h Trilogia Ths Neas Yorkhs-paul Auster

December 24, 2017 | Author: Maria Nourka | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

h Trilogia Ths Neas Yorkhs...

Description

Ψηφιακή έκδοση Μάιος 2014

Τίτλος πρωτοτύπου Paul Auster, The New York Trilogy: City of Glass, Ghosts, The locked room, Faber and Faber

© 1985, 1986, 1987, Paul Auster © 2013, Eκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ (για την ελληνική γλώσσα) ISBN 978-960-566-666-8

Το παρόν έργο πνευµατικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Ελληνικού Nόµου (N. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήµερα) και τις διεθνείς συµβάσεις περί πνευµατικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιοδήποτε µέσο ή τρόπο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκµίσθωση ή δανεισµός, µετάφραση, διασκευή, αναµετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε µορφή (ηλεκτρονική, µηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκµετάλλευση του συνόλου ή µέρους του έργου.

Eκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα τηλ.: 211 3003500, fax: 211 3003562 http://www.metaixmio.gr • e-mail: [email protected]

Κεντρική διάθεση Ασκληπιού 18, 106 80 Αθήνα τηλ.: 210 3647433, fax: 211 3003562

Bιβλιοπωλεία ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ • Aσκληπιού 18, 106 80 Aθήνα τηλ.: 210 3647433, fax: 211 3003562 • Πολυχώρος, Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα τηλ.: 211 3003580, fax: 211 3003581 • Οξυγόνο, Ολύμπου 81, 546 31 Θεσσαλονίκη τηλ.: 2310 260085 www.oxygono-metaixmio.gr

PAUL AUSTER Η ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΥΟΡΚΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Σταυρούλα Αργυροπούλου

ΓΥΑΛΙΝΗ ΠΟΛΗ

1

ΟΛΑ ΞΕΚΙΝΗΣΑΝ ΑΠΟ ΕΝΑ ΛΑΘΟΣ ΝΟΥΜΕΡΟ με το τηλέφωνο να χτυπά τρεις φορές μέσα στην άγρια νύχτα και μια φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής να ζητά κάποιον που δεν ήταν εκείνος. Πολύ αργότερα, όταν ήταν σε θέση να σκεφτεί όσα του συνέβησαν, θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι τίποτα δεν ήταν αληθινό εκτός από την τύχη. Αυτό όμως συνέβη πολύ αργότερα. Στην αρχή υπήρχε απλώς το γεγονός και οι συνέπειές του. Το ερώτημα δεν είναι αν τα πράγματα θα μπορούσαν να πάρουν διαφορετική τροπή ή αν όλα είχαν προκαθοριστεί με την πρώτη λέξη που βγήκε από

,

το στόμα του ξένου. Το ερώτημα είναι η ίδια η ιστορία, και το αν έχει ή δεν έχει κάποιο νόημα δεν είναι κάτι που θα το πει η ιστορία. Όσον αφορά τον Κουίν, λίγα είναι αυτά που θα χρειαστεί να συγκρατήσουμε. Δεν έχει μεγάλη σημασία ποιος ήταν, από πού ερχόταν και τι έκανε. Ξέρουμε, για παράδειγμα, ότι ήταν τριάντα πέντε χρόνων. Ξέρουμε ότι κάποτε παντρεύτηκε και έγινε πατέρας και ότι η γυναίκα του και ο γιος του τώρα πια έχουν πεθάνει. Ξέρουμε επίσης ότι έγραφε βιβλία. Για να είμαστε ακριβείς, έγραφε μυθιστορήματα

μυστηρίου.

Τα

έργα

αυτά

γράφονταν με το ψευδώνυμο Γουίλιαμ Γουίλσον και ολοκλήρωνε περίπου ένα βιβλίο τον χρόνο, πράγμα που του παρείχε αρκετά λεφτά ώστε να ζει μια μέτρια ζωή σε ένα μικρό διαμέρισμα στη Νέα Υόρκη. Καθώς δεν χρειαζόταν περισσότερο από πέντε ή έξι μήνες για κάθε μυθιστόρημα, όλο τον υπόλοιπο χρόνο ήταν ελεύθερος να κάνει ό,τι του αρέσει. Διάβαζε πολλά βιβλία, έβλεπε εκθέσεις

ζωγραφικής, πήγαινε στον κινηματογράφο. Τα καλοκαίρια παρακολουθούσε αγώνες μπέιζμπολ στην τηλεόραση∙ τον χειμώνα πήγαινε στην όπερα. Εν πάση περιπτώσει, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο του άρεσε να κάνει περιπάτους. Καθημερινά σχεδόν, με βροχή ή με λιακάδα, με ζέστη ή με κρύο, θα έφευγε από το διαμέρισμά του για να κάνει βόλτες στην πόλη∙ στην πραγματικότητα χωρίς να πηγαίνει ποτέ κάπου συγκεκριμένα, αλλά απλώς όπου τον πήγαιναν τα πόδια του. Η Νέα Υόρκη ήταν ένας ανεξάντλητος χώρος, ένας λαβύρινθος ατέλειωτων βημάτων. Ασχέτως του πόσο μακριά περπατούσε, ασχέτως του πόσο καλά έφτασε να γνωρίζει τις γειτονιές και τους δρόμους της, πάντα έμενε με την αίσθηση ότι είχε χαθεί. Είχε χαθεί όχι μόνο μέσα στην πόλη αλλά και μέσα στον εαυτό του. Κάθε φορά που έκανε έναν περίπατο, ένιωθε σαν να εγκαταλείπει τον εαυτό του και, καθώς αφηνόταν στην κίνηση των δρόμων

και

περιοριζόταν

απλώς

στο

να

παρακολουθεί τα πάντα, κατόρθωνε να ξεφεύγει από

την

υποχρέωση

να

σκέφτεται.

Αυ

περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, τον γαλήνευε κατά κάποι ον τρόπο,

του δημιουργούσε ένα

σωτήριο κενό μέσα του. Ο κόσμος βρισκόταν έξω του, γύρω του και η ταχύτητα με την οποία εξακολουθούσε να αλλάζει τον εμπόδιζε απ’ το να σταματήσει για μεγάλο διάστημα στο ένα ή το άλλο πράγμα. Η ουσία ήταν η κίνηση, η πράξη τού να φέρνει το ένα πόδι μπροστά από το άλλο και να επιτρέπει στον εαυτό του να ακολουθεί την αργή πορεία

του

ίδιου

του

σώματός

του.

Καθώς

περιπλανιόταν δίχως σκοπό, όλα τα μέρη γίνονταν γι’ αυτόν ίδια και δεν είχε πια καμιά σημασία πού βρισκόταν. Στους καλύτερους περιπάτους του ήταν ικανός να νιώσει ότι δεν βρισκόταν πουθενά. Και τελικά αυτό ήταν που ζητούσε πάντα από τα πράγματα: να μην είναι πουθενά. Η Νέα Υόρκη ήταν το πουθενά που εκείνος έχτισε γύρω του και συνειδητοποιούσε ότι δεν είχε την πρόθεση να το

τό,

εγκαταλείψει ποτέ ξανά. Στο παρελθόν ο Κουίν στάθηκε πιο φιλόδοξος. Στα νιάτα του δημοσίευσε αρκετά βιβλία με ποιήματα, κριτικής,

έγραψε

θεατρικά

έργα,

και δούλεψε κάποιες

δοκίμια

μακροσκελείς

µεταφράσεις. Όλα αυτά όµως τα παράτησε εντελώς ξαφνικά. Ένα κομμάτι του εαυτού του πέθανε, είπε στους φίλους του, και ήθελε να σταματήσει αυτό να τον στοιχειώνει. Τότε ήταν που πήρε και το όνομα Γουίλιαμ Γουίλσον. Ο Κουίν δεν ήταν πια εκείνο το κομμάτι του εαυτού του που μπορούσε να γράφει βιβλία και, μολονότι κατά πολλούς τρόπους εξακολουθούσε να υπάρχει, υπήρχε πια παρά μόνο για τον εαυτό του και για κανέναν άλλον. Συνέχισε να γράφει επειδή ένιωθε ότι αυτό ήταν το μοναδικό πράγμα που μπορούσε να κάνει. Τα μυθιστορήματα μυστηρίου φαίνονταν μια λογική λύση.

Δεν

δυσκολευόταν

να

επινοεί

τις

περίπλοκες ιστορίες που του ζητούσαν κι έγραφε

καλά, μερικές φορές παρά τη θέλησή του, σαν να μη χρειαζόταν να κάνει καμιά προσπάθεια. Επειδή δεν θεωρούσε ότι αυτός ήταν ο συγγραφέας των όσων έγραψε, δεν ένιωθε καμιά ευθύνη για τα γραπτά του κι έτσι δεν ήταν υποχρεωμένος να τα υπερασπίσει στα βάθη της καρδιάς του. Επιτέλους ο Γουίλιαμ Γουίλσον ήταν μια επινόηση και, μολονότι αυτός γεννήθηκε μέσα στον ίδιο τον Κουίν, τώρα ζούσε μια ανεξάρτητη ζωή. Ο Κουίν τον μεταχειριζόταν με σεβασμό, μερικές φορές με θαυμασμό, ποτέ όμως δεν έφτασε στο σημείο να πιστέψει ότι αυτός και ο Γουίλιαμ Γουίλσον ήταν ο ίδιος άνθρωπος. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, ποτέ εκείνος δεν αναδύθηκε πίσω από τη μάσκα του ψευδώνυμού του. Είχε ατζέντη, αλλά ποτέ δεν συναντήθηκε

μαζί

του.

Οι

επαφές

τους

περιορίζονταν στο ταχυδρομείο, και για τον σκοπό αυτό ο Κουίν είχε νοικιάσει μια θυρίδα. Το ίδιο ίσχυε και για τον εκδότη, ο οποίος πλήρωνε μέσω του ατζέντη όλες τις αμοιβές, τα χρηματικά ποσά

και τα συγγραφικά δικαιώματα στον Κουίν. Ποτέ κανένα βιβλίο του Γουίλιαμ Γουίλσον δεν περιείχε φωτογραφία

ή

βιογραφικό

σημείωμα

του

συγγραφέα. Ο Γουίλιαµ Γουίλσον δεν καταγράφηκε ποτέ σε κανένα ευρετήριο συγγραφέων, δεν έδινε συνεντεύξεις και σ’ όλα τα γράμματα που δεχόταν απαντούσε η γραμματέας του ατζέντη. Απ’ ό,τι μπορούσε να πει ο Κουίν, κανείς δεν γνώριζε το μυστικό του. Στην αρχή, όταν οι φίλοι του έμαθαν ότι είχε παρατήσει το γράψιμο, τον ρώτησαν πώς σχεδίαζε να ζήσει. Εκείνος είπε σε όλους το ίδιο πράγμα: ότι είχε κληρονομήσει ένα καταπίστευμα από τη γυναίκα του. Η αλήθεια όμως ήταν ότι η γυναίκα του δεν είχε ποτέ λεφτά. Αλήθεια ήταν επίσης ότι ούτε φίλους είχε εδώ και καιρό. Τώρα πια είχαν περάσει πάνω από πέντε χρόνια. Δεν πολυσκεφτόταν πια τον γιο του και μόλις πρόσφατα ξεκρέμασε από τον τοίχο τη φωτογραφία της γυναίκας του. Μια φορά στο τόσο ένιωθε ξαφνικά όπως τότε που κρατούσε στην αγκαλιά

του το τρίχρονο αγοράκι. Αυτό όμως δεν ήταν ακριβώς σκέψη · ούτε καν ανάμνηση δεν ήταν. Ήταν μια σωματική αίσθηση, ένα αποτύπωμα του παρελθόντος που απέμεινε στο κορμί του και εκείνος δεν είχε τον παραμικρό έλεγχο πάνω του. Αυτές οι στιγμές έρχονταν όλο και πιο σπάνια τώρα και, κατά το μεγαλύτερο ποσοστό τους, τα πράγματα έδειχναν ν’ αλλάζουν γι’ αυτόν. Δεν ευχόταν πια να είχε πεθάνει. Την ίδια στιγμή, δεν μπορείς να πεις ότι χαιρόταν που ήταν ζωντανός. Τουλάχιστον όµως δεν αγανακτούσε γι’ αυτό. Ήταν ζωντανός και η επιμονή αυτού του γεγονότος άρχιζε σιγά σιγά να τον γοητεύει∙ σαν να είχε καταφέρει να επιζήσει του εαυτού του, σαν να ζούσε κατά κάποιον τρόπο μια μεταθανάτια ζωή. Δεν κοιμόταν πια με τη λάμπα αναμμένη και δεν θυμόταν κανένα από τα όνειρά του εδώ και πολλούς µήνες.

Ήταν νύχτα. Ο Κουίν ήταν ξαπλωμένος στο

κρεβάτι

καπνίζοντας

ένα

τσιγάρο

και

αφουγκραζόταν τη βροχή να χτυπά στο παράθυρο. Αναρωτιόταν πότε θα σταματήσει κι αν το πρωί θα ήθελε να κάνει έναν μεγάλο ή έναν μικρό Ταξίδια του Μάρκο

περίπατο. Ένα αντίτυπο από τα Πόλο ήταν ανοιχτό,

γυρισμένο ανάποδα στο

μαξιλάρι πλάι του. Από τότε που τελείωσε το τελευταίο μυθιστόρημα του Γουίλιαμ Γουίλσον πριν από δυο βδομάδες, είχε βυθιστεί στην αποχαύνωση.

Ο

αφηγητής

του,

ο

ιδιωτικός

ντετέκτιβ Μαξ Γουόρκ, είχε λύσει μια σειρά περίπλοκων

εγκλημάτων,

είχε

δεινοπαθήσει

έπειτα από κάμποσους ξυλοδαρμούς γλιτώνοντάς τη

παρά

τρίχα,

και

ο

Κουίν ένιωθε

κάπως

εξαντλημένος από τις προσπάθειές του. Με τα χρόνια ο Γουόρκ είχε γίνει κολλητός του Κουίν. Όσο ο Γουίλιαμ Γουίλσον έμενε γι’ αυτόν μια αφηρημένη φιγούρα, ο Γουόρκ ζωντάνευε όλο και περισσότερο. Στην τριάδα των εαυτών που είχε γίνει ο Κουίν, ο Γουίλσον χρησίμευε ως ένα είδος

εγγαστρίμυθου.

Ο

ίδιος

ο

Κουίν

ήταν

το

ανδρείκελο και ο Γουόρκ ήταν η ζωντανεμένη φωνή που δικαιολογούσε το εγχείρημα. Αν και ο Γουίλσον

ήταν

μια

παραίσθηση,

εντούτοις

δικαιολογούσε τις ζωές των άλλων δύο. Αν και ο Γουίλσον ήταν ανύπαρκτος, εντούτοις αυτός ήταν η γέφυρα που επέτρεπε στον Κουίν να περάσει από τον εαυτό του στον Γουόρκ. Και σιγά σιγά, ο Γουόρκ γινόταν μια παρουσία στη ζωή του Κουίν, ο εσωτερικός του αδελφός, ο σύντροφός του στη µοναξιά. Ο Κουίν έπιασε τον Μάρκο Πόλο και άρχισε να διαβάζει ξανά την πρώτη σελίδα:

Θα καταγράψουμε

ό,τι είδαμε όπως ακριβώς το είδαμε, ό,τι ακούσαμε όπως

ακριβώς το ακούσαμε, ούτως ώστε το βιβλίο μας να αποτελεί

ένα

ακριβές

χρονικό,

απαλλαγμένο

από

οποιασδήποτε μορφής επινόηση. Και όποιος διαβάσει τ

βιβλίο αυτό ή το ακούσει μπορεί να το κάνει με απόλυτη

εμπιστοσύνη, επειδή δεν περιέχει τίποτε άλλο εκτός από την αλήθεια. Ακριβώς τη στιγμή που ο Κουίν ξεκινούσε

να ζυγίζει το νόημα αυτών των φράσεων, να γυροφέρνει στο μυαλό του τις διαβεβαιώσεις τους, χτύπησε το τηλέφωνο. Πολύ αργότερα, όταν ήταν σε θέση να ανασυνθέσει τα γεγονότα εκείνης της νύχτας, θα θυμόταν ότι κοίταξε το ρολόι, είδε ότι ήταν περασμένες δώδεκα κι αναρωτήθηκε γιατί να του τηλεφωνήσει τέτοια ώρα κάποιος. Κατά πάσα πιθανότητα, σκέφτηκε, τα νέα ήταν άσχημα. Πετάχτηκε από το κρεβάτι του, προχώρησε γυμνός προς το τηλέφωνο και σήκωσε το ακουστικό στο δεύτερο χτύπηµα. «Ναι;» Στην άλλη άκρη της γραμμής έγινε μια μεγάλη παύση και για μια στιγμή ο Κουίν νόμισε ότι αυτός που τον καλούσε είχε κλείσει. Έπειτα, από μεγάλη απόσταση θαρρείς, ήρθε ο ήχος μιας φωνής ολότελα διαφορετικής από οποιαδήποτε άλλη είχε ακούσει ως τότε. Ήταν ταυτόχρονα μηχανική και γεμάτη συναίσθημα, μετά βίας ξεπερνούσε το επίπεδο του ψιθύρου κι ωστόσο ακουγόταν τέλεια,

και μάλιστα σε έναν τόνο τόσο ομοιόμορφο, που δεν μπορούσε να πει αν η φωνή αυτή ανήκε σε άντρα ή σε γυναίκα. «Εµπρός;» είπε η φωνή. «Ποιος είναι;» ρώτησε ο Κουίν. «Εµπρός;» έκανε πάλι η φωνή. «Ακούω» συνέχισε ο Κουίν. «Ποιος είναι;» «Ο Πολ Όστερ εκεί;» ρώτησε η φωνή. «Θα ήθελα να µιλήσω στον κύριο Πολ Όστερ». «Δεν υπάρχει κανείς εδώ µε αυτό το όνοµα». «Ο Πολ Όστερ. Του Γραφείου Ερευνών Όστερ». «Λυπάμαι» είπε ο Κουίν. «Θα πρέπει να πήρατε λάθος νούµερο». «Είναι ζήτηµα έκτακτης ανάγκης» είπε η φωνή. «Δεν μπορώ να κάνω κάτι για σας» απάντησε ο Κουίν. «Δεν υπάρχει εδώ κανένας Πολ Όστερ». «Δεν καταλαβαίνω» επέμεινε η φωνή. «Ο χρόνος εξαντλείται». «Τότε προτείνω να ξανακαλέσετε. Εδώ δεν είναι γραφείο ερευνών».

Ο Κουίν κατέβασε το ακουστικό. Στεκόταν εκεί, πάνω στο παγωμένο πάτωμα, κοιτώντας τα πόδια του, τα γόνατά του, το χαλαρό πέος του. Για μια στιγμή μετάνιωσε που ήταν τόσο απότομος με τον άνθρωπο που καλούσε. Θα ήταν ενδιαφέρον, σκέφτηκε, να παίξει για λίγο μαζί του. Ίσως ανακάλυπτε κάτι για την περίπτωση,

μπορεί

ακόμα και να βοηθούσε κατά κάποιον τρόπο. Πρέπει να μάθω να σκέφτομαι και να αντιδρώ ταχύτερα, είπε µέσα του.

Όπως οι περισσότεροι άνθρωποι, έτσι και ο Κουίν δεν ήξερε σχεδόν τίποτα για το έγκλημα. Ποτέ δεν σκότωσε κανέναν, ποτέ δεν έκλεψε, ούτε και γνώριζε κάποιον που να το έχει κάνει. Ποτέ δεν βρέθηκε μέσα σε αστυνομικό τμήμα, ποτέ δεν συνάντησε ιδιωτικό αστυνομικό, ποτέ δεν μίλησε με εγκληματία. Ό,τι γνώριζε γι’ αυτά τα πράγματα τα είχε μάθει από τα βιβλία, τις ταινίες και τις εφημερίδες. Εν πάση περιπτώσει, αυτό δεν το

θεωρούσε μειονέκτημα. Αυτό που τον ενδιέφερε στις ιστορίες που έγραφε δεν ήταν ο συσχετισμός τους με τον κόσμο αλλά ο συσχετισμός τους με άλλες ιστορίες. Ακόμα και προτού γίνει ο Γουίλιαμ Γουίλσον, ο Κουίν υπήρξε πιστός αναγνώστης μυθιστορημάτων

μυστηρίου.

Ήξερε

ότι

τα

περισσότερα από αυτά ήταν τόσο κακογραμμένα, που μπορούσε κανείς να το διαπιστώσει με την πρώτη ματιά. Ωστόσο αυτό που τον γοήτευε ήταν η μορφή τους,

και

ήταν σπάνια εκείνα τα

απερίγραπτα κακογραμμένα μυθιστορήματα που θα αρνιόταν να διαβάσει. Ενώ το γούστο του σε άλλα βιβλία ήταν ιδιαίτερα αυστηρό, απαιτητικό σε βαθμό στενομυαλιάς, με τα έργα αυτά δεν έκανε την

παραμικρή

κατάλληλη

διάκριση.

διάθεση,

δεν

Όταν είχε

ήταν

στην

πρόβλημα

να

διαβάσει και μια ντουζίνα απ’ αυτά στη σειρά. Ήταν ένα είδος πείνας που τον έπιανε, μια ακόρεστη λαχτάρα για ένα ιδιαίτερο φαγητό, και δεν θα σταµατούσε αν δεν έτρωγε όσο άντεχε.

Ό,τι του άρεσε σ’ αυτά τα βιβλία ήταν η αίσθηση πληρότητας και οικονομίας που μετέδιδαν. Σε μια καλή ιστορία μυστηρίου τίποτα δεν πάει χαμένο, κάθε πρόταση, κάθε λέξη έχει σημασία. Αλλά και ασήμαντη να είναι, έχει δική της βαρύτητα. Ο κόσμος του βιβλίου παίρνει ζωή, κοχλάζει με πιθανότητες, με μυστικά και αντιθέσεις. Εφόσον ό,τι φαίνεται ή λέγεται, ακόμα και η μεγαλύτερη κοινοτοπία, μπορεί να σχετίζεται με την έκβαση της ιστορίας, τίποτα δεν πρέπει να παραμελείται. Τα πάντα γίνονται ουσία, το κέντρο του βιβλίου μεταβάλλεται με κάθε γεγονός που το ωθεί προς τα εμπρός. Το κέντρο, επομένως, βρίσκεται παντού και καμιά περιφέρεια δεν μπορεί να χαραχτεί έως ότου το βιβλίο φτάσει στο τέλος του. Ο

ντετέκτιβ

είναι

αυτός

που

κοιτά,

που

αφουγκράζεται, που κινείται μέσα από αυτόν τον βάλτο

των

αναζητώντας

αντικειμένων τη

σκέψη,

και την

των ιδέα

γεγονότων που

θα

συνενώσει όλα αυτά τα πράγματα και θα τους

δώσει ένα νόημα. Όντως, ο συγγραφέας και ο ντετέκτιβ εναλλάσσονται. Ο αναγνώστης βλέπει τον κόσμο μέσα από τα μάτια του ντετέκτιβ, βιώνοντας την αναπαραγωγή των λεπτομερειών του σαν να είναι η πρώτη φορά. Αντιλαμβάνεται τα πράγματα γύρω του λες και αυτά μπορούν να του μιλήσουν, λες και εξαιτίας της προσοχής που τους δείχνει τώρα, αυτά αρχίζουν να παίρνουν ένα νόημα διαφορετικό από το απλό γεγονός της ύπαρξής τους. Ο ερευνητής. Για τον Κουίν, ο όρος είχε

πολλαπλό

Ερευνητής,

νόημα.

ασφυκτιούσε

Πίσω

από

τη

λέξη

το

Εγώ,

το

μικρό

μπουμπούκι της ζωής θαμμένο στο σώμα του αναπνέοντος εαυτού. Την ίδια στιγμή, ήταν και το φυσικό βλέμμα του συγγραφέα, το βλέμμα του ανθρώπου που κοιτά από μέσα του τον κόσμο και ζητά από τον κόσμο να του αποκαλυφθεί. Πέντε χρόνια

τώρα,

ο

Κουίν

ζούσε

με

αυτή

την

αµφισηµία να τον στοιχειώνει. Εδώ και καιρό, βεβαίως, είχε πάψει να θεωρεί

τον

εαυτό

του

αληθινό.

Αν

τώρα

ζούσε

ολοκληρωτικά στον κόσμο, αυτό γινόταν μόνο από κάποια απόσταση,

μέσα από

το

φανταστικό

πρόσωπο του Μαξ Γουόρκ. Ο ντετέκτιβ του όφειλε να είναι οπωσδήποτε αληθινός. Το απαιτούσε η φύση των βιβλίων. Αν ο Κουίν επέτρεπε στον εαυτό του να εξαφανιστεί, να αποσυρθεί μέσα στα όρια μιας παράξενης και ερμητικής ζωής, ο Γουόρκ εξακολουθούσε να ζει μέσα στον κόσμο των άλλων, και όσο περισσότερο ο Κουίν έδειχνε να εξαφανίζεται, τόσο πιο επίμονη γινόταν στον κόσμο αυτό η παρουσία του Γουόρκ. Ενώ ο Κουίν είχε την τάση να μη νιώθει άνετα με τον εαυτό του,

ο

Γουόρκ

ήταν

πάντα

επιθετικός

και

ετοιμόλογος, πάντα άνετος όπου κι αν τύχαινε να βρεθεί. Τα πράγματα που προκαλούσαν πρόβλημα στον Κουίν ο Γουόρκ τα θεωρούσε δεδομένα, και σεργιάνιζε μέσα στον χαλασμό των περιπετειών του με μια άνεση και μια αδιαφορία που ποτέ δεν έπαψαν να εντυπωσιάζουν τον δηµιουργό του. Δεν

ήταν ότι ο Κουίν ήθελε να γίνει Γουόρκ ή έστω να του

μοιάζει,

τον

καθησύχαζε

όμως

το

να

προσποιείται ότι ήταν ο Γουόρκ καθώς έγραφε τα βιβλία του, να ξέρει ότι απ’ τον ίδιο εξαρτιόταν να γίνει Γουόρκ αν ποτέ διάλεγε να γίνει, έστω και µόνο νοερά. Εκείνη τη νύχτα, όταν επιτέλους πήγε για ύπνο, προσπάθησε να φανταστεί τι θα έλεγε ο Γουόρκ στον ξένο στο τηλέφωνο. Στο όνειρό του, που αργότερα το ξέχασε, βρέθηκε μόνος του σ’ ένα δωμάτιο, να ρίχνει με ένα πιστόλι σ’ έναν γυμνό λευκό τοίχο.

Την

επόμενη

νύχτα

ο

Κουίν

αιφνιδιάστηκε.

Θεώρησε το περιστατικό λήξαν και δεν περίμενε ότι ο άγνωστος θα του τηλεφωνούσε ξανά. Όταν συνέβη αυτό, καθόταν στην τουαλέτα και, πάνω που αμόλαγε μια κουράδα, χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν λίγο πιο αργά από την προηγούμενη νύχτα, ίσως δέκα ή δώδεκα λεπτά πριν από τη μία. Ο

Κουίν μόλις

είχε

φτάσει

στο

κεφάλαιο

που

αναφέρεται στο ταξίδι του Μάρκο Πόλο από το Πεκίνο στο Αμόι, και το βιβλίο ήταν ανοιχτό πάνω στα γόνατά του, ενώ εκείνος ήταν αφοσιωμένος στο

έργο

του

μέσα

στο

μικρό

μπάνιο.

Το

κουδούνισµα του τηλεφώνου ήρθε σαν ευδιάκριτος εκνευρισμός. Για να απαντήσει γρήγορα,

θα

έπρεπε να σηκωθεί χωρίς να σκουπιστεί και σιχαινόταν να τριγυρνά στο διαμέρισμα σε τούτη την κατάσταση. Από την άλλη, αν αποτέλειωνε με τη συνηθισμένη ταχύτητα αυτό που έκανε, δεν θα κατάφερνε να σηκώσει εγκαίρως το τηλέφωνο. Ο Κουίν δεν είχε διάθεση να το κουνήσει από τη θέση του. Το τηλέφωνο δεν ήταν το αγαπημένο του αντικείμενο και αρκετές φορές είχε σκεφτεί να το

ξεφορτωθεί.

Αυτό

που

απεχθανόταν

περισσότερο απ’ όλα ήταν η τυραννία του. Όχι μόνο είχε τη δύναμη να τον διακόπτει παρά τη θέλησή του, αλλά αναπόφευκτα θα υπέκυπτε και στην εντολή του. Με το τρίτο κουδούνισμα τα

έντερά

του

είχαν

αδειάσει.

Με

το

τέταρτο

κουδούνισμα είχε καταφέρει να σκουπιστεί. Με το πέμπτο κουδούνισμα είχε σηκώσει το παντελόνι του, είχε βγει από το μπάνιο και διέσχιζε ήρεμα το διαμέρισμα. Με το έκτο κουδούνισμα απάντησε, στην άλλη άκρη της γραμμής όμως δεν υπήρχε κανείς. Αυτός που καλούσε είχε κλείσει το τηλέφωνο.

Την επόμενη νύχτα ήταν έτοιμος. Ξαπλωμένος φαρδύς πλατύς στο κρεβάτι του, διαβάζοντας προσεκτικά

τις

σελίδες

του

Σπόρτινγκ

Νιουζ,

περίμενε να του τηλεφωνήσει για τρίτη φορά ο ξένος. Κάθε τόσο, όποτε του έσπαγαν τα νεύρα, σηκωνόταν και πήγαινε πάνω κάτω μέσα στο διαμέρισμα. Έβαλε στο πικάπ την όπερα του Χάιντν Ο κόσµος της Σελήνης και την άκουσε από την αρχή ως το τέλος. Περίμενε, ολοένα περίμενε. Στις δύο και μισή ενέδωσε επιτέλους και πήγε για ύπνο.

Περίμενε ξανά την επόμενη νύχτα και τη μεθεπόμενη.

Πάνω

που

ήταν

έτοιμος

να

εγκαταλείψει το σχέδιό του, συνειδητοποιώντας ότι είχε πέσει έξω σε όλες του τις εικασίες, το τηλέφωνο χτύπησε. Ήταν 19 Μαΐου. Θυμόταν την ημερομηνία επειδή ήταν η επέτειος του γάμου των γονιών του – ή θα ήταν αν ζούσαν οι γονείς του. Η μητέρα του κάποτε του είπε ότι τον συνέλαβε τη νύχτα του γάμου της. Πάντα τον γοήτευε αυτό το γεγονός –να μπορεί να επισημάνει την πρώτη στιγμή της ύπαρξής του– και επί χρόνια γιόρταζε αυτός προσωπικά τα γενέθλιά του εκείνη την ημέρα. Αυτή τη φορά ήταν κάπως νωρίτερα από τις άλλες έντεκα–

δυο νύχτες –δεν είχε πάει ακόμη ούτε και,

καθώς

έπι

ασε

το

τηλέφωνο,

σκέφτηκε ότι θα ήταν κάποιος άλλος. «Εµπρός;» Σιωπή και πάλι στην άλλη άκρη της γραμμής. Αµέσως ο Κουίν κατάλαβε ότι ήταν ο ξένος. «Εμπρός;» επανέλαβε. «Τι μπορώ να κάνω για

σας;» «Ναι» είπε επιτέλους η φωνή. Ο ίδιος μηχανικός ψίθυρος, ο ίδιος απελπισμένος τόνος. «Ναι. Τώρα χρειάζεται. Χωρίς καθυστέρηση». «Τι χρειάζεται;» «Να μιλήσω. Τώρα αμέσως. Να μιλήσω τώρα αµέσως. Ναι». «Και σε ποιον θέλετε να µιλήσετε;» «Πάντα στον ίδιο άνθρωπο. Τον Όστερ. Αυτόν που αυτοαποκαλείται Πολ Όστερ». Αυτή τη φορά ο Κουίν δεν δίστασε. Ήξερε τι θα έκανε και τώρα που είχε έρθει η ώρα, το έκανε. «Εδώ Όστερ. Σας µιλά ο Όστερ». «Επιτέλους. Επιτέλους σας βρήκα». Μπορούσε να

ακούσει

χειροπιαστή

την

ανακούφιση

ηρεμία

που

στη

φάνηκε

φωνή, να

τη την

καταλαµβάνει ξαφνικά. «Σωστά» είπε ο Κουίν. «Επιτέλους». Έκανε μια μικρή παύση ώστε να αφήσει τις λέξεις να κατασταλάξουν, τόσο για τον ίδιο όσο και για τον

άλλον. «Τι µπορώ να κάνω για σας;» «Χρειάζομαι βοήθεια» είπε η φωνή. «Ο κίνδυνος είναι μεγάλος. Λένε ότι εσείς είστε ο καλύτερος για τέτοια πράγµατα». «Εξαρτάται τι πράγµατα εννοείτε». «Εννοώ θάνατο. Εννοώ θάνατο και φόνο». «Το

φόρτε

μου

δεν

είναι

αυτό

ακριβώς»

απάντησε ο Κουίν. «Δεν βγαίνω στη γύρα για να σκοτώνω ανθρώπους». «Όχι» είπε νευρικά η φωνή. «Το αντίθετο εννοούσα». «Θέλει κάποιος να σας σκοτώσει;» «Ναι,

να

με

σκοτώσει.

Σωστά.

Θα

με

δολοφονήσουν». «Και θέλετε να σας προστατεύσω εγώ;» «Να με προστατεύσετε, ναι. Και να βρείτε τον άνθρωπο που πρόκειται να το κάνει». «Εσείς δεν ξέρετε ποιος είναι;» «Ξέρω, ναι. Και βέβαια τον ξέρω. Δεν ξέρω όµως πού βρίσκεται».

«Μπορείτε να µου πείτε κάτι γι’ αυτό το θέµα;» «Όχι τώρα. Όχι από το τηλέφωνο. Είναι μεγάλος ο κίνδυνος. Πρέπει να έρθετε από εδώ». «Τι θα λέγατε για αύριο;» «Ωραία. Αύριο. Αύριο νωρίς. Το πρωί». «Στις δέκα;» «Ωραία. Στις δέκα». Η φωνή τού έδωσε μια διεύθυνση στην Ανατολική 69η Οδό. «Μην το ξεχάσετε, κύριε Όστερ. Πρέπει να έρθετε». «Μην ανησυχείτε» είπε ο Κουίν. «Θα είμαι εκεί».

2

ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΜΕΡΑ ΤΟ ΠΡΩΙ

ο Κουίν ξύπνησε

νωρίτερα απ’ ό,τι ξυπνούσε εδώ και μερικές εβδομάδες. Καθώς έπινε τον καφέ του, άλειφε με βούτυρο το τοστ και

διάβαζε

μπέιζμπολ σε μια εφημερίδα

τα σκορ του –οι Mετς έχασαν

πάλι 2-1 από λάθος στον ένατο γύρο

–, δεν του

πέρασε από το μυαλό ότι έπρεπε να πάει στο ραντεβού του. Ακόμα και την έκφραση αυτή, το ραντεβού του, την έβρισκε παράξενη. Δεν ήταν δικό του ραντεβού, ήταν του Πολ Όστερ. Και αυτός δεν είχε ιδέα ποιο ήταν αυτό το άτοµο. Ωστόσο, καθώς η ώρα περνούσε, έπιανε τον

εαυτό

του να παριστάνει

τον άνθρωπο

που

ετοιμάζεται να βγει έξω. Καθάρισε το τραπέζι από τα πιάτα του πρωινού, πέταξε την εφημερίδα στον καναπέ,

μπήκε

στο

μπάνιο,

έκανε

ντους,

ξυρίστηκε, πήγε στην κρεβατοκάμαρα τυλιγμένος σε δυο πετσέτες, άνοιξε την ντουλάπα και διάλεξε τα ρούχα που θα φορούσε εκείνη την ημέρα. Είχε να φορέσει γραβάτα από τις κηδείες της γυναίκας και του γιου του, και ούτε καν θυμόταν αν του είχε μείνει καμιά. Να όμως που υπήρχε μία, κρεμασμένη

ανάμεσα

στα

απομεινάρια

της

γκαρνταρόμπας του. Απέρριψε πάντως ένα λευκό πουκάμισο βρίσκοντάς το υπερβολικά επίσημο, και αντί γι’ αυτό διάλεξε ένα γκρι και κόκκινο καρό για να ταιριάζει με την γκρι γραβάτα. Τα φόρεσε σαν να βρισκόταν σε έκσταση. Χρειάστηκε να ακουμπήσει το χέρι του στο πόμολο της πόρτας, για να αρχίσει να υποπτεύεται τι έκανε. «Δείχνω να βγαίνω έξω» μονολόγησε. «Αν όµως βγαίνω έξω, πού ακριβώς πηγαίνω;» Μία

ώρα αργότερα, ενώ ανέβαινε με το λεωφορείο νούμερο 4 στη γωνία της 70ής Οδού με την Πέμπτη Λεωφόρο, δεν είχε ακόμη απαντήσει σ’ αυτό το ερώτημα. Από τη μια πλευρά είχε το πάρκο, καταπράσινο μέσα στον πρωινό ήλιο, με τις αιχμηρές, φευγαλέες σκιές, από την άλλη βρισκόταν το μουσείο Φρικ

, λευκό και αυστηρό,

λες και το είχαν παρατήσει για να πεθάνει. Για μια στιγµή θυµήθηκε τον Αξιωµατικό και τη γελαστή κοπέλα του Βερμέερ, και προσπάθησε να θυμηθεί την έκφραση στο πρόσωπο της κοπέλας, την ακριβή θέση των χεριών της γύρω από το κύπελλο, την κόκκινη πλάτη του άντρα δίχως πρόσωπο. Νοερά, το μάτι του έπιασε τον γαλάζιο χάρτη στον τοίχο και το φως του ήλιου που έμπαινε από το παράθυρο, όπως το φως που τον περικύκλωνε τώρα.

Περπατούσε.

κινούνταν

προς

τα

Διέσχιζε

τον

ανατολικά.

δρόμο

Στη

και

λεωφόρο

Μάντισον έστριψε δεξιά και προχώρησε νότια για ένα τετράγωνο, έπειτα έστριψε αριστερά και είδε

πού βρισκόταν. «Φαίνεται πως έφτασα» είπε μέσα του. Βρισκόταν μπροστά στο κτίριο και εκεί σταμάτησε. Ξαφνικά αυτό φάνηκε να μην έχει σημασία πια. Ένιωθε εντυπωσιακά ήρεμος, σαν να του είχαν ήδη συμβεί τα πάντα. Καθώς άνοιγε την πόρτα που θα τον έβγαζε στο χολ του ισογείου, έδωσε μια τελευταία συμβουλή στον εαυτό του: Αν όλα αυτά συμβαίνουν στ’ αλήθεια, είπε, τότε θα πρέπει να έχω τα µάτια µου ανοιχτά. Μια

γυναίκα

άνοιξε

την

πόρτα

του

διαμερίσματος. Άγνωστο γιατί, ο Κουίν δεν το περίμενε

αυτό και

αποπροσανατολίστηκε.

Τα

πράγματα συνέβαιναν ήδη με μεγάλη ταχύτητα. Προτού προλάβει να χωνέψει την παρουσία της γυναίκας, να την περιγράψει στον εαυτό του και να σχηματίσει μια εντύπωση, εκείνη του μιλούσε, αναγκάζοντάς τον να της απαντήσει. Έτσι, ακόμα και σε τούτα τα πρώτα λεπτά, είχε χάσει έδαφος, είχε αρχίσει να καθυστερεί. Αργότερα, όταν θα είχε χρόνο να σκεφτεί αυτά τα γεγονότα, θα κατάφερνε

να τα συνδυάσει και με τη συνάντησή του με τη γυναίκα. Αυτό όμως ήταν το έργο της μνήμης, και όσα ανακαλούσε στο μυαλό του ήξερε ότι είχαν την τάση να ανατρέπουν αυτά που θυμόταν. Κατά συνέπεια, δεν μπορούσε να είναι σίγουρος για τίποτα απ’ αυτά. Η γυναίκα ήταν τριάντα, τριάντα πέντε ίσως χρόνων. Ύψος μέτριο, στην καλύτερη περίπτωση. Γοφοί κάπως φαρδιοί ή ηδονικοί, ανάλογα πώς το έβλεπε κανείς. Σκούρα μαλλιά, σκούρα μάτια, και στα μάτια αυτά ένα βλέμμα που ήταν ταυτόχρονα επιφυλακτικό και δελεαστικό. Φορούσε ένα μαύρο φόρεµα και ένα κατακόκκινο κραγιόν. «Ο κύριος Όστερ;» Ένα διστακτικό μειδίαμα, ένα ερωτηµατικό γέρσιµο του κεφαλιού. «Σωστά» είπε ο Κουίν. «Πολ Όστερ». «Είμαι η Βιρτζίνια Στίλμαν» άρχισε η γυναίκα. «Η γυναίκα του Πίτερ. Σας περίµενε ως τις οκτώ». «Το ραντεβού ήταν στις δέκα» είπε ο Κουίν κοιτώντας το ρολόι του. Ήταν ακριβώς δέκα.

«Του ήρθε τρέλα» εξήγησε η γυναίκα. «Δεν τον έχω ξαναδεί

έτσι.

Απλώς

δεν μπορούσε

να

περιµένει». Του άνοιξε την πόρτα για να περάσει. Καθώς έμπαινε στο διαμέρισμα, ένιωσε να αδειάζει ολόκληρος, θαρρείς και άξαφνα το μυαλό του έπαψε να λειτουργεί. Θέλησε να προσέξει τις λεπτομέρειες όσων έβλεπε, όμως η προσπάθεια αυτή

ήταν

πάνω

από

τις

δυνάμεις

του

τη

συγκεκριμένη στιγμή. Το διαμέρισμα διακρινόταν γύρω του μέσα σε μια θολούρα. Κατάλαβε ότι ήταν μεγάλο, αποτελούμενο από πέντε, ίσως κι έξι δωμάτια, και ότι ήταν πολυτελώς επιπλωμένο, με πολλά καλλιτεχνήματα, ασημένια τασάκια και περίτεχνα

κορνιζαρισμένους

πίνακες

στους

τοίχους. Αυτό ήταν όλο όμως. Τίποτα παραπάνω από μια γενική εντύπωση, έστω κι αν εκείνος βρισκόταν εκεί και κοιτούσε αυτά τα πράγματα με τα ίδια του τα µάτια. Βρέθηκε να κάθεται σε έναν καναπέ, μόνος του

μέσα στο καθιστικό. Τότε θυμήθηκε ότι η κυρία Στίλμαν τού είπε να περιμένει εκεί όσο εκείνη θα πήγαινε να βρει τον σύζυγό της. Δεν μπορούσε να πει πόσο κράτησε αυτό. Σίγουρα όχι πάνω από ένα δυο λεπτά. Από τον τρόπο όμως που το φως έμπαινε από τα παράθυρα, θα πρέπει να ήταν σχεδόν

μεσημέρι.

Δεν

σκέφτηκε

ωστόσο

να

κοιτάξει το ρολόι του. Η οσμή από το άρωμα της Βιρτζίνια Στίλμαν πλανιόταν γύρω του κι εκείνος άρχισε να φαντάζεται πώς θα έδειχνε χωρίς τα ρούχα της. Έπειτα συλλογίστηκε τι θα σκεφτόταν ο Μαξ Γουόρκ αν βρισκόταν εκεί. Αποφάσισε να ανάψει ένα τσιγάρο. Φύσηξε τον καπνό μέσα στο δωμάτιο. Του άρεσε να βλέπει τον καπνό να βγαίνει σε συννεφάκια από το στόμα του, να σκορπίζεται

και

να

αναδύεται

σε

έναν

νέο

σχηµατισµό καθώς έπεφτε πάνω του το φως. Άκουσε

πίσω του τον θόρυβο που έκανε

κάποιος ενώ έμπαινε στο δωμάτιο. Ο Κουίν σηκώθηκε από τον καναπέ και έκανε μεταβολή,

περιμένοντας

να

Αντιθέτως,

δει

ήταν

ένας

την

κυρία νεαρός,

Στίλμαν. ντυμένος

κατάλευκα, με τα ανοιχτόξανθα μαλλιά ενός παιδιού. Αδέξια, εκείνη την πρώτη στιγμή, ο Κουίν σκέφτηκε τον δικό του γιο που είχε πεθάνει.

Έπειτα,

όπως

εμφανίστηκε

αυτή

η

σκέψη, το ίδιο ξαφνικά χάθηκε. Ο Πίτερ Στίλμαν προχώρησε στο δωμάτιο και κάθισε σε μια κόκκινη βελούδινη πολυθρόνα απέναντι στον Κουίν. Δεν είπε λέξη καθώς προχωρούσε προς το κάθισμα, ούτε έδειξε να αντιλαμβάνεται

την

παρουσία

του

Κουίν.

Η

ενέργεια της μετακίνησης από τη μια θέση στην άλλη έδειχνε να απαιτεί όλη του την προσοχή, λες και το να μη σκέφτεται τι έκανε θα τον περιόριζε σε ακινησία. Ο Κουίν δεν είχε δει ποτέ κανέναν να μετακινείται

με

τέτοιον

τρόπο

και

αμέσως

αντιλήφθηκε ότι ήταν το ίδιο πρόσωπο µε αυτό στο οποίο είχε μιλήσει στο τηλέφωνο. Το σώμα δρούσε σχεδόν σαν τη φωνή∙ ήταν μηχανικό, άστατο, με

εναλλαγές άκαμπτο

αργών κι

και

ωστόσο

γρήγορων εκφραστικό,

χειρονομιών, λες

και

η

προσπάθεια της κίνησης βρισκόταν εκτός ελέγχου, χωρίς να αντιστοιχεί απολύτως στη θέληση που κρυβόταν πίσω του. O Κουίν είχε την εντύπωση ότι το σώμα του Στίλμαν έμεινε για μεγάλο διάστημα αχρησιμοποίητο και αυτός έπρεπε να ξαναμάθει όλες του τις λειτουργίες, με αποτέλεσμα η κίνηση · κάθε

να έχει γίνει μια συνειδητή διαδικασία κίνηση

να

έχει

διασπαστεί

στις

συστατικές

υποκινήσεις της, τα πάντα να λιμνάζουν και ο αυθορμητισμός να έχει εξαφανιστεί. Ήταν σαν να παρακολουθούσες

μια

μαριονέτα

που

προσπαθούσε να περπατήσει χωρίς σχοινιά. Τα πάντα πάνω στον Πίτερ Στίλμαν ήταν λευκά. Λευκό πουκάμισο ανοιχτό στον λαιμό, λευκό παντελόνι, λευκά παπούτσια, λευκές κάλτσες. Μαζί με την ωχρότητα του δέρματός του και τα πυκνά μαλλιά του τα ξανθά σαν το λινάρι, το αποτέλεσμα

ήταν

σχεδόν

διάφανο,

σαν

να

μπορούσε κανείς να διακρίνει τις γαλάζιες φλέβες πίσω από το δέρμα του προσώπου του. Αυτό το γαλάζιο ήταν σχεδόν ίδιο με το γαλάζιο των ματιών του: ένα γαλακτερό γαλάζιο που φαινόταν να διαλύεται σε ένα μείγμα από ουρανό και σύννεφα. Ο Κουίν δεν μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό του να απευθύνει έστω και μία λέξη στο άτομο αυτό. Λες και η παρουσία του Στίλμαν ήταν μια εντολή να παραµείνει σιωπηλός. Ο Στίλμαν βολεύτηκε αργά στην καρέκλα του και επιτέλους έστρεψε την προσοχή του στον Κουίν. Όταν τα βλέμματά τους αντάμωσαν, ο Κουίν ένιωσε ξαφνικά ότι ο Στίλμαν είχε γίνει αόρατος. Μπορούσε να τον βλέπει να κάθεται στην καρέκλα απέναντί του, αλλά την ίδια στιγμή είχε την αίσθηση ότι αυτός δεν ήταν εκεί. Πέρασε από το μυαλό του η σκέψη ότι ίσως ο Στίλμαν ήταν τυφλός. Όχι,

αυτό δεν φαινόταν πιθανό. Ο

άνθρωπος τον κοίταζε, τον μελετούσε μάλιστα, τίποτα στην όψη του δεν τρεμόπαιζε, ωστόσο

υπήρχε κάτι περισσότερο από ένα κενό βλέμμα. Ο Κουίν δεν ήξερε τι να κάνει. Καθόταν αμίλητος στη θέση του, ανταποδίδοντας το βλέμμα στον Στίλµαν. Πέρασε πολλή ώρα. «Όχι

ερωτήσεις,

παρακαλώ»

είπε

τελικά

ο

νεαρός. «Ναι. Όχι. Ευχαριστώ». Για μια στιγμή σταμάτησε. «Είμαι ο Πίτερ Στίλμαν. Αυτό το λέω με τη δική μου ελεύθερη βούληση. Ναι. Δεν είναι αυτό το αληθινό μου όνομα. Όχι. Και βέβαια το μυαλό μου δεν είναι όλο αυτό που θα μπορούσε να είναι. Γι’ αυτό όμως δεν μπορεί να γίνει τίποτα. Όχι. Σχετικά µ’ αυτό. Όχι, όχι. Όχι πια. »Κάθεστε εκεί και σκέφτεστε: ποιο είναι αυτό το άτομο που μου μιλά; Τι είναι αυτά τα λόγια που βγαίνουν από το στόμα του; Θα σας πω εγώ. Ή αλλιώς δεν θα σας πω εγώ. Ναι και όχι. Το μυαλό μου δεν είναι όλο αυτό που θα μπορούσε να είναι. Αυτό το λέω με τη δική μου ελεύθερη βούληση. Θα

προσπαθήσω

όμως.

Ναι

και

όχι.

Θα

προσπαθήσω να σας πω, έστω κι αν το μυαλό μου

δυσκολεύει τα πράγµατα. Ευχαριστώ. »Το όνομά μου είναι Πίτερ Στίλμαν. Ίσως έχετε ακούσει για μένα, το πιθανότερο όμως είναι ότι δεν έχετε ακούσει. Δεν έχει σημασία. Αυτό δεν είναι το αληθινό μου όνομα. Δεν μπορώ να θυμηθώ το αληθινό μου όνομα. Με συγχωρείτε. Όχι ότι αυτό έχει καμιά σημασία. Δηλαδή, τώρα πια. »Αυτή είναι η λεγόμενη ομιλία. Πιστεύω ότι αυτός είναι ο όρος. Όταν τα λόγια βγαίνουν από το στόμα, πετούν στον αέρα, ζουν για μια στιγμή και πεθαίνουν. Παράξενο δεν είναι, ε; Εγώ ο ίδιος δεν έχω καμιά γνώμη. Όχι και πάλι όχι. Ωστόσο υπάρχουν λόγια που θα χρειαστεί να τα έχετε. Υπάρχουν πολλά απ’ αυτά. Πολλά εκατομμύρια, νομίζω.

Ίσως

συγχωρείτε.

μόλις

τρία

Σήμερα όμως

ή είμαι

τέσσερα. καλά.

Με

Πολύ

καλύτερα απ’ ό,τι συνήθως. Αν μπορέσω να σας δώσω τα λόγια που θα σας χρειαστούν, θα είναι μια μεγάλη νίκη. Σας ευχαριστώ. Σας ευχαριστώ

και πάλι ένα εκατοµµύριο φορές. »Πολύ καιρό πριν υπήρχε πατέρας και μητέρα. Εγώ δεν θυμάμαι κανέναν από τους δυο. Εκείνοι λένε: η μητέρα πέθανε. Ποιοι είναι εκείνοι δεν μπορώ να πω. Με συγχωρείτε. Αυτό όμως λένε εκείνοι. »Όχι μητέρα, λοιπόν. Χα χα. Αυτό είναι το γέλιο μου τώρα, η κοιλιά μου σκάει από ασυναρτησίες. Χα χα χα. Ο μεγάλος πατέρας είπε: δεν έχει σημασία. Για μένα. Δηλαδή, γι’ αυτόν. Ο μεγάλος πατέρας των µεγάλων µούσκουλων και του µπουµ, µπουµ, µπουµ. Όχι ερωτήσεις τώρα, παρακαλώ. »Λέω ό,τι λένε εκείνοι, επειδή εγώ δεν ξέρω τίποτα. Εγώ είμαι μονάχα ο καημένος ο Πίτερ Στίλμαν, το αγόρι που δεν μπορεί να θυμηθεί. Μπου χου. Θέλοντας και μη. Ο βλάκας. Με συγχωρείτε. Λένε, λένε. Τι λέει όμως ο καημένος ο µικρούλης Πίτερ; Τίποτα, τίποτα. Τώρα πια. »Υπήρχε αυτό. Σκοτάδι. Πολύ σκοτάδι. Τόσο σκοτεινό όσο το πολύ σκοτάδι. Εκείνοι λένε: αυτό

ήταν το δωμάτιο. Σαν να μπορούσα να μιλήσω εγώ γι’ αυτό. Το σκοτάδι, εννοώ. Ευχαριστώ. »Σκοτάδι,

σκοτάδι. Εκείνοι λένε για εννιά

χρόνια. Ούτε καν ένα παράθυρο. Καημένε Πίτερ Στίλμαν. Και το μπουμ, μπουμ, μπουμ. Οι σωροί από κακά. Οι λίμνες με τα τσίσα. Οι λιποθυμίες. Με

συγχωρείτε.

Μουγγός

και

γυμνός.

Με

συγχωρείτε. Τώρα πια. »Υπάρχει λοιπόν το σκοτάδι. Σας λέω. Υπήρχε φαγητό μέσα στο σκοτάδι, ναι, πολύ φαγητό μέσα στο κρυφό, σκοτεινό δωμάτιο. Εκείνος έτρωγε με τα χέρια. Με συγχωρείτε. Ο Πίτερ έτρωγε, εννοώ. Κι αν εγώ είμαι ο Πίτερ, τόσο το καλύτερο. Δηλαδή, τόσο το χειρότερο. Με συγχωρείτε. Είμαι ο Πίτερ Στίλμαν. Αυτό δεν είναι το αληθινό μου όνοµα. Ευχαριστώ. »Καημένε Πίτερ Στίλμαν. Ένα αγοράκι ήταν. Μόλις λίγα λόγια δικά του. Κι έπειτα όχι πια λόγια, κι έπειτα κανείς, κι έπειτα όχι, όχι, όχι. Όχι πια.

»Με συγχωρείτε, κύριε Όστερ. Καταλαβαίνω ότι σας στενοχωρώ. Όχι ερωτήσεις, παρακαλώ. Το όνομά μου είναι Πίτερ Στίλμαν. Αυτό δεν είναι το αληθινό μου όνομα. Το αληθινό μου όνομα είναι Κύριος Θλιμμένος. Ποιο είναι το δικό σας όνομα, κύριε Όστερ; Ίσως είστε εσείς ο αληθινός Κύριος Θλιµµένος κι εγώ είµαι ο Κανένας. »Μπου χου. Με συγχωρείτε. Αυτό είναι το κλάμα μου και ο θρήνος μου. Μπου χου, σομπ, σομπ. Τι έκανε ο Πίτερ μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο; Κανείς δεν μπορεί να πει. Κάποιοι λένε τίποτα. Όσο για μένα, νομίζω ότι ο Πίτερ δεν μπορούσε να σκεφτεί. Ανοιγόκλεινε τα μάτια του; Έπινε; Βρομούσε; Χα χα χα. Μερικές φορές είμαι τόσο αστείος. »Κλικ τρυπανιού, ψίχουλα ροκανιδιού. Κλακ, κλακ, πατατράκ. Βαβούρα, πρεμούρα, μανούρα. Για, για, για. Με συγχωρείτε. Είμαι ο μόνος που καταλαβαίνει αυτά τα λόγια. »Αργότερα κι αργότερα και πάλι αργότερα. Έτσι

λένε εκείνοι. Κράτησε τόσο πολύ για να είναι ο Πίτερ καλά στα μυαλά του. Ποτέ ξανά. Όχι, όχι, όχι. Λένε ότι κάποιος με βρήκε. Εγώ δεν θυμάμαι. Όχι, δεν θυμάμαι τι συνέβη όταν άνοιξαν την πόρτα και μπήκε μέσα το φως. Όχι, όχι, όχι. Δεν µπορώ να πω τίποτα για κάτι απ’ αυτά. Τώρα πια. »Για πολύ καιρό φορούσα σκούρα γυαλιά. Ήμουν δώδεκα ετών. Ή τουλάχιστον έτσι λένε εκείνοι. Ζούσα σε ένα νοσοκομείο. Σιγά σιγά μου έμαθαν πώς να είμαι ο Πίτερ Στίλμαν. Είπαν: Εσύ είσαι ο Πίτερ Στίλμαν. Ευχαριστώ, είπα. Για, για, για. Ευχαριστώ και πάλι ευχαριστώ, είπα. »Ο Πίτερ ήταν ένα μωρό. Έπρεπε να του μάθουν τα πάντα. Πώς να περπατάει, ξέρετε. Πώς να τρώει.

Πώς

να

κάνει

κακά

και

τσίσα

στην

τουαλέτα. Αυτό δεν ήταν κακό. Ακόμα κι όταν τους δάγκωνα, αυτοί δεν έκαναν το μπουμ, μπουμ, μπουμ. Αργότερα, μέχρι που σταμάτησα να σχίζω και τα ρούχα µου. »Ο Πίτερ ήταν καλό παιδί. Ήταν όμως δύσκολο

να του μάθουν λέξεις. Το στόμα του δεν δούλευε σωστά. Και φυσικά δεν ήταν εντάξει στα μυαλά του. Μπα, μπα, μπα, έλεγε. Και ντα, ντα, ντα. Και ουά, ουά, ουά. Με συγχωρείτε. Αυτό κράτησε περισσότερα χρόνια και χρόνια. Τώρα εκείνοι λένε στον

Πίτερ:

μπορείς

να

φύγεις

τώρα,

δεν

μπορούμε να κάνουμε τίποτα άλλο για σένα. Πίτερ Στίλμαν, είσαι ένα ανθρώπινο πλάσμα, είπαν. Είναι καλό να πιστεύετε αυτά που λένε οι γιατροί. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ τόσο πολύ. »Είμαι ο Πίτερ Στίλμαν. Αυτό δεν είναι το αληθινό μου όνομα. Το αληθινό μου όνομα είναι Πίτερ Ράµπιτ1. Τον χειμώνα είμαι ο κύριος Γουάιτ, το καλοκαίρι είμαι ο κύριος Γκριν. Σκεφτείτε τι σας αρέσει απ’ αυτά. Αυτό το λέω με τη δική μου ελεύθερη

βούληση.

Κλικ τρυπανιού,

ψίχουλα

ροκανιδιού. Ωραίο είναι, ε; Σκαρώνω λόγια σαν κι αυτά συνέχεια. Δεν μπορώ να τα αποφύγω. Βγαίνουν μόνα τους από το στόμα μου. Δεν µεταφράζονται.

»Ρωτάτε και ρωτάτε. Δεν κάνει καλό αυτό. Εγώ όμως θα σας πω. Δεν θέλω να είστε λυπημένος, κύριε Όστερ. Έχετε τόσο ευγενικό πρόσωπο. Μου θυμίζετε κάτι τέτοιο ή έναν στεναγμό, δεν ξέρω τι. Και τα μάτια σας με κοιτούν. Ναι, ναι. Μπορώ να τα δω. Αυτό είναι πολύ καλό. Ευχαριστώ. »Γι’ αυτό θα σας

μιλήσω.

Όχι

ερωτήσεις,

παρακαλώ. Αναρωτιέστε για όλα τα υπόλοιπα. Για τον πατέρα, δηλαδή. Τον φοβερό πατέρα που έκανε όλα αυτά τα πράγματα στον μικρό Πίτερ. Μην ανησυχείτε. Τον πήγαν σε ένα σκοτεινό μέρος. Τον κλείδωσαν και τον παράτησαν εκεί. Χα χα χα. Με συγχωρείτε. Μερικές φορές είμαι τόσο αστείος. »Δεκατρία χρόνια είπαν. Αυτό είναι ίσως μεγάλο διάστημα. Εγώ όμως δεν ξέρω τίποτα για τον χρόνο. Κάθε μέρα γίνομαι καινούργιος. Γεννιέμαι όταν ξυπνώ το πρωί, γερνώ στη διάρκεια της ημέρας, και πεθαίνω τη νύχτα όταν πηγαίνω να κοιμηθώ. Δεν φταίω εγώ. Σήμερα είμαι τόσο καλά.

Είµαι πολύ καλύτερα απ’ όσο ήµουν ποτέ. »Δεκατρία χρόνια ο πατέρας έλειπε. Και το δικό του

όνομα

είναι

Πίτερ

Στίλμαν.

Δεν

είναι

παράξενο, ε; Ότι δυο άνθρωποι μπορούν να έχουν το ίδιο όνομα; Δεν ξέρω αν αυτό είναι το αληθινό του όνομα. Δεν πιστεύω όμως αυτός να είναι εγώ. Είμαστε και οι δυο Πίτερ Στίλμαν. Πίτερ Στίλμαν όμως δεν είναι το αληθινό μου όνομα. Έτσι, ίσως τελικά να µην είµαι ο Πίτερ Στίλµαν. »Δεκατρία χρόνια λέω. Ή λένε εκείνοι. Δεν έχει σημασία. Δεν ξέρω τίποτα για τον χρόνο. Αυτό όμως που μου λένε εκείνοι είναι το εξής: Αύριο τελειώνουν τα δεκατρία χρόνια. Αυτό είναι κακό. Έστω κι αν εκείνοι λένε ότι δεν είναι, είναι κακό. Υποτίθεται ότι εγώ δεν θυμάμαι. Κάπου κάπου όµως θυµάµαι, παρά τα όσα λέω. »Εκείνος θα έρθει. Δηλαδή, ο πατέρας θα έρθει. Και θα προσπαθήσει να με σκοτώσει. Ευχαριστώ. Εγώ όμως δεν το θέλω αυτό. Όχι, όχι. Όχι Τώρα ο Πίτερ ζει. Ναι. Δεν είναι όλα εντάξει στο

πια.

μυαλό του, αυτός πάντως ζει. Κι αυτό είναι κάτι, έτσι δεν είναι; Βάλτε στοίχημα το τελευταίο σας δολάριο. Χα χα χα. »Τώρα είμαι σχεδόν ένας ποιητής. Κάθε μέρα κάθομαι στο δωμάτιό μου και γράφω άλλο ένα ποίημα. Φτιάχνω όλες τις λέξεις μόνος μου, όπως τότε που ζούσα στο σκοτάδι. Μ’ αυτόν τον τρόπο αρχίζω να θυμάμαι πράγματα, να προσποιούμαι ότι βρίσκομαι πάλι πίσω στο σκοτάδι. Είμαι ο μόνος που ξέρει τι σημαίνουν οι λέξεις. Δεν μεταφράζονται. Αυτά τα ποιήματα θα με κάνουν διάσημο. Χτύπα το καρφί στο κεφάλι. Ναι, ναι, ναι. Ωραία ποιήματα. Τόσο ωραία, που όλος ο κόσµος θα κλαίει. »Αργότερα ίσως κάνω κάτι άλλο. Αφού πρώτα γίνω ποιητής. Αργά ή γρήγορα θα ξεμείνω από λέξεις, θα δείτε. Ο καθένας έχει τόσες λέξεις μέσα του. Και τότε πού θα βρεθώ; Νομίζω ότι μετά απ’ αυτό θα ήθελα να γίνω πυροσβέστης. Και μετά απ’ αυτό γιατρός. Δεν έχει σημασία. Το

τελευταίο πράγμα που θα γίνω είναι σχοινοβάτης. Όταν θα είμαι πολύ γέρος και θα έχω μάθει, επιτέλους,

να

περπατώ

σαν

τους

άλλους

ανθρώπους. Τότε θα χορεύω πάνω σ’ ένα σχοινί και οι άνθρωποι θα απορούν. Ακόμα και τα μικρά παιδιά. Αυτό θα ήθελα. Να χορεύω πάνω σ’ ένα σχοινί ίσαµε να πεθάνω. »Μη σας νοιάζει όμως. Δεν έχει σημασία. Για μένα.

Όπως

μπορείτε

να

δείτε,

είμαι

ένας

πλούσιος άνθρωπος. Δεν χρειάζεται να ανησυχώ. Όχι, όχι. Όχι γι’ αυτό. Βάλτε στοίχημα το τελευταίο σας δολάριο. Ο πατέρας ήταν πλούσιος, και ο μικρός Πίτερ πήρε όλα τα λεφτά, όταν τον κλείδωσαν μέσα στο σκοτάδι. Χα χα χα. Μερικές φορές είµαι τόσο αστείος. »Είμαι ο τελευταίος των Στίλμαν. Ήταν μια οικογένεια ή κάτι τέτοιο, λένε. Από την παλιά Βοστόνη, στην περίπτωση που ακούσατε γι’ αυτό. Εγώ είμαι ο τελευταίος. Δεν υπάρχουν άλλοι. Εγώ είμαι το τέλος καθενός, ο τελευταίος άνθρωπος.

Τόσο το καλύτερο, νομίζω. Δεν είναι κρίμα που όλα θα τελειώσουν τώρα. Είναι καλό για τον καθένα να είναι νεκρός. »Ίσως ο πατέρας δεν ήταν στ’ αλήθεια κακός. Τουλάχιστον τώρα, αυτό λέω. Είχε ένα μεγάλο κεφάλι. Τόσο μεγάλο όσο είναι το πολύ μεγάλο, που σημαίνει ότι είχε πολύ χώρο μέσα εκεί. Τόσο πολλές σκέψεις μέσα στο μεγάλο του κεφάλι. Ο µικρός Πίτερ όµως δεν ήταν; Και σε πολύ δύσκολη θέση πράγματι. Ο Πίτερ που δεν μπορούσε να δει ή να πει, που δεν μπορούσε να σκεφτεί ή να κάνει κάτι. Ο Πίτερ που δεν µπορούσε. Όχι. Τίποτα. »Εγώ

δεν

γνωρίζω

τίποτα

γι’

αυτό.

Ούτε

καταλαβαίνω. Η γυναίκα μου είναι εκείνη που μου λέει αυτά τα πράγματα. Λέει ότι έχει σημασία για µένα να ξέρω, έστω κι αν δεν καταλαβαίνω. Ακόµα κι αυτό όμως δεν το καταλαβαίνω. Για να μάθεις, πρέπει να καταλάβεις. Έτσι δεν είναι; Εγώ όμως δεν ξέρω τίποτα. Ίσως είμαι ο Πίτερ Στίλμαν, ίσως δεν είμαι. Το αληθινό μου όνομα είναι Πίτερ

Κανένας. Ευχαριστώ. Κι εσείς τι νοµίζετε γι’ αυτό; »Σας λέω λοιπόν για τον πατέρα. Είναι μια καλή ιστορία, έστω κι αν εγώ δεν την καταλαβαίνω. Αυτό μπορώ να σας το πω, επειδή ξέρω τις λέξεις. Κι αυτό είναι κάτι, έτσι δεν είναι; Να ξέρεις τις λέξεις,

εννοώ.

Μερικές

φορές

είμαι

τόσο

περήφανος για τον εαυτό μου! Συγχωρήστε με! Αυτό λέει η γυναίκα μου. Λέει ότι ο πατέρας μιλούσε για τον γκοντ. Αυτή είναι για μένα μια αστεία λέξη. Όταν την αντιστρέψεις, σημαίνει ντογκ. Και ένας σκύλος δεν μοιάζει και πολύ με τον θεό, έτσι δεν είναι; Γουφ, γουφ. Γαβ, γαβ. Αυτές είναι λέξεις σκυλίσιες. Νομίζω πως είναι όμορφες. Τόσο όμορφες και αληθινές. Σαν τις λέξεις που φτιάχνω εγώ. »Τέλος πάντων. Έλεγα. Ο πατέρας μιλούσε για τον θεό. Ήθελε να ξέρει αν ο θεός είχε γλώσσα. Μη με ρωτάτε τι σημαίνει αυτό. Εγώ απλώς σας το διηγούμαι, επειδή γνωρίζω τις λέξεις. Ο πατέρας σκέφτηκε ότι ένα μωρό μπορούσε να τη μιλήσει αν

το μωρό δεν έβλεπε κόσμο. Ποιο μωρό όμως βρισκόταν

εκεί;

καταλαβαίνετε.

Α! Δεν

Τώρα

αρχίζετε

χρειαζόταν

να

να τον

εξαγοράσετε. Φυσικά ο Πίτερ γνώριζε μερικές λέξεις

του

κόσμου.

Αυτό

δεν

γινόταν

να

αποφευχθεί. Ο πατέρας όμως νόμιζε ότι ο Πίτερ θα τις ξεχνούσε. Έπειτα από λίγο καιρό. Γι’ αυτό και δεν υπήρχε τόσο πολύ μπουμ, μπουμ, μπουμ. Κάθε φορά που ο Πίτερ έλεγε μια λέξη, ο πατέρας του τον έκανε μπουμ. Στο τέλος ο Πίτερ έµαθε να µη λέει τίποτα. Για, για, για. Ευχαριστώ. »Ο Πίτερ κρατούσε μέσα του τις λέξεις. Όλες εκείνες τις μέρες και τους μήνες και τα χρόνια. Εκεί, μέσα στο σκοτάδι, ολομόναχος ο μικρός Πίτερ, και οι λέξεις να θορυβούν μέσα στο μυαλό του και να του κρατούν συντροφιά. Γι’ αυτό και το στόμα του δεν δουλεύει σωστά. Καημένε Πίτερ. Μπου χου. Τέτοια είναι τα δάκρυά του. Το αγοράκι που ποτέ δεν µπορεί να µεγαλώσει. »Ο Πίτερ µπορεί να µιλήσει σαν τους ανθρώπους

τώρα. Όμως ακόμη έχει τις άλλες λέξεις στο μυαλό του. Αυτές είναι η γλώσσα του θεού και κανείς άλλος δεν μπορεί να τις πει. Δεν μεταφράζονται. Γι’ αυτό ο Πίτερ ζει τόσο κοντά στον θεό. Γι’ αυτό και είναι διάσηµος ποιητής. »Τα πάντα τώρα είναι τόσο καλά για μένα. Μπορώ να κάνω ό,τι μου αρέσει. Οποτεδήποτε, οπουδήποτε. Μέχρι και σύζυγο έχω. Μπορείτε να το δείτε αυτό. Την ανέφερα προηγουμένως. Ίσως την έχετε συναντήσει. Είναι όμορφη, ε; Λέγεται Βιρτζίνια. Δεν είναι αυτό το αληθινό της όνομα. Αλλά αυτό δεν έχει καµιά σηµασία. Για µένα. »Όποτε το ζητήσω, η γυναίκα μου μου φέρνει μια κοπέλα για μένα. Είναι πόρνες. Βάζω μέσα τους το σκουλήκι μου κι αυτές βογκάνε. Ήταν τόσο πολλές. Χα χα. Αυτές έρχονται εδώ κι εγώ τις γαμώ. Είναι ωραίο να γαμάς. Η Βιρτζίνια τους δίνει λεφτά κι όλοι είμαστε ευτυχισμένοι. Βάλτε στοίχηµα το τελευταίο σας δολάριο. Χα χα. »Καημένη Βιρτζίνια. Δεν της αρέσει το γαμήσι.

Μαζί μου, δηλαδή. Ίσως γαμιέται μ’ άλλον. Ποιος μπορεί να το πει; Εγώ δεν ξέρω τίποτα γι’ αυτό. Δεν έχει σημασία. Ίσως όμως, αν είστε καλός με τη Βιρτζίνια, σας αφήσει να τη γαμήσετε. Αυτό θα με έκανε ευτυχισμένο. Για λογαριασμό σας. Ευχαριστώ. »Έτσι.

Υπάρχουν

τόσο

πολλά

πράγματα.

Προσπαθώ να σας τα πω. Ξέρω ότι το μυαλό μου δεν είναι τελείως εντάξει. Κι αυτό είναι αλήθεια, ναι, κι αυτό το λέω με τη δική μου ελεύθερη βούληση, ότι μερικές φορές αρχίζω να φωνάζω, να φωνάζω. Χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Λες και θα έπρεπε να υπάρχει κάποιος λόγος. Όχι όμως για κάποιον που μπορώ να καταλάβω. Ή οποιονδήποτε άλλον. Όχι. Κι έπειτα υπάρχουν φορές που δεν λέω το παραμικρό. Για μέρες ολόκληρες. Τίποτα, τίποτα, τίποτα. Ξεχνώ πώς να κάνω τις λέξεις να βγουν από το στόμα μου. Έπειτα δυσκολεύομαι να κινηθώ. Για, για, για. Ή και να δω ακόµα. Και τότε γίνοµαι ο Κύριος Θλιµµένος.

»Ωστόσο μ’ αρέσει να βρίσκομαι στο σκοτάδι. Μερικές φορές τουλάχιστον. Μου κάνει καλό, νομίζω. Μέσα στο σκοτάδι μιλώ τη γλώσσα του θεού και δεν μπορεί κανείς να με ακούσει. Μη θυµώνετε, παρακαλώ, δεν µπορώ να το αποφύγω. »Το καλύτερο απ’ όλα, υπάρχει ο αέρας. Ναι. Και σιγά σιγά έμαθα να ζω μέσα σ’ αυτόν. Ο αέρας και το φως, ναι, κι αυτό το φως που λαμποκοπάει πάνω σ’ όλα τα πράγματα και τα φέρνει μπροστά στα μάτια μου για να τα βλέπω. Υπάρχει ο αέρας και το φως κι αυτό είναι το καλύτερο απ’ όλα. Με συγχωρείτε. Ο αέρας και το φως. Ναι. Όταν είναι καλός ο καιρός, μ’ αρέσει να κάθομαι κοντά στο ανοιχτό παράθυρο. Μερικές φορές κοιτάζω έξω και βλέπω τα πράγματα από κάτω μου. Τον δρόμο κι όλο τον κόσμο, τα σκυλιά και τα αυτοκίνητα, τα τούβλα του κτιρίου στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Κι έπειτα υπάρχουν φορές που κλείνω τα μάτια μου και απλώς κάθομαι εκεί, με το αεράκι να φυσά το πρόσωπό μου και το φως μέσα στον

αέρα, όλα γύρω μου και ακριβώς μπροστά στα μάτια μου, κι ο κόσμος να είναι κατακόκκινος, ένα όμορφο κόκκινο μέσα στα μάτια μου, με τον ήλιο να λάµπει πάνω µου και πάνω στα µάτια µου. »Είναι αλήθεια ότι βγαίνω σπανίως. Μου είναι δύσκολο και δεν είναι να μ’ εμπιστεύεται κανείς πάντοτε. Μερικές φορές βάζω τις φωνές. Μη θυμώνετε μαζί μου, σας παρακαλώ. Δεν μπορώ να το αποφύγω. Η Βιρτζίνια λέει ότι πρέπει να μάθω να

συμπεριφέρομαι

σε

δημόσιους

χώρους.

Μερικές φορές όμως δεν μπορώ να το αποφύγω και οι κραυγές απλώς βγαίνουν από µέσα µου. »Μ’ αρέσει όμως να πηγαίνω στο πάρκο. Εκεί υπάρχουν τα δέντρα κι ο αέρας και το φως. Υπάρχει κάτι καλό σ’ αυτά, έτσι δεν είναι; Ναι. Σιγά σιγά νιώθω καλύτερα μέσα στον εαυτό μου. Μπορώ να το νιώσω. Ακόμα και ο δόκτωρ Βισνιεγκράντσκι το λέει. Ξέρω ότι ακόμη είμαι μια μαριονέτα. Αυτό δεν μπορώ να το αποφύγω. Όχι, όχι. Όχι πια. Μερικές φορές όμως νομίζω ότι θα

µεγαλώσω και θα γίνω αληθινός. »Προς το παρόν είµαι ο Πίτερ Στίλµαν. Αυτό δεν είναι το αληθινό μου όνομα. Δεν μπορώ να πω ποιος θα είμαι αύριο. Κάθε μέρα είναι καινούργια, και κάθε μέρα εγώ ξαναγεννιέμαι. Βλέπω παντού την ελπίδα, ακόμα και μέσα στο σκοτάδι, και όταν πεθάνω ίσως γίνω θεός. »Υπάρχουν πολλές ακόμα λέξεις για να πω. Δεν νομίζω όμως ότι θα τις πω. Όχι. Όχι σήμερα. Τώρα το στόμα μου κουράστηκε και θαρρώ πως ήρθε η ώρα να πηγαίνω. Φυσικά, δεν ξέρω τίποτα για τον χρόνο, αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Για μένα. Σας ευχαριστώ πολύ. Ξέρω ότι θα μου σώσετε τη ζωή, κύριε Όστερ. Βασίζομαι σ’ εσάς. Η ζωή μπορεί να κρατήσει τόσο πολύ, καταλαβαίνετε. Οτιδήποτε άλλο βρίσκεται μέσα στο δωμάτιο, με το σκοτάδι, με τη γλώσσα του θεού, με τις κραυγές. Εδώ είμαι φτιαγμένος από αέρα, ένα όμορφο πράγμα για να λάμψει πάνω του το φως. Ίσως το θυμηθείτε αυτό. Είμαι ο Πίτερ Στίλμαν. Αυτό δεν είναι το αληθινό

µου όνοµα. Σας ευχαριστώ πολύ».

3

Ο ΛΟΓΟΣ ΤΕΛΕΙΩΣΕ. Ο Κουίν δεν µπορούσε να πει πόσο κράτησε. Επειδή μόνο τώρα, που τα λόγια είχαν σταματήσει, αντιλήφθηκε ότι κάθονταν στο σκοτάδι. Προφανώς είχε περάσει μια ολόκληρη μέρα. Σε κάποιο σημείο κατά τη διάρκεια του μονολόγου του Στίλμαν, ο ήλιος έπεσε μέσα στο δωμάτιο, αλλά ο Κουίν δεν το κατάλαβε. Τώρα μπορούσε να νιώσει το σκοτάδι και τη σιωπή, και το κεφάλι του να βουίζει από όλα αυτά. Πέρασαν κάμποσα λεπτά. Ο Κουίν σκέφτηκε ότι ίσως έπρεπε εκείνος να πει κάτι τώρα, όμως δεν ήταν βέβαιος. Μπορούσε να ακούσει τον Πίτερ Στίλμαν

να βαριανασαίνει στη θέση του, στην απέναντι πλευρά του δωματίου. Δεν ακουγόταν τίποτε άλλο. Ο Κουίν δεν μπορούσε να αποφασίσει τι να κάνει. Σκέφτηκε μερικά πιθανά σενάρια, μετά όμως, ένα προς ένα, τα έδιωξε από το μυαλό του. Καθόταν εκεί στην καρέκλα του, περιμένοντας να συµβεί κάτι. Τελικά ο ήχος από πόδια που φορούσαν μονάχα κάλτσες και διέσχιζαν το δωμάτιο έσπασε τη σιωπή. Ακούστηκε το μεταλλικό κλικ από τον διακόπτη μιας λάμπας και ξαφνικά το δωμάτιο γέμισε φως. Αυτομάτως τα μάτια του Κουίν στράφηκαν προς την πηγή του φωτός, κι εκεί, όρθια δίπλα σε μια λάμπα τοποθετημένη σ’ ένα τραπεζάκι, στ’ αριστερά της καρέκλας του Πίτερ, είδε τη Βιρτζίνια Στίλμαν. Ο νεαρός κοιτούσε ακριβώς μπροστά του, σαν να κοιμόταν με τα μάτια ανοιχτά. Η κυρία Στίλμαν έσκυψε, πέρασε το μπράτσο της γύρω από τον ώμο του Πίτερ και του µίλησε τρυφερά στ’ αυτί:

«Ήρθε η ώρα, Πίτερ. Η κυρία Σααβέντρα σε περιµένει». Ο Πίτερ την κοίταξε και χαμογέλασε. «Είμαι γεµάτος ελπίδα» είπε. Η Βιρτζίνια Στίλμαν φίλησε τρυφερά τον άντρα της στο µάγουλο. «Πες αντίο στον κύριο Όστερ». Ο Πίτερ σηκώθηκε. Ή μάλλον ξεκίνησε τη θλιβερή, αργόσυρτη περιπέτεια να σηκώσει με διάφορες

μανούβρες

το κορμί

του από την

καρέκλα και να επιχειρήσει να σταθεί στα πόδια του.

Σε

πτώσεις,

κάθε

στάδιο

εκτοξεύσεις

συνοδευόμενες

από

υπήρχαν προς

ξαφνικούς

υποτροπές, τα

πίσω,

παροξυσμούς

ακινησίας, γρυλίσματα, λέξεις, το νόημα των οποίων δεν κατάφερε να αποκρυπτογραφήσει ο Κουίν. Επιτέλους ο Πίτερ σηκώθηκε όρθιος. Στάθηκε μπροστά στην καρέκλα του με μια έκφραση θριάμβου και κοίταξε κατάματα τον Κουίν. Έπειτα του χαμογέλασε, με ένα πλατύ και δίχως έπαρση

χαµόγελο. «Αντίο» είπε. «Αντίο, Πίτερ» απάντησε ο Κουίν. Ο Πίτερ τον αποχαιρέτησε με ένα ελαφρύ, απότομο νεύμα του χεριού κι έπειτα γύρισε αργά και διέσχισε το δωμάτιο. Παραπατούσε γέρνοντας πρώτα δεξιά κι έπειτα αριστερά, με τα πόδια του να λυγίζουν και να μπλέκονται μεταξύ τους. Στην άλλη άκρη του δωματίου, στο φωτισμένο άνοιγμα της

πόρτας,

γυναίκα

στεκόταν

ντυμένη

με

όρθια τη

μια

λευκή

μεσόκοπη στολή

της

νοσοκόμας. Ο Κουίν συμπέρανε ότι αυτή ήταν η κυρία Σααβέντρα. Ακολούθησε με το βλέμμα του τον

Πίτερ

Στίλμαν

έως

ότου

ο

νεαρός

εξαφανίστηκε βγαίνοντας από το δωµάτιο. Η Βιρτζίνια Στίλμαν κάθισε απέναντι από τον Κουίν, στην ίδια καρέκλα όπου πριν από λίγο καθόταν ο άντρας της. «Θα μπορούσα να σας απαλλάξω από όλα αυτά» είπε «σκέφτηκα όμως ότι θα ήταν καλύτερο για

σας να το δείτε µε τα ίδια σας τα µάτια». «Καταλαβαίνω» απάντησε ο Κουίν. «Όχι, δεν νομίζω ότι καταλαβαίνετε» είπε με πίκρα η γυναίκα. «Δεν νομίζω ότι μπορεί κάποιος να καταλάβει». Ο Κουίν χαμογέλασε συγκρατημένα κι έπειτα σκέφτηκε ότι έπρεπε να μπει στο ψητό. «Όσα εγώ καταλαβαίνω ή δεν καταλαβαίνω» είπε «είναι μάλλον εκτός θέματος. Με προσλάβατε για να κάνω μια δουλειά και όσο το συντομότερο τη φέρω εις πέρας τόσο το καλύτερο. Απ’ ό,τι μπορώ να αντιληφθώ, η υπόθεση είναι επείγουσα. Δεν ισχυρίζομαι ότι καταλαβαίνω τον Πίτερ ή αυτά που εσείς ίσως υποφέρατε. Το σημαντικό είναι ότι προτίθεμαι να βοηθήσω. Νομίζω ότι αυτό θα πρέπει να το εκτιµήσετε δεόντως». Τώρα άρχισε να ζωηρεύει. Κάτι του έλεγε πως είχε πιάσει τον σωστό τόνο και μια ξαφνική αίσθηση ευχαρίστησης ανάβλυσε από μέσα του, λες και μόλις είχε καταφέρει να υπερβεί κάποιο

εσωτερικό όριο. «Δίκιο έχετε» παραδέχτηκε η Βιρτζίνια Στίλμαν. «Και βέβαια έχετε δίκιο». Η γυναίκα έκανε μια παύση, πήρε μια βαθιά ανάσα

κι

έκανε

πάλι

μια

παύση,

σαν

να

αναζητούσε στο μυαλό της αυτά που επρόκειτο να πει. Ο Κουίν παρατήρησε ότι τα χέρια της ήταν γαντζωµένα στα µπράτσα της καρέκλας. «Καταλαβαίνω» συνέχισε «ότι τα περισσότερα από τα λεγόμενα του Πίτερ δημιουργούν μεγάλη σύγχυση· ιδίως την πρώτη φορά που τον ακούει κάποιος.

Στεκόμουν

στο

διπλανό

δωμάτιο

ακούγοντας αυτά που σας έλεγε. Μη νομίσετε ότι ο Πίτερ λέει πάντα την αλήθεια. Από την άλλη πλευρά, θα ήταν λάθος να νομίσετε ότι λέει ψέµατα». «Εννοείτε ότι θα πρέπει να πιστέψω μερικά από τα πράγματα που λέει και να μην πιστέψω κάποια άλλα». «Αυτό ακριβώς εννοώ».

«Οι σεξουαλικές σας συνήθειες ή η έλλειψή τους δεν με αφορούν, κυρία Στίλμαν» διευκρίνισε ο Κουίν. «Ακόμα κι αν αυτά που είπε ο Πίτερ είναι αλήθεια, δεν έχει σημασία. Στη δική μου τη δουλειά προσπαθείς να συνδυάσεις λίγο απ’ όλα, κι αν δεν μάθεις να μη βγάζεις βιαστικές κρίσεις, ποτέ

δεν

θα

φτάσεις

πουθενά.

Είμαι

συνηθισμένος να ακούω τα μυστικά των ανθρώπων κι είμαι επίσης συνηθισμένος να κρατώ το στόμα μου κλειστό. Αν ένα γεγονός δεν έχει άμεση σχέση µε την υπόθεση, δεν το χρησιµοποιώ». Η κυρία Στίλμαν έγινε κατακόκκινη. «Απλώς ήθελα να ξέρετε ότι αυτά που είπε ο Πίτερ δεν είναι αλήθεια». Ο Κουίν σήκωσε τους ώμους του, έβγαλε ένα τσιγάρο και το άναψε. «Έτσι κι αλλιώς» είπε «αυτό δεν έχει σημασία. Εμένα μ’ ενδιαφέρουν τα άλλα πράγματα που είπε ο Πίτερ. Θεωρώ ότι είναι αλήθεια και θα ήθελα να ακούσω τι έχετε εσείς να πείτε γι’ αυτά».

«Ναι,

είναι αλήθεια».

Η Βιρτζίνια Στίλμαν

χαλάρωσε το σφίξιμό της στην καρέκλα και έφερε το δεξί της χέρι κάτω από το πιγούνι της. Σκεπτική.

Σαν

να

αναζητούσε

μια

στάση

ακράδαντης εντιμότητας. «Ο Πίτερ έχει έναν παιδιάστικο τρόπο να λέει αυτά τα πράγματα. Ό,τι είπε, όµως, είναι αλήθεια». «Πείτε μου κάτι για τον πατέρα. Οτιδήποτε θεωρείτε εσείς σχετικό». «Ο πατέρας του Πίτερ είναι ένας από τους Στίλμαν της Βοστόνης. Είμαι σίγουρη ότι έχετε ακούσει γι’ αυτή την οικογένεια. Υπήρξαν κάποιοι κυβερνήτες

πίσω

στον

19ο

αιώνα,

μερικοί

επίσκοποι της Επισκοπικής Εκκλησίας, πρέσβεις, ένας πρόεδρος του Χάρβαρντ. Την ίδια εποχή η οικογένεια

έβγαλε

πολλά

λεφτά

από

την

υφαντουργία, τη ναυτιλία, κι ένας θεός ξέρει από τι άλλο. Οι λεπτομέρειες δεν έχουν σημασία. Αυτά για να έχετε µια ιδέα για το υπόβαθρο. »Ο πατέρας του Πίτερ πήγε στο Χάρβαρντ όπως

όλοι στην οικογένεια. Σπούδασε φιλοσοφία και θρησκειολογία και

υπήρξε

από

κάθε

άποψη

λαμπρός φοιτητής. Έγραψε τη διατριβή του για τις θεολογικές ερμηνείες του Νέου Κόσμου κατά τον 16ο και 17ο αιώνα κι έπειτα δούλεψε στο τμήμα θρησκειολογίας

στο πανεπιστήμιο Κολούμπια.

Λίγο αργότερα παντρεύτηκε τη μητέρα του Πίτερ. Δεν

ξέρω

πολλά

πράγματα

γι’

αυτήν.

Από

φωτογραφίες που έχω δει, ήταν πολύ όμορφη. Σχεδόν εύθραυστη όμως. Έμοιαζε λίγο στον Πίτερ, μ’ εκείνα τα ανοιχτόχρωμα γαλανά μάτια και το λευκό της δέρμα. Όταν λίγα χρόνια αργότερα γεννήθηκε ο Πίτερ, η οικογένεια κατοικούσε σε ένα μεγάλο διαμέρισμα στη Ρίβερσαϊντ Ντράιβ. Η ακαδημαϊκή σταδιοδρομία του Στίλμαν ήκμαζε. Ξανάγραψε τη διατριβή του και την εξέδωσε σε βιβλίο –που πήγε πολύ καλά– και έγινε τακτικός καθηγητής στα τριάντα τέσσερα ή τριάντα πέντε του χρόνια. Τότε πέθανε η μητέρα του Πίτερ. Δεν υπάρχει τίποτα σαφές γύρω από τον θάνατό της. Ο

Στίλμαν ισχυρίστηκε ότι πέθανε στον ύπνο της, αλλά τα στοιχεία μάλλον προς την αυτοκτονία σύγκλιναν. Κάτι σχετικό με υπερβολική δόση χαπιών, αλλά βέβαια τίποτα δεν μπορούσε να αποδειχτεί. Ειπώθηκε μάλιστα ότι τη σκότωσε εκείνος. Αυτά όμως δεν ήταν παρά φήμες, και δεν προέκυψε

τίποτα.

Η

όλη

υπόθεση

αντιµετωπίστηκε πολύ διακριτικά. »Εκείνη την εποχή ο Πίτερ ήταν μόλις δύο ετών, ένα απολύτως

φυσιολογικό

παιδί.

Μετά τον

θάνατο της γυναίκας του, ο Στίλμαν έδειχνε να μη νοιάζεται πολύ γι’ αυτόν. Προσέλαβε μια νταντά και για τους επόμενους έξι μήνες περίπου εκείνη είχε την αποκλειστική φροντίδα του. Έπειτα, εντελώς ξαφνικά, ο Στίλμαν την απέλυσε. Ξεχνώ το όνομά της –κάποια δεσποινίς Μπάρμπερ, νομίζω–, αυτή όμως κατέθεσε στη δίκη. Φαίνεται ότι ο Στίλμαν γύρισε μια μέρα στο σπίτι και της είπε ότι αναλάμβανε ο ίδιος την ανατροφή του Πίτερ. Έστειλε στο πανεπιστήμιο Κολούμπια την

παραίτησή του, λέγοντάς τους ότι εγκατέλειπε τη θέση του για να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στον γιο του. Ζήτημα χρημάτων, βεβαίως, δεν υπήρχε, και τίποτα δεν μπορούσε να τον εμποδίσει να κάνει αυτό που ήθελε. »Μετά

απ’

αυτό,

εκείνος

λίγο

πολύ

εξαφανίστηκε. Έμεινε στο ίδιο διαμέρισμα, αλλά πολύ σπάνια έβγαινε έξω. Κανείς δεν

ξέρει τι

ακριβώς συνέβη. Νομίζω ότι μάλλον άρχισε να πιστεύει

σε

κάποια

παρατραβηγμένες

από

θρησκευτικές

εκείνες ιδέ

ες

τις για

τις

οποίες έγραφε. Αυτό τον τρέλανε, τον έκανε τελείως παράφρονα. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να το περιγράψω. Κλείδωσε τον Πίτερ σ’ ένα δωµάτιο, σφράγισε τα παράθυρα και τον κράτησε εκεί εννέα χρόνια. Για φανταστείτε το, κύριε Όστερ. Εννέα χρόνια. Όλη την παιδική του ηλικία την πέρασε µέσα στο σκοτάδι, αποµονωµένος από τον κόσµο, χωρίς

καμιά

ανθρώπινη

επαφή

εκτός

από

ξυλοδαρμούς κατά διαστήματα. Εγώ ζω με τα

αποτελέσματα αυτού του πειράματος και μπορώ να σας πω ότι η βλάβη υπήρξε τερατώδης. Αυτό που είδατε σήμερα ήταν ο Πίτερ στα καλύτερά του. Χρειάστηκαν δεκατρία χρόνια για να φτάσει σ’ αυτό το σημείο και καταραμένη να ’μαι αν αφήσω κανέναν να τον πληγώσει ξανά». Η κυρία Στίλμαν σταμάτησε για να πάρει μια ανάσα. Ο Κου ίν ένιωσε ότι εκείνη βρισκόταν στα πρόθυρα ενός ξεσπάσματος κι ότι μία κουβέντα ακόμα θα την έκανε να ξεπεράσει τα όρια. Έπρεπε να μιλήσει τώρα, ειδάλλως θα έχανε τον έλεγχο της συζήτησης. «Πώς ανακάλυψαν τελικά τον Πίτερ;» ρώτησε. Η ένταση που ένιωθε η γυναίκα μειώθηκε κάπως. Ακούστηκε να ξεφυσάει και κοίταξε κατάµατα τον Κουίν. «Υπήρξε µια πυρκαγιά» είπε. «Τυχαία ή εκ προµελέτης;» «Κανείς δεν ξέρει». «Εσείς τι νοµίζετε;»

«Νομίζω ότι ο Στίλμαν βρισκόταν στο γραφείο του. Εκεί κρατούσε τα αρχεία του πειράματός του και νομίζω ότι τελικά συνειδητοποίησε ότι το έργο του υπήρξε μια αποτυχία. Δεν λέω ότι μετάνιωσε για οποιαδήποτε ενέργειά του. Αλλά ακόμα και με τους δικούς του όρους να έβλεπε την υπόθεση, ήξερε ότι είχε αποτύχει. Νομίζω ότι τελικά εκείνη τη νύχτα έφτασε στο σημείο να αηδιάσει με τον εαυτό του και αποφάσισε να κάψει τα χαρτιά του. Η φωτιά όμως ξέφυγε από τον έλεγχο και μεγάλο μέρος του διαμερίσματος κάηκε. Ευτυχώς, το δωμάτιο του Πίτερ βρισκόταν στην άλλη άκρη ενός μεγάλου διαδρόμου και οι πυροσβέστες έφτασαν εγκαίρως σ’ αυτόν». «Και τότε;» «Χρειάστηκαν μερικοί μήνες για να μπουν τα πράγματα στη θέση τους. Τα χαρτιά του Στίλμαν είχαν

καταστραφεί,

άρα

δεν

υπήρχαν

συγκεκριμένες αποδείξεις. Από την άλλη πλευρά, ήταν η κατάσταση του Πίτερ, το δωμάτιο στο

οποίο ήταν κλειδωμένος, εκείνες

οι φρικτές

σανίδες στα παράθυρα, και τελικά η αστυνομία συνέδεσε τα στοιχεία της υπόθεσης. Στο τέλος, ο Στίλµαν οδηγήθηκε στο δικαστήριο». «Τι συνέβη στο δικαστήριο;» «Ο Στίλμαν θεωρήθηκε παράφρων και στάλθηκε κάπου µακριά». «Και ο Πίτερ;» «Πήγε κι αυτός σε ένα νοσοκομείο. Έφυγε αποκεί πριν από δυο χρόνια». «Εκεί τον συναντήσατε;» «Ναι. Στο νοσοκοµείο». «Πώς;» «Ήμουν

η

λογοθεραπεύτριά

του.

Δούλευα

καθηµερινά µε τον Πίτερ επί πέντε χρόνια». «Δεν προτίθεμαι να ανακατευτώ. Πώς ακριβώς όµως αυτό κατέληξε σε γάµο;» «Είναι περίπλοκο». «Θα σας πείραζε να µου µιλήσετε γι’ αυτό;» «Ουσιαστικά όχι. Δεν νομίζω όμως ότι θα

καταλαβαίνατε». «Αυτός

είναι

ο

μοναδικός

τρόπος

να

το

ανακαλύψω». «Εντάξει, να το θέσω απλά. Αυτός ήταν ο καλύτερος τρόπος να βγάλω τον Πίτερ από το νοσοκομείο και να του προσφέρω την ευκαιρία να ζήσει µια πιο φυσιολογική ζωή». «Δεν μπορούσατε να γίνετε ο νόμιμος φύλακάς του;» «Οι διαδικασίες ήταν ιδιαίτερα σύνθετες. Συν τοις άλλοις, ο Πίτερ δεν ήταν πια ανήλικος». «Δεν ήταν αυτό τεράστια αυτοθυσία εκ μέρους σας;» «Στην πραγματικότητα όχι. Παντρεύτηκα κάποτε στο παρελθόν, με καταστροφικά αποτελέσματα. Δεν είναι κάτι που θα το ήθελα ξανά για τον εαυτό μου. Τουλάχιστον με τον Πίτερ έχω έναν σκοπό στη ζωή µου». «Αληθεύει ότι ο Στίλµαν θα αφεθεί ελεύθερος;» «Αύριο. Θα φτάσει στον σταθμό Γκραντ Σέντραλ

το βράδυ». «Κι εσείς νομίζετε ότι θα αρχίσει να καταδιώκει τον Πίτερ. Πρόκειται για εικασία ή μήπως έχετε κάποια απόδειξη;» «Κάτι κι από τα δυο. Πριν από δυο χρόνια επρόκειτο να απελευθερώσουν τον Στίλμαν. Αυτός όμως έγραψε στον Πίτερ ένα γράμμα κι εγώ το έδειξα στις αρχές. Τελικά, οι αρχές αποφάσισαν ότι δεν ήταν ακόµη έτοιµος να απελευθερωθεί». «Τι είδους γράµµα ήταν αυτό;» «Ένα παρανοϊκό γράμμα. Σ’ αυτό αποκαλούσε τον Πίτερ διαβολόπαιδο και έλεγε ότι θα έρθει η µέρα της ανταπόδοσης». «Έχετε ακόµη το γράµµα;» «Όχι. Το έδωσα στην αστυνομία πριν από δυο χρόνια». «Κανένα αντίγραφο;» «Λυπάµαι. Νοµίζετε ότι είναι σηµαντικό;» «Θα µπορούσε να είναι». «Θα προσπαθήσω να σας βρω ένα αν θέλετε».

«Να υποθέσω ότι δεν υπήρξαν άλλα γράμματα µετά από αυτό». «Δεν υπήρξαν. Και τώρα αυτοί πιστεύουν ότι ο Στίλμαν μπορεί να αφεθεί ελεύθερος. Αυτή, εν πάση περιπτώσει, είναι η επίσημη άποψη, κι εγώ δεν µπορώ να κάνω τίποτα για να τους σταµατήσω. Αυτό που νομίζω, όμως, είναι ότι ο Στίλμαν πήρε το μάθημά του. Κατάλαβε ότι τα γράμματα και οι απειλές

θα

τον

κρατούσαν

κλεισμένο

στη

φυλακή». «Κι έτσι, εσείς ανησυχείτε ακόµη». «Σωστά». «Δεν έχετε όμως κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό σας για το ποια μπορεί να είναι τα σχέδια του Στίλµαν». «Ακριβώς». «Τι θέλετε να κάνω εγώ;» «Εσείς

θέλω

να

τον

παρακολουθείτε

προσεκτικά. Θέλω να βρείτε τι σκοπεύει να κάνει. Θέλω να τον κρατήσετε µακριά από τον Πίτερ».

«Με άλλα λόγια, ένα είδος ωραιοποιημένου χαφιεδισµού». «Υποθέτω». «Θα καταλαβαίνετε, φαντάζομαι, ότι δεν μπορώ να εμποδίσω τον Στίλμαν να έρθει σ’ αυτό το κτίριο. Μπορώ όμως να σας προειδοποιήσω. Και να φροντίσω να έρθω εδώ µαζί του». «Καταλαβαίνω.

Εφόσον

υπάρχει

κάποια

προστασία». «Καλώς. Πόσο συχνά θέλετε να επικοινωνώ μαζί σας;» «Θα ήθελα να μου δίνετε αναφορά καθημερινά. Ένα τηλεφώνημα το βράδυ, ας πούμε, κατά τις δέκα ή έντεκα». «Κανένα πρόβληµα». «Υπάρχει κάτι άλλο;» «Μερικές ερωτήσεις μόνο. Είμαι περίεργος, για παράδειγμα, να μάθω πώς ανακαλύψατε ότι ο Στίλμαν θα έρθει αύριο το βράδυ στον σταθμό Γκραντ Σέντραλ».

«Θεώρησα υποχρέωσή μου να το μάθω, κύριε Όστερ. Σ’ αυτή την περίπτωση, είναι πολύ μεγάλο το διακύβευμα για μένα για να το αφήσω στην τύχη.

Και

αν

ο

Στίλμαν

δεν

τεθεί

υπό

παρακολούθηση από την πρώτη στιγμή της άφιξής του, θα μπορούσε άνετα να εξαφανιστεί χωρίς ν’ αφήσει το παραμικρό ίχνος. Δεν θέλω να συμβεί αυτό το πράγµα». «Σε ποιο τρένο θα βρίσκεται;» «Στο τρένο των 6.41 που έρχεται από το Παφκίπσι». «Να υποθέσω ότι έχετε μια φωτογραφία του Στίλµαν;» «Ναι, βεβαίως». «Υπάρχει επίσης και το θέμα του Πίτερ. Θα ήθελα να ξέρω γιατί του μιλήσατε για όλα αυτά από την αρχή. Δεν θα ήταν καλύτερο να το αποσιωπήσετε;» «Αυτό ήθελα. Έτυχε όµως ο Πίτερ να ακούει από το άλλο τηλέφωνο όταν έμαθα τα νέα για την

απελευθέρωση του πατέρα του. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα γι’ αυτό. Ο Πίτερ μπορεί να γίνει πολύ πεισματάρης κι εγώ έχω μάθει ότι είναι καλύτερο να µην του λες ψέµατα». «Μια τελευταία ερώτηση. Ποιος σας παρέπεμψε σ’ εµένα;» «Ο σύζυγος της κυρίας Σααβέντρα, ο Μίκαελ. Κάποτε ήταν αστυνομικός

και έκανε κάποια

έρευνα. Αυτός ανακάλυψε ότι είστε ο καλύτερος άνθρωπος

στην

πόλη

για

τέτοιου

είδους

υποθέσεις». «Αισθάνοµαι κολακευµένος». «Απ’ ό,τι μου δείξατε ως τώρα, κύριε Όστερ, είμαι

σίγουρη

ότι

βρήκαμε

τον

κατάλληλο

άνθρωπο». Αυτό ο Κουίν το πήρε σαν εντολή να σηκωθεί. Ήταν μια ανακούφιση το ότι μπορούσε να τεντώσει τα πόδια του επιτέλους. Τα πράγματα είχαν πάει καλά, πολύ καλύτερα απ’ ό,τι περίμενε, τώρα όμως το κεφάλι και το κορμί του πονούσαν.

Τέτοια εξάντληση είχε χρόνια να νιώσει. Αν αυτό συνεχιζόταν, ήταν σίγουρος ότι θα έχανε τον έλεγχο του εαυτού του. «Η αμοιβή μου είναι εκατό δολάρια την ημέρα συν τα έξοδα» είπε. «Αν μπορούσατε να μου δώσετε

κάτι

προκαταβολικά,

αυτό

απόδειξη ότι δουλεύω για σας εξασφάλιζε

μια

προνομιούχα

θα

ήταν

και θα μας

σχέση

πελάτη-

ερευνητή. Αυτό σημαίνει πως οτιδήποτε συμβεί µεταξύ µας θα συµβεί µε απόλυτη εχεµύθεια». Η

Βιρτζίνια

Στίλμαν

χαμογέλασε,

σαν

να

σκεφτόταν κάποιο δικό της κρυφό αστείο. Ίσως πάλι ανταποκρινόταν απλώς στο πιθανό διττό μήνυμα της τελευταίας του πρότασης. Όπως για πολλά πράγματα που του συνέβησαν στις μέρες και τις εβδομάδες που ακολούθησαν, ο Κουίν δεν µπορούσε να είναι σίγουρος για τίποτε. «Εσείς πόσα θα θέλατε;» «Δεν έχει σηµασία. Το αφήνω σ’ εσάς». «Πεντακόσια δολάρια;»

«Αυτά θα ήταν παραπάνω από αρκετά». «Ωραία. Πάω να πάρω το βιβλιάριο επιταγών». Η Βιρτζίνια Στίλμαν σηκώθηκε και χαμογέλασε ξανά στον Κουίν. «Θα σας φέρω και μια φωτογραφία του πατέρα του Πίτερ. Νομίζω ότι ξέρω πού ακριβώς βρίσκεται». Ο Κουίν την ευχαρίστησε και είπε ότι θα περιμένει. Την παρακολουθούσε καθώς έβγαινε από το δωμάτιο και, για μια φορά ακόμα, έπιασε τον εαυτό του να τη φαντάζεται πώς θα ήταν χωρίς ρούχα. Μήπως του ριχνόταν κατά κάποιον τρόπο, αναρωτήθηκε, ή μήπως ήταν το ίδιο του το μυαλό που προσπαθούσε ξανά να τον σαμποτάρει; Αποφάσισε να αναβάλει τους συλλογισμούς του και να ασχοληθεί αργότερα µε το θέµα. Η Βιρτζίνια Στίλμαν επέστρεψε στο δωμάτιο και είπε: «Να η επιταγή. Ελπίζω να τη συμπλήρωσα σωστά». Ναι, ναι, σκέφτηκε ο Κουίν καθώς εξέταζε την επιταγή,

όλα

είναι

απολύτως

εντάξει.

Ήταν

ευχαριστημένος με την εξυπνάδα του. Η επιταγή Όστερ,

βεβαίως ήταν κομμένη στο όνομα του Πολ

και τούτο σήμαινε ότι ο Κουίν δεν μπορούσε να θεωρηθεί

υπεύθυνος

επειδή

παρίστανε

έναν

ιδιωτικό ντετέκτιβ χωρίς άδεια. Τον καθησύχαζε να ξέρει ότι είχε ξεκαθαρίσει τη θέση του κατά κάποιον τρόπο. Δεν τον ενοχλούσε το γεγονός ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να εξαργυρώσει την επιταγή. Ακόμα και τότε καταλάβαινε ότι δεν έκανε τίποτα απ’ όλα αυτά για τα λεφτά. Γλίστρησε την επιταγή στην μπροστινή εσωτερική τσέπη του σακακιού του. «Λυπάμαι

που

δεν υπάρχει

πιο

πρόσφατη

φωτογραφία» έλεγε η Βιρτζίνια Στίλμαν. «Αυτή χρονολογείται

πριν

από

είκοσι

χρόνια

και

παραπάνω. Φοβάμαι όμως ότι αυτό είναι το καλύτερο που µπορώ να κάνω». Ο Κουίν κοίταξε το πρόσωπο του Στίλμαν στη φωτογραφία,

ελπίζοντας

σε

μια

ξαφνική

επιφοίτηση, μια αιφνίδια ροή υπόγειων γνώσεων

που θα τον βοηθούσαν να κατανοήσει τον άντρα. Η φωτογραφία όμως δεν του έλεγε τίποτα. Δεν ήταν τίποτα παραπάνω από τη φωτογραφία ενός άντρα. Τη μελέτησε για μια ακόμα στιγμή και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι θα μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε. «Θα την κοιτάξω πιο προσεκτικά όταν πάω σπίτι» είπε βάζοντάς τη στην ίδια τσέπη στην οποία είχε βάλει την επιταγή. «Συνυπολογίζοντας τα χρόνια που έχουν περάσει, είμαι σίγουρος ότι θα μπορέσω να τον αναγνωρίσω αύριο στον σταθµό». «Το ελπίζω» είπε η Βιρτζίνια Στίλμαν. «Είναι τροµερά σηµαντικό και βασίζοµαι πάνω σας». «Μην ανησυχείτε» είπε ο Κουίν. «Ακόμη δεν απογοήτευσα κανέναν». Τον συνόδευσε προς την πόρτα. Για μερικά δευτερόλεπτα

στάθηκαν

εκεί

αμίλητοι,

μην

ξέροντας αν είχαν κάτι ακόμα να προσθέσουν ή αν είχε έρθει η ώρα να πουν αντίο. Τότε, η Βιρτζίνια

Στίλμαν τύλιξε ξαφνικά τα μπράτσα της γύρω από τον Κουίν, αναζήτησε τα χείλη του με τα δικά της και τον φίλησε παθιασμένα, οδηγώντας τη γλώσσα της βαθιά στο στόμα του. Ο Κουίν αιφνιδιάστηκε τόσο πολύ, που σχεδόν δεν πρόλαβε να το απολαύσει. Όταν επιτέλους κατάφερε να ανασάνει ξανά, η κυρία Στίλμαν τον κρατούσε σε απόσταση και του έλεγε: «Αυτό για να σας αποδείξω ότι ο Πίτερ δεν σας είπε την αλήθεια. Έχει μεγάλη σημασία να με πιστέψετε». «Σας πιστεύω» είπε ο Κουίν. «Αλλά και να μη σας πίστευα, δεν θα είχε σηµασία». «Απλώς ήθελα να ξέρετε τι είμαι ικανή να κάνω». «Νοµίζω πως έχω µια καλή ιδέα». Εκείνη πήρε το δεξί του χέρι και το φίλησε. «Ευχαριστώ, κύριε Όστερ. Πιστεύω ειλικρινά ότι εσείς είστε η απάντηση». Της υποσχέθηκε να της τηλεφωνήσει το επόµενο

βράδυ κι έπειτα βρέθηκε να βγαίνει από την πόρτα, να παίρνει το ασανσέρ και να εγκαταλείπει το κτίριο. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα όταν βγήκε στον δρόµο.

4

Ο ΚΟΥΙΝ ΕΙΧΕ ΑΚΟΥΣΕΙ ΞΑΝΑ

για περιπτώσεις

σαν του Πίτερ Στίλμαν. Ξαναγυρνώντας στις μέρες της παλιάς του ζωής, λίγο καιρό μετά τη γέννηση του γιου του, είχε γράψει μια κριτική για ένα βιβλίο σχετικά με το άγριο αγόρι του Αβερόν και την ίδια περίοδο είχε κάνει κάποια έρευνα γι’ αυτό το θέμα. Απ’ ό,τι μπορούσε να θυμηθεί, η παλαιότερη αναφορά ενός τέτοιου πειράματος γινόταν στα γραπτά του Ηροδότου: τον 7ο

π.Χ.

αιώνα, ο αιγύπτιος Φαραώ Ψαμμήτιχος απομόνωσε δυο

βρέφη

επιφορτισμένο

και με

διέταξε τη

τον

φύλαξή

υπηρέτη τους

να

τον μην

αρθρώσει ποτέ ούτε λέξη μπροστά τους. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, έναν ιδιαίτερα αναξιόπιστο χρονογράφο, τα παιδιά έμαθαν να μιλούν και η πρώτη τους λέξη ήταν η φρυγική λέξη για το ψωμί. Τον

Μεσαίωνα,

Ρωμαϊκής

ο

αυτοκράτορας

Αυτοκρατορίας

της

Αγίας

Φρειδερίκος

Β

επανέλαβε το πείραμα ελπίζοντας να ανακαλύψει την αληθινή φυσική γλώσσα

του ανθρώπου και

χρησιμοποιώντας παρόμοιες μεθόδους, αλλά τα παιδιά

πέθαναν

προτού

αρθρώσουν

κάποιες

λέξεις. Τέλος, κι αυτό ήταν αναμφίβολα απάτη, στις αρχές του 16ου αιώνα ο βασιλιάς της Σκοτίας Ιάκωβος Δ ΄ ισχυρίστηκε ότι κάποια παιδιά της χώρας,

απομονωμένα

κατά

τον

ίδιο

τρόπο,

κατέληξαν να µιλούν εξαιρετικά εβραϊκά. Ωστόσο δεν ήταν μόνο οι εκκεντρικοί και οι ιδεολόγοι που ενδιαφέρθηκαν γι’ αυτό το ζήτημα. Ακόμα

και

ισορροπημένος αντιμετώπισε

ένας

τόσο

άνθρωπος προσεκτικά

σκεπτικιστής όσο το

ο

θέμα

και

Μοντέν, και

στο

΄

σημαντικότερο δοκίμιό του, την Ρεϊμόν Σεμπόν,

Υπεράσπιση του

έγραφε: Πιστεύω ότι ένα παιδί που

ανατράφηκε σε συνθήκες απόλυτης μοναξιάς, αποκομμένο

από κάθε συναναστροφή (κάτι που θα αποτελούσε ένα

δύσκολο πείραμα), θα είχε αναπτύξει κάποιο είδος λόγου για

να εκφράσει τις ιδέες του. Δεν είναι δυνατό να πιστέψουμε

ότι η Φύση μάς αρνήθηκε αυτή την καταφυγή που έχει

προσφέρει σε τόσα άλλα ζώα... Θα πρέπει ωστόσο να

μάθουμε σε ποια γλώσσα θα μιλούσε αυτό το παιδί. Κατά

συνέπεια, όσα έχουν ειπωθεί επ’ αυτού, είναι ελάχιστα αληθοφανή. Εκτός από τις περιπτώσεις τέτοιων πειραμάτων, υπήρχαν και περιπτώσεις τυχαίας απομόνωσης – παιδιά που χάθηκαν στα δάση, ναύτες εγκαταλείφθηκαν άρπαξαν

οι

σε

νησιά,

παιδιά

λύκοι–,

καθώς

και

που

που τα

περιπτώσεις

σκληρών και σαδιστών γονιών που κλείδωναν τα παιδιά τους στα δωμάτιά τους, τα αλυσόδεναν στα κρεβάτια τους, τα έκλειναν μέσα σε ντουλάπια, τα βασάνιζαν χωρίς να υπάρχει κανένας άλλος λόγος

παρά μόνο οι εκρήξεις της τρέλας τους. Και ο Κουίν είχε μελετήσει εξονυχιστικά την εκτεταμένη φιλολογία που ήταν αφιερωμένη σε αυτές τις ιστορίες. Υπήρχε ο σκοτσέζος ναύτης Αλεξάντερ Σέλκιρκ –για τον οποίο κάποιοι πιστεύουν ότι αποτέλεσε το πρότυπο του Ροβινσώνα Κρούσου–, ο οποίος έζησε μόνος του τέσσερα χρόνια σε ένα νησί έξω από τις ακτές της Χιλής και, σύμφωνα με τον καπετάνιο του πλοίου που τον έσωσε το 1708, «καθώς δεν χρησιμοποιούσε τη γλώσσα του, την είχε ξεχάσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε μετά βίας τον καταλαβαίναμε». Δεν είχαν περάσει ούτε είκοσι χρόνια από τότε και ο Πέτερ από το Ανόβερο, ένα άγριο

παιδί

γύρω

στα

δεκατέσσερα

που

το

ανακάλυψαν βουβό και γυμνό σ’ ένα δάσος έξω από τη γερμανική πόλη του Χάμελιν, οδηγήθηκε στη βρετανική αυλή υπό την ειδική προστασία του Γεωργίου Α ΄. Τόσο ο Σουίφτ όσο και ο Ντεφόε είχαν την ευκαιρία να τον δουν και η εµπειρία αυτή κατέληξε το 1726 σε μια μπροσούρα του Ντεφόε

2.

Ο Πέτερ δεν έμαθε ποτέ να μιλά και, ύστερα από μερικούς μήνες, στάλθηκε στην εξοχή όπου έζησε ως τα εβδομήντα του, χωρίς να τον ενδιαφέρουν το σεξ, το χρήμα και άλλα εγκόσμια ζητήματα. Έπειτα υπήρξε η περίπτωση του Βικτόρ, του άγριου αγοριού από το Αβερόν, που βρέθηκε το 1800.

Με την υπομονετική και

σχολαστική φροντίδα του δόκτορος Ιτάρ, ο Βικτόρ έμαθε κάποια στοιχεία του λόγου, ποτέ όμως δεν προόδευσε πέρα από το επίπεδο ενός μικρού παιδιού. Ακόμα πιο γνωστός από τον Βικτόρ υπήρξε ο Κάσπαρ Χάουζερ, που εμφανίστηκε ένα απόγευμα στη Νυρεμβέργη το 1828, ντυμένος με ένα περίεργο κοστούμι και μετά βίας ικανός να αρθρώσει έναν κατανοητό ήχο. Ήταν σε θέση να γράψει το όνομά του, αλλά απ’ όλες τις άλλες απόψεις συμπεριφερόταν σαν βρέφος. Η πόλη τον υιοθέτησε και η φροντίδα του ανατέθηκε σε έναν δάσκαλο της περιοχής. Ο Κάσπαρ περνούσε τις μέρες του καθισμένος στο πάτωμα παίζοντας με

παιχνίδια που είχαν τη μορφή αλόγων, ενώ έτρωγε μόνο ψωμί και έπινε μόνο νερό. Εντούτοις αναπτύχθηκε. Έγινε εξαίρετος ιππέας, κομψός σε βαθμό μανίας, είχε πάθος με το κόκκινο και το λευκό

χρώμα

και,

όπως

έλεγαν

οι

πάντες,

αποκάλυψε μια εξαιρετική μνήμη, ιδίως όσον αφορούσε ονόματα και πρόσωπα. Προτιμούσε πάντως να μένει κλεισμένος μέσα, απέφευγε το έντονο φως και, όπως ο Πέτερ από το Ανόβερο, ποτέ δεν εκδήλωσε το παραμικρό ενδιαφέρον για το σεξ ή το χρήμα. Καθώς σταδιακά επανέρχονταν στο

μυαλό

του

εικόνες

από

το

παρελθόν,

κατάφερε να θυμηθεί πώς πέρασε τόσα χρόνια καθισμένος

στο

πάτωμα

ενός

σκοτεινού

δωματίου, με έναν άντρα να τον ταΐζει χωρίς να του μιλά ποτέ και χωρίς να του επιτρέπει ποτέ να τον δει. Ύστερα από αυτές τις αποκαλύψεις, ο Κάσπαρ δολοφονήθηκε με στιλέτο από έναν άγνωστο άντρα σε δηµόσιο πάρκο. Πάνε χρόνια από τότε που ο Κουίν επέτρεπε

στον εαυτό του να σκέφτεται αυτές τις ιστορίες. Το θέμα των παιδιών ήταν τόσο οδυνηρό γι’ αυτόν, ιδίως των παιδιών που υπέφεραν, υπέστησαν κακομεταχείριση, πέθαναν προτού μεγαλώσουν. Αν ο Στίλμαν ήταν ο άνθρωπος με το εγχειρίδιο, που επέστρεφε για να εκδικηθεί το παιδί του οποίου κατέστρεψε τη ζωή, ο Κουίν ήθελε να βρίσκεται εκεί για να τον σταματήσει. Ήξερε ότι δεν μπορούσε να ξαναφέρει στη ζωή τον δικό του γιο, αλλά τουλάχιστον μπορούσε να εμποδίσει τον θάνατο κάποιου άλλου. Ξαφνικά μπορούσε να το κάνει, και τώρα που στεκόταν εκεί στον δρόμο, η σκέψη για το τι τον περίμενε ξεπρόβαλε σαν αποτρόπαιο όνειρο. Σκέφτηκε το μικρό φέρετρο που έκλεινε μέσα του το πτώμα του δικού του παιδιού και τον τρόπο με τον οποίο το κατέβαζαν μέσα στο χώμα την ημέρα της κηδείας του. Αυτή ήταν η απομόνωση, μονολόγησε. Αυτή ήταν η σιωπή. Κι ίσως έκανε τα πράγματα χειρότερα το ότι ο γιος του ονοµαζόταν κι αυτός Πίτερ.

5

ΣΤΗ ΓΩΝΙΑ ΤΗΣ 72

ΗΣ ΟΔΟΥ με τη λεωφόρο

Μάντισον, έκανε νόημα σε ένα ταξί. Καθώς το αυτοκίνητο

διέσχιζε

θορυβωδώς

το

πάρκο

πηγαίνοντας προς το Γουέστ Σάιντ, ο Κουίν κοιτούσε έξω από το παράθυρο και αναρωτιόταν αν αυτά ήταν τα ίδια δέντρα που είδε ο Πίτερ Στίλμαν όταν βγήκε στο φως και τον αέρα. Αναρωτιόταν αν ο Πίτερ είδε τα ίδια πράγματα που έβλεπε κι αυτός

ή αν ο κόσμος

ήταν γι’ αυτόν ένα

διαφορετικό μέρος. Κι αν ένα δέντρο δεν ήταν ένα δέντρο, αναρωτιόταν τι ήταν στ’ αλήθεια.

Όταν το ταξί τον άφησε μπροστά στο σπίτι του, ο Κουίν κατάλαβε ότι πεινούσε. Δεν είχε φάει από την ώρα που πήρε το πρωινό του, νωρίς σήμερα το πρωί. Ήταν παράξενο, σκέφτηκε, πόσο γρήγορα πέρασε η ώρα στο διαμέρισμα των Στίλμαν. Αν οι υπολογισμοί

του

ήταν

σωστοί,

έμεινε

εκεί

περισσότερο από δεκατέσσερις ώρες. Μέσα του όμως είχε την αίσθηση ότι η παραμονή του εκεί διήρκεσε τρεις ή τέσσερις ώρες το πολύ. Σήκωσε τους ώμους του απορημένος και μονολόγησε: Πρέπει να µάθω να κοιτώ πιο συχνά το ρολόι µου. Ξαναγύρισε πίσω περπατώντας κατά μήκος την 107η

Οδό,

έστριψε

αριστερά

στη

λεωφόρο

Μπρόντγουεϊ και άρχισε να ανεβαίνει προς την πάνω

πλευρά

της

πόλης,

αναζητώντας

το

κατάλληλο μέρος για φαγητό. Απόψε δεν του άρεσε η ιδέα ενός μπαρ –να τρώει μέσα στο σκοτάδι, με την ένταση μιας συζήτησης που γίνεται στο τσακίρ κέφι–, αν και σε κανονικές συνθήκες θα προτιμούσε κάτι τέτοιο. Καθώς

διέσχιζε την 112η Οδό, είδε ότι τ

ο Χάιτς Λάντσονετ

ήταν ακόμη ανοιχτό και αποφάσισε να πάει εκεί. Ήταν ένα έντονα φωτισμένο και παρ’ όλα αυτά μελαγχολικό μέρος, με μια μακριά σειρά από πορνοπεριοδικά να κρέµονται στον έναν τοίχο, ένα κομμάτι του να διαθέτει είδη χαρτοπωλείου, ένα άλλο να διαθέτει εφημερίδες, μερικά τραπέζια για τους τακτικούς θαμώνες, και έναν μακρύ πάγκο από φορμάικα με περιστρεφόμενα σκαμπό. Ένας ψηλός τύπος από το Πουέρτο Ρίκο μ’ ένα άσπρο χάρτινο καπελάκι του σεφ στεκόταν πίσω από τον πάγκο. Δουλειά του ήταν να ετοιμάζει τα φαγητά, τα οποία απο τελούνταν κυρίως χάμπουργκερ, σάντου

από τραγανά

ιτς με ντομάτα και μαρούλι,

μίλκσεϊκ, διάφορα ροφήματα και σταφιδόψωμα. Στα δεξιά του, χωμένο πίσω από την ταμειακή μηχανή,

βρισκόταν

το

αφεντικό.

Ήταν

ένας

μικρόσωμος κατσαρομάλλης άντρας που άρχιζε να φαλακραίνει, με το νούμερο ενός στρατοπέδου συγκέντρωσης χτυπηµένο µε τατουάζ στο χέρι του,

κορδωμένος πάνω από την επικράτειά του με τα τσιγάρα, τις πίπες και τα πούρα. Καθόταν εκεί απαθής, διαβάζοντας την έκδοση της που

προοριζόταν

για

τους

Ντέιλι Νιουζ

ξενύχτηδες

και

κανονικά θα κυκλοφορούσε το πρωί. Εκείνη την ώρα το μαγαζί ήταν σχεδόν άδειο. Στο πίσω τραπέζι κάθονταν δυο γέροι ντυμένοι με παλιόρουχα, ο ένας τετράπαχος κι ο άλλος πετσί και κόκαλο, που μελετούσαν εμβριθώς τα δελτία των ιπποδρομιών. Δυο άδεια φλιτζάνια του καφέ ήταν ακουμπισμένα στο τραπέζι ανάμεσά τους. Σε πρώτο

πλάνο,

απέναντι

από

τα κρεμασμένα

περιοδικά, ένας νεαρός φοιτητής στεκόταν με ένα ανοιχτό περιοδικό στα χέρια του και κοίταζε την εικόνα μιας γυμνής γυναίκας. Ο Κουίν κάθισε στον πάγκο και παρήγγειλε χάμπουργκερ και καφέ. Καθώς ο μπάρμαν έπιασε δουλειά, μιλούσε µε γυρισµένη την πλάτη στον Κουίν. «Είδες το παιχνίδι σήµερα, φίλε;» «Το έχασα. Έχεις τίποτα καλό να µου πεις;»

«Εσύ τι νοµίζεις;» Για μερικά χρόνια ο Κουίν έκανε πάντα την ίδια συζήτηση μ’ αυτόν τον άντρα, το όνομα του οποίου δεν ήξερε. Κάποτε, μόλις είχε μπει στο μικρό εστιατόριο, άρχισαν την κουβέντα για το μπέιζμπολ, και τώρα, κάθε φορά που ο Κουίν έμπαινε στο μαγαζί, συνέχιζαν να μιλούν γι’ αυτό. Τον χειμώνα η συζήτηση αφορούσε δουλειές, προβλέψεις,

αναμνήσεις.

Στην

αγωνιστική

περίοδο το θέμα συζήτησης ήταν πάντα το πιο πρόσφατο παιχνίδι. Ήταν και οι δυο οπαδοί των Μετς και το απελπισμένο πάθος τους γι’ αυτούς δηµιούργησε έναν δεσµό ανάµεσά τους. Ο μπάρμαν κούνησε το κεφάλι του. «Tις δυο πρώτες

φορές

ο

Κίνγκμαν

κάνει

δυο

γερά

χτυπήματα. Μάνα μου, στον θεό τα στέλνει. Ο Τζονς ρίχνει καλά φέτος και τα πράγματα δεν φαίνονται και τόσο άσχημα. Το σκορ είναι 2-1 στο τέλος του πρώτου γύρου. Το Πίτσμπουργκ έχει παίκτες στη δεύτερη και στην τρίτη βάση και ένα

άουτ. Έτσι οι Μετς φωνάζουν από το ζέσταμα τον Άλεν. Αυτός επιτρέπει στον επόμενο παίκτη να περπατήσει και να γεμίσει τις βάσεις. Οι Μετς θέλουν να βγάλουν δυο παίκτες του Πίτσμπουργκ έξω και να τελειώσουν τον γύρο. Ο Πένια έρχεται μέσα, πετά μια χαμηλή μπαλιά προς την πρώτη βάση και η γαμημένη η μπάλα περνά μέσα από τα πόδια του Κίνγκμαν. Δυο παίκτες σκοράρουν και µπάι µπάι, Νέα Υόρκη». «Ο Ντέιβ Κίνγκμαν είναι κουράδας» είπε ο Κουίν δαγκώνοντας το χάµπουργκερ. «Έχε όμως τον νου σου στον Φόστερ» είπε ο µπάρµαν. «Ο Φόστερ είναι ξοφλημένος. Κάποτε μέτραγε. Ένας κακομούτσουνος παλιάτσος είναι». Ο Κουίν μασούλαγε προσεκτικά το φαγητό του, ψάχνοντας με τη γλώσσα του κοκαλάκια που είχαν τυχόν ξεφύγει. «Αυτόν θα έπρεπε να τον στείλουν πίσω στο Σινσινάτι µε εξπρές αποστολή». «Μάλιστα» είπε ο μπάρμαν. «Θα είναι όμως

σκληρά καρύδια. Καλύτεροι πάντως από πέρσι». «Δεν ξέρω» συνέχισε ο Κουίν δίνοντας άλλη μια δαγκωνιά στο χάμπουργκερ. «Στη θεωρία όλα φαίνονται καλά, αλλά τι έχουν στ’ αλήθεια αυτοί; Ο Στιρνς πάντα τραυματίζεται. Παίρνουν παίκτες δεύτερης κατηγορίας κι ο Μπρουκς δεν έχει το μυαλό του στο παιχνίδι. Ο Μούκι είναι καλός, είναι όμως άπειρος, κι αυτοί δεν ξέρουν πώς να τα βολέψουν. Υπάρχει βέβαια πάντα ο Ράστι, αλλά παραείναι παχύς για να τρέχει πια. Όσο για την άμυνα, ξέχνα τη.

Εσύ κι εγώ θα μπορούσαμε

αύριο να πάμε στον Σι και να μας προσλάβουν σαν τους δυο κορυφαίους βασικούς». «Μπορεί να σε κάνω µάνατζερ» είπε ο µπάρµαν. «Θα

μπορούσες

να

πεις

σ’

αυτούς

τους

καριόληδες να ξεκουµπιστούν». «Βάλε στοίχημα το τελευταίο σου δολάριο» πρότεινε ο Κουίν. Όταν τελείωσε το φαγητό του, ο Κουίν πήγε στα ράφια με τα είδη χαρτοπωλείου. Είχε έρθει μια

παρτίδα με

καινούργια σημειωματάρια και

στοίβα ήταν εντυπωσιακή

η

· μια ωραία παράταξη

από γαλάζια και πράσινα, κίτρινα και κόκκινα σημειωματάρια. Έπιασε ένα και είδε ότι οι σελίδες είχαν τις στενές γραμμές που προτιμούσε. Ο Κουίν κρατούσε όλες τις σημειώσεις του με πένα, χρησιμοποιούσε τη γραφομηχανή μόνο για τα οριστικά

κείμενα,

και

πάντα

έψαχνε

για

σημειωματάρια με γερά σπιράλ. Τώρα που είχε μπλεχτεί με την υπόθεση Στίλμαν, ένιωθε ότι ένα καινούργιο σημειωματάριο ήταν απαραίτητο. Πολύ θα τον εξυπηρετούσε να έχει ένα ξεχωριστό μέρος για να καταγράφει τις σκέψεις, τις παρατηρήσεις και τα ερωτήματά του. Ίσως έτσι τα πράγματα ήταν υπό έλεγχο. Κοιτούσε

τη

στοίβα

προσπαθώντας

να

αποφασίσει ποιο σημειωματάριο να πάρει. Για λόγους που ποτέ δεν διευκρινίστηκαν, ένιωσε ξαφνικά μια ακαταμάχητη ανάγκη για ένα ιδιαίτερο κόκκινο σημειωματάριο στο κάτω μέρος

της

στοίβας.

Το

τράβηξε

έξω

και

το

εξέτασε,

γυρνώντας προσεκτικά τις σελίδες με τον αντίχειρά του. Ήταν χαμένος κόπος να εξηγήσει στον εαυτό του γιατί το έβρισκε τόσο ελκυστικό. Ήταν ένα συνηθισμένο σημειωματάριο με εκατό σελίδες. Όµως κάτι σ’ αυτό έµοιαζε να τον φωνάζει, λες και μοναδικός του προορισμός στον κόσμο ήταν να κρατήσει αυτό τα λόγια που θα έβγαιναν από την πένα του. Ενοχλημένος σχεδόν από την ένταση των συναισθημάτων του,

ο

Κουίν έχωσε

το

σηµειωµατάριο κάτω από το µπράτσο του, τράβηξε για το ταµείο και το αγόρασε.

Πίσω στο διαμέρισμά του ύστερα από ένα τέταρτο της ώρας, ο Κουίν έβγαλε από την μπροστινή τσέπη του σακακιού του τη φωτογραφία του Στίλμαν και την επιταγή και τα ακούμπησε προσεκτικά επιφάνεια

στο από

γραφείο τα

του.

Καθάρισε

την

σκουπίδια –καμένα σπίρτα,

γόπες από τσιγάρα, στάχτες, άδει

ες αμπούλες

μελάνης,

μερικά

νομίσματα,

εισιτήρια,

αφηρηµένα σχέδια, ένα βρόµικο χαρτοµάντιλο– και τοποθέτησε

στο

κέντρο

το

κόκκινο

σημειωματάριο. Έπειτα τράβηξε τις κουρτίνες του δωµατίου, έβγαλε όλα του τα ρούχα και κάθισε στο γραφείο. Αυτό δεν το είχε ξανακάνει ποτέ, αλλά το να είναι αυτή τη στιγμή γυμνός ταίριαζε κατά κάποιον τρόπο στην περίσταση. Κάθισε εκεί είκοσι ή τριάντα δευτερόλεπτα, προσπαθώντας να μείνει ακίνητος, προσπαθώντας να μην κάνει τίποτ’ άλλο από το να αναπνέει. Έπειτα άνοιξε το κόκκινο σημειωματάριο. Πήρε την πένα και έγραψε τα αρχικά του, Ντ. Κ. (Ντάνιελ Κουίν) στην πρώτη σελίδα.

Ήταν

η

πρώτη

φορά

σε

διάστημα

μεγαλύτερο των πέντε χρόνων που έβαζε το όνομά του σε ένα από τα σημειωματάριά του. Σταμάτησε να σκεφτεί για μια στιγμή το γεγονός, αλλά μετά το απόδιωξε από το μυαλό του ως άσχετο. Γύρισε τη σελίδα. Για µερικά λεπτά µελέτησε το κενό της, διερωτώμενος αν ήταν ένας καταραμένος ηλίθιος.

Έπειτα πίεσε την πένα του στην πρώτη γραμμή και έκανε

την

πρώτη

καταγραφή

στο

κόκκινο

σηµειωµατάριο.

Το πρόσωπο του Στίλμαν.Ή το πρόσωπο του Στίλμαν όπως

ήταν είκοσι χρόνια πριν. Είναι αδύνατο να ξέρω αν το

πρόσωπο αύριο θα μοιάζει με αυτό. Πάντως είναι σίγουρο ότ

δεν πρόκειται για το πρόσωπο ενός τρελού. Ή μήπως δε είναι αυτή η σωστή περιγραφή; Στα δικά μου μάτια, τουλάχιστον,

δείχνει

καλοκάγαθο,

αν

όχι

απολύτως

ευχάριστο. Ακόμα και με μια νύξη τρυφερότητας ολόγυρα στο στόμα. Μάτια κατά πάσα πιθανότητα γαλάζια, με τάση να δακρύζουν. Μαλλιά ακόμα και τότε λεπτά, έτσι τώρα

ίσως έχουν πέσει, κι όσα απομένουν είναι γκρίζα ή άσπρα Εμπνέει μια περίεργη οικειότητα. Είναι ο τύπος του

στοχαστή, αναμφίβολα οξύθυμος, κάποιος που ίσω

τραυλίζει, που παλεύει με τον εαυτό του να συγκρατήσει

την πλημμυρίδα των λόγων που βγαίνουν ορμητικά από το στόµα του. Ο μικρός Πίτερ. Μου είναι απαραίτητο να το φανταστώ ή

μήπως μπορώ να το δεχτώ χωρίς αποδείξεις; Το σκοτάδι. Να

φανταστώ τον εαυτό μου σ’ εκείνο το δωμάτιο να ξεφωνίζει

Δεν είμαι πρόθυμος να το κάνω. Ούτε νομίζω πως θέλω να

το καταλάβω. Για ποιο λόγο; Στο κάτω κάτω, δεν είναι μια

ιστορία. Είναι ένα γεγονός, κάτι που συμβαίνει στον κόσμο κ εγώ υποτίθεται ότι κάνω μια δουλειά, ένα πραγματάκι και δέχτηκα να το κάνω. Αν μάλιστα όλα πάνε καλά, θα είναι κάτι απλούστατο. Δεν με προσέλαβαν για να καταλάβω,

απλώς και μόνο για να δράσω. Αυτό είναι κάτι καινούργιο. Να το έχω στο µυαλό µου, πάση θυσία. Ωστόσο τι είναι αυτό που λέει ο Ντιπέν στον Πόε; «Μια ταύτιση του μυαλού του συνομιλητήμε αυτό του αντιπάλου του». Εδώ όμως αυτό θα ταίριαζε στον Στίλμαν τον πρεσβύτερο. Πράγµα που είναι ακόµα χειρότερο.

Όσο για τη Βιρτζίνια, είμαι σε δίλημμα. Όχι τόσο για το

φιλί, στο οποίο μπορεί να δοθούν διάφορες ερμηνείες. Ό

για όσα είπε γι’ αυτήν ο Πίτερ, που δεν έχουν σημασία. Ο

γάμος της; Ίσως. Ο απόλυτος παραλογισμός του. Να μπλέχτηκε στο κόλπο για τα λεφτά;Ή μήπως δουλεύει κατά

κάποιον τρόπο σε συνεργασία με τον Στίλμαν; Αυτό θα

άλλαζε τα πάντα. Ταυτοχρόνως όμως, δεν έχει νόημα. Τότε

για ποιο λόγο με προσέλαβε; Για να έχει έναν μάρτυρα των φαινομενικά καλών προθέσεών της; Ίσως. Αυτό όμως φαίνεται πολύ περίπλοκο. Κι από την άλλη, γιατί νιώθω ότι δεν πρέπει να την εµπιστεύοµαι; Και πάλι το πρόσωπο του Στίλμαν. Να σκέφτομαι εκείνα

τα λίγα λεπτά που το είδα κάποτε. Ίσως πριν από χρόνια στ γειτονιά. Προτού συλληφθεί. Να θυμάμαι πώς νιώθεις φορώντας τα ρούχα των άλλων. Να ξεκινήσω μ’ αυτό, φαντάζομαι. Υποθέτω ότι αυτό πρέπει

να κάνω. Να γυρίσω πίσω στις παλιές μέρες, δεκαοκτώ,

είκοσι χρόνια πριν, όταν δεν είχα λεφτά και διάφοροι φίλ

μού έδιναν πράγματα να φορώ. Το παλιό παλτό του Τζ. στο κολέγιο, για παράδειγμα. Και η παράξενη αίσθηση ότι θα

έπρεπε να σκαρφαλώσω μέσα στο πετσί του. Πιθανόν αυτή να είναι µια αρχή. Κι έπειτα, το σημαντικότερο απ’ όλα. Να θυμάμαι ποιος είμαι. Να θυμάμαι ποιος υποτίθεται ότι είμαι. Δεν νομίζω

αυτό να είναι ένα παιχνίδι. Από την άλλη πλευρά, τίποτα δεν είναι ξεκάθαρο. Για παράδειγμα, εσείς ποιος είστε; Κι αν

νομίζετε ότι το ξέρετε, γιατί εξακολουθείτε να λέτε ψέματα

γι’ αυτό; Το μόνο που μπορώ να πω είναι το εξής: ακούστε με. Το όνομά μου είναι Πολ Όστερ. Αυτό δεν είναι το αληθινό µου όνοµα.

6

Ο ΚΟΥΙΝ ΠΕΡΑΣΕ ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ

στη

βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου Κολούμπια με το βιβλίο του Στίλμαν. Έφτασε νωρίς, ήταν ο πρώτος που βρέθηκε εκεί μόλις άνοιξαν οι πόρτες, και η ησυχία

των

μαρμάρινων

προθαλάμων

τον

ανακούφισε, σαν να τον άφηναν να µπει σε κάποια κρύπτη της

λήθης.

Αφού έδειξε

την κάρτα

αποφοίτου στον μισοκοιμισμένο φύλακα πίσω από το γραφείο, ξετρύπωσε το βιβλίο από τα ράφια, ξαναγύρισε

στον

στρογγυλοκάθισε

τρίτο σε

μια

όροφο

κι

έπειτα

πράσινη

δερμάτινη

πολυθρόνα σε ένα από τα καπνιστήρια. Έξω η

φωτεινή

μαγιάτικη

μέρα

παραμόνευε

σαν

πειρασμός, σαν ένα κάλεσμα να βγει και να περιπλανηθεί

άσκοπα

στο

ύπαιθρο,

αλλά

καταπολέμησε αυτή την επιθυμία. Γύρισε την καρέκλα, πήρε θέση με την πλάτη στο παράθυρο και άνοιξε το βιβλίο. Το έργο με τίτλο

Ο Κήπος και ο Πύργος: Πρώιμες

αντιλήψεις περί του Νέου Κόσμου διαιρούνταν σε δυο Ο

μέρη σχεδόν ίσης έκτασης, τιτλοφορούμενα

Μύθος του Παραδείσου και Ο Μύθος της Βαβέλ. Το πρώτο μέρος επικεντρωνόταν στις ανακαλύψεις των εξερευνητών, ξεκινώντας από τον Κολόμβο και

συνεχίζοντας

με

τον

Ράλεϊ.

Ο

Στίλμαν

πρόβαλλε τον ισχυρισμό ότι οι πρώτοι άνθρωποι που επισκέφτηκαν την Αμερική πίστεψαν ότι ανακάλυψαν κατά σύμπτωση τον Παράδεισο, έναν δεύτερο

Κήπο

της

Εδέμ.

Για

παράδειγμα, στην εξιστόρηση του τρίτου ταξιδιού του, ο Κολόμβος έγραφε:

Γι’ αυτό πιστεύω ότι ο

Παράδεισος βρίσκεται εκεί όπου κανείς δεν μπορεί να μπει

παρά μόνο με την άδεια του θεού. Όσο για τον λαό αυτής της χώρας, ο Πίτερ Μάρτιρ έγραφε γύρω στο

1505: Δείχνουν να ζουν σ’ εκείνον τον χρυσό κόσμο στο

οποίο διά μακρών αναφέρονταν οι παλιοί συγγραφείς, όπου ο

άνθρωποι ζούσαν με απλότητα και αθωότητα, χωρίς

καταναγκασμό από τους νόμους, χωρίς διαμάχες, χωρί

δικαστές ή συκοφαντίες, και αρκούνταν μόνο να ικανοποιούν τη φύση. Ή, όπως θα έγραφε μισό αιώνα αργότερα, ο πανταχού παρών Μοντέν:

Κατά τη γνώμη μου, ό,τι

βλέπουμε τώρα στα έθνη αυτά, όχι μόνον υπερβαίνει όλες

τις εικόνες που συνέθεσαν οι ποιητές για τον Χρυσό Αιώνα

και όλες τις επινοήσεις τους για την τότε ευτυχισμένη κατάσταση της ανθρωπότητας, αλλά και την αντίληψη και τον πόθο της ίδιας της φιλοσοφίας.Από την αρχή, κατά τον Στίλμαν, η ανακάλυψη του Νέου Κόσμου ήταν αυτή που προώθησε την ουτοπική σκέψη, ήταν ο σπινθήρας

που

τροφοδότησε

με

ελπίδες

τη

δυνατότητα τελειοποίησης της ανθρώπινης ζωής – από το βιβλίο

Ουτοπία του Τόμας Μορ το 1516 έως

την προφητεία του Τζερόνιμο ντε Μεντιέτα λίγα

χρόνια αργότερα, ότι η Αμερική θα γινόταν το ιδανικό

θεοκρατικό

κράτος,

μια

πραγματική

πολιτεία του θεού. Υπήρχε ωστόσο και η αντίθετη άποψη. Αν κάποιοι έβλεπαν τους Ινδιάνους να ζουν μέσα στην

αθωότητα

Πρωτόπλαστους

που

πριν

χαρακτήριζε

από

την

τους

Πτώση

τους,

υπήρχαν κι άλλοι που τους θεωρούσαν άγρια κτήνη,

ανθρωπόμορφους

ανακάλυψη ενίσχυσε

των αυτή

χρησιμοποιούσαν

διαβόλους.

κανιβάλων την

στην

άποψη.

ως

Οι

Η

Καραϊβική Ισπανοί

δικαιολογία

για

τη να

εκμεταλλευτούν ανελέητα τους ιθαγενείς για τους δικούς

τους

εμπορικούς

σκοπούς.

Αν

τον

άνθρωπο που έχεις μπροστά σου δεν τον θεωρείς άνθρωπο, τότε είναι ελάχιστες οι συνειδησιακές αναστολές

που

έχεις

στη

συμπεριφορά

σου

απέναντί του. Μόλις το 1537, με τη βούλα του πάπα Παύλου Γ

΄, διακηρύχθηκε ότι οι Ινδιάνοι

ήταν

άνθρωποι

αληθινοί

που

είχαν

ψυχές.

Εντούτοις η διαμάχη συνεχίστηκε εκατοντάδες χρόνια, με αποκορύφωμα αφενός τον «ευγενή άγριο 3» του Λοκ και του Ρουσό –αντίληψη η οποία έθεσε τα θεωρητικά θεμέλια της δημοκρατίας σε μια

ανεξάρτητη

Αμερική–

και

αφετέρου

την

εκστρατεία εξόντωσης των Ινδιάνων, με την αιώνια πεποίθηση ότι ο μόνος καλός Ινδιάνος ήταν ο νεκρός Ινδιάνος. Το δεύτερο μέρος του βιβλίου άρχιζε με μια νέα εξέταση

της

Πτώσης

των

Πρωτόπλαστων.

Βασιζόμενος στον Μίλτον και την αφήγησή του στον Χαμένο Παράδεισο, και θεωρώντας ότι αυτή παρουσίαζε την ορθόδοξη πουριτανική θέση, ο Στίλμαν ισχυριζόταν ότι μόνο μετά την Πτώση άρχισε να υπάρχει η ανθρώπινη ζωή όπως εµείς την ξέρουμε. Επειδή, αν στον κήπο της Εδέμ δεν υπήρχε το κακό, δεν υπήρχε ούτε και το καλό. Όπως το θέτει ο ίδιος ο Μίλτον στα

Αρεοπαγιτικά:

Από τη φλούδα ενός μήλου που δοκίμασαν(ενν. οι

Πρωτόπλαστοι), ξεπετάχτηκαν μέσα στον κόσμο το καλό

και το κακό, όπως δυο δίδυμοι κολλημένοι ο ένας με το άλλον. Στην πρόταση αυτή, η γλώσσα του Στίλμαν ήταν ιδιαίτερα προσεκτική. Όντας επιφυλακτικός ως προς τη χρήση λογοπαίγνιων και αστεϊσμών σε όλη την έκταση του κειμένου, κατέδειξε πώς η λέξη taste αποτελούσε κατ’ ουσίαν αναφορά στη λατινική λέξη sapere, η οποία σημαίνει τόσο δοκιμάζω

όσο

και

γνωρίζω,

ως

εκ

τούτου

εμπεριέχει και μια υποσυνείδητη αναφορά στο δέντρο της γνώσης, την πηγή του μήλου, η δοκιμή του οποίου εισήγαγε στον κόσμο τη γνώση, δηλαδή το καλό και το κακό. Ο Στίλμαν επέμενε επίσης στο παράδοξο της λέξης cleave, η οποία σημαίνει

ταυτοχρόνως

ενώνω

και

διαχωρίζω,

περιλαμβάνοντας έτσι δύο ισότιμες και αντίθετες έννοιες, πράγμα που με τη σειρά του εμπεριέχει μια άποψη της γλώσσας την οποία ο Στίλμαν βρίσκει παρούσα σε όλο το έργο του Μίλτον. Στον Χαμένο Παράδεισο, για παράδειγμα, κάθε λέξηκλειδί έχει διττή σημασία∙ μία πριν από την Πτώση

και

μία

μετά

την

Πτώση.

Προκειμένου

να

αποδείξει την άποψή του, ο Στίλμαν απομόνωσε μερικές από αυτές τις λέξεις –αποτρόπαιος, ερπετό, γευστικός– και έδειξε πώς η προ της Πτώσεως χρήση τους ήταν απαλλαγμένη από ηθικές συνεκδοχές, ενώ η μετά την Πτώση χρήση τους αποκτούσε αποχρώσεις, ήταν διφορούμενη, διαμορφωνόταν από τη γνώση του κακού. Η μοναδική προσπάθεια του Αδάμ στον Κήπο της Εδέμ ήταν να εφεύρει μια γλώσσα, να δώσει σε κάθε

πλάσμα

και

κάθε

πράγμα

το

όνομά

του. Σ’ αυτή την κατάσταση της αθωότητας, η γλώσσα

του

συντομότερη

οδό.

Οι

ακολουθούσε

λέξεις

του

τη δεν

επισυνάπτονταν απλώς στα πράγματα που έβλεπε, αποκάλυπταν και την ουσία τους, τα έφερναν, κυριολεκτικά, στη ζωή. Ένα όνομα και ένα πράγμα εναλλάσσονταν μεταξύ τους. Μετά την Πτώση, αυτό

δεν

αποσπάστηκαν

αλήθευε από

τα

πλέον.

Τα

πράγματα,

ονόματα οι

λέξεις

κατέληξαν να είναι μια συλλογή από αυθαίρετα σημάδια, η γλώσσα διαχωρίστηκε από τον θεό. Επομένως,

η

ιστορία

του

Κήπου

της

Εδέμ

καταγράφει όχι μόνο την Πτώση του ανθρώπου αλλά και την έκπτωση της γλώσσας. Αργότερα, στο βιβλίο της

Γενέσεως, υπάρχει μια

άλλη ιστορία για τη γλώσσα. Σύμφωνα με τον Στίλμαν, το επεισόδιο του Πύργου της Βαβέλ ήταν η ακριβής ανακεφαλαίωση όσων συνέβησαν στον Κήπο της Εδέμ, μόνο που ήταν εκτεταμένο και αναφερόταν, λόγω της σημασίας του, σε όλη την ανθρωπότητα. Η ιστορία παίρνει ένα ιδιαίτερο νόημα, αν σκεφτούμε σε ποιο σημείο του βιβλίου είναι τοποθετημένη:

11ο κεφάλαιο της

Γενέσεως,

στίχοι 1-9. Αυτό είναι το έσχατο συμβάν της προϊστορίας στη Βίβλο. Ύστερα από αυτό, η Παλαιά Διαθήκη γίνεται αποκλειστικά ένα χρονικό των Εβραίων. Με άλλα λόγια, ο Πύργος της Βαβέλ αποτελεί

την

ύστατη

εικόνα

πριν

πραγµατική έναρξη του κόσµου.

από

την

Τα σχόλια του Στίλμαν συνεχίζονταν σε αρκετές σελίδες. Άρχισε με μια ιστορική επισκόπηση των διάφορων ερμηνευτικών παραδόσεων που αφορούν την

ιστορία,

επεκτάθηκε

στις

πολυάριθμες

εσφαλμένες ερμηνείες που αναπτύχθηκαν γύρω από αυτές και κατέληξε σε έναν μακροσκελή κατάλογο μύθων από την Αγκαντά

4 (μια σύνοψη

ραβινικών ερμηνειών άσχετων με νομικά θέματα). Ήταν γενικώς αποδεκτό, έγραφε ο Στίλμαν, ότι ο Πύργος οικοδομήθηκε το έτος 1996 από κτίσεως κόσμου, γύρω στα τριακόσια σαράντα χρόνια μετά τον

Κατακλυσμό,

προ του διασπαρήναι ημάς επί

προσώπου πάσης της γης 5. Η εκ θεού τιµωρία ήρθε ως απάντηση στην επιθυμία αυτή, η οποία αντέφασκε με μια εντολή που εμφανίζεται αργότερα στη Γένεση: Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και πληρώσατε την γην και κατακυριεύσατε αυτής6 . Έτσι, καταστρέφοντας τον Πύργο, ο θεός καταδίκαζε τον άνθρωπο να υπακούσει σε αυτή την εντολή.

Μια άλλη ανάγνωση πάντως έβλεπε τον Πύργο ως μια πρόκληση κατά του θεού. Ο Νεμρώδ, ο πρώτος κυρίαρχος του κόσμου, παρουσιαζόταν ως ο αρχιτέκτονας του Πύργου. Ο Πύργος της Βαβέλ όφειλε να είναι ένας ναός που συμβόλιζε την οικουμενικότητα της ισχύος του. Αυτή ήταν η προμηθεϊκή

άποψη

της

ιστορίας,

περιστρέφεται γύρω από τις φράσεις

και ου έσται η

κεφαλή έως του ουρανούκαι ποιήσωµεν εαυτοίς όνομα. Η οικοδόμηση

του

κυρίαρ​χ ο

πάθος

Πύργου της

έγινε

εμμονή,

το

ανθρωπότητας,

πιο

σημαντικό τελικά από την ίδια τη ζωή. Οι πλίνθοι έγιναν πολυτιμότεροι από τους ανθρώπους. Οι γυναίκες-εργάτριες δεν σταματούσαν ούτε για να γεννήσουν τα παιδιά τους. Έδεναν τα νεογέννητα στην ποδιά τους και συνέχιζαν τη δουλειά τους. Καθώς φαίνεται, ήταν τρεις διαφορετικές ομάδες που αναμείχθηκαν στην οικοδόμηση του Πύργου: εκείνοι που ήθελαν να φτάσουν στον ουρανό, εκείνοι που ήθελαν

να κηρύξουν πόλεμο στον θεό

και εκείνοι που ήθελαν να λατρεύ

ουν είδωλα. Την

ίδια στιγμή, ήταν ενωμένοι στις προσπάθειές τους –και ην πάσα η γη χείλος εν, και φωνή μία πάσι7– και τούτη

η

λανθάνουσα

δύναμη

ανθρωπότητας εξόργισε τον θεό.

της

ενωμένης Και είπε Κύριος∙

ιδού γένος εν και χείλος εν πάντων, και τούτο ήρξαντο ποιήσαι, και νυν ουκ εκλείψει απ’ αυτών πάντα, όσα αν επιθώνται ποιείν8. Τα λόγια αυτά είναι η συνειδητή ηχώ των λόγων που πρόφερε ο θεός ενώ έδιωχνε τον Αδάµ και την Εύα από τον Κήπο της Εδέµ: Ιδού Αδάμ γέγονεν ως εις εξ ημών, του γιγνώσκειν καλόν και

πονηρόν∙ και νυν μήποτε εκτείνη την χείραν αυτού και λάβη από του ξύλου της ζωής και φάγη και ζήσεται εις τον αιώνα.

Και εξαπέστειλεν αυτόν Κύριος ο θεός εκ του παραδείσου της

τρυφής...9

ισχυριζόταν

ότι

Εντούτοις η

μια

άλλη

συγκεκριμένη

ανάγνωση ιστορία

επινοήθηκε απλώς ως ένας τρόπος ερμηνείας της διαφορετικότητας ανθρώπων και γλωσσών. Επειδή, αν όλοι οι άνθρωποι κατάγονταν από τον Νώε και τους γιους του, πώς ήταν δυνατόν να ερμηνευτούν

οι τεράστιες διαφορές µεταξύ των πολιτισµών; Μια άλλη,

παρόμοια ανάγνωση διατεινόταν ότι

η

ιστορία αποτελούσε μια εξήγηση της ύπαρξης παγανισμού και ειδωλολατρίας, επειδή, μέχρι αυτή

την

παρουσιάζονταν

ιστορία, ως

όλοι

οι

μονοθεϊστές

άνθρωποι στις

θρησκευτικές πεποιθήσεις τους. Όσο για τον ίδιο τον Πύργο, ο μύθος θέλει το ένα τρίτο της οικοδομής να έχει βυθιστεί μέσα στη γη, το ένα τρίτο να έχει καταστραφεί από φωτιά και το ένα τρίτο να έχει μείνει όρθιο. Ο θεός τον χτύπησε κατά δύο τρόπους, προκειμένου να πείσει τον άνθρωπο ότι η καταστροφή ήταν θεία τιμωρία και όχι αποτέλεσμα της τύχης. Και πάλι όμως, το κομμάτι που απέμεινε όρθιο ήταν τόσο ψηλό, ώστε, αν κάποιος κοίταζε έναν φοίνικα από την κορυφή του, αυτός δεν φαινόταν μεγαλύτερος από μια ακρίδα. Έλεγαν επίσης ότι ένας άνθρωπος μπορούσε να περπατάει για τρεις μέρες στη σκιά του Πύργου χωρίς ποτέ να βγει από αυτήν. Τελικά

–και ο Στίλμαν επέμενε και μακρηγορούσε στο σημείο αυτό– οι άνθρωποι πίστευαν ότι όποιος κοίταζε τα ερείπια του Πύργου ξεχνούσε ό,τι ήξερε και δεν ήξερε. Ο Κουίν δεν μπορούσε να καταλάβει τι σχέση είχαν όλα αυτά με τον Νέο Κόσμο. Σ’ εκείνο όμως το σημείο άρχιζε ένα καινούργιο κεφάλαιο και ξαφνικά ο Στίλμαν πραγματευόταν τη ζωή του Χένρι Νταρκ, ενός πάστορα της Βοστόνης που γεννήθηκε το 1649 στο Λονδίνο

–την ημέρα της

εκτέλεσης του Καρόλου του Α

΄–, ήρθε στην

Αμερική το 1675 και πέθανε σε μια φωτιά στο Κέµπριτζ της Μασαχουσέτης το 1691. Σύμφωνα με τον Στίλμαν, στα νιάτα του ο Χένρι Νταρκ υπηρέτησε τον Τζον Μίλτον ως ιδιαίτερος γραμματέας του από το 1669 μέχρι τον θάνατο του ποιητή, πέντε χρόνια αργότερα. Αυτό αποτελούσε είδηση για τον Κουίν, ο οποίος θυμόταν ότι κάπου είχε διαβάσει ότι ο τυφλός Μίλτον υπαγόρευε το έργο του σε µια από τις κόρες του. Ο Νταρκ, όπως

έμαθε

ο Κουίν,

ήταν ένθερμος

Πουριτανός,

φοιτητής της Θεολογίας και αφοσιωμένος οπαδός του έργου του Μίλτον. Αφού συνάντησε τον ήρωά του κάποιο απόγευμα σε μια μικρή συγκέντρωση, έλαβε πρόσκληση να τον επισκεφτεί την επόμενη εβδομάδα.

Αυτό

επισκέψεις,

και

κατέληξε

σε

περαιτέρω

τελικά ο Μίλτον άρχισε

να

αναθέτει στον Νταρκ διάφορα μικρά καθήκοντα: να γράφει όσα του υπαγόρευε, να τον οδηγεί στους δρόμους του Λονδίνου, να του διαβάζει αποσπάσματα από τα έργα των αρχαίων. Σ’ ένα γράμμα που έγραψε ο Νταρκ το 1672 στην αδελφή του

στη

Βοστόνη,

αναφέρει

εκτεταμένες

συζητήσεις με τον Μίλτον στα λεπτότερα σημεία της ερμηνείας της Βίβλου. Έπειτα ο Μίλτον πέθανε και ο Νταρκ απέμεινε απαρηγόρητος. Έξι μήνες

αργότερα,

βρίσκοντας

την Αγγλία μια

έρημο, μια χώρα που δεν είχε τίποτα να του προσφέρει, αποφάσισε να μεταναστεύσει στην Αμερική. Έφτασε στη Βοστόνη το καλοκαίρι του

1675. Λίγα πράγματα είναι γνωστά για τα πρώτα χρόνια του στον Νέο Κόσμο. Ο Στίλμαν υπέθετε ότι ταξίδεψε

προς

αχαρτογράφητες

τα

δυτικά,

περιοχές,

δεν

μπαίνοντας

σε

υπάρχει

όμως

καμία συγκεκριμένη απόδειξη για να υποστηριχτεί η άποψη αυτή. Από την άλλη πλευρά, ορισμένες αναφορές στα γραπτά του Νταρκ δείχνουν μια βαθύτερη γνώση των εθίμων των Ινδιάνων, πράγμα που κάνει τον Στίλμαν να θεωρήσει ότι ίσως ο Νταρκ έζησε για ένα διάστημα με κάποια φυλή Ινδιάνων. Κι έτσι να είναι, δεν υπάρχει κάποια δημόσια αναφορά για τον Νταρκ έως το 1682, οπότε το όνομά του εγγράφεται στο ληξιαρχείο της Βοστόνης, καθώς παντρεύεται κάποια Λούσι Φιτς. Δυο

χρόνια

αργότερα,

καταγράφεται

ως

επικεφαλής μιας μικρής ομάδας Πουριτανών στις παρυφές της πόλης. Το ζευγάρι απέκτησε αρκετά παιδιά, ωστόσο όλα πέθαναν σε βρεφική ηλικία. Εντούτοις ένας γιος, ο Τζον, γεννημένος το 1686,

επέζησε. Το 1691 όμως αναφέρεται ότι το αγόρι έτυχε να πέσει από το παράθυρο του δεύτερου πατώματος του σπιτιού τους και σκοτώθηκε. Έναν μήνα αργότερα, ολόκληρο το σπίτι τυλίχτηκε στις φλόγες

και

ο

Νταρκ

με

τη

γυναίκα

του

σκοτώθηκαν και οι δύο. Ο Χένρι Νταρκ θα είχε περάσει στην αφάνεια εκείνων των πρώτων χρόνων της ζωής του στην Αμερική,

αν

δεν

υπήρχε

ένα

πράγμα:

η

δημοσίευση ενός φυλλαδίου το 1690 με τίτλο Νέα Βαβέλ . Σύμφωνα με τον Στίλμαν, το μικρό αυτό έργο των εξήντα τεσσάρων σελίδων ήταν η πιο διορατική περιγραφή της νέας ηπείρου που είχε γραφτεί έως τότε. Αν ο Νταρκ δεν πέθαινε τόσο νωρίς μετά την έκδοσή του, αναμφίβολα η επίδρασή του θα ήταν μεγαλύτερη. Επειδή, όπως αποκαλύφθηκε,

πολλά από τα αντίτυπα του

φυλλαδίου καταστράφηκαν από τη φωτιά που σκότωσε τον Νταρκ. Ο ίδιος ο Στίλμαν δεν κατάφερε να βρει παρά ένα αντίτυπο κι αυτό κατά

Η

σύμπτωση στη σοφίτα του πατρικού του στο Κέμπριτζ. Έπειτα από χρόνια ενδελεχούς έρευνας, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτό ήταν το µοναδικό αντίτυπο που υπήρχε. Η Νέα Βαβέλ, γραμμένη σε τολμηρή πρόζα στο στιλ του Μίλτον, παρουσίαζε την περίπτωση της οικοδόμησης του Παραδείσου στην Αμερική. Σε αντίθεση με άλλους συγγραφείς που ασχολήθηκαν με αυτό το θέμα, ο Νταρκ δεν υπέθετε ότι ο Παράδεισος ήταν ένα μέρος που μπορούσε να ανακαλυφθεί. Δεν υπήρχαν χάρτες που μπορούσαν να οδηγήσουν κάποιον σ’ αυτόν, δεν υπήρχαν όργανα ναυσιπλοΐας ικανά να οδηγήσουν έναν άνθρωπο στις ακτές του. Η ύπαρξή του ήταν μάλλον έμφυτο χαρακτηριστικό του ανθρώπου: η ιδέα ενός υπερπέραν που θα μπορούσε κάποια μέρα να το δημιουργήσει στο εδώ και το τώρα. Επειδή η Ουτοπία ήταν παντού, ακόμα, όπως εξηγούσε

ο

Νταρκ,

και

μέσα

στη

«λεκτική

οντότητά» της. Κι αν ένας άνθρωπος μπορούσε να

δημιουργήσει το μέρος που ονειρευόταν, αυτό θα γινόταν µόνο αν το έκτιζε µε τα ίδια του τα χέρια. Ο Νταρκ στήριζε τα συμπεράσματά του σε μια ανάγνωση της ιστορίας της Βαβέλ ως προφητικού έργου. Αντλώντας έμπνευση από την κατά Μίλτον ερµηνεία της Πτώσεως, ακολουθούσε τον δάσκαλό του στην απόδοση υπέρμετρης σημασίας στον ρόλο της γλώσσας. Προωθούσε όμως τις ιδέες του ποιητή ένα βήμα παραπέρα. Αν η Πτώση του ανθρώπου

εμπεριείχε

και

μια

έκπτωση

της

γλώσσας, λογικό δεν ήταν να συμπεράνουμε ότι θα ήταν δυνατή η αποτροπή της Πτώσεως, η αντιστροφή των αποτελεσμάτων με την αποτροπή της έκπτωσης της γλώσσας, με την απόπειρα αναδημιουργίας της γλώσσας που ομιλούνταν στον Παράδεισο; Αν ο άνθρωπος μπορούσε να μάθει να μιλά αυτή την αρχική γλώσσα της αθωότητας, αυτό δεν συνεπάγεται ότι θα μπορούσε να ανακτήσει εντός του μια κατάσταση αθωότητας; Δεν έχουμε παρά να κοιτάξουμε το παράδειγμα του Χρι

στού,

υποστήριζε ο Νταρκ, για να καταλάβουμε ότι αυτό ισχύει. Δεν ήταν ο Χριστός ένας άνθρωπος, ένα πλάσμα από σάρκα και αίμα; Και δεν μιλούσε ο Χριστός αυτή την προ της Πτώσεως γλώσσα; Στον Ανακτημένο Παράδεισο του Μίλτον, ο σατανάς μιλά με απατηλή αμφισημία, ενώ οι πράξεις του Χριστού

στα λόγια του ταιριάζουν, τα λόγια του/στη γενναιόδωρη

καρδιά του δίνουν την πρέπουσα έκφραση, η καρδιά

του/περιέχει από το καλό, το σοφό, το σωστό, την τέλει µορφή. Και δεν έστειλε

τώρα ο θεός τον ζώντα Χρησμό

Του/στον κόσμο για να διδάξει το ύστατο θέλημά Του/Κα στέλνει στο εξής το Πνεύμα της Αλήθειας να κατοικήσει/σε

ευλαβικές καρδιές, ένας εσώτερος Χρησμός/για όλη την Αλήθεια που απαιτείται να γνωρίζω; Και εξαιτίας του Χριστού δεν είχε η Πτώση ευτυχή κατάληξη, δεν ήταν felix culpa 10 όπως διδάσκει το δόγμα; Άρα, διατείνεται ο Νταρκ, θα ήταν όντως δυνατό για έναν άνθρωπο να μιλά την αληθινή γλώσσα της αθωότητας

και

να

ανακτήσει,

ακέραιη

αδιάσπαστη, την αλήθεια εντός του.

και

Επανερχόμενος

στην ιστορία της

Βαβέλ, ο

Νταρκ επεξεργάστηκε τότε το σχέδιό του και ανήγγειλε το δικό του όραμα για όσα θα γίνονταν στο μέλλον. Παραθέτοντας τον 2ο στίχο του 11ου κεφαλαίου της

Γενέσεως –Και εγένετο εν τω κινήσαι

αυτούς από ανατολών, εύρον πεδίον εν γη Σεναάρ και κατώκησαν εκεί– ο Νταρκ ανέφερε ότι το χωρίο αυτό αποδείκνυε

την

κίνηση

της

ζωής

και

του

πολιτισμού των ανθρώπων προς τα δυτικά. Επειδή η πόλη της Βαβέλ –ή Βαβυλώνα– βρισκόταν στη Μεσοποταμία, πολύ ανατολικότερα από τη γη των Εβραίων. Αν η Βαβέλ βρίσκεται στα δυτικά του παντός,

ήταν

ανθρωπότητας. διασκορπιστούν

η

Εδέμ,

Το σ’

χρέος

η

αρχική των

ολόκληρη

θέση

της

ανθρώπων τη

ανταποκρινόμενοι στην εντολή του θεού

γη

να –

αυξάνεσθε

... και πληρώσατε την γη– θα ήταν να κινηθούν αναπόφευκτα σε μια πορεία προς τα δυτικά. Και ποια χώρα σ’ ολόκληρη τη χριστιανοσύνη, ρωτούσε ο Νταρκ, βρίσκεται δυτικότερα από την Αμερική;

Άρα η κίνηση των άγγλων εποίκων προς τον Νέο Κόσμο μπορούσε να αναγνωστεί ως εκπλήρωση της παλαιάς εντολής. Η Αμερική ήταν το έσχατο βήμα σ’ αυτή τη διαδικασία. Εφόσον η ήπειρος γέμισε από ανθρώπους, ωρίμασε η στιγμή για την αλλαγή

στις

τύχες

της

ανθρωπότητας. Το εμπόδιο στην οικοδόμηση της Βαβέλ –ο άνθρωπος πρέπει να γεμίσει τη γη– θα εξαλειφόταν. Εκείνη τη στιγμή, θα ήταν πάλι δυνατό για την ανθρωπότητα να έχει μία γλώσσα και έναν λόγο. Και αν μπορούσε να συµβεί αυτό, τότε ο παράδεισος δεν απείχε πολύ. Καθώς σαράντα

η

Βαβέλ

οικοδομήθηκε

χρόνια μετά

τον

τριακόσια

Κατακλυσμό,

ακριβώς, προφήτευε ο Νταρκ, τρι

έτσι

ακόσια σαράντα

χρόνια μετά την άφιξη του Μέιφλαουερ

11 στο

Πλίμουθ, θα εκπληρωνόταν η εντολή. Επειδή σίγουρα οι Πουριτανοί, ο νέος περιούσιος λαός του θεού, ήταν αυτοί που κρατούσαν στα χέρια τους

το

πεπρωμένο

της

ανθρωπότητας.

Σε

αντίθεση με τους Εβραίους που έχασαν τον θεό επειδή αρνήθηκαν να δεχτούν τον γιο Του, αυτοί οι ξεριζωμένοι Άγγλοι θα έγραφαν το τελευταίο κεφάλαιο της ιστορίας, προτού σμίξουν επιτέλους ο ουρανός με τη γη. Όπως ο Νώε στην κιβωτό του, έτσι κι αυτοί διέσχισαν τον απέραντο ωκεανό, προκειμένου να εκπληρώσουν την ιερή αποστολή τους. Τα

τριακόσια

σαράντα

χρόνια,

κατά

τους

υπολογισµούς του Νταρκ, σήµαιναν ότι το 1960 το πρώτο μέρος του έργου των εποίκων θα είχε πραγματοποιηθεί. Εκείνη την εποχή, θα είχαν τεθεί τα θεμέλια για το πραγματικό έργο που επρόκειτο να ακολουθήσει την οικοδόμηση της νέας Βαβέλ. Ήδη, έγραφε ο Νταρκ, έβλεπε ενθαρρυντικά σημάδια στην πόλη της Βοστόνης, επειδή εκεί, όπως πουθενά αλλού στον κόσμο, το κύριο οικοδομικό υλικό ήταν οι πλίνθοι, για τους οποίους, όπως αναφέρεται στον κεφαλαίου

της

Γενέσεως,

3ο στίχο του 11ου διευκρινίζεται

ότι

αποτελούσαν το οικοδομικό υλικό της Βαβέλ. Το έτος 1960, ανέφερε γεμάτος αυτοπεποίθηση, η νέα Βαβέλ θα άρχιζε να αναπτύσσεται, η ίδια η μορφή της θα λαχταρά να φτάσει τον ουρανό, ένα σύμβολο

της

ανάστασης

του

ανθρώπινου

πνεύματος. Η ιστορία θα γραφόταν αντίστροφα. Ό,τι

εξέπεσε

θα

ανορθωνόταν.

Ό,τι

θρυμματίστηκε θα ξαναγινόταν ακέραιο. Μόλις ολοκληρωνόταν,

ο

Πύργος

θα

ήταν

αρκετά

ευρύχωρος ώστε να περιλάβει εντός του κάθε κάτοικο του Νέου Κόσμου. Για κάθε άνθρωπο θα υπήρχε ένα δωμάτιο και, μόλις αυτός έμπαινε στο δωμάτιο, θα ξεχνούσε ό,τι ήξερε. Ύστερα από σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες θα αναδυόταν ένας νέος άνθρωπος, που θα μιλούσε τη γλώσσα του θεού και θα ήταν έτοιμος να κατοικήσει στον δεύτερο, τον αιώνιο Παράδεισο. Έτσι έκλεινε η σύνοψη του Στίλμαν σχετικά με το

φυλλάδιο

του

Χένρι

Νταρκ,

το

χρονολογούνταν στις 26 Δεκεμβρίου 1690,

οποίο στην

70ή

επέτειο

της

άφιξης

στην

Αμερική

του

Μέιφλαουερ. Ο Κουίν έβγαλε έναν σιγανό αναστεναγμό και έκλεισε το βιβλίο. Το αναγνωστήριο ήταν άδειο. Έσκυψε μπροστά, ακούμπησε το κεφάλι του στα χέρια

και

έκλεισε

τα

μάτια.

«1960»

είπε

μεγαλόφωνα. Προσπάθησε να φέρει στον νου του μια εικόνα του Χένρι Νταρκ, αλλά δεν του ερχόταν τίποτα. Στο μυαλό του έβλεπε μόνο φωτιά, την αναλαμπή

βιβλίων

που

καίγονταν.

Έπειτα,

χάνοντας τον ειρμό των σκέψεών του και μην μπορώντας να τις ακολουθήσει εκεί όπου τον οδηγούσαν, θυμήθηκε ξαφνικά ότι το 1960 ήταν η χρονιά κατά την οποία ο Στίλμαν φυλάκισε στο σπίτι τον γιο του. Άνοιξε

το

κόκκινο

σημειωματάριο

και

το

ακούμπησε στα πόδια του. Ακριβώς τη στιγμή που ήταν έτοιμος να γράψει κάτι σ’ αυτό, αποφάσισε ότι είχε μπαφιάσει πια. Έκλεισε το κόκκινο σημειωματάριο, σηκώθηκε από την καρέκλα του

και

επέστρεψε

γραμματεία. σκάλας,

το

βιβλίο

Φτάνοντας

άναψε

του

Στίλμαν

στη

στο κάτω μέρος

της

ένα τσιγάρο,

βγήκε

από τη

βιβλιοθήκη και άρχισε να περπατά στο μαγιάτικο αποµεσήµερο.

7

πολύ

ΕΦΤΑΣΕ ΣΤΟΝ ΣΤΑΘΜΟ ΓΚΡΑΝΤ ΣΕΝΤΡΑΛ

νωρίτερα. Το τρένο του Στίλμαν δεν θα έφτανε πριν από τις 6.41, αλλά ο Κουίν χρειαζόταν χρόνο για να μελετήσει τον χώρο και να βεβαιωθεί ότι ο Στίλμαν δεν θα μπορούσε να του ξεφύγει. Καθώς βγήκε από την υπόγεια διάβαση, είδε το ρολόι να δείχνει τέσσερις και κάτι. Ήταν ώρα αιχμής και ο σταθμός άρχιζε ήδη να γεμίζει. Ανοίγοντας δρόμο ανάμεσα στα στριμωγμένα κορμιά, ο Κουίν έφερε βόλτα τις αριθμημένες θύρες, ψάχνοντας για κρυμμένες

σκάλες,

εξόδους

που

δεν

επισημαίνονταν, σκοτεινές εσοχές στους τοίχους.

Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ένας άνθρωπος αποφασισμένος να εξαφανιστεί μπορούσε να το κάνει χωρίς μεγάλο κόπο. Έπρεπε να ελπίζει ότι ο Στίλμαν δεν είχε ειδοποιηθεί ότι εκείνος θα βρισκόταν εκεί. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο και ο Στίλμαν κατάφερνε να ξεγλιστρήσει, αυτό θα σήμαινε ότι υπεύθυνη ήταν η Βιρτζίνια Στίλμαν. Δεν υπήρχε κανένας άλλος. Τον παρηγορούσε το γεγονός

ότι είχε εναλλακτικό σχέδιο, αν τα

πράγματα στράβωναν. Αν δεν εμφανιζόταν ο Στίλμαν, θα πήγαινε κατευθείαν στην 69η Οδό και θα αντιμετώπιζε στα ίσια τη Βιρτζίνια Στίλμαν με όσα στοιχεία γνώριζε. Καθώς

περιπλανιόταν

μέσα

στον

σταθμό,

υπενθύμισε στον εαυτό του ποιος υποτίθεται ότι ήταν. Είχε αρχίσει να μαθαίνει ότι το αποτέλεσμα του να είναι ο Πολ Όστερ δεν ήταν τελείως δυσάρεστο. Αν και διατηρούσε το ίδιο σώμα, το ίδιο μυαλό, τις ίδιες σκέψεις, ένιωθε σαν να είχε βγει κατά κάποιον τρόπο από τον εαυτό του, σαν

να μη χρειαζόταν πια να τριγυρίζει ολόγυρα με το φορτίο της δικής του συνείδησης. Με ένα απλό κόλπο του μυαλού του, μια επιτήδεια παραποίηση του ονόματος, ένιωθε ασύγκριτα ελαφρύτερος και πιο ελεύθερος. Την ίδια στιγμή ήξερε ότι όλα αυτά ήταν μια αυταπάτη. Κι όμως υπήρχε κάποια ανακούφιση σε όλο αυτό. Δεν είχε χάσει στ’ αλήθεια τον εαυτό του, απλώς υποκρινόταν και μπορούσε να ξαναγίνει ο Κουίν όποτε ήθελε. Το γεγονός ότι τώρα υπήρχε κάποιος σκοπός για να είναι ο Όστερ –ένας σκοπός που για τον ίδιο γινόταν όλο και πιο σημαντικός– χρησίμευε ως μια μορφή ηθικής δικαιολογίας και τον απάλλασσε από την υποχρέωση να υπερασπίσει το ψέμα του. Επειδή το να φαντάζεται τον εαυτό του ως Όστερ είχε γίνει στο μυαλό του συνώνυμο του «κάνω καλό στον κόσµο». Περιπλανιόταν λοιπόν μέσα στον σταθμό, σαν να βρισκόταν μέσα στο σώμα του Πολ Όστερ, περιµένοντας να φανεί ο Στίλµαν. Κοίταζε ψηλά το

θολωτό ταβάνι του μεγάλου χολ και μελετούσε την τοιχογραφία

με

τους

αστερισμούς.

Υπήρχαν

λάμπες που παρίσταναν τα άστρα και γραμμικά σχέδια που απεικόνιζαν τις ουράνιες φιγούρες. Ο Κουίν ποτέ δεν μπόρεσε να καταλάβει τη σχέση ανάμεσα στους αστερισμούς και τις ονομασίες τους. Όταν ήταν παιδί, περνούσε πολλές ώρες κάτω από τον νυχτερινό ουρανό προσπαθώντας να συνδυάσει τα συμπλέγματα από σπιθαμιαία φώτα με τις μορφές των άρκτων, των ταύρων, των τοξοτών και των υδροχόων. Ποτέ όμως

δεν

προέκυψε κανένα αποτέλεσμα κι αυτός ένιωθε ηλίθιος, σαν να υπήρχε στο κέντρο του μυαλού του ένα τυφλό σημείο. Αναρωτιόταν αν ο νεαρός Όστερ τα κατάφερνε καλύτερα σ’ αυτόν τον τομέα απ’ ό,τι εκείνος. Απέναντί του, καταλαμβάνοντας το μεγαλύτερο μέρος του δυτικού τοίχου του σταθμού, υπήρχε η διαφημιστική

φωτογραφία

της

Κόντακ με

τα

φωτεινά, εξωπραγματικά της χρώματα. Αυτόν τον

μήνα η σκηνή παρουσίαζε έναν δρόμο σε κάποιο ψαροχώρι της Νέας Αγγλίας, το Νάντακετ ίσως. Ένα υπέροχο ανοιξιάτικο φως έλαμπε πάνω στα βότσαλα, πολύχρωμα λουλούδια ήταν φυτεμένα στις ζαρντινιέρες των παραθύρων στις προσόψεις των σπιτιών, και κάτω μακριά στο τέλος του δρόµου βρισκόταν ο ωκεανός, µε τα λευκά κύµατά του και τα γαλάζια, τα καταγάλανα νερά του. Ο Κουίν θυμήθηκε ότι πριν από πολύ καιρό είχε επισκεφτεί το Νάντακετ μαζί με τη γυναίκα του, στον πρώτο μήνα της εγκυμοσύνης της, όταν ο γιος του δεν ήταν παρά ένα αμυγδαλάκι μέσα στην κοιλιά της. Του φάνηκε οδυνηρό να σκέφτεται αυτό τώρα και προσπάθησε να σβήσει τις εικόνες που σχηματίζονταν στο μυαλό του. Δες το με τα μάτια του Όστερ, είπε μέσα του, και μη σκέφτεσαι τίποτ’ άλλο. Έστρεψε πάλι την προσοχή του στη φωτογραφία και ανακουφίστηκε βρίσκοντας τις σκέψεις του να στρέφονται στο ζήτημα των φαλαινών, στις αποστολές που έφευγαν από το

Νάντακετ τον περασμένο αιώνα, στον Μέλβιλ και τις πρώτες σελίδες του

Μόμπι Ντικ.

Αποκεί, το

μυαλό του περιπλανήθηκε στις περιγραφές που διάβασε για τα τελευταία χρόνια του Μέλβιλ∙ ο αμίλητος γέρος που δούλευε στο τελωνείο της Νέας

Υόρκης,

χωρίς

αναγνώστες

πια,

λησμονημένος απ’ όλους. Έπειτα ξαφνικά, με μεγάλη σαφήνεια και ακρίβεια, είδε το παράθυρο του Μπάρτλεμπι και τον άδειο τοίχο από τούβλα µπροστά του. Κάποιος τον χτύπησε στο μπράτσο και, καθώς ο Κουίν έκανε μεταβολή για να αντιμετωπίσει την επίθεση, είδε έναν μικρόσωμο, σιωπηλό άντρα να του προτείνει ένα κόκκινο και πράσινο στιλό διαρκείας. Στερεωμένη πάνω στο στιλό ήταν μια λευκή σημαιούλα, στη μια πλευρά της οποίας διάβασε: «Αυτό το αντικείμενο προορίζεται να βοηθήσει έναν ΚΩΦΑΛΑΛΟ. Δώστε ό,τι θέλετε. Ευχαριστώ για τη βοήθειά σας». Στην άλλη πλευρά της σημαιούλας υπήρχε ένας πίνακας με το

αλφάβητο της νοηματικής γλώσσας –ΜΑΘΕΤΕ ΝΑ ΜΙΛΑΤΕ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΑΣ– που έδειχνε τη θέση των χεριών για καθένα από τα είκοσι έξι γράμματα. Ο Κουίν έψαξε στην τσέπη του και έδωσε στον άντρα ένα δολάριο. Ο κωφάλαλος του έγνεψε μία φορά με μια πολύ σύντομη κίνηση κι έπειτα προχώρησε, αφήνοντάς τον με το στιλό στο χέρι. Τώρα πια ήταν περασμένες πέντε. Ο Κουίν σκέφτηκε ότι θα ήταν λιγότερο εκτεθειμένος σε κάποιο

άλλο

σημείο

και

μετακινήθηκε

στην

αίθουσα αναμονής. Σε γενικές γραμμές, αυτή ήταν μια μελαγχολική αίθουσα, γεμάτη σκόνη και κόσμο που δεν είχε αλλού να πάει, αλλά τώρα που η ώρα αιχμής είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της, είχε καταληφθεί από άντρες και γυναίκες με χαρτοφύλακες, βιβλία και εφημερίδες. Ο Κουίν δεινοπάθησε ώσπου να βρει μια θέση. Αφού έψαξε για δυο τρία λεπτά, βρήκε επιτέλους θέση σ’ ένα παγκάκι, όπου στριμώχτηκε ανάμεσα σε

έναν άντρα με μπλε κοστούμι και μια τροφαντή νεαρή γυναίκα. Ο άντρας διάβαζε το αθλητικό ένθετο των Τάιµς και ο Κουίν κοιτούσε στα κλεφτά για να διαβάσει πώς έχασαν οι Μετς το περασμένο βράδυ.

Είχε

φτάσει

στην

τρίτη

ή

τέταρτη

παράγραφο, όταν ο άντρας γύρισε αργά προς το μέρος του, του έριξε μια δολοφονική ματιά και εξαφάνισε την εφηµερίδα. Ύστερα από αυτό συνέβη κάτι παράξενο. Ο Κουίν έστρεψε την προσοχή του στη νεαρή γυναίκα στα δεξιά του, για να δει αν προς εκείνη την κατεύθυνση

υπήρχε

κάτι

που

μπορούσε

να

διαβάσει. Υπολόγισε ότι θα ήταν γύρω στα είκοσι. Στο αριστερό της μάγουλο είχε μπόλικα σπυράκια που τα σκούραινε ένα στρώμα από ροζ μέικ απ, και μια τσίχλα πηγαινοερχόταν θορυβωδώς μέσα στο στόμα της. Διάβαζε πάντως ένα βιβλίο, ένα χαρτόδετο βιβλίο με σκουρόχρωμο εξώφυλλο, και ο Κουίν έγειρε ελαφρά προς τα δεξιά για να ρίξει μια

ματιά

στον

τίτλο

του.

Πέραν

πάσης

προσδοκίας, ήταν ένα βιβλίο γραμμένο από τον ίδιο – Σούισαϊντ Σκουίζ του Γουίλιαμ Γουίλσον, το πρώτο από τη σειρά μυθιστορημάτων με τον Μαξ Γουόρκ. Φανταζόταν συχνά μια τέτοια κατάσταση: την

ξαφνική,

απρόσμενη

ευχαρίστηση

να

συναντήσει έναν από τους αναγνώστες του. Είχε μάλιστα

φανταστεί

επακολουθούσε:

τη

συζήτηση

εκείνος

θα

που

ήταν

θα

γλυκά

διστακτικός καθώς ο ξένος θα επαινούσε το βιβλίο του

κι

έπειτα,

με

μεγάλη

μετριοφροσύνη,

θα

αυτόγραφο

σελίδα

επιμένετε».

στη

Τώρα

διαδραματιζόταν

στ’

απροθυμία

συμφωνούσε του

όμως αλήθεια,

για η

ένιωθε

ένα

«εφόσον

τίτλου, που

και

σκηνή τελείως

απελπισμένος, αν όχι θυμωμένος. Δεν του άρεσε η

κοπέλα

που

καθόταν πλάι

του,

και

τον

πρόσβαλε το γεγονός ότι εκείνη ξεφύλλιζε στην τύχη τις σελίδες που στον ίδιο στοίχισαν τόση προσπάθεια. Του ερχόταν να της αρπάξει το βιβλίο από τα χέρια και να τρέχει μέσα στον σταθμό με

αυτό. Κοίταξε πάλι το πρόσωπό της, προσπαθώντας να ακούσει τις λέξεις που ηχούσαν στο μυαλό της, παρακολουθώντας τα μάτια της καθώς διέτρεχαν μια σελίδα. Θα πρέπει να την κοίταζε πολύ άγρια, επειδή εκείνη στράφηκε προς το μέρος του με μια έκφραση εκνευρισµού στο πρόσωπό της. «Έχετε κανένα πρόβληµα, κύριε;» ρώτησε. Ο

Κουίν

χαμογέλασε

αδύναμα.

«Κανένα

πρόβλημα. Απλώς αναρωτιόμουν αν σας αρέσει το βιβλίο». Η κοπέλα σήκωσε αδιάφορα τους ώμους της. «Έχω διαβάσει και καλύτερα, έχω διαβάσει και χειρότερα». Ο Κουίν ήθελε να σταματήσει εκεί τη συζήτηση, αλλά κάτι μέσα του επέμενε. Προτού σηκωθεί και φύγει, τα λόγια βρέθηκαν κιόλας στο στόμα του. «Το βρίσκετε συναρπαστικό;» Η κοπέλα σήκωσε πάλι αδιάφορα τους ώμους της και δάγκωσε πιο δυνατά την τσίχλα της. «Κάτι

τέτοιο. Το κομμάτι όπου ο ντετέκτιβ χάνεται είναι λιγάκι τροµακτικό». «Είναι έξυπνος ο ντετέκτιβ;» «Ναι, έξυπνος είναι. Αλλά µιλάει πολύ». «Εσείς θα θέλατε περισσότερη δράση;» «Μάλλον». «Αν δεν σας αρέσει, τότε γιατί συνεχίζετε να το διαβάζετε;» «Δεν ξέρω». Η κοπέλα σήκωσε ακόμα μια φορά τους ώμους της. «Περνάει η ώρα, φαντάζομαι. Όπως και να ’χει, δεν είναι και τίποτα σπουδαίο. Ένα βιβλίο είναι». Πάνω που ήταν έτοιμος να της πει ποιος ήταν, κατάλαβε ότι αυτό δεν είχε καμιά σημασία. Η κοπέλα ήταν σκέτη απελπισία. Επί πέντε χρόνια, εκείνος είχε κρατήσει μυστική την ταυτότητα του Γουίλιαμ Γουίλσον και δεν θα την πρόδιδε τώρα, και μάλιστα σε μια ηλίθια ξένη. Ωστόσο αυτό που συνέβαινε

του

ήταν

οδυνηρό,

και

σήκωσε

απελπισμένος τους ώμους του σε μια προσπάθεια

να καταπιεί την περηφάνια του. Αντί να ρίξει μια γροθιά

στα

μούτρα

της

κοπέλας,

σηκώθηκε

ξαφνικά από τη θέση του και αποµακρύνθηκε.

Στις 6.30 στήθηκε απέναντι από τη θύρα 24. Σε λίγα λεπτά θα ερχόταν το

τρένο.

Από

την

πλεονεκτική του θέση στο κέντρο της θύρας, ο Κουίν έκρινε ότι είχε πολλές ελπίδες να διακρίνει τον Στίλμαν. Έβγαλε από την τσέπη του τη φωτογραφία και τη μελέτησε ξανά,

δίνοντας

ιδιαίτερη σημασία στα μάτια. Θυμόταν ότι κάπου διάβασε

πως

τα

μάτια

ήταν

το

μόνο

χαρακτηριστικό του προσώπου που δεν άλλαζε ποτέ. Από την παιδική ηλικία ως

τα γεράματα

παρέμεναν ίδια, και ένας άνθρωπος ικανός να διακρίνει αυτό το πράγμα μπορούσε θεωρητικά να κοιτάξει τα μάτια ενός αγοριού σε μια φωτογραφία και να αναγνωρίσει το ίδιο πρόσωπο ως γέρο. Ο Κουίν είχε τις αμφιβολίες του, αλλά το μόνο που του έμενε ήταν να συνεχίσει, αυτή ήταν η

µοναδική του γέφυρα µε το παρόν. Και πάλι όµως, το πρόσωπο του Στίλµαν δεν του έλεγε τίποτα. Το τρένο μπήκε στον σταθμό και ο Κουίν αισθάνθηκε τον θόρυβο να σουβλίζει το κορμί του∙ ένας τυχαίος, πυρετώδης σαματάς που έμοιαζε να σμίγει με τον σφυγμό του, κάνοντας το αίμα του να χτυπά στις φλέβες του δυνατά. Και τότε το κεφάλι του γέμισε με τη φωνή του Πίτερ Στίλμαν, λες και ένα φράγμα από λέξεις χωρίς νόημα ερχόταν να κουδουνίσει πάνω στα τοιχώματα του κρανίου του. Είπε στον εαυτό του να παραμείνει ήρεμος. Αυτό όμως λίγο τον ωφέλησε. Παρά τα όσα προσδοκούσε αυτή τη στιγμή από τον εαυτό του, ήταν ταραγµένος. Το τρένο ήταν γεμάτο κόσμο και καθώς οι επιβάτες άρχισαν να γεμίζουν την αποβάθρα και να

έρχονται

προς

το

μέρος

του,

γρήγορα

μεταβλήθηκαν σε όχλο. Ο Κουίν τίναξε νευρικά το κόκκινο σημειωματάριο πάνω στον δεξιό μηρό του, σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του και

κοίταξε

μέσα

στον

συνωστισμό.

Σύντομα

ο

κόσμος ξεπρόβαλε γύρω του. Ήταν άντρες και γυναίκες, γέροι και παιδιά, έφηβοι και μωρά, πλούσιοι και φτωχοί, μαύροι άντρες και λευκές γυναίκες, λευκοί άντρες και μαύρες γυναίκες, ανατολίτες και Άραβες, άντρες με ρούχα καφέ και γκρι, μπλε και πράσινα, γυναίκες ντυμένες στα κόκκινα και τα λευκά, τα κίτρινα και τα ροζ, παιδιά

με

καουμπόικες,

αθλητικά χοντροί

παπούτσια, και

λιγνοί,

με

μπότες

ψηλοί

και

κοντοί, ο καθένας διαφορετικός απ’ όλους τους άλλους, ο καθένας αμετάκλητα ο εαυτός του. Τους κοίταζε, αγκυροβολημένος στη θέση του, λες κι ολόκληρη η ύπαρξή του ήταν εξόριστη στα μάτια του. Κάθε φορά που πλησίαζε κάποιος ηλικιωμένος, αναστατωνόταν στην ιδέα ότι αυτός ήταν ο Στίλµαν. Οι άνθρωποι έρχονταν και έφευγαν πολύ γρήγορα και τον έπιασε απελπισία. Σε κάθε γεροντικό πρόσωπο εκείνος έδειχνε να βρίσκει έναν οιωνό για το πώς θα μπορούσε να είναι ο

αληθινός Στίλμαν, και με κάθε νέο πρόσωπο μετέβαλλε γοργά τις προσδοκίες του, λες και η συσσώρευση

των

γερόντων

προμήνυε

την

επικείμενη άφιξη του ίδιου του Στίλμαν. Κάτι τέτοιο λοιπόν είναι η δουλειά του ντετέκτιβ, σκέφτηκε για μια στιγμή. Τίποτ’ άλλο όμως πέρα από αυτή τη σκέψη. Παρακολουθούσε. Ακίνητος ανάμεσα στο κινούμενο πλήθος, στεκόταν εκεί και παρακολουθούσε. Με τους μισούς επιβάτες να έχουν πια φύγει, ο Κουίν είδε για πρώτη φορά τον Στίλμαν. Η ομοιότητα με τη φωτογραφία αποδείκνυε ότι ήταν αυτός. Όχι, δεν είχε γίνει φαλακρός, όπως πίστευε ότι θα γινόταν. Τα μαλλιά του ήταν λευκά, αχτένιστα, δημιουργώντας εδώ κι εκεί τούφες. Ήταν ψηλός, λεπτός, αναμφίβολα πάνω από εξήντα, κάπως σκυφτός. Φορούσε ένα καφέ, μακρύ πανωφόρι, ακατάλληλο για την εποχή, το οποίο άρχιζε να λιώνει, και έσερνε ελαφρά τα πόδια του καθώς περπατούσε. Η έκφραση του

προσώπου του έδειχνε γαλήνια, κάτι ανάμεσα σε σάστισμα

και

περίσκεψη.

Δεν

κοίταζε

τα

πράγματα γύρω του, ούτε αυτά έδειχναν να τον ενδιαφέρουν. Είχε μόνο μία βαλίτσα, μια κάποτε ωραία αλλά τώρα φθαρμένη δερμάτινη βαλίτσα με ένα λουρί ολόγυρά της. Μια δυο φορές καθώς ανηφόριζε τη ράμπα, ακούμπησε χάμω τη βαλίτσα και ξεκουράστηκε για μια στιγμή. Φαινόταν να κινείται με κόπο, σπρωγμένος κάπως από το πλήθος, δίχως να είναι σίγουρος αν έπρεπε να συνεχίσει την πορεία του ή να αφήσει τους άλλους να τον προσπεράσουν. Ο Κουίν οπισθοχώρησε μερικά μέτρα παίρνοντας μια θέση που του επέτρεπε να μετακινείται γρήγορα δεξιά ή αριστερά, αναλόγως του τι συνέβαινε. Την ίδια στιγμή ήθελε να βρίσκεται αρκετά μακριά, ώστε ο Στίλμαν να μην έχει την αίσθηση ότι τον παρακολουθούν. Όταν

ο

Στίλμαν

έφτασε

στο

κατώφλι

του

σταθμού, ακούμπησε άλλη μια φορά τη βαλίτσα

του κάτω και σταμάτησε. Εκείνη τη στιγμή ο Κουίν επέτρεψε στον εαυτό του να ρίξει μια ματιά στα δεξιά του Στίλμαν, εξετάζοντας το υπόλοιπο πλήθος, για να είναι απόλυτα σίγουρος ότι δεν έκανε κάποιο λάθος. Και τότε αυτό που συνέβη ξεπερνούσε κάθε εξήγηση. Ακριβώς πίσω από τον Στίλμαν, ξεπροβάλλοντας κάποια εκατοστά πίσω από τον δεξιό του ώμο, ένας άλλος άντρας σταμάτησε, έβγαλε από την τσέπη του έναν αναπτήρα και άναψε ένα τσιγάρο. Το πρόσωπό του ήταν ίδιο ακριβώς με του Στίλμαν. Για ένα δευτερόλεπτο

ο

Κουίν νόμισε

ότι

ήταν μια

ψευδαίσθηση, ένα είδος αύρας που εξέπεμπαν τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα από το σώμα του Στίλμαν. Όχι όμως, εκείνος ο άλλος Στίλμαν κινούνταν, ανάσαινε, ανοιγόκλεινε τα βλέφαρά του, οι ενέργειές του ήταν σαφώς ανεξάρτητες από τον πρώτο Στίλμαν. Ο δεύτερος Στίλμαν ανέδιδε έναν αέρα ευημερίας γύρω του. Φορούσε ένα ακριβό μπλε κοστούμι, τα παπούτσια του ήταν

γυαλισμένα, τα λευκά μαλλιά του ήταν χτενισμένα και στα μάτια του είχε το πονηρό βλέμμα ενός ανθρώπου του κόσμου. Κρατούσε και αυτός μία μονάχα βαλίτσα∙ μια κομψή μαύρη βαλίτσα, στο ίδιο µέγεθος περίπου µε αυτή του Στίλµαν. Ο Κουίν πάγωσε. Τώρα δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα που να μην είναι λάθος. Όποια επιλογή και να έκανε –και όφειλε να κάνει μια επιλογή– θα ήταν αυθαίρετη, μια υποταγή στην τύχη. Η αβεβαιότητα θα τον στοίχειωνε μέχρι τέλους.

Εκείνη

τη

στιγμή

οι

δυο

Στίλμαν

ξεκίνησαν πάλι να περπατούν. Ο πρώτος έστριψε δεξιά, ο δεύτερος αριστερά. Ο Κουίν θα ήθελε να είναι αμοιβάδα, να κοπεί στα δυο και ν’ αρχίσει να τρέχει μονομιάς σε δύο κατευθύνσεις. Κάνε κάτι, µονολόγησε, κάνε κάτι τώρα, ηλίθιε. Χωρίς

να υπάρχει κανένας

λόγος, τράβηξε

αριστερά, ακολουθώντας τον δεύτερο Στίλμαν. Ύστερα από εννέα ή δέκα βήματα, σταμάτησε. Κάτι του έλεγε ότι σ’ όλη του τη ζωή θα μετάνιωνε

γι’ αυτό που έκανε. Ενεργούσε από πείσμα, ωθούμενος από την ανάγκη να τιμωρήσει τον δεύτερο Στίλμαν επειδή τον μπέρδεψε. Έκανε μεταβολή και είδε τον πρώτο Στίλμαν να σέρνει τα πόδια του προς την αντίθετη κατεύθυνση. Σίγουρα αυτός ήταν ο άνθρωπός του. Αυτό το εξαθλιωμένο πλάσμα, τόσο τσακισμένο και αποκομμένο από το περιβάλλον. Σίγουρα αυτός ήταν ο τρελός Στίλµαν. Ο Κουίν ανάσανε βαθιά, φύσηξε τον αέρα με το στήθος του να τρέμει, και ανάσανε πάλι. Δεν υπήρχε τρόπος να µάθει ούτε αυτό το πράγµα ούτε τίποτε. Πήρε στο κατόπι τον πρώτο Στίλμαν, βραδύνοντας το βήμα του ανάλογα με το βήμα του γέρου, και τον ακολούθησε στην πορεία του προς τον υπόγειο σιδηρόδροµο. Ήταν σχεδόν επτά το απόγευμα τώρα και το πλήθος άρχιζε να αραιώνει. Αν και ο Στίλμαν έμοιαζε να βρίσκεται μέσα σε μια ομίχλη, ούτε και ο Κουίν ήξερε κατά πού πήγαινε. Ο καθηγητής τράβηξε ίσια στη σκάλα προς τον υπόγειο, έβαλε

τα λεφτά στον κερματοδέκτη και περίμενε ήσυχα στην αποβάθρα το τρένο για την Τάιμς Σκουέρ. Ο Κουίν έπαψε να φοβάται ότι θα γίνει αντιληπτός. Δεν είχε δει ποτέ κάποιον τόσο χαμένο στις σκέψεις

του.

Και

ακριβώς

μπροστά

του

να

στεκόταν, αμφέβαλε αν ο Στίλμαν θα μπορούσε να τον δει. Πήγαν με το τρένο στο Γουέστ Σάιντ, διέσχισαν τους υγρούς διαδρόμους του σταθμού της 42ης Οδού και κατέβηκαν άλλη μια σκάλα για την επόμενη γραμμή. Επτά ή οκτώ λεπτά αργότερα επιβιβάζονταν στο εξπρές για Μπρόντγουεϊ κι έπειτα από δυο στάσεις βγήκαν στην 96η Οδό. Ανεβαίνοντας αργά την τελευταία σκάλα, κάνοντας κάμποσες παύσεις καθώς ο Στίλμαν

ακουµπούσε

χάμω τη βαλίτσα του για να πάρει μια ανάσα, αναδύθηκαν στην επιφάνεια, στη γωνία ακριβώς του δρόμου, και βυθίστηκαν μέσα στο λουλακί απόβραδο. Ο Στίλμαν δεν δίσταζε. Χωρίς να σταματήσει για να συνέλθει, άρχισε να ανηφορίζει

από την ανατολική πλευρά του δρόµου τη λεωφόρο Μπρόντγουεϊ. Για μερικά λεπτά ο Κουίν έπαιζε με την παράλογη πεποίθηση ότι ο Στίλμαν πήγαινε προς το σπίτι του στην 107η Οδό. Προτού όμως κυριευθεί από μια έκρηξη πανικού, ο Στίλμαν σταμάτησε στη γωνία της 99ης Οδού, περίμενε ώσπου να γίνει πράσινο το φανάρι, και πέρασε στην απέναντι πλευρά της λεωφόρου. Στη μέση του τετραγώνου βρισκόταν ένα μικρό ξενοδοχείο της συμφοράς για άστεγους και άνεργους, το ξενοδοχείο Χάρμονι. Ο Κουίν είχε ξαναπεράσει αποκεί πολλές φορές και ήταν εξοικειωμένος με τους

αλκοολικούς

και

τους

άστεγους

που

περιφέρονταν ολόγυρα. Εξεπλάγη βλέποντας τον Στίλμαν να ανοίγει την πόρτα και να μπαίνει στο χολ του ξενοδοχείου. Άγνωστο γιατί, πίστευε ότι ο γέρος θα έβρισκε ένα πιο άνετο κατάλυμα. Καθώς όμως ο Κουίν στεκόταν έξω από την τζαμένια πόρτα βλέποντας τον γέρο να πηγαίνει προς τη ρεσεψιόν, να γράφει στο βιβλίο πελατών αυτό που

αναμφίβολα ήταν το όνομά του, να σηκώνει τη βαλίτσα

του

και

να

χάνεται

στο

ασανσέρ,

συνειδητοποίησε ότι εκεί σκόπευε να μείνει ο Στίλµαν. Ο Κουίν περίμενε απέξω για τις επόμενες δύο ώρες, όργωνε πάνω κάτω το τετράγωνο κάνοντας τη σκέψη ότι ίσως εμφανιζόταν ο Στίλμαν με σκοπό να δειπνήσει σε κάποιο από τα καφέ της περιοχής. Ο γέρος όμως δεν φάνηκε και επιτέλους ο Κουίν αποφάσισε ότι έπρεπε να πάει για ύπνο. Έκανε ένα τηλεφώνημα στη Βιρτζίνια Στίλμαν από έναν κερματοδέκτη στη γωνία, της έδωσε πλήρη αναφορά για τα συμβάντα κι έπειτα έβαλε πλώρη για το σπίτι του στην 107η Οδό.

8

ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΠΡΩΙ και για πολλά ακόμα πρωινά, ο Κουίν την έστηνε σ’ ένα παγκάκι καταμεσής στη νησίδα

κυκλοφορίας

στη

διασταύρωση

της

λεωφόρου Μπρόντγουεϊ με την 99η Οδό. Έφτανε νωρίς, ποτέ μετά τις επτά, και καθόταν εκεί με ένα κύπελλο καφέ, ένα βουτυρωμένο ψωμάκι και μια εφημερίδα ανοιχτή πάνω στα πόδια του, να κοιτά την κρυστάλλινη πόρτα του ξενοδοχείου. Κατά τις οκτώ θα έβγαινε ο Στίλμαν, φορώντας πάντα

το

μακρύ,

καφέ

πανωφόρι

του

και

κουβαλώντας ένα μεγάλο, παλιομοδίτικο ταγάρι. Για δυο βδομάδες η ρουτίνα αυτή δεν είχε

εναλλαγές. Ο γέρος θα περιπλανιόταν στους δρόμους

της

γειτονιάς,

προχωρώντας

σταματώντας,

ξεκινώντας

πάλι,

αργά,

σταματώντας

ακόμα μια φορά, λες και κάθε βήμα έπρεπε να ζυγιστεί και να μετρηθεί προτού μπορέσει να πάρει

τη

θέση

του

ανάμεσα

στο

συνολικό

άθροισμα των βημάτων. Για τον Κουίν ήταν δύσκολο να κινείται μ’ αυτόν τον τρόπο. Αυτός ήταν μαθημένος να κινείται γρήγορα, και όλο αυτό το ξεκίνα σταμάτα και το σύρσιμο των ποδιών άρχιζε να γίνεται πολύ πιεστικό, λες και ο ρυθμός του κορμιού του είχε διαταραχτεί. Ήταν ο λαγός που

κυνηγούσε

τη

χελώνα

και

όφειλε

να

υπενθυμίζει συχνά στον εαυτό του ότι έπρεπε να συγκρατηθεί. Για τον Κουίν παρέμενε μυστήριο τι ακριβώς έκανε

ο

Στίλμαν

στους

περιπάτους

αυτούς.

Μπορούσε βεβαίως να δει με τα ίδια του τα μάτια τι συνέβαινε και όλα αυτά τα κατέγραφε δεόντως στο κόκκινο σημειωματάριό του. Όμως το νόημα

αυτών των πραγμάτων εξακολουθούσε να του διαφεύγει. Ποτέ ο Στίλμαν δεν πήγαινε κάπου συγκεκριμένα,

ούτε

φαινόταν

να

ξέρει

πού

βρισκόταν. Κι όμως, σαν με συνειδητό σχεδιασμό θαρρείς,

παρέμενε

καθορισμένη

μέσα

περιοχή,

η

σε οποία

μια στα

αυστηρά βόρεια

οριζόταν από την 110η Οδό, στα νότια από την 72η Οδό, στα δυτικά από το Ρίβερσαϊντ Παρκ, και στα ανατολικά από τη λεωφόρο Άμστερνταμ. Άσχετα με το πόσο τυχαίες έδειχναν οι διαδρομές του –και κάθε μέρα το δρομολόγιό του ήταν διαφορετικό– ο Στίλμαν ποτέ δεν διέσχιζε τα σύνορα. Μια τέτοια ακρίβεια μπέρδευε τον Κουίν, επειδή απ’ όλες τις άλλες απόψεις ο Στίλμαν φαινόταν να μην έχει κανέναν στόχο. Καθώς περπατούσε, ο Στίλμαν δεν κοιτούσε ψηλά. Τα μάτια του ήταν διαρκώς προσηλωμένα στο

λιθόστρωτο,

λες

και

κάτι

γύρευε.

Και

πράγματι, κάθε τόσο θα σταματούσε, κάτι θα μάζευε από το έδαφος και θα το εξέταζε από

κοντά, γυρνώντας το και ξαναγυρνώντας το στο χέρι του. Αυτό έκανε τον Κουίν να σκέφτεται έναν αρχαιολόγο που επιθεωρούσε κάποιο θραύσμα από ένα προϊστορικό ερείπιο. Κατά διαστήματα, αφού θα τον απορροφούσε έτσι ένα αντικείμενο, θα το

πετούσε

πάλι

πίσω στο

πεζοδρόμιο.

Συχνότερα όµως, θα άνοιγε το ταγάρι του και θα το τοποθετούσε απαλά εκεί μέσα. Έπειτα, ψάχνοντας σε μια από τις τσέπες του παλτού του, θα έβγαζε ένα κόκκινο σημειωματάριο –όμοιο με εκείνο του Κουίν, αλλά µικρότερο– και για ένα δυο λεπτά κάτι θα έγραφε σ’ αυτό με μεγάλη αυτοσυγκέντρωση. Αφού

ολοκλήρωνε

αυτό

το

εγχείρημα,

θα

ξανάβαζε το σημειωματάριο στην τσέπη του, θα μάζευε την τσάντα του και θα συνέχιζε τον δρόμο του. Απ’

ό,τι

μπορούσε

να

πει

ο

Κουίν,

τα

αντικείμενα που μάζευε ο Στίλμαν δεν είχαν καμιά αξία. Δεν ήταν τίποτα παραπάνω από σπασμένα, διαλυμένα πράγματα,

σκόρπια κομμάτια από

απορρίμματα. Καθώς περνούσαν οι μέρες, ο Κουίν παρατήρησε μια ομπρέλα που της είχε φύγει το πανί,

το

κομμένο

κεφάλι

μιας

λαστιχένιας

κούκλας, ένα μαύρο γάντι, το κάτω μέρος μιας σπασμένης λάμπας, μερικά κομμάτια τυπωμένο χαρτί –μουσκεμένα περιοδικά, κομματιασμένες εφηµερίδες–, μια σχισμένη φωτογραφία, άγνωστα κοµµάτια από µηχανήµατα και διάφοροι σωροί από αδιευκρίνιστα απομεινάρια. Το γεγονός ότι ο Στίλμαν έπαιρνε στα σοβαρά όλη αυτή τη σαβούρα ερέθιζε την περιέργεια του Κουίν, δεν μπορούσε όμως

να

κάνει

κάτι

παραπάνω

από

το

να

παρατηρεί, να καταγράφει ό,τι έβλεπε στο κόκκινο σημειωματάριο, όσο κι αν επιφανειακά το πράγμα φαινόταν ηλίθιο. Ταυτόχρονα, τον ευχαριστούσε να ξέρει ότι ο Στίλμαν είχε κι αυτός ένα κόκκινο σημειωματάριο, λες κι αυτό δημιουργούσε έναν μυστικό δεσμό ανάμεσά τους. Υποψιαζόταν ότι το κόκκινο

σημειωματάριο

του

Στίλμαν

περιείχε

απαντήσεις στα ερωτήματα που συσσωρεύονταν

στο μυαλό του και άρχισε να πλέκει διάφορα σενάρια για το πώς θα το έκλεβε από τον γέρο. Αλλά δεν είχε έρθει ακόμη η ώρα για ένα τέτοιο βήµα. Εκτός από το να μαζεύει πράγματα από τον δρόμο, ο Στίλμαν δεν έκανε τίποτε άλλο. Πού και πού θα σταματούσε

κάπου για ένα γεύμα.

Μερικές φορές θα έπεφτε πάνω σε κάποιον και θα μουρμούριζε μια δικαιολογία. Μια φορά ένα αυτοκίνητο

κόντεψε

να

τον

παρασύρει

ενώ

διέσχιζε τον δρόμο. Δεν μιλούσε σε κανέναν, δεν έμπαινε

σε

μαγαζιά,

δεν χαμογελούσε.

Δεν

έδειχνε ούτε θλιμμένος ούτε ευτυχισμένος. Δυο φορές που η διαδρομή του υπήρξε ασυνήθιστα μεγάλη, επέστρεψε στο ξενοδοχείο στα μισά της μέρας και, λίγα λεπτά αργότερα, ξανάκανε την εμφάνισή

του

περισσότερες

με μέρες

μια

άδεια

περνούσε

τσάντα.

Τις

τουλάχιστον

μερικές ώρες στο Ρίβερσαϊντ Παρκ, περπατώντας μεθοδικά στα στρωμένα με τσιμέντο μονοπάτια ή

χτυπώντας με ένα μπαστούνι τους θάμνους. Τα αντικείμενα δεν τα αναζητούσε μόνο ανάμεσα στις πρασινάδες.

Πέτρες,

φύλλα

και

κλαράκια

έβρισκαν όλα τον δρόμο για την τσάντα του. Μια φορά, παρατήρησε ο Κουίν, σταμάτησε για το ξεραμένο

σκατό

ενός

σκύλου,

το

μύρισε

προσεκτικά και το φύλαξε στην τσάντα του. Στο πάρκο

επίσης,

ο

Στίλμαν

αναπαυόταν.

Το

απόγευμα, αρκετές φορές μετά το μεσημεριανό, άραζε σε ένα παγκάκι και αγνάντευε τον ποταμό Χάντσον. Μια φορά που η μέρα ήταν ιδιαίτερα ζεστή, ο Κουίν τον είδε ξαπλωμένο φαρδύ πλατύ στο γρασίδι να κοιμάται. Όταν σκοτείνιαζε, ο Στίλμαν έπαιρνε το δείπνο του στο καφέ Απόλο στη

γωνία

της

97ης

Οδού

με

τη

λεωφόρο

Μπρόντγουεϊ, και ξαναγυρνούσε στο ξενοδοχείο του τη νύχτα. Ούτε μία φορά δεν προσπάθησε να έρθει

σε

επαφή με

τον γιο του.

Αυτό το

επιβεβαίωνε η Βιρτζίνια Στίλμαν, στην οποία ο Κουίν τηλεφωνούσε κάθε βράδυ όταν γυρνούσε

στο σπίτι. Αυτό που είχε σημασία ήταν να εξακολουθήσει να συμμετέχει στην υπόθεση. Σιγά σιγά ο Κουίν ένιωθε να ξεκόβει από τις αρχικές προθέσεις του και τώρα αναρωτιόταν αν είχε μπλεχτεί σε μια ιστορία δίχως νόημα. Ήταν βεβαίως πιθανόν ο Στίλμαν να περίμενε

την κατάλληλη στιγμή,

βυθίζοντας τους άλλους σε λήθαργο, προτού καταφέρει το χτύπημά του. Αυτό όμως θα σήμαινε ότι είχε καταλάβει πως τον παρακολουθούσαν, και κάτι τέτοιο ο Κουίν το θεωρούσε μάλλον απίθανο. Ως τώρα έκανε καλά τη δουλειά του, έμενε σε διακριτική απόσταση από τον γέρο, χανόταν μέσα στην κίνηση του δρόμου, φρόντιζε να μην τραβά πάνω του την προσοχή αλλά και να μην παίρνει δραστικά μέτρα για να κρυφτεί. Από την άλλη πλευρά, ήταν πιθανόν ο Στίλμαν να ήξερε όλο αυτό το διάστημα ότι τον παρακολουθούσαν –ίσως μάλιστα το είχε μάθει προκαταβολικά–, γι’ αυτό και δεν είχε μπει στον κόπο να ανακαλύψει ποιος

συγκεκριμένα τον παρακολουθούσε.

Αν ήταν

σίγουρο ότι συνέβαινε αυτό, τότε τι σημασία είχε; Από

τη

στιγμή

παρακολουθούσε

που

αυτός

ανακαλυπτόταν,

που

τον

μπορούσε

πάντα να αντικατασταθεί από έναν άλλον. Αυτή η άποψη ανακούφιζε τον Κουίν και αποφάσισε να την πιστέψει, έστω κι αν δεν είχε λόγους γι’ αυτό. Ο Στίλμαν μπορεί να γνώριζε τι έκανε αυτός, µπορεί και όχι. Κι αν δεν ήξερε, τότε ο Κουίν δεν κατέληγε πουθενά, απλώς έχανε τον χρόνο του. Πόσο πολύ καλύτερο θα ήταν να πιστέψει ότι όλα του τα βήματα είχαν πράγματι κάποιον σκοπό. Αν η ερμηνεία αυτή απαιτούσε τη γνώση από τη μεριά του Στίλμαν, τότε ο Κουίν θα δεχόταν αυτή τη γνώση ως ένα άρθρο πίστεως, προς το παρόν τουλάχιστον. Παρέμενε το πρόβλημα πώς να απασχολεί τις σκέψεις του καθώς παρακολουθούσε τον γέρο. Ο Κουίν ήταν μαθημένος

να περιπλανιέται.

εκδρομές

τού

στην

πόλη

έμαθαν

πώς

Οι να

καταλαβαίνει τον συσχετισμό των εντός με τα εκτός. Χρησιμοποιώντας την άσκοπη κίνηση ως μια τεχνική της ανατροπής, στις καλύτερές του μέρες μπορούσε να φέρει το έξω μέσα, κι έτσι να σφετεριστεί την υπεροχή της εσωτερικότητας. Κατακλύζοντας τον εαυτό του με τα εξωτερικά φαινόμενα, βγαίνοντας ο ίδιος από τον εαυτό του, μπορούσε να ασκήσει έναν μικρό βαθμό ελέγχου στις ίδιες του τις κρίσεις απελπισίας. Άρα, το να περιπλανιέται

ήταν ένα είδος

ξενοιασιάς.

παρακολούθηση του Στίλμαν όμως

Η

δεν ήταν

περιπλάνηση. Ο Στίλµαν µπορεί να περιπλανιόταν, μπορεί να παραπατούσε σαν τυφλός αποδώ κι αποκεί, αυτό όμως ήταν ένα προνόμιο που δεν παραχωρούνταν στον Κουίν. Επειδή εκείνος ήταν τώρα υποχρεωμένος να συγκεντρωθεί σε ό,τι έκανε, έστω κι αν αυτό ήταν ασήμαντο. Ο χρόνος και

οι

σκέψεις

του

πάλι

θα

άρχιζαν

να

παρασύρονται, και, αμέσως μετά, τα βήματά του θ’ ακολουθούσαν κι αυτά. Αυτό σήμαινε ότι

αντιμετώπιζε συνεχώς τον κίνδυνο να επιταχύνει το βήμα του και να πέσει πάνω στον Στίλμαν από πίσω. Για να προφυλαχτεί από αυτή την αναποδιά, μηχανευόταν πολλές και διαφορετικές μεθόδους επιβράδυνσης. Η πρώτη ήταν να λέει στον εαυτό του ότι δεν ήταν πια ο Ντάνιελ Κουίν. Τώρα ήταν ο Πολ Όστερ και, με κάθε βήμα που έκανε, προσπαθούσε να ταιριάξει πιο

άνετα μέσα στους

περιορισμούς εκείνης της μετάλλαξης. Ο

Όστερ

δεν ήταν γι’ αυτόν παρά ένα όνομα, ένα κέλυφος δίχως περιεχόμενο. Το να είναι ο Όστερ σήμαινε ότι

ήταν

ένας

άνθρωπος

χωρίς

εσωτερικό

περιεχόμενο, ένας άνθρωπος χωρίς σκέψεις. Κι αν δεν υπήρχαν σκέψεις διαθέσιμες γι’ αυτόν, αν η δική του εσωτερική ζωή είχε γίνει απρόσιτη, τότε δεν υπήρχε γι’ αυτόν κανένα μέρος στο οποίο θα μπορούσε

να

αποτραβηχτεί.

Ως

Όστερ

δεν

μπορούσε να επιστρατεύσει κάποιες αναμνήσεις ή κάποιους

φόβους,

κάποια όνειρα ή κάποιες

χαρές, επειδή όλα αυτά τα πράγματα, καθώς

ανήκαν στον Όστερ, σ’ αυτόν ήταν ξένα. Άρα έπρεπε να παραμείνει μόνο στην ίδια του την επιφάνεια,

κοιτώντας

στο

εξωτερικό

για την

τροφοδότησή του. Άρα, το να κρατά τα μάτια του καρφωμένα στον Στίλμαν, δεν ήταν απλώς μια διακοπή στον ειρμό των σκέψεών του, ήταν η μοναδική σκέψη που επέτρεπε στον εαυτό του να κάνει. Για μια δυο μέρες η τακτική αυτή είχε επιτυχία, αλλά στο τέλος μέχρι και ο Όστερ άρχισε να τσακίζεται

από

τη

μονοτονία.

Ο

Κουίν

αντιλήφθηκε ότι χρειαζόταν κάτι περισσότερο για να κρατά τον εαυτό του απασχολημένο, κάποιον μικρό στόχο να τον συνοδεύει την ώρα που δούλευε. Στο τέλος, το κόκκινο σημειωματάριο ήταν αυτό που του πρόσφερε τη σωτηρία. Αντί να σημειώνει απλώς λίγα τυχαία σχόλια, όπως έκανε τις πρώτες μέρες, αποφάσισε να καταγράφει κάθε λεπτομέρεια

σε

σχέση

με

τον

Στίλμαν.

Χρησιμοποιώντας το στιλό που αγόρασε από τον

κωφάλαλο, καταπιάστηκε επιμελώς με το έργο του. Κρατούσε σημειώσεις για τις χειρονομίες του Στίλμαν,

περιέγραφε

κάθε

αντικείμενο

που

διάλεγε για το ταγάρι του ή το απέρριπτε, σημείωνε επιμελώς τις ώρες κατά τις οποίες συνέβαιναν όλα τα γεγονότα, αλλά και κατέγραφε με σχολαστική φροντίδα την ακριβή διαδρομή των περιπλανήσεων του Στίλμαν, σημειώνοντας κάθε δρόμο που έπαιρνε, κάθε στροφή που έκανε και κάθε τυχαία παύση του. Πέραν από το ότι τον κρατούσε

απασχολημένο,

το

κόκκινο

σημειωματάριο επιβράδυνε το βήμα του. Τώρα δεν υπήρχε ο κίνδυνος να πέσει πάνω στον Στίλμαν. Το πρόβλημα ήταν μάλλον να τον έχει στο οπτικό του πεδίο, να είναι σίγουρος ότι αυτός δεν θα εξαφανιζόταν. γράψιμο

δεν

Επειδή

το

ήταν

περπάτημα εύκολα

και

το

συμβατές

δραστηριότητες. Αν τα τελευταία πέντε χρόνια ο Κουίν περνούσε τις μέρες του κάνοντας και το ένα και το άλλο, τώρα προσπαθούσε να τα κάνει και τα

δυο ταυτόχρονα. Στην αρχή έκανε πολλά λάθη. Ήταν ιδιαίτερα δύσκολο να γράφει χωρίς να κοιτά τη σελίδα, και συχνά ανακάλυπτε ότι είχε γράψει δυο ή τρεις γραμμές τη μια πάνω στην άλλη, δημιουργώντας ένα μπερδεμένο, δυσανάγνωστο παλίμψηστο. Το να κοιτά τη σελίδα όμως σήμαινε ότι έπρεπε να σταματήσει, κι αυτό ενίσχυε τις πιθανότητες να χάσει τον Στίλμαν. Έπειτα από κάποιο χρονικό διάστημα έκρινε ότι, βασικά, ήταν θέμα

στάσης.

Πειραματίστηκε

με

το

σημειωματάριο μπροστά του σε μια γωνία 45

0,

ανακάλυψε όμως ότι ο αριστερός καρπός του σύντομα κουραζόταν. Ύστερα προσπάθησε να κρατά το σημειωματάριο ακριβώς απέναντι από το πρόσωπό του, με τα μάτια του να κοιτάζουν πάνω απ’ αυτό σαν να είχε ζωντανέψει ο Κιλρόι αυτό

αποδείχτηκε

ακατόρθωτο.

12, αλλά Έπειτα

προσπάθησε να στηρίξει το σημειωματάριο στο δεξί του μπράτσο μερικά εκατοστά πάνω από τον καρπό του, ενώ στήριζε το πίσω μέρος του με την

αριστερή παλάμη του. Αυτό όμως του προκαλούσε κράμπα στο χέρι που έγραφε και έκανε αδύνατο το γράψιμο στο κάτω μισό της σελίδας. Στο τέλος, αποφάσισε να ακουμπήσει το σημειωματάριο στο αριστερό

ισχίο

του,

όπως

περίπου

ένας

καλλιτέχνης κρατά την παλέτα του. Αυτό ήταν μια βελτίω​σ η. Η μεταφορά δεν του προκαλούσε πια ένταση και το δεξί του χέρι μπορούσε να κρατά το στιλό

αναπόσπαστο

Μολονότι

και

αυτή

από

άλλα

καθήκοντα.

η

μέθοδος

είχε

τα

μειονεκτήματά της, φαινόταν να είναι η πιο άνετη λύση σε όλη τη μακριά διαδρομή. Επειδή ο Κουίν ήταν τώρα σε θέση να διαμοιράσει την προσοχή του σχεδόν εξίσου ανάμεσα στον Στίλμαν και το γραπτό του, κοιτώντας τη μια επάνω τον ένα, την άλλη κάτω το άλλο, βλέποντας το αντικείμενό του και γράφοντας γι’ αυτό με την ίδια ρευστή χειρονομία. Με το στιλό του κωφάλαλου στο δεξί του

χέρι

και

το

κόκκινο

σημειωματάριο

ακουμπισμένο στον αριστερό γοφό του, συνέχισε

να παρακολουθεί για άλλες εννιά μέρες τον Στίλµαν.

Οι νυχτερινές του συνομιλίες με τη Βιρτζίνια Στίλμαν ήταν σύντομες. Έστω κι αν η ανάμνηση του φιλιού διατηρούνταν ακόμα ζωηρή στο μυαλό του Κουίν, δεν υπήρξαν περαιτέρω ρομαντικές εξελίξεις.

Στην

αρχή

περίμενε

ότι

κάτι

θα

συνέβαινε. Ύστερα από ένα τόσο ελπιδοφόρο ξεκίνημα, ήταν σίγουρος ότι στο τέλος η κυρία Στίλμαν θα βρισκόταν στην αγκαλιά του. Γρήγορα όμως η εργοδότριά του αποσύρθηκε πίσω από τη μάσκα της δουλειάς και ούτε μία φορά δεν αναφέρθηκε σ’ εκείνη τη μεμονωμένη στιγμή πάθους.

Ίσως

ο

Κουίν

διαψεύστηκε

στις

προσδοκίες του, συγχέοντας προς στιγμήν τον εαυτό του με τον Μαξ Γουόρκ, έναν άντρα που ποτέ δεν θα παρέλειπε να επωφεληθεί από τέτοιες καταστάσεις. Ή μπορεί να ήταν απλώς το γεγονός ότι άρχιζε να αισθάνεται πιο έντονα τη μοναξιά

του. Είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που ένα ζεστό κορμί βρισκόταν στο πλάι του. Ήταν αλήθεια ότι είχε αρχίσει να ποθεί τη Βιρτζίνια Στίλμαν τη στιγμή που την είδε, πολύ προτού έρθει το φιλί. Ούτε η τωρινή έλλειψη ενθάρρυνσης τον εμπόδιζε να συνεχίζει να τη φαντάζεται γυμνή. Λάγνες εικόνες περνούσαν κάθε βράδυ από το μυαλό του και, μολονότι η ευκαιρία να πραγματοποιηθούν παρέμεναν

μια

φαινόταν

ευχάριστη

απίθανη,

αυτές

διασκέδαση.

Πολύ

αργότερα, όταν ήταν πια πολύ αργά, αντιλήφθηκε ότι βαθιά μέσα του έτρεφε την ιπποτική ελπίδα να λύσει την υπόθεση κατά τρόπο τόσο λαμπρό, να απαλλάξει τον Πίτερ Στίλμαν τόσο γρήγορα και αμετάκλητα από τον κίνδυνο, ώστε να κερδίσει τον πόθο της κυρίας Στίλμαν για όσο διάστημα ήθελε εκείνος. Αυτό βεβαίως ήταν λάθος. Όμως απ’ όλα τα λάθη που έκανε από την αρχή ως το τέλος ο Κουίν, αυτό δεν ήταν χειρότερο από τα υπόλοιπα.

Ήταν η δέκατη τρίτη μέρα από τότε που ξεκίνησε η υπόθεση. Εκείνο το βράδυ ο Κουίν γύρισε σπίτι ξεθεωμένος. Ήταν αποθαρρυμένος, έτοιμος να εγκαταλείψει το καράβι. Σε πείσμα των παιχνιδιών που σκάρωνε στον εαυτό του, σε πείσμα των ιστορι ών που επινοούσε

για να

αναγκάζει τον εαυτό του να προχωρά, η υπόθεση φαινόταν ανούσια. Ο Στίλμαν ήταν ένα τρελό γερόντιο που είχε ξεχάσει τον γιο του. Θα μπορούσε να τον παρακολουθεί κάποιος αιώνια και πάλι να μη συμβεί το παραμικρό. Ο Κουίν σήκωσε το ακουστικό και κάλεσε το διαμέρισμα των Στίλµαν. «Είμαι έτοιμος να τα παρατήσω» είπε στη Βιρτζίνια Στίλμαν. «Απ’ ό,τι είδα, δεν υπάρχει καµιά απειλή για τον Πίτερ». «Αυτό ακριβώς θέλει κι εκείνος να σκεφτούμε» απάντησε η γυναίκα. «Δεν έχετε ιδέα πόσο έξυπνος είναι. Και πόσο υποµονετικός». «Αυτός μπορεί να είναι υπομονετικός, εγώ

όμως δεν είμαι. Νομίζω ότι εσείς χαραμίζετε τα λεφτά σας. Κι εγώ χαραµίζω τον χρόνο µου». «Είστε βέβαιος πως δεν σας είδε; Αυτό θα έκανε όλη τη διαφορά». «Δεν θα στοιχημάτιζα και τη ζωή μου γι’ αυτό, αλλά ναι, είµαι σίγουρος». «Τότε, λοιπόν, τι λέτε;» «Λέω ότι δεν υπάρχει τίποτα να φοβάστε. Τουλάχιστον προς το παρόν. Αν αργότερα συμβεί κάτι, τηλεφωνήστε μου. Θα έρθω τρέχοντας μόλις παρουσιαστεί το παραµικρό πρόβληµα». «Μπορεί να έχετε δίκιο»

είπε η Βιρτζίνια

Στίλµαν ύστερα από µια παύση. «Αλλά

για

να

με

καθησυχάσετε

λιγάκι,

αναρωτιέμαι αν θα μπορούσαμε να κάνουμε έναν συµβιβασµό». «Εξαρτάται από το τι έχετε στο µυαλό σας». «Ακριβώς αυτό. Δώστε μια διορία λίγων ημερών. Για να είµαστε απολύτως βέβαιοι». «Υπό έναν όρο» είπε ο Κουίν. «Θα με αφήσετε

να το κάνω με τον τρόπο μου. Όχι άλλοι περιορισμοί. Θα πρέπει να είμαι ελεύθερος να του μιλήσω, να τον ρωτήσω, να φτάσω στο βάθος της υπόθεσης µια για πάντα». «Δεν θα ήταν παρακινδυνευµένο;» «Εσείς δεν χρειάζεται να ανησυχείτε. Δεν θα προδοθώ. Αυτός δεν θα μαντέψει καν ποιος είμαι ή τι κάνω». «Πώς θα το καταφέρετε;» «Αυτό είναι δικό μου πρόβλημα. Έχω όλων των ειδών τα κόλπα στη διάθεσή μου. Εσείς δεν έχετε παρά να µε εµπιστευτείτε». «Εντάξει, συμφωνώ. Δεν φαντάζομαι να συμβεί κάτι κακό». «Καλώς. Θα συνεχίσω για μερικές μέρες ακόμα κι έπειτα θα δούµε πού βρισκόµαστε». «Κύριε Όστερ;» «Ναι;» «Σας είμαι τρομερά ευγνώμων. Ο Πίτερ είναι τόσο καλά τις δύο τελευταίες εβδομάδες και ξέρω

ότι αυτό οφείλεται σε σας. Όλο για σας μιλάει. Είστε κάτι σαν... δεν ξέρω... σαν ήρωας γι’ αυτόν». «Και η κυρία Στίλµαν πώς νιώθει;» «Κάτι ανάλογο νιώθει κι αυτή». «Χαίρομαι που το ακούω. Ίσως κάποια μέρα μου επιτρέψει να νιώσω εγώ ευγνώµων απέναντί της». «Όλα είναι πιθανά, κύριε Όστερ. Να το θυμάστε αυτό». «Θα το θυμάμαι. Θα πρέπει να είμαι ηλίθιος για να το ξεχάσω».

Ο Κουίν έφαγε ομελέτα και ψωμί για δείπνο, ήπιε ένα μπουκάλι μπίρα κι έπειτα πήρε το κόκκινο σημειωματάριο και βολεύτηκε στο γραφείο του. Αρκετές μέρες τώρα έγραφε σ’ αυτό, γεμίζοντας τη μια σελίδα μετά την άλλη με τα ακανόνιστα, στριμωχτά γράμματά του, ακόμα όμως δεν είχε βρει το κουράγιο να διαβάσει όσα είχε γράψει. Τώρα που το τέλος φαινόταν πια, σκέφτηκε ότι θα

μπορούσε να διακινδυνεύσει να του ρίξει μια µατιά. Ένα

μεγάλο

δύσκολα,

ιδίως

κατάφερε

να

μέρος

του

κειμένου

στα

πρώτα

μέρη.

αποκρυπτογραφήσει

έβγαινε Και

τις

φαινόταν ότι αυτό δεν άξιζε τον κόπο.

όταν

λέξεις, Στη μέση του

τετραγώνου μαζεύει ένα μολύβι. Εξετάζει, διστάζει, ρίχνει

στο ταγάρι... Αγοράζει σάντουιτς σε ένα φαστφουντάδικο.. Κάθεται σ’ ένα παγκάκι στο πάρκο και διαβάζει το κόκκινο σηµειωµατάριο. Οι φράσεις αυτές φαίνονταν εντελώς ανάξιες λόγου. Όλα ήταν ζήτημα μεθόδου. Αν το αντικείμενό του ήταν να καταλάβει τον Στίλμαν, να τον γνωρίσει τόσο καλά ώστε να μπορεί να προβλέψει τι θα έκανε στη συνέχεια, ο Κουίν είχε αποτύχει. Ξεκίνησε με μια περιορισμένη ομάδα γεγονότων: το οικογενειακό υπόβαθρο του Στίλμαν και το επάγγελμά του, τη φυλάκιση του γιου του, τη σύλληψη αλλόκοτων

και

τη

νοσηλεία

γνώσεων

που

του,

ένα

γράφτηκε

βιβλίο ενώ



υποτίθεται– ότι ήταν ακόμη υγιής, και πάνω απ’ όλα η βεβαιότητα της Βιρτζίνια Στίλμαν ότι τώρα θα προσπαθούσε να βλάψει τον γιο του. Τα γεγονότα του παρελθόντος όμως έδειχναν να μη σχετίζονται με αυτά του παρόντος. Ο Κουίν ήταν βαθιά απογοητευμένος. Πάντα φανταζόταν ότι το κλειδί για την καλή δουλειά ενός ντετέκτιβ ήταν η εκ του σύνεγγυς παρατήρηση των λεπτομερειών. Όσο

πιο

εξονυχιστικός

ο

έλεγχος

τόσο

επιτυχέστερα τα αποτελέσματα. Το συμπέρασμα ήταν ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά μπορούσε να γίνει κατανοητή, ότι κάτω από το ατέλειωτο τείχος των χειρονομιών, των τικ και των σιωπών, υπήρχε τελικά

μια

αιτιολόγησης. κατανοήσει

συνάφεια,

μια

Αφού

όμως

όλα

αυτά

τάξη,

μια

αγωνίστηκε τα

πηγή να

επιφανειακά

αποτελέσματα, ο Κουίν δεν ένιωθε πιο κοντά στον Στίλμαν

απ’

ό,τι

όταν

ξεκίνησε

να

τον

παρακολουθεί για πρώτη φορά. Έζησε τη ζωή του Στίλμαν, περπάτησε με το βήμα του, είδε ό,τι

έβλεπε εκείνος, και το μόνο πράγμα που ένιωθε τώρα ήταν το αδιαπέραστο του ανθρώπου. Αντί να ελαττώσει την απόσταση ανάμεσα σ’ αυτόν και τον Στίλμαν, έβλεπε τον γέρο να γλιστρά μακριά του, ακόµα και όταν βρισκόταν µπροστά στα µάτια του. Χωρίς να συνειδητοποιεί για ποιον ιδιαίτερο λόγο το έκανε, ο Κουίν γύρισε σε μια καθαρή σελίδα του σημειωματάριου και σχεδίασε έναν μικρό

χάρτη

της

περιοχής

περιπλανιόταν ο Στίλµαν.

στην

οποία

Έπειτα, κοιτώντας προσεκτικά τις σημειώσεις του, άρχισε να χαράζει με το στιλό του τις κινήσεις που έκανε ο Στίλμαν σε μία και μόνη μέρα. Tην πρώτη μέρα είχε κρατήσει πλήρες αρχείο των περιπλανήσεων του γέρου. Το αποτέλεσμα ήταν το εξής:

Ο Κουίν εντυπωσιάστηκε από τον τρόπο με τον οποίο ο Στίλμαν περιέτρεχε την άκρη της έκτασης, χωρίς ούτε μία φορά να βρεθεί στο κέντρο της. Το διάγραμμα έμοιαζε

λίγο

με

τον χάρτη μιας

φανταστικής κεντροδυτικής πολιτείας των ΗΠΑ. Εκτός από τα έντεκα τετράγωνα της λεωφόρου Μπρόντγουεϊ

στην αρχή και

τις

σειρές

από

φιοριτούρες που αναπαριστούσαν τους µαιάνδρους του Στίλμαν στο Ρίβερσαϊντ Παρκ, η εικόνα έμοιαζε και με ορθογώνιο. Από την άλλη πλευρά,

με

δεδομένη

την

τετραγωνισμένη

δομή

των

δρόμων της Νέας Υόρκης, θα μπορούσε να είναι ένα µηδέν ή το γράµµα Ο. Ο Κουίν συνέχισε την εποµένη και αποφάσισε να δει τι θα συνέβαινε. Τα αποτελέσματα δεν ήταν καθόλου ίδια.

Αυτή η εικόνα έκανε τον Κουίν να σκεφτεί ένα πουλί, ένα αρπακτικό ίσως, με τα φτερά του

ανοιχτά να αιωρείται ψηλά στον αιθέρα. Ένα λεπτό αργότερα

αυτή

η

ανάγνωση

του

φαινόταν

παρατραβηγμένη. Το πουλί εξαφανίστηκε και στη θέση

του

σχήματα,

υπήρχαν ενωμένα

μονάχα με

τη

δυο

αφηρημένα

γεφυρούλα

που

σχημάτισε ο Στίλμαν περπατώντας δυτικά προς την 83η Οδό. Ο Κουίν σταμάτησε για μια στιγμή να σκεφτεί τι έκανε. Μήπως σκάρωνε ανοησίες; Μήπως χαράμιζε βλακωδώς το βράδυ του ή προσπαθούσε κάτι να βρει; Συνειδητοποίησε ότι και οι δυο απαντήσεις ήταν απαράδεκτες. Αν απλώς σκότωνε την ώρα του, γιατί δεν διάλεξε έναν λιγότερο κοπιαστικό τρόπο να το κάνει; Από την άλλη πλευρά, αν δεν το διασκέδαζε απλώς, τότε τι έκανε στην πραγματικότητα; Είχε την εντύπωση

πως

αναζητούσε

ένα

Ψαχούλευε μέσα στο χάος των κινήσε

σημάδι. ων του

Στίλμαν γυρεύοντας ένα ατράνταχτο επιχείρημα. Αυτό

σήμαινε

ένα

και

μόνο

πράγμα:

ότι

εξακολουθούσε να δυσπιστεί για το τυχαίο των

πράξεων του Στίλμαν. Ήθελε αυτές να έχουν κάποιο νόημα, άσχετα με το πόσο σκοτεινό θα ήταν αυτό. Αυτό όμως, από μόνο του, ήταν απαράδεκτο. Επειδή σήµαινε ότι ο Κουίν επέτρεπε στον εαυτό του να απαρνηθεί τα γεγονότα, και αυτό, όπως ήξερε καλά, ήταν το χειρότερο πράγμα που µπορούσε να κάνει ένας ντετέκτιβ. Εν πάση περιπτώσει, αποφάσισε να συνεχίσει τη δουλειά του. Δεν ήταν αργά, ούτε καν έντεκα και η αλήθεια είναι ότι δεν θα έκανε κανένα κακό. Τα αποτελέσματα του τρίτου χάρτη δεν έμοιαζαν με αυτά των άλλων δύο.

Δεν φαινόταν πια να τίθεται κανένα ερώτημα ως προς

το

τι συνέβαινε.

Αν

αφαιρούσε

φιοριτούρες από το πάρκο, ο Κου

τις

ίν είχε τη

σιγουριά ότι κοιτούσε το γράμμα Ε. Θεωρώντας ότι το πρώτο διάγραμμα αναπαριστούσε όντως το γράμμα Ο, τότε φαινόταν εύλογο να θεωρήσει ότι τα φτερά του πουλιού από το δεύτερο διάγραμμα σχημάτιζαν το γράμμα W. Βέβαια τα γράμματα Ο, W, Ε σχημάτιζαν μια λέξη, αλλά δεν ήταν έτοιμος

να καταλήξει σε οποιοδήποτε συμπέρασμα. Έως την πέμπτη ημέρα, δεν είχε αρχίσει την καταγραφή της πορείας του Στίλμαν και την ταυτότητα των τεσσάρων

πρώτων

γραμμάτων

δεν

μπορούσε

κανείς να τη μαντέψει. Μετάνιωνε που δεν είχε αρχίσει

νωρίτερα,

γνωρίζοντας

τώρα

ότι

το

μυστήριο εκείνων των τεσσάρων ημερών ήταν ανεξιχνίαστο.

Ίσως

όμως

μπορούσε

να

επανορθώσει το σφάλμα του όσον αφορά το παρελθόν, προχωρώντας παρακάτω. Φτάνοντας στο τέλος, θα μπορούσε ίσως να διαισθανθεί την αρχή. Το διάγραμμα της επομένης έμοιαζε να έχει ένα σχήμα παρόμοιο με το γράμμα R. Όπως και τα προηγούμενα, γινόταν και αυτό περίπλοκο από τις πολυάριθμες ανωμαλίες, τις προσεγγίσεις, τις διακοσμητικές

γαρνιτούρες

στο

πάρκο.

Προσηλωμένος πάντα σε μια πιστευτή εκδοχή της πραγματικότητας,

ο

Κουίν

προσπαθούσε

να

κοιτάξει σαν να μην είχε προβλέψει ένα γράμμα

του αλφαβήτου. Όφειλε να παραδεχτεί πως τίποτα δεν ήταν σίγουρο∙ θα μπορούσε θαυμάσια να μη σημαίνει

τίποτα.

Ίσως

γύρευε

εικόνες

στα

σύννεφα, όπως έκανε όταν ήταν μικρό παιδί. Κι όμως, η σύμπτωση ήταν διαβολική. Αν ένας χάρτης –ή και δύο – έμοιαζε με ένα γράμμα, αυτό θα μπορούσε να το απορρίψει σαν ένα παιχνίδι της τύχης. Αλλά τέσσερα γράμματα στη σειρά, πήγαινε πολύ. Η επόμενη μέρα τού πρόσφερε ένα γειρτό Ο, έναν λουκουμά πατημένο στη μια μεριά με τρεις ή τέσσερις γραμμές να προεξέχουν από την άλλη. Έπειτα

ήρθε

συνηθισμένες

ένα ροκοκό

προσεγμένο γαρνιτούρες

F, στο

με

τις

πλάι.

Ύστερα από αυτό, υπήρχε ένα Β που έμοιαζε με δυο κουτιά τυχαία τοποθετημένα το ένα πάνω στο άλλο, με το περιεχόμενο του ενός να ξεχειλίζει στις άκρες. Το επόμενο ψηφίο ήταν ένα Α που παραπατούσε κι έμοιαζε κάπως με σκάλα, με κλιμακωτά σκαλοπάτια στην κάθε της πλευρά. Και

τέλος, υπήρχε ένα δεύτερο Β, γερμένο παράκαιρα πάνω σε μια ανάποδη μοναδική τελεία, σαν ανεστραµµένη πυραµίδα. Ο Κουίν τότε

αντέγραψε

με

τη σειρά τα

γράμματα: OWEROFBAB. Αφού χασομέρησε μ’ αυτά περίπου ένα τέταρτο, μετατοπίζοντάς τα, χωρίζοντάς

τα,

ξαναβάζοντάς

τα

στη

σειρά,

επανήλθε στην αρχική σειρά και τα έγραψε ως εξής: OWER OF BAB. Η λύση φαινόταν τόσο γελοία, που σχεδόν έχασε την ψυχραιμία του. Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι έχασε τις πρώτες τέσσερις μέρες και ότι ο Στίλμαν δεν είχε τελειώσει

ακόμη,

η

απάντηση

φαινόταν

αναπόφευκτη: THE TOWER OF BABEL. Το μυαλό του Κουίν ταξίδεψε στη στιγμή στις τελευταίες

σελίδες

του

Γκόρντον Πιμ και στην

ανακάλυψη

των παράξενων ιερογλυφικών στο

εσωτερικό τοίχωμα του χάσματος – γράμματα χαραγμένα στην ίδια τη γη, σαν να προσπαθούσαν να πουν κάτι που δεν μπορούσε πια να γίνει

κατανοητό. Με μια δεύτερη σκέψη όμως αυτό δεν ευσταθούσε. Επειδή ο Στίλμαν δεν είχε αφήσει πουθενά το µήνυµά του. Η αλήθεια ήταν ότι µε τις κινήσεις των βημάτων του είχε δημιουργήσει τα γράμματα, αυτά όμως δεν καταγράφονταν κάπου. Ήταν σαν να σχεδιάζετε μια εικόνα με το δάχτυλό σας στον αέρα. Η εικόνα εξαφανίζεται καθώς τη φτιάχνετε. Δεν υπάρχει αποτέλεσμα, ούτε ίχνος που να επισηµαίνει αυτό που κάνατε. Κι όμως οι εικόνες υπήρξαν∙ όχι στους δρόμους όπου

σχεδιά στηκαν,

αλλά

στο

σημειωματάριο του Κουίν. Αναρωτι

κόκκινο όταν αν ο

Στίλμαν καθόταν κάθε βράδυ στο δωμάτιό του και σχεδίαζε την πορεία του για την επόμενη μέρα ή αν

αυτοσχεδίαζε

καθώς

προχωρούσε.

Ήταν

αδύνατο να μάθει. Αναρωτιόταν επίσης ποιον σκοπό υπηρετούσε αυτό το γραπτό στο μυαλό του Στίλμαν. Ήταν απλώς ένα είδος σημειώσεων για τον ίδιο ή ένα μήνυμα προς τους άλλους; Αν μη τι άλλο, συμπέρανε ο Κουίν, σήμαινε ότι ο Στίλμαν

δεν είχε ξεχάσει τον Χένρι Νταρκ. Ο Κουίν δεν ήθελε να πανικοβληθεί. Σε μια προσπάθεια να συγκρατήσει τον εαυτό του, άρχισε να φαντάζεται τα πράγματα κάτω από το χειρότερο δυνατό φως. Βλέποντάς τα χειρότερα, ίσως αυτά δεν ήταν τόσο άσχημα όσο νόμιζε. Τα χώρισε ως εξής: Πρώτον. Όντως ο Στίλµαν σκάρωνε κάτι κατά του Πίτερ. Απάντηση: Αυτή ήταν, έτσι κι αλλιώς, η βάση του συλλογισμού. Δεύτερον. Ο Στίλμαν ήξερε ότι θα τον παρακολουθούσαν, ήξερε ότι οι κινήσεις του θα καταγράφονταν, ήξερε ότι το μήνυμά

του

θα

αποκρυπτογραφούνταν.

Απάντηση: Αυτό δεν άλλαζε το ουσιώδες γεγονός, ότι ο Πίτερ έπρεπε να προστατευτεί. Τρίτον. Ο Στίλμαν ήταν μακράν πιο επικίνδυνος απ’ ό,τι φαντάστηκε

εξαρχής.

Απάντηση:

Αυτό

δεν

σήµαινε ότι µπορούσε να το αποδεχτεί. Αυτό

βοήθησε

κάπως.

Αλλά

τα

γράμματα

εξακολουθούσαν να προκαλούν τρόμο στον Κουίν. Η

όλη

υπόθεση

ήταν

τόσο

έμμεση,

τόσο

δαιμονική στις περιφράσεις της, που εκείνος δεν ήθελε

να

το

αποδεχτεί.

Έπειτα

ήρθαν

οι

αμφιβολίες, κατά διαταγή θαρρείς, γεμίζοντας το μυαλό του με κοροϊδευτικές, μονότονες φωνές. Είχε φανταστεί την όλη υπόθεση. Τα γράμματα δεν ήταν διόλου γράμματα. Αυτός τα είδε, ακριβώς επειδή

ήθελε

να

τα

δει.

Έστω

κι

αν

τα

διαγράμματα σχημάτιζαν γράμματα, αυτό έγινε κατά τύχη. Ο Στίλμαν δεν είχε καμιά σχέση μ’ αυτό. Ήταν ένα ατύχημα, μια απάτη που την έκανε ο ίδιος στον εαυτό του. Αποφάσισε να πάει να κοιμηθεί. Είχε ανήσυχο ύπνο. Ξύπνησε, έγραψε μισή ώρα περίπου στο κόκκινο

σημειωματάριο

και

ξαναγύρισε

στο

κρεβάτι του. Η τελευταία του σκέψη προτού ξαναβυθιστεί στον ύπνο ήταν ότι ίσως είχε καιρό για δυο μέρες ακόμα, εφόσον ο Στίλμαν δεν είχε συμπληρώσει το μήνυμά του. Έμεναν τα δυο τελευταία γράμματα – το E και το L. Οι σκέψεις του

Κουίν

διασκορπίστηκαν.

Έφτασε

σε

μια

φανταστική χώρα, έναν τόπο με πράγματα βουβά και λέξεις χωρίς περιεχόμενο. Έπειτα, παλεύοντας για µια τελευταία φορά µε τη νύστα του, είπε µέσα του ότι Ελ λεγόταν στα αρχαία εβραϊκά ο θεός. Στο όνειρό του, το οποίο αργότερα λησμόνησε, βρέθηκε στη χωματερή της παιδικής του ηλικίας, να ξεχωρίζει µέσα από ένα βουνό µε σκουπίδια.

9

Η ΠΡΩΤΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ Ρίβερσαϊντ Σάββατο

Παρκ. με

με τον Στίλμαν έγινε στο

Ήταν

ποδήλατα,

απογευματάκι, με

ανθρώπους

ένα που

έβγαζαν βόλτα τα σκυλιά τους και με παιδιά. Ο Στίλμαν καθόταν σ’ ένα παγκάκι, χωρίς να κοιτά κάτι

συγκεκριμένο,

με

το

μικρό

κόκκινο

σημειωματάριο ακουμπισμένο στα πόδια του. Υπήρχε φως παντού, ένα φως άπλετο που έμοιαζε να εκπέμπεται από κάθε πράγμα που συλλάμβανε το μάτι, ενώ από πάνω, μέσα στα κλαδιά των δέντρων, ένα αεράκι εξακολουθούσε να φυσά, κουνώντας τα φύλλα, κάνοντάς τα να σφυρίζουν

παθιασμένα, να ανασηκώνονται και να πέφτουν, ανασαίνοντας τόσο σταθερά όσο και το αφρισμένο κύµα. Ο Κουίν είχε σχεδιάσει προσεκτικά τις κινήσεις του. Παριστάνοντας ότι δεν είχε προσέξει τον Στίλμαν, κάθισε στο παγκάκι πλάι του, δίπλωσε σταυρωτά τα χέρια πάνω στο στήθος και βάλθηκε να κοιτά στην ίδια κατεύθυνση με τον γέρο. Κανείς

τους

δεν

μεταγενέστερους

μιλούσε.

υπολογισμούς

Σύμφωνα του,

με

ο Κουίν

εκτιμούσε ότι αυτό διήρκεσε δεκαπέντε με είκοσι λεπτά. Έπειτα, απροειδοποίητα, γύρισε το κεφάλι του προς τον γέρο και τον κοίταξε απότομα, καρφώνοντας

επίμονα

τα

μάτια

του

στο

ρυτιδιασμένο του προφίλ. Ο Κουίν συγκέντρωσε όλη τη δύναμη στα μάτια του, λες κι αυτά μπορούσαν να σκάψουν μια τρύπα στο κεφάλι του Στίλµαν. Αυτό συνεχίστηκε πέντε λεπτά. Στο τέλος ο Στίλµαν γύρισε προς το µέρος του. «Λυπάμαι, αλλά δεν θα μπορούσα να σας

μιλήσω» είπε με μια εκπληκτικά απαλή φωνή τενόρου. «Δεν είπα τίποτα» απάντησε ο Κουίν. «Αυτό είναι αλήθεια» παραδέχτηκε ο Στίλμαν. «Θα πρέπει όμως να καταλάβετε ότι εγώ δεν είμαι µαθηµένος να µιλώ σε ξένους». «Επαναλαμβάνω» συνέχισε ο Κουίν «ότι δεν είπα τίποτα». «Ναι, σας άκουσα την πρώτη φορά. Δεν σας ενδιαφέρει όµως να µάθετε γιατί;» «Φοβάµαι πως όχι». «Καλά το θέτετε. Μπορώ να αντιληφθώ ότι είστε ένας λογικός άνθρωπος». Ο Κουίν σήκωσε τους ώμους του, αρνούμενος να απαντήσει. Όλο του το είναι τώρα εξέπεμπε αδιαφορία. Ο Στίλμαν αντέδρασε μ’ ένα φωτεινό χαμόγελο κι έσκυψε προς το μέρος του Κουίν δίνοντας έναν συνωµοτικό τόνο στη φωνή του. «Νοµίζω ότι εµείς θα τα βρούµε» είπε.

«Αυτό θα το δούμε» απάντησε ο Κουίν ύστερα από παρατεταµένη παύση. Ο Στίλμαν γέλασε κοφτά και βροντερά. «Δεν είναι ότι απεχθάνομαι τους ξένους. Είναι απλώς ότι προτιμώ να μη μιλώ σε όποιον δεν συστήνεται. Για να αρχίσω, πρέπει να έχω κάποιο όνομα» συνέχισε. «Μόλις όμως ένας άνθρωπος σας πει τ’ όνομά του, παύει να είναι ξένος». «Ακριβώς. Γι’ αυτό και δεν μιλώ ποτέ σε ξένους». Ο Κουίν είχε προετοιμαστεί γι’ αυτό και ήξερε πώς

να

απαντήσει.

Δεν

θα

άφηνε

να

τον

παγιδεύσουν. Εφόσον τεχνικά ήταν ο Πολ Όστερ, αυτό ήταν τ’ όνομα που όφειλε να προστατεύσει. Οτιδήποτε άλλο, ακόμα και η αλήθεια, θα ήταν μια επινόηση, μια μάσκα πίσω από την οποία θα κρυβόταν και θα ήταν ασφαλής. «Στην περίπτωση αυτή» είπε «θα χαρώ να σας εξυπηρετήσω. Λέγοµαι Κουίν».

«Α» έκανε συλλογισμένος ο Στίλμαν κουνώντας το κεφάλι του. «Κουίν». «Ναι, Κουίν. ΚΟΥ-ΙΝ». «Καταλαβαίνω. Ναι, ναι, καταλαβαίνω. Κουίν. Χμμμ. Ναι. Πολύ ενδιαφέρον. Κουίν. Μια πολύ ηχηρή λέξη. Έτσι δεν είναι;» «Έχετε δίκιο». «Μ’ αρέσει τροµερά τ’ όνοµά σας, κύριε Κουίν». «Ναι». «Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν δίνουν σημασία σε τέτοια πράγματα. Τις λέξεις τις σκέφτονται σαν πέτρες, σαν μεγάλα ασάλευτα αντικείμενα χωρίς ζωή, σαν µονάδες που δεν µεταβάλλονται ποτέ». «Οι πέτρες μπορούν να αλλάξουν. Μπορούν να φαγωθούν από τον αέρα ή το νερό. Μπορούν να διαβρωθούν. Μπορούν να τσακιστούν. Μπορείς να τις µετατρέψεις σε θραύσµατα, χαλίκια ή σκόνη». «Ακριβώς. Από την αρχή κατάλαβα ότι είστε ένας λογικός άνθρωπος, κύριε Κουίν. Αν ξέρατε πόσοι με έχουν παρεξηγήσει. Γι’ αυτό και το έργο

µου δεινοπάθησε. Δεινοπάθησε τροµερά». «Το έργο σας;» «Ναι, το έργο μου. Οι μελέτες μου, οι έρευνές µου, τα πειρά​µατά µου». «Α». «Ναι. Παρ’ όλες όµως τις οπισθοδροµήσεις, εγώ ουδέποτε πτοήθηκα πραγματικά. Αυτή τη στιγμή, για παράδειγμα, έχω καταπιαστεί με ένα από τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα που έκανα ποτέ. Αν όλα πάνε καλά, πιστεύω ότι θα έχω το κλειδί για µια σειρά από µείζονες ανακαλύψεις». «Το κλειδί;» «Ναι, το κλειδί. Ένα πράγμα που ανοίγει σφαλισµένες πόρτες». «Α». «Επί του παρόντος βεβαίως, απλώς συλλέγω δεδομένα, συγκεντρώνω αποδείξεις, για να το πω έτσι. Εν συνεχεία θα πρέπει να συντονίσω τα ευρήματά

μου.

Είναι

ένα

έργο

υψηλών

απαιτήσεων. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο

δύσκολο είναι, ιδίως για έναν άνθρωπο της ηλικίας µου». «Μπορώ να το φανταστώ». «Σωστά. Έχω τόσα πράγματα να κάνω και τόσο λίγο

χρόνο.

Καθημερινά

χαράματα.

ξυπνώ

τα

Πρέπει να βρίσκομαι

έξω με οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες, να είμαι μονίμως σε κίνηση, πάντοτε όρθιος, πηγαίνοντας από το ένα μέρος στο άλλο. Αυτό με φθείρει, να είστε βέβαιος γι’ αυτό». «Αξίζει τον κόπο όµως». «Τα πάντα για την αλήθεια. Καμιά θυσία δεν είναι υπερβολικά µεγάλη». «Όντως». «Βλέπετε, ποτέ κανείς δεν κατάλαβε αυτά που κατάλαβα εγώ. Εγώ είμαι ο πρώτος. Εγώ είμαι ο μόνος. Αυτό ρίχνει ένα

μεγάλο φορτίο ευθύνης

πάνω µου». «Ο κόσµος στους ώµους σας». «Ναι, ας το πούμε κι έτσι. Ο κόσμος ή

τουλάχιστον ό,τι απέµεινε από αυτόν». «Δεν είχα αντιληφθεί ότι τα πράγματα είναι τόσο άσχηµα». «Είναι τόσο άσχημα. Μπορεί να είναι και χειρότερα». «Α». «Βλέπετε, κομμάτια.

Και

κύριε, είναι

ο

κόσμος

δική

μου

κείτεται δουλειά

σε να

συναρµολογήσω εκ νέου αυτά τα κοµµάτια». «Μεγάλη ευθύνη αναλάβατε». «Το αντιλαμβάνομαι. Εγώ όμως αναζητώ απλώς την αρχή. Και αυτό βρίσκεται στα όρια των δυνατοτήτων ενός ανθρώπου. Αν εγώ μπορέσω να θέσω τα θεμέλια, άλλα χέρια μπορούν να κάνουν το έργο της ανασυναρμολόγησης. Το βασικό είναι η πρόταση του συλλογισμού, το θεωρητικό πρώτο βήμα. Δυστυχώς, δεν υπάρχει κανείς άλλος που να µπορεί να το κάνει». «Κάνατε µεγάλη πρόοδο;» «Τεράστια βήματα. Στην πραγματικότητα, νιώθω

ότι τώρα βρίσκομαι στις παραμονές ενός τεράστιου επιτεύγµατος». «Με καθησυχάζει να το ακούω». «Είναι μια ανακουφιστική σκέψη, ναι. Και όλα αυτά

οφείλονται

στην

εξυπνάδα

μου,

στη

συναρπαστική διαύγεια του µυαλού µου». «Δεν αµφιβάλλω γι’ αυτό». «Κατάλαβα,

βλέπετε,

την

ανάγκη

να

αυτοπεριοριστώ. Να δουλέψω σε ένα πεδίο τόσο μικρό, ώστε να καθιστά όλα τα αποτελέσματα πειστικά». «Ο ίδιος ο συλλογισµός, ας πούµε». «Αυτό είναι, αυτό ακριβώς. Η αρχή της αρχής, η μέθοδος δράσης. Βλέπετε, κύριε, ο κόσμος έγινε κοµµάτια. Όχι µόνο χάσαµε το νόηµα του σκοπού, χάσαμε και τη γλώσσα μέσω της οποίας μπορούμε να μιλήσουμε γι’ αυτόν. Αναμφίβολα αυτά είναι πνευματικά θέματα, έχουν όμως τα ανάλογά τους στον υλικό κόσμο. Το δικό μου λαμπρό έργο ήταν το ότι περιορίστηκα σε φυσικά πράγματα, στο

άμεσο και το απτό. Τα κίνητρά μου είναι ανώτερα, τώρα όμως το έργο μου εκτελείται στο βασίλειο της καθημερινότητας. Γι’ αυτό και με παρεξηγούν τόσο συχνά. Δεν έχει σημασία όμως. Έμαθα πια να αδιαφορώ γι’ αυτά τα πράγµατα». «Μια αξιοθαύµαστη απάντηση». «Η μοναδική απάντηση. Η μοναδική απάντηση αντάξια

ενός

Βρίσκομαι,

ανθρώπου

βλέπετε,

του

στη

κύρους

μου.

διαδικασία

της

επινόησης μιας νέας γλώσσας. Με ένα έργο σαν αυτό που κάνω, δεν μπορώ να ενοχλούμαι από την ηλιθιότητα των άλλων. Εν πάση περιπτώσει, όλα αυτά είναι μέρος της αρρώστιας που προσπαθώ να θεραπεύσω». «Μια νέα γλώσσα;» «Ναι. Μια γλώσσα που θα λέει επιτέλους αυτό που πρέπει να πούμε. Επειδή οι λέξεις μας δεν αντιστοιχούν πια στον κόσμο. Όταν τα πράγματα ήταν ακέραια, είχαμε την πεποίθηση ότι οι λέξεις μας μπορούσαν να τα εκφράσουν. Σιγά σιγά όμως,

τα πράγματα έσπασαν, διαλύθηκαν, κατέρρευσαν μέσα στο χάος. Παρ’ όλα αυτά, οι λέξεις μας παραμένουν ίδιες. Δεν προσαρμόστηκαν στη νέα πραγματικότητα.

Έτσι,

κάθε

φορά

που

προσπαθούμε να μιλήσουμε για ό,τι βλέπουμε, μιλάμε λανθασμένα, διαστρεβλώνοντας το ίδιο το πράγμα που θέλουμε να αναπαραστήσουμε. Αυτό χάλασε τα πάντα. Οι λέξεις όμως, όπως κι εσείς καταλαβαίνετε,

είναι

ικανές

για

αλλαγή.

Το

πρόβλημα είναι πώς να το δείξεις αυτό. Γι’ αυτό τώρα δουλεύω με τα απλούστερα δυνατά μέσα, τόσο απλά που ακόμα κι ένα παιδί μπορεί να αντιληφθεί αναφέρεται

τι σ’

λέω. ένα

Σκεφτείτε πράγμα

μια λέξη που –

ομπρέλα,

για

παράδειγμα. Όταν λέω τη λέξη ομπρέλα, εσείς βλέπετε στο μυαλό σας το αντικείμενο. Βλέπετε ένα είδος μπαστουνιού με μεταλλικές ακτίνες στην κορυφή του να σχηματίζουν έναν σκελετό, όπου στερεώνεται ένα αδιάβροχο ύφασμα, το οποίο, όταν ανοίξει, σας προστατεύει από τη

βροχή.

Αυτή

σημασία. πράγμα,

η

τελευταία

λεπτομέρεια

Μια ομπρέλα δεν είναι

έχει

μόνο ένα

είναι ένα πράγμα που εκτελεί μια

λειτουργία. Με άλλα λόγια, εκφράζει τη θέληση ενός ανθρώπου. Όταν εσείς σταματάτε για να το σκεφτείτε,

κάθε

αντικείμενο μοιάζει

με

την

ομπρέλα, ως προς το ότι εκτελεί μια λειτουργία. Ένα μολύβι είναι για να γράφεις μ’ αυτό, ένα παπούτσι είναι για να το φοράς, ένα αυτοκίνητο είναι για να το οδηγείς. Τώρα, η ερώτησή µου είναι η εξής: Τι συμβαίνει όταν ένα πράγμα δεν εκτελεί πια τη λειτουργία του; Είναι ακόμη το πράγμα ή έχει γίνει κάτι άλλο; Αν σχίσετε το ύφασμα από την ομπρέλα, η ομπρέλα είναι ακόμη ομπρέλα; Ανοίγετε τις ακτίνες, τις βάζετε πάνω από το κεφάλι σας, περπατάτε μέσα στη βροχή και γίνεστε

μούσκεμα.

Είναι

δυνατόν

να

εξακολουθείτε να αποκαλείτε αυτό το πράγμα ομπρέλα; Σε γενικές γραμμές, οι άνθρωποι το κάνουν. Φτάνοντας σε οριακό σημείο, θα πουν ότι

η ομπρέλα έσπασε. Αυτό για μένα αποτελεί σοβαρό λάθος, την πηγή όλων των προβλημάτων μας. Επειδή δεν μπορεί πια να εκτελεί τη λειτουργία της, η ομπρέλα έπαψε να είναι μια ομπρέλα. Μπορεί να μοιάζει με ομπρέλα, μπορεί να

υπήρξε

κάποτε

ομπρέλα,

τώρα

όμως

μεταλλάχτηκε σε κάτι άλλο. Ωστόσο, η λέξη παρέμεινε η ίδια. Άρα, δεν μπορεί πια να εκφράσει

το πράγμα.

λανθασμένη,

κρύβει

Είναι το

ανακριβής,

πράγμα

το

είναι οποίο

υποτίθεται ότι θα αποκάλυπτε. Και αν εμείς δεν μπορούμε ούτε καν να ονοματίσουμε ένα κοινό, καθημερινό αντικείμενο που κρατάμε στα χέρια μας, τότε πώς μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα μιλήσουμε για πράγματα τα οποία όντως μας αφορούν; Αν δεν μπορέσουμε να ενσωματώσουμε την

έννοια

της

αλλαγής

στις

λέξεις

που

χρησιμοποιούμε, θα εξακολουθήσουμε να είμαστε χαµένοι». «Και το έργο σας;»

«Το έργο μου είναι απλούστατο. Ήρθα στη Νέα Υόρκη επειδή είναι το πιο απελπιστικό, το πιο αποκρουστικό μέρος. Η συντριβή είναι παντού, η αταξία είναι καθολική. Το μόνο που χρειάζεται είναι ν’ ανοίξεις τα μάτια σου για να τη δεις. Οι συντετριμμένοι

άνθρωποι,

τα

συντετριμμένα

πράγματα, οι συντετριμμένες σκέψεις. Ολόκληρη η πόλη είναι ένα εργοστάσιο απορριμμάτων. Αυτό ταιριάζει κατά τρόπο θαυμαστό στον σκοπό μου. Θεωρώ τους δρόμους ατέλειωτη πηγή υλικού, μια ανεξάντλητη αποθήκη σπασμένων πραγμάτων. Καθημερινά βγαίνω έξω με την τσάντα μου και μαζεύω

πράγματα

που

φαίνονται

άξια

διερεύνησης. Τα δείγματά μου τώρα αριθμούνται σε

εκατοντάδες∙

τσακισμένο, ζουληγμένο,

από

από από

το

το το

ραγισμένο

βαθουλωμένο

κονιορτοποιημένο

σάπιο». «Τι κάνετε µ’ αυτά τα πράγµατα;» «Τους δίνω ονόµατα».

στο στο στο

«Ονόµατα;» «Εφευρίσκω νέες λέξεις που θα αντιστοιχούν στα πράγµατα». «Α, τώρα κατάλαβα. Πώς όμως το αποφασίζετε; Πώς ξέρετε ότι βρήκατε την κατάλληλη λέξη;» «Ποτέ δεν κάνω λάθος. Είναι μια λειτουργία της µεγαλο​φυ​ΐας µου». «Θα

μπορούσατε

να

μου

δώσετε

ένα

παράδειγµα;» «Μιας από τις λέξεις µου;» «Ναι». «Λυπάμαι, αλλά αυτό είναι αδύνατο. Αυτό είναι το

μυστικό

μου,

καταλαβαίνετε.

Μόλις

δημοσιεύσω το βιβλίο μου, εσείς και ολόκληρος ο κόσμος θα μάθετε. Προς το παρόν όμως, πρέπει να το κρατήσω για τον εαυτό µου». «Απόρρητη πληροφορία». «Σωστά. Άκρως απόρρητη». «Λυπάµαι». «Μην απογοητεύεστε τόσο. Δεν θα χρειαστεί

πολύς καιρός μέχρι να βάλω σε τάξη τα ευρήματά μου. Και τότε σπουδαία πράγματα θ’ αρχίσουν να συμβαίνουν. Θα είναι το σημαντικότερο γεγονός στην ιστορία της ανθρωπότητας».

Η δεύτερη συνάντησή τους πραγματοποιήθηκε λίγο μετά τις εννιά το επόμενο πρωί. Ήταν Κυριακή και ο Στίλμαν βγήκε από το ξενοδοχείο μία

ώρα

αργότερα

από

τη

συνηθισμένη.

Περπάτησε δύο τετράγωνα μέχρι το μέρος όπου συνήθιζε να παίρνει το πρωινό του, το καφέ Μέιφλαουερ, και κάθισε σε έναν γωνιακό καναπέ στο βάθος. Ο Κουίν, που είχε γίνει τώρα πιο τολμηρός,

ακολούθησε

τον

γέρο

μέσα

στο

εστιατόριο και κάθισε στον ίδιο καναπέ, ακριβώς απέναντί του. Για ένα δυο λεπτά ο Στίλμαν φαινόταν ότι δεν αντιλαμβάνεται την παρουσία του. Έπειτα, σηκώνοντας το βλέμμα από τον κατάλογο, μελέτησε με έναν αφηρημένο τρόπο το πρόσωπο

του

Κουίν.

Προφανώς

δεν

τον

αναγνώρισε από τη χθεσινή µέρα. «Σας γνωρίζω;» ρώτησε. «Δεν νοµίζω» απάντησε ο Κουίν. «Λέγοµαι Χένρι Νταρκ». «Α» κούνησε το κεφάλι του ο Στίλμαν. «Ένας άνθρωπος που αρχίζει με το ουσιώδες. Μ’ αρέσει αυτό». «Δεν είμαι απ’ αυτούς που γυροφέρνουν τη βάτο» είπε ο Κουίν. «Τη βάτο; Και ποια θα μπορούσε να είναι αυτή η βάτος;» «Η φλεγοµένη βάτος, βεβαίως». «Α, ναι. Η φλεγομένη βάτος. Φυσικά». Ο Στίλμαν κοίταξε το πρόσωπο του Κουίν λίγο πιο προσεκτικά τώρα, αλλά και μ’ ένα ύφος που έδειχνε σίγουρα σύγχυση. «Λυπάμαι» συνέχισε «αλλά δεν θυμάμαι το όνομά σας. Θυμάμαι ότι μου το είπατε πριν από λίγη ώρα, αλλά τώρα μου διαφεύγει». «Χένρι Νταρκ» είπε ο Κουίν.

«Έτσι, λοιπόν. Ναι, τώρα μου ξανάρχεται στο μυαλό. Χένρι Νταρκ». Ο Στίλμαν έκανε μια παρατεταμένη παύση κι έπειτα κούνησε το κεφάλι του. «Δυστυχώς, αυτό δεν είναι δυνατόν, κύριε». «Και γιατί όχι;» «Επειδή δεν υπάρχει ο Χένρι Νταρκ». «Εντάξει, ίσως εγώ είμαι ένας άλλος Χένρι Νταρκ. Εν αντιθέσει µε αυτόν που δεν υπάρχει». «Χμμμ. Ναι, αντιλαμβάνομαι την άποψή σας. Είναι αλήθεια ότι μερικές φορές δυο άνθρωποι έχουν το ίδιο όνομα. Είναι πολύ πιθανόν το όνομά σας να είναι Χένρι Νταρκ. Εσείς όμως δεν είστε ο Χένρι Νταρκ». «Είναι φίλος σας;» Ο Στίλμαν γέλασε σαν να άκουγε ένα καλό αστείο. «Όχι ακριβώς» είπε. «Βλέπετε, δεν υπήρξε ποτέ κανένα πρόσωπο με το όνομα Χένρι Νταρκ. Εγώ τον δηµιούργησα. Είναι µια επινόηση». «Όχι» έκανε ο Κουίν µε προσποιητή δυσπιστία. «Ναι. Είναι ένας χαρακτήρας σ’ ένα βιβλίο που

έγραψα κάποτε. Ένα πλάσµα της φαντασίας µου». «Δυσκολεύοµαι να το δεχτώ». «Έτσι

δυσκολεύτηκαν

και

οι

άλλοι.

Τους

µπέρδεψα όλους». «Εκπληκτικό. Και γιατί στην οργή το κάνατε;» «Τον χρειαζόμουν, βλέπετε. Εκείνη την εποχή είχα

κάποιες

ιδέες

που

ήταν

υπερβολικά

επικίνδυνες και αμφιλεγόμενες. Έτσι παρέστησα ότι αυτές προέρχονταν από κάποιον άλλον. Ήταν ένας τρόπος να προστατεύσω τον εαυτό µου». «Και πώς διαλέξατε το όνοµα Χένρι Νταρκ;» «Είναι ένα καλό όνομα, δεν νομίζετε; Εμένα μ’ αρέσει πάρα πολύ. Είναι γεμάτο μυστήριο και, ταυτόχρονα,

πολύ

καθωσπρέπει.

Ταίριαζε

θαυµάσια στον σκοπό µου. Κι εκτός αυτού, είχε κι ένα κρυφό νόηµα». «Τον υπαινιγµό του σκότους;» «Όχι, όχι. Τίποτα τόσο προφανές. Ήταν τα αρχικά Χ. Ντ. Αυτό ήταν πολύ σηµαντικό». «Τι εννοείτε;»

«Δεν θέλετε να µαντέψετε;» «Δεν νοµίζω». «Ω, μα προσπαθήστε. Μαντέψτε τρεις φορές. Αν δεν το βρείτε, τότε θα σας το πω εγώ». Ο

Κουίν

έκανε

παύση

για

μια

στιγμή,

πασχίζοντας να κάνει την καλύτερη προσπάθειά του. «Χ. Ντ.» είπε. «Πρόκειται για το όνομα Χένρι Ντέιβιντ; Όπως στο όνοµα Χένρι Ντέιβιντ Θορό». «Δεν πλησιάσατε καν». «Τι λέτε για το σκέτο και απλό Χ. Ντ.; Για την ποιήτρια Χίλντα Ντούλιτλ». «Χειρότερο κι από την πρώτη επιλογή». «Εντάξει, θα μαντέψω ακόμα μία φορά. Χ. Ντ. Χ... και Ντ... Για σταθείτε μια στιγμή... Τι θα λέγατε... Μια στιγμή... Α... Ναι, εδώ είμαστε. Χ για τον φιλόσοφο που έκλαιγε, τον Χερακλάιτους, και Ντ για τον φιλόσοφο που γελούσε, τον Ντεμόκριτους....

τους

δυο

διαλεκτικής». «Μια πανέξυπνη απάντηση».

πόλους

της

«Έχω δίκιο;» «Όχι, και βέβαια όχι. Αλλά δεν παύει να είναι µια εξίσου έξυπνη απάντηση». «Δεν µπορείτε να πείτε ότι δεν δοκίµασα». «Όχι, δεν μπορώ να το πω. Γι’ αυτό και θα σας ανταμείψω

με

τη

σωστή

απάντηση.

Επειδή

προσπαθήσατε. Είστε έτοιµος;» «Έτοιµος». «Τα αρχικά Χ. Ντ. στο όνομα Χένρι Νταρκ παραπέµπουν στον Χάµπτι Ντάµπτι». «Ποιον;» «Ξέρετε ποιον εννοώ. Το αυγό». «Εννοείτε το Ο Χάμπτι Ντάμπτι καθόταν πάνω σ’ έναν τοίχο;» «Ακριβώς». «Δεν καταλαβαίνω». «Ο Χάμπτι Ντάμπτι: η αμιγέστερη ενσάρκωση της

κατάστασης

του

ανθρώπου.

Ακούστε

προσεκτικά, κύριε. Τι είναι ένα αυγό; Είναι αυτό που δεν γεννήθηκε ακόμη. Ένα παράδοξο, έτσι

δεν είναι; Επειδή πώς μπορεί ο Χάμπτι Ντάμπτι να είναι ζωντανός αν δεν γεννήθηκε; Κι όμως, είναι ζωντανός· δεν έχει γίνει κανένα λάθος. Αυτό το γνωρίζουμε επειδή μπορεί να μιλάει. Πολύ περισσότερο, είναι ένας φιλόσοφος της γλώσσας. Όταν χρησιμοποιώ μια λέξη, είπε ο Χάμπτι Ντάμπτι

με

τόνο

μάλλον

επιτιμητικό,

αυτή

σημαίνει αυτό ακριβώς που διάλεξα να σημαίνει∙ τίποτε λιγότερο τίποτε περισσότερο. Το ερώτημα είναι, είπε η Αλίκη, αν μπορείς να κάνεις τις λέξεις να σημαίνουν τόσο πολλά διαφορετικά πράγματα. Το ερώτημα είναι, είπε ο Χάμπτι Ντάμπτι, ποιος θα είναι ο κυρίαρχος∙ αυτό είναι όλο». «Λιούις Κάρολ». «Μέσα από τον καθρέφτη, κεφάλαιο 6». «Ενδιαφέρον». «Είναι κάτι περισσότερο από ενδιαφέρον, κύριε. Είναι κρίσιμο. Ακούστε προσεκτικά και ίσως κάτι μάθετε. Σ’ αυτόν τον μικρό λόγο προς την Αλίκη,

ο Χάμπτι Ντάμπτι σκιτσάρει το μέλλον των ανθρώπινων ελπίδων και μας προσφέρει το κλειδί για τη σωτηρία μας: να γίνουμε κυρίαρχοι των λέξεων που λέμε, να κάνουμε τη γλώσσα να ανταποκρίνεται στις

ανάγκες

μας. Ο Χάμπτι

Ντάμπτι ήταν ένας προφήτης, ένας άνθρωπος που έλεγε την αλήθεια όταν ο κόσμος δεν ήταν ακόμη έτοιµος γι’ αυτό». «Ένας άνθρωπος;» «Συγγνώμη. Γλωσσικό ολίσθημα. Εννοούσα ένα αυγό. Το ολίσθημα όμως είναι διδακτικό και βοηθά να αποδείξω την άποψή μου. Επειδή όλοι οι άνθρωποι είναι, κατά κάποιον τρόπο, αυγά. Υπάρχουμε, αλλά δεν ολοκληρώσαμε ακόμη τη μορφή που είναι το πεπρωμένο μας. Είμαστε αμιγές δυναμικό, ένα παράδειγμα του μη εισέτι συμβάντος. Επειδή ο άνθρωπος είναι ένα έκπτωτο πλάσμα∙ το γνωρίζουμε αυτό από τη

Γένεση. Ο

Χάμπτι Ντάμπτι είναι κι αυτός ένα έκπτωτο πλάσμα. Πέφτει από τον τοίχο του και κανείς δεν

μπορεί να τον ξαναστήσει στη θέση του, ούτε ο βασιλιάς ούτε τα άλογά του ούτε οι υποταχτικοί του.

Όμως

αυτό

ακριβώς

πρέπει

να

προσπαθήσουμε όλοι εμείς. Έχουμε καθήκον ως ανθρώπινα πλάσματα: να ξαναστήσουμε στη θέση του το αυγό. Ο Χάμπτι Ντάμπτι είναι για τον καθένα μας, κύριε. Και το να τον βοηθήσουμε σηµαίνει ότι βοηθάµε τον εαυτό µας». «Ένα πειστικό επιχείρηµα». «Είναι αδύνατο να του βρείτε έστω κι ένα ψεγάδι». «Δεν έχει κανένα ράγισµα το αυγό». «Ακριβώς». «Και ταυτόχρονα, η καταγωγή του Χένρι Νταρκ». «Ναι. Αλλά εδώ υπάρχει κάτι περισσότερο από αυτό. Ένα άλλο αυγό, στην ουσία». «Υπάρχει παραπάνω από ένα;» «Ω Θεέ μου, ναι. Υπάρχουν εκατομμύρια απ’ αυτά. Αυτό όμως που εγώ έχω στο μυαλό μου είναι

ιδιαίτερα

διάσημο.

Είναι

ίσως

το

πιο

δοξασµένο απ’ όλα τα αυγά». «Αρχίζω να µην καταλαβαίνω». «Μιλώ για το αυγό του Κολόµβου». «Α, ναι. Φυσικά». «Ξέρετε την ιστορία;» «Όλος ο κόσµος την ξέρει». «Είναι γοητευτική, έτσι δεν είναι; Όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με το πρόβλημα πώς να στήσει ένα αυγό όρθιο, απλώς το πάτησε ελαφρά στο κάτω μέρος, σπάζοντας το κέλυφος τόσο ώστε να δημιουργήσει ένα επίπεδο σημείο που θα στήριζε το

αυγό,

μόλις

εκείνος

τραβούσε

το

χέρι

του». «Έπιασε το κόλπο». «Και

βέβαια

μεγαλοφυΐα.

έπιασε.

Αναζητούσε

Ο τον

Κολόμβος Παράδεισο

ήταν και

ανακάλυψε τον Νέο Κόσμο. Δεν είναι ακόμη πολύ αργά γι’ αυτόν για να γίνει Παράδεισος». «Πράγµατι». «Παραδέχομαι ότι μέχρι τώρα τα πράγματα δεν

πήγαν πολύ καλά. Όμως ακόμη υπάρχει ελπίδα. Οι Αμερικανοί ποτέ δεν έχασαν την επιθυμία να ανακαλύπτουν νέους κόσµους. Θυµάστε τι συνέβη το 1969;» «Εγώ θυμάμαι πολλά πράγματα. Εσείς τι έχετε στο µυαλό σας;» «Οι

άνθρωποι

Σκεφτείτε

το,

περπάτησαν

αγαπητέ

κύριε!

στο Οι

φεγγάρι. άνθρωποι

περπάτησαν στο φεγγάρι». «Ναι, το θυμάμαι. Σύμφωνα με τον Πρόεδρο Νίξον, αυτό ήταν το μεγαλύτερο γεγονός από καταβολής κόσµου». «Δίκιο είχε. Το μόνο έξυπνο πράγμα που είπε ποτέ αυτός ο άνθρωπος. Κι εσείς με τι νομίζετε ότι µοιάζει το φεγγάρι;» «Δεν έχω ιδέα». «Ελάτε, ελάτε, σκεφτείτε πάλι». «Ω, ναι. Τώρα καταλαβαίνω τι εννοείτε». «Η ομοιότητα βεβαίως δεν είναι τέλεια. Η αλήθεια όμως είναι ότι, σε κάποιες φάσεις, ιδίως

σε μια νύχτα χωρίς σύννεφα, το φεγγάρι μοιάζει πολύ µε ένα αυγό». «Ναι. Μοιάζει πολύ». Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε μια σερβιτόρα με το πρωινό του Στίλμαν και το άφησε στο τραπέζι μπροστά του. Ο γέρος κοίταξε το φαγητό με πολλή όρεξη. Σήκωσε ευπρεπώς με το δεξί του χέρι ένα μαχαίρι και έσπασε το κέλυφος του μελάτου αυγού του. «Όπως βλέπετε, κύριε, δεν έχω αφήσει πέτρα που να μην την έχω σηκώσει» είπε.

Η τρίτη συνάντηση έγινε αργότερα την ίδια μέρα. Το απόγευμα προχωρούσε, με το φως να πέφτει σαν γάζα πάνω στα τούβλα και τα φύλλα, με τις σκιές

να

μακραίνουν.

Και

πάλι

ο

Στίλμαν

αποτραβήχτηκε στο Ρίβερσαϊντ Παρκ, αυτή τη φορά στην άκρη του, πηγαίνοντας να ξεκουραστεί σ’ ένα ύψωμα στο ύψος της 84ης Οδού, γνωστό ως Μάουντ Τομ. Στο ίδιο σημείο, τα καλοκαίρια του

1843 και του 1844, ο Έντγκαρ Άλαν Πόε είχε περάσει ατέλειωτες ώρες ατενίζοντας τον ποταμό Χάντσον. Ο Κουίν το ήξερε αυτό, επειδή είχε αναγάγει σε προσωπική του υπόθεση το να μαθαίνει τέτοια πράγματα. Τώρα πια, καθόταν κι ο ίδιος συχνά εκεί. Τώρα φοβόταν ελάχιστα σε σχέση με αυτά που έπρεπε να κάνει. Έφερε βόλτα το μέρος δυο τρεις φορές, αλλά δεν κατάφερε να τραβήξει την προσοχή του Στίλμαν. Έπειτα κάθισε πλάι στον γέρο και τον χαιρέτησε. Απίστευτο. Ο Στίλμαν δεν τον αναγνώρισε. Ήταν η τρίτη φορά που του συστηνόταν. Κάθε φορά ήταν λες κι ο Κουίν γινόταν κάποιος άλλος. Δεν μπορούσε να κρίνει αν αυτό ήταν καλό σημάδι ή κακό. Αν ο Στίλμαν υποκρινόταν, ήταν ένας ηθοποιός που δεν υπήρχε ταίρι του στον κόσμο. Επειδή κάθε φορά που εμφανιζόταν ο Κουίν, το έκανε αιφνιδιαστικά. Ο Στίλμαν όμως ούτε τα μάτια του δεν ανοιγόκλεινε. Από την άλλη, αν όντως ο Στίλμαν δεν τον

αναγνώριζε, τότε τι σήμαινε αυτό; Μπορούσε κάποιος να μένει σε τέτοιο βαθμό ανεπηρέαστος από τα πράγµατα που έβλεπε; Ο γέρος τον ρώτησε ποιος ήταν. «Λέγοµαι Πίτερ Στίλµαν». «Αυτό είναι το δικό μου όνομα» απάντησε ο Στίλµαν. «Εγώ είµαι ο Πίτερ Στίλµαν». «Εγώ είµαι ο άλλος Πίτερ Στίλµαν» είπε ο Κουίν. «Ω, εννοείς ο γιος μου. Ναι, αυτό είναι πιθανόν. Του μοιάζεις. Ο Πίτερ, βέβαια, είναι ξανθός ενώ εσύ μελαχρινός. Οι άνθρωποι όμως αλλάζουν, έτσι δεν είναι; Τη µια στιγµή είµαστε το ένα κι έπειτα γινόµαστε κάτι άλλο». «Ακριβώς». «Συχνά αναρωτιόμουν για σένα, Πίτερ. Πολλές φορές σκέφτηκα πώς τα περνάς». «Τώρα είµαι πολύ καλύτερα, ευχαριστώ». «Χαίρομαι που το ακούω. Κάποιος κάποτε μου είπε ότι πέθανες. Πολύ µε λύπησε αυτό». «Όχι, ανάρρωσα πλήρως».

«Αυτό το βλέπω. Φαίνεσαι μια χαρά. Και μιλάς τόσο ωραία». «Τώρα όλες οι λέξεις είναι στη διάθεσή μου. Ακόμα και αυτές με τις οποίες οι περισσότεροι άνθρωποι δυσκολεύονται. Μπορώ να τις πω όλες». «Είµαι περήφανος για σένα, Πίτερ». «Όλα σ’ εσένα τα οφείλω». «Τα παιδιά είναι μεγάλη ευλογία. Πάντα το έλεγα αυτό. Μια ασύγκριτη ευλογία». «Είµαι σίγουρος γι’ αυτό». «Όσο για μένα, έχω τις καλές μου μέρες, έχω και τις

κακές. Όταν έρχονται κακές

μέρες,

σκέφτομαι εκείνες που ήταν καλές. Η μνήμη είναι μεγάλη ευλογία, Πίτερ. Το δεύτερο καλύτερο πράγµα µετά τον θάνατο». «Αναµφίβολα». «Πρέπει, βεβαίως, να ζούμε και το παρόν. Αυτή τη στιγμή, για παράδειγμα, βρίσκομαι στη Νέα Υόρκη. Αύριο, θα μπορούσα να είμαι κάπου αλλού. Βλέπεις, ταξιδεύω πολύ. Σήμερα είμαι

εδώ, αύριο είμαι φευγάτος. Αυτό είναι μέρος της δουλειάς µου». «Θα πρέπει να είναι διεγερτικό». «Ναι, είναι πολύ διεγερτικό. Το μυαλό μου δεν σταµατά ποτέ». «Χαίροµαι που το ακούω». «Η αλήθεια είναι ότι τα χρόνια βαραίνουν. Έχουμε όμως τόσα πράγματα για τα οποία πρέπει να είμαστε ευγνώμονες. Ο χρόνος μάς κάνει να γερνάμε, ταυτοχρόνως όμως μας δίνει τη μέρα και τη νύχτα. Κι όταν πεθάνουμε, πάντα θα υπάρχει κάποιος για να πάρει τη θέση µας». «Όλοι γερνάµε». «Όταν θα έχεις γεράσει κι εσύ, μπορεί να έχεις έναν γιο που θα σε παρηγορεί». «Θα το ήθελα». «Τότε θα πρέπει να σταθείς τόσο τυχερός όσο στάθηκα κι εγώ. Να το θυμάσαι, Πίτερ, τα παιδιά είναι µεγάλη ευλογία». «Δεν θα το ξεχάσω».

«Και να θυμάσαι επίσης ότι δεν μπορείς να βάζεις όλα τ’ αυγά σου σ’ ένα καλάθι. Και αντιστρόφως,

μη

μετράς

τα

κοτόπουλά

σου

προτού αυτά σκάσουν µύτη απ’ τ’ αυγό». «Όχι. Προσπαθώ να παίρνω τα πράγματα όπως έρχονται». «Και το τελευταίο, ποτέ μη λες ότι είναι ψέμα ένα πράγµα που το ξέρεις µε την καρδιά σου». «Δεν θα το πω». «Είναι κακό πράγμα να λες ψέματα. Σε κάνει να λυπάσαι την ώρα και τη στιγμή που γεννήθηκες. Και το να μη γεννηθείς είναι μια κατάρα. Είσαι υποχρεωμένος να ζήσεις εκτός χρόνου. Κι όταν ζεις εκτός χρόνου, δεν υπάρχει μέρα και νύχτα. Δεν έχεις ούτε την ευκαιρία να πεθάνεις». «Καταλαβαίνω». «Ένα ψέμα δεν μπορεί ποτέ να αναιρεθεί. Ακόμα και η αλήθεια δεν αρκεί. Πατέρας είμαι και ξέρω απ’ αυτά τα πράγµατα. Να θυµάσαι τι συνέβη στον δικό μας εθνοπατέρα. Έκοψε την κερασιά κι

έπειτα είπε στον πατέρα του: “Δεν μπορώ να πω ψέματα”. Λίγο αργότερα, πέταξε το νόμισμα στο ποτάμι. Αυτές οι δύο ιστορίες είναι κρίσιμα γεγονότα στην αμερικανική ιστορία. Ο Τζορτζ Ουάσινγκτον έκοψε το δέντρο κι έπειτα πέταξε τα λεφτά. Καταλαβαίνεις; Μας έλεγε μια ουσιαστική αλήθεια. Για την ακρίβεια, ότι τα λεφτά δεν φυτρώνουν στα δέντρα. Αυτό έκανε τη χώρα μας μεγάλη,

Πίτερ.

Τώρα

η

εικόνα

του

Τζορτζ

Ουάσινγκτον βρίσκεται σε κάθε χαρτονόμισμα δολαρίου. Αυτό είναι ένα σημαντικό μάθημα που θα πρέπει να διδαχτούµε απ’ όλα αυτά». «Συµφωνώ µαζί σου». «Βεβαίως, ήταν ατύχημα που κόπηκε το δέντρο. Επειδή εκείνο το δέντρο ήταν το Δέντρο της Ζωής και

θα

μας

έκανε

αθάνατους.

Τώρα

καλωσορίζουμε τον θάνατο με ανοιχτές αγκάλες, ιδίως όταν γεράσουμε. Ο εθνοπατέρας μας όμως γνώριζε το καθήκον του. Δεν μπορούσε να πράξει αλλιώς. Αυτό είναι το νόημα της φράσης

“Η ζωή

είναι ένα μπολ με κεράσια

”. Αν το δέντρο έμενε

όρθιο, εµείς θα είχαµε την αιώνια ζωή». «Ναι, καταλαβαίνω τι εννοείς». «Έχω ένα σωρό τέτοιες ιδέες στο κεφάλι μου. Το μυαλό μου δεν σταματά ποτέ. Πάντα ήσουν έξυπνο

παιδί,

Πίτερ,

και

χαίρομαι

που

καταλαβαίνεις». «Μπορώ θαυµάσια να σε παρακολουθήσω». «Ένας πατέρας πρέπει πάντα να διδάσκει τον γιο του τα μαθήματα που πήρε ο ίδιος. Έτσι η γνώση περνά από γενιά σε γενιά κι εμείς γινόμαστε σοφότεροι». «Δεν θα ξεχάσω όσα µου είπες». «Τώρα µπορώ να πεθάνω ευτυχισµένος, Πίτερ». «Χαίροµαι». «Εσύ όµως δεν πρέπει να ξεχάσεις τίποτα». «Δεν θα ξεχάσω, πατέρα. Το υπόσχοµαι».

Την άλλη μέρα το πρωί, τη συνηθισμένη ώρα, ο Κουίν βρισκόταν μπροστά στο ξενοδοχείο. Τελικά

ο καιρός είχε αλλάξει. Έπειτα από δυο βδομάδες με φωτεινό ουρανό, τώρα ένα ψιλόβροχο έπεφτε πάνω από τη Νέα Υόρκη και οι δρόμοι γέμιζαν με τον ήχο των υγρών, κινούμενων ελαστικών. Για μία ώρα

ο

Κουίν

προφυλασσόταν

καθόταν

με

μια

στο

μαύρη

παγκάκι,

ομπρέλα

και

σκεφτόταν ότι ο Στίλμαν μπορούσε να εμφανιστεί ανά πάσα στιγμή. Έπινε αργά τον καφέ του και μασούλαγε το φραντζολάκι του, διάβαζε την περιγραφή για το πώς Κυριακή, Υπομονή,

κι

ακόμη

έχασαν οι Μετς

ούτε

μονολόγησε,

ίχνος και

του

την

γέρου.

βάλθηκε

να

ξεκοκαλίζει την υπόλοιπη εφημερίδα. Πέρασαν σαράντα λεπτά. οικονομικά

και

Έφτασε πάνω που

στις

σελίδες

ήταν έτοιμος

με

τα να

διαβάσει ένα άρθρο για τη συγχώνευση των εταιρειών, άξαφνα η βροχή δυνάμωσε. Σηκώθηκε απρόθυμα από το παγκάκι του και μετακινήθηκε προς ένα κατώφλι στην πλευρά του δρόμου που βρισκόταν απέναντι απ’ το ξενοδοχείο. Με τα

παπούτσια του βρεγμένα, στεκόταν εκεί μιάμιση ώρα περίπου. Αναρωτιόταν μήπως ο Στίλμαν ήταν άρρωστος. Ο Κουίν προσπάθησε να τον φανταστεί ξαπλωμένο στο κρεβάτι του, να ιδροκοπάει από τον πυρετό. Ίσως ο γέρος είχε πεθάνει στη διάρκεια της νύχτας και ακόμη δεν είχαν βρει το πτώμα του. Συμβαίνουν αυτά τα πράγµατα, είπε µέσα του. Σήμερα θα ήταν μια κρίσιμη μέρα, και ο Κουίν είχε κάνει λεπτομερή και σχολαστικά σχέδια. Τώρα οι

υπολογισμοί

του

πήγαιναν

στράφι.

Τον

ενοχλούσε που δεν είχε λάβει υπόψη του αυτό το ενδεχόµενο. Παρ’ όλα αυτά, δίσταζε. Καθόταν εκεί κάτω από την ομπρέλα του, παρακολουθώντας τη βροχή να κυλά σε μικρές, λεπτές σταγόνες. Κατά τις έντεκα άρχισε

να

αργότερα,

παίρνει διέσχισε

μια

απόφαση.

τον

δρόμο,

Μισή

ώρα

περπάτησε

σαράντα βήματα κατηφορίζοντας το τετράγωνο και μπήκε στο ξενοδοχείο του Στίλμαν. Το ξενοδοχείο

βρομούσε κατσαριδοκτόνο και σβησμένα τσιγάρα. Λίγοι ένοικοι, μην έχοντας πού να πάνε μέσα στη βροχή, κάθονταν στο ισόγειο ξαπλωμένοι φαρδιοί πλατιοί σε πορτοκαλί πλαστικές καρέκλες. Το μέρος έμοιαζε κενό, μια κόλαση από μπαγιάτικες σκέψεις. Ένας μεγαλόσωμος μαύρος άντρας καθόταν πίσω

από

τη

ανασηκωμένα.

ρεσεψιόν Ο

ένας

με

τα

αγκώνας

μανίκια

του

του

ήταν

ακουμπισμένος πάνω στον πάγκο και το κεφάλι του στηριζόταν στο ανοιγμένο χέρι του. Με το άλλο χέρι γυρνούσε τις σελίδες μιας εφημερίδας σε σχήμα ταμπλόιντ, σταματώντας μετά βίας για να διαβάσει τις λέξεις. Έδειχνε ότι είχε βαρεθεί τη ζωή του εκεί µέσα. «Θα ήθελα να αφήσω ένα μήνυμα για κάποιον από τους φιλοξενούµενούς σας» είπε ο Κουίν. Ο άντρας σήκωσε αργά το βλέμμα πάνω του, λες και του ευχόταν να εξαφανιστεί. «Δεν έχουμε φιλοξενούμενους εδώ» απάντησε ο

άντρας. «Εµείς τους λέµε ενοίκους». «Για κάποιον από τους ενοίκους, λοιπόν. Θα ήθελα να αφήσω ένα µήνυµα». «Και ποιος θα μπορούσε να ’ναι αυτός, δικέ µου;» «Ο Στίλµαν. Ο Πίτερ Στίλµαν». Ο άντρας έκανε για μια στιγμή ότι σκεφτόταν, έπειτα κούνησε το κεφάλι του. «Όχι. Δεν μπορώ να θυµηθώ κανέναν µ’ αυτό το όνοµα». «Δεν έχεις κανένα βιβλίο πελατών;» «Ναι, έχουµε. Είναι όµως στο χρηµατοκιβώτιο». «Στο χρηµατοκιβώτιο; Τι µου λες τώρα;» «Σου μιλώ για το βιβλίο πελατών, δικέ μου. Το αφεντικό γουστάρει να το ’χει κλειδωμένο στο χρηµατοκιβώτιο». «Να υποθέσω ότι δεν ξέρεις τον συνδυασµό, ε;» «Λυπάµαι. Μόνο το αφεντικό τον ξέρει». Ο Κουίν αναστέναξε, έψαξε την τσέπη του και έβγαλε ένα πεντοδόλαρο. Το χτύπησε πάνω στη ρεσεψιόν κρατώντας το όµως µε το χέρι του.

«Δεν φαντάζομαι να ’χεις κάνα αντίγραφο του βιβλίου, ε;» ρώτησε. «Μπορεί» έκανε ο άντρας. «Θα πρέπει να κοιτάξω στο γραφείο µου». Ο άντρας σήκωσε την εφημερίδα που ήταν απλωμένη πάνω στον πάγκο. Από κάτω βρισκόταν το βιβλίο. «Ένα

τυχερό

διάλειμμα»

είπε

ο

Κουίν

σηκώνοντας το χέρι του από τα χρήµατα. «Ναι, σήμερα, φαντάζομαι, είναι η τυχερή μου μέρα»

απάντησε

ο

άντρας,

γλιστρώντας

το

χαρτονόμισμα πάνω στον πάγκο και ρίχνοντάς το στην τσέπη του. «Μου ξαναλές πώς λένε τον φίλο σου;» «Στίλµαν. Ένας γέρος µε άσπρα µαλλιά». «Ο τύπος µε το παλτό;» «Σωστά». «Εµείς τον λέµε Καθηγητή». «Αυτός είναι ο άνθρωπός μου. Έχεις αριθμό δωµατίου; Ήρθε εδώ πριν από δυο βδοµάδες πάνω

κάτω». Ο υπάλληλος άνοιξε το βιβλίο πελατών, γύρισε τις σελίδες και έσυρε το δάχτυλό του πάνω στη στήλη

με

τα

ονόματα

και

τους

αριθμούς.

«Στίλµαν» είπε. «Δωµάτιο 303, δεν είναι πια εδώ». «Τι;» «Έφυγε». «Τι µου λες;» «Άκου, δικέ μου. Εγώ σου λέω τι γράφει εδώ πέρα. Ο Στίλµαν έφυγε χθες τη νύχτα. Έφυγε». «Αυτό είναι το πιο παλαβό πράγμα που άκουσα ποτέ». «Δεν με νοιάζει εμένα τι είναι. Όλα είναι εδώ, γραµµένα µε λεπτοµέρειες». «Σου άφησε καµιά διεύθυνση;» «Πλάκα µου κάνεις;» «Τι ώρα έφυγε;» «Θα

πρέπει

να

ρωτήσεις

νυχτερινό. Έρχεται στις οκτώ». «Μπορώ να δω το δωµάτιο;»

τον

Λούι,

τον

«Λυπάμαι. Το νοίκιασα σήμερα το πρωί. Ο τύπος είναι πάνω και κοιµάται». «Πώς φαινόταν;» «Πολλά ρωτάς για πέντε δολάρια». «Ξέχνα

το»

είπε

ο

Κουίν

κουνώντας

απελπισµένα το χέρι του. «Δεν έχει σηµασία».

Γύρισε

στο

διαμέρισμά

του

ενώ

έβρεχε

καταρρακτωδώς και, μολονότι κρατούσε ομπρέλα, έγινε μούσκεμα. Τόσο πολλά για τις λειτουργίες, είπε μέσα του. Τόσο πολλά για το νόημα των λέξεων. Πέταξε αηδιασμένος την ομπρέλα στο πάτωμα του καθιστικού του. Έπειτα έβγαλε το σακάκι του και το εκσφενδόνισε στον τοίχο. Το νερό πετάχτηκε παντού. Τηλεφώνησε στη Βιρτζίνια Στίλμαν, νιώθοντας πολύ αμήχανος για να κάνει οτιδήποτε άλλο. Τη στιγμή που εκείνη απάντησε, αυτός κόντευε να κατεβάσει το ακουστικό. «Τον έχασα» είπε.

«Είσαι σίγουρος;» «Έφυγε από το δωμάτιό του χθες τη νύχτα. Δεν ξέρω πού βρίσκεται». «Φοβάµαι, Πολ». «Είχες νέα του;» «Δεν

ξέρω.

Έτσι

νομίζω,

αλλά

δεν

είμαι

σίγουρη». «Τι σηµαίνει αυτό;» «Ο

Πίτερ

απάντησε

σήμερα

το

πρωί

στο

τηλέφωνο, ενώ εγώ έκανα μπάνιο. Δεν μου λέει ποιος ήταν. Πήγε στο δωμάτιό του, έκλεισε τις κουρτίνες και αρνείται να µιλήσει». «Αυτό όµως το έχει κάνει ξανά». «Ναι. Γι’ αυτό δεν είμαι σίγουρη. Το είχε κάνει όµως πριν από πολύ καιρό». «Άσχηµο µου ακούγεται». «Γι’ αυτό φοβάµαι κι εγώ». «Μη φοβάσαι. Έχω μερικές επεξεργαστώ τώρα αµέσως». «Πώς θα σε βρω;»

ιδέες. Θα τις

«Θα σου τηλεφωνώ κάθε δυο ώρες εγώ, όπου κι αν βρίσκοµαι». «Μου το υπόσχεσαι;» «Ναι, σ’ το υπόσχοµαι». «Φοβάµαι τόσο πολύ, δεν το αντέχω». «Δικό μου είναι το λάθος. Έκανα ένα ηλίθιο λάθος και λυπάµαι γι’ αυτό». «Όχι, μην τα ρίχνεις στον εαυτό σου. Κανείς δεν μπορεί να παρακολουθεί έναν άνθρωπο είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Είναι αδύνατο. Θα πρέπει να τρυπώσει στο πετσί του». «Εκεί ακριβώς είναι το πρόβλημα. Νόμισα ότι είχα µπει στο πετσί του». «Δεν είναι πολύ αργά τώρα, έτσι δεν είναι;» «Όχι. Έχουμε ακόμη άφθονο χρόνο. Δεν θέλω να ανησυχείς». «Θα προσπαθήσω να µην ανησυχώ». «Εντάξει. Θα επικοινωνώ µαζί σου». «Κάθε δυο ώρες;» «Κάθε δυο ώρες».

Έκλεισε τη συζήτηση μάλλον ευγενικά. Σε πείσμα των πάντων, κατάφερε να κρατήσει ήρεμη τη Βιρτζίνια Στίλμαν. Δυσκολευόταν να το πιστέψει, αλλά εκείνη έδειχνε να τον εμπιστεύεται ακόμη. Όχι ότι αυτό θα βοηθούσε σε κάτι. Επειδή η αλήθεια ήταν ότι της είχε πει ψέματα. Δεν είχε µερικές ιδέες. Δεν είχε ούτε µία ιδέα.

10

ΤΩΡΑ Ο ΣΤΙΛΜΑΝ ΕΙΧΕ ΦΥΓΕΙ.

Ο γέρος είχε γίνει

μέρος της πόλης. Ήταν ένας κόκκος, ένα σημείο στίξης, ένα τούβλο σ’ έναν ατέλειωτο τοίχο από τούβλα. Ο Κουίν θα μπορούσε να περπατά καθημερινά στους δρόμους για την υπόλοιπη ζωή του και παρ’ όλα αυτά να μην τον βρει ποτέ. Τα πάντα είχαν περιοριστεί στην τύχη, ένας εφιάλτης από αριθμούς και πιθανότητες. Δεν υπήρχαν κλειδιά, οδηγίες, κινήσεις που έπρεπε να γίνουν. Ο

Κουίν

έκανε

μια

νοερή

αναδρομή

στο

ξεκίνημα της υπόθεσης. Δουλειά του ήταν να προστατεύσει τον Πίτερ, όχι να παρακολουθεί τον

Στίλμαν. Αυτό υπήρξε απλώς μια μέθοδος, ένας τρόπος να προσπαθήσει να προβλέψει τι θα συνέβαινε.

Παρακολουθώντας

τον

Στίλμαν,

θεωρητικά θα µάθαινε ποιες ήταν οι προθέσεις του απέναντι

στον

Πίτερ.

Δυο

βδομάδες

παρακολουθούσε τον γέρο. Τι μπόρεσε, λοιπόν, να συμπεράνει; Όχι πολλά. Η συμπεριφορά του Στίλμαν

υπήρξε

πολύ

σκοτεινή

για

να

του

προσφέρει κάποια στοιχεία. Υπήρχαν, βεβαίως, κάποια ακραία μέτρα που θα μπορούσαν να λάβουν. Θα μπορούσε να προτείνει στη Βιρτζίνια Στίλμαν να ζητήσει έναν απόρρητο αριθμό

τηλεφώνου.

Αυτό

θα

απέκλειε

τις

ενοχλητικές κλήσεις, προσωρινά τουλάχιστον. Αν αυτό

αποτύγχανε,

εκείνη

και

ο

Πίτερ

θα

μπορούσαν να μετακομίσουν. Θα μπορούσαν να φύγουν από τη γειτονιά τους ή να εγκαταλείψουν τελείως την πόλη. Στη χειρότερη περίπτωση, θα μπορούσαν να αποκτήσουν νέες ταυτότητες, να ζήσουν µε διαφορετικά ονόµατα.

Αυτή η τελευταία σκέψη τού θύμισε κάτι ενδιαφέρον. Συνειδητοποίησε ότι μέχρι τώρα ποτέ δεν είχε αναρωτηθεί σοβαρά για τις συνθήκες κάτω από τις

οποίες

πράγματα εκείνος

έγινε η πρόσληψή του. Τα

συνέβησαν το

πήρε

υποκαθιστούσε οικειοποιήθηκε

υπερβολικά ως

τον αυτό

δεδομένο

Πολ το

γρήγορα ότι

Όστερ.

όνομα,

σκέφτεται τον ίδιο τον Όστερ. Αν

κι θα

Μόλις

έπαψε

να

ο άνθρωπος

αυτός ήταν καλός ντετέκτιβ, όπως οι Στίλμαν πίστευαν, ίσως θα μπορούσε να βοηθήσει στην υπόθεση. Ο Κουίν θα του έλεγε όλη την αλήθεια, ο Όστερ θα τον συγχωρούσε και θα δούλευαν από κοινού για να σώσουν τον Πίτερ Στίλµαν. Έψαξε στον Χρυσό Οδηγό για να βρει το Γραφείο Ερευνών Όστερ. Δεν υπήρχε κάτι. Βρήκε ωστόσο το όνομα.

Υπήρχε

κά

ποιος

Πολ Όστερ

Μανχάταν, έμενε στη λεωφόρο Ρίβερσα

στο

ϊντ, όχι

μακριά από το σπίτι του Κουίν. Δεν υπήρχε καμιά αναφορά σε γραφείο ερευνών, αλλά αυτό δεν

σήμαινε κατ’ ανάγκην κάτι. Ίσως αυτός ο Όστερ είχε τόση δουλειά που δεν ήθελε να διαφημίζεται. Ο Κουίν σήκωσε το τηλέφωνο και ήταν έτοιμος να σχηματίσει το νούμερο όταν το ξανασκέφτηκε καλύτερα. Η συζήτηση αυτή ήταν πολύ σημαντική για να την κάνει από το τηλέφωνο. Δεν ήθελε να ρισκάρει μια απόρριψη. Εφόσον ο Όστερ δεν είχε γραφείο, αυτό σήμαινε ότι δούλευε στο σπίτι. Ο Κουίν θα πήγαινε εκεί και θα του μιλούσε πρόσωπο µε πρόσωπο. Η βροχή τώρα είχε σταματήσει και, μολονότι ο ουρανός ήταν ακόμη γκρίζος, ο Κουίν μπορούσε να δει εκεί μακριά προς τα δυτικά μια μικρή αχτίδα φωτός να διαπερνά τα σύννεφα. Καθώς ανηφόριζε τη Ρίβερσαϊντ Ντράιβ, συνειδητοποίησε το γεγονός ότι δεν παρακολουθούσε πια τον Στίλμαν. Ένιωσε σαν να είχε χάσει τον μισό εαυτό του. Για δυο βδομάδες ένα αόρατο νήμα τον έδενε με τον γέρο. Ό,τι έκανε ο Στίλμαν το έκανε κι αυτός. Όπου κι αν πήγε ο Στίλμαν πήγε και ο

ίδιος. Το σώμα του δεν ήταν μαθημένο σε τούτη τη

νέα

ελευθερία

και,

για

τα

πρώτα

λίγα

τετράγωνα, περπατούσε με το παλιό συρτό βήμα. Η µαγεία είχε περάσει, ωστόσο το σώµα του δεν το ήξερε. Το κτίριο όπου έμενε ο Όστερ βρισκόταν στη μέση ενός μακριού τετραγώνου μεταξύ της 116ης και της 119ης Οδού, ακριβώς στα νότια της 13.

εκκλησίας Ρίβερσαϊντ και του τάφου του Γκραντ Ήταν ένα καλοδιατηρημένο κτίριο με γυαλισμένα πόμολα και καθαρά παράθυρα και είχε ένα ύφος αστικής σοβαρότητας που εκείνη τη στιγμή άρεσε στον Κουίν. Το διαμέρισμα του Όστερ βρισκόταν στον ενδέκατο όροφο και ο Κουίν χτύπησε το κουδούνι περιμένοντας ν’ ακούσει μια φωνή να του μιλά από το θυροτηλέφωνο. Η πόρτα όμως άνοιξε αμέσως. Ο Κουίν μπήκε στο χολ και πήρε το ασανσέρ. Ένας

άντρας

άνοιξε

την

πόρτα

του

διαμερίσματος. Ήταν ένας ψηλός, μελαχρινός

τύπος γύρω στα τριάντα πέντε, με τσαλακωμένα ρούχα και γένια δυο ημερών. Στο δεξί του χέρι, στερεωμένη ανάμεσα στον αντίχειρα και τα δυο πρώτα δάχτυλα, κρατούσε μια πένα και είχε ακόμη τη στάση της γραφής. Ο άντρας φάνηκε να εκπλήσσεται βρίσκοντας έναν άγνωστο να στέκεται απέναντί του. «Ναι;» ρώτησε διστακτικά. Ο Κουίν μίλησε με τον πιο ευγενικό τόνο που µπορούσε να επιστρατεύσει. «Περιµένατε κάποιον άλλον;» «Η αλήθεια είναι ότι περίμενα τη γυναίκα μου. Γι’ αυτό και άνοιξα την πόρτα χωρίς να ρωτήσω ποιος ήταν». «Λυπάμαι που σας ενοχλώ» δικαιολογήθηκε ο Κουίν. «Ζητώ όµως τον Πολ Όστερ». «Εγώ είµαι ο Πολ Όστερ» είπε ο άντρας. «Αναρωτιέμαι αν θα μπορούσα να σας μιλήσω. Είναι ιδιαίτερα σηµαντικό». «Πρώτα θα πρέπει να μου πείτε περί τίνος

πρόκειται». «Μόλις που ξέρω κι εγώ». Ο Κουίν έριξε μια σοβαρή ματιά στον Όστερ. «Φοβάμαι ότι είναι περίπλοκο. Πολύ περίπλοκο». «Έχετε ένα όνοµα;» «Συγγνώµη. Και βέβαια έχω. Κουίν». «Κουίν τι;» «Ντάνιελ Κουίν». Το όνομα φάνηκε να θυμίζει κάτι στον Όστερ και για μια στιγμή σταμάτησε αφηρημένος σαν να έψαχνε κάτι στη μνήμη του. «Κουίν» μουρμούρισε μονολογώντας. «Από κάπου το ξέρω αυτό το όνομα». Σώπασε πάλι προσπαθώντας να θυμηθεί. «Είστε ποιητής, έτσι;» «Ήμουν κάποτε» είπε ο Κουίν. «Έχω όμως να γράψω ποιήµατα εδώ και πολύ καιρό». «Εκδώσατε ένα βιβλίο εδώ και μερικά χρόνια, έτσι

δεν

είναι;

Ο

τίτλος

ήταν,

θαρρώ,

Μισοτελειωµένη δουλειά. Ένα µικρό βιβλίο µε γαλάζιο εξώφυλλο».

«Ναι. Εγώ ήµουν». «Πολύ μου άρεσε. Ήλπιζα ότι θα έβλεπα κάτι ακόμα δικό σας. Αναρωτιόμουν μάλιστα τι σας είχε συµβεί». «Είµαι ακόµη εδώ. Ας πούµε». Ο Όστερ άνοιξε κι άλλο την πόρτα και έγνεψε στον Κουίν να περάσει στο διαμέρισμα. Το εσωτερικό ήταν ένας αρκετά ευχάριστος χώρος: περίεργα σχεδιασμένος, με πολλούς μακριούς διαδρόμους, βιβλία σωριασμένα παντού, πίνακες στους τοίχους από καλλιτέχνες άγνωστους στον Κουίν

και

κάμποσα

παιδικά

παιχνίδια

σκορπισμένα στο πάτωμα∙ ένα κόκκινο φορτηγό, ένα καφέ αρκουδάκι, ένα πράσινο διαστημικό τέρας. Ο Όστερ τον οδήγησε στο καθιστικό, του έδωσε μια καρέκλα με ξεφτισμένη ταπετσαρία για να καθίσει και πήγε στην κουζίνα να φέρει μπίρα. Γύρισε με δυο μπουκάλια, τα έβαλε πάνω σ’ ένα ξύλινο κιβώτιο που χρησίμευε ως τραπεζάκι και κάθισε στον καναπέ απέναντι από τον Κουίν.

«Μήπως είναι κάποιο λογοτεχνικό θέμα αυτό που θέλετε να συζητήσουµε;» άρχισε ο Όστερ. «Όχι» είπε ο Κουίν. «Μακάρι να ήταν. Δεν είναι όµως κάτι σχετικό µε τη λογοτεχνία». «Τότε τι είναι;» Ο Κουίν έκανε μια παύση, κοίταξε ολόγυρα το δωμάτιο χωρίς να διακρίνει τίποτα και προσπάθησε ν’ αρχίσει. «Μου φαίνεται ότι έγινε ένα τρομερό λάθος. Ήρθα εδώ γυρεύοντας τον Πολ Όστερ, τον ιδιωτικό ντετέκτιβ». «Τον ποιον;» Ο Όστερ έβαλε τα γέλια και μέσα απ’ αυτό το γέλιο καταστράφηκαν όλα. Ο Κουίν συνειδητοποίησε

ότι

έλεγε

βλακείες.

Θα

μπορούσε να έχει ρωτήσει για τον αρχηγό των Ινδιάνων, τον Καθιστό Ταύρο, και να έχει το ίδιο αποτέλεσµα. «Τον ιδιωτικό ντετέκτιβ» επανέλαβε διστακτικά. «Φοβάµαι ότι πέσατε στον λάθος Πολ Όστερ». «Είστε ο µόνος στον κατάλογο». «Μπορεί» είπε ο Όστερ. «Αλλά δεν είμαι

ντετέκτιβ». «Ποιος είστε λοιπόν; Τι κάνετε;» «Είµαι συγγραφέας». «Συγγραφέας;» Ο Κουίν πρόφερε τη λέξη αυτή σαν να ήταν µοιρολόι. «Λυπάμαι» είπε ο Όστερ. «Αλλά αυτό ακριβώς τυχαίνει να είµαι». «Αν αυτό αληθεύει, τότε δεν υπάρχει ελπίδα. Όλο αυτό είναι ένα κακό όνειρο». «Δεν έχω ιδέα για ποιο πράγµα µιλάτε». Ο Κουίν τού είπε. Έπιασε τα γεγονότα από την αρχή και συνέχισε βήμα βήμα ολόκληρη την ιστορία. Η πίεση είχε μεγαλώσει μέσα του από την ώρα που ο Στίλμαν χάθηκε εκείνο το πρωί και τώρα ξεχυνόταν με τη μορφή ενός χειμάρρου από λέξεις. Μίλησε για τις τηλεφωνικές κλήσεις που απευθύνονταν στον Πολ Όστερ, για την ανεξήγητη αποδοχή της υπόθεσης εκ μέρους του, για τη συνάντησή του με τον Πίτερ Στίλμαν, για τη συζήτησή του με τη Βιρτζίνια, για το ότι διάβασε

το βιβλίο του Στίλμαν, για το ότι ακολούθησε τον Στίλμαν από τον σταθμό Γκραντ Σέντραλ, για τις καθημερινές περιπλανήσεις του γέρου, για το ταγάρι και τα σπασμένα αντικείμενα, για τους ανησυχητικούς χάρτες που σχημάτιζαν γράμματα του αλφαβήτου, για τις συζητήσεις του μαζί του, για την εξαφάνιση του Στίλµαν από το ξενοδοχείο. «Νομίζετε ότι είμαι τρελός;»

ρώτησε όταν

έφτασε στο τέλος. «Όχι» είπε ο Όστερ που άκουσε προσεκτικά τον μονόλογό του. «Αν βρισκόμουν στη θέση σας, ίσως έκανα κι εγώ τα ίδια». Τα λόγια αυτά ήταν μεγάλη ανακούφιση για τον Κουίν. Έπειτα από πολύ καιρό ένιωθε ότι το φορτίο δεν ήταν πια μονάχα δικό του. Ήθελε να αγκαλιάσει τον Όστερ και να δηλώσει ισόβια φιλία µαζί του. «Κοιτάξτε» είπε ο Κουίν. «Δεν τα σκαρφίστηκα εγώ όλα αυτά. Μέχρι και αποδείξεις έχω». Έβγαλε από

το

πορτοφόλι

του

την

επιταγή

των

πεντακοσίων δολαρίων που του είχε δώσει δυο βδοµάδες νωρίτερα η Βιρτζίνια Στίλµαν. Την έδωσε στον Όστερ. «Βλέπετε» είπε «είναι κομμένη στ’ όνοµά σας». Ο Όστερ κοίταξε πολύ προσεκτικά την επιταγή και κούνησε το κεφάλι του. «Φαίνεται τελείως αληθινή επιταγή». «Λοιπόν, είναι δική σας» είπε ο Κουίν. «Θέλω να την πάρετε». «Είναι αδύνατο να τη δεχτώ». «Για μένα είναι άχρηστη». Ο Κουίν κοίταξε ολόγυρα το διαμέρισμα και έκανε μια αόριστη χειρονομία. «Αγοράστε μερικά ακόμα βιβλία για σας. Ή λίγα παιχνίδια για το παιδί σας». «Αυτά

τα

λεφτά

τα

κερδίσατε

εσείς.

Σας

αξίζουν». Για μια στιγμή, ο Όστερ σταμάτησε. «Ωστόσο υπάρχει κάτι που θα κάνω για σας. Εφόσον η επιταγή είναι στ’ όνομά μου, θα την εξαργυρώσω εγώ για λογαριασμό σας. Θα την πάω στην τράπεζά μου αύριο το πρωί, θα την καταθέσω

στον λογαριασμό μου και θα σας δώσω τα χρήματα µόλις η επιταγή εξαργυρωθεί». Ο Κουίν δεν είπε τίποτα. «Εντάξει;»

ρώτησε

ο

Όστερ.

«Είμαστε

σύµφωνοι;» «Εντάξει» απάντησε ο Κουίν. «Θα δούμε τι θα συµβεί». Ο Όστερ ακούμπησε την επιταγή στο τραπεζάκι, σαν να έλεγε ότι η υπόθεση τακτοποιήθηκε. Έπειτα έγειρε πίσω στον καναπέ και κοίταξε τον Κουίν κατάματα. «Υπάρχει ένα ζήτημα πολύ πιο σημαντικό από την επιταγή» είπε. «Το γεγονός ότι το όνομά μου αναμείχθηκε στην υπόθεση. Αυτό δεν το καταλαβαίνω διόλου». «Αναρωτιέμαι αν είχατε κανένα πρόβλημα με το τηλέφωνό σας τώρα τελευταία. Μερικές φορές μπλέκουν οι γραμμές. Προσπαθεί κάποιος να καλέσει κάποιον, και μολονότι παίρνει τον σωστό αριθµό, πέφτει πάνω σε κάποιον άλλον». «Ναι, αυτό μου συνέβαινε παλιά. Αλλά και

χαλασμένο να ήταν το τηλέφωνό μου, αυτό δεν εξηγεί το πρόβλημα. Θα μας έλεγε γιατί η κλήση πήγαινε σε σας, όχι όμως γιατί θέλησαν να µιλήσουν πρωτίστως σ’ εµένα». «Είναι πιθανόν να γνωρίζετε τους ανθρώπους που έχουν αναµειχθεί;» «Ποτέ δεν άκουσα για τους Στίλµαν». «Μήπως κάποιος θέλησε να σας κάνει ένα αστείο;» «Δεν

χάνω

τον

καιρό

μου

με

τέτοιους

ανθρώπους». «Ποτέ δεν ξέρετε». «Γεγονός πάντως είναι ότι δεν πρόκειται γι’ αστείο.

Είναι

μια

πραγματική

υπόθεση

με

πραγµατικούς ανθρώπους». «Ναι» είπε ο Κουίν έπειτα από παρατεταμένη σιωπή. «Αυτό το έχω αντιληφθεί». Όσα μπορούσαν να κουβεντιάσουν είχαν πια τελειώσει. Πέρα από το σημείο αυτό, δεν υπήρχε τίποτα, παρά μόνο οι σκόρπιες σκέψεις ανθρώπων

που

δεν

γνώριζαν

το

παραμικρό.

Ο

Κουίν

κατάλαβε ότι έπρεπε να φύγει. Ήταν εκεί σχεδόν μία ώρα και πλησίαζε η ώρα να τηλεφωνήσει στη Βιρτζίνια Στίλμαν. Ωστόσο, δεν είχε διάθεση να φύγει. Η καρέκλα ήταν αναπαυτική και η μπίρα τον είχε χτυπήσει ελαφρώς στο κεφάλι. Αυτός ο Όστερ ήταν ο πρώτος έξυπνος άνθρωπος με τον οποίο κουβέντιαζε έπειτα από πολύ καιρό. Είχε διαβάσει

την

παλιά

δουλειά

του

Κουίν,

τη

θαύμαζε, περίμενε κι άλλα απ’ αυτόν. Παρά πάσα προσδοκία, ήταν αδύνατο για τον Κουίν να μη νιώθει ευχαριστηµένος µ’ αυτό. Κάθισαν για λίγο χωρίς να πουν κουβέντα. Στο τέλος ο Όστερ σήκωσε τους ώμους του σε μια κίνηση που έδειχνε να ομολογεί ότι είχαν φτάσει σε αδιέξοδο. «Ετοιμαζόμουν να φτιάξω κάτι να φάω. Δεν με πειράζει να το φτιάξω για δύο» είπε καθώς σηκωνόταν. Ο Κουίν δίστασε. Λες και ο Όστερ είχε διαβάσει

τις

σκέψεις

του,

μαντεύοντας

ό,τι

ακριβώς

λαχταρούσε περισσότερο∙ να φάει, να έχει μια δικαιολογία να μείνει για λίγο. «Η αλήθεια είναι ότι θα έφευγα» είπε. «Αλλά, ναι, ευχαριστώ. Λίγο φαγητό δεν θα µου έκανε κακό». «Πώς σας φαίνεται µια οµελέτα µε λουκάνικα;» «Καλό ακούγεται». Ο Όστερ αποτραβήχτηκε στην κουζίνα για να ετοιμάσει το φαγητό. Ο Κουίν θα ήθελε να προσφέρει τη βοήθειά του, αλλά δεν μπορούσε να σαλέψει από τη θέση του. Ένιωθε το κορµί του σαν πέτρα.

Ελλείψει

οποιασδήποτε

άλλης

ιδέας,

έκλεισε τα μάτια του. Στο παρελθόν, μερικές φορές τον ανακούφιζε το να κάνει τον κόσμο να εξαφανίζεται. Αυτή τη φορά όμως ο Κουίν δεν βρήκε τίποτα ενδιαφέρον μέσα στο κεφάλι του. Λες και οι σκέψεις εκεί πέρα είχαν σταματήσει. Έπειτα, μέσα από το σκοτάδι, άρχισε να ακούει μια φωνή,

μια μονότονη,

ηλίθια φωνή που

κοπάναγε την ίδια πρόταση ξανά και ξανά. «Δεν

μπορείς να φτιάξεις ομελέτα χωρίς να σπάσεις αυγά». Άνοιξε τα μάτια του για να κάνει τις λέξεις να σταµατήσουν. Υπήρχαν ψωμί και βούτυρο, κι άλλη μπίρα, μαχαιροπίρουνα, αλατοπίπερο, χαρτοπετσέτες και δυο ομελέτες πάνω σε άσπρα πιάτα. Ο Κουίν έφαγε

με

μια

αποτελειώνοντας

χοντροκομμένη

ζωντάνια,

βιαστικά το φαγητό του σε

μερικά δευτερόλεπτα. Στη συνέχεια κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια για να μείνει ήρεμος. Δάκρυα ανέβλυσαν μυστηριωδώς από τα μάτια του και η φωνή του έδειχνε να τρέμει καθώς μιλούσε, ωστόσο

κατάφερε

να

συγκρατηθεί.

Για

να

αποδείξει ότι δεν ήταν ένας εγωπαθής αχάριστος, άρχισε να ρωτά τον Όστερ για τα δικά του γραπτά. Ο Όστερ ήταν κάπως διστακτικός, αλλά στο τέλος παραδέχτηκε ότι δούλευε ένα βιβλίο με δοκίμια. Το κομμάτι που δούλευε τώρα ήταν για τον Κιχώτη. «Ένα από τα αγαπημένα μου βιβλία» είπε ο

Δον

Κουίν. «Ναι, κι εμένα. Δεν υπάρχει τίποτα σαν κι αυτό». Ο Κουίν τον ρώτησε για το δοκίµιο. «Θα έλεγα ότι μπορείτε να το αποκαλέσετε θεωρητικό, εφόσον στην ουσία δεν προσπαθώ να αποδείξω οτιδήποτε. Στην πραγματικότητα, όλα είναι πολύ ειλικρινά δοσμένα. Μια ευφάνταστη ανάγνωση, θα µπορούσατε να πείτε». «Ποιο είναι το νόηµα;» «Έχει κυρίως να κάνει με τη συγγραφή του βιβλίου. Ποιος το έγραψε και πώς γράφτηκε αυτό». «Υπάρχει καµιά απορία σχετικά µε αυτό;» «Όχι βέβαια. Εγώ όμως εννοώ το βιβλίο μέσα στο βιβλίο που έγραψε ο Θερβάντες, αυτό που φαντάστηκε πως έγραφε». «Α». «Είναι πολύ απλό. Αν θυμάστε, ο Θερβάντες κάνει ό,τι μπορεί για να πείσει τον αναγνώστη ότι

δεν είναι αυτός ο συγγραφέας. Το βιβλίο, λέει, γράφτηκε στα αραβικά από τον Σιντ Χαμέτε Μπενεντζελί.

Ο

Θερβάντες

περιγράφει

πώς

ανακάλυψε συμπτωματικά το χειρόγραφο μια μέρα στο παζάρι του Τολέδο. Πληρώνει κάποιον για να του το μεταφράσει στα ισπανικά και στο εξής παρουσιάζει τον εαυτό του απλώς ως επιμελητή της μετάφρασης. Στην ουσία, δεν μπορεί ούτε να εγγυηθεί την ακρίβεια της ίδιας της µετάφρασης». «Κι όμως συνεχίζει να λέει» πρόσθεσε ο Κουίν «ότι η εκδοχή του Σιντ Χαμέτε Μπενεντζελί είναι η μοναδική αληθινή εκδοχή της ιστορίας του Δον Κιχώτη. Όλες οι άλλες εκδοχές είναι πλαστές, γραμμένες

από

απατεώνες.

Επιμένει

να

ισχυρίζεται πως ό,τι υπάρχει στο βιβλίο συνέβη στην πραγµατικότητα». «Ακριβώς. Επειδή τελικά το βιβλίο είναι μια αντίθεση στους κινδύνους της εξαπάτησης. Δεν μπορούσε να προσφέρει ένα φανταστικό έργο για να το κάνει αυτό, έτσι δεν είναι; Όφειλε να

ισχυριστεί ότι ήταν αληθινό». «Ωστόσο,

εγώ πάντα υποπτευόμουν ότι

ο

Θερβάντες καταβρόχθιζε αυτά τα παλιά ρομάντζα. Δεν γίνεται να μισείς τόσο βίαια κάτι, παρά μόνο αν ένα κομμάτι του εαυτού σου το αγαπά επίσης. Κατά μια έννοια,

ο

Δον Κιχώτης

ήταν ένα

υποκατάστατό του». «Συμφωνώ μαζί σας. Τι καλύτερο πορτρέτο ενός συγγραφέα από το να παρουσιάσει έναν άνθρωπο µαγεµένο από τα βιβλία;» «Ακριβώς». «Εν

πάση

περιπτώσει,

εφόσον

το

βιβλίο

υποτίθεται ότι ήταν αληθινό, αυτό συνεπάγεται ότι η ιστορία έπρεπε να γραφεί από έναν αυτόπτη µάρτυρα των γεγονότων που εκτυλίσσονται µέσα σ’ αυτό. Αλλά ο Σιντ Χαμέτε, ο αναγνωρισμένος συγγραφέας, ουδέποτε εμφανίζεται. Ούτε μία φορά δεν είναι παρών στα όσα συμβαίνουν. Άρα, το ερώτημά μου είναι το εξής: Ποιος είναι ο Σιντ Χαµέτε Μπενεντζελί;»

«Ναι, καταλαβαίνω πού το πάτε». «Η θεωρία που παρουσιάζω στο δοκίμιο είναι ότι, στην πραγματικότητα, αυτός αποτελεί έναν συνδυασμό τεσσάρων διαφορετικών ανθρώπων. Ο Σάντσο Πάντσα είναι, βεβαίως, ο μάρτυρας. Δεν υπάρχει άλλος υποψήφιος, εφόσον αυτός είναι ο μόνος συνοδός του Δον Κιχώτη σε όλες του τις περιπέτειες. Ο Σάντσο όμως δεν γνωρίζει ούτε γραφή ούτε ανάγνωση. Άρα, δεν μπορεί να είναι ο συγγραφέας. Από την άλλη πλευρά, γνωρίζουμε ότι ο Σάντσο έχει το χάρισμα του λόγου. Παρά τη βλακώδη και άτοπη χρήση κάποιων λέξεων, µπορεί να μιλήσει συγκεχυμένα για

οποιον​δήποτε άλλο

ήρωα του βιβλίου. Μου φαίνεται απολύτως πιθανό να υπαγόρευσε την ιστορία σε κάποιον άλλον, και συγκεκριμένα στον κουρέα και τον παπά, τους καλούς φίλους του Δον Κιχώτη. Αυτοί έδωσαν στην ιστορία την κατάλληλη λογοτεχνική μορφή –στα ισπανικά– και στη συνέχεια έδωσαν το χειρόγραφο στον Σαμψών Καράσκο, τον πτυχιούχο από τη

Σαλαμάνκα, ο οποίος προχώρησε στη μετάφρασή του

στα

αραβικά.

Ο

Θερβάντες

βρήκε

τη

μετάφραση, επανέφερε το κείμενο στα ισπανικά κι έπειτα δημοσίευσε το βιβλίο

Οι περιπέτειες του Δον

Κιχώτη. «Γιατί όμως ο Σάντσο και οι άλλοι να μπουν σε τέτοιον κόπο;» «Για να γιατρέψουν τον Δον Κιχώτη από την τρέλα του. Θέλουν να σώσουν τον φίλο τους. Θυμηθείτε ότι στην αρχή καίνε τα βιβλία του για την

ιπποσύνη,

αυτό

όμως

δεν

έχει

κανένα

αποτέλεσμα. Ο Ιππότης της Ελεεινής Μορφής δεν λέει να απαρνηθεί τις έμμονες ιδέες του. Έπειτα, σε διάφορες περιπτώσεις, εκείνοι βγαίνουν για να τον αναζητήσουν καταφεύγοντας

σε

ποικίλες

μεταμφιέσεις –ως γυναίκα σε κατάθλιψη, ως Ιππότη των Καθρεφτών, ως Ιππότη της Λευκής Σελήνης–,

με

σκοπό

να

τον

παρασύρουν,

προκειμένου να επιστρέψει σπίτι του. Στο τέλος, όντως το κατορθώνουν. Το βιβλίο ήταν απλώς ένα

από τα κόλπα τους. Η ιδέα ήταν να κρατήσουν έναν καθρέφτη απέναντι στην τρέλα του Δον Κιχώτη,

να

καταγράψουν

καθεμιά

από

τις

παράλογες και γελοίες χίμαιρές του, ώστε όταν επιτέλους διαβάσει ο ίδιος το βιβλίο, να δει το σφάλµα στη συµπεριφορά του». «Μ’ αρέσει αυτό». «Ναι. Υπάρχει όμως μια τελευταία ανατροπή. Κατά την άποψή μου, ο Δον Κιχώτης δεν ήταν στ’ αλήθεια τρελός. Στην πραγματικότητα μόνος του ενορχήστρωσε την όλη ιστορία. Θυμηθείτε: σε όλο το βιβλίο ο Δον Κιχώτης κατατρύχεται από το ερώτημα για τις επόμενες γενιές. Αναρωτιέται ξανά και ξανά με πόση επιμέλεια ο χρονικογράφος του

κατέγραψε

τις

περιπέτειές

προϋποθέτει γνώση εκ μέρους του

του.

Αυτό

· γνωρίζει εκ

των προτέρων ότι ο χρονικογράφος αυτός υπάρχει. Και ποιος άλλος είναι αυτός εκτός από τον Σάντσο Πάντσα, τον πιστό ιπποκόμο που ο Δον Κιχώτης διάλεξε γι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό; Κατά τον

ίδιο τρόπο, διάλεξε τους άλλους τρεις για να παίξουν τους ρόλους που προόριζε γι’ αυτούς. Ο Δον

Κιχώτης

ήταν

αυτός

που

επινόησε

το

κουαρτέτο του Μπενεντζελί. Και όχι μόνο διάλεξε τους συγγραφείς, αλλά πιθανόν ήταν εκείνος που μετέφρασε το αραβικό χειρόγραφο στα ισπανικά. Δεν θα μας εξέπληττε αν το έκανε. Για έναν άνθρωπο τόσο ικανό στην τέχνη της μεταμφίεσης, το να βάψει σκούρο το δέρμα του και να φορέσει τα ρούχα ενός Μαυριτανού δεν θα ήταν και τόσο δύσκολο. Μ’ αρέσει να φαντάζομαι αυτή τη σκηνή στο

παζάρι

προσλαμβάνει

του τον

Τολέδο. Δον

Ο

Θερβάντες

Κιχώτη

για

να να

αποκρυπτογραφήσει ο ίδιος την ιστορία του Δον Κιχώτη. Υπάρχει µεγάλη οµορφιά σ’ αυτό». «Και πάλι όμως δεν εξηγήσατε γιατί ένας άνθρωπος σαν τον Δον Κιχώτη θα ήθελε να διαταράξει την ήρεμη ζωή του για να αναμειχθεί σε µια τόσο περίτεχνη απάτη». «Αυτό είναι το πιο ενδιαφέρον σημείο απ’ όλα.

Κατά την άποψή μου, ο Δον Κιχώτης έκανε ένα πείραμα. Ήθελε να δοκιμάσει την ευπιστία των συνανθρώπων

του.

Θα

ήταν

δυνατόν,

αναρωτήθηκε, να παρουσιαστεί κανείς στον κόσμο και με την ύψιστη πειθώ να αραδιάζει ψευτιές και ανοησίες;

Να

λέει

ότι

οι

ανεμόμυλοι

ήσαν

ιππότες, ότι η λεκάνη του κουρέα ήταν κράνος, ότι τα ανδρείκελα ήταν πραγματικοί άνθρωποι; Θα ήταν δυνατόν να πείσει τους άλλους ώστε να συμφωνήσουν με όσα έλεγε, έστω κι αν δεν τον πίστευαν; Με άλλα λόγια, σε ποιον βαθμό ο κόσμος θα ανεχόταν τις βλασφημίες, αν αυτές τον διασκέδαζαν; Η απάντηση είναι προφανής, δεν είναι; Σε οποιονδήποτε βαθμό. Και απόδειξη είναι ότι

ακόμη

παραμένει

διαβάζουμε άκρως

το

βιβλίο.

διασκεδαστικό.

τελικά, είναι που γυρεύ

Για

εμάς

Και

αυτό,

ουν όλοι από ένα βιβλίο:

να τους διασκεδάσει». Ο Όστερ έγειρε πίσω στον καναπέ, χαμογέλασε με μια ειρωνική ευχαρίστηση και άναψε τσιγάρο.

Προφανώς ο άνθρωπος το απολάμβανε, αλλά ο Κουίν δεν μπορούσε να αντιληφθεί την

ακριβή

φύση αυτής της απόλαυσης. Έμοιαζε με ένα είδος γέλιου δίχως ήχο, ένα αστείο που σταματούσε λίγο πριν

από

την

κορύφωσή

του,

μια

άνευ

αντικειμένου γενικευμένη ιλαρότητα. Ο Κουίν ετοιμαζόταν να πει κάτι ως απάντηση στη θεωρία του Όστερ, δεν του δόθηκε όμως η ευκαιρία. Μόλις άνοιξε το στόμα του για να μιλήσει, τον διέκοψαν

το

κουδούνισμα

κλειδιών

στην

εξώπορτα, ο ήχος της πόρτας που άνοιγε κι έπειτα έκλεινε με θόρυβο, και ξεφωνητά. Η όψη του Όστερ ζωήρεψε στο άκουσμα αυτών των ήχων. Σηκώθηκε από τον καναπέ, ζήτησε συγγνώμη από τον Κουίν και προχώρησε γρήγορα προς την πόρτα. Ο Κουίν άκουσε γέλια στον διάδρομο, πρώτα από μια γυναίκα κι έπειτα από ένα παιδί –σ’ έναν υψηλό κι έπειτα σ’ έναν υψηλότερο τόνο, σαν τον στακάτο ήχο μιας βολίδας που σφυρίζει– κι έπειτα το μπάσο γέλιο του Όστερ. «Μπαμπά, κοίτα τι

βρήκα!» είπε το παιδί. Κι έπειτα η γυναίκα εξήγησε ότι το βρήκαν κάτω στον δρόμο και πως φαινόταν εντάξει. Μια στιγμή αργότερα, άκουσε το παιδί να τρέχει προς το μέρος του διασχίζοντας το χολ. Ο μικρός όρμησε στο καθιστικό, είδε τον Κουίν και κοκάλωσε. Ήταν ένα αγόρι πέντε ή έξι χρόνων µε ξανθά µαλλιά. «Καλησπέρα» είπε ο Κουίν. Το αγόρι, που μαζεύτηκε γρήγορα από ντροπή, δεν κατάφερε να πει κάτι παραπάνω από ένα γεια. Στο αριστερό του χέρι κρατούσε ένα κόκκινο πράγμα, το οποίο ο Κουίν δεν μπορούσε να προσδιορίσει τι ήταν. Έτσι, ρώτησε το αγόρι τι ήταν αυτό. «Είναι ένα γιογιό» απάντησε ανοίγοντας το χέρι του για να του το δείξει. «Το βρήκα στον δρόµο». «Δουλεύει;» Το αγόρι, ανασήκωσε τους ώμους του με υπερβολή. «Δεν ξέρω. Η Σίρι δεν μπορεί να το κάνει. Κι εγώ δεν ξέρω πώς».

Ο

Κουίν

το

ρώτησε

αν

μπορούσε

να

προσπαθήσει και το αγόρι τον πλησίασε και του έβαλε το γιογιό στο χέρι. Καθώς εκείνος εξέταζε το γιογιό, μπορούσε να ακούσει το αγόρι να ανασαίνει

πίσω

του,

παρακολουθώντας

κάθε

κίνησή του. Το γιογιό ήταν πλαστικό, παρόμοιο μ’ εκείνα που έπαιζε πριν από πολλά χρόνια ο ίδιος, πιο

περίπλοκο

όμως,

ένα

χειροτέχνημα

της

διαστημικής εποχής. Ο Κουίν πέρασε τη θηλιά στην άκρη του σπάγγου στο μεσαίο του δάχτυλο, σηκώθηκε και έκανε μια δοκιμή. Το γιογιό έκανε έναν γλυκό, σφυριχτό ήχο καθώς κατέβαινε, και στο εσωτερικό του πετάχτηκαν σπίθες. Το αγόρι έμεινε για λίγο με κομμένη την ανάσα. Τότε το γιογιό

σταμάτησε,

κάνοντας

μια

τελευταία

ταλάντωση. «Ένας

μεγάλος

μουρμούρισε ο Κου

φιλόσοφος

είπε

κάποτε»

ίν «ότι η πορεία προς τα πάνω

και η πορεία προς τα κάτω είναι το ίδιο πράγµα». «Εσύ όμως δεν το έκανες να πάει προς τα πάνω»

είπε το αγόρι. «Μόνο προς τα κάτω πήγε». «Πρέπει να συνεχίσεις τις προσπάθειες». Ο Κουίν τύλιγε

πάλι

το

καρούλι

για μια

καινούργια προσπάθεια, όταν ο Όστερ και η γυναίκα του μπήκαν στο δωμάτιο. Εκείνος σήκωσε το βλέµµα του και είδε πρώτα τη γυναίκα. Μέσα σ’ εκείνη τη σύντομη στιγμή, κατάλαβε ότι είχε πρόβλημα. Ήταν μια ψηλή, λεπτή ξανθιά, με ακτινοβόλα οµορφιά, µε τέτοια ενεργητικότητα και ευτυχία που έκανε τα πάντα γύρω της αόρατα. Αυτό πήγαινε πολύ για τον Κουίν. Είχε την εντύπωση

ότι

ο

Όστερ

τον σάρκαζε

με

τα

πράγματα που είχε χάσει στη ζωή του, κι αυτός ανταποκρίθηκε

με

ζήλια και

μανία,

με

μια

σπαρακτική αυτολύπηση. Ναι, θα ήθελε να έχει αυτή τη γυναίκα κι αυτό το παιδί, να κάθεται ολημερίς και να μπουρδολογεί για παλιά βιβλία, να έχει γύρω του γιογιό, ομελέτες με λουκάνικα, και πένες. Προσευχήθηκε μέσα του για τη σωτηρία του.

Ο Όστερ είδε το γιογιό στο χέρι του Κουίν. «Βλέπω ότι γνωριστήκατε κιόλας. Ντάνιελ» είπε στο

αγόρι

«αυτός

είναι

ο

Ντάνιελ».

Μετά

στράφηκε στον Κουίν και είπε με το ίδιο ειρωνικό χαµόγελο: «Ντάνιελ, αυτός είναι ο Ντάνιελ». «Όλοι Ντάνιελ είναι!» είπε το αγόρι ξεσπώντας σε γέλια. «Σωστά» είπε ο Κουίν. «Εγώ είμαι εσύ κι εσύ είσαι εγώ». «Και

γύρω

γύρω

όλοι»

φώναξε

το

αγόρι,

απλώνοντας ξαφνικά τα χέρια του και γυρνώντας ολόγυρα στο δωµάτιο σαν γυροσκόπιο. «Κι αυτή είναι η γυναίκα μου, η Σίρι» είπε ο Όστερ γυρνώντας προς το µέρος της. Η γυναίκα τού χαμογέλασε, είπε ότι χαιρόταν που τον γνώρισε σαν να το εννοούσε πραγματικά, κι έπειτα του άπλωσε το χέρι της. Εκείνος το έσφιξε, νιώθοντας τα ισχνά, σχεδόν αφύσικα κόκαλά της, και τη ρώτησε αν το όνομά της ήταν νορβηγικό.

«Δεν το ξέρουν πολλοί αυτό» είπε. «Κατάγεστε από τη Νορβηγία;» «Εμμέσως» είπε εκείνη. «Μέσω του Νόρθφιλντ της Μινεσότα». Κι έπειτα γέλασε και ο Κουίν ένιωσε ένα ακόμα κομματάκι του εαυτού του να καταρρέει. «Ξέρω ότι είναι μια πρόταση της τελευταίας στιγμής» είπε ο Όστερ «αλλά αν έχετε λίγο χρόνο στη διάθεσή σας γιατί δεν μένετε να γευματίσετε µαζί µας;» «Α» έκανε ο Κουίν παλεύοντας να διατηρήσει τον αυτοέλεγχό του. «Αυτό είναι πολύ ευγενικό. Αλλά πρέπει στ’ αλήθεια να πηγαίνω. Έτσι κι αλλιώς έχω αργήσει». Έκανε μια τελευταία προσπάθεια, χαμογελώντας στη γυναίκα του Όστερ και αποχαιρετώντας με ένα νεύμα

το

παιδί.

«Γεια

σου,

Ντάνιελ»

είπε

πηγαίνοντας προς την πόρτα. Το αγόρι τον κοίταξε από την άλλη άκρη του δωματίου και γέλασε ξανά. «Αντίο, εαυτέ μου!»

είπε. Ο Όστερ τον συνόδευσε ως την έξοδο. «Θα σας τηλεφωνήσω μόλις εξαργυρωθεί η επιταγή. Είστε στον τηλεφωνικό κατάλογο;» «Ναι» είπε ο Κουίν. «Ο μοναδικός μ’ αυτό το όνοµα». «Αν με χρειαστείτε για οτιδήποτε» είπε ο Όστερ «απλώς τηλεφωνήστε µου. Θα χαρώ να βοηθήσω». Ο Όστερ έγειρε για να του σφίξει το χέρι και ο Κουίν συνειδητοποίησε ότι κρατούσε ακόμη το γιογιό. Το έδωσε στον Όστερ, τον χτύπησε απαλά στον ώµο κι έφυγε.

11

ΤΩΡΑ Ο ΚΟΥΙΝ ΔΕΝ ΒΡΙΣΚΟΤΑΝ ΠΟΥΘΕΝΑ

. Δεν

είχε τίποτα, δεν ήξερε τίποτα, ήξερε ότι δεν ήξερε τίποτα. Όχι μόνο είχε βρεθεί ξανά στην αρχή, τώρα βρισκόταν πριν από την αρχή, κι ακόμα πιο πριν, πράγμα που ήταν χειρότερο από οποιοδήποτε τέλος µπορούσε να φανταστεί. Το ρολόι του έδειχνε σχεδόν έξι. Ο Κουίν γύρισε στο σπίτι του ακολουθώντας τον ίδιο δρόμο από τον οποίο είχε έρθει, µεγαλώνοντας τις δρασκελιές του σε κάθε νέο τετράγωνο που συναντούσε. Όταν έφτασε στον δρόμο που έμενε, σχεδόν έτρεχε. Είναι 2 Ιουνίου, είπε μέσα του. Προσπάθησε να το

θυμάσαι αυτό. Είναι η Νέα Υόρκη κι αύριο θα έχουμε 3 Ιουνίου. Αν όλα πάνε καλά, την επόμενη μέρα θα έχουμε 4 Ιουνίου. Τίποτα όμως δεν είναι βέβαιο. Είχε προ πολλού περάσει η ώρα που θα τηλεφωνούσε

στη

Βιρτζίνια

Στίλμαν,

κι

αναρωτιόταν αν έπρεπε να το κάνει. Ήταν δυνατόν να την αγνοήσει; Μπορούσε τώρα να παρατήσει τα πάντα, έτσι απλά; Ναι, είπε μέσα του, ήταν δυνατόν. Μπορούσε να ξεχάσει την υπόθεση, να ξαναγυρίσει στη ρουτίνα του, να γράψει άλλο ένα βιβλίο. Μπορούσε να κάνει ένα ταξίδι αν ήθελε, ακόμα και να φύγει για λίγο από τη χώρα. Θα μπορούσε να πάει στο Παρίσι, για παράδειγμα. Ναι, ήταν δυνατόν. Αλλά και οποιοδήποτε μέρος θα του έκανε, σκέφτηκε, µα οποιοδήποτε µέρος. Καθόταν στο καθιστικό του και κοίταζε τους τοίχους. Κάποτε ήταν λευκοί, θυμόταν, τώρα όμως είχαν πάρει μια παράξενη κίτρινη απόχρωση. Ίσως κάποια μέρα βρόμιζαν κι άλλο, γίνονταν

γκρίζοι ή και καφέ ακόμα, σαν ένα κομμάτι πολυκαιρισμένου φρούτου. Ένας λευκός τοίχος γίνεται κίτρινος τοίχος, γίνεται γκρίζος τοίχος, μονολόγησε. Το χρώμα ξεθωριάζει, η πόλη με την κάπνα της το σφετερίζεται, ο σοβάς από κάτω ξεφλουδίζει. Αλλαγές, κι έπειτα κι άλλες αλλαγές. Κάπνισε ένα τσιγάρο, και μετά άλλο ένα, κι άλλο ένα. Κοίταξε τα χέρια του, είδε ότι ήταν βρόμικα και σηκώθηκε να τα πλύνει. Στο μπάνιο, με το νερό να τρέχει στον νιπτήρα, αποφάσισε να κάνει κι ένα ξύρισμα. Σαπούνισε το πρόσωπό του, πήρε ένα καθαρό ξυράφι και άρχισε να ξυρίζει τα γένια του. Για κάποιον λόγο, του ήταν δυσάρεστο να κοιτάζει τον καθρέφτη και προσπαθούσε να μην πέφτει το μάτι του στην εικόνα του. Γερνάς, είπε μέσα του, γίνεσαι ένας γερο-κλανιάρης. Έπειτα πήγε στην κουζίνα, έφαγε ένα μπολ δηµητριακά και κάπνισε άλλο ένα τσιγάρο. Τώρα ήταν επτά. Ακόμα μια φορά αναρωτήθηκε αν έπρεπε να τηλεφωνήσει στη Βιρτζίνια Στίλμαν.

Καθώς γυρόφερνε την ερώτηση στο μυαλό του, σκέφτηκε ότι δεν είχε πια καμία γνώμη. Σκέφτηκε το επιχείρημα να κάνει την κλήση και ταυτόχρονα το επιχείρημα να μην την κάνει. Στο τέλος, οι κανόνες καλής συμπεριφοράς ήταν αυτοί που πήραν την απόφαση. Δεν θα ήταν τίμιο να εξαφανιστεί χωρίς πρώτα να της το πει. Ύστερα απ’ αυτό,

η

εξαφάνισή

αποδεκτή.

Αφού

σκοπεύεις

να

του

λες

κάνεις,

θα

στους

ήταν

απολύτως

ανθρώπους

σκέφτηκε,

μετά

τι

είσαι

ελεύθερος να κάνεις ό,τι θες εσύ. Η

γραμμή

πάντως

ήταν

απασχολημένη.

Περίμενε πέντε λεπτά και κάλεσε πάλι. Δεν κατάφερε

όμως

να

πιάσει

γραμμή.

Για

την

επόμενη ώρα ο Κουίν καλούσε και περίμενε εναλλάξ, με το ίδιο πάντα αποτέλεσμα. Στο τέλος κάλεσε το κέντρο και ρώτησε αν το τηλέφωνο ήταν χαλασμένο. Θα είχε χρέωση τριάντα σεντς, του είπαν. Έπειτα ακούστηκε ένα κροτάλισμα στα σύρματα, στη συνέχεια ο ήχος της κλήσης, κι

άλλες φωνές. Μετά η πρώτη γυναίκα τού μίλησε ξανά: η γραµµή ήταν απασχοληµένη. Ο Κουίν δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Υπήρχαν τόσες πιθανότητες που δεν ήξερε από πού ν’ αρχίσει. Ο Στίλμαν; Το ακουστικό να μην έχει ακουμπήσει καλά; Κάποιος άλλος; Επέστρεψε στην τηλεόραση και παρακολούθησε τους δυο πρώτους γύρους από το παιχνίδι των Μετς. Έπειτα τηλεφώνησε πάλι. Τα ίδια. Στο ξεκίνημα του τρίτου γύρου, η ομάδα του Σεντ Λούις σκόραρε με ένα περπάτημα, μία κλεμμένη βάση,

ένα άουτ και μία θυσία

14.

Οι

Μετς

ισοφάρισαν στο δικό τους μισό του γύρου με ένα διπλό σκορ του Γουίλσον και ένα μονό του Γιάνγκμπλαντ. Ο Κουίν συνειδητοποίησε ότι δεν τον ενδιέφερε. Μια διαφήμιση μπίρας ήρθε στη συνέχεια κι εκείνος έκλεισε τον ήχο. Για εικοστή φορά προσπάθησε να πάρει τηλέφωνο τη Βιρτζίνια Στίλμαν, και για εικοστή φορά συνέβη το ίδιο. Στην αρχή του τέταρτου γύρου η ομάδα του Σεντ

Λούις σκόραρε πέντε πόντους και τότε ο Κουίν έκλεισε

και

την

εικόνα.

Πήρε

το

κόκκινο

σημειωματάριό του, κάθισε στο γραφείο του και για τις επόμενες δυο ώρες έγραφε επίμονα. Δεν μπήκε στον κόπο να ξαναδιαβάσει αυτά που έγραφε. Έπειτα κάλεσε τη Βιρτζίνια Στίλμαν και άκουσε πάλι το σήμα κατειλημμένο

. Κοπάνησε το

ακουστικό τόσο δυνατά που το πλαστικό ράγισε. Όταν προσπάθησε να ξανακαλέσει, δεν ακουγόταν πια ήχος κλήσης. Σηκώθηκε, πήγε στην κουζίνα κι ετοίμασε άλλο ένα μπολ με δημητριακά. Έπειτα πήγε στο κρεβάτι. Σ’ εκείνο το όνειρο που αργότερα το ξέχασε, βρέθηκε να κατηφορίζει τη λεωφόρο Μπρόντγουεϊ, κρατώντας από το χέρι τον γιο του Όστερ. Ο Κουίν ήταν όλη την επόμενη μέρα στο πόδι. Άρχισε νωρίς το πρωί, ακριβώς μετά τις οκτώ, και δεν στάθηκε να σκεφτεί πού πήγαινε. Εκείνη την ημέρα έτυχε να δει πολλά πράγματα που δεν είχε προσέξει στο παρελθόν.

Κάθε είκοσι λεπτά έμπαινε σ’ έναν τηλεφωνικό θάλαμο και τηλεφωνούσε στη Βιρτζίνια Στίλμαν. Ό,τι συνέβαινε την προηγούμενη νύχτα συνέβαινε και σήμερα. Τώρα ο Κουίν περίμενε ότι ο αριθμός θα ήταν κατειλημμένος. Αυτό δεν τον ενοχλούσε πια. Ο ήχος αυτός έγινε η αντίστιξη στα βήματά του, ένας μετρονόμος που χτυπούσε επίμονα μέσα στους τυχαίους θορύβους της πόλης. Υπήρχε μια ανακούφιση στη σκέψη ότι κάθε φορά που θα σχημάτιζε τον αριθμό, ο ήχος θα βρισκόταν εκεί γι’ αυτόν, αμετακίνητος από την άρνησή του να του παραχωρήσει τον λόγο και τη δυνατότητα του λόγου, τόσο επίμονος όσο και ο χτύπος της καρδιάς. Τώρα η Βιρτζίνια και ο Πίτερ Στίλμαν είχαν απομονωθεί απ’ αυτόν. Μπορούσε όμως να καθησυχάσει τη συνεί

δησή του με τη σκέψη ότι

εξακολουθούσε να κάνει προσπάθει

ες. Σ’ όποιο

σκοτάδι κι αν τον οδηγούσαν αυτοί, εκείνος δεν τους είχε ακόµη εγκαταλείψει. Κατηφόρισε τη λεωφόρο Μπρόντγουεϊ προς την

72η Οδό, έστριψε ανατολικά προς τη Σέντραλ Παρκ Γουέστ, και την ακολούθησε μέχρι την 59η Οδό και το άγαλμα του Κολόμβου. Έπειτα γύρισε πάλι ανατολικά, κινούμενος κατά μήκος της Σέντραλ Παρκ Σάουθ μέχρι τη λεωφόρο Μάντισον κι έπειτα έκοψε δεξιά, κατηφορίζοντας προς τον σταθμό Γκραντ Σέντραλ. Αφού έκανε τυχαίους κύκλους για μερικά τετράγωνα, συνέχισε ένα μίλι προς νότια,

έφτασε

εκεί

τα

όπου διασταυρώνονται

η

λεωφόρος Μπρόντ γουεϊ με την Πέμπτη Λεωφόρο στο ύψος της 23ης Οδού, σταμάτησε για να κοιτάξει τον ουρανοξύστη Φλατάιρον κι έπειτα άλλαξε πορεία, έστριψε προς τα δυτικά ώσπου έφτασε στην Έβδομη Λεωφόρο. Στο σημείο εκείνο έκοψε αριστερά και προχώρησε κατηφορίζοντας. Στην πλατεία Σέρινταν έστριψε πάλι ανατολικά, κατηφόρισε με το πάσο του προς την πλατεία Γουέβερλι,

διέσχισε

την

Έκτη

Λεωφόρο

και

συνέχισε στην πλατεία Ουάσινγκτον. Πέρασε κάτω από την αψίδα και τράβηξε νότια, ανάμεσα στα

πλήθη,

σταματώντας

μια

στιγμή

για

να

παρακολουθήσει την παράσταση ενός ζογκλέρ πάνω

σε

ένα

λασκαρισμένο

σκοινί,

δεμένο

ανάμεσα σε έναν φανοστάτη και τον κορμό ενός δέντρου. Έπειτα άφησε πίσω του το μικρό πάρκο, πέρασε από το πανεπιστημιακό συγκρότημα με τα μπαλώματα από

γρασίδι και έστριψε δεξιά στην

οδό Χάουζτον. Στη Γουέστ Μπρόντ πάλι,

αριστερά

αυτή

τη

φορά,

γουεϊ έστριψε και

τράβηξε

μπροστά για την οδό Κάναλ. Στρίβοντας ελαφρά προς τα δεξιά, διέσχισε ένα μικρό πάρκο και έκοψε προς την οδό Βάρικ, πέρασε από το νούμερο

6,

όπου

έμενε

κάποτε,

κι

έπειτα

ξαναπήρε τον δρόμο προς τα νότια, ακολουθώντας τη Γουέστ Μπρόντγουεϊ, εκεί όπου ενωνόταν με τη Βάρικ. Η Γουέστ Μπρόντγουεϊ τον έβγαλε στο Γουόρλντ Τρέιντ Σέντερ

κι από εκεί

στο ισόγειο ενός από τους πύργους, όπου και έκανε το δέκατο τρίτο τηλεφώνημα της ημέρας στη Βιρτζίνια

Στίλμαν.

Ο

Κουίν

αποφάσισε

να

τσιμπήσει κάτι, μπήκε σ’ ένα φαστφούντ στο ισόγειο και έφαγε τεμπέλικα ένα σάντουιτς, ενώ κάτι έγραφε στο κόκκινο σημειωματάριο. Έπειτα τράβηξε πάλι ανατολικά, περιφερόμενος ανάμεσα στα στενά σοκάκια της

περιοχής,

κι έπειτα

προχώρησε ακόμα πιο νότια, προς το Μπόουλινγκ Γκριν, όπου είδε το νερό και τους γλάρους πάνω του

να

ταλαντεύονται

μέσα

στο

φως

του

απομεσήμερου. Για μια στιγμή σκέφτηκε να πάει μια βόλτα ως το νησί Στέιτεν με το καραβάκι, αλλά μετά το σκέφτηκε καλύτερα και κατευθύνθηκε βόρεια. Στην οδό Φούλτον έκοψε δεξιά και ακολούθησε

τη

βορειοανατολική

πλευρά

της

Μπρόντγουεϊ, που τον έβγαλε μέσα από το μίασμα του Λόουερ Ιστ Σάιντ, κι έπειτα ανηφόρισε προς

την

Τσάιναταουν.

Αποκεί

βρήκε

την

Μπάουερι που τον οδήγησε προς την 14η Οδό. Έπειτα έστριψε αριστερά, διέσχισε διαγωνίως την πλατεία Γιούνιον και συνέχισε ανηφορίζοντας προς την

Παρκ

Άβενιου

Σάουθ.

Στην

23η

Οδό

κατευθύνθηκε

βόρεια.

Ύστερα

από

λίγα

τετράγωνα, έκοψε πάλι δεξιά, προσπέρασε ένα τετράγωνο προς τα ανατολικά και ανηφόρισε για λίγο την Τρίτη Λεωφόρο. Στην 32η Οδό γύρισε δεξιά, ανέβηκε τη Δεύτερη Λεωφόρο, έκοψε αριστερά, ανηφόρισε για άλλα τρία τετράγωνα, κι έπειτα, για μια τελευταία φορά, γύρισε δεξιά, εκεί όπου συναντήθηκε µε την Πρώτη Λεωφόρο. Έπειτα διέσχισε

τα

υπόλοιπα

επτά

τετράγωνα

που

οδηγούσαν στο κτίριο των Ηνωμένων Εθνών, κι εκεί αποφάσισε να ξεκουραστεί για λίγο. Κάθισε σε ένα πέτρινο παγκάκι και ανάσανε βαθιά, χαζεύοντας τον αέρα και το φως με κλειστά μάτια. Έπειτα άνοιξε το κόκκινο σημειωματάριο, έβγαλε το στιλό του κωφάλαλου από την τσέπη του κι άρχισε να γράφει σε µια καινούργια σελίδα. Για πρώτη φορά από τότε που αγόρασε το κόκκινο σημειωματάριο, όσα έγραφε σήμερα δεν είχαν καμιά σχέση με την υπόθεση Στίλμαν. Επικεντρώθηκε μάλλον στα πράγματα που είδε

ενώ περπατούσε. Δεν σταμάτησε για να σκεφτεί τι έκανε, ούτε ανέλυσε τις πιθανές επιπλοκές από αυτή την ασυνήθιστη ενέργεια. Ένιωσε έντονα την ανάγκη να καταγράψει μερικά γεγονότα, και ήθελε να τα µεταφέρει στο χαρτί προτού τα ξεχάσει.

Σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε: οι αλήτες, οι άποροι, οι κυρίες με τις τσάντες για τα ψώνια, οι περιπλανώμενοι και οι

μεθυσμένοι. Από τους απλώς άπορους έως τα ναυάγια της

ζωής. Υπάρχουν όπου κι αν γυρίσεις, και στις καλές και στις κακές γειτονιές.

Μερικοί ζητιανεύουν μ’ ένα είδος περηφάνιας. Δώστε μου

αυτά τα λεφτά, μοιάζουν να λένε, και σύντομα θα γυρίσω

πίσω μαζί με όλους εσάς, θα τρέχω πέρα δώθε στις καθημερινές δουλειές μου. Άλλοι εγκατέλειψαν κάθε ελπίδα

ότι θα παρατήσουν κάποτε την αλητεία. Κείτονται αραχτοί

στα πεζοδρόμια με το καπέλο τους ή μια κούπα ή ένα κουτί,

δίχως να μπαίνουν καν στον κόπο να κοιτάξουν τον

περαστικό∙ τόσο ηττημένοι, που είναι ανίκανοι ακόμα και να ευχαριστήσουν όσους πετούν ένα κέρμα πλάι τους

Εντούτοις άλλοι προσπαθούν να βγάλουν με τη δουλειά τους

τα λεφτά που τους δίνουν: οι τυφλοί πωλητές μολυβιών, ο

μπεκρήδες που σου πλένουν το παρμπρίζ του αυτοκινήτου σου.

Κάποιοι

λένε

ιστορίες,

τραγικούς

συνήθως

απολογισμούς της ζωής τους, σαν να θέλουν να δώσουν

στους ευεργέτες τους κάτι για την ευγένειά τους, έστω κι αν αυτό είναι µονάχα λόγια.

Άλλοι έχουν πραγματικά ταλέντα. Ο μαύρος γέρος σήμερα,

για παράδειγμα, που χόρευε κλακέτες ενώ έκανε κόλπα με

τσιγάρα, διατηρούσε ακόμη την αξιοπρέπειά του και είνα φανερό ότι κάποτε ήταν καλλιτέχνης του βοντβίλ. Φορούσ

πορφυρό κοστούμι, πράσινο πουκάμισο και κίτρινη γραβάτα

ενώ στο πρόσωπό του ήταν καρφωμένο το χαμόγελο πο

μισοθυμόταν ακόμη από τη σκηνή. Υπάρχουν επίσης και ο

καλλιτέχνες που ζωγραφίζουν με κιμωλία στο πλακόστρωτο

και οι μουσικοί: σαξοφωνίστες, κιθαρίστες με ηλεκτρικές κιθάρες,

βιολιστές.

Σε

κάποιες

περιπτώσεις,

θα

συναντήσετε και μεγαλοφυΐες, όπως μου συνέβη εμένα σήµερα:

Ένας κλαρινετίστας απροσδιόριστης ηλικίας, με ένα καπέλο

που σκοτείνιαζε το πρόσωπό του, καθισμένος οκλαδόν στο

πεζοδρόμιο λες κι ήταν γητευτής φιδιών. Ακριβώς μπροστά

του ήταν στημένες δυο κουρδιστές μαϊμούδες, η μια μ’ ένα ντέφι και η άλλη μ’ ένα τύμπανο. Με τη μια να κουνιέται και

την άλλη να χτυπά το όργανο σε έναν μυστηριώδη και

συγκεκριμένο συγκοπτόμενο ρυθμό, ο άντρας αυτοσχεδίαζ

αδιάκοπες λεπτές παραλλαγές στο δικό του όργανο, ενώ το

κορμί του λικνιζόταν μπρος πίσω, μιμούμενο ζωηρά τον

ρυθμό των μαϊμούδων. Έπαιζε με κέφι και άνεση κομψά και επαναλαµβανόµενα νούµερα σε µινόρε, λες και χαιρόταν που

βρισκόταν εκεί με τις μηχανικές του φίλες, κλεισμένος σ’

ένα σύμπαν που ο ίδιος είχε δημιουργήσει, δίχως ποτέ ν σηκώνει το βλέμμα του για να κοιτάξει ψηλά. Συνέχιζε,

πάντα στον ίδιο σκοπό, κι όμως όσο περισσότερο τον άκου τόσο περισσότερο δυσκολευόµουν να αποµακρυνθώ.

Να μπεις μέσα σ’ αυτή τη μουσική, να παρασυρθείς στον κύκλο των επαναλήψεών της: ίσως αυτό είναι ένα μέρος όπου, τελικά, µπορεί κανείς να εξαφανιστεί.

Ωστόσο οι ζητιάνοι και οι καλλιτέχνες αποτελούν µονάχα ένα

μικρό κομμάτι του περιπλανώμενου πληθυσμού. Αυτοί είναι

η αριστοκρατία, η ελίτ των αποτυχημένων. Πολλοί

περισσότεροι είναι αυτοί που δεν έχουν να κάνουν τίποτα

που δεν έχουν να πάνε πουθενά. Πολλοί από αυτούς είναι

πότες, εντούτοις ο όρος αυτός δεν δικαιολογεί την

καταστροφή που ενσαρκώνουν. Απελπισμένα κουφάρια

ρακένδυτοι, με τα πρόσωπά τους γεμάτα μώλωπες και

καταματωμένα, σέρνουν τα πόδια τους στους δρόμους λες κ είναι δεμένοι με αλυσίδες. Κοιμούνται στα κατώφλια,

παραπατάνε σαν τρελοί ανάμεσα στα αυτοκίνητα, πέφτουν

ξεροί στα πεζοδρόμια∙ λες και βρίσκονται παντού τη στιγμή που τους αναζητάς. Μερικοί απ’ αυτούς θα πεθάνουν από την πείνα, άλλοι θα πεθάνουν απ’ το κρύο, ενώ άλλοι θα πάνε ξυλοκοπηµένοι, θα καούν ή θα βασανιστούν.

Για κάθε χαμένη ψυχή σε τούτη την ξεχωριστή κόλαση,

υπάρχουν πολλές άλλες κλειδωμένες μέσα στην τρέλα,

ανίκανες να βγουν στον κόσμο που στέκεται στα κατώφλια

των κορμιών τους. Έστω κι αν δείχνουν ότι βρίσκονται εκε

δεν μπορούν να θεωρηθούν παρούσες. Ο άντρας, για παράδειγμα, που πάει παντού με ένα ζευγάρι μπαγκέτες,

χτυπώντας μ’ αυτές το λιθόστρωτο σ’ έναν αδιάφορο, δίχω

νόημα ρυθμό, σκύβοντας άγαρμπα καθώς προχωρεί κατά

μήκος του δρόμου, κοπανώντας ξανά και ξανά το τσιμέντο.

Ίσως νομίζει ότι κάνει ένα σημαντικό έργο. Αν αυτός δεν

έκανε ό,τι κάνει, τότε η πόλη θα κατέρρεε. Ίσως η σελήνη

έβγαινε από την τροχιά της και ερχόταν να συντριβεί πάνω στη γη. Υπάρχουν αυτοί που μονολογούν, που μουρμουρίζουν, που κραυγάζουν, που καταριούνται, που

στενάζουν, που διηγούνται στον εαυτό τους ιστορίες σαν να τις λένε σε κάποιον άλλον. Ο άντρας που είδα

σήμερα να κάθεται σαν σωρός από σκουπίδια απέναντι στο

σταθμό Γκραντ Σέντραλ, με τα πλήθη του κόσμου να τον

προσπερνούν βιαστικά, να λέει με δυνατή, πανικόβλητη

φωνή: «Το τρίτο σύνταγμα Πεζοναυτών... τρώω μέλισσες...

οι μέλισσες βγαίνουν από το στόμα μου...» Ή η γυναίκα που

φωνάζει σε έναν αόρατο σύντροφο: «Και τι έγινε που δεν το θέλω; Και τι έγινε που δεν το θέλω, γαµώτο;»

Υπάρχουν οι γυναίκες με τις τσάντες για ψώνια και οι άντρες

με τα χαρτόκουτά τους, που σέρνουν τα υπάρχοντά τους απ το ένα µέρος στ’ άλλο, βρισκόµενοι διαρκώς σε κίνηση, λες κι

έχει καμιά σημασία πού βρίσκονται. Ένας άντρας είναι τυλιγμένος με την αμερικανική σημαία. Μια γυναίκα φορά μια μάσκα του Χάλογουιν. Υπάρχει ένας άντρας με

φθαρμένο πανωφόρι και παπούτσια τυλιγμένα με κουρέλια

που κουβαλάει ένα λευκό πουκάμισο τέλεια σιδερωμένο κα

κρεμασμένο σε μια κρεμάστρα, τυλιγμένο ακόμη με την πλαστική σακούλα του καθαριστηρίου. Ένας άντρας με

κοστούμι επιχειρηματία και ξυπόλυτος φορά ένα κράνος

ποδοσφαίρου στο κεφάλι του. Υπάρχει μια γυναίκα που τα

ρούχα της είναι καλυμμένα από την κορυφή ως τα νύχια με

κονκάρδες της εκστρατείας για την εκλογή Προέδρου. Ένας

άντρας περπατά με το πρόσωπο κρυμμένο στα χέρια του

κλαίει υστερικά και λέει ξανά και ξανά: «Όχι, όχι, όχι. Εκείνος πέθανε. Εκείνος δεν πέθανε. Όχι, όχι, όχι. Εκείνος πέθανε. Εκείνος δεν πέθανε».

Μποντλέρ: Il me semble que je serais toujours bien là où je ne suis pas. Με άλλα λόγια: Θαρρώ πως θα είμαι πάντα ευτυχισμένος εκεί απ’ όπου λείπω. Ή πιο

πεζά: Όπου δεν βρίσκομαι είναι το μέρος όπου νιώθω καλά. Ή αλλιώς, αρπάζοντας τον ταύρο από τα κέρατα: Οπουδήποτε έξω απ’ τον κόσµο.

Ήταν σχεδόν απόγευμα. Ο Κουίν έκλεισε το κόκκινο σημειωματάριο και έβαλε στην τσέπη του το στιλό. Θέλησε να σκεφτεί λίγο παραπάνω όσα είχε γράψει, ανακάλυψε όμως ότι δεν μπορούσε. Ο αέρας γύρω του ήταν απαλός, σχεδόν γλυκός, σαν να μην ανήκε πια στην πόλη. Σηκώθηκε από το παγκάκι, τέντωσε τα χέρια και τα πόδια του, πήγε σ’ έναν τηλεφωνικό θάλαμο και κάλεσε ξανά

τη Βιρτζίνια Στίλµαν. Έπειτα πήγε να δειπνήσει. Στο εστιατόριο αντιλήφθηκε ότι είχε καταλήξει σε μια απόφαση για τα πράγματα. Χωρίς καν να το ξέρει, η απάντηση βρισκόταν ήδη εκεί γι’ αυτόν, πλήρως διαμορφωμένη στο μυαλό του. Τώρα καταλάβαινε ότι η κατειλημμένη γραμμή δεν ήταν κάτι τυχαίο. Ήταν ένα σημάδι που του έλεγε ότι δεν μπορούσε να διακόψει την επαφή του με την υπόθεση, έστω κι αν εκείνος το ήθελε. Επιχείρησε να έρθει σε επαφή με τη Βιρτζίνια Στίλμαν προκειμένου να της πει ο ίδιος ότι είχε τελειώσει, αλλά

το

πεπρωμένο

δεν

του

το

επέτρεψε.

Σταμάτησε λίγο για να το σκεφτεί. Ήταν όντως η λέξη

πεπρωμένο

χρησιμοποιήσει;

αυτή

που

ήθελε

να

Έμοιαζε

τόσο

βαριά

και

παλιομοδίτικη επιλογή. Όμως, όσο βαθύτερα την ερευνούσε,

ανακάλυπτε

ότι

αυτή

ήταν

ό,τι

ακριβώς ήθελε να πει. Ή, αν όχι ακριβώς, ήταν η πλησιέστερη σε σχέση με οποιονδήποτε άλλον όρο μπορούσε να σκεφτεί. Πεπρωμένο με την έννοια

αυτού που ήταν, αυτού που έτυχε να είναι. Ίσως μια γενικευμένη κατάσταση των πραγμάτων όπως αυτά ήταν. Η κατάσταση του υπάρχειν, η οποία αποτελούσε το έδαφος πάνω στο οποίο λάμβαναν χώρα τα συμβάντα του κόσμου. Δεν μπορούσε να γίνει σαφέστερος. Μπορεί όµως και να µην έψαχνε για κάτι συγκεκριµένο. Ήταν

λοιπόν

σκεφτόταν

γι’

το

πεπρωμένο.

αυτό,

όσο

και

Ό,τι να

και το

να

ήθελε

διαφορετικό, δεν υπήρχε τίποτα που μπορούσε να κάνει σχετικά. Είχε πει το ναι σε μια πρόταση και τώρα δεν είχε τη δυνατότητα να το πάρει πίσω. Αυτό σήμαινε ένα και μόνο πράγμα: έπρεπε να φτάσει μέχρι τέλους. Δεν μπορούσαν να υπάρξουν δύο απαντήσεις. Ήταν ή αυτό ή εκείνο. Και έτσι είχαν τα πράγµατα, είτε αυτό του άρεσε είτε όχι. Η δουλειά με τον Όστερ ήταν σαφώς ένα λάθος. Ίσως

υπήρξε

κάποτε

στη

Νέα

Υόρκη

ένας

ιδιωτικός ντετέκτιβ με αυτό το όνομα. Ο σύζυγος της νοσοκόμας του Πίτερ ήταν συνταξιούχος

αστυνομικός,

άρα δεν ήταν νέος

άνθρωπος.

Αναμφίβολα στον καιρό του θα υπήρξε κάποιος Όστερ με καλή φήμη και, φυσιολογικά, αυτόν σκέφτηκε όταν έψαξε για έναν ντετέκτιβ. Κοίταξε τον τηλεφωνικό κατάλογο, βρήκε ένα μονάχα άτομο με αυτό το όνομα και συμπέρανε ότι έπεσε στον σωστό άνθρωπο. Έπειτα έδωσε τον αριθμό στους Στίλμαν. Στο σημείο αυτό, έγινε το δεύτερο λάθος. Υπήρχε μεγάλο μπλέξιμο στις γραμμές και ο αριθμός του μπλέχτηκε με αυτόν του Όστερ. Τέτοια πράγματα συμβαίνουν κάθε μέρα. Κι έτσι έλαβε αυτός το τηλεφώνημα, το οποίο, όπως και να έχει, προοριζόταν για τον λάθος άνθρωπο. Όλα αυτά έβγαζαν θαυµάσια κάποιο νόηµα. Υπήρχε ακόμα ένα πρόβλημα. Αν εκείνος δεν μπορούσε να έρθει σε επαφή με τη Βιρτζίνια Στίλμαν –αν, όπως πίστευε, ήταν γραφτό να μην έρθει σε επαφή μαζί της–, πώς ακριβώς έπρεπε να δράσει; Δουλειά του ήταν να προστατεύσει τον Πίτερ, να σιγουρευτεί ότι δεν θα του συμβεί

κανένα κακό. Είχε σημασία τι πίστευε η Βιρτζίνια Στίλμαν για το τι ακριβώς κάνει ο Κουίν για όσο διάστημα εκείνος έκανε αυτό που υποτίθεται ότι όφειλε; Σε ιδανικές συνθήκες, ένας εργαζόμενος θα διατηρούσε στενή επαφή με τον πελάτη του. Αυτή ήταν πάντα μια από τις αρχές του Μαξ Γουόρκ. Ήταν όμως στ’ αλήθεια απαραίτητη; Όσο ο Κουίν έκανε τη δουλειά του, γιατί αυτό να έχει σημασία; Αν υπήρχαν κάποιες παρεξηγήσεις, σίγουρα θα αποσαφηνίζονταν αμέσως μόλις η υπόθεση τακτοποιούνταν. Θα ενεργούσε όπως ήθελε. Θα σταματούσε να τηλεφωνεί στη Βιρτζίνια, ώστε να απαλλαγεί διά παντός από το μυστηριώδες κατειλημμένο σήμα Τίποτα δεν θα τον εμπόδιζε. Θα ήταν αδύνατο για τον Στίλμαν να πλησιάσει τον Πίτερ χωρίς να το ξέρει ο Κουίν. Ο Κουίν πλήρωσε με επιταγή, έβαλε στο στόμα του μια οδοντογλυφίδα με γεύση μέντας και άρχισε πάλι να περπατά. Δεν είχε να πάει μακριά.

.

Κατά μήκος του δρόμου, σταμάτησε σ’ ένα υποκατάστημα της Citibank και έλεγξε στο ΑΤΜ το

υπόλοιπο

του

λογαριασμού

του.

Στον

λογαριασμό του υπήρχαν τριακόσια σαράντα εννέα δολάρια. Πήρε τα τριακόσια, τα έβαλε στην τσέπη του και συνέχισε τον δρόμο του. Φτάνοντας στην 57η Οδό, έστριψε αριστερά και προχώρησε προς τη

λεωφόρο

Παρκ.

Έπειτα

έστριψε δεξιά και συνέχισε να περπατά προς τα βόρεια μέχρι να φτάσει στην 69η

Οδό, στο σημείο

όπου έστριψε για να βγει στο συγκρότημα όπου έμεναν οι Στίλμαν. Το κτίριο είχε την ίδια όψη που είχε και την πρώτη μέρα. Κοίταξε ψηλά για να δει αν υπήρχαν αναμμένα φώτα στο διαμέρισμα, δεν μπορούσε όμως να θυμηθεί ποια παράθυρα ήταν τα δικά τους. Ο δρόµος είχε απόλυτη ησυχία. Ούτε αυτοκίνητα περνούσαν.

κατηφόριζαν, Ο

Κουίν

πέρασε

ούτε στην

διαβάτες απέναντι

πλευρά, βρήκε ένα σημείο σε μια στενή αλέα, και βολεύτηκε για να περάσει τη νύχτα.

12

ΠΕΡΑΣΕ ΠΟΛΥΣ ΚΑΙΡΟΣ.

Αδύνατο να πει κανείς

ακριβώς πόσος. Εβδομάδες σίγουρα, αλλά μπορεί ακόμα και μήνες. Ο απολογισμός της περιόδου αυτής είναι λιγότερο πλήρης απ’ ό,τι θα ήθελε ο συγγραφέας. Οι πληροφορίες όμως είναι λιγοστές, και εκείνος προτιμά να αποσιωπήσει ό,τι στάθηκε αδύνατο να επιβεβαιωθεί οριστικά. Εφόσον η ιστορία αυτή βασίζεται αποκλειστικά σε γεγονότα, ο συγγραφέας θεωρεί καθήκον του να μην υπερβεί τα όρια του επαληθεύσιμου, να αντισταθεί πάση θυσία στους κινδύνους της επινόησης. Ακόμα και το κόκκινο σημειωματάριο, το οποίο ως τώρα

παρείχε

έναν

λεπτομερή

απολογισμό

των

εµπειριών του Κουίν, είναι ύποπτο. Δεν µπορούµε να πούμε με σιγουριά τι συνέβη στο διάστημα αυτό στον Κουίν, επειδή, σ’ αυτό ακριβώς το σημείο της ιστορίας, εκείνος αρχίζει να χάνει τον έλεγχο. Το μεγαλύτερο διάστημα παρέμενε στην αλέα. Δεν ήταν άβολο εφόσον το συνήθισε, και είχε το πλεονέκτημα ότι ήταν τόσο καλά κρυμμένος, που δεν τον έβλεπε κανείς. Αποκεί μπορούσε να παρακολουθεί όλα τα πηγαινέλα στο κτίριο των Στίλμαν. Κανείς δεν έβγαινε και κανείς δεν έμπαινε χωρίς εκείνος να δει ποιος ήταν. Στην αρχή τον εξέπληξε το γεγονός ότι δεν είδε ούτε τη Βιρτζίνια ούτε τον Πίτερ. Υπήρχαν όμως πολλοί άνθρωποι που μονίμως έφερναν φαγητό, και τελικά ο Κου ίν συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν απαραίτητο να βγουν από το κτίριο. Μπορούσαν να τους φέρουν τα πάντα. Τότε ήταν που ο Κουίν κατάλαβε ότι αυτοί είχαν τρυπώσει στο διαμέρισμά

τους και περίµεναν να λήξει η υπόθεση. Σιγά

σιγά

ο

Κουίν

προσαρμόστηκε

στην

καινούργια ζωή του. Υπήρχαν κάποια προβλήματα που έπρεπε να αντιμετωπιστούν, αλλά εκείνος κατάφερε να τα λύσει ένα ένα. Πρώτον, υπήρχε το ζήτημα του φαγητού. Καθώς απαιτούνταν ύψιστη επαγρύπνηση εκ μέρους του, δεν ήταν πρόθυμος να αφήσει το πόστο του ούτε λεπτό. Τον βασάνιζε η σκέψη ότι κάτι μπορούσε να συμβεί κατά το διάστημα της απουσίας του και έκανε κάθε προσπάθεια

για

να

ελαχιστοποιήσει

τις

πιθανότητες. Κάπου είχε διαβάσει ότι µεταξύ τρεις και μισή και τέσσερις και μισή τη νύχτα υπήρχαν περισσότεροι άνθρωποι στα κρεβάτια τους από οποιαδήποτε άλλη ώρα. Στατιστικά μιλώντας, ήταν μάλλον απίθανο να συμβεί κάτι αυτή την ώρα, κι έτσι ο Κουίν τη διάλεξε για να κάνει στο διάστημα αυτό τα ψώνια του. Στη λεωφόρο Λέξινγκτον, όχι μακριά από το σημείο όπου είχε εγκατασταθεί, υπήρχε ένα μπακάλικο που έμενε ανοιχτό όλη τη

νύχτα, και στις τρεις και μισή κάθε πρωί ο Κουίν θα πήγαινε εκεί με βήμα ταχύ –τόσο για άσκηση όσο και για εξοικονόμηση χρόνου– και θα αγόραζε ό,τι χρειαζόταν για τις επόμενες είκοσι τέσσερις ώρες. Αποδείχτηκε ότι αυτά δεν ήταν και τόσο πολλά και, όπως ήρθαν τα πράγματα, είχε όλο και λιγότερες ανάγκες όσο περνούσε ο καιρός. Επειδή ο Κουίν έμαθε ότι το να τρως δεν λύνει κατ’ ανάγκην το πρόβλημα του φαγητού. Ένα γεύμα δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια εύθραυστη άμυνα κατά του αναπόφευκτου του επόμενου γεύματος. Το φαγητό από μόνο του ποτέ δεν θα μπορούσε να λύσει το πρόβλημα της τροφής, απλώς καθυστερούσε τη στιγμή κατά την οποία το ζήτημα θα έπρεπε να τεθεί σοβαρά. Άρα, ο μεγαλύτερος κίνδυνος ήταν να τρώει υπερβολικά. Αν έτρωγε περισσότερο απ’ όσο χρειαζόταν, η όρεξή του για το επόμενο γεύμα αυξανόταν κι έτσι χρειαζόταν

περισσότερο

φαγητό

για

να

τον

ικανοποιήσει. Θέτοντας υπό στενή και σταθερή

παρακολούθηση τον εαυτό του, ο Κουίν κατάφερε προοδευτικά

να

αντιστρέψει

τη

διαδικασία.

Φιλοδοξία του ήταν να τρώει όσο το δυνατόν λιγότερο, και μ’ αυτόν τον τρόπο να ξεγελά την πείνα του. Σ’ έναν ιδανικό κόσμο, θα μπορούσε να πλησιάσει το απόλυτο μηδέν, δεν ήθελε όμως να είναι υπερβολικά φιλόδοξος υπό τις παρούσες συνθήκες. Κράτησε μάλλον στο μυαλό του την ολική νηστεία ως ένα ιδανικό στο οποίο πάντα θα απέβλεπε,

αλλά ποτέ

δεν θα μπορούσε

να

επιτύχει. Δεν ήθελε να πεθάνει της πείνας –αυτό το υπενθύμιζε στον εαυτό του κάθε μέρα–, ήθελε απλώς να είναι ελεύθερος να σκέφτεται όσα τον αφορούσαν

πραγματικά.

Για

την

ώρα,

αυτό

σήμαινε ότι η υπόθεση θα κατείχε την πρώτη θέση στις σκέψεις του. Ευτυχώς, αυτό συνέπιπτε με την άλλη µείζονα φιλοδοξία του: να κάνει τα τριακόσια δολάρια

να

διαρ κέσουν

όσο

το

περισσότερο. Είναι αυτονόητο ότι ο Κου πολύ βάρος αυτό το διάστηµα.

δυνατόν ίν έχασε

Το δεύτερο πρόβλημά του ήταν ο ύπνος. Δεν µπορούσε να µένει διαρκώς ξύπνιος. Κι όµως στην πραγματικότητα

αυτό

ακριβώς

απαιτούσε

η

κατάσταση. Κι εδώ επίσης αναγκάστηκε να κάνει μερικές παραχωρήσεις. Όπως συνέβη και με το φαγητό, ο Κουίν ένιωθε ότι μπορούσε να ζήσει και με

λιγότερα

από

αυτά

στα

οποία

ήταν

συνηθισμένος. Αντί για τις έξι με οκτώ ώρες ύπνου που είχε συνηθίσει να κάνει, αποφάσισε να περιοριστεί στις τρεις με τέσσερις. Η προσαρμογή ήταν δύσκολη, αλλά ακόμα πιο δύσκολο ήταν το πρόβλημα της κατανομής αυτών των ωρών, ώστε να διατηρεί τη μεγαλύτερη δυνατή επαγρύπνηση. Για την ακρίβεια, δεν μπορούσε να κοιμηθεί τρεις ή τέσσερις ώρες στη σειρά. Απλώς το ρίσκο ήταν πολύ μεγάλο. Θεωρητικά, η αποτελεσματικότερη χρήση του χρόνου θα ήταν να κοιμάται τριάντα δευτερόλεπτα κάθε πέντε ή έξι λεπτά. Αυτό θα εκμηδένιζε τις πιθανότητες να μην προλάβει να δει κάτι. Συνειδητοποίησε όμως ότι αυτό ήταν

φυσικά

αδύνατο.

Από

την

άλλη

πλευρά,

χρησιμοποιώντας ως πρότυπο αυτή την αδυναμία, προσπάθησε να προπονηθεί στο να παίρνει μια σειρά από σύντομους υπνάκους, εναλλάσσοντας τα διαστήματα ύπνου και ξύπνου όσο πιο συχνά μπορούσε. Ήταν ένας παρατεταμένος αγώνας που απαιτούσε επειδή

πειθαρχία

όσο

και

συνεχιζόταν

αυτοσυγκέντρωση, το

πείραμα

τόσο

περισσότερο εκείνος εξαντλούνταν. Στην αρχή προσπάθησε να κοιμάται σαράντα πέντε λεπτά, έπειτα μείωσε τον χρόνο βαθμιαία στα τριάντα λεπτά. Προς το τέλος, άρχισε να πετυχαίνει τον δεκαπεντάλεπτο

υπνάκο

με

ένα

καλούτσικο

ποσοστό επιτυχίας. Στις προσπάθειές του τον βοηθούσε η γειτονική εκκλησία, οι καμπάνες της οποίας ηχούσαν κάθε δεκαπέντε λεπτά∙ ένας χτύπος για το τέταρτο της ώρας, δύο χτύποι για τη μισή ώρα, τρεις χτύποι για τα τρία τέταρτα της ώρας, τέσσερις χτύποι για ολόκληρη την ώρα, ακολουθούμενοι από τον ανάλογο αριθμό χτύπων

για την κάθε ώρα χωριστά. Ο Κουίν ζούσε στον ρυθμό

αυτού

του

ρολογιού

και

τελικά

δυσκολευόταν να τον ξεχωρίσει από τον ίδιο του τον σφυγμό. Ξεκινώντας τα μεσάνυχτα, θα άρχιζε τη ρουτίνα του κλείνοντας τα μάτια του και πέφτοντας για ύπνο προτού το ρολόι χτυπήσει δώδεκα. Ένα τέταρτο αργότερα θα ξυπνούσε, στο διπλό χτύπημα της μισής ώρας θα κοιμόταν και στο

τριπλό

χτύπημα των τριών τετάρτων θα

ξύπναγε για άλλη μια φορά. Στις τρεις και μισή θα πήγαινε να αγοράσει τα τρόφιμά του, θα γύριζε κατά τις τέσσερις κι έπειτα θα κοιμόταν ξανά. Λίγα ήταν τα όνειρά του σ’ αυτό το διάστημα. Κι όταν

του

τύχαιναν,

ήταν

παράξενα:

κοφτές

εικόνες από το απολύτως παρόν – τα χέρια του, τα παπούτσια του, ο τοίχος από τούβλα πίσω του. Δεν υπήρχε ούτε μια στιγμή που να μην είναι ξεθεωµένος. Το τρίτο του πρόβλημα ήταν το κατάλυμα, αλλά αυτό λύθηκε ευκολότερα από τα άλλα δύο.

Ευτυχώς ο καιρός παρέμενε ζεστός και, καθώς η άνοιξη τελείωνε για να δώσει τη θέση της στο καλοκαίρι, υπήρχαν ελάχιστες βροχές. Πού και πού υπήρχε καμιά μπόρα και μια ή δυο φορές καμιά νεροποντή με αστραπές και βροντές, αλλά τελικά η κατάσταση δεν ήταν και τόσο άσχημη. Ο Κουίν ποτέ δεν έπαψε να ευχαριστεί την τύχη του. Στο πίσω μέρος της αλέας υπήρχε ένας μεγάλος μεταλλικός κάδος σκουπιδιών και, όποτε έβρεχε τις νύχτες, ο Κουίν έμπαινε εκεί μέσα για προστασία. Στο εσωτερικό του κάδου η μυρωδιά ήταν αποπνικτική και πότιζε τα ρούχα του για πολλές μέρες, αλλά προτιμούσε αυτό από το να βραχεί, επειδή δεν ρισκάριζε να αρρωστήσει. Ευτυχώς το καπάκι είχε χάσει το σχήμα του και δεν εφάρμοζε σφιχτά πάνω στον κάδο. Στη μια γωνία του είχε ένα κενό περίπου δεκαπέντε εκατοστά, απ’ όπου ανάσαινε ο Κουίν βγάζοντας έξω τη μύτη του

μέσα

στη

νύχτα.

Γονατιστός

πάνω

στα

σκουπίδια και γέρνοντας το κορμί του σε ένα από

τα τοιχώματα του κάδου, έβρισκε ότι δεν ήταν και τόσο άβολη η κατάσταση. Τις ξάστερες νύχτες κοιμόταν κάτω από τον κάδο, τοποθετώντας το κεφάλι του με τέτοιον τρόπο, ώστε, τη στιγμή που θα άνοιγε τα μάτια του, θα έβλεπε την κύρια είσοδο του κτιρίου των Στίλμαν. Όσο για το κατούρημα, αυτό το έκανε συνήθως στην ακριανή γωνία της αλέας, πίσω από τον κάδο και με την πλάτη στραμμένη στον δρόμο. Τα άντερά του ήταν άλλο καπέλο και για το ζήτημα αυτό έμπαινε μέσα στον κάδο για να εξασφαλίσει την αποµόνωση. Εκτός από τον κάδο, υπήρχαν

επίσης

πολλά

πλαστικά

καλάθια

σκουπιδιών κι από αυτά ο Κουίν κατάφερνε συνήθως να βρει αρκετές καθαρές εφημερίδες για να σκουπιστεί, αν και κάποτε, σε μια έκτακτη περίπτωση, αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει μια σελίδα απ’ το κόκκινο σημειωματάριο. Όσο για το πλύσιμο και το ξύρισμα, αυτά ήταν δυο από τα πράγµατα που ο Κουίν αποχωρίστηκε.

Είναι μυστήριο πώς κατάφερε να παραμείνει κρυμμένος αυτό το διάστημα. Φαίνεται όμως ότι κανείς δεν τον ανακάλυψε, ούτε προκάλεσε την προσοχή των αστυνομικών αρχών. Αναμφίβολα έµαθε γρήγορα το πρόγραµµα των σκουπιδιάρηδων και εξασφάλιζε την έξοδό του από την αλέα όποτε εκείνοι έρχονταν. Το ίδιο συνέβαινε και με τον επιστάτη του κτιρίου, ο οποίος κάθε βράδυ άφηνε τα

σκουπίδια

στον

κάδο

και

στα

πλαστικά

καλάθια. Όσο αξιοπερίεργο κι αν φαίνεται, κανείς δεν πρόσεξε τον Κουίν. Λες κι είχε γίνει ένα με τους τοίχους της πόλης. Τα προβλήματα του νοικοκυριού και της υλικής ζωής καταλάμβαναν ένα ορισμένο τμήμα της ημέρας. Κατά το μεγαλύτερο μέρος πάντως, ο Κουίν είχε άπλετο χρόνο. Επειδή δεν ήθελε να τον δει κανείς, όφειλε να αποφεύγει τους άλλους όσο πιο συστηματικά μπορούσε. Δεν μπορούσε να τους κοιτάζει, δεν μπορούσε να τους μιλά, δεν μπορούσε να τους σκέφτεται. Ο Κουίν πάντα

σκεφτόταν τον εαυτό του ως έναν άνθρωπο που του άρεσε να είναι μόνος. Και όντως, τα τελευταία πέντε χρόνια το επιζητούσε έντονα. Μόνο τώρα όμως, καθώς η ζωή του συνεχιζόταν στην αλέα, άρχισε να καταλαβαίνει την αληθινή φύση της μοναξιάς.

Δεν είχε

κανέναν στον οποίο

να

στηριχτεί παρά μόνο τον εαυτό του. Και απ’ όλα τα πράγματα

που

ανακάλυψε

στη

διάρκεια

των

ημερών που βρέθηκε εκεί, αυτό ήταν το μόνο για το οποίο δεν αμφέβαλλε: κατέρρεε. Αυτό πάντως που δεν κατάλαβε ήταν, δεδοµένου του γεγονότος ότι ξέπεφτε, πώς

μπορούσε να ελπίζει ότι θα

συγκρατούσε τον εαυτό του. Ήταν δυνατόν να βρίσκεται στην κορυφή και στον πάτο ταυτόχρονα; Αυτό φαινόταν ακατανόητο. Περνούσε

πολλές

ώρες

αγναντεύοντας

τον

ουρανό. Από τη θέση του στο πίσω μέρος της αλέας, στριμωγμένος ανάμεσα στον κάδο και τον τοίχο, λίγα ήταν τα άλλα πράγματα που θα μπορούσε να δει και, καθώς οι μέρες έφευγαν,

άρχισε να απολαμβάνει τον κόσμο πάνω από το κεφάλι του. Κυρίως έβλεπε ότι ο ουρανός δεν έμενε

ποτέ

ακίνητος.

Ακόμα

και

τις

ασυννέφιαστες μέρες, όταν το γαλάζιο βρισκόταν παντού,

υπήρχαν

βαθμιαίες

σταθερές

αναστατώσεις,

μικρές

καθώς

ο

αλλαγές, ουρανός

αραίωνε και πύκνωνε, ενώ χαρακτηριστική ήταν η ξαφνική λευκότητα των αεροπλάνων, των πουλιών και

των

ιπτάμενων

χαρτιών.

Τα

σύννεφα

περιέπλεκαν την εικόνα και ο Κουίν πέρασε πολλά απογεύματα μελετώντας τα, προσπαθώντας να μάθει

τους

δρόμους

τους,

βλέποντας

αν

μπορούσε να προβλέψει τι θα τους συμβεί. Εξοικειώθηκε με τον θύσανο, τον σωρείτη, τον μελανία και όλους τους πιθανούς συνδυασμούς τους, παρακολουθώντας τον καθένα με τη σειρά του και βλέποντας πώς θα άλλαζε ο ουρανός υπό την επίδρασή τους. Τα σύννεφα έθεταν επίσης το ζήτημα του χρώματος και υπήρχε μια ευρεία έκταση για να ανταγωνιστούν, που εκτεινόταν από

το μαύρο ως το λευκό με άπειρα γκρίζα ανάμεσά τους. Όλα αυτά έπρεπε να ερευνηθούν, να υπολογιστούν και να αποκωδικοποιηθούν. Επίσης υπήρχαν τα παστέλ, που σχηματίζονταν κάθε φορά που ο ήλιος και τα σύννεφα αλληλεπιδρούσαν κάποιες

ώρες

μεταβλητών

της

ήταν

ημέρας. απέραντο,

Το το

φάσμα

των

αποτέλεσμα

εξαρτιόταν από τις θερμοκρασίες των διάφορων ατμοσφαιρικών επιπέδων, τους τύπους των νεφών που βρίσκονταν στον ουρανό, και από τη θέση του ήλιου εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή. Απ’ όλα αυτά προέρχονταν οι κόκκινες και οι ρόδινες αποχρώσεις που άρεσαν τόσο πολύ στον Κουίν, οι άλικες, οι πορτοκαλιές και οι αποχρώσεις της λεβάντας, οι χρυσές και οι πουπουλένιες. Τίποτα δεν

κρατούσε

πολύ.

Σύντομα

τα

χρώματα

διαλύονταν, έσμιγαν με τα άλλα και έφευγαν ή έσβηναν καθώς έκανε την εμφάνισή της η νύχτα. Σχεδόν πάντα υπήρχε ένας άνεμος να επισπεύδει αυτά τα γεγονότα. Από το σημείο όπου καθόταν

στην αλέα, ο Κουίν σπανίως μπορούσε να τον αντιληφθεί, αλλά κοιτώντας την επίδρασή του στα σύννεφα, μπορούσε να υπολογίσει την ένταση και τη φύση του. Η μια μετά την άλλη όλες οι καιρικές συνθήκες περνούσαν πάνω από το κεφάλι του, από τη λιακάδα στις καταιγίδες, από τη σκοτεινιά στο φως. Υπήρχαν χαραυγές και σούρουπα για να παρατηρεί,

μεταλλάξεις

του

μεσημεριού,

απογεύµατα, νύχτες. Ακόµα και µέσα στη µαυρίλα του ο ουρανός δεν ησύχαζε. Σύννεφα σέρνονταν μέσα στο σκοτάδι, το φεγγάρι έπαιρνε πάντα διαφορετικό σχήμα, ο άνεμος εξακολουθούσε να φυσά. Μερικές φορές ένα άστρο στηνόταν στο κομμάτι του ουρανού που διαφέντευε ο Κουίν και, καθώς αυτός σήκωνε το κεφάλι του και κοιτούσε ψηλά, αναρωτιόταν αν εκείνο ήταν ακόμη εκεί ή αν είχε σβήσει εδώ και πολύ καιρό.

Έτσι οι μέρες έρχονταν κι έφευγαν. Ο Στίλμαν δεν έλεγε να φανεί. Στο τέλος τα λεφτά του Κουίν

τελείωσαν. Για ένα διάστημα συγκέντρωσε όλη του τη

δύναμη

για

ν’

κατάσταση, και προς

αντιμετωπίσει το τέλος

αυτή

την

κατέληξε να

μαζεύει με μανιακή ακρίβεια τα λεφτά του. Δεν ξόδευε ούτε μία δεκάρα, χωρίς πρώτα να ζυγίσει πόσο απαραίτητο ήταν αυτό που πίστευε ότι χρειαζόταν, χωρίς πρώτα να ζυγίσει όλες τις συνέπειες, τα υπέρ και τα κατά. Αλλά ούτε και οι πλέον αιματηρές οικονομίες του κατάφεραν να αναχαιτίσουν την πορεία του αναπόφευκτου. Ήταν κάποια στιγµή στα µέσα Αυγούστου όταν ο Κουίν

ανακάλυψε

ότι

δεν

άντεχε

άλλο.

Ο

συγγραφέας επιβεβαίωσε αυτή την ημερομηνία ύστερα από ενδελεχή έρευνα. Είναι πιθανόν, ωστόσο, η στιγμή αυτή να έφτασε είτε νωρίτερα, στα τέλη Ιουλίου, είτε αργότερα, στις αρχές Σεπτεμβρίου, εφόσον όλες οι έρευνες αυτού του τύπου αφήνουν ένα περιθώριο λάθους. Αλλά, σύμφωνα με τις πληροφορίες του και, αφού εξέτασε προσεκτικά τις αποδείξεις και κοσκίνισε

τις

προφανείς

αντιφάσεις,

ο

συγγραφέας

τοποθετεί τα ακόλουθα γεγονότα μέσα στον Αύγουστο, κάπου μεταξύ δώδεκα και είκοσι πέντε του µηνός. Τώρα πια ο Κουίν δεν είχε σχεδόν τίποτα∙ ίσως μερικά νομίσματα που ισοδυναμούσαν με κάτι λιγότερο από ένα δολάριο. Ήταν σίγουρος ότι του . Το

είχαν έρθει λεφτά κατά την απουσία του ζήτημα ήταν απλώς να πάρει τις επιταγές από τη

θυρίδα του στο ταχυδρομείο, να τις πάει στην τράπεζα και να τις εξαργυρώσει. Αν όλα πήγαιναν καλά,

θα

μπορούσε

να

ξαναγυρίσει

στην

Ανατολική 69η Οδό μέσα σε λίγες ώρες. Ποτέ δεν θα μάθουμε τις αγωνίες που πέρασε όταν έπρεπε να φύγει από το πόστο του. Δεν είχε αρκετά χρήματα για να πάρει το λεωφορείο. Για πρώτη φορά εδώ και πολλές βδομάδες άρχισε να περπατά. Ήταν παράξενο να είναι ξανά στα πόδια του, να κινείται σταθερά απ’ το ένα μέρος στ’ άλλο, να κουνάει μπρος πίσω τα

χέρια του, να νιώθει το λιθόστρωτο κάτω από τις σόλες των παπουτσιών του. Κι όμως να τος, να περπατά προς τα δυτικά στην 69η Οδό, να στρίβει δεξιά στη λεωφόρο Μάντισον, και να αρχίζει την πορεία του προς τα βόρεια. Τα πόδια του είχαν αδυνατίσει, κι ένιωθε λες και το κεφάλι του ήταν φτιαγμένο από αέρα. Έπρεπε να σταματά κάθε τόσο για να παίρνει μια ανάσα, και μια φορά, εκεί που πήγε να πέσει, χρειάστηκε να γαντζωθεί σ’ έναν φανοστάτη. Κατάλαβε ότι τα πράγματα θα πήγαιναν καλύτερα αν σήκωνε τα πόδια του όσο γινόταν λιγότερο, σέρνοντάς τα με αργά βήματα. Μ’ αυτόν τον τρόπο κατάφερνε να εξοικονομεί ενέργεια για τις γωνίες, όπου έπρεπε να ισορροπεί προσεκτικά πριν και μετά από κάθε βήμα που έκανε

ανεβαίνοντας

και

κατεβαίνοντας

το

πεζοδρόµιο. Στην

84η

Οδό

σταμάτησε

για

μια

στιγμή

μπροστά σ’ ένα μαγαζί. Στην πρόσοψή του υπήρχε ένας καθρέφτης και, για πρώτη φορά από τότε που

βρισκόταν σε επιφυλακή, ο Κουίν είδε τον εαυτό του. Δεν ήταν ότι φοβόταν να έρθει αντιμέτωπος με την εικόνα του. Πολύ απλά αυτό δεν του είχε συμβεί. Ήταν πολύ απασχολημένος με τη δουλειά του, ώστε δεν σκεφτόταν τον εαυτό του, και θαρρείς ότι το ζήτημα της εμφάνισής του είχε πάψει να υπάρχει. Τώρα, καθώς κοιτούσε το είδωλό του στον καθρέφτη του μαγαζιού, δεν ένιωθε ούτε σοκαρισμένος ούτε απογοητευμένος. Δεν ένιωθε τίποτα απολύτως, επειδή γεγονός ήταν ότι δεν αναγνώρισε το άτομο που είδε εκεί μέσα ως τον εαυτό του. Σκέφτηκε ότι μέσα στον καθρέφτη διέκρινε κάποιον ξένο, κι εκείνη την πρώτη στιγμή έκανε απότομα μεταβολή για να δει ποιος ήταν αυτός. Δεν υπήρχε όμως κανένας κοντά του. Έπειτα γύρισε πάλι για να εξετάσει πιο προσεκτικά τον καθρέφτη. Χαρακτηριστικό προς χαρακτηριστικό μελέτησε το πρόσωπο απέναντί του και άρχισε σιγά σιγά να αντιλαμβάνεται ότι το πρόσωπο αυτό είχε κάποια ομοιότητα με τον

άνθρωπο που πάντα πίστευε ότι ήταν ο ίδιος. Ναι, το πρόσωπο αυτό έμοιαζε μάλλον να είναι ο Κουίν.

Ακόμα

και

τώρα,

πάντως,

δεν

αναστατώθηκε. Η μεταμόρφωση στην εμφάνισή του ήταν τόσο δραστική, που δεν μπορούσε παρά να γοητευθεί από αυτήν. Είχε μεταβληθεί σε αλήτη. Τα ρούχα του είχαν ξεβάψει, ήταν χάλια, κατεστραμμένα από τη βρομιά. Το πρόσωπό του το σκέπαζε πυκνή, μαύρη γενειάδα, με μικρές νιφάδες γκρίζου μέσα της. Τα μαλλιά του ήταν μακριά και μπερδεμένα, στριμμένα σε τούφες πίσω από τ’ αυτιά, και κρέμονταν σε μπούκλες σχεδόν ως τους ώμους του. Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, ο εαυτός του του θύμιζε τον Ροβινσώνα Κρούσο και εντυπωσιάστηκε με την ταχύτητα με την οποία συντελέστηκαν πάνω του αυτές οι αλλαγές. Δεν είχαν περάσει παρά μόνο λίγοι μήνες και στο διάστημα αυτό είχε γίνει κάποιος άλλος. Προσπάθησε να θυμηθεί τον εαυτό του όπως ήταν παλιά, αλλά το βρήκε

δύσκολο. Κοίταξε αυτόν τον καινούργιο Κουίν και σήκωσε τους ώµους του. Στην πραγµατικότητα δεν είχε σημασία. Πριν ήταν ένα πράγμα και τώρα ήταν κάποιο άλλο. Δεν ήταν ούτε καλύτερος ούτε χειρότερος. Ήταν διαφορετικός, αυτό ήταν όλο. Συνέχισε να ανηφορίζει για μερικά τετράγωνα ακόμα, έπειτα έστριψε αριστερά, διέσχισε την Πέμπτη Λεωφόρο και προχώρησε κατά μήκος του τοίχου του Σέντραλ Παρκ. Στην 96η Οδό μπήκε στο

πάρκο

και

ένιωσε

ευχαριστημένος

που

βρέθηκε περιτριγυρισμένος από το γρασίδι και τα δέντρα. Το όψιμο καλοκαίρι είχε εξαντλήσει πολλή από την πρασινάδα και εδώ κι εκεί το έδαφος πρόβαλλε σε καφέ, σκονισμένα μπαλώματα. Τα δέντρα

όμως

πάνω

από

εξακολουθούσαν να είναι

το

κεφάλι

του

γεμάτα φύλλα και

παντού υπήρχε το σπινθηροβόλημα του φωτός και της σκιάς, τόσο όμορφο και αξιοθαύμαστο, που εντυπωσίασε τον Κουίν. Ήταν αργά το πρωί και η βαριά ζέστη του απογεύματος θα ερχόταν μερικές

ώρες αργότερα. Όταν έφτασε στη μέση του πάρκου, κυριεύτηκε από την πιεστική ανάγκη να ξεκουραστεί. Εδώ δεν υπήρχαν δρόμοι, ούτε τα τετράγωνα της πόλης που θα σηματοδοτούσαν τα στάδια της προόδου του και, ξαφνικά, είχε την αίσθηση ότι περπάταγε ώρες. Του φάνηκε ότι το να φτάσει στην άλλη άκρη του πάρκου θα του έπαιρνε μια δυο μέρες επίμονης πεζοπορίας. Συνέχισε για λίγα λεπτά ακόμα,

αλλά

πρόδωσαν.

στο

Υπήρχε

τέλος

τα

πόδια

του

τον

μια βελανιδιά κοντά στο

σημείο όπου στεκόταν και τώρα ο Κουίν πήγαινε εκεί

παραπατώντας

σαν τον μεθυσμένο που

βρίσκει ψηλαφητά το κρεβάτι του ύστερα από ολονύκτιο γλέντι. Χρησιμοποιώντας το κόκκινο σημειωματάριο ως μαξιλάρι, ξάπλωσε σε ένα χλοερό λοφίσκο ακριβώς στα βόρεια του δέντρου και αποκοιμήθηκε. Ήταν η πρώτη φορά εδώ και μήνες που κοιμόταν χωρίς διακοπές και δεν ξύπνησε παρά όταν ήρθε πάλι το πρωί.

Το ρολόι του έλεγε εννιά και μισή κι εκείνος έτρεμε και μόνο στη σκέψη του χρόνου που είχε χάσει. Πετάχτηκε πάνω κι άρχισε να τρέχει προς τα δυτικά, απορώντας με τη δύναμή του που είχε επανέλθει, βλαστημώντας όμως τον εαυτό του για τις ώρες που χρειάστηκε για να την ανακτήσει. Ήταν απαρηγόρητος. Ό,τι και να έκανε τώρα, είχε την εντύπωση ότι θα έφτανε καθυστερημένος. Θα μπορούσε να τρέχει εκατό χρόνια, κι όμως θα έφτανε ακριβώς τη στιγμή που θα έκλειναν οι πόρτες. Βγήκε από το πάρκο στην 96η Οδό και συνέχισε δυτικά. Στη γωνία της λεωφόρου Κολόμπους είδε έναν τηλεφωνικό θάλαμο, που ξαφνικά του θύμισε τον Όστερ και την επιταγή των πεντακοσίων δολαρίων. Ίσως γλίτωνε χρόνο αν έπαιρνε τώρα τα χρήματα. Θα μπορούσε να πάει κατευθείαν στον Όστερ, να τσεπώσει τα μετρητά και να μην πάει στο ταχυδρομείο και την τράπεζα. Θα είχε όμως ο Όστερ μετρητά πάνω του; Αν όχι, θα μπορούσαν

να κανονίσουν μια συνάντηση στην τράπεζα του Όστερ. Ο Κουίν μπήκε στον θάλαμο, σκάλισε την τσέπη του και έβγαλε όσα λεφτά του είχαν απομείνει: δύο δεκάρες, είκοσι πέντε σεντς και οκτώ πένες. Κάλεσε τις πληροφορίες για το νούμερο, πήρε πίσω τη δεκάρα του από το μηχάνημα και σχημάτισε το νούμερο. Ο Όστερ το σήκωσε στο τρίτο χτύπηµα. «Κουίν εδώ» είπε ο Κουίν. Στην άλλη άκρη της γραμμής άκουσε έναν βρυχηθμό. «Πού στο διάολο κρυβόσουν;» Στη φωνή του Όστερ υπήρχε ένας εκνευρισμός. «Χίλιες φορές σου τηλεφώνησα». «Ήμουν

απασχολημένος.

Δούλευα

για

την

υπόθεση». «Την υπόθεση;» «Την

υπόθεση.

Την

Θυµάσαι;» «Και βέβαια θυµάµαι».

υπόθεση

Στίλμαν.

«Γι’ αυτό σου τηλεφωνώ. Θέλω να έρθω τώρα να πάρω τα λεφτά. Τα πεντακόσια δολάρια». «Ποια λεφτά;» «Την επιταγή, θυμάσαι; Την επιταγή που σου έδωσα. Αυτή που ήταν κομμένη στο όνομα του Πολ Όστερ». «Και βέβαια θυμάμαι. Δεν υπάρχουν όμως λεφτά.

Γι’

αυτό

προσπαθούσα

να

σου

τηλεφωνήσω». «Δεν είχες δικαίωμα να τα ξοδέψεις» ούρλιαξε ο Κουίν που έγινε ξαφνικά έξαλλος. «Τα λεφτά ανήκαν σ’ εµένα». «Δεν

τα

ξόδεψα

εγώ.

Η

επιταγή

ήταν

ακάλυπτη». «Δεν σε πιστεύω». «Μπορείς να έρθεις εδώ, αν θες, και να δεις το γράμμα απ’ την τράπεζα. Εδώ είναι, ακριβώς πάνω στο γραφείο µου. Η επιταγή δεν ήταν εντάξει». «Αυτό είναι παράλογο». «Ναι, είναι. Αλλά τώρα πια έχει ελάχιστη

σηµασία». «Και βέβαια έχει σημασία. Χρειάζομαι τα λεφτά για να συνεχίσω µε την υπόθεση». «Μα δεν υπάρχει υπόθεση. Τέλειωσαν όλα». «Τι εννοείς;» «Τα ίδια που εννοείς κι εσύ. Την υπόθεση Στίλµαν». «Μα τι εννοείς λέγοντας τελείωσαν όλα; Εγώ ακόµη δουλεύω µ’ αυτή την υπόθεση». «Δεν το πιστεύω». «Σταμάτα,

βρε

διάολε,

να

είσαι

τόσο

μυστηριώδης. Δεν έχω την παραμικρή ιδέα τι μου λες». «Δεν το πιστεύω ότι δεν ξέρεις. Πού στο διάολο βρισκόσουν; Εφηµερίδες δεν διαβάζεις;» «Εφημερίδες; Που να πάρει ο διάολος, πες μου τι

εννοείς.

Δεν

προλαβαίνω

να

διαβάσω

εφηµερίδες». Σιωπή απλώθηκε στην άλλη άκρη της γραμμής και για μια στιγμή ο Κουίν είχε την εντύπωση ότι η

συνομιλία τους έληξε, ότι, άγνωστο πώς, είχε βυθιστεί στον ύπνο και μόλις τώρα ξύπνησε για να βρεθεί µε το τηλέφωνο στο χέρι. «Ο

Στίλμαν

πήδησε

από

τη

γέφυρα

του

Μπρούκλιν» είπε ο Όστερ. «Αυτοκτόνησε εδώ και δυόµισι µήνες». «Ψέµατα λες». «Γράφτηκαν όλα στις εφημερίδες. Μπορείς να το διαπιστώσεις και ο ίδιος». «Ήταν ο δικός σου Στίλμαν» συνέχισε ο Όστερ. «Αυτός

που

ήταν

κάποτε

καθηγητής

στο

Κολούµπια. Λέγεται ότι πέθανε στον αέρα, προτού καν το σώµα του χτυπήσει το νερό». «Και ο Πίτερ; Τι έγινε µε τον Πίτερ;» «Δεν έχω ιδέα». «Ξέρει κανείς;» «Αδύνατον να το πω. Αυτό θα πρέπει να το βρεις µόνος σου». «Ναι, αυτό υποθέτω» είπε ο Κουίν. Έπειτα, χωρίς να αποχαιρετήσει τον Όστερ,

κατέβασε το ακουστικό. Πήρε την άλλη δεκάρα και τη χρησιμοποίησε για να καλέσει τη Βιρτζίνια Στίλµαν. Ακόµα θυµόταν το νούµερο. Μια μηχανική φωνή τού επανέλαβε το νούμερο και είπε ότι είχε αποσυνδεθεί. Η φωνή επανέλαβε το µήνυµα και έπειτα η γραµµή έπεσε.

Ο Κουίν δεν μπορούσε να είναι σίγουρος τι ακριβώς ένιωθε. Εκείνες τις πρώτες στιγμές ήταν σαν να μην ένιωθε τίποτα, λες και η όλη υπόθεση ερχόταν

να

προστεθεί

στο

απόλυτο

μηδέν.

Αποφάσισε να αναβάλει τις σκέψεις γύρω απ’ αυτό το ζήτημα. Αργότερα θα είχε χρόνο γι’ αυτό, σκέφτηκε. Προς το παρόν το μόνο πράγμα που φαινόταν να έχει σημασία ήταν να επιστρέψει σπίτι του. Θα γύριζε στο διαμέρισμά του, θα έβγαζε τα ρούχα του και θα έκανε ένα ζεστό μπάνιο. Έπειτα θα έριχνε μια ματιά στα καινούργια περιοδικά, θα έβαζε μερικούς δίσκους στο πικάπ, θα έκανε ένα γρήγορο συγύρισμα. Και μετά, ίσως θ’ άρχιζε να

σκέφτεται την υπόθεση. Ξαναγύρισε στην 107η Οδό. Τα κλειδιά του σπιτιού ήταν ακόμη στην τσέπη του και, καθώς ξεκλείδωσε την κύρια είσοδο και ανέβηκε τα τρία σκαλιά

προς

το

διαμέρισμα,

ένιωσε

σχεδόν

ευτυχής. Έπειτα όμως προχώρησε στο εσωτερικό του διαµερίσµατος κι αυτό ήταν το τέλος. Τα πάντα ήταν αλλαγμένα. Έμοιαζε με ένα τελείως διαφορετικό μέρος, και ο Κουίν σκέφτηκε ότι θα πρέπει να μπήκε κατά λάθος σε άλλο διαμέρισμα. Πήγε πάλι πίσω στο χολ και έλεγξε το νούμερο στην πόρτα. Όχι, δεν είχε κάνει λάθος. Το δικό του διαμέρισμα ήταν. Με το δικό του κλειδί άνοιξε την πόρτα. Μπήκε πάλι μέσα κι εξέτασε προσεκτικά την κατάσταση. Τα έπιπλα ήταν αλλιώς τοποθετημένα. Εκεί όπου κάποτε υπήρχε ένα τραπέζι, τώρα υπήρχε μια καρέκλα. Εκεί όπου κάποτε υπήρχε ένας καναπές, τώρα υπήρχε

ένα

τραπέζι.

Καινούργιοι

πίνακες

κρέμονταν στους τοίχους, ένα καινούργιο χαλί

ήταν απλωμένο στο πάτωμα. Και το γραφείο του; Το αναζήτησε, αλλά δεν κατάφερε να το βρει. Μελέτησε πιο προσεκτικά τα έπιπλα και κατάλαβε ότι δεν ήταν τα δικά του. Ό,τι υπήρχε εδώ την τελευταία φορά που αυτός ήταν στο διαμέρισμα τώρα είχε απομακρυνθεί. Το γραφείο του έλειπε, τα βιβλία του έλειπαν, οι παιδικές ζωγραφιές του πεθαμένου γιου του έλειπαν. Πήγε από το καθιστικό στην κρεβατοκάμαρα. Το κρεβάτι του έλειπε, η σιφονιέρα του έλειπε. Άνοιξε το πάνω συρτάρι της

σιφονιέρας

που βρισκόταν εκεί.

Γυναικεία εσώρουχα ήταν πεταμένα φύρδην μίγδην μέσα: σουτιέν, βρακάκια, σλιπάκια. Το επόμενο συρτάρι περιείχε γυναικεία πουλόβερ. Ο Κουίν δεν προχώρησε παραπέρα. Πάνω σ’ ένα τραπεζάκι κοντά στο κρεβάτι βρισκόταν η κορνιζαρισμένη φωτογραφία ενός ξανθού, χοντρομούρη νεαρού. Μια ακόμα φωτογραφία έδειχνε τον ίδιο νεαρό να χαμογελά και να βρίσκεται στα χιόνια με το μπράτσο του περασμένο γύρω από μια άνοστη

κοπέλα. Χαμογελούσε κι αυτή. Πίσω τους υπήρχε μια

πλαγιά

για

σκι,

ένας

άντρας

με

δυο

χιονοπέδιλα στον ώμο και ο γαλάζιος ουρανός του χειµώνα. Ο Κουίν ξαναγύρισε στο καθιστικό και κάθισε σε μια καρέκλα. Σ’ ένα τασάκι μέσα βρισκόταν ένα μισοκαπνισμένο τσιγάρο με κραγιόν πάνω του. Το άναψε και το κάπνισε. Έπειτα πήγε στην κουζίνα, άνοιξε το ψυγείο και βρήκε λίγη πορτοκαλάδα κι ένα καρβέλι ψωμί. Ήπιε τον χυμό, έφαγε τρεις φέτες ψωμί και ξαναγύρισε στο καθιστικό, όπου κάθισε πάλι στην καρέκλα. Ένα τέταρτο αργότερα άκουσε

βήματα

στις

σκάλες,

κουδούνισμα

κλειδιών έξω από την πόρτα, κι έπειτα η κοπέλα της φωτογραφίας μπήκε στο διαμέρισμα. Φορούσε μια λευκή στολή νοσοκόμας και κρατούσε μια καφέ σακούλα παντοπωλείου. Όταν είδε τον Κουίν, της έφυγε η σακούλα από τα χέρια και έβαλε τις φωνές. Ή πρώτα έβαλε τις φωνές και μετά της έφυγε η σακούλα. Ο Κουίν δεν θα

μπορούσε ποτέ να είναι σίγουρος τι από τα δυο συνέβη. Η σακούλα σχίστηκε μόλις έπεσε στο πάτωμα και το γάλα χύθηκε σχηματίζοντας ένα λευκό µονοπάτι κατά µήκος της άκρης του χαλιού. Ο Κουίν σηκώθηκε, ύψωσε το χέρι του σε μια χειρονομία ειρήνης και της είπε να μην ανησυχεί. Δεν θα της έκανε κακό. Το μόνο που ήθελε να μάθει ήταν γιατί έμενε στο διαμέρισμά του. Έβγαλε το κλειδί από την τσέπη του και το κράταγε στον αέρα, σαν να ήθελε μ’ αυτό να δηλώσει τις καλές του προθέσεις. Του πήρε λίγη ώρα να την πείσει, αλλά στο τέλος ο πανικός της καταλάγιασε. Αυτό δεν σήμαινε ότι εκείνη άρχισε να τον εμπιστεύεται ή ότι φοβόταν λιγότερο. Στεκόταν κοντά στην ανοιχτή πόρτα, έτοιμη να το σκάσει με το πρώτο κακό σημάδι. Ο Κουίν έμενε σε απόσταση, μη θέλοντας

να χειροτερέψει την

κατάσταση. Το στόμα του εξακολουθούσε να μιλά, εξηγώντας της ξανά και ξανά ότι έμενε στο

σπίτι του. Ήταν φανερό ότι εκείνη δεν πίστευε ούτε λέξη από τα λεγόμενά του, αλλά τον άκουγε για να του κάνει το χατίρι, ελπίζοντας χωρίς αμφιβολία ότι κάποια στιγμή θα βαριόταν να µιλάει και στο τέλος θα έφευγε. «Μένω εδώ έναν μήνα τώρα» είπε. «Είναι το διαµέρισµά µου. Το νοίκιασα για έναν χρόνο». «Πώς όμως έχω εγώ το κλειδί;» τη ρώτησε για έβδομη ή όγδοη φορά ο Κουίν. «Δεν σε πείθει αυτό;» «Υπάρχουν εκατοντάδες τρόποι με τους οποίους θα µπορούσες να πάρεις το κλειδί». «Όταν νοίκιασες το σπίτι, δεν σου είπαν ότι έµενε κάποιος εδώ;» «Είπαν ότι ήταν ένας συγγραφέας. Εξαφανίστηκε όµως, είχε µήνες να πληρώσει το νοίκι του». «Εγώ είμαι αυτός!» κραύγασε ο Κουίν. «Εγώ είµαι ο συγγραφέας!» Η κοπέλα τον κοίταξε με ύφος τελείως ψυχρό και γέλασε. «Ένας συγγραφέας; Αυτό είναι το πιο

αστείο πράγμα που άκουσα ποτέ. Κοίτα τα μούτρα σου! Ποτέ δεν είδα τέτοια χάλια σ’ όλη μου τη ζωή». «Είχα κάποιες δυσκολίες τελευταία» ψέλλισε ο Κουίν θέλοντας να δικαιολογηθεί. «Είναι όμως απλώς προσωρινές». «Ο ιδιοκτήτης πάντως μου είπε ότι, όπως και να ’χει,

χάρηκε που σε ξεφορτώθηκε. Δεν του

αρέσουν οι νοικάρηδες που δεν έχουν δουλειά. Χρησιμοποιούν πολύ τη θέρμανση και ρημάζουν τα έπιπλα». «Ξέρεις τι συνέβη µε τα πράγµατά µου;» «Ποια πράγµατά σου;» «Τα βιβλία µου. Τα έπιπλά µου. Τα χαρτιά µου». «Δεν

έχω

ιδέα.

Μάλλον

πούλησαν

ό,τι

μπορούσαν και πέταξαν τα υπόλοιπα. Όλα είχαν καθαριστεί προτού µετακοµίσω εγώ εδώ». Ο Κουίν άφησε έναν βαθύ αναστεναγμό. Είχε φτάσει στα όριά του. Τώρα μπορούσε να το νιώσει, λες και μια μεγάλη αλήθεια ανέτειλε τελικά μέσα

του. Δεν είχε αποµείνει τίποτα. «Καταλαβαίνεις τι σηµαίνει αυτό;» ρώτησε. «Ειλικρινά, σκοτίστηκα» είπε η κοπέλα. «Δικό σου είναι το πρόβλημα, όχι δικό μου. Εγώ απλώς θέλω να φύγεις αποδώ μέσα. Τώρα αμέσως. Αυτό είναι το σπίτι μου και θέλω να φύγεις. Αν δεν φύγεις, θα καλέσω την αστυνομία και θα σε συλλάβουν». Δεν είχε πια καμιά σημασία. Ο Κουίν θα μπορούσε να μείνει εκεί όλη την υπόλοιπη μέρα φιλονικώντας με την κοπέλα, και πάλι να μην πάρει πίσω το διαμέρισμά του. Αυτό είχε χαθεί, ο ίδιος είχε χαθεί, τα πάντα είχαν χαθεί. Ψέλλισε κάτι που δεν ακούστηκε, ζήτησε συγγνώμη από την

κοπέλα

που

έφαγε

την

ώρα

της

προσπερνώντας τη, βγήκε από την πόρτα.

και,

13

ΕΠΕΙΔΗ ΟΣΑ ΣΥΝΕΒΑΙΝΑΝ

δεν τον ενδιέφεραν

πια, ο Κουίν δεν εξεπλάγη όταν η εξώπορτα στην 69η Οδό άνοιξε χωρίς κλειδί. Δεν εξεπλάγη επίσης όταν,

αφού

έφτασε

στον

ένατο

όροφο

και

προχώρησε στον διάδρομο προς το διαμέρισμα των Στίλμαν, είδε ότι και η πόρτα του διαμερίσματος ήταν ανοιχτή. Τέλος, δεν τον εξέπληξε που βρήκε το

διαμέρισμα

άδειο.

Ο

χώρος

ήταν

απογυμνωμένος και τα δωμάτια δεν περιείχαν το παραµικρό. Όλα ήταν ίδια µεταξύ τους: ένα ξύλινο πάτωμα και τέσσερις λευκοί τοίχοι. Αυτό δεν του έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. Ήταν εξαντλημένος και

το µόνο πράγµα που µπορούσε να σκεφτεί ήταν να κλείσει τα µάτια του. Πήγε σ’ ένα από τα δωμάτια στο πίσω μέρος του διαμερίσματος, έναν μικρό χώρο με διαστάσεις περίπου τρία επί δύο. Είχε ένα παράθυρο με συρμάτινο πλέγμα και θέα στον αγωγό εξαερισμού και από όλα τα δωμάτια αυτό φαινόταν το πιο σκοτεινό. Μέσα στο δωμάτιο υπήρχε μια δεύτερη πόρτα

που

οδηγούσε

σ’

ένα

δωματιάκι

με

τουαλέτα και νιπτήρα. Ο Κουίν ακούμπησε το κόκκινο σημειωματάριο στο πάτωμα, έβγαλε από την τσέπη του το στιλό του κωφάλαλου και το πέταξε πάνω στο κόκκινο σημειωματάριο. Έπειτα έβγαλε το ρολόι του και το έβαλε στην τσέπη του. Ύστερα έβγαλε όλα τα ρούχα του, άνοιξε το παράθυρο και τα πέταξε ένα ένα στον αγωγό εξαερισμού: πρώτα το δεξί παπούτσι, έπειτα το αριστερό παπούτσι, τη μια κάλτσα κι έπειτα την άλλη κάλτσα, το πουκάμισο, το σακάκι του, τα εσώρουχά

του.

Δεν

τα

παρακολούθησε

να

πέφτουν,

ούτε

κοίταξε

πού

προσγειώθηκαν.

Έπειτα έκλεισε το παράθυρο, ξάπλωσε στο κέντρο του πατώµατος και βυθίστηκε στον ύπνο. Όταν ξύπνησε, το σκοτάδι απλωνόταν στο δωμάτιο. Δεν μπορούσε να είναι σίγουρος για τον χρόνο που είχε περάσει, αν δηλαδή ήταν η νύχτα εκείνης της ημέρας ή η νύχτα της επομένης. Θα μπορούσε, σκέφτηκε, να μην είναι καν νύχτα. Ίσως είχε απλώς σκοτάδι μέσα στο δωμάτιο και έξω, πίσω από το παράθυρο, ο ήλιος έλαμπε. Για κάμποσα λεπτά σκεφτόταν να σηκωθεί και να πάει στο παράθυρο να δει, αλλά μετά έκρινε ότι αυτό δεν είχε σημασία. Αν δεν είχε νυχτώσει τώρα, σκέφτηκε, τότε θα νύχτωνε αργότερα. Αυτό ήταν σίγουρο και, είτε κοίταζε από το παράθυρο είτε όχι, η απάντηση θα ήταν η ίδια. Από την άλλη πλευρά, αν όντως ήταν νύχτα εδώ στη Νέα Υόρκη, τότε σίγουρα ο ήλιος έλαμπε κάπου αλλού. Στην Κίνα,

για

παράδειγμα,

θα

ήταν

σίγουρα

απομεσήμερο και οι αγρότες στους ορυζώνες θα

σκούπιζαν τον ιδρώτα που έσταζε από τα φρύδια τους. Νύχτα και μέρα δεν ήταν παρά σχετικοί όροι∙ δεν αναφέρονταν σε μια απόλυτη κατάσταση. Σε οποιαδήποτε δεδομένη στιγμή, συνέβαιναν πάντα και τα δύο. Ο μόνος λόγος που εμείς δεν το μάθαμε

ήταν

επειδή

δεν

μπορούσαμε

να

βρισκόµαστε σε δυο µέρη ταυτόχρονα. Ο Κουίν σκέφτηκε επίσης να σηκωθεί και να πάει

σε

κάποιο

άλλο

δωμάτιο,

αλλά

μετά

κατάλαβε ότι ήταν μια χαρά εκεί που βρισκόταν. Ένιωθε άνετα εδώ, στο σημείο που είχε διαλέξει, και έβρισκε απολαυστικό το να είναι ξαπλωμένος ανάσκελα με τα μάτια ανοιχτά και να κοιτάζει το ταβάνι, ή αυτό που θα ήταν το ταβάνι αν κατάφερνε να το δει. Ένα μόνο πράγμα τού έλειπε, κι αυτό ήταν ο ουρανός. Συνειδητοποίησε ότι του έλειπε η αίσθηση να τον έχει πάνω από το κεφάλι του, έπειτα από τόσα μερόνυχτα που πέρασε στο ύπαιθρο. Τώρα όμως ήταν μέσα σ’ ένα σπίτι, και άσχετα από το δωμάτιο στο οποίο θα

διάλεγε

να

στρατοπεδεύσει,

ο

ουρανός

θα

παρέμενε κρυμμένος, απρόσιτος όσο μακριά και να έφτανε το µάτι του. Σκέφτηκε ότι θα έμενε εδώ μέχρι να μην αντέχει άλλο. Θα υπήρχε νερό στον νιπτήρα για να χορτάσει τη δίψα του κι αυτό θα του πρόσφερε λίγο χρόνο. Μοιραία θα πεινούσε και θα έπρεπε κάτι να φάει. Όμως είχε δουλέψει τόσο πολύ τώρα με στόχο να χρειάζεται τα ελάχιστα, ώστε ήξερε ότι η στιγμή αυτή απείχε ακόμη κατά μερικές μέρες. Αποφάσισε

να

μην

το

σκέφτεται,

μέχρι

να

αναγκαστεί να το κάνει. Δεν είχε νόημα να ανησυχεί, σκέφτηκε, δεν είχε νόημα να ενοχλείται µε πράγµατα χωρίς καµιά σηµασία. Προσπάθησε να σκεφτεί τη ζωή που έζησε προτού αρχίσει αυτή ιστορία. Αυτό προκαλούσε πολλές δυσκολίες, επειδή τώρα του φαινόταν πολύ απόμακρη. Θυμήθηκε τα βιβλία που έγραψε με το όνομα Γουίλιαμ Γουίλσον. Ήταν παράξενο, σκέφτηκε, που έκανε αυτό το πράγμα, και τώρα

αναρωτιόταν γιατί το έκανε. Μέσα στην καρδιά του, συνειδητοποιούσε ότι ο Μαξ Γουόρκ είχε πεθάνει. Πέθανε κάπου στην πορεία προς την επόμενη υπόθεση και ο Κουίν δεν κατάφερε να νιώσει λύπη γι’ αυτό. Όλα αυτά έμοιαζαν τόσο ασήμαντα τώρα. Επέστρεψε νοερά στο γραφείο του και στις χιλιάδες λέξεις που είχε γράψει εκεί. Σκέφτηκε τον άντρα που υπήρξε ο ατζέντης του και αντιλήφθηκε ότι δεν μπορούσε να θυμηθεί το όνομά του. Τόσα πράγματα εξαφανίζονταν τώρα, ήταν

δύσκολο

να

τα

παρακολουθήσει.

Προσπάθησε να ξαναθυμηθεί την παράταξη των παικτών της Μετς, θέση προς θέση, αλλά το μυαλό του άρχισε να περιπλανιέται. Αυτός που έπαιζε στο κέντρο, θυμόταν, ήταν ο Μούκι Γουίλσον,

ένας

πολλά

υποσχόμενος

νεαρός

παίκτης που το πραγματικό του όνομα ήταν Γουίλιαμ

Γουίλσον.

Σίγουρα

κάτι

ενδιαφέρον

υπήρχε σ’ αυτό. Ο Κουίν κυνήγησε την ιδέα λίγα λεπτά και μετά την παράτησε. Οι δυο Γουίλιαμ

Γουίλσον ακύρωναν ο ένας τον άλλον κι αυτό ήταν όλο. Τους αποχαιρέτησε μέσα στο μυαλό του. Οι Μετς θα κατέληγαν πάλι στην τελευταία θέση και κανείς δεν θα το έβαζε µαράζι. Την επόμενη φορά που ξύπνησε, ο ήλιος έλαμπε μέσα στο δωμάτιο. Δίπλα του στο πάτωμα υπήρχε ένας δίσκος με φαγητό και μέσα στα πιάτα κάτι άχνιζε και θύμιζε ροσμπίφ. Ο Κουίν δέχτηκε το γεγονός αυτό χωρίς να διαμαρτυρηθεί. Δεν εξεπλάγη ούτε ενοχλήθηκε. Ναι, είπε μέσα του, είναι απολύτως πιθανό το φαγητό να το άφησαν εκεί για μένα. Δεν είχε καμιά περιέργεια να μάθει πώς ή γιατί συνέβη αυτό. Ούτε καν σκέφτηκε να βγει από το δωμάτιο και να κοιτάξει στο υπόλοιπο διαμέρισμα ώστε να βρει μια απάντηση. Εξέτασε από κοντά το φαγητό στον δίσκο και είδε ότι εκτός από δυο μεγάλες φέτες ροσμπίφ υπήρχαν και επτά πατατούλες ψητές στον φούρνο, ένα πιάτο με σπαράγγια, ένα φρέσκο ψωμάκι, σαλάτα, μια καράφα με κόκκινο κρασί και για επιδόρπιο ένα

κομμάτι τυρί και ένα αχλάδι. Υπήρχε μια λινή πετσετούλα και τα ασημικά ήταν της καλύτερης ποιότητας. Ο Κουίν έφαγε το φαγητό ή το μισό απ’ αυτό, που ήταν όσο µπορούσε να καταναλώσει. Μετά το γεύμα του άρχισε να γράφει στο κόκκινο

σημειωματάριο.

Συνέχισε

να

γράφει

μέχρις ότου το σκοτάδι απλώθηκε πάλι στο δωμάτιο. Υπήρχε ένα φωτάκι στο κέντρο του ταβανιού και ένας διακόπτης κοντά στην πόρτα, αλλά η ιδέα να το ανάψει δεν του άρεσε. Λίγο αργότερα τον πήρε πάλι ο ύπνος. Όταν ξύπνησε, το φως του ήλιου έμπαινε στο δωμάτιο κι άλλος ένας δίσκος με φαγητό ήταν πλάι του στο πάτωμα. Έφαγε ό,τι μπορούσε κι έπειτα βάλθηκε πάλι να γράφει στο κόκκινο σηµειωµατάριο. Κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, οι σημειώσεις αυτής της περιόδου αποτελούνταν από ερωτήματα στο περιθώριο που αφορούσαν την υπόθεση Στίλμαν. Ο Κουίν αναρωτήθηκε, για παράδειγμα, γιατί δεν μπήκε στον κόπο να κοιτάξει τα

ρεπορτάζ των εφημερίδων για τη σύλληψη του Στίλμαν το 1969. Εξέτασε το πρόβλημα αν η προσελήνωση εκείνη τη χρονιά συνδεόταν κατά κάποιον τρόπο με όσα συνέβησαν. Αναρωτήθηκε γιατί βασίστηκε στα λεγόμενα του Όστερ για τον θάνατο του Στίλμαν. Προσπάθησε να σκεφτεί για αυγά και έγραψε φράσεις όπως «ένα καλό αυγό», «αυγά στα μούτρα του», «τον πήραν με τ’ αυγά», «μοιάζουν

σαν

δυο

αυγά

μεταξύ

τους».

Αναρωτήθηκε τι θα συνέβαινε αν ακολουθούσε τον δεύτερο Στίλμαν αντί του πρώτου. Γιατί ο άγιος Χριστόφορος,

ο

προστάτης

των

ταξιδιωτών,

αποαγιοποιήθηκε από τον Πάπα το 1969, ακριβώς την εποχή του ταξιδιού στη Σελήνη. Γιατί ο Δον Κιχώτης δεν ήθελε απλώς να γράφει βιβλία σαν αυτά που του άρεσαν, αντί να ζει τις περιπέτειές τους. Σκέφτηκε αν η κοπέλα που μετακόμισε στο διαμέρισμά του ήταν η ίδια κοπέλα μ’ αυτήν που είδε στον σταθμό Γκραντ Σέντραλ να διαβάζει το βιβλίο του. Αναρωτήθηκε αν η Βιρτζίνια Στίλμαν

προσέλαβε άλλον ντετέκτιβ όταν εκείνος δεν κατάφερε να έρθει σε επαφή μαζί της. Γιατί βασίστηκε στα λεγόμενα του Όστερ για την ακάλυπτη επιταγή. Σκέφτηκε τον Πίτερ Στίλμαν και αναρωτήθηκε αν κοιμήθηκε ποτέ στο δωμάτιο όπου βρισκόταν τώρα εκείνος. Αν η υπόθεση είχε κλείσει

στ’

εξακολουθούσε,

αλήθεια κατά

ή

μήπως

κάποιον

εκείνος

τρόπο,

να

δουλεύει γι’ αυτήν. Αναρωτήθηκε με τι να έμοιαζε ο χάρτης όλων των βημάτων που έκανε στη ζωή του και ποια λέξη σχηµατιζόταν από αυτόν. Όταν σκοτείνιαζε ο Κουίν κοιμόταν, και όταν φώτιζε έτρωγε το φαγητό και έγραφε στο κόκκινο σημειωματάριο. Ποτέ δεν μπορούσε να είναι βέβαιος για τη διάρκεια του κάθε διαλείμματος, επειδή δεν τον ενδιέφερε να μετρήσει τις μέρες ή τις ώρες. Του φαινόταν πάντως ότι σιγά σιγά το σκοτάδι άρχιζε να υπερισχύει έναντι του φωτός, ότι,

ενώ στην αρχή υπήρχε

η υπεροχή της

λιακάδας, το φως έγινε βαθμιαία πιο αδύναμο και

φευγαλέο. Στην αρχή αυτό το απέδωσε στην αλλαγή της εποχής. Σίγουρα η ισημερία θα είχε ήδη περάσει και ίσως πλησίαζε το ηλιοστάσιο. Όμως ακόμα κι όταν είχε έρθει ο χειμώνας και η διαδικασία θα άρχιζε θεωρητικά να αντιστρέφεται, ο Κουίν παρατήρησε ότι οι περίοδοι του σκότους εξακολουθούσαν να υπερισχύουν έναντι εκείνων του φωτός. Του φαινόταν ότι είχε όλο και λιγότερο χρόνο για να τρώει το φαγητό του και να γράφει στο κόκκινο σημειωματάριο. Τελικά, του φαινόταν ότι τα διαστήματα αυτά περιορίστηκαν σε ζήτημα λεπτών. Μια φορά, για παράδειγμα, τελείωσε το φαγητό του και ανακάλυψε ότι ο χρόνος που διέθετε προτάσεις

αρκούσε στο

μόνο

για

κόκκινο

να

σημειω

γράψει

τρεις

ματάριο.

Την

επόμενη φορά που υπήρχε φως, το μόνο που κατάφερε ήταν να γράψει δύο προτάσεις. Άρχισε να

παραλείπει

γεύματα,

προκειμένου

να

αφοσιωθεί στο κόκκινο σημειωματάριο, τρώγοντας μόνο όταν ένιωθε ότι δεν μπορούσε ν’ αντέξει

άλλο. Ο χρόνος όμως εξακολουθούσε να μειώνεται και σύντομα δεν προλάβαινε να τρώει παραπάνω από μια δυο μπουκιές κι ερχόταν το σκοτάδι. Δεν σκέφτηκε να ανάψει το ηλεκτρικό, επειδή είχε από καιρό ξεχάσει ότι υπήρχε. Η

περίοδος

του

αυξανόμενου

σκότους

συνέπιπτε με τη μείωση των σελίδων στο κόκκινο σημειωματάριο. Σιγά σιγά ο Κουίν έφτανε στο τέλος.

Σε

κάποιο

συγκεκριμένο

σημείο,

συνειδητοποίησε ότι,όσο περισσότερα έγραφε, τόσο γρηγορότερα θα ερχόταν η ώρα που δεν θα μπορούσε να γράψει τίποτα. Άρχισε να ζυγίζει με περίσσια έγνοια τα λόγια του, παλεύοντας να εκφράζεται με τη μεγαλύτερη δυνατή οικονομία και σαφήνεια. Μετάνιωνε που σπατάλησε τόσες σελίδες στην αρχή του κόκκινου σημειωματάριου και στην πραγματικότητα μετάνιωνε που είχε μπει στον κόπο να γράφει για την υπόθεση Στίλμαν. Επειδή η υπόθεση ήταν ήδη πολύ μακριά πίσω του κι αυτός δεν έκανε πια τον κόπο να ασχολείται

μαζί της. Ήταν μια γέφυρα προς ένα άλλο μέρος στη ζωή του, και τώρα που την είχε διασχίσει, το νόημά της είχε χαθεί. Ο Κουίν δεν ενδιαφερόταν πια για τον εαυτό του. Έγραφε για τα άστρα, τη γη, τις ελπίδες του για την ανθρωπότητα. Ένιωθε ότι τα λόγια του αποκόπτονταν από αυτόν, ότι τώρα αποτελούσαν ένα τµήµα του κόσµου µε την ευρεία έννοια, τόσο πραγματικό και εξειδικευμένο όσο μια πέτρα, μια λίμνη ή ένα λουλούδι. Δεν διατηρούσαν πια καμιά σχέση μαζί του. Θυμόταν τη στιγμή της γέννησής του και πώς τον έσπρωξαν απαλά έξω από την κοιλιά της μητέρας του. Θυμόταν την άπειρη ευγένεια του κόσμου και όλων των ανθρώπων που κάποτε αγάπησε. Τώρα το μόνο που είχε σημασία ήταν η ομορφιά όλων αυτών των πραγμάτων. Ήθελε να συνεχίσει να γράφει γι’ αυτήν και του ήταν οδυνηρό να ξέρει ότι αυτό δεν θα ήταν δυνατόν. Ωστόσο, προσπάθησε να

αντιμετωπίσει

με

θάρρος

το

τέλος

του

σημειωματάριου. Αναρωτιόταν αν είχε το χάρισμα

να γράφει χωρίς στιλό, αν αντιθέτως θα μπορούσε να μάθει να μιλά, να γεμίζει το σκοτάδι με τη φωνή του, να λέει τα λόγια στον αέρα, μέσα στους τοίχους, μέσα στην πόλη, έστω κι αν το φως δεν ξαναγύριζε ποτέ. Η τελευταία φράση στο κόκκινο σημειωματάριο λέει: «Τι θα συμβεί όταν δεν θα υπάρχουν πια σελίδες στο κόκκινο σηµειωµατάριο;»

Στο σημείο αυτό η ιστορία γίνεται ασαφής. Οι πληροφορίες εξαντλούνται και τα γεγονότα που ακολούθησαν αυτή την ύστατη φράση δεν θα γίνουν ποτέ γνωστά. Θα ήταν βλακώδες ακόμα και να διακινδυνεύσουµε να µαντέψουµε κάτι. Επέστρεψα στην πατρίδα απ’ το ταξίδι μου στην Αφρική τον Φεβρουάριο, μόλις λίγες ώρες προτού μια χιονοθύελλα αρχίσει να πέφτει στη Νέα Υόρκη. Εκείνο το απόγευμα τηλεφώνησα στον φίλο μου τον Όστερ κι αυτός με πίεσε να πάω να τον δω όσο μπορούσα

πιο

σύντομα.

Υπήρχε

κάτι

τόσο

επίμονο στη φωνή του που δεν τόλμησα να αντισταθώ, αν και ήµουν εξαντληµένος. Στο διαμέρισμά του ο Όστερ μού εξήγησε πόσο λίγα πράγματα γνώριζε για τον Κουίν κι έπειτα συνέχισε

να

υπόθεση

στην

μου

περιγράφει

οποία

την

συμπτωματικά

παράξενη βρέθηκε

αναμεμειγμένος. Η υπόθεση αυτή του είχε γίνει έμμονη ιδέα, είπε, και ήθελε τη συμβουλή μου σχετικά με το τι πρέπει να κάνει. Αφού τον άκουσα, άρχισα να θυμώνω επειδή μεταχειρίστηκε με τόση αδιαφορία τον Κουίν. Τον επέπληξα επειδή δεν είχε μεγαλύτερο ρόλο στα γεγονότα, επειδή δεν έκανε κάτι για να βοηθήσει έναν άνθρωπο ο οποίος ήταν πασιφανές ότι βρισκόταν σε δύσκολη θέση. Ο Όστερ φάνηκε να παίρνει κατάκαρδα τα λόγια μου. Στην πραγματικότητα, είπε, αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο µου ζήτησε να πάω να τον δω. Ένιωθε ενοχές και ήθελε να απαλλαγεί απ’ αυτό το φορτίο. Είπε ότι εγώ ήμουν ο μόνος άνθρωπος

που µπορούσε να εµπιστευτεί. Είχε

περάσει

τους

τελευταίους

μήνες

προσπαθώντας να ανακαλύψει τα ίχνη του Κουίν, χωρίς όμως επιτυχία. Ο Κουίν δεν έμενε πια στο διαμέρισμά του και όλες οι απόπειρες να φτάσει ως τη Βιρτζίνια Στίλμαν είχαν αποτύχει. Τότε εγώ πρότεινα να ρίξουμε μια ματιά στο διαμέρισμα του Στίλμαν. Άγνωστο πώς, διαισθανόμουν ότι εκεί είχε καταλήξει ο Κουίν. Φορέσαμε τα παλτά μας, βγήκαμε έξω και πήραμε ένα ταξί για να πάμε στην 69η Οδό. Το χιόνι έπεφτε ήδη μία ώρα και οι δρόμοι δεν ήταν πια ασφαλείς. Δεν δυσκολευτήκαμε να μπούμε στο κτίριο. Γλιστρήσαμε από την πόρτα παρέα με έναν από τους ενοίκους που μόλις γύριζε σπίτι. Ανεβήκαμε επάνω και βρήκαμε την πόρτα αυτού που υπήρξε κάποτε το διαμέρισμα των Στίλμαν. Ήταν

ξεκλείδωτη.

Μπήκαμε

προσεκτικά

στο

εσωτερικό του σπιτιού και ανακαλύψαμε μια σειρά γυμνά, άδεια δωμάτια. Σ’ ένα μικρό δωμάτιο στο

πίσω μέρος, άψογα καθαρό όπως ήταν και όλα τα άλλα δωμάτια, κειτόταν στο πάτωμα το κόκκινο σημειωματάριο. Ο Όστερ το σήκωσε, του έριξε μια βιαστική ματιά και είπε ότι ήταν του Κουίν. Έπειτα μου το έδωσε, λέγοντάς μου να το κρατήσω. Η όλη υπόθεση τον είχε αναστατώσει τόσο πολύ, ώστε φοβόταν να το κρατήσει ο ίδιος. Είπα ότι θα το κρατούσα ώσπου εκείνος να είναι έτοιμος να το διαβάσει. Εκείνος όμως κούνησε το κεφάλι του και μου είπε ότι δεν ήθελε να το αντικρίσει ξανά. Έπειτα φύγαμε και περπατήσαμε έξω στο χιόνι. Η πόλη τώρα ήταν κατάλευκη και εξακολουθούσε να χιονίζει, λες και δεν θα σταµατούσε ποτέ. Όσον αφορά τον Κουίν, µου είναι αδύνατο να πω πού βρίσκεται τώρα. Ακολούθησα το κόκκινο σημειωματάριο όσο πιο πιστά μπορούσα και κάποιες ανακρίβειες στην ιστορία θα πρέπει να αποδοθούν σ’ εμένα. Υπήρχαν στιγμές κατά τις οποίες ήταν δύσκολο να αποκρυπτογραφηθεί το κείμενο, εγώ όμως έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα

και απέφυγα να προχωρήσω σε ερμηνείες. Βέβαια, το κόκκινο σημειωματάριο είναι μόνο η μισή ιστορία, όπως θα μπορούσε να καταλάβει κάθε ευαίσθητος αναγνώστης. Όσον αφορά τον Όστερ, πιστεύω ακράδαντα ότι φέρθηκε απαίσια. Αν η φιλία μας τελείωσε, γι’ αυτό θα πρέπει να μέμφεται μόνο τον εαυτό του. Όσο για μένα, οι σκέψεις μου παραμένουν με τον Κουίν. Θα βρίσκεται πάντα μαζί μου. Και όπου κι αν εξαφανίστηκε, εγώ του εύχοµαι καλή τύχη.

ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ

ΠΡΩΤΑ ΠΡΩΤΑ ΥΠΑΡΧΕΙ Ο ΜΠΛΟΥ.

Αργότερα

είναι ο Γουάιτ κι έπειτα είναι ο Μπλακ, και προτού ξεκινήσουμε, υπάρχει ο Μπράουν. Ο Μπράουν ήταν αυτός που τον έμπασε στη δουλειά, αυτός που του έμαθε τα κόλπα και, όταν ο Μπράουν γέρασε, ο Μπλου ανέλαβε τη δουλειά. Έτσι αρχίζει η ιστορία. Ο τόπος είναι η Νέα Υόρκη, ο χρόνος είναι το παρόν, και κανένα από τα δύο δεν θα αλλάξει ποτέ. Ο Μπλου πηγαίνει καθημερινά στη δουλειά και κάθεται στο γραφείο του περιµένοντας κάτι να συμβεί. Για ένα μεγάλο διάστημα τίποτα δεν συμβαίνει κι έπειτα ένας άντρας που λέγεται Γουάιτ περνά την πόρτα κι έτσι αρχίζει η ιστορία µας. Η υπόθεση μοιάζει αρκετά απλή. Ο Γουάιτ θέλει να παρακολουθήσει ο Μπλου έναν άντρα ονόματι

Μπλακ και να µην τον αφήνει από τα µάτια του για όσο χρειαστεί. Όσο δούλευε για τον Μπράουν, ο Μπλου έκανε πολλές παρακολουθήσεις και τούτη εδώ δεν φαίνεται διαφορετική, ίσως μάλιστα είναι ευκολότερη από πολλές άλλες. Ο Μπλου χρειάζεται τη δουλειά κι έτσι ακούει τον Γουάιτ και δεν του κάνει πολλές ερωτήσεις. Συμπεραίνει ότι πρόκειται για την υπόθεση ενός γάμου και ότι ο Γουάιτ είναι ένας ζηλιάρης σύζυγος. Ο Γουάιτ δεν φλυαρεί. Θέλει, λέει, μια εβδομαδιαία

αναφορά,

σταλμένη

στο

τάδε

νούµερο µιας ταχυδροµικής θυρίδας, τυπωµένη σε διπλό αντίγραφο σε σελίδες που θα έχουν τόσο μήκος και τόσο πλάτος. Κάθε βδομάδα μια επιταγή θα στέλνεται ταχυδρομικώς στον Μπλου. Έπειτα ο Γουάιτ λέει στον Μπλου πού μένει ο Μπλακ, πώς μοιάζει και τα λοιπά. Όταν ο Μπλου ρωτά τον Γουάιτ πόσο πιστεύει ότι θα κρατήσει η υπόθεση, ο Γουάιτ λέει ότι δεν ξέρει. «Απλώς» λέει «συνεχίστε να στέλνετε τις αναφορές μέχρι

νεωτέρας». Για να είμαστε ειλικρινείς με τον Μπλου, όλα αυτά τα βρίσκει κάπως παράξενα. Θα ήταν όμως παρατραβηγμένο να πει ότι αυτή τη στιγμή έχει κάποιες υποψίες. Ωστόσο του είναι αδύνατο να μην επισημάνει κάποια πράγματα για τον Γουάιτ. Η μαύρη γενειάδα και τα πολύ φουντωτά φρύδια, για παράδειγμα. Κι έπειτα είναι και το δέρμα το οποίο

δείχνει

υπερβολικά

λευκό,

λες

και

καλύπτεται από πούδρα. Ο Μπλου δεν είναι κανένας

ερασιτέχνης

μεταμφιέσεων,

κι

έτσι

στην

τέχνη

δεν δυσκολεύεται

των να

αντιληφθεί αυτήν εδώ. Επιτέλους, δάσκαλός του ήταν ο Μπράουν, και στην εποχή του ήταν ο καλύτερος στη δουλειά. Έτσι ο Μπλου αρχίζει να σκέφτεται ότι έκανε λάθος, ότι η υπόθεση δεν έχει καμιά σχέση με γάμο. Δεν το προχωράει όμως, επειδή ο Γουάιτ εξακολουθεί να του μιλά και ο Μπλου

οφείλει

να

συγκεντρωθεί

παρακολουθεί τα λόγια του.

και

να

«Όλα είναι τακτοποιημένα»

λέει ο Γουάιτ.

«Υπάρχει ένα διαμερισματάκι ακριβώς απέναντι από το σπίτι του Μπλακ. Το νοίκιασα ήδη και μπορείτε να μετακομίσετε σήμερα σ’ αυτό. Το νοίκι

θα

πληρώνεται

ώσπου

να

κλείσει

η

υπόθεση». «Καλή ιδέα» λέει ο Μπλου παίρνοντας το κλειδί από

τον

Γουάιτ.

«Αυτό

θα

περιορίσει

τον

ποδαρόδροµο». «Ακριβώς» απαντά ο Γουάιτ χαϊδεύοντας τη γενειάδα του. Κι έτσι έκλεισε η συμφωνία. Ο Μπλου δέχεται να αναλάβει τη δουλειά και σφίγγουν τα χέρια. Για να δείξει μάλιστα την καλή του πίστη, ο Γουάιτ δίνει στον Μπλου μια προκαταβολή από δέκα χαρτονοµίσµατα των πενήντα δολαρίων το καθένα. Έτσι, λοιπόν, αρχίζει. Ο νεαρός Μπλου και ένας άντρας που λέγεται Γουάιτ, ο οποίος προφανώς δεν είναι ο άντρας που πα

ρουσιάζεται. Δεν έχει

σημασία, μονολογεί ο Μπλου όταν ο Γουάιτ

φεύγει. Είμαι σίγουρος ότι έχει τους λόγους του που το κάνει. Και συν τους άλλοις, δεν είναι δικό μου πρόβλημα. Εμένα το μόνο που πρέπει να με νοιάζει είναι να κάνω τη δουλειά µου. Είναι 3 Φεβρουαρίου του 1947. Και βέβαια πού να ξέρει ο Μπλου ότι η υπόθεση αυτή θα κρατήσει χρόνια. Το παρόν όμως είναι εξίσου σκοτεινό με το παρελθόν και το μυστήριό του είναι ισάξιο με οτιδήποτε μπορεί να κλείνει μέσα του το μέλλον. Αυτό ισχύει στον κόσμο: ένα βήμα κάθε φορά, μια λέξη κι έπειτα η επόμενη. Υπάρχουν κάποια πράγματα που αυτή τη στιγμή είναι αδύνατο να τα γνωρίζει ο Μπλου. Επειδή η γνώση έρχεται αργά, κι όταν έρθει, αυτό γίνεται συχνά με μεγάλες προσωπικές δαπάνες. Ο Γουάιτ φεύγει από το γραφείο και ένα λεπτό αργότερα ο Μπλου σηκώνει το τηλέφωνο και καλεί τη μέλλουσα κυρία Μπλου. «Πρέπει να κάνω μια παρακολούθηση» λέει στην αγαπημένη του. «Μην ανησυχήσεις αν εξαφανιστώ για λίγο. Θα σε

σκέφτοµαι διαρκώς». Ο Μπλου παίρνει ένα μικρό γκρι σακίδιο από το ράφι και το γεμίζει με το 38άρι του, ένα ζευγάρι κιάλια, ένα σημειωματάριο και άλλα εργαλεία της δουλειάς.

Έπειτα καθαρίζει

το γραφείο του,

τακτοποιεί τα χαρτιά του και κλειδώνει το γραφείο. Από

εκεί πηγαίνει στο διαμέρισμα που του

νοίκιασε ο Γουάιτ. Η δι

εύθυνση δεν έχει καμιά

σημασία. Ας πούμε όμως ότι είναι στο Μπρούκλιν Χάιτς, έτσι χάριν λόγου. Κάποιοι ήσυχοι δρόμοι που σπάνια τους διασχίζει ο κόσμος, όχι μακριά από τη γέφυρα∙ η οδός Όραντζ ίσως. Σ’ αυτόν τον δρόμο τύπωσε το 1855 ο Γουόλτ Γουίτμαν την πρώτη έκδοση της ποιητικής συλλογής του χλόης

και

εδώ

ο

Χένρι

Γουόρντ

Φύλλα

Μπίτσερ

καταφερόταν κατά της δουλείας από τον άμβωνα της εκκλησίας του με τα κόκκινα τούβλα. Αυτά σχετικά µε το χρώµα της περιοχής. Είναι ένα μικρό στούντιο στο τρίτο πάτωμα ενός τετραώροφου κτιρίου από αμμόλιθο. Ο Μπλου

χαίρεται όταν βλέπει ότι είναι πλήρως εξοπλισμένο και,

καθώς

περιφέρεται

μέσα

στο

δωμάτιο

επιθεωρώντας τα έπιπλα, διαπιστώνει ότι όλα είναι ολοκαίνουργια:

το

κρεβάτι,

το

τραπέζι,

η

καρέκλα, το χαλί, τα λινά, τα κουζινικά, τα πάντα. Στην ντουλάπα κρέμεται ένα πλήρες σετ ρούχων και

ο

Μπλου,

διερωτώμενος

αν

τα

ρούχα

προορίζονται γι’ αυτόν, τα δοκιμάζει και βλέπει ότι του κάνουν. Δεν είναι ο μεγαλύτερος χώρος στον οποίο βρέθηκα ποτέ, μονολογεί οργώνοντας το δωμάτιο από τη μιαν άκρη στην άλλη, είναι όµως αρκετά άνετος. Βγαίνει πάλι έξω, διασχίζει τον δρόμο και μπαίνει στο απέναντι κτίριο. Στην είσοδο αναζητεί το

όνομα

του

Μπλακ

σ’

ένα

απ’

τα

γραμματοκιβώτια και το βρίσκει: Μπλακ, τρίτος όροφος. Ως εδώ όλα καλά. Έπειτα επιστρέφει στο δωµάτιό του και καταπιάνεται µε τη δουλειά. Τραβά τις κουρτίνες του δωματίου, κοιτάζει απέναντι και βλέπει τον Μπλακ να κάθεται σ’ ένα

τραπέζι στο δωμάτιό του. Στον βαθμό που ο Μπλου

μπορεί

να

διακρίνει

τι

συμβαίνει,

καταλαβαίνει ότι ο Μπλακ γράφει. Μια ματιά με τα κιάλια το επιβεβαιώνει. Όπως και να ’χει, οι φακοί δεν είναι τόσο δυνατοί ώστε να δει τι γράφει ο Μπλακ, αλλά και να ήταν, ο Μπλου αμφιβάλλει ότι

θα

μπορούσε

να

διαβάσει

τον

γραφικό

χαρακτήρα ανάποδα. Άρα το μόνο που μπορεί να πει σίγουρα είναι ότι ο Μπλακ γράφει σ’ ένα σημειωματάριο με μια κόκκινη πένα. Ο

Μπλου

βγάζει το δικό του σημειωματάριο και γράφει: 3 Φεβρουαρίου,

3 μ.μ.

Ο Μπλακ γράφει

στο

σηµειωµατάριό του. Πού και πού ο Μπλακ σταματά τη δουλειά και κοιτά προς το

παράθυρο. Κάποια στιγμή ο Μπλου

νομίζει ότι κοιτά κατευθεί

αν προς το μέρος του

και κρύβεται. Με μια ενδελεχέστερη εξέταση όμως, αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται απλώς για ένα απλανές βλέμμα, που υποδηλώνει μάλλον ότι σκέφτεται παρά ότι διακρίνει, ένα βλέμμα που

κάνει

τα

επιτρέπει

πράγματα να

αόρατα,

μπουν

μέσα

που του.

δεν Ο

τους

Μπλακ

σηκώνεται κάθε τόσο από την καρέκλα του και εξαφανίζεται σε κάποιο κρυφό σημείο μέσα στο δωμάτιο, σε μια γωνία υποθέτει ο Μπλου ή ίσως στο μπάνιο∙ ποτέ όμως δεν φεύγει για πολλή ώρα, πάντα επιστρέφει γρήγορα στο γραφείο. Αυτό συνεχίζεται πολλές ώρες και ο Μπλου δεν γίνεται σοφότερος παρά τις προσπάθειές του. Στις έξι το απόγευμα

γράφει

σημειωματάριό του:

τη

δεύτερη

φράση

στο

Αυτό συνεχίζεται πολλές

ώρες. Δεν είναι τόσο ότι ο Μπλου βαρέθηκε, αλλά ότι νιώθει να εμποδίζεται στη δουλειά του. Χωρίς να μπορεί να διαβάσει τι έγραψε ο Μπλακ, όλα στο εξής είναι μετέωρα. Ίσως είναι ένας τρελός, σκέφτεται ο Μπλου, που μηχανορραφεί για να τινάξει τον κόσμο στον αέρα. Ίσως αυτό το γραπτό έχει κάποια σχέση με τη μυστική του φόρμουλα. Αμέσως όμως ο Μπλου ενοχλείται από μια τόσο

παιδιάστικη αντίληψη. Είναι πολύ νωρίς για να ξέρει οτιδήποτε, μονολογεί, και προς το παρόν αποφασίζει να αναβάλει την κρίση του. Το μυαλό του περιπλανιέται από το ένα πράγμα στο άλλο και τελικά κατασταλάζει στη μέλλουσα κυρία Μπλου. Απόψε σχεδίαζαν να βγουν έξω, θυμάται, και, αν δεν ερχόταν ο Γουάιτ στο γραφείο και δεν υπήρχε τούτη η νέα υπόθεση, τώρα θα ήταν μαζί της. Πρώτα το κινέζικο εστιατόριο στην 39η Οδό, όπου θα πάλευαν με τα ξυλάκια και θα κρατιόντουσαν από τα χέρια κάτω από το τραπέζι, κι

έπειτα

το

πρόγραμμα

με

τις

δυο

κινηματογραφικές ταινίες στο Παραμάουντ. Για μια σύντομη στιγμή είχε στο μυαλό του μια εκπληκτικά σαφή εικόνα του προσώπου της γελά με τα μάτια χαμηλωμένα παριστάνοντας την αµήχανη–, και συνειδητοποιεί ότι θα προτιμούσε να είναι μαζί της παρά να κάθεται σ’ αυτό το μικρό δωμάτιο, ένας θεός ξέρει για πόσο. Σκέφτεται να της τηλεφωνήσει για λίγη κουβεντούλα, διστάζει,

–να

κι έπειτα αποφασίζει να μην το κάνει. Δεν θέλει να φανεί αδύναμος. Αν εκείνη ήξερε πόσο πολύ τη χρειαζόταν, αυτός θα άρχιζε να χάνει την πλεονεκτική του θέση, κι αυτό δεν θα ήταν καλό. Ο άντρας πρέπει να είναι πάντα ο δυνατότερος. Τώρα ο Μπλακ καθάρισε το τραπέζι του και αντικατέστησε το γραφικό υλικό με το δείπνο. Κάθεται εκεί και μασουλά αργά, κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο μ’ εκείνο το αφηρημένο ύφος του.

Στη

θέα

του

φαγητού,

ο

Μπλου

συνειδητοποιεί ότι πεινά και ψάχνει στην κουζίνα για να βρει κάτι να φάει. Καταλήγει να φάει μια κονσέρβα στιφάδο και βουτά στη σάλτσα μια φέτα άσπρο ψωμί. Μετά το δείπνο, έχει μια ελπίδα ότι ο Μπλακ θα βγει έξω και παίρνει θάρρος όταν βλέπει μια ξαφνική έκρηξη δραστηριότητας στο δωμάτιο του Μπλακ. Όλα όμως πάνε στράφι. Ένα τέταρτο αργότερα ο Μπλακ κάθεται ξανά στο γραφείο του, αυτή τη φορά διαβάζοντας ένα βιβλίο.

Μια

λάμπα

είναι

αναμμένη πλάι

του και

ο

Μπλου έχει

μια

καθαρότερη άποψη του προσώπου του Μπλακ απ’ ό,τι πρωτύτερα. Ο Μπλου υπολογίζει ότι έχει την ίδια ηλικία με τον Μπλακ, με ένα δυο χρόνια διαφορά πάνω κάτω. Δηλαδή κάπου κοντά στα τριάντα ή τριάντα κάτι. Βρίσκει το πρόσωπο του Μπλακ αρκετά ευχάριστο, χωρίς να έχει κάτι που να τον κάνει να ξεχωρίζει από χιλιάδες άλλα πρόσωπα που βλέπει κανείς καθημερινά. Αυτό είναι μια απογοήτευση για τον Μπλου, επειδή έχει ακόμη την κρυφή ελπίδα να ανακαλύψει ότι ο Μπλακ είναι τρελός. Κοιτάζει με τα κιάλια και βλέπει τον τίτλο του βιβλίου που διαβάζει ο Μπλακ.

Είναι

το

Ουόλντεν του Χένρι Ντέιβιντ

Θορό. Ο Μπλου δεν το έχει ξανακούσει και το σηµειώνει προσεκτικά στο σηµειωµατάριό του. Κι έτσι συνεχίζεται το υπόλοιπο απόγευμα, με τον Μπλακ να διαβάζει και τον Μπλου να τον παρακολουθεί που διαβάζει. Καθώς ο χρόνος περνά,

ο

Μπλου

αποθαρρύνεται

όλο

και

περισσότερο. Δεν είναι συνηθισμένος να κάθεται και να χαζολογάει έτσι, και με το σκοτάδι τώρα να τον τυλίγει, το πράγμα αρχίζει να του δίνει στα νεύρα. Του αρέσει να είναι στο πόδι, να πηγαίνει από το ένα μέρος στο άλλο, να κάνει διάφορα πράγματα. «Εγώ δεν είμαι ο τύπος του Σέρλοκ Χολμς» έλεγε στον Μπράουν, κάθε φορά που το αφεντικό τού ανέθετε μια δουλειά που είχε πολύ καθισιό. «Δώσε μου κάτι που να μπορώ να το κάνω φύλλο και φτερό». Και τώρα που είναι ο ίδιος το αφεντικό, κοίτα τι αναλαμβάνει: μια υπόθεση όπου δεν έχει τίποτα να κάνει. Επειδή το να παρακολουθείς κάποιον που διαβάζει και γράφει, στην ουσία είναι σαν να μην κάνεις τίποτα. Ο μόνος τρόπος για τον Μπλου να έχει μια ιδέα του τι συμβαίνει είναι να βρεθεί μέσα στο μυαλό του Μπλακ, να δει τι σκέφτεται, κι αυτό βεβαίως είναι αδύνατον. Έτσι, σιγά σιγά ο Μπλου αφήνει το μυαλό του να γυρίσει πίσω στις παλιές μέρες. Σκέφτεται τον Μπράουν και μερικές υποθέσεις

που δούλεψαν μαζί, γευόμενος την ανάμνηση των θριάμβων τους.

Υπήρξε,

για

παράδειγμα,

η

υπόθεση Ρέντμαν, στην οποία ξετρύπωσαν τον ταμία της τράπεζας που καταχράστηκε διακόσιες πενήντα χιλιάδες δολάρια. Σ’ αυτή την περίπτωση, ο Μπλου παράστησε τον υπάλληλο του γραφείου στοιχημάτων και παγίδευσε τον Ρέντμαν κάνοντάς τον να στοιχηματίσει μαζί του. Βρέθηκε από ποιους

λογαριασμούς

της

τράπεζας

έλειπαν

χρήματα και ο τύπος πήρε ό,τι του άξιζε. Ακόμα καλύτερη ήταν η υπόθεση Γκρέι. Ο Γκρέι είχε εξαφανιστεί για περισσότερο από έναν χρόνο και η γυναίκα του ήταν έτοιμη να τον θεωρήσει νεκρό. Ο Μπλου έψαξε με όλα τα νόμιμα μέσα και δεν έβγαλε τίποτα. Έπειτα, μια μέρα, εκεί που ήταν έτοιμος

να δώσει

την τελική αναφορά του,

τρακάρει τον Γκρέι σ’ ένα μπαρ, ούτε δυο τετράγωνα μακριά αποκεί όπου έμενε η γυναίκα του, πεπεισμένη ότι εκείνος δεν θα ξαναγύριζε ποτέ. Τώρα ο Γκρέι λεγόταν Γκριν, ωστόσο ο

Μπλου κατάλαβε ότι ήταν ο Γκρέι, επειδή τους τελευταίους τρεις μήνες τριγύρναγε κουβαλώντας μια φωτογραφία του τύπου και ήξερε τη φάτσα του απέξω κι ανακατωτά. Αποδείχτηκε ότι ο άνθρωπος είχε πάθει αμνησία. Ο Μπλου πήγε τον Γκρέι πίσω στη γυναίκα του και, μολονότι εκείνος δεν τη θυμήθηκε και εξακολούθησε να αυτοαποκαλείται Γκριν, τη βρήκε του γούστου του και λίγες μέρες αργότερα

της

έκανε

πρόταση

γάμου. Έτσι η κυρία Γκρέι έγινε κυρία Γκριν, παντρεύτηκε για δεύτερη φορά τον ίδιο άντρα και, ενώ ο Γκριν ποτέ δεν θυμήθηκε το παρελθόν και αρνιόταν πεισματικά να παραδεχτεί ότι είχε ξεχάσει τα πάντα, αυτό δεν τον εμπόδιζε να ζει άνετα το παρόν. Ενώ ο Γκρέι δούλευε ως μηχανικός στην προηγούμενη ζωή του, ο Γκριν είχε τώρα τη δουλειά του μπάρμαν στο μπαρ δυο τετράγωνα από το σπίτι του. Του άρεσε να ανακατεύει τα ποτά και να μιλά με τον κόσμο που έμπαινε

στο

μαγαζί

και

δεν

μπορούσε

να

φανταστεί ότι θα έκανε κάτι άλλο. «Εγώ γεννήθηκα για να γίνω μπάρμαν» δήλωσε στον Μπράουν και τον Μπλου στη γαμήλια δεξίωση. Και ποιοι θα ήταν αυτοί που θα έφερναν αντίρρηση σ’ αυτό που ένας άντρας διάλεξε να κάνει στη ζωή του; Αυτές ήταν οι παλιές καλές μέρες, μονολογεί ο Μπλου, καθώς κοιτάζει τον Μπλακ να σβήνει το φως στο δωμάτιό του στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Γεμάτες από παράξενα γυρίσματα και διασκεδαστικές συμπτώσεις. Εντάξει, δεν μπορεί κάθε υπόθεση να είναι συναρπαστική. Θα πρέπει να δέχεσαι και τα καλά και τα κακά. Πάντα αισιόδοξος, ο Μπλου ξυπνά το άλλο πρωί κεφάτος. Έξω το χιόνι πέφτει σ’ έναν ήσυχο δρόμο και

τα

πάντα

έχουν

γίνει

λευκά.

Αφού

παρακολουθήσει τον Μπλακ να τρώει το πρωινό του στο τραπέζι κοντά στο παράθυρο και να διαβάζει μερικές σελίδες ακόμα από το Ο

υόλντεν,

τον βλέπει να αποσύρεται στο πίσω μέρος του δωματίου κι έπειτα να ξαναγυρνά στο παράθυρο

φορώντας το πανωφόρι του. Η ώρα είναι λίγο μετά τις οκτώ. Ο Μπλου αρπάζει το καπέλο του, το παλτό του, το κασκόλ του, τις μπότες του, τα φορά βιαστικά και κατεβαίνει στον δρόμο σε λιγότερο από ένα λεπτό μετά τον Μπλακ. Είναι ένα πρωινό χωρίς αέρα, τόσο ήσυχο που μπορεί ν’ ακούσει το χιόνι να πέφτει στα κλαδιά των δέντρων. Κανείς άλλος δεν είναι τριγύρω, και τα παπούτσια του Μπλακ έχουν σχηµατίσει µια τέλεια σειρά

από

πατημασιές

πάνω

στο

λευκό

πεζοδρόμιο. Ο Μπλου ακολουθεί τα ίχνη στρίβοντας στη γωνία και τότε βλέπει τον Μπλακ να κατηφορίζει με το πάσο του τον επόμενο δρόμο, λες και απολαμβάνει τον καιρό. Αυτό δεν είναι φέρσιμο ανθρώπου που θέλει να το σκάσει, σκέφτεται ο Μπλου, και επιβραδύνει κι αυτός αναλόγως το βήμα του. Δυο δρόμους μετά, ο Μπλακ μπαίνει σ’ ένα μικρό μπακάλικο, μένει εκεί περίπου δέκα με δώδεκα λεπτά, κι έπειτα βγαίνει

με

δυο

πολύ

φορτωμένες

καφέ

χαρτοσακούλες. Χωρίς να αντιληφθεί τον Μπλου, που στέκεται σ’ ένα κατώφλι στην απέναντι πλευρά του δρόμου, πηγαίνει πάλι πίσω προς την οδό Όραντζ. Αυτός κάνει προμήθειες για θύελλα, σκέφτεται ο Μπλου. Τότε αποφασίζει να ρισκάρει να χάσει την επαφή με τον Μπλακ και μπαίνει στο μαγαζί για να κάνει το ίδιο. Αν δεν είναι κόλπο, σκέφτεται,

και

ο

Μπλακ

δεν

σχεδιάζει

να

ξεφορτωθεί τα τρόφιμα και να την κάνει, είναι σίγουρο ότι γυρίζει στο σπίτι. Έτσι ο Μπλου κάνει τα ψώνια του, σταματά στο διπλανό μαγαζί για ν’ αγοράσει μια εφημερίδα και κάμποσα περιοδικά, κι έπειτα επιστρέφει στο δωμάτιό του στην οδό Όραντζ. Όπως το περίμενε, ο Μπλακ κάθεται κιόλας στο γραφείο του κοντά στο παράθυρο και γράφει στο ίδιο σηµειωµατάριο όπως και χθες. Λόγω του χιονιού η ορατότητα είναι κακή και ο Μπλου δυσκολεύεται να διακρίνει τι συµβαίνει στο δωμάτιο του Μπλακ. Ακόμα και τα κιάλια δεν βοηθούν πολύ. Η μέρα παραμένει σκοτεινή και,

μέσα από το χιόνι που πέφτει ασταμάτητα, ο Μπλακ φαίνεται μονάχα σαν σκιά. Ο Μπλου συνθηκολογεί με μια πολύωρη αναμονή κι έπειτα το ρίχνει στο διάβασμα των περιοδικών και των εφημερίδων του. Είναι πιστός αναγνώστης του μηνιαίου

περιοδικού

Αληθινός

ντετέκτιβ

και

προσπαθεί να µη χάσει ούτε τεύχος. Τώρα που έχει άφθονο

χρόνο,

διαβάζει

προσεκτικά

τη

νέα

έκδοση, σταματώντας ακόμα και στις μικρές αγγελίες και τις διαφημίσεις στις πίσω σελίδες. Θαμμένο ανάμεσα στις εντυπωσιακές ιστορίες για κυνηγούς συμμοριών και μυστικούς πράκτορες, υπάρχει ένα μικρό άρθρο που τον αγγίζει βαθιά, και, ακόμα κι όταν τελειώνει το διάβασμα του περιοδικού, του φαίνεται δύσκολο να πάψει να το σκέφτεται. Εδώ και είκοσι πέντε χρόνια απ’ ό,τι φαίνεται, σ’ ένα δάσος έξω από τη Φιλαδέλφεια, ένα αγοράκι βρέθηκε δολοφονημένο. Αν και οι αστυνομικοί

καταπιάστηκαν

αμέσως

με

την

υπόθεση, ποτέ δεν κατάφεραν να καταλήξουν σε

κάποιο συμπέρασμα. Όχι μόνο δεν υπήρχαν ύποπτοι,

αλλά

δεν

κατάφεραν

καν

να

αναγνωρίσουν την ταυτότητα του αγοριού. Ποιο ήταν, από πού ερχόταν, γιατί βρέθηκε εκεί – όλα αυτά

τα

ερωτήματα

παρέμειναν

αναπάντητα.

Τελικά, η υπόθεση μπήκε στο αρχείο και, αν δεν υπήρχε ο ανακριτής στον οποίο ανατέθηκε η νεκροψία

του

παιδιού,

θα

είχε

λησμονηθεί

ολότελα. Ο άνθρωπος αυτός, που λεγόταν Γκολντ, άρχισε να κατατρύχεται από το φονικό. Προτού θαφτεί το παιδί, έφτιαξε το νεκρικό εκμαγείο του και από τότε αφιέρωνε σ’ αυτό το μυστήριο όσο χρόνο μπορούσε.

Έπειτα από είκοσι

χρόνια,

έφτασε σε ηλικία σύνταξης, άφησε τη δουλειά του και διέθεσε όλο τον χρόνο του στην υπόθεση. Τα πράγματα όμως δεν πήγαιναν καλά. Δεν έκανε καμία πρόοδο, δεν έφτασε ούτε ένα βήμα πιο κοντά στη λύση του εγκλήματος. Το άρθρο στον Αληθινό ντετέκτιβ αναφέρει ότι ο Γκολντ προσφέρει τώρα μια αμοιβή δυο χιλιάδων δολαρίων σε όποιον

μπορεί να παράσχει οποιαδήποτε πληροφορία για το

αγοράκι.

Περιέχει

επίσης

μια

παλιά

ρετουσαρισμένη φωτογραφία του άντρα που κρατά το νεκρικό εκμαγείο στα χέρια του. Η όψη των ματιών του είναι τόσο στοιχειωμένη και ικετευτική που ο Μπλου μετά βίας γυρνά αλλού το βλέμμα του. Ο Γκολντ τώρα είναι γέρος και φοβάται ότι θα πεθάνει

προτού

προλάβει

να

εξιχνιάσει

την

υπόθεση. Αυτό συγκινεί βαθιά τον Μπλου. Αν ήταν δυνατόν, το μόνο που θα ήθελε θα ήταν να παρατήσει ό,τι κάνει τώρα και να προσπαθήσει να βοηθήσει τον Γκολντ. Δεν υπάρχουν πολλοί τέτοιοι άνθρωποι, σκέφτεται. Αν το αγόρι ήταν γιος του Γκολντ, τότε η επιμονή του θα είχε κάποιο νόημα: εκδίκηση, απλή και ξεκάθαρη, κι αυτό μπορεί ο καθένας να το καταλάβει. Το αγόρι όμως του ήταν τελείως ξένο κι έτσι δεν υπάρχει τίποτα προσωπικό σ’ αυτή την περίπτωση, ούτε καν ένας υπαινιγμός για ένα κρυφό κίνητρο. Αυτή η σκέψη είναι που συγκινεί τόσο πολύ τον Μπλου. Ο

Γκολντ αρνείται να δεχτεί έναν κόσµο στον οποίο ο δολοφόνος

ενός

παιδιού

μπορεί

να

μείνει

ατιμώρητος, έστω κι αν ο δολοφόνος είναι τώρα κι ο ίδιος νεκρός, και είναι πρόθυμος να θυσιάσει τη ζωή

και

την

ευτυχία

του

προκειμένου

να

επανορθώσει την αδικία. Τότε ο Μπλου σκέφτεται για λίγο το αγοράκι, προσπαθώντας να φανταστεί τι συνέβη πράγματι, προσπαθώντας να νιώσει αυτό που πρέπει να ένιωσε το παιδί, κι έπειτα του έρχεται η ιδέα ότι ο δολοφόνος θα πρέπει να ήταν ένας από τους γονείς του, ειδάλλως το παιδί θα αναφερόταν

ως

αγνοούμενο.

Αυτό

απλώς

χειροτερεύει τα πράγματα, σκέφτεται ο Μπλου, και καθώς αρχίζει να αρρωσταίνει με τη σκέψη αυτή, καταλαβαίνοντας απόλυτα τι ένιωθε όλο αυτό το διάστημα ο Γκολντ, συνειδητοποιεί ότι είκοσι πέντε χρόνια πριν ήταν κι αυτός ένα αγοράκι και ότι, αν το αγόρι ζούσε τώρα, θα ήταν στην ηλικία του Μπλου. Θα μπορούσα να είμαι εγώ, σκέφτεται ο Μπλου. Θα μπορούσα να είμαι

εγώ εκείνο το αγόρι. Επειδή δεν ήξερε τι άλλο να κάνει, κόβει από το περιοδικό τη φωτογραφία και την καρφώνει στον τοίχο πάνω από το κρεβάτι του. Έτσι περνούν οι πρώτες μέρες. Ο Μπλου παρακολουθεί τον Μπλακ και συμβαίνουν τα ίδια πράγματα. Ο Μπλακ γράφει, διαβάζει, τρώει, κάνει τις βολτίτσες του στη γειτονιά και δείχνει να μην παίρνει είδηση ότι ο Μπλου είναι εκεί. Όσο για τον Μπλου, προσπαθεί να μην ανησυχεί. Πιστεύει ότι ο Μπλακ κρύβεται, ότι σκοτώνει τον καιρό του μέχρι να έρθει η κατάλληλη στιγμή. Εφόσον ο Μπλου είναι ένας μονάχα άνθρωπος, δεν είναι δυνατόν να περιμένουν από αυτόν συνεχή επαγρύπνηση. Επιτέλους, δεν μπορείς να παρακολουθείς κάποιον είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Πρέπει να έχεις χρόνο και για να κοιμηθείς, να φας, να πλύνεις τα ρούχα σου, και τα λοιπά. Αν ο Γουάιτ ήθελε να παρακολουθείται ο Μπλακ σε εικοσιτετράωρη βάση, τότε θα έπρεπε να προσλάβει δυο ή τρεις ανθρώπους, όχι έναν. Ο

Μπλου όμως είναι ένας και δεν μπορεί να κάνει κάτι παραπάνω από αυτό που είναι δυνατόν. Ωστόσο, παρά τα όσα λέει μέσα του, αρχίζει να ανησυχεί.

Επειδή,

αν

ο

Μπλακ

έπρεπε

να

παρακολουθείται, αυτό συνεπαγόταν ότι έπρεπε να

παρακολουθείται

κάθε

ώρα

της

ημέρας.

Οτιδήποτε λιγότερο από τη συνεχή επιτήρηση θα ήταν σαν να μην υπήρχε καμία επιτήρηση. Δεν θα χρειαζόταν και πολύ, σκέφτεται ο Μπλου, για ν’ αλλάξει ολόκληρη η εικόνα. Μία και μόνη στιγμή απροσεξίας –μια ματιά στο πλάι, μια παύση για να ξύσει το κεφάλι του, το ελάχιστο χασμουρητό– και να

ο

Μπλακ

ξεγλιστρά

και

διαπράττει

την

αποτρόπαιη πράξη που σχεδίαζε να κάνει. Κι όµως θα υπάρξουν κατ’ ανάγκην εκατοντάδες ή και χιλιάδες τέτοιες στιγμές μέσα σε μια μέρα. Αυτό ο Μπλου το βρίσκει ενοχλητικό, επειδή, όσες φορές κι

αν ζυγίσει

μέσα του το πρόβλημα,

δεν

καταφέρνει να πλησιάσει τη λύση του. Δεν είναι όμως

αυτό

το

μόνο

πράγμα

που

τον

προβληµατίζει. Ως τώρα ο Μπλου δεν είχε πολλές ευκαιρίες να μένει ακίνητος και η νέα αυτή απραξία τού αφήνει την αίσθηση της απώλειας. Για πρώτη φορά στη ζωή του βρίσκει ότι τον απώθησαν πάνω στον ίδιο του τον εαυτό, δίχως να υπάρχει κάτι από το οποίο να μπορεί να γαντζωθεί, κάτι που να ξεχωρίζει τη μια στιγμή από την επόμενη. Ποτέ δεν αφιέρωσε πολλές σκέψεις στον εσωτερικό του κόσμο και, μολονότι γνώριζε ότι αυτός ο κόσμος βρισκόταν εκεί, πάντα παρέμενε μια άγνωστη ποσότητα, ανεξερεύνητη και κατά συνέπεια σκοτεινή, ακόμα και για τον ίδιο. Απ’ ό,τι μπορούσε να θυμηθεί, κινούνταν

με

ταχύτητα

στην

επιφάνεια

των

πραγμάτων, προσηλώνοντας την προσοχή του στις επιφάνειες αυτές μόνο και μόνο για να τις αντιληφθεί,

αδράχνοντας

τη

μια

κι

έπειτα

περνώντας στην επόμενη, και πάντα απολάμβανε τον κόσμο όπως ήταν, ζητώντας από τα πράγματα απλώς να βρίσκονται εκεί. Κι ως τώρα αυτά

βρίσκονταν εκεί, σκιτσαρισμένα ζωηρά με φόντο το φως της αυγής, λέγοντάς του σαφώς τι ήταν, όντας τόσο τέλεια ο εαυτός τους και τίποτα παραπάνω, ώστε εκείνος δεν χρειαζόταν ποτέ να σταματήσει μπροστά τους ή να τους ρίξει μια δεύτερη ματιά. Τώρα, ξαφνικά, με τον κόσμο απομακρυσμένο θαρρείς από κοντά του, μην μπορώντας να δει τίποτα περισσότερο από μια αόριστη σκιά με το όνομα Μπλακ, βρίσκει τον εαυτό του να συλλογίζεται πράγματα που ποτέ στο παρελθόν δεν έτυχε να σκεφτεί, κι αρχίζει κι αυτό επίσης να τον ενοχλεί. Το να κατασκοπεύει τον Μπλακ στην άλλη πλευρά του δρόμου είναι σαν να κοιτά μέσα σ’ έναν καθρέφτη. Αντί να παρατηρούν απλώς

ο

παρατηρεί

ένας και

τον

άλλον,

τον

ίδιο

ανακαλύπτει

ότι

τον

εαυτό

του. Η ζωή έχει επιβραδυνθεί γι’ αυτόν τόσο δραστικά, ώστε να μπορεί τώρα να δει πράγματα τα οποία στο παρελθόν διέφευγαν της προσοχής του. Η τροχιά του φωτός που περνά

καθημερινά από το δωμάτιο, για παράδειγμα, και ο τρόπος με τον οποίο ο ήλιος θα καθρεφτίσει το χιόνι στην απώτερη γωνία του ταβανιού στο δωμάτιό του. Ο χτύπος της καρδιάς του, ο ήχος της ανάσας του, το βλεφάρισμα των ματιών του∙ ο Μπλου αντιλαμβάνεται τώρα αυτά τα μηδαμινά γεγονότα και προσπαθεί όσο μπορεί να τα αγνοεί, ενώ εκείνα επιμένουν μέσα στο μυαλό του όπως μια άνευ νοήματος φράση που επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά. Ξέρει ότι αυτό δεν μπορεί να είναι αλήθεια, κι όμως σιγά σιγά η φράση αυτή μοιάζει να αποκτά νόηµα. Για τον Μπλακ, για τον Γουάιτ, για τη δουλειά που τον προσέλαβαν να κάνει, ο Μπλου τώρα αρχίζει να προβάλλει κάποιες θεωρίες. Πολύ περισσότερο από το να τον βοηθά να περνά την ώρα του, ανακαλύπτει ότι το να σκαρώνεις σενάρια μπορεί να αποτελέσει μια ευχαρίστηση από μόνο του. Σκέφτεται ότι ίσως ο Γουάιτ και ο Μπλακ είναι αδέλφια και ότι ένα μεγάλο χρηματικό ποσό

διακυβεύεται∙ μια κληρονομιά, για παράδειγμα, ή το

κεφάλαιο

που

επενδύθηκε

συνεταιρισμό. Ίσως ο Γουά

σε

έναν

ιτ θέλει να αποδείξει

ότι ο Μπλακ είναι ανίκανος, να τον κλείσει σ’ ένα ίδρυμα και να αναλάβει μόνος του τον έλεγχο της οικογενειακής περιουσίας. Ο Μπλακ όμως είναι πολύ

έξυπνος

και

πήγε

και

κρύφτηκε,

περιμένοντας να χαλαρώσει η πίεση. Μια άλλη θεωρία που προβάλλει ο Μπλου έχει τον Μπλακ και τον Γουάιτ ως αντιπάλους, και τους δυο να τρέχουν προς το ίδιο τέρμα –τη λύση ενός επιστημονικού προβλήματος, για παράδειγμα–, και ο Γουάιτ θέλει ο Μπλακ να παρακολουθείται, ώστε να είναι σίγουρος ότι δεν θα του τη σκάσει. Ένα άλλο σενάριο θέλει τον Γουάιτ αποστάτη πράκτορα

του

FBI

ή

κάποιας

οργάνωσης

κατασκόπων, ξένης ίσως∙ αυτός αποφάσισε, με δική

του

πρωτοβουλία,

να

κάνει

κάποια

περιφερειακή έρευνα η οποία δεν εγκρίνεται κατ’ ανάγκην

από

τους

ανωτέρους

του.

Προσλαμβάνοντας τον Μπλου για να κάνει για λογαριασμό του τη δουλειά που θα έπρεπε να κάνει ο ίδιος, μπορεί να κρατήσει μυστική την παρακολούθηση του Μπλακ και την ίδια στιγμή να συνεχίζει να εκτελεί τα καθήκοντά του. Μέρα με τη

μέρα

ο

κατάλογος

αυτών

των

σεναρίων

μακραίνει, με τον Μπλου να επανέρχεται μερικές φορές νοερά σε κάποιο σενάριο για να προσθέσει κάμποσες λεπτομέρειες, και άλλες φορές να ξεκινά από την αρχή με κάτι καινούργιο. Πλοκές δολοφονιών,

για

παράδειγμα,

και

σχέδια

απαγωγών για υπέρογκα λύτρα. Καθώς οι μέρες κυλούν, ο Μπλου αντιλαμβάνεται ότι τα σενάρια που μπορεί να αφηγηθεί δεν έχουν τελειωμό. Η υπόθεση με τον Μπλακ δεν βρίσκεται παρά στο κενό, μοιάζει με άγραφο πίνακα και το ένα σενάριο μπορεί να γεμίσει αυτόν τον πίνακα το ίδιο καλά µε οποιοδήποτε άλλο. Όπως και να ’χει, ο Μπλου δεν μασά τα λόγια του. Ξέρει ότι περισσότερο από οτιδήποτε άλλο,

θα ήθελε να μάθει την πραγματική ιστορία. Σ’ αυτό όμως το πρώιμο στάδιο ξέρει επίσης ότι πρέπει να επικαλεστεί και την υπομονή. Έτσι αρχίζει λίγο λίγο να χώνεται όλο και πιο βαθιά στην υπόθεση και κάθε μέρα που περνά νιώθει όλο και πιο άνετα με την κατάστασή του, όλο και πιο συμβιβασμένος με το γεγονός ότι έχει μπλεχτεί σε µια µακροχρόνια καταδίωξη. Δυστυχώς οι σκέψεις για τη μέλλουσα κυρία Μπλου

διαταράσσουν

περιστασιακά

την

αυξανόμενη πνευματική του γαλήνη. Του λείπει όσο ποτέ, άγνωστο γιατί όμως, έχει την αίσθηση ότι τα πράγματα δεν θα ξαναγίνουν ποτέ ίδια. Δεν μπορεί να πει από πού πηγάζει αυτή η αίσθηση. Ενώ όμως νιώθει δικαιολογημένα ικανοποιημένος όποτε περιορίζει τις σκέψεις του στον Μπλακ, στο δωμάτιό του, στην υπόθεση την οποία δουλεύει, όταν η μέλλουσα κυρία Μπλου τρυπώσει στη συνείδησή πανικού.

του, Εντελώς

κυριεύεται ξαφνικά,

από η

ένα

είδος

γαλήνη

του

μετατρέπεται σε άγχος και νιώθει σαν να πέφτει στο σκοτάδι, σ’ ένα μέρος που θυμίζει σπηλιά, δίχως καμιά ελπίδα να βρει την έξοδο. Σχεδόν καθημερινά νιώθει τον πειρασμό να σηκώσει το τηλέφωνο και να την καλέσει, σκεπτόµενος ότι µια στιγμή πραγματικής επαφής θα διέλυε τα μάγια. Όμως οι μέρες περνούν κι εκείνος δεν τηλεφωνεί. Κι αυτό επίσης τον ενοχλεί, επειδή δεν μπορεί να θυμηθεί μια περίοδο στη ζωή του, κατά την οποία ήταν τόσο απρόθυμος να κάνει κάτι που λαχταρά τόσο

ξεκάθαρα.

Αλλάζω,

μονολογεί. Σιγά σιγά δεν είμαι πια ο ίδιος. Αυτή η ερμηνεία

τον

καθησυχάζει

κάπως,

για

λίγο

τουλάχιστον, αλλά στο τέλος τον κάνει να νιώθει ακόμα πιο αποξενωμένος από πριν. Οι μέρες περνούν και του είναι δύσκολο να πάψει να βλέπει νοερά εικόνες της μέλλουσας κυρίας Μπλου, ιδίως τη νύχτα. Και τώρα μέσα στο σκοτάδι του δωματίου του, ξαπλωμένος ανάσκελα με τα μάτια ανοιχτά, ξαναπλάθει κομμάτι κομμάτι το κορμί

της,

αρχίζοντας

από

τα

πόδια

και

τους

αστραγάλους, ανεβαίνοντας στις γάμπες και κατά μήκος των μηρών της, σκαρφαλώνοντας από την κοιλιά προς τα στήθη της, κι έπειτα περιφέρεται ευτυχής ανάμεσα στην απαλότητα, βουτώντας στους γλουτούς της και ανηφορίζοντας ξανά κατά μήκος της ράχης της, βρίσκοντας επιτέλους τον λαιμό της και σέρνεται προς το στρογγυλό, γελαστό

πρόσωπό

της.

Τι

να

κάνει

τώρα,

αναρωτιέται µερικές φορές. Και τι να σκέφτεται για όλα αυτά; Ποτέ όμως δεν μπορεί να καταλήξει σε μια ικανοποιητική απάντηση. Αν και μπορεί να επινοήσει πλήθος σεναρίων που ταιριάζουν στα γεγονότα τα σχετικά με τον Μπλακ, όσον αφορά τη μέλλουσα κυρία Μπλου τα πάντα είναι σιωπή, σύγχυση και κενό. Έρχεται η μέρα που πρέπει να γράψει την πρώτη αναφορά του. Ο Μπλου είναι παλιά καραβάνα σε τέτοιες εκθέσεις και ποτέ δεν δυσκολεύτηκε μ’ αυτές. Η μέθοδός του είναι να προσκολλάται στα

γεγονότα, περιγράφοντας τα συμβάντα με την κάθε

λέξη

να

ταιριάζει

απόλυτα

στο

περιγραφόμενο θέμα, και να μην αναρωτιέται περαιτέρω για την υπόθεση. Γι’ αυτόν οι λέξεις είναι διάφανες, μεγάλα παράθυρα που στέκονται ανάμεσα σ’ αυτόν και τον κόσμο και ως τώρα ποτέ δεν εμπόδισαν τη θέα του, έμοιαζαν σαν να μη βρέθηκαν ποτέ εκεί. Ω, υπάρχουν στιγµές όπου το τζάμι λεκιάζει λιγάκι και ο Μπλου θα πρέπει να το γυαλίσει εκεί όπου βρίσκονται οι λεκέδες, αλλά μόλις ανακαλύψει τη σωστή λέξη, τότε όλα ξεκαθαρίζουν. Συμβουλευόμενος τις καταγραφές που έκανε πρόσφατα στο σημειωματάριό του, εξετάζοντάς τες προσεκτικά για να φρεσκάρει τη μνήμη

του

και

να

υπογραμμίσει

τις

ορθές

επισημάνσεις, προσπαθεί να δημιουργήσει ένα σύνολο με ειρμό, να απορρίψει ό,τι κάνει κοιλιά και να εξωραΐσει την ουσία. Σε κάθε αναφορά που έχει γράψει ως τώρα, η δράση υπερισχύει έναντι της

ερμηνείας.

Για

παράδειγμα:

«Το

άτομο

περπάτησε από το Κολόμπους Σερκλ έως το Κάρνεγκι Χολ». Ούτε μία αναφορά στον καιρό, ούτε µία αναφορά στην κίνηση, καµία απόπειρα να μαντέψει τι μπορεί να σκέφτεται το άτομο. Η αναφορά περιορίζεται σε γνωστά και εξακριβώσιμα γεγονότα, και πρέπει να προσπαθήσει να μην υπερβεί αυτό το όριο. Ωστόσο,

αντιμέτωπος

με

τα

γεγονότα της

υπόθεσης Μπλακ, ο Μπλου αντιλαμβάνεται τη δύσκολη

θέση

του.

Υπάρχει

φυσικά

το

σημειωματάριο, αλλά, όταν κοιτά τι έχει γράψει σ’ αυτό, απογοητεύεται ανακαλύπτοντας την έλλειψη λεπτομερειών. Λες και, αντί μέσα από τα λόγια του

να

ανασύρει

τα

γεγονότα

και

να

τα

εγκαταστήσει εμφανώς μέσα στον κόσμο, εκείνος τα ώθησε στο να εξαφανιστούν. Αυτό δεν του έχει ξανασυμβεί ποτέ. Κοιτά έξω,

στην απέναντι

πλευρά του δρόμου, και βλέπει τον Μπλακ να κάθεται ως συνήθως στο γραφείο του. Και ο Μπλακ εκείνη τη στιγμή κοιτά από το παράθυρο

και άξαφνα ο Μπλου σκέφτεται ότι δεν μπορεί πια να εξαρτάται από αυτές τις παλιές μεθόδους. Ο μίτος της Αριάδνης, ο ποδαρόδρομος, η ρουτίνα της έρευνας, τίποτα απ’ όλα αυτά δεν έχει πια σηµασία. Όταν όµως προσπαθεί να φανταστεί τι θα αντικαταστήσει όλα αυτά τα πράγματα, τότε δεν καταλήγει πουθενά. Στο σημείο αυτό, ο Μπλου μπορεί

απλώς

υπόθεση. Όσο

να φανταστεί

τι

δεν είναι

η

για το τι είναι, ε, αυτό υπερβαίνει

κατά πολύ τις δυνατότητές του. Ο Μπλου στήνει τη γραφομηχανή του στο τραπέζι και αναζητεί ιδέες, προσπαθώντας να αφοσιωθεί στο έργο που έχει να κάνει. Σκέφτεται ότι ένας ειλικρινής απολογισμός της εβδομάδας που πέρασε θα έπρεπε να περιέχει τις ποικίλες ιστορίες που σκάρωσε για λογαριασμό του σχετικά με τον Μπλακ. Έχοντας τόσο λίγα πράγματα να αναφέρει, αυτές οι εξορμήσεις στη φαντασία θα έδιναν τουλάχιστον κάποια γεύση των συμβάντων. Ο

Μπλου

όμως

συγκρατεί

τον

εαυτό

του,

αντιλαμβανόμενος ότι στην ουσία δεν έχουν καμία σχέση με τον Μπλακ. Στο κάτω κάτω, αυτή δεν είναι η ιστορία της ζωής μου, λέει. Υποτίθεται ότι γράφω γι’ αυτόν, όχι για µένα. Κι όμως, αυτό εμφανίζεται σαν διεστραμμένος πειρασμός και ο Μπλου πρέπει να παλέψει με τον εαυτό του λίγη ώρα προτού το κατανικήσει. Επιστρέφει στην αρχή και προχωρά βήμα βήμα την υπόθεση. Αποφασισμένος να κάνει ό,τι ακριβώς του ζητήθηκε, συνθέτει επιμελώς μια αναφορά παλαιού

τύπου,

λεπτομέρεια

με

καταπιάνεται τόσο

μεγάλη

με

κάθε

προσοχή

και

εκνευριστική ακρίβεια, ώστε περνούν πολλές ώρες προτού

καταφέρει

να

την

τελειώσει.

Καθώς

ξαναδιαβάζει την αναφορά, είναι υποχρεωµένος να παραδεχτεί ότι όλα δείχνουν ακριβή. Τότε όμως γιατί

νιώθει

τόσο

δυσαρεστημένος,

τόσο

ενοχλημένος από όσα έγραψε; Αυτό που συνέβη δεν είναι πράγματι αυτό που συνέβη, λέει μέσα του. Για πρώτη φορά, με την πείρα που έχει

αποκτήσει στη διατύπωση αναφορών, ανακαλύπτει ότι οι λέξεις δεν λειτουργούν απαραίτητα, ότι είναι πιθανόν

να

συσκοτίσουν

τα

πράγματα

που

αποπειρώνται να πουν. Ο Μπλου κοιτά ολόγυρα το δωμάτιο και εστιάζει την προσοχή του σε διάφορα αντικείμενα, το ένα μετά το άλλο. Βλέπει τη λάμπα και μονολογεί: λάμπα. Βλέπει το κρεβάτι

και

μονολογεί:

κρεβάτι.

Βλέπει

το

σημειωματάριο και μονολογεί: σημειωματάριο. Δεν θα βοηθήσει σε τίποτα αν τη λάμπα την αποκαλέσει κρεβάτι ή το κρεβάτι το αποκαλέσει λάμπα. Όχι, οι λέξεις αυτές ταιριάζουν ωραιότατα στα πράγματα που εννοούν, και τη στιγμή που ο Μπλου

τις

προφέρει,

νιώθει

μια

βαθιά

ευχαρίστηση λες και μόλις απέδειξε την ύπαρξη του κόσμου. Έπειτα κοιτά απέναντι και βλέπει το παράθυρο του Μπλακ. Τώρα έχει σκοτεινιάσει και ο Μπλακ κοιμάται. Αυτό είναι το πρόβλημα, μονολογεί ο Μπλου, προσπαθώντας να βρει λίγο θάρρος. Αυτό και τίποτ’ άλλο. Είναι εκεί, αλλά

είναι αδύνατο να τον δω. Αλλά ακόμα και όταν τον βλέπω, είναι σαν να έχουν σβήσει τα φώτα. Σφραγίζει την αναφορά σ’ έναν φάκελο και βγαίνει έξω, πηγαίνει ως τη γωνία και τη ρίχνει στο γραμματοκιβώτιο. Ίσως δεν είμαι ο εξυπνότερος άνθρωπος στον κόσμο, λέει μέσα του, αλλά βάζω τα δυνατά µου. Βάζω τα δυνατά µου. Έπειτα το χιόνι αρχίζει να λιώνει. Την άλλη μέρα ο

ήλιος

λαμποκοπάει

ολόφωτος,

σμήνη

σπουργιτιών τιτιβίζουν στα δέντρα, και ο Μπλου µπορεί ν’ ακούσει το νερό να στάζει ευχάριστα από την

άκρη

της

σκεπής,

τα

κλαδιά,

τους

φανοστάτες. Ξαφνικά, η άνοιξη δεν φαίνεται να είναι μακριά. Λίγες βδομάδες ακόμα, σκέφτεται, και το κάθε πρωινό θα µοιάζει µε τούτο εδώ. Ο Μπλακ επωφελείται από τον καιρό για να περιπλανηθεί μακρύτερα απ’ ό,τι άλλες φορές, και ο Μπλου τον ακολουθεί. Ο Μπλου ανακουφίζεται που μπορεί πάλι να κινηθεί και, καθώς ο Μπλακ συνεχίζει τη βόλτα του, ελπίζει ότι η περιήγηση

δεν θα τελειώσει πριν του δοθεί η ευκαιρία να ξεμουδιάσει. Όπως θα φανταζόταν κανείς, υπήρξε πάντα δεινός περιπατητής και η αίσθηση ότι τα πόδια του κάνουν μεγάλες δρασκελιές μέσα στον πρωινό

αέρα

τον

γεμίζει

ευτυχία.

Καθώς

διασχίζουν τα στενά δρομάκια του Μπρούκλιν Χάιτς, o Μπλου παίρνει κουράγιο βλέποντας ότι ο Μπλακ απομακρύνεται όλο και περισσότερο από το σπίτι. Τότε όμως, η διάθεσή του γίνεται ξαφνικά ζοφερή. Ο Μπλακ αρχίζει να ανεβαίνει τη σκάλα που οδηγεί στον πεζόδρομο κατά μήκος της γέφυρας του Μπρούκλιν και του Μπλου του καρφώνεται στο μυαλό η ιδέα ότι ο Μπλακ σκοπεύει να πηδήσει από τη γέφυρα. Συμβαίνουν αυτά, λέει μέσα του. Ένας άντρας ανεβαίνει στην κορυφή της γέφυρας, ρίχνει μια στερνή ματιά στον κόσμο μέσα από τον άνεμο και τα σύννεφα, κι έπειτα πηδά στο νερό, με τα κόκαλά του να τσακίζονται κατά την πρόσκρουση, το κορμί του να γίνεται κομμάτια. Ο Μπλου φαντάζεται την

εικόνα και συνιστά στον εαυτό του να παραμείνει σε εγρήγορση. Αν πάει κάτι να συμβεί, θα εγκαταλείψει τον ρόλο του ουδέτερου παρατηρητή και θα επέμβει. Επειδή δεν θέλει τον Μπλακ νεκρό, όχι ακόµη τουλάχιστον. Πάνε πολλά χρόνια από τότε που ο Μπλου διέσχισε πεζός τη γέφυρα του Μπρούκλιν. Η τελευταία φορά ήταν μαζί με τον πατέρα του όταν ήταν παιδάκι, και η θύμηση εκείνης της μέρας ξαναγυρνά τώρα στο μυαλό του. Μπορεί να δει τον εαυτό του να κρατά το χέρι του πατέρα του και να περπατά στο πλάι του και, καθώς ακούει τον θόρυβο των αυτοκινήτων που κυκλοφορούν κατά μήκος της ατσάλινης οδογέφυρας από κάτω, θυμάται ότι είπε στον πατέρα του πως ο θόρυβος ακουγόταν σαν το βουητό ενός τεράστιου σμήνους μελισσών. Αριστερά του βρίσκεται το Άγαλμα της Ελευθερίας. Δεξιά του το Μανχάταν, με κτίρια τόσο ψηλά μέσα στον πρωινό ήλιο που μοιάζουν με πλάσματα της φαντασίας. Ο πατέρας του

γνώριζε πολλά πράγματα και είχε αφηγηθεί στον Μπλου την ιστορία για όλα τα μνημεία και τους ουρανοξύστες, απέραντες λιτανείες λεπτομερειών –οι αρχιτέκτονες, οι χρονολογίες, οι πολιτικές ίντριγκες– και πώς έναν καιρό η Γέφυρα του Μπρούκλιν

ήταν

το

ψηλότερο

κτίσμα

της

Αμερικής. Ο γέρος του γεννήθηκε τη χρονιά που τελείωσε η κατασκευή της γέφυρας κι αυτός ο συνειρμός υπήρχε πάντα στο μυαλό του Μπλου, λες και η γέφυρα αποτελούσε κατά κάποιον τρόπο ένα μνημείο στον πατέρα του. Του άρεσε η ιστορία που του αφηγήθηκε εκείνη την ημέρα, καθώς εκείνος και ο Μπλου ο πρεσβύτερος γύριζαν σπίτι περπατώντας πάνω στις ίδιες ξύλινες σανίδες που πατούσε αυτός τώρα και, ποιος ξέρει γιατί, δεν την ξέχασε ποτέ. Του αφηγήθηκε πώς ο Τζον Ρόμπλινγκ, ο σχεδιαστής της γέφυρας, έχασε τα πόδια του όταν του τα τσάκισαν τα υποστυλώματα μιας αποβάθρας και ένα φεριμπότ λίγες μόλις μέρες αφότου τελείωσε τα σχέδια, και πέθανε από

γάγγραινα

σε

διάστημα

λιγότερο

από

τρεις

εβδομάδες. Δεν θα έπρεπε να πεθάνει, είπε ο πατέρας του Μπλου, αλλά η μόνη θεραπεία που μπορούσε να δεχτεί ήταν η υδροθεραπεία κι αυτή αποδείχτηκε άχρηστη. εντυπωσιάστηκε άνθρωπος

από

που

Ο Μπλου το

γεγονός

πέρασε

τη

ότι

ένας

ζωή

του

κατασκευάζοντας γέφυρες πάνω από υδάτινες εκτάσεις, ώστε οι άνθρωποι να μη βρέχονται, πίστευε ότι το μόνο πραγματικό φάρμακο ήταν η βύθιση των ανθρώπων στο νερό. Μετά τον θάνατο του Τζον Ρόμπλινγκ, ο γιος του Ουάσινγκτον ανέλαβε τη θέση του αρχιμηχανικού, κι αυτή ήταν μια ακόμα παράξενη ιστορία. Εκείνη την εποχή, ο Ουάσινγκτον Ρόµπλινγκ ήταν ακριβώς τριάντα ενός ετών, χωρίς κατασκευαστική εμπειρία εκτός από τις ξύλινες γέφυρες που σχεδίασε κατά τη διάρκεια του Εμφύλιου Πολέμου

15,

αποδείχτηκε

όμως

ακόμα πιο ιδιοφυής από τον πατέρα του. Λίγο μετά

την

έναρξη

των

εργασιών,

ωστόσο,

παγιδεύτηκε λόγω μιας πυρκαγιάς για μερικές ώρες σ’ έναν από τους υποβρύχιους κλωβούς που χρησιμοποιούνταν για τη θεμελίωση της γέφυρας και, όταν τον ανέσυραν στην επιφάνεια, είχε χτυπηθεί από τη νόσο των δυτών, μια φρικτή αρρώστια κατά την οποία

φυσαλίδες

αζώτου

συγκεντρώνονται στο αίμα. Μισοπεθαμένος από την προσβολή της αρρώστιας, ήταν πια ανάπηρος, ανίκανος να μετακινηθεί από τη σοφίτα του σπιτιού του στο Μπρούκλιν Χάιτς, όπου ζούσε με τη γυναίκα του. Εκεί ο Ουάσινγκτον Ρόμπλινγκ καθόταν

καθημερινά

επί

χρόνια,

παρακολουθώντας την πρόοδο της γέφυρας με ένα τηλεσκόπιο, στέλνοντας κάθε πρωί τη γυναίκα του κάτω

με

τις

οδηγίες

του,

ζωγραφίζοντας

λεπτομερή σκίτσα για τους ξένους εργάτες που δεν μιλούσαν αγγλικά, ώστε να καταλάβουν τι θα έπρεπε να κάνουν στη συνέχεια. Το αξιοσημείωτο ήταν ότι η γέφυρα βρισκόταν κυριολεκτικά μέσα στο

μυαλό

του.

Είχε

απομνημονεύσει

κάθε

κομμάτι της, μέχρι και τα ελάχιστα θραύσματα του ατσαλιού και της πέτρας. Μολονότι ο Ουάσινγκτον Ρόμπλινγκ ποτέ δεν πάτησε το πόδι του στη γέφυρα, αυτή ήταν ολοκληρωτικά παρούσα μέσα του, σαν να είχε κατά κάποιον τρόπο μεγαλώσει µέσα στο κορµί του ύστερα από τόσα χρόνια. Αυτά σκέφτεται τώρα ο Μπλου, καθώς περπατά κατά

μήκος

της

γέφυρας,

παρακολουθώντας

μπροστά του τον Μπλακ και αναπολώντας τον πατέρα του και τα παιδικά του χρόνια στο Γκρέιβσεντ. Ο γέρος του ήταν μπάτσος, έπειτα έγινε

ντετέκτιβ

στην

περιφέρεια

του

77ου

αστυνομικού τμήματος, και η ζωή του θα κυλούσε μια χαρά, σκέφτεται ο Μπλου, αν δεν υπήρχε η υπόθεση Ρούσο και η σφαίρα που σφηνώθηκε στον εγκέφαλό

του

το

1927.

Είκοσι

χρόνια

πριν,

μονολογεί, τρομοκρατημένος ξαφνικά από τον χρόνο που πέρασε και διερωτώμενος αν υπάρχει Παράδεισος και αν θα ξαναδεί ή όχι τον πατέρα του μετά τον θάνατό του. Θυμάται μια ιστορία σε

ένα από τα ατέλειωτα περιοδικά που διάβασε αυτή την εβδομάδα, ένα καινούργιο μηνιαίο περιοδικό με τίτλο Πιο παράξενο κι από τη φαντασία, και τούτο φαίνεται κατά κάποιον τρόπο να πηγάζει απ’ όλες τις άλλες σκέψεις που μόλις του ήρθαν στο μυαλό. Κάπου στις γαλλικές Άλπεις, ένας άντρας χάθηκε κάνοντας σκι γύρω στα είκοσι με είκοσι πέντε

χρόνια

πριν,

καθώς

τον

κατάπιε

μια

χιονοστιβάδα και το πτώμα του δεν ανακαλύφθηκε ποτέ. Ο γιος του, που εκείνη την εποχή ήταν μικρό παιδί, μεγάλωσε και έγινε κι αυτός σκιέρ. Πέρυσι, πήγε μια μέρα για σκι σε μια περιοχή όχι µακριά από το σηµείο όπου χάθηκε ο πατέρας​ του∙ αυτή τη λεπτομέρεια όμως δεν τη γνώριζε. Με τις μικρές και συνεχείς μετατοπίσεις του πάγου κατά τις δεκαετίες που πέρασαν από τον θάνατο του πατέρα

του,

διαφορετικό

το

από

μέρος αυτό

που

ήταν

πια

κάποτε

τελείως υπήρξε.

Ολομόναχος εκεί επάνω στα βουνά, μίλια μακριά από οποιοδήποτε άλλο ανθρώπινο πλάσμα, ο γιος

έπεσε πάνω σ’ ένα σώµα µέσα στον πάγο∙ ήταν ένα πτώμα

ανθρώπου,

τελείως

άθικτο,

λες

και

διατηρούνταν σε μια παρατεταμένη ζωή. Δεν χρειάζεται

βέβαια

να

πούμε

ότι

ο

νεαρός

σταμάτησε για να το εξετάσει και, καθώς έσκυψε και κοίταξε το πρόσωπο του πτώματος, είχε τη σαφή και τρομακτική εντύπωση ότι κοιτούσε τον εαυτό του. Τρέμοντας από φόβο, όπως το έθετε το άρθρο, εξέτασε από πιο κοντά το πτώμα, έτσι κλεισμένο

καθώς

ήταν

στον

πάγο,

σαν

βρισκόταν κάποιος πίσω από ένα μεγάλου πάχους τζάμι, και ανακάλυψε ότι ήταν ο πατέρας του. Ο νεκρός ήταν ακόμη νέος, νεότερος από τον γιο του και υπήρχε κάτι τρομακτικό σ’ αυτό, ένιωσε ο Μπλου. Ήταν κάτι τόσο παράξενο και φοβερό το να είσαι μεγαλύτερος από τον ίδιο σου τον πατέρα, που χρειάστηκε πράγματι να πνίξει τα δάκρυά του καθώς διάβαζε το άρθρο. Τώρα, καθώς πλησιάζει στην άκρη της γέφυρας, του ξανάρχονται αυτά τα ίδια συναισθήματα και

να

εύχεται στον θεό να ήταν εδώ ο πατέρας του, να περπατούσαν μαζί πάνω από το ποτάμι και να του αφηγούνταν ιστορίες. Έπειτα, αντιλαμβανόμενος ξαφνικά

του

μυαλού

του

τα

καμώματα,

αναρωτιέται γιατί έγινε τόσο αισθηματίας, γιατί εξακολουθούν να του έρχονται όλες αυτές οι σκέψεις, όταν τόσα χρόνια ποτέ δεν πέρασαν από το μυαλό του. Όλα είναι κομμάτι αυτού του πράγµατος, σκέφτεται, δυσφορώντας µε τον εαυτό του που είναι έτσι φτιαγμένος. Να τι παθαίνεις όταν δεν έχεις κανέναν να κουβεντιάσεις. Φτάνει στην άκρη και καταλαβαίνει ότι έπεσε έξω με τον Μπλακ. Δεν έχει αυτοκτονίες σήμερα, ούτε άλματα από γέφυρες, ούτε βουτιές στο άγνωστο. Επειδή εδώ περπατά o άνθρωπός του, τόσο κεφάτος και ανενόχλητος όσο µπορεί να είναι κάποιος. Κατεβαίνει τα σκαλιά του πεζόδρομου και περπατά κατά μήκος του δρόμου που στρίβει γύρω από το Δημαρχείο, έπειτα πηγαίνοντας προς τα βόρεια κατά μήκος της οδού Σεντρ περνά από

το δικαστήριο και άλλα δημόσια κτίρια, χωρίς ποτέ να χαλαρώσει το βήμα του, συνεχίζει διασχίζοντας την Τσάιναταουν και προχωρά ακόμα πιο πέρα. Αυτές οι περιπλανήσεις διαρκούν ώρες και ο Μπλου δεν έχει ούτε μια στιγμή την αίσθηση ότι ο Μπλακ περπατά με συγκεκριμένο σκοπό. Δείχνει μάλλον να αερίζει τα πνευμόνια του, να περπατά από

ευχαρίστηση

και,

καθώς

η

διαδρομή

συνεχίζεται, ο Μπλου ομολογεί για πρώτη φορά στον εαυτό του ότι αρχίζει να αναπτύσσει μια συµπάθεια για τον Μπλακ. Κάποια

στιγμή

ο

Μπλακ

μπαίνει

σε

ένα

βιβλιοπωλείο και ο Μπλου τον ακολουθεί. Εκεί ο Μπλακ ψάχνει κάπου μισή ώρα, συσσωρεύοντας μια μικρή στοίβα βιβλίων κατά τη διαδικασία της αναζήτησης, και ο Μπλου, μην έχοντας κάτι καλύτερο να κάνει, ψάχνει κι αυτός προσπαθώντας συνεχώς να κρύβει από τον Μπλακ το πρόσωπό του. Οι γρήγορες ματιές που ρίχνει όταν ο Μπλακ φαίνεται ότι δεν τον κοιτά του δίνουν την αίσθηση

ότι έχει ξαναδεί τον Μπλακ, δεν μπορεί όμως να θυμηθεί πού. Κάτι τρέχει με τα μάτια, λέει μέσα του, αλλά μόνον ως εκεί φτάνει, μη θέλοντας να τραβήξει πάνω του την προσοχή και δίχως να είναι όντως σίγουρος ότι κάτι υπάρχει. Ύστερα από ένα λεπτό, ο Μπλου πέφτει σε ένα Ουόλντεν.

αντίτυπο

του

σελίδες,

εκπλήσσεται

Φυλλομετρώντας

ανακαλύπτοντας

ταράζεται

από

το

. Προς στιγμήν ο

όνομα του εκδότη είναι Μπλακ Μπλου

ότι

τις

αυτή

τη

σύμπτωση,

σκεπτόμενος ότι ίσως εδώ υπάρχει κάποιο μήνυμα γι’ αυτόν,

μια αναλαμπή νοήματος

που θα

μπορούσε να κάνει τη διαφορά. Έπειτα όμως, ενώ συνέρχεται από τον κλονισμό, αρχίζει να μη σκέφτεται πια. Είναι αρκετά κοινό όνομα, λέει μέσα του, κι εκτός αυτού, ξέρει στα σίγουρα ότι το µικρό όνοµα του Μπλακ δεν είναι Γουόλτερ. Θα μπορούσε

όμως

προσθέτει,

ή

να ακόμα

είναι κι

ένας ο

συγγενής,

πατέρας

του.

Ξαναφέρνοντας αυτό το τελευταίο σημείο στο

μυαλό του, ο Μπλου αποφασίζει να αγοράσει το βιβλίο. Αν δεν μπορεί να διαβάσει ό,τι γράφει ο Μπλακ, μπορεί τουλάχιστον να διαβάσει ό,τι διαβάζει εκείνος. Τολμηρό το στοίχημα, λέει μέσα του, αλλά ποιος ξέρει ότι δεν θα του προσφέρει έναν υπαινιγμό για τις προθέσεις αυτού του ανθρώπου. Ως εδώ καλά. Ο Μπλακ πληρώνει για τα βιβλία του, ο Μπλου πληρώνει για το δικό του βιβλίο και η βόλτα συνεχίζεται. O Μπλου εξακολουθεί να ψάχνει για κάποιο σχέδιο που θα ξεπροβάλει, για κάποια ένδειξη που θα πέσει στον δρόμο του και θα τον οδηγήσει στο μυστικό του Μπλακ. Ο Μπλου όμως παραείναι έντιμος για να εξαπατήσει τον ίδιο του τον εαυτό και ξέρει ότι δεν υπάρχει καμία λογική εξήγηση για όσα συνέβησαν ως τώρα. Τούτη τη φορά,

το γεγονός

δεν τον

αποθαρρύνει. Όντως, όσο βαθύτερα ερευνά τον εαυτό του, διαπιστώνει ότι στο σύνολο νιώθει μάλλον να μεθά από αυτό το γεγονός. Υπάρχει,

όπως ανακαλύπτει, κάτι υπέροχο στο σκοτάδι, κάτι συνταρακτικό όταν δεν ξέρεις τι θα συμβεί παρακάτω.

Αυτό

σε

κρατά

σε

εγρήγορση,

σκέφτεται, και δεν υπάρχει κάτι κακό σ’ αυτό∙ υπάρχει; Απολύτως αφυπνισμένος και έτοιμος να προχωρήσεις, καταλαβαίνοντάς τα όλα, όντας έτοιµος για όλα. Λίγα λεπτά έπειτα απ’ αυτή τη σκέψη, στον Μπλου προσφέρεται επιτέλους μια νέα εξέλιξη, και

η

υπόθεση

παρουσιάζει

την πρώτη

της

μεταβολή. Ο Μπλακ στρίβει σε μια γωνία, φτάνει ως τη μέση του τετραγώνου, διστάζει για μια στιγμή,

σαν

να

αναζητά

μια

διεύθυνση,

πισωγυρίζει λίγα βήματα, ξεκινά πάλι, και μερικά δευτερόλεπτα αργότερα µπαίνει σε ένα εστιατόριο. Ο Μπλου τον ακολουθεί χωρίς να το πολυσκεφτεί, αφού στο κάτω κάτω είναι ώρα για γεύμα και οι άνθρωποι πρέπει να φάνε. Δεν του διαφεύγει όµως το ότι ο δισταγμός του Μπλακ δείχνει μάλλον ότι εκείνος δεν ξαναβρέθηκε ποτέ του εδώ, το οποίο

με τη σειρά του μπορεί να σημαίνει ότι ο Μπλακ έχει ένα ραντεβού. Είναι ένα σκοτεινό μέρος, γεμάτο

κόσμο,

με

μια

ομάδα

ανθρώπων

μαζεμένους γύρω από το μπαρ στο μπροστινό μέρος, πολλές συζητήσεις και το κουδούνισμα των ασημικών και των πιάτων στο πίσω μέρος. Δείχνει ακριβό, σκέφτεται ο Μπλου, με ξύλινη επένδυση

στους

τοίχους

και

λευκά

τραπεζομάντιλα, και αποφασίζει να κρατήσει όσο γίνεται χαμηλότερα τον λογαριασμό του. Υπάρχουν διαθέσιμα τραπέζια και ο Μπλου το παίρνει ως καλό οιωνό όταν κάθεται κάπου που να μην τον βλέπει ο Μπλακ, όχι ενοχλητικά κοντά αλλά όχι και

τόσο

μακριά

ώστε

να

μην

μπορεί

να

παρακολουθεί τι κάνει. Ο Μπλακ χτυπά τα χέρια του, παραγγέλλνει δύο μενού και, τρία με τέσσερα λεπτά αργότερα, μια κοπέλα διασχίζει το δωμάτιο, πλησιάζει το τραπέζι του Μπλακ και τον φιλά στο μάγουλο προτού καθίσει. Δεν είναι άσχημη η γυναίκα, σκέφτεται ο Μπλου. Κομματάκι αδύνατη

για τα γούστα του, αλλά καθόλου άσχημη. Έπειτα σκέφτεται: Τώρα αρχίζει το ενδιαφέρον κοµµάτι. Δυστυχώς,

η

πλάτη

της

γυναίκας

είναι

γυρισμένη στον Μπλου, κι έτσι αυτός δεν μπορεί να δει το πρόσωπό της καθώς συνεχίζεται το γεύμα. Καθώς κάθεται εκεί και τρώει το μπιφτέκι του, σκέφτεται ότι ίσως η πρώτη του υποψία ήταν σωστή και, τελικά, πρόκειται για μια υπόθεση γάμου. Ήδη ο Μπλου φαντάζεται τι θα γράψει στην επόμενη αναφορά του και τον ευχαριστεί να αναλογίζεται τις φράσεις που θα χρησιμοποιήσει για να περιγράψει αυτό που βλέπει τώρα. Έχοντας ένα ακόμα πρόσωπο στην υπόθεση, ξέρει ότι πρέπει

να

αποφάσεις.

ληφθούν

ορισμένες

Για παράδειγμα: να

επιμείνει στον Μπλακ ή να στρέψει την προσοχή του στη γυναίκα; Αυτό θα μπορούσε να επιταχύνει κάπως

τα

πράγματα,

ταυτοχρόνως

όμως

θα

πρόσφερε και στον Μπλακ την ευκαιρία να του ξεφύγει, ίσως μια και καλή. Με άλλα λόγια, στο

πρόσωπο της γυναίκας συναντά ένα προπέτασμα καπνού ή κάτι πραγματικό; Αποτελεί αυτό μέρος της υπόθεσης ή όχι, είναι ένα ουσιαστικό ή ένα τυχαίο στοιχείο; Ο Μπλου ζυγίζει για λίγο το ερώτημα και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι είναι πολύ νωρίς για να αποφασίσει. Ναι, θα μπορούσε να είναι κάτι, λέει μέσα του. Θα μπορούσε όμως να είναι και κάτι άλλο. Προς το μέσον του γεύματος, τα πράγματα δείχνουν να αλλάζουν προς το χειρότερο. Ο Μπλου ανιχνεύει ένα βλέμμα σφοδρής θλίψης στο πρόσωπο του Μπλακ και, προτού εκείνος το καταλάβει, η γυναίκα δείχνει να βάζει τα κλάματα. Αυτό τουλάχιστον μπορεί να συμπεράνει από την αιφνίδια αλλαγή της στάσης του σώματός της. Οι ώμοι της κρεμούν ξαφνικά, το κεφάλι της σκύβει μπροστά, το πρόσωπό της σκεπάζεται ίσως από τα χέρια της, ένα ελαφρύ ρίγος στη ράχη της. Θα μπορούσε να είναι μια έκρηξη γέλιου, τότε όμως ο Μπλακ γιατί είναι τόσο χάλια; Δείχνει σαν να έχασε

το έδαφος κάτω από τα πόδια του. Μια στιγμή αργότερα, η γυναίκα αποστρέφει το πρόσωπό της από τον Μπλακ και ο Μπλου βλέπει στα γρήγορα το προφίλ της: αναμφίβολα πρόκειται για δάκρυα, σκέφτεται, καθώς τη βλέπει να σκουπίζει με μια πετσέτα τα μάτια της και μια μουντζούρα από μάσκαρα να κυλά στο μάγουλό της. Εκείνη σηκώνεται απότομα και πηγαίνει προς το μέρος της τουαλέτας των κυριών. Και πάλι ο Μπλου έχει ανεμπόδιστη θέα προς το μέρος του Μπλακ και, βλέποντας αυτή τη θλίψη στο πρόσωπό του, αυτό το ύφος της απόλυτης συντριβής, αρχίζει σχεδόν να τον λυπάται. Ο Μπλακ κοιτά προς το μέρος του Μπλου, είναι όμως σαφές ότι δεν βλέπει τίποτα, κι έπειτα από ένα λεπτό κρύβει στα χέρια του το πρόσωπό του. Ο Μπλου προσπαθεί να μαντέψει τι συμβαίνει, είναι όμως αδύνατο να το μάθει. Όλα δείχνουν σαν να τελείωσε η σχέση ανάμεσά τους, σκέφτεται, σου δίνουν την αίσθηση ότι κάτι έφτασε στο τέλος του. Παρ’ όλα αυτά, θα

µπορούσε να είναι απλώς ένα µικροκαβγαδάκι. Η γυναίκα επιστρέφει στο τραπέζι δείχνοντας κάπως καλύτερα, και τότε και οι δυο κάθονται μερικά λεπτά χωρίς να λένε τίποτα, αφήνοντας ανέγγιχτο το φαγητό τους. Ο Μπλακ αναστενάζει μια δυο φορές, κοιτά πέρα μακριά, και τελικά ζητά να του φέρουν τον λογαριασμό. Ο Μπλου κάνει το ίδιο και έπειτα ακολουθεί το ζευγάρι που βγαίνει από το μαγαζί. Παρατηρεί ότι ο Μπλακ ακουμπά το χέρι του στον αγκώνα της, αλλά αυτό θα μπορούσε να είναι απλώς αντανακλαστικό, λέει μέσα του, και πιθανόν να μη σημαίνει τίποτα. Κατηφορίζουν αμίλητοι τον δρόμο και στη γωνία ο Μπλακ σταματά ένα ταξί. Ανοίγει την πόρτα στη γυναίκα και, προτού εκείνη µπει µέσα, την αγγίζει πολύ

απαλά

στο

μάγουλο.

Εκείνη

του

το

ανταποδίδει με ένα ενθαρρυντικό χαμόγελο, αλλά εξακολουθούν να μη λένε ούτε λέξη. Έπειτα η γυναίκα κάθεται στο πίσω κάθισμα, ο Μπλακ κλείνει την πόρτα και το ταξί ξεκινά.

Ο Μπλακ τριγυρνά μερικά λεπτά, σταματώντας για λίγο μπροστά στη βιτρίνα ενός ταξιδιωτικού γραφείου για να μελετήσει μια αφίσα για τα Λευκά Όρη κι έπειτα παίρνει κι ο ίδιος ένα ταξί. Και πάλι ο Μπλου αποδεικνύεται τυχερός και καταφέρνει να βρει ένα ταξί λίγα δευτερόλεπτα μετά. Λέει στον οδηγό να ακολουθήσει το ταξί του Μπλακ κι έπειτα ξαπλώνει στο κάθισμα, ενώ τα δυο κίτρινα αυτοκίνητα προχωρούν αργά μέσα στην κίνηση, κατά μήκος της γέφυρας του Μπρούκλιν με τελικό προορισμό την οδό Όραντζ. Θα έπρεπε να το καταλάβει ότι ο Μπλακ γυρνούσε στο σπίτι. Η διάθεσή του φτιάχνει σημαντικά όταν μπαίνει στο κτίριο και βλέπει στο γραμματοκιβώτιό του ένα γράμμα. Μόνο ένα πράγμα μπορεί να είναι αυτό,

λέει

μέσα

του,

και

σίγουρα,

καθώς

ανεβαίνει τις σκάλες και ανοίγει τον φάκελο, να το: η πρώτη επιταγή, μια ταχυδρομική επιταγή με το ακριβές ποσό το οποίο κανόνισε με τον Γουάιτ. Του φαίνεται πάντως κάπως περίπλοκο το γεγονός

ότι η πληρωμή θα γίνεται ανώνυμα. Γιατί όχι μια προσωπική επιταγή από τον Γουάιτ; Αυτό οδηγεί τον Μπλου σε ένα παιχνίδι με τη σκέψη ότι τελικά ο Γουάιτ είναι ένας πράκτορας που αποστάτησε, θέλει να καλύπτει τα ίχνη του, άρα θέλει να είναι σίγουρος

ότι δεν θα γίνεται καταγραφή των

πληρωμών. Έπειτα, βγάζοντας το καπέλο και το πανωφόρι του και ξαπλώνοντας στο κρεβάτι του, ο Μπλου

αντιλαμβάνεται

ότι

είναι

κάπως

απογοητευμένος που δεν έχει δεχτεί κάποιο σχόλιο για την αναφορά του. Δεδομένου ότι κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες να τη συντάξει σωστά,

μια

ευπρόσδεκτη. χρήματα

ενθαρρυντική

κουβέντα

Το

ότι

σημαίνει

γεγονός ότι

ο

θα

ήταν

στάλθηκαν τα

Γουάιτ

δεν

είναι

δυσαρεστημένος. Αλλά και πάλι, η σιωπή δεν είναι απάντηση που σε ανταμείβει, οτιδήποτε και να σημαίνει αυτή. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, σκέφτεται ο Μπλου, τότε θα πρέπει απλώς να τα συνηθίσει.

Οι μέρες περνούν και, για μια ακόμα φορά, τα πράγματα ξαναγίνονται σκέτη ρουτίνα. Ο Μπλακ γράφει,

διαβάζει,

ψωνίζει

στη

γειτονιά,

επισκέπτεται το ταχυδρομείο, κάνει καμιά βόλτα άμα τύχει. Η γυναίκα δεν εμφανίζεται ξανά και ο Μπλακ δεν ξανακάνει εκδρομές στο Μανχάταν. Ο Μπλου αρχίζει να σκέφτεται ότι κάποια μέρα θα πάρει ένα γράμμα που θα του λέει ότι η υπόθεση έκλεισε. Η γυναίκα έφυγε, σκέφτεται, και αυτό θα μπορούσε να σημάνει το τέλος της υπόθεσης. Δεν συμβαίνει

όμως

κάτι

τέτοιο.

Η

σχολαστική

περιγραφή της σκηνής στο εστιατόριο που κάνει ο Μπλου δεν αποσπά καμία ιδιαίτερη απάντηση από τον Γουάιτ και, από βδομάδα σε βδομάδα, οι επιταγές εξακολουθούν να έρχονται στην ώρα τους. Τόσο πολλά για τον έρωτα, σκέφτεται ο Μπλου. Η γυναίκα ποτέ δεν σήμαινε τίποτα. Ήταν απλώς µια διασκέδαση. Σ’ αυτή την πρώιμη περίοδο, η διανοητική κατάσταση του Μπλου μπορεί να περιγραφεί

καλύτερα ως κατάσταση αμφιταλάντευσης και σύγκρουσης. Υπάρχουν στιγμές κατά τις οποίες αισθάνεται ότι εναρμονίζεται πλήρως

με τον

Μπλακ, ότι ταυτίζεται τόσο φυσικά μαζί του, ότι για να προβλέψει τι πρόκειται να κάνει ο Μπλακ, για να ξέρει πότε θα μείνει στο δωμάτιό του και πότε θα βγει έξω, δεν χρειάζεται παρά να κοιτάξει τον εαυτό του. Περνούν μέρες ολόκληρες κατά τις οποίες δεν μπαίνει καν στον κόπο να κοιτάξει από το παράθυρο ή να ακολουθήσει τον Μπλακ στον δρόμο. Κάθε τόσο μάλιστα, επιτρέπει στον εαυτό του να κάνει μοναχικές εξορμήσεις, γνωρίζοντας θαυμάσια ότι, κατά το διάστημα της απουσίας του, ο Μπλακ δεν θα το κουνήσει ρούπι από τη θέση του. Πώς το ξέρει; Αυτό παραμένει μυστήριο για τον ίδιο, γεγονός όμως είναι ότι ποτέ δεν σφάλλει, και, όταν τον κυριεύσει αυτή η αίσθηση, ούτε αμφιβάλλει ούτε διστάζει. Από την άλλη πλευρά, δεν είναι όλες οι στιγμές σαν κι αυτήν. Υπάρχουν

φορές

που

νιώθει

τελείως

απομακρυσμένος από τον Μπλακ, αποκομμένος απ’ αυτόν με έναν τρόπο τόσο σκληρό και τόσο απόλυτο που αρχίζει να χάνει την αίσθηση του ποιος είναι. Η μοναξιά τον τυλίγει, τον κλείνει μέσα της, και μαζί μ’ αυτό έρχεται κι ένας τρόμος που χειρότερό του δεν γνώρισε ποτέ. Σαστίζει με το γεγονός ότι μεταπηδά με τόση ταχύτητα από τη μια κατάσταση στην άλλη, και για ένα μεγάλο διάστημα πηγαινοέρχεται μεταξύ των δυο άκρων, χωρίς να ξέρει ποιο απ’ αυτά είναι αλήθεια και ποιο ψέµα. Έπειτα από αρκετές ιδιαίτερα κακές μέρες, αρχίζει να αναζητά μια συντροφιά. Κάθεται και γράφει ένα λεπτομερές γράμμα στον Μπράουν, εκθέτοντας σε γενικές γραμμές την υπόθεση και ζητώντας τη συμβουλή του. Ο Μπράουν έχει αποσυρθεί

στη

Φλόριντα,

όπου

περνά

τον

περισσότερο καιρό του ψαρεύοντας και ο Μπλου ξέρει ότι θα περάσει αρκετό διάστημα προτού πάρει μια απάντηση. Ωστόσο, την επομένη της

αποστολής του γράμματος, αρχίζει να περιμένει την απάντηση με μια λαχτάρα που σύντομα αυξάνεται και φτάνει στην έμμονη ιδέα. Κάθε πρωί, μία περίπου ώρα προτού παραδοθεί η αλληλογραφία, στήνεται δίπλα στο παράθυρο και κοιτάζει μήπως ο ταχυδρόμος στρίψει στη γωνία και φανεί, κρεμώντας όλες τις ελπίδες του σε ό,τι θα

του

πει

ο

Μπράουν.

Τι

περιμένει από αυτό το γράμμα δεν είναι σίγουρο. Ο Μπλου δεν αναρωτιέται καν, σίγουρα όμως θα είναι κάτι μνημειώδες, κάποια διαφωτιστικά και εξαίσια λόγια που θα τον ξαναφέρουν πίσω στον κόσµο των ζωντανών. Καθώς περνούν μέρες και βδομάδες χωρίς απάντηση από τον Μπράουν, η απογοήτευση του Μπλου

μετατρέπεται

απελπισία.

Αυτό

σε

όμως

οδυνηρή, δεν είναι

παράλογη τίποτα

σε

σύγκριση με ό,τι αισθάνεται όταν τελικά έρχεται το γράμμα. Επειδή ο Μπράουν δεν αναφέρεται σε όσα του έγραψε ο Μπλου.

Είναι ωραίο να μαθαίνω νέα

σου, αρχίζει το γράμμα,

και ωραίο να μαθαίνω ότι

δουλεύεις τόσο σκληρά. Η υπόθεση μου ακούγεται

ενδιαφέρουσα. Δεν μπορώ πάντως να πω ότι μου λείπει κάτ τέτοιο. Για µένα η ωραία ζωή είναι εδώ. Να σηκώνοµαι νωρίς

το πρωί και να ψαρεύω, να περνώ λίγη ώρα με τη γυναίκα

μου, να διαβάζω λιγάκι, να κοιμάμαι στον ήλιο, να μην έχω κανέναν λόγο

να

παραπονεθώ.

Το

μόνο

που

δεν

καταλαβαίνω είναι γιατί δεν μετακόμισα εδώ κάτω πριν από πολλά χρόνια. Το γράμμα συνεχίζεται στο ίδιο στιλ για μερικές σελίδες, χωρίς ούτε μία φορά να θίγει το ζήτημα των μαρτυρίων και της αγωνίας του Μπλου. Ο Μπλου νιώθει προδομένος από τον άνθρωπο που κάποτε στάθηκε γι’ αυτόν σαν πατέρας, και, όταν τελειώνει την ανάγνωση του γράμματος, νιώθει κενός, σαν να έχουν αντλήσει από μέσα του ό,τι τον γέμιζε. Είμαι ολομόναχος, σκέφτεται, δεν υπάρχει πια κανείς στον οποίο να μπορώ να στραφώ. Τη σκέψη αυτή τη διαδέχονται μερικές ώρες αποθάρρυνσης και αυτολύπησης, με τον

Μπλου να αναλογίζεται μια δυο φορές ότι είναι καλύτερα να πεθάνει. Τελικά όμως, βγαίνει από την κατάθλιψη · επειδή γενικά είναι σταθερός χαρακτήρας,

χωρίς

μεγάλες

επιδόσεις

στις

θλιβερές σκέψεις. Αν υπάρχουν μερικές στιγμές που αισθάνεται ότι ο κόσμος είναι ένα παρανοϊκό μέρος,

εμείς

πώς

μπορούμε

να

τον

κατηγορήσουμε γι’ αυτό; Μέχρι να έρθει η ώρα του δείπνου, κόβει βόλτες ολόγυρα, και μάλιστα έχει αρχίσει να βλέπει τα πράγματα από την αισιόδοξη πλευρά τους. Ίσως αυτό είναι το μεγαλύτερο ταλέντο του: ποτέ δεν απελπίζεται για μεγάλο διάστημα. Τελικά αυτό μπορεί να είναι καλό, μονολογεί. Καλύτερα να είμαι μόνος παρά να εξαρτώμαι από οποιονδήποτε άλλον. Ο Μπλου το σκέφτεται για λίγο και αποφασίζει ότι κάτι πρέπει να ειπωθεί σχετικά μ’ αυτό. Δεν είναι πια μαθητευόμενος. Δεν έχει πια αφεντικό πάνω από το κεφάλι του. Εγώ ευθύνομαι για τον εαυτό μου, λέει μέσα του. Εγώ ευθύνομαι για τον

εαυτό μου και δεν δίνω λογαριασμό σε κανέναν άλλον εκτός από τον εαυτό µου. Με τη νέα αυτή προσέγγιση των πραγμάτων να τον εμπνέει, ανακαλύπτει ότι, επιτέλους, βρήκε το κουράγιο να έρθει σε επαφή με τη μέλλουσα κυρία Μπλου. Όταν όμως σηκώνει το ακουστικό και

σχηματίζει

το

νούμερο,

δεν

υπάρχει

απάντηση. Αυτό είναι μια απογοήτευση, αλλά εκείνος παραμένει απτόητος. Θα προσπαθήσω πάλι κάποιαν άλλη στιγµή, λέει. Σύντοµα. Οι μέρες εξακολουθούν να περνούν. Για άλλη μια φορά ο Μπλου συντονίζεται με τον Μπλακ, ίσως πολύ πιο αρμονικά απ’ ό,τι στο παρελθόν. Κάνοντας

αυτό

το

πράγμα,

ανακαλύπτει

το

εγγενές παράδοξο της κατάστασης. Επειδή όσο πιο κοντά νιώθει στον Μπλακ, τόσο λιγότερο το θεωρεί απαραίτητο να σκεφτεί τον εαυτό του. Με άλλα λόγια, όσο περισσότερο εμπλέκεται, τόσο πιο ελεύθερος είναι. Αυτό που τον κάνει να κολλά στον

βάλτο

δεν

είναι

η

εμπλοκή

αλλά

ο

αποχωρισμός. Επειδή μόνο όταν ο Μπλακ δείχνει να απομακρύνεται από κοντά του, τότε πρέπει να βγει έξω να τον αναζητήσει, και αυτό απαιτεί χρόνο και προσπάθειες, για να μη μιλήσουμε για αγώνα. Εν πάση περιπτώσει, όλες αυτές τις στιγμές που νιώθει πολύ κοντά στον Μπλακ, μπορεί

ακόμα

και

να

αρχίσει

να

ζει

την

προσομοίωση μιας ανεξάρτητης ζωής. Στην αρχή δεν είναι και πολύ τολμηρός ως προς τα όσα επιτρέπει στον εαυτό του να κάνει, αλλά, έστω κι έτσι, το θεωρεί ένα είδος θριάμβου, σχεδόν ένα ανδραγάθημα. Να βγει, ας πούμε, έξω και να φέρει βόλτα πάνω κάτω το τετράγωνο. Όσο μικρή κι αν είναι η κίνηση αυτή, τον γεμίζει με ευτυχία, και όπως πηγαινοέρχεται κατά μήκος της οδού Όραντζ, μέσα σε τούτο τον θαυμάσιο ανοιξιάτικο καιρό, χαίρεται που είναι ζωντανός με έναν τρόπο που είχε χρόνια να νιώσει. Στη μια άκρη του δρόμου υπάρχει μια άποψη του ποταμού, το λιμάνι,

το

Μανχάταν

να

διαγράφεται

στον

ορίζοντα, οι γέφυρες. Όλα αυτά ο Μπλου τα βρίσκει ωραία και, κάποιες μέρες, επιτρέπει στον εαυτό του μέχρι και να καθίσει μερικά λεπτά στο παγκάκι και να αγναντεύει τα πλοία. Στην άλλη άκρη υπάρχει μια εκκλησία και, μερικές φορές, ο Μπλου πηγαίνει στη μικρή της αυλή με το γρασίδι να καθίσει για λίγο, μελετώντας το μπρούντζινο άγαλμα του Χένρι Γουόρντ Μπίτσερ. Δυο σκλάβοι έχουν αρπάξει από τα πόδια τον Μπίτσερ, σαν να τον

ικετεύουν

να

τους

βοηθήσει,

να

τους

ελευθερώσει επιτέλους, ενώ στον τοίχο πίσω του υπάρχει ένα πορσελάνινο ανάγλυφο του Αβραάμ Λίνκολν. Αυτές οι εικόνες δεν μπορούν να μην εμπνεύσουν τον Μπλου και, κάθε φορά που έρχεται στην αυλή της εκκλησίας, το μυαλό του γεμίζει

με

ευγενείς

στοχασμούς

περί

της

αξιοπρέπειας του ανθρώπου. Σιγά σιγά γίνεται όλο και πιο τολμηρός στις αποµακρύνσεις του από τον Μπλακ. Είναι το 1947, η χρονιά κατά την οποία ο Τζάκι Ρόμπινσον

εμφανίζεται με την ομάδα των Ντόντζερς, και ο Μπλου

παρακολουθεί

εκ

του

σύνεγγυς

την

πρόοδό του, ενώ θυμάται την αυλή της εκκλησίας και ξέρει ότι σ’ αυτήν υπάρχει κάτι παραπάνω από το

μπέιζμπολ.

μαγιάτικης

Το

Τρίτης,

απόγευμα

μιας

αποφασίζει

να

φωτεινής κάνει

μια

εξόρμηση στο Έμπετς Φιλντ. Καθώς αφήνει πίσω του τον Μπλακ, στο δωμάτιό του στην οδό Όραντζ, σκυμμένο πάνω στο γραφείο του ως συνήθως με τα χαρτιά και τα στιλό του, αισθάνεται ότι δεν έχει λόγο να ανησυχεί, είναι σίγουρος ότι όλα θα είναι ακριβώς τα ίδια όταν επιστρέψει. Πηδάει

στον υπόγειο,

σπρώχνεται

μέσα στο

πλήθος, νιώθει ότι εφορμά προς μια αίσθηση της στιγμής. Καθώς πιάνει μια θέση στο γήπεδο, εντυπωσιάζεται από την έντονη διαύγεια των χρωμάτων γύρω του: το πράσινο χορτάρι, το καφέ χώμα, η λευκή μπάλα, ο γαλανός ουρανός πάνω από τα κεφάλια τους. Το κάθε πράγμα διακρίνεται από το άλλο, εντελώς ξεχωριστό και καθορισμένο,

και

η

γεωμετρική

απλότητα

του

γηπέδου

εντυπωσιάζει με τη δύναμή της τον Μπλου. Παρακολουθώντας το παιχνίδι, δυσκολεύεται να αποτραβήξει τα μάτια του από τον Ρόμπινσον, αδιάλειπτα γοητευμένος από τη μαυρίλα της όψης του, και σκέφτεται ότι πρέπει να συγκεντρώσει όλο του το θάρρος για να κάνει αυτό που κάνει, για να είναι μόνος απέναντι σε τόσους ξένους, με τους μισούς από αυτούς να θέλουν, αναμφίβολα, να

τον

δουν

πεθαμένο.

Καθώς

το

παιχνίδι

εξελίσσεται, ο Μπλου πιάνει τον εαυτό του να διασκεδάζει με ό,τι κάνει ο Ρόμπινσον, και όταν ο μαύρος κλέβει μια βάση στον τρίτο γύρο, αυτός πετάγεται πάνω, και αργότερα, στον έβδομο γύρο, όταν ο Ρόμπινσον ξεγλιστρά από τους αντιπάλους του, αυτός κοπανά την πλάτη του μπροστινού με τις γροθιές του από τη χαρά του. Οι Ντόντζερς αποσύρονται στον ένατο γύρο και καθώς ο Μπλου φεύγει με το υπόλοιπο πλήθος και κατευθύνεται προς το σπίτι, σκέφτεται ότι ο Μπλακ δεν πέρασε

ούτε µια στιγµή από το µυαλό του. Όμως οι αγώνες του μπέιζμπολ είναι μονάχα η αρχή. Κάποι ες νύχτες, όταν είναι σίγουρο ότι ο Μπλακ δεν θα πάει πουθενά, ο Μπλου γλιστρά σε ένα μπαρ εκεί

κοντά για μια δυο

μπίρες,

απολαμβάνοντας τις συζητήσεις που κάνει κάπου κάπου με τον μπάρμαν, το όνομα του οποίου είναι Ρεντ, και έχει μια αόριστη ομοιότητα με τον Γκριν, τον µπάρµαν από την υπόθεση Γκρέι. Συχνά βρίσκεται εκεί μια αναμαλλιασμένη κοκότα που ακούει στο όνομα Βάιολετ, και μια δυο φορές ο Μπλου τη μέθυσε τόσο ώστε εκείνη να τον καλέσει στο στέκι της εκεί δίπλα. Εκείνος ξέρει ότι της αρέσει αρκετά επειδή ποτέ δεν του ζητάει να την πληρώσει, κι ακόμα ξέρει ότι αυτό δεν έχει καμιά σχέση με τον έρωτα. Αυτή τον λέει «γλύκα μου» και η σάρκα της είναι απαλή και πλούσια, αλλά όταν έχει παραπιεί αρχίζει να κλαίει, και τότε ο Μπλου θα πρέπει να την παρηγορήσει, και στα κρυφά αναρωτιέται αν το πράγμα αξίζει τον κόπο.

Η ενοχή, ωστόσο, που νιώθει απέναντι στη μέλλουσα κυρία Μπλου είναι ελάχιστη, επειδή δικαιολογεί αυτές τις συναντήσεις με τη Βάιολετ συγκρίνοντας τον εαυτό του με στρατιώτη που πήγε στον πόλεμο σε μιαν άλλη χώρα. Κάθε άνθρωπος χρειάζεται μια μικρή παρηγοριά, ιδίως αν είναι αύριο να κληρώσει η τελευταία του ώρα. Κι εκτός αυτού, δεν είναι φτιαγμένος από πέτρα, λέει µέσα του. Ακόμα πιο συχνά, ο Μπλου θα προσπεράσει το μπαρ και θα πάει στον κινηματογράφο που βρίσκεται κάμποσα τετράγωνα πιο πέρα. Με το καλοκαίρι να έρχεται και τη ζέστη να αρχίζει να πλανιέται δυσάρεστα στο μικρό του δωμάτιο, είναι αναζωογονητικό γι’ αυτόν να μπορεί να κάθεται σε έναν

δροσερό

κινη ματογράφο

και

να

παρακολουθεί την ταινία. Ο Μπλου λατρεύ

ει τις

ταινίες, όχι μόνο για τις ιστορίες που λένε και τις ωραίες γυναίκες που μπορεί να δει σ’ αυτές, αλλά και

για

τη

σκοτεινιά

του

ίδιου

του

κινηματογράφου, για τον τρόπο με τον οποίο οι εικόνες στην οθόνη μοιάζουν κατά κάποιον τρόπο με τις σκέψεις μέσα στο κεφάλι του όταν κλείνει τα μάτια του. Είναι λίγο πολύ αδιάφορος για το είδος

των

ταινιών

που

βλέπει,

αν

δηλαδή

πρόκειται για κωμωδίες ή δράματα, ή αν η ταινία είναι ασπρόμαυρη ή έγχρωμη. Τρέφει όμως μια ιδιαίτερη αδυναμία για ταινίες

με ντετέκτιβ,

εφόσον υπάρχει μια πλοκή, και πάντα αυτές οι ιστορίες τον συναρπάζουν περισσότερο από τις άλλες. Εκείνη την περίοδο βλέπει κά

µποσες

τέτοιες ταινίες και τις απολαμβάνει όλες:

Η κυρία

της λίμνης, Ο έκπτωτος άγγελος, Το σκοτεινό πέρασμα, Σώμα και ψυχή, Ματωμένη φιέστα, Απεγνωσμένος και άλλες. Για τον Μπλου όμως, μία μονάχα ξεχωρίζει από τις υπόλοιπες και του αρέσει τόσο πολύ, ώστε το επόµενο βράδυ ξαναγυρίζει για να τη δει πάλι. Λέγεται

Αμάρτημα

του

παρελθόντος

πρωταγωνιστεί ο Ρόμπερτ Μίτσαμ στον ρόλο ενός πρώην ιδιωτικού ντετέκτιβ που προσπαθεί να

και

ξαναφτιάξει τη ζωή του σε μια μικρή πόλη με ψεύτικο όνομα. Έχει μια φιλενάδα, μια γλυκιά επαρχιωτοπούλα που τη λένε Ανν και, με τη βοήθεια ενός κωφάλαλου αγοριού, του Τζίμι, που του

είναι

απόλυτα

αφοσιωμένο,

κρατά

ένα

βενζινάδικο. Το παρελθόν όμως δεν αφήνει τον Μίτσαμ να ξεφύγει και ο ίδιος δεν μπορεί να κάνει κάτι

γι’ αυτό.

Πριν από

πολλά χρόνια τον

προσέλαβαν για να βρει την Τζέιν Γκριρ, την ερωμένη του γκάνγκστερ Κερκ Ντάγκλας, μόλις όμως εκείνος την ξετρύπωσε, ερωτεύτηκαν ο ένας τον άλλον και το έσκασαν μαζί για να ζήσουν κρυμμένοι. Το ένα έφερε το άλλο –κλάπηκαν χρήματα, έγινε ένας φόνος– και τελικά ο Μίτσαμ λογικεύτηκε

και

καταλαβαίνοντας

παράτησε επιτέλους

την πόσο

Γκριρ, βαθιά

διεφθαρμένη ήταν. Τώρα εκβιάζεται από τον Ντάγκλας και την Γκριρ για να διαπράξει έναν φόνο ο οποίος είναι στημένος· επειδή αμέσως μόλις καταλάβει τι τρέχει, βλέπει ότι εκείνοι

ετοιμάζονται να του φορτώσουν έναν άλλο φόνο. Εκτυλίσσεται

μια περίπλοκη ιστορία,

με

τον

Μίτσαμ να προσπαθεί απεγνωσμένα να ξεφύγει από την παγίδα. Κάποια στιγμή επιστρέφει στη μικρή πόλη όπου ζούσε, λέει στην Ανν ότι είναι αθώος, και την πείθει ξανά για την αγάπη του. Είναι όμως πράγματι πολύ αργά και ο Μίτσαμ το ξέρει αυτό. Προς το τέλος της ταινίας, καταφέρνει να πείσει τον Ντάγκλας να καρφώσει την Γκριρ στην αστυνομία, εκείνη τη στιγμή όμως η Γκριρ μπαίνει στο δωμάτιο, παίρνει ήρεμα ένα όπλο και σκοτώνει τον Ντάγκλας. Λέει στον Μίτσαμ ότι ανήκουν

ο

μοιρολάτρης

ένας

στον

τελικά,

άλλον

δείχνει

κι

να

εκείνος, συμφωνεί.

Αποφασίζουν να το σκάσουν μαζί, αλλά καθώς η Γκριρ πηγαίνει να μαζέψει τα πράγματά της, ο Μίτσαμ σηκώνει το τηλέφωνο και καλεί την αστυνομία. Μπαίνουν στο αμάξι και ξεκινούν, σύντομα

όμως

αστυνομίας.

πέφτουν

Βλέποντας

στο η

μπλόκο

Γκριρ

ότι

της έχει

εξαπατηθεί, τραβά ένα όπλο από την τσάντα της και πυροβολεί τον Μίτσαμ. Τότε η αστυνομία ανοίγει πυρ κατά του αυτοκινήτου και η Γκριρ σκοτώνεται κι αυτή. Ύστερα απ’ αυτό, υπάρχει μια τελευταία σκηνή, την άλλη μέρα το πρωί στη μικρή πόλη του Μπρίτζπορτ.

Ο Τζίμι

κάθεται σε ένα παγκάκι έξω από το βενζινάδικο και η Ανν τον πλησιάζει και κάθεται δίπλα του. «Πες μου κάτι, Τζίμι» του λέει «πρέπει να μάθω ένα πράγμα. Το έσκασε μαζί της ή όχι;» Το αγόρι σκέφτεται για μια στιγμή, προσπαθώντας να αποφασίσει

ανάμεσα

στην

αλήθεια

και

την

ευγένεια. Τι είναι πιο σημαντικό; Να διατηρήσει το καλό όνομα του φίλου του ή να σώσει την κοπέλα; Όλα αυτά συμβαίνουν σε λιγότερο από μία στιγμή. Κοιτάζοντας την κοπέλα κατάματα, κουνά το κεφάλι του, σαν να λέει: «Ναι, τελικά ήταν ερωτευμένος με την Γκριρ». Η Ανν χτυπά στον ώμο τον Τζίμι και τον ευχαριστεί κι έπειτα πηγαίνει να βρει τον παλιό της φίλο, έναν ντόμπρο

ντόπιο αστυνομικό που πάντα αντιπαθούσε τον Μίτσαμ.

Ο

Τζίμι

κοιτά

την

βενζινάδικου

όπου

απέμεινε

ταμπέλα

το

όνομα

του του

Μίτσαμ, της απευθύνει έναν φιλικό χαιρετισμό κι έπειτα απομακρύνεται και κατηφορίζει τον δρόμο. Είναι ο μόνος που ξέρει την αλήθεια και δεν θα την πει ποτέ. Για τις επόμενες λίγες μέρες, ο Μπλου φέρνει πολλές φορές αυτή την ιστορία στο μυαλό του. Είναι καλό, σκέφτεται, που η ταινία τελειώνει με το κωφάλαλο αγόρι. Το μυστικό θάφτηκε, και ο Μίτσαμ, ακόμα και στον θάνατο, θα παραμείνει ένας παρείσακτος. Η φιλοδοξία του ήταν αρκετά απλή: να γίνει ένας φυσιολογικός αμερικανός πολίτης σε μια φυσιολογική αμερικανική πόλη, να παντρευτεί την κοπέλα της διπλανής πόρτας, να ζήσει

μια

ήσυχη

ζωή.

Το

παράξενο

είναι,

σκέφτεται ο Μπλου, ότι το καινούργιο όνομα που διάλεξε για λογαριασμό του ο Μίτσαμ είναι Τζεφ Μπέιλι. Κι αυτό συγγενεύει εντυπωσιακά με το

όνομα ενός άλλου ήρωα σε μια ταινία που είδε πέρυσι μαζί με τη μέλλουσα κυρία Μπλου∙ πρόκειται

για

τον

Τζορτζ

Μπέιλι

που

τον

ενσαρκώνει ο Τζέιμς Στιούαρτ στην ταινία

Μια

υπέροχη ζωή. Η υπόθεση είχε κι εδώ να κάνει με μια μικρή πόλη στην Αμερική, από την αντίθετη άποψη όμως: οι απογοητεύσεις ενός άντρα που σε όλη του τη ζωή προσπαθεί να δραπετεύσει. Στο τέλος όμως φτάνει να καταλάβει ότι η ζωή του υπήρξε καλή, ότι πάντα έκανε το καλό. Ο Μπέιλι του Μίτσαμ σίγουρα θα ήθελε να είναι ο ίδιος άνθρωπος με τον Μπέιλι του Στιούαρτ. Στη δική του περίπτωση όμως, το όνομα είναι πλαστό, καρπός ενός ευσεβούς πόθου. Το πραγματικό του όνομα είναι Μάρκχαμ, ή όπως το ακούει ο Μπλου, Μάρκχιμ

16 , κι αυτό είναι το όλο θέμα.

Τον στιγμάτισε το παρελθόν, και άπαξ και συνέβη αυτό,

δεν

γίνεται

τίποτα.

Κάτι

συμβαίνει,

σκέφτεται ο Μπλου, κι έπειτα εξακολουθεί να συμβαίνει για πάντα. Ποτέ δεν μπορεί να αλλάξει,

ποτέ δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Αυτή η σκέψη αρχίζει να στοιχειώνει τον Μπλου, επειδή τη βλέπει ως ένα είδος προειδοποίησης, ένα μήνυμα που εκπέμπεται από μέσα του, κι όσο κι αν εκείνος προσπαθεί να το αποδιώξει, η ζοφερότητα της σκέψης του δεν τον αφήνει. Γι’ αυτόν τον λόγο,

μια νύχτα ο Μπλου

ξαναγυρίζει τελικά στο αντίτυπο του

Ουόλντεν.

Ήρθε η ώρα, λέει μέσα του, και αν δεν κάνει τώρα μια προσπάθεια, ξέρει ότι δεν θα την κάνει ποτέ. Το βιβλίο όμως δεν είναι μια απλή δουλειά. Καθώς ο Μπλου αρχίζει να το διαβάζει, νιώθει σαν να μπαίνει σε έναν ξένο κόσμο. Σέρνεται ανάμεσα σε βάλτους και βάτα, ανεβαίνει σε καταθλιπτικές πλαγιές και ύπουλους γκρεμούς, νιώθει σαν αιχμάλωτος σε μια αναγκαστική πορεία, και η μοναδική

του

σκέψη

είναι

να

δραπετεύσει.

Βαριέται τα λόγια του Θορό και δυσκολεύεται να συγκεντρωθεί. Ολόκληρα κεφάλαια περνούν και, όταν φτάνει στο τέλος, καταλαβαίνει ότι δεν

συγκράτησε το παραμικρό. Γιατί να θέλει κανείς να φύγει και να ζήσει μόνος του στα δάση; Τι σημαίνουν όλα αυτά, όπως να φυτεύεις φασόλια, να μην πίνεις καφέ ή να μην τρως κρέας; Προς τι όλες αυτές οι ατέλειωτες περιγραφές πουλιών; Ο Μπλου νόμισε ότι θα έβρισκε μια πλοκή ή τουλάχιστον κάτι σαν πλοκή, αλλά αυτό δεν είναι παρά μια αερολογία, μια ατέλειωτη ρητορεία για το τίποτα. Θα ήταν όμως ανέντιμο να τον κατηγορήσουμε. Ο Μπλου ποτέ δεν διάβασε κάτι πέρα από εφημερίδες και περιοδικά και ένα περιπετειώδες μυθιστόρημα όταν ήταν παιδί. Είναι γνωστό ότι ακόμα και έμπειροι και εκκεντρικοί αναγνώστες έχουν

πρόβλημα

με

το

Ουόλντεν,

και

μια

προσωπικότητα του επιπέδου του Έμερσον έγραψε κάποτε στο ημερολόγιό του ότι η ανάγνωση Θορό τον εκνευρίζει και τον καταρρακώνει. Προς τιμήν του, ο Μπλου δεν πτοείται. Την επόμενη μέρα ξαναρχίζει και τούτη η δεύτερη ανάγνωση

του

είναι κατά τι ευκολότερη από την πρώτη. Στο τρίτο κεφάλαιο πέφτει πάνω σε μια φράση η οποία, τελικά, του λέει κάτι –

τα βιβλία πρέπει να διαβάζονται

το ίδιο φρόνιμα και επιφυλακτικά όπως γράφτηκαν – και άξαφνα καταλαβαίνει ότι το κόλπο είναι να πηγαίνει αργά, πιο αργά απ’ όσο πήγαινε ως τώρα με τις λέξεις στο παρελθόν. Αυτό βοηθά σε κάποια έκταση, και μερικά κομμάτια αρχίζουν να αποσαφηνίζονται. Η επιχείρηση με τα ρούχα στην αρχή,

η μάχη μεταξύ κόκκινων και μαύρων

μυρμηγκιών, εργασίας.

το

επιχείρημα Ο

κατά Μπλου

της όμως

εξακολουθεί να το βρίσκει οδυνηρό και, μολονότι παραδέχεται απρόθυμα ότι ίσως ο Θορό να μην είναι τόσο ηλίθιος όσο νόμιζε, αρχίζει τώρα να μέμφεται τον Μπλακ που τον υπέβαλε σε τούτο το βασανιστήριο. Αυτό που δεν ξέρει είναι ότι, αν έβρισκε την υπομονή να διαβάσει το βιβλίο κατά το πνεύμα με το οποίο απαιτείται να διαβαστεί, τότε ολόκληρη η ζωή του θα άρχιζε να αλλάζει και

σιγά σιγά θα έφτανε να κατανοήσει πλήρως την κατάστασή του, δηλαδή τον Μπλακ, τον Γουάιτ, την υπόθεση, οτιδήποτε τον αφορά. Οι χαμένες ευκαιρίες όμως αποτελούν μέρος της ζωής στον ίδιο βαθμό με τις κερδισμένες ευκαιρίες, και μια ιστορία δεν μπορεί να βασίζεται σε ό,τι θα μπορούσε να είχε συμβεί. Πετώντας αηδιασμένος πέρα το βιβλίο, ο Μπλου φορά το πανωφόρι του – επειδή τώρα είναι φθινόπωρο– και βγαίνει για να πάρει λίγο αέρα. Μετά βίας αντιλαμβάνεται ότι αυτή είναι η αρχή του τέλους. Επειδή αν κάτι αρχίσει να συμβαίνει, άπαξ και συμβεί, τίποτα πια δεν θα είναι ποτέ ξανά το ίδιο. Πηγαίνει μακριά

στο

από

εκτονώνοντας

τον την

Μανχάταν, Μπλακ

περιπλανώμενος

όσο

απογοήτευσή

ποτέ του

άλλοτε, με

την

κίνηση, ελπίζοντας να ηρεμήσει εξαντλώντας το σώμα του. Περπατά προς τα βόρεια, μόνος με τις σκέψεις

του,

χωρίς

να

κάνει

τον κόπο

να

αντιληφθεί τα πράγματα γύρω του. Στην Ανατολική

26η Οδό το αριστερό κορδόνι του λύνεται και, τότε ακριβώς, καθώς σκύβει να το δέσει λυγίζοντας το ένα του γόνατο, τότε είναι που του έρχεται ο ουρανός σφοντύλι. Επειδή ποια παίρνει το μάτι του εκείνη ακριβώς τη στιγμή; Ποιαν άλλη από τη μέλλουσα κυρία Μπλου. Ανηφορίζει τον δρόμο με τα δυο της μπράτσα δεμένα γύρω από το μπράτσο ενός άντρα που ο Μπλου δεν έχει ξαναδεί και χαμογελά

με

ένα

λαμπερό

χαμόγελο,

απορροφημένη από όσα της λέει εκείνος. Για μερικά λεπτά ο Μπλου τα έχει τόσο χαμένα που δεν ξέρει αν πρέπει να σκύψει το κεφάλι του και να κρύψει το πρόσωπό του ή να σηκωθεί και να χαιρετήσει

τη

γυναίκα,

η

οποία

–όπως

καταλαβαίνει τώρα με μια γνώση τόσο αιφνίδια και αμετάκλητη όσο το χτύπημα μιας πόρτας– ποτέ δεν θα γίνει γυναίκα του. Όπως προκύπτει, δεν καταφέρνει τίποτα από τα δύο∙ πρώτα σκύβει το κεφάλι του, ένα δευτερόλεπτο αργότερα όμως ανακαλύπτει ότι θέλει να τον αναγνωρίσει η

γυναίκα και, όταν βλέπει ότι εκείνη δεν πρόκειται να το κάνει, απορροφημένη καθώς είναι από τα λόγια του συντρόφου της, ο Μπλου σηκώνεται απότομα από το λιθόστρωτο όταν εκείνοι δεν απέχουν περισσότερο από έξι βήματα απ’ αυτόν. Λες και κάποιο φάντασμα εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά στα μάτια της, και η πρώην-μέλλουσα κυρία Μπλου βγάζει μια πνιγμένη κραυγή, προτού ακόμη δει ποιο είναι το φάντασμα. Ο Μπλου λέει το όνομά της με μια φωνή που και στον ίδιο φαίνεται παράξενη, και σταματά ακριβώς μπροστά της. Το πρόσωπό της καταγράφει το σοκ που νιώθει

αντικρίζοντας

τον Μπλου,

κι

έπειτα,

γοργά, παίρνει µια έκφραση θυµού. «Εσύ!» του λέει. «Εσύ!» Προτού εκείνος προλάβει να πει μια λέξη, εκείνη ξεκολλά από το μπράτσο του συντρόφου της και αρχίζει να χτυπά το στήθος του Μπλου με τις γροθιές της, του φωνάζει σαν τρελή, τον κατηγορεί για το ένα γελοίο έγκλημα μετά το

άλλο. Το μόνο που μπορεί να κάνει ο Μπλου είναι να

επαναλαμβάνει

το

όνομά

της,

σαν

να

προσπαθεί απεγνωσμένα να κάνει τη διάκριση ανάμεσα στη γυναίκα που αγαπά και το άγριο θηρίο που τώρα του επιτίθεται. Νιώθει ολότελα ανυπεράσπιστος

και,

καθώς

η

επίθεση

συνεχίζεται, αρχίζει να καλοδέχεται κάθε νέο χτύπημα ως δίκαιη τιμωρία για τη συμπεριφορά του. Ο άλλος όμως βάζει σύντομα ένα τέλος στην κατάσταση και, μολονότι ο Μπλου μπαίνει στον πειρασμό να του ριχτεί, είναι πολύ ζαλισμένος για να

αντιδράσει

γρήγορα∙

κι

έτσι

προτού

το

καταλάβει, ο άντρας παίρνει μακριά την πρώηνμέλλουσα κυρία Μπλου που θρηνεί, κατηφορίζουν τον δρόμο μαζί και στρίβουν στη γωνία. Κι εδώ τελειώνουν όλα. Η σύντομη σκηνή, τόσο αναπάντεχη και τόσο εξοντωτική, αναστατώνει τον Μπλου. Ώσπου να ξαναβρεί την ψυχραιμία του και να καταφέρει να γυρίσει σπίτι, καταλαβαίνει ότι του έκαναν έξωση

από τη ζωή του. Δεν φταίει εκείνη, μονολογεί, ενώ θέλει να την κατηγορήσει αλλά ξέρει ότι δεν μπορεί. Μπορεί εκείνη να έμαθε ότι πέθανε και πώς να την κατηγορήσει γιατί ήθελε να ζήσει; Ο Μπλου νιώθει δάκρυα να σχηματίζονται στα μάτια του, αλλά περισσότερο από θλιμμένος, νιώθει θυμωμένος με τον εαυτό του που στάθηκε τόσο ηλίθιος. Έχασε την όποια ευκαιρία θα μπορούσε να έχει για να γίνει ευτυχισμένος, και, αν όντως έτσι έχουν τα πράγματα, τότε το σωστό θα ήταν να πει ότι αυτή είναι πράγµατι η αρχή του τέλους. Ο Μπλου επιστρέφει στο δωμάτιό του στην οδό Όραντζ, ξαπλώνει στο κρεβάτι του και προσπαθεί να ζυγίσει τις πιθανότητες. Στο τέλος γυρνά το πρόσωπό του προς τον τοίχο και βλέπει τη φωτογραφία του αστυνοµικού από τη Φιλαδέλφεια, του Γκολντ. Σκέφτεται το θλιβερό κενό της άλυτης υπόθεσης, το παιδί να κείτεται ανώνυμο στον τάφο του, και καθώς μελετά το νεκρικό εκμαγείο του αγοριού, αρχίζει να στριφογυρνά μια ιδέα στο

μυαλό του.Ίσως υπάρχουν τρόποι να πλησιάσει τον Μπλακ, τρόποι που πρέπει να μην τον προδώσουν. Ο θεός ξέρει ότι πρέπει να υπάρχουν. Κινήσεις που

μπορούν να γίνουν,

σχέδια που μπορούν να τεθούν σε λειτουργία, ίσως δύο ή τρία ταυτοχρόνως. Δεν βαριέσαι για τα υπόλοιπα, λέει µέσα του. Ώρα να γυρίσω σελίδα. Η επόμενη αναφορά του πρέπει να σταλεί τη μεθεπόμενη και έτσι κάθεται να τη συντάξει, ώστε να την ταχυδρομήσει σύμφωνα με το πρόγραμμα. Καθώς τους λίγους τελευταίους μήνες οι αναφορές του

υπήρξαν

μεγαλύτερες

από

ιδιαίτερα μία

ή

αινιγματικές, δύο

όχι

παραγράφους,

περιορίζονταν αποκλειστικά στην ουσία και τίποτε άλλο, παραμένει και αυτή τη φορά πιστός στο πρότυπο. Στο τέλος της σελίδας, πάντως, πετά, ως ένα είδος δοκιμασίας, ένα ασαφές σχόλιο ελπίζοντας ότι θα αποσπάσει από τον Γουάιτ κάτι παραπάνω από τη σιωπή του:

Ο Μπλακ φαίνεται

άρρωστος. Φοβάμαι μήπως πεθάνει . Έπειτα σφραγίζει

την αναφορά, μονολογώντας ότι αυτή είναι μόνον η αρχή. Ύστερα από δυο μέρες ο Μπλου σπεύδει νωρίς το πρωί στο ταχυδρομείο του Μπρούκλιν, ένα τεράστιο κτίριο σαν κάστρο που διακρίνεται από τη γέφυρα του Μανχάταν. Όλες οι αναφορές του Μπλου απευθύνονταν στη θυρίδα με τον αριθμό 1001, κι εκείνος περπατά τώρα προς τα εκεί, δήθεν

τυχαία,

περνά

σουλατσάροντας

από

μπροστά της και κρυφοκοιτάζει διακριτικά μέσα της για να δει αν η αναφορά έχει έρθει. Έχει έρθει. Ή τουλάχιστον ένα γράμμα είναι εκεί μέσα∙ ένας μοναχικός λευκός φάκελος γερμένος σε γωνία σαράντα

πέντε

μοιρών

μέσα

στο

στενό

κουβούκλιο, και ο Μπλου δεν έχει λόγους να υποψιάζεται ότι πρόκειται για άλλο γράμμα εκτός από το δικό του. Αρχίζει τότε έναν αργό, κυκλικό περίπατο

στην

περιοχή,

αποφασισμένος

να

παραμείνει εδώ μέχρις ότου ο Γουάιτ ή κάποιος άλλος που δουλεύει για τον Γουάιτ κάνει την

εμφάνισή του∙ τα μάτια του είναι προσηλωμένα στο πελώριο τείχος από αριθμημένες θυρίδες, με την καθεμιά της να έχει διαφορετικό συνδυασμό, την καθεµιά να κρατά ένα διαφορετικό µυστικό. Οι άνθρωποι πάνε κι έρχονται, ανοιγοκλείνουν τις θυρίδες,

και

ο

Μπλου

εξακολουθεί

να

περιπλανιέται στον δικό του κύκλο, σταματώντας κάθε τόσο σε κάποιο τυχαίο σηµείο και ξεκινώντας πάλι. Όλα τού φαίνονται καφετιά, λες και ο φθινοπωριάτικος καιρός εκεί έξω διαπερνά το δωμάτιο, και το μέρος μυρίζει ευχάριστα από τον καπνό του πούρου. Ύστερα από μερικές ώρες αρχίζει να θυμώνει, δεν ενδίδει όμως στο κάλεσμα του στομαχιού του, λέγοντας μέσα του «ή τώρα ή ποτέ» και παραμένει στο ίδιο σημείο. Ο Μπλου παρακολουθεί όποιον πλησιάζει ταχυδρομικές ή τραπεζικές θυρίδες, στοχεύοντας όποιον φτάνει κοντά

στη

θυρίδα

με

το

νούμερο

1001,

συνειδητοποιώντας ότι, αν δεν είναι ο Γουάιτ αυτός που έρχεται για τις αναφορές, μπορεί να

είναι ο οποιοσδήποτε –μια γριά, ένα παιδάκι–, άρα δεν μπορεί να πάρει τίποτα ως δεδομένο. Καμιά όμως από αυτές τις πιθανότητες δεν οδηγεί πουθενά, επειδή η θυρίδα παραμένει τελείως ανέγγιχτη και, μολονότι ο Μπλου, στη στιγμή και με επιτυχία, σκαρώνει μια ιστορία για κάθε υποψήφιο

που

πλησιάζει,

προσπαθώντας

να

φανταστεί πώς αυτό το άτομο θα μπορούσε να συνδέεται με τον Γουάιτ ή και τον Μπλακ, ποιον ρόλο αυτός ή αυτή θα μπορούσαν να παίζουν στην υπόθεση, και ούτω καθεξής, αναγκάζεται τον έναν μετά τον άλλον να τους ξαποστείλει πίσω στη λησµονιά απ’ όπου ήρθαν. Ακριβώς μετά το μεσημέρι, τη στιγμή που το ταχυδρομείο αρχίζει να γεμίζει με κόσμο –μια πλημμύρα ανθρώπων που στο μεσημεριανό τους διάλειμμα από τη δουλειά έρχονται βιαστικοί να ταχυδρομήσουν

γράμματα,

να

αγοράσουν

γραμματόσημα, να ασχοληθούν με υποθέσεις του ενός ή του άλλου είδους– ένας μασκοφόρος

άντρας περνά την πόρτα. Ο Μπλου δεν τον παίρνει είδηση με την πρώτη, καθώς αυτός μπαίνει μαζί με

τόσους

άλλους,

αλλά

μόλις

ο

άντρας

αποσπαστεί από το πλήθος και αρχίσει να περπατά προς τις αριθμημένες ταχυδρομικές θυρίδες, ο Μπλου ξεχωρίζει επιτέλους τη μάσκα∙ είναι μια μάσκα σαν αυτές που φορούν τα παιδιά στο Χάλογουιν,

φτιαγμένη

από

καουτσούκ,

και

παρουσιάζει ένα αποκρουστικό τέρας με μαχαιριές στο μέτωπό του, με ματωμένους τους βολβούς των ματιών του και τεράστια καπρόδοντα. Όλα τα υπόλοιπα πάνω του είναι απολύτως συνηθισμένα – γκρι τουίντ πανωφόρι, κόκκινο κασκόλ τυλιγμένο ολόγυρα στον λαιμό του– και ο Μπλου, εκείνη την πρώτη στιγμή, νιώθει ότι ο άντρας πίσω από τη μάσκα

είναι

ο

Γουάιτ.

Καθώς

ο

άντρας

εξακολουθεί να πηγαίνει προς τον χώρο της θυρίδας 1001, η αίσθηση αυτή μετατρέπεται σε πεποίθηση. Ταυτόχρονα ο Μπλου νιώθει ότι ο άντρας δεν βρίσκεται πράγματι εκεί, ότι μολονότι

ξέρει ότι τον βλέπει, είναι παραπάνω από πιθανό να είναι ο μόνος που το κάνει. Ως προς αυτό πάντως

κάνει

μασκοφόρος

λάθος,

συνεχίζει

επειδή, να

κινείται

καθώς

ο

πάνω στο

απέραντο μαρμάρινο δάπεδο, ο Μπλου βλέπει κάμποσους ανθρώπους να γελούν και να δείχνουν προς το μέρος του, αλλά δεν μπορεί να πει αν αυτό είναι καλύτερο ή χειρότερο. Ο μασκοφόρος φτάνει

στη

θυρίδα

1001,

ενεργοποιεί

τον

συνδυασμό και ανοίγει τη θυρίδα. Μόλις ο Μπλου καταλαβαίνει ότι αυτός είναι σίγουρα ο άνθρωπός του, αρχίζει να κινείται προς το μέρος του, χωρίς να είναι στ’ αλήθεια σίγουρος τι σχεδιάζει να κάνει, έχοντας όμως αναμφίβολα στο πίσω μέρος του μυαλού του τη σκέψη να τον αρπάξει και να του βγάλει τη μάσκα από το πρόσωπο. Ο άντρας όμως βρίσκεται στην ίδια εγρήγορση και, μόλις βάλει στην τσέπη του τον φάκελο και κλειδώσει τη θυρίδα, ρίχνει μια ματιά ολόγυρα στην αίθουσα, βλέπει τον Μπλου να πλησιάζει και το βάζει στα

πόδια, κατευθυνόμενος προς την έξοδο όσο πιο γρήγορα μπορεί. Ο Μπλου τρέχει πίσω του, ελπίζοντας να τον αρπάξει από πίσω και να του ριχτεί, αλλά προς στιγμή βρίσκεται μπλεγμένος μέσα σε ένα πλήθος ανθρώπων στην πόρτα, και, ώσπου να καταφέρει να βγει από εκεί μέσα, ο µασκοφόρος κατρακυλά τις σκάλες, προσγειώνεται στο

πεζοδρόμιο

και

κατηφορίζει

τον

δρόμο

τρέχοντας. Ο Μπλου συνεχίζει να τον καταδιώκει, νιώθει μάλιστα ότι κερδίζει έδαφος, τότε όμως ο άντρας φτάνει στη γωνία, όπου ένα λεωφορείο μόλις ξεκινά από κάποια στάση, κι έτσι αυτός επιβιβάζεται με την άνεσή του, κι ο Μπλου μένει με τη γλύκα, ξέπνοος και στημένος εκεί σαν ηλίθιος. Ύστερα από δυο μέρες, όταν ο Μπλου παίρνει την επιταγή του από το ταχυδρομείο, υπάρχει επιτέλους και μια κουβέντα από τον Γουάιτ.

Τέρµα

τα αστεία παιχνιδάκια, λέει, και μολονότι δεν είναι παρά λίγες λέξεις, ο Μπλου χαίρεται που τις

έλαβε, χαίρεται που έσπασε επιτέλους το τείχος της σιωπής του Γουάιτ. Δεν του αποσαφηνίζεται όμως αν το μήνυμα έχει να κάνει με την τελευταία αναφορά ή με το συμβάν στο ταχυδρομείο. Αφού το σκεφτεί για λίγο, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αυτό δεν έχει καμία σημασία. Έτσι ή αλλιώς, το κλειδί για την υπόθεση είναι η δράση. Θα πρέπει να σπρώχνει τα πράγματα όπου μπορεί, λίγο εδώ λίγο εκεί, να ροκανίζει κάθε αίνιγμα ώσπου το οικοδόμημα

στο

σύνολό

του

να

αρχίσει

να

αποδυναμώνεται, ώσπου μια μέρα όλη αυτή η σάπια υπόθεση να σωριαστεί καταγής. Στις επόμενες λίγες εβδομάδες, ο Μπλου πηγαίνει

αρκετές

φορές

στο

ταχυδρομείο,

ελπίζοντας ότι κάπου θα ξαναπάρει το μάτι του τον Γουάιτ. Δεν γίνεται όμως τίποτα. Ή η αναφορά έχει ήδη φύγει από τη θυρίδα όταν εκείνος φτάνει εκεί ή ο Γουάιτ δεν εμφανίζεται. Το γεγονός ότι το ταχυδρομείο είναι ανοικτό όλο το εικοσιτετράωρο, δεν αφήνει πολλές επιλογές στον Μπλου. Τώρα ο

Γουάιτ είναι σε επιφυλακή και δεν θα κάνει δυο φορές το ίδιο λάθος. Απλώς θα περιμένει ώσπου να φύγει ο Μπλου προτού ο ίδιος πάει στη θυρίδα και, αν ο Μπλου δεν είναι πρόθυμος να φάει όλη του τη ζωή στο ταχυδρομείο, δεν έχει ελπίδες να ξετρυπώσει ξανά τον Γουάιτ. Η εικόνα είναι περισσότερο περίπλοκη απ’ ό,τι φαντάστηκε ποτέ ο Μπλου. Σχεδόν έναν χρόνο τώρα

θεωρούσε

τον

εαυτό

του

ουσιαστικά

ελεύθερο. Είτε αυτό ήταν καλό είτε όχι, εκείνος έκανε τη δουλειά του, κοιτάζοντας ίσια μπροστά του και μελετώντας τον Μπλακ, περιμένοντας ένα πιθανό άνοιγμα, προσπαθώντας να συνεχίσει, αλλά μέσα σ’ όλη αυτή την πορεία δεν σκέφτηκε ούτε μία φορά τι μπορεί να συνέβαινε πίσω του. Τώρα, μετά το συμβάν με τον μασκοφόρο και τα εμπόδια που ακολουθούσαν, ο Μπλου δεν ξέρει πια τι να σκεφτεί. Το θεωρεί εντελώς πιθανό να παρακολουθείται και ο ίδιος, κάποιος άλλος να παρατηρεί τις κινήσεις του κατά τον ίδιο τρόπο

που εκείνος παρατηρεί τις κινήσεις του Μπλακ. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε ποτέ δεν υπήρξε ελεύθερος. Από την αρχή υπήρξε ο άνθρωπος ο στριμωγμένος

στη

μέση,

από

μπροστά

να

εμποδίζεται και στα μετόπισθεν να πολιορκείται. Όλως παραδόξως, η σκέψη αυτή του θυμίζει κάποιες προτάσεις από το

Ουόλντεν, και αναζητά

στο

την

σημειωματάριό

του

ακριβή

τους

διατύπωση, όντας βέβαιος ότι τις κατέγραψε.

Δεν

είμαστε εκεί όπου είμαστε αλλά σε λάθος θέση. Λόγω μιας αδυναμίας της φύσης μας, φανταζόμαστε ένα κουτί και

τοποθετούμε τον εαυτό μας μέσα σ’ αυτό, και από εκείνη τη

στιγμή βρισκόμαστε μέσα σε δύο κουτιά ταυτόχρονα, κα είναι διπλά δύσκολο να βγούμε έξω . Αυτό εντυπωσιάζει τον Μπλου και μολονότι αρχίζει να νιώθει κάπως φοβισμένος, σκέφτεται ότι δεν είναι πολύ αργά γι’ αυτόν να κάνει κάτι. Το πραγματικό πρόβλημα είναι να εξακριβώσει τη φύση του ίδιου του προβλήματος. Και για ξεκίνημα, ποιος αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή

γι’ αυτόν; Ο Γουάιτ ή ο Μπλακ; Ο Γουάιτ τήρησε από πλευράς του τη συμφωνία: οι επιταγές έρχονταν στην ώρα τους κάθε βδομάδα και ο Μπλου ξέρει ότι το να στραφεί τώρα εναντίον του θα ήταν σαν να δάγκωνε το χέρι που τον ταΐζει. Εντούτοις ο Γουάιτ είναι αυτός που ξεκίνησε την υπόθεση, σπρώχνοντας, ας πούμε, τον Μπλου μέσα σ’ ένα άδειο δωμάτιο κι έπειτα σβήνοντας το φως και κλειδώνοντας την πόρτα. Από τότε ο Μπλου γυρνάει ψηλαφητά στα σκοτάδια, αναζητεί στα

τυφλά

τον

διακόπτη

του

ηλεκτρικού,

αιχμάλωτος της ίδιας της υπόθεσης. Όλα καλά κι ωραία, αλλά γιατί να κάνει τέτοιο πράγμα ο Γουάιτ; Όταν ο Μπλου επανέρχεται σ’ αυτό το ερώτημα, δεν μπορεί να βγάλει νόημα. Το μυαλό του

σταματά

να

λειτουργεί,

δεν

μπορεί

να

προχωρήσει παραπέρα. Έπειτα, ας πάρουμε τον Μπλακ. Έως τώρα, αυτός ήταν ολόκληρη η υπόθεση, η φαινομενική αιτία όλων των προβλημάτων του. Αν όμως ο

Γουάιτ έχει στόχο να τσακώσει τον Μπλου κι όχι τον Μπλακ, τότε ίσως ο Μπλακ δεν έχει καμία σχέση μ’ αυτό, ίσως δεν είναι παρά ένας αθώος παριστάμενος. Σ’ αυτή την περίπτωση, ο Μπλακ είναι αυτός που καταλαμβάνει τη θέση που ο Μπλου θεωρούσε δικαιωματικά δική του και ο Μπλου είναι αυτός που παίρνει τον ρόλο του Μπλακ. Υπάρχει κάτι που πρέπει να πούμε σχετικά μ’ αυτό. Από την άλλη πλευρά, είναι επίσης πιθανόν ο Μπλακ να έχει, κατά κάποιον τρόπο, συμμαχήσει με τον Γουάιτ και μαζί να έχουν συνωµοτήσει να τη σκάσουν στον Μπλου. Αν ισχύει αυτό, τότε τι παιχνίδι του παίζουν; Τελικά δεν είναι ιδιαίτερα τρομερό – τουλάχιστον όχι με την απόλυτη έννοια. Παγίδευσαν τον Μπλου μέσα στην απραξία, στο να είναι τόσο αδρανής ώστε η ζωή του να περιορίζεται σε κάτι που δεν είναι ζωή. Ναι, μονολογεί ο Μπλου, αυτό ακριβώς νιώθει: σαν το απόλυτο τίποτα. Νιώθει σαν άνθρωπος που καταδικάστηκε να κάθεται σε

ένα δωμάτιο και να διαβάζει ένα βιβλίο για το υπόλοιπο της ζωής του. Αυτό είναι αρκούντως παράδοξο∙ να είναι μισοζώντανος στην καλύτερη περίπτωση, να βλέπει τον κόσμο μόνο μέσα από λέξεις, να ζει μόνο μέσα από τις ζωές των άλλων. Αν όμως το βιβλίο ήταν ενδιαφέρον, ίσως δεν ήταν τόσο άσχημα τα πράγματα. Θα μπορούσε, ας πούμε, να τον συναρπάσει η πλοκή και σιγά σιγά ν’ αρχίσει να ξεχνιέται. Αυτό το βιβλίο όμως δεν του προσφέρει τίποτα. Δεν υπάρχει υπόθεση, πλοκή, δράση∙ δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο εκτός από έναν άνθρωπο που κάθεται μόνος σ’ ένα δωμάτιο και γράφει ένα βιβλίο. Αυτό είναι όλο κι όλο, συνειδητοποιεί ο Μπλου, και δεν θέλει πια να είναι μέρος αυτού του πράγματος. Πώς όμως να ξεφύγει; Πώς να βγει από αυτό το δωμάτιο που είναι το βιβλίο, το οποίο θα εξακολουθήσει να γράφεται για όσο διάστημα αυτός κάθεται μέσα στο δωµάτιο; Όσο

για

τον

Μπλακ,

τον

αποκαλούμενο

συγγραφέα αυτού του βιβλίου, ο Μπλου δεν μπορεί πια να εμπιστεύεται όσα βλέπει. Είναι δυνατόν να υπάρχει ένας άνθρωπος που να μην κάνει τίποτα, που να κάθεται απλώς σ’ ένα δωμάτιο

και

να

γράφει;

Ο

Μπλου

τον

παρακολούθησε παντού, τον ξετρύπωσε στις πιο απόμερες γωνιές, τον παρακολούθησε με τόση ένταση που τα μάτια του έμοιαζαν να μη βλέπουν πια. Ακόμα και όταν φεύγει από το δωμάτιό του, ο Μπλακ ποτέ δεν πάει κάπου, ποτέ δεν κάνει σπουδαία πράγματα: ψώνια στο μπακάλικο, ένα περιστασιακό κούρεμα, μια βόλτα για καμιά ταινία,

και

ούτω

καθεξής.

Κυρίως

όμως

περιπλανιέται στους δρόμους, παρακολουθώντας περίεργες

σκηνές,

αρμαθιές

από

τυχαία

δεδομένα, αλλά κι αυτό ακόμα συμβαίνει κατά περιόδους. Για ένα διάστημα θα είναι τα κτίρια∙ θα τεντώνεται για να ρίξει μια ματιά στις στέγες, θα επιθεωρεί τις εισόδους, θα περνά αργά τα χέρια του πάνω στις πέτρινες προσόψεις. Κι έπειτα, για

μια δυο βδομάδες, θα είναι τα αγάλματα σε δημόσιους χώρους ή τα πλοία στο ποτάμι ή τα σήματα στον δρόμο. Τίποτα περισσότερο, με το ζόρι

καμιά

κουβέντα

σε

άνθρωπο,

και

όχι

συναντήσεις με κόσμο εκτός από εκείνο το γεύμα με τη γυναίκα που κατέληξε σε δάκρυα πριν από πολύ καιρό. Κατά μια έννοια, ο Μπλου γνωρίζει όλα όσα μπορεί να μάθει για τον Μπλακ: τι είδους σαπούνι χρησιμοποιεί, ποια εφημερίδα διαβάζει, τι ρούχα φοράει, και όλα αυτά τα πράγματα τα έχει καταγράψει επακριβώς στο σημειωματάριό του. Έμαθε χίλια γεγονότα, αλλά το μόνο πράγμα που αυτά του δίδαξαν είναι ότι δεν ξέρει τίποτα. Επειδή παραμένει το γεγονός ότι τίποτα απ’ όλα αυτά δεν είναι πιθανό. Δεν είναι δυνατόν να υπάρχει ένας τέτοιος άνθρωπος σαν τον Μπλακ. Κατά

συνέπεια,

ο

Μπλου

αρχίζει

να

υποπτεύεται ότι ο Μπλακ δεν είναι παρά μια απάτη, ένας ακόμα μισθοφόρος του Γουάιτ, που πληρώνεται με τη βδομάδα για να κάθεται σε ένα

δωμάτιο και να μην κάνει τίποτα. Ίσως όλα αυτά τα γραψίματα, η μια σελίδα μετά την άλλη, είναι απλώς μια ψευτιά∙ μια λίστα με όλα τα ονόματα του τηλεφωνικού καταλόγου, για παράδειγμα, ή κάθε λέξη του λεξικού με αλφαβητική σειρά ή ένα χειρόγραφο

αντίτυπο

του

Ουόλντεν.

Ίσως

υπάρχουν καν λέξεις, αλλά ορνιθοσκαλίσματα χωρίς νόημα, τυχαία σημάδια από μια πένα, ένας σωρός από ανοησία και σύγχυση που ολοένα μεγαλώνει. Τότε αυτό θα αναδείκνυε τον Γουάιτ ως τον πραγματικό συγγραφέα και τον Μπλακ σε τίποτα παραπάνω από το υποκατάστατό του, μια απάτη, έναν ηθοποιό χωρίς δική του υπόσταση. Έπειτα υπάρχουν οι φορές που, ως επακόλουθο αυτής της σκέψης, ο Μπλου πιστεύει ότι η μοναδική λογική εξήγηση είναι ότι ο Μπλακ δεν είναι ένας άνθρωπος αλλά πολλοί. Δύο, τρεις, τέσσερις, που όλοι μοιάζουν μεταξύ τους και παίζουν τον ρόλο του Μπλακ προς όφελος του Μπλου, ο καθένας περνά τον χρόνο που του έχει

δεν

διατεθεί κι έπειτα πηγαίνει πίσω στις ανέσεις της καρδιάς και του σπιτιού του. Αυτός όμως είναι ένας συλλογισμός υπερβολικά τερατώδης για να τον σκέφτεται για πολύ ο Μπλου. Οι μήνες περνούν και στο τέλος ο Μπλου μονολογεί μεγαλοφώνως: Δεν μπορώ πια να ανασάνω. Αυτό είναι το τέλος. Πεθαίνω. Είμαστε στα μέσα του καλοκαιριού του 1948. Συγκεντρώνοντας επιτέλους όλο το θάρρος που απαιτείται για να δράσει, ο Μπλου ψάχνει τον σάκο των μεταμφιέσεων και αναζητεί μια νέα ταυτότητα.

Αφού

απορρίπτει

πιθανότητες,

καταλήγει

σε

έναν

κάμποσες γέρο

που

συνήθιζε να ζητιανεύει στις γωνιές της γειτονιάς του όταν ήταν παιδί –ένας τύπος της περιοχής, γνωστός με το όνομα Τζίμι Ρόουζ– και ντύνεται με την περιβολή της αλητείας: τριμμένα μάλλινα ρούχα, σπάγγους

παπούτσια για

να

στερεωμένα μην

ολόγυρα

πλαταγίζουν

με οι

ξεκολλημένες σόλες, μια φθαρμένη τσάντα για να

κουβαλάει όλα του τα υπάρχοντα, και έπειτα, τελευταία απ’ όλα, μια κυματιστή λευκή γενειάδα και μακριά λευκά μαλλιά. Αυτές οι τελευταίες λεπτομέρειες

του δίνουν ύφος

προφήτη της

Παλαιάς Διαθήκης. Ο Μπλου ως Τζίμι Ρόουζ δεν είναι τόσο ένας αρρωστιάρης άπορος όσο ένας σοφός τρελός, ένας άγιος του πένητος βίου στο περιθώριο

της

κοινωνίας.

Ένας

ασήμαντος

παλαβιάρης ίσως, που όμως δεν βλάπτει κανέναν: αποπνέει μια γλυκιά αδιαφορία για τον κόσμο γύρω του, επειδή, αφού σ’ αυτόν έχουν ήδη συμβεί τα πάντα, τίποτα πια δεν μπορεί να τον ενοχλήσει. Ο Μπλου στήνεται σε ένα βολικό πόστο στην απέναντι μεριά του δρόμου, βγάζει από την τσέπη του ένα κομμάτι από σπασμένο μεγεθυντικό φακό και

αρχίζει

να

διαβάζει

μια

τσαλακωμένη

προχθεσινή εφημερίδα που την ψάρεψε από τον κοντινό σκουπιδοτενεκέ. Ύστερα από δυο ώρες εμφανίζεται ο Μπλακ, κατεβαίνει τα σκαλιά του

σπιτιού του κι έπειτα τραβά προς το μέρος που βρίσκεται ο Μπλου. Ο Μπλακ δεν δίνει καμιά σημασία στον αλήτη –είτε επειδή είναι χαμένος στις σκέψεις του είτε επειδή τον αγνοεί σκόπιμα– και έτσι, καθώς αρχίζει να πλησιάζει, ο Μπλου τού απευθύνει τον λόγο με μια ευχάριστη φωνή: «Μη και σας βρίσκονται τίποτα ψηλά, κύριος;» Ο Μπλακ σταματά, κοιτά το αναμαλλιασμένο πλάσμα που μόλις του μίλησε, και σιγά σιγά χαλαρώνει και χαμογελά, καθώς καταλαβαίνει ότι δεν κινδυνεύει. Έπειτα ψάχνει την τσέπη του, βρίσκει ένα νόμισμα και το βάζει στο χέρι του Μπλου. «Πάρε» λέει. «Ο θεός να σ’ ευλογεί» λέει ο Μπλου. «Ευχαριστώ» απαντά ο Μπλακ συγκινηµένος. «Μη σκας» του κάνει ο Μπλου. «Ο θεός τούς ευλογεί όλους». Και μ’ αυτά τα καθησυχαστικά λόγια, ο Μπλακ σηκώνει το καπέλο του, χαιρετά τον Μπλου και

συνεχίζει τον δρόµο του. Το επόμενο απόγευμα, ντυμένος ακόμα μια φορά σαν αλήτης, ο Μπλου περιμένει τον Μπλακ στο ίδιο σημείο. Αποφασισμένος να παρατείνει τη συζήτηση περισσότερη ώρα, τώρα που κέρδισε την εμπιστοσύνη του Μπλακ, ο Μπλου ανακαλύπτει ότι το πρόβλημα δεν είναι πια στα χέρια του, όταν ο

ίδιος

ο

Μπλακ

δείχνει

προθυμία

να

καθυστερήσει. Τώρα πια η μέρα έχει προχωρήσει, δεν είναι ακόμη σούρουπο ούτε και απόγευμα είναι πια, είναι η ώρα του ημίφωτος, των αργών αλλαγών, των τούβλων που γυαλίζουν και των ίσκιων. Αφού χαιρετήσει εγκάρδια τον αλήτη και του δώσει άλλο ένα νόμισμα, ο Μπλακ διστάζει για μια στιγμή, σαν να αναρωτιέται αν πρέπει να πάρει τη µεγάλη απόφαση, κι έπειτα λέει: «Σου είπε ποτέ κανείς ότι μοιάζεις με τον Γουόλτ Γουίτµαν;» «Ποιον Γουόλτ;» ρωτά ο Μπλου που θυμάται να παίξει τον ρόλο του.

«Τον

Γουόλτ

Γουίτμαν.

Έναν

φημισμένο

ποιητή». «Όχι» λέει ο Μπλου. «Δεν μπορώ να πω πως τον ξέρω». «Δεν θα μπορούσες να τον ξέρεις» λέει ο Μπλακ. «Δεν ζει πια. Αλλά η ομοιότητα είναι αξιοπρόσεκτη». «Λοιπόν, ξέρεις τι λένε;» κάνει ο Μπλου. «Ο καθένας έχει κάπου τον σωσία του. Δεν βλέπω γιατί ο δικός μου δεν μπορεί να είναι ένας νεκρός». «Το αστείο είναι» συνεχίζει ο Μπλακ «ότι ο Γουόλτ Γουίτµαν δούλευε σ’ αυτόν τον δρόµο. Εδώ ακριβώς τύπωσε το πρώτο του βιβλίο, όχι μακριά από το σηµείο όπου στέκεσαι». «Μη μου πεις» λέει ο Μπλου και κουνά σκεπτικός το κεφάλι του. «Αυτό σε κάνει να σταθείς και να σκεφτείς, έτσι;» «Υπάρχουν κάποιες παράξενες ιστορίες για τον Γουίτμαν» λέει ο Μπλακ, γνέφοντας στον Μπλου

να καθίσει στο σκαλοπάτι του κτιρίου πίσω τους, πράγμα που εκείνος κάνει, και έπειτα κάνει το ίδιο και ο Μπλακ, και ξαφνικά οι δυο τους βρίσκονται μαζί εκεί έξω, μέσα στο καλοκαιρινό φως, κουβεντιάζοντας σαν δυο παλιοί φίλοι περί ανέµων και υδάτων. «Ναι» συνεχίζει ο Μπλακ και υποκύπτει στην αδυναμία της στιγμής «κάμποσες πολύ παράξενες ιστορίες.

Η

μια

αφορά

τον

εγκέφαλο

του

Γουίτμαν, για παράδειγμα. Σ’ όλη του τη ζωή ο Γουίτμαν πίστευε στην επιστήμη της φρενολογίας, ξέρεις, να διαβάζεις τη δομή του κρανίου. Αυτό ήταν πολύ δηµοφιλές εκείνον τον καιρό». «Δεν μπορώ να πω ότι άκουσα ποτέ κάτι τέτοιο» απαντά ο Μπλου. «Εντάξει, δεν έχει σημασία» λέει ο Μπλακ. «Το κυριότερο είναι ότι ο Γουίτμαν ενδιαφερόταν για εγκεφάλους και κρανία, πίστευε ότι μπορούν να σου πουν οτιδήποτε για τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου.

Τέλος

πάντων,

όταν

ο

Γουίτμαν

κειτόταν νεκρός στο Νιου Τζέρσεϊ πριν από πενήντα ή εξήντα χρόνια, συμφώνησε να τους αφήσει να του κάνουν νεκροψία μετά τον θάνατό του». «Πώς μπορούσε να συμφωνήσει σ’ αυτό μετά τον θάνατό του;» «Α, καλό το ερώτημα. Δεν το είπα σωστά. Ήταν ακόμη ζωντανός όταν συμφώνησε. Απλώς ήθελε να ξέρουν οι άλλοι ότι δεν τον ένοιαζε αν θα τον άνοιγαν αργότερα. Αυτή, θα μπορούσες να πεις, ήταν η τελευταία του επιθυµία». «Περίφηµα τελευταία λόγια». «Σωστά. Βλέπεις, πολλοί πίστευαν ότι ήταν μεγαλοφυΐα

και

ήθελαν

να

κοιτάξουν

τον

εγκέφαλό του για να βρουν τι το ξεχωριστό είχε. Έτσι, την επομένη του θανάτου του, ένας γιατρός έβγαλε τον εγκέφαλο του Γουίτμαν –τον έκοψε κατευθείαν από το κεφάλι του– και τον έστειλε στην

Αμερικανική

Μελετών,

Εταιρεία

προκειμένου

να

Ανθρωπομετρικών μετρηθεί

και

να

ζυγιστεί». «Σαν ένα τεράστιο κουνουπίδι» πετάχτηκε ο Μπλου. «Ακριβώς. Σαν ένα μεγάλο ζαρζαβατικό. Εδώ όμως η ιστορία αρχίζει να γίνεται ενδιαφέρουσα. Ο εγκέφαλος φτάνει στο εργαστήριο και, ακριβώς τη στιγμή που ετοιμάζονται να δουλέψουν πάνω σ’ αυτόν, ένας από τους βοηθούς τον ρίχνει στο πάτωµα». «Κι αυτός διαλύθηκε;» «Και βέβαια διαλύθηκε. Ένας εγκέφαλος δεν είναι πολύ σκληρός, ξέρεις. Σκορπίστηκε ολόγυρα κι αυτό ήταν όλο. Σκούπισαν τον εγκέφαλο του µεγαλύτερου ποιητή της Αµερικής και τον πέταξαν µαζί µε τα σκουπίδια». Ο

Μπλου

ανταποκρίνεται

που στον

θυμάται

ότι

ήρωα

που

πρέπει

να

ενσαρκώνει,

αφήνει μερικά λαχανιασμένα γελάκια, μια καλή απομίμηση της ευθυμίας ενός γέρου. Ο Μπλακ γελά κι αυτός, και τώρα πια η ατμόσφαιρα έχει

αλλάξει τόσο πολύ που θα πίστευε κανείς ότι αυτοί οι δυο είναι φίλοι από παλιά. «Είναι όμως θλιβερό να σκέφτεται κανείς τον φουκαρά τον Γουόλτ στον τάφο του» λέει ο Μπλακ. «Ολοµόναχος, χωρίς καθόλου εγκέφαλο». «Όπως ακριβώς το σκιάχτρο» λέει ο Μπλου. «Σίγουρα» λέει ο Μπλακ. «Όπως ακριβώς το σκιάχτρο του παραµυθιού στη χώρα του Οζ». Άλλο ένα δυνατό χάχανο κι ο Μπλακ λέει: «Έπειτα είναι κι η ιστορία από την εποχή που ο Θορό επισκέφτηκε τον Γουίτμαν. Είναι κι αυτή μια καλή ιστορία». «Άλλος ποιητής αυτός;» «Όχι

ακριβώς.

Αλλά

εξίσου

μεγάλος

συγγραφέας. Είναι αυτός που πήγε να ζήσει μόνος του στα δάση». «Ω, ναι» κάνει ο Μπλου μη θέλοντας να επιδείξει

υπερβολική

άγνοια.

«Κάποιος

μου

μίλησε έναν καιρό γι’ αυτόν. Αυτός αγαπούσε πολύ τη φύση. Αυτόν δεν εννοείς;»

«Ακριβώς» απαντά ο Μπλακ. «Ο Χένρι Ντέιβιντ Θορό. Ήρθε για λίγο από τη Μασαχουσέτη και πήγε

για

μια

επίσκεψη

στον

Γουίτμαν

στο

Μπρούκλιν. Την προηγουμένη όμως ήρθε εδώ ακριβώς στην οδό Όραντζ». «Υπήρχε κάποιος ιδιαίτερος λόγος;» «Ήταν η εκκλησία Πλίμουθ. Ήθελε να ακούσει τον λόγο του Χένρι Γουόρντ Μπίτσερ». «Θαυμάσιο μέρος» λέει ο Μπλου, με τη σκέψη του στις ευχάριστες ώρες που έχει περάσει στην αυλή με το γρασίδι. «Κι εμένα μ’ αρέσει να πηγαίνω εκεί». «Πολλοί μεγάλοι άντρες πήγαιναν εκεί» λέει ο Μπλακ. «Ο Αβραάμ Λίνκολν, ο Κάρολος Ντίκενς, όλοι τους κατηφόριζαν τον δρόμο και έμπαιναν στην εκκλησία». «Φαντάσµατα». «Ναι, γύρω µας υπάρχουν φαντάσµατα». «Και η ιστορία;» «Αυτή είναι στ’ αλήθεια πολύ απλή. Ο Θορό και

ο Μπρόνσον Άλκοτ, ένας φίλος του, πήγαν στο σπίτι του Γουίτμαν στη λεωφόρο Μιρτλ, και η μητέρα του Γουόλτ τούς έστειλε στη σοφίτα, την οποία εκείνος μοιραζόταν με τον καθυστερημένο αδελφό του Έντι. Τα πάντα ήταν θαυμάσια. Έσφιξαν τα χέρια τους, αντάλλαξαν χαιρετισμούς και

τα

λοιπά.

Αλλά

τότε,

ενώ κάθισαν να

συζητήσουν τις απόψεις τους για τη ζωή, ο Θορό και ο Άλκοτ αντιλήφθηκαν ένα γεμάτο δοχείο νυκτός καταμεσής στο πάτωμα. Ο Γουόλτ δεν έδωσε καμιά σημασία, αλλά οι δυο τύποι από τη Νέα Αγγλία το θεώρησαν δυσάρεστο να συνεχίζουν την κουβέντα με ένα δοχείο γεμάτο περιττώματα απέναντί τους. Τελικά, κατέβηκαν στο σαλόνι και συνέχισαν

εκεί

την

κουβέντα

τους.

Αντιλαμβάνομαι, βεβαίως, ότι αυτή είναι μια μικρή λεπτομέρεια. Ωστόσο, όταν δυο μεγάλοι συγγραφείς συναντώνται, δημιουργείται ιστορία και

το

σημαντικό

είναι

να

αναφέρουμε

με

ειλικρίνεια όλα τα γεγονότα. Εκείνο το δοχείο

νυκτός, βλέπεις, μου θυμίζει τα μυαλά στο πάτωμα. Κι αν σταθείς να το σκεφτείς, υπάρχει κάποια ομοιότητα στη μορφή. Τα εξογκώματα και οι σπασμοί. Υπάρχει μια συγκεκριμένη σχέση. Μυαλά και άντερα, το εσωτερικό ενός ανθρώπου. Λέμε πάντα ότι προσπαθούμε να διεισδύσουμε σε έναν συγγραφέα και να κατανοήσουµε καλύτερα το έργο του. Όταν όμως βουτήξεις κατευθείαν σ’ αυτόν, δεν έχεις να βρεις πολλά εκεί μέσα ή τουλάχιστον αυτά δεν δια​φέρουν και πολύ από ό,τι θα βρεις σε οποιονδήποτε άλλον». «Δείχνεις να ξέρεις πολλά γι’ αυτά τα πράγματα» λέει ο Μπλου που αρχίζει να χάνει τη συνοχή των επιχειρηµάτων του Μπλακ. «Αυτό είναι το χόμπι μου» λέει ο Μπλακ. «Μ’ αρέσει να ξέρω πώς ζουν οι συγγραφείς, ιδίως οι αμερικανοί

συγγραφείς.

Αυτό

με

βοηθά

να

καταλάβω κάποια πράγµατα». «Κατάλαβα» λέει ο Μπλου. Δεν κατάλαβε γρι όμως. Με κάθε λέξη που λέει ο Μπλακ, εκείνος

πιάνει τον εαυτό του να αντιλαμβάνεται όλο και λιγότερα. «Πάρε τον Χόθορν» λέει ο Μπλακ. «Στενός φίλος του Θορό και ίσως ο πρώτος πραγματικός συγγραφέας που είχε ποτέ η Αμερική. Μετά την αποφοίτησή του από το κολέγιο, επέστρεψε στο σπίτι

της

μητέρας

του

στο

Σάλεμ,

κλειδαµπαρώθηκε σ’ ένα δωµάτιο και δεν ξεµύτισε αποκεί για δώδεκα χρόνια». «Και τι έκανε εκεί µέσα;» «Έγραφε ιστορίες». «Αυτό ήταν όλο; Απλώς έγραφε;» «Το Κυριεύει

γράψιμο τη

ζωή

είναι

μια

σου.

μοναχική

Κατά

μια

δουλειά. έννοια,

ο

συγγραφέας δεν έχει δική του ζωή. Ακόμα κι όταν είναι παρών, στην πραγµατικότητα δεν είναι». «Άλλο ένα φάντασµα». «Ακριβώς». «Μυστηριώδες ακούγεται». «Είναι. Ο Χόθορν όμως έγραψε σπουδαίες

ιστορίες κι εμείς τώρα εξακολουθούμε να τις διαβάζουμε, ύστερα από εκατό χρόνια και βάλε. Σε μια απ’ αυτές, ένας άντρας που τον λένε Γουέικφιλντ αποφασίζει να κάνει ένα αστείο στη γυναίκα

του.

Της

λέει

ότι

θα

φύγει

επαγγελματικό ταξίδι για λίγες μέρες,

σε

αντί όμως

να φύγει από την πόλη, πηγαίνει εκεί κοντά, νοικιάζει ένα δωμάτιο και απλώς περιμένει να δει τι θα συμβεί. Δεν μπορεί να πει στα σίγουρα γιατί το κάνει, αλλά το κάνει έτσι

ακριβώς. Περνούν

τρεις τέσσερις μέρες, εκείνος όμως δεν νι ακόμη έτοιμος να γυρίσει στο σπίτι του και μένει στο νοικι ασμένο δωμάτιο. Οι μέρες

γίνονται

βδομάδες, οι βδομάδες μήνες. Μια μέρα ο Γουέικφιλντ κατηφορίζει τον παλιό του δρόμο και βλέπει

το

σπίτι

του

με

πένθιμο

στολισμό.

Πρόκειται για την κηδεία του και η γυναίκα του έχει γίνει μια μοναχική χήρα. Τα χρόνια περνούν. Κάθε τόσο διασταυρώνεται με τη γυναίκα του στην πόλη και μια φορά, στη μέση ενός μεγάλου

ώθει

πλήθους, κυριολεκτικά πέφτει πάνω της. Αυτή όμως δεν τον αναγνωρίζει. Περνούν κι άλλα χρόνια,

πάνω από

Γουέικφιλντ φθινοπώρου,

γερνά.

είκοσι, Μια

καθώς

και

σιγά σιγά ο

βροχερή

κάνει

μια

νύχτα

βόλτα

του

στους

άδειους δρόμους, τυχαίνει να περάσει από το παλιό του σπίτι και να ρίξει μια ματιά από το παράθυρο.

Μια

όμορφη

ζεστή

φωτιά

είναι

αναμμένη στο τζάκι κι εκείνος συλλογιέται: τι ευχάριστο που θα ήταν αν βρισκόμουν εκεί τώρα, να

κάθομαι

σε

μια

απ’

αυτές

τις

άνετες

πολυθρόνες κοντά στη φωτιά αντί να στέκομαι εδώ έξω στη βροχή. Κι έτσι, χωρίς δεύτερη σκέψη, ανεβαίνει τα σκαλοπάτια του σπιτιού και χτυπά την πόρτα». «Κι έπειτα;» «Αυτό είναι όλο. Αυτό είναι το τέλος της ιστορίας. Το τελευ ταίο πράγμα που βλέπουμε είναι η πόρτα που ανοίγει και ο Γουέικ

φιλντ να

μπαίνει στο σπίτι με ένα πονηρό χαμόγελο στο

πρόσωπό του». «Και δεν μαθαίνουμε ποτέ τι λέει στη γυναίκα του;» «Όχι. Αυτό είναι το τέλος. Ούτε λέξη παραπάνω. Εκείνος όμως ξαναγύρισε στο σπίτι του, αυτό τουλάχιστον το ξέρουμε, και παρέμεινε ένας στοργικός σύζυγος µέχρι τον θάνατό του». Τώρα πια ο ουρανός άρχισε να σκοτεινιάζει πάνω από τα κεφάλια τους και η νύχτα πλησιάζει γοργά. Μια τελευταία ρόδινη λάμψη μένει στη δύση, αλλά η μέρα έχει πια τελειώσει. Η νύχτα πέφτει και στη συζήτηση των δυο αντρών. Ο Μπλακ σηκώνεται από τη θέση του και απλώνει το χέρι του στον Μπλου. «Ήταν πολύ ευχάριστο που κουβέντιασα μαζί σου» λέει. «Δεν φανταζόμουν ότι θα καθόμασταν τόση ώρα εδώ». «Δική μου η ευχαρίστηση» ανακουφισμένος

που

η

λέει ο Μπλου

συζήτηση

τελείωσε,

επειδή ξέρει ότι σε λίγο η γενειάδα του θα αρχίσει

να γλιστρά και ο ίδιος να ιδροκοπά από την καλοκαιρινή ζέστη και τον εκνευρισµό του. «Λέγομαι Μπλακ» λέει ο Μπλακ σφίγγοντας το χέρι του Μπλου. «Εγώ Τζίµι» λέει ο Μπλου. «Τζίµι Ρόουζ». «Αυτή την κουβεντούλα μας θα τη θυμάμαι για πολύ καιρό, Τζίµι Ρόουζ» λέει ο Μπλακ. «Κι εγώ το ίδιο» λέει ο Μπλου. «Μου έδωσες την αφορµή να σκεφτώ πολλά». «Ο θεός να σ’ ευλογεί, Τζίμι Ρόουζ» λέει ο Μπλακ. «Ο θεός να ευλογεί κι εσένα, κύριε» απαντά ο Μπλου. Κι έπειτα, με μια τελευταία χειραψία, φεύγουν προς αντίθετες κατευθύνσεις, ο καθένας τους συνοδευόµενος από τις σκέψεις του. Αργότερα εκείνη τη νύχτα, όταν ο Μπλου επιστρέφει στο δωμάτιό του, αποφασίζει ότι καλύτερα είναι να θάψει τώρα τον Τζίμι Ρόουζ, να τον ξεφορτωθεί μια και καλή. Ο γερο-αλήτης τού

χρησίμευσε ως πρόφαση, δεν θα ήταν όμως φρόνιµο να προχωρήσει πέρα από αυτό το σηµείο. Ο Μπλου χαίρεται που έκανε αυτή την αρχική επαφή με τον Μπλακ, η συνάντηση όμως δεν είχε το επιθυμητό αποτέλεσμα, και γενικά νιώθει μάλλον ταραγμένος από αυτήν. Επειδή, αν και η συζήτηση ήταν τελείως άσχετη με την υπόθεση, ο Μπλου δεν παύει να αισθάνεται ότι στην ουσία ο Μπλακ αναφερόταν σ’ αυτή διαρκώς, μιλώντας, ούτως ειπείν, με αινίγματα, σαν να προσπαθούσε να πει κάτι στον Μπλου, αλλά δεν τολμούσε να το ξεστομίσει μεγαλοφώνως. Ναι, ο Μπλακ ήταν παραπάνω από φιλικός, το φέρσιμό του ήταν πάρα πολύ ευχάριστο, αλλά ο Μπλου δεν μπορεί να απαλλαγεί από τη σκέψη ότι ο άνθρωπος αυτός τον παρακολουθούσε εξαρχής. Αν ισχύει αυτό, ο Μπλακ είναι σίγουρα ένας από τους συνωμότες∙ ειδάλλως γιατί να κάθεται να μιλάει με τον Μπλου όπως

μίλαγε;

Όχι

από

μοναξιά,

σίγουρα.

Θεωρώντας ότι ο Μπλακ είναι ειλικρινής, τότε η

μοναξιά δεν μπορεί να αποτελεί λόγο. Μέχρι αυτό το σημείο, τα πάντα στη ζωή του υπήρξαν μέρος ενός προαποφασισμένου σχεδίου να παραμείνει μόνος, και η προθυμία του να μιλήσει θα ήταν παράλογο να εκληφθεί ως μια προσπάθεια να ξεφύγει από την οδύνη της μοναξιάς. Έστω κι αργά, ύστερα από έναν χρόνο και βάλε που απέφευγε κάθε επαφή με τους ανθρώπους. Αν ο Μπλακ αποφάσισε

επιτέλους

να

σπάσει

την

ερμητική του ρουτίνα, τότε γιατί ν’ αρχίσει να μιλά σ’ έναν ξεπεσμένο γέρο στη γωνιά του δρόμου; Όχι, ο Μπλακ γνώριζε ότι μιλούσε στον Μπλου. Κι αν το ήξερε αυτό, τότε ξέρει ποιος είναι ο Μπλου. Έτσι είναι, μονολογεί ο Μπλου, ο Μπλακ γνωρίζει τα πάντα. Όταν έρχεται η ώρα να συντάξει την επόμενη αναφορά, ο Μπλου αναγκάζεται να αντιμετωπίσει τούτο το δίλημμα. Ο Γου

άιτ δεν μίλησε ποτέ για

επαφή με τον Μπλακ. Ο Μπλου όφειλε να τον παρακολουθεί,

τίποτα

λιγότερο,

τίποτα

περισσότερο, και τώρα αναρωτιέται μήπως στην ουσία παραβίασε τους κανόνες του έργου που του ανατέθηκε. Αν στην αναφορά του συμπεριλάβει τη συνομιλία,

τότε

μπορεί

ο

Γουάιτ

να

έχει

αντιρρήσεις. Από την άλλη πλευρά, αν δεν τη συμπεριλάβει και αν όντως ο Μπλακ συνεργάζεται με τον Γουάιτ, τότε ο Γουάιτ θα καταλάβει αμέσως ότι ο Μπλου λέει ψέµατα. Ο Μπλου αναµασά αυτή την ιδέα για μεγάλο διάστημα, αυτό όμως δεν τον φέρνει πιο κοντά σε κάποια λύση. Ούτως ή άλλως έχει κολλήσει, κι αυτό το ξέρει. Στο τέλος αποφασίζει να τα παρατήσει, μόνο και μόνο όμως επειδή τρέφει την ασθενική ελπίδα ότι μάντεψε λάθος

και ότι ο Γουάιτ και ο Μπλακ δεν

συνεργάζονται. Αλλά κι αυτή η μικρή νύξη αισιοδοξίας πάει στράφι. Τρεις μέρες μετά την αποστολή εβδομαδιαία

της

σουλουπωμένης επιταγή

του

αναφοράς, φτάνει

η

μέσω

ταχυδρομείου και μέσα στον φάκελο υπάρχει και ένα σημείωμα που λέει:

Γιατί λες ψέματα; Και τότε ο

Μπλου

έχει

την

απόδειξη

πέραν

πάσης

αμφιβολίας. Κι από εκείνη τη στιγμή, ο Μπλου νιώθει ότι πνίγεται. Την επόμενη νύχτα ακολουθεί τον Μπλακ στο Μανχάταν

με

τον

υπόγειο,

ντυμένος

συνηθισμένα ρούχα. Αισθάνεται ότι

με

δεν έχει πια

κάτι να κρύψει. Ο Μπλακ βγαίνει στην Τάιμς Σκουέρ και περιπλανιέται για λίγο μέσα στα λαμπερά

φώτα,

τον θόρυβο,

τα

πλήθη

των

ανθρώπων που ξεχύνονται από γύρω. Ο Μπλου που τον παρακολουθεί σαν να εξαρτάται η ζωή του απ’ αυτό, δεν βρίσκεται ούτε τρία με τέσσερα βήματα μακριά του. Στις εννέα ο Μπλακ μπαίνει στο ισόγειο του ξενοδοχείου Αλγκόνκιν και ο Μπλου

τον

ακολουθεί.

Ένα

μεγάλο

πλήθος

πηγαινοέρχεται και τα τραπέζια είναι λιγοστά. Έτσι, όταν ο Μπλακ κάθεται σε ένα γωνιακό τραπεζάκι που μόλις εκείνη τη στιγμή μένει ελεύθερο, ο Μπλου το βρίσκει τελείως φυσικό να πλησιάσει και να ρωτήσει ευγενικά αν μπορεί να

καθίσει μαζί του. Ο Μπλακ

δεν έχει αντίρρηση

και, με ένα αδιάφορο ανασήκωμα των ώμων, γνέφει στον Μπλου να πιάσει την απέναντι θέση. Για μερικά λεπτά δεν λένε τίποτα ο ένας στον άλλον, καθώς περιμένουν να έρθει κάποιος για την παραγγελία, και εντωμεταξύ παρακολουθούν τις γυναίκες που περνούν με τα καλοκαιρινά τους φορέματα, εισπνέοντας τα διάφορα αρώματα που εκείνες αφήνουν πίσω τους, και ο Μπλου δεν βιάζεται διόλου να μπει στο προκείμενο, αρκείται να περιμένει την κατάλληλη στιγμή και αφήνει την υπόθεση να πάρει μόνη της τον δρόμο της. Όταν ο σερβιτόρος έρχεται επιτέλους για να ρωτήσει τι επιθυμούν, ο Μπλακ παραγγέλλνει ένα

Μπλακ εντ

Γουάιτ με παγάκια και ο Μπλου δεν μπορεί παρά να το πάρει ως μυστικό μήνυμα ότι το γλέντι μόλις τώρα

αρχίζει,

ενώ

ταυτόχρονα

θαυμάζει

την

αναίδεια του Μπλακ, τη βλακεία του, τη χυδαία ιδεοληψία του. Χάριν συμμετρίας,

ο Μπλου

παραγγέλλνει το ίδιο ποτό. Ενώ το κάνει, κοιτάζει

κατάματα

τον

Μπλακ,

αλλά

ο

Μπλακ

δεν , τα

προδίδεται, το βλέμμα του είναι τελείως κενό μάτια του τελείως νεκρά που μοιάζουν να λένε ότι πίσω τους δεν υπάρχει τίποτα. Όσο άγρια και να κοιτάζει

ο

Μπλου,

δεν

θα

βρει

ποτέ

το

παραµικρό. Ο πάγος σπάει και αρχίζουν να κουβεντιάζουν τι αξίζουν οι διάφορες μάρκες ουίσκι. Το ένα φέρνει το άλλο, και καθώς κάθονται εκεί και συζητούν για τις δυσκολίες του καλοκαιριού στη Νέα Υόρκη, τη διακόσμηση του ξενοδοχείου, τους Ινδιάνους Αλγκόνκιν που ζούσαν εδώ και πολλά χρόνια στην πόλη, όταν όλα ήταν ακόμη δάση και χωράφια, ο Μπλου μετεξελίσσεται αργά στον ήρωα που θέλει να

παίξει

απόψε,

στήνοντας

έναν

κεφάτο

φανφαρόνο που ακούει στο όνομα Σνόου, έναν πωλητή

ασφαλειών

από

την

Κενόσα

του

Ουϊσκόνσιν. Εσύ κάνε ότι δεν καταλαβαίνεις, λέει μέσα του ο Μπλου, επειδή ξέρει ότι δεν θα είχε νόημα να αποκαλύψει ποιος είναι, έστω κι αν

ξέρει ότι ο Μπλακ το γνωρίζει ήδη. Θα είναι ένα κρυφτό, λέει, ένα κρυφτό µέχρι τέλους. Τελειώνουν

το

πρώτο

τους

ποτό

και

παραγγέλνουν και δεύτερο γύρο, ακολουθούμενο από έναν ακόμα και, καθώς η συζήτηση προχωρά ήσυχα από

τους

ασφαλιστικούς

πίνακες

προσδόκιμα

ζωής

των

σε

αντρών

στα

διάφορα

επαγγέλματα, ο Μπλακ αφήνει να του ξεφύγει μια επισήμανση που στρέφει σε άλλη κατεύθυνση τη συζήτηση. «Φαντάζομαι ότι εγώ δεν θα βρισκόμουν πολύ ψηλά στη λίστα σας» λέει. «Ω!» λέει ο Μπλου που δεν έχει ιδέα τι να περιµένει. «Και τι δουλειά κάνετε;» «Είμαι ιδιωτικός ντετέκτιβ» λέει στα ίσια ο Μπλακ, τελείως απαθής και συγκρατημένος και, για μια ελάχιστη στιγμή, ο Μπλου μπαίνει στον πειρασμό να πετάξει το ποτό του στα μούτρα του Μπλακ. Είναι τόσο φουρκισμένος που νιώθει να τον καίει η προσβολή που του κάνει αυτός ο

άνθρωπος. «Μη μου πεις!» αναφωνεί ο Μπλου, που συνέρχεται γρήγορα και καταφέρνει να παραστήσει την έκπληξη που νιώθει ένας χωριάτης. «Ένας ιδιωτικός ντετέκτιβ. Για φαντάσου! Σκέψου µονάχα τι θα πει η γυναίκα μου όταν θα της το λέω. Εγώ στη Νέα Υόρκη να πίνω το ποτό μου παρέα με έναν

ιδιωτικό

ντετέκτιβ.

Ποτέ

δεν

θα

το

πιστέψει». «Αυτό που προσπαθώ να πω» λέει μάλλον απότομα ο Μπλακ «είναι ότι δεν φαντάζομαι πολύ μεγάλο το προσδόκιμο ζωής μου. Τουλάχιστον όχι σύµφωνα µε τις στατιστικές σας». «Ίσως όχι» του πετάει ο Μπλου. «Σκεφτείτε όμως

τη

συγκίνηση!

Υπάρχουν

περισσότερα

πράγματα στη ζωή που αξίζουν από το να ζήσεις πολλά χρόνια, ξέρετε. Οι περισσότεροι άντρες στην Αμερική θα έδιναν δέκα χρόνια από τη ζωή τους ως συνταξιούχοι για να ζήσουν όπως ζείτε εσείς. Τρανταχτές υποθέσεις, να ζείτε από τα

κόλπα σας, να γοητεύετε γυναίκες, να γεµίζετε µε μπαρούτι

τα

κακά

παιδιά.

Θεέ

μου,

τόσα

πράγµατα µπορεί να πει κανείς γι’ αυτό». «Όλα

είναι

φτιαχτά»

είπε

ο

Μπλακ.

«Η

πραγματική δουλειά του ντετέκτιβ μπορεί να είναι πολύ βαρετή». «Εντάξει, κάθε δουλειά έχει τη ρουτίνα της» συνεχίζει ο Μπλου. «Στη δική σας την περίπτωση όμως, γνωρίζετε τουλάχιστον πως όλη η σκληρή δουλειά θα οδηγήσει τελικά σε κάτι έξω από τα συνηθισµένα». «Μερικές φορές ναι, μερικές φορές όχι. Τις περισσότερες υπόθεση

για

φορές

όμως,

όχι.

Πάρτε

την

οποία

δουλεύω

την

τώρα.

Ασχολούμαι μ’ αυτήν πάνω από έναν χρόνο τώρα, και τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι πιο βαρετό. Βαριέμαι τόσο πολύ, που μερικές φορές θαρρώ πως χάνω το µυαλό µου». «Πώς κι έτσι;» «Ε, λοιπόν, φανταστείτε μόνος σας. Δουλειά

μου είναι να παρακολουθώ κάποιον, όχι κάποιο ξεχωριστό άτομο απ’ ό,τι μπορώ να πω, και να στέλνω μια αναφορά γι’ αυτόν κάθε βδομάδα. Έτσι ακριβώς. Να παρακολουθώ αυτόν τον τύπο και να γράφω γι’ αυτόν. Τίποτα παραπάνω, που να πάρει». «Και γιατί είναι τόσο τροµερό αυτό;» «Δεν κάνει τίποτα, αυτό είναι. Κάθεται απλώς σε ένα δωμάτιο και όλη μέρα γράφει. Αυτό αρκεί για να σας τρελάνει». «Ίσως σας παραπλανά. Ξέρετε, σας αποκοιμίζει προτού αναλάβει δράση». «Αυτό σκέφτηκα κι εγώ στην αρχή. Τώρα όμως είμαι σίγουρος ότι δεν πρόκειται να συμβεί τίποτα, ποτέ. Μπορώ να το νιώσω στα κόκαλά µου». «Αυτό είναι πολύ κακό» λέει συμπονετικά ο Μπλου. «Ίσως θα έπρεπε να παραιτηθείτε από την υπόθεση». «Το

σκέφτομαι.

Σκέφτομαι

επίσης

ότι

θα

έπρεπε ίσως να παρατήσω αυτή τη δουλειά και να καταπιαστώ με κάτι άλλο. Να πουλάω ασφάλειες, ίσως, ή να πιάσω δουλειά σε τσίρκο». «Ποτέ δεν περίμενα ότι θα μπορούσαν να πηγαίνουν τόσο άσχημα τα πράγματα» λέει ο Μπλου κουνώντας το κεφάλι του. «Πείτε μου όμως,

γιατί

τώρα

δεν

παρακολουθείτε

τον

άνθρωπό σας; Δεν θα έπρεπε να του ρίχνετε καμιά µατιά;» «Μα εδώ ακριβώς είναι το ζήτημα» απαντά ο Μπλακ. Τώρα πια, δεν χρειάζεται ούτε γι’ αυτό να ανησυχώ. Τον έχω παρακολουθήσει για τόσο μεγάλο διάστημα, ώστε τον ξέρω καλύτερα κι από τον εαυτό μου. Το μόνο που έχω να κάνω είναι να τον σκεφτώ και ξέρω τι κάνει, ξέρω πού βρίσκεται, ξέρω τα πάντα. Έχω φτάσει στο σημείο να μπορώ να τον παρακολουθώ έχοντας

τα μάτια μου

κλειστά». «Ξέρετε πού βρίσκεται τώρα;» «Στο σπίτι. Όπως πάντα. Κάθεται στο δωμάτιό

του και γράφει». «Και τι γράφει;» «Δεν είμαι βέβαιος, έχω όμως μια ωραία ιδέα. Νομίζω ότι γράφει για τον εαυτό του. Την ιστορία της

ζωής

του.

Αυτή

είναι

η

μόνη

πιθανή

απάντηση. Τίποτ’ άλλο δεν ταιριάζει». «Τότε λοιπόν προς τι όλο αυτό το µυστήριο;» «Δεν ξέρω» λέει ο Μπλακ και για πρώτη φορά η φωνή

του

προδίδει

κάποια

συγκίνηση,

που

αντανακλάται ελαφρώς στα λόγια του. «Τότε όλα αυτά καταλήγουν σε ένα ερώτημα, έτσι δεν είναι;» λέει ο Μπλου ξεχνώντας τα πάντα για τον Σνόου και κοιτώντας κατάµατα τον Μπλακ. «Εκείνος

ξέρει

ή

δεν

ξέρει

ότι

τον

παρακολουθείτε;» Ο Μπλακ στρέφει αλλού το πρόσωπό του, μην μπορώντας πια να κοιτά τον Μπλου και λέει με φωνή που τρέμει: «Και βέβαια το ξέρει. Αυτό δεν είναι το όλο θέμα; Πρέπει να το ξέρει, αλλιώς τίποτα δεν έχει σηµασία».

«Γιατί;» «Επειδή με χρειάζεται» λέει ο Μπλακ και εξακολουθεί να κοιτάζει μακριά. «Χρειάζεται το βλέμμα μου πάνω του. Με χρειάζεται για να αποδεικνύει ότι είναι ζωντανός». Ο Μπλου βλέπει ένα δάκρυ να κυλά στο μάγουλο του Μπλακ και, προτού προλάβει να πει οτιδήποτε, προτού προλάβει να εκμεταλλευτεί την πλεονεκτική

θέση

του,

ο

Μπλακ σηκώνεται

βιαστικά, του ζητά συγγνώμη και δικαιολογείται λέγοντας ότι έχει να κάνει ένα τηλεφώνημα. Καθισμένος στην καρέκλα του, ο Μπλου τον περιμένει δέκα με δεκαπέντε λεπτά, ξέρει όμως ότι χάνει την ώρα του. Ο Μπλακ δεν θα γυρίσει. Η συζήτηση έληξε και, ασχέτως του πόσο θα καθίσει εκείνος

εδώ,

απόψε

δεν θα

συμβεί

τίποτα

περισσότερο. Ο Μπλου πληρώνει για τα ποτά και μετά γυρνά στο Μπρούκλιν. Καθώς κατηφορίζει την οδό Όραντζ, κοιτά ψηλά το παράθυρο του Μπλακ και

βλέπει ότι όλα είναι σκοτεινά. Δεν έχει σημασία, σκέφτεται, θα γυρίσει προτού περάσει πολλή ώρα. Ακόμη δεν φτάσαμε στο τέλος. Το πάρτι μόλις τώρα αρχίζει. Περίμενε ν’ ανοίξουν οι σαμπάνιες, κι έπειτα θα δούµε τι τρέχει. Μόλις βρεθεί στο σπίτι του, ο Μπλου αρχίζει το πέρα

δώθε

στο

δωμάτιο,

προσπαθώντας

να

σχεδιάσει την επόμενη κίνησή του. Έχει την εντύπωση ότι τελικά ο Μπλακ έκανε ένα λάθος, δεν είναι όμως απόλυτα βέβαιος. Επειδή, σε πείσμα των αποδείξεων, ο Μπλου δεν μπορεί να απαλλαγεί

από

την αίσθηση ότι

όλα έγιναν

σκοπίμως και ο Μπλακ άρχισε τώρα να τον προκαλεί,

να

τον

παραπλανά,

ας

πούμε,

εξωθώντας τον στο τέλος που σχεδιάζει εκείνος. Ωστόσο έχει κάποια ένδειξη, και για πρώτη φορά από τότε που ξεκίνησε η υπόθεση δεν βρίσκεται στο ίδιο σημείο. Κανονικά ο Μπλου θα γιόρταζε αυτόν τον μικρό

του θρίαμβο,

αλλά καθώς

φαίνεται, απόψε δεν έχει διάθεση να χτυπήσει

φιλικά τον εαυτό του στην πλάτη. Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, νιώθει θλιμμένος, νιώθει στραγγισμένος από κάθε ενθουσιασμό, νιώθει απελπισμένος από τον κόσμο. Κατά κάποιον τρόπο τα γεγονότα τελικά τον απογοήτευσαν και δυσκολεύεται να μην το πάρει προσωπικά, επειδή ξέρει θαυμάσια ότι, όπως και να παρουσιάσει την υπόθεση στον εαυτό του, είναι και ο ίδιος μέρος της. Έπειτα πλησιάζει προς το παράθυρο, κοιτά στην απέναντι πλευρά του δρόμου και βλέπει ότι το φως στο δωμάτιο του Μπλακ είναι τώρα αναµµένο. Ξαπλώνει στο κρεβάτι του και σκέφτεται: Αντίο, κύριε Γου άιτ. Ποτέ δεν ήσαστε στ’ αλήθεια εκεί, έτσι; Ποτέ δεν υπήρξε ένας άνθρωπος σαν τον Γουάιτ. Κι έπειτα: Ο φουκαριάρης Μπλακ. Η καημένη

ψυχή.

Ο

φουκαριάρης

καταραμένος

κανένας. Καθώς τα μάτια του βαραίνουν και ο ύπνος αρχίζει να τον σκεπάζει, σκέφτεται πόσο παράξενο είναι το γεγονός ότι το καθετί έχει το

δικό του χρώμα. Καθετί που βλέπουμε, καθετί που αγγίζουμε, καθετί στον κόσμο έχει το δικό του χρώμα. Προσπαθώντας να μείνει λίγο ακόμα ξύπνιος, αρχίζει να κάνει έναν κατάλογο. Ας πάρουμε το γαλάζιο, σκέφτεται. Υπάρχουν τα μπλου μπερντς, οι γαλάζιες κίσσες και οι γαλάζιοι ερωδιοί. Υπάρχουν οι κύανοι και οι αγριολίτσες. Υπάρχει το μεσημέρι πάνω από τη Νέα Υόρκη. Υπάρχουν τα μύρτιλα, τα μυρτίδια και ο Ειρηνικός Ωκεανός. Υπάρχουν οι γαλάζιες κορδέλες των βραβείων και οι γαλαζοαίματοι. Υπάρχει μια φωνή που

τραγουδάει

αστυνομικού γαλάζιοι

μπλουζ.

Υπάρχει

πατέρα

μου.

του

νόμοι

17

και

οι

η

στολή

Υπάρχουν

γαλάζιες

οι

ταινίες

18.

Υπάρχουν τα μάτια μου και το όνομά μου, Μπλου. Σταματά, μην μπορώντας ξαφνικά να βρει άλλα γαλάζια πράγματα, κι έπειτα προχωρά στο λευκό. Υπάρχουν, λέει, οι γλάροι, οι δρεπανίδες, οι πελαργοί και τα κοκατού. Υπάρχουν οι τοίχοι αυτού του δωματίου και τα σεντόνια στο

κρεβάτι

μου. Υπάρχουν τα μιγκέ, τα γαρίφαλα και τα πέταλα της μαργαρίτας. Υπάρχει η λευκή σημαία της ειρήνης και της κινεζικής κηδείας. Υπάρχει το γάλα της μητέρας και το σπέρμα. Υπάρχουν τα δόντια μου. Υπάρχει το άσπρο μέρος των ματιών μου. Υπάρχουν οι λευκές φιλύρες και τα λευκά πεύκα και τα λευκά μυρμήγκια. Υπάρχει ο Λευκός Οίκος. Έπειτα, χωρίς να διστάσει, πηγαίνει στο μαύρο, ξεκινώντας με τις Μαύρες Βίβλους, τη μαύρη αγορά, και τη Μαύρη Χείρα

19 . Υπάρχει η

νύχτα πάνω από τη Νέα Υόρκη, λέει, υπάρχει και η ομάδα του μπάσκετ Σικάγο Μπλακ Σοξ. Υπάρχουν τα βατόμουρα και τα κοράκια, οι συσκοτίσεις και τα μαύρα σημάδια, η Μαύρη Τρίτη Μαύρος Θάνατος

20 και ο

21. Υπάρχουν τα μαλλιά μου.

Υπάρχει το μελάνι που στάζει από μια πένα. Υπάρχει ο κόσμος που βλέπει ένας τυφλός. Έπειτα,

κουρασμένος

ξαφνικά

από

αυτό

το

παιχνίδι, αρχίζει να χαλαρώνει λέγοντας μέσα του ότι δεν υπάρχει τέλος σ’ αυτό. Αποκοιμιέται,

ονειρεύεται πράγματα που έγιναν πριν από πολύ καιρό, κι έπειτα ξυπνάει μέσα στη νύχτα ξαφνικά και

αρχίζει

να

πηγαινοέρχεται

στο

δωμάτιο

αναλογιζόµενος τι θα κάνει στη συνέχεια. Έρχεται το πρωί και ο Μπλου αρχίζει να ασχολείται με μια άλλη μεταμφίεση. Αυτή τη φορά είναι

ένας

πλασιέ

που

πουλάει

βούρτσες

Φούλερ22, ένα κόλπο που χρησιμοποιούσε στο παρελθόν, και για τις επόμενες δυο ώρες πασχίζει υπομονετικά να φτιάξει ένα φαλακρό κεφάλι, ένα μουστάκι και ρυτίδες γύρω από τα μάτια και το στόμα του, καθισμένος απέναντι σε έναν μικρό καθρέφτη, λες κι είναι ηθοποιός του παλιού καιρού σε περιοδεία. Λίγο μετά τις έντεκα, παίρνει το βαλιτσάκι με τις βούρτσες του και διασχίζει τον δρόμο πηγαίνοντας προς το κτίριο όπου μένει ο Μπλακ. Η παραβίαση της κύριας εισόδου είναι για τον Μπλου παιχνιδάκι, ζήτημα δευτερολέπτων, και καθώς γλιστρά στο χολ της εισόδου, δεν μπορεί να μη νιώσει κάτι από την

παλιά ανατριχίλα. Δεν ήταν δύσκολο, μονολογεί καθώς αρχίζει να ανεβαίνει τις σκάλες προς τον όροφο του Μπλακ. Η επίσκεψη έχει σκοπό να ρίξει

απλώς

μια

ματιά

στον

χώρο,

να

κατασκοπεύσει το δωμάτιο για μια μελλοντική αναφορά. Ωστόσο προς στιγμήν υπάρχει ένας εκνευρισμός που ο Μπλου δεν καταφέρνει να καταπνίξει. Επειδή πρόκειται για κάτι περισσότερο από το να δει απλώς το δωμάτιο, αυτό το ξέρει∙ είναι η σκέψη να βρεθεί εκεί αυτοπροσώπως, να σταθεί μέσα στους τέσσερις τοίχους, να ανασάνει τον ίδιο αέρα με τον Μπλακ. Από τώρα και στο εξής, σκέφτεται, οτιδήποτε συμβεί θα επηρεάσει τα πάντα. Η πόρτα θ’ ανοίξει και στη συνέχεια ο Μπλακ θα βρίσκεται µέσα του για πάντα. Χτυπά, η πόρτα ανοίγει και ξαφνικά δεν υπάρχει πια απόσταση, το αντικείμενο και η σκέψη του αντικειμένου είναι ένα και το αυτό. Έπειτα ο Μπλακ βρίσκεται εκεί, στέκεται στην πόρτα µε µια πένα στο δεξί του χέρι, σαν να τον διέκοψαν από

την εργασία του, και με ένα βλέμμα που λέει στον Μπλου ότι τον περίμενε, ότι υπέκυψε στη σκληρή αλήθεια, αλλά αυτό δεν φαίνεται να τον ενδιαφέρει πια. Ο Μπλου πιάνει τη φλυαρία για τις βούρτσες, δείχνοντας το βαλιτσάκι, αραδιάζει δικαιολογίες, ζητά την άδεια να μπει στο σπίτι, όλα αυτά μονορούφι, με την ταχύτατη ομιλία του πωλητή που

έχει

παρελθόν.

παραστήσει Ο

Μπλακ

χιλιάδες

τον

αφήνει

φορές

στο

ήρεμα

να

περάσει, λέγοντάς του ότι ίσως τον ενδιέφερε μια οδοντόβουρτσα. Καθώς ο Μπλου διαβαίνει το κατώφλι,

συνεχίζει

να φλυαρεί

για βούρτσες

μαλλιών και βούρτσες ρούχων, για οτιδήποτε κάνει τις λέξεις να ρέουν, επειδή έτσι βρίσκει χρόνο να εξετάσει το δωμάτιο, να παρατηρήσει οτιδήποτε αξιοπαρατήρητο, να σκεφτεί, αποσπώντας όλη αυτή την ώρα την προσοχή του Μπλακ από τις πραγµατικές προθέσεις του. Το

δωμάτιο

είναι

όπως

ακριβώς

το

είχε

φανταστεί,

ίσως

μάλιστα

και

περισσότερο

αυστηρό. Τίποτα στους τοίχους, για παράδειγμα, πράγμα που τον εκπλήσσει λιγάκι, εφόσον πάντα σκεφτόταν ότι θα υπήρχαν κάνα δυο πίνακες, κάποια εικόνα μόνο και μόνο για να σπάσει η μονοτονία, ένα τοπίο ίσως ή το πορτρέτο ενός ανθρώπου που μπορεί κάποτε ν’ αγάπησε ο Μπλακ. Ο Μπλου είχε πάντα την περιέργεια να μάθει τι είδους πίνακας θα ήταν αυτός, σκεφτόταν ότι θα μπορούσε να αποτελεί ισχυρή ένδειξη, τώρα όμως που βλέπει ότι εδώ δεν υπάρχει τίποτα, καταλαβαίνει περιμένει πράγματα

ότι

αυτό

πάντα.

Εκτός

έρχονται

προηγούμενες

σκέψεις

ακριβώς από

σε του.

έπρεπε

αυτό,

αντίθεση Είναι

να

ελάχιστα με το

τις ίδιο

καλογερίστικο κελί που είχε στο μυαλό του: το μικρό, προσεκτικά στρωμένο κρεβάτι σε μια γωνιά, η μικρή κουζίνα στην απέναντι γωνία, όλα άψογα, να μη βλέπεις ούτε ένα ψίχουλο. Και μετά, στο κέντρο του δωματίου απέναντι από το

παράθυρο, το ξύλινο τραπέζι με μία και μόνη ξύλινη καρέκλα με σκληρή πλάτη. Μολύβια, πένες, μια γραφομηχανή. Μια σιφονιέρα, ένα κομοδίνο,

μια λάμπα. Μια βιβλιοθήκη στον

βορινό τοίχο, με τίποτα περισσότερο από λίγα βιβλία

μέσα

της:

Ουόλντεν,

Φύλλα

χλόης,

Ξαναειπωμένες ιστορίες23 και μερικά ακόμα. Ούτε τηλέφωνο ούτε ραδιόφωνο ούτε περιοδικά. Πάνω στο τραπέζι, προσεκτικά τοποθετημένες, στοίβες από

χαρτιά:

άλλα

λευκά,

άλλα

απλώς

σημειωμένα, άλλα τυπωμένα, μερικά γραμμένα ολόκληρα.

Εκατοντάδες

σελίδες,

μπορεί

και

χιλιάδες. Μα δεν μπορείς να πεις ζωή αυτό το πράγμα, σκέφτεται ο Μπλου. Στην ουσία, δεν μπορείς να το πεις οτιδήποτε. Είναι μια νεκρή περιοχή, εκεί βρίσκεσαι όταν φτάσεις στην άκρη του κόσµου. Κοιτάζουν τις οδοντόβουρτσες και στο τέλος ο Μπλακ διαλέγει

μια κόκκινη.

Στη συνέχεια,

αρχίζουν να εξετάζουν τις διάφορες βούρτσες για

τα ρούχα, με τον Μπλου να κάνει επίδειξη στο κοστούμι

«Ένας

του.

άνθρωπος

τόσο

καλοβαλμένος όσο εσείς» λέει ο Μπλου «νομίζω ότι θα θεωρούσε απαραίτητη μια βούρτσα». Ο Μπλακ όμως λέει ότι ως τώρα τα κατάφερε χωρίς αυτήν.

Από

την άλλη,

ίσως

σκεφτόταν μια

βούρτσα για τα μαλλιά, κι έτσι βλέπουν τα δείγματα, κουβεντιάζοντας ταυτόχρονα για τα διάφορα μεγέθη και σχήματα, τα διάφορα είδη τρίχας

κ.ο.κ. Ο Μπλου,

βεβαίως,

έχει ήδη

τελειώσει την πραγματική του δουλειά, συνεχίζει όμως όλη αυτή τη διαδικασία θέλοντας να τα κάνει όλα σωστά, έστω κι αν αυτό δεν έχει σημασία. Μάλιστα, όταν ο Μπλακ πληρώνει για τις βούρτσες που αγόρασε και ο Μπλου μαζεύει το βαλιτσάκι για να φύγει, δεν αντέχει να μην κάνει μια μικρή επισήµανση. «Θα

πρέπει

να

είστε

συγγραφέας»

λέει

δείχνοντας το τραπέζι και ο Μπλακ λέει ότι ναι, σωστά, είναι συγγραφέας.

«Μεγάλο βιβλίο φαίνεται» συνεχίζει ο Μπλου. «Ναι» λέει ο Μπλακ. «Χρόνια το δουλεύω». «Έχετε σχεδόν τελειώσει;» «Κοντεύω»

λέει

συλλογισμένος

ο

Μπλακ.

«Μερικές φορές όµως είναι δύσκολο να ξέρεις πού βρίσκεσαι. Νομίζω ότι έχω σχεδόν τελειώσει, και τότε

συνειδητοποιώ

ότι

άφησα

απέξω

κάτι

σημαντικό κι έτσι πρέπει να το ξαναπιάσω από την αρχή. Όμως, ναι. Ονειρεύομαι να το τελειώσω κάποια µέρα. Ίσως κάποια µέρα σύντοµα». «Ελπίζω να έχω την ευκαιρία να το διαβάσω» λέει ο Μπλου. «Όλα είναι πιθανά» λέει ο Μπλακ. «Πριν απ’ όλα όμως, θα πρέπει να το τελειώσω. Υπάρχουν μέρες που δεν ξέρω καν αν θα ζήσω για να το τελειώσω». «Ε, ποτέ δεν ξέρουμε∙ έτσι δεν είναι;» λέει ο Μπλου και κουνά το κεφάλι του φιλοσοφημένα. «Τη

μια

μέρα

είμαστε

ζωντανοί,

την

άλλη

πεθαίνουµε. Αυτό συµβαίνει σε όλους µας». «Πολύ σωστό» λέει ο Μπλακ. «Αυτό συμβαίνει

σε όλους µας». Τώρα πια στέκονται πλάι στην πόρτα και κάτι μέσα

στον

βλακώδεις

Μπλου

θέλει

επισημάνσεις

να

αυτού

συνεχίσει του

τις

είδους.

Αντιλαμβάνεται ότι είναι διασκεδαστικό να κάνεις τον παλιάτσο,

αλλά ταυτόχρονα

υπάρχει

μια

επείγουσα ανάγκη να παίξει µε τον Μπλακ, να του αποδείξει ότι τίποτα δεν του ξεφεύγει, επειδή βαθιά μέσα του ο Μπλου θέλει να ξέρει ο Μπλακ ότι είναι το ίδιο έξυπνος μ’ εκείνον, ότι μπορεί να συµβαδίσει µαζί του σε κάθε βήµα της διαδροµής. Ο Μπλου όμως καταφέρνει να συγκρατήσει την παρόρμησή του και κρατά τη γλώσσα του, γνέφει ευγενικά για να τον ευχαριστήσει για τις πωλήσεις, κι έπειτα βγαίνει από το σπίτι. Αυτό είναι το τέλος για τον πλασιέ που πουλάει βούρτσες Φούλερ και, σε λιγότερο από μία ώρα μετά, έχει διαλυθεί μέσα στον ίδιο σάκο που περιέχει τα απομεινάρια του Τζίμι Ρόουζ. Ο Μπλου ξέρει ότι δεν θα χρειαστούν άλλες μεταμφιέσεις. Το επόμενο βήμα είναι

αναπόφευκτο, και το μόνο πράγμα που έχει σηµασία είναι να διαλέξει την κατάλληλη στιγµή. Ύστερα από τρεις νύχτες όμως, όταν τελικά βρίσκει την ευκαιρία, ο Μπλου καταλαβαίνει ότι φοβάται.

Ο

Μπλακ

βγαίνει

στις

εννέα,

κατηφορίζει τον δρόμο και χάνεται στρίβοντας στη γωνία. Μολονότι ο Μπλου ξέρει ότι αυτό είναι ένα σημάδι, ότι στην ουσία ο Μπλακ τον ικετεύει να κάνει την κίνησή του, αισθάνεται επίσης ότι αυτό θα μπορούσε να είναι μια παγίδα, και τώρα, την ύστατη στιγμή, όταν μόλις πριν από λίγο ήταν γεµάτος αυτοπεποίθηση, σχεδόν καμάρωνε με την αίσθηση της

ισχύος του, βυθίζεται στον νωπό

χείμαρρο των αμφιβολιών. Γιατί ν’ αρχίσει ξαφνικά να εμπιστεύεται τον Μπλακ; Ποιος λόγος θα τον έκανε ποτέ να σκεφτεί ότι τώρα δουλεύουν κι οι δυο από την ίδια πλευρά; Πώς συνέβη αυτό και γιατί βρίσκει τον εαυτό του να αντιδρά, ακόμα μία φορά, τόσο δουλικά στις εντολές του Μπλακ; Έπειτα, εντελώς ξαφνικά, αρχίζει να σκέφτεται μια

άλλη πιθανότητα. Τι θα γινόταν αν απλώς έφευγε; Τι θα γινόταν αν σηκωνόταν, έβγαινε από την πόρτα και έφευγε μακριά από το όλο εγχείρημα; Ζυγίζει για λίγο αυτή τη σκέψη, δοκιμάζοντάς τη στο μυαλό του, και σιγά σιγά αρχίζει να τρέμει, κυριευμένος από τρόμο και ευτυχία, όπως ο σκλάβος που πέφτει πάνω στο όραμα της ίδιας της ελευθερίας του. Φαντάζεται τον εαυτό του κάπου αλλού, πολύ μακριά από εδώ, να περπατά μέσα στα

δάση,

κρεμασμένο

με

ένα

τσεκούρι

από

τον

ώμο

του.

να

κουνιέται

Μόνος

και

ελεύθερος, επιτέλους κύριος του εαυτού του. Θα ξεκινούσε τη ζωή του από την αρχή,

ένας

εξόριστος, ένας τυχοδιώκτης, ένας προσκυνητής στον Νέο Κόσμο. Δεν μπορεί όμως να φτάσει παραπέρα. Επειδή όσο γρηγορότερα αρχίζει να περιπλανιέται μέσα σε τούτα τα δάση, στη μέση του πουθενά, τόσο πιο έντονα νιώθει ότι ο Μπλακ είναι κι αυτός εκεί, κρύβεται πίσω από κάποια δέντρα, τον παραμονεύει αθέατος, κρυμμένος

μέσα σε μια συστάδα θάμνων, περιμένοντας από τον Μπλου να ξαπλώσει και να κλείσει τα μάτια του, πριν του ριχτεί και του σκίσει το λαρύγγι. Αυτό

συνεχίζεται

ασταμάτητα,

σκέφτεται

ο

Μπλου. Αν δεν φροντίσει τώρα τον Μπλακ, ποτέ δεν θα μπει ένα τέλος σ’ αυτό. Αυτό έλεγαν πεπρωμένο οι παλιοί, και κάθε ήρωας θα πρέπει να υποταχθεί σ’ αυτό. Κι αν υπάρχει κάτι που πρέπει να γίνει, αυτό είναι το μόνο πράγμα που δεν επιτρέπει καμιά αλλαγή. Ο Μπλου όμως δεν θέλει να το παραδεχτεί. Παλεύει εναντίον του, το απορρίπτει, τον πιάνει η καρδιά του. Αυτό όμως συμβαίνει επειδή ήδη ξέρει, και το να το πολεμά σημαίνει ότι το έχει ήδη δεχτεί, το να θέλει να λέει όχι σημαίνει ότι έχει ήδη πει ναι. Κι έτσι βαθμιαία ο Μπλου συνέρχεται, υποκύπτοντας επιτέλους στην αναγκαιότητα του πράγματος που πρέπει να γίνει. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν νιώθει φοβισμένος. Από τη στιγμή αυτή και στο εξής, μόνο μία λέξη υπάρχει για τον Μπλου, κι αυτή

είναι η λέξη φόβος. Σπατάλησε πολύτιμο χρόνο, και τώρα πρέπει να ορμήσει στον δρόμο, ελπίζοντας ότι δεν είναι πολύ αργά. Ο Μπλακ δεν θα έχει φύγει για πάντα, και ποιος ξέρει αν δεν κρύβεται στη γωνία, περιμένοντας τη στιγμή για να επιτεθεί; Ο Μπλου τρέχει προς το κτίριο του Μπλακ, παραβιάζει την εξώπορτα, κοιτάζοντας συνεχώς πίσω από τον ώμο του, κι έπειτα ανεβαίνει τις σκάλες μέχρι τον όροφο του Μπλακ. Η δεύτερη κλειδαριά τον δυσκολεύει περισσότερο από την πρώτη, αν και θεωρητικά θα έπρεπε να είναι απλούστερη, μια εύκολη δουλειά ακόμα και για τον πιο άξεστο αρχάριο. Η αδεξιότητα αυτή υπενθυμίζει στον Μπλου ότι έχασε τον έλεγχο, αφήνοντάς τη να καταλάβει το καλύτερο κομμάτι του εαυτού του. Όμως έστω κι αν το γνωρίζει, ελάχιστα πράγματα μπορεί να κάνει, εκτός του να της αντιστέκεται και να ελπίζει ότι τα χέρια του θα πάψουν να τρέμουν. Τα πράγματα όμως πάνε από το κακό

στο χειρότερο και, τη στιγμή που πατά το πόδι του στο δωμάτιο του Μπλακ, νιώθει τα πάντα να σκοτεινιάζουν γύρω του, λες και η νύχτα τον πιέζει περνώντας μέσα από τους πόρους του, καθισμένη πάνω του με ένα τρομακτικό βάρος, και την ίδια στιγμή το κεφάλι του μοιάζει να μεγαλώνει, να γεμίζει με αέρα, σαν να θέλει να αποσπασθεί από το σώμα του και να πλεύσει μακριά. Κάνει ένα βήμα ακόμα μέσα στο δωμάτιο κι έπειτα λιποθυμά, σωριάζεται στο πάτωμα σαν νεκρός. Με το πέσιμο σταματά το ρολόι του κι έτσι, όταν συνέρχεται, δεν ξέρει πόση ώρα έμεινε λιπόθυμος. Συγκεχυμένα στην αρχή, ανακτά τις αισθήσεις του έχοντας την εντύπωση ότι έχει ξαναβρεθεί εκεί, ίσως πολύ καιρό πριν, και, καθώς βλέπει τις κουρτίνες να ανεμίζουν στο ανοιχτό παράθυρο και τους ίσκιους να σαλεύουν παράξενα

στο

ταβάνι,

νομίζει

ότι

είναι

ξαπλωμένος στο κρεβάτι στο σπίτι του, όπως όταν

ήταν μικρό παιδί και δεν μπορούσε να κοιμηθεί τις ζεστές καλοκαιριάτικες νύχτες, και φαντάζεται ότι, αν βάλει τα δυνατά του ν’ ακούσει, τότε θα καταφέρει να αφουγκραστεί τις φωνές του πατέρα και της μητέρας του που κουβεντιάζουν ήσυχα στο πλαϊνό δωμάτιο. Αυτό όμως κρατά μια στιγμή μονάχα.

Αρχίζει

να

νιώθει

µια

πονοκέφαλο,

δυσάρεστη αναγούλα στο στομάχι του κι έπειτα, συνειδητοποιώντας πια πού είναι, να ξαναζεί τον πανικό που τον κυρίευσε τη στιγµή που µπήκε στο δωμάτιο. Σηκώνεται ενώ τα πόδια του τρέμουν, παραπατώντας μια δυο φορές εντωμεταξύ, και λέει μέσα του ότι δεν μπορεί να μείνει εδώ, θα πρέπει να φύγει, ναι, και πολύ μακριά μάλιστα. Αρπάζει το πόμολο της πόρτας, αλλά τότε, όταν θυμάται για ποιον λόγο ήρθε εδώ, βγάζει από την τσέπη του τον φακό και τον στρέφει ολόγυρα στο δωμάτιο, ώσπου το φως να πέσει συμπτωματικά πάνω σε μια στοίβα χαρτιά, που είναι προσεκτικά τοποθετημένα

στην

άκρη

του

γραφείου

του

Μπλακ. Χωρίς δεύτερη σκέψη, ο Μπλου μαζεύει τα χαρτιά με το ελεύθερο χέρι του, μονολογώντας ότι δεν έχει σημασία, αυτή θα είναι η αρχή, κι έπειτα παίρνει δρόµο για την πόρτα. Μόλις γυρνά στο δωμάτιό του, στην απέναντι πλευρά του δρόμου, ο Μπλου κερνά τον εαυτό του ένα ποτήρι μπράντι, κάθεται στο κρεβάτι του και προσπαθεί να ηρεμήσει. Αποτελειώνει γουλιά γουλιά το μπράντι κι έπειτα κερνά τον εαυτό του άλλο ένα ποτήρι. Καθώς ο πανικός του αρχίζει να καταλαγιάζει, μένει με ένα αίσθημα ντροπής. Τα έκανες μπάχαλο, μονολογεί, αυτή είναι η ουσία. Για πρώτη φορά στη ζωή του δεν στάθηκε αντάξιος των συνθηκών, κι αυτό του έρχεται σαν σοκ. Βλέπει τον εαυτό του ως αποτυχία, συνειδητοποιεί ότι, κατά βάθος, είναι ένας δειλός. Μαζεύει τα χαρτιά που έκλεψε, ελπίζοντας ότι έτσι θα ξεφύγει από αυτές τις σκέψεις. Αυτό όμως απλώς οξύνει το πρόβλημα, επειδή, καθώς αρχίζει να τα διαβάζει, βλέπει ότι δεν είναι τίποτα

περισσότερο Βρίσκονται

από εκεί,

εβδομαδιαίες

τις η

μια

εκθέσεις,

δικές μετά όλα

του

αναφορές.

την άλλη,

οι

λεπτομερώς

διευκρινισμένα, να μην εννοούν τίποτα, να μη λένε τίποτα, απέχοντας τόσο από την αλήθεια της υπόθεσης όσο θα απείχε και η σιωπή. Ο Μπλου αναστενάζει καθώς τα βλέπει, βυθίζεται στον εαυτό

του

κι

έπειτα,

αντιμέτωπος

με

την

κατάσταση αυτή, αρχίζει να γελά, αδύναμα στην αρχή, αλλά μετά όλο και πιο δυνατά, όλο και πιο τρανταχτά, ώσπου του κόβεται η ανάσα, πνίγεται σχεδόν, καθώς προσπαθεί να αποφορτιστεί μια και καλή. Σφίγγοντας τα χαρτιά στα χέρια του, τα πετά στο ταβάνι και βλέπει τη στοίβα να διαλύεται, να σκορπίζεται και να έρχονται φτεροκοπώντας να πέσουν στο πάτωμα η μια πίσω από την άλλη οι άθλιες σελίδες. Δεν είναι σίγουρο ότι ο Μπλου ανακάμπτει ποτέ από τα γεγονότα αυτής της νύχτας. Αλλά έστω και να το κάνει, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι

περνούν αρκετές μέρες προτού επανέλθει σε μια προσομοίωση του παλιού εαυτού του. Εκείνες τις μέρες δεν ξυρίζεται, δεν αλλάζει ρούχα, δεν σκέφτεται καν να το κουνήσει από το δωμάτιό επόµενη

του. Όταν έρχεται η μέρα να γράψει την

αναφορά του, δεν σκοτίζεται καν. Τελείωσε τώρα, λέει, κλοτσώντας μια από τις παλιές αναφορές στο πάτωμα. Καταραμένος να ’μαι αν ξαναγράψω ποτέ µου τέτοιο πράγµα. Το

μεγαλύτερο

διάστημα

το

περνά

είτε

ξαπλωμένος στο κρεβάτι του είτε κόβοντας βόλτες πάνω κάτω στο δωμάτιό του. Κοιτάζει τις εικόνες που

κρέμασε

στους

τοίχους

από

τότε

που

ξεκίνησε η υπόθεση, μελετά την καθεμιά με τη σειρά της, τη σκέφτεται όσο περισσότερο μπορεί, κι

έπειτα

περνά

στην

επόμενη.

Υπάρχει

ο

ανακριτής από τη Φιλαδέλφεια, ο Γκολντ, με το νεκρικό

εκμαγείο

του αγοριού.

Υπάρχει

ένα

χιονοσκέπαστο βουνό και, στην πάνω δεξιά γωνία της φωτογραφίας, μια ένθετη φωτογραφία του

γάλλου σκιέρ, με το πρόσωπό του κλεισμένο σε ένα

τετραγωνάκι.

Υπάρχει

η

γέφυρα

του

Μπρούκλιν και πλάι της οι δύο Ρόμπλινγκ, πατέρας και γιος. Υπάρχει ο πατέρας του Μπλου, ντυμένος με τη στολή του αστυνομικού, ενώ δέχεται ένα μετάλλιο από τον δήμαρχο της Νέας Υόρκης, τον Τζίμι Γου

όκερ. Και πάλι ο πατέρας

του Μπλου, αυτή τη φορά με πολιτικά, με το χέρι του περασμένο γύρω α

πό τη μητέρα του Μπλου

στις πρώτες μέρες του γάμου τους, ενώ οι δυο τους

στέλνουν

ένα

φωτεινό

χαμόγελο

στην

κάμερα. Υπάρχει μια φωτογραφία με τον Μπράουν και τον Μπλου, τραβηγμένη μπροστά από το γραφείο τους την ημέρα που ο Μπλου έγινε συνέταιρος. Από κάτω υπάρχει η φωτογραφία του Τζάκι

Ρόμπινσον

σε

μια

φάση

από

αγώνα

μπέιζμπολ. Πλάι της υπάρχει ένα πορτρέτο του Γουόλτ Γουίτμαν. Και τέλος, στ’ αριστερά ακριβώς του ποιητή, υπάρχει μια φωτογραφία από κάποια ταινία του Ρόμπερτ Μίτσαμ, κομμένη από ένα

περιοδικό: με το όπλο στο χέρι, κοιτάζει λες και θα του έρθει ο κόσμος κατακέφαλα. Δεν υπάρχει φωτογραφία της πρώην-μέλλουσας κυρίας Μπλου, αλλά κάθε φορά που ο Μπλου κάνει τον γύρο της μικρής του πινακοθήκης, σταματά απέναντι από μια μαύρη κηλίδα στον τοίχο και παριστάνει ότι είναι και αυτή εκεί. Για μερικές μέρες ο Μπλου δεν σκοτίζεται να κοιτάξει έξω από το παράθυρο. Έχει κλειστεί τόσο ερμητικά στις δικές του σκέψεις, ώστε ο Μπλακ μοιάζει να μη βρίσκεται πια εκεί. Το δράμα αφορά αποκλειστικά τον Μπλου, και, αν ο Μπλακ αποτελεί κατά κάποια έννοια την αιτία του, είναι σαν να έχει ήδη παίξει τον ρόλο του, έχει πει τις αράδες του, και έχει βγει από τη σκηνή. Επειδή στο σημείο αυτό ο Μπλου δεν μπορεί πια να ανεχτεί την ύπαρξη του Μπλακ, και έτσι την αρνείται. Από τη στιγμή που τρύπωσε στο δωμάτιο του Μπλακ και στάθηκε εκεί μόνος του, από τη στιγμή που βρέθηκε, ας πούμε, στα άδυτα των

αδύτων της μοναξιάς του Μπλακ, δεν μπορεί να ανταποκριθεί στη ζοφερότητα αυτής της στιγμής, εκτός αν την αντικαταστήσει με μια δική του μοναξιά. Το να εισδύσει λοιπόν στον Μπλακ ισοδυναμούσε με το να εισδύσει στον εαυτό του, και, εφόσον συνέβη αυτό, αδυνατεί να σκεφτεί ότι θα βρεθεί κάπου αλλού. Εκεί ακριβώς όμως βρίσκεται ο Μπλακ, έστω κι αν ο Μπλου δεν το γνωρίζει. Κάποιο θαρρείς,

απόγευμα, ο

Μπλου

λοιπόν, πλησιάζει

συμπτωματικά στο

παράθυρο

περισσότερο απ’ όσο πλησίαζε εδώ και μέρες, τυχαίνει να σταθεί απέναντί του, κι έπειτα, σαν να το κάνει για χάρη του παλιού καλού καιρού, τραβά τις κουρτίνες και ρίχνει μια ματιά έξω. Το πρώτο πράγμα που βλέπει είναι ο Μπλακ, όχι μέσα στο δωμάτιο, κτιρίου,

αλλά καθισμένος στην απέναντι

στο

κατώφλι

του

πλευρά του δρόμου,

κοιτώντας ψηλά προς το παράθυρο του Μπλου. Είναι λοιπόν ξοφλημένος, αναρωτιέται ο Μπλου.

Αυτό σηµαίνει ότι η δουλειά τελείωσε; Ο Μπλου αναζητά στο πίσω μέρος του δωματίου τα κιάλια του και ξαναγυρνά στο παράθυρο. Εστιάζοντας πάνω στον Μπλακ, μελετά αρκετά λεπτά

το

πρόσωπο

του

άντρα,

κάθε

χαρακτηριστικό με τη σειρά, τα μάτια, τα χείλη, τη μύτη,

αναλύοντας

το

πρόσωπο

κι

έπειτα

ανασυνθέτοντάς το. Συγκινείται από το βάθος της θλίψης του Μπλακ, από τα μάτια του, που καθώς κοιτάζουν ψηλά προς το μέρος του, φαίνονται τόσο στερημένα από ελπίδα και, άθελά του, καταλαμβάνεται εξ απροόπτου από αυτή την εικόνα.

Ο

Μπλου

νιώθει

τη

συμπόνια

να

φουντώνει μέσα του, νιώθει ένα κύμα οίκτου γι’ αυτή τη θλιβερή φιγούρα στην απέναντι πλευρά του

δρόμου.

Εύχεται

να

μην ήταν έτσι

τα

πράγματα, εύχεται να είχε το κουράγιο να γεμίσει το όπλο του, να σημαδέψει τον Μπλακ και να του φυτέψει μια σφαίρα στο κεφάλι. Ποτέ δεν θα μάθαινε τι τον χτύπησε, σκέφτεται ο Μπλου, θα

βρισκόταν στον ουρανό προτού πέσει κάτω. Μόλις όμως παίξει αυτή τη μικρή σκηνή στο μυαλό του, αρχίζει να υπαναχωρεί. Όχι, συνειδητοποιεί, δεν είναι διόλου αυτό που επιθυμεί. Αν δεν είναι αυτό, τότε λοιπόν τι είναι; Παλεύοντας ακόμη με τα τρυφερά συναισθήματα που αναβλύζουν από μέσα του, λέγοντας στον εαυτό του ότι θέλει να μείνει μόνος, ότι το μόνο που επιθυμεί είναι ειρήνη και ησυχία, βαθμιαία αντιλαμβάνεται ότι όντως στεκόταν εκεί µερικά λεπτά και αναρωτιόταν μήπως υπάρχει κάποιος τρόπος να βοηθήσει τον Μπλακ, μήπως θα μπορούσε να του προσφέρει χείρα βοηθείας. Αυτό σίγουρα θα ανέτρεπε τα σχέδιά του, σκέφτεται ο Μπλου, αυτό σίγουρα θα έθετε την όλη υπόθεση υπό αμφισβήτηση. Γιατί όχι όμως; Γιατί να μην κάνει το αναπάντεχο; Να χτυπήσει την πόρτα πίσω του, να διαγράψει όλη την ιστορία. Αυτό δεν είναι λιγότερο παράλογο από

οτιδήποτε

άλλο.

Επειδή

παραμένει

το

γεγονός ότι όλη αυτή η μάχη εξάντλησε τον

Μπλου. Δεν έχει πια τα κότσια να τη συνεχίσει. Και, κατά τα φαινόμενα, το ίδιο ισχύει και για τον Μπλακ. Για κοίτα τον, μονολογεί ο Μπλου. Είναι το θλιβερότερο πλάσμα στον κόσμο. Κι έπειτα, τη στιγμή που λέει αυτά τα λόγια, καταλαβαίνει ότι µιλάει και για τον εαυτό του. Πολύ αργότερα από την ώρα που ο Μπλακ φεύγει από τα σκαλιά, κάνοντας μεταβολή και ξαναμπαίνοντας στο κτίριο, ο Μπλου εξακολουθεί να ατενίζει το άδειο σημείο. Μια ή δυο ώρες προτού σουρουπώσει, απομακρύνεται επιτέλους από το παράθυρο, βλέπει την αταξία στην οποία επέτρεψε να βυθιστεί το δωμάτιό του, και περνά την επόμενη ώρα συμμαζεύοντας τα πράγματα. Πλένοντας τα πιάτα, στρώνοντας το κρεβάτι, βάζοντας

τα

ρούχα

του

στην

ντουλάπα,

μαζεύοντας από το πάτωμα όλες τις παλιές αναφορές. Έπειτα μπαίνει στο μπάνιο, κάνει για αρκετή ώρα ντους, ξυρίζεται και φορά καθαρά ρούχα, διαλέγοντας το καλό μπλε κοστούμι του

για την περίπτωση. Το καθετί είναι διαφορετικό γι’ αυτόν

τώρα,

ξαφνικά

και

αμετάκλητα

διαφορετικό. Δεν υπάρχει πια φόβος, δεν υπάρχει πια τρεμούλα. Τίποτα άλλο εκτός από μια ήρεμη βεβαιότητα, μια αίσθηση ορθότητας σ’ αυτό που ετοιµάζεται να κάνει. Λίγα λεπτά αφού πέσει η νύχτα, ισιώνει για μια τελευταία φορά τη γραβάτα του μπροστά στον καθρέφτη, κι έπειτα φεύγει από το δωμάτιο, βγαίνει έξω, διασχίζει τον δρόμο, και μπαίνει στο κτίριο του Μπλακ. Ξέρει ότι ο Μπλακ είναι εκεί, εφόσον μια μικρή λάμπα είναι αναμμένη στο δωμάτιό του και, καθώς ανεβαίνει τις σκάλες, προσπαθεί να φανταστεί την έκφραση που θα πάρει το πρόσωπο του Μπλακ όταν του πει τι έχει στο μυαλό του. Χτυπά δυο φορές την πόρτα, πολύ ευγενικά, και τότε ακούει από μέσα τη φωνή του Μπλακ: «Ανοιχτά είναι. Περάστε». Είναι δύσκολο να πει κανείς τι ακριβώς περίμενε να βρει ο Μπλου, αλλά σε κάθε περίπτωση όχι

αυτό, όχι αυτό το πράγμα που αντικρίζει τη στιγμή που μπαίνει στο δωμάτιο. Ο Μπλακ είναι εκεί, καθισμένος στο κρεβάτι και φορά πάλι τη μάσκα, την ίδια μάσκα που ο Μπλου είδε να φορά ο άντρας στο ταχυδρομείο, και στο δεξί του χέρι κρατά ένα όπλο, ένα 38άρι περίστροφο, ικανό να κάνει κομμάτια έναν άντρα από τόσο μικρή απόσταση,

και

το

στρέφει

κατευθείαν

στον

Μπλου. Ο Μπλου σταματά απέναντί του, δεν λέει το

παραμικρό.

Έτσι

δεν γίνεται

να υπάρξει

συμφιλίωση, σκέφτεται. Αυτό φέρνει τα πάνω κάτω. «Κάθισε στην καρέκλα, Μπλου» λέει ο Μπλακ γνέφοντάς του με το όπλο και δείχνοντάς του την ξύλινη καρέκλα του γραφείου. Ο Μπλου δεν έχει άλλη επιλογή κι έτσι κάθεται. Τώρα αντικρίζει τον Μπλακ, βρίσκεται όμως πολύ μακριά για να του ορμήσει, βρίσκεται σε πολύ άβολη θέση για να κάνει οτιδήποτε µε το όπλο. «Σε περίμενα» λέει ο Μπλακ. «Χαίρομαι που τα

κατάφερες επιτέλους». «Το φαντάστηκα» απαντά ο Μπλου. «Εκπλήσσεσαι;» «Ουσιαστικά όχι. Όχι τουλάχιστον μ’ εσένα. Με τον εαυτό μου ίσως, επειδή είμαι τόσο ηλίθιος. Ήρθα, βλέπεις, εδώ απόψε µε φιλικές διαθέσεις». «Μα και βέβαια ήρθες» λέει ο Μπλακ με ελαφρώς κοροϊδευτική φωνή. «Και βέβαια είμαστε φίλοι. Εμείς ήμαστε φίλοι από την αρχή, δεν ήµαστε; Οι καλύτεροι φίλοι που υπάρχουν». «Αν έτσι μεταχειρίζεσαι τους φίλους σου» λέει ο Μπλου «τότε είμαι τυχερός που δεν ανήκω στους εχθρούς σου». «Πολύ αστείο». «Σωστά, είμαι ο γνήσιος αστείος άνθρωπος. Να περιμένεις

πάντα πολλά γέλια εκεί

που θα

βρίσκοµαι εγώ». «Και η μάσκα; Δεν θα με ρωτήσεις για τη µάσκα;» «Δεν βλέπω τον λόγο. Αν εσύ θέλεις να φοράς

αυτό το πράγμα, το πρόβλημα δεν είναι δικό µου». «Θα πρέπει όµως να την κοιτάς, έτσι δεν είναι;» «Γιατί μου κάνεις ερωτήσεις όταν ξέρεις ήδη την απάντηση;» «Είναι χοντροκοµµένη, ε;» «Και βέβαια είναι». «Και τροµακτική στη θέα». «Ναι, πολύ τροµακτική». «Ωραία. Μ’ αρέσεις, Μπλου. Πάντα ήξερα πως ήσουν ο κατάλληλος άνθρωπος για μένα. Ένας άνθρωπος που µου ταιριάζει». «Αν σταματούσες να κουνάς αυτό το όπλο, τότε ίσως άρχιζα κι εγώ να νιώθω το ίδιο για σένα». «Λυπάμαι, αυτό δεν μπορώ να το κάνω. Είναι πολύ αργά τώρα». «Δηλαδή;» «Δεν σε χρειάζοµαι πια, Μπλου». «Ίσως δεν είναι τόσο εύκολο να με ξεφορτωθείς, ξέρεις. Εσύ μ’ έμπλεξες σ’ αυτή την ιστορία και

τώρα έχεις κολλήσει πάνω µου». «Όχι, Μπλου, κάνεις λάθος. Όλα τελείωσαν τώρα». «Άσε τα µεγάλα λόγια». «Τέρμα. Η παράσταση τελείωσε. Δεν έχουμε τίποτ’ άλλο να κάνουµε». «Από πότε;» «Από τώρα. Απ’ αυτή τη στιγµή». «Πάει, έχασες το µυαλό σου». «Όχι, Μπλου. Αν κάτι συμβαίνει, αυτό είναι ότι τα μυαλά μου είναι μια χαρά, στέκουν μια χαρά. Αυτή η κατάσταση με εξάντλησε και τώρα δεν μένει τίποτα. Αυτό όμως το ξέρεις εσύ, Μπλου, το ξέρεις καλύτερα από τον καθένα». «Τότε λοιπόν γιατί δεν τραβάς τη σκανδάλη;» «Θα το κάνω, όταν θα είµαι έτοιµος». «Και έπειτα θα φύγεις παρατώντας το πτώμα µου στο πάτωµα; Σαν απίθανο το βλέπω». «Ω, όχι, Μπλου. Δεν καταλαβαίνεις. Θα είμαστε κι οι δυο µαζί, όπως ήµαστε πάντα».

«Ξεχνάς όµως κάτι, έτσι;» «Τι εννοείς;» «Υποτίθεται ότι μου λες την ιστορία. Έτσι δεν τελειώνει το πράγμα; Εσύ μου λες την ιστορία και µετά αποχαιρετιόµαστε». «Την ξέρεις ήδη, Μπλου. Δεν το καταλαβαίνεις; Ξέρεις την ιστορία απέξω κι ανακατωτά». «Τότε γιατί εσύ ενοχλήθηκες από την αρχή;» «Μην κάνεις ηλίθιες ερωτήσεις». «Κι εγώ; Εγώ σε τι χρησίμευα; Μια κωμική σκηνή για την εκτόνωσή σου;» «Όχι, Μπλου. Σε χρειαζόμουν από την αρχή. Αν δεν υπήρχες εσύ, εγώ δεν θα μπορούσα να το κάνω». «Με χρειαζόσουν για ποιο πράγµα;» «Να μου υπενθυμίζεις αυτό που έπρεπε να κάνω. Κάθε φορά που κοιτούσα ψηλά, εσύ βρισκόσουν

εκεί,

παρακολουθώντας

με,

παίρνοντάς με στο κατόπι, πάντα μπροστά στα μάτια μου, ενοχλώντας με το βλέμμα σου. Για

μένα, Μπλου, ήσουν ο κόσμος ολόκληρος κι έφτασες να γίνεις ο θάνατός μου. Είσαι το μοναδικό πράγμα που δεν αλλάζει, το μόνο πράγµα που φέρνει τα πάνω κάτω». «Και τώρα δεν απομένει τίποτα. Έγραψες το σηµείωµα της αυτοκτονίας σου και τέρµα». «Ακριβώς». «Ηλίθιος είσαι. Είσαι ένας καταραμένος, ένας θλιβερός ηλίθιος». «Το ξέρω αυτό. Όχι όμως περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο. Θα καθίσεις εδώ να μου πεις ότι

εσύ είσαι

πιο έξυπνος

από μένα;

Εγώ

τουλάχιστον ξέρω τι έκανα. Είχα τη δουλειά μου και την έκανα. Εσύ όμως, δεν βρίσκεσαι πουθενά, Μπλου. Εσύ χάθηκες από την πρώτη κιόλας µέρα». «Τότε λοιπόν, μπάσταρδε, γιατί δεν τραβάς τη σκανδάλη;» λέει ο Μπλου που σηκώνεται ξαφνικά και

χτυπά

το

στήθος

του

θυμωμένος,

προκαλώντας τον Μπλακ να τον σκοτώσει. «Γιατί

δεν µε πυροβολείς τώρα, να τελειώνουµε;» Ο Μπλου κάνει τότε ένα βήμα προς το μέρος του Μπλακ και, καθώς η σφαίρα δεν έρχεται, κάνει άλλο ένα, κι άλλο ένα, φωνάζοντας στον μασκοφόρο άντρα να πυροβολήσει, δίχως πια να τον νοιάζει αν ζήσει ή αν πεθάνει. Μια στιγμή αργότερα, είναι ακριβώς από πάνω του. Δίχως να διστάσει, χτυπά το όπλο κι αυτό φεύγει από το χέρι του Μπλακ, τον αρπάζει από τον γιακά και τον σέρνει. Ο Μπλακ προσπαθεί να αντισταθεί, να παλέψει με τον Μπλου, αλλά ο Μπλου είναι πολύ δυνατός, είναι τρελαμένος από το πάθος του θυμού του, έγινε θαρρείς άλλος άνθρωπος και, καθώς

τα

πρώτα

χτυπήματα

αρχίζουν

να

προσγειώνονται στο πρόσωπο, στους βουβώνες και το στομάχι του Μπλακ, ο άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει τίποτα, και σύντομα βρίσκεται αναίσθητος στο πάτωµα. Αυτό όµως δεν εµποδίζει τον Μπλου να συνεχίσει να κοπανάει με τα πόδια του τον αναίσθητο Μπλακ, να τον αρπάζει και να

του

χτυπάει

το

κεφάλι

στο

πάτωμα,

σφυροκοπώντας το κορμί του με γροθιές τη μια μετά την άλλη. Στο τέλος, όταν η οργή του Μπλου αρχίζει να ξεθυμαίνει και βλέπει τι έκανε, δεν μπορεί να πει σίγουρα αν ο Μπλακ είναι ζωντανός ή νεκρός. Βγάζει τη μάσκα από το πρόσωπό του και ακουμπά το αυτί του στο στόμα του, για ν’ ακούσει τον ήχο από την ανάσα του. Κάτι ακούγεται, αλλά δεν μπορεί να πει αν αυτό προέρχεται από τον Μπλακ ή τον ίδιο. Αν είναι ζωντανός τώρα, σκέφτεται ο Μπλου, δεν θα είναι για πολύ. Κι αν είναι νεκρός, άσ’ τον να είναι. Ο Μπλου σηκώνεται

με

το κοστούμι

του

κουρελιασμένο, και αρχίζει να μαζεύει τις σελίδες από το χειρόγραφο του Μπλακ που βρίσκεται στο γραφείο. Αυτό του παίρνει αρκετά λεπτά. Όταν τα έχει μαζέψει όλα, σβήνει τη λάμπα στη γωνία και φεύγει από το δωμάτιο, χωρίς καν να ρίξει μια τελευταία µατιά στον Μπλακ. Είναι περασμένα μεσάνυχτα όταν ο Μπλου

επιστρέφει

στο

δωμάτιό

του.

Ακουμπά

το

χειρόγραφο στο γραφείο του, πηγαίνει στο μπάνιο, και ξεπλένει το αίμα από τα χέρια του. Έπειτα αλλάζει ρούχα, κερνάει τον εαυτό του ένα ποτήρι ουίσκι, και κάθεται στο γραφείο του με το βιβλίο του Μπλακ. Ο χρόνος πιέζει. Εκείνοι θα έρθουν προτού το καταλάβει και τότε έχει να γίνει της κακομοίρας. Ωστόσο, δεν αφήνει αυτό το θέμα να αναµειχθεί µε το επείγον επαγγελµατικό θέµα που αντιµετωπίζει. Διαβάζει την ιστορία ολόκληρη, κάθε λέξη της από την αρχή ως το τέλος. Την ώρα που τελειώνει, έχει χαράξει και το δωμάτιο φωτίζεται. Ακούει ένα πουλί

να

κελαηδά,

ακούει

βήματα

να

κατηφορίζουν τον δρόμο, ακούει ένα αυτοκίνητο να διασχίζει τη γέφυρα του Μπρούκλιν. Δίκιο είχε ο Μπλακ, μονολογεί. Όλα αυτά τα ήξερα απέξω κι ανακατωτά. Η ιστορία όμως δεν έχει τελειώσει ακόμη. Υπάρχει η ύστατη στιγμή κι αυτή δεν θα έρθει αν ο

Μπλου δεν εγκαταλείψει το δωμάτιο. Έτσι γίνεται στον κόσμο: ούτε μια στιγμή λιγότερη ούτε μια στιγμή περισσότερη. Όταν ο Μπλου σηκωθεί από την καρέκλα του, όταν φορέσει το καπέλο του και περάσει από την πόρτα, αυτό θα είναι το τέλος της ιστορίας. Πού θα πάει ύστερα απ’ αυτό, δεν έχει σηµασία. Επειδή εμείς οφείλουμε να θυμόμαστε πως όλα αυτά συνέβησαν πάνω από τριάντα χρόνια πριν, πίσω στα πρώτα χρόνια της παιδικής μας ηλικίας. Άρα, όλα είναι πιθανά. Εγώ προσωπικά προτιµώ να σκέφτομαι ότι πήγε πολύ μακριά, ότι εκείνο το πρωί επιβιβάστηκε σε ένα τρένο και τράβηξε προς τη Δύση για να ξεκινήσει μια καινούργια ζωή. Ίσως μάλιστα η Αμερική δεν ήταν το τέρμα του ταξιδιού του.

Στα

κρυφά

μου

όνειρα

μ’

αρέσει

να

φαντάζομαι τον Μπλου να κλείνει θέση σε κάποιο πλοίο και να ταξιδεύ

ει στην Κίνα. Ας είναι λοιπόν

η Κίνα, κι εμείς ας κλείσουμε εδώ το θέμα. Προς το παρόν, είναι η στιγμή που ο Μπλου σηκώνεται

από την καρέκλα, φορά το καπέλο του και περνά από την πόρτα. Κι από τη στιγμή αυτή και ύστερα, εµείς δεν ξέρουµε το παραµικρό.

ΤΟ ΚΛΕΙΔΩΜΕΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

1

ΤΩΡΑ ΜΟΥ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΟΤΙ Ο ΦΑΝΣΟΟΥ

ήταν

πάντα εκεί. Από αυτόν αρχίζουν τα πάντα για µένα και δίχως αυτόν μετά βίας θα ήξερα ποιος είμαι. Συναντηθήκαμε

προτού

μπορέσουμε

να

µιλήσουµε, από µωρά ακόµη, µπουσουλώντας στο χορτάρι με τις πάνες μας, και, ώσπου να γίνουμε επτά χρόνων, είχαμε τρυπήσει τα δάχτυλά μας με καρφίτσες και είχαμε γίνει αδερφοποιητοί για μια ζωή. Τώρα, όποτε σκέφτομαι τα παιδικά μου χρόνια, βλέπω τον Φάνσοου. Ήταν αυτός που βρισκόταν

μαζί

μου,

αυτός

με

τον

οποίο

μοιραζόμουν τις σκέψεις μου, αυτός που έβλεπα

όποτε σήκωνα το κεφάλι µου. Αυτό

όμως

Μεγαλώσαμε,

έγινε

φύγαμε

πολύ σε

καιρό

πριν.

διαφορετικά

μέρη,

χωρίσαμε. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν είναι πολύ παράξενο, νομίζω. Μας πηγαίνουν οι ζωές μας σε δρόμους που δεν μπορούμε να ελέγξουμε, και τίποτα σχεδόν δεν μένει μαζί μας. Πεθαίνει κι αυτό όταν πεθάνουμε εμείς, και ο θάνατος είναι κάτι που µας συµβαίνει καθηµερινά. Πριν από επτά χρόνια εκείνον τον Νοέμβρη, έλαβα ένα γράμμα από μια γυναίκα που λεγόταν Σόφι Φάνσοου.

Δεν με γνωρίζετε, άρχιζε το γράμμα,

και σας ζητώ συγγνώμη που σας γράφω έτσι ξαφνικά. Συνέβησαν όμως κάποια πράγματα και υπ’ αυτές τις συνθήκες δεν έχω πολλές επιλογές. Όπως προέκυπτε, ήταν η γυναίκα του Φάνσοου. Ήξερε ότι είχα µεγαλώσει µαζί µε τον άντρα της, ήξερε επίσης ότι έμενα στη Νέα Υόρκη από τότε που είχε διαβάσει πολλά από τα άρθρα µου σε περιοδικά. Η εξήγηση ερχόταν στη δεύτερη παράγραφο,

πολύ απότομα, χωρίς προλόγους. Ο Φάνσοου είχε εξαφανιστεί, έγραφε, και είχαν περάσει πάνω από έξι μήνες από τότε που τον είδε για τελευταία φορά. Όλο αυτό το διάστημα δεν είχε ακούσει ούτε μία λέξη απ’ αυτόν, δεν είχε την παραμικρή νύξη

σχετικά

με

το

πού

θα

μπορούσε

να

βρίσκεται. Η αστυνομία δεν βρήκε ούτε ένα ίχνος του και ο ιδιωτικός ντετέκτιβ που προσέλαβε για να τον αναζητήσει γύρισε με τα χέρια αδειανά. Τίποτα δεν ήταν σίγουρο, αλλά τα γεγονότα έδειχναν να μιλούν από μόνα τους. Ο Φάνσοου μάλλον είχε πεθάνει. Ήταν άσκοπο να σκέφτεται ότι θα γύριζε πίσω. Υπό το φως όλων αυτών των γεγονότων, υπήρχε κάτι σημαντικό που έπρεπε να το συζητήσει μαζί μου και αναρωτιόταν αν θα συµφωνούσα να τη δω. Το γράμμα μού προκάλεσε μια σειρά μικρών σοκ. Υπήρχαν

τόσες πληροφορίες που έπρεπε να

απορροφήσω μονομιάς. Τό ωθούσαν

σε

σες δυνάμεις που με

διαφορετικές

κατευθύνσεις.

Ξεπροβάλλοντας από το πουθενά, ο Φάνσοου έμπαινε

πάλι

στη

ζωή

μου.

Μόλις

όμως

αναφέρθηκε το όνομά του, αυτός έγινε και πάλι άφαντος. Ήταν παντρεμένος, είχε ζήσει στη Νέα Υόρκη, κι εγώ δεν ήξερα τίποτα παραπάνω γι’ αυτόν. Εντελώς εγωιστικά, ένιωθα πληγωμένος που δεν φρόντισε να έρθει σε επαφή μαζί μου. Ένα τηλεφώνημα, μια καρτ ποστάλ, ένα ποτό να θυμηθούμε τα παλιά. Δεν ήταν δύσκολο να τα κανονίσεις αυτά. Άλλο τόσο όμως, το λάθος ήταν και δικό μου. Ήξερα πού έμενε η μητέρα του και, αν ήθελα να τον βρω, εύκολα θα μπορούσα να ρωτήσω εκείνη. Το γεγονός είναι ότι αφέθηκα να απομακρυνθώ από τον Φάνσοου. Η ζωή του σταμάτησε τη στιγμή που πήραμε χωριστούς δρόμους, και τώρα για μένα αυτός ανήκε στο παρελθόν, όχι στο παρόν. Ήταν ένα φάντασμα που το

κουβαλούσα

απολίθωμα, πραγματικό.

ένα

μέσα

μου,

πράγμα

Προσπάθησα

που να

ένα

προϊστορικό

δεν ήταν πια θυμηθώ

την

τελευταία φορά που τον είδα, τίποτα όμως δεν ήταν σαφές. Το μυαλό μου περιπλανήθηκε μερικά λεπτά κι έπειτα κόλλησε, προσηλώθηκε στην ημέρα που πέθανε ο πατέρας του. Εκείνη την εποχή πηγαίναμε στο Λύκειο και δεν θα πρέπει να ήµαστε πάνω από δεκαεπτά χρόνων. Τηλεφώνησα στη Σόφι Φάνσοου και της είπα ότι θα

χαιρόμουν

να

τη

δω

όποτε

βόλευε.

Αποφασίσαμε να συναντηθούμε την επομένη, και η φωνή της ακούστηκε γεμάτη ευγνωμοσύνη, έστω και αν της εξήγησα ότι δεν είχα νέα του Φάνσοου, δεν είχα ιδέα για το πού βρισκόταν. Έμενε σε μια πολυκατοικία από κόκκινα τούβλα στο Τσέλσι, ένα παλιό κτίριο δίχως ασανσέρ, με σκοτεινές σκάλες και την μπογιά στους τοίχους να ξεφλουδίζει. Ανέβηκα τους πέντε ορόφους μέχρι να φτάσω στον δικό της, ενώ με συνόδευαν ήχοι από ραδιόφωνα και τσακωμούς και καζανάκια τουαλέτας που έρχονταν από τα διαμερίσματα. Έκανα μια στάση για να πάρω μιαν ανάσα κι έπειτα

χτύπησα την πόρτα. Ένα μάτι κοίταξε από το ματάκι της πόρτας, κι έπειτα ακούστηκε ο ήχος από το κλειδί καθώς γυρνούσε, κι ύστερα η Σόφι Φάνσοου στάθηκε μπροστά μου, κρατώντας ένα µωρό στο αριστερό της µπράτσο. Ενώ χαµογελούσε και με καλούσε να περάσω, το μωρό τής τραβούσε τα μακριά καστανά μαλλιά της. Τράβηξε απαλά το κεφάλι της μακριά από αυτή την επίθεση, έπιασε το παιδί και με τα δυο χέρια και το γύρισε προς το μέρος μου. «Αυτός είναι ο Μπεν» είπε «ο γιος του Φάνσοου, και γεννήθηκε πριν από τρεισήμισι μήνες ακριβώς». Έκανα ότι θαύμαζα το μωρό που κουνούσε τα χέρια του και ασπριδερά σάλια κυλούσαν στο πιγούνι του, αλλά περισσότερο με ενδιέφερε η μητέρα του. Ο Φάνσοου στάθηκε τυχερός. Η γυναίκα ήταν όμορφη, με σκούρα, πανέξυπνα

μάτια,

σχεδόν

άγρια

μέσα

στη

σταθερότητά τους. Λεπτή, όχι πάνω από το μέσο ύψος και με κάτι αργό στους τρόπους της, κάτι που την έκανε αισθησιακή και αξιοπρόσεκτη

συνάμα, σαν να ατένιζε τον κόσμο από το κέντρο μιας βαθύτερης εσωτερικής εγρήγορσης. Κανένας άντρας δεν θα παράταγε με τη θέλησή του αυτή τη γυναίκα, ιδίως αν επρόκειτο να φέρει στον κόσμο το

παιδί

του.

Γι’

αυτό

τουλάχιστον

ήμουν

σίγουρος. Ακόµα και προτού µπω στο διαµέρισµα, ήξερα ότι ο Φάνσοου έπρεπε να έχει πεθάνει. Ήταν ένα μικρό διαμέρισμα με όλα του τα δωμάτια στη σειρά, ελάχιστα έπιπλα, ένα δωμάτιο να προορίζεται για τα βιβλία και το γραφείο, ένα άλλο να χρησιμεύει ως καθιστικό, και τα δυο τελευταία

για

τον

ύπνο.

Ο

χώρος

ήταν

τακτοποιημένος, φτωχικός στις λεπτομέρειες, στο σύνολό

του

όμως

άνετος.

Αν μη

τι

άλλο,

αποδείκνυε ότι ο Φάνσοου δεν περνούσε τον καιρό του παλεύοντας να βγάλει λεφτά. Εγώ όμως δεν ήμουν ο άνθρωπος που θα περιφρονούσε τη φτώχεια. Το δικό μου διαμέρισμα ήταν ακόμα πιο στενάχωρο και σκοτεινό από αυτό και ήξερα ότι έπρεπε να παλεύω κάθε μήνα για να τα βγάλω

πέρα µε το νοίκι. Η Σόφι Φάνσοου μου έδωσε μια καρέκλα να καθίσω, μου έφτιαξε ένα φλιτζάνι καφέ κι έπειτα κάθισε στον φθαρμένο γαλάζιο καναπέ. Με το μωρό καθισμένο στα πόδια της, μου διηγήθηκε την ιστορία της εξαφάνισης του Φάνσοου. Γνωρίστηκαν πριν από τρία χρόνια στη Νέα Υόρκη. Μέσα σε έναν μήνα μετακόμισαν για να συζήσουν και σε λιγότερο από έναν χρόνο είχαν παντρευτεί. Ο Φάνσοου δεν ήταν από τους ανθρώπους που μπορείς εύκολα να συμβιώσεις μαζί τους, του είπε, αλλά εκείνη τον αγαπούσε, και ποτέ δεν υπήρξε στη συμπεριφορά του το παραμικρό που να υπαινίσσεται ότι δεν την αγαπούσε κι αυτός. Υπήρξαν ευτυχισμένοι οι δυο τους. Εκείνος περίμενε τη γέννηση του παιδιού. Αισθήματα εχθρότητας και πικρίας δεν υπήρχαν ανάµεσά τους. Μια µέρα του Απριλίου της είπε ότι θα πήγαινε το απόγευμα στο Νιου Τζέρσεϊ να δει τη μητέρα του, κι έπειτα δεν ξαναγύρισε ποτέ.

Όταν η Σόφι τηλεφώνησε αργά

εκείνη τη νύχτα

στην πεθερά της, έμαθε ότι ο Φάνσοου δεν έκανε ποτέ εκείνη την επίσκεψη. Κάτι τέτοιο δεν είχε ξανασυµβεί στο παρελθόν, αλλά η Σόφι αποφάσισε να περιμένει. Δεν ήθελε να είναι από τις γυναίκες που πανικοβάλλονται αν ο άντρας τους δεν εμφανιστεί και ήξερε ότι ο Φάνσοου χρειαζόταν περισσότερο χώρο για να ανασάνει απ’ ό,τι οι περισσότεροι άντρες. Αποφάσισε μάλιστα να μην τον ρωτήσει τίποτα, όταν εκείνος θα γύριζε στο σπίτι. Πέρασε όμως μία εβδομάδα, έπειτα άλλη μία, και στο τέλος εκείνη πήγε στην αστυνομία. Όπως

το

περίμενε,

οι

αστυνομικοί

δεν

ενδιαφέρθηκαν ιδιαίτερα για το πρόβλημά της. Λίγα ήταν αυτά που μπορούσαν να κάνουν, εκτός αν υπήρχαν πληροφορίες για έγκλημα. Στο κάτω κάτω,

σύζυγοι

εγκατέλειπαν

καθημερινά

τις

γυναίκες τους, και οι περισσότεροι από αυτούς δεν ήθελαν να τους ξαναβρούν. Οι αστυνομικοί έκαναν μερικές έρευνες ρουτίνας, δεν κατέληξαν

πουθενά κι έπειτα της πρότειναν να μισθώσει έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ. Με τη βο

ήθεια της πεθεράς

της, που προσφέρθηκε να πληρώσει το κόστος, εκείνη επιστράτευσε τις υπηρεσίες ενός άντρα που άκουγε στο όνομα Κουίν. Ο Κουίν δούλεψε σκληρά για πέντε με έξι βδομάδες, στο τέλος όμως της ζήτησε να μην πληρωθεί, μη θέλοντας να πάρει άλλα από τα λεφτά τους. Είπε στη Σόφι ότι, κατά πάσα πιθανότητα, ο Φάνσοου βρισκόταν ακόμη στη χώρα, δεν μπορούσε όμως να πει αν ήταν ζωντανός ή νεκρός. Ο Κουίν δεν ήταν τσαρλατάνος. Η Σόφι τον βρήκε συμπαθητικό, έναν άντρα που ήθελε πράγματι να βοηθήσει και, όταν την επισκέφτηκε εκείνη την τελευταία μέρα, αντιλήφθηκε ότι της ήταν αδύνατο να αντικρούσει την ετυμηγορία του. Δεν γινόταν τίποτα. Αν ο Φάνσοου είχε αποφασίσει να την παρατήσει, δεν θα έφευγε στα κλεφτά χωρίς κουβέντα. Δεν ήταν του χαρακτήρα του να δειλιάζει μπροστά στην αλήθεια, να το βάζει στα πόδια όταν αντιμετώπιζε

δυσάρεστες καταστάσεις. Άρα, η εξαφάνισή του ένα και μόνο πράγμα μπορούσε να σημαίνει: ότι τον είχε βρει κάποιο φοβερό κακό. Ωστόσο η Σόφι εξακολουθούσε να ελπίζει ότι κάτι θα άλλαζε. Είχε διαβάσει για περιπτώσεις αμνησίας, και για ένα μικρό διάστημα κυριεύτηκε από αυτή την ιδέα, θεωρώντας τη μια τρελή πιθανότητα:

η

σκέψη

με

τον

Φάνσοου

να

παραπατά ολόγυρα δίχως να ξέρει ποιος είναι, με τη ζωή του κλεμμένη και παρ’ όλα αυτά ζωντανός, στο μεταίχμιο ίσως του να ξαναβρεί τον εαυτό του ανά πάσα στιγμή. Πέρασαν κι άλλες βδομάδες και άρχισε να πλησιάζει το τέλος της εγκυμοσύνης της. Περίμενε το παιδί σε λιγότερο από έναν μήνα –πράγμα που σήμαινε ότι το παιδί μπορούσε να έρθει οποιαδήποτε στιγμή– και σιγά σιγά το αγέννητο παιδί άρχισε να κυριεύει όλες της τις σκέψεις, σαν να µην υπήρχε πια άλλος χώρος µέσα της για τον Φάνσοου. Αυτά ήταν τα λόγια που χρησιμοποίησε για να περιγράψει την αίσθηση –

δεν υπήρχε πια άλλος χώρος μέσα της– κι έπειτα συνέχισε λέγοντας πως ίσως αυτό σήμαινε ότι, πέρα απ’ οτιδήποτε άλλο, ήταν θυμωμένη με τον Φάνσοου, θυμωμένη που την εγκατέλειψε, έστω κι αν δεν ήταν δικό του το λάθος. Η αναφορά αυτή με εντυπωσίασε με την ωμή της εντιμότητα. Ποτέ δεν είχα ακούσει κανέναν να μιλά έτσι για προσωπικά αισθήματα –τόσο ανελέητα, με τέτοια περιφρόνηση καθωσπρεπισμό–

απέναντι και,

όπως

στον

συμβατικό

το γράφω τώρα,

καταλαβαίνω ότι ακόμα κι εκείνη την πρώτη μέρα είχα γλιστρήσει από ένα λαγούμι στη γη, ότι έπεφτα σε ένα μέρος όπου δεν είχα ξαναβρεθεί ποτέ. Ένα πρωί, συνέχισε η Σόφι, σηκώθηκε ύστερα από μια δύσκολη νύχτα και κατάλαβε ότι ο Φάνσοου δεν θα ξαναγύριζε. Ήταν μια αιφνίδια, απόλυτη

αλήθεια,

που

ποτέ

ξανά

δεν

αμφισβητήθηκε. Τότε έκλαψε και συνέχισε να κλαίει για μία βδομάδα, πενθώντας τον Φάνσοου

σαν να είχε πεθάνει. Όπως και να ’χει, όταν τα δάκρυα στέρεψαν, ανακάλυψε ότι δεν ένιωθε τύψεις. Ο Φάνσοου της δόθηκε για μερικά χρόνια, έκρινε, κι αυτό ήταν όλο. Τώρα υπήρχε το παιδί που έπρεπε να σκεφτεί και τίποτα άλλο δεν είχε σημασία. Ήξερε ότι αυτό ακουγόταν μάλλον πομπώδες, αλλά γεγονός ήταν ότι εξακολούθησε να ζει με αυτή την αίσθηση των πραγμάτων, κι αυτό συνέχιζε να κάνει τη ζωή της υποφερτή. Της έκανα μια σειρά ερωτήσεις, κι εκείνη μου απαντούσε ήρεµα στην καθεµία, σαν να κατέβαλλε προσπάθεια να μη χρωματίσει με τα συναισθήματά της τις απαντήσεις. Πώς ζούσαν, για παράδειγμα, και τι δουλειά έκανε ο Φάνσοου, και τι του συνέβη στα χρόνια που μεσολάβησαν από την τελευταία φορά που τον είδα. Το μωρό στον καναπέ άρχισε να κάνει φασαρία και, χωρίς να σταματήσει τη συνομιλία μας, η Σόφι άνοιξε την μπλούζα της και το τάισε πρώτα από το ένα στήθος και έπειτα από το άλλο.

Δεν μπορούσε να είναι σίγουρη για οτιδήποτε προηγήθηκε μέχρι που γνώρισε τον Φάνσοου, είπε. Ήξερε ότι εκείνος παράτησε το κολέγιο ύστερα από δυο χρόνια, ότι κατάφερε να πάρει αναβολή από τον στρατό, και δούλεψε σε κάποιο πλοίο για λίγο διάστημα. Ένα τάνκερ, θαρρούσε, ή μπορεί και φορτηγό. Στη συνέχεια έζησε μερικά χρόνια στη Γαλλία, πρώτα στο Παρίσι κι έπειτα ως φύλακας σε μια φάρμα στον Νότο. Όλα αυτά όμως ήταν γι’ αυτήν τελείως ασαφή, εφόσον ο Φάνσοου ποτέ δεν έλεγε πολλά για το παρελθόν του. Την εποχή που γνωρίστηκαν, δεν είχε παρά οκτώ με δέκα

μήνες

που

επέστρεψε

στην

Αμερική.

Έπεσαν, κυριολεκτικά, ο ένας πάνω στον άλλο. Στέκονταν και οι δυο κοντά στην πόρτα ενός βιβλιοπωλείου σαββατιάτικο

του

Μανχάταν

απόγευμα

και

ένα

περίμεναν

υγρό να

σταματήσει η βροχή. Αυτή ήταν η αρχή και, από τη μέρα εκείνη έως τη μέρα που εξαφανίστηκε ο Φάνσοου, ήταν µαζί σχεδόν συνεχώς.

Ο Φάνσοου δεν είχε ποτέ μια τακτική δουλειά, είπε, τίποτα που να μπορεί κανείς να το πει πραγματική δουλειά. Τα χρήματα δεν του έλεγαν πολλά και προσπαθούσε να τα σκέφτεται όσο γινόταν λιγότερο. Προτού γνωρίσει τη Σόφι, είχε κάνει τα πάντα –δούλεψε για ένα διάστημα στο εμπορικό ναυτικό, σε αποθήκη, ως δάσκαλος, υπήρξε αφανής συνεργάτης γνωστών συγγραφέων, σερβιτόρος, μπογιατζής, μετέφερε έπιπλα για μια εταιρεία μεταφορών–, αλλά κάθε δουλειά ήταν προσωρινή.

Μόλις

μάζευε

αρκετά

ώστε

να

μπορέσει να φύγει για μερικούς μήνες, έφευγε. Όταν άρχισε να συζεί με τη Σόφι, δεν δούλευε καθόλου. Εκείνη δούλευε ως δασκάλα µουσικής σ’ ένα ιδιωτικό σχολείο και ο μισθός της έφτανε και για τους δυο. Έπρεπε, βεβαίως, να προσέχουν, αλλά υπήρχε πάντα φαγητό στο τραπέζι και κανείς τους δεν είχε παράπονα. Δεν τη διέκοψα. Για μένα ήταν σαφές ότι ο κατάλογος αυτός ήταν μόλις η αρχή, λεπτομέρειες

που

έπρεπε

να

παρουσιαστούν

προτού

επανέλθουμε στο κυρίως θέμα. Ό,τι και να έκανε ο Φάνσοου με τη ζωή του, αυτό ελάχιστη σχέση είχε με τούτο τον κατάλογο από περιστασιακές μικροδουλειές. Αυτό το ήξερα από την αρχή, προτού ειπωθεί οτιδήποτε άλλο. Επιτέλους, δεν μιλούσαμε

για

τον

οποιονδήποτε.

Για

τον

Φάνσοου μιλούσαμε, και το παρελθόν δεν ήταν τόσο µακρινό ώστε να µη θυµάµαι ποιος ήταν. Η Σόφι χαμογέλασε όταν κατάλαβε ότι εγώ προπορευόμουν, ότι γνώριζα τι θα ακολουθούσε. Νομίζω ότι το περίμενε πως εγώ θα ήξερα, και το γεγονός αυτό απλώς επιβεβαίωσε εκείνη την προσδοκία της, εξαλείφοντας όλες τις αμφιβολίες που ίσως είχε όταν μου ζήτησε να έρθω. Ήξερα χωρίς να μου έχει πει τίποτα, και αυτό μου έδινε το δικαίωμα να βρίσκομαι εδώ, να ακούσω τι είχε να µου πει. «Συνέχισε

το

συγγραφέας, έτσι;»

γράψιμο»

είπα.

«Έγινε

Η Σόφι κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. Έτσι ακριβώς. Ή τουλάχιστον κάπως έτσι, εν πάση περιπτώσει. Αυτό που με μπέρδευε ήταν γιατί ποτέ δεν άκουσα κάτι γι’ αυτόν. Αν ο Φάνσοου ήταν

συγγραφέας,

τότε

σίγουρα

κάπου

θα

συναντούσα το όνομά του. Δουλειά μου ήταν να ξέρω αυτά τα πράγµατα, και φαινόταν απίθανο ότι, απ’ όλο τον κόσμο, μου ξέφυγε ο Φάνσοου. Αναρωτήθηκα μήπως δεν κατάφερε να βρει εκδότη για το έργο του. Ήταν το μόνο ερώτημα που έδειχνε λογικό. Όχι, είπε η Σόφι, ήταν κάτι πιο περίπλοκο. Ποτέ δεν προσπάθησε να δημοσιεύσει κάτι. Στην αρχή, όταν ήταν πολύ νέος, ήταν πολύ ντροπαλός για να στείλει οτιδήποτε στους εκδότες, νιώθοντας ότι η δουλειά του δεν ήταν αρκετά καλή. Αλλά και αργότερα ακόµα, όταν αυξήθηκε η αυτοπεποίθησή του, ανακάλυψε ότι προτιμούσε να παραμένει κρυμμένος. Η αναζήτηση ενός εκδότη, της είπε, θα τον αποσπούσε από τη δουλειά του, και, όταν

ερχόταν η ώρα να το σκεφτεί, θα προτιμούσε να αναλώσει τον χρόνο του στην ίδια τη δουλειά. Η Σόφι αγανακτούσε με αυτή την αδιαφορία, όποτε όμως τον πίεζε γι’ αυτό το θέμα, εκείνος της απαντούσε ανασηκώνοντας τους ώμους του: «Δεν υπάρχει λόγος να βιαζόμαστε, αργά ή γρήγορα θα το αντιµετωπίσουµε». Μια δυο φορές σκέφτηκε πράγματι να πάρει την κατάσταση στα χέρια της και να στείλει ένα χειρόγραφο σε κάποιον εκδότη, ποτέ όμως δεν το έκανε. Σ’ έναν γάμο υπάρχουν κανόνες που δεν μπορείς να τους παραβείς, και, ασχέτως του πόσο ξεροκέφαλη ήταν αυτή η στάση, εκείνη δεν είχε άλλη επιλογή από το να την αποδεχτεί. Υπήρχε πολλή δουλειά, είπε, και την τρέλαινε η σκέψη ότι έμενε εκεί, μέσα σ’ ένα ντουλάπι, αλλά ο Φάνσοου άξιζε την αφοσίωσή της κι έτσι έβαζε τα δυνατά της να µην πει τίποτα. Μια μέρα, κάπου τρεις με τέσσερις μήνες προτού εξαφανι στεί, ο Φάνσοου της έκανε μια

συμβιβαστική πρόταση. Της

έδωσε τον λόγο του

ότι θα έκανε κάτι για τη δουλειά του μέσα σ’ έναν χρόνο και, για να αποδείξει ότι το εννοούσε, της είπε ότι, αν για οποιονδήποτε λόγο αυτός δεν κατάφερνε να κρατήσει την υπόσχεσή του, εκείνη θα μου έφερνε όλα του τα χειρόγραφα και θα τα άφηνε στα χέρια μου. Εγώ θα ήμουν ο φύλακας του έργου του, είπε, κι εγώ θα έπρεπε να αποφασίσω τι θα γινόταν μ’ αυτό. Αν πίστευα ότι άξιζε να δημοσιευτεί, εκείνος θα αποδεχόταν την κρίση μου. Επίσης, είπε, αν εντωμεταξύ του συνέβαινε κάτι, εκείνη θα μου έδινε αμέσως τα χειρόγραφα και θα μου επέτρεπε να κάνω όλες τις διαπραγματεύσεις, με τη συμφωνία ότι θα έπαιρνα ένα ποσοστό είκοσι πέντε τοις εκατό επί των χρημάτων που θα απέφερε το έργο του. Αν όμως αποφάσιζα ότι τα γραπτά του δεν άξιζαν να δημοσιευτούν, τότε θα επέστρεφα στη Σόφι τα χειρόγραφα κι εκείνη θα τα κατέστρεφε μέχρι την τελευταία σελίδα.

Αυτές οι δηλώσεις την έκαναν να σαστίσει, είπε η Σόφι, και σχεδόν κορόιδευε τον Φάνσοου που είχε τόσο επίσημο ύφος. Η όλη σκηνή ήταν αταίριαστη με τον χαρακτήρα του και αναρωτιόταν μήπως είχε κάποια σχέση με το γεγονός ότι εκείνη είχε μόλις

μείνει έγκυος. Ίσως

η ιδέα της

πατρότητας τον είχε λογικέψει μέσα από μια νέα αίσθηση ευθύνης. Ίσως ήταν τόσο αποφασισμένος να αποδείξει τις καλές προθέσεις του, ώστε να μεγαλοποιεί την υπόθεση. Όποιος κι αν ήταν ο λόγος, εκείνη χάρηκε που είχε αλλάξει γνώμη. Καθώς η εγκυμοσύνη της προχωρούσε, άρχισε να έχει ως και κρυφά όνειρα για την επιτυχία του Φάνσοου,

ελπίζοντας

ότι

θα

μπορούσε

να

παρατήσει τη δουλειά της και να μεγαλώσει το παιδί χωρίς καμιά οικονομική πίεση. Όλα, βέβαια, πήγαν

στραβά

και

το

έργο

του

Φάνσοου

ξεχάστηκε, χάθηκε μέσα στην αναστάτωση που ακολούθησε την εξαφάνισή του. Αργότερα, όταν ο κουρνιαχτός κατακάθισε, εκείνη αντιστάθηκε στην

ιδέα

να

φοβούμενη

πραγματοποιήσει μήπως

αυτό

τις

οδηγίες

του,

γρουσουζέψει

κάθε

ευκαιρία που θα είχε να τον ξαναδεί. Στο τέλος όμως ενέδωσε, ξέροντας ότι έπρεπε να σεβαστεί την επιθυμία του. Γι’ αυτό και μου έγραψε. Γι’ αυτό κι εγώ καθόµουν τώρα µαζί της. Από πλευράς µου, δεν ήξερα πώς να αντιδράσω. Η πρόταση με αιφνιδίασε και, για ένα δυο δευτερόλεπτα, απλώς καθόμουν εκεί, παλεύοντας με το πελώριο πράγμα που πέταξαν πάνω μου. Απ’ ό,τι μπορούσα να πω, δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος να διαλέξει ο Φάνσοου εμένα γι’ αυτή τη δουλειά. Είχα να τον δω πάνω από δέκα χρόνια, και σχεδόν απόρησα όταν έμαθα ότι ακόμη θυμόταν ποιος ήμουν. Πώς περίμεναν από μένα να αναλάβω μια τέτοια ευθύνη, να κρίνω έναν άντρα και να πω αν άξιζε ή όχι η ζωή που έζησε; Η Σόφι προσπάθησε να μου εξηγήσει. Ο Φάνσοου δεν είχε επαφή μαζί μου, είπε, αλλά συχνά της μιλούσε για μένα και, κάθε φορά που αναφερόταν

το όνομά μου, με περιέγραφε σαν τον καλύτερο φίλο του στον κόσμο, σαν τον μόνο αληθινό φίλο που είχε ποτέ. Κατάφερε επίσης να ενημερώνεται για τη δουλειά μου, αγοράζοντας

πάντα τα

περιοδικά στα οποία δημοσιεύονταν τα άρθρα μου, μερικές φορές μάλιστα της τα διάβαζε μεγαλοφώνως. Θαύμαζε ό,τι έκανα, είπε η Σόφι. Ήταν περήφανος για μένα, και πίστευε ότι είχα µέσα µου το ταλέντο να κάνω κάτι σπουδαίο. Όλοι

αυτοί

οι

έπαινοι

μου

προκαλούσαν

αμηχανία. Είχε τόση ένταση η φωνή της Σόφι, ώστε κατά κάποιον τρόπο ένιωσα ότι ο Φάνσοου μιλούσε μέσα από εκείνη, λέγοντάς μου αυτά τα πράγματα με το ίδιο του το στόμα. Παραδέχομαι ότι κολακεύτηκα, κι αυτό, αναμφίβολα, ήταν ένα φυσιολογικό συναίσθημα υπ’ αυτές τις συνθήκες. Εκείνη την εποχή δυσκολευόμουν να αποδεχτώ τους

επαίνους

και

είναι

γεγονός

ότι

δεν

συμμεριζόμουν αυτή τη σπουδαία άποψη για τον εαυτό μου. Είχα γράψει πολλά άρθρα, αυτό ήταν

αλήθεια, δεν έβλεπα όμως αυτό το γεγονός ως αφορμή εορτασμού, ούτε και ήμουν ιδιαίτερα περήφανος

γι’

αυτό.

Στον

βαθμό

που

με

αφορούσε, ήταν κάτι σαν γράψιμο με το κομμάτι. Είχα ξεκινήσει με μεγάλες ελπίδες, σκεπτόμουν ότι θα γινόμουν μυθιστοριογράφος, ότι τελικά θα κατάφερνα να γράψω κάτι που θα συγκινούσε τους ανθρώπους και θα άλλαζε τις ζωές τους. Ο καιρός όμως περνούσε και σιγά σιγά συνειδητοποιούσα ότι αυτό δεν θα συνέβαινε. Δεν είχα μέσα μου ένα τέτοιο

βιβλίο

και,

κάποια

στιγμή,

είπα

να

εγκαταλείψω τα όνειρά μου. Εν πάση περιπτώσει, ήταν απλούστερο να συνεχίσω να γράφω άρθρα. Δουλεύοντας σκληρά, κινούμενος σταθερά από το ένα κομμάτι στο άλλο, μπορούσα λίγο πολύ να βγάζω το ψωμί μου, κι αν αυτό είχε κάποια αξία, είχα την ευχαρίστηση να βλέπω, μόνιμα σχεδόν, το όνομά μου τυπωμένο. Ήξερα ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι πολύ πιο ζοφερά. Δεν ήμουν ούτε τριάντα χρόνων και είχα ήδη κάποια φήμη.

Είχα

αρχίσει

με

κριτικές

ποίησης

και

μυθιστορημάτων, και τώρα μπορούσα να γράψω σχεδόν τα πάντα και να κάνω μια αξιέπαινη δουλειά. έργα,

Κινηματογραφικές καλλιτεχνικά

σόου,

ταινίες,

θεατρικά

κονσέρτα,

βιβλία,

ακόμα και παιχνίδια του μπέιζμπολ – δεν είχαν παρά να μου το ζητήσουν κι εγώ θα το έκανα. Ο κόσμος με έβλεπε σαν έναν λαμπρό νέο, έναν ανερχόμενο κριτικό, μέσα μου όμως εγώ ένιωθα γέρος, ήδη εξαντλημένος. Ό,τι είχα καμωμένο ως τώρα συνοψιζόταν σε ένα απλό κλάσμα του τίποτα. Υπήρχε τόση σκόνη και το παραμικρό αεράκι θα τη σκόρπιζε µακριά. Έτσι, ο έπαινος του Φάνσοου με άφησε με ανάμεικτα συναισθήματα. Αφενός ήξερα ότι έκανε λάθος. Αφετέρου –κι εδώ είναι που γίνεται ζοφερή η υπόθεση– ήθελε να πιστέψω ότι είχε δίκιο. Είναι δυνατόν να στάθηκα τόσο σκληρός με τον εαυτό μου,

αναλογίστηκα.

Και

μόλις

άρχισα

να

σκέφτομαι αυτό το πράγμα, χάθηκα. Μα ποιος

δεν θα πηδούσε από τη χαρά του αν είχε την ευκαιρία να απελευθερωθεί, ποιος άνθρωπος είναι τόσο δυνατός ώστε να απορρίπτει την πιθανότητα της ελπίδας; Μέσα μου τρεμόπαιζε η σκέψη ότι θα μπορούσα να αναστηθώ στα ίδια μου τα μάτια κι ένιωθα μια ξαφνική έκρηξη φιλίας για τον Φάνσοου μέσα από τα χρόνια, μέσα απ’ όλη τη σιωπή των χρόνων που µας κράτησαν χωρισµένους. Έτσι έγιναν λοιπόν τα πράγματα. Υπέκυψα στην κολακεία

ενός άντρα που απουσίαζε, και, εκείνη

τη στιγμή της αδυναμί

ας, είπα το ναι. Θα χαρώ να

διαβάσω τη δουλειά του, είπα, και να κάνω οτιδήποτε για να βοηθήσω. Η Σόφι χαμογέλασε στο άκουσμα αυτών των λόγων –αν ήταν από ευτυχία ή απογοήτευση, αυτό δεν μπόρεσα ποτέ να το καταλάβω– κι έπειτα σηκώθηκε από τον καναπέ και μετέφερε το μωρό στο διπλανό δωμάτιο. Σταμάτησε μπροστά σε ένα ψηλό δρύινο ντουλάπι, άνοιξε την πόρτα και την άφησε να αιωρείται ανοιχτή πάνω στους μεντεσέδες της.

Ορίστε, μου είπε. Υπήρχαν κουτιά και ντοσιέ και φάκελοι και σημειωματάρια που πλημμύριζαν τα ράφια –

περισσότερα πράγματα απ’ όσα θα

θεωρούσα ποτέ πιθανά. Θυμάμαι που γελούσα με αμηχανία και έκανα κάποια κρύα αστεία. Έπειτα, μας απασχόλησε πολύ η συζήτηση για το ποιος θα ήταν ο καλύτερος τρόπος να μεταφέρω όλα αυτά τα χειρόγραφα από το διαμέρισμα, και στο τέλος αποφασίσαμε να χρησιμοποιήσουμε δυο μεγάλες βαλίτσες. Μας πήρε σχεδόν μία ώρα, στο τέλος όμως καταφέραμε να στριμώξουμε τα πάντα εκεί μέσα. Είναι προφανές, είπα, ότι θα μου πάρει αρκετό καιρό να εξετάσω όλο αυτό το υλικό. Η Σόφι μού είπε να μην ανησυχώ, κι έπειτα μου ζήτησε συγγνώμη που μου φόρτωσε μια τέτοια δουλειά. Της είπα ότι καταλάβαινα, ότι δεν είχε καμία δυνατότητα να αρνηθεί την εκπλήρωση της επιθυμίας του Φάνσοου. Όλα αυτά ήταν πολύ δραματικά

και

ταυτόχρονα

μακάβρια,

σχεδόν

κωμικά. Η όμορφη Σόφι ακούμπησε προσεκτικά

το μωρό στο πάτωμα, με αγκάλιασε για να με ευχαριστήσει κι έπειτα µε φίλησε στο µάγουλο. Για μια στιγμή σκέφτηκα ότι θα έβαζε τα κλάματα, αλλά η στιγμή πέρασε και τα δάκρυα δεν ήρθαν. Έπειτα κατέβασα αργά από τις σκάλες τις δυο βαλίτσες και τις έβγαλα στο δρόμο. Και οι δυο µαζί ήταν βαριές όσο ένας άνθρωπος.

2

Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΟΣΟ ΑΠΛΗ

όσο θα

ήθελα να είναι. Ότι αγαπούσα τον Φάνσοου, ότι αυτός ήταν ο πιο στενός μου φίλος, ότι τον γνώριζα καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον, αυτά είναι γεγονότα που, ό,τι και να πω, δεν θα μπορέσει τίποτε να τα μειώσει. Αυτό όμως είναι μονάχα η αρχή και, στον αγώνα μου να θυμηθώ τα πράγματα όπως έγιναν στ’ αλήθεια, βλέπω τώρα ότι υπήρξα πάντα επιφυλακτικός απέναντι στον Φάνσοου, ότι ένα κομμάτι του εαυτού μου του αντιστεκόταν πάντα. Καθώς μεγαλώναμε μάλιστα, δεν νομίζω να ένιωθα ποτέ εντελώς άνετα με την

παρουσία του. Αν η ζήλια είναι μια λέξη πολύ δυνατή γι’ αυτό που προσπαθώ να πω, τότε θα το έλεγα μια υποψία, ένα κρυφό συναίσθημα ότι ο Φάνσοου ήταν πάντα καλύτερος

από εμένα.

Εκείνη την εποχή όλα αυτά τα αγνοούσα και ποτέ δεν υπήρξε κάτι ιδιαίτερο το οποίο να μπορώ να επισημάνω. Κι όμως, παρέμενε η αίσθηση ότι μέσα του υπήρχε

πολύ περισσότερη έμφυτη

καλοσύνη απ’ ό,τι σε άλλους, ότι μια άσβεστη φλόγα τον κρατούσε ζωντανό, ότι εκείνος ήταν πολύ πιο αληθινός απ’ ό,τι θα ήλπιζα ποτέ εγώ να γίνω. Από νωρίς ακόμη η επιρροή του ήταν εμφανής. Επεκτεινόταν ακόμα και σε πολύ απλά πράγματα. Αν ο Φάνσοου φορούσε τη ζώνη του κουμπωμένη στο

πλάι

του

παντελονιού

του,

τότε

θα

μετακινούσα κι εγώ τη δική μου στην ίδια θέση. Αν ο Φάνσοου ερχόταν στο γήπεδο φορώντας μαύρα αθλητικά παπούτσια, τότε θα ζήταγα κι εγώ μαύρα αθλητικά παπούτσια την επόμενη φορά που

θα με έπαιρνε μαζί της η μητέρα μου στο υποδηματοπωλείο. Αν ο Φάνσοου έφερνε μαζί του στο σχολείο ένα αντίτυπο του

Ροβινσώνα Κρούσου,

τότε θα άρχιζα κι εγώ να διαβάζω τον

Ροβινσώνα

Κρούσο το ίδιο απόγευμα στο σπίτι μου. Δεν ήμουν ο μόνος που φερόταν έτσι, ίσως όμως ήμουν ο πιο αφοσιωμένος, αυτός που ενέδιδε πιο πρόθυμα στη δύναμη που εκείνος ασκούσε πάνω μας. Ο ίδιος ο Φάνσοου δεν συνειδητοποιούσε αυτή τη δύναμη και, αναμφίβολα, αυτός ήταν ο λόγος που εξακολουθούσε να την ασκεί. Αδιαφορούσε για την προσοχή που του έδειχναν, έκανε ήσυχα τη δουλειά

του,

επιρροή

ποτέ

του

δεν

για

να

χρησιμοποιούσε

την

καθοδηγεί

τους

άλλους. Δεν έκανε τις τρέλες που κάναμε όλοι εμείς οι υπόλοιποι. Δεν έκανε σκανταλιές,

δεν

είχε

μπλεξίματα

με

τους

δασκάλους. Αυτό όμως δεν του το χτύπαγε κανείς. Ο Φάνσοου στεκόταν ξέχωρα από μας, κι όμως ήταν αυτός που μας ένωνε, αυτός τον οποίο

πλησιάζαμε ζητώντας του να κάνει τον διαιτητή στις διαμάχες μας, αυτός στον οποίο μπορούσαμε να βασιστούμε για την εντιμότητά του και την ικανότητά του να σταματά τους μικροκαβγάδες μας. Υπήρχε κάτι τόσο ελκυστικό πάνω του, ώστε πάντα ήθελες να βρίσκεσαι πλάι του, λες και θα μπορούσες να ζεις μέσα στη σφαίρα του και να σε αγγίζει αυτό που ήταν εκείνος. Ήταν εκεί για σένα, και συνάμα ήταν απλησίαστος. Ένιωθες ότι μέσα του υπήρχε ένας κρυφός πυρήνας που θα έμενε πάντα αδιαπέραστος,

ένα μυστηριώδες

κέντρο απόκρυψης. Το να τον μιμείσαι ήταν κατά κάποιον τρόπο σαν να συμμετείχες σ’ αυτό το µυστήριο, ταυτόχρονα όµως καταλάβαινες ότι ποτέ δεν θα µπορούσες να τον µάθεις στ’ αλήθεια. Μιλώ για τα πρώτα παιδικά μας χρόνια. Γυρίζω πίσω στα πέντε, τα έξι, τα επτά μας. Πολλά απ’ αυτά είναι τώρα πια θαμμένα, και ξέρω ότι ακόμα κι οι αναμνήσεις μπορούν να σφάλλουν. Ωστόσο δεν νομίζω να κάνω λάθος αν πω ότι κρατώ ακόμη

μέσα μου την αύρα εκείνων των ημερών και, στον βαθµό που µπορώ να νιώθω αυτό που ένιωθα τότε, αμφιβάλλω αν τέτοια αισθήματα μπορούν να ψεύδονται. Ό,τι κι αν έγινε τελικά ο Φάνσοου, έχω την αίσθηση ότι αυτό ξεκίνησε εκείνα τα χρόνια. Διαμορφώθηκε

πολύ γρήγορα,

ήταν ήδη μια

έντονα διακριτή παρουσία από την εποχή που αρχίσαμε το σχολείο. Ο Φάνσοου ήταν ορατός, όταν

όλοι

εμείς

οι

άλλοι

ήμαστε

άμορφα

πλάσματα, στη δίνη μιας συνεχούς αλλαγής, παραπαίοντας από τη μια στιγμή στην άλλη. Δεν εννοώ ότι εκείνος αναπτύχθηκε γρήγορα –ποτέ δεν έδειχνε μεγαλύτερος απ’ όσο ήταν–, αλλά ότι ήδη ήταν ο εαυτός του προτού καν μεγαλώσει. Για τον έναν ή τον άλλο λόγο, ποτέ δεν πέρασε τις αναστατώσεις υπόλοιποι. διαφορετικής

που Τα

βιώσαμε

δικά

κατηγορίας

του –πιο

όλοι

εμείς

δράματα ενδόμυχα

οι ήταν και

αναμφίβολα πιο ωμά– χωρίς όμως να συνοδεύονται από τις απότομες αλλαγές που σημάδευαν τις

ζωές όλων των άλλων. Ένα περιστατικό μένει ιδιαίτερα ζωντανό στη μνήμη μου. Αφορά ένα πάρτι γενεθλίων στο οποίο είχαμε προσκληθεί ο Φάνσοου κι εγώ, όταν πηγαίναμε

στην πρώτη

ή

τη

δευτέρα

τάξη.

Πρόκειται για την αρχή ακριβώς της περιόδου για την οποία είμαι ικανός να μιλώ με κάποια ακρίβεια.

Ήταν

ένα

ανοιξιάτικο

απόγευμα

Σαββάτου, κι εμείς πηγαίναμε στο πάρτι μαζί με ένα ακόμα αγόρι, έναν φίλο μας που τον έλεγαν Ντένις Ουόλντεν. Ο Ντένις είχε περάσει ζωή πολύ σκληρότερη από τη δική μας: μια αλκοολική μητέρα, ένας άνεργος πατέρας, ένα πλήθος από αδελφούς και αδελφές. Βρέθηκα δυο τρεις φορές στο σπίτι του –ένα μεγάλο, σκοτεινό ερείπιο– και θυμάμαι ότι τρομοκρατήθηκα με τη μάνα του που μ’ έκανε να σκεφτώ τη μάγισσα των παραμυθιών. Περνούσε όλη την ημέρα πίσω από την κλειστή πόρτα του δωματίου της, φορώντας πάντα το μπουρνούζι της, με το χλωμό της πρόσωπο να

είναι ένας εφιάλτης από ρυτίδες, και κάθε τόσο έβγαζε το κεφάλι της από την πόρτα και κάτι ξεφώνιζε στα παιδιά. Την ημέρα του πάρτι, o Φάνσοου κι εγώ εφοδιαστήκαμε με δώρα για να τα δώσουμε στο αγόρι που γιόρταζε, τυλιγμένα σε χρωματιστά χαρτιά και δεμένα με κορδέλες. Ο Ντένις όμως δεν είχε τίποτα κι ένιωθε άσχημα. Θυμάμαι που προσπαθούσα να τον παρηγορήσω με κάτι κούφια λόγια ή λέγοντάς του ότι δεν είχε σημασία, κανείς δεν νοιαζόταν στ’ αλήθεια γι’ αυτό, μέσα στη σύγχυση κανείς δεν θα το έπαιρνε είδηση. Ο Ντένις όμως στενοχωριόταν κι αυτό το κατάλαβε

αμέσως

ο

Φάνσοου.

Χωρίς

καμιά

εξήγηση, γύρισε στον Ντένις και του έδωσε το δικό του δώρο. «Να» του είπε «πάρε αυτό. Θα τους

πω

ότι

άφησα

το

δικό

μου

στο

σπίτι». Η πρώτη μου αντίδραση ήταν να σκεφτώ ότι ο Ντένις θα θιγόταν από αυτή τη χειρονομία, ότι ο οίκτος του Φάνσοου θα τον προσέβαλλε. Έκανα όμως λάθος. Εκείνος δίστασε

για μια στιγμή, προσπαθώντας να χωνέψει αυτή την απότομη μεταβολή της τύχης, κι έπειτα κούνησε το κεφάλι του, σαν να αναγνώριζε τη σοφή χειρονομία που έκανε ο Φάνσοου. Δεν ήταν τόσο μια πράξη ελεημοσύνης όσο μια πράξη δικαιοσύνης, και γι’ αυτόν τον λόγο ο Ντένις μπορούσε να τη δεχτεί χωρίς να ταπεινωθεί. Το ένα πράγμα μεταβαλλόταν σε κάτι άλλο. Ήταν κάτι μαγικό, ένας συνδυασμός από χοντροκοπιά και απόλυτη πειθώ, και αμφιβάλλω αν κάποιος άλλος εκτός από τον Φάνσοου θα κατάφερνε να το κάνει. Μετά το πάρτι, γύρισα µε τον Φάνσοου στο σπίτι του. Η μητέρα του ήταν εκεί, καθισμένη στην κουζίνα και μας ρώτησε πώς ήταν το πάρτι κι αν άρεσε στο αγόρι που γιόρταζε το δώρο που του αγόρασε. Προτού ο Φάνσοου προλάβει να πει οτιδήποτε, εγώ ξεφούρνισα την ιστορία για ό,τι είχε

κάνει.

Δεν

είχα

την

πρόθεση

να

του

προκαλέσω μπελάδες, αλλά μου ήταν αδύνατο να το κρατήσω για τον εαυτό μου. Η χειρονομία του

Φάνσοου μου άνοιξε έναν ολόκληρο καινούργιο κόσμο:

τον τρόπο

με

τον οποίο

μπορούσε

κάποιος να μπει στα συναισθήματα των άλλων και να τα καταλάβει τόσο απόλυτα, ώστε τα δικά του να μην έχουν πια σημασία. Αυτή ήταν η πρώτη πραγματικά

ηθική

πράξη

στην

οποία

ήμουν

μάρτυρας και μου φαινόταν ότι τίποτε άλλο δεν άξιζε να συζητηθεί. Η μητέρα του Φάνσοου όμως δεν έδειξε να ενθουσιάζεται και τόσο. Ναι, είπε, αυτό που έκανε ήταν γενναιόδωρο, αλλά ήταν και λάθος. Το δώρο τής κόστισε κάποια χρήματα και, δίνοντάς το, ο Φάνσοου της έκλεψε κατά κάποιον τρόπο εκείνα τα χρήματα. Εκτός Φάνσοου

φέρθηκε

με

τούτου,

αγένεια,

ο

επειδή

εμφανίστηκε χωρίς δώρο, πράγμα που είχε άσχημο αντίκτυπο

επάνω

της,

εφόσον

εκείνη

ήταν

υπεύθυνη για τις πράξεις του. Ο Φάνσοου άκουσε προσεκτικά τη μητέρα του και δεν είπε ούτε λέξη. Όταν εκείνη τελείωσε, εξακολουθούσε να μη μιλά κι αυτή τον ρώτησε αν κατάλαβε. Ναι, της είπε,

κατάλαβε. Ίσως αυτό τελείωνε εκεί, αλλά, ύστερα από μια μικρή παύση, ο Φάνσοου συνέχισε λέγοντας πως ακόμη πιστεύει ότι έχει δίκιο. Δεν τον ένοιαζε πώς ένιωθε η μητέρα του. Και την επόμενη φορά το ίδιο θα έκανε. Μια σκηνή ακολούθησε αυτόν τον μικρό διαξιφισμό. Η κυρία Φάνσοου θύμωσε με την αυθάδειά του, αλλά εκείνος επέμενε, αρνιόταν να υποχωρήσει κάτω από τον καταιγισμό των επιπλήξεών της. Τελικά, εκείνος έλαβε την εντολή να πάει στο δωμάτιό του κι εμένα μου είπαν να φύγω από το σπίτι. Ένιωθα συντετριμμένος από την αδικία της μητέρας του, όταν όμως προσπάθησα να μιλήσω και να τον υπερασπιστώ, ο Φάνσοου με σταμάτησε με ένα νεύμα. δέχτηκε

Αντί

να συνεχίσει

σιωπηλά

την

να διαμαρτύρεται, τιμωρία

του

και

εξαφανίστηκε στο δωµάτιό του. Το επεισόδιο στο σύνολό του ταίριαζε απόλυτα στο στιλ του Φάνσοου: η αυθόρμητη καλή πράξη, η ακράδαντη πίστη σε ό,τι είχε αποφασίσει να

κάνει, και η βουβή, παθητική σχεδόν, παράδοση στις συνέπειες της πράξης του. Ασχέτως του πόσο αξιοπρόσεκτη ήταν η συμπεριφορά του, εκείνος ένιωθε

πάντα

αποκομμένος

από

αυτήν.

Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, αυτή ακριβώς η ιδιότητα ήταν που μερικές φορές με τρόμαζε και με έδιωχνε από κοντά του. Ένιωθα τόσο κοντά στον Φάνσοου, τον θαύμαζα τόσο πολύ, ήθελα τόσο απεγνωσμένα να συγκριθώ μαζί του, κι έπειτα ερχόταν ξαφνικά μια στιγμή που θα καταλάβαινα ότι μου ήταν ξένος, ότι αυτός ο τρόπος που είχε να ζει τόσο ενδόμυχα ποτέ δεν θα αντιστοιχούσε στον τρόπο τον οποίο χρειαζόμουν εγώ για να ζήσω. Ήθελα τόσο πολλά πράγματα, είχα τόσες επιθυμίες, ζούσα τόσο κυριευμένος από την αμεσότητα της στιγμής, ώστε να μην μπορώ

να

ενδιέφερε

φτάσω να

σε

κάνω

τέτοια τα

αδιαφορία.

πάντα

καλά,

Με να

εντυπωσιάζω τον κόσμο με τα κούφια δείγματα της φιλοδοξίας μου: καλοί βαθμοί, τιμητικές

διακρίσεις, επιβράβευση για οποιοδήποτε θέμα μάς εξέταζαν κάθε βδομάδα. Ο Φάνσοου έμενε μακριά απ’ όλα αυτά, στεκόταν ήσυχα στη γωνιά του, δίχως να δίνει καμιά προσοχή. Αν έκανε κάτι καλό, αυτό θα γινόταν παρά τη θέλησή του, χωρίς αγώνα, χωρίς προσπάθεια, χωρίς να ρισκάρει αυτό που έκανε. Αυτή η στάση μπορεί να ήταν ενοχλητική, και μου πήρε πολύ καιρό για να καταλάβω πως ό,τι ήταν καλό για τον Φάνσοου δεν ήταν κατ’ ανάγκην καλό για εµένα. Εντούτοις, δεν θέλω να υπερβάλλω. Αν ο Φάνσοου και εγώ μοιραία είχαμε τις διαφορές μας, εκείνο που θυμάμαι περισσότερο απ’ όλα στα παιδικά μας χρόνια ήταν το πάθος για τη φιλία μας. Μέναμε σε διπλανά σπίτια, και οι δίχως φράχτη πίσω αυλές μας έσμιγαν σε μια ενιαία έκταση με πελούζα, χαλίκια και χώμα. Ήταν σαν να ζούσαμε στο ίδιο σπίτι. Οι μητέρες μας ήταν στενές φίλες, οι πατεράδες μας ήταν συμπαίκτες στο τένις, κανείς από τους δυο μας δεν είχε

αδελφό: ιδανικές συνθήκες λοιπόν, χωρίς τίποτα να μας χωρίζει. Γεννηθήκαμε με διαφορά λιγότερο από μία βδομάδα και περάσαμε τη βρεφική μας ηλικία μαζί στην πίσω αυλή, εξερευνώντας το χορτάρι πεσμένοι στα τέσσερα, κομματιάζοντας τα λουλούδια, ενώ σταθήκαμε στα πόδια μας και κάναμε τα πρώτα μας βήματα την ίδια μέρα. Υπάρχουν φωτογραφίες που το τεκμηριώνουν. Αργότερα µάθαµε ποδόσφαιρο και µπέιζµπολ µαζί στην πίσω αυλή. Χτίζαμε τα κάστρα μας, παίζαμε τα παιχνίδια μας, εφευρίσκαμε τους δικούς μας κόσµους στην πίσω αυλή, και αργότερα υπήρχαν οι βόλτες μας στην πόλη, τα ατελείωτα απογεύματα με τα ποδήλατά μας, οι πολύωρες συζητήσεις. Θα ήταν αδύνατο, θαρρώ, να ξέρω κάποιον τόσο καλά όσο ήξερα εκείνον τον καιρό τον Φάνσοου. Η μητέρα μου θυμάται ότι εκείνη την εποχή ήμαστε τόσο προσκολληµένοι, ώστε µια φορά, ενώ ήµαστε και

οι

έξι

μαζί,

ρωτήσαμε

αν μπορούν να

παντρευτούν άντρες µεταξύ τους. Εµείς θέλαµε να

ζήσουμε μαζί όταν θα μεγαλώναμε, και πώς αλλιώς θα το κάναμε αν όχι ως παντρεμένοι; Ο Φάνσοου

θα

γινόταν

αστρονόμος

κτηνίατρος.

κι

Σκεφτόμασταν

εγώ ένα

μεγάλο σπίτι στην εξοχή, ένα μέρος όπου τις νύχτες ο ουρανός θα ήταν τόσο σκοτεινός ώστε να βλέπουμε όλα τα αστέρια, και όπου θα υπήρχαν ζώα για να τα φροντίζουµε. Ανατρέχοντας στο παρελθόν, θεωρώ φυσικό το γεγονός ότι ο Φάνσοου έγινε συγγραφέας. Η αυστηρότητα της εσωτερικής του φύσης έμοιαζε σχεδόν να το απαιτεί. Ακόμα και στο Δημοτικό αυτός σκάρωνε ιστοριούλες, και αμφιβάλλω αν υπήρξε ποτέ εποχή, αφότου έκλεισε τα δέκα ή τα έντεκα, που να μη σκεφτόταν τον εαυτό του ως συγγραφέα. Στην αρχή βεβαίως αυτό δεν φαινόταν να έχει μεγάλη σημασία. Πρότυπά του ήταν ο Πόε και ο Στίβενσον, και ό,τι προέκυπτε από αυτό ήταν οι συνηθισμένες αγορίστικες μεγαλοστομίες. «Μια νύχτα, το σωτήριο έτος 1751, περπατούσα

μέσα σε μια φονική χιονοθύελλα προς το σπίτι των προγόνων μου, όταν έπεσα πάνω σε μια φιγούρα που θύμιζε φάντασμα μέσα στο χιόνι». Το είδος του κειμένου με τις πομπώδεις φράσεις και τις εξωφρενικές εξελίξεις της πλοκής. Στην έκτη τάξη, θυμάμαι, ο Φάνσοου έγραψε ένα σύντομο αστυνομικό

μυθιστόρημα

γύρω

στις

πενήντα

σελίδες. Ο δάσκαλος του επέτρεψε να μας το διαβάζει καθημερινά δέκα λεπτά μετά το τέλος του

μαθήματος.

Όλοι

καμαρώναμε

για

τον

Φάνσοου και μας εξέπληττε ο δραματικός τρόπος με τον οποίο διάβαζε, παίζοντας τον ρόλο του κάθε ήρωά του. Η υπόθεση μου διαφεύγει τώρα, θυμάμαι όμως ότι ήταν ιδιαίτερα πολύπλοκο, με την έκβασή του να εξαρτάται από κάτι σαν τις µπερδεµένες ταυτότητες τεσσάρων διδύµων. Ο Φάνσοου ωστόσο δεν ήταν ένα βιβλιοφάγο παιδί. Ήταν πολύ καλός στα παιχνίδια για να συμβαίνει

αυτό,

μια τόσο

ανάμεσά

μας,

ώστε

να

κυρίαρχη φιγούρα μην

μπορεί

να

αποτραβηχτεί στον εαυτό του. Εκείνα τα χρόνια, εμείς είχαμε την εντύπωση ότι δεν υπήρχε κάτι που να μην το κάνει καλά, κάτι που να μην κάνει καλύτερα από

οποιονδήποτε

άλλον.

Ήταν ο

καλύτερος παίκτης στο μπάσκετ, ο καλύτερος μαθητής, ο πιο όμορφος απ’ όλα τα αγόρια. Το καθένα από αυτά τα πράγματα ήταν αρκετό για να του προσδώσει ιδιαίτερο κύρος, όλα µαζί όµως τον έκαναν να μοιάζει με ήρωα, ένα παιδί ευλογημένο από τους θεούς. Όμως όσο ξεχωριστός κι αν ήταν, παρέμενε ένας από εμάς. Ο Φάνσοου δεν ήταν ένα παιδί-μεγαλοφυΐα, ένα παιδί-θαύμα. Δεν είχε κάποιο ιδιαίτερο ταλέντο που να τον κάνει να ξεχωρίζει από τα παιδιά της ηλικίας του. Ήταν ένα απολύτως φυσιολογικό παιδί, αλλά –αν μπορεί να ειπωθεί αυτό– βρισκόταν σε μεγαλύτερη αρμονία με τον εαυτό του, ήταν ένα ιδανικά φυσιολογικό παιδί σε σύγκριση µε όλους µας. Στο βάθος της καρδιάς του, ο Φάνσοου που γνώριζα εγώ δεν ήταν τολμηρό άτομο. Παρ’ όλα

αυτά, υπήρχαν φορές που με σόκαρε με την προθυμία του να εμπλέκεται σε επικίνδυνες καταστάσεις.

Πίσω

αυτοκυριαρχία,

από

την

επιφανειακή

υπήρχε ένα βαθύ σκοτάδι,

η

ανάγκη να πιέζει τον εαυτό του, να διακινδυνεύει, να φτάνει στα άκρα. Όταν ήταν παιδί, είχε τη μανία

να

παίζει

σκαρφαλώνει

σε

γύρω

από

εργοτάξια,

να

σκάλες

και

σκαλωσιές,

να

ισορροπεί σε σανίδες πάνω από μια άβυσσο μηχανημάτων, σάκων με άμμο, και λάσπης. Όσο ο Φάνσοου έκανε αυτά τα ακροβατικά, εγώ έμενα στο παρασκήνιο ικετεύοντάς τον σιωπηλά να σταματήσει, δίχως όμως να λέω ποτέ τίποτα. Ήθελα να φύγω αλλά φοβόμουν μήπως πέσει. Καθώς ο καιρός περνούσε, αυτές οι παρορμήσεις γίνονταν όλο και πιο ξεκάθαρες. Ο Φάνσοου μου έλεγε πόσο σημαντικό είναι να γευτείς τη ζωή. Να δυσκολεύεις τη ζωή σου, έλεγε, να εξερευνάς το άγνωστο.

Αυτό

περισσότερο

ακριβώς

καθώς

επιζητούσε

μεγάλωνε.

όλο

Κάποτε,

και όταν

ήμαστε γύρω στα δεκαπέντε, με έπεισε να περάσω το Σαββατοκύριακο μαζί του στη Νέα Υόρκη. Τριγυρίσαμε στους δρόμους, κοιμηθήκαμε σε ένα παγκάκι στον παλιό σταθμό Πεν, μιλήσαμε με αλήτες, είδαμε πόσο αντέχαμε χωρίς να φάμε. Θυμάμαι ότι μέθυσα επτά η ώρα το πρωί της Κυριακής στο Σέντραλ Παρκ και άρχισα να ξερνάω πάνω στο χορτάρι. Όλα αυτά για τον Φάνσοου αποτελούσαν ζήτημα ουσίας –ένα ακόμα βήμα για να αποδείξει ποιος ήταν–, αλλά για μένα δεν ήταν παρά ένα βρομερό, ένα άθλιο ολίσθημα σε κάτι που δεν ήμουν εγώ. Ωστόσο συνέχισα να πηγαίνω μαζί του, ένας αυτόπτης μάρτυρας σε σύγχυση που συμμετείχε στις αναζητήσεις, χωρίς όμως να αποτελεί απολύτως μέρος τους, ένας έφηβος Σάντσο Πάντσα καβάλα στο γαϊδούρι μου, να παρακολουθώ τον φίλο μου να δίνει μάχες με τον εαυτό του. Έναν ή δυο μήνες μετά το Σαββατοκύριακο της αλητείας, ο Φάνσοου με πήγε σε ένα μπορντέλο

στη Νέα Υόρκη

–ένας φίλος του κανόνισε την

επίσκεψη–, κι εκεί χάσαμε κι οι δυο την παρθενιά μας. Θυμάμαι ένα μικρό διαμέρισμα στο Άπερ Γουέστ Σάιντ κοντά στο ποτάμι∙ μια μικρή κουζίνα και

μια

σκοτεινή

κρεβατοκάμαρα

με

μια

αραχνοΰφαντη κουρτίνα να κρέμεται ανάμεσά τους. Εκεί βρίσκονταν δυο μαύρες γυναίκες, η μία χοντρή και γριά, η άλλη νέα κι όμορφη. Εφόσον κανείς

μας

δεν ήθελε

τη γριά,

έπρεπε

να

αποφασίσουμε ποιος θα πάει πρώτος. Αν με βοηθά η μνήμη μου, τελικά βγήκαμε στο χολ και το παίξαμε κορόνα γράμματα. Κέρδισε, βέβαια, ο Φάνσοου και ύστερα από δυο λεπτά εγώ βρέθηκα να κάθομαι στη μικρή κουζίνα παρέα με τη χοντρή κυρία. Με έλεγε «γλύκα μου», υπενθυμίζοντάς µου κάθε τρεις και λίγο ότι ήταν ακόµη διαθέσιµη, σε περίπτωση που άλλαζαν τα κέφια μου. Ήμουν τόσο εκνευρισμένος, ώστε το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να κουνώ το κεφάλι μου και να κάθομαι εκεί ακούγοντας τη βαριά και γρήγορη

ανάσα του Φάνσοου να έρχεται πίσω από την κουρτίνα. Ένα και μόνο πράγμα μπορούσα να σκεφτώ: ότι σε λίγο το πουλί μου θα βρισκόταν στην ίδια θέση που βρισκόταν τώρα το πουλί του Φάνσοου. Έπειτα ήρθε η σειρά μου και, μέχρι σήμερα, δεν έχω ιδέα πώς έλεγαν την κοπέλα. Ήταν η πρώτη γυμνή γυναίκα που έβλεπα με σάρκα και οστά, και ήταν τόσο άνετη και φιλική με τη γύμνια της, που τα πράγματα θα είχαν πάει μια χαρά, αν δεν αποσπούσαν την προσοχή μου τα παπούτσια του Φάνσοου. Διακρίνονταν στο κενό ανάμεσα

στην

κουρτίνα

και

το

πάτωμα,

γυαλίζοντας στο φως της κουζίνας, λες και είχαν αποσπαστεί από το κορμί του. Η κοπέλα ήταν πολύ γλυκιά και έβαλε τα δυνατά της για να με βοηθήσει, ήταν όμως ένας μακρύς αγώνας και, ακόμα και στο τέλος, δεν ένιωσα πραγματική απόλαυση. Ύστερα απ’ αυτό, όταν βγήκαμε έξω στο σούρουπο, δεν είχα και πολλά να πω για τον εαυτό μου. Ο Φάνσοου πάντως

έδειχνε μάλλον

ωνε

ικανοποιημένος, λες και η εμπειρία επιβεβαί κατά κάποιον τρόπο τη θεωρία του για τη ζωή. Τότε κατάλαβα ότι ο Φάνσοου ήταν πολύ πιο πεινασμένος απ’ όσο θα μπορούσα να είμαι ποτέ εγώ. Εκεί έξω στα προάστια ζούσαμε μια ζωή χωρίς κινδύνους. Η Νέα Υόρκη δεν απείχε παρά είκοσι μίλια, αλλά θα μπορούσε να θεωρηθεί Κίνα σε σχέση με οτιδήποτε είχε να κάνει με τον δικό μας μικρόκοσμο από πελούζες και ξύλινα σπίτια. Από τα δεκατρία με δεκατέσσερα, ο Φάνσοου έγινε ένα είδος εσωτερικού εξόριστου, που ακολουθούσε

όλους τους κανόνες της ευπειθούς συµπεριφοράς, ήταν όμως αποκομμένος από το περιβάλλον του, αμφισβητούσε τη ζωή που ήταν αναγκασμένος να ζει. Δεν παρίστανε τον δύσκολο ή τον κατ’ επίφασιν επαναστάτη, απλώς αποσύρθηκε. Αφού ως παιδί συγκέντρωσε πάνω του τόση προσοχή, σχεδόν εξαφανίστηκε την εποχή που φτάσαμε στο Γυμνάσιο,

αποφεύγοντας

να

βρίσκεται

στο

επίκεντρο

και

επιζητώντας

πεισματικά

το

περιθώριο. Ήξερα ότι εκείνη την εποχή έγραφε σοβαρά –αν και στα δεκαέξι του είχε πάψει πια να δείχνει τη δουλειά του σε οποιονδήποτε–, αυτό όμως το παίρνω περισσότερο ως συμπτωματικό γεγονός παρά ως αιτία. Στο δεύτερο έτος του κολεγίου, για παράδειγμα, ο Φάνσοου ήταν το μόνο μέλος της τάξης μας που μπήκε στην ομάδα του μπέιζμπολ. Για μερικές εβδομάδες έπαιζε εξαιρετικά καλά, κι έπειτα χωρίς προφανή λόγο εγκατέλειψε την ομάδα. Τον θυμάμαι να μου περιγράφει το γεγονός μια μέρα αφότου είχε συμβεί: μπαίνει στο γραφείο του προπονητή μετά την προπόνηση και επιστρέφει τη στολή του. Ο προπονητής μόλις είχε κάνει το ντους του και, όταν ο Φάνσοου μπήκε στο δωμάτιο, στεκόταν γυμνός πλάι στο γραφείο του, με ένα τσιγάρο στο στόμα και το καπελάκι του μπέιζμπολ στο κεφάλι. Ο

Φάνσοου

επιμένοντας

στο

απολάμβανε παράλογο

την της

περιγραφή, σκηνής

και

διανθίζοντάς

τη

με

λεπτομέρειες

για

το

κοντόχοντρο κορμί του προπονητή, το φως στο δωμάτιο, τη λακκούβα με το νερό στο γκρίζο, τσιμεντένιο πάτωμα. Αλλά αυτό ήταν όλο, μια περιγραφή, ένα γαϊτανάκι από λέξεις που δεν αφορούσαν καθόλου τον ίδιο τον Φάνσοου. Ήμουν απογοητευμένος

που

αποσύρθηκε,

αλλά

ο

Φάνσοου δεν μου εξήγησε ποτέ στ’ αλήθεια τι είχε συμβεί.

Είπε

απλώς

ότι

έβρισκε

βαρετό

το

µπέιζµπολ. Όπως με τους περισσότερους προικισμένους ανθρώπους, έτσι και με τον Φάνσοου ήρθε μια στιγμή που δεν ικανοποιούνταν πια κάνοντας οτιδήποτε του ήταν εύκολο. Έχοντας καταφέρει τα πάντα ήδη από μικρή ηλικία, μάλλον ήταν φυσικό να

αρχίσει

να

αναζητά

αλλού

Δεδομένων των συνθηκών της

προκλήσεις. ζωής

του ως

γυμνασιόπαιδου σε μια μικρή πόλη, το γεγονός ότι εκείνο το αλλού το ανακάλυψε μέσα του δεν είναι ούτε αξιοπερίεργο ούτε ασυνήθιστο. Πιστεύω

όμως ότι υπήρχε κάτι περισσότερο σ’ αυτό το γεγονός. Εκείνη την εποχή περίπου συνέβησαν στην οικογένεια του Φάνσοου πράγματα που, αναμφίβολα, έκαναν τη διαφορά, και θα ήταν λάθος να μην τα αναφέρω. Το αν αυτά αποτελούν την αιτία για τις επιλογές του Φάνσοου είναι άλλο ζήτημα, αλλά εγώ πιστεύω ότι όλα μετράνε. Στο τέλος, κάθε ζωή δεν είναι παρά το σύνολο απρόβλεπτων γεγονότων, ένα χρονικό τυχαίων διασταυρώσεων και απροσδόκητης τύχης, που δεν αποκαλύπτουν τίποτ’ άλλο παρά την έλλειψη σκοπού. Όταν

ο

Φάνσοου

ήταν

δεκαέξι

ετών,

διαγνώστηκε ότι ο πατέρας του είχε καρκίνο. Ενάμιση χρόνο παρακολουθούσε τον πατέρα του να πεθαίνει και, κατά την περίοδο αυτή, η οικογένεια άρχισε σιγά σιγά να αποσυντίθεται. Η μητέρα

του

σκληρότερο προσχήματα,

Φάνσοου χτύπημα.

δέχτηκε

μάλλον

το

Κρατώντας

στωικά

τα

παρακολουθώντας

τα

ιατρικά

συμβούλια,

αλλά

οικονομικά ανάμεσα

και στη

πιθανότητες

το

και

αναλαμβάνοντας

νοικοκυριό,

μεγάλη

ταλαντευόταν

αισιοδοξία

ανάκαμψης

και

τα

σε

για

ένα

τις

είδος

απόγνωσης που την έκανε να παραλύει. Σύμφωνα με τον Φάνσοου, ποτέ δεν κατάφερε να δεχτεί το αναπόφευκτο

γεγονός

που

βρισκόταν

εκεί,

μπροστά στα μάτια της. Ήξερε τι θα συμβεί, δεν είχε όμως τη δύναμη να παραδεχτεί ότι το ήξερε και, καθώς ο καιρός περνούσε, εκείνη άρχισε να ζει

σαν

να

κρατούσε

την

ανάσα

της.

Η

συμπεριφορά της γινόταν όλο και πιο εκκεντρική: ολονύκτιες κρίσεις μανίας για καθάρισμα του σπιτιού, φόβος μη βρεθεί μόνη στο σπίτι –σε συνδυασμό με αιφνίδιες, ανεξήγητες απουσίες από το σπίτι– και μια ολόκληρη σειρά από κατά φαντασίαν αδιαθεσίες, όπως αλλεργίες, υψηλή πίεση, ιλίγγους. Προς το τέλος, άρχισε να δείχνει ιδιαίτερο

ενδιαφέρον

για

διάφορες

περίεργες

θεωρίες –αστρολογία, ψυχικά φαινόμενα, αόριστες

πνευματιστικές έννοιες–, ώσπου ήταν αδύνατο να της

μιλήσει κάποιος

χωρίς

να καταλήξει να

βυθιστεί στη σιωπή, ενώ εκείνη αγόρευε για τη διαφθορά του ανθρώπινου σώµατος. Οι σχέσεις μεταξύ του Φάνσοου και της μητέρας του ήταν τεταμένες. Σ’ εκείνον κατέφυγε για υποστήριξη, παριστάνοντας ότι όλος ο πόνος της οικογένειας βάραινε μονάχα εκείνη. Ο Φάνσοου έπρεπε να είναι ο στυλοβάτης του σπιτιού, έπρεπε να φροντίζει όχι μόνο τον εαυτό του αλλά να αναλάβει και την ευθύνη για την αδελφή του, που εκείνη την εποχή ήταν στα δώδεκα. Αυτό όμως προκάλεσε άλλα προβλήματα, επειδή η Έλεν ήταν ένα διαταραγμένο, ασταθές παιδί και, μέσα στο γονικό κενό που προέκυψε από την αρρώστια, εκείνη άρχισε να στρέφεται στον Φάνσοου για τα πάντα. Αυτός έγινε ο πατέρας της, η μητέρα της, ο

προμαχώνας

παρηγοριάς.

της

σοφίας Ο

και

της

Φάνσοου

καταλάβαινε πόσο ανθυγιεινή ήταν η εξάρτησή της

από αυτόν, ελάχιστα πράγματα όμως μπορούσε να κάνει, ώστε να μην την πληγώσει ανεπανόρθωτα. Θυμάμαι πώς μιλούσε η μητέρα μου για «την καημένη την Τζέιν» –την κυρία Φάνσοου– και πόσο τρομερό ήταν όλο αυτό το πράγμα «για το μωρό». Εγώ όμως ήξερα ότι ο Φάνσοου ήταν αυτός που υπέφερε περισσότερο. Απλώς ποτέ δεν είχε την ευκαιρία να το δείξει. Όσο

για

τον

πατέρα

του

Φάνσοου,

λίγα

πράγματα μπορώ να πω με βεβαιότητα. Για μένα υπήρξε ένας γρίφος, ένας σιωπηλός άνθρωπος, απόμακρος

και

καλοσυνάτος,

που ποτέ

δεν

κατάφερα να γνωρίσω καλά. Ενώ ο πατέρας μου διαρκώς

τριγύριζε

παντού,

ιδίως

τα

Σαββατοκύριακα, ο πατέρας του Φάνσοου ήταν ακριβοθώρητος.

Ήταν

αρκετά

σημαντικός

δικηγόρος και για ένα διάστημα είχε πολιτικές φιλοδοξίες, οι οποίες όμως κατέληξαν σε μια σειρά απογοητεύσεων. Δούλευε συνήθως ως αργά, πάρκαρε το αυτοκίνητό του στο δρομάκι του

κήπου στις οκτώ ή εννιά το βράδυ, και συχνά περνούσε το Σάββατο και μέρος της Κυριακής στο γραφείο του. Αμφιβάλλω αν ήξερε ποτέ τι ακριβώς να κάνει με τον γιο του, άνθρωπος

που

δεν

επειδή φαινόταν

καταλάβαινε

πολλά

από

παιδιά, κάποιος που δεν θυμόταν διόλου ότι κάποτε υπήρξε κι ο ίδιος παιδί. Ο κύριος Φάνσοου ήταν τόσο ολοκληρωτικά ενήλικας, τόσο απόλυτα βυθισμένος στις σοβαρές υποθέσεις των μεγάλων, που θα του ήταν δύσκολο, φαντάζομαι, να μη μας σκέφτεται σαν πλάσµατα από έναν άλλο κόσµο. Όταν πέθανε, δεν ήταν ούτε πενήντα ετών. Τους τελευταίους έξι μήνες της ζωής του, όταν οι γιατροί εγκατέλειψαν πια κάθε προσπάθεια να τον σώσουν, εκείνος ξάπλωνε στον ξενώνα του σπιτιού των Φάνσοου, κοιτώντας από το παράθυρο την αυλή. Διάβαζε ένα βιβλίο στην τύχη, έπαιρνε τα παυσίπονά

του,

και

λαγοκοιμόταν.

Τότε

Φάνσοου περνούσε τον περισσότερο ελεύ

ο θερο

χρόνο του με τον πατέρα του, και, μολονότι

µπορούσα μονάχα να φανταστώ τι συνέβαινε, καταλαβαίνω ότι τα πράγματα ανάμεσά τους άλλαξαν. Αν μη τι άλλο, ξέρω πόσο σκληρά δούλευε γι’ αυτό εκείνος, μένοντας συχνά στο σπίτι αντί να πηγαίνει στο σχολείο, προσπαθώντας να βρίσκεται κάθε στιγμή μαζί του, φροντίζοντάς τον με μια ακλόνητη προσήλωση. Ήταν μια θλιβερή κατάσταση που ο Φάνσοου έπρεπε να αντιμετωπίσει, κάτι ίσως πολύ βαρύ γι’ αυτόν. Αν και έδειχνε να τα καταφέρνει, επιστρατεύοντας όλο του το κουράγιο, όπως μόνον οι πολύ νέοι μπορούν να κάνουν, αναρωτιέμαι κάπου κάπου αν όντως κατάφερε ποτέ να το ξεπεράσει. Υπάρχει ένα ακόμα πράγμα που θέλω να αναφέρω. Στο τέλος αυτής της περιόδου –όταν κανείς δεν περίμενε ότι ο πατέρας του θα αντέξει πάνω από λίγες μέρες– ο Φάνσοου κι εγώ πήγαμε μια βόλτα με το αυτοκίνητο μετά το σχολείο. Ήταν Φεβρουάριος και, λίγα λεπτά αφότου ξεκινήσαμε, άρχισε να πέφτει ένα ελαφρύ χιονάκι. Οδηγούσαμε

χωρίς σκοπό, περνώντας μέσα από τις γειτονικές πόλεις, χωρίς να προσέχουμε πού βρισκόμασταν. Στα δέκα ή δεκαπέντε μίλια από την πόλη μας, συναντήσαμε ένα νεκροταφείο. Η πόρτα ήταν ανοιχτή και, χωρίς να έχουμε κάποιον ιδιαίτερο λόγο, αποφασίσαμε να μπούμε μέσα με το αυτοκίνητο. Ύστερα από λίγο, σταματήσαμε και αρχίσαμε να κάνουμε βόλτες τριγύρω με τα πόδια. Διαβάζαμε

τις

επιγραφές

στις

ταφόπλακες,

αναλογιζόμασταν τι θα μπορούσε να ήταν καθεμία από αυτές τις ζωές, βυθιζόμασταν στη σιωπή, περπατούσαμε

λίγο

ακόμα,

κουβεντιάζαμε,

σωπαίναμε πάλι. Τώρα πια το χιόνι έπεφτε βαρύ, και το χώμα γινόταν άσπρο. Σε κάποιο σημείο του νεκροταφείου

υπήρχε

ένας

φρεσκοσκαμμένος

τάφος, σταματήσαμε στην άκρη του και ρίξαμε μια ματιά μέσα. Θυμάμαι τι ήσυχα που ήταν, πόσο μακριά από μας έμοιαζε να βρίσκεται ο κόσμος. Για πολλή ώρα κανείς µας δεν µιλούσε, κι έπειτα ο Φάνσοου είπε ότι ήθελε να δει πώς ήταν να

βρίσκεται κανείς εκεί μέσα. Του έδωσα το χέρι μου και τον κράταγα σφιχτά καθώς κατέβαινε στον τάφο. Όταν τα πόδια του πάτησαν το χώμα, σήκωσε το κεφάλι του και με κοίταξε σχεδόν χαμογελώντας

κι

έπειτα

ξάπλωσε

ανάσκελα,

παριστάνοντας τον πεθαμένο. Η εικόνα μένει ακόμη ολοζώντανη στο μυαλό μου: εγώ να κοιτάζω στον τάφο τον Φάνσοου, ενώ αυτός ατένιζε

τον

ουρανό,

με

τα

μάτια

του

να

τρεμοπαίζουν μανιασμένα καθώς το χιόνι έπεφτε στο πρόσωπό του. Κάποιος ζοφερός συνειρμός με έκανε να γυρίσω πίσω στην εποχή που ήμαστε πολύ μικροί, περίπου τεσσάρων ή πέντε χρόνων. Οι γονείς του Φάνσοου είχαν αγοράσει μια καινούργια συσκευή, μια τηλεόραση αν θυμάμαι καλά, και για μερικούς μήνες ο Φάνσοου φύλαγε το χαρτόκουτο στο δωμάτιό του. Πάντα μοιραζόταν γενναιόδωρα τα παιχνίδια του, αλλά αυτό το κουτί ήταν για μένα απαγορευμένο και δεν με άφησε ποτέ να μπω

μέσα. Ήταν η κρυψώνα του, μου είπε, κι όταν καθόταν μέσα και το έκλεινε από πάνω, μπορούσε να πάει όπου ήθελε, μπορούσε να βρεθεί όπου ήθελε. Αν όμως κάποιος άλλος άνθρωπος έμπαινε ποτέ στο κουτί του, τότε η μαγεία του θα χανόταν μια για πάντα. Πίστεψα αυτή την ιστορία και ούτε μία φορά δεν τον πίεσα να μπω, έστω κι αν πήγαινε να σπάσει η καρδιά μου. Παίζαμε ήσυχα στο

δωμάτιό

του

με

τα

στρατιωτάκια

ζωγραφίζαμε και τότε, έτσι ξαφνικά, ο Φάνσοου θα ανακοίνωνε ότι πήγαινε να μπει στο κουτί του. Εγώ προσπαθούσα να συνεχίσω ό,τι έκανα, αλλά αυτό δεν έφερνε κανένα αποτέλεσμα. Τίποτα δεν με ενδιέφερε τόσο πολύ όσο το τι συνέβαινε όταν ο Φάνσοου βρισκόταν εκεί μέσα, και περνούσα εκείνα τα λεπτά πασχίζοντας να φανταστώ τις περιπέτειες που ζούσε. Ποτέ όμως δεν έμαθα τι λογής ήταν αυτές, εφόσον για τον Φάνσοου ήταν αντίθετο προς τους κανόνες να μιλήσει γι’ αυτές, όταν έβγαινε από το κουτί.

ή

Κάτι παρόμοιο συνέβη τώρα, σ’ αυτόν τον ανοιχτό τάφο μέσα στο χιόνι. Ο Φάνσοου ήταν μόνος εκεί κάτω, κάνοντας τις δικές του σκέψεις, ζώντας μόνος του αυτές τις στιγμές, και μολονότι εγώ ήμουν παρών, το περιστατικό ήταν για μένα απροσπέλαστο,

σαν

να

μην

ήμουν

στην

πραγματικότητα εκεί. Κατάλαβα ότι αυτός ήταν ο τρόπος του Φάνσοου να φανταστεί τον θάνατο του πατέρα του. Και για ακόμα μια φορά ήταν καθαρή τύχη: ο ανοιχτός τάφος ήταν εκεί και ο Φάνσοου ένιωσε να τον καλεί. Οι ιστορίες συμβαίνουν μονάχα σ’ αυτούς που είναι ικανοί να τις διηγηθούν, είπε κάποιος κάποτε. Κατά τον ίδιο τρόπο ίσως οι εμπειρίες παρουσιάζονται μόνο σε όσους είναι ικανοί να τις αποκτήσουν. Αυτό όμως είναι ένα δύσκολο σημείο και δεν μπορώ να είμαι

σίγουρος

για

περιμένοντας

τον

προσπαθώντας

να

τίποτα.

Στεκόμουν εκεί,

Φάνσοου φανταστώ

ν’ τι

ανέβει, σκεφτόταν,

προσπαθώντας για μια σύντομη στιγμή να δω τι

έβλεπε. Έπειτα γύρισα το κεφάλι μου ψηλά, στον σκοτεινιασμένο χειμωνιάτικο ουρανό. Τα πάντα ήταν ένα χάος από χιόνι που έπεφτε ορμητικό καταπάνω µου. Την ώρα που αρχίσαμε να περπατάμε προς το αυτοκίνητο, ο ήλιος είχε δύσει. Διασχίσαμε το νεκροταφείο δίχως να πούµε κουβέντα ο ένας στον άλλον. Είχε πέσει αρκετό χιόνι κι εξακολουθούσε να πέφτει κι άλλο, όλο και πιο πολύ, λες και δεν θα σταματούσε ποτέ. Φτάσαμε στο αυτοκίνητο, αλλά

παρ’

όλες

τις

προσπάθειές

μας,

δεν

μπορούσαμε να ξεκινήσουμε. Τα πίσω λάστιχα είχαν κολλήσει σε ένα ρηχό χαντάκι κι ό,τι και να κάναμε δεν είχε αποτέλεσμα. Σπρώχναμε και τα λάστιχα γυρνούσαν μ’ εκείνον τον φριχτό, μάταιο ήχο. Πέρασε μισή ώρα, κι έπειτα τα παρατήσαμε, αποφασίζοντας αναγκαστικά να εγκαταλείψουμε το αμάξι. Κάναμε οτοστόπ μέσα στη θύελλα, και πέρασαν άλλες δυο ώρες µέχρι να φτάσουµε τελικά στο σπίτι. Τότε μάθαμε ότι ο πατέρας του

Φάνσοου πέθανε εκείνο το απόγευµα.

3

ΠΕΡΑΣΑΝ ΑΡΚΕΤΕΣ ΜΕΡΕΣ ΠΡΟΤΟΥ ΒΡΩ

το

κουράγιο να ανοίξω τις βαλίτσες. Τελείωσα το άρθρο που δούλευα, συνέχισα με κινηματογράφο, δέχτηκα

προσκλήσεις

τις

οποίες

υπό

άλλες

συνθήκες θα είχα απορρίψει. Όπως και να ’χει, εμένα δεν με ξεγελούν τέτοιες τακτικές. Από την απάντησή μου εξαρτιόνταν τόσο πολλά και η πιθανότητα να απογοητευτώ ήταν κάτι που δεν ήθελα να αντιμετωπίσω. Στο μυαλό μου δεν υπήρχε διαφορά ανάμεσα στο να δώσω την εντολή να καταστραφεί το έργο του Φάνσοου και στο να τον σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια. Μου δινόταν

η δύναμη να εξαφανίσω, να κλέψω ένα πτώμα από τον τάφο του και να το τεμαχίσω. Ήταν μια αφόρητη κατάσταση κι εγώ δεν ήθελα καμία συμμετοχή σ’ αυτήν. Όσο άφηνα τις βαλίτσες ανέγγιχτες, η συνείδησή μου προστατευόταν. Από την άλλη πλευρά, είχα δώσει μια υπόσχεση και ήξερα ότι δεν μπορούσα να χρονοτριβώ για πάντα. Ακριβώς σ’ αυτό το σημείο –ενώ έπαιρνα φόρα και ετοιμαζόμουν να το κάνω– ένας νέος τρόμος με κυρίευσε. Αν δεν ήθελα το έργο του Φάνσοου να είναι κακό, άλλο τόσο δεν ήθελα να είναι και καλό. Ήταν ένα συναίσθημα που δυσκολεύομαι να το εξηγήσω. Αναμφίβολα παλιές αντιζηλίες είχαν κάποια σχέση μ’ αυτό, όπως και ο φόβος μην ταπεινωθώ από την αξία του Φάνσοου. Υπήρχε όμως και η αίσθηση ότι παγιδεύτηκα. Είχα δώσει τον λόγο μου. Μόλις άνοιγα τις βαλίτσες θα γινόμουν το φερέφωνο του Φάνσοου και θα εξακολουθούσα να μιλώ για λογαριασμό του, είτε το ήθελα είτε όχι. Και οι δυο πιθανότητες με

τρομοκρατούσαν. Το να εκδώσω μια απόφαση για θανατική καταδίκη ήταν αρκετά κακό, αλλά το να δουλεύω για έναν νεκρό καθόλου

καλύτερο.

πελαγοδρομούσα

δεν μου φαινόταν

Για

ανάμεσα

μερικές σ’

μέρες

αυτούς

τους

φόβους, ανήμπορος να αποφασίσω ποιος από τους δυο ήταν ο χειρότερος. Στο τέλος, φυσικά, άνοιξα τις βαλίτσες. Από εκείνη τη στιγμή όμως, αυτό είχε να κάνει λιγότερο με τον Φάνσοου και περισσότερο με τη Σόφι. Ήθελα να την ξαναδώ. Όσο γρηγορότερα λοιπόν έκανα τη δουλειά, τόσο γρηγορότερα

θα

είχα

έναν

λόγο

να

της

τηλεφωνήσω. Δεν σκοπεύω εδώ να μπω σε λεπτομέρειες. Τώρα πια όλοι ξέρουν πώς ήταν το έργο του Φάνσοου. Διαβάστηκε και συζητήθηκε, υπήρξαν άρθρα και μελέτες, έγινε κτήμα του κοινού. Αν πρέπει κάτι να ειπωθεί, είναι μόνο το ότι μου πήρε τουλάχιστον μια δυο ώρες για να καταλάβω ότι

τα

αισθήματά

μου

ήταν

εντελώς

εκτός

θέματος.

Να

νοιάζεσαι

για

τις

λέξεις,

να

ποντάρεις σε ό,τι γράφεται, να πιστεύεις στη δύναμη των βιβλίων. Αυτό υπερβαίνει όλα τα υπόλοιπα και, πέρα από αυτό, η ζωή ενός ανθρώπου γίνεται πολύ μικρή. Αυτό δεν το λέω προκειμένου να δώσω συγχαρητήρια στον εαυτό μου ή να φωτίσω καλύτερα τις ενέργειές μου. Εγώ ήμουν ο πρώτος, αλλά εκτός από αυτό, δεν βλέπω τίποτε που να με ξεχωρίζει από οποιονδήποτε άλλον. Αν το έργο του Φάνσοου ήταν κατώτερο αυτού

που

υπήρξε,

ο

ρόλος

μου

θα

ήταν

διαφορετικός. Πιο σημαντικός, πιο κρίσιμος ίσως για την έκβαση της υπόθεσης. Όπως ήταν όμως, εγώ δεν αποτελούσα παρά ένα αόρατο εργαλείο. Συνέβη κάτι και, αδυνατώντας να το αρνηθώ, αδυνατώντας να ισχυριστώ ότι δεν είχα ανοίξει τις βαλίτσες, αυτό θα εξακολουθούσε να υπάρχει, ανατρέποντας

ό,τι

βρισκόταν

μπροστά

του,

κινούµενο µε µια δική του δυναµική. Μου πήρε μία βδομάδα να χωνέψω και να

οργανώσω το υλικό, να ξεχωρίσω την τελειωμένη δουλειά από τα πρόχειρα, να συγκεντρώσω τα χειρόγραφα σε κάτι που να μοιάζει με χρονολογική σειρά. Το παλαιότερο κομμάτι ήταν ένα ποίημα από το 1963, όταν ο Φάνσοου ήταν δεκαέξι ετών, και το τελευταίο χρονολογούνταν το 1976, ακριβώς έναν μήνα προτού εξαφανιστεί. Συνολικά υπήρχαν πάνω από εκατό ποιήματα, τρία μυθιστορήματα, δύο σύντομα και ένα μεγάλο, και πέντε θεατρικά μονόπρακτα, καθώς και δεκατρία σημειωματάρια τα

οποία

περιείχαν

κάποια

κομμάτια

που

αφαιρέθηκαν, σκίτσα, σημειώσεις, επισημάνσεις στα βιβλία που διάβαζε ο Φάνσοου και ιδέες για μελλοντικά

σχέδια.

Δεν

υπήρχαν

γράμματα,

ημερολόγια, ούτε μια ελάχιστη αναφορά στην ιδιωτική ζωή του Φάνσοου. Αυτό όμως ήταν κάτι που περίμενα. Ένας άνθρωπος δεν περνάει τον καιρό του θέλοντας να κρυφτεί από τον κόσμο, αν δεν έχει σιγουρευτεί ότι τα ίχνη του έχουν καλυφθεί. Εντούτοις

είχα σκεφτεί ότι κάπου

ανάμεσα σ’ όλα αυτά τα χαρτιά, θα μπορούσε να υπάρχει μια αναφορά στο άτομό μου. Έστω μια επιστολή με οδηγίες ή μια καταγραφή σε κάποιο σημειωματάριο που να με διορίζει λογοτεχνικό εκτελεστή του. Δεν υπήρχε όμως τίποτα. Ο Φάνσοου µου άφηνε απόλυτη ελευθερία κινήσεων. Τηλεφώνησα στη Σόφι και κανόνισα να δειπνήσω μαζί της το επ όμενο βράδυ. Επειδή πρότεινα ένα μοντέρνο γαλλικό εστια

τόριο, που ξεπερνούσε

κατά πολύ τις οικονομικές μου δυνατότητες, νομίζω ότι εκείνη κατάλαβε την απάντησή μου σχετικά με το έργο του Φάνσοου. Εκτός όμως από αυτόν τον υπαινιγμό για εορτασμό, είπα όσο λιγότερα μπορούσα. Ήθελα να προχωρήσουν όλα με τον δικό τους ρυθμό∙ όχι πρόωρες ενέργειες, όχι βιαστικές χειρονομίες. Ήμουν ήδη σίγουρος για το έργο του Φάνσοου, αλλά φοβόμουν να ριχτώ στη δουλειά με τη Σόφι. Τόσο πολλά εξαρτιόνταν από τον τρόπο με τον οποίο θα δρούσα, τόσο πολλά θα μπορούσαν να καταστραφούν αν έκανα

μια γκάφα στην αρχή. Η Σόφι κι εγώ ήμαστε τώρα συνδεδεμένοι, είτε εκείνη το ήξερε είτε όχι, έστω και μόνο στον βαθμό που θα ήμαστε συνεταίροι στην προώθηση του έργου του Φάνσοου. Εγώ όµως ήθελα κάτι περισσότερο και ήθελα να το ξέρει και η Σόφι. Παλεύοντας ενάντια στην ανυπομονησία μου, συνιστούσα προσοχή στον εαυτό μου, του έλεγα να σκέφτεται το µέλλον. Εκείνη φορούσε ένα μαύρο μεταξωτό φόρεμα, μικρά ασημένια σκουλαρίκια, και είχε τραβήξει πίσω τα μαλλιά της έτσι ώστε να φαίνεται ο λαιμός της. Καθώς μπήκε στο εστιατόριο και με είδε να κάθομαι στο μπαρ,

μου έστειλε ένα θερμό

χαμόγελο συνενοχής, σαν να μου έλεγε ότι ήξερε πόσο

όμορφη

ήταν,

ταυτοχρόνως

όμως

σχολιάζοντας το παράδοξο της περίπτωσης – σαν να τη γευόταν κατά κάποιον τρόπο, και ήταν σαφώς έτοιμη για να αντιμετωπίσει τα παράξενα επακόλουθα της στιγμής. Της είπα ότι ήταν εκπληκτική.

Εκείνη,

καπριτσιόζικα

σχεδόν,

απάντησε ότι ήταν η πρώτη νύχτα που έβγαινε έξω από τότε που γεννήθηκε ο Μπεν και ήθελε να φαίνεται διαφορετική. Δεν παρασύρθηκα απ’ αυτό και μέσα μου προσπάθησα να συγκρατηθώ. Αφού μας

οδήγησαν

στο

τραπέζι

μας

–με

τραπεζομάντιλο, ακριβά ασημικά, μια κόκκινη τουλίπα σε ένα λεπτό βάζο ανάμεσά μας– και μας πρόσφεραν καθίσματα, της απάντησα στο δεύτερο χαµόγελό της µιλώντας για τον Φάνσοου. Δεν έδειχνε να εκπλήσσεται με ό,τι και να έλεγα. Ήταν παλιά τα νέα γι’ αυτήν, ένα γεγονός με το οποίο είχε ήδη συμβιβαστεί, και ό,τι της έλεγα επιβεβαίωνε απλώς αυτό που ήξερε από καιρό. Το αρκούντως παράδοξο ήταν ότι δεν έδειχνε να ενθουσιάζεται. Στη στάση της υπήρχε μια επιφυλακτικότητα που με μπέρδευε, και για μερικά λεπτά τα έχασα. Έπειτα, σιγά σιγά άρχισα να καταλαβαίνω ότι τα συναισθήματά της δεν ήταν διαφορετικά από τα δικά μου. Ο Φάνσοου είχε εξαφανιστεί από τη ζωή της, και καταλάβαινα ότι

είχε κάθε λόγο να μετανιώνει για το φορτίο που της είχε ανατεθεί. Δημοσιεύοντας το έργο του Φάνσοου, αφιερώνοντας τον εαυτό της σε έναν άνθρωπο που δεν βρισκόταν πια στη ζωή, ήταν αναγκασμένη

να

ζει

οποιοδήποτε

μέλλον

στο

πα

ήθελε

ρελθόν, να

χτίσει

και

το

για

λογαριασμό της θα χρωματιζόταν από τον ρόλο που όφειλε να παίξει: η επίσημη χήρα, η μούσα του νεκρού συγγραφέα, η ωραία ηρωίδα μιας τραγικής ιστορίας. Κανείς δεν θέλει να αποτελεί μέρος ενός παραμυθιού, και πολύ περισσότερο αν το παραμύθι αυτό είναι πραγματικό. Η Σόφι ήταν μόλις είκοσι έξι ετών. Ήταν πολύ νέα για να ζήσει μέσα από κάποιον άλλον, πολύ έξυπνη ώστε να μη θέλει μια ζωή που να είναι ολοκληρωτικά δική της. Το γεγο νός ότι είχε αγαπήσει τον Φάνσοου δεν είχε σημασία. Εκείνος

ήταν νεκρός, και ήταν

καιρός γι’ αυτή να τον αφήσει πίσω της. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν ειπώθηκε με πολλά λόγια. Η αίσθηση όμως ήταν παρούσα και θα ήταν

παράλογο να την αγνοήσουμε. Δεδομένων των δικών μου επιφυλάξεων, ήταν παράξενο το ότι εγώ θα έπρεπε να αναλάβω ηγετικό ρόλο, έβλεπα όµως ότι αν εγώ δεν καταπιανόμουν με την υπόθεση και δεν την ξεκινούσα, η δουλειά δεν θα γινόταν ποτέ. «Δεν είναι ανάγκη να ανακατευτείς εσύ» της είπα. «Θα χρειαστεί, βέβαια, να το συζητήσουμε, αλλά αυτό δεν θα σου πάρει πολύ χρόνο. Αν είσαι διατεθειμένη να αφήσεις εμένα να πάρω τις αποφάσεις, νομίζω ότι τα πράγματα δεν θα είναι καθόλου άσχηµα». «Και βέβαια θα τις αφήσω σ’ εσένα» είπε. «Δεν ξέρω το παραμικρό για όλα αυτά. Αν επιχειρούσα να το κάνω μόνη μου, θα τα έχανα σε πέντε λεπτά». «Το σημαντικό είναι να ξέρεις ότι είμαστε κι οι δυο στην ίδια πλευρά» είπα. «Τελικά νομίζω ότι όλο

το

ζήτημα

είναι

εµπιστευτείς ή όχι».

αν

μπορείς

να

με

«Σ’ εµπιστεύοµαι» είπε εκείνη. «Δεν σου έδωσα κανέναν λόγο να το κάνεις. Όχι ακόµη, εν πάση περιπτώσει». «Το ξέρω. Εγώ πάντως σ’ εµπιστεύοµαι». «Έτσι απλά;» «Ναι. Έτσι απλά». Μου χαμογέλασε πάλι και σε όλη τη διάρκεια του δείπνου δεν είπαμε τίποτε άλλο για το έργο του

Φάνσοου.

Σχεδίαζα

να

το

κουβεντιάσω

λεπτομερώς –πώς ήταν καλύτερα να ξεκινήσουμε, ποιοι εκδότες θα μπορούσαν να ενδιαφερθούν, με ποιους ανθρώπους να έρθουμε σε επαφή και τα λοιπά–, αλλά αυτό έδειχνε να μην έχει πια σημασία. Η Σόφι πολύ θα χαιρόταν να μην το σκέφτεται και τώρα που τη διαβεβαίωσα ότι δεν είχε λόγο να το κάνει, ξανάβρισκε σιγά σιγά την παιχνιδιάρικη διάθεσή της. Ύστερα από τόσους δύσκολους μήνες, είχε επιτέλους μια ευκαιρία να ξεχαστεί

για

αποφασισμένη

λίγο,

κι

ήταν

εγώ να

έβλεπα

πόσο

χαλαρώσει

απολαμβάνοντας αυτή τη στιγμή: το εστιατόριο, το φαγητό, το γέλιο του κόσμου γύρω μας, το γεγονός ότι βρισκόταν εδώ κι όχι κάπου αλλού. Ήθελε να αφεθεί σε όλα αυτά, και ποιος ήμουν εγώ που θα διαφωνούσα µαζί της; Εκείνη τη νύχτα ήμουν σε φόρμα. Η Σόφι με ενέπνεε και δεν χρειάστηκε πολύ για να ξεκινήσω. Έλεγα αστεία, αφηγούμουν ιστορίες, έκανα κόλπα με τα ασημικά. Η γυναίκα ήταν τόσο όμορφη που δυσκολευόμουν να πάρω τα μάτια μου από πάνω της. Ήθελα να τη βλέπω να γελά, να βλέπω πώς ανταποκρινόταν το πρόσωπό της σε όσα έλεγα, να κοιτώ τα μάτια της, να μελετώ τις χειρονομίες της. Ένας θεός ξέρει τι παραλογισμούς αράδιασα, αλλά έβαλα τα δυνατά μου να κρατηθώ, να θάψω τα πραγματικά μου κίνητρα κάτω από αυτή την επίθεση

γοητείας.

Αυτό

ήταν

το

δύσκολο

κομμάτι. Ήξερα ότι η Σόφι ήταν μόνη, ότι ήθελε πλάι της την παρηγοριά ενός ζεστού κορμιού, αλλά η περιπετειούλα της μιας βραδιάς δεν ήταν

αυτό που είχα στο μυαλό μου και, αν έκανα κίνηση τόσο γρήγορα, ίσως η όλη κατάσταση έπαιρνε άλλη τροπή. Σ’ αυτό το πρώιμο στάδιο, ο Φάνσοου βρισκόταν ακόμη μαζί μας, ήταν ο ανομολόγητος σύνδεσμος, η αθέατη δύναμη που μας έφερε κοντά. Θα μας έπαιρνε κάμποσο χρόνο προτού εξαφανιστεί και, μέχρι να συμβεί αυτό, ανακάλυπτα ότι ήµουν πρόθυµος να περιµένω. Όλη αυτή η ατμόσφαιρα προκάλεσε μια ιδιαίτερη ένταση. Καθώς η βραδιά προχωρούσε, οι πιο κοινότοπες

παρατηρήσεις

χρωματίζονταν

με

ερωτικές αποχρώσεις. Τα λόγια δεν ήταν πια απλά λόγια, αλλά ένας παράξενος κώδικας σιωπών, ένας τρόπος ομιλίας ο οποίος διαρκώς κινούνταν γύρω από τα πράγματα που είχαν ειπωθεί. Όσο εμείς αποφεύγαμε το πραγματικό θέμα, τα μάγια δεν θα διαλύονταν. Και οι δυο μας γλιστρούσαμε φυσιολογικά σ’ αυτό το είδος των χαριτολογιών κι αυτό γινόταν όλο και πιο δυνατό, επειδή κανείς μας δεν ήταν διατεθειμένος να εγκαταλείψει τον

γρίφο. Ξέραμε τι κάναμε, ταυτοχρόνως όμως προσποιούμασταν το αντίθετο. Κι έτσι άρχισε το κόρτε μου με τη Σόφι. Αργά, με ευπρέπεια, χτίσαµε διακριτικά τη σχέση µας. Μετά το δείπνο περπατήσαμε είκοσι λεπτά περίπου μέσα στη σκοτεινιά του Νοέμβρη και κλείσαμε τη βραδιά μας με ποτό σε ένα μπαρ. Κάπνιζα το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, αλλά αυτή ήταν η μοναδική ένδειξη για την αναστάτωσή μου. Η Σόφι μίλησε λίγο για την οικογένειά της στη Μινεσότα, τις τρεις μικρότερες αδελφές της, την άφιξή της στη Νέα Υόρκη εδώ και οκτώ χρόνια, τη μουσική της, τη διδασκαλία, τα σχέδιά της να επιστρέψει στη δουλειά το ερχόμενο φθινόπωρο, αλλά εμείς είχαμε κυριευτεί εκείνη τη στιγμή από τέτοιο κέφι,

ώστε

κάθε

παρατήρηση γινόταν

αφορμή για ακόμα περισσότερα γέλια. Αυτό θα συνεχιζόταν,

αλλά έπρεπε

να σκεφτούμε

τη

μπέιμπι σίτερ κι έτσι βάλαμε τέλος γύρω στα μεσάνυχτα.

Την

πήγα

ως

την

πόρτα

του

διαμερίσματός

της

και

έκανα

την

ύστατη

προσπάθεια της βραδιάς. «Ευχαριστώ, γιατρέ» είπε η Σόφι. «Η εγχείρηση πέτυχε». «Οι ασθενείς μου επιζούν πάντα» απάντησα. «Είναι το αέριο του γέλιου. Απλώς εγώ ανοίγω τη βαλβίδα και σιγά σιγά αυτοί καλυτερεύουν». «Αυτό το αέριο µπορεί να γίνει εθιστικό». «Εδώ είναι το θέμα. Οι ασθενείς ξαναγυρνούν, μερικές φορές για δύο ή τρεις εγχειρήσεις την εβδομάδα. Εσύ πώς νομίζεις ότι πληρώνω το διαμέρισμά μου στη λεωφόρο Παρκ και το εξοχικό µου στη Γαλλία;» «Άρα, υπάρχει ένα κρυφό κίνητρο». «Απολύτως. Με καθοδηγεί η απληστία». «Η μέθοδός σου θα πρέπει να έχει μεγάλη επιτυχία». «Είχε. Τώρα όμως έχω λίγο πολύ αποσυρθεί. Αυτές τις μέρες έχω καταπιαστεί με μια ασθενή και δεν είµαι σίγουρος αν θα ξανάρθει».

«Θα ξανάρθει» είπε η Σόφι με το πιο ντροπαλό, το πιο ακτινοβόλο χαμόγελο που είδα ποτέ. «Να είσαι σίγουρος». «Χαίρομαι που το ακούω» είπα. «Θα βάλω τη γραμματέα μου να της

τηλεφωνήσει

για να

κανονίσουµε το επόµενο ραντεβού». «Όσο συντομότερα τόσο το καλύτερο. Μ’ αυτές τις μακροπρόθεσμες θεραπείες, δεν είναι να χάνεις ούτε στιγµή». «Έξοχη συμβουλή. Θα θυμηθώ να ανεφοδιαστώ µε αέριο γέλιου». «Κάντε το, δόκτωρ. Νομίζω ότι το χρειάζομαι στ’ αλήθεια». Χαμογελάσαμε πάλι ο ένας στον άλλον, κι έπειτα εγώ την τύλιξα στην τεράστια αγκαλιά μου, της

έδωσα ένα πεταχτό

φιλί

στα χείλη και

κατέβηκα τις σκάλες όσο πιο γρήγορα µπορούσα. Πήγα κατευθείαν στο σπίτι, κατάλαβα ότι δεν ήμουν για ύπνο με τίποτα κι έτσι πέρασα δυο ώρες μπροστά στην τηλεόραση, παρακολουθώντας μια

ταινία για τον Μάρκο Πόλο. Στο τέλος έπεσα ξερός κατά τις τέσσερις, στη μέση της

Ζώνης του

λυκόφωτος που παιζόταν σε επανάληψη.

Πρώτη μου κίνηση ήταν να έρθω σε επαφή με τον Στούαρτ Γκριν, επιμελητή σε έναν από τους µεγαλύτερους εκδοτικούς οίκους. Δεν τον γνώριζα πολύ καλά, αλλά είχαμε μεγαλώσει στην ίδια πόλη και με τον μικρότερο αδελφό του, τον Ρότζερ, πηγαίναμε μαζί σχολείο ο Φάνσοου κι εγώ. Υπέθεσα ότι ο Στούαρτ θα θυμόταν ποιος ήταν ο Φάνσοου κι αυτό μου φάνηκε καλό για ξεκίνημα. Είχαμε συναντηθεί σε διάφορες συγκεντρώσεις όλα αυτά τα χρόνια, τρεις τέσσερις φορές ίσως, κι εκείνος ήταν πάντα φιλικός μαζί μου, μιλώντας για τις παλιές καλές μέρες, όπως τις αποκαλούσε, και πάντα μου υποσχόταν ότι θα μεταβιβάσει τους χαιρετισμούς μου στον Ρότζερ την επόμενη φορά που θα τον έβλεπε. Δεν είχα ιδέα τι μπορούσα να περιμένω από τον Στούαρτ, αλλά τον άκουσα

αρκετά

χαρούμενο

όταν

του

τηλεφώνησα.

Κανονίσαμε να συναντηθούμε στο γραφείο του κάποιο απόγευµα εκείνης της εβδοµάδας. Του πήρε λίγα λεπτά να θυμηθεί το όνομα του Φάνσοου. Του ήταν οικείο, είπε, δεν ήξερε όμως από πού. Τσίγκλησα λίγο τη μνήμη του, ανέφερα τον Ρότζερ και τους φίλους του κι έπειτα ξαφνικά θυμήθηκε. «Ναι, ναι, βέβαια» είπε. «Ο Φάνσοου. Εκείνο το ξεχωριστό αγόρι. Ο Ρότζερ επέμενε ότι μεγαλώνοντας θα γινόταν Πρόεδρος των ΗΠΑ». «Αυτός είναι» έκανα εγώ και έπειτα του είπα την ιστορία. Ο Στούαρτ ήταν μάλλον ένας σεμνότυφος, ένας από

αυτούς

κυκλοφορούν

του τύπους φορώντας

του Χάρβαρντ που

παπιγι

όν

και

τουίντ

σακάκια και, μολονότι κατά βάθος ήταν ωραίος στην παρέα, στον κόσμο των εκδόσεων περνιόταν για διανοούμενος. Ως τώρα καλά τα είχε καταφέρει –επιμελητής λίγο μετά τα τριάντα του, ένας σταθερός και υπεύθυνος νεαρός εργαζόμενος– και

αναμφίβολα οι μετοχές του ανέβαιναν. Τα λέω όλα αυτά μόνο και μόνο για να αποδείξω ότι δεν ήταν κάποιος

που

συμπάθεια

αυτομάτως

το

αφηγούμουν.

είδος

Μέσα

θα αντιμετώπιζε με της

του

ιστορί

κρυβόταν

ας

που

ελάχιστος

ρομαντισμός, ήταν επιφυλακτικός και πρακτικός, εγώ όμως μπορούσα να νιώσω ότι ενδιαφερόταν και, καθώς συνέχιζα να μιλώ, φάνηκε μέχρι και να ενθουσιάζεται. Δεν είχε, βέβαια, τίποτα να χάσει. Αν το έργο του Φάνσοου δεν του άρεσε, θα μπορούσε πολύ απλά να το απορρίψει. Οι απορρίψεις ήταν ο πυρήνας της δουλειάς του, και δεν χρειαζόταν να το σκεφτεί δυο φορές. Από την άλλη μεριά, αν ο Φάνσοου

ήταν

ο

συγγραφέας

που

εγώ

ισχυριζόμουν ότι ήταν, τότε, δημοσιεύοντας το έργο του, αυτό θα συνέβαλλε στη φήμη του. Θα μοιραζόταν τη δόξα ότι ανακάλυψε μια αφανή μεγαλοφυΐα της Αμερικής και θα μπορούσε να βγάζει λεφτά απ’ αυτό το κόλπο για χρόνια.

Του

έδωσα

το

χειρόγραφο

του

μεγάλου

μυθιστορήματος του Φάνσοου. Στο τέλος, του είπα ότι θα έπρεπε να εκδοθούν όλα ή τίποτα –τα ποιήματα,

τα

θεατρικά

έργα,

τα

άλλα

δύο

μυθιστορήματα–, αυτό όμως ήταν το μεγαλύτερο έργο του Φάνσοου και ήταν λογικό να προηγείται. Αναφερόμουν φυσικά στη

Χώρα του Ποτέ.

Στούαρτ είπε ότι του άρεσε ο τίτλος, όταν όμως μου ζήτησε να του περιγράψω την υπόθεση, του είπα ότι δεν θα το έκανα, ότι θεωρούσα καλύτερο να την ανακαλύψει μόνος του. Εκείνος σήκωσε το φρύδι του σε απάντηση –ένα κόλπο που θα πρέπει να το έμαθε στη διάρκεια του χρόνου που πέρασε στο

πανεπιστήμιο

της

Οξφόρδης–

σαν

να

αναρωτιόταν μήπως του έπαιζα κανένα παιχνίδι. Δεν τον κορόιδευα όμως. Το βιβλίο μπορούσε μόνο του να κάνει αυτή τη δουλειά, και δεν έβλεπα για ποιον λόγο να του στερήσω την ευχαρίστηση να το δει τελείως ψυχρά: χωρίς χάρτη, χωρίς πυξίδα, χωρίς κάποιον να τον καθοδηγεί

Ο

κρατώντας τον από το χέρι. O Στούαρτ χρειάστηκε τρεις εβδομάδες για να επικοινωνήσει πάλι μαζί μου. Τα νέα δεν ήταν ούτε καλά ούτε κακά, άφηναν όμως περιθώρια ελπίδας. Υπήρχε πιθανότατα αρκετή υποστήριξη από τους εκδότες για να προχωρήσει το βιβλίο, είπε, αλλά προτού πάρουν την τελική απόφαση, ήθελαν να ρίξουν μια ματιά σε όλο το υλικό. Το περίμενα

–να

αυτό

επιφυλακτικότητα,

να

δείξουν

αποφύγουν

να

κάποια πάρουν

ρίσκα– και είπα στον Στούαρτ ότι θα πήγαινα να του αφήσω τα χειρόγραφα το επόµενο απόγευµα. «Είναι παράξενο βιβλίο» δείχνοντάς μου τη

μου είπε εκείνος

Χώρα του Ποτέ πάνω στο γραφείο

του. «Δεν είναι καθόλου το τυπικό μυθιστόρημα, ξέρεις. Δεν είναι ακόμη σίγουρο ότι θα το προχωρήσουμε, αν όμως το κάνουμε, η έκδοσή του θα έχει κάποιο ρίσκο». «Το ξέρω αυτό» είπα. «Αλλά αυτό ακριβώς το κάνει ενδιαφέρον».

«Είναι πράγματι κρίμα που ο Φάνσοου δεν ζει πια. Θα μ’ άρεσε να δουλεύω μαζί του. Υπάρχουν πράγματα αλλαχτούν,

στο

βιβλίο

νομίζω

ότι

που

θα

κάποια

έπρεπε κομμάτια

να θα

έπρεπε να κοπούν. Αυτό θα έκανε το βιβλίο ακόµα πιο δυνατό». «Αυτό είναι το καμάρι του επιμελητή» είπα. «Σου είναι δύσκολο να αντικρίσεις ένα χειρόγραφο και να μη θελήσεις να του επιτεθείς με ένα κόκκινο στιλό. Γεγονός είναι ότι τα κομμάτια για τα οποία έχεις τώρα αντιρρήσεις στο τέλος θα σου κάνουν αίσθηση και θα χαίρεσαι που δεν µπόρεσες να τα αγγίξεις». «Ο χρόνος θα δείξει» είπε ο Στούαρτ απρόθυμος για παραχωρήσεις. «Αναμφίβολα όμως» συνέχισε «αναμφίβολα ο άνθρωπος μπορούσε να γράψει. Διάβασα το βιβλίο πριν από δυο βδομάδες, κι από τότε μου κόλλησε. Δεν μπορώ να το βγάλω από το μυαλό μου. Εξακολουθεί να ξαναγυρνά στη σκέψη μου τις πιο παράξενες στιγμές. Την ώρα που

βγαίνω από το ντους, όταν κατηφορίζω τον δρόμο, όταν χώνομαι τη νύχτα στο κρεβάτι μου, όταν δεν σκέφτομαι συνειδητά κάτι. Αυτό, ξέρεις, δεν συμβαίνει

πολύ συχνά.

Σ’ αυτή τη δουλειά

διαβάζεις τόσα βιβλία που τείνουν να μοιάζουν μεταξύ τους. Το βιβλίο του Φάνσοου όμως ξεχωρίζει. Υπάρχει σ’ αυτό κάτι πανίσχυρο, και το παράξενο είναι πως δεν ξέρω καν τι είναι αυτό». «Αυτό ίσως είναι η πραγµατική δοκιµασία» είπα. «Το ίδιο έπαθα κι εγώ. Το βιβλίο κολλά κάπου στο μυαλό σου και δεν μπορείς να απαλλαγείς από αυτό». «Και µε τα υπόλοιπα κοµµάτια;» «Το ίδιο» είπα. «Δεν μπορώ να πάψω να τα σκέφτοµαι». Ο Στούαρτ κούνησε το κεφάλι του και, για πρώτη

φορά,

κατάλαβα

ότι

ήταν

ειλικρινά

εντυπωσιασμένος. Αυτό δεν κράτησε πολλή ώρα, αλλά εκείνη τη στιγµή η αλαζονεία και το ύφος του είχαν χαθεί ξαφνικά, κι εγώ σχεδόν έπιασα τον

εαυτό µου να θέλει να τον συµπαθήσει. «Νομίζω ότι θα μπορούσαμε κάτι να κάνουμε» είπε. «Αν όλα όσα λες αληθεύουν, τότε πιστεύω ότι όντως θα µπορούσαµε κάτι να κάνουµε». Μπορούσαμε

και,

όπως

προέκυψε,

μπορούσαμε να κάνουμε ακόμα περισσότερα απ’ όσα φαντάστηκε ο Στούαρτ. Η

Χώρα του Ποτέ έγινε

δεκτή σε διάστημα μικρότερο του ενός μηνός με πρόταση για εξασφάλιση δικαιωμάτων και των υπόλοιπων

βιβλίων.

Το

ένα

τέταρτο

της

προκαταβολής που πήρα εγώ ήταν αρκετό για να μου εξασφαλίσει τα προς το ζην για ένα διάστημα, και το εκμεταλλεύτηκα για να δουλέψω μια έκδοση των ποιημάτων. Επισκέφτηκα επίσης και κάποιους σκηνοθέτες για να δω αν ενδιαφέρονταν να ανεβάσουν τα θεατρικά έργα. Όντως και

αυτό

συνέβη, και μια παραγωγή με τρία μονόπρακτα σχεδιαζόταν να ανεβεί σε ένα μικρό θέατρο στο κέντρο της πόλης. Το θέατρο θα άνοιγε έξι βδομάδες μετά την έκδοση της

Χώρας του Ποτέ.

Εντωμεταξύ, εγώ έπεισα τον αρχισυντάκτη ενός από τα μεγαλύτερα λογοτεχνικά περιοδικά στα οποία έγραφα κατά διαστήματα, να μου αναθέσει ένα άρθρο για τον Φάνσοου. Προέκυψε ένα μακροσκελές, μάλλον εξωτικό κομμάτι και εκείνη την εποχή είχα την αίσθηση ότι ήταν ένα από τα ωραιότερα

άρθρα

που

έγραψα

ποτέ.

Προγραμματίστηκε μάλιστα να δημοσιευτεί δύο μήνες πριν από την έκδοση της

Χώρας του Ποτέ και

ξαφνικά φαινόταν σαν να συνέβαιναν όλα µαζί. Παραδέχομαι ότι παγιδεύτηκα μέσα σ’ όλα αυτά. Το ένα πράγμα με οδηγούσε στο άλλο και, προτού το καταλάβω, μια μικρή βιομηχανία είχε τεθεί σε κίνηση. Ήταν ένα είδος παραληρήματος, θαρρώ.

Ένιωθα

σαν

μηχανικός

που

πάταγε

κουμπιά και τραβούσε μοχλούς, σκαρφάλωνα από τις βαλβίδες στις ασφάλειες, ρύθμιζα ένα τμήμα εδώ, σκεφτόμουν κάποια βελτίωση εκεί, άκουγα το μαραφέτι να ξεφυσά, να μουγγρίζει και να βουίζει, ξεχνώντας οτιδήποτε άλλο εκτός από τον

σαματά

που

έκανε

το

πνευματικό

μου

δημιούργημα. Ήμουν ο τρελός επιστήμονας που είχε εφεύρει τη μεγάλη κολπατζίδικη μηχανή και, όσο

περισσότερο

περισσότερο

ατμό

θόρυβο

έβγαζε έκανε,

αυτή,

όσο

τόσο

πιο

ευτυχισµένος ήµουν. Ίσως αυτό ήταν αναπόφευκτο. Ίσως έπρεπε να είμαι λιγάκι τρελός για να ξεκινήσω. Δεδομένης της προσπάθειας να συμφιλιωθώ με το σχέδιο, ήταν πιθανόν απαραίτητο για μένα να εξισώσω την επιτυχία του Φάνσοου με τη δική μου. Είχα αναλάβει ένα έργο, κάτι που με δικαίωνε και με έκανε να νιώθω σημαντικός, κι όσο περισσότερο χανόμουν μέσα στις φιλοδοξίες μου για τον Φάνσοου, τόσο ευκρινέστερα εστίαζα στον εαυτό μου. Αυτό δεν αποτελεί δικαιολογία, είναι απλώς η περιγραφή των όσων συνέβαιναν. Αργότερα κατάλαβα ότι πήγαινα γυρεύοντας για μπλεξίματα, αλλά εκείνη την εποχή εγώ δεν είχα ιδέα γι’ αυτό. Και

το

κυριότερο,

και

να

το

είχα

συνειδητοποιήσει, αμφιβάλλω αν θα έκανα κάτι διαφορετικό. Πίσω από όλα αυτά, υπήρχε η επιθυμία μου να διατηρήσω την επαφή μου με τη Σόφι. Καθώς ο καιρός

περνούσε,

έγινε

για

μένα

απολύτως

φυσιολογικό να την καλώ τρεις ή τέσσερις φορές την εβδομάδα, να τη βλέπω για γεύμα, να περνάω από το σπίτι της για έναν απογευματινό περίπατο στη γειτονιά με τον Μπεν. Τη σύστησα στον Στούαρτ Γκριν, την κάλεσα σε μια συνάντηση με τον σκηνοθέτη του θεάτρου, της βρήκα δικηγόρο να χειριστεί τα συμβόλαια και τα άλλα νομικά ζητήματα. Η Σόφι προσαρμόστηκε σ’ όλα αυτά, αντιμετωπίζοντας τις συναντήσεις μάλλον σαν κοινωνικές εκδηλώσεις παρά σαν συζητήσεις γύρω από

τη

δουλειά,

κάνοντας

σαφές

στους

ανθρώπους που συναντούσαμε ότι επικεφαλής ήμουν εγώ. Ένιωθα ότι ήταν αποφασισμένη να μη νιώθει υποχρεωμένη στον Φάνσοου, πως είτε συνέβαινε κάτι είτε όχι, εκείνη θα εξακολουθούσε

να τηρεί τις αποστάσεις της από αυτό. Τα χρήματα, βεβαίως, την έκαναν ευτυχισμένη, ποτέ όμως δεν τα συνέδεσε με το έργο του Φάνσοου. Ήταν ένα απίθανο δώρο, ένας ουρανοκατέβατος λαχνός που τον κέρδισε στη λοταρία, κι αυτό ήταν όλο. Από την πρώτη κιόλας στιγμή, η Σόφι έβλεπε καθαρά

μέσα

από

τον

ανεμοστρόβιλο.

Καταλάβαινε τον θεμελιώδη παραλογισμό της κατάστασης και, καθώς δεν είχε μέσα της την απληστία, ούτε τη διάθεση να εκμεταλλευτεί τα πλεονεκτήματά της, δεν πήραν τα μυαλά της αέρα. Έκανα κορτάρω.

μεγάλες

προσπάθειες

Αναμφίβολα

τα

για

κίνητρά

να μου

την ήταν

προφανή, ίσως όμως αυτό ήταν για καλό. Η Σόφι ήξερε ότι ήμουν ερωτευμένος μαζί της και το γεγονός ότι δεν της είχα ριχτεί, ότι δεν την είχα αναγκάσει να δηλώσει τα αισθήματά της απέναντί μου, συνέβαλε ίσως περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στο να την πείσει για τη σοβαρότητά μου.

Ωστόσο δεν μπορούσα να περιμένω για πάντα. Η διακριτικότητα έχει τον ρόλο της, αλλά η πολλή διακριτικότητα μπορεί να αποβεί μοιραία. Ήρθε μια στιγμή όπου ένιωθα ότι τα πράγματα ανάμεσά μας είχαν τακτοποιηθεί. Καθώς αναλογίζομαι τώρα αυτή

τη

στιγμή,

μπαίνω

στον

χρησιμοποιήσω την παραδοσιακή

πειρασμό

να

γλώσσα

του

έρωτα. Θέλω να μιλήσω με μεταφορές για θέρμη, για φλόγα, για φραγμούς που λιώνουν απέναντι σε πάθη

ακαταμάχητα.

Ξέρω

πόσο

υπερβολικοί

ακούγονται οι όροι αυτοί, τελικά όμως νομίζω ότι είναι ακριβείς. Για μένα άλλαξαν τα πάντα, και λόγια που ποτέ στο παρελθόν δεν καταλάβαινα άρχισαν

να

έχουν

νόημα.

Αυτό

ήρθε

σαν

αποκάλυψη, και, όταν επιτέλους βρήκα τον χρόνο να το αφομοιώσω, αναρωτήθηκα πώς κατάφερα να ζω τόσο καιρό χωρίς να μάθω αυτό το απλό πράγμα. Δεν μιλώ για τον πόθο όσο για τη γνώση, για την ανακάλυψη ότι, μέσω του πόθου, δυο άνθρωποι

μπορούν

να

δημιουργήσουν

κάτι

ισχυρότερο από αυτό που ο καθένας μπορεί να δημιουργήσει μόνος του. Η γνώση αυτή θαρρώ πως με άλλαξε και, ουσιαστικά, με έκανε να νιώθω περισσότερο άνθρωπος. Ανήκοντας στη Σόφι, άρχισα να νιώθω ότι ανήκα επίσης και στον καθένα. Όπως προέκυψε, η πραγματική μου θέση στον κόσμο ήταν κάπου πέρα από τον εαυτό μου, και, αν η θέση αυτή βρισκόταν εντός μου, επίσης δεν εντοπιζόταν. Ήταν η μικρή τρύπα μεταξύ του εαυτού και του µη εαυτού, και για πρώτη φορά στη ζωή μου έβλεπα αυτό το πουθενά σαν το κέντρο του κόσµου. Έτυχε να γιορτάζω τα τριακοστά μου γενέθλια. Τότε γνώριζα ήδη τρεις μήνες τη Σόφι, κι εκείνη επέμενε να οργανώσει μια εορταστική βραδιά. Στην αρχή ήμουν απρόθυμος, αλλά σύντομα με κέρδισε η άποψη της Σόφι για την περίσταση. Μου αγόρασε μια ακριβή, εικονογραφημένη έκδοση του Μόμπι Ντικ , με πήγε για δείπνο σε ένα καλό εστιατόριο κι έπειτα σε μια παράσταση του

Μπορίς

Γκοντουνόφ στη Μετροπόλιταν

Όπερα της Νέας

Υόρκης. Για μια φορά αφέθηκα στην πορεία των πραγμάτων, δίχως να προσπαθήσω να προμαντέψω την ευτυχία μου,

δίχως

να προσπαθήσω να

ξεπεράσω τον εαυτό μου ή να κοροϊδέψω τα αισθήματά μου. Ίσως άρχιζα να αισθάνομαι την καινούργια τόλμη που εκδήλωνε η Σόφι, ίσως εκείνη να μου γνωστοποιούσε ότι είχε λάβει αποφάσεις για τον εαυτό της, ότι ήταν πολύ αργά και για τους δυο μας να υπαναχωρήσουμε. Ό,τι κι αν ήταν αυτό, εκείνη τη νύχτα άλλαξαν τα πάντα, όταν πια δεν υπήρχε κανένα ερώτημα για το τι θα κάναμε. Γυρίσαμε στο διαμέρισμά της στις έντεκα και μισή, η Σόφι πλήρωσε τη νυσταγμένη μπέιμπι σίτερ, κι έπειτα μπήκαμε ακροπατώντας στο δωμάτιο του Μπεν και σταθήκαμε εκεί για λίγο κοιτώντας τον καθώς κοιμόταν στην κούνια του. Θυμάμαι ολοκάθαρα ότι κανείς από τους δυο δεν είπε κουβέντα, ότι ο μόνος θόρυβος που άκουγα ήταν το σιγανό γουργούρισμα από

την ανάσα του

Μπεν. Σκύψαμε πάνω από τα κάγκελα της κούνιας και μελετούσαμε το σχήμα που είχε το κορμάκι του∙ ήταν ξαπλωμένος μπρούμυτα, με τα πόδια μαζεμένα, τον ποπό του στον αέρα, δυο τρία δάχτυλα χωμένα στο στόμα του. Αυτό φάνηκε να διαρκεί πολλή ώρα, αμφιβάλλω όμως

αν

κράτησε πάνω από ένα δυο λεπτά. Έπειτα, χωρίς καμία προειδοποίηση, τεντωθήκαμε και οι δυο, στραφήκαμε ο ένας προς τον άλλον και αρχίσαμε να φιλιόμαστε. Μετά απ’ αυτό, μου είναι δύσκολο να μιλήσω για τα όσα συνέβησαν. Αυτά έχουν ελάχιστη σχέση με τα λόγια, τόσο ελάχιστη στ’ αλήθεια

που

είναι

σχεδόν

άσκοπο

να

προσπαθήσεις να τα εκφράσεις. Αν μη τι άλλο, θα έλεγα ότι πέσαμε ο ένας μέσα στον άλλον, ότι πέσαμε τόσο γρήγορα και τόσο βαθιά ώστε τίποτα δεν

μπορούσε

να

μας

συγκρατήσει.

Πάλι

παρασύροµαι στις µεταφορές. Όµως είτε µπορώ να μιλήσω γι’ αυτό είτε όχι, η αλήθεια των όσων συνέβησαν δεν αλλάζει. Το γεγονός είναι ότι

τέτοιο φιλί δεν υπήρξε ποτέ και σ’ όλη μου τη ζωή αναρωτιέμαι αν μπορεί να υπάρξει ποτέ ξανά ένα τέτοιο φιλί.

4

της

ΠΕΡΑΣΑ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΣΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ Σόφι και από τότε στάθηκε αδύνατο να το εγκαταλείψω. πήγαινα

πίσω

Στη

διάρκεια

στο

της

διαμέρισμά

ημέρας,

θα

μου

να

για

δουλέψω, αλλά κάθε βράδυ θα ξαναγυρνούσα στη Σόφι. Έπαιρνα μέρος στο νοικοκυριό –ψώνιζα για το δείπνο, άλλαζα τις πάνες του Μπεν, έβγαζα τα σκουπίδια–, ζούσα με έναν άλλον άνθρωπο σε συνθήκες

τέτοιας

οικειότητας,

που δεν είχα

δοκιμάσει ποτέ στο παρελθόν. Οι μήνες πέρασαν και, προς μεγάλη μου έκπληξη, ανακάλυψα ότι είχα το ταλέντο γι’ αυτό το είδος ζωής. Είχα

γεννηθεί για να βρίσκομαι μαζί με τη Σόφι, και σιγά σιγά ένιωθα να γίνομαι δυνατότερος, ένιωθα ότι εκείνη με έκανε καλύτερο απ’ ό,τι υπήρξα. Ήταν παράξενο πώς μας έφερε κοντά ο Φάνσοου. Αν δεν είχε εξαφανιστεί, τίποτε από αυτά δεν θα συνέβαινε. Του όφειλα ένα χρέος, αλλά πέραν του να κάνω ό,τι μπορούσα για το έργο του, δεν είχα την ευκαιρία να του το ξεπληρώσω. Το άρθρο μου δημοσιεύτηκε και έδειχνε να έχει το επιθυμητό αποτέλεσμα. τηλεφώνησε

Ο Στούαρτ Γκριν

για να μου πει

ότι

είχα κάνει

καταπληκτική προώθηση κι εγώ συμπέρανα ότι αυτό σήμαινε πως τώρα ένιωθε πιο σίγουρος που δέχτηκε το βιβλίο. Με όλο το ενδιαφέρον που προκάλεσε το άρθρο, ο Φάνσοου δεν φαινόταν πια τόσο επικίνδυνο στοίχημα. Η

Χώρα του Ποτέ

εκδόθηκε και οι κριτικές ήταν ομόφωνα καλές, μερικές μάλιστα ήταν εξαιρετικές. Ήταν όλα όσα μπορούσε κανείς να ελπίζει. Ήταν το παραμύθι που ονειρεύεται κάθε συγγραφέας, και ομολογώ

ότι κι εγώ ακόμα σοκαρίστηκα κάπως. Υποτίθεται ότι

τέτοια

πράγματα

δεν

συμβαίνουν

στην

πραγματικότητα. Λίγες μόλις εβδομάδες αφότου κυκλοφόρησε

το

βιβλίο,

οι

πωλήσεις

ήταν

μεγαλύτερες από τις αναμενόμενες για το σύνολο της έκδοσης. Τελικά ακολούθησε μια δεύτερη έκδοση,

διαφημίσεις

δημοσιεύτηκαν

σε

εφημερίδες και περιοδικά, κι έπειτα το βιβλίο πωλήθηκε σε μια εταιρεία που έβγαζε φτηνές χαρτόδετες εκδόσεις για να επανεκδοθεί την επόμενη χρονιά. Δεν υπαινίσσομαι ότι το βιβλίο ήταν ένα μπεστ σέλερ σύμφωνα με τα εμπορικά κριτήρια,

ή

ότι

εκατομμυριούχος.

η

Σόφι

κόντευε

Δεδομένης

να

όμως

γίνει της

σοβαρότητας και της δυσκολίας που χαρακτήριζαν το έργο του Φάνσοου και δεδοµένης της τάσης του κοινού να μένει μακριά από τέτοιου είδους έργα, ήταν

μια

επιτυχία

πέρα

από

οτιδήποτε

θα

µπορούσαµε να φανταστούµε. Κατά μια έννοια, εδώ θα τελείωνε η ιστορία. Ο

ιδιοφυής νεαρός ήταν νεκρός, αλλά το έργο του θα συνεχίσει να ζει, το όνομά του θα μνημονεύεται στα χρόνια που θα έρθουν. Ο παιδικός του φίλος έσωσε την ωραία νεαρή χήρα και οι δυο τους θα ζήσουν ευτυχισμένοι στη συνέχεια. Αυτό έδειχνε να υπερκαλύπτει τα πάντα, δεν έμενε παρά το πέσιμο της αυλαίας. Όπως προέκυψε όμως, αυτό ήταν μόνο η αρχή. Ό,τι έγραψα ως τώρα δεν είναι παρά µια εισαγωγή, µια σύντοµη σύνοψη των όσων προηγούνται της ιστορίας που έχω να πω. Αν δεν υπήρχε κάτι περισσότερο, τότε δεν θα υπήρχε τίποτε απολύτως,

επειδή τίποτα δεν θα με

ανάγκαζε να ξεκινήσω. Μόνο το σκοτάδι έχει τη δύναμη να κάνει έναν άντρα να ανοίξει την καρδιά του στον κόσμο, και το σκοτάδι είναι αυτό που με τριγυρίζει όταν σκέφτομαι όσα συνέβησαν. Αν απαιτείται θάρρος για να γράψω σχετικά μ’ αυτά, ξέρω επίσης ότι το να γράψω γι’ αυτά είναι η μοναδική

ευκαιρία

που

έχω

να

ξεφύγω.

Αμφιβάλλω όμως ότι αυτό θα συμβεί, ακόμα κι αν

καταφέρω να πω την αλήθεια. Οι ιστορίες χωρίς τέλος το μόνο που κάνουν είναι να συνεχίζονται στο διηνεκές και, αν πιαστείς σε μια απ’ αυτές, σημαίνει ότι πρέπει να πεθάνεις προτού παίξεις μέχρι τέλους τον ρόλο σου. Μοναδική μου ελπίδα είναι ότι υπάρχει ένα τέλος σε όσα πρόκειται να πω, ότι κάπου θα βρω μια ανάπαυλα στο σκοτάδι. Η ελπίδα αυτή είναι ό,τι εγώ προσδιορίζω ως κουράγιο, αν όμως υπάρχει ένας λόγος για να ελπίζω,

αυτό είναι

ένα εντελώς

διαφορετικό

ερώτηµα. Είχαν περάσει κάπου τρεις βδομάδες από τότε που ανέβηκαν τα θεατρικά έργα. Περνούσα ως συνήθως τη νύχτα στο διαμέρισμα της Σόφι και το πρωί πήγαινα στο δικό μου, στο κέντρο της πόλης, να βγάλω λίγη δουλειά. Απ’ ό,τι θυμάμαι, υποτίθεται πως θα τελείωνα ένα κομμάτι σχετικά με τέσσερις πέντε ποιητικές συλλογές –μια από εκείνες τις εκνευριστικές κριτικές του σωρού– και δυσκολευόμουν να συγκεντρωθώ. Το μυαλό μου

εξακολουθούσε να τριγυρνά μακριά από τα βιβλία που ήταν απλωμένα στο γραφείο μου και, ανά πέντε λεπτά, θα πεταγόμουν από την καρέκλα μου

και

θα

άρχιζα

να

πηγαινοέρχομαι

στο

δωμάτιο. Την προηγουμένη ο Στούαρτ Γκριν μού είχε αναφέρει μια παράξενη ιστορία, και μου ήταν δύσκολο να πάψω να τη σκέφτομαι. Σύμφωνα με τον Στούαρτ, ο κόσμος άρχιζε να λέει ότι ο Φάνσοου

ήταν

ανύπαρκτος.

Η

φήμη

που

κυκλοφορούσε ήταν ότι τον εφηύρα εγώ για να σκαρώσω μια απάτη και τα βιβλία τα έγραψα μόνος μου. Η πρώτη μου αντίδραση ήταν να γελάσω, και να κάνω έναν υπαινιγμό ότι κι ο Σαίξπηρ δεν είχε γράψει κανένα έργο επίσης. Τώρα όμως που το ξανασκέφτομαι, εκείνη την εποχή δεν ήξερα αν έπρεπε

να

κολακευμένος

νιώθω από

προσβεβλημένος

αυτή την κουβέντα.

ή Δεν

πίστευε ο κόσμος ότι έλεγα την αλήθεια; Μα γιατί να μπω στον κόπο να δημιουργήσω ένα ολόκληρο έργο και μετά να μη διεκδικήσω επαίνους γι’

αυτό; Εκτός αυτού, πίστευε στ’ αλήθεια ο κόσμος ότι εγώ ήμουν ικανός να γράψω ένα βιβλίο τόσο καλό όσο η

Χώρα του Ποτέ; Συνειδητοποίησα ότι

από τη στιγμή που όλα τα χειρόγραφα του Φάνσοου

είχαν

δημοσιευτεί,

θα

μπορούσα

κάλλιστα να γράψω άλλο ένα ή δύο βιβλία με το όνομά του, να κάνω μόνος μου τη δουλειά και να την πλασάρω σαν δική

του. Δεν λογάριαζα,

φυσικά, να κάνω κάτι τέτοιο, αλλά και

μόνο η

σκέψη αυτή μου αποκάλυπτε κάποιες παράξενες και προκλητικές ιδέες: τι σημαίνει να βάζει ένας συγγραφέας το όνομά του σε ένα βιβλίο, γιατί κάποιοι συγγραφείς επιλέγουν να κρύβονται πίσω από

ένα

πραγματική

ψευδώνυμο, ζωή

αν

ένας

έχει

ή

δεν

συγγραφέας.

έχει Με

εντυπωσίασε το γεγονός ότι το να γράφεις με άλλο όνομα θα μπορούσε να είναι κάτι απολαυστικό –η ανακάλυψη μιας κρυφής ταυτότητας για τον εαυτό μου–

και

αναρωτήθηκα

γιατί

έβρισκα

τόσο

ελκυστική αυτή την ιδέα. Η μια σκέψη με

οδηγούσε στην άλλη και, την ώρα που το θέµα είχε πλέον εξαντληθεί, ανακάλυψα ότι είχα σπαταλήσει όλο το πρωινό µου. Είχε

πάει

έντεκα

αλληλογραφίας–

και

και έκανα

μισή την

–η

ώρα

της

τελετουργική

διαδρομή μου κατεβαίνοντας με το ασανσέρ για να δω αν υπήρχε κάτι στο γραμματοκιβώτιό μου. Αυτή ήταν πάντα για μένα μια κρίσιμη στιγμή της ημέρας και το έβρισκα αδύνατο να την προσεγγίσω ήρεμα. Υπήρχε πάντα η ελπίδα ότι μέσα θα υπήρχαν καλά νέα –μια απροσδόκητη επιταγή, μια προσφορά για δουλειά, ένα γράμμα που κατά κάποιον τρόπο θα άλλαζε τη ζωή μου– και αυτή η συνήθεια της προσδοκίας αποτελούσε πια τόσο μεγάλο μέρος του εαυτού μου, ώστε μετά βίας μπορούσα να κοιτάξω το γραμματοκιβώτιο και να μην ορμήσω προς τα εκεί. Ήταν η κρυψώνα μου, το

μοναδικό

σημείο

στον

κόσμο

που

ήταν

αποκλειστικά δικό μου. Κι όμως, αυτό με συνέδεε με τον υπόλοιπο κόσμο και μέσα στο μαγικό του

σκοτάδι υπήρχε εκείνη η δύναμη να κάνεις πράγµατα να συµβούν. Εκείνη την ημέρα υπήρχε μονάχα ένα γράμμα για μένα. Ήρθε μέσα σε έναν απλό αεροπορικό φάκελο, με σφραγίδα ταχυδρομείου της Νέας Υόρκης, χωρίς διεύθυνση αποστολέα. Ο γραφικός χαρακτήρας δεν μου φάνηκε γνωστός –το όνομα και η διεύθυνσή μου ήταν γραμμένα με κεφαλαία– και δεν μπορούσα ούτε καν να μαντέψω από πού ερχόταν. Μέσα στο ασανσέρ άνοιξα το γράμμα και τότε ακριβώς, ενώ ανέβαινα στον ένατο όροφο, µου ήρθε ο ουρανός σφοντύλι. Μη θυμώσεις που σου γράφω, άρχιζε το γράμμα.

Παρά το ρίσκο να σου προκαλέσω συγκοπή, θέλησα να σο

στείλω μια τελευταία λέξη, να σε ευχαριστήσω για όσα

έκανες. Ήξερα ότι εσύ ήσουν ο άνθρωπος στον οποίο θ έπρεπε να απευθυνθώ, αλλά τα πράγματα ήρθαν καλύτερα

απ’ ό,τι περίμενα. Ξεπέρασες τα όρια του δυνατού, και σου

είμαι υπόχρεος. Η Σόφι και το παιδί θα έχουν κάποιον να

τους φροντίζει, κι έτσι εγώ θα μπορώ να ζήσω με καθαρή τη

συνείδησή µου.

Δεν πρόκειται να δώσω εξηγήσεις. Σε αντίθεση με αυτό

το γράμμα, θέλω να εξακολουθήσεις να με θεωρείς νεκρό.

Τίποτα δεν είναι σημαντικότερο από αυτό, και δεν θα πρέπε να πεις σε κανέναν ότι έχεις νέα µου. Δεν θα µε βρουν και το

να μιλήσεις θα προκαλούσε περισσότερη φασαρία απ’ όσ αξίζει. Κυρίως μην πεις τίποτα στη Σόφι. Κάνε τη να με

χωρίσει κι έπειτα παντρέψου την όσο πιο γρήγορα μπορείς

Σε εμπιστεύομαι ότι θα το κάνεις και σου δίνω την ευχή μου.

Το παιδί χρειάζεται έναν πατέρα κι εσύ είσαι ο μόνος στον οποίο µπορώ να βασιστώ.

Θέλω να καταλάβεις ότι δεν έχω χάσει το μυαλό μου. Πήρα μερικές αποφάσεις που ήταν απαραίτητες και,

μολονότι άνθρωποι υπέφεραν, το να φύγω ήταν το καλύτερ και ευγενέστερο πράγµα που έκανα ποτέ.

Στα επτά χρόνια από την ημέρα της εξαφάνισής μου θα

είναι η μέρα του θανάτου μου. Έχω περάσει από δίκη τον εαυτό µου και εφέσεις δεν θα γίνουν δεκτές. Σε ικετεύω μη με αναζητήσεις. Δεν θέλω να με βρουν και

νομίζω πως έχω το δικαίωμα να θέλω να ζήσω το υπόλοιπο

της ζωής μου όπως εγώ θεωρώ πρέπον. Οι απειλές με

αηδιάζουν, δεν έχω όμως άλλη επιλογή από το να σου

απευθύνω αυτή την προειδοποίηση: αν ως εκ θαύματος καταφέρεις να µε ξετρυπώσεις, θα σε σκοτώσω.

Χαίρομαι που τα γραπτά μου προκάλεσαν τόσο μεγάλο

ενδιαφέρον. Δεν είχα ποτέ ούτε την ελάχιστη υπόνοια ότι θα

μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο. Όλα αυτά όμως μου

φαίνονται τόσο μακρινά. Το γράψιμο των βιβλίων ανήκει σε

μιαν άλλη ζωή και το να το σκέφτομαι τώρα με αφήνει

παγερά αδιάφορο. Ποτέ δεν θα προσπαθήσω να διεκδικήσω

κάποια χρήματα, τα δίνω ευχαρίστως σ’ εσένα και τη Σόφι

Το γράψιμο ήταν μια αρρώστια που με μόλυνε πολύ καιρό τώρα όµως έχω συνέλθει.

Να είσαι σίγουρος ότι δεν θα ξαναέρθω σε επαφή μαζί

σου. Τώρα είσαι ελεύθερος από εμένα, και σου εύχομαι μια

πολύχρονη και ευτυχισμένη ζωή. Τα πράγματα να σου

έρθουν όσο γίνεται καλύτερα. Είσαι φίλος μου, και η μοναδική μου ελπίδα είναι να μείνεις για πάντα αυτός που

είσαι. Όσο για εμένα, αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Ευχήσου µου καλή τύχη.

Στο τέλος του γράμματος δεν υπήρχε υπογραφή και τις επόμενες δυο ώρες προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου ότι επρόκειτο για φάρσα. Αν το γράµµα το είχε γράψει ο Φάνσοου, γιατί παρέλειψε να υπογράψει με το όνομά του; Γαντζώθηκα σ’ αυτό

θεωρώντας

το

απόδειξη

ενός

κόλπου,

αναζητώντας απεγνωσμένα μια δικαιολογία για να αρνηθώ αυτό που συνέβαινε. Η προσπάθεια αυτή όμως δεν διήρκεσε πολύ και σιγά σιγά υποχρέωσα τον εαυτό μου να κοιτάξει κατάματα τα γεγονότα. Μπορούσαν να υπάρχουν αρκετοί λόγοι για την παράλειψη του ονόματος, και όσο περισσότερο το σκεφτόμουν, τόσο περισσότερο έβλεπα ότι γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο το γράμμα θα έπρεπε να θεωρηθεί γνήσιο. Ένας φαρσέρ θα ενδιαφερόταν ιδιαίτερα

να

περιλάβει

το

όνομα,

αλλά

το

πραγματικό πρόσωπο δεν θα το σκεφτόταν δυο φορές. Μόνο κάποιος που δεν θα ήθελε να εξαπατήσει θα είχε την αυτοπεποίθηση να κάνει ένα τόσο προφανές λάθος. Κι έπειτα υπήρχαν και

οι τελευταίες προτάσεις του γράμματος:

Να μείνεις

για πάντα αυτός που είσαι. Μ’ εμένα είναι μια άλλη ιστορία. Μήπως αυτό σήμαινε ότι ο Φάνσοου είχε γίνει κάποιος άλλος; Αναμφισβήτητα ζούσε με άλλο όνομα. Πώς ζούσε όμως και πού; Η σφραγίδα ταχυδρομείου της Νέας Υόρκης ήταν, ίσως, μια ένδειξη, αλλά εξίσου εύκολα αυτό θα μπορούσε να είναι µια πρόφαση, µια ψεύτικη πληροφορία για να με αποπροσανατολίσει. Ο Φάνσοου υπήρξε ιδιαίτερα προσεκτικός. Διάβασα το γράμμα ξανά και ξανά, προσπαθώντας να το ξεδιαλύνω, να βρω ένα παραθυράκι, έναν τρόπο να διαβάσω πίσω από τις γραμμές, αλλά δεν προέκυψε το παραμικρό. Το γράμμα ήταν θαμπό, ένας όγκος σκοταδιού που εµπόδιζε κάθε απόπειρα να εισχωρήσει κανείς μέσα του. Στο τέλος τα παράτησα, έβαλα το γράμμα

στο

συρτάρι

του

γραφείου

μου

και

παραδέχτηκα ότι ήμουν χαμένος, ότι ποτέ ξανά τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο για µένα. Αυτό που με ενοχλούσε περισσότερο ήταν,

νομίζω, η ίδια μου η ηλιθιότητα. Όταν αναπολώ αυτή την ιστορία τώρα, βλέπω ότι όλα τα γεγονότα μού φανερώθηκαν από την αρχή, από την πρώτη κιόλας συνάντησή μου με τη Σόφι. Επί χρόνια ο Φάνσοου δεν δημοσιεύει το παραμικρό, έπειτα λέει στη γυναίκα του τι να κάνει αν του συμβεί κάτι –να έρθει σε επαφή μαζί μου, το έργο του να δημοσιευτεί– κι έπειτα εξαφανίζεται. Όλα ήταν τόσο φανερά. Ο άνθρωπος ήθελε να φύγει κι έφυγε. Απλώς ξύπνησε μια μέρα και έφυγε μακριά από την έγκυο σύζυγό του. Επειδή αυτή τον εμπιστευόταν, επειδή γι’ αυτήν ήταν ασύλληπτο ότι ο Φάνσοου θα έκανε τέτοιο πράγμα, δεν είχε άλλη επιλογή από το να πιστέψει ότι εκείνος ήταν νεκρός. Η Σόφι είχε εξαπατήσει τον εαυτό της, αλλά,

δεδομένης

της

κατάστασης,

δεν

θα

μπορούσε να είχε φερθεί διαφορετικά. Εγώ δεν είχα καμία δικαιολογία. Ούτε μία φορά από την αρχή δεν σχημάτισα δική μου αντίληψη για τα πράγματα.

Συμφώνησα

αμέσως

μαζί

της,

αποδέχτηκα με χαρά τη δική της παρερμηνεία των γεγονότων,

κι

έπειτα

σκέφτομαι.

Έχουν

έπαψα

σκοτωθεί

εντελώς

να

άνθρωποι

για

εγκλήµατα µικρότερα από αυτό εδώ. Οι µέρες περνούσαν. Το ένστικτό µου µου έλεγε να εμπιστευτώ τη Σόφι, να μοιραστώ μαζί της το γράμμα. Ωστόσο μου ήταν δύσκολο να το κάνω. Φοβόμουν τόσο πολύ, δεν ήμουν διόλου βέβαιος για τις αντιδράσεις της. Όταν ήμουν στις καλές μου, έλεγα στον εαυτό μου ότι το να μη μιλήσω ήταν ο μόνος τρόπος να την προστατεύσω. Πόσο θα την ωφελούσε αν μάθαινε ότι ο Φάνσοου την παράτησε; Θα κατηγορούσε τον εαυτό της για ό,τι συνέβη κι εγώ δεν ήθελα να πληγωθεί. Κάτω από αυτή την ευγενή σιωπή, πάντως, βρισκόταν μια δεύτερη σιωπή από πανικό και φόβο. Ο Φάνσοου ήταν ζωντανός και, αν εγώ επέτρεπα στη Σόφι να το μάθει, τι θα μας έκανε αυτή η γνώση; Δεν άντεχα στη σκέψη ότι η Σόφι μπορεί να τον ήθελε πίσω και δεν είχα το κουράγιο να ρισκάρω να το

ανακαλύψω.

Αυτή

ήταν

ίσως

η

μεγαλύτερη

αποτυχία μου. Αν πίστευα αρκετά στον έρωτα της Σόφι για μένα, θα ήμουν πρόθυμος να ρισκάρω τα πάντα. Εκείνη τη στιγμή όμως δεν φαινόταν να υπάρχει άλλη επιλογή κι έτσι έκανα ό,τι μου ζήτησε ο Φάνσοου – όχι για εκείνον αλλά για τον εαυτό μου. Σφάλισα μέσα μου το μυστικό και έµαθα να κρατώ τη γλώσσα µου. Πέρασαν λίγες μέρες κι έπειτα πρότεινα στη Σόφι

να

με

παντρευτεί.

Το

είχαμε

ξανακουβεντιάσει, αυτή τη φορά όμως δεν το περιόρισα στη σφαίρα της απλής συζήτησης και έκανα σαφές ότι το εννοούσα. Καταλάβαινα ότι φερόμουν αντίθετα με τον χαρακτήρα μου –χωρίς χιούμορ, άκαμπτα– αλλά δεν μπορούσα να το αποφύγω. Ήταν αδύνατο να ζήσω με αυτή την αβεβαιότητα, και ένιωθα ότι είχα ζητήματα που έπρεπε να λύσω εδώ και τώρα. Η Σόφι, βεβαίως, πρόσεξε αυτή την αλλαγή πάνω μου, αλλά, καθώς δεν ήξερε την αιτία της, την ερμήνευσε ως

υπερβολή του πάθους. Ήταν η συμπεριφορά ενός νευρικού, υπέρ το δέον φλογερού αρσενικού, που έτρεμε για ό,τι λαχταρούσε περισσότερο – το οποίο

επίσης

παντρευόταν.

αλήθευε. Φαντάστηκα

Ναι,

είπε,

ποτέ

θα

ότι

θα

με με

απογοήτευε; «Θέλω επίσης να υιοθετήσω τον Μπεν» είπα. «Θέλω να πάρει το όνομά μου. Είναι σημαντικό να µεγαλώσει θεωρώντας µε πατέρα του». Η Σόφι απάντησε ότι δεν θα ήθελε κάτι διαφορετικό. Ήταν το μόνο πράγμα που είχε νόηµα και για τους τρεις µας. «Κι αυτό θέλω να συμβεί σύντομα» συνέχισα «το συντομότερο δυνατό. Στη Νέα Υόρκη δεν μπορείς να βγάλεις διαζύγιο προτού περάσει ένας χρόνος. Αυτό είναι πολύ μεγάλο διάστημα, δεν αντέχω να περιμένω τόσο πολύ. Θα μπορούσαμε να φύγουμε για διακοπές σε τόσα μέρη, στην Αλαμπάμα, τη Νεβάδα, το Μεξικό, ένας θεός ξέρει πού, και την εποχή που θα γυρνούσαμε θα ήσουν ελεύθερη να

µε παντρευτείς». Η Σόφι είπε ότι της άρεσε όπως ακουγόταν: ελεύθερη να με παντρευτείς. Αν αυτό σήμαινε να πάμε κάπου για λίγο, θα ερχόταν, είπε, θα ερχόταν οπουδήποτε ήθελα εγώ. «Στο κάτω κάτω» είπα «εκείνος έχει εξαφανιστεί εδώ και έναν χρόνο τώρα, ενάμιση χρόνο σχεδόν. Πρέπει να περάσουν επτά χρόνια προτού ένας νεκρός κηρυχθεί επισήμως νεκρός. Συμβαίνουν πράγματα, η ζωή προχωρά. Απλώς σκέψου: εμείς γνωριζόµαστε έναν χρόνο σχεδόν». «Για να ακριβολογούμε»

απάντησε

η Σόφι

«πέρασες το κατώφλι μου για πρώτη φορά στις 25 Νοεμβρίου του 1976. Σε οκτώ μέρες θα κλείσει ένας χρόνος ακριβώς». «Το θυµάσαι». «Φυσικά

και

το

θυμάμαι.

Ήταν

το

σηµαντικότερο πράγµα στη ζωή µου». Πήραμε ένα αεροπλάνο για το Μπίρμινγχαμ της Αλαμπάμα στις 27 Νοεμβρίου και γυρίσαμε στη

Νέα Υόρκη την πρώτη εβδομάδα του Δεκεμβρίου. Στις 11 Δεκεμβρίου παντρευτήκαμε στο δημαρχείο της πόλης και στη συνέχεια πήγαμε να φάμε και να πιούμε με καμιά εικοσαριά φίλους μας. Περάσαμε εκείνη τη νύχτα στο ξενοδοχείο Πλάζα, την επόμενη μέρα φάγαμε πρωινό στο δωμάτιο, και αργότερα, την ίδια εκείνη ηµέρα, πετάξαµε για τη Μινεσότα με τον Μπεν. Στις 18 του μηνός οι γονείς της Σόφι έκαναν ένα γαμήλιο πάρτι και τη νύχτα

της

24ης

Δεκεμβρίου

γιορτάσαμε

τα

νορβηγικά Χριστούγεννα. Ύστερα από δυο μέρες, η Σόφι κι εγώ παρατήσαμε τα χιόνια και πήγαμε στις Βερμούδες για δέκα μέρες και μετά γυρίσαμε στη Μινεσότα για να πάρουμε μαζί μας τον Μπεν. Στα σχέδιά μας ήταν ν’ αρχίσουμε να ψάχνουμε για ένα

καινούργιο

διαμέρισμα

αμέσως

μόλις

επιστρέφαμε στη Νέα Υόρκη. Κάπου πάνω από τη δυτική Πενσιλβάνια, έπειτα από πτήση μίας ώρας περίπου, ο Μπεν κατούρησε τις πάνες του πάνω στα πόδια μου. Όταν του έδειξα τον σκούρο λεκέ

στο παντελόνι µου, γέλασε, χτύπησε παλαµάκια κι έπειτα, κοιτώντας με κατάματα, με φώναξε για πρώτη φορά µπαµπά.

5

ΒΥΘΙΖΟΜΟΥΝ ΣΤΟ ΠΑΡΟΝ.

Πέρασαν μερικοί

μήνες και σιγά σιγά άρχισε να φαίνεται πιθανή η επιβίωσή μου. Αυτό ήταν ζωή στην αλεπότρυπα, αλλά η Σόφι και ο Μπεν βρίσκονταν εκεί κάτω µαζί μου κι αυτό ήταν το μόνο πράγμα που ήθελα στ’ αλήθεια. Όσο διάστημα θυμόμουν να μην κοιτώ ψηλά, ο κίνδυνος δεν µπορούσε να µας αγγίξει. Μετακομίσαμε

σ’

ένα

διαμέρισμα

στη

Ρίβερσαϊντ Ντράιβ τον Φεβρουάριο. Μέχρι να βολευτούμε φτάσαμε στα μέσα της άνοιξης κι εγώ δεν είχα πολλές ευκαιρίες να σκέφτομαι τον Φάνσοου. Αν και το γράμμα δεν είχε εξαφανιστεί

ολότελα

από

τη

σκέψη

μου,

ωστόσο

δεν

αποτελούσε πια την ίδια απειλή. Τώρα ήμουν ασφαλής με τη Σόφι και ένιωθα πως τίποτε δεν μπορούσε να μας χωρίσει, ούτε καν ο Φάνσοου, ούτε καν ο ίδιος ο Φάνσοου. Ή τουλάχιστον έτσι μου φαινόταν, όποτε τύχαινε να το σκεφτώ. Τώρα καταλαβαίνω πόσο άσχημα εξαπατούσα τον εαυτό μου,

αλλά

αυτό

το

συνειδητοποίησα

πολύ

αργότερα. Εξ ορισμού, η σκέψη είναι κάτι που το αντιλαμβάνεσαι.

Εκείνη

την

εποχή

ωστόσο

αγνοούσα το γεγονός ότι δεν είχα πάψει ούτε για μια στιγμή να σκέφτομαι τον Φάνσοου, ότι ήταν μέσα μου μέρα νύχτα όλους αυτούς τους μήνες. Και αν δεν έχεις αντιληφθεί ότι κάνεις αυτές τις σκέψεις, είναι λογικό να λες ότι σκέφτεσαι; Ήμουν στοιχειωμένος, ίσως ήμουν ακόμα και δαιμονισμένος. Δεν υπήρχαν όμως ενδείξεις για να µου πουν τι συνέβαινε. Τώρα η καθημερινότητά μου ήταν γεμάτη. Ούτε που παρατήρησα ότι δούλευα λιγότερο απ’ όσο

δούλευα επί χρόνια. Δεν είχα μια δουλειά που απαιτούσε να φεύγω από το σπίτι το πρωί, και, αφού η Σόφι και ο Μπεν βρίσκονταν μαζί μου στο διαμέρισμα, δεν ήταν και πολύ δύσκολο να βρω κάποιες δικαιολογίες για να αποφύγω το γραφείο μου. Έτσι, αντί να αρχίζω στις εννιά ακριβώς κάθε πρωί, μερικές φορές δεν έφτανα στο δωματιάκι µου πριν από τις έντεκα ή τις έντεκα και µισή. Σαν να μην έφτανε αυτό, η παρουσία της Σόφι στο σπίτι αποτελούσε συνεχή πειρασμό. Ο Μπεν εξακολουθούσε να παίρνει έναν ή δυο υπνάκους την ηµέρα, και εκείνες τις ήρεµες ώρες, ενώ αυτός κοιμόταν,

για

μένα

ήταν

δύσκολο

να

μη

σκέφτομαι το κορμί της. Τις περισσότερες φορές κάναμε έρωτα. Η Σόφι ήταν εξίσου πεινασμένη για έρωτα και, καθώς περνούσαν οι βδομάδες, το σπίτι

αποκτούσε

ατμόσφαιρα, σεξουαλικών αναδυόταν

σιγά

σιγά

μια

μετασχηματιζόταν δυνατοτήτων. στην

επιφάνεια.

Ο

σε κάτω

Κάθε

ερωτική τόπο κόσμος δωμάτιο

αποκτούσε τη δική του μνήμη, κάθε κηλίδα αναφερόταν σε μια διαφορετική στιγμή, έτσι ώστε ακόμα και μέσα στη γαλήνη της καθημερινής ζωής, ένας ιδιαίτερος λεκές στο χαλί, ας πούμε, ή το

κατώφλι

μιας

συγκεκριμένης

πόρτας

δεν

αποτελούσε πια αυστηρά ένα πράγμα αλλά μια αίσθηση, την ηχώ της ερωτικής μας ζωής. Είχαμε μπει στο παράδοξο του πόθου. Η ανάγκη που ένιωθε ο ένας για τον άλλον ήταν αστείρευτη, και όσο

περισσότερο

ικανοποιούνταν,

τόσο

περισσότερο έµοιαζε να µεγαλώνει. Κάθε τόσο η Σόφι έλεγε να ψάξουμε να βρούμε μια δουλειά, αλλά κανείς μας δεν το ένιωθε ως επιτακτική ανάγκη. Τα λεφτά μάς έφταναν ακόμη, καταφέραμε μάλιστα να βάλουμε στην άκρη ένα ποσό. Το επόμενο βιβλίο του Φάνσοου με τίτλο Θαύµατα

ετοιμαζόταν

να

εκδοθεί

και

η

προκαταβολή από το συμβόλαιο ήταν ακόμα μεγαλύτερη Σύμφωνα

από με

εκείνη το

της

πρόγραμμα

Χώρας του Ποτέ. που

είχαμε

καταστρώσει ο Στούαρτ κι εγώ, τα ποιήματα θα κυκλοφορούσαν έξι μήνες μετά τα

Θαύµατα, θα

ακολουθούσε το πρωιμότερο μυθιστόρημα του Φάνσοου, οι Διαλείψεις, και τελευταία απ’ όλα θα έρχονταν τα θεατρικά του έργα. Τα συγγραφικά δικαιώματα

από

τη

Χώρα του Ποτέ άρχισαν να

έρχονται εκείνον τον Μάρτιο και µε τις επιταγές να καταφτάνουν ξαφνικά πότε για το ένα και πότε για το άλλο, όλα μας τα οικονομικά προβλήματα εξαφανίστηκαν. Όπως όλα όσα συνέβαιναν, ήταν κι

αυτό

μια

νέα

εμπειρία

για

μένα.

Τα

προηγούμενα οκτώ με εννέα χρόνια η ζωή μου ήταν μια συνεχής δύσκολη πορεία, μια ξέφρενη εφόρμηση από το ένα ασήμαντο αρθράκι στο επόμενο, και θεωρούσα τον εαυτό μου τυχερό όποτε είχα δουλειά για έναν ή δυο μήνες ακόμα. Η έγνοια είχε φωλιάσει μέσα μου, είχε γίνει μέρος του αίματός μου, των κυττάρων μου. Μετά βίας καταλάβαινα τι σήμαινε να ανασαίνω χωρίς να αναρωτιέμαι αν θα μπορούσα να πληρώσω τον

λογαριασμό για το φυσικό αέριο. Τώρα, για πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωθα ότι δεν χρειαζόταν πια να σκέφτομαι αυτά τα πράγματα. Ένα πρωινό, εκεί που καθόμουν στο γραφείο μου και πάλευα να συντάξω την τελευταία πρόταση ενός άρθρου γυρεύοντας τη φράση που έλειπε, σιγά σιγά σχηματίστηκε στο μυαλό μου η ιδέα ότι μου δόθηκε μια δεύτερη ευκαιρία. Μπορούσα να τα παρατήσω και να ξεκινήσω πάλι απ’ την αρχή. Δεν χρειαζόταν πια να γράφω άρθρα. Θα μπορούσα να κινηθώ προς άλλες κατευθύνσεις, να ξεκινήσω τη δουλειά που πάντα ήθελα να κάνω. Αυτή ήταν η δική μου ευκαιρία να σωθώ, και έκρινα ότι θα ήµουν τρελός αν δεν την αποδεχόµουν. Πέρασαν

κι

άλλες

εβδομάδες.

Πήγαινα

καθημερινά στο δωμάτιό μου, τίποτα όμως δεν συνέβαινε. Θεωρητικά ένιωθα ότι είχα έμπνευση και, όποτε δεν δούλευα, το μυαλό μου ήταν γεμάτο ιδέες. Κάθε φορά όμως που καθόμουν κάτω για να μεταφέρω κάτι στο χαρτί, οι σκέψεις

μου χάνονταν. Οι λέξεις πέθαιναν τη στιγμή που σήκωνα

το

στιλό

μου.

Ξεκίνησα

κάμποσα

προσχέδια, αλλά στην ουσία δεν κατάφερα τίποτα και

ένα

ένα

τα

παράτησα.

Αναζητούσα

δικαιολογίες για να εξηγήσω γιατί δεν μπορούσα να προχωρήσω. Δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα και από καιρό τώρα ανταποκρινόµουν σε µια ολόκληρη λιτανεία: την προσαρμογή στον έγγαμο βίο, τις ευθύνες της πατρότητας, τον καινούργιο χώρο της δουλειάς µου –που έδειχνε πολύ στενόχωρος–, την παλιά

συνήθεια

να

γράφω

με

χρονικά

όρια

παράδοσης της δουλειάς μου, το κορμί της Σόφι, την ξαφνική κληρονομιά. Τα πάντα. Μέχρι που για μερικές μέρες φλέρταρα με την ιδέα να γράψω ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, αλλά τότε κόλλησα με την πλοκή και δεν μπόρεσα να συνδυάσω όλα τα κομμάτια. Άφηνα το μυαλό μου να περιπλανιέται άσκοπα, ελπίζοντας να πείσω τον εαυτό μου ότι αυτή η απραξία αποδείκνυε ότι συγκέντρωνα δυνάμεις, ήταν η ένδειξη ότι κάτι θα συνέβαινε.

Για περισσότερο από έναν μήνα το μόνο που έκανα ήταν να αντιγράφω αποσπάσματα από βιβλία. Ένα από αυτά, ένα απόσπασμα του Σπινόζα, το κόλλησα στον τοίχο μου:

Και όταν

ονειρεύεται ότι δεν θέλει να γράψει, δεν έχει τη δύναμη να ονειρευτεί ότι θέλει να γράψει. Και όταν ονειρεύεται ότι

θέλει να γράψει, δεν έχει τη δύναμη να ονειρευτεί ότι δεν θέλει να γράψει. Είναι πιθανό ότι θα έβρισκα τρόπο να ξεφύγω από αυτή την κατρακύλα. Το αν αυτό ήταν μια μόνιμη

κατάσταση

ή

μια

παροδική

φάση

παραμένει ακόμη ασαφές για μένα. Η διαίσθησή µου ότι για ένα διάστηµα τα είχα πράγµατι χαµένα, ότι περιπλανιόμουν απεγνωσμένα μέσα μου, δεν νομίζω πως σημαίνει ότι η κατάστασή μου ήταν απελπιστική. Μου συνέβαιναν πράγματα, ζούσα μεγάλες αλλαγές, και ήταν πολύ νωρίς να πω πού θα

οδηγούσαν

αυτές.

Έπειτα,

εντελώς

απροσδόκητα, μια λύση παρουσιάστηκε μόνη της. Αν η λύση είναι μια πολύ ευνοϊκή λέξη, τότε θα το

πω συμβιβασμό. Ό,τι κι αν ήταν, ελάχιστα του αντιστάθηκα. Ήρθε σε μια στιγμή που ήμουν ευάλωτος και η κρίση μου δεν ήταν καθόλου αυτή που έπρεπε να είναι. Αυτό ήταν το δεύτερο κρίσιμο σφάλμα μου και ήρθε αμέσως μετά το πρώτο. Μια μέρα γευμάτιζα με τον Στούαρτ κοντά στο γραφείο του, στο Άπερ Ιστ Σάιντ. Στη μέση του γεύματος, εκείνος ανέφερε πάλι τις φήμες για τον Φάνσοου και, για πρώτη φορά, μου πέρασε από το μυαλό η ιδέα ότι ο Στούαρτ άρχιζε όντως να αμφιβάλλει. Το θέμα τον γοήτευε σε τέτοιον βαθµό που δεν µπορούσε να κρατηθεί µακριά του. Ο

τρόπος

του

ήταν

πονηρός,

προκλητικά

συνωμοτικός, αλλά κάτω από το ύφος του άρχιζα να

υποπτεύομαι

ότι

προσπαθούσε

να

με

παγιδεύσει σε μια εξομολόγηση. Έπαιξα για λίγο μαζί του κι έπειτα, καθώς είχα βαρεθεί το παιχνίδι, του είπα ότι μια αλάνθαστη μέθοδος για να ρυθμίσει το ζήτημα ήταν να αναθέσει σε

κάποιον Φάνσοου.

τη

συγγραφή

Έκανα

αυτή

της

βιογραφίας

την

παρατήρηση

του με

απόλυτη αθωότητα –ως ένα λογικό επιχείρημα, όχι ως πρόταση–, αυτή όμως φάνηκε να εντυπωσιάζει τον Στούαρτ ως μια έξοχη ιδέα. Ενθουσιάστηκε. Βεβαίως,

βεβαίως,

εξηγείται,

γίνεται

ο

μύθος

εντελώς

του

Φάνσοου

σαφής,

βεβαίως,

επιτέλους η πραγματική ιστορία. Μέσα σε λίγα λεπτά είχε σκεφτεί τα πάντα. Το βιβλίο θα το έγραφα εγώ. Θα κυκλοφορούσε όταν θα είχε πια εκδοθεί όλο το έργο του Φάνσοου, κι εγώ θα είχα στη διάθεσή μου όσο χρόνο χρειαζόμουν – δυο χρόνια, τρία χρόνια, όσο ήθε

λα. Θα έπρεπε να

είναι ένα εξαιρετικό βιβλίο, πρόσθεσε ο Στού ένα βιβλίο αντάξιο του ίδιου του Φάνσοου, μου είχε όμως μεγάλη εμπιστοσύνη και ήξερε ότι εγώ μπορούσα να κάνω αυτή τη δουλειά. Η πρόταση με αιφνιδίασε, και την αντιμετώπισα ως αστείο. Ο Στούαρτ όμως ήταν σοβαρός∙ δεν θα μου επέτρεπε να τον απογοητεύσω. «Σκέψου το λίγο» είπε «κι

αρτ,

έπειτα πες μου πώς το βλέπεις». Εγώ παρέμενα επιφυλακτικός, αλλά για να φανώ ευγενής, του είπα ότι θα το σκεφτώ. Συμφωνήσαμε να του δώσω µια οριστική απάντηση κατά το τέλος του µήνα. Εκείνη τη νύχτα το συζήτησα με τη Σόφι, αλλά καθώς δεν μπορούσα να της μιλήσω ειλικρινά, η συζήτηση

αυτή

δεν

μου

προσέφερε

μεγάλη

βοήθεια. «Από σένα εξαρτάται» είπε εκείνη. «Αν εσύ θες να το κάνεις, νοµίζω ότι πρέπει να προχωρήσεις». «Εσένα δεν σε πειράζει;» «Όχι. Ή τουλάχιστον έτσι νομίζω. Μου πέρασε από το μυαλό η ιδέα ότι αργά ή γρήγορα θα έβγαινε ένα βιβλίο γι’ αυτόν. Αν είναι να συμβεί, τότε καλύτερα να το γράψεις εσύ παρά κάποιος άλλος». «Να

πρέπει

να

γράψω

για

σένα

και

τον

Φάνσοου. Περίεργο θα είναι». «Λίγες σελίδες αρκούν. Όσο θα είσαι εσύ αυτός που θα τις γράφει, δεν θα ενοχληθώ».

«Ίσως» είπα μην ξέροντας πώς να συνεχίσω. «Το δυσκολότερο ερώτημα, φαντάζομαι, είναι αν θέλω να καταπιαστώ τόσο πολύ με σκέψεις για τον Φάνσοου. Ίσως ήρθε ο καιρός να τον αφήσουμε να ξεθωριάσει». «Εσύ θα το αποφασίσεις. Γεγονός όμως είναι ότι εσύ θα μπορούσες να κάνεις αυτό το βιβλίο καλύτερο από οποιονδήποτε άλλον. Και ξέρεις, δεν χρειάζεται να είναι μια σκέτη βιογραφία. Θα µπορούσες να κάνεις κάτι πιο ενδιαφέρον». «Σαν τι;» «Δεν ξέρω, κάτι πιο προσωπικό, πιο ελκυστικό. Την ιστορία της φιλίας σας. Θα μπορούσε να είναι κάτι που να αφορά εξίσου εσένα κι αυτόν». «Ίσως. Είναι τουλάχιστον μια ιδέα. Αυτό που με μπερδεύει

είναι

πώς

εσύ

μπορείς

να

αντιµετωπίζεις τόσο ήρεµα το ζήτηµα». «Επειδή είμαι παντρεμένη μαζί σου και σ’ αγαπώ, γι’ αυτό. Αν αποφασίσεις ότι θέλεις να το κάνεις, τότε εγώ θα σε υποστηρίξω. Επιτέλους,

δεν είμαι τυφλή. Ξέρω ότι είχες πρόβλημα με τη δουλειά σου, και μερικές φορές νιώθω ότι εγώ φταίω γι’ αυτό. Ίσως η βιογραφία είναι ό,τι χρειάζεσαι για ένα νέο ξεκίνηµα». Στα κρυφά βασιζόμουν στη Σόφι για να πάρει εκείνη

για

υποθέτοντας

λογαριασμό ότι

θα

μου

την

έφερνε

απόφαση, αντίρρηση,

υποθέτοντας ότι θα το συζητούσαμε μία φορά κι εκεί θα έληγε το ζήτημα. Συνέβη όμως το τελείως αντίθετο. Βρέθηκα στριμωγμένος στη γωνιά και το κουράγιο μου ξαφνικά με εγκατέλειψε. Άφησα να περάσουν δυο μέρες κι έπειτα τηλεφώνησα στον Στούαρτ και του είπα ότι θα αναλάβω το βιβλίο. Αυτό σήμαινε για μένα ένα ακόμα τζάμπα γεύμα, και ύστερα απ’ αυτό βρέθηκα µόνος µου.

Ποτέ δεν τέθηκε ζήτημα να πω την αλήθεια. Ο Φάνσοου έπρεπε να είναι νεκρός, ειδάλλως το βιβλίο δεν θα είχε νόημα. Όχι μόνο δεν έπρεπε να αποκαλύψω το γράμμα, αλλά έπρεπε και να

προσποιηθώ ότι δεν γράφτηκε ποτέ. Δεν είχα αμφιβολίες ως προς το σχέδιό μου. Για μένα ήταν σαφές από την αρχή και βυθίστηκα σ’ αυτό με τη διάθεση να εξαπατήσω. Το βιβλίο ήταν έργο της φαντασίας. Έστω και αν βασιζόταν σε γεγονότα, δεν μπορούσε παρά να λέει ψέματα. Υπέγραψα το συμβόλαιο και μετά ένιωθα σαν άνθρωπος που ξεπούλησε την ψυχή του. Το

γυρόφερνα

στο

μυαλό

μου

αρκετές

βδομάδες, αναζητώντας έναν τρόπο να αρχίσω. Κάθε ζωή είναι ανεξήγητη, έλεγα διαρκώς μέσα μου.

Δεν

έχει

σημασία

πόσα

γεγονότα

θα

ειπωθούν, δεν έχει σημασία πόσες λεπτομέρειες δίνονται, το ουσιώδες ανθίσταται μη θέλοντας να ειπωθεί. Να πεις ότι ο τάδε γεννήθηκε εδώ και πήγε εκεί,

ότι έκανε αυτό και εκείνο,

ότι

παντρεύτηκε αυτή τη γυναίκα και απέκτησε εκείνα τα παιδιά, ότι έζησε, ότι πέθανε, ότι άφησε πίσω του εκείνα τα βιβλία ή εκείνη τη μάχη ή εκείνη τη γέφυρα. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν μας λέει πολλά.

Όλοι θέλουμε να μας λένε ιστορίες, και τις ακούμε με τον ίδιο τρόπο που τις ακούγαμε όταν ήμαστε μικροί. Φανταζόμαστε την πραγματική ιστορία ανάμεσα στις λέξεις και, για να το κάνουμε αυτό, βάζουμε τον εαυτό μας στη θέση του

ήρωα

μπορούμε

της να

ιστορίας, τον

υποκρινόμενοι

κατανοήσουμε

ότι

επειδή

κατανοούμε τον εαυτό μας. Αυτό είναι απάτη. Υπάρχουμε, ίσως, για τους εαυτούς μας, και κάπου κάπου παίρνει το μάτι μας μια αναλαμπή αυτού που είμαστε, στο τέλος όμως ποτέ δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι και, όσο οι ζωές μας περνούν, τόσο πιο αδιάφανοι γινόμαστε για τους

εαυτούς

μας,

τόσο

περισσότερο

συνειδητοποιούμε την ασυναρτησία μας. Κανείς δεν μπορεί να διαβεί από ένα σύνορο σε κάποιο άλλο, για τον απλό λόγο ότι κανείς δεν μπορεί να έχει πρόσβαση στον εαυτό του. Σκέφτηκα κάτι που μου συνέβη πριν από οκτώ χρόνια, τον Ιούνιο του 1970. Είχα ξεμείνει από

λεφτά

και,

καλοκαίρι,

χωρίς έπιασα

καμιά

προ

προσωρινά

οπτική δουλειά

για ως

απογραφέας στο Χάρλεμ. Ήμαστε καμιά εικοσαριά άτομα στην ομάδα, μια ομάδα από ερευνητέςκομάντο που προσελήφθησαν για να ξετρυπώσουν ανθρώπους

οι

οποίοι

ερωτηματολόγια

που

δεν

απάντησαν

τους

στα

στάλθηκαν

ταχυδρομικώς. Εκπαιδευτήκαμε αρκετές μέρες σε μια σκονισμένη σοφίτα του δεύτερου ορόφου απέναντι από το θέατρο Απόλο κι έπειτα, αφού γίναμε

σαΐνια

στους

δαιδάλους

των

ερωτηματολογίων και τους βασικούς κανόνες της συμπεριφοράς του απογραφέα, σκορπιστήκαμε στη γειτονιά με τα κόκκινα, λευκά και μπλε σακίδιά

μας.

Χτυπούσαμε

πόρτες,

κάναμε

ερωτήσεις και γυρνούσαμε πίσω με τα γεγονότα. Το πρώτο μέρος που επισκέφτηκα, προέκυψε ότι ήταν το επιτελείο ενός γραφείου παράνομων στοιχημάτων. Η πόρτα ίσα που άνοιξε, ένα κεφάλι βγήκε απ’ αυτήν –πίσω του πρόλαβα να δω καμιά

το

ντουζίνα ανθρώπους μέσα σε ένα άδειο δωμάτιο να γράφουν σε μακριά τραπέζια για πικ νικ– και πολύ ευγενικά μου είπε ότι η απογραφή δεν τους ενδιέφερε. Αυτό μου έδειξε τη διάθεση του κόσμου.

Σε

ένα διαμέρισμα μίλησα με

μια

μισότυφλη γυναίκα, που οι γονείς της ήταν σκλάβοι. Ύστερα από συνέντευξη είκοσι λεπτών, στο τέλος συνειδητοποίησε ότι δεν ήμουν μαύρος και βάλθηκε να κακαρίζει. Το υποπτευόταν από την αρχή, είπε, αφού η φωνή μου ήταν αστεία, αλλά δυσκολευόταν να το πιστέψει. Ήμουν ο πρώτος λευκός που μπήκε ποτέ στο σπίτι της. Σε ένα

άλλο

διαμέρισμα,

έπεσα

πάνω

σε

ένα

νοικοκυριό έντεκα ατόμων, που κανένα τους δεν ήταν πάνω από είκοσι δύο ετών. Τις περισσότερες φορές

όμως

δεν βρίσκονταν εκεί. Και όταν

βρέθηκαν, ή δεν θα μου μιλούσαν ή δεν θα μου επέτρεπαν την είσοδο. Ήρθε το καλοκαίρι κι οι δρόμοι έγιναν ζεστοί και υγροί, αφόρητοι όπως μόνο στη Νέα Υόρκη μπορούν να είναι. Ξεκινούσα

νωρίς περιφερόμενος στα τυφλά από σπίτι σε σπίτι,

νιώθοντας

όλο

και

περισσότερο

σαν

ουρανοκατέβατος. Στο τέλος μίλησα στον επόπτη –έναν μαύρο που μιλούσε γρήγορα, φορούσε φαρδιές γραβάτες στιλ Άσκοτ και ένα δαχτυλίδι με ζαφείρι– και του εξήγησα το πρόβλημά μου. Τότε ήταν που έμαθα τι ακριβώς περίμεναν από εμένα. Ο άνθρωπος αυτός πληρωνόταν ένα ορισµένο ποσό για κάθε έντυπο που παρέδιδε κάθε μέλος της ομάδας του. Όσο καλύτερα ήταν τα αποτελέσματά μας, τόσο περισσότερο χρήμα θα κατέληγε στην τσέπη του. «Δεν θα σου πω εγώ τι θα κάνεις» είπε «αλλά

θαρρώ

πως

αν

έκανες

ειλικρινείς

προσπάθειες, τότε δεν θα ένιωθες και τόσο άσχηµα». «Δηλαδή να παραιτηθώ;» ρώτησα. «Απεναντίας» συνέχισε αυτός με φιλοσοφημένο ύφος

«η

συμπληρωμένα.

κυβέρνηση Όσο

θέλει

τα

περισσότερα

έντυπα έντυπα

παραλάβουν, τόσο καλύτερα θα νιώθουν. Τώρα

εγώ ξέρω ότι εσύ είσαι έξυπνο παιδί και ξέρω ότι δεν θα πεις πως δύο και δύο κάνουν πέντε. Και όταν μια πόρτα δεν ανοίγει όταν τη χτυπάς, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι κανείς εκεί. Θα πρέπει να χρησιμοποιήσεις τη φαντασία σου, φίλε μου. Στο

κάτω

κάτω,

δεν

θέλουμε

να

είναι

δυστυχισµένη η κυβέρνηση, έτσι δεν είναι;» Ύστερα απ’ αυτό η δουλειά μου διευκολύνθηκε σημαντικά, αλλά δεν ήταν πια η ίδια δουλειά. Η επί τόπου έρευνά μου μετατράπηκε σε δουλειά γραφείου και, αντί για ερευνητής, τώρα ήμουν ένας εφευρέτης. Κάθε μια δυο μέρες, έκανα μια στάση στο γραφείο για να παραλαμβάνω έναν καινούργιο πάκο με έντυπα και να επιστρέφω όσα είχα συμπληρώσει. Κι αυτός ήταν ο μόνος λόγος για να φεύγω από το διαμέρισμά μου. Δεν ξέρω πόσους ανθρώπους επινόησα, θα πρέπει όμως να ήταν εκατοντάδες, μπορεί και χιλιάδες. Καθόμουν στο δωμάτιό μου με τον ανεμιστήρα να με φυσά καταπρόσωπο και μια δροσερή πετσέτα τυλιγμένη

ολόγυρα

στον

λαιμό

μου,

συμπληρώνοντας

ερωτηματολόγια όσο γρήγορα άντεχε να γράφει το χέρι μου. Επιδίωκα τα μεγάλα νοικοκυριά –έξι, οκτώ, δέκα παιδιά– και καμάρωνα ιδιαίτερα όταν δημιουργούσα

περίπλοκα

δίκτυα

σχέσεων,

κάνοντας όλους τους πιθανούς συνδυασμούς: γονείς,

παιδιά,

ξαδέλφια,

θείους,

θείες,

παππούδες, ζευγάρια που συμβίωναν με κοινή συναίνεση χωρίς θρησκευτικές τελετές, προγόνια, ετεροθαλείς αδελφούς, ετεροθαλείς αδελφές και φίλους. Κυρίως ήταν η ευχαρίστηση να σκαρώνω ονόματα. Κάποιες φορές όφειλα να χαλιναγωγώ την τάση μου προς το παράδοξο –το αγρίως κωμικό, το λογοπαίγνιο, τη βωμολοχία–, αλλά στις περισσότερες

περιπτώσεις

μού

αρκούσε

να

παραμένω μέσα στα όρια του ρεαλισμού. Όταν η φαντασία μου στόμωνε, τότε υπήρχαν μερικά μηχανικά κόλπα στα οποία κατέφευγα: τα χρώματα (Μπράουν, Γουάιτ, Μπλακ, Γκριν, Γκρέι, Μπλου), οι Πρόεδροι των ΗΠΑ (Ουάσινγκτον, Άνταμς,

Τζέφερσον,

Φίλμορ,

μυθιστορημάτων

(Φιν,

Πιρς),

Στάρμπακ,

ήρωες

Ντιμσντέιλ,

Μπαντ). Μου άρεσαν ονόματα που συνδέονταν με τον ουρανό (Όρβιλ Ράιτ, Αμέλια Έρχαρτ

24), με

σιωπηλό χιούμορ (Κίτον, Λάνγκντον, Λόιντ), με μεγάλα σκορ στο μπέιζμπολ (Κίλμπρου, Μαντλ, Μέις)

και με τη μουσική (Σούμπερτ, Άιβς,

Άρμστρονγκ). Αν τύχαινε, θα ανέσυρα τα ονόματα μακρινών συγγενών ή παλιών φίλων από το σχολείο, κάποτε μάλιστα χρησιμοποίησα και έναν αναγραµµατισµό του ίδιου µου του ονόµατος. Ήταν παιδιάστικο αυτό που έκανα, αλλά δεν είχα τύψεις. Ούτε ήταν δύσκολο να αιτιολογηθεί. Ο επόπτης δεν θα έφερνε αντίρρηση. Οι άνθρωποι που

ζούσαν

στις

διευθύνσεις

οι

οποίες

αναφέρονταν στα έντυπα δεν είχαν αντίρρηση. Δεν ήθελαν να τους ενοχλούν, και μάλιστα να τους ενοχλεί ένας λευκός νεαρός που θα έχωνε τη μύτη του στις προσωπικές υποθέσεις τους. Ούτε και η κυβέρνηση θα είχε αντίρρηση, εφόσον αυτό που

δεν ήξερε δεν μπορούσε να τη βλάψει, και σίγουρα δεν την έβλαπτε περισσότερο απ’ όσο ήδη έβλαπτε η ίδια τον εαυτό της. Προχώρησα μάλιστα τόσο ώστε να υπερασπιστώ την προτίμησή μου στις μεγάλες οικογένειες βάσει των πολιτικών μου απόψεων:

όσο

μεγαλύτερος

είναι

ο

φτωχός

πληθυσμός, τόσο πιο υποχρεωμένη θα νιώθει η κυβέρνηση να ξοδέψει λεφτά γι’ αυτόν. Ήταν η απάτη

των

νεκρών

ψυχών

25

με

μια

πρέζα

αμερικανικό άρωμα, και η συνείδησή μου ήταν καθαρή. Αυτό

ίσχυε

σε

ένα

επίπεδο.

Στο

βάθος

βρισκόταν το απλό γεγονός ότι το διασκέδαζα. Με ευχαριστούσε να δημιουργώ ονόματα από το τίποτα, να επινοώ ζωές που δεν υπήρξαν ποτέ, που δεν θα υπάρξουν ποτέ. Δεν ήταν το ίδιο με τη δημιουργία ηρώων σε μια ιστορία, αλλά κάτι µεγαλύτερο, κάτι µακράν συγκλονιστικότερο. Όλοι μας

ξέρουμε

ότι

τα

μυθιστορήματα

είναι

φανταστικά. Όποια επίδραση κι αν έχουν επάνω

μας, ξέρουμε ότι δεν είναι αληθινά, έστω κι αν μας λένε αλήθειες σημαντικότερες από αυτές που μπορεί να βρούμε κάπου αλλού. Σε αντίθεση με τον

μυθιστοριογράφο,

εγώ

πρόσφερα

τις

δημιουργίες μου απευθείας στον υπαρκτό κόσμο και έτσι μου φαινόταν πιθανό ότι αυτές θα μπορούσαν να επηρεάσουν τον υπαρκτό κόσμο με πραγματικό τρόπο, ότι τελικά θα γίνονταν μέρος της

ίδιας

της

πραγματικότητας.

Κανένας

συγγραφέας δεν μπορούσε να ζητήσει τίποτα περισσότερο. Όλα αυτά τα ξαναθυμήθηκα όταν κάθισα να γράψω για τον Φάνσοου. Κάποτε εγώ γεννούσα εκατοντάδες φανταστικές ψυχές. Τώρα, έπειτα από οκτώ χρόνια, ετοιμαζόμουν να πάρω έναν ζωντανό άνθρωπο και να τον βάλω στον τάφο του. Ήμουν ο επικεφαλής των πενθούντων και ο ιερέας που ιερουργούσε σε μια παρωδία κηδείας και δουλειά μου ήταν να λέω τα σωστά λόγια, να λέω αυτό που ήθελε ν’ ακούσει ο καθένας. Οι δυο

ενέργειες

ήταν

αντίθετες

και

ταυτόσημες,

αντικαθρέφτισμα η μια της άλλης. Αλλά αυτό ελάχιστα

με

παρηγορούσε.

Η

πρώτη

απάτη

στάθηκε ένα αστείο, τίποτα περισσότερο από μια νεανική περιπέτεια, ενώ η δεύτερη απάτη ήταν σοβαρή, ένα ζοφερό και τρομακτικό πράγμα. Στο κάτω κάτω έσκαβα έναν τάφο και υπήρχαν κάποιες φορές που αναρωτιόμουν μήπως έσκαβα τον δικό µου. Οι ζωές δεν έχουν νόημα, ισχυριζόμουν. Ένας άνθρωπος

ζει

συμβαίνει

εντωμεταξύ

Σκεφτόμουν

και

την

μετά

ιστορία

πεθαίνει, δεν του

έχει Λα

και

ό,τι

σημασία. Σερ,

ενός

στρατιώτη που συμμετείχε σε μια από τις πρώτες γαλλικές αποστολές στην Αμερική. Το 1562 ο Ζαν Ριμπό άφησε πίσω του μερικούς άντρες στο Πορ Ρουαγιάλ (κοντά στο Χίλτον Χεντ της νότιας Καρολίνας) υπό τις διαταγές του Αλμπέρ ντε Πιερά, ενός παρανοϊκού που διοικούσε με βία και τρόμο. Κρέμασε με τα ίδια του τα χέρια έναν τυμπανιστή

που έπεσε στη δυσμένειά του, γράφει ο Φράνσις

Πάρκµαν, και εξόρισε έναν στρατιώτη ονόματι Λα Σερ σε

ένα απομονωμένο νησί, τρεις λεύγες μακριά από το οχυρό και τον άφησε εκεί να πεθάνει από ασιτία. Τελικά ο Αλμπέρ δολοφονήθηκε από τους άντρες του σε μια εξέγερση και

ο μισοπεθαμένος

Λα Σερ

διασώθηκε. Θα νόμιζε κανείς ότι ο Λα Σερ τώρα ήταν ασφαλής, ότι αφού επέζησε αυτής της φοβερής τιμωρίας, θα εξαιρούνταν μιας περαιτέρω καταστροφής. Τίποτα όμως δεν είναι τόσο απλό. Δεν υπάρχουν μονά ζυγά, δεν υπάρχουν κανόνες που να περιορίζουν την κακοτυχία, και κάθε στιγμή αρχίζουμε ξανά, εξίσου ώριμοι για ένα χτύπημα κάτω από τη μέση όπως ήμαστε και μια στιγμή πριν. Όλα κατέρρευσαν στον οικισμό. Οι άντρες δεν είχαν το ταλέντο να αντιµετωπίσουν τον αγριότοπο και νικήθηκαν από τον λιμό και τη νοσταλγία.

Χρησιμοποιώντας

μερικά

πρόχειρα

εργαλεία, ξόδεψαν όλη τους την ενεργητικότητα στην

κατασκευή

ενός

πλοίου

αντάξιου

του

Ροβινσώνα Κρούσου, που θα τους πήγαινε πίσω στη Γαλλία. Στον Ατλαντικό τους βρήκε άλλη καταστροφή: δεν φυσούσε αέρας, τους τελείωσαν τα τρόφιμα και το νερό. Οι άντρες άρχισαν να τρώνε τα παπούτσια τους και τα δερμάτινα γιλέκα τους, μερικοί έπιναν μέσα στην απελπισία τους θαλασσινό νερό και κάμποσοι πέθαναν. Και τότε ήρθε

ο

κανιβαλισμό.

αναπόφευκτος Ο

κύβος

ξεπεσμός ερρίφθη,

στον

σημειώνει

ο

Πάρκµαν, και έπεσε ο κλήρος στον Λα Σερ, τον ίδιο εκείνο

ταλαίπωρο που ο Αλμπέρ είχε καταδικάσει να πεθάνει από

ασιτία σε ένα απομονωμένο νησί. Τον σκότωσαν και με φοβερή απληστία χώρισαν σε μερίδες τη σάρκα του. Τ

αποτρόπαιο γεύμα τούς κράτησε στα πόδια τους ώσπου να

ξαναφανεί η στεριά, όταν, λέγεται, μέσα σε ένα ντελίριο

χαράς, δεν μπορούσαν πια να κυβερνούν το καράβι τους

αλλά άφησαν να το παρασύρει το ρεύμα. Ένα μικρό εγγλέζικο τρικάταρτο τους επιτέθηκε, τους αιχµαλώτισε και,

αφού οι Άγγλοι αποβίβασαν στη στεριά τους πιο αδύναμους

πήγαν τους υπόλοιπους αιχμαλώτους στη βασίλισσα

Ελισάβετ. Χρησιμοποιώ τον Λα Σερ μόνον ως παράδειγμα. Καθώς παρελαύνουν τα πεπρωμένα, το δικό του σίγουρα

δεν

είναι

καθόλου

παράξενο∙

ίσως

μάλιστα είναι πιο ήπιο από τα περισσότερα. Αυτός, τουλάχιστον, ταξίδεψε σε ευθεία γραμμή, και τούτο είναι αφ’ εαυτού σπάνιο, μια ευλογία σχεδόν.

Γενικά,

οι

ζωές

δείχνουν να έχουν

απότομες μεταπτώσεις από το ένα πράγμα στο άλλο,

να

σπρώχνονται,

στριφογυρνούν. κατεύθυνση,

Κάποιος μεσοστρατίς

να

κουτουλάνε,

πηγαίνει γυρίζει

προς

να μια

απότομα,

κολλάει, σέρνεται, ξαναρχίζει την πορεία του. Ποτέ δεν ξέρουμε τίποτα και, αναπόφευκτα, φτάνουμε σε ένα μέρος ολότελα διαφορετικό από αυτό για το οποίο ξεκινήσαμε. Την πρώτη χρονιά που ήμουν φοιτητής στο Κολούμπια, περνούσα μπροστά από την προτομή του Λορέντσο Ντα Πόντε, καθώς πήγαινα κάθε μέρα στο μάθημά μου. Ήξερα αόριστα ότι ήταν ο λιμπρετίστας του

Μότσαρτ, έπειτα όμως έμαθα ότι υπήρξε και ο πρώτος

ιταλός

καθηγητής

στο

πανεπιστήμιο

Κολούμπια. Το ένα γεγονός έμοιαζε ασύμβατο με το άλλο, κι έτσι αποφάσισα να ερευνήσω το θέμα, όντας περίεργος να μάθω πώς ένας άνθρωπος μπόρεσε να ζήσει δυο τόσο διαφορετικές ζωές. Όπως προέκυψε, ο Ντα Πόντε έζησε πέντε ή έξι ζωές. Γεννήθηκε το 1749 με το όνομα Εμανουέλε Κονελιάνο

και

ήταν

γιος

ενός

Εβραίου

δερματέμπορου. Μετά τον θάνατο της μητέρας του, ο πατέρας του έκανε έναν δεύτερο γάμο με μια καθολική και αποφάσισε ότι ο ίδιος και τα παιδιά του έπρεπε να βαπτιστούν. Ο νεαρός Εμανουέλε

υπήρξε

ένας

πολλά

υποσχόμενος

μαθητής και, όταν ήταν δεκατεσσάρων ετών, ο επίσκοπος

της

Τσενέντα,

ο Μονσινιόρε Ντα

Πόντε, ανέλαβε το αγόρι υπό την προστασία του και πλήρωσε τα έξοδα της εκπαίδευσής του, ώστε αυτό να ακολουθήσει την ιεροσύνη. Όπως ήταν έθιμο εκείνη την εποχή, ο μαθητής έπαιρνε το

όνομα

του

ευεργέτη

του.

Ο

Ντα

Πόντε

χειροτονήθηκε το 1773 και έγινε δάσκαλος σε ιερατική σχολή, διδάσκοντας λατινική, ιταλική και γαλλική λογοτεχνία. Εκτός του ότι υπήρξε οπαδός του Διαφωτισμού, αναμείχθηκε και σε αρκετές περίπλοκες ερωτικές υποθέσεις. Τα έφτιαξε με μια Βενετσιάνα αριστοκράτισσα, και αναγνώρισε κρυφά την πατρότητα ενός παιδιού. Το 1776 χρηματοδότησε

μια

δημόσια

συζήτηση

στην

ιερατική σχολή του Τρεβίζο, η οποία έθετε το ερώτημα αν ο πολιτισμός κατάφερε να κάνει ευτυχέστερη την ανθρωπότητα. Αψηφώντας τις αρχές της Εκκλησίας, αναγκάστηκε να φύγει, πρώτα για τη Βενετία, έπειτα για την Γκορίτσια και τέλος για τη Δρέσδη, όπου ξεκίνησε τη νέα του καριέρα ως λιμπρετίστας. Το 1782 έφτασε στη Βιέννη με μια συστατική επιστολή προς τον Σαλιέρι, και τελικά προσελήφθη ως poeta dei teatri

imperiali26 ,

θέση

που

κράτησε

δέκα

σχεδόν χρόνια. Στο διάστημα αυτό γνώρισε τον

Μότσαρτ και συνεργάστηκε μαζί του στις τρεις όπερες που διέσωσαν το όνομά του από τη λήθη. Το 1790 όμως, όταν ο Λεοπόλδος Β΄ περιόρισε τις μουσικές δραστηριότητες στη Βιέννη λόγω του πολέμου με τους Τούρκους, ο Ντα Πόντε βρέθηκε άνεργος. Πήγε στην Τεργέστη και εκεί ερωτεύτηκε μια Αγγλίδα ονόματι Νάνσι Γκραλ ή Κραλ (το όνομα εξακολουθεί να αμφισβητείται). Από εκεί πήγαν κι οι δυο τους στο Παρίσι κι έπειτα στο Λονδίνο,

όπου έμειναν δεκατρία χρόνια.

Το

μουσικό έργο του Ντα Πόντε περιορίστηκε στο να γράψει λίγα λιμπρέτα για ασήμαντους συνθέτες. Το 1805 αυτός και η Νάνσι μετανάστευσαν στην Αμερική, όπου ο Ντα Πόντε έζησε τα τελευταία τριάντα τρία χρόνια της ζωής του, δουλεύοντας για ένα διάστημα ως μαγαζάτορας στο Νιου Τζέρσεϊ και την Πενσιλβάνια. Πέθανε σε ηλικία 89 ετών και υπήρξε ένας από τους πρώτους Ιταλούς που θάφτηκαν στον Νέο Κόσμο. Σιγά σιγά τα πάντα άλλαξαν γι’ αυτόν. Από τον κομψό, γλυκανάλατο

συνοδό κυριών της νιότης του, προέκυψε ένας καιροσκόπος που αναμείχθηκε στις πολιτικές ίντριγκες

τόσο

της

Εκκλησίας

όσο

και

της

αυτοκρατορικής αυλής, και κατέληξε να γίνει ένας εντελώς συνηθισμένος πολίτης της Νέας Υόρκης, η οποία το 1805 θα πρέπει να του φαινόταν σαν το τέλος του κόσμου. Από όλα εκείνα σε τούτο: ένας σκληρά εργαζόμενος καθηγητής, ένας πιστός σύζυγος, ο πατέρας τεσσάρων παιδιών. Όταν μάλιστα ένα από τα παιδιά του πέθανε, τρελάθηκε σε τέτοιον βαθμό από τη λύπη του, ώστε έναν χρόνο αρνιόταν να βγει από το σπίτι του. Το θέμα είναι ότι, στο τέλος, κάθε ζωή δεν ανάγεται σε τίποτε άλλο εκτός από τον εαυτό της. Το οποίο είναι σαν να λέµε: οι ζωές δεν βγάζουν νόηµα. Δεν έχω σκοπό να επανέλθω σε οτιδήποτε απ’ όλα αυτά. Όμως οι περιστάσεις υπό τις οποίες οι ζωές αλλάζουν πορεία είναι τόσο ποικίλες, ώστε θα φαινόταν αδύνατο να πούμε κάτι για έναν άνθρωπο προτού αυτός πεθάνει. Δεν είναι ο

θάνατος μόνο ο αληθινός κριτής της ευτυχίας – όπως παρατηρεί ο Σόλωνας

27– αλλά και το μόνο

μέτρο με το οποίο μπορούμε να κρίνουμε τη ζωή την ίδια. Κάποτε γνώρισα έναν αλήτη που μιλούσε σαν σαιξπηρικός ηθοποιός, έναν ταλαιπωρημένο, μεσόκοπο αλκοολικό με κάκαδα στα μούτρα του και κουρέλια αντί για ρούχα, που κοιμόταν στον δρόμο και μου ζήταγε συνέχεια λεφτά. Κι όμως, αυτός υπήρξε κάποτε ο ιδιοκτήτης μιας γκαλερί στη λεωφόρο Μάντισον. Κάποιος

άλλος

που

γνώρισα θεωρούνταν κάποτε ο πλέον φέρελπις νεαρός

μυθιστοριογράφος

της

Αμερικής.

Την

εποχή που τον γνώρισα, μόλις είχε κληρονομήσει δεκαπέντε χιλιάδες δολάρια από τον πατέρα του και στεκόταν στη γωνία ενός δρόμου της Νέας Υόρκης μοιράζοντας εκατοδόλαρα σε ξένους. Όλα ήταν μέρος ενός σχεδίου να καταστρέψει το οικονομικό σύστημα των Ηνωμένων Πολιτειών, μου εξήγησε. Σκεφτείτε τι συμβαίνει. Σκεφτείτε πόσες ζωές τινάζονται στον αέρα. Ο Γκοφ και ο

Γουόλι, για παράδειγμα, δύο από τους δικαστές που καταδίκασαν τον Κάρολο τον Α΄ σε θάνατο, έφτασαν στο Κονέκτικατ μετά την παλινόρθωση της βασιλείας, και πέρασαν την υπόλοιπη ζωή τους σε μια σπηλιά. Ή η κυρία Γουίντσεστερ, η χήρα του οπλοποιού, η οποία φοβόταν ότι τα φαντάσματα των ανθρώπων που σκοτώθηκαν από τα τουφέκια του άντρα της θα έρχονταν να πάρουν την ψυχή της. Έτσι πρόσθετε συνεχώς δωμάτια στο σπίτι

της,

δημιουργώντας

έναν

τερατώδη

λαβύρινθο από διαδρόμους και κρυψώνες, έτσι ώστε να μπορεί να κοιμάται σε άλλο δωμάτιο κάθε βράδυ και να αποφεύγει τα φαντάσματα. Η ειρωνεία του πράγματος ήταν ότι στον σεισμό του Σαν Φραντσίσκο το 1906 παγιδεύτηκε σε ένα από αυτά τα δωμάτια και κόντεψε να πεθάνει από την πείνα, επειδή οι υπηρέτες δεν μπορούσαν να τη βρουν. Υπάρχει επίσης ο Μιχαήλ Μιχαήλοβιτς Μπαχτίν, ο ρώσος κριτικός και φιλόσοφος της λογοτεχνίας. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής

εισβολής στη Ρωσία στη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσµιου πολέµου, αυτός κάπνισε το µοναδικό αντίγραφο

ενός

μακροσκελούς

χειρογράφου

μελέτης

για

του,

τη

μιας

γερμανική

λογοτεχνία, η οποία του πήρε χρόνια να γραφτεί. Έπαιρνε

μία

μία

τις

σελίδες

και

τις

χρησιµοποιούσε σαν χαρτί για να τυλίγει τα τσιγάρα του, καπνίζοντας καθημερινά λίγο περισσότερο από το βιβλίο του, ώσπου αυτό εξαφανίστηκε. Αυτές

είναι

αληθινές

ιστορίες.

Είναι

επίσης

παραβολές, επειδή εννοούν αυτό που εννοούν, ακριβώς επειδή είναι αληθινές. Στο έργο του ο Φάνσοου δείχνει μια ιδιαίτερη συμπάθεια σε ιστορίες αυτού του τύπου. Στα σημειωματάριά του ιδίως, υπάρχει μια συνεχής και επαναλαμβανόμενη

αφήγηση

σύντομων

ανεκδότων, και, επειδή αυτά είναι τόσο συχνά και κυρίως όσο πλησιάζουμε προς το τέλος, αρχίζει κανείς να υποψιάζεται ότι ο Φάνσοου ένιωσε ότι θα μπορούσαν κατά κάποιον τρόπο

να τον

βοηθήσουν να καταλάβει τον εαυτό του. Ένα από τα τελευταία ανέκδοτα –που χρονολογείται από τον Φεβρουάριο του 1976, µόλις δυο µήνες προτού εξαφανιστεί– µε εντυπωσιάζει µε τη σηµασία του:

Σε ένα βιβλίο που διάβασα κάποτε γραμμένο από τον Πέτερ Φρόιχεν, ο διάσημος εξερευνητής της Αρκτικής

περιγράφει πώς παγιδεύτηκε από μια χιονοθύελλα στη

βόρειο Γροιλανδία. Μόνος, με τις προμήθειές του να

εξαντλούνται, αποφάσισε να φτιάξει ένα ιγκλού και να περιμένει να τελειώσει η θύελλα. Πέρασαν πολλές μέρες.

Φοβούμενος κυρίως ότι θα του επιτεθούν οι λύκοι, επειδή τους άκουγε να σέρνονται πεινασµένοι στη σκεπή του ιγκλού

του, έβγαινε κατά διαστήματα από αυτό και τραγουδούσε με

όλη τη δύναμη των πνευμόνων του, προκειμένου να τους

τρομάξει και να τους διώξει. Ο άνεμος όμως φυσούσε

μανιασμένα και, ασχέτως του πόσο δυνατά τραγουδούσ

αυτός, το μόνο πράγμα που άκουγε ήταν ο άνεμος. Αν αυτό

ήταν ένα σοβαρό πρόβλημα, το πρόβλημα του ιγκλού ήταν

κατά πολύ σοβαρότερο. Επειδή ο Φρόιχεν άρχισε ν

παρατηρεί ότι οι τοίχοι του μικρού του καταφυγίου άρχισα

σιγά σιγά να έρχονται πιο κοντά του. Εξαιτίας των ιδιαίτερων

καιρικών συνθηκών έξω, η αναπνοή του πάγωνε πάνω στους

τοίχους και με κάθε του ανάσα οι τοίχοι γίνονταν ακόμα πιο

χοντροί, το ιγκλού μίκραινε κι άλλο, ώσπου στο τέλος δε

έμενε σχεδόν καθόλου χώρος για το σώμα του. Αυτό είνα

σίγουρα ένα τρομακτικό πράγμα· να φαντάζεσαι ότι

ανασαίνεις μέσα σε ένα φέρετρο από πάγο, και στη φαντασία μου είναι ακόμα πιο πνιγηρό από τοΠηγάδι και το εκκρεμές

του Πόε, ας πούμε. Επειδή σ’ αυτή την

περίπτωση ο άνθρωπος ο ίδιος είναι ο συντελεστής τη καταστροφής

του,

και

περαιτέρω,

το

όργανο

της

καταστροφής είναι το ίδιο πράγμα που τον κρατά ζωντανό

Επειδή σίγουρα ένας άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει αν δεν

αναπνέει. Ταυτοχρόνως όμως, δεν θα ζήσει αν αναπνέει.

Παραδόξως, δεν θυμάμαι πώς ο Φρόιχεν κατάφερε να ξεφύγει από την πρόβλεψή του. Περιττό όμως να πω ότι δραπέτευσε. Ο τίτλος του βιβλίου, αν θυμάμαικαλά, είναι Περιπέτεια στην Αρκτική πολλά χρόνια.

. Έχει εξαντληθεί εδώ και

6

ΤΟΝ ΙΟΥΝΙΟ ΕΚΕΙΝΗΣ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ

–ήταν το

1978– η Σόφι, ο Μπεν κι εγώ πήγαμε στο Νιου Τζέρσεϊ να δούμε τη μητέρα του Φάνσοου. Οι γονείς μου εδώ και χρόνια δεν ζούσαν πια στο διπλανό σπίτι –είχαν συνταξιοδοτηθεί και έφυγαν για

τη

Φλόριντα–

και

εγώ

είχα

χρόνια

να

ξαναγυρίσω εκεί. Ως γιαγιά του Μπεν, η κυρία Φάνσοου βρισκόταν σε επαφή μαζί μας, οι σχέσεις μας όμως ήταν κάπως δύσκολες. Μέσα της έδειχνε να υπάρχει ένα υπόγειο ρεύμα εχθρότητας απέναντι στη Σόφι, σαν να την κατηγορούσε κρυφά για την εξαφάνιση του Φάνσοου και αυτή η

μνησικακία αναδυόταν κάθε τόσο στην επιφάνεια με κάποια απότομη παρατήρηση. Η Σόφι κι εγώ την καλούσαμε για φαγητό κατά διαστήματα, εκείνη όμως σπανίως δεχόταν την πρόσκληση και, όποτε ερχόταν, στριφογυρνούσε διαρκώς στη θέση της και χαμογελούσε, φλυαρώντας με εκείνον τον εκνευριστικό θαύμαζε

τρόπο το

της,

μωρό,

παριστάνοντας κάνοντας

ότι

άτοπες

φιλοφρονήσεις στη Σόφι και λέγοντάς της πόσο τυχερή κοπέλα ήταν. Κι έπειτα έφευγε νωρίς, σηκωνόταν πάντα στη μέση μιας κουβέντας, λέγοντας ότι ξέχασε ένα ραντεβού που είχε κάπου αλλού. Ωστόσο, ήταν σκληρό ίσως να της κρατήσει κανείς κακία. Τίποτα δεν είχε πάει καλά στη ζωή της, και τώρα πια είχε πάψει λίγο πολύ να ελπίζει ότι τα πράγματα θα έφτιαχναν. Ο άντρας της είχε πεθάνει, η κόρη της είχε υποστεί πολλές φορές απώλεια του λογικού της και τώρα ζούσε με ηρεμιστικά σε ένα ίδρυμα επανένταξης. Ο γιος της είχε εξαφανιστεί. Ακόμη όμορφη στα πενήντα της

–όταν

ήμουν

μικρός

τη

θεωρούσα

τη

γοητευτικότερη γυναίκα που είχα δει στη ζωή μου–,

εξακολουθούσε

να

έχει

κάποιες

μπερδεμένες ερωτικές σχέσεις· ο κατάλογος των αντρών ήταν πάντα σε χρήση. Έκανε εξορμήσεις για ψώνια στη Νέα Υόρκη και είχε πάθος με το γκολφ. Η λογοτεχνική επιτυχία του Φάνσοου την εξέπληξε, τώρα όμως που είχε προσαρμοστεί με την ιδέα, ήταν πρόθυμη να αναλάβει την ευθύνη ότι ήταν αυτή που γέννησε μια μεγαλοφυΐα. Όταν της τηλεφώνησα για να της πω για τη βιογραφία, ακούστηκε πρόθυμη να βοηθήσει. Είχε γράμματα, φωτογραφίες και στοιχεία, είπε, και θα μου έδειχνε ό,τι ήθελα να δω. Φτάσαμε στο σπίτι της έπειτα

από

μια

αμήχανη

κατά το μεσημέρι, και στιγμή

που

την

ακολούθησε ένα φλιτζάνι καφέ στην κουζίνα και μια ατέλειωτη συζήτηση περί καιρού, ανεβήκαμε πάνω στο παλιό δωμάτιο του Φάνσοου. Η κυρία Φάνσοου είχε ετοιµάσει πολύ προσεκτικά τα πάντα

και

όλα

τα

στοιχεία

ήταν

απλωμένα

σε

τακτοποιημένες στήλες πάνω σ’ αυτό που υπήρξε κάποτε το γραφείο του Φάνσοου. Εξεπλάγην με αυτή τη συσσώρευση. Μην ξέροντας τι να πω, την ευχαρίστησα που με βοήθησε τόσο πολύ. Στην πραγματικότητα όμως ήμουν τρομοκρατημένος από

τον

τεράστιο

όγκο

των

στοιχείων

που

βρίσκονταν εκεί. Λίγα λεπτά αργότερα, η κυρία Φάνσοου κατέβηκε τις σκάλες και βγήκε στην πίσω αυλή με τη Σόφι και τον Μπεν –ήταν μια ζεστή καλοκαιριάτικη μέρα–, κι εγώ έμεινα μόνος εκεί. Θυμάμαι που έριξα μια ματιά από το παράθυρο και είδα τον Μπεν να πηγαίνει σαν την πάπια πάνω στο χορτάρι με την ολόσωμη φόρμα του, τσιρίζοντας και δείχνοντας ψηλά, καθώς ένας κοκκινολαίμης πέρασε ξυστά πάνω από το κεφάλι του. Χτύπησα το παράθυρο και, όταν η Σόφι γύρισε και κοίταξε ψηλά, τη χαιρέτησα. Εκείνη χαμογέλασε, μου έστειλε ένα φιλί και έπειτα απομακρύνθηκε για να πάει να δει μια βραγιά με

λουλούδια µαζί µε την κυρία Φάνσοου. Κάθισα στο γραφείο. Ήταν φοβερό να κάθομαι σ’ εκείνο το δωμάτιο, και δεν ήξερα πόσο θα μπορούσα να το αντέξω. Ένα γάντι του μπέιζμπολ ήταν ακουμπισμένο σε ένα ράφι με μια φθαρμένη μπάλα τοποθετημένη μέσα του. Πάνω και κάτω από αυτό, ήταν τακτοποιημένα στα ράφια τα βιβλία που είχε διαβάσει όταν ήταν παιδί. Ακριβώς πίσω μου ήταν το κρεβάτι του, με το ίδιο γαλανόλευκο, καρό πάπλωμα που θυμάμαι χρόνια πριν. Αυτή ήταν η απτή απόδειξη, τα απομεινάρια ενός νεκρού κόσμου. Είχα μπει μέσα στο μουσείο του ίδιου μου του παρελθόντος και ό,τι βρήκα εκεί σχεδόν µε συνέτριψε. Στη μια στήλη, το πιστοποιητικό γεννήσεως του Φάνσοου, οι έλεγχοι του Φάνσοου από το σχολείο, τα περιβραχιόνια του Φάνσοου από τον καιρό που ήταν

λυκόπουλο

στους

προσκόπους,

το

απολυτήριο του Λυκείου. Σε μιαν άλλη στήλη, οι φωτογραφίες. Ένα άλμπουμ με τον Φάνσοου

μωρό, ένα άλμπουμ με τον Φάνσοου και την αδελφή του, ένα άλμπουμ με την οικογένεια (ο Φάνσοου σε ηλικία δύο ετών να χαμογελά στην αγκαλιά του πατέρα του, ο Φάνσοου και η Έλεν να αγκαλιάζουν τη μητέρα τους στην τραμπάλα της πίσω αυλής, ο Φάνσοου τριγυρισμένος από τα ξαδέλφια

του).

Κι

έπειτα,

οι

σκόρπιες

φωτογραφίες. Σε ντοσιέ, σε φακέλους, σε μικρά κουτιά. Δεκάδες φωτογραφίες με τον Φάνσοου κι εμένα να κολυμπάμε, να παίζουμε κατς, να κάνουμε

ποδήλατο,

να

διαβάζουμε

για

τις

εξετάσεις στην αυλή, ο πατέρας μου να μας έχει και τους δυο στην πλάτη του. Τα μαλλιά μας κομμένα κοντά, φαρδιά τζιν παντελόνια, παλιά αυτοκίνητα πίσω μας· μια Πακάρ, μια Ντε Σότο, ένα Φορντ στέισον βάγκον με ξύλινη επένδυση. Φωτογραφίες με την τάξη μας, με την ομάδα μας, από την κατασκήνωση. Φωτογραφίες από αγώνες δρόμου, από παιχνίδια. Να κάνουμε κανό, να τραβάμε το σχοινί σε έναν αγώνα διελκυστίνδας.

Κι έπειτα, προς το τέλος, λίγες φωτογραφίες από τα τελευταία χρόνια. Ο Φάνσοου να στέκεται στον κήπο του Χάρβαρντ, ο Φάνσοου στο κατάστρωμα ενός τάνκερ, ο Φάνσοου στο Παρίσι μπροστά από ένα πέτρινο σιντριβάνι. Τελευταία απ’ όλες, η μία και μοναδική φωτογραφία με τον Φάνσοου και τη Σόφι. Ο Φάνσοου να φαίνεται μεγαλύτερος, πιο θλιμμένος, και η Σόφι τόσο τρομερά νέα, τόσο όμορφη,

να

είναι

όμως

κάπως

αφηρημένη,

ανίκανη, θαρρείς, να συγκεντρωθεί. Πήρα μια βαθιά ανάσα κι έπειτα, εντελώς ξαφνικά, άρχισα να

κλαίω,

δίχως

να

συνειδητοποιώ

ως

την

τελευταία στιγμή ότι αυτά τα δάκρυα τα είχα μέσα μου. Έκλαιγα με λυγμούς, κρύβοντας το πρόσωπό µου στα χέρια. Δεξιά από τις φωτογραφίες υπήρχε ένα κουτί γεμάτο

γράμματα,

τουλάχιστον

εκατό,

που

άρχιζαν από την ηλικία των οκτώ ετών –ο αδέξιος γραφικός χαρακτήρας ενός παιδιού, μουντζούρες με μολυβιές και σβησίματα– και συνεχίζονταν

μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’70. Υπήρχαν γράμματα από το κολέγιο, γράμματα από το καράβι, γράμματα από τη Γαλλία. Τα περισσότερα από αυτά απευθύνονταν στην

Έλεν και πολλά από

αυτά ήταν μακροσκελή. Αμέσως κατάλαβα ότι αυτά είχαν αξία, αναμφίβολα μεγαλύτερη αξία από οτιδήποτε άλλο υπήρχε μέσα στο δωμάτιο. Δεν είχα όμως το κουράγιο να τα διαβάσω εδώ. Περίμενα δέκα λεπτά με ένα τέταρτο, κι έπειτα πήγα κάτω να βρω τους άλλους. Η κυρία Φάνσοου δεν ήθελε να φύγουν από το σπίτι τα πρωτότυπα, δεν είχε όμως αντίρρηση να φωτοτυπήσω τα γράμματα. Προσφέρθηκε μάλιστα να το κάνει η ίδια, της είπα όμως να μην μπει στον κόπο. Θα ερχόμουν μιαν άλλη μέρα και θα το φρόντιζα εγώ. Στην αυλή κάναμε πικ νικ. Ο Μπεν έκλεψε την παράσταση, πέφτοντας πάνω στα λουλούδια και γυρνώντας πάλι πίσω για να πατήσει μια δαγκωνιά στο σάντουιτς. Γύρω στις δύο ήμαστε έτοιμοι να

γυρίσουμε στο σπίτι μας. Η κυρία Φάνσοου μας πήγε στον σταθμό των λεωφορείων και μας φίλησε και

τους

δείχνοντας

τρεις

για

να

περισσότερη

μας

αποχαιρετήσει,

συγκίνηση

από

οποιαδήποτε άλλη στιγμή της επίσκεψης. Πέντε λεπτά αφότου ξεκίνησε το λεωφορείο, ο Μπεν αποκοιμήθηκε πάνω στα πόδια μου και η Σόφι µού έπιασε το χέρι. «Δεν ήταν και πολύ χαρούμενη μέρα, έτσι;» είπε. «Μια από τις χειρότερες» απάντησα. «Φαντάσου να πρέπει να συζητάς μ’ αυτή τη γυναίκα τέσσερις ώρες. Από την ώρα που φτάσαμε εκεί, δεν ήξερα για ποιο πράγµα να µιλήσω». «Μάλλον δεν µας συµπαθεί και πολύ». «Ναι, έτσι νοµίζω». «Αλλά αυτό είναι το λιγότερο». «Ήταν δύσκολο να είσαι μόνος σου εκεί πάνω, έτσι;» «Πολύ δύσκολο».

«Το ξανασκέφτηκες;» «Φοβάµαι πως ναι». «Δεν

σε

κατηγορώ.

Η

υπόθεση

γέμισε

φαντάσµατα». «Θα πρέπει να το ξανασκεφτώ. Τώρα αρχίζω να καταλαβαίνω ότι έκανα ένα τεράστιο λάθος». Ύστερα από τέσσερις μέρες η κυρία Φάνσοου τηλεφώνησε για να μας πει ότι θα πήγαινε για έναν μήνα στην Ευρώπη και ίσως ήταν καλή ιδέα να ασχοληθούμε με τη δουλειά μας τώρα – αυτά ήταν τα ίδια της τα λόγια. Εγώ σχεδίαζα να αφήσω την υπόθεση στην τύχη της, αλλά, προτού καταφέρω να σκεφτώ μια αξιοπρεπή δικαιολογία για να μην πάω να τη δω, άκουσα τον εαυτό μου να συμφωνεί να κάνω αυτό το ταξίδι την επόμενη Δευτέρα. Η Σόφι αρνήθηκε να με συνοδεύσει κι εγώ δεν την πίεσα να αλλάξει γνώμη. Κι οι δυο καταλαβαίναμε ότι µία οικογενειακή επίσκεψη ήταν αρκετή. Η Τζέιν Φάνσοου με υποδέχτηκε στον σταθμό των αυτοκινήτων, όλο χαμόγελα και τρυφερούς

χαιρετισμούς. Από τη στιγμή που μπήκα στο αυτοκίνητό της, διαισθάνθηκα ότι τα πράγματα θα ήταν αλλιώτικα αυτή τη φορά. Είχε κάνει μια προσπάθεια με την εμφάνισή της –φορούσε λευκό παντελόνι,

κόκκινη

μαυρισμένος

μεταξωτή

αρυτίδωτος

μπλούζα,

λαιμός

της

ο ήταν

εκτεθειμένος– και ήταν δύσκολο να μην καταλάβω ότι με προκαλούσε να την κοιτάξω, να αναγνωρίσω το γεγονός ότι παρέμενε όμορφη. Υπήρχε όμως κάτι περισσότερο σε όλο αυτό: ένας αόριστα υπαινικτικός τόνος στη φωνή της, ένας υπαινιγµός ότι ήµαστε κατά κάποιον τρόπο παλιοί φίλοι, ή µια οικειότητα εξαιτίας του παρελθόντος, και ήταν ευτύχημα που ήρθα μόνος μου, εφόσον τώρα ήμαστε ελεύθεροι να μιλήσουμε ανοιχτά ο ένας στον

άλλον.

Όλα

αυτά

τα

βρήκα

μάλλον

αποκρουστικά και δεν είπα τίποτα περισσότερο από ό,τι έπρεπε. «Έχεις μια μικρή οικογένεια εκεί πέρα, αγόρι μου» είπε γυρνώντας προς το μέρος μου καθώς

σταµατήσαµε σε ένα κόκκινο φανάρι. «Ναι» είπα. «Μια µικρή οικογένεια». «Το

μωρό,

φυσικά,

είναι

αξιολάτρευτο.

Πραγματικός καρδιοκατακτητής. Δεν θα έλεγες όµως πως είναι λιγάκι ζωηρό;» «Είναι μόλις δύο χρόνων. Τα περισσότερα παιδιά έχουν την τάση να είναι ορμητικά σ’ αυτή την ηλικία». «Φυσικά. Νομίζω όμως ότι η Σόφι τού έχει υπερβολική αδυναµία. Φαίνεται ότι το διασκεδάζει όλη την ώρα, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ. Δεν έχω τίποτα κατά του γέλιου, αλλά λίγη πειθαρχία δεν θα έβλαπτε». «Έτσι φέρεται με όλους η Σόφι» είπα εγώ. «Μια γυναίκα όλο ζωντάνια θα γίνει και μια μητέρα όλο ζωντάνια. Απ’ ό,τι μπορώ να πω, ο Μπεν δεν έχει παράπονα». Μια μικρή παύση και μετά, καθώς ξεκινήσαμε πάλι, διασχίζοντας μια φαρδιά εμπορική λεωφόρο, η Τζέιν Φάνσοου πρόσθεσε: «Τυχερή κοπέλα αυτή

η

Σόφι.

Τυχερή

που

πέφτοντας

από

ψηλά

προσγειώθηκε στα πόδια της. Τυχερή που βρήκε έναν άντρα σαν εσένα». «Συνήθως σκέφτοµαι το αντίστροφο» είπα. «Δεν θα έπρεπε να είσαι τόσο µετριόφρων». «Δεν είμαι. Το λέω επειδή ξέρω για τι ακριβώς μιλάω. Ως τώρα, η τύχη ήταν όλη με το μέρος µου». Εκείνη χαμογέλασε κοφτά, αινιγματικά, σαν να με θεωρούσε τελείως μπούφο, παρατώντας την προσπάθεια, ξέροντας ότι δεν θα της έδινα ευκαιρία να συνεχίσει. Λίγα λεπτά μετά την άφιξή μας στο σπίτι της, έδειχνε να έχει εγκαταλείψει την αρχική της τακτική. Δεν ανέφερε πια τη Σόφι και τον Μπεν, κι εκείνη μεταμορφώθηκε σε ένα πρότυπο

φροντίδας,

μου

έλεγε

πόσο

ευχαριστημένη ήταν που έγραφα το βιβλίο για τον Φάνσοου, φερόταν λες και η ενθάρρυνσή της έκανε μια πραγματική διαφορά. Ένα ύστατο είδος επιδοκιμασίας, όχι μόνο για το βιβλίο αλλά και για

τον άνθρωπο που ήμουν εγώ. Έπειτα, δίνοντάς μου τα κλειδιά του αυτοκινήτου της, μου είπε πώς να πάω στο πλησιέστερο μαγαζί για φωτοτυπίες. Το

γεύμα,

είπε,

θα

με

περίμενε

όταν

θα

επέστρεφα. Μου πήρε πάνω από δυο ώρες να φωτοτυπήσω τα γράμματα, και τούτο σήμαινε ότι γύρισα στο σπίτι κατά τη μία περίπου. Το μεσημεριανό βρισκόταν εντυπωσιακό

πράγματι

εκεί

συμπόσιο.

και

ήταν

Σπαράγγια,

ένα κρύος

σολομός, τυρί, λευκό κρασί, τα πάντα. Όλα ήταν τοποθετημένα στο τραπέζι, συνοδεύονταν από λουλούδια και ήταν ξεκάθαρο πως για το τραπέζι αυτό είχαν βγει τα καλύτερα σερβίτσια. Η έκπληξη θα πρέπει να φαινόταν στο πρόσωπό µου. «Θέλησα να το κάνω εορταστικό» είπε η κυρία Φάνσοου. «Δεν έχεις ιδέα πόσο καλό μου κάνει να νιώθω ότι σε έχω εδώ. Όλες οι αναμνήσεις ξαναγυρνούν. Σαν να μη συνέβησαν ποτέ εκείνα τα άσχηµα πράγµατα».

Υποπτευόμουν ότι όσο έλειπα εκείνη είχε αρχίσει

να

πίνει.

Διατηρούσε

ακόμη

αυτοέλεγχό της, οι κινήσεις της ήταν

τον ακό µη

σταθερές, η φωνή της όμως χόντραινε λιγάκι, αποκτούσε μια κυματιστή, συναισθηματική χροιά που δεν την είχε πριν. Όταν καθίσαμε στο τραπέζι, είπα μέσα μου ότι αυτό έπρεπε να το προσέξω. Το κρασί προσφερόταν σε γενναιόδωρες δόσεις, και, όταν την είδα να δίνει περισσότερη προσοχή στο ποτήρι απ’ ό,τι στο φαγητό της, τσιμπολογώντας το απλώς, και τελικά αγνοώντας το εντελώς, άρχισα να περιμένω τα χειρότερα. Έπειτα από μια βαρετή κουβέντα για τους γονείς και τις δυο νεότερες αδελφές μου, η κουβέντα ξέπεσε στο επίπεδο του µονολόγου. «Είναι παράξενο» είπε «είναι παράξενο πώς εξελίσσονται τα πράγματα στη ζωή μας. Ποτέ δεν ξέρεις τι θα συμβεί από τη μια στιγμή στην άλλη. Να εσύ, το αγοράκι που έμενε στο διπλανό σπίτι. Είσαι το ίδιο πρόσωπο που έτρεχε μέσα σ’ αυτό το

σπίτι με λάσπες στα παπούτσια του, μόνο που τώρα μεγάλωσες, είσαι άντρας. Είσαι ο πατέρας του

εγγονού

μου,

το

καταλαβαίνεις

αυτό;

Παντρεύτηκες τη γυναίκα του γιου μου. Αν δέκα χρόνια πριν μου έλεγε κάποιος πως αυτό ήταν το μέλλον, θα έβαζα τα γέλια. Και τελικά αυτό ακριβώς μαθαίνεις από τη ζωή: πόσο παράξενη είναι. Δεν μπορείς να προλάβεις τα γεγονότα. Δεν µπορείς καν να τα φανταστείς. »Κι εσύ, ξέρεις, του μοιάζεις. Πάντα μοιάζατε εσείς οι δυο σαν αδέλφια, σχεδόν σαν δίδυμοι. Θυμάμαι ότι, όταν ήσαστε κι οι δυο μικροί, μερικές φορές σας μπέρδευα από μακριά. Δεν μπορούσα να πω ποιος από τους δυο σας ήταν δικός µου. »Ξέρω

πόσο

τον

αγαπούσες,

πόσο

τον

σεβόσουν. Επίτρεψέ μου όμως να σου πω κάτι, αγαπητέ μου. Αυτός δεν ήταν ούτε το μισό από το αγόρι που ήσουν εσύ. Μέσα του ήταν παγωμένος. Μέσα του ήταν τελείως νεκρός και δεν πιστεύω να

αγάπησε ποτέ κανέναν∙ ούτε για μια φορά, ποτέ στη ζωή του. Μερικές φορές κοιτούσα εσένα και τη μητέρα σου στην αυλή, πώς έτρεχες κοντά της και πώς έδενες τα χέρια σου γύρω από τον λαιμό της, τον τρόπο που την άφηνες να σε φιλήσει, κι ακριβώς εκεί, ακριβώς απέναντί μου, μπορούσα να δω όλα όσα δεν είχα με τον δικό μου γιο. Όταν έκλεισε τα τέσσερα ή πέντε, τραβιόταν μακριά μου κάθε φορά που τον πλησίαζα. Πώς νομίζεις ότι νιώθει μια μάνα βλέποντας το ίδιο της το παιδί να την αντιπαθεί; Ήμουν τόσο απελπιστικά νέα εκείνη την εποχή. Όταν γεννήθηκε, δεν ήμουν ούτε είκοσι χρόνων. Φαντάσου τι αισθήματα σου προκαλεί το να σε απορρίπτουν µε τέτοιον τρόπο. »Δεν εννοώ ότι ήταν κακός. Ήταν ένα ξεχωριστό πλάσμα, ένα παιδί δίχως γονείς. Τίποτα απ’ όσα έλεγα δεν είχε ποτέ καμία επίδραση πάνω του. Το ίδιο συνέβαινε και με τον πατέρα του. Αρνιόταν να μάθει οτιδήποτε από εμάς. Ο Ρόμπερτ έκανε επανειλημμένες προσπάθειες, ποτέ όμως δεν

κατάφερε να τα βρει μαζί του. Δεν μπορείς όμως να τιμωρήσεις κάποιον για έλλειψη στοργής, μπορείς; Δεν μπορείς να επιβάλεις σε ένα παιδί να σ’ αγαπάει μόνο και μόνο επειδή είναι το παιδί σου. »Υπήρχε, βεβαίως, η

Έλεν. Η καημενούλα, η

τυραννισμένη Έλεν. Ήταν καλός μαζί της, κι οι δυο το ξέρουμε αυτό. Κατά κάποιον τρόπο όμως παραπάνω απ’ όσο έπρεπε, και στο τέλος αυτό δεν ήταν καθόλου καλό για την ίδια. Της έκανε πλύση εγκεφάλου. Την έκανε να εξαρτάται τόσο πολύ από αυτόν, ώστε εκείνη άρχισε να το σκέφτεται δυο φορές προτού απευθυνθεί σ’ εμάς. Εκείνος ήταν ο μόνος που την καταλάβαινε, ο μόνος που τη συμβούλευε, ο μόνος που μπορούσε να λύσει τα προβλήματά της. Ο Ρόμπερτ κι εγώ δεν ήμαστε παρά δυο ξόανα. Σε ό,τι αφορούσε τα παιδιά, εμείς μετά βίας υπήρχαμε. Η

Έλεν εμπιστευόταν

τόσο πολύ τον αδελφό της, που στο τέλος τού παρέδωσε την ψυχή της. Δεν λέω ότι εκείνος ήξερε

τι έκανε, εγώ όμως θα πρέπει να ζήσω με τα αποτελέσματα. Η κοπέλα τώρα είναι είκοσι επτά ετών, φέρεται όμως σαν να είναι δεκατεσσάρων, κι αυτό συμβαίνει όταν νιώθει καλά. Μέσα της είναι τόσο µπερδεµένη, τόσο πανικόβλητη. Τη µια µέρα νομίζει ότι το έβαλα σκοπό να την καταστρέψω, την άλλη µέρα µε παίρνει τριάντα φορές τηλέφωνο. Τριάντα φορές. Ούτε που φαντάζεσαι τι σημαίνει αυτό. »Η Έλεν,

ξέρεις,

είναι

η

αιτία

που

δεν

δημοσίευσε ποτέ ούτε ένα έργο του. Εξαιτίας της εγκατέλειψε το Χάρβαρντ μετά τη δεύτερη χρονιά. Εκείνον τον καιρό έγραφε ποίηση και, κάθε λίγες βδομάδες, της έστελνε ένα σωρό χειρόγραφα. Ξέρεις πώς είναι αυτά τα ποιήματα. Είναι σχεδόν αδύνατο να τα καταλάβεις. Πολύ παθιασμένα, βέβαια, γεμάτα με όλον εκείνο τον στόμφο και τις παραινέσεις, αλλά τόσο μυστηριώδη που νομίζεις ότι έχουν γραφεί με κώδικα. Η Έλεν ξόδευε ώρες προσπαθώντας να τα ξεδιαλύνει, φερόταν λες κι η

ζωή

της

ολόκληρη

εξαρτιόταν

απ’

αυτά,

αντιμετώπιζε τα ποιήματα σαν μυστικά μηνύματα, σαν χρησμούς γραμμένους απευθείας για την ίδια. Δεν νομίζω ότι εκείνος είχε ιδέα τι συνέβαινε. Ο αδελφός της είχε φύγει, βλέπεις, και αυτά τα ποιήματα ήταν ό,τι της απέμενε απ’ αυτόν. Το καημένο το μωρό μου. Εκείνη την εποχή ήταν μονάχα δεκαπέντε χρόνων και είχε ήδη αρχίσει να καταρρέει. Ήταν συνέχεια απορροφημένη από εκείνες τις σελίδες, ώσπου αυτές τσαλακώνονταν και βρόμιζαν, τις κουβαλούσε μαζί της όπου και να πήγαινε. Όταν έγινε πράγματι χάλια, πλησίαζε μέσα στο λεωφορείο ανθρώπους που της ήταν τελείως άγνωστοι και τους έβαζε τις σελίδες με το ζόρι

στα χέρια.

“Διαβάστε αυτά τα ποιήματα

έλεγε. “Θα σας σώσουν τη ζωή”. »Στο τέλος, βέβαια, είχε την πρώτη κατάρρευση. Μια μέρα στο σούπερ μάρκετ απομακρύνθηκε από κοντά μου και, προτού το καταλάβω, άρπαξε από τα ράφια εκείνα τα μεγάλα μπουκάλια με τον χυμό



μήλου και τα κομμάτιασε στο πάτωμα. Το ένα μετά το άλλο, σαν άνθρωπος που βρίσκεται σε υστερία∙ στεκόταν ανάμεσα σ’ εκείνα τα σπασμένα γυαλιά με τους αστραγάλους της να αιμορραγούν και τον χυμό να τρέχει παντού. Ήταν φριχτό. Είχε αγριέψει τόσο πολύ που χρειάστηκαν τρεις άντρες για να τη συγκρατήσουν και να τη βγάλουν έξω σηκωτή. »Δεν λέω ότι ο αδελφός της ήταν υπεύθυνος. Αλλά εκείνα τα καταραμένα ποιήματα σίγουρα δεν βοήθησαν

και,

σωστά

ή

λάθος,

εκείνος

κατηγορούσε για την κατάστασή της τον εαυτό του.

Από

τότε,

ποτέ

δεν

προσπάθησε

να

δημοσιεύσει το παραμικρό. Ήρθε να επισκεφθεί την Έλεν στο νοσοκομείο και νομίζω ότι δεν άντεξε να τη βλέπει έτσι, εντελώς εκτός εαυτού, εντελώς τρελή, να ουρλιάζει και να τον κατηγορεί ότι τη μισούσε. Ήταν, ξέρεις, μια πραγματική σχιζοειδής κρίση, κι αυτός δεν ήταν έτοιμος να το αντιμετωπίσει. Τότε ορκίστηκε να μη δημοσιεύσει

τίποτα. Ήταν ένα είδος τιμωρίας, νομίζω, και επέμενε σ’ αυτό για όλη την υπόλοιπη ζωή του, επέμενε σ’ αυτό μ’ εκείνον τον πεισματικό, τον ωµό τρόπο του, µέχρι τέλους. »Κάπου δυο μήνες μετά, πήρα ένα γράμμα του με το οποίο με πληροφορούσε ότι παράτησε το κολέγιο. Πρόσεξε. Δεν ζητούσε τη συμβουλή μου,

απλώς

μου

ανακοίνωνε

τι

είχε

κάνει.

Αγαπητή μητέρα, και τα λοιπά και τα λοιπά, όλα πολύ ευγενικά και εντυπωσιακά. Παρατώ το σχολείο για να σε απαλλάξω από το οικονομικό βάρος της συντήρησής μου, αφού έχεις την κατάσταση της Έλεν, το τεράστιο ιατρικό κόστος, τα υπόλοιπα κωλοέξοδα και τα λοιπά και τα λοιπά. »Ήμουν έξαλλη. Ένα τέτοιος νεαρός να παρατά τις σπουδές του για το τίποτα. Ήταν μια πράξη σαμποτάζ, εγώ όμως δεν μπορούσα να κάνω τίποτα γι’ αυτό. Εκείνος είχε ήδη φύγει. Ο πατέρας ενός φίλου του στο Χάρβαρντ είχε κάποια σχέση με τη ναυτιλία –εκπροσωπούσε, νομίζω, το

συνδικάτο των ναυτικών ή κάτι τέτοιο– κι έτσι κανόνισε να βγάλει τα χαρτιά του μέσω αυτού του ανθρώπου. Την εποχή που το γράμμα έφτασε στα χέρια μου, βρισκόταν ήδη κάπου στο Τέξας, κι αυτό ήταν όλο. Δεν τον ξαναείδα για περισσότερο από πέντε χρόνια. »Περίπου κάθε μήνα, η Έλεν λάμβανε ένα γράμμα ή κάποια κάρτα, αλλά χωρίς διεύθυνση αποστολέα. Από το Παρίσι, τη νότια Γαλλία, ένας θεός ξέρει από πού. Αυτός εξασφάλιζε ότι με κανέναν τρόπο δεν θα μπορούσαμε να έρθουμε σε επαφή μαζί του. Βρήκα τη συμπεριφορά του αξιοκαταφρόνητη, γεμάτη δειλία. Μη με ρωτήσεις γιατί κράτησα τα γράμματα. Μετανιώνω που δεν έκαψα όσο περισσότερα µπορούσα». Συνέχισε σ’ αυτό το μοτίβο για περισσότερο από μία ώρα, με τα λόγια της να γίνονται βαθμιαία όλο και πιο πικρά, σε κάποιο σημείο να προσεγγίζουν τη λογική κι έπειτα, με το επόμενο ποτήρι κρασιού, να χάνουν σιγά σιγά τον ειρμό τους. Η

φωνή της σε υπνώτιζε. Καθώς συνέχιζε να μιλά, κατάλαβα ότι τίποτα πια δεν μπορούσε να με αγγίξει. Είχα την αίσθηση ότι ήμουν άτρωτος, ότι προστατευόμουν από τα λόγια που έβγαιναν από το στόμα της. Μετά βίας έκανα τον κόπο να προσέξω τι έλεγε. Έπλεα μέσα σ’ αυτή τη φωνή, περικυκλωνόμουν από αυτήν, στηριζόμουν στην επιμονή της, πήγαινα με τη ροή των συλλαβών, τα ανεβοκατεβάσματά της, τους κυματισμούς της. Καθώς το φως του απομεσήμερου έπεσε από τα παράθυρα πάνω στο τραπέζι, στραφταλίζοντας μέσα στις σάλτσες, το λιωμένο βούτυρο, τα πράσινα μπουκάλια του κρασιού, όλα μέσα στο δωµάτιο έγιναν τόσο ακτινοβόλα και ασάλευτα που άρχισε να μου φαίνεται εξωπραγματικό το να κάθομαι εκεί μέσα στο ίδιο μου το σώμα. Λιώνω, μονολόγησα, παρακολουθώντας το βούτυρο που έλιωνε στο πιατάκι του, και µια δυο φορές µάλιστα σκέφτηκα ότι δεν έπρεπε να αφήσω να συνεχιστεί αυτό το πράγμα, ότι δεν έπρεπε να δεχτώ να

ξεγλιστρήσω από τον εαυτό μου, στο τέλος όμως δεν έκανα τίποτα γι’ αυτό, νιώθοντας, κατά κάποιον τρόπο, ότι δεν µπορούσα. Δεν

προβάλλω

ακολούθησε.

Η

παραπάνω από

δικαιολογίες

μέθη

δεν

είναι

ένα σύμπτωμα,

για ποτέ

ό,τι κάτι

δεν είναι

η

απόλυτη αιτία, και αντιλαμβάνομαι ότι θα ήταν σφάλμα μου να προσπαθήσω να υπερασπιστώ τον εαυτό

μου.

Ωστόσο

υπάρχει

τουλάχιστον

η

δυνατότητα μιας εξήγησης. Τώρα είμαι απολύτως σίγουρος ότι τα πράγματα που συνέβησαν είχαν να κάνουν τόσο με το παρελθόν όσο και με το παρόν εκείνο και, τώρα που κρατώ μια χρονική απόσταση από αυτά, παραξενεύομαι καθώς βλέπω με ποιον τρόπο

με

κυρίευσαν

τελικά,

εκείνο

το

απομεσήμερο, κάποια παλιά συναισθήματα. Ενώ καθόμουν εκεί ακούγοντας την κυρία Φάνσοου, δεν μπορούσα να μη θυμηθώ πώς την είδα κάποτε, όταν ήμουν ακόμη μικρός. Και μόλις άρχισε να συμβαίνει αυτό, βρέθηκα να σκοντάφτω

σε εικόνες που, επί χρόνια, μου ήταν αδύνατο να δω.

Υπήρχε

μια

ιδιαίτερη

εικόνα

που

μου

προκάλεσε μεγάλη εντύπωση ένα απόγευμα του Αυγούστου, ενώ ήµουν δεκατριών ή δεκατεσσάρων ετών. Κοιτούσα από το παράθυρό μου την αυλή του διπλανού σπιτιού, και είδα την κυρία Φάνσοου να βγαίνει έξω φορώντας ένα κόκκινο μπικίνι, να ξεκουμπώνει ξένοιαστα το πάνω μέρος του και να ξαπλώνει σε μια σεζ λoγκ με την πλάτη της γυρισμένη στον ήλιο. Όλα αυτά συνέβησαν κατά τύχη. Καθόμουν κοντά στο παράθυρο και χάζευα, και τότε, εντελώς αναπάντεχα, μια ωραία γυναίκα μπαίνει σουλατσάροντας στο οπτικό μου πεδίο, γυμνή σχεδόν, αγνοώντας την παρουσία μου, σαν να την κάλεσα εγώ ο ίδιος. Η εικόνα αυτή με συντρόφευε για μεγάλο διάστημα, και συχνά επέστρεφα σ’ αυτή στα χρόνια της εφηβείας μου: η λαγνεία ενός πιτσιρικά, οι σύντομες φαντασιώσεις μέσα στη νύχτα. Τώρα που η γυναίκα αυτή επιχειρούσε προφανώς να με ξελογιάσει, δεν

ήξερα τι να σκεφτώ. Αφενός εύρισκα τη σκηνή γκροτέσκα. Αφετέρου σ’ αυτό το γεγονός υπήρχε κάτι φυσιολογικό, ακόμα και λογικό, και ένιωθα ότι, αν δεν χρησιμοποιούσα όλη μου τη δύναμη για να το πολεμήσω, τότε θα του επέτρεπα να συµβεί. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι με έκανε να τη λυπηθώ. Η εκδοχή της για τον Φάνσοου ήταν τόσο σπαραξικάρδια,

τόσο

φορτισμένη

με

σημεία

γνήσιας δυστυχίας, ώστε σιγά σιγά κάμφθηκα απέναντί της, έπεσα στην παγίδα της. Αυτό όμως που εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω είναι σε ποιο βαθμό η ίδια συνειδητοποίησε αυτό που έκανε. Το είχε σχεδιάσει εκ των προτέρων ή ήταν κάτι που απλώς συνέβη; Ήταν ο ασυνάρτητος λόγος της ένα διαολεμένο κόλπο για να κάμψει την αντίστασή μου ή μήπως ήταν μια αυθόρμητη έκρηξη αληθινών αισθημάτων; Υποπτεύομαι ότι έλεγε την αλήθεια για τον Φάνσοου, τη δική της αλήθεια εν πάση περιπτώσει, αυτό όμως δεν είναι

αρκετό για να με πείσει, επειδή ακόμα κι ένα παιδί

ξέρει

πως

η

αλήθεια

μπορεί

να

χρησιμοποιηθεί για ανειλικρινείς σκοπούς. Κάτι ακόμα πιο σημαντικό, υπάρχει το ζήτημα του κινήτρου. Γύρω στα έξι χρόνια μετά το γεγονός, ακόμη δεν έχω καταλήξει σε μια απάντηση. Να πω ότι

με

βρήκε

ακαταμάχητο,

θα

ήταν

παρατραβηγμένο και δεν έχω καμιά διάθεση να κοροϊδέψω τον εαυτό μου ως προς αυτό. Ήταν κάτι

πολύ βαθύτερο,

πολύ πιο αποτρόπαιο.

Πρόσφατα, άρχισα να αναρωτιέμαι μήπως είχε, κατά κάποιον τρόπο, νιώσει μέσα μου ένα μίσος για τον Φάνσοου που ήταν εξίσου δυνατό με το δικό της. Ίσως ένιωσε αυτόν τον ανομολόγητο δεσμό ανάμεσά μας, ίσως ήταν το είδος του δεσμού που μπορούσε να αποδειχτεί μόνο μέσα από μια διεστραμμένη, εξωφρενική πράξη. Να πηδηχτεί μ’ εμένα θα ήταν σαν να πηδιόταν με τον Φάνσοου, σαν να πηδιόταν µε τον ίδιο της τον γιο. Και µέσα από τον ζόφο αυτού του αµαρτήµατος θα

τον κέρδιζε ξανά, μόνο και μόνο όμως για να τον καταστρέψει. Μια φοβερή εκδίκηση. Αν αυτό αληθεύει,

τότε

δεν

έχω

την

πολυτέλεια

να

αποκαλώ τον εαυτό μου θύμα της. Αν κάτι συνέβη, υπήρξα συνένοχός της. Όλα ξεκίνησαν μόλις έβαλε τα κλάματα, όταν τελικά εξαντλήθηκε και τα λόγια της διαλύονταν, κατέρρεαν

μέσα

στα

δάκρυα.

Μεθυσμένος,

γεμάτος συγκίνηση, σηκώθηκα, πλησίασα προς το σημείο

όπου

καθόταν,

και

την

αγκάλιασα

θέλοντας να την παρηγορήσω. Αυτό μας έκανε να υπερβούμε τα όρια. Η απλή επαφή ήταν αρκετή για να πυροδοτήσει μια σεξουαλική ανταπόκριση, μια κρυφή ανάμνηση από άλλα κορμιά κι άλλα αγκαλιάσματα,

και

μια

στιγμή

αργότερα

φιλιόμασταν κι έπειτα, λίγα λεπτά αργότερα, βρεθήκαμε γυμνοί στο κρεβάτι της στον πάνω όροφο. Αν και ήμουν μεθυσμένος, δεν είχα φτάσει στη σημείο να μην ξέρω τι έκανα. Όμως ακόμα κι η

ενοχή δεν αρκούσε για να με σταματήσει. Αυτή η στιγμή θα τελειώσει, είπα μέσα μου, και κανείς δεν θα πληγωθεί. Δεν έχει καμιά σχέση με τη ζωή μου, καμιά σχέση με τη Σόφι. Αλλά τότε, ακόμα και ενώ συνέβαινε αυτό, ανακάλυψα ότι μέσα του υπήρχε κάτι περισσότερο. Επειδή γεγονός ήταν ότι γούσταρα να πηδάω τη µάνα του Φάνσοου, αλλά µ’ έναν τρόπο που δεν είχε καμία σχέση με την απόλαυση. Ήμουν λυσσασμένος και, για πρώτη φορά στη ζωή μου, δεν ανακάλυπτα μέσα μου καμιά τρυφερότητα. Την πηδούσα από μίσος, και μετέτρεψα

το

πήδημα

σε

μια

πράξη

βίας,

αλέθοντας αυτή τη γυναίκα σαν να ήθελα να την κονιορτοποιήσω. Είχα εισέλθει στο προσωπικό µου έρεβος και μέσα σ’ αυτό έμαθα το μοναδικό πράγμα που είναι τρομακτικότερο από οτιδήποτε άλλο: ότι η σεξουαλική επιθυμία μπορεί επίσης να είναι η επιθυμία να σκοτώσεις, ότι έρχεται μια στιγμή όπου ένας άντρας μπορεί να διαλέξει τον θάνατο από τη ζωή. Αυτή η γυναίκα ήθελε από

εμένα να την πληγώσω, κι εγώ το έκανα, και συνέλαβα τον εαυτό μου να απολαμβάνει τη σκληρότητά του. Ακόμα και τότε όμως, ήξερα ότι είχα διανύσει τη μισή απόσταση στην πορεία της επιστροφής, ότι εκείνη δεν ήταν παρά μια σκιά κι εγώ τη χρησιμοποιούσα για να επιτεθώ στον ίδιο τον Φάνσοου. Καθώς μπήκα μέσα της για δεύτερη φορά, και, ενώ κολυμπούσαμε στον ιδρώτα και βογκούσαμε

σαν

πλάσματα

ενός

εφιάλτη,

κατάλαβα επιτέλους τούτο. Ήθελα να σκοτώσω τον Φάνσοου. Ήθελα τον Φάνσοου νεκρό και θα το έκανα. Θα τον παγίδευα και θα τον σκότωνα. Την άφησα κοιμισμένη στο κρεβάτι, γλίστρησα έξω από το δωμάτιο και, από το τηλέφωνο στο κάτω

πάτωμα,

αργότερα,

κάλεσα βρισκόμουν

ένα

ταξί. στο

Μισή

ώρα

λεωφορείο

επιστρέφοντας στη Νέα Υόρκη. Όταν φτάσαμε στον σταθμό, μπήκα στην τουαλέτα των αντρών και έπλυνα το πρόσωπο και τα χέρια μου κι έπειτα πήρα τον υπόγειο. Έφτασα στο σπίτι ακριβώς τη

στιγμή που η Σόφι έστρωνε το τραπέζι για το δείπνο.

7

ΚΑΙ ΤΟΤΕ ΑΡΧΙΣΑΝ ΤΑ ΧΕΙΡΟΤΕΡΑ.

Ήταν τόσο

πολλά τα πράγματα που έπρεπε να κρύψω από τη Σόφι, ώστε μετά βίας μπορούσα να εμφανιστώ μπροστά κλεινόμουν

της. στο

Έγινα

απότομος,

δωματιάκι

μου,

απόμακρος, αποζητούσα

μονάχα τη μοναξιά. Για ένα μεγάλο διάστημα, η Σόφι με ανεχόταν, μου φερόταν με μια υπομονή που δεν τη δικαιούμουν, στο τέλος όμως ακόμα κι αυτή άρχισε να κουράζεται, και εκεί γύρω στα μέσα του καλοκαιριού αρχίσαμε να τσακωνόμαστε, να ανταλλάσσουμε επικρίσεις, να αρπαζόμαστε για πράγματα που δεν είχαν νόημα. Μια μέρα

μπαίνοντας

στο

σπίτι,

τη

βρήκα

να

κλαίει

καθισμένη στο κρεβάτι, και κατάλαβα ότι ήμουν στο τσακ να καταστρέψω τη ζωή µου. Για τη Σόφι, το πρόβλημα ήταν το βιβλίο. Αρκούσε να σταματήσω να το δουλεύω, και τότε τα πράγματα θα ξαναγύριζαν στη φυσιολογική τους πορεία. Είπε ότι είχα βιαστεί πολύ. Το σχέδιο ήταν ένα λάθος, και δεν θα έπρεπε να επιμένω τόσο να το αναλάβω. Εκείνη, βεβαίως, είχε δίκιο, αλλά εγώ εξακολουθούσα να προβάλλω την άλλη πλευρά του ζητήματος: είχα δεσμευτεί για το βιβλίο, είχα υπογράψει ένα συμβόλαιο, και θα ήταν δειλία να υπαναχωρήσω. Αυτό που δεν της έλεγα, ήταν ότι δεν είχα πια καμία πρόθεση να το γράψω. Για μένα το βιβλίο υπήρχε μόνο στον βαθμό που μπορούσε να με οδηγήσει στον Φάνσοου, και πέραν αυτού του σημείου, βιβλίο δεν υπήρχε. Για μένα είχε γίνει μια προσωπική υπόθεση, κάτι που δεν είχε πια σχέση με το γράψιμο. Όλη η έρευνα για τη βιογραφία, όλα τα

γεγονότα που θα αποκάλυπτα καθώς σκάλιζα το παρελθόν του, όλη η δουλειά που έδειχνε να ανήκει στο βιβλίο, όλα αυτά ήταν τα πράγματα που θα χρησιμοποιούσα για να ανακαλύψω πού βρισκόταν. Καημένη Σόφι. Ούτε της πέρασε ποτέ από το μυαλό με τι είχα καταπιαστεί∙ επειδή αυτό που δήλωνα ότι έκανα στην πραγματικότητα δεν διέφερε

από

αυτό

που

όντως

έκανα.

Συναρμολογούσα τα κομμάτια της ζωής ενός ανθρώπου. Συγκέ

ντρωνα πληροφορίες, συνέλεγα

ονόματα, τόπους, ημερομηνί

ες, συνέτασσα ένα

χρονολόγιο γεγονότων. Ακόμη δεν μπορώ να καταλάβω γιατί επέμενα τόσο. Τα πάντα είχαν περιοριστεί σε μια απλή πρόθεση: να βρω τον Φάνσοου, να μιλήσω στον Φάνσοου, να τον αντιμετωπίσω για μία τελευταία φορά. Ποτέ όμως δεν µπορούσα να προχωρήσω πέρα από αυτό, ποτέ δεν μπορούσα να διαμορφώσω μια εικόνα του τι ήλπιζα να πετύχω με μια τέτοια συνάντηση. Ο Φάνσοου είχε γράψει ότι θα με σκότωνε, αυτή η

απειλή όμως δεν με τρομοκράτησε. Ήξερα ότι έπρεπε να τον βρω, ότι τίποτα δεν μπορούσε να τακτοποιηθεί ώσπου να το κάνω. Αυτό ήταν δεδομένο, η πρώτη αρχή, το μυστήριο της πίστης. Το παραδεχόμουν, αλλά δεν έμπαινα στον κόπο να αναρωτηθώ γι’ αυτό. Στο τέλος, δεν νομίζω ότι είχα όντως την πρόθεση να τον σκοτώσω. Υπήρχαν φορές που μικρές σκηνές περνούσαν σαν αστραπή από το μυαλό μου –να στραγγαλίζω τον Φάνσοου, να τον μαχαιρώνω, να τον πυροβολώ στην καρδιά– αλλά κι άλλοι είχαν πεθάνει όλα αυτά τα χρόνια με παρόμοιους θανάτους μέσα μου κι εγώ δεν τους έδωσα πολλή σημασία. Το περίεργο δεν ήταν ότι μπορεί εγώ να ήθελα να σκοτώσω τον Φάνσοου, αλλά ότι μερικές φορές φανταζόμουν ότι εκείνος ήθελε να τον σκοτώσω. Αυτό µου συνέβη µόνο µια ή δυο φορές, σε στιγµές άκρας διαύγειας, και τότε πείστηκα ότι αυτό ήταν το νόημα του γράμματος που μου είχε γράψει. Ο Φάνσοου με περίμενε. Με

είχε διαλέξει ως εκτελεστή του και ήξερε ότι μπορούσε να με εμπιστευτεί για να φέρω σε πέρας τη δουλειά. Αυτό ακριβώς όμως ήταν η απάντηση στο γιατί δεν θα το έκανα. Η δύναμη του Φάνσοου έπρεπε

να

συντριβεί,

όχι

να

με

υποτάξει. Το θέμα ήταν να του αποδείξω ότι δεν μου καιγόταν πια καρφάκι, αυτή ήταν η ουσία του θέματος: να τον μεταχειριστώ σαν νεκρό, έστω κι αν ο ίδιος ήταν ζωντανός. Προτού όμως αποδείξω

αυτό το πράγμα στον

Φάνσοου, όφειλα να το αποδείξω στον εαυτό μου, και το γεγονός ότι όφειλα να το αποδείξω ήταν η απόδειξη του ότι ακόμη με ένοιαζε πάρα πολύ. Δεν μου αρκούσε να αφήσω τα πράγματα να πάρουν τον δρόμο τους. Έπρεπε να τα αναταράξω, να τα οδηγήσω σε ένα σημείο όπου έπρεπε να ληφθούν

αποφάσεις.

Ακριβώς

επειδή

εξακολουθούσα να αμφιβάλλω για τον εαυτό μου, έπρεπε να πάρω κάποια ρίσκα, να δοκιμάσω τον εαυτό μου πριν από τον μεγαλύτερο δυνατό

κίνδυνο. Το να σκοτώσω τον Φάνσοου δεν σήμαινε τίποτα. Το ζήτημα ήταν να τον βρω ζωντανό, κι έπειτα να τον αφήσω για πάντα πίσω μου ενώ εκείνος θα ήταν ζωντανός.

Τα γράμματα στην

Έλεν αποδείχτηκαν χρήσιμα. Σε

αντίθεση με τα σημειωματάρια, τα οποία ήταν θεωρητικά και τους έλειπαν οι λεπτομέρειες, τα γράµµατα διέθεταν µια ιδιαίτερη σαφήνεια. Ένιωθα ότι ο Φάνσοου έκανε προσπάθεια να διασκεδάσει την αδελφή του, να της φτιάξει τη διάθεση με ιστορίες,

κατά

συνέπεια

οι

αναφορές

ήταν

περισσότερο προσωπικές από οπουδήποτε αλλού. Συχνά αναφέρονταν, για παράδειγμα, ονόματα φίλων του από το κολέγιο, συναδέλφων του στο καράβι, ανθρώπων που γνώρισε στη Γαλλία. Και μολονότι δεν υπήρχε διεύθυνση αποστολέα στους φακέλους, εντούτοις ήταν πολλά τα μέρη που αναφέρονταν:

Μπέιταουν,

Τσάρλεστον, Μπατόν Ρουζ,

Κόρπους Τάμπα,

Κρίστι, διάφορες

γειτονιές στο Παρίσι, ένα χωριό στη νότια Γαλλία. Αυτά τα πράγματα αρκούσαν για να ξεκινήσω και, για μερικές εβδομάδες, καθόμουν στο δωμάτιό μου

φτιάχνοντας

ανθρώπους

με

καταλόγους,

τόπους,

τόπους

συσχετίζοντας με

στιγμές,

στιγμές με ανθρώπους, σχεδιάζοντας χάρτες και ημερολόγια, εξετάζοντας διευθύνσεις, γράφοντας γράμματα.

Έψαχνα

καθοδηγούσαν οτιδήποτε

μου

και

για

μίτους

πάσχιζα

έδινε

έστω

που

θα

με

να

ακολουθήσω

και

μια

αμυδρή

υπόσχεση. Υπέθετα ότι, κάπου στην πορεία, ο Φάνσοου θα είχε κάνει ένα λάθος. Ότι κάποιος γνώριζε πού βρισκόταν, κάποιος από το παρελθόν τον είχε δει. Αυτό, βεβαίως, δεν ήταν σίγουρο, αλλά μου φαινόταν ο πιο λογικός τρόπος για να κάνω µια αρχή. Τα γράμματα από το κολέγιο είναι μάλλον κουραστικά και ειλικρινή –αναλύσεις των βιβλίων που διάβαζε, συζητήσεις με φίλους, περιγραφές της ζωής στη φοιτητική εστία– ανάγονται όμως

στην περίοδο πριν από την κατάρρευση της Έλεν και έχουν έναν εμπιστευτικό, γεμάτο οικειότητα τόνο που εγκαταλείπεται στα επόμενα γράμματα. Όντας στο πλοίο, για παράδειγμα, ο Φάνσοου σπανίως λέει οτιδήποτε για τον εαυτό του, εκτός από ό,τι αφορά ένα ανέκδοτο που επέλεξε να πει. Τον βλέπουμε να προσπαθεί να προσαρμοστεί στο νέο του περιβάλλον, να παίζει χαρτιά στον χώρο ψυχαγωγίας του καραβιού με έναν λιπαντή από τη Λουιζιάνα (και να κερδίζει), να παίζει μπιλιάρδο σε διάφορα ύποπτα μπαρ των λιμανιών (και να κερδίζει),

κι έπειτα να ερμηνεύει αυτή την

επιτυχία του ως τυχαία.

Έχω γκαζώσει τόσο πολύ για να

μην φάω τα μούτρα μου, που κατά κάποιον τρόπο ξεπέρασα

τον εαυτό μου. Πρόκειται, νομίζω, για υπερβολική έκκριση αδρεναλίνης. μηχανοστάσιο:

Περιγραφές

από

υπερωρίες

στο

60 βαθμοί Κελσίου, αν μπορείς να το

πιστέψεις∙ τα αθλητικά παπούτσια μου ήταν γεμάτα με τόσο ιδρώτα

που

πλατσούριζαν σαν να

περπατούσα

νερολακκούβες ή ένας φρονιμίτης που του έβγαλε

σε

ένας μεθυσμένος οδοντίατρος στο Μπέιταουν του

Τέξας: Αίμα ολόγυρα και κομματάκια από το δόντι μου να γεμίζουν την τρύπα στα ούλα μου για μία βδομάδα. Ως νεοφερμένος χωρίς κανέναν βαθμό, ο Φάνσοου μετακινούνταν από τη μια δουλειά στην άλλη. Σε κάθε λιμάνι υπήρχαν μέλη του πληρώματος που έφευγαν από το καράβι για να γυρίσουν στα σπίτια τους και άλλα που επιβιβάζονταν για να πάρουν τις

θέσεις

τους,

και αν κάποιος

καινούργιους προτιμούσε τη δουλειά

από τους του Φάνσοου

από αυτή που του προσφερόταν, τότε το Παιδί –όπως τον αποκαλούσαν– θα πήγαινε να κάνει κάτι άλλο. Έτσι ο Φάνσοου δούλεψε σε διάφορες θέσεις,

ως

απλός

ναυτικός,

ξύνοντας

και

βάφοντας το κατάστρωμα, ως υπεύθυνος γενικών καθηκόντων,

σφουγγαρίζοντας

πατώματα,

στρώνοντας κρεβάτια, καθαρίζοντας τουαλέτες, ως τραπεζοκόµος, σερβίροντας φαγητά και πλένοντας πιάτα. Αυτή η τελευταία δουλειά ήταν και η πιο δύσκολη, αλλά και η πιο ενδιαφέρουσα επίσης,

καθώς η ζωή στο πλοίο περιστρέφεται κυρίως γύρω από το θέμα του φαγητού: Μεγάλη όρεξη που τρέφεται από τη βαρεμάρα, άντρες που ζουν κυριολεκτικά από το ένα γεύμα στο άλλο, η εκπληκτική αβρότητα κάποιων από αυτούς – τετράπαχοι, σκληροτράχηλοι άντρες να κρίνουν τα φαγητά με την υπεροψία και την περιφρόνηση γάλλων δουκών του 18ου αιώνα. Ο Φάνσοου όμως, την ημέρα που άρχιζε τη δουλειά, δέχτηκε την καλή συμβουλή μιας παλι

άς καραβάνας: «Μην

κάθεσαι ν’ ακούς του καθενός τις μαλακίες» του είπε ο τύπος. «Αν παραπονεθεί κανείς για το φαγητό, πες του να το βουλώσει. Αν αυτός συνεχίζει, εσύ φέρσου σαν να μην είναι εκεί και σερβίρισέ τον τελευταίο. Αν δεν πιάσει το κόλπο, πες του ότι την επόμενη φορά θα του ρίξεις παγωμένο νερό στη σούπα του. Ακόμα καλύτερα πες του ότι θα κατουρήσεις εκεί μέσα. Δώσ’ τους να καταλάβουν ποιος είναι το αφεντικό». Βλέπουμε

τον

Φάνσοου

να

φέρνει

στον

καπετάνιο το πρωινό του ύστερα από μια νύχτα με άγριες θύελλες έξω από το ακρωτήριο Χατέρας. Ο Φάνσοου βάζει το γκρέιπφρουτ, τα χτυπητά αυγά και το τοστ σε έναν δίσκο, τυλίγει τον δίσκο με αλουμινόχαρτο, έπειτα τον τυλίγει με πετσέτες, ελπίζοντας ότι τα πιάτα δεν θα πεταχτούν στο νερό μόλις φτάσει στη γέφυρα του καραβιού, καθώς ο άνεμος έχει ταχύτητα εβδομήντα μίλια την ώρα. Ανεβαίνει τη σκάλα, κάνει τα πρώτα του βήματα πάνω στη γέφυρα, κι έπειτα, ξαφνικά, καθώς ο άνεμος τον χτυπάει, κάνει μια άγρια πιρουέτα. Μανιασμένος ο άνεμος χτυπά από κάτω τον δίσκο και σηκώνει τα μπράτσα του πάνω από το κεφάλι του, σαν να κρατιέται από μια πρωτόγονη πτητική μηχανή και είναι έτοιμος να πεταχτεί πάνω από το νερό. Ο Φάνσοου συγκεντρώνει όλη του τη δύναμη για να κατεβάσει τον δίσκο, τελικά καταφέρνει να τον συγκρατήσει κολλημένο στο στήθος του, τα πιάτα ως εκ θαύματος δεν έχουν γλιστρήσει, κι έπειτα, παλεύοντας βήμα βήμα, διασχίζει τη

γέφυρα, μια μικρή φιγούρα που εμποδίζεται από τη μανία του ανέμου. Έπειτα από αρκετά λεπτά, φτάνει στην άλλη άκρη, μπαίνει στο πρόστεγο, βρίσκει τον χοντρό καπετάνιο πίσω από το τιμόνι, και

λέει:

«Το

πρωινό

σου,

καπετάνιε».

Ο

τιμονιέρης γυρίζει, του ρίχνει ένα γρήγορο βλέμμα ευγνωμοσύνης και απαντά με αφηρημένη φωνή: «Σ’ ευχαριστώ, παιδί μου. Βάλ’ τα εκεί πέρα, πάνω στο τραπέζι». Δεν ήταν πάντως όλα τόσο διασκεδαστικά για τον Φάνσοου. Υπάρχει η αναφορά ενός καβγά – χωρίς λεπτομέρειες– που δείχνει να τον έχει ενοχλήσει, μαζί με μερικές άσχημες σκηνές των οποίων υπήρξε μάρτυρας όταν βγήκε στην ξηρά. Ένα περιστατικό με μια λευκή γυναίκα που της κόλλησαν μαύροι σ’ ένα μπαρ της Τάμπα, για παράδειγμα, ή ένα πλήθος μεθυσμένων που ξυλοφόρτωσαν έναν γέρο μαύρο που περιφερόταν με μια πελώρια αμερικανική σημαία θέλοντας να την πουλήσει· ο πρώτος μεθυσμένος ν’ ανοίγει τη

σημαία και να λέει ότι δεν είχε αρκετά αστέρια, «μούφα η σημαία» κάνει, κι ο γέρος να το αρνιέται και σχεδόν να σέρνεται χάμω ζητώντας έλεος, ενώ οι υπόλοιποι μεθυσμένοι άρχισαν να μουγκρίζουν για να υποστηρίξουν τον πρώτο. Η κατάληξη ήταν να πετάξουν τον γέρο έξω κι αυτός να προσγειωθεί φαρδύς πλατύς στο πεζοδρόμιο και οι μεθυσμένοι να κουνούν επιδοκιμαστικά τα κεφάλια τους, κάνοντας λίγα σχόλια για το πώς πρέπει να φτιαχτεί ένας κόσμος ασφαλής για τη δημοκρατία. Ένιωσα εξευτελισμένος, έγραψε ο Φάνσοου,

ντράπηκα

που βρέθηκα εκεί. Ωστόσο τα γράμματά του είναι κυρίως σε αστείο τόνο. Λέγε με Ρέντμπουρν αρχίζει ένα από αυτά, και προς το τέλος καταλαβαίνεις ότι ο Φάνσοου κατάφερε να αποδείξει κάτι στον εαυτό του. Το καράβι δεν είναι πια παρά μια δικαιολογία, ένας τρόπος να δοκιμάσει τον εαυτό του απέναντι στο άγνωστο. Όπως και με κάθε μύηση, η ίδια η επιβίωση είναι ένας θρίαμβος. Ό,τι ξεκινά ως

πιθανό εμπόδιο –η παιδεία που έλαβε από το Χάρβαρντ, το μεσοαστικό του υπόβαθρο– εκείνος το μετατρέπει σε πλεονέκτημα και προς το τέλος της θητείας του στο πλοίο είναι ο αναγνωρισμένος διανοούμενος του πληρώματος, όχι πια απλώς το Παιδί, αλλά μερικές φορές και ο Καθηγητής, που τον βάζουν να κάνει τον διαιτητή στις έριδές τους –ποιος ήταν ο εικοστός τρίτος Πρόεδρος των ΗΠΑ, τι πληθυσμό έχει η Φλόρι

ντα, ποιος έπαιζε

το 1947 στην αριστερή περιοχή με τους Τζάι και

τον

συμβουλεύονται

μυστηριωδών

κανονικά

πληροφοριών.

Τα

ως μέλη

αντς–

πηγή του

πληρώματος ζητούν τη βοήθειά του για να κάνουν τη

γραφειοκρατική

δουλειά

–φορολογικές

δηλώσεις, ερωτηματολόγια ασφαλειών, αναφορές ατυχημάτων–, μερικοί μάλιστα του ζητούν να γράψει γράμματα για λογαριασμό τους. Σε μια περίπτωση έχουμε δεκαεπτά ερωτικές επιστολές για λογαριασμό του Ότις Σμαρτ στην κοπέλα του, τη Σου-Ανν στο Ντίντο της Λουιζιάνας. Το θέμα

δεν είναι ότι ο Φάνσοου γίνεται το κέντρο της προσοχής, αλλά ότι αυτός καταφέρνει να ταιριάξει στον περίγυρο, να βρει μια θέση για τον εαυτό του. Τελικά, η πραγματική δοκιμασία ήταν να μοιάζει με τους υπόλοιπους. Άπαξ και συμβεί αυτό, δεν χρειάζεται πια να αναρωτιέται για τη μοναδικότητά του. Είναι ελεύθερος∙ όχι μόνο από τους άλλους, αλλά και από τον εαυτό του. Η ύστατη απόδειξη αυτού του γεγονότος, είναι, θαρρώ, το ότι, όταν φεύγει από το καράβι, δεν λέει αντίο σε κανέναν. Υπογράφει την παραίτησή του μια νύχτα στο Τσάρλεστον, παίρνει τον μισθό του

από

τον

καπετάνιο

κι

έπειτα

απλώς

εξαφανίζεται. Δύο βδομάδες αργότερα φτάνει στο Παρίσι. Για δυο μήνες, ούτε λέξη. Κι έπειτα, για τους επόμενους τρεις μήνες, τίποτε άλλο εκτός από καρτ ποστάλ. Σύντομα, ελλειπτικά μηνύματα, γραμμένα με ορνιθοσκαλίσματα στο πίσω μέρος γνωστών τουριστικών φωτογραφιών: Η Σακρέ Κερ,

ο πύργος του Άιφελ, η Κονσιερζερί. Όταν τα γράμματα αρχίζουν να έρχονται, δεν είναι τακτικά και δεν αναφέρουν πράγματα μεγάλης σημασίας. Ξέρουμε ότι τώρα πια ο Φάνσοου έχει βυθιστεί στη δουλειά –πολλά πρώιμα ποιήματα, ένα πρώτο προσχέδιο των Διαλείψεων–, αλλά τα γράμματα δεν έδιναν την πραγματική αίσθηση της ζωής που έκανε. Νιώθει κανείς ότι βρίσκεται σε σύγκρουση, αβέβαιος για τον εαυτό του όσον αφορά την Έλεν, μη θέλοντας να χάσει την επαφή μαζί της κι ωστόσο ανίκανος να αποφασίσει πόσο πολλά ή πόσο λίγα θέλει να της πει. Γεγονός είναι ότι τα περισσότερα

από

τα

γράμματα

αυτά

δεν

διαβάστηκαν καν από την Έλεν. Σταλμένα στο σπίτι στο Νιου Τζέρσεϊ, ανοίγονται φυσικά από την κυρία Φάνσοου που τα κοσκινίζει προτού τα δώσει στην κόρη της. Συνήθως βέβαια η Έλεν δεν τα βλέπει. Θαρρώ πως ο Φάνσοου θα πρέπει να ήξερε ότι συνέβαινε αυτό ή τουλάχιστον να το υποπτευόταν.

Γεγονός

το

οποίο

εμπλέκει

περαιτέρω το θέμα, εφόσον αυτά τα γράμματα δεν είναι κατά κανέναν τρόπο γραμμένα στην Έλεν. Τελικά η Έλεν δεν είναι παρά ένα λογοτεχνικό επινόημα, ο μεσάζων διά του οποίου ο Φάνσοου επικοινωνεί με τη μητέρα του. Εξού και ο θυμός της. Επειδή ακόμα και καθώς της μιλά, εκείνος µπορεί να παραστήσει ότι την αγνοεί. Για

έναν

χρόνο

περίπου

τα

γράμματα

επικεντρώνονται αποκλειστικά σε αντικείμενα – κτίρια,

δρόμους,

αναφέρουν

περιγραφές

λεπτομερείς

του

Παρισιού–,

καταλόγους

από

πράγματα που είδε και άκουσε, αλλά ο ίδιος ο Φάνσοου είναι μετά βίας παρών. Έπειτα, σιγά σιγά αρχίζουμε να βλέπουμε μερικές από τις γνωριμίες του, να νιώθουμε μια καθυστερημένη έλξη προς τις

ιστορίες,

οι

οποίες

αποχωρισμένες

από

το

γεγονός,

τους

δίνει

που

ωστόσο όποιο μια

παραμένουν

συμφραζόμενο ρευστή,

άυλη

ποιότητα. Βλέπουμε, για παράδειγμα, έναν γέρο ρώσο

συνθέτη

που

ακούει

στο

όνομα

Ιβάν

Βισνιεγκράντσκι, ογδόντα περίπου ετών τώρα, πάμφτωχο, χήρο, να ζει μόνος του σε ένα φτωχικό διαμέρισμα της οδού Μαντμουαζέλ.

Βλέπω αυτόν

τον άνθρωπο περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον , δηλώνει ο Φάνσοου. Κι έπειτα, ούτε μια λέξη για τη φιλία τους, ούτε το παραμικρό ίχνος από όσα λένε ο ένας στον άλλον. Αντιθέτως, υπάρχει μια μακροσκελής περιγραφή για ένα πιάνο χορδισμένο σε

τέταρτα

του

τόνου

που

βρίσκεται

στο

διαμέρισμά του, με τον πελώριο όγκο του και τις πολλαπλές σειρές των πλήκτρων του, φτιαγμένο ειδικά για τον Βισνιεγκράντσκι στην Πράγα, κάπου πενήντα χρόνια πριν, ένα από τα τρία πιάνα τα χορδισμένα σε τέταρτα του τόνου που υπήρχαν στην Ευρώπη. Χωρίς περαιτέρω αναφορές στην καριέρα του συνθέτη, έρχεται η ιστορία για το πώς ο Φάνσοου χαρίζει στον γέρο ένα ψυγείο.

Τον

περασμένο μήνα μετακόμισα σε ένα άλλο διαμέρισμα. Εφόσον το σπίτι ήταν εξοπλισµένο µε ένα καινούργιο ψυγείο,

αποφάσισα να κάνω δώρο το παλιό στον Ιβάν. Όπως πολύ

κόσμος στο Παρίσι, έτσι κι αυτός ποτέ του δεν απέκτησε

ψυγείο, και όλα αυτά τα χρόνια φύλαγε τα τρόφιμά του σε

ένα εντοιχισμένο μικρό κουτί στην κουζίνα του. Φάνηκε

πολύ ευχαριστημένος με την προσφορά και εγώ κανόνισα τα

πάντα, ώστε να του το πάμε στο σπίτι του, ανεβάζοντάς το

επάνω με τη βοήθεια του ανθρώπου που οδηγούσε το

φορτηγό. Ο Ιβάν χαιρέτησε την άφιξη αυτού του

μηχανήματος ως ένα σημαντικό γεγονός στη ζωή του,

κάνοντας σαν μικρό παιδί, αν και ήταν κάπως επιφυλακτικός

–μπορούσα να το δω αυτό– για να μην πω κάπως

φοβισμένος, όχι και τόσο σίγουρος για το τι θα έκανε μ’ αυτ το ξένο αντικείμενο. «Είναι τόσο μεγάλο» είπε καθώς εμείς

το φέρναμε μέσα στο σπίτι, κι έπειτα, όταν το βάλαμε στην

πρίζα και το μοτέρ άρχισε να δουλεύει, είπε ένα «τόση φασαρία».

Τον

διαβεβαίωσα

ότι

θα

το

συνήθιζε,

υποδεικνύοντάς του όλα τα πλεονεκτήματα αυτής της

σύγχρονης συσκευής, όλους τους τρόπους με τους οποίου

θα βελτιωνόταν η ζωή του. Ένιωθα σαν ιεραπόστολος: ο μέγας Πατέρας Παντογνώστης, που εξαγοράζει τη ζωή

αυτού του ανθρώπου της Λίθινης Εποχής δείχνοντάς του

την αληθινή θρησκεία. Πέρασε μια βδομάδα ή κάπου τόσο

και ο Ιβάν μού τηλεφωνούσε καθημερινά για να μου πει πόσο

ευτυχισμένος ήταν με το ψυγείο, περιγράφοντάς μου όλα τα

καινούργια τρόφιμα που μπορούσε να αγοράζει και να

διατηρεί στο σπίτι του. Κι έπειτα ήρθε η καταστροφή. «Νομίζω ότι έσπασε» μου είπε μια μέρα και ακουγόταν

συντετριμμένος. Φαίνεται ότι η μικρή κατάψυξη στο πάνω μέρος γέμισε με πάγο και, μην ξέροντας πώς να απαλλαγεί

από αυτόν, χρησιμοποίησε ένα σφυρί, κοπανώντας όχι μόν

τον πάγο αλλά και τα σωληνάκια με το ψυκτικό υγρό κάτω από αυτόν. «Αγαπητέ μου φίλε» είπε «λυπάμαι πολύ». Του

είπα να μην ανησυχεί, εγώ θα βρω έναν μάστορα να του το φτιάξει. Μια παρατεταμένη παύση στην άλλη άκρη της

γραμμής. «Λοιπόν» είπε στο τέλος «νομίζω ότι ίσως είνα καλύτερα έτσι. Ο θόρυβος, ξέρεις. Με εμποδίζει να

αυτοσυγκεντρωθώ. Έζησα τόσα χρόνια με το εντοιχισμένο

κουτάκι μου που νιώθω μάλλον δεμένος μ’ αυτό. Καλέ μου

φίλε, μη θυμώνεις. Φοβάμαι ότι δεν μπορεί να γίνει τίποτα

με έναν γέρο σαν κι εμένα. Φτάνεις σε κάποιο σημείο της ζωής σου κι έπειτα είναι πολύ αργά για να αλλάξεις».

Τα επόμενα γράμματα συνεχίζονται στο ίδιο στιλ, με διάφορα ονόματα να αναφέρονται, με υπαινιγμούς για διάφορες δουλειές. Συμπέρανα ότι τα χρήματα που έβγαλε στο καράβι ο Φάνσοου κράτησαν για έναν χρόνο περίπου κι έπειτα τα έβγαζε πέρα όπως μπορούσε καλύτερα. Για ένα διάστημα

φαίνεται

ότι

μετέφρασε

μια

σειρά

βιβλίων για την τέχνη. Για ένα άλλο διάστημα υπάρχουν αποδείξεις ότι δούλεψε ως δάσκαλος αγγλικών σε μαθητές του Λυκείου. Έπειτα πάλι, φαίνεται

ότι

ένα

καλοκαίρι

δούλεψε

ως

τηλεφωνητής στη νυχτερινή βάρδια στα γραφεία των Νιου Γιορκ Τάιµς στο Παρίσι, πράγμα που, αν μη τι άλλο, δείχνει την ευχέρεια που απέκτησε στα γαλλικά. Και υπάρχει και μια μάλλον περίεργη περίοδος,

κατά

διαστήματα

την

για

οποία έναν

δούλευε παραγωγό

κατά του

κινηματογράφου – επανεξετάζοντας συμβόλαια, μεταφράζοντας, σεναρίων.

Αν

ετοιμάζοντας και

περιλήψεις

υπάρχουν

των

ελάχιστοι

αυτοβιογραφικοί

υπαινιγμοί

στα

έργα

του

Φάνσοου, πιστεύω ότι μερικά περιστατικά στη Χώρα του Ποτέ μπορούν να ανιχνευθούν στην τελευταία του εμπειρία (το σπίτι του Μόνταγκ στο κεφάλαιο 7, το όνειρο του Φλουντ στο κεφάλαιο 30 ) . Το περίεργο μ’ αυτόν τον άνθρωπο , γράφει ο Φάνσοου

αναφερόμενος

στον

παραγωγό

του

κινηματογράφου σε ένα από τα γράμματά του,

είναι ότι ενώ οι οικονομικές δοσοληψίες του με τους

πλουσίους άπτονται των ορίων του εγκλήματος (επιθετικές

τακτικές, ασύστολα ψεύδη), είναι ιδιαιτέρως ευγενικός με

όσους ατύχησαν. Σπανίως κάνει αγωγές ή πηγαίνει στα

δικαστήρια ανθρώπους που του οφείλουν χρήματα∙ του

δίνει όμως μια ευκαιρία να ξεπληρώσουν τα χρέη τους

προσφέροντάς του τις υπηρεσίες τους. Ο σοφέρ του, γι

παράδειγμα, είναι ένας απένταρος μαρκήσιος που οδηγεί μια

λευκή Μερσεντές. Υπάρχει επίσης ένας γέρος βαρόνος που

βγάζει φωτοαντίγραφα. Κάθε φορά που μπαίνω στο

διαμέρισμά του για να παραδώσω τη δουλειά μου, ένας

καινούργιος λακές θα στέκεται στη γωνία, κάποιος

ξεπεσμένος αριστοκράτης θα κρύβεται πίσω από τις

κουρτίνες, το παιδί για τα θελήματα θα προκύπτει ότι είναι

κάποιος κομψός χρηματιστής. Ούτε αφήνει οτιδήποτε να

πάει χαμένο. Όταν ο πρώην σκηνοθέτης, αυτός που έμενε

στο δωμάτιο της υπηρέτριας στο έκτο πάτωμα, αυτοκτόνησ

τον περασμένο μήνα, εγώ κληρονόμησα το παλτό του κα

από τότε το φοράω. Ένα μακρύ, μαύρο πράγμα που φτάνε

σχεδόν στους αστραγάλους μου. Με κάνει να μοιάζω με κατάσκοπο. Όσο

για

υπάρχουν

την

μόνο

ιδιωτική οι

πιο

ζωή

του

αόριστοι

Φάνσοου,

υπαινιγμοί.

Αναφέρεται ένα δείπνο με πάρτι, περιγράφεται το στούντιο

ενός

ζωγράφου,

το

όνομα

Ανν

εμφανίζεται μια ή δύο φορές. Η φύση όμως αυτών των

σχέσεων

απαραίτητη

είναι

ασαφής.

προσπάθεια,

Κάνοντας

βγαίνοντας

έξω

την και

κάνοντας αρκετές ερωτήσεις, φανταζόμουν ότι, τελικά, θα μπορούσα να ξετρυπώσω κάποιους από αυτούς τους ανθρώπους. Πέρα από ένα ταξίδι τριών εβδομάδων στην

Ιρλανδία (Δουβλίνο, Κορκ, Λίμερικ, Σλίγκο), ο Φάνσοου δείχνει να μένει λίγο πολύ καθηλωμένος Διαλείψεων

στο ίδιο μέρος. Το τελικό κείμενο των

συμπληρώθηκε κάποια στιγμή τον δεύτερο χρόνο της

διαμονής

του

στο

Παρίσι.

Θαύµατα

Τα

γράφτηκαν κατά τον τρίτο χρόνο της διαμονής του εκεί, μαζί με σαράντα ή πενήντα μικρά ποιήματα. Όλα αυτά είναι μάλλον εύκολο να προσδιοριστούν, εφόσον αυτή περίπου την εποχή ο Φάνσοου απόκτησε τη συνήθεια να χρονολογεί τη δουλειά του. Παραμένει ωστόσο ασαφής η στιγμή κατά την οποία εγκατέλειψε το Παρίσι για να φύγει στην επαρχία, εγώ όμως πιστεύω ότι είναι μεταξύ Ιουνίου και Σεπτεμβρίου του 1971. Τότε ακριβώς τα

γράμματα

αραιώνουν

και

ακόμα

και

τα

σημειωματάρια δεν προσφέρουν τίποτα παραπάνω από έναν κατάλογο των βιβλίων που διάβαζε εκείνον τον καιρό (

Η ιστορία του κόσμου του Ράλεϊ

και Τα ταξίδια του Καμπέσα ντε Βάκα). Μόλις όμως βολευτεί στο σπίτι στην εξοχή, μας δίνει μια πολύ

αναλυτική αναφορά του πώς κατέληξε εκεί. Οι λεπτομέρειες είναι από μόνες τους ασήμαντες, όμως ένα κρίσιμο στοιχείο προκύπτει: όσο ο Φάνσοου ζούσε στη Γαλλία, δεν έκρυψε το γεγονός ότι ήταν συγγραφέας. Οι φίλοι του γνώριζαν το έργο του, κι αν υπήρξε ποτέ κάποιο µυστικό, αυτό αφορούσε µόνο την οικογένειά του. Αυτό είναι ένα σαφές ολίσθημα εκ μέρους του, η μοναδική φορά που προδίδεται σε κάποιο από τα γράμματα.

Οι Ντέντμονς, ένα ζευγάρι Αμερικανών που

γνωρίζω στο Παρίσι,

γράφει, δεν θα μπορούν να

επισκεφτούν για την ερχόμενη χρονιά το εξοχικό του

(πηγαίνουν στην Ιαπωνία). Εφόσον διέρρηξαν μια δυο φορέ

το σπίτι τους, δεν θέλουν να το αφήσουν άδειο και έτσι μου

πρόσφεραν τη δουλειά του επιστάτη. Όχι μόνο θα το κρατώ

χωρίς να πληρώνω νοίκι, αλλά μου παραχωρούν και το

δικαίωμα χρήσης ενός αυτοκινήτου μαζί με έναν μικρό

μισθό, αρκετό για να τα βγάλω πέρα αν είμαι πολύ

προσεκτικός. Αυτό είναι ένα τυχερό διάλειμμα. Είπαν ότι

προτιμούν να με πληρώνουν για να κάθομαι στο σπίτι και να

γράφω για έναν χρόνο παρά να το νοικιάσουν σε ξένους. Ένα μικρό σημείο ίσως, αλλά όταν το συνάντησα μέσα στο

γράμμα,

αναθάρρησα.

Προς

στιγμήν

ο

Φάνσοου χαλάρωσε και, αν αυτό συνέβη μία φορά, δεν είχα λόγους να συμπεράνω ότι δεν θα µπορούσε να ξανασυµβεί. Ως δείγματα γραφής, τα γράμματα από την επαρχία ξεπερνούν τα υπόλοιπα. Τώρα πια η ματιά του Φάνσοου έχει γίνει απίστευτα διαπεραστική και αισθάνεται κανείς μια νέα διαθεσιμότητα των λέξεων, λες και η απόσταση ανάμεσα σε ό,τι βλέπει και ό,τι γράφει μειώνεται, οι δυο πράξεις τώρα

είναι

ενιαίας,

σχεδόν

αδιάσπαστης

ταυτόσημες, ενέργειας.

μέρος Ο

μιας

Φάνσοου

απορροφάται από το τοπίο και επανέρχεται σ’ αυτό,

παρατηρώντας

το

ακατάπαυστα,

καταγράφοντας ακατάπαυστα τις αλλαγές του. Η υπομονή του απέναντι σ’ αυτά τα πράγματα είναι πάντα αξιοσημείωτη, και υπάρχουν κομμάτια με αντικείμενο τη φύση, τόσο στα γράμματα όσο και

στα σημειωματάρια, πιο φωτισμένα από οτιδήποτε σχετικό έχω διαβάσει ποτέ. Το πέτρινο σπίτι όπου ζει (με τα ντουβάρια του να έχουν πάχος 60 πόντους)

χτίστηκε

κατά

τη

διάρκεια

της

Επανάστασης. Στη μια μεριά υπάρχει ένας μικρός αμπελώνας, στην άλλη πλευρά υπάρχει ένα χωράφι όπου βόσκουν πρόβατα. Πίσω του υπάρχει ένα δάσος

με

καρακάξες,

σταροκόρακες,

αγριογούρουνα και μπροστά του, στην απέναντι πλευρά του δρόμου, υπάρχουν οι γκρεμοί που οδηγούν πάνω στο χωριό, με πληθυσμό σαράντα κατοίκους. Σ’ αυτούς τους ίδιους γκρεμούς, κρυμμένα μέσα σε ένα ανακάτωμα από θάμνους και

δέντρα,

υπάρχουν

τα

ερείπια

ενός

παρεκκλησιού που κάποτε ανήκε στους Ναΐτες ιππότες. βελανιδιές,

Φρύγανα,

θυμάρι,

κοκκινόχωμα,

λευκή

κατσιασμένες άργιλος,

o

μαΐστρος. Ο Φάνσοου ζει ανάμεσα σ’ όλα αυτά τα πράγματα πάνω από έναν χρόνο και, σιγά σιγά, αυτά μοιάζουν να τον αλλάζουν, έτσι ώστε να

εισχωρεί βαθύτερα στον εαυτό του. Διστάζω να μιλήσω εμπειρία

για

μια

θρησκευτική

ή

μυστικιστική

–οι όροι αυτοί δεν σημαίνουν τίποτα για

µένα–, αλλά φαίνεται ότι ο Φάνσοου ήταν μόνος όλο αυτό το διάστημα, χωρίς να βλέπει κανέναν απολύτως, χωρίς καν ν’ ανοίγει το στόμα του. Η αυστηρότητα αυτής της ζωής τού επέβαλε την πειθαρχία. Η μοναξιά έγινε το πέρασμα προς τον εαυτό του, ένα εργαλείο ανακάλυψης. Μολονότι εκείνη την εποχή ήταν πολύ νέος, πιστεύω ότι αυτή η περίοδος σημάδεψε την ωριμότητά του ως συγγραφέα. Από τώρα και στο εξής, το έργο του δεν

είναι

πια

απλώς

υποσχόμενο,

έχει

εκπληρωθεί, έχει ολοκληρωθεί, είναι αλάνθαστα δικό του. Ξεκινώντας με τη μακριά σειρά των ποιημάτων που γράφτηκαν στην εξοχή (

Προσχέδιο)

κι έπειτα συνεχίζοντας μέσα από τα θεατρικά έργα και τη Χώρα του Ποτέ (γραμμένα στη Νέα Υόρκη), ο Φάνσοου βρίσκεται σε πλήρη άνθηση. Αναζητεί κανείς ίχνη τρέλας, ενδείξεις της σκέψης η οποία

τελικά τον έκανε να στραφεί εναντίον του εαυτού του, αλλά το έργο του δεν αποκαλύπτει κάτι τέτοιο.

Αναμφίβολα

ο

Φάνσοου

είναι

ένα

ασυνήθιστο άτομο, αλλά κατά τα φαινόμενα είναι υγιής και, όταν επιστρέφει στην Αμερική το φθινόπωρο του 1972, φαίνεται να ελέγχει απολύτως τον εαυτό του.

Οι πρώτες απαντήσεις µού ήρθαν από άτοµα που ο Φάνσοου είχε γνωρίσει στο Χάρβαρντ. Η λέξη βιογραφία φαίνεται ότι μου άνοιγε πόρτες και δεν δυσκολεύτηκα να κλείσω ραντεβού για να δω τους περισσότερους από αυτούς. Είδα τον συγκάτοικο που είχε ως πρωτοετής στη φοιτητική εστία. Είδα μερικούς από τους φίλους του. Είδα δυο ή τρεις από τις κοπέλες του κολεγίου Ράντκλιφ με τις οποίες

έβγαινε

ραντεβού.

Τίποτα

σπουδαίο

πάντως δεν προέκυψε από αυτά. Απ’ όλους τους ανθρώπους που συνάντησα, ένας μόνο μου είπε κάτι ενδιαφέρον. Αυτός ήταν ο Πολ Σιφ, ο

πατέρας του οποίου είχε κανονίσει να πιάσει δουλειά ο Φάνσοου στο τάνκερ. Ο Σιφ ήταν τώρα παιδίατρος στην κομητεία του Γουέστσεστερ και ένα απόγευμα μιλούσαμε ως αργά στο γραφείο του. Είχε πάνω του μια αυστηρότητα που μου άρεσε –ήταν ένας μικρόσωμος, σοβαρός άντρας, – και μιλούσε

με σταθερό βλέμμα και απαλή φωνή στα

ίσια,

χωρίς

να

χρειάζεται

καν

να

τον

παρακινήσω. Ο Φάνσοου υπήρξε ένα σημαντικό πρόσωπο στη ζωή του και θυμόταν καλά τη φιλία τους. «Ήμουν ένα επιμελές παιδί» είπε ο Σιφ. «Δουλευταράς, υπάκουος, χωρίς πολλή φαντασία. Ο Φάνσοου δεν είχε τρομοκρατηθεί από το Χάρβαρντ όπως είχαμε τρομοκρατηθεί εμείς οι υπόλοιποι, και νομίζω ότι εγώ ήμουν πολύ φοβισμένος.

Εκείνος

περισσότερο

από

περισσότερους

είχε

διαβάσει

οποιονδήποτε ποιητές,

πολύ άλλον,

περισσότερους

φιλοσόφους, περισσότερους μυθιστοριογράφους, αλλά η δουλειά του σχολείου φαινόταν να του

προκαλεί βαρεμάρα. Δεν έδινε δεκάρα τσακιστή για τους βαθμούς, έκανε πολλές κοπάνες, έδειχνε να ακολουθεί τον δικό του δρόμο. Στο πρώτο έτος μέναμε σε δωμάτια του ίδιου ορόφου, ο ένας λίγο πιο μακριά από τον άλλον, και για κάποιον λόγο με διάλεξε για φίλο του. Ύστερα απ’ αυτό, κι εγώ τον

ακολουθούσα

παντού

σαν

σκυλάκι.

Ο

Φάνσοου είχε πλήθος ιδέες για τα πάντα, νομίζω πως έμαθα απ’ αυτόν πολύ περισσότερα απ’ όσα έμαθα

σε

όλα

μου

τα

μαθήματα.

Ήταν,

φαντάζοµαι, µια άσχηµη περίπτωση ηρωολατρείας, αλλά ο Φάνσοου με βοήθησε κι αυτό δεν το ξέχασα. Ήταν αυτός που με έμαθε να σκέφτομαι για τον εαυτό μου, να κάνω τις επιλογές μου. Αν δεν ήταν αυτός, ποτέ δεν θα γινόμουν γιατρός. Μπήκα στην Ιατρική Σχολή, επειδή αυτός με έπεισε να κάνω ό,τι ήθελα και εξακολουθώ να τον ευγνωµονώ γι’ αυτό». »Στα μέσα του δεύτερου έτους, ο Φάνσοου μου είπε ότι θα παρατούσε τη σχολή. Αυτό, στην

πραγματικότητα, δεν με εξέπληξε. Το Κέμπριτζ δεν ήταν το σωστό μέρος για τον Φάνσοου, και ξέρω ότι δεν έβρισκε ησυχία, τρωγόταν να φύγει. Μίλησα στον πατέρα μου που εκπροσωπούσε το συνδικάτο των ναυτικών κι αυτός κανόνισε να μπαρκάρει ο Φάνσοου. Ξεμπέρδεψε με όλο το χαρτομάνι πολύ γρήγορα κι έφυγε ύστερα από λίγες βδομάδες. Είχα μερικές φορές νέα του, κάρτες αποδώ κι αποκεί. Γεια, πώς είσαι, τέτοια πράγματα. Χάρηκα που είχα καταφέρει να κάνω κάτι γι’ αυτόν. Έπειτα όμως, όλα αυτά τα καλά αισθήματα τα έφαγα στα μούτρα. Πάνε τέσσερα χρόνια όταν βρισκόμουν μια μέρα στην πόλη, περπατώντας στην Πέμπτη Λεωφόρο, και πέφτω πάνω στον Φάνσοου, ακριβώς εκεί στη μέση του δρόμου. Χάρηκα που τον είδα, εξεπλάγην στ’ αλήθεια κι ένιωσα ευτυχής, εκείνος όμως μετά βίας μου μίλησε. Ήταν σαν να είχε ξεχάσει ποιος ήμουν.

Πολύ

απότομος,

σχεδόν

αγενής.

Χρειάστηκε να του χώσω στο χέρι τη διεύθυνσή

μου

και

τον

αριθμό

του

τηλεφώνου

μου.

Υποσχέθηκε να μου τηλεφωνήσει, αλλά βεβαίως δεν το έκανε ποτέ. Πονάει πολύ αυτό, μπορώ να σας πω. Το κάθαρµα, σκέφτηκα, ποιος θαρρεί πως είναι; Δεν μου είπε ούτε τι κάνει, απλώς απέφυγε τις ερωτήσεις μου και απομακρύνθηκε για να συνεχίσει το σουλάτσο του. Τέρμα οι μέρες στο κολέγιο, σκέφτηκα. Τέρμα η φιλία μας. Αυτό μου άφησε μια άσχημη γεύση στο στόμα. Πέρυσι μου αγόρασε η γυναίκα μου ένα από τα βιβλία του ως δώρο γενεθλίων. Ξέρω ότι ακούγεται παιδιάστικο, αλλά εμένα δεν μου κάνει καρδιά να το ανοίξω. Απλώς κάθεται εκεί στο ράφι και σκονίζεται. Είναι πολύ παράξενο, δεν είναι; Όλοι λένε ότι πρόκειται για αριστούργημα, εγώ όμως νομίζω ότι δεν θα καταφέρω ποτέ να επιβάλω στον εαυτό μου να το διαβάσει». Αυτό ήταν το πιο σαφές σχόλιο που άκουσα από οποιονδήποτε. Μερικοί από τους συναδέλφους του στο τάνκερ είχαν πράγματα να πουν, τίποτα

όμως που να είναι πραγματικά χρήσιμο για το σχέδιό μου. Ο Ότις Σμαρτ, για παράδειγμα, θυμόταν τις ερωτικές επιστολές που έγραφε ο Φάνσοου για λογαριασμό του. Όταν τον βρήκα μέσω τηλεφώνου στο Μπατόν Ρουζ, μου μιλούσε πολλή ώρα γι’ αυτές, ανέφερε μάλιστα κάποιες από τις φράσεις που είχε σκαρώσει ο Φάνσοου (η αγαπημένη μου που τα δαχτυλάκια των ποδιών της φεγγοβολούν, γυναικούλα μου, κολοκυθάκι μου, το βίτσιο που μέσα του ονειρεύομαι να κυλιστώ) και τα λοιπά, γελώντας

καθώς

μιλούσε. Το

χειρότερο ήταν, είπε, ότι εκείνον τον καιρό που αυτός έστελνε τα γράμματα στη Σου-Αν, αυτή χαριεντιζόταν με κάποιον άλλον και, τη μέρα που αυτός γύρισε στο σπίτι, του ανακοίνωσε ότι παντρευόταν. «Και πάλι καλά» πρόσθεσε ο Σμαρτ. «Συνάντησα τη Σου-Ανν καθώς γυρνούσα πέρυσι στο σπίτι μου και τώρα ζυγίζει κάπου εκατόν σαράντα κιλά. Μοιάζει με χοντρή κυρία των καρτούν, καθώς κυκλοφορεί κορδωτή στον δρόμο

φορώντας ένα πορτοκαλί κολάν και έχοντας γύρω της ένα τσούρμο μυξιάρικα να σκούζουν. Μ’ έκανε να γελάω, μα την αλήθεια» έλεγε καθώς θυμόταν τα γράμματα. «Εκείνος ο Φάνσοου με έκανε να κλαίω από τα γέλια. Αυτός έγραφε τις αράδες του κι εγώ κυλιόμουν σαν τη μαϊμού στο πάτωμα. Είναι πολύ άσχημο αυτό που έγινε. Δεν γουστάρεις ν’ ακούς για κάποιον πως πέθανε τόσο νέος». Ο Τζέφρι Μπράουν, σεφ τώρα σε ένα εστιατόριο στο Χιούστον, ήταν ο βοηθός του μάγειρα στο καράβι. Θυμόταν τον Φάνσοου ως τον μοναδικό από τα λευκά μέλη του πληρώματος που ήταν φιλικός μαζί του. «Δεν ήταν εύκολο» είπε ο Μπράουν.

«Το

πλήρωμα

το

αποτελούσαν

χοντροκέφαλοι λευκοί του Νότου, που το ίδιο τους έκανε είτε να με φτύσουν είτε να με χαιρετήσουν. Ο Φάνσοου όµως µε υποστήριζε, δεν τον ένοιαζε τι έλεγαν οι άλλοι. Όταν φτάναμε στο Μπέιταουν και σε άλλα τέτοια μέρη, βγαίναμε

μαζί έξω για ποτά, για κορίτσια, για οτιδήποτε. Ήξερα

αυτές

τις

πόλεις

καλύτερα

από

τον

Φάνσοου και του είπα ότι, αν ήθελε να είναι μαζί μου, δεν θα πηγαίναμε στα συνηθισμένα

μπαρ για

ναυτικούς. Ήξερα πόσο άξιζε η αφεντιά μου σε τέτοιου είδους μέρη και δεν ήθελα μπλεξίματα. “Κανένα

πρόβλημα



είπε

ο

Φάνσοου

και

πηγαίναμε στις περιοχές των μαύρων. Κανένα πρόβλημα απολύτως. Τον περισσότερο καιρό τα πράγματα ήταν τελείως ήσυχα στο καράβι, τίποτα που να μην μπορώ να το αντιμετωπίσω. Τότε όμως ήρθε

εκείνο

το

παλιοτόμαρο

για

κάμποσες

βδομάδες. Ένας τύπος που τον έλεγαν Κάτμπερθ, αν το πιστεύεις,

Ρόι

Κάτμπερθ.

Ήταν ένας

βοϊδοκέφαλος λευκός λιπαντής που στο τέλος τον πέταξαν έξω απ’ το καράβι, όταν πήρε χαμπάρι ο αρχιμηχανικός ότι ο τύπος δεν σκάμπαζε γρι από μηχανές. Έκανε μια κομπίνα στις εξετάσεις για να πάρει τη δουλειά∙ ήταν ο άνθρωπος που θα έβαζες εκεί κάτω αν ήθελες να τινάξεις στον αέρα το

καράβι. Αυτός ο Κάτμπερθ ήταν εντελώς ηλίθιος, ηλίθιος και κακός. Είχε εκείνα τα τατουάζ στις κλειδώσεις των δαχτύλων του, από ένα γράµµα στο κάθε δάχτυλο: L-O-V-E στο δεξί χέρι, Η-Α-Τ-Ε στο αριστερό. Όταν δεις τέτοιες παλαβομάρες, το μόνο που θες είναι να μείνεις μακριά. Αυτός ο τύπος καυχιόταν κάποτε στον Φάνσοου για το πώς περνούσε τα σαββατόβραδά του εκεί στον τόπο του στην Αλαμπάμα. Καθόταν, λέει, σ’ έναν λόφο πάνω από τον αυτοκινητόδρομο και πυροβολούσε τα αυτοκίνητα. Γοητευτικό πλάσμα, όπως και να το δεις. Κι ήταν κι εκείνο το πειραγμένο μάτι που είχε, κατακόκκινο και χτυπημένο. Εκείνος όμως γουστάριζε να κοκορεύεται και γι’ αυτό. Φαίνεται ότι το κονόμησε μια μέρα που του πετάχτηκε ένα κομμάτι γυαλί. Αυτό, έλεγε, έγινε στη Σέλμα, όταν πετούσαν μπουκάλια στον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ28. Περιττό να σου πω ότι αυτός ο Κάτμπερθ δεν ήταν κολλητός μου. Με κοίταζε επίμονα, κάτι μουρμούριζε μέσα από τα δόντια του και κούναγε

το κεφάλι του, αλλά εγώ δεν του έδινα σημασία. Τα πράγματα συνεχίστηκαν έτσι για ένα διάστημα. Έπειτα εκείνος δοκίμασε να κάνει το ίδιο μπροστά στον Φάνσοου, και ο τρόπος

που το έκανε ήταν σοου.

κομμάτι βαρύς για να τον αγνοήσει ο Φάν

Σταματάει, γυρνάει προς το μέρος του Κάτμπερθ και λέ ει: “Τι είπες; ” Κι ο Κάτμπερθ, που το έπαιζε σκληρός και είχε σηκώσει πολύ ψηλά τη μύτη του, λέει κάτι σαν: “Αναρωτιόμουν, γλύκα μου,

πότε

εσύ

κι

αυτός

ο

αράπακλας

θα

παντρευτείτε”. Λοιπόν, ο Φάνσοου ήταν πράος και φιλικός,

ένας

πραγματικός

τζέντλεμαν,

αν

καταλαβαίνεις τι εννοώ, κι έτσι δεν περίμενα αυτό που συνέβη. Ήταν σαν να κοιτάς τον Χαλκ στην τηλεόραση, τον άνθρωπο που μεταμορφώνεται σε κτήνος. Εντελώς ξαφνικά θύμωσε, εννοώ μάνιασε, βγήκε

σχεδόν

εκτός

εαυτού.

Βούτηξε

τον

Κάτμπερθ από το πουκάμισο και τον πέταξε πάνω στον τοίχο, έπειτα τον κάρφωσε εκεί και ανάσαινε μέσα στα μούτρα του. “Μην το ξαναπείς ποτέ

αυτό” λέει ο Φάνσοου και τα μάτια του βγάζουν φωτιές. “Μην το ξαναπείς ποτέ αυτό, ειδεμή θα σε σκοτώσω ”. Και να με πάρει ο διάολος, δεν γινόταν να μην τον πιστέψεις τη στιγμή που το έλεγε. Ο τύπος ήταν έτοιμος να σκοτώσει κι ο Κάτμπερθ

το

κατάλαβε.

“Ένα αστειάκι έκανα

“Αστειευόµουν” λέει.

”. Κι αυτό ήταν το τέλος, έτσι

στα γρήγορα. Όλα αυτά έγιναν στο άψε σβήσε. Κάπου δυο μέρες μετά ο Κάτμπερθ απολύθηκε. Ευτυχώς που έγινε αυτό. Λίγο παραπάνω να ’χε μείνει, και δεν σου λέω τι θα μπορούσε να συµβεί». Πήρα δεκάδες δηλώσεις σαν κι αυτή, από γράμματα,

από τηλεφωνικές

συνεντεύξεις.

Αυτό

συνομιλίες,

κράτησε

μήνες,

από και

καθημερινά το υλικό διαστελλόταν, αυξανόταν με γεωμετρική

πρόοδο,

συσσωρεύοντας

όλο

και

περισσότερες συναντήσεις, μια αλυσίδα επαφών που

αποκτούσε

δική

της

ζωή.

Ήταν

ένας

ατέλειωτα πεινασμένος οργανισμός και, τελικά,

κατάλαβα ότι τίποτα δεν θα τον εμπόδιζε να γίνει τόσο τεράστι ος όσο ο ίδιος ο κόσμος. Μια ζωή επηρεάζει μια άλλη ζωή, η οποία με τη σειρά της επηρεάζει μια άλλη, και πολύ σύντομα οι δεσμοί είναι αναρίθµητοι, υπερβαίνουν κάθε υπολογισµό. Έμαθα για μια χοντρή γυναίκα σε μια μικρή πόλη της

Λουιζιάνας.

Έμαθα

για

έναν

τρελαμένο

ρατσιστή με τατουάζ σε κάθε του δάχτυλο και ένα ακατανόητο

όνομα.

Έμαθα

για

ντουζίνες

ανθρώπων για τους οποίους δεν είχα ακούσει τίποτα στο παρελθόν. Ο καθένας τους υπήρξε ένα κομμάτι της ζωής του Φάνσοου. Όλα καλά κι ωραία. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι αυτή η πληθώρα γνώσεων αποδείκνυε ακριβώς το γεγονός ότι

κάπου

έφτανα.

Επιτέλους,

ήμουν

ένας

ντετέκτιβ και δουλειά μου ήταν να αναζητώ ενδείξεις. τυχαίες

Αντιμέτωπος

με

πληροφορίες,

εκατομμύριο

μονοπάτια

ένα

εκατομμύριο

οδηγημένος με

σε

ένα

εσφαλμένες

αναζητήσεις, έπρεπε να ανακαλύψω εκείνο το

μοναδικό μονοπάτι που θα με έβγαζε εκεί όπου ήθελα να πάω. Προς το παρόν, το ουσιώδες γεγονός ήταν ότι δεν το είχα ανακαλύψει. Κανένας από αυτούς τους ανθρώπους δεν είχε δει τον Φάνσοου ούτε είχε λάβει νέα του επί χρόνια και, καθώς δεν μπορούσα να αμφιβάλω για όλα όσα μου είπαν, καθώς δεν μπορούσα να ξεκινήσω μια έρευνα για τον καθένα τους, όφειλα να θεωρήσω ότι µου έλεγαν την αλήθεια. Όλα, νομίζω, κατέληγαν σε ένα πράγμα: ήταν ζήτημα μεθόδου. Κατά μια έννοια, γνώριζα ήδη όλα όσα μπορούσα να μάθω για τον Φάνσοου. Τα πράγματα

που

έμαθα

δεν

με

δίδαξαν

κάτι

σημαντικό, δεν έρχονταν σε αντίθεση με τα πράγματα που γνώριζα ήδη. Ή, για να το θέσω αλλιώς: ο Φάνσοου που είχα γνωρίσει εγώ δεν ήταν ο ίδιος με τον Φάνσοου που αναζητούσα. Κάπου υπήρχε ένα χάσμα, ένα ξαφνικό, ακατανόητο χάσμα, και τα πράγματα που μου είπαν οι άνθρωποι

που

ρώτησα

αδυνα

τούσαν

να

το

εξηγήσουν.

Τελικά,

οι

αναφορές

τους

επιβεβαίωναν απλώς ότι αυτό που συνέβη θα µπορούσε να µην έχει συµβεί. Ότι ο Φάνσοου ήταν ευγενικός, ότι ο Φάνσοου ήταν σκληρός, αυτό ήταν μια παλιά ιστορία που εγώ την ήξερα απέξω κι ανακατωτά. Εγώ αναζητούσα κάτι διαφορετικό, κάτι που δεν μπορούσα ούτε να το φανταστώ: μια αμιγώς

παράλογη

πράξη,

κάτι

εντελώς

ασυνήθιστο, μια αντίθεση σε όλα όσα υπήρξε ο Φάνσοου ως τη στιγμή της εξαφάνισής του. Συνέχισα

τις

προσπάθειες

να

βουτήξω

στο

άγνωστο, κάθε φορά όμως που προσγειωνόμουν εκεί,

βρισκόμουν

τριγυρισμένος

από

σε

γνώριμο

πράγματα

που

έδαφος, μου

ήταν

απολύτως οικεία. Όσο

περισσότερο

προχωρούσα,

τόσο

περιορίζονταν οι πιθανότητες. Δεν ξέρω, ίσως αυτό ήταν καλό. Αν μη τι άλλο, ήξερα ότι κάθε φορά που αποτύγχανα, θα υπήρχε ένα μέρος λιγότερο για να ψάξω. Οι μήνες περνούσαν,

περισσότεροι απ’ όσους θα ήθελα να παραδεχτώ. Τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο ανάλωσα τον περισσότερο χρόνο μου αναζητώντας τον Κουίν, τον ιδιωτικό ντετέκτιβ που δούλεψε για τη Σόφι. Παραδόξως, δεν κατάφερα να βρω το παραμικρό ίχνος του. Μάλλον είχε φύγει από τη δουλειά, δεν ήταν ούτε στη Νέα Υόρκη ούτε πουθενά αλλού. Για ένα διάστημα ερευνούσα τις αναφορές για τα αζήτητα δούλευαν

πτώματα,

ρωτούσα

στο

νεκροτομείο

ανθρώπους της

που

πόλης,

προσπάθησα να ξετρυπώσω την οικογένειά του, αλλά δεν προέκυψε κανένα αποτέλεσμα. Ως τελευταία λύση, σκέφτηκα να προσλάβω έναν άλλο ιδιωτικό ντετέκτιβ να τον αναζητήσει, μετά όμως αποφάσισα να μην το κάνω. Ένας αγνοούμενος αρκούσε, σκέφτηκα, και μετά σιγά σιγά εξάντλησα όλες τις πιθανότητες που απέμεναν. Κατά τα μέσα Απριλίου, είχα φτάσει στην τελευταία. Άντεξα λίγες μέρες ακόμα, ελπίζοντας ότι θα ήμουν τυχερός, αλλά δεν προέκυψε τίποτα. Το πρωί της

21ης Απριλίου, μπήκα τελικά σε ένα ταξιδιωτικό γραφείο και έκλεισα ένα αεροπορικό εισιτήριο για Παρίσι.

Υποτίθεται ότι θα έφευγα την Παρασκευή. Την Πέμπτη η Σόφι κι εγώ πήγαμε να αγοράσουμε ένα πικάπ. Μια από τις μικρότερες αδελφές της θα μετακόμιζε στη Νέα Υόρκη και σκοπεύαμε να της κάνουμε δώρο το παλιό μας πικάπ. Η ιδέα της αντικατάστασης

πλανιόταν

στην

ατμόσφαιρα

αρκετούς μήνες, και τώρα μας δινόταν η ευκαιρία να ψάξουμε για ένα καινούργιο πικάπ. Έτσι κατεβήκαμε στο κέντρο την Πέμπτη, αγοράσαμε το μαραφέτι και το κουβαλήσαμε με ένα ταξί στο σπίτι. Το τοποθετήσαμε στο ίδιο σημείο με το παλιό κι έπειτα συσκευάσαμε το παλιό στο καινούργιο κουτί. Μια έξυπνη λύση, σκεφτήκαμε. Η Κάρεν θα έφτανε τον Μάιο και εντωµεταξύ εµείς θέλαμε να το φυλάξουμε κάπου που να μη φαίνεται.

Και

τότε

ήταν

που

προέκυψε

το

πρόβληµα. Ο αποθηκευτικός χώρος ήταν περιορισμένος, όπως στα περισσότερα διαμερίσματα της Νέας Υόρκης, και δεν φαινόταν να μας περισσεύει. Η μία ντουλάπα που πρόσφερε

κάποια ελπίδα

βρισκόταν στην κρεβατοκάμαρα, αλλά το κάτω µέρος ήταν ήδη γεµάτο µε κουτιά, τρία βαθιά, δύο ψηλά, τέσσερα τοποθετημένα διαγωνίως και στο ράφι από πάνω δεν υπήρχε αρκετός χώρος. Αυτά ήταν τα χαρτόκουτα που περιείχαν τα πράγματα του

Φάνσοου

(ρούχα,

βιβλία,

διάφορα

μικροπράγματα) και βρίσκονταν εκεί από τη μέρα που μετακομίσαμε. Ούτε η Σόφι ούτε εγώ ξέραμε τι

να

τα

κάνουμε,

όταν

εκείνη

έκανε

μια

εκκαθάριση στο παλιό της σπίτι. Δεν θέλαμε να περιβαλλόμαστε από αναμνήσεις του Φάνσοου στη νέα μας ζωή, ταυτόχρονα όμως το θεωρούσαμε λάθος να πετάξουμε αυτά τα πράγματα. Τα κουτιά στάθηκαν

ένας

συμβιβασμός

και,

τελικά,

καταλήξαμε να μην τους δίνουμε σημασία. Έγιναν

μέρος του σπιτιού, σαν τη σπασμένη σανίδα κάτω από το χαλί του καθιστικού, σαν το σκάσιμο στον τοίχο πάνω από το κρεβάτι μας, αόρατα στη ροή της καθημερινότητας. Τώρα, καθώς η Σόφι άνοιξε την πόρ τα της ντουλάπας και έριξε μια ματιά στο εσωτερικό της, η διάθεσή της άλλαξε ξαφνικά. «Ως εδώ ήταν» είπε και κάθισε ανακούρκουδα στο πάτωμα. Παραμέρισε τα ρούχα που έπεφταν σχηματίζοντας

πτυχές

πάνω

στα

κουτιά,

χτυπώντας τις κρεμάστρες τη μια με την άλλη, ξεμπερδεύοντας απογοητευμένη τον σωρό. Ήταν ένας

βίαιος

θυμός που έμοιαζε να στρέφεται

περισσότερο εναντίον της ίδι

ας παρά εναντίον

µου. «Ως εδώ ήταν τι;» Στεκόμουν απέναντι από το κρεβάτι, κοιτώντας την από πίσω. «Όλα αυτά» είπε εκείνη και εξακολούθησε να πετά πέρα δώθε τα ρούχα. «Αρκετά με τον Φάνσοου και τα κουτιά του». «Τι θες να κάνεις μ’ αυτά;» Κάθισα στο κρεβάτι

περιμένοντας μια απάντηση, εκείνη όμως δεν είπε τίποτα. «Τι θες να κάνεις μ’ αυτά, Σόφι;» την ξαναρώτησα. Εκείνη γύρισε και με κοίταξε κατάματα κι εγώ κατάλαβα ότι ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα. «Τι αξία έχει μια ντουλάπα αν δεν μπορείς να τη χρησιµοποιήσεις;» είπε. Η φωνή της έτρεμε, ένιωθε να χάνει τον έλεγχό της. «Θέλω να πω, εκείνος πέθανε, δεν πέθανε; Κι αν πέθανε, εμείς τι τα χρειαζόμαστε όλα αυτά... όλα αυτά» χειρονομούσε γυρεύοντας τη σωστή λέξη «τα σκουπίδια. Είναι σαν να ζεις μαζί µε ένα πτώµα». «Αν θες, μπορούμε να καλέσουμε σήμερα τον Στρατό της Σωτηρίας» είπα. «Κάλεσέ τους τώρα. Πριν πούμε οτιδήποτε άλλο». «Θα τους καλέσω. Πρώτα όμως πρέπει να ανοίξουμε τα κουτιά και να ξεχωρίσουμε τα πράγµατα».

«Όχι, θέλω να φύγουν όλα µαζί, µια κι έξω». «Εντάξει για τα ρούχα» είπα. «Ήθελα όμως να ρίξω μια ματιά στα βιβλία. Εννοώ να κάνω έναν κατάλογο, και θα ήθελα να δω μήπως υπάρχουν τίποτα σημειώσεις στα περιθώρια. Θα ξεμπερδέψω σε µισή ώρα». Η Σόφι με κοίταξε με ένα ύφος όλο δυσπιστία. «Δεν καταλαβαίνεις τίποτα εσύ, έτσι;» είπε. Κι έπειτα, καθώς σηκώθηκε, τα δάκρυα ανάβλυσαν επιτέλους από τα μάτια της. Δάκρυα παιδιάστικα, δάκρυα χωρίς καμιά υστεροβουλία, που έπεφταν στα μάγουλά της σαν να μην ήξερε ότι βρίσκονταν εκεί. «Δεν μπορώ πια να συνεννοηθώ μαζί σου. Δεν ακούς τι λέω». «Βάζω τα δυνατά µου, Σόφι». «Όχι, δεν τα βάζεις. Νομίζεις ότι αυτό κάνεις, δεν το κάνεις όμως. Μα δεν βλέπεις τι συμβαίνει; Τον ξαναφέρνεις στη ζωή». «Ένα βιβλίο γράφω. Αυτό είναι όλο. Αν όμως δεν το πάρω στα σοβαρά, τότε πώς μπορώ να

ελπίζω ότι θα το τελειώσω;» «Υπάρχει κάτι περισσότερο σ’ αυτό. Το ξέρω, μπορώ να το νιώσω. Αν είναι ν’ αντέξουμε εμείς οι δυο, τότε αυτός πρέπει να πεθάνει. Δεν το καταλαβαίνεις αυτό; Έστω κι αν είναι ζωντανός, πρέπει να πεθάνει». «Μα τι λες; Και βέβαια είναι νεκρός». «Όχι για πολύ ακόμη. Όχι αν συνεχίσεις αυτό το πράγµα». «Μα εσύ ήσουν αυτή που με παρακίνησε να το αρχίσω. Εσύ ήθελες να γράψω αυτό το βιβλίο». «Αυτό έγινε εκατό χρόνια πριν, αγάπη μου. Φοβάμαι τόσο πολύ ότι θα σε χάσω. Αν συνέβαινε αυτό, δεν θα το άντεχα». «Το βιβλίο έχει σχεδόν τελειώσει, σου το υπόσχομαι. Αυτό το ταξίδι είναι το τελευταίο βήµα». «Και µετά τι;» «Θα δούμε. Δεν μπορώ να ξέρω σε τι έχω αναµειχθεί, αν δεν βρεθώ µέσα σ’ αυτό».

«Αυτό φοβάµαι κι εγώ». «Θα µπορούσες να έρθεις µαζί µου». «Στο Παρίσι;» «Στο Παρίσι. Θα μπορούσαμε να πάμε κι οι τρεις µαζί». «Δεν νομίζω. Όχι όπως είναι τώρα τα πράγματα. Πήγαινε μόνος σου. Τουλάχιστον αν γυρίσεις πίσω, θα είναι επειδή το ήθελες». «Τι εννοείς αν;» «Αυτό ακριβώς. Αν. Όπως λέμε, αν γυρίσεις πίσω». «Δεν γίνεται να το πιστεύεις αυτό». «Κι όμως το πιστεύω. Αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση, θα σε χάσω». «Μη µιλάς έτσι, Σόφι». «Δεν μπορώ να το αποφύγω. Είσαι τόσο κοντά στο να έχεις ήδη φύγει. Μερικές φορές σε βλέπω να χάνεσαι µπροστά στα µάτια µου». «Αυτά είναι βλακείες». «Λάθος κάνεις. Φτάνουμε στο τέλος, αγάπη

μου, κι εσύ δεν το ξέρεις καν. Θα εξαφανιστείς και δεν θα σε ξαναδώ ποτέ».

8

ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΜΟΥ ΦΑΙΝΟΝΤΑΝ μεγαλύτερα

κατά

έναν

παράξενο

τρόπο.

Ο

ουρανός ήταν περισσότερο παρών απ’ ό,τι στη Νέα Υόρκη, διάρκεια.

οι

παραξενιές Τις

πρώτες

του

είχαν

μια

δυο

μικρότερη μέρες

τον

παρατηρούσα σταθερά, καθόμουν στο παράθυρο του

ξενοδοχείου

περιμένοντας

και

κάτι

να

μελετούσα

τα

σύννεφα

συμβεί.

Εκείνα

ήταν

σύννεφα από τον βορρά, τα ονειρικά σύννεφα που αλλάζουν πάντα, μαζεύονται σε τεράστια γκρίζα βουνά, ρίχνουν σύντομες μπόρες, σκορπίζονται και

μαζεύονται

ξανά,

κυλούν

στον

ουρανό,

διαθλούν τον ήλιο με έναν τρόπο που μοιάζει πάντα διαφορετικός. Ο ουρανός του Παρισιού έχει τους δικούς του νόμους, και τα σύννεφα δρουν ανεξάρτητα από την πόλη που βρίσκεται από κάτω τους.

Αν

τα

κτίρια

φαίνονται

σταθερά,

αγκυροβολημένα στη γη, ακατάλυτα, ο ουρανός είναι απέραντος και άμορφος, υπόκειται σε μια διαρκή αναταραχή. Την πρώτη εβδομάδα ένιωθα αναστατωμένος. Αυτή ήταν μια πόλη του Παλιού Κόσμου και δεν είχε καμιά σχέση με τη Νέα Υόρκη,

με

τον αργό

της

ουρανό

και

τους

χαοτικούς της δρόμους, τα ανιαρά της σύννεφα και τα επιθετικά της κτίρια. Ήμουν εξόριστος κι αυτό με έκανε να νιώθω ξαφνικά αβέβαιος. Ένιωθα ότι

έχανα

τουλάχιστον

τον

έλεγχο

μία

φορά

των την

πραγμάτων ώρα

και

έπρεπε

να

υπενθυμίζω στον εαυτό μου γιατί βρισκόμουν εδώ. Τα γαλλικά μου δεν ήταν ούτε καλά ούτε κακά. Ήξερα αρκετά ώστε να καταλαβαίνω τι μου έλεγε ο

κόσμος, δυσκολευόμουν όμως να μιλήσω και υπήρχαν φορές που έχανα τα λόγια μου, που πάλευα

να

πω

ακόμα

και

τα

απλούστερα

πράγματα. Υπήρχε, πιστεύω, κάποια ευχαρίστηση σ’ αυτό –να μαθαίνεις τη γλώσσα ως μια συλλογή ήχων, να μένεις αναγκαστικά στην επιφάνεια των λέξεων εκεί όπου το νόημα χάνεται–, ήταν ωστόσο ιδιαίτερα φθοροποιό, και το αποτέλεσμα ήταν να περιχαρακώνομαι στις σκέψεις μου. Προκειμένου να καταλάβω τι μου έλεγαν, έπρεπε να μεταφράζω σιωπηλά τα πάντα στα αγγλικά, πράγμα που σήμαινε

ότι,

καταλάβαινα

ακόμα με

και

κάποια

όταν

καταλάβαινα,

χρονική

απόσταση,

κάνοντας διπλή δουλειά με το μισό αποτέλεσμα. Τις

αποχρώσεις,

τους

υποσυνείδητους

συνειρμούς, τους υπαινιγμούς, όλα αυτά δεν τα έπιανα. Στο τέλος, θα ήταν μάλλον σωστό να πει κανείς ότι δεν καταλάβαινα τίποτα. Ωστόσο προχωρούσα. Μου πήρε λίγες μέρες ώσπου να ξεκινήσω την έρευνά μου, αλλά μόλις

έκανα την πρώτη μου επαφή, ακολούθησαν οι υπόλοιπες.

Υπήρξαν

πάντως

κάποιες

απογοητεύσεις. Ο Βισνιεγκράντσκι είχε πεθάνει. Επίσης, δεν κατάφερα να εντοπίσω κάποια από τα παιδιά στα οποία ο Φάνσοου έκανε μαθήματα αγγλικών. Η γυναίκα που προσέλαβε τον Φάνσοου στους Νιου Γιορκ Τάιμς είχε φύγει, είχε χρόνια που δεν δούλευε πια εκεί. Αυτά τα πράγματα ήταν αναμενόμενα, εγώ όμως τα πήρα πολύ βαριά, ξέροντας ότι ακόμα και το παραμικρό κενό μπορούσε να αποβεί μοιραίο. Για μένα υπήρχαν χάσματα, κενά στην εικόνα, και ασχέτως του αν κάλυπτα με επιτυχία τις άλλες περιοχές, οι αμφιβολίες θα παρέμεναν, πράγμα που σήμαινε ότι

η δουλειά στην πραγματικότητα δεν θα

τελείωνε ποτέ. Μίλησα με τους Ντέντμονς, μίλησα με τον εκδότη των βιβλίων τέχνης για τον οποίο είχε δουλέψει ο Φάνσοου, μίλησα στη γυναίκα που λεγόταν Ανν –μια φιλενάδα του, όπως προέκυψε–,

μίλησα με τον παραγωγό του κινηματογράφου. «Περίεργες δουλειές έκανε» μου είπε αυτός και τα αγγλικά

του

«Μεταφράσεις,

είχαν

ρωσική

περιλήψεις

προφορά.

σεναρίων,

αφανής

συνεργάτης της γυναίκας μου σε κάτι που ήθελε εκείνη να γράψει. Ήταν έξυπνο παιδί, αλλά πολύ άκαμπτο. Πολύ των γραμμάτων, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ. Εγώ ήθελα να του δώσω μια ευκαιρία να παίξει

στον

κινηματογράφο,

μέχρι

μαθήματα

ξιφασκίας και ιππασίας τού πρότεινα για µια ταινία που θα γυρίζαμε. Μ’ άρεσε η εμφάνισή του, πιστεύαμε ότι μπορούσαμε να τον κάνουμε κάτι. Εκείνος

όμως

αδιαφορούσε.

Εγώ

έχω

άλλες

σκοτούρες, έλεγε. Κάτι τέτοιο. Δεν έχει σημασία. Η ταινία μάς έφερε εκατομμύρια, και τι με κόφτει εμένα αν θέλει ή δεν θέλει ο νεαρός να παίξει στον κινηµατογράφο;» Εδώ υπήρχε κάτι που έπρεπε να το κυνηγήσω, αλλά, ενώ καθόμουν μ’ αυτόν τον άνθρωπο στο μνημειώδες διαμέρισμά του στη λεωφόρο Ανρί

Μαρτέν, περιμένοντας κάθε φράση της ιστορίας του ανάμεσα σε τηλεφωνήματα, συνειδητοποίησα ξαφνικά ότι δεν χρειαζόταν ν’ ακούσω τίποτε άλλο. Μόνο ένα ερώτημα είχε σημασία και ο άνθρωπος αυτός δεν μπορούσε να μου δώσει την απάντηση. Αν έμενα και τον άκουγα, αυτός θα μου έδινε κι άλλες λεπτοµέρειες, κι άλλα άσχετα στοιχεία, άλλη μια στοίβα άχρηστες σημειώσεις. Τόσο καιρό τώρα παρίστανα ότι έγραφα ένα βιβλίο και, σιγά σιγά, είχα ξεχάσει τον σκοπό μου. Ως εδώ, είπα μέσα μου, απηχώντας συνειδητά τη Σόφι. Ως εδώ ήταν, και σηκώθηκα κι έφυγα. Το ζήτημα ήταν ότι δεν με παρακολουθούσε πια κανείς. Δεν χρειαζόταν πια να παριστάνω τον γενναίο όπως έκανα στο σπίτι, ούτε χρειαζόταν πια

να

ξεγελώ

τη

Σόφι

παριστάνοντας

ότι

πνιγόμουν στη δουλειά. Τέρμα πια ο γρίφος. Μπορούσα επιτέλους να αφήσω στην άκρη το ανύπαρκτο βιβλίο μου. Για δέκα λεπτά περίπου, καθώς επέστρεφα με τα πόδια στο ξενοδοχείο μου

βλέποντας το ποτάμι, ένιωσα τόσο ευτυχισμένος όσο δεν είχα νιώσει μήνες πράγματα

είχαν

ολόκληρους. Τα

απλοποιηθεί,

είχαν

ελαχιστοποιηθεί στη σαφήνεια ενός και μόνου προβλήματος. Τότε όμως, τη στιγμή που χώνεψα αυτή τη σκέψη, κατάλαβα πόσο άσχημη ήταν στην πραγματικότητα η κατάσταση. Τώρα έφτανα στο τέλος κι ακόμη δεν τον είχα βρει. Το λάθος που αναζητούσα δεν αναδύθηκε ποτέ στην επιφάνεια. Δεν υπήρχαν ενδείξεις, ίχνη που έπρεπε να ακολουθήσω. Ο Φάνσοου ήταν κάπου θαμμένος και μαζί του ήταν θαμμένη ολόκληρη η ζωή του. Αν εκείνος δεν ήθελε να βρεθεί, εγώ δεν είχα ούτε την ελάχιστη πιθανότητα να τον βρω. Ωστόσο προχωρούσα, προσπαθώντας να φτάσω στο τέλος, στην άκρη, ψάχνοντας στα τυφλά μέσα από τις τελευταίες συνεντεύξεις, μη θέλοντας να παραιτηθώ μέχρι να τους δω όλους. Ήθελα να τηλεφωνήσω στη Σόφι. Μια μέρα μάλιστα έφτασα στο σημείο να μπω στο ταχυδρομείο και να στηθώ

στη σειρά για τηλεφώνημα στο εξωτερικό, αλλά δεν κατάφερα να επικοινωνήσω μαζί της. Τώρα πια έχανα συνεχώς τα λόγια μου και πανικοβλήθηκα στη σκέψη μήπως χάσω την αυτοκυριαρχία μου στο τηλέφωνο. Επιτέλους, τι υποτίθεται πως θα έλεγα; Αντ’

αυτού,

της

έστειλα

μια

κάρτα

με

τη

φωτογραφία του Χοντρού και του Λιγνού. Στο πίσω μέρος έγραψα:

Οι αληθινοί γάμοι δεν έχουν ποτέ

σημασία. Κοίτα το ζευγάρι στην άλλη μεριά. Απόδειξη ότι τα

πάντα είναι δυνατά, ή όχι; Ίσως θα έπρεπε να αρχίσουμε να

φοράμε ημίψηλα καπέλα. Θυμήσου, τουλάχιστον, να έχεις

καθαρίσει την ντουλάπα προτού γυρίσω. Φίλησέ μου το Μπεν. Το επόμενο απόγευμα είδα την Ανν Μισό κι αυτή με τρόμα ξε λίγο όταν μπήκα στο καφέ όπου είχαμε κανονίσει να συναντηθούμε. Ήταν το καφέ Λε Ρουκέ στη λεωφόρο Σεν Ζερμέ. Αυτά που μου είπε για τον Φάνσοου δεν είχαν σημασία. Ποιος φίλησε ποιον, τι συνέβη και πού, ποιος είπε τι, και τα λοιπά. Όλα αυτά καταλήγουν λίγο πολύ στα

ίδια. Αυτό που θα αναφέρω, όμως, είναι ότι η αρχική της έκπληξη οφειλόταν στο γεγονός ότι με πέρασε για τον Φάνσοου. Μια αστραπιαία ματιά, όπως το έθεσε, και τέρμα. Θα πρέπει να φάνηκε η αντίδρασή μου, επειδή εκείνη ζήτησε αμέσως συγγνώμη –σαν να είχε κάνει κάποιο λάθος

– και

επανήλθε στο σημείο αυτό αρκετές φορές μέσα στις δύο ή τρεις ώρες που περάσαμε μαζί. Τη μια φορά μάλιστα τόσο ώστε να αντιφάσκει με τον ίδιο της τον εαυτό: «Ούτε κι εγώ ξέρω τι σκεφτόμουν. Δεν του μοιάζεις καθόλου. Θα πρέπει να είναι ο Αµερικανός που έχετε µέσα σας και οι δυο». Εντούτοις, εγώ το έβρισκα ενοχλητικό, δεν μπορούσα

να

μη

νιώθω

φοβισμένος.

Κάτι

τερατώδες συνέβαινε, και εγώ δεν το έλεγχα πια. Μέσα στα βάθη του ο ουρανός σκοτείνιαζε, η γη έτρεμε.

Δυσκολευόμουν

να

μείνω

ακίνητος,

δυσκολευόμουν και να κινηθώ επίσης. Από τη μια στιγμή στην άλλη, νόμιζα πως βρίσκομαι σ’ άλλο μέρος, πως ξεχνούσα πού βρίσκομαι. Οι σκέψεις

σταματούν εκεί όπου αρχίζει ο κόσμος, έλεγα συνεχώς μέσα μου. Και ο εαυτός όμως βρίσκεται μέσα στον κόσμο, απαντούσα, όπως και οι σκέψεις

που

προέρχονται

από

αυτόν.

Το

πρόβλημα ήταν ότι δεν μπορούσα πια να διακρίνω σωστά. Αυτό δεν μπορεί να είναι εκείνο. Τα μήλα δεν είναι πορτοκάλια, τα

ροδάκινα δεν είναι

δαμάσκηνα. Νιώθεις στη γλώσσα σου τη δι

αφορά

κι έπειτα το ξέρεις, μέσα σου θαρρείς. Όλα όμως άρχιζαν να έχουν για μένα την ίδια γεύση. Δεν ένιωθα πια πείνα. Δεν μπορούσα πια να πιέσω τον εαυτό µου να φάει. Όσο για τους Ντέντμονς, ίσως είναι ακόμα λιγότερα αυτά που έχω να πω. Ο Φάνσοου δεν μπορούσε να διαλέξει πιο ταιρι

αστούς ευεργέτες

και, απ’ όλους τους ανθρώπους που είδα στο Παρίσι, αυτοί ήταν οι πιο ευγενικοί, οι πιο χαριτωμένοι. Καλεσμένος στο διαμέρισμά τους για ένα ποτό, έμεινα και για δείπνο και τότε, τη στιγμή που φτάναμε στο δεύτερο πιάτο, μου

πρότειναν να επισκεφτώ το σπίτι τους στη Βαρ

29 .

Ήταν το ίδιο σπίτι όπου έμεινε ο Φάνσοου, και δεν θα χρειαζόταν να είναι μια σύντομη επίσκεψη, μου είπαν, αφού οι ίδιοι δεν σχεδίαζαν να πάνε εκεί πριν από τον Αύγουστο. Ήταν ένα σημαντικό μέρος για τον Φάνσοου και το έργο του, είπε ο κύριος Ντέντμον, και αναμφίβολα το βιβλίο μου θα έπαιρνε αξία, αν πήγαινα να το δω μόνος μου. Δεν μπορούσα να διαφωνήσω μαζί του∙ προτού προλάβω να πω οτιδήποτε, η κυρία Ντέντμον ήταν στο τηλέφωνο κάνοντας για λογαριασμό μου τις αναγκαίες διευθετήσεις µε τα κοµψά γαλλικά της. Δεν υπήρχε πια τίποτα να με κρατά στο Παρίσι κι έτσι το επόμενο απόγευμα πήρα το τρένο. Εδώ ήταν για μένα το τέλος, το ταξίδι μου προς τα νότια για να βρω τη λησμονιά. Όποια ελπίδα κι αν είχα –η ελάχιστη πιθανότητα να έχει επιστρέψει ο Φάνσοου στη Γαλλία, η παράλογη σκέψη ότι βρήκε για δεύτερη φορά καταφύγιο στο ίδιο μέρος– εξαφανίστηκε τη στιγμή που έφτασα εκεί. Το σπίτι

ήταν άδειο. Δεν υπήρχαν κανενός τα ίχνη. Τη δεύτερη μέρα, ψάχνοντας τα δωμάτια στο πάνω πάτωμα, έπεσα πάνω σε ένα σύντομο ποίημα που ο Φάνσοου είχε γράψει πάνω σε έναν τοίχο. Το ποίημα αυτό όμως το ήξερα ήδη και κάτω απ’ αυτό υπήρχε μια ημερομηνία: 25 Αυγούστου 1972. Εκείνος δεν ξαναγύρισε ποτέ. Τώρα ένιωθα ηλίθιος και µόνο που το σκέφτηκα. Μην έχοντας κάτι καλύτερο να κάνω, πέρασα αρκετές

μέρες

μιλώντας

με ανθρώπους

στην

περιοχή, με αγρότες από τα κοντινά μέρη, με χωρικούς, με κόσμο από τις γειτονικές πόλεις. Συστηνόμουν δείχνοντάς τους μια φωτογραφία του Φάνσοου, νιώθοντας άστεγος

παριστάνοντας όμως και

τον

αδελφό

του,

περισσότερο σαν απένταρος,

άνεργος

ντετέκτιβ,

σαν

ένας

παλιάτσος που αρπάζεται απ’ όπου βρει. Κάποιοι τον θυμόντουσαν, άλλοι όχι, άλλοι πάλι δεν ήταν σίγουροι. Αυτό δεν είχε καμιά σημασία. Έβρισκα την προφορά της νότιας Γαλλίας ανεξιχνίαστη (με

εκείνα τα ρ που κυλάνε και τις ένρινες καταλήξεις της), και μετά βίας καταλάβαινα έστω και μία λέξη από όσα μου έλεγαν. Από όλους τους ανθρώπους που είδα, ένας μόνον είχε νέα από τον Φάνσοου μετά

την

κοντινότερος

αναχώρησή γείτονάς

του. του∙

Αυτός ένας

ήταν

ο

πακτωτής

αγρότης που έμενε ένα μίλι παρακάτω. Ήταν ένας ιδιόρρυθμος ανθρωπάκος γύρω στα σαράντα, ο πιο βρόμικος άνθρωπος που είδα ποτέ μου. Το σπίτι του ήταν ένα υγρό κτίσμα του δέκατου έβδομου αιώνα που κατέρρεε, κι αυτός έμενε μόνος του εκεί, χωρίς άλλη παρέα εκτός από τον σκύλο του που ξετρύπωνε τρούφες, και το κυνηγετικό του όπλο. Ήταν εμφανώς περήφανος που υπήρξε φίλος του Φάνσοου και, για να μου αποδείξει πόσο στενοί φίλοι υπήρξαν, μου έδειξε ένα άσπρο καουμπόικο καπέλο που του έστειλε ο Φάνσοου μετά την επιστροφή του στην Αμερική. Δεν είχα λόγους να μην πιστέψω την ιστορία του. Το καπέλο ήταν ακόμη στο κουτί και ήταν φανερό ότι

δεν φορέθηκε ποτέ. Μου εξήγησε ότι το φύλαγε για την κατάλληλη στιγμή και έπειτα καταπιάστηκε με μια πολιτική ρητορεία που δυσκολευόμουν να παρακολουθήσω. Η επανάσταση ερχόταν, μου είπε, και, όταν θα έφτανε, εκείνος θα αγόραζε ένα άσπρο άλογο και ένα πολυβόλο, θα φορούσε το καπέλο του και θα κατηφόριζε καβάλα τον κεντρικό δρόμο της πόλης, πυροβολώντας όλους τους μαγαζάτορες που συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς στη διάρκεια του πολέμου. Όπως ακριβώς

στην Αμερική,

πρόσθεσε. Όταν τον

ρώτησα τι εννοούσε, αυτός μου ξεφούρνισε μια ασυνάρτητη, παραληρηματική διάλεξη για τους Ινδιάνους και τους καουμπόι. Μα αυτό έγινε πολύ καιρό πριν, του είπα, προσπαθώντας να του κόψω τη

φόρα.

Όχι,

όχι,

επέμενε

εκείνος,

αυτό

συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Μα δεν ήξερα για τις μάχες στην Πέμπτη Λεωφόρο; Δεν είχα ακουστά τους Απάτσι; Ήταν τελείως άσκοπο να του φέρω αντίρρηση. Υπερασπιζόμενος την άγνοιά μου, του

είπα ότι εγώ έµενα σε άλλη γειτονιά. Έμεινα λίγες μέρες ακόμα στο σπίτι. Το σχέδιό μου ήταν να μην κάνω τίποτα για όσο περισσότερο χρόνο

μπορούσα,

να

ξεκουραστώ.

Ήμουν

εξαντλημένος και χρειαζόμουν μια ευκαιρία για ανασυγκρότηση προτού επιστρέψω στο Παρίσι. Πέρασαν μια δυο μέρες. Έκανα βόλτες στα χωράφια, επισκεπτόμουν τα δάση, καθόμουν στον ήλιο

διαβάζοντας

γαλλικές

μεταφράσεις

αµερικανικών αστυνοµικών µυθιστορηµάτων. Αυτή θα ήταν η τέλεια θεραπεία: σταµατηµένος εκεί στη μέση του πουθενά, να αφήνω το μυαλό μου να περιφέρεται ελεύθερο. Τίποτα απ’ αυτά όμως δεν βοήθησε στ’ αλήθεια. Το σπίτι δεν μου άφησε ελεύθερο πεδίο και από την τρίτη κιόλας μέρα ένιωσα ότι δεν ήμουν πια μόνος, ότι δεν θα μπορούσα ποτέ να είμαι μόνος σ’ αυτό το μέρος. Ο Φάνσοου ήταν εκεί και, όσο κι αν προσπαθούσα να μην τον σκέφτομαι, δεν μπορούσα να ξεφύγω. Ήταν απροσδόκητο, ταπεινωτικό. Τώρα που είχα

πάψει πια να τον γυρεύω, ήταν περισσότερο παρών μέσα μου απ’ ό,τι πριν. Η όλη διαδικασία είχε αντιστραφεί. Ύστερα από προσπάθειες μηνών να τον βρω, ένιωθα σαν να ήμουν εγώ αυτός τον οποίο βρήκαν. Αντί να αναζητώ τον Φάνσοου, στην πραγµατικότητα αποµακρυνόµουν απ’ αυτόν. Το βιβλίο που είχα επινοήσει για τον εαυτό μου – το δήθεν βιβλίο, τα ατέλειωτα λοξοδρομίσματα– δεν ήταν παρά μια απόπειρα να τον αποφύγω, μια πονηριά για να τον κρατήσω όσο γινόταν πιο μακριά. Επειδή, αν μπορούσα να πείσω τον εαυτό μου ότι τον αναζητούσα, αυτό συνεπαγόταν κατ’ ανάγκη ότι εκείνος βρισκόταν κάπου αλλού, κάπου πέρα από εμένα, πέρα από τα όρια της ζωής

μου.

Έκανα λάθος

όμως.

Ο Φάνσοου

βρισκόταν εκεί ακριβώς όπου βρισκόμουν εγώ, και βρισκόταν εκεί από την αρχή. Από τη στιγμή που έφτασε το γράμμα του, αγωνιζόμουν να τον φανταστώ, να τον δω όπως θα μπορούσε να είναι, το µυαλό µου όµως επικαλούνταν πάντα ένα κενό.

Στην

καλύτερη

περίπτωση,

μισοσβησμένη εικόνα: η πόρ

υπήρχε

μια

τα ενός κλειδωμένου

δωματίου. Εκείνη ήταν το όριο. Ο Φάνσο

ου μόνος

σ’ εκείνο το δωμάτιο, καταδικασμένος σε μια μυθική μοναξιά, ζωντανός ίσως, αναπνέοντας ίσως, να ονειρεύεται ένας θεός ξέρει τι. Αυτό το δωμάτιο που ανακάλυψα τώρα βρισκόταν μέσα στο κρανίο µου. Έπειτα απ’ αυτό

μου συνέβησαν περίεργα

πράγματα. Επέστρεψα στο Παρίσι, αλλά, μόλις βρέθηκα εκεί, ανακάλυψα ότι δεν είχα τίποτα να κάνω. Δεν ήθελα να δω ανθρώπους που είχα δει στο παρελθόν και δεν είχα το κουράγιο να ξαναγυρίσω

στη

Νέα

Υόρκη.

Αδράνησα,

κατάντησα ένα πράγμα που δεν μπορούσε να κουνηθεί και σιγά σιγά δεν καταλάβαινα τι μου γινόταν. Αν κάτι μπορώ να πω για την περίοδο αυτή, αυτό οφείλεται μόνο και μόνο στο ότι έχω κάποια αποδεικτικά στοιχεία που με βοηθούν. Τις σφραγίδες της βίζας στο διαβατήριό μου, για

παράδειγμα, το αεροπορικό μου εισιτήριο, τον λογαριασμό

του

ξενοδοχείου

κ.λπ.

Αυτά

τα

πράγματα μου αποδεικνύουν ότι έμεινα στο Παρίσι για διάστημα μεγαλύτερο του ενός μηνός. Αυτό όμως είναι πολύ διαφορετικό από το να θυμάμαι, και παρά τα όσα γνωρίζω, εξακολουθώ να το θεωρώ αδύνατο. Βλέπω πράγματα που συνέβησαν, συναντώ εικόνες του εαυτού μου σε διάφορα μέρη, μόνο από κάποια απόσταση όμως, σαν να παρατηρώ εγώ κάποιον άλλον. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν έχει καταγραφεί ως ανάμνηση, η οποία να υπάρχει συνεχώς μέσα μου. Είναι εκεί έξω, πέρα από οτιδήποτε μπορώ να αγγίξω ή να νιώσω, πέρα από οτιδήποτε έχει σχέση με μένα. Έχασα έναν μήνα από τη ζωή μου, και αυτό ακόμα και τώρα μου είναι δύσκολο να το εξομολογηθώ, είναι κάτι που µε γεµίζει ντροπή. Ένας μήνας είναι μεγάλο διάστημα, είναι χρόνος παραπάνω από αρκετός για να γίνει κομμάτια ένας άντρας. Οι μέρες αυτές ξαναγυρνούν στο μυαλό

μου αποσπασματικά, αν ξαναγυρνούν καθόλου, κομμάτια

και

θρύψαλα

που

αρνούνται

να

συγκολληθούν. Με βλέπω να πέφτω μεθυσμένος μια νύχτα μέσα στον δρόμο, να σηκώνομαι, να πηγαίνω παραπατώντας προς τον φανοστάτη κι έπειτα να ξερνώ πάνω στα παπούτσια μου. Με βλέπω καθισμένο σε έναν κινηματογράφο με τα φώτα αναμμένα, να παρακολουθώ ένα πλήθος ανθρώπων

που

περνούν

από

μπροστά

μου

βγαίνοντας από την αίθουσα, κι εγώ να μην μπορώ να θυμηθώ την ταινία που μόλις είδα. Με βλέπω να κόβω βόλτες νυχτιάτικα στην οδό Σεν-Ντενί, διαλέγοντας πόρνες για να κοιμηθώ μαζί τους, το κεφάλι μου να παίρνει φωτιά στη σκέψη των κορμιών, έναν ατέλειωτο κυκεώνα από γυμνά στήθη, γυμνά μπούτια, γυμνά οπίσθια. Βλέπω να μου παίρνουν πίπα, βλέπω τον εαυτό μου σε ένα κρεβάτι με δυο κοπέλες που φιλάνε η μια την άλλη, βλέπω μια τεράστια μαύρη να ανοίγει τα σκέλια της πάνω από έναν μπιντέ και να πλένει το

μουνί της. Δεν θα προσπαθήσω να πω ότι αυτά τα πράγματα δεν είναι αληθινά, ότι δεν συνέβησαν. Απλώς δεν μπορώ να τα εξηγήσω. Είχα βουλιάξει τόσο πολύ στο σεξ που δεν μου έμενε καιρός να σκεφτώ οτιδήποτε άλλο κι έπινα τόσο πολύ που βρισκόμουν σε άλλον κόσμο. Αν όμως ο στόχος ήταν να διαγράψω τον Φάνσοου από το μυαλό μου, τότε η κραιπάλη μου πέτυχε. Εκείνος χάθηκε και µαζί του χάθηκα κι εγώ. Το τέλος, πάντως, είναι σαφές. Δεν το ξέχασα και νιώθω τυχερός που κράτησε τόσο μεγάλο διάστημα. Η ιστορία στο σύνολό της συνοψίζεται σε ό,τι συνέβη στο τέλος και, αν δεν είχα τώρα αυτό το τέλος μέσα μου, δεν θα μπορούσα να ξεκινήσω ετούτο το βιβλίο. Το ίδιο ισχύει και για τα δύο βιβλία που προηγήθηκαν, τη

Γυάλινη πόλη

και τα Φαντάσµατα. Αυτές οι τρεις ιστορίες είναι τελικά η ίδια ιστορία, αλλά η καθεμιά τους αντιπροσωπεύει ένα διαφορετικό στάδιο στη δική μου

αντίληψη

περί

του

προκειμένου.

Δεν

ισχυρίζομαι ότι έλυσα όλα τα προβλήματα. Απλώς υποθέτω ότι ήρθε μια στιγμή όπου δεν φοβόμουν πια

να

κοιτάξω

τα

όσα

συνέβησαν.

Αν

ακολούθησαν οι λέξεις, αυτό έγινε επειδή δεν είχα άλλη επιλογή από το να τις αποδεχτώ, να τις επωμιστώ και να πάω εκεί όπου ήθελαν εκείνες να με πάνε. Αυτό όμως δεν κάνει κατ’ ανάγκην τις λέξεις σημαντικές. Εδώ και πολύ καιρό παλεύω να αποχαιρετήσω κάτι, κι ο αγώνας αυτός είναι το μόνο πράγμα που έχει σημασία. Η ιστορία δεν βρίσκεται στις λέξεις. Βρίσκεται στον αγώνα. Μια νύχτα βρίσκομαι σε ένα μπαρ κοντά στην Πλας Πιγκάλ. Βρίσκομαι είναι ο όρος που θέλω να χρησιμοποιήσω, επειδή δεν έχω ιδέα πώς βρέθηκα εκεί, δεν θυμάμαι καθόλου πώς μπήκα σ’ αυτό το μέρος. Ήταν ένα από αυτά τα καταγώγια που είναι τόσο κοινά στη γειτονιά: έξι ή οκτώ κοπέλες στο μπαρ, η ευκαιρία να καθίσεις σε ένα τραπέζι με κάποιαν

απ’

αυτές

και

να

αγοράσεις

σε

εξωφρενική τιμή ένα μπουκάλι σαμπάνια, κι

έπειτα, αν σου κάνει κέφι, η δυνατότητα να καταλήξεις σε μια οικονομική συμφωνία και να αποσυρθείς στο δωμάτιο του ξενοδοχείου εκεί δίπλα. Η σκηνή αρχίζει μ’ εμένα να κάθομαι σε ένα από τα τραπέζια με μια κοπέλα και, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, να μας έχουν φέρει τη σαμπανιέρα. Η κοπέλα ήταν από την Ταϊτή, θυμάμαι, και ήταν πανέμορφη. Όχι πάνω από δεκαεννέα ή είκοσι ετών, πολύ μικροκαμωμένη, φορούσε ένα διχτυωτό λευκό φόρεμα με τίποτα από κάτω, ένα σύμπλεγμα από νήματα πάνω στο απαλό μελαψό της δέρμα. Το αποτέλεσμα ήταν εξόχως ερωτικό. Θυμάμαι τα στρογγυλά της στήθη να διακρίνονται μέσα από τα ανοίγματα σε σχήμα διαμαντιού,

τη συγκλονιστική απαλότητα του

λαιμού της όταν έγειρα και τη φίλησα. Μου είπε το όνομά της, αλλά εγώ εξακολούθησα να την αποκαλώ Φέιαγουεϊ, λέγοντάς της πως αυτή ήταν μια εξόριστη από την Τάιπι

30 κι εγώ ήμουν ο

Χέρμαν Μέλβιλ, ένας αμερικανός ναυτικός που

ήρθε από τη Νέα Υόρκη για να τη σώσει. Δεν είχε την παραμικρή ιδέα τι της έλεγα, συνέχισε όμως να χαμογελά και σίγουρα θα με θεωρούσε παλαβό καθώς έλεγα ασυναρτησίες με τα σπαστά γαλλικά μου. Έμεινε ατάραχη, γελούσε όποτε γελούσα εγώ, και µου επέτρεπε να τη φιλώ όπου ήθελα. Καθόμασταν κοντά στον τοίχο σε μια γωνία, και από αυτή τη θέση μπορούσα να παρατηρώ την υπόλοιπη αίθουσα. Άντρες έμπαιναν κι έβγαιναν, μερικοί έβαζαν από την πόρτα το κεφάλι τους, έριχναν μια ματιά κι έφευγαν, άλλοι έμεναν για ένα ποτό στο μπαρ, ένας δυο έπιαναν ένα τραπέζι όπως έκανα εγώ. Ύστερα από δεκαπέντε λεπτά περίπου, μπήκε στο μπαρ ένας νεαρός που ήταν ολοφάνερα Αμερικανός. Μου φάνηκε νευρικός, σαν μην είχε ξαναβρεθεί ποτέ σε τέτοιο μέρος, τα γαλλικά του όμως ήταν εξαιρετικά καλά και, καθώς παρήγγειλε με άνεση ένα ουίσκι στο μπαρ και άρχισε να μιλά με μια από τις κοπέλες, κατάλαβα ότι σκόπευε να μείνει για λίγο. Τον

μελετούσα από τη γωνιά μου, ενώ συνέχιζα να πηγαινοφέρνω το χέρι μου πάνω στο πόδι της Φέιαγουεϊ και να τρίβω πάνω της τα μούτρα μου, αλλά, όσο περισσότερο αυτός στεκόταν εκεί, τόσο περισσότερο τον παρατηρούσα εγώ. Ήταν ψηλός, με αθλητικό σκαρί, με ανοιχτόχρωμα μαλλιά και ανοιχτόκαρδο,

κάπως

αγορίστικο

φέρσιμο.

Μάντευα ότι θα ήταν κάπου ανάμεσα στα είκοσι έξι με είκοσι επτά – ένας πτυχιούχος ίσως ή ένας νεαρός

δικηγόρος

που

θα

δούλευε

για

μια

αμερικανική εταιρεία στο Παρίσι. Ποτέ δεν είχα ξαναδεί αυτόν τον άνθρωπο, κι ωστόσο πάνω του υπήρχε κάτι οικείο, κάτι που με εμπόδιζε να γυρίσω το βλέμμα μου αλλού. Προσπάθησα να του δώσω διάφορα ονόματα, να τον ανασύρω από το παρελθόν, ξετύλιξα το κουβάρι των συνειρμών, δεν συνέβη όμως τίποτα. Δεν είναι κανείς, είπα μέσα μου, και τελικά παραιτήθηκα. Κι έπειτα, έτσι

ξαφνικά,

συλλογισμών,

με

μια

τελείωσα

παράξενη τη

σκέψη

σειρά μου

προσθέτοντας τούτο: αν δεν είναι κανείς, τότε θα πρέπει να είναι ο Φάνσοου. Κι έπειτα πάλι. Ο Φάνσοου. Κι όσο περισσότερο το έλεγα, τόσο περισσότερο μου άρεσε να το λέω. Κάθε φορά που ξεστόμιζα αυτή τη λέξη, ακολουθούσε άλλη μια έκρηξη γέλιου. Είχα δηλητηριαστεί από αυτόν τον ήχο. Με οδηγούσε σε τραχύ γέλιο και σιγά σιγά η σύγχυση της Φέιαγουεϊ έδειχνε να αυξάνεται. Ίσως σκέφτηκε ότι αναφερόμουν σε κάποια σεξουαλική πρακτική, κάνοντας ένα αστείο που εκείνη δεν μπορούσε να καταλάβει, αλλά οι επαναλήψεις μου στέρησαν από τη λέξη το νόημά της και όλα αυτά εκείνη άρχισε να τα ακούσει σαν απειλή. Κοίταξα τον άντρα στην άλλη άκρη της αίθουσας και είπα ξανά τη λέξη. Η ευτυχία μου ήταν ανυπολόγιστη. Πανηγύριζα με

την απόλυτη ανακρίβεια του

ισχυρισμού μου, με τη νέα δύναμη που είχα μόλις χορηγήσει στον εαυτό μου. Ήμουν ο υπέρτατος αλχημιστής που μπορούσε να αλλάξει τον κόσμο κατά βούληση. Ο άνθρωπος αυτός ήταν ο Φάνσοου

επειδή εγώ είπα ότι ήταν ο Φάνσοου κι αυτό ήταν όλο. Τίποτα δεν μπορούσε πια να με σταματήσει. Χωρίς καν να σταθώ να το καλοσκεφτώ, ψιθύρισα στο αυτί της Φέιαγουεϊ ένα «θα γυρίσω αμέσως», ξέφυγα από τα υπέροχα μπράτσα της και πλησίασα τον ψευτο-Φάνσοου στο μπαρ. Μιμούμενος όσο καλύτερα μπορούσα την οξφορδιανή προφορά, είπα: «Λοιπόν,

παλιόφιλε,

για

φαντάσου!

Ανταµώνουµε ξανά». Εκείνος

έκανε

μεταβολή

και

με

κοίταξε

προσεκτικά. Το χαμόγελο που σχηματιζόταν στο πρόσωπό του περιορίστηκε σιγά σιγά σε ένα κατσούφιασµα. «Σε ξέρω;» µε ρώτησε στο τέλος. «Και βέβαια µε ξέρεις» είπα εγώ, όλο καµάρι και καλή διάθεση. Λέγομαι Μέλβιλ. Χέρμαν Μέλβιλ. Ίσως διάβασες κάποια από τα βιβλία µου». Εκείνος

δεν

ήξερε

αν

έπρεπε

να

με

αντιμετωπίσει ως εύθυμο μπεκρή ή επικίνδυνο ψυχοπαθή

και

η

σύγχυση

αποτυπώθηκε

στο

πρόσωπό του. Ήταν μια υπέροχη σύγχυση κι εγώ την απολάµβανα ενδελεχώς. «Εντάξει»

είπε

στο

τέλος

αυτός

με

ένα

βεβιασμένο γελάκι. «Μπορεί να έχω διαβάσει ένα δυο». «Αυτό για τη φάλαινα, σίγουρα». «Ναι. Αυτό για τη φάλαινα31». «Χαίρομαι που το ακούω» είπα κουνώντας ικανοποιημένος

το

κεφάλι

μου,

κι

έπειτα

βάζοντας το μπράτσο μου γύρω από τον ώμο του. «Λοιπόν, Φάνσοου» είπα «τι σε φέρνει στο Παρίσι αυτή την εποχή;» Η σύγχυση ξαναγύρισε

στο

πρόσωπό

του.

«Συγγνώµη» είπε «δεν έπιασα το όνοµα». «Φάνσοου». «Φάνσοου;» «Φάνσοου. Φ-Α-Ν-Σ-Ο-ΟΥ». «Λοιπόν» είπε εκείνος και χαλάρωσε με ένα πλατύ χαμόγελο, νιώθοντας ξαφνικά και πάλι σίγουρος για τον εαυτό του «εδώ ακριβώς είναι το

πρόβλημα. Με μπέρδεψες με κάποιον άλλον. Το όνομά μου δεν είναι Φάνσοου. Είναι Στίλμαν. Πίτερ Στίλµαν». «Κανένα πρόβλημα» του απάντησα εγώ και τον έσφιξα ελαφρώς στον ώμο του. «Αν εσύ θέλεις να αυτοαποκαλείσαι Στίλμαν, για μένα είναι μια χαρά. Στο κάτω κάτω τα ονόματα δεν έχουν σημασία. Αυτό που έχει σημασία είναι να ξέρεις στ’ αλήθεια ποιος είσαι. Εσύ είσαι ο Φάνσοου. Το ήξερα από τη στιγμή που μπήκες μέσα. Να τος ο γερο-διάβολος, είπα. Αναρωτιέμαι τι κάνει σ’ ένα τέτοιο µέρος». Εκείνος άρχισε να χάνει την υπομονή του μαζί μου. Έσπρωξε το μπράτσο μου από τον ώμο του και τραβήχτηκε προς τα πίσω. «Αρκετά» είπε. «Έκανες ένα λάθος, κι ας το σταματήσουμε εδώ. Δεν θέλω να κουβεντιάσω άλλο µαζί σου». «Πολύ

αργά»

είπα.

«Το

μυστικό

σου

αποκαλύφθηκε, φίλε μου. Τώρα δεν υπάρχει τρόπος να µου κρυφτείς».

«Παράτα με ήσυχο» είπε αυτός εκδηλώνοντας για

πρώτη

φορά

θυμό.

«Δεν

μιλώ

με

σεληνιασμένους. Παράτα με ήσυχο, ειδεμή θα έχουµε µπλεξίµατα». Οι

άλλοι

στο

μπαρ

δεν

μπορούσαν

να

καταλάβουν τι λέγαμε, αλλά η ένταση ήταν ολοφάνερη κι εγώ ένιωθα να με παρακολουθούν, μπορούσα να νιώσω τη διάθεση γύρω μου να αλλάζει.

Ξαφνικά

ο

Στίλμαν

φάνηκε

να

πανικοβάλλεται. Έριξε μια ματιά στη γυναίκα πίσω από το μπαρ, κοίταξε ανήσυχος την κοπέλα πλάι του και πήρε την απόφαση να το σκάσει. Με παραμέρισε με μια σπρωξιά από μπροστά του και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Θα μπορούσα να αφήσω το πράγμα να τελειώσει εδώ, αλλά δεν το έκανα. Μόλις είχα φουντώσει και δεν ήθελα να πάει χαμένη η έμπνευσή μου. Ξαναγύρισα εκεί που καθόταν η Φέιαγουεϊ και ακούμπησα λίγες εκατοντάδες φράγκα στο τραπέζι. Σε απάντηση, αυτή μου έκανε ένα μορφασμό. «C’est mon frère»

είπα. «Il est fou. Je dois le poursuivre» 32. Κι έπειτα, καθώς εκείνη έσκυβε να πάρει τα λεφτά, της έστειλα ένα φιλί στον αέρα, έκανα μεταβολή κι έφυγα. Ο Στίλμαν βρισκόταν κάπου είκοσι με τριάντα μέτρα μπροστά μου, και κατηφόριζε βιαστικά τον δρόμο. Συγχρόνισα το βήμα μου με το δικό του, καθυστερώντας έτσι ώστε να μη με πάρει είδηση, αλλά και δίχως να τον χάνω από τα μάτια μου. Κάθε τόσο εκείνος έριχνε μια ματιά πίσω του, σαν να περίμενε να με βρει εκεί, δεν νομίζω όμως ότι με είδε παρά μόνον όταν βρεθήκαμε μακριά από τα πλήθη και την κίνηση, και κόψαμε δρόμο μέσα από το ήσυχο, σκοτεινό κέντρο της Ριβ Ντρουάτ. Η συνάντησή μας τον φόβισε και συμπεριφερόταν σαν άνθρωπος που τρέχει για να σώσει τη ζωή του. Αυτό όμως ο καθένας θα μπορούσε να το νιώσει. Ήμουν ο πολεμοχαρής ξένος που ξεπροβάλλει μέσα από τους ίσκιους, το μαχαίρι που μας χτυπά στην πλάτη,

το

αυτοκίνητο

που

αναπτύσσει

ταχύτητα και μας κάνει λιώμα. Είχε δίκιο να τρέχει, ο φόβος του όμως απλώς με παρακινούσε, με κέντριζε να τον καταδιώξω, με έκανε να μανιάζω γεμάτος αποφασιστικότητα. Δεν είχα κανένα σχέδιο, δεν είχα ιδέα τι θα γινόταν, αλλά τον ακολουθούσα χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, ξέροντας ότι από αυτό εξαρτιόταν όλη μου η ζωή. Είναι σημαντικό να τονίσω ότι τώρα πια είχα απόλυτη διαύγεια. Δεν παραπατούσα, δεν ήμουν μεθυσμένος και το μυαλό μου ήταν τελείως καθαρό. Συνειδητοποίησα ότι ενεργούσα κατά τρόπο αισχρό. Ο Στίλμαν δεν ήταν ο Φάνσοου. Αυτό το ήξερα. Ήταν μια αυθαίρετη επιλογή, εντελώς αθώος. Αλλά αυτό ακριβώς το πράγμα με ερέθιζε. Το τυχαίο, ο ίλιγγος της σκέτης τύχης. Δεν είχε κανένα νόημα, και ακριβώς γι’ αυτό, είχε όλη τη σηµασία του κόσµου. Ήρθε μια στιγμή που οι μοναδικοί θόρυβοι στον δρόμο ήταν τα βήματά μας. Ο Στίλμαν έριξε πάλι μια ματιά πίσω του και τελικά με είδε. Άρχισε να

κινείται γρηγορότερα, σχεδόν έτρεχε. Του φώναξα πίσω του: «Φάνσοου». Του φώναξα πάλι: «Είναι πολύ αργά. Ξέρω ποιος είσαι, Φάνσοου». Κι έπειτα, στον επόμενο δρόμο: «Όλα τελείωσαν, Φάνσοου. Δεν θα ξεφύγεις ποτέ». Ο Στίλμαν δεν μου έδωσε καμία απάντηση, δεν μπήκε καν στον κόπο να γυρίσει. Ήθελα να συνεχίσω να του μιλώ, αλλά αυτό απλώς θα με έκανε να κόψω ταχύτητα. Εγκατέλειψα

τους

σαρκασμούς

μου

και

τον

ακολούθησα. Δεν έχω ιδέα πόση ώρα τρέχαµε, µου φαίνεται όμως ότι αυτό κράτησε ώρες. Εκείνος ήταν νεότερός μου, νεότερος και δυνατότερος, κι εγώ σχεδόν δεν τον πρόφταινα, σχεδόν τον έχανα. Πίεσα τον εαυτό μου να συνεχίσει να τρέχει στον σκοτεινό

δρόμο,

ξεπερνώντας

τα

όρια

της

εξάντλησης, της ναυτίας, ορμώντας σαν μανιακός προς το μέρος του, μην επιτρέποντας στον εαυτό μου να σταματήσει. Πολύ ώρα προτού τον φτάσω, πολύ πριν καταλάβω ότι θα τον φτάσω, ένιωσα σαν να είχα πια βγει από το σώμα μου. Δεν μπορώ να

σκεφτώ πώς αλλιώς να το εκφράσω. Δεν ένιωθα πια τον εαυτό μου. Η αίσθηση της ζωής είχε πια στραγγιχτεί από µέσα µου και στη θέση της υπήρχε μια θαυμαστή ευφορία, ένα γλυκό δηλητήριο που κυλούσε στο αίμα μου, η αναντίρρητη οσμή του τίποτα. Αυτή είναι η στιγμή του θανάτου μου, είπα μέσα μου, αυτό σημαίνει ότι πεθαίνω. Ύστερα

από

ένα

δευτερόλεπτο,

άρπαξα

τον

Στίλμαν και του ρίχτηκα από πίσω. Σωριαστήκαμε στο λιθόστρωτο, μουγγρίζοντας κι οι δυο από το πέσιμο. Είχα εξαντλήσει όλη μου τη δύναμη και τώρα πια μου κοβόταν η ανάσα και δεν μπορούσα να υπερασπιστώ τον εαυτό μου, είχα στραγγίξει τελείως, ώστε να μην αντέχω ν’ αγωνιστώ. Δεν είπαμε ούτε μία λέξη. Για μερικά δευτερόλεπτα κυλιόμασταν στο πεζοδρόμιο, τότε όμως εκείνος κατάφερε να ξεφύγει από τη λαβή μου και μετά εγώ δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Με άρχισε στις μπουνιές,

με

κλοτσούσε

με

τις

μύτες

των

παπουτσιών του, με γρονθοκοπούσε παντού.

Θυμάμαι που προσπαθούσα να προστατεύσω το πρόσωπό μου με τα χέρια μου. Θυμάμαι τον πόνο και πώς αυτός με παρέλυε, πόσο πολύ πονούσα και πόσο απεγνωσμένα ήθελα να μη νιώθω πια τον πόνο. Αυτό όμως δεν μπορεί να κράτησε πολύ, επειδή δεν μπορώ να θυμηθώ τίποτα. Ο Στίλμαν με τσάκισε και, όταν πια είχε τελειώσει, εγώ ήμουν αναίσθητος. Μπορώ να με θυμηθώ να περπατώ στο πεζοδρόμιο και να απορώ που ήταν ακόμη νύχτα, αλλά αυτό ήταν το τέλος. Όλα τα υπόλοιπα είχαν χαθεί. Τις επόμενες τρεις μέρες δεν το κούνησα από το δωμάτιό μου στο ξενοδοχείο. Το σοκ για μένα δεν ήταν τόσο το ότι πονούσα, αλλά ότι αυτό το πράγμα δεν στάθηκε τόσο δυνατό ώστε να με σκοτώσει. Αυτό το αντιλήφθηκα τη δεύτερη ή τρίτη μέρα. Κάποια συγκεκριμένη στιγμή, ενώ ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι και κοιτούσα τις γρίλιες των κλειστών παραθυρόφυλλων, κατάλαβα ότι επέζησα ύστερα απ’ αυτό. Ήταν παράξενο να είµαι

ζωντανός, ήταν σχεδόν ακατανόητο. Ένα από τα δάχτυλά μου ήταν σπασμένο. Και οι δυο κρόταφοί μου είχαν μώλωπες. Πονούσα ακόμα και όταν ανάσαινα. Αυτό όμως ήταν κατά κάποιον τρόπο άσχετο. Ήμουν ζωντανός, και όσο περισσότερο το σκεφτόμουν τόσο λιγότερα καταλάβαινα. Μου φαινόταν απίθανο ότι γλίτωσα. Αργότερα, την ίδια εκείνη νύχτα, τηλεγράφησα στη Σόφι ότι γυρνούσα στο σπίτι.

9

ΤΩΡΑ ΠΛΗΣΙΑΖΩ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ.

Έμενε ένα πράγμα,

αλλά αυτό συνέβη αργότερα, όταν είχαν περάσει άλλα τρία χρόνια. Εντωμεταξύ υπήρξαν πολλές δυσκολίες, πολλά δράματα, δεν νομίζω όμως ότι αυτά ανήκουν στην ιστορία που προσπαθώ να πω. Μετά την επιστροφή μου στη Νέα Υόρκη, η Σόφι κι εγώ ζήσαμε χωριστά για έναν περίπου χρόνο. Εκείνη με είχε εγκαταλείψει και υπήρξαν κάποιοι μήνες γεμάτοι σύγχυση προτού καταφέρω να την ξανακερδίσω. Από την πλεονεκτική θέση αυτής της στιγµής –Μάιος του 1984 –, αυτό είναι το μόνο πράγμα που έχει σημασία. Πέρα από αυτό, τα

γεγονότα

της

ζωής

μου

είναι

απλώς

1981

γεννήθηκε

συµπτωµατικά. Στις

23

Φεβρουαρίου

το

αδελφάκι του Μπεν. Τον βγάλαµε Πολ, στη µνήµη του παππού της Σόφι. Μερικούς μήνες αργότερα, τον Ιούλιο, μετακομίσαμε στην απέναντι όχθη του ποταμού,

νοικιάζοντας

τα

δυο

τελευταία

πατώματα ενός σπιτιού στο Μπρούκλιν. Τον Σεπτέμβριο ο Μπεν θα πήγαινε στον παιδικό σταθμό. Πήγαμε όλοι μαζί στη Μινεσότα για τα Χριστούγεννα

και,

όταν

γυρίσαμε,

ο

Πολ

περπατούσε ήδη. Ο Μπεν, ο οποίος σιγά σιγά τον έπαιρνε υπό την προστασία του, ήταν όλο καμάρι για το γεγονός. Όσο για τον Φάνσοου, η Σόφι κι εγώ δεν μιλήσαμε ποτέ γι’ αυτόν. Αυτό ήταν μια σιωπηλή συμφωνία,

και

όσο περισσότερο δεν λέγαμε

τίποτα, τόσο περισσότερο αποδεικνύαµε την πίστη μας ο ένας στον άλλον. Από τότε που επέστρεψα την

προκαταβολή

στον

Στούαρτ

Γκριν

και

επισήμως διέκοψα τη συγγραφή της βιογραφίας, μόνο μία φορά μιλήσαμε για εκείνον. Αυτό συνέβη τη μέρα που αποφασίσαμε να ζήσουμε ξανά μαζί,

και

αφορούσε

αυστηρά πρακτικά

θέματα. Τα βιβλία και τα θεατρικά έργα του Φάνσοου εξακολουθούσαν να αποφέρουν ένα καλό εισόδημα. Αν μέναμε παντρεμένοι, είπε η Σόφι,

τότε

δεν

χρησιμοποιήσουμε

υπήρχε αυτά

περίπτωση

τα

να

χρήματα

για

λογαριασμό μας. Συμφώνησα μαζί της. Βρήκαμε άλλους

τρόπους

να

κερδίσουμε

αυτά

που

χρειαζόμασταν και τοποθετήσαμε τα συγγραφικά δικαιώματα σε ένα καταπίστευμα για τον Μπεν και, κατά συνέπεια, και για τον Πολ. Ως τελικό βήμα, βρήκαμε έναν λογοτεχνικό ατζέντη που θα χειριζόταν το έργο του Φάνσοου: αιτήσεις για ανέβασµα των θεατρικών έργων, διαπραγµατεύσεις για την ανατύπωσή τους, συμβόλαια, οτιδήποτε έπρεπε να γίνει. Ό,τι μπορούσαμε να κάνουμε, το κάναμε. Αν ο Φάνσοου είχε ακόμη τη δύναμη να

μας καταστρέψει, αυτό θα γινόταν μόνο αν εμείς θέλαμε να τον αφήσουμε, επειδή θα θέλαμε να αυτοκαταστραφούμε. Γι’ αυτό και δεν έκανα ποτέ τον κόπο να πω στη Σόφι την αλήθεια. Όχι επειδή η αλήθεια με φόβιζε, αλλά επειδή δεν είχε πια σημασία. Η δύναμή μας βρισκόταν στη σιωπή µας, κι εγώ δεν είχα καµία πρόθεση να τη σπάσω. Ωστόσο ήξερα ότι η ιστορία δεν είχε τελειώσει. Αυτό μου δίδαξε ο τελευταίος μήνας που πέρασα στο Παρίσι και σιγά σιγά έμαθα να το αποδέχομαι. Απλώς ήταν ζήτημα χρόνου να συμβεί το επόμενο γεγονός. Αυτό μου φαινόταν αναπόφευκτο και, αντί να εξακολουθώ να το αρνιέμαι, αντί να εξαπατώ τον εαυτό μου ότι θα μπορούσα κάποτε να απαλλαγώ από τον Φάνσοου, προσπαθούσα να προετοιμαστώ

γι’

αυτό,

προσπαθούσα

να

προετοιμαστώ για τα πάντα. Αυτά τα πάντα, νομίζω, έχουν τόση δύναμη που είναι δύσκολο να αποτυπωθούν µε λέξεις. Επειδή, όταν µπορούν να συμβούν τα πάντα, αυτή ακριβώς είναι η στιγμή

που οι λέξεις αρχίζουν να αστοχούν. Στον βαθμό που ο Φάνσοου γινόταν αναπόφευκτος, στον βαθμό εκείνο δεν βρισκόταν πια εδώ. Έμαθα να το αποδέχομαι. Έμαθα να ζω μαζί του κατά τον ίδιο τρόπο που ζούσα με τη σκέψη του δικού μου θανάτου. Ο ίδιος ο Φάνσοου δεν ήταν ο θάνατος, έμοιαζε όμως με τον θάνατο και λειτουργούσε ως ένας

τρόπος

για

τον θάνατο.

Αν δεν είχα

καταρρεύσει στο Παρίσι, δεν θα το είχα καταλάβει ποτέ. Εκεί δεν πέθανα, πλησίασα όμως τον θάνατο και υπήρξε κάποια στιγμή ή μάλλον υπήρξαν αρκετές στιγμές στις οποίες γεύτηκα τον θάνατο, στις οποίες είδα τον εαυτό μου νεκρό. Δεν υπάρχει θεραπεία για μια τέτοια αναμέτρηση. Μία φορά να συμβεί και συνεχίζει να συμβαίνει. Ζεις µαζί της όλη την υπόλοιπη ζωή σου. Το γράμμα ήρθε στις αρχές της άνοιξης του 1982. Αυτή τη φορά είχε σφραγίδα ταχυδρομείου από τη Βοστόνη και το μήνυμα ήταν σαφές, πιο επείγον από ποτέ.

Δεν αντέχω άλλο πια. Πρέπει να σου

μιλήσω. Πλατεία Κολόμβου 9, Βοστόνη. 1η Απριλίου. Τότε θα τελειώσουν όλα, σ’ το υπόσχοµαι. Είχα στη διάθεσή μου κάτι λιγότερο από μία βδομάδα για να σκαρώσω μια δικαιολογία. Αυτό αποδείχτηκε δυσκολότερο απ’ ό,τι θα μπορούσε να είναι. Αν και επέμενα να μη μάθει οτιδήποτε η Σόφι, νιώθοντας ότι αυτό ήταν το λιγότερο που μπορούσα να κάνω γι’ αυτήν, κατά κάποιον τρόπο απέφευγα να πω άλλο ένα ψέμα, έστω κι αν αυτό έπρεπε να γίνει. Πέρασαν δυο τρεις μέρες χωρίς καμιά πρόοδο και στο τέλος σκάρωσα μια ιστορία που χώλαινε, για κάποια έγγραφα που έπρεπε να συμβουλευτώ στη βιβλιοθήκη του Χάρβαρντ. Ούτε καν θυμάμαι πια ήταν αυτά τα υποτιθέμενα έγγραφα. Νομίζω κάτι σχετικό με ένα άρθρο που θα έγραφα, αλλά μπορεί να κάνω και λάθος. Το σημαντικό ήταν να μην προβάλει αντιρρήσεις η Σόφι. Εντάξει, μου είπε εκείνη, προχώρα, και τα λοιπά. Διαισθάνομαι ότι υποπτεύθηκε πως κάτι συνέβαινε, αλλά ήταν απλώς μια αίσθηση και θα

ήταν άσκοπο να κάνω υποθέσεις γι’ αυτό. Σε ό,τι αφορά τη Σόφι, έχω την τάση να πιστεύω ότι δεν υπάρχει τίποτα κρυφό. Έκλεισα μια θέση για το πρωινό τρένο της 1ης Απριλίου. Το πρωί της αναχώρησής μου, ο Πολ ξύπνησε λίγο πριν από τις πέντε και ήρθε στο κρεβάτι

μαζί

μας.

Εγώ

σηκώθηκα

μία

ώρα

αργότερα και γλίστρησα έξω από το δωμάτιο, σταματώντας για λίγο στην πόρτα για να κοιτάξω τη Σόφι και το μωρό μέσα στο αδύναμο γκρίζο φως.

Ξαπλωμένοι

με

την

άνεσή

τους,

ανενόχλητοι, ήταν τα κορμιά με τα οποία ταίριαζα. Ο Μπεν βρισκόταν στην κουζίνα του πάνω πατώματος, είχε ήδη ντυθεί, έτρωγε μια μπανάνα και έφτιαχνε σχέδια. Χτύπησα δυο αυγά στο τηγάνι και για τους δυο μας και του είπα ότι θα έπαιρνα το τρένο για τη Βοστόνη. Εκείνος ήθελε να μάθει πού βρίσκεται η Βοστόνη. «Γύρω στα διακόσια μίλια μακριά αποδώ» του είπα.

«Είναι τόσο µακριά όσο το διάστηµα;» «Αν πας ίσια πάνω, µπορεί να φτάσεις κοντά». «Εγώ νόμιζα ότι θα πήγαινες στο φεγγάρι. Ένα διαστηµόπλοιο είναι καλύτερο από ένα τρένο». «Αυτό θα το κάνω στην επιστροφή. Έχουν τακτικές πτήσεις από τη Βοστόνη για το φεγγάρι τις Παρασκευές. Θα κλείσω μια θέση μόλις φτάσω εκεί». «Ωραία. Τότε µπορεί να µου πεις µε τι µοιάζει». «Αν βρω καμιά φεγγαρόπετρα, μπορεί να σου φέρω». «Και µε τον Πολ τι θα γίνει;» «Θα φέρω και γι’ αυτόν µία». «Όχι, ευχαριστώ». «Τι σηµαίνει αυτό;» «Δεν θέλω φεγγαρόπετρα. Μπορεί να τη βάλει στο στόµα του και να πνιγεί». «Τότε τι θα ήθελες;» «Έναν ελέφαντα». «Δεν υπάρχουν ελέφαντες στο διάστηµα».

«Το ξέρω. Εσύ όµως δεν πας στο διάστηµα». «Σωστά». «Και πάω στοίχημα ότι στη Βοστόνη υπάρχουν ελέφαντες». «Μάλλον έχεις δίκιο. Προτιμάς έναν ροζ ή έναν άσπρο ελέφαντα;» «Έναν γκρι ελέφαντα. Μεγάλο, χοντρό, και με πολλές ρυτίδες». «Κανένα πρόβλημα. Αυτούς τους βρίσκεις πιο εύκολα. Θα τον ήθελες πακεταρισµένο στο κουτί ή να τον φέρω πίσω δεµένο µε το λουράκι;» «Νομίζω ότι θα έπρεπε να τον φέρεις πίσω καβάλα. Να κάθεσαι στην πλάτη του, φορώντας μια κορόνα στο κεφάλι σου. Όπως ακριβώς ένας αυτοκράτορας». «Αυτοκράτορας τίνος;» «Ο αυτοκράτορας των µικρών αγοριών». «Πρέπει να έχω και αυτοκράτειρα;» «Φυσικά. Η αυτοκράτειρα είναι η μαμά. Θα της άρεσε αυτό. Ίσως θα έπρεπε να την ξυπνήσουμε

και να της το πούµε». «Ας μην την ξυπνήσουμε. Θα προτιμούσα να της κάνω έκπληξη όταν γυρίσω πίσω». «Καλή ιδέα. Όπως και να ’χει, δεν θα το πίστευε αν δεν το έβλεπε». «Ακριβώς.

Κι

εμείς

δεν

θέλουμε

να

απογοητευτεί. Σε περίπτωση που δεν θα μπορέσω να βρω τον ελέφαντα». «Ω, θα τον βρεις, μπαμπά. Μην ανησυχείς γι’ αυτό». «Πώς µπορείς να είσαι τόσο σίγουρος;» «Επειδή

είσαι

αυτοκράτορας.

Ένας

αυτοκράτορας µπορεί να κάνει ό,τι θέλει». Σ’ όλη τη διαδρομή προς τα βόρεια έβρεχε και την ώρα που φτάναμε στην Πρόβιντενς ο ουρανός μάς απειλούσε ακόμα και με χιόνι. Στη Βοστόνη αγόρασα μια ομπρέλα και έκανα τα τελευταία δυο τρία

μίλια

μελαγχολικοί

με

τα

μέσα

πόδια. σε

μια

Οι υγρή

δρόμοι και

ήταν γκρίζα

ατμόσφαιρα και, καθώς πήγαινα προς το Σάουθ

Εντ, δεν συνάντησα σχεδόν κανέναν, εκτός από έναν μεθυσμένο, μια παρέα εφήβων, έναν άντρα που κάτι μαστόρευε στα τηλεφωνικά κουτιά, δυο τρία αδέσποτα μαντρόσκυλα. Η πλατεία Κολόμβου αποτελούνταν από δέκα ή δώδεκα σπίτια στη σειρά, απέναντι σε μια χαλικόστρωτη νησίδα που την απέκοπτε από την κεντρική κυκλοφοριακή αρτηρία. Το σπίτι στο νούμερο 9 ήταν το πιο ρημαγμένο απ’ όλα. Τετραώροφο όπως και τα άλλα,

σαραβαλιασμένο

όμως,

με

σανίδες

βαλμένες σαν υποστυλώματα στην είσοδο, ενώ η πρόσοψή του

χρειαζόταν επισκευή. Ωστόσο το

κτίριο είχε μια εντυπωσιακή σταθερότητα, μια κοµψότητα του 19ου αιώνα που εξακολουθούσε να διακρίνεται μέσα από τις ρωγμές του. Φαντάστηκα ευρύχωρα

δωμάτια

με

ψηλά

ταβάνια,

άνετα

περβάζια στα παράθυρα, γύψινες διακοσμήσεις. Όπως προέκυψε όμως, δεν μπόρεσα να δω τίποτα από αυτά τα πράγµατα. Στην πόρτα υπήρχε ένα σκουριασµένο κουδούνι,

ένα μεταλλικό ημισφαίριο με μια λαβή στο κέντρο. Όταν το πάτησα, έκανε τον θόρυβο κάποιου που του έρχεται αναγούλα, έναν πνιχτό θόρυβο που δεν έφτασε πολύ μακριά. Περίμενα, αλλά δεν συνέβη τίποτα. Πάτησα πάλι το κουδούνι, αλλά δεν ήρθε κανείς. Έπειτα, δοκιμάζοντας την πόρτα με το χέρι μου, είδα ότι δεν ήταν κλειδωμένη. Την έσπρωξα

για

ν’

ανοίξει,

κοντοστάθηκα

και

συνέχισα. Το χολ της εισόδου ήταν άδειο. Στα δεξιά μου βρισκόταν η σκάλα με κουπαστή από μαόνι και ξύλινα σκαλοπάτια. Στα αριστερά μου βρισκόταν μια δίφυλλη σφαλισμένη πόρτα που έκλεινε αυτό που, αναμφίβολα, ήταν το σαλόνι. Ακριβώς μπροστά μου υπήρχε μια άλλη πόρτα, επίσης κλειστή, που πιθανότατα οδηγούσε στην κουζίνα. Δίστασα για μια στιγμή, διάλεξα τις σκάλες και πάνω που ήμουν έτοιμος ν’ ανεβώ, άκουσα κάτι πίσω από τη δίφυλλη πόρτα. Ήταν ένα ελαφρύ χτύπημα, ακολουθούμενο από μια φωνή που δεν καταλάβαινα. Γύρισα και κοίταξα

την πόρτα, ενώ αφουγκραζόμουν μήπως ακούσω πάλι τη φωνή. Δεν συνέβη τίποτα. Μια παρατεταμένη σιωπή. Έπειτα, ψιθυριστά σχεδόν, η φωνή µίλησε πάλι. «Εδώ µέσα» είπε. Πλησίασα την πόρτα και πίεσα το αυτί μου στη χαραμάδα μεταξύ των δύο φύλλων. «Εσύ είσαι, Φάνσοου;» «Μη χρησιμοποιείς αυτό το όνομα» είπε η φωνή, πιο καθαρά αυτήν τη φορά. «Δεν θα σου επιτρέψω να χρησιμοποιείς αυτό το όνομα». Το στόμα του ανθρώπου από το εσωτερικό του δωματίου ήταν ευθυγραμμισμένο με το αυτί μου. Μονάχα

η

πόρτα

υπήρχε

ανάμεσά

βρισκόμασταν τόσο κοντά, ώστε ένι

μας

και

ωθα σαν να

μου έριχναν μέσα στο μυαλό μου αυτά τα λόγια. Ήταν σαν να άκουγα την καρδιά ενός ανθρώπου να χτυπά στο στήθος του, σαν να έψαχνα ένα κορμί γυρεύοντας τον σφυγμό του. Εκείνος σταμάτησε να μιλά κι ένιωσα την ανάσα του να γλιστρά μέσα από τη χαραµάδα.

«Άφησέ µε να µπω» είπα. «Άνοιξε την πόρτα και άφησέ µε να µπω». «Δεν μπορώ να το κάνω αυτό» αποκρίθηκε η φωνή. «Θα πρέπει να µιλήσουµε έτσι». Άδραξα το πόμολο και τράνταξα νευριασμένος την πόρτα. «Άνοιξε» είπα. «Άνοιξε, ειδεμή θα κάνω την πόρτα κοµµάτια». «Όχι» είπε η φωνή. «Η πόρτα μένει κλειστή». Τώρα πια ήμουν πεπεισμένος ότι ο Φάνσοου ήταν εκεί μέσα. Θα ήθελα να είναι ένας απατεώνας, αναγνώριζα όμως πάρα πολλά σ’ αυτή τη φωνή για να υποκριθώ ότι ήταν κάποιος άλλος. «Στέκομαι εδώ μ’ ένα όπλο» είπε εκείνος «και το όπλο είναι στραμμένο

καταπάνω σου.

Αν περάσεις

την

πόρτα, θα ρίξω». «Δεν σε πιστεύω». «Άκου αυτό» είπε εκείνος και κατάλαβα ότι απομακρύνθηκε δευτερόλεπτο

από

την

αργότερα

πόρτα.

Ένα

ένα

όπλο

εκπυρσοκρότησε, ακολουθούμενο από τον ήχο

του σοβά που έπεφτε στο πάτωμα. Εντωμεταξύ, προσπάθησα

να

κοιτάξω

από

τη

χαραμάδα,

ελπίζοντας να πάρει κάτι το μάτι μου μέσα στο δωμάτιο, αλλά η χαραμάδα ήταν πολύ στενή. Δεν έβλεπα

τίποτα

παραπάνω

από

μια

φωτεινή

κλωστή, μια μοναδική γκρίζα κλωστή. Έπειτα το στόμα ξαναγύρισε και δεν μπορούσα να δω ούτε αυτήν. «Εντάξει» είπα «έχεις όπλο. Αν όμως δεν μ’ αφήσεις να σε δω, τότε πώς θα ξέρω ότι είσαι αυτός που λες;» «Εγώ δεν είπα ποιος είµαι». «Άσε με να το θέσω αλλιώς. Πώς μπορώ να ξέρω ότι µιλώ στον σωστό άνθρωπο;» «Θα πρέπει να µε εµπιστευτείς». «Στον καιρό

μας

η

εμπιστοσύνη

είναι

το

τελευταίο πράγµα που θα περίµενε κανείς». «Σου λέω πως είμαι ο σωστός άνθρωπος. Αυτό θα έπρεπε να είναι αρκετό. Ήρθες στο σωστό µέρος και είµαι ο σωστός άνθρωπος».

«Νόμιζα ότι ήθελες να με δεις. Αυτό έλεγες στο γράµµα σου». «Είπα ότι ήθελα να σου μιλήσω. Υπάρχει διαφορά». «Ας µη λεπτολογούµε τώρα». «Απλώς σου υπενθυµίζω τι έγραψα». «Μη με σπρώχνεις στα άκρα, Φάνσοου. Τίποτα δεν θα µ’ εµποδίσει να σηκωθώ να φύγω». Άκουσα μια ξαφνική βαθιά ανάσα και έπειτα ένα χέρι χτύπησε βίαια την πόρτα. «Όχι, Φάνσοου!» ξεφώνισε. «Ποτέ ξανά Φάνσοου!» Άφησα μερικά λεπτά να περάσουν, μη θέλοντας να προκαλέσω άλλο ένα ξέσπασμα. Το στόμα αποτραβήχτηκε από τη χαραμάδα και φαντάστηκα πως άκουγα βογκητά κάπου από το κέντρο του δωματίου – βογκητά ή λυγμούς, δεν μπορούσα να πω τι ακριβώς. Στάθηκα εκεί περιμένοντας, μην ξέροντας τι να πω παρακάτω. Τελικά, το στόμα ξαναγύρισε

και,

ύστερα

από

άλλη

μια

παρατεταμένη παύση, ο Φάνσοου είπε: «Είσαι

ακόµη εκεί;» «Ναι». «Με συγχωρείς. Δεν ήθελα να ξεκινήσουμε έτσι». «Απλώς θυμήσου» του είπα «βρίσκομαι εδώ µόνο και µόνο επειδή εσύ µου ζήτησες να έρθω». «Αυτό το ξέρω. Και σ’ ευγνωµονώ γι’ αυτό». «Ίσως βοηθούσε αν μου εξηγούσες γιατί με κάλεσες». «Αργότερα. Δεν θέλω ακόμη να μιλήσω γι’ αυτό». «Τότε για ποιο πράγµα να µιλήσουµε;» «Άλλα πράγµατα. Πράγµατα που συνέβησαν». «Ακούω». «Επειδή δεν θέλω να με μισείς. Μπορείς να το καταλάβεις αυτό;» «Δεν σε μισώ. Πάει καιρός που σε μισούσα, αλλά τώρα το έχω ξεπεράσει». «Σήμερα, βλέπεις, είναι η τελευταία μου μέρα. Και θα πρέπει να βεβαιωθώ».

«Εδώ βρισκόσουν όλο αυτό το διάστηµα;» «Νομίζω πως ήρθα εδώ πριν από δυο χρόνια περίπου». «Και πριν απ’ αυτό;» «Εδώ κι εκεί. Εκείνος ο άντρας µε είχε πάρει στο κατόπι, κι έπρεπε να είμαι συνέχεια σε κίνηση. Αυτό με έκανε να θέλω να ταξιδεύω, το γούσταρα στ’

αλήθεια.

Δεν

ήταν

διόλου

αυτό

που

προσδοκούσα. Το σχέδιό μου ήταν να μένω ήσυχος και ν’ αφήνω τον καιρό να περνά». «Μιλάς για τον Κουίν;» «Ναι. Τον ιδιωτικό αστυνοµικό». «Σε βρήκε;» «Δύο φορές. Τη μία στη Νέα Υόρκη. Την άλλη φορά κάτω στον Νότο». «Γιατί είπε ψέµατα τότε;» «Επειδή εγώ τον τρομοκράτησα έως θανάτου. Ήξερε τι θα του συνέβαινε αν κάποιος ανακάλυπτε κάτι». «Εξαφανίστηκε, ξέρεις. Δεν κατάφερα να βρω το

παραµικρό ίχνος του». «Κάπου βρίσκεται. Δεν έχει σηµασία». «Πώς κατάφερες να τον ξεφορτωθείς;» «Έφερα

τα

πάνω κάτω.

Αυτός

νόμιζε

ότι

ακολουθούσε εμένα, ενώ στην πραγματικότητα τον ακολουθούσα εγώ. Με βρήκε, βέβαια, στη Νέα Υόρκη, αλλά του ξέφυγα, ξεγλίστρησα μέσα από τα χέρια του. Μετά ήταν σαν να παίζαμε ένα παιχνίδι. Τον καθοδηγούσα, του άφηνα παντού ενδείξεις, έτσι ώστε ήταν αδύνατο να μη με βρει. Διαρκώς όμως τον παρακολουθούσα και, όταν ήρθε η στιγμή, του την έστησα κι αυτός ήρθε κι έπεσε κατευθείαν στην παγίδα µου». «Πολύ έξυπνο». «Όχι. Ήταν ηλίθιο. Δεν είχα όμως άλλη επιλογή. Ή αυτό ή θα μάζευαν εμένα, πράγμα που σήμαινε ότι θα είχα μεταχείριση τρελού. Μίσησα τον εαυτό μου γι’ αυτό. Εκείνος, στο κάτω κάτω, έκανε τη δουλειά του κι αυτό μ’ έκανε να τον λυπάμαι. Ο οίκτος µ’ αηδιάζει, ιδίως όταν τον νιώθω ο ίδιος».

«Και µετά;» «Δεν μπορούσα να είμαι σίγουρος ότι το κόλπο μου έπιασε στ’ αλήθεια. Σκέφτηκα ότι ο Κουίν μπορεί να με έπαιρνε πάλι στο κατόπι. Κι έτσι συνέχισα να κινούμαι, έστω κι αν δεν χρειαζόταν να το κάνω. Έχασα γύρω στον ένα χρόνο». «Πού πήγες;» «Νοτιοδυτικά. Ήθελα να μένω όπου είχε ζέστη. Ταξίδευα με τα πόδια, βλέπεις, κοιμόμουν στο ύπαιθρο, προσπαθούσα να πηγαίνω όπου δεν υπήρχε πολυκοσμία. Είναι, ξέρεις, μια τεράστια χώρα. Απολύτως συγκλονιστική. Για ένα διάστημα έμεινα στην έρημο κάπου δυο μήνες. Αργότερα έζησα σε µια καλύβα σε έναν καταυλισµό των Χόπι στην Αριζόνα. Οι Ινδιάνοι έκαναν συμβούλιο της φυλής, για να μου δώσουν την άδεια να μείνω εκεί». «Αυτό το φαντάστηκες». «Δεν σου ζητώ να με πιστέψεις. Σου λέω την ιστορία, αυτό είναι όλο. Εσύ μπορείς να σκεφτείς

ό,τι θέλεις». «Και µετά;» «Μετά βρέθηκα κάπου στο Νέο Μεξικό. Μια μέρα πήγα να φάω σε ένα μαγαζί που βρέθηκε στον δρόμο μου, και κάποιος είχε αφήσει πάνω στον πάγκο μια εφημερίδα. Την πήρα και τη διάβασα. Εκεί ανακάλυψα ότι εκδόθηκε ένα βιβλίο µου». «Σε εξέπληξε αυτό;» «Δεν θα χρησιμοποιούσα αυτήν ακριβώς τη λέξη». «Τότε τι;» «Δεν ξέρω. Θύµωσα, νοµίζω. Οργίστηκα». «Δεν καταλαβαίνω». «Θύµωσα επειδή το βιβλίο ήταν σκουπίδια». «Οι συγγραφείς ποτέ δεν ξέρουν πώς να κρίνουν τη δουλειά τους». «Όχι, το βιβλίο ήταν σκουπίδια, πίστεψέ με. Όλα όσα έκανα ήταν σκουπίδια». «Τότε γιατί δεν τα κατέστρεψες;»

«Ήμουν υπερβολικά προσκολλημένος σ’ αυτά. Αυτό όμως δεν έχει νόημα. Ένα μωρό είναι προσκολλημένο στα κακά του, αλλά κανείς δεν σκοτίζεται γι’ αυτό. Είναι αυστηρά δική του δουλειά». «Τότε γιατί έβαλες τη Σόφι να σου υποσχεθεί ότι θα µου έδειχνε τα έργα σου;» «Για να τη διευκολύνω. Αλλά αυτό το ξέρεις ήδη. Το έχεις καταλάβει εδώ και πολύ καιρό. Αυτή ήταν η δικαιολογία µου. Ο πραγµατικός µου λόγος ήταν να της βρω έναν καινούργιο σύζυγο». «Πέτυχε». «Έπρεπε να πετύχει. Δεν διάλεξα, ξέρεις, τον πρώτο τυχόντα». «Και τα χειρόγραφα;» «Φαντάστηκα ότι αυτά θα τα πέταγες. Ποτέ δεν σκέφτηκα ότι κάποιος θα τα έπαιρνε στα σοβαρά». «Τι

έκανες

αφού

διάβασες

ότι

το

βιβλίο

εκδόθηκε;» «Ξαναγύρισα στη Νέα Υόρκη. Ήταν παράλογο

αυτό

που

έκανα,

αλλά

ήμουν

κάπως

σαλταρισμένος, δεν σκεφτόμουν πια καθαρά. Το βιβλίο με παγίδεψε μέσα σε ό,τι είχα κάνει, κι έπρεπε να παλέψω πάλι μ’ όλα αυτά. Μόλις το βιβλίο εκδόθηκε, δεν µπορούσα να γυρίσω πίσω». «Εγώ νόµισα πως είχες πεθάνει». «Αυτό έπρεπε να σκεφτείς. Αν μη τι άλλο, αυτό μου αποδείκνυε ότι ο Κουίν δεν αποτελούσε πια πρόβλημα. Αυτό το καινούργιο πρόβλημα, όμως, ήταν πολύ χειρότερο. Γι’ αυτό και σου έγραψα τότε το γράµµα». «Αυτό που έκανες ήταν αισχρό». «Ήμουν

θυμωμένος

μαζί

σου.

Ήθελα

να

υποφέρεις, να ζήσεις με τα ίδια πράγματα με τα οποία έπρεπε να ζω εγώ. Μόλις το έριξα στο γραμματοκιβώτιο,

την

επόμενη

στιγμή

µετάνιωσα». «Πολύ αργά». «Ναι, πολύ αργά». «Πόσο καιρό έµεινες στη Νέα Υόρκη;»

«Δεν ξέρω. Έξι ή οκτώ µήνες, θαρρώ». «Πώς ζούσες; Πώς έβγαζες λεφτά για να ζεις;» «Έκλεβα πράγµατα». «Γιατί δεν λες την αλήθεια;» «Βάζω τα δυνατά μου. Σου λέω ό,τι είμαι σε θέση να σου πω». «Τι άλλο έκανες στη Νέα Υόρκη;» «Σε παρακολουθούσα. Παρακολουθούσα εσένα, τη Σόφι και το μωρό. Υπήρξε μάλιστα ένα διάστημα

που

την

πολυκατοικία σας.

έστησα

έξω

Για δυο τρεις

από

την

βδομάδες,

μπορεί κι έναν μήνα. Σας ακολουθούσα όπου και να πηγαίνατε. Μια δυο φορές μάλιστα, έπεσα πάνω σου στον δρόμο, σε κοίταξα ίσια στα μάτια. Εσύ

όμως

ούτε

που

το

κατάλαβες.

Ήταν

φανταστικός ο τρόπος που δεν µ’ έβλεπες». «Τα φαντάζεσαι όλα αυτά». «Μάλλον δεν δείχνω πια ο ίδιος». «Κανείς δεν µπορεί ν’ αλλάξει τόσο πολύ». «Θαρρώ πως είμαι αγνώριστος. Αυτό όμως ήταν

ευτύχημα για σένα. Αν συνέβαινε κάτι, μπορεί και να σε σκότωνα. Όλο εκείνο το διάστημα στη Νέα Υόρκη, με πλημμύριζαν φονικές σκέψεις. Κακό πράγµα. Εκεί πλησίασα κάποιο είδος φρίκης». «Τι σε σταµάτησε;» «Βρήκα το κουράγιο να φύγω». «Αυτό ήταν ευγενικό εκ µέρους σου». «Δεν προσπαθώ να υπερασπιστώ τον εαυτό μου. Αναφέρω απλώς τα γεγονότα. Είχα ακόμη το φυλλάδιο του εμπορικού ναυτικού και υπέγραψα για να μπαρκάρω με ένα ελληνικό φορτηγό. Ήταν αηδιαστικό, πραγματικά αποκρουστικό από την αρχή ως το τέλος. Μου άξιζε όμως, ήταν ακριβώς αυτό που ήθελα. Το πλοίο πήγαινε παντού∙ Ινδία, Ιαπωνία, έκανε τον γύρο του κόσμου. Δεν βγήκα στη στεριά ούτε μία φορά. Κάθε φορά που φτάναμε σε κάποιο λιμάνι, εγώ κατέβαινα στην καμπίνα μου και κλειδωνόμουν εκεί. Πέρασα έτσι δυο χρόνια, δίχως να δω τίποτα, δίχως να κάνω τίποτα, ζώντας σαν νεκρός».

«Ενώ εγώ προσπαθούσα να γράψω την ιστορία της ζωής σου». «Αυτό έκανες;» «Έτσι θα φαινόταν». «Μεγάλο σφάλµα». «Δεν

είναι

ανάγκη

να

μου

το

πεις.

Το

ανακάλυψα µόνος µου». «Μια μέρα το πλοίο έπιασε Βοστόνη κι εγώ αποφάσισα να φύγω. Είχα μαζέψει ένα τρανταχτό ποσό, κάτι παραπάνω από αρκετό για να αγοράσω αυτό το σπίτι. Από τότε βρίσκοµαι εδώ». «Ποιο όνοµα χρησιµοποιούσες;» «Χένρι Νταρκ. Κανείς όμως δεν ξέρει ποιος είμαι. Ποτέ δεν βγήκα έξω. Υπάρχει μια γυναίκα που έρχεται δύο φορές την εβδομάδα και μου φέρνει ό,τι χρειάζομαι, αλλά δεν τη βλέπω ποτέ. Της αφήνω ένα σημείωμα στο κάτω μέρος της σκάλας μαζί με τα λεφτά που της οφείλω. Είναι µια απλή και αποτελεσµατική συµφωνία. Εσύ είσαι ο πρώτος άνθρωπος με τον οποίο μιλώ μέσα σε

δυο χρόνια». «Σκέφτηκες ποτέ ότι είσαι τρελός;» «Ξέρω ότι έτσι σου φαίνεται εσένα, δεν είμαι όμως, πίστεψέ με. Δεν θέλω ούτε την ανάσα μου να

ξοδέψω

μιλώντας

γι’

αυτό.

Εκείνο

που

χρειάζομαι εγώ για τον εαυτό μου είναι πολύ διαφορετικό από αυτό που χρειάζονται άλλοι άνθρωποι». «Δεν είναι κάπως μεγάλο αυτό το σπίτι για ένα άτοµο;» «Υπερβολικά μεγάλο. Δεν έχω πάει πέρα από το ισόγειο από τότε που εγκαταστάθηκα εδώ». «Τότε γιατί το αγόρασες;» «Δεν κόστιζε σχεδόν τίποτα. Και μου άρεσε το όνοµα του δρόµου. Με γοήτευε». «Πλατεία Κολόµβου;» «Ναι». «Δεν σε πιάνω». «Φαινόταν

καλός

οιωνός.

Ξαναγυρνώ

στην

Αμερική και τότε βρίσκω ένα σπίτι σε έναν δρόμο

που ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του Κολόμβου. Υπήρχε κάποια λογική σ’ αυτό». «Κι εδώ σκοπεύεις να πεθάνεις». «Ακριβώς». «Το πρώτο σου γράμμα έλεγε για επτά χρόνια. Έχεις έναν χρόνο ακόµα µέχρι να πεθάνεις». «Ό,τι είχα να αποδείξω το απέδειξα στον εαυτό μου.

Δεν

υπάρχει

λόγος

να

συνεχίζω.

Κουράστηκα. Μπούχτισα πια». «Μου ζήτησες να έρθω επειδή νόμιζες ότι εγώ θα σε σταµατούσα;» «Όχι. Διόλου. Δεν περιµένω τίποτα από σένα». «Τότε τι θέλεις;» «Έχω κάποια πράγματα να σου δώσω. Σε κάποιο βαθμό, συνειδητοποίησα ότι σου όφειλα μια εξήγηση

για

όσα

έκανα.

Μια

απόπειρα

τουλάχιστον. Πέρασα τους τελευταίους έξι μήνες προσπαθώντας να τα καταγράψω στο χαρτί». «Κι εγώ που νόμιζα ότι είχες παρατήσει οριστικά το γράψιµο».

«Αυτό είναι διαφορετικό. Δεν έχει καμιά σχέση µε ό,τι συνήθιζα να κάνω». «Πού είναι;» «Πίσω σου. Στο ντουλάπι κάτω από τις σκάλες. Ένα κόκκινο σηµειωµατάριο». Έκανα

μεταβολή,

άνοιξα

την

πόρτα

του

ντουλαπιού και πήρα το σημειωματάριο. Ήταν ένα συνηθισμένο σπιράλ σημειωματάριο διακοσίων σελίδων. Έριξα μια γρήγορη ματιά και είδα ότι όλες οι σελίδες ήταν γεμάτες. Ο ίδιος γνώριμος γραφικός χαρακτήρας, η ίδια μαύρη μελάνη, τα ίδια μικρά γράμματα. Σηκώθηκα και ξαναγύρισα στη χαραµάδα ανάµεσα στις πόρτες. «Και τώρα τι κάνουµε;» ρώτησα. «Πάρ’ το µαζί σου. Διάβασέ το». «Κι αν δεν µπορώ;» «Τότε κράτα το για το παιδί. Μπορεί να θέλει να το δει όταν µεγαλώσει». «Δεν νομίζω πως έχεις κανένα δικαίωμα να το ζητάς αυτό».

«Είναι γιος µου». «Όχι, δεν είναι. Δικός µου είναι». «Δεν θα επιμείνω.

Τότε

διάβασέ

το εσύ.

Άλλωστε για σένα γράφτηκε». «Και η Σόφι;» «Όχι. Δεν πρέπει να της το πεις». «Αυτό είναι το μόνο πράγμα που δεν θα καταλάβω ποτέ». «Η Σόφι;» «Πώς μπόρεσες να την παρατήσεις έτσι. Τι σου έκανε;» «Τίποτα. Δεν ήταν δικό της το λάθος. Αυτό θα πρέπει τώρα πια να το ξέρεις. Απλώς δεν ήταν γραφτό να ζήσω σαν όλους τους άλλους». «Πώς ήταν γραφτό να ζήσεις;» «Όλα βρίσκονται στο σημειωματάριο. Αν σου έλεγα κάτι τώρα, αυτό θα διέστρεφε την αλήθεια». «Υπάρχει τίποτε άλλο;» «Όχι, δεν νοµίζω. Μάλλον φτάσαµε στο τέλος». «Δεν πιστεύω πως έχεις το κουράγιο να με

πυροβολήσεις. Αν αυτή τη στιγμή έσπαγα την πόρτα, δεν θα έκανες το παραµικρό». «Μην το διακινδυνεύσεις. Θα πας τζάµπα». «Θα σου άρπαζα το όπλο από το χέρι. Θα σε χτυπούσα ώσπου να πέσεις ξερός». «Δεν υπάρχει λόγος να το κάνεις αυτό. Είμαι ήδη νεκρός. Πήρα δηλητήριο πριν από μερικές ώρες». «Δεν σε πιστεύω». «Δεν είναι δυνατόν να ξέρεις τι είναι αλήθεια και τι όχι. Ποτέ δεν θα το µάθεις». «Θα καλέσω την αστυνομία. Θα σπάσουν την πόρτα και θα σε κουβαλήσουν στο νοσοκοµείο». «Ένας ήχος στην πόρτα, και μια σφαίρα θα καρφωθεί στο κεφάλι μου. Δεν υπάρχει τρόπος να κερδίσεις». «Είναι τόσο δελεαστικός ο θάνατος;» «Έζησα τόσο πολύ καιρό μαζί του, είναι το μόνο πράγµα που µου µένει». Δεν ήξερα πια τι να πω. Ο Φάνσοου με έκανε να

καταλάβω κάποια πράγματα, και, καθώς τον άκουγα να ανασαίνει πίσω από την πόρτα, ένιωθα σαν να ρουφούσε τη ζωή από το κορμί μου. «Είσαι τρελός» είπα «και σου αξίζει να πεθάνεις». Έπειτα,

τσακισμένος

από

την ίδια μου την

αδυναμία και τη βλακεία, άρχισα να κοπανώ σαν παιδί την πόρτα, τρέμοντας και τραυλίζοντας, έτοιµος να ξεσπάσω σε κλάµατα. «Καλύτερα να φύγεις» είπε ο Φάνσοου. «Δεν υπάρχει λόγος να το παρατραβάς». «Δεν θέλω να φύγω» είπα. «Έχουμε ακόμη πράγµατα να συζητήσουµε». «Όχι,

δεν

έχουμε.

Τελειώσαμε.

Πάρε

το

σημειωματάριο και γύρνα πίσω στη Νέα Υόρκη. Αυτό είναι το µόνο που σου ζητώ». Ήμουν τόσο εξαντλημένος που για μια στιγμή σκέφτηκα ότι θα καταρρεύσω. Άδραξα το πόμολο για να στηριχτώ, ενώ ένιωθα το κεφάλι μου να αδειάζει και πάλευα να μη λιποθυμήσω. Ύστερα απ’ αυτό, δεν θυμάμαι τι συνέβη. Βρέθηκα έξω,

μπροστά από το σπίτι, με την ομπρέλα στο ένα χέρι και το κόκκινο σημειωματάριο στο άλλο. Η βροχή είχε σταματήσει, αλλά η ατμόσφαιρα ήταν ακόμη βαριά κι ένιωθα το σκοτάδι στα πνευμόνια μου. Παρακολουθούσα ένα καμιόνι να περνά κάνοντας

φασαρία

μέσα

στην

κίνηση,

και

ακολούθησα με το βλέμμα μου τα πίσω κόκκινα φώτα του ώσπου δεν τα έβλεπα πια. Όταν σήκωσα το κεφάλι μου, είδα πως ήταν σχεδόν νύχτα. Άρχισα να απομακρύνομαι από το σπίτι, βάζοντας μηχανικά το ένα πόδι μου μπροστά από το άλλο, μην μπορώντας να συγκεντρωθώ και να σκεφτώ πού πήγαινα. Θαρρώ πως έπεσα κάτω μια δυο φορές. Κάποια στιγμή θυμάμαι ότι περίμενα σε μια γωνιά και προσπαθούσα να σταματήσω ένα ταξί, αλλά κανείς δεν σταµατούσε για να µε πάρει. Λίγα λεπτά αργότερα, η ομπρέλα γλίστρησε από το χέρι μου και έπεσε σε μια λακκούβα. Δεν νοιάστηκα να τη µαζέψω. Θα πρέπει να ήταν λίγο μετά τις επτά όταν

έφτασα στον σιδηροδρομικό σταθμό, τον Σάουθ Στέισιον. Ένα τρένο για τη Νέα Υόρκη είχε φύγει πριν από δεκαπέντε λεπτά και το επόμενο ήταν προγραμματισμένο για τις οκτώ και μισή. Κάθισα σε

ένα

ξύλινο

παγκάκι

με

το

κόκκινο

σημειωματάριο ακουμπισμένο στα πόδια μου. Λίγοι αργοπορημένοι επιβάτες τριγύριζαν μέσα στον σταθμό. Ένας επιστάτης κινούνταν αργά πάνω

στο

μαρμάρινο

πάτωμα

με

μια

σφουγγαρίστρα. Πίσω μου άκουγα δυο άντρες να συζητούν για την ομάδα μπέιζμπολ των Ρεντ Σοξ. Αφού επί δέκα λεπτά πάλεψα να καταπνίξω τη διάθεση που με κυρίευε, στο τέλος άνοιξα το κόκκινο σημειωματάριο. Το διάβαζα επίμονα για μία ώρα περίπου, ξεφυλλίζοντας μπρος πίσω τις σελίδες, προσπαθώντας να αντιληφθώ τι είχε γράψει ο Φάνσοου. Αν δεν λέω τίποτα για ό,τι βρήκα εκεί μέσα, είναι επειδή κατάλαβα ελάχιστα πράγματα. Όλες οι λέξεις μού ήταν οικείες, κι ωστόσο έμοιαζαν να συνδυάζονται παράξενα, λες

και

η

τελική

τους

πρόθεση

ήταν

να

αλληλοαναιρεθούν. Δεν μπορώ να σκεφτώ άλλον τρόπο για να το εκφράσω. Κάθε πρόταση εξάλειφε την προηγούμενη, κάθε παράγραφος έκανε την επόμενη να φαίνεται απαράδεκτη. Είναι, λοιπόν, παράξενο που η αίσθηση που απομένει από αυτό το σημειωματάριο είναι η αίσθηση μιας μεγάλης διαύγειας. Λες και ο Φάνσοου ήξερε ότι το τελευταίο του έργο όφειλε να ανατρέψει κάθε προσδοκία που έτρεφα για αυτό. Αυτά δεν ήταν λόγια ανθρώπου που μετάνιωνε για τα πάντα. Απαντούσε στα ερωτήματα υποβάλλοντας νέα ερωτήματα

κι

ωστόσο

όλα

έμεναν

ανοιχτά,

ημιτελή, έτοιμα για μια νέα εκκίνηση. Από την πρώτη κιόλας λέξη ξεστράτισα. Αποκεί και πέρα μονάχα

ψηλαφητά

μπορούσα

να

προχωρώ,

τρεμουλιάζοντας μέσα στο σκοτάδι, τυφλωμένος από το βιβλίο που γράφτηκε για μένα. Κι όμως, κάτω από τούτη τη σύγχυση, διέκρινα κάτι τόσο μελετημένο, κάτι τόσο τέλειο, λες και το μόνο

που εκείνος ήθελε πραγματικά ήταν να αποτύχει, να φτάσει στο σημείο να διαψεύσει τον εαυτό του. Ωστόσο, μπορεί να κάνω λάθος. Εκείνη τη στιγμή δεν ήμουν σε θέση να διαβάσω οτιδήποτε και πιθανόν η κρίση μου ήταν ελλιπής. Βρισκόμουν εκεί, διάβαζα αυτά τα λόγια με τα ίδια μου τα μάτια κι ωστόσο δυσκολεύομαι να πιστέψω όσα λέω. Κάμποσα

λεπτά

προτού

έρθει

το

τρένο,

τριγύριζα στις ράγες. Έβρεχε πάλι και έβλεπα την ανάσα

μου

να

βγαίνει

από

το

στόμα

μου

σχηματίζοντας μικρά σύννεφα. Ξεκίνησα να σχίζω μία μία τις σελίδες του σημειωματάριου, τις τσαλάκωνα µέσα στην παλάµη µου και τις πετούσα στον

κάδο

σκουπιδιών

που

υπήρχε

στην

αποβάθρα. Έφτασα στην τελευταία σελίδα τη στιγµή που ξεκινούσε το τρένο.

Σηµειώσεις της µεταφράστριας

1

Ο

Peter

Rabbit

είναι

ανθρωπομορφικός

χαρακτήρας των παιδικών ιστοριών της αγγλίδας συγγραφέως Μπίατριξ Πότερ (1866-1943). Για πρώτη φορά εμφανίζεται το 1902 στο έργο της The tale of Peter Rabbit. 2 Ο τίτλος της μπροσούρας είναι

Mere nature

delineated or A body without a soul. 3 Αναφορά στον όρο noble savage ή bon sauvage. Στην

πραγματικότητα,

εδώ

ο

συγγραφέας

αναφέρεται στις ιδέες που απηχούνται στο έργο του Τζον Λοκ (1632-1704) και του Ζαν-Ζακ Ρουσό (1712-1778) –κατ’ επέκταση και στο έργο άλλων διανοητών, όπως του Τόμας Χομπς (1588-1679)

ή του Ντέιβιντ Χιουμ (1711-1776)– σχετικά με την κοινωνική οργάνωση. 4 Σύμφωνα με την εβραϊκή παράδοση, η Αγκαντά είναι μια διήγηση που έρχεται να ελκύσει την ψυχή του ανθρώπου και να την καθοδηγήσει στα µονοπάτια της ζωής. 5 Γένεσις, κεφ. ΙΑ΄, 4. 6 Γένεσις, κεφ. Α΄, 28. 7 Γένεσις, κεφ. ΙΑ΄, 1. 8 Γένεσις, κεφ. ΙΑ΄, 6. 9 Γένεσις, κεφ. Γ΄, 22-23. 10 Felix culpa: αίσιο σφάλµα. 1 1 Mayflower λεγόταν το πλοίο που το 1620 μετέφερε 102 αποίκους από την Αγγλία στην ανατολική

ακτή

των

σημερινών

ΗΠΑ,

και

συγκεκριμένα στο Πλίμουθ της πολιτείας της Μασαχουσέτης. 12 Ο Κιλρόι είναι γνωστός ήρωας των γκράφιτι. Αναπαρίσταται ως ένα ολοστρόγγυλο φαλακρό κεφάλι, με δυο μάτια και μια μακρουλή μύτη να

κρέµονται πάνω από έναν µαντρότοιχο. 13 Μολονότι για το συγκεκριμένο σημείο της Νέας Υόρκης έχει επικρατήσει η ονομασία «Ο τάφος του Γκραντ», πρόκειται για ένα μεγαλοπρεπές μαυσωλείο αφιερωμένο στον στρατηγό Οδυσσέα Γκραντ (1822-1885). 14 Ο όρος «θυσία» στο μπέιζμπολ σημαίνει την πρόθεση ενός παίκτη να κάνει τον συμπαίκτη του να σκοράρει εκείνος, θυσιάζοντας έτσι τη δική του δυνατότητα να το κάνει. 15 Αναφορά στον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο μεταξύ βόρει ων και νότιων πολιτειών κατά το διάστηµα 1861-1865. 16 Λογοπαίγνιο με το όνομα του ήρωα

Markham,

και την κατά Μπλου παρήχηση του ονόματος σε Mark him (µαρκάρισέ τον, στιγµάτισέ τον). 17 Νόµοι που ισχύουν στις ΗΠΑ, διαφορετικοί από πολιτεία σε πολιτεία, σχεδιασμένοι για την ενίσχυση των θρησκευτικών απόψεων. 18 Αυτή είναι

στην αργκό η ονομασία των

πορνογραφικών ταινιών σε Ινδία, Σρι Λάνκα και Νεπάλ. 19 Αυτονομιστική οργάνωση η οποία επιδίωκε την ανεξαρτητοποίηση

της

Σερβίας

από

την

Αυστροουγγαρία. 20 Πρόκειται για την Τρίτη 29 Οκτωβρίου 1929, τέταρτη

και

τελευταία

μέρα

του

χρηματιστηριακού κραχ που συγκλόνισε την παγκόσµια οικονοµία. 21

Συμβολική

ονομασία

της

πανδημίας

βουβωνικής πανούκλας, η οποία ερήμωσε την Ευρώπη κατά τον 14ο αιώνα. 22 Αναφορά στην κωμωδία του 1948

The Fuller brush

man, με τον Ρεντ Σκέλτον να πουλάει βούρτσες της εταιρείας Φούλερ και να θεωρείται ύποπτος για φόνο. 23

Πρόκειται

για

συλλογή

διηγημάτων

του

Ναθάνιελ Χόθορν που κυκλοφόρησε το 1837. 24 Αναφορά στον αμερικανό

πρωτοπόρο

της

αεροπορίας Όρβιλ Ράιτ (1871-1948), ο οποίος

από κοινού με τον αδελφό του Γουίλμπουρ Ράιτ (1867-1912)

εφηύρε

αεροπλάνο,

καθώς

και και

κατασκεύασε στην

το

αεροπόρο,

συγγραφέα και φεμινίστρια Αμέλια Έρχαρτ (18971937). 25 Αναφορά στο έργο

Νεκρές ψυχές του μεγάλου

ρώσου συγγραφέα Νικολάι Γκόγκολ. Οι νεκρές ψυχές

του

τίτλου

αναφέρονται

σε

ψυχές

δουλοπάροικων στη Ρωσία του 19 ου αιώνα. 2 6 Poeta

dei

teatri

imperiali:

ποιητής

του

αυτοκρατορικού θεάτρου. 27 Αναφορά στη γνωστή ρήση του Σόλωνα

Μηδένα

προ του τέλους µακάριζε. 28

Αναφορά

στα

αιματηρά

επεισόδια

που

σημειώθηκαν στην πόλη Σέλμα της Αλαμπάμα το 1965, κατά τη διάρκεια του αγώνα για την κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων. 29

Βαρ:

Νομός

της

νότιας

Γαλλίας,

με

πρωτεύουσα την Τουλόν. 30 Αναφορά στο Τάιπι ή Περιπέτειες στη χώρα των

κανιβάλων,

ένα

έργο

του

Χέρμαν

Μέλβιλ

γραμμένο το 1846. Το κείμενο βασίζεται στα όσα

έζησε

ο

Μέλβιλ

ως

αιχμάλωτος

από

ιθαγενείς της Πολυνησίας στο νησί Νούκου Χίβα. 31 Αναφορά στον Μόµπι Ντικ. 3 2 C’est mon frère. Il est fou. Je dois le poursuivre: Είναι ο αδελφός μου Πρέπει να τον παρακολουθώ.

. Είναι τρελός.

View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF