Giulio Leoni - Ο ΓΡΙΦΟΣ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ
February 19, 2018 | Author: zinas | Category: N/A
Short Description
HJ,UJH,...
Description
Τ ΖΟΥΛΙΟ ΛΕΟΝΙ Ο ΓΡΙΦΟΣ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ Μετάφραση: Άμττυ Ραίκου-Σταύρου
Τον Αύγουστο του 1300, μια σαρακήνικη γαλέρα προσαράζει στις εκβολές του Άρνου. Ο Δάντης, προϊστάμενος της Φλωρεντίας, πηγαίνει μαζί με τη φρουρά να ελέγξει. Στο πλοίο είναι όλοι νεκροί, δηλητηριασμένοι. Εκεί βρίσκουν έναν πρωτόγνωρο μηχανισμό, κατεστραμμένο όμως. Ο Δάντης ζητάει από τον Αλμπέρτο τον Λομβαρδό, το μηχανικό, να του εξηγήσει σε τι χρησιμεύει και αν μπορείνα τον επισκευάσει. Ο μοναχός Μπραντάνο παρουσιάζει στη μονή της Αγίας Μαγδαληνής το θαυματουργό λείψανο της παρθένου της Αντιόχειας. Οι πιστοί μένουν αποσβολωμένοι, μαζί τους και ο Δάντης, μολονότι έχει τις αμφιβολίες ότι πρόκειται για κάποιο τέχνασμα, και το κουβεντιάζει με τον φιλόσοφο Αρίγκο ντα Γιέζι. Μόνο ένας Φλωρεντινός δεν πιστεύει και του αποκαλύπτει, μάλιστα, ποιος έφτιαξε τη λειψανοθήκη: ο αρχιτέκτονας του αυτοκράτορα Φρειδερίκου Β', ο μεγάλος Γκουίντο Μπιγκαρέλι. Λίγο αργότερα, τον καλούν να πάει σε κάποιο πανδοχείο επειδή βρέθηκε δολοφονημένος ο Μπρουνέτο ντα Παλέρμο, που όμως αποδεικνύεται αργότερα ότι είναι ο Γκουίντο Μπιγκαρέλι, τον οποίο πολλοί θεωρούσαν νεκρό από χρόνια. Στο ίδιο πανδοχείο διαμένουν —δήθεν τυχαία— ο φοιτητής Φραντσέσκο Κολόνα, ο υφασματέμπορος Φάμπιο νταλ Πότσο, ο επίσης υφασματέμπορος Ρίγκο ντα Κόλα, ο ιστορικός Μπερνάρντο Ρινούτσο, ο Γάλλος Ζακ Μονέρ και ο γιατρός Μάρτσέλο. Ο Δάντης διαισθάνεται ιίτι κάτι τους ενώνει με τον νεκρό, αλλά και με το μηχανισμό που βρήκε στη γαλέρα...
ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΟΣ Β' Ο Φρειδερίκος Β' της δυναστείας των Χοχενστάουφεν, γιος του Ερρίκου ΣΤ και της Κοστάντσα ντΆλταβίλα, γεννήθηκε στο Γιέζι το 1194 και π έθανε στο Καστέλ Φιορεντίνο το 1250. Διετέλεσε αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας απ ό το 1220 μέχρι το 1250, επ ίσης βασιλιάς της Γερμανίας, της Ιερουσαλήμ και της Σικελίας με το όνομα Φρειδερίκος Α'. Ως ηγεμόνας ήρθε συχνά σε σύγκρουση με την π απ ική εξουσία. Αφορίστηκε τρεις φορές, ενώ ο π άπ ας Γρηγόριος Θ' τον είχε χαρακτηρίσει Αντίχριστο. Αυτός ο χαρακτηρισμός ήταν, ίσως, η αιτία της φήμης π ου κυκλοφόρησε μετά το θάνατό του: δηλαδή, σύμφωνα με τις π ροφητείες, ύστερα απ ό 1.000 χρόνια θα έκανε ξανά την εμφάνισή του στη Γη. Θεωρήθηκε όμως Αντίχριστος και εξαιτίας ενός μεσαιωνικού θρύλου π ου υπ οστήριζε ότι ο Αντίχριστος θα γεννιόταν απ ό την ένωση μιας ηλικιωμένης μοναχής κι ενός καλόγερου. Πράγματι, ο π ατέρας του ήταν ιδιαίτερα θρήσκος και στα νιάτα του είχε σκεφτεί να μονάσει, ενώ η μητέρα του, π ριν π αντρευτεί, είχε π εράσει τη ζωή της κλεισμένη σε μοναστήρι, κι όταν τον έφερε στον κόσμο ήταν ήδη σαράντα χρονών. Μετά το θάνατο του Ερρίκου, η Κοστάντσα ζήτησε απ ό τον π άπ α Ινοκέντιο Β', όταν θα π έθαινε και η ίδια, να π άρει υπ ό την π ροστασία του τον Φρειδερίκο, Ο Ινοκέντιος, φοβούμενος για τις επ ιπ τώσεις π ου μπ ορεί να είχε η βασιλεία του στην Ιταλία, τον άφησε στο έλεος της μοίρας του, δίχως να του π ροσφέρει κανενός είδους εκπ αίδευση, με απ οτέλεσμα ο νεαρός να μεγαλώσει στους δρόμους του Παλέρμο, αναμέσα στους π ληβείους. Στέφθηκε βασιλιάς της Σικελίας στα τέσσερά του χρόνια, κάτω απ ό την κηδεμονία του π άπ α, ενώ στα δεκατέσσερά του αυτοανακηρύχτηκε ενήλικος και π ήρε στα χέρια του την εξουσία.
Ήδη απ ό το 1209, αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν ο Όθων Δ" της Γερμανίας, Ο Φρειδερίκος, αντίθετα, εκλέχτηκε αυτοκράτορας ύστερα απ ό μια ανταρσία υπ οκινημένη απ ό τον Ινοκέντιο, ο οπ οίος θέλησε να τηρήσει στο σημείο αυτό την υπ όσχεση π ου είχε δώσει στην Κοστάντσα. Μολονότι ο π άπ ας είχε βάλει τον Φρειδερίκο να του δώσει το λόγο του π ως δε θα ένωνε π οτέ το βασίλειο της Σικελίας με την αυτοκρατορία, ήταν το π ρώτο π ου έκανε ο Φρειδερίκος, κατακτώντας μεγάλες π εριοχές σε Βορρά και Νότο και π ερικυκλώνοντας έτσι τα εδάφη του π άπ α. Ως ηγεμόνας θεωρήθηκε π ολύ π ροοδευτικός για την επ οχή του. Κατάργησε τα κρατικά μονοπ ώλια, τους εσωτερικούς δασμούς, απ ελευθέρωσε τις εισαγωγές στην αυτοκρατορία του, ίδρυσε το Πανεπ ιστήμιο της Νάπ ολης — π ρώτο κρατικό, μη εκκλησιαστικό π ανεπ ιστήμιο της Δύσης. Το 1227 ξεκινάει για την Έκτη Σταυροφορία, αλλά εξαιτίας ενός λιμού π ου απ οδεκατίζει το στράτευμά του, αναγκάζεται να επ ιστρέψει και ο π άπ ας Γρηγόριος Θ' τον αφορίζει. Τον επ όμενο χρόνο ξεκινάει π άλι, κι αυτή τη φορά, χάρη στη συμφωνία π ου κάνει με τον αλ-Μαλίκ αλ-Καμίλ, στέφεται βασιλιάς στην Ιερουσαλήμ. Η νίκη του δεν έγινε ευνοϊκά δεκτή απ ό τον π άπ α — λόγω μη συμμετοχής της Εκκλησίας — και από τότε αρχίζει η αμείλικτη διαμάχη ανάμεσα στον Φρειδερίκο και στην π απ ική εξουσία, στην οπ οία εμπ λέκονται οι διάφορες π όλεις της Ιταλίας, π αίρνοντας είτε το μέρος του π άπ α (Γουέλφοι) είτε του αυτοκράτορα (Γιβελίνοι). Οι σύγχρονοί του τον απ οκάλεσαν Stupor Mundi — Θαύμα του κόσμου —χάρη στο ανεξάντλητο ενδιαφέρον του για τις επ ιστήμες, τόσο τις θεωρητικές όσο και τις θετικές. Σχετικά με το θάνατό του, υπ ήρχε η π ροφητεία π ως θα επ έλθει
σε μια π όλη π ου το όνομά της θα π εριείχε τη λέξη fiore: λουλούδι. Γι' αυτόν το λόγο ο Φρειδερίκος απ έφευγε π άντα τη Φλωρεντία, δεν ήξερε όμως ότι κοντά στο Σαν Σεβέρο υπ ήρχε μια π εριοχή π ου ονομαζόταν Καστέλ Φιορεντίνο, στο π αλάτι της οπ οίας τελικά π έθανε το 1250, θύμα κατά π άσα π ιθανότητα μιας εντερικής λοίμωξης. Ο θάνατός του ήταν τόσο ξαφνικός, ώστε αμέσως κυκλοφόρησε η φήμη π ως δολοφονήθηκε απ ό το νόθο γιο του Μανφρέντι, ο οπ οίος στη συνέχεια τον διαδέχτηκε στη βασιλεία της Σικελίας. Το ΦΩΣ ΤΟΥ ΔΕΙΛΙΝΟΥ ΠΕΡΝΟΥΣΕ μέσα απ ό τις φυλλωσιές, βάζοντας φωτιά στη χρυσαφιά φλούδα των λεμονιών. Στον κήπ ο, π ου τον π εριέβαλλε μια στοά με μαρμάρινους κίονες, ένα έντονο άρωμα λουλουδιών φερμένο απ ό τη θαλασσινή αύρα π λημμύριζε την ατμόσφαιρα. Ξαπ λωμένος π άνω σε π ορφυρά μαξιλάρια, ο αυτοκράτορας χάραζε στο χώμα αφηρημένος γεωμετρικά σχέδια μ' ένα κλαδάκι. Άπ λωσε το χέρι του π ρος τον καρπ ό ενός κέδρου π ου είχε π έσει κάτω και τον έδειξε στον π ιο νέο απ ό τους συνοδούς του, ο οπ οίος στεκόταν όρθιος δίπ λα του. «Ετσι λοιπ όν είναι φτιαγμένη η Γη;» ρώτησε ύστερα απ ό λίγο. «Μια συμπ αγής σφαίρα, τελείως καμπ ύλη», επ ιβεβαίωσε ο Γκουίντο Μπ ονάτι, ο αστρολόγος της αυλής. Ο Φρειδερίκος σκέφτηκε τα λόγια του συνομιλητή του. Κατόπ ιν άνοιξε απ ότομα τα δάχτυλά του κι άφησε τον καρπ ό να π έσει. «Και τι τη στηρίζει τότε;» συνέχισε απ ευθυνόμενος αυτή τη φορά στον άλλο σύντροφό του, π ου καθόταν λίγο π ιο π αράμερα. Έναν άνδρα χλομό, με κοκκινωπ ά μαλλιά και το π ρόσωπ ο γεμάτο φακίδες. «Το χέρι του Θεού», απ άντησε ο π ρώτος επ ιστήμονας της Χριστιανοσύνης, το καύχημα της αυτοκρατορικής αυλής: ο
Μιχαήλ ο Σκοτσέζος2. Λεπ τός σαν καλάμι, όπ ως εκείνα π ου στήριζαν την κληματαριά. «Και π όσο ψηλοί είναι οι ουρανοί όπ ου κατοικεί ο Θεός; Μπ ορείτε να μου π είτε, Γκουίντο;» «Μέχρι εκεί π ου φτάνει το φως τους, μεγάλειότατε», απ άντησε ο αστρολόγος, μαζεύοντας με το αριστερό του χέρι τον καρπ ό. «Το φως του Θεού δηλαδή». «Και τι υπ άρχει π έρα απ ό το φως;» «Μόνο το σκοτάδι. Αυτό π ου έμεινε μετά τη δημιουργία του φωτός, όπ ως λένε και οι Γ ραφές», απ οκρίθηκε ο Μιχαήλ ο Σκοτσέζος, δείχνοντας με το δάχτυλό του π ρος τον ουρανό. Ένα αινιγματικό χαμόγελο φώτισε το π ρόσωπ ο του Φρειδερίκου. Λίγο π ιο π έρα, ένας άνδρας π ου φορούσε το χοντροκομμένο ράσο των φραγκισκανών π αρακολουθούσε σιωπ ηλός τη σκηνή. Ο αυτοκράτορας στράφηκε π ρος το μέρος του. «Δώστε μου το μέγεθός του, αδελφέ Ελία3. Το μέγεθος για το ύψος του Θεού».4 Πρωί της 5ης Αυγούστου τον 1300, στους βάλτους δυτικά της Φλωρεντίας ΕΙΧΑΝ ΑΦΗΣΕΙ ΤΑ ΑΛΟΓΑ κοντά σε μια αγροικία, στο δρόμο για την Πίζα, ενώ ο ήλιος βρισκόταν ήδη ψηλά στον ουρανό. Απ ό κει κατευθύνθηκαν π ρος την κοίτη του π οταμού, π ου κυλούσε δυο λεύγες π ιο κάτω, αόρατος ανάμεσα στις καλαμιές και στη βλάστηση των βάλτων. Η μικρή φάλαγγα, με τις μεταλλικές π ανοπ λίες να δυσκολεύουν την π ορεία, π ροχωρούσε με κόπ ο στο βρεγμένο χώμα εδώ και π άνω απ ό δύο ώρες, αναζητώντας ένα π έρασμα ανάμεσα στα έλη. Επ ικεφαλής —γύρω στα είκοσι βήματα μπ ροστά απ ό τους υπ όλοιπ ους— π ήγαινε ο Δάντης Αλιγκιέρι, φέροντας τα εμβλήματα του π ροϊσταμένου.
«Κύριε π ροϊστάμενε, π εριμένετε, λίγο π ιο αργά. Γιατί τόση βιασύνη;» ρώτησε αγκομαχώντας ο μπ αρτζέλο, ένας κοντόχοντρος άνδρας π ου η π ανοπ λία του τον έκανε να δείχνει ακόμα π ιο άχαρος. Στην π ροσπ άθειά του να φτάσει τον Δάντη, γλίστρησε. Ένα μικρό ρυάκι εμπ όδιζε το π έρασμά τους. Ο Δάντης στράφηκε, σκουπ ίζοντας με το μανίκι τον ιδρώτα απ ό το π ρόσωπ ό του. Κατόπ ιν, με μια απ οφασιστική κίνηση σήκωσε την άκρη του χιτώνα του π άνω απ ό τα γόνατα και π ήδηξε, ακολουθούμενος απ ό τους άλλους. Στο βάθος, ένα μικρό ύψωμα γεμάτο θάμνους έκρυβε τον ορίζοντα. «Εκείνο είναι το καμπ αναριό της Σάντα Κρότσε... π ρέπ ει να κοντεύουμε π ια», είπ ε με κομμένη φωνή ο αρχηγός της φρουράς, δείχνοντας κάτι στο βάθος. Ο π ροϊστάμενος είχε σταθεί λίγο π ιο π έρα, στη μέση της ανηφόρας, και π ροσπ αθούσε να καθαρίσει τα π απ ούτσια του απ ό τη λάσπ η και το νερό. Μ' ένα μορφασμό αηδίας, τράβηξε απ ό τον αστράγαλό του μια βδέλλα και την π έταξε μακριά. Στο σημείο όπ ου τον είχε δαγκώσει, είχε σχηματιστεί μια λεπ τή γραμμή αίματος. Έπ λυνε την π ληγή με λίγο νερό, μετά κοίταξε ανυπ όμονα τον μπ αρτζέλο π ου π ροχωρούσε άτσαλα και λαχανιάζοντας, π ροσπ αθώντας να τον φτάσει. «Εν π άση π εριπ τώσει, π ού είναι;» Μπ ροστά τους, μέσα απ ό ένα κενό π ου άφηναν οι καλαμιές, διακρίνονταν οι όχθες του Άρνου. Πιο π έρα ο π οταμός χανόταν ξανά απ ό τα μάτια τους, στρίβοντας σε μια κόχη π ου την έκρυβε ένα μικρό ύψωμα. «Μάλλον εκεί... π ίσω απ ό κείνη τη συστάδα». Ο Δάντης κοίταξε π ρος το μέρος π ου του έδειχναν. Το λασπ ωμένο έδαφος φαινόταν σαν να ήθελε να τους ρουφήξει. Στα
τελευταία μέτρα αναγκάστηκε να χρησιμοπ οιήσει τα χέρια του και να π ιαστεί απ ό τα αγκαθοατά κλαδιά π ου σκέπ αζαν την κορυφή. Έπ ειτα απ ό λίγο μπ όρεσε επ ιτέλους να δει απ έναντι. Σε απ όσταση π ερίπ ου τριακοσίων βημάτων, αντίκρισαν ένα σκοτεινό όγκο αραξοβολημένο στην όχθη, μισοκρυμμένο απ ό τη βλάστηση. «Ήταν λοιπ όν αλήθεια...» ψέλλισε ο μπ αρτζέλο. Κι ο Δάντης δυσκολευόταν να π ιστέψει ατα μάτια του. Γερμένη ελαφρά στο π λάι, μια π ολεμική γαλέρα είχε αράξει στην όχθη του π οταμού, με τα κουπ ιά της απ λωμένα, λες και ετοιμαζόταν να σαλπ άρει. «Ο διάβολος π ρέπ ει να την οδήγησε ως εδώ», μουρμούρισε ο μπ αρτζέλο ανατριχιάζοντας, Ο Δάντης δεν κατάφερε να συγκρατήσει ένα χαμόγελο. Ήξερε καλά τους θρύλους π ου κυκλοφορούσαν γι' αυτό εδώ το μέρος. Όμως αν υπ ήρχε στ' αλήθεια ο διάβολος, τουλάχιστον θα είχαν τη δυνατότητα να δουν το π ρόσωπ ό του. «Δε διακρίνεται κανείς στο κατάστρωμα. Δείχνει εγκαταλελειμμένη», π αρατήρησε ένας στρατιώτης. «Πράγματι, δεν υπ άρχει ίχνος ζωής», επ ιβεβαίωσε ο π οιητής κοιτάζοντας την άδεια π λώρη. Στον στενό κεντρικό διάδρομο δεν κυκλοφορούσε ψυχή και κανείς δεν κρατούσε το τιμόνι. Το π λοίο φαινόταν σε άριστη κατάσταση, σαν να είχε μόλις αράξει, με το μεγάλο λατίνι του π ροσεκτικά διπ λωμένο στην μπ ούμα. Ένιωσε ένα ρίγος να διαπ ερνά τη σπ ονδυλική του στήλη. Του φαινόταν αδιανόητο να διαπ λεύσει κάπ οιος τον Αρνό, λίγα μόλις μίλια απ ό τις εκβολές του, μ' ένα τόσο μεγάλο σκάφος. Αυτή η π αρουσία θα έλεγες π ως ήταν... μάλιστα, αδύνατη. Αναζήτησε ένα σημάδι π ου να του απ οκάλυπ τε την π ροέλευσή της, αλλά δε διέκρινε π αρά μόνο ένα μαύρο π ανί π ου κρεμόταν χαλαρά απ ό το ιστίο.
«Ας π λησιάσουμε. Πρέπ ει να δω... και να μάθω», είπ ε και άρχισε να κατηφορίζει βιαστικά την π λαγιά, βουτώντας ξανά στο βάλτο, ενώ οι υπ όλοιπ οι τον ακολούθησαν απ ρόθυμα. Είχε π άρει το σπ αθί ενός απ ό τους άνδρες κι άνοιγε δρόμο κόβοντας με φούρια τα κλαδιά, βουτηγμένος στο νερό μέχρι τα γόνατα. Ρυάκια ιδρώτα έτρεχαν απ ό το σώμα του, όμως η υπ ερδιέγερση της ανακάλυψης έμοιαζε να έχει σβήσει κάθε ίχνος κούρασης. Δεν έβλεπ ε π ρος τα π ού π ήγαινε. Έδωσε ένα τελευταίο χτύπ ημα με το σπ αθί κι έμεινε ακίνητος, αναπ ηδώντας απ ό την έκπ ληξη, ενώ π ίσω του ακούστηκαν οι τρομαγμένες κραυγές των στρατιωτών. Μπ ροστά τους είχε εμφανιστεί ένας γενειοφόρος γίγαντας, με ύψος π άνω απ ό έξι π ήχεις. Στο τρομακτικό κεφάλι του, π ου το στόλιζε μια κορόνα, δυο φρικαλέα π ρόσωπ α, το ένα αντικριστά απ ό το άλλο, αγνάντευαν τον ορίζοντα με το διπ λό, μοχθηρό τους βλέμμα. Ο γίγαντας καθόταν σ' έναν τεράστιο σκαλισμένο κορμό π ου κατέληγε σε μια μπ ρούντζινη μύτη, μισοκρυμμένη στη λάσπ η του βάλτου. Ένα επ ίμονο βουητό αντηχούσε στον αέρα. Τα έντομα, π ου τους είχαν βασανίσει σε όλη τη διάρκεια της π ορείας τους, έδειχναν τώρα π ερισσότερα και π ιο επ ιθετικά. Πετούσαν σαν ένα αηδιαστικό σύννεφο γύρω απ ό το κεφάλι του ακρόπ ρωρου. «Ο Βελζεβούλ, ο άρχοντας των μυγών», μουρμούρισε ο Δάντης, απ ομακρύνοντας αηδιασμένος ένα σμήνος απ ό π άνω του. Μια ριπ ή ανέμου διαπ έρασε την ατμόσφαιρα, φέρνοντας μαζί της μια βαριά μυρωδιά απ οσύνθεσης. «Πρέπ ει να ανεβούμε π άνω», είπ ε απ οφασιστικά ο π ροϊστάμενος, ύστερα απ ό ένα στιγμιαίο δισταγμό.
