Graham Masterton-sarka Kai Aima
December 22, 2017 | Author: Giorgos Kozinis | Category: N/A
Short Description
sarka kai aima...
Description
GRAHAM MASTERTON
ΣΑΡΚΑ & ΑΙΜΑ
στη Βιέτσκα
.1.
Βρίσκονταν μες στο αυτοκίνητο μόλις μια ώρα όταν ο Τέρενς είπε: «Φτάσαμε, παιδιά». Οδήγησε το στραπατσαρισμένο στέιαον βάγκον έξω απ' τον δρόμο, ώστε να 'ναι γερμένο στο ανάχωμα και έσβησε τη μηχανή. Η Έμιλι κοίταξε έξω απ' το παράθυρο το αναστατωμένο απ' τη θύελλα σταροχώραφο, τα άχυρα που είχε σηκώσει ο αέρας και τον ουρανό, που 'ταν πιο σκοτεινός κι απ' το βλέμμα του Μπαμπάκα. «Γιατί ήρθαμε εδώ;» τον ρώτησε. «Θα χάσουμε το Deep Space Nine». Ήταν έντεκα ετών, φορούσε ένα κίτρινο, λουλουδάτο φόρεμα, που της έπεφτε ένα νούμερο μικρότερο, και γυαλιά κολλημένα με λευκοπλάστ. Τα χαλκόχρωμα μαλλιά της ήταν πιασμένα σε πλεξούδες, δεμένες με κορδέλλες. Δίπλα της η Λίζα σάλεψε, άνοιξε τα μάτια της και κατσούφιασε. Η Λίζα ήταν εννέα ετών και ξανθιά, με κοκαλιάρικους καρπούς, κσκαλαάρικες γάμπες με κάλτσες που έφταναν πάνω απ' τον αστράγαλο και περίπλοκα σιδεράκια στα δόντια, που πάντα την έκαναν να ψευδίζει. Ο Τζορτζ κοιμόταν με το στόμα ανοιχτό και τα σάλια του κυλούσαν στο μπράτσο του καθίσματος. Ο Τζορτζ ήταν μόλις τριών ετών καα είχε πεταχτά αυτιά. «'Ηρθ' π ώρα, παιδιά», τους είπε ο Τέρενς, με ένα αλλόκοτο λοξό χαμόγελο. «Η ώρα να κάνουμε το σωστό». Πήδηξε έξω απ' το στέισον βάγκον και άνοιξε τις πίσω πόρτες. Έπειτα άρχισε να βηματίζει ασταμάτητα γύρω από τ' αυτοκίνητο και να χτυπά με το χέρι του την οροφή και το καπό. Ανυπόμονος, νευρικός, δεν μπορούσε να σταθεί σε μια μεριά. «Εμπρός, παιδιά, βιαστείτε, ήρθε η ώρα», Εκείνα πήδηξαν έξω και ο Μπαμπάκας έκλεισε τις πόρτες με δύναμη.
7
GRAHAM MASTERTON
Στάθηκαν στην άκρη του δρόμου ενώ ο άνεμος σφύριζε αγριεμένα και το ξερό χώμα σερνόταν πάνω στην άσφαλτο. Δεν ήξεραν τι να κάνουν. Δεν ήξεραν γιατί βρίσκονταν εκεί. Όμως μες στ' αμάξι ο Μπαμπάκας τούς έλεγε συνεχώς ότι έπρεπε να σωθούν. «Σας αγαπώ, όλους σας. Ξέρετε πόσο πολύ σας αγαπώ; Να γιατί πρέπει να σωθείτε», Ο Μπαμπάκας άνοιξε την πόρτα της καρότσας κι έβγαλε το παλιό του σακίδιο. Το παλιό του σακίδιο δ ε ν άρεσε στα παιδιά. Ήταν το ίδιο παλιό σακίδιο που είχε χρησιμοποιήσει για να πνίξει εκείνο το κουταβάκι ράτσας Λαμπραντόρ, που είχε γεννηθεί κάπως διαφορετικό. Το ίδιο παλιό σακίδιο μες στο οποίο συνήθως κουβαλούσε σπίτι τα βαριά ματωμένα κουφάρια των κουνελιών που 'χε σκοτώσει στο κυνήγι. Το παλιό σακίδιο ήταν λεκιασμένο με κάθε λογής φριχτούς λ ε κ έ δ ε ς και πάντα μύριζε άσχημα. «Εμπρός, λοιπόν, παιδιά, ελάτε εδώ πάνω», τα παρότρυνε ο Τέρενς ία όλα μαζί, ζαλισμένα ακόμα, πάσχισαν να τον ακολουθήσουν ανηφορίζοντας το σαθρό ανάχωμα. Ένα κομματάκι άχυρο μπήκε στο μάτι του Τζορτζ και τον έκανε να σταματήσει, ν' ανοιγοκλείσει τα μάτια και ν' αρχίσει να το τρίβει σαν τρελός. Ο Μπαμπάκας γύρισε πίσω, άφησε κάτω το σακίδιο του και το κοίταξε. «Μπορείς να αισθανθείς πού βρίσκεται; Κοίτα πάνω' κοίτα στο πλάι. Λεν βλέπω τίποτα, Τζορτζ. Νομίζω ότι έφυγε». Προχώρησαν όλοι μαζί μες στον απέραντο ωκεανό από ώριμο στάρι που θρόιζε, Η Έμιλι ία ο Τζορτζ πιασμένοι χέρι-χέρι, η Λίζα λιγάκι mo πίσω. Κι ο Μπαμπάκας ακριβώς μπροστά τους, μιλώντας και κάνοντας νευρικές κινήσεις και γυρνώντας προς τα πίσω, δίχως ποτέ να πλησιάζει, δίχως ποτέ να απομακρύνετ αϊ. «Τι λέτε, παιδιά;» φώναξε ο Τέρενς. «Αεν είναι μια από κείνες τις μέρες;» Η Έμιλι κοίταξε ψηλά. Ο ουρανός είχε βαθύ κοιαανοκάστανο -κοιαανοκάοτανοί — χρώμα, ενώ τα σύννεφα έτρεχαν σαν δαιμονισμένα. Τα σύννεφα κινούνταν τόσο γρήγορα, που ήταν λες ία όλος ο κόσμος περιστρεφόταν τριγύρω τους* λ ε ς ία ολάκερη η Αιόβα στριφογύριζε πάνω σε μια γιγαντιαία περιστρεφόμενη πλατφόρμα που βροντούσε και ταλαντευόταν. Ο Τέρενς τραγούδησε «Αχ, κουνελάκι, κουνελάκι», ία έπειτα σφύριξε το σκοπό, χοροπήδησε και έκανε μεταβολή. Άρχισε να στριφογυρίζει το παλιό σακίδια γύρω απ το κεφάλι του, ξανά και ξανά. «Θυμάσαι τούτο το τραγούδι; Θυμάσαι τούτο το τραγούδι, Έμιλι; Όταν ήσουν μωρό τρελαινόσουν για τούτο το τραγούδι. Στο τραγουδούσα μέρα νύχτα, νύχτα μέρα, μα τον Θεό!» Τα παιδιά έτρεχαν με μικρές δρασκελιές και παραπατούσαν. Σταγόνες βροχής άρχισαν να κεντούν τα πρόσωπα τους. «Σώσε μας!» κραύγασε ο Τέρενς, καθώς διέσχιζε με μεγάλες δρασκελιές το χωράφι με το στάρι που του φτάνε μέχρι τα γόνατα. «Σώσε μας, Θεέ μου, Σε παρακαλώ σώσε μας!»
8
ΣΑΡΚΑ & ΑΙΜΑ
«Σώσε μας!» πετάχτηκε ο Τζορτζ, με την αστεία ψιλή φωνούλα του, που Θύμιζε καραμούζα. Σκόνη και άχυρα στροβιλίζονταν τριγύρω τους. «Σώσε μας!» τραγούδησε ο Τέρενς, «Σώσε μας-σώσε μας-σώσε μας!» «Σώσε μας!» ούρλιαξαν τα παιδιά. «Σώσε μας!» «Από π ζητάμε να μας σώσει, παιδιά;» ρώτησε ο Τέρενς και με μάπα ορθάνοιχτα έκανε μεταβολή για ν αντικρίσει τα παιδιά, δίχως, όμως, να σταματήσει να κάνει βήματα προς τα πίσω με τον ίδιο μεγάλο διασκελισμό. «Από π να μας σώσει, παιδιά; Από π να μας σώσει;» «Να μας σώσει απ τον μπαμπούλα!» φώναξε ο Τζορτζ. «Ω, όχι!» αποκρίθηκε ο Τέρενς κουνώντας το κεφάλι. «Όχι απ τον μπαμπούλα!» «Να μας σώσει απ' το κακό αίμα;» πετάχτηκε η Λίζα. Ο Τέρενς έκανε τρία μεγάλα βήματα προς τα πίσω, κοιτώντας όλη την ώρα την Έμιλι. Έπειτα σήκωσε ψηλά το παλιό σακίδιο και, βγάζοντας μια πρίμα τραχιά κραυγή σαν κάλεσμα γαυρουνιού, φώναξε: «Το βρήκες! Σώσε μας απ' το κακό αίμα! Σώσε μας από τούτο το κακό, κακό αίμα! Σώσε-μας-απ'τ ο -κακό -κα ι -τ η - σάρκα-και -τ ο - διάβ ολο!» «Σώσε-μας-απ'-το-κακό-και-τη-σάρκα-και-τ ο - διάβ ολο!» έψαλλε ο Τζορτζ. « Σ ώ σ ε -μ ας - απ' -τ ο -κακό -και -τ η- σάρκα-και-τ ο - διάβ ολο!» Αφού προχώρησαν περίπου οχτακόσια μέτρα μες στο χωράφι, βρέθηκαν μπρος σ' ένα βαθύ χαντάκι μες στο χώμα, που έδινε την εντύπωση πως κάποτε ήταν βούρκος ή η κοίτη μιας ρεματιάς ή είχε σκαφτεί επίτηδες ως αντιπυρικό φράγμα. Ήταν κατάφυτο με πλατύφυλλες χρυσόβεργες, που τρεμούλιαζαν ακατάπαυστα στον άνεμο, που τρεμούλιαζαν και κινούνταν σαν τα χέρια ενός νευρικού ανθρώπου. Ο Τέρενς σταμάτησε και κοίταξε σκυθρωπός τριγύρω, ενώ τα μάτια του είχαν γίνει σαν σχισμές κόντρα στον άνεμο και τη σκόνη. Πρώτα κοίταξε κάτω το χαντάκι. Έπειτα έγειρε το λαιμό του προς τα πίσω και κοίταξε κατευθείαν τον ταραγμένο ουρανό. Τα σύννεφα κινούνταν τόσο γρήγορα, που για μια στιγμή αποπροσανατολίστηκε και σχεδόν έχασε την ισορροπία του. Ναι! Ήταν ο καιρός που έφερνε ανεμοστρόβιλους. Ήταν ο καιρός που έφερνε καταστροφές. Είχε σηκωθεί σίφουνας, το ένιωθε. Ήταν ολοφάνερο, δεν ήταν ώρα να χορεύει κανείς μες στα σταροχώραφα. «Ω, Επουράνιε Θεέ, σώσε μας από τούτο το κακό, κακό αίμα!» κραύγασε προς τον ουρανό. Και τα παιδιά απάντησαν εν χορώ: «Σώσε μας!» «Σώσε μας, ω Κύριε!» ούρλιαξε μανιασμένα· και τα παιδιά πειθήνια απάντησαν εν χορώ: «Σώσε μας!» Απομακρύνθηκε λίγο με μεγάλες δρασκελιές, ανεμίζοντας το παλιό σακίδιο. Τα παιδιά παρέμειναν συγκεντρωμένα στην άκρη του χαντακιού, κρατώντας και τα τρία το ένα το άλλο απ' το χέρι και τον περίμεναν. Ο Τέρενς ήταν
9
GRAHAM MASTERTON
πολύ ψηλός, κοκαλιάρης και αγύμναστος, ο ένας an' τους ώμους του καμπούριαζε αισθητά και η μια πλευρά του στέρνου του εξείχε, λ ε ς και η μητέρα του τον είχε ρίξει κάτω όταν ήταν μωρό. Το κεφάλι του ήταν κι εκείνο μεγάλο και γωνιώδες, σαν λεπίδι τσεκουριού. Τα κοκκινωπά του μαλλιά ήταν κομμένα πολύ κοντά, έτσι ώστε στο πίσω μέρος να πετάγονται σαν καρφιά. Παρόλο που φορούσε ξεβαμμένο τ ζην τζάκετ και φαρδύ ξεβαμμένο τ ζην παντελόνι —τα ρούχα ένος ανθρώπου που εργάζεται στα χωράφια — η επιδερμίδα του ήταν χλομή και αρρωστιάρικη και κάτω απ' τα μάτια είχε κύκλους στο χρώμα του δαμάσκηνου, λες ία ήταν κλητήρας, λογιστής ή μαριονετίσιας. Λες κι ήταν κάποιος που περνά όλη τη μέρα του κλεισμένος σε κάποιο δωμάτιο, καπνίζει υπερβολικά και σπανίως μιλάει με αληθινούς ανθρώπους. Επέστρεψε βαδίζοντας μες στο στάρι που του φτάνε μέχρι το γόνατο. Ρουθούνισε, έβηξε και σκούπισε τη μύτη του με τη ράχη του χεριού του, «Πρέπει να προσευχηθούμε», τους είπε και η φωνή του ήταν πολύ πιο δυνατή τώρα, πολύ mo σοβαρή. «Να τι πρέπει να κάνουμε. Πρέπει να προσευχηθούμε». Η Λίζα σήκωσε το αριστερό της χέρι, για να προστατέψει το πρόσωπο της απ' τον άνεμο. «Μπαμπάκα —βρέχει τόσο δυνατά! Κρυώνω, θ έ λ ω να πάω σπίτι». «Κι εγώ θέλω να πάω σπίτι», είπε ο Τζορτζ. Η Έμιλι τουρτούριζε, αλλά δ ε ν είπε κουβέντα. Κοιτούσε τον πατέρα της επιφυλακτικά, με μάτια μεγεθυμένα απ' τα ματογυάλια της. Τον είχε δει και άλλοτε να φέρεται παράξενα' από τότε που ήταν μικρούλα, τον άκουγε ν' αναφέρεται στο κακό αίμα, για να μην μιλήσουμε για την Αγία Γραφή και «τα πράγματα που δεν πρέπει ποτέ να κάνουν οι γυναίκες». Αναφερόταν, επίσης, και σε κάτι άλλο, κάτι που εκείνη δεν είχε ποτέ μπορέσει να καταλάβει, αλλά που πάντοτε την τρομοκρατούσε ία ας μη γνώριζε ποτέ το λόγο. Αναφερόταν στον Πράσινο Ταξιδευτή, ό,τι ία αν ήταν αυτό. Τον θυμόταν ποο φώναζε στη Μαμά: «Μπορεί να τον ακούσεις να χτυπά, Άιρις, σίγουρα μπορεί να τον ακούσεις! Ποτέ, όμως, μπν πας ν' ανοίξεις την πόρτα οτον Πράσινο Ταξιδευτή. Μη σου περάσει καν απ' το μυαλό ν' ανοίξεις την πόρτα σου, ούτε στα πιο τρελά όνειρά σου». Όταν ήταν πολύ μικρή, τον είχε ρωτήσει αθώα τι ήταν στ' αλήθεια ο Πράσινος Ταξιδευτής. Έξαφνα το αίμα είχε στραγγιστεί απ' το πρόσωπο του με φρικτό τρόπο ία εκείνος είχε αρχίσει να τρέμει, λες και είχε καταληφθεί από επιληπτική κρίση. Ποτέ δεν τον ρώτησε ξανά για τον Πράσινο Ταξιδευτή. Δεν τόλμησε. Αυτό, όμως, δεν την εμπόδισε να βλέπει ατέλειωτους εφιάλτες με ανθρώπους που βροντούσαν απρόσμενα την πόρτα μες στη νύχτα, που βροντούσαν ξανά και ξανά, ενώ κάτι πράσινο και απερίγραπτο πάσχιζε να μπει στο σπίτι δια της βίας. Ένας άνθρωπος που σάπιζε ία, όμως, μπορούσε ακόμα να περπατά, που είχε βρύα στις ράχες των χεριών του αντί για τρίχες και που ένα κουβάρι από
10
ΣΑΡΚΑ & ΑΙΜΑ
αγριόχορτα του κάλυπτε το πρόσωπο. Ο Πράσινος Ταξιδευτής! Κάποιες φορές, πολύ νωρίς το πρωί, η Έμιλι είχε δει το μπαμπά της να στέκεται ακίνητος στην αυλή —τον είχε δει να στέκεται γυμνός, χλομός σαν μοσχαρίσιο κρέας, και να κοιτά το φράχτη, να κοιτά το σκοτεινό στενάκι πίσω απ' το σπίτι ή, ίσως, δίχως να κοιτά τίποτα απολύτως, ενώ η μητέρα της κοιμόταν και ψιθύριζε στον ύπνο της. Είχε ακούσει την Κυρία Βαν Ντάικ στο Φαρμακείο Μέντικαπ να λέει ότι ο πατέρας της ήταν 2 τοις εκατό άνθρωπος και 98 τοις εκατό Βάλιουμ. Ο Τέρενς ποτέ δεν κακομεταχειριζόταν τα παιδιά του, ποτέ δεν τα χτυπούσε στον πισινό, σχεδόν ποτέ δεν τα κατσάδιαζε. Τα φιλούσε και τα έβαζε το βράδυ για ύπνο και τους έλεγε παραμύθια. Ήξεραν ότι τα αγαπούσε και τις περισσότερες φορές το γλεντούσαν μαζί του. Πάντοτε, όμως, υπήρχε το συναίσθημα ότι κάτι στραβό είχε η υπόθεση. Πάρα πολύ συχνά το γλέντι ήταν απελπισμένο —τα αστεία ήταν όλο μανία, το γαργάλημα πολύ βίαιο. Και για κάποια ανεξήγητη αιτία, η Έμιλι γνώριζε ότι το στραβό στην υπόθεση ήταν εκείνα. Κάποια απογεύματα που ο Τέρενς γυρνούσε σπίτι απ' τη δουλειά του, ήταν απρόσιτος. Κατσούφιαζε και βημάτιζε πάνω κάτω, σκέπαζε το πρόσωπο του με τα χέρια του και καταριόταν τον 0 ε ό . Καταριόταν και τσν εαυτό του, ξανά και ξανά, «Γιατί το 'κανα; Γιατί το 'κανα; Γιατί το κανα ενώ ήξερα,» Και, μέχρι να γίνει οκτώ ετών, η Έμιλι είχε ήδη μαντέψει τι εννοούσε λέγοντας «γιατί το 'κανα;» Εννοούσε: «Γιατί έκανα παιδιά;» Ποτέ, όμως, δεν ανακάλυψε για ποιό λόγο αναρωτιόταν συνεχώς και τι ήξερε που θα 'κανε έστω και την ελάχιστη διαφορά. Η βροχή κηλίδωνε τα γυαλιά της. Η Λίζα τής έσφιξε το χέρι· το χέρι της Λίζα ήταν κρύο και κολλούσε, αλλά η Έμιλι δεν έδωσε σημασία. Η Έμιλι είχε στηλώσει το βλέμμα οίον πατέρα της και δεν το τραβούσε από πάνω του. Ο Τέρενς άφησε κάτω το παλιό σακίδιο και πλησίασε τα παιδιά με μια ζεστή, ζαλισμένη, αφηρημένη έκφραση στο πρόσωπο του. «Έμιλι;» είπε. «Πρέπει να προσευχηθούμε». Η Λίζα είπε; «Θέλω να πάω σπίτι, Μπαμπάκα. Βρέχει και είναι απαίσια και δε θέλω να βραχώ». Ο Τζορτζ χτύπησε κάτω τα πόδια του και τσίριξε: «Βρέχει, βρέχει και χιονίζει ία ο παπάς αλευρωνίζει!» Ο Τέρενς αγκάλιασε την Έμιλι και την έσφιξε πάνω του. «Αγαπούλα μου», είπε. «Αγαπημένο μου κοριτσάκι. Ποτέ σου μην ξεχάσεις πόσο πολύ σε αγαπούσα». Λεν ήταν πιομένος. Μύριζε μονάχα αντισηπτικό σαπούνι και τσιγαρίλα κι είχε πάνω του εκείνη την παράξενη μυρωδιά, που πάντα φαινόταν να είναι
11
GRAHAM MASTERTON
κολλημένη στα ρούχα του, ειδικά όταν επέστρεφε απ' τη δουλειά. Δούλευε στις «κτηνοτροφές». Αυτό της είχε πει όλο ία όλο. «Κι εγώ σ' αγαπώ, Μπαμπάκα», είπε επιφυλακτικά η Έμιλι. Ο Τέρενς την έσφιξε πολύ δυνατά ία έπειτα άρπαξε τη Λίζα και την αγκάλιασε ία εκείνη. «Λίζα, αγαπημένη μου, αν ήξερες μόνο πόσο ιδαίτερη είσαι για μένα. Αν ήξερες». Η Λίζα δεν είπε κουβέντα, αλλά κοίταξε προς το μέρος της Έμιλι με μια έκφραση εν μέρει κτητική (αυτός είναι ο μπαμπάκας μου) και εν μέρει απορημένη (γιατί μας έ φ ε ρ ε εδώ; Γιατί μας φέρεται με τόση πολλή αγάπη;). Στο τέλος, ο Τέρενς κάθησε σταυροπόδι, ανακάτεψε τα μαλλιά του Τζορτζ και τον τράβηξε κοντά του. «Έι, Τζορτζ, ξέρεις τι σημαίνει για έναν άντρα να 'χει ένα γιο;» Ο Τζορτζ έ γ ν ε ψ ε καταφατικά. «Ξέρω», είπε. Κι έπειτα: «Μπορούμε να γυρίσουμε σπίτι τώρα;» Ο Τέρενς ανακάτεψε τα μαλλιά του Τζορτζ με μια σύντομη κίνηση άπειρης τρυφερότητας ία ο Τζορτζ τα ίσιωσε ξανά εκνευρισμένος. Ο Τέρενς χαμογέλασε. Έπειτα σηκώθηκε αργά. Η βροχή έπεφτε πάνω στο στάρι μ' ένα ήχο σαν δυνατό κροτάλισμα ία ο άνεμος ολοένα δυνάμωνε. Ήταν ολοφάνερο, δεν ήταν ώρα να χορεύει κανείς μες στα σταροχώραφα. Δεν ήταν ώρα για να χορεύει κάποιος γενικότερα. «Πρέπει να προσευχηθούμε», είπε ο Τέρενς. «Εμπρός, παιδιά. Είναι ώρα να κάνουμε το σωστό. Ας γονατίσουμε τώρα ία ας ευχαριστήσουμε τον Κύριο ία ας του ζητήσουμε να μας σώσει απ' το κακό μας αίμα». «Και π γάτα μαγειρεύει και ο ποντικός χαζεύει!» ούρλιαξε ο Τζορτζ. «Χορεύει, Τζορτζ, όχι χαζεύει», τον παρατήρησε π Έμιλι. «Χαζεύει είναι», φώναξε ο Τζορτζ. Ο Τέρενς μίλησε και ο τόνος της φωνής του είχε γίνει επιτακτικότερος. «Πρέπει να προσευχηθούμε, παιδιά. Καταλαβαίνετε; Γονατιστέ —γονατιστέ ενώπιον του Κυρίου και προσευχηθείτε». Όλα τα παιδιά τον κοίταξαν επίμονα. Η βροχή διαρκώς δυνάμωνε ία εκείνος τους ζητούσε να γονατίσουν σ' εκείνο το χωράφι και να προσευχηθούν; «Προσευχηθείτεί», ούρλιαξε. «Για τ' όνομα του Χριστού, προσευχήθείτεΛ» Η Λίζα γονάτισε πρώτη. Έπειτα ο Τζορτζ. Έπειτα η Έμιλι. Η βροχή τώρα έπεφτε τόσο δυνατά, που η Έμιλι μετά βίας μπορούσε να δει, κι αναγκάστηκε να βγάλει τα γυαλιά της και να τα σκουπίσει στο στρίφωμα του στενού της φορέματος. Το χώμα ήταν πετρωμένο και γεμάτο εξογκώματα και πλάγιαζε τα γυμνά της γόνατα, σκέφτηκε, όμως, ότι όσο mo σύντομα έκανε ό,τι της έλεγαν, τόσο πιο σύντομα θα τέλειωναν όλα αυτά και θα έμπαιναν ξανά στο στέισον βάγκον και θα γυρνούσαν σπίτι για το δείπνο. Η Μαμά έψηνε χοιρομέρι. Πάντα έψηνε χοιρομέρι τα απογεύματα του Σαββάτου. Και πάντα έδινε στην Έμιλι την πρώτη φέτα, που ήταν σκούρα απ'το μέλι και μύριζε έντονα γαρίφα-
12
ΣΑΡΚΑ & ΑΙΜΑ
λο. Και πάντα το συνόδευε με καλαμπόκι ή χυμό, «Κλείστε ία μάτια σας», είπε ο Τέρενς και τα παιδιά έκλεισαν τα μάπα τους, Η Έμιλι άκουγε τη βροχή που σάρωνε το χωράφι. Άκουγε τον άνεμο που λυσσομανούσε και τα πόδια του πατέρα της που σέρνονταν μπρος-πίσω μες στα στάχυα. Είπε, όσο πιο δυνατά μπορούσε: «Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς* αγιασθήτω το όνομά Σου...» Η Λίζα ακολούθησε, ία έπειτα ο Τζορτζ. Ο Τζορτζ δ ε ν ήξερε πολύ καλά την Κυριακή Προσευχή ία όλο ξεχνούσε λέξεις. «Σώσε μας απ' το κακό αίμα, Κύριε», είπε ο Τέρενς και τα παιδιά είπαν «Σώσε μας!» Η Έμιλι άκουγε τον πατέρα της να στριφογυρίζει πίσω τους. Ανοιξε τα μάτια της και γύρισε προς τα πίσω, προσπαθώντας να τον δει, όμως εκείνος της φώναξε «Κράτα τα μάτια σου κλειστά, Έμιλι, γλυιαά μου! Κράτα τα μάτια σου σφιχτά κλεισμένα! Και προσευχήσου! Γιατί αλλιώς δε θα σωθείς!» Υπάκουα, εκείνη ξανάκλεισε τα μάτια. Τότε, όμως, άκουσε τον πιο ανατριχιαστικό ήχο που είχε ακούσει ποτέ στη ζωή της. Ο πατέρας της τραγουδούσε — όχι με την κανονική του φωνή, αλλά μ' ενα παράξενο φαλσέτο, λ ε ς και προσπαθούσε να τραγουδήσει σαν γυναίκα. Η Έμιλι τρεμούλιασε απ' το κρύο. Το φόρεμά της είχε γίνει μούσκεμα και ήθελε απελπισμένα να πάει στην τουαλέτα* δεν τολμούσε, όμως, ν' ανοίξει τα μάτια της, όχι μέχρι να της πει ο πατέρας της να το κάνει. «Οδήγησε ρε, ευγενικό Φως·,.· εν μέσω του σκότους που μας περιβάλλει», τραγουδούσε. «Οδήγησε με εμπρός\» Τον άκουγε να στριφογυρίζει, να στριφογυρίζει. Λεν τον είδε, όμως, ν' ανοίγει το παλιό σακίδιο, V απλώνει μέσα με προσοχή το χέρι του και να βγάζει το μεγαλύτερο δρεπάνι του, το δρεπάνι που χρησιμοποιούσε για να κλαδεύει τις βατομουριές. Λεν τον είδε να διατρέχει την κόψη της λεπίδας με τον αντίχειρά του και να τον σχίζει μέχρι το κόκαλο, τόσο κοφτερή ήταν, ία έπειτα να πιπιλάει σκεφτικός το αίμα που ξεπηδούσε. «Η νύχτα είναι σκοτεινή», τραγουδούσε, «και βρίσκομαι μακριά απ' το σπίτι μου, οδήγησε με». Το αίμα απ' τον σχισμένο του αντίχειρα κυλούσε σε δυο ρυάκια απ' τον αριστερό του καρπό και μες στο μανίκι του. Πλησίασε τα παιδιά του με το ειδικά ακονισμένο δρεπάνι στο χέρι και πρόσωπο ήρεμο, γεμάτο συμπόνια. Το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν «Σώσε μας». Σώσε μας απ' το κακό, το κακό αίμα. Ο άνεμος τώρα φυσούσε τόσο άγρια που πάνω στο στάρι κατά μήκος του χωραφιού σχηματίζονταν ασημένια φιδίσια σχήματα και τα άχυρα κεντούσαν τα μαγουλά του. Ο εκτεθειμένος λαιμός του μικρού Τζορτζ ήταν τόσο λεπτός και λευκός, με λίγο χνούδι μόνο πάνω του και μια μικροσκοπική ελιά. Αν ο Τζορτζ μεγάλωνε ποτέ αρκετά ώστε ν' αποκτήσει ματαιοδοξία και συναίσθηση του εαυτού του, θα είχε κάνει εγχείρηση για να διορθώσει εκείνα 13
GRAHAM MASTERTON
τα πεταχτά αυτιά. Όμως ήταν καλύτερα έτσι - κ α λ ύ τ ε ρ α για τον Τζορτζ παρά για κανέναν άλλο, μιας και ο Τζορτζ ποτέ δε θα γνώριζε τη ματαιοδοξία ή την ντροπή και η καρδιά του Τζορτζ θα παρέμενε για πάντα αγνή. Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται Ο Τέρενς στάθηκε πίσω απ' τον Τζορτζ και λίγο αριστερά του. Ο Τζορτζ ψιθύριζε: «Πάτερ πάτερ εν τοις ουρανοίς αγιαστί τ' όνομά σου, γεννηθεί το θέλημα σου, ελθέτω η βασιλεία σου». Ο Τέρενς ύψωσε το δρεπάνι στον ουρανό και κείνο άστραψε. Έπειτα to κατέβασε με δύναμη και πήρε το κεφάλι του Τζορτζ μ' ένα μόνο κτύπημα. Το κεφάλι κατρακύλησε εκεί που οι χρυσόβεργες ήταν πιο πυκνές και κείνες έξαφνα σταμάτησαν το τρεμούλιασμά τους ία αναρίγησαν σπασμωδικά. Απ' το λαιμό του Τζορτζ εκτοξεύτηκε ένας πίδακας από λαμπερό κόκκινα αίμα ία έπειτα το κορμί του γκρεμίστηκε προς τα εμπρός πάνω στη λάσπη. Αμέσως —κάνοντας ένα γρήγορο, απότομο βήμα προς τ' αριστερά— ο Τέρενς κατέβασε το δρεπάνι στο λαιμό της Λίζας, κόβοντας κοτσίδες, δέρμα, σάρκα και ραχοκοκαλιά. Όχι πέρα ως πέρα. Η Λίζα φώναξε, αχ! —λες και της είχε ρίξει ένα χαστούκι όλο κι όλο. Έπειτα, όμως, ο Τέρενς διόρθωσε το κράτημα του και κατάφερε καινούργιο χτύπημα, προς τα πάνω τούτη τπ φορά, κατευθείαν στο λάρυγγά της και το κεφάλι της κατρακύλησε απ' τους ώμους της ία έπεσε στο έδαφος πίσω της. Το πρόσωπο της τον κοιτούσε από κάτω έκπληκτο, ενώ τα γαλάζια της μάπα ήταν ορθάνοιχτα και τα σιδεράιαα των δοντιών της αστραφτοκοπούσαν. Το αίμα ξεπήδησε με ορμή απ' τον ακρωτηριασμένο της λαιμό, σχημάτισε ξαφνικά ένα S στον αέρα και πιτσίλισε το πρόσωπο και τα χέρια του Τέρενς. Η Έμιλι άκουσε τους χτύπους και το θρόισμα ία όλη τη φασαρία και τόλμησε ν' ανοίξει τα μάτια της. Στράφηκε ία είδε τον πατέρα της να στέκεται με το πρόσωπο του σημαδεμένο από άλικο χρώμα και το χερι υψωμένο. Δεν είδε καν το δρεπάνι — είδε, όμως, τη Λίζα πεσμένη στη λάσπη. Είδε τη ροζ καρό μπλούζα της Λίζα διακοσμημένη με αίμα. Είδε τον Τζορτζ σωριασμένο κι εκείνον στο έδαφος. «Μπαμπάκα;» τσίριξε, με τεταμένη, σφιγμένη φωνή. Ο Μπαμπάκας τής χαμογέλασε. Έ ν α αργό, σίγουρο χαμόγελο σαν καλωσόρισμα. Τότε ήταν που συνειδητοποίησε ότι σκόπευε να τη σκοτώσει. Αισθάνθηκε τη δαγκάνα του απόλυτου τρόμου. Σηκώθηκε όρθια —αργά, τρεμουλιαστά — και σιγά σιγά άρχισε ν' απομακρύνεται. Η βροχή κεντούσε το πλευρό του προσώπου της κι έσταζε από τα βλέφαρα και το πηγούνι της. Ο Τέρενς την πλησίασε με το χέρι ακόμα υψωμένο και, λες και τραγουδούσε κάποιο νανούρισμα, είπε απαλά: «Έμιλι —Έμιλι; Μ' ακούς, γλυκιά μου; Σ' αγαπώ! Πρέπει να σωθείς! Δε γίνεται ν' αφήσεις τον Τζορτζ και τη Λίζα να φύγουν μόνοι τους! Πρέπει να σωθείς, πανέμορφο μου κοριτσάκι!»
14
ΣΑΡΚΑ & ΑΙΜΑ
Κατέβασε το χέρι του, πολύ γρήγορα ία εκείνη αισθάνθηκε κάτι να αγγίζει ελαφρά τον ώμο της. Ήταν ένα δυνατό τσίμπημα, σαν το τσίμπημα μιας μέλισσας —μόνο, όμως, όταν πίεσε το χέρι της πάνω του ία ένιωσε μια πλημμύρα από κολλώδη ζεστασιά, συνειδητοποίησε τι της είχε κάνει ο πατέρας της. Σήκωσε για μία ακόμη φορά το χέρι του και τούτη τη φορά εκείνη σήκωσε το βλέμμα και είδε το δρεπάνι. Ήθελε να του μιλήσει, να του πει να σταματήσει. Ήταν η Έμιλι, η Έμιλι! Ήταν το πιο μεγάλο και το mo αγαπημένο κοριτσάκι του Μπαμπάκα! Δεν μπορούσε, όμως, να βρει τις λέξεις για να του το εξηγήσει. Δεν μπορούσε να βρει τις λέξεις για να του το πει. Το στήθος της ήταν τόσο σφιγμένο και το λαρύγγι της τόσο κλειστό και ολόκληρο το μυαλό της ήταν μπλοκαρισμένο απ' τον πανικό. Αντί να προσπαθήσει να του μιλήσει, έκανε μεταβολή ία άρχισε να τρέχει. Δεν ήξερε πού πήγαινε. Ή ξ ε ρ ε μόνο ότι, αν ήθελε να ζήσεί, έπρεπε να τρέξει και να συνεχίσει να τρέχει, ώσπου να μην μπορεί πια να την ακολουθήσει ο πατέρας της. «Έμιλι!» βρυχήθηκε προς το μέρος της. «Έμιλι, γύρισε πίσω!» Εκείνη χώθηκε μες στα στάχυα. Της μαστίγωναν τους αστραγάλους και η βροχή τής σκαμπίλιζε το πρόσωπο. Άκουγε ζώα να σκορπίζουν βιαστικά προς όλες τις κατευθύνσεις, ποντίκια, αρουραίους, σταροτέρατα. Συνήθως τη φόβιζαν, όχι, όμως, εκείνη τη μέρα. Εκείνη τη μέρα έπρεπε να τρέξει. Έπρεπε να τρέξει και να συνεχίσει να τρέχει, ακόμα κι αν δε σταματούσε ούτε στιγμή, ώσπου να φτάσει στο σπίτι.
Βάδιζε σκοντάφτοντας από χαντάκι σε χαντάκι. Το πρόσωπο της ήτανγρατζουνισμένο και μες στα σανδάλια της είχαν μαζευτεί χαλίκια και χοντρή άμμος. Ή ξ ε ρ ε ότι ο πατέρας της βρισκόταν πολύ κοντά της. Μπορούσε ν' ακούσει τα βαριά, θορυβώδη του βήματα, σαν τα βήματα ενός τρομερού όντος που σε κυνηγά σε κάποιο όνειρο. Σαν τον Πράαινο Ταξιδευτή που βροντά ξανά και ξανά την πόρτα σου. Τον άκουγε να πασχίζει να πάρει ανάσα και να την φωνάζει και να την καλοπιάνει. «Δε γίνεται ν' αφήσεις τον αδερφό σου και την αδερφή σου μόνους τους, Έμιλι, σε χρειάζονται!» Ο φόβος την είχε κυριεύσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε μόλις μπορούσε να θυμηθεί πώς να τρέξει. Σχεδόν έμπαινε στον πειρασμό να σταματήσει, να πέσει στα γόνατα και ν' αφήσει τον Μπαμπάκα να κάνει ό,τι ήθελε. Ό μ ω ς είχε δει τόσο πολύ αίμα και τα ματωμένα δάχτυλα της Λίζα κουλουριασμένα προς τα πάνω και ήξερε ότι π Λίζα ήταν σίγουρα νεκρή, ίσως και ο Τζορτζ. Ήταν απόλυτα πεπεισμένη ότι αν ο πατέρας της την πρόφταινε, εκείνη θα πέθαινε και γι' αυτό το λόγο συνέχισε να τρέχει. Πίσω από τα θολωμένα απ' τη βροχή γυαλιά της, τα μάτια της είχαν γουρ-
15
GRAHAM MASTERTON
λώσει όπως κι ενός κουνελιού. Ο Τέρενς δεν ήταν και πολύ γυμνασμένος, δεν ήταν, όμως, ο άνθρωπος που θα παρατούσε κάτι εύκολα. Ο Τέρενς δεν απολάμβανε τον πόνο, όμως ο πόνος ήταν ο μόνος τρόπος για να κερδίσεις ό,π πραγματικά επιθυμούσες, έτσι του έλεγε πάντοτε ο πατέρας του. Ο πατέρας του τού είχε χτυπήσει τις αρθρώσεις των δαχτύλων με έναν ατσάλινο χάρακα και είχε πει με πονηρή χαρά: «Τίποτα δεν αξίζει ούτε δεκάρα, παρά μόνον αν βασανίστηκες για να τ' αποκτήσεις». Κι ο πατέρας του Τέρενς ήξερε από βάσανα. Ο πατέρας του Τέρενς ήταν παντρεμένος με τη μητέρα του Τέρενς. Κι η μητέρα του Τέρενς — εκείνη τη νύχτα του 1962 — Ο Τέρενς δεν μπορούσε να επιτρέψει στον εαυτό του να το σκεφτεί, όχι τώρα. Η σκέψη αυτή τον παρέλυε, του άρπαζε ίο κεντρικό νευρικό σύστημα σαν την παγωμένη μέγγενη ενός μηχανικού. Και έπρεπε να πιάσει την Έμιλι. Έπρεπε! Έ π ρ ε π ε να εξιλεωθεί για τη γέννηση των παιδιών του. Έ π ρ ε π ε να εξιλεωθεί για τόσες πολλές πράξεις βδελυρού εγωισμού. Έ π ρ ε π ε να τα λυτρώσει, έ π ρ ε π ε να τα απελευθερώσει. Ή θ ε λ ε την ελευθερία τους περισσότερο από καθετί άλλο. Η σκέψη της λύτρωσής τους έκαιγε μες στο μυαλό του λαμπρή σαν φλεγόμενο μαγνήσιο, αγνή σα φλόγα. Να γιατί συνέχιζε να τρέχει πίσω απ' την Έμιλι με τέτοια σκυλίσια επιμονή. Εκείνη ήταν μικρή, ήταν τρομαγμένη. Σύντομα θα κουραζόταν και θα σκόνταφτε. Τότε θα την έπιανε. Τότε θα την έσωζε, όπως είχε ήδη σώσει τη Λίζα και τον Τζορτζ. Τώρα πάσχιζε να πάρει ανάσα. Δοξασμένος να 'ναι ο Κύριος στους ουρανούς! Ο Κύριος! Ετους ουρανούς! Δοξασμένος να 'ναι! Η Έμιλι πλησίαζε προς τον αυτοκινητόδρομο, όχι πολύ μακριά απ' το ανάχωμα όπου βρισκόταν λοξά παρκαρισμένο το στέισον βάγκον τους. Είχε πλέον σκοτεινιάσει τόσο πολύ, που ήταν δύσκολο να πει κανείς πού τέλειωναν τα σταροχώραφα και πού άρχιζε ο ουρανός. Η βροχή χτυπούσε την άσφαλτο σε οξεία γωνία, έτσι ώστε να τινάζονται προς τα πάνω σταγονίδια σχηματίζοντας μια ατέλειωτη παρέλαση από περιπλανώμενα φαντάσματα. Πενήντα ή εξήντα χιλιόμετρα μακριά, προς τα δυτικά, άστραφτε και βροντούσε και σηκώνονταν πυκνά μαύρα παραπετάσματα από χώμα, χιλιάδες τόνοι αγροτικής γης που είχαν σηκωθεί στον αέρα ία έκρυβαν τον ήλιο. Η Έμιλι κοίταξε πίσω μόνο μια φορά, για να δει πόσο την είχε πλησιάσει ο πατέρας της. Ο Τέρενς ύψωσε και τα δυο του χέρια και φώναξε «Έμιλι! Έμιλι! Δεν ξέρεις τι κάνεις, γλυκιά μου! Δεν ξέρεις τι σου μέλλεται!» Το πόδι του Τέρενς πιάστηκε σε μια τούφα χόρτου κι εκείνος σκόνταψε ία έπεσε στο ένα γόνατο. Καθώς σηκώθηκε ξανά, είδε σε μέση απόσταση ένα φως που τρεμόσβηνε - τ η ν κοφτή, ένιονη λάμψη από τους προβολείς ενός αυτοκινήτου. Πρέπει να το είχε δει και η Έμιλι, μιας και άρχισε να ανεμίζει σαν τρελή τα κοκαλιάρικα χέρια της- και πάνω απ' τον ήχο της βροχής και τις
16
ΣΑΡΚΑ & ΑΙΜΑ
ριπές του ανέμου που μούγγριζε μανιασμένα, ο Τέρενς άκουγε το τ σι ριχτό ουρλιαχτό της. Ο Τέρενς αγωνιζόταν μ' όλες του τις δυνάμεις, με τα πόδια του να κινούνται π άνω-κατ ω σαν έμβολα, τις γροθιές του σφιγμένες, το πρόσωπο του βλοσυρό. Μπορούσε ν' ακούσει την καρδιά του να χτυπά δυνατά, λες και κάποιος είχε πιάσει ένα ραβδί και δίχως λόγο χτυπούσε μανιασμένα ένα νεκρό σκυλί. Θεέ μου, αν δεν την έπιανε, εκείνη δε θα σωζόταν, δε θα σωζόταν! Τα αυτοκίνητο ολοένα πλησίαζε και οι προβολείς του έκαναν τις σταγόνες τις βροχής να οπινθηρίζουν, Ένα ημιφορτηγό Ελ Καμίνσ στο χρώμα του μπρούντζου, κινούνταν στον ανώμαλο δρόμο χοροπηδώντας και γέρνοντας. Η Έμιλι άρχισε να στριγγλίζει, να ανεμίζει τα χέρια της σαν τρελή και να τρέχει, λες και ο Σατανάς βρισκόταν στο κατόπι της, λ ε ς και ο ίδιος ο Χάρος ανάσαινε στο σβέρκο της. Ο Τέρενς ξεφύσηξε, ούρλιαξε και στριφογύρισε τριγύρω το δρεπάνι, κάνοντας το να ξεφυσά και να σφυρίζει όπως ία ο ίδιος. «Έμιλι! Στάσου, Έμιλι! Στάσου, γλυκιά μου!» Όμως η Έμιλι είχε κατηφορίσει το διαλυμένο λασπώδες ανάχωμα κουτρουβαλώντας και είχε φτάσει στον αυτοκινητόδρομο και οι άνθρωποι στο ημιφορτηγό πρέπει να την είχαν δει, μιας και έκοψαν ταχύτητα μέχρι που σταμάτησαν, ενώ οι υαλοκαθαριστήρες ανέμιζαν πέρα-δώθε σαν τρελοί. Η πόρτα του οδηγού άνοιξε. Ο Τέρενς πλησίασε πηδώντας τα λιγοστά χαντάκια που απέμεναν, γλίστρησε στην πλαγιά του αναχώματος και στάθηκε στο δρόμο με το ματωμένο του δρεπάνι στο χέρι, λαχανιάζοντας, ιδροκωπώντας και κοιτώντας. Ο οδηγός του αυτοκινήτου πήδηξε έξω και η Έμιλι παραλίγο να συγκρουστεί με την πόρτα. Εκείνος άπλωσε το αριστερό του χέρι και την τράβηξε μέσα, την τράβηξε προστατευτικά κοντά του. Ήταν ένας ψηλός, λεπτός ασπρομάλλης άνδρας που φορούσε γυαλιά κι ένα γκρίζο λινό πανωφόρι, οαν εκείνα που φορούν οι ωρολογοποιοί ή οι λουστραδόροι. Το φαρδύ γκρίζο του παντελόνι κυμάτιζε στον άνεμο. Τα μαλλιά του ανέμιζαν σαν τρελά. Πέρασε το μπράτσο του γύρω απ' τους ώμους της Έμιλι και καθώς ο Τέρενς τον πλησίασε, διέκρινε στο πρόσωπο του μια έκφραση ολοφάνερης αποφασιστικότητας, σαντου δόκτωρος Μπ. Έιτς Κίμπι, του οδοντίατρου που είχε ποζάρει για τον πίνακα του Γκραντ Γουντ, American Gothic, Κλασικό τέκνο της Αιόβα - « κ α λ ό ς και σταθερός άνθρωπος». Καθώς ο Τέρενς πλησίασε πιο κοντά, μπόρεσε να διακρίνει στη θέση του συνοδηγού τη γυναίκα του άλλου, κοκαλιάρα με άσπρα μαλλιά, να περιμένει, όπως κάθε γυναίκα σαν ία εκείνη περιμένει την έκβαση των όσων έχουν αποφασίσει οι άντρες τους να κάνουν. «Κάνε πίσω, τώρα!» φώναξε ο γέρος, «Μ' ακούς, κύριε; Κάνε πίσω!»
17
GRAHAM MASTERTON
Ο Τέρενς κοίταξε τριγύρω του, αριστερά και δεξιά, ακόμα και πίσω του, δήθεν μπερδεμένος. Τα μάτια ίου είχαν γίνει σαν σχισμές κόντρα στη βροχή. Όλη την ώρα, όμως, κρατούσε το δρεπάνι υψωμένο όσο σφιχτά γινόταν, με χέρι σταθερό σαν βράχος, λες και το δρεπάνι ήταν με μαγικό τρόπο καρφωμένο στον αέρα kl εκείνος ήταν κολλημένος επάνω του. «Δεν ξέρω ποιος είσαι, κύριε, ή τι προσπαθείς να κάνεις!» του είπε ο γέρος. «Καλύτερα, όμως, να κάνεις πίσω». «Αυτή είν' η κόρη μου», φώναξε ο Τέρενς, πλησιάζοντας πιο κοντά, κάνοντας κάθε φορά ένα προσεκτικό βήμα. «Αυτό είναι το κοριτσάκι μου». Άνοιξε διάπλατα τα χέρια για να τονίσει την αθωότητα και να επιδείξει την έλλειψη δόλου του. «Δε θέλω να ξέρω τα ποιος ή τα γιατί τούτης της ιστορίας», είπε ο γέρος. «Μπορούμε ν' αφήσουμε το σερίφη να βγάλει άκρη». «Κάτω τα χέρια σου απ' την κόρη μου», τον προειδοποίησε ο Τέρενς. «Δε γίνεται, κύριε. Τούτη η μικρή κυρία θα 'ρθει μαζί μας». Ο Τέρενς κούνησε αργά το κεφάλι του πέρα ως πέρα. «Ω, όχι», είπε, απαλά, τόσο απαλά που στην αρχή ο γέρος δ ε ν μπορούσε να τον ακούσει. «Ω, όχι, τούτη η μικρή κυρία πρέπει να σωθεί». «Πίσω!» έκανε απότομα ο γέρος, κι έσπρωξε βιαστικά την Έμιλι στο μπροστινό κάθισμα του ημιφορτηγού. «Σε προειδοποιώ, κύριε, μείνε εκεί που είσαι!» Ο Τέρενς πλησίασε βήμα βήμα το γέρο, προσεκτικά, ώσπου βρέθηκε μόλις εξήντα πόντους μακριά του. Οι σταγόνες της βροχής κατρακυλούσαν στις πλευρές του προσώπου του και κρέμονταν απ' τους λοβούς των αυτιών του σαν διαμαντένια σκουλαρίκια. Κοιτούσε το γέρο λες και δεν είχε δει ποτέ άλλοτε κάποιον σαν KL εκείνον. Ο γέρος άδραξε το πάνω μέρος της πόρτας του ημιφορτηγού του και αναρίγησε, ανταπέδωσε, όμως, το βλέμμα με το προκλητικό ύφος του πραγματικά τρομοκρατημένου. Ο Τέρενς χτύπησε ελαφρά τη λεπίδα του δρεπανιού στο πάνω μέρος της πόρτας τικ τικ πκκαι είπε καθαρά: «Τούτη η μικρή κυρία, είναι η δική μου μικρή κυρία, κύριε, ια αν προσπαθήσεις να μου τηνπάρεις, θα είσαι ένοχος απαγωγής. Ή, μάλλον, κάτι χειρότερο, θα είσαι ένοχος γτα το ότι θα έχεις στείλει την ψυχή της στην ίδια την κόλαση, να τροφοδοτήσει τις φλόγες ολάκερης της αιωνιότητας. Θ ε ς στ' αλήθεια να σου βαραίνει κάτι τέτοιο τη συνείδηση;» «Άμπνερ», φώναξε φοβισμένα μες απ' το αυτοκίνητο π γυναίκα του γέρου. «Άμπνερ, δε θέλουμε να συγχύσουμε κανέναν για κάτι που δε μας αφορά». Ο Τέρενς σήκωσε το δρεπάνι και το κράτησε μπρος στο πρόσωπο του γέρου. «Σωστά, Άμπνερ», είπε, καρφώνονΐάς τον με τα μάτια, «Δε θέλουμε να συγχύσουμε κανέναν, έτσι δεν είναι;» Σήκωσε αργά την αιχμή του δρεπανιού και τίναξε μια σταγόνα βροχής,
18
ΣΑΡΚΑ & ΑΙΜΑ
που κρεμόταν απ' την άκρη της μύτης του γέρου. «Πώς θα σου φαινόταν, Άμπνερ; Τι θα 'λεγες για μια τσάμπα πλαστική εγχείρηση; Μπορώ να ξεφορτωθώ τούτη την απαίσια μυτόγκα σου, μέχρι να πεις κίμινο». Ο άνεμος δυνάμωσε απότομα και το ημιφορτηγό κουνήθηκε πέρα-δώθε πάνω στη σαραβαλιασμένη του ανάρτηση. Ο γέρος είπε: «Δε μ' αρέσει να μ' απειλείς έτσι, κύριε. Και δεν πρόκειται να πω ότι δε με φοβίζεις, γιατί θα 'λεγα ψέματα. Κόρη σου, ή όχι, δε βλέπω το λόγο να σ' αφήσω να πάρεις τούτο το κορίτσι. Το καταλαβαίνεις; Αν της συμβεί κάτι, θα το έχω βάρος στη συνείδηση μου μέχρι να πεθάνω». Ο Τέρενς χαμήλωσε το δρεπάνι, «Βάρος στη συνείδηση σου;» ρώτησε, «Αυτό είναι που λέμε θανάσιμο δίλημμα, έτσι δεν είναι; Αυτό είναι που λέμε εκατό τοις εκατό θανάσιμο δίλημμα». Ακολούθησε ένα παράξενο διάστημα, ούτε ένα λεπτό, όπου κανείς τους δε μίλησε, αλλά η βροχή εξακολούθησε να χτυπά με κρότο τις πλευρές του ημιφορτηγού ία ο άνεμος εξακολούθησε να φλυαρεί. Από το Χόκαϊ Ντάουνς ως το Ίντιαν Κρικ, ο άνεμος σάρωνε ία πάντα. Πέρα στα βορειοανατολικά, πέρα απ' το Μάριον, οι αστραπές τρεμόσβηναν πίσω απ' τα σύννεφα και στον αέρα πλανιόταν μια έντονη οσμή όζοντος, σαν εκείνη που βγαίνει απ' τους μόλις ανοιγμένους τάφους. Ο Τέρενς ήταν έτοιμος να πει κάτι ακόμα όταν τον διέκοψε ένας δυνατός, διαπεραστικός ήχος σαν στριγγλιά. Τα μάτια του γούρλωσαν και έστρεψε το βλέμμα του πέρα απ' τον ώμο του γέρου, στο πίσω μέρος του ημιφορτηγού. ηΤι στο διάολο ήταν αυτό;» απαίτησε να μάθει. «Τίποτα, Τίποτα απολύτως», «Το "τίποτα" τσιρίζει σαν τον ίδιο το διάβολο». Ο γέρος ανασήκωσε τους ώμους. «Γουρούνια είναι. Έ ν α ζευγάρι απογαλακτισμέ να Μπέρκσάίρ, που τα πήγαινα στου ξαδέρφου μου στο Μπέρτραμ. Πίστεψε με, κύριε - π ί σ τ ε ψ έ με, δε θέλω μπελάδες. Σε παρακαλώ». Ο Τέρενς τον κοίταξε επίμονα, χωρίς ν' ανοιγοκλείσει τα μάτια, παρά τη βροχή που κυλούσε ατο πρόοωπό του. Έπειτα προχώρησε γύρω απ το πλευρό του ημιφορτηγού με το δρεπάνι τ ου υψωμένο και κοίταξε στο πίσω μέρος. Δυο γεροδεμένα αρσενικά γουρουνάκια ήταν δεμένα κοντά στο πίσω μέρος της καμπίνας, πάνω σ' ένα στρώμα βρεγμένα άχυρα απ' τ' αγρόκτημα. Το ένα ήταν ροζ με μαύρες κηλίδες, λες και κάποιος είχε τινάξει πάνω του μια πένα γεμάτη μελάνη' το άλλο ήταν ροζ σαν ζαμπονάια. Όταν είδαν τον Τέρενς να πλησιάζει άρχισαν να ρουθουνίζουν και να γρυλίζουν, ενώ το ένα άρχισε να σκούζει, να χτυπιέται και να κλοτσά το τοίχωμα της καρότσας σαν τρελό. Ο Τέρενς πήγε μέχρι την καρότσα, ακούμπησε πάνω της τους αγκώνες του και κράτησε το δρεπάνι έτσι ώστε να μπορούν να το δουν καθαρά τα γουρουνάκια, Και τα δύο βρίσκονταν ήδη στα πρόθυρα της υστερίας· έσκουζαν, μούγκριζαν και τραβούσαν τα δεσμά τους.
19
GRAHAM MASTERTON
«Τα τρομάζω, έτσι δεν είναι;» είπε ο Τέρενς. Τα κοίταξε για λίγο που έσκουζαν. Έπειτα στράφηκε προς το μέρος του γέρου και σκούπισε τη βροχή απ' το μέτωπο του με τη ράχη του χεριού που κρατούσε το δρεπάνι. «Γουρούνια!» είπε ο γέρος, σχεδόν ξεφωνίζοντας για ν' ακουστεί κόντρα στον άνεμο. «Ξέρουν να κρίνουν το χαρακτήρα των ανθρώπων! Είναι ία εκείνα θνητά, όπως και μεις, Ξέρουν τι τους γίνεται». «Το 'χω ακούσει αυτό», είπε ο Τέρενς. «Έχω ακούσει ακόμα να λένε ότι μπορείς να κοιτάξεις μες στο μάτι του γουρουνιού και να δεις πόσο σύντομα πρόκειται να πεθάνεις». «Κύριε —σε παρακαλώ — » φώναξε η γυναίκα του γέρου μέσα απ' το ημιφορτηγό, «Το κοριτσάκι σου εδώ μέσα τρέμει τόσο που κοντεύει να διαλυθεί. Σε παρακαλώ, άσε μας να φύγουμε. Δε θα πούμε σε κανέναν τι συνέβη εδώ, στο υπόσχομαι». Ο Τέρενς την αγνόησε. «Κοίτα μες στο μάτι του γουρουνιού, Άμπνερ», είπε στο γέρο. «Τι;» «Κοίτα μες στο μάτι του, Άμπνερ. Δες πότε πρόκειται να πεθάνεις». Ο Άμπνερ δίστασε. Ο άνεμος άρχισε να δυναμώνει ία άλλο ία έξαφνα τους κούφανε μια τρομερή βροντή ακριβώς από πάνω τους, που έκανε το δρόμο να σειστεί και τα γουρουνόπουλα να ουρλιάξουν τρομοκρατημένα. Η βροχή σαν να δίστασε μια στιγμή, έπειτα, όμως, άρχισε να πέφτει ξανά, ακόμα πιο καταρρακτωδώς απ' ό,τι πριν ία απ' τον αυτοκινητόδρομο σηκώθηκαν ακόμα περισσότερα φαντάσματα. «Κύριε, έχω βραχεί μέχρι το κόκαλο εδώ ία έχω οστεοαρθρίτιδα». «Εμπρός. Άμπνερ», είπε ο Τέρενς και πρόγγηξε το γέρο στο στήθος με την αιχμή του δρεπανιού του. «Σε προκαλώ, κοίτα μες στο μάτι του! Τι να τις κάνουμε τις κρυστάλλινες σφαίρες ή τα φύλλα του τσαγιού, Άμπνερ; Τι να τις κάνουμε τις βελόνες για να μαντέψουμε το μέλλον, όταν έχουμε το μάτι του γουρουνιού;» Ο γέρος έστρεψε επιφυλακτικά το κεφάλι του προς το πίσω μέρος του ημιφορτηγού. Τα γουρουνόπουλα δεν έσκουζαν ma, ούτε κλοτσούσαν, εξακολουθούσαν, όμως, να τραβούν τα δεσμά τους σε κατάσταση τρομερής αγωνίας. Βρομούσαν κάτουρο και φόβο. Με τεντωμένη, πνιγμένη φωνή ο γέρος είπε: «Η Ντόροθί μου σου λέει την αλήθεια, κύριε. Δε θα πούμε κουβέντα σε κανέναν, στ' ορκίζομαι». «Στο μάτι, Άμπνερ», επανέλαβε ο Τέρενς. Ο γ έ ρ ο ς έριξε το βλέμμα του προς το πλησιέστερο απ' τα δύο γουρουνάκια. Το γουρουνόπουλο σταμάτησε να παλεύει ία έμεινε εντελώς ακίνητο, παρόλο που το αδέρφι του εξακολουθούσε να το σπρώχνει στα πλευρά. Σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε το γέρο με —με τι; Με συμπόνια; Με θλίψη; Με αμηχανία; Στο κάτω-κάτω, όπως είχε πει κι ο γέρος, ήταν ία εκείνα θνητά, όπως και 'μεις.
20
ΣΑΡΚΑ & ΑΙΜΑ
Οι βλεφαρίδες του γουρουνόπουλου έμοιαζαν με λευκά αγκάθια, το μάτι του, όμως, έμοιαζε με μαύρο υγρό. Αντανακλούσε τα πάντα, με κυρτές γραμμές και απόλυτπ λεπτομέρεια - τ ο πλευρό της καρότσας, τη βροχή, τον ουρανό που κινούνταν με ταχύτητα, τη λεπτή μορφή του γέρου με τους στρογγυλούς ώμους που αναζητούσε κάποιο μαγικό σημάδι συμπόνιας μες στην ίδια του την αντανάκλαση. Αντανακλούσε την έντονη τοιγκελωτή λάμψη απ' το δρεπάνι του Τέρενς, που έμοιαζε με την ανατολή του καινούργιου φεγγαριού σε μια ταινία παιγμένη σε μεγάλη ταχύτητα. Ο γέρος έστρεψε ξανά το βλέμμα του στον Τέρενς ένα κλάσμα του δευτερολέπτου προτού ο Τέρενς τον χτυπήσει και τίναξε το χέρι του για να προστατευθεί. Το δρεπάνι θέρισε και τα τέσσερα δάκτυλα του αριστερού του χεριού, μέσα σ' ένα σύμφυρμα από αίμα και κομμάτια σάρκας απ' τις αρθρώσεις. Παρέκκλινε απ' την πορεία του και, χτυπώντας την αριστερή πλευρά του προσώπου του γέρου, ξέσκισε το πάνω μέρος του αυτιού του, το μεγαλύτερο μέρος απ' το μάγουλο του και μια παχιά, πορφυρή λωρίδα απ' το χείλος, Ο γ έ ρ ο ς ούρλιαξε και σωριάστηκε με δύναμη στο πλάι του ημιφορτηγού. Τα γουρουνόπουλα ούρλιαζαν κι εκείνα, κλοτσούσαν και στριφογύριζαν πανικόβλητα. Το αίμα ράντισε το πίσω παρμπρίζ του ημιφορτηγού και ΊΟ κάθισμα Ίου οδηγού. Η Έμιλι ούρλιαξε ία εκείνη. Τώρα ο Τέρενς βρισκόταν σε κατάσταση παροξυσμού. Η ιερή του ημέρα είχε μεταβληθεί σε κωμωδία. Τούτη η μέρα της σωτηρίας καταστρεφόταν από παρείσακτους και βλάσφημους, ηλίθιους χοιροτρόφους και γυναίκες. Έ ν α ακόμα εκκωφαντικό μπούμαουνητό κατάπνιξε τις φωνές του, καθώς στάθηκε πάνω απ' το γέρο ία άρχισε να τον κατακρεουργεί. Ο γέρος ούρλιαξε και προσπάθησε να σηκωθεί. Όμως το ματωμένο του χέρι γλίστρησε πάνω στη βρεγμένη πόρτα του ημιφορτηγού, σχηματίζοντας ένα ιερογλυφικό γεμάτο ραβδώσεις απ' τις σταγόνες της βροχής. Στο εσωτερικό του ημιφορτηγού π γριά ούρλιαξε και κείνη, ενώ το λεκιασμένο απ' το νερό παράθυρο παραμόρφωνε την όψη της. Πέρασε με κόπο στο κάθισμα του οδηγού και άνοιξε την πόρτα, όμως ο Τέρενς την ξανάκλεισε βίαια. Πρέπει να της είχε μαγκώσει τα δάχτυλα, γιατί την άκουσε να ξεφωνίζει σαν παγιδευμένο ζώο. Ο Τέρενς κατακρεουργούσε το γέρο μανιασμένα, με πρόσωπο άγριο, και τα χτυπήματα σχημάτιζαν ένα μοτίβο σαν ψαροκόκαλο, πρώτα στα αριστερά, έπειτα στα δεξιά. Ο γέρος συνέχισε να βγάζει ένα χαμηλό, τρεμουλιαστό ουρλιαχτό, ενώ το δρεπάνι του Τέρενς βυθιζόταν στο τριχωτό του κεφαλιού του, στο πρόσωπο του και στα υψωμένα χέρια του. Αίμα τιναζόταν παντού. Ο Τέρενς δεν είχε δει ποτέ του τόσο αίμα, παρά μόνο στο σφαγείο. Ένιωθε λ ε ς και λουζόταν με αυτό. Το δρεπάνι έβγαζε ένα ζωηρά, χορταστικό ήχο κοψίματος, όπως όταν
21
GRAHAM MASTERTON
κάποιος δαγκώνει ένα μήλο. Μ' ένα ξαφνικό κτύπημα έκοψε το δεξί χέρι του γέρου απ' τον καρπό, ία έπειτα τον αριστερό του πήχυ. Πετσόκοψε το μεγαλύτερο τμήμα του τριχωτού του κεφαλιού του, έτσι ώστε τα μαλλιά του να κρέμονται πάνω στα μάτια του σε αιματοβαμένες τούφες. Παντού τριγύρω του έπεφταν άμορφα κομμάτια σάρκας. Σε μια απεγνωσμένη απόπειρα αυτοπροστασίας, ο γέρος κουλσυριάστηκε χάμω και πίεσε το πρόσωπο του στο βρεμένο οδόστρωμα, έτσι ο Τέρενς άρχισε να πετσοκόβει την πλάτη και τους ώμους του με αποτρόπαιη αποφασιστικότητα. Το λινό πανωφόρι του γέρου ήταν τόσο μουλιασμένο από αίμα, που είχε μαυρίσει. Στο πίσω μέρος του ημιφορτηγού τα γουρουνόπουλα συνέχιζαν το φρικιαστικό τους στρίγγλισμα- και κλοτσούσαν τα τοιχώματα του ημιφορτηγού με θανάσιμο πανικό. Ο Τέρενς ύψωσε το χέρι που κρατούσε το δρεπάνι, για να καταφέρει τη χαριστική βολή στο γέρο. Γεύτηκε το αίμα και το νερό της βροχής. Ή θ ε λ ε να κόψει το κεφάλι εκείνου του χωριάτη απ' τους ώμους του —ακόμα ία αν κάτι τέτοιο σήμαινε ότι ο ανακατωσούρης γερο-ηλίθιος σίγουρα θα σωζόταν, όπως σίγουρα είχαν σωθεί η Λίζα και ο Τζορτζ. Καθώς, όμως, προσπάθησε να κατεβάσει το χέρι του, αισθάνθηκε δυο κοκαλιάρικα χέρια σαν νύχια αρπακτικού να αρπάζουν τον καρπό του. Γύρισε έξαλλος, απελπισμένος, με πρόσωπο κηλιδωμένο απ' το αίμα. Η Ντόροθι, η γυναίκα του γέρου, είχε βγει απ' το ημιφορτηγό, είχε έρθει από πίσω του και είχε κρεμαστεί από το χέρι του με μανία. «Σταμάτα!» κραύγασε. «Σταμάτα! Σταμάτα! Τον σκοτώνεις! Είναι ο άντρας μου! Τι σου έχει κάνει;» Ο Τέρενς ελευθέρωσε απότομα το χέρι του και κοίταξε τη γυναίκα. Η επέμβασή της τον είχε πραγματικά καταπλήξει· στ' αλήθεια. Λες την, μικροσκοπική, ασπρομάλλα και κοκαλιάρα σαν ορτύκι. Θα πίστευε κανείς ότι θα την παρέσερναν ο άνεμος και η βροχή. Φορούσε ένα κόκκινο καρό πουκάμισο, τ ζην και κόκκινα πλαστικά σκουλαρίκια. Ήταν η γυναίκα ενός επαρχιώτη: η γερασμένη νύφη ενός ακόμη πιο γερασμένου χωριάτη. «Τον σκοτώνεις!» είπε με μάτια θολωμένα απ' τα δάκρυα. «Είναι ο άντρας μου και ο πατέρας των παιδιών μου κι εσύ τον σκοτώνεις!» Ο Τέρενς κοίταξε κάτω. Δίπλα του, πάνω στην αστραφτερή υγρή άσφαλτο του δρόμου, ο γέρος είχε διπλωθεί στα δύο, με τα κούτσουρα που αποτελούσαν τώρα τα χέρια του σφιγμένα στο στέρνο. Βογγούσε σαν σκουριασμένη πόρτα, εεερργκ, εεργκ, ία έτρεμε. Απ' το στόμα του έσταζε αίμα και κάτω απ' το κορμί του κυλούσε ένα πλατύ ρυάκι αίματος, που αναμιγνυόταν με τη βροχή, «Δεν τον έχω σκοτώσει ακόμα», αποκρίθηκε ο Τέρενς, με σιγανή, απόμακρη φωνή. «Όχι, όμως, ότι δεν προσπάθησα...τουλάχιστον αυτό πρέπει να μου το αναγνωρίσεις. Έ χ ω κόψει σχεδόν όλα όσα με εμπόδιζαν. Εκτός απ'
22
ΣΑΡΚΑ & ΑΙΜΑ
το κεφάλι του, βέβαια, αλλά τώρα Θα έφτανα και ο' εκείνο». «Άσ1 τον ήσυχο», πρόσταξε η γριά. Έβγαλε τα γυαλιά της εξαιτίας της βροχής, κράτησε, όμως, όλη την ώρα το βλέμμα της καρφωμένο στον Τέρενς. «Είναι ο άντρας μου. Άσ' τον ήσυχο». Ο Τέρενς στράφηκε λίγο απ' την άλλη. Έτριψε τον δεξιό του αγκώνα, λες και είχε ζοριστεί αη' όλο αυτό το κόψιμο με το δρεπάνι. Απ' τη στιγμή που ο Τέρενς είχε σταματήσει το πετσόκομμα, τα γουρουνόπουλα είχαν ηρεμήσει λίγο όταν, όμως, στράφηκε ξανά προς το μέρος τους ξανάρχισαν το σκούξιμο με αναζωπυρωμένο πανικό. Εκείνος στράφηκε ξανά προς τη γριά και καθώς το έκανε, το δεξί του χέρι τυλίχτηκε πίσω του, ακριβώς πίσω και δεξιά του, μ' όλη την επιδεξιότητα ενός καλού τενίστα και το δρεπάνι άστραψε στριφογυρίζοντας και παίρνοντας φόρα και τότε χραπ! το κεφάλι της αναπήδησε απ' τους ώμους της, κάνοντας το αίμα να ξεχυθεί λες και κάποιος είχε αναποδογυρίσει έναν κουβά, έπεσε στο πίσω μέρος του ημιφορτηγού με ένα βαρύ γδούπο και κατρακύλησε μέχρι την πόρτα της καρότσας, όπου και σταμάτησε. Το πρόσωπο της απέμεινε να κοπάζει το άχυρο με ορθάνοιχτα μάτια, σαν το πρόσωπο γυναίκας που δεν έχει δει ποτέ της άχυρο. Το κορμί της στεκόταν, ενώ απ' τον ακρωτηριασμένο της λαιμό τιναζόταν ένας ψηλός παλλόμενος πίδακας από αίμα, καμιά σαρανταριά εκατοστά στον αέρα. Ο Τέρενς εξακολουθούσε να την κοιτά. Ήταν απίστευτο ότι το κορμί της μπορούσε να στέκεται όρθιο μόνο του τόση ώρα, σαν να πίστευε ότι μπορούσε να συνεχίσει να ζει χωρίς κεφάλι. Σχεδόν περίμενε πως θα 'κανε ένα βήμα ή πως θα άπλωνε το χέρι της προς το μέρος του. Τότε, όμως, τη χτύπησε ιιια αιφνίδια ριπή ανέμου και ξάφνου τα γόνατα της λύγισαν. Έκανε μια πιρουέτα προς το πλάι και σωριάστηκε δίπλα στο σύζυγό της πάνω στη ματωμένη άσφαλτο. Το ένα της πόδι συσπάστηκε μέσα στο φτηνιάρικο δετό μουσαμαδένιο παπούτσι της, συσπάστηκε ξανά και τελικά έμεινε ακίνητο. Ο Τέρενς κατέβασε άλλη μια φορά το δρεπάνι στον ώμο του γέρου — μάλλον από φούρκα παρά από γνήσια επιθυμία να του κάνει κακό. Τούτη τη φορά ο γέρος δέχτηκε το χτύπημα αδιαμαρτύρητα. Πονούσε φρικτά και δ ε ν είχε κουράγιο να κάνει οτιδήποτε άλλο από το να πεθάνει. «Γιατί δε με σκοτώνεις;» είπε με λυγμούς. «Γιατί δε με σκοτώνεις;» «Γιατί είσαι ήδη νεκρός!» του φώναξε ο Τέρενς, ώστε να τον ακούσει σίγουρα ο γ έ ρ ο ς πάνω απ το θόρυβο της καταιγίδας. «Είμαστε όλοι νεκροί. Ποια είναι η διαφορά; Είμαστε όλοι ταξιδιώτες, όλοι μας. Όλοι ταξιδεύουμε στο δρόμο που δεν έχει επιστροφή». Ο γέρος είπε «Άντε γαμήσου», και από τον τρόπο που το είπε ήταν ολοφάνερο ότι δεν είχε ποτέ του βρίσει κανέναν, ποτέ σ' όλη του τη ζωή, άντρα ή αγόρι, απ' τον καιρό που σαν παιδί άκουγε τις ιστορίες των Έιμος και Αντί και τις περιπέτειες του Τζακ Άρμστρονγκ και του Τομ Μιξ στο ραδιόφωνο.
