριαρχούσε τώρα μέσα του ήταν η περιέργεια. Άνοιξε το δέμα και βρήκε μέσα μια ανθρώπινη καρδιά. Αναγνώρισε το σχήμα και το χρώμα της από μια εικόνα που είχε δει στην εγκυκλοπαίδεια. Η καρδιά ήταν ακόμα ζωντανή και παλλόταν, σαν βρέφος που είχε μόλις εγκαταλειφθεί. Φυσικά δεν έστελνε αίμα στις κομμένες αρτηρίες, αλλά συνέχιζε να πάλλεται με έντονο ρυθμό. Το αγόρι άκουσε τους δυνατούς σφυγμούς στ’ αυτιά του, αλλά δεν ήταν παρά ο ήχος της δικής του καρδιάς. Η θαμμένη καρδιά και η καρδιά του αγοριού συνέχισαν να πάλλονται σε απόλυτο συντονισμό, σαν να επικοινωνούσαν η μια με την άλλη. Το αγόρι σταθεροποίησε την ανάσα του κι είπε στον εαυτό του με αποφασιστικότητα: «Δεν το φοβάσαι αυτό που βλέπεις. Δεν είναι παρά μια ανθρώπινη καρδιά. Σαν ζωγραφιά στην εγκυκλοπαίδεια. Είναι κάτι που έχουν όλοι. Το ίδιο κι εγώ». Με σταθερό χέρι, το αγόρι τύλιξε την παλλόμενη καρδιά ξανά στο πανί, την ξανάβαλε στο βάθος της τρύπας και τη σκέπασε και πάλι με χώμα. Πατίκωσε το χώμα με τα γυμνά του πόδια, ώστε κανείς να μην μπορεί να καταλάβει ότι εκεί είχε ανοιχτεί κάποια στιγμή μια τρύπα, κι άφησε το φτυάρι στο δέντρο, στη θέση που το είχε βρει. Το έδαφος τη νύχτα ήταν σαν πάγος. Σκαρφάλωσε στο περβάζι του παραθύρου του και γύρισε στο ζεστό και φιλικό του δωμάτιο. Σκούπισε τη λάσπη απ’ τα πόδια του πάνω απ’ το καλάθι των αχρήστων, για να μη λερώσει τα σεντόνια, κι ετοιμάστηκε να ξαπλώσει. Όμως τότε συνειδητοποίησε

ότι κάποιος βρισκόταν ήδη στο κρεβάτι του. Κάποιος άλλος κοιμόταν εκεί, κάτω απ’ τα σκεπάσματα, στη δική του θέση. Θυμωμένο τώρα το αγόρι, τράβηξε τα σκεπάσματα. «Ε, εσύ, σήκω από κει! Το κρεβάτι είναι δικό μου!» θέλησε να φωνάξει στο άτομο αυτό. Όμως η φωνή του αρνιόταν να βγει, γιατί το άτομο που κοιμόταν στο κρεβάτι ήταν ο ίδιος. Ήταν ήδη στο κρεβάτι του και κοιμόταν ανασαίνοντας γαλήνια. Το αγόρι έμεινε παγωμένο στη θέση του, μην ξέροντας τι να πει. Εάν ήδη κοιμάμαι εδώ, τότε πού θα κοιμηθεί αυτός ο εαυτός μου; Τώρα, για πρώτη φορά, το αγόρι ένιωσε φοβισμένο, κι ο φόβος του το είχε παγώσει μέχρι βαθιά μέσα του. Το αγόρι θέλησε να φωνάξει. Θέλησε να φωνάξει όσο πιο δυνατά μπορούσε για να ξυπνήσει τον κοιμισμένο εαυτό του κι όλους τους άλλους στο σπίτι. Η φωνή του όμως δεν έβγαινε. Προσπάθησε μ’ όλη του τη δύναμη, αλλά δεν κατάφερε να βγάλει τον παραμικρό ήχο. Τίποτε απολύτως. Έβαλε λοιπόν το χέρι του στον ώμο του άλλου εαυτού του και τον τράνταξε όσο πιο δυνατά μπορούσε. Όμως εκείνος δεν ξυπνούσε. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτ’ άλλο. Το αγόρι έβγαλε το πουλόβερ του και το πέταξε στο πάτωμα. Ύστερα έσπρωξε τον άλλο, τον κοιμισμένο εαυτό του, όσο πιο δυνατά μπορούσε απ’ το κέντρο του κρεβατιού και στριμώχτηκε κι ο ίδιος στο στενό χώρο που έμενε γι’ αυτόν στην άκρη. Έπρεπε να εξασφαλίσει για τον εαυτό του μια θέση εκεί. Αλλιώς μπορεί να εξοριζόταν οριστικά απ’ τον κόσμο στον οποίο ανήκε. Στριμωγμένο και χωρίς μαξιλάρι, το αγόρι ένιωσε τρομερή νύστα μόλις ξάπλωσε στο κρεβάτι. Δεν μπορούσε πια να σκεφτεί. Την επόμενη κιόλας στιγμή κοιμόταν βαθιά. Όταν το αγόρι ξύπνησε το πρωί, ήταν μόνο του στη μέση του κρεβατιού. Το μαξιλάρι του ήταν κάτω απ’ το κεφάλι του όπως πάντα. Ανασηκώθηκε αργά και κοίταξε ολόγυρα στο δωμάτιο. Εκ πρώτης όψεως το δωμάτιο έμοιαζε αναλλοίωτο. Είχε το ίδιο γραφείο, την ίδια ντουλάπα, το ίδιο φωτιστικό δαπέδου. Οι δείχτες του ρολογιού στον τοίχο έδειχναν έξι και είκοσι. Όμως το αγόρι ένιωθε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Μπορεί όλα να φαίνονταν ίδια, αλλ’ αυτό δεν ήταν το ίδιο μέρος όπου είχε πέσει για ύπνο την προηγούμενη νύχτα. Ο αέρας, το φως, οι ήχοι, οι μυρωδιές ήταν όλες λίγο διαφορετικές από πριν. Οι άλλοι μπορεί να μην το παρατηρούσαν, όμως εκείνος ήξερε,. Πέταξε από πάνω του τις κουβέρτες και κοίταξε τον εαυτό του. Σήκωσε τα χέρια του και κούνησε τα δάχτυλά του ένα-ένα. Έδειχναν να κουνιούνται όπως έπρεπε. Το ίδιο και τα πόδια του. Δεν ένιωθε κανέναν πόνο, καμιά φαγούρα. Πετάχτηκε απ’ το κρεβάτι και πήγε στην τουαλέτα. Όταν τελείωσε το κατούρημα, στάθηκε μπροστά στο νιπτήρα και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Έβγαλε το πάνω μέρος της πιτζάμας του, ανέβηκε σε μια καρέκλα και κοίταξε την αντανάκλαση του λευκού, μικρού κορμιού του. Δεν είδε τίποτε αφύσικο. Κι όμως κάτι ήταν διαφορετικό. Ένιωθε λες κι ο παλιός του εαυτός είχε κλειστεί σε καινούργιο περίβλημα. Ήξερε πως δεν είχε ακόμα εξοικειωθεί μ’ αυτό το καινούργιο σώμα που είχε. Υπήρχε κάτι σ’ αυτό το σώμα, έτσι ένιωθε τουλάχιστον, που δεν ταίριαζε με τον αρχικό του εαυτό. Τον κατέλαβε μια ξαφνική αίσθηση απόγνωσης και προσπάθησε να φωνάξει τη μητέρα του, αλλά η λέξη αρνιόταν να βγει απ’ το λαρύγγι του. Οι φωνητικές του χορδές ήταν ανίκανες να δονήσουν τον αέρα, λες και η λέξη «μαμά» είχε εξαφανιστεί απ’ τον κόσμο. Πολύ σύντομα το αγόρι συνειδητοποίησε ότι αυτό που είχε εξαφανιστεί δεν ήταν μόνο η λέξη.

Η μυστική θεραπεία της Μ SHOW BIZ: Η ΤΡΕΛΑ ΤΟΥ ΜΥΣΤΙΚΙΣΜΟΥ

[Από το περιοδικό -, Νοέμβριος].. .Αυτές οι μυστικιστικές θεραπείες, που έχουν πάρει διαστάσεις επιδημίας ανάμεσα στα μέλη του κόσμου του θεάματος, εξαπλώνονται κυρίως από στόμα σε στόμα, αλλά μερικές φορές φέρουν σημάδια κάποιων μυστικών οργανώσεων. Πάρτε για παράδειγμα τη «Μ»: τριάντα τριών χρονών, έκανε το ντεμπούτο της πριν από δέκα χρόνια σε δεύτερους ρόλους τηλεοπτικών σειρών, έγινε πολύ δημοφιλής στο κοινό κι από τότε παίζει πρώτους ρόλους στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο. Πριν από έξι χρόνια παντρεύτηκε έναν κτηματομεσίτη «παιδίθαύμα» και δεν είχε προβλήματα τα δύο πρώτα χρόνια του γάμου της. Η δουλειά τού άντρα της πήγαινε καλά κι εκείνη έπαιξε μερικούς σπουδαίους ρόλους στο σινεμά και στην τηλεόραση. Αλλά μετά, το εστιατόριο πολυτελείας και η μπουτίκ που άνοιξε εκείνος στ’ όνομά της άρχισαν να έχουν προβλήματα και να μένουν απλήρωτες επιταγές, για τις οποίες φαινόταν εκείνη υπεύθυνη. Χωρίς η ίδια η Μ να έχει καμιά διάθεση ν’ ασχοληθεί με επιχειρήσεις, εκβιάστηκε στην ουσία από τον άντρα της, ο οποίος ήθελε να επεκτείνει τον κύκλο των εργασιών του. Σύμφωνα με κάποιες πηγές, ο άντρας έπεσε θύμα απάτης. Επιπλέον, υπήρχε πάντα έντονη αντιπαράθεση ανάμεσα στη Μ και στην οικογένεια του άντρα της. Πολύ σύντομα άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες για τα προβλήματα που είχε η Μ με τον άντρα της και πριν περάσει πολύς καιρός οι δυο τους άρχισαν να ζουν χωριστά. Προχώρησαν σε επίσημες διαδικασίες διαζυγίου πριν από δύο χρόνια, όταν κάποιος επιδιαιτητής τούς βοήθησε να ρυθμίσουν τα χρέη τους, αλλά μετά απ’ αυτό η Μ άρχισε να δείχνει σημάδια κατάθλιψης και η ανάγκη της για ψυχιατρική φροντίδα την έριξε ουσιαστικά στο περιθώριο. Σύμφωνα με κάποια πηγή της εταιρείας για την οποία δούλευε, η Μ έπασχε από σοβαρές παραισθήσεις μετά το διαζύγιο. Κατέστρεψε την υγεία της με τα αντικαταθλιπτικά και η κατάσταση έφτασε στο σημείο να λένε οι γύρω της πως «είχε τελειώσει σαν ηθοποιός». Ένας επώνυμος παράγοντας του χώρου παρατήρησε πως «είχε χάσει την ικανότητα της αυτοσυγκέντρωσης, που είναι απαραίτητη για έναν ηθοποιό, και ήταν πραγματικά αξιοθρήνητο αυτό που είχε συμβεί με την εμφάνισή της. Επίσης δεν τη βοηθούσε καθόλου το ότι κατά βάση επρόκειτο για ένα πάρα πολύ σοβαρό άτομο, το οποίο επέμενε σε καθετί που έκανε μέχρι σημείου να επηρεάζεται ψυχολογικά. Τουλάχιστον η οικονομική συμφωνία που έκανε την άφησε σε σχετικά καλή κατάσταση, ώστε να μπορεί να περάσει αρκετά χρόνια χωρίς να δουλεύει». Μια μακρινή συγγενής τής Μ ήταν σύζυγος ενός πασίγνωστου πολιτικού και πρώην υπουργού. Η Μ ήταν στην ουσία ψυχοκόρη αυτού του ανθρώπου, ο οποίος τη σύστησε σε μια γυναίκα που ασκούσε κάποια μορφή θεραπευτικού αποκρυφισμού για πολύ περιορισμένη πελατεία, αποκλειστικά από τις ανώτερες τάξεις. Η Μ πήγαινε σ’ αυτήν επί έναν ολόκληρο χρόνο σε μόνιμη βάση, για να θεραπευτεί απ’ την κατάθλιψη, αλλά σε τι ακριβώς συνίστατο αυτή η θεραπεία κανείς δεν γνωρίζει. Η ίδια η Μ το κρατούσε σαν επτασφράγιστο μυστικό. Ό,τι κι αν ήταν όμως αυτό, φάνηκε να έχει αποτελέσματα. Πολύ σύντομα η Μ κατάφερε να σταματήσει τα αντικαταθλιπτικά, με αποτέλεσμα να χάσει αμέσως τα περιττά κιλά που της είχαν προσθέσει τα φάρμακα, να επανακτήσουν τη λάμψη τους τα μαλλιά της και να επιστρέψει η παλιά ομορφιά της. Επανήλθε ψυχολογικά και σιγά σιγά άρχισε να ξαναπαίζει σε ταινίες. Σ’ αυτό το σημείο σταμάτησε τη θεραπεία.

Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους όμως, καθώς οι μνήμες του εφιάλτη της είχαν αρχίσει να εξασθενούν, η Μ είδε ξαφνικά, χωρίς κανένα συγκεκριμένο λόγο, τα συμπτώματά της να ξαναφουντώνουν. Η συγκυρία δεν θα μπορούσε να είναι χειρότερη: είχε να παίξει ένα σημαντικό και δύσκολο ρόλο σε μερικές μέρες, κάτι που δεν θα μπορούσε να φέρει σε πέρας στην κατάσταση που ήταν τώρα. Η Μ ήρθε σ’ επαφή με τη γυναίκα και ζήτησε να ξαναπεράσει τη συνηθισμένη θεραπεία, αλλά η γυναίκα τής είπε ότι δεν έκανε πια αυτή τη δουλειά. «Λυπάμαι», είπε, «αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα για σένα. Δεν έχω πια τις απαραίτητες δυνάμεις. Έχω χάσει το χάρισμά μου. Υπάρχει κάποιος στον οποίο μπορώ να σε συστήσω, αλλά θα πρέπει να ορκιστείς απόλυτη μυστικότητα. Αν πεις έστω και μια λέξη γι’ αυτό σε οποιονδήποτε, θα σου βγει σε κακό. Είμαι σαφής;» Η Μ υποτίθεται ότι πήρε οδηγίες να πάει σε κάποιο συγκεκριμένο μέρος, όπου την έφεραν σ’ επαφή με έναν άντρα που είχε ένα μπλε σημάδι στο πρόσωπο. Ο άντρας ήταν γύρω στα τριάντα και δεν μίλησε καθόλου όσο εκείνη ήταν εκεί, αλλά η επιρροή του ήταν «απίστευτα αποτελεσματική». Η Μ αρνήθηκε ν’ αποκαλύψει πόσα πλήρωσε για τη συνάντηση, αλλά μπορούμε να υποθέσουμε πως η αμοιβή του «θεραπευτή» ήταν αρκετά παχυλή. Αυτό μόνο ξέρουμε για τη μυστηριώδη θεραπεία, σύμφωνα με όσα αποκάλυψε η Μ σε κάποια «πολύ στενή» φίλη. Αρχικά πήγε σ’ ένα «κεντρικό ξενοδοχείο», όπου συνάντησε ένα νεαρό που ανέλαβε να την οδηγήσει στο θεραπευτή. Έφυγαν από ένα ειδικό υπόγειο πάρκινγκ για VIP μ’ ένα «μεγάλο μαύρο αυτοκίνητο» και πήγαν σ’ ένα μέρος όπου έγινε η θεραπεία. Όσο για την ίδια τη θεραπεία, δεν καταφέραμε να μάθουμε το παραμικρό. Η Μ λέγεται ότι είπε στη φίλη της: «Αυτοί οι άνθρωποι έχουν τρομακτικές δυνάμεις. Θα μπορούσαν να μου συμβούν τρομακτικά πράγματα αν παρέβαινα την υπόσχεσή μου». Η Μ έκανε μία και μοναδική επίσκεψη σ’ εκείνο το μέρος κι από τότε δεν υποφέρει καθόλου από τις συνηθισμένες της κρίσεις. Προσπαθήσαμε να την πλησιάσουμε απευθείας για να πάρουμε πιο πολλές πληροφορίες για τη θεραπεία και τη μυστηριώδη γυναίκα, αλλά, όπως ήταν αναμενόμενο, αρνήθηκε να μας δει. Σύμφωνα με κάποια καλά πληροφορημένη πηγή, αυτή η «οργάνωση» αποφεύγει γενικά τις επαφές με τον κόσμο του θεάματος κι επικεντρώνεται στον πιο μυστικοπαθή κόσμο της πολιτικής και της οικονομίας. Οι επαφές μας από τον κόσμο του θεάτρου και του κινηματογράφου δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα μέχρι τώρα...

13

Ο άνθρωπος που περιμένει Το κακό σπυρί Ο άνθρωπος δεν είναι νησί

Ήταν οχτώ και κάτι και το σκοτάδι είχε πέσει από ώρα, όταν άνοιξα την πίσω αυλόπορτα και βγήκα στο σοκάκι. Για να περάσω έπρεπε να γυρίσω στο πλάι. Η πόρτα, λιγότερο από ένα μέτρο ψηλή, είχε καμουφλαριστεί αριστοτεχνικά στη γωνία του φράχτη έτσι ώστε να μη φαίνεται καθόλου απ’ την έξω μεριά. Το αδιέξοδο ξεπρόβαλε απ’ τη νύχτα, φωτισμένο όπως πάντα απ’ το ψυχρό λευκό φως της λάμπας υδραργύρου στην αυλή του σπιτιού τής Μαγιού Κασαχάρα. Έκλεισα την πόρτα πίσω μου κι ακολούθησα το δρομάκι. Πίσω απ’ τους φράχτες είδα ανθρώπους στις τραπεζαρίες και στα σαλόνια τους, να τρώνε και να παρακολουθούν έργα στην τηλεόραση. Μυρωδιές φαγητών έφταναν μέχρι το σοκάκι απ’ τα παράθυρα στις κουζίνες κι απ’ τους εξαεριστήρες. Ένας νεαρός έπαιζε σκάλες στην ηλεκτρική του κιθάρα με την ένταση πολύ χαμηλά. Σ’ ένα παράθυρο του δευτέρου ορόφου, ένα μικρό κοριτσάκι διάβαζε καθισμένο σ’ ένα γραφείο, με πολύ σοβαρή έκφραση στο πρόσωπο. Ένα παντρεμένο ζευγάρι τσακωνόταν κι οι φωνές τους έφταναν στο σοκάκι. Ένα μωρό έκλαιγε. Ένα τηλέφωνο χτύπησε. Η πραγματικότητα χυνόταν στο δρομάκι σαν νερό από παραγεμισμένο μπολ σαν ήχος, σαν μυρωδιά, σαν εικόνα, σαν ικεσία, σαν απόκριση. Φορούσα τα συνηθισμένα μου αθλητικά παπούτσια, για να είναι τα βήματά μου αθόρυβα. Το βήμα μου δεν έπρεπε να είναι ούτε πολύ γρήγορο ούτε πολύ αργό. Το σημαντικό ήταν να μην τραβήξω την προσοχή του κόσμου, να μην αφήσω αυτή την «πραγματικότητα» ν’ ασχοληθεί με την περαστική μου παρουσία. Ήξερα όλες τις γωνίες, όλα τα εμπόδια. Ακόμα και στο σκοτάδι μπορούσα ν’ ακολουθήσω το σοκάκι χωρίς να σκοντάψω πουθενά. Όταν έφτασα τελικά στην αυλή του σπιτιού μου, σταμάτησα, κοίταξα ολόγυρα και πήδηξα τη χαμηλή μάντρα. Το σπίτι με περίμενε κουρνιασμένο ήσυχα στο σκοτάδι, σαν σκιά γιγάντιου ζώου. Ξεκλείδωσα την πόρτα της κουζίνας, άναψα το φως κι άλλαξα το νερό του γάτου. Πήρα μια κονσέρβα με γατοτροφή απ’ το ντουλάπι και την άνοιξα. Ο Γαβράκος άκουσε τον ήχο κι εμφανίστηκε απ’ το πουθενά. Έτριψε το κεφάλι του στο πόδι μου μερικές φορές κι ύστερα άρχισε να καταναλώνει με βουλιμία το φαγητό του. Καθώς έτρωγε, πήρα μια κρύα μπίρα απ’ το ψυγείο. Έτρωγα πάντα για βράδυ στην «κατοικία» -κάτι που είχε ετοιμάσει για μένα ο Κάρικι έτσι το πιο πολύ που έτρωγα εδώ ήταν μια σαλάτα ή μια φέτα τυρί. Πίνοντας την μπίρα μου, πήρα το γάτο στα γόνατά μου και χάιδεψα με τις παλάμες μου τη ζεστή και μαλακιά του γούνα. Έχοντας περάσει την ημέρα σε διαφορετικά μέρη, χαιρόμασταν κι οι δυο που βρισκόμασταν στο σπίτι μας.

Απόψε ωστόσο, όταν έβγαλα τα παπούτσια μου κι άπλωσα το χέρι για ν’ ανάψω το φως της κουζίνας, ένιωσα μια παρουσία. Σταμάτησα το χέρι μου στα μισά του δρόμου μες στο σκοτάδι κι αφουγκράστηκα, ανασαίνοντας αθόρυβα. Δεν άκουσα τίποτα, αλλά έπιασα την αμυδρή μυρωδιά του καπνού. Υπήρχε κάποιος στο σπίτι, κάποιος που με περίμενε να γυρίσω, κάποιος που λίγο πριν είχε ίσως ενδώσει στον πειρασμό ν’ ανάψει τσιγάρο, τραβώντας όχι παραπάνω από μερικές ρουφηξιές κι ανοίγοντας το παράθυρο για να φύγει ο καπνός, αλλά η μυρωδιά παρέμενε ακόμη. Αυτό το άτομο δεν μπορεί να μου ήταν γνωστό. Το σπίτι ήταν ακόμα κλειδωμένο και δεν ήξερα κανέναν που να καπνίζει, εκτός από την Τζίντζερ Ακασάκα, που δεν χρειαζόταν να περιμένει στο σκοτάδι αν ήθελε να με δει. Ενστικτωδώς το χέρι μου απλώθηκε ψάχνοντας το ρόπαλο του μπέιζμπολ. Όμως το ρόπαλο δεν ήταν πια εκεί. Τ ώρα βρισκόταν στον πάτο του πηγαδιού. Ο ήχος που είχε αρχίσει να κάνει η καρδιά μου ήταν σχεδόν εξωπραγματικός, σαν να είχε ξεφύγει η ίδια η καρδιά απ’ το στήθος μου και να χτυπούσε δίπλα ακριβώς από τ’ αυτί μου. Προσπάθησα να μην αλλάξει ρυθμό η ανάσα μου. Μπορεί να μη χρειαζόμουν το ρόπαλο. Αν είχε μπει κάποιος εδώ για να με βλάψει, δεν θα καθόταν στο σαλόνι να με περιμένει. Παρ’ όλ’ αυτά οι παλάμες μου είχαν μυρμηγκιάσει απ’ την αγωνία. Τα χέρια μου αποζητούσαν το άγγιγμα του ρόπαλου. Ο Γαβράκος ξεπρόβαλε από κάπου μες στο σκοτάδι και, ως συνήθως, άρχισε να νιαουρίζει και να τρίβει το κεφάλι του στο πόδι μου. Όμως δεν πεινούσε όπως πάντα. Το καταλάβαινα απ’ τους ήχους που έκανε. Τελικά άπλωσα το χέρι μου κι άναψα το φως της κουζίνας. «Συγγνώμη, αλλά πήρα την άδεια να δώσω στο γατούλη το βραδινό του», είπε με κάπως τραγουδιστή φωνή ο άντρας που καθόταν στον καναπέ του σαλονιού. «Σας περίμενα πολλή ώρα, κύριε Οκάντα, κι ο γάτος πηγαινοερχόταν και νιαούριζε συνεχώς, οπότε -ελπίζω να έκανα καλά βρήκα μια κονσέρβα με γατοτροφή στο ντουλάπι και του την έδωσα. Για να είμαι ειλικρινής, δεν τα πάω και πολύ καλά με τις γάτες». Δεν έδειξε καμιά διάθεση να σηκωθεί όρθιος. Τον κοίταξα που καθόταν εκεί και δεν είπα τίποτα. «Είμαι σίγουρος ότι πάθατε σοκ να βρείτε κάποιον να σας περιμένει στο σπίτι σας στο σκοτάδι. Λυπάμαι. Πραγματικά λυπάμαι. Αν όμως είχα ανάψει το φως, μπορεί να μην μπαίνατε. Δεν βρίσκομαι εδώ για να σας βλάψω, πιστέψτε με, γι’ αυτό παρακαλώ μη με κοιτάζετε έτσι. Απλώς θέλω να κάνω μια κουβέντα μαζί σας». Ήταν κοντός και φορούσε κοστούμι. Ήταν δύσκολο να μαντέψω το ύψος του όσο ήταν καθιστάς, αλλά ήταν δεν ήταν ένα εξήντα. Κάπου ανάμεσα στα σαράντα πέντε και στα πενήντα, έμοιαζε με κοντόχοντρο βάτραχο με φαλακρό κεφάλι σαφώς Α, σύμφωνα με το σύστημα ταξινόμησης της Μαγιού Κασαχάρα. Είχε κάτι υπόλοιπα μαλλιών στο κεφάλι του λίγο πάνω από τ’ αυτιά, αλλά η παράξενου σχήματος μαύρη παρουσία τους έκανε τη γυμνή περιοχή να ξεχωρίζει ακόμη περισσότερο. Είχε μεγάλη μύτη, που πρέπει να ήταν μπουκωμένη, αν μπορούσα να κρίνω απ’ τον τρόπο που διαστελλόταν και συστελλόταν σαν φυσερό με κάθε θορυβώδη ανάσα που έπαιρνε. Στην κορυφή αυτής της μύτης καθόταν ένα ζευγάρι συρμάτινα γυαλιά με χοντρούς φακούς. Είχε έναν περίεργο τρόπο να προφέρει ορισμένες λέξεις σουφρώνοντας το πάνω χείλος του κι αποκαλύπτοντας έτσι μια σειρά από στραβά δόντια, κιτρινισμένα απ’ τον καπνό. Ήταν σαφώς ένα απ’ τα πιο άσχημα ανθρώπινα πλάσματα που είχα δει ποτέ. Και δεν ήταν άσχημος απλώς εξωτερικά: υπήρχε κάτι το γλοιώδες κι αλλόκοτο σ’ αυτό τον άνθρωπο, που μου ήταν αδύνατο να το

περιγράψω με λόγια ήταν όπως νιώθει κανείς όταν απλώνει το χέρι κι ακουμπάει άθελά του ένα μεγάλο και παράξενο έντομο στο σκοτάδι. Έμοιαζε λιγότερο με πραγματικό ανθρώπινο ον και περισσότερο με κάτι βγαλμένο από παιδικό εφιάλτη. «Θα σας πείραζε να καπνίσω;» ρώτησε. «Έκανα υπεράνθρωπες προσπάθειες να το αποφύγω, αλλά το να κάθεται κανείς να περιμένει χωρίς τσιγάρο είναι κανονικό μαρτύριο. Είναι πολύ κακή συνήθεια». Μην μπορώντας να μιλήσω, κούνησα απλώς το κεφάλι καταφατικά. Ο αλλόκοτος αυτός άνθρωπος έβγαλ’ ένα τσιγάρο χωρίς φίλτρο απ’ την τσέπη του σακακιού του, το ’βαλε στο στόμα και το άναψε με σπίρτο κάνοντας ένα ανατριχιαστικό, μακρόσυρτο γρατζούνισμα. Ύστερα σήκωσε απ’ το πάτωμα την άδεια κονσέρβα του γάτου κι έριξε μέσα το σπίρτο. Χρησιμοποιούσε την κονσέρβα για τασάκι. Ρούφηξε τον καπνό στα πνευμόνια του με προφανή απόλαυση, σμίγοντας τα πυκνά του φρύδια σε μια ενιαία γραμμή καθώς έβγαζε μικρά βογκητά ηδονής. Κάθε βαθιά ρουφηξιά έκανε την άκρη του τσιγάρου να λάμπει κατακόκκινη σαν αναμμένο κάρβουνο. Άνοιξα την πόρτα της αυλής για ν’ αεριστεί το δωμάτιο. Έπεφτε μια σιγανή βροχή. Δεν μπορούσα να την ακούσω ή να τη δω, αλλά ήξερα ότι έβρεχε απ’ τη μυρωδιά και μόνο. Ο άντρας φορούσε καφέ κοστούμι, λευκό πουκάμισο και κόκκινη γραβάτα, όλα φτηνά κι όλα φθαρμένα στον ίδιο βαθμό. Το χρώμα του κοστουμιού μού θύμιζε ερασιτεχνική ζωγραφική πάνω στις λαμαρίνες παλιάς σακαράκας. Οι βαθιές ζάρες του παντελονιού και του σακακιού του έμοιαζαν μόνιμες, σαν κοιλάδες σε αεροφωτογραφία. Το λευκό πουκάμισο είχε πάρει κιτρινωπή απόχρωση κι ένα απ’ τα κουμπιά του ήταν έτοιμο να πέσει. Έμοιαζε επίσης να είναι ένα με δύο νούμερα μικρότερο, με το επάνω κουμπί ανοιχτό και το γιακά τσαλακωμένο. Η γραβάτα είχε πάνω ένα περίεργο σχήμα σαν τερατώδες εκτόπλασμα κι έμοιαζε να είναι στην ίδια θέση απ’ την εποχή των Όσμοντ Μπράδερς. Οποιοσδήποτε τον έβλεπε, καταλάβαινε αμέσως πως είχε να κάνει μ’ έναν άνθρωπο που δεν έδινε καμιά απολύτως προσοχή στο φαινόμενο της ένδυσης. Φορούσε αυτά που φορούσε απλώς επειδή έπρεπε να είναι ντυμένος όταν είχε να κάνει με άλλους ανθρώπους, σαν να ήταν εχθρικός στην ίδια την ιδέα των ρούχων. Μπορεί μάλιστα να φορούσε επίτηδες τα ίδια ρούχα κάθε μέρα, ώσπου να διαλυθούν εντελώς σαν αγρότης που ζαλώνει το γάιδαρο του απ’ το πρωί ώς το βράδυ ώσπου να τον σκάσει. Όταν ρούφηξε στα πνευμόνια του όση νικοτίνη χρειαζόταν, έβγαλ’ ένα στεναγμό ανακούφισης και το πρόσωπό του πήρε μια παράξενη έκφραση ανάμεσα σε χαμόγελο και μορφασμό. Ύστερα μίλησε. «Α, ξέχασα να συστηθώ. Συνήθως δεν είμαι τόσο αγενής. Τ’ όνομά μου είναι Ουσικάουα. Δηλαδή ούσι> που σημαίνει ταύρος, και κάονα, που σημαίνει ποτάμι. Ευκολομνημόνευτο, δεν νομίζετε; Όλοι με φωνάζουν Ούσι. Και είναι περίεργο: όσο το ακούω, τόσο περισσότερο νιώθω σαν πραγματικός ταύρος. Νιώθω μάλιστα και κάποια οικειότητα όταν τύχει να δω κανέναν ταύρο στα χωράφια. Τα ονόματα είναι περίεργα πράγματα, δεν νομίζετε, κύριε Οκάντα; Πάρτε, ας πούμε, το Οκάντα. Ένα ωραίο και καθαρό όνομα: «χωράφι του λόφου». Μερικές φορές θα ’θελα να ’χω κι εγώ ένα τέτοιο φυσιολογικό όνομα, αλλά δυστυχώς το επίθετό σου είναι κάτι που δεν το διαλέγεις εσύ. Άπαξ και γεννηθείς σ’ αυτό τον κόσμο με το επίθετο Ουσικάουα, παραμένεις Ουσικάουα εφ’ όρου ζωής, είτε σ’ αρέσει είτε όχι. Από τότε που πρωτοπήγα στο νηπιαγωγείο, με φωνάζουν Ούσι. Δεν υπάρχει κανένας τρόπος να το αποφύγω. Όταν έχεις κάποιον που τον λένε Ουσικάουα, τον φωνάζεις ενστικτωδώς Ούσι, έτσι δεν είναι; Λένε ότι τα ονόματα εκφράζουν αυτά τα οποία

περιγράφουν, αλλά εγώ καμιά φορά πιστεύω ότι συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο το πράγμα ή ο άνθρωπος μοιάζει όλο και περισσότερο μ’ αυτό που φανερώνει τ’ όνομά του. Τέλος πάντων, θεωρήστε πως είμαι ένας Ουσικάουα που αν σας αρέσει μπορείτε να τον φωνάζετε Ούσι ή όπως αλλιώς θέλετε. Δεν με νοιάζει καθόλου». Πήγα στην κουζίνα και πήρα μια μπίρα απ’ το ψυγείο. Δεν πρόσφερα στον Ουσικάουα. Άλλωστε δεν τον είχα καλέσει εγώ εδώ. Δεν είπα τίποτα κι άρχισα να πίνω την μπίρα μου. Ο Ουσικάουα έμεινε κι αυτός σιωπηλός καπνίζοντας το τσιγάρο του. Δεν κάθισα σε καρέκλα απέναντί του, αλλά έμεινα όρθιος, ακουμπισμένος στον τοίχο, κοιτάζοντάς τον αφ’ υψηλού. Τελικά έσβησε τη γόπα του τσιγάρου του στην άδεια κονσέρβα και σήκωσε το βλέμμα του προς εμένα. «Είμαι σίγουρος ότι αναρωτιέστε πώς μπήκα μέσα, κύριε Οκάντα. Σωστά δεν τα λέω; Είστε σίγουρος ότι κλειδώσατε την πόρτα. Και πράγματι, η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Όμως εγώ έχω κλειδί. Πραγματικό κλειδί. Νά το». Έβαλε το χέρι του στην τσέπη του σακακιού του, έβγαλε έναν κρίκο με ένα μόνο κλειδί και το κράτησε μπροστά μου για να το δω. Έμοιαζε πράγματι με το κλειδί του σπιτιού μου. Όμως αυτό που μου τράβηξε την προσοχή ήταν το μπρελόκ. Έμοιαζε πολύ με το μπρελόκ της Κουμίκο ήταν ένα απλό πράσινο δερμάτινο μπρελόκ με έναν κρίκο που άνοιγε μπροστά με ασυνήθιστο τρόπο. «Είναι αυτό που νομίζετε», είπε ο Ουσικάουα. «Όπως άλλωστε βλέπετε. Και το μπρελόκ ανήκει στη γυναίκα σας. Θα πρέπει να σας πω το εξής, για ν’ αποφύγουμε τις παρεξηγήσεις: αυτό το κλειδί μου το έδωσε η γυναίκα σας, η Κουμίκο. Ούτε το έκλεψα ούτε το πήρα διά της βίας». «Πού είναι η Κουμίκο;» ρώτησα, αλλά η φωνή μου έμοιαζε λίγο στραπατσαρισμένη. Ο Ουσικάουα έβγαλε τα γυαλιά του, κοίταξε τη θαμπάδα των φακών και τα ξαναφόρεσε. «Ξέρω ακριβώς πού είναι», είπε. «Στην πραγματικότητα, εγώ τη φροντίζω». «Τη φροντίζετε;» «Κοιτάξτε, δεν θα ήθελα να με παρεξηγήσετε. Δεν το εννοώ έτσι. Μην ανησυχείτε», είπε ο Ουσικάουα χαμογελώντας. Όταν χαμογελούσε, το πρόσωπό του έσπαζε ασύμμετρα απ’ τη μια πλευρά στην άλλη και τα γυαλιά του έπαιρναν κλίση. «Σας παρακαλώ, μη με κοιτάτε έτσι. Απλώς τη βοηθάω στο πλαίσιο των καθηκόντων μου της κάνω διάφορα θελήματα και διάφορες εξυπηρετήσεις. Είμαι το παιδί για όλες τις δουλειές, και τίποτ’ άλλο. Ξέρετε φυσικά ότι δεν μπορεί να βγει έξω». «Δεν μπορεί να βγει έξω;» επανέλαβα τη φράση του σαν παπαγάλος. Εκείνος δίστασε για μια στιγμή και η γλώσσα του χάιδεψε τα χείλη του. «Α, έτσι. Δηλαδή δεν ξέρετε. Εντάξει. Δεν μπορώ να πω εάν δεν μπορεί να βγει έξω ή δεν θέλει να βγει έξω. Είμαι σίγουρος ότι θα θέλατε να το μάθετε, κύριε Οκάντα, αλλά, παρακαλώ, μη ρωτάτε εμένα. Ούτ’ εγώ ξέρω όλες τις λεπτομέρειες. Όμως δεν θα πρέπει ν’ ανησυχείτε για κάτι. Θέλω να πω ότι δεν την κρατούν παρά τη θέλησή της. Δηλαδή, δεν ζούμε σε μυθιστόρημα ή σε ταινία. Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι τέτοιο».

Άφησα με αργές και προσεκτικές κινήσεις την μπίρα δίπλα στα πόδια μου. «Τέλος πάντων, πέστε μου για ποιο λόγο ήρθατε εδώ». Αφού χάιδεψε τα γόνατά του αρκετές φορές με τεντωμένες παλάμες, ο Ουσικάουα κούνησε με έμφαση το κεφάλι του. «Ναι, βέβαια. Το ξέχασα αυτό, είν’ αλήθεια. Παρασύρομαι συστήνοντας τον εαυτό μου και μετά ξεχνάω να σας πω για ποιο λόγο ήρθα εδώ! Αυτό ήταν πάντα ένα απ’ τα βασικότερα μειονεκτήματά μου όλα τα χρόνια: ξεχνιέμαι κι αρχίζω να μιλάω για χαζομάρες αφήνοντας απέξω την ουσία. Γι’ αυτό και ποτέ δεν κάνω τα πράγματα όπως πρέπει! Τέλος πάντων, έστω και καθυστερημένα, τα πράγματα έχουν ως εξής: Δουλεύω για το μεγαλύτερο αδερφό της γυναίκας σας, της Κουμίκο. Με λένε Ουσικάουα όμως αυτό σας το είπα ήδη, για το Ούσι και όλ’ αυτά. Δουλεύω για το δόκτορα Νομπόρου Γουατάγια, σαν ένα είδος ιδιαίτερου γραμματέα όχι όμως του τύπου που έχουν οι βουλευτές, ας πούμε. Οι πραγματικοί “ιδιαίτεροι γραμματείς’’ είναι σπουδαίοι άνθρωποι, άνθρωποι ανώτερου είδους. Ο όρος καλύπτει πολλών ειδών ανθρώπους. Θέλω να πω, υπάρχουν ιδιαίτεροι γραμματείς και ιδιαίτεροι γραμματείς, κι εγώ μπορώ να πω ότι είμαι χαρακτηριστικός εκπρόσωπος του βήτα τύπου. Εγώ είμαι κάτω, στον πάτο μπορεί κι ακόμη παρακάτω. Κι αν υπάρχουν πνεύματα που παραμονεύουν παντού, εγώ είμαι απ’ τα πολύ μικρά, αυτά που είναι κρυμμένα στις γωνιές του μπάνιου ή μες στις ντουλάπες. Όμως δεν παραπονιέμαι. Αν η αθλιότητά μου έβγαινε στη φόρα, σκέψου τι κακό θα έκανε στην πεντακάθαρη εικόνα του δόκτορα Γουατάγια! Όχι, αυτοί που στέκονται απέναντι απ’ τις κάμερες πρέπει να είναι καλοβαλμένοι τύποι με έξυπνα μούτρα κι όχι φαλακροί νάνοι. “Αγαπητοί εκπρόσωποι της κοινής γνώμης, σας ομιλώ εγώ, η αφεντιά μου, ο ιδιαίτερος γραμματεύς του δόκτορα Γουατάγια”. Να μη σου μένει άντερο! Δίκιο δεν έχω, κύριε Οκάντα;» Όσο εκείνος παραληρούσε, εγώ παρέμενα σιωπηλός. «Αυτό λοιπόν που κάνω για το δόκτορα είναι οι μη ορατές δουλειές, οι “σκιώδεις” δουλειές, σαν να λέμε, αυτές που δεν πρέπει να βγουν στη φόρα. Είμαι ο βιολιστής όχι στη στέγη αλλά στο υπόγειο. Αυτού του τύπου οι δουλειές είναι η ειδικότητά μου. Όπως κι αυτή η υπόθεση της κυρίας Κουμίκο. Παρακαλώ, μη με παρεξηγήσετε: μη νομίζετε ότι το να φροντίζει κανείς την κυρία Κουμίκο είναι δουλειά για τον τελευταίο κλητήρα. Αν αυτά που σας είπα σας έδωσαν αυτή την εντύπωση, δεν θα μπορούσε να είναι πιο μακριά απ’ την αλήθεια. Θέλω να πω, η κυρία Κουμίκο είναι στο κάτω κάτω η αγαπημένη αδερφούλα του δόκτορα. Θεωρώ ότι είναι ύψιστη τιμή για μένα να μου επιτρέψει ν’ αναλάβω ένα τόσο σημαντικό έργο, πιστέψτε με! »Επί τη ευκαιρία, και μην το θεωρήσετε πολύ αγενές εκ μέρους μου, μήπως θα μπορούσα να έχω κι εγώ μια μπίρα; Όλη αυτή η πάρλα μού στέγνωσε το στόμα. Κι αν δεν σας πειράζει, θα πάρω μία μόνος μου. Ξέρω πού είναι. Όσο περίμενα, επέτρεψα στον εαυτό μου να ρίξει μια ματιά στο ψυγείο». Του έκανα ναι με το κεφάλι. Ο Ουσικάουα πήγε στην κουζίνα και πήρε ένα μπουκάλι μπίρα απ’ το ψυγείο. Ύστερα κάθισε ξανά στον καναπέ και ήπιε κατευθείαν απ’ το μπουκάλι με ολοφάνερη απόλαυση, ενώ το τεράστιο καρύδι του λαιμού του σάλευε πάνω απ’ τον κόμπο της γραβάτας του σαν να είχε δική του, ανεξάρτητη ζωή. «Ειλικρινά, κύριε Οκάντα, μια κρύα μπίρα στο τέλος της μέρας είναι το καλύτερο πράγμα στη ζωή. Μερικοί λένε πως όταν η μπίρα είναι πολύ κρύα, χάνει τη γεύση της, αλλ’ αυτό εμένα δεν με βρίσκει

σύμφωνο. Η πρώτη μπίρα πρέπει να είναι τόσο κρύα, που να μην μπορείς να την αντέξεις στο στόμα. Η δεύτερη πρέπει να είναι κάπως λιγότερο παγωμένη, αλλά θέλω η πρώτη να είναι σαν πάγος. Θέλω να είναι τόσο κρύα, που τα μηνίγγια μου να πάλλονται απ’ τον πόνο. Αυτή είναι η προσωπική μου προτίμηση, φυσικά». Εξακολουθώντας να στηρίζομαι στον τοίχο, ήπια μια ακόμη γουλιά απ’ τη δική μου μπίρα. Με τα χείλη σφιγμένα, ο Ουσικάουα επιθεώρησε το δωμάτιο με το βλέμμα για μερικά δευτερόλεπτα. «Οφείλω να παρατηρήσω, κύριε Οκάντα, ότι για άντρας χωρίς σύζυγο διατηρείτε αυτό το σπίτι πολύ καθαρό. Μ’ εντυπωσιάζετε. Εγώ είμαι άσ’ τα να πάνε, δεν ντρέπομαι να τ’ ομολογήσω. Το σπίτι μου είναι σε μαύρο χάλι, σαν σκουπιδότοπος, χοιροστάσιο πραγματικό. Έχω να πλύνω την μπανιέρα παραπάνω από ένα χρόνο. Ξέχασα ίσως να σας πω ότι κι εμένα μ’ εγκατέλειψε η γυναίκα μου. Πριν από πέντε χρόνια. Γι’ αυτό και νιώθω αλληλέγγυος μαζί σας, κΰριε Οκάντα, ή, για να μην παρεξηγηθώ, επιτρέψτε μου απλώς να πω ότι καταλαβαίνω πώς αισθάνεστε. Φυσικά, η κατάστασή μου ήταν διαφορετική απ’ τη δική σας. Ήταν φυσικό να μ’ αφήσει η γυναίκα μου. Ήμουν ο χειρότερος σύζυγος του κόσμου. Όχι μόνο δεν παραπονιέμαι, αλλά παραδέχομαι πως ήταν ηρωίδα που με ανέχτηκε όσο με ανέχτηκε. Την έδερνα. Αυτή και κανέναν άλλο: ξέσπαγα πάνω της για ό,τι με απασχολούσε. Κι αυτό γιατί σαν άνθρωπος δεν έχω καθόλου κότσια. Έχω καρδιά ψύλλου. Έξω απ’ το σπίτι, το μόνο που κάνω είναι να φιλάω κατουρημένες ποδιές. Οι άλλοι με λένε Ούσι και μου συμπεριφέρονται σαν να είμαι σκουπίδι, κι εγώ κολλάω πάνω τους όλο και περισσότερο. Έτσι, όταν γύριζα σπίτι, ξεσπούσα στη γυναίκα μου. Χε χε χε κακό, ε; Και να σκεφτείτε πως το ήξερα ότι αυτό που έκανα ήταν απαράδεκτο, αλλά δεν μπορούσα να σταματήσω. Ήταν κάτι σαν αρρώστια. Της έκανα τα μούτρα κρέας, σε σημείο που να μην μπορείς να την αναγνωρίσεις. Και δεν τη χτυπούσα μόνο: την άρπαζα και την πέταγα πάνω στους τοίχους και την κλοτσούσα, την περιέλουζα με καυτό τσάι, της πετούσα πράγματα κι ό,τι άλλο μπορείτε να φανταστείτε. Τα παιδιά προσπαθούσαν να με σταματήσουν και κατέληγα να τα χτυπάω κι αυτά. Παιδάκια μικρά: πέντ’-έξι χρονών. Και δεν είναι μόνο ότι τα χτυπούσα: τα σάπιζα στο ξύλο μ' ό,τι κρατούσα στο χέρι μου. Ήμουν κανονικός διάβολος. Προσπαθούσα να σταματήσω, αλλά δεν τα κατάφερνα. Δεν μπορούσα να ελέγξω τον εαυτό μου. Μετά από ένα ορισμένο σημείο αποφάσιζα ότι είχα κάνει αρκετή ζημιά, ότι έπρεπε να σταματήσω, αλλά δεν ήξερα πώς. Βλέπετε τι φριχτός άνθρωπος ήμουν; Έτσι, πριν από πέντε χρόνια, όταν η κόρη μου ήταν πέντε χρονών, της έσπασα το χέρι έτσι, σαν κλαράκι. Τότε ακριβώς αποφάσισε η γυναίκα μου ότι δεν μπορούσε να με ανεχτεί άλλο κι έφυγε με τα δυο παιδιά. Έχω να τους δω από τότε. Δεν έχω μάθει ούτε νέα τους. Όμως τι μπορώ να κάνω; Αφού το σφάλμα είναι δικό μου». Δεν του είπα τίποτα. Ο γάτος με πλησίασε και με φιλοδώρησε μ’ ένα πεταχτό νιάου, σαν να παραπονιόταν πως τον είχα παραμελήσει. «Τέλος πάντων, λυπάμαι, αλλά δεν σκόπευα να σας εξαντλήσω μ όλες αυτές τις βαρετές λεπτομέρειες. Πρέπει ν’ αναρωτιέστε αν έχω κάποια συγκεκριμένη δουλειά που μ’ έφερε εδώ απόψε. Ε, λοιπόν, ναι. Δεν ήρθα εδώ για να μιλήσουμε, κΰριε Οκάντα. Ο δόκτωρ -δηλαδή ο δόκτωρ Γουατάγια μου ζήτησε να έρθω να σας δω. Θα σας πω ακριβώς τι μου είπε, οπότε, παρακαλώ, να δώσετε προσοχή. »Πρώτ’ απ’ όλα, ο δόκτωρ Γουατάγια δεν αντιτίθεται στην ιδέα της συμφιλίωσης ανάμεσα σ’ εσάς και στην κυρία Κουμίκο. Με άλλα λόγια, δεν θα είχε καμιά αντίρρηση αν οι δυο σας αποφασίζατε

ότι θέλετε να επιστρέψετε στην προηγούμενη σχέση σας. Αυτή τη στιγμή η κυρία Κουμίκο δεν έχει καμιά τέτοια πρόθεση, άρα τίποτα δεν μπορεί να συμβεί αμέσως τώρα. Αν όμως εσείς αποφασίσετε ν’ απορρίψετε κάθε ιδέα διαζυγίου κι επιμένετε ότι θέλετε να περιμένετε όσο χρειάζεται, είναι πρόθυμος να το δεχτεί κι αυτό. Δεν θα επιμείνει πια στο διαζύγιο, όπως έκανε στο παρελθόν, οπότε δεν θα τον πείραζε καθόλου αν χρησιμοποιούσατε εμένα ως δίαυλο για τη μεταφορά κάποιου μηνύματος στην κυρία Κουμίκο. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει κανένας λόγος να συνεχίζεται αυτή η αντιπαράθεση για μικρά κι ασήμαντα πράγματα: κάτι σαν ανανέωση διπλωματικών σχέσεων, ας πούμε. Αυτό είναι το πρώτο ζήτημα. Πώς σας φαίνεται μέχρι εδώ, κύριε Οκάντα;» Έσκυψα στο πάτωμα και χάιδεψα το κεφάλι του γάτου, αλλά δεν είπα τίποτα. Ο Ουσικάουα παρακολούθησε εμένα και το γάτο γι’ αρκετή ώρα, κι ύστερα συνέχισε να μιλάει. «Φυσικά, κύριε Οκάντα, δεν μπορείτε να πείτε τίποτα αν δεν ακούσετε όλα όσα έχω να πω. Εντάξει λοιπόν, συνεχίζω μέχρι το τέλος. Μπαίνω στο δεύτερο ζήτημα. Εδώ το πράγμα είναι λίγο πιο περίπλοκο, φοβάμαι. Έχει να κάνει μ’ ένα άρθρο με τίτλο “Το σπίτι των κρεμασμένων”, που εμφανίστηκε σε κάποιο εβδομαδιαίο περιοδικό. Δεν ξέρω αν το διαβάσατε, κύριε Οκάντα, αλλά είναι πολΰ ενδιαφέρον. Καλογραμμένο, “Καταραμένη γη σε αριστοκρατική γειτονιά της Σεταγκάγια. Πολλοί άνθρωποι πέθαναν πριν της ώρας τους εκεί για πολλά χρόνια. Ποιος είναι ο μυστηριώδης αγοραστής του οικοπέδου; Τι συμβαίνει πίσω απ’ τον ψηλό φράχτη; Το ένα αίνιγμα μετά το άλλο...” »Τέλος πάντων, ο δόκτωρ Γουατάγια διάβασε το άρθρο και συνειδητοποίησε ότι το “σπίτι των κρεμασμένων” είναι πολΰ κοντά στο δικό σας, κΰριε Οκάντα. Άρχισε να τον τρώει η ιδέα ότι μπορεί να υπήρχε κάποια σχέση ανάμεσα σ’ αυτό και σ’ εσάς. Έτσι ερεύνησε το ζήτημα... ή, θα πρέπει ίσως να πω ότι ο ταπεινός Ουσικάουα, με τα μικρά ποδαράκια του, έκανε τον κόπο να ερευνήσει το ζήτημα, και -μπίνγκο! ιδοΰ ο κΰριος Οκάντα, όπως ακριβώς είχε προβλέψει ο δόκτωρ, που πηγαινοερχόταν απ’ το πίσω δρομάκι κάθε μέρα στο άλλο σπίτι, έχοντας προφανώς άμεση σχέση με οτιδήποτε είν’ αυτό που συμβαίνει εκεί μέσα. Ομολογώ ότι αυτή η επίδειξη διορατικής ευφυΐας εκ μέρους του δόκτορα Γουατάγια εξέπληξε ακόμα κι εμένα. »Μέχρι στιγμής έχει γραφτεί ένα μόνο άρθρο, χωρίς συνέχεια, αλλά ποιος ξέρει; Απ’ τη χόβολή μπορεί καμιά φορά να ξεκινήσει καινοΰργια φωτιά, θέλω να πω, η ιστορία εδώ είναι συναρπαστική. Γι’ αυτό και ο δόκτωρ Γουατάγια ανησυχεί ιδιαίτερα. Τι θα γινόταν αν το όνομα του γαμπροΰ του εμφανιζόταν να έχει σχέση με κάτι δυσάρεστο ή ΰποπτο; Σκεφτείτε το σκάνδαλο που θα ξεσποΰσε! Ο δόκτωρ Γουατάγια είναι αυτή τη στιγμή το πρόσωπο της επικαιρότητας. Ο Τΰπος και η τηλεόραση θα έκαναν πάρτι. Και τέλος υπάρχει και η δΰσκολη αυτή κατάσταση μ’ εσάς και την κυρία Κουμίκο. Τα μέσα θα μποροΰσαν να τη φουσκώσουν σε τέτοιο βαθμό, ώστε να την κάνουν αγνώριστη. Θέλω να πω ότι όλοι έχουν κάτι που δεν θα ήθελαν ποτέ ν’ ανακοινωθεί δημόσια, έτσι δεν είναι; Ιδιαίτερα όταν αφορά προσωπικές υποθέσεις. Αυτή η περίοδος είναι περίοδος πολΰ λεπτή για την πολιτική καριέρα τοΰ δόκτορα. Πρέπει να προχωρήσει με τη μέγιστη προσοχή ώσπου να είναι έτοιμος ν’ απογειωθεί. Αυτό λοιπόν που έχει υπόψη του για σας είναι μια μικρή συμφωνία την οποία έχει σκεφτεί. Αν κόψετε όλες σας τις σχέσεις μ’ αυτό το “σπίτι των κρεμασμένων”, κΰριε Οκάντα, θα σκεφτεί στα σοβαρά την πιθανότητα να ενεργήσει για να φέρει εσάς και την κυρία Κουμίκο ξανά στην ίδια στέγη. Κι αυτό είναι όλο. Πώς σας φαίνεται η ιδέα, κΰριε Οκάντα; Ήμουν αρκετά σαφής;» «Πιθανόν», είπα.

«Ποια είναι λοιπόν η γνώμη σας; Πώς αντιδράτε σε όλ’ αυτά;» Χαϊδεύοντας το λαιμό του γάτου, σκέφτηκα για λίγο. Μετά είπα, «Δεν το καταλαβαίνω. Τι οδήγησε τον Νομπόρου Γουατάγια στο να σκεφτεί ότι εγώ είχα κάποια σχέση μ’ αυτό το σπίτι; Πώς έκανε τη σΰνδεση;» Το πρόσωπο του Ουσικάουα έσπασε ξανά σε ένα απ’ τα μεγάλα του χαμόγελα, αλλά τα μάτια του παρέμειναν ψυχρά σαν γυαλί. Έβγαλ’ ένα στραπατσαρισμένο πακέτο απ’ την τσέπη του κι άναψε τσιγάρο μ’ ένα σπίρτο. «Α, κΰριε Οκάντα, κάνετε πολΰ δύσκολες ερωτήσεις. Λάβετε υπόψη σας ότι εγώ δεν είμαι παρά ο ταπεινός αγγελιοφόρος, ένα χαζό ταχυδρομικό περιστέρι. Κουβαλάω κομματάκια χαρτί από δω κι από κει. Νομίζω ότι καταλαβαίνετε. Μπορώ ωστόσο να πω το εξής: ο δόκτωρ δεν είναι ανόητος. Ξέρει να χρησιμοποιεί το μυαλό του κι έχει ένα είδος έκτης αίσθησης, κάτι που οι κοινοί άνθρωποι δεν έχουν. Κι επιτρέψτε μου να σας πω και το εξής, κύριε Οκάντα: έχει ένα είδος δύναμης που είναι πραγματική και μπορεί να τη χρησιμοποιήσει για το σκοπό του, μια δύναμη που αυξάνεται μέρα με την ημέρα. Καλό θα ήταν να μην την αγνοήσετε. Μπορεί να έχετε τους λόγους σας που δεν τον συμπαθείτε -κι εγώ προσωπικά δεν έχω καμιά αντίρρηση γι’ αυτό, δεν είναι δουλειά μου ν’ ανακατεύομαι σ’ αυτό-, αλλά τα πράγματα τώρα έχουν ξεπεράσει το επίπεδο του ποιος συμπαθεί ποιον και ποιος όχι. Θα ’θελα να το καταλάβετε αυτό». «Αν ο Νομπόρου Γουατάγια είναι τόσο ισχυρός, γιατί δεν εμποδίζει το περιοδικό να δημοσιεύσει άλλα άρθρα; Αυτό θα ήταν πολύ απλούστερο». Ο Ουσικάουα χαμογέλασε. Ύστερα τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά απ’ το τσιγάρο του. «Αχ, αγαπητέ μου κύριε Οκάντα, δεν πρέπει να λέτε τέτοια απερίσκεπτα πράγματα. Εσείς κι εγώ ζούμε στην Ιαπωνία στο κάτω κάτω, σ’ ένα απ’ τα πιο δημοκρατικά κράτη του κόσμου. Σωστά; Εδώ δεν έχουμε δικτατορία, όπου το μόνο που βλέπεις γύρω σου είναι φυτείες μπανάνας και γήπεδα ποδοσφαίρου. Όση δύναμη και να έχει ένας πολιτικός σ’ αυτή τη χώρα, το να πνίξεις ένα άρθρο κάποιου περιοδικού δεν είναι απλή υπόθεση. Θα μπορούσε να αποβεί ιδιαίτερα επικίνδυνο. Μπορεί να καταφέρεις να βάλεις τα ανώτερα στελέχη της εταιρείας στο τσεπάκι σου, αλλά κάποιος μπορεί να δυσαρεστηθεί. Και τελικά αυτός που θα τραβήξει την προσοχή θα είναι ο δυσαρεστημένος. Απλώς δεν ωφελεί να προσπαθείς να επηρεάσεις τους ανθρώπους όταν υπάρχει μια τέτοια ιστορία στα σκαριά. Αυτή είναι η απλή αλήθεια. »Κι εντελώς μεταξύ μας, σ’ αυτή την υπόθεση μπορεί να είναι ανακατεμένοι και μερικοί πολύ σκληροί παίκτες, τύποι για τους οποίους δεν ξέρετε τίποτα εσείς, κύριε Οκάντα. Κι αν η κατάσταση είναι έτσι, η μπάλα στο τέλος θα πάρει πολύ περισσότερους απ’ τον αγαπητό μας δόκτορα. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, θα μιλάμε για εντελώς καινούργιο παιχνίδι. Ας το συγκρίνουμε με μια επίσκεψη στον οδοντίατρο. Μέχρι τώρα βρισκόμαστε στο στάδιο όπου σκαλίζουμε ένα σημείο στο οποίο η νοβοκαΐνη επιδρά ακόμα. Γι’ αυτό και μέχρι τώρα κανείς δεν διαμαρτύρεται. Σύντομα όμως το τρυπάνι θα χτυπήσει κάποιο νεύρο και κάποιος θα πεταχτεί σαν ελατήριο απ’ την καρέκλα. Κάποιος μπορεί να θυμώσει πολύ. Καταλαβαίνετε τι λέω; Δεν προσπαθώ να σας απειλήσω, αλλά μου φαίνεται -και, πιστέψτε με, ο γερο-Ουσικάουα έχει πείρα σ’ αυτάότι σιγά σιγά παρασύρεστε σ’ επικίνδυνο έδαφος χωρίς καν να το καταλαβαίνετε». Ο Ουσικάουα κατάφερε τελικά να πει αυτό που ήθελε να πει.

«Θέλετε να πείτε ότι πρέπει ν’ αποσυρθώ πριν πάθω κακό;» ρώτησα. Ο Ουσικάουα κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. «Το παιχνίδι αυτό είναι σαν να παίζετε τυφλόμυγα στον αυτοκινητόδρομο, κύριε Οκάντα. Είναι πολύ επικίνδυνο». «Εκτός του ότι πρόκειται να δημιουργήσει πολλά προβλήματα οτον Νομπόρου Γουατάγια. Γι’ αυτό, αν φανώ καλό παιδί και αποσυρθώ, θα με φέρει σ’ επαφή με την Κουμίκο». Ο Ουσικάουα ξανακούνησε το κεφάλι του επιδοκιμαστικά. «Αυτό τα λέει περίπου όλα». Ήπια μια γουλιά μπίρα. Μετά είπα: «Πρώτον, σας λέω το εξής: θα πάρω πίσω την Κουμίκο, αλλά θα το κάνω μόνος μου και χωρίς βοήθεια από τον Νομπόρου Γουατάγια. Δεν θέλω τη βοήθειά του. Κι έχετε δίκιο για ένα πράγμα και μόνο: δεν συμπαθώ τον Νομπόρου Γουατάγια. Όπως λέτε, ωστόσο, εδώ το ζήτημα δεν περιορίζεται στο ποιος συμπαθεί ποιον και ποιος όχι. Είναι κάτι πολΰ πιο θεμελιώδες απ’ αυτό. Δεν είναι ότι απλώς δεν μου αρέσει: δεν μπορώ να δεχτώ το γεγονός της ίδιας του της ΰπαρξης. Γι’ αυτό και αρνοΰμαι να κάνω οποιαδήποτε συμφωνία μαζί του. Παρακαλώ ιδιαιτέρως να του μεταφέρετε αυτή την άποψη εκ μέρους μου. Και μην τολμήσετε ποτέ να έρθετε στο σπίτι αυτό χωρίς την άδειά μου. Είναι δικό μονστιίτι, κι όχι ξενοδοχείο ή σταθμός τρένου». Ο Ουσικάουα μισόκλεισε τα μάτια και με κοίταξε για ένα διάστημα πίσω απ’ τα γυαλιά του. Τα μάτια του δεν κουνήθηκαν καθόλου. Όπως πριν, δεν έδειχναν την παραμικρή συγκίνηση. Όχι πως ήταν ανέκφραστα. Αλλ’ αυτό που είχαν εκεί ήταν κάτι που είχε κατασκευαστεί προσωρινά για τη συγκεκριμένη περίσταση. Η ασύμμετρα μεγάλη δεξιά του παλάμη είχε μείνει μετέωρη, σαν να προσπαθούσε να δει αν βρέχει. «Καταλαβαίνω απολύτως», είπε. «Δεν σκέφτηκα ούτε για μια στιγμή πως η δουλειά αυτή θα ήταν εύκολη, γι’ αυτό και δεν με εκπλήσσει καθόλου η απάντησή σας. Επιπλέον, δεν είμαι τύπος που εκπλήσσομαι εύκολα. Καταλαβαίνω πώς νιώθετε και χαίρομαι πολύ που όλα έχουν βγει στη φόρα και μιλάμε καθαρά, χωρίς σούξου μούξου, με απλά ναι και όχι. Έτσι τα πράγματα γίνονται ευκολότερα. Το μόνο που θα μου χρειαζόταν τώρα εμένα, που δεν είμαι παρά απλός αγγελιοφόρος, θα ήταν άλλη μια περίπλοκη απάντηση, όπου να μην μπορώ να ξεχωρίσω το μαύρο απ’ το άσπρο! Τέτοιες μπερδεμένες καταστάσεις έχει πάρα πολλές ο κόσμος από μόνος του! Όχι πως θέλω να παραπονεθώ, αλλά όλη μέρα έχω να κάνω με σφίγγες που μου δίνουν να λύσω αινίγματα. Αυτή η δουλειά τελικά έχει γίνει πολύ ανθυγιεινή, σας διαβεβαιώ. Όταν ζεις έτσι, πριν το καλοκαταλάβεις, γίνεσαι πονηρός εκ (ρύσεως. Καταλαβαίνετε τι εννοώ, κύριε Οκάντα; Αρχίζεις και υποπτεύεσαι τους πάντες, ψάχνεις για κρυφά κίνητρα και σε καμιά περίπτωση δεν μπορείς να εμπιστευτείς κάτι που σου φαίνεται σαφές και απλό. »Ωραία λοιπόν, κύριε Οκάντα, θα πω στο δόκτορα πως η απάντησή σας είναι ξεκάθαρη και δεν σηκώνει παρερμηνείες. Όμως μην περιμένετε να τελειώσουν τα πράγματα εκεί. Μπορεί κάποια στιγμή να Θελήσετε εσείςνα ξεμπλέξετε μ’ αυτή την υπόθεση, αλλά τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Μπορεί να χρειαστεί να έρθω να σας ξαναδώ. Λυπάμαι που σας υποβάλλω στη δοκιμασία να συναντάτε έναν κακάσχημο και κακοντυμένο φαλακρό νάνο, αλλά παρακαλώ ιδιαιτέρως να συνηθίσετε τη δική μου παρουσία τουλάχιστον. Δεν έχω κάποια ιδιαίτερη στάση απέναντι σας, κύριε Οκάντα. Εντελώς ειλικρινά. Όμως προς το παρόν, είτε το θέλετε είτε όχι, εγώ δεν είμαι σκουπιδάκι που το σπρώχνεις κάτω απ’ το χαλί. Ξέρω ότι η παρομοίωση δεν είναι και πολύ επιτυχής, αλλ’ αυτό

που θέλω να πω είναι ότι είμαι σαν το κακό σπυρί, ξεφυτρώνω εκεί που κανείς δεν με περιμένει. Πάντως έχετε δίκιο: δεν είναι τρόπος αυτός εκ μέρους μου. Θα ’πρεπε να πέσω στα γόνατα και να ικετέψω να μ’ αφήσετε να μπω. Αυτή τη φορά δεν είχα άλλη επιλογή. Παρακαλώ, προσπαθήστε να καταλάβετε. Δεν είμαι πάντα τόσο θρασύς. Παρά το ότι η εμφάνισή μου μπορεί να παραπλανά, δεν είμαι παρά ένα συνηθισμένο ανθρώπινο ον. Από δω και πέρα θα κάνω όπως κάνουν όλοι οι άλλοι άνθρωποι και θα τηλεφωνώ πρώτα. Δεν θα είν’ εντάξει έτσι, τι λέτε; Θα το αφήνω να χτυπήσει μια φορά, θα κλείνω και μετά θα ξαναπαίρνω. Έτσι θα ξέρετε πως είμαι εγώ και θα μπορείτε να πείτε στον εαυτό σας, “Ωχ, πάλι αυτός ο βλάκας ο Ουσικάουα είναι”, όταν σηκώνετε το ακουστικό. Αλλά θα πρέπει οπωσδήποτε να σηκώνετε το ακουστικό. Διαφορετικά δεν θα έχω άλλη επιλογή απ’ το να μπω και πάλι όπως αυτή τη φορά. Εγώ προσωπικά θα προτιμούσα να μην καταφύγω σε τέτοιου είδους μεθόδους, αλλά με πληρώνουν για να κουνάω την ουρά μου, οπότε, όταν το αφεντικό μου λέει “Κάν’ το!”, κάνω ό,τι μπορώ για να το κάνω. Καταλαβαίνετε». Δεν του είπα τίποτα. Ο Ουσικάουα τσαλάκωσε ό,τι είχε μείνει απ’ το τσιγάρο του στον πάτο της κονσέρβας κι ύστερα κοίταξε το ρολόι του σαν να θυμήθηκε κάτι ξαφνικά. «Πω πω πω πώς περνάει η ώρα! Έρχομαι εδώ απρόσκλητος, σας φλομώνω στη φλυαρία και σας πίνω και την μπίρα σας. Παρακαλώ να με συγχωρήσετε. Όπως είπα και πριν, δεν με περιμένει κανείς στο σπίτι μου, οπότε, όταν βρίσκω κάποιον με τον οποίο μπορώ να μιλήσω, του δίνω και καταλαβαίνει. Θλιβερό, δεν νομίζετε; Κι αν θέλετε τη γνώμη μου, κύριε Οκάντα, δεν είναι καλό να ζει κανείς για πολύ μόνος του. Πώς λέει η παροιμία; “Ο άνθρωπος δεν είναι νησί”. Ή μήπως “Αργία μήτηρ πάσης κακίας”;» Αφού τίναξε λίγη φανταστική σκόνη απ’ το πέτο του, ο Ουσικάουα σηκώθηκε αργά. «Δεν χρειάζεται να με ξεπροβοδίσετε», είπε. «Έτσι κι αλλιώς απρόσκλητος ήρθα, ασυνόδευτος φεύγω. Μην ανησυχείτε, θα κλείσω πίσω μου την πόρτα. Επιτρέψτε μου όμως να σας δώσω μια τελευταία συμβουλή, κύριε Οκάντα, αν και είμαι σίγουρος ότι δεν θα σας αρέσει αυτό που θα πω: υπάρχουν πράγματα σ’ αυτό τον κόσμο που είναι καλύτερα να μην τα ξέρεις. Φυσικά, αυτά τα συγκεκριμένα πράγματα προκαλούν και τη μεγαλύτερη περιέργεια των ανθρώπων. Δεν είναι περίεργο; Μιλάω με γενικότητες, θα μου πείτε... Αναρωτιέμαι πότε θα ξανασυναντηθούμε. Ελπίζω τα πράγματα να έχουν φτιάξει μέχρι τότε. Τέλος πάντων, καληνύχτα». Η σιγανή βροχή συνεχίστηκε όλη τη νύχτα, κοπάζοντας μόνο κατά την αυγή, αλλά η γλοιώδης παρουσία του παράξενου ανθρωπάκου και η μυρωδιά των άφιλτρων τσιγάρων του παρέμεινε στο σπίτι μαζί με την υγρασία του αέρα.

14 Η παράξενη νοηματική γλώσσα του Κάρι Η μουσική θυσία

«Ο Κάρι σταμάτησε να μιλάει εντελώς λίγο πριν κλείσει τα έξι», μου είπε η Τζίντζερ. «Ήταν η χρονιά που έπρεπε να πάει στο δημοτικό. Εντελώς ξαφνικά, εκείνο το Φεβρουάριο, σταμάτησε να μιλάει. Και όσο κι αν φαίνεται παράξενο, είχε φτάσει η νύχτα και τότε μόνο καταλάβαμε ότι δεν είχε πει απολύτως τίποτα όλη μέρα. Είναι αλήθεια ότι ποτέ δεν του άρεσε να λέει πολλά, αλλά όχι κι έτσι. Όταν τελικά συνειδητοποίησα τι συνέβαινε, έκανα ό,τι μπορούσα για να τον κάνω να μιλήσει. Του μίλησα, τον τράνταξα* τίποτα, κανένα αποτέλεσμα. Ήταν σαν άψυχη πέτρα. Δεν ήξερα αν είχε χάσει ξαφνικά την ικανότητα να μιλάει ή αν είχε αποφασίσει μόνος του να σταματήσει. Κι εξακολουθώ να μην ξέρω. Όμως από τότε δεν έχει προφέρει ούτε μια λέξη δεν έχει βγάλει απ’ το στόμα του ούτε έναν ήχο. Δεν ουρλιάζει όταν πονάει, και μπορείς να τον γαργαλήσεις όσο θέλεις, αλλά δεν θα ξεσπάσει σε δυνατά γέλια». Η Τζίντζερ πήγε το γιο της σε πολλούς διαφορετικούς ωτορινολαρυγγολόγους, αλλά κανείς απ’ αυτούς δεν κατάφερε να εντοπίσει την αιτία. Τ ο μόνο που μπορούσαν να πουν ήταν ότι το πρόβλημα δεν ήταν σωματικό. Ο Κάρι άκουγε τέλεια, αλλά αρνιόταν να μιλήσει. Όλοι οι γιατροί κατέληξαν πως η αιτία πρέπει να ήταν ψυχοσωματική. Η Τζίντζερ τον πήγε σ’ ένα φίλο της ψυχολόγο, αλλά οΰτ’ εκείνος κατάφερε να εντοπίσει την αιτία της συνεχιζόμενης σιωπής του Κάρι. Του έκανε τεστ ευφυΐας, αλλά οΰτε εκεί υπήρχε πρόβλημα. Στην πραγματικότητα αποδείχτηκε πως είχε εξαιρετικά υψηλό δείκτη ευφυΐας. Ο γιατρός δεν μποροΰσε να βρει οΰτε κάποιο στοιχείο συναισθηματικής αστάθειας. «Μήπως πέρασε κάποιο ασυνήθιστο σοκ;» ρώτησε ο ψυχίατρος την Τζίντζερ. «Προσπάθησε να σκεφτείς. Μήπως είδε κάτι αφΰσικο ή έπεσε θΰμα οικογενειακής βίας;» Όμως η Τζίντζερ δεν μποροΰσε να σκεφτεί τίποτα. Τη μια μέρα ο γιος της ήταν από κάθε άποψη φυσιολογικός: είχε φάει το φαγητό του με τον κανονικό τρόπο, είχε κάνει κουβέντες μαζί της, είχε πάει για ΰπνο την ώρα που έπρεπε, αποκοιμήθηκε εΰκολα. Και το επόμενο πρωί ήταν βυθισμένος σ’ έναν κόσμο βαθιάς σιωπής. Δεν είχαν προβλήματα στο σπίτι. Το αγόρι μεγάλωνε υπό τα άγρυπνα βλέμματα της Τζίντζερ και της μητέρας της, που και οι δυο δεν είχαν ποτέ απλώσει χέρι στο παιδί. Ο γιατρός συμπέρανε ότι το μόνο που μποροΰσαν να κάνουν ήταν να τον παρατηροΰν και να ελπίζουν ότι κάτι θα συνέβαινε. Αν δεν ήξεραν την αιτία, δεν υπήρχε κανένας τρόπος να τον θεραπεύσουν. Η Τζίντζερ πήγαινε τον Κάρι στο γιατρό μια φορά την εβδομάδα, μήπως και στις συνεδρίες αυτές κατάφερναν ν’ ανακαλΰψουν τι είχε συμβεί. Υπήρχε μια πιθανότητα νά ξαναρχίσει ξαφνικά να μιλάει, σαν κάποιος που ξυπνάει από ένα όνειρο. Το μόνο που μποροΰσαν να κάνουν ήταν να περιμένουν. Είναι αλήθεια ότι το παιδί δεν μιλοΰσε, όμως όλα τ’ άλλα επάνω του ήταν φυσιολογικά... Κι έτσι περίμεναν, αλλά ο Κάρι ποτέ δεν αναδΰθηκε στην επιφάνεια του ωκεανοΰ της σιωπής του. Με το ηλεκτρικό της μοτέρ να κάνει έναν ελαφρό βόμβο, η πόρτα του περίβολου άρχισε ν’ ανοίγει

προς τα μέσα στις εννέα η ώρα το πρωί, και η Μερσεντές 500SEL του Κάρι μπήκε στον αυλόγυρο. Η κεραία τηλεφώνου του αυτοκινήτου προεξείχε απ’ το πίσω παράθυρο σαν κεραία εντόμου που είχε μόλις φυτρώσει. Εγώ παρακολουθούσα μέσ’ από ένα άνοιγμα στα παντζούρια. Το αυτοκίνητο έμοιαζε με τεράστιο αποδημητικό πουλί που δεν φοβόταν τίποτα. Τα ολοκαίνουργια μαύρα λάστιχα διέγραψαν ένα άηχο τόξο πάνω στην τσιμεντένια επιφάνεια και ήρθαν να σταματήσουν στο προκαθορισμένο σημείο. Διέγραφαν το ίδιο ακριβώς τόξο κάθε πρωί και σταματούσαν ακριβώς στην ίδια θέση, χωρίς να την αλλάζουν ούτε δυο εκατοστά κάθε φορά. Έπινα τον καφέ που είχα φτιάξει για μένα λίγα λεπτά πιο πριν. Η βροχή είχε σταματήσει, αλλά γκρίζα σύννεφα κάλυπταν τον ουρανό και το έδαφος ήταν ακόμη μαύρο, ψυχρό και υγρό. Τα πουλιά έκρωζαν δυνατά καθώς πετούσαν πέρα δώθε αναζητώντας σκουλήκια στο έδαφος. Η πόρτα του οδηγού άνοιξε μετά από μικρή παύση και βγήκε έξω ο Κάρι φορώντας μαύρα γυαλιά ηλίου. Αφού επιθεώρησε πρώτα τον περίγυρο, έβγαλε τα γυαλιά και τα ’βαλε στην τσέπη του σακακιού του. Ύστερα έκλεισε την πόρτα του αυτοκινήτου. Ο κοφτός ήχος της πόρτας της μεγάλης Μερσεντές ήταν διαφορετικός απ’ τον ήχο που κάνουν οι πόρτες των άλλων αυτοκινήτων. Για μένα αυτός ο ήχος σημάδευε την αρχή μιας ακόμη μέρας στην Κατοικία. Όλο το πρωί σκεφτόμουν την επίσκεψη του Ουσικάουα την προηγούμενη νύχτα, προσπαθώντας ν’ αποφασίσω αν έπρεπε να πω στον Κάρι ότι ο Ουσικάουα είχε σταλεί από τον Νομπόρου Γουατάγια για να με πείσει ν’ αποσυρθώ απ’ τις δραστηριότητες που διεξάγονταν σ’ αυτό το σπίτι. Τελικά όμως αποφάσισα να μην του πω τίποτα τουλάχιστον προς το παρόν. Αυτό ήταν κάτι που έπρεπε να ρυθμιστεί ανάμεσα στον Νομπόρου Γουατάγια κι εμένα. Δεν ήθελα ν’ ανακατευτούν τρίτα πρόσωπα. Ο Κάρι φορούσε όπως πάντα ένα στιλάτο κοστούμι. Όλα του τα κοστούμια ήταν άριστης ποιότητας και φτιαγμένα ειδική παραγγελία γι’ αυτόν. Ήταν μάλλον συντηρητικά στο κόψιμο, αλλά επάνω του φάνταζαν νεανικά, σαν να είχαν ξαφνικά μεταμορφωθεί σε ρούχο τελευταίας μόδας. Φορούσε καινούργια γραβάτα, φυσικά, απόλυτα ταιριαστή με το κοστούμι εκείνης της μέρας. Το πουκάμισό του και τα παπούτσια του ήταν επίσης διαφορετικά. Η μητέρα του, η Τζίντζερ, τα είχε μάλλον διαλέξει όλα για λογαριασμό του, με το συνηθισμένο της τρόπο. Το ντύσιμό του ήταν τόσο άψογο από πάνω μέχρι κάτω, όσο και η Μερσεντές που οδηγούσε. Κάθε φορά που εμφανιζόταν το πρωί, έπιανα τον εαυτό μου να τον θαυμάζει ή, θα μπορούσα να πω, να με συγκινεί. Τι είδους άτομο μπορεί να κρυβόταν πίσω απ’ αυτή την τέλεια πρόσοψη; Ο Κάρι έβγαλε δυο χάρτινες σακούλες με ψώνια γεμάτες φαγητά και άλλα απαραίτητα απ’ το πορτ μπαγκάζ και τα κράτησε στην αγκαλιά του μπαίνοντας στην Κατοικία. Στα χέρια του, ακόμα κι αυτές οι συνηθισμένες χαρτοσακούλες του σούπερ μάρκετ έμοιαζαν κομψές και καλλιτεχνικές. Μπορεί να είχε κάποιον ειδικό τρόπο που τις κρατούσε. Ή πιθανότατα να ήταν κάτι πολύ πιο βασικό απ’ αυτό. Το πρόσωπό του έλαμψε όταν με είδε. Ήταν ένα θεσπέσιο χαμόγελο, σαν να είχε βγει ξαφνικά σ’ ένα ηλιόλουστο ξέφωτο μετά από μια μεγάλη βόλτα σ’ ένα πυκνό δάσος. «Καλημέρα», του είπα. «Καλημέρα», δεν μου είπε, αν και τα χείλη του κουνήθηκαν. Αμέσως μετά έβγαλε τα ψώνια απ’ τις σακούλες και τα τακτοποίησε στο ψυγείο σαν έξυπνο παιδί που αποθηκεύει τις γνώσεις στη μνήμη του. Όσα δεν έμπαιναν στο ψυγείο, τα τακτοποίησε στα ράφια. Ύστερα ήπιε μαζί μου ένα φλιτζάνι καφέ. Καθίσαμε ο ένας απέναντι στον άλλο στο τραπέζι της κουζίνας, όπως έκανα κάθε πρωί με την Κουμίκο πριν από κάμποσο καιρό.

«Ο Κάρι δεν πέρασε τελικά ούτε μια μέρα στο σχολείο», είπε η Τζίντζερ. «Τα κοινά σχολεία δεν δέχονται παιδιά που δεν μιλάνε και θεώρησα ότι θα ήταν λάθος να τον στείλω σε κάποιο σχολείο για καθυστερημένα. Ο λόγος για τον οποίο δεν μπορούσε να μιλήσει -όποιος κι αν ήταν αυτόςδεν είχε καμιά σχέση με τους λόγους της καθυστέρησης των άλλων παιδιών. Κι επιπλέον, δεν έδειξε κανένα σημάδι πως ήθελε να πάει σχολείο. Έμοιαζε να του αρέσει που έμενε μόνος στο σπίτι, διαβάζοντας, ακούγοντας κλασική μουσική ή παίζοντας στην αυλή με το σκύλο που είχαμε τότε. Έβγαινε επίσης καμιά βόλτα, όχι πολύ συχνά και χωρίς πολύ ενθουσιασμό, γιατί δεν του άρεσε να βλέπει παιδιά της ηλικίας του». Η Τζίντζερ έμαθε τη νοηματική γλώσσα, την οποία χρησιμοποιούσε για να συνεννοείται με τον Κάρι. Όταν η νοηματική γλώσσα δεν έφτανε, συζητούσαν γραπτά. Μια μέρα όμως συνειδητοποίησε ότι εκείνη κι ο γιος της μπορούσαν να μεταδίδουν ο ένας στον άλλο τα συναισθήματά τους τέλεια χωρίς να καταφεύγουν σε τέτοιες έμμεσες μεθόδους: εκείνη ήξερε ακριβώς τι σκεφτόταν εκείνος ή τι ζητούσε, βλέποντας κάποια ελάχιστη χειρονομία ή αλλαγή έκφρασης. Απ’ αυτό το σημείο και μετά έπαψε ν’ ανησυχεί υπέρμετρα για την ανικανότητα του Κάρι να μιλήσει. Τουλάχιστον αυτή η ανικανότητα δεν εμπόδιζε την οποιαδήποτε πνευματική επικοινωνία μεταξύ μητέρας και γιου. Η απουσία προφορικής γλώσσας τής έδινε φυσικά πού και πού την αίσθηση της πρακτικής δυσκολίας, όμως αυτό δεν ξέφευγε ποτέ από το απλό επίπεδο της «δυσχέρειας», και κατά κάποια έννοια αυτή ακριβώς η δυσχέρεια ήταν σαν να εξευγένιζε την επικοινωνία μεταξύ τους. Στη διάρκεια των διαλειμμάτων από τη δουλειά της η Τζίντζερ μάθαινε στον Κάρι να διαβάζει, να γράφει και να κάνει αριθμητικές πράξεις. Όμως στην πραγματικότητα δεν είχε και πολλά να του μάθει. Του άρεσαν τα βιβλία και τα χρησιμοποιούσε για να διδαχτεί ό,τι χρειαζόταν να μάθει. Εκείνη έπαιζε λιγότερο το ρόλο του δασκάλου γι’ αυτόν και περισσότερο το ρόλο του ανθρώπου που διάλεγε τα βιβλία που εκείνος θα διάβαζε. Εκείνου του άρεσε η μουσική και ήθελε να παίζει πιάνο, αλλ’ αφού έμαθε τις βασικές κινήσεις των δαχτύλων μέσα σε μερικούς μήνες από έναν επαγγελματία δάσκαλο μουσικής, συνέχισε χρησιμοποιώντας εγχειρίδια και ηχογραφήσεις, μέχρι που έφτασε σε εξαιρετικά υψηλό επίπεδο δεξιοτεχνίας για την ηλικία του. Του άρεσε να παίζει Μπαχ και Μότσαρτ, κι εκτός από τον Πουλένκ και τον Μπάρτοκ ελάχιστη διάθεση έδειχνε να παίξει οτιδήποτε άλλο πέρα από τους ρομαντικούς. Κατά τη διάρκεια των πρώτων έξι ετών μάθησης, τα ενδιαφέροντά του περιορίζονταν στη μουσική και στο διάβασμα, αλλά όταν έφτασε στην ηλικία του γυμνασίου, στράφηκε στην εκμάθηση γλωσσών, αρχίζοντας από τ’ αγγλικά και συνεχίζοντας με τα γαλλικά. Και στις δυο περιπτώσεις κατάφερε να μάθει αρκετά για να διαβάζει απλά βιβλία μετά από έξι μήνες μελέτης. Φυσικά, δεν είχε καμιά πρόθεση να μάθει να συνδιαλέγεται σε οποιαδήποτε απ’ αυτές τις γλώσσες' το μόνο που ήθελε ήταν να μπορεί να διαβάζει βιβλία. Μια άλλη δραστηριότητα που του άρεσε ήταν να μαστορεύει πολύπλοκα μηχανήματα. Αγόρασε μια πλήρη συλλογή επαγγελματικών εργαλείων, με τα οποία μπόρεσε να φτιάξει ραδιόφωνα κι ενισχυτές, και του άρεσε να διαλύει ρολόγια και να τα ξανασυναρμολογεί. Όλοι όσοι τον περιέβαλλαν-δηλαδή η μητέρα του, ο πατέρας του και η γιαγιά του (η μητέρα της Τζίντζερ)συνήθισαν το γεγονός ότι δεν μιλούσε κι έπάψαν να το θεωρούν κάτι αφύσικο. Μετά από μερικά χρόνια η Τζίντζερ έπαψε να πηγαίνει το γιο της στον ψυχίατρο. Οι εβδομαδιαίες συνεδρίες δεν έκαναν τίποτα για να βελτιώσουν τα «συμπτώματά» του, κι όπως είχαν παρατηρήσει οι γιατροί απ’ την αρχή, εκτός απ’ το ότι δεν μιλούσε, όλα τ’ άλλα επάνω του ήταν φυσιολογικά. Στην πραγματικότητα ήταν το τέλειο παιδί. Η Τζίντζερ δεν θυμάται να χρειάστηκε ποτέ να τον

υποχρεώσει να κάνει οτιδήποτε ή να τον μαλώσει για κάτι που έκανε χωρίς να πρέπει. Αποφάσιζε ο ίδιος τι έπρεπε να κάνει και μετά το έκανε, άψογα, με το δικό του τρόπο. Ήταν τόσο διαφορετικός από άλλα παιδιά -συνηθισμένα παιδιά-, ώστε ακόμη και η απλή σύγκριση μαζί τους ήταν χωρίς νόημα. Ήταν δώδεκα χρονών όταν πέθανε η γιαγιά του (κάτι που τον έκανε να κλαίει σιωπηλά γι’ αρκετές μέρες), αλλά μετά απ’ αυτό ανέλαβε ο ίδιος το μαγείρεμα, το πλύσιμο των ρούχων και το καθάρισμα, όσο η μητέρα του ήταν στη δουλειά. Η Τζίντζερ ήθελε να πάρει οικιακή βοηθό όταν πέθανε η μητέρα της, αλλά ο Κάρι δεν ήθελε ούτε να το ακούσει. Αρνιόταν να δεχτεί να συγκατοικήσει με κάποιον ξένο, ο οποίος θα ανέτρεπε την τάξη του σπιτιού τους. Μετά απ’ αυτό, το σπίτι το διηύθυνε ο Κάρι, και μάλιστα με υψηλό βαθμό ακρίβειας και πειθαρχίας. Ο Κάρι μου μίλησε με τα χέρια του. Είχε κληρονομήσει τα λεπτά και καλοσχηματισμένα δάχτυλα της μητέρας του. Ήταν μακριά αλλά όχι υπερβολικά. Τα κρατούσε σηκωμένα μπροστά απ’ το πρόσωπό του και τα κουνούσε χωρίς κανένα δισταγμό, κι εκείνα, σαν ευαίσθητα ζωντανά όντα, μου μετέδιδαν το μήνυμά τους. . Όπως είχε πει η Τζίντζερ, δεν είχα κανένα πρόβλημα να καταλάβω τα λόγια που μου μετέδιδαν τα δάχτυλά του. Δεν ήξερα τη γλώσσα των νοημάτων, αλλά ήταν πολύ απλό για μένα να παρακολουθήσω τις πολύπλοκες, πλαστικές κινήσεις του. Μπορεί να ήταν οι ιδιαίτερες ικανότητες του Κάρι που κατάφερναν να μεταδώσουν το νόημα που ήθελε με τόσο φυσικό τρόπο, όπως μπορεί να είναι συγκινητικό ένα έργο που βλέπει κανείς σε άγνωστη, ξένη γλώσσα. Ή πάλι μπορεί να μου φαινόταν απλώς ότι παρακολουθούσα τις κινήσεις των δαχτύλων του, ενώ στην ουσία δεν τις παρακολουθούσα. Τα κινούμενα δάχτυλα δεν ήταν ίσως παρά μόνο η διακοσμητική πρόσοψη, ενώ εγώ στην ουσία παρακολουθούσα, μισοσυνειδητά μισοασυνείδητα, κάποια άλλη πλευρά τού κτιρίου που κρυβόταν πίσω τους. Κάθε φορά που συζητούσαμε καθισμένοι ο ένας απέναντι στον άλλο στο τραπέζι του προγεύματος, προσπαθούσα να διακρίνω το όριο ανάμεσα στην πρόσοψη και στην κρυφή ουσία, αλλά ποτέ δεν κατάφερνα να το δω, λες κι η γραμμή που έπρεπε να σημαδεύει το όριο ανάμεσα στα δυο κουνιόταν κι άλλαζε σχήμα συνεχώς. Μετά τις σύντομες συζητήσεις -ή επικοινωνίεςμας ο Κάρι έβγαζε το σακάκι του, το κρεμούσε σε μια κρεμάστρα, έβαζε τη γραβάτα του μέσα στο πουκάμισο ανάμεσα σε δυο κουμπιά κι έκανε τη λάτρα του σπιτιού ή το μαγείρεμα. Καθώς δούλευε, άκουγε μουσική από ένα μίνι στερεοφωνικό. Μια βδομάδα μπορούσε ν’ ακούει μόνο Ροσίνι και την επόμενη κονσέρτα του Βιβάλντι για πνευστά, επαναλαμβάνοντάς τα τόσο συχνά, που μάθαινα τις μελωδίες σχεδόν απέξω. Ο Κάρι δούλευε με εκπληκτική επιδεξιότητα και χωρίς περιττές κινήσεις. Τον πρώτο καιρό τού πρότεινα συχνά πυκνά να τον βοηθήσω, όμως εκείνος απλώς χαμογελούσε και κουνούσε το κεφάλι του. Παρακολουθώντας τον να κάνει αυτές τις πρακτικές δουλειές, πείστηκα τελικά ότι τα πράγματα θα πήγαιναν πολύ πιο ομαλά αν τ’ άφηνα όλα σ’ εκείνον. Έτσι μου έγινε συνήθεια να μην μπλέκω στα πόδια του. Ενώ εκείνος έκανε τη δουλειά του, εγώ διάβαζα κάποιο βιβλίο στον καναπέ του «δοκιμαστηρίου».

Η Κατοικία δεν ήταν μεγάλο σπίτι και είχε ελάχιστα, απολύτως απαραίτητα έπιπλα. Στην πραγματικότητα δεν έμενε κανένας εκεί, γι’ αυτό και ποτέ δεν λερωνόταν και δεν αναστατωνόταν ιδιαίτερα. Παρ’ όλ’ αυτά, κάθε μέρα ο Κάρι περνούσε με την ηλεκτρική σκούπα κάθε τετραγωνικό εκατοστό του πατώματος, ξεσκόνιζε τα έπιπλα και τα ράφια, καθάριζε τα τζάμια των παραθύρων, περνούσε με κερί το τραπέζι, σκούπιζε τις απλίκες και ξανατοποθετούσε όλα τα αντικείμενα του σπιτιού στη θέση τους. Τακτοποιούσε τα πιάτα στο ντουλάπι με τις πορσελάνες κι έβαζε στη σειρά τις κατσαρόλες ανάλογα με το μέγεθος τους, ευθυγράμμιζε τις άκρες των πετσετών, γύριζε όλα τα χερούλια των φλιτζανιών προς την ίδια κατεύθυνση, ξανατοποθετούσε το σαπούνι στη σωστή θέση στο νιπτήρα του μπάνιου κι άλλαζε τις πετσέτες, ακόμα κι όταν δεν έδειχναν να έχουν χρησιμοποιηθεί. "Υστερα μάζευε τα σκουπίδια σε μία μόνο σακούλα, την έκλεινε καλά και την έβγαζε έξω. Ρύθμιζε την ώρα των ρολογιών σύμφωνα με το δικό του ρολόι (το οποίο, μπορούσα να στοιχηματίσω γι’ αυτό, δεν πρέπει να έπεφτε έξω παραπάνω από τρία δευτερόλεπτα). Εάν κατά τη διάρκεια της λάτρας έβρισκε κάτι που είχε έστω κι ελάχιστα μετακινηθεί, το ξανάβαζε στη θέση του με ακριβείς και κομψές κινήσεις. Μερικές φορές του έκανα τεστ: μετακινούσα, ας πούμε, ένα ρολόι μισό εκατοστό αριστερά στο ράφι του, και το επόμενο πρωί εκείνος το ξαναμετακινούσε μισό εκατοστό δεξιά. Σε κανένα στοιχείο της συμπεριφοράς του ο Κάρι δεν έδινε την εντύπωση ότι έπασχε από έμμονες ιδέες. Φαινόταν να κάνει απλώς αυτό που ήταν φυσικό και «σωστό». Ίσως στο μυαλό του να υπήρχε μια ζωηρή αποτύπωση του τρόπου με τον οποίο αυτός ο κόσμος -ή τουλάχιστον ο δικός μας μικρόκοσμοςέπρεπε να είναι οργανωμένος, οπότε το να τον διατηρεί έτσι ήταν για κείνον κάτι τόσο φυσικό όσο και το ν’ αναπνέει. Ίσως έβλεπε ότι ο εαυτός του απλώς βοηθούσε λιγάκι την πραγματικότητα να επιστρέψει στην αρχική της κατάσταση. Ο Κάρι ετοίμαζε φαγητό, το αποθήκευε στο ψυγείο και μου έδειχνε τι έπρεπε να φάω για μεσημέρι. Εγώ τον ευχαριστούσα. Μετά στεκόταν μπροστά στον καθρέφτη, ίσιωνε τη γραβάτα του, επιθεωρούσε το πουκάμισό του και φορούσε το σακάκι του. Τελικά, μ’ ένα χαμόγελο, κουνούσε τα χείλη του προφέροντας άηχα τη λέξη γεια, έριχνε μια τελευταία ματιά ολόγυρα κι έβγαινε απ’ την εξώπορτα. Καθόταν στο τιμόνι της Μερσεντές, έβαζε κλασική μουσική στο κασετόφωνο, πατούσε το κουμπί στο τηλεχειριστήριο που άνοιγε την αυλόπορτα κι έφευγε, ακολουθώντας την αντίστροφη πορεία από κείνη που ακολουθούσε όταν ερχόταν. Μόλις περνούσε το αυτοκίνητο απ’ την πύλη, εκείνη έκλεινε. Εγώ παρακολουθούσα από μια χαραμάδα στο παντζούρι, κρατώντας ένα φλιτζάνι καφέ όπως και πριν. Τ α πουλιά δεν έκαναν τόσο πολύ θόρυβο όσο όταν έφτανε ο Κάρι. Πρόσεξα ότι τα χαμηλά σύννεφα είχαν σπάσει σε ορισμένα σημεία και ταξίδευαν γρήγορα με τον άνεμο, αλλά πάνω απ’ αυτά υπήρχε άλλο ένα, παχύτερο στρώμα σύννεφων. Κάθισα στο τραπέζι της κουζίνας, άφησα κάτω το φλιτζάνι μου κι επιθεώρησα το δωμάτιο, στο οποίο τα χέρια του Κάρι είχαν δώσει μια όμορφη αίσθηση τάξης. Έμοιαζε με τεράστιο, τρισδιάστατο πίνακα νεκρής φύσής, τον οποίο διέκοπτε το αβίαστο τικ τακ του ρολογιού. Οι δείκτες του ρολογιού έδειχναν δέκα και είκοσι. Κοιτάζοντας την καρέκλα στην οποία είχε καθίσει προηγουμένως ο Κάρι, αναρωτήθηκα για μια ακόμη φορά αν είχα κάνει σωστά που δεν τους είχα μιλήσει για την επίσκεψη του Ουσικάουα την προηγούμενη νύχτα. Αυτό δεν μπορούσε άραγε να χαλάσει οποιαδήποτε αίσθηση εμπιστοσύνης υπήρχε ανάμεσα στον Κάρι κι εμένα ή στην Τζίντζερ κι εμένα; Προτιμούσα ωστόσο να περιμένω λίγο για να δω πώς θα εξελισσόταν η κατάσταση. Γιατί άραγε οι

εδώ δράστηριότητές μου ενοχλούσαν τον Νομπόρου Γουατάγια τόσο πολύ; Ποια από τις ουρές του είχα πατήσει; Και τι είδους αντίμετρα μπορούσε να πάρει; Αν έβρισκα τις απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα, θα μπορούσα να προσεγγίσω λίγο περισσότερο το μυστικό του. Κι αυτό μπορεί να με οδηγούσε πιο κοντά στο μέρος όπου βρισκόταν η Κουμίκο. Καθώς οι δείχτες του ρολογιού πλησίαζαν να δείξουν έντεκα (το ρολόι που ο Κάρι είχε επαναφέρει μισό πόντο δεξιά στη σωστή του θέση), βγήκα στην αυλή και κατέβηκα στο πηγάδι. «Είπα στον Κάρι την ιστορία του υποβρυχίου και του ζωολογικού κήπου όταν ήταν μικρός αυτά που είχα δει απ’ το κατάστρωμα του μεταγωγικού τον Αύγουστο του 1945 και το πώς οι Γιαπωνέζοι στρατιώτες σκότωσαν τα ζώα στο ζωολογικό κήπο του πατέρα μου την ίδια ώρα που ένα αμερικάνικο υποβρύχιο έστρεφε το κανόνι του καταπάνω μας κι ετοιμαζόταν να βυθίσει το πλοίο μας. Είχα κρατήσει αυτή την ιστορία για τον εαυτό μου πάρα πολλά χρόνια και δεν την είχα πει σε κανέναν, Περιφερόμουν σιωπηλά στο θολό λαβύρινθο που απλωνόταν ανάμεσα στην παραίσθηση και στην αλήθεια. Όταν όμως γεννήθηκε ο Κάρι, μου πέρασε η ιδέα ότι αυτός ήταν το μόνο άτομο στο οποίο μπορούσα να πω την ιστορία μου. Κι έτσι, πριν ακόμη αρχίσει να καταλαβαίνει τις λέξεις, άρχισα να του τη λέω ξανά και ξανά, σχεδόν ψιθυριστά, όλα όσα μπορούσα να θυμηθώ, και καθώς μιλούσα, οι σκηνές ζωντάνευαν μέσα μου κι έπαιρναν χρώμα, σαν να είχα σηκώσει κάποιο καπάκι και να τις είχα αφήσει να ξεπηδήσουν από κει που ήταν φυλαγμένες. »Όταν ο Κάρι άρχισε να καταλαβαίνει τη γλώσσα, ζητούσε να του πω την ιστορία ξανά και ξανά. Πρέπει να του την έχω πει εκατό, διακόσιες, πεντακόσιες φορές, αλλά όχι επαναλαμβάνοντας απλώς τα ίδια πράγματα ξανά και ξανά. Όποτε του την έλεγα, ο Κάρι μου ζητούσε να του πω κάποια άλλη μικρή ιστορία που περιεχόταν στην κεντρική. Ήθελε να μάθει για κάποιο διαφορετικό κλαδί του ίδιου δέντρου. Εγώ ακολουθούσα το κλαδί που μου ζητούσε και του έλεγα εκείνο το κομμάτι της ιστορίας. Κι έτσι η ιστορία όλο και μεγάλωνε. »Μ’ αυτό τον τρόπο, οι δυο μας δημιουργήσαμε το δικό μας συνεκτικό σύστημα μύθων. Καταλαβαίνεις τι εννοώ; Αφήναμε τη φαντασία μας αχαλίνωτη λέγοντας ο ένας στον άλλο την ιστορία κάθε μέρα. Μιλούσαμε ώρες ολόκληρες για τα ονόματα των ζώων του ζωολογικού κήπου, για τη γυαλάδα της γούνας τους, για το χρώμα των ματιών τους, για τις διαφορετικές μυρωδιές που κρέμονταν στον αέρα, για τα ονόματα και τα πρόσωπα των στρατιωτών, πού γεννήθηκαν και πώς πέρασαν τα παιδικά τους χρόνια, για τα όπλα τους, για το βάρος των πυρομαχικών τους, για τους φόβους που είχαν και για τη δίψα τους, για το σχήμα των σύννεφων που ταξίδευαν στον ουρανό... »Καθώς έλεγα την ιστορία στον Κάρι, έβλεπα όλα τα χρώματα και τα σχήματα με απόλυτη καθαρότητα και κατάφερνα να χωρέσω όσα έβλεπα σε λόγια -ακριβώς τα λόγια που χρειαζόμουν και να του μεταδώσω όλες αυτές τις εικόνες. Ήταν μια ιστορία χωρίς τέλος. Υπήρχαν πάντα πιο πολλές λεπτομέρειες απ’ αυτές που μπορούσε κανείς να συμπληρώσει, και η ιστορία συνέχιζε να μεγαλώνει και να βαθαίνει, να μεγαλώνει και να βαθαίνει». Η Τζίντζερ χαμογέλασε καθώς μιλούσε για κείνες τις περασμένες εποχές. Ποτέ δεν είχα δει στο πρόσωπό της τόσο αυθόρμητο χαμόγελο. «Και μια μέρα ξαφνικά τέλειωσε», είπε. «Ο Κάρι σταμάτησε να μοιράζεται ιστορίες μαζί μου εκείνο το πρωινό του Φλεβάρη που σταμάτησε να μιλάει».

Η Τζίντζερ έκανε μια παύση για ν’ ανάψει τσιγάρο. «Τώρα ξέρω τι συνέβη. Τα λόγια του χάθηκαν στο λαβύρινθο, τα κατάπιε ο κόσμος των ιστοριών. Κάτι που ξεπήδησε απ ’αντές τις ιστορίες του έκλεψε τη γλώσσα. Και μερικά χρόνια αργότερα, το ίδιο ακριβώς πράγμα σκότωσε τον άντρα μου». Ο άνεμος είχε δυναμώσει σε σχέση με το πρωί κι έστελνε το ένα βαρύ γκρίζο σύννεφο μετά το άλλο σε ευθεία γραμμή προς την ανατολή. Στα γυμνά κλαδιά των δέντρων της αυλής ο άνεμος κάθε λίγο και λιγάκι βογκούσε βουβά. Στάθηκα δίπλα στο πηγάδι κοιτάζοντας ψηλά στον ουρανό. Η Κουμίκο ήταν κι αυτή κάπου κοιτώντας τα σύννεφα. Αυτή η σκέψη μού ήρθε στο μυαλό ξαφνικά και χωρίς λόγο. Ήταν απλώς μια αίσθηση που είχα και τίποτ’ άλλο. Κατέβηκα τη σκάλα μέχρι τον πάτο του πηγαδιού και τράβηξα το σκοινί για να κλείσω το καπάκι. Αφού πήρα δυο-τρεις βαθιές ανάσες, κράτησα γερά στα χέρια μου το ρόπαλο και πήρα καθιστή θέση στο σκοτάδι. Το απόλυτο σκοτάδι. Ναι, αυτό ήταν το πιο σημαντικό. Αυτό το αμόλυντο σκοτάδι ήταν το κλειδί. Πώς λένε στα προγράμματα μαγειρικής της τηλεόρασης; «Το καταλάβαμε όλοι; Το μυστικό αντήςτχγ; συνταγής είναι το απόλυτο σκοτάδι. Βεβαιωθείτε ότι χρησιμοποιείτε το πιο πυκνό που μπορείτε ν’ αγοράσετε». Και το πιο δυνατό ρόπαλο που μπορείτε να κρατήσετε στα χέρια σας, πρόσθεσα, χαμογελώντας για μια στιγμή μες στο σκοτάδι. Ένιωθα μια κάποια ζέστη στο σημάδι του προσώπου μου. Αυτό μου έλεγε ότι πλησίαζα λίγο περισσότερο στην καρδιά των πραγμάτων. Έκλεισα τα μάτια. Ακόμη αντηχούσαν στ’ αυτιά μου οι συγχορδίες της μουσικής που άκουγε ξανά και ξανά ο Κάρι καθώς έκανε τις δουλειές του σπιτιού εκείνο το πρωί. Ήταν η «Μουσική θυσία» του Μπαχ, ζωντανή ακόμη στο μυαλό μου σαν την ακαθόριστη βουή του πλήθους σ’ ένα ψηλοτάβανο αμφιθέατρο. Τελικά όμως η σιωπή επιβλήθηκε κι άρχισε να διεισδύει μες στις πτυχές του μυαλού μου σαν έντομο που σέρνεται απ’ τη μια στην άλλη γεννώντας αυγά. Άνοιξα τα μάτια μου κι αμέσως μετά τα ξανάκλεισα. Το μέσα και το έξω σκοτάδι άρχισαν να συμφύρονται κι εγώ άρχισα σιγά σιγά να βγαίνω έξω απ’ τον εαυτό μου, έξω απ’ το δοχείο που με κρατούσε φυλακισμένο. Όπως πάντα.

15

Αυτό θα μπορούσε να είναι το τέλος της διαδρομής (Μαγιού Κασαχάρα: άποψη No 3)

Γεια σου και πάλι, κύριε Κουρδιστό Πουλί. Την προηγούμενη φορά άρχισα να σον λέω ότι δουλεύω σ’ αυτό το περουκοποιείο πέρα στα μακρινά βουνά με πολλά ντόπια κορίτσια. Αυτό το γράμμα είναι η συνέχεια τον προηγούμενου. Πρόσφατα, δεν ξέρω, με απασχολεί συνεχώς η σκέψη ότι ο τρόπος που δουλεύουν οι άνθρωποι κάθε μέρα απ'το πρωί ώς το βράδυ είναι κάπως περίεργος, δεν είναι; Δεν σον πέρασε ποτέ απ'το μυαλό πόσο περίεργο είναι αυτό; Θέλω να πω, το μόνο που κάνω εδώ είναι η δουλειά που μου λένε τ'αφεντικά με τον τρόπο που μου λένε να την κάνω. Εγώ δεν χρειάζεται να σκεφτώ καθόλου. Είναι σαν ν' αφήνω το μυαλό μου σε κάποιο ντουλάπι πριν αρχίσω να δουλεύω, και να το ξαναπαίρνω όταν φεύγω για το σπίτι. Περνάω εφτά ώρες την ημέρα σ'έναν πάγκο εργασίας φυτεύοντας τρίχες σε βάσεις περουκών, μετά τρώω για βράδυ στην καφετέρια, κάνω ένα μπάνιο, και φυσικά πρέπει να κοιμηθώ, όπως κι όλοι οι άλλοι άνθρωποι, οπότε από τις είκοσι τέσσερις ώρες της ημέρας ο ελεύθερος χρόνος που έχω είναι σχεδόν μηδέν. Κι επειδή έχω κουραστεί τόσο πολύ απ'τη δουλειά, τον «ελεύθερο χρόνο» που έχω τον περνάω κατά κανόνα σαν να βρίσκομαι μέσα σ ’ ένα σύννεφο ομίχλης. Δ εν έχω χρόνο να καθίσω και να σκεφτώ για οτιδήποτε. Φυσικά, δεν δουλεύω τα Σαββατοκύριακα, αλλά τότε είμαι υποχρεωμένη να βάλω πλυντήριο και να καθαρίσω και λίγο το σπίτι. Μερικές φορές πηγαίνω βόλτα στην πόλη και, πριν το καλοκατάλάβω, το Σαββατοκύριακο έχει περάσει. Μια φορά αποφάσισα να κρατήσω ημερολόγιο, αλλά δεν είχα τίποτα να γράψω, γι * αυτό και τα παράτησα μετά από μια βδομάδα. Θέλω να πω, κάνω τα ίδια πράγματα ξανά και ξανά, μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει. Και όμως—και όμως— δεν με πειράζει καθόλου μα καθόλου το ότι τώρα έχω γίνει ένα γραναζάκι της ίδιας της δουλειάς που κάνω. Δ εν νιώθω καθόλου αποξενωμένη απ ’τη ζωή μου. Αν μη τι άλλο, μερικές φορές νιώθω πως όταν συγκεντρώνομαι στη δουλειά μου έτσι, μ * όλη την ανόητη αποφασιστικότητα ενός μυρμηγκιού, πλησιάζω τον «πραγματικό εαυτό μου». Δεν ξέρω πώς να το εκφράσω, αλλά μου φαίνεται πως όταν δεν σκέφτομαι, τότε πλησιάζω περισσότερο στον πυρήνα του εαυτού μου. Γι ’αυτό και λέω ότι αυτό το πράγμα είναι αλλόκοτο. Δ ίνω ό, τι έχω και δεν έχω σ’αυτή τη δουλειά. Και, χωρίς να θέλω να το παινευτώ, με ανακήρυξαν εργάτρια του μήνα. Στο είπα, μπορεί να μη μου φαίνεται, αλλά είμαι πραγματικά καλή στη χειροτεχνία. Χωριζόμαστε σε ομάδες όταν δουλεύουμε, και η ομάδα στην οποία μπαίνω εγώ βελτιώνει τις επιδόσεις της. Επίσης, όποτε τελειώνω τη δική μου δουλειά, πολλές φορές βοηθάω κάποιες κοπέλες που είναι πιο αργές να τελειώσουν τη δική τους. Ετσι έχω γίνει εξαιρετικά δημοφιλής ανάμεσα στα κορίτσια. Μπορείς να το πιστέψεις; Εγώ, δημοφιλής! Τέλος πάντων, αυτό

που θέλω να σου πω, κύριε Κουρδιστό Πουλί, είναι ότι απ’τη στιγμή που ήρθα σ’ αυτό το εργοστάσιο δεν κάνω άλλο πράγμα απ’το να δουλεύω. Δ ουλειά, δουλειά, δουλειά. Σαν μυρμηγκάκι. Σαν το σιδερά του χωριού. Πιάνεις τι εννοώ; Τέλος πάντων, το μέρος όπου γίνεται η πραγματική δουλειά είναι τουλάχιστον περίεργο. Είναι τεράστιο, σαν υπόστεγο αεροπλάνων, με πλατιά και ψηλή οροφή, και ορθάνοιχτο. Εκατόν πενήντα κοπέλες κάθονται εκεί στη γραμμή και δουλεύουν. Είναι χάρμα οφθαλμών. Φασικά δεν ήταν απαραίτητο να φτιάξουν ένα τέτοιο τερατώδες εργοστάσιο. Δεν φτιάχνουμε στο κάτω κάτω υποβρύχια ή κάτι τέτοιο. Θα μπορούσαν να μας έχουν ομάδες ομάδες σε μικρά χωριστά δωμάτια. Όμως πρέπει να σκέφτηκαν ότι αν όλοι αντοί οι άνθρωποι δούλεναν μαζί σ 'ένα μέρος, αυξανόταν η αίσθηση της σνλλογικής αλληλεγγύης. Ή μπορεί να είναι απλώς ευκολότερο για τ ’ αφεντικά να μας επιβλέπουν όλες μαζί ταυτόχρονα. Πάω στοίχημα ότι χρησιμοποιούν αυτή την —πώς τη λένε— ψυχολογία επάνω μας. Μας διαιρούν σε ομάδες, οι οποίες κάθονται σε πάγκονς τοποθετημένους κυκλικά, όπως ακριβώς στην τάξη της βιολογίας στο σχολείο, όπου σε βάζονν ν' ανοίγεις και να μελετάς βατράχους, κι ένα απ'τα πιο έμπειρα κορίτσια κάθεται στην άκρη σαν αρχηγός τής ομάδας. Επιτρέπεται να μιλάς εφόσον τα χέρια σου δεν παύουν να κινούνται (εννοώ, δεν είναι δυνατό να μη μιλάς καθόλου και να κάνεις αυτή τη δουλειά όλη μέρα), αν όμως μιλήσεις ή γελάσεις υπερβολικά δυνατά ή απορροφηθείς πάρα πολύ απ 'την κουβέντα σον, η αρχηγός της ομάδας συνοφρυώνεται, σε πλησιάζει και λέει, «Κοίτα να δεις, Γιουμίκο, δουλεύουμε με τα χέρια κι όχι με το στόμα. Καθυστερείς την ομάδα». Έτσι, όταν μιλάμε, μιλάμε ψιθυριστά, σαν διαρρήκτες τη νύχτα. Ακούγεται και μουσική απ'τα μεγάφωνα. Το στιλ αλλάζει ανάλογα με την ώρα της ημέρας. Αν είσαι φανατικός θαυμαστής τού Μπάρι Μανίλοφ ή των Air Supply, κύριε Κουρδιστό Πουλί, μπορεί να σου αρέσει αυτό το μέρος. Για να φτιάξω μια από τις περούκες μου κάνω μερικές μέρες. Ο χρόνος διαφέρει ανάλογα με τη διαβάθμιση του προϊόντος, φυσικά, αλλά γενικά η κατασκευή μιας περούκας κρατάει αρκετές μέρες. Πρώτα διαιρείς τη βάση σε μικρά τετράγωνα, σαν τα τετράγωνα τον σκακιού, και μετά φυτεύεις τα μαλλιά στο ένα τετράγωνο, ύστερα στο άλλο και πάει λέγοντας. Δεν είναι δουλειά συλλογική, σαν το εργοστάσιο στην ταινία τον Σαρλό, όπον σφίγγεις εσύ ένα μπουλόνι κι ο διπλανός σον σφίγγει το επόμενο' κάθε περούκα είναι «δική μου». Κάθε φορά που τελειώνω μία, θέλω να τη σφραγίσω και να της βάλω ημερομηνία. Δεν το κάνω φασικά: αυτό θα τους έκανε έξαλλους. Είναι φυσικά ένα πολύ ευχάριστο συναίσθημα το ότι κάποιος εκεί έξω στον κόσμο φοράει στο κεφάλι του την περούκα που έφτιαξα. Με κάνει κατά κάποιον τρόπο να νιώθω, πώς να το πω, πιο σωστή. Η ζωή όμως είναι τόσο παράξενη. Εάν κάποιος μου έλεγε πριν από τρία χρόνια: «Επί τρία χρόνια από τώρα θα κάθεσαι σ' ένα εργοστάσιο στα βουνά και θα φτιάχνεις περούκες μαζί με πολλές χωριατοπούλες», θα του γελούσα κατάμουτρα. Ποτέ δεν θα μπορούσα να το φανταστώ αυτό. Όσο για το τι θα κάνω μετά από τρία χρόνια: κανείς δεν ξέρει την απάντηση σ’ αυτή την ερώτηση. Εσύ ξέρεις τι θα κάνεις σε τρία χρόνια., κύριε Κουρδιστό Πουλί; Είμαι σίγουρη πως όχι. Ξέχνα τα τρία χρόνια: πάω στοίχημα όσο θέλεις ότι δεν ξέρεις τι θα κάνεις ούτε σ ’ένα μήνα από τώρα,! Τα κορίτσια γύρω μου, ωστόσο, ξέρονν πολύ καλά πού θα είναι σε τρία χρόνια. Ή τουλάχιστον νομίζουν ότι ξέρουν. Νομίζονν ότι θ’ αποταμιεύσουν τα χρήματα που βγάζουν εδώ, θα βρουν το σωστό άντρα μετά από μερικά χρόνια, θα παντρεντούν και θα είναι αντές καλά κι εμείς καλύτερα.

Οι άντρες που θα παντρευτούν αυτά τα κορίτσια είναι κυρίως γιοι αγροτών, παιδιά που κληρονομούν τα μαγαζιά των πατεράδων τους ή άλλοι που δουλεύουν σε μικρές τοπικές εταιρείες. Όπως είπα πριν, νπάρχει χρόνια έλλειψη νεαρών κοριτσιών εδώ, οπότε κυριολεκτικά «γίνονται ανάρπαστες». Πρέπει κάποια να είναι πολύ γκαντέμισσα για να μείνει στο ράφι, οπότε όλες κάποιον βρίσκουν να παντρευτούν. Είναι πραγματικά εκπληκτικό. Κι όπως έγραψα στο τελευταίο μου γράμμα, οι περισσότερες σταματάνε να δουλεύουν όταν παντρεύονται. Η δουλειά τους στο εργοστάσιο περουκοποιείας είναι απλώς ένα στάδιο που γεμίζει το κενό μερικών χρόνων ανάμεσα στην αποφοίτηση απ’το σχολείο και στο γάμο κάτι σαν ένα δωμάτιο στο οποίο μπαίνουν, κάθονται για λίγο και μετά φεύγουν. Η περουκοποιία δεν ενοχλείται καθόλου απ’ αυτή την τακτική' προτιμούν και οι ίδιοι να δουλεύουν οι κοπέλες μερικά μόνο χρόνια και να φεύγουν όταν παντρεύονται. Είναι πολύ καλύτερο γι ’αντούς να έχουν μια συνεχή ροή εργατριών απ το να χρειάζεται να νοιάζονται για μισθούς, επιδόματα, εργατικές ενώσεις και όλ ’αυτά τα παραμύθια. Η εταιρεία προσέχει κάπως περισσότερο τα κορίτσια που έχουν ιδιαίτερες ικανότητες και μπορούν να εξελιχθούν σε ομαδάρχισσες, όμως οι άλλες, οι συνηθισμένες κοπέλες, είναι γι’ αυτούς αναλώσιμες. Υπάρχει λοιπόν μια σιωπηρή συμφωνία ανάμεσα στα κορίτσια και στην εταιρεία ότι θα παντρευτούν και θα φύγουν. Έτσι, για τα κορίτσια, το να φανταστούν τι πρόκειται να συμβεί τρία χρόνια μετά, σημαίνει να διαλέξουν μια από τις δυο πιθανότητες: ή θα ψάξουν να βρουν σύντροφο ενώ συνεχίζουν να δουλεύουν εδώ, ή θα εγκαταλείψουν πρώτα τη δουλειά και θα παντρευτούν. Απλά πράγματα! Εδώ δεν υπάρχει καμιά άλλη σαν κι εμένα που να μην ξέρει τι θα της συμβεί τρία χρόνια μετά. Είναι όλες καλές εργάτριες. Καμιά δεν κάνει μισά πράγματα και δεν διαμαρτύρεται για τις συνθήκες εργασίας. Πού και πού ακούω κάποια να γκρινιάζει για το φαϊ στην καφετέρια, κι αυτό είναι όλο. Φυσικά εδώ μιλάμε //λ δουλειά, οπότε δεν είναι δυνατό να είναι όλο χαρές και γέλια' μπορεί κάποια να κάθεται εκεί βιδωμένη απ* τις εννιά ώς τις πέντε επειδή πρέπει, αν και στην πραγματικότητα θα 'θελε να βρίσκεται στην εξοχή και να κάνει βόλτες, αλλά κατά κανόνα νομίζω ότι τα κορίτσια απολαμβάνουν τη δουλειά τους. Ίσως επειδή ξέρουν ότι αυτή είναι μια εντελώς συγκεκριμένη περίοδος που παρεμβάλλεται ανάμεσα στον ένα κόσμο και στον άλλο. Γι * αυτό και θέλουν να περνάνε όσο καλύτερα γίνεται όσο είν* εδώ. Τελικά, γι * αυτές το εργοστάσιο είναι κάτι σαν κέντρο διερχομένων. Όχι και για μένα όμως. Εγώ δεν βρίσκομαι ούτε σε αναστολή ούτε σε μεταβατικό στάδιο. Κι αυτό γιατί δεν έχω ιδέα τι θα κάνω μετά από δω. Για μένα αυτό θα μπορούσε να είναι το τέλος της διαδρομής. Καταλαβαίνεις τι εννοώ; Οπότε, αν το δούμε εντελώς ψύχραιμα το πράγμα, δεν απολαμβάνω τη δουλειά που κάνω εδώ. Απλώς προσπαθώ /αποδεχτώ τη δουλειά με κάθε δυνατό τρόπο. Όταν φτιάχνω μια περούκα, δεν σκέφτομαι τίποτα. Απλώς φτιάχνω την περούκα. Είμαι απόλυτα συγκεντρωμένη και σοβαρή—τόσο πολύ μάλιστα, ώστε καμιά φορά λούζομαι ολόκληρη στον ιδρώτα. Δεν ξέρω πώς να στο πω αυτό, αλλά τελευταία μου ρχεται και μου ξανάρχεται στο μυαλό το αγόρι που σκοτώθηκε στο δυστύχημα με τη μοτοσικλέτα. Για να σον πω την αλήθεια., μέχρι τώρα δεν τον σκεφτόμουν και πολύ. Ίσως το σοκ τον δυστυχήματος διαστρέβλωσε τη μνήμη μου κατά παράξενο τρόπο, γιατί το μόνο που θυμόμουν γι’ αντόν ήταν κάτι παράξενα πράγματα., όπως οι ιδρωμένες τον μασχάλες, ή το τι βλάκας που ήτανε, ή τα δάχτυλά τον που προσπαθούσαν να χωθούν σε διάφορα

περίεργα σημεία τον σώματός μου. Κάθε τρεις και λίγο όμως μου \u961?χεται στο μναλό και κάτι όχι και τόσο κακό γι ’αντόν. Ειδικά όταν το μναλό μου είναι άδειο κι απλώς φυτεύω τρίχες σε μια βάση περούκας, τα πράγματα ξεπηδούν σαν απ’το πουθενά. Κοίτα να δεις, σκέφτομαι, ήταν όντως τέτοιος τύπος. Φαντάζομαι ότι ο χρόνος δεν κνλάει γραμμικά-Α, Β, Γ, Δ. Μάλλον πηγαίνει κάθε φορά όπον τον αρέσει. Μπορώ να σον μιλήσω ειλικρινά, κύριε Κουρδιστό Πουλί; Δ ηλαδή πραγματικά, πραγματικά, πραγματικά ειλικρινά; Μερικές φορές τα κάνω πάνω μου απ ’το φόβο! Ξυπνώ μες στη μέση της νύχτας ολομόναχη, εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά απ ’τους γνωστούς μου, και το σκοτάδι είναι απόλυτο και δεν έχω την παραμικρή ιδέα τι θα μου συμβεί στο μέλλον, και φοβάμαι τόσο πολύ, που μου ’ρχετα να ουρλιάξω. Εσένα σου συμβαίνει αυτό, κύριε Κουρδιστό Πουλί; 'Οταν μου συμβαίνει αυτό, προσπαθώ να υπενθυμίσω στον εαυτό μου ότι συνδέομαι και με ανθρώπους αλλά και με πράγματα. Κάνω σοβαρή προσπάθεια να καταγράψω τα ονόματά τους στο μυαλό μου. Στον κατάλογο φυσικά περιλαμβάνεσαι κι εσύ, κύριε Κουρδιστό Πουλί. Και το σοκάκι, και το πηγάδι, και το δέντρο της αυλής, και όλ ’αντά. Και οι περούκες που έχω φτιάξει εδώ με τα χέρια μου. Και τα λίγα που θυμάμαι κάθε φορά για το αγόρι. Όλ ’αντά τα μικρά πράγματα (αν κι εσύ δεν είσαι στην ίδια κατηγορία με όλα τα υπόλοιπα, κύριε Κουρδιστό Πουλί, αλλά τέλος πάντων...) με βοηθούν να επιστρέφω σιγά σιγά στο εδώ και τώρα. Μετά αρχίζω να λυπάμαι που δεν επέτρεψα ποτέ στο αγόρι μου να με δει γυμνή ή να με αγγίζει. Τότε, εκείνη την εποχή, ήμουν απόλυτα αποφασισμένη να μην τον επιτρέψω ν’ απλώσει χέρι πάνω μου. Μερικές φορές, κύριε Κουρδιστό Πουλί, νομίζω ότι θα ’θελα να μείνω παρθένα για όλη την υπόλοιπη ζωή μου. Μιλάω σοβαρά. Εσύ τι γνώμη έχεις γι *αυτό; Γεια σου και χαρά σον, κύριε Κουρδιστό Πουλί. Ελπίζω να γυρίσει γρήγορα η Κονμίκο.

16

Η εξαντληση και τα βάρη του κόσμου Το μαγικό λυχνάρι

Το τηλέφωνο χτύπησε στις εννιάμισι το βράδυ. Χτύπησε μια φορά, μετά σταμάτησε και μετά ξανάρχισε να χτυπάει. Ήταν το σύνθημα του Ουσικάουα. «Χαίρετε, κύριε Οκάντα», είπε η φωνή του Ουσικάουα. «Είμαι ο Ουσικάουα. Είμαι στη γειτονιά σας και σκέφτηκα να περάσω από κει, αν δεν έχετε αντίρρηση. Το ξέρω πως είναι αργά, αλλά Θέλω να μιλήσουμε για κάτι πρόσωπο με πρόσωπο. Τι λέτε; Έχει να κάνει με την κυρία Κουμίκο, οπότε σκέφτηκα ότι θα θέλατε να τ’ ακούσετε». Φαντάστηκα την έκφραση του Ουσικάουα στην άλλη άκρη τής γραμμής καθώς τον άκουγα να μιλάει. Είχε ένα αυτάρεσκο χαμόγελο στο πρόσωπο, χείλη σουφρωμένα και τα βρομερά του δόντια να φαίνονται, σαν να ’θελε να πει, ξέρω ότι αυτή είναι μια προσφορά που δεν μπορείς να την αρνηθείς* και δυστυχώς είχε δίκιο. Έκανε ακριβώς δέκα λεπτά να φτάσει στο σπίτι μου. Φορούσε τα ίδια ακριβώς ρούχα που φορούσε και πριν από τρεις μέρες. Μπορεί να έκανα λάθος σ’ αυτό, αλλά φορούσε το ίδιο κοστούμι, το ίδιο πουκάμισο και την ίδια γραβάτα, όλα χιλιοβρόμικα, τσαλακωμένα και σακουλιασμένα. Αυτά τα απαράδεκτα ρούχα έμοιαζαν αναγκασμένα να σηκώνουν σε δυσανάλογο βαθμό την εξάντληση και ταβάρη του κόσμου. Εάν, μέσω κάποιας μαγικής μετενσάρκωσης, μου δινόταν η ευκαιρία να ξαναγεννηθώ σαν ροΰχα του Ουσικάουα, με την υπόσχεση μιας ένδοξης επόμενης μετενσάρκωσής μου, θ’ αρνιόμουν κατηγορηματικά να το κάνω. Αφοΰ πρώτα μου ζήτησε την άδεια, ο Ουσικάουα πήρε μια μπίρα απ’ το ψυγείο, αφοΰ την έπιασε πρώτα με το χέρι για να δει αν το μπουκάλι ήταν αρκετά παγωμένο, κι άδειασε το περιεχόμενό του σ’ ένα ποτήρι που βρήκε εκεί δίπλα. Καθίσαμε στο τραπέζι της κουζίνας. «Εντάξει λοιπόν», είπε ο Ουσικάουα. «Για να μη μακρηγορούμε, θα παρακάμψω τις περικοκλάδες και θα μπω κατευθείαν στην υπόθεση. Θα θέλατε να μιλήσετε με την κυρία Κουμίκο, έτσι δεν είναι, κΰριε Οκάντα; Απευθείας. Οι δυο σας. Πιστεΰω ότι αυτό ακριβώς περιμένετε εδώ και πάρα πολΰ καιρό. Είναι η πρώτη σας προτεραιότητα, σωστά δεν τα λέω;» Το σκέφτηκα για λίγο. Ή μάλλον έμεινα για λίγο σιωπηλός, σαν να το σκεφτόμουν. «Φυσικά και θέλω να μιλήσω μαζί της, αν είναι δυνατό». «Δεν είναι αδΰνατο», είπε μαλακά ο Ουσικάουα κουνώντας καταφατικά το κεφάλι,

«Υπό ορισμένες προϋποθέσεις βέβαια,..» «Χωρίς καμιά προϋπόθεση». Ο Ουσικάουα ήπιε μια γουλιά απ’ την μπίρα του. «Ωστόσο έχω μια καινοΰργια πρόταση για σας απόψε. Παρακαλώ, ακοΰστε αυτό που έχω να πω και σκεφτείτε το πολΰ προσεκτικά. Είναι κάτι εντελώς διαφορετικό και ξεχωριστό απ’ το αν θα μιλήσετε με την κυρία Κουμίκο ή όχι». Τον κοίταξα χωρίς να μιλάω. «Για να τα πάρουμε λοιπόν απ’ την αρχή, κΰριε Οκάντα, νοικιάζετε αυτό το οικόπεδο και το σπίτι που έχει μέσα από κάποια εταιρεία, έτσι δεν είναι; Το σπίτι των κρεμασμένων, εννοώ. Και πληρώνετε ένα αρκετά σεβαστό ποσό γι’ αυτό κάθε μήνα. Όμως το μισθωτήριό σας δεν είναι συνηθισμένο. Περιλαμβάνει τον όρο της αγοράς μετά από κάποια χρόνια. Σωστά; Το συμβόλαιό σας φυσικά δεν είναι κατατεθειμένο πουθενά επίσημα, κι έτσι τ’ όνομά σας δεν εμφανίζεται πουθενά πράγμα που εξηγεί όλη τη μυστικότητα και τις μηχανορραφίες. Είσαστε πάντως ο ντε φάκτο ιδιοκτήτης του περιουσιακού αυτού στοιχείου και το ενοίκιο που πληρώνετε έχει στην ουσία την έννοια της αποπληρωμής ενός δανείου. Το συνολικό ποσό που θα πληρώσετε -γιά να δούμεμαζί με το σπίτι ανέρχεται περίπου στα ογδόντα εκατομμύρια γεν, σωστά; Μ’ αυτό το ρυθμό θα μπορέσετε ν’ αποκτήσετε τους τίτλους ιδιοκτησίας του οικοπέδου και του κτιρίου σε λιγότερο από δύο χρόνια. Ομολογώ ότι είναι πολύ εντυπωσιακό! Πολύ γρήγορη δουλειά! Πρέπει να σας συγχαρώ». Ο Ουσικάουα με κοίταξε περιμένοντας κάποια επιβεβαίωση όσων είχε πει, αλλά εγώ παρέμεινα σφίγγα. «Παρακαλώ, μη με ρωτήσετε πώς ξέρω όλες αυτές τις λεπτομέρειες. Αν σκάψεις αρκετά βαθιά, βρίσκεις ό,τι θες να μάθεις φτάνει να ξέρεις πώς να σκάψεις. Κι έχω και μια αρκετά καλή ιδέα σχετικά με το ποιος κρύβεται πίσω απ’ την ψευδοεταιρεία. Αυτό πραγματικά με δυσκόλεψε! Έπρεπε να περάσω μέσ’ από έναν πραγματικό λαβύρινθο. Ήταν σαν να ψάχνω για ένα κλεμμένο αυτοκίνητο που το βάψανε, του φορέσανε καινούργια λάστιχα και του αλλάξανε τα καθίσματα και τον αριθμό μηχανής. Καλύψανε όλες τις βάσεις. Είναι πραγματικοί επαγγελματίες. Όμως τώρα έχω μια πάρα πολύ καλή ιδέα σχετικά με το τι τρέχει ίσως καλύτερη κι απ’ τη δική σας, κύριε Οκάντα. Πάω στοίχημα ότι δεν ξέρετε ούτε σε ποιον δίνετε τα χρήματα που πληρώνετε, σωστά;» «Απολύτως. Τα χρήματα δεν έχουν ταυτότητα». Ο Ουσικάουα γέλασε. «Έχετε απόλυτο δίκιο, κύριέ Οκάντα. Τα χρήματα δεν έχουν ταυτότητα. Καλά το είπατε! Πρέπει να το γράψω αυτό. Όμως τελικά, κύριε Οκάντα, τα πράγματα δεν πάνε πάντα όπου τα στέλνεις. Πάρε τα καλόπαιδα της εφορίας, για παράδειγμα. Δεν είναι και άριστης ευφυΐας. Το μόνο που ξέρουνε είναι να ξεζουμίζουν ανθρώπους με ταυτότητα. Γι’ αυτό κάνουν ό,τι μπορούν να κολλάνε ταμπέλες εκεί που δεν υπάρχουν. Και οι ταμπέλες αυτές δεν έχουν μόνο ονόματα αλλά και αριθμούς. Συμπεριφέρονται σαν ρομπότ, αγνοώντας τη συγκίνηση που θα μπορούσε να τους προσφέρει αυτή η διαδικασία. Όμως έτσι είναι χτισμένη η καπιταλιστική κοινωνία στην οποία ζούμε... Κι αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τα χρήματα για τα οποία μιλάμε αυτή τη στιγμή εσείς κι εγώ, στην ουσία έχουν ταυτότητα, και μάλιστα μ’ ένα τρανταχτό όνομα επάνω». Κοίταξα το κεφάλι του Ουσικάουα καθώς μιλούσε. Ανάλογα με τη γωνία απ’ την οποία το

κοιτούσες, το κεφάλι κάθε φορά έδειχνε να έχει διαφορετικά εξογκώματα και βαθουλώματα. «Μην ανησυχείτε», είπε μ’ ένα γελάκι. «Δεν πρόκειται να σας επισκεφθεί ο εφοριακός. Αλλ’ ακόμα κι αν το κάνει, με όλον αυτό το λαβύρινθο που πρέπει να διασχίσει, είναι σίγουρο ότι κάπου θα σπάσει τα μούτρα του. Μπαμ! Θα βγάλει ένα τεράστιο καρούμπαλο στο κεφάλι. Στο κάτω κάτω, γι’ αυτόν δεν είναι παρά μια ακόμη δουλειά: δεν έχει καμιά όρεξη να πάθει κακό την ώρα που την κάνει. Αν μπορεί να πάρει τα χρήματα που χρειάζεται, θα το κάνει με τον εύκολο τρόπο κι όχι με το δύσκολο: όσο ευκολότερα τόσο καλύτερα. Εφόσον πάρει αυτά που χρειάζεται, τα υπόλοιπα δεν έχουν καμιά σημασία. Ειδικά όταν το αφεντικό τού λέει να τα πάρει με τον εύκολο τρόπο, κάθε φυσιολογικός άνθρωπος θα κάνει αυτό ακριβώς. Εγώ κατάφερα να βρω όσα βρήκα γιατί έκανα την έρευνα προσωπικά. Κι όχι για να το παινευτώ, αλλά είμαι καλός. Μπορεί να μην το δείχνω, αλλά είμαι πραγματικά καλός. Ξέρω ν’ αποφεύγω τις κακοτοπιές. Ξέρω πώς να περπατάω στο δρόμο τη νύχτα όταν δεν υπάρχει καθόλου φως. »Αλλά, για να είμαι ειλικρινής, κύριε Οκάντα (και ξέρω πως είστε άνθρωπος στον οποίο μπορώ ν’ ανοιχτώ), ούτ’ εγώ δεν ξέρω τι ακριβώς κάνετε σ’ αυτό το μέρος. Ξέρω ότι αυτοί που σας επισκέπτονται εκεί πληρώνουν χρυσάφι. Άρα πρέπει να κάνετε κάτι πολύ ειδικό γι’ αυτούς, που ν’ αξίζει όλ’ αυτά τα χρήματα. Αυτό είναι σαφές, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία. Όμως τι ακριβώς κάνετε και γιατί έχετε κολλήσει μ’ αυτό το συγκεκριμένο κομμάτι γης, δεν έχω ιδέα. Αυτά είναι τα δυο πιο σημαντικά μέρη του αινίγματος, αλλά είναι ταυτόχρονα και τα πιο κρυφά, σαν το κέντρο της επιγραφής ενός χειρομάντη. Αυτό με ανησυχεί». «Πράγμα που σημαίνει ότι ανησυχεί τον Νομπόρου Γουατάγια», είπα. Αντί ν’ απαντήσει, ο Ουσικάουα άρχισε να τραβάει τις σκόρπιες τρίχες που είχε πάνω από τ’ αυτιά του. «Εντελώς μεταξύ μας, κύριε Οκάντα, αλλά πρέπει να ομολογήσω ότι πραγματικά σας θαυμάζω. Και δεν το λέω για να σας κολακέψω. Αυτό που λέω μπορεί να φαίνεται περίεργο, αλλά κατά βάση είσαστε ένας κοινός τύπος. Ή μάλλον, για να το πω πιο ωμά, δεν έχετε πάνω σας τίποτα το ιδιαίτερο. Συγγνώμη που το λέω, αλλά μη με παρεξηγείτε. Είναι αλήθεια όμως, αν σκεφτεί κανείς τη θέση σας στην κοινωνία. Συναντώντας σας όμως, πρόσωπο με πρόσωπο, και μιλώντας σας έτσι, πραγματικά εντυπωσιάζομαι μαζί σας με τον τρόπο που χειρίζεστε τον εαυτό σας. Θέλω να πω, κοιτάξτε πώς καταφέρατε να ταρακουνήσετε έναν άνθρωπο σαν το δόκτορα Γουατάγια! Γι’ αυτό το λόγο ακριβώς είμ’ εγώ το ταχυδρομικό περιστέρι. Ένας κοινός μαντατοφόρος δεν θα μπορούσε ποτέ να τα καταφέρει. »Αυτό μου αρέσει σ’ εσάς. Δεν τα βγάζω απ’ το μυαλό μου αυτά. Μπορεί να είμαι ο τελευταίος τροχός της αμάξης, αλλά ψέματα για τέτοια πράγματα δεν λέω. Ούτε σας αναμετράω με αντικειμενικούς “όρους”. Εάν δεν έχετε τίποτα το ιδιαίτερο στον τρόπο που εντάσσεστε στην κοινωνία, εγώ είμαι εκατό φορές χειρότερος. Είμ’ ένας αγράμματος και άξεστος χωριάτης από μια αισχρή οικογένεια. Ο πατέρας μου ήταν κατασκευαστής χαλιών στο Φουναμπάσι, αλκοολικός, πραγματικό κάθαρμα. Ευχόμουν να πεθάνει για να μ’ αφήσει ήσυχο. Πέρασα μαύρα παιδικά χρόνια, και στο τέλος η ευχή μου πραγματοποιήθηκε, καλώς ή κακώς. Ύστερα πέρασα μια περίοδο απίστευτης φτώχειας, που ούτε στα μυθιστορήματα δεν τη βλέπεις. Δεν έχω ούτε μια ευχάριστη ανάμνηση απ’ την παιδική μου ηλικία, δεν άκουσα ούτε μια καλή κουβέντα απ’ τους γονείς μου.

Πώς να μη γίνω κι εγώ κάθαρμα; Κατάφερα να τελειώσω κακήν κακώς το λύκειο, αλλά μετά βγήκα στη βιοπάλη εντελώς γυμνός. Έπρεπε να επιβιώσω με τα λίγα που είχα μέσα στο κεφάλι μου. Γι’ αυτό δεν μ’ αρέσουν καθόλου τα μέλη της ελίτ ή οι καλαμαράδες της κυβέρνησης. Στην πραγματικότητα τους μισώ. Μπαίνουνε στην κοινωνία απ’ την μπροστινή πόρτα, αγκαζάρουνε μια ωραία γκόμενα και το παίζουνε ικανοποιημένοι. Μ’ αρέσουν οι τΰποι σαν εσάς, κΰριε Οκάντα, που τα έχουν κάνει όλα μόνοι τους». Ο Ουσικάουα άναψε ένα σπίρτο και μ’ αυτό ένα καινούργιο τσιγάρο. «Όμως δεν μπορείτε να το κρατήσετε αυτό για πάντα. Αργά ή γρήγορα θα καείτε. Όλοι καίγονται. Έτσι είναι φτιαγμένοι οι άνθρωποι. Μέσα στην ιστορία της εξέλιξης, ο άνθρωπος έμαθε να περπατάει στα δΰο πόδια και να κάνει πολύπλοκες σκέψεις μόλις χθες. ΓΓ αυτό μην ανησυχείτε, θα καείτε. Ειδικά στον κόσμο με τον οποίο προσπαθείτε να τα βγάλετε πέρα: όλοι καίγονται. Συμβαίνουν πολλά πονηρά κόλπα σ’ αυτό τον κόσμο, και είναι πολλοί οι τρόποι να μπλέξεις. Είν’ ένας κόσμος φτιαγμένος από πονηρά κόλπα. Εγώ δουλεΰω σ’ αυτό τον κόσμο απ’ την εποχή του θείου του δόκτορα Γουατάγια, και τώρα ο δόκτωρ τον κληρονόμησε, τα καλά μαζί με τα κακά. Κάποτε έκανα επικίνδυνες δουλειές για να ζήσω. Αν συνέχιζα έτσι, τώρα θα ήμουν ή στη φυλακή ή πεθαμένος. Δεν αστειεύομαι. Ο θείος του δόκτορα μ’ έβγαλε απ’ αυτό το λοΰκι την κρίσιμη στιγμή. Αυτά τα μάτια που βλέπετε, έχουν δει πάρα πολλά. Όλοι καίγονται σ’ αυτό τον κόσμο: ερασιτέχνες, επαγγελματίες, δεν έχει καμιά σημασία, όλοι καίγονται, όλοι πληγώνονται, οι οκέι τΰποι και οι όχι οκέι τΰποι, και οι δυο. ΓΓ αυτό και όλοι φροντίζουν να έχουν και κάποιο αποκούμπι. Κι εγώ έχω το δικό μου, εδώ στον πάτο της πυραμίδας. Έτσι, αν καείς, μπορεί και να επιβιώσεις. Αν είσαι ολομόναχος και δεν ανήκεις πουθενά, πέφτεις μία και μοναδική φορά και είσαι ξοφλημένος. Τελειωμένος για τα καλά. »Δεν θα έπρεπε ίσως να σας το πω αυτό, κΰριε Οκάντα, αλλά είστε έτοιμος να πάρετε την κατιούσα. Αυτό είναι σίγουρο. Το λέει στο βιβλίο μου, με μεγάλα μαύρα γράμματα μετά από δυοτρεις σελίδες: “Ο ΤΟΡΟΥ ΟΚΑΝΤΑ ΣΤΟ ΧΕΙΛΟΣ TOY ΓΚΡΕΜΟΥ”. Είναι αλήθεια. Δεν προσπαθώ να σας φοβίσω. Αυτά που λέω εγώ για τον κόσμο είναι πιο ακριβή κι από τις προβλέψεις των μετεωρολόγων στην τηλεόραση. Αυτό λοιπόν που θέλω να σας πω είναι το εξής: φτάνει κάποια στιγμή ο καιρός που πρέπει κανείς ν’ αποσυρθεί». Ο Ουσικάουα έκλεισε μετά απ’ αυτό το στόμα του και με κοίταξε. Ύστερα συνέχισε: «Ας σταματήσουμε λοιπόν να ψαχνόμαστε, κύριε Οκάντα, κι ας μιλήσουμε για το ψητό... Πράγμα που μας φέρνει στο τέλος μιας πολύ μεγάλης εισαγωγής, οπότε τώρα μπορώ να σας κάνω την πρόταση που ήρθα εδώ να κάνω». Ο Ουσικάουα ακούμπησε τα δυο του χέρια στο τραπέζι. Ύστερα πέρασε με τη γλώσσα τα χείλη του. «Ας πούμε λοιπόν ότι σας είπα πως πρέπει να κόψετε κάθε δεσμό μ’ εκείνο το οικόπεδό και να βγάλετε την ουρά σας απ’ την υπόθεση. Τσως όμως να μην μπορείτε ν’ αποσυρθείτε, ακόμα κι αν το θέλετε. Μπορεί να είστε δεσμευμένος μέχρι ν’ αποπληρώσετε το δάνειό σας». Ο Ουσικάουα σταμάτησε για λίγο και μου έριξε μια διερευνητική ματιά. «Εάν το πρόβλημα είναι τα χρήματα, έχουμε αρκετά να σας δώσουμε. Εάν χρειάζεστε ογδόντα εκατομμύρια γεν, μπορώ να σας φέρω

ογδόντα εκατομμύρια γεν σ’ ένα ωραίο, κομψό πακετάκι. Μιλάμε για οκτώ χιλιάδες χαρτονομίσματα των δέκα χιλιάδων γεν. Μπορείτε ν’ αποπληρώσετε ό,τι χρωστάτε και να βάλετε στην τσέπη τα υπόλοιπα, καθαρά κι ωραία. Μετά ποιος μας πιάνει! Ε; Τι λέτε;» «Οπότε το οικόπεδο και το κτίριο θα ανήκουν στον Νομπόρου Γουατάγια, έτσι; Αυτή δεν είναι η κεντρική ιδέα;» «Ναι, φαντάζομαι πως αυτή είναι. Υποθέτω βέβαια ότι υπάρχουν ένα σωρό ενοχλητικές λεπτομέρειες που πρέπει κάποιος να τις φροντίσει...» Σκέφτηκα για λίγο την πρόταση. «Ξέρετε, Ουσικάουα, πραγματικά δεν το καταλαβαίνω. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί ο Νομπόρου Γουατάγια έχει τέτοια μανία να με απομακρύνει απ’ αυτό το σπίτι. Τι σκοπεύει να το κάνει μόλις το αποκτήσει;» Ο Ουσικάουα έτριψε για λίγο το μάγουλό του με την παλάμη του. «Λυπάμαι, κύριε Οκάντα, αλλά δεν ξέρω τέτοια πράγματα. Όπως σας είπα στην αρχή, εγώ δεν είμαι παρά ένας χαζός αγγελιοφόρος. Ο αφέντης μου μού λέει τι να κάνω κι εγώ το κάνω. Και οι περισσότερες δουλειές στις οποίες με στέλνει είναι δυσάρεστες. Όταν κάποτε διάβαζα την ιστορία του Αλαντίν, πάντα ένιωθα να ταυτίζομαι με το τζίνι, με τον τρόπο που το έβαζαν να δουλεύει τόσο σκληρά, αλλά ποτέ δεν μου περνούσε απ’ το μυαλό ότι, όταν μεγαλώσω, θα γίνω σαν κι αυτό. Είναι μια θλιβερή ιστορία, επιτρέψτε μου να σας πω. Όμως τελικά, όσα σας είπα είν ένα μήνυμα που μ’ έστειλαν να παραδώσω. Προέρχεται από το δόκτορα Γουατάγια. Η επιλογή είναι δική σας. Τι λέτε λοιπόν; Τι απάντηση να δώσω;» Δεν είπα τίποτα. «Φυσικά, θα χρειαστείτε χρόνο να το σκεφτείτε. Κανένα πρόβλημα. Μπορούμε να σας δώσουμε χρόνο. Δεν απαιτώ να πάρετε απόφαση τώρα, ατάκα κι επιτόπου. Θα ήθελα βέβαια πολύ να μπορούσα να σας πω ότι έχετε όσο χρόνο θέλετε, αλλά φοβάμαι ότι δεν μπορούμε να έχουμε αυτού του είδους την πολυτέλεια. Έχω λοιπόν να σας πω το εξής, κύριε Οκάντα. Να σας δώσω τη δική μου, προσωπική γνώμη. Μια ωραία και παχυλή προσφορά σαν αυτή δεν πρόκειται να σας περιμένει αιώνια στο τραπέζι. Αν γυρίσετε το βλέμμα και κοιτάξετε αλλού για μια στιγμή, μπορεί, όταν ξανακοιτάξετε, το τραπέζι να είναι άδειο. Μπορεί τα χρήματα να εξατμιστούν σαν τον αχνό πάνω σ’ ένα τζάμι. Σκεφτείτε λοιπόν πάρα πολύ σοβαρά αλλά γρήγορα. Δεν είναι καθόλου κακή προσφορά. Με αντιλαμβάνεστε, φαντάζομαι». Ο Ουσικάουα αναστέναξε και κοίταξε το ρολόι του. «Πω πω πρέπει να πηγαίνω. Παρασύρθηκα πάλι, φοβάμαι. Πάλι ήπια την μπίρα σας και, ως συνήθως, σας ζάλισα με τις βλακείες μου. Ζητώ συγγνώμη γι’ αυτό. Δεν προσπαθώ να δικαιολογηθώ, αλλά δεν ξέρω τι μου συμβαίνει και όταν έρχομαι εδώ, δεν λέω να φύγω. Το σπιτάκι σας είναι πολύ άνετο, κύριε Οκάντα. Αυτός πρέπει να είναι ο λόγος». Ο Ουσικάουα σηκώθηκε και μετέφερε το ποτήρι, το μπουκάλι της μπίρας και το τασάκι στο νεροχύτη της κουζίνας. «Θα έρθω σύντομα σ’ επαφή μαζί σας, κύριε Οκάντα. Και θα κανονίσω να μιλήσετε με την κυρία

Κουμίκο, αυτό το υπόσχομαι. Μπορείτε να το περιμένετε μια απ’ αυτές τις μέρες». Όταν έφυγε ο Ουσικάουα, άνοιξα τα παράθυρα κι αέρισα το σπίτι απ’ τον καπνό του τσιγάρου. Μετά ήπια ένα ποτήρι νερό. Καθισμένος στον καναπέ, πήρα στα πόδια μου το γάτο και τον χάιδεψα. Φαντάστηκα τον Ουσικάουα ν’ αφαιρεί τη μεταμφίεσή του ένα βήμα έξω απ’ την πόρτα μου και να τρέχει να πει τα νέα στον Νομπόρου Γουατάγια. Ήταν βλακεία αυτό που σκέφτηκα.

17

Το δοκιμαστήριο Ο συνεχιστής

Η Τζίντζερ δεν ήξερε τίποτα για τις γυναίκες που έρχονταν σ’ αυτήν. Καμιά τους δεν αποκάλυπτε πληροφορίες για τον εαυτό της και η Τζίντζερ δεν ρωτούσε ποτέ. Τα ονόματα με τα οποία έκλειναν τα ραντεβού τους ήταν προφανώς ψεύτικα. Όμως ολόγυρά τους υπήρχε αυτή η ειδική αύρα που δημιουργούσε ο συνδυασμός της δύναμης και του χρήματος. Οι ίδιες οι γυναίκες ποτέ δεν έκαναν επίδειξη ούτε του ενός ούτε του άλλου, αλλά η Τζίντζερ μπορούσε να καταλάβει από το στιλ και την εφαρμογή των ρούχων τους ότι προέρχονταν από οικογένειες με επιρροή.

Έπιασε ένα γραφείο σ’ ένα κτίριο της Ακασάκα ένα σχετικά ασήμαντο κτίριο σε μια ασήμαντη τοποθεσία, σεβόμενη την υπερευαισθησία των πελατισσών της σε ό,τι αφορούσε την ιδιωτική τους ζωή. Μετά από προσεκτική σκέψη αποφάσισε να το μετατρέψει σε στούντιο υψηλής ραπτικής. Στην πραγματικότητα η ίδια ήταν σχεδιάστρια ρούχων και κανείς δεν θα το θεωρούσε ύποπτο αν κάποιες γυναίκες, πολλές στον αριθμό, την επισκέπτονταν στο γραφείο. Όλες οι πελάτισσές της ήταν γυναίκες τριάντα έως πενήντα ετών, απ’ αυτές που περιμένει κανείς να φοράνε ακριβά, επώνυμα ρούχα. Γέμισε το δωμάτιο του γραφείου με ρούχα, πατρόν και περιοδικά μόδας, αγόρασε τα εργαλεία, τους πάγκους και τις κούκλες που χρειαζόταν για τη δουλειά της σχεδιάστριας μόδας, έφτασε μάλιστα στο σημείο να φτιάξει πράγματι και μερικά συνολάκια για να δώσει στο χώρο έναν αέρα αυθεντικότητας. Το μικρότερο απ’ τα δυο δωμάτια ήταν υποτίθεται το δοκιμαστήριο. Οι πελάτισσές της οδηγούνταν σ’ αυτό το «δοκιμαστήριο», κι επάνω στον καναπέ «δοκίμαζαν» τις υπηρεσίες της Τζίντζερ. Το πελατολόγιό της το είχε συντάξει η σύζυγος του ιδιοκτήτη ενός μεγάλου σούπερ μάρκετ. Η γυναίκα είχε διαλέξει έναν πολύ προσεκτικά περιορισμένο αριθμό αξιόπιστων υποψηφίων απ’ τον τεράστιο κύκλο γνωριμιών της, πεπεισμένη ότι, για ν’ αποφύγει οποιαδήποτε περίπτωση σκανδάλου, θα ’πρεπε να δημιουργήσει στην ουσία μια κλειστή λέσχη. Αλλιώς ήταν σίγουρο ότι θα διαδιδόταν αμέσως τι συνέβαινε. Οι γυναίκες που επιλέχθηκαν να γίνουν μέλη προειδοποιήθηκαν ότι δεν έπρεπε ποτέ και για κανένα λόγο ν’ αποκαλύψουν τι είδους «πρόβες» έκαναν στο δοκιμαστήριο. Επρόκειτο όχι μόνο για γυναίκες με μεγάλη διακριτικότητα, αλλά για γυναίκες που ήξεραν ότι αν παρέβαιναν την υπόσχεσή τους, θα αποκλείονταν εφ’ όρου ζωής από τη λέσχη. Κάθε πελάτισσα τηλεφωνούσε κι έκλεινε ραντεβού για «πρόβα» και εμφανιζόταν την καθορισμένη στιγμή, γνωρίζοντας ότι δεν ήταν ανάγκη να φοβάται μήπως συναντήσει κάποια άλλη πελάτισσα, ότι η ανωνυμία της θα προστατευόταν απόλυτα. Οι αμοιβές πληρώνονταν επιτόπου σε μετρητά και το

ύψος τους αποφασιζόταν απ’ τη σύζυγο του ιδιοκτήτη του σούπερ μάρκετ σε ύψος πολύ μεγαλύτερο απ’ αυτό που θα μπορούσε να φανταστεί η ίδια η Τζίντζερ, αν και αυτό ποτέ δεν αποτέλεσε εμπόδιο. Κάθε γυναίκα πού είχε κάνει «πρόβα» με την Τζίντζερ επανερχόταν πάντα για δεύτερο ραντεβού, χωρίς καμιά εξαίρεση. «Μην έχεις αναστολές σχετικά με τα χρήματα», εξήγησε η γυναίκα του ιδιοκτήτη του σούπερ μάρκετ στην Τζίντζερ. «Όσο περισσότερα πληρώνουν, τόσο πιο σίγουρες αισθάνονται». Η Τζίντζερ πήγαινε στο «γραφείο» της τρεις μέρες την εβδομάδα κι έκανε μια «πρόβα» την ημέρα. Αυτό ήταν το όριό της. Ο Κάρι έγινε βοηθός της μητέρας του από δεκαέξι χρονών. Μέχρι τότε ήταν πολύ δύσκολο για την Τζίντζερ να χειριστεί όλα τα γραφειοκρατικά προβλήματα η ίδια, αλλά δεν ήθελε απ’ την άλλη μεριά ν’ απασχολήσει κάποιον εντελώς ξένο. Όταν μετά από πολλούς δισταγμούς τού ζήτησε να τη βοηθήσει στη δουλειά της, εκείνος συμφώνησε αμέσως χωρίς καν να ρωτήσει για τι δουλειά επρόκειτο. Πήγαινε στο γραφείο κάθε πρωί στις δέκα η ώρα με ταξί (μην μπορώντας να ανεχθεί την εγγύτητα των άλλων στα λεωφορεία ή στο μετρό), καθάριζε και ξεσκόνιζε, έβαζε τα πράγματα στη θέση τους, γέμιζε τα βάζα με φρέσκα λουλούδια, έφτιαχνε καφέ, έκανε όποια ψώνια ήταν απαραίτητα, έβαζε κλασική μουσική στο κασετόφωνό σε χαμηλή ένταση και κρατούσε τα βιβλία. Πριν περάσει πολύς καιρός, ο Κάρι είχε γίνει απαραίτητο στοιχείο στο γραφείο. Είτε αναμένονταν πελάτισσες εκείνη την ημέρα είτε όχι, εκείνος φορούσε κοστούμι και γραβάτα κι έπαιρνε τη θέση του στο γραφείο υποδοχής. Καμιά πελάτισσα δεν διαμαρτυρήθηκε ποτέ για το ότι δεν μιλούσε. Ποτέ δεν τις έκανε να νιώθουν άβολα, και, γιατί όχι, μπορεί και να το προτιμούσαν έτσι. Ήταν αυτός που δεχόταν τα τηλεφωνήματά τους όταν έκλειναν τα ραντεβού. Εκείνες έλεγαν την προτεινόμενη ώρα και ημερομηνία κι εκείνος απαντούσε με χτύπους στην επιφάνεια του γραφείου: ένα χτύπο για «όχι» και δύο για «ναι». Στις γυναίκες άρεσε αυτή η διακριτικότητα. Ο ίδιος ήταν ένας νεαρός με τόσο κλασικά χαρακτηριστικά, που θα μπορούσε να τον κάνει κανείς γλυπτό και να τον εκθέσει σε μουσείο, κι αντίθετα από πολλούς άλλους ωραίους νεαρούς, ποτέ δεν απογοήτευε τις συνομιλήτριές του κάθε φορά που άνοιγε το στόμα του. Οι γυναίκες τού μιλούσαν μπαίνοντας και βγαίνοντας κι εκείνος απαντούσε μ’ ένα χαμόγελο κι ένα κούνημα του κεφαλιού. Αυτές οι «συζητήσεις» τις χαλάρωναν, μείωναν την ένταση που κουβαλούσαν μαζί τους από τον έξω κόσμο και την αμηχανία που ένιωθαν μετά τις «πρόβες» τους. Ο ίδιος ο Κάρι, στον οποίο κανονικά δεν άρεσαν καθόλου οι επαφές με αγνώστους, δεν το έβρισκε καθόλου δύσκολο να αλληλεπιδρά με τις γυναίκες. Στα δεκαοκτώ του ο Κάρι έβγαλε άδεια οδήγησης. Η Τζίντζερ βρήκε έναν ευγενικό δάσκαλο να του κάνει ιδιαίτερα μαθήματα, αλλά ο ίδιος ο Κάρι είχε διαβάσει στο μεταξύ όλα τα διαθέσιμα βιβλία με οδηγίες και είχε μάθει κάθε λεπτομέρεια. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν η πρακτική άσκηση, την οποία δεν μπορούσε ν’ αποκτήσει από βιβλία, και την απέκτησε με λίγες μέρες στο τιμόνι. Μόλις πήρε την άδεια, άρχισε να ψάχνει τις αγγελίες για μεταχειρισμένα αυτοκίνητα κι αγόρασε μια Πόρσε Καρέρα δίνοντας προκαταβολή όλα τα χρήματα που είχε κερδίσει εργαζόμενος για τη μητέρα του (απ’ τα οποία δεν είχε χαλάσει ούτε ένα γεν για προσωπικά έξοδα). Έκανε το μοτέρ να λάμπει, αγόρασε ένα σωρό καινούργια εξαρτήματα μέσω ταχυδρομικής παραγγελίας, έβαλε καινούργια λάστιχα και γενικά ανέβασε την κατάσταση του αυτοκινήτου και το έκανε κατάλληλο για ράλι. Το μόνο που έκανε ωστόσο μ’ αυτό το αυτοκίνητο ήταν να το οδηγεί σ’ αυτή την ίδια πηγμένη διαδρομή κάθε μέρα απ’ το σπίτι του στο Χιρόο μέχρι

το γραφείο στην Ακασάκα, ξεπερνώντας σπάνια τα εξήντα χιλιόμετρα την ώρα. Αυτό έκανε το αυτοκίνητό του μια από τις σπανιότερες Πόροε 911 του κόσμου. Η Τζίντζερ συνέχισε να δουλεύει για παραπάνω από εφτά χρόνια. Κατά το διάστημα αυτό έχασε τρεις πελάτισσες: η πρώτη σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα* η δεύτερη αποβλήθηκε διά βίου, γιατί έκανε μια μικρή παράβαση* και η τρίτη έφυγε στο εξωτερικό ακολουθώντας τον άντρα της. Αυτές αντικαταστάθηκαν από τέσσερις καινούργιες πελάτισσες, όλες συναρπαστικές γυναίκες μέσης ηλικίας που φορούσαν ακριβά ρούχα καΓχρησιμοποιούσαν ψευδώνυμο. Η ίδια η δουλειά δεν άλλαξε καθόλου κατά τη διάρκεια των εφτά ετών. Εκείνη συνέχισε να προσφέρει «πρόβες» στους πελάτες της και ο Κάρι συνέχισε να καθαρίζει το γραφείο, να κρατάει τα βιβλία και να οδηγεί την Πόρσε. Δεν υπήρξε πρόοδος ούτε υποχώρηση, μόνο το πέρασμα του χρόνου και η ανάλογη αλλαγή της ηλικίας. Η Τζίντζερ πλησίαζε τώρα τα πενήντα και ο Κάρι είχε γίνει είκοσι. Ο Κάρι έμοιαζε ν’ απολαμβάνει τη δουλειά του, αλλά η Τζίντζερ είχε αρχίσει σιγά σιγά να νιώθει τις δυνάμεις της να χάνονται. Στη διάρκεια των ετών συνέχισε να «ρυθμίζει» αυτό το «κάτι» που κάθε πελάτισσά της είχε μέσα της. Ποτέ δεν κατάλαβε απόλυτα τι ακριβώς έκανε γι’ αυτές, αλλά συνέχιζε να κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσε. Αυτά τα «κάτι», στο μεταξύ, δεν θεραπεύονταν ποτέ. Δεν μπορούσε με τίποτα να τα κάνει να φύγουν και να εξαφανιστούν' το μόνο που μπορούσαν να κάνουν οι θεραπευτικές της ικανότητες ήταν να ελαττώσουν κάπως την επενέργειά τους για λίγο χρόνο. Μέσα σε λίγες μέρες (συνήθως από τρεις έως δέκα) το κάθε «κάτι» άρχιζε πάλι απ’ την αρχή, πήγαινε κι ερχόταν μέσα σ’ αυτό το μικρό χρονικό διάστημα, αλλά σε κάθε παλινδρόμηση γινόταν σαφώς μεγαλύτερο σαν καρκινικό κύτταρο. Η Τζίντζερ τα ένιωθε να μεγαλώνουν στα χέρια της. Της έλεγαν: σπαταλάς το χρόνο σου* ό,τι και να κάνεις, εμείς θα κερδίσουμε στο τέλος. Και είχαν δίκιο. Δεν είχε καμιά ελπίδα να νικήσει. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να ελαττώσει την πρόοδό τους κάπως, να χαρίσει στις πελάτισσές της μερικές μέρες ηρεμίας. Η Τζίντζερ συχνά αναρωτιόταν, «Μήπως δεν πρόκειται μόνο γι’ αυτές τις γυναίκες; Μήπως όλες οι γυναίκες του κόσμου κουβαλάνε αυτό το “κάτι” μέσα τους; Και γιατί όλες όσες έρχονται εδώ είναι σαραντάρες; Μήπως έχω κι εγώ αυτό το “κάτι” μέσα μου;» Όμως η Τζίντζερ δεν ήθελε πραγματικά να μάθει τις απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι οι περιστάσεις είχαν κατά κάποιον τρόπο συνωμοτήσει για να την περιορίσουν στο δοκιμαστήριό της. Οι άνθρωποι την είχαν ανάγκη, κι όσο την είχαν ανάγκη, δεν μπορούσε να φύγει από κει. Μερικές φορές η αίσθηση αδυναμίας που την καταλάμβανε ήταν βαθιά και τρομερή, κι ένιωθε σαν άδειο κέλυφος. Ένιωθε να φθείρεται και να χάνεται σε μια μολυβένια ανυπαρξία. Εκείνες τις ώρες αποκάλυπτε την ψυχή της στον αμίλητο γιο της και ο Κάρι κουνούσε το κεφάλι επιδοκιμαστικά καθώς άκουγε με προσοχή τα λόγια τής μητέρας του. Ποτέ δεν έλεγε τίποτα, όμως εκείνη, όταν του μιλοΰσε έτσι, ένιωθε μέσα της να επικρατεί μια παράξενη γαλήνη. Δεν ήταν εντελώς μόνη και δεν ήταν εντελώς ανίσχυρη. Τι περίεργο, σκεφτόταν: Θεραπεύω άλλους και ο Κάρι θεραπεύει εμένα. Όμως ποιος θεραπεύει τον Κάρι; Εκείνος είναι σαν μαύρη τρύπα που απορροφά μόνος του όλο τον πόνο κι όλη τη μοναξιά. Μία φορά -και μόνο μίαπροσπάθησε να ψάξει μέσα του ακουμπώντας το χέρι της στο μέτωπό του, όπως έκανε με τις πελάτισσές της όταν τους έκανε «πρόβα». Όμως δεν ένιωσε τίποτα. Μετά από λίγο η Τζίντζερ ένιωθε ότι ήθελε να εγκαταλείψει τη δουλειά της. «Δεν μου μένει πια

πολλή δύναμη. Αν συνεχίσω έτσι, θα καώ εντελώς. Δεν θα μου μείνει τίποτε απολύτως». Όμως οι άνθρωποι συνέχιζαν να έχουν απόλυτη ανάγκη από τις «πρόβες» της. Δεν μπορούσε να πείσει τον εαυτό της να εγκαταλείψει τις πελάτισσές της μόνο και μόνο για να βολευτεί η ίδια. Η Τζίντζερ βρήκε ένα συνεχιστή το καλοκαίρι εκείνου του χρόνου. Τη στιγμή που είδε το σημάδι στο μάγουλο του νεαρού που καθόταν μπροστά από ένα κτίριο στη Σιντζούκου, κατάλαβε.

18

Η κόρη των βαρετών βατράχων (Μαγιού Κασαχάρα: άποψη No 4)

Γεια σου και πάλι, κύριε Κουρδιστό Πουλί. Είναι δυόμισι το πρωί. Όλες οι γειτόνισσές μου κοιμούνται βαθιά, αλλά εγώ απόψε δεν μπορώ να κοιμηθώ, γι1αντό ξαγρυπνώ γράφοντάς σον αυτό το γράμμα. Και για να είμαι ειλικρινής.οι άγρυπνες νύχτες είναι για μένα τόσο ασυνήθιστες όσο και οι παλαιστές τον Σούμο με κοστούμι και γραβάτα. Συνήθως αποκοιμιέμαι αμέσως μόλις ακουμπώ το κεφάλι μου στο μαξιλάρι και ξυπνώ αμέσως όταν φτάσει η ώρα να ξυπνήσω. Έχω ξυπνητήρι, αλλά το χρησιμοποιώ πολύ σπάνια. Μια φορά στο τόσο όμως μου συμβαίνει: ξυπνώ μες στη μέση της νύχτας και δεν μπορώ να ξανακοιμηθώ. Σχεδιάζω να καθίσω στο γραφείο μου, να σον γράψω αυτό το γράμμα μέχρι να με πάρει ο ύπνος, γι'αυτό και δεν ξέρω αν θα βγει μικρό ή μεγάλο. Φνσικά, σχεδόν ποτέ δεν ξέρω τι πρόκειται να σον γράψω μέχρι να φτάσω στο τέλος. Τέλος πάντων, μου φαίνεται ότι έτσι όπως συνηθίζουν να ζονν οι περισσότεροι άνθρωποι (υποθέτω βέβαια πως θα νπάρχονν κι εξαιρέσεις), νομίζονν ότι ο κόσμος ή η ζωή είναι αυτό το μέρος όπον τα πάντα είναι (ή νποτίθεται ότι είναι) κατά βάση λογικά και σννεπή. Οι κονβέντες που κάνω με τις γειτόνισσές μου εδώ με κάνονν σνχνά να σκέφτομαι έτσι. Σαν να λέμε, όταν σνμβαίνει κάτι, είτε πρόκειται για κάποιο φοβερό και τρομερό γεγονός που επηρεάζει ολόκληρη την κοινωνία είτε πρόκειται για κάτι μικρό και προσωπικό, οι άνθρωποι εδώ μιλάνε γι. αυτό λέγοντας: «Φυσικά, αυτό σννέβη για τούτο και για κείνο το λόγο», και τις περισσότερες φορές όλοι οι άλλοι σνμφωνούν, και λένε, ας πούμε: «Ναι, φυσικά, έτσι είναι», αλλά εγώ δεν καταλαβαίνω τίποτα. « Το Α είναι έτσι και γι ’ αυτό σννέβη το Β». Θέλω να πω, αυτό δεν εξηγεί τίποτα. Είναι, ας πούμε, όπως όταν βάζεις να ζεστάνεις στο φούρνο μικροκυμάτων ένα μπολ με πουρέ, και πατάς το κουμπί, κι ύστερα ανοίγεις το πορτάκι όταν ακούσεις το κονδούνισμα, και ω τον θαύματος ο πονρές είναι ζεστός! Θέλω να πω, τι συμβαίνει άραγε ανάμεσα στην ώρα που πατάς το κονμπί και στην ώρα που χτνπάει το κουδούνι; Δεν μπορείς να ξέρεις τι γίνεται πίσω απ'το πορτάκι. Μπορεί ο πονρές να μετατρέπεται πρώτα σε μακαρόνια ογκρατέν μες στο σκοτάδι, όταν κανείς δεν κοιτάζει, και να ξαναγίνεται πονρές μόλις ακουστεί το κουδούνι. Θεωρούμε πως είναι απόλυτα φυσικό, όταν κτυπάει το κονδούνι κι ανοίγουμε το πορτάκι, να βρίσκον με μέσα στο φούρνο μικροκυμάτων πονρέ, τη στιγμή που είχαμε βάλει πονρέ στην αρχή, αλλά για μένα αυτό δεν είναι παρά ένα αυθαίρετο συμπέρασμα. Να σον πω την αλήθεια, θα ένιωθα μεγάλη ανακούφιση αν, στη χάση και στη φέξη, έχοντας βάλει μέσα στο φούρνο μικροκυμάτων πονρέ, έβρισκα στο τέλος μακαρόνια ογκρατέν. Φυσικά θα πάθαινα σοκ αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, αλλά δεν ξέρω, νομίζω ότι θα ένιωθα κι ανακούφιση. Ή τουλάχιστον νομίζω

ότι δεν θ’ αναστατωνόμουν και πάρα πολύ, γιατί αυτό θα μου φαινόταν κατά κάποιον τρόπο πολύ πιο αληθινό. Γιατί «πιο αληθινό»; Το να προσπαθήσω να το εξηγήσω αυτό λογικά, με λόγια, θα ήταν πολύ, μα πάρα πολύ δύσκολο, αν πάρεις όμως σαν παράδειγμα την πορεία που έχει ακολουθήσει μέχρι τώρα η ζωή μου και κάτσεις να τη σκεφτείς, θα δεις ότι δεν ήταν με κανέναν τρόπο αυτό που θα λέγαμε «κανονική». Πρώτ’ απ’ όλα, είν’ ένα άλυτο μυστήριο το πώς μια κόρη σαν κι εμένα μπορεί να γεννήθηκε από δυο γονείς βαρετούς σαν βατράχους. Ξέρω ότι είναι λίγο περίεργο να χ λέω εγώ κάτι τέτοιο, αλλά είμαι πολύ πιο σοβαρή απ’ό,τι και οι δυο γονείς μου μαζί. Και μη νομίζεις ότι θέλω να καυχηθώ' αυτό είναι ένα αναντίρρητο γεγονός. Δεν θέλω να πω ότι είμαι καλύτερη απ ό,τι εκείνοι, αλλά είμαι τονλάχιστον πολύ πιο σοβαρή σαν άτομο. Αν τους γνωρίσεις, θα καταλάβεις τι εννοώ, κύριε Κουρδιστό Πουλί. Αντοί οι δνο άνθρωποι πιστεύουν ότι ο κόσμος έχει σννέχεια και λογική, σαν την κάτοψη ενός καινούργιον κτιρίον σε μια ακριβή σννοικία, οπότε, αν κάνεις τα πάντα με σννέπενα και λογική, όλα στο τέλος θα πάνε κατ'ενχήν. Γι'αυτό και αναστατώνονται, θλίβονται και θυμώνουν όταν εγώ συμπεριφέρομαι αλλιώς. Γιατί να γεννηθώ σ' αυτό τον κόσμο σαν παιδί δνο πραγματικών ζόμπι; Και γιατί δεν έγινα κι εγώ το ίδιο είδος χαζούβατράχον, παρά το ότι με μεγάλωσαν αντοί οι άνθρωποι; Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, αυτό είναι το ερώτημα που μ'απασχολεί’ Όμως δεν μπορώ να δώσω απάντηση. Νομίζω ότι πρέπει να υπάρχει κάποιος καλός λόγος, μόνο που εγώ δεν μπορώ να τον βρω. Και υπάρχουν και χιλιάδες άλλα πράγματα που δεν έχουν λογική εξήγηση. Για παράδειγμα, «Γιατί τα έχουν βάλει όλοι μαζί μου;» Δεν έκανα τίποτα κακό. Απλώς ζούσα τη ζωή μου με το συνηθισμένο τρόπο. Και τότε, εντελώς ξαφνικά, παρατήρησα ότι δεν άρεσα σε κανέναν. Δεν μπορώ να το καταλάβω. Έτσι λοιπόν το ένα ασύνδετο πράγμα οδήγησε σε άλλο κι έτσι ο υνέβησαν πάρα πολλά. Όπως, ας πούμε, το ότι γνωρίστηκα με το αγόρι με τη μοτοσικλέτα και πάθαμε εκείνο το ηλίθιο δυστύχημα. Απ' ό,τι θυμάμαι —ή τουλάχιστον έτσι όπως έχουν ταξινομηθεί τα πράγματα στο μυαλό μου—, δεν υπάρχει αυτό που λένε «Αυτό έγινε έτσι, άρα είναι φυσικό το άλλο να έγινε αλλιώς». Κάθε φορά που κτυπάει το κουδούνι κι ανοίγω το πορτάκι, φαίνεται πως βρίσκω κάτι που δεν είχα δει ποτέ πριν στη ζωή μου. Δεν έχω ιδέα τι μου συμβαίνει και, πριν το καλοκαταλάβω, σταματάω να πηγαίνω σχολείο κι αρχίζω να περιφέρομαι στο σπίτι, και τότε είναι που ο νναντάω εσένα, κύριε Κονρδιστό Πονλί. Μετά απ' αυτό κάνω στατιστικές για μια περονκοποιία. Γιατί όμως περονκοποιία; Αλλο μνστήριο και τούτο. Δεν μπορώ να θνμηθώ. Μπορεί να χτύπησα το κεφάλι μου στο δνστύχημα και η ανάλογη περιοχή τον μναλού μου να έπαθε ζημιά. Ή μπορεί το ψνχολογικό σοκ που έπαθα να μ *έκανε να συγκαλύπτω πολλών ειδών μνήμες, όπως ένας σκίονρος κρύβει ένα φονντούκι και μετά ξεχνάει πού το έθαψε. (Το χεις δει ποτέ να σνμβαίνει αυτό, κύριε Κονρδιστό Πονλί; Εγώ το έχω. Όταν ήμουν μικρή. Τότε μου φάνηκε ότι ο χαζοσκίονρος ήταν πολύ αστείος! Ποτέ δεν μου πέρασε απ ’το μναλό ότι θα μου σννέβαινε το ίδιο.) Ελεγα λοιπόν ότι άρχισα να κάνω μελέτες αγοράς για την περονκοποιία κι αυτό μ’ έκανε να σνμπαθήσω τις περούκες, λες κι επρόκειτο για την ίδια μου τη μοίρα. Και μετά μου λες ότι τα γεγονότα δεν σννδέονται μεταξύ τους! Γιατί περούκες και όχι κάλτσες ή ρνζογκοφρέτες; Αν ήταν κάλτσες ή ρνζογκοφρέτες, δεν θα δούλενα τώρα έτσι όπως δονλεύω στην περονκοποιία. Σωστά; Κι

αν δεν είχα προκαλέσει εκείνο το ηλίθιο δνστύχημα με τη μοτοσικλέτα, μπορεί να μη σε είχα σνναντήσει στο δρομάκι εκείνο το καλοκαίρι, κι αν δεν με είχες γνωρίσει, τότε μπορεί να μην είχες ακούσει για το πηγάδι των Μιγιαονάκι, οπότε δεν θα είχες αποκτήσει αυτό το σημάδι στο πρόσωπό σον και δεν θα είχες ανακατεντείμε όλ *αντά τα παράξενα πράγματα... Λέω, μπορεί. Όταν το σκέφτομαι έτσι, δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ: «Πού νπάρχει λογική σννέπεια στον κόσμο;» . Δ εν ξέρω — μπορεί στον κόσμο να νπάρχονν δύο διαφορετικά είδη ανθρώπων, και για το ένα είδος ο κόσμος να είναι απόλντα λογικός, ένα μέρος με ζεστό πονρέ και τίποτ ’άλλο, και για το άλλο να είναι ένας κόσμος όπον ανά πάσα στιγμή μπορούν να τον βγονν μπροστά μακαρόνια ογκρατέν. Είμαι σίγονρη ότι αν αντοί οι βάτραχοι που έχω για γονείςβάλονν πονρέ στα μικροκύματα και βγονν μακαρόνια ογκρατέν όταν χτνπήσει το κονδούνι, απλώς θα πονν στον εαντό τους: «Λ, πρέπει κατά λάθος να βάλαμε στο φούρνο μακαρόνια ογκρατέν», ή θα έβγαζαν τα μακαρόνια και θα, προσπαθούσαν να πείσονν τον εαντό τους ότι μπορεί να μοιάζονν με μακαρόνια αλλά στην πραγματικότητα είναι πονρές. Κι αν προσπαθούσα να φανώ ενγενική και να τους εξηγήσω ότι μερικές φορές, όταν βάζεις στα μικροκύματα πονρέ, βγαίνονν μακαρόνια ογκρατέν, δεν θα νπήρχε περίπτωση να με πιστέψονν. Μπορεί μάλιστα να θύμωναν κιόλας. Καταλαβαίνεις τι προσπαθώ να σον πω, κύριε Κονρδιστό Πονλί; θυμάσαι τότε που φίλησα το σημάδι σου; Το σκέφτομαι αυτό από τότε που σ' αποχαιρέτησα πέρσι το καλοκαίρι, το σκέφτομαι και το ξανασκέφτομαι, σαν μια γάτα που βλέπει τη βροχή να πέφτει . κι αναρωτιέται μα γιατί στο καλό να γίνεται αυτό; Δεν νομίζω ότι μπορώ να το εξηγήσω μόνη μου. Μπορεί κάποτε στο μέλλον, σε δέκα ή είκοσι χρόνια από τώρα, αν μας δοθεί ευκαιρία να μιλήσουμε γι *αυτό, κι αν τότε έχω μεγαλώσει κάπως κι είμαι και πολύ πιο έξυπνη απ’ ό,τι τώρα, μπορεί να καταφέρω να σον πω τι σήμαινε για μένα. Τώρα όμως, με λύπη μου το λέω, νομίζω ότι δεν έχω την ικανότητα ή το μναλό να το εκφράσω με λόγια. Ένα πράγμα μπορώ να σον πω έντιμα, ωστόσο, κύριε Κονρδιστό Πονλί. Μου άρεσες περισσότερο χωρίς αυτό το σημάδι στο πρόσωπό σον. Αλλά όχι' γιά περίμενε' δεν είναι δίκαιο αυτό. Δ εν έβαλες το σημάδι μόνος σον εκεί. Θα ’πρεπε ίσως να πω ότι ακόμα και χωρίς το σημάδι σον θα ήσονν τέλειος για μένα. Έτσι δεν είναι; Αλλά όχι, αυτό δεν εξηγεί τίποτα. Νά λοιπόν τι νομίζω, κύριε Κονρδιστό Πονλί. Αυτό το σημάδι μπορεί να σον δώσει κάτι σπονδαίο. Όμως σον στερεί και κάτι. Είνα κάτι σαν τράμπα, ας πούμε. Κι αν όλοι σννεχίσουν να παίρνουν από σένα πράγματα, θα φθαρείς ώσπου δεν θα μείνει τίποτα από σένα. Θέλω να πω λοιπόν ότι δεν θα πείραζε και πάρα πολύ αν δεν είχες στο μάγουλό σου αυτό το πράγμα. Μερικές φορές νομίζω ότι ο λόγος που κάθομαι εδώ και φτιάχνω περούκες έτσι, κάθε μέρα, είναι επειδή φίλησα το σημάδι σου εκείνη την ημέρα. Επειδή το έκανα αυτό, αποφάσισα να εγκαταλείψω εκείνο το μέρος και να φύγω όσο μακρύτερα γινόταν από σένα. Ξέρω ότι μπορεί να σε πληγώνω που στο λέω αυτό, αλλά νομίζω ότι αυτή είναι η αλήθεια. Κι όμως, νομίζω ότι αντός ήταν ο λόγος που τελικά κατάφερα να βρω το μέρος στο οποίο ανήκω. Έτσι, κατά κάποιον τρόπο, σον χρωστάω ενγνωμοσύνη, κύριε Κονρδιστό Πονλί. Δεν πρέπει να είναι και πολύ σπονδαίο να σον λέει κάποιος ότι σον είναι ενγνώμων «κατά κάποιον τρόπο», έτσι δεν είναι; Τώρα λοιπόν νομίζω ότι όσα ήταν να σον πω, κύριε Κονρδιστό Πονλί, στα είπα. Η ώρα έχει πάει τέσσερις το πρωί. Πρέπει να σηκωθώ στις εφτάμισι, οπότε ελπίζω να μπορέσω να κοιμηθώ τις τρεις

ώρες και κάτι που μου απομένονν. Ελπίζω να με πάρει ο ύπνος αμέσως. Τέλος πάντων, θα τελειώσω αυτό το γράμμα εδώ. Γεια σον και χαρά σον, κύριε Κονρδιστό Πονλί. Σε παρακαλώ, πες μια μικρή προσενχή για να μπορέσω να κοιμηθώ.

20

Ο υπόγειος λαβύρινθος Οι δύο πόρτες του Κάρι

«Υπάρχει ένα κομπιοΰτερ σ’ εκείνο το σπίτι, έτσι δεν είναι, κΰριε Οκάντα. Όμως δεν ξέρω ποιος το χρησιμοποιεί», είπε ο Ουσικάουα. Ήταν εννέα τη νΰχτα και καθόμουν στο τραπέζι της κουζίνας με το τηλέφωνο στ’ αυτί. «Ναι, υπάρχει», είπα, και δεν έδωσα καμιά συνέχεια. Ο Ουσικάουα έβγαλε κάτι σαν βρυχηθμό. «Το ξέρω αυτό από τη συνηθισμένη μου έρευνα», είπε. «Εννοείται ότι δεν θέλω να πω κάτι το ιδιαίτερο αναφέροντας το γεγονός ότι έχετ’ εκεί ένα κομπιοΰτερ. Σήμερα όποιος κάνει πνευματική δουλειά έχει και κομπιοΰτερ. Δεν υπάρχει τίποτα το περίεργο σ’ αυτό. »Για να μη μακρηγορώ όμως, ξαφνικά μου πέρασε η ιδέα ότι θα ήταν πολΰ καλό αν μποροΰσα να έρθω σ’ επαφή μαζί σας μέσω του κομπιοΰτερ. Το έψαξα το θέμα, αλλά, που να πάρει ο διάολος, είναι πολΰ πιο περίπλοκο απ’ ό,τι φανταζόμουν. Μπορείς να κάνεις τη σΰνδεση παίρνοντας έναν απλό τηλεφωνικό αριθμό, χρειάζεσαι όμως κι έναν κωδικό για να έχεις πρόσβαση. Χωρίς κωδικό, η πόρτα είναι κλειστή. Εκεί έμεινε το πράγμα». Εγώ συνέχισα να μη μιλάω. «Μη σχηματίσετε λάθος ιδέα, κΰριε Οκάντα. Δεν προσπαθώ να διεισδΰσω στο κομπιοΰτερ σας και να κάνω τρέλες εκεί. Δεν έχω τίποτα τέτοιο στο μυαλό μου. Με τα μέτρα ασφαλείας που έχετε πάρει, δεν θα μπορούσα να τραβήξω στοιχεία από κει ακόμα κι αν ήθελα. Όχι, δεν μπήκε πότέ τέτοιο θέμα. Αυτό που είχα υπόψη μου ήταν να προσπαθήσω να ξεκινήσω ένα διάλογο ανάμεσα σ’ εσάς και στην κυρία Κουμίκο. Σας υποσχέθηκα ότι θα το έκανα, μην το ξεχνάτε, ότι θα έκανα ό,τι μπορούσα για να βοηθήσω εσάς κι εκείνη να μιλήσετε απευθείας. Πάει πολύς καιρός από τότε που έφυγε απ’ το σπίτι σας, κι είναι κακή ιδέα ν’ αφήνει κανείς τα πράγματα να σέρνονται κατ’ αυτό τον τρόπο. Έτσι όπως είναι τα πράγματα σήμερα, η ζωή σας είναι πιθανό ν’ αρχίσει να παίρνει αλλόκοτες τροπές. Είναι πάντα καλό να μιλάνε οι άνθρωποι πρόσωπο με πρόσωπο, ν’ ανοίγονται ο ένας στον άλλο. Αλλιώς μπορεί να υπάρξουν παρεξηγήσεις, και οι παρεξηγήσεις στενοχωρούν τους ανθρώπους... Τέλος πάντων, κάπως έτσι προσπάθησα να πείσω την κυρία Κουμίκο. Έκανα ό,τι μπορούσα. »Όμως δεν κατάφερα να την κάνω να συμφωνήσει. Επέμενε ότι δεν θέλει να σας μιλήσει απευθείας

ούτε καν στο τηλέφωνο (εφόσον μια συνάντηση πρόσωπο με πρόσωπο είχε τελείως αποκλειστεί). Ούτε καν στο τηλέφωνο!Ήμουν έτοιμος να τα παρατήσω. Δοκίμασα κάθε κόλπο που ήξερα, αλλά ήταν τελείως κάθετη. Σαν βράχος». Ο Ουσικάουα σταμάτησε να μιλάει περιμένοντας ν’ αντιδράσω κάπως, αλλά εγώ δεν είπα τίποτα. «Όμως δεν μου πήγαινε να δεχτώ κατά γράμμα αυτό που μου έλεγε και να κάνω πίσω. Ο δόκτωρ Γουατάγια θα μου έδινε τα παπούτσια στο χέρι αν άρχιζα να συμπεριφέρομαι έτσι. Το άλλο πρόσωπο μπορεί να είναι βράχος ακλόνητος ή τοίχος, όμως εγώ θα σου βρω μια μικρή γωνίτσα όπου μπορεί να γίνει συμβιβασμός. Αυτή είναι η δουλειά μας: να βρίσκουμε αυτά τα σημεία συμβιβασμού. Αν δεν θέλουν να σου πουλήσουν το ψυγείο, προσπάθησε να τους πείσεις να σου πουλήσουν λίγο πάγο. Έτσι έβαλα το μυαλό μου να δουλέψει προσπαθώντας να βρω κάποιον τρόπο να τα καταφέρω. Και θα μου επιτρέψετε να σας πω ότι αυτό μας κάνει ανθρώπους το ότι έχουμε στο μυαλό μας εκατομμύρια διάφορετικές ιδέες. Έτσι, εντελώς ξαφνικά, μέσ’ από την ομίχλη του μυαλού μου ξεπηδησε μια καλή ιδέα, σαν εν’ αστέρι που καταφέρνει να λάμψει μέσ’ από μια σχισμή στα σύννεφα. “Αυτό είναι!” είπα στον εαυτό μου. “Γιατί να μην ξεκινήσει μια συζήτηση στις οθόνες των υπολογιστών;” Ξέρετε τι εννοώ: γράφεις αυτά που θες να πεις στην οθόνη με το πληκτρολόγιο. Ξέρετε να το κάνετε αυτό, έτσι δεν είναι, κύριε Οκάντα;» Είχα χρησιμοποιήσει υπολογιστή όταν δούλευα στη νομική εταιρεία ψάχνοντας τη νομολογία, αναζητώντας προσωπικά στοιχεία των πελατών κι επικοινωνώντας μέσω e-mail. Η Κουμίκο είχε κι αυτή χρησιμοποιήσει κομπιούτερ στη δουλειά. Το περιοδικό για υγιεινές τροφές στο οποίο εργαζόταν είχε ηλεκτρονικά αρχεία για συνταγές και διατροφικές αναλύσεις. «Το σύστημα δεν δουλεύει σε οποιοδήποτε κομπιούτερ», συνέχισε ο Ουσικάουα, «αλλά με το δικό μας μηχάνημα και το δικό σας πρέπει να μπορείτε να επικοινωνήσετε με αρκετά γρήγορο ρυθμό. Η κυρία Κουμίκο λέει ότι δέχεται να σας μιλήσει έτσι. Ήταν το περισσότερο που μπόρεσα να της αποσπάσω. Η ανταλλαγή μηνυμάτων σε πραγματικό χρόνο θα ήταν σχεδόν σαν να μιλάτε μεταξύ σας. Αυτό ήταν το τελευταίο όριο συμβιβασμού στο οποίο μπόρεσα να φτάσω. Σαν να προσπαθώ να πείσω έναν πίθηκο να συμπεριφερθεί ανθρώπινα. Τι λέτε; Μπορεί να μην τρελαίνεστε για την ιδέα, αλλά πραγματικά έσπασα το μυαλό μου μέχρι να τη βρω. Και, πιστέψτε με, είναι πραγματικά πολύ κουραστικό να σκέφτεσαι τόσο εντατικά χωρίς να έχεις καθόλου μυαλό!» Μετέφερα σιωπηλά το ακουστικό στο αριστερό μου χέρι. «Εμπρός; Κύριε Οκάντα; Μ’ ακούτε;» «Ακούω», είπα. «Εντάξει λοιπόν: το μόνο που χρειάζομαι από σας είναι ο κωδικός πρόσβασης στον υπολογιστή. Τότε θα μπορέσω να στήσω μια κουβέντα ανάμεσα σ’ εσάς και στην κυρία Κουμίκο. Τι λέτε γι’ αυτό;» «Λέω ότι υπάρχουν μερικά σοβαρά πρακτικά προβλήματα».

«Ναι; Και ποια είν’ αυτά;» «Πρώτ’ απ’ όλα, πώς μπορώ να είμαι σίγουρος ότι το άλλο πρόσωπο είναι η Κουμίκο; Όταν μιλάς μέσω της οθόνης ενός κομπιούτερ, δεν βλέπεις τα πρόσωπα των άλλων και δεν ακούς τις φωνές τους. Κάποιος άλλος θα μπορούσε να κάθεται στο πληκτρολόγιο προσποιούμενος την Κουμίκο». «Καταλαβαίνω τι εννοείτε», είπε ο Ουσικάουα, φαινομενικά εντυπωσιασμένος. «Δεν το είχα σκεφτεί αυτό. Όμως είμαι σίγουρος ότι υπάρχει κάποιος τρόπος να το παρακάμψουμε. Δεν θέλω να σας παινέψω, αλλά είναι καλό να βλέπεις τα πράγματα με σκεπτικισμό, να ’χεις τις αμφιβολίες σου. “Αμφιβάλλω, άρα υπάρχω”. Ωραία λοιπόν* τι θα λέγατε να κάναμε το εξής: Θα ξεκινήσετε κάνοντας μια ερώτηση που μόνο η κυρία Κουμίκο θα ξέρει την απάντησή της. Αν πάρετε τη σωστή απάντηση, πρέπει να είναι η Κουμίκο. Θέλω να πω, ζήσατε μαζί σαν αντρόγυνο αρκετά χρόνια* πρέπει να υπάρχουν πράγματα που μόνο οι δυο σας γνωρίζετε». Αυτό που έλεγε ο Ουσικάουα ήταν λογικό. «Αυτό θα μπορούσε να λειτουργήσει», είπα, «αλλά δεν ξέρω τον κωδικό. Δεν έχω αγγίξει ποτέ αυτό το μηχάνημα». Η Τζίντζερ μου είχε πει ότι ο Κάρι είχε παραμετροποιήσει κάθε εκατοστό του συστήματος του κομπιούτερ. Είχε συντάξει μια δική του, πολύπλοκη βάση δεδομένων και την είχε ασφαλίσει απ’ οποιαδήποτε εξωτερική επιβουλή μ’ ένα μυστικό κωδικό και διάφορες άλλες περίπλοκες τεχνικές. Με τα δάχτυλά του στο πληκτρολόγιο, ο Κάρι ήταν ο απόλυτος κυρίαρχος αυτού του τρισδιάστατου υπόγειου λαβυρίνθου. Ήξερε κάθε ένα απ’ τα περίτεχνα κι αλληλένδετα περάσματά του και μπορούσε να πηδήξει απ’ το ένα στο άλλο με το πάτημα ενός κουμπιού. Για έναν ανύποπτο εισβολέα (δηλαδή για οποιονδήποτε εκτός από τον Κάρι) η εξερεύνηση του λαβυρίνθου, η υπερπήδηση των συναγερμών και των παγίδων και η είσοδος στο σημείο όπου βρίσκονταν τα σπουδαία στοιχεία θα ’παίρνε μήνες, σύμφωνα με την Τζίντζερ. Και δεν ήταν γιατί το κομπιούτερ που ήταν εγκατεστημένο στην Κατοικία ήταν ιδιαίτερα μεγάλο: ήταν του ίδιου τύπου μηχάνημα μ’ εκείνο που υπήρχε στο γραφείο της Ακασάκα. Ωστόσο και τα δυο ήταν συνδεμένα με δίκτυο με τον σέρβερ που είχανε στο σπίτι. Εκεί φυσικά φύλαγε ο Κάρι τα δεδομένα των πελατών κι έκανε αυτό το διπλό λογιστικό παιχνίδι, αλλά φανταζόμουν ότι φύλαγε εκεί μέσα και κάτι παραπάνω απ’ τα μυστικά της δουλειάς που έκαναν εκείνος και η Τζίντζερ όλ’ αυτά τα χρόνια. Ο λόγος που το πίστευα αυτό ήταν η αφοσίωση που έδειχνε μερικές φορές ο Κάρι στο μηχάνημά του όταν βρισκόταν στην Κατοικία. Συνήθως κλεινόταν μόνος του στο μικρό γραφείο που είχε εκεί, αλλά μερικές φορές άφηνε την πόρτα μισάνοιχτη και μπορούσα να τον παρακολουθήσω να δουλεύει όχι χωρίς κάποιο αίσθημα ενοχής που παραβίαζα το προσωπικό του άσυλο. Εκείνος και ο υπολογιστής του έμοιαζαν να κινούνται μαζί σε μια σχεδόν ερωτική περίπτυξη. Μετά από μερικές γρήγορες συγχορδίες στο πληκτρολόγιο, παρατηρούσε την οθόνη ή μ’ ένα σφίξιμο δυσαρέσκειας στα χείλη ή μ’ ένα χαμόγελο ικανοποίησης. Μερικές φορές έμοιαζε χαμένος στις σκέψεις του καθώς χτυπούσε κάποιο πλήκτρο, μετά ένα άλλο, μετά ένα άλλο* και μερικές φορές τα χέρια του πετούσαν πάνω στο πληκτρολόγιο με την ενέργεια ενός πιανίστα που έπαιζε μια σπουδή του Λιστ. Καθώς εμπλεκόταν σ’ αυτή τη σιωπηλή συζήτηση με το μηχάνημά του, έμοιαζε να κοιτάζει μέσ’ από την οθόνη έναν άλλο κόσμο, με τον οποίο είχε κάποια πολύ ειδική οικειότητα. Δεν μπορούσα να μη σκεφτώ πως η πραγματικότητα γι’ αυτόν δεν βρισκόταν τόσο στο γήινο κόσμο όσο στον προσωπικό, υπόγειο λαβύρινθό του. Σ’ εκείνο τον κόσμο μπορεί ο Κάρι να είχε καθαρή και καμπανιστή φωνή, με την οποία να μιλάει με ευφράδεια, να γελάει και να φωνάζει δυνατά.

«Δεν μπορώ να επικοινωνήσω με τον υπολογιστή σας από τον δικό μου;» ρώτησα τον Ουσικάουα. «Τότε δεν θα χρειαζόταν κωδικός». «Όχι, αυτό δεν μπορεί να γίνει. Τα μηνύματά σας μπορεί να έφταναν εδώ, αλλά τα μηνύματα από δω δεν θα έφταναν εκεί. Το πρόβλημα είναι ο κωδικός σουσάμι, άνοιξε. Χωρίς αυτό δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Η πόρτα δεν θ’ ανοίξει για το λύκο, όσο κι αν προσπαθεί ν’ αλλάξει τη φωνή του. Μπορεί να χτυπήσει και να πει, “Γεια σου, εγώ είμαι, ο φίλος σου το λαγουδάκι”, αν όμως δεν έχει τον κωδικό, θα τον σταματήσει η πόρτα. Εδώ μιλάμε για αμπάρες και κλειδωνιές». Ο Ουσικάουα άναψε ένα σπίρτο στην άλλη άκρη του ακουστικού και μ’ αυτό το τσιγάρο του. Είδα με το μυαλό μου τα στραβά κίτρινα δόντια του και το στραβό του στόμα. «Είναι ένα τριψήφιο αλφαριθμητικό. Έχεις δέκα δευτερόλεπτα να το συμπληρώσεις απ’ τη στιγμή που εμφανίζεται το κενό στην οθόνη. Αν κάνεις λάθος τρεις φορές, πρώτον απαγορεύεται από κείνη τη στιγμή και μετά η πρόσβαση και δεύτερον χτυπάνε τα καμπανάκια του συναγερμού. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι χτυπάνε τίποτα σειρήνες, αλλά ο λύκος αφήνει τις πατημασιές του, οπότε ο ιδιοκτήτης του μηχανήματος καταλαβαίνει πως ήταν εκεί. Πονηρό, έτσι; Αν καθίσεις και υπολογίσεις όλους τους πιθανούς συνδυασμούς και τις πιθανές αντιμεταθέσεις είκοσι έξι γραμμάτων και δέκα αριθμών, είναι πρακτικά άπειροι. Πρέπει να ξέρεις τον κωδικό, αλλιώς δεν μπορείς να κάνεις τίποτα». Το σκέφτηκα για λίγο χωρίς ν’ απαντήσω. «Καμιά ιδέα, κύριε Οκάντα;» Όταν το άλλο απόγευμα ο Κάρι έφυγε με την πελάτισσα καθισμένη στο πίσω κάθισμα της Μερσεντές, μπήκα στο μικρό γραφείο του, κάθισα μπροστά στο κομπιούτερ και πάτησα το διακόπτη. Η ψυχρή γαλάζια ανταύγεια της οθόνης εμφανίστηκε μ’ ένα πολύ απλό μήνυμα: Εισάγετε τον κωδικό μέσα σε δέκα δευτερόλεπτα. Έγραψα τη λέξη με τα τρία γράμματα που είχα ετοιμάσει: zoo Ο υπολογιστής έβγαλ’ ένα διαπεραστικό σφύριγμα κι ένα μήνυμα: Λανθασμένος κωδικός. Εισάγετε τον κωδικό μέσα σε δέκα δευτερόλεπτα. Ένας μετρητής άρχισε να μετράει τα δέκα δευτερόλεπτα ανάποδα στην οθόνη. Γύρισα το πληκτρολόγιο στα κεφαλαία κι έγραψα την ίδια λέξη: Ζ00 Το κομπιούτερ και πάλι μου αρνήθηκε την πρόσβαση: Λανθασμένος κωδικός.

Εισάγετε τον κωδικό μέσα σε δέκα δευτερόλεπτα. Εάν ξαναεισαχθεί λανθασμένος κωδικός, η πρόσβαση θα διακοπεί. Για μια ακόμη φορά εμφανίστηκε ο αντίστροφος μετρητής στην οθόνη. Αυτή τη φορά έγραψα μόνο το Ζ κεφαλαίο. Ήταν η τελευταία μου ελπίδα. Ζοο Αντί για μήνυμα πως έγινε λάθος, είδα μπροστά μου τη συνηθισμένη, φιλική οθόνη ενός υπολογιστή. Πήρα μια βαθιά ανάσα ανακούφισης κι άρχισα να ψάχνω τον κατάλογο των προγραμμάτων μέχρι που έφτασα στον υποκατάλογο των προγραμμάτων επικοινωνίας. Απ’ αυτόν διάλεξα το πρόγραμμα ανταλλαγής γραπτών μηνυμάτων κι έκανα κλικ με το ποντίκι. Εισάγετε τον κωδικό μέσα σε δέκα δευτερόλεπτα. Αυτός ο κόμβος ήταν πάρα πολύ σημαντικός για τον Κάρι για να τον αφήσει απροστάτευτο. Κι αν ο κόμβος ήταν σημαντικός, τότε και ο κωδικός πρέπει να ήταν σημαντικός. Θυμήθηκα τον υπόγειο λαβύρινθο κι έγραψα: SUB Το μήνυμα που βγήκε ήταν: Λανθασμένος κωδικός. Εισάγετε το σωστό κωδικό μέσα σε δέκα δευτερόλεπτα. Η αντίστροφη μέτρηση άρχισε: 10, 9, 8... Δοκίμασα το συνδυασμό κεφαλαίων και πεζών γραμμάτων, όπως είχα κάνει προηγουμένως: Sub Στην οθόνη διάβασα: Δώστε τον αριθμό τηλεφώνου. Σταύρωσα τα χέρια στο στήθος κι άφησα τα μάτια μου ν’ απολαύσουν αυτό το καινούργιο μήνυμα. Καθόλου άσχημα. Είχα καταφέρει ν’ ανοίξω δύο πόρτες στο λαβύρινθο του Κάρι. Καθόλου μα καθόλου άσχημα. Έκανα κλικ στο «Έξοδος» κι επέστρεψα στο κυρίως μενού, απ’ όπου επέλεξα το «Κλείσιμο υπολογιστή», το οποίο μου πρόσφερε τις εξής επιλογές: Καταγραφή στο αρχείο εργασιών; Ν/0 (Ν)

Όπως μου είχε πει ο Ουσικάουα, επέλεξα «ΟΧΙ», για να μην αφήσω ίχνη της παρουσίας μου. Η οθόνη έσβησε και το μοτέρ του υπολογιστή σταμάτησε να λειτουργεί. Σκούπισα τον ιδρώτα απ’ το μέτωπό μου. Αφού πρώτα βεβαιώθηκα πως είχα αφήσει το πληκτρολόγιο και το ποντίκι ακριβώς στη θέση που τα είχα βρει, απομακρύνθηκα από τη νεκρή πια οθόνη.

20 ιστορία της Τζίντζερ

Η Τζίντζερ Ακασάκα έκανε αρκετούς μήνες να μου πει την ιστορία της ζωής της. Ήταν μια μεγάλη, ατέλειωτη ιστορία με πάρα πολλές παρακαμπτήριες, έτσι ώστε αυτό που καταγράφω εδώ να μην είναι παρά μια πολΰ απλοποιημένη (αν και όχι κατ’ ανάγκη σΰντομη) περίληψη του συνόλου. Δεν μπορώ να ισχυριστώ με το χέρι στην καρδιά ότι περιλαμβάνει την ουσία της ιστορίας της, αλλά τουλάχιστον ελπίζω να σκιαγραφεί τα πιο σημαντικά γεγονότα που συνέβησαν σε κρίσιμες καμπές της ζωής της. Η Τζίντζερ και η μητέρα της ξέφυγαν απ’ τη Μαντζουρία και κατάφεραν να φτάσουν στην Ιαπωνία με μόνα πολΰτιμα αντικείμενα τα κοσμήματα που φοροΰσαν επάνω τους. Απ’ το λιμάνι τοΰ Σασέμπο ανέβηκαν προς τη Γιοκοχάμα, όπου έμειναν με την οικογένεια της μητέρας, η οποία είχε παραδοσιακά μια επιχείρηση εισαγωγών-εξαγωγών με έδρα την Ταϊβάν. Πλοΰσιοι πριν απ’ τον πόλεμο, είχαν χάσει το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας τους και της επιχείρησής τους όταν η Ιαπωνία έχασε την Ταϊβάν. Ο πατέρας πέθανε από καρδιά και ο δεύτερος γιος της οικογένειας, σαν να λέμε ο υπαρχηγός, σκοτώθηκε σε μια αεροπορική επιδρομή λίγο πριν τελειώσει ο πόλεμος. Ο μεγαλύτερος γιος εγκατέλειψε τη θέση του δασκάλου που είχε για ν’ αναλάβει ο ίδιος την οικογενειακή επιχείρηση, αλλά μην μπορώντας λόγω ιδιοσυγκρασίας να προσαρμοστεί στη λογική του εμπορίου, δεν τα κατάφερε να ανακτήσει την περιουσία της οικογένειας. Εξακολουθούσαν να έχουν το άνετο σπίτι τους και την ακίνητη περιουσία τους, αλλά για την Τζίντζερ και τη μητέρα της δεν ήταν και πολύ ευχάριστο να νιώθουν ότι στην ουσία ήταν επιπλέον στόματα που τους έτρωγαν το φαΐ εκείνα τα δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια. Προσπαθούσαν όσο μπορούσαν να κάνουν την παρουσία τους όσο πιο διακριτική γινόταν, τρώγοντας λιγότερο απ’ τους άλλους την ώρα του φαγητού, ξυπνώντας νωρίτερα απ’ τους άλλους κάθε πρωί και κάνοντας μεγαλύτερο μέρος από τις δουλειές του σπιτιού απ’ ό,τι οι άλλοι. Κάθε ρούχο που φορούσε η νεαρή Τζίντζερ ήταν αποφόρι μεγαλύτερων εξαδέλφων της γάντια, κάλτσες, ακόμα κι εσώρουχα. Για μολύβια χρησιμοποιούσε αυτά που πετούσαν οι άλλοι σαν άχρηστα. Ακόμα και το πρωινό ξύπνημα ήταν γι’ αυτήν επώδυνο. Η σκέψη και μόνο ότι ξεκινούσε μια καινούργια μέρα, αρκούσε για να της προκαλέσει ένα ανυπόφορο σφίξιμο στο στήθος. Ήθελε να φύγει απ’ αυτό το σπίτι, να ζήσει μόνη με τη μητέρα της κάπου όπου δεν θα χρειαζόταν να νιώθουν τόσο στριμωγμένες, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε ότι θα ζούσαν στη φτώχεια. Αλλά η

μητέρα της ποτέ δεν προσπάθησε να φύγει. «Η μητέρα μου πάντα ήταν δραστήριο άτομο», είπε η Τζίντζερ, «αλλά όταν φύγαμε απ’ τη Μαντζουρία, ήταν σαν ν’ άδειασε εσωτερικά. Ήταν σαν να εξατμίστηκε από μέσα της η ίδια η θέληση για ζωή». Δεν μπορούσες να την ξεκουνήσεις για τίποτα. Το μόνο που έκανε ήταν να λέει στην Τζίντζερ ξανά και ξανά πόσο ευτυχισμένα ήταν τα χρόνια που είχαν περάσει. Αυτό σήμαινε πως η Τζίντζερ έπρεπε ν’ ανακαλύψει μόνη της τον τρόπο να συνεχίσει να ζει. Η Τζίντζερ δεν είχε πρόβλημα με τη μάθηση αυτή καθαυτή, δεν είχε όμως κανένα ενδιαφέρον για τα μαθήματα που δίδασκαν στο λύκειό. Δεν πίστευε ότι θα της έκανε οποιοδήποτε καλό να γεμίσει το κεφάλι της με ιστορικές ημερομηνίες, με τους κανόνες της αγγλικής γραμματικής ή με τους τύπους της γεωμετρίας. Αυτό που ήθελε πάνω απ’ όλα ήταν να μάθει κάτι χρήσιμο, μια χρήσιμη τέχνη, και να ανεξαρτητοποιηθεί όσο γινόταν πιο γρήγορα. Βρισκόταν σε άλλο μήκος κύματος απ’ τις συμμαθήτριές της κι απ' την ανέμελη απόλαυση της σχολικής ζωής. Το μόνο που την ένοιαζε ήταν η μόδα. Το μυαλό της γύριζε συνεχώς γύρω από τα ρούχα, απ’ το πρωί ώς το βράδυ. Και να πεις ότι είχε τα μέσα να ντύνεται στιλάτα: το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να διαβάζει και να ξαναδιαβάζει τα περιοδικά της μόδας που κατάφερνε να βρει και να γεμίζει τετράδια επί τετραδίων με σχέδια για φορέματα κατ’ απομίμηση εκείνων που έβλεπε στα περιοδικά ή με ρούχα που σκεφτόταν η ίδια. Δεν είχε ιδέα τι ακριβώς την τραβούσε σ’ αυτά τα φανταχτερά φορέματα που κέντριζαν τόσο πολύ τη φαντασία της. Μπορεί να προερχόταν, είπε, απ’ τη συνήθεια που είχε να παίζει με την τεράστια γκαρνταρόμπα που είχε η μητέρα της στη Μαντζουρία. Η μητέρα της ήταν αληθινό μοντελάκι. Είχε περισσότερα κιμονό και φορέματα απ’ όσα χωρούσαν στις ντουλάπες και στα σεντούκια της, και η νεαρή Τζίντζερ τα βγάζε συνεχώς και τ’ άγγιζε όποτε είχε την ευκαιρία. Τα περισσότερα απ’ αυτά τα φορέματα και τα κιμονό έμειναν στη Μαντζουρία όταν έφυγαν οι δυο τους, κι όσα είχαν καταφέρει να πάρουν μαζί τους μέσα σε σακίδια, αναγκάστηκαν στο δρόμο να τ’ ανταλλάξουν με φαγητό. Η μητέρα της άπλωνε κάπου το επόμενο φόρεμα που ήταν να πουληθεί και το ’δινε για πενταροδεκάρες, αναστενάζοντας βαθιά. «Ο σχεδιασμός ρούχων ήταν η μυστική πόρτα που μ’ άφηνε να μπω σ’ ένα διαφορετικό κόσμο», είπε η Τζίντζερ, «έναν κόσμο που ανήκε μόνο σ’ εμένα. Σ’ αυτό τον κόσμο η φαντασία ήταν το παν. Όσο καλύτερα μπορούσες να φανταστείς αυτό που ήθελες να φανταστείς, τόσο πιο εύκολα ξέφευγες απ’ την πραγματικότητα. Κι αυτό που πραγματικά μου άρεσε ήταν πως ήταν τελείως δωρεάν. Δεν κόστιζε τίποτα. Ήταν υπέροχο! Το να φαντάζομαι υπέροχα ρούχα και να μεταφέρω τις εικόνες στο χαρτί δεν ήταν για μένα μόνο ένας τρόπος ν’ αφήνω πίσω την πραγματικότητα και να βυθίζομαι στ’ όνειρο. Έπρεπε να συνεχίσω να ζω. Ήταν για μένα φυσικό και προφανές όσο κι η αναπνοή. Έτσι, νόμιζα πως κι όλοι οι άλλοι άνθρωποι έκαναν το ίδιο. Όταν συνειδητοποίησα ότι δεν έκαναν όλοι οι άνθρωποι το ίδιο -ότι δεν μπορούσαν να το κάνουν ακόμα κι αν προσπαθούσαν-, είπα στον εαυτό μου, “Είμαι διαφορετική απ’ τους άλλους ανθρώπους, άρα η ζωή που ζω θα πρέπει να είναι διαφορετική απ’ τη δική τους”». Η Τζίντζερ παράτησε το λύκειο κι άρχισε να παρακολουθεί μια σχολή ραπτικής. Για να μπορέσει να πληρώσει τα δίδακτρα, παρακάλεσε τη μητέρα της να πουλήσει τα τελευταία κοσμήματα που απέμεναν. Μ’ αυτά κατάφερε να σπουδάσει ραπτική, κοπτική, σχέδιο κι άλλα τέτοια χρήσιμα πράγματα για δύο χρόνια. Όταν αποφοίτησε, νοίκιασε μια γκαρσονιέρα κι άρχισε να ζει μόνη. Γράφτηκε σε μια σχολή υψηλής ραπτικής, όπου πλήρωνε τα δίδακτρα δουλεύοντας σερβιτόρα και

κάνοντας διάφορες σκόρπιες δουλειές στη ραπτική και στο πλέξιμο. Κι όταν τελικά αποφοίτησε κι απ’ αυτή τη σχολή, έπιασε δουλειά σ’ έναν κατασκευαστή γυναικείων ρούχων, όπου κατάφερε να τη βάλουν στο τμήμα σχεδιασμού. Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία πως είχε μεγάλο ταλέντο. Δεν ήξερε μόνο να σχεδιάζει καλά, αλλά οι ιδέες της και οι απόψεις της ήταν διαφορετικές από εκείνες των άλλων. Είχε ξεκάθαρη ιδέα για το τι ήθελε να φτιάξει, και τα σχέδιά της δεν τα δανειζόταν από πουθενά αλλού: ήταν πάντα δικά της κι έβγαιναν από μέσα της με απόλυτη φυσικότητα. Επέμενε στις μικρές λεπτομέρειες της εικόνας που είχε συλλάβει μ’ όλη την ένταση ενός σολομού που πλέει ανάποδα στο ρεύμα στο τεράστιο ποτάμι μέχρι να βρει τις πηγές του. Δεν της περίσσευε χρόνος για ύπνο. Μάθαινε τη δουλειά τής κι ονειρευόταν συνεχώς την ημέρα που θα μπορούσε να γίνει ανεξάρτητη σχεδιάστρια. Ποτέ δεν της περνούσε απ’ το μυαλό η ιδέα να διασκεδάσει κάπου αλλού έξω απ’ το χώρο εργασίας της: στην πραγματικότητα δεν ήξερε πώς να κάνει όλ’ αυτά τα πράγματα που έκαναν οι άλλοι άνθρωποι για να διασκεδάζουν. Πριν περάσει πολύς καιρός, τ’ αφεντικά της αναγνώρισαν τελικά την ποιότητα της δουλειάς της κι ενδιαφέρθηκαν για τις πλούσιες, κυματιστές γραμμές της. Έτσι τα χρόνια της μαθητείας της πήραν τέλος και της έδωσαν το ελεύθερο να σχεδιάζει ό,τι ήθελε, βοηθούμενη από μια μικρή ομάδα στην οποία είχε τεθεί επικεφαλής κάτι πολύ ασυνήθιστο σ’ αυτό το επάγγελμα. Χρόνο με το χρόνο η Τζίντζερ κατάφερε να εγγράψει στο ενεργητικό της μια σειρά από λαμπρά επιτεύγματα. Το ταλέντο της και η ενέργειά της τράβηξαν το ενδιαφέρον ανθρώπων όχι μόνο μέσα στην εταιρεία, αλλά σ’ ολόκληρη τη βιομηχανία ρούχων. Ο κόσμος της μόδας ήταν ένας κόσμος κλειστός, αλλά ταυτόχρονα δίκαιος, μια κοινωνία στην οποία κυβερνούσε ο υγιής ανταγωνισμός, Η δύναμη που αποκτούσε ένας σχεδιαστής καθοριζόταν από ένα μόνο πράγμα: τον αριθμό των παραγγελιών που έφταναν για τα ρούχα που εκείνος ή εκείνη είχε σχεδιάσει. Δεν υπήρχε ποτέ αμφιβολία για το ποιος είχε κερδίσει και ποιος είχε χάσει: τα νούμερα έλεγαν όλη την ιστορία. Η Τζίντζερ ποτέ δεν ένιωσε ν’ ανταγωνίζεται οποιονδήποτε, αλλά οι επιτυχίες της ήταν οφθαλμοφανείς. Δούλεψε με απόλυτη αφοσίωση μέχρι τα είκοσι εφτά της. Γνώρισε πολλούς ανθρώπους μέσ’ απ’ τη δουλειά της και όλοι ενδιαφέρθηκαν γι’ αυτήν, αλλά οι σχέσεις της αποδείχτηκαν ρηχές και βραχύβιες. Η Τζίντζερ ποτέ δεν μπορούσε να επικεντρώσει το ενδιαφέρον της σε ζωντανά ανθρώπινα όντα. Το μυαλό της ήταν γεμάτο από εικόνες ρούχων, και τα σχέδια ενός άντρα είχαν πολύ μεγαλύτερη επιρροή πάνω της απ’ ό,τι ο ίδιος ο άντρας. Στα είκοσι εφτά της ωστόσο η Τζίντζερ γνώρισε σ’ ένα πρωτοχρονιάτικο πάρτι του κλάδου έναν άντρα με παράξενη εμφάνιση. Τα χαρακτηριστικά του ήταν αρκετά κανονικά, αλλά το μαλλί του ήταν μια άγρια ακανόνιστη μάζα, ενώ η μύτη και το σαγόνι του είχαν την οξύτητα πέτρινων εργαλείων. Έμοιαζε περισσότερο με ψευτοϊεροκήρυκα και λιγότερο με σχεδιαστή γυναικείων ρούχων. Ήταν ένα χρόνο μικρότερος απ’ την Τζίντζερ, λεπτός σαν σύρμα και είχε μάτια με απύθμενο βάθος, απ’ τα οποία κοιτούσε τους ανθρώπους με τέτοιο επιθετικό βλέμμα, που όλοι νόμιζαν ότι προσπαθεί επίτηδες να τους κάνει να νιώσουν άβολα. Στα μάτια του ωστόσο η Τζίντζερ μπόρεσε να δει την εικόνα της. Εκείνη την εποχή ήταν ακόμη άγνωστος αλλ’ ανερχόμενος σχεδιαστής, και οι δυο τους

συναντιούνταν για πρώτη φορά. Φυσικά είχε ακούσει να μιλούν γι’ αυτόν. Είχε μοναδικό ταλέντο, έλεγαν, αλλά ήταν επηρμένος, εγωιστής κι εριστικός, και γι’ αυτό το λόγο κανείς δεν τον συμπαθούσε. «Μοιάζαμε σαν δυο σταγόνες νερό», είπε η Τζίντζερ. «Και οι δυο είχαμε γεννηθεί στην ηπειρωτική Ασία. Είχε κι εκείνος γυρίσει μετά τον πόλεμο, από την Κορέα, έχοντας χάσει ό,τι είχε και δεν είχε. Ο πατέρας του ήταν επαγγελματίας στρατιωτικός και είχαν περάσει μεγάλες φτώχειες κατά τα μεταπολεμικά χρόνια. Η μητέρα του είχε πεθάνει από τύφο όταν ήταν πολύ μικρός, και υποθέτω πως αυτό του δημιούργησε το μεγάλο ενδιαφέρον για τα γυναικεία ρούχα. Είχε ταλέντο, αλλά δεν είχε ιδέα πώς να φερθεί στους ανθρώπους. Ήταν σχεδιαστής γυναικείων ρούχων, αλλά όταν βρισκόταν στον ίδιο χώρο με μια γυναίκα, γινόταν κόκκινος σαν παντζάρι κι αντιδρούσε σαν άνθρωπος που είχε χάσει τα λογικά του. Με άλλα λόγια, ήμασταν και οι δυο σαν αδέσποτα που είχαμε ξεκόψει απ’ το κοπάδι». Παντρεύτηκαν την επόμενη χρονιά, το 1963, και το παιδί που έκαναν την άνοιξη του επόμενου χρόνου (τη χρονιά των Ολυμπιακών Αγώνων του Τόκιο) ήταν ο Κάρι. «Τ’ όνομά του ήταν πράγματι Κάρι, έτσι δεν είναι;» Λίγο μετά τη γέννηση του Κάρι, η Τζίντζερ έφερε τη μητέρα της στο σπίτι για να τον φροντίζει. Η ίδια δούλευε ασταμάτητα απ’ το πρωί ώς το βράδυ και δεν είχε χρόνο ν’ ασχολείται με μωρά. Έτσι ο Κάρι μεγάλωσε, λίγο πολύ, στα χέρια της γιαγιάς του. Ποτέ δεν ήταν σαφές για την Τζίντζερ εάν πράγματι είχε αγαπήσει τον άντρα της σαν άντρα. Δεν είχε κανένα κριτήριο με βάση το οποίο να μπορεί να κρίνει, και το ίδιο ακριβώς συνέβαινε και με τον άντρα της. Αυτό που τους είχε φέρει κοντά ήταν η δύναμη μιας τυχαίας συνάντησης και το κοινό τους πάθος για το σχεδίασμά μόδας. Όποια κι αν ήταν η αλήθεια, τα πρώτα δέκα χρόνια που πέρασαν μαζί ήταν και για τους δυο μια εξαιρετικά παραγωγική περίοδος. Μόλις παντρεύτηκαν, εγκατέλειψαν τις εταιρείες για τις οποίες δούλευαν κι έστησαν το δικό τους, ανεξάρτητο στούντιο σ’ ένα μικρό διαμέρισμα ενός μικρού κτιρίου πίσω ακριβώς από τη λεωφόρο Αογιάμα, με θέα προς τη δύση. Χωρίς καλό εξαερισμό και χωρίς κλιματισμό, το μέρος αυτό ήταν τόσο ζεστό το καλοκαίρι, που τα μολύβια γλιστρούσαν απ’ τα δάχτυλά τους. Η δουλειά δεν πήγε και πολύ καλά στην αρχή. Η Τζίντζερ και ο άντρας της δεν είχαν ιδέα πώς στήνει κανείς πρακτικά μια επιχείρηση, οπότε διάφορα ασυνείδητα άτομα του κλάδου τούς εκμεταλλεύονταν αναίσχυντα. Δεν κατάφερναν να εξασφαλίσουν παραγγελίες γιατί αγνοούσαν τους κανόνες της δουλειάς κι έκαναν απίστευτα απλά λάθη που τους κρατούσαν έξω απ’ το παιχνίδι. Τα χρέη τους ανέβηκαν σε αστρονομικά ύψη, οπότε σε κάποιο σημείο μοναδική λύση φαινόταν η χρεοκοπία. Η αλλαγή έγινε όταν η Τζίντζερ γνώρισε τυχαία έναν ικανό μάνατζερ, ο οποίος αναγνώρισε το ταλέντο τους και προσφέρθηκε να τους υπηρετήσει με ακεραιότητα. Απ’ το σημείο αυτό και μετά η εταιρεία αναπτύχθηκε τόσο καλά, που όλες οι προηγούμενες δυσκολίες άρχισαν να μοιάζουν με κακό όνειρο. Οι πωλήσεις τους διπλασιάζονταν κάθε χρόνο, ώσπου, το 1970, η μικρή εταιρεία την οποία είχαν ξεκινήσει απ’ το μηδέν είχε καθιερωθεί σταθερά στο χώρο τόσο πολύ μάλιστα, ώστε εξέπληξε ακόμα και το αλαζονικό, επηρμένο ζευγάρι που την είχε ξεκινήσει. Προσέλαβαν προσωπικό, μεταφέρθηκαν σ’ ένα καλύτερο κτίριο στη λεωφόρο κι άνοιξαν δικά τους καταστήματα σε περιοχές της μόδας όπως η Γκίνζα, η Αογιάμα και η Σιντζούκου. Η πρωτότυπη σχεδιαστική τους γραμμή ήταν πανταχού παρούσα στα μέσα ενημέρωσης και ευρύτερα γνωστή. Όταν η εταιρεία έφτασε ένα συγκεκριμένο μέγεθος, η φύση τής δουλειάς που μοίραζαν μεταξύ

τους άρχισε ν’ αλλάζει. Ενώ ο σχεδιασμός και η κατασκευή ρούχων είναι σαφώς δημιουργική διαδικασία, είναι επίσης, αντίθετα απ' ό,τι η γλυπτική ή η τέχνη τής συγγραφής, και μια επιχείρηση απ’ την οποία εξαρτώνται πολλοί άνθρωποι. Δεν μπορεί κανείς να κάθεται στο σπίτι του και να δημιουργεί όταν και ό,τι του κάνει κέφι. Πρέπει να βγει προς τα έξω και να παρουσιάσει το «πρόσωπο» της εταιρείας στον κόσμο. Αυτή η ανάγκη γινόταν όλο και εντονότερη καθώς οι δοσοληψίες της εταιρείας μεγάλωναν. Ένας απ’ τους δυο θα ’πρεπε να εμφανίζεται στα πάρτι και στις επιδείξεις μόδας, να βγάζει λογύδρια, να συγχρωτίζεται με τους καλεσμένους και να δίνει συνεντεύξεις στα ΜΜΕ. Η Τζίντζερ δεν είχε καμιά απολύτως διάθεση να παίξει αυτό το ρόλο, κι έτσι ο άντρας της έγινε το δημόσιο πρόσωπο της εταιρείας. Καθώς και ο ίδιος δεν ήταν άνθρωπος κοινωνικός, στην αρχή ο ρόλος αυτός του φάνηκε βουνό. Του ήταν αδύνατο να μιλήσει καλά μπροστά σε πολλούς αγνώστους, κι έτσι όταν γύριζε σπίτι μετά από κάθε τέτοια συνάντηση ήταν ένα ανθρώπινο ράκος. Μετά από έξι μήνες ωστόσο παρατήρησε ότι αυτός ο ρόλος τού φαινόταν λιγότερο επώδυνος. Εξακολουθούσε να μην μπορεί /α μιλήσει δημόσια, αλλά οι άνθρωποι δεν αντιδρούσαν στους απότομους κι αδέξιους τρόπους του έτσι όπως αντιδρούσαν όταν ήταν νέος* τώρα έμοιαζαν να έλκονται απ’ αυτόν. Ερμήνευαν το απότομο στιλ του (που πήγαζε από τον φύσει εσωστρεφή χαρακτήρα του) σαν ένδειξη όχι υπεροψίας αλλά καλλιτεχνικού ταμπεραμέντου. Άρχισε στην πραγματικότητα ν’ απολαμβάνει αυτή την καινούργια θέση στην οποία βρισκόταν, και πριν περάσει πολύς καιρός είχε γίνει κάτι σαν μιντιακός ήρωας της εποχής του. «Πρέπει να ’χεις ακούσει τ’ όνομά του», είπε η Τζίντζερ. «Στην πραγματικότητα όμως είχα ήδη αναλάβει να κάνω τα δύο τρίτα του σχεδιασμού η ίδια. Οι τολμηρές, πρωτότυπες ιδέες του είχαν απογειωθεί εμπορικά και ήδη είχε υλοποιήσει αρκετές ώστε να μπορούμε να προχωρήσουμε κανονικά. Η δική μου δουλειά ήταν να τις αναπτύξω, να τις επεκτείνω και να τους δώσω σχήμα. Όσο κι αν είχε μεγαλώσει η εταιρεία, ποτέ δεν πήραμε άλλους σχεδιαστές. Το βοηθητικό προσωπικό αυξανόταν, αλλά την κεντρική δουλειά την κάναμε οι ίδιοι. Το μόνο που θέλαμε ήταν να φτιάχνουμε τα ροΰχα που θέλαμε να φτιάχνουμε, χωρίς να νοιαζόμαστε για τον τΰπο του ανθρώπου που θα τ’ αγόραζε. Δεν κάναμε καμιά έρευνα αγοράς, κανέναν προϋπολογισμό κόστους, κανένα στρατηγικό σχεδιασμό. Όταν αποφασίζαμε ότι θέλαμε να φτιάξουμε κάτι με κάποιον τρόπο, το σχεδιάζαμε ακριβώς μ’ αυτό τον τρόπο, χρησιμοποιούσαμε τα καλύτερα υλικά που μπορούσαμε να βρούμε κι αφιερώναμε όσο χρόνο χρειαζόταν για να το φτιάξουμε. Αυτό που οι άλλοι οίκοι έφτιαχναν σε δυο στάδια, εμείς το κάναμε σε τέσσερα. Εκεί που εκείνοι χρησιμοποιούσαν τρία μέτρα ύφασμα, εμείς χρησιμοποιούσαμε τέσσερα. Επιθεωρούσαμε προσωπικά και εγκρίναμε προσωπικά κάθε κομμάτι που έφευγε απ’ το μαγαζί μας. Αυτό που δεν πουλιόταν, το πετούσαμε. Δεν δίναμε ποτέ τίποτα με έκπτωση. Οι τιμές μας ήταν φυσικά απλησίαστες. Οι άνθρωποι του επαγγέλματος μας θεωρούσαν τρελούς, αλλά τα ρούχα μας έγιναν σύμβολο της εποχής, πλάι πλάι με τον Πίτερ Μαξ, το Γούντστοκ, την Τουίγκι, τον Ξένοιαστο καβαλάρη και όλ’ αυτά. Περνούσαμε τόσο καλά σχεδιάζοντας ρούχα τότε! Κάναμε ό,τι τρελό μας περνούσε απ’ το μυαλό, και οι πελάτες μας δεν μας εγκατέλειπαν ποτέ. Ήταν σαν να είχαμε βγάλει στις πλάτες φτερά και να μπορούσαμε να πετάξουμε όπου θέλαμε». Ωστόσο, καθώς η επιχείρησή τους είχε αρχίσει να καθιερώνεται, η Τζίντζερ και ο άντρας της άρχισαν ν’ αποξενώνονται μεταξύ τους. Μπορεί να δούλευαν πλάι πλάι, όμως εκείνη ένιωθε πού και πού ότι η καρδιά του πετούσε κάπου αλλού. Τα μάτια του έμοιαζαν να ’χουν χάσει την πεινασμένη γυαλάδα που είχαν κάποτε. Η βίαιη πλευρά του χαρακτήρα του, που κάποτε τον έκανε να πετάει πράγματα θυμωμένος στους άλλους, τώρα σπάνια εμφανιζόταν. Αντί γι’ αυτήν, η Τζίντζερ τον

έβλεπε τώρα πολλές φορές να κάθεται και να κοιτάζει το κενό σαν να ’ταν χαμένος στις σκέψεις του. Οι δυο τους σχεδόν ποτέ δεν μιλούσαν έξω απ’ το χώρο εργασίας τους, και οι νύχτες που εκείνος δεν ερχόταν να κοιμηθεί σπίτι άρχισαν να πολλαπλασιάζονται. Η Τζίντζερ ένιωθε πως εκείνος είχε τώρα αρκετές γυναίκες στη ζωή του, αλλ’ αυτό δεν της προκαλούσε κανέναν πόνο. Το θεωρούσε αναπόφευκτο, γιατί από καιρό είχαν πάψει να έχουν σωματικές επαφές (κυρίως επειδή η Τζίντζερ είχε χάσει κάθε επιθυμία για σεξ). Προς το τέλος του 1975, όταν η Τζίντζερ ήταν σαράντα και ο Κάρι έντεκα, ο άντρας της δολοφονήθηκε. Το σώμα του βρέθηκε σ’ ένα ξενοδοχείο της Ακασάκα κυριολεκτικά κομμένο φέτες. Το βρήκε η καμαριέρα όταν άνοιξε την πόρτα με το αντικλείδι για να καθαρίσει το δωμάτιο στις έντεκα το πρωί. Το μπάνιο έμοιαζε με σφαγείο. Το ίδιο το σώμα είχε στεγνώσει απ’ το αίμα του κι έλειπαν η καρδιά και το στομάχι του, το συκώτι, τα δυο νεφρά και το πάγκρεας, λες κι αυτός που τον είχε σκοτώσει είχε αποσπάσει αυτά τα όργανα και τα είχε πάει κάπου αλλού σε πλαστικές σακούλες ή σε κάποιο άλλο δοχείο. Το κεφάλι είχε κοπεί απ’ τον κορμό και είχε τοποθετηθεί στο καπάκι της τουαλέτας να κοιτάζει προς τα έξω, με το πρόσωπο κυριολεκτικά κομμένο κομματάκια. Ο δολοφόνος είχε κατά πάσα πιθανότητα πετσοκόψει πρώτα το κεφάλι και μετά ασχολήθηκε με τη συλλογή των οργάνων. Για ν’ αφαιρέσει κανείς τα όργανα από ένα ανθρώπινο σώμα χρειάζεται ειδικά, πολύ κοφτερά εργαλεία και μεγάλη τέχνη. Αρκετά πλευρά είχαν κοπεί με πριόνι μια δουλειά χρονοβόρα κι αιματηρή. Κανείς δεν μπόρεσε να καταλάβει γιατί εκείνος που τον είχε σκοτώσει μπήκε στον κόπο να κάνει όλη αυτή την τελετουργία. Το ξενοδοχείο εκείνη την εποχή είχε μεγάλη κίνηση λόγω Πρωτοχρονιάς και ο επάλληλος στη ρεσεψιόν θυμόταν μόνο ότι ο άντρας της Τζίντζερ είχε πιάσει το δωμάτιο του δωδέκατου ορό* φόυ στις δέκα την προηγούμενη νύχτα με μια γυναίκα μια όμορφη γυναίκα γύρω στα τριάντα, με κόκκινο πανωφόρι κι όχι ιδιαίτερα ψηλή. Εκείνη δεν κουβαλούσε μαζί της παρά μόνο μια μικρή τσάντα. Το κρεβάτι έδειχνε σημάδια σεξουαλικής δραστηριότητας. Οι τρίχες που βρήκαν στα σεντόνια ήταν δικές του, το ίδιο και το σπέρμα. Το δωμάτιο ήταν γεμάτο από δακτυλικά αποτυπώματα, αλλά τόσα πολλά, που ήταν αδύνατο να χρησιμεύσουν στην έρευνα. Η μικρή δερμάτινη βαλιτσούλα του είχε μέσα μια αλλαξιά εσώρουχα, ξυριστικά, ένα ντοσιέ με έγγραφα της δουλειάς κι ένα περιοδικό. Πάνω από εκατό χιλιάδες γεν μετρητά και αρκετές πιστωτικές κάρτες ήταν ακόμη στο πορτοφόλι του, αλλά ένα σημειωματάριο που έπρεπε να έχει μαζί του έλειπε. Δεν υπήρχαν σημάδια πάλης στο δωμάτιο. Η αστυνομία εξέτασε όλους τους γνωστούς συνεργάτες του, αλλά δεν κατάφερε να βρει κάποια γυναίκα που να ταιριάζει με την περιγραφή του υπαλλήλου της ρεσεψιόν. Οι λίγες γυναίκες που βρήκανε δεν είχαν κανένα ιδιαίτερο λόγο να τον μισούν τόσο πολύ ή να τον ζηλεύουν, και όλες είχαν ακλόνητα άλλοθι. Υπήρχαν πολλοί που τον μισούσαν στον κόσμο της μόδας (έναν κόσμο που έτσι κι αλλιώς δεν φημίζεται για τη ζεστή και φιλική του ατμόσφαιρα), αλλά κανείς που να τον μισούσε τόσο ώστε να θέλει να τον σκοτώσει, και κανείς που να έχει τις τεχνικές γνώσεις ώστε να μπορεί να αφαιρέσει έξι όργανα απ’ το σώμα με χειρουργική ακρίβεια. Ο φόνος ενός γνωστού σχεδιαστή μόδας έγινε πρώτο θέμα στϊς εφημερίδες, με πολλές αβανταδόρικες λεπτομέρειες, αλλά η αστυνομία χρησιμοποίησε διάφορες μεθόδους για να κρατήσει κρυφή την πληροφορία σχετικά με την αφαίρεση των οργάνων, ώστε ν’ αποφύγει την αρνητική

δημοσιότητα που θα περιέβαλλε μια τόσο αλλόκοτη υπόθεση φόνου. Το γνωστό ξενοδοχείο επίσης λέγεται ότι άσκησε κάποια πίεση ώστε να κρατήσει τη σχέση του με την υπόθεση έξω απ’ την ειδησεογραφία. Το μόνο που ανακοινώθηκε ήταν ότι ο σχεδιαστής μόδας είχε δολοφονηθεί με μαχαίρι σε κάποιο απ’ τα δωμάτιά του. Για ένα διάστημα κυκλοφόρησαν κάποιες φήμες ότι υπήρχε «κάτι αφύσικο» στην υπόθεση, αλλά ποτέ δεν ανακοινώθηκε τίποτα πιο συγκεκριμένο. Η αστυνομία διεξήγαγε εκτεταμένες έρευνες, αλλά ο δολοφόνος δεν πιάστηκε ποτέ και δεν βρέθηκε το κίνητρο του φόνου. «Εκείνο το δωμάτιο μπορεί να είναι ακόμη σφραγισμένο», είπε η Τζίντζερ. Τη χρονιά μετά το θάνατο του συζύγου της η Τζίντζερ πούλησε την εταιρεία -ολόκληρη, με τα καταστήματα λιανικής, με την αποθήκη της και με το όνομα της εταιρείας σ’ ένα μεγάλο κατασκευαστή ρούχων μόδας. Όταν ο δικηγόρος που είχε κάνει τις διαπραγματεύσεις για λογαριασμό της τής έφερε το συμβόλαιο, η Τζίντζερ έβαλε σ’ αυτό τη σφραγίδα της χωρίς να πει ούτε μια λέξη και χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά στην τιμή πώλησης. Μόλις έφυγε απ’ τα χέρια της η εταιρεία, η Τζίντζερ ανακάλυψε ότι κάθε ίχνος πάθούς για το σχεδιασμό ρούχων είχε εξαφανιστεί. Η έντονη επιθυμία ν’ ασχολείται μ’ αυτό το αντικείμενο είχε στερέψει, εκεί που κάποτε αποτελούσε το νόημα της ζωής της. Καμιά φορά δεχόταν κάποιες παραγγελίες και τις εκτελούσε με άψογη επαγγελματικότητα, αλλά χωρίς ίχνος χαράς. Ήταν σαν να έτρωγε φαγητό χωρίς γεύση. Ένιωθε σαν να είχαν αφαιρέσει τα δικά της σωθικά «εκείνοι». Όσοι ήξεραν την προηγούμενη ενεργητικότητα κι επιδεξιότητά της θυμόντουσαν την Τζίντζερ σαν ένά είδος μυθικής παρουσίας, και οι παραγγελίες ποτέ δεν έπαψαν να ’ρχονται από τέτοιους ανθρώπους, μόνο που, εκτός από ελάχιστες τις οποίες δεν μπορούσε ν’ αρνηθεί, τις απέρριπτε όλες. Ακολουθώντας τη συμβουλή του λογιστή της, επένδυσε τα χρήματά της σε μετοχές και ακίνητα, με αποτέλεσμα η περιουσία της να πολλαπλασιαστεί εκείνα τα χρόνια της έντονης ανάπτυξης. Λίγο μετά την πώληση της εταιρείας, η μητέρα της πέθανε απ’ την καρδιά της. Κατάβρεχε με το λάστιχο το πεζοδρόμιο μπροστά απ’ το σπίτι ένα ζεστό αυγουστιάτικο απόγευμα, όταν ξαφνικά παραπονέθηκε ότι «ένιωθε άσχημα». Ξάπλωσε και κοιμήθηκε μ’ ένα περίεργο δυνατό ροχαλητό, και μετά από λίγο πέθανε. Η Τζίντζερ και ο Κάρι έμειναν μόνοι στον κόσμο. Η Τζίντζερ κλείστηκε στο σπίτι για παραπάνω από ένα χρόνο, περνώντας όλη τη μέρα της στον καναπέ και κοιτάζοντας τον κήπο σαν να προσπαθοΰσε να ανακτήσει την ηρεμία και τη γαλήνη που της είχαν λείψει μέχρι τότε στη ζωή της. Σχεδόν χωρίς να τρώει, κοιμόταν δέκα ώρες την ημέρα. Ο Κάρι, που υπό κανονικές συνθήκες θα είχε μόλις αρχίσει το λύκειο, φρόντιζε το σπίτι στη θέση της μητέρας του, παίζοντας σονάτες του Μότσαρτ και του Χάιντν ανάμεσα στις δουλειές και μελετώντας διάφορες γλώσσες. Η σχεδόν κενή και ήρεμη περίοδος στη ζωή της είχε κρατήσει ένα χρόνο περίπου, όταν η Τζίντζερ ανακάλυψε ξαφνικά πως είχε κάποια ειδική «δύναμη», μια περίεργη ικανότητα που μέχρι τότε δεν την είχε προσέξει. Σκέφτηκε ότι πρέπει να ξεπήδησε από μέσα της για ν’ αναπληρώσει το έντονο πάθος για το σχεδιασμό ρούχων, που είχε ολοκληρωτικά εξατμιστεί. Και πράγματι, αυτή η δύναμη έγινε το καινούργιο της επάγγελμα, αν και δεν ήταν κάτι που είχε επιδιώξει η ίδια. Ο πρώτος ωφελημένος απ’ αυτή την παράξενη δύναμη ήταν η σύζυγος ενός ιδιοκτήτη σούπερ μάρκετ, μια πανέξυπνη και δραστήρια γυναίκα η οποία ήταν κάποτε τραγουδίστρια της όπερας. Είχε αναγνωρίσει το ταλέντο της Τζίντζερ πολύ πριν εκείνη γίνει φημισμένη σχεδιάστρια μόδας και δεν

είχε πάψει ποτέ να παράκολουθεί την καριέρα της. Χωρίς την υποστήριξη της γυναίκας αυτής, η εταιρεία της Τζίντζερ θα είχε πεθάνει πριν καλά καλά προλάβει να ανδρωθεί. Λόγω της ειδικής σχέσης μεταξύ τους, η Τζίντζερ συμφώνησε να βοηθήσει τη γυναίκα και την κόρη της να διαλέξουν και να συνταιριάξουν τις τουαλέτες τους για το γάμο της κόρης, μια δουλειά που δεν την έβρισκε καθόλου ενοχλητική. Η Τζίντζερ και η γυναίκα συζητούσαν καθώς περίμεναν να τελειώσει η πρόβα της κόρης, όταν, χωρίς προειδοποίηση, η γυναίκα έφερε ξαφνικά τα χέρια της στο κεφάλι κι έπεσε γονατιστή στο πάτωμα χάνοντας την ισορροπία της. Η Τζίντζερ, κατατρομαγμένη, την άρπαξε για να την εμποδίσει να πέσει κι άρχισε να χαϊδεύει το δεξιό κρόταφο της γυναίκας. Το έκανε αυτό από καθαρά ενστικτώδη αντίδραση, χωρίς να το σκεφτεί, αλλά μόλις η παλάμη της άρχισε να κινείται, ένιωσε να υπάρχει «κάτι» εκεί, όπως νιώθει κάποιος την ύπαρξη ενός αντικειμένου μέσα σ’ έναν υφασμάτινο σάκο. Παραξενεμένη η Τζίντζερ έκλεισε τα μάτια της και προσπάθησε να σκεφτεί κάτι άλλο. Αυτό που της ήρθε στο μυαλό ήταν ο ζωολογικός κήπος στο Σιν-τσινγκ ο ζωολογικός κήπος μια μέρα που ήταν κλειστός και βρισκόταν εκεί ολομόναχη, κάτι που επιτρεπόταν μόνο σ’ εκείνη, επειδή ήταν κόρη του αρχικτηνιάτρου. Εκείνη ήταν η πιο ευτυχισμένη περίοδος της ζωής της, όταν ένιωθε προστατευμένη κι αγαπημένη και ασφαλής. Ήταν η πρώτη ανάμνηση της ζωής της. Ο άδειος ζωολογικός κήπος, Σκέφτηκε τις μυρωδιές και το λαμπερό φως, και το σχήμα που είχε κάθε σύννεφο στον ουρανό. Περπατούσε μόνη από κλουβί σε κλουβί. Ήταν φθινόπωρο, ο ουρανός πανύψηλος και καθαρός, και σμήνη από πουλιά της Μαντζουρίας πετούσαν από δέντρο σε δέντρο. Αυτός ήταν ο αρχικός της κόσμος, ένας κόσμος που από πολλές απόψεις είχε χαθεί για πάντα. Δεν ήξερε πόσος χρόνος πέρασε έτσι, αλλά τελικά η γυναίκα σηκώθηκε όρθια και ζήτησε συγγνώμη από την Τζίντζερ. Ήταν ακόμα σαν χαμένη, αλλά ο πονοκέφαλός της έμοιαζε να ’χει εξαφανιστεί, είπε. Μερικές μέρες αργότερα η Τζίντζερ έλαβε κατάπληκτη μια πολύ μεγαλύτερη επιταγή απ’ ό,τι είχε προβλέψει για τη δουλειά που είχε κάνει. Η γυναίκα του ιδιοκτήτη του σούπερ μάρκετ τηλεφώνησε στην Τζίντζερ περίπου ένα μήνα μετά το περιστατικό και την κάλεσε να βγουν να φάνε μαζί. Αφού είχαν τελειώσει το φαγητό τους, της πρότεινε να πάνε στο σπίτι της, όπου είπε στην Τζίντζερ, «Θα σε πείραζε να βάλεις το χέρι σου στο κεφάλι μου, όπως έκανες την άλλη φορά; Είναι κάτι που θέλω να ελέγξω». Η Τζίντζερ δεν είχε κανέναν ιδιαίτερο λόγο ν’ αρνηθεί. Κάθισε δίπλα στη γυναίκα κι έβαλε την παλάμη της στον κρόταφό της. Ένιωσε το ίδιο «κάτι» που είχε νιώσει και πριν. Τώρα συγκέντρωσε όλη της την προσοχή σ’ αυτό, για να καταλάβει καλύτερα το σχήμα του, αλλά το σχήμα άρχισε να συστρέφεται και ν’ αλλάζει. Είναι ζωντανό! Η Τζίντζερ ένιωσε ένα κΰμα φόβου να την κατακλύζει. Έκλεισε τα μάτια της και σκέφτηκε το ζωολογικό κήπο του Σιν-τσινγκ, Αυτό δεν ήταν καθόλου δύσκολο για κείνη. Το μόνο που χρειαζόταν να κάνει ήταν να θυμηθεί την ιστορία που είχε πει στον Κάρι και τις σκηνές που του είχε περιγράφει. Η συναίσθηση εγκατέλειψε το σώμα της, πλανήθηκε για ένα διάστημα στο χώρο μεταξύ μνήμης και ιστορίας κι επέστρεψε. Όταν συνήλθε, η γυναίκα πήρε το χέρι της και την ευχαρίστησε. Η Τζίντζερ δεν ρώτησε τίποτα για το τι είχε συμβεί, και η γυναίκα δεν της έδωσε καμιά εξήγηση. Όπως και πριν, η Τζίντζερ ένιωσε μια μικρή κόπωση κι ένα ελαφρό στρώμα ιδρώτα εμφανίστηκε στο μέτωπό της. Όταν έφυγε, η γυναίκα την ευχαρίστησε που είχε κάνει τον κόπο ν’ αφιερώσει το χρόνο της σ’ εκείνη και προσπάθησε να της δώσει ένα φάκελο με χρήματα, αλλά η Τζίντζερ αρνήθηκε να τον πάρει ευγενικά αλλά σταθερά. «Αυτό που έκανα δεν

ήταν δουλειά», είπε, «κι επιπλέον με πλήρωσες πολΰ παραπάνω απ’ ό,τι έπρεπε την τελευταία φορά». Η γυναίκα δεν επέμεινε. Μερικές εβδομάδες αργότερα η γυναίκα σΰστησε την Τζίντζερ σε μια φίλη της. Αυτή ήταν γΰρω στα σαράντα πέντε. Ήταν μικρόσωμη και είχε πολΰ έντονα, βουλιαγμένα μάτια. Τα ροΰχα που φοροΰσε ήταν εξαιρετικά υψηλής ποιότητας, αλλά εκτός από μια ασημένια βέρα δεν φοροΰσε κανένα άλλο κόσμημα. Ήταν σαφές απ’ την ατμόσφαιρα που δημιουργούσε ότι δεν ήταν κοινό άτομο. Η σΰζυγος του ιδιοκτήτη του σοΰπερ μάρκετ είχε πει στην Τζίντζερ: «Θέλει να κάνεις γι’ αυτήν το ίδιο που έκανες για μένα. Σε παρακαλώ πάρα πολΰ, μην αρνηθείς, κι όταν σου δώσει χρήματα, μην πεις τίποτα, απλώς πάρ’ τα. Μακροπρόθεσμα, αυτό θα είναι για σένα πολΰ σημαντικό το ίδιο και για μένα». Η Τζίντζερ πήγε σ’ ένα εσωτερικό δωμάτιο με τη γυναίκα κι έβαλε την παλάμη της στον κρόταφό της, όπως είχε κάνει και με την άλλη. Μέσα σ’ αυτή τη γυναίκα υπήρχε «κάτι», αλλά ήταν διαφορετικό και πιο δυνατό απ’ αυτό που υπήρχε μέσα στη γυναίκα του ιδιοκτήτη του σοΰπερ μάρκετ, και οι κινήσεις του ήταν πιο γρήγορες. Η Τζίντζερ έκλεισε τα μάτια της, κράτησε την ανάσα της και προσπάθησε να πνίξει την κίνηση. Συγκεντρώθηκε πιο έντονα κι ανασκάλεψε τις μνήμες της πιο ζωηρά. Διεισδύοντας και στις παραμικρότερες πτυχές που βρήκε εκεί, έστειλε τη θέρμη των αναμνήσεών της μέσα σ’ αυτό το «κάτι». «Και πριν το καλοκαταλάβω, αυτή είχε γίνει πια η καινούργια μου δουλειά», είπε η Τζίντζερ. Συνειδητοποίησε πως είχε εμπλακεί σε μια μεγάλη ροή. Κι όταν μεγάλωσε ο Κάρι, έγινε βοηθός τής μητέρας του.

21 Το μυστήριο του σπιτιού των κρεμασμένων: 2 ΣΕΤΑΓΚΑΓΙΑ, ΤΟΚΙΟ: ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΟΥ ΣΠΙΤΙΟΥ ΤΩΝ ΚΡΕΜΑΣΜΕΜΩΝ

Η σκιά ενός γνωστού πολιτικού: Ένα ιδιότυπο κρυφτούλι Εκπληκτικό, ιδιοφυές πέπλο μυστικότητας -Ποιο μυστικό κρύβεται; [Από το περιοδικό-, 21 Νοεμβρίου] Όπως αποκαλΰψαμε στο τεύχος της 7ης Οκτωβρίου του περιοδικού μας, υπάρχει ένα σπίτι σε μια ήσυχη γειτονιά της Σεταγκάγια το οποίο είναι γνωστό με την επωνυμία «σπίτι των κρεμασμένων». Όλοι όσοι έζησαν εκεί έπαθαν μεγάλες καταστροφές και τελείωσαν τη ζωή τους αυτοκτονώντας, οι

περισσότεροι με απαγχονισμό. [Παραλείπεται η περίληψη του προηγούμενου άρθρου.] Οι έρευνές μας μάς οδήγησαν σ’ ένα συγκεκριμένο γεγονός: ότι υπάρχει ένας αμετακίνητος τοίχος στο τέλος κάθε δρόμου που ακολουθήσαμε προσπαθώντας να μάθουμε την ταυτότητα του νέου ιδιοκτήτη τού «σπιτιού των κρεμασμένων». Καταφέραμε να βρούμε την εταιρεία που το κατασκεύασε, όμως όλες οι προσπάθειες να πάρουμε πληροφορίες απ’ αυτούς έπεσαν στο κενό. Η εταιρεία-σφραγίδα μέσω της οποίας αγοράστηκε το οικόπεδο είναι νομικά εκατό τα εκατό καλυμμένη, αλλά κυριολεκτικά δεν βρίσκεται πουθενά. Ολόκληρη η υπόθεση στήθηκε με τόσο μεγάλη προσοχή στη λεπτομέρεια, ώστε δεν μπορούμε παρά να υποθέσουμε πως υπάρχει γι’ αυτό κάποιος συγκεκριμένος λόγος. Κάτι άλλο που μας κίνησε την περιέργεια ήταν η λογιστική εταιρεία που βοήθησε να στηθεί η ψευδοεταιρεία που αγόρασε το οικόπεδο. Οι έρευνές μας έδειξαν πως η εταιρεία ιδρύθηκε προ πενταετίας σαν ένα είδος σκιώδους «υπεργολάβου» για μια ανάλογη εταιρεία πολύ γνωστή στους πολιτικούς κύκλους. Η γνωστή αυτή λογιστική εταιρεία έχει αρκετούς τέτοιους «υπεργολάβους», στον καθένα από τους οποίους αναθέτει κάποιο συγκεκριμένο είδος δουλειάς, κι αν τα πράγματα πάρουν άσχημη τροπή, κόβει τον ομφάλιο λώρο που τη συνδέει μαζί τους. Η ίδια η εταιρεία δεν έχει ποτέ ερευνηθεί από την εισαγγελία, αλλά σύμφωνα μ’ έναν πολιτικό ρεπόρτερ μιας μεγάλης εφημερίδας, «το όνομά της έχει εμπλακεί σε κάμποσα πολιτικά σκάνδαλα, γι’ αυτό και είναι φυσικό οι Αρχές να την έχουν βάλει στο στόχαστρό τους». Δεν είναι δύσκολο να μαντέψουμε λοιπόν ότι υπάρχει κάποιο είδος σύνδεσης ανάμεσα στον καινούργιο ένοικο του «σπιτιού των κρεμασμένων» και σε κάποιον ισχυρό πολιτικό. Οι ψηλοί τοίχοι, τα αυστηρά μέτρα ασφαλείας, όπου χρησιμοποιείται η τελευταία λέξη στον ηλεκτρονικό εξοπλισμό, η νοικιασμένη μαύρη Μερσεντές, η έξυπνα στημένη εταιρεία-σφραγίδα: αυτό το είδος ασφάλειας μας παραπέμπει στην εμπλοκή κάποιου μεγάλου πολιτικού ονόματος. Απόλυτη μυστικότητα

Η ομάδα των ρεπόρτερ μας σμένων». Σε μια περίοδο δέκα έκανε μια έρευνα των κινήσεων ημερών, το αυτοκίνητο έκανε της μαύρης Μερσεντές προς συνολικά είκοσι μία επισκέψεις και από το «σπίτι των κρέμαστο σπίτι, ή περίπου δύο επισκέψεις την ημέρα. Οι ρεπόρτερ μας παρατήρησαν μια σχετική κανονικότητα σ’ αυτές τις επισκέψεις. Πρώτα, το αυτοκίνητο εμφανιζόταν στις εννέα το πρωί κι έφευγε στις δέκα και τριάντα. Ο οδηγός ήταν εξαιρετικά ακριβής, και καμία μέρα δεν έπεσε έξω παραπάνω από πέντε λεπτά. Αντίθετα από την προβλεψιμότητα αυτών των πρωινών επισκέψεων, ωστόσο, οι άλλες ήταν εξαιρετικά ακανόνιστες. Οι περισσότερες καταγράφηκαν ανάμεσα στη μία και στις τρεις το μεσημέρι, αλλά οι χρόνοι εισόδου και εξόδου διέφεραν σημαντικά. Υπήρχε επίσης και μεγάλη διαφορά στους χρόνους που το αυτοκίνητο παρέμενε παρκαρισμένο στο εσωτερικό του περιβόλου, από είκοσι λεπτά μέχρι μία ολόκληρη ώρα. Αυτά τα ευρήματα μας οδήγησαν στις εξής υποθέσεις: 1. Οι τακτικές πρωινές επισκέψεις του αυτοκινήτου δείχνουν ότι κάποιος «μεταβαίνει» στο σπίτι. Ωστόσο η ταυτότητα του «επιβάτη» δεν είναι σαφής, λόγω των φιμέ τζαμιών που έχει το αυτοκίνητο. 2. Οι ακανόνιστες μεσημβρινές επισκέψεις του αυτοκινήτου υποδηλώνουν την άφιξη επισκεπτών

και προσαρμόζονται κατά πάσα πιθανότητα στις απαιτήσεις τους. Το εάν αυτοί οι «επισκέπτες» φτάνουν ατομικά ή μαζί με άλλους, είναι άγνωστο. 3. Στο σπίτι δεν φαίνεται να λαμβάνει χώρα κάποια δραστηριότητα τη νύχτα. Είναι επίσης άγνωστο εάν μένει κάποιος εκεί. Από την έξω πλευρά τού τοίχου είναι αδύνατο να καταλάβει κανείς εάν ανάβουν και σβήνουν φώτα. Ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο: Το μόνο πράγμα που μπήκε και βγήκε στο συγκεκριμένο περίβολο κατά τη δεκαήμερη παρακολούθησή μας ήταν η μαύρη Μερσεντές: κανένα άλλο αυτοκίνητο, κανένας πεζός. Η κοινή λογική μάς λέει ότι κάτι παράξενο συμβαίνει εδώ. Αυτός ο «κάποιος» που ζει στο σπίτι δεν βγαίνει ποτέ για να ψωνίσει ή για να κάνει βόλτα. Οι άνθρωποι φτάνουν και φεύγουν αποκλειστικά με τη μεγάλη Μερσεντές, κρυμμένοι πίσω από τα φιμέ τζάμια. Με άλλα λόγια, για κάποιο λόγο, δεν Θέλουν σε καμιά περίπτωση να φανουν τα πρόσωπά τους. Γιατί μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Γιατί να μπαίνουν σε τόσο μεγάλο κόπο και έξοδα για να κάνουν ό,τι κάνουν με απόλυτη μυστικότητα; Πρέπει να προσθέσουμε εδώ ότι η μπροστινή πΰλη είναι ο μόνος τρόπος εισόδου και εξόδου από την ιδιοκτησία. Υπάρχει ένα μικρό αδιέξοδο πίσω από το οικόπεδο, αλλ’ αυτό δεν οδηγεί πουθενά. Ο μόνος τρόπος εισόδου ή εξόδου σ’ αυτό το στενό είναι μέσω κάποιου σπιτιού. Σΰμφωνα με τους γείτονες, κανείς από τους κατοίκους δεν χρησιμοποιεί αυτό το στενό, κι αυτό κατά πάσα πιθανότητα είναι ο λόγος για τον οποίο το σπίτι δεν έχει πόρτα προς τα εκεί. Το μόνο που υπάρχει είναι ο πανύψηλος τοίχος, σαν τεράστιο οχυρωματικό έργο. Αρκετές φορές κατά τη διάρκεια των δέκα ημερών διάφοροι άνθρωποι που έμοιαζαν να είναι πωλητές ή να έκαναν κάποιου είδους στατιστική χτύπησαν το κουδούνι της εξώπορτας, αλλά χωρίς να υπάρξει οποιαδήποτε αντίδραση από μέσα. Εάν υπήρχε κάποιος στο εσωτερικό, είναι πιθανό να έλεγχε ποιος χτυπάει το κουδούνι μέσω κάποιας κρυφής κάμερας κλειστού κυκλώματος. Δεν παραδόθηκε καθόλου αλληλογραφία, ούτε από ταχυδρόμο ούτε από κοΰριερ. ΓΓ αυτό το λόγο, η μόνη δυνατότητα έρευνας που μας είχε μείνει ήταν ν’ ακολουθήσουμε τη Μερσεντές και ν’ ανακαλΰψουμε τον προορισμό της. Δεν ήταν καθόλου δύσκολο ν’ ακολουθήσουμε το γυαλιστερό, αργοκίνητο αυτοκίνητο μέσα στην κυκλοφορία της πόλης, αλλά καταφέραμε να φτάσουμε μόνο μέχρι την είσοδο του υπόγειου γκαράζ ενός πολυτελούς ξενοδοχείου στην Ακασάκα. Ένας ένστολος φρουρός μάς σταμάτησε και μας είπε ότι ο μόνος τρόπος να μπούμε εκεί ήταν εάν είχαμε κάρτα εισόδου, οπότε το αυτοκίνητό μας δεν κάτάφερε ν’ ακολουθήσει τη Μερσεντές στο εσωτερικό. Αυτό το συγκεκριμένο ξενοδοχείο είναι κέντρο πολλών διεθνών συνεδρίων, το οποίο σημαίνει ότι μένουν εκεί πολλοί VIP, όπως και πολλοί διάσημοι καλλιτέχνες απ’ το εξωτερικό. Για να κατοχυρώνει την ασφάλειά τους και να προστατεύει την ιδιωτική τους ζωή, το πάρκινγκ των διασημοτήτων είναι χωριστό από εκείνο των κοινών επισκεπτών, και αρκετοί ανελκυστήρες χρησιμοποιούνται αποκλειστικά από τους VIP. Αυτοί οι ανελκυστήρες δεν έχουν καμιά εξωτερική ένδειξη των κινήσεών τους. Αυτό δίνει τη δυνατότητα στους ειδικούς καλεσμένους να μπαινοβγαίνουν απαρατήρητοι. Η Μερσεντές είναι κατά τα φαινόμενα μονίμως παρκαρισμένη σε μια από τις θέσεις του πάρκινγκ των διασημοτήτων. Σύμφωνα με την πολύ μετρημένη και προσεκτική απάντηση της διεύθυνσης του ξενοδοχείου στις ερωτήσεις του περιοδικού μας, αυτοί οι ειδικοί χώροι νοικιάζονται «κανονικά» με ειδικές τιμές μόνο σε επιλεγμένες εταιρικές οντότητες μετά από «εξονυχιστικό έλεγχο», αλλά δεν καταφέραμε να πάρουμε

λεπτομερείς πληροφορίες είτε σχετικά με τις προϋποθέσεις χρήσης είτε σχετικά με τους ίδιους τους χρήστες. Το ξενοδοχείο έχει στο εσωτερικό του ένα ολόκληρο εμπορικό κέντρο, αρκετά καφέ κι εστιατόρια, τέσσερις αίθουσες τελετών και τρεις αίθουσες συνεδρίων, πράγμα που σημαίνει ότι χρησιμοποιείται μέρα νύχτα από μεγάλη ποικιλία ανθρώπων σε μεγάλους αριθμούς. Το να ανακαλύψουμε την ταυτότητα των επιβατών της Μερσεντές σε ένα μέρος σαν κι αυτό θα ήταν αδύνατο χωρίς ειδική εξουσιοδότηση. Οι επιβάτες της Μερσεντές κατεβαίνουν προφανώς από το αυτοκίνητο, παίρνουν ένα από τα αποκλειστικά ασανσέρ, βγαίνουν σε οποιοδήποτε όροφο θέλουν κι ανακατεύονται με το πλήθος. Πρέπει να είναι σαφές από όλα αυτά ότι λειτουργεί άψογα ένα σύστημα διατήρησης απόλυτης μυστικότητας. Διακρίνουμε εδώ μια σχεδόν υπερβολική διάθεση χρημάτων και χρήση πολιτικής εξουσίας. Όπως φαίνεται από την εξήγηση της διεύθυνσης του ξενοδοχείου, δεν είναι καθόλου εύκολη ιστορία να νοικιάσει κανείς και να χρησιμοποιήσει μια απ’ αυτές τις θέσεις πάρκινγκ. Η ανάγκη για «ενδελεχείς ελέγχους» ενισχύεται αναμφίβολα από τα σχέδια των υπηρεσιών ασφαλείας οι οποίες είναι επιφορτισμένες με την προστασία των ξένων αξιωματούχων, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχουν στην υπόθεση αυτή και κάποιες πολιτικές διασυνδέσεις. Το να έχει κάποιος πολλά λεφτά δεν αρκεί, αν και εννοείται πως όλη αυτή η ιστορία πρέπει να κοστίζει πολύ. [Παραλείπουμε εδώ διάφορες εικασίες ότι το σπίτι χρησιμοποιείται από κάποια θρησκευτική οργάνωση με την υπο στήριξη κάποιου ισχυρού πολι τικού.]

2 Μέδουσες απ’ όλο τον κόσμο Μεταμορφώσεις

Κάθομαι μπροστά στον υπολογιστή του Κάρι τη συγκεκριμένη ώρα και χρησιμοποιώ τον κωδικό για ν’ αποκτήσω πρόσβαση στο πρόγραμμα επικοινωνιών. Ύστερα δίνω τα νούμερα που μου έδωσε ο Ουσικάουα. Χρειάζονται γύρω στα πέντε λεπτά για να συνδεθούν τα δύο δίκτυα. Αρχίζω να πίνω αργά αργά τον καφέ που έχω ετοιμάσει και προσπαθώ να σταθεροποιήσω την αναπνοή μου. Ο καφές είναι άγευστος κι ο αέρας που αναπνέω μου φαίνεται σαν μολυβένιος.

Τελικά ο υπολογιστής βγάζει ένα σφυριχτό ήχο κι εμφανίζεται στην οθόνη ένα μήνυμα το οποίο με πληροφορεί ότι η σύνδεση έχει γίνει κι ο υπολογιστής είν’ έτοιμος για αμφίδρομη επικοινωνία.

Επιμένω ότι αυτό το τηλεφώνημα πρέπει να πληρωθεί από την άλλη πλευρά. Αν προσέξω κι εμποδίσω την καταγραφή αυτού του τηλεφωνήματος, μπορεί ο Κάρι να μην ανακαλύψει ότι χρησιμοποίησα τον υπολογιστή του (αν και γι’ αυτό δεν είμαι καθόλου σίγουρος: στο κάτω κάτω αυτός είναι ο δικός τον λαβύρινθος' εγώ δεν είμ’ εδώ παρά ένας αδύναμος ξένος). Περνάει αρκετά περισσότερος χρόνος απ’ ό,τι υπολόγιζα, αλλά τελικά εμφανίζεται το μήνυμα ότι η άλλη πλευρά δέχεται τη χρέωση. Πίσω απ’ αυτή την οθόνη, στην άλλη άκρη ενός καλωδίου που σέρνεται στα υπόγεια σκοτάδια του Τόκιο, μπορεί να βρίσκεται η Κουμίκο. Πρέπει να κάθεται κι εκείνη μπροστά σε κάποια οθόνη με τα χέρια της σ’ ένα πληκτρολόγιο. Στην πραγματικότητα το μόνο που μπορώ να δω είναι η οθόνη μου, που στέκεται μπροστά μόυ βγάζοντας έναν ελαφρό ηλεκτρονικό βόμβο. Κάνω κλικ σ’ ένα κουμπί για να στείλω μήνυμα και γράφω τα λόγια που είχα επανειλημμένα προβάρει στο μυαλό μου. >Έχω μια ερώτηση για σένα. Δεν είναι και τίποτα σπουδαίο, αλλά χρειάζομαι μια απόδειξη ότι μιλάω μ’ εσένα. Η ερώτηση είναι: Την πρώτη φορά που βγήκαμε μαζί, πολύ πριν παντρευτούμε, πήγαμε στο ενυδρείο, θέλω να μου πεις τι σου άρεσε περισσότερο απ’ αυτά που είδες εκεί. Κάνω κλικ πάνω στο σύμβολο αποστολής του κειμένου και γυρίζω σε κατάσταση αναμονής. Η απάντηση έρχεται μετά από ένα σύντομο σιωπηλό διάστημα. Είναι μια μικρή φράση, >Μέδουσες. Μέδουσες απ’ όλο τον κόσμο. Η ερώτησή μου και η απάντηση φαίνονται στην οθόνη, η μια στο επάνω μισό και η άλλη στο κάτω. Τις κοιτάζω για λίγο. Μέδουσες απ’ όλο τον κόσμο. Πρέπει να είναι η Κουμίκο. Η πραγματική Κουμίκο. Το μόνο που καταφέρνει αυτό το γεγονός είναι να με γεμίσει με πόνο. Νιώθω σαν κάποιος να μου ξεσκίζει τα σωθικά. Γιατί να είναι αυτός ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορούμε να μιλήσουμε οι δυο μας; Δεν έχω όμως άλλη επιλογή απ’ το να το δεχτώ. Κι έτσι αρχίζω να γράφω. >Αρχίζω με τα καλά νέα. 0 γάτος γύρισε την άνοιξη που μας πέρασε. Εντελώς ξαφνικά. Ήταν λίγο αδύνατος, αλλά υγιής και σώος. Από τότε μένει μαζί μου στο σπίτι. Το ξέρω ότι θα ’πρεπε να είχα ζητήσει τη συμβουλή σου πριν το κάνω αυτό, αλλά του έδωσα καινούργιο όνομα. Γαβράκος. Τα πάμε πολύ καλά μαζί. Φαντάζομαι ότι αυτά τα νέα θα σ’ ευχαριστήσουν. Ακολουθεί μια καθυστέρηση. Δεν μπορώ να καταλάβω αν πρόκειται για κάποια φυσική καθυστέρηση του συστήματος ή για σιωπή εκ μέρους της Κουμίκο. >Χαίρομαι πολύ που μαθαίνω ότι ο γάτος είναι ζωντανός! Ανησυχούσα γι’ αυτόν. Ήπια μια γουλιά καφέ για να υγράνω το στεγνό μου στόμα. Ύστερα άρχισα να γράφω και πάλι. >Και τώρα τα κακά νέα. Στην πραγματικότητα, εκτός από το γεγονός ότι γύρισε ο γάτος, φαίνεται ότι όλα τα υπόλοιπα είναι κακά νέα. Πρώτ’ απ’ όλα, ακόμα δεν έχω λύσει τα αινίγματά μου. Ξαναδιαβάζω αυτό που έγραψα και μετά συνεχίζω να γράφω. Πρώτο αίνιγμα: Πού βρίσκεσαι τώρα; Τι κάνεις εκεί; Γιατί παραμένεις μακριά μου; Γιατί δεν θες να

με δεις; Υπάρχει κάποιος λόγος γι’ αυτό; Εννοώ ότι υπάρχουν τόσα πολλά πράγματα για τα οποία εσύ κι εγώ πρέπει να μιλήσουμε πρόσωπο με πρόσωπο. Δεν νομίζεις; Μεσολαβεί αρκετή ώρα μέχρι ν’ απαντήσει. Τη φαντάζομαι καθιστή μπροστά στο πληκτρολόγιο να δαγκώνει το χείλος της και να σκέφτεται. Τελικά ο δρομέας αρχίζει να τρέχει κατά μήκος της οθόνης ανταποκρινόμενος στην κίνηση των δάχτυλων της. >Ό,τι ήθελα να σου πω, το έγραψα στο γράμμα που σου έστειλα. Αυτό που θέλω να καταλάβεις είναι ότι, από πολλές απόψεις, δεν είμαι πια η Κουμίκο που ήξερες. Οι άνθρωποι αλλάζουν για πολλούς λόγους και σε μερικές περιπτώσεις η μεταμόρφωση τους χαλάει. ΓΓ αυτό δεν θέλω να σε δω. Και γι’ αυτό δεν θέλω να γυρίσω σ’ εσένα. Ο δρομέας σταματάει και κοντοστέκεται σ’ ένα σημείο αναβοσβήνοντας καθώς ψάχνει την επόμενη λέξη. Αφήνω τα μάτια μου καρφωμένα πάνω του για δέκα δευτερόλεπτα, είκοσι δευτερόλεπτα, περιμένοντας να σχηματίσει νέες λέξεις στην οθόνη. Η μεταμόρφωση τους χαλάει; Αν είναι δυνατόν, θα ήθελα να με ξεχάσεις όσο πιο γρήγορα μπορείς. Το καλύτερο για τους δυο μας θα ήταν να κάνεις όλες τις τυπικές ενέργειες για το διαζύγιο και ν’ αρχίσεις μια εντελώς καινούργια ζωή. Δεν έχει σημασία πού είμαι τώρα ή τι κάνω. Το πιο σημαντικό είναι ότι, για κάποιο λόγο, εσύ κι εγώ έχουμε ήδη χωριστεί σε δυο εντελώς διαφορετικούς κόσμους. Και δεν υπάρχει κανένας τρόπος να γυρίσουμε σ’ αυτό που ήμασταν κάποτε. Σε παρακαλώ, προσπάθησε να καταλάβεις πόσο επώδυνο είναι για μένα να επικοινωνώ μαζί σου μ’ αυτό τον τρόπο. Δεν μπορείς ίσως να καταλάβεις ότι είναι σαν να μου σκίζονται τα σωθικά. Ξαναδιαβάζω τα λόγια της πολλές φορές. Δεν βρίσκω μέσα τους κανένα σημάδι δισταγμού, καμία ένδειξη ότι προέρχονται από κάτι άλλο εκτός από την πιο βαθιά και την πιο επώδυνη πεποίθηση. Τα έχει προφανώς πει, και ξαναπεί στο μυαλό της πολλές φορές. Όμως και πάλι πρέπει να βρω έναν τρόπο να γκρεμίσω αυτό τον αδιαπέραστο τοίχο που έχει χτίσει, τουλάχιστον να τον τραντάξω λίγο. Επιστρέφω στο πληκτρολόγιο. >Αυτά που λες είναι κάπως ασαφή και δύσκολα μπορώ να τα καταλάβω. Λες ότι έχεις χαλάσει, αλλά τι ακριβώς σημαίνει αυτό; Μου είναι αδύνατο να καταλάβω. Οι ντομάτες χαλάνε. Οι ομπρέλες χαλάνε. Αυτό μπορώ να το καταλάβω. Οι ντομάτες σαπίζουν και οι ομπρέλες στραβώνουν. Όμως τι εννοείς όταν λες ότι εσύ «έχεις χαλάσει»; Δεν μου φέρνει κάποια συγκεκριμένη εικόνα στο μυαλό. Γράφεις στο γράμμα σου ότι έκανες έρωτα με κάποιον άλλο άντρα, αλλά μπορεί αυτό να σε «χαλάσει»; Ναι, φυσικά, ήταν σοκ για μένα. Αλλά νομίζω ότι διαφέρει λιγάκι από το να λες ότι ένα ανθρώπινο πλάσμα «έχει χαλάσει», δεν νομίζεις; Ακολουθεί μια μεγάλη σιωπή. Αρχίζω ν’ ανησυχώ ότι η Κουμίκο κάπου έχει εξαφανιστεί. Όμως σύντομα τα γράμματά της αρχίζουν να συντάσσονται και πάλι στην οθόνη. >Μπορεί να έχεις δίκιο, αλλά το πράγμα έχει προεκτάσεις. Ακολουθεί μια ακόμη σιωπή. Ψάχνει προσεκτικά να βρει τα λόγια της, σαν να τα βγάζει από κάποιο συρτάρι.

Αυτό δεν είναι παρά μία μόνο εκδήλωση του τι συμβαίνει. Όταν λέω ότι «έχω χαλάσει», εννοώ κάτι που μου συμβαίνει εδώ και πάρα πολύ καιρό. Κάτι που αποφασίστηκε εκ των προτέρων, χωρίς εμένα, σε κάποιο σκοτεινό δωμάτιο, από κάποιον άλλο. Όταν σε γνώρισα και σε παντρεύτηκα, μου φάνηκε ότι ανοίγονταν μπροστά μου πολλές καινούργιες δυνατότητες. Έλπιζα ότι θα μπορούσα να βρω κάποιο δρόμο διαφυγής. Όμως αυτό δεν ήταν παρά αυταπάτη. Υπάρχουν σημάδια για όλα, κι αυτός είναι ο λόγος που προσπάθησα τόσο πολύ να βρω το γάτο μας όταν εξαφανίστηκε. Κοιτάζω το μήνυμα στην οθόνη, αλλά δεν εμφανίζεται αποκάτω η ένδειξη της Αποστολής. Το μηχάνημά μου είναι ακόμα στη Λήψη. Η Κουμίκο σκέφτεται τι να γράψει μετά. Είναι κάτι που μου συμβαίνει εδώ και πάρα πολύ καιρό. Τι προσπαθεί να μου πει; Επιστρατεύω την προσοχή μου στην οθόνη, και το μόνο που βλέπω εκεί είναι ένας αόρατος τοίχος. Για μια ακόμη φορά τα γράμματα αρχίζουν να στοιχίζονται στην οθόνη. 0α ήθελα να με σκέφτεσαι με τον εξής τρόπο, εάν μπορείς: Ότι πεθαίνω αργά αργά από μια αθεράπευτη αρρώστια μια αρρώστια που κάνει σιγά σιγά το πρόσωπό μου και το σώμα μου να αποσυντίθενται. Αυτό φυσικά το εννοώ αλληγορικά. Το πρόσωπό μου και το σώμα μου δεν αποσυντίθενται στην πραγματικότητα. Όμως αυτό που λέω είναι πολύ κοντά στην αλήθεια. Και γι’ αυτό δεν θέλω να εμφανιστώ μπροστά σου. Ξέρω ότι μια ασαφής μεταφορά σαν αυτή δεν πρόκειται να σε βοηθήσει να καταλάβεις τα πάντα για την κατάσταση στην οποία βρίσκομαι. Δεν περιμένω να σε πείσω για την αλήθεια όσων λέω. Νιώθω απαίσια γΓ αυτό, αλλά δυστυχώς δεν μπορώ να πω τίποτ’ άλλο. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να το δεχτείς. Μια αθεράπευτη αρρώστια. Κοιτάζω να δω αν βρίσκομαι στη φάση της Αποστολής κι αρχίζω να γράφω. >Αν λες ότι θες να δεχτώ την αλληγορία αυτή, δεν έχω πρόβλημα να τη δεχτώ. Υπάρχει όμως ένα πράγμα που δεν καταλαβαίνω. Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι, όπως λες, έχεις «χαλάσει» κι ότι έχεις «μια αθεράπευτη αρρώστια», γιατί επέλεξες ν’ απευθυνθείς για βοήθεια στον Νομπόρου Γουατάγια: Γιατί δεν έμεινες εδώ μαζί μου; Γιατί δεν είμαστε μαζί; Γ Γ αυτό δεν παντρευτήκαμε; Σιωπή: σχεδόν νιώθω το βάρος της και τη σκληρότητά της στα χέρια μου. Διπλώνω τα χέρια μου πάνω στο γραφείο και παίρνίο αρκετές βαθιές ανάσες. Ύστερα έρχεται η απάντηση. >0 λόγος που είμ’ εδώ, είτε μ’ αρέσει είτε όχι, είναι γιατί αυτό είναι το σωστό μέρος για μένα. Εδώ πρέπει να είμαι. Δεν έχω το δικαίωμα να διαλέξω κάτι άλλο. Ακόμα κι αν ήθελα να σε δω, δεν θα μπορούσα να το κάνω. Νομίζεις ότι ΔΕΝ θέλω να σε δω; Ακολουθεί μια κενή στιγμή, στην οποία μοιάζει να κρατάει την ανάσα της. Ύστερα τά δάχτυλά της αρχίζουν να κινούνται και πάλι. Σε παρακαλώ, λοιπόν, μη με βασανίζεις άλλο γι’ αυτό. Αν υπάρχει κάτι που μπορείς να κάνεις για μένα, αυτό θα ήταν να ξεχάσεις την ύπαρξή μου όσο πιο γρήγορα γίνεται. Πάρε αυτά τα χρόνια που ζήσαμε μαζί και σβήσ’ τα από τη μνήμη σου, σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Αυτό τελικά θα είναι το καλύτερο που μπορείς να κάνεις και για τους δυο μας. Είναι κάτι που το πιστεύω ακράδαντα.

Και η απάντησή μου: >Λες ότι θες να ξεχάσω τα πάντα. Λες ότι θες να σ’ αφήσω ήσυχη. Ταυτόχρονα όμως, από κάπου σ’ αυτό τον κόσμο, εκλιπαρείς τη βοήθειά μου. Αυτή η φωνή είναι μακρινή και αμυδρή, αλλά την ακούω καθαρά τις ήσυχες νύχτες και ΕΙΝΑΙ η φωνή σου: είμαι σίγουρος γι’ αυτό. Μπορώ να δεχτώ το γεγονός ότι μια Κουμίκο προσπαθεί μ’ όλες τις δυνάμεις της να φύγει μακριά μου, και πιθανότατα να έχει τους λόγους της που το κάνει. Υπάρχει όμως και μια άλλη Κουμίκο, η οποία προσπαθεί εξίσου επίμονα να με πλησιάσει. Αυτό το πιστεύω ακράδαντα. Ό,τι κι αν μου λες εδώ, εγώ πρέπει να πιστέψω την Κουμίκο που θέλει τη βοήθειά μου και προσπαθεί να με πλησιάσει. Ό,τι κι αν μου λες, όσο κατανοητοί κι αν είναι οι λόγοι για τους οποίους το λες, δεν μπορώ απλώς να ξεχάσω την ύπαρξή σου, δεν μπορώ να διώξω από το μυαλό μου τα χρόνια που περάσαμε μαζί. Δεν μπορώ να το κάνω, γιατί τα χρόνια αυτά είναι πραγματικά, είναι μέρος της ζωής μου, και δεν υπάρχει κανένας τρόπος απλώς να τα σβήσω. 0α ήταν σαν να σβήνω τον ίδιο μου τον εαυτό, θέλω να μάθω αν υπάρχει κάποιος λόγος που επιβάλλει να κάνω κάτι τέτοιο. Ακολουθεί άλλο ένα κενό. Νιώθω τη σιωπή της μέσ’ από το μόνιτορ. Σαν βαρύς καπνός, ξεπροβάλλει από τη γωνιά της οθόνης και σέρνεται στο πάτωμα. Τις ξέρω αυτές τις σιωπές της Κουμίκο. Τις έχω δει, τις έχω νιώσει πολλές φορές στην κοινή μας ζωή. Τώρα κρατάει την ανάσα της, καθισμένη μπροστά στην οθόνη τού υπολογιστή με τα φρύδια σμιχτά, σε απόλυτη αυτοσυγκέντρωση. Απλώνω το χέρι, παίρνω το φλιτζάνι μου και πίνω μια γουλιά κρύο καφέ. Ύστερα, με το άδειο φλιτζάνι στις παλάμες μου, κρατάω την ανάσα μου και κοιτάζω την οθόνη όπως την κοίταζε και η Κουμίκο. Οι δυο μας συνδεόμαστε με τους βαριούς δεσμούς της σιωπής που περνάνε μέσ’ από τον τοίχο που χωρίζει τους δυο κόσμους μας. Χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλο περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο, είμαι σίγουρος γι’ αυτό. >Δεν ξέρω. >Εγώ όμως ΞΕΡΩ. Αφήνω τον καφέ μου κάτω κι αρχίζω να γράφω όσο πιο γρήγορα μπορώ, σαν να προσπαθώ να προλάβω τη φευγαλέα ουρά τού χρόνου. Ξέρω ότι θέλω να βρω το δρόμο για το μέρος όπου βρίσκεσαι εσύ, η Κουμίκο που θέλει να τη σώσω. Αυτό που δεν ξέρω ακόμα, δυστυχώς, είναι πώς να φτάσω εκεί και τι ακριβώς με περιμένει εκεί. Όλον αυτό τον καιρό, από τότε που έφυγες, ζω με μια αίσθηση ότι έχω βυθιστεί στο απόλυτο σκοτάδι. Αργά αλλά σταθερά, ωστόσο, πλησιάζω όλο και περισσότερο στον πυρήνα, στο μέρος όπου βρίσκεται ο πυρήνας των πραγμάτων. Ήθελα να το μάθεις αυτό. Πλησιάζω στο μέρος όπου βρίσκεσαι και σκοπεύω να φτάσω ακόμα πιο κοντά. Αφήνω τα δάχτυλά μου σ’ επαφή με το πληκτρολόγιο και περιμένω την απάντησή της. >Δεν καταλαβαίνω τίποτα από όλα αυτά. Η Κουμίκο γράφει μια ακόμη σειρά και δίνει τέλος στη συζήτησή μας: Αντίο.

Η οθόνη με πληροφορεί ότι ο συνομιλητής μου έχει βγει από το κύκλωμα. Η συζήτησή μας τελείωσε. Κι όμως εγώ συνεχίζω να κοιτάζω την οθόνη περιμένοντας να συμβεί κάτι. Μπορεί η Κουμίκο ν’ αλλάξει γνώμη και να ξαναβγεί στη σύνδεση. Μπορεί να σκεφτεί κάτι που ξέχασε να πει. Όμως δεν επιστρέφει. Μετά από είκοσι λεπτά αποφασίζω να εγκαταλείψω. Σώζω το αρχείο, μετά πηγαίνω στην κουζίνα να πιω ένα ποτήρι κρύο νερό. Αδειάζω το μυαλό μου για λίγο ανασαίνοντας σταθερά δίπλα στο ψυγείο. Μια τρομερή ησυχία μοιάζει να έχει καταλάβει τα πάντα. Νιώθω λες κι ο κόσμος αφουγκράζεται ν’ ακούσει την επόμενη σκέψη μου. Όμως δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα. Λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα. Γυρίζω στον υπολογιστή και κάθομαι εκεί ξαναδιαβάζοντας τις ατάκες μας στον καθοδικό σωλήνα απ’ την αρχή ώς το τέλος: τι είπα, τι είπε, τι απάντησα εγώ, τι απάντησε εκείνη. Όλη η συνομιλία βρίσκεται εκεί, στην οθόνη, μ’ ένα είδος παραστατικής έντασης. Καθώς τα μάτια μου ακολουθούν τις σειρές των χαρακτήρων που έγραψε, ακούω τη φωνή της. Αναγνωρίζω το σκαμπανέβασμα της φωνής της, τους υπαινιγμούς και τις παύσεις. Στην τελευταία αράδα ο δρομέας συνεχίζει ν’ αναβοσβήνει με την κανονικότητα ενός σφυγμού, περιμένοντας με κομμένη την ανάσα την επόμενη λέξη που θα σταλεί. Όμως δεν υπάρχει επόμενη λέξη. Αφού κατέγραψα ολόκληρη τη συνομιλία στο μυαλό μου (έχοντας αποφασίσει ότι θα ήταν καλύτερο να μην την τυπώσω), βγαίνω από το πρόγραμμα επικοινωνιών, δίνω στο πρόγραμμα οδηγία να μην καταγράψει τίποτα στο αρχείο εργασιών και, αφού ελέγξω πως έκανε ό,τι του είπα, σβήνω τον υπολογιστή. Το μηχάνημα βγάζει έναν παραπονιάρικο ήχο και η οθόνη νεκρώνεται. Ο μονότονος μηχανικός βόμβος καταπίνεται από τη σιωπή του δωματίου, σαν ένα ζωντανό όνειρο που το ξεριζώνει το χέρι του κενού. Δεν ξέρω πόσος χρόνος πέρασε από τότε. Όταν όμως συνειδητοποιώ πού βρίσκομαι, ανακαλύπτω ότι το βλέμμα μου έχει καρφωθεί στα χέρια μου πάνω στο τραπέζι. Έχουν τα σημάδια των ματιών που έχουν καρφωθεί πάνω τους για πολλή ώρα. Είναι κάτι που μου συμβαίνει εδώ και πάρα πολύ καιρό. Δηλαδή, από πότε;

23 Μετρώντας προβατάκια Το πράγμα στο κέντρο του κύκλου

Λίγες μέρες μετά την πρώτη επίσκεψη του Ουσικάουα, ζήτησα από τον Κάρι να μου φέρνει εφημερίδες κάθε φορά που ερχόταν στην Κατοικία. Ήταν καιρός ν’ αποκαταστήσω την επαφή μου με την πραγματικότητα του έξω κόσμου. Όσο κι αν προσπαθείς να τον αποφΰγεις, όταν φτάσει η ώρα, έρχεται εκείνος και σε βρίσκει.

Ο Κάρι κούνησε το κεφάλι, και μετά απ’ αυτό έφερνε κάθε μέρα μαζί του τρεις εφημερίδες. Τις κοιτούσα το πρωί μετά το πρόγευμα. Είχα πάρα πολΰ καιρό ν’ ασχοληθώ μ’ εφημερίδες, γι’ αυτό και τώρα μου φαίνονταν παράξενες ψυχρές και άδειες. Η ερεθιστική μυρωδιά του μελανιού μοΰ προκαλοΰσε πονοκέφαλο και οι έντονα μαΰρες γραμμές των ιδεογραμμάτων έμοιαζαν σαν να θέλουν να καρφωθούν στα μάτια μου. Το όλο στήσιμο, οι γραμματοσειρές των τίτλων και ο τόνος της γραφής μοΰ φαίνονταν εντελώς εξωπραγματικά. Πολύ συχνά άφηνα την εφημερίδα, έκλεινα τα μάτια μου κι έπαιρνα βαθιές ανάσες. Δεν μπορεί να ήταν έτσι τον παλιό καιρό. Η ανάγνωση μιας εφημερίδας πρέπει να ήταν για μένα πολύ πιο απλή εμπειρία απ’ ό,τι τώρα. Τι είχε αλλάξει τόσο πολύ σ’ αυτές; Ή μάλλον, τι είχε αλλάξει τόσο πολύ σ’ εμένα; Αφού διάβασα αρκετές εφημερίδες γι’ αρκετό διάστημα, κατάφερα να σχηματίσω μια τηο σαφή ιδέα για τον Νομπόρου Γουατάγια: και συγκεκριμένα, ότι δημιουργούσε μια όλο και πιο σταθερή θέση για τον εαυτό του στην κοινωνία. Ενώ εφάρμοζε ένα πολύ φιλόδοξο πρόγραμμα πολιτικής δραστηριότητας ως ανερχόμενος νέος αστέρας του Κοινοβουλίου, ταυτόχρονα έκανε δημόσιες δηλώσεις ως αρθρογράφος περιοδικών και τακτικός σχολιαστής στην τηλεόραση. Έβλεπα τ’ όνομά του παντού. Για κάποιο λόγο που δεν μπορούσα να ερμηνεύσω, οι άνθρωποι πράγματι άκουγαν τις απόψεις του και μάλιστα με όλο και μεγαλύτερο ενθουσιασμό. Ήταν εντελώς καινούργιος στην πολιτική σκηνή, αλλά ήδη τον θεωρούσαν ένα νεαρό πολιτικό απ’ τον οποίο περίμεναν πολλά. Ψηφίστηκε ως ο πιο δημοφιλής πολιτικός της χώρας σ’ ένα γκάλοπ που έγινε από κάποιο γυναικείο περιοδικό. Τον έβλεπαν σαν ένα διανοούμενο της δράσης, ένα καινούργιο είδος ευφυούς πολιτικού, το οποίο δεν είχε ευδοκιμήσει μέχρι τότε. Όταν διάβασα όσα μπορούσα να ανεχθώ για τα τρέχοντα γεγονότα και για την επιφανή θέση που κατείχε σ’ αυτά ο Νομπόρου Γουατάγια, ξαναγύρισα στην αυξανόμενη συλλογή μου βιβλίων για τη Μαντσουκουό. Ο Κάρι μου έφερνε ό,τι μπορούσε να βρει για το συγκεκριμένο ζήτημα. Όμως ακόμα κι εδώ δεν μπορούσα να ξεφύγω απ’ τη σκιά του Νομπόρου Γουατάγια. Εκείνη την ημέρα ξεπήδησε απ’ τις σελίδες ενός βιβλίου για τα προβλήματα εφοδιασμού. Δημοσιευμένο το 1978, το αντίτυπο της βιβλιοθήκης που είχα δανειστεί είχε διαβαστεί μόνο μια φορά πριν, όταν το βιβλίο ήταν καινούργιο, και ξαναγύρισε στη βιβλιοθήκη σχεδόν αμέσως. "Ισως μόνο οι γνωστοί του υπολοχαγοΰ Μαμίγια να ενδιαφέρονταν για τα προβλήματα εφοδιασμού του στρατού της Μαντσουκουό. Ήδη από το 1920, σύμφωνα με το συγγραφέα του βιβλίου, ο αυτοκρατορικός στρατός της Ιαπωνίας εξέταζε τη δυνατότητα να συσσωρεύσει τεράστια αποθέματα χειμερινών προμηθειών, περιμένοντας έναν ολοκληρωτικό πόλεμο με τους Σοβιετικούς. Ο εφοδιασμός του στρατού, για να μπορέσει να τα βγάλει πέρα σε συνθήκες πολικού ψύχους, εθεωρείτο επείγον ζήτημα, γιατί κανείς δεν είχε εμπειρία διεξαγωγής πραγματικών μαχών σε τόπους με τόσο ακραίες συνθήκες ψύχους όσο η Σιβηρία. Εάν κάποιο συνοριακό επεισόδιο οδηγούσε ξαφνικά σε κήρυξη πολέμου κατά της Σοβιετικής Ένωσης (κάτι που δεν αποκλειόταν καθόλου εκείνη την εποχή), ο στρατός ήταν απλώς απροετοίμαστος για να διεξαγάγει μια κανονική χειμερινή εκστρατεία. ΓΓ αυτό το λόγο συστάθηκε μια ομάδα έρευνας του Γενικού Επιτελείου, η οποία θα αναλάμβανε τις προετοιμασίες για έναν υποθετικό πόλεμο με τη Σοβιετική Ένωση. Το τμήμα του εφοδιασμού ανέλαβε την έρευνα για τη δυνατότητα προμήθειας ειδικού χειμερινού ρουχισμού. Για να μπορέσουν ν’ αντιληφθούν για τι είδους ακραίες συνθήκες μιλούσαν, πήγαν στο βορειότερο νησί της Ιαπωνίας, τη Σαχαλίνη, για πολλά χρόνια μήλο της έριδας με την τσαρική Ρωσία και μετά με τη Σοβιετική Ένωση, και

χρησιμοποίησαν μια πραγματική μάχιμη μονάδα για να δοκιμάσουν ειδικές μονωμένες μπότες, χλαίνες κι εσώρουχα. Έλεγξαν διεξοδικά τον εξοπλισμό που χρησιμοποιούσε την εποχή εκείνη ο Σοβιετικός στρατός και τα ρούχα που είχε χρησιμοποιήσει ο στρατός του Ναπολέοντα στη ρωσική του εκστρατεία, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι θα ήταν αδύνατο για τον Ιαπωνικό στρατό να επιβιώσει το χειμώνα στη Σιβηρία με τα εφόδια που διέθετε. Υπολόγισαν ότι τα δύο τρίτα του πεζικού στο μέτωπο θα έβγαιναν εκτός μάχης λόγω κρυοπαγημάτων. Τα διαθέσιμα εφόδια του στρατού είχαν σχεδιαστεί με βάση τον ηπιότερο χειμώνα της Βόρειας Κίνας, εκτός του ότι ο στρατός ήταν ανεπαρκής και σε αριθμό. Η ερευνητική ομάδα υπολόγισε τον αριθμό προβάτων που ήταν απαραίτητος για την κατασκευή αποτελεσματικών χειμερινών ρούχων για τον εξοπλισμό δέκα μεραρχιών (το ανέκδοτο που κυκλοφορούσε για την ερευνητική ομάδα τότε ήταν ότι δεν μπορούσαν να κοιμηθούν γιατί μετρούσαν προβατάκια), και το υπέβαλαν αυτό στην αναφορά τους, μαζί με εκτιμήσεις για τα μηχανήματα που θα ήταν απαραίτητα για την επεξεργασία του μαλλιού. Ο αριθμός προβάτων στα ιαπωνικά νησιά ήταν σαφώς ανεπαρκής για να προμηθεύσει το στρατό σ’ έναν εκτεταμένο πόλεμο στις βόρειες περιοχές κατά του Σοβιετικού στρατού, αν επιβάλλονταν οικονομικές κυρώσεις ή εμπάργκο κατά της Ιαπωνίας, οπότε ήταν απαραίτητο να εξασφαλίσει η Ιαπωνία και μια σταθερή πηγή μαλλιού (ταυτόχρονα και κουνελιών και άλλων ειδών γούνας) στην περιοχή της Μαντζουρίας Μογγολίας, αλλά και το μηχανικό εξοπλισμό επεξεργασίας του, έλεγε η αναφορά. Ο άνθρωπος που στάλθηκε να κάνει επιτόπου αυτοψία στη Μαντσουκουό το 1932, αμέσως μετά την ίδρυση του καθεστώτος των ανδρείκελων εκεί, ήταν ένας νεαρός τεχνοκράτης που είχε μόλις τελειώσει τη Στρατιωτική Ακαδημία με ειδικότητα στον εφοδιασμό* τ’ όνομά του ήταν Γιοσιτάκα Γουατάγια. Γιοσιτάκα Γουατάγια! Αυτός πρέπει να ήταν ο θείος του Νομπόρου. Άλλωστε δεν υπήρχαν και τόσοι πολλοί Γουατάγια στον κόσμο, και το Γιοσιτάκα ήταν χαρακτηριστικό. Αποστολή του ήταν να υπολογίσει το χρόνο που θα απαιτούσε η εξασφάλιση μιας συνεχούς ροής μαλλιού στη Μαντσουκουό. Ο Γιοσιτάκα Γουατάγια θεώρησε ότι το πρόβλημα του χειμερινού ρουχισμού ήταν απόλυτα χαρακτηριστικό για τη σύγχρονη επιστήμη του εφοδιασμού και προχώρησε σε μια εξονυχιστική αριθμητική ανάλυση. Όσο βρισκόταν στο Μούκντεν, ο Γιοσιτάκα Γουατάγια επιδίωξε να συναντήσει τον υποστράτηγο Κάντζι Ισιγουάρα και πέρασε μαζί του μια ολόκληρη νύχτα πίνοντας και συζητώντας. Κάντζι Ισιγουάρα. Άλλο ένα όνομα που ήξερα καλά. Ο θείος του Νομπόρου Γουατάγια είχε έρθει σ’ επαφή με τον Κάντζι Ισιγουάρα, τον εμπνευστή της δήθεν κινεζικής επίθεσης κατά των ιαπωνικών στρατευμάτων τον προηγούμενο χρόνο, που έμεινε γνωστή στην ιστορία σαν «Επεισόδιο της Μαντζουρίας», ένα περιστατικό που έδωσε λαβή στην Ιαπωνία για να μετατρέψει τη Μαντζουρία σε Μαντσουκουό και το οποίο καταγράφηκε αργότερα σαν η πρώτη πράξη ενός δεκαπενταετούς πολέμου. Ο Ισιγουάρα είχε περιοδεύσει στην ηπειρωτική Ασία και έίχε πειστεί όχι μόνο ότι ο ολοκληρωτικός πόλεμος με τη Σοβιετική Ένωση ήταν αναπόφευκτος, αλλά κι ότι το κλειδί για την επικράτηση σ’ αυτό τον πόλεμο ήταν η ενδυνάμωση της θέσης τής Ιαπωνίας ως προς τις προμήθειες με τη γρήγορη εκβιομηχάνιση της νεόκοπης αυτοκρατορίας της Μαντσουκουό και τη δημιουργία μιας αυτοτροφοδοτοΰμενης οικονομίας. Παρουσίασε τα συμπεράσματά του στον Γιοσιτάκα Γουατάγια

με ευγλωττία και πάθος. Τόνισε επίσης τη σημασία της μεταφοράς αγροτών απ’ την Ιαπωνία για τη συστηματοποίηση της γεωργίας και της κτηνοτροφίας της Μαντσουκουό και για την άνοδο του επιπέδου αποδοτικότητάς τους. Ο Ισιγουάρα πίστευε πως η Ιαπωνία δεν θα ’πρεπε να μετατρέψει τη Μαντσουκουό σε άλλη μια απροκάλυπτη ιαπωνική αποικία, όπως η Κορέα ή η Ταϊβάν, αλλά ότι θα ’πρεπε, αντίθετα, να μετατρέψει τη Μαντσουκουό σε κράτος πρότυπο για την Ασία. Στην παραδοχή του ότι η Μαντσουκουό θα εξυπηρετούσε τελικά σαν βάση εφοδιασμού στον πόλεμο κατά της Σοβιετικής Ένωσης -αλλά και κατά των ΗΠΑ και της Αγγλίαςο Ισιγουάρα είχε πέσει μέσα εκατό τα εκατό. Πίστευε πως η Ιαπωνία ήταν τώρα το μόνο ασιατικό έθνος που είχε την ικανότητα να διεξαγάγει τον επερχόμενο πόλεμο κατά της Δύσης (ή, όπως εκείνος τον ονόμαζε, τον «Τελειωτικό Πόλεμο») κι ότι οι άλλες χώρες είχαν καθήκον να συνεργαστούν με την Ιαπωνία για τη δική τους απελευθέρωση απ’ τη Δύση. Κανένας άλλος αξιωματικός του αυτοκρατορικού ιαπωνικού στρατού εκείνη την εποχή δεν είχε το συνδυασμό ειλικρινούς ενδιαφέροντος για τον εφοδιασμό και πλατιάς γενικότερης μόρφωσης που διέθετε ο Ισιγουάρα. Οι περισσότεροι άλλοι Ιάπωνες αξιωματικοί απέρριπταν τον εφοδιασμό θεωρώντας τον «θηλυπρεπή» απασχόληση, πιστεύοντας αντίθετα ότι ο σωστός «τρόπος» για τους «πολεμιστές της Μεγαλειότητός του» ήταν να πολεμούν με θάρρος και αυταπάρνηση, όσο κακά εφοδιασμένοι κι αν ήταν* ότι η πραγματική στρατιωτική δόξα βρισκόταν στην κατανίκηση του εχθρού όταν μειονεκτείς σε αριθμούς και εξοπλισμό. Χτύπα τον εχθρό και προχώρα «πιο γρήγορα απ’ όσο μπορούν να σου φτάσουν οι προμήθειες»: αυτός ήταν ο δρόμος της δόξας. Για τον Γιοσιτάκα Γουατάγια, τον ολοκληρωμένο τεχνοκράτη, αυτά ήταν μνημειώδεις βλακείες. Το να ξεκινήσει κάποιος ένα μακροχρόνιο πόλεμο χωρίς υλική υποστήριξη ήταν ισοδύναμο με αυτοκτονία, κατά τη γνώμη του. Οι Σοβιετικοί είχαν επεκτείνει και εκσυγχρονίσει σε μεγάλο βαθμό την πολεμική τους μηχανή μέσ’ από το σταλινικό πενταετές πλάνο εντατικοποίησης της οικονομικής ανάπτυξης. Τα πέντε αιματηρά χρόνια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου είχαν καταρρακώσει τις αξίες του παλιού κόσμου και ο μηχανοποιημένος πόλεμος είχε επαναστατικοποιήσει την ευρωπαϊκή σκέψη ως προς τη στρατηγική και τον εφοδιασμό. Έχοντας περάσει δύο χρόνια στο Βερολίνο, ο Γιοσιτάκα Γουατάγια ήξερε την αλήθεια από μέσα κι απ’ έξω, αλλά το μεγαλύτερο μέρος των στρατιωτικών της Ιαπωνίας δεν είχε ξεπεράσει ακόμα τη μέθη της νίκης στο Ρωσοϊαπωνικό πόλεμο, σχεδόν τριάντα χρόνια πριν. Ο Γιοσιτάκα Γουατάγια επέστρεψε στην Ιαπωνία υποστηρίζοντας ένθερμα τα επιχειρήματα του Ισιγουάρα, την κοσμοθεωρία και τη χαρισματική προσωπικότητα του ίδιου του ανθρώπου, και η στενή σχέση τους κράτησε πολλά χρόνια. Συχνά επισκεπτόταν τον Ισιγουάρα, ακόμα κι όταν ο διαπρεπής αξιωματικός επέστρεψε από τη Μαντζουρία για ν’ αναλάβει τη διοίκηση του απομονωμένου φρουρίου του Μαϊζούρου. Η ακριβής και λεπτομερής αναφορά του Γιοσιτάκα Γουατάγια για την εκτροφή προβάτων και για την επεξεργασία του μαλλιού στη Μαντσουκουό υπεβλήθη στο Αρχηγείο του στρατού λίγο μετά την επιστροφή του στην Ιαπωνία κι έγινε δεκτή με ευνοϊκά σχόλια. Με την επώδυνη ήττα της Ιαπωνίας στη μάχη του Νομονχάν το 1939, ωστόσο, και την εφαρμογή των οικονομικών κυρώσεων εκ μέρους των ΗΠΑ και της Βρετανίας, οι στρατιωτικοί άρχισαν να στρέφουν την προσοχή τους προς τα νότια, και οι δραστηριότητες της ερευνητικής ομάδας σχετικά με τον υποθετικό πόλεμο κατά της Σοβιετικής Ένωσης αφέθηκαν να ατονήσουν. Φυσικά, ένας παράγοντας πίσω απ’ την απόφαση να τελειώσουν όπως όπως τη μάχη του Νομονχάν στις αρχές του φθινοπώρου και να μην της επιτρέψουν να εξελιχθεί σε ολοκληρωτικό πόλεμο ήταν η

καταληκτική αναφορά τής ερευνητικής επιτροπής, η οποία έλεγε ότι «δεν είμαστε σε θέση να στηρίξουμε μια χειμερινή εκστρατεία κατά του Σοβιετικού στρατού με δεδομένο το σημερινό επίπεδο προετοιμασίας τού στρατού μας». Μόλις άρχισαν να φυσάνε χειμερινοί άνεμοι, το Αυτοκρατορικό Στρατηγείο, σε μια κίνηση ασυνήθιστη για τον Ιαπωνικό στρατό, ο οποίος είχε περί πολλού τα θέματα της τιμής, διαχώρισε τη θέση του απ’ τις μάχες και, μέσω διπλωματικών διαπραγματεύσεων, παραχώρησε την άγονη στέπα του Χουλουνμπούιρ στα στρατεύματα της Εξωτερικής Μογγολίας και των Σοβιετικών. Σε μια υποσημείωση, ο συγγραφέας παρατηρούσε ότι ο Γιοσιτάκα Γουατάγια είχε αποκλειστεί από οποιοδήποτε δημόσιο αξίωμα κατά τη διάρκεια της Κατοχής του Μακάρθουρ, μετά τον πόλεμο, και για ένα διάστημα είχε ζήσει απομονωμένος στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Νιιγκάτα, αλλά είχε πειστεί απ’ το Συντηρητικό κόμμα να κατέβει στις εκλογές, όταν έληξαν τα απαγορευτικά μέτρα, και θήτευσε για δύο τετραετίες στην Άνω Βουλή πριν μεταπηδήσει στην Κάτω. Στον τοίχο του γραφείου του κρεμόταν ένας καλλιγραφικός πάπυρος του Κάντζι Ισιγουάρα. Δεν είχα ιδέα τι είδους βουλευτής ήταν ο θείος του Νομπόρου Γουατάγια ή τι είχε καταφέρει σαν πολιτικός. Μία φορά στην καριέρα του ανέλαβε υπουργικό θώκο και φαίνεται να είχε μεγάλη επιρροή στον κόσμο της επαρχίας του, αλλά ποτέ δεν έγινε αυτό που λέμε εθνικός ηγέτης. Τώρα την εκλογική του περιφέρεια την είχε κληρονομήσει ο ανιψιός του, Νομπόρου Γουατάγια. Έκλεισα το βιβλίο και σταυρώνοντας τα χέρια μου πίσω απ’ το κεφάλι άφησα το βλέμμα μου να πλανηθεί έξω απ’ το παράθυρο, περίπου προς τα κει που ήταν η πόρτα του αυλόγυρου. Πολύ σύντομα η πόρτα θ’ άνοιγε προς τα μέσα και θα ’μπαίνε η Μερσεντές με τον Κάρι στο τιμόνι. Θα ’φερνε άλλη μια «πελάτισσα». Αυτές τις «πελάτισσες» κι εμένα μας συνέδεε το σημάδι στο μάγουλό μου. Τον παππού του Κάρι (πατέρα της Τζίντζερ) κι εμένα μας συνέδεε το σημάδι στο μάγουλό μας. Τον παππού του Κάρι και τον υπολοχαγό Μαμίγια τους συνέδεε η πόλη του Σιντσινγκ. Τον υπολοχαγό Μαμίγια και το μάντη κύριο Χόντα τους συνέδεαν τα ειδικά καθήκοντά τους στα σύνορα Μαντζουρίας Μογγολίας, και την Κουμίκο κι εμένα μας είχε συστήσει στον κύριο Χόντα η οικογένεια του Νομπόρου Γουατάγια. Τον υπολοχαγό Μαμίγια κι εμένα μας ένωναν οι εμπειρίες μας στα αντίστοιχα πηγάδια το δικό του στη Μογγολία, το δικό μου σ’ ένα οικόπεδο όπου βρισκόμουν τώρα. Επίσης, σ’ αυτή την ιδιοκτησία έμενε κάποτε ένας αξιωματικός του στρατού που είχε διοικήσει στρατεύματα στην Κίνα. Όλοι αυτοί ήταν συνδεδεμένοι σαν σ’ έναν κύκλο, στο κέντρο του οποίου βρισκόταν η προπολεμική Μαντζουρία, η ηπειρωτική Ανατολική Ασία και ο σύντομος πόλεμος του 1939 στο Νομονχάν. Γιατί όμως η Κουμίκο κι εγώ να έχουμε παρασυρθεί σ’ αυτή την ιστορική αλυσίδα αιτίου κι αποτελέσματος; Αυτό δεν μπορούσα να το καταλάβω. Όλ’ αυτά τα γεγονότα είχαν συμβεί πολύ πριν γεννηθώ εγώ ή η Κουμίκο. Κάθισα στο γραφείο του Κάρι κι έβαλα τα χέρια μου στο πληκτρολόγιο. Η αίσθηση των δαχτύλων μου στα πλήκτρα ήταν ακόμα νωπή απ’ τη συζήτηση που είχα κάνει με την Κουμίκο. Εκείνη τη συζήτηση στο κομπιούτερ την είχε παρακολουθήσει ο Νομπόρου Γουατάγια, ήμουν σίγουρος γι’ αυτό. Προσπαθούσε να μάθει κάτι απ’ αυτήν. Σίγουρα δεν είχε κανονίσει να έρθουμε σ’ επαφή μ’ αυτό τον τρόπο απ’ την καλοσύνη του. Εκείνος και οι άντρες του σίγουρα προσπαθούσαν να χρησιμοποιήσουν τον κωδικό που είχαν αποκτήσει για τον υπολογιστή του Κάρι μέσω της τηλεφωνικής σύνδεσης για να μάθουν τα μυστικά αυτού του μέρους. Όμως αυτό εμένα δεν μ’ ανησυχούσε. Τα βάθη αυτού του κομπιούτερ ήταν τα βάθη του ίδιου του Κάρι, Και δεν είχαν ιδέα

πόσο ανυπολόγιστα βαθιά ήταν.

24 Το φανάρι γίνεται κόκκινο

Το μεγάλο χέρι απλώνεται

Ο Κάρι δεν ήταν μόνος όταν έφτασε στις εννέα η ώρα το επόμενο πρωί. Δίπλα του, στη θέση του συνοδηγοΰ, ήταν η μητέρα του, η Τζίντζερ Ακασάκα. Είχε να έρθει εδώ παραπάνω από ένα μήνα. Κι εκείνη τη φορά είχε φτάσει απρόσκλητη μαζί με τον Κάρι, είχε φάει πρόγευμα μαζί μου και είχε φύγει μετά από μια κουβέντα μιας ώρας. Ο Κάρι κρέμασε το σακάκι του κοστουμιού του και, ενώ άκουγε ένα κονσέρτο γκρόσο του Χέντελ (για τρίτη μέρα στη σειρά), πήγε στην κουζίνα να φτιάξει τσάι και φρυγανιές για τη μητέρα του, η οποία δεν είχε φάει πρόγευμα. Πάντα έφτιαχνε τέλειες φρυγανιές, σαν να επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν σε διαφημιστικό σποτ. Μετά, ενώ ο Κάρι τακτοποιούσε ως συνήθως την κουζίνα, η Τζίντζερ κι εγώ καθίσαμε σ’ ένα μικρό τραπεζάκι πίνοντας τσάι. Έφαγε μόνο μία φρυγανιά με λίγο βούτυρο. Έξω έπεφτε ένα ψιλό χιονόνερο. Η Τζίντζερ μίλησε λίγο, το ίδιο κι εγώ μερικές λέξεις όλες κι όλες για τον καιρό. Ωστόσο έμοιαζε να έχει στο μυαλό της κάτι που ήθελε να το πει. Ήταν σαφές αυτό απ’ το ύφος της κι απ’ τον τρόπο που μιλούσε. Έκοβε κομματάκι κομματάκι τη φρυγανιά της και μετέφερε τα κομμάτια, ένα κάθε φορά, στο στόμα της. Κοιτούσαμε τη βροχή πού και πού, σαν να ήταν ένας παλιός κοινός φίλος. Όταν ο Κάρι τελείωσε με την κουζίνα κι άρχισε να καθαρίζει το σπίτι, η Τζίντζερ με πήγε στο «δοκιμαστήριο». Αυτό είχε διακοσμηθεί με τέτοιον τρόπο, ώστε να μοιάζει ακριβώς με το «δοκιμαστήριο» του γραφείου της Ακασάκα. Το μέγεθος και το σχήμα των δωματίων ήταν σχεδόν ίδια. Το παράθυρο εδώ είχε επίσης δυο σειρές κουρτίνες κι ήταν σκοτεινό και μουντό, ακόμα και κατά τη διάρκεια της ημέρας. Οι κουρτίνες δεν άνοιγαν ποτέ παραπάνω από δέκα λεπτά κάθε φορά, και συγκεκριμένα όταν ο Κάρι καθάριζε το δωμάτιο. Υπήρχε ένας δερμάτινος καναπές, ένα γυάλινο βάζο με λουλούδια στο τραπέζι κι ένα ψηλό φωτιστικό δαπέδου. Στη μέση του δωματίου υπήρχε ένας μεγάλος πάγκος εργασίας, πάνω στον οποίο υπήρχαν ένα ψαλίδι, κομμάτια ύφασμα, ένα ξύλινο κουτί γεμάτο βελόνες και κλωστές, μολύβια, ένα βιβλίο σχεδίων (στο οποίο είχαν σχεδιαστεί μερικά πραγματικά πατρόν) κι αρκετά επαγγελματικά εργαλεία που τα ονόματα κι ο σκοπός τους μου ήταν άγνωστα. Ένας μεγάλος, ολόσωμος καθρέφτης κρεμόταν στον τοίχο, κι ένα μέρος του δωματίου ήταν χωρισμένο από ένα παραβάν για αλλαγή ρούχων. Οι πελάτες που επισκέπτονταν την Κατοικία κατέληγαν πάντα σ’ αυτό το δωμάτιο. Δεν είχα ιδέα γιατί ο Κάρι και η μητέρα του έφτιαξαν σ’ αυτό το σπίτι ένα δωμάτιο πανομοιότυπο με το αρχικό «δοκιμαστήριο». Εδώ δεν υπήρχε καμιά ανάγκη γι’ αυτού του είδους το καμουφλάζ.

Ισως μητέρα και γιος (αλλά και οι πελάτισσές τους) είχαν συνηθίσει τόσο πολύ στη διαρρύθμιση του «δοκιμαστηρίου» στο γραφείο της Ακασάκα, ώστε τους ήταν αδύνατο να σκεφτούν κάτι καινούργιο για τη διακόσμηση αυτού του χώρου. Φυσικά, θα μπορούσαν επίσης να ρωτήσουν, «Και γιατί όχι δοκιμαστήριο;». Όποιος κι αν ήταν όμως ο λόγος που το είχαν, εγώ ο ίδιος χαιρόμουν γι’ αυτό. Ήταν το «δοκιμαστήριο», όχι οποιοδήποτε τυχαίο δωμάτιο, κι ένιωθα μια παράξενη αίσθηση ασφάλειας εκεί, καθώς ήμουν περιτριγυρισμένος απ’ όλα αυτά τα εργαλεία της ραπτικής. Ήταν ένα εξωπραγματικό σκηνικό, αλλά όχι αφύσικο. Η Τζίντζερ μ’ έβαλε να καθίσω στο δερμάτινο καναπέ και κάθισε δίπλα μου. «Λοιπόν; Πώς αισθάνεσαι;» ρώτησε. «Καθόλου άσχημα», απάντησα. Η Τζίντζερ φορούσε ένα ταγέρ ανοιχτού πράσινου χρώματος. Η φούστα ήταν κοντή και τα μεγάλα, εξαγωνικά κουμπιά έφταναν μέχρι το λαιμό της, όπως παλιά το σακάκι του Νεχρού. Οι ώμοι είχαν βάτες μεγάλες σαν ψωμάκια. Η γενική εμφάνισή της μου θύμισε μια ταινία επιστημονικής φαντασίας που είχα δει πριν από πάρα πολύ καιρό με θέμα το κοντινό μέλλον. Σχεδόν όλες οι γυναίκες στην ταινία φορούσαν τέτοια ταγέρ και ζούσαν σε μια φουτουριστική πόλη. Τα σκουλαρίκια της Τζίντζερ ήταν μεγάλοι πλαστικοί κρίκοι στο ίδιο χρώμα με το ταγέρ της. Είχαν ένα μοναδικό, βαθύ πράσινο χρώμα που έμοιαζε φτιαγμένο από συνδυασμό διαφόρων χρωμάτων, οπότε πρέπει μάλλον να είχαν παραγγελθεί ειδικά για να ταιριάζουν με το ταγέρ. Ή μπορεί να συνέβαινε το αντίθετο: να είχε ραφτεί το ταγέρ για να ταιριάζει με τα σκουλαρίκια όπως φτιάχνει κανείς μια εσοχή σ’ ένα δωμάτιο για να χωρέσει το ψυγείο. Καθόλου κακός τρόπος να βλέπεις τα πράγματα, σκέφτηκα. Είχε έρθει φορώντας μαύρα γυαλιά ηλίου, παρά τη βροχή, και οι φακοί τους πρέπει να ήταν κι αυτοί πράσινοι. Οι κάλτσες της ήταν κι αυτές πράσινες. Ήταν η μέρα του πράσινου σήμερα, φαίνεται. Με τη συνηθισμένη σειρά δοκιμασμένων κινήσεων, η Τζίντζερ έβγαλ’ ένα τσιγάρο απ’ την τσάντα της, το έβαλε στο στόμα της και το άναψε με τον αναπτήρα κυρτώνοντας πολύ ελαφρά τα χείλη της. Ο αναπτήρας τουλάχιστον δεν ήταν πράσινος, αλλά ο γνωστός, πανάκριβος λεπτός χρυσός αναπτήρας που χρησιμοποιούσε πάντα. Ταίριαζε όμως πάρα πολύ με το πράσινο. Η Τζίντζερ σταύρωσε ύστερα τα πόδια της με τις πράσινες κάλτσες. Κοίταξε προσεκτικά τα γόνατά της και τακτοποίησε την άκρη τής φούστας της. Μετά, σαν να ήταν προέκταση των γονάτων της, κοίταξε το πρόσωπό μου. «Καθόλου άσχημα», είπα ξανά. «Όπως πάντα». Η Τζίντζερ κούνησε το κεφάλι. «Δεν είσαι κουρασμένος; Δεν νιώθεις την ανάγκη μιας ανάπαυλας;» «Όχι, όχι ιδιαίτερα. Νομίζω πως έχω συνηθίσει τη δουλειά. Μου είναι πολύ ευκολότερο τώρα απ’ ό,τι στην αρχή». Η Τζίντζερ δεν είπε τίποτα. Ο καπνός του τσιγάρου της ανέβηκε ίσια προς τα πάνω σαν μαγικό σκοινί φακίρη, για να τον καταπιεί τελικά ο εξαερισμός της οροφής. Απ’ ό,τι φανταζόμουν, αυτός ο

εξαεριστήρας ήταν ο πιο αθόρυβος κι ο πιο δυνατός του κόσμου. «Εσύ πώς τα πας;» ρώτησα. «Εγώ;» «Είσαι κουρασμένη;» Η Τζίντζερ με κοίταξε. «Σου φαίνομαι κουρασμένη;» Στην πραγματικότητα μου είχε φανεί κουρασμένη απ’ τη στιγμή που συναντήθηκαν τα μάτια μας. Όταν της το είπα αυτό, έβγαλ’ ένα μικρό αναστεναγμό. «Γράφτηκε άλλο ένα άρθρο γι’ αυτό το μέρος σ’ ένα περιοδικό που κυκλοφόρησε σήμερα το πρωί συνέχεια της σειράς “Το μυστήριο του σπιτιού των κρεμασμένων”. Ακούγεται σαν τίτλος ταινίας τρόμου». «Αυτό είναι το δεύτερο, έτσι δεν είναι;» είπα. «Ναι, το δεύτερο», είπε η Τζίντζερ. «Κι άλλο ένα περιοδικό έβαλ’ ένα σχετικό άρθρο πριν από λίγο καιρό, αλλά ευτυχώς κανείς δεν φαίνεται να έκανε το συσχετισμό. Μέχρι τώρα τουλάχιστον». «Βγήκε κάτι καινούργιο; Για μας,» Άπλωσε το χέρι της στο τασάκι κι έσβησε προσεκτικά το τσιγάρο της. Ύστερα κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Τα πράσινα σκουλαρίκια της τρεμόπαιξαν σαν πεταλούδες την άνοιξη. «Όχι, βέβαια», είπε, και μετά σταμάτησε. «Ποιοι είμαστε, τι κάνουμε εδώ: κανείς δεν το ξέρει ακόμα. Θα σου αφήσω ένα αντίγραφο για να το διαβάσεις κι εσύ, αν ενδιαφέρεσαι. Όμως αυτό που θέλω να σε ρωτήσω είναι κάτι που μου ψιθύρισε κάποιος τις προάλλες: ότι έχεις ένα γαμπρό που είναι διάσημος πολιτικός. Είν’ αλήθεια;» «Δυστυχώς, ναι», είπα. «Ο αδερφός της γυναίκας μου». «Εννοείς ο αδερφός της γυναίκας που δεν είναι πια μαζί σου;» «Σωστά». «Αναρωτιέμαι αν έχει αντιληφθεί με τι ασχολείσαι εδώ». «Ξέρει ότι έρχομαι εδώ κάθε μέρα κι ότι κάνω κάτι. Έβαλε κάποιον να το ερευνήσει. Νομίζω ότι ανησυχούσε για το τι θα μπορούσε να είναι αυτό. Δεν νομίζω όμως ότι έχει ανακαλύψει τίποτα». Η Τζίντζερ σκέφτηκε για λίγο την απάντηση. Ύστερα σήκωσε το πρόσωπό της προς το δικό μου και ρώτησε, «Δεν τον συμπαθείς και πάρα πολύ αυτόν το γαμπρό σου, έτσι δεν είναι;» «Όχι ιδιαίτερα, όχι»,

«Κι εκείνος δεν συμπαθεί εσένα». «Για να μην πούμε και τίποτα χειρότερο». «Και τώρα ανησυχεί για το τι μπορεί να κάνεις εδώ. Γιατί άραγε;» «Αν αποδειχτεί ότι ο γαμπρός του ασχολείται με κάτι ύποπτο, θα μπορούσε να καταλήξει σε σκάνδαλο γι’ αυτόν. Είναι πρόσωπο της επικαιρότητας, στο κάτω κάτω. θεωρώ πως είναι φυσικό ν’ ανησυχεί για τέτοια πράγματα». «Άρα αποκλείεται να είναι αυτός που δίνει πληροφορίες γι’ αυτό το μέρος στον Τύπο, έτσι δεν είναι;» «Για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω τι ακριβώς έχει στο μυαλό του ο Νομπόρου Γουατάγια. Αλλά η κοινή λογική λέει ότι δεν έχει τίποτα να κερδίσει αποκαλύπτοντας οτιδήποτε στον Τύπο. Το πιθανότερο θα ήταν να θέλει να τα κρατήσει όλα κάτω από πέπλο μυστικότητας». Για πολλή ώρα η Τζίντζερ συνέχισε να παιδεύει το χρυσό αναπτήρα ανάμεσα στα δάχτυλά της. Έμοιαζε με μικρό ανεμόμυλο μια μέρα χωρίς άνεμο. «Γιατί δεν μας είπες τίποτα γι’ αυτόν το γαμπρό σου;» ρώτησε η Τζίντζερ. «Δεν είστε μόνο εσείς. Προσπαθώ να μην τον αναφέρω σε κανέναν», είπα. «Ευθύς εξαρχής αντιπαθήσαμε ο ένας τον άλλο, και στην ουσία υπάρχει τώρα ανάμεσά μας κανονικό μίσος. Δεν σας τον έκρυβα. Απλώς θεώρησα πως δεν υπήρχε κάποιος λόγος ν’ ανακινήσω το θέμα». Η Τζίντζερ έβγαλε έναν κάπως πιο μακρόσυρτο στεναγμό. «Θα πρεπε να μας το είχες πει». «Ίσως θα ’πρεπε», είπα. «Είμαι σίγουρη ότι μπορείς να φανταστείς τι παίζεται εδώ. Έχουμε πελάτες που μας έρχονται απ’ την πολιτική και τις επιχειρήσεις. Ισχυρούς πελάτες. Και διάσημους πελάτες. Η ιδιωτική τους ζωή πρέπει να προστατευτεί. ΓΓ αυτό παίρνουμε τόσο αυστηρά μέτρα. Τα ξέρεις όλ’ αυτά». Κούνησα το κεφάλι. «Ο Κάρι έχει καταναλώσει πολύ χρόνο και φαιά ουσία για να στήσει το πολύ ειδικό και πολύπλοκο σύστημα που έχουμε για να προστατεύει τη μυστικότητά μας ένα λαβύρινθο εταιρειών σφραγίδων, βιβλίων κάτω από ποικίλα στρώματα παραλλαγής, έναν εντελώς ανώνυμο χώρο στάθμευσης σ’ εκείνο το ξενοδοχείο στην Ακασάκα, αυστηρή διαχείριση πελατολογίου, έλεγχο εσόδων και εξόδων, σχεδιασμό σπιτιού: όλ’ αυτά τα γέννησε το μυαλό του. Μέχρι τώρα το σύστημα δούλευε σχεδόν τέλεια και σύμφωνα με τους υπολογισμούς του. Φυσικά, κοστίζει πάρα πολύ η υποστήριξη ενός τέτοιου συστήματος, αλλά για μας τα χρήματα δεν είναι πρόβλημα. Το σπουδαίο είναι να νιώθει ασφαλής η γυναίκα που έρχεται σ’ εμάς, πως είναι απόλυτα προστατευμένη». «Εννοείς δηλαδή ότι έχει παραβιαστεί η ασφάλειά μας;»

«Ναι, δυστυχώς». Η Τζίντζερ έβγαλ’ ένα πακέτο τσιγάρα και πήρε ένα, αλλά το κράτησε αρκετή ώρα ανάμεσα στα δάχτυλά της χωρίς να το ανάβει. «Και σαν να μην έφταναν όλ’ αυτά, έχω κι αυτόν το διάσημο πολιτικό για γαμπρό, πράγμα που αυξάνει την πιθανότητα του σκανδάλου». «Ακριβώς», είπε η Τζίντζερ σουφρώνοντας ελαφρά τα χείλη. «Οπότε ποια είναι η ανάλυση που κάνει ο Κάρι για την κατάσταση;» «Δεν μου λέει τίποτα. Σαν μεγάλο μύδι στον πάτο της θάλασσας. Έχει κλειστεί στα βάθη του εαυτού του, έχει σφραγίσει την πόρτα και σκέφτεται σοβαρά». Τα μάτια της Τζίντζερ ήταν καρφωμένα στα δικά μου. Τελικά, σαν να θυμήθηκε τι υπήρχε στο χέρι της, άναψε το τσιγάρο. Μετά είπε, «Εξακολουθώ να το σκέφτομαι — τον άντρα μου και τον τρόπο που σκοτώθηκε. Γιατί άραγε να τον σκοτώσουν; Γιατί να γεμίσουν αίματα το δωμάτιο του ξενοδοχείου και γιατί ν’ αφαιρέσουν τα όργανα του σώματός του και να τα πάρουν μαζί τους; Δεν μπορώ να σκεφτώ κανένα λόγο για τον οποίο θα μπορούσαν να κάνουν κάτι τέτοιο. Ο άντρας μορ δεν ήταν άνθρωπος που έπρεπε να πεθάνει με τόσο ασυνήθιστο τρόπο. »Όμως ο θάνατος του άντρα μου δεν είναι το μόνο. Όλ’ αυτά τα ανεξήγητα γεγονότα που έχουν συμβεί στη ζωή μου μέχρι τώρα -το έντονο πάθος που γεννήθηκε μέσα μου για την υψηλή ραπτική κι ο τρόπος που ξαφνικά εξαφανίστηκε* ο τρόπος που σταμάτησε να μιλάει ο Κάρι* ο τρόπος που συμπαρασύρθηκα σ’ αυτή την περίεργη δουλειά που κάνουμε είναι σαν να είχαν προγραμματιστεί όλα από κάποιον ανώτερο εγκέφαλο ευθύς εξαρχής για να φτάσω μέχρι εδώ που βρίσκομαι σήμερα. Είναι μια σκέψη απ’ την οποία δεν μπορώ ν’ απαλλαγώ. Νιώθω λες και η κάθε μου κίνηση ελέγχεται από κάποιο απίστευτα μακρύ χέρι που απλώνεται από κάπου μακριά, κι ότι η ζωή μου δεν ήταν παρά μια βολική δίοδος για όλ’ αυτά τα πράγματα που περνάνε από μέσα της». Από το διπλανό δωμάτιο ακουγόταν ο ελαφρός ήχος της ηλεκτρικής σκούπας του Κάρι. Εκτελούσε τα καθήκοντά του με το συνηθισμένο σοβαρό και συστηματικό τρόπο. «Εσύ δεν έχεις νιώσει ποτέ έτσι;» με ρώτησε η Τζίντζερ. «Δεν έχω την αίσθηση ότι έχω παρασυρθεί απ’ οτιδήποτε», είπα. «Βρίσκομαι εδώ τώρα γιατί ήταν απαραίτητο να βρίσκομαι εδώ». «Έτσι ώστε να παίξεις το μαγικό σου αυλό και να βρεις την Κουμίκο;» «Σωστά». «Έχεις κάτι που ψάχνεις», είπε, σταυρώνοντας τώρα απ’ την άλλη μεριά τα πόδια της με τις πράσινες κάλτσες. «Και όλα έχουν τη τιμή τους».

Παρέμεινα σιωπηλός. Τελικά η Τζίντζερ ανακοίνωσε την απόφασή της. «Αποφασίσαμε να μη φέρνουμε πελάτες εδώ για ένα διάστημα. Ήταν απόφαση του Κάρι. Λόγω των άρθρων και λόγω της εισόδου του γαμπρού σου στη σκηνή, το φανάρι έχει γίνει από κίτρινο κόκκινο. Χθες ακυρώσαμε όλα τα εκκρεμή ραντεβού, αρχίζοντας από σήμερα». «Πόσο μεγάλο θα είναι αυτό το “διάστημα”;» «Ώσπου να μπορέσει ο Κάρι να μπαλώσει τις τρύπες του συστήματος και να βεβαιωθούμε πως η κρίση έχει ξεπεραστεί εντελώς. Λυπάμαι, αλλά δεν θέλουμε να ρισκάρουμε οτιδήποτε. Ο Κάρι θα έρχεται εδώ κάθε μέρα, όπως έκανε πάντα, αλλά δεν θα έρχονται καθόλου πελάτες». Όταν έφυγαν η Τζίντζερ και ο Κάρι, η πρωινή βροχή είχε σταματήσει. Πέντ’-έξι σπουργίτια έπλεναν τα φτερά τους σε μια λιμνούλα στο δρόμο της εισόδου. Όταν εξαφανίστηκε η Μερσεντές του Κάρι κι έκλεισε η αυτόματη πόρτα, κάθισα στο παράθυρο κοιτάζοντας το συννεφιασμένο χειμωνιάτικο ουρανό πέρ’ από τα κλαδιά των δέντρων. Μου ήρθαν στο μυαλό τα λόγια της Τζίντζερ: «κάποιο απίστευτα μακρύ χέρι που απλώνεται από κάπου μακριά». Φαντάστηκα το χέρι να κατεβαίνει απ’ τα σκοτεινά, χαμηλά σύννεφα σαν εικόνα από κόμικ τρόμου. 25

Τριγωνικά αυτιά

Κουδουνάκια ελκήθρου

Πέρασα την υπόλοιπη μέρα διαβάζοντας για τη Μαντσουκουό. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να βιαστώ να γυρίσω στο σπίτι. Σκεπτόμενος ότι μπορεί ν’ αργούσα, φεύγοντας το πρωί είχα δώσει στο Γαβράκο ξηρά τροφή δύο ημερών. Μπορεί να μην του άρεσε και πάρα πολύ, αλλά τουλάχιστον δεν θα πέθαινε της πείνας. Αυτό έκανε τη σκέψη να γυρίσω σπίτι πολύ λιγότερο ελκυστική. Ήθελα να ξαπλώσω και να πάρω έναν υπνάκο. Πήρα μια κουβέρτα κι ένα μαξιλάρι από ένα ντουλάπι, τ’ άπλωσα στον καναπέ του δοκιμαστηρίου κι έσβησα το φως. Ύστερα ξάπλωσα, έκλεισα τα μάτια μου κι άρχισα να σκέφτομαι το Γαβράκο. Ήθελα να κοιμηθώ σκεφτόμενος το γάτο. Ήταν κάτι που είχε επιστρέψει σ’ εμένα. Είχε καταφέρει να γυρίσει από κάπου πολύ μακριά. Αυτό πρέπει να ήταν ένα είδος ευλογίας. Καθώς ήμουν ξαπλωμένος εκεί με τα μάτια κλειστά, σκέφτηκα την απαλή επαφή

των ποδιών του, τα κρύα τριγωνικά αυτιά, τη ροζ γλώσσα. Μες στο μυαλό μου ο Γαβράκος είχε κουλουριαστεί και κοιμόταν γαλήνια. Ένιωσα τη ζεστασιά του στην παλάμη τού χεριού μου. Άκουγα τη ρυθμική του ανάσα. Ήμουν πολύ πιο ανήσυχος απ’ ό,τι συνήθως, αλλά ο ύπνος ήρθε και με βρήκε πριν περάσει πολλή ώρα, ένας βαθύς ύπνος χωρίς όνειρα. Ξύπνησα μες στη νύχτα. Νόμισα πως άκουσα κουδουνάκια ελκήθρου κάπου μακριά, σαν μουσική Χριστουγέννων. Κουδουνάκια ελκήθρου; Ανασηκώθηκα στον καναπέ κι έπιασα το ρολόι μου απ’ το χαμηλό τραπεζάκι. Οι φωτεινοί δείκτες έδειχναν 1:30, Πρέπει να κοιμήθηκα πολύ πιο βαριά απ’ ό,τι περίμενα. Κάθισα ακίνητος κι αφουγκράστηκα προσεκτικά, αλλά ο μόνος ήχος που μπόρεσα ν’ ακούσω ήταν ο αμυδρός και μονότονος ήχος της καρδιάς μου. Μπορεί να τα είχα φανταστεί τα κουδουνάκια. Μπορεί να ονειρευόμουν, σε τελευταία ανάλυση. Παρ’ όλ’ αυτά αποφάσισα να ερευνήσω το σπίτι. Φόρεσα τις παντόφλες μου και σιγά σιγά πήγα στην κουζίνα. Ο ήχος έγινε καθαρότερος όταν βγήκα απ’ το δωμάτιο. Πραγματικά έμοιαζε με κουδουνάκια ελκήθρου, κι ο ήχος έμοιαζε να ’ρχεται από το γραφείο του Κάρι. Στάθηκα για λίγο δίπλα στην πόρτα ακούγοντας και μετά χτύπησα. Μπορεί ο Κάρι να είχε γυρίσει στην Κατοικία όσο κοιμόμουν. Όμως κανείς δεν απάντησε. Άνοιξα ελάχιστα την πόρτα και κοίταξα μέσα. Κάπου στο ύψος της μέσης μου είδα μες στο σκοτάδι μια ασπριδερή λάμψη τετράγωνου σχήματος. Ήταν η ανταύγεια της οθόνης του υπολογιστή και τα κουδουνάκια δεν ήταν παρά το επαναληπτικό μπιπ της μηχανής (ένα καινούργιο μπιπ, που δεν το είχα ξανακούσει). Ο υπολογιστής με φώναζε. Σαν να με τραβούσε κάτι κοντά του, κάθισα μπροστά στην ανταύγεια και διάβασα το μήνυμα της οθόνης: Έχετε μπει στο πρόγραμμα «Το Χρονικό του Κουρδιστού Πουλιού». Διαλέξτε ένα έγγραφο (1-16). Κάποιος είχε ανοίξει τον υπολογιστή και είχε επιτρέψει την πρόσβαση σε κάποια έγγραφα με τίτλο «Το Χρονικό του Κουρδιστού Πουλιού». Δεν πρέπει να υπήρχε κανείς άλλος στην Κατοικία εκτός από μένα. Μπορούσε άραγε ν’ ανοίξει κάποιος το κομπιούτερ έξω από το σπίτι; Εάν ναι, αυτός πρέπει να ήταν ο Κάρι. «Το Χρονικό του Κουρδιστού Πουλιού»; Ο ελαφρός και χαρούμενος ήχος, σαν κουδουνάκια ελκήθρου, συνέχισε να βγαίνει απ’ τον υπολογιστή, σαν να ήταν πρωινό Χριστουγέννων. Έμοιαζε να με παροτρύνει να κάνω μια επιλογή. Με-τα από αρκετό δισταγμό διάλεξα το #8 χωρίς κανένα ιδιαίτερο λόγο. Το κουδούνισμα αμέσως σταμάτησε και στην οθόνη εμφανίστηκε ένα έγγραφο σαν πάπυρος που είχε ξετυλιχτεί μπροστά μου.

26 Το Χρονικό του Κουρδιστού Πουλιοΰ #8

(ή Μια δεύτερη αδέξια σφαγή)

Ο κτηνίατρος ξύπνησε πριν από τις έξι το πρωί. Αφοΰ έπλυνε το πρόσωπό του με κρΰο νερό, έφτιαξε το πρόγευμα. Το καλοκαίρι ξημέρωνε νωρίς και τα περισσότερα απ’ τα ζώα του ζωολογικού κήπου ήταν ήδη ξύπνια. Από το ανοιχτό παράθυρο περνούσε το αεράκι που έφερνε μαζί του τις φωνές και τις μυρωδιές τους, και του έλεγε και τον καιρό χωρίς να χρειαστεί να κοιτάξει έξω. Αυτό ήταν μέρος της καθημερινής του ρουτίνας. Πρώτα άκουγε κι ύστερα ρουφούσε τον πρωινό αέρα κι ετοιμαζόταν για κάθε καινούργια μέρα. Σήμερα ωστόσο η μέρα θα ήταν διαφορετική απ’ την προηγούμενη. Έπρεπε να είναι διαφορετική. Τόσες φωνές και τόσες μυρωδιές είχαν χαθεί. Οι τίγρεις, οι λεοπαρδάλεις, οι λύκοι, οι αρκούδες: όλα είχαν εξοντωθεί -εξαλειφθεί— από στρατιώτες το προηγούμενο απόγευμα. Τώρα, μετά από μια νύχτα ύπνου, αυτά τα περιστατικά έμοιαζαν μέρος ενός αργοκίνητου εφιάλτη που είχε δει πριν από πολύ καιρό. Αλλά ήξερε πως είχαν πράγματι συμβεί. Στ’ αυτιά του ένιωθε ακόμα το μουντό πόνο απ’ τον κρότο των τουφεκιών των στρατιωτών. Αυτό δεν μπορούσε να είναι όνειρο. "Ηταν Αύγουστος τώρα, του 1945, κι εκείνος βρισκόταν εδώ στην πόλη Σιν-τσινγκ, όπου τα σοβιετικά στρατεύματα είχαν περάσει με έφοδο τα σύνορα και πλησίαζαν ώρα με την ώρα. Αυτή ήταν η πραγματικότητα το ίδιο πραγματική με το νιπτήρα και την οδοντόβουρτσα που έβλεπε μπροστά του. Το σάλπισμα των ελεφάντων τού χάρισε λίγη ανακούφιση. Α, ναι οι ελέφαντες είχαν γλιτώσει. Ευτυχώς, ο νεαρός υπολοχαγός που ήταν επικεφαλής της διμοιρίας είχε αρκετή φυσιολογική ανθρώπινη ευαισθησία ώστε να βγάλει τους ελέφαντες απ’ τη λίστα, σκέφτηκε ο κτηνίατρος καθώς πλενόταν. Από τότε που είχε έρθει στη Μαντζουρία είχε συναντήσει άπειρους φανατικούς κι αδιάλλακτους νεαρούς αξιωματικούς απ’ την πατρίδα, και η εμπειρία πάντα τον τάραζε. Οι περισσότεροι ήταν παιδιά αγροτών που είχαν περάσει τα νεανικά τους χρόνια στην ύφεση της δεκαετίας του ’30 και είχαν βυθιστεί μέχρι το λαιμό στην τραγωδία της φτώχειας, ενώ από παντού τους σφυροκοπούσε ένας μεγαλομανής εθνικισμός. Ακολουθούσαν, χωρίς την παραμικρή αμφισβήτηση, τις διαταγές των ανωτέρων τους, όσο παρανοϊκές κι αν ήταν. Αν τους διέταζαν εν ονόματι του αυτοκράτορα να σκάψουν μια τρύπα στη γη για να βγουν απ’ την άλλη πλευρά στη Βραζιλία, θα ’παιρναν το ίοτυάρι και θα ξεκινούσαν τη δουλειά. Μερικοί το ονόμαζαν αυτό «αγνότητα», αλλά ο κτηνίατρος είχε μια άλλη λέξη γι’ αυτό. Παιδί μεγαλογιατρού της πόλης, είχε πάει σχολείο στη σχετικά φιλελεύθερη ατμόσφαιρα της δεκαετίας του ’20 και του ήταν αδύνατο να καταλάβει αυτούς τους νεαρούς αξιωματικούς. Το να πυροβολήσεις δυο ελέφαντες με μικρά τουφέκια είναι πολύ πιο εύκολο απ’ το να σκάψεις ένα λαγούμι μέχρι τη Βραζιλία, αλλά ο υπολοχαγός που ήταν επικεφαλής του εκτελεστικού αποσπάσματος, αν και μιλούσε με κάπως επαρχιώτικη προφορά, έμοιαζε να είναι πολύ πιο φυσιολογικό ανθρώπινο ον απ’ ό,τι οι άλλοι νεαροί αξιωματικοί που είχε γνωρίσει ο κτηνίατρος πιο μορφωμένος και πιο λογικός. Ο κτηνίατρος το καταλάβαινε αυτό απ’ την ομιλία κι απ’ το στήσιμο του νεαρού αξιωματικού. Τέλος πάντων, οι ελέφαντες δεν είχαν σκοτωθεί και ο κτηνίατρος σκέφτηκε ότι θα έπρεπε να είναι ευγνώμων. Και οι στρατιώτες όμως πρέπει να χάρηκαν πόυ γλίτωσαν απ’ αυτό τον μπελά. Αλλά οι Κινέζοι εργάτες μπορεί να λυπήθηκαν γι’ αυτή την παράλειψη είχαν χάσει μια τεράστια ποσότητα

κρέας κι ελεφαντόδοντο. Ο κτηνίατρος έβρασε νερό σε μια χύτρα, μούσκεψε τα γένια του με μια καυτή πετσέτα και ξυρίστηκε. Ύστερα έφαγε πρόγευμα μόνος: τσάι, φρυγανιά και βούτυρο. Το φαγητό μοιραζόταν με δελτίο στη Μαντζουρία και ήταν κάθε άλλο παρά επαρκές, αλλά σε σύγκριση με το τι γινόταν αλλού, οι μερίδες ήταν ακόμη αρκετά γενναιόδωρες. Αυτό ήταν καλό και για τον ίδιο και για τα ζώα. Τα ζώα δυσφορούσαν με τη μειωμένη παροχή τροφής, αλλά η κατάσταση εδώ ήταν πολύ καλύτερη απ’ ό,τι στους ζωολογικούς κήπους της ίδιας της Ιαπωνίας, όπου οι τροφές είχαν στην ουσία τελειώσει. Κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει το μέλλον, αλλά προς το παρόν τουλάχιστον και τα ζώα και οι άνθρωποι είχαν γλιτώσει απ’ το βάσανο της ακραίας πείνας. Αναρωτήθηκε τι να κάνουν η γυναίκα του κι η κόρη του. Αν πήγαν όλα καλά, το τρένο τους πρέπει να είχε φτάσει τώρα στο Πουσάν. Εκεί έμενε ο ξάδερφός του που δούλευε στην εταιρεία σιδηροδρόμων, κι ωσότου μπορέσουν η γυναίκα του κι η κόρη του να πάρουν το μεταγωγικό που θα τις μετέφερε στην Ιαπωνία, θα έμεναν με την οικογένεια του ξάδερφου. Ο γιατρός ένιωθε να τους νοσταλγεί κάθε φορά που ξυπνούσε το πρωί. Νοσταλγούσε τις ζωηρές φωνές τους καθώς ετοίμαζαν το πρόγευμα. Μια κούφια σιωπή βασίλευε τώρα στο σπίτι. Αυτό δεν ήταν πια το σπίτι που αγαπούσε, το μέρος όπου ανήκε. Κι όμως, ταυτόχρονα δεν μπορούσε να μη νιώθει και μια περίεργη χαρά που είχε μείνει μόνος σ’ αυτή την άδεια επίσημη κατοικία* τώρα μπορούσε να νιώσει την αμείλικτη δύναμη του πεπρωμένου στα κόκαλα και στο πετσί του. Το ίδιο το πεπρωμένο ήταν η μοιραία ασθένεια του γιατρού. Από τα νεανικά του χρόνια είχε μια αλλόκοτα ζωηρή εντύπωση ότι σαν άτομο ζούσε υπό τον έλεγχο κάποιας εξωτερικής δύναμης. Αυτό μπορεί να οφειλόταν στο έντονο μπλε σημάδι που είχε στο δεξί μάγουλο. Όσο ήταν ακόμα παιδί, μισούσε αυτό το σημάδι, αυτή τη σφραγίδα που μόνο αυτός και κανείς άλλος ήταν υποχρεωμένος ν’ ανέχεται πάνω στη σάρκα του. Ήθελε να πεθά-νει όποτε τα άλλα παιδιά τον κοροΐδευαν κι όποτε οι άγνωστοι τον κοιτούσαν με περιέργεια. Μακάρι να μπορούσε να κόψει αυτό το κομμάτι του εαυτού του μ’ ένα μαχαίρι! Όσο όμως ωρίμαζε, έφτασε να συμβιβαστεί σιγά σιγά μ’ αυτό και ν’ αποδεχτεί ότι το σημάδι δεν θα ’φεύγε ποτέ. Αυτός πρέπει να ήταν ένας παράγοντας που τον βοήθησε να καταλήξει σε μια στάση αποδοχής σε ό,τι είχε να κάνει με το πεπρωμένο του. Τις περισσότερες φορές η δύναμη του πεπρωμένου έπαιζε σαν ένα υποτονικό και μονότονο μπάσο που χρωμάτιζε μόνο τις άκρες της ζωής του. Πολύ σπάνια θυμόταν την ύπαρξή του. Κάθε τόσο όμως, όταν η ισορροπία άλλαζε (ποτέ δεν κατάλαβε τι ακριβώς έλεγχε αυτή την ισορροπία: δεν μπορούσε ν’ ανακαλύψει καμιά κανονικότητα σ’ αυτές τις μετατοπίσεις), η δύναμη αυξανόταν, βυθίζοντάς τον σε μια κατάσταση ημιπαραλυτικής αδράνειας. Τέτοιες ώρες δεν είχε άλλη επιλογή απ’ το να εγκαταλείψει τα πάντα και ν’ αφεθεί στη ροή. Ήξερε από την πείρα του ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα και δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα για ν’ αλλάξει την κατάσταση. Η μοίρα θα ’παίρνε το μερίδιό της, κι ώσπου να το πάρει δεν θα εγκατέλειπε την προσπάθεια. Αυτό ήταν κάτι που το πίστευε με όλο του το είναι. Αυτό δεν σημαίνει πως ήταν παθητικός άνθρωπος* στην πραγματικότητα ήταν πολύ πιο αποφασιστικός από πολλούς και πάντα υλοποιούσε τις αποφάσεις του. Στο επάγγελμά του ήταν κορυφή: κτηνίατρος με εξαιρετικές ικανότητες, ακούραστος δάσκαλος. Μπορεί να του έλειπε μια κάποια δημιουργική σπίθα, αλλά στο σχολείο είχε πάντα τους μεγαλύτερους βαθμούς και ήταν ο αρχηγός της τάξης. Αργότερα, στο χώρο εργασίας του, οι άλλοι αναγνώριζαν την ανωτερότητά του

και οι νεότεροι του πάντα προσέβλεπαν σ’ αυτόν για βοήθεια. Σαφώς δεν ήταν «μοιρολάτρης», με την έννοια που χρησιμοποιούν αυτό τον όρο οι περισσότεροι άνθρωποι. Κι όμως, ούτε μια φορά στη ζωή του δεν είχε την ακλόνητη βεβαιότητα ότι αυτός και μόνον αυτός είχε καταλήξει σε κάποια απόφαση. Είχε πάντα την αίσθηση πως η μοίρα τον είχε αναγκάσει ν’ αποφασίσει πράγματα που βόλευαν εκείνη. Κατά καιρούς, μετά τη στιγμιαία ικανοποίηση πως είχε αποφασίσει κάτι με τη δική του ελεύθερη βούληση, έβλεπε ότι τα πράγματα είχαν προαποφασιστεί από κάποια εξωτερική δύναμη που είχε επιτυχημένα μασκαρευτεί σε ελεύθερη βούληση, δόλωμα ριγμένο στην πορεία του για να τον δελεάσει να συμπεριφερθεί όπως αναμενόταν. Τα μόνα πράγματα που είχε αποφασίσει για τον εαυτό του με απόλυτη ανεξαρτησία ήταν τετριμμένα ζητήματα, που όταν τα μελετούσε κανείς πιο διεξοδικά, συνειδητοποιούσε ότι δεν απαιτούσαν τη λήψη καμιάς απόφασης. Ένιωθε σαν επίτιμος αρχηγός κράτους που δεν έκανε τίποτ’ άλλο απ’ το να βάζει τη βασιλική σφραγίδα πάνω σε έγγραφα κατ’ απαίτηση του αντιβασιλέα, ο οποίος και είχε την πραγματική δύναμη στο βασίλειο σαν τον αυτοκράτορα αυτής της αυτοκρατορίας ανδρεικέλων της Μαντσουκουό. Ο γιατρός αγαπούσε τη γυναίκα του και το παιδί του. Ήταν τα πιο υπέροχα πράγματα που του είχαν συμβεί στη ζωή ειδικά η κόρη του, για την οποία η αγάπη του έφτανε τα όρια του πάθους. ΓΓ αυτές ήταν πρόθυμος να δώσει και τη ζωή του ακόμα. Στην πραγματικότητα, συχνά του είχε περάσει αυτή η ιδέα απ’ το μυαλό, και οι θάνατοι, τους οποίους είχε ζήσει κι αυτούς στο μυαλό του, έμοιαζαν ευχάριστοι κι επιθυμητοί. Ταυτόχρονα ωστόσο γύριζε συχνά σπίτι απ’ τη δουλειά και βλέποντας εκεί τη γυναίκα και την κόρη του σκεφτόταν: Αυτοί οι άνθρωποι είναι, τελικά, ξεχωριστά ανθρώπινα όντα, με τα οποία δεν με συνδέει τίποτα. Ήταν κάτι άλλο, κάτι για το οποίο δεν είχε καμιά πραγματική γνώση, κάτι που υπήρχε σε κάποιο χώρο πολύ μακριά απ’ τον ίδιο το γιατρό. Κι όποτε ένιωθε έτσι, του περνούσε απ’ το μυαλό η σκέψη ότι ο ίδιος δεν είχε διαλέξει κανένα απ’ αυτά τα δυο άτομα από μόνος του χωρίς αυτό να τον εμποδίζει να τις αγαπάει χωρίς όρια, χωρίς την παραμικρή επιφύλαξη. Αυτό ήταν για το γιατρό ένα μεγάλο παράδοξο, μια άλυτη αντίφαση, μια γιγάντια παγίδα που του είχε στήσει η ζωή του. Ο κόσμος στον οποίο ανήκε έγινε πολύ απλούστερος, πολύ πιο κατανοητός, μόλις έμεινε μόνος στην κατοικία του στο ζωολογικό κήπο. Το μόνο που χρειαζόταν να σκεφτεί ήταν η φροντίδα των ζώων. Η γυναίκα του κι η κόρη του είχαν φύγει. Δεν υπήρχε καμιά ανάγκη να τις σκέφτεται τώρα. Ο κτηνίατρος και η μοίρα του μπορούσαν να μείνουν επιτέλους οι δυο τους μαζί. Και ήταν η μοίρα πάνω απ’ όλα, η γιγαντιαία δύναμη του πεπρωμένου, αυτή που κυβερνούσε την πόλη Σιν-τσινγκ τον Αύγουστο του 1945 ούτε ο στρατός της Κουαντούνγκ, ούτε ο Σοβιετικός στρατός, ούτε ο στρατός των κομμουνιστών ή των εθνικιστών του Κουομιντάνγκ. Ο καθένας μπορούσε να δει ότι εδώ κυβερνούσε το πεπρωμένο κι ότι η προσωπική βούληση δεν μετρούσε καθόλου. Το πεπρωμένο είχε γλιτώσει τους ελέφαντες και είχε θάψει τις τίγρεις, τις λεοπαρδάλεις, τους λύκους και τις αρκούδες την προηγούμενη μέρα. Ποιον θα έθαβε τώρα και ποιον θα γλίτωνε; Αυτά ήταν ερωτήματα στα οποία κανείς δεν μπορούσε ν’ απαντήσει. Ο γιατρός έφυγε απ’ το κτίριο για να ετοιμάσει το πρωινό τάισμα των ζώων. Υπέθεσε ότι κανείς πια δεν θα εμφανιζόταν στη δουλειά, αλλά βρήκε δυο Κινεζάκια που τον περίμεναν στο γραφείο του. Του ήταν άγνωστα. Ήταν γύρω στα δεκατρία με δεκατέσσερα, με σκούρο δέρμα, αδύνατα, με άγρια, ζωώδη βλέμματα. «Μας είπαν να σας βοηθήσουμε», είπε το ένα. Ο γιατρός κούνησε το κεφάλι. Ρώτησε τα ονόματά τους, αλλά εκείνα δεν απάντησαν. Τ α πρόσωπά τους παρέμειναν ανέκφραστα,

σαν να μην είχαν ακούσει την ερώτηση. Αυτά τ’ αγόρια τα είχαν στείλει προφανώς οι Κινέζοι που δούλευαν εκεί μέχρι την προηγούμενη μέρα. Αυτοί οι άνθρωποι είχαν κατά πάσα πιθανότητα κόψει κάθε σχέση με τους Ιάπωνες τώρα, περιμένοντας τις εξελίξεις και τις αλλαγές, αλλά υπέθεταν πως τα παιδιά δεν μπορούσαν να θεωρηθούν υπεύθυνα για τις πράξεις τους από κανέναν. Τα είχαν στείλει σε ένδειξη καλής θέλησης. Οι εργάτες ήξεραν ότι ο γιατρός δεν μπορούσε να φροντίσει τα ζώα μόνος του. Ο κτηνίατρος έδωσε στο κάθε αγόρι από δυο μπισκότα και μετά τα έβαλε να δουλέψουν, βοηθώντας τον να ταΐσει τους ελέφαντες. Οδήγησαν ένα κάρο που το έσερν’ ένα μουλάρι από κλουβί σε κλουβί, δίνοντας σε κάθε ζώο το δικό του φαγητό κι αλλάζοντας το νερό του. Δεν ήταν δυνατό να καθαρίσουν τα κλουβιά. Το καλύτερο που μπορούσαν να κάνουν ήταν ένα γρήγορο πλύσιμο με τη μάνικα, για να φύγουν τα περιττώματα. Ο κήπος ήταν κλειστός έτσι κι αλλιώς: κανείς δεν θα διαμαρτυρόταν αν μύριζε και λιγάκι. Όπως αποδείχτηκε, η απουσία τίγρεων, λεοπαρδάλεων, αρκούδων και λύκων έκανε τη δουλειά πολύ πιο εύκολη. Η φροντίδα των μεγάλων σαρκοφάγων απαιτούσε μεγάλη προσπάθεια και ήταν κι επικίνδυνη. Όσο κι αν ένιωθε άσχημα ο γιατρός περνώντας μπροστά απ’ τα άδεια κλουβιά τους, δεν μπορούσε να καταπνίξει μια αίσθηση ανακούφισης που είχε γλιτώσει απ’ αυτό το βραχνά. Άρχισαν τη δουλειά στις οκτώ και τελείωσαν μετά τις δέκα. Τα παιδιά εξαφανίστηκαν αμέσως χωρίς να πουν κουβέντα. Ο κτηνίατρος ένιωσε εξαντλημένος απ’ τη σκληρή σωματική εργασία. Γύρισε στο γραφείο του κι έδωσε αναφορά στο διευθυντή του ζωολογικού κήπου ότι τα ζώα είχαν ταϊστεί. Λίγο πριν απ’ το μεσημέρι ο νεαρός υπολοχαγός γύρισε στο ζωολογικό κήπο επικεφαλής των ίδιων οκτώ στρατιωτών που είχε φέρει μαζί του την προηγούμενη μέρα. Πάνοπλοι και πάλι, περπατούσαν μ’ έναν επαναλαμβανόμενο μεταλλικό ήχο που ακουγόταν πολύ πριν απ’ την άφιξή τους. Και πάλι τα πουκάμισά τους ήταν μαύρα απ’ τον ιδρώτα, και πάλι τα τζιτζίκια τερέτιζαν στα δέντρα. Σήμερα ωστόσο δεν είχαν έρθει για να σκοτώσουν ζώα. Ο υπολοχαγός χαιρέτησε το διευθυντή και είπε, «Θέλουμε να μάθουμε την τωρινή κατάσταση των χρησιμοποιήσιμων κάρων και υποζυγίων του ζωολογικού κήπου». Ο διευθυντής τον πληροφόρησε ότι είχαν μόνο ένα μουλάρι κι ένα κάρο. «Συνεισφέρομε το μοναδικό μας φορτηγό και τα δυο μας άλογα πριν από δυο βδομάδες», παρατήρησε. Ο υπολοχαγός κούνησε το κεφάλι του με κατανόηση κι ανακοίνωσε ότι θα επιτάξει αμέσως το μουλάρι και το κάρο, κατά διαταγή του Αρχηγείου του στρατού της Κουαντούνγκ. «Σταθείτε μια στιγμή», παρενέβη ο κτηνίατρος. «Τα χρειαζόμαστε αυτά για να ταΐζουμε τα ζώα δυο φορές την ημέρα. Όλο το ντόπιο προσωπικό έχει εξαφανιστεί. Χωρίς το μουλάρι και το κάρο, τα ζώα μας θα πεθάνουν απ’ την πείνα. Ακόμα και μ’ αυτά, με δυσκολία μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα». «Όλοι μας με δυσκολία τα βγάζουμε πέρα, κύριε», είπε ο υπολοχαγός, και τα μάτια του ήταν κατακόκκινα απ’ την αγρύπνια, ενώ το πρόσωπό του αξύριστο κάμποσες μέρες. «Πρώτη μας προτεραιότητα είναι η υπεράσπιση της πόλης. Μπορείτε πάντα ν’ αφήσετε τα ζώα να βγουν απ’ τα κλουβιά τους και να φύγουν αν παραστεί ανάγκη. Λάβαμε πρόνοια για τα επικίνδυνα σαρκοφάγο. Τα άλλα δεν αποτελούν κίνδυνο. Αυτές είναι οι διαταγές τού στρατού, κύριε, θα πρέπει να τα βγάλετε πέρα όπως μπορείτε».