Στην π λώρη, απ ό το άνοιγμα για την αλυσίδα της άγκυρας, κρεμόταν μια σκοινένια σκάλα. Ο Δάντης τύλιξε το στόμα και τη μύτη του με το π έπ λο του καπ έλου του, μετά π ιάστηκε απ ό το κομμένο έμβολο κι άρχισε να ανεβαίνει με κόπ ο π ρος το κατάστρωμα. Στα μισά γύρισε το κεφάλι του π ρος τα π ίσω, π αροτρύνοντας τον μπ αρτζέλο π ου συνέχιζε να κοιτάζει το ακρόπ ρωρο τρομοκρατημένος. Περίμενε μέχρι ν' αρχίσει να ανεβαίνει κι εκείνος και με μια τελευταία π ροσπ άθεια π ήδηξε στο κατάστρωμα. Και ο αρχηγός της φρουράς έφτασε στη γέφυρα ξεφυσώντας. Πλησίασε για να δει καλύτερα κι έφερε αυτόματα το χέρι στο στόμα του, π νίγοντας ένα λυγμό. «Μα είναι...» «...νεκροί. Όπ ως είχαν π ει οι άνδρες σας». Δεκάδες κωπ ηλάτες, π αραταγμένοι στους π άγκους τους, έμοιαζαν να συμμετέχουν σε μια μακάβρια π αρωδία, σκυμμένοι π άνω απ ό τα κουπ ιά, σαν να μοχθούσαν. Αλλοι κείτονταν στραμμένοι π ρος την π ρύμνη, γύρω απ ό το τιμόνι. Τα π τώματα ήταν π ρησμένα και καλυμμένα μ' ένα ελαιώδες υγρό, λες και είχαν μείνει π ολλές μέρες εκτεθειμένα κάτω απ ό τον καυτό ήλιο. Κοίταξε τριγύρω έχοντάς τα χαμένα. Μια ριπ ή ζεστού ανέμου διαπ έρασε τη γέφυρα, σηκώνοντας απ ό τους π άγκους μια μολυσμένη μυρωδιά απ οσύνθεσης. «Πανούκλα!» ψιθύρισε ο μπ αρτζέλο, π ροσπ αθώντας να π ροστατευτεί με το χέρι απ ό τη δυσωδία. Ο Δάντης κούνησε το κεφάλι του. Το π λοίο π ρέπ ει να είχε κυβερνηθεί με εξαιρετική ικανότητα για να φτάσει ως εκεί. Πώς θα μπ ορούσε να τα καταφέρει με το π λήρωμα άρρωστο; Όχι, σίγουρα άλλη ήταν η αιτία της εκατόμβης, Ο θάνατος π ρέπ ει να είχε έρθει σαν σιωπ ηλός επ ισκέπ της, χαϊδεύοντας το π λοίο με τα νύχια του για αρκετό καιρό π ριν χτυπ ήσει. Σήκωσε το βλέμμα του, καθώς την
π ροσοχή του τράβηξε το π λατάγισμα π ανιού στο κατάρτι. Προτού η σημαία π έσει ξανά, π ρόλαβε να διακρίνει το σχέδιο μιας νεκροκεφαλής π άνω απ ό δύο σταυρωτά κόκαλα. Στη μέση της γέφυρας υπ ήρχε μια μπ ουκαπ όρτα π ου οδηγούσε στο αμπ άρι. Ίσως το φορτίο του π λοίου να απ οκάλυπ τε το μυστικό του. Βρήκε μια καβίλια και τύλιξε γύρω της βιαστικά ένα κομμάτι π ισσωμένο ύφασμα π ου μάζεψε απ ό κάτω. Έπ ειτα απ ό μερικές π ροσπ άθειες, χρησιμοπ οιώντας το τσακμάκι του, άναψε εκείνη την αυτοσχέδια δάδα και χώθηκε στο άνοιγμα, ρίχνοντας φως. Δεν είδε εργαλεία, αντένες ή ανταλλακτικά π ανιά, οΰτε τρόφιμα, ούτε απ οθέματα νερού ή κρασιού. Κανένα μέρος διαμονής για το π λήρωμα, ούτε κουζίνα, ούτε όπ λα. Ακόμα και το έρμα είχε μετακινηθεί, μετατρέπ οντας τη γαλέρα σ' ένα μεγάλο, άδειο κέλυφος. Φαινόταν λες και η μόνη φροντίδα του κυβερνήτη ήταν να μειώσει όσο π ερισσότερο γινόταν το βύθισμα του π λοίου, ώστε να μπ ορέσει να ανεβεί τον π οταμό. Έστρεψε το βλέμμα του π ρος το καρέ της π ρύμνης, κάτω απ ό το κάσαρο. Η π όρτα της καμπ ίνας του κυβερνήτη ταλαντευόταν απ αλά, λες και κάπ οιος τον καλούσε να μπ ει εκεί μέσα. Η καμπ ίνα ήταν βυθισμένη στο σκοτάδι. Στη μέση, κάτω απ ό ένα σιδερένιο φωτιστικό π ου κρεμόταν π άνω απ ό τα κεφάλια τους, βρίσκονταν τρεις άνδρες, ακίνητοι γύρω απ ό ένα μικρό τραπ έζι, καθισμένοι χαλαρά στα σκαλιστά σκαμνιά τους, σαν να τους είχε π ιάσει ξαφνικά ο ύπ νος στη μέση μιας συζήτησης, μπ ροστά στις κούπ ες με το κρασί. Στα π όδια τους, στο κέντρο μιας φωτεινής κηλίδας, υπ ήρχαν σκορπ ισμένα κάτι μεταλλικά αντικείμενα. Ο Δάντης έσκυψε γεμάτος π εριέργεια, π λησιάζοντας τη δάδα. Ήταν ένα είδος μηχανισμού, γεμάτο μοχλούς και οδοντωτούς
τροχούς, π ου π άνω στις επ ιφάνειές τους απ ό γυαλιστερό ξύλο και ορείχαλκο η φλόγα έστελνε χίλιες αντανακλάσεις. Είχε ύψος δύο π όδια, άλλο τόσο μήκος και π λάτος, όμως δεν μπ ορούσε να φανταστεί την αρχική μορφή του, γιατί κάπ οιος του είχε επ ιτεθεί με μανία, κάνοντάς τον κομμάτια. Στο δάπ εδο βρισκόταν ακόμα το τσεκούρι π ου είχε χρησιμοπ οιηθεί για την καταστροφή. Μάζεψε ένα γρανάζι, δοκιμάζοντας με τα δάχτυλά του τα λεπτά του δόντια. Υπήρχαν πάνω του μερικοί μικροσκοπ ικοί χαρακτήρες, π ου όμως δεν κατάφερε να τους απ οκρυπ τογραφήσει. Εκείνη τη στιγμή η γαλέρα ταλαντεύτηκε, λες και στο π οτάμι είχε σχηματιστεί μια ξαφνική δίνη. Ο μπ αρτζέλο είχε π λησιάσει και κοίταζε τριγύρω σαστισμένος. «Μα... είναι Σαρακηνοί! Όλοι νεκροί!» αναφώνησε, μη δίνοντας π ροσοχή στο σπ ασμένο μηχανισμό. Ο Δάντης σήκωσε το βλέμμα στα π τώματα. Δύο έφεραν τα εμβλήματα των αξιωματικών του ναυτικού: π ρέπ ει να ήταν ο κυβερνήτης και ο δεύτερος καπ ετάνιος, Ο τρίτος φορούσε φανταχτερά ρούχα π ου έμοιαζαν να κυματίζουν γύρω του σαν ανοιχτά φτερά. Ρούχα ασυνήθιστα, όπ ως το μεγάλο τουρμπ άνι π ου τύλιγε το κεφάλι του. Και η γενειάδα του ήταν κυματιστή, όπ ως συνηθίζουν στην Ανατολή. Στο π ρόσωπ ό τους διακρίνονταν τα σημάδια της π ροχωρημένης ηλικίας. «Όλοι... όλοι νεκροί», εξακολουθούσε να λέει ο μπ αρτζέλο, σαν απ οβλακωμένος. «Πά'ψτε», π ρόσταξε ο Δάντης ενοχλημένος. «Αφήστε με ν' ακούσω». «Τι;» «Αυτό π ου λένε οι νεκροί. Ετούτος ο άνδρας δεν ανήκε στο π λήρωμα. Σίγουρα δεν ήταν ναυτικός. Προσέξατε τα χέρια του; Τα ρούχα του; Κατά π άσα π ιθανότητα ήταν επ ιβάτης. Και όλοι είχαν
ήδη σβήσει, όταν π ροσάραξε το π λοίο. Εκτός απ ό έναν». Εδειξε το άδειο σκαμνί και μια κούπ α στο τραπ έζι, ακόμα γεμάτη. «Ήταν τέσσερις. Όμως ένας απ ό αυτούς δεν ήπ ιε. Και κοιτάξτε εκεί», π ρόσθεσε δείχνοντας την απ έναντι π λευρά της καμπ ίνας. «Υπ άρχουν τέσσερα ράντσα, όλα χρησιμοπ οιημένα. Ο άνδρας π ου δεν ήπ ιε είναι ακόμα ζωντανός». Νικοίντας την αηδία του, ο Δάντης έστρεψε το π ρόσωπ ο του γέρου π ρος το φως του π αραθύρου και άνοιξε τις σφιγμένες σιαγόνες του. Μέσα απ ό το μισάνοιχτο στόμα, διέκρινε μια σειρά απ ό ακανόνιστα δόντια, λερωμένα μ' έναν κοκκινωπ ό αφρό. Στα μπ λάβα χείλη του υπ ήρχαν βαθιά κοψίματα. Λες και ο δυστυχισμένος, τις τελευταίες στιγμές της ζωής του, τα είχε δαγκώσει μέχρι να ματώσουν. Στη συνέχεια μύρισε τα υπ ολείμματα του υγρού στην κούπ α. «Μα καλά, π ώς π έθαναν;» Ο π οιητής έδειξε στον μπ αρτζέλο το π τώμα, π λησιάζοντας τη δάδα στο π ρόσωπ ό του. «Βλέπ ετε τα π ρησμένη χείλη και τη γλώσσα; Σαν να π νίγηκε μέσα σε μια υπ ερβολικά βαριά ατμόσφαιρα», εξήγησε, απ ομακρύνοντας τη φλόγα απ ό το π ρόσωπ ο του νεκρού, του οπ οίου τα γένια είχαν αρχίσει να κατσαρώνουν απ ό τη ζέστη. «Δηλητήριο. Όχι όμως απ ό κείνα π ου χτυπ άνε τα σπ λάχναμάλλον μια ουσία π ου του έκοψε τη δύναμη της αναπ νοής». Ενώ άφηνε να π έσει το κεφάλι του νεκρού, απ ό το λαιμό του κύλησε κάτι π ου ξετυλίχτηκε σαν φίδι. Έμοιαζε με χρυσό μενταγιόν, γεμάτο μικροσκοπ ικά σημαδάκια και αραβικούς χαρακτήρες, π ερασμένο σ' ένα δερμάτινο κορδόνι. Ένας αστρολάβος, σκέφτηκε, και μάλιστα εξαιρετικά καλοφτιαγμένος. Το σκόπ ευτρο, ο κινητός δείκτης, είχε σπ άσει απ ό το χτύπ ημα π ου είχε τσακίσει ένα απ ό τα π τερύγιά του. Όμως
το δίχτυ — ένα π λέγμα απ ό διάτρητες νευρώσεις όμοιο με π ολύτιμο κόσμημα— ήταν άθικτο, μ' ένα απ ίστευτο π λήθος απ ό αγκάθια και φωτιές π ου π αρίσταναν τα σταθερά αστέρια. Μ' ένα γρήγορο υπ ολογισμό ο Δάντης εκτίμησε π ως π ρέπ ει να ήταν τουλάχιστον εκατό. Δεν είχε ξαναδεί π οτέ αστρολάβο με π ερισσότερα απ ό τριάντα. Αν ένας άγγελος χρειαζόταν να βρει το δρόμο του ανάμεσα στ' αστέρια, δε θα μπ ορούσε να χρησιμοπ οιήσει κάτι καλύτερο. Ένας άγγελος... ή ένα δαιμόνιο. Εξέτασε βιαστικά τα άλλα δυο π τώματα. Και σ' αυτά ο θάνατος είχε αφήσει την ίδια σκληρή σφραγίδα. «Ο τέταρτος άνδρας σκότωσε τους συντρόφους του δηλητηριάζοντας τα απ οθέματα κρασιού' Βλέπ ετε, όταν το π λοίο φτάσει στον π ροορισμό του, συνηθίζεται να μοιράζουν κρασί στους ναύτες. Με αυτόν τον τρόπ ο το π λήρωμα τους ακολούθησε στην ίδια άβυσσο», μουρμούρισε ο Δάντης. «Ας π ροσπ αθήσουμε να μάθουμε μερικά π ράγματα για το π λοίο». Κοίταξε τριγύρω. Στο βάθος της καμπ ίνας, στερεωμένο στον τοίχο υπ ήρχε ένα ντουλαπ άκι ενισχυμένο με σιδερένιους μεντεσέδες. Χρησιμοπ οιώντας την άκρη του ξίφους του, κατάφερε να το π αραβιάσει. Μέσα βρήκε ένα δερματόδετο τετράδιο. Πρέπ ει να ήταν το ημερολόγιο του π λοίου. Αφού του έριξε μια γρήγορη ματιά, το έβαλε στην τσάντα του. Η δυσωδία της απ οσύνθεσης είχε γίνει ανυπ όφορη. Τον έπ ιασε ένας βίαιος βήχας, ενώ η αίσθηση της ναυτίας π ου ένιωθε όλο και μεγάλωνε. Κατάφερε μόνο να βεβαιωθεί ότι στα ρούχα τους δεν υπ ήρχαν άλλα σημαντικά αντικείμενα και βγήκε άρον άρον απ ό την καμπ ίνα. Μόλις βρέθηκε έξω, κοντοστάθηκε μια στιγμή για να π άρει αέρα. Το μυαλό του έτρεξε στον άγριο θάνατο των κωπ ηλατών.
Τώρα καταλάβαινε την τρομερή σύσπ αση των μελών τους. Όσοι είχαν γλιτώσει απ ό το δηλητήριο, έμειναν αλυσοδεμένοι να π εθάνουν απ ό τη δίψα κάτω απ ό τον καυτό ήλιο, χωρίς ο δολοφόνος να φροντίσει να λύσει τα δεσμά τους. Είχαν π αλέψει μέχρι το τέλος να ελευθερωθούν και οι απ ελπ ισμένες κραυγές τους π ρέπ ει να ηχούσαν επ ί μέρες στο βάλτο. Όμως η ακατανόητη γλώσσα τους, αντί να φέρει βοήθεια, είχε τρομοκρατήσει τους λιγοστούς κατοίκους, κάνοντάς τους να νομίζουν π ως επ ρόκειτο για φαντάσματα. Στον Δάντη φάνηκε π ως άκουγε ακόμα τα ουρλιαχτά απ ό τους π άγκους. Στράφηκε στον μπ αρτζέλο: «Δώστε διαταγή στους άνδρες σας να μαζέψουν, δίχως να τους ξεφύγει τίπ οτα, όλα τα κομμάτια του μηχανισμού π ου βρίσκεται στο καρέ και να τα μεταφέρουν στη Φλωρεντία με τη μέγιστη π ροσοχή. Σκίστε ένα π ανί και τυλίξτε τα». «Κι... αυτοί εδώ;» Ο π οιητής κοίταξε τριγύρω αναπ οφάσιστος. Δεν μπ ορούσε να κάνει τίπ οτα για κείνους τους άμοιρους. Όμως δε θα τους άφηνε να σαπ ίσουν αλυσοδεμένοι. «Βάλτε φωτιά στο π λοίο. Ανάψτε μια νεκρική π υρά και είθε ο Θεός μας και ο δικός τους να δεχτούν μαζί τις ψυχές τους», διέταξε. «Και π ρος το π αρόν φροντίστε να κυκλοφορήσουν όσο το δυνατόν λιγότερα γι' αυτή την ιστορία». «Μα η γαλέρα ήταν άδεια. Κανένα π ολύτιμο φορτίο, μόνο συντρίμμια. Γιατί τόση μυστικότητα;» ρώτησε αντιδρώντας ο αρχηγός της φρουράς με φιλύπ οπ το ύφος. «Εκτός απ ό τους νεκρούς». «Ναι. Εκτός απ ό τους νεκρούς», έκοψε την κουβέντα ο π ροϊστάμενος, αρχίζοντας να κατεβαίνει απ ό το π λοίο. Οι άνδρες βιάστηκαν να εκτελέσουντις διαταγές, ανυπ ομονώντας να απ ομακρυνθούν απ ό κείνο το καταραμένο
μέρος. «Ας γυρίσουμε στα άλογά μας», διέταξε ο Δάντης μόλις είδε τις φλόγες να επ ιτίθενται στο σκάφος. Ενώ απ ομακρύνονταν, έριξε μια τελευταία ματιά απ ό την κορυφή του αμμόλοφου. Καθώς η φωτιά κυρίευε το κουφάρι, κόκκινες γλώσσες σηκώνονταν όλο και π ιο ψηλά, μοιάζοντας με δάχτυλα π ου απ ό τη νεκρική π υρά υψώνονταν π ρος τον ουρανό ζητώντας δικαιοσύνη. Ή εκδίκηση. Αυγή της 6ης Αυγουστου Έφτασαν στη Φλωρεντία τις π ρώτες ώρες της επ όμενης μέρας, ύστερα απ ό μια νυχτερινή π ορεία π ου εξάντλησε άνδρες και άλογα, ενώ π άνω απ ό τα κεφάλια τους έδυαν οι αστερισμοί. Οι επ άλξεις των τειχών έλαμπ αν στις π ρώτες ακτίνες του ήλιου, σαν να ήταν φτιαγμένες απ ό χαλκό και όχι απ ό π έτρες και τούβλα. Σε όλη τη διάρκεια της νύχτας έπ εφτε κάθε τόσο μια βροχή γεμάτη άμμο, π ου τη διαδέχονταν διαστήματα ξαστεριάς. Κάπ οια στιγμή π ου τ' αστέρια ήταν ορατά, ο Δάντης σήκωσε το βλέμμα του για να υπ ολογίσει π όσες ώρες είχαν π εράσει. Τότε είδε στον ουρανό να λάμπ ει ο αστερισμός των Διδύμων, του ζωδίου του. Η διπ λή λάμψη του Κάστορα και του Πολυδεύκη έμοιαζε να τον οδηγεί, χαρίζοντάς του δύναμη για να νικήσει την αδιαθεσία π ου τον είχε καταβάλει. Κάμπ οσες φορές, ενθαρρημένος απ ό την γκρίνια των ανδρών του, ο μπ αρτζέλο π ρότεινε να κάνουν μια στάση. Όμως ο Δάντης απ αντούσε π άντα αρνητικά, καθώς τον είχε κυριεύσει μια ακατανίκητη αγωνία να βιαστεί. Η φωτιά στο π λοίο είχε σβήσει τα ορατά σημάδια της σφαγής, όχι όμως και το δικαίωμα εκείνων των ψυχών να π άρουν εκδίκηση. Έπ ρεπ ε να βρει τον υπ εύθυνο, αυτόν π ου το είχε σκάσει, αφού διέπ ραξε ένα τόσο απ οτρόπ αιο έγκλημα. Μπ ροστά του έβλεπ ε να π ηγαίνει π έρα-δώθε ο σάκος με τα
κομμάτια του μηχανισμού. Το άλογο — όπ οτε το φορτίο στέναζε με τον μεταλλικό του ήχο— κινιόταν νευρικά, λες και καταλάβαινε π ως κουβαλούσε θραύσματα φερμένα απ ό την Κόλαση. «Ανοίξτε την π ύλη στις αρχές της Φλωρεντίας!» φώναξε με τις τελευταίες δυνάμεις π ου του είχαν απ ομείνει στο σκοπ ό π ου π ροσπ αθούσε να δει π οιοι ήταν, βάζοντας τη δάδα του σ' ένα κενό των επ άλξεουν. Στο αμυδρό φως, η συνοδεία απ ό άλογα και εξαντλημένους άνδρες έμοιαζε με μια ακαθόριστη σκούρα μάζα. «Και μη χασομεράτε όταν δίνω διαταγές! » π ρόσθεσε θυμωμένος. «Αι στο διάολο!» του απ άντησε ο φρουρός απ ό ψηλά. «Σήμερα δεν είναι μέρα αγοράς και κανείς δεν μπ αίνει π ριν απ ό την τρίτη ώρα. Πάρε τα τσιράκια σου και φύγε μακριά απ ό τα τείχη, διαφορετικά θα βγω με τη φρουρά και θα σας τσακίσω!» «Καταραμένο σκυλί!» ούρλιαξε ο Δάντης π ηδώντας θυμωμένος κάτω. Η απ ροσδόκητη κίνηση και η φωνή του τρόμαξαν το άλογό του π ου π αραπ άτησε, κάνοντάς τον να χάσει την ισορροπ ία του. Έπ εσε βαριά μέσα στο βούρκο, π ετώντας π αντού λάσπ ες και καταφέρνοντας μόλις και μετά βίας να κρατηθεί όρθιος. Πίσω του αντήχησαν τα φθονερά γέλια των στρατιωτών, π ου συμμάχησαν με το συνάδελφό τους στις επ άλξεις. Ακόμα και ο μπ αρτζέλο δεν κατάφερε να συγκρατηθεί κι έπ νιξε με δυσκολία ένα γελάκι. Στο μεταξύ, με τη φασαρία π ου γινόταν στις επ άλξεις, είχαν αρχίσει να μαζεύονται και οι υπ όλοιπ οι στρατιώτες της φρουράς, μέσα σε ηχηρά χασμουρητά και θόρυβο απ ό π ανοπ λίες. Πρόσωπ α κόκκινα και ακόμα νυσταγμένα εμφανίστηκαν στο π άνω μέρος των τειχών, βρίζοντας και κάνοντας αισχρές χειρονομίες π ρος εκείνους π ου βρίσκονταν κάτω. «Ανοιξε την π ύλη, κάθαρμα!» απ οφάσισε επ ιτέλους να φωνάξει ο μπ αρτζέλο, τον οπ οίο οι άλλοι αναγνώρισαν αμέσως. Οι φωνές κόπ ηκαν απ ότομα, ενώ ύστερα απ ό λίγο ακούστηκε ο
θόρυβος της αλυσίδας καθώς κάπ οιος τη μετακινούσε. Ο Δάντης, τραβώντας το άλογό του απ ό τα χαλινάρια, π έρασε αργά κάτω απ ό τη χαμηλή π ύλη. Προσπ αθούσε να δει τα π ρόσωπ α των στρατιωτών για να τους θυμηθεί, ενώ τους καταριόταν μέσα απ ό τα δόντια του. Την ίδια στιγμή, π ίσω απ ό τις π λάτες του ακούστηκε ένα τραγούδι, ένα είδος ψαλμωδίας της οπ οίας δεν μπ ορούσε να ξεχωρίσει τα λόγια. Για μια στιγμή νόμισε π ως ήταν η ιδέα του και γύρισε. Πέρα απ ό τη στροφή του δρόμου, είδε μια π ερίεργη ομάδα ανθρώπ ων π ου π λησίαζε αργά. Απ ό αυτούς ερχόταν η ψαλμωδία. Η συντροφιά έμοιαζε να απ οτελείται απ ό τους επ ιζώντες κάπ οιου ναυαγίου. Μπ ροστά π ήγαινε ένας άνδρας ψηλός, γενειοφόρος, ντυμένος μ' ένα χοντροκομμένο σκούρο ράσο και με το κεφάλι του χωμένο βαθιά στην κουκούλα του. Προχωρούσε στηριζόμενος σ' ένα μακρύ μπ αστούνι π ου στο π άνω μέρος κατέληγε σ' ένα σταυρό μέσα σε κύκλο. Πίσω του ακολουθούσε μια μικρή ομάδα απ ό άνδρες και γυναίκεςαπ ό τα ρούχα π ου φορούσαν έμοιαζαν λες και ο οδηγός τους τους είχε μαζέψει ενώ έκαναν τις καθημερινές τους δουλειές. Χωρικοί κι έμπ οροι, αριστοκράτες και ψαράδες, π ολεμιστές και π όρνες, γιατροί και τοκογλύφοι, ένα είδος συγκεχυμένης και οδυνηρής απ εικόνισης της ανθρωπ ότητας. Στη μέση του π λήθους των οδοιπ όρων, καλυμμένα με σκόνη, ξεχώριζαν μερικά μουλάρια φορτωμένα όσο δεν έπ αιρνε άλλο με απ οσκευές και δέματα. Ένα ειδικά π αραπ ατούσε συνεχώς κάτω απ ό το βάρος ενός μεγάλου κιβωτίου, π αρόλο π ου ο άνδρας με τη στρατιωτική εμφάνιση το οδηγούσε σταθερά απ ό το χαλινάρι. Το φορτίο ήταν σκεπ ασμένο μ' ένα μάλλινο άσπ ρο ύφασμα, π άνω στο οπ οίο ξεχώριζε ένας κόκκινος σταυρός.
Έπ ειτα απ ό μια σύντομη διακοπ ή η ψαλμωδία άρχισε ξανά" τον τόνο έδινε ο επ ικεφαλής μοναχός. Η π ορεία π έρασε αργά κάτω από την π ύλη, χωρίς κανένας απ ό τους φρουρούς π ου επ έβαλλαν τους δασμούς για την είσοδο να φέρει την π αραμικρή δυσκολία. «Ποιοι είναι;» ρώτησε ο π οιητής. «Προσκυνητές π ου κατευθύνονται στη Ρώμη, φαντάζομαι», απ άντησε ο μπ αρτζέλο. «Όλοι αναζητώντας τη σωτηρία στην αυλή του Βονιφάτιου;» «Μαζεύονται σε ομάδες, ελπ ίζοντας έτσι να π εράσουν τα βουνά δίχως να τους ληστέψουν. Λες κι αυτοί οι κουρελήδες έχουν να τους κλέψεις κάτι!» απ οκρίθηκε ο αρχηγός της φρουράς, ρίχνοντας μια π εριφρονητική ματιά στον όχλο π ου είχε μόλις π εράσει την π ύλη. «Αλλά ακόμα κι αν γλιτώσουν απ ό τους ληστές, στη συνέχεια φροντίζουν οι ταβερνιάρηδές μας να ολοκληρώσουν το έργο τους!» π ρόσθεσε χαχανίζοντας. Ο Δάντης ακολούθησε λίγο ακόμα με το βλέμμα τη συντροφιά και στη συνέχεια ανέβηκε στο άλογό του. «Πού θα ξεφορτώσουμε;» τον ρώτησε ο μπ αρτζέλο, αφού π ροχώρησαν για λίγο μέσα στην π όλη, σαν να μην έβλεπ ε την ώρα να ελευθερωθεί απ ό κείνο το φορτίο με τα συντρίμμια. «Ακολουθήστε με μέχρι το Μέγαρο των Προϊσταμένων, στο Σαν Πιέρο. Το σάκο π αραδώστε τον στον κύριο Αλμπ έρτο, τον Λομβαρδό π ου έχει το μαγαζί στη Σάλτα Μαρία. Να το φυλάξει με τη μέγιστη π ροσοχή. Θα π εράσω αύριο να τον δω». Η μια π λευρά της εσωτερικής αυλής του Σαν Πιέρο φωτιζόταν απ ό τον ήλιο π ου είχε ανεβεί π άνω απ ό τη στέγη του κτιρίου. Ο π οιητής π ήγε στην π εριοχή π ου ήταν ακόμα στη σκιά, εκεί όπ ου βρισκόταν η σκάλα π ου οδηγούσε στον όροφο με τα κελιά. Είχε μόλις αρχίσει να ανεβαίνει, όταν έπ εσε π άνω σε κάπ οιον π ου
κατέβαινε τρέχοντας: μια κοπ έλα μισοντυμένη με κουρέλια, Ο π ροϊστάμενος άνοιξε διάπ λατα τα μάτια του απ ό την έκπ ληξη, αναγνωρίζοντας το ισχνό π ρόσωπ ο και τα π ράσινα, λάγνα μάτια. «Πιέτρα...» κατάφερε μόλις και μετά βίας να ψιθυρίσει με π νιγμένη φωνή. Η κοπ έλα τού γέλασε κατάμουτρα με ηλίθιο ύφος και ξανάρχισε να κατεβαίνει τρέχοντας π ρος την έξοδο. Η μυρωδιά του κρασιού στην ανάσα της τον χτύπ ησε στη μύτη. Για μια στιγμή μπ ήκε στον π ειρασμό να την ακολουθήσει, όμως εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένας ήχος απ ό βαριά βήματα π ου τον ανάγκασε να σταματήσει. Στην κορυφή της σκάλας είχε εμφανιστεί ένας λαχανιασμένος άνδρας, μισόγυμνος κι αυτός, π ου βλέπ οντας τον Δάντη, σταμάτησε απ ότομα. Του χαμογέλασε συνένοχα, αλλά ο π οιητής τον π ροσπ έρασε χωρίς να καταδεχτεί να του ρίξει ούτε μια ματιά και κατευθύνθηκε π ρος το κελί του. «Ω, κύριε Αλιγκιέρι, δεν υπ άρχει λόγος να είστε τόσο ψηλομύτης, δεδομένου ότι για δύο μήνες είμαστε αναγκασμένοι να μένουμε κλεισμένοι εδώ μέσα, λες και βρισκόμαστε στη φυλακή!» φώναξε π ίσω του ο άλλος. «Απ ' ό,τι φαίνεται όμως, εσείς τουλάχιστον βρίσκετε τρόπ ο να βγαίνετε τη νύχτα...» Ο Δάντης γύρισε απ ότομα κι έκανε μερικά βήματα π ρος τον άνδρα. Το αίμα είχε αρχίσει να χτυπ άει στα μηνίγγια του, βουίζοντας σαν καταρράκτης. Ακόμα και η όρασή του είχε θολώσει απ ό την κούραση και την αδιαθεσία. Οι δυνάμεις του σιγά σιγά μειώνονταν —το ένιωθε με την ψυχρότητα π ου θα το έβλεπ ε ένας π αρατηρητής — , ενώ άπ λωνε τα χέρια π ρος το συνομιλητή του, εκείνος βάλθηκε να κατεβαίνει βιαστικά τη σκάλα, π ηγαίνοντας π ρος το φυλάκιο. «Μήπ ως ζηλεύετε την π ουτάνα σας; Μπ ορείτε να τη βρείτε στον "Παράδεισο'’ όπ οτε θέλετε!» γρύλισε ο άλλος. «Εκεί όπ ου τη συνάντησα κι εγώ!»
Ο Δάντης έσφιξε τις γροθιές του και ξανάρχισε να βαδίζει π ρος το κελί του. «Κύριε Αάπ ο, μόνο η ειρωνεία της τύχης θέλησε να μοιραστούμε την ίδια εξουσία. Την οπ οία εγώ π ροσπ αθώ να τιμήσω άξια με το π νεύμα μου, ενώ εσείς την π ροσβάλλετε με την π οταπ ότητα και τη διαφθορά σας. Πάντως, κατά τα άλλα... όμοιος ομοίω...» Πρόφερε αυτά τα λόγια ψυχρά, μεγαλόφωνα. Καμιά π όρτα δεν άνοιξε στο π έρασμά του, έλπ ιζε όμως οι υπ όλοιπ οι να ήταν ήδη ξύπ νιοι και να τον άκουσαν. Ανοιξε διάπ λατα την π όρτα του, αγκαλιάζοντας με ανήσυχο βλέμμα το εσωτερικό του κελιού του. Όλα έδειχναν στη θέση τους. Έλεγξε τα χαρτιά π ου είχε στοιβαγμένα στο γραφείο του, μπ ροστά στο φεγγίτη, και το π ολύτιμο χειρόγραφο της Άινειάόας. Χάιδεψε με το χέρι την π εργαμηνή η οπ οία είχε τριφτεί απ ό τις άπ ειρες φορές π ου την είχε συμβουλευτεί. Μάλιστα, εκεί ήταν όλα, όχι όμως έτσι όπ ως τα είχε αφήσει. Κάπ οιος, κατά τη διάρκεια της απ ουσίας του, τα είχε σκαλίσει, αναζητώντας τα μυστικά του για να τα χρησιμοπ οιήσει στη συνέχεια εναντίον του. Ένα π ερίεργο χαμόγελο σχηματίστηκε στα λεπ τά του χείλη. Τυφλοί και αδαείς. Τα μυστικά του ήταν γραμμένα στο βιβλίο της μνήμης, π ροφυλαγμένα απ ' όλους. Το μήνυμα βρισκόταν ακόμα στη θέση του, κρυμμένο ανάμεσα στους στίχους του ιερού κειμένου. Η αδιαθεσία του μεγάλωνε, ενώ αισθανόταν τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπ ουν. Έκρυψε το κείμενο στο ντουλάπ ι του κι έπ εσε εξαντλημένος στο κρεβάτι, γλιστρώντας επ ιτέλους στην αγκαλιά του ύπ νου. 7 Αυγούστου, αργά το πρωί ΞΥΠΝΗΣΕ ΑΠΟ ΜΙΑ ΑΚΤΙΝΑ φωτός π ου του π λήγωνε τα μάτια, Ο ήλιος βρισκόταν ήδη ψηλά στον ουρανό, όμως ούτε καν η καμπ άνα π ου είχε σημάνει την τρίτη ώρα5 δεν είχε καταφέρει να
νικήσει την κούραση π ου ένιωθε. Είχε π εράσει όλη την π ροηγούμενη μέρα σ' έναν π υρετό γεμάτο όνειρα. Ανασηκώθηκε και κάθισε στο κρεβάτι του. Το δωμάτιο στριφογύριζε, σκαμπ ανεβάζοντας σαν το π λοίο π ου είχε κυριέψει τα όνειρά του. Ένα σκάφος μαύρο, γεμάτο φαντάσματα, το οπ οίο επ έστρεφε με το φορτίο του απ ό π αραμορφωμένα π ρόσωπ α, όπ οτε οι αισθήσεις του χάνονταν σ' ένα σκοτεινό λήθαργο. Σφίγγοντας τα βλέφαρά του, π ερίμενε μέχρι τα π ράγματα να σταματήσουν να κινούνται. Κατόπ ιν, π αραπ ατώντας, έφτασε μέχρι το ντουλάπ ι κι έβγαλε απ ό μέσα την Αινειάδα. Ανάμεσα στις σελίδες της είχε κρύψει ένα φύλλο χαρτί. Το είχε βρει ένας φρουρός της π ύλης, μέσα σε μια μπ άλα φαινομενικά ανώνυμου μεταξιού. Το διάβασε για χιλιοστή φορά. Έχετε εμπ ιστοσύνη στο έργο μας, ω, Πιστοί της Αγάπ ης, και υπ οδεχτείτε εκείνους π ου θα έρθουν απ ό τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα για να π ραγματοπ οιήσουν το σχέδιο. Πρώτα θα χτιστεί ο καινούργιος Ναός. Μετά οι θαυμαστές του π ύλες. Τελευταίο θα έρθει το π λοίο και τότε θα απ οκαλυφθεί το απ ίστευτο μέγεθος του. Εκεί βρίσκεται το κλειδί του θησαυρού του Φρειδερίκου, π ου ξεκλειδώνει την π όρτα του Βασιλείου του Φωτός. Μια σφραγισμένη π εργαμηνή, χωρίς καμιά ένδειξη για τον απ οδέκτη. Σημάδι π ως κάπ οιος ήξερε για τον ερχομό της και την π ερίμενε στην απ οθήκη του. Μόνο π ου ένας τυχαίος έλεγχος τον είχε π ρολάβει. Άπ λωσε το χέρι στην τσάντα π ου είχε π ετάξει στο μπ αούλο, στο κάτω μέρος του κρεβατιού, κι έβγαλε το τετράδιο π ου είχε βρει στη γαλέρα. Αρχισε ν' ανοίγει απ αλά τις σελίδες του, κολλημένες μεταξύ τους απ ό την υγρασία της θάλασσας. Πρέπ ει να ήταν το ημερολόγιο καταστρώματος, κρίνοντας απ ό τις σημειώσεις για την π ορεία π ου επ αναλαμβάνονταν με μονότονη σταθερότητα. Εδώ κι
εκεί το μελάνι είχε σβηστεί, κάνοντας το διάβασμα αδύνατο. Απ οκρυπ τογράφησε μερικά ονόματα τοπ οθεσιών της Μεσογείου κι έναν κατάλογο με εμπ ορεύματα. Μία απ ό τις τελευταίες σημειώσεις ανέφερε μερικά ονόματα, ίσως τα μέλη του π ληρώματος, ακολουθούμενα απ ό τις διάφορες επ ισκευές π ου είχαν γίνει στη Μάλτα. Ένα καράβι χριστιανικό. Με ασυνήθιστο π λήρωμα όμως, αν τα ονόματα ήταν π ράγματι αυτά π ου φαίνονταν. Πολλοί Γάλλοι απ ό το Λανγκεντόκ. Και μετά οι επ ιβάτες π ου αναφέρονταν ως «άνθρωπ οι π έρα απ ό τη θάλασσα». Γιατί όμως ένα χριστιανικό π λοίο να μεταφέρει είδωλο-λάτρες, και μάλιστα όχι ως σκλάβους στα κουπ ιά, αλλά εγκατεστημένους στην καμπ ίνα του καπ ετάνιου; Και μάλιστα κάτω απ ό κείνη τη μακάβρια σημαία. Σ' αυτοΰς είχαν εμπ ιστευθεί άραγε τον αυτοκρατορικό θησαυρό; Και τέλος, τι ήταν το Βασίλειο του Φωτός; Πάντως, στο κείμενο υπ ήρχε κάτι οικείο: το όνομα οι Πιστοί της Αγάπ ης. Η μυστική οργάνωση, της οπ οίας και ο ίδιος είχε απ οτελέσει μέλος στα νιάτα του, π ου π άλευε ενάντια στο δεσπ οτισμό της π απ ικής εξουσίας. Φρενήρεις σκέψεις και ερωτικά π άθη. Απ ό την επ οχή όμως π ου απ ομακρύνθηκε για να αφοσιωθεί στην π ολιτική ζωή της π όλης του, δεν είχε ξανακούσει τίπ οτα για λογαριασμό τους. Και τώρα, να π ου επ έστρεφαν συντροφιά με το θάνατο. Ο θάνατος. Εδώ και καιρό είχε γίνει συνοδοιπ όρος του. Κάθε φορά π ου διέσχιζε τους γεμάτο κόσμο δρόμους της Φλωρεντίας, άκουγε το σιωπ ηλό του βήμα, ένιωθε την ανάσα του όταν τα μαλλιά του —σαν το τρίχωμα σκύλου— ορθώνονταν χωρίς λόγο. Ζούσε σε κάθε στίχο του επ όμενου έργου του. Το μεγάλο π οίημα για τον ουρανό και τη γη. Ο διάλογος των μεγάλων
αρχαίων ψυχών με έναν π ροσκυνητή, στον οπ οίο θα απ οκάλυπ ταν όλα τα μυστικά του υπ ερπ έραν. Το βλέμμα του γλίστρησε π άνω στο γραφείο του, στη στοίβα με τα χαρτιά και τις π εργαμηνές π ου είχε μαζέψει εδώ κι εκεί1 τις είχε ξύσει με π ροσοχή για να μπ ορούν να ξαναχρησιμοπ οιηθούν. Ξεφύλλισε μερικές σελίδες. Σε μία απ ό τις π ρώτες είχε σχεδιάσει μια ζωγραφιά της Γης, με τέλεια απ οτυπ ωμένες τις θάλασσες και τις στεριές. Και μέσα στα σπ λάχνα της η μεγάλη σπ ηλιά όπ ου βρίσκονταν οι καταδικασμένοι, χωρισμένοι σε κύκλους σ' ένα τεράστιο αμφιθέατρο, γύρω απ ό το τρομακτικό π ηγάδι όπ ου κατοικεί στην αιωνιότητα ο Εωσφόρος. Και μετά ο τεράστιος, απ όκρημνος βράχος π ου υψώνεται απ ό τα νερά, στον οπ οίο, σκαρφαλώνοντας, εξιλεώνονται απ ό τα κρίματά τους οι αμαρτωλοί. Κι έπ ειτα... έπ ειτα τίπ οτα. Η φαντασία του έμοιαζε τυφλή, ανίκανη να βρει κάτι π ου θα μπ ορούσε να π εριγράψει με την ίδια ακρίβεια την κατάσταση ευδαιμονίας και την ορατή μορφή των ουρανών. Πόσο π ιο απ λό ήταν το κακό... Εδώ και λίγη ώρα ο Δάντης είχε αρχίσει ν' ακούει απ ό το π αράθυρο μια ασυνήθιστη φασαρία, απ ό τη μεριά του Πόντε Βέκιο. Λες κι ένα π λήθος ανέβαινε π έρα απ ό τον Αρνό και κατευθυνόταν π ρος τις νότιες συνοικίες. Στην αρχή, βυθισμένος στην ανάγνωση των γραπ τών του, δεν είχε δώσει σημασία στους ήχους και στις φωνές. Τώρα όμως ο θόρυβος είχε δυναμώσει. Ενστικτωδώς, έριξε μια ματιά στην π όρτα. Ίσως γινόταν κάπ οια συμπ λοκή ή, ακόμα χειρότερα, μια εξέγερση των λαναράδων, π ου ήταν π άντα έτοιμοι για ξεσηκωμό. Βγήκε τρέχοντας και βρέθηκε στη μέση ενός ξαναμμένου π λήθους π ου είχε π λημμυρίσει το στενό δρόμο σαν αγριεμένο π οτάμι. Ανάμεσα στον κόσμο, π ου φορούσε ως επ ί το π λείστον τα
ταπ εινά ρούχα των εργατών, ξεχώριζαν π ού και π ού τα π ιο εκλεπ τυσμένα ενός μέλους των συντεχνιών και η στολή κάπ οιου φρουρού της συνοικίας. Μεταξύ τους αναγνώρισε ένα π ρόσωπ ο. «Κύριε Ντούτσο, τι κάνετε εδώ; Τι γυρεύουν όλοι αυτοί;» Ο γραμματέας της Κοινότητας, ένας μεσήλικας τελείως φαλακρός, σπ ρωγμένος απ ό το π λήθος, π αραλίγο να π έσει π άνω του. «Πάνε όλοι στην Αγία Μαγδαληνή, κύριε π ροϊστάμενε!» απ άντησε ασθμαίνοντας ο άνδρας. «Έχει έρθει ένα ιερό λείψανο απ ό την Ανατολή!» Ο Δάντης έκανε στο π λάι, απ οφεύγοντας το π λήθος π ου π λημμύριζε το δρόμο σαν π αλιρροϊκό κύμα. «Ετούτος ο όχλος π άει να π ροσκυνήσει ένα λείψανο;» ψέλλισε ο π οιητής, μην π ιστεύοντας στ' αυτιά του. Ο γραμματέας ανασήκωσε τους ώμους του, ενώ απ ομάκρυνε με μια σπ ρωξιά κάπ οιον χωρικό, Ο άνδρας δε φάνηκε καν να του δίνει σημασία, κυριευμένος απ ό το άγχος να τρέξει μαζί με τους άλλους. «Ο μοναχός Μπ ραντάνο, ο ιεροκήρυκας των θαυμάτων, ήρθε απ ό τη Γαλλία!» «Ποτέ δεν έφτασε κάτι καλό απ ό τη Γαλλία. Μόνο η διαφθορά των τίμιων ηθών μας και οι π ιο βαριές επ ιδημίες. Κι ακόμα χειρότερα απ ό τότε π ου την κυβερνάει ο δόλιος Φίλιπ π ος! Κάνουν όλοι σαν να έχουν τρελαθεί». «Έχετε δίκιο, φαίνονται να έχουν χάσει όλοι το μυαλό τους. Όμως όταν θα δείτε κι εσείς...» «Τι θα έπ ρεπ ε να δω;» «Τη θαυματουργό π αρθένο. Ελάτε!» Ο Δάντης τον κοίταξε εμβρόντητος. Όμως ο άλλος είχε ήδη π ροχωρήσει, σπ ρωγμένος απ ό το π λήθος, και του έκανε νόημα
να τον ακολουθήσει. «Ελάτε, ελάτε κι εσείς!» τον άκουσε να φωνάζει ξανά, ενώ χανόταν καθώς τον κατάπ ινε ο όχλος. Το αβαείο της Αγίας Μαγδαληνής υψωνόταν π ίσω απ ό την αρχαία Αγορά, λίγο π ιο π έρα απ ό τη Σάντα Μαρία στο Καμπ ιντόλιο. Μια ογκώδης κατασκευή, χτισμένη στα θεμέλια ενός αρχαίου ρωμαϊκού τετραγώνου, του οπ οίου ακολουθούσε την π ερίμετρο. Μπ ροστά βρισκόταν η εκκλησία με την απ λή π ρόσοψη απ ό οπ τόπ λινθους, ακολουθούμενη απ ό ένα δεύτερο όγκο π ίσω απ ό την αψίδα, π ου κάπ οτε είχε φιλοξενήσει μια μικρή κοινότητα βενεδικτινών μοναχών. Ένας ακόμα τυφλός τοίχος, στ' αριστερά, έκλεινε τη θέα π ρος την εσωτερική αυλή, η οπ οία οριζόταν απ ό την εκκλησία και τα όμορά της κτίσματα. «Για π είτε μου, κύριε Ντούτσο», ρώτησε ο Δάντης το σύντροφό του, ενώ π ροσπ αθούσε ν' ανοίξει δρόμο ανάμεσα στον κόσμο π ου συνωστιζόταν μπ ροστά στην π ύλη, π ροσπ αθώντας να μπ ει, «το αβαείο δεν είναι εγκαταλελειμμένο;» «Πράγματι. Η αδελφότητα π ου κατοικούσε εδώ έχει σχεδόν εξαφανιστεί, Ο τελευταίος ηγούμενος π έθανε π ριν απ ό π ερίπ ου δέκα χρόνια, την επ οχή του Τζάνο ντέλα Μπ έλα6». «Τότε, σε π οιον ανήκει τώρα;» Ο γραμματέας της Κοινότητας ανασήκωσε τους ώμους του. «Δύσκολο να το π εις. Κανονικά θα έπ ρεπ ε να έχει επ ιστρέψει στην κυριότητα του Αγίου Πέτρου. Στην ουσία όμως, μια και συνορεύει με τα σπ ίτια των Καβαλκάντι, ενώθηκε με τις ιδιοκτησίες τους στους δύο γειτονικούς δρόμους». Ο Δάντης σήκωσε το βλέμμα του π ρος τα διπ λανά κτίρια. Τους ήξερε καλά εκείνους τους τοίχους, Ο π ύργος κομμένος στους π ενήντα π ήχεις7 και τα υπ όλοιπ α σπ ίτια τριγύρω ενωμένα μεταξύ τους με εξώστες και στοές. Έτσι, κλείνοντας τα εξωτερικά
ανοίγματα και οχυρώνοντας τις π όρτες, οι κατοικίες των οικογενειών αυτών είχαν μετατραπ εί σ' ένα οχυρό μέσα στην ίδια την καρδιά της π όλης. «Ίσως ο κύριος Καβαλκάντι, π ροτού π εθάνει, να ένιωσε την επ ιθυμία να απ οκτήσει ένα π αρεκκλήσι για την οικογένειά του. Το εγκατέλειψαν όμως, τώρα π ου ο γιος του ο Γκουίντο, ο ταραχοπ οιός, εξορίστηκε κατηγορούμενος για ανταρσία», π ρόσθεσε ο κύριος Ντούτσο. Ο Δάντης π εριορίστηκε να κουνήσει το κεφάλι του. Αυ-τος είχε υπ ογράψει τη διαταγή για την εξορία. Και η καρδιά του σφιγγόταν ακόμα απ ό τον π όνο. Μέσα στην εκκλησία, ένα π λήθος απ ό άντρες και γυναίκες είχε κυκλώσει το νάρθηκα και στριμωχνόταν στους κίονες και στους γύρω αστόλιστους π έτρινους τοίχους απ ' όσους συνέχιζαν να μπ αίνουν. Ανάμεσα στους δύο τελευταίους κίονες είχε τοπ οθετηθεί μια αλυσίδα π ου έκοβε το χώρο, εμπ οδίζοντας τους π ιστούς να π ροχωρήσουν κι άλλο, π ρος το βωμό. Πίσω απ ό την απ λή μαρμάρινη τράπ εζα, ένας χαμηλός τοίχος όριζε το μέρος όπ ου στεκόταν η χορωδία, κλείνοντας σαν κουίντα τη θέα π ρος την αψίδα. Πέρα απ ό την αλυσίδα, δίπ λα στο βωμό, είχε τοπ οθετηθεί ένα ξύλινο κιβώτιο, ψηλό όσο ένας άνδρας, καλυμμένο μ' ένα άσπ ρο μάλλινο ύφασμα, π ου είχε κεντημένο π άνω του έναν εντυπ ωσιακό π ορφυρό σταυρό. Στον Δάντη δημιουργήθηκε η αίσθηση ότι κάπ ου είχε ξαναδεί αυτό το π ερίεργο αντικείμενο. Προσπ αθούσε να θυμηθεί, όταν κάπ οιος τον έσπ ρωξε π ρος την αλυσίδα. Πίσω του είχε ανοίξει δρόμο ένας νεαρός με φοιτητικά ρούχα, π ου στάθηκε π λάι του ψελλίζοντας μια βιαστική συγγνώμη. Ο Δάντης έστρεψε π ρος τα π ίσω το κεφάλι του, αναζητώντας τον κύριο Ντούτσο, όμως εκείνος είχε χαθεί μέσα στη θάλασσα απ ό
κεφάλια. Ένας ψίθυρος σηκώθηκε απ ό το π λήθος. Πίσω απ ό το βωμό είχε εμφανιστεί μια ψηλή μορφή, ντυμένη απ ό την κορφή μέχρι τα π όδια με το χοντροκομμένο χιτώνα των π ροσκυνητών των Αγίων Τόπ ων, π ου τον έσφιγγε στη μέση του ένα κορδόνι, απ ό το οπ οίο κρεμόταν ένας χοντρός ξύλινος σταυρός. Απ ό τον άνδρα διακρινόταν μόνο το μέρος του π ροσώπ ου π ου άφηνε ακάλυπ το η κουκούλα, στεφανωμένο με μια π υκνή, κατάμαυρη γενειάδα π ου έφτανε μέχρι τη μέση του στήθους του. Τα χέρια του τα είχε κρυμμένα μέσα στα φαρδιά μανίκια. Ήταν ο μοναχός τον οπ οίο είχε δει στην π ύλη να οδηγεί εκείνο το π αράξενο π λήθος π ροσκυνητών, Ο Δάντης δεν είχε την π αραμικρή αμφιβολία. Και το κιβώτιο ήταν το ίδιο π ου είχε π ροσέξει στην Πύλη αλ Πράτο. Τώρα όμως, καθώς στεκόταν όρθιος μπ ροστά στο βωμό, ο καλόγερος δεν έμοιαζε σε τίπ οτα με τον καχεκτικό, δαιμονισμένο άνδρα, όπ ως του είχε φανεί στο αβέβαιο φως της αυγής. Με μια θεατρική κίνηση έριξε π ίσω την κουκούλα του, απ οκαλύπ τοντας το τελείως φαλακρό κρανίο του, με το μεγάλο μέτωπ ο. Έμοιαζε λες και το μαρμάρινο άγαλμα ενός αρχαίου Ρωμαίου είχε βγει απ ό τη γη και κυκλοφορούσε ξανά ανάμεσα στους ανθρώπ ους. Δεν υπ άρχει τίπ οτα το ταπ εινό π άνω του, σκέφτηκε ο Δάντης, π αρατηρώντας τον π ροσεκτικά. Τώρα π ια αντιπ ροσώπ ευε την τέλεια εικόνα του μοναχού π ολεμιστή, με τις φαρδιές π λάτες του μαχητή, την επ ιβλητική κορμοστασιά και, π άνω απ ' όλα, την π ερήφανη στάση εκείνου π ου έρχεται μάλλον για να π ροκαλέσει π αρά για να ζητήσει. Χωρίς λέξη, π λησίασε στο κιβώτιο και τράβηξε απ ότομα το ύφασμα, απ οκαλύπ τοντας ένα νάΐδριο στολισμένο με π ολύτιμους λίθους, ολόιδιο μ' εκείνους τους μικρούς φορητούς ναούς τους
οπ οίους ο Δάντης είχε δει στο π αρελθόν να χρησιμοπ οιούν μερικοί π εριπ λανώμενοι ιεροκήρυκες. Κατόπ ιν άνοιξε τα π ορτάκια. Στο εσωτερικό, σε μια επ ιφάνεια π ου στηριζόταν σε μια κεντρική στήλη, βρισκόταν μια μπ ρούντζινη λειψανοθήκη ύψους σχεδόν τριών π οδιών 8. Η εικόνα, π ερίτεχνα σκαλισμένη και στολισμένη μ' ένα π λήθος απ ό π ολύχρωμες π έτρες, αναπ αριστούσε το μπ ούστο μιας γυναίκας, Ο π οιητής είχε ξαναδεί κάτι π αρόμοιο, έργα τέχνης φτιαγμένα για να κλείσουν και να συντηρήσουν λείψανα αγίων. Θήκες για γάμπ ες, χέρια, μερί-κές φορές ακόμα και κεφάλια. Όμως αυτό ήταν τόσο μεγάλο, ώστε θα μπ ορούσε να φιλοξενήσει ένα ολόκληρο ανθρώπ ινο μπ ούστο. Το π ερίεργο π ρόσωπ ο π ου απ εικονιζόταν του π ροκαλούσε δυσφορία, Ο καλλιτέχνης τού είχε δώσει τα χαρακτηριστικά της π ιο ξέφρενης φιληδονίας και δολιότητας. Και συγχρόνως μια απ έραντη θλίψη στο συσπ ασμένο στόμα, μέσα απ ό το οπ οίο ξεχώριζαν τα μαργαριταρένια δόντια. Πράγματι, π ρέπ ει να ήταν εξαιρετικής ικανότητας το χέρι π ου το είχε φτιάξει, για να καταφέρει να αναπ αραστήσει με τέτοια τελειότητα π άνω στο μέταλλο μια θεά του Κάτω Κόσμου, Ο Δάντης κοίταξε τριγύρω του, μελετώντας την αντίδραση του κόσμου, όμως κανένας δε φαινόταν να έχει ενοχληθεί απ ό κείνο το αίσχος π ου κάπ οιος είχε φέρει σ' ένα ιερό μέρος. Αφού π ερίμενε λίγο, εντείνοντας την αναμονή του π λήθους, ο μοναχός π λησίασε στη λειψανοθήκη και τη χάιδεψε, λες και ήθελε να ζεστάνει το κρύο μέταλλο. Στην αρχή φάνηκε να ξεκουμπ ώνει μια αγκράφα π ου π ρέπ ει να ασφάλιζε το μπ ούστο στη βάση. Κατόπ ιν, π ατώντας μερικά αόρατα κουμπ ιά, άνοιξε μια σχισμή στο κεφάλι, στρέφοντας ταυτόχρονα ένα μέρος του π ροσώπ ου. Κάτι ασπ ριδερό έλαμψε μέσα στην κοιλότητα. Η κάρα κάπ οιου αγίου ή ενός μάρτυρα, σκέφτηκε ο Δάντης ενοχλημένος. Ποτέ δεν είχε
εκτιμήσει εκείνη τη συνήθεια να συρρικνώνονται τα σώματα αντί να αφήνονται ακέραια να π εριμένουν τη σάλπ ιγγα της Δευτέρας Παρουσίας. Ίσως όμως να ήταν απ λώς κάπ οιο αλαβάστρινο άγαλμα, όμοιο με των αρχαίων θεών. Στο μεταξύ, ο μοναχός είχε ανοίξει διάπ λατα τα χέρια, ζητώντας απ ό το π λήθος να κάνει ησυχία. Έπ ειτα π λησίασε το χέρι του στη λειψανοθήκη κι έπ ιασε ένα μικρό χερούλι π ου εξείχε απ ό το μπ ούστο. Το τράβηξε π ρος το μέρος του, ανοίγοντάς το, και απ οκάλυψε το π εριεχόμενό του. Εμφανίστηκε ο κορμός μιας νεαρής έφηβης, κομμένος στο ύψος της μέσης. Το π ανέμορφο και ανέκφραστο π ρόσωπ ο έμοιαζε καλυμμένο μ' ένα λεπ τό στρώμα απ ό μια διάφανη ουσία, π ιο ανοιχτόχρωμη απ ό το ελεφαντόδοντο, π ου σφράγιζε τα μάτια της σ' ένα γαλήνιο ύπ νο. Στο κεφάλι φορούσε μια σκούφια κεντημένη με χρυσή κλωστή και μαργαριτάρια, π ου άφηνε ακάλυπ το μόνο ένα μικρό μέρος απ ό το μέτωπ ο με τη γλυκιά καμπ ύλη. Τα χέρια, σταυρωμένα στο στήθος, στην ίδια στάση π ου π αρουσιάζονταν και στη λειψανοθήκη, έκλειναν για να καλύψουν τη γλυκύτητα του μικρού στήθους. Ένα κέρινο άγαλμα, κρίνοντας απ ό το χλομό χρώμα της επ ιδερμίδας και απ ό την ακινησία της έκφρασης. «Κοιτάξτε το ιερό λείψανο!» άκουσε διάφορες φωνές γύρω του. «Ο π ροφήτης!» φώναξε κάπ οιος άλλος. Παρατήρησε ξανά το γυμνό μπ ούστο, αυτή τη φορά ενοχλημένος. Δεν είναι λοιπ όν άγαλμα, αλλά τμήμα ενός μουμιοπ οιημένου σώματος, σκέφτηκε με αηδία. Και όμως το τσιτωμένο δέρμα του π ροσώπ ου, τα στρογγυλά μάγουλα και οι βολβοί των ματιών π ου διακρίνονταν κάτω απ ό τα κλειστά βλέφαρα της έδιναν μια όψη ζωντάνιας, π ου δεν είχε καμία σχέση με τα όμοια με στουπ ί εκτρώματα π ου συνήθιζαν να εκθέτουν όλο και π ιο συχνά στις εκκλησίες.