23
GRAHAM MASTERTON
Νηφάλιος, μετρημένος, άνθρωπος της εκκλησίας. Να ποιος ήταν ο άνθρωπος που ο Τέρενς κατακρεουργούσε μέχρι θανάτου. Τελικά κατέρρευσε' και ο Τέρενς, κατάκοπος και ζαλισμένος, ακόμα και βαριεστημένος, ίσιωσε ίο κορμί του. «Δεν μπορούσες απλά να πεθάνεις, ε;» είπε στο πτώμα του γέρου. «Δεν μπορούσες απλά να πεθάνεις; Έ π ρ ε π ε να δώσεις και παράσταση. Να βρίσεις. Ήσουν ένα βήμα απ' τον παράδεισο κι έπρεπε να βρίσεις». Η καταιγίδα είχε γίνει σχεδόν κωμικά άγρια. Η βροχή έπεφτε σία χωράφια με σχεδόν οριζόντια κλίση και χτυπούσε με κρότο τα πλάγια του ημιφορτηγού. Το αίμα που είχε χύσει ο Τέρενς δημιουργούσε σπείρες και σχήματα σαν τα νερά του μάρμαρου και χυνόταν στα χαντάκια, ανακατεμένο με τη λάσπη. Με το χέρι υψωμένο για να προστατέψει το πρόσωπο του απ' τη βροχή, ο Τέρενς πλησίασε αθόρυβα την ανοιχτή πόρτα του οδηγού του ημιφορτηγού και έλεγξε το εσωτερικό. Η πόρτα του συνοδηγού ήταν επίσης ανοικτή. Τα καθίσματα ήταν κηλιδωμένα από αίμα και βροχή και πάνω τους βρίσκονταν μια φθαρμένη, μπεζ δερμάτινη τσάντα, μια σακούλα από ψώνια κι ένα ανοικτό γαλάζιο πλεκτό διπλωμένο σε σωρό: ίσως ένα πουλόβερ ή η απογευματινή ζακέτα ενός παιδιού. Ό,τι ία αν ήταν, θα έμενε ανολοκλήρωτο. Δεν υπήρχε, όμως, κανένα σημάδι της Έμιλι. Μόνο η πόρτα του συνοδηγού που έτριζε απ' τον άνεμο και η βροχή που κατρακυλούσε στο παράθυρο σχηματίζοντας τεθλασμένες γραμμές. Ο Τέρενς στάθηκε όρθιος και κοίταξε τριγύρω, ρουθουνίζοντας, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια και καλύπτοντάς τα με τα χέρια του. Η βροχή έπεφτε τόσο δυνατά που τα χωράφια είχε καλυφθεί με μια λεπτή, ασημένια αχλή και του ήταν αδύνατο να δει μακρύτερα από εξήντα ή ενενήντα μέτρα. «Πρέπει να τη σώσω, που να πάρει», ψιθύρισε. «Τούτη είναι η ημέρατούτη είναι εκείνη, εκείνη ακριβώς η μέρα. Πρέπει να τη σώσω. Δε γίνεται να την απογοητεύσω τώρα». Βάδισε γύρω απ' το μπροστινό μέρος του ημιφορτηγού, με ασταθή βήματα, λες και κάποιος τον είχε χτυπήσει. Η βροχή κυλούσε στο σβέρκο του και έ ρ ε ε απ' την άκρη της μύτης του. Ανίχνευσε την άκρη του αυτοκινητόδρομου αναζητώντας- ίχνη από βήματα, αλλά έβρεχε τόσο μανιασμένα που τα χαντάκια και τα κράσπεδα είχαν μεταβληθεί σε αφρισμένες λίμνες από κίτρινη λάσπη. Θεέ μου, ένιωθε σαν να πνιγόταν. Το βρεμένο του τζην είχε κολλήσει στα μπούτια του και το πίσω μέρος του πουκαμίσου του κρεμόταν κάτω. Κι ο άνεμος ολοένα και δυνάμωνε, έτσι ώστε τα γουρουνόπουλα στο πίσω μέρος του ημιφορτηγού σταμάτησαν το σκούξιμο ια άρχισαν να βογγούν απελπισμένα, όπως βογγούν οι άνθρωποι που είναι σίγουροι ότι πρόκειται να πεθάνουν. «Έμιλι!» ούρλιαξε ο Τέρενς. «Πού είσαι, Εμιλι;» Μισόκλεισε τα μάτια του και προσπάθησε να δει μες στη βροχή. Αρχικά
24
ΣΑΡΚΑ & ΑΙΜΑ
δεν μπορούσε να διακρίνει απολύτως τίποτα. Όμως μετά —τι ήταν αυτό; Έ ν α λουλούδι που κουνιόταν μες στο μισοσκόταδο; Έ ν α λουλούδι, ένας θάμνος ή ένα κοριτσάκι μ' ένα πολύ στενό λουλουδάτο φόρεμα, ένα κοριτσάκι με γυαλιά θολωμένα απ' τη βροχή, που έτρεχε για να γλπώοει τπ ζωή του; Ο Τέρενς άρχισε να σιγοτρέχει και να πλατσουρίζει μες στα χωράφια. Έσπρωξε πίσω τα μαλλιά του με το χέρι του, το χέρι που κρατούσε το δρεπάνι ία άρχισε να τρέχει. Τα παπούτσια και τα ρ ε β έ ρ του είχαν βαρύνει απ' τη λάσπη, όμως συνέχισε να τρέχει, καταβάλλοντος όλο και μεγαλύτερη προσπάθεια. Τα πόδια του πονούσαν τα μπράτσα του πονούσαν. Οι πνεύμονες του είχαν φραχτεί απ' το φλέμα. Τίναξε, όμως, πίσω το κεφάλι του, έκλεισε τα μάτια και ορκίστηκε στον Κύριο Θεό του ότι θα έσωζε την Έμιλί του απ' όλα αυτά, θα την έσωζε, θα την έσωζε. Ήταν σίγουρος ότι μπορούσε να διακρίνει εκείνο το λουλουδάτο φόρεμα ν' ανεβοκατεβαίνει μπροστά του και ήξερε τι ήταν, ήξερε ότι ήταν η Έμιλι. Του είχε κοπεί η ανάσα και δεν μπορούσε να φωνάξει τ' όνομά της, έκλεισε, όμως, σφιχτά τα μάτια και είπε για κείνη μια προσευχή και υποσχέθηκε, υποσχέθηκε να τη σώσει, όποιο ία αν ήταν το τίμημα, όσο κι αν έπρεπε να τρέξει. Θα έτρεχε και θα συνέχιζε να τρέχει μέχρι να βγει ο ήλιος, αλλά θα την έσωζε. Μπροστά του, μόλις εξήντα μέτρα μακριά, η Έμιλι έκλαιγε ία έτρεχε. Ηξερε ότι ο Μπαμπάκας την καταδίωκε, παρόλο που δεν είχε γυρίσει πίσω ούτε μια φορά για να κοιτάξει Ακόμα κι αν το είχε κάνει δεν θα είχε καταφέρει να τσν δει. Έβρεχε τόσο δυνατά που είχε αναγκαστεί να βγάλει τα γυαλιά της και τα κρατούσε στο χέρι της. Ήταν εξουθενωμένη και βρεγμένη μέχρι τα εσώρουχά της, ήξερε, όμως, ότι δε γινόταν να σταματήσει. Δεν είχε δει τον Αμπνερ να πεθαίνει, δεν είχε δει την Ντόροθι να πεθαίνει, είχε, όμως, ακούσει τα γουρουνάκια να ουρλιάζουν και είχε δει το αίμα να ραντίζει το πίσω παρμπρίζ του ημιφορτηγού' και ήξερε ότι έπρεπε να τρέξει και να συνεχίσει να τρέχει. Δεν ήξερε που πήγαινε. Δεν ήξερε καν πού βρισκόταν. Η βροχή άρχισε να σταματά λίγο. Ο Τέρενς μπορούσε να τη νιώσει να σταματά και τον άνεμο να εξασθενεί. Τώρα διέκρινε καθαρά την Έμιλι και ήταν βέβαιος πως ήταν εκείνη. Μπορούσε να δει το φόρεμά της. Μπορούσε να δει τα χλομά λασπωμένα πόδια της να τρέχουν. Έβγαλε ένα υγρό, καταρροϊκό γρύλισμα θριάμβου. Σύντομα όλα θα τελείωναν και θα είχε γίνει το θέλημα του Κυρίου. Κράδαινε με δύναμη γύρω γύρω το δρεπάνι, κάνοντάς το να βουίζει καθώς περιστρεφόταν μες στη βροχή και γνώριζε ότι ο Κύριος ήταν με το μέρος του. Αν δ ε ν του είχε κοπεί τόσο η ανάσα, αν το στήθος και οι πνεύμονες του δεν ήταν τόσο μπουκωμένοι, θα είχε φωνάξει δυνατά; «Αλληλούια]» Τέρμα το κακό αίμα. Τους χώριζαν πλέον μόνο τριάντα μέτρα. Το χωράφι ήταν τόσο βρεγμένο και η λάσπη τόσο παχιά, που η Έμιλι μόλις κατάφερνε να τρέχει αργά σκοντά-
25
GRAHAM MASTERTON
φτοντας. Πίσω της, ο Μπαμπάκας συνέχιζε με ένα σταθερό βαρύ τρέξιμο' και άκουγε τα πόδια του που διέσχιζαν με κόπο τα χαντάκια. Στράφηκε προς τα πίσω' και εκείνος βρισκόταν πλέον τόσο κοντά, που ακόμα και χωρίς τα γυαλιά της μποροΰοε να διακρίνει το ακαθόριστο περίγραμμά του. Μια ψηλή διαστρεβλωμένη μορφή, σαν μισολιωμένη σκιά, που κρατούσε στο χέρι της μια αστραφτερή, καμπύλη λεπίδα. Και συνέχιζε να έρχεται αποφασμένος στο κατόπι της. Δίχως να την καλεί1 δίχως να μιλά· αλλά κραδαίνοντας αργά εκείνη τη λεπίδα γύρω απ' το κεφάλι του, γύρω γύρω, συνεχίζοντας με εκείνο το σταθερό, βαρύ τρέξιμο. Κατάφερε να προχωρήσει για καμιά εξηνταριά μέτρα ακόμη και έπειτα τα πάντα την κατέβαλλαν. Το σοκ των όσων είχαν συμβεί" το αίμα- η βρόχι ν και τα γουρουνόπουλα που τσίριζαν. Σκόνταψε και έπεσε μες στη λάσπη ία απέμεινε εκεί να κλαίει ξαπλωμένη, με κομμένη την ανάσα ία εξουθενωμένη, έτσι ώστε ο Μπαμπάκας μπόρεσε να μετατρέψει το τρέξιμο του οε βάδισμα και να την πλησιάσει αργά, με το δρεπάνι χαμηλωμένο, σκουπίζοντας τη βροχή απ' το πρόσωπο του, μουσιαδι και με κομμένη την ανάσα, αλλά ακόμα γεμάτος συμπόνια. Ανοιξε τα μάτια της και είδε τα λασπωμένα του παπούτσια και το λασπο)μένο του τ ζην1 δεν είχε, όμως, το κουράγιο να κοιτάξει πιο πάνω. Εκείνος κάθισε πάνω στη λάσπη δίπλα της και άφησε το κεφάλι του να πέσει ανάμεσα στα γόνατα του. Ένιωθε λες και η καρδιά του ήταν φτιαγμένη από συμπαγή ελαφρόπετρα και κάθε της χτύπημα έγδερνε την κοιλότητα του στήθους του. Ήταν μούσκεμα απ' τη βροχή και μούσκεμα απ' τον ιδρώτα, βρομούσε, ήταν βουτηγμένος στο αίμα και είχε σχεδόν τελειώσει τη δουλειά του. Όμως είχε αμαρτήσει 1 και ο Κύριος τού είχε μηνύσει να εξιλεωθεί από τις αμαρτίες του - και η τελευταία πράξη που έπρεπε να κάνει, προτού εξασφαλίσει τη θέση του στον παράδεισο, ήταν να σώσει την Έμιλι. «Έμιλι;» είπε τελικά, λαχανιάζοντας ακόμα. Η Έμιλι τον κοίταξε, ξέπνοπ και πολύ τρομοκρατημένη για να απαντήσει. Ένιωθε τη λάσπη και τα μουστάκια των νεαρών σταχυών του χειμωνιάτικου σταριού πάνω στο μάγουλο της. «Πρέπει να στο πω, Έμιλι, μου έδωσες να καταλάβω απ' το τρέξιμο, μα την αλήθεια». Καθάρισε το λαιμό του, έβηξε ία έπειτα έφτυσε μες στη βροχή. «Θα σου πω κάτι, γλυκιά μου, κόντεψες να με ξεκάνεις έτσι όπως έτρεχες. Σχεδόν μ' έστειλες να συναντήσω το Δημιουργό μου πριν από σένα». Παρέμεινε σιωπηλός για λίγο, προσπαθώντας να πάρει ανάσα κι έ π ε π α είπε: «Σ' αγαπώ, Έμιλι, θέλω να το ξέρεις. Σ' αγαπώ όπως αγαπώ κατ τη Λίζα και τον Τζορτζ. Σ' αγαπώ πάρα πολύ, πάρα πολύ. Να γιατί. Δε θα με κατηγορήσεις για όσα έπρεπε να κάνω σήμερα, έτσι δεν είναι; Δε θα με κρίνεις γι' αυτά; Είναι όλα για καλό, πίστεψε με, γλυκιά μου. Να τι σημαίνει να εξιλεώνεσαι, να επανορθώνεις. Να π σημαίνει να λες συγγνώμη, Κύριε, αμάρτησα —
26
ΣΑΡΚΑ & ΑΙΜΑ
αμάρτησα πολύ άσχημα — και τώρα σου ζητώ συγχώρεση για όσα έκανα, με το μόνο τρόπο που γνωρίζω». Η Έμιλι ξεροκατάπιε. Πονούσε όταν κατάπινε. «Μη με οκοτώσεις», τον ικέτεψε. Εκείνος ρούφηξε τη μύτη του, συνοφρυώθηκε και κούνησε το κεφάλι του. «Σε παρακαλώ, μη με σκοτώσεις», είπε η Έμιλι. Προσπάθησε να διατηρήσει τη φωνή της ανέκφραστη, όπως κάνουν τα περισσότερα θύματα, μήπως και προκαλέσουν τους μέλλοντες δολοφόνους τους. Η βροχή εξακολουθούσε να τους μαστιγώνει τα πρόσωπα. Ήταν τόσο βρεγμένοι και τόσο λασπωμένοι που δύσκολα ξεχώριζαν από θημωνιές ή λάσπη που την έχει σαρώσει μπουλντόζα. Είχαν γίνει ένα με το τοπίο της Αιόβα. Ο Τέρενς σηκώθηκε αργά όρθιος. Σκούπισε το δρεπάνι του πάνω στο λασπωμένο του μανίκι. «Θα πρέπει ν* ανακαθίσεις, γλυκιά μου. Αλλιώς δε θα μπορώ να σου πάρω παστρικά το κεφάλι». Η Έμιλι έμεινε εκεί που βρισκόταν, ξαπλωμένη στο πλάι μέσα σ' ένα χαντάκι. Τα μάτια της ήταν ανοικτά, αλλά δεν εστίαζαν πουθενά. Ανάσαινε απ' το στόμα. Ο Τέρενς έσκυψε από πάνω της και την κτύπησε ελαφρά στο μπράτσο με την αιχμή του δρεπανιού. «Έμιλι» της είπε προσπαθώντας να την καλοπιάσει. «Πρέπει ν' ανακαθήσεις». «Ο Ιησούς με θέλει για ηλιαχτίδα», είπε ξερά εκείνη. Ο Τέρενς μειδίασε κι έγνεψε καταφατικά, ενώ απ' τη μύτη του κρεμόταν μια λεπτή κλωστή από υγρή μύξα. «Σωστά, Έμιλι, έχεις απόλυτο δίκιο. Ο Ιησούς σε θέλει για ηλιαχτίδα». Τελικά η Έμιλι ανακάθησε, στηριγμένη στο ένα της μπράτσο. Ο Τέρενς βημάτιζε γύρω της με κινήσεις νευρικές οαν μαριονέτα, πνιγμένος απ' το δίκιο του. Αδιαφορούσε για τη βροχή, αδιαφορούσε για την καταιγίδα και σκεφτόταν μόνο τι μπορούσε να κάνει για κείνη. Μπορούσε να τη σώσει! Μπορούσε να τη στείλει στον παράδεισο! Μακριά από τούτο το ανεμοδαρμένο χωράφι, κατευθείαν στον παράδεισο, σε εκείνο το μέρος που ήταν πάντα ζεστό, χρυσαφένιο και λουσμένο στον ήλιο! «Είσαι έτοιμη;» τη ρώτησε. Η Έμιλι φαινόταν ζαλισμένη. Η Έμιλι αισθανόταν ζαλισμένη. Το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν η Μαμά της, το κρεβάτι της και χοιρομέρι που είχαν για βραδυνό. Οι γάμπες της πονούσαν απ' το τρέξιμο και ένιωθε φριχτά που ήταν μούσκεμα. Ήλπιζε ότι ο θάνατος δε θα πονούσε. Ο Τέρενς έσκυψε από πάνω της, και η μύτη του βρέθηκε μόλις πέντε έξι εκατοστά απ' τη δική της, «Θα σε σώσω, Έμιλι. Θα είναι τέλεια! ©α συναντήσεις το Χριστό και τον 'Αι-Γιάννη το Βαπτιστή ία όλους τους αγγέλους του Θεού. Τέρμα το κακό αίμα, Εμιλι. Τέρμα το κακό αίμα». Η Έμιλι μισόκλεισε τα μάτια της. Πέρα απ' τον ώμο του Μπαμπάκα, μέσα 27
GRAHAM MASTERTON
απ' την καταχνιά, διέκρινε ένα γαλάζια φως που αναβόσβηνε. Για μια στιγμή χάθηκε και σκέφτηκε ότι μάλλον το είχε φανταστεί ή ότι ήταν κάποια μακρινή αστραπή. Έπειτα, όμως, το είδε ξανά. ολοκάθαρα —ένα γαλάζιο φως και έπειτα ένα κόκκινο φως. «Έλα τώρα, γλυιαά μου, ας τελειώνουμε μ' αυτή την ιστορία», είπε ο Τέρενς. «Κάποτε είναι ώρα μας να ζήσουμε και κάποτε να πεθάνουμε· και τώρα είναι η ώρα σου να πεθάνεις». Η Έμιλι τράβηξε επίτηδες το βλέμμα της από τα φώτα που αναβόσβηναν. Έτρεμε μήπως τα έβλεπε ία ο Μπαμπάκας και τη χτυπούσε με το δρεπάνι του προτού εκείνη προλάβει να ξεφύγει. «Μπορώ να καθαρίσω τα γυαλιά μου πρώτα;» τον ρώτησε. Ήταν το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί. «Θέλω να δω τον κόσμο όπως πρέπει, για μια τελευταία φορά μόνο». «Θες να καθαρίσεις τα γυαλιά σου;» απαίτησε εκείνος να μάθει, λες και του είχε ζητήσει κάτι τελείως εξωφρενικό, όπως ένα καινούργιο βρακί ή ένα χάμπουργκερ ή μια βόλτα με έλκυθρο στο Πάρκο Τζόουνς, Έπειτα, όμως, σκέφτηκε: γιατί όχι; Γιατί να μην την αφήσω να δει τον κόσμο όπως είναι — άθλιος, έρημος, δαρμένος από καταιγίδες; Τότε εκείνη θα τον εγκατέλειπε με χαρά. «Βέβαια», είπε. «Ό,τι θες. Μόνο μη σου πάρει όλη τη μέρα». Στεκόταν αρκετά κοντά τπς με τα μάτια κλειστά και το κεφάλι ανασηκωμένο, έτσι ώστε να νιώθει την μπόρα να του σφυροκοπά το πρόσωπο. Αποκάλυψη! Η Δευτέρα Παρουσία! Η Έμιλι καθόταν δίπλα του στη λάσπη, προσπαθώντας επίμονα να καθαρίσει τα γυαλιά της με το στρίφωμα του φορέματος της. Ό τ α ν τα φόρεσε ήταν ακόμα λεκιασμένα, ήξερε, όμως, ότι είχε γλιτώσει. Ή ξ ε ρ ε ότι τελικά ο Θεός την είχε προστατέψει. Μπορούσε τώρα να δει ολοκάθαρα ό,τι δ ε ν μπορούσε να δει ο μπαμπάς της, δηλαδή τα γαλάζια και κόκκινα φώτα δύο περιπολικών που αναβόσβηναν, καθώς πλησίαζαν προς το μέρος τους, το ένα κοντά στο άλλο, κατά μήκος του χωραφιού, μες στη θολούρα της βροχής. Και τα δύο σταμάτησαν Λιγότερο από δεκαπέντε μέτρα μακριά. Πόρτες άνοιξαν και ξεπρόβαλλαν αστυνομικοί, που έβγαλαν τα όπλα απ' τις θιίκες τους. Η βροχή που έπεφτε ανάμεσά τους σχημάτιζε ένα βαρύ παραπέτασμα. Η Έμιλι είπε νευρικά: «Μπαμπά;» Αρχικά ο Τέρενς δεν την άκουσε. «Μπαμπά;» επανέλαβε εκείνη, λίγο δυνατότερα. Ήταν έτοιμη να σηκωθεί και ν' αρχίσει να τρέχει, αν εκείνος δοκίμαζε να τη χτυπήσει με το δρεπάνι. Ο Τέρενς άνοιξε τα μάτια του, με χέρια απλωμένα, σαν το Χριστό πάνω στο σταυρό. «Ακίνητος!» του φώναξε ένας από τους αστυνομικούς. Ο Τέρενς έκανε να γυρίσει λίγο, όμως ο αστυνομικός φώναξε «Αια'νητοςΙ»για δεύτερη φορά ία
28
ΣΑΡΚΑ & ΑΙΜΑ
ο Τέρενς υπάκουσε. «Πάτα το δρεπάνι!» διέταξε ο αστυνομικός. Για ένα δευτερόλεπτο που φάνηκε ατελείωτο, η Έμιλι σκέφτηκε ότι δε θα το πετούσε, άτι θα δοκίμαζε να τη χτυπήσει μ' αυτό. Τότε, όμως, χωρίς καν να την κοιτάξει, άφησε το δρεπάνι να πέσει απ' τα δάχτυλά του. Εκείνο βυθίστηκε στο έδαφος με τη λαβή προς τα πάνω. «Τώρα πέσε κάτω μπρούμυτα!» κραύγασε ο αστυνομικός. Ο Τέρενς έπεσε στα γόνατα ία έπειτα ξάπλωσε με τα πόδια και τα χέρια ανοικτά πάνω στο χειμωνιάτικο στάρι. Έ ν α ς νεαρός αστυνομικός με μαύρο μουστάκι όρμησε μπροστά τρέχοντας. Σήκωσε την ' Ε μ ώ από τη λάσπη και έτρεξε πίσω στο περιπολικό, κουβαλώντας τη στην αγκαλιά του. Ένιωσε το παλτό του υγρό και τραχύ και το σήμα του της γρατζούνισε το μπράτσο. «Πόσο άσχημα έχει χτυπήσει;" άκουσε να ρωτά ένας από τους αστυνομικούς. «Έχει ένα σκίσιμο στον ώμο, αυτό είν' όλο. Μάλλον βρίσκεται σε κατάσταση σοκ. Πηγαίνετε την αμέσως στο Κέντρο Βοηθείας Μέρσι», Τύλιξαν την Έμιλι σε μια κουβέρτα και την ξάπλωσαν στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. Το αυτοκίνητο βρομούσε αντισηπτικό, βινύλιο και πολυκαιρισμένα πούρα. Όταν είδε τελευταία φορά τον μπαμπά της, εκείνος βρισκόταν ακόμα ξαπλωμένος στο έδαφος με τα χέρια και τα πόδια ανοικτά και πάνω του στέκονταν δύο αστυνομικοί. Αρκετά μακριά μπορούσε να διακρίνει έναν ανεμοστρόβιλο να ορθώνεται σαν σκοτεινό τιρμπουσόν και έφερε στο μυαλό της αυτό που της έλεγε ο μπαμπάς της κάθε φορά που έβλεπαν ανεμοστρόβιλο: «Είναι ο διάβολος που χορεύει πάνω στη βλογημένη γη του Θεού». Το περιπολικό βγήκε αναπηδώντας στον αυτοκινητόδρομο και κατευθύνθηκε προς το Σίνταρ Ράπιντς με τη σειρήνα του να ουρλιάζει, σηκώνοντας πίσω του σταγόνες νερού. Προσπέρασε το μπρούντζινο ημιφορτηγό Ελ Καμίνο και, καθώς περνούσε, ενας μεγαλόσωμος άντρας που φορούσε ένα μουσκεμένο καπέλο σερίφη και ένα ογκώδες, γκρι, πλαστικό αδιάβροχο, του έστειλε ένα βιαστικό χαιρετισμό. Έ ν α ς βοηθός σερίφη ήρθε στο μπροστινό μέρος του ημιφορτηγού, με το γιακά σηκωμένο. Παρά το μισοσκόταδο, φορούσε ακόμα γυαλιά ηλίου που οι φακοί τους είχαν κεχριμπαρένια απόχρωση. «Δεν βρίσκω πουθενά το κεφάλι της!» φώναξε. Ο σερίφης φαινόταν οργισμένος. «Δεν το είχε μαζί του, έτσι δεν είναα;» Ο βοηθός κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Σκατά», είπε ο σερίφης. «Αυτό μου έλειπε. Και μάλιστα μέσα σε θύελλα». Ο βοηθός έσκυψε και κοίταξε κάτω απ' τα καθίσματα του ημιφορτηγού. Έπειτα έκανε τον κύκλο και πήγε στο πίσω μέρος. Τα γουρουνόπουλα τσίρι-
29
GRAHAM MASTERTON
ξαν θυμωμένα προς το μέρος του ία εκείνος έκανε πίσω. «Χριστέ μου, τούτα τα γουρούνια είναι πολύ ευέξαπτα». Ο σερίφης προχώρησε προς το ημιφορτηγό και κοίταξε εξεταστικά το πίσω μέρος. Έ ν α από τα γουρουνόπουλα άρχισε να του στριγγλίζει, όμως εκείνος έμεινε στη θέση του και είπε: «Βαυλωστο, μπε'ίκονόφατσα». Παρόλο που το πρώτο γουρουνόπουλο συνέχισε να τσιρίζει, το δεύτερο ήταν αρκετά απορροφημένο με το να χώνει τη μουσούδα του μέσα στα άχυρα ρουθουνίζοντας. Κάτω από τα άχυρα, δυο απ' τα αυλάκια του μεταλλικού δαπέδου ήταν ξέχειλα με κοκκινισμένο ν ε ρ ό της βροχής, που το γουρουνόπουλο έγλυφε λαίμαργα. Αίμα; Κι από πού στο διάολο ερχόταν; Ο σερίφης κοίταξε ερευνητικά προς το πίσω μέρος του οχήματος και τότε είδε εκείνο που αναζητούσε: το πρόσωπο της γριάς να τον κοιτά ντροπαλά κάτω απ' τα άχυρα, λες και έπαιζαν κρυφτό κι εκείνος την είχε βρει. «Θεέ μου», είπε ανατριχιάζοντας. Σχεδόν φαινόταν λ ε ς και η γυναίκα τού χαμογελούσε. Έπειτα φώναξε: «Χένρι! Μπορείς να σταματήσεις το ψάξιμο! Βρήκαμε ένα κεφάλι!»
30
.2.
Όταν ο σερίφης έφτασε στο σπίτι των Πίρσον, η κυρία Πίρσον καθόταν στην κουζίνα, και φορούσε ακόμα τη γαλάζια λουλουδάτη ποδιά της. Ήταν μια λεπτή, κουρασμένη, αρκετά χαριτωμένη γυναίκα τριάντα έξι ή τριάντα επτά ετών, με γωνιώδες πρόσωπο σαν της Κάθριν Χέπμπορν, ξανθά μαλλιά που γκρίζαραν και μάτια που είχαν το χρώμα ανθών καλαμποκιού που έχουν πιεστεί ανάμεσα στις σελίδες ενός βιβλίου κι έχουν ξεθωριάσει. Φορούσε ασημένια κρεμαστά σκουλαρίκια, διακοσμημένα με μαύρο όνυχα, Σκουλαρίκια που μάλλον είχε αγοράσει πριν από χρόνια, όταν ήταν νέα. Η κουζίνα ήταν όμορφα διαρρυθμισμένη, αν και παράξενα παλιομοδίτικη, σαν την κουζίνα στο Σόου της Λούσι. Υπήρχε ένα ψυγείο Γουόστινγκχαους της δεκαετίας του '60 με γαλάζιες και ροζ πόρτες, μια μηχανή για εσπρέσο Ρομπιάρι από ανοξείδωτο ατσάλι και μια τεράστια κρεμ κουζίνα, που το πάνω μέρος της ήταν τίγκα στις κατσαρόλες. Τώρα ο φούρνος ήταν σβηστός, όμως η κουζίνα ήταν ακόμα ζεστή και γεμάτη ατμούς και μύριζε έντονα ψητό χοιρομέρι. Μαζί με την κυρία Πίρσον καθόταν η βοηθός Έντνα Μπουλόφσια (με τα καστανά της μαλλιά πιασμένα σε κοτσίδες, τα γυαλιά με τον ατσάλινο σκελετό και την τριχωτή κρεατσελιά). Έριξε στο σερίφη ένα βλέμμα που σήμαινε: «Καλύτερα να την πάρετε με το μαλακό». «Κυρία Πίρσον — Άιρις -» είπε εκείνος. Η κυρία Πίρσον σήκωσε αφηρημένα το βλέμμα. Ήταν φανερό ότι βρισκόταν σε κατάσταση σοκ. Δεν έκλαιγε, στριφογύριζε, όμως, ένα μαντήλι στα χέρια της και έδινε την εντύπωση ότι από στιγμή σε στιγμή θα κατέρρεε. «Άιρις, από δω ο σερίφης Φρεντ. Θέλει να σου κάνει μερικές ερωτήσεις».
31
GRAHAM MASTERTON
Ο ο ερίφης έβγαλε το βρεγμένο προσκοπικό του καπέλο και το ακούμπησε στο τραπέζι. «Γεια σου, 'Αιρις. Θες να με λες Λουκ;» Η 'Αιρις έγνεψε αμυδρά, για να του δείξει ότι δεν είχε αντίρρηση. Ο Λουκ τράβηξε μια καρέκλα και ρώτησε: «Σε πειράζει να καθίσω; Σου υπόσχομαι πως δε θα τη σπάσω. Έχει καφέ εκείνη η καφετιέρα, βοηθέ; Εδώ και τρεις ώρες στεκόμουν στην οδό 151 με το διακόπτη του ουρανού κολλημένο στο "ανοικτό"». Ο Λουκ ήταν μεγαλόσωμος, με ώμους σαν ταύρου, ύψος πάνω από ένα ία ογδόντα, κοντοκουρεμένα καστανά μαλλιά και φαρδύ σλαβικό πρόσωπο. Εκείνο το πρωί η ζυγαριά του μπάνιου του τον είχε πληροφορήσει ότι ζύγιζε εκατόν τριάντα επτά κιλά — και τούτο αφού είχε χάσει πέντε κιλά ακολουθώντας μια δίαιτα του τύπου «καθόλου μπισκότα καθόλου πατάτες και προπαντός καθόλου Σνίκερς». Πάντοτε ήταν σωματώδης, από παιδί ακόμα. Μπορεί να έφταιγαν οι ορμόνες, μπορεί να έφταιγε η μαγειρική της μητέρας του. Όταν ήταν παιδί, η οικογένεια Φρεντ δε σηκωνόταν ποτέ απ' το τραπέζι αν πρώτα δεν καθάριζαν όλοι τα πιάτα τους από τα χοιρινά παϊδάκια, τη γέμιση, τις γλυκοπατάτες και τα γλυκά μπισκότα, τα οποία ακολουθούσε παγωτό και κέικ- ία όλα αυτά τα κατέβαζαν πίνοντας ολόκληρα γαλόνια κρύο γάλα. Ο Λουκ ήταν σωματώδης, αλλά ιδιαίτερα ευκίνητος για άνθρωπος του όγκου του. Τα περισσότερα σαββατοκύριακα παρακολουθούσε μαθήματα τζούντο, κολυμπούσε όποτε μπορούσε και ποτέ δεν αρκούνταν στη γυμναστική που έκανε στο Γυμναστήριο Νέα Ζωή στην 3η Λεωφόρο. «Άιρις», είπε και έπιασε τα χέρια της κυρίας Πίρσον. «Πρώτα απ' όλα θέλω να σου πω πόοο λυπόμαστε όλοι μας, όλοι στο γραφείο του σερίφη. Πρόκειται για μια τρομερή τραγωδία. Πρόκειται για κάτι που δεν θα έπρεπε να συνέβαινε σε κανέναν. Και το χειρότερο είναι ότι συνέβη σε σένα». «Ευχαριστώ», ψιθύρισε η Αιρις. Το βλέμμα της πεταγόταν από τη μια μεριά στην άλλη, χωρίς να εστιάζει πουθενά. «Όλοι είναι τόσο ε υ γ ε ν κ ο Κ «Ερχόμενος εδώ τηλεφώνησα στο Κέντρο Βοηθείας. Η Έμιλι είναι μια χαρά. Λε χρειάστηκε καν ράμματα. Μάλλον αύριο θα μπορεί να γυρίσει σπίτι», Η Άιρις έγνεψε. «Σ' ευχαριστώ», Η Έντνα Μηουλόφσια έδωσε στο Λουκ ένα φλυτζάνι σκέτο καφέ. Εκείνος έβγαλε ένα σωληνάριο με ζαχαρίνες από ένα απ' τα θυλάιαα για τις σφαίρες στη ζώνη του ία έριξε πέντε μες στον καφέ του. Σταμάτησε κι έπειτα έριξε άλλη μία. «Άιρις», είπε, «ξέρω ότι είναι στ' αλήθεια εκνευριστικό, έπειτα από όλα όσα συνέβησαν, όαο συντομότερα, όμως, ανακαλύψω γιατί έκανε ο Τέρενς όσα έκανε, τόσο το καλύτερο». Η Αι ρις κούνησε το κεφάλι της, «Ποτέ δεν έμαθα το γιατί», απάντησε. Ο Λουκ ανακάτεψε ζωηρά τον καφέ του. «Ποτέ δ ε ν έμαθες το γιατί;» «Όχι», ψιθύρισε εκείνη. «Ποτέ».
32
ΣΑΡΚΑ & ΑΙΜΑ
Ο Αουκ το σκέφτηκε. Έπειτα είπε: «Όταν λες ότι ποτέ δεν έμαθες το γιατί, υπονοείς ότι υπήρχε κάποιου είδους χρόνια κατάσταση...σαν να είχε απειλήσει και παλιότερα ότι θα 'κανε κάτι τέτοιο;» «ΌχιΛ, είπε η Άιρις. «Δηλαδή ποτέ στο παρελθόν δεν είχε απειλήσει ότι θα 'κανε κάτι τέτοιο; Ξαφνιάστηκες όταν το έκανε;» «Ούτε στο παρελθόν είχε ποτέ απειλήσει, ούτε σήμερα. Απλά το έκανε, χωρίς να μου πει τίποτα. Πήρε τα παιδιά μου και τα σκότωσε, χωρίς να μοιτ πει τίποτα». «Είπες, όμως, ότι ποτέ δεν έμαθες το γιατί;» Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους. Τα μάτια της άρχιζαν να πλημμυρίζουν με δάκρυα. «Επειδή ποτέ δεν έμαθα. Όλα όσα έλεγε για την Αγία Γραφή και το κακό αίμα. Ποτέ δε σταματούσε να μιλά γι' αυτό, ποτέ. Δεν περνούσε ούτε μία μέρα χωρίς να αναφερθεί στο κακό αίμα. Ποτέ δεν κατάλαβα τι προσπαθούσε να μου πει. Του ζήτησα να μου εξηγήσει. Δεν ξέρεις πόσες φορές του ζήτησα να μου εξηγήσει. Όμως το μόνο που έλεγε ήταν; Είναι προσωπικό, είναι ντροπή και κανείς δεν πρέπει να το γνωρίζει». Ο Λουκ ρούφηξε τον καφέ του κι έπειτα ξανάβαλε με προσοχή το φλυτζάνι πάνω στο πιατάκι. «Πόσο καιρό τα λ ε γ ε αυτά;» «Από τότε που παντρευτήκαμε, κι αυτό συνέβη την πρώτη Δευτέρα του Σεπτέμβρη πριν από δώδεκα χρόνια. Τους δύο πρώτους μήνες όλα φαίνονταν μια χαρά, Όλα ήταν υπέροχα! Όμως έπειτα με πήρε να μείνουμε μαζί με τον πατέρα του στο Ντε Μόιν m από τότε άλλαξε εντελώς, χωρίς προειδοποίηση. Άρχισε ν' ανησυχεί, άρχισε να βλέπει εφιάλτες, άρχισε να μιλά για την Αγία Γραφή. Μιλούσε συνεχώς για το κακό αίμα». «Ζητήσατε, μήπως, βοήθεια από κάποιον επαγγελματία;» ρώτησε ο Λουκ. «Ξέρεις —έναν ψυχίατρο, ίσως, ή έναν ιερέα;» Η Άιρις κούνησε ξανά το κεφάλι. «Έλεγε ότι ήταν μια χαρά. Έ λ ε γ ε ότι εφόσον δεν κάναμε παιδιά, εφόσον δεν προκαλούσαμε το πεπρωμένο, όλα θα πήγαιναν μια χαρά». «Εφόσον δεν κάνατε παιδιά;» «Σωστά». «Κάνατε, όμως, παιδιά», είπε ο Λουκ. «Κάνατε τρία παιδιά». Η Άιρις χαμήλωσε το βλέμμα. «Ναι», ψιθύρισε, «Τρία παιδιά». «Πώς ία έτσι, αφού σε είχε ρητά προειδοποιήσει να μην τα κάνετε;» «Δεν ξέρω. Φαντάζομαι ότι απλά συνέβη. Πρώτη ήρθε ιι Έμιλι. Η Έμιλι ήταν ατύχημα. Είπα στον Τέρι ότι, αν πραγματικά τ ο ήθελε, θα την έριχνα, όμως εκείνος δεν μπορούσε να τ' αντέξει. Είπε ότι ήτανγραφτό να συμβεί, είτε ήταν για καλό είτε για κακό. Μου φάνηκε ότι ήταν ευχαριστημένος. Μου φάνηκε πραγματικά ευχαριστημένος. Όταν, όμως, γεννήθηκε η Έμιλι, κλείστηκε στο δωμάτιο του σχεδόν τέσσερις ολόκληρες μέρες κι όταν βγήκε είχε φριχτή
33
GRAHAM MASTERTON
όψη. Σχεδόν έμοιαζε με σκελετό. Αδυνατισμένος, τρελαμένος, ξέρω γω». «Σου είπε γιατί;» «Όχι», είπε συλλογισμένη η Άιρις. «Όχι... ποτέ δε μου είπε το γιατί». «Δεν ήσουν έστω και λίγο περίεργη να μάθεις το γιατί;» Εκείνη χαμήλωσε το βλέμμα της και το άφησε να περιπλανηθεί τριγύρω στο πάτωμα, λες ία εξακολουθούσε να ψάχνει για κάτι που της είχε πέσει κάτω, το κούμπωμα από ένα σκουλαρίκι ή μια βίδα απ' την καφετιέρα. «Ω, σίγουρα ήμουν περίεργη. Όμως ο Τέρι δεν ήταν ο τύπος του άντρα που μπορείς να του κάνεις πολλές ερωτήσεις. Μη με παρεξηγείς, είναι καλός πατέρας». Έκανε μια παύση, ενώ συνέχισε να στριφογυρίζει το μαντήλι της όλο και περισσότερο. «Ήτανκαλός πατέρας. Πριν απ' αυτό, πριν απ' τη σημερινή μέρα. Τα παιδιά τον λάτρευαν ία απ1 ό,τι φαινόταν τα λάτρευε κι εκείνος. Έτσι νόμιζα. Ειλικρινά, έτσι νόμιζα. Αλλιώς δε θα τον άφηνα να τα βγάλει έξω. Θα τα κρατούσα σπίτι και δε θα τον άφηνα ποτέ να τ 1 αγγίξει». Ο Λουκ την κοίταξε για λίγο, με τα χέρια του διπλωμένα πάνω στο στομάχι του. Του άρεσε να παρακολουθεί τους ανθρώπους. Συχνά ήταν σε θέση να καταλάβει περισσότερα για κάποιο άτομο έπειτα από πέντε λεπτά παρακολούθησης, απ' ό,τι έπειτα από πέντε ώρες ανάκρισης. Οι χειρονομίες τους· τα απρόσμενα χαμογελά τους. Ο τρόπος που παρέμεναν ακίνητοι ή ο τρόπος που τινάζονταν. Οι άνθρωποι που λένε την αλήθεια δεν τρώνε τα νύχια τους έπειτα από κάθε πρόταση. Οι άνθρωποι που λένε την αλήθεια δεν κοπούν ποτέ το ταβάνι. Ποτέ. Τελικά, είπε: «Τι έτρεχε εδώ, Άιρις; Πρέπει να ξέρω. Μην ανησυχείς για τον Τέρι, μήπως σου κάνει κακό ή οτιδήποτε άλλο, αν μου μιλήσεις. Τον πιάσαμε επ' αυτοφώρω. Δίχως αμφιβολία θα περάσει όλες τις μ έ ρ ε ς της υπόλοιπης ζωής του στο Φορτ Μάντιοον. Δεν έχεις τίποτε να φοβηθείς». Η Άιρις τον κοίταξε μ' εκείνα τα ξεθωριασμένα, λυπημένα μάτια της. Ανοιξε το στόμα της σαν να ήθελε να πει κάπ, αλλά δ ε ν είπε τίποτα. Ο Λουκ σηκώθηκε με κόπο απ' την καρέκλα του και βάδισε γύρω από το τραπέζι. Στάθηκε δίπλα στο νεροχύτη και κοίταξε έξω απ' το παράθυρο. Το κάτω τμήμα του παραθύρου καλυπτόταν από χαρούμενες, κόκκινες, καρό βαμβακερές κουρτίνες, αλλά από το πάνω τμήμα έβλεπε τα μαύρα σύννεφα να χαμηλώνουν πάνω απ' τα κτίρια στο κέντρου του ΣίνταρΡάπιντςκαι τη βροχή να πέφτει απ' τα ανώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας και να σχηματίζει γκρίζα πένθιμα παραπετάσματα. Το μεγαλύτερο μέρος της καταιγίδας είχε πλέον περάσει μέσα από τη νοτιοδυτική περιφέρεια, αλλά η βροχή συνέχιζε να πέφτει και το νερό εξακολουθούσε να παφλάζει μες στους υπονόμους. «Σε πειράζει να πάρω ένα κουλουράκι;» ρώτησε την Άιρις, καθώς σήκωσε το καπάκι του πορσελάνινου δοχείου, που είχε το σχήμα ενός μικρού βαρελιού γεμάτου λουλούδια. Πάνω του υπήρχε η επιγραφή «Τσέχικο Χωριό, Σίνταρ Ράπιντς, Αϊόβα». Η Άιρις δεν είπε τίποτα ία έτσι ο Λουκ πήρε τρία κουλουράκια με πεκάν
34
ΣΑΡΚΑ & ΑΙΜΑ
ία άρχισε να τα μασουλά, ενώ στεκόταν ακριβώς από πίσω της έτσι ώστε να μπορεί να βλέπει την αντανάκλαση τσυ προσώπου της στο τζάμι του ντουλαπιού της κουζίνας. «Ωραία είναι», είπε. «Λεν θα 'πρεπε να τα τρώω, αλλά είμαι αδύνατος χαρακτήρας». «Κι εγώ», είπε πνιχτά η Αιρις. «Γιατί το λες αυτό;» Ακολούθησε μια παύση ία έπειτα εκείνη είπε: «Μου φαίνεται ότι πάντοτε γνώριζα ότι κάποια μέρα θα 'κανε κάτι τρομερό. Μπορούσα να το νιώσω να κλιμακώνεται συνεχώς». «Άιρις», είπε ο Λουκ, παρακολουθώντας την έκφραση στην αντανάκλαση του προσώπου της. «Το φταίξιμο δεν είναι δικό σου. Το φταίξιμο δ ε ν είναι κανενός, παρά μόνο του Τέρι ία ο Τέρι είναι στη φυλακή. Λεν μπορούσες να κάνεις τίποτα. Λεν μπορούσες». «Θα μπορούσα να τους πω να μην πάνε!» ξέσπασε η Άιρις, πνιγμένη στα δάκρυα, στριφογυρίζοντας στην καρέκλα της. « Ει», την καθησύχασε ο Λουκ και της χάιδεψε τα μαλλιά. «Σίγουρα, θα μπορούσες να το έχεις κάνει. Αλλά γτατί να το κάνεις·; Μήπως είχες κάποιον καλό λόγο;» «Πάντα υπήρχε το δωμάτιο. Έπρεπε να φανταστώ ότι κάτι θα πήγαινε στραβά κάποια μέρα. Οι φυσιολογικοί άντρες δεν έχουν δωμάτιο». «Τι είν' αυτά που λες;» ρώτησε ο Λουκ, «Ποιο δωμάτιο;» Η Άιρις σκούπισε τα μάτια της. «Ο Τέρι έχει ένα δωμάτιο. Είναι επάνω, στο πίσω μέρος. Το 'χει πάντα κλειδωμένα και ποτέ δε μ' αφήνει να μπω». «Ούτε μια φορά;» «Ούτε μία». Ο Λουκ κατάπιε το τελευταίο κουλουράκι και τίναξε τα ψίχουλα απ' το πουκάμισο του. «Τι νομίζεις ότι φυλάει εκεί μέσα;» «Δεν ξέρω. Κάποτε προσπαθούσα να μαντέψω. Αρχικά νόμιζα --ξέρεις, πορνοπεριοδικά ή κάτι τέτοιο. Μετά σκέφτηκα, όχι... έχουμε καλή ερωτυατ ζωή, γιατί, λοιπόν, να κλειδώνεται στο δωμάτιο του με πορνοπεριοδικά; Έπειτα σκέφτηκα ότι διαλογιζόταν, ότι κατά κάποιο τρόπο αποτραβιόταν απ' την καθημερινή ζωή, ότι προσπαθούσε να φορτίσει ξανά τις μπαταρίες του, ξέρεις. Μετά έπαψα να προσπαθώ να σκέφτομαι, μιας και δεν μπορούσα να καταλάβω Π φύλαγε σ' εκείνο το δωμάτιο ή γιατί περνούσε τόσες ώρες εκεί μέσα. Απλά κατέληξα να αποδέχομαι το γεγονός ότι το έκανε και ότι ποτέ δε θα μάθαινα». Ο Λουκ σήκωσε το καπάκι της μεγαλύτερης από τις κατσαρόλες. «Καλαμπόκι, ε; Πάντα έκανα σαν τρελός για το καλαμπόκι». Η Άιρις του έριξε μια ματιά. «Γιατί δεν τρως λίγο; Εγώ δεν πρόκειται να φάω, όχι τώρα». «Α πα πα... μη με βάζεις σε πειρασμό», είπε εκείνος. Εκτός από τα κου-
35
GRAHAM MASTERTON
λουράκια της Άιρις και το πρωινό του, δεν είχε φάει τίποτα όλη μέρα. Θα προτιμούσε, όμως, να φάει ψόφιο κοράκι ή ψητό αρουραίο, παρά ν αγγίξει το παρατημένο δείπνο αυτής της οικογενείας. Το πεπρωμένο, η τρέλα, είχε οδηγήσει στη σφαγή εκείνης της οικογένειας και τα δύο mo μικρούτσηία μέλη της δε θα χρειάζονταν δείπνο εκεί που πήγαιναν. Σήκωσε άλλο ένα καπάκι, ία έπειτα άλλο. Βραστή κολοκύθα, καρότα και κοκιανολάχανο. Άμοιρη Λίζα, σκέφτηκε. Άμοιρε Τζορτζ. Ο Λουκ είχε δει τον ιατροδικαστή να βγάζει μέσα απ' τα χαμόκλαδα μια πλαστική τσάντα, που ασήμιζε απ' την υγρασία κι ήταν λεκιασμένη με αίμα — μια πλαστική τσάντα που περιείχε το κεφάλι του Τζορτζ. Στα δεκατέσσερα χρόνια που ήταν σερίφης της κομητείας Λιν, ο Λουκ είχε δει πολλά άσχημα πράγματα* ποτέ του, όμως, δεν είχε δει κάτι τόσο άσχημο. Τη στιγμή που το είδε κατάλαβε ότι του ήταν γραφτό να το βλέπει στους εφιάλτες του, ίσως για την υπόλοιπη ζωή του. «Θα είχατε χοιρομέρι, λοιπόν, για βραδυνό;» είπε. Προσπαθούσε να κρατήσει τη συζήτηση σε χαμηλούς τόνους, χωρίς εξάρσεις, ν' αντιμετωπίσει, όμως, συνάμα το γεγονός ότι όλα αυτά είχαν συμβεί στ' αλήθεια. «Ναι, σωστά», είπε θλιμμένα η Άιρις. «Πάντοτε έχουμε χοιρομέρι τα σαββατόβραδα. Το χοιρομέρι είναι το αγαπημένο φαγητό της Έμιλι», Ο Λουκ έγνεψε και χαμογέλασε. «Νομίζεις ότι μπορώ να δω το δωμάτιο του Τέρι;» ρώτησε όσο πιο αδιάφορα μπορούσε, «Τι εννοείς;» «Εννοώ το ιδιαίτερο του δωμάτιο. Εκείνο που έχει πάντα κλειδωμένο». Η Άιρις τον κοίταξε και δάγκωσε το χείλι της. «Δεν έχω το κλειδί! Και, τέλος πάντων, δε θα άρεσε καθόλου στον Τέρι! Θα μπορούσε άνετα ν α - » «Θα μπορούσε άνετα να κάνει π, Άιρις;» ρώτησε ο Λουκ. «Θα μπορούσε άνετα να θυμώσει; Θα μπορούσε άνετα ν' αρχίσει να σε δέρνει;» «Δε με χτυπούσε», είπε η Άιρις. «Ποτέ δε με χτύπησε, ούτε μια φορά». «Όχι», συμφώνησε ο Λουκ, «Δε νομίζω ότι ήταν αναγκαίο, έτσι δ ε ν είναι;» Έκανε πάλι τον κύκλο του τραπεζιού και την κοίταξε κατά πρόσωπο. Αρκετά μακριά κάτι άστραψε και οι λάμπες πάνω απ' τα κεφάλια τους τρεμόπαιξαν και χαμήλωσαν. «Ο Τέρι είναι οτη φυλακή, Άιρις», της υπενθύμισε ο Λουκ. «Ο Τέρι είναι στη φυλακή και δεν πρόκειται να βγει. Λεν πρέπει να τον φοβάσαι πια... σου δίνω το λόγο μου». Η Άιρις παρέμεινε σκεπτική για μισό λεπτό περίπου, ενώ τα μάτια της εξακολουθούσαν να στρέφονται εδώ κι εκεί στο πάτωμα. Έπειτα σήκωσε έξαφνα το βλέμμα και είπε: «Εντάξει. Μπορείς να ρίξεις μια ματιά. Πρέπει να ρίξεις μια ματιά». Σηκώθηκε όρθια και ίσιωσε την ποδιά της. «Έλα», είπε. Η Έντνα Μπουλόφσια περίμενε έξω απ' την πόρτα και, καθώς η Άιρις και ο Λουκ βγήκαν, αναγκάστηκε να κάνει ένα γρήγορο βήμα πίσω.
36
ΣΑΡΚΑ & ΑΙΜΑ
«Απλά θα ρίξουμε μια ματιά στο δεύτερο όροφο», της είπε ο Λουκ, χαμογελώντας πλατιά. «Άιρις —είσαι σίγουρη ότι νιώθεις καλά;» τη ρώτησε η Έντνα. Η Άιρις έκανε μια γκριμάτσα φτιαγμένη από εννιά διαφορετικές εκφράσεις ταυτόχρονα. Μούδιασμα, αδιαφορία, πόνο και απελπισία ία ακόμα περισσότερα. «Είμαι μια χαρά», είπε, παρόλο που σαφώς δ ε ν ήταν. Η Έντνα είπε: «Σερίφη —μπορείτε να μιλήσετε στο Ρίια Σμιθ της Γκαζέν,» Ο Λουκ κούνησε καταφατικά το κεφάλι, «Πες του ότι τον αγαπώ σαν αδερφό ία ότι θα τον δω σε είκοσι λεπτά. Έλα, Άιρις, ας ρίξουμε μια ματιά σε κείνο το δωμάτιο». Η "Αιρις άρχισε να σκαρφαλώνει στην απότομη σκάλα, που ήταν καλυμμένη μ' ένα λουλουδάτο χαλί. Το κλιμακοστάσιο ήταν διακοσμημένο με μια ξεθωριασμένη μπεζ ταπετσαρία με μοτίβα από μπαμπού και έξι εφτά οικογενειακ έ ς φωτογραφίες. Ο Λουκ έριξε αμήχανα μια φευγαλέα ματιά σε μια φωτογραφία του Τζορτζ μέσα στο βρεφικό καρότσι του κι έ φ ε ρ ε το μυαλό του το κεφάλι του Τζορτζ μες στην τσάντα και το σωριασμένο του κορμάκι. Ο Λουκ δεν ευχόταν συχνά να ίσχυε η ποινή του θανάτου στην Αιόβα, θα το απολάμβανε, όμως, αν έβλεπε τον Τέρενς Πίρσον να πληρώνει με την άθλια ζωή του για όσα είχε κάνει. Κατά προτίμηση σι η λαιμητόμο. Διέσχισαν το κεφαλόσκαλο και προσπέρασαν τις μισάνοιχτες πόρτες απ' τις κρεβατοκάμαρες των παιδιών. Μες στο δωμάτιο του Τζορτζ ο Λουκ είδε ένα κουνιστό αλογάκι βαμμένο λευκό και in α μεγάλη ζωγραφιά, μια καλικαντζούρα που απεικόνιζε ένα σπίτι μέσα σε έναν φωτεινό γαλάζιο κήπο, με γαλάζιους θάμνους και γαλάζια δέντρα. Στο δωμάτιο της Λίζα μια κούκλα Λαχανόπαιδο κείτονταν στο πάτωμα με το ένα πόδι υψωμένο, εκεί ακριβώς που είχε πέσει από τα χέρια της μικρής. Το ιδιαίτερο δωμάτιο του Τέρενς βρισκόταν στο τέλος του επάνω διαδρόμου. Η Άιρις άπλωσε το χέρι της στο πάνω μέρος του πλαισίου της πόρτας και κατέβασε το κλειδί. «Ήξερες πού βρισκόταν το κλειδί;» ρώτησε έκπληκτος ο Λουκ, Εκείνη στράφηκε προς το μέρος του. «Φυσικά. Δεν το 'κρύβε». «Ήξερες πού βρισκόταν το κλειδί και παρ' όλα αυτά δεν μπήκες μέσα; Ποτέ\» «Ο Τέρενς είχε πει ότι αν ποτέ έμπαινα εκεί μέσα θα το καταλάβαινε». Ο Λουκ ήταν έτοιμος να πει κάτι, έπειτα, όμως, αποφάσισε να μην το κάνει. Ήταν αδύνατο να βγάλει κανείς άκρη με το πώς ζούσε ο κόσμος. Μόλις πριν από δύο εβδομάδες είχε μπει δια της βίας ο' ένα διαμέρισμα στο κτίριο Ρόμαν στη 2η Λεωφόρο, επειδή οι γείτονες είχαν διαμαρτυρηθεί για συνεχή γαυγίσματα —για να βρει ένα γυμνό άντρα να περιφέρεται στα τέσσερα φορώντας περιλαίμιο, ενώ η γυναίκα του καθόταν και παρακολουθούσε Το
37
GRAHAM MASTERTON
Μεγάλο Παζάρι πετώντας του πότε πότε μπισκότα για σκύλους. Η Άιρις ξεκλείδωσε την πόρτα. «Νομίζεις ότι θα 'πρεπε να το κάνουμε;» ρώτησε νευρικά. «Θες να ξανάρθω με ένταλμα;» ρώτησε ο Λουκ, «Όχι», είπε η Άιρις. «Δεν είν' ανάγκη».
Μπήκαν μέσα και η Άιρις άναψε το φως. Το δωμάτιο ήταν αρκετά μικρό, μόνο δυόμισι επί δύο. Το μοναδικό του παράθυρο ήταν καλυμμένο με μια παχιά δικτυωτή κουρτίνα, που είχε γίνει γκρι απ' τη βρόμα. Ο αριστερός τοίχος ήταν εντελώς σκεπασμένος από ξύλινα ράφια, που λύγιζαν κάτω από το βάρος δεκάδων βιβλίων, που μερικά ήταν δεμένα με σκασμένο μαύρο δέρμα ία άλλα ήταν σκεπασμένα με σκισμένα χάρτινα καλύμματα. Όλο το δωμάτιο μύριζε πολυκαιρισμένα βιβλία — οσμή πικρή και παρόμοια με της σκόνης— καθώς και κάτι ακόμα. Μύριζε σαν πολύ παλιό μίγμα από αποξηραμένα άνθη. Ο δεξιός τοίχος ήταν σκεπασμένος με δέσμες από χάρτες, αστρολογικά διαγράμματα και αποκόμματα εφημερίδων, που μερικά είχαν κιτρινίσει απ' τον καιρό. Ο Λουκ πήγε προς τα εκεί kl έριξε μια ματιά σε μερικά από τα αποκόμματα. Τα περισσότερα προέρχονταν από τπ Σίνταρ Ράπιντς Γκαζέτ και τους εβδομαδιαίους Μάριον Τάιμς, παρόλο που υπήρχαν και κάποια από πολύ μακρινά μέρη, όπως η Γουϊτσίτα, το Κάνσας και η Ομάχα της Νεμπράσκα. Ο Λουκ κοίταξε εξεταστικά δύο απ' αυτά, περιμένοντας να διαβάσει ιστορίες σχετικές με φόνους ή ανθρωποθυσίες ή παρόμοια πράγματα, κάθε άρθρο, όμως, ήταν σχετικό με σοδειές σόγιας, παραγωγή καλαμποκιού και εκτροφή γουρουνιών. ΚΑΛΛΙΕΡΓΗΤΗΣ ΣΟΓΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΑΜΑΝΑ ΕΠΙΤΥΓΧΑΝΕΙ ΣΟΔΕΙΑ ΡΕΚΟΡ. Η ΠΑΝΩΛΗ ΤΩΝ ΧΟΙΡΩΝ ΑΠΟΔΕΚΑΤΙΖΕΙ ΚΟΠΑΔΙ ΣΤΟ ΧΟΚΑΙ. Η ΤΙΜΗ ΤΟΥ ΜΠΡΟΚΟΛΟΥ ΚΛΟΝΙΖΕΤΑΙ. Τα διαγράμματα απεικόνιζαν κυρίως τμήματα των μεσοδυτικών πολιτειών, με σκιασμένες περιοχές που προσδιόριζαν τις καιρικές συνθήκες —βροχόπτωση, συχνότητα θυελλών και περιοχές που πλήττονταν από απρόβλεπτη ξηρασία. Δύο από τα αστρολογικά διαγράμματα ήταν γεμάτα σημειώσεις με κόκκινο στυλό. Υπήρχαν τρεις υπογραμμίσεις του αστερισμού της Παρθένου και μια παχιά γραμμή που τον συνέδεε με τον Κριό. Στη βάση ενός από αυτά τα διαγράμματα ο Τέρενς είχε γράψει με κεφαλαία τη λέξη ΓΛΕΝΤΙ!!! «Ξέρεις τι σημαίνουν όλα αυτά;» ρώτησε ο Λουκ: την Άιρις. Εκείνη στεκόταν στο άνοιγμα της πόρτας, αγκαλιάζοντας νευρικά τον εαυτό της. Κούνησε αρνππκά το κεφάλι. «Ο Τέρι ενδιαφέρεται συγκεκριμένα για τη γεωργία; Τις σοδειές;» «Εργάζεται στις ζωοτροφές». «Ναι», είπε ο Λουκ. «Μας το 'πε. Στις Κτηνοτροφικές Προμήθειες Ίντιαν Κρικ. Τι λες για τ' άστρα;» 38
ΣΑΡΚΑ & ΑΙΜΑ
«Τ' άστρα;» ρώτησε μπερδεμένη η Άιρις. «Τ' άστρα...ξέρεις. Την αστρολογία». «Απ' όσο ξέρω δεν ασχολούνταν με τ' άστρα. Δηλαδή ποτέ δε διάβαζε το ωροσκόπιο του ή κάτι παρόμοιο». Ο Λουκ εξέτασε τα αποκόμματα και τα διαγράμματα και δεν ήξερε τι στο διάολο να συμπεράνει. Τι είδους άνθρωπος κρατά στοιχεία για τις σοδειές, τις καιρικές συνθήκες και τις κινήσεις των αστερισμών και με τόση εμμονή στη λεπτομέρεια; «Λεν μιλούοε πολύ για τη δουλειά του», παρενέβη η Αι ρις. «Έλεγε ότι δεν ήταν και τόσο ενδιαφέρουσα». «Γιατί πράγμα μιλούσε, λοιπόν;» «Πέρα από το κακό αίμα, όχι και για πολλά πράγματα, φαντάζομαι. Μερικές φορές, όταν ήταν πολύ θυμωμένος, μιλούσε για το κακό αίμα ώρες ολόκληρες, χωρίς σταματημό, κι έλεγε ότι δεν έπρεπε να είχαμε κάνει παιδιά, γιατί το μεταδίδαμε. Μιλούσε και για την Αγία Γραφή και το Θεό και πάντα πήγαιναμε τις Κυριακές στην εκκλησία κι εκείνος μιλούσε για τη λειτουργία και συνήθως έλεγε πόσο χάλια ήταν». Χαμήλωσε ξανά το βλέμμα της. «Φαντάζομαι ότι θα μπορούσε να πει κανείς πως δεν τα είχε βρει με τον εαυτό του. Φαντάζομαι ότι θα μπορούσε να πει κανείς πως δεν τα 'χε βρει με κανέναν». Κάτω από το παράθυρο βρισκόταν ένα γραφείο από πευκόξυλο, αγορασμένο δεύτερο χέρι; ήταν πολύ φτηνό και ταλαιπωρημένο για να μπορεί να περάσει για αντίκα. Τραβηγμένη κοντά του βρισκόταν μια καρέκλα από νοβοπάν βαμμένη μαύρη' πάνω του ήταν σκορπισμένα ανοικτά βιβλία, κίτρινα σημειωματάρια και δεκάδες μολύβια —κυριολεκτικά δεκάδες, ένα ολόκληρο δάσος από μολύβια, όλα με διαφορετικό μήκος και με μύτες διαφόρων βαθμών αιχμηρότητας. Δίπλα τους βρισκόταν ακουμπισμένο ένα τεράστιο δίκοπο μαχαίρι, με σκουριασμένη λεπίδα και λαβή τυλιγμένη με σπάγγο. Ο Λουκ το σήκωσε, το ζύγισε στο χέρι του και δοκίμασε την κόψη του. Μπορεί να ήταν σκουριασμένο, σίγουρα, όμως, ήταν αφύσικα κοφτερό. Προφανώς ο Τέρενς το χρησιμοποιούσε για να ξύνει τα μολύβια του. Κάτω από το γραφείο βρισκόταν ένα καλάθι αχρήστων γεμάτο κατά το ένα τέταρτο με αρωματικά ξύσματα κέδρου. Το χρησιμοποιούσε και για να λαξεύει. Η δεξιά άκρη του γραφείου ήταν γδαρμένη και χαραγμένη και η γωνία ήταν έτσι σκαλισμένη ώστε να απεικονίζει το πρόσωπο ενός αγριωπου άντρα. «Πρέπει να του πήρε ώρες για να το σκαλίσει αυτό», παρατήρησε ο Λουκ. «Βρισκόταν εδώ πάνω ώρες ολόκληρες», είπε η Άιρις. Στον τοίχο δίπλα στο παράθυρο ήταν καρφωμένη με πινέζες μια μεγάλη ασπρόμαυρη γκραβούρα, περίπου πενήντα επί τριάντα πόντους, τυπωμένη πάνω σε χοντρό χαρτί σχεδίου. Ήταν φανερό ότι είχε διπλωθεί και ξεδιπλω-
39
GRAHAM MASTERTON
θεί πολλές φορές ία είχε κιτρινίσει και ξεθωριάσει από τον ήλιο και την υγρασία. Απεικόνιζε έναν παράξενο χαμογελαστό άντρα, που βάδιζε μες στο κυματιστό γρασίδι ενός σιυλιζαρισμένου χωραφιού. Στη μια άκρη του χωραφιού ο ήλιος έλαμπε. Στην άλλη μαζεύονταν σύννεφα θύελλας. Ο άντρας φορούσε ένα μανδύα καμωμένο αποκλειστικά από δαφνόφυλλα και δεμένο με κορδέλλες. Στο κεφάλι του φορούσε ένα κωνικό καπέλο, φτιαγμένο ία εκείνο από φύλλα. Στο χέρι του κρατούσε ένα ραβδί, κομμένο από κάποιο ανθισμένο δέντρο. Η γκραβούρα ήταν γεμάτη από εκατοντάδες σουρεαλιστικές μικρολεπτομέρειες. Μια ομάδα μαύρων αρουραίων έπαιζε ζάρια σε μια γωνιά. Σε μια άλλη γωνιά ένα γυμνό κορίτσι έχωνε μέχρι τον αγκώνα το μπράτσο της μέσα στο αυτί ενός λαγού. Ο Λουκ τράβηξε απ' τον τοίχο το κάτω μέρος της γκραβούρας, για να μπορέσει να διαβάσει τη λεζάντα. Απλά έλεγε Μωμόγερος, Δια χειρός Κ. Μπούλστροουντ. «Ξέρεις τίποτα γι' αυτό;» ρώτησε ο Λουκ. «Δεν το 'χω ξαναδεί ποτέ». «Δεν έχει ημερομηνία επάνω. Φαίνεται, όμως, αρκετά παλιό, έτσι δεν είναι;» «Ο Τέρι συνήθως δεν ενδιαφέρεται για πίνακες, παρά μόνο για τις οικογενειακές φωτογραφίες. Κάποτε προσπάθησα να κρεμάσω έναν από τους παλιούς πίνακες της μητέρας μου και κόντεψε να πάθει κρίση». «Αλήθεια;» «Λεν έδειχνε τίποτα το ιδιαίτερο. Μόνο δέντρα». Ο Λουκ σήκωσε ένα από τα βιβλία. Ακραίες· Κλιματολογικές Συνθήκες και Η Επίδρασή Τους στην Γεωργία, του Δρος Νιλς Θόρσον, του Πανεπιστημίου της Αιόβα. Έπειτα ένα άλλο; Πρωτομαγιά: Η Πολιτιστική Σημασία του Εορτασμού της Άνοιξης του Τζάνασεκ Χάμπρι. Και ένα ακόμα: Παγανιστικές Τελετές Γονιμότητας και Λοιπές Λαϊκές Ιεροτελεστίες. Λφησε κάτω τα βιβλία και σήκωσε το σημειωματάριο του Τέρενς. Ήταν γεμάτο με μικροσκοπικά, ομοιόμορφα γράμματα, η μια πυκνογραμμένη σελίδα μετά την άλλη. Όλα, όμως, ήταν γραμμένα σε μια ξένη γλώσσα, γεμάτη σημεία τονισμού και διαχωριστικά. «Μιλούσε ία άλλη γλώσσα ο Τέρι;» ρώτησε ο Λουκ. *Η λέξη "μωμύγεροί" χρηαιμοποιείται νια τη μονολεκτική οπόϋοοπ τπ$ Wins mummer, που οημαίνει "ηθοποιός Γ,ου ουμμετΐχει οε λαϊκά δρώμενο" Οι μωμόγφοι είναι ίνα αρχαίο ποντιακό εΒιμο πομ ΑΝΑΒΊΩΝΑ σήμερα στο KiMs, Ανήμερα τα Χριστούγεννα οι μωμόγεροι, έφιπποι dvipts on' όλα τα on (τι α του χωριού φορώντοΕ λευκέ; μάακε3 και ηρο3ειέ$. γυρνούν τρογουίώντα$ από αηίτι αε σπίτι, προτού τελικό κατολήϊ,αυν οι κάποιο κεντρικό σημείο, όπου καίνε τον παλιό χρόνο Η επιλογή Tns λε£π5 έγινε κμρίωΐ λόγω τη$ πχππκήί opoiorrrras με την αγγλική λέξη. καθιύ£ και λόγοι του ύπ οι μωμΰγεροι είναι μαοκοφόροι και, αν και τραγουδούν, δεν μιλούν. Εννοείται, βέβαια, ότι ΰπωί και οι mummers, έτσι και οι μωμόγεροι, ουδεμία αχέ on έχουν με τα ηλάοματα που περιγράφονται οτο Βιβλίο. (Σ τ Μ.) 40
ΣΑΡΚΑ & ΑΙΜΑ
«Όχι με μένα», είπε η Αιρις. «Μοιάζουν με τσέχικα. Ή ξ ε ρ ε τσέχικα ο Τέρι;» Η Αιρις κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Ο Λουκ πέρασε την άκρη του δαχτύλου του πάνω στα βιβλία που βρίσκονταν πάνω στα ράφια. Όλοι οι τίτλοι φανέρωναν τον ίδιο τομέα ενδιαφερόντων με εκείνα που βρίσκονταν πάνω στο γραφείο. Γεωργία. Αστρολογία. Λαϊκές ιεροτελεστίες. Και θρησκεία. Τα τρία τελευταία ράφια ήταν φορτωμένα από Βίβλους. Πρέπει να υπήρχαν σαράντα ή πενήντα από δαύτες, διαφόρων χρονολογιών και προελεύσεων. Μερικές ήταν φτηνές εκδόσεις σαν ία αυτές που βρίσκει κανείς στα δωμάτια των ξενοδοχείων. Αλλες ήταν δεμένες με φθαρμένο μαύρο δέρμα, με έντονα επίχρυσα χαράγματα. Υπήρχαν Βίβλοι στα γαλλικά, Βίβλοι στα γερμανικά, Βίβλοι στα πολωνικά, Βίβλοι στα ισπανικά. «Είναι τόσο θρήσκος, λοιπόν;» ρώτησε ο Λουκ. «Πάμε στην εκκλησία, αν αυτό εννοείς». Έκανε μια παύση ία έπειτα είπε: «Πηγαίναμε στην εκκλησία». «Είστε καθολικοί;» «Ο Τέρι είναι. Εγώ όχι. Πηγαίνουμε, όμως, στην ίδια εκκλησία». «Ποια είν' αυτή;» «Η εκκλησία της Αμώμου Συλλήψεως. Ο Τέρι δεν πολυσυμπαθεί τον Πατέρα Γουόζνιακ —λέει ότι προδίδει τη Βίβλο, ό,τι ία αν εννοεί μ' αυτό. Όμως του αρέσει το όνομα της εκκλησίας, Η Αμωμος Σύλληψις, Πάντοτε λέει στον κόσμο ότι εμείς σ' αυτή την εκκλησία πηγαίνουμε, της Αμώμου Συλλήψεως, λες και καμαρώνει στ' αλήθεια γι αυτό», «Ε... δεν πειράζει να καμαρώνει κανείς για την εκκλησία στην οποία πηγαίνει». «Δεν ξέρω. Το καμάρι του δεν ήταν συνηθισμένο. Το καμάρι του Τέρι σχεδόν έμοιαζε με κρυφή ικανοποίηση». Ο Λουκ σήκωσε το σημειωματάριο του Τέρενς. «Σε πειράζει να το πάρω αυτό, Αιρις; Να το δώσω να το μεταφράσουν; Ίσως μας δώσει κάποιο στοιχείο για το π συνέβαινε μες στο κεφάλι του Τέρι». «Πάρτο. Παρακαλώ. Δεν το θέλω». Ο Λουκ εξέτασε το δωμάτιο για τελευταία φορά. Προσπαθούσε να διαισθανθεί τι έκανε στην πραγματικότητα ο Τ έ ρ ε ν ς Πίρσον όταν κλειδαμπαρωνόταν μακριά από την οικογένειά του, έξυνε τα μολύβια του kl έγραφε όλες εκείνες τις σεΜδες με τις μικροσκοπικές σημειώσεις. Ακουσε το μακρινό μπουμπουνητό του κεραυνού και η βροχή άρχισε να ραντίζει το τζάμι του παραθύρου, απαλά και γρήγορα, λ ε ς και στην αυλή είχε σταθεί ένας τρομοκρατημένος ιερέας, που το ράντιζε βιαστικά με αγιασμό. Την προσοχή του είχε τραβήξει ξανά ο παράξενος χαμογελαστός άντρας της γκραβούρας. Ο άντρας τσύ χαμογελούσε κάτω από το γελοίο καπέλο από
41
GRAHAM MASTERTON
φύλλα του και η έκφραση του ήταν βαθύτατα κοροϊδευτική. Ποιός είμαι; φαινόταν να ρωτά. Και γιατί είμαι ντυμένος σαν θάμνος που περπατά; Για κάποιο λόγο ο Λουκ αισθανόταν λες και του διέφευγε κάτι, κάτι θεμελιώδες, αλλά δίχως αμφιβολία αλλόκοτο και αυτό του προκαλούσε βαθιά ανησυχία. «Οκέι, ευχαριστώ», είπε τελικά και βγήκαν από το δωμάτιο. Η Αιρις το κλείδωσε πίσω τους και τοποθέτησε το κλειδί ξανά στο πάνω μέρος του πλαισίου. Καθώς επέστρεφαν στο κάτω πάτωμα, είπε: «Λεν είμαι αναγκασμένη να ξαναδώ τον Τέρι, έτσι δεν είναι;» «Μπορεί να χρειαστεί να καταθέσεις, όταν θα προσαχθεί σε δίκη». «Στ' αλήθεια, όμως, δε θα βγει;» Ο Λουκ ακούμπησε το χέρι του στον ώμο της. «Δίχως αμφιβολία θα τον στείλουν στο Φορτ Μάνησον. Κανείς δε φεύγει απ' το Φορτ Μάντισον». Έφτασαν στο διάδρομο. Η Έντνα Μπουλόφσια τούς περίμενε ακόμα και φαινόταν κουρασμένη και ανήσυχη. «Πώς αισθάνεσαι, 'Αιρις;» ζήτησε να μάθει, αγνοώντας επιδεικτικά το Λουκ. Υπαινισσόταν ότι ο Λουκ δεν έπρεπε να την έχει υποβάλλει σε ανάκριση, ενώ εκείνη βρισκόταν ακόμα σε κατάσταση σοκ. «Ω είμαι μια χαρά», είπε η Αιρις. «Φαντάζομαι ότι θα πρέπει να μαζέψω το δείπνο, τώρα που τα παιδιά δε θα 'ρθουν σπίτι». «'Αιρις — δεν είν' ανάγκη να κάνεις τίποτα, παρά μονο να ξεκουραστείς», είπε ο Λουκ. Η Έντνα τύλιξε το μπράτσο της γύρω της και την οδήγησε πίσω στην κουζίνα. «θα συνέλθει;» ρώτησε ο Λουκ. «Ο Δόκτωρ Μέιχιου τής έδωσε ένα ηρεμιστικό, ©α της δώσω άλλο ένα σε περίπου μισή ώρα, μαζί με μια κούπα ζεστό γάλα. Έρχεται κι η αδερφή της απ' το Ντιμπιούκ». «Ευχαριστώ, βοηθέ», επιε ο Λουκ. Πήρε το καπέλο του απ' το τραπέζι της κουζίνας ία έπειτα πήρε στο χέρι της Άιρις και το έσφιξε. «Ευχαριστώ που μου μίλησες, "Αιρις, Τσ εκτιμώ. Ξέρω ότι ήταν η χειρότερη μέρα της ζωής σου, χωρίς αμφιβολία. Μου φαίνεται ότι το μόνο που μπορώ να πω είναι τούτο: θρήνησε τη Λίζα, θρήνησε και τον μικρό Τζορτζ. Μην ξεχάσεις, όμως, να θρηνήσεις και για τον εαυτό σου». Η "Αιρις έγνεψε χωρίς να πει κουβέντα. Ο Λουκ επέστρεψε στην εξώπορτα και η Έντνα τον ακολούθησε. «Μίλησα στον Ρίια Κλαρκ. Λέει ότι μπορείτε να τον αγαπάτε και σαν αδερφή αν θέλετε, αλλά δεν μπορεί να περιμένει ούτε λεπτό ακόμα. Έχει προθεσμία να προλάβει. Και έχετε και την Τζόις Λίμπολντ από τον WMT 600, που περιμένει ία εκείνη να σας μιλήσει». «Επιτέλους διάσημος», είπε ο Λουκ. Ανοιξε την πόρτα, που έβγαζε στην οδό Βέρνον. Η υγρή νύχτα άστραφτε
42
ΣΑΡΚΑ & ΑΙΜΑ
από κόκκινα και γαλάζια φώτα και τους προβολείς των τοπικών τηλεοπτικών συνεργείων. Το μεγαλύτερο μέρος της καταιγίδας είχε πια περάσει και κατευθυνόταν ανατολικά προς το Ιλινόις και φυσούσε ένας ζεστός, ξηρός άνεμος. Ο σίφουνας είχε προξενήσει μερικές ζημιές στο Αμάνα Κόλονις: το παντοπωλείο είχε χάσει τμήμα της στέγης του και μία από τις καμινάδες του εριουργείου είχε καταρρεύσει. Κοντά στο Κολόνα, έξι ή εφτά γουρούνια είχαν σκοτωθεί όταν βρέθηκαν στο ύπαιθρο, ενώ κατά τη διάρκεια του χειρότερου ξεσπάσματος της θύελλας το Δημοτικό Αεροδρόμιο του Σίνταρ Ράπιντς είχε κλείσει για δυόμισι ώρες. Όμως αυτό ήταν όλο. Δεν ήταν παρά ένας ακόμα σίφουνας των τελευταίων ημερών του καλοκαιριού. Ο βοηθός Νόρμαν Γκόρμαν φύλαγε σκοπιά μπρος στην εξώπορτα των Πίρσον. Ήταν κοντός και γεροδεμένος, με κορμί σαν συρταριέρα της Γαλλικής Αναγέννησης. Γυμναζόταν με βάρη ο ε μια απελπισμένη και ατ έρμονη προσπάθεια να αυξήσει το ύψος τ ο ν κάποτε ο Λουκ τον είχε βρει κρεμασμένο από τα χέρια στην κάσα της πόρτας του γραφείου, με βάρη των είκοσι κιλών περασμένα σε κάθε αστράγαλο. Ο βοηθός Νόρμαν Γκόρμαν διέθετε τρομερή αίσθηση του χιούμορ για οτιδήποτε άλλο εκτός από το πόσο ψηλός δεν ήταν. Παρόλο που ήταν κοντός, όμως, είχε συναισθηματικά καστανά μάτια κι ένα πυκνό μαύρο μουστάκι, που φαινόταν να έχει πέραση σε κάθε τύπο κοριτσιού, τις παρθένες και τις τσούλες, ία έτσι ο Νόρμαν σπάνια ξέμενε δίχως θηλυκή συντροφιά. «Σε τι κατάσταση είναι;» ρώτησε, δείχνοντας με το κεφάλι την εξώπορτα. Ο Λουκ διόρθωσε το βρεγμένο, άμορφο καπέλο του. «Αντέχει. Δεν την έχει, όμως, κτυπήσει ακόμα στ' αλήθεια. Αύριο που το ηρεμιστικό θα εξασθενήσει, θα είναι χάλια». «Σκατά —πώς είναι δυνατόν να κάνει κάποιος κάτι τέτοιο;» ρώτησε ο Νόρμαν. «Να εκτελέσει τα ίδια του τα παιδιά, γαμώτο». «Ήταν ψυχοπαθής», είπε ο Λουκ. «Ελπίζω μόνο να μη δεχτούν οι ένορκοι τη δικαιολογία της ψυχοπάθειας, αυτό είν' όλο». «Έπρεπε να τον είχαμε πυροβολήσει επί τόπου», είπε ο Νόρμαν, «Έπρεπε να τον είχαμε καθαρίσει τον αναθεματισμένο επί τόπου, σαν λυσσασμένο σκυλί». Ο Ρίκι Κλαρκ ανηφόρισε βιαστικά το μονοπάτι, με το γιακά της άσπρης καμπαρντίνας του σηκωμένο, ενώ οι ώμοι της ήταν τόσο μουσκεμένοι απ' τη βροχή, που είχαν σκουρύνει. «Σερίφη; θ ε ς να μου πεις πώς το πήρε;» ρώτησε. «Έι, καθήα, πώς θα το 'παιρνες εσύ, αν κάποιος έκοβε τα κεφάλια των παιδιών σοιτ;» απάντησε αμέσως ο Νόρμαν. «Νόρμαν», είπε ο Ρικ. «Γιατί οι γονείς σου σε βάφτισαν Νόρμαν, Νόρμαν;» «Είχαν ποιητική φλέβα, Ρίκι, να γιατί», αντεπιτέθηκε ο Νόρμαν. «Ήθελαν να
43
GRAHAM MASTERTON
μου δώσουν ένα όνομα που να ομοιοκαταληκτεί με το Γκόρμαν, όπως και ο: δικοί σου γονείς σού έδωσαν ένα όνομα που να ομοιοκαταληκτεί με το καθώα».
Μόλις γύρισε στο γραφείο του στη γέφυρα της Τρίτης Λεωφόρου, ο Λουκ τηλεφώνησε σπίτι του. Το τηλέφωνο σήκωσε η εξάχρονη κόρη του, η Νάνοι. «Μπορώ να μιλήσω στη μαμά σου, γλυκιά μου;» «Η μαμά είναι στο ντους. Θ' αργήσεις;» «Σωστά. Ο' αργήσω. Λεν ξέρω πόσο πολύ. Τι συνέβη σήμερα;» «Τίποτα, μόνο ο Ράνα Στάμερ τα 'κανε πάνω του μες στην τάξη». «Τον κακόμοιρο το Ράντι. Τι άλλο;» «Η μαμά έβαλε τις κόκκινες κάλτσες μου για πλύσιμο μαζί με το μπλε σου μπλουζάκι». «Α, τέλεια, τώρα έχω ένα μοβ μπλουζάκι». «Όχι, δεν έχεις. Η μαμά προσπάθησε να το καθαρίσει με χλωρίνη και τώρα έχεις ένα ξεβαμμένο μπλουζάκι», «Υπέροχα. Ακόμα καλύτερα. Ήσουν καλό κορίτσι σήμερα;» «Η κυρία Χέσλοπ μου θύμωσε επειδή έφτυσα τα χορταρικά μου». «Το ξέρεις πως πρέπει να τρως τα χορταρικά σου. Σου κάνουν καλό. Σε κάνουν — ξέρω 'γω, χαρισματική ή κάτι τέτοιο». «Τα σιχαίνομαι τα χορταρικά. Λε θέλω να ξαναδώ χορταρικά όσο ζω. Λε θέλω ούτε να ξαναδώ το πράσινο χρώμα τους». Ο Λουκ αστειεύτηκε λίγο ακόμα με τη Νάνοι ία έπειτα της έστειλε ένα φιλί για καληνύχτα και κατέβασε το ακουστικό. Έπειτα, όμως, ακούμπησε πάνω στο παγωμένο, κλιματιζόμενο παράθυρο του για πολλή, πολλή ώρα. Πίεσε με το χέρι του το στόμα του, λες ία απαγόρευε στον εαυτό του να μιλήσει, ενώ τα μάτια του φαίνονταν σοβαρά και κουρασμένα. Ηταν ένα σαββατόβραδο σαν κάθε άλλο. Κάτω από 'κείνο το παράθυρο τα νερά του ποταμού Σίνταρ άφριζαν κάτω από τις τσιμεντένιες αψίδες της γέφυρας της Τρίτης Λεωφόρου, αντανακλώντας τα ακανόνιστα σκόρπια φώτα του κέντρου του Σίνταρ Ράπιντς και της κυκλοφορίας που σταματούσε και ξανάρχιζε στην 1η Οδό. Χωρίς, όμως, κανέναν ιδιαίτερο λόγο που θα μπορούσε να σκεφτεί, ο Λουκ απόψε ένιωθε ότι έκανε τούτη τη δουλειά εδώ και πάρα πολύ καιρό. Ένιωθε ότι είχε περάσει απ1 την ίδια στροφή τόσες πολλές φορές, που δεν ήταν πια σε θέση να την προσεγγίσει με διαφορετικό τρόπο. Η υπόθεση Πίρσον ήταν τόσο τρομερή και αποτρόπαια, που καθιστούσε αναγκαίο ένα φρέσκο τρόπο σκέψης. Καθιστούσε αναγκαία την οργή. Παρ' όλα αυτά, το μόνο που μπορούσε να ντώσει ο Λουκ ήταν να κατακλύζεται από το συναίσθημα άτι είχε ζήσει και εργαστεί σε τούτη την πόλη στο μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του* κι ότι όλα αυτά τα χρόνια δ ε ν είχαν καταλήξει και σε τίποτα
44
ΣΑΡΚΑ & ΑΙΜΑ
σπουδαίο. Μια τρύπα στο νερό; Μακάρι να 'ταν τόσο απλά τα πράγματα. Η Λίζα ία ο μικρός Τζορτζ είχαν πεθάνει, ο Άμπνερ και π Ντόροθι Λόφτους είχαν πεθάνει. Νέοι και γέροι- όλοι ανυπεράσπιστοι. Εκείνοι ακριβώς οι άνθρωποι που ο Λουκ είχε ορκιστεί να προστατέψει μ' όλο το κουράγιο και την ευφυία του. Ένιωθε ότι τους είχε απογοητεύσει όλους. Ένιωθε ότι τους είχε κόψει τα κεφάλια, όπως ακριβώς τους τα είχε κόψει ο Τέρενς Πίρσον. Ισως η υπόθεση Πίρσον να μην ήταν παρά μια ακόμα φρικαλεότητα ανάμεσα στις τόσες. Τα τελευταία τέσσερα ή πέντε χρόνια η ευχάριστη ευημερία του ΣίνταρΡάπιντς είχε αρχίσει να μαραζώνει και να ξεφτίζει σ η ς άκρες, σαν φθαρμένο στρώμα, σαν πολυαγαπημένο οικογενειακό σπίτι που κανείς δ ε ν έχει καιρό να επισκευάσει. Έ ν α βροχερό απόγευμα το Μάρτιο του περασμένου έτους, ο Λουκ είχε κληθεί να ερευνήσει την πρώτη υπόθεση πυροβολισμών από διερχόμενο αυτοκίνητο στο Σίνταρ Ράπιντς. Τώρα είχε ένα σωρό μητέρες να παραπονούνται επί μονίμου βάσεως ότι μάζευαν βρόμικες σύριγγ ε ς από τις πίσω αυλές τους' κι ότι έπρεπε να μαθαίνουν στα παιδιά τους πως οι σφαίρες δεν έχουν γραμμένο κανενός το άνομα επάνω τους. Πολύ προτού διδαχτούν πρόσθεση κι αφαίρεση, οι μαθητές του δημοτικού έκαναν ασκήσεις, για να διδαχτούν ότι μάλας άκουγαν να πέφτει ο πρώτος πυροβολισμός, έπρεπε να πέσουν χάμω όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Τώρα πια είχε καταντήσει υπόθεση ρουτίνας να πρέπει ο Λουκ κι οι βοηθοί του να διαλύσουν συμπλοκές στα προάστια, με σπασίματα αυτοκινήτων, γρονθοκοπήματα και σφαίρες· όπως και να προσπαθούν να συλλάβουν εντεκάχρονα σχολιαρόπαιδα, που έκαναν θελήματα κουβαλώντας κινητά τηλέφωνα και τσάντες με κρακ. Είχε την εντύπωση ότι το χειρότερο το είχε δει πέρυσι, όταν ο ιατροδικαστής είχε βγάλει απ'το ψυγείο το πτώμα της Πχρονης Ντέστινι Ράιτ και του είχε δείξει τις δεκαεπτά πληγές της από μαχαίρι, μία για κάθε χρόνο της ζωής της. Και τώρα τούτο. Ο τελετουργικός αποκεφαλισμός της Λίζα και του Τζορτζ Πίρσον και η φρενιασμένη δολοφονία του Αμπνερ και της Ντόροθι Λόφτους. Κι ο Λουκ δεν ήξερε τι να κάνει. Σύμφωνοι, είχε συλλάβει τον Τέρενς Πίρσον ία ο Τέρενς Πίρσον είχε αβίαστα ομολογήσει. Όμως ο Λουκ δεν ήξερε τι να κάνει. Βρισκόταν ακόμα ακουμπισμένος στο παράθυρο όταν μπήκε ο Νόρμαν Γκόρμαν. «Σερίφη; Μας βρήκα ένα μεταφραστή για τα τσέχικα». Ο Λουκ γύρισε και προσπάθησε να χαμογελάσει. Λίγο πίσω από το Νόρμαν στεκόταν ένας αδύνατος, κιτρινιάρης γέρος, με μεγάλη μύτη και βαθουλωμενα μάγουλα και φλέβες που ελίσσονταν στο μέτωπο του. Φορούσε ανοικτό καφέ κοστούμι ψαροκόκαλο, που έδειχνε λες και το φορούσε κάθε μέρα από τότε που είχε ενηλικιωθεί. «Σερίφη, αυτός είναι ο κύριος Λίος Πόνικαν. Διδάσκει αγγλικά ως ξένη
45
GRAHAM MASTERTON
γλώσσα στο Τζέφερσον». «Χαίρομαι που μπορέσατε να έρθετε, κύριε Πόντκαν», είπε ο Λουκ «Σας είπε ο αστυφύλακας Γκόρμαν τι θέλουμε να κάνετε;» Ο κύριος Πόνικαν έγνεψε καταφατικά. «Να μεταφράσω από τα τσέχικα, σωστά;» Ο Λουκ σήκωσε ένα μάτσο φωτοτυπίες από το σημειωματάριο του Τέρενς και του το έδωσε, Ο κύριος Πόνικαν έβγαλε ένα ζευγάρι γυαλιά με συρμάτινο σκελετό από την τσέπη στο στήθος του σακακιού του, τα φόρεσε και εξέτασε πολύ αργά την πρώτη σελίδα, «Λοιπόν;» ρώτησε ο Λουκ, αφού είχε περάσει πάνω από ένα λεπτό, «Είναι δύσκολο», είπε ο κύριος Πόνικαν. Φαινόταν πολύ δυσαρεστημένος. «Τι εννοείτε δύσκολο;^ «Πρώτα απ' όλα, τα γράμματα είναι πολύ μικρά», «Ναι, σωστά. Τα γράμματα είναι πολύ μικρά. Για την ακρίβεια, δε θα δίσταζα να πω ότι τα γράμματα είναι πολύ, πολύ μικρά». Ο κύριος Πόνικαν πρόβαλε το κάτω χείλος του και εξέτασε για μία ακόμα φορά την πρώτη σελίδα. «Επίσης, δεν είναι,,, πολύ εντάξει». «Δεν είναι πολύ εντάξει; Τι πάει να πει αυτό; Είναι γεμάτο λάθη;» Ο κύριος Πόνικαν κτύπησε επανειλημμένα το δάκτυλο του στη γωνία του σημειωματάριου. «Λεν είναι συνηθισμένο κείμενο. Είναι, παλαβό κείμενο». «Α, κατάλαβα. Παλαβό κείμενο. Και με ποια έννοια είναι παλαβό κείμενο;» «Μπορώ να καθήσω;» ρώτησε ο κύριος Πόνικαν. Ο Λουκ έ γ ν ε ψ ε καταφατικά ία ο Νόρμαν έ φ ε ρ ε μια καρέκλα. Ο κύριος Πόνικαν κάθησε και άπλωσε τις φωτοτυπίες στα πόδια του. Άρχισε να διαβάζει το κείμενο δείχνοντας κάθε λέξη με το δάχτυλο του. «"'Ερχεται με τους τρεις φίλους τους τον καιρό του χειμώνα. Βαράνε την πόρτα". Αυτό σημαίνει ότι χτυπούν την πόρτα. "Εκείνος βαρά και βαρά, αλλά όταν οι άνθρωποι μέσα φωνάζουν και λένε Ήοιός είναι; Ποιός βαρά την πόρτα μας;' δε λέει κουβέντα. Δε μιλά. Θα χτυπά, όμως, την πόρτα όλη την ώρα, αν οι άνθρωποι που είναι μέσα δεν ανοίξουν για να τον αφήσουν να μπει. »'0ταν μπει μέσα, θα σταθεί με τους τρεις φίλους του και δε θα πει κουβέντα. Λε μιλούν. Γι' αυτό τους λ έ ν ε - " δε γνωρίζω την αγγλική λέξη. Σημαίνει, όμως, άνθρωποι που δε μιλούν». «Μουγγοί;» ρώτησε ο Λουκ. «Όχι, όχι ακριβώς μουγγοί. Λε σημαίνει ότι υπάρχει κάποιο σωματικό ελάτωμα. Σημαίνει ότι έχουν επιλέξει να μη μιλούν. Σαν να μένουν σιωπηλοί με σκοπό τη διασκέδαση». «Μίμοι, θέλετε να πείτε;» είπε ο Νόρμαν. «Ε, και πάλι, όχι ακριβώς μίμοι. Έ ν α ς μίμος προσπαθεί να εξηγήσει τι
46
ΣΑΡΚΑ & ΑΙΜΑ
κάνει με χειρονομίες και κινήσεις. Εκείνοι καταφθάνουν και παραμένουν αιωπιτλοί. Δε δίνουν καμία εξήγηση». «Τραππιστές;» υπέθεσε ο Νόρμαν. «Πα όνομα του Θεού», είπε ο Λουκ. Ξάφνου, όμως, ήρθε στο μυαλό του η γκραβούρα που ήταν καρφιτσωμένη στον τοίχο του ιδιαίτερου δωματίου του Τέρενς. Τον άντρα με το κοροϊδευτικό χαμόγελο, που ήταν ντυμένος με φύλλα. Τι έγραφε στη βάση της εικόνας; Μωμόγερος. Έ ν α ς μασκοφόρος άντρας που ποτέ δε μιλά. Έ ν α ς άντρας που παραμένει σιωπηλός. Ήταν έτοιμος να πει κάτι, αλλά αποφάσισε να μην το κάνει. Αφησε τον κύριο Πόνικαν να συνεχίσει. «"Κάθεται στο τραπέζι. Περιμένει να του φέρουν κρασί και κάτι ακόμα..." Λε γνωρίζω τι είναι αυτό. Μοιάζει με χόβεσι μόσο, που σημαίνει βοδινό γιαχνί, "Εκείνος και οι φίλοι του βγάζουν ζάρια και παίζουν μέχρι να σβήσει π φωτιά. Αυτό θα συμβεί σε μια συγκεκριμένη στιγμή του χρόνου και δ ε ν πρόκειται να τιμήσει τους πάντες με την επίσκεψή του. Ταξιδεύει πολλά χιλιόμετρα, αλλά κανείς δεν τον βλέπει να ταξιδεύει. Σε μερικές πόλεις που δεν τις έχει επισκεφτεί ακόμα, οι άνθρωποι προσεύχονται να πάει. Σ' εκείνες, όμως, τις πόλεις που έχει επισκεφτεί αρνούνται να προφέρουν το όνομά του, όπως κι εκείνος δεν έχει ποτέ προφέρει το δικό τους"». Ο κύριος Πόνικαν ακούμπησε κάτω τη σελίδα με ελαφρά τρεμάμενο χέρι και έβγαλε τα γυαλιά του. «Το υπόλοιπο είναι ίδιο. Όλο για ανθρώπους που έρχονται για επίσκεψη και δε λένε κουβέντα. Παίζουν ζάρια, αφήνουν δώρα. Αφήνουν πολλά διαφορετικά δώρα. Καθένας φορά και διαφορετική φορεσιά. Λε γνωρίζω αν υποτίθεται ότι είναι παραμύθι ή κάτι άλλο». «θα το πάρετε σπίτι, για να μου το μεταφράσετε;» ρώτησε ο Λουκ. «Θα ήθελα να ξέρω τι λέει ολόκληρο». Ο κύριος Πόνικαν ξεφύλλισε τις φωτοτυπίες, δεκαεννέα σελίδες γεμάτες μικροσκοπικά γράμματα. «Θα μου πάρει λίγο καιρό». «Μπορώ να πληρώσω κάτι παραπάνω, αν μου το κάνετε πολύ πολύ γρήγορα». «Καλά — σ' αυτή την περίπτωση, πολύ καλά. Θα μπορούσα, ίσως, να το μεταφράσω σε δύο μέρες». «Τι θα λέγατε για τριάντα έξι ώρες;» «Θα βάλω τα δυνατά μου, σερίφη Φρεντ». Έ φ υ γ ε παίρνοντας μαζί του τις φωτοτυπίες ία ο Λουκ κάθησε αναπαυτικά προς τα πίσω στη στιλ γουέστερν καρέκλα του, ία έβαλε τα πόδια του πάνω στο γραφείο. Ο Νόρμαν είπε: «Πολύ παλαβά πράγματα, ε;» «Λεν ξέρω... νομίζω ότι καλύτερα να μη βγάλουμε συμπεράσματα, ώσπου να δούμε την πλήρη μετάφραση». «Νομίζω ότι η αρχική σου διαίσθηση ήταν σωστή. Του Πίρσον του 'χει στρί-
47
GRAHAM MASTERTON
ψ ει τελείως». «Νόρμαν — πραγματικά, δεν έχει σημασία αν είναι τρελός ή αν είναι λογικός. Σκοτώθηκαν τέσσερις ολότελα αθώοι άνθρωποι. Στο Σίνταρ Ράιηντς, για τ' όνοματon Θεού. Με κάνει να νιώθω —δεν ξέρω — με κάνει να νιώθω ότι έρχεται το τέλος του κόσμου. Η Αποκάλυψη». Κούνησε το κεφάλι του. «Ο μπαμπάς μου πίστευε ότι η μπίρα, το ροκ εντ ρολ και το πολύ μπαλαμούπ ήταν τα μεγαλύτερα κακά που θα μπορούσε να επινοήσει ο Σατανάς. Σχεδόν χαίρομαι που έχει πεθάνει». Ο Νόρμαν κοίταξε το ρολόι του. «Θα μιλήσεις με τον Πίρσον τώρα;» Ο Λουκ έγνεψε καταφατικά. «Κι έπειτα εσύ ία εγώ θα πάμε για ύπνο. Μας περιμένει πολύ δύσκολη μέρα»,
Ο Τέρενς στεκόταν μες στο κελί του με την πλάτη στα κάγκελα. Ο Λουκ τον πλησίασε και στάθηκε κοιτώντας τον για λίγο. Ο Τέρενς πρέπει να είχε αντιληφθεί ότι ο Λουκ βρισκόταν εκεί, αλλά δεν κινήθηκε, ούτε είπε τίποτα. Ακόμα και η γυρισμένη του πλάτη μετέδιδε τεράστια ένταση. Το κρατητήριο βρισκόταν στο υπόγειο. Οι τοίχοι ήταν βαμμένοι σε δύο αποχρώσεις του γκρίζου και τα κάγκελα ήταν επίσης βαμμένα γκρι. Έκανε υπερβολική ζέστη ία η ατμόσφαιρα βρομούσε αντισηπτικό, ξερατά και ποδαρίλα. Εκεί μέσα ήταν ακόμα κλεισμένοι τρεις μεθυσμένοι κι ένα βαποράκι που πουλούσε κρακ, παρόλο που ήταν ακόμα νωρίς και μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες δε θα υπήρχε εκεί μέσα χώρος παρά μόνο για όρθιους. Έ ν α ς από τους μεθυσμένους τραγουδούσε. «Μη μου ραγίζεις την καρδιά...την πονεμένη, ραγισμένη μου καρδιά». Έ ν α ς άλλος έκλαιγε με λυγμούς. Έ ν α ς νεαρός μαύρος αστυφύλακας στεκόταν δίπλα σι ο κελί του Τέρενς, εκτελώντας ειδική υπηρεσία σκοπού. Πριν από τρία χρόνια ο Λουκ δε θα μπαίνε στον κόπο να τοποθετήσει ειδικό σκοπό. Τότε, όμως, ένας μεσήλικας ύποπτος για φόνο είχε καταφέρει να κρεμαστεί με το μανίια του πουκαμίσου του, μόλις μισή ώρα αφότου τον είχε συλλάβει ο Λουκ. Και λιγότερο από μια εβδομάδα αργότερα, έ ν α ς 17χρονος υπόδικος είχε αυτοκτονήσει αφού έμπηξε δυο μολύβια στη μύτη του, έπιασε το πίσω μέρος του κεφαλιού του με τα δυο του χέρια και το κατέβασε με δύναμη πάνω στο πτυσσόμενο τραπέζι. Ο Λουκ δεν μπορούσε ν' ανεχτεί να χάσει και τον Τέρενς Πίρσον με τον ίδιο τρόπο. «Πίρσον;» είπε κοφτά. Ο νεαρός μαύρος αστυφύλακας είπε: «Εδώ και τρεις ώρες δεν έχει ανοίξει σχεδόν καθόλου το στόμα του. Μόνο για να ζητήσει μια χόκα-κόλα διαίτης και να ρωτήσει τι ώρα είναι». «Πίρσον;» επανέλαβε ο Λουκ. «Είμαι ο σερίφης Φρεντ». «Το ξέρω», είπε ο Τέρενς. «Τι θες;» «Λίγη κουβεντούλα, ίσως».
48
ΣΑΡΚΑ & ΑΙΜΑ
«Α, ναι; Ξέρω τι σόι κουβεντούλα θέλεις. Μια μονόπλευρη κουβέντα στην οποία εγώ θα 'μαι κείνος που θα μιλά. Σαν να λέμε, θα εξηγώ τι είναι εκείνο που εξωθεί έναν πατέρα να εκτελέσει τα ίδια του τα παιδιά». Ο Λουκ ανασήκωσε τους ώμους, κι έβπξε. «Θα 'ταν καλό γι' αρχή», Ο Τέρενς εξακολουθούσε να μη γυρίζει. «Πρέπει να καταλάβεις ένα πράγμα, σερίφη, γιατί αλλιώς δεν πρόκειται να καταλάβεις τίποτα. Δεν τα εκτέλεσα. Τα έσωσα». «Τα έσωσες; Από τι τα έσωσες;» Ο Τέρενς έκανε μια σύντομη παύση. Έπειτα είπε: «Δε θα καταλάβαινες, σερίφη. Δε θα καταλάβαινες τίποτα». «Θα μπορούσες να με δοκιμάσεις». Ο Τέρενς κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Ο Λουκ στάθηκε έξω απ' το κελί επί σχεδόν ένα λεπτό κι ο Τέρενς ακόμα να μιλήσει. Ο νεαρός μαύρος αστυφύλακας είπε: «Αυτά είναι τα περισσότερα που έχει πει από τότε που 'ρθε εδώ. Μια φορά μόνο ρώτησε τι ώρα ήταν και ήταν 6:47' και μια φορά ζήτησε μια κόκα-κόλα διαίτης». Ο Λουκ είπε: «Αν νόμιζες ότι τα έσωζες, Τέρενς, μάλλον νόμιζες ότι τα έσωζες από κάτι πολύ χειρότερο από το να χάσουν τα κεφάλια τους. Φαίνεται λογικό, έτσι δ ε ν είναι;» Ο Τέρενς εξακολουθούσε να μην αποκρίνεται, η αγωνία του, όμως, ήταν τόσο μεγάλη που ανέδιδε μια οσμή, σαν τη μυρωδιά από καψαλισμένο καννάβι που αναδίδουν τα υπερτεντωμένα σκοινιά, «Ένα μένει ν' ανακαλύψω τώρα: τι μπορεί να είναι χειρότερο από το να χάσει κανείς το κεφάλι του;» «Πιστεύεις ότι είμαι τρελός», είπε τολμηρά ο Τέρενς. «Λεν ξέρω τι να πιστέψω, εκτός ία αν μου πεις εσύ από π τα έσωζες», «Δε θα μπορούσες ούτε ν' αρχίσεις να—» «Τι τρέχει με το μωμόγερο, Πίρσον; Μήπως έχει ο μωμόγερος κάποια σχέση μ' όλα αυτά;» Ο Τέρενς συνταράχτηκε ολοφάνερα. Τα χέρια του έκλεισαν αργά, σχηματίζοντας μια σφιχτή γροθιά. Εξακολούθησε να στέκεται με γυρισμένη πλάτη. «Έλα, Πίρσον», τον καλόπιασε ο Λουκ. «Είμαι σερίφης με μεγάλη κατανόηση. Πες μου τι σχέση έχει ο μωμόγερος μ' όλα αυτά. Κι όλες εκείνες οι Βίβλοι. Ελληνικές, γιαπωνέζικες, έχεις ό,τι έχει κυκλοφορήσει, έτσι δεν είναι;» «Ήσουν στο δωμάτιο μου», είπε ο Τέρενς, με φωνή που θύμιζε ήχο αργής κατολίσθησης. «Έτσι είναι, Πίρσον. Ήμουν στο δωμάτιο σου. Κι ήταν το αναθεματισμένο, το mo αλλόκοτο δωμάτιο που αντίκρυσαν ποτέ τα μάτια μου». Ο Τέρενς γύρισε απότομα. Το γωνιώδες πρόσωπο του ήταν νεκρικά
49
GRAHAM MASTERTON
χλομό και γύρω απ' τα μάτια του είχαν σχηματιστεί πορφυροί κύκλοι. "Δεν είχες δικαίωμα! Δεν είχες κανένα δικαίωμα, που να πάρει!» «Ηρέμησε, Πίρσον. Η γυναίκα σου με προσκάλεσε να ρίξω μια ματιά». «Δεν είχε δικαίωμα! Της είπα να μην μπει ποτέ εκεί μέσα! Ποτέ! Κι ούτε ία εσύ είχες κανένα δικαίωμα!» «Είχα και παραείχα δικαίωμα», του είπε ο Λουκ, «Είχα το δικαίωμα που μου δίνει ο νόμος και το δικαίωμα που μου δίνει η η Sum. Κάποιος που έχει κάνει ό,τι εσύ, χάνει σχεδόν τα πάντα. Την προσωπική ζωή, την αξιοπρέπειά του, τα πάντα. Το μόνο προνόμιο που σου χει απομείνει, είναι το προνόμιο να δικαστείς αμερόληπτα ία αυτό ακόμα είναι πολύ περισσότερο απ' ό,τι αξίζεις». «Λεν είχες κανένα δικαίωμα να μπεις στο δωμάτιο μου», επανέλαβε ο Τέρενς. Μικρές σταγόνες σάλιου πετάγονταν απ' τα χείλη του. «Σου δίνω το λόγο μου, ΓΟ λόγο μου, ότι θα το πληρώσεις». Ακολούθησε μια παρατεταμένη, δυσάρεστη σιωπή. Ο Τέρενς εξακολούθησε να έχει το βλέμμα καρφωμένο στο Λουκ και να συσπάται από οργή, ενώ ο Λουκ του ανταπόδιδε σταθερά το βλέμμα κι αναρωτιόταν τι είδους άνθρωπος ήταν. Τελικά ο Λουκ ακούμπησε για λίγο το χέρι του στον ώμο του φρουρού του Τέρενς και είπε: «Πρόσεξε τον καλά, αστυφύλαξ, είναι κακός άνθρωπος», ία έφυγε. Προσπαθούσε να φορέσει το πανωφόρι του, όταν ήρθε προς το μέ:ρος του ο Νόρμαν, που κάπνιζε και κρατούσε ένα γαλάζιο φάκελο από σκληρό χαρτί. «Είχαμε και στο παρελθόν μπελάδες με το φίλο σου τον Τέρενς Πίρσον», είπε, «Ο αρχιφύλακας Μιουλάλι μόλις ανακάλυψε τούτο δω». «Α, ναι;» «Θυμάσαι εκείνο το περιστατικό πέρυσι το φθινόπωρο, όταν κάποιος κατήγγειλε ότι είχαν κόψει το κεφάλι του σκύλου του;» «Ναι, θυμάμαι. Λαγωνικό Βρέθηκε Αποκεφαλισμένο». «Το σκυλί ανήκε στο γείτονα που μένει δίπλα από τον Τέρενς Πίρσον, ο οποίος ουσιαστικά κατηγόρησε τον Πίρσον ότι το είχε σκοτώσει εκείνος. Και δεν ήταν και κανά φτηνό μπασταρδόακυλο της γειτονιάς. Ήταν ένα Βελγικό Τερβούρεν, σκυλί ράτσας που άξιζε γύρω στα δύο χιλιάδες δολάρια». «Τι συνέβη;» ρώτησε ο Λουκ. «Τελικά τίποτα. Ο Πίρσον ανακρίθηκε, κανείς, όμως, δεν ήταν σε θέση ν' αποδείξει όη το είχε κάνει εκείνος, ία έτσι το άψησαννα περάσει. Και έχε υπόψη ότι ο Πίρσον κι ο γείτονάς του μόλις είχαν ρίξει έναν τρικούβερτο τσακωμό». «Για ποιο λόγο;» «Λε θα το πιστέψεις. Ο Πίρσον διαφωνούσε με το χρώμα που είχαν βάψει τον πίσω φράκτη τους». Ο Νόρμαν άνοιξε το φάκελο και συνέχισε. «Τα ακριβή λόγια του γείτονα ήταν: "Ο Πίρσον γύρισε σπίτι απ' τη δουλειά του. Είδε το φράκτη μου. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Έπειτα εξαγριώθηκε εντελώς. Ούρλιαζε σαν μανιακός. Είπε ότι θα μας σκότωνε, αν δεν ξαναβάφαμε το φράκτη εκεί-
50
ΣΑΡΚΑ & ΑΙΜΑ
νη ακριβώς τη στιγμή"». «Χριστέ και Παναγία. Τι χρώμα τον είχαν βάψει, ροζ με μοβ βούλες;» «Μπα. Τον είχαν βάψει πράσινο. Το παλιό, καλό πράσινο που όλοι βάφουν τον φράκτη του κήπου τους». Έξω στη σκάλα τον περίμενε ο Τύπος και οι κάμερες της τηλεόρασης. Ο άνεμος του απόβραδου ήταν ζεστός και καθαρός ία αναγκάστηκε να πιάσει το καπέλο του απ' το γείσο, για να μην το πάρει ο αέρας. Στάθηκε κάτω απ' το φως που έβγαζαν οι λάμπες αλογόνου και είπε; «Δεν έχω τίποτα να προσθέσω στα όσα δήλωσα νωρίτερα. Ο Τέρενς Τζέιμς Πίρσον κρατείται ως ύποπτος πολλαπλών φόνων εκ προμελέτης. Δεν αναζητούμε κανέναν άλλο που να σχετίζεται με τους φόνους, αν και θα θέλαμε να μάθουμε αν κάποιος είδε τον Πίρσον και τα παιδιά του οποιαδήποτε στιγμή εκείνο το απόγευμα, πριν γίνουν οι φόνοι. Είχα μια προκαταρκτική συνάντηση με τον εισαγγελέα της κομητείας και θα συναντηθούμε ξανά με τον κύριο Ντίλαρντ το πρωί. Ο Πίρσον έχει λάβει γνώση των δικαιωμάτων του, όμως μέχρι στιγμής αρνείται να μιλήσει σε δικηγόρο. Οι έρευνές μας συνεχίζονται και αύριο θα δώσω συνέντευξη τύπου εφ' όλης της ύλης. Αυτά για τώρα, παιδιά», «Σερίφη - ε π ρ ό κ ε ι τ ο για τελετουργικές δολοφονίες;» ρώτησε ένας από τους δημοσιογράφους της τηλεόρασης. Ο Λουκ κούνησε το κεφάλι. «Ειλικρινά δεν μπορώ να πω. Ο Τέρενς Πίρσον έχει κάποια ασυνήθιστα ενδιαφέροντα, τα οποία ερευνούμε. Μπορεί να σχετίζονται με τους φόνους, μπορεί και όχι». «Τι είδους ασυνήθιστα ενδιαφέροντα; Σατανισμό; Ανθρωποθυσίες; Μαύρη μαγεία; Τι;» «Απ' ό,τι φαίνεται, ενδιαφέρεται για τη γεωργία, τη μετεωρολογία και τη μελέτη της Αγίας Γραφής. Δεν μπορώ να σας πω τίποτα παραπάνω». Έ ν α ς από τους δημοσιογράφους ρουθούνισε εύθυμα. «Δείξτε μου έστω ία έναν άνθρωπο στην ανατολική Αϊόβα που να μην ενδιαφέρεται για τη γεωργία, τη μετεωρολογία και τη μελέτη της Αγίας Γραφής!» «Σίγουρα. Όχι, όμως, με τον τρόπο που ενδιαφερόταν ο Τέρενς Πίρσον». «Με τι τρόπο ενδιαφερόταν, σερίφη;» «Α, ελάτε τώρα, σερίφη, με τι τρόπο;» Τελικά ο Λουκ κατάφερε να φτάσει ως εκεί που είχε παρκάρει ιο αυτοκίνητο του και μπήκε στη μεγάλη του λευκή ΜπιούικΠαρκ Αβενιου. Έβαλε μπρος τη μηχανή, όμως ο Ρίια Κλαρκ τού χτύπησε το παράθυρο και είπε κάτι. Ο Λουκ κατέβασε το παράθυρο και είπε: «Έλα τώρα, Ρίια, Είμαι χάλια». «Δως μου μια ευκαιρία, σερίφη. Μήπως έχεις καμιά θεωρία γιατί, άραγε, ο Πίροον σκότωσε τα παιδιά του;» «Μέχρι τώρα, όχι. Ασε να ρωτήσω ία εγώ κάτι: Έχεις, μήπως, καμιά θεωρία γιατί, άραγε, κάποιος να κάνει σαν τρελός όποτε βλέπει πράσινο;» «Πράσινο;» Ο Ρίκι συνοφρυώθηκε. «Δε σε πιάνω».
51
GRAHAM MASTERTON
Ο Λουκ έβαλε ταχύτητα. «Ούτε 'γω με πιάνω. Οταν, όμως, μάθω την απάντηση στο ένα απ' τα ερωτήματα, τότε ίσως μάθουμε και την απάντηση στο άλλο».
Πράσινο, σκέφτηκε ο Λουκ, καθώς οδηγούσε προς το σπίτι του, κατευθυνόμενος βόρεια στην 380η Οδό. Γιατί άραγε το πράσινο χρώμα εξόργιζε τόσο πολύ τον Τέρενς Πίρσον; Έ φ ε ρ ε στο μυαλό του την κόρη του τη Νάνοι, να του λέει πόσο πολύ σιχαινόταν τα χορταρικά. Λε θέλω ούτε να ξαναδώ το πράσινο χρώμα τους. Τότε έ φ ε ρ ε στο μυαλό του και το σπίτι των Πίρσον. Υπήρχε, άραγε, κάτι πράσινο στο σπίτι των Πίρσον; Δεν υπήρχε κανένα φυτό εσωτερικού χώρου, αυτό ήταν σίγουρο. Ούτε πράσινη ταπετσαρία. Ούτε πράσινα χαλιά. Ούτε πράσινες κουρτίνες. Και μήπως δεν του 'χε πει η 'Αιρις Πίρσον, ότι ο Τέρενς δεν την είχε αφήσει να κρεμάσει έναν πίνακα που της είχε δώσει η μητέρα της — έναν πίνακα που απεικόνιζε δέντρα; Κι εκείνη η παιδική ζωγραφιά στο δωμάτιο του μικρού Τζορτζ — απεικόνιζε, βέβαια, και γρασίδι, όμως το γρασίδι ήταν γαλάζιο. Έ φ ε ρ ε στο μυαλό του το δείπνο των Πίρσον. Κολοκύθα, καλαμπόκι, ΚΟΚιανολάχανο, αλλά καθόλου χορταρικά. Ποια καλή μητέρα στην Αιόβα σέρβιρε δείπνο με ψητό χοιρομέρι δίχως αρακά ή φασολάιαα ή μια πιατέλα χορταρικά; Έ π ε π α έ φ ε ρ ε στο μυαλό του το μωμόγερο, τον πονηρό χαμογελαστό άνδρα με το καπέλο και το μανδύα από φύλλα ία όσο περισσότερο σκεφτόταν τον μωμόγερο και την εμφανή αποστροφή του Τέρενς Πίρσον για το πράσινο χρώμα, τόση περισσότερη ανησυχία ένιωθε. Άνοιξε το ραδιόφωνο και έπεσε πάνω στον Tom Jones που τραγουδούσε το Green Green Crass of Home.
52
.3.
Οι δύο λωρίδες κυκλοφορίας του αυτοκινητόδρομου αντανακλούσαν τόσο δυνατά τον ήλιο, που ο Νέιθαν προσπέρασε τη στενή παρακαμπτήριο ία αναγκάστηκε να κάνει όπισθεν δεκαπέντε μέτρα, με το κιβώτιο ταχυτήτων του να σφυρίξει. «Τι τρέχει;» ρώτησε ο Ντέιβιντ κάτω από το γείσο του φωτεινού κόκκινου καπέλου μπέιζμπολ των Κέρνελς, που φορούσε. «Γιατί σταμάτησες να οδηγείς προς τα μπρος;» «Απλά έχασα την έξοδο του αυτοκινητόδρομου». Έφτασε στη διασταύρωση και συμβουλεύτηκε το τυλιγμένο διάγραμμα που του είχε στείλει με φαξ ο Δόκτωρ Μάθιους και που χρησιμοποιούσε για χάρτη. «Βλέπεις, λέει για ένα μεγάλο πράσινο αχυρώνα και ένα φράχτη βαμμένο άσπρο —ία εκεί, κοίτα, μια πινακίδα που λέει Εθνικό Πάρκο Αμάνα». «Όχι, δε λέει έτσι. Λέει Εθνι κο Αμάν». Ο Νέιθαν του έριξε ένα βλέμμα παρατεταμένης αποδοκιμασίας, σαν τα βλέμματα που έριχνε ο Χοντρός στο Λιγνό. «Πάψε να φέρεσαι σαν δεκατριάχρονος. Δεν σου πάει», «Είμαι δεκατριάχρονος. Και βέβαια μου πάει», Ο Νέιθαν είχε κάνει είκοσι λεπτά παραπάνω απ' ό,τι είχε υπολογίσει, γτα να φτάσει εκεί. Πρώτα είχε μπλέξει σε έναν φιλανθρωπικό μαραθώνιο στην οδό Νταϊαγκόναλ, ανάμεσα σε χιλιάδες ανθρώπους που έτρεχαν πάνω-κάτω ντυμένοι με φόρμες γυμναστικής, ία έπειτα είχε αναγκαστεί να εγκαταλείψει τη λεωφόρο Γουίλιαμς στο ύψοςτης οδού Έτζγουντ, επειδή μια νταλίκα γεμάτη ζωντανά κοτόπουλα είχε ντελαπάρει κατά μήκος του αυτοκινητόδρομου
53
GRAHAM MASTERTON
και η παράκαμψη τον είχε βγάλει σχεδόν στο αεροδρόμιο. Τώρα, όμως, ταξίδευαν με τα παράθυρα του αυτοκινήτου ανοιχτά ανάμεσα στις αγροτικές εκτάσεις της Αμάνα που ξετυλίγονταν μπρος τους. Το αυτοκίνητο πλημμύριζε απ' το ζεστό καλοκαιριάτικο άνεμο και την οσμή του ώριμου λιπάσματος, ενώ εκείνοι προσπερνούσαν αγροκτήματα, χωράφια, σιλό και κοπάδια από ασπρόμαυρες αγελάδες Φρειζιαν που περίμεναν υπομονετικά να τις αρμέξουν, και θύμιζαν μισοτελειωμένα ασπρόμαυρα παζλ. Έ ν α ς άντρας ανεβασμένος σε μια σκάλα σταμάτησε να καρφώνει τα σανίδια στη σκεπή του αχυρώνα του και σκίασε με το χέρι τα μάτια του, για να τους δει να περνούν. Μάλλον αποτελούσαν ό,τι πιο συναρπαστικό του είχε συμβεί εκείνη τη μέρα. «Πω, πω, κοίτα το μέγεθος εκείνης της αγελάδας», είπε ο Ντέιβιντ. «Μοιάζει μ' αερόστατο». «Μάλλον είναι έγκυος». «Μπλιαχ! Αυτό σημαίνει ότι το έχει κανειϊ Ακόμα κι αν ήμουν ταύρος δε θα μ' ερέθιζαν οι αγελάδες». «Α, ναι; Και τι θα σ' ερέθιζε;» «Η Σάρον Στόουν και η δεσποινίς Κεπελμέγιερ, μ' αυτή τη σειρά». «Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι η Σάρον Στόουν θα ήθελε να βγει μ' έναν ταύρο; Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι η δεσποινίς Κεπελμέγιερ θα ήθελε να βγει μ' έναν ταύρο; Και. τώρα που το ξανασκέφτομαι, τι στο διάολο είν' αυτά που λέω;» Μπορεί να 'ταν και η τέταρτη φορά εκείνη τη μέρα, που ο Νέιθαν εμπλεκόταν σε κάποια από τις σουρεαλιστικές προεφηβικές συζητήσεις που άρχιζε ο Ντέιβιντ. Ανοιξε το ραδιόφωνο ία άκουσε τις ειδήσεις. «...αυτό το καλοκαίρι τα μέσα επίπεδα ανεργίας στην Αιόβα μειώθηκαν κατά 4,3 τοις εκατό.. . παρόλο που η κομητεία Κλαρκ, με επίπεδα ανεργίας της τάξης του J J τοις εκατό, προσπαθεί να ορθοποδήσει έπειτα από το κλείσιμο του εργοστασίου συσκευασίας κρέατος Τζέιμς Ντιν...» Παρά τον τρόπο που αδιάκοπα πείραζαν ο ένας τον άλλο, ο Νέιθαν και ο Ντέιβιντ είχαν μια στενή και ασυνήθιστα συναισθηματική σχέση. Οι άλλοι το αντιλαμβάνονταν από τον τρόπο που συνεχώς αγγίζονταν, τον τρόπο που πάντα πρόσεχαν ο ένας τον άλλο. Έμοιαζαν μεταξύ τους σχεδόν σε όλα. Ο Νέιθαν ήταν λεπτός και μελαχροινός, είχε κατσαρά μαλλιά και αδύνατο πρόσωπο, που πάντα θύμιζε στους άλλους τον Έλιοτ Γκουλντ σε νεαρή ηλικία, Ο Ντέιβιντ ήταν εξίσου μελαχροινός και κοκαλιάρης, σαν σωλήνας από τσιμπούκι, είχε κατσαρά μαλλιά και αδύνατο πρόσωπο που πάντα θύμιζε στους άλλους τον Έλιοτ Γκουλντ σε πολύ νεαρή ηλικία. Μιλούσαν με τον ίδιο τρόπο. Έκαναν τις ίδιες χειρονομίες- ειδικά όταν κτυπούσαν τα μέτωπά τους με τη βάση της παλάμης τους, κάθε φορά που έκαναν κάποιο λάθος. Κι ήταν παθιασμένοι με τους Κέρνελς του Σίνταρ Ράπιντς, γεγονός μάλλον υιιερβολικό αν λάβαινε κανείς υπόψη τις επιτυχίες της ομάδας κι είχαν εισιτήρια διαρκείας για το Στάδιο Βέτερανς Μεμόριαλ. Και οι δύο
54
ΣΑΡΚΑ & ΑΙΜΑ
έτρωγαν παγωτό με μπισκότο και κρέμα, λες και τα Χάγκεν Ντας βρίσκονταν στα πρόθυρα της χρεωκοπιας. Τι άλλο; Και στους δύο άρεσε το Σόου του Αρσίνιο Χολ —του μεν Νέιθαν επειδή πίστευε ότι ήταν πνευματώδες, του δε Ντέιβιντ επειδή σήμαινε ότι μπορούσε να μείνει ξύπνιος μέχρι αργά για να το παρακολουθήσει. Όμως μόνο οι πολύ κοντινοί τους φίλοι γνώριζαν για την τραγωδία που είχε κάνει τον Νέιθαν και τον Ντέιβιντ να εξαρτώνται τόσο πολύ ο ένας απ' τον άλλο και να καθρεφτίζουν ο ένας τον άλλο με τόση ακρίβεια. Ο Ντέιβιντ είχε και ένα δίδυμο αδερφό και όταν τα δύο αγόρια ήταν πολύ μικρά έμοιαζαν με «καθετί αγγελικό και αξιαγάπητο» — «σαν τα κουταβάκια και τη λιακάδα», σύμφωνα με τη γιαγιά τους. Όμως πριν από έξι χρόνια, ένα θυελλώδες αυγουστιάτικο απόγευμα, ο δίδυμος αδελφός του Ντέιβιντ ο Ααρον, άρχισε να έχει σπασμούς. Πανικόβλητη η μητέρα τους η Σούζαν, άφησε τον Ντέιβιντ με το γείτονα που έμενε δίπλα και ξεκίνησε με το αυτοκίνητο για να μεταφέρει τον 'Ααρον στο Κέντρο Επειγόντων Περιστατικών Σεντ Λούκας. Βγαίνοντας από τον αυτοκινητόδρομο 380 στην 8η Λεωφόρο, οι τροχοί του στέισον βάγκον της μπλόκαραν και το αμάξι έπεσε με ταχύτητα περίπου εβδομήντα χιλιομέτρων στο πίσω μέρος ενός φορτηγού που μετέφερε σκαλωσιές. Η διεύθυνση του νοσοκομείου δεν είχε επιτρέψει στον Νέιθαν να δει τα πτώματα, όμως στην ανάκριση για τον καθορισμό των αιτίων του δυστυχήματος είχε ακούσει ότι ένας στύλος σκαλωσιάς μήκους εννέα μέτρων είχε διαπεράσει το παρμπρίζ του στέισον βάγκον και είχε καρφωθεί στο πρόσωπο της Σούζαν. Λύο ακόμα στύλοι είχαν διαπεράσει τον Ααρον που καθόταν στο παιδικό καθισματάκι του. Ποτέ ο Νέιθαν δε θα μπορούσε να ξεχάσει τ' όμορφο κορίτσι με τα καστανά μάτια, που ήξερε να γελά. Ο Ντέιβιντ δε θα μπορούσε να ξεχάσει έναν αδελφό, ο οποίος αποτελούσε τη μισή του ταυτότητα. Να γιατί ο έ ν α ς αντέγραφε τον άλλο, και πειράζονταν μεταξύ τους και είχαν τόσο στενή σχέση. «...η αγορά των χοίρων βρίσκεται ακόμα σε καλή κατάσταση ιιαρά την έγκριση του νομοσχεδίου Ζαπφ-Κάνη από το Κογκρέσο., τα προβλεπόμενα έσοδα των σταθμών αγοράς χοίρων της Αιόβα ανέρχονται σε 93.000...πάχος λίπους πλάτης από 1,3 έως 2 εκατοστά οι τιμές των θηλυκών χοίρων ασταθείς ...κόπρωνπρος σφαγιί από 2,50 έως 3 δολάρια υψηλότερες...·» Προσπέρασαν μια αλυσίδα από λίμνες με σκοτεινά νερά, που, όμως, αστραφτοκοπούσαν τόσο έντονα κάτω από το φως του ήλιου ώστε μετά βίας μπορούσαν να τις κοιτάξουν. Οι επιφάνειες τους αναταράσσονταν από το αεράκι και από τις πάπιες που αρμένιζαν, Ο Νέιθαν είπε: «Όπου να 'ναι φτάνουμε. Περίμενε να δεις εκείνο το γουρούνι». «Στην Αϊόβα ζούμε, Μπαμπά. Έ χ ω δει εκατομμύρια γουρούνια. Από τριών ετών έχω γουρουνιάσει τελείως».
55
GRAHAM MASTERTON
«Κάτσε να δεις εκείνο». Περίπου τετρακόσια μέτρα παρακάτω, ο Νέιθαν εντόπισε τη μικρή πινακίδα με τα τυπωμένα γράμματα που έγραφε ΓΓΕΣ κι έστριψε αριστερά σ' έναν ασφαλτοστρωμένο μονόδρομο. Οι μακριές λεπίδες του γρασιδιού θρόιζαν καθώς άγγιζαν απαλά τα πλάγια του αυτοκινήτου του ία η ανάρτησή του έτριζε καθώς πήγαινε πάνω-κάτω, Ο Νέιθαν ήταν αναγκασμένος να οδηγεί τόσο αργά, που του ήρθε στο μυαλό εκείνο το ποίημα του Λόρενς Φερλιγκέτι για το «τρένο με τα καφάσια γεμάτα πορτοκάλια.., που προχωρούσε τρίζοντας τόσο αργά που... οι πεταλούδες πετούσαν μέσα ία έξω». Πέρασαν κάτω από βελανιδιές που τα κλαδιά τους σχημάτιζαν ένα θόλο. Για πέντε με δέκα λεπτά ήταν λες και είχαν μπει σ' έναν ιδιωτικό κόσμο — έναν κόσμο δροσερό, γεμάτο αρώματα, που φωτιζόταν μόνο από σμαραγδένιες πούλιες, εντελώς αποκομμένος από τον υπόλοιπο πλανήτη. 'Επειτα, όμως, βρέθηκαν έξω σε μια χέρσα, χορταριασμένη έκταση γης, κάτω από το λαμπρό φως του ήλιου και ήταν λες ία ο υπόλοιπος πλανήτης είχε καταφθάσει εκεί με όλες του τις δυνάμεις. Έ ν α ς ψηλός φράχτης από αγκαθωτό συρματόπλεγμα διέσχιζε κάθετα τα χωράφια. Ο ίδιος ο δρόμος ήταν κλεισμένος από μια ψηλή μεταλλική πύλη. Έ ξ ω απ' την πύλη βρισκόταν μια ετερόκλητη συνάθροιση από φορτηγάκια και τζιπ, παρκαρισμένα σε κάθε γωνία, καθώς και έξι επτά περιπολικά από το γραφείο του Σερίφη της κομητείας Λιν, με τα φώτα τους ν' αναβοσβήνουν. Ο Ντέιβιντ αναχάθιαε ενθουσιασμένος. «Κοίτα, Μπαμπά, ταραχές!» «Ανέβασε το τζάμι σου», είπε ο Νέιθαν, «Έλα, Ντέιβιντ — ανέβασέ το, τώρα». Λεν ήταν ακριβώς για ταραχές. Περίπου εκατό διαδηλωτές, οι περισσότεροι νέοι, βάδιζαν κυκλικά έξω απ' την πύλη, ενώ οι πιο πολλοί κρατούσαν πανό που έγραφαν: ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ ΑΜΕΣΩΣ ΤΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΑ ΣΕ ΖΟΑ. ΦΟΝΙΑΛΕΣ! ΤΕΡΜΑ ΣΤΟ ΣΑΔΙΣΜΟ ΓΙΑ ΧΑΡΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ. ΤΑ ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ ΕΙΝΑΙ ΚΙ ΕΚΕΙΝΑ ΘΝΗΤΑ Έψαλλαν και τραγουδούσαν, ενώ μπρος στην πύλη φυλούσαν σκοπιά είκοσι ή τριάντα ένστολοι αστυφύλακες* μερικοί κρατούσαν γκλομπ και όπλα εκτόξευσης δακρυγόνων, οι περισσότεροι μασούσαν τσίχλα και όλοι φορούσαν γυαλιά ηλίου με κεχριμπαρένιους φακούς ία έδειχναν να βαριούνται, Η ασυνήθιστα έντονη παρουσία τους ίσως να οφειλόταν στο φορτηγάκι του Καναλιού 7, που ήταν παρκαρισμένο κοντά στη σκιά που δημιουργούσαν μερικές ψηλές αγριοκαστανιές. Ο Νέιθαν οδήγησε αργά ανάμεσα απ' τους διαδηλωτές, χτυπώντας απαλά μια δυο φορές το κλάξον του για να τους κάνει να αδειάσουν το δρόμο. «Τι κάνουν, Μπαμπά;» τον ρώτησε ο Ντέιβιντ. Χαμογέλασε και κούνησε το χέρι σ' έναν άντρα με γκρίζο μούσι, που φορούσε ένα μακό μπλουζάκι με την εικόνα ενός σταυρωμένου γουρουνιού και το σύνθημα: «ΜΗΝ ΤΟΥΣ ΣΥΓΧΩΡΕΣΕΙΣ, ΔΙΟΤΙ ΟΙ ΜΠΑΣΤΑΡΔΟΪ ΟΙΔΑΣΙ ΠΟΛΥ ΚΑΛΑ ΤΙ ΠΟΙΟΥΣΙ». 56
ΣΑΡΚΑ & ΑΙΜΑ
«Δεν τους αρέσει που οι επιστήμονες χρησιμοποιούν ζωντανά ζώα για πειράματα», απάντησε ο Νέιθαν. «Λένε ότι είναι απάνθρωπο ία ότι τα ζώα έχουν τα ίδια δικαιώματα με τους ανθρώπους». «Αφού τα τρώμε για πρωινό», «Τούτοι οι άνθρωποι δεν τα τρώνε. Μερικοί απ' αυτούς δεν έχουν φάει ποτά ούτε αυγό». «Δε θα με πείραζε να μη φάω ποτέ αυγά. Τα σιχαίνομαι τ' αυγά». «Σ' αρέσει, όμως, το γαλλικό τοστ». «Αυτό είν* άλλο. Δεν είναι κανονικά αυγά. Είναι χτυπημένα αυγά». «Το γουλί είναι γουλί' ακόμα ία αν είναι πολτός. Τα αυγά είναι αυγά ακόμα κι αν είναι πολτός. Χριστέ μου, π στο καλό είν' αυτά που λέω;» Είχε σχεδόν φτάσει στην πύλη, όταν μια πανύψηλη ξανθιά γυναίκα πλησίασε και χτύπησε ελαφρά το παράθυρο του. Στην αρχή δίστασε να το κατεβάσει, όμως εκείνη χαμογέλασε, χτύπησε ξανά, και τα χείλη της κουνήθηκαν σαν να είπε κάτι, έτσι ο Νέιθαν το διακινδύνευσε. Το πρώτο που παρατήρησε πάνω της ήταν τα δόντια της. Ήταν μεγάλα σαν σαρκοφάγου ζώου ία εντυπωσιακά λευκά. Το επόμενο πράγμα που παρατήρησε πάνω της ήταν τα μάτια της. Ήταν μεγάλα, με βαριά βλέφαρα και είχαν ένα εντελώς ασυνήθιστο καπνιστό μοβ χρώμα- λες ία είχε γεννηθεί καταμεσής ενός ανεμοστρόβιλου, είχε κοιτάξει ψηλά και τα μάτια της είχαν πάρει το χρώμα τ' ουρανού. Είχε ψηλό μέτωπο, φαρδύ σαγόνι και μικρή σμιλεμένη μύτη. Τα ξανθά της μαλλιά ανέμιζαν πάνω στο πρόσωπο της ία ήταν αναγκασμένη να τα απομακρύνει με το χέρι της. Παρατήρησε, επίσης, τη σιλουέτα της. Δεν μπορούσε να τ' αποφύγει, μιας και κείνη ακουμπούσε πάνω στ'αυτοκίνητο. Φορούσε ένα απλό λευκό μακό, που απλά κατάφερνε να τονίζει τα τεράστια, στρογγυλά στήθη της. Πάνω απ' το ηλιοκαμμένο ντεκολτέ της κρεμόταν ένας βαρύς ασημένιος σταυρός- ία οι ρώγες της μάλλον ήταν κι εκείνες ηλισκαμμένες, αφού μπορούσε να τις διακρίνει ξεκάθαρα κάτω απ' το λευκό, βαμβακερό ύφασμα. Φορούσε ξεθωριασμένο μπλε σορτσάκι με ξεφτισμένα πατζάκια και φθαρμένες καφέ καουμπόικες μπότες, ενώ οι γάμπες της ήταν μακριές, ευλύγιστες και λεπτές όπως του πελαργού. Σκέφτηκε ειρωνικά ότι θα μπορούσε κάλλιστα να συμμετάσχει ία εκείνος στο κίνημα για τα δικαιώματα των ζώων —τουλάχιστον ως συνεργαζόμενο μέλος. «Συγγνώμη που ενοχλώ», είπε μειδιώντας η γυναίκα. «Εργάζεστε εδώ ή απλά επισκέπτεστε κάποιον;» Είχε τη χαρακτηριστική προφορά του Μιζουρι ία ένα εντελώς ανεπαίσθητο ψεύδισμα, που ο Νέιθαν βρήκε απρόσμενα ελκυστικό. «Είμαι απλά επισκέπτης», της είπε ο Νέιθαν. «Έχω φίλους εδώ». «Άρα, λοιπόν, γνωρίζετε τι κάνουν εδώ». 57
GRAHAM MASTERTON
«Ναι, γνωρίζω. Εκτρέφουν γουρούνια». «Πρέπει, όμως, να γνωρίζετε και για ποιο λόγο τα εκτρέφουν». «Βεβαίως, και μάλιστα συμφωνώ». Μαζί με τη γυναίκα είχαν έρθει και τέσσερα πέντε νεαρά άτομα, ντυμένα επίσης με τζιν και μακό, που ακουμπούσαν στο αυτοκίνητο ία άκουγαν μ' έναν τρόπο που μόνο ως παθητικά απειλητικός θα μπορούσε να περιγραφεί. Όλα φορούσαν κονκάρδες με τ' αρχικά ΔΣΖ —Δικαιώματα Στα Ζώα. Έ ν α απ' τα άτομα, ένας νεαρός άντρας με ολοστρόγγυλο πρόσωπο και γυαλιά με συρμάτινο σκελετό, χτυπούσε συνεχώς ρυθμπίά στην παλάμη του τη λαβή ενός τσεκουριού. «Πώς είναι δυνατόν να συμφωνείτε να εκτρέφονται ζώα με σκοπό να ξεκοιλιαστούν ενώ είναι ακόμα ζωντανά;» απαίτησε να μάθει η γυναήία. «Ο πατέρας μου παραλίγο να πεθάνει από νεφρίτιδα, να πώς. Δύο ν ε φ ρ ά χοίρου τον κράτησαν στη ζωή, ενώ περίμενε ανθρώπινο μόσχευμα». «Πιστεύετε, λοιπόν, ότι είναι δίκαιο να σκοτωθεί το ζώο, προκειμένου να σωθεί ο άνθρωπος; Εγκρίνετε την απάνθρωπη θυσία ενός θνητού όντος, προκειμένου να διατηρηθεί η ζωή ενός άλλου, μόνο και μόνο επειδή τυγχάνει να ανήκει σε ό,τι ονομάζουμε ανώτερο είδος; Δε νομίζετε ότι βρισκόμαστε σε τούτο τον πλανήτη για να φροντίζουμε τα υπόλοιπα όντα, αντί να τα σφάζουμε, να τα βασανίζουμε και να τα εκμεταλλευόμαστε;» «Ήταν ο πατέρας μου». «Κι είναι περήφανος που σε αποκαλεί γιο του;» «Ακούστε», είπε ο Νέιθαν. «Απλά επισκέπτομαι κάποιο φίλο, αν δεν έχετε αντίρρηση^, «Πώς είναι δυνατόν να 'στε φίλος μ' ένα δολοφόνο;» Ο Νέιθαν σήκωσε το τζάμι του παραθύρου του πέντε έξι πόντους, αναγκάζοντας τη γυναίκα να το αφήσει. «Αν μου επιτρέπετε...» «Σαδιστή!» φώναξε ο νεαρός που κρατούσε τη λαβή του τσεκουριού και χτύπησε μ' αυτή την οροφή του αυτοκινήτου του Νέιθαν. «Σαρκοφάγε μαλάκα!» Αμέσως οι υπόλοιποι άρχισαν να χτυπούν την οροφή με τις γροθιές τους και να κλοτσούν τις πόρτες και τη λαμαρίνα. Παρόλο που δεν ήταν πολλοί, ο ήχος μες στο αυτοκίνητο ήταν εκκωφαντικός, έτσι ο Ντέιβιντ κάλυψε τα αυτιά του με τις παλάμες του και κούρνιασε στο κάθισμά του. Ο Νέιθαν μάρσαρε τον κινητήρα της Σεβρολέτ, όμως τρεις απ' τους διαδηλωτές στάθηκαν μπρος του και τους έκοψαν το δρόμο. Αρχισε να τους σκουντά με τον μπροστινό προφυλακτήρα, όμως εκείνοι ανταπέδωσαν γρονθοκοπώντας δυνατά το καπό και γνώριζε καλά ότι αν τραυμάτιζε ή κτυπούσε κάποιον τους θα έμπλεκε άσχημα. «Σαδιστή!» τσίριξε ένα νεαρό κορίτσι και έφτυσε πάνω σι ο παρμπρίζ, στέλνοντας το σάλιο να κατρακυλήσει μπροστά στο πρόσωπο του. «Βασανιστή!» βρυχηθηκε ένας άντρας κι άρχισε να χτυπά το πλευρό του
58
ΣΑΡΚΑ & ΑΙΜΑ
αυτοκίνητου μ' ένα κομμάτι σίδηρο σωλήνα. Εκείνο που είχε τρομοκρατήσει περισσότερο τον Νέιθαν ήταν τα πρόσωπά τους. Ποτέ στη ζωή του δεν είχε δει πρόσωπα τόσο παραμορφωμένα από εκφράσεις μίσους. Στριμώχνονταν γύρω απ' τα παράθυρα του αυτοκινήτου σαν φρικιαστικές ζωντανές μάσκες θανάτου, σαν τα πρόσωπα των ζόμπι στη Μέρα των Ζωντανών Νεκρών. Όλο και περισσότεροι από δαύτους περικύκλωναν το αυτοκίνητο, ουρλιάζοντας, ξεφυσώντας και κάνοντας την ανάρτησή του να πηγαίνει πάνω-κάτω. Ο Ντέιβιντ άρχισε να κλαψουρίζει ία ο Νειθαν πάτησε το κλάξον, ξανά και ξανά και φώναξε «Αφήστε με να περάσω! Αφήστε με να περάσω! Δρόμο, μπάσταρδοι, τρομάζετε το παιδί μου!» Έ ν α ς από τους διαδηλωτές σκαρφάλωσε στον μπροστινό προφυλακτήρα και για μια στιγμή ο Νέιθαν πίστεψε ότι θα τους συνέτριβαν ολότελα. Όμως έξαφνα οι διαδηλωτές άρχισαν να σκορπίζουν' ία ο νεαρός πάνω στον προφυλακτήρα σωριάστηκε στο πλάι λες και τον είχε χτυπήσει κάποιο επερχόμενο φορτηγό. Έ ν α απ' τα κορίτσια κτύπησε με τη γροθιά της το τζάμι του παραθύρου και ούρλιαξε: «Θα σε θυμόμαστε -σαδιστή!» Όμως έπειτα κάποιος την τράβηξε απότομα από τα μάτια του Νέιθαν. Είκοσι ή τριάντα αστυνομικοί ορμούσαν στο πλήθος κραδαίνοντας κλομπ και λαβές από κασμάδες. Επικεφαλής της επίθεσης βρισκόταν η ογκώδης μορφή του σερίφη Λουκ Φρεντ, με βλέμμα κρυμμένο από μικρά στρογγυλά γυαλιά ηλίου και στομάχι που κυμάτιζε σαν στρώμα νερού κάτω από το κολλαριστό χακί του πουκάμισο. Ο Νέιθαν δεν τον είχε δει ποτέ πριν από κοντά, τον αναγνώρισε, όμως, από τις προεκλογικές του αφίσες. Ο Λουκ ανέμιζε ζωηρά πέρα-δώθε ένα γκλομπ ενισχυμένο μ' ελατήρια, σαν να διεύθυνε χορωδιακή συναυλία των Μελωδικών Γερακιών του Σίνταρ Ράπιντς. Έ ν α ς μακρυμάλλης διαδηλωτής προσπάθησε να τον αποφύγει, όμως ο Λουκ τον πέτυχε στο δεξιό γόνατο μ' ένα αδιάφορο, αλλά θανατηφόρα ακριβές χτύπημα, ία ο διαδηλωτής ούρλιαξε σαν κουνέλι που το 'χει πατήσει αυτοκίνητο και σωριάστηκε στο γρασίδι, σφίγγοντας τη γάμπα του και στριφογυρίζοντας αδιάκοπα. Καθώς οι διαδηλωτές οπισθοχωρούσαν με θόρυβο, ο Νέιθαν διέκρινε φευγαλέα την ξανθιά γυναίκα με το λευκό μακό και τις μακριές γάμπες. Απομακρυνόταν στενά προστατευόμενη από κάθε πλευρά από μερικούς από τους mo απειλητικούς ακτιβιστές, κάτισχνους άντρες μ' αλογοουρές και σκουλαρίκια. Το βλέμμα της διασταυρώθηκε μ' εκείνο του Νέιθαν και του έστειλε ένα σύντομο, υπαινικτικό μειδίαμα που εκείνος δεν μπόρεσε να ερμηνεύσει. Τι προσπαθούσε, άραγε, να του πει; Οα σε πετύχω την επόμενη φορά; Νομίζω ότι είσαι άχρηστος; Μ' αρέσει πώς κατσαρώνει το μαλλί σου; Ο Λουκ προχώρησε ως το παράθυρο του αυτοκινήτου ία ανεμίζοντας το χέρι του προς τα κάτω, έδειξε στο Νέιθαν ότι έπρεπε να το ανοίξει. «Συγγνώμη για τη στιγμιαία παραδρομή όσον αφορά την προστασία και
59
GRAHAM MASTERTON
την εξυπηρέτηση σας, αγαπητέ», είπε. «Τούτοι οι ζωόφιλοι καταφέρνουν να παίρνουν φωτιά δίχως προειδοποίηση. Τη μια στιγμή το παίζουν όλο ειρήνη -α αγάπη ία ας μην είμαστε κακοί με τα άμοιρα τα ζώα. Την επόμενη στιγμή φέρονται τόσο τρελά, που ακόμα και στην κόλαση θα τους πετούσαν έξω με ης κλοτσιές», «Φχαριστώ, σερίφη», είπε ο Νέιθαν. Εβγαλε το μαντήλι του και το 'δωσε στον Ντέιβιντ, για να σκουπίσει τα μάπα του. «Για μια στιγμή πίστεψα ότι θα αναποδογύριζαν Τ' αναθεματισμένο τ' αυτοκίνητο». «Μπα, τους έχω δει να κάνουν και χειρότερα», είπε ρουφώντας τη μύτη του ο Λουκ ία έβγαλε τα γυαλιά του, «Πριν από δυο μήνες τύφλωσαν με χλωρίνη μια γυναίκα απ' το Μάριον, μόνο και μόνο επειδή εργαζόταν στη Φαρμακευτική Πέρσιστοουν, όπου δοκίμαζε αϊλάινερ σε κουνέλια. Επίσης έριξαν εμπρηστικές βόμβες σε δύο πάγκους με κρεατικά στο σουπερμάρκετ Οικονοτρόφιμα του Σίνταρ Ράπιντς κι έκαψαν έναν κακομοίρη τόσο άσχημα, που για την υπόλοιπη ζωή του θα μοιάζει με το ίδιο του το χάμπουργκερ». «Ε...είμαστε λίγο ταραγμένοι, αλλά νομίζω ότι είμαστε μια χαρά», είπε ο Νέιθαν. Ο Λουκ ίσιωσε το κορμί του ία εξέτασε απ' άκρη σ' άκρη τη Σεβρολέτ. «Ούτε τ' αμάξι είναι άσχημα χτυπημένο. Μερικά βουλιάγματα εδώ ία εκεί. Ελπίζω να 'χετε κάνει ασφάλεια ποδοπατήματος». «Μπορώ να φύγω τώρα;» ρώτησε ο Νέιθαν. «Μα και βέβαια. Εφόσον δω κάποια ταυτότητα και μια επιστολή πρόσκλησης». Ο Νέιθαν έβαλε το χέρι στην τσέπη του πουκαμίσου του, έβγαλε το πορτοφόλι με τις ταυτότητες του και την επιστολή που του είχε στείλει ο Γκαρθ. Ο Λουκ τα άνοιξε και τα κοίταξε συνοφρυωμένος. «Δόκτωρ Νέιθαν Χ. Γκριν από το Ιατρικό Κέντρο Μέρσι; Εκπλήσσομαι που δε σας έχω ξανασυναντήσει». «Είμαι βοηθός παθολόγου», εξήγησε ο Νέιθαν. «Εργάζομαι στο τμήμα ανταλλακτικών, ο έσχατος των εσχάτων. Κάτι σαν το βοηθό του δόκτωρα Φράνκεσταίν, τον Ίγκορ, αν με καταλαβαίνετε. Ο παθολόγος λέει "Φέρε μου το μυαλό, Ίγκορ", κι εγώ απαντώ "Μάλιστα, αφέντη" και τρέχω γρήγορα να φέρω το μυαλό. Είμαι αυτό που λέμε αφανής ήρωας». Ο Λουκ δίπλωσε την επιστολή, έκλεισε το πορτοφόλι με τις ταυτότητες και τα επέστρεψε μ* ένα χαμόγελο. «Μου φαίνονται εντάξει, δόκτωρ Γκριν. Ελπίζω να ευχαριστηθείτε την επίσκεψη σας». «Φχαριστώ», είπε ο Νέιθαν. Έβαλε ταχύτητα. «Επί τη ευκαιρία», είπε, «ποια είναι η ξανθιά με το λευκό μακό και τις καουμπόικες μπότες;» Λε χρειάστηκε καν να στραφεί πίσω ο Λουκ και να κοιτάξει, για να καταλάβει για ποια μιλούσε ο Νέιθαν. «Δεν την αναγνωρίζετε; ΕίναιηΛίλιΜόναρκ. Από τότε που κατατέθηκε το προσχέδιο του νομοσχεδίου Ζαπφ-Κάντι, βγαίνει στην τηλεόραση σχεδόν κάθε βδομάδα. Είναι το δεξί χέρι του γερουσιαστή
60
ΣΑΡΚΑ & ΑΙΜΑ
Μηράιαν Κάνη —αν μπορεί ν' αποκαλέσει κανείς χέρι τέτοια γκόμενα. Δεν είναι φοβερή; Πρόεδρος των Υποστηρικτών των Ζώων, ιδρυτικό μέλος των Γυναικών Ενάντια στη Γούνα, ομοσπονδιακή συντονιστής του Α.ΚΚ. Σ — ξέρετε, Απαγορέψτε Κάθε Κατανάλωση Σάρκας - χορτοφάγος, ταραξίας, πρώην μοντέλο με μαγιό, περιστασιακή χρήστης κοκαΐνης και, γενικά, κακό σπυρί στο μέρος που καθόμαστε». Ο Νέιθαν μόλις που μπορούσε να τη δει ν' απομακρύνεται βιαστική, περιστοιχισμένη σφιχτά από τους σωματοφυλακές της. «Μου φάνηκε γνωστή. Δείχνει πολύ καλύτερη από κοντά», «Κάντε όνειρα, δόκτωρ Γκριν. Τούτη η γυναίκα μόνο με ισχυρούς ανακατεύεται. Χορτοφάγους ισχυρούς, φυσικά. Ίσως να 'χατε ελπίδα αν σας συμβουλευόταν ο Πρόεδρος, είχατε είκοσι εκατομμύρια δολάρια στην τράπεζα και δεν τρώγατε παρά μόνο μπρόκολα. Αλλιώς ξεχάστε το». Ο Νέιθαν οδήγησε προς την ψηλή μεταλλική πύλη κι ένας απ' τους βοηθούς του σερίφη την άνοιξε και του επέτρεψε να περάσει. Μέσα βρισκόταν ένα κουβούκλιο, απ' όπου ένας βαριεστημένος μαύρος που φορούσε τζόκεϊ, τού ζήτησε να επιδείξει την ταυτότητα και την επιστολή της πρόσκλησης μια ακόμα φορά. «Τα έχω ήδη δείξει», «Όχι σε μένα». Η φωνή του Νέιθαν έτρεμε από υπερένταση. «Κάποια μέρα ο Ice-T θα γράψει ένα ραπ για το τι πρέπει να κάνουμε στους σεκιουρπάδες». Ο άλλος τον κοίταξε με μεγάλη περιφρόνηση. «Κάποια μέρα, δόκτωρ, όλοι οι άνθρωποι θα γίνουν αδέρφια. Όλο ευθεία, μέσα απ' τα δέντρα. Περνάτε τη λίμνη στ' αριστερά σας. Έπειτα είναι το τρίτο κτίριο στα δεξιά. Ο δόκτωρ Μάθιους θα σας περιμένει». Οδήγησαν το αυτοκίνητο μέσα από μια μεγάλη έκταση με ψηλό, άγριο γρασίδι, τόσο ξερό που είχε πάρει το χρώμα του μελιού. Έπειτα βυθίστηκαν στο βαθύ δροσερό ίσκιο από βελανιδιές. Τελικά βγήκαν ξανά στο φως του ήλιου, δίπλα σε μια μικρή κυκλική λίμνη με όχθες κατάφυτες από βούρλα. Μπροστά τους υψώνονταν τα κομψά κτίρια του Ινστιτούτου Γενετικών Ερευνών Σπέλμαν, χτισμένα από τούβλο και γυαλί, ενώ απ' έξω βρίσκονταν παρκαρισμένα αυτοκίνητα σε συμμετρικές σειρές και περιποιημένοι πράσινοι θάμνοι μέσα σε περιποιημένες πήλινες γλάστρες. Ο Νέιθαν σταμάτησε το αυτοκίνητο δίπλα στην πινακίδα με την επιγραφή "Επισκέπτες" και κατέβηκε. Σχεδόν ταυτόχρονα, η γυάλινη πόρτα του κτιρίου άνοιξε κι από τη σκάλα κατέβηκε βιαστικά ο δόκτωρ Γκαρθ Μάθιους, με το χέρι ήδη προτεταμένο για χειραψία. Ήταν ένας γοητευτικός άντρας γύρω στα σαράντα, με φαρδύ μέτωπο, καλοχτενισμένα καστανά μαλλιά κι ένα μικρό καλοκουρεμένο μουστάκι σαν οδοντόβουρτσα. Φορούσε γαλάζια ρόμπα εργαστηρίου κι από κάτω γαλάζιο πουκάμισο, καφέ φαρδύ παντελόνι και καλογυαλισμένα δετά παπούτσια.
61
GRAHAM MASTERTON
«Νέιθαν,. μου είπαν απ' την ασφάλεια ότι αντιμετώπισες κάποια προβλήματα». Έσφιξαν τα χέρια. «Απλά ζήσαμε λίγο απ' το Κίνημα για τα Δικαιούμαι α των Ζώων», απάντησε ο Νέιθαν, «Τα καταραμένα, ανεύθυνα, καροτοφάγα φρικιά. Μακάρι να 'χαν έστω και την παραμικρή ιδέα πόσες ανθρώπινες ζωές θέτουν σε κίνδυνο κάθε φορά που μας εμποδίζουν να δοκιμάσουμε κάποια καινούργια γενετική διαδικασία». Ο Γκαρθ άδραξε τον ώμο του Νέιθαν και τον ταρακούνησε εγκάρδια. «Είσαι καλά εσύ; Δε σου 'καναν μεγάλη ζημιά;» «Φόβισαν τον Ντέιβιντ. Για να πω την αλήθεια, φόβισαν και μένα. Έφτυσαν πάνω στα τζάμια. Σκαρφάλωσαν στο καπό. Μιλάμε για ζημιά διακοσίων ή τριακοσίων δολαρίων». «Δεν υπάρχει πρόβλημα... στείλε μου το λογαριασμό και θα τα πληρώσει το Ινστιτούτο. Αρκεί που δεν πάθατε τίποτα εσύ κι ο Ντέιβιντ». Ο Ντέιβιντ βγήκε ντροπαλά απ' τ' αυτοκίνητο. «Ο Ντέιβιντ είν' αυτός;» είπε ενθουσιασμένος ο Γκαρθ. «Έι... δεν μπορώ να το πιστέψω! Πώς είσαι, τίγρη; Πόσο ψήλωσες από τότε που σε είδα τελευταία φορά, δεκαπέντε πόντους; Θα γίνεις ψιλότερος απ' τον πατέρα σου, πολύ ψηλότερος. Πώς σου φαίνεται, Νέιθαν; Ο ίδιος σου ο γιος θα σε κάνει να φαίνεσαι σαν ζουμπάς. Να ποια είν' η χαρά της γενετικής, αν θες να ξέρεις». Ξάφνου τού πέρασε απ' το μυαλό μια ανησυχητική σκέψη και στράφηκε στο Νέιθαν. «Κινδύνευσε, μήπως, το δείγμα;» «Μπα, ούτε κατά διάνοια», τον διαβεβαίωσε ο Νέιθαν, Δεν μπόρεσε ν' αντισταθεί σ' ένα ξέσπασμα ένοχης έξαψης, «Είναι στο πορτ μπαγκάζ· ία είναι συσκευασμένο με απόλυτη ασφάλεια». «Να, λοιπόν, άλλη μια ανακουφιστική είδηση. Ακου —τι λες, το πάμε μέσα; Τότε θα μπορέσω να το δώσω απευθείας στον Ραούλ για ανάλυση DNA, Βάζω στοίχημα ότι θα 'θελες ία ένα ποτό», «Μέσα είσαι». Ο Νέιθαν άνοιξε το πορτ-μπαγκάζ της Σεβρολέτ ία έβγαλε ένα κουτί από πρεσαρισμένο αλουμίνιο, περίπου στο μέγεθος μιας θιίκης από βιντεοκάμερα. Το έδωσε προσεκτικά στον Γκαρθ που το έπιασε και με τα δύο χέρια, ενώ στο πρόσωπο του σχηματίστηκε ένα ασυγκράτητο μειδίαμα ικανοποίησης. «Επιτέλους! Δεν ξέρεις πόσο πρόκειται να μας βοηθήσει. Αν πιάσει, θα αποτ ελέσει το επόμενο γιγαντιαίο βήμα για το ανθρώπινο γένος. Ή μήπως θα 'πρεπε να πω το χοίρειο γένος». «Πραγματικά το ελπίζω», είπε ο Νέιθαν. «Έπειτα απ' όσα έκανες για τον πατέρα μου — » «Α, έλα τώρα, Νέιθαν. Πάψε να το παίζεις τόσο σοβαρός, μου προκαλείς αμηχανία. Εκείνη ήταν μια δοκιμασμένη και ελεγμένη χειρουργική διαδικασία. Θα δίναμε την ίδια προτεραιότητα σε οποιονδήποτε άλλο, φίλο ή όχι. Ο μπαμπάς σου δεν επέζησε μόνο και μόνο επειδή παίζουμε ία οι δύο γκολφ στο
62
ΣΑΡΚΑ & ΑΙΜΑ
Έλμκρεστ». «Αυτό δε σημαίνει ότι δε σου χρωστάω χάρη». Ο Γκαρθ χάιδεψε το αλουμινένιο κουτί. «Αν πιάσει αυτό, τότε 9α 'μαστέ παραπάνω από πάτσι, πίστεψέ με». Ανέβηκαν τα σκαλιά κι ο Ντέιβιντ άνοιξε τις πόρτες από φιμέ τζάμι, για να μπορέσει ο Γκαρθ να μεταφέρει το κουτί μέσα. Μπήκαν σε μια ψυχρή κλιματιζόμενη αίθουσα υποδοχής με πάτωμα στρωμένο με γυαλιστερό μάρμαρο, Στο κέντρο βρισκόταν ένα μοντέρνο συντριβάνι σε αφηρημένο στιλ, τυλιγμένο καλόγουστα με το είδος του κισσού που υποτίθεται ότι ήταν της μόδας. Ο Γκαρθ τούς οδήγησε προς τη ρεσεψιόν, όπου μια μελαχροινή με μπεζ ταγιέρ, κατακόκκινα χείλη, μεγάλα γαλανά μάτια και τέλειες γωνίες στο πρόσωπο είπε: «Καλωσορίσατε στο Σπέλμαν!» Έδωσε στο Νέιθαν και τον Ντέιβιντ από μία ταμπελίτσα ασφαλείας, ία έδωσε, επίσης, στον Ντέιβιντ ένα στυλό ία ένα μπρελόκ του Ινστιτούτου Σπέλμαν. «Και τώρα απολαύστε την επίσκεψη σας», είπε χαμογελώντας. Ο Γκαρθ τής έκλεισε το μάτι και είπε: «Φχαριστώ, Μεγκ». Ο Νέιθαν αναρωτήθηκε προς στιγμήν πώς θα ήταν να 'ρίχνε κανείς στο κρεβάτι ένα τόσο αψεγάδιαστο κορίτσι. Μήπως, άραγε, θα 'θελε πρώτα να κρεμάσει τη φούστα της και να σιγουρευτεί ότι το καλσόν της δεν είχε γυρίσει μέσα έξω; Γι θα έκανε πρώτα; Θα επιδιδόταν στα προκαταρκτικά ή θα έβαφε τα νύχια της; Ο Γκαρθ πρέπει να είχε διαβάσει τη σκέψη του. «Πανέμορφο κορίτσι, γκρρ!» έκανε, καθώς τους οδηγούσε διαμέοου της αίθουσας υποδοχής. «Διαβολεμένα σέξι. Τι να το κάνεις, όμως; Έχει το δείκτη νοημοσύνης ενός μπαγιάτικου ντόνατ. Νόμιζε ότι οι Εσκιμώοι είναι τα μέλη της εθνικής ομάδας σία». Τους οδήγησε μέσα από μια πόρτα με φύλλα από ξύλο βελανιδιάς, η οποία βρισκόταν στο πίσω μέρος της αίθουσας υποδοχής και πάνω της βρισκόταν μια μηφή αλλά κατηγορηματπαί προειδοποίηση: Απαγορεύεται Απόλυτα Η Πρόσβαση Πέρα Από Αυτό Το Σημείο Στο Μη Εξουσιοδοτημένο Προσωπικό. Καμία Απολύτως Εξαίρεση, «Περάστε μέσα», είπε ο Γκαρθ. Βάδισαν κατά μήκος ενός καλογυαλισμένου διάδρομου, που μύριζε αντισηπτικό και ήταν βαμμένος με γκρι χρώμα στην απόχρωση του μανιταριού. Ο Ντέιβιντ ανακάλυψε ότι μπορούσε να παράγει πολύ ενοχλητικούς θορύβους, τρίβοντας τα αθλητικά του παπούτσια πάνω στα πλακάκια από βινύλιο που κάλυπταν το δάπεδο, «Τι κάνει η Ντιάνα;» ρώτησε ο Νέιθαν. Ο Γκαρθ ανασήκωσε τα μάτια του και πήρε μια έκφραση που έλεγε «μην τα ρωτάς». «Λέει πως δεν έχει ακόμα συμφιλιωθεί με το γεγονός ότι την έχω παρατήσει. Από οικονομικής άποψης, βέβαια, έχει συμφιλιωθεί. Αφού ξέρει όπ μ' έχει ξεζουμίσει. Από συναισθηματικής άποψης, όμως, ξέχνα το. Εξακολουθεί να ζηλεύει πολύ ία αν μπορείς να το πιστέψεις, μου τηλεφωνεί κάθε πρωί πριν πάω στη δουλειά, για να μου πει να μην ξεχάσω το φαγητό μου,
63
GRAHAM MASTERTON
μιας και η Κέιλι σίγουρα Θα 'χει ξεχάσει το φαγητό μοιι». «Και όντως ξεχνάει το φαγητό σου η Κέιλι;» τοντσίγκλισε ο Νέιθαν. «Δε θα με πείραξε ακόμα ία αν η Κέιλι ξεχνούσε τ' όνομα μου. Για να λέμε, όμως, την αλήθεια, δεν το ξεχνάει. Και βάζει μέσα καπνιστό με κάμποση μουστάρδα, αντί για κείνο το φρικτό τόφου που μου 'δίνε η Ντιάνα». «Ε, ξέρεις τι λένε για το δρόμο προς την καρδιά ενός άντρα». «Εκείνο που πραγματικά μ' απασχολεί, είναι ο δρόμος προς το ήπαρ και τα νεφρά του». Από κάποιες απόψεις, ο Νέιθαν κι ο Γκαρθ ήταν αρκετά αταίριαστοι, για να είναι τόσο καλοί φίλοι. Ο Νέιθαν είχε ένα εσωστρεφή, σοβαρό τρόπο σκέψης και περνούσε ένα μεγάλο μέρος του ελεύθερου χρόνου του διαβάζοντας Νόαμ Τσόμσκι και Σαούλ Μπέλοου και προσπαθώντας να καταλάβει πώς ήταν δυνατόν τα ανθρώπινα όντα να είναι κάτι περισσότερο από το σύνολο των ανταλλακτικών τους. Απ' την άλλη πλευρά, όπως όλοι οι παθολόγοι, είχε μια ελαφρά σουρεαλιστική αίσθηση του χιούμορ. Δε γίνεται να ασχολείσαι όλη μέρα με σπλήνες, παρά μόνο αν βλέπεις την αστεία πλευρά της υπόθεσης. Είχε ακόμα αδυναμία στην πολύ άγρια ροκ μουσική. Πίστευε ότι οι Velvet Underground ήταν «είκοσι χρόνια πολύ παλιοί και είκοσι φορές mo χαρούμενοι». Ίσως άκουγε τέτοιου είδους μουσική, για να κρατήσει τον κόσμο μακριά του. Ο Γκαρθ ήταν πολυλογάς, κοινωνικός και ερωτύλας. Δεν έπαυε να μιλά όση ώρα δούλευε και δεν έπαυε να μιλά ούτε μετά τη δουλειά. Παρά την περιποιημένη του εμφάνιση, ήταν εξοργιστικά ακατάστατος. Διάβαζε το Πλέιμποϊ, την Πρακτική Μηχανική ία επιστημονικά περιοδικά. Στο τεύχος Σεπτεμβρίου του περιοδικού Τα Νέα της Γενετικής Μηχανικής τον είχαν περιγράψει ως «τον πιο τολμηρό και νεωτεριστή γενετικό επιστήμονα στις Ηνωμένες Πολιτείες- και ίσως στον κόσμο». Η Ντιάνα, η πρώην γυναίκα του, τον αποκαλούσε «ψυχοπαθή οχτάχρονο ντυμένο με τα ρούχα ενός τριανταοχτάρη». Ο Νέιθαν κι ο Γκαρθ είχαν γίνει φίλοι πριν από επτάμισι χρόνια, όταν είχαν πιάσει μια συνηθισμένη κουβέντα στο μπαρ της Αθλητικής Λέσχης 'Ελμκρεστ. Ο Νέιθαν βρισκόταν εκεί με το ζόρι: ο επικεφαλής του παθολόγος τον είχε προσκαλέσει να παίξουν γκολφ και η Σούζαν ήταν πεπεισμένη ότι Θα αποτελούσε μια καλή ώθηση για την καριέρα του. Ο Γκαρθ ήταν μέλος. Οι ικανότητες του στο γκολφ κυμαίνονταν από μέτριες ως συμπτωματικά εκπληκτικές, τον περισσότερο, όμως, καιρό προτιμούσε να κάθεται στο μπαρ πίνοντας κοκτέιλ και φλερτάροντας με τις συζύγους των υπόλοιπων μελών. Οτιδήποτε ήταν προτιμότερο απ' το να γυρίσει σπίτι, στην Ντιάνα και το τόφου της. Τώρα η Σοήζαν ήταν νεκρή. Ο Νέιθαν δ ε ν έτρεφε ma φιλοδοξίες για την καριέρα του. Όμως εκείνος και ο Γκαρθ είχαν παραμείνει φίλοι· ία όπως ο Γκαρθ είχε βοηθήσει το Νέιθαν να πενθήσει για τη Σούζαν και τον'Ααρον, έτσι ίο ο Νέιθαν είχε βοηθήσει τον Γκαρθ να γλυτώσει απ' τον εφιαλτικό του γάμο.
64
ΣΑΡΚΑ & ΑΙΜΑ
'Αλλωστε, ήταν και η ιστορία με τον πατέρα του Νέιθαν. Δε μιλούσαν συχνά γι' αυτή' κάθε φορά, όμως, που συναντιόντουσαν αποτελούσε ένα θέμα που δε συζητούσαν. Αιωρούνταν, κρεμόταν, πάνω από καθετί που έκαναν και καθετί που έλεγαν. Πριν από δυο χρόνια, ο Γκαρθ είχε κανονίσει ώστε, με λιγότερο από δύο ώρες προειδοποίηση, ένα πειραματόζωο του Ινστιτούτου Σπέλμαν να σφαγεί και δύο «εξανθρωπισμένα» νεφρά χοίρου να σταλούν βιαστικά στο Ιατρικά Κέντρο Μέρσι, προκειμένου να οωθεί ο πατέρας του Νέιθαν από επικείμενη νεφρική ανεπάρκεια. Ο Νέιθαν δεν είχε ποτέ ρωτήσει πόσα νήματα είχε αναγκαστεί να ιανήσει ο Γκαρθ, ούτε πόσες εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια είχε κοστίσει εκείνη η ενέργειά του και ποιος τα είχε πληρώσει κι ο Γκαρθ ποτέ δεν του είχε πει. Ίσως αυτό να είχε εξασθενήσει τη φιλία τους. Ίσως να την είχε δυναμώσει. Ό π ω ς και να 'χε το πράγμα, εκείνο το γεγονός cixe διακριτικά και οριστικά μεταβάλλει την ισορροπία ανάμεσά τους. Μπήκαν στο ευρύχωρο, φωτεινό κεντρικό εργαστήριο. Κατά μήκος ενός από τους τοίχους υπήρχε μια σειρά από μικροσκόπια, πάνω από τα οποία ήταν σκυμμένοι σαν ωρολογοποιοί τρεις ερευνητές με γαλάζιες ρόμπες, και εξέταζαν γενετικά δείγματα. Στο κέντρο του δωματίου βρίσκονταν τρεις πάγκοι γεμάτοι διαφάνειες, δοκιμαστικούς σωλήνες και βιβλία, καθώς ία ένα μισοφαγωμένο σάντουιτς με αβοκάντο και αλφάλφα ία ένα αντίτυπο του Ιστορίες .Δύναμης· του Κάρλος Καστανέντα, με τσαλακωμένες τις άκρες των σελίδων. Στον απέναντι τοίχο βρίσκονταν εννέα υπολογιστές και εκτυπωτές Σπέρι-Ραντ, κι ένα ειδικό σύστημα υπολογιστών σχεδιασμένο για την ανάλυση του DNA. Καθώς μπήκαν, τους χαιρέτησε ένας ψηλόλιγνος μαύρος άντρας με αδύνατη καμπυλωτή μύτη και στενό πρόσωπο, που έμοιαζε με Αιθίοπα. Θα μπορούσε να ήταν δρομέας στους Ολυμπιακούς Αγώνες ή αστέρας του μπάσκετ. Το ταμπελάια πάνω στην εργαστηριακή του ρόμπα έγραφε Ραούλ Λακουτίρ. «Ραούλ. .» είπε ο Γκαρθ. «Από 'δω ο κολλητός μου ο δόκτωρ Νέιθαν Γκριν, απ' το τμήμα ανταλλακτικών του Μέρσι. Απλά πες του τι θες — ένα πόδι, ένα χέρι, μισό πάγκρεας, ένα σύστημα σύνδεσης Χερστ για Μπαρακούντα του 64— κι αυτός ο άνθρωπος θα στο φέρει». «Χάρηκα για τη γνωριμία», είπε χαμογελώντας ο Ραούλ. «Μη μου πεις πως είστε φίλοι μ' αυτό τον άνθρωπο;» «Υπάρχει κάτι το παράξενο;» ρώτησε ο Νέιθαν. «Τίποτα, δόκτωρ Γκριν. Απλά είσαι μοναδικός στο είδος σου». Ο Γκαρθ μάζεψε το σάντουιτς και ακούμπησε προσεχτικά το αλουμινένιο κουτί πάνω στον πάγκο. Σήκωσε το βιβλίο και κοίταξε το εξώφυλλο. «Δε θα μου γίνεις χίπης τώρα, ε, Ραούλ;» «Είναι της Τζένι. Λέει ότι είναι ώρα να ασχοληθεί με τον πνευματικό κόσμο», «Πώς είναι δυνατόν ν' ασχοληθεί με τον πνευματικό κόσμο όταν ποτέ της
65
GRAHAM MASTERTON
δεν έχει ασχοληθεί με τον σωματικό;» «Πολύ θα το 'θελες». Ο Γκαρθ άνοιξε τις πετοΰγιες στο πλάι του κουτιού. «Παρά τα χαρούμενα αστεία του, Νέιθαν, ο Ραούλ τυγχάνει να είναι ο καλύτερος εξωγενετιστής που υπάρχει. Σπούδασε στο Άμστερνταμ, το Παρίσι και στο Εθνικό Ινστιτούτο Ιατρικών Ερευνών του Λονδίνου. Αν βάλουμε τις γνώσεις του πάνω στη γενετική των χοίρων τη μια δίπλα στην άλλη, θα φτάσουν μέχρι το εργοστάσιο της Σπαμ και πίσω». Σήκωσε το καπάκι του κουτιού κι ο Ραούλ έχωσε μέσα τη μούρη του. Η αναπνοή του άχνιζε εξαιτίας των ψυκτικών τα οποία είχαν διατηρήσει τη θερμοκρασία του δείγματος κάτω από τους 5 βαθμούς Κελσίου. Το δείγμα δ ε ν παρουσίαζε και κανένα σπουδαίο θέαμα: ένα ημιδιαφανές κομμάτι πορφυρού και μπεζ ιστού που θύμιζε διακοσμητικό σε σχήμα λουλουδιού, πιεσμένο ανάμεσα σε δύο ξελατινένιες διαφάνειες σαν πατικωμένο χρυσάνθεμο. Μια απειροελάχιστα λεπτή διατομή του εγκεφάλου. «Ποιος είπες ότι ήταν ο δότης;» ρώτησε ο Ραούλ. «Λεν είπα», απάντησε ο Νέιθαν. «Όπως θα σου πει ία ο Γκαρθ, ένας από τους όρους που έθεσε το Μέρσι για τούτη τη συμφωνία ήταν ότι, πέρα από τον αριθμό καταλόγου της, π προέλευση της διατομής θα παραμείνει απροσδιόριστη». «Σαφώς, όμως, προέρχεται από παιδί, έτσι δεν είναι;» παρενέβη ο Γκαρθ. Ο Νέιθαν κοκκίνησε, «Ναι, λυπάμαι που το λέω. Έ ν α αγόρι τριών ετών που πέθανε μόλις πριν από τρεις ημέρες». «Καμιά εγκεφαλική βλάβη;» «Καμία απολύτως». «Κάποιο ίχνος εγκεφαλικής διαταραχής ή επιληψίας;» «Κανένα που να μπορούμε να το προσδιορίσουμε. Πέθανε ακαριαία εξαιτίας βαρύτατου τραύματος». «Ε, λοιπόν, αυτό ακριβώς ψάχναμε», είπε ο Γκαρθ. «Τι θα 'λεγες να το αναλύσεις, Ραούλ, για να δούμε μετά αν θα ετοιμάσουμε τον Κάπτεν Μπλακ για εγχείρηση;» Ο Ραούλ έκλεισε το κουτί. Κοίταξε τον Νέιθαν και τον Γκαρθ κι έπειτα τον Ντέιβιντ. Το βλέμμα του ήταν ευγενικό και θλιμμένο. «Ξέρετε κάτι; Κάνω τούτη τη δουλειά από τότε που πήγαινα στο κολέγιο, ία ακόμα δεν μπορώ να βνάλω απ' το μυαλό μου ότι έπρεπε κάποιος να πεθάνει, για να γίνει τούτο εφικτό. Έ ν α τρίχρονο αγοράκι! Δεν θα 'χει την ευκαιρία να χαρεί τόσες και τόσες ηλιόλουστες μέρες», «Αμήν», είπε αμήχανα ο Γκαρθ. Ο Ραούλ μετέφερε το δείγμα στην άλλη άκρη του εργαστηρίου, όπου ήταν τοποθετημένοι χρωματογράφοι αερίων και απορρόφησης, καθώς και φασματογράφοι και δύο αναλυτές DNA
66
ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ
«Τι λες για 'κείνο το ποτό;» ρώτησε ο Γκαρθ το Νέιθαν. «Ραούλ... γιατί δε δείχνεις στον Ντέιβιντ πώς λειτουργεί εκείνος ο αναλυτής;» Οδήγησε τον Νέιθαν στο γραφείο του. Ήταν φανερό ότι ήταν πανάκριβα επιπλωμένο και διακοσμημένο μ' ένα μινιμαλιστικό στιλ υψηλής τεχνολογίας. Το γραφείο του Γκαρθ δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένα τραπέζι από πλαστικό γυαλί, με μια καρέκλα από ατσάλι και δέρμα* τα μόνα άλλα έπιπλα ήταν ένας καμπυλωτός δερμάτινος καναπές και ένα χαμηλό τραπεζάκι από πλαστικό γυαλί. Στον τοίχο ήταν κρεμασμένος έ ν α ς πίνακας αφηρημένης τέχνης σε άσπρο και γκρίζο, ενώ στη γωνία στεκόταν ένα μακρόστενο γλυπτό που θύμιζε έργα του Τζιακομέτι. Το μινιμαλιστικό αποτέλεσμα, όμως, είχε δεχτεί ισχυρό πλήγμα από την εντυπωσιακή ακαταστασία του Γκαρθ. Το γραφείο από πλαστικό γυαλί ήταν θαμμένο κάτω από στοίβες εκθέσεων και περιοδικών, φακέλων και βιβλίων. Γραφήματα και διαγράμματα ήταν απλωμένα σε διατάξεις βεντάλιας σ' ολόκληρο το δάπεδο - μ α ζ ί με παπούτσια του γκολφ ατάκτως εριμμένα, κουτιά από πίτσες, εφημερίδες και σακούλες από ψώνια. Ακόμα και το τηλέφωνο βρισκόταν στο πάτωμα. Το χαμηλό τραπεζάκι ήταν πλημμυρισμένο από χαρτιά γεμάτα κακογραμμένες σημειώσεις κι εξισώσεις, καθώς και από άδεια κουτάκια κόκα-κόλας χωρίς καφεΐνη και μισογεμάτα φλυτζάνια με κ α φ έ που φαινόταν πλέον σαν λάδι. Το γλυπτό φορούσε ένα κασκέτο του γκολφ σε ζωηρό κόκκινο χρώμα και από πάνω του κρεμόταν μια ταμπέλα που έγραφε «Κάντι ο Ανορεξικός». Ο Νέιθαν πέρασε πάνω απ' τα χαρτιά και τα γραφήματα κάνοντας κουτσό και πήγε στη μεγάλη τζαμαρία που έβλεπε στην κεντρική αυλή του Ινστιτούτου. Στο κέντρο της βρισκόταν ένα μεγάλο μπρούντζινο γλυπτό ένας γυμνός άντρας που στεκόταν ανάμεσα σ' ένα εύπιστο γουρούνι και μια καλόβολη αγελάδα. Ο Γκαρθ άνοιξε το ψυγειάκι του, έβγαλε δυο μπουκάλια μπίρα Σλιτζ και είπε: «Το ονομάζω Ενδέκατη ώρα». «Γιατί;» «Γιατί αυτός ο άντρας βρίσκεται μεταξύ πρωινού και μεσημεριανού». Ο Νέιθαν πήρε το μπουκάλι, ήπιε μια γουλιά και σκούπισε το στόμα του. «Είσαι κυνικός, το ξέρεις;» «Όχι, δ ε ν είμαι», είπε ο Γκαρθ. «Σκληρόπετσος, ίσως. Μονομανής, σίγουρα. Όταν, όμως, ασχολείσαι με την εξωγενετικπ, έχεις να κάνεις με ηθικά και δεοντολογικά διλήμματα που οι περισσότεροι άνθρωποι δεν μπορούν καν να διανοηθούν, θ έ λ ω να πω - στ' αλήθεια δικαιολογείται η εκτροφή ζώων με ανθρώπινο DNA, με μοναδικό σκοπό να δημιουργήσουμε πιο αποδεκτά όργανα για μεταμοσχεύσεις; Αν, άραγε, τα γουρούνια είχαν πορτοφόλια, θα κουβαλούσαν κάρτα δωρητή σώματος; Θα προτιμούσαν πορτοφόλια από χοιρόδερμα ή θα επέμεναν στο βινύλ; Δεν είμαι κυνικός, Νέιθαν. Απλά κάνω κάτι επειδή είναι εφικτό και επειδή είναι νόμιμο —μέχρι τώρα, βέβαια, εκτός
67
GRAHAM MASTERTON
ία αν περάσει το νομοσχέδιο Ζαπφ-Κάντι». «Θα επηρέαζε ία εσάς;» «Και βέβαια. Το άρθρο 23 απαγορεύει ρητά τη χρήση ζώντων ζώων για πάσης φύσεως επιστημονικά ή εμπορικά πειράματα. Αν περάσει το νομοσχέδιο Ζαπφ-Κάντι, θα αναγκαστούμε να κλείσουμε οριστικά το τμήμα εξωγενετικής». «Δεν είναι πιθανό, όμως, να περάσει, έτσι δεν είναι; Οι κτηνοτρόφοι και οι κρεατέμποροι είναι πολύ ισχυροί, σωστά; Και τι Θα γίνει με τον κόσμο; Δεν μπορεί κανείς να μετατρέψει ένα ολόκληρο έθνος σε χορτοφάγους». Ο Γκαρθ ανασήκωσε τους ώμους. «Ποιος ξέρει; Στο κάτω κάτω, εμείς δ ε ν ήμασταν που αναγκάσαμε ένα ολόκληρο έθνος να κόψει το ποτό; Εκείνο τον καιρό οι φανατικοί που κρύβονταν πίσω από την Ποτ απ αγόρευση, ήταν θρησκόληπτοι. Σήμερα είναι πολιτικά ορθοί, αλλά δεν παύουν να 'ναι φανατικοί. Το νομοσχέδιο Ζαπφ-Κάντι δεν είναι τίποτ' άλλο από τη μετενσάρκωση του Βόλστεντ και του νόμου του ενάντια στο αλκοόλ». Ο Ντέιβιντ μπήκε μέσα σαν σίφουνας. «Ξέρεις, εκείνος ο άνθρωπος με άφησε να κοιτάξω μια τρίχα μου στο μικροσκόπιο! Ήταν σαν δέντρο με κλαδιά κι απ' όλα!» «Μήπως έκαναν κούνια και τίποτα μαϊμούδες επάνω;» ρώτησε ο Νέιθαν, Ο Γκαρθ είπε: «Τι θα λ ε γ ε ς για μια κόκα-κόλα; Ναι; Τότε ας κάνουμε μια βόλτα στα χοιροστάσια. Πρέπει να ρίξετε μια ματιά στον Κάπτεν Μπλακ προτού τον χειρουργήσουμε». Βγήκαν απ' το γραφείο του Γκαρθ, περνώντας μέσα από μια πόρτα η οποία τους έβγαλε σε μια ζεστή, λαμπερή αυλή. Σε κάθε μια από τις τέσσερις πλευρ έ ς της αστραφτσκοπούσαν τα κτίρια των καινούργιων εργαστηρίων, μέσα στα οποία μπορούσαν να δουν άντρες και γυναίκες που εργάζονταν σε κάθε είδους γενετικά πειράματα, από την ανάπτυξη ενός σπόρου σόγιας που να μεγαλώνει ταχύτερα, μέχρι την εκτροφή βοοειδών με μεγαλύτερο μέγεθος, λιγότερο πάχος και μεγαλύτερη αντοχή στις ασθένειες. «Το Σπέλμανχρηματοδοτείται αποκλειστικά απ' τον ιδιωτικό τομέα», είπε ο Γκαρθ. «Έχουμε προϋπολογισμό έρευνας που υπερβαίνει τα εκατόν εβδομήντα εκατομύρια δολάρια το χρόνο, όμως πρόκειται για χρήματα που δαπανώνται σοιστά. Η Φαρμακευτική Κέτνερ εκτιμά ότι έχει ήδη βγάλει τα λεφτά της τρεις φορές». «Η Φαρμακευτική Κέτνερ;» «Μεταξύ άλλων παράγουν το Plasyntfi-10. Οι περισσότεροι χειρούργοι λένε στους ασθενείς τους ότι πρόκειται για εξ ολοκλήρου συνθετικό πλάσμα. Στην πραγματικότητα πρόκειται για πλάσμα αίματος από γενετικά μεταλλαγμένα γουρούνια. Το ίδιο συμβαίνει με την ινσουλίνη και μια ολόκληρη γκάμα από ορμόνες —όλες προέρχονται απ' τα γουρούνια. Εκείνο που ο περισσότερος κόσμος δ ε ν γνωρίζει είναι ότι, ως προς τις εμπορικές χρήσεις ενός γουρουνιού, μετά το κρέας ακολουθούν οι ιατρικές χρήσεις».
68
ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ
«Οι βαλίτσες;» «Εκείνες βρίσκονται στον πάτο της λίστας». Έ φ υ γ α ν από την αυλή μέσω μιας σήραγγας μεταξύ των κτιρίων και βγήκαν σ' ένα ψηλό, επικλινές χωράφι, όπου το ψηλό γρασίδι κυμάτιζε στον άνεμο ψιθυρίζοντας και οι μαργαρίτες λικνίζονταν. Στην κορυφή του χωραφιού, βρίσκονταν δύο χαμηλά κτίρια από τούβλο 1 κι από εκείνα τα κτίρια ο άνεμος έ φ ε ρ ν ε την ώριμη, χαρακτηριστική οσμή των γουρουνιών. «Ο κόσμος δε θέλει να το παραδεχτεί», είπε ο Γκαρθ, «αλλά τα γουρούνια μοιάζουν περισσότερο με τους ανθρώπους απ' οποιοδήποτε άλλο ζώο — από σωματική και πνευματική άποψη. Εδώ και χρόνια χρησιμοποιούμε δέρμα γουρουνιού ως μόσχευμα ανθρώπινης επιδερμίδας, καθώς και τις βαλβίδες απ' την καρδιά των γουρουνιών σε ανθρώπους με καρδιακά νοσήματα. Θα σας πω και κάτι ακόμα: τα γουρούνια είναι επίσης τα μοναδικά ζώα που πίνουν σκληρά αλκοολούχα ποτά με τη θέλησή τους. Κάναμε στο Κέντρο Θεραπείας Σέντλασεκ κάποια τεστ πάνω στον αλκοολισμό, όπου δίναμε στα γουρούνια ουίσκι και βότκα. Είχαμε ένα γουρούνι ράτσας Μπέρκσαϊρ, που κάθε μέρα κατέβαζε ένα λίτρο Σμιρνόφ. Το πρωί δεν μπορούσες να το πλησιάσεις. Όποιον ία αν έβλεπε μούγκριζε». Έφτασαν στα χοιροοτάσια. Τα κτίρια ήταν καινούργια και βαμμένα με κομψότητα, ενώ απ' έξω δούλευε βουίζοντας ένα κλιματιστικό σύστημα. Ο Γκαρθ ξεκλείδωσε την πόρτα του πλησιέστερου απ' τα κτίρια και μπήκαν μέσα. Το φως ήταν αμυδρό, αλλά η οσμή των γουρουνιών ήταν πολύ δυνατότερη. Ο Νέιθαν προσπάθησε να δει μες στο μισοσκόταδο. Το χοιροστάσιο είχε μήκος τουλάχιστον εξήντα μέτρα και χαμηλό ταβάνι με λάμπες φθορισμού. Σε κάθε πλευρά υπήρχαν μάντρες με προσόψεις από πλαστικό γυαλί, αριθμημέν ε ς από το 1 μέχρι το 40, που η κάθε μία είχε πάνω της τυπωμένο ένα όνομα. Ντέζι. Τσάρλι. Γουίτνι. Μεγάλος Μπιλ. Ζουτ. Αϊνστάιν. «Ποιος τα βαφτίζει;» ρώτησε ο Ντέιβιντ. Ο Γκαρθ κλείδωσε την πόρτα πίσω τους. «Κοίτα τα μούτρα τους. Μόνα τους βαφτίζονται. Κοίτα να δεις, τούτο δω λέγεται Λάιονελ, όπως ο Λάιονελ Ρίτσι. Αν μπορούσε να μιλήσει δε θα μιλούσε, αλλά θα τραγουδούσε το Dancing on the Ceiling». Τους οδήγησε κατά μήκος ολόκληρου του κτιρίου, δείχνοντάς τους το ένα γουρούνι μετά το άλλο —Χάμπσαίρ, Μπέρκσαϊρ, Νπούροκ, Λευκά Τσέστερ, Γιόρκσαϊρ, Λ ά ν τ ρ ε ϊ ς - οι περισσότερες από τις κλασικές ράτσες αμερικάνικων γουρουνιών αγροκτήματος. «Δουλεύουμε ακόμα και πάνω στις γενετήσιες ορμές τους. Βλέπετε, οι περισσότεροι αγρότες θέλουν να γεννούν οι γουρούνες τους δυο φ ο ρ έ ς το χρόνο, από οχτώ έως δέκα γουρουνάκια κάθε φορά, έπειτα από εγκυμοσύνη τριών μηνών, τριών εβδομάδων και τριών ημερών. Σε άγρια κατάσταση, βέβαια, τα γουρούνια φέρονται όπως οι άνθρωποι, θ έ λ ο υ ν κοκό όλη τη διάρ-
69
GRAHAM MASTERTON
κει α του χρόνου. Έχουν πολύ, πολύ ισχυρές σεξουαλικές ορμές. »Βλέπετε εκείνη την πρωτάρα μάνα; Η πρωτάρα μάνα είναι ένα θηλυκό γουρούνι που δεν έχει γεννήσει ακόμα. Σχεδόν πρόκειται για το τέλειο γουρούνι αγροκτήματος - δ υ ν α τ ό , με υπέροχες αναλογίες, ευρύ στήθος και καπούλια, ιδιαίτερα προσβάσιμες θηλές. Έχει σχεδόν 56 τοις εκατό λιγότερο πάχος από τα γουρούνια που εκτρέφαμε την δεκαετία του '60 και θα μεταδώσει αυτό το γνώρισμα και στα μικρά της. Θα μπορούσε να κερδίσει το στέμμα της Μις Μπέικον Χωρίς Χοληστερίνη». Τελικά, έφτασαν στην άκρη του κτιρίου. Εδώ βρισκόταν ένα ειδικό μαντρί, που καταλάμβανε ολόκληρο το πλάτος του πατώματος. Κι εκείνου η πρόσοψη ήταν φτιαγμένη από πλαστικό γυαλί, το εσωτερικό της, όμως, ήτανχαρακωμένο, γδαρμένο και πασαλειμμένο με σάλια, έτσι ώστε να 'ναι αδύνατο να καταλάβει κανείς αν υπήρχε κάτι εκεί μέσα ή όχι. Στην αριστερή πλευρά του μαντριού υπήρχε μια μεταλλική πόρτα, που επάνω ήταν τυπωμένος ο αριθμός 20 και από κάτω οι λέξεις «Κάπτεν Μπλακ». Ο Νέιθαν πλησίασε το πλαστικό γυαλί και προσπάθησε να δει στο θολό εσωτερικό του μαντριού. Μόλις μπορούσε να διακρίνει το άχυρο που κάλυπτε το δάπεδο και τον λάκκο για το κύλισμα στη δεξιά γωνιά. Κάθε μαντρί διέθετε έναν τέτοιο λάκκο γεμάτο με νερό, επειδή τα γουρούνια δεν έχουν ιδρωτοποιούς αδένες και είναι αναγκασμένα να κυλιούνται πότε πότε στη λάσπη, για να παραμένουν δροσερά. Τούτος, όμως, ο λάκκος ήταν τρεις φ ο ρ έ ς μεγαλύτερος απ' τους άλλους και το νερό του ανεβοκατέβαινε και πλατάγιζε, λες και κάτι τεράστιο είχε μόλις βγει από μέσα. «Δημιουργήσαμε τον Κάπτεν Μπλακ πριν από πέντε χρόνια», εξήγησε ο Γκαρθ, ενώ προσπαθούσε να ξεχωρίσει το κλειδί για το μαντρί. «Ήταν ένα από τα πρώτα πειράματά μας πάνω στον εξανθρωπισμό κι ένα από τα σημαντικότερα βήματα πρόοδου που κάναμε. Από γενετική άποψη, ο Κάπτεν Μπλακ μοιάζει τόσο πολύ με ανθρώπινο ον, που θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε κάθε όργανο του σώματος του για μεταμοσχεύσεις... την καρδιά, τους πνεύμονες, το ήπαρ, τα νεφρά... με την προϋπόθεση, βέβαια, ότι οι ιστοί θα ταίριαζαν». «Που κρύβεται;» ρώτησε ο Νέιθαν, τοποθετώντας τις παλάμες γύρω απ το πρόσωπο του, για να μπορέσει να δει καθαρότερα μέσα στο χοιροστάσιο. «Εκεί είναι, σίγουρα. Μάλλον μας άκουσε που ερχόμασταν. Μην ανησυχείτε, είναι αρκετά ήμερος. Για την ακρίβεια, είναι ντροπαλός. Ας μπούμε μέσα να του ρίξουμε μια ματιά». «Μέσα;» ρώτησε ο Νέιθαν, νιώθοντας ένα ξαφνικό κύμα ανησυχίας που τον έκανε να εκπλαγεί. «Δεν είναι παρά ένα γουρούνι, Νέιθαν. Δε λέω, είναι μεγάλο γουρούνι. Πολύ μεγάλο γουρούνι. Μπορείς, όμως, να τον ταίσεις καλαμπόκι κατευθείαν απ' το χέρι σου. Μπορείς να τον καβαλικέψεις και να κάνεις βόλτα τριγύρω
70
ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ
στο χωράφι. Τρελαίνεται για ανθρώπινη παρέα. Αν τον αφήναμε, θα σύχναζε σε μπαρ για εργένηδες». Ο Νέιθαν κοίταξε τα γδαρσίματα και τις γρατξουνιές στο πλαστικό γυαλί της πρόσοψης. Μερικές βρίσκονταν σε ύψος μεγαλύτερο από τρία μέτρα* και μερικές ήταν τόσο βαθιές που σχεδόν έφταναν μέχρι την άλλη μεριά. «Απλά αισθάνεται μοναξιά», είπε ο Γκαρθ, όταν συνειδητοποίησε τι κοιτούσε ο Νέιθαν, «Προσπαθεί να βγει έξω, για να μπορέσει να έρθει να καθήσει μαζί μας στο εργαστήριο». «Ελπίζω να μην τα έχει καταφέρει ποτέ». «Μια φορά τα κατάφερε, πριν από δυο χρόνια. Τότε είχαμε ένα συνηθισμένο σύρτη με τρύπα πάνω στην πόρτα. Όμως ο Κάπτεν Μπλακ ανακάλυψε ότι αν στεκόταν πολύ κοντά στην πόρτα όταν τον κλείναμε μέσα, έτσι ώστε να αναγκαστούμε να σπρώξουμε για να την κλείσουμε, το μάνταλο δεν έκλεινε τελείως και με δυο τρεις κλοτσιές η πόρτα άνοιγε. Επέστρεψα από ένα συνέδριο στο Πανεπιστήμιο της Αϊόβα και τον βρήκα να κυλιέται στη λίμνη. Αναγκαστήκαμε να τον ναρκώσουμε για να τον πάμε ξανά στο μαντρί του, μιας και, σίγουρα, δε θα πήγαινε οικειοθελώς. Νομίζετε ότι τα μουλάρια είναι πεισματάρικα; Περιμένετε μέχρι να κοντραριστείτε μ' ένα γουρούνι», Ο Γκαρθ ξεκλείδωσε τη μεταλλική πόρτα και την άνοιξε. «Κάπτεν Μπλακ;» φώναξε. «Είσαι εκεί, Κάπτεν Μπλακ; Έ φ ε ρ α μερικούς συμπαθητικούς ανθρώπους να σε γνωρίσουν». Ακολούθησε ενός λεπτού σιγή — έπειτα ακούστηκε ένα βαρύ σύρσιμο στο άχυρο, που το ακολούθησε ένα βαθύ, απειλητυίό γρύλισμα. Ουσιαστικά ήταν μάλλον βρυχηθμός παρά γρύλλισμα. «Χριστέ μου», ψιθύρισε σιγανά ο Νέιθαν. «Θα 'σαι καλό παιδάκι σήμερα, Κάπτεν Μπλακ;» ρώτησε ο Γκαρθ. «Δε θέλουμε νευράιαα, έτσι δεν είναι;» Ακολούθησε καινούργια αναταραχή ία ένας τραχύς ήχος σαν γδάρσιμο. Έπειτα κάτι τεράστιο συγκρούστηκε με το πίσω μέρος της πόρτας κι ο Γκαρθ αναγκάστηκε να οπισθοχωρήσει παραπατώντας. «Λε σοβαρολογείς ότι θα μπούμε εκεί μέσα μαζί μ' αυτό;» είπε ο Νέιθαν παρακλητικά. «Είν1 εντάξει, είν' εντάξει... μάλλοννιώθει ζέστη. Ελάτε. Σας εγγυώμαι, δε θα πείραζε ούτε μύγα». «Λε με νοιάζει πόσες μύγες έχει πειράξει. Απλά δε θέλω να δοκιμάσει με μένα». Ο Γκαρθ έριξε το κορμί του πάνω στην πόρτα. «Έλα τώρα, Κάπτεν Μπλακ, για όνομα του Θεού! Τράβα τον πισινό σου απ* τη μέση!» Έσπρωξε ξανά. «Έλα πεισματάρη μπάσταρδε! Θα φυσήξω και θα ξεφυσήξω και θα ρίξω το βρομόσπιτό σου!» Αυτό φάνηκε να διασκεδάζει αφάνταστα τον Ντέιβιντ, που τσίριξε: «Όχι, μα τις τρίχες στο πηγούνι-πηγουνάιαμου!»
71
GRAHAM MASTERTON
Ο ΓκαρΘ πάσχιζε μ' όλη του τη δύναμη να ανοίξει την πόρτα κι ο Νέιθαν πήγε να τον βοηθήσει. Επί σχεδόν ένα λεπτό μοΰγγριζαν κι έσπρωχναν, μούγγριζαν κι έσπρωχναν ία ο Κάπτεν Μπλακ μούγγριζε και παρέμενε στην ίδια ακριβώς Θέση. «Κάπτεν Μπλακ-), πετάχτηκε ο Ντέιβιντ. «Άνοιξε την πόρτα, Κάπτεν Μπλακ, θέλω να σε δω!» Το γουρούνι έβγαλε ένα βροντερό γρύλισμα που κατέληξε σε μια οξεία, τραχιά στριγγλιά. Και τότε —σχεδόν σαν από θαύμα, απομακρύνθηκε απ την πόρτα. «Φαίνεται ότι το 'χεις μέσα σου», είπε ο Γκαρθ, και στράφηκε χαμογελώντας προς το μέρος του Ντέιβιντ. «Το αγόρι που μπορούσε να μιλήσει γουρουνέζικα». Άνοιξε διάπλατα την πόρτα. Έπειτα πέρασε το μπράτσο του γύρω απ' τους ώμους του Ντέιβιντ και είπε: «Έλα μέσα να τον γνωρίσεις. Μπ φοβάσαι. Σε προειδοποιώ, είναι τεράστιος. Επίσης είναι ατσούμπαλος κατ πολύ ισχυρογνώμων. Για την ακρίβεια, μάλλον πιστεύει ότι είναι άνθρωπος, όπως ία εμείς, άρα, λοιπόν, τι δουλειά έχει εκείνος· εκεί μέσα όταν εμείς μπορούμε να πάμε όπου θέλουμε; Αν, όμως, είσαι καλός μαζί του και του δείξεις ότι δε φοβάσαι, ε, τότε θα 'ναι ια εκείνος καλός μαζί σου». Οδήγησε τον Ντέιβιντ μες στο μαντρί κι ο Νέιθαν ακολούθησε επιφυλακτικά. Το πρώτο πράγμα που χτύπησε τον Νέιθαν ήταν η βρόμα. Δεν επρόκειτο για τπ συνηθισμένη οσμή των γουρουνιών. Τούτη ήταν μια ξινή, μυρωδάτη, αρσενική οσμή — ένα αποπνικτικό μίγμα από ούρα, φερεμόνες και κτήνος. Υπήρχε, όμως, και κάτι ακόμα: οι δυσώδεις αδενικσί τόνοι από κάτι πολύ περισσότερο από κτήνος. Το μαντρί ήταν τόσο σκοτεινό κι ο Κάπτεν Μπλακ βρισκόταν κρυμμένος τόσο βαθιά μες στα σκοτάδια, που αρχικά ο Νέιθαν δ ε ν συνειδητοποίησε πόσο τεράστιος ήταν. Τα μόνα πράγματα που μπορούσε να δει ήταν δύο αστραφτερά μάτια ία ένα μαύρο και υγρό ρύγχος που συσπώταν. Όμως τότε ο Κάπτεν Μπλακ: έκανε δύο ή τρία βήματα προς το μέρος τους μες στο αχνό φως που έμπαινε απ' το παράθυρο. «Παναγιά μου», είπε ο Νέιθαν κι έκανε τρία βήματα προς τα πίσω, Ο Κάπτεν Μπλακ: είχε ύψος πάνω από ενάμισι μέτρο και μήκος πάνω από δύο εβδομήντα. Το σώμα του ήταν καλυμμένο από χοντρές μαύρες τρίχες και είχε το μέγεθος και το σχήμα ενός ογκώδους ντεπόζιτου πετρελαίου 500 γαλονιών, που στηρίζεται πάνω σε υηοστύλιο. Ήταν τόσο πελώριος, που ο Νέιθαν δύσκολα μπορούσε να πιστέψει ότι ήταν αληθινός. Όμως πότε πότε τίναζε τα μεγάλα μαύρα αυτιά του και εξακολουθούσε να βαδίζει προς τα μπρος, μερικά εκατοστά κάθε φορά, ενώ τα πόδια του έβγαζαν ξερούς ήχους καθώς έξυναν το τσιμεντένιο δάπεδο. Μπορεί το σώμα του να προκαλούσε έντονο δέος, η φάτσα του, όμως,
72
ΣΑΡΚΑ & .ΑΙΜΑ
έκανε το Νέιθαν να ξεροκαταπιεί ενοχλημένα. Έμοιαζε περισσότερο με τη φάτσα ενός γιγαντιαίου λυκάνθρωπου παρά ενός γουρουνιού: ήταν ολόκληρη καλυμμένη με χοντρές γυαλιστερές τρίχες και είχε ένα ανατριχιαστικά πλακουτσωτό ρύγχος. Από το κάτω σαγόνι του προεξείχαν δύο καμπυλωτοί κσπτήρες και με κάθε βήμα του κρέμονταν από 'κει κορδόνια σάλιου. Τα μάτια του είχαν ία εκείνα μαύρο χρώμα —μαύρο χρώμα λαμπερό, αστραφτερό, μαύρο χρώμα που πρόδιδε εξυπνάδα, μαύρο χρώμα σαν υγρή πίσσα, όχι σαν το ψόφιο μαύρο χρώμα που έχουν τα μάτια ενός καρχαρία. Κοιτούσε επίμονα τον Νέιθαν δίχως ν' ανοιγοκλείνει τα μάτια και υπήρχε κάτι ενοχλητικά τρομακτικό στον τρόπο που κοιτούσε, που έκανε το Νέιθαν να σκεφτεί ότι μπορούσε να σκεφτεί λογικά, ότι, αν οι φωνητικές του χορδές ήταν σε θέση να σχηματίσουν τις λέξεις, θα μπορούσε να μιλήσει. Ήταν λ ε ς και κοιτούσε μες στα μάτια ενός ανθρώπου που τρομερά μάγια τον έχουν παγιδεύσει στο σώμα ενός ζώου. «Αυτό ία αν είναι γουρούνι», είπε με σεβασμό ο Νέιθαν. «Το μεγαλύτερο εν ζωή γουρούνι στην Αμερική», είπε ο Γκαρθ, χωρίς να κάνει καμιά προσπάθεια να κρύψει την περηφάνεια και την ικανοποίησή του. «Είναι ράτσας Πόλαντ Τσάι να, ηλικίας πέντε ετών και δύο μηνών. Έ χ ε ι ύψος ένα μέτρο και πενήντα επτά εκατοστά και μήκος δύο μέτρα ία ενενήντα τρία εκατοστά από το ρύγχος μέχρι την ουρά. Την τελευταία φορά που τον ζυγίσαμε είχε βάρος έναν τόνο και τριακόσια δεκαοκτώ κιλά. Σχεδόν όσο κι ένα Φολκσβάγκεν Σκαραβαίος». «Έχω εντυπωσιαστεί», είπε ο Νέιθαν και δεν έλεγε ψέματα. Ο Ντέιβιντ είχε απομείνει για πολλή ώρα με το βλέμμα καρφωμένο πάνω στον Κάπτεν Μπλακ δίχως να λέει κουβέντα Έπειτα τον πλησίασε σταδιακά, κάνοντας ένα βήμα κάθε φορά, μέχρι που έφτασε αρκετά κσντά για να τον αγγίξει. «Ντέιβιντ-» τον προειδοποίησε ο Νέιθαν. Ο Γκαρθ, όμως, είπε: «Έι, δ ε ν υπάρχει πρόβλημα. Είναι απόλυτα ήμερος. Απλά δώσ' του να καταλάβει ότι τον συμπαθείς κατ θα σε συμπαθήσει κι εκείνος». Ο Ντέιβιντ άπλωσε το χέρι του και χάιδεψε τον Κάπτεν Μπλακ ανάμεσα στα μαλακά, διάστικτα με μαύρες κηλίδες αυτιά του. Ο Κάπτεν Μπλακ μισόστρεψε το κεφάλι του κι έκανε μια μικρή κίνηση σαν να χόρευε, αλλά δε φάνηκε TO θεωρεί τον Ντέιβιντ ως απειλή. «Απ' ό,τι έχω ακούσει, του αρέσει να του κάνουν μασάζ στ' αυτιά», είπε ο Γκαρθ. Ο Ντέιβιντ σήκωσε ένα απ' τα αυτιά του Κάπτεν Μπλακ και το έτριψε απαλά ανάμεσα στις παλάμες των χεριών του σαν να 'ταν ζύμη. «Είναι τόσο μαλακό», είπε. «Όλα τα άλλα είναι σκληρά σαν αγκάθια, όμως τ' αυτιά του είναι στ* αλήθεια μαλακά». Μπορεί ο Κόπτε·/Μπλακ ν' απολάμβανε το μασάζ που του 'κανε ο Ντέιβιντ, όμως ούτε στιγμή δεν τράβηξε το βλέμμα του απ' τον Νέιθαν. Έπειτα από λίγο
73
GRAHAM MASTERTON
ο Νέιθαν μισόκρυψε το πρόσωπο του με το χέρι του, επειδή ανακάλυψε ότι το επίμονο βλέμμα του γουρουνιού τού προκαλούσε έντονη αμηχανία. Ένας άνθρωπος που μάγια τον έχουν παγιδεύσει στο σώμα ενός γουρουνιού. «Είναι εκπληκτικός», είπε. «Αυτή είναι η σωστή περιγραφή», είπε ο Γκαρθ. «Θέλω να πω, τούτος ο τύπος δεν είναι απλά το μεγαλύτερο γουρούνι στην Αμερική .. είν' επίσης και το πλησιέστερο γενετικά σε ένα ανθρώπινο ον». «Και πού κολλάει, λοιπόν, σ' όλα αυτά η διατομή εγκεφάλου που σας έφερα;» ρώτησε ο Νέιθαν. «Στην επιστολή σου έγραφες ότι τη θέλατε για γενετική ανάλυση. Μεποιό τρόπο θα τη χρησιμοποιήσετε πάνω στον Κάπτεν Μπλακ;» «Πρόκειται για εντελώς πειραματική διαδικασία. Πιστεύουμε, όμως, ότι αφού αναλύσουμε το γενετικό κώδικα εκείνης της εγκεφαλικής διατομής, θα μπορέσουμε να τη χρησιμοποιήσουμε έτσι ώστε να μεταβάλλουμε βιοχημικά τις νοητικές λειτουργίες του Κάπτεν Μπλακ, Η θεωρία μας είναι ότι, αφού με τη χρήση του γενετικού κώδικα μπορούμε να του χαρίσουμε εξανθρωπισμένο ήπαρ και εξανθρωπισμένη καρδιά —γιατί να μην του χαρίσουμε και εξανθρωπισμένη προσωπικότητα με τη χρήση κάποιας παρόμοιας τεχνικής;» Ο Νέιθαν τον κοίταξε γουρλώνοντας τα μάτια. «Γκαρθ - δ ε ν είναι δυνατόν να μετατρέψεις ένα γουρούνι σε άνθρωπο». «Και βέβαια δεν είναι δυνατόν. Δεν προσπαθούμε να κάνουμε κάτι τέτοιο. Προσπαθούμε ν' αποδείξουμε ότι είναι δυνατόν να μεταβάλλουμε την προσωπικότητα κάποιου επανακωδικοποιώντας τον εγκέφαλο του — ακριβώς σαν να ξαναγράφουμε ένα πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή. Οι ιατρικές δυνατότητες είναι άπειρες. Σκέψου τι μπορούμε να κάνουμε, για να βοηθήσουμε τους σχιζοφρενείς και τους μανιοκαταθλιπτικούς, τους επιληπτικούς και τους ηλικιωμένους που πάσχουν από Αλτζχάιμερ. Τέρμα η γεροντική άνοια. Τέρμα οι τρελοί. Σε δέκα χρόνια, μπορεί να είμαστε σε θέση ακόμα και να επανακωδικοποιούμε εγκεφάλους προκειμένου να επαναφέρουμε ανθρώπους από κωματώδεις καταστάσεις». Ο Νέιθαν κατέβασε το χέρι του και κοίταξε επιφυλακτη
View more...
Comments