Κόβοντας την κουβέντα, ο υπολοχαγός διέταξε τους άντρες του να πάρουν το μουλάρι και το κάρο. Όταν έφυγαν, ο κτηνίατρος κι ο διευθυντής κοιτάχτηκαν με νόημα. Ο διευθυντής ρούφηξε λίγο απ’ το τσάι του, κούνησε το κεφάλι του και δεν είπε τίποτα. Τέσσερις ώρες αργότερα οι στρατιώτες γύρισαν με το μουλάρι και το κάρο, κι ένα βρομερό μουσαμά να καλύπτει το περιεχόμενο του κάρου. Το μουλάρι ήταν λαχανιασμένο και το δέρμα του άφριζε απ’ την απογευματινή ζέστη κι απ’ το βάρος που κουβαλούσε. Οι οκτώ στρατιώτες οδηγούσαν μπροστά τους τέσσερις Κινέζους νεαρούς εικοσάχρονους άντρες που φορούσαν φόρμες του μπέιζμπολ κι είχαν τα χέρια τους δεμένα πίσω απ’ τις πλάτες. Οι μελανιές στα πρόσωπά τους έδειχναν πως είχαν χτυπηθεί άγρια. Το δεξί μάτι του ενός είχε πρηστεί σε βαθμό που να μην μπορεί να το ανοίξει και τα χείλη ενός άλλου είχαν ματώσει κι είχαν βάψει τη φανέλα του κατακόκκινη. Οι μπλούζες τους δεν έγραφαν τίποτα μπροστά, αλλά υπήρχαν μικρά τετράγωνα απ’ όπου είχαν αφαιρεθεί οι ετικέτες με τα ονόματα. Οι αριθμοί στις πλάτες τους ήταν 1,4,7 και 9.0 κτηνίατρος δεν μπορούσε να φανταστεί γιατί σε μια τέτοια κρίσιμη εποχή τέσσερις Κινέζοι μπορεί να φορούσαν φόρμες του μπέιζμπολ, γιατί είχαν χτυπηθεί τόσο άσχημα και συρθεί εδώ από Ιάπωνες στρατιώτες. Η σκηνή έμοιαζε εντελώς εξωπραγματική σαν ζωγραφικό έργο τρελού. Ο υπολοχαγός ρώτησε το διευθυντή του ζωολογικού κήπου αν είχε αξίνες και φτυάρια που να μπορεί να χρησιμοποιήσει. Ο νεαρός αξιωματικός έμοιαζε ακόμη πιο χλομός και ταλαιπωρημένος απ’ ό,τι πριν. Ο κτηνίατρος οδήγησε εκείνον και τους άντρες του σε μια αποθήκη με εργαλεία πίσω απ’ το γραφείο του. Ο υπολοχαγός διάλεξε δυο αξίνες και δυο φτυάρια για τους άντρες του. Ύστερα ζήτησε απ’ τον κτηνίατρο να πάει μαζί του και, αφήνοντας τους άντρες εκεί, περπάτησε μέχρι ένα αλσύλλιο που υπήρχε πέρ’ από το δρόμο. Ο κτηνίατρος τον ακολούθησε. Όπου περπατούσε ο υπολοχαγός, έφευγαν πανικόβλητες τεράστιες ακρίδες. Η μυρωδιά του καλοκαιρινού χόρτου κρεμόταν στον αέρα. Ανάμεικτα με το εκκωφαντικό τερέτισμα των τζιτζικιών, τ’ απότομα σαλπίσματα των ελεφάντων έμοιαζαν να προειδοποιούν για κάποιον επερχόμενο κίνδυνο. Ο υπολοχαγός μπήκε στο αλσύλλιο χωρίς να μιλάει, ώσπου βρήκε ένα άνοιγμα ανάμεσα στα δέντρα. Το μέρος είχε ισοπεδωθεί και καθαριστεί για να φτιαχτεί εκεί ένας χώρος με μικρά ζώα όπου θα μπορούσαν να παίξουν μικρά παιδιά. Το σχέδιο είχε αναβληθεί επ’ αόριστον, ωστόσο, όταν η ραγδαία επιδεινούμενη κατάσταση προκάλεσε έλλειψη δομικών υλικών. Τα δέντρα είχαν κοπεί κι είχε δημιουργηθεί ένας κυκλικός ελεύθερος χώρος, κι ο ήλιος φώτιζε αυτό το συγκεκριμένο τμήμα του αλσυλλίου λες κι επρόκειτο για σκηνή θεάτρου. Ο υπολοχαγός στάθηκε στο κέντρο του κύκλου και κοίταξε ολόγυρα. Ύστερα έσκαψε λίγο το έδαφος με το τακούνι της μπότας του. «Θα στρατοπεδεύσουμε εδώ για λίγο», είπε γονατίζοντας και παίρνοντας στο χέρι του μια χούφτα χώμα. Ο κτηνίατρος συμφώνησε κουνώντας το κεφάλι. Δεν είχε ιδέα γιατί θα ’πρεπε να στρατοπεδεύσουν σ’ ένα ζωολογικό κήπο, αλλ’ αποφάσισε να μη ρωτήσει. Εδώ στο Σιν-τσινγκ η εμπειρία τον είχε διδάξει να μην αμφισβητεί ποτέ τους στρατιωτικούς. Το μόνο που πετύχαινες με τις ερωτήσεις ήταν να τους θυμώσεις, εκτός του ότι δεν έπαιρνες ποτέ απ’ αυτούς σαφείς απαντήσεις. «Πρώτα θα σκάψουμε μια μεγάλη τρύπα εδώ», είπε ο υπολοχαγός σαν να μιλούσε στον εαυτό του. Σηκώθηκε όρθιος κι έβγαλε απ’ την τσέπη του πουκαμίσου του ένα πακέτο τσιγάρα. Βάζοντας ένα τσιγάρο στο στόμα, πρόσφερε ένα στο γιατρό κι ύστερα τ’ άναψε και τα δυο μ’ ένα σπίρτο. Οι δυο

τους συγκεντρώθηκαν για λίγο στην απόλαυση του καπνίσματος για να γεμίσουν το κενό της σιωπής. Ο υπολοχαγός άρχισε και πάλι να σκάβει το έδαφος με την μπότα του. Σχεδίασε ένα είδος διαγράμματος στο χώμα και μετά το ’σβήσε. Τελικά ρώτησε τον κτηνίατρο: «Πού γεννήθηκες;» «Στην Καναγκάουα», είπε ο γιατρός. «Σε μια μικρή πόλη που τη λένε Οφούνα, κοντά στη θάλασσα». Ο υπολοχαγός κούνησε το κεφάλι του με κατανόηση. «Κι εσύ πού γεννήθηκες;» ρώτησε ο κτηνίατρος. Αντί ν’ απαντήσει, ο υπολοχαγός μισόκλεισε τα μάτια και παρακολούθησε τον καπνό ν’ ανεβαίνει ανάμεσα στα δάχτυλά του. Όχι, δεν έχει νόημα να κάνεις ερωτήσεις στους στρατιωτικούς, ξανασκέφτηκε ο κτηνίατρος. Τους αρέσει να κάνουν ερωτήσεις αλλά όχι ν’ απαντάνε. Δεν θα σου πουν ούτε τι ώρα είναι κυριολεκτικά. «Υπάρχει ένα στούντιο κινηματογράφου εκεί», είπε ο υπολοχαγός. Ο γιατρός χρειάστηκε αρκετά δευτερόλεπτα μέχρι να καταλάβει ότι ο υπολοχαγός μιλούσε για την Οφούνα. «Σωστά. Μεγάλο στούντιο. Εγώ όμως δεν έχω μπει ποτέ εκεί». Ο υπολοχαγός πέταξε στο έδαφος ό,τι είχε μείνει απ’ το τσιγάρο του και το ’σβήσε με την μπότα. «Ελπίζω να καταφέρεις να γυρίσεις εκεί», είπε. «Φυσικά, από δω μέχρι την Ιαπωνία υπάρχει ωκεανός. Το πιθανότερο είναι ότι όλοι θα πεθάνουμε εδώ». Κράτησε τα μάτια του καρφωμένα στο έδαφος καθώς μιλούσε. «Πες μου, γιατρέ, φοβάσαι το θάνατο;» «Υποθέτω ότι εξαρτάται απ’ το είδος του θανάτου», είπε ο κτηνίατρος μετά από λίγη σκέψη. Ο υπολοχαγός σήκωσε το βλέμμα και κοίταξε τον κτηνίατρο λες κι αυτή η απάντηση είχε εξάψει την περιέργειά του. Προφανώς περίμενε κάτι άλλο. «Έχεις δίκιο», είπε. «Πραγματικά εξαρτάται απ’ το πώς θα πεθάνεις». Οι δυο τους παρέμειναν σιωπηλοί για λίγη ώρα. Ο υπολοχαγός έδειχνε σαν να ’ταν έτοιμος να κοιμηθεί εκεί επιτόπου, όρθιος. Ήταν προφανώς εξαντλημένος. Μια ιδιαίτερα μεγάλη ακρίδα πέταξε από πάνω του σαν πουλί κι εξαφανίστηκε μέσα σε μια τούφα γρασίδι λίγο παραπέρα, κάνοντας με τα φτερά της δαιμονισμένο θόρυβο. Ο υπολοχαγός κοίταξε το ρολόι του. «Ώρα να ξεκινάμε», είπε χωρίς ν’ απευθύνεται σε κανέναν ιδιαίτερα. Ύστερα μίλησε στον κτηνίατρο. «Κάτσ’ εδώ για λίγο. Μπορεί να χρειαστεί να μου κάνεις μια χάρη». Ο κτηνίατρος κούνησε το κεφάλι και δεν είπε τίποτα. Οι στρατιώτες έφεραν τους Κινέζους αιχμαλώτους στο ξέφωτο του δάσους και τους έλυσαν τα χέρια. Ο δεκανέας σχεδίασε ένα μεγάλο κύκλο στο έδαφος χρησιμοποιώντας ένα ρόπαλο του μπέιζμπολ -αν και το γιατί ένας στρατιωτικός μπορεί να κουβαλούσε μαζί του ένα ρόπαλο του μπέιζμπολ ήταν κάτι που ο κτηνίατρος το θεωρούσε μυστήριο και διέταξε στα ιαπωνικά τους αιχμαλώτους να σκάψουν μια μεγάλη τρύπα στο μέγεθος του κύκλου. Με τις αξίνες και τα φτυάρια,

οι τέσσερις Κινέζοι με τις φόρμες του μπέιζμπολ άρχισαν να σκάβουν αμίλητοι. Η μισή διμοιρία τούς φρουρούσε, ενώ η άλλη μισή είχε ξαπλώσει και ξεκουραζόταν ανάμεσα στα δέντρα. Έμοιαζαν να χρειάζονται επειγόντως ύπνο' δεν πρόλαβαν ν’ ακουμπήσουν στο έδαφος κι άρχισαν να ροχαλίζουν. Οι τέσσερις που έμειναν ξύπνιοι παρακολουθούσαν το σκάψιμο της τρύπας με τα τουφέκια ακουμπισμένα στους γοφούς τους με τις ξιφολόγχες στη θέση τους, έτοιμοι για άμεση δράση. Ο υπολοχαγός κι ο δεκανέας, μια ο ένας και μια ο άλλος, επέβλεπαν τη δουλειά και λαγοκοιμόντουσαν κάτω απ’ τα δέντρα. Οι τέσσερις Κινέζοι αιχμάλωτοι χρειάστηκαν λιγότερο από μια ώρα για να σκάψουν ένα λάκκο με διάμετρο γύρω στα τέσσερα μέτρα και βαθΰ μέχρι το λαιμό τους. Ο ένας απ’ τους τέσσερις ζήτησε νερό στα ιαπωνικά. Ο υπολοχαγός συμφώνησε μ’ ένα νεύμα κι ένας στρατιώτης έφερε έναν κουβά γεμάτο νερό. Οι τέσσερις Κινέζοι, ο ένας μετά τον άλλο, πήραν μ’ ένα κύπελλο νερό απ’ τον κουβά και ήπιαν. Ήπιαν σχεδόν όλο το νερό. Οι στολές του μπέιζμπολ που φορούσαν είχαν γίνει μαύρες απ’ το αίμα, τη λάσπη και τον ιδρώτα. Ο υπολοχαγός έβαλε δυο από τους στρατιώτες να σύρουν το κάρο μέχρι το λάκκο. Ο δεκανέας τράβηξε το μουσαμά κι αποκάτω αποκαλύφθηκαν τέσσερα πτώματα. Φορούσαν κι αυτά τις ίδιες φόρμες του μπέιζμπολ όπως και οι αιχμάλωτοι, και προφανώς ήταν κι εκείνοι Κινέζοι. Είχαν μάλλον εκτελεστεί με πυροβόλο όπλο, και οι φόρμες τους ήταν βουτηγμένες στο αίμα. Τεράστιες μύγες είχαν αρχίσει να μαζεύονται πάνω απ’ τα πτώματα. Κρίνοντας απ’ τον τρόπο που είχε στεγνώσει το αίμα, ο γιατρός μάντεψε ότι πρέπει να ήταν νεκροί ήδη γύρω στις είκοσι τέσσερις ώρες. Ο υπολοχαγός διέταξε τους τέσσερις Κινέζους που είχαν σκάψει το λάκκο να πετάξουν τα πτώματα μέσα. Χωρίς να πουν κουβέντα, με τα πρόσωπά τους κατάχλομα, οι τέσσερις άντρες έβγαλαν τα σώματα απ’ το κάρο και τα πέταξαν ένα-ένα μέσα στο λάκκο. Το κάθε πτώμα έσκαγε στον πάτο του λάκκου μ’ έναν πνιχτό γδούπο. Οι αριθμοί στις φόρμες των νεκρών ήταν 2,5,6 και 8.0 κτηνίατρος τους απομνημόνευσε. Όταν οι τέσσερις Κινέζοι τελείωσαν το άδειασμα των πτωμάτων στο λάκκο, οι στρατιώτες τούς έδεσαν σε τέσσερα κοντινά δέντρα. Ο υπολοχαγός σήκωσε το χέρι του και μελέτησε το ρολόι του με πένθιμη έκφραση στο πρόσωπο. Μετά γύρισε το βλέμμα προς τον ουρανό και το κράτησε εκεί για λίγο σαν να έψαχνε κάτι. Έμοιαζε με σταθμάρχη που στεκόταν στην πλατφόρμα περιμένοντας κάποιο τρένο που είχε καθυστερήσει ανεπίτρεπτα. Όμως στην πραγματικότητα δεν κοιτούσε τίποτε απολύτως. Απλώς περίμενε να περάσει λίγος χρόνος. Μόλις τελείωσε αυτή η αναμονή, γύρισε στο δεκανέα και του έδωσε μια κοφτή διαταγή να τρυπήσει με τις ξιφολόγχες τρεις απ’ τους τέσσερις αιχμαλώτους (τους αριθμούς 1, 7 και 9). Εκείνος διάλεξε τρεις στρατιώτες, οι οποίοι πήραν θέσεις μπροστά απ’ τους τρεις Κινέζους. Οι στρατιώτες έμοιαζαν πιο χλομοί κι απ’ τους άντρες που επρόκειτο να σκοτώσουν. Οι Κινέζοι έδειχναν υπερβολικά κουρασμένοι για να ελπίζουν σε οτιδήποτε. Ο δεκανέας πρόσφερε σε καθέναν απ’ αυτούς τσιγάρο, αλλά εκείνοι αρνήθηκαν. Εκείνος έβαλε πάλι τα τσιγάρα στην τσέπη του πουκαμίσου του. Παίρνοντας μαζί του τον κτηνίατρο, ο υπολοχαγός πήγε και στάθηκε κάπως απόμακρα σε σχέση με τους άλλους στρατιώτες. «Πρέπει να το δεις αυτό», είπε. «Αυτός είναι ένας άλλος τρόπος θανάτου».

Ο κτηνίατρος κούνησε το κεφάλι. Ο υπολοχαγός δεν το λέει αυτό σ’ εμένα, σκέφτηκε. Το λέει στον εαυτό του. Με ήρεμη φωνή, ο υπολοχαγός εξήγησε, «Ο απλούστερος και πιο αποτελεσματικός τρόπος να τους σκοτώσουμε θα ήταν με μια σφαίρα, αλλά έχουμε διαταγές να μη σπαταλήσουμε καθόλου πυρομαχικά κι ασφαλώς να μην ξοδεύουμε τις σφαίρες μας για να σκοτώνουμε Κινέζους. Τις σφαίρες υποτίθεται πως τις έχουμε για τους Ρώσους. Αυτούς εδώ θα τους σκοτώσουμε με τις ξιφολόγχες, αλλά μη νομίζεις ότι είναι και τόσο εύκολο όσο φαίνεται. Επί τη ευκαιρία, γιατρέ, σας μάθανε πώς να χρησιμοποιείτε την ξιφολόγχη στο στρατό;» Ο γιατρός εξήγησε πως ήταν κτηνίατρος του ιππικού και δεν είχε εκπαιδευτεί να χρησιμοποιεί ξιφολόγχη. «Λοιπόν, ο σωστός τρόπος για να σκοτώσεις κάποιον με ξιφολόγχη είναι ο εξής: πρώτα του τη χώνεις κάτω απ’ τα πλευρά εδώ». Ο υπολοχαγός έδειξε ένα σημείο λίγο παραπάνω απ’ το στομάχι του. «Μετά διαγράφεις με τη μύτη της ξιφολόγχης ένα μεγάλο, βαθύ κύκλο μέσα του για να του κομματιάσεις τα σωθικά. Μετά τη στρέφεις με δύναμη προς τα πάνω για να του τρυπήσεις την καρδιά. Δεν μπορείς απλώς να την καρφώσεις μια φορά και να περιμένεις να πεθάνει. Μας το ’χουν πει χιλιάδες φορές αυτό στην εκπαίδευση. Οι μάχες σώμα με σώμα, με τη χρήση ξιφολόγχης, καθώς και οι νυχτερινές επιθέσεις αποτελούν το καμάρι τού αυτοκρατορικού στρατού αν και η ουσία είναι πως αυτά είναι φτηνότερα από τα τανκς, τ’ αεροπλάνα και τα κανόνια. Φυσικά, μπορείς να εκπαιδεύεις όσο θέλεις, αλλ’ αυτό που καρφώνεις στο τέλος δεν είναι παρά μια αχυρένια κούκλα κι όχι ένα ζωντανό ανθρώπινο ον. Η κούκλα δεν ματώνει, δεν ουρλιάζει και δεν χύνει τ’ άντερά της στο χώμα. Αυτοί οι στρατιώτες δεν έχουν σκοτώσει ποτέ άνθρωπο μ’ αυτό τον τρόπο. Ούτε κι εγώ». Ο υπολοχαγός κοίταξε το δεκανέα και του έκανε νόημα με το κεφάλι. Ο δεκανέας γάβγισε μια διαταγή στους τρεις στρατιώτες, οι οποίοι στάθηκαν κλαρίνο. Μετά έκαναν μισό βήμα πίσω κι έστρεψαν τις ξιφολόγχες προς τα εμπρός, σημαδεύοντας ο καθένας το δικό του αιχμάλωτο. Ένας απ’ τους νεαρούς (ο νούμερο 7) γρύλισε κάτι στα κινέζικα που έμοιαζε με βρισιά κι έφτυσε περιφρονητικά αλλά το σάλιο δεν έφτασε ποτέ στο χώμα. Απλώς λέρωσε το στήθος της φόρμας του μπέιζμπολ. Με την επόμενη διαταγή οι τρεις στρατιώτες κάρφωσαν τις ξιφολόγχες τους στους Κινέζους με τρομερή δύναμη. Μετά, όπως είχε πει ο υπολοχαγός, έστριψαν τις λεπίδες έτσι ώστε να κομματιάσουν τα εσωτερικά τους όργανα και τέλος έστρεψαν τις μύτες προς τα πάνω. Οι κραυγές των Κινέζων δεν ήταν πολύ δυνατές περισσότερο σαν λυγμοί και λιγότερο σαν κραυγές, λες κι άφηναν την τελευταία τους πνοή να βγει απ’ τα σώματά τους όλοι μαζί μέσ’ από ένα μοναδικό άνοιγμα. Οι στρατιώτες έβγαλαν απ’ τα κορμιά των θυμάτων τους τις ξιφολόγχες κι έκαναν ένα βήμα πίσω. Ο δεκανέας ξαναγάβγισε τη διαταγή και οι άντρες επανέλαβαν τη διαδικασία ακριβώς όπως και πριν καρφώνοντας, στρίβοντας, στρέφοντας προς τα πάνω, αποσύροντας. Ο κτηνίατρος παρακολουθούσε αμίλητος και μουδιασμένος, έχοντας την αίσθηση ότι χωριζόταν στα δυο. Έγινε ταυτόχρονα ο εκτελεστής κι ο εκτελεσμένος. Ένιωθε ταυτόχρονα την αντίσταση της ξιφολόγχης καθώς έσκιζε τα σωθικά του θύματός της και τον πόνο τού θύματος που ένιωθε τα εσωτερικά του όργανα να κομματιάζονται. Χρειάστηκε πολΰ περισσότερος χρόνος απ’ ό,τι φανταζόταν για να πεθάνουν οι Κινέζοι. Απ’ τα

κομματιασμένα τους σώματα χύθηκαν στο χώμα απίστευτες ποσότητες αίμα, αλλ’ ακόμα και με τα εσωτερικά τους όργανα κομματιασμένα συνέχιζαν να σπαράζουν ελαφρά γι’ αρκετή ώρα. Ο δεκανέας χρησιμοποίησε τη δική του ξιφολόγχη για να κόψει τα σκοινιά που έδεναν τους άντρες στα δέντρα κι ύστερα έβαλε τους στρατιώτες που δεν είχαν συμμετάσχει στη σφαγή να σΰρουν τα πεσμένα σώματα στο λάκκο και να τα πετάξουν μέσα. Κι αυτά τα σώματα έπεσαν στον πάτο τοΰ λάκκου μ’ έναν υπόκωφο γδούπο, αλλά ο γιατρός είχε την εντύπωση ότι ο ήχος ήταν διαφορετικός απ’ αυτόν που έκαναν τα προηγούμενα πτώματα ίσως γιατί τα τρία κορμιά δεν ήταν ακόμη εντελώς νεκρά. Τώρα είχε μείνει μόνο ο νεαρός Κινέζος με το νούμερο 4 στην μπλούζα του. Οι τρεις κατάχλομοι στρατιώτες έκοψαν πλατιά φύλλα απ’ τα φυτά δίπλα στα πόδια τους και σκούπισαν τις ματωμένες ξιφολόγχες τους. Μαζί με το αίμα σκούπισαν και διάφορα άλλα, παράξενου χρώματος σωματικά υγρά και κομμάτια σάρκας απ’ τις λεπίδες. Οι άντρες χρειάστηκε να χρησιμοποιήσουν πολλά φύλλα για να ξαναπάρουν οι ξιφολόγχες την αρχική μεταλλική τους λάμψη. Ο κτηνίατρος αναρωτήθηκε γιατί άραγε να είχαν αφήσει ζωντανό μόνο τον κρατούμενο νούμερο 4, αλλά δεν είχε σκοπό ν’ αρχίσει να ρωτάει. Ο υπολοχαγός έβγαλε άλλο ένα τσιγάρο και το άναψε. Ύστερα πρόσφερε και στον κτηνίατρο, που το δέχτηκε αμίλητος κι αφού το ’βαλε στα χείλη του το άναψε με δικά του σπίρτα. Τα χέρια του δεν έτρεμαν, αλλά έμοιαζαν να έχουν χάσει κάθε αίσθηση, σαν να φορούσε χοντρά γάντια. «Αυτοί οι τέσσερις ήταν μαθητές της Σχολής Ευελπίδων της Μαντσουκουό», είπε ο υπολοχαγός. «Αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στην άμυνα του Σιν-τσινγκ. Σκότωσαν δύο απ’ τους Ιάπωνες εκπαιδευτές τους χτες τη νύχτα και προσπάθησαν να το σκάσουν. Τους πιάσαμε κατά τη διάρκεια της νυχτερινής περιπολίας, σκοτώσαμε τέσσερις απ’ αυτούς επιτόπου και συλλάβαμε άλλους τέσσερις. Δυο άλλοι το έσκασαν στο σκοτάδι». Ο υπολοχαγός έτριψε το αξύριστο σαγόνι του με την παλάμη του. «Προσπαθούσαν να το σκάσουν φορώντας φόρμες του μπέιζμπολ. Νομίζω ότι καταλάβαιναν πως θα συλληφθούν σαν λιποτάκτες αν φορούσαν τις στρατιωτικές τους στολές. Ή μπορεί και να φοβόντουσαν τι θα τους έκαναν τα κομμουνιστικά στρατεύματα αν τους έπιαναν με τις στολές της Μαντσουκουό. Τέλος πάντων, το μόνο που είχαν στο στρατώνα να φορέσουν εκτός από τις στρατιωτικές τους στολές ήταν οι φόρμες της ομάδας μπέιζμπολ της Σχολής Ευελπίδων. Έτσι ξήλωσαν τα ονόματα και προσπάθησαν να το σκάσουν φορώντας αυτές. Δεν ξέρω αν ξέρεις, αλλά η σχολή είχε τρομερή ομάδα. Πήγαιναν κάποτε στην Ταϊβάν και στην Κορέα για φιλικά ματς. Εκείνος ο τύπος» -και σ’ αυτό το σημείο ο υπολοχαγός έδειξε τον Κινέζο που ήταν δεμένος στο δέντρο«ήταν ο αρχηγός τής ομάδας και τα κατάφερνε καλύτερα απ’ όλους στο ρόπαλο. Νομίζουμε πως είναι αυτός που οργάνωσε τη λιποταξία. Σκότωσε τους δυο εκπαιδευτές του μ’ ένα ρόπαλο. Οι εκπαιδευτές ήξεραν ότι υπήρχε κάποια αναταραχή στο στρατώνα και δεν επρόκειτο να δώσουν όπλα στους Ευέλπιδες αν δεν υπήρχε απόλυτη ανάγκη. Ξέχασαν όμως τα ρόπαλα. Και οι δυο κατέληξαν μ’ ανοιγμένα κεφάλια. Μάλλον πέθαναν ακαριαία. Δυο τέλεια χτυπήματα ακρίβειας. Κι αυτό είναι το ρόπαλο». Ο υπολοχαγός ζήτησε απ’ το δεκανέα να του φέρει το ρόπαλο. Το ’δωσε στον κτηνίατρο να το κρατήσει. Ο κτηνίατρος το ’πιασε και με τα δυο χέρια και το κράτησε ψηλά μπροστά στο πρόσωπό του, όπως κάνει ένας παίκτης όταν πρωτοπαίρνει τη θέση του στη βαλβίδα. Ήταν ένα κοινό ρόπαλο, όχι πολύ καλοφτιαγμένο, με άγαρμπο φινίρισμα και αγυάλιστο. Ήταν βαρύ ωστόσο και

πολυχρησιμοποιημένο. Η λαβή ήταν μαύρη απ’ τον ιδρώτα. Δεν έμοιαζε με ρόπαλο που είχε χρησιμοποιηθεί τελευταία για να σκοτώσει δυο ανθρώπινα πλάσματα. Αφού δοκίμασε το βάρος του, ο κτηνίατρος το ’δωσε ξανά στον υπολοχαγό κι εκείνος το στριφογύρισε μια-δυο φορές, δείχνοντας έτσι πως ήξερε από μπέιζμπολ. «Παίζεις μπέιζμπολ;» ρώτησε ο υπολοχαγός τον κτηνίατρο. «Έπαιζα συνεχώς όταν ήμουν παιδί». «Και τώρα γιατί δεν παίζεις; Μεγάλωσες;» «Δεν παίζω πια μπέιζμπολ», είπε ο κτηνίατρος, και παραλίγο να ρωτήσει, «Εσύ, υπολοχαγέ;», αλλά κατάπιε τα λόγια του. «Με διατάξανε να σκοτώσω αυτό τον τύπο χτυπώντας τον μέχρι θανάτου με το ίδιο ρόπαλο που χρησιμοποίησε εκείνος», είπε ο υπολοχαγός στεγνά ενώ χτυπούσε το χώμα με την άκρη του ρόπαλου. «Οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος. Μεταξύ μας τώρα, νομίζω πως η διαταγή είναι άθλια. Σε τι θα ωφελήσει να σκοτώσουμε αυτούς τους τύπους; Δεν έχουμε πια καθόλου αεροπλάνα, δεν έχουμε πολεμικά πλοία, το καλύτερο μέρος του στρατού μας έχει χαθεί. Κάποια καινούργια βόμβα εξαφάνισε ολόκληρη την πόλη της Χιροσίμα μέσα σ’ ένα δευτερόλεπτο. Εμείς ή πρόκειται να διωχτούμε κακήν κακώς απ’ τη Μαντζουρία ή να σκοτωθούμε, και η Κίνα θ’ ανήκει και πάλι στους Κινέζους. Σκοτώσαμε πάρα πολλούς Κινέζους, και το να προσθέσουμε μερικά πτώματα στο σύνολο δεν πρόκειται ν’ αλλάξει τίποτα. Όμως οι διαταγές είναι διαταγές. Εγώ είμαι στρατιωτικός και πρέπει να εκτελώ διαταγές. Σκοτώσαμε τις τίγρεις και τις λεοπαρδάλεις χτες, και σήμερα θα σκοτώσουμε αυτούς τους τύπους. Κοίτα λοιπόν καλά, γιατρέ. Θα δεις άλλον έναν τρόπο με τον οποίο πεθαίνουν οι άνθρωποι. Είσαι γιατρός, οπότε είσαι μάλλον συνηθισμένος στα μαχαίρια και στο αίμα και στα εντόσθια, αλλά μάλλον δεν έχεις δει ποτέ κάποιον να πεθαίνει από ρόπαλο του μπέιζμπολ». Ο υπολοχαγός διέταξε το δεκανέα να φέρει τον παίκτη νούμερο 4 στην άκρη του λάκκου. Για μια ακόμη φορά του έδεσαν τα χέρια πίσω απ’ την πλάτη κι ύστερα του έκλεισαν τα μάτια μ’ ένα μαντίλι και τον έβαλαν να γονατίσει στο χώμα. "Ηταν ένας ψηλός και εύσωμος νεαρός με γερά μπράτσα, χοντρά σαν τα πόδια άλλων ανθρώπων. Ο υπολοχαγός κάλεσε ένα νεαρό στρατιώτη και του έδωσε το ρόπαλο. «Σκότωσέ τον μ’ αυτό», είπε. Ο νεαρός στρατιώτης στάθηκε προσοχή και χαιρέτησε στρατιωτικά πριν πάρει στο χέρι το ρόπαλο, αλλά μόλις το πήρε στα χέρια του, συνέχισε να στέκεται εκεί σαν κεραυνοβολημένος. Έμοιαζε ανίκανος να συλλάβει την έννοια του να χτυπήσει έναν Κινέζο μέχρι θανάτου μ’ ένα ρόπαλο του μπέιζμπολ. «Έχεις παίξει ποτέ μπέιζμπολ;» ρώτησε ο υπολοχαγός το νεαρό στρατιώτη (τον ίδιο στρατιώτη που αργότερα, σ’ ένα ορυχείο κοντά στο Ιρκοΰτσκ, ένας Σοβιετικός φρουρός θα του άνοιγε στα δυο το κεφάλι μ’ ένα φτυάρι). «Όχι, κΰριε, ποτέ», απάντησε ο στρατιώτης με δυνατή φωνή. Και το χωριό του Χοκάιντο όπου είχε γεννηθεί και το χωριό τής Μαντζουρίας όπου μεγάλωσε ήταν τόσο φτωχά, ώστε καμιά οικογένεια, είτε στο ένα μέρος είτε στο άλλο, δεν μποροΰσε να επιτρέψει στον εαυτό της την πολυτέλεια μιας μπάλας του μπέιζμπολ, πόσο μάλλον ενός ρόπαλου. Είχε περάσει την παιδική του ηλικία παίζοντας

στα χωράφια, πιάνοντας πυγολαμπίδες και παίζοντας ξιφομαχία με ξΰλα. Ποτέ στη ζωή του δεν είχε παίξει μπέιζμπολ και ποτέ στη ζωή του δεν είχε δει το παιχνίδι αυτό να παίζεται. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που κρατοΰσε στο χέρι του ρόπαλο. Ο υπολοχαγός τοΰ έδειξε πώς να το κρατήσει και του έμαθε τα βασικά σχετικά με τον παλμό, δείχνοντάς του μερικές φορές ο ίδιος. «Βλέπεις; Όλη η κίνηση εξαρτάται απ’ τους γοφοΰς», γρΰλισε μέσ’ από σφιγμένα δόντια. «Από την αρχική θέση φέρνεις το σώμα όλο μαζί μπροστά και το ρόπαλο ακολουθεί φυσιολογικά. Καταλαβαίνεις; Αν συγκεντρώσεις υπερβολικά το μυαλό σου στο χειρισμό του ρόπαλου, τη δουλειά την κάνουν μόνο τα χέρια κι έτσι χάνεις δύναμη. Πρέπει να στρέφεσαι απ’ τους γοφοΰς και πάνω». Ο στρατιώτης δεν έδειξε να καταλαβαίνει εντελώς τις οδηγίες του υπολοχαγοΰ του, αλλά έβγαλε τη βαριά του εξάρτυση όπως διατάχτηκε κι έκανε πρακτική για λίγη ώρα στο χτΰπημα με το ρόπαλο. Όλοι τον παρακολουθούσαν. Ο υπολοχαγός έπιασε με τα χέρια του τα χέρια του στρατιώτη για να τον βοηθήσει να σταθεροποιήσει τη λαβή του. Ήταν καλός δάσκαλος. Δεν πέρασε πολλή ώρα και το χτΰπημα του στρατιώτη, αν και λίγο αδέξιο, σφύριζε στον αέρα. Αυτό που έλειπε απ’ το νεαρό στρατιώτη σε επιδεξιότητα το κέρδιζε σε μυϊκή δύναμη, έχοντας περάσει πολλά χρόνια δουλειάς στο χωράφι. «Δεν είναι κι άσχημα», είπε ο υπολοχαγός χρησιμοποιώντας το καπέλο του για να σκουπίσει τον ιδρώτα απ’ το μέτωπό του. «Εντάξει, τώρα προσπάθησε να το κάνεις μ’ ένα καλό, καθαρό χτύπημα. Μην τον κάνεις να υποφέρει». Αυτό που έλεγε στην ουσία ήταν: «Δεν θέλω να το κάνω αυτό όπως δεν θες να το κάνεις κι εσΰ. Ποιος ηλίθιος μπορεί να σκέφτηκε κάτι τέτοιο; Να σκοτώσεις κάποιον μ’ ένα ρόπαλο του μπέιζμπολ...» Όμως ένας αξιωματικός δεν μποροΰσε ποτέ να πει κάτι τέτοιο σ’ έναν κληρωτό. Ο στρατιώτης πλησίασε πίσω απ’ τον Κινέζο με τα δεμένα μάτια, που ήταν γονατιστός στο έδαφος. Όταν ο στρατιώτης σήκωσε το ρόπαλο, οι δυνατές ακτίνες του ήλιου που έδυε πρόβαλαν τη μακριά, χοντρή σκιά του ρόπαλου στο χώμα. Τι παράξενο, σκέφτηκε ο κτηνίατρος. Ο υπολοχαγός είχε δίκιο: δεν έχω δει ποτέ άνθρωπο να σκοτώνεται με ρόπαλο του μπέιζμπολ. Ο νεαρός στρατιώτης κράτησε το ρόπαλο ψηλά για πολλή ώρα. Ο γιατρός είδε την άκρη του να τρεμουλιάζει. Ο υπολοχαγός έκανε νόημα στο στρατιώτη με το κεφάλι. Με μια βαθιά ανάσα, ο στρατιώτης πήρε φόρα κι ΰστερα κατέβασε μ5 όλη του τη δΰναμη το ρόπαλο στο πίσω μέρος του κεφαλιοΰ τοΰ Κινέζου εΰελπη. Το έκανε εκπληκτικά καλά. Έστριψε τους γοφοΰς του ακριβώς όπως τον είχε διδάξει ο υπολοχαγός, το χοντρό μέρος του ρόπαλου χτΰπησε ακριβώς πίσω από τ’ αυτί του Κινέζου και συνέχισε την πορεία του πέρα απ’ αυτό σ’ ένα τέλειο ημικύκλιο. Ακοΰστηκ’ ένας ξερός κρότος και το κρανίο διαλύθηκε. Ο ίδιος ο γονατιστός άντρας δεν έβγαλε οΰτε κιχ. Το σώμα του έμεινε μετέωρο για μια στιγμή σε μια παράξενη πόζα κι ΰστερα γκρεμίστηκε προς τα εμπρός. Έπεσε με το μάγουλο στο χώμα και με το αίμα να τρέχει απ’ το ένα του αυτί. Δεν κουνιόταν καθόλου. Ο υπολοχαγός κοίταξε το ρολόι του. Ο νεαρός στρατιώτης, έχοντας ακόμα το ρόπαλο στα χέρια, είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό να κοιτάζει κάπου στο άπειρο. Ο υπολοχαγός ήταν άνθρωπος που έκανε ό,τι έκανε με μεγάλη προσοχή. Περίμενε ένα ολόκληρο λεπτό. Όταν σιγουρεύτηκε ότι ο νεαρός Κινέζος δεν κουνιόταν καθόλου, είπε στον κτηνίατρο, «Θα

μπορούσες να μου κάνεις μια χάρη και να ελέγξεις αν είναι πράγματι νεκρός;» Ο κτηνίατρος κούνησε το κεφάλι του καταφατικά, πήγε εκεί που ήταν σωριασμένος ο Κινέζος, γονάτισε και του ’βγάλε το μαντίλι από τα μάτια. Τα μάτια του άντρα ήταν διάπλατα ανοιχτά και με τις κόρες στραμμένες προς τα πάνω. Λαμπερό κόκκινο αίμα έτρεχε απ’ το αυτί του. Απ’ το μισάνοιχτο στόμα του φαινόταν η γλώσσα του που είχε γυρίσει ανάποδα. Το χτύπημα είχε αφήσει το λαιμό του στραμμένο σε μια πολύ παράξενη γωνία. Τα ρουθούνια του είχαν βγάλει χοντρά κομπαλάκια αίμα, αφήνοντας μαύρους λεκέδες πάνω στο ξερό χώμα. Μια ιδιαίτερα ζωηρή -και μεγάλημύγα είχε ήδη προλάβει να χωθεί σ’ ένα απ’ τα ρουθούνια για να γεννήσει τ’ αυγά της. Ο κτηνίατρος, για να βεβαιωθεί, έπιασε τον καρπό του άντρα κι έψαξε να βρει το σφυγμό του. Δεν υπήρχε σφυγμός τουλάχιστον εκεί που θα ’πρεπε να υπάρχει, Ο νεαρός στρατιώτης είχε κόψει το νήμα της ζωής αυτού του θηριώδους άντρα με ένα και μοναδικό χτύπημα του ρόπαλου στην πραγματικότητα, με το πρώτο χτύπημα που είχε δώσει ποτέ του. Ο κτηνίατρος κοίταξε προς τον υπολοχαγό και του έκανε νόημα ότι ο άντρας ήταν αναμφίβολα νεκρός. Έχοντας εκπληρώσει το έργο που του είχαν ζητήσει, είχε αρχίσει σιγά σιγά να σηκώνεται, όταν του φάνηκε πως ο ήλιος που τον χτυπούσε στην πλάτη άρχισε ξαφνικά να καίει πιο έντονα. Εκείνη τη στιγμή ο νεαρός Κινέζος με τη φόρμα νούμερο 4 σηκώθηκε σε καθιστή θέση, σαν να είχε ξυπνήσει εντελώς. Χωρίς τον παραμικρό δισταγμό ή αβεβαιότητα -ή τουλάχιστον έτσι φάνηκε σε όσους παρακολουθούσαν άρπαξε το γιατρό απ’ τον καρπό του χεριού. Όλα έγιναν σ’ ένα δέκατο του δευτερολέπτου, Ο κτηνίατρος δεν μπορούσε να το συλλάβει: ο άντρας ήταν νεκρός, ήταν σίγουρος γι’ αυτό. Όμως τώρα, χάρη σε μια τελευταία ρανίδα ζωής που έμοιαζε να ξεπηδάει απ’ το πουθενά, ο άντρας είχε αρπάξει το γιατρό απ’ τον καρπό με τη δύναμη μιας μέγγενης. Με τα μάτια πεταγμένα έξω απ’ τις κόγχες, τις κόρες στραμμένες προς τα πάνω, ο άντρας έπεσε προς τα εμπρός μες στο λάκκο τραβώντας το γιατρό μαζί του. Ο γιατρός έπεσε από πάνω του κι άκουσε ένα απ’ τα πλευρά του Κινέζου να σπάζει καθώς το σώμα του ήρθε σ’ επαφή με το χώμα. Ο Κινέζος παίκτης του μπέιζμπολ συνέχιζε να τον κρατάει απ’ τον καρπό. Οι στρατιώτες τα είδαν όλ’ αυτά να συμβαίνουν, αλλά ήταν κεραυνοβολημένοι απ’ την έκπληξη για να μπορέσουν να κάνουν οτιδήποτε εκτός απ’ το να στέκονται και να κοιτάνε. Ο υπολοχαγός συνήλθε πρώτος και πήδηξε μες στο λάκκο. Τράβηξε το πιστόλι του απ’ τη θήκη, ακούμπησε την κάννη στο κεφάλι του Κινέζου και τράβηξε τη σκανδάλη δυο φορές. Δυο δυνατοί, αλλεπάλληλοι κρότοι ακούστηκαν, και μια τεράστια μαύρη τρύπα άνοιξε στον κρόταφο του Κινέζου. Τώρα η ζωή του είχε φύγει εντελώς, όμως εκείνος συνέχιζε ν’ αρνείται ν’ αφήσει τον καρπό του γιατρού. Ο υπολοχαγός γονάτισε και με το πιστόλι στο ένα χέρι άρχισε ν’ ανοίγει με μεγάλη δυσκολία τα δάχτυλα του πτώματος ένα-ένα. Ο κτηνίατρος ήταν κι αυτός ξαπλωμένος μες στο λάκκο με οχτώ σιωπηλά κινέζικα πτώματα γύρω του, όλα ντυμένα με φόρμες του μπέιζμπολ. Μέσα στο λάκκο το τετέρισμα των τζιτζικιών ακουγόταν πολύ διαφορετικά απ’ ό,τι ακουγόταν έξω απ’ αυτόν. Όταν ο κτηνίατρος απελευθερώθηκε επιτέλους απ’ τη λαβή του νεκρού, οι στρατιώτες τράβηξαν τον ίδιο και τον υπολοχαγό έξω απ’ το λάκκο. Ο κτηνίατρος κάθισε οκλαδόν στο γρασίδι και πήρε μερικές βαθιές ανάσες. Ύστερα κοίταξε τον καρπό του χεριού του. Τα δάχτυλα του Κινέζου είχαν αφήσει πέντε κατακόκκινα σημάδια. Αυτό το ζεστό αυγουστιάτικο απόγευμα ο κτηνίατρος είχε παγώσει μέχρι το κέντρο της ύπαρξής του. Δεν θ’ απαλλαγώ ποτέ απ’ αυτή την παγωνιά, σκέφτηκε. Ο νεκρός, πραγματικά, σοβαρά, προσπαθούσε να με πάρει μαζί του, όπου κι αν ήταν να πάει.

Ο υπολοχαγός ασφάλισε το περίστροφό του και το ξανάβαλε στη θήκη του προσεκτικά. Ήταν η πρώτη φορά που είχε πυροβολήσει άνθρωπο. Όμως προσπάθησε να μην το σκέφτεται. Ο πόλεμος θα συνεχιζόταν, για ένα διάστημα τουλάχιστον, και οι άνθρωποι θα συνέχιζαν να πεθαίνουν. Μπορούσε ν’ αφήσει τις βαθιές σκέψεις γι’ αργότερα. Σκούπισε την ιδρωμένη δεξιά του παλάμη στο παντελόνι του κι ύστερα διέταξε τους στρατιώτες που δεν είχαν συμμετάσχει στην εκτέλεση να γεμίσουν με χώμα το λάκκο. Ένα τεράστιο σμήνος από μύγες είχε ήδη αναλάβει υπηρεσία πάνω στο σωρό των πτωμάτων. Ο νεαρός στρατιώτης συνέχιζε να στέκεται εκεί που είχε μείνει, αποσβολωμένος, κρατώντας το ρόπαλο. Ήταν σαν να μην μπορούσε ν’ ανοίξει τα χέρια του. Ο υπολοχαγός κι ο δεκανέας τον άφησαν ήσυχο. Φαινόταν να ’χει παρακολουθήσει ολόκληρη την αλλόκοτη σειρά των γεγονότων το «νεκρό» Κινέζο που ξαφνικά άρπαξε τον κτηνίατρο απ’ τον καρπό, την πτώση τους μες στον τάφο, την επέμβαση του αξιωματικού και την εκτέλεση του Κινέζου, και τώρα τους άλλους στρατιώτες που γέμιζαν το λάκκο. Όμως στην πραγματικότητα δεν παρακολουθούσε τίποτα απ’ όλ’ αυτά. Άκουρε το κουρδιστό πουλί. Όπως και το προηγούμενο απόγευμα, το πουλί ήταν κρυμμένο σε κάποιο δέντρο κι έβγαζε το μεταλλικό του ήχο σαν να κούρδιζε ελατήριο. Ο στρατιώτης κοίταξε ψηλά προσπαθώντας να εντοπίσει την κατεύθυνση απ’ όπου ερχόταν το κρώξιμο, αλλά το πουλί ήταν άφαντο. Ένιωσε μια ελαφριά αίσθηση ναυτίας στο πίσω μέρος του λαιμού του, αν και όχι τόσο έντονη όσο την προηγούμενη μέρα. Καθώς άκουγε το κούρδισμα του ελατηρίου, ο νεαρός στρατιώτης είδε τη μια αποσπασματική εικόνα μετά την άλλη να υψώνονται μπροστά του και να ξεθωριάζουν. Όταν τους αφόπλισαν οι Σοβιετικοί, ο νεαρός υπολοχαγός του οικονομικού παραδόθηκε στους Κινέζους, οι οποίοι τον κρέμασαν για την ευθύνη του σ’ αυτές τις εκτελέσεις. Ο δεκανέας πέθανε από πανούκλα σ’ ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Σιβηρία: τον έκλεισαν σε μια αποθήκη που χρησίμευε για καραντίνα και τον άφησαν εκεί να πεθάνει, αν και στην πραγματικότητα το μόνο απ’ το οποίο έπασχε εκείνη την ώρα ήταν η ασιτία και δεν είχε κολλήσει ακόμα την αρρώστια -τουλάχιστον όχι πριν τον ρίξουν στην αποθήκη. Ο κτηνίατρος με το σημάδι στο μάγουλο θα πέθαινε σε ατύχημα ένα χρόνο αργότερα. Καθώς ήταν πολίτης, τον έπιασαν οι Σοβιετικοί για συνεργάτη των στρατιωτικών και τον έστειλαν σ’ ένα άλλο στρατόπεδο στη Σιβηρία για καταναγκαστικά έργα. Δούλευε σε μια βαθιά στοά σ’ ένα ανθρακωρυχείο της Σιβηρίας και πνίγηκε από μια πλημμύρα μαζί με πολλούς στρατιώτες. Κι εγώ..., σκέφτηκε ο νεαρός στρατιώτης με το ρόπαλο στα χέρια, αλλά το δικό του μέλλον δεν μπορούσε να το δει. Δεν μπορούσε καν να δει τα περιστατικά που εκτυλίσσονταν εκείνη την ώρα μπροστά στα μάτια του. Έκλεισε τώρα τα μάτια του κι άκουσε την κραυγή του κουρδιστού πουλιού. Ύστερα, εντελώς ξαφνικά, σκέφτηκε τον ωκεανό τον ωκεανό που είδε απ’ το κατάστρωμα του πλοίου που τον έφερε απ’ την Ιαπωνία στη Μαντζουρία. Δεν είχε ποτέ δει τον ωκεανό, ούτε τον ξαναείδε μετά απ’ αυτό. Αυτό είχε συμβεί πριν από οχτώ χρόνια. Θυμόταν ακόμα τη μυρωδιά του θαλασσινού αέρα. Ο ωκεανός ήταν ένα απ’ τα εκπληκτικότερα πράγματα που είχε δει ποτέ στη ζωή του μεγαλύτερο και βαθύτερο απ’ οτιδήποτε είχε ποτέ φανταστεί. Άλλαζε το χρώμα, το σχήμα και την έκφρασή του ανάλογα με το χρόνο, τον τόπο και τον καιρό. Του δημιουργούσε μια θλίψη στην καρδιά, και ταυτόχρονα του ’φερνε στην καρδιά γαλήνη κι ανακούφιση. Θα τον ξανάβλεπε άραγε; Άνοιξε την παλάμη του και το ρόπαλο έπεσε στο έδαφος. Έβγαλ’ έναν ξερό ήχο καθώς χτύπησε στο χώμα. Όταν το ρόπαλο έφυγε απ’ το χέρι του, ένιωσε τη ναυτία του να γίνεται λίγο πιο έντονη.

Το κουρδιστό πουλί συνέχισε να κρώζει, αλλά κανείς άλλος δεν μπορούσε ν’ ακούσει την κραυγή. Εδώ τελείωνε το «Χρονικό του Κουρδιστού Πουλιού #8».

27 Κάρι: τα κενό της ιστορίας

Εδώ τελείωσε το «Χρονικό του Κουρδιστού Πουλιού #8». Βγήκα απ’ το έγγραφο στο αρχικό μενού κι έκανα κλικ στο κεφάλαιο εννέα. Ήθελα να διαβάσω τη συνέχεια της ιστορίας. Όμως αντί για καινούργιο έγγραφο είδα αυτό το μήνυμα: Απαγορεύεται η πρόσβαση στο «Χρονικό του Κουρδιστού Πουλιού #9» λόγω κωδικού Ρ24. Διαλέξτε ένα άλλο έγγραφο. Διάλεξα το #10, αλλά με τα ίδια αποτελέσματα. Το ίδιο ακριβώς έγινε και με το #11 και με όλα τ’ άλλα έγγραφα, περιλαμβανομένου και του #8. Δεν είχα ιδέα τι ακριβώς σήμαινε αυτός ο «κωδικός Ρ24», αλλά προφανώς εμπόδιζε την πρόσβαση σε όλα. Όταν άνοιξα το «Χρονικό του Κουρδιστού Πουλιού #8», θα μπορούσα προφανώς ν’ ανοίξω οποιοδήποτε απ’ τα υπόλοιπα, αλλ’ από τη στιγμή που άνοιξα κι έκλεισα το #8, οι πόρτες για όλα τα έγγραφα κλειδώθηκαν. Ισως αυτό το πρόγραμμα να μην επέτρεπε την πρόσβαση σε παραπάνω από ένα έγγραφο κάθε φορά. Κάθισα μπροστά στον υπολογιστή, μην ξέροντας τι να κάνω. Όμως δεν υπήρχε τίποτα. Αυτός εδώ ήταν ένας τέλεια αρθρωμένος κόσμος που είχε γεννηθεί μες στο μυαλό του Κάρι και λειτουργοΰσε σύμφωνα με τις δικές του αρχές. Δεν ήξερα τους κανόνες του παιχνιδιού. Σταμάτησα να προσπαθώ κι έκλεισα τον υπολογιστή. Αναμφίβολα το «Χρονικό του Κουρδιστού Πουλιού #8» ήταν μια ιστορία του Κάρι. Είχε βάλει δεκαέξι ιστορίες στον υπολογιστή με το γενικό τίτλο «Το Χρονικό του Κουρδιστού Πουλιού» κι εγώ τυχαία είχα επιλέξει κι είχα διαβάσει την #8. Κρίνοντας απ’ το μέγεθος της μιας ιστορίας, οι δεκαέξι πρέπει να έφτιαχναν ένα αρκετά χοντρό βιβλίο αν τυπώνονταν. Τι ακριβώς σήμαινε το «#8»; Η λέξη «χρονικό» στον τίτλο πιθανότατα εννοούσε πως οι ιστορίες ήταν βαλμένες η μια μετά την άλλη με χρονολογική σειρά, το #8 ακολουθούσε το #7, το #9 ακολουθούσε το #8 και ούτω καθεξής. Αυτή ήταν μια λογική υπόθεση, αν και όχι κατ’ ανάγκην αληθινή. Μπορεί επίσης να είχαν ταξινομηθεί με κάποιο άλλο κριτήριο. Μπορεί μάλιστα να εξελίσσονταν απ’ το τέλος προς την αρχή, απ’ το παρόν προς το παρελθόν. Μια πιο τολμηρή

υπόθεση ήταν ότι μπορεί ν’ αποτελούσαν δεκαέξι διαφορετικές εκδοχές της ίδιας ιστορίας σε παράλληλη αφήγηση. Εν πάση περιπτώσει, αυτή που διάλεξα εγώ ήταν συνέχεια της ιστορίας που μου είχε πει η μητέρα του Κάρι για τούς στρατιώτες που σκότωσαν τα ζώα στο ζωολογικό κήπο του Σιντσινγκ τον Αύγουστο του 1945. Ήταν τοποθετημένη στον ίδιο ζωολογικό κήπο την επόμενη μέρα, και κεντρικός χαρακτήρας τής ιστορίας ήταν και πάλι ο πατέρας της Τζίντζερ, παππούς του Κάρι, ο ανώνυμος κτηνίατρος. Δεν είχα κανέναν τρόπο να ελέγξω σε ποιο βαθμό η ιστορία ήταν αληθινή. Ήταν σε όλα της δημιούργημα της φαντασίας τού Κάρι ή μήπως κάποια στοιχεία της ήταν βασισμένα σε πραγματικά γεγονότα; Η Τζίντζερ μου είχε πει πως «τίποτε απολύτως» δεν ήταν γνωστό για την τύχη του πατέρα της από τότε που τον είδε για τελευταία φορά. Πράγμα που σήμαινε πως η ιστορία δεν μπορούσε να είναι εντελώς αληθινή. Και όμως, ήταν δυνατό να φανταστεί κανείς πως κάποιες απ’ τις λεπτομέρειες μπορεί να βασίζονταν σε ιστορικά γεγονότα. Είναι πιθανό, μέσα σε μια τέτοια περίοδο χάους, κάποιοι ευέλπιδες της Σχολής Αξιωματικών τής Μαντσουκουό να εκτελέστηκαν και να θάφτηκαν σε κάποιο λάκκο στο ζωολογικό κήπο του Σιν-τσινγκ και ο αξιωματικός επικεφαλής της επιχείρησης να εκτελέστηκε μετά το τέλος του πολέμου. Περιστατικά λιποταξίας και εξέγερσης απ’ τα στρατεύματα του στρατού της Μαντσουκουό δεν ήταν καθόλου σπάνια εκείνη την εποχή, και παρ’ όλο που ήταν μάλλον περίεργο οι δολοφονημένοι Κινέζοι ευέλπιδες να φορούσαν φόρμες του μπέιζμπολ, ούτε αυτό ήταν απίθανο σε τελευταία ανάλυση. Ξέροντας αυτά τα γεγονότα, ο Κάρι μπορεί να τα συνδύασε με την εικόνα που είχε για τον παππού του και να ’φτιάξε τη δική του ιστορία. Γιατί όμως, τελικά, να γράψει ο Κάρι αυτές τις ιστορίες; Και γιατί ιστορίες; Γιατί όχι κάποια άλλη μορφή; Και γιατί θεώρησε απαραίτητο να χρησιμοποιήσει στον τίτλο τη λέξη «χρονικό»; Τα σκεφτόμουν όλ’ αυτά καθισμένος στον καναπέ του δοκιμαστηρίου, παίζοντας μ’ ένα χρωματιστό σχεδιαστικό μολύβι. Θα ’πρεπε μάλλον να διαβάσω και τις δεκαέξι ιστορίες για να βρω την απάντηση στα ερωτήματά μου, αλλ’ ακόμα και μετά τη μία και μοναδική ανάγνωση της ιστορίας #8 είχα σχηματίσει μια ιδέα, όσο κι αν ήταν ασαφής, για το τι επιδίωκε ο Κάρι στο γραπτό του. Αναζητούσε εναγωνίως το νόημα της δικής του ύπαρξης. Κι έλπιζε να το βρει εξετάζοντας τα γεγονότα που είχαν προηγηθεί της γέννησής του. Για να το κάνει αυτό ο Κάρι έπρεπε να συμπληρώσει τα κενά τού παρελθόντος τα οποία δεν μπορούσε να προσεγγίσει αλλιώς. Χρησιμοποιώντας τα χέρια του για να φτιάξει μια ιστορία, προσπαθούσε να συμπληρώσει τους κρίκους που έλειπαν. Από τις ιστορίες που είχε ακούσει πολλές φορές απ’ τη μητέρα του, έβγαλε άλλες ιστορίες, σε μια προσπάθεια να αναδημιουργήσει την αινιγματική μορφή του παππού του σε καινούργιο σκηνικό. Κληρονόμησε απ’ τις ιστορίες της μητέρας του το βασικό στιλ που χρησιμοποίησε, αναλλοίωτο, στις δικές του ιστορίες: και συγκεκριμένα, την υπόθεση ότι τα γεγονότα μπορεί να μην είναι αληθινά, και η αλήθεια μπορεί να μην είναι πραγματική. Το ερώτημα ποια μέρη μιας ιστορίας ήταν αληθινά και ποια όχι, προφανώς δεν είχε και πολύ μεγάλη σημασία για τον Κάρι. Το σημαντικό γι’ αυτόν δεν ήταν τι έκανε ο παππούς του, αλλά τι θα μπορούσε να είχε κάνει. Πήρε την απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα μόλις κατάφερε ν’ αφηγηθεί την ιστορία. Οι ιστορίες χρησιμοποιούσαν το «κουρδιστό πουλί» σαν φράση-κλειδί, και σχεδόν σίγουρα

έφερναν το αφήγημα μέχρι τη σημερινή εποχή με τη μορφή χρονικού (ή ίσως και όχι με τη μορφή χρονικού). Όμως το «κουρδιστό πουλί» δεν ήταν όρος που επινόησε ο Κάρι. Ήταν μια φράση που είχε πει ασυναίσθητα η μητέρα του, η Τζίντζερ, σε μια ιστορία που μου αφηγήθηκε στο εστιατόριο της Αογιάμα καθώς τρώγαμε μαζί. Η Τζίντζερ σχεδόν σίγουρα δεν ήξερε εκείνη την εποχή ότι μου είχαν δώσει το παρατσούκλι «Κουρδιστό Πουλί». Πράγμα που σήμαινε ότι συνδεόμουν με την ιστορία τους μέσ’ από κάποια τυχαία συγκυρία. Ωστόσο δεν μπορούσα να είμαι σίγουρος γι’ αυτό. Η Τζίντζερ μπορεί και να ήξερε ότι με φώναζαν «Κουρδιστό Πουλί». Αυτές οι λέξεις μπορεί να είχαν επηρεάσει την ιστορία της (ή ίσως την ιστορία τους), μπορεί να είχαν παρεισφρήσει σ’ αυτήν στο επίπεδο του ασυνείδητου. Αυτή η ιστορία που ανήκε ταυτόχρονα στη μητέρα και στο γιο μπορεί να μην υπήρχε σε μια ενιαία, συγκεκριμένη μορφή, αλλά μπορεί να συνέχιζε ν’ αλλάζει και να διευρύνεται, όπως συμβαίνει συνήθως σε μια ιστορία που διαδίδεται από στόμα σε στόμα. Πάντως είτε από κάποια τυχαία συγκυρία είτε όχι, το «κουρδιστό πουλί» ήταν μια ισχυρή παρουσία στην ιστορία του Κάρι. Την κραυγή του πουλιού μπορούσαν να την ακούσουν μόνο ορισμένοι ειδικοί άνθρωποι, οι οποίοι κατέληγαν εξαιτίας της σε αναπόφευκτη συμφορά. Η βούληση των ανθρώπων, επομένως, δεν σήμαινε απολύτως τίποτα, όπως έμοιαζε να πιστεύει ακράδαντα ο κτηνίατρος. Οι άνθρωποι δεν ήταν παρά κούκλες αφημένες πάνω σ’ ένα τραπέζι με το ελατήριο της πλάτης τους κουρδισμένο μέχρι τέρμα, ώστε κάποιες απ’ αυτές να κινούνται με τρόπο που οι ίδιες δεν είχαν επιλέξει, να κινούνται δηλαδή σε κατευθύνσεις που δεν μπορούσαν να διαλέξουν. Σχεδόν όλοι όσοι άκουγαν την κραυγή του κουρδιστού πουλιού κατέληγαν στην καταστροφή και στο χαμό. Οι περισσότεροι πέθαιναν πέφτοντας απ’ την άκρη του τραπεζιού. Ο Κάρι ειχε κατά πάσα πιθανότητα παρακολουθήσει τη συζήτησή μου με την Κουμίκο. Πρέπει να ήξερε όλα όσα συνέβαιναν στον υπολογιστή του. Και μάλλον περίμενε μέχρι να τελειώσω για να μου παρουσιάσει την ιστορία του «Κουρδιστού Πουλιού». Αυτό σαφώς δεν είχε γίνει τυχαία ούτε από κάποια παραξενιά. Ο Κάρι είχε αφήσει τη μηχανή να δουλεύει με κάποιο συγκεκριμένο σκοπό στο μυαλό και μου είχε δείξει μόνο μια ιστορία. Είχε επίσης σιγουρευτεί ότι καταλάβαινα πως μπορεί να υπήρχαν πολλές, πάρα πολλές ιστορίες. Ξάπλωσα στον καναπέ και κοίταξα το ταβάνι του δοκιμαστηρίου στο μισοσκόταδο. Η νύχτα ήταν βαριά και σκοτεινή, ο αέρας σχεδόν επώδυνα ακίνητος. Το λευκό ταβάνι έμοιαζε με χοντρό στρώμα χιονιού που είχε σφραγίσει το δωμάτιο. Ο παππούς του Κάρι, ο ανώνυμος κτηνίατρος, κι εγώ είχαμε μεταξύ μας αρκετά ασυνήθιστα πράγματα κοινά ένα σημάδι στο πρόσωπο, ένα ρόπαλο του μπέιζμπολ, την κραυγή του κουρδιστού πουλιού. Επίσης υπήρχε κι ο υπολοχαγός που εμφανιζόταν στην ιστορία του Κάρι: μου θύμιζε τον υπολοχαγό Μαμίγια. Ο υπολοχαγός Μαμίγια είχε επίσης υπηρετήσει στο στρατό της Κουαντούνγκ στο Σιν-τσινγκ την ίδια εποχή. Ο πραγματικός υπολοχαγός Μαμίγια ωστόσο δεν ήταν αξιωματικός του οικονομικού αλλ’ ανήκε στο σώμα των χαρτογράφων, και μετά τον πόλεμο δεν εκτελέστηκε δι’ απαγχονισμού (η μοίρα αρνήθηκε να του χαρίσει το θάνατο), αλλά γύρισε στην Ιαπωνία έχοντας χάσει το αριστερό του χέρι στη μάχη. Κι όμως δεν μπορούσα ν’ απαλλαγώ απ’ την εντύπωση ότι ο αξιωματικός που είχε κατευθύνει τις εκτελέσεις των Κινέζων ευέλπιδων ήταν στην πραγματικότητα ο υπολοχαγός Μαμίγια. Ή τουλάχιστον δεν θα μου φαινόταν καθόλου μα καθόλου παράξενο αν ήταν πράγματι ο υπολοχαγός Μαμίγια.