Ανοιξε δρόμο ανάμεσα στον κόσμο, φτάνοντας μέχρι την αλυσίδα. Λίγα βήματα π ιο π έρα, ο π ροφήτης, όπ ως τον είχε απ οκαλέσει το π λήθος, είχε ανοίξει διάπ λατα τα χέρια του και είχε σηκώσει το π ρόσωπ ο π ρος τον ουρανό. «Ορίστε η π αρθένος της Αντιόχειας π ου ζητάει εκδίκηση για τους δύσμοιρους Αγίους Τόπ ους!» αναφώνησε εκστατικά. Είχε βαθιά φωνή, με τραχείς τόνους π ου απ οκάλυπ ταν την καταγωγή του απ ό το Νότο. «Βρίσκεται εδώ και καλεί τη συνείδησή σας!» Ακολούθησε μια π αύση, λες και ο άνδρας ή'θελε να συγκεντρώσει όλες του τις δυνάμεις. «Μόλις οι ειδωλολάτρες, κάμπ τοντας την άμυνά μας, ξεχύθηκαν στους δρόμους και στα σπ ίτια, άρχισε η τρομακτική σφαγή. Και οι βιαιοπ ραγίες. Αυτή η νεαρή αγία είχε κρυφτεί στο σπ ίτι της, όταν όμως το κατέλαβαν οι άπ ιστοι, ο ίδιος ο π ατέρας της την απ άλλαξε απ ό τα δεινά π ου θα της επ έβαλλαν οι σατανάδες. Με μια σπ αθιά έκοψε στα δύο το π αρθενικό της κορμί. Τότε έγινε το θαύμα και οι εχθροί τυφλώθηκαν. Κοιτάξτε τη δύναμη του Θεού!» Ο ιεροκήρυκας κατέβασε ξαφνικά τα χέρια του κι έδειξε ατα δεξιά, π ρος τη μεριά του αγάλματος. Έπ ειτα απ ό μερικά δευτερόλεπ τα ο Δάντης είδε καθαρά τα βλέφαρα της π αρθένου να κινούνται και τις ίριδες των ματιών της να λάμπ ουν. Μια τρομαγμένη σιωπ ή είχε π αγώσει τις εκατοντάδες των ανθρώπ ων π ου είχαν συρρεύσει στο ναό. Στη συνέχεια, μια βουή τα ανέτρεψε όλα, αναγκάζοντας τα στόματα ν' ανοίξουν εκστατικά απ ό θαυμασμό. Ακόμα και ο π οιητής είχε μουρμουρίσει κάτι, κατάπ ληκτος, γοητευμένος απ ό το λείψανο π ου συνέχιζε να κινείται. Αφού άνοιξε τελείως τα μάτια και κοίταξε τριγύρω, με μια απ αλή κίνηση άπ λωσε τα χέρια και στη συνέχεια σήκωσε το δεξί, ευλογώντας τους π αριστάμενους. Το ντελικάτο στήθος, με τους ελαφρά
ανασηκωμένους μαστούς, έδειχνε να κινείται ρυθμικά. «Αναπ νέει... είναι ζωντανή!» άκουσε έναν δίπ λα του να φωνάζει, ανάμεσα στα χιλιάδες άλλα επ ιφωνήματα π ου υψώνονταν απ ό π αντού. Η π αρθένος είχε αρχίσει να στρέφει το κεφάλι της, εξερευνώντας το χώρο μπ ροστά της, σαν να έψαχνε κάπ οιον. Το λείψανο ήταν π ράγματι ζωντανό, όσο αδύνατο κι αν φαινόταν. Όσοι βρίσκονταν στις π ρώτες σειρές είχαν π έσει στα γόνατα, ενώ λίγο ήθελε να τους π οδοπ ατήσουν εκείνοι π ου έσπ ρωχναν π ρος τα εμπ ρός, απ λώνοντας το λαιμό τους για να δουν καλύτερα. «Το σπ αθί έκοψε το σώμα της στο ύψος των νεφρών. Κι όμως συνέχισε να ζει χάρη στο θέλημα του Θεού! Πρόφερε λέξεις τρομερές εναντίον των απ ίστων και νίκησε την τυφλή αλαζονεία τους βυθίζοντάς τους στον τρόμο. Κι ενώ εκείνοι π αρέπ αιαν στα σκοτάδια τους, οι λιγοστοί επ ιζώντες κατάφεραν να σωθούν, π αίρνοντας τη μαζί τους στις χώρες π ου φωτίζονται απ ό τη χάρη του Θεού». Η π αρθένος εξακολουθούσε να διατρέχει με το π αγωμένο βλέμμα της το π λήθος. Το γαλάζιο χρώμα των ματιών της ήταν τόσο ανοιχτό, ώστε έμοιαζε σχεδόν άσπ ρο. Όταν τα μάτια της συνάντησαν εκείνα του Δάντη, ο π οιητής είχε την αίσθηση, για μια στιγμή, π ως μέσα σ' όλο αυτόν τον κόσμο αναζητούσε ειδικά εκείνον. «Θα μας οδηγήσει να κατακτήσουμε και π άλι τη χαμένη Ανατολή. Εκεί θα επ ιστρέψουμε για να ελευθερώσουμε τον Πανάγιο Τάφο και να ξανακάνουμε δικά μας τα π λούτη π ου οι άπ ιστοι έκλεψαν απ ό τους αδελφούς μας. Όταν μιλήσει, ακούστε τα λόγια της! Στο μεταξύ, βοηθήστε τον ιερό σκοπ ό της, όπ ως μπ ορεί ο καθένας», συνέχισε ο Μπ ραντάνο, δείχνοντας έναν κοντόχοντρο άντρα με μακρύ χιτώνα, ίδιο με τον δικό του, π ου τον
έκρυβε σχεδόν τελείως. Εδώ και λίγη ώρα είχε αρχίσει να τριγυρίζει ανάμεσα στο π λήθος, κουνώντας π έρα-δώθε ένα σακούλι, μέσα στο οπ οίο μάζευε τα χρήματα π ου όλοι έσπ ευδαν να π ροσφέρουν. Ο Δάντης π αρατήρησε π ως απ έφευγε να τον π λησιάσει, έχοντας το κεφάλι του χωμένο μέσα στην κουκούλα, λες και φοβόταν να διασταυρώσει το βλέμμα του με το δικό του. Ίσως, σκέφτηκε, επ ειδή στο π ρόσωπ ό του π ρέπ ει να φαινόταν ξεκάθαρα η αμηχανία π ου τον είχε κυριεύσει. Ωστόσο, η ιεροτελεστία με την έκθεση της π αρθένοι) έτεινε π ρος το τέλος της. Η κοπ έλα έκλεισε αργά τα μάτια και τα μπ ράτσα της επ έστρεψαν στο στήθος της. Έδειχνε βυθισμένη στον αιώνιο ύπ νο της, χαμένη ξανά στα όνειρά της για δόξα και δικαιοσύνη. Αφού έκλεισε τα ελάσματα και ασφάλισε τα λουριά π ου κρατούσαν στη θέση τους τα διάφορα διακοσμημένα με π ολύτιμες π έτρες τμήματα, ο μοναχός Μπ ραντάνο στράφηκε π ρος το π λήθος το οπ οίο βρισκόταν ακόμα σε υπ ερδιέγερση, τράβηξε το π ορτάκι π ου έκλεινε το νάΐδριο και σκέπ ασε με το κεντημένο ύφασμα το θαυματουργό κουτί. Ο Δάντης ήταν αναστατωμένος. Όμως δεν ένιωθε καθόλου να συμμερίζεται την απ οχαυνωμένη σύγχυση του εκστατικού π λήθους γύρω του. Είχε δει π ολλές φορές να εκτίθενται στα π ανηγύρια π λάσματα π αραμορφωμένα, σακάτες, άτομα π ου απ οτελούσαν καταφανή ύβρη για την ίδια τη ζωή. Έπ ρεπ ε να υπ άρχει μια εξήγηση, την οπ οία η λογική μπ ορούσε και όφειλε να βρει. Και όμως η π αρθένος έμοιαζε π ραγματικά ένας θρίαμβος του αδύνατου. Πώς μπ ορούσε ένα σώμα να επ ιβιώνει χωρίς τα μισά απ ό τα ζωτικά του όργανα, με κομμένες τις π ιο απ όκρυφες ίνες του; Και να ανασαίνει δίχως να συσπ άται απ ό τους π ιο φοβερούς
π όνους; Πώς κατάφερνε να τρέφεται αυτό το π λάσμα, χωρίς στ' αλήθεια το χέρι του Θεού να μην του συμπ αραστέκεται σε κάθε στιγμή της π αραμορφωμένης ζωής του; Ακόμα και οι αρχαίοι είχαν έρθει αντιμέτωπ οι με το θαύμα και ο ίδιος ο Αριστοτέλης είχε π αραδεχτεί ότι απ έναντι στο υπ ερφυσικό οι λόγοι π ου έχει κάπ οιος να π ιστέψει είναι τόσοι όσοι και οι λόγοι για να το αρνηθεί. Όμως γιατί μία ανώτερη δύναμη έπ ρεπ ε να διαλέξει αυτόν τον τρόπ ο για να δηλώσει την π αρουσία της; Το μυαλό του αδυνατούσε να το δεχτεί. Πραγματικά λοιπ όν το μεγαλείο του Θεού μπ ορούσε να απ οκαλύπ τεται μ' αυτόν τον ανώμαλο τρόπ ο, μ' ετούτη την τρομακτική π αραμόρφωση της σάρκας; Χρησιμοπ οιώντας μορφές π ου θα ταίριαζαν σε π αράσταση σαλτιμπ άγκων; Απ λώς για να οδηγήσει το π λήθος σε μια απ οστολή π ου κανονικά όφειλε να είναι απ οτέλεσμα ζήλου και αρετής; Στ' αλήθεια ο Θεός χρειαζόταν κάτι τέτοιο για να ελευθερώσει απ ό τους εχθρούς Του τη γενέθλια γη του Υιού Του; «Φέρνει κακοτυχία... είναι καταραμένη», μουρμούρισε κάπ οιος π ίσω του. Ο Δάντης γύρισε το κεφάλι του, ψάχνοντας εκείνον π ου μίλησε. Τα λόγια του έδιναν σάρκα και οστά στην κακοδιαθεσία π ου τον είχε καταλάβει απ ό τη στιγμή π ου είδε το λείψανο. Ήταν ένας γέρος, καμπ ουριασμένος απ ό τα χρόνια, ντυμένος με ρούχα ταπ εινά, όχι όμως λαϊκά. «Η π αρθένος; Γιατί είναι καταραμένη;» αναφώνησε ανήσυχος. Ο γέρος είχε το βλέμμα καρφωμένο ακόμα στο διάδρομο όπ ου είχαν χαθεί οι δύο άνδρες με το λείψανο. «Όχι η π αρθένος της Αντιόχειας... όπ οια κι αν είναι, αλλά η αισχρή λειψανοθήκη μέσα στην οπ οία διατηρείται. Την έχω ξαναδεί αυτή τη φόρμα στα νιάτα μου. Ξέρω το χέρι π ου σκάλισε ετούτο το π ρόσωπ ο. Έχει π εράσει
π αραπ άνω απ ό μισός αιώνας αφότου το είδα στο μαγαζί του αρχιμάστορα Αντρέα π ου έφτιαχνε καμπ άνες, εκεί όπ ου μάθαμε την τέχνη. Εγώ κι αυτός». «Ποιος;» «Ο Γκουίντο Μπ ιγκαρέλι. Magister summus. Magister figurae mortae9». «Ο Γκουίντο Μπ ιγκαρέλι; Ο αρχιτέκτονας του Φρειδερίκου Β1; Ο μεγάλος Μπ ιγκαρέλι;» «Ναι, στ' αλήθεια μεγάλος... να σχεδιάζει το κακό. Εκείνη τη λειψανοθήκη... Ξέρω π ώς την έφτιαξε...» Ο γέρος κουνούσε το κεφάλι του. Ο Δάντης τα είχε χαμένα. Ίσως το μυαλό αυτού του άνδρα να βρισκόταν στη δύση π ου ή να είχε ήδη γλιστρήσει στα σκοτάδια. Όμως εκείνο το όνομα, Γκουίντο Μπ ιγκαρέλι, αντηχούσε ρυθμικά στο μυαλό του σαν καμπ άνα. Ο αρχιτέκτονας του αυτοκράτορα, το δεξί χέρι του Φρειδερίκου σε όλα τα διεστραμμένα όνειρά του. Έλεγαν π ως είχε ζωγραφίσει το μυστικό του π αρεκκλήσι, στο Παλέρμο, όταν ο ηγεμόνας επ έστρεψε απ ό την Ανατολή. Τον είχε γνωρίσει όταν ο γλύπ της δούλεψε λίγο καιρό για τους αδελφούς της Σάντα Κρότσε. Τότε ο π οιητής ήταν ακόμα π αιδί, στα π ρώτα του βήματα στην τέχνη των λέξεων. Θυμόταν όμως καλά τη σπ ασμένη μύτη και τα αφρόντιστα γένια π ου έκαναν εκείνον τον άνδρα να μοιάζει με σάτυρος, όπ ως επ ίσης και το βλέμμα του π ου ήταν χαμένο σε θολές φαντασιώσεις. «Δάσκαλος της νεκρής μορφής... γιατί;» ξαναρώτησε ο Δάντης. Δεν άκουγε π ια τίπ οτα απ ό τη φασαρία γύρω τους, απ ορροφημένος απ ό την ερώτησή του. «Ξέρω π ώς το έκανε», επ ανέλαβε ο γέρος. «Έχυσε το κερί π άνω στο σώμα της νεκρής του ερωμένης. Νεκρή σάρκα π ου έγινε κερί... Το είδα».
Την ίδια στιγμή κάπ οιοι τρύπ ωσαν ανάμεσά τους, σπ ρωγμένοι απ ό μερικούς άλλους π ου τους π ίεζαν απ ό π ίσω φωνάζοντας. Ο π ροϊστάμενος π ρόσεξε το νεαρό φοιτητή π ου τον είχε χτυπ ήσει π ροηγουμένως. Τους κοίταζε σαν να είχε π αρακολουθήσει π ροσεκτικά την κουβέντα του γέρου, ο οπ οίος, στο μεταξύ, απ ομακρυνόταν μέσα στο π λήθος. Ήθελε να τον ρωτήσει κι άλλα, αλλά συγκρατήθηκε και δεν τον ακολούθησε, καθώς άκουσε κάπ οιον να τον φωνάζει. Γύρισε το κεφάλι του, κοίταξε τον κόσμο και αναπ ήδησε, Ο άνδρας π ου τον είχε φωνάξει και τον κοίταζε με τα σκούρα του μάτια ξεχώριζε π άνω απ ό τα κεφάλια του π λήθους, Ο Δάντης π ροχώρησε π ρος το μέρος του, μέχρι π ου τον έφτασε. «Κύριε Αλιγκιέρι, κι εσείς στην αυλή των θαυμάτων;» ρώτησε ο άλλος χαμογελώντας, ενώ οι δυο τους έβρισκαν καταφύγιο δίπ λα σε μια κολόνα. Ο Δάντης είχε μισανοίξει το στόμα απ ό την έκπ ληξη. «Ναι... όπ ως κι εσείς εξάλλου», μουρμούρισε, μη βρίσκοντας καλύτερη απ άντηση. Ο άνδρας συνέχισε να χαμογελάει, ρίχνοντας π ρος τα π ίσω τα ακόμα μαύρα, π λούσια μαλλιά του, π ου εδώ κι εκεί είχαν αρχίσει να γκριζάρουν και έρχονταν σε έντονη αντίθεση με την ήδη κάτασπ ρη γενειάδα του. Κινήθηκε π ρος το μέρος του, σέρνοντας το δεξί του π όδι π ου ήταν ελάχιστα π ιο κοντό απ ό το αριστερό. «Η π εριέργεια είναι βασικό θεμέλιο κάθε επ ιστήμης. Θα έπ ρεπ ε να το γνωρίζετε. Κι εσείς είχατε π ροσπ αθήσει να διεισδύσετε στα μυστήρια της Φύσης, την επ οχή π ου γνωριστήκαμε στο Παρίσι». Οι εικόνες της σύντομης π εριόδου π ου είχε π εράσει στη Σχολή των Τεχνών π έρασαν σαν αστραπ ή απ ό το μυαλό του π οιητή. Κι ανάμεσά τους το π ρόσωπ ο αυτού του άνδρα, του Αρίγκο ντα Γιέζι, π ου εκείνη την επ οχή κατείχε την έδρα της Φυσικής Φιλοσοφίας.
«Πόσο καιρό έχετε π ου φύγατε απ ό το Παρίσι;» ρώτησε ο π οιητής. «Οι καιροί άλλαξαν στη γη της Γαλλίας. Έπ ειτα απ ό τις επ ιθέσεις των οπ αδών του π άπ α, είχε γίνει π ια αδύνατο να διδάξεις με ηρεμία. Έτσι, π έρασα τις Αλπ εις κι έμεινα για λίγο καιρό σε διάφορες π όλεις του Βορρά. Τελευταία δίδαξα στην Τουλούζη». Η αρχική έκπ ληξη του Δάντη διαλυόταν σιγά σιγά καθώς η π ατρική φιγούρα του άνδρα απ οκτούσε και π άλι οντότητα στη μνήμη του. Ο Αρίγκο ντα Γιέζι ήταν ο δάσκαλος π ου τότε τον είχε επ ηρεάσει π ερισσότερο απ ό τον καθένα, χάρη στη σαφήνεια με την οπ οία δίδασκε τις θεωρίες των μεγάλων αρχαίων φιλοσόφων. «Γιατί δε με αναζητήσατε, δάσκαλε;» τον μάλωσε στοργικά ο π οιητής. «Θα σας καλωσόριζα με το σεβασμό π ου σας αξίζει, όσο ταπ εινή κι αν είναι η οικονομική μου κατάσταση». Ο Αρίγκο χαμογέλασε ξανά και τον χτύπ ησε εγκάρδια στην π λάτη. «Σας ευχαριστώ, όμως δεν π ρέπ ει να βλέπ ετε στο π ρόσωπ ό μου ένα δυστυχισμένο εξόριστο. Έχω αρκετούς π όρους για να ζήσω και π ότε π ότε δίνω ακόμα μερικά μαθήματα. Μάλιστα, έλπ ιζα να σας συναντήσω σε κάπ οιο απ ό αυτά και να ανανεώσω έτσι τη γνώση σας στο π εδίο των λέξεων, το μόνο άξιο για τον σοφό. Το μοναδικό βασίλειό του», κατέληξε ύστερα απ ό μια σύντομη π αύση, κοιτάζοντας το χάος γύρω του. «Η ενασχόλησή μου με τα κοινά με κράτησε μακριά απ ό αυτό το βασίλειο. Όμως δεν έχω ξεχάσει τα μάθηματά σας. Όπ ως βλέπ ω ότι κι εσείς δε λησμονήσατε το όνομά μου». «Θα μπ ορούσα π οτέ να ξεχάσω τον καλύτερο μαθητή μου;» «Απ ' ό,τι φαίνεται, η π ροσοχή σας δεν είναι στραμμένη μόνο στα μυστήρια της φύσης και του Θεού», συνέχισε ο Δάντης, δείχνοντας το π λήθος π ίσω τους. «Η απ οστολή του σοφού είναι να μαθαίνει. Και το να μαθαίνει τα
π άντα είναι η π ιο ευγενική φιλοδοξία», απ άντησε ο Αρίγκο. «Το να μαθαίνεις τα π άντα είναι ένας ακόμα ορισμός της π αντογνωσίας. Και η π αντογνωσία είναι γνώρισμα μόνο του Θεού, όπ ως δίδασκαν μεταξύ άλλων ο Θωμάς Ακινάτης και ο άγιος Μπ οναβεντούρα10», απ οκρίθηκε ο π οιητής. Χωρίς να το έχει συνειδητοπ οιήσει, είχε αρχίσει π άλι να κοντράρει το π νεύμα του μ' εκείνο του π αλιού του δασκάλου, ξαναρχίζοντας μια π ρόκληση π ου είχε διακοπ εί εδώ και αρκετά χρόνια. «Υπ άρχουν κι άλλοι δάσκαλοι π ου μπ ορούν να φωτίσουν το σκοτάδι μας. Εκτός απ ό αυτούς π ου αναφέρατε, κι άλλοι έψαξαν και ψάχνουν ακόμα το φως. Για μερικούς μιλήσαμε τότε. Όμως για κάπ οιους άλλους δεν ήταν φρόνιμο να το κάνουμε, ούτε καν στη γη της Γαλλίας». «Κι εδώ στη Φλωρεντία;» «Ίσως». Ο Δάντης ένιωσε π ως έμπ αινε σε επ ικίνδυνο μονοπ άτι. «Τι λέτε λοιπ όν γι' αυτό π ου μόλις είδαμε;» ρώτησε για να αλλάξει κουβέντα. «Εκείνο π ου είδαμε... Είστε βέβαιος π ως είδαμε και οι δύο το ίδιο π ράγμα;» «Φυσικά, τα μάτια μας είναι διαφορετικά, όπ ως η μύτη και τα χέρια μας. Όμως η εικόνα π ου το μυαλό μας λαμβάνει απ ' ό,τι οι αισθήσεις τής υπ οδεικνύουν π ρέπ ει να είναι η ίδια. Γιατί το μυαλό μας είναι ο καθρέφτης του Θεού, π ου είναι ένας και μοναδικός». «Κι αν δεν υπ άρχει ένας Θεός;» ρώτησε ο Αρίγκο γαλήνια. «Προσέξτε, Αρίγκο, γιατί βλασφημείτε!» τον απ είλησε ο Δάντης, κουνώντας του π εριπ αιχτικά το δάχτυλο. Δεν π ίστευε ότι κάπ οιος π ου δίδασκε στη Θεολογική Σχολή μπ ορούσε να έχει π αρόμοιες αμφιβολίες. Όμως ο άλλος δε συμμερίστηκε την ευθυμία του. «Εκείνο π ου θέλω να π ω είναι: αν δεν υπ άρχει ένας και μοναδικός
Θεός; Όπ ως συμβαίνει με το φως και το σκοτάδι, δε θα μπ ορούσε και η θεία δύναμη να μοιράζεται ανάμεσα στο βασίλειο του Καλού και στο αντίθετό του; Στην π ροκειμένη π ερίπ τωση, αυτό π ου είδαμε σε π οιο απ ό τα δύο βασίλεια θα ανήκε;» Ο π οιητής είχε αναστατωθεί, Ο Αρίγκο ανασήκωσε τους ώμους του. «Συγχωρέστε με, κύριε Αλιγκιέρι. Είναι η συνή-θεία της αμφιβολίας π ου εύκολα μετατρέπ εται σε εμμονή στο μυαλό κάπ οιου π ου, όπ ως εγώ, τη χρησιμοπ οιεί για να εξερευνήσει τη Φύση. Αλλά ας επ ιστρέψουμε στο τερατώδες θέαμα π ου π αρακολουθήσαμε. Φαίνεται λες και ο Θεός αναίρεσε για λίγο τους νόμους Του. Ποτέ μέχρι τώρα στις μελέτες μου των φυσικών φαινομένων δεν είχα π έσει π άνω σ' ένα π λάσμα π ου θα μπ ορούσε να επ ιβιώσει χωρίς τα μισά του όργανα». «Πιστεύετε λοιπ όν κι εσείς ότι π ρόκειται για μια κούκλα π ου ενεργοπ οιείται με κάπ οιο μηχανισμό;» ρώτησε όλο π ροσμονή ο Δάντης. «Πιθανόν. Μπ ορεί και όχι όμως. Στη Γαλλία είδα κάμπ οσες τέτοιες κούκλες να κοσμούν τα ρολόγια στους π ύργους, αλλά π οτέ καμία π ου να δείχνει τόσο φυσική όσο αυτή. Θα π ίστευε σχεδόν κάπ οιος π ως...» Ενώ είχαν απ ορροφηθεί στην κουβέντα τους, π ροσπ αθούσαν ταυτόχρονα να π λησιάσουν στην έξοδο. Όμως εκεί μπ ροστά το π λήθος φαινόταν να έχει κολλήσει και ταραγμένες φωνές υψώνονταν απ ό π αντού, σαν να γινόταν καυγάς. Ο Δάντης ανασηκώθηκε στις μύτες των π οδιών του, π ροσπ αθώντας να ανακαλύψει την αιτία της αναταραχής, και αμέσως αναγνώρισε τον μπ αρτζέλο π ου άνοιγε δρόμο σπ ρώχνοντας τον κόσμο, ακολουθούμενος απ ό μια μικρή ομάδα στρατιωτών, ενώ κοίταζε δεξιά κι αριστερά. «Κύριε Ντουράντε!» του φώναξε μόλις τον ανακάλυψε. «Μου
είπ αν ότι θα σας έβρισκα εδώ!» «Γιατί τέτοια επ ιθυμία να με δείτε;» ρώτησε ο π ροϊστάμενος, π αίρνοντας απ ό ένστικτο αμυντική στάση. «Σας χρειάζονται στο π ανδοχείο του Άντζελο. Υπ άρχει ένας νεκρός». Ο Δάντης έσκυψε το κεφάλι του, σφίγγοντας τις γροθιές και τα βλέφαρα π ροκειμένου να καταπ ολεμήσει τον ίλιγγο π ου ένιωθε. Η καρδιά του είχε αρχίσει να χτυπ άει σαν τρελή, ενώ μια βουβή οργή π λημμύριζε την ψυχή του. Πάλι τα ίδια! Ι Ιροσπ άθησε να π άρει μια βαθιά ανάσα. Λες και οι δρόμοι της Φλωρεντίας είχαν μετατραπ εί σε κείνους του Άδη. Ο ζεστός αέρας π ου έμπ αινε στα π νευμόνια του έμοιαζε να τον π νίγει. Αναζήτησε μια διαφορετική εικόνα στο μυαλό του. Το π ρόσωπ ο της Πιέτρα, το π εριφρονητικό χαμόγελό της. «Ασχοληθείτε εσείς... εγώ είμαι κουρασμένος. Ανάμεσα στους π ροϊστάμενους κάπ οιος θα υπ άρχει π ου μπ ορεί να φροντίσει το θέμα. Βρείτε έναν άλλο». «Όχι...» Ο μπ αρτζέλο μετά τη μονοσύλλαβη απ άντησή του είχε μείνει άλαλος, λες και δεν έβρισκε λέξεις για να συνεχίσει. Έριξε ένα καχύπ οπ το βλέμμα π ρος τη μεριά του Αρίγκο, π ου είχε σταθεί διακριτικά ένα βήμα π ιο π ίσω. «Ο νεκρός είναι κάπ οιος... π ου δε θα έπ ρεπ ε να βρίσκεται εδώ. Ένας π ολύ ηλικιωμένος. Φοράει τούρκικα ρούχα», π ρόσθεσε τονίζοντας τις τελευταίες λέξεις. Ο Δάντης μισόκλεισε τα μάτια, Ο τέταρτος άνδρας. Ώστε το δρεπ άνι του θεριστή είχε κόψει τη φυγή του; Αισθάνθηκε μια ξαφνική ενεργητικότητα να κατακλύζει τα μέλη του, την είχε π ροκαλέσει ετούτη η αναπ άντεχη εξέλιξη. Ακόμα και η αδιαθεσία του φαινόταν να έχει κάπ ως καταλαγιάσει. «Στο π ανδοχείο του Άντζελο είπ ατε... Πάμε λοιπ όν. Ίσως π ρολαβαίνουμε να ξαναρχίσουμε τη συζήτηση π ου διακόπ ηκε σ'
εκείνο το π λοίο». «Μα αφού σας εξήγησα ότι είναι νεκρός!» «Κι όμως θέλω να μιλήσω μαζί του. Μπ ορούμε π άντα να ακούσουμε τη βουβή μαρτυρία του, αρκεί να είμαστε σε θέση να την κατανοήσουμε». Στο μεταξύ, είχε φτάσει στην π όρτα της εκκλησίας, εκμεταλλευόμενος ένα στενό άνοιγμα π ου είχαν δημιουργήσει οι στρατιώτες ανάμεσα στο π λήθος. Χαιρέτησε μ' ένα νεύμα το φιλόσοφο, Ο αρχηγός της φρουράς π ροχώρησε π ίσω του. Το π ανδοχείο του Άντζελο είχε την είσοδό του σ' ένα σοκάκι στρωμένο με π ατημένο χώμα, δίπ λα στα π αλιά ρωμαϊκά τείχη, στο δρόμο π ρος τη Σάντα Μαρία Νοβέλα. Αρχικά π ρέπ ει να απ οτελούσε έναν απ ό τους π εριμετρικούς π ροστατευτικούς π ύργους, π ου το π άνω μέρος του είχε κάπ οια στιγμή καταρρεύσει. Τώρα ξεπ ρόβαλλε μέσα απ ό τα υπ ολείμματα των τειχών σαν τον τελευταίο φρουρό μιας εξαφανισμένης στρατιάς, βουλιαγμένης απ ό τα π ιο σύγχρονα κτίρια π ου την είχαν π ροσπ εράσει και συνέχιζαν π ρος την εξοχή. Γύρω απ ό την κυκλική κατασκευή, στο επ ίπ εδο του εδάφους, είχαν χτίσει μια μεγάλη αίθουσα με γερά ξύλινα δοκάρια. Εκεί βρισκόταν η κουζίνα και διανυκτέρευαν οι π ιο φτωχοί ταξιδιώτες σε άβολα κρεβάτια, αρκετά φαρδιά ώστε να μπ ορούν να φιλοξενήσουν ακόμα και τρία άτομα. Απ ό την άλλη π λευρά, το στενό κατέληγε σ' ένα π έτρινο, χτισμένο χωρίς κονίαμα, τοιχάκι π ου απ οτελούσε το όριο των αμπ ελιών. Σμήνη απ ό μύγες βούιζαν π άνω απ ό τα π εριττώματα με τα οπ οία τα π εραστικά άλογα είχαν καλύψει τη λάσπ η, π ροτού οι αναβάτες τους τα δέσουν στη δοκό μπ ροστά απ ό την π όρτα. «Σε π οιον ανήκει αυτή η π εριοχή;» ρώτησε ο π οιητής δείχνοντας μπ ροστά του. «Στους Καβαλκάντι... νομίζω», απ άντησε ο μπ αρτζέλο ύστερα
απ ό σύντομη σκέψη. «Και το π ανδοχείο π ρέπ ει να ανήκε κάπ οτε στην οικογένεια. Ήταν ο μύλος τους και ο π ύργος η απ οθήκη, π ριν μετατραπ εί σε τόπ ο διαμονής ταξιδιωτών». Ξανά οι Καβαλκάντι. Ξανά το ίδιο ενοχλητικό αίσθημα ενοχής, Ο π ροϊστάμενος ανασήκωσε τους ώμους του, λες και ήθελε να ελευθερωθεί απ ό ένα βάρος, κι έστρεψε την π ροσοχή του στο π ανδοχείο. Η ταμπ έλα του απ εικόνιζε έναν άγγελο με ανοιγμένες τις φτερούγες. Ένα άγνωστο χέρι είχε καλύψει με μπ ογιά το κομμάτι της φράσης π ριν απ ό τη λέξη «άγγελος». Όμως ο χρόνος και οι βροχές είχαν διαλύσει την μπ ογιά κι έτσι η σβησμένη λέξη ξεπ ρόβαλλε απ ό κάτω. Ο «Πεπ τωκώς Αγγελος»... έτσι λεγόταν αρχικά το π ανδοχείο. Ένα λεπ τό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του π οιητή. Ήταν σίγουρος π ως ο Γκουίντο το είχε σκεφτεί, μόνο εκείνος θα έπ αιρνε τέτοια απ όφαση. «Πού είναι ο νεκρός;» ρώτησε διώχνοντας απ ότομα τις σκέψεις του. «Ελάτε. Στο π άνω μέρος του π ύργου έχουν δημιουργηθεί μερικά κελιά, Ο π ανδοχέας τα νοικιάζει στους π λούσιους ταξιδιώτες π ου θέλουν να κοιμηθούν μόνοι τους. Σ' ένα απ ό αυτά, στον τελευταίο όροφο». Ο Δάντης δίστασε για μια στιγμή. Ήθελε να χαραχτεί καλά στο μυαλό του η συνολική εικόνα, π ριν γλιστρήσει σ' εκείνη την απ οσπ ασματικότητα των αισθήσεων στην οπ οία θα π αρασυρόταν μόλις έμπ αινε. Στη συνέχεια, χωρίς να π εριμένει τον μπ αρτζέλο, π έρασε τη μικρή π όρτα και βάλθηκε να ανεβαίνει μόνος του την κυκλική σκάλα με τα σκαλοπ άτια απ ό ξύλο βελανιδιάς π ου βρισκόταν κατά μήκος του μεγάλου τοίχου. Αμέσως ένιωσε κάτι π αράξενο στην ατμόσφαιρα, δίχως να μπ ορεί να το π ροσδιορίσει. Είχε ξεκινήσει ορμητικά την ανάβαση, όμως στη μέση της
σκάλας ένιωσε τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπ ουν, ενώ ανάσαινε με δυσκολία τον ζεστό και βαρύ αέρα εκείνου του π έτρινου χωνιού. Στο καθένα απ ό τα τρία π ρώτα επ ίπ εδα υπ ήρχαν δύο μικρές π όρτες. Στο τέταρτο όμως μόνο μία: όλη η κορυφή του π ύργου ήταν διαμορφωμένη σ' έναν ενιαίο χώρο, με μεγάλα δοκάρια απ ό ξύλο καστανιάς στην οροφή. Η ατμόσφαιρα ήταν απ οπ νικτική και ίσα π ου τη δρόσιζε ένα αδύναμο ρεύμα αέρα το οπ οίο ερχόταν απ ό τα δύο μικρά π αράθυρα στον τοίχο της π ρόσοψης. «Που...» άρχισε να λέει π ερνώντας το κατώφλι, αλλά π ριν ακόμα π άρει απ άντηση, κοντοστάθηκε συγκλονισμένος απ ό το θέαμα π ου αντίκρισε, Ο χώρος μπ ροστά του επ αναλάμβανε τη στρογγυλή μορφή του κτιρίου, με μια διάμετρο π ερίπ ου δέκα π ήχεων ή λίγο π ερισσότερο. Στο βάθος βρισκόταν ένα μικρό ξύλινο κρεβάτι, π ου ίσα ίσα θα χωρούσε έναν άνδρα μέσου ύψους. Δίπ λα του ένα μπ αούλο για ρούχα, π άνω στο οπ οίο έφεγγε ένα αναμμένο κερί. Η φλόγα κόντευε π ια να σβήσει. Στο κέντρο του δωματίου δέσπ οζε μια καρέκλα με ψηλή π λάτη και π ίσω της ένα μικρό γραφείο. Το σώμα του άνδρα ήταν στητό, ακίνητο. Νεκρός, όχι όμως π αραδομένος στη γαλήνη της αιώνιας ανάπ αυσης, ούτε έτοιμος να φωνάξει για εκδίκηση, αφού κανένας δε θα μπ ορούσε να βγάλει τέτοια κραυγή. Το κεφάλι του, απ οκομμένο σχεδόν απ ό τον κορμό μ' ένα άγριο χτύπ ημα, έγερνε στον ώμο του. Ο Δάντης έπ νιξε την κραυγή π ου μπ ροστά σ' αυτό το θέαμα του είχε ανεβεί στα χείλη. Κατόπ ιν π έρασε το κατώφλι και π λησίασε τον άνδρα. Απ ό την π ληγή είχε τρέξει μπ όλικο αίμα, μουσκεύοντας τα ρούχα του και π ιτσιλώντας ένα χαρτί στο οπ οίο ακουμπ ούσε ακόμα το δεξί χέρι του νεκρού, ακριβώς στο κέντρο ενός οκταγώνου σχεδιασμένου με κάρβουνο στην π εργαμηνή. Το
κεφάλι έμοιαζε να στρέφεται π ρος το σώμα απ ' όπ ου είχε αρχίσει να απ οχωρίζεται, Ο π ροϊστάμενος χρειάστηκε να υπ ερνικήσει έναν ξαφνικό ίλιγγο, π ροτού τα μάτια του καταφέρουν να απ οφασίσουν π ού θα εστιάσουν, ανάμεσα στα δύο μέρη του νεκρού π ου κοίταζαν το ένα το άλλο. Παρατήρησε π ως ο άνδρας φορούσε ρούχα καλής π οιότητας. Φαρδιά και ελαφριά, π ου κυμάτιζαν γύρω του με τη μεγαλοπ ρέπ εια ρωμαϊκής χλαμύδας· το μέτωπ ό του ήταν εν μέρει καλυμμένο απ ό ένα π λεκτό π έπ λο. Υπ ήρχε κάτι το ασυνήθιστο στην ενδυμασία του, γεγονός π ου εξηγούσε την ιδέα του μπ αρ-τζέλο ότι φορούσε τουρκικά ρούχα. Στην π ραγματικότητα ήταν κατάλληλα για ταξίδι π αρά για συναλλαγές στην π όλη. Μάλλον κάπ οιος εύπ ορος π ροσκυνητής, όπ ως έδειχνε η π αρουσία του στο π ιο ακριβό μέρος του π ανδοχείου. Κατανικώντας την ενστικτώδη απ έχθειά του, ο π ροϊστάμενος μετακίνησε απ αλά το κεφάλι, απ ομακρύνοντας τα μακριά άσπ ρα μαλλιά π ου έπ εφταν στο π ρόσωπ ο, καλύπ τοντάς το, και στη συνέχεια το ανασήκωσε π ρος το μέρος του. Το π ρόσωπ ο του θύματος είχε σημαδευτεί απ ό μια έκφραση αγωνίας, τα μάτια του είχαν π αραμείνει ορθάνοιχτα. Κι όμως ένιωθε βέβαιος γι' αυτό, η αιτία δεν ήταν ούτε ο π όνος ούτε η έκπ ληξη. Όχι, είχε θελήσει να δει μέχρι το τέλος. Να γνωρίσει μάλλον την εμπ ειρία του θανάτου, π αρά να π ροσπ αθήσει να τον απ οφύγει. Αναζήτησε στις μαύρες διεσταλμένες κόρες του τη σκιά της τελευταίας εικόνας π ου είχε δει, π ου όπ ως λένε απ οτυπ ώνεται στα μάτια των ετοιμοθάνατων. Όμως αντί για απ άντηση δε βρήκε π αρά μόνο δυο μαύρες κοιλότητες. Οι βαθιές ρυτίδες στο μέτωπ ο και στις γωνίες του μισάνοιχτου στόματος —απ ' όπ ου διακρινόταν μια οδοντοστοιχία κιτρινισμένη και με κενά —, π ερισσότερο ακόμα κι απ ό την επ ιδερμίδα π ου την είχαν σημαδέψει τα χρόνια, π ρόδιδαν την π ροχωρημένη ηλικία του. Τσως εξαιτίας των ρούχων,
του ήρθε στο νου το π ρόσωπ ο του Ανατολίτη στη γαλέρα. Ηλικιωμένος κι εκείνος, και όπ ως αυτός χτυπ ημένος απ ό μη φυσικό θάνατο. Κι όμως το σώμα π ου είχε μπ ροστά του φαινόταν γερό και καλοφτιαγμένο. Κάτω απ ό τα ρούχα μπ ορούσες να μαντέψεις τους ακόμα δυνατούς μυς. Για μια στιγμή στον Δάντη γεννήθηκε η υπ οψία ότι π ιθανόν να βρισκόταν μπ ροστά σε φαινομενικά διαφορετικά π τώματα και π ως το κομμάτι της σάρκας π ου τα ένωνε ακόμα δεν ήταν π αρά ένα τέχνασμα. Ανασήκωσε το κεφάλι και το έφερε να αγγίξει τον κομμένο λαιμό. Τα σημάδια της τομής συνέπ ιπ ταν τέλεια και το δέρμα π ου συνέδεε τα δύο μέρη έδειχνε ανέπ αφο. Καθώς το έκανε, το βλέμμα του είχε καρφωθεί και π άλι στο π ρόσωπ ο του νεκρού. Η φυσιογνωμία του κάτι του θύμιζε. Απ ό την π ρώτη στιγμή π ου είχε γυρίσει το κεφάλι π ρος το μέρος του — το συνειδητοπ οιούσε εκείνη τη στιγμή —, στη μνήμη του είχε αρχίσει να στριφογυρίζει ένα θολό φάσμα φτιαγμένο απ ό φωνές και αχνά χρώματα. Ακούμπ ησε ξανά το κεφάλι στην π λάτη της καρέκλας κι απ όμεινε να το κοιτάζει. Γύρω του, το μικρό δωμάτιο φαινόταν άνω-κάτω. Το μπ αούλο με τα ρούχα ανοιχτό κι αναπ οδογυρισμένο και δίπ λα του μια δερμάτινη τσάντα με κομμένα τα λουριά, ίσως απ ό το ίδιο μαχαίρι π ου είχε σφάξει και τον ηλικιωμένο. Ο Δάντης έψαξε π ροσεκτικά το εσωτερικό της, αναζητώντας κάπ οιο ίχνος, ήταν όμως τελείως άδεια. Μια λεπ τή μυρωδιά κεριού χτύπ ησε τα ρουθούνια του, μαζί με την π ιο ξεκάθαρη της μελάνης. Πρέπ ει να υπ ήρχαν χαρτιά εκεί μέσα, τα οπ οία π ήρε μαζί του ο δολοφόνος. Την υπ όθεσή του ενίσχυε π ερισσότερο ένας σκούρος λεκές σε μια γωνία της τσάντας, δίπ λα σ' ένα κομμάτι απ ό σπ ασμένο καλάμι. Στο μπ αούλο υπ ήρχε ένας ορειχάλκινος
χάρακας και μια π υξίδα. «Φωνάξτε τον π ανδοχέα», π ρόσταξε τον μπ αρτζέλο. Έπ ειτα απ ό λίγο επ έστρεψε συνοδευόμενος απ ό ένα ανθρωπ άκι π ου έτρεμε και π λησίασε σέρνοντας τα βήματά του δίπ λα στον τοίχο, στην π ροσπ άθεια' του να απ οφύγει να κοιτάξει τον νεκρό. Ο π οιητής τού έριξε ένα ερευνητικό βλέμμα. «Εσείς είστε ο Μανέτο ντελ Μολίνο, π ου κρατάει αυτό το π ανδοχείο για λογαριασμό των Καβαλκάντι;» Ο π ανδοχέας π εριορίστηκε να γνέψει καταφατικά. Το χτύπ ημα των δοντιών του ακουγόταν καθαρά μέσα στην ησυχία. Τότε κατάλαβε ο Δάντης την αιτία εκείνης της π ερίεργης αίσθησης π ου τον συνόδευε απ ό την π ρώτη στιγμή π ου π άτησε το π όδι του στο π ανδοχείο: δεν ακουγόταν κανένας απ ό τους συνηθισμένους σε τέτοια μέρη θορύβους. Καμία ψωνή, κανένα γέλιο, καμιά γυναικεία κουβέντα. Ούτε καν ο ήχος απ ό τα π ιατικά ή απ ό τα π έταλα των αλόγων στο λιθόστρωτο. Όλα έμοιαζαν νεκρά όπ ως το θύμα. «Ποιος ήταν αυτός ο άνδρας;» «Ένας π ροσκυνητής π ου π ήγαινε στη Ρώμη. Είπ ε ότι τον έλεγαν Μπ ρουνέτο ντα Παλέρμο, καλλιτέχνης. Σκέφτηκα π ως θα ήταν ένας απ ό τους π ολλούς π ου π άνε στον π άπ α για τις εργασίες του Ιωβηλαίου...» Το βλέμμα του π οιητή έτρεξε στα χέρια του νεκρού. Γεμάτα κόμπ ους, καλυμμένα απ ό τις σκούρες κηλίδες των γηρατειών. Όμως δυνατά ακόμα. «Πήρατε τίπ οτα απ ό δω μέσα;» «Όχι, ματον Θεό! Δε βρήκα καν το κουράγιο να μπ ω στο δωμάτιο απ ό τη στιγμή π ου με ειδοπ οίησαν ότι... ότι...» «Ποιος τον βρήκε;» «Μια π όρνη της μόνα Αάτζα. Είχε ανέβει για να δει μήπ ως κάπ οιος απ ό τους π ελάτες ήθελε να... Εν π άση π εριπ τώσει,
ξέρετε π ώς είναι αυτά τα π ράγματα...» Ο Δάντης έγνεψε αφηρημένα. Υπ ήρχε μια ιδιαίτερη λεπ τομέρεια π ου του είχε κάνει εντύπ ωση. «Μιλήσατε για π ελάτες. Ποιος άλλος μένει στα δωμάτιά σας;» Ο π ανδοχέας ξερόβηξε. «Υπ άρχουν ακόμα μερικοί π ελάτες. Εκτός... εκτός απ ό αυτόν», είπ ε δείχνοντας τον νεκρό, συνεχίζοντας όμως να μην κοιτάζει π ρος το μέρος του. «Πείτε μου το όνομα του καθενός και π ού μένει». «Μπ ορώ να κάνω κάτι ακόμα καλύτερο, κύριε π ροϊστάμενε. Να σας τους δείξω π ροσωπ ικά. Είναι στην κάτω αίθουσα και π ίνουν. Αν έρθετε μαζί μου...» Ο Δάντης τον ακολούθησε, έχοντας απ ό π ίσω του τον μπ αρτζέλο. Στο ξύλινο δάπ εδο του π ρώτου π ατώματος ανοιγόταν μια μεγάλη καταπ ακτή, ίσως το άνοιγμα τροφοδοσίας του π αλιού αχυρώνα, Ο π ανδοχέας ανασήκωσε το π ορτάκι και τον κάλεσε να π λησιάσει. Στον κάτω όροφο, γύρω στο τραπ έζι απ ό ξύλο βελανιδιάς, καθόταν μια αντροπ αρέα, π ίνοντας κρασί σε π ήλινες κούπ ες. Ήταν δοσμένοι σε μια γαλήνια κουβέντα, π ου καμιά σχέση δεν είχε με τη ζωηρότητα των συζητήσεων π ου γίνονται στις ταβέρνες. Έμοιαζαν να π ερνάνε την ώρα τους π εριμένοντας κάτι. «Αυτοί είναι όλοι κι όλοι οι π ελάτες σας;» ρώτησε χαμηλόφωνα ο π οιητής. Ο άλλος, αφού του έριξε μια γρήγορη ματιά, έγνεψε καταφατικά. Ο Δάντης διέτρεξε με το βλέμμα ολόκληρη την ομάδα, σταματώντας για λίγο στον καθένα. Έδειξε εκείνον π ου καθόταν στην κορυφή του τραπ εζιού, με το κεφάλι χωμένο στους ώμους και με μια ενοχλημένη έκφραση στο π ρόσωπ ό του με τα ευγενικά χαρακτηριστικά. Του φαινόταν π ως κάπ ου τον είχε ξαναδεί. Ήταν ο π ιο νέος, είκοσι χρονών π άνω-κάτω.
«Φραντσεσκίνο Κολόνα, απ ό τη Ρώμη», μουρμούρισε ο π ανδοχέας. «Επ έστρεψε απ ό την Μπ ολόνια. Είναι σπ ουδαστής και π ηγαίνει στη Ρώμη». Ξαφνικά, ο π ροϊστάμενος θυμήθηκε τον νέο π ου είχε π ροσέξει στην εκκλησία όπ ου έλαβε χώρα το θαύμα. «Εκείνος είναι ο Φάμπ ιο νταλ Πότσο», π ρόσθεσε ο π ανδοχέας, δείχνοντας με το χέρι του τον γεροδεμένο άνδρα π ου καθόταν δίπ λα στον π ρώτο, κρατώντας μια κούπ α με κρασί. «Υφασματέμπ ορος. Έρχεται απ ό το Βορρά για να π ουλήσει μάλλινα απ ό τη Σκοτία». Πάντα σιωπ ηλός, ο Δάντης έδειξε π ρος τη μεριά των άλλων δύο π ου κάθονταν στην απ έναντι μεριά του τραπ εζιού, στη γωνία, π αίζοντας απ ορροφημένοι ζάρια, Ο ένας, π ου τη χοντρή του κοιλιά τύλιγε ένα ύφασμα τεντωμένο σαν δέρμα ταμπ ούρλου, κουνούσε αργά το κύπ ελλο με τα ζάρια, λες και το είχε βάλει σκοπ ό να π ροκαλέσει την τύχη. Ο άλλος, ένας άνδρας με χαρακτηριστικά σκοτεινά σαν τα ρούχα του, υπ ερβολικά αδύνατος, π αρατηρούσε αφηρημένα τις κινήσεις του συντρόφου του. «Ρίγκο ντα Κόλα, ο χοντρός», ψιθύρισε ο π ανδοχέας. «Κι άλλος υφασματέμπ ορος. Πηγαίνει στη Ρώμη για το Ιωβηλαίο. Τον άλλο τον λένε Μπ ερνάρντο Ρινούτσο. Ταξιδεύει έχοντας μαζί του π ολλά χαρτιά και μελάνι. Νομίζω π ως κάτι γράφει. Είναι συνέχεια στο μοναστήρι της Σάντα Κρότσε και ψαχουλεύει στα χαρτιά τους», π ρόσθεσε με τρομαγμένη έκφραση. Στα βαθουλωμένα μάγουλα εκείνου του άνδρα, τα ζυγωματικά του έδειχναν έτοιμα να σκίσουν το δέρμα και να π εταχτούν έξω, απ οκαλύπ τοντας τα οστά του κρανίου. Ένα ρίγος διέτρεξε τη σπ ονδυλική στήλη του π οιητή. Και ο π ανδοχέας φαινόταν αναστατωμένος. «Μοιάζει με... π εθαμένο, έτσι δεν είναι;»
Ο Δάντης συμφώνησε, Ο Βονιφάτιος μάζευε καλλιτέχνες για να εξωραΐσει τη Ρώμη ενόψει του Ιωβηλαίου. Ακόμα και ο φίλος του ο Τζότο ετοιμαζόταν να φύγει. «Κι εκείνος;» ψιθύρισε, δείχνοντας ένα μεγαλόσωμο άνδρα, π ου π αρά την κολασμένη ζέστη, καθόταν τυλιγμένος σ' έναν άσπ ρο μάλλινο μανδύα. Το π ρόσωπ ό του, όπ ου ξεχώριζε η αετίσια μύτη, το σημάδευε μια μακριά ουλή π ου κατέβαινε απ ό το ένα βλέφαρο μέχρι το μάγουλο. Ένα χτύπ ημα π ου μόνο απ ό θαύμα δεν τον είχε σκοτώσει. «Ζακ Μονέρ, Γάλλος», ψιθύρισε ο π ανδοχέας. «Γάλλος; Και τι τον φέρνει στα μέρη μας;» Ο άνδρας ανασήκωσε τους ώμους του. «Είπ ε ότι είναι απ ό την Τουλούζη. Έρχεται απ ό τη Βενετία. Γραμματιζούμενος, όπ ως κι ο γέρος στο βάθος». «Απ ό την Τουλούζη... κι όμως έρχεται απ ό τη Βενετία», επ ανέλαβε ο π οιητής τσιμπ ώντας το χείλος του. «Κι ο τελευταίος π οιος είναι;» Έδειξε εκείνον π ου είχε τραβήξει π ρώτος τηλ’ π ροσοχή του. ηλικιωμένος, με μακριά, γκρίζα μαλλιά χωρισμένα στη μέση. π ου έπ εφταν στους αδύνατους ώμους του. Ήταν ψηλός και φορούσε τα επ ίσημα σκούρα ρούχα των γκαρών. Το π ρόσωπ ό του. π ου το φώτιζαν δυο ανοιχτόχρωμα μάτια με νεανική λάμψη, χάραζαν βαθιές ρυτίδες. Έμοιαζε λες και μια βαριά π αγωνιά είχε π λακώσει τα μέλη του. π ου ήταν καλυμμένα μέχρι το λαιμό με βαριά ρούχα. Ακόμα και τα χέρια του π ροστατεύονταν απ ό σκούρα δερμάτινα γάντια. «Ο κύριος Μαρτσέλο» απ άντησε ο ανθρο^π άκος και στον τόνο της φωνής του διακρινόταν σεβασμός και δυσπ ιστία. «Μεγάλος γιατρός, απ ' ό.τι φαίνεται. Απ ό το Βορρά. Πάει στη Ρώμη για να εκπ ληρώσει ένα τάμα. Ή, τέλος π άντων, έτσι είπ ε στους άλλους. Το άκουσε μία απ ό τις υπ ηρέτριες μου». Ο Δάντης έριξε ακόμα μια ματιά, στη συντροφιά και στη
συνέχεια απ οτραβήχτηκε για χα μη ριψοκινδυνέψει να τον δουν. Δεν ήθελε χα ξέρουν ότι κάπ οιος τους π αρακολουθεί. «Κλείστε τηλ’ π όρτα και βεβαιωθείτε π ως καλ’έλ’ας δε θα π ροσπ αθήσει χα μπ ει μέσα. Κι αχ κάπ οιος δοκιμάσει, σημειώστε το και χα μου το αλ’αφέρετε». διέταξε τολ’ αλΌρωπ άκο π ρίλ’ βγει απ ό το δωμάτιο. Κατόπ ιν στράφηκε στολ’ μπ αρτζέλο. «Βάλτε χα μεταφέρουν τολ’ λ’εκρό στο λ’οσοκομείο της Σάλτα Μαρία. Μυστικά, όσο είναι δυνατόλ’ κάτι τέτοιο σε αυτή τηλ’ π όλη τωλ’ κουτσομπ όληδων. Και χωρίς χα δώσετε σε καλ’έλ’αλ’ εξηγήσεις σχετικά με τα όσα έγιναν». «Εξηγήσεις; Καλό θα ήταλ’ χα εξηγούσε και σ' εμάς κάπ οιος». απ άλ’τησε σαρκαστικά ο αρχηγός της φρουράς. «Μάλιστα. Δελ’ έχουμε και πο/λά στοιχεία, όμως ο λ’ους του σοφού κινείται με χαρά στις στενωπ ούς της σκέψης, εκεί όπ ου ο νους του αγράμματου ανθρώπ ου απ οθαρρύνεται και χάνεται. Και ο δικός μου νους... όλα στην ώρα τους όμως». «Θέλετε να ανακρίνετε αυτούς τους άνδρες; Ίσως...» Ο Δάντης κούνησε το κεφάλι του. «Αν ο δολοφόνος είναι κάπ οιος απ ό δαύτους, είχε όλο το χρόνο να σβήσει κάθε ίχνος. Αν τον ανέκρινα μαζί με τους υπ όλοιπ ους, θα του έδινα μόνο π λεονεκτήματα. Θα ανακάτευε τα λόγια του με εκείνα των άλλων, σαν λύκος ανάμεσα σε λύκους. Καλύτερα να τον αφήσουμε να νομίζει ότι τα στοιχεία μας είναι π ερισσότερα απ ' όσα στην π ραγματικότητα. Έτσι θα του π ροκαλέσουμε ανησυχία και ταυτόχρονα την ψευδή π επ οίθηση π ως δεν κινδυνεύει. Και τότε θα ρίξω τα δίχτυα μου ανάμεσα στη Σκύλα και στη Χάρυβδη». Κινήθηκε π ρος τη σκάλα. Φτάνοντας στο π λατύσκαλο, ίσιωσε π ροσεκτικά το μανδύα του κι έφτιαξε το σκούφο του, ρίχνοντας με φροντίδα το π έπ λο στον δεξιό ώμο. Μετά άρχισε να κατεβαίνει, π ερνώντας μπ ροστά απ ό τους καθισμένους άνδρες, και κατευθύνθηκε π ρος τη φωτεινή κηλίδα π ου διακρινόταν π ίσω απ ό
την π όρτα. Αναγκάστηκε να βάλει το χέρι του μπ ροστά στα μάτια του, π ριν ξανασυνηθίσειτη λάμψη του δρόμου. Πρωί της 8ης Αυγούστου, στο Μέγαρο των Προϊσταμένων ΩΡΙΣΤΕ ΟΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ π ου ζητήσατε για τους ενοίκους του π ανδοχείου», είπ ε ο γραμματέας, δείχνοντας στον Δάντη ένα φύλλο χαρτί. «Δεν ήταν εύκολη δουλειά, αναγκάστηκα να ρωτήσω όλους τους αρχηγούς των φρουρών στις π ύλες». «Μήπ ως π εριμένετε κάπ οιον έπ αινο, κύριε Ντούτσο;» ρώτησε ξεφυσώντας ο Δάντης και του άρπ αξε το χαρτί απ ό το χέρι. Ήταν ένας κατάλογος με ονόματα, με λίγες λέξεις γραμμένες δίπ λα στο καθένα. «Δε φαίνεται να κάνατε και π ολύ σπ ουδαία δουλειά». «Η Φλωρεντία είναι γη ελευθερίας. Εμείς δεν ανακρίνουμε τους ταξιδιώτες, αν δεν υπ άρχει κάπ οιος λόγος π ου να σχετίζεται με την ασφάλεια της Κοινότητας», απ άντησε ο άλλος π ικαρισμένος. Ο π οιητής ανασήκωσε τους ώμους του και στη συνέχεια βυθίστηκε στο διάβασμα. Η αναφορά δεν π ρόσθετε π ολλά σ' εκείνα π ου του είχε ήδη απ οκαλύψει ο π ανδοχέας. Το μοναδικό νέο στοιχείο ήταν η καταγραφή της ημερομη-νιας π ου είχαν μπ ει οτην π όλη. Οι π ροσκυνητές είχαν φτάσει απ ό διαφορετικές π ύλες, απ ό τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Πρώτος ο Μπ ρουνέτο, το θύμα, στις 2 Αυγούστου. Και μαζί του ο Ρίγκο ντι Κόλα. Την επ ομένη ο Μπ ερνάρντο, στη συνέχεια ο νεαρός Κολόνα και ο Φάμπ ιο νταλ Πότσο. Μετά ο Γάλλος και τέλος ο ηλικιωμένος γιατρός, μόλις π ριν απ ό δύο μέρες. Σαν να είχαν δώσει ραντεβού, π εριμένοντας έναν ακόμα. Κι όμως τελευταίος είχε έρθει ο Θάνατος, ο π ιο ανεπ ιθύμητος επ ισκέπ της. Ή, ίσως, ο Θάνατος να τους π ερίμενε ήδη εκεί, σαν μια κιτρινωπ ή νεκροκεφαλή, κρυμμένη κάτω απ ό το π ρόσωπ ο ενός
απ ό αυτούς. Και βιαζόταν ν' αρπ άξει το τιμόνι της ζωής τους μέσα σ' εκείνον τον μισογκρεμισμένο π ύργο, όπ ως είχε ήδη κάνει στο π λοίο των νεκρών. Ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει, βάφοντας κόκκινες τις π ροσόψεις των σπ ιτιών. Φτάνοντας κοντά στο Ορσανμικέλε, ο Δάντης σκέφτηκε να π εράσει απ ό τον π ύργο Καστάνια, κοντά στα σπ ίτια των Τσέρκι. Έτσι θα έβρισκε την ευκαιρία για μια σύντομη επ ίσκεψη στους δικούς του π ου ζούσαν στον ίδιο δρόμο. Στη συνέχεια όμως άλλαξε γνώμη, βλέπ οντας τη σκιά του γνώμονα π ου ήταν τοπ οθετημένος στη στοά να δείχνει ήδη την έβδομη ώρα. Είχε ακόμα κάμπ οσο δρόμο να κάνει, αν ήθελε να φτάσει στο μαγαζί του π ρωτομάστορα Αλμπ έρτο π ριν απ ό το τέλος της εργάσιμης ημέρας. Χώθηκε στο δαίδαλο με τα δρομάκια π ίσω απ ό τα ερείπ ια του αρχαίου αμφιθεάτρου, π ου δίπ λα του υπ ήρχαν ταπ εινά π λινθόχτιστα σπ ίτια και ξύλινες π αράγκες, όπ ου έμεναν και είχαν τα μαγαζιά τους οι π ερισσότεροι τεχνίτες της Φλωρεντίας. Πιο νότια ακόμα, κοντά στην όχθη του Άρνου, το π έρασμα έκλεινε απ ό τα στεγνωτήρια των βαφέων και τους μεγάλους νερόμυλους των λαναράδων που βρίσκονταν στην όχθη. Προχώρησε λίγο ακόμα τριγυρίζοντας ανάμεσα στους υπ αίθριους π άγκους των σιδεράδων, ώσπ ου ε'φτασε σ' ένα σημείο όπ ου ο στενός δρόμος φάρδαινε λίγο, στρίβοντας γύρω απ ό τα ερείπ ια μιας ρωμαϊκής αψίδας. Αμέσως μετά το π έρασμα και έληγε σ' ένα χαμηλό τοίχο, χτισμένο με υλικά απ ό τα αρχαία κτίρια. Μια ξύλινη π όρτα οδηγούσε στη μικρή αυλή όπ ου βρισκόταν το σπ ίτι του Αλμπ έρτο του Λομβαρδού. Στη μικρή π λατεία απ έναντι απ ό το μαγαζί είχε μαζευτεί ένα μικρό π λήθος. Ανδρες και γυναίκες π αρατηρούσαν εκστατικοί κάτι, φωνάζοντας και γελώντας. Με την ιδέα π ως κάπ οιος
σαλτιμπ άγκος έκανε επ ίδειξη των άθλιων χωρατών του, ο π ροϊστάμενος άνοιξε δρόμο ανάμεσα στον κόσμο, έτοιμος να διατάξει να διαλυθούν. Όμως δεν ήταν αυτό π ου π ερίμενε. Στη γωνία του δρόμου είχε στηθεί ένα π άλκο, η μπ ερλίνα, όπ ου ανάμεσα σε δυο ξύλα είχαν κλείσει τα χέρια και το λαιμό ενός άνδρα π ου φορούσε ρούχα χωρικού και π αραπ ονιόταν μεγαλόφωνα. Γύρω του, τα γέλια των θεατών δυνάμωναν όσο γίνονταν π ιο έντονες οι δικές του φωνές, ενώ απ ό δω κι απ ό κει του π ετούσαν π έτρες και σκουπ ίδια. Πλησίασε, απ οφασισμένος να π ροσπ εράσει και να φτάσει στον π ροορισμό του. Κάπ οιος όμως π ρέπ ει να τον αναγνώρισε, γιατί ένα ανήσυχο μουρμουρητό διαπ έρασε το π λήθος, π ου το ακολούθησε αμέσως μια ξαφνική σιωπ ή. Σε κείνη τη σιωπ ή αντήχησε απ ότομα η φωνή του καταδικασμένου, ένα ακατάληπ το ψέλλισμα ανακατεμένο με λατινικούς όρους. Ο Δάντης, π ου είχε φτάσει κοντά του, σταμάτησε π ερίεργος. «Γιατί διαμαρτύρεσαι, απ ατεώνα; Για τι σε καταδίκασαν;» ρώτησε, σκύβοντας για να μπ ορέσει να τον δει κατάματα. Βλέπ οντας ότι ο άλλος συνέχιζε να κοιτάζει το χώμα, τον άρπ αξε απ ό τα λιγοστά μαλλιά του και τον ανάγκασε να σηκώσει το κεφάλι. Ο άνδρας έστριψε το λαιμό του όσο μπ ορούσε και τον κοίταξε, ουρλιάζοντας απ ό τον π όνο. Στο π ρησμένο π ρόσωπ ό του, το ένα μάτι ήταν μελανιασμένο και κλειστό απ ό κάπ οιο χτύπ ημα, όμως το άλλο συνέχιζε να λάμπ ει ακόμα π ονηρά. «Αχ, κύριέ μου, μάτην π ίστη μου, βρέθηκα σ' αυτή την ταπ εινωτική κατάσταση μόνο και μόνο λόγω μιας quaestio irresolute, μιας διαφορετικής ερμηνείας», αναφώνησε ήρεμα. «Εξαιτίας μιας φιλοσοφικής διαφωνίας σε καταδίκασε λοιπ όν ο μπ αρτζέλο;» ρώτησε κατάπ ληκτος ο π οιητής, αφήνοντάς του τα μαλλιά.
«Μάλιστα, κύριε. Απ ό τα υπ οδήματά σας βλέπ ω π ως π ρέπ ει να είστε άνθρωπ ος αξιοσέβαστος και μορφωμένος», είπ ε ο καταδικασμένος, π ου μην αντέχοντας στην άβολη θέση, είχε ξαναγυρίσει το π ρόσωπ ό του π ρος το χώμα. «Επ ομένως, θα μπ ορέσετε να κατανοήσετε την αθωότητά μου». «Η κόλαση και οι φυλακές είναι γεμάτες αθώους, όλοι το ξέρουν», απ άντησε ειρωνικά ο Δάντης. «Και όμως θα συμφωνήσετε μαζί μου, μόλις ακούσετε την ιστορία της συμφοράς μου. Όλα ξεκίνησαν απ ό την επ ιθυμία μου να μεγαλώσω το μικρό αμπ έλι των γονιών μου, απ οκτώντας ένα γειτονικό κτήμα. Συμφωνήσαμε με το γείτονα ώστε να μετακινήσουμε τα όρια κατά τριάντα βήματα, τα οπ οία ζήτησα να μετρήσω π ροσωπ ικά, με τα ίδια μου τα π όδια». «Και λοιπ όν;» «Λοιπ όν, μέτρησα τριάντα βήματα ακριβώς, όμως εκείνος με κατηγόρησε για απ ατεώνα... και να με εδώ». «Μα γιατί; Απ ' ό,τι φαίνεται, σεβάστηκες τη συμφωνία». Ο άλλος ξέσπ ασε αναπ άντεχα σ' ένα π ονηρό γέλιο, λες και όλα του τα βάσανα είχαν σβήσει στην ανάμνηση όσων συνέβησαν. «Έκανα τα τριάντα βήματα τρέχοντας, κύριε. Αλλά αντί να εκτιμήσει το αστείο μου, εκείνος ο υπ οκριτής ο γείτονάς μου π ήγε αμέσως να με καταγγείλει». Χωρίς να το θέλει, κι ο Δάντης είχε ξεσπ άσει σε γέλια. «Πραγματικά είναι θέμα ερμηνείας, φίλε μου. Βέβαια, η απ όσταση μεγαλώνει αν αυτός π ου τη μετράει είναι γρήγορος», κατέληξε. Ο άλλος φαινόταν ικανοπ οιημένος απ ό την κρίση του Δάντη. «Θα μεσολαβήσετε για λογαριασμό μου;» ρώτησε με αγωνία. «Όχι. Αλλά δεδομένου ότι είσαι φιλόσοφος, δέξου στωικά την τιμωρία σου και π ερίμενε μέχρι να βραδιάσει. Λίγες βουρδουλιές ακόμα και μετά θα είσαι ελεύθερος».
Ο μηχανικός μοντάριζε, π άνω σ' έναν κιλλίβαντα, μιας σειρά τροχαλίες για ένα γερανό απ ό αυτούς π ου δούλευαν στο εργοτάξιο του καινούργιου καθεδρικού ναού. Βλέπ οντας τον π οιητή, σταμάτησε τη δουλειά του. «Εκείνο π ου σας έστειλα... π ού είναι;» τον π ρόλαβε ο Δάντης. Ο άλλος έδειξε μια γωνιά του εργαστηρίου του, ανάμεσα σ' ένα ράφι και μια μικρή π όρτα, Ο σάκος βρισκόταν εκεί, δεμένος ακόμα. «Δεν άγγιξα τίπ οτα, έτσι μου είπ αν οι στρατιώτες», απ άντησε ο Αλμπ έρτο. «Όμως, ό,τι κι αν είναι εκεί μέσα, καλά θα κάνουμε να το βγάλουμε το συντομότερο δυνατόν. Το ύφασμα έχει μουσκέψει». Ο π οιητής έλυσε γρήγορα τα σκοινιά κι άρχισε να βγάζει τα κομμάτια, δίνοντάς τα στον άνδρα π ου τα ακουμπ ούσε ένα ένα π άνω στον π άγκο. Σιγά σιγά, καθώς τα διάφορα εξαρτήματα του μηχανισμού π ερνούσαν απ ό τα χέρια του, στο π ρόσωπ ό του άρχισε να χαράζεται μια έκφραση έκπ ληξης, Ο Δάντης π αρακολουθούσε π ροσεκτικά τις αντιδράσεις του. «Λοιπ όν, τι π ιστεύετε π ως είναι;» ρώτησε μόλις άδειασε ο σάκος. Δίχως να απ αντήσει, ο Αλμπ έρτο π ήρε απ ό ένα ράφι μια λάμπ α π ου είχε π ίσω απ ό το φιτίλι της έναν ορειχάλκινο δίσκο για να συγκεντρώνει το φως. Την άναψε, μολονότι το μαγαζί φωτιζόταν ακόμα απ ό τον ήλιο, κι εστίασε το μυωπ ικό του βλέμμα στα αραδιασμένα μπ ροστά του εξαρτήματα του μηχανισμού. «Μοιάζουν με κομμάτια απ ό το ρολόι κάπ οιου π ύργου... διαφορετικά όμως απ ' όσα ξέρω. Εκτός απ ό...» «Τι;» «Ετούτες τις χαραγματιές π άνω στον τροχό». Ο Δάντης π λησίασε το κεφάλι του στο σημείο όπ ου του έδειχνε ο τεχνίτης. «Αραβικοί χαρακτήρες», είπ ε αφού τους κοίταξε για λίγο. Ο άλλος έγνεψε καταφατικά. «Το μηχάνημα φτιάχτηκε απ ό τους
άπ ιστους. Πού το βρήκατε;» Ο π ροϊστάμενος δεν απ άντησε. Η εικόνα της γαλέρας π ου κουβαλούσε το θάνατο εμφανίστηκε για μια στιγμή στο μυαλό του. Έκανε μια αόριστη χειρονομία και π έταξε μερικές κουβέντες για κάτι απ όρρητα εμπ ορικά ζητήματα. Όμως ο Αλμπ έρτο δε φαινόταν να τον π ροσέχει, απ ορροφημένος καθώς ήταν απ ' ό,τι έβλεπ ε. «Στο κάτω κάτω, στον συγκεκριμένο τομέα ήταν π άντα π ρώτοι. Ακόμα και ο μεγάλος Φρειδερίκος αναγκάστηκε να π ροσφύγει σ' αυτούς για το ρολόι του Παλέρμο», σχολίασε. «Είστε σε θέσή να καταλάβετε το νόημά τους;» ρώτησε ο π οιητής, χαϊδεύοντας με το δάχτυλο τις χαραγματιές. «Εγώ όχι, όμως ο υπ ηρέτης μου ξέρει να διαβάζει τη γραφή των π ατέρων του». Ο μηχανικός απ ομακρύνθηκε για λίγο και ξαναγύρισε μαζί μ' ένα μικρόσωμο νεαρό με μελαχρινή επ ιδερμίδα και τα αδύνατα χαρακτηριστικά εκείνου π ου τον βασανίζει η π είνα και η μνησικακία. «Αυτός είναι ο Αμίντ. Τον έπ ιασαν στα ανοιχτά της Αιγύπ του και θα τον έκαναν κωπ ηλάτη. Τον έσωσα όταν ανακάλυψα την ικανότητά του στην επ εξεργασία των μετάλλων. Δεν ξέρω όμως αν νιώθει ευγνωμοσύνη στο π ρόσωπ ό μου». Ο γέρος έδωσε στον υπ ηρέτη το μηχανισμό, δείχνοντάς του τα γράμματα. Εκείνος κάρφωσε για μια στιγμή το βλέμμα του στο σημείο π ου του έδειξαν και στη συνέχεια το απ έστρεψε απ ότομα. Η έκφρασή του, αρχικά απ αθής, έμοιαζε ταραγμένη. «Λοιπ όν;» τον π ροκάλεσε ο Δάντης, ενοχλημένος απ ό το δισταγμό του. Ο νέος εξακολουθούσε να μην απ αντάει, με το βλέμμα όλο και π ερισσότερο συνοφρυωμένο. «Πρόκειται για κάτι βλάσφημο. Είναι ύβρη στον Αλλάχ, τον π αντοδύναμο και π ολυεύσπ λαχνο»,
μουρμούρισε τελικά. «Γιατί θέλετε να την ξαναζωντανέψετε, μεταφράζοντάς τη στη γλώσσα των απ ίστων;» Ο Δάντης αναπ ήδησε στο άκουσμα των λόγων του ειδωλολάτρη. Συγκρατήθηκε όμως. Στο π ρόσωπ ο του νέου διέκρινε τα σημάδια μιας ειλικρινούς ενόχλησης. Και ίσως η ύβρη π ρος τον Θεό να ήταν π ράγματι ίδια σε όλες τις γλώσσες. «Στη δική μου γλώσσα η βλασφημία θα είναι μικρότερη για το θεό σου. Έλα λοιπ όν». «Ο Αλλάχ είναι μεγάλος», απ οφάσισε επ ιτέλους να μιλήσει ο Σαρακηνός, «όμως ο αλ-Τζαζάρι11... είναι μεγαλύτερος». Είχε χώσει το κεφάλι μέσα στους ώμους του, σαν να φοβόταν π ως ο Αλλάχ τον άκουγε. «Ο αλ-Τζαζάρι; Και π οιος είναι;» ρώτησε ο Δάντης. «Ξέρω εγώ», π ετάχτηκε ο μηχανικός, «Ο αλ-Τζαζάρι, απ ό τη μεγάλη π ερσική οικογένεια των κατασκευαστών αυτομάτων. Ο π ιο σπ ουδαίος απ ' όλους». «Αυτομάτων;» «Μηχανισμοί π ου μιμούνται τη ζωή. Χρυσά π αγόνια π ου ξεδιπ λώνουν τις ουρές τους απ ό λάπ ις λάζουλι, μπ ρούντζινα λιοντάρια π ου βρυχώνται στις π ύλες των θρόνων της Ανατολής και άλλα τέτοια διαβολικά συστήματα. Φαίνεται π ως ο αυτοκράτορας του είχε αναθέσει μια δουλειά για να λαμπ ρύνει ακόμα π ερισσότερο την αυλή του», συνέχισε ο Αλμπ έρτο. «Είχε δει μερικά έργα του άπ ιστου στην Ιερουσαλήμ, όταν είχε π άει εκεί ως σταυροφόρος. Μοναδικό μυαλό».
Ο Δάντης είχε τραβήξει το βλέμμα του και κοίταζε στο κενό. Σκεφτόταν το ιερό λείψανο στην εκκλησία π ου έμοιαζε ζωντανό. Η ιδέα ότι δεν ήταν π αρά ένα γλυπ τό εφοδιασμένο μ' έναν κρυφό μηχανισμό δεν τον είχε αφήσει π οτέ. «Αλλά συγχρόνως και... διεστραμμένο μυαλό», έλεγε ο Αλμπ έρτο. «Διεστραμμένο; Γιατί;» ρώτησε ο Δάντης, επ ειδή τα λόγια ετούτα του είχαν κεντρίσει την π ροσοχή. «Υπ άρχει κάτι το ξεδιάντροπ ο όταν π ροσπ αθεί κάπ οιος να μιμηθεί τη ζωή, να διαστρέψει την τάξη του Δημιουργού και να υψώσει π λάσματα φτιαγμένα απ ό ξύλο και μέταλλο στο βάθρο των έμβιων όντων, π αίρνοντας τη θέση τους». «Να ανατρέψει τη λογική και τη φύση;» ρώτησε ο π ροϊστάμενος. Εκείνα τα λόγια τον είχαν κάνει να σκεφτεί κάτι. Και η γαλέρα π ου είχε εξερευνήσει έμοιαζε με μία απ ίστευτη αναστροφή του νοήματος των π ραγμάτων. Ένα αντικείμενο φτιαγμένο για να π ροστατεύει τη ζωή στην εχθρική θάλασσα, είχε μετατραπ εί σε θανάσιμη π αγίδα. «Όμως ο Θεός μας έδωσε την εντολή να κυριεύσουμε τη Γη, να γίνουμε κύριοι του π λούτου της, να ρυθμίσουμε την π ολυπ λοκότητά της. Ακόμα και τα ρολόγια μας, κύριε Αλμπ έρτο, δεν είναι π αρά ρυθμιστές. Δεν είναι άραγε βλάσφημη και η δική σας τέχνη; Δε θα έπ ρεπ ε λοιπ όν να γράφετε κι εσείς κάτι ανάλογο στους δικούς σας οδοντωτούς τροχούς;» Ο Αλμπ έρτο κούνησε το κεφάλι του κι ετοιμάστηκε να απ αντήσει, όμως ο Δάντης τον π ρόλαβε. «Στο μεταξύ, κοιτάζοντας τα εξαρτήματα, π είτε μου σε τι χρησιμεύει ετούτος ο μηχανισμός, αν μπ ορείτε βέβαια». Ο άλλος ανασήκωσε τους ώμους του με μια διατακτική έκφραση. Ξανάρχισε να εξετάζει τα κομμάτια, αλλάζοντας και ξαναλλάζοντας τη θέση τους και π ροσπ αθώντας να τα συνδέσει με
διαφορετικό τρόπ ο κάθε φορά. Τα σφραγισμένα χείλη του και το συνοφρυωμένο μέτωπ ό του φανέρωναν τη διαρκώς αυξανόμενη αίσθηση του ανικανοπ οίητου π ου ένιωθε. Έπ ειτα απ ό λίγο, αφού έκανε μια τελευταία π ροσπ άθεια, σταμάτησε. «Τσως. Αλλά μόνο εν μέρει. Λείπ ουν μερικά βασικά εξαρτήματα. Στα σίγουρα μοιάζει με μεγάλο ρολόι. Βλέπ ετε αυτόν τον οδοντωτό άξονα και την αλυσίδα; Είναι η καρδιά του μηχανισμού, είμαι βέβαιος. Τυλιγμένη γύρω απ ό τον άξονά της, αυτή η ατσάλινη ίνα θέτει σε λειτουργία τον π ρώτο τροχό, π ου μεταδίδει την κίνηση στους μικρότερους, μέσα απ ό μια διαδοχική και υπ ολογισμένη αύξηση της ταχύτητας π εριστροφής... Αν είχα στη διάθεσή μου όλα τα κομμάτια...» «Και λέτε π ως το έφτιαξε αυτός ο αλ-Τζαζάρι», συνέχισε ο Δάντης ύστερα απ ό μια σύντομη π αύση, κατά τη διάρκεια της οπ οίας π ροσπ αθούσε να κατανοήσει τις εξηγήσεις του μηχανικού. «Ο αλ-Τζαζάρι υπ ήρξε ο μεγαλύτερος κατασκευαστής μηχανισμών σε όλο τον γνωστό κόσμο, η ίδια η δόξα της τέχνης μας. Αν είχαμε μερικά έργα του...» Ο Αλμπ έρτο ξανάρχισε να κοιτάζει τα μεταλλικά εξαρτήματα μ' ένα βλέμμα γεμάτο θρησκευτική ευλάβεια. «Αν δεν τον είχαν σκοτώσει...» «Ο αλ-Τζαζάρι σκοτώθηκε; Γιατί;» «Τον εκτέλεσαν οι ομόθρησκοί του. Φαίνεται π ως είχε τρελαθεί; Ή, τουλάχιστον, έτσι ακούστηκε ύστερα απ ό χρόνια στον χριστιανικό κόσμο». Ο π ροϊστάμενος είχε απ ομείνει σκεφτικός, χαϊδεύοντας το π ιγούνι του. Φαινόταν λες και ήθελε να το μακρύνει, τόσο π ολύ το τραβούσε. Βυθισμένος στις σκέψεις του, άγγιξε με το δάχτυλο τους αραβικούς χαρακτήρες, ακολουθώντας τις καμπ ύλες τους. «Ο Αλλάχ είναι μεγάλος, όμως ο αλ-Τζαζάρι είναι μεγαλύτερος». Βλασφημία. Τυφλή αλαζονεία. Ακόμα και οι καλύτεροι έπ εφταν συχνά στην π αγίδα της.
«Πότε π έθανε;» «Γύρω στα μισά του αιώνα. Αίγο π ριν απ ό τον αυτοκράτορα Φρειδερίκο». Ο Δάντης ξανάρχισε να π αρατηρεί το μηχανισμό. Αν ήταν π ράγματι δικό του έργο, όπ ως όλα έδειχναν, αυτό το τόσο π ολύπ λοκο αντικείμενο π ρέπ ει να είχε κατασκευαστεί τουλάχιστον π ριν απ ό π ενήντα χρόνια. Πού το είχαν κρύψει όλο ετούτο τον καιρό; Και γιατί είχε φτάσει τώρα π αρέα με το θάνατο, σε μια χώρα τόσο μακριά απ ό την π ροέλευσή του; Και π άνω απ ' όλα, σε τι χρησίμευε; «Λέγανε κι άλλα για λογαριασμό του», Ο μηχανικός είχε μιλήσει χαμηλόφωνα, τα λόγια του όμιυς έφτασαν για να διακόψουν τις σκέψεις του π οιητή. «Τι έλεγαν;» «Πως είχε τρελαθεί λόγω μιας ανακάλυψης». «Ενός μηχανισμού;» Ο άλλος κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Όχι, ήταν το καμάρι του, η ευτυχία του. Ο αλ-Τζαζάρι τρελάθηκε επ ειδή είχε ανακαλύψει τα σύνορα του Θεού». «Τα σύνορα του Θεού;» «Έτσι είπ αν». Ο Δάντης σώπ ασε για λίγο. Τα π ρόσωπ α των νεκρών χόρευαν μπ ροστά στα μάτια του. Κατόπ ιν θυμήθηκε τον αστρολάβο π ου είχαν βρει οι άνδρες του μπ αρτζέλο στο π λοίο. Τον αναζήτησε στην τσάντα του. Στο στο φως του ήλιου, π ρόσεξε π ως τα μικροσκοπ ικά σημαδάκια δεν ήταν διακοσμητικά, αλλά χαραγματιές π ου αντιστοιχούσαν σε μοίρες και τροχιές. Στο π εριθώριο, μία ακόμα φράση με αραβικούς χαρακτήρες. Ένα αντικείμενο εξαιρετικά λεπ τής κατασκευής. Στράφηκε κι αναζήτησε τον νεαρό Σαρακηνό. Ο Αμίντ είχε
γονατίσει σ' ένα μικρό χαλάκι και π ροσευχόταν στραμμένος π ρος τον τοίχο. Ο Δάντης τον π λησίασε και άπ λωσε π ρος το μέρος του το εργαλείο. «Κι εδώ τι γράφει;» Ο υπ ηρέτης δίστασε, σαν να φοβόταν σχεδόν να εκτεθεί σε μια καινούργια βλασφημία. Κατόπ ιν, αφού έριξε ένα γρήγορο βλέμμα, φάνηκε να ησυχάζει. «Είναι μια αφιέρωση. "Σ' αυτόν π ου μετράει τ' αστέρια”. Δώρο του σουλτάνου στον επ ικεφαλής αστρολόγο της Δαμασκού». Ο π οιητής και ο μηχανικός κοιτάχτηκαν, π εριμένοντας τον νέο να συνεχίσει. Εκείνος όμως δεν είχε να π ροσθέσει τίπ οτε άλλο. Ενώ σκεφτόταν όσα είχε μόλις ακούσει, ο Δάντης τράβηξε το βλέμμα του και κοίταξε το χώρο γύρω του. Εκτός απ ό τον μεγάλο π άγκο εργασίας και μερικά ράφια ήταν γεμάτα εξαρτήματα και κομμάτια απ ό μηχανισμούς. Σε μια γωνιά του δωματίου είδε τη μικρή κόχη π ου φιλοξενούσε μια ψάθα κι ένα τυλιγμένο στρώμα. Εκεί π ρέπ ει να κοιμάται ο νεαρός σκλάβος, σκέφτηκε, διακρίνοντας με την άκρη του ματιού του την άκρη ενός βιβλίου π ου ξεπ ρόβαλλε κάτω απ ό το στρώμα. Γεμάτος π εριέργεια, έσκυψε στην ψάθα και το π ήρε. Ήταν ένα βιβλίο μινιατούρα στο οπ οίο οι αραβικοί χαρακτήρες π λέκονταν αρμονικά με τα διακοσμητικά στοιχεία των π εριθωρίων. Ο νεαρός είχε π αρακολουθήσει ανήσυχος τις κινήσεις του. Ο Δάντης έπ ιασε το βλέμμα του και σήκωσε τα μάτια του για να τον ρωτήσει. «Πρόκειται για ένα π ολύτιμο βιβλίο, ειδωλολατρικό. Ποιος είναι ο τίτλος του;» «Η ιστορία ενός ονείρου. Είναι το Κιχάμπ αλ-Μι 'ραζ». Χωρίς να το συνειδητοπ οιεί, ο π ροϊστάμενος είχε σφίξει τα χέρια του γύρω απ ό το βιβλίο, λες και ήθελε να το κρατήσει για λογαριασμό του. Πριν απ ό χρόνια, ο δάσκαλός του ο Μπ ρουνέτο
του είχε μιλήσει γι' αυτό το σπ άνιο βιβλίο, Η σκάλα τον Μωάμεθ. Το ταξίδι του ΜωάμεΟ στο βασίλειο των σκιών, μέχρι το θρόνο του Θεού. Ήθελε να μάθει το π εριεχόμενό του. Και τώρα βρισκόταν στα χέρια του, γραμμένο όμως σε μια γλώσσα ακατανόητη για κείνον. Απ λωσε το βιβλίο στον Σαρακηνό, συνεχίζοντας όμως να το σφίγγει στο χέρι του. «Πρέπ ει να μου π εις τι λέει! Αν δε θέλεις η Κοινότητα να σ' το π άρει και να το κάψει σαν αιρετικό στοιχείο». Ο νεαρός έσκυψε το κεφάλι. «Όμιος όχι τώρα. Θα επ ιστρέψω για να μάθω όσα θέλω». Προς το νοσοκομείο τηςΣάλ’τα Μαρία Νουόβα «Ω, αγαπ ητέ μου Δάντη! Πάντα βιαστικός, λες και σε κυνηγάνε οιΕρινύες!» Ο π οιητής έμεινε ακίνητος, αναγνωρίζοντας την άχαρη φωνή π ου του είχε μιλήσει, Ο άνδρας στεκόταν με τα π όδια ανοιχτά στην απ έναντι π λευρά του δρόμου και κοίταζε π ρος το μέρος του με μια αλεπ ουδίσια έκφραση στα π ονηρά του μάτια. Κατόπ ιν σήκωσε το χέρι με τη σειρά του, κουνώντας τα δάχτυλα με χάρη, σαν ερωτευμένη κοπ ελίτσα. Στο π λατύ του π ρόσωπ ο είχε χαραχτεί ένα ειρωνικό χαμόγελο. «Μπ ορώ να σε χαιρετήσω κι εγώ στο δρόμο; Ή μόνο στις Βεατρίκες και στις άλλες αγαπ ημένες σας επ ιτρέπ εται να σας απ ευθύνουν λαμπ ερό χαιρετισμό; Και όμως θα μπ ορούσα κι εγώ όπ ως εκείνες να κάνω τον αέρα να π άλλεται... με τις π ορδές μου μάλλον!» Ο π οιητής κατευθύνθηκε π ρος το μέρος του, σφίγγοντας τις γροθιές του κι έχοντας γίνει κατακόκκινος. Ο άλλος μαζεύτηκε, π αίρνοντας μια π ροσπ οιητά τρομαγμένη έκφραση. «Για όνομα του Θεού, κύριε π ροϊστάμενε, τι φάτσα τρομακτική π ου έχετε! Η ίδια π ου αντίκρισα στην π εδιάδα του Καμπ αλντίνο!12 Μάλλον γι' αυτό νικήσαμε: ανάμεσα στους εχθρούς
δεν υπ ήρχε άλλος τρομακτικός σαν εσένα!» Στο μεταξύ, ο Δάντης τον είχε φτάσει. Τον κοίταξε απ ό π άνω μέχρι κάτω, σταματώντας το βλέμμα του στα φανταχτερά ρούχα του άλλου. «Τσέκο13, ακόμα εδώ;» μουρμούρισε. «Και όμως ξέρεις π ως στη Φλωρεντία δεν υπ άρχει χώρος για ακόλαστους και χαρτοπ αίχτες. Νόμιζα π ως ήσουν ήδη καθ' οδόν π ρος τη Ρώμη: στην Αιώνια Πόλη υπ άρχει σίγουρα π ερισσότερος χώρος για σένα και τα κατορθώματά σου· ο αέρας π ου φυσάει εκεί είναι π ιο ευνοϊκός για τους διεφθαρμένους». Ο Τσέκο Αντζολιέρι κάθισε σε μια π έτρα στη γωνία του δρόμου, αφού π ρώτα έστρωσε π ροσεκτικά τις βιολετιές του κάλτσες και ανασήκωσε το γιλέκο του, απ οκαλύπ τοντας έτσι το π αντελόνι π ου φορούσε. «Επ ίσης, θα έπ ρεπ ε να ξέρεις ότι οι νόμοι της Φλωρεντίας απ αγορεύουν τα φανταχτερά και π ροκλητικά ρούχα. Πώς στο διάβολο είσαι έτσι ντυμένος;» τον π ροκάλεσε ο π οιητής. Ο άλλος όμως δε φάνηκε να ενοχλείται. Έκανε μια κίνηση με το χέρι, δείχνοντας τον κόσμο γύρω του. «Φίλε μου, ότι στην π όλη του Βονιφάτιου υπ άρχουν π ερισσότερες ταβέρνες απ ό αγιασματάρια και π ιο π ολλοί οίκοι ανοχής απ ό εξομολογητήρια, είναι σε όλους γνωστό. Πράγματι, π ρος τα κει είναι στραμμένο το άστρο μου, να μετανοήσω για τις π ράξεις μου και να μου χαρίσει τη συγχώρεση του Ιωβηλαίου. Όπ οιος όμως βαδίζει στο δρόμο της αρετής και της μεταμέλειας, είναι υπ οχρεωτικό να κάνει στάση στην ενάρετη π όλη σου. Όσο για το π αντελόνι μου», ξανάρχισε απ λώνοντας τα κοντόχοντρα π όδια του και ρίχνοντας τους μια ικανοπ οιημένη ματιά, «για να λέμε την αλήθεια, οφείλω να σου π ω ότι στη Φλωρεντία κανένας δε διαμαρτυρήθηκε». Ο Δάντης ξέσπ ασε σε γέλια. «Αν σύχναζες στις ακαδημαϊκές μας αίθουσες και στις εκκλησίες αντί για τις ταβέρνες μας, θα
καυχιόσουν λιγότερο και δε θα ήσουν τόσο ευχαριστημένος με τον εαυτό σου». «Αλίμονο, Δάντη, είναι το βάρος της τρομερής μελαγχολίας αυτό π ου με συνθλίβει και με τραβάει απ ό το δρόμο της αρετής. Και π άνω απ ' όλα, μια ενοχλητική έλλειψη χρημάτων. Αν ο γέρος μου δεν απ οφασίσει να τα τινάξει, αφήνοντάς μου τα λίγα π ου του έχουν απ ομείνει, θα αναγκαστώ να βγω για ελεημοσύνη. Εκτός κι αν μου τύχει κάπ οια καλή ευκαιρία. Τα π ράγματα φαίνεται να π ηγαίνουν καλά για σας, καταραμένοι Φλωρεντινοί, κι ίσως βρεθεί ένα κομμάτι ψωμί και για μένα. Βρίσκομαι εδώ για να π ροσφέρω τις υπ ηρεσίες μου». «Σε π οιον, αν μπ ορώ να ρωτήσω;» «Α, καλά, π άντα υπ άρχει κάπ οιος π ου χρειάζεται μια έξυπ νη γλώσσα κι ένα γρήγορο χέρι. Έλα όμως τώρα», ο Τσέκο έγνεψε π ρος τον Δάντη, δίνοντας του μια αγκωνιά στα π λευρά, «για π ες μου τα δικά σου. Τι ετοιμάζεται να π ροσφέρει στον κόσμο ο π ρίγκιπ ας των π οιητών της Τοσκάνης; Άκουσα μια φήμη, απ ό τους Πιστούς, για ένα ταξίδι στο βασίλειο των νεκρών». «Των νεκρών κι εκείνων π ου δε θα π εθάνουν». «Απ ό σένα δε θα π ερίμενα κάτι διαφορετικό...» μουρμούρισε ο Τσέκο ειρωνικά. Όμως ο Δάντης είχε ξαναβυθιστεί στις σκέψεις του. «Φαίνεται π ως θέλετε να συναγωνιστείτε τους Γάλλους όσον αφορά την υπ εροψία», συνέχισε ο Σενέζος, δείχνοντας τα τείχη του καινούργιου καθεδρικού π ου υψωνόταν π ίσω απ ό τη Σάντα Ρεπ αράτα. «Εκεί χτίζουν τεράστιους καθεδρικούς, με ψηλούς οβελίσκους και οξυκό-ρυψα τόξα. Λες και θέλουν να φτιάξουν μια σκάλα π ρος τον Θεό, αντί να Τον καλέσουν ταπ εινά ανάμεσά μας, όπ ως κάνουμε στις δικές μας εκκλησίες». Ο Δάντης ταράχτηκε με την τελευταία π αρατήρηση. «Να ανεβούμε π ρος τον Θεό... Ναι, αυτό είναι το π ρόβλημα...»
«Τι εννοείς;» «Το τριπ λό βασίλειο των νεκρών, στο σκοτάδι και στο φως. Έχω σχεδιάσει ήδη στο μυαλό μου τις δύο π ρώτες καταστάσεις, τους χαμένους κι εκείνους π ου εξαγνίζονται απ ό τις αμαρτίες τους στη φωτιά. Όμως στο τρίτο βασίλειο...» «Στον Παράδεισο; Πώς τον φαντάζεσαι;» «Αυτή η π ύλη είναι ακόμα σφραγισμένη, Τσέκο. Στο μυαλό μου το βασίλειο του Καλού δεν έχει π άρει ακόμα συγκεκριμένη μορφή. Τίπ οτε απ ' όσα έχω σκεφτεί μέχρι τώρα δεν είναι αντάξιο της δύναμης του θρόνου του Θεού. Μερικές φορές έρχεται στο νου μου η θολή εικόνα μιας φωτεινής λίμνης, γύρω απ ό την οπ οία ζεσταίνονται οι ψυχές των δικαίων...» «Ένας κύκλος χαζών γύρω απ ό μια φωτιά, όπ ως οι καμηλιέρηδες π ου διανυκτερεύουν στην έρημο; Έτσι θα είναι λοιπ όν ο π αράδεισός σου; Αυτή είναι η ανταμοιβή για τις π ίκρες και τα σκατά π ου αναγκαζόμαστε να καταπ ιούμε σε ετούτη τη ζωή;» ξέσπ ασε ο άλλος χαχανίζοντας. «Στο λόγο μου, καταλαβαίνω απ όλυτα τους μοκχμεθανούς με τον π αράδεισό τους γεμάτο γάλα, μέλι, κρασί κι ωραίες γυναίκες». Μια έκφραση αηδίας σχηματίστηκε στο π ρόσωπ ο του Δάντη. Έκανε μια κίνηση με το χέρι και κούνησε το κεφάλι του, λες και ήθελε να σταματήσει τη συζήτηση. Ωστόσο, συνέχισαν να π ερπ ατάνε, διασχίζοντας το π λήθος ανθρώπ ων και ζώων π ου κάθε τόσο απ ειλούσε να τους π αρασύρει, Ο Τσέκο φάνηκε να αφαιρείται, λες και οι σκέψεις του είχαν γυρίσει σε κάτι μακρινό. Φτάνοντας στην αρχή της μεγάλης εξωτερικής σκάλας, ο Δάντης κοντοστάθηκε, π ιάνοντας το φίλο του απ ό το μπ ράτσο. «Τσέκο, βρίσκομαι εδώ για μια π ολύ θλιβερή υπ όθεση: θα εξετάσοο το π τώμα ενός δολοφονημένου άνδρα». Κατευθύνθηκε
π ρος την είσοδο του νοσοκομείου, αφού όμως έκανε λίγα βήματα, κοντοστάθηκε και στράφηκε π ρος τον Τσέκο. «Ακολούθησέ με, αν θέλεις. Για μια φορά η π ονηριά και ο κυνισμός σου μπ ορεί να μου φανούν χρήσιμα». Χωρίς να απ αντήσει, ο άλλος τον ακολούθησε. Κατέβηκαν στο υπ όγειο όπ ου τοπ οθετούσαν τα σώματα χων νεκρών, Ο αέρας ήταν τόσο βαρύς, ο5στε δεν μπ ορούσες σχεδόν να αναπ νεύσεις: τον δηλητηρίαζε ο καπ νός απ ό τις λάμπ ες π ου έκαιγαν κακής π οιότητας λάδι και οι οσμές π ου αναδίνονταν κάτω απ ό τα λεκιασμένα σεντόνια τα οπ οία κάλυπ ταν τα π τώματα. Προστατεύοντας το π ρόσωπ ό του με το π έπ λο του, ο Δάντης π λησίασε στο τελευταίο τραπ έζι, εκεί όπ ου οι άνθρωπ οι της Μιζερικόρντια14 είχαν ανασυνθέσειτα γυμνά μέλη του νεκρού. Το κεφάλι του είχε ενωθεί με το υπ όλοιπ ο σώμα και μόνο η ακανόνιστη τομή στη μια π λευρά του λαιμού μαρτυρούσε το φονικό. Ένα συμπ ονετικό χέρι είχε γδύσει και είχε π λύνει το σώμα. Ο Δάντης π λησίασε για να π αρατηρήσει ξανά εκείνο το π ρόσωπ ο, ενώ ο Τσέκο είχε μείνει λίγο π ιο π ίσω, με το π ρόσωπ ο συσπ ασμένο απ ό ένα μορφασμό. Παρατήρησε τα βαριά χαρακτηριστικά, σημαδεμένα απ ό τη φθορά του χρόνου. Και τη μύτη, στραβή σαν απ ό κάπ οιο π αλιό σπ άσιμο. Τον κυρίευσε π άλι η ίδια αίσθηση π ου είχε νιώσει και στο π ανδοχείο. Το έχω ξαναδεί αυτό το π ρόσωπ ο, σκέφτηκε αγγίζοντας τα ισχνά μάγουλα. Νικώντας την αηδία του, έπ ιασε το κεφάλι και το π λησίασε στο π ρόσωπ ό του. «Ποιος είσαι;» μουρμούρισε. Του φαινόταν σαν να π ερπ ατούσε γύρω απ ό ένα π ηγάδι. Κατόπ ιν, ξαφνικά, σαν μια φυσαλίδα αέρα π ου ανεβαίνει στην επ ιφάνεια απ ό τον π υθμένα κάπ οιου βάλτου, ένα όνομα
ανασύρθηκε απ ό τη μνήμη του. Είχε γνωρίσει αυτόν τον άνδρα π ριν απ ό είκοσι και π λέον χρόνια, όταν π αρακολουθούσε μαθήματα στη σχολή των φραγκισκανών, στη Σάντα Κρότσε. Ο Τσέκο π ερίμενε σιωπ ηλός π ίσω του, με μια έκφραση αηδίας στο π ρόσοοπ ό του. «Τι σημαίνει;» τόλμησε επ ιτέλους να ψιθυρίσει, βλέπ οντας τον Δάντη να π αραμένει σιωπ ηλός. Αντί για απ άντηση ο π οιητής έκανε μια κίνηση, σαν να έδειχνε κάτι π έρα απ ό τον τοίχο του υπ ογείου. «Εκεί... π ριν», είπ ε. Κουνούσε τα δάχτυλά του σαν να έψαχνε στον αέρα τις λέξεις π ου η σκέψη του είχε αφήσει π ίσω. Στη συνέχεια το μυαλό του εγκατέλειψε τις υπ οθέσεις π ου είχε εξερευνήσει. «Εκεί, στην εκκλησία. Η λειψανοθήκη της π αρθένου. Αυτός ο άνδρας είναι ο Γκουίντο Μπ ιγκαρέλι, ο γλύπ της των νεκρών». Ο Τσέκο έριξε στο θύμα ένα αμήχανο βλέμμα, λες και το όνομα δεν του έλεγε τίπ οτα. Αντίθετα, ο Δάντης φαινόταν να καταλαμβάνεται απ ό μια κατάπ ληξη ανάμεικτη με ανησυχία. Ο Μπ ιγκαρέλι δεν μπ ορεί να είχε επ ιστρέψει στη Φλωρεντία για να δολοφονηθεί, τη στιγμή π ου ένα απ ό τα έργα του έκανε π άλι την εμφάνισή του με θαυμαστό τρόπ ο! Δεν ήταν δυνατόν να π ρόκειται για απ λή σύμπ τωση.
Κατόπ ιν το μυαλό του ξαναγύρισε στο μέρος όπ ου βρίσκονταν. Ο Τσέκο εξακολουθούσε να κοιτάζει το σώμα με ανεξιχνίαστο ύφος. «Ο Μπ ιγκαρέλι... ο Μπ ιγκαρέλι φαινόταν σαν να τους π ερίμενε», αναφώνησε ξαφνικά ο Δάντης στρεφόμενος π ρος το σύντροφό του. «Όλους αυτούς». Ο Τσέκο είχε σκύψει π άνω απ ό το σοόμα. «Μα π ώς δολοφονήθηκε; Πρέπ ει να χρειάστηκε τρομακτική δύναμη». Καθώς η π ληγή είχε καθαριστεί απ ό το αίμα και το κεφάλι είχε τοπ οθετηθεί στη φυσική του θέση, το σημάδι απ ό τη μαχαιριά φαινόταν εντυπ ωσιακό. Μέσα απ ό τις άκρες της π ληγωμένης σάρκας, διακρινόταν το άσπ ρο απ ό τα κόκαλα του λαιμού. Ο π οιητής άγγιξε με το δείκτη του τον κομμένο λαιμό. «Είναι π ερίεργο...» μουρμούρισε. «Τι;» «Εδώ υπ άρχουν σημάδια απ ό δυο βαθιά χτυπ ήματα. Η λάμα μπ ήκε με τη μύτη, διαπ ερνώντας το λαιμό. Μετά ο δολοφόνος την έστριψε π ρος τα δεξιά, κόβοντας σάρκα και κόκαλα. Δυο φορές, με τον ίδιο τρόπ ο. Δύο χτυπ ήματα όμοια, αλλά διαφορετικά μεταξύ τους, λες και...» Η φράση του π οιητή έμεινε μετέωρη. «Λες και οι δολοφόνοι ήταν δύο;» τον π αρότρυνε ο Τσέκο. Ο Δάντης κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. Του είχε έρθει μια ξαφνική ιδέα. Έριξε π άλι ένα βλέμμα στο γυμνό σώμα π ου ήταν ξαπ λωμένο μπ ροστά του κι έπ ειτα στράφηκε σαν να έψαχνε κάτι. «Τα ρούχα του π ού είναι;» Και ο Τσέκο κοίταξε τριγύρω. Σε μια γωνιά της αίθουσας, μέσα σ' ένα ψάθινο καλάθι, υπ ήρχαν μερικά ρούχα λερωμένα με αίμα. Ο Δάντης π λησίασε γρήγορα και βάλθηκε να τα εξετάζει. Καθώς ψαχούλευε π ροσεκτικά το ύφασμα, ένιωσε κάτω απ ό τα χέρια του, μέσα σε μια εσωτερική τσέπ η, κάτι μαλακό. Ήταν ένα διπ λωμένο φύλλο χαρτί, με μερικά σχήματα χαραγμένα π άνω του.
Αναγνώρισε ένα οκτάγωνο, σχεδιασμένο βιαστικά με π ένα, σε μερικές κορυφές του είχε μικρούς σταυρούς. Και δίπ λα τους λίγα λόγια: «Templum lucis, haec area thesauri Federici: Αυτός είναι o ναός του φωτός, κιβωτός του θησαυρού του Φρειδερίκου». Κι ύστερα μια σύντομη φράση στα ιταλικά: «Εδώ θα ανοίξει η π ύλη του βασιλείου του σκότους». Ξανά εκείνα τα λόγια, ίδια με το μήνυμα. Μία αστραπ ή διαπ έρασε το νου του π οιητή. Ξανάρχισε να εξετάζει τα ρούχα του νεκρού, π ου κι αυτά ήταν ανατολίτικης μόδας. «Ανθρωπ οι απ ό την Ανατολή», έγραφε στο ημερολόγιο της γαλέρας. Να ήταν άραγε αυτός π ου βρισκόταν ξαπ λωμένος μπ ροστά του ο άνδρας π ου έλειπ ε; Ο Δάντης στράφηκε π ρος το φίλο του π ου είχε π λησιάσει, με ανέκφραστο π ρόσωπ ο, για να δει καλύτερα. «Τσέκο, τι ήρθες να κάνεις στη Φλωρεντία; Εννοώ... π οιος είναι ο αληθινός λόγος;» Ο άλλος τον κοίταξε κατάματα. «Για να ανανεώσω τη γνώση της αγάπ ης», αναφώνησε με το συνηθισμένο χλευαστικό του ύφος. Ο Δάντης ανασήκωσε τους ώμους του, λες και ήθελε να π ει π ως δεν τον άντεχε άλλο. Την ήξερε καλά αυτή τη φράση, το σημάδι αναγνώρισης ανάμεσα στους Πιστούς της Αγάπ ης. «Αλλά και λίγα λεφτά δε θα με χαλούσαν!» κατέληξε ο Σενέζος. Μεσημέρι Ο π ροϊστάμενος απ οχαιρέτησε το σύντροφό του. Δεν ήταν σίγουρος για το τι έπ ρεπ ε να κάνει, ταλαντευόταν ανάμεσα στην επ ιθυμία να εμβαθύνει στην έρευνά του και στην ανάγκη να επ ιστρέψει στο Σαν Πιέρο. Η ζέστη π υράκτωνε τις π έτρες του λιθόστρωτου, σηκώνοντας σύννεφα καυτής σκόνης. Ένιωσε τα μάτια του να καίνε και χωρίς δεύτερη σκέψη, διέσχισε το δρόμο για να βρει μια σκιερή ζώνη στην άλλη π λευρά. Μια φωνή π ίσω του τον έκανε να αναπ ηδήσει και μόλις π ρόλαβε να μην π αρασυρθεί
απ ό ένα κάρο π ου εμφανίστηκε ξαφνικά. Κόλλησε π άνω στον τοίχο, βρίζοντας τον οδηγό π ου, δίχως να του δώσει καν σημασία, συνέχισε να π αροτρύνει τα άλογα. «Κουνήσου, βλάκα!» τον άκουσε να ουρλιάζει. Έκανε ένα βήμα για να τον π ρολάβει, όμως το κάρο αναπ ήδησε απ ότομα π άνω σε μια π έτρα και γλίστρησε ακόμα π ερισσότερο π ρος το μέρος του. «Προσέχετε, κύριε!» του φώναξε κάπ οιος απ ό την άλλη μεριά. Ένας ψηλός, ηλικιωμένος άνδρας με σκούρα ρούχα. Ο Δάντης έφερε το χέρι του μπ ροστά στα μάτια του για να απ οφύγει την αντηλιά, καθώς π ροσπ αθούσε να τον αναγνωρίσει. Ήταν ο Μαρτσέλο, ο γιατρός, π ου ο π ανδοχέας τού είχε υπ οδείξει ανάμεσα στους π ελάτες του. Αμέσως ξέχασε τα νεύρα του. «Ευχαριστώ για την π ροειδοπ οίηση», απ άντησε και κινήθηκε π ρος το μέρος του. Είχε την αίσθηση π ως, κατά κάπ οιο τρόπ ο, ο άλλος τον π ερίμενε. «Μου φαίνεται π ως σας ξέρω», π ρόσθεσε μόλις τον π λησίασε, χαιρετώντας τον με μια ελαφριά υπ όκλιση. «Κι εγώ σας γνωρίζω, κύριε Αλιγκιέρι. Όχι π ροσωπ ικά, ξέρω όμως τη φήμη σας», απ άντησε ο γέρος, κλίνοντας το κεφάλι με τη σειρά του. «Η φήμη τρέχει μερικές φορές π ιο γρήγορα απ ό τους ανθρώπ ους. Λοιπ όν, τι οδήγησε τα βήματά σας σ’ αυτό εδώ το μέρος;» «Αν ξέρετε για μένα, τότε γνωρίζετε και την τέχνη μου. Τη μελέτη των ασθενειών του σώματος κι εκείνη της κίνησης των άστρων π ου τις π ροσδιορίζουν ή τις θεραπ εύουν. Σχέφτηκα να επ ισκεφθώ το νοσοκομείο για να δω μήπ ως φανώ χρήσιμος στον άτυχο σύντροφό μου απ ό το π ανδοχείο. Φαίνεται όμως π ως δεν υπ άρχει π ια τίπ οτα π ου μπ ορεί να κάνει για κείνον η ιατρική, εκτός απ ό το να επ ιβεβαιώσει την αναχώρησή του απ ό τον κόσμο των ζωντανών».
«Ακόμα κι αν εξασκούσατε τη μεγαλύτερη δυνατή τέχνη, π άλι λίγα θα καταφέρνατε να κάνετε για κείνον. Πρέπ ει να π έθανε ακαριαία. Τον ξέρατε; Ήταν φίλος σας;» Για μια στιγμή ο Μαρτσέλο έμεινε σιωπ ηλός, σαν να σκεφτόταν την απ άντησή του. «Κατά βάθος, δε γνωριζόμαστε όλοι π άνω στη Γη;» ρώτησε ύστερα απ ό λίγο. «Δεν απ οτελούμε, άραγε, όλοι μέρος ενός συνόλου, χάρη στο γεγονός ότι είμαστε άνθρωπ οι, μέλη της ίδιας οικογένειας; Μου φάνηκε π ως είχα το χρέος να τον ακολουθήσω σ' αυτά τα π ρώτα βήματά του στην αιωνιότητα». «Ξέρατε όμως π οιος ήταν;» επ έμεινε ο Δάντης. Ο γέρος δίστασε, σαν να μην έβρισκε τις λέξεις για να εκφράσει όσα είχε στο μυαλό του. «Όχι, δεν τον γνώριζα. Εκτός απ ό τον λίγο καιρό π ου συγκατοικήσαμε στο ίδιο π ανδοχείο. Κι όμως είχα την εντύπ ωση ότι εκείνος με ήξερε. Μάλιστα...» «Τι;» τον ενθάρρυνε ο π οιητής. «Ότι είχε έρθει επ ίτηδες να μείνει στο π ανδοχείο. Περιμένοντάς με. Σαν να ήξερε ότι εκεί θα π ήγαινα κι εγώ», μουρμούρισε. «Τι ακριβώς εννοείτε;» «Κάτι στη συμπ εριφορά του... ο εμπ ιστευτικός τόνος με τον οπ οίο μου είχε απ ευθύνει το λόγο ήδη απ ό τη μέρα της άφιξής μας. Μου έκανε συνέχεια ερωτήσεις, λες και π ερίμενε π ως έπ ρεπ ε κι εγώ να του υπ οβάλω μερικές. Έκανε το ίδιο και με τον Μπ ερνάρντο». «Τον λόγιο;» «Ήξερε για τις έρευνες του και συζητούσε π ολύ μαζί του, μιλώντας για το π αρελθόν». «Και τι έλεγε;» «Γία το π άθος του, δηλαδή τη ζωή του αυτοκράτορα Φρειδερίκου. Συζητούσαν για το αν ο ηγεμόνας είχε έρθει π οτέ στη Φλωρεντία. Και τώρα αυτό... όμως είναι π ια π ολύ αργά για
οτιδήπ οτε». «Ο θάνατος ενός ανθρώπ ου κλείνει τους λογαριασμούς του με την ιατρική, όχι όμως και με τη δικαιοσύνη», σχολίασε ο Δάντης κοιτάζοντάς τον. Ο άλλος έγνεψε συμφωνώντας. «Έχετε δίκιο. Μάλιστα, η δικαιοσύνη είναι απ είρως π ιο δυνατή απ ό τη δική μου ταπ εινή γνώση». Στο μεταξύ, ο Δάντης είχε π λησιάσει το γέρο και άγγιξε το δεξί του μπ ράτσο. Κάτω απ ό το ύφασμα ένιωσε τη σκληρή αντίσταση των μυών, λες και το σώμα του ήταν π ιο νέο απ ό την ηλικία του. Ο Μαρτσέλο τραβήχτηκε σαν απ ό ένστικτο, λες και ήθελε να απ οφύγει την επ αφή με τον π οιητή. «Συγχωρέστε με, κύριε», είπ ε βιαστικά, βλέπ οντας την έκπ ληκτη έκφραση του π ροϊσταμένου. «Είναι μια π αλιά μου συνήθεια, την απ έκτησα όταν θεράπ ευα τους λεπ ρούς στην Ανατολή». «Σκέφτεστε να ξαναγυρίσετε στο π ανδοχείο;» τον ρώτησε ο Δάντης. «Ναι... όμως η π όλη σας έχει αλλάξει π ολύ απ ό την επ οχή π ου είχα ξαναβρεθεί εδώ, π άνε π ολλά χρόνια τώρα», απ οκρίθηκε ο γέρος, διατρέχοντας με το βλέμμα τα κτίρια τριγύρω. «Θα σας π είραζε να σας συνοδεύσω για λίγο;» Δίχως να μιλήσει, ο π ροϊστάμενος τον έπ ιασε απ ό το μπ ράτσο και κατευθύνθηκαν αργά π ρος τις αρχαίες θέρμες, κατά μήκος του δρόμου π ου οδηγούσε στο π ανδοχείο. Έκαναν σιωπ ηλοί γύρω στα εκατό βήματα, Ο Μαρτσέλο εξακολουθούσε να κοιτάζει τριγύρω, σαν να έψαχνε στη μνήμη του μια αντιστοιχία ανάμεσα στις αναμνήσεις του και σ’ αυτά π ου έβλεπ ε. Κατόπ ιν, ξαφνικά, σταμάτησε μπ ροστά σε μια μαρμάρινη κολόνα, στη γωνία ενός κτιρίου, «Ο αιώνας μοιάζει να τρέχει π ιο γρήγορα καθώς τελειώνει», μουρμούρισε. «Όμως μέσα στην
αγωνία μας για να μάθουμε, τα χρόνια π ήραν να καταβροχθίζουν τον εαυτό τους, σαν αλεπ ούδες κλεισμένες σε σάκο, τρελαμένες απ ό το φόβο». Περπ ατούσαν αργά. «Τι σας έφερε στο δρόμο για τη Ρώμη;» ρώτησε ο π οιητής. Ο άλλος κοντοστάθηκε και στράφηκε π ρος το μέρος του. «Στο τέλος της ζωής μας, έρχεται η ώρα να κανονίσουμε τους λογαριασμούς μας με τον Θεό και να κλείσουμε τις εκκρεμότητες. Για μένα έχει π ια π λησιάσει το redde rationem15, η μέρα π ου ο Πέτρος θα ζυγίσει στη ζυγαριά το δούναι και το λαβείν. Και θέλω η ψυχή μου να είναι καθαρή εκείνη τη μέρα. Πηγαίνω στη Ρώμη για να εκπ ληρώσω ένα π αλιό τάμα και να ζητήσω συγχώρεση για τις αμαρτίες π ου διέπ ραξα στη μακρόχρονη π ορεία της ζωής μου». «Είναι λοιπ όν τόσο βαρύ το φορτίο σας;» «Και π οιος δεν κουβαλάει βαρύ φορτίο, ειδικά αν όπ ως εγώ έχει φτάσει σε π ροχωρημένη ηλικία; Το να ζεις π ολύ σημαίνει και να αμαρτάνεις π ολύ». Απ όγευμα, μπ ροστά στη Σάχ’τα Κρότσε Αν όσα είχε μάθει στο π ανδοχείο ήταν σωστά, ο Μπ ερνάρντο π ρέπ ει να π ερνούσε σχεδόν όλο το χρόνο του στη βιβλιοθήκη των φραγκισκανών, Ο Δάντης π ερίμενε μπ ροστά στην π όρτα του γραφείου μέχρι να βγουν οι μοναχοί, μετά το τέλος της δουλειάς τους. Επ ιτέλους, στο κατώφλι εμφανίστηκε το π ρόσωπ ό του με τα σκαμμένα και αναιμικά χαρακτηριστικά. Τον είδε να βγαίνει κουβαλώντας ένα ρολό απ ό π εργαμηνές και το φάκελο για το γράψιμο. Φαινόταν κατάκοπ ος και σαν να υπ έφερε, π ροχωρούσε με βήμα αργό και διατακτικό. Κι όμως δε φαινόταν διατεθειμένος να υπ οκύψει στην π ρόκληση της ζέστης. Κάθε τόσο σταματούσε ακουμπ ώντας το π όδι του σε μια π έτρα κι έβγαζε απ ό την τσάντα του κερωμένα π ινακίδια, στα οπ οία χάραζε
κάτι με μια μεταλλική ακίδα. Φτάνοντας σε μια βρύση, έσκυψε λαίμαργα στο μπ ρούντζινο στόμιο και ήπ ιε με μεγάλες γουλιές. Έμοιαζε να υπ οφέρει απ ό άσβεστη δίψα. Ο Δάντης τον π λησίασε και τον χαιρέτησε ευγενικά, Ο Μπ ερνάρντο ανταπ έδωσε το χαιρετισμό, ενώ σκούπ ιζε τον ιδρώτα απ ό το μέτωπ ό του με το μανίκι του. «Απ ό καιρό ήθελα να σας μιλήσω», είπ ε ο π οιητής. «Γνωρίζω τη θέση σας, κύριε Ντουράντε. Και ξέρω την π οιητική σας φωνή. Φαντάζομαι π ως θέλετε να μάθετε τα γεγονότα π ου σχετίζονται με το φρικτό θάνατο του ζωγράφου, του Μπ ρουνέτο. Όμως δεν μπ ορώ να σας βοηθήσω καθόλου. Τον γνώρισα στο π ανδοχείο και δεν τον συνάντησα π αρά ελάχιστες φορές, κατά τη διάρκεια των γευμάτων. Η ερευνά μου με οδηγεί συχνά έξω σε αναζήτηση π ληροφοριών. Ή στο δωμάτιό μου, όπ ου καταγράφω όσα μαθαίνω», π ρόσθεσε δείχνοντας τις π εργαμηνές. Ο Δάντης τον π λησίασε κι άλλο, π ερίεργος. «Ποια είναι η φύση της έρευνάς σας;» «Προσπ αθώ να ολοκληρώσω το τρίτο μέρος ενός έργου, του Res gestae Svevomm16. Η ιστορία εκείνων των μεγάλων αυτοκρατορίαν. Και κυρίως του π ιο σπ ουδαίου απ ’ όλους, του Φρειδερίκου. Τα κατορθώματα της ζωής του και το θάνατό του». «Και τι χρήσιμο βρήκατε στη Φλωρεντία; Η π όλη μου νομίζω π ως δεν είχε δεχτεί π οτέ επ ίσκεψη του αυτοκράτορα». «Δεν τον δέχτηκε ζωντανό γιατί συχνά ήταν εχθρική απ έναντι του, π αρ’ όλη την π αρουσία τόσων π ιστών Γιβελίνων μέσα στα τείχη σας. Αλλά και επ ειδή ο αυτοκράτορας φοβόταν την π ροφητεία του Σκοτσέζου: «Θα π εθάνεις sub flore»17. Τσως όμως να έφτασε κάτι δικό του εδώ μετά το θάνατό του». «Μετά το θάνατό του; Τι εννοείτε;» Ο ιστορικός ανασήκωσε τους ώμους του, σφραγίζοντας τα χείλη,
σαν να φοβόταν π ως είχε π ει π ολλά. «Βρήκα κάτι στις σελίδες τον Χρονικού του Μάιναρντίνο π ου με οδήγησε εδώ». «Του Μάιναρντίνο απ ό την Ίμολα; Του επ ισκόπ ου π ου ήταν π ιστός στον αυτοκράτορα και για τον οπ οίο λένε π ως π έρασε τα τελευταία χρόνια του γράφοντας τη βιογραφία του Φρειδερίκου; Μα το έργο αυτό έχει χαθεί, απ ' όσο ξέρω. Ή, ίσως, και να μη γράφτηκε π οτέ!» Ο άλλος μισόκλεισε τα βλέφαρά του, ρίχνοντας μια αινιγματική ματιά στον π οιητή. Κατόπ ιν κοίταξε βιαστικά τριγύρω, λες και ήθελε να βεβαιωθεί π ως δεν τους άκουγε κανείς. Και ο Δάντης τον μιμήθηκε ενστικκοδώς, όμως κανένας δε φαινόταν να τους δίνει σημασία. Στο μεταξύ, ο Μπ ερνάρντο είχε κόψει απ ό κάπ οιο θάμνο ένα μακρύ κλαδί και φαινόταν απ ορροφημένος να σχεδιάζει κάτι στη σκόνη του δρόμου. «Αν αυτό το έργο υπ άρχει», τον π ροκάλεσε ο π οιητής, «μια και μπ ορέσατε να το διαβάσετε, τι μάθατε και σας οδήγησε εδώ; Και τι είναι εκείνο π ου ανήκε στον αυτοκράτορα και ήρθε ως εδώ μετά το θάνατό του;» Ο Μπ ερνάρντο δεν απ άντησε αμέσως, ψάχνοντας τις κατάλληλες λέξεις, «Ο Μάιναρντίνο έγραψε κάτι σχετικά με ένα θησαυρό του αυτοκράτορα, Ο δάσκαλός μου είπ ε: Thesaurus Federici in Florentia ex oblivione resurgeat: Ο θησαυρός του Φρειδερίκου θα βγει απ ό τη λησμονιά στη Φλωρεντία». «Αυτό ψάχνετε λοιπ όν;» Ο Μπ ερνάρντο κούνησε το κεφάλι του απ οφασιστικά. «Δεν επ ιθυμώ τον π λούτο. Όταν π λησιάζεις στο τέλος της ζωής, το χρυσάφι είναι το π ιο άχρηστο απ ' όλα τα υλικά. Θα ήθελα όμως το ταπ εινό μου έργο να δώσει μια απ άντηση στο ερώτημα στο οπ οίο ούτε καν ο δάσκαλός μου δεν κατάφερε να απ αντήσει. Θέλω όμως να μιλήσω και με τον Αρίγκο ντα Γιέζι. Έμαθα ότι κι αυτός βρίσκεται
στην π όλη σας». «Γιατί το φιλόσοφο;» ρώτησε έκπ ληκτος ο Δάντης. «Τον αναφέρει στα χαρτιά του ο Μαϊναρντίνο. Ο Αρίγκο ήταν δόκιμος μοναχός μαζί με τον Ελία ντα Κορτόνα, τον φραγκισκανό φίλο του Φρειδερίκου. Και λένε π ως είναι π ολύ π λούσιος, όπ ως ο Ελία. Έλεγαν π ως είχε μάθει το μυστικό των αλχημιστών για την κατασκευή του χρυσού. Ή, ίσως, να βρήκε τον αυτοκρατορικό θησαυρό». Έδειχνε να σκέφτεται μεγαλόφωνα. «Πιθανόν όμως να έχουν χαθεί όλα», συνέχισε, κουνώντας λυπ ημένος το κεφάλι του. «Όλα χάθηκαν στη σκόνη μετά το θάνατο του Φρειδερίκου». «Και η απ όδειξη βρίσκεται εδώ, στη Φλωρεντία; Μαζί με το θησαυρό του;» «Ο Μαϊναρντίνο ήταν βέβαιος. Εγώ π ροσπ αθώ να επ ιβεβαιώσω ετούτη τη βεβαιότητα. Προτού με π άρει ο θάνατος και σφραγίσει τα χείλη μου, όπ ως σφράγισε εκείνα του δασκάλου μου». Ο Δάντης τον έπ ιασε απ ό το μπ ράτσο. «Πιστεύετε π ως κινδυνεύετε; Πείτε μου π οιος σας απ ειλεί και όλη μου η εξουσία θα υψωθεί και θα γίνει ασπ ίδα σας!» Ο άλλος χαμογέλασε μελαγχολικά. «Ούτε όλες οι λεγεώνες της αρχαίας Ρώμης δε θα μπ ορούσαν να με βοηθήσουν, κύριε. Εδώ και καιρό τα ούρα μου μυρίζουν μέλι και μια εσωτερική φωτιά κατατρώει τα σωθικά μου. Παρακαλώ μόνο τον Θεό να μου δώσει χρόνο για να ολοκληρώσω το έργο μου», κατέληξε σκύβοντας π άλι π άνω απ ό τη βρύση για να π ιει. Ο π ροϊστάμενος π ερίμενε μέχρι να καταλαγιάσει τη δίψα του. Έπ ειτα απ ό λίγο ο άλλος σηκώθηκε σκουπ ίζοντας τα χείλη του, λες και ήθελε να μαζέψει μέχρι και την τελευταία σταγόνα. Φαινόταν καλύτερα. «Θα έπ ρεπ ε να κάνω κι εγώ τη συμφωνία της Ιερουσαλήμ», ψιθύρισε.
Ο Δάντης τον κοίταξε ερωτηματικά και είδε ένα χλομό χαμόγελο να λάμπ ει στο π ρόσωπ ό του. «Στην Ιερουσαλήμ, κατά τη διάρκεια της σταυροφορίας, λένε π ως ο Φρειδερίκος είχε κάνει μια συμφωνία με τους άπ ιστους, οι οπ οίοι, σε αντάλλαγμα, του απ οκάλυψαν το μυστικό της π ανάκειας, του φαρμάκου π ου θεραπ εύει όλες τις αρρώστιες και απ ωθεί το θάνατο π έρα απ ό τα σύνορα του βασιλείου των σκιών. Εξαιτίας αυτοί') του μύθου π ιστεύουν ότι ο Φρειδερίκος δεν π έθανε π οτέ και π ως π εριμένει να επ ιστρέψει, όταν θα συμπ ληρωθούν π ενήντα ήλιοι απ ό την εξαφάνισή του. Σκεςπ είτε, κύριε Ντουράντε, η επ ιστροφή του Αντίχριστου τη χρονιά του Ιωβηλαίου. Δε θα ήταν τρομακτική φάρσα για τον Βονιφάτιο;» «Θα έλεγα ότι ο π άπ ας οργάνωσε το Ιωβηλαίο του ακριβώς για να εξορκίσει αυτή την π ιθανότητα», μουρμούρισε ο Δάντης. Ύστερα απ ό λίγο ο Μπ ερνάρντο τον απ οχαιρέτησε και απ ομακρύνθηκε με κουρασμένο βήμα. Για μια στιγμή ο π οιητής σκέφτηκε να τον ακολουθήσει, κατόπ ιν απ οφάσισε να επ ιστρέφει στο εργαστήριο του Αλμπ έρτο. Ίσως είχε νέα σχετικά με το μηχανισμό. Και μετά εκείνο το βιβλίο, το Μι 'ροζ, δεν έλεγε να φύγει απ ό το μυαλό του. Το βασανισμένο π ρόσωπ ο των νεκρών εναλλασσόταν στη σκέψη του με την ακόμα συγκεχυμένη εικόνα των ουρανών του μελλοντικού του έργου. Λες και η μορφή του Παραδείσου π ου δεν είχε βρει ακόμα και η ζοφερή μορφή του εγκλήματος μπ λέκονταν στο ίδιο σκοτάδι. Βγήκε απ ό τις σκέψεις του στη θέα μιας π ελώριας μορφής π ου είχε ξεπ ροβάλει απ ό έναν π λάγιο δρόμο, ανηφορίζοντας δίπ λα απ ό το αρχαίο αμφιθέατρο. «Γεια σας, κύριε Μονέρ!» του φώναξε απ ό π ίσω. Ο άλλος γύρισε απ ότομα, ψάχνοντας με τα μάτια ανάμεσα στο π λήθος γι' αυτόν π ου τον είχε φωνάξει με το όνομά του. Φαινόταν
ανήσυχος, όμως η επ ιφυλακτική του έκφραση άλλαξε αμέσως μόλις τον αναγνώρισε. «Ελπ ίζω να μη σας ενοχλεί να π ούμε δυο κουβέντες ενώ π ερπ ατάμε», άρχισε ο Δάντης π λησιάζοντάς τον. «Κύριε Ντουράντε, είναι τιμή για μένα να σας γνωρίσω. Κι ας φαντάζομαι την αιτία του ενδιαφέροντος σας για το ταπ εινό μου π ρόσωπ ο. Ίσως, κάτω απ ό διαφορετικές συνθήκες, να ήταν η επ ιστήμη το θέμα μας και όχι η βία και ο θάνατος». Πρόφερε αυτές τις λέξεις σε σωστά ιταλικά, στα οπ οία μόλις διακρινόταν η γαλλική π ροφορά του. «Βλέπ ω π ως ξέρετε καλά τη γλώσσα μου. Αλλά σε π οια επ ιστήμη αναφέρεστε;» απ άντησε ο π οιητής. Ο Μονέρ ύψωσε το δάχτυλό του π ρος τον ουρανό. «Στην επ ιστήμη της Ουρανίας, στην οπ οία αφιέρωσα όλη μου τη ζωή. Στην Τουλούζη όπ ου γεννήθηκα, στη συνέχεια στο Λανγκεντόκ και τέλος στη Βενετία. Εκεί μελέτησα τους ουρανούς, στους χάρτες των αρχαίων και κυρίως του Πτολεμαίου. Μερικές φορές διορθώνοντας κάπ οιες ατέλειες τις οπ οίες εκείνοι οι μεγάλοι είχαν π αραβλέψει και π ροσπ αθο3ντας να διαδώσω αυτή τη γνώση απ ό την έδρα μου, χωρίς επ ιτυχία όμως. Και το απ οδεικνεύει το γεγονός ότι το όνομά μου σας είναι άγνωστο!» Ο άνδρας έκλεισε τα λόγια του χαμογελοιντας π ικρά. Με το μορφασμό αυτό η ουλή του φάνηκε ακόμα π ιο βαθιά. Αστρονόμος λοιπόν, σκέφτηκε ο Δάντης έκπ ληκτος απ ό τη σύμπ τωση. Πρέπ ει να είχε π άρει αμήχανο ύφος, γιατί ο άλλος χαμογέλασε. «Αν αναρωτιέστε τι κάνω στην π όλη σας, δεν είναι π αρά ένας σταθμός στο τελευταίο ταξίδι μου». «Προς τα π ού κατευθύνεστε;» ρώτησε ο Δάντης όλο και π ιο π ερίεργος. «Και γιατί ετούτο το ταξίδι είναι το τελευταίο σας;»
Τα λόγια του αντήχησαν μακάβρια στ’ αυτιά του. Να ένιωθε κι αυτός, όπ ως ο Μπ ερνάρντο, ότι π λησίαζε το τε'λος του; Ο Μονέρ κοντοστάθηκε μπ ροστά στα ερείπ ια της ρωμαϊκής π ύλης. Στο βάθος διακρινόταν η γωνία των φυλακών με τα τυφλά, σκοτεινά της τείχη. Έτριψε το μέτωπ ό του, λες καιήθελε να διώξει έναν ξαφνικό π όνο. «Ο π ροορισμός μου είναι η Αφρική, οι εχθρικές χώρες των Μαυριτανών. Κι έπ ειτα ακόμα π ιο νότια, το βασίλειο του μαντίκορα18, π έρα απ ό τον μακρινό Ισημερινό, μέχρι κάτω στον νέο μεσημβρινό ουρανό, π ου π οτέ δεν τον είδε μάτι χριστιανού. Εκεί μιλάνε για τη λάμψη άγνωστων αστεριών και νέων αστερισμών π ου χαράζουν π άνω στον ουράνιο θόλο τα σημάδια απ ίστευτων π επ ρωμένων. Αυτή είναι η μεγάλη έλλειψη στον κατάλογο του Ιπ π άρχου, την οπ οία ελπ ίζω να μπ ορέσω να διορθώσω έστω και εν μέρει». Ενώ μιλούσε, το π ρόσωπ ο του αστρονόμου είχε φωτιστεί, λες και π ράγματι τα μάτια του έλαμπ αν απ ό κείνα τα καινούργια άστρα. Βυθισμένος στο όραμά του, φαινόταν να έχει ξεχάσει π ού βρισκόταν, Ο Δάντης τον άκουσε να μουρμουρίζει κάτι στα γαλλικά, απ ορροφημένος, κατόπ ιν ξαναγύρισε στα ιταλικά. «Και λένε ακόμα για ένα θεϊκό σημάδι, για τέσσερα αστέρια π ου σχηματίζουν έναν τέλειο σταυρό. Σαν να δείχνουγ την αφετηρία της αληθινής θρησκείας ή τη μοίρα της. Όμως εσείς φαντάζομαι π ως θέλετε να μάθετε κάτι άλλο». Η συγκίνηση είχε χαθεί απ ό το π ρόσωπ ό του. Πρόφερε ψυχρά τα τελευταία λόγια. «Μιλήσατε για ένα τελευταίο ταξίδι», είπ ε ο Δάντης απ ορροφημένος. Η Φλωρεντία γίνεται σιγά σιγά ένα αναγκαστικό π έρασμα π ρος το τέλος, σκέφτηκε με π ίκρα. «Έχω ήδη ταξιδέψει σε χώρες απ ίστων. Όμως η π ληγή π ου απ έκτησα π ρόσφατα μείωσε την οπ τική ικανότητα του δεξιού μου
ματιού. Και εξαιτίας αυτής της μυστηριώδους συμπ άθειας π ου ενώνει τα δίδυμα όργανα, η βλάβη του ενός σιγά σιγά επ εκτείνεται και στο άλλο. Σύντομα θα βρεθώ στο σκοτάδι και το μοναδικό φως των αστεριών π ου θα μπ ορώ να βλέπ ω θα είναι εκείνο των αναμνήσεών μου. Οπ ότε, π ρέπ ει να βιαστώ». Συνέχισαν να βαδίζουν κάμπ οση ώρα σιωπ ηλοί, Ο π οιητής π ροσπ αθούσε να μένει δίπ λα στο σύντροφό του, π ου π ερπ ατούσε γρήγορα και ζωηρά π αρά την κολασμένη ζέστη. «Περπ ατάτε σαν αραβικό άτι, κύριε. Στα ταξίδια σας απ οκτήσατε αυτόν τον τρόπ ο βαδίσματος;» ρώτησε ξεφυσώντας, αφού αναγκάστηκε κάμπ οσες φορές να τρέξει για να τον π ρολάβει. Ο άλλος κοντοστάθηκε χαμογελώντας. «Έτσι είναι, κύριε π ροϊστάμενε. Υπ άρχουν χώρες, ανάμεσα σ’ αυτές π ου επ ισκέφθηκα, στις οπ οίες ακόμα και μια ώρα καθυστέρηση μπ ορεί να σημάνει τη διαφορά ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο. Στην έρημο, απ ό τη μια όαση στην άλλη, και στα μέρη τα οπ οία λυμαίνονται οι άπ ιστοι, εκεί όπ ου τα δικά μας φυλάκια βρίσκονται σε απ όσταση μιας μέρας ταξιδιού το ένα απ ό το άλλο, όπ ου κάθε αβεβαιότητα σημαίνει να βρεθείς τη νύχτα στο ύπ αιθρο χωρίς ελπ ίδα σωτηρίας. Σ’ εκείνα τα μέρη συνηθίζουν να ανεβαίνουν δύο δύο σ’ ένα άλογο, ώστε ο δεύτερος καβαλάρης να έχει τη δυνατότητα να ξεκουραστεί και να είναι έτοιμος για την υπ όλοιπ η π ορεία». «Κάθε γη μπ ορεί να είναι εχθρική με τον τρόπ ο της», μουρμούρισε ο Δάντης. «Μάθατε, φαντάζομαι, γι’ αυτό π ου έγινε στο π ανδοχείο σας, για τη δολοφονία του συντρόφου σας;» Ο Μονέρ έγνεψε καταφατικά. «Του Μπ ρουνέτο, του ζωγράφου, έτσι δεν είναι; Τον έβλεπ α συχνά βυθισμένο στα σχέδιά του, τον λίγο καιρό π ου μοιραστήκαμε την ίδια στέγη». «Δεν ήταν ζωγράφος. Και δε λεγόταν έτσι. Το θύμα είναι ο
Γκουίντο Μπ ιγκαρέλι, μεγάλος γλύπ της της επ οχής μας». Ο Γάλλος δέχτηκε ατάραχος την απ οκάλυψη. «Εσείς δεν υπ οψιαστήκατε π οτέ τίπ οτα;» τον π ροκάλεσε ο π οιητής. «Όχι. Όμως δεν είναι ασυνήθιστο για τους ταξιδιώτες να κρύβουν την ταυτότητά τους, για διάφορους λόγους». «Όπ ως;» «Γία να ξεφύγουν απ ό τις αρχές του τόπ ου, αν είναι αντίθετοι με την π αράταξη π ου κυβερνάει. Ή για να απ οφύγουν το π ονηρό βλεμμάτων κακοπ οιών, αν κουβαλάνε κάτι π ολύτιμο». Ο Δάντης σφράγισε τα χείλη του σκεφτικός, Ο Μπ ιγκαρέλι ήταν αμετανόητος Γιβελίνος, π εραστικός απ ό μια π όλη Γουέλφων. Φυσικά, μπ ορούσε να είναι αυτή η εξήγηση. «Ή, ίσως, να ήταν η π ερίπ τωσή του», ξανάρχισε ο άλλος. «Δηλαδή;» ρώτησε με ενδιαφέρον ο Δάντης. «Το π ροηγούμενο βράδυ απ ό το θάνατό του, καθώς ανέβαινα στο δωμάτιό μου, έπ εσα π άνω του. Στεκόταν στη σκάλα μαζί με τον χοντρό έμπ ορο, τον Ρίγκο ντι Κόλα, και συζητούσαν έντονα. Βλέπ οντάς με σώπ ασαν απ ότομα, όχι όμως π ριν π ρολάβω ν' ακούσω τα τελευταία τους λόγια». Ο Δάντης τον π λησίασε κι άλλο. «Για τι π ράγμα μιλούσαν;» ρώτησε ανήσυχος. «Για χρυσάφι, κύριε Αλιγκιέρι. Για ένα βουνό απ ό χρυσάφι. Αλλά για να το απ οκτήσουν, χρειαζόταν να σβήσουν το φως στον κύκλο». «Και τι σημαίνει;» ρώτησε ο π οιητής έχοντάς τα χαμένα. Ο Μονέρ ανασήκωσε τους ώμους του. «Δεν ξέρω. Αυτά όμως άκουσα. Εγώ είμαι αστρονόμος, εσείς είστε ο άνθρωπ ος του π νεύματος», κατέληξε με μια δόση ειρωνείας στη φωνή του. Απ όγευμα και βράδυ
Ο Δάντης απ οχαιρέτησε τον Γάλλο με μια αίσθηση ανικανοπ οίητου. Η ιδέα ότι το έγκλημα είχε στενή σχέση με τους άνδρες π ου, για φαινομενικά άσχετους λόγους, είχαν καταλύσει στο π ανδοχείο του Άντζελο γινόταν όλο και π ιο έντονη στο μυαλό του. Η ιδε'α του γεννιόταν απ ό την αίσθηση ότι, με κάπ οιο ανεξήγητο ακόμα τρόπ ο, όλοι συνδέονταν μεταξύ τους. Κι όμως η φύση τους, οι συνήθειές τους, ακόμα και η εμφάνισή τους ήταν ό,τι π ιο διαφορετικό μπ ορούσες να φανταστείς. Εκτός απ ό το γεγονός π ως ήταν όλοι ξένοι και φαινομενικά π εραστικοί απ ό τη Φλωρεντία. Είχε καταλήξει στο συμπ έρασμα π ως η μορφή του εγκλήματος αντικατόπ τριζε το μυαλό του ενόχου. Το θύμα π άντα φαίνεται να καλεί π ρος το μέρος του τον ίδιο του το θύτη, διαλέγοντάς τον ανάμεσα σ’ εκείνους π ου του μοιάζουν π ερισσότερο. Ο βίαιος βρίσκει το θάνατο μέσα στη βιαιότητα μιας συνειδητής π ράξης, το ερωτευμένο π νεύμα σβήνει στη φιληδονία και στην ακολασία. Ποιον, επ ομένως, είχε αναζητήσει ο γλύπ της για να βάλει τέλος στις μέρες του; Ο Γκουίντο Μπ ιγκαρέλι, ο τεχνίτης των νεκρών μορφών, είχε γυρίσει ύστερα απ ό μακρά απ ουσία με ψεύτικο όνομα, λες και ήθελε να συναντήσει το θάνατο. Τον είχε φλερτάρει σε όλη του τη ζωή, μέσα απ ό τα έργα του. Είχε κάνει συμφωνία μαζί του, τον είχε καλέσει σιωπ ηλά να κοντοσταθεί στα μπ ρούντζινα αγάλματά του, είχε χαϊδέψει τα κόκαλά του κάτω απ ό τη ζεστή σάρκα των ερωμένων του. Κι έπ ειτα ο θάνατος ήρθε να ζητήσει την αμοιβή του. Θυμήθηκε τη χοντροκομμένη υπ όθεση του μπ αρτζέλο, π ου αρχικά την είχε απ ωθήσει ενοχλημένος. Τώρα όμως ετούτη η π ιθανότητα ξαναγύριζε στο μυαλό του. Να ήταν αυτός ο τέταρτος άνδρας της γαλέρας; Αυτός είχε άραγε διαπ ράξει τη σφαγή
π ροκειμένου να κατεβεί στον Άδη συντροφιά με μια λεγεώνα; Η σκέψη του έτρεξε στο θαύμα της π αρθένου. Να ήταν απ λή σύμπ τωση η εμφάνιση εκείνου του π αλιού του έργου, τόσο εκπ ληκτικού όσο εκπ ληκτικό κι αν φαινόταν εκείνο το π ράγμα με την ανθρώπ ινη όψη π ου έβρισκε καταφύγιο μέσα
View more...
Comments