Επιπλέον υπήρχε και το πρόβλημα του ρόπαλου του μπέιζμπολ. Ο Κάρι ήξερε ότι φυλάω ένα τέτοιο ρόπαλο στο πηγάδι. Αυτό σή-μαινε πως η εικόνα του ρόπαλου μπορεί να είχε «διεισδύσει» στην ιστορία με τον ίδιο τρόπο που είχαν διεισδύσει και οι λέξεις «Χρονικό του Κουρδιστού Πουλιού». Όμως ακόμα κι αν αυτό ήταν αλήθεια, υπήρχε κάτι σχετικά με το ρόπαλο του μπέιζμπολ που δεν μπορούσε να εξηγηθεί τόσο απλά: ο άνθρωπος με τη θήκη της κιθάρας που μου επιτέθηκε με το ρόπαλο στην είσοδο της εγκαταλειμμένης πολυκατοικίας. Ήταν ο ίδιος άνθρωπος που είχε κάνει το κόλπο με το κάψιμο της παλάμης του στη φλόγα ενός κεριού σε κάποιο μπαρ του Σαπόρο και που αργότερα με χτύπησε με το ρόπαλο, αφήνοντάς με στην ουσία να τον χτυπήσω εγώ μ’ αυτό. Εκείνος είχε επιλέξει να παρατήσει το ρόπαλο στα χέρια μου. Και τελικά γιατί απέκτησα στο πρόσωπό μου ένα σημάδι με το ίδιο χρώμα και σχήμα όπως εκείνο που είχε ο παππούς του Κάρι; Ήταν κι αυτό κάτι που εμφανίστηκε στην ιστορία τους απλώς γιατί η παρουσία μου «διείσδυσε» σ’ αυτήν; Μήπως ο πραγματικός κτηνίατρος δεν είχε σημάδι στο πρόσωπο; Η Τζίντζερ ασφαλώς δεν είχε κανένα λόγο να κατασκευάσει ένα τέτοιο στοιχείο όταν περιέγραφε τον πατέρα της σ’ εμένα. Αυτό που την είχε «οδηγήσει» σ’ εμένα στους δρόμους της Σιντζούκου ήταν το σημάδι που είχαμε στο μάγουλο εγώ κι ο πατέρας της. Τα πάντα ήταν αλληλένδετα, με την πολυπλοκότητα ενός τρισδιάστατου παζλ ενός παζλ στο οποίο η αλήθεια δεν ήταν κατ’ ανάγκη πραγματική και τα γεγονότα δεν ήταν κατ’ ανάγκη αληθινά. Σηκώθηκα απ’ τον καναπέ και πήγα ξανά στο γραφείο του Κάρι. Κάθισα στην καρέκλα, ακούμπησα τους αγκώνες στο τραπέζι και κοίταξα την οθόνη του υπολογιστή. Ο Κάρι ήταν πιθανόν εκεί μέσα. Τα σιωπηλά του λόγια μιλούσαν κι ανάσαιναν σαν ιστορίες. Μπορούσαν να σκέφτονται, ν’ αναζητούν, να μεγαλώνουν και να εκπέμπουν θερμότητα. Μα η οθόνη μπροστά μου παρέμενε νεκρή σαν τη σελήνη, κρύβοντας τα λόγια του Κάρι στο λαβύρινθο ενός δάσους. Η οθόνη κι ο ίδιος ο Κάρι από πίσω δεν προσπαθούσαν να μου πουν κάτι παραπάνω απ’ όσα μου είχαν ήδη πει. 28 Τα σπίτια είναι άτιμα πράγματα (Μαγιού Κασαχάρα: άποψη No 5)

Τι κάνεις, κύριε Κουρδιστό Πουλί; Είπα στο τέλος του τελευταίου μου γράμματος ότι σου είχα πει όσα είχα να σον πω—λίγο πολύ σαν να μην είχα να σου πω τίποτ ’άλλο. Θυμάσαι; Μετά απ’αυτό κάθισα και σκέφτηκα κι άρχισε να με βασανίζει η ιδέα ότι έπρεπε να γράψω λίγα πράγματα ακόμα. Νά με λοιπόν, σαν το φάντασμα μες στη μέση της νύχτας, σαν κατσαρίδα, να κάθομαι στο γραφείο μου και να σον ξαναγράφω. Δεν ξέρω γιατί, αλλά σκέφτομαι την οικογένεια των Μιγιαουάκι πολύ αντές τις μέρες τους καημένους τους Μιγιαουάκι που έμεναν σ ’εκείνο το ακατοίκητο σπίτι και που ήρθανε μετά οι δανειστές και ζητούσανε τα λεφτά τους, και πήγανε όλοι και σκοτωθήκανε. Είμαι σίγουρη ότι κάπον

είδα ότι μόνο η μεγαλύτερη κόρη δεν πέθανε κι ότι κανείς δεν ξέρει πού βρίσκεται... Είτε δουλεύω, είτε βρίσκομαι στην τραπεζαρία, είτε στο δωμάτιό μου ακούγοντας μουσική και διαβάζοντας βιβλία, η εικόνα αντής της οικογένειας μου ’ρχεται συνεχώς στο μυαλό. Όχι πως μου έχει γίνει έμμονη ιδέα, αλλά όποτε υπάρχει κάποιο άνοιγμα (και το δικό μου κεφάλι έχει πολλά τέτοια ανοίγματα!), η εικόνα μπαίνει μέσα και μένει για ένα διάστημα, όπως μπαίνει απ* το παράθυρο ο καπνός μιας φωτιάς. Αυτή την τελευταία εβδομάδα μού συμβαίνει συνεχώς. Έζησα στο σπίτι όπου με γνώρισες, στο στενάκι, από τότε που γεννήθηκα, και μεγάλωσα κοιτάζοντας το σπίτι της άλλης πλευράς. Το παράθυρό μου βλέπει κατευθείαν σ’ αυτό. Μου έδωσαν το δωμάτιο αυτό όταν πήγα στο δημοτικό. Τότε οι Μιγιαουάκι είχαν ήδη φτιάξει το καινούργιο τους σπίτι και ζούσαν εκεί. Πάντα έβλεπα κάποιο μέλος της οικογένειας στο σπίτι ή στην αυλή, χιλιάδες ρούχα να στεγνώνουν στα σκοινιά τις ηλιόλουστες μέρες και τα δυο κορίτσια να είν ’εκεί φωνάζοντας τ’όνομα του μεγάλου', μαύρου γερμανικού ποιμενικού σκύλου που είχανε (να δεις πώς τον λέγανε, πώς τον λέγανε;). Κι όταν ο ήλιος έδυε, άναβαν τα φώτα μες στο σπίτι, που έμοιαζε ζεστό και φιλικό, κι αργότερα τα φώτα έσβηναν το ένα μετά το άλλο. Το μεγαλύτερο κορίτσι έκανε μαθήματα πιάνου, το μικρότερο μαθήματα βιολιού (το μεγαλύτερο ήταν λίγο μεγαλύτερο από μένα., το μικρότερο λίγο μικρότερο). Έκαναν τα συνηθισμένα.> πάρτι και διάφορες γιορτές στα γενέθλιά τους και τα Χριστούγεννα, κι έρχονταν πάρα πολλοί φίλοι για επισκέψεις και ήταν χαρούμενα κι ευχάριστα εκεί. Όσοι είδαν το μέρος αυτό μόνο όταν είχε πια καταντήσει ερείπιο, δεν μπορούσαν να φανταστούν πώς ήταν πριν. Έβλεπα τον κύριο Μιγιαουάκι να κλαδεύει δέντρα και να κάνει διάφορες μικροδουλειές τα Σαββατοκύριακα. Φαινόταν να του αρέσει ν’ ασχολείται με χειρωνακτικές εργασίες, με πράγματα που χρειάζονταν χρόνο για να γίνουν, όπως να καθαρίζει τα λούκια, να βγάζει βόλτα το σκύλο ή να γυαλίζει το αυτοκίνητο. Ποτέ δεν θα καταλάβω γιατί σε κάποιους ανθρώπους αρέσουν αυτά τα πράγματα, που στην πραγματικότητα είναι τόσο βαρετά, αλλά ο κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός, φαντάζομαι, και υποθέτω ότι σε κάθε οικογένεια πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχει τουλάχιστον ένα τέτοιο άτομο. Ολόκληρη η οικογένεια πήγαινε για σκι, οπότε κάθε χειμώνα έβαζαν τα σκι στην οροφή του μεγάλου τους αυτοκινήτου κι έφευγαν για κάπου, δίνοντας την εντύπωση ότι πήγαιναν να περάσουν καλά (εγώ η ίδια μισώ το σκι, αλλά τι να κάνουμε!). Όλ αυτά τους κάνουν να φαίνονται σαν μια τυπική, συνηθισμένη, ευτυχισμένη οικογένεια, υποθέτω, όμως αυτό ήταν στην πραγματικότητα: μια τυπική, συνηθισμένη, ευτυχισμένη οικογένεια. Δεν υπήρχε τίποτα σ' αυτούς που θα σ’ έκανε ν' ανασηκώσεις τα φρύδια και να πεις: «Χμ, μάλιστα, τι να πεις τώρα γι’ αυτό;» Οι άνθρωποι της γειτονιάς ψιθύριζαν: «Εγώ δεν θα έμενα σ’αυτό το στοιχειωμένο μέρος ούτε κι αν μου το δίνανε τζάμπα», αλλά οι Μιγιαουάκι ζούσαν τόσο ειρηνικά κι ευτυχισμένα εκεί, που ήταν σαν φωτογραφία σε κάδρο χωρίς τον παραμικρό κόκκο σκόνης επάνω της. Ήταν τα πρόσωπα του παραμυθιού που ζούσαν «αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα». Τουλάχιστον σε σύγκριση με τη δική μου οικογένεια έμοιαζαν να ζουν δέκία φορές πιο ευτυχισμένα. Και οι δυο κοπέλες ήταν πραγματικά καλές και φιλικές όποτε τις συναντούσα έξω. θυμάμαι ότι σκεφτόμουν, τι ωραία θα ήταν αν είχα τέτοιες αδερφές. Ολόκληρη η οικογένεια έμοιαζε πάντα να γελάει -κι ο σκύλος μαζί. Δεν μου περνούσε ποτέ απ'το μυαλό ότι μια μέρα, ώσπου ν' ανοιγοκλείσω τα μάτια μου, όλ 'αυτά θα είχαν εξαφανιστεί. Όμως αυτό ακριβώς συνέβη. Μια μέρα παρατήρησα ότι ολόκληρη η

οικογένεια —μαζί τους και ο γερμανικός ποιμενικός είχε εξαφανιστεί σαν να τους είχε παρασύρει μια πνοή ανέμου, αφήνοντας πίσω μόνο το σπίτι. Για λίγο -μια βδομάδα ίσως κανείς στη γειτονιά δεν παρατήρησε πως οι Μιγιαουάκι έλειπαν. Στην αρχή μού πέρασε απ'το μναλό η ιδέα πως ήταν περίεργο που δεν άναβαν τα φώτα στο σπίτι τη νύχτα, αλλά σκέφτηκα ότι θα έλειπαν σε κάποιο απ'τα οικογενειακά τους ταξίδια. Ύστερα η μητέρα μου άκουσε κάποιους να λένε πως οι Μιγιαουάκι είχαν εξαφανιστεί. Ρώτησα τη μητέρα μου γιατί, κι εκείνη μου απάντησε πως οι Μιγιαουάκι για κάποιο λόγο το είχανε σκάσει. Όποιος κι αν ήταν ο λόγος, από τη στιγμή που οι κάτοικοι τον σπιτιού εξαφανίστηκαν, η όψη τον σπιτιού άλλαξε εντελώς. Εμοιαζε με σπίτι τον τρόμον. Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα δει ακατοίκητο σπίτι, οπότε δεν ήξερα με τι έμοιαζε ένα κανονικό ακατοίκητο σπίτι, αλλά σκεφτόμουν ότι θα είχε μια θλιβερή και καταρρακωμένη όψη, σαν εγκαταλειμμένο σκυλί ή σαν το καβούκι ενός τζιτζικιού. Το σπίτι των Μιγιαουάκι όμως δεν ήταν καθόλου έτσι. Δ εν έμοιαζε καθόλου «καταρρακωμένο». Τη στιγμή που εξαφανίστηκαν οι Μιγιαουάκι, το σπίτι είχε ένα ύφος σαν να έλεγε, «Μιγιαουάκι; Ποιοι Μιγιαουάκι; Δεν έχω ακούσει ποτέ τέτοιο όνομα». Τουλάχιστον έτσι μου φαινόταν εμένα. Ήταν σαν χαζό σκυλί που δεν έδειχνε ευγνωμοσύνη στον αφέντη του. Μόλις έφυγε η οικογένεια., το σπίτι έμεινε ακατοίκητο σαν να ήταν πάντα έτσι και σαν να μην είχε ποτέ καμιά σχέση με την ευτυχία της οικογένειας. Πραγματικά μ *έβγαζε απ *τα ρούχα μου! Θέλω να πω, το σπίτι πρέπει να χαιρόταν κι αυτό μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια όταν ήταν εκεί οι Μιγιαουάκι. Ήμουν σίγουρη ότι του άρεσε πάρα πολύ να το καθαρίζουν και να το περιποιούνται, άσε που δεν θα υπήρχε καν εάν δεν του κανε τη χάρη να το χτίσει ο κύριος Μιγιαουάκι. Δεν συμφωνείς; Τα σπίτια είναι άτιμα πράγματα. Ξέρεις καλύτερα από μένα πώς ήταν το σπίτι μετά απ *αυτό, κύριε Κουρδιστό Πουλί. Ήταν παρατημένο, χωρίς να μένει κανείς εκεί, γεμάτο βρομιές απ* τα πουλιά κι απεριποίητο. Αυτό ήταν το θέαμα που έβλεπα απ* το παράθυρό μου επί χρόνια όταν καθόμουν στο γραφείο μου και διάβαζα—ή έκανα πως διάβαζα. Με ήλιο ή με βροχή, με χιόνι ή με τυφώνα, ήταν εκεί, έξω απ*το παράθυρό μου, οπότε, και να ήθελα, δεν μπορούσα να μην το κοιτάζω. Και κατά περίεργο τρόπο, καθώς περνούσαν τα χρόνια, όλο και λιγότερο προσπαθούσα να μην το παρατηρώ. Περνούσα συχνά ολόκληρα μισάωρα με τον αγκώνα στο γραφείο και το σαγόνι στην παλάμη μου κοιτάζοντας απλώς το ακατοίκητο σπίτι. Δ εν ξέρω—λίγο καιρό πριν, το σπίτι ξεχείλιζε από γέλια, και φρεσκοπλυμένα λευκά ρούχα ανέμιζμν στον αέρα όπως στις διαφημίσεις για σκόνες πλυσίματος (δεν μπορώ να πω ότι η κυρία Μιγιαουάκι ήταν «αφύσικη» ή κάτι τέτοιο, αλλά της άρεσε πολύ να βάζει πλυντήριο — πολύ περισσότερο και πολύ πιο συχνά απ* ό,τι οι συνηθισμένοι άνθρωποι). Όλ * αυτά εξαφανίστηκαν εν ριπή οφθαλμού, η αυλή γέμισε αγριόχορτα και δεν έμεινε κανείς να θυμάται τις ευτυχισμένες μέρες της οικογένειας Μιγιαουάκι. Για μένα αυτό ήταν τόσο μα τόσο παράξενο! Θα σον πω μόνο αυτό: δεν είχα ιδιαίτερες φιλίες με την οικογένεια Μιγιαουάκι. Στην πραγματικότητα, σχεδόν ποτέ δεν τους μιλούσα, παρά μόνο για να πω ένα «γεια» στο δρόμο. Επειδή όμως περνούσα τόσο χρόνο και σπαταλούσα τόση ενέργεια παρακολουθώντας τσνς απ’το παράθυρο μου κάθε μέρα, ένιωθα λες και η εντνχία της οικογένειας είχε γίνει και δική μου ευτυχία. Πώς γίνεται καμιά φορά στις οικογενειακές φωτογραφίες και κάπον σε κάποια γωνιά υπάρχει και κάποιο πρόσωπο που δεν έχει καμιά σχέση μ *αντούς; Ετσι νιώθω κι εγώ καμιά φορά, ότι ένα μέρος τον εαυτού μου «εξαφανίστηκε» με τους Μιγιαονάκι και ποτέ δεν γύρισε πίσω. Δεν είναι λίγο περίεργο, τώρα, να νιώθω ότι ένα μέρος τον εαυτού μου λείπει γιατί έφυγε με ανθρώπους που σχεδόν δεν τους

ήξερα; Αφού άρχισα να σον λέω όλα τα παράξενα, θα μπορούσα να σον πω ακόμα ένα. Αυτό όμως παραείναι παράξενο! Τελευταία νιώθω μερικές φορές σαν να έχω γίνει η Κονμίκο. Είμαι στην πραγματικότητα η «Κυρία Κουρδιστό Πουλί», σ'έχω εγκαταλείψει για κάποιο λόγο και κρύβομαι εδώ πέρα στα βοννά δουλεύοντας σε μια περουκοποιία. Για διάφορους περίπλοκους λόγους είμαι υποχρεωμένη να χρησιμοποιώ το όνομα «Μαγιού Κασαχάρα» σαν ψευδώνυμο, να φοράω αυτή τη μάσκα και να προσποιούμαι ότι δεν είμαι η Κονμίκο. Κι εσύ κάθεσαι σ'εκείνη τη θλιβερή βεράντα σον περιμένοντάς με να γυρίσω. Δ εν ξέρω πραγματικά έτσι νιώθω. Γιά πες μου, κύριε Κουρδιστό Πουλί, σε πιάνουν ποτέ τέτοιες παραισθήσεις; Όχι για να το παινευτώ, αλλά εμένα με πιάνουν συνέχεια. Κάθε λίγο και λιγάκι. Μερικές φορές, όταν η κατάσταση είναι πολύ άσχημη, περνάω ολόκληρη την εργάσιμη μέρα τυλιγμένη μέσα σ' ένα σύννεφο παραίσθησης. Φνσικά, εκτελώ τις απλές κινήσεις της δουλειάς, κι έτσι τίποτα δεν παρεμβαίνει στην παραγωγικότητά μου, όμως οι άλλες κοπέλες μού ρίχνουν μερικές φορές παράξενα βλέμματα. Δεν ξέρω, μπορεί να λέω τρελά πράγματα στον εαυτό μου φωναχτά. Δεν μ 'αρέσει αυτό, αλλά δεν ωφελεί να προσπαθώ να το πολεμήσω. Όταν θέλει να έρθει κάποια παραίσθηση, έρχεται, σαν περίοδος. Και δεν μπορείς να την περιμένεις στην εξώπορτα και να πεις: «Λυπάμαι, έχω πολλή δουλειά σήμερα., περάστε αργότερα». Τέλος πάντων, ελπίζω να μη σ’ενοχλεί ιδιαίτερα, κύριε Κουρδιστό Πουλί, που μερικές φορές παριστάνω τηιί Κουμίκο. Θέλω να πω, δεν το κάνω επίτηδες. Τα μάτια μου έχουν αρχίσει και κλείνουν. Δ εν αντέχω άλλο. Θα πέσω τώρα να κοιμηθώ για τρειςτέσσερις ώρες —σαν πεθαμένη θα κοιμηθώ— και μετά θα ξανασηκωθώ και θα δουλέψω πάλι απ’το πρωί ώς το βράδυ. Θα περάσω μια χρήσιμη μέρα φτιάχνοντας περούκες με τις άλλες κοπέλες κι ακούγοντας ανώδυνη μουσική. Σε παρακαλώ, μην ανησυχείς για μένα. Είμαι καλή στα πρακτικά πράγματα, ακόμα κι όταν είμαι βυθισμένη σε μια παραίσθηση. Και με το δικό μου τρόπο, προσεύχομαι για σένα, ελπίζοντας ότι όλα θα πάνε καλά, ότι θα γυρίσει η Κουμίκο και θα ξαναβρείτε την ήσυχη κι ευτυχισμένη ζωή σας. Γεια και χαρά.

29 Ένα ακατοίκητο σπίτι γεννιέται

Εννέα η ώρα, δέκα η ώρα, κι ακόμα οΰτε ίχνος του Κάρι. Τίποτα παρόμοιο δεν είχε συμβεί στο παρελθόν. Δεν είχε χάσει οΰτε μια μέρα απ’ τη στιγμή που άρχισα να «δουλεΰω» σ’ αυτό το μέρος. Ακριβώς στις εννέα κάθε πρωί άνοιγε η πΰλη κι εμφανιζόταν η αστραφτερή γυαλάδα του σήματος της Μερσεντές στο καπό. Αυτή η ταυτόχρονα γήινη και θεατρική εμφάνιση του Κάρι σηματοδοτούσε την καθαρή αρχή της κάθε μέρας για μένα. Είχα συνηθίσει.αυτή τη σταθερή,

καθημερινή ρουτίνα, όπως συνηθίζουν οι άνθρωποι τη βαρΰτητα ή τη βαρομετρική πίεση. Υπήρχε μια ζεστασιά στην κανονικότητα ακρίβειας του Κάρι, κάτι πέρ’ από την απλή μηχανική προβλεψιμότητα, κάτι που μου έδινε παρηγοριά και κουράγιο. ΓΓ αυτό κι ένα πρωινό χωρίς την εμφάνιση του Κάρι ήταν σαν ένα καλοζωγραφισμένο τοπίο χωρίς εστιακό σημείο. Σταμάτησα να τον περιμένω, έφυγα απ’ το παράθυρο και καθάρισα ένα μήλο για πρωινό. Μετά έριξα μια ματιά στο δωματιάκι του Κάρι για να δω αν υπήρχαν μηνΰματα στον υπολογιστή, αλλά η οθόνη ήταν νεκρή όπως πάντα. Το μόνο που μποροΰσα να κάνω σ’ αυτό το σημείο ήταν ν’ ακολουθήσω το παράδειγμα του Κάρι και ν’ ακοΰσω μια κασέτα μουσικής μπαρόκ ενώ έπλενα, περνοΰσα με την ηλεκτρική τα πατώματα και καθάριζα τα παράθυρα. Για να σκοτώσω την ώρα μου, τα έκανα όλ’ αυτά αργά και προσεκτικά, φτάνοντας στο σημείο να καθαρίσω και τα πτερΰγια του εξαεριστήρα της κουζίνας, όμως παρά τις προσπάθειες μου ο χρόνος αρνιόταν να προχωρήσει. Στις έντεκα η ώρα δεν είχα πια τίποτ’ άλλο να κάνω, οπότε τεντώθηκα στον καναπέ του δοκιμαστηρίου και παραδόθηκα στη νωχελική ροή του χρόνου. Προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου ότι ο Κάρι είχε καθυστερήσει από κάτι ασήμαντο που του είχε τΰχει. Μπορεί να είχε χαλάσει το αυτοκίνητο, ή να είχε πέσει σε κάποιο φοβερό και τρομερό μποτιλιάρισμα. Ήξερα όμως ότι αυτό δεν μπορούσε να συμβαίνει. Ήμουν πρόθυμος να στοιχηματίσω ό,τι είχα και δεν είχα γι’ αυτό. Το αυτοκίνητο του Κάρι ποτέ δεν θα χαλούσε, κι ο ίδιος λάμβανε πάντα υπόψη του την περίπτωση του μποτιλιαρίσματος. Επιπλέον, είχε τηλέφωνο στο αυτοκίνητο απ’ το οποίο μπορούσε να με καλέσει σε περίπτωση κάποιας απρόβλεπτης κατάστασης στην κυκλοφορία. Όχι, ο Κάρι δεν ήταν εδώ γιατί είχε αποφασίσει να μην είν’ εδώ. Προσπάθησα να τηλεφωνήσω στο γραφείο της Τζίντζερ Ακασάκα λίγο πριν από τη μία, αλλά δεν απάντησε κανείς. Προσπάθησα ξανά και ξανά, με το ίδιο αποτέλεσμα. Μετά προσπάθησα να πάρω το γραφείο του Ουσικάουα, αλλά μου απάντησ’ ένα μήνυμα ότι ο αριθμός δεν υπήρχε πλέον. Αυτό ήταν περίεργο. Τον είχα καλέσει σ’ αυτόν ακριβώς τον αριθμό μόλις πριν από δυο μέρες. Εγκατέλειψα την προσπάθεια και γύρισα ξανά στον καναπέ του δοκιμαστηρίου. Εντελώς ξαφνικά, τις τελευταίες δυο μέρες έμοιαζε να υπάρχει κάποια συνωμοσία κατά της επαφής οποιουδήποτε μαζί μου. Γύρισα στο παράθυρο και κοίταξα έξω μέσ’ από την κουρτίνα. Δυο μικρά, νευρικά χειμωνιάτικα πουλιά είχαν έρθει στην αυλή κι είχαν κουρνιάσει σ’ ένα κλαδί κοιτάζοντας με ορθάνοιχτα μάτια την περιοχή. Μετά, σαν να είχαν βαρεθεί όσα έβλεπαν εκεί, πέταξαν μακριά. Τίποτ’ άλλο δεν φαινόταν να κινείται. Η Κατοικία έμοιαζε μ’ ένα ολοκαίνουργιο, ακατοίκητο σπίτι. Δεν γύρισα εκεί τις επόμενες πέντε μέρες. Για κάποιο λόγο, έμοιαζα να έχω χάσει οποιαδήποτε επιθυμία να κατέβω στο πηγάδι. Πολΰ σΰντομα θα το έχανα κι αυτό. Το μεγαλύτερο διάστημα που μποροΰσα να κρατήσω την Κατοικία χωρίς πελάτες ήταν δΰο μήνες, γι’ αυτό και θα ’πρεπε να το χρησιμοποιώ όσο περισσότερο μποροΰσα όσο ήταν ακόμα δικό μου. Ένιωθα να πνίγομαι. Εντελώς ξαφνικά, το μέρος έμοιαζε λανθασμένο κι αφΰσικο. Περπατοΰσα από δω κι από κει άσκοπα, χωρίς να πηγαίνω στην Κατοικία. Τ’ απογεΰματα πήγαινα στην πλατειοΰλα της δυτικής εξόδου στο σταθμό της Σιντζοΰκου και καθόμουν στο συνηθισμένο μου παγκάκι, σκοτώνοντας την ώρα μου χωρίς ν’ ασχολοΰμαι με τίποτα ιδιαίτερο, αλλά η Τζίντζερ δεν εμφανίστηκε καθόλου εκεί. Πήγα μια φορά μέχρι το γραφείο της στην Ακασάκα, χτΰπησα το

κουδοΰνι δίπλα στο ασανσέρ και κοίταξα κατευθείαν την κάμερα κλειστοΰ κυκλώματος, αλλά δεν απάντησε κανείς. Ήμουν έτοιμος να εγκαταλείψω. Η Τζίντζερ και ο Κάρι είχαν προφανώς αποφασίσει να διακόψουν κάθε δεσμό μαζί μου. Αυτή η παράξενη μητέρα κι ο παράξενος γιος είχαν εγκαταλείψει το βυθιζόμενο καράβι για κάποιο ασφαλέστερο μέρος. Η ένταση της θλίψης που μου προκάλεσε αυτή η διαπίστωση εξέπληξε ακόμα κι εμένα. Ένιωθα σαν να είχα προδοθεί τελικά απ’ την ίδια μου την οικογένεια.

30

Η ουρά της Μάλτας Κάνο Μπορίς ο Ανθρωπογδάρτης

Στ’ όνειρό μου (αν και δεν ήμουν σίγουρος πως ήταν όνειρο) ήμουν καθισμένος σ’ ένα τραπέζι απέναντι απ’ τη Μάλτα Κάνο πίνοντας τσάι. Το ορθογώνιο δωμάτιο ήταν υπερβολικά μακρΰ και φαρδΰ για να μπορώ να δω απ’ τη μια άκρη στην άλλη, και τοποθετημένα μέσα σ’ αυτό σε τέλεια ευθυγραμμισμένες σειρές υπήρχαν πεντακόσια ή και παραπάνω τετράγωνα τραπέζια. Καθόμασταν σ’ ένα απ’ τα μεσαία τραπέζια, μοναδικοί άνθρωποι εκεί. Απ’ τη μια πλευρά του ταβανιού ώς την άλλη, που ήταν ψηλό σαν ταβάνι βουδιστικοΰ ναοΰ, απλώνονταν αμέτρητα βαριά δοκάρια, απ’ τα οποία κρέμονταν, σαν διακοσμητικές γλάστρες, κάποια αντικείμενα που έμοιαζαν να είναι περούκες. Μια πιο προσεκτική ματιά μου έδειξε πως ήταν πραγματικά ανθρώπινα σκαλπ. Το κατάλαβα απ’ το μαύρο αίμα που ήταν ξεραμένο στην κάτω πλευρά τους. Ήταν σκαλπ που είχαν μόλις αφαιρεθεί και είχαν κρεμαστεί απ’ τα δοκάρια για να στεγνώσουν. Φοβόμουν ότι το φρέσκο αίμα μπορεί να έσταζε στο τσάι μας. Το αίμα έσταζε ολόγυρά μας σαν βροχή κι ο ήχος του αντηχούσε στο σπηλαιώδες δωμάτιο. Μόνο τα σκαλπ που κρέμονταν πάνω απ’ το τραπέζι μας έμοιαζαν να χουν στεγνώσει αρκετά ώστε να μην υπάρχει ίχνος αίματος στην κάτω πλευρά τους για να στάξει. Το τσάι ήταν καυτό. Στα πιατελάκια μας, δίπλα στα κουτάλάκια υπήρχαν τρεις πράσινοι κΰβοι ζάχαρης. Η Μάλτα Κάνο έριξε δυο απ’ τους κύβους στο τσάι της και το ανακάτεψε, αλλά εκείνοι δεν έλιωσαν. Εμφανίστηκε ένας σκύλος απ’ το πουθενά και κάθισε δίπλα στο τραπέζι μας. Το πρόσωπό του ήταν το πρόσωπο του Ουσικάουα. Ήταν μεγάλος σκύλος, με ρωμαλέο σώμα, όμως απ’ το λαιμό και πάνω ήταν ο Ουσικάουα, μόνο που η ακατάστατη μαύρη γούνα που κάλυπτε το σώμα του κάλυπτε και το πρόσωπο και το κεφάλι. «Κοίτα να δεις, ο κύριος Οκάντα», είπε ο σκυλόμορφος Ουσικάουα. «Δεν ξέρω αν το πρόσεξες: το κεφάλι μου είναι γεμάτο μαλλιά. Φυτρώσανε τη στιγμή που μεταμορφώθηκα σε σκύλο. Εκπληκτικό. Τώρα έχω πολύ μεγαλύτερα αρχίδια απ’ ό,τι είχα, και το στομάχι μου δεν πονάει πια. Και δεν ξέρω αν το πρόσεξες: δεν φοράω γυαλιά! Ούτε ρούχα! Είμαι τρισευτυχισμένος! Δεν το πιστεύω ότι δεν είχα σκεφτεί αυτή τη λύση πιο πριν. Μακάρι να είχα γίνει σκύλος πριν από πάρα πολύ καιρό! Εσείς, κύριε Οκάντα; Γιατί δεν το δοκιμάζετε κι εσείς;»

Η Μάλτα Κάνο πήρε τον ένα κύβο ζάχαρης που της έμεινε και τον πέταξε στο σκύλο. Ο κύβος χτύπησε στο μέτωπο του Ουσικάουα κι αίμα μαύρο σαν μελάνι αυλάκωσε το πρόσωπό του. Αυτό δεν φάνηκε να πονάει τον Ουσικάουα. Χαμογελώντας ακόμα, χωρίς να πει λέξη, σήκωσε την ουρά του κι απομακρύνθηκε. Ήταν αλήθεια: οι όρχεις του ήταν απερίγραπτα μεγάλοι. Η Μάλτα Κάνο φορούσε καμπαρντίνα. Τα πέτα της ήταν κλειστά, αλλά απ’ το φίνο άρωμα της γυμνής γυναικείας σάρκας καταλάβαινα ότι δεν φορούσε τίποτε από κάτω. Φορούσε φυσικά το κόκκινο πλαστικό της καπέλο. Σήκωσα το φλιτζάνι μου και ήπια μια γουλιά τσάι, αλλά ήταν άγευστο. Ήταν καυτό, αλλά τίποτ’ άλλο. «Χαίρομαι τόσο πολύ που μπορέσατε να ’ρθείτε», είπε η Μάλτα Κάνο, κι ακούστηκε πραγματικά ανακουφισμένη. Έχοντας αρκετό καιρό να την ακούσω, σκέφτηκα πως η φωνή της ήταν κάπως πιο φωτεινή από πριν. «Σας έπαιρνα τηλέφωνο μέρες ολόκληρες, αλλά φαινόταν να λείπετε. Είχα αρχίσει ν’ ανησυχώ ότι κάτι μπορεί να σας είχε συμβεί. Ευτυχώς είστε εντάξει. Τι ανακούφιση που ακούω επιτέλους τη φωνή σας! Εν πάση περιπτώ-σει, πρέπει να ζητήσω συγγνώμη που έκανα τόσον καιρό να επικοινωνήσω μαζί σας. Δεν μπορώ να μπω σε λεπτομέρειες για όλα όσα συνέβησαν στη ζωή μου στο μεταξύ, ιδιαίτερα μιλώντας στο τηλέφωνο, οπότε θα συνοψίσω τα κυριότερα σημεία. Το βασικό είναι ότι ταξίδευα όλον αυτό τον καιρό. Γύρισα πριν από μια βδομάδα. Κύριε Οκάντα; Κύριε Οκάντα; Μ’ ακούτε;» «Ναι, σας ακούω», είπα, συνειδητοποιώντας ξαφνικά ότι κρατούσα στο αυτί μου το ακουστικό ενός τηλεφώνου. Η Μάλτα Κάνο, στη δική της πλευρά του τραπεζιού, κρατούσε κι εκείνη ένα ακουστικό. Η φωνή της έμοιαζε να ρχεται μέσ’ από κάποια κακή σύνδεση με το εξωτερικό. «Έλειπα απ’ την Ιαπωνία όλον αυτό τον καιρό, ήμουν στη Μάλτα, στη Μεσόγειο. Εντελώς ξαφνικά μια μέρα, μου πέρασε απ’ το μυαλό η ιδέα, “Ναι, βέβαια! Πρέπει να γυρίσω στη Μάλτα και να βρεθώ κοντά στο νερό της. Έχει φτάσει η ώρα γι’ αυτό!” Αυτό συνέβη μετά την τελευταία μας συνομιλία, κύριε Οκάντα. Θυμάστε αυτή τη συνομιλία; Έψαχνα την Κρέτα εκείνη την ημέρα. Τέλος πάντων, δεν είχα σκοπό να μείνω μακριά απ’ την Ιαπωνία τόσον καιρό. Σχεδίαζα να λείψω περίπου δυο βδομάδες. ΓΓ αυτό και δεν ήρθα σ’ επαφή μαζί σας. Δεν είπα σχεδόν σε κανέναν ότι έφευγα, απλώς πήρα το αεροπλάνο με τα ρούχα που φορούσα. Μόλις έφτασα, ωστόσο, ανακάλυψα ότι δεν μπορούσα να γυρίσω. Έχετε πάει ποτέ στη Μάλτα, κύριε Οκάντα;» Είπα ότι δεν είχα πάει. Θυμόμουν ότι είχα κάνει την ίδια ακριβώς συνομιλία με το ίδιο πρόσωπο πολύ καιρό πριν. «Κύριε Οκάντα; Κύριε Οκάντα;» «Ναι, είμαι ακόμα εδώ», είπα. Είχα την εντύπωση ότι υπήρχε κάτι που έπρεπε να πω στη Μάλτα Κάνο, αλλά δεν μπορούσα να θυμηθώ τι. Τελικά το θυμήθηκα, αφού έστυψα το μυαλό μου κάμποση ώρα. Πήρα το ακουστικό με το άλλο χέρι και είπα: «Ναι, βέβαια, υπάρχει κάτι που ήθελα να σας πω εδώ και καιρό. Γύρισε ο γάτος». Μετά από τέσσερα-πέντε δευτερόλεπτα σιωπής, η Μάλτα Κάνο είπε: «Γύρισε ο γάτος;»

«Ναι. To κυνήγι του γάτου ήταν αυτό που μας έκανε να συναντηθούμε αρχικά, και σκέφτηκα ότι καλό θα ήταν να το γνωρίζατε». «Πότε γύρισε ο γάτος;» «Στην αρχή της άνοιξης. Από τότε είναι μαζί μου». «Υπάρχει καμιά διαφορά στην εμφάνισή του; Κάτι που ν’ άλλαξε από τότε που εξαφανίστηκε;» Άλλαξε; «Τώρα που το σκέφτομαι, έχω την εντύπωση ότι το σχήμα τής ουράς του ήταν λίγο διαφορετικό», είπα. «Όταν χάιδεψα το γάτο την ημέρα που γύρισε, μου φάνηκε πως η ουρά είχε παραπάνω από μια καμπύλες. Μπορεί βέβαια να έκανα λάθος. Θέλω να πω, έλειπε έναν ολόκληρο χρόνο». «Είστε σίγουρος πως είναι ο ίδιος γάτος;» «Απόλυτα σίγουρος. Αυτό το γάτο τον είχα πολύ καιρό. Θα το καταλάβαινα αμέσως αν ήταν διαφορετικός». «Μάλιστα», είπε η Μάλτα Κάνο. «Για να σας πω την αλήθεια, λυπάμαι βέβαια που το λέω, αλλά έχω την πραγματική ουρά τού γάτου εδώ μαζί μου». Η Μάλτα Κάνο άφησε το ακουστικό στο τραπέζι, σηκώθηκε όρθια κι έβγαλε την καμπαρντίνα της. Όπως υποπτευόμουν, δεν φορούσε τίποτε αποκάτω. Το μέγεθος του στήθους της και το σχήμα του εφηβαίου της ήταν σχεδόν ίδια με της Κρέτας Κάνο. Δεν έβγαλε το κόκκινο πλαστικό καπέλο. Γύρισε και μου έδειξε την πλάτη της. Εκεί, κολλημένη πάνω απ’ τους γλουτούς της, ήταν η ουρά μιας γάτας. Αναλογικά με to σώμα της, ήταν πολύ μεγαλύτερη απ’ την αρχική, αλλά το σχήμα της ήταν το ίδιο με την ουρά του Γαβράκου. Είχε την ίδια απότομη καμπύλη στην άκρη, αλλ’ αυτή εδώ ήταν πολύ πιο πειστικά αληθινή απ’ ό,τι του Γαβράκου. «Παρακαλώ, κοιτάξτε πιο καλά», είπε η Μάλτα Κάνο. «Αυτή είναι η πραγματική ουρά του γάτου που εξαφανίστηκε. Αυτή που έχει τώρα ο γάτος είναι απομίμηση. Μπορεί να μοιάζει ίδια, αλλά αν την εξετάσετε προσεκτικά, θα διαπιστώσετε πως είναι διαφορετική». Άπλωσα το χέρι για ν’ αγγίξω την ουρά της, όμως εκείνη γύρισε απότομα και την πήρε μακριά απ’ το χέρι μου. Ύστερα, γυμνή ακόμη, πήδηξε σ’ ένα απ’ τα τραπέζια. Στην παλάμη μου έπεσε μια σταγόνα αίμα απ’ το ταβάνι. Είχε το ίδιο ζωηρό κόκκινο χρώμα με το πλαστικό καπέλο της Μάλτας Κάνο. «Τ’ όνομα του μωρού της Κρέτας Κάνο είναι Κορσική, κύριε Οκάντα», είπε η Μάλτα Κάνο σαν να απήγγελλε όρθια πάνω στο τραπέζι, και η ουρά της ταλαντεύτηκε απότομα. «Κορσική;» «“Κανένας άνθρωπος δεν είναι νησί”. Εκείνην] Κορσική», ακούστηκε από κάπου τσιριχτή η φωνή του μαύρου σκύλου Ουσικάουα.

Το μωρό της Κρέτας Κάνο; Ξύπνησα λουσμένος στον ιδρώτα. Είχα πολύ καιρό να δω τόσο μεγάλο, ζωντανό κι ενιαίο όνειρο. Και παράξενο. Το δυνατό χτύπημα της καρδιάς μου σχεδόν ακουγόταν γι’ αρκετή ώρα αφότου ξύπνησα. Έκανα ένα καυτό ντους και φόρεσα καθαρές πιτζάμες. Ήταν μία και κάτι το πρωί, αλλά μου είχε φύγει εντελώς κάθε διάθεση για ύπνο. Για να ηρεμήσω, πήρα ένα παλιό μπουκάλι κονιάκ απ’ το βάθος του ντουλαπιού της κουζίνας, γέμισα ένα ποτήρι και το ήπια μονορούφι. Ύστερα πήγα στην κρεβατοκάμαρα για να δω αν ήταν εκεί ο Γαβράκος. Ήταν κουλουριασμένος κάτω απ’ το πάπλωμα και κοιμόταν μακάρια. Ανασήκωσα την άκρη του παπλώματος και πήρα στο χέρι μου την ουρά του για να δω το σχήμα της. Τη χάιδεψα με τα δάχτυλά μου προσπαθώντας να θυμηθώ ακριβώς τη γωνία της στραβής άκρης, αλλά ο γάτος τεντώθηκε ενοχλημένος και συνέχισε τον ύπνο του. Δεν μπορούσα να πω με σιγουριά αν αυτή ήταν η ουρά που είχε ο γάτος όταν τον έλεγαν Νομπόρου Γουατάγια. Κατά κάποιο περίεργο τρόπο, η ουρά στον πισινό της Μάλτας Κάνο έμοιαζε πολύ περισσότερο με την πραγματική γατίσια ουρά του Νομπόρου Γουατάγια. Θυμόμουν ακόμη καθαρά το σχήμα και το χρώμα της στο όνειρο. Τ’ όνομα τον μωρού της Κρέτας Κάνο είναι Κορσική, είχε πει η Μάλτα Κάνο στ’ όνειρό μου. Δεν απομακρύνθηκα πολύ απ’ το σπίτι την επόμενη μέρα. Το πρωί πήγα κι έκανα ψώνια στο σούπερ μάρκετ του σταθμού κι ύστερα μαγείρεψα για μεσημέρι. Έδωσα στο γάτο μερικές μεγάλες φρέσκες σαρδέλες. Το απόγευμα πήγα μετά από καιρό κι έκανα μπάνιο στην πισίνα της γειτονιάς. Δεν υπήρχαν πολλοί άλλοι κολυμβητές εκείνη την ώρα. Προφανώς είχαν πάει όλοι να ψωνίσουν για το Νέο Έτος. Τ α κρυφά μεγάφωνα του ταβανιού έπαιζαν χριστουγεννιάτικη μουσική. Είχα κολυμπήσει γύρω στο ένα χιλιόμετρο, όταν ένιωσα να με πιάνει κράμπα στην πατούσα κι αποφάσισα να σταματήσω. Ο τοίχος πάνω απ’ την πισίνα είχε στολιστεί χριστουγεννιάτικα. Όταν γύρισα σπίτι, βρήκα με έκπληξή μου ένα γράμμα στο κουτί ένα πολύ χοντρό γράμμα. Ήξερα ποιος το είχε στείλει, χωρίς να χρειαστεί να κοιτάξω τη διεύθυνση του αποστολέα. Το μόνο άτομο που μου έγραφε με τόσο εκλεπτυσμένο και περίτεχνο γραφικό χαρακτήρα, με παλαιού τύπου πινέλο, ήταν ο υπολοχαγός Μαμίγια. Το γράμμα του ξεκινούσε ζητώντας ταπεινά συγγνώμη που άφησε να περάσει τόσος χρόνος απ’ το τελευταίο του γράμμα. Εκφραζόταν με τόσο ακραία ευγένεια, που μου δημιουργούσε την εντύπωση ότι έπρεπε κι εγώ, για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο, να ζητήσω ταπεινά συγγνώμη. Ήθελα να σας αφηγηθώ άλλο ένα μέρος της ιστορίας μου, και μήνες τώρα σκεφτόμουν να σας γράψω, αλλά σννέβησαν διάφορα τα οποία μ’ εμπόδισαν να καθίσω στο γραφείο μου και να πιάσω την πένα. Τώρα, πριν καλά καλά το καταλάβω, η χρονιά κοντεύει να βγει. Είμαι πια πολύ μεγάλος και το μοιραίο θα μπορούσε να συμβεί οποιαδήποτε στιγμή. Δεν γίνεται να το αναβάλλω επ’ άπειρον. Αυτό το γράμμα μπορεί να βγει αρκετά μεγάλο — ελπίζω όχι ενοχλητικά μεγάλο για σας, κύριε Οκάντα. Οταν σας παρέδωσα το περασμένο καλοκαίρι το αναμνηστικό τον κυρίου Χόντα, σας είπα μια

μακροσκελή ιστορία για το χρόνο που είχα περάσει στη Μογγολία, αλλά στην πραγματικότητα υπάρχουν πολλά ακόμη που θα ;πρεπε να πω — ένα «δεύτερο επεισόδιο», σαν να λέμε. Υπήρχαν πολλοί λόγοι που δεν περιέλαβα αυτό το δεύτερο μέρος όταν σας είπα την ιστορία μου πέρσι. Πρώτ’ απ’ όλα, η ιστορία θα γινόταν ανυπόφορα μεγάλη αν την είχα διηγηθεί στο σύνολό της. θυμάστε ίσως ότι είχα μια επείγουσα υπόθεση να φροντίσω, κι απλώς δεν υπήρχε χρόνος να επεκταθώ. Και ίσως το πιο σημαντικό είναι ότι δεν ήμουν ακόμη συναισθηματικά έτοιμος για να πω την υπόλοιπη ιστορία μου σε οποιονδήποτε, να την αφηγηθώ πλήρως και με ειλικρίνεια. 'Οταν έφυγα, ωστόσο, συνειδητοποίησα ότι δεν θα ’πρεπε να έχω επιτρέψει σε πρακτικά ζητήματα να επηρεάσουν την κρίση μου. Θα ’πρεπε να σας τα έχω αφηγηθεί όλα ώς το τέλος και χωρίς να σας κρύψω τίποτα. Τραυματίστηκα από σφαίρα αυτομάτου κατά τη διάρκεια της άγριας μάχης της 13ης Αυγούστου 1945 στα περίχωρα τηςΧαϊλάρ, και καθώς ήμουν ξαπλωμένος στο έδαφος έχασα το αριστερό μου χέρι από τις ερπύστριες ενός Σοβιετικού Τ34. Με μετέφεραν αναίσθητο στο σοβιετικό στρατιωτικό νοσοκομείο της Τσίτα, όπου οι χειρουργοί κατάφεραν να μου σώσουν τη ζωή. Όπως ανέφερα και πριν, είχα αποσπαστεί στο σώμα τοπογράφων του Γενικού Επιτελείου του στρατού της Κουαντούνγκ στο Σιν-τσινγκ, το οποίο αποφασίστηκε να μεταφερεθεί στα μετόπισθεν μόλις η Σοβιετική Ένωση κήρυξε τον πόλεμο κατά της Ιαπωνίας. Αποφασισμένος να πεθάνω, ωστόσο, φρόντισα να μετατεθώ στη μονάδα τηςΧαϊλάρ, κοντά στα σύνορα, όπου προσφέρθηκα εθελοντικά να μετατραπώ σε ανθρώπινη βόμβα και ν ’ανατινάξω ένα σοβιετικό τανκς κρατώντας μια νάρκη στα χέρια μου. Όπως είχε προφητέψει ο κύριος Χόντα στις όχθες του ποταμού Χάλχα, ωστόσο, δεν κατάφερα να πεθάνω. Έχασα μόνο ένα χέρι, όχι τη ζωή μου. Όλοι όσοι ήταν υπό τις διαταγές μου, πιστεύω, σκοτώθηκαν. Μπορεί βέβαια να εκτελούσαμε διαταγές, αλλά ήταν μια βλακώδης επίθεση αυτοκτονίας. Οι μικρές και σκουριασμένες νάρκες μας δεν θα μπορούσαν ούτε να γρατζουνίσουν το θηριώδες Τ34. Ο μόνος λόγος για τον οποίο ο Σοβιετικός στρατός με φρόντισε τόσο πολύ ήταν γιατί, όσο ήμουν αναίσθητος και παραληρούσα, είπα μερικές λέξεις στα ρωσικά. Τουλάχιστον αυτό μου είπαν αργότερα. Είχα κάνει στοιχειώδη ρωσικά, όπως σας έχω ήδη αναφέρει, και η θέση μου στο Γενικό Επιτελείο τον Σιν-τσινγκ μου άφηνε πάρα πολύ ελεύθερο χρόνο, τον οποίο χρησιμοποίησα για να τελειοποιήσω όσα ήξερα. Είχα δουλέψει σκληρά, οπότε, όταν ο πόλεμος μπήκε στην τελευταία τον φάση, μπορούσα ήδη να κάνω μια άνετη συνομιλία στα ρωσικά. Στο Σιν-τσινγκ έμεναν πολλοί Λενκορώσοι και γνώριζα και μερικές Ρωσίδες σερβιτόρες, οπότε δεν έλειπαν οι ευκαιρίες να κάνω πρακτική. Τα ρωσικά μου φαίνεται ότι μου βγήκαν εντελώς αυθόρμητα όσο ήμουν αναίσθητος. Ο Σοβιετικός στρατός σχεδίαζε εξαρχής να στείλει στη Σιβηρία όλονς τους Ιάπωνες αιχμαλώτους πολέμου που έπιασαν όταν κατέλαβαν τη Μαντζουρία, για να τους χρησιμοποιήσουν σε καταναγκαστικά έργα, όπως είχαν κάνει και με τους Γερμανούς στρατιώτες μετά το τέλος των εχθροπραξιών στην Ευρώπη. Οι Σοβιετικοί μπορεί να είχαν νικήσει, αλλά η οικονομία τους βρισκόταν σε κρίσιμη φάση μετά το μεγάλο πόλεμο και η έλλειψη εργατών ήταν πρόβλημα παντού. Η εξασφάλιση μιας ενήλικης εργατικής δύναμης μέσ’ από τις τάξεις των αιχμαλώτων πολέμου ήταν απ * τις πρώτες τους προτεραιότητες. Γι *αυτό το λόγο είχαν ανάγκη από διερμηνείς, και ο αριθμός αντών των τελευταίων ήταν πάρα πολύ μικρός. Οταν είδαν ότι μάλλον ήξερα να μιλάω ρωσικά, μ’ έστειλαν κατευθείαν στο νοσοκομείο της Τσίτα αντί να μ ’αφήσουν να πεθάνω. Αν δεν είχα

ψελλίσει κάποιες λέξεις στα ρωσικά, θα με είχαν αφήσει στην τύχη μου, στις όχθες τον Χάλχα, κι εκεί θα είχε τελειώσει η ιστορία. Θα με είχαν θάψει σε κάποιον ανώνυμο τάφο. Η μοίρα είναι μυστήριο πράγμα! Μετά απ' αυτό με υπέβαλαν σε εξαντλητική ανάκριση και μου έκαναν γι αρκετούς μήνες ιδεολογική πλύση εγκεφάλου πριν με στείλονν σ’ ένα ανθρακωρυχείο της Σιβηρίας να κάνω το διερμηνέα. Θα παραλείψω τις λεπτομέρειες αυτής της περιόδου, αλλά επιτρέψτε μου να πω το εξής σε σχέση με την ιδεολογική μου εκπαίδευση. Ως φοιτητής πριν απ ’τον πόλεμο είχα διαβάσει αρκετά απαγορευμένα μαρξιστικά βιβλία, φροντίζοντας να τα κρύβω απ’την αστυνομία, οπότε δεν ήμουν ιδιαίτερα εχθρικός προς την κομμουνιστική αντίληψη των πραγμάτων, είχα δει όμως πάρα πολλά για να καταπιώ το δόλωμα μαζί με το αγκίστρι. Χάρη στη δουλειά που έκανα στην αντικατασκοπία, ήξερα πολύ καλά όλη την ιστορία της καταπίεσης στη Μογγολία που έκαναν συστηματικά ο Στάλιν και οι δικτάτορες αχυράνθρωποι τον. Από την επανάσταση και μετά είχαν στείλει δεκάδες χιλιάδες Λαμαϊστές ιερείς και γαιοκτήμονες, όπως και άλλους αντιπολιτευόμενους, σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως, όπου εξοντώθηκαν συστηματικά και με αφάνταστη σκληρότητα. Το ίδιο ακριβώς συνέβη και στην ίδια τη Σοβιετική Ένωση. Ακόμα κι αν πίστευα στην κομμουνιστική ιδεολογία, μου ήταν αδύνατο να πιστέψω τους ανθρώπους ή το σύστημα που ήταν υπεύθυνο για την πρακτική εφαρμογή αυτής της ιδεολογίας κι αυτών των αρχών. Ένιωθα το ίδιο ακριβώς για όσα είχαμε κάνει εμείς οι Ιάπωνες στη Μαντζουρία. Είμαι σίγουρος ότι δεν μπορείτε καν να φανταστείτε τον αριθμό των Κινέζων εργατών που χάθηκαν κατά τη διάρκεια της κατασκευής της μυστικής βάσης της Χαϊλάρ οι οποίοι δολοφονήθηκαν επί τούτου, για να μη μιλήσουν και για να προστατευτεί η μυστικότητα των κατασκευαστικών σχεδίων της βάσης. Επιπλέον είχα παρακολουθήσει εκείνο το εφιαλτικό γδάρσιμο που έκανε ο Ρώσος αξιωματικός και οι Μογγόλοι υποτακτικοί του. Με είχαν ρίξει σ’ένα μογγολικό πηγάδι, και σ’εκείνο το παράξενο, έντονο φως είχα χάσει κάθε πάθος για ζωή. Πώς θα μπορούσε κάποιος σαν εμένα να πιστεύει σε ιδεολογίες και πολιτική; Με την ιδιότητα τον μεταφραστή, έκανα το σύνδεσμο μεταξύ Ιαπώνων αιχμαλώτων πολέμου στο ορυχείο και Σοβιετικών δεσμοφυλάκων. Δεν ξέρω πώς ήταν τα πράγματα στα άλλα σιβηριανά στρατόπεδα συγκεντρώσεως, αλλά σ’αυτό που δούλευα εγώ, ολόκληρες στρατιές ανθρώπων πέθαιναν κάθε μέρα. Και δεν νπήρχε έλλειψη αιτίων: κακή διατροφή, υπερβολική εργασία, καταρρεύσεις οροφών ορυχείων, πλημμύρες, ανθυγιεινές συνθήκες που γεννούσαν επιδημίες, πολικό ψύχος κι απίστευτες κακουχίες, φρουροί, κτηνώδης καταστολή και της παραμικρότερης αντίδρασης. Υπήρχαν επίσης περιπτώσεις λιντσαρίσματος Ιαπώνων από συμπατριώτες τους. Αυτό που ένιωθαν οι άνθρωποι ο ένας για τον άλλο κάτω από κείνες τις συνθήκες ήταν μίσος και αμφισβήτηση, φόβος και απόγνωση. Όποτε αυξανόταν ο αριθμός των θανάτων σε σημείο που να μειώνεται επικίνδυνα η εργατική δύναμη, έφερναν ολόκληρα τρένα γεμάτα με καινούργιους αιχμαλώτους πολέμου. Οι άντρες ήταν ντυμένοι με κουρέλια, αδυνατισμένοι, και το ένα τέταρτο απ’ αυτούς πέθαινε μέσα στις πρώτες εβδομάδες, μην μπορώντας ν ’αντέξει τις απάνθρωπες συνθήκες στο ορυχείο. Οι νεκροί θάβονταν σε εγκαταλειμμένες στοές ορυχείων. Δεν υπήρχε τρόπος ν’ ανοίξουν τάφους για όλους αυτούς. Το χώμα ήταν σαν πέτρα απ’ την παγωνιά ολόκληρο το χρόνο. Τα φτυάρια και οι αξίνες δεν μπορούσαν ούτε να το χαράξουν. Έτσι, τα εγκαταλειμμένα ορυχεία ήταν ό,τι καλύτερο για ν’ απαλλάσσονται

απ’τους νεκρούς. Ήταν βαθιά και σκοτεινά, και λόγω του κρύου δεν υπήρχε μυρωδιά. Πού και πού ρίχναμε ένα στρώμα κάρβουνο πάνω απ’τα σώματα. Όταν κάποια στοά γέμιζε μέχρι επάνω, τη συμπλήρωναν με χώμα και πέτρες κι ύστερα πήγαιναν στην επόμενη. Οι νεκροί δεν ήταν οι μόνοι που κατέληγαν στις στοές. Μερικές φορές έριχναν εκεί μέσα και ζωντανούς, για να φρονηματίσουν τους υπόλοιπους. Όποιος Ιάπωνας στρατιώτης έδειχνε σημάδια δυσφορίας, παραδινόταν στους Σοβιετικούς φρουρούς, οι οποίοι τον έκαναν μαύρο στο ξύλο, του έσπαγαν πόδια και χέρια και μετά τον έριχναν στον πάτο του ορυχείου. Μέχρι σήμερα ακούω τις φριχτές τους κραυγές. Ήταν πραγματική επίγεια κόλαση. Το ορυχείο το διοικούσαν, σαν στρατηγική μονάδα ύψιστης προτεραιότητας, μέλη του Πολιτικού Γραφείου που στέλνονταν εκεί απ’τα κεντρικά γραφεία του κόμματος και το αστυνόμευε ο στρατός με άκρα μυστικότητα, σε συνθήκες ύψιστης ασφάλειας. Ογεηκός διοικητής υποτίθεται πως ήταν απ’την πόλη όπου είχε γεννηθεί ο Στάλιν, ένα ψυχρό κι απάνθρωπο κομματικό στέλεχος, νέος ακόμη και γεμάτος φιλοδοξίες. Το μόνο του κριτήριο ήταν η αύξηση της παραγωγικότητας. Η ανάλωση των εργατών ήταν κάτι απολύτως αδιάφορο γι ’αυτόν. Εφόσον τα νούμερα της παραγωγής ανέβαιναν, το κόμμα αναγνώριζε αυτό το ορυχείο ως υποδειγματικό και τον αντάμειβε με ακόμη περισσότερα φορτία εργατών. Όσοι εργάτες κι αν πέθαιναν, υπήρχε η δυνατότητα αντικατάστασής τους. Για να συνεχίσουν ν’ανεβαίνουν τα νούμερα, επέτρεπε το σκάψιμο φλεβών που υπό κανονικές συνθήκες θα ’πρεπε να θεωρηθούν υπερβολικά επικίνδυνες. Φυσικά, ο αριθμός των δυστυχημάτων συνέχιζε ν ’ανεβαίνει, όμως αυτό τον άφηνε αδιάφορο. Ο διοικητής δεν ήταν το μόνο κτήνος στο ορυχείο. Οι περισσότεροι φρουροί εκεί ήταν πρώην κατάδικοι, αμόρφωτα άτομα απίστευτης βαρβαρότητας κι εκδικητικότητας. Δ εν έδειχναν το παραμικρό ίχνος συμπόνιας ή στοργής, λες κι επειδή ζούσαν εκεί, στην άκρη του κόσμου, είχαν μεταμορφωθεί με τα χρόνια απ’τον παγωμένο αέρα της Σιβηρίας σε κάποιο είδος υπανθρώπου. Είχαν διαπράξει εγκλήματα και είχαν σταλεί σε σιβηριανές φυλακές, αλλά τώρα που είχαν εκτίσει τις μεγάλες ποινές τους δεν είχαν πια ούτε σπίτια ούτε οικογένειες να τους περιμένουν. Είχαν παντρευτεί στην περιοχή, είχαν κάνει παιδιά εκεί και είχαν εγκατασταθεί στη Σιβηρία. Οι Ιάπωνες αιχμάλωτοι πολέμου δεν ήταν οι μόνοι που δούλευαν στο ορυχείο. Υπήρχαν και πολλοί Ρώσοι εγκληματίες, πολιτικοί κρατούμενοι και πρώην αξιωματικοί του στρατού που είχαν πέσει θύματα των εκκαθαρίσεων του Στάλιν. Αρκετοί απ ’αυτούς τους ανθρώπους ήταν μορφωμένα κι εξαιρετικά καλλιεργημένα άτομα. Ανάμεσα στους Ρώσους υπήρχαν και μερικές γυναίκες και παιδιά, ίσως σκόρπια απομεινάρια οικογενειών πολιτικών κρατουμένων. Τους έβαζαν να δουλεύουν στην περισυλλογή απορριμμάτων, στο πλύσιμο των ρούχων και σε άλλες τέτοιες δευτερεύουσες δουλειές. Τις νεαρές γυναίκες τις χρησιμοποιούσαν συχνά σαν πόρνες. Εκτός από Ρώσους, τα τρένα έφερναν επίσης Πολωνούς, Ούγγρους και άλλους ξένους, μερικούς με σκούρο δέρμα (Αρμένιους και Κούρδους, φανταζόμουν). Το στρατόπεδο ήταν χωρισμένο σε τρεις ζώνες: μια μεγαλύτερη, όπου είχαν όλους τους Ιάπωνες μαζί' μια ζώνη για άλλους εγκληματίες και αιχμαλώτους πολέμου' και τη ζώνη των μη εγκληματιών. Σ’ αυτή την τελευταία ζούσαν κανονικοί ανθρακωρύχοι κι επαγγελματίες μεταλλειολόγοι, αξιωματικοί και φρουροί που ανήκαν στο αποσπασμένο εκεί στρατιωτικό σώμα, μερικοί με τις οικογένειές τους, και κάποιοι άλλοι κανονικοί Ρώσοι πολίτες. Υπήρχε κι ένα μεγάλο στρατόπεδο κοντά στο σταθμό. Οι αιχμάλωτοι πολέμου και άλλοι αιχμάλωτοι

δεν επιτρεπόταν να εγκαταλείπουν τις ζώνες τους. Οι ζώνες ήταν χωρισμένες μεταξύ τους με τεράστιους όγκους αγκαθωτού σύρματος, όπου περιπολούσαν συνεχώς στρατιώτες με αυτόματα όπλα. Ως μεταφραστής με καθήκοντα συνδέσμου, έπρεπε να επισκέπτομαι το διοικητήριο κάθε μέρα, και κατά βάση είχα το ελεύθερο να μετακινούμαι από ζώνη σε ζώνη εφόσον έδειχνα το πάσο μου. Κοντά στο διοικητήριο ήταν ο σταθμός του τρένου κι ένα είδος χωριού με ένα και μοναδικό δρόμο με μερικά ταλαίπωρα μαγαζιά, ένα μπαρ κι ένα πανδοχείο για επισήμους και άλλους υψηλούς αξιωματούχους, οι οποίοι έρχονταν για επιθεώρηση. Η πλατεία είχε μια σειρά από ταΐστρες αλόγων και μια μεγάλη κόκκινη σημαία τής ΕΣΣΔ να κυματίζει στο κέντρο. Κάτω από τη σημαία ήταν σταθμευμένο ένα τεθωρακισμένο όχημα μ ’ ένα πολυβόλο, δίπλα στο οποίο στεκόταν πάντα γερμένος ένας νεαρός στρατιώτης με πλήρη στρατιωτική εξάρτυση που έμοιαζε να βαριέται θανάσιμα. Το νεόχτιστο στρατιωτικό νοσοκομείο βρισκόταν στην άλλη άκρη τής πλατείας, μ ένα τεράστιο άγαλμα του Ιωσήφ Στάλιν στην είσοδό του. Υπήρχε κι ένας άντρας εκεί, για τον οποίο πρέπει να σας μιλήσω τώρα: τον συνάντησα το καλοκαίρι του 1947, ίσως στις αρχές Μαΐον, όταν το χιόνι είχε επιτέλους λιώσει. Είχε περάσει ήδη ενάμισης χρόνος από τότε που μ \u941?στειλαν στο ορυχείο. Οταν τον πρωτοείδα, ο άνθρωπος αυτός φορούσε τη στολή που έδιναν συνήθως σε όλους τους Ρώσους αιχμαλώτους. Είχε αναλάβει κάποιες επισκευές στο σταθμό μαζί με μια ομάδα δέκα περίπου συμπατριωτών του. Έσπαγαν πέτρες με βαριοπούλες κι άπλωναν τα θραύσματα στο κατάστρωμα του δρόμου. Ο κρότος των σφυριών που χτυπούσαν τους σκληρούς βράχους αντηχούσε σ ’όλη την περιοχή. Είχα παραδώσει μια αναφορά στο διοικητήριο του ορυχείου και γύριζα πίσω περνώντας απ’ το σταθμό. Ο υπαξιωματικός που κατηύθυνε τα έργα εκεί με σταμάτησε και μου ζήτησε να του δείξω το πάσο μου. Το έβγαλα απ’την τσέπη μου και του το έδειξα. Ο λοχίας, ένας πραγματικός γίγαντας, κοίταξε με καχυποψία και γι ’αρκετή ώρα το πάσο, αλλά προφανώς δεν ήξερε να διαβάζει. Φώναξε έναν απ’τους αιχμαλώτους που δούλευαν στο δρόμο και του είπε να το διαβάσει δυνατά. Αυτός ο συγκεκριμένος αιχμάλωτος ήταν διαφορετικός απ ’ τους άλλους της ομάδας: είχε όψη μορφωμένου ανθρώπου. Και ήταν εκείνος. 'Οταν τον είδα., ένιωσα το αίμα να φεύγει απ’ το πρόσωπό μου. Μου ήταν αδύνατο ν’ ανασάνω κυριολεκτικά. Ήταν σαν να βρισκόμουν κάτω απ’το νερό και να πνιγόμουν. Είχα σταματήσει να αναπνέω. Ο μορφωμένος αιχμάλωτος δεν ήταν άλλος από τον Ρώσο αξιωματικό που είχε διατάξει τους Μογγόλους στρατιώτες να γδάρουν ζωντανό τον Γιαμαμότο στην όχθη του ποταμού Χάλχα. Τώρα ήταν αδυνατισμένος, σχεδόν τελείως φαλακρός, και του έλειπε ένα απ’ τα μπροστινά δόντια. Αντί για την άψογη και κολλαριστή στολή τού αξιωματικού, φορούσε τώρα τη βρομερή φόρμα της φυλακής, κι αντί για γυαλιστερές μπότες φορούσε πάνινα παπούτσια γεμάτα τρύπες. Οι φακοί των γυαλιών του ήταν βρόμικοι και γδαρμένοι κι ο σκελετός στραβωμένος. Ήταν όμως ο ίδιος άνθρωπος, δεν υπήρχε αμφιβολία γι ’αυτό. Ήταν αδύνατο να μην τον αναγνωρίσω. Κι εκείνος με τη σειρά του με κοίταζε έντονα, καθώς η έκπληξή μου, απ ’ ό,τι φαίνεται, του είχε κινήσει την περιέργεια. Όπως κι εκείνος, είχα κι εγώ μεγαλώσει και φθαρεί στα εννέα χρόνια που είχαν περάσει. Είχα πια και μερικές άσπρες τρίχες. Εκείνος όμως φάνηκε να με αναγνωρίζει, παρ’όλ ’αυτά. Μια έκφραση έκπληξης ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του. Πρέπει να πίστευε ότι είχα σαπίσει στον πάτο ενός μογγολικού πηγαδιού. Κι εγώ φυσικά ποτέ δεν είχα ονειρεντεί ότι θα τον συναντούσα κάποτε σ’ ένα σιβηριανό ορυχείο, και μάλιστα ντυμένο με τη φόρμα του κρατουμένου.

Δεν χρειάστηκε παρά μόνο μια στιγμή για να επανακτήσει την ψυχραιμία του και ν’αρχίσει να διαβάζει το πάσο μου με ήρεμη φωνή στον αγράμματο υπαξιωματικό, ο οποίος είχε ένα αυτόματο κρεμασμένο απ’το λαιμό του. Διάβασε το όνομά μου, τη μεταφραστική μου ιδιότητα, την άδεια που είχα να κινούμαι μεταξύ των ζωνών και ούτω καθεξής. Ο λοχίας μού επέστρεψε το πάσο και μου έκανε νόημα με το σαγόνι να πηγαίνω. Προχώρησα για λίγο και γύρισα να κοιτάξω πίσω. Ο Ρώσος με κοιτούσε. Έμοιαζε να έχει στο πρόσωπό του ένα αχνό χαμόγελο, αν και μπορεί να ήταν απλώς φαντασία μου. Έτσι όπως έτρεμαν τα πόδια μου, μου ήταν αδύνατο να περπατήσω σε ευθεία γραμμή για πολύ. Όλος ο τρόμος που είχα νιώσει πριν από εννέα χρόνια, είχε γυρίσει και με είχε καταλάβει και πάλι μέσα σε μια στιγμή. Φαντάστηκα ότι ο άνθρωπος αυτός είχε χάσει την εύνοια του κόμματος και είχε σταλεί σ’αυτή τη σιβηριανή φυλακή. Αυτές οι καταστάσεις ήταν ρουτίνα στη Σοβιετική Ένωση εκείνης της εποχής. Μέσα στους κόλπους της κυβέρνησης, του κόμματος και του στρατού διεξάγονταν βίαιες μάχες και η αρρωστημένη καχυποψία τού Στάλιν κυνηγούσε τους χαμένους ανελέητα. Χάνοντας τις θέσεις τους, αυτοί οι άνθρωποι δικάζονταν από δικαστήρια-παρωδίες και είτε τους εκτελούσανμε συνοπτικές διαδικασίες είτε τους έστελναν σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως, αν και τελικά κανείς δεν μπορούσε να πει ποια απ ’τις δυο αυτές τιμωρίες ήταν χειρότερη. Αν γλίτωνες το θάνατο, αναγκαζόσουν να δουλεύεις σαν σκλάβος σε συνθήκες απίστευτης σκληρότητας. Εμείς οι Ιάπωνες αιχμάλωτοι πολέμου μπορούσαμε τουλάχιστον να ελπίζουμε ότι θα επιστρέφαμε στην πατρίδα αν επιζούσαμε, αλλά οι εξόριστοι Ρώσοι δεν είχαν καμιά τέτοια ελπίδα. Όπως και οι άλλοι, αυτός ο άντρας θα τελείωνε με τα κόκαλά του να σαπίζουν στο έδαφος της Σιβηρίας. Μόνο ένα πράγμα μ ’ενοχλούσε σ ’αυτόν, κι αυτό ήταν το ότι τώρα ήξερε τ ’όνομά μου και ήξερε πού θα με βρει. Πριν απ *τον πόλεμο είχα σνμμετάσχει (εν αγνοία μου, φυσικά) σ ’εκείνη τη μυστική επιχείρηση με τον κατάσκοπο Γιαμαμότο, στον ποταμό Χάλχα, μπαίνοντας σε μογγολικό έδαφος για λόγους που είχαν σχέση με την κατασκοπία. Αν εκείνος ο άντρας διέδιδε αυτή την πληροφορία, θα μπορούσα να βρεθώ σε πολύ δύσκολη θέση. Τελικά ωστόσο δεν με κάρφωσε. Όχι. Όπως θ’ ανακάλυπτα αργότερα, είχε πολύ πιο μεγαλόπνοα σχέδια για μένα. Τον εντόπισα μια βδομάδα αργότερα έξω απ’το σταθμό. Ήταν ακόμη αλυσοδεμένος, φορούσε τα ίδια βρόμικα ρούχα της φυλακής κι έσπαγε πέτρες με μια βαριοπούλα. Τον κοίταξα και με κοίταξε. Αφησε τη βαριά στο έδαφος και γύρισε να με κοιτάξει. Στεκόταν ψηλός κι ευθυτενής όπως τότε που φορούσε τη στρατιωτική στολή. Αυτή τη φορά στο πρόσωπό του διαγραφόταν ένα χαμόγελο — αμυδρό, αλλά χαμόγελο. Είχε μέσα του μια δόση κτηνωδίας που μ ’ έκανε ν’ ανατριχιάσω σύγκορμος. Ήταν η ίδια έκφραση που είχε στο πρόσωπό του όταν παρακολουθούσε να γδέρνουν ζωντανό τον Γιαμαμότο. Δεν είπα τίποτα και συνέχισα το δρόμο μου. Εκείνη την εποχή είχα αποκτήσει ένα φίλο, αξιωματικό στο αρχηγείο του Σοβιετικού στρατού του στρατοπέδου. Όπως κι εγώ, είχε κάνει γεωγραφία στο πανεπιστήμιο (στο Λένινγκραντ). Είχαμε την ίδια ηλικία και μαςε νδιέφερε και τους δυο η χαρτογραφία, οπότε μπορούσαμε, όταν βρίσκαμε την ευκαιρία, να μοιραστούμε τις κοινές μας επαγγελματικές εμπειρίες. Είχε μεγάλο προσωπικό ενδιαφέρον για τους στρατηγικούς χάρτες της Μαντζουρίας που είχε φτιάξει ο στρατός της Κουαντούνγκ. Φυσικά δεν ήταν δυνατό να μιλάμε για τέτοια πράγματα όταν ήταν παρόντες οι ανώτεροι του. Επρεπε να βρίσκουμε την ευκαιρία ν’ απολαμβάνουμε αυτή την επαγγελματική

κουβεντούλα όταν εκείνοι ήταν απόντες. Μερικές φορές μου έδινε κάτι να φάω ή μου έδειχνε φωτογραφίες της γυναίκας του και των παιδιών του, που είχαν μείνει πίσω στο Κίεβο. Ήταν ο μόνος Ρώσος με τον οποίο αισθάνθηκα κάπως πιο κοντά κατά τη διάρκεια της περιόδου που έμεινα φυλακισμένος στη Σοβιετική Ενωση. Κάποια στιγμή τον ρώτησα δήθεν αδιάφορα γι ’αυτούς που δούλευαν στο σταθμό. Ενας απ’αυτούς, ιδιαίτερα, μου είχε φανεί διαφορετικός απ τους συνηθισμένους αιχμαλώτους, είπα φαινόταν ότι κάποτε μπορεί να είχε κάποια σπουδαία θέση. Περιέγραψα την εμφάνισή του. Ο αξιωματικός —που τ ’ όνομά του ήταν Νικολάι μου είπε συνοφρυωμένος, «Πρέπει να εννοείς τον Μπορίς τον Ανθρωπογδάρτη. Καλύτερα να μην έχεις πολλά πολλά μαζί του». Γιατί έτσι; ρώτησα. Ο Νικολάι φάνηκε να διστάζει να μου πει οτιδήποτε άλλο, αλλά ήξερε ότι μπορούσα να του κάνω κάποιες χάρες, οπότε τελικά, και απρόθυμα, μου εξήγησε πώς είχε βρεθεί σ' αυτό το ορυχείο ο Μπορίς ο Ανθρωπογδάρτης. «Μην πεις σε κανέναν αυτά που σου λέω», με προειδοποίησε. «Αυτός ο τύπος μπορεί να είν’ επικίνδυνος. Δεν κάνω πλάκα — χειρότερος απ’ αυτόν δεν μπορεί να υπάρχει. Δ εν θα τον άγγιζα ούτε μ ’ένα κοντάρι τριών μέτρων». Αυτό μου είπε ο Νικολάι. Το πραγματικό όνομα του Μπορίς του Ανθρωπογδάρτη ήταν Μπορίς Γκρόμοφ. Όπως είχα φανταστεί, ήταν ταγματάρχης της NKVD, της πανίσχυρης σοβιετικής μυστικής υπηρεσίας. Τον είχαν στείλει στο Ου,Ιάν Μπατόρ σαν στρατιωτικό σύμβουλο το 1938, τη χρονιά που είχε αναλάβει πρωθυπουργός ο Τσοϊμπαλσάν. Εκεί οργάνωσε τη μογγολική μυστική αστυνομία σύμφωνα με τα πρότυπα τηςΝΚ\u934? του Μπέρια, και διακρίθηκε ιδιαίτερα στην ανακάλυψη κι εξόντωση των αντεπαναστατικών δυνάμεων. Μάζευαν τους ανθρώπους μαζικά, τους έριχναν σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως και τους βασάνιζαν, εκτελώντας όποιον τους προκαλούσε και την παραμικρή υποψία. Μόλις τελείωσε η μάχη του Νομονχάν κι αποσοβήθηκε η ευρύτερη κρίση στην Απω Ανατολή, κάλεσαν τον Μπορίς πίσω στη Μόσχα καί του ανέθεσαν τη σοβιετοκρατούμενη Ανατολική Πολωνία, όπου εργάστηκε στις εκκαθαρίσεις του παλιού πολωνικού στρατού. Εκεί απέκτησε και το παρατσούκλι Μπορίς ο Ανθρωπογδάρτης. Το γδάρσιμο ανθρώπων ενώ ήταν ακόμα ζωντανοί, από κάποιον ειδικό που, όπως έλεγαν, είχε φέρει μαζί του απ’τη Μογγολία, ήταν η ειδικότητά του στα βασανιστήρια. Οι Πολωνοί τον έτρεμαν, φυσικά. Όποιος αναγκαζόταν να παρακολουθήσει το γδάρσιμο κάποιου αιχμαλώτου, ομολογούσε τα πάντα χωρίς κανένα δισταγμό. Όταν ο γερμανικός στρατός πέρασε ξαφνικά τα σύνορα κι άρχισε ο πόλεμος με τη Γερμανία, εκείνος αποσύρθηκε απ’την Πολωνία στη Μόσχα. Πολλοί συνελήφθηκαν τότε με την υποψία πως είχαν συμμαχήσει με τονΧίτλερ. Τους εκτέλεσαν ή τους έστειλαν σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Εδώ ο Μπορίς βρήκε νέο πεδίο δόξης λαμπρό σαν δεξί χέρι του Μπέρια, χρησιμοποιώντας το ειδικό βασανιστήριο για το οποίο είχε γίνει γνωστός. Ο Στάλιν και ο Μπέρια έπρεπε να μαγειρέψουν μια θεωρία εσωτερικής συνωμοσίας για να συγκαλύψουν τη δική τους ευθύνη που είχαν αποτύχει να προβλέψουν τη ναζιστική εισβολή και τελικά να ενισχύσουν τις ηγετικές τους θέσεις. Πολλοί πέθαναν χωρίς λόγο και αιτία, ενώ άλλοι βασανίστηκαν απάνθρωπα. Ο Μπορίς και ο γδάρτης του λέγεται ότι έγδαραν τουλάχιστον πέντε ανθρώπους τότε, και οι φήμες έλεγαν ότι επιδείκνυε με περηφάνια τα δέρματα στους τοίχους του γραφείου του.

Ο Μπορίς μπορεί να ήταν απάνθρωπος, αλλά ήταν ταυτόχρονα πολύ προσεκτικός κι έτσι κατάφερε να επιβιώσει απ’ όλες τις συνωμοσίες και τις εκκαθαρίσεις. Ο Μπέρια τον είχε σαν γιο του. Αυτό όμως μπορεί να τον έκανε να νιώσει λίγο υπερβολικά σίγουρος για τον εαυτό του και να ξεπεράσει τα όριά του. Το σφάλμα που έκανε ήταν μοιραίο. Συνέλαβε το διοικητή ενός τεθωρακισμένου τάγματος με την κατηγορία πως είχε επικοινωνήσει μυστικά μ ’ένα τεθωρακισμένο τάγμα των Ες Ες κατά τη διάρκεια μιας μάχης στην Ουκρανία. Τον σκότωσε με βασανιστήρια, χώνοντας καυτά σίδερα σε κάθε άνοιγμα του σώματός του—αυτιά, ρουθούνια, ορθό, πέος κι ό, τι άλλο μπορείς να φανταστείς. Όμως ο αξιωματικός έτυχε να είναι ανιψιός ενός ανώτατου αξιωματούχου του κόμματος. Και σαν να μην έφτανε αυτό, μια διεξοδική έρευνα που έγινε απ ’το Γενικό Επιτελείο του Κόκκινου Στρατού απέδειξε ότι ο άνθρωπος δεν είχε κάνει τίποτα απολύτως απ’ όσα τον κατηγορούσαν. Ο κομματικός αξιωματούχος έγινε έξαλλος φυσικά, ενώ ο Κόκκινος Στρατός δεν έμεινε αδιάφορος σ’ αυτή την απόπειρα κηλίδωσης της τιμής του. Αυτή τη φορά ούτε ο Μπέρια δεν μπορούσε να προστατέψει τον Μπορίς. Του αφαίρεσαν το βαθμό του, τον δίκασαν και τον καταδίκασαν σε θάνατο, τον ίδιο αλλά και τον Μογγόλο βοηθό του. Η NKVD όμως παρενέβη και κατάφερε να μετατρέψει την καταδίκη τον σε καταναγκαστικά έργα σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως (αν και τον Μογγόλο τον κρέμασαν). Ο Μπέρια έστειλε ένα μυστικό μήνυμα στον Μπορίς στη φυλακή υποσχόμενος να κάνει ό,τι μπορούσε στο στρατό και στο κόμμα γι ’αυτόν: θα τον έβγαζε απ ’τη φυλακή και θα τον επανέφερε στη θέση του, αφού θα είχε κάνει πρώτα ένα χρόνο στο στρατόπεδο. Τουλάχιστον αυτά είχε ακούσει ο Νικολάι. «Βλέπεις λοιπόν, Μαμίγια», μου είπε ο Νικολάι μιλώντας χαμηλόφωνα, «όλοι θεωρούν ότι ο Μπορίς θα γυρίσει κάποια μέρα στη Μόσχα, ότι ο Μπέρια σίγουρα θα τον σώσει, αργά ή γρήγορα. Είναι αλήθεια ότι ο Μπέρια πρέπει να δείξει ιδιαίτερη προσοχή: αυτό το στρατόπεδο διοικείται ακόμη απ’το κόμμα και το στρατό. Όμως κανείς μας δεν μπορεί να αισθάνεται ήσυχος. Η κατεύθυνση του ανέμου μπορεί ν’ αλλάξει απ’τη μια στιγμή στην άλλη. Κι αν αλλάξει, όλοι όσοι του έκαναν τη ζωή δύσκολη εδώ δεν θα περάσουν καθόλου καλά. Ο κόσμος μπορεί να είναι γεμάτος ηλίθιους, όμως κανείς δεν είναι τόσο ηλίθιος ώστε να υπογράψει μόνος του τη θανατική του καταδίκη. Γι ’αυτό του συμπεριφερόμαστε με το γάντι. Είναι κάτι σαν επίτιμος καλεσμένος εδώ. Φυσικά, δεν μπορούμε να . του παραχωρήσουμε υπηρέτες και να τον μεταχειριζόμαστε σαν να ήταν σε ξενοδοχείο πρώτης κατηγορίας. Για τα μάτια του κόσμου, πρέπει να τον κρατάμε αλυσοδεμένο και να του δίνουμε μερικούς βράχους να σπάει, αλλά στην πραγματικότητα έχει το δικό του δωμάτιο κι όσο αλκοόλ και καπνό θέλει. Αν με ρωτήσεις, είναι σαν φαρμακερό φίδι. Κρατώντας τον ζωντανό δεν εξυπηρετείς κανέναν. Κάποιος θα πρέπει να μπει στο θάλαμό του μια μέρα και να του κόψει το λαιμό». Μια άλλη μέρα, καθώς περνούσα απ ’το σταθμό, ο σωματώδης λοχίας με σταμάτησε ξανά. Εκανα να βγάλω το πάσο μου, αλλά κούνησε το κεφάλι του και μου είπε να πάω στο γραφείο του σταθμάρχη. Απορημένος, έκανα αυτό που μου είπε, όμως μέσα στο γραφείο δεν βρήκα το σταθμάρχη αλλά τον Μπορίς Γκρόμοφ. Καθόταν στο γραφείο του, έπινε τσάι και προφανώς περίμενε να φτάσω. Εμεινα κοκαλωμένος στην πόρτα. Δεν είχε πια σίδερα στα πόδια. Με το χέρι τον μου έκανε νόημα να μπω. «.Χαίρομαι που σε βλέπω, υπολοχαγέ Μαμίγια. Χρόνια και ζαμάνια», είπε δήθεν εύθυμα, χαρίζοντάς μου ένα τεράστιο χαμόγελο. Μου πρόσφερε τσιγάρο, αλλά εγώ αρνήθηκα.

«Εννέα χρόνια ακριβώς», συνέχισε ανάβοντας ένα τσιγάρο ο ίδιος. «Ή μήπως είναι οκτώ; Τέλος πάντων, είναι μεγάλη χαράγια μένα που σε βλέπω σώο και αβλαβή. Μεγάλη χαρά να συναντάς παλιούς φίλους! Ειδικά μετά από έναν τόσο απάνθρωπο πόλεμο. Δεν συμφωνείς; Και πώς κατάφερες να βγεις από κείνο το πηγάδι;» Μου ήταν αδύνατο να αρθρώσω λέξη. «Εντάξει, δεν πειράζει, τι να κάνουμε; Το σημαντικό είναι ότι βγήκες. Κι ύστερα, με κάποιον τρόπο, έχασες το χέρι σου. Κι έμαθες να μιλάς τόσο καλά ρωσικά! Υπέροχα, υπέροχα. Πολλά πράγματα μπορεί να κάνει κανείς όταν του λείπει ένα χέρι. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι είσαι ζωντανός». «Δεν ήταν δική μου επιλογή», απάντησα. Ο Μπορίς γέλασε δυνατά. «Είσαι πολύ ενδιαφέρων τύπος, υπολοχαγέ Μαμίγια. Επιλέγεις να μη ζήσεις κι όμως στέκεσαι εδώ μπροστά μου πιο ζωντανός απ* τους ζωντανούς. Ναι, είσαι πολύ ενδιαφέρων τύπος. Όμως εμένα δεν με γελάς τόσο εύκολα. Κανένας φυσιολογικός άνθρωπος δεν θα μπορούσε να δραπετεύσει από κείνο το βαθύ πηγάδι μόνος του — να δραπετεύσει και να μπορέσει να γυρίσει πίσω στη Μαντζουρία περνώντας το ποτάμι. Μην ανησυχείς όμως. Δ εν θα το πω σε κανέναν. »Αρκετά όμως μιλήσαμε για σένα. Ας σου μιλήσω για τον εαυτό μου τώρα. Όπως βλέπεις, έχασα τη θέση που είχα και τώρα δεν είμαι παρά ένας αιχμάλωτος σ’ ένα στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Όμως δεν σκοπεύω να μείνω για πάντα εδώ στην άκρη τον κόσμου σπάζοντας πέτρες με τη βαριά. Είμαι όσο ισχυρός ήμουν στην Κεντρική Επιτροπή του κόμματος και χρησιμοποιώ αυτή τη δύναμη που έχω εκεί για ν’ αυξήσω μέρα με την ημέρα τη δύναμη που έχω εδώ. Κι έτσι θα σου πω απολύτως ειλικρινά ότι θέλω να έχω άριστες σχέσεις μ ’ εσάς τους Ιάπωνες αιχμαλώτους πολέμου. Τελικά η παραγωγικότητα αυτού τον ορυχείου εξαρτάται από σας—απ’τον αριθμό σας και από τη σκληρή σας δουλειά. Δεν μπορούμε να πετύχουμε τίποτα αν αγνοήσουμε τη δύναμή σας., κι αυτό περιλαμβάνει και τη δική σον προσωπική δύναμη, υπολοχαγέ Μαμίγια. Θέλω να μου δανείσεις κάτι απ’αυτό που έχεις. Είσαι πρώην αξιωματικός των μυστικών υπηρεσιών τον στρατού της Κοναντούνγκ και πολύ γενναίος άνθρωπος. Μιλάς τέλεια ρωσικά. Αν δεχτείς να ενεργήσεις σαν σύνδεσμός μου, είμαι σε θέση να κάνω πολλές χάρες σ’ εσένα και στους συντρόφους σον. Η συμφωνία που σον προτείνω δεν είναι καθόλου κακή». «Ποτέ δεν ήμουν, κατάσκοπός», δήλωσα, «και δεν έχω σκοπό να γίνω». «Δεν σον ζητάω να γίνεις κατάσκοπος», είπε ο Μπορίς σαν να ’θελε να με ηρεμήσει. «Αυτό που λέω είναι ότι μπορώ να διευκολύνω τα πράγματα για τους ομοεθνείς σον. Προσφέρω βελτίωση των σχέσεων και θέλω να είσαι ο μεσολαβητής. Μαζί μπορούμε να ξεκάνουμε αυτό το γεωργιανό καθίκι τον Πολιτικού Γραφείου. Μπορώ να το κάνω, μην έχεις καμιά αμφιβολία. Είμαι σίγουρος ότι εσείς οι Ιάπωνες τον μισείτε σαν τα σκατά σας. Μόλις απαλλαγούμε απ ’ αντόν, θ’ αποκτήσετε μερική αυτονομία, θα μπορείτε να σχηματίσετε επιτροπές, να αυτοδιοικηθείτε κατά κάποιον τρόπο. Τότε θα μπορείτε τουλάχιστον να εμποδίζετε τους φρουρούς να σας συμπεριφέρονται με τον κτηνώδη τρόπο που σας συμπεριφέρονται όποτε τους γουστάρει. Αυτό δεν επιδιώκετε τόσον καιρό;»

Ο Μπορίς είχε δίκιο σ’αυτό. Εδώ και πολύ καιρό υποβάλλαμε παρόμοια αιτήματα στις Αρχές του στρατοπέδου, αλλά εκείνοι τα απέρριπταν πάντα ασυζητητί. «Και τι θέλεις σε αντάλλαγμα;» ρώτησα. «Σχεδόν τίποτα», είπε μ ’ένα πλατύ χαμόγελο κι ανοίγοντας τα χέρια του. « Το μόνο που ζητάω είναι στενές, φιλικές σχέσεις μ ’εσάς τους Ιάπωνες αιχμαλώτους πολέμου. Θέλω να εξολοθρεύσω κάποιους κομματικούς συντρόφους, με τους οποίους, απ’ ό,τι φαίνεται, δεν έχω καμιά ελπίδα να συνεννοηθώ, και για να το πετύχω χρειάζομαι τη δική σας συνεργασία. Εχουμε πολλά κοινά συμφέροντα, οπότε γιατί να μην ενώσουμε τα χέρια μας για αμοιβαίο όφελος; Πώς το λένε οι Αμερικανοί; “Give-and-take ”; Αν συνεργαστείς μαζί μου, δεν πρόκειται να κάνω τίποτα για να σε βλάψω. Δεν έχω κανέναν άσο στο μανίκι μου. Ξέρω φυσικά ότι δεν είμαι σε θέση να σου ζητήσω να με συμπαθήσεις. Εσύ κι εγώ μοιραζόμαστε μερικές πολύ δυσάρεστες αναμνήσεις, σίγουρα. Όμως, παρά τα φαινόμενα, είμαι άνθρωπος που κρατάει το λόγο τον. Τηρώ πάντα τις υποσχέσεις μον. Οπότε γιατί να μην αφήσουμε το παρελθόν να ξεχαστεί; • »Ασε να περάσουν μερικές μέρες, σκέψου την προσφορά μου και δώσε μου μια σαφή απάντηση. Πιστεύω ότι αξίζει τον κόπο η προσπάθεια. Εσείς άλλωστε δεν έχετε τίποτα να χάσετε, δεν συμφωνείς; Τώρα βεβαιώσου ότι θα το αναφέρεις αυτό μόνο σε ανθρώπους τους οποίους εμπιστεύεσαι απόλυτα. Μερικοί από σας είναι πληροφοριοδότες και δουλεύουν για τον Γεωργιανό του Πολιτικού Γραφείου. Πρόσεχε μη σε πάρουν είδηση. Τα πράγματα μπορεί να στραβώσουν πολύ άσχημα αν ανακαλύψουν τι γίνετ * εδώ. Η δύναμή μου εδώ είναι ακόμα κάπως περιορισμένη». Γύρισα στη ζώνη των Ιαπώνων και πήρα παράμερα κάποιον να συζητήσω μαζί του την προσφορά του Μπορίς. Ο συνομιλητής μου ήταν αντισυνταγματάρχης του στρατού. Σκληρό καρύδι, με κοφτερό μυαλό. Αξιωματικός μιας μονάδας που είχε κλειστεί σ *ένα φρούριο του όρουςΧινγκάν, αρνήθηκε να υψώσει λευκή σημαία ακόμα και μετά την παράδοση της Ιαπωνίας. Τώρα ήταν ο ανεπίσημος ηγέτης των Ιαπώνων αιχμαλώτων πολέμου του στρατοπέδου, μια δύναμη την οποία έπρεπε να υπολογίζουν οι Ρώσοι. Κρύβοντας το περιστατικό με τον Γιαμαμότο στις όχθες του Χάλχα, του είπα ότι ο Μπορίς ήταν υψηλόβαθμος αξιωματικός της μυστικής αστυνομίας κι εξήγησα την προσφορά του. Ο αντισυνταγματάρχης φάνηκε να ενδιαφέρεται για την ιδέα της εξάλειψης του τωρινού μέλους τού Πολιτικού Γραφείου και για την εξασφάλιση μιας κάποιας αυτονομίας για τους Ιάπωνες αιχμαλώτους πολέμου. Τόνισα ότι ο Μπορίς ήταν ένας ψνχρός κι επικίνδυνος άνθρωπος, με παρελθόν στα πολιτικά παιχνίδια και στην απάτη, που δεν μπορούσε κανείς να πάρει τα λόγια τον τοις μετρητοίς. «.Μπορεί να έχεις δίκιο», είπε ο συνταγματάρχης, «αλλά το ίδιο συμβαίνει και με το φίλο μας απ ’το Πολιτικό Γραφείο: δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε». Και είχε δίκιο. Αν έβγαινε κάτι απ ’τη συμφωνία,, δεν θα μπορούσε να κάνει τα πράγματα για μας χειρότερα απ’ ό,τι ήταν ήδη, σκέφτηκα. Πόσο λάθος είχα. Η κόλαση δεν έχει πάτο. Μερικές μέρες αργότερα μπόρεσα να κανονίσω μια μυστική συνάντηση ανάμεσα στον αντισυνταγματάρχη και στον Μπορίς σ’ένα μέρος όπου δεν μπορούσαν να τους δουν αδιάκριτα μάτια. Εγώ έπαιξα το ρόλο του διερμηνέα. Απ’ αυτή την τριαντάλεπτη συζήτηση βγήκε ένα μυστικό σύμφωνο και οι δυο έδωσαν τα χέρια. Δ εν μπορώ να ξέρω τι ακριβώς συνέβη μετά απ’αυτό. Οι δυο τους απέφευγαν οποιαδήποτε άμεση επαφή, ώστε να μην τραβήξουν την προσοχή, αλλ ’αντί γι ’αυτό

έμοιαζαν να εντρυφούν σε μια συνεχή ανταλλαγή κωδικών μηνυμάτων, χρησιμοποιώντας κάποιο είδος μυστικής επικοινωνίας. Αυτό έβαλε τέλος στο μεσολαβητικό μου ρόλο, κάτι που με βόλευε ιδιαίτερα. Αν ήταν δυνατό, δεν ήθελα να έχω καμιά άλλη επαφή με τον Μπορίς. Πολύ αργότερα θα καταλάβαινα πως κάτι τέτοιο ήταν σχεδόν αδύνατο. Όπως είχε υποσχεθεί ο Μπορίς, περίπου ένα μήνα αργότερα η Κεντρική Επιτροπή του κόμματος μετέθεσε αλλού τον Γεωργιανό, το μέλος του Πολιτικού Γραφείου, και μετά από δνο μέρες έστειλαν στη θέση τον ένα καινούργιο μέλος. Πέρασαν άλλες δνο μέρες, και τρεις Ιάπωνες αιχμάλωτοι πολέμου στραγγαλίστηκαν στη διάρκεια της νύχτας. Βρέθηκαν κρεμασμένοι από δοκάρια της οροφής, για να φαίνονται οι θάνατοι σαν αυτοκτονίες, αλλά επρόκειτο σαφώς για λιντσαρίσματα που έκαναν οι άλλοι Ιάπωνες. Οι τρεις αυτοί πρέπει να ήταν οι πληροφοριοδότες για τους οποίους είχε μιλήσει ο Μπορίς. Δ εν έγινε καμιά έρευνα γι ’αυτούς τους θανάτους. Ήδη ο Μπορίς είχε πρακτικά το στρατόπεδο στην παλάμη τον χεριού του.

31 To ρόπαλο εξαφανίζεται —=*•*=— Η Κλέφτρα Κίσσα επιστρέφει

Φορώντας ένα πουλόβερ, το ναυτικό μου τζάκετ κι ένα μάλλινο καπέλο κατεβασμένο σχεδόν μέχρι τα μάτια, πήδηξα τον τοίχο της αυλής και βγήκα στο αδιέξοδο. Η ανατολή αργούσε ακόμα κι ο κόσμος ολόγυρα κοιμόταν. Ακολούθησα τη συνηθισμένη διαδρομή μέχρι την Κατοικία.

Στο εσωτερικό, το σπίτι ήταν ακριβώς όπως το είχα αφήσει έξι μέρες νωρίτερα, με τ’ άπλυτα πιάτα ακόμα στο νεροχύτη. Δεν βρήκα κανένα γραπτό μήνυμα και τίποτα στον τηλεφωνητή. Η οθόΓ νη του υπολογιστή στο δωματιάκι του Κάρι ήταν ψυχρή και νεκρή όπως πριν. Η αντλία θερμότητας κρατούσε το χώρο σε θερμοκρασία δωματίου. Έβγαλα το τζάκετ και τα γάντια μου, έβρασα νερό κι έφτιαξα λίγο τσάι. Έφαγα μερικά κρακεράκια και λίγο τυρί για πρόγευμα, έπλυνα τα πιάτα στο νεροχύτη και τα ’βαλα στα ντουλάπια τους. Η ώρα πήγε εννέα, αλλά ο Κάρι δεν εμφανίστηκε. Βγήκα στην αυλή, αφαίρεσα το κάλυμμα του πηγαδιού κι έγειρα να κοιτάξω μέσα. Είδα το γνωστό, πυκνό σκοτάδι. Τώρα ήξερα το πηγάδι σαν να ήταν προέκταση του σώματός μου: το σκοτάδι του, η μυρωδιά του και η γαλήνη του ήταν τμήματα του εαυτού μου. Κατά κάποιον τρόπο γνώριζα το πηγάδι καλύτερα απ’ ό,τι γνώριζα την Κουμίκο. Η ανάμνησή της ήταν ακόμη νωπή, φυσικά. Αν έκλεινα τα μάτια μου, μπορούσα να φέρω πίσω τις λεπτομέρειες της φωνής της, το πρόσωπό της, το σώμα της, τις κινήσεις της. Στο κάτω κάτω είχα ζήσει μαζί της στο ίδιο σπίτι έξι ολόκληρα χρόνια. Κι όμως ένιωθα ότι υπήρχαν πράγματα δικά της που δεν μπορούσα να τα φέρω στο μυαλό μου και τόσο καθαρά. Ή ίσως απλώς δεν μπορούσα να είμαι σίγουρος ότι αυτό που θυμόμουν ήταν σωστό όπως δεν μπορούσα να θυμηθώ ακριβώς την καμπύλη της ουράς του γάτου όταν γύρισε. Κάθισα στο τοιχάκι του πηγαδιού, έχωσα τα χέρια μου στις τσέπες του τζάκετ και κοίταξα για μια ακόμη φορά το περιβάλλον. Ο καιρός έμοιαζε έτοιμος να ξεσπάσει σε βροχή ή χιόνι. Δεν φυσούσε καθόλου, αλλά ο αέρας ήταν παγωμένος. Ένα κοπάδι μικρά πουλιά πετούσαν πότ’ εδώ και πότ’ εκεί στον ουρανό σχηματίζοντας περίπλοκα σχήματα, σαν να έγραφαν εκεί ψηλά ιερογλυφικά σημάδια, ώσπου μ’ ένα ξαφνικό πετάρισμα έφυγαν μακριά. Σε λίγο άκουσα το βόμβο ενός τζετ, αλλά το αεροπλάνο παρέμεινε αόρατο πάνω απ’ το πυκνό στρώμα των σύννεφων. Μια τέτοια σκοτεινή και συννεφιασμένη μέρα μπορούσα να μπω στο πηγάδι χωρίς να φοβάμαι ότι το φως του ήλιου θα μου πείραζε τα μάτια όταν θα ’βγαινα. Όμως κάθισα εκεί αρκετή ώρα χωρίς να κάνω απολύτως τίποτα. Δεν βιαζόμουν. Η μέρα μόλις είχε αρχίσει. Το μεσημέρι ήταν ακόμη μακριά. Παραδόθηκα στις σκέψεις που άρχισαν να περνούν απ’ το

μυαλό μου άτακτα όπως καθόμουν στο τοιχάκι. Πού είχε καταλήξει άραγε το γλυπτό πουλί που υπήρχε κάποτε σ’ αυτή την αυλή; Να διακοσμούσε άραγε κάποια άλλη αυλή, να βασανιζόταν ακόμη απ’ τη μάταιη επιθυμία να υψωθεί και να πετάξει; Ή μήπως το πέταξαν στα σκουπίδια μόλις γκρεμίστηκε το σπίτι των Μιγιαουάκι το περασμένο καλοκαίρι; Θυμήθηκα το άγαλμα με συγκίνηση. Χωρίς το άγαλμα του πουλιού, θεωρούσα πως η αυλή είχε χάσει μια κάποια λεπτή ισορροπία. Όταν μου τέλειωσαν οι σκέψεις, μετά τις έντεκα, κατέβηκα απ’ τη σιδερένια σκάλα μες στο πηγάδι. Στάθηκα όρθιος στον πάτο και πήρα μερικές βαθιές ανάσες, όπως πάντα, τσεκάροντας τον αέρα. Ήταν ο ίδιος όπως πάντα: μύριζε λίγο μούχλα, αλλά ήταν ανεκτός. Άπλωσα το χέρι για να βρω το ρόπαλο εκεί που το είχ’ αφήσει ακουμπισμένο στον τοίχο. Το ρόπαλο έλειπε. Δ εν ήταν ουτ * εκεί ούτε πουθενά αλλού. Είχε εξαφανιστεί. Εντελώς. Χωρίς ν’ αφήσει ίχνη. Κάθισα στο χώμα κι έγειρα πίσω στον τοίχο, αφήνοντας να μου ξεφύγει ένας αναστεναγμός. Ποιος μπορεί να είχε πάρει το ρόπαλο; Ο Κάρι ήταν η μόνη πιθανότητα. Ήταν ο μόνος που ήξερε την ύπαρξή του, και ήταν ίσως ο μόνος που μπορούσε να σκεφτεί να κατέβει στον πάτο τού πηγαδιού. Αλλά ποιο λόγο μπορεί να είχε να πάρει το ρόπαλο; Αυτό ήταν κάτι που δεν μπορούσα να το καταλάβω ένα απ’ τα πολλά πράγματα που δεν μπορούσα να καταλάβω. Σήμερα δεν είχα άλλη επιλογή απ’ το να συνεχίσω χωρίς το ρόπαλο. Δεν θα με πείραζε ιδιαίτερα. Το ρόπαλο τελικά δεν ήταν παρά ένα είδος προστατευτικού φυλαχτού. Αν δεν το είχα μαζί μου, δεν θα υπήρχε ιδιαίτερο πρόβλημα. Είχα καταφέρει να μπω σ’ εκείνο το δωμάτιο και χωρίς αυτό, έτσι δεν είναι; Αφού έπεισα τον εαυτό μου μ’ αυτά τα επιχειρήματα, τράβηξα το σκοινί που έκλεινε το καπάκι του πηγαδιού. Δίπλωσα τα χέρια γύρω απ’ τα γόνατά μου κι έκλεισα τα μάτια μου στο σκοτάδι. Όπως είχε γίνει και την προηγούμενη φορά, ήταν αδύνατο να πετύχω την πνευματική συγκέντρωση που ήθελα. Όλων των ειδών οι σκέψεις άρχισαν να εισβάλλουν στο μυαλό μου, κλείνοντάς μου το δρόμο. Για ν’ απαλλαγώ απ’ αυτές, προσπάθησα να σκεφτώ την πισίνα την εικοσιπεντάμετρη εσωτερική πισίνα στην οποία πήγαινα συνήθως για να ασκηθώ. Φαντάστηκα τον εαυτό μου να κάνει κρόουλ εκεί, τη μια απλωτή μετά την άλλη. Δεν προσπαθώ να κάνω χρόνο, απλώς γυμνάζομαι προσπαθώντας να κρατήσω το ρυθμό. Βγάζω τους αγκώνες μου έξω μαλακά, κάνοντας όσο λιγότερο θόρυβο γίνεται, κι ύστερα κάνω απλωτές με τα δάχτυλα μπροστά. Παίρνω νερό στο στόμα και τ’ αφήνω να ξαναβγεί αργά, σαν ν’ ανασαίνω κάτω απ’ το νερό. Μετά από λίγο νιώθω το σώμα μου να διασχίζει με φυσικότητα το νερό, σαν να καβαλάει έναν απαλό άνεμο. Ο μόνος ήχος που φτάνει στ’ αυτιά μου είναι ο ήχος της ρυθμικής μου αναπνοής. Πλέω στον άνεμο σαν πουλί στον ουρανό, κοιτώντας τη γη αποκάτω. Βλέπω μακρινές πόλεις, μικρούς ανθρώπους και ποτάμια που κυλούν. Μια αίσθηση ηρεμίας με τυλίγει, μια αίσθηση που μοιάζει με έκσταση. Το κολύμπι είν’ ένα από τα ωραιότερα πράγματα στη ζωή μου. Ποτέ δεν μου έλυσε οποιοδήποτε πρόβλημα, αλλά ούτε και μ’ έβλαψε ποτέ, και τίποτα δεν μπορεί να χαλάσει τη μαγεία του για μένα. Κολύμπι. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή άκουσα κάτι. Συνειδητοποίησα ότι άκουγα έναν μπάσο, μονότονο βόμβο στο σκοτάδι, κάτι σαν ζουζούνισμα

εντόμου. Είχε μικρά σκαμπανεβάσματα στη συχνότητα, σαν εκπομπή στα βραχέα κύματα που δεν συντονίζεται καλά. Κράτησα την ανάσα μου κι αφουγκράστηκα, προσπαθώντας να εντοπίσω την κατεύθυνση απ’ την οποία ερχόταν. Έμοιαζε να προέρχεται από κάποιο σταθερό σημείο στο σκοτάδι και ταυτόχρονα από κάπου μες στο κεφάλι μου. Τ ο όριο ανάμεσα σ’ αυτά τα δυο ήταν σχεδόν αδύνατο να το προσδιορίσω μες στο βαθύ σκοτάδι. Ενώ συγκέντρωνα όλη μου την προσοχή στον ήχο, με πήρε ο ύπνος. Δεν ένιωθα νύστα πριν μου συμβεί αυτό. Εντελώς ξαφνικά βρέθηκα να κοιμάμαι, σαν να περπατούσα σ’ ένα διάδρομο χωρίς καμιά ιδιαίτερη σκέψη στο μυαλό και ξαφνικά κάποιος να με τράβηξε μέσα σ’ ένα άγνωστο δωμάτιο. Για πόση ώρα με είχε αγκαλιασμένο αυτή η πηχτή, λασπερή νάρκη, δεν είχα ιδέα. Δεν μπορεί να ήταν για πολύ. Πρέπει να ήταν όλο κι όλο μια στιγμή. Αλλά όταν κάποια παρουσία μ’ έφερε πίσω στην κατάσταση του συνειδητού, ήξερα ότι βρισκόμουν σε διαφορετικό σκοτάδι. Ο αέρας ήταν διαφορετικός, η θερμοκρασία διαφορετική, η ποιότητα και το βάθος του σκοταδιού ήταν διαφορετικά. Αυτό το σκοτάδι ήταν μπασταρδεμένο μ’ ένα αμυδρό, αδιαφανές φως. Και μια γνωστή, έντονη μυρωδιά γύρης έφτασε στα ρουθούνια μου. Βρισκόμουν σ’ εκείνο το περίεργο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Σήκωσα το βλέμμα και κοίταξα ολόγυρα κρατώντας την ανάσα μου. Είχα περάσει μέσ'από τον τοίχο. Ήμουν καθισμένος στο χαλί ενός πατώματος, με την πλάτη ακουμπισμένη σ’ έναν τοίχο σκεπασμένο με ύφασμα. Τα χέρια μου ήταν ακόμα διπλωμένα γύρω απ’ τα γόνατά μου. Όσο βαθύς ήταν ο ύπνος μου πριν από ένα λεπτό, τόσο πλήρης και διαυγής ήταν τώρα η εγρήγορσή μου. Η αντίθεση ήταν τόσο ακραία, που χρειάστηκε αρκετή ώρα για να τη συνειδητοποιήσω. Άκουγα καθαρά μέχρι και τις βιαστικές συσπάσεις της καρδιάς μου. Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία γι’ αυτό. Ήμουν εδώ. Είχα καταφέρει να βρω ξανά το δρόμο για το δωμάτιο. Μέσα στο λεπτόκοκκο, πολυεπίπεδο σκοτάδι, το δωμάτιο έμοιαζε ακριβώς όπως το θυμόμουν. Καθώς τα μάτια μου άρχισαν να συνηθίζουν, ωστόσο, άρχισα ν’ αντιλαμβάνομαι ελαφρές διαφορές. Πρώτον, το τηλέφωνο ήταν σε διαφορετικό μέρος. Είχε μετακινηθεί απ’ το κομοδίνο σε κάποιο μαξιλάρι, στο οποίο ήταν σχεδόν εντελώς βυθισμένο. Μετά είδα ότι η ποσότητα του ουίσκι στο μπουκάλι ήταν μικρότερη. Είχε μείνει ελάχιστο στον πάτο. Όλος ο πάγος στην παγωνιέρα είχε λιώσει κι είχε μετατραπεί σε πολυκαιρισμένο, θολό νερό. Το ποτήρι ήταν στεγνό στο εσωτερικό του, κι όταν το άγγιξα συνειδητοποίησα πως ήταν σκεπασμένο από λευκή σκόνη. Πλησίασα στο κρεβάτι, σήκωσα το ακουστικό και το έβαλα στ’ αυτί μου. Η γραμμή ήταν νεκρή. Το δωμάτιο έμοιαζε εγκαταλειμμένο και ξεχασμένο για πάρα πολύ καιρό. Δεν υπήρχε καμιά αίσθηση ανθρώπινης παρουσίας εκεί. Μόνο τα λουλούδια στο βάζο διατηρούσαν την περίεργη ζωηράδα τους. Υπήρχαν ενδείξεις ότι κάποιος είχε ξαπλώσει στο κρεβάτι: τα σεντόνια, τα σκεπάσματα και τα μαξιλάρια ήταν ελαφρώς αναστατωμένα. Τράβηξα τις κουβέρτες κι ακούμπησα το κρεβάτι για να δω αν ήταν ζεστό, αλλά δεν ήταν. Δεν υπήρχε ούτε μυρωδιά αρώματος. Έμοιαζε να ’χει περάσει πολύς χρόνος από τότε που το πρόσωπο αυτό ειχε σηκωθεί απ’ το κρεβάτι. Κάθισα στην άκρη του κρεβατιού, ξανακοίταξα ολόγυρα στο δωμάτιο και προσπάθησα να διακρίνω ήχους. Όμως δεν άκουσα τίποτα. Ο χώρος ήταν σαν αρχαίος τάφος, αφού πρώτα πέρασαν από κει τυμβωρύχοι κι αφαίρεσαν το σώμα του νεκρού.

Εντελώς ξαφνικά, το τηλέφωνο άρχισε να χτυπάει. Η καρδιά μου πάγωσε σαν τρομαγμένη γάτα. Οι απότομες δονήσεις του αέρα ξύπνησαν τους αιωρούμενους κόκκους της γύρης και τα πέταλα των λουλουδιών ύψωσαν τα πρόσωπά τους μες στο σκοτάδι. Πώς ήταν δυνατό να χτυπάει το τηλέφωνο; Την προηγούμενη κιόλας στιγμή ήταν νεκρό σαν βράχος στο χώμα. Σταθεροποίησα την ανάσα μου, έλεγξα τους χτύπους της καρδιάς μου και βεβαιώθηκα πως ήμουν ακόμα εκεί, στο δωμάτιο. Άπλωσα το χέρι μου, άγγιξα με τα δάχτυλά μου το ακουστικό και δίστασα για μια στιγμή πριν το σηκώσω απ’ την υποδοχή του. Ώσπου να συμβούν όλ’ αυτά, το τηλέφωνο είχε χτυπήσει τρεις ή μπορεί και τέσσερις φορές συνολικά. «Εμπρός». Το τηλέφωνο νεκρώθηκε μόλις σήκωσα το ακουστικό. Ένιωσα στο χέρι μου την αμετάκλητη βαρύτητα του θανάτου σαν σακί με άμμο. «Εμπρός», είπα ξανά, αλλά η στεγνή φωνή μου επέστρεψε στ’ αυτιά μου αναλλοίωτη, σαν να την αντανακλούσε ένας χοντρός τοίχος. Άφησα κάτω το ακουστικό κι ύστερα το ξανασήκωσα κι αφουγκράστηκα. Τίποτα. Κάθισα στην άκρη του κρεβατιού, προσπαθώντας να ελέγξω την αναπνοή μου καθώς περίμενα να ξαναχτυπήσει το τηλέφωνο. Δεν χτύπησε. Είδα τους κόκκους στον αέρα να επιστρέφουν στην παθητική τους κατάσταση και να βυθίζονται στο σκοτάδι. Ξανάπαιξα τον ήχο τού τηλεφώνου στο μυαλό μου. Δεν ήμουν πια σίγουρος ότι είχε πράγματι χτυπήσει. Όμως αν άφηνα αμφιβολίες σαν κι αυτή να με αποπροσανατολίσουν, δεν θα έβγαζα ποτέ άκρη. Κάπου έπρεπε να τραβήξω μια γραμμή. Αλλιώς η ίδια μου η ύπαρξη σ’ αυτό το χώρο θα χανε το νόημά της. Το τηλέφωνο είχε χτυπήσει' δεν υπήρχε περίπτωση λάθους. Και την αμέσως επόμενη στιγμή νεκρώθηκε. Ξερόβηξα, αλλά Κι αυτός ο ήχος πέθανε αυτοστιγμεί στον αέρα. Σηκώθηκα όρθιος κι έκανα το γύρο του δωματίου. Μελέτησα το πάτωμα, κοίταξα ψηλά το ταβάνι, κάθισα πάνω στο τραπέζι, έγειρα στον τοίχο, έπιασα το πόμολο της πόρτας και το γύρισα, άνοιξα το διακόπτη στο φωτιστικό δαπέδου και τον ξανάκλεισα. Το πόμολο της πόρτας φυσικά δεν σάλεψε και η λάμπα δεν άναψε. Το παράθυρο ήταν φραγμένο απ’ έξω. Αφουγκράστηκα μήπως κι ακούσω κάποιον ήχο, αλλά η σιωπή ήταν σαν ένας μαλακός, πανύψηλος τοίχος. Κι όμως ένιωθα την παρουσία κάποιου πράγματος εδώ που προσπαθούσε να μ’ εξαπατήσει, λες και κάποιοι άλλοι κρατούσαν την ανάσα τους στημένοι με την πλάτη στον τοίχο, σβήνοντας το χρώμα του δέρματός τους για να μην καταλάβω πως ήταν παρόντες. Έτσι προσποιήθηκα ότι δεν παρατήρησα τίποτα. Ήμασταν πολύ καλοί στο να ξεγελάμε ο ένας τον άλλο. Καθάρισα για μια ακόμη φορά το λαιμό μου κι έφερα τα δάχτυλά μου στα χείλη μου. Αποφάσισα να επιθεωρήσω το δωμάτιο για μια ακόμη φορά. Δοκίμασα ν’ ανάψω και πάλι το φωτιστικό δαπέδου, αλλά δεν βγήκε φως. Ανοιξα το μπουκάλι του ουίσκι και μύρισα αυτό που είχε μείνει μέσα. Η μυρωδιά ήταν αναλλοίωτη. Κάτι Σαρκ. Ξαναβίδωσα το καπάκι κι έβαλα πάλι το μπουκάλι στο τραπέζι. Έφερα το ακουστικό στ’ αυτί μου ξανά, αλλά το τηλέφωνο ήταν νεκρό όπως πριν. Έκανα μερικά αργά βήματα για να νιώσω την αίσθηση του χαλιού στα παπούτσια μου. Πίεσα το αυτί μου στον τοίχο κι αφουγκράστηκα όσο πιο καλά μπορούσα, προσπαθώντας ν’ ακούσω οποιοδήποτε ήχο περνούσε από κει, αλλά φυσικά δεν υπήρχε τίποτα. Πήγα μέχρι την πόρτα και, ξέροντας πως η κίνησή μου ήταν μάταιη, γύρισα το πόμολο. Με υπάκουσε κι έστριψε εύκολα προς τα δεξιά. Για μια στιγμή μου ήταν αδύνατο ν’ απορροφήσω αυτό το γεγονός ως γεγονός. Λίγο πριν, το πόμολο ήταν τόσο αμετακίνητο, λες Kt ήταν κολλημένο με τσιμέντο. Γύρισα πάλι στο πρώτο στάδιο και

ξαναπροσπάθησα, αφήνοντας το πόμολο, ξαναπιάνοντάς το και γυρίζοντάς το δεξιά κι αριστερά. Γύρισε μ’ ευκολία, υπακούοντας στην κίνησή μου. Αυτό μ’ έκανε να νιώσω πολύ παράξενα, σαν να είχε πρηστεί η γλώσσα μες στο στόμα μου. Η πόρτα ήταν ανοιχτή. Τράβηξα το πόμολο και η πόρτα άνοιξε αρκετά ώστε να χυθεί μες στο δωμάτιο μια δέσμη εκτυφλωτικού φωτός. Το ρόπαλο. Αν είχα το ρόπαλο, θα ένιωθα πολύ πιο σίγουρος για τον εαυτό μου. Αλλά δεν πάει στο διάολο κι αυτό! Άνοιξα διάπλατα την πόρτα. Έλεγξα αριστερά, μετά δεξιά, για να βεβαιωθώ πως δεν υπήρχε κανείς εκεί, και βγήκα έξω. Ήταν ένας μακρύς διάδρομος στρωμένος με χαλί. Λίγο πιο κάτω στο διάδρομο είδα ένα μεγάλο βάζο γεμάτο λουλούδια. Ήταν το βάζο πίσω απ’ το οποίο είχα κρυφτεί όταν το γκαρσόνι που σφύριζε χτύπησε αυτή την πόρτα. Στη μνήμη μου ο διάδρομος ήταν μακρύς, με πολλές στροφές και παρακλάδια κατά μήκος του. Είχα καταφέρει να φτάσω μέχρι εδώ μόνο και μόνο γιατί είχα συναντήσει το σερβιτόρο που προχωρούσε σφυρίζοντας στο διάδρομο κι εγώ τον ακολούθησα. Ο αριθμός πάνω στην πόρτα έδειχνε το γνωστό νούμερο: 208. Βαδίζοντας προσεκτικά, πλησίασα στο βάζο. Πίστευα ότι θα μπορούσα να βρω το δρόμο μέχρι τον προθάλαμο του ξενοδοχείου όπου είχα δει τον Νομπόρου Γουατάγια στην τηλεόραση. Πολύς κόσμος ήταν τότε στην αίθουσα εκείνη κι έκανε βόλτες πέρα δώθε. Μπορεί να έβρισκα κάποιο στοιχείο εκεί, όμως το να προσπαθήσω να βρω το δρόμο μου μέσ’ απ’ αυτούς τους διαδρόμους ήταν σαν να προσπαθούσα να προσανατολιστώ σε μια τεράστια έρημο χωρίς πυξίδα. Αν δεν μπορούσα να βρω την αίθουσα και μετά δεν μπορούσα να βρω ούτε το δρόμο της επιστροφής για το δωμάτιο 208, μπορεί να βρισκόμουν αποκλεισμένος σ’ αυτό το δαιδαλώδες μέρος, ανίκανος να γυρίσω στον πραγματικό κόσμο. Όμως τώρα δεν ήταν ώρα για δισταγμούς. Αυτή ήταν μάλλον η τελευταία μου ευκαιρία. Εδώ και έξι μήνες περίμενα κάθε μέρα στον πάτο του πηγαδιού, και τώρα, επιτέλους, η πόρτα είχε ανοίξει μπροστά μου. Επιπλέον, το πηγάδι θα μου το έπαιρναν πολύ σύντομα. Αν αποτύγχανα τώρα, όλες μου οι προσπάθειες κι όλος μου ο χρόνος θα είχαν αναλωθεί για το τίποτα. Έστριψα σε αρκετές γωνίες. Τα βρόμικα αθλητικά μου παπούτσια πατούσαν αθόρυβα πάνω στο χαλί. Δεν μπορούσα ν’ ακούσω το παραμικρό ούτε φωνές, ούτε μουσική, ούτε τηλεόραση, ούτε καν έναν εξαεριστήρα ή ένα ασανσέρ. Το ξενοδοχείο ήταν σιωπηλό, σαν ερείπιο ξεχασμένο απ’ το χρόνο. Έστριψα σε πολλές γωνίες και πέρασα πολλές πόρτες. Ο διάδρομος διακλαδιζόταν ξανά και ξανά. Κι εγώ έστριβα πάντα δεξιά, υποθέτοντας ότι αν κάποια στιγμή αποφάσιζα να γυρίσω πίσω, θα μπορούσα να βρω το δωμάτιο στρίβοντας πάντα αριστερά. Τώρα όμως είχα χάσει εντελώς τον προσανατολισμό μου. Δεν ένιωθα να έχω πλησιάσει πουθενά. Οι αριθμοί στις πόρτες δεν είχαν καμιά σειρά και περνούσαν ατέλειωτα ο ένας μετά τον άλλο, οπότε δεν μπορούσαν να με βοηθήσουν. Ξεγλιστρούσαν απ’ την αντίληψή μου πριν καν καταφέρουν να εγγραφούν στη μνήμη μου. Πού και πού είχα την αίσθηση ότι κάποιους απ’ αυτούς τους είχα ξαναδεί. Σταμάτησα στη μέση του διαδρόμου κι έπαψα ν’ αναπνέω. Μήπως έκανα κύκλους, όπως όταν χάνεται κανείς στο δάσος; Καθώς στεκόμουν εκεί κι αναρωτιόμουν τι έπρεπε να κάνω, άκουσα έναν οικείο ήχο κάπου μακριά. Ήταν το σφύριγμα του σερβιτόρου. Ήταν μουσικά άψογος. Κανείς δεν μπορούσε να του παραβγεί σ’ αυτό. Όπως πριν, σφύριζε την εισαγωγή της Κλέφτρας Κίσσαςτοχ) Ροσίνι καθόλου εύκολο

κομμάτι για σφύριγμα, όμως εκείνος έμοιαζε να μην έχει καμιά δυσκολία. Προχώρησα στο διάδρομο προς την κατεύθυνση του σφυρίγματος, που τώρα ακουγόταν πιο δυνατά και πιο καθαρά. Έμοιαζε να ρχεται προς το μέρος μου. Βρήκα μια μεγαλούτσικη κολόνα και κρύφτηκα πίσω της. Ο σερβιτόρος κουβαλούσε και πάλι έναν ασημένιο δίσκο με το συνηθισμένο μπουκάλι Κάτι Σαρκ και μια παγωνιέρα με δυο ποτήρια. Με προσπέρασε κοιτάζοντας ολόισια μπροστά, με μια έκφραση στο πρόσωπο που έδειχνε πως είχε μαγευτεί απ’ τον ήχο του δικοΰ του σφυρίγματος. Δεν κοίταξε καθόλου προς το μέρος μου* ήταν τόσο βιαστικός, που μάλλον δεν μπορούσε να σπαταλήσει κινήσεις. Όλα είναι ακριβώς όπως πριν, σκέφτηκα. Ήταν λες κι η σάρκα μου είχε οπισθοχωρήσει στο χρόνο. Μόλις με προσπέρασε ο σερβιτόρος, τον ακολούθησα. Ο ασημένιος δίσκος του τραμπαλιζόταν ευχάριστα, συντονισμένος με το σφύριγμα κι αντανακλώντας πού και πού το φως του ταβανιού. Εκείνος επαναλάμβανε συνεχώς τη μελωδία της Κλέφτρας Κίσσας σαν μαγικό ξόρκι. Τι είδους όπερά να είναι η Κλέφτρα Κίσσας αναρωτήθηκα. Το μόνο που ήξερα γι’ αυτήν ήταν η μονότονη μελωδία της εισαγωγής της και ο μυστηριώδης τίτλος της. Είχαμε μια ηχογράφηση της εισαγωγής στο σπίτι όταν ήμουν μικρός. Ήταν ηχογράφηση με μαέστρο τον Τοσκανίνι. Σε σύγκριση με τη νεανική και ρέουσα, σύγχρονη εκτέλεση του Κλάουντιο Αμπάντο, η εκδοχή του Τοσκανίνι είχε μια ερεθιστική ένταση, σαν τον αργό στραγγαλισμό ενός ισχυρού εχθρού που ηττήθηκε μετά από μια βίαιη μάχη. Όμως η Κλέφτρα Κίσσα ήταν άραγε η ιστορία μιας κίασας που έκλεβε; Αν ηρεμούσαν κάπως τα πράγματα, θα ’πρεπε να πάω στη βιβλιοθήκη και να ερευνήσω το θέμα σε μια εγκυκλοπαίδεια μουσικής. Μπορεί μάλιστα ν’ αγόραζα και μια πλήρη ηχογράφηση της όπερας, αν υπήρχε κάτι τέτοιο. Ή μπορεί και όχι. Μπορεί μέχρι τότε να μην είχα ανάγκη να μάθω τις απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα. Ο σερβιτόρος συνέχισε να προχωράει μπροστά σφυρίζοντας, μ’ όλη τη μηχανική κανονικότητα ενός ρομπότ, κι εγώ τον ακολούθησα από απόσταση ασφαλείας. Ήξερα πού πάει χωρίς να χρειάζεται να το σκεφτώ. Πήγαινε το καινούργιο μπουκάλι τού Κάτι Σαρκ μαζί με τον πάγο και τα ποτήρια στο δωμάτιο 208. Και πράγματι, σταμάτησε μπροστά στο δωμάτιο 208. Μετέφερε το δίσκο στο αριστερό του χέρι, έλεγξε τον αριθμό του δωματίου, στήθηκε καμαρωτός και χτύπησε μηχανικά την πόρτα. Τρία χτυπήματα, μετά άλλα τρία. Δεν μπόρεσα να καταλάβω αν πήρε απάντηση από μέσα. Ήμουν κρυμμένος πίσω απ’ το βάζο παρακολουθώντας τον. Ο χρόνος περνούσε, αλλά ο σερβιτόρος ήταν στημένος συνεχώς προσοχή, σαν να είχε σκοπό να ξεπεράσει τα όρια της αντοχής του. Δεν χτύπησε ξανά, αλλά περίμενε ν’ ανοίξει η πόρτα. Τελικά, σαν απάντηση σε προσευχή, η πόρτα άρχισε ν’ ανοίγει προς τα μέσα.

32 Πώς να κάνεις τους άλλους να χρησιμοποιούν τη φαντασία τους (Μπορίς ο Ανθρωπογδάρτης: συνέχεια της ιστορίας)

0 Μπορίς κράτησε το λόγο τον. Έδωσε στους Ιάπωνες αιχμαλώτους πολέμου μερική αυτονομία και μας επέτρεψε να σχηματίσονμε μια αντιπροσωπευτική επιτροπή. 0 αντισυνταγματάρχης ήταν πρόεδρος της επιτροπής. Από τότε κι έπειτα οι Ρώσοι φρουροί, πολιτικό και στρατιωτικό προσωπικό, πήραν διαταγές να πάψουν να συμπεριφέρονται βίαια και την ευθύνη για την τήρηση της τάξης στο στρατόπεδο την ανέλαβε η επιτροπή. Όσο δεν προκαλούσαμε μπελάδες κι εκπληρώναμε το πλάνο παραγωγής, μας άφηναν ήσυχους. Αυτή ήταν δήθεν η τακτική του νέου μέλους τον Πολιτικού Γραφείον (δηλαδή η πολιτική τον Μπορίς). Αντές οι μεταρρυθμίσεις, εκ πρώτης όψεως τόσο δημοκρατικές, θα 'πρεπε να είναι καλά νέα για μας τους αιχμαλώτους πολέμου. Όμως τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά όσο έδειχναν. Ενθουσιασμένοι απ’τις καινούργιες ρυθμίσεις, ήμασταν τόσο τνφλοί, ώστε δεν μπορέσαμε να δούμε τη σατανική παγίδα που μας είχε στήσει ο Μπορίς. Έχοντας την υποστήριξη της μυστικής αστυνομίας, ο Μπορίς βρισκόταν σε πολύ πιο πλεονεκτική θέση απ’ ό,τι το νέο μέλος τού Πολιτικού Γραφείου, και προχώρησε κάνοντας αλλαγές στο στρατόπεδο και στο χωριό, όπως ο ίδιος έκρινε. Οι ίντριγκες και η τρομοκρατία έγιναν καθημερινή πρακτική. Ο Μπορίς διάλεξε τους πιο δυνατούς και τους πιο μοχθηρούς απ ’τους κρατούμενους, και οι πολίτες φρουροί (που δεν ήταν και λίγοι) τους εκπαίδευσαν κάνοντάς τους προσωπικούς; τον σωματοφύλακες. Κουβαλώντας όπλα, μαχαίρια και ρόπαλα, αυτό το επίλεκτο σώμα περιποιόταν όλους όσοι αντιστέκονταν στον Μπορίς απειλώντας και τιμωρώντας τους σωματικά, μερικές φορές σκοτώνοντάς τους στο ξύλο κατά διαταγή τού Μπορίς. Κανείς δεν μπορούσε να τους αγγίξει. Οι στρατιώτες τούς οποίους έστελναν ατομικά απ’τις κανονικές στρατιωτικές μονάδες για να φυλάξουν νούμερα σκοπιάς, έκαναν πως δεν έβλεπαν τι σννέβαινε κάτω απ’τη μύτη τους. Όμως ήδη ούτε ο στρατός δεν μπορούσε ν *αγγίξει τον Μπορίς. Οι στρατιωτικοί παρέμεναν στη σκιά, φυλάσσοντας σιδηροδρομικό σταθμό και το στρατόπεδό τους, ενώ ταυτόχρονα έδειχναν αδιαφορία για το τι συνέβαινε στο ορυχείο και στο στρατόπεδο. Ο ευνοούμενος τον Μπορίς ανάμεσα στους επίλεκτους φρουρούς ήταν ένας φυλακισμένος γνωστός με το ψευδώνυμο «Τάταρος», ο οποίος υποτίθεται πως ήταν Μογγόλος πρωταθλητής της πάλης. Ο άντρας αυτός είχε κολλήσει δίπλα στον Μπορίς σαν σκιά. Είχε μια μεγάλη ουλή από κάψιμο στο δεξί του μάγουλο, την οποία είχε κληρονομήσει, έτσι έλεγαν τουλάχιστον, από βασανιστήρια. Ο Μπόρίς έπαψε να φοράει ρούχα της φυλακής και μεταφέρθηκε σ’ ένα περιποιημένο ανεξάρτητο σπιτάκι που το κρατούσε καθαρό γι ’αυτόν μια κρατούμενη. Σύμφωνα με τον Νικολάι (ο οποίος ήταν όλο και περισσότερο απρόθυμος να μιλήσει για οτιδήποτε), αρκετοί Ρώσοι που γνώριζε είχαν απλώς εξαφανιστεί μες στη νύχτα. Η επίσημη εκδοχή ήταν ότι είχαν χαθεί ή είχαν εμπλακεί σε δυστυχήματα, αλλά δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία πως τους είχαν «περιποιηθεί» τα τσιράκια τού Μπορίς. Η ζωή των ανθρώπων ήταν τώρα σε κίνδυνο αν δεν ακολουθούσαν τις διαταγές του Μπορίς ή αν απλώς δεν τον ικανοποιούσαν αρκετά. Κάποιοι προσπάθησαν να διαμαρτυρηθούν κατευθείαν στην Κεντρική Επιτροπή τον κόμματος για τις υπερβολές που σννέβαιναν σ *αυτό το στρατόπεδο, αλλ ’αμέσως μετά τους κατάπιε το σκοτάδι. «.Μου είπαν ότι σκότωσαν ακόμα κι ένα μικρό παιδί —ένα εφτάχρονο—για να παραδειγματίσουν

τους γονείς τον. Το σκότωσαν κυριολεκτικά στο ξύλο, ενώ εκείνοι παρακολουθούσαν», μου ψιθύρισε ο Νικολάι άσπρος σαν το χαρτί. Στην αρχή ο Μπορίς δεν έκανε τίποτα τόσο βάρβαρο στην ιαπωνική ζώνη. Αντίθετα, επικέντρωσε τις προσπάθειές τον στο να εξασφαλίσει τον πλήρη έλεγχο των Ρώσων φρουρών στη ζώνη τους και να παγιώσει τόν έλεγχό τον εκεί. Έμοιαζε προς το παρόν σαν να χε αποφασίσει ν’αφήσει τους Ιάπωνες αιχμαλώτους να ρυθμίζουν μόνοι τα τον οίκον τους. Κι έτσι, τους πρώτους μήνες μετά τη μεταρρύθμιση μπορέσαμε απολαύσουμε ένα μικρό διάστημα ηρεμίας. Ήταν ήσυχες μέρες εκείνες για μας, μια περίοδος γνήσιας γαλήνης. Ή επιτροπή κάτάφερε να πετύχει μια μικρή μείωση στην απανθρωπιά της εργασίας και δεν χρειαζόταν πια να φοβόμαστε τη βίαιη συμπεριφορά των φρονρών. Για πρώτη φορά απ’ την άφιξή μας και μετά μπορούσαμε να νιώσονμε μια νποψία ελπίδας. Οι άνθρωποι άρχισαν να πιστεύουν πως τα πράγματα θα πήγαιναν προς το καλύτερο. Όχι πως μας αγνοούσε ο Μπορίς κατά τη διάρκεια αντών των μηνών τον μέλιτος. Απλώς αναδιέτασσε τα πιόνια τον για να κερδίσει το μεγαλύτερο δννατό στρατηγικό πλεονέκτημα. Δούλεψε με τα μέλη της ιαπωνικής επιτροπής ένα-ένα ξεχωριστά, στα παρασκήνια, χρησιμοποιώντας δωροδοκίες ή απειλές για να τους θέσει νπό τον έλεγχό τον. Απέφευγε την ανοιχτή βία προχωρώντας με άκρα προσοχή, ώστε κανείς να μην παρατηρήσει τις ενέργειές του. Όταν τελικά καταλάβαμε τι έκανε, ήταν πολύ αργά. Υπό το πρόσχημα της παροχής αυτονομίας κατάφερε να μας αποσταθεροποιήσει, ενώ στην ουσία εγκαθίδρυε ένα ακόμη πιο αποτελεσματικό σύστημα ελέγχον. Υπήρχε μια ψυχρή και διαβολική ακρίβεια στους υπολογισμούς τον. Κατάφερε να εξαφανίσει την απρόβλεπτη βία απ ’τη ζωή μας αντικαθιστώντας τη μ ’ένα νέο είδος ψυχρά υπολογισμένης βαρβαρότητας. Μετά από έξι μήνες παγίωσης τον μηχανισμού ελέγχον που είχε στήσει, άλλαξε κατεύθυνση κι άρχισε να ασκεί πίεση επάνω μας. Το πρώτο του θύμα ήταν αυτός που είχε κεντρικό ρόλο στην επιτροπή: ο αντισυνταγματάρχης. Είχε αντιταχθεί στον Μπορίς άμεσα, εκπροσωπώντας τα συμφέροντα των Ιαπώνων αιχμαλώτων πολέμου για διάφορα ζητήματα, με αποτέλεσμα να εξοντωθεί. Όταν συνέβη αυτό, ο αντισυνταγματάρχης και μερικοί δικοί του ήταν τα μόνα μέλη της επιτροπής που δεν είχαν αγοραστεί από τον Μπορίς. Τον έπνιξαν στον ύπνο του μια νύχτα κρατώντας τον ακίνητο, ενώ κάποιοι άλλοι πίεσαν μια υγρή πετσέτα στο πρόσωπό του. Η δουλειά έγινε κατά διαταγή του Μπορίς, φυσικά> αν και ποτέ δεν λέρωνε τα δικά του χέρια όταν έπρεπε να σκοτώσει κάποιον Ιάπωνα. Εδινε τις διαταγές στην επιτροπή και τη δουλειά την έκαναν Ιάπωνες. Ο θάνατος του αντισυνταγματάρχη πέρασε απαρατήρητος, σαν αποτέλεσμα ασθένειας. Όλοι ξέραμε ποιος τον είχε ξεκάνει, κανείς όμως δεν μπορούσε να μιλήσει γι * αυτό. Ξέραμε ότι ο Μπορίς είχε στήσει ένα δίκτυο πληροφοριοδοτών ανάμεσά μας κι έπρεπε να προσέχουμε τι λέμε μπροστά σε οποιονδήποτε. Όταν δολοφονήθηκε ο αντισυνταγματάρχης, η επιτροπή ψήφισε για αντικαταστάτη τον αντόν που της νπέδειξε ο Μπορίς. Το εργασιακό περιβάλλον χειροτέρευε σταθερά λόγω της αλλαγής στη σύνθεση της επιτροπής, ώο που τελικά τα πράγματα ήταν το ίδιο άσχημα όσο και στην αρχή. Σε αντάλλαγμα για την αυτονομία μας, κάναμε συμφωνίες με τον Μπορίς για το επίπεδο παραγωγής, συμφωνίες που έγιναν για μας κυριολεκτικά βραχνάς. Οι νόρμες παραγωγής ανέβαιναν σταδιακά, πότε με το ένα πρόσχημα και πότε με το άλλο, ώσπου τελικά η δουλειά που μας υποχρέωναν να κάνουμε έγινε σκληρότερη από ποτέ. Ο αριθμός των δυστυχημάτων επίσης ανέβηκε, και πολλοί Ιάπωνες στρατιώτες άφησαν τα

κόκαλά τους στο χώμα της ξένης γης, θύματα εγκληματικών εξορυκτικών μεθόδων. «Αυτονομία» σήμαινε μόνο ότι τώρα έπρεπε να επιβλέπουμε την εργασία μας εμείς οι Ιάπωνες, αντί για τους Ρώσονς που το έκαναν κάποτε. Η δυσαρέσκεια φυσικά αυξανόταν σιγά σιγά ανάμεσα στους αιχμαλώτους πολέμου. Εκεί που κάποτε είχαμε μια μικρή κοινωνία που μοιραζόταν εξίσου τα βάσανά της, ξεφύτρωσε το ζιζάνιο της αδικίας, και μαζί τον το μίσος και η υποψία. Αντοί που υπηρετούσαν τον Μπορίς έκαναν ελαφρότερες δουλειές και είχαν ειδικά προνόμια, ενώ εκείνοι που δεν το έκαναν ζούσαν σκληρή ζωή—αν τους επέτρεπαν καν να ζήσουν. Κανείς δεν μπορούσε να υψώσει τη φωνή τον σε διαμαρτυρία, γιατί η ανοιχτή αντίσταση σήμαινε θάνατο. Μπορεί κάποιον να τον πέταγαν σε μια παγωμένη αποθήκη για να πεθάνει απ'το κρύο και την πείνα, ή να τον πίεζαν πάνω στο πρόσωπο μια νγρή πετσέτα την ώρα που κοιμόταν, ή να τον άνοιγαν το κεφάλι στα δνο με μιά αξίνα την ώρα που δούλευε στο ορυχείο. Εκεί κάτω, μπορεί να κατέληγες στον πάτο ενός πηγαδιού. Κανείς δεν ήξερε τι συνέβαινε μες στα σκοτάδια τον ορυχείων. Ανθρωποι εξαφανίζονταν ξαφνικά. Δεν μπορούσα παρά να νιώθω ευθύνη που είχα φέρει σ’ επαφή τον Μπορίς με τον αντισυνταγματάρχη. Φυσικά, αν δεν είχα ανακατευτεί, ο Μπορίς θα είχε βρει κάποιον άλλο τρόπο να δημιουργήσει το προγεφύρωμά του ανάμεσά μας, με παρόμοια αποτελέσματα, αλλ ’ αυτού του είδους οι σκέψεις ελάχιστα απάλυναν τον πόνο μου. Είχα κάνει ένα τραγικό λάθος. Μια μέρα με φώναξαν ξαφνικά στο κτίριο που χρησιμοποιούσε ο Μπορίς για γραφείο. Είχα να τον δω πάρα πολύ καιρό. Καθόταν στο γραφείο του πίνοντας τσάι, όπως και τότε που τον είχα δει στο σταθμαρχείο. Πίσω του, σε στάση προσοχής, μ’ ένα μεγάλο αυτόματο πιστόλι στη μέση, στεκόταν ο Τάταρος. 'Οταν μπήκα στο δωμάτιο, ο Μπορίς γύρισε στον Μογγόλο και του έκανε νόημα να φύγει. Μείναμε μόνοι οι δυο μας. «Απ ό,τι βλέπεις λοιπόν, υπολοχαγέ Μαμίγια, κράτησα την υπόσχεσή μου». Πράγματι, απάντησα. Αυτό που είπε ήταν δυστυχώς αλήθεια. Όλα όσα μου είχε υποσχεθεί έγιναν. Ήταν σαν συμφωνία με το διάβολο. «Εσείς έχετε την αυτονομία σας κι εγώ έχω τη δύναμή μου», είπε μ’ ένα χαμόγελο, ανοίγοντας τα χέρια τον. «Και οι δνο πήραμε αυτό πού θέλαμε. Η παραγωγή κάρβουνου αυξήθηκε και η Μόσχα είναι χαρούμενη. Ποιος θα ’θελε κάτι παραπάνω; Σον είμαι ευγνώμων που ενήργησες σαν μεσάζων και θα ήθελα κάπως να στο ανταποδώσω». Δεν χρειαζόταν, απάντησα. «Αυτό που δεν χρειάζεται είναι να είσαι τόσο απόμακρος, υπολοχαγέ. Οι δνο μας έχουμε γράψει ιστορία», είπε ο Μπορίς χαμογελώντας. «θέλω να δουλέψεις εδώ μαζί μου. Θέλω να γίνεις βοηθός μου. Δυστυχώς, αυτό το μέρος έχει έλλειψη ανθρώπων που να δουλεύει το μυαλό τους. Μπορεί να σον λείπει ένα χέρι, αλλά βλέπω ότι η ευφυΐα σον το αντικαθιστά και με το παραπάνω. Αν μπορείς

να δουλέψεις σαν γραμματέας μου, θα σον είμαι ευγνώμων και θα κάνω ό, τι περνάει απ’το χέρι μου ώστε να περάσεις εδώ όσο πιο άνετα μπορείς. Έτσι είναι σίγουρο ότι θα επιβιώσεις και θα γυρίσεις στην Ιαπωνία. Το να δουλέψεις μαζί μου στενά, μόνο καλό μπορεί να σον κάνει». Κανονικά θα είχα απορρίψει μια τέτοια προσφορά χωρίς δεύτερη σκέψη. Δεν είχα καμιά πρόθεση να πονλήσω τους συντρόφους μου μόνο και μόνο για να βελτιώσω τη δική μου θέση δουλεύοντας σαν βοηθός του Μπορίς. Κι αν μια ενδεχόμενη απόρριψη της δουλειάς που μου πρόσφερε σήμαινε εκτέλεση, αυτό θα μου άξιζε. Αλλά τη στιγμή που μου έκανε την πρόταση, στο μυαλό μου είχε αρχίσει να σχηματίζεται ένα άλλο σχέδιο. « Τι είδους δουλειά θέλεις να κάνω;» ρώτησα. Αυτό που ήθελε να κάνω ο Μπορίς δεν ήταν καθόλου απλό. Ο αριθμός των καθηκόντων που έπρεπε ν’ αναλάβω ήταν τεράστιος, με πρώτο και καλύτερο τη λογιστική διαχείριση της προσωπικής περιουσίας του Μπορίς. Ο Μπορίς κρατούσε για τον εαυτό του ένα γενναίο σαράντα τα εκατό των τροφών, του ρουχισμού και του φαρμακευτικού υλικού που έστελνε η Μόσχα και ο διεθνής Ερυθρός Σταυρός στο στρατόπεδο, αποθηκεύοντάς τα σε μυστικές αποθήκες και πουλώντας τα σε διάφορους μαυραγορίτες. Είχε επίσης πουλήσει ολόκληρα φορτία κάρβουνο, πού έφταναν ώς το στρατόπεδο με τρένο, στη μαύρη αγορά. Υπήρχε μόνιμη έλλειψη καυσίμων και η ζήτηση γι ’αυτά ήταν ατέλειωτη. Χρημάτιζε εργάτες του σιδηροδρόμου και το σταθμάρχη, στέλνοντας τα τρένα όπου και όποτε ήθελε, με αποκλειστικό γνώμονα το δικό του κέρδος. Το φαγητό και τα χρήματα έκαναν τους στρατιώτες που φύλαγαν τα τρένα να κλείνουν τα μάτια σε όσα έβλεπαν. Χάρη σ’αυτές τις «επιχειρηματικές» μεθόδους ο Μπορίς είχε συγκεντρώσει μια τεράστια περιουσία. Μου εξήγησε ότι τα χρήματα αυτά θα κατέληγαν τελικά, σαν λειτουργικό κεφάλαιο, στη μυστική αστυνομία. Οι «δραστηριότητες μας», όπως τις ονόμαζε, απαιτούσαν τεράστια ποσά εκτός κρατικού προϋπολογισμού, και η δουλειά με την οποία ασχολιόταν τώρα είχε σκοπό την «ανεύρεση» αυτών των μυστικών κονδυλίων. Όμως έλεγε ψέματα. Κάποια απ*τα χρήματα μπορεί να διοχετεύονταν στη Μόσχα, αλλά ήμουν σίγουρος ότι πάνω από τα μισά κατέληγαν στα προσωπικά θησαυροφυλάκια του Μπορίς. Απ* ό,τι μπορούσα να καταλάβω, έστελνε τα χρήματα σε ξένους τραπεζικούς λογαριασμούς κι αγόραζε χρυσάφι. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο έμοιαζε να έχει απόλυτη εμπιστοσύνη σ * εμένα. Δ εν φαινόταν να του περνάει καν η ιδέα ότι μπορεί ν * αποκάλυπτα τα μυστικά του σε κάποιους άλλους, πράγμα που τώρα το βρίσκω πολύ παράξενο. Πάντα αντιμετώπιζε τους συμπατριώτες του και άλλους Δ υτικούς με τη μέγιστη καχυποψία, αλλ * απέναντι στους Μογγόλους και στους Ιάπωνες η στάση του ήταν στάση γενναιόδωρης εμπιστοσύνης. Ίσως πίστευε ότι δεν θα μπορούσα να τον βλάψω και πάρα πολύ αν αποφάσιζαν* αποκαλύψω τα μυστικά του. Πρώτ* απ* όλα, σε ποιον θα μπορούσα να τ* αποκαλύψω; Όλοι γύρω μου ήταν ή συνεργάτες του ή υποτακτικοί του, κι ο καθένας είχε το δικό του μικρό μερίδιο
View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF