French Nicci - Το Κοκκινο Δωματιο

May 10, 2018 | Author: SIRENAPELLIROJA | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

NOVEL...

Description

Τίτλος Πρωτοτύπου: THE RED ROOM © Nicci French, 2001 / © Για την ελληνική γλώσσα σε όλο τον κόσμο: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΟΠΤΡΑ, 2017 / Εκδίδεται κατόπιν συμφωνίας με την Intercontinental Literary Agency Ltd. Απαγορεύεται η αναπαραγωγή ή ανατύπωση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου σε οποιαδήποτε μορφή, χωρίς τη γραπτή άδεια του εκδότη. ISBN: 978-960-605-200-2 Ηλεκτρονική εκδοση: Μάρτιος 2017 μεταφραση: Ιλάειρα Διονυσοπούλου / επιμελεια - διορθωση: Μενίνα Φουρτούνη / Σχεδιασμοσ εξωφυλλου - ηλεκτρονική σελιδοποίηση: Ελένη Οικονόμου, Εκδόσεις Διόπτρα Εκδόσεις Διόπτρα: ΕΔΡΑ: Αγ. Παρασκευής 40, 121 32 Περιστέρι, Τηλ.: 210 380 52 28, Fax: 210 330 04 39 / ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑ: Στοά του Βιβλίου: Πεσμαζόγλου 5, 105 64 Αθήνα, Τηλ.: 210 330 07 747 www.dioptra.gr, e-mail: [email protected], [email protected]

Nicci French

Το κόκκινο δωμάτιο Μετάφραση: Ιλάειρα Διονυσοπούλου

ΕΚΔΌΣΕΙΣ ΔΙΌΠΤΡΑ

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

_5

Φυλαχτείτε από τις όμορφες μέρες. Τα άσχημα πράγματα συμβαίνουν όμορφες μέρες. Ίσως επειδή, μόλις νιώσει κανείς χαρούμενος, γίνεται απρόσεκτος. Όταν έχετε ένα σχέδιο, φυλαχτείτε. Ενώ το βλέμμα σας προσηλώνεται στο σχέδιο, την ίδια στιγμή αρχίζουν να συμβαίνουν πράγματα ακριβώς έξω από το οπτικό σας πεδίο. Κάποτε, θυμάμαι, βοήθησα τον καθηγητή μου σε μια έρευνα σχετικά με τα ατυχήματα. Σχηματίσαμε μια ομάδα και κουβεντιάσαμε με ανθρώπους που χτυπήθηκαν από οχήματα, τραυματίστηκαν από μηχανήματα, παρασύρθηκαν από αυτοκίνητα. Γλίτωσαν από πυρκαγιές, κουτρουβαλιάστηκαν από σκάλες, έπεσαν από ανεμόσκαλες. Σχοινιά ξέφτισαν, καλώδια κόπηκαν, δάπεδα υποχώρησαν, τοίχοι έγειραν, οροφές κατέρρευσαν πάνω στα κεφάλια τους. Ούτε ένα αντικείμενο δεν υπάρχει, σε ολόκληρο τον κόσμο, που να μην μπορεί να στραφεί εναντίον σου. Αν δεν σου πέσει στο κεφάλι, θα το πατήσεις και θα γλιστρήσεις ή θα σε κόψει ή θα το καταπιείς ή θα το πάρεις στα χέρια σου. Κι όταν βέβαια τα αντικείμενα καταλήγουν σε ανθρώπινα χέρια, ε, τότε, αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Προφανώς αντιμετωπίσαμε ορισμένα προβλήματα με

6

NICCI_FRENCH

την έρευνά μας. Πολλά θύματα ατυχημάτων αδυνατούσαν να απαντήσουν στις ερωτήσεις μας, εφόσον είχαν πεθάνει. Μα άραγε, θα μας έλεγαν κάτι διαφορετικό; Τη στιγμή που λύθηκε η πλατφόρμα και οι καθαριστές τζαμιών γκρεμίστηκαν από τον εικοστό όροφο, με τα σφουγγάρια ακόμα στα χέρια, είπαν άραγε μέσα τους κάτι άλλο πέρα από: ω, γαμώτο; Όσο για τους υπόλοιπους, κάποιοι την ώρα που τους έτυχε η αναποδιά ήταν κουρασμένοι, χαρούμενοι, μελαγχολικοί, μεθυσμένοι, μαστουρωμένοι, ανίκανοι, απαίδευτοι, αφηρημένοι ή απλώς θύματα ελαττωματικού εξοπλισμού ή μιας έννοιας που δυστυχώς μονάχα κακή τύχη μπορεί να ονομαστεί∙ όλοι τους όμως μοιράζονταν κάτι κοινό. Τη συγκεκριμένη στιγμή είχαν το μυαλό τους αλλού. Βέβαια, αυτός είναι κι ο ορισμός του ατυχήματος. Κάτι εισβάλλει στη σκέψη, σαν κλέφτης σε ήσυχο δρομάκι. Όταν έφτασε η ώρα να συνοψίσουμε τα ευρήματά μας, μας φάνηκε εύκολο και δύσκολο συνάμα. Εύκολο επειδή τα περισσότερα συμπεράσματα έμοιαζαν προφανή. Σαν τις ετικέτες στα οινοπνευματώδη που προειδοποιούν: Μη χειρίζεστε μηχανήματα υπό την επήρεια αλκοόλ. Μην αφαιρείτε την ασφάλεια από μια μηχανική πρέσα, ακόμη κι αν σας φαίνεται περιττή και μη ζητάτε από έναν άπειρο δεκαπεντάχρονο να τη χρησιμοποιήσει. Ελέγξτε κι από τις δύο μεριές του δρόμου προτού τον διασχίσετε. Οι δυσκολίες, ωστόσο, ελλόχευαν παντού. Προσπαθούσαμε να φέρουμε στην επιφάνεια πράγματα κρυμμένα στο βάθος του μυαλού των ανθρώπων. Το προφανές πρόβλημα στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ότι κανείς δεν μπορεί να φέρει στην επιφάνεια του νου του τα πάντα. Εάν προφυλαχθούμε από μια πηγή κινδύνου, κάτι άλλο βρίσκει την ευκαιρία να μας χτυπήσει πισώπλατα. Όταν κοιτάζεις αριστερά, κάτι στα δεξιά σου προλαβαίνει να σου τη φέρει.

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

_7

Ίσως αυτό ακριβώς να μας έλεγαν και οι νεκροί. Κι ίσως τελικά να μη θέλουμε να εξαφανιστούν τα ατυχήματα. Όσες φορές ερωτεύτηκα, δεν ερωτεύτηκα εκείνον που έπρεπε, το καλό παιδί που μου προξένευαν οι φίλες μου. Όχι ότι ερωτευόμουν τον λάθος άνθρωπο απαραίτητα, απλώς έναν άνθρωπο που δεν ήταν γραφτό να μπει στη ζωή μου. Κάποτε, πέρασα ένα υπέροχο καλοκαίρι με κάποιον που γνώρισα επειδή ήταν φίλος ενός φίλου της καλύτερής μου φίλης, που προσφέρθηκε να τη βοηθήσει στη μετακόμισή της. Ο φίλος της, ο οποίος κανονικά επρόκειτο να τη βοηθήσει, δεν τα κατάφερε τελικά, γιατί χρειάστηκε να παίξει σε έναν αγώνα ποδοσφαίρου, αντικαθιστώντας κάποιον που έσπασε το πόδι του. Όλα αυτά τα γνωρίζω πολύ καλά. Η γνώση όμως δεν ωφελεί σε τίποτα. Σε βοηθάει μονάχα να καταλάβεις τι έγινε, αφότου γίνει. Ενίοτε ούτε καν τότε. Ωστόσο έγινε. Αυτό είναι σίγουρο. Και μάλλον έγινε όταν είχα αλλού το μυαλό μου. Ήταν Μάιος, αργά το απόγευμα και είχε ωραία μέρα. Χτύπησε η πόρτα του γραφείου μου και, προτού προλάβω να απαντήσω, άνοιξε και φάνηκε το χαμογελαστό πρόσωπο του Φράνσις. «Η συνεδρία σου ακυρώθηκε», μου είπε. «Το ξέρω», απάντησα. «Άρα είσαι ελεύθερη…» «Ναι…», κατένευσα. Στην κλινική Γουέλμπεκ, είναι επικίνδυνο πράγμα να παραδέχεται κανείς ότι είναι ελεύθερος. Προκύπτουν μονίμως πράγματα για να κάνεις, πράγματα με τα οποία, σε γενικές γραμμές, οι ανώτεροί σου δεν θέλουν να ασχοληθούν. «Μπορείς να μου κάνεις μια αξιολόγηση;» έσπευσε να με ρωτήσει ο Φράνσις. «Εε…» Χαμογέλασε ακόμα πιο πλατιά. «Κανονικά θα σου έλεγα,

8

NICCI_FRENCH

“κάνε μου μια αξιολόγηση”, αλλά σε ρωτάω από ευγένεια». Ένα από τα μειονεκτήματα της δουλειάς σε μια κλινική είναι ότι πρέπει να δίνεις αναφορά σε ανθρώπους σαν τον Φράνσις Χερς, οι οποίοι, πρώτον, μέχρι και την καλημέρα τους τη βάζουν σε εισαγωγικά για να την αναλύσουν και, δεύτερον… Αλλά ας μην αρχίσω καλύτερα. Με τον Φράνσις μπορώ άνετα από το δεύτερο και το τρίτο να φτάσω στο δέκατο και μάλιστα πολύ συγκρατημένα. «Περί τίνος πρόκειται;» «Υπόθεση της αστυνομίας. Έπιασαν κάποιον που έκανε φασαρία στον δρόμο, νομίζω. Ετοιμαζόσουν να πας σπίτι;» «Ναι». «Ωραία, λοιπόν. Στον δρόμο για το σπίτι μπορείς να περάσεις από το αστυνομικό τμήμα Στρέτον Γκριν και να του ρίξεις μια ματιά για να τον στείλουν από κει που ήρθε». «Εντάξει». «Να ζητήσεις τον ντετέκτιβ Φερθ. Σε περιμένει». «Πότε;» «Τώρα». Τηλεφώνησα στην Πόπι, την πρόλαβα στην πόρτα και της εξήγησα ότι θα αργούσα λιγάκι στο ραντεβού μας για ποτό. Προέκυψε μια δουλίτσα. Όταν κάποιος κάνει πράγματα που μπορεί να διαταράξουν την κοινή ησυχία, ενίοτε είναι απροσδόκητα δύσκολο να προσδιορίσει κανείς αν πρόκειται για άνθρωπο δύστροπο, μεθυσμένο, πνευματικά ασταθή, σωματικά ασθενή, συγχυσμένο, παρεξηγημένο, απεχθή αλλά άκακο ή, σπανίως, για κάποιον πραγματικά απειλητικό. Συνήθως η αστυνομία τους χειρίζεται όλους με τον ίδιο τρόπο και μας καλεί μόνο όταν προκύπτουν ακραίοι και προφανείς λόγοι. Ωστόσο, πριν από έναν χρόνο, ένας άντρας που τον συνέλαβαν και τον άφησαν ελεύθερο εμφανίστηκε μια-δυο ώρες μετά, σε μια κοντινή

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

_9

λεωφόρο, κραδαίνοντας ένα τσεκούρι. Δέκα άνθρωποι τραυματίστηκαν και μια γυναίκα, γύρω στα ογδόντα, πέθανε περίπου δυο βδομάδες μετά. Έγιναν ανακρίσεις και η τελική αναφορά ανακοινώθηκε μόλις τον προηγούμενο μήνα∙ κι έτσι πλέον οι αστυνομικοί επικοινωνούν τακτικά μαζί μας. Είχα πάει αρκετές φορές στο τμήμα, με τον Φράνσις ή μόνη. Το αστείο –που λέει ο λόγος αστείο– ήταν ότι αξιολογώντας όλους αυτούς τους αξιοθρήνητους ως επί το πλείστον, σαστισμένους, βρόμικους ανθρώπους που κάθονταν στις αίθουσες του τμήματος Στρέτον Γκριν, απλώς δίναμε στην αστυνομία ένα άλλοθι. Την επόμενη φορά που θα στράβωνε κάτι, μπορούσαν κάλλιστα να κατηγορήσουν εμάς. Ο ντετέκτιβ Φερθ ήταν όμορφος άντρας και όχι πολύ μεγαλύτερός μου. Με χαιρέτησε με μια πονηρή, σχεδόν αυθάδικη έκφραση, που με έκανε να εξετάσω νευρικά τα ρούχα μου μην τυχόν φορούσα κάτι ανάποδα. Σύντομα κατάλαβα ότι ήταν απλά η έκφρασή του, το πρόσωπο που έδειχνε στον κόσμο. Τα μαλλιά του ξανθά, χτενισμένα προς τα πίσω, και το πιγούνι του σαν να το σχεδίασε κάποιος τραβώντας ολόισιες γραμμές με τον χάρακα. Η επιδερμίδα του είχε αμυδρά σημαδάκια σαν να πέρασε ακμή στην εφηβεία του. «Δόκτωρ Κουίν», είπε με ένα χαμόγελο, τείνοντας το χέρι. «Με λένε Γκάι. Είμαι καινούριος εδώ». «Χαίρομαι που σε γνωρίζω», είπα και η δυνατή χειραψία του με έκανε να μορφάσω. «Δεν σε περίμενα τόσο… ε… μικρή». «Μπα», έκανα, αλλά συγκρατήθηκα. «Και πόσων χρόνων θα έπρεπε να είμαι δηλαδή;» πρόσθεσα. «Τώρα με στρίμωξες», απάντησε με το ίδιο χαμόγελο. «Σε λένε Κάθριν λοιπόν και σε φωνάζουν Κιτ. Έτσι μου είπε η δόκτωρ Χερς».

10

NICCI FRENCH _

Κάποτε, Κιτ με έλεγαν μόνο οι φίλοι μου. Πριν από χρόνια έχασα τον έλεγχο, όμως εξακολουθούσα να νιώθω παράξενα όποτε άκουγα το χαϊδευτικό μου όνομα από έναν άγνωστο, λες και είχε εισβάλει στο δωμάτιό μου την ώρα που ντυνόμουν. «Πού είναι, λοιπόν;» «Από δω. Μήπως θέλεις λίγο τσάι ή καφέ;» «Ευχαριστώ, αλλά βιάζομαι». Με οδήγησε σε μια μεγάλη αίθουσα με πολλά γραφεία, σταματώντας σε ένα, για να πάρει μια κούπα του καφέ σε σχήμα μπάλας του ράγκμπι, με χείλος ακανόνιστο σαν ομελέτα. «Η τυχερή μου κούπα», εξήγησε, καθώς τον ακολουθούσα, βγαίνοντας από μια πόρτα στο τέλος του χώρου. Σταμάτησε ακριβώς έξω από την αίθουσα ανακρίσεων. «Ποιον θα συναντήσω, λοιπόν;» ρώτησα. «Έναν παλαβό που λέγεται Μάικλ Ντολ». «Και;» «Τριγυρνούσε έξω από ένα δημοτικό σχολείο». «Πλησίασε παιδιά;» «Όχι ευθέως». «Και τότε γιατί τον φέρατε εδώ;» «Οι γονείς της περιοχής έχουν δημιουργήσει μια ομάδα δράσης. Και μοιράζουν φυλλάδια. Τον εντόπισαν λοιπόν και τα πράγματα πήραν άσχημη τροπή». «Ας το θέσω αλλιώς, λοιπόν, εμένα γιατί με φέρατε εδώ;» Ο Φερθ πήρε ένα ύφος απατηλό. «Εσύ ξέρεις από τέτοια, έτσι δεν είναι; Μου είπαν ότι δουλεύεις στο Μάρκετ Χιλ». «Ναι, δουλεύω και εκεί». Η αλήθεια είναι ότι μοιράζω τον χρόνο μου ανάμεσα στο Μάρκετ Χιλ, ένα νοσοκομείο για τους παράφρονες εγκληματίες, και στην κλινική

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

11 _

Γουέλμπεκ, η οποία παρέχει βοήθεια σε ανθρώπους με πιο ήπια προβλήματα. «Πάντως, είναι αλλόκοτος. Λέει ασυναρτησίες, μιλάει στον εαυτό του. Σκεφτήκαμε μήπως είναι σχιζοφρενής». «Τι ακριβώς γνωρίζετε γι’ αυτόν;» Ο Φερθ ρουθούνισε λες και μπορούσε να εντοπίσει τη μυρωδιά του άντρα από το διπλανό δωμάτιο. «Είναι είκοσι εννιά χρόνων. Δεν ασχολείται με κάτι ιδιαίτερο. Κάνει τον ταξιτζή πού και πού». «Έχει ποινικό μητρώο για σεξουαλικές επιθέσεις;» «Όλο κι από κάτι έχει κάνει. Είναι και επιδειξίας». Κούνησα το κεφάλι. «Δεν σου φαίνονται λίγο άσκοπα όλα αυτά;» «Κι αν είναι πράγματι επικίνδυνος;» «Με ρωτάς αν είναι το είδος του ανθρώπου που ίσως προβεί σε μια βίαιη πράξη στο μέλλον; Κάτι τέτοιο ρώτησα κι εγώ την προϊστάμενή μου, όταν ξεκίνησα να δουλεύω στην κλινική. Μου απάντησε ότι κατά πάσα πιθανότητα δεν θα το εντοπίσουμε εγκαίρως και θα νιώσουμε φριχτά κατόπιν εορτής». Ο Φερθ συνοφρυώθηκε. «Έχω γνωρίσει μπόλικους μπάσταρδους σαν τον Ντολ, αφότου διέπραξαν το έγκλημά τους. Και η υπεράσπιση μονίμως βρίσκει κάποιον, διατεθειμένο να μιλήσει για τα δύσκολα παιδικά τους χρόνια». Ο Μάικλ Ντολ είχε πυκνά μαλλιά, μακριά μέχρι τους ώμους, καστανά και κατσαρά, κι ένα πρόσωπο λιπόσαρκο με έντονα ζυγωματικά. Περιέργως τα χαρακτηριστικά του ήταν λεπτεπίλεπτα. Ιδίως το στόμα του έμοιαζε με νεαρής γυναίκας, το πάνω χείλος του πολύ ευδιάκριτο. Το βλέμμα του όμως ήταν τόσο απλανές, που δυσκολευόμουν να καταλάβω αν κοιτούσε εμένα ή κάτι άλλο πίσω μου. Είχε το μαύρισμα ανθρώπου που περνάει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην ύπαιθρο. Έδειχνε σαν να νιώθει ότι οι

12

NICCI FRENCH _

τοίχοι γύρω του ετοιμάζονταν να τον καταπλακώσουν. Τα μεγάλα γρομπιασμένα χέρια του έσφιγγαν το ένα το άλλο, λες κι έτσι θα έπαυαν να τρέμουν. Φορούσε τζιν παντελόνι και γκρίζο αντιανεμικό μπουφάν, που δεν θα έδειχνε καθόλου περίεργο αν δεν φαινόταν από μέσα το χοντρό πορτοκαλί πουλόβερ του. Σκέφτηκα ότι σε μια άλλη ζωή, σε έναν άλλον κόσμο, θα μπορούσε να ήταν ελκυστικός, όμως η ιδιορρυθμία του τον τύλιγε σαν άσχημη οσμή. Μόλις μπήκαμε μέσα, τον είδαμε να μιλάει γρήγορα και σχεδόν ακατάληπτα σε μια αστυνομικό που φαινόταν πολύ βαριεστημένη. Έκανε στην άκρη ανακουφισμένη κι εγώ κάθισα στο τραπέζι απέναντί του και συστήθηκα. Δεν έβγαλα το σημειωματάριό μου. Σκέφτηκα ότι δεν θα το χρειαστώ. «Θα σου κάνω μερικές απλές ερωτήσεις», ανακοίνωσα. «Θέλουν να με στριμώξουν», μουρμούρισε ο Ντολ. «Προσπαθούν να μου βάλουν λόγια στο στόμα μου». «Δεν ήρθα εδώ για να μιλήσουμε για ό,τι έκανες. Θέλω μονάχα να μάθω πώς είσαι. Εντάξει;» Αυτός κοίταξε τριγύρω καχύποπτα. «Δεν ξέρω. Είσαι αστυνομικός;» «Όχι. Είμαι γιατρός». Γούρλωσε διάπλατα τα μάτια. «Με νομίζεις άρρωστο; Τρελό;» «Εσύ τι νομίζεις;» «Μια χαρά είμαι». «Ωραία», είπα, κι ας απεχθανόμουν τον συγκαταβατικό τόνο της φωνής μου. «Παίρνεις κάποια φαρμακευτική αγωγή;» Με κοίταξε σαστισμένος. «Χάπια; Φάρμακα;» «Παίρνω κάτι για την πέψη. Έχω πόνους. Μετά το φαγητό». Χτύπησε απαλά το στήθος του. «Πού μένεις;» «Έχω ένα διαμερισματάκι. Πέρα στο Χάκνι».

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

13 _

«Μένεις μόνος;» «Ναι. Γιατί, κακό είναι;» «Όχι. Κι εγώ μόνη μου μένω». Ο Ντολ χαμογέλασε αμυδρά, με χαμόγελο μοχθηρό. Άσχημο. «Έχεις φίλο;» «Εσύ έχεις;» «Δεν είμαι αδερφή». «Φίλη, ήθελα να πω». «Εγώ σε ρώτησα πρώτος», είπε κοφτά. Ήταν αρκετά εύστροφος. Ίσως και χειριστικός. Όμως δεν ήταν περισσότερο τρελός από τον οποιονδήποτε. «Ήρθα εδώ για να μάθω για σένα», ξέφυγα εύκολα από τον κλοιό. «Σαν κι αυτούς είσαι κι εσύ», έκανε, με ένα τρέμουλο οργής στη φωνή του. «Θες να με παγιδέψεις και να μου βάλεις λόγια στο στόμα μου». «Σαν τι δηλαδή;» «Δεν ξέρω, δεν… δεν…» Άρχισε να τραυλίζει και δεν του έβγαιναν πια λέξεις. Πιάστηκε δυνατά από το τραπέζι. Μια φλέβα στην άκρη του μετώπου του παλλόταν. «Δεν θέλω να σε παγιδεύσω, Μάικλ», είπα και σηκώθηκα όρθια. Κοίταξα τον Φερθ. «Τέλειωσα». «Και;» «Μια χαρά μου φαίνεται». Άκουγα δίπλα μου τον Ντολ, σαν ραδιόφωνο που ξεχάστηκε ανοιχτό. «Δεν θα τον ρωτήσεις τι έκανε έξω από το σχολείο;» «Για ποιον λόγο;» «Επειδή είναι ανώμαλος, γι’ αυτό», απάντησε ο Φερθ και δεν χαμογελούσε πια. «Αποτελεί κίνδυνο για τον κόσμο και δεν πρέπει να επιτρέπεται να τριγυρνά κοντά σε παιδιά». Απευθυνόταν σε μένα. Κι έπειτα στράφηκε στον Ντολ. «Μη νομίζεις ότι αυτό θα σε ωφελήσει σε

14

NICCI FRENCH _

τίποτα, Μίκι. Σε καταλάβαμε». Έριξα μια ματιά τριγύρω. Το στόμα του Ντολ είχε μείνει ανοιχτό, σαν στόμα βατράχου ή ψαριού. Πήγα να φύγω και τότε όλα θόλωσαν, όλα έγιναν συγκεχυμένα. Ένας δυνατός κρότος. Μια κραυγή. Μια σπρωξιά. Κάτι να μου σχίζει το μάγουλο. Κάτι που σχεδόν το άκουσα. Κι αμέσως μετά ένα ζεστό υγρό να ξεχειλίζει απ’ το πρόσωπο και τον λαιμό μου. Έγινα ένα με το πάτωμα. Σωριάστηκα κάτω. Ένιωσα ένα βάρος να με πλακώνει. Φωνές. Κόσμος τριγύρω. Προσπαθούσα να κουνηθώ, μα γλιστρούσα. Τα χέρια μου υγρά. Τα κοίταξα. Αίμα. Αίμα παντού. Όλα κόκκινα. Μόνο αίμα. Με τράβαγαν, με σήκωσαν. Ήταν ατύχημα. Εγώ ήμουν το ατύχημα.

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

15 _

1 «Κι εγώ είπα: “Ναι, ναι, πιστεύω στον Θεό, αλλά Θεός μπορεί να είναι κι ο άνεμος που κουνάει το δέντρο κι η αστραπή στον ουρανό”». Έσκυψε εμπρός και με έδειξε με το πιρούνι του, ο άντρας αυτός που δεν θα γυρνούσα σπίτι μαζί του στο τέλος της βραδιάς και που σίγουρα θα έχανα το τηλέφωνό του. «Θεός μπορεί να είναι η συνείδησή σου. Θεός μπορεί να είναι η αγάπη. Θεός μπορεί να είναι το Μπιγκ Μπανγκ. “Ναι”, είπα, “πιστεύω ότι ακόμα και το Μπιγκ Μπανγκ μπορεί να αποτελέσει τον πυρήνα της πίστης σου”. Να σου βάλω κι άλλο;» Η βραδιά είχε προχωρήσει πολύ. Έξι μπουκάλια κρασί για οκτώ άτομα κι ακόμα βρισκόμασταν στο κυρίως πιάτο. Κακομαγειρεμένη πίτα ψαριού με μπιζέλια. Η Πόπι είναι από τις χειρότερες μαγείρισσες του κόσμου. Μαγειρεύει πάντα τεράστιες ποσότητες, που θυμίζουν αποτυχημένες μωρουδιακές τροφές. Την κοίταξα. Το πρόσωπό της ήταν αναψοκοκκινισμένο. Διαφωνούσε για κάτι με την Κάθι, κουνούσε πέρα-δώθε τα χέρια της με πάθος, έγερνε μπροστά. Ένα από τα μανίκια της βούτηξε στο πιάτο. Ήταν αυταρχική, αγχωτική, ανασφαλής, ίσως και δυστυχής, πάντα γενναιόδωρη∙ οργάνωσε αυτό το

16

NICCI FRENCH _

δείπνο για να γιορτάσουμε την ανάρρωσή μου και την επικείμενη επιστροφή μου στη δουλειά. Ένιωσε το βλέμμα μου πάνω της και με κοίταξε. Χαμογέλασε κι έξαφνα μου φάνηκε πολύ νέα, σαν τη φοιτήτρια που ήταν κάποτε, όταν τη γνώρισα πριν από δέκα χρόνια. Το φως των κεριών τούς κάνει όλους όμορφους. Τα πρόσωπα γύρω από το τραπέζι ήταν φωτεινά, μυστηριώδη. Κοίταξα τον Σεμπ, τον άντρα της Πόπι, γιατρός, ψυχίατρος. Τα χωράφια μας συνόρευαν. Έτσι είχε πει κάποτε. Ποτέ δεν φανταζόμουν τον εαυτό μου ως ιδιοκτήτη χωραφιού, όμως εκείνος θύμιζε συχνά μαντρόσκυλο που περιπολεί την αυλή του, γαβγίζοντας σε όποιον πλησιάζει πολύ. Τα έντονα διερευνητικά χαρακτηριστικά του μαλάκωναν κάτω από το απαλό τρεμάμενο φως. Η Κάθι δεν έδειχνε πια μελαψή και αγριωπή, αλλά χρυσαφιά και γλυκιά. Ο άντρας της, απέναντί της, ήταν τυλιγμένος σε σκιές μυστηριακές. Ο άντρας στα αριστερά μου ισορροπούσε ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι. «Της λέω, λοιπόν: “Όλοι μας έχουμε ανάγκη να πιστεύουμε σε κάτι. Θεός μπορεί να είναι το όνειρό μας. Όλοι χρειαζόμαστε όνειρα”». «Πράγματι». Έβαλα στο στόμα μου μια μεγάλη πιρουνιά ψάρι. «Αγάπη. “Τι είναι η ζωή χωρίς αγάπη;” της είπα»∙ ύψωσε τον τόνο της φωνής του και απευθύνθηκε σε όλους. «Τι είναι η ζωή χωρίς αγάπη;» «Ας πιούμε στην αγάπη», είπε η Όλιβ, απέναντί μου, σηκώνοντας το άδειο ποτήρι της, με ένα γέλιο που ήχησε σαν χαλασμένο καμπανάκι. Ψηλή, μελαχρoινή, λυγερή γυναίκα, με κατάμαυρα μαλλιά μαζεμένα σε έναν εντυπωσιακό κότσο στην κορυφή του κεφαλιού της. Ανέκαθεν έβρισκα ότι μοιάζει περισσότερο με μοντέλο παρά με νοσοκόμα. Έγειρε εμπρός κι έδωσε ένα ηχηρό

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

17 _

φιλί στο στόμα του καινούριου της φίλου που, καθισμένος στην καρέκλα του, έδειχνε σαστισμένος. «Θέλει κανείς κι άλλο ψάρι;» «Έχεις κανέναν στη ζωή σου;» μουρμούρισε ο γείτονάς μου. Παραήταν μεθυσμένος τελικά. «Είσαι ερωτευμένη;» Ανοιγόκλεισα τα μάτια και προσπάθησα να μη θυμηθώ. Σε ένα άλλο πάρτι, σε μια άλλη εποχή, προτού κινδυνεύσω να πεθάνω και να επανέλθω στη ζωή με ένα σημάδι να διχοτομεί το πρόσωπό μου∙ ο Άλμπι σε μια κρεβατοκάμαρα στο σπίτι ενός ξένου, με κάποια άλλη. Τα χέρια του στο κατακόκκινο φόρεμά της, να της κατεβάζουν τις τιράντες, τα λευκά της στήθη να γεμίζουν τις παλάμες του. Τα μάτια της κλειστά, το κεφάλι της γερμένο πίσω, το έντονο κραγιόν της πασαλειμμένο. Εκείνος να λέει, «όχι, όχι δεν πρέπει», με ένα μεθυσμένο ψέλλισμα, αλλά να ενδίδει, χαλαρός και παθητικός, ενώ τα χέρια της τον έγδυναν. Κι εγώ να στέκομαι εκεί στο κατώφλι, κοιτώντας, ανίκανη να σαλέψω ή να αρθρώσω λέξη. Κοιτάζοντάς τους σκέφτηκα ότι τελικά είναι πολύ συγκεκριμένα όσα μπορεί να κάνει κανείς στο σεξ. Όλες εκείνες οι κινήσεις, που θεωρούμε αποκλειστικά δικές μας, ανήκουν τελικά και σε άλλους. Του χάιδεψε τα χείλη με τον αντίχειρά της. Όπως ακριβώς έκανα κι εγώ. Και τότε ο Άλμπι με είδε κι εγώ είπα μέσα μου: «είναι πολύ συγκεκριμένοι οι τρόποι που μπορείς να τσακώσεις τον εραστή σου με άλλη». Καθόλου πρωτότυπο δεν μου φάνηκε. Το ωραίο του πουκάμισο κρεμόταν ξεκούμπωτο. Κοιταζόμασταν ασάλευτοι, με αυτή τη γυναίκα μετέωρη ανάμεσά μας. Κοιταζόμασταν κι εγώ άκουγα την καρδιά μου να χτυπάει. Τι είναι η ζωή χωρίς αγάπη; «Όχι», είπα. «Δεν έχω κανέναν τώρα πια». Η Πόπι κουδούνισε το ποτήρι της με το μαχαίρι. Άκουσα από πάνω μια παιδική στριγκλιά. Ένας γδούπος αντήχησε στο ταβάνι πάνω από τα κεφάλια μας. Ο Σεμπ

18

NICCI FRENCH _

συνοφρυώθηκε. «Θέλω να κάνω μια πρόποση», είπε εκείνη. Ξερόβηξε. «Περιμένετε, να γεμίσω τα ποτήρια πρώτα». «Πριν από τρεις μήνες, η Κιτ έζησε αυτό το τρομερό… πράγμα…» Ο γείτονάς μου γύρισε και κοίταξε το πρόσωπό μου. Σήκωσα το χέρι κι έκρυψα την ουλή μου λες και το βλέμμα του την πλήγωνε. «Δέχτηκε επίθεση από έναν τρελό». «Ε…» έσπευσα να διαμαρτυρηθώ. «Όποιος την είδε τότε στο κρεβάτι του νοσοκομείου, όπως εγώ, όποιος είδε τι της έκανε αυτός… Ήμασταν απελπισμένοι». Το ποτό και το συναίσθημα έκαναν τη φωνή της Πόπι να τρέμει. Χαμήλωσα το βλέμμα, φουντώνοντας από ντροπή. «Όμως κανείς δεν πρέπει να την κρίνει από αυτό που βλέπει». Κοκκίνισε ανήσυχη και με κοίταξε. «Δεν εννοώ το… ξέρετε». Έφερα πάλι το χέρι στο πρόσωπο. Μια κίνηση που επαναλάμβανα συνέχεια τώρα πια, κίνηση αυτοπροστασίας, που όταν πραγματικά χρειάστηκε δεν την είχα κάνει. «Μπορεί να δείχνει ευαίσθητη, αλλά είναι σκληρή, είναι γενναία γυναίκα, υπήρξε ανέκαθεν μαχήτρια και, να τη λοιπόν, και τη Δευτέρα γυρίζει στη δουλειά, κι αυτή η βραδιά είναι δική της και θέλω όλοι να σηκώσουν τα ποτήρια τους για να γιορτάσουμε την ανάρρωσή της και∙ αυτά! Ποτέ δεν ήμουν καλή στα λόγια. Αλλά, τέλος πάντων, στην υγειά της Κιτ». «Στην Κιτ», είπαν εν χορώ όλοι. Τα ποτήρια υψώθηκαν ψηλά, τσούγκρισαν πάνω από τα απομεινάρια του δείπνου. Τα πρόσωπα έλαμπαν, μου χαμογελούσαν, φανερώνονταν και χάνονταν υπό το φως των κεριών. «Στην Κιτ». Κατάφερα να χαμογελάσω κι εγώ. Κατά βάθος δεν τα ήθελα όλα αυτά κι ένιωθα άσχημα. «Έλα, Κιτ, θέλουμε πρόποση», είπε ο Σεμπ

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

19 _

χαμογελώντας. Όλος ο κόσμος γνωρίζει το πρόσωπό του ή τη φωνή του. Έχει εκφέρει γνώμη για τα πάντα, από τα κίνητρα των κατά συρροή δολοφόνων, μέχρι τους εφιάλτες των νηπίων και τις ομαδικές ψευδαισθήσεις. Με επαινεί, μου χαμογελάει, κάνει ό,τι μπορεί για να νιώθω καλά με τον εαυτό μου, μα στην πραγματικότητα, νομίζω, με θεωρεί μια απελπισμένη αρχάρια στο δικό του επάγγελμα. «Δεν γίνεται να κάθεσαι έτσι αμίλητη, Κιτ. Πες μας κάτι». «Εντάξει, λοιπόν». Έφερα στον νου μου τον Μάικλ Ντολ να ορμάει με το χέρι ψηλά. Είδα το πρόσωπό του, τη λάμψη στα μάτια του. «Δεν είμαι μαχήτρια. Μάλλον είμαι το ακριβώς αντίθετο, είμαι…» Ξαφνικά ακούστηκε από πάνω ένα δυνατό ουρλιαχτό κι έπειτα άλλο ένα. «Μα, για όνομα του Θεού», είπε η Πόπι και σηκώθηκε απότομα από την καρέκλα της. «Άλλα παιδιά στις δέκα και μισή κοιμούνται, δεν δέρνονται. Περιμένετε λιγάκι». «Όχι, θα πάω εγώ», είπα κι έσπρωξα πίσω την καρέκλα μου. «Μην είσαι χαζή». «Όχι αλήθεια, θέλω να πάω. Δεν τα είδα καθόλου τα παιδιά όλο το βράδυ. Θέλω να τους πω καληνύχτα». Βγήκα σχεδόν τρέχοντας από το δωμάτιο. Καθώς ανέβαινα τις σκάλες άκουσα βήματα στον διάδρομο και κλαψουρίσματα. Μόλις έφτασα στην κρεβατοκάμαρά τους, είδα την Έιμι και τη Μέγκαν στο κρεβάτι κουκουλωμένες. Η Μέγκαν, που είναι επτά, παρίστανε την κοιμισμένη, αλλά τα βλέφαρά της έτρεμαν καθώς προσπαθούσε να τα κρατήσει κλειστά. Η Έιμι, στα πέντε, είχε βουλιάξει στο μαξιλάρι της με μάτια ορθάνοιχτα. Πλάι της κούρνιαζε ένα βελούδινο κουνελάκι με στραπατσαρισμένα αφτιά και χάντρες για μάτια. «Γεια σας», είπα και στις δυο και κάθισα στην άκρη του κρεβατιού της Έιμι. Το φωτάκι νυκτός αρκούσε για να

20

NICCI FRENCH _

διακρίνω το κόκκινο σημάδι στο μάγουλό της. «Κίτι», μου είπε. Εκτός από τον Άλμπι, μόνο οι δύο μικρές με αποκαλούσαν Κίτι. «Η Μέγκαν με χτύπησε». Η Μέγκαν ανασηκώθηκε αγανακτισμένη. «Ψεύτρα! Αυτή με γρατζούνισε, κοίτα. Να το σημάδι». Τέντωσε το χέρι της. «Με είπε κοκορόμυαλη». «Δεν σε είπα!» «Ήρθα να σας πω καληνύχτα». Τις κοίταξα καθώς ανακάθισαν στα κρεβατάκια τους, αναμαλλιασμένες, με μάτια ολόφωτα και μάγουλα αναψοκοκκινισμένα. Έβαλα το χέρι μου στο μέτωπο της Έιμι. Ζεστό και υγρό. Ανέδυε μυρωδιά σαπουνιού και παιδικού ιδρώτα. Είχε φακίδες στη μυτούλα της και μυτερό πιγούνι. «Είναι αργά», είπα. «Η Έιμι με ξύπνησε», γκρίνιαξε η Μέγκαν. «Ω!» Το στοματάκι της Έιμι σχημάτισε έναν τέλειο κύκλο που μαρτυρούσε την αποδοκιμασία στα λόγια της αδερφής της. Από κάτω έφτανε στ’ αφτιά μου ένα σούσουρο, μαχαιροπίρουνα που έξυναν πιάτα, γέλια. «Πώς να σας πείσω να κοιμηθείτε;» «Πονάει;» Η Έιμι τέντωσε το ένα της δάχτυλο, πίεσε το μάγουλό μου κι εγώ τραβήχτηκα. «Όχι πια». «Η μαμά λέει ότι είναι κρίμα», είπε η Μέγκαν. «Αλήθεια;» «Και λέει ότι ο Άλμπι έφυγε». Ο Άλμπι τις γαργαλούσε, τις γέμιζε γλειφιτζούρια, φυσούσε μέσα από τις ενωμένες του παλάμες κι έβγαζε ήχους κουκουβάγιας. «Πράγματι». «Άρα δεν θα κάνεις μωρά;» «Σώπα, Έιμι, είναι αγένεια».

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

21 _

«Ίσως κάποτε», είπα. Ένιωσα ένα φτερούγισμα λαχτάρας στην κοιλιά μου. «Όχι ακόμα, όμως. Να σας πω ένα παραμύθι;» «Ναι», είπαν με μια φωνή, θριαμβικά. Με κατάφεραν. «Μικρούλι όμως». Βάλθηκα να σκέφτομαι. «Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κορίτσι που έμενε μαζί με τις δύο άσχημες αδερφές του και…» Ένα κοινό μουγκρητό ακούστηκε απ’ τα δυο κρεβατάκια. «Όχι αυτό». «Μήπως την Ωραία Κοιμωμένη; Τα Τρία Γουρουνάκια; Τη Χρυσομαλλούσα;» «Βαρετά είναι όλα αυτά. Πες μας κάτι δικό σου», πρότεινε η Μέγκαν. «Κάτι απ’ το μυαλό σου». «Για δυο κορίτσια…» επενέβη η Έιμι. «…που τα λένε Έιμι και Μέγκαν…» «… και ζουν μια περιπέτεια σε ένα κάστρο…» «Εντάξει, εντάξει. Για να δούμε, λοιπόν». Άρχισα να μιλάω χωρίς καν να ξέρω πώς θα συνεχίσω. «Ζούσαν κάποτε δυο μικρά κορίτσια που τα έλεγαν Μέγκαν και Έιμι. Η Μέγκαν ήταν επτά και η Έιμι πέντε. Μια μέρα χάθηκαν». «Πώς;» «Είχαν πάει περίπατο με τους γονείς τους και ήταν απόγευμα και ξέσπασε μια τρομερή καταιγίδα, με βροντές και αστραπές και με τον άνεμο να λυσσομανάει τριγύρω τους. Κρύφτηκαν στην κουφάλα ενός δέντρου, αλλά, όταν η βροχή σταμάτησε, κατάλαβαν ότι ήταν ολομόναχες σε ένα σκοτεινό δάσος και δεν είχαν ιδέα πού βρίσκονταν». «Ωραία», συγκατένευσε η Μέγκαν. «Κι έτσι η Μέγκαν πρότεινε να αρχίσουν να περπατούν μέχρι να βρουν κάποιο σπίτι». «Κι εγώ τι είπα;» «Η Έιμι είπε ότι πρέπει να τραφούν με μούρα από τους θάμνους τριγύρω τους για να μην πεινάσουν. Κι ύστερα

22

NICCI FRENCH _

άρχισαν να περπατάνε. Κι έπεσαν και γρατζούνισαν τα γόνατά τους. Το σκοτάδι ολοένα πύκνωνε κι έβλεπαν αστραπές και μεγάλα μαύρα πουλιά να πετούν πάνω από τα κεφάλια τους, βγάζοντας φριχτές διαπεραστικές κραυγές. Έβλεπαν μάτια να τις παρακολουθούν μέσα απ’ τους θάμνους… μάτια ζώων». «Πάνθηρες». «Δεν νομίζω να υπήρχαν πάνθηρες σ’ αυτό το…» «Πάνθηρες», ξανάπε αποφασιστικά η Μέγκαν. «Εντάξει, πάνθηρες. Ξαφνικά, η Μέγκαν διέκρινε ένα φως μέσα από τα δέντρα». «Και η…» «Η Έιμι το είδε την ίδια ακριβώς στιγμή. Πλησίασαν προς το φως. Μόλις έφτασαν εκεί, διαπίστωσαν ότι προερχόταν από ένα φανάρι που κρεμόταν σε μια θολωτή ξύλινη πύλη. Ήταν η πόρτα ενός μεγάλου ερειπωμένου σπιτιού. Έδειχνε τρομακτικό, σαν στοιχειωμένο, μα ήταν πια τόσο κουρασμένες, παγωμένες και φοβισμένες, που δεν είχαν άλλη επιλογή. Χτύπησαν την πόρτα κι άκουσαν τον αντίλαλο του χτύπου, σαν ταμπούρλο». Σώπασα. Σιωπηλές και οι δυο, με τα στόματα ορθάνοιχτα. «Μα δεν ήρθε κανείς και πάνω απ’ τα κεφάλια τους πετούσαν όλο και περισσότερα μεγάλα μαύρα πουλιά. Μαύρα πουλιά και αστραπές και το μουγκρητό της βροντής και κλαδιά που χόρευαν στον άνεμο. Κι έτσι η Μέγκαν έσπρωξε δυνατά την πόρτα που άνοιξε με ένα τρίξιμο. Η Έιμι πήρε το φανάρι και τα δύο κοριτσάκια μπήκαν μαζί στο ερειπωμένο σπίτι. Πιασμένες χέρι χέρι κοιτούσαν τριγύρω. »Βρέθηκαν σ’ έναν διάδρομο που απ’ τους τοίχους του έσταζε νερό. Τον ακολούθησαν ώσπου έφτασαν σε ένα δωμάτιο. Ήταν όλο γαλάζιο, με ένα καταγάλανο σιντριβάνι να κελαρύζει στο κέντρο του και με ψηλή μπλε οροφή∙ κι άκουγαν ήχο κυμάτων που σκάνε στην ακτή. Ήταν το

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

23 _

δωμάτιο του νερού, των ωκεανών και των μακρινών τόπων και τις έκανε να νιώσουν πως πρώτη φορά βρίσκονταν τόσο μακριά απ’ το σπίτι τους. Κι έτσι περπάτησαν ακόμα λίγο και βρέθηκαν σε ένα άλλο δωμάτιο. Ήταν πράσινο, με φτέρες και δέντρα σε γλάστρες και θυμήθηκαν τα πάρκα όπου έτρεχαν και έπαιζαν και νοστάλγησαν ακόμα περισσότερο το σπίτι τους. Κι έτσι πήγαν ακόμα παραπέρα και βρέθηκαν σε ένα τρίτο δωμάτιο. Η πόρτα του ήταν κλειστή. Και κόκκινη. Για κάποιον λόγο το φοβήθηκαν πολύ αυτό το δωμάτιο, προτού καν σπρώξουν την πόρτα». «Γιατί;» ρώτησε η Μέγκαν. Άπλωσε το χέρι της κι εγώ το έκλεισα στο δικό μου. «Πίσω από την κόκκινη πόρτα απλωνόταν το κόκκινο δωμάτιο. Ήξεραν ότι μέσα σε αυτό το δωμάτιο υπήρχαν όλα όσα φοβούνταν περισσότερο στον κόσμο. Πράγματα διαφορετικά για τη Μέγκαν και διαφορετικά για την Έιμι. Τι φοβάσαι περισσότερο, Μέγκαν;» «Δεν ξέρω». «Τα ύψη μήπως;» «Ναι. Και μην πέσω από ένα πλοίο και πνιγώ. Και το σκοτάδι. Και τις τίγρεις. Και τους κροκόδειλους». «Όλα αυτά λοιπόν έκρυβε το κόκκινο δωμάτιο για τη Μέγκαν. Κι εσύ, Έιμι;» «Η Έιμι μισεί τις αράχνες», είπε χαιρέκακα η Μέγκαν. «Τσιρίζει μόλις δει αράχνη». «Ναι, και τα δηλητηριώδη φίδια. Και μη σκάσει κανένα πυροτέχνημα στα μαλλιά μου». «Εντάξει. Τι έκαναν λοιπόν τώρα η Μέγκαν και η Έιμι;» «Το έβαλαν στα πόδια». «Όχι. Ήθελαν να μπουν μέσα. Ήθελαν να δουν τις τίγρεις και τα καράβια και τους κροκόδειλους…» «Και τα δηλητηριώδη φίδια…» «Και τα δηλητηριώδη φίδια. Κι έτσι άνοιξαν με ένα

24

NICCI FRENCH _

σπρώξιμο την πόρτα και μπήκαν στο κόκκινο δωμάτιο και κοίταξαν ολόγυρά τους κι όλα φάνταζαν κατακόκκινα. Κόκκινο ταβάνι, κόκκινοι τοίχοι, κόκκινο δάπεδο». «Και τι υπήρχε μέσα;» ρώτησε η Μέγκαν. «Κροκόδειλοι;» Σώπασα, αιφνιδιασμένη. Τι υπήρχε τελικά στο δωμάτιο; Αυτό δεν το είχα σκεφτεί. Φλέρταρα με την ιδέα μιας αληθινής τίγρης που θα τις έτρωγε και τις δύο. «Μια μικρή λούτρινη τίγρη», είπα. «Κι ένας λούτρινος κροκόδειλος». «Κι ένα λούτρινο φίδι». «Ναι, κι ένα μικρό ψεύτικο καραβάκι και νόστιμα φαγητά κι ένα μεγάλο, όμορφο, αναπαυτικό κρεβάτι. Υπήρχαν επίσης οι γονείς της Μέγκαν και της Έιμι, που τις έβαλαν στο κρεβάτι και τις φίλησαν και κείνες αμέσως αποκοιμήθηκαν». «Με ένα φωτάκι αναμμένο». «Με ένα φωτάκι αναμμένο». «Θέλω κι άλλο παραμύθι», είπε η Μέγκαν. Έσκυψα και φίλησα τα κατσούφικα μουτράκια τους στο μέτωπο. «Την επόμενη φορά», είπα, βγαίνοντας από το δωμάτιο. «Το πετσόκοψες λιγάκι στο τέλος». Ξαφνιάστηκα και κοίταξα τριγύρω. Είδα τον Σεμπ να μου χαμογελάει. «Πού το διάβασες; Σε καμιά συλλογή παραμυθιών του Μπρούνο Μπέτελχαϊμ1 ;» Μιλούσε χαμογελαστά, μα του απάντησα σοβαρά. «Είναι ένα όνειρο που είδα στο νοσοκομείο». «Στο δικό σου κόκκινο δωμάτιο δεν νομίζω να υπήρχαν παιχνίδια ούτε ζεστό κρεβάτι». «Ναι». «Και τι υπήρχε;» «Δεν ξέρω», είπα. Ψέματα. Η ανάμνηση έκανε το στομάχι μου να σφιχτεί.

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

25 _

* Αργότερα αρνήθηκα την προσφορά του μεθυσμένου φίλου μου να με γυρίσει σπίτι, του φίλου που πίστευε ότι ο Θεός είναι το Μπιγκ Μπανγκ∙ και έκανα με τα πόδια την απόσταση του ενάμισι χιλιομέτρου από το σπίτι της Πόπι και του Σεμπ μέχρι το διαμέρισμά μου στο Κλέρκενγουελ. Το δροσερό υγρό αεράκι μού χάιδευε το πρόσωπο και η ουλή μου με γαργαλούσε αμυδρά. Η ημισέληνος αρμένιζε ανάμεσα στα αχνά σύννεφα, πάνω από τα πορτοκαλιά φανάρια του δρόμου. Ένιωθα χαρούμενη μα και λυπημένη και λιγάκι μεθυσμένη. Είχα βγάλει τον λόγο μου: μίλησα για τη φιλία που με βοήθησε να αντεπεξέλθω, είπα όλες τις τετριμμένες και τόσο αληθινές φράσεις για τη ζωή που τώρα την εκτιμώ περισσότερο∙ και έφαγα μήλο κομπόστα. Ζήτησα συγγνώμη και έφυγα. Τώρα ήμουν μόνη. Τα βήματά μου αντηχούσαν στους άδειους δρόμους, με τα νερά να λιμνάζουν στις άκρες τους και τα κονσερβοκούτια να κροταλίζουν έξω από τις αυλόπορτες. Μια γάτα τυλίχτηκε στα πόδια μου κι αμέσως μετά χάθηκε στις σκιές ενός σοκακιού. Στο σπίτι, βρήκα ένα μήνυμα στον τηλεφωνητή από τον πατέρα μου. «Γεια», έλεγε με παράπονο. Έκανε μια παύση, περίμενε και συνέχισε: «Γεια; Κιτ; Ο πατέρας σου είμαι». Κι αυτό ήταν όλο. Κόντευε δύο τα ξημερώματα και δεν νύσταζα καθόλου, το μυαλό μου βούιζε. Έφτιαξα ένα φλιτζάνι τσάι∙ είναι τόσο εύκολο να φτιάχνεις τσάι μόνο για έναν. Περιχύνεις με βραστό νερό το φακελάκι και προσθέτεις μια σταγόνα γάλα. Μερικές φορές τρώω όρθια μπροστά στο ψυγείο ή τριγυρίζοντας στην κουζίνα. Ένα κομμάτι τυρί, ένα μήλο, μια φέτα ψωμί μπαγιάτικο, ένα μπισκότο που το μασουλάω αφηρημένα. Πορτοκαλάδα κατευθείαν από το

26

NICCI FRENCH _

μπουκάλι. Ο Άλμπι έφτιαχνε πλουσιοπάροχα και περίτεχνα γεύματα: μπόλικο κρέας, μυρωδικά και μπαχαρικά, κατσαρολικά σιγόβραζαν στην εστία, αλλόκοτα τυριά περίμεναν στο περβάζι της κουζίνας, μπουκάλια κρασί ανοίγονταν την κατάλληλη στιγμή, γέλια ξεδιπλώνονταν και αντηχούσαν σε όλα τα δωμάτια. Κάθισα στον καναπέ και ήπια μια γουλιά τσάι. Και επειδή ήμουν μόνη και με δραματική διάθεση, έβγαλα τη φωτογραφία της. Ήταν στην ηλικία μου, τότε, το ήξερα, αλλά έδειχνε απίστευτα μικρή και αλλοτινή. Σαν παιδάκι πέρα μακριά που του ρίχνεις μια κλεφτή ματιά μέσα από μια αυλόπορτα στην άκρη ενός κήπου. Καθόταν στο γρασίδι με ένα δέντρο πίσω της, φορούσε ξεθωριασμένο υφασμάτινο σορτς και κόκκινο βαμβακερό μπλουζάκι. Ο ήλιος έπεφτε πάνω της και σχημάτιζε σκιές στα γυμνά στρογγυλά της γόνατα. Τα ανοιχτά καστανά μαλλιά της ήταν μακριά και τραβηγμένα πίσω από τα αφτιά της, μονάχα μια τούφα έπεφτε πάνω στο ένα της μάτι. Δευτερόλεπτα αργότερα θα την έσπρωχνε κι αυτή πίσω. Είχε γλυκό, στρογγυλό πρόσωπο, γεμάτο μικροσκοπικές καλοκαιρινές φακιδούλες και γκρίζα μάτια. Μου έμοιαζε, όσοι την ήξεραν πάντα μου έλεγαν: «Ίδια η μητέρα σου είσαι. Καημενούλα», πρόσθεταν όλοι κι εννοούσαν εμένα, εκείνη και τις δυο μας, μάλλον. Πέθανε προτού μεγαλώσω αρκετά ώστε να συγκρατήσω την ανάμνησή της, παρότι προσπάθησα να επιστρέψω στα ομιχλώδη πρώτα χρόνια της ζωής μου, για να δω αν θα τη συναντήσω εκεί, στο ξεθωριασμένο χείλος της αναπόλησης. Μονάχα φωτογραφίες είχα, σαν αυτή, καθώς και ιστορίες που μου έλεγαν για κείνη. Καθένας είχε τη δική του εκδοχή. Είχα μονάχα τα λόγια των άλλων για αυτή. Κι έτσι, στην ουσία, δεν μου έλειπε η μητέρα μου τώρα, αλλά η απίστευτα τρυφερή ιδέα μου για κείνη.

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

27 _

Ήξερα, εξαιτίας της ημερομηνίας που σχολαστικά είχε γράψει στο πίσω μέρος της φωτογραφίας ο πατέρας μου, ότι ήταν ήδη έγκυος, αν και δεν φαινόταν. Η κοιλιά της ήταν επίπεδη, όμως ήμουν εκεί, αόρατη, σαλεύοντας μέσα της σαν μυστικό. Γι’ αυτό την αγαπούσα τόσο αυτή τη φωτογραφία: γιατί, παρότι κανείς άλλος δεν το ήξερε, ήμασταν οι δυο μας μαζί. Εγώ και κείνη και η επερχόμενη αγάπη. Την άγγιξα με το δάχτυλό μου. Το πρόσωπό της με φώτισε. Ακόμα κλαίω όταν την κοιτάζω. 1. Διακεκριμένος ψυχαναλυτής που ασχολήθηκε με την ανάλυση των παραμυθιών, τα βαθύτερα νοήματά τους και τη σπουδαιότητά τους για την ανάπτυξη των παιδιών. (ΣτΜ)

28

NICCI FRENCH _

2 Η παραμονή Πρωτοχρονιάς μού προκαλούσε ανέκαθεν νευρικότητα. Αδυνατώ να πείσω τον εαυτό μου να πιστέψει ολοκληρωτικά σε μια καινούρια αρχή. Κάποτε μια φίλη μού είπε ότι αυτό σημαίνει πως κατά βάθος είμαι προτεστάντισσα και όχι καθολική. Μάλλον εννοούσε πως σέρνω πίσω μου όλη μου τη ζωή: τα βρόμικα ασπρόρουχά μου και τις περιττές αποσκευές μου. Ωστόσο, επιθυμούσα διακαώς η επιστροφή μου στη δουλειά να αποτελέσει μια καινούρια αρχή. Το διαμέρισμα ξεχείλιζε από πράγματα που άφησε πίσω του ο Άλμπι. Είχαν περάσει έξι μήνες, μα είχα ακόμα κάνα-δυο πουκάμισά του στην ντουλάπα, ένα ζευγάρι παλιά παπούτσια κάτω από το κρεβάτι μου. Δεν τον πέταξα έξω όπως θα ’πρεπε. Κάθε τόσο εμφανίζονταν κομμάτια του εαυτού του σαν απομεινάρια από ναυάγιο που ξεβράζονται στην ακτή μετά την καταιγίδα. Εκείνο το κυριακάτικο απόβραδο, φόρεσα ένα λευκό βαμβακερό παντελόνι και μια πορτοκαλιά μπλούζα με τρουά-καρ μανίκια και δαντέλα γύρω από τον λαιμό. Έβαλα μάσκαρα στις βλεφαρίδες μου, λιπγκλός στα χείλη, μια σταγόνα άρωμα πίσω από τα αφτιά. Βούρτσισα τα μαλλιά μου και τα σήκωσα, υγρά ακόμα, στην κορυφή του

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

29 _

κεφαλιού μου. Τι σημασία είχε; Καμία. Θα ερχόταν και λίγο αργότερα θα ξανάφευγε κι εγώ θα έμενα πάλι μόνη στο διαμέρισμά μου, με τα παράθυρα ανοιχτά και τις κουρτίνες κλειστές κι ένα ποτήρι κρύο κρασί και τη μουσική να παίζει. Κάτι χαλαρωτικό. Στάθηκα μπροστά στον μακρόστενο καθρέφτη στην κρεβατοκάμαρά μου. Έδειχνα αρκετά ψύχραιμη. Χαμογέλασα και είδα το είδωλό μου να μου ανταποδίδει το χαμόγελο, σηκώνοντας ειρωνικά τα φρύδια. Εκείνος άργησε φυσικά. Πάντοτε αργούσε λιγάκι. Συνήθως κατέφθανε αγκομαχώντας, λαχανιασμένος και χαμογελαστός και μιλούσε πριν καν του ανοίξω την πόρτα, ορμούσε μέσα συνεπαρμένος από τα λόγια του, από μια καινούρια ιδέα του, από το ξέσπασμα του γέλιου του. Τον άκουγα να γελάει προτού καν τον δω. Γυρνούσα το κεφάλι και νάτος, κατενθουσιασμένος με τον εαυτό του, αξιολάτρευτος, όπως μου φαινόταν τότε. Σήμερα ήταν πιο σιωπηλός, το χαμόγελό του κουρασμένο. «Γεια σου, Άλμπι». «Μια χαρά φαίνεσαι», μου είπε σαν να κοιτούσε έργο τέχνης κρεμασμένο σε έναν τοίχο και να προσπαθούσε να το εκτιμήσει. Έσκυψε εμπρός και με φίλησε σταυρωτά. Τα γένια του μου έγδαραν το δέρμα, την ουλή μου, τα χέρια του έπιασαν δυνατά τους ώμους μου. Τα δάχτυλά του είχαν μαύρο μελάνι. Αφέθηκα λιγάκι να τον κοιτάζω, μετά έκανα πίσω, αποτραβήχτηκα από την αγκαλιά του. «Έλα μέσα». Τον ένιωσα να γεμίζει το μεγάλο μου σαλόνι. «Πώς τα πας, Κίτι;» «Καλά», απάντησα κοφτά. «Ήρθα και σε είδα στο νοσοκομείο, ξέρεις. Όταν το έμαθα. Δεν θα το θυμάσαι μάλλον. Σίγουρα δεν το θυμάσαι. Φοβερό θέαμα». Χαμογέλασε και με το δάχτυλο πήγε να

30

NICCI FRENCH _

αγγίξει το τραύμα μου. Σε όλους άρεσε να το αγγίζουν. «Επουλώνεται καλά. Καμιά φορά είναι γοητευτικές οι ουλές, νομίζω». Γύρισα από την άλλη. «Ξεκινάμε;» Αρχίσαμε από την κουζίνα. Πήρε το ειδικό μαχαίρι του για τα μανιτάρια, με ένα βουρτσάκι στη μια του άκρη για να διώχνει τις βρομιές, το φοντί του με τα έξι μακρουλά πιρούνια, τη γελοία ριγέ ποδιά του και το καπέλο του σεφ που επέμενε να φοράει όταν μαγείρευε, τα τρία βιβλία μαγειρικής του. Χέλι στιφάδο, θυμήθηκα. Κι ένα σουφλέ από φρούτα του δάσους που φούσκωσε υπερβολικά και τσουρούφλισε το πάνω μέρος του φούρνου. Μεξικάνικα τάκος γεμισμένα με κιμά, σάουερ κριμ και κρεμμύδια. Έτρωγε με ζήλο, ανεμίζοντας το πιρούνι του, χώνοντας φαγητό στο στόμα, επιχειρηματολογώντας και σκύβοντας για να με φιλήσει πάνω από τα κεριά στο τραπέζι. Τα περσινά Χριστούγεννα έφαγε τόση χήνα και ήπιε τόσο κόκκινο κρασί που κατέληξε στα επείγοντα, νομίζοντας ότι έπαθε καρδιακή προσβολή. «Κι αυτό;» κρατούσα στα χέρια ένα τηγάνι που είχαμε αγοράσει μαζί. «Κράτα το». «Σίγουρα;» «Σίγουρα». «Και κείνα τα ισπανικά πιάτα που…» «Δικά σου». Ωστόσο, πήρε τη ρόμπα του, τη νοτιοαμερικανική κιθαριστική μουσική του, τις ποιητικές συλλογές του και τα βιβλία φυσικής, τη μελιτζανιά γραβάτα του. «Τα πήρα όλα, νομίζω». «Θες λίγο κρασί;» Δίστασε και μετά κούνησε το κεφάλι. «Καλύτερα να πηγαίνω». Πήρε την τσάντα του. «Παράξενος κόσμος, ε;» «Αυτός ήταν λοιπόν;»

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

31 _

«Ποιος;» «Ο επίλογός σου για τη σχέση μας. Παράξενος κόσμος». Συνοφρυώθηκε. Πάνω από τη μύτη του σχηματίστηκαν δύο οριζόντιες ρυτίδες. Χαμογέλασα για να τον καθησυχάσω, να του δείξω ότι δεν πείραζε καθόλου. Χαμογέλασα όταν σηκώθηκε να φύγει με τις κούτες του, χαμογέλασα όταν με αποχαιρέτησε με ένα φιλί, χαμογέλασα καθώς κατέβαινε τις σκάλες προς το αμάξι του, χαμογέλασα ενώ έβλεπα το αμάξι να φεύγει. Στο εξής θα κοιτούσα μόνο μπροστά, όχι πια πίσω.

Η κλινική Γουέλμπεκ βρίσκεται σε έναν ήσυχο δρόμο στο Κινγκς Κρος. Όταν χτίστηκε, στα τέλη της δεκαετίας του πενήντα, ο βασικός στόχος ήταν να μη θυμίζει καταθλιπτικό ίδρυμα. Άλλωστε, προοριζόταν για κτίριο όπου οι ψυχίατροι θα έλυναν τα προβλήματα των ανθρώπων, θα τους έκαναν χαρούμενους και θα τους έστελναν πίσω στον έξω κόσμο. Και για να μη θυμίζει ίδρυμα, έπρεπε να μην είναι βικτοριανού ρυθμού, με γοτθικούς πυργίσκους και μικρά αψιδωτά παράθυρα. Δυστυχώς, το σχέδιό της θεωρήθηκε τόσο επιτυχημένο και δέχτηκε τόσους επαίνους και βραβεία, που επηρέασε τον τρόπο που κατασκευάζονταν τα σχολεία, τα νοσοκομεία και τα γηροκομεία∙ κι έτσι τώρα πια η κλινική Γουέλμπεκ θυμίζει ίδρυμα. Κανονικά, το κτίριο ούτε που το πρόσεχα, όπως ακριβώς δεν προσέχω την ανάσα μου. Πήγαινα εκεί καθημερινά, εργαζόμουν, συζητούσα, μελετούσα και έπινα τον καφέ μου. Όμως τώρα, καθώς ανέβαινα τις σκάλες, έπειτα από αρκετές εβδομάδες, πρόσεξα ότι το κτίριο ήταν γερασμένο, οι τοίχοι λεκιασμένοι και ραγισμένοι. Η πόρτα έτριξε καθώς την άνοιγα στο πέτρινο σκαλοπάτι, σαν να το έγδερνε με τα νύχια της. Έφτασα στο γραφείο της Ρόζας και κείνη σηκώθηκε

32

NICCI FRENCH _

αμέσως και με έσφιξε στην αγκαλιά της. Μετά έκανε πίσω και με κοίταξε με ένα εξεταστικό σχεδόν διασκεδαστικό βλέμμα. Ήταν ντυμένη απλά, ανθρακί παντελόνι και σκούρα μπλε μπλούζα. Τα μαλλιά της είχαν γκριζάρει αρκετά πια και, όταν χαμογελούσε, οι λεπτές ρυτίδες του προσώπου της έμοιαζαν να τρεμοφέγγουν. Τι να σκεφτόταν άραγε; Όταν την πρωτογνώρισα, πριν από περίπου επτά χρόνια, ήξερα ήδη το εξαίρετο έργο της πάνω στην ανάπτυξη των παιδιών. Ενίοτε, με εξέπληττε αυτή η σπουδαία ειδήμων στα παιδιά –καθώς η ίδια δεν απέκτησε ποτέ δικά της– και καμιά φορά αναρωτιόμουν αν όλοι εμείς οι υπόλοιποι στην κλινική ανταγωνιζόμασταν μεταξύ μας, πασχίζοντας να κατακτήσουμε τον τίτλο του εξυπνότερου γιου ή της εξυπνότερης κόρης της. Ο τρόπος που διοικούσε την κλινική είχε κάτι το μητρικό, ωστόσο δεν ήταν συνετό να επαναπαύεται κανείς στη θερμή γλύκα και ανοχή της. Διέθετε παράλληλα και μια ατσαλένια αντικειμενικότητα. «Μας έλειψες, Κιτ», είπε. «Καλωσόρισες». Δεν μίλησα. Προσπάθησα να δείξω τρυφερότητα. Το στομάχι μου σφιγγόταν, όπως και την πρώτη μου μέρα στο γυμνάσιο. «Πάμε έξω να μιλήσουμε», πρόσθεσε ζωηρά. «Νομίζω ότι ο καιρός καθάρισε. Παράξενος δεν είναι;» Περπατήσαμε προς τον κήπο τής πίσω μεριάς και καθ’ οδόν συναντήσαμε τον Φράνσις. Ήταν κι αυτός ντυμένος απλά, με τζιν και σκούρα μπλε μπλούζα. Ως συνήθως αξύριστος, με μαλλιά ανάστατα. Ήταν ένας άνθρωπος που ήθελε να μοιάζει με καλλιτέχνη και όχι με επιστήμονα. Μόλις με είδε, άνοιξε διάπλατα τα χέρια και για μερικά αλλόκοτα δευτερόλεπτα προχωρήσαμε ο ένας προς τον άλλον, προτού τελικά με κλείσει στην αγκαλιά του. «Πόσο χαίρομαι που σε έχουμε πάλι κοντά μας, Κιτ. Είσαι σίγουρα έτοιμη;» Έγνεψα. «Έχω ανάγκη να δουλέψω. Απλά… προς το

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

33 _

παρόν νιώθω σαν να έπεσα από το άλογο και να προσπαθώ να ξανανέβω». Ο Φράνσις έκανε μια γκριμάτσα. «Ευτυχώς δεν έχω πλησιάσει ποτέ μου άλογο. Καλύτερα να τα κρατάς εξαρχής σε απόσταση». Νωρίτερα είχε βρέξει, όμως τώρα έβγαινε ήλιος και το βρεγμένο πλακόστρωτο γυάλιζε και έλαμπε. Τα παγκάκια ήταν μουσκεμένα και, έτσι, κοντοσταθήκαμε όρθιοι και σκεφτικοί σαν τρεις άνθρωποι που μόλις γνωρίστηκαν σε ένα πάρτι. «Για θύμισέ μου το σημερινό πρόγραμμα», είπε η Ρόζα για να σπάσει τη σιωπή. «Το πρωί θα δω τη Σου». Η Σου ήταν ένα ανορεξικό εικοσιτριάχρονο κορίτσι, τόσο αδύνατο σαν διάφανο. Τα όμορφα μάτια της έμοιαζαν με ξεχειλισμένες λιμνούλες στο μαραζωμένο προσωπάκι της. Θύμιζε παιδί ή γριά γυναίκα. «Ωραία», είπε αποφασιστικά. «Με την ησυχία σου. Αν χρειαστείς βοήθεια, ενημέρωσέ μας». «Ευχαριστώ». «Και κάτι ακόμα». «Ναι;» «Σχετικά με την αποζημίωση». «Α!» «Ναι. Ο Φράνσις πιστεύει ότι πρέπει να κινηθείς νομικά». «Είναι ξεκάθαρο το πράγμα», επισφράγισε ο Φράνσις. «Σκέψου μάλιστα ότι χρησιμοποίησε τη βρομοκούπα του αστυνομικού, έτσι δεν είναι; Μα τι στο καλό σκεφτόταν;» Κοίταξα τη Ρόζα. «Εσύ τι λες;» «Προτιμώ να μάθω τι λες εσύ». «Δεν ξέρω. Είναι πολύ συγκεχυμένα όλα. Ξέρετε ότι η εισαγγελία…» Προσπάθησα να θυμηθώ τη διατύπωση της επιστολής που έλαβα «…αρνείται να κινηθεί εναντίον του

34

NICCI FRENCH _

κυρίου Ντολ. Ίσως να ήταν δικό τους λάθος. Ίσως δικό μου. Ίσως να ήταν απλά ατύχημα. Δεν ξέρω τι μπορώ να διεκδικήσω». «Γύρω στα διακόσια χιλιάρικα, θα έλεγα εγώ», είπε χαμογελώντας ο Φράνσις. «Δεν είμαι σίγουρη ότι ο Ντολ σκόπευε πράγματι να βλάψει κάποιον. Απλά στριφογύρναγε πέρα-δώθε πανικόβλητος. Άρπαξε την κούπα, την έσπασε πάνω στον τοίχο, χαρακώθηκε και μετά χαράκωσε εμένα. Είχε ήδη τα χάλια του προτού τον αποτελειώσουν οι αστυνομικοί. Ξέρετε πολύ καλά τι παθαίνουν αυτοί οι άνθρωποι στα κρατητήρια. Τρελαίνονται. Αυτοκτονούν ή επιτίθενται σε όποιον βρουν μπροστά τους. Έπρεπε να ήμουν προετοιμασμένη». Κοίταξα τη Ρόζα και μετά τον Φράνσις. «Ξαφνιαστήκατε; Θα με προτιμούσατε θυμωμένη; Έτοιμη να πάρω το αίμα μου πίσω από τον Ντολ;» Ανασήκωσα τους ώμους. «Οι αστυνομικοί του έριξαν γερό ξύλο προτού τον πετάξουν στο κρατητήριο. Πίστευαν, φαντάζομαι, ότι μου κάνουν χάρη. Θα είναι εξοργισμένοι που τελικά τη γλίτωσε». «Είναι», είπε ανέκφραστα η Ρόζα. «Και ήταν λάθος του Φερθ, αν και δεν πρόκειται να το παραδεχτεί ποτέ. Και δικό μου. Ίσως να μην ήμουν αρκετά συγκεντρωμένη. Τέλος πάντων, δεν βρίσκω τον λόγο να κάνω μήνυση. Σε τι θα ωφελήσει;» «Πρέπει να πληρώνει κανείς για τα λάθη του», είπε απλά ο Φράνσις. «Μπορούσες να πεθάνεις». «Αλλά δεν πέθανα. Είμαι καλά». «Σκέψου το, τουλάχιστον». «Συνέχεια το σκέφτομαι», είπα. «Το βλέπω στον ύπνο μου τις νύχτες. Αλλά για κάποιον λόγο η σκέψη ότι κάποιος με αποζημιώνει, δίνοντάς μου χρήματα, μου φαίνεται παράταιρη αυτή τη στιγμή». «Σε καταλαβαίνω», είπε ο Φράνσις, με έναν τόνο που με

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

έκανε να θέλω να του τσιμπήσω τη μύτη.

35 _

Στην επιστροφή με το αμάξι, έβρεχε ασταμάτητα. Ζεστή καλοκαιρινή νεροποντή που κατάβρεχε το παρμπρίζ μου και ξεπηδούσε από τις ρόδες των φορτηγών που με προσπερνούσαν, σαν αστραπή, σχηματίζοντας ιριδίζουσες αχτίδες. Η κίνηση ολοένα πύκνωνε και τα μάτια μου έτσουζαν, ο λαιμός μου είχε ξεραθεί. Μόλις πάρκαρα έξω από το σπίτι μου, είδα έναν άντρα να στέκεται στο κατώφλι. Φορούσε αδιάβροχο, είχε τα χέρια στις τσέπες και κοιτούσε το κτίριο. Άκουσε την πόρτα του αυτοκινήτου μου να κλείνει και γύρισε προς το μέρος μου. Τα πλούσια ξανθά μαλλιά του έλαμπαν στη βροχή. Τα λεπτά του χείλη χαμογελούσαν. Τον κοίταζα αρκετή ώρα, το ίδιο και κείνος. «Ντετέκτιβ Φερθ», είπα. Ένιωθα το βλέμμα του να με εξετάζει και να με αξιολογεί και προσπαθούσα να μείνω ατάραχη. «Φαίνεσαι καλά, Κιτ», μου είπε και χαμογέλασε σαν να ήμασταν παλιοί φίλοι. «Τι συμβαίνει;» «Μπορώ να έρθω μέσα για λίγο;» Ανασήκωσα τους ώμους. Μου φάνηκε ευκολότερο να συμφωνήσω.

36

NICCI FRENCH _

3 «Πρώτη φορά έρχομαι εδώ», είπε κοιτώντας τριγύρω. Δεν μπόρεσα να μη γελάσω με τα λόγια του. «Τι δουλειά είχες να έρθεις εδώ; Μία φορά μόνο έχουμε συναντηθεί. Θυμάσαι;» «Νιώθω σαν να ’ταν περισσότερες από μία», απάντησε, τριγυρίζοντας πέρα-δώθε στο σπίτι, σαν να σκεφτόταν να το αγοράσει. Πήγε προς το πίσω παράθυρο που έβλεπε στην πρασιά με το χορτάρι. «Ωραία θέα», πρόσθεσε. «Δεν του φαινόταν. Ωραία πρασινάδα». Δεν απάντησα και στράφηκε προς το μέρος μου με ένα χαμόγελο που διαψεύστηκε απ’ το βλέμμα του. Πλανιόταν καχύποπτα στον χώρο σαν βλέμμα ζώου που φοβάται μην πιαστεί σε παγίδα. Ανέκαθεν ένιωθα ότι το σπίτι μου άλλαζε κάθε φορά που κάποιος έμπαινε μέσα. Το έβλεπα με τα δικά τους μάτια. Ή μάλλον με τον τρόπο που φανταζόμουν ότι το έβλεπαν. Το διαμέρισμά μου θα φαινόταν πολύ γυμνό στον Φερθ, στερημένο από ανέσεις και διακόσμηση. Είχε έναν καναπέ κι ένα χαλί στο λουστραρισμένο ξύλινο δάπεδο. Ένα παλιό στερεοφωνικό σε μια γωνία και μια στοίβα cd δίπλα του. Ράφια γεμάτα βιβλία κι άλλα βιβλία στο πάτωμα. Οι τοίχοι ολόλευκοι και

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

37 _

σχεδόν άδειοι. Θεωρούσα τους περισσότερους πίνακες ενοχλητικούς ή, ακόμα χειρότερα, έπαυα να τους βρίσκω ενοχλητικούς. Έβρισκα οδυνηρό τον τρόπο με τον οποίο, μετά από κάποιες εβδομάδες ή μήνες, ένας πίνακας που αρχικά με αναστάτωνε, κατέληγε να περνά απαρατήρητος, σαν ένα ακόμα κομμάτι της διακόσμησης. Αμέσως μόλις σταματούσα να προσέχω έναν πίνακα, τον έκρυβα ή τον ξεφορτωνόμουν, ώσπου μου έμειναν μόνο δύο. Ο ένας απεικόνιζε δυο μπουκάλια πάνω σε ένα τραπέζι και μου τον είχε χαρίσει ο πατέρας μου όταν έγινα είκοσι ενός. Τον είχε ζωγραφίσει ένας ατάλαντος παλιός του φίλος, μακρινός ξάδερφος. Όποτε περνούσα από δίπλα του, με έκανε να κοντοσταθώ. Κι είχα και μια καδραρισμένη φωτογραφία του πατέρα του πατέρα μου, μαζί με τον αδερφό και την αδερφή του στη σκηνή ενός φωτογραφικού στούντιο, γύρω στα μέσα της δεκαετίας του είκοσι. Ο παππούς μου φορούσε ναυτικό κοστουμάκι. Και οι τρεις τους είχαν ζωγραφισμένα στα πρόσωπά τους κάτι παράξενα σφιγμένα χαμόγελα, σαν να πάσχιζαν να μην ξεκαρδιστούν με κάτι αστείο που εμείς δεν μπορούσαμε ούτε να δούμε ούτε να ακούσουμε∙ τι ωραία φωτογραφία! Μια μέρα, σε καμιά εκατοστή χρόνια ίσως, κάποιος θα την έχει κρεμασμένη στον τοίχο του, θα την απολαμβάνει και θα αναρωτιέται: ποια να ήταν άραγε αυτά τα παιδιά; Κοίταξα τον Φερθ και κατάλαβα ότι γι’ αυτόν, φυσικά, δεν σήμαινε τίποτα. Ίσως να διέκρινα μια αμυδρή αμηχανία κι έναν σαρκασμό. Σαν να έλεγε μέσα του, αυτό είναι όλο; Σ’ αυτό το σπίτι λοιπόν επιστρέφει κάθε βράδυ η Κιτ Κουίν; Στεκόταν υπερβολικά κοντά μου και με κοιτούσε κατάματα με μια έκφραση ανησυχίας που μου ανακάτευε το στομάχι. «Πώς είσαι τώρα;» ρώτησε. «Όλα εντάξει με το πρόσωπό σου;» Έκανα πίσω προτού προλάβει να αγγίξει την ουλή μου.

38

NICCI FRENCH _

«Δεν περίμενα να ξανασυναντηθούμε», του είπα. «Νιώσαμε άσχημα για σένα, Κιτ», είπε ο Φερθ κι έσπευσε να προσθέσει: «Όχι ότι φταίει κανείς. Ο άνθρωπος έκανε σαν μανιασμένο ζώο. Τέσσερις ήμασταν για να τον ακινητοποιήσουμε. Έπρεπε να ήσουν πιο προσεκτική, αφού σου είχα πει ότι είναι ανώμαλος». «Αυτό ήρθες να μου πεις;» «Όχι». «Τότε τι ήρθες να κάνεις;» «Να κουβεντιάσουμε». «Για ποιο πράγμα;» Πήρε ύφος πονηρό. «Χρειαζόμαστε μερικές συμβουλές». «Τι;» Ξαφνιάστηκα τόσο με την εξωφρενικά απροσδόκητη δήλωσή του που κατέβαλα προσπάθεια για να μη βάλω τα γέλια. «Ήρθες λοιπόν να με συμβουλευτείς για κάποια υπόθεση;» «Ακριβώς. Θέλω να συζητήσουμε. Έχεις τίποτα να πιούμε;» ρώτησε. «Σαν τι;» «Καμιά μπίρα, ας πούμε». Βρήκα ένα μπουκάλι μπίρα, μάλλον βαυαρέζικη, στο βάθος του ψυγείου και του την έφερα. «Σε πειράζει να καπνίσω;» Του έφερα ένα σταχτοδοχείο από την κουζίνα. Έσπρωξε στην άκρη το ποτήρι που του πρόσφερα και ήπιε μια γουλιά κατευθείαν απ’ το μπουκάλι. Μετά άναψε τσιγάρο και τράβηξε αρκετές τζούρες. «Ασχολούμαι με την υπόθεση της δολοφονίας στο κανάλι Ρίτζεντ», είπε τελικά. «Την έχεις ακουστά;» Το σκέφτηκα για μια στιγμή. «Κάτι διάβασα στις εφημερίδες τις προάλλες. Βρέθηκε ένα πτώμα στο κανάλι». «Ακριβώς. Πώς σου φάνηκε;» «Θλιβερό». Τον κοίταξα με έναν μορφασμό. «Ένα

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

39 _

μικροσκοπικό άρθρο στο τέλος της σελίδας. Μια νεαρή περιπλανώμενη. Ο μόνος λόγος που δημοσιεύτηκε το άρθρο ήταν επειδή το θύμα είχε άσχημα τραύματα. Ούτε καν το όνομά της δεν ήξεραν, έτσι δεν είναι;» «Ακόμα δεν το ξέρουν. Όμως έχουμε έναν ύποπτο». Κούνησα το κεφάλι. «Μπράβο. Και τώρα, λοιπόν…» Σήκωσε το χέρι του ψηλά. «Ρώτα με πώς λέγεται ο ύποπτος». «Τι;» «Έλα». Χαμογέλασε πλατιά κι έγειρε πίσω στην καρέκλα με τα χέρια σταυρωτά, περιμένοντας. «Εντάξει», είπα υπάκουα. «Πώς λέγεται ο ύποπτος;» «Λέγεται Άντονι Μάικλ Ντολ». Τον κοίταξα κατάματα, προσπαθώντας να αφομοιώσω τα λόγια του. Ανταπέδωσε το βλέμμα, περιχαρής, θριαμβευτικός. «Ορίστε, λοιπόν, καταλαβαίνεις τώρα γιατί είσαι η κατάλληλη για τη δουλειά; Τέλειο, έτσι;» «Καιρός να πάρω το αίμα μου πίσω», ειρωνεύτηκα. «Έχασα την ευκαιρία να του ρίξω καμιά κλοτσιά στο κελί, αλλά ίσως καταφέρω να σας βοηθήσω να τον πιάσετε για φόνο. Αυτό είναι το σκεπτικό;» «Όχι, όχι», είπε με καθησυχαστικό τόνο. «Το αφεντικό μου θέλει απλά να μας βοηθήσεις λιγάκι. Με το αζημίωτο, βέβαια. Μπορεί να έχει πλάκα κιόλας. Ρώτα τον φίλο σου, τον Σεμπ Γουέλερ». «Πλάκα!» Αυτή τη φορά δεν μπόρεσα να κρύψω τον σαρκασμό μου. «Μα πώς μπορώ να αντισταθώ; Άλλωστε περάσαμε τόσο ωραία την περασμένη φορά!» Πήγα στο ψυγείο και πήρα ένα ανοιχτό μπουκάλι λευκό κρασί. Γέμισα ένα ποτήρι και το σήκωσα, κόντρα στο χλωμό φως. Μετά ήπια μια μεγάλη γουλιά κι ένιωσα το παγωμένο υγρό να μου γαργαλάει τον λαιμό. Κοίταξα έξω από το παράθυρο τον κόκκινο ήλιο χαμηλά στον τιρκουάζ ουρανό. Η βροχή είχε σταματήσει κι η βραδιά θα ήταν

40

NICCI FRENCH _

σίγουρα όμορφη. Στράφηκα στον Φερθ. «Γιατί πιστεύετε ότι το έκανε ο Ντολ;» Έδειξε έκπληκτος και αμέσως μετά ευχαριστημένος. «Βλέπεις, λοιπόν; Ενδιαφέρεσαι. Περνάει τις μέρες του ψαρεύοντας στο κανάλι. Πηγαίνει κάθε μέρα εκεί. Όταν κάναμε έκκληση να επικοινωνήσει μαζί μας όποιος βρισκόταν στην περιοχή, ήρθε μόνος του στο τμήμα». Ο Φερθ κάρφωσε πάνω μου το βλέμμα του. «Ξαφνιάστηκες;» «Γιατί;» «Που ένας τέτοιος άνθρωπος ήρθε από μόνος του». «Όχι απαραίτητα», είπα. «Αν είναι αθώος, βγαίνει ωφελημένος αν παρουσιαστεί από μόνος του. Κι αν είναι ένοχος…» σώπασα. Δεν ήθελα να παρασυρθώ σε εικασίες βασισμένη στην πρόχειρη σκιαγράφηση του υπόπτου από τον Φερθ. Εκείνος μου χαμογέλασε πονηρά, σαν να με τσάκωσε στα πράσα. «Αν είναι ένοχος», είπε, «πιθανόν να θέλει να εμπλακεί στην έρευνα, έστω και ελάχιστα. Τι λες;» «Συνηθίζεται», είπα. «Φυσικά και συνηθίζεται. Το λατρεύουν αυτοί οι τύποι. Θέλουν να βρίσκονται κοντά στην έρευνα, να νιώθουν πόσο έξυπνοι είναι. Έτσι, για την πλάκα τους, τι αρρωστημένοι μπάσταρδοι!» «Και τι σας είπε, λοιπόν;» «Δεν τον έχουμε ανακρίνει ακόμα». «Γιατί;» «Τον αφήνουμε να τσουρουφλιστεί λιγάκι. Αλλά δεν εφησυχάζουμε. Έχουμε μια νεαρή αστυνομικό που λέγεται Κολέτ Ντόους. Πολύ καλή. Έξυπνη. Φρόντισε να τον γνωρίσει. Σε μυστική αποστολή, φυσικά. Τον έκανε να της μιλήσει. Καταλαβαίνεις. Λίγο ποτό, λίγα κομπλιμέντα, άντε και λίγο σταυροπόδι την κατάλληλη στιγμή και άναψε η κουβέντα. Ταυτόχρονα την είχαμε καλωδιωμένη και τα καταγράψαμε όλα. Ώρες ολόκληρες».

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

41 _

«Αυτή είναι η έρευνά σας;» είπα σοκαρισμένη. «Βάλατε μια αστυνομικίνα να τον φλερτάρει;» Ο Φερθ έσκυψε εμπρός, γεμάτος ένταση. «Προς το παρόν δεν μπορώ να σου πω κάτι παραπάνω», ψιθύρισε με έναν συνωμοτικό τόνο. «Θέλουμε μόνο την επαγγελματική σου άποψη γι’ αυτόν. Εμπιστευτικά. Δεν θα σου πάρει πολύ χρόνο. Να δεις απλά τον φάκελό του και να κάνεις μια σύντομη κουβέντα μαζί του. Ξέρεις εσύ απ’ αυτά∙ μια πρώτη αξιολόγηση». «Να κάνω κουβέντα μαζί του;» «Βέβαια. Έχεις πρόβλημα;» Φυσικά και είχα πρόβλημα, αλλά πλέον ήξερα ότι δεν μπορούσα να αρνηθώ. «Κανένα πρόβλημα», είπα. «Αυτή η γυναίκα, η Κολέτ Ντόους, ξέρει τι κάνει;» Ο Φερθ άλλαξε έκφραση. «Ξέρει να φροντίζει τον εαυτό της. Άλλωστε είμαστε πάντα κοντά της. Κοίτα, Κιτ, καταλαβαίνω την ανησυχία σου. Σκεφτήκαμε όμως ότι ίσως νιώσεις καλύτερα». Ήπιε μια γουλιά από την μπίρα του. Και βέβαια θέλατε και να βεβαιωθείτε ότι δεν θα σας κάνω μήνυση ζητώντας αποζημίωση, είπα μέσα μου. «Ευχαριστώ», του είπα. «Ίσως». «Τι λες, λοιπόν;» Σηκώθηκα όρθια και πήγα στο παράθυρο, με το βλέμμα σε μια κρυμμένη πρασιά, παγιδευμένη ανάμεσα στα κτίρια. Σουρούπωνε, όμως δεν είχε σκοτάδι ούτε καν μισοσκόταδο. Το φως γλύκαινε κι από έντονο κίτρινο γινόταν χρυσαφένιο. «Εκεί ήταν ο λάκκος της πανούκλας, ξέρεις», του είπα. «Τι;» «Τον καιρό της πανούκλας πετούσαν τα πτώματα σε έναν λάκκο εκεί πέρα. Τα κάλυπταν με ασβέστη. Θαμμένα. Ξεχασμένα». «Ανατριχιαστικό». «Κάθε άλλο», απάντησα, και γύρισα προς το μέρος του.

42

NICCI FRENCH _

«Προς το παρόν, ένα πράγμα θα σου πω. Δεν ξέρω τίποτα για την υπόθεσή σου. Νομίζω πως η ιδέα με την τύπισσα που το παίζει Μάτα Χάρι είναι τελείως παλαβή. Δεν ξέρω ποιος σας εξουσιοδότησε για κάτι τέτοιο, ούτε θέλω να μάθω. Εμένα μου φαίνεται ανεύθυνο, ίσως να είναι και παράνομο, αλλά βέβαια εγώ είμαι γιατρός και όχι δικηγόρος». «Θα μας πεις τη γνώμη σου, ωστόσο;» «Ναι». «Πότε;» «Σε μια-δυο μέρες. Πρέπει πρώτα να μιλήσω σε κάποιον». «Θα με ειδοποιήσεις;» «Ναι». Έφυγε∙ εγώ για αρκετά λεπτά έμεινα και κοιτούσα έξω από το παράθυρο. Όχι τον Φερθ, όχι από εκείνο το παράθυρο. Κοιτούσα το χορτάρι, παρακολουθούσα το πράσινο που σκούραινε κι έσβηνε μέσα στο υπέροχο απόβραδο. Νεκροί. Παντού νεκροί.

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

43 _

4 Τηλεφώνησα κατευθείαν στη Ρόζα, στο σπίτι της. Δεν μπορούσα να περιμένω. «Ήρθε σπίτι μου ο Φερθ», ανακοίνωσα. «Ποιος;» «Ο ντετέκτιβ. Εκείνος που ήταν εκεί τότε, όταν δέχτηκα την επίθεση». Της διηγήθηκα όλη την ιστορία κι όσο την έλεγα τόσο πιο αλλόκοτη και αντιεπαγγελματική μου ακουγόταν. «Και τι του απάντησες;» με ρώτησε τελικά. «Αιφνιδιάστηκα». «Αλλά θα ένιωσες και περιέργεια». «Περιέργεια; Ένιωσα σαν κάτι να με τραβάει». «Τι εννοείς, Κιτ;» «Ξυπνάω μέσα στη νύχτα. Ή δεν ξυπνάω. Το ίδιο κάνει. Και το ξαναζώ, ξανά και ξανά, σαν να εξακολουθεί να μου συμβαίνει. Ή σαν να πρόκειται να μου συμβεί κι εγώ να μπορώ να κάνω κάτι για να το εμποδίσω, να γυρίσω πίσω τον χρόνο. Σαν να ξαναβρίσκομαι πάλι σε κείνο το δωμάτιο και να βλέπω παντού το κατακόκκινο αίμα. Το δικό μου. Το δικό του». «Και θέλεις να συναντήσεις πάλι τον Ντολ για να τον

44

NICCI FRENCH _

δεις στην αληθινή του διάσταση;» «Είσαι πολύ έξυπνη γυναίκα». «Ξέρεις, ουδέποτε θεώρησα σημαντική την εξυπνάδα. Άκουσέ με, Κιτ, θα σου πω δυο πραγματάκια και μάλλον πρόκειται για τα ίδια δυο πραγματάκια που είχες κι εσύ στο μυαλό σου όταν αποφάσισες να μου τηλεφωνήσεις. Πρώτον, πιστεύεις ότι θα ωφεληθείς συναντώντας αυτόν τον άνθρωπο; Δεύτερον, πρακτικά δεν έχει καμία σημασία αν θα ωφεληθείς. Καλείσαι να κάνεις μια δουλειά. Μπορείς να την κάνεις;» «Ναι. Νομίζω». Ακολούθησε παύση. «Είναι επικίνδυνο να ζητάς συμβουλές, Κιτ. Μπορεί να μην ακούσεις αυτό που θέλεις». Αναστέναξε. «Λυπάμαι. Κατά τη γνώμη μου δεν πρέπει να το κάνεις. Αλλά, γιατί νομίζω ότι δεν θα δώσεις προσοχή στα λόγια μου;» «Μάλλον φταίει το τηλέφωνο, δεν είναι καλή η γραμμή». «Ναι, αυτό θα φταίει». Έκλεισα το ακουστικό. Έξω, μισοσκόταδο. Και πάλι η βροχή κυλούσε στα τζάμια, τράνταζε και μαστίγωνε τα βρεγμένα δέντρα. Ανεμοδαρμένος Ιούλιος, σαρωμένος και μουσκεμένος από μια ζεστή θύελλα. Πήγα και στάθηκα στο παράθυρο και κοίταξα ξανά τον κήπο, το νοτισμένο γρασίδι. Ένα ζευγαράκι, χέρι χέρι, τσαλαβουτούσε στο χορτάρι, ανάμεσα στους σωρούς των μουσκεμένων λουλουδιών και στα λασπόνερα. Εκείνη έστρεψε το πρόσωπό της προς το δικό του, γελώντας στο μισοσκόταδο. Απομακρύνθηκα από το παράθυρο. Αγάπη και δουλειά∙ μόνο έτσι τα βγάζεις πέρα. Χτύπησε το τηλέφωνο και με έβγαλε από την ονειροπόλησή μου. «Κιτ, εσύ είσαι;» Η φωνή ακουγόταν πολύ μακρινή. Διακεκομμένη.

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

45 _

Μήπως από το εξωτερικό; Μπορεί και όχι. Καμιά φορά η Νέα Υόρκη ακούγεται πιο κοντά από το Νότιο Λονδίνο. Κι από μια άποψη, είναι. «Ναι». «Η Τζούλι είμαι». Αμήχανη σιωπή. Τζούλι. Τζούλι. Τζούλι. Δεν θυμόμουν καμία Τζούλι. «Η Τζούλι Γουάισμαν». «Α, η Τζούλι. Μα νόμιζα πως είχες…» Είχε φύγει. Είχε εξαφανιστεί από προσώπου γης. «Γύρισα στο Λονδίνο». Γύρισε από πού; Θα έπρεπε άραγε να ξέρω; Προσπάθησα να τη φέρω στον νου μου όπως ήταν την τελευταία φορά που την είχα δει. Σκούρα σγουρά μαλλιά, μαζεμένα πάνω, μάλλον. Μια φευγαλέα ανάμνηση, σαν ζεστό αεράκι, με έκανε να χαμογελάσω. Τσιγάρα, βράδυ αργά σε φτηνά εστιατόρια. Μια φορά μάλιστα είχαμε μείνει τόσο αργά, που ήρθαν οι μάγειρες από την κουζίνα με ένα μπουκάλι κρασί να μας συντροφεύσουν. Και βασικά η Τζούλι είχε κάνει εκείνο που όλοι λέγαμε πως θέλουμε να κάνουμε και ενδόμυχα ξέραμε ότι ποτέ δεν θα το τολμούσαμε. Ήταν καθηγήτρια μαθηματικών στο λύκειο και ξαφνικά υπέβαλε παραίτηση κι έφυγε για να γυρίσει τον κόσμο ή τη Νότια Αμερική ή οπουδήποτε, τέλος πάντων. Άρχισα να μαλακώνω. Της είπα ότι μας έλειψε κι ότι θα ήταν υπέροχο αν ξαναβρισκόμασταν. Και εκείνη μου είπε πως θα ήταν τέλεια αν ερχόταν να με δει για λίγο ή και για περισσότερο∙ έσπευσε να προσθέσει. Τότε θυμήθηκα. Όταν έφυγε, εγκατέλειψε το διαμέρισμά της. Τι τα είχε κάνει τα πράγματά της; Θα τα χάρισε όλα, κρίνοντας από τον χαρακτήρα της. Έτσι ήταν η Τζούλι, γενναιόδωρη με τα πράγματά της, γενναιόδωρη και με τα πράγματα των άλλων. Μήπως μπορούσα να τη φιλοξενήσω για μια-δυο μέρες; Στιγμιαία σώπασα. Δεν έβρισκα ούτε έναν λόγο για τον οποίο να μην ήταν

46

NICCI FRENCH _

καλύτερα να μείνει κάποιος μαζί μου, για λίγο. Πέρασε το κατώφλι της πόρτας με μια αύρα αλλοτινή. Ένα πελώριο σακίδιο και μια υφασμάτινη τσάντα προσγειώθηκαν στο πάτωμα, με τη σκόνη να φτερουγίζει τριγύρω τους. Φορούσε καφέ δερμάτινα παπούτσια, χακί παντελόνι, μπλε πανωφόρι που έμοιαζε αγορασμένο από το Θιβέτ. Το πρόσωπό της δεν ήταν απλά μαυρισμένο. Ήταν κάτι παραπάνω από μαυρισμένο. Τραχύ, ταλαιπωρημένο, ανεμοδαρμένο, γυαλιστερό. Τα χέρια και οι καρποί της ήταν επίσης μαυριδεροί και τα μάτια της, λαμπερά σαν ημιπολύτιμοι λίθοι, γελούσαν με ένα αστείο που ακόμα δεν είχε ακουστεί. «Να πάρει, Κιτ, τι στο καλό έπαθε το πρόσωπό σου;» «Ε, η αλήθεια είναι…» Προτού ολοκληρώσω τα λόγια μου, την είδα να σκύβει και να ψαχουλεύει μια πλαστική σακούλα. «Σου έφερα κάτι», είπε. Περίμενα να μου δώσει κανέναν σκαλιστό Βούδα, αλλά ήταν απλώς ένα μπουκάλι τζιν από τα ντιούτι φρι. «Σκέφτηκα ότι θα ’χεις σίγουρα κανένα τόνικ για να το συνδυάσουμε», πρόσθεσε. «Αλλιώς πετιέμαι και παίρνω». Προφανώς έπρεπε να το ανοίξουμε και να το πιούμε επί τόπου. «Δεν χρειάζεται», είπα. «Έχω». «Και μήπως μπορώ να φτιάξω κάτι να φάω; Κοιμήθηκα δεκατρείς ώρες στο αεροπλάνο». «Από πού ήρθες;» «Έμεινα μερικές εβδομάδες στο Χονγκ Κονγκ», είπε. «Καταπληκτικό. Κανένα τηγανητό αβγό μάλλον». «Και μπέικον;» «Ναι, τέλεια. Και τηγανητό ψωμί, αν σου περισσεύει. Εδώ και κάνα-δυο μήνες ονειρεύομαι ότι γυρίζω στην Αγγλία και τρώω ένα καλό τηγανητό φαγητό: αβγά, μπέικον, ντομάτες, ψωμί, όλα τηγανισμένα μαζί».

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

47 _

«Τότε θα πάω να αγοράσω μερικές ντομάτες. Έχει ένα μαγαζάκι στη γωνία που μένει ανοιχτό είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο». «Σου έφερα και κάτι ακόμα». Ανέσυρε μια πελώρια κούτα Μάρλμπορο, από τα ντιούτι φρι κι αυτό. «Δεν καπνίζω». «Ναι, το ξέρω», είπε συγκαταβατικά η Τζούλι. «Σε πειράζει να ανάψω ένα;» «Καθόλου». Δεκαπέντε λεπτά αργότερα, καθόμουν απέναντι από την Τζούλι στο τραπέζι της κουζίνας. Έπινα το τζιν τόνικ μου. Εκείνη, μια ρουφούσε το τζιν της, μια το μαύρο τσάι της και μια έπεφτε με τα μούτρα στο πιάτο με το πολύ αργοπορημένο πρωινό της. Καθώς έτρωγε δεν σταματούσε να αραδιάζει ιστορίες: οδοιπορικά σε υψόμετρα, κανό, οτοστόπ, φωτιές στην ύπαιθρο, παράξενα φαγητά, μια πλημμύρα, εμπόλεμες ζώνες, ευκαιριακές σεξουαλικές σχέσεις, ένα σπαραξικάρδιο ειδύλλιο σε ένα διαμέρισμα πλάι στο λιμάνι του Σίδνεϊ, δουλειά στο πλήρωμα ενός γιοτ στα νησιά του Ειρηνικού, σερβιτόρα στο Σαν Φρανσίσκο, στη Χαβάη και στη Σιγκαπούρη ή μήπως στο Σάο Πάολο και στο Σάντο Ντομίνγκο; Και όλα αυτά –βέβαια– δεν ήταν παρά ένα κινηματογραφικό τρέιλερ με αποσπασματικές σκηνές χωρίς ειρμό. Ολόκληρη την ιστορία, με κάθε λεπτομέρεια, θα τη μάθαινα εν καιρώ. «Το λατρεύω αυτό το διαμέρισμα», αναφώνησε. «Ανέκαθεν το λάτρευα». Στιγμιαία σάστισα. «Έμενα εδώ και προτού φύγεις;» «Φυσικά», είπε, μαζεύοντας λίγο κρόκο αβγού με την άκρη του λαδωμένου ψωμιού της. «Είχα έρθει πολλές φορές εδώ για φαγητό». Πράγματι. Το θυμήθηκα. Κι ένιωσα να μειονεκτώ.

48

NICCI FRENCH _

Εκείνη είχε κάνει τόσα πράγματα, είχε δει τόσα παράξενα ηλιοβασιλέματα, είχε αποκτήσει τόσες εμπειρίες, τόσες γνώσεις, ενώ εγώ ήμουν ριζωμένη στο Κλέρκενγουελ, πηγαινοερχόμουν στη δουλειά μου και ξανάβαφα τα δωμάτια του σπιτιού μου. Η δουλειά μου μου φαινόταν τόσο σημαντική που ούτε διακοπές δεν είχα πάει όλο αυτό το διάστημα που η Τζούλι διεύρυνε τους ορίζοντές της. Έριξα μια ματιά στον εαυτό μου, στον καθρέφτη. Τι χλωμή που ήμουν! Λες και η Τζούλι γύρισε από τη βόλτα της στον ήλιο, σήκωσε μια πέτρα και με βρήκε σφηνωμένη από κάτω, νωπή και αρρωστημένη. «Αλλά από μια άποψη σε ζηλεύω», μου είπε, χωρίς να το εννοεί. «Εγώ κατέβηκα από τη σκάλα. Μιλάω για τη σκάλα της επαγγελματικής σταδιοδρομίας. Και τώρα γύρισα και πρέπει να βρω τρόπο να ξανανέβω. Να ’μαι, λοιπόν. Πίσω στα πάτρια εδάφη και τελείως ακατάλληλη για πρόσληψη». Γέλασε. Ήταν εμφανώς και δικαίως, οφείλω να παραδεχτώ, περήφανη για τον εαυτό της. «Κι εσύ», ρώτησε, κι έφτασε η στιγμή την οποία έτρεμα. «Εσύ τι έκανες; Πώς την απέκτησες αυτή την απίστευτα σέξι ουλή;» «Κάποιος μου επιτέθηκε στα κρατητήρια ενός αστυνομικού τμήματος». «Θεούλη μου!» Φάνηκε εντυπωσιασμένη. «Γιατί;» «Δεν ξέρω. Πανικοβλήθηκε μάλλον». «Τι τρομερό!» Για μερικά δευτερόλεπτα την άκουγα να μασουλάει δυνατά. «Και ήσουν πολύ άσχημα;» «Αρκετά. Πριν από τρεις μήνες συνέβη∙ και μόλις σήμερα γύρισα στη δουλειά». «Σήμερα; Ελπίζω να μη σε πειράζει που ήρθα». Το πρόσωπό της συννέφιασε, με ειλικρινή ανησυχία. «Που σου φορτώθηκα έτσι ξαφνικά». «Όχι, δεν πειράζει. Αρκεί να μην είναι για…» «Και τι άλλο έγινε; Εκτός από τον τρελό που σου

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

49 _

επιτέθηκε και παραλίγο να σε σκοτώσει». Προσπάθησα να σκεφτώ κάποιο αξιοσημείωτο γεγονός. «Χώρισα με τον Άλμπι», είπα. «Επιτέλους». «Α, ναι», έκανε με ύφος συμπονετικό η Τζούλι. «Θυμάμαι που έλεγες ότι έχετε προβλήματα». Ω, γαμώτο, είπα μέσα μου. Αλήθεια; Τρία χρόνια πριν; Μάλλον ζούσα τη ζωή μου σαν και κείνους τους δύτες της παλιάς εποχής που περπατούν αργά αργά στον βυθό με τις μολύβδινες μπότες τους. «Βρήκες κανέναν καινούριο;» «Όχι», είπα. «Χωρίσαμε πρόσφατα». «Α», σφύριξε. «Κι από δουλειά;» «Είμαι ακόμα στην κλινική». «Α», επανέλαβε. Έπρεπε κάτι να σκεφτώ. Έπρεπε. Αλλιώς καλύτερα να κλεινόμουν κατευθείαν σε κανένα μοναστήρι. «Η αστυνομία ζήτησε τη βοήθειά μου σε κάτι. Μπορεί να με κάνουν εμπειρογνώμονα». Ακούγοντας τον εαυτό μου να το λέει, μου φάνηκε πιο αληθινό. Ρούφηξε μια μεγάλη γουλιά τζιν, την κατάπιε και χασμουρήθηκε. Είδα τα λευκά της δόντια, τη ροδαλή γλώσσα της, τη γυαλιστερή δίοδο του λαιμού της. «Καταπληκτικό», δήλωσε. «Σου είπα για κείνον τον άντρα που μας πήρε με το αμάξι του, εμένα και μια φίλη, όταν ανεβαίναμε τα όρη Ντράκενσμπουργκ;» Δεν μου το είχε πει, μεταφερθήκαμε στον καναπέ και μου το είπε. Ολόκληρη την εκδοχή, αυτή τη φορά. Ήταν παρήγορο: η Τζούλι κουλουριασμένη σαν γάτα, να μιλάει κατενθουσιασμένη γι’ αυτούς τους μακρινούς κινδύνους, ενώ εγώ να πίνω κάθε τόσο μια γουλιά από το ποτό μου και έξω η νύχτα να ζυγώνει σιγά σιγά, σαν να παίζαμε μαζί το παιχνίδι «ακούνητοι, αμίλητοι, αγέλαστοι», καταδικασμένες να χάσουμε. Τελικά σήκωσα το βλέμμα και είδα ότι η Τζούλι είχε αποκοιμηθεί, με το ποτήρι ακόμη στο χέρι, με το μυαλό της να έχει πείσει το δυνατό

50

NICCI FRENCH _

μαυρισμένο κορμί της ότι βρίσκεται στην Ταϊλάνδη ή στο Χονγκ Κονγκ και ότι ήταν τρεις τα ξημερώματα. Πήρα το ποτήρι από το χέρι της και κείνη μουρμούρισε κάτι ακατάληπτο. Έπειτα έβγαλα ένα πάπλωμα από την ντουλάπα της κρεβατοκάμαράς μου και τη σκέπασα μέχρι το πιγούνι. Αναστέναξε και κουκουλώθηκε σαν χάμστερ στη φωλιά του. Δεν μπόρεσα να μη χαμογελάσω, κοιτώντας τη. Ήδη αυτή η περιπλανώμενη ένιωθε πιο άνετα σπίτι μου κι από μένα. Πήγα στην κρεβατοκάμαρά μου και γδύθηκα. Ήταν μια παράξενη μέρα, γεμάτη συγκινήσεις, έπειτα από τόσες χαυνωτικές εβδομάδες ανάρρωσης. Το μυαλό μου βούιζε από τις σκέψεις. Ένιωθα το δέρμα μου κρύο και εκτεθειμένο, σαν κλαδάκι χωρίς φλοιό. Χώθηκα στο κρεβάτι και σκεπάστηκα με το πάπλωμα. Μα δεν κατάφερνα να βολευτώ. Ενώ βέβαια ήξερα ότι είναι τετράγωνο, ένιωθα ότι έχει σχήμα ρόμβου κι ότι ένα μέρος του σώματός μου έμενε μονίμως εκτεθειμένο. Τελικά άφησα τη σκέψη μου να ταξιδέψει στο κορίτσι που βρέθηκε νεκρό στο κανάλι. Λιάν, έτσι την έλεγαν ή έτσι έλεγε εκείνη τον εαυτό της. Λιάν, σκέτο. Ένα χαμένο κορίτσι, χωρίς κανονικό όνομα. Σύντομα θα μάθαινα περισσότερα γι’ αυτή, αύριο ίσως. Έπρεπε να κοιμηθώ, για να έχω καθαρό μυαλό. Αύριο θα συναντούσα επίσης τον Ντολ. Άγγιξα την ουλή μου. Έκλεισα τα μάτια. Προφανώς δεν θα κειτόταν πια στο κανάλι. Η Λιάν, χωρίς επώνυμο. Θα ήταν σε ένα παγωμένο μεταλλικό συρτάρι, αποθηκευμένη. Ένιωσα ολόκληρο το Λονδίνο, σχεδόν χειροπιαστό, να απλώνεται γύρω μου προς όλες τις κατευθύνσεις. Σε κάποια από τα σπίτια του θα συνέβαιναν ειδεχθή πράγματα. Προσπάθησα όμως να πείσω τον εαυτό μου ότι στατιστικά αυτό δεν είχε σημασία. Να σκεφτώ όλα εκείνα τα σπίτια, τα εκατομμύρια των εκατομμυρίων, στα οποία συνέβαιναν

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

51 _

καλά πράγματα ή δεν συνέβαινε τίποτα πέρα από μοναξιά ή παραμέληση. Τι εκπληκτική στατιστική! Όλα εκείνα τα σπίτια στα οποία δεν συνέβαινε κάτι φοβερό. Μπορεί η σκέψη να μη μου έφτιαξε το κέφι, αλλά τουλάχιστον έτσι με πήρε ο ύπνος.

52

NICCI FRENCH _

5 Το κατάλυμα του Μάικλ Ντολ βρισκόταν πάνω από ένα κατάστημα καλλωπισμού σκύλων στο Χόμερτον, σε έναν δρόμο γεμάτο αλλόκοτα και μουντά μαγαζιά, που πάντοτε με έκαναν να απορώ πώς κατάφερναν να βγάζουν τα έξοδά τους. Είδα ένα μαγαζί με ταριχευμένα ζώα και στη βιτρίνα του μια βαλσαμωμένη και ξεθωριασμένη αλκυόνη που κοιτούσε διαπεραστικά με το γυάλινο βλέμμα της. Ποιος μπορεί να θέλει να βαλσαμώσει μια αλκυόνη; Είδα μαγαζιά με ρούχα που πουλούσαν λουλουδάτες ποδιές, συνθετικά φαρδιά παντελόνια με τιράντες και λουριά παπουτσιών, είδα ένα μαγαζί που ό,τι έπαιρνες έκανε το πολύ μία λίρα, είδα ένα μανάβικο που έμενε ανοιχτό όλο το εικοσιτετράωρο με στραπατσαρισμένες κονσέρβες στοιβαγμένες σε σχήμα πυραμίδας στα ράφια κι έναν χοντρό υπάλληλο στο ταμείο που σκάλιζε τη μύτη του. Αριθμός 24Α. Ένα από τα παράθυρα ήταν καλυμμένο με χοντρό πλαστικό. Το φως αναμμένο. Στράφηκα στον Φερθ. «Κανονικά, ξέρεις, δεν πάει έτσι το πράμα. Θα ’πρεπε να εξετάζεις την υπόθεση για να διαμορφώσεις το προφίλ του υπόπτου και όχι να

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

53 _

εξετάζεις τον ύποπτο για να δεις αν ταιριάζει στην υπόθεσή σου. Το κάνω μόνο και μόνο επειδή τα έχετε ήδη γαμήσει με την ομορφούλα σας την Κολέτ που του τη στείλατε καλωδιωμένη για να του μοστράρει τα καλλίγραμμα πόδια της». «Μα φυσικά, Κιτ», απάντησε άχρωμα, κοιτώντας πέρα τον σκοτεινό δρόμο. «Είσαι εντάξει, πάντως;» «Καλά είμαι». Δεν σκόπευα βέβαια να παραδεχτώ ότι από τις τρεις τα ξημερώματα είχα μείνει άγρυπνη και προετοιμαζόμουν για τούτη τη στιγμή. Μόλις βγήκαμε από το αμάξι, με κατέκλυσε ένα ρίγος φόβου κι έσφιξα τις γροθιές μου. Φορούσα μαύρο τζιν παντελόνι και μακρυμάνικη λευκή βαμβακερή μπλούζα, κάτω από ένα παλιό σουέντ σακάκι που έκρυβε το τρέμουλό μου. Είχα τα μαλλιά πιασμένα πίσω, χαλαρά. Ήθελα να δείχνω άνετη και προσιτή, αλλά και επαγγελματίας ταυτόχρονα. Ήμουν γιατρός, φιλική μα όχι φίλη. Χτύπησα το κουδούνι, όμως δεν άκουσα τίποτα. Κανείς δεν απάντησε. Ξαναχτύπησα και περίμενα. Πάλι δεν απάντησε κανείς. Έσπρωξα την πόρτα και άνοιξε. Μπήκα μέσα και φώναξα: «Παρακαλώ; Μάικλ;» Η φωνή μου αντήχησε στην πνιγηρή ατμόσφαιρα. Οι σκάλες ήταν στενές και γυμνές. Στρώσεις σκόνης κάλυπταν τις σανίδες. Το κλιμακοστάσιο ήταν βαμμένο πράσινο, νοσοκομειακό. Ακούμπησα το χέρι στη λουστραρισμένη κουπαστή και την ένιωσα να κολλάει, λες και δεκάδες βρόμικα δάχτυλα την είχαν πιάσει πριν από τα δικά μου. Μετά βίας χωρούσαμε και οι δύο. Προχωρούσα πρώτη και ο Φερθ ακολουθούσε σαν να ανεβαίναμε τη στριφογυριστή σκάλα ενός πυργίσκου σε ένα αλλοτινό κάστρο. Καθώς πλησίαζα στον τελευταίο όροφο μου ήρθε μια βαριά μυρωδιά, σαν από κρέας. Ξαφνικά κατάλαβα ότι κάναμε λάθος. «Δεν γίνεται να

54

NICCI FRENCH _

συνεχίσουμε έτσι», είπα χαμηλόφωνα στον Φερθ. «Τι εννοείς;» μουρμούρισε ο Φερθ. «Φοβάσαι;» Κούνησα το κεφάλι. «Όχι, όχι. Αλλά πρέπει να τον δω μόνη». «Τι είναι αυτά που λες; Για όνομα του Θεού, δεν μπορώ να σε αφήσω μόνη σου». «Μα δεν καταλαβαίνεις; Εσύ, εγώ κι αυτός, θα είναι σαν επανάληψη του ίδιου σκηνικού. Πώς λες να νιώσει;» Ο Φερθ κοίταξε τριγύρω απεγνωσμένα, λες και κρυβόταν κάποιος άλλος στα σκαλοπάτια, έτοιμος να πάρει το μέρος του. «Αποκλείεται να μπεις μέσα μόνη σου». «Μα εσύ δεν έλεγες ότι είναι ένας τιποτένιος ανώμαλος και τίποτα παραπάνω; Πού είναι το πρόβλημα, λοιπόν;» «Τώρα πιστεύω ότι είναι και δολοφόνος». Μέτρησα για λίγο τα λόγια του και είπα: «Μείνε εδώ, στη σκάλα. Θα του πω ότι με περιμένεις. Όλα θα πάνε καλά». Ο Φερθ έμεινε για μια στιγμή σιωπηλός. «Θα είμαι ακριβώς απέξω. Μια φωνή να βάλεις και μπήκα. Ακούς; Αν κάτι δεν σου πάει καλά, φωνάζεις, Κιτ!» «Τέλεια», συμφώνησα και πήρα βαθιά ανάσα. «Περίμενε λίγο πιο κάτω, μέχρι να μπω μέσα. Μάικλ;» φώναξα πάλι και χτύπησα δυνατά την πόρτα που ήταν κι αυτή βαμμένη στο ίδιο καταθλιπτικό πράσινο χρώμα. Άκουσα την αλυσίδα να βγαίνει από τη θέση της και η πόρτα μισάνοιξε λίγα μόνο εκατοστά. «Τι θέλεις;» Πρόβαλε ένα τμήμα του προσώπου του Ντολ που έριξε το βλέμμα του πάνω μου. Τα μάτια του ήταν ελαφρώς κόκκινα, το ωχρό του μέτωπο καλυμμένο από δεκάδες μικροσκοπικά σπυράκια. Η μυρωδιά έγινε πιο έντονη. «Είμαι η Κιτ Κουίν, Μάικλ. Η δόκτωρ Κουίν. Μου τηλεφώνησαν από την αστυνομία και μου ζήτησαν να περάσω να σε δω».

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

55 _

«Μα δεν περίμενα, δεν πρόλαβα… Το σπίτι είναι χάλια. Ήρθες πολύ νωρίς. Όλα είναι χάλια». «Δεν πειράζει». «Περίμενε. Περίμενε». Μου έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα και έπειτα τον άκουσα να συμμαζεύει, να σέρνει πράγματα στο πάτωμα, να κοπανάει συρτάρια, να ανοίγει βρύσες. Έπειτα από λίγα λεπτά η πόρτα ξανάνοιξε, διάπλατα αυτή τη φορά. Ο Ντολ στεκόταν εκεί. Πίεσα τον εαυτό μου να χαμογελάσει και τον είδα να ανταποδίδει το χαμόγελο. Προχώρησα μπροστά. Είχε χτενίσει τα λιπαρά μαλλιά του πίσω από τα αφτιά και είχε βάλει κάτι σαν λοσιόν. Το γλυκερό άρωμά της, σε συνδυασμό με τη μυρωδιά του κρέατος, αναστάτωσε τα ρουθούνια μου. Άπλωσα το χέρι. Το είδα σταθερό. Μου το έσφιξε προσεκτικά, σαν να ήταν βόμβα έτοιμη να σκάσει. Ένιωσα την παλάμη του απαλή και ιδρωμένη. Δεν άντεχε να με κοιτάξει στα μάτια. «Γεια σου, Μάικλ», είπα, κι εκείνος έκανε πίσω για να περάσω. Μόλις διάβηκα το κατώφλι, άκουσα ένα σιγανό γρύλισμα και μια σκούρα φιγούρα όρμησε προς το μέρος μου. Είδα κίτρινα δόντια, μια κόκκινη γλώσσα, λαμπερά μάτια και μύρισα την έντονη μυρωδιά της ανάσας του, προτού ο Ντολ τον τραβήξει. «Κάτω, Κένι!» Ο Κένι ήταν μεγαλόσωμος με σκούρο καφέ, σχεδόν μαύρο χρώμα και έμοιαζε με λυκόσκυλο, αλλά όχι καθαρόαιμο. «Συγγνώμη. Συγγνώμη». «Δεν πειράζει. Ούτε που με ακούμπησε». Ο φόβος εξακολουθούσε να κυλάει στις φλέβες μου. Το γρύλισμα του Κένι δεν σταματούσε να βουίζει στο κεφάλι μου. «Όχι. Συγγνώμη. Λυπάμαι πολύ». «Α. Εννοείς γι’ αυτό». Άγγιξα το πρόσωπό μου και κείνος κάρφωσε το βλέμμα στην ουλή.

56

NICCI FRENCH _

«Συγγνώμη», ξανάπε. «Συγγνώμη, συγγνώμη, συγγνώμη. Δεν το ’θελα… Αλλά, έτσι όπως μου φέρονταν… Κατά βάθος δεν έφταιγα εγώ, απλά έτυχε να ’σαι εκεί, κι αυτοί μου ’λεγαν όλα αυτά…» «Για άλλον λόγο έχω έρθει, Μάικλ». «Είσαι με το μέρος τους». «Δεν είμαι με το μέρος τους. Θα είμαι ειλικρινής μαζί σου. Είμαι γιατρός, κουβεντιάζω με ανθρώπους που αντιμετωπίζουν προβλήματα ή που έχουν ανάγκη να μιλήσουν ή που θέλουν να μιλήσουν. Και δίνω συμβουλές στην αστυνομία. Εκείνοι με συνόδευσαν εδώ, αλλά εγώ τους είπα να περιμένουν απέξω. Ήθελα να μιλήσουμε οι δυο μας». «Ναι. Με χτύπησαν κιόλας, ξέρεις. Δεν πόνεσες μόνο εσύ. Πονέσαμε κι οι δυο μας». Τον κοίταξα και διερωτήθηκα γιατί ένας άντρας σαν τον Μάικλ Ντολ δεν έπιανε ποτέ μια κανονική δουλειά, γιατί τρόμαζε κάθε γυναίκα. Δεν υπήρχε μια απλή εξήγηση. Απλώς όλα πάνω του ήταν λιγάκι αφύσικα. Σκέφτηκα τους μεθυσμένους που παριστάνουν τους νηφάλιους, που καταφέρνουν να τα λένε όλα σωστά, όμως δεν ξεγελούν κανέναν. Ο Ντολ, κάπως έτσι, φερόταν σαν φυσιολογικό κοινωνικοποιημένο μέλος της κοινωνίας. Είχε μάλιστα καταβάλει ιδιαίτερη προσπάθεια κατά την επίσκεψή μου. Είχε κουμπώσει τα κουμπιά του πουκάμισού του μέχρι πάνω και φορούσε γραβάτα. Η γραβάτα δεν είχε τίποτα περίεργο, όμως ο κόμπος της ήταν υπερβολικά σφιχτός και μικρός. Λες και ήταν αδύνατον να λυθεί. Το φθαρμένο κοτλέ σακάκι του του έπεφτε ελαφρώς μεγαλούτσικο κι είχε γυρίσει το ένα μανίκι προς τα μέσα και το άλλο προς τα έξω, έτσι ώστε η ραφή από τη μια μεριά φαινόταν, ενώ από την άλλη όχι. Η ζώνη του είχε φθαρεί σε ένα σημείο και την είχε κολλήσει με μονωτική ταινία. Είχε ξυριστεί, αλλά του είχε ξεφύγει ένα απίστευτα μεγάλο κομμάτι, ένα

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

57 _

αρχιπέλαγος από γένια, ακριβώς κάτω από το σαγόνι του. Δεν καταλάβαινα αν είναι κακός άνθρωπος ή ψυχοπαθής. Ήξερα όμως πως είναι φτωχός, πως ανέκαθεν υπήρξε φτωχός. Ήξερα ότι έμενε μόνος. Καμιά φορά σκέφτομαι ότι τα σημαντικότερα λόγια που μπορεί να μας πει κανείς δεν είναι «σ’ αγαπώ», αλλά «δεν μπορείς να βγεις έξω με τέτοια χάλια». Μας το λένε ξανά και ξανά, ως παιδιά, και καθώς μεγαλώνουμε, το αφομοιώνουμε και το λέμε μόνοι μας. Κι έτσι ενηλικιωνόμαστε μαθαίνοντας να κάνουμε τα πράγματα που κάνουν όλοι, να λέμε αυτά που λένε όλοι, ώστε να περνάμε απαρατήρητοι μέσα στον κόσμο. Ορισμένοι άνθρωποι, σαν τον Μάικλ Ντολ, δεν άκουσαν κανέναν να τους το λέει ή έστω να τους το λέει με τον κατάλληλο τρόπο. Γι’ αυτούς, το να κάνουν ό,τι κάνουν όλοι μοιάζει με ξένη γλώσσα που πάντοτε τη μιλούν με παράξενη προφορά. «Τσάι; Καφέ;» Το μέτωπό του είχε γεμίσει ιδρώτα. «Ευχαρίστως θα έπινα λίγο τσάι». Πήρε δύο κούπες από ένα κατά τα άλλα άδειο ντουλάπι. Η μια είχε πάνω της την πριγκίπισσα Νταϊάνα, η άλλη είχε ένα ράγισμα στο χείλος της. «Ποια προτιμάς από τις δυο;» «Μάλλον αυτή με την Νταϊάνα». Έγνεψε σαν να είχα μόλις περάσει μια ειδική δοκιμασία. «Ήταν ξεχωριστή η Νταϊάνα». Με κοίταξε στα μάτια για ένα δευτερόλεπτο κι έπειτα έστρεψε αλλού το βλέμμα. Έχωσε το χέρι κάτω από το πουκάμισο και ξύστηκε δυνατά. «Την αγαπούσα. Θέλεις να…» έδειξε τον καναπέ. Κάθισα επιφυλακτικά και είπα: «Ναι, πολύς κόσμος την αγαπούσε». Συνοφρυώθηκε σαν να έψαχνε τις κατάλληλες λέξεις και τελικά επανέλαβε άσκοπα: «Ήταν ξεχωριστή». Στη μια γωνία του στριμωγμένου δωματίου, που έπαιζε ρόλο καθιστικού και κουζίνας συνάμα, υπήρχαν δύο μεγάλα κόκαλα. Ένα σύννεφο από μύγες βούιζε

58

NICCI FRENCH _

θορυβωδώς γύρω τους και γύρω από ένα μπολ στο πάτωμα, μισογεμάτο με ρευστή σκυλοτροφή. Στον τοίχο, πάνω από τη μικρή βρόμικη εστία, υπήρχε ένα από κείνα τα ημερολόγια που δείχνουν γυμνές γυναίκες με πελώρια στήθη και δροσερά χαμόγελα. Ένα τηγάνι με μπαγιάτικα φασόλια βρισκόταν πάνω στο μάτι. Μια μικρή τηλεόραση έπαιζε στη γωνία, με τον ήχο χαμηλωμένο. Στην οθόνη της τρεμόφεγγε μια οριζόντια λευκή γραμμή. Ο καναπές ήταν γεμάτος από τρίχες σκύλου και λεκέδες που ούτε να τους σκέφτομαι δεν ήθελα. Στο πάτωμα υπήρχαν διάσπαρτα κουτάκια μπίρας, σακουλάκια από σνακ και ξεχειλισμένα τασάκια. Από την πόρτα έβλεπα ένα μέρος της κρεβατοκάμαρας του Ντολ. Παντού στον τοίχο είχε κολλημένες φωτογραφίες, σκισμένες από εφημερίδες και περιοδικά. Από όσο μπορούσα να διακρίνω απεικόνιζαν ημίγυμνα δευτεροκλασάτα μοντέλα με προκλητικό ύφος σε παραστατικά πορνογραφικά στιγμιότυπα. Ο τοίχος είχε ράφια, όχι για βιβλία∙ για σαβούρες: μια πλαστική μπαλαρίνα με το ένα πόδι σπασμένο στο γόνατο, πέντε έξι παλιά ξεχαρβαλωμένα ραδιόφωνα, ένα κουδούνι ποδηλάτου, διάφορα μπαστούνια ορειβασίας, ένα κολάρο σκύλου, ένα σημειωματάριο με μια τίγρη στο εξώφυλλο, ένα γιογιό χωρίς σπάγκο, μια σπασμένη κανάτα, μια ροζ κοριτσίστικη στέκα με ένα τριαντάφυλλο, ένα αχνογάλανο σανδάλι, μια βούρτσα, μια αλυσιδίτσα, μια μεταλλική λεκανίτσα, ένα κουβάρι σπάγκου, ένας σωρός από πολύχρωμους συνδετήρες, αρκετά παλιά γυάλινα μπουκάλια. Σκέφτηκα ότι το πενήντα τοις εκατό της βρετανικής κοινής γνώμης θα ισχυριζόταν ότι ο Μάικλ Ντολ άξιζε να φάει ισόβια, μόνο και μόνο για την κατάντια του διαμερίσματός του. Με είδε που κοιτούσα και έσπευσε να δικαιολογηθεί, αφενός περήφανα αφετέρου απολογητικά: «Όλα αυτά είναι πράγματα που μαζεύω. Από το κανάλι. Δεν θα

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

59 _

πιστέψεις τι πράγματα πετάει ο κόσμος». Τον είδα να βάζει ένα φακελάκι τσάι σε κάθε κούπα και να προσθέτει τέσσερις κουταλιές ζάχαρη στη δική του. Το χέρι του έτρεμε τόσο που η ζάχαρη σκορπίστηκε στον πάγκο. «Το πίνω γλυκό», εξήγησε. «Θες κανένα μπισκότο;» Ένιωθα ότι ακόμα κι αν είχε μόνο κοιτάξει κάτι, δεν θα μπορούσα να το φάω. «Όχι», είπα. «Ευχαριστώ». Πήρε δύο μπισκότα από ένα πακέτο και τα βούτηξε στο τσάι με τα ακροδάχτυλά του. Τα μπισκότα μούλιασαν τόσο πολύ που αναγκάστηκε να τα πιάσει με το άλλο χέρι. Τα έφερε στο στόμα του και τα έφαγε, γλείφοντας λαίμαργα τα υπολείμματά τους από το δέρμα του. Η γλώσσα του ήταν παχιά και γκριζωπή. «Συγγνώμη», είπε, με ένα χαμόγελο. Έφερα τα χείλη μου πολύ κοντά στο τσάι, παριστάνοντας ότι πίνω. «Λοιπόν, Μάικλ», άρχισα. «Ξέρεις γιατί ήρθα εδώ;» «Μου είπαν ότι πρέπει να σου πω για το κορίτσι». «Είμαι γιατρός κι έχω δουλέψει με ανθρώπους που κάνουν τέτοιου είδους εγκλήματα». «Τι είδους;» «Βίαια, με θύματα γυναίκες∙ τέτοιου είδους. Τέλος πάντων, η αστυνομία ζήτησε τη συμβουλή μου για τη δολοφονία στο κανάλι». Είδα στο βλέμμα του να τρεμοπαίζει ένα ενδιαφέρον. Με κοίταξε επίμονα για πρώτη φορά. «Προφανώς», συνέχισα, «θέλω να κουβεντιάσω με όποιον πιθανόν είδε κάτι. Εσύ ήσουν ένας από τους ανθρώπους που παρουσιάστηκαν στην αστυνομία. Βρισκόσουν στην περιοχή». «Ψαρεύω», εξήγησε. «Το ξέρω». «Κάθομαι εκεί πέρα, κάθε μέρα», συνέχισε. «Όταν δεν δουλεύω. Είναι πολύ ήσυχα εκεί κάτω, μακριά από τον

60

NICCI FRENCH _

θόρυβο. Σαν να είσαι στην εξοχή, κατά κάποιον τρόπο». «Τα τρως τα ψάρια;» Ο Ντολ πήρε μια έκφραση αποστροφής και αηδίας. «Τα σιχαίνομαι τα ψάρια. Γλοιώδη και βρομερά. Εξάλλου, ό,τι βγαίνει από αυτά τα νερά δεν τρώγεται. Μια φορά έδωσα ένα στον σκύλο μου. Ούτε που το άγγιξε. Τα κρατάω απλά στο δίχτυ μου και στο τέλος τα ξαναρίχνω μέσα». «Βρισκόσουν αρκετά κοντά στο σημείο όπου βρέθηκε το θύμα». «Σωστά». «Ξέρεις τι συνέβη;» «Το έψαξα στις εφημερίδες. Δεν βρήκα και πολλά. Την έλεγαν Λιάν. Είδα μια παλιά φωτογραφία της, από όταν ήταν ζωντανή. Κοριτσάκι ήταν. Γύρω στα δεκαεπτά, είπαν. Παιδί δηλαδή. Τρομερό». «Γι’ αυτό πήγες μόνος σου στο τμήμα;» «Η αστυνομία το ζήτησε. Είπαν ότι ήθελαν να μιλήσουν με όποιον βρισκόταν στην περιοχή». «Πόσο κοντά βρισκόσουν;» «Μερικές εκατοντάδες μέτρα. Προς το ποτάμι. Όλη μέρα εκεί ήμουν. Ψάρευα, όπως σου είπα». «Αν η Λιάν περνούσε από εκεί θα την έβλεπες;» «Δεν την είδα. Αλλά μπορεί και να πέρασε. Όταν ψαρεύω χάνομαι στις σκέψεις μου. Την είδες;» «Τι;» «Το πτώμα το είδες;» «Όχι». «Ο λαιμός της ήταν κομμένος». «Ακριβώς». «Είναι γρήγορος αυτός ο θάνατος;» «Αν έχει κοπεί κεντρική αρτηρία, ναι». «Και θα χύθηκε πολύ αίμα, έτσι δεν είναι; Ο δολοφόνος θα γέμισε αίματα». «Μάλλον. Δεν ειδικεύομαι σε αυτά. Το σκέφτεσαι;»

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

61 _

«Φυσικά. Δεν μπορώ να το βγάλω από το μυαλό μου. Γι’ αυτό ήθελα να μάθω τι κάνει η αστυνομία». Υποκρίθηκα ότι πίνω άλλη μια γουλιά τσάι. «Σε ενδιαφέρει η έρευνα;» τον ρώτησα. «Πρώτη μου φορά βρέθηκα κοντά σε κάτι τέτοιο. Σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να συμμετέχω κι εγώ. Ήθελα να βοηθήσω». «Μου είπες ότι δεν μπορείς να το βγάλεις από το μυαλό σου». Στριφογύρισε στη θέση του. Πήρε ένα ακόμα μπισκότο, αλλά δεν το έφαγε. Το έκανε κομματάκια κι έπειτα ακόμα μικρότερα κομματάκια, ώσπου έμειναν μονάχα ψίχουλα στο τραπέζι. «Το σκέφτομαι ξανά και ξανά». «Τι σκέφτεσαι ξανά και ξανά;» «Αυτό το κορίτσι, να περπατάει στο κανάλι και ξαφνικά να της κόβουν τον λαιμό και να πεθαίνει». Έβγαλα από την τσέπη μου ένα πακέτο τσιγάρα που είχα πάρει από το απόθεμα της Τζούλι, ειδικά για την περίσταση. Σήκωσε το βλέμμα. Του πρόσφερα ένα και το πήρε. Πέταξα το κουτάκι με τα σπίρτα στο τραπέζι σαν να βρισκόμουν παρέα με φίλους. «Οι αστυνομικοί σίγουρα θα σε ρώτησαν αν υπάρχει κάτι, οτιδήποτε, που να θυμάσαι». «Ακριβώς». «Εγώ θέλω να προσεγγίσω το θέμα από άλλη οπτική, που μπορεί να βοηθήσει τη μνήμη σου. Θέλω να μάθω πώς ένιωσες». «Τι εννοείς;» «Για τη δολοφονία της Λιάν». Ανασήκωσε τους ώμους. «Το σκέφτομαι». «Επειδή βρισκόσουν κοντά;» «Μάλλον». «Τι ακριβώς σκέφτεσαι;» «Το φέρνω στον νου μου». «Ποιο;»

62

NICCI FRENCH _

«Αυτό. Αυτό», επέμεινε. «Σκέφτομαι τι έγινε». «Και τι νομίζεις ότι έγινε, Μάικλ;» Γέλασε. «Δική σου δουλειά δεν είναι αυτή; Εσύ δεν είσαι που προσπαθείς να φανταστείς πώς είναι να σκοτώνει κανείς γυναίκες;» «Μου είπες ότι δεν μπορείς να το βγάλεις από το μυαλό σου». «Δεν είδα τίποτα. Κι έτσι το φαντάζομαι». «Αυτό ακριβώς είναι που μου κίνησε το ενδιαφέρον», διευκρίνισα. «Εφόσον δεν είδες τίποτα, γιατί πήγες στην αστυνομία;» «Επειδή βρισκόμουν στην περιοχή. Η αστυνομία το ζήτησε». «Είσαι εντάξει, Μάικλ; Βλέπεις κανέναν;» «Εννοείς γιατρό;» «Ναι». «Γιατί;» «Μερικές φορές βοηθάει η κουβέντα». «Το κουβέντιασα». «Με ποιον;» «Με παρέα». «Και;» Ανασήκωσε τους ώμους. «Κουβεντιάσαμε». Ακολούθησε κι άλλη παύση. «Αφού λοιπόν ενδιαφέρεσαι για την υπόθεση, μήπως θέλεις να μάθεις κάτι συγκεκριμένο;» Πήρε μια έκφραση απόμακρη. Απατηλή ίσως. «Ενδιαφέρομαι για τις κινήσεις της αστυνομίας. Θέλω να μάθω πώς τα πάνε. Νιώθω παράξενα που, ενώ ήμουν εκεί, δεν ξέρω τίποτα». «Λες πως δεν μπορείς να το βγάλεις από το μυαλό σου. Τι ακριβώς έχεις στο μυαλό σου, λοιπόν;» Το σκέφτηκε για μια στιγμή και μονολόγησε: «Είναι σαν να αναβοσβήνει αστραπιαία ένα φως. Βλέπω τη γυναίκα».

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

63 _

«Ποια γυναίκα;» «Μια οποιαδήποτε γυναίκα. Τη βλέπω εκεί στο μονοπάτι. Κάποιος την πλησιάζει, την αρπάζει, της κόβει τον λαιμό. Όλα μέσα σε μια στιγμή. Και τα βλέπω ξανά και ξανά». «Και πώς νιώθεις;» Τινάχτηκε σαν να τον διαπέρασε ρίγος. «Δεν ξέρω. Τίποτα. Απλά δεν μου φεύγει από το μυαλό. Υπάρχει. Ήθελα μονάχα να βοηθήσω». Η φωνή του παραπονιάρικη και λυπητερή. Σαν μικρού αγοριού. Θυμήθηκα τις λεπτομέρειες για τη ζωή του που διάβασα χθες στους φακέλους, όταν πήγα στο τμήμα να μιλήσω με τον Φερθ: τον ανέλαβε η πρόνοια στα οκτώ του, η αλκοολική μητέρα του τον παραμελούσε κι ο πατριός του τον χτυπούσε. Μεταπήδησε είκοσι ιδρύματα και δέκα ανάδοχες οικογένειες μέχρι τα δεκαέξι. Έβρεχε το κρεβάτι του, το έσκαγε, υπήρξε θύμα σχολικού εκφοβισμού κι έπειτα έγινε ο ίδιος θύτης. Βασάνισε μια γάτα σε ένα από τα σπίτια που τον φιλοξενούσαν κι έβαλε φωτιά στα σκεπάσματά του, σε ένα άλλο. Στα δεκατρία, μεταφέρθηκε σε ειδική μονάδα για διαταραγμένα παιδιά, όπου η βίαιη συμπεριφορά του κλιμακώθηκε. Όταν πια έγινε ανεξάρτητος, έμεινε σε ένα άθλιο μοτέλ και περιπλανιόταν στους δρόμους με το απλανές του βλέμμα, κατασκοπεύοντας τα κορίτσια στα πάρκα, σαν μια βόμβα έτοιμη να εκραγεί. «Κανείς δεν ακούει», συνέχισε νευρικά. «Αυτό είναι το πρόβλημα. Ποτέ κανείς δεν ακούει. Λες κάτι, και δεν σε ακούν, επειδή σε θεωρούν κάθαρμα. Έτσι σε λένε. Και δεν ακούν τι λες. Γι’ αυτό πάω για ψάρεμα, επειδή εκεί δεν βλέπω κανέναν. Μπορώ να μείνω όλη μέρα εκεί. Ακόμα κι αν βρέχει. Δεν με πειράζει η βροχή». «Δεν σε άκουσε ποτέ κανείς;» «Κανείς», η απάντηση του ήταν σφοδρή. «Ποτέ. Ούτε

64

NICCI FRENCH _

εκείνη». Υπέθεσα πως εννοούσε τη μητέρα του. «Ποτέ της δεν νοιάστηκε. Ούτε καν ήρθε να με δει, όταν με πήραν από κοντά της. Ποτέ δεν ήρθε να με δει. Ούτε καν ξέρω αν ζει. Αν αποκτήσω ποτέ ένα αγοράκι ή ένα κοριτσάκι» – είπε, κι ο τόνος της φωνής του ποτίστηκε στο συναίσθημα –«θα το αγκαλιάζω και θα το χαϊδεύω και δεν θα το αφήσω να φύγει ποτέ». Η στάχτη του τσιγάρου σκόρπισε στο παντελόνι του. «Και στα σπίτια που πήγαινες, στις ανάδοχες οικογένειες;» ρώτησα. «Εκεί σε άκουγαν;» «Αυτοί; Πλάκα κάνεις; Κάποιες φορές φερόμουν άσχημα, δεν μπορούσα να συγκρατηθώ, λες κι είχα μέσα μου χίλια-δυο πράγματα που έπρεπε να τα αφήσω να βγουν, κι έτσι με χτυπούσαν και με κλείδωναν στο δωμάτιό μου και δεν με άφηναν να βγω όσο κι αν έκλαιγα». Τα μάτια του βούρκωσαν. «Κανείς δεν σε ακούει». «Και οι παρέες σου;» ρώτησα διστακτικά. Ανασήκωσε τους ώμους, έσβησε το τσιγάρο. «Εννοείς γυναίκες;» Ο Ντολ ταράχτηκε. Άρχισε να πασπατεύει το ύφασμα του παντελονιού του, με το βλέμμα του να ταξιδεύει αλλού. «Υπάρχει κάποια», είπε. «Της αρέσω, έτσι λέει. Της έχω πει αρκετά». «Σαν τι;» «Της λέω τι νιώθω. Ξέρεις». «Της μιλάς για τα συναισθήματά σου;» «Ναι, για τα συναισθήματά μου. Και για διάφορα άλλα. Ξέρεις». «Τα συναισθήματά σου για τις γυναίκες;» Μουρμούρισε κάτι ακατάληπτο. «Τα συναισθήματά σου για τις γυναίκες σού δημιουργούν νευρικότητα, Μάικλ;» «Δεν ξέρω».

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

65 _

«Σου αρέσουν οι γυναίκες;» Γέλασε κάπως νευρικά κι έσπευσε να πει: «Φυσικά. Σε αυτόν τον τομέα δεν έχω πρόβλημα». «Εννοώ αν σου αρέσουν ως άνθρωποι. Έχεις φίλες γυναίκες;» Κούνησε το κεφάλι, άναψε κι άλλο τσιγάρο. «Όταν σκέφτεσαι την κοπέλα που δολοφονήθηκε, πώς νιώθεις;» «Αυτή η Λιάν από κάπου το ’χε σκάσει. Και δεν την κατηγορώ. Κι εγώ το ’σκαγα, ξέρεις. Πάντοτε έλπιζα ότι τελικά η μητέρα μου θα έρθει να με πάρει πίσω. Μα αν ερχόταν τώρα θα της έσπαγα τα μούτρα. Θα ’παιρνα ένα απ’ τα μπουκάλια της και θα της έσπαγα τα μούτρα, λιώμα θα της τα ’κανα. Για να μάθει». «Ήθελες λοιπόν να βοηθήσεις την αστυνομία, επειδή βρισκόσουν στην περιοχή;» «Ακριβώς. Έρχεται συνέχεια στο μυαλό μου. Δεν μπορώ να το σταματήσω. Φτιάχνω και ιστορίες». Με κοίταξε κι έπειτα έστρεψε αλλού το βλέμμα. «Ξαναπηγαίνω στο κανάλι, κάθομαι εκεί και λέω μέσα μου: “Μπορεί να ξανασυμβεί. Μπορεί, δεν μπορεί; Θα μπορούσε να ξανασυμβεί, ακριβώς εκεί που κάθομαι”». «Σου προκαλεί φόβο αυτό;» «Περίπου. Μου προκαλεί…» Έγλειψε τα χείλη του. «Μια νευρικότητα και, ξέρεις…» «Έξαψη;» Σηκώθηκε όρθιος κι άρχισε να τριγυρίζει πέρα-δώθε στο μικρό δωμάτιο. «Με πιστεύεις;» «Τι να πιστέψω, Μάικλ;» «Εμένα», είπε με ύφος απελπισμένο. Δίστασα προτού απαντήσω. «Βρίσκομαι εδώ για να σε ακούσω, Μάικλ. Για να ακούσω τη δική σου εκδοχή της ιστορίας. Αυτό κάνω: ακούω τις ιστορίες των άλλων». «Θα ξανάρθεις; Νόμιζα ότι θα ’σαι θυμωμένη μαζί μου,

66

NICCI FRENCH _

μετά από, ξέρεις… αυτό που έγινε. Αλλά δεν μου φέρεσαι σαν να είμαι παλιάνθρωπος». «Εννοείται». «Κι είσαι όμορφη. Μη με παρεξηγήσεις, δεν… δεν σου ρίχνομαι. Είσαι κυρία. Μου αρέσουν τα μάτια σου. Γκρίζα. Σαν τον ουρανό. Μου αρέσει ο τρόπος που με κοιτούν».

Ο Φερθ καθόταν με ύφος σοβαρό στα σκαλοπάτια. Παραλίγο να σκοντάψω πάνω του. «Λοιπόν, πώς σου φάνηκε;» ρώτησε, λες και είχα μόλις βγει από την πτέρυγα με τα έντομα ενός ζωολογικού κήπου. Βγήκαμε στον καθαρό αέρα και μπήκαμε στο αυτοκίνητο. Ο Ντολ θα μας παρακολουθούσε από το παράθυρο. Θα με έβλεπε με τον Φερθ. Τι θα σκεφτόταν άραγε; Κατέβασα το τζάμι και άφησα τον ζεστό αέρα να μου χαϊδέψει το πρόσωπο. Κάμποσες χοντρές ψιχάλες πιτσίλισαν το παρμπρίζ κι ο ουρανός σκοτείνιασε. «Κακομοίρης». «Αυτό μόνο; Αυτό το συμπέρασμα έβγαλες; Κακομοίρης; Μιλάμε για τον άνθρωπο που σου κατέστρεψε το πρόσωπο. Θυμάσαι;» Αναστέναξα. «Εντάξει. Κακομοίρης, θλιμμένος, αμόρφωτος, στερημένος από αγάπη, διαταραγμένος, μεμψίμοιρος, αυτάρεσκος, μοχθηρός, μοναχικός, κατεστραμμένος, φοβισμένος». Ο Φερθ χαμογέλασε. «Κι αυτό ήταν μόνο το ορεκτικό. Ήρθε η ώρα για το κυρίως πιάτο».

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

67 _

6 Πίσω στο αστυνομικό τμήμα, έριξα κρύο νερό στο πρόσωπό μου και το σκούπισα με μια λεπτή χαρτοπετσέτα, αφαιρώντας τα τελευταία ίχνη του κραγιόν μου. Χτένισα τα μαλλιά μου και τα έδεσα πίσω, ακόμα πιο σφιχτά, χωρίς να αφήσω ούτε μια τούφα ελεύθερη. Έβγαλα τα σκουλαρίκια μου και τα έχωσα στην πλαϊνή τσέπη της τσάντας μου. Ένιωθα λες και κάτι απαλό και σχεδόν ακαθόριστο άγγιζε το πρόσωπό μου, σαν ιστός αράχνης, σαν βελούδο. Ο αέρας ήταν ζεστός, βαρύς και πνιγηρός. Αέρας από δεύτερο χέρι. Εισέπνεα τον αέρα που είχαν μόλις εκπνεύσει κάποιοι άλλοι. Είδα φευγαλέα το είδωλό μου στον βρόμικο καθρέφτη. Έδειχνα βλοσυρή και χλωμή. Και ανεπιτήδευτη∙ μα προς το παρόν αυτό ήταν καλό. Ο Φερθ με περίμενε, όρθιος ανάμεσα σε διάφορες κούτες. Είχε ένα μικροσκοπικό κινητό στο αφτί του, μισοκρυμμένο κάτω από τα λαμπερά μαλλιά του, μα μόλις με είδε το έχωσε στην τσέπη του. «Τα σταθερά τηλέφωνα μας τα έκοψαν», είπε. «Τα μισά κομπιούτερ έκαναν ήδη φτερά. Ούτε καρέκλα δεν έχει μείνει στα περισσότερα γραφεία. Ούτε κωλόχαρτο δεν έχουμε», πρόσθεσε,

68

NICCI FRENCH _

τινάζοντας το σμιλευτό πιγούνι του. «Ας πάμε πάνω», πρότεινε. Τον ακολούθησα σε ένα μικρό τετράγωνο δωμάτιο, με έναν μαραμένο φίκο σε μια γωνιά κι ένα αμπαρωμένο παράθυρο. Σε μια άκρη, μια σπασμένη καρέκλα στηριζόταν στον τοίχο. Στο κέντρο του δωματίου, πάνω σε ένα τραπέζι, υπήρχαν ένα μεγάλο μαγνητόφωνο κι ένα κουτί κασέτες με μικροσκοπικά προσεγμένα γράμματα στις ετικέτες τους. Ο Φερθ κάθισε πρώτος κι εγώ κάθισα απέναντί του. Τα γόνατά μας σχεδόν ακουμπούσαν κάτω από το τραπέζι κι έκανα λίγο πίσω, στηρίζοντας τα χέρια μου στα ξύλινα μπράτσα της καρέκλας. «Έτοιμη;» με ρώτησε, σηκώνοντας το χέρι. «Τη γυρίσαμε μπροστά, στο σημείο που σίγουρα θα το βρεις πιο ενδιαφέρον». Έγνεψα και πάτησε το κουμπί με τον δείκτη του. Αρχικά δεν αναγνώρισα τη φωνή. Ήταν πιο διαπεραστική. Κι ο ρυθμός της ολότελα διαφορετικός, ενίοτε πολύ γρήγορος, τόσο που δυσκολευόμουν να καταλάβω τα λόγια, κι έπειτα ξαφνικά επιβραδυνόταν και κάθε συλλαβή ηχούσε σαν παραμορφωμένη. Για μερικά δευτερόλεπτα πίστεψα ότι είχε πρόβλημα το μηχάνημα, ότι χάλασαν οι μπαταρίες∙ αν και ήταν στην πρίζα και, καθώς έσκυψα εμπρός, διαπίστωσα ότι το καρούλι γύριζε κανονικά. «Πάω εκεί πέρα… Πάω εκεί πέρα τις νύχτες που δεν μπορώ να κοιμηθώ και σχεδόν ποτέ δεν μπορώ να κοιμηθώ, Ντόλι, γιατί σκέφτομαι…» Πάτησα το στοπ. «Ντόλι;» Ο Φερθ ξερόβηξε. «Αυτό το όνομα διάλεξε η Κολέτ, η αστυφύλακας Ντόους. Ντολόρες, εν συντομία Ντόλι. Το ’πιασες; Εκείνος είναι ο Ντολ και κείνη η Ντόλι. Έτσι του πρωτόπιασε κουβέντα. “Ω, τι σύμπτωση”, του είπε παριστάνοντας την έκπληκτη και πεταρίζοντας τα

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

69 _

βλέφαρα με τις μακριές της βλεφαρίδες, “και μένα Ντολ με λένε”. Έξυπνο, δεν βρίσκεις;» «Εντυπωσιάστηκα». Γέλασε. «Είσαι γυναίκα που ικανοποιείται δύσκολα, Κιτ Κουίν. Να συνεχίσουμε;» «Ναι, βέβαια». «… τις γυναίκες. Ξέρεις». «Συνέχισε, Μάικλ», έλεγε η γυναίκα. «Συνέχισε». «Πάω εκεί όπου συνέβη. Όταν δεν είναι εκεί κανείς και όλα είναι σκοτεινά και στέκομαι εκεί όπου στεκόταν εκείνη». «Ναι;» «Ναι, Ντόλι. Είναι σωστό αυτό;» «Είναι και το ξέρεις». «Πάω εκεί και το φαντάζομαι∙ το φαντάζομαι να γίνεται ξανά από την αρχή, όπως τότε. Η κοπέλα να προχωρά στο μονοπάτι και να είναι πολύ όμορφη, ε; Είναι νέα, γύρω στα δεκαεπτά κι έχει μακριά μαλλιά. Μου αρέσουν τα μακριά μαλλιά. Σαν τα δικά σου τα μαλλιά, Ντόλι, όταν τα αφήνεις κάτω. Και φαντάζομαι για λίγο ότι την ακολουθώ, λίγα βήματα πιο πίσω της. Ξέρει ότι είμαι εκεί, μα δεν γυρνά το κεφάλι. Το νιώθω ότι ξέρει. Ο λαιμός της άκαμπτος, ναι, και περπατά λίγο πιο γρήγορα. Φοβάται. Εμένα φοβάται. Νιώθω μεγάλος και δυνατός. Ξέρεις. Άντρας. Κανείς δεν τα βάζει μαζί μου. Βαδίζει λίγο πιο γρήγορα, το ίδιο κι εγώ. Πλησιάζω». Ακολούθησε παύση, σκέτη σιωπή κι ανάσες και το σφύριγμα της ηχογράφησης. Η αστυφύλακας Κολέτ Ντόους ακούστηκε να λέει: «Συνέχισε». Επιτακτικά αυτή τη φορά, σαν δασκάλα. «Πλησιάζω», επανέλαβε εκείνος. Με φωνή πιο αργή. «Γυρίζει το κεφάλι της και καθώς στρέφει βλέπω το στόμα της ορθάνοιχτο, τα μάτια της ορθάνοιχτα και μοιάζει με ψάρι, σαν τα ψάρια μου προτού τα ξαναρίξω

70

NICCI FRENCH _

στα βρομόνερα. Σαν ψάρι που το ’χω στο χέρι». Ακούω το γέλιο του Μάικλ Ντολ. Νευρικό, απωθητικό γέλιο. Ευτυχώς η γυναίκα δεν γέλασε. Σιωπή. Ο Φερθ κι εγώ ακούγαμε τον ήχο της κασέτας που γυρνούσε. Έριξα το βλέμμα μου στις άλλες κασέτες στο κουτί. Υπήρχαν άλλες τρεις, με ετικέτες και ημερομηνίες. Άκουσα τον Ντολ να μιλάει ξανά: «Μήπως αυτό σημαίνει ότι είμαι κακός άνθρωπος; Αυτά που είπα σημαίνουν ότι είμαι κακός, Ντόλι;» «Νιώθεις μίσος γι’ αυτή, Μάικλ;» «Μίσος;» ρωτάει αναστατωμένος. Εκείνη τη στιγμή υποσχέθηκα στον εαυτό μου να μην ξεχάσω ποτέ αυτή την αντίδρασή του. Μακάρι να είχα μπροστά μου ένα χαρτί, για να κρατάω σχολαστικές σημειώσεις και να επικεντρώνομαι σε αυτές. «Όχι, δεν νιώθω μίσος. Αγάπη νιώθω, φυσικά. Αγάπη νιώθω. Αγάπη. Αγάπη». Ο Φερθ έγειρε εμπρός και έκλεισε το μαγνητόφωνο, έπειτα κάθισε πίσω και σταύρωσε τα χέρια. «Λοιπόν;» Έσπρωξα την καρέκλα μου και σηκώθηκα όρθια. Ένιωθα το δωμάτιο υπερβολικά μικρό. Το διέσχισα και κοίταξα έξω απ’ το παράθυρο τον απέναντι τοίχο, το νερό που σαν μικρό ρυάκι έσταζε από τη χαλασμένη υδρορροή. Αν τέντωνα το κεφάλι θα έβλεπα κι ένα κομμάτι συννεφιασμένου γκρίζου ουρανού. «Θα ήθελα να μιλήσω με την αστυφύλακα Ντόους». «Έλα τώρα, Κιτ, για όνομα του Θεού. Σιγά το πράμα. Απλώς θέλουμε την επαγγελματική σου άποψη, με βάση το παρελθόν του, την εντύπωση που αποκόμισες, τις ηχογραφημένες ομολογίες του. Τι είδους άνθρωπος είναι ο Ντολ κατά την άποψή σου κ.λπ. κ.λπ., ξέρεις εσύ από αυτά. Τον άκουσες. Αυτός το έκανε. Είναι σαν να ομολόγησε ότι τη σκότωσε την κοπέλα και τώρα το θυμάται και χύνει, μαλακίζεται μέσα στο βρομόσπιτό του

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

71 _

κάθε βράδυ, κοιτάει τις τσόντες του και το σκέφτεται. Είναι διεστραμμένος, είναι δολοφόνος. Δεν θέλουμε τέτοιους ανθρώπους μέσα στα πόδια μας. Το ξέρεις πολύ καλά αυτό, ειδικά εσύ. Ξέρεις για τι είναι ικανός. Γράψε λοιπόν σε δυο-τρεις παραγράφους τη γνώμη σου γι’ αυτόν, να τελειώνουμε». «Μόνο δυο λόγια θέλω να πω με την Κολέτ. Και μετά θα γράψω την αναφορά μου. Εντάξει;» Κατσούφιασε. Άφησε έναν βαθύ αναστεναγμό. Έχωσε τα χέρια στις τσέπες. «Θα δω τι μπορώ να κάνω», είπε τέλος.

Εμφανίστηκε μια γυναίκα που κρατούσε ένα ντοσιέ και μια στοίβα φακέλους. Αμέσως κατάλαβα γιατί την εμπιστευόταν ο Ντολ. Είχε ξανθά μαλλιά και απαλό στρογγυλεμένο πρόσωπο που έμοιαζε σαν να μην έχει καθόλου γωνίες, καθόλου κόκαλα. Η επιδερμίδα της ήταν χλωμή, με ένα μόνιμο ελαφρύ κοκκίνισμα. Και φαινόταν πολύ μικρή. Σφίξαμε τα χέρια. «Σας μίλησε ο Φερθ για μένα;» «Βασικά όχι», αποκρίθηκε. «Είστε γιατρός νομίζω». «Ναι. Ο Φερθ ζήτησε τη συμβουλή μου για τον Μάικλ Ντολ. Έχω δει τον φάκελό του. Και άκουσα αποσπάσματα από τις κασέτες». Σήκωσε τη στοίβα με τους φακέλους και την έφερε μπροστά στο στήθος της, κρατώντας τη σαν ασπίδα. «Ναι;» «Θα ήθελα να πούμε δυο λόγια». «Ναι. Το ανέφερε ο ντετέκτιβ Φερθ. Δεν έχω όμως πολύ χρόνο. Αδειάζω τα ντουλάπια με τους φακέλους». «Δεκαπέντε λεπτά. Όχι παραπάνω. Θέλετε να πάμε μια βόλτα;» Φαινόταν επιφυλακτική, ωστόσο άφησε τους φακέλους στο γραφείο και μουρμούρισε στον αξιωματικό υπηρεσίας

72

NICCI FRENCH _

κάτι που δεν το κατάλαβα. Κατεβήκαμε τις σκάλες σιωπηλά, η μια πίσω από την άλλη και βγήκαμε έξω. Το αστυνομικό τμήμα Στρέτον Γκριν βρίσκεται σε έναν ήσυχο παράδρομο και, με λίγο περπάτημα, φτάνεις στην οδό Στρέτον Γκριν. Εκεί υπάρχει ένα μαγαζί με είδη υγιεινής διατροφής. Καθίσαμε σε μια γωνία και παραγγείλαμε καφέ. Στο ταμείο βρισκόταν μια νεαρή γυναίκα που διάβαζε εφημερίδα. «Δέκα», είπα, μόλις η γυναίκα σέρβιρε τους καφέδες μας. «Δέκα τι;» ρώτησε η αστυφύλακας Ντόους. «Τρυπητά σκουλαρίκια», απάντησα. «Τρία στο ένα αφτί, τέσσερα στο άλλο, δύο στη μύτη κι ένα στο κάτω χείλος της. Και ποιος ξέρει πού αλλού». Ήπιε μια γουλιά καφέ, αλλά δεν σχολίασε. «Κολέτ. Μπορώ να σε λέω Κολέτ;» «Φυσικά». «Λοιπόν, Κολέτ, είναι εντυπωσιακά αυτά που απέσπασες από τον Ντολ», δήλωσα. Ανασήκωσε τους ώμους. «Δυσκολεύτηκες;» Κι άλλο ανασήκωμα. «Πού τις κάνατε τις κουβέντες σας;» «Σε διαφορετικά μέρη». «Μιλάω για εκείνη τη φορά που σου περιέγραψε λεπτομερώς τον φόνο». «Στο διαμέρισμά του». «Σου άρεσε;» Σήκωσε απότομα το βλέμμα και μετά το έστρεψε αλλού. Η χλωμή επιδερμίδα της βάφτηκε κόκκινη. «Όχι βέβαια». «Δεν ένιωσες έστω κάποια συμπάθεια;» Κούνησε το κεφάλι. «Όχι, όχι, δόκτωρ…» «Κιτ». «Κιτ. Κοίτα». Ήταν θυμωμένη ή παρίστανε τη θυμωμένη. «Δεν είδες την έκθεση του ιατροδικαστή;» εξανέστη.

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

73 _

«Όχι, δεν είναι της αρμοδιότητάς μου. Εγώ ασχολούμαι μόνο με τον Μάικλ Ντολ». «Είναι επικίνδυνος άνθρωπος, δεν ξέρεις πόσο». «Κι όμως ξέρω». «Τότε λοιπόν, τι θέλεις; Μήπως να περιμένεις μέχρι να γίνει κι άλλος φόνος και να τον πιάσουμε τότε; Ή μήπως να του αντισταθεί το επόμενο θύμα και να μας κάνει τη χάρη να τον πιάσει∙ αυτό περιμένεις;» Κάθισα πίσω στην καρέκλα μου. Δεν απάντησα και κείνη συνέχισε: «Έχουμε κάνει καλή δουλειά. Ο Φερθ κι οι άλλοι ξόδεψαν μέρες και νύχτες εξετάζοντας όσους βρίσκονταν στην περιοχή. Ο ίδιος ο Φερθ συγκέντρωσε το υλικό για τον Ντολ. Δεν σου το είπε;» «Όχι». «Εγώ έπιασα φιλία μαζί του, τον έκανα να μιλήσει. Δεν ήταν σωστό, βέβαια. Αλλά δεν καταλαβαίνω πού το πας». Ήπια αργά αργά μια γουλιά καφέ, προσέχοντας να μην τον τελειώσω. Δεν ήθελα να φύγουμε ακόμα. «Προσπαθώ μόνο να συγκεντρώσω όσο περισσότερες πληροφορίες μπορώ για τον Μάικλ Ντολ. Εντάξει;» Μου απάντησε με ένα ανεπαίσθητο νεύμα. «Λοιπόν, Κολέτ, ποιο ήταν το σχέδιό σου άπαξ και τον γνώρισες;» «Ήθελα απλά να τον κάνω να μιλήσει». «Για τον φόνο;» «Ακριβώς». «Αυτό είναι δύσκολο, βέβαια, δεν είναι; Μπορείς λοιπόν να μου πεις δυο λόγια για τις συζητήσεις σας;» Μια τούφα γλίστρησε στο μέτωπό της και την έσπρωξε πίσω. Ξαναγλίστρησε και προσπάθησε να τη στερεώσει καλύτερα. «Ο Ντολ δεν έχει και πολλούς φίλους. Ήθελε, νομίζω, απεγνωσμένα να μιλήσει σε κάποιον». «Ή ήθελε απεγνωσμένα έναν φίλο».

74

NICCI FRENCH _

«Το ίδιο είναι». «Ναι», παραδέχτηκα. «Πόσο καιρό τον ξέρεις;» «Όχι πολύ. Όχι πάνω από δυο βδομάδες». «Απ’ ό,τι κατάλαβα υπάρχουν τρεις-τέσσερις ηχογραφημένες συνομιλίες σας κι αυτή που άκουσα ήταν η τελευταία. Σωστά;» «Σωστά». «Οι πρώτες πώς ήταν;» «Τι εννοείς;» «Μιλούσε για τον φόνο;» «Όχι». «Εσύ έφερες εκεί τη συζήτηση;» «Ας πούμε». «Και μπήκε κατευθείαν στο θέμα;» «Έπρεπε πρώτα να κερδίσω την εμπιστοσύνη του». «Δηλαδή, έπρεπε πρώτα να σε εμπιστευτεί για να σου πει ότι δολοφόνησε κάποια;» «Δεν ομολόγησε κανονικά, έτσι δεν είναι; Γι’ αυτό σε φώναξαν». Ακούμπησα τους αγκώνες μου στο τραπέζι, φέρνοντας έτσι το πρόσωπό μου πιο κοντά στο πρόσωπό της. «Ξέρεις, έχω μιλήσει σε πολλούς ανθρώπους με τρομερά προβλήματα, που έχουν κάνει απεχθή πράγματα, και ο αρχικός φραγμός τους διαλύεται μόλις τους κάνεις να νιώσουν ότι τα συμφέροντά τους θα εξυπηρετηθούν αν είναι ειλικρινείς μαζί σου, αν σου πουν τα πάντα. Εσύ πώς το κατάφερες;» «Έχεις ένα τσιγάρο;» με ρώτησε. «Τυχαίνει να έχω», είπα, κι έβγαλα από την τσάντα μου το πακέτο που είχα πάρει για τον Ντολ. «Τον ενθάρρυνα να μου μιλήσει ελεύθερα», συνέχισε. «Του είπα πως ήθελα να μάθω τα μυστικά του». «Του είπες πως ήθελες να μάθεις τα μυστικά του και εκείνος σου είπε πως έχει διαπράξει φόνο».

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

75 _

«Δεν έγινε έτσι ακριβώς. Του μιλούσα για τις φαντασιώσεις του». «Αυτό δεν θα έγινε, υποθέτω, στην παμπ. Αυτή η συζήτηση θα διεξήχθη στο διαμέρισμά του». «Ναι». «Έστρεψες τη συζήτηση στο σεξ και στη βία». Πήρε μια τζούρα. «Τον παρότρυνα να μιλήσει. Όπως κάνει όλος ο κόσμος. Όπως κάνεις κι εσύ». «Μήπως είχατε ένα είδος πάρε-δώσε; Μήπως του αποκάλυψες δικές σου φαντασιώσεις και τον παρακίνησες να σου ομολογήσει τις δικές του;» «Προσπαθούσα να τον κάνω να μιλήσει. Ήθελα να του δείξω πως ό,τι κι αν μου έλεγε δεν θα με σόκαρε». «Ωστόσο οι δυο πρώτες συζητήσεις σου με τον Ντολ απέβησαν άκαρπες». «Ναι». «Προφανώς ο Φερθ και οι υπόλοιποι θα άκουσαν τις κασέτες». «Προφανώς». «Και θα σου είπαν ότι ήταν άκαρπες». «Ήταν άκαρπες». «Και σίγουρα θα σου είπαν: “Γύρνα πίσω και φέρε μας κάτι καλύτερο”». «Όχι ακριβώς». «Και θα σου είπαν να προσπαθήσεις πιο σκληρά». «Τι εννοείς;» «Φαντάζομαι πως θα σου είπαν: “Και τι λόγο έχει για να σου αποκαλύψει κάτι ο Ντολ; Πρέπει να τον παροτρύνεις κι άλλο”». «Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς. Εγώ απλώς τον έκανα να μου μιλήσει». «Φυσικά. Όλα όσα άκουσα ήταν φοβερά. Πολύ αποκρουστικά. Είναι σίγουρο, Κολέτ, πως ξαναγύρισες πίσω κι έβγαλες το φίδι από την τρύπα».

76

NICCI FRENCH _

«Έκανα τη δουλειά μου». «Γνώρισες αυτόν τον αλλόκοτο, διαταραγμένο, εξαιρετικά αντικοινωνικό άντρα και με την τρίτη ή τέταρτη συνάντησή σας σου αποκάλυψε μια φριχτή φαντασίωσή του για τον φόνο μιας γυναίκας. Καταλαβαίνεις πού το πάω, έτσι δεν είναι;» «Έκανα τη δουλειά μου». Έσκυψα μπροστά, τόσο που οι μύτες μας σχεδόν ακούμπησαν. «Έκανες σεξ με τον Μάικλ Ντολ;» Μαρμάρωσε ολόκληρη. «Όχι», είπε σχεδόν ψιθυριστά. Έπειτα πιο δυνατά: «Όχι». Δεν απέστρεψα το βλέμμα μου από πάνω της. «Ήσουν καλωδιωμένη. Το σεξ θα δυσκόλευε τα πράγματα. Μπορεί να μην κάνατε ακριβώς σεξ». «Όχι», ξανάπε κουνώντας το κεφάλι. Έτριψε την άκρη του δεξιού της ματιού. «Ωραία», είπα σιγανά. «Ας πηγαίνουμε». Γυρίσαμε πίσω σιωπηλά μέχρι που ανεβήκαμε τις σκάλες του αστυνομικού τμήματος. Τότε σταμάτησα και την έπιασα από το χέρι. «Κολέτ», της είπα. Κοιτούσε αλλού. «Ποιος σε προετοίμασε για την αποστολή σου; Ποιος σε συμβούλευσε;» «Μόνο ο Φερθ». «Μάλιστα», αντήχησα. «Και πώς νιώθεις τώρα γι’ αυτό;» «Πώς να νιώθω;» «Προβληματισμένη, ας πούμε». «Γιατί; Αυτό είναι το θέμα με όλους εσάς. Θέλετε να έχουν όλοι ψυχολογικά τραύματα». «Εγώ απλά προσπαθώ να σου δείξω λίγη κατανόηση». «Δεν έχω ανάγκη από κατανόηση». Χωρίσαμε ψυχρά και κάλεσα αμέσως τον Φερθ. Ήρθε φουσκωμένος αυτοπεποίθηση. «Λοιπόν;» ρώτησε. «Θέλω να ακούσω όλες τις κασέτες», είπα.

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

77 _

7 Κοιμόμουν και τιναζόμουν κατά διαλείμματα και τελικά ξύπνησα αργά. Ήπια μερικές γουλιές καφέ κι άρχισα να τρέχω πέρα-δώθε να ετοιμαστώ. Η Τζούλι βγήκε από το δωμάτιό της, φορώντας μόνο ένα παλιό σακάκι μου που μάλλον θα το βρήκε στην ντουλάπα του δωματίου που κάποτε αποπειράθηκα να μετατρέψω σε γραφείο. Και τώρα είχε γίνει δικό της. Έπρεπε να βάλουμε μερικά πράγματα στη θέση τους. Έμοιαζε με ζωάκι που μόλις βγήκε με το ζόρι από τη χειμερία νάρκη. Τα μαλλιά της ανάστατα, τα μάτια της μισόκλειστα σαν να μην άντεχε το φως. «Δεν περίμενα να σηκωθείς τόσο νωρίς», μου είπε. «Θα σου έφτιαχνα πρωινό». «Εννιά παρά είκοσι είναι», απάντησα, «και βιάζομαι». «Θα πάω για ψώνια», είπε εκείνη. «Μην μπεις στον κόπο». «Δεν είναι κόπος». Οδήγησα πάλι μέχρι το αστυνομικό τμήμα, με μια δυσάρεστη αίσθηση του αναπόφευκτου να με κυριεύει, όπως όταν ήμουν δεκαπέντε χρόνων κι έδινα για πρώτη φορά εξετάσεις. Καθόμουν στητή στη θέση του οδηγού και

78

NICCI FRENCH _

έσφιγγα τα χέρια στο τιμόνι. Κάθε εκατοστό του κορμιού μου, τσιτωμένο. Η ραχοκοκαλιά μου, σαν μεταλλική ράβδος. Οι μύες του αυχένα μου, τεντωμένοι. Το σαγόνι μου ακούσια σφιγμένο. Το κεφάλι μου σφυροκοπούσε, λες και κάποιος κοπανούσε τους κροτάφους μου με τη γροθιά του. «Ηλίθια, ηλίθια, ηλίθια», μουρμούρισα ξεψυχισμένα, κολλημένη σε ένα φανάρι που από κόκκινο γινόταν πράσινο και πάλι κόκκινο χωρίς να σαλεύει κανένα αμάξι, επειδή μια νταλίκα είχε φρακάρει τον δρόμο. Έβρεχε αδιάκοπα. Έξω, κυκλοφορούσαν λίγοι άνθρωποι με τις ομπρέλες τους, αποφεύγοντας τα νερά που λίμναζαν εδώ και κει και τις ακαθαρσίες των σκύλων στα πεζοδρόμια. Γκρίζο, βαρύ, απαίσιο Λονδίνο. Δίπλα μου, στο κάθισμα του συνοδηγού βρισκόταν η αναφορά μου. Γύρω στις εξακόσιες λέξεις. Σύντομη και περιεκτική. Και ακριβώς δίπλα της, μέσα σε μια πλαστική σακούλα, οι κασέτες. Φτάνοντας στο αστυνομικό τμήμα, μπήκα με την όπισθεν σε μια θέση στάθμευσης κι άκουσα τον δυσάρεστο ήχο του μετάλλου που γδέρνει μέταλλο. Το παράξενο είναι πως, όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, σχεδόν το αισθάνεσαι πάνω σου, λες και το αμάξωμα του αυτοκινήτου είναι το ίδιο σου το δέρμα. «Σκατά!» Το πίσω μέρος του αυτοκινήτου μου είχε κουτουλήσει σε μια γυαλιστερή μπλε υπερπανάκριβη Μπε Εμ Βε. Βγήκα έξω μέσα στη βροχή και περιεργάστηκα τη μακριά λεπτή γρατζουνιά. Η ζημιά του δικού μου αυτοκινήτου ήταν μεγαλύτερη, ένα σπασμένο φανάρι κι ένας προφυλακτήρας σαν τσαλακωμένη εφημερίδα. Έβγαλα ένα σημειωματάριο από την τσάντα μου και έγραψα ένα απολογητικό σημείωμα, μαζί με τον αριθμό των πινακίδων και το τηλέφωνό μου, το δίπλωσα αρκετές φορές για να μη βραχεί και το στερέωσα στους υαλοκαθαριστήρες της Μπε Εμ Βε. Δεν είχα προνοήσει για

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

79 _

ομπρέλα και ήμουν ήδη μούσκεμα. Νερό κυλούσε στον αυχένα μου. Πήρα την αναφορά και την έχωσα στην τσάντα μου.

Ο Φερθ καθόταν σε ένα τραπέζι στην αίθουσα συσκέψεων με ένα ντοσιέ μπροστά του, αλλά μόλις μπήκα σηκώθηκε με ένα φιλικό νεύμα. Μαζί του ήταν μια γυναίκα με μαλλιά που είχαν γκριζάρει πριν από την ώρα τους και πρόσωπο γλυκό και γαλήνιο, μια γυναίκα που την είχα ξανασυναντήσει, μια νεαρή ψιλόλιγνη αστυφύλακας, καθώς και ένας ογκώδης άντρας με ακανόνιστα μαλλιά γύρω από τη φαλάκρα στο κέντρο του κεφαλιού του και με μικρά έξυπνα μπλε μάτια. «Κατά φωνή», αναφώνησε ο Φερθ. «Για σένα λέγαμε. Δώσε μου το παλτό σου. Την Τζάσμιν την ξέρεις, έτσι δεν είναι; Τζάσμιν Ντρέικ. Κι από εδώ ο επιθεωρητής Όμπαν. Είναι ο διοικητής μου. Μήπως θέλεις καφέ; Τσάι; Κάτι άλλο;» Κοίταξα τον Όμπαν κάπως ανήσυχη. «Μην ενοχλείστε», είπε. «Περαστικός είμαι». «Δεν θέλω τίποτα», απάντησα και βολεύτηκα στην πορτοκαλιά πλαστική καρέκλα, αφήνοντας την αναφορά μου, μέσα στον γυμνό λευκό φάκελό της, μπροστά μου. «Μου ζήτησες να σου τη φέρω η ίδια. Ορίστε». «Ωραία», σχολίασε ο Φερθ και, αφού έριξε πρώτα μια ματιά στον Όμπαν, μου χαμογέλασε. «Φαίνεται ακίνδυνη, αλλά θέλει προσοχή». Έβαλα το δάχτυλο στο άνοιγμα του κλειστού φακέλου και τον έσκισα. «Τη θέλεις;» «Πριν ξεκινήσεις, πρέπει νομίζω να μάθεις ότι έχουμε προσαγάγει τον Ντολ». «Τι;» «Μαζί με την αναφορά σου, τα πράγματα προχωρούν. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε, στο κανάλι υπάρχουν ήδη

80

NICCI FRENCH _

δύτες που ερευνούν. Η κατάθεσή του τον τοποθετεί στην περιοχή, η συμπεριφορά του, πριν και μετά, θεωρείται ύποπτη και φυσικά έχουμε στα χέρια μας την ηχογραφημένη ομολογία του. Όλα κυλάνε μια χαρά. Όλα γίνονται όπως πρέπει, μην ανησυχείς. Καλέσαμε και νομική βοήθεια, φυσικά. Τον Τζον Κόουτς. Είναι καθ’ οδόν. Τον ξέρεις φαντάζομαι». Τον είχα συναντήσει κάποτε στο αστυνομικό τμήμα, μαζί με τον Φράνσις. Συμπαθητικός, πολύ χαμογελαστός. Θα προτιμούσες να είναι διαχειριστής των οικονομικών σου, παρά δικηγόρος σου. Κοίταξα την Τζάσμιν Ντρέικ, ήταν σκυμμένη πάνω από το σημειωματάριό της και δεν σήκωνε κεφάλι. Έριξα μια ματιά στον Όμπαν κι ένιωσα αμήχανα αντικρίζοντας το ψυχρό απαθές βλέμμα του πάνω μου. Έβγαλα το χαρτί από τον φάκελο και το άφησα στο τραπέζι μπροστά μου. «Αυτή είναι;» ρώτησε ο Φερθ. «Κάντε μας μια σύνοψη, παρακαλώ, δόκτωρ Κουίν». Η φωνή ανήκε στον Όμπαν. «Αφήστε τον ελεύθερο». Επικράτησε σιωπή. Άκουγα τον χτύπο της καρδιάς μου. Αρκετά σταθερός. Μόλις το ξεστόμισα, ένιωσα κατευθείαν καλύτερα∙ το εμπόδιο βρισκόταν πίσω μου πια. «Τι;» «Εκτός κι αν έχετε στα χέρια σας άλλες αποδείξεις που δεν τις ξέρω, κατά τη γνώμη μου δεν στοιχειοθετείται υπόθεση. Προς το παρόν». Το πρόσωπο του Φερθ κατακοκκίνισε. Φριχτή στιγμή. Κανονικά έπρεπε να είμαι με το μέρος του, μα αποδεικνυόταν ακριβώς το αντίθετο. «Δεν ξέρεις τι λες», μου είπε, χωρίς να με κοιτάζει στα μάτια. Πήρα βαθιά ανάσα. «Τότε δεν θα έπρεπε να μου ζητήσεις να σου κάνω αναφορά». «Για την αναθεματισμένη την αναφορά σου μιλάω»,

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

81 _

ξέσπασε ο Φερθ, με μια ξαφνική οργισμένη ιλαρότητα, λες και με ένα γέλιο όλα θα λύνονταν ξαφνικά. «Σου ζητήθηκε μόνο να αξιολογήσεις τον Ντολ. Αυτό είναι όλο. Μια απλή αναφορά. Είναι διεστραμμένος. Δεν είναι; Μόνο αυτό είχες να πεις. Ο Άντονι Μάικλ Ντολ είναι δολοφόνος». «Είναι ένας διαταραγμένος νεαρός άντρας με βίαιες και σκοτεινές φαντασιώσεις». «Άρα τι…» «Φαντασιώσεις. Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στη φαντασίωση και στην πράξη». «Ομολόγησε και θα ομολογήσει πάλι. Θα δεις». «Όχι. Φαντασιωνόταν κατά τη διάρκεια σεξουαλικών πράξεων με την αστυφύλακα Ντόους». Έριξα ένα βλέμμα τριγύρω. Κι αυτό ήταν! Σιωπή. «Το ήξερες; Ήξερες πως όταν τον παρότρυνε –όπως μου είπε η ίδια– να μιλήσει, του τον έπαιζε κιόλας, αφήνοντάς τον να την πασπατεύει. Μήπως τη συμβούλευσες εσύ να το κάνει, χωρίς βέβαια να της το πεις ξεκάθαρα; Να κάνει το καθήκον της για το καλό της υπόθεσης κ.λπ. κ.λπ; Επειδή το υλικό που σου έφερνε στην αρχή δεν ήταν καλό; Ούτως ή άλλως, δεν έχει σημασία. Δεν είναι ομολογία, είναι πορνογραφία». «Άκουσέ με, Κιτ». Το πρόσωπό του αναψοκοκκινισμένο. «Δεν έπρεπε εξαρχής να σε βάλω στην υπόθεση. Ήταν λάθος μου. Όφειλα να αντιληφθώ ότι, μετά το ατύχημά σου, η κρίση σου έχει θολώσει. Ψυχικά ταυτίζεσαι με τον Μίκι Ντολ, τον προστατεύεις κατά έναν περίεργο τρόπο. Σαν κι αυτούς που ερωτεύονται τους απαγωγείς τους». Έριξε μια κλεφτή ματιά στον Όμπαν κι έπειτα έστρεψε το προβληματισμένο του πρόσωπο σε μένα. «Πιστεύαμε πως θα σε βοηθούσαμε, αλλά τώρα καταλαβαίνω ότι κάναμε λάθος. Παραήταν πρώιμο. Μάλλον πρέπει να σε ευχαριστήσουμε για τον χρόνο σου και να σε πληρώσουμε για τον κόπο σου». Όσο πιο ήρεμα μπορούσα, του είπα: «Ζήτησες από την

82

NICCI FRENCH _

Κολέτ να εκμαιεύσει την ομολογία του Μάικλ Ντολ. Ήξερε άραγε με τι είχε να κάνει; Παρασύρθηκε;» «Είναι δολοφόνος», επανέλαβε ο Φερθ, περιφρονητικά. «Το ξέρουμε ότι είναι και το ξέρεις κι εσύ, που να πάρει! Απλά πρέπει να το αποδείξουμε στους ενόρκους. Η αστυφύλακας Ντόους έκανε καλή δουλειά, υπό δύσκολες συνθήκες». Τον κοίταξα κατάματα. «Δική σου ιδέα ήταν;» Ο Φερθ κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια για να μιλήσει ήρεμα. «Έχουμε έναν δολοφόνο εκεί μέσα», υπερθεμάτισε για τρίτη φορά. «Έχουμε στοιχειοθετήσει μια υπόθεση. Έχουμε ομολογία. Κι αν χαλαρώσαμε λιγάκι τους κανόνες, θα περίμενα πως ειδικά εσύ θα το ενέκρινες. Είμαστε στο πλευρό των γυναικών: εκείνης που δολοφονήθηκε και εκείνων που κινδυνεύουν να δολοφονηθούν». «Με παρεξήγησες, νομίζω», ανταπάντησα, ακούγοντας τη φωνή μου να τρέμει. Άραγε από νευρικότητα ή οργή; «Δεν ισχυρίζομαι ότι ο Μάικλ Ντολ αποκλείεται να σκότωσε αυτή τη γυναίκα, όμως υπόθεση δεν έχεις στα χέρια σου. Βρίσκομαι εδώ επειδή εργάζομαι με ανθρώπους συναισθηματικά διαταραγμένους και παράφρονες, δεν βρίσκομαι εδώ ως δικηγόρος, ωστόσο θεωρώ ότι η κασέτα αυτή αποκλείεται να γίνει δεκτή σε δίκη. Επίσης πιστεύω πως όποιος δικαστής την ακούσει θα τινάξει όλη την υπόθεση στον αέρα με την κατηγορία της σκανδαλώδους παγίδευσης». Τον κοίταξα, κοίταξα το όμορφο πρόσωπό του. «Αν ήμουν στη θέση σου, θα έθαβα αυτή την κασέτα όσο πιο βαθιά μπορούσα και θα προσευχόμουν να μην τη βρει ποτέ ο δικηγόρος του Ντολ. Όπως κι αν έχει, εγώ δεν θέλω να έχω καμία σχέση πλέον με την υπόθεση». «Αυτό είναι το πρώτο λογικό πράγμα που ακούω από το στόμα σου τόση ώρα». Το παράκανε.

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

83 _

«Όλο αυτό», προσπάθησα να αρθρώσω, σχεδόν ξέπνοα, «είναι ένα γαμημένο τραγελαφικό αίσχος. Κι εσύ» – απευθυνόμουν στην Τζάσμιν Ντρέικ– «θα έπρεπε να είχες άλλη στάση. Όχι μόνο ως αστυνομικός. Αλλά κι ως γυναίκα, που να πάρει. Αυτό ισχύει και για εσάς». Στράφηκα στον Όμπαν, που καθόταν παραπέρα, με μια ατάραχη έκφραση στο μεγάλο απαλό ελαφρώς ροδαλό πρόσωπό του. Κοίταξα εξοργισμένη την αναφορά πάνω στο τραπέζι, μια αναφορά διατυπωμένη με ήρεμη και επιστημονική γλώσσα. Ο Όμπαν δεν μου απάντησε. Σηκώθηκε όρθιος και, καθώς άνοιξε την πόρτα, κοίταξε τον Φερθ με περίλυπο βλέμμα, που μου θύμισε γέρικο ζαρωμένο λαγωνικό. «Άφησέ τον ελεύθερο» είπε, με φωνή ήρεμη, σχεδόν αδιάφορη. «Ποιον;» «Τον Μίκι Ντολ. Θέλει κανείς να πει τίποτα άλλο;» Άχνα. Έπειτα στράφηκε σε μένα. «Στείλτε μας την απόδειξη, δόκτωρ, ή ό,τι συνηθίζετε να κόβετε, τέλος πάντων. Ευχαριστώ». Βέβαια δεν έδειχνε και πολύ ευγνώμων. Του είχα χαλάσει τη μέρα. Έφυγε. Η Τζάσμιν Ντρέικ τον ακολούθησε, ρίχνοντας μια λοξή ματιά σε μένα, προτού εξαφανιστεί στον διάδρομο έξω. Έμεινα μόνη με τον Φερθ, που καθόταν σιωπηλός, κοιτώντας τον τοίχο. Σηκώθηκα να φύγω. Ο ήχος της καρέκλας μου που έγδαρε το δάπεδο τον έβγαλε από τις σκέψεις του. Έδειξε έκπληκτος που ήμουν ακόμα εκεί. Μίλησε σαν να ονειρευόταν. «Εσύ θα φταις», μου είπε, «που θα το ξανακάνει. Το έκανε σε σένα, το έκανε σε αυτό το κορίτσι κι εκεί έξω υπάρχει κάποια –μάλλον, να πούμε μάλλον;– που θα είναι η επόμενη». «Αντίο Φερθ», του είπα φεύγοντας. «Είμαι… ε… ξέρεις…» «Τον νου σου στις εφημερίδες», μου φώναξε δυνατά για

84

NICCI FRENCH _

να τον ακούσω, ενώ έφευγα. «Αυτή την εβδομάδα, την επόμενη, θα ’ρθει η ώρα να το γράψουν».

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

85 _

8 Μόλις βρέθηκα στον δρόμο, άρχισα να τρέμω από την υπερένταση που καταπίεζα τόση ώρα. Ήθελα να κάνω κάτι ακραίο και βίαιο, να σπάσω μια βιτρίνα ή να φύγω από τη χώρα, να φτιάξω πλαστή ταυτότητα και να μην ξαναπατήσω ποτέ το πόδι μου στη Βρετανία. Συμβιβάστηκα με τη σκέψη ότι θα γύριζα σπίτι, θα κλείδωνα την πόρτα και δεν θα ξεμύτιζα για μία ολόκληρη εβδομάδα. Όταν έφτασα στο αυτοκίνητό μου, η Μπε Εμ Βε είχε φύγει. Θα είχα σίγουρα πολύ σύντομα νέα από την ασφαλιστική. «Ειδοποιηθήκαμε από τον πελάτη μας…» Μια γρατζουνιά στο φτερό. Πόσο να κόστιζε άραγε; Το διαμέρισμά μου ήταν βυθισμένο σε μια υπέροχη σιωπή. Η Τζούλι έλειπε. Ανεκτίμητη ευκαιρία. Γέμισα την μπανιέρα, έριξα στο νερό κάτι εξωτικά άλατα με εξωφρενικά ονόματα, πήρα μια εφημερίδα κι ένα περιοδικό και γλίστρησα μέσα σαν ιππόκαμπος. Άφησα γρήγορα στην άκρη την εφημερίδα και άρχισα να ξεφυλλίζω το περιοδικό: διάβασα για τους πέντε καλύτερους προορισμούς για αποδράσεις του Σαββατοκύριακου με λιγότερο από εκατό λίρες, έμαθα

86

NICCI FRENCH _

τους επτά τρόπους για να ξετρελάνεις τον άντρα σου στο κρεβάτι και απάντησα σε ένα ερωτηματολόγιο με τίτλο είσαι σπιτόγατος ή πάρτι άνιμαλ; Αποδείχτηκα πάρτι άνιμαλ. Μα τότε γιατί πήγαινα τόσο σπάνια σε πάρτι; Τελικά πέταξα στην άκρη το περιοδικό και βυθίστηκα αργά αργά στην μπανιέρα, ώσπου εξείχαν από το νερό μονάχα η μύτη και το στόμα μου. Άκουσα το τηλέφωνο να χτυπά μία φορά, χωρίς να δώσω καμία σημασία, κι ύστερα το μπιπ του τηλεφωνητή. Φανταζόμουν ότι επέπλεα σε φυσικό περιβάλλον. Με την κατάλληλη ποσότητα αλατιού ώστε να δημιουργείται η ιδανική άνωση, με θερμοκρασία ανάλογη με κείνη του σώματος. Σκοτάδι. Ποιο το νόημα όμως; Τελικά πώς ένιωθα, ολότελα αποκομμένη ή ολότελα απορροφημένη; Ο χρόνος είτε διαστελλόταν είτε συστελλόταν. Άκουσα διαδοχικά χτυπήματα και το κοπάνημα της πόρτας. Η Τζούλι. Σαν να έκλεισε την πόρτα με κλοτσιά. Ώρα να γυρίσω στον κανονικό κόσμο. Σκουπίστηκα αργά αργά για να καθυστερήσω το αναπόφευκτο κι ύστερα τυλίχτηκα με την πετσέτα και βγήκα έξω. «Τι ωραία!» έκανε ζωηρά η Τζούλι. «Αφρόλουτρο μέρα μεσημέρι. Αυτή είναι ζωή!» «Εδώ που τα λέμε, νιώθω ενοχές», παραδέχτηκα, αν και συγχρόνως ενοχλήθηκα που δεχόμουν επιπλήξεις περί πολυτέλειας από έναν άνθρωπο που πέρασε χρόνια τριγυρίζοντας στον κόσμο. «Μην ανησυχείς για το βραδινό μας», μου είπε εύθυμα. «Κατέβασα τα βιβλία μαγειρικής σου κι ύστερα βγήκα κι έκανα μερικά ψώνια. Θα μείνεις σπίτι απόψε;» «Ναι, αλλά δεν σκόπευα…» «Τέλεια. Άσε με να σε περιποιηθώ, λοιπόν. Θα σου κάνω έκπληξη, αλλά μην ανησυχείς. Θα φτιάξω κάτι πολύ ελαφρύ. Πολύ υγιεινό. Α, είχες κι ένα μήνυμα στον τηλεφωνητή από κάποια Ρόζα. Συγγνώμη, δεν ήξερα ότι

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

87 _

είσαι εδώ και ότι περιμένεις τηλέφωνο. Δεν ξέρω αν πάτησα το σωστό κουμπί. Μπορεί να το έσβησα κατά λάθος». Ναι, το είχε σβήσει. Ντύθηκα πολύ γρήγορα και απλά. Δεν θα έβγαινα. Φόρεσα ένα λευκό τζιν παντελόνι και μια αχνογάλανη μπλούζα. Μπήκα στον πειρασμό να αγνοήσω το μήνυμα της Ρόζας. Τα νέα αποκλείεται να ήταν ευχάριστα. Μα τελικά μέτρησα μέχρι το δέκα και της τηλεφώνησα. «Πρέπει να συναντηθούμε», ανακοίνωσε ευθέως η Ρόζα. «Τι συμβαίνει;» «Κάτι σχετικό με την αστυνομία. Προφανώς δεν ακολούθησες τη συμβουλή μου. Όχι ότι ξαφνιάστηκα βέβαια, αλλά θα προτιμούσα να με ενημέρωνες». «Α», έκανα, με την καρδιά μου να σφίγγεται. «Σωστά. Να περάσω αύριο, κάποια στιγμή;» «Θέλω να σε δω σήμερα. Σε πειράζει να έρθω σπίτι σου;» «Γιατί; Δηλαδή, εντάξει», αποκρίθηκα. «Θα είμαι εκεί σε μία ώρα περίπου», είπε η Ρόζα και έκλεισε το τηλέφωνο. Έκανα μια γελοία απόπειρα να συμμαζέψω το σαλόνι, ενώ από την κουζίνα άκουγα θορύβους που με γέμιζαν ανησυχία. Όταν τελικά χτύπησε το κουδούνι, δεν είχαν περάσει ούτε σαράντα πέντε λεπτά. Κατέβηκα γρήγορα τις σκάλες και άνοιξα την πόρτα με μια επίπλαστα πρόσχαρη έκφραση, που αμέσως πάγωσε στο πρόσωπό μου. «Α», έκανα άναυδη, όπως και νωρίτερα στο τηλέφωνο. «Δεν ήρθα μόνη», έσπευσε να με ενημερώσει. Δεν ήταν μόνη. Δίπλα της στεκόταν ο επιθεωρητής Όμπαν. Πίσω τους ένα αμάξι. Μια Μπε Εμ Βε. «Λυπάμαι για το αυτοκίνητο», είπα. Δεν βρήκα κάτι άλλο να πω, μα αυτό δεν σημαίνει ότι έπρεπε και να το

88

NICCI FRENCH _

πω. «Δικό μου το λάθος. Θα το πληρώσω εξ ολοκλήρου. Ξέρω ότι βασικός κανόνας στα τρακαρίσματα είναι να μην αναλαμβάνεις ποτέ την ευθύνη, ωστόσο η ευθύνη ήταν απολύτως δική μου». Η Ρόζα έδειχνε σαστισμένη και ο Όμπαν χαμογέλασε άτονα. «Είχαμε ένα πρόβλημα στο πάρκιγκ», της εξήγησε. Έπειτα στράφηκε πάλι σε μένα. «Ώστε εσείς το κάνατε, λοιπόν; Βρήκα ένα σημείωμα, αλλά ήταν μούσκεμα από τη βροχή. Μην ανησυχείτε, νομίζω πως θα θεωρηθεί ότι η ζημιά έγινε εν ώρα καθήκοντος». «Πράγμα που είναι και αλήθεια, άλλωστε», είπα. «Κατά κάποιον τρόπο». Είχα ξεμείνει από λόγια, είχα ξεμείνει από χαζόλογα κι έτσι κράτησα ανοιχτή την πόρτα και έκανα στην άκρη για να περάσουν. Αρχικά σκέφτηκα, με μια εντελώς παρανοϊκή λογική, ότι αιτία της επίσκεψής τους ήταν η ζημιά του αυτοκινήτου, το γεγονός ότι εγκατέλειψα το σημείο του ατυχήματος κ.λπ. Αλλά προφανώς δεν ήταν αυτή∙ τι συνέβαινε λοιπόν; Μήπως είχε γίνει καμιά επίσημη καταγγελία εναντίον μου; Τους ακολούθησα στις σκάλες. Μόλις φτάσαμε στο σαλόνι, η Τζούλι έβγαινε από την κουζίνα, άκρως εντυπωσιακή με τη ριγέ ποδιά που φορούσε, τη δική μου ποδιά. Ξαφνιάστηκε. Έκανα τις συστάσεις. Ο Όμπαν της έσφιξε το χέρι κάπως αμήχανα. «Είστε, εεε…», προσπάθησε να ρωτήσει χωρίς να ρωτήσει. «Η Τζούλι μένει μαζί μου για μερικές μέρες», έσπευσα να ξεκαθαρίσω. Μα τι στο καλό νόμιζε; Τότε κοίταξα την Τζούλι, ψηλή, μαυρισμένη, σαν αμαζόνα. Ω Θεέ μου, μάλλον μας πέρασε για ζευγάρι. Σκέφτηκα να επιχειρήσω να εξηγήσω τη σχέση μας, αλλά κατάλαβα πως δεν είχε νόημα. «Φτιάχνω κάτι να φάμε», ανακοίνωσε η Τζούλι, σαν να βρισκόταν σπίτι της. «Θα μείνετε;»

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

89 _

«Η συνάντηση είναι επαγγελματική», την πρόλαβα. Η σκέψη ότι η Τζούλι κι εγώ προσπαθούμε να ψυχαγωγήσουμε καλεσμένους σαν να είμαστε παντρεμένες με έκανε να ανατριχιάσω. «Είστε στ’ αλήθεια ντετέκτιβ;» ρώτησε η Τζούλι τον Όμπαν. «Ναι, είμαι», απάντησε εκείνος. «Ακούγεται συναρπαστικό». «Συνήθως δεν είναι και τόσο». Ο Όμπαν κοίταξε τη Ρόζα που είχε πάρει ένα βιβλίο από κάποιο ράφι και το ξεφύλλιζε συνοφρυωμένη. «Θα μας συγχωρέσεις;» είπε ευγενικά στην Τζούλι. «Ποιος; Εγώ;» έκανε έκπληκτη η Τζούλι. «Πάω στην κουζίνα, λοιπόν». Απομακρύνθηκε σέρνοντας τα βήματά της. Μόλις έφυγε, η Ρόζα τοποθέτησε το βιβλίο πίσω στο ράφι και στράφηκε προς το μέρος μου. «Καθίστε σας παρακαλώ», είπα. Καθίσαμε όλοι, κάπως αδέξια, εγώ και η Ρόζα πλάι πλάι στον καναπέ, ενώ ο Όμπαν πήρε μια καρέκλα απέναντί μου. «Σήμερα το πρωί μου τηλεφώνησε ο Νταν Όμπαν…» «Ρόζα», διέκοψα, «ξέρω πως θα έπρεπε…» Σήκωσε το χέρι της για να σωπάσω. «Περίμενε», μου είπε. Στράφηκε στον Όμπαν. «Νταν;» Προφανώς γνωρίζονταν πολύ καλά. «Συγγνώμη για όλα αυτά», έσπευσα πάλι να πω, προτού προλάβει να μιλήσει. «Ήμουν αρκετά αναστατωμένη και πολύ θυμωμένη με την παγίδα που στήθηκε, με όλο το σκεπτικό, και δεν μπόρεσα να συγκρατηθώ. Αλλά ήταν αντιεπαγγελματικό και…» «Είχατε δίκιο», με διέκοψε ο Όμπαν. Δεν μπορούσα να δω την έκφρασή του, γιατί μιλούσε γέρνοντας μπροστά και τρίβοντας τα μάτια του. Ήταν

90

NICCI FRENCH _

κουρασμένος. «Τι;» «Το όλο σκεπτικό ήταν σκέτη καταστροφή. Είχατε δίκιο. Το κουβέντιασα με κάποιους του δικαστικού και, όπως είπατε, η κασέτα αποκλείεται να γινόταν δεκτή ως αποδεικτικό στοιχείο στο δικαστήριο. Το κακόμοιρο το κορίτσι έσερνε τον Ντολ από τη μύτη. Προφανώς». Χαμογέλασε μειλίχια στη Ρόζα, μα το χαμόγελό του έσβησε μόλις την είδε να σκοτεινιάζει. «Άρα…» είπα, ανασηκώνοντας τους ώμους. «Όλα καλά». «Δεν ήρθα γι’ αυτό εδώ. Τηλεφώνησα στη δόκτορα Ντάιτς επειδή σας θέλω πίσω». «Δηλαδή;» «Κάνατε καλή δουλειά, καθαρή. Σας θέλω στην έρευνα». «Δεν το βρίσκω καλή ιδέα». «Γιατί;» «Για πολλούς λόγους. Με φαντάζεστε να συνεργάζομαι πάλι με τον Φερθ; Αφρούς θα βγάλει». «Ο Φερθ είναι δικό μου πρόβλημα. Άλλωστε, δεν είναι εκείνος επικεφαλής της έρευνας πια. Είμαι εγώ». «Α», ξεφύσηξα για άλλη μια φορά. «Ωστόσο και πάλι δεν ξέρω αν μπορώ να προσφέρω κάτι ιδιαίτερο. Σε τέτοια θέματα δεν έχω μεγάλη πείρα. Μηδενική ίσως. Απλά δουλεύω με ανθρώπους σαν τον Ντολ. Δεν είμαι καθόλου επινοητική». Ο Όμπαν σηκώθηκε όρθιος, κατευθύνθηκε στο παράθυρο και ξαναγύρισε. «Η συγκεκριμένη υπόθεση είναι απλή», διευκρίνισε. «Πρόκειται για έναν συνηθισμένο φόνο. Ο δολοφόνος βρήκε μια γυναίκα σε ένα απόμερο σημείο, τη σκότωσε, το έσκασε. Και είναι ακόμα ελεύθερος. Λίγη τύχη θέλουμε μόνο. Μόνο λίγη και τον πιάσαμε». «Γιατί τηλεφωνήσατε στη Ρόζα;» ρώτησα διστακτικά. «Γιατί δεν πήρατε κατευθείαν εμένα;»

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

91 _

«Γιατί ήθελε να ζητήσει τη γνώμη μου», επενέβη η Ρόζα. «Για το κατά πόσον είμαι τρελή;» ρώτησα. Η Ρόζα δεν μπόρεσε να μη μορφάσει. «Αυτό προτιμώ να μην το σχολιάσω», δήλωσε. «Ήθελε να μάθει αν είναι σωστό να σου ζητήσει κάτι τέτοιο». «Κι εσύ τι του είπες;» «Ότι πρέπει να ρωτήσει εσένα». «Να με ρωτήσει αν είναι σωστό να μου το ζητήσει;» Ανασήκωσε τους ώμους. «Εσείς τι λέτε λοιπόν;» με ρώτησε ο Όμπαν. «Θα το σκεφτώ», απάντησα ήρεμα. «Ωραία», συνόψισε ο Όμπαν. «Σας θέλω στην ομάδα. Τους όρους θα τους θέσετε εσείς. Έχετε το ελεύθερο. Θα σας δώσω οτιδήποτε χρειαστείτε». Η πόρτα άνοιξε απότομα και φάνηκε η Τζούλι. Κρατούσε έναν δίσκο. Πού στον διάολο τον βρήκε; Πάνω του υπήρχαν τρία πιάτα. «Για να σας προλάβω», είπε, «δεν έφτιαξα τίποτα σπουδαίο. Ένα απλό σνακ μόνο. Κάτι θέλετε να τσιμπήσετε, έτσι δεν είναι, κύριε ντετέκτιβ;» «Βεβαίως», είπε ο Όμπαν, κοιτώντας λαίμαργα τον δίσκο. «Τι είναι;» «Απλά πραγματάκια. Λίγο ζαμπόν με σύκα, μια σαλάτα με αγκινάρες και μια ομελέτα με κολοκυθάκια. Θα σας φέρω και πιάτα». Ξανάρθε, όχι μόνο με πιάτα και πιρούνια, αλλά και με ποτήρια, καθώς και με ένα ανοιχτό μπουκάλι κόκκινο κρασί. Ένα πολύ ακριβό κρασί του Άλμπι, που είχε ξεχάσει να το πάρει, αλλά σίγουρα κάποια στιγμή στο μέλλον θα το θυμόταν. Τελικά η Τζούλι ήταν χρήσιμη σε κάτι. Μας γέμισε μέχρι πάνω τα ποτήρια. Ο Όμπαν και η Ρόζα έφαγαν και από τα τρία πιάτα. «Είναι όλα πολύ νόστιμα, Τζούλι», χαλάρωσε επιτέλους η Ρόζα.

92

NICCI FRENCH _

«Πεντανόστιμα», πρόσθεσε ο Όμπαν. «Μια χαρά τα έχετε τακτοποιήσει όλα, οφείλω να πω. Πόσο καιρό εσείς και η Κιτ, θέλω να πω, ε…» «Α, κάνα-δυο εβδομάδες μόνο», αποκρίθηκε πρόσχαρα η Τζούλι. Άδειασα το ποτήρι μεμιάς.

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

93 _

9 Την επόμενη μέρα, όταν πήγα στο Στρέτον Γκριν για τη σύσκεψη, ο Όμπαν με αγκάλιασε κι εγώ ένιωσα η χαϊδεμένη ανιψούλα του και όχι η επαγγελματίας σύμβουλός του. Αμέσως μετά βγήκαμε από το γραφείο του για να μου συστήσει την καινούρια ομάδα που ερευνούσε τη δολοφονία στο κανάλι. «Σ’ ευχαριστώ για τη χθεσινή βραδιά», ψιθύρισε. «Πεντανόστιμο φαγητό. Για πες μου». Κοίταξε τριγύρω με ύφος απορημένο. «Πότε γνωριστήκατε εσύ και, εμ, η Τζούλι;» «Δεν ξέρω. Πριν από χρόνια. Ήταν φίλη φίλων μου. Δεν είμαι…» «Ωραία», είπε. «Οι δυο σας είστε καλό, εεεμ…» «Για μια στιγμή», αντέδρασα απότομα. «Πρέπει νομίζω», αλλά σώπασα, γιατί τώρα ο Όμπαν με οδηγούσε ανάμεσα στα γραφεία που έμοιαζαν σαν να τα είχε μόλις πρόσφατα επισκεφτεί διαρρήκτης: φωριαμοί με ορθάνοιχτα συρτάρια, φάκελοι διάσπαρτοι στα τραπέζια, κούτες γεμάτες βρόμικες κούπες. «Μετακομίζουμε», εξήγησε ο Όμπαν, κλοτσώντας ένα σελοτέιπ από το διάβα του. «Το φαντάστηκα».

94

NICCI FRENCH _

«Σκέτο χάος. Έχεις κάνει ποτέ μετακόμιση;» «Ναι. Φρίκη». Κοίταξα τριγύρω αναζητώντας τον Φερθ, αλλά, προς μεγάλη μου ανακούφιση, δεν τον είδα. Και τότε τα έβαλα με τον εαυτό μου. Γιατί να νιώθω άσχημα; Δεν ζήτησα εγώ να ανακατευτώ σε όλα αυτά. Σταθήκαμε στην άκρη του γραφείου, σε μια γωνιά. Ο Όμπαν έκανε νόημα σε κάποιους που ήταν σκυμμένοι πάνω από τα γραφεία τους και εκείνοι έκλεισαν αμέσως τα τηλέφωνα, άφησαν κάτω τους φακέλους και, άντρες γυναίκες, οι ντετέκτιβ μαζεύτηκαν γύρω μας. Ο Όμπαν ξερόβηξε προτού αρχίσει να μιλάει. «Από εδώ η δόκτωρ Κουίν. Εργάζεται στην κλινική Γουέλμπεκ και στο νοσοκομείο Μάρκετ Χιλ για τους παράφρονες εγκληματίες». Στράφηκε σε μένα. «Δεν θα σου τους συστήσω όλους προς το παρόν. Ούτως ή άλλως, όλο και κάπου θα συναντηθείτε». «Γεια σας», είπα προσπαθώντας να χαμογελάσω σε όλους. Και τότε, μπήκε μέσα ο Φερθ. Στάθηκε δίπλα στην πόρτα και σταύρωσε τα χέρια στο στήθος. «Αιτία που αφήσαμε τον Μάικλ Ντολ ελεύθερο», συνέχισε ο Όμπαν, «ήταν η δόκτωρ Κουίν». Η δήλωσή του δεν είχε καθόλου θερμή υποδοχή. Ακούστηκε ένα μουρμουρητό, μια αναστάτωση. «Κι όποιος έχει πρόβλημα με αυτό, ας έρθει να μου το πει. Εάν η υπόθεση έφτανε στο δικαστήριο, ο δικαστής θα μας την πετούσε στη μούρη. Δεν σκοπεύω να επαναλάβω όσα είπα προσωπικά στον Γκάι, αλλά ας κάνουμε τη δουλειά μας με τον πατροπαράδοτο τρόπο, εντάξει; Εντωμεταξύ, θέλω να βοηθήσετε τη δόκτορα Κουίν σε οτιδήποτε χρειαστεί». Ακούστηκαν κι άλλα μουρμουρητά. Προφανώς δεν ήταν όλοι ενθουσιασμένοι που θα με είχαν στα πόδια τους. «Μήπως θέλεις να προσθέσεις κάτι, Κιτ;» Σάστισα. Δεν ήμουν προετοιμασμένη για κάτι τέτοιο.

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

95 _

Κοίταξα τα βλοσυρά πρόσωπα που έστεκαν απέναντί μου. «Λοιπόν», άρχισα. Πάντα απεχθανόμουν να ξεκινώ μια φράση δίχως να ξέρω πού θα καταλήξει. «Θέλω μονάχα να πω ότι δεν βρίσκομαι εδώ για να σας υποδείξω πώς θα κάνετε τη δουλειά σας. Το καλύτερο που μπορώ να κάνω –ίσως– είναι να σας καθοδηγήσω προς μια κατεύθυνση, αντί μιας άλλης, θέτοντάς σας προτάσεις». «Ο Ντολ είναι ο ένοχος», φώναξε κάποιος. Δεν είδα ποιος. «Είναι;» ρώτησα, ελπίζοντας να τον αποστομώσω. «Ναι». Τότε τον είδα, ένας άντρας στο βάθος, με κοντομάνικη μπλούζα, ψηλός, με κορμοστασιά παίκτη του ράγκμπι. Παρενέβη ο Όμπαν. «Τότε φρόντισε να βρεις αδιάσειστα αποδεικτικά στοιχεία, Γκιλ», είπε. «Κι αν κάνεις λάθος; Κι αν το έκανε ο Ντολ;» «Εγώ δεν ισχυρίστηκα ποτέ ότι ο Ντολ είναι αθώος. Είπα απλά ότι δεν υπάρχουν στοιχεία. Θέλω μονάχα να δω τι έχετε στα χέρια σας και να τον κρίνω αντικειμενικά». Κάποιος σχολίασε κάτι που δεν κατάλαβα και κάποιος άλλος κάγχασε. «Αρκετά», τους έκοψε ο Όμπαν. «Η σύσκεψη έληξε. Με συγχωρείς, Κιτ», απολογήθηκε, κοιτώντας περιφρονητικά τους ντετέκτιβ. «Θα σου έλεγα ότι δεν είναι κακά παιδιά, μόνο που δεν θα έλεγα αλήθεια. Είμαι όμως σίγουρος ότι μπορείς να υπερασπιστείς μόνη σου τον εαυτό σου. Θα σε αφήσω με τον Γκάι τώρα. Εντάξει;» «Ναι». Όχι. Ο Όμπαν έφυγε και όλοι απομακρύνθηκαν σιγά σιγά, σαν να μην είχαν τι να κάνουν. Κοίταξα τον Φερθ. «Μήπως θέλεις λίγο τσάι;» με ρώτησε ευγενικά. «Όχι ακόμα, ευχαριστώ». «Έχεις καμιά ιδέα λοιπόν;» «Όχι», απάντησα με απόλυτη ειλικρίνεια. «Δεν έχω.

96

NICCI FRENCH _

Ωστόσο, σε αυτή τη φάση, οι ιδέες αποτελούν εμπόδιο. Θέλω να δω το υλικό, με το μυαλό μου άδειο». Ο Φερθ χαμογέλασε διφορούμενα. «Δεν καταλαβαίνω γιατί προσλαμβάνουμε άδεια μυαλά, αφού έχουμε τον Γκιλ. Βέβαια, όπως σου έχω ήδη πει, η υπόθεση είναι απλή». «Είναι;» «Μια άστεγη βρέθηκε νεκρή σε ένα κανάλι». «Και είναι απλό αυτό;» Ο Φερθ ανασήκωσε τους ώμους και κοίταξε τριγύρω, σαν να φοβόταν μην τυχόν τον άκουσε κανείς να λέει το προφανές σε μια ψηλομύτα ψυχίατρο. «Οι ανώμαλοι διαλέγουν πόρνες και άστεγες, επειδή είναι εύκολοι στόχοι. Και τις προσεγγίζουν στα κανάλια, επειδή είναι έρημα. Δεν υπάρχει κόσμος τριγύρω». «Ναι, όλα αυτά τα ξέρω». «Διαφωνείς;» «Να προτείνω κάτι;» Ο Φερθ έσφιξε τα χείλη. Ήθελε, νομίζω, να μου πει να ξεκουμπιστώ από το αστυνομικό τμήμα και να μην ξαναγυρίσω πίσω, αλλά δεν μπορούσε. «Γι’ αυτό σε πληρώνουμε», σάρκασε. «Κάποιες φορές παραείναι εύκολο να κρεμάσεις μια ταμπελίτσα σε κάποιον. Ίσως βοηθηθούμε αν δεν σκεφτόμαστε τη Λιάν ως άστεγη. Γιατί έτσι δεν μπορούμε να τη δούμε ως άτομο». «Μα ήταν άστεγη». «Το ξέρω», είπα. «Αλλά μπορεί να ήταν και πολλά άλλα». «Δηλαδή πόρνη, ας πούμε;» Πήγε να γελάσει, αλλά συγκρατήθηκε μόλις είδε την έκφρασή μου. Έξαφνα τον φαντάστηκα μικρό παιδί, να τον καταδυναστεύουν τα άλλα αγόρια, ώσπου τελικά έμαθε να το παίζει σκληρός. «Όχι, δεν εννοώ αυτό. Ήταν μια νέα γυναίκα. Είχε μια ιστορία, ένα παρελθόν, μια οικογένεια, ένα όνομα».

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

97 _

«Που όλα αυτά δεν τα ξέρουμε». «Πόσων χρόνων ήταν περίπου;» «Δεκάξι, δεκαεπτά∙ μπορεί μικρότερη, μπορεί και μεγαλύτερη». «Και πώς ξέρουμε ότι την έλεγαν Λιάν;» «Δεν το ξέρουμε. Ξέρουμε ότι έτσι αποκαλούσε η ίδια τον εαυτό της. Την αναγνώρισε κάποιος Πάβιτς που έχει έναν ξενώνα για άστεγους νέους». «Ίσως όμως να είναι ζήτημα χρόνου να μάθεις ποια πραγματικά ήταν η Λιάν και από πού προερχόταν». «Γιατί το λες αυτό;» ρώτησε, χαμογελώντας ανεπαίσθητα. «Όλοι βρίσκονται σε κάποια λίστα, σε κάποιον υπολογιστή, σε κάποιο μητρώο, έτσι δεν είναι;» «Ξέρεις πόσοι νέοι το σκάνε από τα σπίτια τους;» «Πολλοί, το ξέρω». «Δεκάδες χιλιάδες». «Το ξέρω», ξανάπα. «Νέοι που ξέρουμε ότι αγνοούνται, αλλά δεν μπορούμε να τους βρούμε. Νέοι που κάποιος, κάπου, θέλει να τους βρούμε. Και τι γίνονται οι υπόλοιποι, σαν τη Λιάν, που όλοι τούς έχουν χεσμένους, που απλά το έσκασαν μια μέρα κι έριξαν μαύρη πέτρα πίσω τους; Πώς τους βρίσκουμε, αφού κανείς δεν δήλωσε την εξαφάνισή τους; Είναι περίπου σαν τις γαμημένες τις αίθουσες απολεσθέντων στα αεροδρόμια. Τις έχεις δει ποτέ; Εγώ ναι, στο Κάιρο: μια πελώρια αποθήκη με βαλίτσες που οι περισσότερες ούτε καν φαίνονται, γεμάτες σκόνη, φαγωμένες από τους ποντικούς. Δυσκολεύεσαι να βρεις τη βαλίτσα σου, ακόμη κι αν έχει καρτελάκι, αν όμως δεν έχει, ξέχνα την καλύτερα». «Η Λιάν δεν είναι βαλίτσα». Κάρφωσε το βλέμμα του επάνω μου. «Δεν είπα ότι είναι βαλίτσα», σαν να συνήλθε. «Είπα ότι είναι σαν βαλίτσα».

98

NICCI FRENCH _

«Εννοώ ότι πρέπει να τη βλέπουμε ως κορίτσι κι όχι ως χαμένο αντικείμενο. Όχι ως μια άστεγη». «Και το κανάλι; Αυτό τουλάχιστον επιτρέπεται να το λέμε κανάλι ή μήπως είναι κανένα δροσερό ποτάμι;» «Βασικά, θέλω να πω ότι βοηθάει να κοιτάμε τα πράγματα με μια φρέσκια ματιά. Βέβαια, αυτό μάλλον αφορά κυρίως εμένα και όχι εσένα». «Ωραία», είπε σιγανά. «Θα περιμένουμε λοιπόν, με ανυπομονησία, τη συμβολή σου στην υπόθεση. Από μένα τι άλλο θέλεις;» «Δεν σου είπε ο Όμπαν;» Έβαλα όλη μου τη δύναμη για να ακουστώ αποφασιστική, για να φανεί ότι ξέρω πολύ καλά τι κάνω. «Θέλω ένα ήσυχο δωμάτιο και μετά θέλω να ερευνήσω όλο το σχετικό υλικό». «Τίποτα άλλο;» ρώτησε με παγερή ευγένεια. «Θα ήθελα πολύ ένα τσάι, παρακαλώ. Με μια σταγόνα γάλα. Χωρίς ζάχαρη». Ο Φερθ με οδήγησε σε ένα μικρό δωματιάκι χωρίς παράθυρα, που μύριζε σαν αποθήκη για ουσίες τοξικές και παράνομες. Είχε μόνο ένα γραφείο και μια πλαστική καρέκλα. Μέσα σε δυο λεπτά προσήλθαν δύο γυναίκες αστυνομικοί με έναν σωρό φακέλους. Απογοητευτική κατάσταση. Δεν γνώριζαν σχεδόν τίποτα για τη ζωή της Λιάν και δεν είχαν καν συγκεντρώσει αρκετές πληροφορίες για τον θάνατό της. Άρχισα να μελετώ. Έμεινα εκεί μία ώρα και τρία τέταρτα. Κοίταξα τις αναφορές για τα τραύματά της, διάβασα μερικές καταθέσεις, είδα τις φωτογραφίες του ωχρού κορμιού της στον τόπο του εγκλήματος, μπρούμυτα στο άγριο χορτάρι πίσω από κάτι θάμνους, πλάι στο κανάλι∙ και τελικά αναρωτήθηκα μέσα μου: αυτό είναι όλο;

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

99 _

10 Στο ραδιόφωνο μας ενημέρωναν ότι διανύαμε το πιο υγρό καλοκαίρι από το 1736. Πάρκαρα μέσα στα νερά και περίμενα λιγάκι, ενώ η βροχή σάρωνε το παρμπρίζ μου και βροντοχτυπούσε στο καπό. Έκλεισα τα μάτια και η νεροποντή αντηχούσε στο μυαλό μου σαν μουγκρητό. Δεν ήμουν συνηθισμένη να βλέπω πτώματα. Με περίμενε η ιατροδικαστής. Η Αλεξάνδρα Χάρις. Είχαμε ξανασυναντηθεί. Δεν θύμιζε καθόλου ιατροδικαστή∙ βέβαια ένας Θεός ξέρει πώς υποτίθεται ότι πρέπει να είναι οι ιατροδικαστές. Έμοιαζε περισσότερο με γερασμένη δευτεροκλασάτη ηθοποιό της δεκαετίας του τριάντα, πληθωρική μέσα στο λευκό παλτό της, με τις μαύρες μπούκλες των μαλλιών της να πέφτουν στο ανοιχτόχρωμο οβάλ πρόσωπό της και με μια ονειροπόλα νωθρή αύρα να την τυλίγει. Μπορεί όμως να ήταν απλά κουρασμένη. Είχε μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια της. «Αλεξάνδρα», της είπα και σφίξαμε τα χέρια. «Σ’ ευχαριστώ για τον χρόνο σου». «Κανένα πρόβλημα. Δουλειά μου είναι. Ο Γκάι μου είπε ότι έχεις ήδη δει τους φακέλους».

100

NICCI FRENCH _

«Ναι. Όμως την αυτοψία δεν την έκανες εσύ, έτσι δεν είναι;» «Ναι, την έκανε η μεγαλειότητά του. Δηλαδή ο Μπράιαν Μπάροου. Ο σερ Μπράιαν. Σήμερα είναι απασχολημένος. Τι ακριβώς ψάχνεις, λοιπόν;» «Θέλω απλά να δω τι εντύπωση θα σχηματίσω», αποκρίθηκα αόριστα. «Δηλαδή;» Με κοίταξε απορημένη, σαν να αντιλήφθηκε απότομα ότι αυτό που κάναμε ήταν κάθε άλλο παρά καλή ιδέα. «Θέλω να αποκτήσω μια αίσθηση», πρόσθεσα σαστισμένα. «Για τη Λιάν». «Έχεις ξαναδεί πτώμα; Μην περιμένεις και πολλά». «Αν έχω ξαναδεί πτώμα;» ρώτησα. «Ιατρική σπούδασα. Είχα ένα πτώμα όλο δικό μου για έξι μήνες». «Με συγχωρείς. Να πηγαίνουμε δηλαδή;» «Καλό θα ήταν». Τα δάχτυλά μου τυλίχτηκαν στο χερούλι του χαρτοφύλακά μου. Ήθελα να δω τη Λιάν. Ήθελα να τη δω στ’ αλήθεια, όχι απλά να ξεφυλλίζω αποτρόπαιες έγχρωμες φωτογραφίες, αναζητώντας στοιχεία. Η ζωή της ήταν σύντομη, μοναχική∙ και τώρα που πέθανε δεν έλειπε σε κανέναν. Ήθελα να την αγγίξω, να σταθώ δίπλα στη σορό της για λίγο. Δεν περίμενα ότι αυτό θα το καταλάβαινε η Αλεξάνδρα, ούτε ήξερα αν κι εγώ η ίδια το κατανοούσα πλήρως. «Μήπως πρέπει να αλλάξω ρούχα;» ρώτησα. «Γιατί, θέλεις να βάλεις καμιά τουαλέτα;» προσπάθησε να διευκολύνει την κατάσταση η Αλεξάνδρα. «Μπα, εμείς εδώ ντυνόμαστε πολύ απλά». «Συγγνώμη», έσπευσα να δικαιολογηθώ. «Όλα αυτά είναι τελείως καινούρια για μένα. Δεν έχω μάθει ακόμα να τα παίρνω στ’ αστεία». «Μήπως θέλεις να σου μιλάω όπως οι νεκροθάφτες;»

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

101 _

«Θέλω να δω τη Λιάν», τόνισα ευγενικά. Το χαμόγελο της Αλεξάνδρας έσβησε. Έπαψε να είναι πολύ φιλική. Την ακολούθησα περνώντας από δυο πόρτες, ακούγοντας τον ήχο των τακουνιών μου στον μουσαμά. Είχαμε πια διαβεί σε έναν άλλον κόσμο, παγερό, σιωπηλό και στείρο. Στον κάτω κόσμο, είπα μέσα μου. Ανατρίχιασα. Άκουγα την καρδιά μου να σφυροκοπά∙ τι παράξενο, τόσα σώματα, μα χτυπούσαν μονάχα δύο καρδιές!

Κατάλαβα αμέσως τι εννοούσε η Αλεξάνδρα. Κάθε σημάδι που θα μαρτυρούσε ότι η Λιάν έζησε σε αυτόν τον ζοφερό, πολύβουο κόσμο, είχε απαλειφθεί ολότελα από το κορμί της. Ήταν πολύ, πάρα πολύ καθαρή. Όχι όπως όταν πλένει κανείς τα χέρια του, αλλά όπως όταν τρίβει επί ώρα έναν νιπτήρα και τα χέρια του ρυτιδώνουν και μουλιάζουν. Κοιτώντας το κεφάλι της, το μοναδικό ίχνος ζωής που είδα ήταν μια μικρούτσικη οπή στον λοβό του αφτιού της. Ύπουλη η δουλειά του σερ Μπράιαν Μπάροου. Είχε κάνει μια τομή στον λαιμό της, ελαφρώς πάνω από το τραύμα της. Η τομή του είχε τώρα ραφτεί. Η πληγή από το μαχαίρι παρέμενε, αλλά είχε καθαριστεί από το αίμα, έμοιαζε σαν πλαστικοποιημένη. Είχα παρακολουθήσει στο παρελθόν χειρουργικές επεμβάσεις και θυμόμουν ακόμα τη βαριά μυρωδιά από σάρκα και αίμα. Μα ήταν αλλιώτικα τώρα. Μου έκαιγε τα ρουθούνια μια δυνατή οσμή φαρμάκου. Η Λιάν είχε πρόσωπο στρογγυλό. Η μύτη της διάσπαρτη από φακίδες. Το στόμα της μικρό και άχρωμο. Ακούμπησα το δάχτυλό μου στο μάγουλό της κι ένιωσα την πετρωμένη σάρκα της. Ο θάνατος στα ακροδάχτυλά μου, τόσο παγερός και σκληρός, που μου κόπηκε η ανάσα. Τα μαλλιά της είχαν χάλκινο χρώμα, μακριά, πυκνά, με μια άτακτη χωρίστρα στη μέση. Καθώς έγειρα εμπρός, είδα τις άκρες τους. Μετά θάνατον τα μαλλιά συνεχίζουν να

102

NICCI FRENCH _

μακραίνουν, όλοι το ξέρουν. Τα μαλλιά και τα νύχια∙ αλλά όταν σήκωσα προσεκτικά τη μια μεριά του σεντονιού για να δω το χέρι της, τα νύχια της Λιάν ήταν εντελώς φαγωμένα. Είχε μικροσκοπικά αφράτα χέρια. Και για κάποιον λόγο, τα χέρια της ήταν που με συγκίνησαν περισσότερο. Έμοιαζαν ακόμα απαλά, σαν έτοιμα να κουνηθούν, να αγγίξουν. Ακούμπησα την παλάμη της κι ήταν κι αυτή πετρωμένη. Πήρα βαθιά ανάσα, τράβηξα το σεντόνι κι έμειναν σκεπασμένα μόνο τα πόδια της. Αποτύπωσα στον νου μου ολόκληρο το σώμα της, σαν να τρύπωσε η εικόνα της στο κρανίο μου και να καρφώθηκε εκεί. Η μεγάλη τομή του σερ Μπράιαν ξεκινούσε από τον λαιμό της μέχρι την κοκκινωπή ήβη της. Δεν ήταν ολόισια. Γύρω από τον αφαλό της είχε ένα κοψιματάκι, σαν δρομάκι που κυκλώνει ένα αρχαίο μνημείο. Το τραύμα ήταν προσεκτικά ραμμένο, σάμπως να φτιάχτηκε για επίδειξη σε μάθημα οικοκυρικών. Έπρεπε να επικεντρωθώ στα υπόλοιπα τραύματα. Ο λαιμός της είχε προσεκτικά και αποτελεσματικά κοπεί, απ’ άκρη σε άκρη, όμως υπήρχαν και μικρά σημάδια από μαχαιριές στο στομάχι, στους ώμους και στους μηρούς. Δεκαεπτά στο σύνολο∙ την πρώτη φορά έχασα το μέτρημα κι άρχισα απ’ την αρχή. Τα στητά μικρά στήθη της ήταν ανέγγιχτα, το ίδιο και η περιοχή των γεννητικών οργάνων. Ήξερα από την ιατροδικαστική έκθεση ότι δεν έφερε τραύματα ούτε στον κόλπο ούτε στο περίνεο. Πλησίασα κι άλλο τη Λιάν. Προσπαθούσα μέσα μου να την αποκαλώ Λιάν. Τα πόδια της ήταν αξύριστα. Τα χέρια της, απαλά. Στον αριστερό καρπό της είχε μια-δυο μεγάλες γρατζουνιές, μάλλον καθώς πλάγιαζε να κοιμηθεί πλάι στις βατομουριές στο κανάλι. Μια ουλή, στο αριστερό της γόνατο. Από κάποιο πέσιμο, όταν ήταν μικρή ίσως. Τη φαντάστηκα παιδί με κοτσιδάκια ακόμα, να της λείπουν

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

103 _

δόντια, να τρέχει πέρα-δώθε σε έναν κήπο το καλοκαίρι μια ανέφελη μέρα, να ονειρεύεται μια ευτυχισμένη ζωή. Αυτό ακριβώς είναι τόσο συγκινητικό στα παιδιά: η σιγουριά τους ότι θα ζήσουν μια σπουδαία ζωή. Ρωτήστε ένα εξάχρονο τι θέλει να γίνει όταν μεγαλώσει και θα σας αραδιάσει: πιλότος, πρωθυπουργός, μπαλαρίνα, ποπ σταρ, ποδοσφαιριστής, εκατομμυριούχος. Τι να ήθελε άραγε να γίνει η Λιάν, αναρωτήθηκα. Πάντως, όποια κι αν ήταν τα όνειρά της, χάθηκαν πια. Και να τη τώρα, εδώ∙ μόνο που πραγματικά δεν ήταν εδώ εκείνη, αλλά η αποχρωματισμένη άκαμπτη σορός της. Κι εγώ, μονάχα εγώ. Μόνο μια ανάσα, η δική μου. Πρώτη φορά βίωνα μια τέτοια αίσθηση απουσίας. Σήκωσα το σεντόνι από τα πόδια της και είδα ότι τα νύχια της ήταν βαμμένα κόκκινα, το βερνίκι φθαρμένο. Άγγιξα την ουλή στο γόνατό της. Ακούμπησα πάλι το χέρι της, με τα αξιοθρήνητα φαγωμένα νύχια. Έπιασα μια τούφα από τα χαλκόχρωμα μαλλιά της. Ακόμη και τα μαλλιά της τα ένιωθα νεκρά. Κάθε κύτταρο, κάθε μόριό της, μαρμαρωμένο. Αισθανόμουν το αίμα να πάλλεται στο κορμί μου, τον αέρα να εισβάλλει μέσα του, τις εικόνες τριγύρω να πλημμυρίζουν τα μάτια μου, τα μαλλιά μου να γαργαλάνε το ιδρωμένο μου δέρμα. Αρκετά. Τράβηξα το σεντόνι, φρόντισα να καλύψει εντελώς τη Λιάν, να μη φαίνεται ούτε μια τρίχα από τα μαλλιά της. Ήθελα κάτι να πω, οτιδήποτε, να σπάσω τη σιωπή, μα δεν βρήκα τίποτα κι έτσι απλά ξεροκατάπια δυνατά. Μπήκε μέσα η Αλεξάνδρα. Μάλλον θα με περίμενε ακριβώς απέξω. «Τελείωσες;» «Ναι». Η Λιάν ήταν ξαπλωμένη σε ένα συρτάρι και με λίγη προσπάθεια η Αλεξάνδρα το έκλεισε σαν μια γιγάντια αρχειοθήκη. «Φαντάζομαι ότι δεν βρήκες τίποτα που να

104

NICCI FRENCH _

μην υπήρχε ήδη στην αναφορά;» ρώτησε ελαφρώς επιθετικά. «Ήθελα μόνο να δω τα τραύματα». Πήρα τον χαρτοφύλακα και το αδιάβροχό μου, πέρασα το κατώφλι και βρέθηκα μέσα στη βροχή. Σήκωσα το πρόσωπο στον ουρανό κι άφησα τις ψιχάλες να κυλήσουν πάνω μου σαν δάκρυα.

Γύρισα στο γραφειάκι μου στο αστυνομικό τμήμα και ξεφύλλισα πάλι τον φάκελο της Λιάν, αν και πλέον τον είχα μάθει καλά. Κοίταξα πρώτα τα λιγοστά βιογραφικά στοιχεία: νεαρή γυναίκα γνωστή ως Λιάν, εκτιμώμενη ηλικία γύρω στα δεκαεπτά, πιθανόν εμφανίστηκε στην περιοχή του Κέρσι Τάουν πριν από επτά με οκτώ μήνες, διέμεινε για λίγο σε έναν ξενώνα νέων που τον διευθύνει κάποιος ονόματι Γουίλιαμ Πάβιτς, κατόπιν –σύμφωνα με έναν-δυο άστεγους που κατάφερε να εντοπίσει η αστυνομία– κοιμόταν σε πάρκα και παγκάκια και σε κατώφλια καταστημάτων ή μερικές φορές στο πάτωμα κάποιας πιο τυχερής φίλης της που έμενε σε μοτέλ. Κι αυτό ήταν όλο∙ τίποτα για τον χαρακτήρα της, τις φιλίες της, το σεξουαλικό ιστορικό της. Ούτε καν αν ήταν παρθένα ή όχι. Πήρα στα χέρια μου τον χάρτη όπου βρέθηκε το πτώμα της, σημειωμένο με ένα χι. Μετά κάλεσα τον Φερθ. «Θα ήθελα να δω το μέρος όπου βρέθηκε», του είπα. «Το απόγευμα ίσως, μόλις τελειώσω από την κλινική; Να πούμε στις πέντε;» «Θα πω στον Γκιλ να σε πάει», μου απάντησε. Τον ένιωσα να χαμογελάει σαρδόνια. «Εδώ τη σκότωσε ο Ντολ», μου είπε, ρίχνοντάς μου μια λοξή ματιά. Έκανε πίσω για να δω.

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

105 _

Το σώμα της Λιάν είχε βρεθεί σε μια απότομη όχθη, πίσω από τον κορμό ενός ξερού δέντρου, όπου φύτρωναν ιακώβαια, μυρώνια και τσουκνίδες. Από τα τσαλαπατημένα φυτά καταλάβαινες το σημείο όπου βρέθηκε πεσμένη μπρούμυτα. Με το πρόσωπο χωμένο στα καταπράσινα αγριόχορτα. Τα πόδια της, με τα λευκά παπούτσια και τις ζωηρές ριγέ κόκκινες κάλτσες ακουμπούσαν σε ένα σπασμένο μπουκάλι. Πλαστικές σακούλες κρέμονταν από τις μουριές και επέπλεαν στα βρόμικα νερά. Πακέτα τσιγάρα και γόπες υπήρχαν διάσπαρτα στο λασπωμένο μονοπάτι του καναλιού. Ένα μικροσκοπικό πλαστικό αλογάκι ήταν πεταμένο ακριβώς μπροστά από την κρυψώνα της Λιάν, προφανώς θα έπεσε από κάποιο παιδάκι. Ακριβώς πίσω του είδα μια ρόδα ποδηλάτου, σκουριασμένη και στραβή. «Και τη βρήκε ένας νεαρός;» «Ακριβώς. Κάποιος Ντάριλ… τάδε». «Πιρς». «Ναι, έκανε τζόκιγκ. Ο βλάκας. Διάβασες την κατάθεσή του; Ήταν ετοιμοθάνατη, πιθανότατα. Περνούσε από εκεί κοντά και την άκουσε να φωνάζει». «Όταν τη βρήκε όμως, ήταν νεκρή». «Μαλάκας∙ ο Ντάριλ, όχι εσύ. Χασομερούσε πέρα-δώθε επί δέκα λεπτά, προσπαθώντας να αποφασίσει τι θα κάνει. Είχε χεστεί από τον φόβο του, προφανώς. Και όταν τελικά ήρθε στα συγκαλά του και μας φώναξε και φτάσαμε κι εμείς εκεί, ήταν πια αργά. Αν την πλησίαζε εγκαίρως, μπορεί να του έλεγε ποιος το έκανε. Και θα γλιτώναμε την έρευνα». «Και δεν θεωρήθηκε ύποπτος;» «Φυσικά. Όμως δεν είχε αγγίξει το πτώμα. Η Λιάν ήταν μέσα στα αίματα. Κι ο φονιάς θα ήταν σίγουρα κι αυτός γεμάτος αίματα. Τον ελέγξαμε τον Ντάριλ, για ίνες κ.λπ. Τζίφος».

106

NICCI FRENCH _

«Κι ήταν και μια γυναίκα, η Μαίρη Γκουλντ», είπα σαν να μονολογούσα. «Ναι, η καημένη είχε πάει να ταΐσει τις πάπιες. Ήρθε από την άλλη μεριά των θάμνων, από το ίσιωμα. Είδε το πτώμα και έκανε μεταβολή. Μας τηλεφώνησε την επόμενη μέρα. Σιγά να μην της δίναμε και παράσημο». Γύρισα πίσω στο σημείο όπου βρέθηκε η Λιάν και το περιεργάστηκα ξανά. «Κι ύστερα εμφανίστηκε ο Ντολ, δυο μέρες μετά και μας είπε ότι στήνει καρτέρι στην περιοχή», συνέχισε ο Γκιλ. «Δεν μας το είπε έτσι ακριβώς, φυσικά». Συνοφρυώθηκα κι εκείνος μου χαμογέλασε υπεροπτικά κι άφησε να του ξεφύγει κάτι σαν σφύριγμα. Προσπάθησα να φανταστώ τη σκηνή. Όταν βρέθηκε είχε μια πολύ κοντή κόκκινη λίκρα φούστα, σηκωμένη πάνω από τους γλουτούς. Το εσώρουχό της ήταν στη θέση του. Φορούσε μοβ βαμβακερή μπλούζα, χωρίς σουτιέν. Ο δολοφόνος, συνεπώς, δεν έβγαλε τα ρούχα της. Οι μαχαιριές έγιναν πάνω από την μπλούζα. Στον αριστερό της καρπό ήταν περασμένο ένα από αυτά τα ψηφιακά ρολόγια που χαρίζουν δωρεάν στα βενζινάδικα και στον λαιμό ένα κακόγουστο επίχρυσο μενταγιόν σε σχήμα μισής καρδιάς. Με ροζ γράμματα έλεγε: «Καλύτερη…» Άραγε, κάπου, κάποια κοπέλα φορούσε το άλλο μισό, που έγραφε: «…Φίλη»; Τηλεφώνησα στην Πόπι, την πιο στενή μου φίλη. Ήθελα να ακούσω μια οικεία φωνή. «Κιτ! Τι κάνεις, πώς ήταν η πρώτη σου εβδομάδα;» Στο βάθος άκουγα παιδικές τσιρίδες και φωνές. Η Πόπι κάτι ανακάτευε, μια κουτάλα κουδούνιζε. Πέρασε μόνο μία εβδομάδα, είπα μέσα μου. Λίγες μόνο μέρες. «Παράξενη», της απάντησα. «Πολύ παράξενη». «Σε είχα πάρει κι εγώ τηλέφωνο. Απάντησε μια

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

107 _

άγνωστη». «Η Τζούλι. Δεν την είχες γνωρίσει παλιά; Μπορεί να μη σε γνώριζα ακόμα τότε. Έλειπε καιρό». «Σου έδωσε το μήνυμά μου;» Όχι. «Ποια είναι; Περίμενε λίγο. Μέγκαν! Έιμι! Ελάτε να πιείτε ζεστό γαλατάκι με μέλι! Συγγνώμη. Αυτή η Τζούλι…» «Έλειπε, ταξίδευε σε όλο τον κόσμο. Τώρα μένει μαζί μου. Για λίγο». «Α! Δεν σε πειράζει;» «Προς το παρόν όχι, όχι ιδιαίτερα». «Είσαι εντάξει, πάντως; Ωχ, Χριστέ μου, καθαρίστε τα τώρα. Τώρα! Πάρτε ένα πανί, ένα κάτι, στάζουν παντού». «Πρέπει να κλείσεις;» «Νομίζω ναι. Θα σε ξαναπάρω».

Την προηγούμενη μέρα είχα αγοράσει τρόφιμα, μεταξύ άλλων και μια συσκευασία φρέσκα ζυμαρικά, ένα βαζάκι κόκκινες πιπεριές, σάλτσα τσίλι και δυο σακουλάκια από αυτές τις έτοιμες σαλάτες που δεν χρειάζονται πλύσιμο. Μα εξαφανίστηκαν όλα. Όπως και το κέικ λεμονιού με πιπερόριζα. Δεν υπήρχε σχεδόν τίποτα στο ψυγείο, εκτός από δυο μπουκάλια γάλα, λίγο τυρί και –δεν πίστευα στα μάτια μου και χρειάστηκε να την αγγίξω για να βεβαιωθώ– μια ολοκαίνουρια μαύρη κιλότα, με το καρτελάκι τής τιμής ακόμα ανέγγιχτο. Χτύπησα την πόρτα της Τζούλι. Καμία απάντηση. Την άνοιξα. Ρούχα πεταμένα παντού, δικά μου και δικά της. Κρέμες και κραγιόν ξεχείλιζαν το κομοδίνο, όπου είχε στήσει κι έναν καθρέφτη που πήρε από το μπάνιο. Οι παντόφλες μου, δίπλα στο ξέστρωτο κρεβάτι της. Δεν είχα όρεξη να ξαναπάω για ψώνια –παραήμουν κουρασμένη– κι έτσι άλειψα ψωμί με μαρμελάδα κι έφτιαξα μια κούπα κακάο. Πήρα πίσω τις παντόφλες μου και φόρεσα τη ρόμπα μου. Μετά, έβγαλα το μπλοκάκι μου.

108

NICCI FRENCH _

Κάθισα στο τραπέζι, πίνοντας μικρές γουλιές από την αφράτη ζεστή σοκολάτα και προσπάθησα να ζωγραφίσω τη Λιάν∙ όχι το πρόσωπό της, μα τα μικρά παιδικά χέρια της με τα φαγωμένα νύχια. Είναι δύσκολο να ζωγραφίσεις χέρια, δυσκολότερο από τα πόδια και τα πρόσωπα. Είναι σχεδόν αδύνατον να πετύχεις τις αναλογίες. Τα δάχτυλα προεξέχουν σαν μπανάνες, ο αντίχειρας φαίνεται εξωπραγματικός. Δεν τα κατάφερνα και, έπειτα από αρκετές προσπάθειες, τα παράτησα. Με ενοχλούσε λιγάκι η σκέψη της μαύρης κιλότας στο ψυγείο μου, η βροχή που μαστίγωνε το παράθυρό μου και η βασανιστική αίσθηση ότι κάτι μου ξέφευγε.

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

109 _

11 Οι πολλές ασχολίες προκαλούν τη δική τους έκρηξη αδρεναλίνης. Το πρωί εκείνο, αντί να βουλιάξω στη ζεστή μπανιέρα μέχρι να ακούσω την Τζούλι να φεύγει, έκανα ένα γρήγορο ντους και έλουσα στα πεταχτά τα μαλλιά μου. Δεν μπήκα στον κόπο να τα στεγνώσω, απλά τα σκούπισα βιαστικά με την πετσέτα και τα έπιασα πάνω. Ήπια τον καφέ μου, ενώ φορούσα το φόρεμα και τα σανδάλια μου. Ύστερα, αφού έβαλα τα κλειδιά του αυτοκινήτου κι ένα μήλο στην τσάντα μου, προσπέρασα την Τζούλι, που καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας με μια κούπα τσάι, νυσταγμένη σαν γάτα που λιάζεται. Πήγα κατευθείαν στην κλινική Γουέλμπεκ και πάρκαρα στη γνωστή μου θέση, κάτω από την ακακία. Είχε καταχνιά και υγρασία. Κανείς δεν είχε φτάσει ακόμα, εκτός από την καθαρίστρια που σάρωνε την είσοδο με μια ηλεκτρική σκούπα. Έκλεισα την πόρτα του γραφείου μου και άνοιξα τα παράθυρα που έβλεπαν σε ένα μικρό κομμάτι του πίσω κήπου. Δεν είχα κανένα έγγραφο στα εξερχόμενα, αλλά στα εισερχόμενα είδα μια μικρή στοίβα. Έπρεπε να εξετάσω ασθενείς, να ελέγξω υπομνήματα, να απαντήσω σε αλληλογραφία, να συμπληρώσω αιτήσεις, να διαβάσω

110

NICCI FRENCH _

μελέτες, να απορρίψω προσκλήσεις. Σύμφωνα με τον τηλεφωνητή μου, υπήρχαν είκοσι εννέα μηνύματα. Άνοιξα τον υπολογιστή μου και βρήκα καμιά δεκαριά μέιλ. Κάποτε είχα διαβάσει κάπου ότι ένα πολυάσχολο διοικητικό στέλεχος μπορεί να λαμβάνει μέχρι και διακόσια μέιλ την ημέρα. Τι αδικία! Γιατί να μην τα μοιράζονται με όλους εκείνους που κάθονται ολομόναχοι στα γραφεία τους και κανείς δεν τους στέλνει μηνύματα; Στις εννιά, η χαρτούρα είχε πια μειωθεί και είχα ήδη απορρίψει προσκλήσεις σε συνέδρια σε τέσσερις διαφορετικές χώρες, είχα χωρίσει τις δυνητικές συνεδρίες μου με ασθενείς σε τρεις κατηγορίες: σε αυτές που θα έκανα, σε αυτές που δεν θα έκανα και σε αυτές που δεν είχα ακόμα αποφασίσει αν θα κάνω. Είχα γεμίσει το ημερολόγιό μου με αρκετά τετραγωνάκια, καταμερίζοντας τον χρόνο μου. Το πάτωμα γύρω από την καρέκλα μου ξεχείλιζε από τσαλακωμένα χαρτιά. Άκουγα τους ήχους της κλινικής που ζωντάνευε: τηλέφωνα να κουδουνίζουν στα άλλα γραφεία, πόρτες να κλείνουν με βρόντο, κρότους να αντηχούν στους διαδρόμους. Κατέβηκα στο ισόγειο όπου ήταν η μηχανή του εσπρέσο και γύρισα στο γραφείο μου με την κούπα μου γεμάτη καφέ που μου πιτσίλιζε τα δάχτυλα. Και τότε έβγαλα τις σημειώσεις που είχα κρατήσει σχετικά με τη Λιάν. Τις κοιτούσα υπνωτιστικά, ώσπου τα γράμματα θόλωσαν, έγιναν ιερογλυφικά. Μονάχα ένα όνομα θα μπορούσε να φωτίσει κάπως την κατάσταση, εκείνο του άντρα που διεύθυνε τον ξενώνα όπου διέμενε καμιά φορά η Λιάν ή πήγαινε να κάνει ένα μπάνιο. Γουίλ Πάβιτς, έτσι τον έλεγαν. Ενστικτωδώς, σήκωσα το ακουστικό και σχημάτισα τον αριθμό του. «Ναι». Φωνή απότομη και βιαστική. «Μπορώ να μιλήσω με τον Γουίλ Πάβιτς, παρακαλώ;» «Ναι».

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

111 _

Παύση. «Με τον ίδιο μιλάω;» «Ναι». Με φωνή πιο εκνευρισμένη τώρα. «Καλημέρα. Λέγομαι δόκτωρ Κουίν και βοηθώ την αστυνομία…» «Λυπάμαι, δεν θέλω πάρε-δώσε με την αστυνομία. Με καταλαβαίνετε, φαντάζομαι». Και το τηλέφωνο έκλεισε. «Μπάσταρδε!» έβρισα μέσα από τα δόντια μου. Έβγαλα το μήλο από την τσάντα και το μασούλησα αργά αργά, μόνο το κοτσάνι άφησα. Μετά τηλεφώνησα σπίτι. «Μάλιστα!» Η Τζούλι ακουγόταν πολύ πιο ζωηρή από την τελευταία φορά που την είδα. «Εγώ είμαι, η Κιτ. Θέλω κάτι να σε ρωτήσω από το πρωί. Τι δουλειά έχει μια κιλότα στο ψυγείο μου;» «Ωχ!» Ξέσπασε σε γέλια. «Διάβασα, ξέρεις, σε κάποιο περιοδικό ότι είναι υπέροχη αίσθηση να φοράς μια παγωμένη κιλότα όταν έχει ζέστη. Αυτό είναι όλο». «Όμως τώρα δεν έχει και τόση ζέστη». «Γι’ αυτό την άφησα ακόμα εκεί. Περιμένω». Λύθηκε το μυστήριο, λοιπόν. Τηλεφώνησα πάλι στον Γουίλ Πάβιτς. «Ναι». Ίδια φωνή, ίδιος τόνος. «Κύριε Πάβιτς, είμαι η Κιτ Κουίν, και σας παρακαλώ ακούστε τι έχω να σας πω προτού κλείσετε πάλι το τηλέφωνο». «Κυρία Κουίν…» «Δόκτωρ». «Δόκτωρ Κουίν». Εκστόμισε τον τίτλο μου να ηχήσει σαν προσβολή. «Είμαι πολυάσχολος άνθρωπος». «Όπως σας είπα ήδη –ή μάλλον προσπάθησα να σας πω– βοηθώ την αστυνομία στην έρευνά της για τον θάνατο της Λιάν». Ακολούθησε παύση. «Της Λιάν που βρέθηκε στο κανάλι». «Ξέρω για ποια μιλάτε. Δεν καταλαβαίνω σε τι

112

NICCI FRENCH _

πιστεύετε ότι μπορώ να σας βοηθήσω». «Θέλω να μιλήσω με ανθρώπους που τη γνώριζαν. Που ήξεραν πώς είναι η ζωή της, τι παρέες έκανε, τι την απασχολούσε, αν ήταν άνθρωπος που…» «Αποκλείεται. Δεν πρόκειται να αφήσω όλους εσάς να σκοτίσετε τα νέα παιδιά που μένουν εδώ πέρα. Αρκετά προβλήματα έχουν». Πήρα βαθιά ανάσα. «Εσείς όμως, κύριε Πάβιτς;» «Τι εγώ;» «Εσείς δεν μπορείτε να μου μιλήσετε για κείνη;» «Δεν έχω τίποτα να πω. Ούτε που την ήξερα καλά καλά τη Λιάν». «Την ξέρατε αρκετά καλά ώστε να κάνετε την αναγνώριση». «Την ήξερα φυσιογνωμικά». Η φωνή του σκληρή. Φαντάστηκα έναν δυσάρεστο ψυχρό άντρα με μακρόστενο πρόσωπο όλο γωνίες και δύο διεισδυτικά μάτια. «Δεν νομίζω να νοιάζεστε για τέτοιου είδους κουβέντες, έτσι δεν είναι; Εσείς θέλετε να μάθετε πώς δούλευε το μυαλό της». Η φωνή του ξεχείλιζε από σαρκασμό. Ωστόσο, δεν σκόπευα να χάσω την ψυχραιμία μου. Όσο περισσότερο νευρίαζε τόσο πιο ήρεμη ένιωθα. «Δεν θα σας καθυστερήσω πολύ». Άκουσα ένα μολύβι να κοπανάει μανιωδώς μια επιφάνεια. «Πολύ καλά, τι θέλετε να μάθετε;» «Μπορώ να περάσω από εκεί για να τα πούμε από κοντά;» του πρότεινα, μιας και αποκλειόταν να το προτείνει εκείνος. «Σε λιγότερο από μία ώρα έχω μια συνάντηση και αμέσως μετά…» «Θα είμαι εκεί σε δεκαπέντε λεπτά», τον πρόλαβα. «Καλοσύνη σας, κύριε Πάβιτς, το εκτιμώ πολύ». Και ήρθε η σειρά μου να βροντήξω το τηλέφωνο. Άρπαξα την τσάντα και το σακάκι μου και βγήκα τρέχοντας από το

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

γραφείο, προτού προλάβει να μου τηλεφωνήσει ξανά.

113 _

Το κέντρο Τίντεϊλ για νέους ήταν ένα μεγάλο συνηθισμένο προπολεμικό κτίριο, με μεταλλικά παράθυρα, στριμωγμένο ανάμεσα σε μια κακοφτιαγμένη παμπ και σε ένα από τα ασχημότερα οικοδομικά τετράγωνα του Λονδίνου∙ βρόμικα γκρίζα τούβλα, μικρά απαίσια παράθυρα, μερικά μάλιστα με σπασμένα τζάμια. Μια ζωηρόχρωμη τοιχογραφία στόλιζε την άκρη ενός τοίχου, με λουλούδια και κληματαριές που σκαρφάλωναν μέχρι τη σκεπή. Μπορεί και να απεικόνιζε τον Τζακ και τη φασολιά. Ένα «άντε γαμήσου» ήταν γραμμένο κατά μήκος του σχεδίου, περίπου δυο μέτρα πάνω από το έδαφος. Στην απέναντι μεριά του δρόμου, υπήρχαν αρκετά παραπήγματα με πόρτες και παράθυρα σανιδωμένα και με αγριόχορτα να πνίγουν τις μπροστινές αυλές τους. Δύο έφηβοι με ξυρισμένα κεφάλια κλοτσούσαν μια ξεχαρβαλωμένη μπάλα του τένις στον δρόμο∙ μόλις όμως πλησίασα την πόρτα σταμάτησαν και με κοίταξαν καχύποπτα. «Παρακαλώ;» Δεν κατάλαβα αν η κοπέλα που μου άνοιξε έμενε εκεί ή δούλευε εκεί. Είχε μοβ μαλλιά, πολλά σκουλαρίκια στα φρύδια και στη μύτη, γλυκό χαμόγελο. Φορούσε χοντροκομμένες φουντωτές παντόφλες. Πίσω της ανοιγόταν ένα μεγάλο χολ, από όπου ξεκινούσαν αρκετοί διάδρομοι, ενώ από τις σκάλες άκουγα το επίμονο βουητό ραπ μουσικής και κάποιον να φωνάζει. «Είμαι η δόκτωρ Κουίν. Έχω ραντεβού με τον Γουίλ Πάβιτς». «Ραντεβού;» άκουσα να φωνάζει κάποιος από κάπου. «Άσ’ τη να μπει». Η γυναίκα έκανε στην άκρη. Το χολ είχε ένα απαλό κίτρινο χρώμα. Σε μια γωνιά είδα ένα ψιλόλιγνο φυτό σε

114

NICCI FRENCH _

μια γλάστρα, ένα τραπέζι γεμάτο φυλλάδια, έναν παλιό καναπέ κολλημένο σε έναν τοίχο κοντά στις σκάλες, όπου πάνω του κοιμόταν μια κοκκινότριχη γάτα. Αντιλήφθηκα αμέσως ότι ο χώρος είχε σχεδιαστεί προσεκτικά, έτσι ώστε να διώχνει τους φόβους όποιου περνάει το κατώφλι του. Ο Γουίλ Πάβιτς βρισκόταν σε ένα μικρό δωμάτιο απέναντι, με την πόρτα ανοιχτή. Καθόταν σε ένα γραφείο και με κοίταζε κατάματα, πάνω από το κομπιούτερ του. Πρέπει να ήταν γύρω στα σαράντα, με μαλλιά κομμένα σχεδόν στο ίδιο μήκος που είχαν τα μαύρα γένια του και πυκνά μαύρα φρύδια. Μέσα στη φωτεινότητα του γραφείου του, έμοιαζε μονόχρωμος, μαυρόγκριζος σαν σκαλισμένος σε γρανίτη. Με αγριοκοίταζε πίσω από το ακατάστατο φρούριο του γραφείου του. «Χαίρετε», είπα θαρρετά. Μου έσφιξε το χέρι δυνατά, αλλά βιαστικά. «Καθίστε», έγνεψε, δείχνοντας μια ξύλινη καρέκλα στη γωνία. «Βάλτε τα χαρτιά στο πάτωμα». Ξερόβηξα. Χαμογέλασα αμήχανα και ο Γουίλ δεν ανταπέδωσε το χαμόγελό μου. Ο τοίχος πίσω του ήταν γεμάτος κίτρινα ποστ-ιτ. Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι δεν είχα καν σκεφτεί τι θα τον ρωτούσα. «Συγγνώμη», του είπα. «Δεν πολυκαταλαβαίνω. Τι είναι εδώ, ορφανοτροφείο;» «Όχι», αποκρίθηκε. «Τότε τι; Ίδρυμα επανένταξης του δήμου;» «Οι δημοτικές αρχές δεν έχουν απολύτως καμία σχέση με μας. Ούτε το κράτος έχει καμία σχέση. Ούτε οι κοινωνικές υπηρεσίες». «Τότε ποιος το διευθύνει;» «Εγώ». «Ναι, αλλά σε ποιον λογοδοτείτε;» Ανασήκωσε τους ώμους.

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

115 _

«Και τι ακριβώς συμβαίνει εδώ;» ρώτησα. «Απλά πράγματα», άρχισε να μιλά. «Είναι ένα μέρος όπου άστεγοι νέοι άνθρωποι μπορούν να παραμείνουν για ένα μικρό χρονικό διάστημα. Τους προσφέρουμε λίγη βοήθεια, κάνουμε τα απαραίτητα και μετά τους στέλνουμε από κει που ’ρθαν». «Στείλατε και τη Λιάν από εκεί που ήρθε;» Στα λόγια μου το πρόσωπό του πέτρωσε. «Κοιτάξτε, ήρθα εδώ γιατί βρίσκομαι στο μηδέν», τον καθησύχασα. Δεν πήρα απάντηση, σαν να είχα μπροστά μου ένα κλειστό κομπιούτερ. «Θέλω να μάθω ό,τι γίνεται για τη Λιάν∙ όχι για τις κινήσεις της προτού πεθάνει ούτε για την τελευταία φορά που την είδε κάποιος ζωντανή και άλλα τέτοιου είδους πράγματα. Αυτά είναι δουλειά της αστυνομίας. Εγώ θέλω να μάθω τι άνθρωπος ήταν». Χτύπησε το τηλέφωνό του, αλλά μίλησε ο τηλεφωνητής. «Δεν την ήξερα τόσο καλά», είπε ο Γουίλ. «Πόσο καιρό έμεινε εδώ;» «Δεν έμεινε εδώ. Όχι όπως το εννοείτε. Ερχόταν περιστασιακά. Είχε παρέες εδώ». «Μα είναι παράλογο. Εφόσον η σχέση σας μαζί της ήταν σχεδόν ανύπαρκτη, γιατί αναγνωρίσατε εσείς το πτώμα; Πώς έκανε αυτή τη σύνδεση η αστυνομία;» «Επειδή απλά η αστυνομία τύπωσε τη φωτογραφία της σε μια αφίσα και κάποιος ευαίσθητος πολίτης έκανε ένα ανώνυμο τηλεφώνημα και τους είπε ότι η κοπέλα είχε μείνει εδώ. Και ο λόγος που την αναγνώρισα εγώ, είναι ότι ήμουν ο μοναδικός ευυπόληπτος άνθρωπος που κατάφεραν να βρουν, ο οποίος παραδέχτηκε ότι την είχε γνωρίσει. Βλέπετε, εδώ είναι Κέρσι Τάουν, δηλαδή καμία σχέση με τη δική σας γειτονιά». «Και πού ξέρετε εσείς ποια είναι η γειτονιά μου;» «Μαντεύω», είπε με ένα αμυδρό χαμόγελο∙ επιτέλους. «Θέλω μόνο να μάθω τι άνθρωπος ήταν, κύριε Πάβιτς.

116

NICCI FRENCH _

Μήπως ξέρετε κάτι για το παρελθόν της; Ή για τις φιλίες της;» Έδειχνε αμήχανος και ενοχλημένος σαν να σκεφτόταν ότι αραδιάζω βλακείες. «Δεν καταλαβαίνετε», προσπάθησε. «Δεν θέλω να ξέρω τίποτα για τις ζωές αυτών των ανθρώπων. Δεν σκοπεύω να παραστήσω τον φίλο τους. Προσπαθώ να τους προσφέρω μια μικρή βοήθεια και συνήθως δεν το πετυχαίνω. Αυτό είναι όλο. Όσοι το σκάνε από τα σπίτια τους έχουν τους λόγους τους, δόκτωρ Κουίν. Λέτε να το κάνουν για πλάκα; Προφανώς η Λιάν είχε κι αυτή σοβαρούς λόγους». «Πιστεύετε ότι μπορεί να είχε κακοποιηθεί;» ρώτησα. Δεν απάντησε κι ένιωσα ηλίθια για την ερώτησή μου. «Ήταν μοναχική», έκανε αναπάντεχα. «Μια μοναχική, διψασμένη, φοβισμένη, θυμωμένη νεαρή γυναίκα. Άνθρωποι σαν εσάς θα έλεγαν ίσως ότι αναζητούσε την αγάπη. Σας αρκεί αυτό;» «Και μετά λέτε ότι δεν θέλετε να βοηθήσετε», σχολίασε. Έσκυψε μπροστά, με έκφραση απροσδιόριστη. «Μα δεν κατάφερα να βοηθήσω», είπε. «Για μία ακόμη φορά». «Εγώ…» «Πρέπει να πηγαίνω τώρα. Έχω μια συνάντηση». «Σας πειράζει να σας συνοδεύσω μέχρι το μετρό;» «Θα πάω με το αμάξι». «Μπορείτε να με αφήσετε σε έναν σταθμό του μετρό στον δρόμο σας τότε. Λίγες ερωτήσεις έχω ακόμα. Πού πηγαίνετε;» «Στο Πλάκφραϊαρς Μπριτζ». «Κοντά στο σπίτι μου», προσποιήθηκα, φροντίζοντας να αποκρύψω ότι το αμάξι μου ήταν παρκαρισμένο στην κλινική Γουέλμπεκ. Αναστέναξε επιδεικτικά. «Εντάξει». Βγήκαμε μαζί στο χολ. Ένα εντυπωσιακά όμορφο

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

117 _

κορίτσι, με μακριά ξανθά μαλλιά, μπήκε τρέχοντας μέσα. «Προσπαθώ, γαμώτο μου!» ούρλιαξε μπροστά μας κι ανέβηκε κλαίγοντας τις σκάλες.

«Έπαιρνε ναρκωτικά;» ρώτησα, αφού κάθισα στη θέση του συνοδηγού στο σαραβαλιασμένο Φίατ του Γουίλ Πάβιτς και ξεκινήσαμε. «Αυτό θέλατε να με ρωτήσετε, λοιπόν;» «Είμαι απλά περίεργη». «Πείτε μου πού να στρίψω». «Όχι ακόμα. Γιατί είστε τόσο θυμωμένος;» «Μου φαίνεται πολύ λογική αντίδραση». «Αντίδραση σε τι;» «Σε όλα. Σε όλα αυτά τα χάλια». Και έκανε μια χειρονομία, αφήνοντας το τιμόνι από τα χέρια, που περιλάμβανε τα πάντα: την κίνηση, τη συζήτηση, εμένα δίπλα του που του χαλούσα τη μοναξιά του, τον θάνατο της Λιάν, τη ζωή γενικότερα. Στην υπόλοιπη διαδρομή μείναμε σιωπηλοί, η σιωπή έσπαγε μόνο όταν του έδινα οδηγίες. Σταμάτησε ακριβώς μπροστά στην πόρτα μου και βγήκα έξω. «Κιτ! Έι, Κιτ, Κιτ!» Τώρα μάλιστα! «Γεια σου, Τζούλι». «Ούτε συνεννοημένες να ήμασταν. Ξέχασα το κλειδί μου». Έσκυψε και χαμογέλασε στον Πάβιτς από την ανοιχτή πόρτα. «Από εδώ ο Γουίλ Πάβιτς», τον σύστησα, με ένα ανεπαίσθητο βογκητό. «Η Τζούλι Γουάισμαν». Έσκυψε κι άλλο στο αμάξι, έτσι που η φούστα της σκαρφάλωσε στους μηρούς της και τα στήθη της φούσκωσαν, στριμωγμένα στην ημιδιαφανή μπλούζα της. «Γεια σου, Γουίλ Πάβιτς. Θα έρθεις μέσα;» «Δεν ήρθε για να μείνει. Πηγαίνει σε συνάντηση».

118

NICCI FRENCH _

Η Τζούλι με αγνόησε. «Κάνα τσάι; Καφεδάκι;» «Όχι, ευχαριστώ». Η φωνή του ήταν εξαιρετικά ευγενική. Άρα εγώ ήμουν το πρόβλημα. «Ευχαριστώ για τη βόλτα», φώναξα και τους γύρισα την πλάτη. Άφησα ανοιχτή την πόρτα για να μπει η Τζούλι και ανέβηκα πάνω, παρότι σε μερικά λεπτά θα έπρεπε να επιστρέψω στην κλινική και στο αμάξι μου. Προλάβαινα όμως να πιω κάτι στα γρήγορα. Άφησα τη βρύση να τρέχει, βρέχοντας τα δάχτυλά μου στο νερό. Άκουσα τα βήματα της Τζούλι στις σκάλες. «Ποπό! Τι κούκλος!» «Βρίσκεις;» «Α, είναι σίγουρα ο τύπος μου. Σοβαρός, έμπειρος, δυναμικός, σιωπηλός. Τον κάλεσα για φαγητό». Γύρισα απότομα και την αγριοκοίταξα. «Τι έκανες;» «Τον κάλεσα για φαγητό». Χαμογέλασε θριαμβευτικά. Είπα κάτι ακατάληπτο κι εκείνη μόρφασε και τίναξε από τα πόδια τα σανδάλια της. «Δεν ωφελεί να χάνει κανείς χρόνο περιμένοντας. Εγώ δεν είμαι σαν και σένα, Κιτ. Το ξέρεις ότι οι άνθρωποι χωρίζονται σε φυτοφάγους και σαρκοφάγους;» «Εγώ…» «Εσύ ανήκεις στους φυτοφάγους. Εγώ, στους σαρκοφάγους. Το ίδιο κι αυτός». «Θα έρθει;» κατάφερα να ψελλίσω. «Αύριο. Στις οκτώ. Δεν μπόρεσε να βρει εγκαίρως δικαιολογία». «Εγώ θα βγω». «Εσύ δεν βγαίνεις ποτέ», είπε περιφρονητικά. «Τέλος πάντων, δεν γίνεται. Του είπα ότι έχουμε καλέσει μερικούς φίλους για φαγητό και, αν μπορεί, να έρθει κι αυτός. Ποιους άλλους θα καλέσεις λοιπόν;» «Τζούλι…» «Και τι να μαγειρέψω;»

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

119 _

«Άκου…» «Και το σημαντικότερο, τι να φορέσω; Να βάλω το κόκκινό σου φόρεμα;»

120

NICCI FRENCH _

12 Όταν πια γύρισα σπίτι με το αμάξι μου, πήρα τα χαρτιά μου και κάθισα στο σαλόνι, ενώ η Τζούλι απολάμβανε το ντους της. Περνούσε υπερβολικές ώρες στο ντους, τραγουδώντας χριστουγεννιάτικα τραγούδια, εκτός τόπου και χρόνου, δυνατά και παράφωνα. Ίσως αυτές τις αλλόκοτες συνήθειες, περί υγιεινής, να τις υιοθέτησε από τα ταξίδια της στο εξωτερικό. Έφερα στον νου μου τα σχόλια των Αμερικανών και των Αυστραλών συναδέλφων μου για τους Άγγλους: ακατάστατοι, με βρόμικα σπίτια, χαλασμένα δόντια, άτσαλοι. «Ποιο είναι το καλύτερο σημείο για να κρύψεις κάτι στο μπάνιο ενός Άγγλου; Κάτω από το σαπούνι!» Το άκουσα κι αυτό το ανέκδοτο, αργά κάποιο βράδυ σε ένα συνέδριο στο Σίδνεϊ. Ξαναδιάβασα την αναφορά για τον τόπο του εγκλήματος. Έκλεισα τα μάτια και προσπάθησα να τα φανταστώ όλα εκεί κάτω στο κανάλι. Κάτι δεν μου πήγαινε καλά. Ένιωθα πως κάτι πάω να πιάσω που συνεχώς μου διαφεύγει∙ κι αυτό με τρέλαινε. Αισθανόμουν όμως κι έναν παράξενο ενθουσιασμό. Μια αίσθηση αναμονής. Είχα στα χέρια μου το φωτοαντίγραφο ενός χάρτη της περιοχής. Τον κοίταζα απεγνωσμένα. Ποιο ήταν

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

121 _

το πρόβλημα, λοιπόν; Μπήκε στο δωμάτιο η Τζούλι, έλαμπε, σχεδόν άχνιζε από το ντους. Είχε βάλει την τζιν βερμούδα της, ένα πολύ μικροσκοπικό τι-σερτ που ούτε μέχρι τον αφαλό της δεν έφτανε και δεν φορούσε σουτιέν. Δεν υπήρχε χώρος για σουτιέν. Κρατούσε ένα μπουκάλι λευκό κρασί και δύο ποτήρια. Δίχως λέξη, σέρβιρε και μου έτεινε το ένα. Πήγε πάλι στην κουζίνα και γύρισε με ένα μικρό μπολάκι γεμάτο ελιές. Το άφησε στο τραπεζάκι, κάθισε στον καναπέ με τα γόνατα κολλημένα στο στήθος και ήπιε μια γουλιά. Δοκίμασα κι εγώ το δικό μου. Παγωμένο, τι υπέροχη αίσθηση! Κοίταξα την Τζούλι. Πολύ ελκυστική, μαυρισμένη, άνετη με το σώμα της. Σκέφτηκα τον Όμπαν και χαμογέλασα. Μας νόμιζε ζευγάρι και σίγουρα θα πίστευε ότι η Τζούλι είναι κελεπούρι για μένα. Η ομοφυλοφιλία έχει σίγουρα τα θετικά της, το καταλάβαινα. Οι άντρες είναι μπελάς. Η αλλιώτικη φύση τους, τα διαφορετικά αξεσουάρ στο μπάνιο, τα πάντα πάνω τους. Ρούφηξα άλλη μια γουλιά. Μα δυστυχώς, εγώ δεν έχω επιλογή. Μάλλον φταίει η ανατροφή μου ή οι επιταγές της κοινωνίας, γιατί είμαι κολλημένη στο άλλο φύλο. «Δοκίμασε μια ελιά», παρότρυνε η Τζούλι. «Έκανα μια βολτούλα στο Σόχο το απόγευμα. Ήταν τέλεια κι αγόρασα αυτές τις ελιές, γεμιστές με αντζούγιες και καυτερές πιπεριές. Σαν να τρως κλοτσιά στη μούρη από άλογο. Με την καλή έννοια, βέβαια». Μάσησα μία κι ένιωσα σαν να άναψα ένα σπίρτο πάνω στη γλώσσα μου, όμως ήπια άλλη μια γουλιά κρασί και η δροσιά του, που μαλάκωσε το κάψιμο, μου προκάλεσε μια υπέροχη αίσθηση. «Ωραία», μονολόγησα. «Τριγύριζα πέρα-δώθε και σκεφτόμουν ότι πρέπει να βρω τρία πράγματα: δουλειά, σπίτι και άντρα. Γι’ αυτό και τον αγκάζαρα τον τύπο. Είναι παντρεμένος;»

122

NICCI FRENCH _

«Δεν ξέρω». «Μήπως είναι γκέι;» «Πρώτη φορά τον είδα». «Αν δεν είναι γκέι, είναι ωραίος, ξέρει λιγάκι να μιλάει και είναι ελεύθερος, τότε δεν τον αφήνεις να σου ξεφύγει». «Η πείρα μου μου λέει ότι οι ελεύθεροι έχουν σοβαρούς λόγους που παραμένουν ελεύθεροι». «Λες να έχει καμιά αρρώστια δηλαδή;» Γέλασα. «Πάντως, Κιτ, αυτό που σου είπα το εννοούσα. Νιώθω άσχημα που σου φορτώθηκα έτσι. Θέλω να ξέρεις ότι ψάχνω στ’ αλήθεια να βρω σπίτι». «Εντάξει». «Σε καταπιέζω, το ξέρω». «Τι να καταπιέσεις;» απόρησα. «Μπορεί να γκρινιάζω λίγο, αλλά αν ήμουν μόνη μου μάλλον θα μου ’στριβε». «Εγώ περίμενα ότι θα έβγαινες περισσότερο. Ότι θα έψαχνες για στοιχεία». Έσκυψα, πήρα το μπουκάλι, γέμισα το ποτήρι μου και το ποτήρι της Τζούλι. «Δυστυχώς μελετάω τους φακέλους, κυρίως». Η Τζούλι έχωσε στο στόμα της δυο ελιές, άρχισε να βήχει και ήπιε κρασί. Κατακοκκίνισε. «Έχεις καταλήξει σε κάποιον ύποπτο;» κατάφερε να ρωτήσει τελικά. «Δεν είναι αυτή η δουλειά μου. Εγώ απλά προσπαθώ να κοιτάξω όλα τα στοιχεία από άλλη οπτική, να βγάλω κάποιο συμπέρασμα για το είδος του ανθρώπου που θα έπρεπε να αναζητούν. Πρέπει να αντιμετωπίσω την υπόθεση με διαύγεια, χωρίς προκαταλήψεις∙ όπως στους γρίφους. Ας πούμε, για παράδειγμα: ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα βρίσκονται ξαπλωμένοι πλάι πλάι, νεκροί. Δίπλα τους υπάρχουν νερά και σπασμένα γυαλιά. Τι προκάλεσε τον θάνατό τους;»

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

123 _

«Τα χρυσόψαρα», απάντησε απνευστί η Τζούλι. «Μπαίνει κάποιος στο ασανσέρ στο ισόγειο και πατάει πάντα το κουμπί του δέκατου ορόφου κι από εκεί ανεβαίνει με τα πόδια τους τελευταίους πέντε ορόφους, όμως, όταν κατεβαίνει, μπαίνει στο ασανσέρ από τον δέκατο πέμπτο όροφο και φτάνει στο ισόγειο χωρίς στάση. Γιατί;» «Είναι νάνος». «Πιστεύεις λοιπόν ότι θα τον βρουν τον δολοφόνο;» «Εξαρτάται. Αν σταματήσει τώρα, όχι, δεν νομίζω να τον βρουν». «Λίγο αρνητική σε βρίσκω». «Ξέρεις πόσοι φόνοι διαπράττονται κάθε χρόνο;» «Τι; Σε όλο τον κόσμο;» Γέλασα. «Όχι. Στην Αγγλία και στην Ουαλία». «Ιδέα δεν έχω. Πέντε χιλιάδες;» «Περίπου εκατό πενήντα. Και πάνω από τους μισούς, τα δύο τρίτα ίσως, εξιχνιάζονται κατευθείαν. Οι περισσότεροι άνθρωποι δολοφονούνται από γνωστούς, συζύγους, συγγενείς. Ή γίνεται ένας καβγάς έξω από κλαμπ, μερικοί χούλιγκαν αλληλοσφάζονται, ένας διαρρήκτης σκοτώνει μια γριούλα που τον τσάκωσε στα πράσα προτού προλάβει να το σκάσει. Για τις υπόλοιπες δολοφονίες, υπάρχει το πολύτιμο πρώτο σαρανταοκτάωρο, κατά τη διάρκεια του οποίου όσοι πρόκειται να συλληφθούν συνήθως συλλαμβάνονται. Μέσα σε αυτό το διάστημα ο φονιάς έχει ακόμα πάνω του αίμα, συμπεριφέρεται παράξενα, ξεφορτώνεται το όπλο και τα ρούχα του, καλύπτει τα ίχνη του. Όταν πια οι αστυνομικοί ξεμείνουν από ιδέες, έπειτα από πολλές, πάρα πολλές μέρες, τότε μόνο τους περνάει από το μυαλό η σκέψη να ζητήσουν βοήθεια από κάποια σαν εμένα. Τότε πλέον το όπλο έχει κάνει φτερά, ο δολοφόνος το έχει ξεφορτωθεί. Έχει ξεπλύνει το αίμα από πάνω του. Αποκλείεται να υπάρχουν

124

NICCI FRENCH _

μάρτυρες, γιατί θα είχαν ήδη εμφανιστεί για να καταθέσουν. Σου έχει συμβεί ποτέ να χάσεις τα κλειδιά σου και να είσαι τόσο απεγνωσμένη που να ψάχνεις εκεί όπου έχεις ήδη ψάξει; Ε, σε αυτό ακριβώς το σημείο έχουν φτάσει και κείνοι τώρα». «Πολύ μάταιο μου ακούγεται». Δάγκωσα άλλη μια ελιά. Ωραία. «Βέβαια, δεν κόπτονται και πολύ οι αστυνομικοί. Δεν υπάρχουν συγγενείς να τους πιέζουν. Ούτε κι ο τύπος απαιτεί στοιχεία. Ωστόσο υπάρχει και κάτι θετικό: όταν μια κατάσταση είναι απελπιστική, τότε δύσκολα μπορεί να γίνει χειρότερη». «Γι’ αυτό μιλούσες με αυτόν τον τύπο, τον Γουίλ;» «Ναι. Η Λιάν… τέλος πάντων υπάρχουν πολλές σαν κι αυτή στην περιοχή». «Εννοείς πόρνες και κοπέλες που το σκάνε από τα σπίτια τους;» «Εννοώ νέες γυναίκες που περιφέρονται εδώ κι εκεί, χωρίς σταθερές σχέσεις, βγάζοντας το ψωμί τους όπως τύχει. Και νομίζω ότι αυτόν τον κόσμο, ο Γουίλ Πάβιτς τον ξέρει καλύτερα από τον καθένα». «Τι είναι; Νταβατζής;» «Έχει έναν ξενώνα που βοηθάει τέτοιους νέους». Είδα την αποκαρδιωμένη έκφραση της Τζούλι και χαμογέλασα. «Λυπάμαι. Δεν είναι ούτε δικηγόρος ούτε γιατρός ούτε τηλεοπτικός παραγωγός. Κι από τις αντιδράσεις των αστυνομικών, κάθε φορά που ακούν το όνομά του, έχω καταλάβει ότι δεν έχουν εξαιρετική γνώμη για το ποιόν του. Τέλος πάντων, δεν είχε καμία όρεξη να μιλήσει μαζί μου κι έτσι μπορεί να μου φανεί χρήσιμο το σχέδιό σου να τον ρίξεις στην αγκαλιά σου. Ενώ θα γοητεύεται από σένα, μπορεί να αρχίσει να μιλάει σε μένα. Εκτός κι αν σε πειράζει να παρευρίσκομαι». «Μα, για όνομα του Θεού, επιβάλλεται να είσαι κι εσύ. Πρέπει να βοηθήσεις».

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

125 _

Η Τζούλι θα έβγαινε το βράδυ, έτσι εγώ ήπια το υπόλοιπο κρασί και έριξα μια ματιά στους φακέλους που είχα ήδη διαβάσει. Κοίταξα πάλι τον χάρτη και τότε βγήκε από μέσα μου κάτι σαν μουγκρητό. «Αυτό είναι», είπα μέσα μου. Η στιγμή της ανακάλυψής μου δεν ήταν καθόλου εντυπωσιακή. Δεν άρχισα να τρέχω γύρω γύρω στο δωμάτιο, φωνάζοντας σαν μανιακή. Ένιωθα όμως σαστισμένη∙ κάτι ήταν κι αυτό.

Το επόμενο πρωί, όταν έφτασα στο γραφείο του ντετέκτιβ επιθεωρητή Φερθ, εκείνος πήρε ένα ύφος σαν να νόμιζε ότι ήθελα να του κλέψω το στερεοφωνικό. «Ναι;» είπε. «Μου ήρθε μια ιδέα». «Ωραία», απάντησε ζωηρά. «Αλλά δεν χρειαζόταν να έρθεις μέχρι εδώ. Ας έπαιρνες ένα τηλέφωνο. Θα γλιτώναμε όλοι μας τον κόπο». «Δεν υπάρχει λόγος να είμαστε εχθροί», προσπάθησα να τον μαλακώσω. «Τι εννοείς;» ρώτησε με τάχα αθώο ύφος. «Τίποτα. Θες να ακούσεις την ιδέα μου;» «Ανυπομονώ». «Καλό θα ήταν να ρίξεις μια ματιά στον χάρτη μου», πρότεινα. «Έχω δικό μου χάρτη». «Θέλεις να ακούσεις αυτό που έχω να σου πω∙ ναι ή όχι;» «Πες μου σε παρακαλώ τι σκέφτεσαι, είμαι σε αναμμένα κάρβουνα». Κάθισα απέναντί του στο γραφείο. Η καρέκλα ήταν ενοχλητικά χαμηλή κι ένιωθα ότι είχα απέναντί μου τον πρόεδρο του δικαστηρίου. «Γιατί στο κανάλι;» ρώτησα απλά. «Επειδή είναι απόμερο».

126

NICCI FRENCH _

«Ναι, αλλά κοίτα τον χάρτη». Άπλωσα το αντίγραφο του χάρτη πάνω στο γραφείο του. «Υπάρχουν πολλές απόμερες περιοχές στο κανάλι, μα το σημείο όπου βρέθηκε το πτώμα δεν ανήκει σε αυτές. Κοίτα. Η Λιάν βρέθηκε ακριβώς δίπλα στο Κόμπετ Εστέιτ». «Απόμερο είναι», έκανε αδιάφορα ο Φερθ. «Το ξέρω καλά το σημείο. Έχει πολλούς θάμνους. Είναι κακοφωτισμένο, έρημο τις νύχτες. Κι ο δολοφόνος μπορούσε άνετα να ξεφύγει προς οποιαδήποτε κατεύθυνση ή να τρέξει στον δρόμο». «Αυτό ακριβώς σκέφτηκα κι εγώ, ενώ κοιτούσα τον χάρτη. Στο σημείο αυτό μπορεί κανείς να φτάσει με αμάξι. Κοίτα, είναι σχεδόν δίπλα στο πάρκιγκ της περιοχής». «Και λοιπόν;» «Με προβλημάτισε κάτι ακόμα. Η Λιάν είχε κομμένο λαιμό και καρωτίδα. Τα ρούχα της ήταν γεμάτα αίματα. Εξέτασα την έκθεση της σκηνής του εγκλήματος, αναζητώντας την ποσότητα του αίματος που βρέθηκε εκεί. Τίποτα». Ο Φερθ ανασήκωσε τους ώμους. «Και λοιπόν;» «Δεν είναι παράξενο;» «Εδώ που τα λέμε, όχι και τόσο. Αν την άρπαξε από πίσω, το αίμα θα έπεσε βασικά πάνω της και πάνω του. Και σε διάφορα άλλα σημεία που θα πέρασαν απαρατήρητα. Και, τέλος πάντων, οι τύποι της σήμανσης δεν τα ανέφεραν. Ποιο το νόημα άλλωστε;» «Αυτό ακριβώς είναι το νόημα. Μήπως η Λιάν δεν δολοφονήθηκε στο κανάλι; Μήπως τη μετέφεραν εκεί, νεκρή, και την πέταξαν; Ίσως επέλεξαν το συγκεκριμένο μέρος, ακριβώς επειδή φτάνεις εκεί με αμάξι και είναι σκοτεινό και ήσυχο, όπως είπες». «Αυτό είναι όλο;» ρώτησε αμέριμνα ο Φερθ. «Ναι».

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

127 _

Σηκώθηκε όρθιος, κατευθύνθηκε σε μια αρχειοθήκη και άνοιξε ένα συρτάρι. Το ψαχούλεψε, ανέσυρε έναν γκρίζο φάκελο, με πλησίασε και τον πέταξε στο γραφείο. Τον πήρα και τον περιεργάστηκα. «Τον αναγνωρίζεις;» «Ναι». «Είναι ο Ντάριλ Πιρς. Αυτός που ανακάλυψε το πτώμα της Λιάν. Θυμάσαι πώς το βρήκε; Άκουσε ένα βογκητό, μια φωνή. Κι έμεινε λίγο εκεί. Ο δειλός, ο μπάσταρδος. Τελικά το πήρε απόφαση, έτρεξε προς το μέρος της και τη βρήκε. Ποιο είναι το επιχείρημά σου, λοιπόν; Ο δολοφόνος σου κουβάλησε μέχρι εκεί με το αμάξι του μια μισοπεθαμένη κοπέλα; Ξέρεις πόση ώρα χρειάζεται για να πεθάνει κάποιος με ένα τέτοιο τραύμα;» «Τα σκέφτηκα κι εγώ όλα αυτά», είπα. «Και τότε τι στα γαμίδια κάνεις εδώ πέρα;» «Ένα από τα πράγματα που προσπαθώ πάντα να μην ξεχνώ είναι να μη δίνω ποτέ ιδιαίτερη σημασία σε ένα μόνο στοιχείο. Επειδή μπορεί το συγκεκριμένο στοιχείο να είναι λάθος. Θυμάσαι την καταδίωξη του δολοφόνου του Γιόρκσαϊρ; Έψαχναν επί έναν χρόνο σε λάθος μέρος, επειδή πίστεψαν μια ψεύτικη κασέτα». «Δηλαδή εσύ νομίζεις ότι αυτό το ανθρωπάκι, ο Ντάριλ Πιρς, έχει μυαλό για ψέματα;» «Αναρωτιόμουν. Σκεφτόμουν ότι μπορεί να μπερδεύτηκε ή να κατασκεύασε την ιστορία του για να καλύψει κάτι, μα τελικά δεν κατέληξα πουθενά». «Και λοιπόν;» «Η Μαίρη Γκουλντ». «Για θύμισέ μου». «Η γυναίκα που βρήκε το πτώμα». Ο Φερθ πήρε ύφος αδυσώπητο. «Αυτή που φοβόταν να το αναφέρει και μας τηλεφώνησε την επόμενη μέρα. Δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο. Δεν είχε κάτι σημαντικό να μας

128

NICCI FRENCH _

πει». «Είδε το πτώμα, αλλά στην κατάθεσή της δεν είπε ότι η Λιάν ήταν ακόμα ζωντανή. Τι συμπέρασμα βγάζεις από αυτό;» «Μπορεί να το ξέχασε. Ή να μην το πρόσεξε». «Δεν γίνεται να μην προσέξεις κάποιον που αιμορραγεί με κομμένη αρτηρία». «Μπορεί να έφτασε εκεί αφού ξεψύχησε η Λιάν». Κοίταξα τον Φερθ. Τώρα η έκφρασή του ήταν λιγότερο περιφρονητική. Σαν να άρχιζε, άθελά του, να ενδιαφέρεται. «Σε αυτή την περίπτωση, λοιπόν», συνέχισα, «ο Ντάριλ Πιρς άκουσε πράγματι ένα μουγκρητό. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του βρισκόταν στο μονοπάτι πλάι στο κανάλι. Κι ενώ προσπαθούσε να αποφασίσει τι να κάνει, η Λιάν πέθανε και η Μαίρη Γκουλντ έφτασε εκεί από την άλλη μεριά, από την πλευρά των σπιτιών, όπως είπε. Κατατρομαγμένη, έφυγε τρέχοντας προτού φτάσει ο Ντάριλ και βρει τη νεκρή πια κοπέλα. Όλα αυτά είναι δύσκολο να συμβούν μέσα σε ενενήντα δευτερόλεπτα». «Έχεις καμιά καλύτερη πρόταση;» «Έχω μια εναλλακτική. Η Μαίρη Γκουλντ βρίσκει το πτώμα, ουρλιάζει και φεύγει τρέχοντας. Ο Ντάριλ Πιρς ακούει την κραυγή της και νομίζει ότι φώναξε η Λιάν. Αυτό είναι όλο. Η κατάθεση του Ντάριλ Πιρς είναι η μόνη που αναφέρει ότι η Λιάν ήταν ζωντανή στο κανάλι». Ο Φερθ έγειρε πίσω. «Γαμώτο», είπε ενστικτωδώς. «Κατάλαβες;» «Πρέπει να το σκεφτώ». «Και κάτι ακόμα». «Τι;» ρώτησε ο Φερθ με βλέμμα ανεξιχνίαστο. «Εάν συμφωνήσουμε ότι ο αληθινός δολοφόνος δεν έδρασε στο κανάλι…» «Δεν το συμφωνήσαμε», διέκοψε ο Φερθ.

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

129 _

«…τότε σημασία δεν έχει το μέρος, αλλά ο τρόπος του φόνου. Πράγμα που μπορεί να σημαίνει ότι, αν πρόκειται για έναν ευκαιριακό δολοφόνο που αναζητεί ανήμπορα θύματα, τότε μπορεί να διέπραξε κι άλλους φόνους που πέρασαν απαρατήρητοι. Άρα θα άξιζε τον κόπο να ρίξουμε μια ματιά και σε άλλες υποθέσεις. Τι λες;» «Θα το σκεφτώ», απάντησε, επιτέλους με ειλικρινές ενδιαφέρον ο Φερθ. «Μήπως θες να το συζητήσω με τον Όμπαν;» «Θα το συζητήσω εγώ». «Ωραία», είπα ζωηρά. Κι αφού χάλασα τη μέρα του Φερθ, αποχώρησα, περιέργως περιχαρής.

130

NICCI FRENCH _

13 Όταν περιμένεις κάποιον παράξενο τύπο για δείπνο, η λύση είναι μόνο μία: να προσκαλέσεις τους πιο στενούς σου φίλους. Να τους ενημερώσεις και να τους εξηγήσεις την κατάσταση. Να τους καλέσεις κι αυτούς, με την απαράβατη υπόσχεση ότι θα τους το ανταποδώσεις στο μέλλον, με ένα άλλο, πραγματικά ευχάριστο δείπνο. Το αναλογίστηκα, αλλά μετά μου ήρθε μια νέα έμπνευση. Και είπα μέσα μου: δεν γαμιέται. Για ποιον λόγο να υποβάλω τους ανθρώπους που αγαπώ σε μια τέτοια δοκιμασία; Σκέφτηκα κάτι πολύ καλύτερο. Στο βάθος του μυαλού μου υπήρχαν σφηνωμένοι κάποιοι άνθρωποι, σαν ημικρανία έτοιμη να ξεσπάσει. Σαν κάτι κολλημένο στο παλτό μου που δεν έβγαινε με τίποτα. Άνθρωποι που τους χρωστούσα ένα κάλεσμα και μονίμως το ανέβαλλα. Όπως, για παράδειγμα, ο Φράνσις από την κλινική Γουέλμπεκ. Κάποτε με είχε καλέσει για φαγητό στο σπίτι του, στο Μάιντα Βέιλ. Έγινε ένας μεγάλος καβγάς –δεν θυμάμαι πια τον λόγο– και κάποιος σηκώθηκε κι έφυγε∙ τότε ο Φράνσις καταντράπηκε και μέθυσε για τα καλά. Είχα περιγράψει το περιστατικό στην Πόπι που το βρήκε αστείο, μέχρι και διασκεδαστικό, σουρεαλιστικό κατά

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

131 _

κάποιον τρόπο, όμως δεν ήταν. Στην πραγματικότητα, πέρασαν μέρες μέχρι να καταφέρει ο Φράνσις να με ξανακοιτάξει στα μάτια, ενώ ποτέ δεν ανέφερε τη συγκεκριμένη βραδιά. Ωστόσο, πίστευα πως έπρεπε μια μέρα να του ανταποδώσω την πρόσκληση και τώρα μου δινόταν αυτή η απρόσμενα καλή ευκαιρία, ιδίως επειδή, μιας και θα τον καλούσα τελευταία στιγμή, κατά πάσα πιθανότητα δεν θα κατάφερνε να έρθει. Του τηλεφώνησα στη δουλειά, του είπα ότι αύριο περίμενα στο σπίτι κάποιους φίλους και τον ρώτησα αν μπορούσε να έρθει κι αυτός. «Τέλεια», απάντησε. «Τα λέμε αύριο». Έπειτα ήταν η Κέιτι. Γνώρισα την Κέιτι επειδή το αγόρι της στο πανεπιστήμιο ήταν ο καλύτερος φίλος με έναν τύπο με τον οποίο έβγαινα για λίγο καιρό. Δεν είχαμε καθόλου στενή σχέση ούτε είχαμε κάνει τίποτα τρελά γλέντια μαζί. Υπήρχαν δεκάδες άλλες πολύ πιο στενές φίλες με τις οποίες έχασα επαφή σταδιακά ή ξαφνικά, ωστόσο η χλιαρή σχέση μου με την Κέιτι συνεχιζόταν επί χρόνια ολόκληρα, μέσα από μια πεισματική και αδιάκοπη σειρά προσκλήσεων, ένα δείπνο τη μια χρονιά, ένα κοκτέιλ πάρτι την επόμενη, προσκλήσεις στις οποίες εγώ ανταποκρινόμουν με αναλογία μία προς τέσσερις. Και πάλι ευχήθηκα να μην καταφέρει να έρθει, ώστε να βγάλω την υποχρέωση για κάνα-δυο χρόνια. Όταν της μίλησα αποδείχτηκε πράγματι πως είχε μια δέσμευση για εκείνο το βράδυ∙ ωστόσο έσπευσε να πει: «όχι, όχι, είμαι σίγουρη ότι μπορώ να το ακυρώσω» και πρόσθεσε ότι ήθελε πολύ να μου γνωρίσει τον Άλαστερ, τον καινούριο της φίλο, τον αρραβωνιαστικό της κατά κάποιον τρόπο. Μετά από τρία λεπτά μού τηλεφώνησε. «Εντάξει», ανακοίνωσε. «Τα λέμε αύριο». «Ωραία», απάντησα. Η Τζούλι επέμενε να μαγειρέψει κι εγώ συμφώνησα αδιαμαρτύρητα, εφόσον η επικείμενη καταστροφή ήταν αποκλειστικά δική της ιδέα. Όταν έφτασα σπίτι, λίγο πριν

132

NICCI FRENCH _

από τις επτά, από παντού αναδύονταν λαχταριστές μυρωδιές. Βρήκα το τραπέζι στρωμένο. Το σαλόνι τακτοποιημένο. Πήγα στην κουζίνα. Στον πάγκο είδα μια μεγάλη πιατέλα που την είχα τελείως ξεχασμένη. Μάλλον θα ψαχούλεψε όλα μου τα ντουλάπια. Η πιατέλα ήταν γεμάτη λαχανικά: ντομάτες, μελιτζάνες, κολοκύθια, ψιλοκομμένα κρεμμύδια. «Είπες ότι ήθελες απλά πράγματα», γέλασε η Τζούλι. «Ιδού το πρώτο πιάτο. Μαριναρισμένα λαχανικά. Μετά θα ακολουθήσει το ριζότο. Έχω έτοιμη τη σάλτσα του. Και μερικά φρούτα με τυρί ρικότα». «Αγόρασα κρασί», είπα ανόρεχτα. «Έτοιμοι, λοιπόν». «Πώς τα ’κανες όλα αυτά;» «Ποια;» «Όλα αυτά. Τα πάντα, το στρωμένο τραπέζι, το πιάτο με τα λαχανικά που είναι έτοιμο για φωτογράφηση. Δεν βλέπω πουθενά ανοιγμένο κανένα βιβλίο μαγειρικής γεμάτο λαδιές». Η Τζούλι γέλασε πάλι. «Δεν ξέρω να μαγειρεύω. Αυτό δεν είναι μαγειρική. Απλώς τηγάνισα ή έβρασα μερικά λαχανικά, έριξα από πάνω λίγο ελαιόλαδο, μερικές σταγόνες ξίδι και τα πασπάλισα με μυρωδικά. Φαστ φουντ είναι». «Ναι, αλλά πού έμαθες να το κάνεις και μάλιστα έτσι στα καλά καθούμενα, χωρίς γκρίνια, μουρμούρα και ακαταστασία;» Φάνηκε σαστισμένη. «Με τι προσπαθείς να με συγκρίνεις;» ρώτησε. «Μήπως συγκρίνεις το βράσιμο του ρυζιού με τα πτώματα και το κυνήγι των δολοφόνων;» Θα έκανα σίγουρα μια στρυφνή γκριμάτσα. «Δεν είχα αυτό στο μυαλό μου», είπα απολογητικά. «Με το φόρεμα τι θα γίνει;» ρώτησε η Τζούλι. «Δεν πιστεύω να άλλαξες γνώμη;»

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

133 _

Η Τζούλι παραήταν εντυπωσιακή με το κατακόκκινο φόρεμα. Τα ανάστατα μαλλιά της, το πρόσωπο, τα χέρια και τα πόδια της μαυρισμένα ακόμα, το λίπστικ της και λίγη μόνο μάσκαρα, όλα πάνω της την έκαναν να μοιάζει έτοιμη να ερμηνεύσει ένα περιπαθές τραγούδι σε κάποιο εξωτικό μπαρ και όχι να δειπνήσει με μερικούς από τους πιο βαρετούς φίλους μου. «Είσαι υπέροχη», της είπα και χαμογέλασε, λες κι ήταν όλα ένα αστείο, λες κι οι δυο μας ντυνόμασταν με μεγαλίστικα ρούχα για να παίξουμε τις κουμπάρες. «Δεν μπορώ με τίποτα να σε συναγωνιστώ. Μάλλον θα βάλω κάτι απλό απόψε». «Μήπως σε πειράζει;» ρώτησε η Τζούλι κάπως ανήσυχη. «Μήπως θέλεις να το βάλεις εσύ; Θα βρω κάτι άλλο εγώ». Κούνησα το κεφάλι. «Το έκανες δικό σου το φόρεμα», της είπα. «Δεν θα θέλει να το ξαναφορέσω». Δοκίμασα πέντε φορέματα. Έψαχνα κάτι ιδιαίτερο και διακριτικό. Δεν ήθελα να φαίνεται ότι κατέβαλλα μεγάλη και αξιοθρήνητη προσπάθεια να εντυπωσιάσω σε ένα κάθε άλλο παρά επίσημο δείπνο. Όμως δεν έπρεπε να δείχνω και απεριποίητη, σαν να μην ενδιαφέρομαι για τους καλεσμένους μου. Φόρεσα κάτι απλό και μαύρο, που δεν έδειχνε ούτε καθημερινό ούτε υπερβολικό. Μόλις βγήκα από την κρεβατοκάμαρα, η Τζούλι σφύριξε και γελάσαμε δυνατά κι οι δυο μας. «Καταπληκτικό!» αναφώνησε. «Είσαι απίστευτη. Αυτό είναι το απλό σου;» Την πλησίασα και την έστρεψα προς τον μεγάλο παλιό καθρέφτη στον τοίχο. Έγειρα στον ώμο της και περιεργαστήκαμε η μια την άλλη, αλλά και τους εαυτούς μας, με κριτική ματιά. «Χαμένες πάμε με την παρέα που θα έχουμε», σχολίασα. «Θα ’πρεπε να πηγαίναμε στο πιο τρέντι μέρος του κόσμου». «Εγώ νόμιζα ότι όλοι αυτοί είναι οι καλύτεροί σου

134

NICCI FRENCH _

φίλοι», απόρησε η Τζούλι. «Την υποχρέωση πάω να βγάλω. Θυμάσαι εκείνον τον ντετέκτιβ, τον Όμπαν;» «Φυσικά». «Μας θεωρεί γκέι». «Τι;» «Έτσι μου φαίνεται». Η Τζούλι χαχάνισε και μετά συνοφρυώθηκε σκεφτική. «Μήπως κάναμε τίποτα περίεργο;» «Μπα, μάλλον το πιστεύει απλώς και μόνο επειδή είμαστε δύο γυναίκες που μένουμε μαζί κι εσύ μαγειρεύεις, φροντίζεις το σπίτι και όλα τα σχετικά. Ένα ζεστό σκηνικό, δηλαδή». «Που προφανώς τον ανάβει». «Ίσως». Γύρισε πάλι στον καθρέφτη. «Είναι δελεαστικό, το καταλαβαίνω», μουρμούρισε με ύφος συλλογισμένο. «Αλλά για μένα, μόνο άντρες υπάρχουν. Δεν ξέρω γιατί». Χτύπησε το κουδούνι. Κοίταξα το ρολόι μου. Ήταν ένα λεπτό μετά τις οκτώ. «Καλά, δεν ξέρουν ότι, όταν λέμε οκτώ, εννοούμε εννιά;» αναρωτήθηκα, κατευθυνόμενη προς την εξώπορτα. Ήταν η Κέιτι, με τον Άλαστερ να στέκεται ντροπαλά ένα βήμα πίσω της. Η Κέιτι ήταν όμορφα ντυμένη σε αποχρώσεις του ανοιχτού πράσινου και ο Άλαστερ φορούσε κοστούμι και γραβάτα. Σαν να ερχόταν κατευθείαν από τη δουλειά. Με φίλησαν σταυρωτά και μου πρόσφεραν έναν αφρώδη οίνο και μια μεγάλη ανθοδέσμη. «Έχω ακούσει τόσα για σένα», είπε ο Άλαστερ. Παραλίγο να μου ξεφύγει: «Μα τι μπορεί να έχεις ακούσει για μένα;» Αρκέστηκα σε ένα χαμόγελο. «Έχουμε πολλά να πούμε», δήλωσε η Κέιτι και ανέβηκε βιαστικά τις σκάλες. Αυτοσχεδιάζοντας σχεδόν απεγνωσμένα, βρήκαμε

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

135 _

αρκετά να πούμε, μέχρι που πήγε η ώρα οκτώ και οκτώ και κατέφθασε ο Φράνσις. Φορούσε λευκό πουκάμισο χωρίς γραβάτα κι ένα κοστούμι τόσο απαίσιο –σαν να φτιάχτηκε από ένα συνθετικό ύφασμα που ξεχάστηκε μια βδομάδα στην απλώστρα και μετά έμεινε ασιδέρωτο– που δυσκολεύτηκα να αντιληφθώ ότι κόστιζε πιο ακριβά κι από το αμάξι μου. Είχε φέρει σαμπάνια. Κοίταξε τριγύρω στο σαλόνι. «Ζω μια μεγάλη στιγμή», είπε με στόμφο. «Βρίσκομαι στο σπίτι της Κιτ∙ και η Κιτ δεν αφήνει κανέναν να μπαίνει σπίτι της». Η Κέιτι και ο Άλαστερ κοίταξαν τριγύρω με το ενδιαφέρον τους να αναζωπυρώνεται. Όπως όταν βρίσκεσαι στην εθνική πινακοθήκη και χαζεύεις αδιάφορα έναν πίνακα για πέντε δευτερόλεπτα κι ύστερα βλέπεις στο φυλλάδιό σου ότι είναι ο σημαντικότερος γερμανικός πίνακας του δέκατου πέμπτου αιώνα και τότε επανέρχεσαι και λες μέσα σου: «ναι, τώρα που το σκέφτομαι…» Έριξα μια ματιά στην Τζούλι, μιας και δεν γινόταν να εξηγήσω ότι μόνο την Κέιτι και τον Φράνσις δεν άφηνα να έρθουν σπίτι μου. «Να σας συστήσω. Από εδώ η Τζούλι που μένει για λίγο μαζί μου κι απόψε ανέλαβε να μαγειρέψει, ανέλαβε τα πάντα, εδώ που τα λέμε. Κι από εδώ ο Φράνσις, που δουλεύει μαζί μου στην κλινική. Και η Κέιτι που, ε, είναι παλιά φίλη. Και ο Άλαστερ». «Ο Άλαστερ δουλεύει στο Σίτι», επενέβη η Κέιτι. «Κάνει μια δουλειά τελείως ακατανόητη φυσικά. Α, ξέρετε; Άκουσα τις προάλλες στο ραδιόφωνο ότι το εξήντα τοις εκατό των ανθρώπων δεν έχουν ιδέα με τι ασχολείται ο σύντροφός τους στην εργασία του. Παρεμπιπτόντως, Κιτ, τι απέγινε εκείνος που, που…» Μπήκα στον πειρασμό να πω ότι δεν ξέρω, αλλά τελικά είπα κοφτά ότι δεν είμαστε πια μαζί∙ και φυσικά ακολούθησε σιωπή. Ο Φράνσις άνοιξε τη σαμπάνια, γέμισε

136

NICCI FRENCH _

ένα ποτήρι για τον εαυτό του κι άρχισε να τριγυρίζει πέρα-δώθε, περιεργαζόμενος τα έπιπλα, τους πίνακες, τα βιβλία, σαν να μου έκανε ψυχανάλυση. Και αυτό ακριβώς έκανε, φυσικά. Μου θύμισε εκείνες τις καλοκαιρινές μέρες που μπαίνει από το παράθυρο ένας χοντρός μπούμπουρας και πετάει σε όλο το σπίτι μέχρι να τον διαολοστείλω από το παράθυρο με ένα περιοδικό. Εντωμεταξύ, η Κέιτι άρχισε να λέει πόσο ενδιαφέρουσα έβρισκε την περιοχή και πόσο έξυπνο ήταν εκ μέρους μου να μετακομίσω από νωρίς εδώ. Αφού ολοκλήρωσε την ανεπίσημη περιήγησή του, ο Φράνσις κάθισε στον καναπέ, ανάμεσα σε μένα και στην Τζούλι. «Πώς πάει η επιστροφή σου στη δουλειά;» ρώτησε, δίνοντας τέλος στην κουβέντα για την αξία των ακινήτων στο Λονδίνο. «Μεγάλο ερώτημα», είπα. «Κάνεις ακόμα την ίδια δουλειά;» ρώτησε ζωηρά η Κέιτι. «Ε…» «Εξηγούσα στον Άλαστερ με τι ασχολείσαι, ενώ ήμασταν στο ταξί. Κι ο λόγος που μου ήρθε στον νου είναι επειδή αναρωτιόμουν αν ξέρεις τίποτα γι’ αυτόν τον τρομερό φόνο που έγινε τις προάλλες». Μούδιασα. Πώς ήταν δυνατόν η Κέιτι –που, από όσο ήξερα, εξακολουθούσε να δουλεύει σε γκαλερί– να γνωρίζει οτιδήποτε για τη σχέση μου με τη δολοφονία της Λιάν; «Ποιον φόνο;» «Αυτόν στο Χάμπστεντ Χιθ. Τη μητέρα που δολοφονήθηκε μπροστά στα μάτια της κόρης της. Τη Φιλίππα Μπάρτον». «Δεν έχω καμία σχέση με αυτό». «Έχει γίνει σαν τη λαίδη Ντι. Ο κόσμος αφήνει λουλούδια στον δρόμο. Καμιά εκατοστή μέτρα είναι

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

137 _

γεμάτα λουλούδια. Κάποιος άφησε κι ένα λεύκωμα για να γράφει ο κόσμος λίγα λόγια. Ο Άλι κι εγώ πήγαμε μέχρι εκεί για να ρίξουμε μια ματιά και είναι εκπληκτικό. Κυκλοφοριακή συμφόρηση, μπόλικοι αστυνομικοί, άπειρος κόσμος. Γυναίκες να κλαίνε, άντρες να σηκώνουν τα παιδιά τους στους ώμους για να βλέπουν. Μα γιατί τα κάνουν αυτά οι άνθρωποι;» «Εσύ γιατί λες, Φράνσις; Ποια είναι η επαγγελματική σου άποψη;» Ξαφνιάστηκε. «Δεν είμαι ειδικός για να κρίνω. Ίσως πιστεύουν ότι ένα σημείο όπου συνέβη κάτι –καλό ή κακό– εκλύει ιδιαίτερη ενέργεια. Σαν τη θερμότητα. Και πηγαίνουν εκεί για να τη νιώσουν». «Το βρίσκουν συναρπαστικό», πρόσθεσα. «Θέλουν να συμμετέχουν στο δράμα». «Κι επειδή νοιάζονται», συνέχισε η Τζούλι. «Αναστατώθηκαν από το γεγονός και θέλουν να το δείξουν. Δεν είναι κακό αυτό, είναι;» «Όχι». Αντίκρισα την Κέιτι. «Εγώ ασχολούμαι με έναν φόνο που έγινε σε ένα μέρος όπου κανείς δεν αφήνει λουλούδια». «Γιατί;» Ανασήκωσα τους ώμους. «Το θύμα ήταν μια άστεγη κοπέλα. Το πτώμα της βρέθηκε σε ένα κανάλι. Κανείς δεν νοιάστηκε ιδιαίτερα». «Τι θλιβερό», είπε η Κέιτι. Αλλά δεν συνέχισε την κουβέντα. Στις εννιά και δέκα δεν είχε φανεί ακόμα ο Γουίλ Πάβιτς κι έτσι αποφασίσαμε να αρχίσουμε το φαγητό. Καθίσαμε, αφήνοντας, μετά από επιμονή της Τζούλι, μια κενή θέση δίπλα της για κείνον, εάν τυχόν ερχόταν. Όλα ήταν εξαιρετικά, τα λαχανικά, το ελαιόλαδο και το περίεργο ψωμί που αγόρασε η Τζούλι ένας Θεός ξέρει από πού. Σαν να ήμασταν σε εστιατόριο, με το επιπρόσθετο

138

NICCI FRENCH _

πλεονέκτημα να καθόμαστε στα αναπαυτικά έπιπλά μου. Το υπέροχο ριζότο ήταν σπυρωτό και αρωματισμένο με λάπαθο, που εγώ το νόμιζα απλό χόρτο και εντυπωσίασε τρομερά την Κέιτι. Ένιωθα να παίρνω κι εγώ κάποια εύσημα για τη μαγειρική της Τζούλι, σαν να ήμουν ο ιμπρεσάριος της περίστασης. Είχαμε σχεδόν τελειώσει το κυρίως πιάτο, όταν χτύπησε το κουδούνι. Ο Γουίλ στεκόταν στο κατώφλι με τζιν παντελόνι, μπλε πουκάμισο, αθλητικά παπούτσια κι ένα σακάκι στο χέρι. Ξαφνικά ένιωσα ότι το ντύσιμό μου ήταν υπερβολικό, πράγμα τελείως γελοίο. Κανονικά εκείνος θα έπρεπε να απολογηθεί. «Πέρασα άσχημη μέρα», δικαιολογήθηκε. «Έπρεπε να ειδοποιούσα ότι δεν θα έρθω, αλλά δεν είχα το τηλέφωνο». «Είναι στον τηλεφωνικό κατάλογο», απάντησα απότομα. «Κι αν δεν είναι, όλο κι από κάπου θα μπορούσες να το βρεις. Πέρασε μέσα. Δυστυχώς αρχίσαμε». Με ακολούθησε στις σκάλες. Μέσα, στο δυνατό φως, έδειχνε κουρασμένος και καταβεβλημένος. Τον σύστησα στους υπόλοιπους, οι οποίοι πήραν ύφος ντροπαλό, σαν να τους τσάκωσαν να τρώνε στα κρυφά. Η Τζούλι σηκώθηκε, με ένα γοητευτικό χαμόγελο, του έσφιξε το χέρι και, χωρίς να το αφήσει, τον οδήγησε στην καρέκλα δίπλα της. Πέταξε το σακάκι του στον καναπέ καθώς τον προσπερνούσε. «Έχεις μείνει πίσω», του είπε γλυκά η Τζούλι. «Σε πειράζει να τα σερβίρω όλα μαζί σε ένα πιάτο;» Εκείνος χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι. «Λευκό ή κόκκινο;» «Ό,τι να ’ναι». Για τα επόμενα λεπτά, έτρωγε ήρεμα, κοιτώντας τριγύρω, προσηλωμένος κυρίως στο φαγητό του. «Πρέπει, νομίζω, να ενημερώσουμε τον Γουίλ για όσα έχασε» ξεκίνησε η Τζούλι. «Όπως κάνουν και στις

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

139 _

σαπουνόπερες. Λοιπόν, μιλούσαμε γενικώς γι’ αυτή εδώ την περιοχή. Μετά, εγώ άρχισα ως συνήθως τη φλυαρία για τα ταξίδια μου σε ολόκληρο τον κόσμο. Βέβαια, αυτά εσύ δεν τα ξέρεις, Γουίλ. Θα σ’ τα πω αργότερα. Και η Κέιτι με τον Άλαστερ μας είπαν ότι επισκέφτηκαν ένα μέρος όπου έγινε ένας φόνος στο Χάμπστεντ Χιθ και έγραψαν κάτι σε ένα λεύκωμα…» «Δεν γράψαμε…» «…και ο Άλαστερ έλεγε για τις δουλειές του στο Σίτι». Ο Πάβιτς κοίταξε τον Άλαστερ. «Πού δουλεύεις;» «Κοντά στο Τσίπσαϊντ». «Σε ποια εταιρεία;» Ο Άλαστερ φάνηκε να τα χάνει ελαφρώς. «Στη Χαμπλς». «Με τον Πιερ Ντάισον;» «Ε, ναι», κατένευσε ο Άλαστερ. «Δεν τον γνωρίζω προσωπικά, βέβαια, αλλά ναι, είναι ο επικεφαλής. Τον ξέρεις;» «Ναι». Ακολούθησε παύση. «Συγγνώμη», έκανε ο Άλαστερ. «Πώς είπαμε ότι σε λένε;» «Τον λένε Γουίλ Πάβιτς», προθυμοποιήθηκα. «Για στάσου, για στάσου. Τώρα θυμήθηκα. Ήσουν στη Γουάλ Μπέικερ, σωστά;» Τώρα, σαν να ένιωθε κάπως άβολα ο Γουίλ. «Ακριβώς». «Πολύ χαίρομαι που σε γνωρίζω. Έχω ακούσει τόσα για σένα». «Για τον ξενώνα;» ενδιαφέρθηκα αμέσως. «Όχι, όχι», είπε με ύφος αδιάφορο ο Άλαστερ. «Δεν θέλω να φέρω σε δύσκολη θέση τον καλεσμένο σου, αλλά ήταν μάνατζερ στη Γουάλ Μπέικερ επί δέκα ολόκληρα χρόνια. Θρυλικά χρόνια. Φανταστικά». «Δεν ήταν και τόσο φανταστικά», έκανε σιγανά ο Γουίλ. «Αυτό άσε να το κρίνω εγώ». Ο Άλαστερ είχε πάρει

140

NICCI FRENCH _

φόρα. «Δεν ήξερα ότι δούλευες στο Σίτι», είπα. «Δεν δουλεύω», διευκρίνισε ο Γουίλ. «Όχι πια». Κι έπειτα σώπασε, ενώ η κουβέντα πέρασε σε άλλο θέμα. Όσο κράτησε το δείπνο, έριχνα κλεφτές ματιές στην Τζούλι και στον Πάβιτς. Έπιανα λίγα λόγια από τις κουβέντες τους, κάτι για το Μεξικό, κάτι για την Ταϊλάνδη. Οι απαντήσεις του ήταν σύντομες και δεν τις καταλάβαινα. Μετά το φαγητό, καθίσαμε στον καναπέ για καφέ ή τσάι ή στην περίπτωση της Κέιτι ένα παρασκεύασμα που μύριζε σαν φάρμακο. Ο Γουίλ καθάριζε το τραπέζι και βρεθήκαμε οι δυο μας στην κουζίνα. «Δεν είναι του στιλ σου όλοι αυτοί, ε;» τον ρώτησα. Δεν χαμογέλασε. «Και τι ξέρεις εσύ για το στιλ μου; Μια χαρά άνθρωποι μου φαίνονται». «Βάζω και τον εαυτό μου μέσα». Χαμογέλασε, ίσως σαρκαστικά. «Η Τζούλι βέβαια είναι καλή», έσπευσα να προσθέσω. «Καλή φαίνεται», απάντησε. Ακολούθησε παύση. «Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι παράτησες το Σίτι γι’ αυτόν τον ξενώνα στο Κέρσι Τάουν». «Το ξέρεις το Σίτι;» με ρώτησε. «Ξέρω το Κέρσι Τάουν». «Το θεώρησα καλή ιδέα τότε». «Και τώρα;» Άνοιξε το στόμα του για να πει κάτι, μα το ξανάκλεισε και φάνηκε σαν να σκεφτόταν προτού μιλήσει. «Συγγνώμη», είπε τελικά. «Το θέμα παραείναι σοβαρό για να το συζητήσουμε σε αυτή εδώ την κουζίνα, μια τέτοια βραδιά». «Τότε μάλλον εγώ θα πρέπει να ζητήσω συγγνώμη», αντέτεινα. «Παρεμπιπτόντως, μίλησα με κάποιον που σε ξέρει».

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

141 _

Το ενδιαφέρον του φούντωσε ανεπαίσθητα. «Α, ναι;» «Με κάποιον ντετέκτιβ Φερθ. Ασχολείται με την υπόθεση της Λιάν. Τον γνωρίζεις;» «Ναι, τον γνωρίζω». «Με προειδοποίησε να είμαι προσεκτική μαζί σου». «Τι άλλο θα έλεγε ο Φερθ;» «Ναι, ούτε εγώ τον συμπαθώ». Ο Γουίλ συγκέντρωσε προσεκτικά τα πιάτα στον νεροχύτη και γύρισε προς το μέρος μου. «Δεν ξέρω τι ακριβώς θέλεις, Κιτ, αλλά δεν με νοιάζει η γνώμη σου για την αστυνομία, για τον οποιονδήποτε». Ε, λοιπόν, αυτό παραήταν! Εκσφενδόνισα την πετσέτα στο τραπέζι της κουζίνας και έκανα ένα αποφασιστικό βήμα προς το μέρος του. «Τι στα γαμίδια ήρθες να κάνεις εδώ, τότε; Φτάνεις αργοπορημένος και χώνεσαι σε μια γωνιά σαν κανένας έφηβος με τα σαρκαστικά σου σχόλια και τα κατεβασμένα σου μούτρα. Περνιέσαι για καλύτερός μου, έτσι δεν είναι;» Ο Γουίλ έχωσε τα χέρια στις τσέπες σκοτεινιασμένος. «Ήρθα επειδή αιφνιδιάστηκα από την πρόσκληση της φίλης σου και δεν βρήκα μια καλή δικαιολογία να πω. Και λυπάμαι που άργησα. Όπως σου είπα ήδη, πέρασα άσχημη μέρα». «Κι εγώ πέρασα άσχημη μέρα». «Δεν αμφιβάλλω». «Δεν είμαι εγώ ο εχθρός σου», του ξεκαθάρισα. «Αλήθεια;» έκανε εκείνος και βγήκε από την κουζίνα. Τον ακολούθησα και φτάσαμε έξω σχεδόν μαζί. Ήμουν αναψοκοκκινισμένη κι εξοργισμένη. Εκείνος δεν ξέρω πώς ήταν. «Μόλις συζητούσαμε», είπε η Κέιτι, «πόσο εκπληκτικό ήταν αυτό που έκανες, που τα παράτησες όλα, την υπέροχη δουλειά σου, για να ασχοληθείς με αυτόν τον ξενώνα».

142

NICCI FRENCH _

Περίμενα ότι θα φερόταν στην Κέιτι το ίδιο φριχτά όσο και σε μένα λίγο πριν, μα η έκφρασή του έγινε σχεδόν καλοσυνάτη. «Δεν ήταν και τόσο εκπληκτικό», είπε. Στράφηκε στον Άλαστερ. «Εσύ γιατί δεν την παρατάς την ωραία σου δουλειά;» Ο Άλαστερ ξαφνιάστηκε. «Ειλικρινά δεν ξέρω. Μάλλον επειδή δεν θέλω». Ο Γουίλ άπλωσε τα χέρια. «Εγώ ήθελα. Αυτό είναι όλο». Η Τζούλι πλησίασε λικνιστικά τον Γουίλ και του πρόσφερε μια κούπα καφέ. «Γιατί αρπάζεσαι έτσι με την Κιτ;» τον ρώτησε. Εκείνος γύρισε και με κοίταξε απορημένος. «Αρπάζομαι; Ίσως να είμαι απλώς κάπως υπερευαίσθητος. Όταν ίδρυσα τον ξενώνα, βλέπεις, περίμενα βοήθεια από κάποιους ανθρώπους, από την αστυνομία, από τους κοινωνικούς λειτουργούς. Κανείς όμως δεν βοήθησε. Κι έτσι, τώρα πια, θέλω μόνο να μας αφήσουν όλοι τους ήσυχους. Και καμιά φορά, ναι, αρπάζομαι εύκολα». «Εγώ θέλω μόνο να βοηθήσω», είπα, συνειδητοποιώντας αμέσως ότι ακούστηκα τόσο αξιοθρήνητη όσο ένιωθα. «Άργησες», απάντησε. «Είναι νεκρή. Κι εγώ άργησα». Ένα θλιμμένο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του. «Ορίστε. Έχουμε και κάτι κοινό, τελικά». Ήπιε μια γουλιά καφέ. «Συγγνώμη», πρόσθεσε, «καλύτερα να φύγω». «Όχι», του είπα. «Όχι εξαιτίας μου». «Δεν είναι εξαιτίας σου. Απλά δεν είμαι καλή παρέα απόψε». Τους αποχαιρέτησε όλους πολύ ευγενικά και παίνεψε την Τζούλι για τη μαγειρική της. Η Τζούλι τον ξεπροβόδισε και, όταν γύρισε, μου ψιθύρισε: «το ψάξιμο συνεχίζεται». Γέλασα πνιχτά, ωστόσο κάτι με είχε ταράξει και, έτσι, με το πρόσχημα ότι θα φτιάξω κι άλλον καφέ χώθηκα στην κουζίνα κι άρχισα να πλένω πιάτα. Όταν

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

143 _

ξαναβγήκα με τον καφέ στο σαλόνι, διαπίστωσα ότι το σχέδιό μου να κάνω τους καλεσμένους μου να πλήξουν είχε αποτύχει παταγωδώς. Ο Φράνσις περιαυτολογούσε μεγαλοφώνως, η Τζούλι περιέγραφε τα δειλινά στο Ταζ Μαχάλ, η Κέιτι μιλούσε για τον Άλαστερ, ο Άλαστερ κρατούσε σεμνή στάση. Σέρβιρα καφέ, ήπια και δεν άρθρωσα λέξη. Μετά από ώρα, έφυγαν διατυμπανίζοντας πόσο θα ήθελαν να ξαναμαζευτούμε σύντομα όλοι μαζί, είδα μάλιστα τον Φράνσις και τον Άλαστερ να ανταλλάζουν τηλέφωνα στα σκαλοπάτια, ένα θέαμα εφιαλτικό∙ τα βάρη μου ενώνονταν και μεγάλωναν ακόμη περισσότερο. Η Τζούλι κι εγώ μείναμε μόνες. Έκανα μια γκριμάτσα. «Συγγνώμη που σου τους φόρτωσα», δικαιολογήθηκα. «Όχι», αποκρίθηκε. «Τους συμπάθησα. Και κείνοι σε συμπαθούν. Νοιάζονται για σένα, είσαι τυχερή που έχεις τόσους φίλους, ξέρεις». Στιγμιαία φάνηκε να κυριεύεται από νοσταλγία. «Εγώ πρέπει να σου ζητήσω συγγνώμη. Το σχέδιό μου με τον Πάβιτς ναυάγησε». «Δεν πειράζει. Μια χαρά σχέδιο ήταν. Ο Πάβιτς είναι το πρόβλημα». Χαμογέλασε και άδειασε το ποτήρι της. Το άφησε κάπου και με πλησίασε. Έβαλε το χέρι της στο μάγουλό μου και με φίλησε απαλά στα χείλη. «Αν ποτέ γίνω λεσβία», μου είπε, «θα είσαι η πρώτη μου επιλογή. Καληνύχτα».

144

NICCI FRENCH _

14 Τελικά σε ένα πράγμα είχα σίγουρα δίκιο: η φωνή προήλθε πράγματι από τη μάρτυρα, μια φωνή έστω. Ένας αστυνομικός επικοινώνησε με τη δεσποινίδα Μαίρη Γκουλντ, η οποία του είπε ότι δεν ήταν βέβαιη, αλλά ναι, μάλλον ξεφώνισε μόλις αντίκρισε το καημένο το κορίτσι και, τώρα που το ξανασκεφτόταν, ναι, ήταν σίγουρη ότι φώναξε. Μήπως θα είχε τίποτα μπλεξίματα; Συνεπώς το συμπέρασμα ότι η Λιάν δολοφονήθηκε στο κανάλι ήταν επισφαλές. «Πράγμα που σημαίνει», ξεκαθάρισα στον Φερθ, «ότι ο Ντολ δεν είναι περισσότερο ύποπτος από τον καθένα. Σωστά;» «Κυρία μου», είπε φέρνοντας το πρόσωπό του τόσο κοντά στο δικό μου, που έβλεπα τις κίτρινες κηλίδες στα δόντια του, τους ερεθισμούς από το ξύρισμα στον λαιμό του, τις ρυτίδες της κούρασης γύρω από το στόμα του, «όλα αυτά είναι μαλακίες. Τη σκότωσε ο Ντολ, κοντά στο κανάλι». «Όμως αξίζει τον κόπο να εξετάσουμε και άλλες δολοφονίες, έτσι δεν είναι;» «Το κάναμε ήδη. Ο Γκιλ και η Σάντρα ξόδεψαν τέσσερις

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

145 _

ώρες σήμερα το πρωί ερευνώντας υποθέσεις ανεξιχνίαστων φόνων στο Λονδίνο τους τελευταίους έξι μήνες και δεν βρέθηκε καμία που να ταιριάζει». «Τι κοινά σημεία αναζητούσατε;» τον ρώτησα. «Είμαστε έμπειροι αστυνομικοί, ξέρεις. Ψάχναμε ομοιότητες στη μέθοδο του φόνου, του θύματος, στον τόπο του εγκλήματος. Τέτοιου είδους πράγματα. Μάταια όμως. Ούτε νεαρές άστεγες, ούτε κατακρεουργημένα πτώματα, ούτε κοινές τοποθεσίες. Μηδέν. Τίποτα». «Μπορώ να ρίξω κι εγώ μια ματιά σε αυτές τις υποθέσεις;» Έτριψε τα μάτια του και αναστέναξε. «Σκοπός είναι να βοηθήσεις, όχι να μπλέκεσαι στα πόδια μας. Τι νόημα έχει;» «Εγώ ερευνώ διαφορετικά πράγματα», του απάντησα ήρεμα. Ανασήκωσε βαριεστημένα τους ώμους. «Αν θες να χάσεις τη μέρα σου, πρόβλημά σου». «Είναι πολλές οι υποθέσεις, δηλαδή;» «Τριάντα περίπου, εκτός κι αν θέλεις να επεκτείνεις τις παραμέτρους σου και να συμπεριλάβεις το Μπρονξ». «Και πώς θα μπορέσω να τις μελετήσω;» «Θα πούμε σε κάποιον να πάψει να κυνηγά εγκληματίες για να σου τις φέρει και μετά θα σου δώσουμε ένα άδειο γραφείο». «Πότε μπορώ να τις δω, λοιπόν;» Κοίταξε το ρολόι του και μουρμούρισε κάτι μέσα από τα δόντια του. Έπειτα πρόσθεσε: «Σε κάνα μισάωρο περίπου». «Ευχαριστώ». «Να σε ρωτήσω κάτι;» έκανε με ύφος κάπως πιο φιλικό. «Τι;» «Είσαι πάντα σίγουρη ότι έχεις δίκιο;»

146

NICCI FRENCH _

Ανοιγόκλεισα τα μάτια κι ένιωσα το στομάχι μου να σφίγγεται από αγωνία. «Δεν με έχεις καταλάβει καθόλου καλά», αποκρίθηκα. «Ποτέ δεν είμαι σίγουρη. Αυτό ακριβώς είναι το θέμα».

Δεκατρείς υποθέσεις δολοφονιών είχαν θύματα νεαρούς άντρες που δολοφονήθηκαν αργά τη νύχτα ή νωρίς το πρωί, έξω από νυχτερινά κέντρα, παμπ, γήπεδα ποδοσφαίρου, πάρτι. Έριξα μια ματιά στις υποθέσεις τους: τους είχαν χτυπήσει μέχρι θανάτου, τους είχαν μαχαιρώσει, τους είχαν χαρακώσει το πρόσωπο με σπασμένα μπουκάλια. Οι δώδεκα από τους δεκατρείς είχαν καταναλώσει μεγάλη ποσότητα αλκοόλ, ο δέκατος τρίτος ήταν ένας δεκαεννιάχρονος μαύρος που βρέθηκε σωριασμένος κάτω από το ποδήλατό του, με τα φώτα αναμμένα. Το κρανίο του είχε συνθλιβεί. Τον είχε χτυπήσει αυτοκίνητο. Ίσως ατύχημα. Ίσως ρατσιστική επίθεση. Δύο πόρνες, η μια βρέθηκε νεκρή στο δωματιάκι της πάνω από ένα κεμπαμπτζίδικο όταν οι ιδιοκτήτες του διαμαρτυρήθηκαν για δυσοσμία, η άλλη χτυπήθηκε μέχρι θανάτου σε έναν ερημότοπο στο Σάμερταουν. Όχι πολύ μακριά από τη Λιάν. Στάθηκα για λίγο στην υπόθεσή της: Τζέιντ Μπρετ, είκοσι δύο χρόνων, οροθετική, χωρίς συγγενείς. Μάλλον δεν ταίριαζε, ωστόσο κράτησα μια σημείωση. Αρκετοί άστεγοι, μέθυσοι με κατεστραμμένα συκώτια, βρέθηκαν νεκροί σε παγκάκια ή στα κατώφλια καταστημάτων όπου συνήθιζαν να κοιμούνται. Υπήρχαν και επτά παιδιά και, παρότι οι δολοφονίες τους παρέμεναν άλυτες, σε όλες τις υποθέσεις, εκτός από μία, η αστυνομία έστρεφε τις έρευνές της σε μέλη της οικογένειας, σε γνωστούς. Ούτως ή άλλως οι περιπτώσεις αυτές ήταν άσχετες. Και φυσικά υπήρχε η Φιλίππα Μπάρτον, η τριανταδυάχρονη ευυπόληπτη μητέρα της μεσαίας τάξης,

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

147 _

που ο θάνατός της την έκανε διάσημη. Μόνο το δικό της όνομα αναγνώρισα. Προφανώς για καμία από τις υπόλοιπες ιστορίες δεν διατέθηκαν πάνω από μια-δυο παράγραφοι στις τελευταίες σελίδες των εφημερίδων. Κοίταξα τις λεπτομέρειες της υπόθεσής της. Όπως γνώριζα ήδη, την είχαν αρπάξει από το Χάμπστεντ Χιθ, κοντά στην παιδική χαρά όπου έπαιζε η κορούλα της, και τη βρήκαν αρκετές ώρες αργότερα, στην άλλη άκρη του Χιθ, μπρούμυτα ανάμεσα σε δέντρα και θάμνους. Την είχαν χτυπήσει στο κεφάλι, αρκετές φορές, με μια πέτρα που βρέθηκε μερικά μέτρα πιο πέρα. Έφερε ένα κόψιμο στο αριστερό της μάγουλο και μερικές μελανιές στους καρπούς της. Δεν είχε κακοποιηθεί. Δεν υπήρχαν ίχνη που να έδειχναν ότι το κίνητρο ήταν σεξουαλικό. Έτριψα τα μάτια και κοίταξα την οθόνη. Μετά σήκωσα το ακουστικό και κάλεσα τον Φερθ. «Θα ήθελα να δω τη σορό της Φιλίππα Μπάρτον. Και τον φάκελο της υπόθεσής της». «Τι;» Ο τόνος της φωνής του ήταν σαν να ήθελε να ξεστομίσει κάτι πολύ χειρότερο. «Μπορώ;» «Γιατί;» ρώτησε κοφτά. Τον άκουγα να βαριανασαίνει. «Επειδή θέλω», πέρασα στην αντεπίθεση. «Μας δουλεύεις, δόκτωρ; Μήπως κάνεις τίποτα δικές σου δουλειές;» «Καταλαβαίνω ότι…» «Θες να σου πω τι πιστεύω;» «Τι;» «Έχεις πρόβλημα. Μετά την επίθεση του Ντολ. Το πιστεύουν κι άλλοι». «Και τότε γιατί μου ζητήσατε να συμμετέχω στην έρευνα;» «Κι εγώ το ίδιο αναρωτιέμαι».

148

NICCI FRENCH _

«Το θέμα είναι ότι συμμετέχω. Μπορώ λοιπόν να δω τη σορό;» «Απλώς και μόνο επειδή το βρίσκεις ενδιαφέρον; Αποκλείεται». Μου έκλεισε το τηλέφωνο κατάμουτρα. Απέμεινα να κοιτάζω την οθόνη του υπολογιστή για μερικά δευτερόλεπτα, μετά σήκωσα πάλι το ακουστικό και ζήτησα να με συνδέσουν με τον Όμπαν. «Μπορώ να σας δω για λίγο;» «Βέβαια. Τώρα;» «Ναι, παρακαλώ». «Εντάξει».

Ο Όμπαν με κοιτούσε με βλέμμα σταθερό πάνω από τα ενωμένα του χέρια. Τα μάτια του έμοιαζαν πιο άχρωμα από κάθε άλλη φορά. Πέρασαν αρκετά δευτερόλεπτα, προτού απαντήσει. «Δεν καταλαβαίνω, Κιτ, τι ακριβώς ψάχνεις». Δεν αποκρίθηκα, δεν είχα πολλά να πω, γιατί ούτε κι εγώ ήξερα την απάντηση∙ και η επίγνωση ότι πιθανόν να ρεζιλευόμουν, προς μεγάλη ικανοποίηση ολόκληρου του αστυνομικού τμήματος, γινόταν ολοένα πιο τρομακτική. «Εσύ μας έλεγες ότι δεν πρέπει να κάνουμε εικασίες. Αλλά τώρα υποθέτεις ότι ο δολοφόνος της Λιάν δολοφόνησε και κάποια άλλη. Πιστεύεις ότι μπορεί να υπάρχει κάποια σχέση με την υπόθεση της Πίπα Μπάρτον. Γιατί; Εξήγησέ μου, Κιτ». Ο ευγενικός ήπιος τόνος της φωνής του με έκανε να δυσκολεύομαι να του απαντήσω, περισσότερο κι από όσο δυσκολεύτηκα να αντιμετωπίσω το ξέσπασμα του Φερθ. Προσπάθησα, ωστόσο: «Δεν νομίζω ότι κάνω εικασίες». «Απλά λέω ότι αν η Λιάν δεν δολοφονήθηκε στο κανάλι – και πλέον δεν υπάρχει λόγος να υποθέτουμε κάτι τέτοιο– τότε θα πρέπει να αναλογιστούμε κάποια πράγματα που

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

149 _

μπορεί να μας ξέφυγαν». Ο Όμπαν ήταν εξαιρετικά υπομονετικός μαζί μου. «Ας πούμε λοιπόν ότι έχεις δίκιο. Ας αγνοήσουμε το γεγονός ότι η ομάδα του Φερθ έχει ήδη εξετάσει αυτούς τους φακέλους. Γιατί διάλεξες την Πίπα Μπάρτον; Εγώ βλέπω μονάχα διαφορές». Άρχισε να τις απαριθμεί με τα δάχτυλα: «Τα θύματα είναι διαφορετικά, τα τραύματα είναι διαφορετικά, οι περιοχές είναι διαφορετικές, το είδος των περιοχών είναι διαφορετικό. Επιπλέον είναι και θέμα τακτικής. Μέχρι τώρα σε αντιμετωπίζουμε με μεγάλη διαλλακτικότητα∙ ίσως να έχουμε και ενοχές. Νιώσαμε άσχημα με το ατύχημά σου. Μην εξαντλήσεις την υπομονή μας». Και πάλι δεν απάντησα. Κατάφερα να αντιμετωπίσω το βλέμμα του χωρίς να χαμηλώσω τα μάτια. «Εντάξει», είπε με έναν αναστεναγμό. «Ρίξε μια ματιά». «Ευχαριστώ». «Βέβαια, δεν είναι στη δική μας δικαιοδοσία, αλλά δεν θα υπάρξει πρόβλημα. Θα φροντίσω να το κανονίσει ο Φερθ, αν και δεν θα χαρεί καθόλου. Είναι βλάκας, το ξέρω, αλλά έχει κι αυτός ένστικτο. Και δεν κάνει πάντα λάθος». Με κοίταξε σαν να με αξιολογούσε και δεν χαμογέλασε. «Καλά…» είπα και μου βγήκε ένα γέλιο που μάλλον ακούστηκε σαν κλαψούρισμα. «Γιατί είναι τόσο σημαντική για σένα, Κιτ, αυτή η υπόθεση;» Ανασήκωσα τους ώμους. «Απλά προσπαθώ να κάνω σωστά τη δουλειά μου». «Έμαθα ότι συναντήθηκες με τον Γουίλ Πάβιτς». «Πώς το μάθατε;» «Δύσκολος χαρακτήρας. Κάποτε, ξέρεις, είχε σπουδαία θέση στο Σίτι». «Ναι, κάτι άκουσα». «Δεν γνωρίζω λεπτομέρειες, αλλά έπαθε νευρικό

150

NICCI FRENCH _

κλονισμό, νομίζω. Και μετά προσπάθησε να γίνει η Μητέρα Τερέζα του Βόρειου Λονδίνου». «Καλό μου ακούγεται αυτό». «Είναι πιο περίπλοκο από όσο ακούγεται. Βρίσκεται έξω από τα νερά του». Με κοίταξε πάλι διερευνητικά. «Και με τους αστυνομικούς δεν είναι ιδιαίτερα φιλικός». «Προφανώς τα αισθήματα είναι αμοιβαία», είπα. «Απλά προσπαθούμε να τον πείσουμε να υπακούει στους ίδιους νόμους με εμάς τους υπόλοιπους. Μη σε ξεγελάει η γοητεία του». Επιτέλους, κάτι με έκανε να χαμογελάσω. Σκέφτηκα τον Πάβιτς το προηγούμενο βράδυ, με τα αγκαθωτά μαλλιά του και το αποδοκιμαστικό βλέμμα του. «Αυτό αποκλείεται».

Ο Όμπαν είχε δίκιο. Το ίδιο και ο Φερθ. Γιατί λοιπόν δεν συμφωνούσα μαζί τους; Κοιτούσα το σώμα της Φιλίππα Μπάρτον πάνω στη μεταλλική επιφάνεια. Ένα λεπτό, χυτό σώμα, με καμπυλωτούς γοφούς και αμυδρές ραγάδες στην κοιλιά, από την εγκυμοσύνη προφανώς. Τα χέρια της μακριά και χαριτωμένα, τα νύχια της βαμμένα με περλέ ροζ βερνίκι, ίδια με τα νύχια των ποδιών της. Το σώμα της ανέγγιχτο, πέρα από τα σημάδια γύρω από τους λεπτεπίλεπτους καρπούς της. Ξαπλωμένη εκεί σαν όμορφο άγαλμα, τυλιγμένη με ένα σεντόνι. Πάνω όμως από τον όμορφο κορμό της, η αριστερή μεριά του κεφαλιού της ήταν τσακισμένη. Τα ξανθά μαλλιά της, βουτηγμένα στο σκούρο αίμα. Δεν ένιωθα την παρόρμηση να την αγγίξω ή να σκύψω πάνω από το σώμα της. Είχε έναν σύζυγο και μια κόρη για να τη θρηνήσουν, δεκάδες συγκλονισμένους φίλους, ένα πλήθος ξένων που αγάπησαν ό,τι εκπροσωπούσε. Είχαν γραφτεί άρθρα στις εφημερίδες, οι πολιτικοί έκαναν ουρά για να αποτίσουν φόρο τιμής σε αυτό το πρότυπο

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

151 _

μητέρας, το οποίο δολοφονήθηκε τόσο βάναυσα από ένα διαβολικό τέρας που δεν πρέπει να ησυχάσουμε μέχρι να συλληφθεί κ.λπ. κ.λπ. Χιλιάδες άνθρωποι είχαν αφήσει μπουκέτα και λούτρινα ζωάκια στο σημείο όπου βρέθηκε η νεκρή. Εκατοντάδες άνθρωποι θα πήγαιναν στην κηδεία της. Άγνωστοι θα της έστελναν λουλούδια. Όμως έμεινα εκεί και την κοιτούσα, εξαιτίας μιας περίεργης αίσθησης, κάτι σαν φαγούρα που δεν μπορούσα να εντοπίσω την πηγή της. Βρέθηκε μπρούμυτα, όπως και η Λιάν. Ακόμη κι εγώ ήξερα ότι αυτό δεν αρκούσε για να συνδεθούν οι δύο υποθέσεις. Ωστόσο, κάτι μου έλεγε ότι η σύνδεση ήταν εκεί, αρκεί να έβλεπα τα πράγματα από άλλη οπτική. Έφυγα από το νεκροτομείο και πήγα μια βόλτα στο Χιθ. Δεν έβρεχε, αλλά ο καιρός ήταν μουντός, συννεφιασμένος. Το γρασίδι ήταν βρεγμένο και από τα δέντρα έσταζε νερό. Δεν υπήρχε πολύς κόσμος τριγύρω, μόνο κάποιοι που έκαναν τζόκιγκ, ένας-δυο, και μερικοί άλλοι που έβγαζαν βόλτα τους σκύλους τους και τους πετούσαν ξυλαράκια στα μουσκεμένα χαμόκλαδα. Περπατούσα γρήγορα, πέρασα την παιδική χαρά με τις λιμνούλες, ανέβηκα τον λοφίσκο όπου τις ηλιόλουστες μέρες ο κόσμος πετάει χαρταετούς. Δεν πήγαινα κάπου συγκεκριμένα, απλά έκανα κύκλους, με το μυαλό μου να στριφογυρίζει μάταια.

152

NICCI FRENCH _

15 Υπήρχαν ήδη αρκετοί ντετέκτιβ που δεν με εμπιστεύονταν. Τώρα είχα να αντιμετωπίσω κι άλλους. Τουλάχιστον προέρχονταν από το ίδιο αστυνομικό τμήμα∙ βέβαια, κρίνοντας από τον τρόπο που με αντιμετώπιζαν, αυτό ήταν κάθε άλλο παρά καλό. Ο Όμπαν μου φερόταν με καλοσύνη, παρά τους δισταγμούς του και είπε καλά λόγια για εμένα στον επικεφαλής της υπόθεσης της Φιλίππα Μπάρτον. Έτσι λοιπόν, μέσα σε μια μέρα, βρέθηκα καθισμένη απέναντι από τον επιθεωρητή ντετέκτιβ Βικ Ρένμπορν. Ήταν μεγαλόσωμος και φαλακρός, με ελάχιστα κόκκινα μαλλιά πάνω από τα αφτιά του και στο πίσω μέρος του κεφαλιού του. Το κατακόκκινο χρώμα της επιδερμίδας του του έδινε όψη τρομακτική. Αν τον εξέταζαν γιατροί θα άρχιζαν να στοιχηματίζουν τι θα πάθει πρώτα, εγκεφαλικό ή συγκοπή. Μιλούσε βαριανασαίνοντας, λες και κουράστηκε που μου άνοιξε την πόρτα. «Ο Όμπαν μου είπε ότι ενδιαφέρεσαι για τη Φιλίππα», σχολίασε, σαν να μιλούσε αδιάφορα για κάποιον φιλαράκο από ένα διπλανό γραφείο. «Ναι».

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

153 _

«Όλοι ενδιαφέρονται για τη Φιλίππα». «Το ξέρω». «Έχω βάλει ένστολους αστυνομικούς να ελέγχουν την κυκλοφορία και τον κόσμο στην περιοχή όπου βρέθηκε. Αναγκαστήκαμε να εγκαινιάσουμε καινούρια φανάρια και να φτιάξουμε έναν προσωρινό χώρο στάθμευσης. Συρρέουν άνθρωποι από όλη τη χώρα κι αφήνουν σημειώματα και λουλούδια. Μόλις μιλούσα στο τηλέφωνο με έναν Καναδό ψυχολόγο. Βρίσκεται στο Λονδίνο για να προμοτάρει ένα βιβλίο του και μου πρόσφερε τις υπηρεσίες του. Εμφανίστηκε κι ένας αστρονόμος. Καλά το είπα;» Κοίταξε διερευνητικά μια αστυνομικό που καθόταν σε μια γωνιά, με ένα σημειωματάριο. «Αστρολόγος, σερ». «Ναι, αστρολόγος. Και κάνα-δυο μέντιουμ. Μια γυναίκα είπε πως τον προηγούμενο μήνα ονειρεύτηκε τον φόνο. Κάποιος άλλος παραληρεί ότι θα βρει τον δολοφόνο αρκεί να του δώσουμε ένα κομμάτι από τα αιματοβαμμένα ρούχα του θύματος. Οι δημοσιογράφοι χώνουν τη μύτη τους παντού. Τσίρκο έχουμε γίνει. Τυχερός είμαι. Όλοι θέλουν να με βοηθήσουν. Κι εγώ δεν έχω τίποτα στα χέρια μου. Εντωμεταξύ, μετακομίζουμε κιόλας κι έτσι δεν έχω ούτε πού να κρυφτώ. Ήρθες λοιπόν κι εσύ για να με βοηθήσεις;» «Εγώ δεν ενδιαφέρομαι ειδικά γι’ αυτή την υπόθεση». «Πράγμα που μάλλον πρέπει να με ανακουφίσει. Ο Όμπαν με ενημέρωσε ότι ερευνάς την υπόθεση της νεκρής άστεγης που βρέθηκε στο κανάλι». «Ακριβώς», συμφώνησα. «Δεν εμφανίστηκε κανένα μέντιουμ γι’ αυτή την υπόθεση. Κανείς δεν νοιάζεται». «Τότε γιατί ασχολείσαι με τη Φιλίππα Μπάρτον;» «Δεν ξέρω». «Μήπως επειδή είναι πολύ προβεβλημένη υπόθεση;» «Δηλαδή;»

154

NICCI FRENCH _

«Οφείλω να σου πω ότι έχω ήδη σύμβουλο ψυχίατρο. Τον Σεμπ Γουέλερ, τον ξέρεις;» «Ναι». «Καλός άνθρωπος;» Σώπασα για μια στιγμή. «Δεν είμαι εδώ για να ανταγωνιστώ κανέναν», είπα διακριτικά. «Το πρόβλημά μας είναι ότι έχουμε μόνο μία μάρτυρα και είναι τριών χρόνων». «Έχει πει τίποτα;» «Πολλά. Της αρέσει το παγωτό φράουλα, ο Βασιλιάς των Λιονταριών και τα μικρά λούτρινα ζωάκια. Δεν της αρέσουν τα αβοκάντο και οι δυνατοί θόρυβοι. Έχουμε μια παιδοψυχίατρο που περνάει την ώρα της φτιάχνοντας πίτες από πλαστελίνη με τη μικρή. Τη λένε Γουέστγουντ. Την ξέρεις;» «Ναι, γνωρίζω τη δόκτορα Γουέστγουντ». Η καρδιά μου άρχισε να σφυροκοπά από αγωνία. Δεν ήθελα να αποκαλύψω στον Ρένμπορν ότι η Μπέλα Γουέστγουντ υπήρξε καθηγήτριά μου. Όλοι τη σεβόμασταν –ήταν μια νεαρή, εντυπωσιακή, έξυπνη και δαιμόνια γυναίκα, που καθόταν πάνω στο γραφείο της, κουνώντας πέρα-δώθε τα λεπτά της πόδια, ενώ δίδασκε– και δύσκολα θα την έβλεπα ποτέ ως ίση. Ήταν, είναι και θα είναι η καθηγήτριά μου. Όταν εγώ θα γινόμουν εβδομήντα κι εκείνη ογδόντα, θα εξακολουθούσε να είναι για μένα η γυναίκα που έγραψε στο περιθώριο της εργασίας μου: «Πρόσεχε να μη συγχέεις το ένστικτο με την εικασία, Κάθριν». Και τώρα τρύπωνα στον κόσμο της, αμφισβητώντας την κρίση της. «Και τι ακριβώς θέλεις, λοιπόν;» με ρώτησε ο Ρένμπορν. «Θα ήθελα να μιλήσω με τον σύζυγο. Ίσως να δω και το παιδί, αν γίνεται». Μαγκώθηκε. «Προσωπικά δεν έχω αντίρρηση. Αλλά καλύτερα να ρωτήσεις τη δόκτορα Γουέστγουντ για το παιδί. Δεν ξέρω αν επιτρέπεται να το πλησιάσεις. Έχει

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

155 _

θέσει περίπλοκους κανόνες σχετικά με όσα πρέπει κανείς να λέει στο κοριτσάκι. Ούτε εγώ δεν τους καταλαβαίνω». «Εντάξει», συμφώνησα. «Ρωτήστε τη δόκτορα Γουέστγουντ, να δούμε τι θα σας πει». «Ωραία», κατέληξε ο Ρένμπορν. «Θα σε ενημερώσω». «Θα περιμένω». Ο Ρένμπορν βόγκηξε. «Λοιπόν», είπε, «αν περιμένεις για λίγο έξω, θα της τηλεφωνήσω. Τώρα». Μόλις που πρόλαβα να πιω λίγο νερό από τον ψύκτη, όταν ο Ρένμπορν βγήκε από το γραφείο του με ύφος σαστισμένο και όχι ιδιαίτερα ευχαριστημένο. «Τη γνωρίζεις τη δόκτορα Γουέστγουντ;» με ρώτησε. «Ναι, γνωριζόμαστε», απάντησα αόριστα. «Χμμ», έκανε. «Ήμουν σίγουρος ότι θα σου ’λεγε να πας στα τσακίδια. Σε όλους αυτό λέει. Μήπως την έχεις στο χέρι;» έκανε με έκφραση πονηρή, σχεδόν χαμογελαστή∙ πάντως καλύτερη από το τίποτα. «Δηλαδή συμφώνησε;» «Θα σε περιμένει σήμερα το απόγευμα». «Ευχαριστώ πολύ», του είπα, αλλάζοντας νοερά το πρόγραμμα της ημέρας μου. «Κοίτα», συνέχισε εκείνος, «ιδέα δεν έχω τι ετοιμάζεις, αλλά αν βρεις τίποτα, σε παρακαλώ πες το πρώτα σε μένα. Θα απογοητευτώ πολύ αν το μάθω από κανένα πρωτοσέλιδο της Ντέιλι Μέιλ». «Θέλω μονάχα να βοηθήσω», του είπα. Τώρα που το σκέφτομαι την ίδια ακριβώς φράση είχα πει και στον Πάβιτς. Πρώτη φορά ένιωθα τη μελαγχολία που έκρυβαν αυτά τα λόγια. «Νάτα μας, πάλι», είπε με ύφος θλιμμένο ο Ρένμπορν. «Σαν αστρονόμος μιλάς κι εσύ». «Αστρολόγος», τον διόρθωσε η αστυνομικός. «Μπράβο, το ’πιασες».

156

NICCI FRENCH _

«Πώς είσαι, Κιτ;» ρώτησε η Μπέλα και με κοίταξε με μια έκφραση συμπάθειας. Μου είχε στείλει λουλούδια στο νοσοκομείο –το θυμόμουν– καθώς και μια κάρτα με ένα σχέδιο από κάρβουνο και μελάνι, που απεικόνιζε μια γυναίκα σκυφτή που βούρτσιζε τα μακριά μαλλιά της. Ο γραφικός χαρακτήρας της ήταν ζωντανός και επιβλητικός. Κράτησα για καιρό τα λουλούδια της κι ας είχαν μαραθεί. Ανέκαθεν ήθελα να έχει καλή γνώμη για μένα η Μπέλα. Δεν χρειαζόταν να είναι ιδιοφυΐα κανείς για να καταλάβει ότι εκείνη και η Ρόζα αποτελούσαν για μένα υποκατάστατα μητέρας, ήταν φιγούρες αρχηγικές και στοργικές. «Καλύτερα νομίζω». Καθόμασταν στο σαραβαλάκι της Μπέλας, κολλημένες στην κίνηση, κι έτσι μπορούσε να γυρίζει το κεφάλι προς το μέρος μου χωρίς να θέτει τις ζωές μας σε κίνδυνο. Είχε λεπτό πρόσωπο, ρυτίδες γύρω από τα μάτια της, μικροσκοπικές γραμμούλες πάνω από τα χείλη της, λιγοστές γκρίζες τρίχες διάσπαρτες στα σγουρά καστανά μαλλιά της που κυμάτιζαν ολόγυρά της. Ήταν ντυμένη με τρόπο απατηλά υπαινικτικό. Με το σκούρο παντελόνι και την καφετιά μπλούζα της ήταν αρκετά κομψή, ώστε να αποπνέει επαγγελματικό κύρος, να δείχνει ότι δεν ήρθε από το πουθενά αυτοσχεδιάζοντας στην πορεία, αλλά ήταν και αρκετά καθημερινή ώστε να γίνεται προσιτή. «Σ’ ευχαριστώ που με αφήνεις να δω την Έμιλι». «Αν πίστευα πως η προσέγγισή σου θα είναι αδέξια, δεν θα σε άφηνα, όμως οφείλω να πω ότι δεν ξέρω τι ακριβώς γυρεύεις». Σήκωσε το χέρι της για να με σταματήσει, προτού προλάβω να απαντήσω. «Ούτε και με πειράζει ιδιαίτερα, αρκεί να μην μπερδέψεις το παιδί ή να μην το αναστατώσεις∙ και είμαι σίγουρη ότι δεν θα το κάνεις». Η φράση της εμπεριείχε προειδοποίηση. Δεν χρειαζόταν να το πει ευθέως. «Η δουλειά μου είναι να μιλάω με την Έμιλι

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

157 _

και, αν χρειαστεί, να της προσφέρω βοήθεια. Η αστυνομική έρευνα είναι εκτός της αρμοδιότητάς μου». Δεν χρειάστηκε να προσθέσει: και της δικής σου. «Τι ακριβώς έχεις κάνει λοιπόν με τη μικρή;» «Τη ρώτησα τι θυμάται». «Έτσι απλά;» «Γιατί όχι; Ξέρω τι σκέφτεσαι, σου φαίνεται πολύ απλοϊκό και ευθύ. Πέρυσι, χρειάστηκε να μιλήσω με ένα τετράχρονο αγοράκι που βρισκόταν στο σπίτι, ενώ η μητέρα του κακοποιήθηκε και δολοφονήθηκε. Πέρασε οκτώ ώρες μόνο του με τη νεκρή. Είχε υποστεί βαρύ ψυχολογικό τραύμα, σχεδόν δεν μπορούσε να μιλήσει. Τη θυμάσαι την υπόθεση;» Έγνεψα. «Τότε είχαμε να αντιμετωπίσουμε ένα διπλό πρόβλημα, αφενός να επουλώσουμε τα τραύματα του Ντέιμιεν, αφετέρου να μάθουμε τι είχε δει. Ήταν μια περίπλοκη υπόθεση που περιλάμβανε ένα σύνολο από λεπτές στρατηγικές. Παιχνίδια, ζωγραφική, αφήγηση ιστοριών∙ καταλαβαίνεις. »Την Έμιλι όμως η μητέρα της απλά την άφησε στην παιδική χαρά. Δεν υπάρχει τραύμα ούτε εμφανές πρόβλημα. Δεν ενοχλήθηκε όταν ερωτήθηκε και φαίνεται ότι δεν υπάρχει κάτι για να θυμηθεί. Έπαιζε με τα άλλα κοριτσάκια και ξαφνικά η μητέρα της εξαφανίστηκε. Αυτό φυσικά την αναστάτωσε, αλλά προφανώς δεν έγινε μάρτυρας σε κάτι σχετικό με την εξαφάνιση της μητέρας της ή την απαγωγή της ή ό,τι κι αν συνέβη, τέλος πάντων». «Τα τρίχρονα δεν συνηθίζουν να ανταποκρίνονται καλά σε άμεσες ερωτήσεις». Η Μπέλα γέλασε. «Μην ανησυχείς», είπε. «Έπαιξα μαζί της. Παρατήρησα τις αντιδράσεις της με τις φίλες της, τον τρόπο που έπαιζε με τα κουκλάκια της. Μερικές φορές, όσο επώδυνο κι αν είναι, πρέπει να παραδεχόμαστε ότι τα έξυπνα τεχνάσματα

158

NICCI FRENCH _

περιττεύουν όταν δεν υπάρχει τίποτα για να βρούμε». Διασχίσαμε το Χάμπστεντ μέχρι την κορυφή του λόφου και κατηφορίσαμε από την άλλη πλευρά, μέσα από τους ακριβούς οικιστικούς δρόμους που μου ήταν άγνωστοι. Η Μπέλα έστριψε σε ένα ήσυχο δρομάκι και σταμάτησε. «Προς το παρόν μένουν με τη μητέρα της Φιλίππα που κατοικεί εδώ κοντά. Οφείλω να σου πω ότι αυτό είναι μυστικό». «Δηλαδή οι αστυνομικοί πιστεύουν ότι απειλείται η ζωή τους;» «Από τους δημοσιογράφους, μάλλον». Η Μπέλα έμεινε ακίνητη για μια στιγμή, δεν βγήκε από το αμάξι. Κοίταξα το μεγάλο σπίτι. «Η μητέρα της Φιλίππα πρέπει να είναι πολύ ευκατάστατη», είπα, λέγοντας το αυτονόητο. «Πολύ», συμφώνησε η Μπέλα. Χτύπησε ρυθμικά με τα δάχτυλα το τιμόνι. «Για πες μου, Κιτ, έχεις βρει κάτι συγκεκριμένο;» «Δεν ξέρω». Με κοίταξε έντονα με μια έκφραση που απέπνεε αμυδρή αγωνία. Προσπαθούσε να με καταλάβει. Μήπως τρελάθηκα; Το πιγούνι της σφίχτηκε και άνοιξε την πόρτα. Μίλησα με τον Τζέρεμι Μπάρτον έξω, στον όμορφο κήπο της πεθεράς του, με το απαλό γρασίδι να σχηματίζει περιποιημένα παρτέρια. Η Μπέλα με σύστησε ως συνεργάτιδά της, κάπως αόριστα, και το πράγμα έμεινε εκεί. Ήξερα πως εκείνος εργαζόταν σε μια εταιρεία με λογισμικά προγράμματα. Νομίζω ότι του ανήκε∙ το μεγαλύτερο μέρος της έστω. Ήταν τριάντα οκτώ χρόνων, αλλά έδειχνε μεγαλύτερος. Τα μαλλιά του γκριζαρισμένα, το πρόσωπό του καταβεβλημένο, τα μάτια του κόκκινα. «Υπάρχει καμιά πρόοδος;» ρώτησε. «Λυπάμαι», είπα, «δεν γνωρίζω. Θα πρέπει να ρωτήσετε τους αστυνομικούς».

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

159 _

«Οι μόνοι αστυνομικοί που βλέπω εγώ είναι οι ένστολοι. Μονίμως κάποιος από αυτούς τριγυρίζει εδώ γύρω. Κανείς τους δεν ξέρει τίποτα. Νιώθω, νιώθω ότι είμαι στο σκοτάδι». Έτριψε το πρόσωπό του. «Δεν νομίζω ότι υπάρχει καμιά ιδιαίτερη εξέλιξη». «Κανέναν δεν θα πιάσουν», μονολόγησε. «Γιατί το λέτε αυτό;» «Έτσι δεν λένε; Αν δεν βρεθεί αμέσως ο δολοφόνος, τότε συνήθως δεν βρίσκεται ποτέ». «Είναι πράγματι πιο δύσκολο», συμφώνησα. «Τι μπορώ να κάνω για σας, λοιπόν;» με ρώτησε. «Λυπάμαι πολύ για τη σύζυγό σας». «Ευχαριστώ». Ανοιγόκλεισε τα μάτια, σαν να μην έβλεπε καλά. «Θα πρέπει να ήταν τρομερό σοκ για σας. Πού ήσασταν όταν το μάθατε;» «Όλα αυτά τα έχω πει πολλές φορές. Τόσο πολλές που πια δεν μου φαίνονται αληθινά». Σώπασε, μετά χαμογέλασε θλιμμένα. «Συγγνώμη. Έχω χάσει τον κανονικό ευδιάθετο εαυτό μου. Σπίτι ήμουν. Συχνά δουλεύω από το σπίτι, μία φορά την εβδομάδα». «Ήταν καθόλου στεναχωρημένη η Φιλίππα; Συγγνώμη, σας πειράζει να τη λέω Φιλίππα; Μου φαίνεται παράξενο να μιλάω έτσι για έναν άνθρωπο που δεν έχω γνωρίσει. Αλλά, αν την αποκαλέσω κυρία Μπάρτον, θα αισθάνομαι σαν εφοριακός». «Ευχαριστώ», είπε. «Γιατί;» «Που με ρωτήσατε. Στις εφημερίδες, ξέρετε, την ονομάζουν Πίπα. Κανείς δεν τη φώναζε Πίπα. Ποτέ. Εγώ καμιά φορά την έλεγα Φιλ. Και τώρα όλοι μιλάνε για την τραγωδία της Πίπα∙ η Πίπα το ένα και η Πίπα το άλλο. Νομίζω το προτιμούν επειδή χωράει καλύτερα στους τίτλους τους. Το Φιλίππα έχει περισσότερα γράμματα».

160

NICCI FRENCH _

Αναστέναξε και πέρασε το χέρι του στα μαλλιά του. «Και η απάντηση είναι όχι, δεν έδειχνε στεναχωρημένη. Ήταν χαρούμενη. Όπως πάντα. Τίποτα δεν ήταν διαφορετικό. Όλα κανονικά. Ήμασταν ευτυχισμένοι μαζί∙ αν και τώρα πια, ώρες ώρες, μου φαίνεται ότι δεν θυμάμαι τίποτα καλά». «Κύριε Μπάρτον…» «Εκείνο που δεν καταλαβαίνω είναι τι σχέση μπορεί να έχει η διάθεση της Φιλ με τον θάνατό της». «Ψάχνω για μοτίβα συμπεριφοράς. Ίσως να απασχολεί και μένα η ίδια ερώτηση που απασχολεί κι εσάς, δηλαδή, γιατί εκείνη;» «Όλα ήταν κανονικά», είπε με ύφος όχι τόσο περίλυπο, αλλά ταραγμένο. «Κανονική διάθεση, κανονικός τρόπος σκέψης, κανονική συμπεριφορά. Σας μιλάω κι εσείς με κοιτάζετε με έναν τρόπο που τα κάνει όλα να ακούγονται ύποπτα και παράξενα. Και τέλος πάντων, τι σημαίνει κανονικό, τελικά;» «Είχε κάποιο είδος ρουτίνας στη ζωή της;» «Ναι, μάλλον. Φρόντιζε την Εμ, φρόντιζε το σπίτι, συναντιόταν με τις φίλες της, με τη μητέρα της, πήγαινε για ψώνια. Οργάνωνε τη ζωή μας, ας πούμε. Ήμασταν ένα πολύ παραδοσιακό ζευγάρι, ξέρετε». «Είδε τις φίλες της την περασμένη εβδομάδα;» «Τα έχω ήδη πει στην αστυνομία, είδε τη μητέρα της και βγήκε με την Τες Τζάρετ». Φρόντισα να μην ξεχάσω το όνομά της. «Αν την απασχολούσε κάτι, θα σας το έλεγε;» «Δόκτωρ…» «Κουίν. Κιτ Κουίν». «Μάλιστα. Τίποτα δεν την απασχολούσε. Πήγε μια βόλτα και τη σκότωσε ένας τρελός. Όλοι αυτό λένε. Κοιτάξτε, δεν ξέρω τι θέλετε από μένα. Όλοι κάτι θέλουν. Η αστυνομία θέλει να βάζω τα κλάματα στην τηλεόραση ή

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

161 _

να σπάσω και να ομολογήσω ότι το έκανα εγώ. Οι δημοσιογράφοι θέλουν ένας Θεός ξέρει τι. Η Έμιλι θέλει… θέλει να μάθει πότε θα γυρίσει η μανούλα της, μάλλον. Δεν ξέρω». Αναστέναξε και με κοίταξε με τα κατακόκκινα μάτια του. «Δεν ξέρω», ξανάπε. «Εσείς τι θέλετε;» Έτριψε τα μάτια του. Φαινόταν εξουθενωμένος, στα όρια της εξάντλησης. «Να γυρίσω σπίτι μου με την Έμιλι και να πάω στη δουλειά μου και να με αφήσουν ήσυχο κι όλα να ξαναγίνουν κανονικά». «Μόνο που αυτό δεν γίνεται». «Το ξέρω», είπε βαρύθυμα. «Το ξέρω. Αυτό που θέλω πραγματικά είναι να ξυπνήσω ένα πρωί και να ανακαλύψω ότι όλα ήταν όνειρο. Η αλήθεια είναι ότι κάθε πρωί που ξυπνάω, για μια στιγμή δεν θυμάμαι τίποτα και μετά ξαφνικά θυμάμαι. Ξέρετε πώς νιώθω τότε; Τότε που αναγκάζομαι να το συνειδητοποιήσω πάλι απ’ την αρχή;» Σώπασα για μια στιγμή κι εκείνος έριξε το βλέμμα στο γρασίδι. «Είχε καθόλου σχέσεις η σύζυγός σας με κοινωνικές υπηρεσίες; Με παιδιά που στέλνονται σε ανάδοχες οικογένειες, ας πούμε;» «Όχι. Όταν γνωριστήκαμε εργαζόταν σε έναν οίκο δημοπρασιών, αλλά παραιτήθηκε μόλις γέννησε την Έμιλι». «Δεν είχε καμία σχέση με την περιοχή Κέρσι Τάουν;». «Μπορεί να έπαιρνε το τρένο από κει, καμιά φορά». Επανερχόμουν στα ίδια και στα ίδια, ξανά και ξανά, καταλήγοντας πάντα με την ίδια απορία: τι νόημα είχε να ρωτάω τον Τζέρεμι Μπάρτον για τον χαρακτήρα της συζύγου του και τη διάθεσή της, εφόσον είχε πέσει θύμα μιας τυχαίας επίθεσης; Τελικά σηκώθηκα όρθια. «Σας είμαι ευγνώμων που μου μιλήσατε», του είπα τείνοντας το χέρι. Μου το έσφιξε. «Με συγχωρείτε, οι ερωτήσεις μου

162

NICCI FRENCH _

μάλλον ακούστηκαν κάπως παράξενες». «Δεν ήταν πιο παράξενες από όλα τα άλλα που με έχουν ρωτήσει. Μια εφημερίδα, ξέρετε, μου πρόσφερε πενήντα χιλιάδες λίρες για να τους πω πώς νιώθω που δολοφονήθηκε η γυναίκα μου». «Και τι τους απαντήσατε;» «Τίποτα. Τους έκλεισα το τηλέφωνο. Θέλετε να μιλήσετε στην Έμιλι. Πάντως δεν έχει καμία σχέση με το Κέρσι Τάουν. Αυτό μπορώ κι εγώ να σας το πω». «Ένα λεπτάκι θα κάνω μόνο». «Θα σας συνοδεύσει η Παμ. Η πεθερά μου». Μια όμορφη γκριζομάλλα γυναίκα στεκόταν πλάι στην πόρτα που οδηγούσε στην κουζίνα. Το πρόσωπό της ήταν κάτωχρο, είχε το χρώμα μιας γυναίκας που θρηνεί. Ο Τζέρεμι Μπάρτον μας σύστησε. «Λυπάμαι πολύ για την κόρη σας», ψιθύρισα. «Σας ευχαριστώ», απάντησε, γέρνοντας λίγο το κεφάλι. «Η δόκτωρ Κουίν θέλει να δει την Έμιλι», είπε ο Μπάρτον. «Για ποιον λόγο;» «Ένα λεπτό θα κάνω μόνο». Η Παμ Βιρ με οδήγησε σε έναν διάδρομο. «Η Έμιλι είναι με μια φίλη της αυτή τη στιγμή. Εντάξει;» «Φυσικά». Η Παμ άνοιξε την πόρτα και είδα δύο κοριτσάκια καθισμένα στο χαλί να τοποθετούν κάτι λούτρινα ζωάκια σε έναν κύκλο. Δύο κορίτσια, ένα με σκούρες καστανές κοτσίδες, το άλλο με ανοιχτές καστανές μπούκλες∙ και για μια στιγμή δεν ήξερα ποιο είναι ποιο κι ένιωσα μέσα μου μια σουβλιά. Σαν να τράβαγες κλήρο. Ποιο από τα δυο θα ήταν τελικά εκείνο που η μητέρα του δολοφονήθηκε κτηνωδώς; Η Παμ πλησίασε το μελαχροινό κορίτσι. «Έμιλι», είπε, «μια κυρία θέλει να σου μιλήσει». Το μικροσκοπικό κοριτσάκι σήκωσε το κεφάλι με ύφος

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

163 _

τρομαγμένο. Κάθισα δίπλα του. «Γεια σου, Έμιλι. Με λένε Κιτ. Πώς τη λένε τη φίλη σου;» «Με λένε Μπέκι», πρόλαβε η φίλη της. «Μπέκι Τζέιν Τόμλινσον». Η Μπέκι άρχισε αμέσως τη φλυαρία. Καθόμουν και την άκουγα να μου συστήνει ένα ένα τα κουκλάκια. Τελευταίες έμειναν οι καλές και οι κακές αρκούδες. «Γιατί είναι κακές οι αρκούδες;» ρώτησα. «Επειδή είναι κακές». «Τι κάνετε με τα παιχνίδια;» ρώτησα. «Παίζουμε», είπε η Έμιλι. «Τα παίρνετε ποτέ στην παιδική χαρά;» ρώτησα. «Τα παίρνετε στις κούνιες ή στο σκάμμα;» «Τα ’κανα», είπε ξαφνικά η Έμιλι. «Τα ’κανα όλα αυτά με την Μπέλα». «Τα έκανες», τη διόρθωσε η Παμ. Γέλασα, με είχε καταλάβει, λοιπόν. «Είσαι έξυπνο κορίτσι, Έμιλι», της είπα. «Και λυπάμαι για τη μαμά σου». «Η γιαγιά λέει ότι είναι με τους αγγέλους». «Εσύ τι λες;» «Δεν νομίζω να πήγε τόσο μακριά. Θα γυρίσει». Έριξα μια ματιά στην Παμ Βιρ και είδα στο πρόσωπό της μια έκφραση τόσο βαθιάς οδύνης που έστρεψα αλλού το βλέμμα. «Μπορώ να ξανάρθω και άλλη φορά; Αν θελήσω να σε ρωτήσω κάτι άλλο;» «Δεν με πειράζει», είπε η Έμιλι, αλλά μου είχε ήδη γυρίσει την πλάτη. Πήρε στα χέρια της ένα κοάλα με λυπημένα ματάκια και ακούμπησε τα χείλη της στη μαύρη πλαστική μύτη του, σιγοτραγουδώντας. «Είμαι τόσο περήφανη για σένα», την άκουσα να ψιθυρίζει. «Τόσο περήφανη».

164

NICCI FRENCH _

16 Καθώς οδηγούσα πίσω στο σπίτι μέσα στο καυσαέριο του μποτιλιαρίσματος, ένιωθα κουρασμένη και χαιρόμουν που η Τζούλι θα έλειπε. Μου είχε πει ότι είχε συνέντευξη για δουλειά σε μια δισκογραφική εταιρεία, αν και δεν καταλάβαινα τι γνώσεις μπορεί να είχε μια κοσμοπολίτισσα καθηγήτρια μαθηματικών για τη μουσική βιομηχανία. Άνοιξα τα παράθυρα για να μπει η δροσιά του απόβραδου. Από την πίσω αυλή αντηχούσαν παιδικές φωνές. Πήγα στο μπάνιο, άνοιξα τις βρύσες και έριξα μερικά αιθέρια έλαια στο νερό. Μετά έβγαλα τα ρούχα μου, που τα ένιωθα βρόμικα πια, και μπήκα στην μπανιέρα. Αισθάνθηκα το νερό υγιεινό και καυτό κι έγειρα πίσω, κλείνοντας τα μάτια. Και τότε χτύπησε το τηλέφωνο. Να πάρει, είχα ξεχάσει να βάλω τον τηλεφωνητή. Μα γιατί τα τηλέφωνα μονίμως χτυπούν όταν είσαι στο μπάνιο; Περίμενα λίγο, μα συνέχισε να κουδουνίζει. Κι έτσι βγήκα, τυλίχτηκα με μια πετσέτα και πήγα στάζοντας στο σαλόνι, αφήνοντας πίσω μου ίχνη από βρεγμένες πατούσες. «Ναι;» Τα χέρια μου είχαν σαπουνάδες. «Η Κιτ Κουίν;» Η φωνή ακουγόταν διακεκομμένη,

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

165 _

μάλλον από κινητό. «Η ίδια». «Εδώ Γουίλ Πάβιτς». «Α», έκανα μέσα στη σιωπή. «Ήθελα να απολογηθώ για τις προάλλες». «Ακούω, λοιπόν». «Τι;» «Είπες ότι ήθελες να απολογηθείς». Άκουσα κάτι σαν μούγκρισμα ή γέλιο. «Συγγνώμη, ήμουν αντικοινωνικός. Ορίστε, λοιπόν». «Ήσουν προφανώς κουρασμένος, άλλωστε ήταν ανόητη η πρόσκληση. Ξέχνα το. Έτσι κι αλλιώς, δεν πειράζει». «Ίσως τελικά να υπάρχει κάτι που μπορώ να σου πω για τη Λιάν». Ξαφνιάστηκα. «Αλήθεια;» «Δεν είναι τίποτα σπουδαίο. Αλλά… κοίτα, είμαι καμιά πεντακοσαριά μέτρα μακριά από το σπίτι σου και σκέφτηκα να περάσω από εκεί καλύτερα. Για λίγα λεπτά μόνο. Αν δεν έχεις παρέα». «Εντάξει. Μόνη μου είμαι». Νοστάλγησα την μπανιέρα μου με το ζεστό νερό. «Τα λέμε σε λίγο, λοιπόν. Παρεμπιπτόντως, πού βρήκες το τηλέφωνό μου;» «Είχες δίκιο τελικά. Δεν ήταν και τόσο δύσκολο». Τράβηξα την τάπα από την μπανιέρα και φόρεσα ένα παμπάλαιο τζιν κι ένα φανελάκι. Σιγά μην έβαζα και τα καλά μου για τον Γουίλ Πάβιτς. Ενώ τον περίμενα, άνοιξα τις ειδήσεις στην τηλεόραση να δω αν έλεγαν τίποτα για τη Φιλίππα Μπάρτον. Από πρώτο θέμα είχε γίνει τρίτο: οι ντετέκτιβ ερευνούσαν ακόμα την περιοχή για στοιχεία, ο κόσμος εξακολουθούσε να αφήνει λουλούδια και κουκλάκια εκεί που βρέθηκε η νεκρή. Τώρα έδειχναν μια άλλη φωτογραφία της, στην κορυφή ενός λόφου, με υφασμάτινο φαρδύ σορτς και τι-σερτ, γελαστή, με τα

166

NICCI FRENCH _

μεταξένια της μαλλιά να ανεμίζουν στο αεράκι, τα χέρια της να αγκαλιάζουν τη μικρή μαυρομάτα κορούλα της. Σκέφτηκα την Έμιλι που έχωσε το προσωπάκι της στο κοάλα και του ψιθύριζε λόγια που της είχε πει η μητέρα της: «Είμαι τόσο περήφανη για σένα». Ίσως και η δική μου μητέρα να μου έλεγε τέτοια λόγια προτού πεθάνει. Ο πατέρας μου ουδέποτε υπήρξε καλός σε τέτοιες λεπτομέρειες∙ απλά μου έλεγε, κατηφής: «ε, σ’ αγαπούσε πάρα πολύ, φυσικά»∙ λες κι αυτό αρκούσε. Πάντοτε ήθελα πολύ περισσότερα: όλα εκείνα τα χαζούλικα υποκοριστικά και τις τρυφερές κουβέντες, τα παιχνίδια που έπαιζε μαζί μου, τον τρόπο που με κρατούσε και με έπαιρνε αγκαλιά, τα όνειρα που έκανε για μένα, τις ελπίδες που είχε. Σε όλη μου τη ζωή τα επινοούσα. Κάθε φορά που τα πήγαινα καλά στο σχολείο, έλεγα στον εαυτό μου πόσο χαρούμενη θα ένιωθε η μαμά μου. Όταν έγινα γιατρός, αναρωτιόμουν αν εκείνη θα επιθυμούσε κάτι τέτοιο για μένα. Ακόμη και τώρα, όταν κοιτάζομαι στον καθρέφτη, με το πρόσωπο της μητέρας μου, με τα γκρίζα μάτια της μητέρας μου, προσποιούμαι ότι δεν κοιτάζω το είδωλό μου, αλλά εκείνη, απέναντί μου, επιτέλους να μου χαμογελάει μετά από τόσα χρόνια αναμονής… Χτύπησε το κουδούνι. Αυτή τη φορά ο Γουίλ φορούσε σκούρο κοστούμι, χωρίς γραβάτα. Τα μάτια του κόκκινα, το δέρμα του κάτασπρο. Σαν να είχε έναν αιώνα να κοιμηθεί. «Θέλεις ένα ποτό;» τον ρώτησα. «Όχι, ευχαριστώ. Λίγο καφέ ίσως». Στεκόταν στη μέση του σαλονιού, άχαρα. Του έφτιαξα καφέ και έβαλα ένα ποτήρι κρασί για τον εαυτό μου. «Γάλα; Ζάχαρη;» «Όχι». «Κάνα μπισκοτάκι μήπως;» «Όχι, είμαι εντάξει».

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

167 _

«Γιατί δεν κάθεσαι; Εκτός αν θέλεις να πεις ό,τι έχεις στα όρθια και να την κάνεις». Έκανε μια ασαφή γκριμάτσα και κάθισε στον καναπέ. Κάθισα στην καρέκλα απέναντί του και αντιστάθηκα στην παρόρμηση να ανοίξω ψιλοκουβεντούλα για να γεμίσω τη σιωπή που μας βάραινε. Με κοιτούσε συλλογισμένος. «Σου είπα ότι δεν ήξερα καλά τη Λιάν». «Ναι». «Και είναι αλήθεια. Δεκάδες έφηβοι περνούν το κατώφλι μου κάθε εβδομάδα. Τους δίνω στέγη αν τη χρειάζονται, πληροφορίες για εργασίες, αν θέλουν. Τους φέρνω σε επαφή με διάφορους οργανισμούς, εάν το επιθυμούν. Αλλά δεν κάνω ερωτήσεις. Αυτό είναι κι όλο το νόημα∙ από μια άποψη αυτός είναι κι ο λόγος που έφτιαξα εξαρχής το κέντρο Τίντεϊλ. Δεν προσπαθούμε να τους πούμε τι είναι καλύτερο γι’ αυτούς. Δεν τους κάνουμε κατήχηση, αυτό το κάνουν όλοι οι άλλοι, όχι εμείς. Βάζουμε ορισμένους κανόνες βέβαια, αλλά κατά τα άλλα δεν έχουμε καμία απαίτηση από εκείνους. Έτσι λειτουργεί το κέντρο μας: ένα μέρος όπου είναι ελεύθεροι να σκέφτονται μόνοι τους, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει ότι θα κάνουν οδυνηρά λάθη για τη ζωή τους…» Σώπασε απότομα. «Βγήκα εκτός θέματος». «Όχι καθόλου, και μάλιστα…» «Η Λιάν είχε έρθει στο κέντρο τρεις φορές μέσα στους τελευταίους περίπου έξι μήνες», με διέκοψε. «Τις δύο πρώτες, ήταν πολύ αισιόδοξη για το μέλλον της. Έλεγε ότι ήθελε να γίνει μαγείρισσα∙ περίπου το ένα πέμπτο αυτών των παιδιών θέλουν να γίνουν μάγειρες και μαγείρισσες. Της δώσαμε μερικά ενημερωτικά φυλλάδια για μαθήματα μαγειρικής κ.λπ. Την τρίτη όμως φορά, την τελευταία φορά που την είδαμε, ήταν μελαγχολική. Πολύ πεσμένη. Απόμακρη και απαθής». «Μπορείς να σκεφτείς κάποια αιτία;»

168

NICCI FRENCH _

Ήπιε όλο τον καφέ του και κοίταξε τον πάτο του φλιτζανιού. «Αυτοκτόνησε η καλύτερή της φίλη πριν από μερικές εβδομάδες». «Πόσων χρόνων ήταν;» «Δεκατεσσάρων ή δεκαπέντε. Μπορεί δεκάξι. Δεν ξέρω». «Από πού γνωρίζονταν;» «Ιδέα δεν έχω. Ήρθαν στο κέντρο μαζί κάποτε, αλλά προφανώς γνωρίζονταν ήδη. Μπορεί να σύχναζαν στα ίδια μέρη». «Γιατί το έκανε;» Ανασήκωσε τους ώμους. «Για χίλιους δυο λόγους. Γιατί δεν αυτοκτονούν περισσότεροι, να ένα καλό ερώτημα. Ντέιζι». «Έτσι την έλεγαν;» «Ντέιζι Γκιλ. Χαρούμενο όνομα, δεν βρίσκεις;» Και για πρώτη φορά τον είδα να μου χαμογελάει κανονικά∙ με ένα χαμόγελο πικρό, φευγαλέο, αλλά γνήσιο για όσο κράτησε. Του ανταπέδωσα το χαμόγελο και εκείνος έστρεψε αλλού το βλέμμα, έξω από το παράθυρο, προς τον χορταριασμένο λάκκο της πανούκλας. «Μήπως θέλεις τώρα ένα ποτήρι κρασί;» «Κι έτσι έχεις κάτι ακόμα στα χέρια σου», είπε, αγνοώντας με. «Για να προσθέσεις σε αυτά που ήδη ξέρεις. Πρώτον: η Λιάν ήταν ταραγμένη. Δεύτερον: η Λιάν δολοφονήθηκε». «Ναι, ίσως. Θες κρασί;» «Όχι. Δεν θέλω κρασί. Δεν θέλω τίποτα. Αντίο». Σηκώθηκε με μια κίνηση και μου έτεινε το χέρι. Το πήρα. «Ευχαριστώ», του είπα και κείνη τη στιγμή μπήκε απ’ την πόρτα ανέμελα η Τζούλι, με το λαμπερό και ενθουσιασμένο της πρόσωπο, με το στόμα ανοιχτό, έτοιμη να μου πει κάτι. Μας κοίταξε ξαφνιασμένη. «Αυτή κι αν είναι έκπληξη», κατάφερε να πει.

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

169 _

Ο Γουίλ της έγνεψε. «Μόλις έφευγα». «Ένα ποτήρι κρασί μήπως;» πρότεινε. «Μια μπίρα;» «Όχι», είπε. «Ευχαριστώ». Μόλις έφτασε στην πόρτα κοντοστάθηκε. «Ήθελα να…» Σταμάτησε και μου έριξε μια ματιά. «Συγγνώμη για την αγενή συμπεριφορά μου στο δείπνο. Το φαγητό ήταν υπέροχο». Και έφυγε. «Λοιπόν», είπε η Τζούλι και στράφηκε σε μένα. «Είσαι πονηρούλα τελικά». «Δυο λεπτά μόνο έμεινε. Ήθελε να μου πει κάτι για την κοπέλα που δολοφονήθηκε». «Καλά, καλά. Έτσι κι αλλιώς δεν ενδιαφέρομαι πια γι’ αυτόν. Παραείναι σοβαρός για τα γούστα μου. Θέλεις να σου πω τα νέα μου;» «Ανυπομονώ». «Την πήρα τη δουλειά». «Άντε!» «Αμέ. Ξεκινάω σε έναν μήνα∙ τους είπα ότι δεν μπορώ νωρίτερα εξαιτίας ανειλημμένων υποχρεώσεων». «Έχεις υποχρεώσεις;» «Όχι, όχι βέβαια, αλλά δεν ήθελα να φανώ και υπερβολικά διαθέσιμη». «Συγχαρητήρια, Τζούλι. Είμαι σίγουρη ότι θα τα πας υπέροχα στην καινούρια σου δουλειά κι ας μην έχω καταλάβει τι ακριβώς θα κάνεις». «Ούτε κι εγώ έχω καταλάβει». Χαχάνισε. Και πρόσθεσε: «Θα αρχίσω λοιπόν να ψάχνω για διαμέρισμα». «Με την ησυχία σου», της είπα αυθόρμητα, προτού το καλοσκεφτώ. Έπρεπε λοιπόν να συνηθίσω πάλι στη μοναξιά. Έκλεισα στιγμιαία τα μάτια. «Γιατί δεν προσπαθείς να τον ξανακερδίσεις;» ρώτησε η Τζούλι. «Τι στον διάολο εννοείς;»

170

NICCI FRENCH _

«Μη φωνάζεις. Για τον Άλμπι λέω. Στοιχηματίζω ότι και εκείνου θα του λείπεις. Αν είναι λογικός, σίγουρα του λείπεις». «Δεν τον θέλω πια». Προς μεγάλη μου έκπληξη, διαπίστωσα ότι είχα αρχίσει να το εννοώ. Έφυγε με δική του θέληση και, αν του έλειπα, σίγουρα θα του έλειπα μέσα από την αγκαλιά μιας άλλης, θα του έλειπα ενώ θα κρατούσε στα χέρια του το πρόσωπο μιας άλλης. Δεν τον ήθελα, λοιπόν. Ήθελα κάποιον που θα ανήκε μόνο σε μένα, που θα ήμουν η μοναδική του αγάπη. Όλοι αυτό δεν θέλουμε, άλλωστε;

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

171 _

17 Ήμουν κουρασμένη, οι αδένες μου ήταν ελαφρώς πρησμένοι, ο λαιμός μου πονούσε σαν να είχα καταπιεί γυαλί. Δεν είχα διάθεση να πάω στη δουλειά κι έτσι χρονοτριβούσα με το πρωινό μου, ψωμί με μέλι και δυνατό τσάι. Το τραπέζι της κουζίνας ήταν λουσμένο στον ήλιο. Πολύ θα ήθελα να μείνω όλη μέρα εκεί, με τα χέρια γύρω από μια αχνιστή κούπα, με τα πόδια στις ζεστές μου παντόφλες, να αφουγκράζομαι την κίνηση του δρόμου, να δω ίσως και λίγη τηλεόραση. Τότε όμως χτύπησε το τηλέφωνο και ήταν ο Όμπαν. Μου είπε ότι ήθελε να μου μιλήσει. «Ακούω». «Εννοώ από κοντά». «Πότε;» «Μπορείς να είσαι εδώ μέχρι τις δέκα;» Κοίταξα το ρολόι μου. «Νομίζω, ναι. Θα πρέπει να ακυρώσω μια συνάντηση». «Ωραία». «Υπάρχει κάποια εξέλιξη;» «Από όσο ξέρω όχι». «Τότε, περί τίνος πρόκειται;» «Θα τα πούμε από κοντά».

172

NICCI FRENCH _

Σε όλη τη διαδρομή ήμουν σαν χαμένη, κατέστρωνα σενάρια στο μυαλό μου, καλά και κακά∙ αλλά κυρίως κακά. Δεν είχα όμως καν διανοηθεί κάτι τόσο κακό όσο αυτό που αντίκρισα όταν έφτασα στο γραφείο του Όμπαν, στις δέκα ακριβώς. Ο Όμπαν καθόταν στη θέση του, άπρακτος και ανυπόμονος. Δεν ήταν μόνος. Μια γυναίκα στεκόταν με την πλάτη γυρισμένη σε μένα, κοιτώντας έξω από το παράθυρο. Ξαφνικά γύρισε. Ήταν η Μπέλα. Με κοίταξε στα μάτια κι έστρεψε αμέσως αλλού το βλέμμα. Στον καναπέ μπροστά στον τοίχο ήταν καθισμένη η Ρόζα. «Τι συμβαίνει;» ρώτησα. Ο Όμπαν χαμογέλασε αμήχανα. «Δεν κάθεσαι καλύτερα, Κιτ;» μου υπέδειξε την καρέκλα μπροστά από το γραφείο του. Δίχως να σκεφτώ καθαρά, κάθισα, κι αμέσως το μετάνιωσα, γιατί έτσι βρέθηκα πιο χαμηλά από τους υπόλοιπους στο δωμάτιο. Ο Όμπαν έγνεψε στη Ρόζα. «Δόκτωρ Ντάιτς;» Η Ρόζα δάγκωσε τα χείλη της. Με αυτή της την κίνηση ήθελε να δείξει ότι σε λίγο θα συνέβαινε κάτι που θα έπληττε περισσότερο εκείνη παρά εμένα. Έγειρε εμπρός και ένωσε τα δυο της χέρια σαν να ετοιμαζόταν να προσευχηθεί. «Κιτ, θέλω να σου ξεκαθαρίσω ότι κατηγορώ τον εαυτό μου για όλα αυτά». «Για ποια;» ρώτησα∙ ξέροντας ότι αυτό ακριβώς ήθελε να τη ρωτήσω. Δεν έπρεπε να μιλήσω, είπα μέσα μου. «Για ποια;» ξαναρώτησα απεγνωσμένα. «Πιστεύουμε», είπε ο Όμπαν, κοιτάζοντάς με καλοσυνάτα, «ή μάλλον εγώ πιστεύω και νομίζω ότι η Ρόζα συμφωνεί μαζί μου, ότι ήταν άδικο να σε βάλουμε σε αυτή την υπόθεση χωρίς να αναλογιστούμε καταλλήλως το επίπεδο της εμπειρίας σου και…» «Έχεις εμπλακεί υπερβολικά, έτσι δεν είναι, Κιτ;» ρώτησε ευγενικά η Ρόζα.

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

173 _

«Στην αρχή», συνέχισε ο Όμπαν, «ήταν ζήτημα ρουτίνας, μια σύντομη αξιολόγηση ενός υπόπτου. Νιώθαμε ότι σου το χρωστούσαμε να σου τη ζητήσουμε. Και εκτέλεσες το καθήκον σου με αξιοθαύμαστο τρόπο. Σου είμαστε υπόχρεοι. Μετά –και παραδέχομαι ότι ήταν εξ ολοκλήρου δικό μου λάθος– σου ζήτησα να εμπλακείς περισσότερο. Όμως πρόσφατα… να, κυκλοφορούν κάποιες φήμες…» «Μπέλα;» είπα στρίβοντας στην καρέκλα μου για να την αντικρίσω. Η Μπέλα με κοιτούσε ατάραχα. «Εγώ δεν έκανα κανένα παράπονο, Κιτ. Όμως, αφότου έφυγες μίλησα με τον Τζέρεμι Μπάρτον και τη μητέρα της Φιλίππα και δυστυχώς αναγκάστηκα να αναφέρω στον ντετέκτιβ Ρένμπορν ότι δεν κατάλαβα τι νόημα είχε η κουβέντα σου μαζί τους. Θα την περιέγραφα ως μια απόπειρα να τους ψαρέψεις, αλλά ούτε καν αντιλήφθηκα κάτι τέτοιο. Πρόκειται για ευαίσθητη υπόθεση. Τραβάει μεγάλη προσοχή». «Το ξέρω», είπα. «Ήθελα μόνο…» «Θα επαναλάβω τα λόγια της δόκτορος Ντάιτς», πήρε πάλι τον λόγο ο Όμπαν. «Κατηγορώ τον εαυτό μου που σε εγκλώβισα σε αυτή την αφόρητη κατάσταση». «Δηλαδή, δεν θέλετε να συνεχίσω να δουλεύω για σας;» Ακολούθησε παύση. «Πιστεύουμε ότι ήταν πολύ νωρίς για σένα», ανέλαβε τώρα η Ρόζα. «Και ότι η συγκεκριμένη υπόθεση άγγιξε κάποιο νεύρο μέσα σου που μπορεί να μην είναι απολύτως υγιές». «Τι εννοείτε;» «Η Ρόζα μου μίλησε για την παιδική σου ηλικία», είπε ο Όμπαν. Κοίταξα τη Ρόζα. «Το μόνο που είπα στον Νταν, Κιτ, είναι ότι τα προσωπικά σου βιώματα, το γεγονός ότι έχασες τη μητέρα σου πολύ μικρή, μπορεί κατά κάποιον τρόπο…» –

174

NICCI FRENCH _

το πρόσωπό της είχε πανιάσει– «…να επηρέασε την κρίση σου». «Α». Έμεινα ακίνητη για μερικά λεπτά, με τα μάγουλά μου να φλέγονται. Έπειτα ξεροκατάπια δυνατά, οδυνηρά. «Ίσως να έχετε δίκιο. Μπορεί πράγματι να έχω εμπλακεί υπερβολικά. Η αλήθεια είναι ότι νοιάζομαι και δεν ξέρω πόσο πρέπει να νοιάζεται κανείς. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι κάνω λάθος. Ούτε ότι έχω εκτροχιάσει την έρευνα. Δεν υποδεικνύω σε κανέναν τι να κάνει. Απλά ακολουθώ μια διαφορετική πορεία στην έρευνά μου». «Ναι», παρενέβη ο Όμπαν, «αλλά ξεφεύγεις από τον τομέα σου. Μιλάς σαν να μπορεί, έτσι απλά, ο οποιοσδήποτε να ασχοληθεί με την εξιχνίαση ενός φόνου, ακολουθώντας τα ένστικτά του. Αυτό δεν γίνεται. Και λυπάμαι που το λέω, αλλά από μια άποψη κινδυνεύεις – ναι– να εκτροχιάσεις την έρευνα. Παρεμποδίζεις τους άντρες μου, μπαίνεις σε ξένα χωράφια και μάλλον, λυπάμαι που το λέω, αλλά μάλλον, όλα αυτά τα κάνεις χωρίς κανέναν λόγο. Δηλαδή, χωρίς έναν σωστό λόγο. Καταλαβαίνω ότι συμπάσχεις με τα θύματα. Όλοι το ίδιο νιώθουμε. Όλοι μας θέλουμε να πιάσουμε τους φονιάδες. Μας βοήθησες», πρόσθεσε, πιο ευγενικά, «αλλά πλέον πιστεύουμε ότι είναι καιρός να πάμε παρακάτω». «Μπορώ να πω κάτι πρώτα; Πριν φύγω, εννοώ». Ο Όμπαν έγειρε πίσω στην καρέκλα του. «Φυσικά». «Κατ’ αρχάς», είπα, «πείτε μου με μία μόνο φράση πώς θα περιγράφατε τον φόνο της Λιάν». «Ένας συνηθισμένος φόνος ενός ευάλωτου θύματος από έναν ψυχοπαθή», απάντησε, σαν να υπήρχε έτοιμη η φράση στο μυαλό του. «Το έγκλημα το διέπραξε κάποιος με παθολογικό μίσος και φόβο προς τις γυναίκες. Εξ ου και οι βίαιες μαχαιριές». «Και τον φόνο της Φιλίππα Μπάρτον;» «Είναι τελείως διαφορετικός. Δεν ξέρω ούτε από πού

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

175 _

να αρχίσω. Ήταν άσχημα χτυπημένη με αμβλύ αντικείμενο. Είναι ένα θύμα που θέτει σε σοβαρό κίνδυνο τον δράστη. Την απήγαγε από δημόσιο χώρο, ενώ βρισκόταν με ένα παιδί. Διαφορετικό είδος ανθρώπου, διαφορετική μέθοδος, διαφορετική περιοχή, διαφορετικό επίπεδο βίας. Ωστόσο, εσύ διαφωνείς». Σηκώθηκα όρθια. Έπρεπε τουλάχιστον να δείξω αποφασιστική. Περπάτησα μέχρι το παράθυρο και κοίταξα έξω. Ένας πραγματικός ερημότοπος εκτεινόταν πίσω από το αστυνομικό τμήμα. Είδα τρεις ξέχειλους κάδους απορριμμάτων και κάτι μεγάλα μεταλλικά βαρέλια, στοίβες από σανίδες και κάτι απροσδιόριστο, καλυμμένο με μουσαμά. Μέσα από το τσιμέντο είχαν φυτρώσει πλήθος μοβ τριανταφυλλιές, με έντονα μαβιά άνθη. Πεταλούδες φτερούγιζαν τριγύρω, σαν κομφετί που το πήρε ο άνεμος. Ωραίο θέαμα. Στράφηκα πάλι προς το απρόθυμο ακροατήριό μου. «Όταν εξέτασα τους φακέλους της Φιλίππα Μπάρτον μου χτύπησε ένα καμπανάκι». «Δηλαδή;» με ρώτησε η Ρόζα. Ο Όμπαν είπε στεγνά: «Δεν σε προσλάβαμε για να ακούς καμπανάκια. Κάθε μέρα μας τηλεφωνούν μέντιουμ που ακούν καμπανάκια για την υπόθεση της Φιλίππα Μπάρτον». Θυμήθηκα τους ασθενείς μου στο Μάρκετ Χιλ, σκέφτηκα όσα είχαν κάνει, καθώς και τον διαστρεβλωμένο τρόπο με τον οποίο έβλεπαν τον κόσμο. Είχα μάθει από αυτούς πράγματα που κανείς σε αυτό το δωμάτιο δεν γνώριζε. Είχα τουλάχιστον αυτό το πλεονέκτημα. «Όλοι αφήνουν πίσω τους μια υπογραφή», είπα. «Πάντοτε, ακόμη κι αν προσπαθούν να την καλύψουν, διότι η υπογραφή του δολοφόνου είναι κάτι σαν το νόημα ενός ποιήματος. Υπάρχει σίγουρα το νόημα που σκόπευε να μεταδώσει ο ποιητής, αλλά ίσως να υπάρχει κι ένα κρυφό νόημα που ο ποιητής δεν είχε συνειδητοποιήσει. Κάποιες φορές, λοιπόν, οι άνθρωποι

176

NICCI FRENCH _

πιστεύουν ότι η υπογραφή τους είναι κάτι, ενώ στην ουσία είναι κάτι άλλο». Βιαζόμουν, αγωνιούσα να καταλήξω εκεί που ήθελα, προτού χάσουν τελείως το ενδιαφέρον τους. «Εκείνο που τράβηξε την προσοχή μου στον φόνο της Φιλίππα Μπάρτον είναι ότι βρέθηκε ξαπλωμένη μπρούμυτα. Όπως και η Λιάν». Σώπασα και κοίταξα τον Όμπαν. Η έκφρασή του παρέμενε ευγενική, ίσως να απέπνεε και ένα ίχνος οίκτου. «Αυτό είναι όλο;» ρώτησε πράα. «Το έχουμε ήδη εξαντλήσει το θέμα, Κιτ». «Έχετε δει ποτέ ένα πρόσφατα δολοφονημένο πτώμα ανάσκελα;» ρώτησα. «Προφανώς ναι», είπε διστακτικά ο Όμπαν. «Εγώ έχω δει πολλές τέτοιες φωτογραφίες. Τα μάτια είναι ανοιχτά, κοιτάζουν ψηλά. Το ξέρετε ότι τα μάτια στους πίνακες ζωγραφικής είναι ζωγραφισμένα έτσι ώστε να σε κοιτάζουν όπου κι αν βρίσκεσαι στον χώρο; Τα μάτια των νεκρών είναι ακριβώς το αντίθετο. Στατικά, απλανή, κατηγορητικά ίσως. Εύκολα μπορεί κανείς να καταλάβει γιατί ένας δολοφόνος γυρίζει μπρούμυτα το θύμα του: για να μην τον κοιτάζει». «Ίσως, αλλά για όνομα του Θεού, Κιτ, ένα πτώμα είναι σαν μια φέτα ψωμί. Θα πέσει ή από τη μια μεριά ή από την άλλη, το βούτυρο θα το αλείψεις ή από πάνω ή από κάτω. Δεν μπορούμε να βασίσουμε μια ολόκληρη υπόθεση πάνω σε αυτό». «Θυμάστε τα τραύματα της Λιάν; Πού ήταν;» «Στην κοιλιά. Στο στομάχι, στο στήθος, στους ώμους». «Μπροστά. Ωστόσο βρέθηκε γυρισμένη μπρούμυτα. Σαν να φτιάχνει κανείς μια υδατογραφία και μετά να την κρεμάει στον τοίχο ανάποδα». Κοίταξα τη Ρόζα. Έκανε έναν δυσεξήγητο μορφασμό. «Μου είναι δύσκολο», είπε, «να σε ακούω να μιλάς γι’ αυτές τις γυναίκες σαν να είναι έργα τέχνης».

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

177 _

«Το ξέρω, ωστόσο είναι έργα τέχνης», επισφράγισα τα λεγόμενά μου. «Επαίσχυντα, κακότεχνα, χωρίς κανένα αισθητικό ενδιαφέρον, ωστόσο είναι έργα τέχνης κι εμείς πρέπει να τα ερμηνεύσουμε. Αυτό ακριβώς κάνω και στην κλινική. Εσύ το ξέρεις, άλλωστε. Ερμηνεύω τα εγκλήματα σαν να είναι συμπτώματα, σαν να είναι σχέδια. Αναζητώ κρυφά νοήματα. Και τι έχετε να πείτε για τα τραύματα αυτά καθαυτά;» «Κτηνώδη», είπε ο Όμπαν. «Μανιώδη». «Εγώ δεν θα διάλεγα αυτές τις λέξεις. Θα τα χαρακτήριζα μετρημένα, ίσως. Προσεκτικά. Έως και ευπρεπή. Από μια άποψη έδιναν την εικόνα μιας φρενιασμένης σεξουαλικής επίθεσης που ωστόσο φαινόταν ψεύτικη». Είδα τον Όμπαν να χαμογελάει. «Όχι επειδή δεν υπήρχαν σημάδια σεξουαλικής βίας∙ τέτοιου είδους ψυχοπαθητικές δολοφονίες μπορεί να αποτελούν τιμωρία για τις γυναίκες και τη σεξουαλική απειλή που αποπνέουν. Όμως σε αυτές τις περιπτώσεις παρατηρείται μια τρομερή επιθετικότητα που αποτυπώνεται στα στήθη και στα γεννητικά όργανα. Εδώ, όμως, δεν συναντήσαμε κάτι τέτοιο. Οι μαχαιριές ήταν όλες πάνω από τη μέση και καμία στο στήθος. Ένα τέτοιο θέαμα είναι πολύ σπάνιο και τέτοιου είδους τραύματα, που ανήκουν στο φάσμα της παραφιλίας, είναι ακόμα σπανιότερα. Ωστόσο βρέθηκε γυρισμένη μπρούμυτα». «Δεν αρκούν αυτά, Κιτ», επέμεινε ο Όμπαν. Άρχιζε να χάνει την υπομονή του∙ ήταν ολοφάνερο. «Ποιος είναι ο συνδετικός κρίκος; Δύο πτώματα γυρισμένα μπρούμυτα;» «Έχω δει πολλές επιθέσεις παρεμφερείς με αυτή της Φιλίππα Μπάρτον. Όλες ήταν πολύ βίαιες. Επίσης η παρουσία ενός παιδιού αποτελούσε μάλλον θέλγητρο: γινόταν είτε θεατής είτε θύμα. Όμως ο συγκεκριμένος δολοφόνος δεν ήθελε το παιδί παρόν. Κοιτάζοντας το πτώμα της Φιλίππα Μπάρτον διέκρινα μια σχετική

178

NICCI FRENCH _

χαλιναγώγηση. Για σκεφτείτε το: μισεί τις γυναίκες, έχει μόλις σκοτώσει μια γυναίκα κι έχει ένα σφυρί στο χέρι. Τι τον συγκρατεί;» Ο Όμπαν έγειρε εμπρός και έβαλε το χέρι του στον ώμο μου. «Κιτ, δεν μας λες κάτι ιδιαίτερο. Εντάξει, έχεις μια διαίσθηση. Πράγματι, δεν ξέρω τι στα γαμίδια σημαίνουν όλα αυτά. Συγγνώμη, κυρίες μου». Οι κυρίες σήκωσαν το βλέμμα, αλλά κυρίως επειδή τις αποκάλεσε κυρίες. «Όμως δεν μου δίνεις τίποτα χειροπιαστό για να πω σε όλους εκείνους που πιστεύουν ότι χάνεις τον καιρό σου». Έτριψα τα μάτια με τα δάχτυλα. Είχα πει ό,τι ήθελα να πω και το μυαλό μου είχε πια αδειάσει. Δίκιο είχε. Τι απέμενε μετά από όσα είπα; Τι μου έμενε να κάνω; Δεν ήθελα να σκεφτώ, ήθελα μόνο να συρθώ μακριά από κει, αλλά με μια ύστατη προσπάθεια κατάφερα να ανασύρω κάτι τόσο δα μικρό από το βάθος του μυαλού μου. «Εντάξει», είπα σιγανά. «Τέλειωσα. Θα πω μόνο κάτι τελευταίο. Ξέρουμε ότι το πτώμα της Λιάν μεταφέρθηκε στο κανάλι μέσα στο πορτμπαγκάζ ενός αυτοκινήτου». «Όχι, δεν το ξέρουμε», είπε ενοχλημένος ο Όμπαν. «Και το πτώμα της Φιλίππα Μπάρτον βρέθηκε δυόμισι χιλιόμετρα μακριά από το σημείο που την είδαν τελευταία φορά ζωντανή. Άρα, κατά πάσα πιθανότητα, μεταφέρθηκε κι αυτή με αμάξι. Έχει γίνει κάποια σύγκριση στις ίνες ή στα ίχνη;» «Όχι, δεν έχει γίνει, όπως πολύ καλά ξέρεις», είπε βλοσυρά αυτή τη φορά ο Όμπαν. «Ούτε και με τους φόνους του Τζακ του Αντεροβγάλτη έγινε καμία σύγκριση. Δεν έχουμε χρόνο για τέτοια». «Αυτή είναι η τελευταία μου πρόταση. Θα το κάνετε;» «Γιατί να…» «Σας παρακαλώ», ικέτευσα σχεδόν. Μου ερχόταν να βάλω τα κλάματα. «Σας παρακαλώ».

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

179 _

18 Μέσα στο κεφάλι μου έσκαγαν πυροτεχνήματα, σφύριζαν και στριφογύριζαν στο πορφυρό σκοτάδι. Δεν ξέρω πώς κατάφερα να βγω από το αστυνομικό τμήμα, με το μέτωπο ψηλά και τα πόδια αλύγιστα. Έγνεψα μάλιστα φιλικά στην αξιωματικό υπηρεσίας στη ρεσεψιόν. Έφτασα στο αμάξι μου, αλλά τα χέρια μου έτρεμαν τόσο πολύ που μου έπεσε το κλειδί κι αναγκάστηκα να ψαχουλεύω στο χώμα για να το βρω. Τα μάτια μου έτσουζαν σαν να τους είχε μπει άμμος. Έπρεπε να φύγω από κει, να πάω κάπου που δεν θα με έβλεπε ανθρώπου μάτι. Δεν ήθελα να με κοιτάζει κανείς με αυτή τη φριχτή συμπόνια στο βλέμμα. Είχα κοιτάξει κι εγώ πολλούς έτσι. Κάποτε, σε μια άλλη ζωή. Όλα έμοιαζαν απίστευτα μακρινά, σαν να κοιτούσα το παρελθόν μου από τη λάθος μεριά του τηλεσκοπίου. Κατάφερα να μπω στο αμάξι. Έγειρα για ένα λεπτό το κεφάλι στο κάθισμα και έκλεισα τα μάτια. Ένας απαίσιος αρρωστημένος πονοκέφαλος τρυπούσε τον αριστερό μου κρόταφο. Έβαλα το κλειδί στη μίζα και βγήκα προσεκτικά από το πάρκιγκ, κοιτώντας ευθεία μπροστά. Φαντάστηκα τους τρεις κριτές μου να με παρακολουθούν από το παράθυρο και να κουνούν τα κεφάλια τους

180

NICCI FRENCH _

προβληματισμένοι. Πώς θα τους ξαναντίκριζα άραγε; Έφτασα μέχρι το μικρό τριγωνικό κοιμητήριο, ανάμεσα στο ντελικατέσεν και στο ρολογάδικο, όχι πολύ μακριά από το σπίτι μου, βγήκα από το αμάξι και κάθισα στο γρασίδι με την πλάτη ακουμπισμένη σε μια όμορφη κόκκινη οξυά. Ο Άλμπι κι εγώ πηγαίναμε συχνά εκεί και καθόμασταν κάτω από αυτό το δέντρο. Ήταν ακόμα υγρό από τη χθεσινοβραδινή βροχή κι ένιωθα την ψύχρα να μου περονιάζει τα κόκαλα. Έστρεψα το πρόσωπο στον ήλιο που μόλις πρόβαλε πίσω από ένα γκρίζο σύννεφο. Ένα κοτσύφι τραγουδούσε δυνατά πάνω από το κεφάλι μου. Πήρα βαθιές ανάσες. Εισπνοή, εκπνοή, εισπνοή, εκπνοή, προσπαθώντας να διώξω τον επερχόμενο πανικό. Σηκώθηκα απρόθυμα και γύρισα στο αυτοκίνητο. Τα πόδια μου δεν έτρεμαν πια, μα τα ένιωθα βαριά. Το κεφάλι μου σφυροκοπούσε. Προτού φύγω, κατέβασα το καθρεφτάκι και κοιτάχτηκα για μερικά δευτερόλεπτα. Κοίταξα την ουλή μου, σαν λευκό φιδάκι στο μάγουλό μου, μετά έσκυψα μπροστά κι είδα τα μάτια μου να με κοιτούν αδέκαστα. Ήλπιζα να λείπει η Τζούλι. Μα καθώς έβαλα το κλειδί στην κλειδαριά, εκείνη ήρθε στην πόρτα και μου άνοιξε. Τα μάγουλά της κόκκινα. Μού έριξε ένα αλλόφρον βλέμμα και είπε με ψεύτικα εύθυμη φωνή: «Κιτ! Τι ωραία! Έχεις επισκέπτη. Του είπα ότι δεν ήξερα πότε θα γυρίσεις, αλλά ήθελε να σε περιμένει. Μου είπε ότι είναι φίλος σου!» Έβγαλα το σακάκι μου και προχώρησα. Είδα το πίσω μέρος ενός κεφαλιού να εξέχει στον καναπέ. Σηκώθηκε όρθιος. «Είπες ότι θα ξανάρθεις να με δεις», παραπονέθηκε, με την απαλή και ταυτόχρονα διαπεραστική φωνή του. Ο Μάικλ Ντολ φορούσε το ίδιο ασουλούπωτο πορτοκαλί παντελόνι που φορούσε την τελευταία φορά που τον είδα και μια παμπάλαια γκρίζα

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

181 _

μπλούζα με σημάδια από ιδρώτα στις μασχάλες. «Μάικλ!» Δεν ήξερα τι να πω. Σαν να αντίκριζα έναν πεισματικό εφιάλτη μου να στρογγυλοκάθεται σε μια γωνιά του σπιτιού μου. «Σε περίμενα», είπε αδιάφορα. «Πώς ήξερες πού μένω;» «Σε ακολούθησα από το αστυνομικό τμήμα, μια μέρα», απάντησε, σαν να ήταν το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. «Δεν με πρόσεξες». «Εγώ να φεύγω τώρα», έκανε η Τζούλι. «Εντάξει, Κιτ; Ή μήπως προτιμάς να μείνω;» «Πόση ώρα είναι εδώ;» ψιθύρισα, στρέφοντας την πλάτη στον Μάικλ που ξανακάθισε στον καναπέ. «Καμιά ώρα». «Θεέ μου, Θεέ μου, συγγνώμη. Έπρεπε να μου τηλεφωνούσες». «Σου τηλεφώνησα. Σου άφησα τρία μηνύματα στο κινητό». «Θεέ μου», ξανάπα. «Είσαι καλά;» «Ναι. Όχι. Δεν ξέρω. Δεν έπρεπε να τον αφήσεις να μπει». «Κιτ», ακούστηκε ο Μάικλ από τον καναπέ. «Ακίνδυνος μου φαίνεται. Όλο το στήθος μου κοιτούσε». «Δεν το κοιτούσα», είπε ο Μάικλ εντελώς αδιάφορα. «Γιατί δεν ξανάρθες να με δεις, όπως μου είπες;» «Ήμουν απασχολημένη». «Είπες ότι θα ερχόσουν». «Το ξέρω, αλλά…» «Πρέπει να κρατάμε τις υποσχέσεις μας». «Ναι». «Γιατί αλλιώς δεν είναι δίκαιο». «Έχεις δίκιο».

182

NICCI FRENCH _

Λέγε όσο γίνεται λιγότερα. Μην τον αφήσεις να αποκτήσει αξιώσεις. Πάνω απ’ όλα, διώξε τον, χωρίς να τον κάνεις να θυμώσει. Έγνεψε, δείχνοντας ικανοποιημένος κι έβαλε τα χέρια του στα γόνατα. Είχε μια φρέσκια ουλή στο αριστερό του μπράτσο κι ένα άσχημο κάκαδο στον καρπό του. «Μπορώ να πιω έναν καφέ τώρα; Εγώ σου πρόσφερα καφέ». «Ήπιες ήδη τρεις», διέκοψε η Τζούλι. «Με τέσσερις κουταλιές ζάχαρη, παρακαλώ». «Πρέπει να φύγω πάλι, Μάικλ. Λυπάμαι, αλλά δεν γίνεται να μείνεις». «Κι ένα από αυτά τα μπισκοτάκια που μου έδωσε πριν η φίλη σου». Έγλειψε τα χείλη του. Αηδίασα. «Μάικλ, άκου…» «Και μήπως μπορώ να… να χρησιμοποιήσω την τουαλέτα;» Μικρές στάλες ιδρώτα σχηματίζονταν στο μέτωπό του και πάνω από τα χείλη του. «Είναι από κει». Αμέσως μόλις έκλεισε την πόρτα, στράφηκα έξαλλη στην Τζούλι. «Άκου, μπορείς να μου κάνεις μια χάρη; Μπορείς να πάρεις το κινητό μου και να τηλεφωνήσεις στην αστυνομία μόλις βγεις από το σπίτι; Θα σου πω τον αριθμό». Ένιωσα φρίκη στη σκέψη ότι θα τηλεφωνούσα στους ανθρώπους που με περνούσαν για τρελή και θα τους ζητούσα να έρθουν να με προστατεύσουν από τον άνθρωπο που τους εμπόδισα να συλλάβουν. Έχωσα το κεφάλι στα χέρια μου. «Κιτ;» «Ναι, με συγχωρείς. Είναι που… αχ, σκατά. Δεν ξέρω τι να κάνω. Δεν νομίζω να μου δημιουργήσει πρόβλημα, αλλά δεν θέλω και να το ριψοκινδυνεύσω βλακωδώς». «Δώσε μου το τηλέφωνο, τότε». Έτεινε το χέρι της. «Έλα, ας ξεμπερδεύουμε».

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

183 _

«Μπορεί όμως έτσι να του κάνω μεγάλο κακό. Και σε αυτόν και στον εαυτό μου». «Δεν ξέρω τι λες, αλλά αν είναι επικίνδυνος, πρέπει να τον βγάλουμε από δω. Έλα». «Όχι. Περίμενε. Περίμενε μια στιγμή». Άκουσα το καζανάκι. «Πάρε τον Γουίλ Πάβιτς. Εκείνος θα ξέρει τι να κάνει». «Τον Γουίλ Πάβιτς;» «Σε παρακαλώ. Δεν μου έρχεται άλλος στο μυαλό αυτή τη στιγμή. Πάρ’ τον, απέξω». «Πες μου τον αριθμό». «Είναι στις επαφές μου. Πάβιτς». «Εντάξει, εντάξει. Είναι τρελό». «Το ξέρω. Σ’ ευχαριστώ». «Κι αν δεν είναι εκεί ή αν…» Ο Ντολ βγήκε από το μπάνιο κι η Τζούλι τράβηξε για την εξώπορτα. Πρόσεξα με ανακούφιση ότι την άφησε μισάνοιχτη. «Θα βάλω νερό να ζεσταθεί», του είπα με υπερβολική προθυμία. «Μόνη σου μένεις;» «Όχι». «Είσαι παντρεμένη;» «Γιατί ρωτάς;» «Η φίλη σου είπε ότι δεν είσαι παντρεμένη». «Άρα το ξέρεις». Μην τον εκνευρίσεις. Μην τον στριμώξεις. Μην τον αιφνιδιάσεις. «Τέσσερις κουταλιές ζάχαρη, είπες;» «Και ένα μπισκότο». «Ήρθες για να μου πεις κάτι συγκεκριμένο, Μάικλ;» «Γιατί δεν έχεις χαλιά;» «Μάικλ, υπάρχει κάτι που…» «Παράξενο, να μην έχεις χαλιά. Σαν να μην είναι

184

NICCI FRENCH _

κανονικό σπίτι. Ακόμη και στο ίδρυμα είχαμε χαλιά σε κάθε δωμάτιο. Το δικό μου ήταν καφέ. Καφέ χαλί και λευκός τοίχος, με ανάγλυφη ταπετσαρία». «Κανονική ταπετσαρία;» «Ναι. Ξάπλωνα στο κρεβάτι και την έξυνα με τα νύχια μου. Και το επόμενο πρωί, μόλις το ανακάλυπταν, έτρωγα ξύλο. Αλλά δεν μπορούσα να σταματήσω. Όπως κι όταν πειράζεις ένα κάκαδο. Το έκανα ώρες ολόκληρες κάποιες φορές. Το κρεβάτι και τα σεντόνια μου γέμιζαν με κομματάκια από την ταπετσαρία. Σαν να έχει το κρεβάτι σου ψίχουλα που, ακόμα κι αν δεν τα βλέπεις, τα νιώθεις στο σώμα σου. Με καταλαβαίνεις;» «Ναι», είπα ξέπνοα. Έχυσα το βραστό νερό στον καφέ του και πρόσθεσα γάλα. «Ορίστε. Να και τα μπισκότα». «Κάνα τσιγαράκι έχεις;» Πήρα την τσάντα μου και έβγαλα το πακέτο με τα τσιγάρα που έμεινε εκεί από την επίσκεψή μου στο σπίτι του. Μόνο ένα είχε μέσα. «Πάρε». «Σπίρτα;» Του έδωσα το κουτί, άναψε ένα σπίρτο κι έχωσε το κουτί στην τσέπη του. «Όταν σε δέρνουν πρέπει να κάνεις ότι δεν σε νοιάζει. Μα εγώ πάντα έκλαιγα. Ακόμη και στα δεκατέσσερα, στα δεκαπέντε, έκλαιγα. Δεν μπορούσα να συγκρατηθώ. Κλαψιάρης ήμουν. Και φυσικά με κορόιδευαν κι έκλαιγα κι άλλο. Κι έτσι, όταν ξάπλωνα στο κρεβάτι και πείραζα την ταπετσαρία, έκλαιγα και τότε, ενώ την πείραζα. Γιατί ήξερα ότι θα με τσακώσουν και θα με δείρουν μπροστά σε όλους και μετά θα με πειράζουν κι άλλο τα άλλα αγόρια». Σήκωσε την κούπα του και ρούφηξε τον καφέ του. Λίγη στάχτη έπεσε από το τσιγάρο του και την τίναξε από τα ρούχα του, στέλνοντάς τη στον καναπέ. «Δεν ξέρεις πώς είναι». «Ναι», συμφώνησα. «Ναι».

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

185 _

«Ακόμα κλαίω. Έκλαιγα και στο αστυνομικό τμήμα. Σ’ το είπαν;» «Όχι». «Με κορόιδευαν που έκλαιγα». «Δεν ήταν σωστό». «Νόμιζα ότι εσύ με συμπαθείς». Μείνε ατάραχη. «Μάικλ, σου το είπα. Ήμουν απασχολημένη». «Περίμενα. Δεν πήγα στο κανάλι. Περίμενα να ξανάρθεις για να μιλήσουμε». «Δούλευα». «Είσαι κι εσύ όπως όλοι. Σε νόμιζα διαφορετική». Η στάχτη έπεσε στο γόνατό του. Έριξε το αναμμένο τσιγάρο στην κούπα του καφέ και το άκουσα να τσιτσιρίζει. Θα μπορούσε να έχει σκοτώσει τη Λιάν, σκέφτηκα. Εύκολα. Αν τον κορόιδευε επειδή πήγε να της την πέσει ή αν τον κορόιδευε επειδή έκλαιγε. «Μπορώ να έχω άλλο ένα τσιγαράκι;» «Μου τέλειωσαν. Θες να πάμε να αγοράσουμε;» «Δεν πειράζει». Έβγαλε ένα πακέτο από την τσέπη του. Σχεδόν γεμάτο. Μου πρόσφερε ένα, αλλά αρνήθηκα, κουνώντας το κεφάλι. «Πρέπει να φύγω, Μάικλ», του είπα. Δεν επρόκειτο να έρθει ο Γουίλ, τελικά. Κατσούφιασε. «Όχι ακόμα. Θέλω να σου μιλήσω». «Για ποιο πράγμα;» «Γενικά. Ξέρεις. Έτσι μου είπες. Μου είπες ότι μπορώ να σου πω οτιδήποτε». «Τότε κάναμε μια επαγγελματική συζήτηση, Μάικλ», είπα ευγενικά. Δεν φαινόταν να καταλαβαίνει. «Για τη δουλειά μου». «Δηλαδή, δεν μου έλεγες αλήθεια;» «Δεν εννοώ αυτό». «Ακόμα τη σκέφτομαι». «Τη Λιάν;»

186

NICCI FRENCH _

«Ναι. Κανείς δεν θέλει να με ακούσει, μα ήμουν εκεί, δεν ήμουν; Ήμουν εκεί». «Ίσως». «Όχι. Όχι. Όχι ίσως. Γιατί λες ίσως; Ήμουν εκεί και…» Άνοιξε απότομα η πόρτα. Δεν είχα ακούσει τα βήματα. Ο Ντολ πετάχτηκε από τον καναπέ, η κούπα κύλησε στο πάτωμα και χύθηκαν τα απομεινάρια του καφέ και οι βρεγμένες στάχτες. «Γεια σου, Μάικλ», έκανε ο Γουίλ. Τον πλησίασε με το χέρι απλωμένο κι ο Ντολ το πήρε και το έσφιξε. «Δεν έκανα τίποτα κακό». «Μα φυσικά». «Τότε γιατί ήρθες;» «Η δόκτωρ Κουίν είναι φίλη μου». Δεν είχε κοιτάξει ακόμα προς το μέρος μου. «Γνωρίζεστε;» «Ναι». «Ώστε λοιπόν την ξέρω κι εγώ, την ξέρεις κι εσύ, κι εγώ ξέρω εσένα κι εσύ εμένα. Ξέρουμε όλοι μας ο ένας τον άλλον». Ξαφνικά μου φάνηκε μικρούλης και αδύναμος, έτσι όρθιος με το απαίσιο πορτοκαλί παντελόνι του. Κι ένιωσα ντροπή για τους φόβους μου, ένιωσα ανόητη. «Γνωρίζεστε;» επανέλαβα κι εγώ τα λόγια του Ντολ. Ο Γουίλ με κοίταξε σαστισμένος. «Νόμιζα ότι το ήξερες. Αν το καλοσκεφτείς, δεν είναι και καμιά τρομερή σύμπτωση. Πώς πάει το ψάρεμα, Μάικλ;» «Δεν πάω πια», παραπονέθηκε ο Ντολ. «Κρίμα, τώρα που φτιάχνει ο καιρός». Στράφηκε προς εμένα. «Ο Μάικλ είναι σπουδαίος ψαράς, ξέρεις». «Ναι, το ξέρω». «Το σπίτι σου είναι στον δρόμο μου. Θες να σε πετάξω;» Κοίταξε το ρολόι του. «Προλαβαίνεις να περάσεις και λίγη ώρα στο κανάλι προτού νυχτώσει». «Δεν με πειράζει το σκοτάδι».

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

187 _

«Πάντως, εγώ μπορώ να σε πάω. Κι είμαι σίγουρος ότι η δόκτωρ Κουίν θα έχει δουλειά να κάνει». «Ναι», ψιθύρισα. «Ευχαριστώ». «Είσαι εντάξει;» «Ναι». «Δεν σου φαίνεται. Πρέπει να προσέχεις λίγο περισσότερο τον εαυτό σου». Με κοίταξε με θερμό και υπαινικτικό βλέμμα. «Και να βάλεις καμιά αλυσίδα στην πόρτα σου, ίσως». «Έχω. Απλά η Τζούλι… ε, ξέρεις». «Έχει λουφάξει απέξω, με τις παντόφλες. Έτοιμος, Μάικλ;» Έφυγαν μαζί. Παρακολουθούσα από το παράθυρο τον Γουίλ να βάζει τον Ντολ στη θέση του συνοδηγού. Κάτι του είπε ο Ντολ κι ο Γουίλ γέλασε και τον χτύπησε φιλικά στον ώμο. Μετά έκλεισε την πόρτα. Σήκωσε το βλέμμα στο παράθυρο. Ανοιγόκλεισα το στόμα σχηματίζοντας τη λέξη «ευχαριστώ» πίσω από το τζάμι, μα εκείνος δεν αντέδρασε. Απλά κοιτούσε, σαν να μη με έβλεπε καθαρά. Μετά μου γύρισε την πλάτη. Η Τζούλι όρμησε μέσα. «Πες τα μου όλα». «Δεν μπορώ», είπα. «Ανακατεύεται το στομάχι μου».

188

NICCI FRENCH _

19 Η συνέντευξη τύπου οργανώθηκε τελευταία στιγμή, επικράτησε μεγάλη αναστάτωση και θεωρήθηκε ότι κανένας χώρος στο αστυνομικό τμήμα του Στρέτον Γκριν δεν ήταν επαρκής για να τη φιλοξενήσει, αφού αρκετές αίθουσες δεν είχαν πλέον ούτε ένα έπιπλο. Ενοικιάστηκε, λοιπόν, βιαστικά μια αίθουσα συνεδριάσεων στο ξενοδοχείο Σάκλετον εκεί κοντά και ξεχείλισε από άντρες και γυναίκες κοστουμαρισμένους που αλληλοσπρώχνονταν και μιλούσαν ασταμάτητα στα κινητά τους. Μέσα στην αίθουσα είχε ανυπόφορη ζέστη και είδα κάποιον ένστολο να προσπαθεί, ανεπιτυχώς, να ανοίξει ένα παράθυρο. Στεκόμουν πίσω, κοντά στην πόρτα, απ’ όπου έμπαινε ένας λιγότερο δυσάρεστος και ευπρόσδεκτος ζεστός αέρας. Τέσσερις άντρες με γκρίζα κοστούμια μπήκαν καμαρωτοί από την πόρτα. Ο Όμπαν, ο Φερθ, ο Ρένμπορν και ο βοηθός του Ρένμπορν, ο Πολ Κρόσμπι. Σχεδόν με έσπρωξαν, αλλά ούτε καν το κατάλαβαν, γιατί ήταν κυκλωμένοι από τρεις ένστολους και απορροφημένοι από τη βιασύνη τους. Πέρασαν ανάμεσα από το πλήθος και ανέβηκαν στο έδρανο στην άλλη άκρη της αίθουσας.

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

189 _

Κάθισαν στο τραπέζι κι αμέσως έπεσαν πάνω τους τα φώτα από τις κάμερες της τηλεόρασης, που έξαφνα τους έκαναν να φαίνονται πιο αληθινοί από καθετί άλλο εκεί μέσα. Μια αστυνομικός πλησίασε με μια κανάτα νερό και τέσσερα ποτήρια. Ήπιαν όλοι μερικές γουλιές, συνοφρυωμένοι. Στο τραπέζι υπήρχε ένα μικρόφωνο. Ο Όμπαν το χτύπησε με το δάχτυλο. Λες και κάποιος κοπανούσε τον τοίχο με ένα σκουπόξυλο. Ο ήχος κόπασε απότομα. «Κυρίες και κύριοι», άρχισε, «οι περισσότεροι από σας δεν με γνωρίζετε. Είμαι ο επιθεωρητής ντετέκτιβ Ντάνιελ Όμπαν, από το αστυνομικό τμήμα Στρέτον Γκριν. Δεν θα μασήσω τα λόγια μου. Βρισκόμαστε εδώ για να σας ανακοινώσουμε μια σημαντική εξέλιξη στην έρευνα της δολοφονίας της Φιλίππα Μπάρτον». Ακούστηκε ένα σούσουρο και ο Όμπαν, τέτοιος που ήταν, σώπασε, απολαμβάνοντας εμφανώς τη στιγμή. «Δέκα μέρες πριν από τη δολοφονία της κυρίας Μπάρτον, μια νεαρή γυναίκα, γνωστή στους φίλους της ως Λιάν, βρέθηκε δολοφονημένη δίπλα στο κανάλι που διασχίζει το Κέρσι Τάουν. Πιστεύουμε πλέον ότι αυτοί οι δύο φόνοι έχουν διαπραχθεί από το ίδιο άτομο». Μόλις τέλειωσε τη φράση του, ήπιε μια γουλιά νερό και έσφιξε το σαγόνι του. Υποψιάστηκα ότι το έκανε για να μην του ξεφύγει κανένα ανάρμοστο χαμόγελο ικανοποίησης, από την έξαψη που προκάλεσαν τα λόγια του. «Αφήστε με να τελειώσω», είπε. «Συνεπώς αυτές οι δύο ξεχωριστές έρευνες τώρα θα συνδυαστούν. Τυγχάνει να είμαι ανώτερος στην ιεραρχία, άρα θα είμαι φαινομενικά επικεφαλής. Ωστόσο είναι δεδομένο ότι ο Βικ Ρένμπορν και η ομάδα του έχουν κάνει εκπληκτική δουλειά μέχρι τώρα και θα συνεργαστούμε στενά». Έκανε ένα νεύμα όλο σοβαρότητα στον Ρένμπορν, ο

190

NICCI FRENCH _

οποίος έγειρε το κεφάλι, κοφτά και καταφατικά, συμφωνώντας. Μπροστά τους φύτρωσε ξαφνικά ένα δάσος από υψωμένα χέρια. Ο Όμπαν έδειξε κάποιον που δεν τον έβλεπα. «Μάλιστα, Κεν;» «Σε τι βασίζεται η σύνδεση των δολοφονιών;» «Όπως ήδη ξέρετε οι περισσότεροι από σας, η ανάλυση ινών είναι κάτι που χρησιμοποιείται γενικότερα για να στοιχειοθετηθούν συνδέσεις ανάμεσα σε ένα πτώμα και έναν ύποπτο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση βρήκαμε στα ρούχα και των δύο γυναικών κάποιες όμοιες ίνες». «Τι είδους ίνες;» «Αρχικά θεωρήσαμε ότι οι δυο γυναίκες δολοφονήθηκαν στον τόπο όπου βρέθηκαν. Τώρα αντιμετωπίζουμε το ενδεχόμενο να δολοφονήθηκαν αλλού και κατόπιν να μεταφέρθηκαν με κάποιο όχημα σε ένα σχετικά απομονωμένο σημείο όπου αφέθηκαν τα σώματά τους. Πιστεύουμε ότι αυτές οι ίνες ενδεχομένως προέρχονται από το όχημα με το οποίο μεταφέρθηκαν. Αυτό που βρήκαμε», ο Όμπαν έριξε μια ματιά σε ένα χαρτί μπροστά του στο τραπέζι, «είναι μια μορφή συνθετικού υλικού που είναι κοινή και στα δύο θύματα». Σηκώθηκε όρθιος κάποιος άλλος. Μια γυναίκα που κρατούσε μικρόφωνο. «Μα πώς φτάσατε στο σημείο να κάνετε αυτόν τον συνδυασμό;» Τώρα ο Όμπαν τόλμησε να χαμογελάσει ανοιχτά. «Ένα ζωτικό σημείο κάθε έρευνας είναι ο έλεγχος των πληροφοριών και η συγκέντρωσή τους από διαφορετικά τμήματα της μητροπολιτικής αστυνομίας και ακόμη παραπέρα. Οφείλω να πω ότι μέχρι στιγμής η συνεργασία υπήρξε υποδειγματική και θέλω για μια ακόμη φορά να επιδαψιλεύσω τα εύσημα στον Βικ Ρένμπορν και στην ομάδα του». «Γιατί όμως μπήκατε στη διαδικασία να συγκρίνετε αυτές τις δύο δολοφονίες; Είναι παρεμφερείς;»

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

191 _

«Εκ πρώτης όψεως, όχι», δήλωσε ο Όμπαν. «Ωστόσο, ένας δυο παράγοντες ενδεχομένως να τις συνδέουν». «Όπως;» Πήρε ύφος μυστηριώδες. «Ελπίζω ότι καταλαβαίνετε πως δεν είναι της παρούσης να το συζητήσουμε». «Μπορείτε να μας πείτε κάτι για το είδος του ανθρώπου που αναζητείτε;» Ο Όμπαν κοίταξε πέρα. «Βικ; Θέλεις να απαντήσεις εσύ;» «Ευχαριστώ», αντέδρασε ο Ρένμπορν με ένα σεμνό χαμόγελο. «Πιστεύουμε λοιπόν ότι ο δολοφόνος βρίσκεται σε διαδικασία εξέλιξης. Το πρώτο θύμα, η Λιάν, ήταν αυτό που λέμε εύκολος στόχος. Το είχε σκάσει από το σπίτι της, ζούσε σε ξενώνες της πρόνοιας, σε έναν κόσμο ναρκωτικών και πορνείας. Ήταν προσβάσιμη και ευάλωτη. Με τη Φιλίππα Μπάρτον, ο δολοφόνος κατέστη πιο τολμηρός. Δεν θέλω να μειώσω τη Λιάν, που η δολοφονία της ήταν φυσικά τραγική, όμως η κυρία Μπάρτον ήταν μια ευπρεπής γυναίκα με παιδί. Ένας πολύ πιο δύσκολος στόχος. Ο δολοφόνος λοιπόν είναι ένας άνθρωπος που διέπραξε έναν φόνο που θα αποκαλούσαμε εύκολο και κατόπιν προχώρησε σε έναν πιο δύσκολο». Υψώθηκε άλλο ένα χέρι. «Έχετε κάτι πιο συγκεκριμένο να μας πείτε;» «Ο δολοφόνος χρησιμοποιεί αυτοκίνητο. Επίσης πρέπει να σας πω ότι στη σκιαγράφηση του ψυχολογικού προφίλ μάς συμβούλευσε ένας εξαιρετικά έμπειρος επιστήμονας, ο οποίος έχει στο ενεργητικό του εκπληκτικές επιτυχίες στον εντοπισμό δραστών». Ήξερα για ποιον μιλούσε. Για τον Σεμπ Γουέλερ. «Μας παρέδωσε ένα προσεκτικά διαμορφωμένο προφίλ για το οποίο μπορώ να σας πω μόνο λίγες λεπτομέρειες. Είναι λευκός. Γύρω στα είκοσι πέντε με τριάντα πέντε, μάλλον προς τριάντα πέντε. Υποψιαζόμαστε ότι είδε τη Φιλίππα Μπάρτον και ότι ο

192

NICCI FRENCH _

φόνος εν μέρει έγινε επειδή ο δολοφόνος ένιωσε, όχι μόνο ότι την ποθεί, αλλά και ότι τη φθονεί για όλα όσα είχε∙ ήταν προφανώς ευκατάστατη, με παιδί». «Άρα, λέτε ότι πρόκειται για κατά συρροή δολοφόνο». «Όχι», έσπευσε να αρνηθεί ο Όμπαν. «Ας μην παραλογιζόμαστε. Είπα απλά ότι κυκλοφορεί ανάμεσά μας ένας επικίνδυνος άνθρωπος, μάλλον με αυτοκίνητο, γι’ αυτό και ζητούμε την όποια πιθανή συνεργασία του κόσμου». «Άρα θα ξαναχτυπήσει», φώναξε κάποιος από το βάθος. «Δεν θέλω να ανησυχήσω τον κόσμο», κατένευσε ο Όμπαν. «Θα συλληφθεί. Αλλά εντωμεταξύ όλοι –ιδίως οι γυναίκες σε δημόσιους χώρους– πρέπει να δείχνουν εξαιρετική προσοχή. Ας έχουμε όλοι μας τον νου μας, εντάξει;» Κοίταξε τριγύρω. «Καμιά άλλη ερώτηση;» Μια μεσόκοπη γυναίκα σηκώθηκε όρθια. «Δεν μας εξηγήσατε τι σας έκανε να συγκρίνετε τις δύο υποθέσεις». Ανέλαβε τα ηνία πάλι ο Όμπαν. «Δεν είναι εύκολο να απαντήσουμε σε αυτή την ερώτηση», είπε. «Όπως ήδη ακούσατε, μια έρευνα εξαρτάται από αναλύσεις τεχνολογικής μορφής, αλλά κι από πιο πατροπαράδοτες μεθόδους. Έχουμε ήδη ανακρίνει εκατοντάδες πιθανούς μάρτυρες, σαρώσαμε το κανάλι, πήγαμε από σπίτι σε σπίτι, κάναμε επισταμένες έρευνες των δύο περιοχών όπου βρέθηκαν τα πτώματα. Αλλά τελικά κάποιες φορές είναι θέμα εμπειρίας και ενστίκτου». Χαμογέλασε καλοσυνάτα. «Πείτε το, αν θέλετε, ένστικτο του μπάτσου. Είχαμε μια διαίσθηση ότι υπήρχε μια σύνδεση κι ας μην ξέραμε ποια ακριβώς είναι. Αυτό είναι που μας έκανε να προβούμε στον έλεγχο. Σαν να χτύπησε ένα καμπανάκι». «Γιατί επέλεξε τα συγκεκριμένα θύματα;» «Θεωρούμε ότι η επιλογή έγινε τυχαία. Βρήκε την ευκαιρία και έδρασε. Γι’ αυτό και τέτοιου είδους ψυχοπαθείς δολοφόνοι είναι δύσκολο να συλληφθούν».

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

193 _

«Έχετε κάποιον ύποπτο;» «Προς το παρόν δεν θα ήθελα να το σχολιάσω. Θα σας πω μόνο ότι ανακρίνουμε αρκετούς». «Είναι αλήθεια ότι έχετε προσλάβει μέντιουμ για να σας βοηθήσει να βρείτε τον δολοφόνο; Και θεωρείτε ότι τα χρήματα των φορολογουμένων χρησιμοποιούνται σωστά με αυτόν τον τρόπο;» «Πρώτον, δεν έχω προσλάβει κανένα μέντιουμ. Βέβαια, αν κάποιος μπορεί να με βοηθήσει να βρω τον δολοφόνο, δεν με νοιάζει αν θα διαβάσει το φλιτζάνι για να το κάνει. Μετά από αυτή την επεξήγηση λοιπόν, φτάσαμε νομίζω στο τέλος. Μείνετε ήσυχοι, θα σας ενημερώνουμε για τις εξελίξεις. Προς το παρόν, πρέπει να γυρίσουμε στο πόστο μας, όπως καταλαβαίνετε. Έχουμε δουλειά να κάνουμε».

Είκοσι λεπτά αργότερα καθόμασταν όλοι στο Λαμπ Εντ Φλαγκ, μια κοντινή παμπ, διακοσμημένη με μια μεγάλη συλλογή από πέταλα, όπου σύχναζαν οι αστυνομικοί. Ο Όμπαν ήπιε μια γουλιά μπίρα και σήκωσε το ποτήρι στοχαστικά. «Όταν μίλησα για το ένστικτο του μπάτσου, προφανώς εννοούσα και σένα, Κιτ. Ξέρω ότι σε έναν ιδανικό κόσμο θα έπρεπε να σου απέδιδα απευθείας τα εύσημα…» Ήπια μια γουλιά από το ανθρακούχο νερό μου κι ένιωσα πολύ καθωσπρέπει. Δεν ήθελα να φαίνομαι σαν καμιά σεμνότυφη πολέμια του αλκοόλ, όμως η ώρα ήταν μόλις έντεκα το πρωί. «Δεν με νοιάζουν τα εύσημα…» ανταπάντησα. «Το θέμα είναι», συνέχισε ο Όμπαν, «ότι βοηθάει το ηθικό τους να ακούν πόσο καλή δουλειά κάνουν. Είτε το αξίζουν είτε όχι. Μείνε ήσυχη όμως, αν το πράγμα πάει στραβά, θα ρίξουμε όλη την ευθύνη πάνω σου». «Ναι», είπε ο Φερθ, από την άλλη άκρη του τραπεζιού. Είχε μόλις παραγγείλει μια δεύτερη μπίρα, ενώ η πρώτη

194

NICCI FRENCH _

κόντευε να τελειώσει. «Θα σε φροντίσουμε μια χαρά, Κιτ. Αρκεί να μην την κάνεις πάλι. Μια είσαι μες στο παιχνίδι, μια έξω, έχω χάσει την μπάλα πια. Ούτε ο Φρανκ Σινάτρα δεν τα παρατούσε τόσο συχνά. Τέλος πάντων, άντε γεια μας». Τα απομεινάρια της πρώτης του μπίρας εξαφανίστηκαν. Μου φέρονταν όμορφα όλοι τους, αυτός ήταν ο τρόπος τους. Συχνά δυσκολευόμουν να διακρίνω την καλή συμπεριφορά από την άσχημη. Δεν ήξερα αν με σκουντάνε φιλικά ή αν με μαχαιρώνουν πισώπλατα. Μάλλον πρέπει να είσαι άντρας για να καταλάβεις. «Έχω τις αμφιβολίες μου για το προφίλ σου, Βικ», είπα ωστόσο. «Μην κατηγορείς εμένα, αγάπη. Εγώ απλά επανέλαβα τα λόγια του Σεμπ. Δηλαδή πιστεύεις ότι κάνει λάθος;» «Όχι. Αλλά πρακτικά παίζουμε με τις πιθανότητες. Λέμε ότι ο δολοφόνος είναι λευκός, επειδή οι περισσότεροι κατά συρροή δολοφόνοι επιλέγουν θύματα που ανήκουν στην ίδια φυλή. Όλα αυτά είναι γνωστά. Ωστόσο, ο κίνδυνος με τέτοιου είδους στερεότυπα είναι ότι περιορίζουν την έρευνα». «Μα αυτό ακριβώς δεν είναι το ζητούμενο;» «Ναι, αλλά είναι μάταιο, αν τελικά εκτραπεί η σωστή κατεύθυνση της έρευνας». «Την ξέρω τη θεωρία σου», είπε ο Φερθ, αρκετά δυνατά. «Για τον “καλό” ψυχοπαθή δολοφόνο. Κριτσίνι θέλεις;» Μου πρόσφερε κριτσίνια. Είχα ξαναμπεί στο παιχνίδι, λοιπόν. Πήρα ένα και το μασούλησα δυνατά. «Δεν είπα ότι είναι καλός. Αλλά κατά κάποιον τρόπο υπάρχουν και καλοί δολοφόνοι». Κάποιος κάγχασε. «Αλήθεια. Σε μια υπόθεση που είχα κάποτε, μια μητέρα δολοφόνησε και έθαψε το παιδί της που το είχε τυλίξει σαν να το έβαζε για ύπνο. Με λίγα λόγια, πρέπει να είμαστε προσεκτικοί με τις εικασίες μας», ανέφερα. «Αυτό

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

195 _

είναι όλο». «Και τι θα κάνουμε, λοιπόν;» ρώτησε ο Όμπαν. «Ιδού το πρόβλημά μας. Μας λες συνέχεια τι δεν ισχύει. Τι ισχύει όμως; Πού να ψάξουμε;» «Δεν ξέρω», είπα και κατάπια την τελευταία γουλιά του νερού μου. «Πρέπει να είμαστε ανοιχτοί σε όλα, αυτό μόνο». «Μπα», έκανε ο Φερθ. «Δυσκολεύεις τον εαυτό σου, γλυκιά μου. Ο δολοφόνος στην αρχή ήταν προσεκτικός, αλλά μετά άρπαξε μια γυναίκα μέρα μεσημέρι. Έγινε πιο τολμηρός. Διψάει για την ίδια έξαψη. Πάω στοίχημα ότι θα γίνεται όλο και πιο απρόσεκτος και θα τον τσακώσουμε την επόμενη φορά ή τη μεθεπόμενη. Και ξέρεις κάτι; Θα τον λένε Μίκι Ντολ». Αγνόησα την αναφορά του στον Ντολ. «Το κάνεις να ακούγεται σαν παιχνίδι». «Όχι», είπε ο Όμπαν. «Μας αδικείς». Ήπιε μια μεγάλη γουλιά και σκούπισε το στόμα του με την παλάμη του. «Μπορεί να φερόμαστε σαν αλήτες, αλλά δεν σημαίνει ότι είμαστε κιόλας». «Χμ, μάλλον αυτό σημαίνει, αρχηγέ», σχολίασε ο Φερθ κι όλοι έβαλαν τα γέλια. Σαν να κάναμε σύσκεψη στα αποδυτήρια μιας ομάδας ράγκμπι.

196

NICCI FRENCH _

20 Έπειτα από ένα πρωινό στην κλινική, είχα όλο το απόγευμα ελεύθερο. Αγόρασα ένα ζεστό κρουασάν με τυρί και σπανάκι από το κοντινό ντελικατέσεν για μεσημεριανό, ύστερα έφαγα ένα μπολάκι γεμάτο μεγάλα μαβιά σμέουρα που το ψυγείο τα είχε κρατήσει δροσερά και η διαδικασία της ζύμωσης τα είχε γλυκάνει. Τα μασούλησα αργά, ένα ένα, απολαμβάνοντας την όαση του ελεύθερου χρόνου μου. Τα φρούτα μού λέκιασαν τα δάχτυλα. Έξω, η ατμόσφαιρα ήταν βαριά και φωτεινή μετά τη χθεσινοβραδινή βροχή. Τα φύλλα γυάλιζαν στα δέντρα, άστραφταν. Προσπάθησα να σκεφτώ. Συλλογίστηκα τη Λιάν και τη Φιλίππα, φαντάστηκα τα πρόσωπά τους. Είχα δει τη Φιλίππα ζωντανή: υπήρχαν τόσες φωτογραφίες της, με το λεπτό, λυγερό κορμί της και τα μεταξένια της μαλλιά, όλα πάνω της περιποιημένα και αστραφτερά. Τη Λιάν μόνο νεκρή την είχα δει, με φαγωμένα νύχια κι ανάκατα μαλλιά. Δεν ήξερα το χρώμα των ματιών της ούτε το χαμόγελό της. Ήθελα να μάθω κι άλλα γι’ αυτές τις γυναίκες, διότι ακόμη και η τυχαία βία έχει τον λόγο της. Και σκόπευα να αρχίσω από τη Λιάν, επειδή εκείνη πέθανε πρώτη, μα ήταν σαν να μην είχε αφήσει καθόλου ίχνη πίσω

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

197 _

της. Έφαγα και το τελευταίο σμέουρο και ξέπλυνα το μπολ. Η αστυνομία δεν μπορούσε να με βοηθήσει ιδιαίτερα. Δεν ήξεραν ποια ήταν η Λιάν ούτε από πού ήρθε, δεν είχαν εντοπίσει ανθρώπους που τη γνώρισαν, δεν μπορούσαν να μου πουν τίποτα πέρα απ’ αυτά που ήδη ήξερα, ότι ήταν άστεγη, μια από τις χιλιάδες αγνοούμενες που περιφέρονται στους δρόμους των μεγαλουπόλεων. Η αστυνομία συναντούσε συνέχεια ανθρώπους σαν τη Λιάν. Οι άστεγοι νέοι παίρνουν ναρκωτικά. Κλέβουν. Καταλήγουν στην πορνεία. «Είναι θύματα που μετατρέπονται σε εγκληματίες», μου είπε κυνικά ο Φερθ∙ κι άνοιξα το στόμα για να πω κάτι, μα αμέσως το έκλεισα. Είχαμε γίνει πάλι εχθροί που παρίσταναν τους φίλους. Δεν ήξερα τι άλλο να κάνω κι έτσι στράφηκα πάλι στον Πάβιτς. Προσπάθησα πολύ για να επιστρατεύσω το θάρρος να του τηλεφωνήσω. Σε όλες τις συναντήσεις μας, βρισκόμουν σε απελπιστικά μειονεκτική θέση, όμως η τελευταία ήταν η χειρότερη. Πήρα βαθιά ανάσα και σχημάτισα τον αριθμό του. Απάντησε μια γυναίκα που μου ανακοίνωσε πως έλειπε, αλλά θα επέστρεφε σε λίγο. Άφησα τον αριθμό τού τηλεφώνου μου, σχεδόν ανακουφισμένη. Ύστερα περίμενα, τριγυρνώντας στο σπίτι, κοιτώντας έξω από το παράθυρο, ξεφυλλίζοντας περιοδικά και παρατώντας τα, ενώ απλά περίμενα και περίμενα. Το τηλέφωνο χτύπησε μετά από δεκαπέντε λεπτά. Το σήκωσα με την τρίτη, για να μη νομίζει ότι καθόμουν από πάνω τρώγοντας τα νύχια μου. «Εδώ Γουίλ Πάβιτς». «Συγγνώμη που σε ενόχλησα πάλι», δικαιολογήθηκα. Ακολούθησε σιωπή που δεν την έσπασε. «Χρειάζομαι τη βοήθειά σου». «Το περίμενα», απάντησε κοφτά.

198

NICCI FRENCH _

«Πρέπει να μιλήσω με ανθρώπους που ήξεραν τη Λιάν. Θέλω κάποιος να μου υποδείξει τη σωστή κατεύθυνση». «Κιτ…» «Σε παρακαλώ». «Εντάξει». «Θεέ μου, ήταν πιο εύκολο από όσο περίμενα». Δεν γέλασε. Ίσως να είχε ξεχάσει πώς γελάνε. «Να περάσω από κει;» «Για να δούμε… Είσαι ελεύθερη στις έξι, ας πούμε;» «Ναι». «Θα συναντηθούμε στο πλυντήριο αυτοκινήτων στη Σέφιλντ Στριτ. Εδώ πιο κάτω». «Στο πλυντήριο αυτοκινήτων;» «Ακριβώς. Είναι μεγάλο. Δεν θα δυσκολευτείς να το βρεις. Τα λέμε τότε». «Όσο για τις προάλλες…» ξεκίνησα να λέω, αλλά είχε ήδη κλείσει.

Ξαναδιάβασα τις σημειώσεις μου και τηλεφώνησα στην κλινική να ελέγξω αν είχα μηνύματα. Ύστερα πετάχτηκα παραδίπλα στο κομμωτήριο, που τώρα τελευταία το έλεγαν ινστιτούτο καλλονής και είχε αλλάξει διακόσμηση, προσθέτοντας ασημένια και λευκά στοιχεία καθώς και έντονο φωτισμό. Ένας νέος άντρας με ξυρισμένο κεφάλι, φαρδύ μαύρο παντελόνι και αμάνικο μαύρο τι-σερτ, μου φόρεσε μια λευκή νάιλον ρόμπα και με έβαλε να καθίσω μπροστά από έναν πελώριο ανελέητο καθρέφτη. Στάθηκε πίσω μου, ακούμπησε το κεφάλι μου με τα έμπειρα χέρια του και με ρώτησε τι ακριβώς θέλω. «Κούρεμα», είπα. Άγγιξε τις καστανές μου μπούκλες και με περιεργάστηκε για μερικά δευτερόλεπτα. «Να τα κάνουμε λίγο πιο κυματιστά; Πιο ατίθασα;» «Ένα απλό κούρεμα θέλω».

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

199 _

«Ανταύγειες; Κάτι σε χάλκινο ίσως. Είναι πολύ της μόδας τελευταία». «Ίσως την επόμενη φορά». «Ωραία μαλλιά πάντως», είπε, χαϊδεύοντάς τα προτού μου βάλει μια πετσέτα στους ώμους και με οδηγήσει στον λουτήρα. Έγειρα πίσω και μια μικροκαμωμένη νεαρή γυναίκα, με μαλλιά σαν να τα έκοψε με κλαδευτήρι, με περίλουσε με ζεστό νερό και μου έκανε μασάζ με ένα σαμπουάν με άρωμα καρύδας. Τι υπέροχη αίσθηση! Έκλεισα τα μάτια κόντρα στο φως. Έπειτα, με πλησίασε ο νεαρός με ένα μεγάλο ψαλίδι και άπειρα τσιμπιδάκια που τα έβγαλε από τη ζώνη του και τα τοποθέτησε στα μαλλιά μου. Έκοβε μεγάλες τούφες με έναν ήχο σκληρό και τα μαλλιά μου έπεφταν απαλά στο πάτωμα. Όταν άρχισαν κάποιες τριχούλες να μου γαργαλάνε το πρόσωπο, έγειρε εμπρός και μου τις φύσηξε απαλά από το μάγουλο. Αμέσως μετά, ένιωσα πολύ καλύτερα. Τα μαλλιά μου ανέμιζαν όταν κουνούσα το κεφάλι, όπως σε κείνες τις διαφημίσεις με τα θαυματουργά κοντίσιονερ. Έτρεξα σπίτι, έκανα ένα γρήγορο ντους, έβαλα το λευκό μου τζιν, ένα καφετί τι-σερτ, αθλητικά κι ένα παμπάλαιο σουέντ σακάκι. Ένιωθα καθαρή, φρέσκια και γεμάτη ενέργεια. Το πλυντήριο αυτοκινήτων βρισκόταν ανάμεσα σε μια σειρά από παλιές και ρημαγμένες αποθήκες, κοντά στο κανάλι. Έφτασα λίγο πριν από τις έξι αλλά, καθώς πλησίαζα, είδα ότι ο Γουίλ με περίμενε ήδη στο πεζοδρόμιο. Φρέναρα και αυτός μπήκε στη θέση του συνοδηγού. Ένα άλλο αμάξι πέρασε από μπροστά μας και έστριψε στον χώρο στάθμευσης. «Πού είναι το αμάξι σου;» «Το άφησα για πλύσιμο, φυσικά». «Γι’ αυτό συναντηθήκαμε εδώ, επειδή ήθελες να πλύνεις το αμάξι σου;»

200

NICCI FRENCH _

«Στην αρχή της χρονιάς, η Λιάν δούλεψε εδώ για μερικές εβδομάδες. Σκέφτηκα λοιπόν ότι καλό θα ήταν να ξεκινούσες από δω την έρευνά σου. Αν και δεν ξέρω πόσοι από αυτούς που δούλευαν τότε, εξακολουθούν να βρίσκονται εδώ. Οι υπάλληλοι συνήθως είναι προσωρινοί». «Δούλευε εδώ; Και έπλενε αμάξια;» «Όχι. Αυτό το κάνουν μόνο οι άντρες. Εκείνη έπαιρνε τα χρήματα και έκοβε αποδείξεις. Η διευθύντρια είχε μπει για λίγο στο νοσοκομείο, είχε σπάσει τον γοφό της. Είναι φίλη μου». Καθώς μιλούσε, είδα μια γυναίκα να μας πλησιάζει. Ήταν πελώρια, με σπυριά στο πιγούνι και αραιά μαλλιά. Ο Γουίλ άνοιξε την πόρτα του κι εκείνη έσκυψε με δυσκολία. «Ντιάνα, από δω η Κιτ. Κιτ, η Ντιάνα». Έγειρα προς τον Γουίλ και της έσφιξα το χέρι. Είχε δυνατή λαβή και έξυπνο βλέμμα. «Ενδιαφέρεσαι για τη Λιάν;», με ρώτησε. Πρόσεξα ότι τόνισε πολύ το νι, στο τέλος του ονόματος της Λιάν, και αναρωτήθηκα από πού να κατάγεται. «Ναι. Καλοσύνη σου που με βοηθάς». «Θες να περάσεις μέσα; Σε λιγάκι θα ’ρθω κι εγώ». «Λέω να δώσω πρώτα το αμάξι για πλύσιμο». Μου χαμογέλασε. «Τι πλύσιμο θέλεις;» Είδα γραμμένες με κιμωλία σε έναν μεγάλο πίνακα τις διάφορες επιλογές. «Το καλύτερο». Για πρώτη φορά, ο Γουίλ με κοίταξε με ένα αμυδρό ίχνος επιδοκιμασίας. «Κάνει δώδεκα και πενήντα». Της έδωσα τα χρήματα που τα έχωσε προσεκτικά στην τσέπη της φούστας της. Μετά ίσιωσε την πλάτη και μου έκανε νόημα να περάσω το αμάξι μέσα από τις πελώριες πόρτες. «Κλείσε τα παράθυρα», προειδοποίησε. «Θα μείνεις μέσα;» ρώτησα τον Γουίλ.

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

201 _

«Προφανώς». Πέρασα από τις πόρτες και βρέθηκα κατευθείαν σε έναν άλλον κόσμο, σκοτεινό και υγρό, ξέχειλο από δραστηριότητες. Πίδακες νερού ξεχύνονταν από όλες τις κατευθύνσεις και πέντε- έξι άντρες με γαλότσες και πλαστικά γάντια άρχισαν να τρίβουν το αμάξι με μεγάλες βούρτσες. Τους παρακολουθούσα πίσω από τα γεμάτα σαπουνάδες τζάμια. Ο άντρας που έσκυβε πάνω στο καπό μου είχε τσιγκελωτό μουστάκι και βαθιές ρυτίδες στο προγουλιασμένο του πρόσωπο με τα σλαβικά ζυγωματικά του. Εκείνος που βρισκόταν στη μεριά του Γουίλ φαινόταν γύρω στα δεκαεπτά, πολύ μαύρος, πολύ ψηλός και λεπτός, εντυπωσιακά όμορφος, με ελαφίσια μάτια. Έμοιαζε με σταρ του σινεμά. Ήταν κι ένας μεγαλύτερος, μάλλον Κινέζος, που σκούπιζε προσεκτικά το παράθυρό μου. Το βλέμμα του συνάντησε το δικό μου και μου χαμογέλασε, με τα νερά να κυλούν ανάμεσά μας. «Μα τι μέρος είναι αυτό;» «Πλυντήριο αυτοκινήτων». «Ευχαριστώ για την πληροφορία», είπα ειρωνικά αλλά όχι επιθετικά. «Θέλω να πω, από πού έχουν έρθει όλοι αυτοί;» Ο Γουίλ μου έριξε μια λοξή ματιά. «Πρόσφυγες είναι οι περισσότεροι. Δουλεύουν εδώ για λίγο, χωρίς πολλές εξηγήσεις. Πληρώνονται μετρητά». «Και άνθρωποι σαν τη Λιάν;» «Μερικές φορές στέλνω κάποια παιδιά εδώ. Είναι μια δουλειά ασφαλής. Και τα λεφτά είναι αρκετά καλά. Ξεφεύγουν από τους δρόμους και κερδίζουν χρήματα μέχρι να βρουν κάτι καλύτερο, ίσως». Ένας άντρας με κίτρινο αδιάβροχο έγνεψε να κάνω μπροστά. Αργά αργά βρέθηκα ανάμεσα σε άλλους πίδακες: καθαρό νερό που ξέπλενε το σαπούνι. Μας πλησίασαν κι άλλοι άντρες, με πανιά αυτή τη φορά. Πίσω μας, πήρε

202

NICCI FRENCH _

θέση ένα άλλο αμάξι. «Καταπληκτικό!» Ο Γουίλ έδειχνε να καμαρώνει, λες και τα είχε κανονίσει όλα για χάρη μου. «Λυπάμαι γι’ αυτό που έγινε με τον Ντολ», είπα τελικά. «Γιατί;» «Λυπάμαι που σε έβαλα σε κόπο. Άλλωστε, ούτε καν με ξέρεις∙ αλλά δεν μπορούσα να σκεφτώ άλλη λύση». «Γιατί δεν πήρες την αστυνομία;» «Δεν ήθελα να τον μπλέξω και, για να είμαι ειλικρινής, βρισκόμουν κι εγώ σε κάπως περίεργη θέση. Είναι μεγάλη ιστορία. Πολύ μεγάλη». Έγνεψε σαν να έλεγε ότι δεν είχε περιέργεια να τη μάθει. «Καλά έκανες και με πήρες». «Είναι επικίνδυνος, δηλαδή;» «Δεν ξέρω. Είναι…» Δίστασε για μια στιγμή. «Κατεστραμμένος». Μου έγνεψαν πάλι να κάνω μπροστά, αυτή τη φορά προς μια μικρή πλατφόρμα. «Εδώ βγαίνουμε», είπε ο Γουίλ. «Τώρα θα καθαρίσουν το εσωτερικό. Θα ξανάρθει πάντως». «Ο Ντολ;» «Την έχει πατήσει με σένα. Πιστεύει πως τον κατανοείς». «Α!» Δεν ήξερα τι να πω. «Και σε βρίσκει όμορφη», είπε σαν να το θεωρούσε αστείο. Βγήκα από το αυτοκίνητο και περίμενα τον Γουίλ. Τέσσερις άντρες μπήκαν κατευθείαν μέσα, δύο με πανιά και κουβάδες, ένας με μια βούρτσα για τις σχισμές και τις γωνίες, κι ένας άλλος με μια επαγγελματική ηλεκτρική σκούπα. Φάνηκε η Ντιάνα, με δυο κούπες καφέ. «Από δω ο Γκονζάλο», είπε με ένα νεύμα. «Ήξερε τη Λιάν όταν δούλευε στο μαγαζί».

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

203 _

Είχε κυματιστά μαύρα μαλλιά, σταράτη επιδερμίδα, απίστευτα ντροπαλό χαμόγελο και, όταν του έσφιξα το χέρι, το ένιωσα απαλό και μαλακό. «Γεια», είπα κι εκείνος έσκυψε το κεφάλι. Φορούσε μια ροζ μπλούζα με τον Μπαρτ Σίμσον. «Ήξερες τη Λιάν, λοιπόν;» «Λιάν. Ναι. Λιάν». «Ήσουν φίλος της;» «Φίλος;» Η προφορά του ήταν τραχιά. Δεν ήξερα αν με καταλάβαινε. «Ήσουν φίλος της Λιάν;» ξαναρώτησα. Με κοίταξε συννεφιασμένος. «Από πού είσαι, Γκονζάλο;» Το πρόσωπό του φωτίστηκε. Χτύπησε απαλά το στήθος του. «Κολομβία. Όμορφη». «Δεν μιλάω ισπανικά». Στράφηκα στον Γουίλ. «Μιλάς ισπανικά;» «Μπα. Αλλά σίγουρα ούτε η Λιάν μιλούσε. Γκονζάλο, ήταν ευτυχισμένη η Λιάν;» «Ευτυχισμένη;» κούνησε το κεφάλι του. «Όχι ευτυχισμένη». «Λυπημένη;» «Λυπημένη ναι, και…» έφερε το χέρι του στο στόμα με τρόπο θεατρικό. «Φοβισμένη;» ρώτησα. «Θυμωμένη;» επενέβη ο Γουίλ. «Χαμένη», διευκρίνισε η Ντιάνα. Μου έβαλε μια κούπα καφέ στο χέρι. Ήταν πικρός και χλιαρός. «Το βλέπεις στο βλέμμα τους. Κάποιοι άνθρωποι είναι αλλού πια. Το συναντάς συχνά εδώ». Έστριψε το μεγάλο σπυριάρικο πιγούνι της προς την κατεύθυνση των αντρών που κατέκλυζαν τα αυτοκίνητα σαν σμήνος μελισσών. «Το είδες και στο βλέμμα της Λιάν;» Ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν την ήξερα σχεδόν καθόλου. Ήταν εδώ, όταν εγώ έλειπα. Έμοιαζε κάπως

204

NICCI FRENCH _

απόμακρη ίσως. Δεν πλησίαζε τους άλλους. Συμφωνείς;» Στράφηκε στον Γουίλ. «Ίσως», απάντησε εκείνος διστακτικά. Πρώτη φορά γνώριζα άντρα τόσο απρόθυμο να δεσμευτεί με τα λόγια του. «Πώς να την κατηγορήσεις όμως; Πάντως ήταν τίμια, της το αναγνωρίζω. Ποτέ δεν σούφρωσε λεφτά». Τους παρατηρούσα, τη χοντρή γυναίκα και τον μουτρωμένο άντρα. Ο Γκονζάλο κουνιόταν πέρα-δώθε. «Ευχαριστώ», του είπα. Μου χαμογέλασε συνεσταλμένα και απομακρύνθηκε. Το αμάξι μου έλαμπε μέσα-έξω. Ο άντρας με το τσιγκελωτό μουστάκι τού έριχνε μια τελευταία ματιά. «Σ’ ευχαριστώ», είπα και στην Ντιάνα. «Σου είμαι ευγνώμων». Ανασήκωσε τους ώμους. «Είσαι φίλη του Γουίλ». Δεν ήμουν και τόσο σίγουρη γι’ αυτό. Στράφηκα στον Γουίλ. «Έχεις όρεξη για κάνα ποτό;» Έδειξε λιγάκι ξαφνιασμένος. «Εντάξει», συμφώνησε αμήχανα, σαν να μην πρόλαβε να βρει καλή δικαιολογία. «Ακολούθησέ με. Ξέρω ένα μέρος εδώ κοντά». Έριξα μερικά κέρματα στο κουτί των φιλοδωρημάτων και μετά φύγαμε κομβόι με τα αστραφτερά μας αμάξια, περνώντας από τα δρομάκια κοντά στις παλιές αποθήκες. Πρώτη φορά πήγαινα εκεί∙ αυτό το Λονδίνο δεν το είχα ξαναδεί. Φτάσαμε σε μια παμπ κοντά στο κανάλι. Από μπροστά φαινόταν άθλια και ρημαγμένη, όμως στην πίσω μεριά είχε μια προβλήτα δίπλα στο νερό και καθίσαμε εκεί με τους τοματοχυμούς μας. Ο ουρανός είχε πάρει ένα παράξενο καφετί χρώμα κι ο απαλός αέρας ρυτίδιαζε τα βρόμικα μαύρα νερά. «Σ’ αρέσει;» ρώτησε με ύφος ονειροπόλο ο Γουίλ. «Ποιο; Το ποτό;»

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

205 _

«Το κανάλι». «Μου φαίνεται λίγο βρόμικο». Ήπιε μια γουλιά από το ποτό του. «Θα το καθαρίσουν. Έχεις ακουστά το πρόγραμμα ανάπτυξης;» Κοίταξα τα μαύρα νερά. Μια αποθήκη, πέρα μακριά, είχε μείνει χωρίς σκεπή. Όλα τα παράθυρά της ήταν σπασμένα και μέσα συσσωρεύονταν κατεστραμμένα σκουριασμένα μηχανήματα. Παντού τριγύρω μπάζα και αλλόκοτα σκουπίδια που ούτε να τα σκέφτομαι δεν ήθελα. «Τι να την κάνεις την ανάπτυξη εδώ πέρα;» «Πλάκα κάνεις; Μιλάμε για καμιά οκτακοσαριά στρέμματα γης, πρώτης τάξεως, στην καρδιά του Λονδίνου. Σε κάνα-δυο χρόνια αυτό το μέρος θα γεμίσει με πολυτελή μπαρ, σπα και διαμερίσματα με ιδιωτικά γκαράζ». «Και θα είναι καλό αυτό;» Άδειασε το ποτήρι του. «Θα γίνει αξιοπρεπές μέρος», εξήγησε. «Όμως το κάνεις να ακούγεται σαν βρισιά. Δηλαδή, δεν πιστεύεις ότι θα βοηθηθούν οι νέοι; Προφανώς θα δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας». «Νομίζω ότι οι περισσότεροι από αυτούς δεν θα ταιριάζουν σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Θα τους μεταφέρουν κάπου αλλού, για να γίνουν αλλουνού πρόβλημα». Με διαπέρασε ένα ρίγος και κείνος το πρόσεξε. «Κρυώνεις;» Κούνησα το κεφάλι. «Ναι, ξαφνικά». Έβγαλε το σακάκι του και μου το πέρασε στους ώμους. Για μια στιγμή ξαφνιάστηκα με την έξαψη που ένιωσα να με κυριεύει μόλις τα χέρια του άγγιξαν το σώμα μου. Καιρό είχε να με αγγίξει κάποιος, πολύ καιρό.

206

NICCI FRENCH _

21 «Ακόμα απίστευτο μου φαίνεται!» «Ναι», συμφώνησα μηχανικά. «Δεν γίνονται τέτοια πράγματα. Σε έναν δικό σου άνθρωπο. Δεν μπορώ να το ξεπεράσω». Κούνησε το κεφάλι της δεξιά-αριστερά, σαν να ήθελε να αποτινάξει κάτι από πάνω της. «Καημένη Φιλίππα», ανατρίχιασε. «Μμμ». «Καημένε Τζέρεμι. Καημένη Έμιλι, καημενούλα. Τι θα απογίνει η Έμιλι; Τι φοβερό! Ποιος μπόρεσε να κάνει κάτι τέτοιο;» Δεν περίμενε απάντηση βέβαια και φυσικά δεν απάντησα. Ήπια λίγο από τον καφέ που μου είχε φτιάξει και σιωπούσα. Η Τες Τζάρετ έμοιαζε με μικρό γυαλιστερό κάστανο. Καθόταν κουλουριασμένη σε μια μεγάλη πολυθρόνα στο καθιστικό του κομψού σπιτιού της, μικροκαμωμένη και ζουμερή, αλλά όχι παχουλή. Είχε γυαλιστερές καστανές μπούκλες, φωτεινά καστανά μάτια, μελένιο δέρμα που έλαμπε από υγεία και ευμάρεια, στρογγυλωπά μαυρισμένα μπράτσα, μικρό στόμα, τέλεια λευκά δόντια, περλέ νύχια στα μικρά της χέρια και στα περιποιημένα πόδια της. Φορούσε σανδάλια. Μου είπε ότι

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

207 _

ήταν η καλύτερη φίλη της Φιλίππα. Η καλύτερη από όλες. Έλαμπε ολόκληρη, φοβισμένη και ταραγμένη. «Ήμασταν αχώριστες», επανέλαβε. «Και γίναμε ακόμα πιο αχώριστες όταν γεννήθηκαν η Έμιλι και η Λάρα. Έχουν σχεδόν την ίδια ηλικία κι αφήσαμε τις δουλειές μας και οι δυο και περνούσαμε πολλές ώρες μαζί. Τι ωραία που ήταν!» Δυσκολευόμουν να φανταστώ την Τες ως μητέρα. Παρά τα τριάντα δύο της χρόνια, έμοιαζε μικρή σαν κοριτσάκι, σαν να ήταν έτοιμη να κάνει τραμπάλα. «Πόσα χρόνια γνωριζόσασταν;» «Ήμασταν μαζί στο κολέγιο». Άνοιξε διάπλατα τα μάτια της. «Την ξέρω σχεδόν τη μισή μου ζωή. Δηλαδή… την ήξερα. Αχ, δεν μπορώ να το συνηθίσω». «Είναι δύσκολο, ούτε λόγος». «Και μετά, βέβαια, όταν παντρευτήκαμε, μέναμε κοντά. Το Χάμπστεντ και το Μπέλσαϊζ Παρκ είναι δέκα λεπτά απόσταση. Συναντιόμασταν αρκετές φορές την εβδομάδα. Πηγαίναμε μαζί για ψώνια». Χάιδεψε τις παστέλ πτυχές του βαμβακερού φορέματός της. «Αυτό το φόρεμα μαζί το αγοράσαμε, πριν από δυο εβδομάδες, για τις διακοπές που θα πηγαίναμε οικογενειακώς στην Ελλάδα. Κι ο Ρικ με τον Τζέρεμι τα πάνε καλά. Καημένε Τζέρεμι». Αναστέναξε πιο δυνατά. «Τες», της είπα, σπάζοντας τη σιωπή, «μερικές φορές μαθαίνουμε πράγματα για τον δολοφόνο, μαθαίνοντας πράγματα για το θύμα. Γι’ αυτό βρίσκομαι εδώ». Έγνεψε. Το πρόσωπό της πήρε μια έκφραση τραγική. «Ναι», ψιθύρισε. «Το ξέρω». «Δεν θέλω λοιπόν να μάθω ποιες ήταν οι τελευταίες της κινήσεις, δεν με ενδιαφέρουν αυτά. Με αυτά ασχολείται η αστυνομία. Εμένα με νοιάζει η διάθεσή της, όσα συνέβαιναν στη ζωή της. Και μερικές φορές οι φίλοι γνωρίζουν περισσότερα από την οικογένεια». «Εγώ ήξερα τα πάντα για τη Φιλίππα», είπε με

208

NICCI FRENCH _

αυτοπεποίθηση. «Δεν κρατούσαμε μυστικά. Για παράδειγμα», χαμήλωσε τον τόνο της φωνής της και έγειρε μπροστά, «της είχα πει ότι είχα προβλήματα με τον Ρικ, μετά τη γέννηση της Λάρα. Οι άντρες συχνά δυσκολεύονται όταν η γυναίκα τους κάνει μωρό, δεν νομίζεις; Δεν μπορείς να τους προσέχεις το ίδιο πια. Είσαι τόσο κουρασμένη, ξυπνάς μέσα στη νύχτα, θηλάζεις κ.λπ. Μάλλον ζηλεύουν. Σαν παιδιά είναι οι άντρες, δεν συμφωνείς; Τι έλεγα; Α, ναι, κι έτσι ο Ρικ ήταν τότε πολύ κακοδιάθετος και απαιτητικός, καταλαβαίνεις τι εννοώ, κι εγώ δεν είχα όρεξη∙ και το είπα τότε στη Φιλίππα. Με βοήθησε και μόνο που το συζητήσαμε. Ήταν πολύ καλή ακροάτρια η Φιλίππα. Δεν ήταν πολυλογού σαν και μένα». Γέλασε σαν κοριτσάκι κι από ευγένεια γέλασα κι εγώ. «Μερικές φορές», συνέχισε, «νομίζω ότι γι’ αυτό ήμασταν τόσο καλές φίλες. Εγώ ήμουν η ομιλητική, η εξωστρεφής κι εκείνη ήταν…» Σώπασε και με κοίταξε ξαφνικά αναστατωμένη. «Ναι;» Δεν ήθελα να σταματήσει τώρα η Τες, που είχε επιτέλους φέρει το θέμα στη Φιλίππα. «Ήταν άνθρωπος που μένει έξω από τα πράγματα, αν με καταλαβαίνεις. Ενώ εγώ είμαι πάντα στο επίκεντρο». «Πιστεύεις ότι το είχε επιλέξει; Να μένει απέξω;» «Α, ναι, ήταν πολύ ευτυχισμένη. Ποτέ δεν την είχα δει να κλαίει. Περίεργο δεν είναι; Εγώ κλαίω όλη την ώρα. Κλαίω όταν βλέπω με τη Λάρα τον Ντάμπο και τον Μπάμπι και γενικά με όποια ταινία είναι λιγάκι μελό, αλλά και με τις ειδήσεις, αν δείχνουν παιδιά που πεινάνε και όταν κλαίει η Λάρα μερικές φορές κλαίω κι εγώ, ακόμα κι αν κλαίει επειδή τη μάλωσα και τότε καθόμαστε πλάι πλάι σαν μωρά και κλαψουρίζουμε, κλαίω κι όταν κάνει κάτι για πρώτη φορά∙ όταν πρωτόπε “μαμά” έκλαιγα ασταμάτητα. Δεν μπορώ να συγκρατηθώ, χαζό, ε; Κλαίω όταν είμαι ευτυχισμένη, κλαίω κι όταν είμαι λυπημένη. Όμως η

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

209 _

Φιλίππα δεν ήταν έτσι. Ποτέ δεν ήταν έτσι». «Πράγμα που δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι ήταν και ευτυχισμένη», είπα με ύφος ουδέτερο. «Όχι». Τέντωσε τα πόδια της και κούνησε παιχνιδιάρικα τα δαχτυλάκια των ποδιών της. «Όχι βέβαια. Αλλά ανέκαθεν ήταν σταθερός άνθρωπος. Δεν είχε σκαμπανεβάσματα σαν και μένα. Εγώ είμαι σκέτο εκκρεμές. Από το φεγγάρι στα τάρταρα, έτσι είμαι εγώ. Εκείνη, από μικρή ακόμα, με τα αγόρια που είχε, δεν έπεφτε με τα μούτρα στον έρωτα. Είχε υπομονή, νομίζω. Περίμενε και παρατηρούσε, ήταν καλή σε αυτό. Πάντως δεν υπήρξαν πολλά αγόρια στη ζωή της. Κι ήταν πολύ ήρεμη. Ποτέ δεν έχασε την ψυχραιμία της με την Έμιλι, όχι σαν και μένα με τη Λάρα, τη μαϊμουδίτσα μου. Ήταν πολύ αυστηρή μαζί της, αλλά δεν είχε ξεσπάσματα. “Πώς στο καλό τα καταφέρνεις;” τη ρωτούσα. Τη ρωτούσα… Αχ, δεν μπορώ να το συνηθίσω». Ανοιγόκλεισε τα καστανά της μάτια κι ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό της, έπειτα άλλο ένα. Της έδωσα χαρτομάντιλο. «Ευχαριστώ. Συγγνώμη». «Πώς ήταν η σχέση της με τον Τζέρεμι;» «Πώς να την περιγράψω; Εγώ κι ο Ρικ καβγαδίζουμε καμιά φορά και μετά τα βρίσκουμε∙ οι καβγάδες αξίζουν τον κόπο όταν τα βρίσκεις μετά, έτσι δεν είναι; Όμως εκείνη κι ο Τζέρεμι δεν καβγάδιζαν. Ήταν πολύ ευγενικοί ο ένας με τον άλλον. Της χάριζε λουλούδια κάθε, μα κάθε, Παρασκευή. Τι ωραίο, ε; Μακάρι να ήταν έτσι κι ο Ρικ. Τα αγαπημένα της ήταν τα κίτρινα τριαντάφυλλα και τα μοσχομπίζελα, βέβαια τα μοσχομπίζελα συνήθως δεν τα βρίσκεις στα ανθοπωλεία, έτσι δεν είναι; Ήταν καλή στην κηπουρική, έχεις δει τον κήπο της; Ο Τζέρεμι και η Έμιλι έμειναν για λίγο με τη μητέρα της, αλλά νομίζω ξαναγύρισαν σπίτι. Πρέπει να πάω να τους δω. Τέλος πάντων, ποτέ τους δεν ήταν όλο αγκαλιές και γλύκες, αλλά μπορεί να ήταν έτσι το στιλ τους. Εξάλλου, ποιος

210

NICCI FRENCH _

ξέρει τι ακριβώς συμβαίνει στη ζωή του καθενός; Και όταν γεννήθηκε η Έμιλι, κατενθουσιάστηκαν. Ξέρεις κάτι; Σου είπα ψέματα. Την έχω δει τη Φιλίππα να κλαίει. Μόλις γέννησε την Έμιλι, την επόμενη μέρα, νομίζω, πήγα στο μαιευτήριο. Ήμουν έγκυος στη Λάρα και είχα γίνει πελώρια, σαν κι αυτά τα ολοστρόγγυλα παιχνίδια που τα σπρώχνεις στο πλάι κι αυτά ξανασηκώνονται αμέσως, μόνο που εμένα αν με έσπρωχνε κανείς θα έμενα για πάντα στο πάτωμα. Τα απεχθάνομαι τα νοσοκομεία, εσύ; Με κάνουν να νομίζω ότι όπου να ’ναι θα πεθάνω. Με αυτούς τους καταθλιπτικούς πράσινους τοίχους τους. Η Φιλίππα ήταν καθιστή στο κρεβάτι, κρατούσε στην αγκαλιά της αυτό το πλασματάκι και το κοιτούσε και, μόλις μπήκα μέσα, σήκωσε το βλέμμα της πάνω μου και είδα το πρόσωπό της γεμάτο δάκρυα. Πολλά δάκρυα. Και μου είπε: “Είναι τόσο όμορφη. Κοίτα τι όμορφη που είναι. Η μικρή μου η κορούλα”. Και μετά βέβαια έβαλα κι εγώ τα κλάματα και τότε ξύπνησε η Έμιλι κι έμπηξε τις φωνές. Τη λάτρευε την Έμιλι. Γι’ αυτό και…» Σταμάτησε απότομα. «Ναι;» είπα σιγανά. «Μπα, τίποτα». Περίμενα. Ανυπομονούσε να μου το πει. «Καμιά φορά νόμιζα ότι είχε παράνομο δεσμό». «Χμμ», μουρμούρισα. «Δεν ξέρω γιατί κι είναι ίσως λάθος που το λέω, αλλά το διαισθανόμουν στη συμπεριφορά της κι επίσης έλειπε σχεδόν όλη μέρα από το σπίτι. Οι γυναίκες έχουν ένστικτο σε αυτά, νομίζω. Δεν πρόκειται να το πω σε κανέναν, και μάλλον δεν είναι αλήθεια, αλλά είμαι σίγουρη ότι κάτι τέτοιο συνέβαινε». «Ξέρεις με ποιον μπορεί να είχε δεσμό;» «Όχι. Με πολλούς. Δηλαδή, είναι όμορφη. Ήταν. Λεπτή και ξανθιά, η τυχερούλα. Οι περισσότεροι άντρες δεν θα έχαναν την ευκαιρία. Ακόμα και ο Ρικ. Δεν το εννοώ αυτό

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

211 _

βέβαια, αλλά τους ξέρεις τους άντρες, ξέρεις πώς γίνονται όταν περάσει το πρώτο πάθος με τη σύζυγο και κατασταλάξουν κι αρχίσει η ζωή τους να γίνεται λιγάκι βαρετή, όλοι τους την περνάνε τη φάση, νομίζω, και τέλος πάντων ο Ρικ πάντα την καλόβλεπε τη Φιλίππα. Μη με παρεξηγήσεις, όμως, σε καμία περίπτωση δεν λέω ότι ήταν αυτός∙ Θεούλη μου, θα το καταλάβαινα οπωσδήποτε, θα μου το έλεγε η διαίσθησή μου και θα τον σκότωνα τον Ρικ αν έκανε τέτοιο πράγμα, και φυσικά η Φιλίππα ήταν η καλύτερή μου φίλη όλων των εποχών». Σώπασε και με κοίταξε κάπως αλαφιασμένη, λες και παγιδεύτηκε από τα λόγια της. «Βασικά, γνώριζε πολλούς άντρες, συζύγους φίλων, άντρες που κινούνταν στον ίδιο κύκλο. Όμως δεν υποψιάζομαι κάποιον συγκεκριμένο, απλά νομίζω ότι τις τελευταίες εβδομάδες της ζωής της κάτι συνέβαινε». «Κάτι;» «Κάποιος, μάλλον. Η προσοχή της ήταν αλλού. Είχε ένα ύφος αναστατωμένο, μυστικοπαθές. Με έστησε μια-δυο φορές, ενώ είχαμε κανονίσει να συναντηθούμε, πράγμα πρωτόγνωρο για κείνη, και μετά μου ξεφούρνισε γελοίες δικαιολογίες. Ήταν κάπως ανήσυχη. Κάπως… αλλού. Ήταν ερωτευμένη. Είμαι σίγουρη». Μισή ώρα αργότερα, μέσα στο μεσημέρι, έφυγα από το σπίτι της Τες τελείως αποκαμωμένη. Πριν δω την Τες, είχα επισκεφτεί πάλι τον σύζυγο και τη μητέρα της Φιλίππα. Ο Τζέρεμι είχε επιστρέψει στο σπίτι του που ήταν λίγο μικρότερο και λίγο πιο καινούριο από της Παμ Βιρ. Ο μακρύς στενός κήπος είχε έναν οπωρώνα στην άκρη του και μια κούνια κρεμασμένη σε μια μηλιά. Δεν ήταν τόσο πρόθυμοι να μιλήσουν για τη Φιλίππα όσο η Τες. Δεν πίστευα ότι έκρυβαν κάτι, αλλά έδειχναν εκ φύσεως επιφυλακτικοί. Εκείνος ήταν απελπιστικά θλιμμένος. Εκείνη έμοιαζε ζαλισμένη και μουδιασμένη.

212

NICCI FRENCH _

Είχα δύο μηνύματα στο κινητό μου. Το ένα από την Πόπι, που με ρωτούσε γιατί είχα τόσο καιρό να της τηλεφωνήσω. Το άλλο από τον Γουίλ. «Πάρε με τηλέφωνο, σε παρακαλώ», έλεγε μόνο. «Ναι», μούγκρισε στο τηλέφωνο, όταν τον κάλεσα. «Η Κιτ είμαι». «Περίμενε ένα λεπτό». Τον άκουσα να δίνει κάτι οδηγίες σε κάποιον. «Κιτ; Μπορείς να περάσεις από δω, το απόγευμα, κατά τις εξίμισι;» «Γιατί;» «Θα έρθουν κάποιοι για να σε γνωρίσουν». «Που ήξεραν τη Λιάν;» «Για ποιον άλλον λόγο να θέλουν να σε γνωρίσουν;» Πήγα να παρεξηγηθώ, αλλά το μετάνιωσα. «Θα είμαι εκεί εγκαίρως». «Τα λέμε τότε, λοιπόν», είπε και έκλεισε το τηλέφωνο. Μου έδωσε την εντύπωση ότι μέσα στο κεφάλι του βούιζε ένα σμήνος μέλισσες.

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

213 _

22 Χτύπησα το κουδούνι και μου άνοιξε ένας νέος άντρας με μαλλί ράστα και ένα τατουάζ πασχαλίτσα. Υπέθεσα ότι έμενε εκεί, αλλά αποδείχτηκε εθελοντής υπάλληλος και μου συστήθηκε ως Γκρεγκ. Σε αντίθεση με την προηγούμενη φορά που είχα βρεθεί εκεί, τώρα το κέντρο έβριθε από δραστηριότητες. Μια παρέα εφήβων στεκόταν στο χολ καπνίζοντας. Από μια ανοιχτή πόρτα έβλεπα ένα εντευκτήριο, όπου βρισκόταν σε εξέλιξη ένας φασαριόζικος αγώνας σνούκερ. Από επάνω αντηχούσαν φωνές. Ο Γκρεγκ με οδήγησε από το χολ στο γραφείο του Γουίλ και άνοιξε την πόρτα, χωρίς να χτυπήσει. «Γεια», είπα στον Γουίλ. «Καλοσύνη σου. Ευχαριστώ». «Αυτούς να ευχαριστήσεις, όχι εμένα. Σε περιμένουν σε ένα δωμάτιο πάνω. Να σε οδηγήσω;» «Πόσοι είναι;» «Πέντε, εκτός κι αν την έκανε κανείς. Δεν αποκλείεται». Η ατμόσφαιρα στο δωμάτιο ήταν ζεστή και πνιγηρή από την κάπνα. Σε μια γωνία πρόσεξα ένα φλιπεράκι και δύο αγόρια που στέκονταν βαριεστημένα δίπλα του. Ο ένας είχε ξυρισμένο κεφάλι με μια λευκή ουλή να το διατρέχει

214

NICCI FRENCH _

και ο άλλος ήταν κοντόχοντρος και πολύ τριχωτός. Μόλις μπήκα μέσα κάρφωσαν πάνω μου το βλέμμα, μα δεν μου έδωσαν σημασία. Υπήρχαν και τρία κορίτσια ή μάλλον νεαρές γυναίκες. Κάθονταν στις πολυθρόνες και στο πάτωμα. Ανάμεσά τους, και το εντυπωσιακά όμορφο κορίτσι που είχα συναντήσει τη μέρα που πρωτογνώρισα τον Γουίλ Πάβιτς. Με κοίταξε ελαφρώς μουτρωμένη. Είχε πυκνά μαύρα φρύδια και απόκοσμα πράσινα μάτια. «Γεια σας», είπα βαδίζοντας μέσα στην κάπνα. «Είμαι η Κιτ». Κανείς δεν μίλησε. Τους έσφιξα τα χέρια με τη σειρά, συνειδητοποιώντας κατευθείαν το λάθος μου, ανίκανη ωστόσο να το πάρω πίσω. Οι περισσότεροι έδειχναν αμήχανοι, με τα νωθρά και ιδρωμένα τους χέρια. «Σας ευχαριστώ πολύ που δεχτήκατε να με δείτε». Κάθισα στο πάτωμα, έβγαλα ένα πακέτο τσιγάρα που είχα αγοράσει και τους πρόσφερα. Αυτό τους τράβηξε την προσοχή. Όλοι πήραν από ένα, ακόμη κι αν είχαν ήδη αναμμένο άλλο. «Θέλετε να μου πείτε τα ονόματά σας;» «Σπάικ», είπε το παιδί με το ξυρισμένο κεφάλι, πλάι στο φλιπεράκι. Οι άλλοι ξέσπασαν σε γέλια. Δεν το έπιασα το αστείο. «Λόρι». Αυτός ήταν ο τριχωτός. «Κάρλα», είπε ψιθυριστά η μαύρη κοπέλα στα δεξιά μου. «Κατρίνα», συστήθηκε μια κοπέλα με τρομερή ακμή και όμορφα κόκκινα μαλλιά. «Σίλβια», είπε η πρασινομάτα. Χαμογέλασε πονηρά. «Αυτό το όνομα διάλεξα για τον εαυτό μου». «Θα προσπαθήσω να τα θυμάμαι. Φαντάζομαι πως ο Γουίλ σας εξήγησε γιατί είμαι εδώ. Θέλω να πληροφορηθώ όσο περισσότερα γίνεται για τη Λιάν, γιατί όσο πιο πολλά ξέρω τόσο πιο πιθανό είναι να βρούμε αυτόν που τη σκότωσε. Για παράδειγμα, αν μάθουμε από πού καταγόταν, ποιο ήταν το αληθινό της όνομα, το

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

215 _

παρελθόν της, μπορεί να βοηθηθούμε πολύ». Ακολούθησε παγερή σιωπή. «Αλλά πέρα απ’ αυτά», συνέχισα, «θέλω απλά να μάθω, πώς ήταν. Τι άνθρωπος ήταν». «Ο Γουίλ λέει ότι είσαι εντάξει», είπε ο Σπάικ. Και τα λόγια του ήχησαν σαν ερώτηση. «Δηλαδή δεν θα τρέξεις να καρφώσεις στους μπάτσους ό,τι σου πούμε;» πρόσθεσε η Σίλβια. «Όχι ότι θα σου πούμε και τίποτα. Σε κανέναν δεν είπαμε τίποτα». «Δηλαδή σας έκαναν κι άλλοι ερωτήσεις;» «Δεν είσαι η πρώτη». «Έχετε μιλήσει με την αστυνομία;» Η Σίλβια ανασήκωσε τους ώμους και επικράτησε μια κάπως νευρική σιωπή που έσπασε μόνο από το σπίρτο που άναψε πάλι ο Σπάικ. «Τέλος πάντων», τους είπα τελικά, «δεν πρόκειται να τους πω τίποτα που να μην έχει σχέση με τη Λιάν. Εντάξει;» Συμφώνησαν με ένα κοινό μουγκρητό. «Για πόσο καιρό βρισκόταν εδώ, ξέρετε; Σε αυτή την περιοχή, εννοώ». «Περίπου πέντε μήνες, λέει ο Γουίλ», είπε ο Σπάικ. Μακάρι να μου το είχε πει και μένα ο Γουίλ. «Ποιος από όλους σας την είδε τελευταία φορά, θυμάστε;» «Εγώ». Η Κάρλα δεν σήκωσε το βλέμμα να με κοιτάξει. Απευθυνόταν στα σταυρωμένα χέρια της. «Τι ακριβώς κάνατε οι δυο σας;» «Βόλτες, κοιτούσαμε τις βιτρίνες. Λέγαμε τι θα αγοράζαμε αν είχαμε λεφτά. Ρούχα, ωραία φαγητά, διάφορα cd. Αλλά βέβαια δεν είχαμε λεφτά. Εκτός κι αν η Λιάν…» Σταμάτησε. «Ναι;» «Ήταν αρκετά καλή πορτοφολού», επενέβη με θαυμασμό ο Λόρι. «Έχωνε το χέρι της στην τσάντα του καθενός. Αυτή κι η Ντέιζι πήγαιναν μαζί στους σταθμούς

216

NICCI FRENCH _

του μετρό. Έκαναν τρομερό ζευγάρι. Η μια τούς σκουντούσε κι η άλλη τούς σούφρωνε τα πορτοφόλια». «Φοβερό», εντυπωσιάστηκε ο Σπάικ. «Λέτε για την Ντέιζι Γκιλ;» ρώτησα. «Ναι, που την έκανε μια και καλή». «Πώς γνωριστήκατε;» ρώτησα τη Σίλβια. «Εδώ. Ήταν πολύ ντροπαλή. Ή μάλλον…» σούφρωσε τη μικρή της μυτούλα και έχωσε σχολαστικά τα ξανθά της μαλλιά πίσω από τα αφτιά «…δεν πολυμιλούσε. Ποτέ δεν μας είπε από πού ερχόταν. Πάω στοίχημα, απ’ το Λονδίνο. Το ήξερε πολύ καλά το Λονδίνο». «Εγώ πάω στοίχημα ότι ήταν μια ζωή στην πρόνοια», πετάχτηκε η Κατρίνα. «Γιατί το λες αυτό;» «Φαίνεται. Μία φορά την είδα μόνο. Εδώ τη γνώρισα, όπως και η Σίλβια, πριν κάνα-δυο μήνες. Παίζαμε πινγκπονγκ κι έπαιζε χάλια και, όταν άρχισαν οι άλλοι να την πειράζουν, σηκώθηκε κι έφυγε. Αλλά αν κάποιος έχει ζήσει στην πρόνοια, τον καταλαβαίνεις αμέσως». «Τον μυρίζεσαι», κορόιδεψε ο Σπάικ. «Ντροπή σου». Η Σίλβια στράφηκε προς το μέρος του. «Λες βλακείες». Εκείνος της χαμογέλασε. «Μην ανησυχείς, εσύ δεν μυρίζεις, Σίλβια. Εσύ μοσχομυρίζεις». «Πάντως, ήταν σίγουρα στην πρόνοια, γιατί κάποτε μου είπε για ένα περιστατικό σε ένα σπίτι όπου έμενε», εξακολούθησε η Σίλβια, αγνοώντας τον. «Ήθελε να κοιμηθεί μαζί με μια φίλη της τα Χριστούγεννα. Κοιμόντουσαν σε διπλανά δωμάτια, άρα δεν ήταν και σπουδαίο πράγμα, όμως οι υπεύθυνοι δεν τις άφησαν. Έτσι λειτουργούν τα πράγματα. Υπάρχουν κανόνες. Δεν επιτρέπεται να κοιμάται ο ένας στο δωμάτιο του άλλου. Είναι ενάντια στους κανονισμούς. Κι έτσι η Λιάν μου είπε ότι κλειδαμπαρώθηκε με τη φίλη της στο δωμάτιο και δεν

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

217 _

έβγαιναν έξω και την επόμενη μέρα για τιμωρία δεν τις άφησαν να φάνε ούτε μια μπουκιά από το γιορτινό χριστουγεννιάτικο δείπνο. Ούτε ένα κράκερ ούτε τίποτα. Έλεγε όμως ότι δεν το μετάνιωσε. Όρθωσε το ανάστημά της. Δεν μου είπε πού βρισκόταν το σπίτι. Ήταν πολύ μυστικοπαθής, εδώ που τα λέμε». «Δεν τη ρώτησες;» «Πρέπει να σεβόμαστε την ιδιωτική ζωή των άλλων». «Πάντως, κοιμόταν στα πάρκα κάποιες φορές. Έλεγε ότι τα προτιμάει από τα βρομοξενοδοχεία της περιοχής». «Είχε περάσει από πολλές στέγες ανηλίκων;» ρώτησα. «Μάλλον», συνέχισε η Σίλβια. «Όπως και οι περισσότεροι από μας, μέχρι να φτάσουμε σε αυτή την ηλικία». Μιλούσε με ύφος σχεδόν αυτάρεσκο, με το όμορφο πρόσωπό της χαμηλωμένο. «Αν το ’χε σκάσει, τότε σίγουρα θα πέρασε από πολλές». «Πάρε εμένα, για παράδειγμα», είπε η Κατρίνα με την απαλή μονότονη φωνή της. Γύρισα προς το μέρος της. «Πέρασα από δώδεκα ανάδοχες οικογένειες και οκτώ στέγες ανηλίκων». «Εγώ έμεινα κάποτε με μια ανάδοχη οικογένεια για περίπου δύο χρόνια», ήταν η σειρά του Λόρι να ξανοιχτεί. Είχε ένα πρόσωπο παχουλό και παιδικό, παρότι τριχωτό. Δεν φαινόταν πάνω από δεκατεσσάρων. «Μπα; Και τι τους έκανες και σε διώξανε;» ρώτησε η Κατρίνα. «Μετακόμισαν στα βόρεια. Είπαν ότι στο καινούριο τους σπίτι δεν θα είχαν χώρο. Θα ’ταν ωραίο, με κήπο και τα σχετικά. Κοντά στη θάλασσα». Στη φωνή του δεν διέκρινα κανένα ίχνος μεμψιμοιρίας. Ακουγόταν αυτάρκης. «Τι ξέρετε για τις σεξουαλικές σχέσεις της Λιάν;» ρώτησα διστακτικά. Ακολούθησε σιωπή. Ο Σπάικ έσβησε αγριεμένα το τσιγάρο του. «Ρωτάω επειδή ό,τι κι αν μάθω

218

NICCI FRENCH _

μπορεί να με βοηθήσει. Μήπως ξέρετε, για παράδειγμα, αν είχε κακοποιηθεί;» «Μάλλον», είπε αδιάφορα η Σίλβια. Ο Σπάικ κροτάλισε με δύναμη τον μοχλό στο φλιπεράκι. Στο πρόσωπό του ζωγραφίστηκε ένας άσχημος μορφασμός. Σκέφτηκα ότι πάσχιζε να μην κλάψει. «Γιατί το λες αυτό;» «Επειδή έμεινε καιρό στην πρόνοια». «Δηλαδή όποιοι μένουν καιρό στην πρόνοια κακοποιούνται κιόλας;» «Παρατράβηξε το πράμα», επενέβη ο Σπάικ. «Εγώ την κάνω». Αλλά δεν σάλεψε. Τον κοίταξα. Το ωχρό του πρόσωπο είχε φουντώσει, τα μάγουλά του γέμισαν κόκκινες πιτσιλιές. «Επομένως, πιστεύετε ότι κακοποιήθηκε σεξουαλικά». «Όχι απαραίτητα σεξουαλικά», διευκρίνισε η Κατρίνα, «αλλά σίγουρα δεν τη βγάζεις καθαρή. Παύεις πολύ σύντομα να είσαι παιδί». «Δεν εμπιστεύεσαι κανέναν», συμφώνησε ο Λόρι. Ήρθε και κάθισε επιτέλους κοντά στα κορίτσια, ενώ ο Σπάικ στεκόταν πλάι στην πόρτα. Έβγαλα πάλι το πακέτο με τα τσιγάρα κι έκανε να πάρει ένα, αλλά δεν κάθισε. «Είχε φίλο;» Αλληλοκοιτάχτηκαν. «Δεν την είδα ποτέ με κανέναν», παρατήρησε η Σίλβια. «Ούτε είπε τίποτα ποτέ. Πολλά παιδιά λένε. Τους αρέσει να καυχιούνται γενικά. Όμως η Λιάν δεν μιλούσε ποτέ για τέτοια. Βέβαια, κανείς μας δεν την ήξερε τόσο καλά, έτσι δεν είναι;» Κοίταξε πάλι τριγύρω τους υπόλοιπους και εκείνοι κούνησαν τα κεφάλια. «Απλά σύχναζε εδώ πέρα». «Ήταν πολύ δεμένη με την Ντέιζι», είπε η Κάρλα. «Βάφανε η μια τα νύχια της άλλης, θυμάμαι. Μια φορά μπήκα στο δωμάτιο της Λιάν και τις βρήκα να χαχανίζουν και να βάφουν τα νύχια των ποδιών τους. Κάθε νύχι κι

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

219 _

άλλο χρώμα. Ωραία ήταν», έκανε νοσταλγικά. «Η Λιάν δεν γέλαγε συχνά. Μου είπαν ότι θα φύλαγαν κάτι χρήματα που έκλεψε η Λιάν και θα άνοιγαν μαζί εστιατόριο». Σιωπή σκέπασε το δωμάτιο κι όλοι συλλογίζονταν τα δυο κορίτσια που ήταν πια νεκρά. Ξαφνικά, όλοι τους έμοιαζαν τόσο μικροί και απροστάτευτοι. Μέχρι κι ο Σπάικ, όρθιος ακόμη, με το τσιγάρο να κρέμεται από τα χείλη του και τα χέρια στις τσέπες, φαινόταν σαστισμένος. Έμεινα ασάλευτη, δεν ήθελα να τους διακόψω. «Μια φορά με φίλησε», είπε ο Λόρι με το πρόσωπο κατακόκκινο. «Της είπα ότι δεν είχα… ότι ποτέ… ξέρετε». Σώπασε. Η Κάρλα πήρε το χέρι του και το ακούμπησε στο πόδι της με μια χειρονομία απροσδόκητα συγκινητική και μητρική. «Της το ’πα, τέλος πάντων, δεν ξέρω γιατί, ίσως επειδή κείνη την εβδομάδα είχα συνάντηση με τους κοινωνικούς λειτουργούς μου κι έμαθα ότι ακόμα δεν είχε βρεθεί ανάδοχος που να με θέλει κι ένιωθα χάλια τη μέρα εκείνη, ολομόναχος –σε πιάνει καμιά φορά– και κείνη καθόταν κοντά στο σνούκερ, καθόταν και δεν έκανε τίποτα κι ήμασταν μόνο οι δυο μας. Και ξαφνικά με φίλησε. Μου έπιασε το πρόσωπο με τα δυο της χέρια και με φίλησε». Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Η Κάρλα του χάιδεψε το χέρι. «Εγώ μια φορά την άκουσα να κλαίει», είπε ο Σπάικ, ξαφνικά και αγριωπά. Καθώς μιλούσε πήγαινε ολοένα πιο κοντά στην πόρτα, σαν να ετοιμαζόταν να το σκάσει. Κανείς δεν άρθρωσε λέξη. «Την πρωτογνώρισα μόλις την προηγούμενη μέρα. Είχαμε έναν μεγάλο καβγά γιατί μου βούτηξε το ραδιόφωνο κι έλεγε ότι είναι δικό της. Ήταν κλέφτρα με τα όλα της. Τέλος πάντων, ήταν μέρα ακόμα και όλοι έλειπαν κι εγώ είχα γυρίσει από κάτι δουλειές». Μου έριξε μια σβέλτη ματιά και συνέχισε: «Άκουσα έναν θόρυβο από πάνω. Στην αρχή δεν κατάλαβα τι είναι. Σαν να βασάνιζε κάποιος μια γάτα. Ανέβηκα σιγά σιγά τις

220

NICCI FRENCH _

σκάλες κι ο θόρυβος ερχόταν από το δωμάτιό της. Κλαψούριζε και νιαούριζε σαν γατί. Έμεινα ώρα εκεί και δεν σταματούσε. Συνέχιζε, έκλαιγε, έκλαιγε ασταμάτητα σαν να σπάραζε η καρδιά της». «Μπήκες μέσα;» τον ρώτησα. Μούτρωσε. «Δεν ήθελα να τη φέρω σε δύσκολη θέση», απάντησε.

Έχωσα το κεφάλι μου από τη μισάνοιχτη πόρτα του Γουίλ. Κοιτούσε την οθόνη του υπολογιστή του, αλλά τα χέρια του ήταν ακουμπισμένα στο γραφείο. «Έχεις δουλειά;» Έγειρα στον τοίχο. Ένιωθα τα πόδια μου αδύναμα και το κεφάλι μου βούιζε από την κούραση. «Τι; Ναι, μάλλον». «Να σε ρωτήσω κάτι;» «Εεε;» «Σε περιμένει κανείς σπίτι;» «Όχι». «Το φαντάστηκα». Τον κοίταζα. Το πρόσωπό του σαν πέτρα. Έσκυψα, το πήρα στα δυο μου χέρια και τον φίλησα στα χείλη. Έπειτα του γύρισα την πλάτη κι έφυγα. Και κείνος έμεινε εκεί ακίνητος στη θέση του.

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

221 _

23 Οι άνθρωποι πρέπει να απολαμβάνουν την εργασία τους. Η δραστηριότητα είναι μια από τις μεγάλες απολαύσεις της ζωής και η δουλειά αποτελεί τη βασική δραστηριότητα για τους περισσότερους. Όποια κι αν είναι, πρέπει να είναι ευχάριστη και οι άνθρωποι έχουν περιέργως την ικανότητα να αντλούν χαρά από τα πιο παράξενα πράγματα, ευτυχώς. Αυτή τη δυνατότητα θα μπορούσα μάλιστα να την ονομάσω φάρμακο ενάντια στην κατάθλιψη, στην ανία και στον φόβο των ανθρώπων. Έτσι είναι, το ξέρω, το νιώθω, μα ενίοτε μοιάζει δυσβάσταχτο. Όταν ήμουν δώδεκα χρόνων πήγα στην κηδεία της γιαγιάς μου. Βγήκαμε από το αποτεφρωτήριο και μας οδήγησαν στον κήπο της μνήμης, μια περιοχή με κοντούς περιποιημένους θάμνους και με μια μικρή πρασιά που έμοιαζε σαν να φτιάχτηκε για μίνι γκολφ. Οι μεγάλοι στέκονταν αμήχανοι τριγύρω, διαβάζοντας τις αφιερώσεις στα στεφάνια. Μετά από λίγα λεπτά απομακρύνθηκα. Θυμάμαι ότι είδα δυο πράγματα. Πρώτα, τον καπνό που έβγαινε από μια καμινάδα∙ κι αναρωτήθηκα αν μέσα εκεί ήταν η γιαγιά μου. Μετά είδα κάτι άλλο, στην άλλη μεριά, στο πάρκιγκ με τις νεκροφόρες. Ήταν μια ζεστή

222

NICCI FRENCH _

ανοιξιάτικη μέρα και οι νεκροθάφτες είχαν βολευτεί πάνω στα καπό των αυτοκινήτων. Κάποιοι είχαν βγάλει τα σακάκια και είχαν γυρίσει τα μανίκια. Κάπνιζαν και κουβέντιαζαν. Κάνας-δυο γελούσαν με ένα αστείο που παραήμουν μακριά για να το ακούσω. Είναι ανόητο, το ξέρω, ακόμη και για ένα δωδεκάχρονο παιδί, αλλά μόνο τότε συνειδητοποίησα ότι οι νεκροθάφτες δεν ήταν πραγματικά λυπημένοι που πέθανε η αγαπημένη μου γιαγιά. Ούτε που νοιάζονταν μάλιστα. Στον δρόμο της επιστροφής με τον πατέρα μου, του διηγήθηκα θυμωμένη όσα είδα κι έπειτα του είπα ότι δεν θα έπρεπε να τους πληρώνουν αφού συμπεριφέρονται με τόση ασέβεια. Ο πατέρας μου μου εξήγησε υπομονετικά ότι οι νεκροθάφτες πήγαιναν σε δυο ή τρεις κηδείες κάθε μέρα και δεν μπορούσαν να λυπούνται για όλους. Γιατί όχι; Απόρησα. Η δουλειά τους ήταν να λυπούνται. Ο πατέρας μου δεν κατάφερε να με πείσει. Αποφάσισα μάλιστα ότι μόνο οι άκαρδοι άνθρωποι μπορούν να γίνουν νεκροθάφτες. Αν είσαι ένας καλός, ευαίσθητος άνθρωπος, όλοι αυτοί οι θάνατοι, όλη αυτή η θλίψη, σε τρελαίνει. Έτσι, εξ ορισμού, οι άνθρωποι που απομένουν για να κάνουν αυτή τη δουλειά πρέπει να είναι ψυχοπαθείς που καταφέρνουν να δείχνουν σοβαροί όταν κρατούν το φέρετρο και αμέσως μετά τρέχουν σπίτι τους για να δουν τηλεόραση και να παίξουν με τα παιδιά τους και να πουν ότι πέρασαν μια ωραία μέρα στη δουλειά τους. Φυσικά μεγάλωσα και έμαθα ότι ο χειρουργός που θα ήθελε κανείς να χειρουργήσει την ελαττωματική βαλβίδα στην καρδούλα του μωρού του δεν είναι εκείνος που ανησυχεί όσο οι γονείς του παιδιού, αλλά εκείνος που ξέρει τη δουλειά του καλύτερα από όλους∙ κι ας είναι ένας αυτάρεσκος κοστουμάτος τύπος που νοιάζεται μόνο για τη φήμη του και θέλει να φύγει για γκολφ το συντομότερο δυνατόν.

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

223 _

Τι περίμενα λοιπόν από τον Όμπαν, τον Φερθ και τους υπόλοιπους άντρες, καθώς κι από τις λιγοστές γυναίκες, με τα κοστουμάκια τους; Έπαιρναν το απαιτούμενο σοβαρό ύφος και διάλεγαν τα κατάλληλα λόγια μπροστά στις κάμερες. Έδειχναν αποκαρδιωμένοι, εντελώς αποκαρδιωμένοι. Το συμβάν ήταν αποκρουστικό, όλοι είχαν σοκαριστεί βαθύτατα. Μα το θέμα είναι ότι περνούσαν υπέροχα. Ας πάρουμε, για παράδειγμα, τον επιθεωρητή Όμπαν. Δεν θα έλεγα ότι πανηγύριζε κιόλας, όμως το βάδισμά του είχε αποκτήσει έναν άλλον αέρα. Κατανοητό. Είχε εγκλωβιστεί σε μια αλλόκοτη απελπιστική περίπτωση δολοφονίας, την οποία κανείς δεν ήθελε να αναλάβει. Κανείς δεν την πρόσεχε, παρά μόνο αν πήγαινε στραβά. Και τώρα, σαν άλλη Σταχτοπούτα, αυτό το περιστατικό μεταμορφώθηκε σε υπόθεση της χρονιάς και όλοι τον ήθελαν για φίλο. Όταν τον συνάντησα, το πρωί μετά την επίσκεψή μου στο Κέρσι Τάουν, ήταν λες και είχα ραντεβού με τον πρωθυπουργό. Μου έκανε ένα φιλικό νεύμα. «Βιάζεσαι;» με ρώτησε αφ’ υψηλού. «Όχι ιδιαίτερα», του είπα. «Ωραία», απάντησε. «Θα μου τα πεις καθ’ οδόν». Όμως αυτό αποδείχθηκε καθόλου εύκολο. Κάθε τόσο κάποιος τον έπαιρνε τηλέφωνο, πήγαινε από τη μια σύσκεψη στην άλλη. Αργούσε ακριβώς όσο έπρεπε για να δείξει ότι είναι σημαντικότερος από όλους. Ήταν σαν να βρισκόσουν σε μια αποβάθρα και να μιλούσες με έναν επιβάτη του τρένου που έφευγε από τον σταθμό. Άρχισα να του λέω για την κουβέντα μου με τα παιδιά που ήξεραν τη Λιάν, αλλά έσπευσε να με διακόψει. «Γιατί μου τα λες όλα αυτά, Κιτ;» «Κοίτα, Όμπαν…» «Λένε με Νταν», επέμεινε. «Το παρελθόν των θυμάτων είναι το μόνο πράγμα που

224

NICCI FRENCH _

έχουμε στα χέρια μας». Κοντοστάθηκε για μια στιγμή και μούγκρισε διστακτικά. «Προς το παρόν δεν έχω πειστεί, Κιτ. Μέχρι να δω κάτι χειροπιαστό, θα παραμείνουμε σε όσα ανακοίνωσα στη συνέντευξη τύπου. Θα θεωρούμε ότι έχουμε απέναντί μας έναν ευκαιριακό δολοφόνο. Μίλησες με τον Σεμπ; Εκείνος συμφωνεί;» «Όχι, δεν του μίλησα». Η αλήθεια είναι ότι το ανέβαλλα. Ήταν κι αυτός ένας από τους λόγους που δεν έπαιρνα τηλέφωνο την Πόπι τις τελευταίες μέρες: φοβόμουν μην απαντήσει ο Σεμπ. «Θα τον δούμε σε λιγάκι. Και θα τα πείτε». «Δεν χρειάζεται». «Και δεν θέλω ανταγωνισμούς μεταξύ σας». «Δεν υπάρχουν ανταγωνισμοί». «Παρεμπιπτόντως, Κιτ, μήπως έχεις μιλήσει με κανέναν για τον κύριο Ντολ;» «Όχι», απάντησα. «Σε ποιον να μιλήσω;» Ξαφνικά κάτι θυμήθηκα. «Πέρασε από το διαμέρισμά μου, όμως». Ο Όμπαν ανασήκωσε τους ώμους. «Εγώ θα πρόσεχα στη θέση σου». «Και προφανώς γνωρίστηκε με την Τζούλι». «Προφανώς», είπε ο Όμπαν και το βλέμμα του έλαμψε. «Α, μίλησα και με τον Γουίλ Πάβιτς για τον Ντολ. Άλλωστε ο Γουίλ τον γνωρίζει». «Πάλι αυτός ο Πάβιτς;» Ο Όμπαν μούγκρισε ξανά. «Παράξενες παρέες κάνεις. Ο τύπος ακροβατεί σε τεντωμένο σχοινί». «Έτσι λένε όλοι». Ο Όμπαν πήρε ύφος σοβαρό. «Το εννοώ, Κιτ. Ο Πάβιτς έχει οδηγήσει πολλούς σε λάθος δρόμο. Οι κοινωνικοί λειτουργοί τον απεχθάνονται. Και κάποιοι δημοσιογράφοι του την έχουν στημένη, νομίζω». «Για ποιον λόγο;» ρώτησα. «Δεν είναι εύκολος

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

225 _

άνθρωπος, αλλά προσπαθεί μονάχα να βοηθήσει». «Αλήθεια;» έκανε ειρωνικά ο Όμπαν. «Δεν θα συμφωνούσαν όλοι με αυτό. Κυκλοφορούν φήμες, κάτι παραπάνω από φήμες, για διακίνηση ναρκωτικών στον ξενώνα του. Κάποιοι λένε ότι απλά κάνει τα στραβά μάτια, αλλά άλλοι μιλούν για ποσοστά. Σ’ το υπογράφω, μια λάθος κίνηση να κάνει, την πάτησε. Τέλος πάντων, δεν είναι αυτό το θέμα μου. Μου τηλεφώνησαν κάποιοι δημοσιογράφοι σχετικά με τον Μίκι Ντολ». «Για ποιον λόγο;» «Απλές ερωτήσεις μου έκαναν. Αν αληθεύει ότι ανακρίθηκε για τους φόνους. Αν υπάρχει περίπτωση να κατηγορηθεί. Γιατί τον αφήσαμε ελεύθερο». «Πώς έμαθαν γι’ αυτόν;» «Το αστυνομικό τμήμα είναι σαν πρακτορείο ειδήσεων. Ούτε να κλάσει δεν μπορεί κανείς, χωρίς να το σφυρίξει κάποιος στις εφημερίδες». «Τι τους είπες;» «Ψιλοπράγματα. Αν σε ρωτήσει κανείς τίποτα, παράπεμψέ τον σε μένα. Α, νάτος». Περίμενα ότι θα αντίκριζα τον Μάικλ Ντολ, όμως αναφερόταν στον Σεμπ, τον αγαπημένο ψυχίατρο των μέσων. Τον άντρα της Πόπι, τον φίλο μου, κατά κάποιον τρόπο. Σήμερα έμοιαζε έτοιμος να βγει στις ειδήσεις. Φορούσε φρεσκοσιδερωμένο μαύρο παντελόνι, μπότες και ένα εντυπωσιακό μαύρο δερμάτινο σακάκι πάνω από ένα αστραφτερό λευκό πουκάμισο. Τα μαλλιά του ήταν επιμελώς ατημέλητα και είχε γένια μίας μέρας. Έκανε μπροστά, με φίλησε σταυρωτά και με αγκάλιασε. «Κιτ», μου είπε. «Δεν είναι υπέροχο που δουλεύουμε στην ίδια υπόθεση;» «Τέλειο», συμφώνησα, νιώθοντας πολύ άβολα στην αγκαλιά του. «Τι κάνει η Πόπι;» «Τι; Α, καλά, μια χαρά. Όπως πάντα». Γέλασε χλιαρά κι

226

NICCI FRENCH _

έκλεισε το μάτι στον Όμπαν. «Η Κιτ κι εγώ γνωριζόμαστε από παλιά». «Προφανώς». «Η Κιτ και η γυναίκα μου είναι επιστήθιες φίλες. Άρα η υπόθεση είναι ας πούμε οικογενειακή». «Θα ξέρεις και την Τζούλι τότε;» ρώτησε ο Όμπαν. «Την Τζούλι;» ο Σεμπ μισόκλεισε τα μάτια. «Την ξέρω την Τζούλι, Κιτ;» «Ελπίζω να μην είπα κάτι που δεν έπρεπε», πρόσθεσε πονηρά ο Όμπαν. «Όχι», έσπευσα να πω, με τα μάγουλά μου να κοκκινίζουν. «Η αλήθεια είναι ότι…» «Δεν πειράζει. Έχουμε πολλά να πούμε. Μια στιγμή». Χτύπησε πάλι το κινητό του. «Ο Όμπαν μου μίλησε για τις απόψεις σου σχετικά με την υπόθεση», είπα στον Σεμπ, ενώ περιμέναμε. «Σε γενικές γραμμές τις ήξερα βέβαια. Σε άκουσα να σχολιάζεις το θέμα στο ραδιόφωνο, αλλά δεν νομίζω να άκουσα το συμπέρασμά σου. Μάλλον σε διέκοψαν για να βάλουν μουσική». «Α, ναι», έκανε αφηρημένα. Ο Όμπαν έβαλε το τηλέφωνο στην τσέπη και επανήλθε. «Λοιπόν, πρέπει να συνεργαστούμε», ανακοίνωσε. «Μα φυσικά, εγώ χαίρομαι πολύ που είναι στην ομάδα μας η Κιτ». Ο Σεμπ, με ένα ακόμα πλατύ χαμόγελο, με έπιασε από τον ώμο. «Ανέκαθεν ήθελα να γίνει πιο φιλόδοξη στη δουλειά της. Απλά πιστεύω ότι πρέπει να βάλουμε τα πράγματα σε κάποια τάξη. Έχουν μπλεχτεί δύο ξεχωριστές έρευνες∙ κι εγώ ήμουν σύμβουλος στον βασικό φόνο». «Όμως, πρώτα έγινε η δολοφονία της Λιάν, Σεμπ. Μήπως εννοείς ότι η δολοφονία της Φιλίππα Μπάρτον είναι σημαντικότερη;» «Εννοώ ότι ήταν μια έρευνα ευρύτερης κλίμακας. Εννοώ

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

227 _

ότι οι σύμβουλοι στον τομέα της ψυχολογίας είναι πλέον δύο και θέλω τα πράγματα να γίνουν ξεκάθαρα. Πιο επίσημα». «Δεν καταλαβαίνω», του είπα. «Να, ας πούμε –στην τύχη– ένα παράδειγμα. Θα πρέπει να έχουμε μια συνέπεια στις δημόσιες εμφανίσεις μας περί των ψυχολογικών θεμάτων». «Δηλαδή θέλεις να εμφανίζεσαι εσύ στην τηλεόραση και στις συνεντεύξεις τύπου», εξήγησε ανοιχτά ο Όμπαν. «Εγώ δεν έχω πρόβλημα πάντως», έσπευσα να πω. «Συμφωνήθηκε, λοιπόν», έκανε ο Όμπαν. «Ένα υποθετικό παράδειγμα ανέφερα», διευκρίνισε ο Σεμπ, «αλλά, πολύ καλά, αν το θέλετε θα αποδεχτώ την ευθύνη». «Ωστόσο η Κιτ παραμένει στο επίκεντρο της έρευνας», συνέχισε αυστηρά ο Όμπαν. «Άλλωστε σε κείνη οφείλουμε τη σύνδεση των δύο ερευνών». «Ναι, το έμαθα», είπε ο Σεμπ. «Τι τύχη!» Πήρα βαθιά ανάσα. Δεν σκόπευα να μπω στο παιχνίδι του. «Πώς πάει η ανάλυση των ινών;» ρώτησα. «Έχουν καταφέρει να εντοπίσουν τον τύπο του αυτοκινήτου;» Ο Όμπαν κούνησε το κεφάλι. «Μπορείς να δεις τις τεχνικές λεπτομέρειες, αν θέλεις. Είναι ένα πολύ συγκεκριμένο είδος χρωματιστής συνθετικής ίνας. Οπωσδήποτε προέρχεται από την ίδια πηγή, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι σίγουρα από το χαλάκι του αυτοκινήτου. Μπορεί να είναι από μια κουβέρτα ή από ένα ύφασμα ή από εκατό άλλα πράγματα. Το αποτέλεσμα δεν βοηθάει καθόλου». Έβαλε τα χέρια στις τσέπες του παντελονιού του με ύφος απλανές. «Πρέπει να πηγαίνω. Έχω μια συνάντηση με κάποιον από το υπουργείο Εσωτερικών. Μετά πρέπει να δω κάτι τύπους που λένε ότι θα βρουν τον δολοφόνο με τη μέθοδο της ραβδοσκόπησης. Ή κάτι τέτοιο, τέλος πάντων. Κάτι

228

NICCI FRENCH _

βλάκες με διχαλωτά μπαστούνια». Έφυγε και μείναμε μόνοι, ο Σεμπ κι εγώ, αμήχανοι, μη έχοντας πού να πάμε. «Τι κάνει η Πόπι;», ρώτησα κι αμέσως θυμήθηκα ότι τον είχα ξαναρωτήσει. «Ε, ξέρεις», είπε, με μια λοξή ματιά. «Παρεμπιπτόντως, σκόπευα να σου τηλεφωνήσω. Σ’ το είπε η Πόπι; Η Μέγκαν και η Έιμι έκαναν μέρες να κοιμηθούν μετά το παραμύθι σου. Ξυπνούσαν ουρλιάζοντας μέσα στη νύχτα». «Συγγνώμη», ψέλλισα. «Δεν ήθελα να…» «Όχι, πλάκα έκανα. Ενδιαφέρουσα η ιδέα σου, πάντως. Τη σκεφτόμουν. Πώς σου ήρθε;» «Είναι ένα όνειρο που βλέπω μετά το ατύχημα, στο ’χα πει νομίζω». «Κόκκινο δωμάτιο. Ενδιαφέρουσα σύλληψη. Ματωμένος θάλαμος. Μήπως είναι κάτι σαν μήτρα; Η μητέρα σου έχει πεθάνει, έτσι δεν είναι; Μήπως εκφράζεις την επιθυμία να επιστρέψεις στη νεκρή της μήτρα;» Ένιωσα μια ισχυρή παρόρμηση να κοπανήσω τον Σεμπ στο κεφάλι με κάτι βαρύ. «Μπα, δεν νομίζω», του είπα. «Είναι μια ιστορία για τον φόβο, γιατί μου χαράκωσαν το πρόσωπο, πράγμα που μου προκάλεσε ξέφρενο τρόμο». «Ίσως», είπε με ύφος σκεφτικό ο Σεμπ. «Έχεις γράψει τίποτα σχετικά; Μήπως σκοπεύεις να κάνεις καμιά διατριβή;» «Όχι», αποκρίθηκα. «Συνήθως το αντικείμενό μου είναι τα όνειρα των άλλων». «Ωραία», είπε. «Ωραία». Το επόμενο πρωί, πολύ νωρίς, χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο Όμπαν. «Πάρε εφημερίδα!» «Τι εννοείς; Ποια εφημερίδα;» «Όποια να ’ναι. Γάμησέ τα». Κι έκλεισε το τηλέφωνο. Πέντε λεπτά αργότερα, αφού πρώτα έτρεξα λαχανιασμένη μέχρι τον εφημεριδοπώλη έξω από τον

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

229 _

σταθμό του μετρό, είχα μπροστά μου στο τραπέζι απλωμένες διάφορες εφημερίδες. Το γνώριμο, ελαφρώς ανυπόμονο, ελαφρώς σαστισμένο βλέμμα του Μάικλ Ντολ κοιτούσε την Τζούλι και μένα μέσα από έναν σωρό εξωφρενικούς τίτλους: «Σύλληψη για τη δολοφονία της Πίπα». «“Είμαι αθώος” λέει ο ύποπτος για τον φόνο της Πίπα». «Το παράξενο παρελθόν του υπόπτου για τον φόνο της Πίπα». Πίπα. Πάλι αυτό το όνομα. Με το κατάλληλο μέγεθος για να χωράει στην επικεφαλίδα. Και πού ήταν η Λιάν; Ποιος νοιαζόταν για κείνη; Ξεφύλλισα τις εφημερίδες. Ήταν όλα εκεί. Η ανάκριση, μια περιέργως λεπτομερής αναφορά όσων προέκυψαν από την καλωδίωση της Κολέτ, η απελευθέρωση του υπόπτου εξαιτίας «τεχνικών λεπτομερειών», όπως χαρακτηρίστηκαν. Μια αποσπασματική περιγραφή της ζωής του: ιδρύματα, αναμορφωτήρια, μικροπαραπτώματα σεξουαλικής φύσης. Μια νεαρή γυναίκα από την Daily News είχε καταφέρει να του πάρει αποκλειστική συνέντευξη, λες και ήταν δύσκολο να πείσεις αυτόν τον αξιοθρήνητα μοναχικό άντρα να μιλήσει σε μια νεαρή γυναίκα. Εδώ, τουλάχιστον, αναφερόταν η Λιάν. Ο Ντολ κόμπαζε ότι βρισκόταν κοντά στον τόπο του εγκλήματος. Και επιδείνωσε τη θέση του προσπαθώντας να αρνηθεί ότι υπήρξε ύποπτος. Όχι, όχι, υπήρξε σημαντικός μάρτυρας, ο μοναδικός που είχε δει κάτι. Τον είχαν τραβήξει μια φωτογραφία στο σπίτι του, με ύφος γεμάτο περηφάνια. Και τι σπίτι! Η δημοσιογράφος –αυτή η ευκατάστατη, έξυπνη νέα γυναίκα, που ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με αυτόν τον απελπισμένο, κακόμοιρο, γαμημένο άντρα– έκανε μια περιγραφή του σπιτιού που από μόνη της συνιστούσε μια μορφή κατηγορίας. Το άρθρο κατέληγε σε μια προειδοποίηση που ενδεχομένως να γράφτηκε σε συνεργασία με δικηγόρο: «Δεν υπονοούμε ότι ο Μίκι Ντολ

230

NICCI FRENCH _

έχει οποιαδήποτε σχέση με το έγκλημα. Δεν είναι ύποπτος. Δεν έχουν βρεθεί στοιχεία που να τον συνδέουν με τις τραγικές δολοφονίες της Λιάν και της Φιλίππα Μπάρτον, της νεαρής μητέρας. Ωστόσο άντρες σαν τον Μάικλ Ντολ, με τις φαντασιώσεις του που πυροδοτούνται από την πορνογραφία και με το ποινικό μητρώο του, αποτελούν προφανή απειλή για την κοινωνία μας, τις οικογένειές μας, τα παιδιά μας. Εκθέτοντας έναν άντρα σαν τον Ντολ, δημοσιεύοντας τη φωτογραφία του, αποκαλύπτοντας τον τόπο διαμονής του, δεν προτρέπουμε φυσικά κανέναν να προβεί σε οποιαδήποτε πράξη εναντίον του. Κάτι τέτοιο θα ήταν παράνομο, όσο κι αν είναι κατανοητό, όσο λογική κι αν είναι η ανησυχία των καθημερινών ανθρώπων. Ωστόσο ήρθε η ώρα να δράσει η πολιτεία». Η Τζούλι πήρε την εφημερίδα με τη συνέντευξη και τη διάβασε με τον καφέ της και τα φρούτα που έτρωγε για πρωινό. «Χμμ», έκανε μόλις τελείωσε. «Το άρθρο δεν κατάφερε να συλλάβει όλη του τη γοητεία». Όμως την επόμενη μέρα, ο Όμπαν μου είπε, σχεδόν αδιάφορα, νομίζω, ότι ο Ντολ βρισκόταν στο νοσοκομείο. Ένας ανήσυχος πολίτης τον πλησίασε σε μια παμπ και του χαράκωσε το πρόσωπο με ένα σπασμένο μπουκάλι. «Κι έτσι, τώρα, είναι κι αυτός σημαδεμένος», πρόσθεσε αμέριμνα. «Σε ζητάει, αλλά εγώ δεν θα πήγαινα να τον δω, αν ήμουν στη θέση σου». «Ναι, δεν μου φαίνεται πολύ καλή ιδέα», συμφώνησα, με μια σουβλιά ενοχής, κι έβγαλα τον Ντολ από το μυαλό μου.

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

231 _

24 Δύο μέρες μετά την επίθεση που δέχτηκε ο Ντολ, ξαναπήγα στο σπίτι των Μπάρτον, όχι επειδή μου φάνηκε ιδιαίτερα εποικοδομητική ιδέα, αλλά επειδή με πίεσε ο Όμπαν. «Κάτι περίεργο τρέχει με τον τύπο», μου είπε. «Με τους περισσότερους τρέχει κάτι περίεργο», του απάντησα. «Δεν μου φαίνεται αρκετά αναστατωμένος». Αναρωτήθηκα τι να εννοούσε. Εμένα ο Τζέρεμι Μπάρτον μου είχε φανεί πολύ ταραγμένος, με το απεγνωσμένο αποκαμωμένο πρόσωπό του, με την έκφρασή του να προδίδει σύγχυση και μελαγχολία. Μπορεί άραγε να μετρηθεί η θλίψη; Πώς γίνεται κανείς να την υπολογίσει; Έφερα στον νου μου τους χιλιάδες ανθρώπους που άφηναν λουλούδια εκεί όπου βρέθηκε νεκρή η Φιλίππα κι έχυναν ποταμούς δακρύων για την όμορφη νεαρή μητέρα και για το μικρό κοριτσάκι που άφησε πίσω της. Ένιωθαν άραγε λύπη; Φυσικά, δεν είπα λέξη από όλα αυτά στον Όμπαν, διότι θα σήκωνε τα φρύδια ειρωνικά και θα με αντικαθιστούσε με τον Σεμπ. Έφτασα στο σπίτι ένα κυριακάτικο πρωινό, όπως ακριβώς μου ζήτησε ο Τζέρεμι Μπάρτον. Μου άνοιξε την

232

NICCI FRENCH _

πόρτα η μητέρα της Φιλίππα και με οδήγησε στο χολ και στην ολόφωτη κουζίνα. Παντού τριγύρω λουλούδια, μαραμένες βελούδινες ίριδες, ταλαιπωρημένες μουντές μαργαρίτες, βαρύ άρωμα κατέκλυζε ολόκληρο το σπίτι. Καθώς περνούσα από το σαλόνι, είδα στοίβες από συλλυπητήριες κάρτες πάνω στο τζάκι και στο τραπέζι. Κοίταξα έξω από το παράθυρο της κουζίνας. Πατέρας και κόρη βρίσκονταν στον κήπο μαζί, καθισμένοι στο σιδερένιο σφυρήλατο παγκάκι, με τις πλάτες στραμμένες στο παράθυρο. Εκείνος έλυνε ένα σταυρόλεξο κι εκείνη κουνούσε πέρα-δώθε τα πόδια της. Κάτι τον έκανε να γυρίσει το κεφάλι κι εγώ κούνησα το χέρι μου, βγήκα στον κήπο και διέσχισα το γρασίδι. Με χαιρέτησε με ένα νεύμα. Φοβόμουν μήπως η παρουσία μου τους ενοχλήσει, αλλά δεν έδειξε δυσαρεστημένος που με έβλεπε. Δώσαμε τα χέρια κι εκείνος δίπλωσε προσεκτικά την εφημερίδα, όχι όμως προτού προσέξω ότι δεν είχε συμπληρώσει ούτε μία λέξη στο σταυρόλεξο. Φορούσε ένα τι-σερτ με μεγάλο άνοιγμα και χακί σορτς, ωστόσο έδειχνε κομψός και περιποιημένος. Κάποιοι άνθρωποι έχουν έμφυτο το ευπρεπές παρουσιαστικό, κάποιοι άλλοι ποτέ. Ο Ντολ, ας πούμε, ακόμη κι αν τον έβαζες στο μπάνιο, τον κούρευες, τον ξύριζες, του έκανες μανικιούρ και τον έντυνες με ένα πανάκριβο κοστούμι, θα φαινόταν πάλι άπλυτος και απωθητικός. Το παρελθόν δεν ξεπλένεται. «Κοίτα», φώναξε η Έμιλι. Κάθισα οκλαδόν. Είχε απλώσει τους θησαυρούς της στο παγκάκι, δίπλα της. Μια στρογγυλή γκρίζα πέτρα και μια λευκή μυτερή, ένα διχαλωτό ξυλαράκι, ένα φτερό, ένα μάτσο βρύα, ένα μικρό ροζ μπαλάκι γεμάτο λάσπες, ένα παλιό κολάρο γάτας, ένα ξυλάκι από παγωτό, ένα πλαστικό καλαμάκι. «Κοίτα», είπε ξανά, και άνοιξε το αφράτο χεράκι της. Στην παλάμη της έκρυβε ένα μικρό κοχύλι.

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

233 _

«Πού το βρήκες αυτό;» ρώτησα. Μου έδειξε το πλακόστρωτο κοντά στην πόρτα της κουζίνας. «Τι όμορφο!» είπα και κείνη έκλεισε πάλι το χέρι της. Φορούσε ένα πουά ανάλαφρο φουστανάκι και τα μαλλιά της ήταν πιασμένα με τσιμπιδάκια πίσω από τα αφτιά, κάνοντας το πρόσωπό της να φαίνεται πιο λεπτό από όσο θυμόμουν. «Θα τα δώσω στη μαμά», είπε με σοβαρή φωνή. Κοίταξα τον πατέρα της. «Εννοεί ότι θα τα βάλει στο μνήμα της Φιλ, μετά την ταφή», εξήγησε στυφά. «Ήταν ιδέα της πεθεράς μου να μαζέψει η Έμιλι κάποια πραγματάκια γι’ αυτή. Εγώ έχω τους ενδοιασμούς μου. Μου φαίνεται πως το έχει πάρει πολύ κυριολεκτικά το πράγμα». Συνοφρυώθηκε και στην κορυφή της μύτης του σχηματίστηκε μια μικρή αυλακιά. «Τι άλλο βρήκες;» ρώτησα την Έμιλι. Κατέβηκε προσεκτικά από το παγκάκι, με το κοχύλι στο ένα χέρι, ενώ με το άλλο άρχισε να μαζεύει τους θησαυρούς της. «Έλα να δεις», είπε καλόγνωμα. «Να έρθω σε ένα λεπτάκι; Πρέπει πρώτα να μιλήσω λίγο με τον μπαμπά σου». Έγνεψε. Οι πέτρες, τα βρύα και το πλαστικό καλαμάκι κύλησαν στο χορτάρι. Γονάτισε και άρχισε να τα μαζεύει. Ο πατέρας της δεν έκανε καμία κίνηση να τη βοηθήσει. Τα χέρια του χωμένα στις τσέπες του σορτς του, η εφημερίδα στριμωγμένη κάτω από τη μασχάλη του. Τον κοίταξα. Το πρόσωπό του σημαδεμένο από την κούραση. «Τι λες, Έμιλι, να σου τα φέρω εγώ όλα αυτά, όταν θα έρθω να δω τι άλλο βρήκες για τη μαμά σου;» «Το υπόσχεσαι;» «Ναι». «Μην ξεχάσεις αυτό», είπε και μου έδειξε το πλαστικό καλαμάκι στα πόδια μου.

234

NICCI FRENCH _

«Όχι». Την είδα να απομακρύνεται αργοπατώντας. «Πιστεύει ότι η Φιλίππα θα γυρίσει». «Αλήθεια;» Κοίταξα την ολόισια πλατούλα της και τα ψιλόλιγνα ποδαράκια της, καθώς περνούσε το κατώφλι της κουζίνας. «Γιατί δεν κάθεστε;» Μου έδειξε το παγκάκι. «Ευχαριστώ». «Θέλετε καφέ, μήπως;» «Όχι, είμαι εντάξει». Κάθισε και κείνος στο παγκάκι, στην άλλη άκρη του. «Έμαθα για τη συμβολή σας στην υπόθεση», σχολίασε. «Α, ναι…» «Σας υποτίμησα, νομίζω». «Πώς είστε;» τον ρώτησα. «Εντάξει». «Κοιμάστε καλά;» «Ναι. Ε, όχι, όχι και τόσο. Ξέρετε. Ξυπνάω και…» Η φωνή του έσβησε. «Τρώτε καλά;» Έγνεψε. «Πρόσφατα μίλησα με την Τες Τζάρετ. Μου είπε ότι η Φιλίππα φαινόταν σκοτισμένη τις τελευταίες εβδομάδες πριν από τον θάνατό της. Είναι αλήθεια;» «Όχι». Περίμενα. «Συγγνώμη. Δεν έχω να πω κάτι άλλο». «Μήπως φαινόταν να την απασχολεί κάτι;» Χαμήλωσε το βλέμμα στο έδαφος σαν να προσπαθούσε να προσποιηθεί ότι δεν ήμουν παρούσα. «Ήταν όπως πάντα». «Πείτε μου για τη νύχτα πριν από τον θάνατό της. Περιγράψτε μου το βράδυ που περάσατε μαζί». Αναστέναξε και άρχισε να παραθέτει τα γεγονότα με μονότονη φωνή: «Γύρισα από τη δουλειά στις επτά. Η

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

235 _

Έμιλι ήταν στο κρεβάτι και η Φιλίππα της διάβαζε παραμύθι. Καληνυχτίσαμε και οι δυο μας την Έμιλι». «Τι είπε η Φιλίππα όταν την καληνύχτισε;» «Τι είπε;» Με κοίταξε με απορία. «Ξέρετε… δεν θυμάμαι. Κατεβήκαμε κάτω, έβαλα δυο ποτήρια κρασί και βγήκαμε μαζί στον κήπο. Ήταν ωραία βραδιά». Ο τόνος της φωνής του έγινε λιγότερο κοφτός. «Φάγαμε έξω, εκεί». Έδειξε το τραπέζι της βεράντας. «Τι φάγατε;» «Μουσακά. Πράσινη σαλάτα». «Τι λέγατε;» «Δεν θυμάμαι». Έδειχνε να τα χάνει. «Δεν θυμάμαι τίποτα, μόνο μια στιγμή που με ρώτησε αν μου φαίνεται γερασμένη». «Τι της είπατε;» Τίναξε κάτι από το σορτς του, δεν είδα τι. «Μάλλον θα της είπα ότι για μένα είναι πάντα όμορφη, αλλά δεν θυμάμαι ακριβώς τα λόγια μου». «Άρα δεν υπήρχε κάτι το διαφορετικό σε κείνη ή στη σχέση σας;» Ξαφνικά άρχισε να φλυαρεί, σαν να ξύπνησε μόλις από βαθύ λήθαργο. «Διαφορετικό; Ειλικρινά δεν ξέρω τι ψάχνετε να βρείτε. Πιστεύετε πως ό,τι έγινε είχε κάποια σχέση με μένα; Ή με κείνη; Δεν ήταν λυπημένη. Δεν έπινε. Δεν έπαιρνε ναρκωτικά. Δεν τριγύριζε στο Κέρσι Τάουν, όπως το άλλο κορίτσι…» «Η Λιάν». «Ναι. Σηκωνόταν το πρωί και μου έφτιαχνε πρωινό. Φρόντιζε το σπίτι. Αγαπούσε την Έμιλι. Συναντιόταν με τις φίλες της. Ήταν ευτυχισμένη. Ανυπομονούσε να ξαναγυρίσει στη δουλειά της. Σκεφτόταν ότι θα κάναμε κι άλλα παιδιά στο μέλλον. Σύντομα». Η φωνή του έσπασε κάπως, αλλά συνέχισε. «Και τότε, ένα πρωί, αφού μου έφτιαξε πρωινό και συμμάζεψε το σπίτι, βγήκε βόλτα με

236

NICCI FRENCH _

το παιδί της και ξαφνικά τη σκότωσαν. Τέλος. Αυτό νομίζει η αστυνομία τουλάχιστον, το ίδιο κι η άλλη γιατρός που μας κάνει ερωτήσεις. Αν έχετε λόγους να πιστεύετε κάτι διαφορετικό, σας παρακαλώ να μου τους πείτε. Θέλω να μάθω». Σηκώθηκα όρθια. «Με συγχωρείτε που σας αναστάτωσα». Έσκυψα και μάζεψα τα βρύα, τις δυο πέτρες, το πλαστικό καλαμάκι. «Μπορώ να τα πάω στην Έμιλι;» «Θα τη βρείτε στο δωμάτιό της, μάλλον. Το πρώτο, στον επάνω όροφο». «Ευχαριστώ». *

Τακτοποιούσε κάτι μικρά πλαστικά ζωάκια σε ένα ράφι. Κάθισα δίπλα της με τα χέρια ενωμένα. «Ορίστε τα πράγματά σου». «Οι ελέφαντες πάνε με τα λιοντάρια ή με τα άλογα;» «Εγώ θα τους έβαζα με τα λιοντάρια. Θέλεις να μου δείξεις τι έχεις μαζέψει για τη μαμά σου;» Σηκώθηκε όρθια και πήγε στο κρεβάτι της από όπου κατέβασε ένα μεγάλο χαρτόκουτο. Ένα ένα ακούμπησε τα πράγματα στο πάτωμα: ένα μικρό βαζάκι, ένα γαϊδουράγκαθο, ένα κορδόνι με πλαστικές χάντρες, έναν βόλο, ένα μικρό πορτοκαλί μεταξωτό κομματάκι ύφασμα, ένα αστραφτερό χαρτί περιτυλίγματος, ένα σπασμένο πορσελάνινο σκυλάκι, ένα μήλο. Κοιτούσα το πρόσωπό της. Ήταν απολύτως αφοσιωμένη στο καθήκον της. «Ποιο είναι το αγαπημένο σου;» Μου έδειξε τον βόλο. «Ποιο θα άρεσε πιο πολύ στη μαμά σου;» Δίστασε, μετά μου έδειξε το πορτοκαλί ύφασμα. Άνοιξε η πόρτα και φάνηκε η μητέρα της Φιλίππα.

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

237 _

«Συγγνώμη», είπε με τη σοβαρή φιλική φωνή της, «αλλά όπου να ’ναι θα έρθει μια φίλη της Έμιλι». Με έκανε να νιώσω σαν κλέφτης. «Φυσικά». Έβαλα στο χαρτόκουτο προσεκτικά τα πράγματα που κρατούσα. «Γεια σου, Έμιλι». «Και το κοχύλι», είπε εκείνη χωρίς να σηκώσει το βλέμμα. «Το κοχύλι είναι όμορφο. Της αρέσουν τα όμορφα πράγματα».

Μου τηλεφώνησε ο Άλμπι. Απλώς και μόνο για να πει ένα γεια, έτσι είπε. Ήθελε να δει τι κάνω. Κρατούσα με προσοχή το ακουστικό λες και φοβόμουν μη με πληγώσει και περίμενα. Περιμέναμε ο ένας τον άλλον να μιλήσει. Έπειτα είπαμε κι οι δυο αντίο, ευγενικά. Τηλεφώνησα στον πατέρα μου, αλλά έλειπε. Ήθελα να ακούσω κάποιον να μου λέει: «Η ζωή μπορεί να γίνει δύσκολη, αλλά μην ανησυχείς, αγάπη μου, όλα θα πάνε καλά». Ήθελα κάποιος να με αγκαλιάσει σφιχτά και να μου χαϊδέψει τα μαλλιά. Ήθελα τη μητέρα μου. Γελοίο, αλλά αληθινό. Άραγε ποτέ δεν θα έφευγε αυτή η αίσθηση από μέσα μου; Άραγε θα μου έλειπε η μητέρα μου μια ζωή, δεν θα περνούσε ποτέ ούτε μία μέρα που να μη μου λείπει; Σήκωσα το ακουστικό για να τηλεφωνήσω στον Γουίλ. Είχε τόση ησυχία στο σπίτι μου που άκουγα το ρολόι στον καρπό μου, την καρδιά μου να χτυπάει και το φευγαλέο θρόισμα των ξερών φύλλων στα δέντρα απέξω. Δεν του τηλεφώνησα όμως∙ τι να του έλεγα; «Είμαι μόνη, έλα εδώ να μ’ αγκαλιάσεις, σε παρακαλώ;» Έβαλα ένα ποτήρι κρασί κι άναψα δυο κεριά. Μετά έσβησα το φως και κάθισα στον καναπέ. Κάπου μέσα στο μισοσκόταδο πετούσε ένα κουνούπι. Έξω άρχισε πάλι να βρέχει και ο άνεμος σφύριζε στα δέντρα∙ τι ήξερα για κείνον; Τίποτα, μονάχα ότι παράτησε μια τέλεια δουλειά στο Σίτι για να διευθύνει έναν ξενώνα για άστεγους νέους

238

NICCI FRENCH _

που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα, ότι η αστυνομία δεν τον εμπιστευόταν και υποψιαζόταν πως στον ξενώνα του κυκλοφορούσαν ναρκωτικά, ότι ήταν πικραμένος, κακόκεφος και κολασμένος. Τον ήθελα επειδή ήταν ολότελα διαφορετικός από τον χειμαρρώδη Άλμπι, επειδή έμοιαζε με κοράκι, με μοναχικό πουλί. Ήθελα να βυθιστώ στο άγριο μυστήριό του και να νιώσουμε κι οι δυο μας καλύτερα.

Τελικά δεν χρειάστηκε να αναζητήσω τον Γουίλ, γιατί ήρθε εκείνος σε μένα. Το επόμενο βράδυ, ενώ είχα ήδη πέσει στο κρεβάτι μετά από μια γεμάτη μέρα, χτύπησε το κουδούνι. Φόρεσα τη ρόμπα μου και κοίταξα το ρολόι. Περασμένα μεσάνυχτα: μάλλον η Τζούλι θα ξέχασε πάλι το κλειδί της. Πήγα τρεκλίζοντας στην πόρτα, μπερδεμένη ακόμα από τα παράξενα όνειρά μου. Στεκόταν εκεί και μόλις με είδε ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν μπορούσα να κοιμηθώ», είπε μόνο. Έκανα πίσω και πέρασε μέσα. Κάθισε στον καναπέ, του γέμισα ένα ποτήρι μέχρι επάνω με ουίσκι κι έβαλα ένα και για μένα, αλλά όχι μέχρι επάνω. Ένιωθα άσχημα για τα ανάκατα μαλλιά μου και τη φθαρμένη ρόμπα μου. Δεν έβρισκα τίποτα να πω. Μου φαινόταν τόσο πελώριος και τόσο ξένος μέσα στο σπίτι μου. Πώς τόλμησα να τον φιλήσω ή να τον ονειρευτώ; Καθόμασταν αμίλητοι και πίναμε τα ποτά μας. Ούτε το παλτό του δεν είχε βγάλει και κοιτούσε το ποτήρι του σαν να έκρυβε μια απάντηση. Τελικά, έκανα εγώ την κίνηση, γιατί δεν άντεχα άλλο να κάθομαι μέσα στη βαριά μελαγχολική σιωπή. Τον πλησίασα στον καναπέ και έγειρα πάνω του. Δεν τον φίλησα: θα ήταν υπερβολή. Ξεκούμπωσα το παλτό του και το πουκάμισό του κι εκείνος έγειρε πίσω με το χλωμό του στέρνο να λάμπει και τα μάτια κλειστά, ενώ εγώ τον χάιδευα τρυφερά και τον κοιτούσα. Σήκωσε τα χέρια και

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

239 _

έπιασε το πρόσωπό μου, δίχως να ανοίξει τα μάτια κι εγώ ανέβηκα επάνω του, άνοιξα τη ρόμπα μου κι έσπρωξα το πρόσωπό του στο στήθος μου, να ακούσει το σφυροκόπημα της καρδιάς μου. «Πρόσεχε», μουρμούρισε. Δεν κατάλαβα τι εννοούσε, δεν με ένοιαζε. Ήμασταν απλά δύο ξένοι που είχαμε ανάγκη παρηγοριά. Έξω η βροχή μαστίγωνε το παράθυρο.

240

NICCI FRENCH _

25 Μόλις χτύπησε το τηλέφωνο, ένιωσα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Έξω, σκοτάδι. Τα μάτια μου δεν άνοιγαν. Πόση ώρα κοιμόμουν; Ήμουν στο κρεβάτι μου, μα το ένιωθα περίεργο. Βρισκόμουν στη λάθος μεριά του κρεβατιού, στην πλευρά του Άλμπι. Καθώς άπλωσα το χέρι αντιλήφθηκα ότι ήμουν μόνη και το στομάχι μου σφίχτηκε. Ο Γουίλ είχε φύγει. «Ναι;» μπόρεσα μονάχα να πω. «Κιτ, εσύ είσαι;» «Ποιος είναι;» «Ο Φερθ. Είσαι καλά;» «Τι;» είπα σαν χαζή. «Συγγνώμη, αλλά μόλις με ξύπνησες». «Έρχεται ένα αμάξι να σε πάρει. Προλαβαίνεις;» «Για ποιον λόγο;» «Το αφεντικό σε περιμένει στο νοσοκομείο». «Ποιο νοσοκομείο;» Παύση. «Τι σημασία έχει;» «Δεν ξέρω. Τι συνέβη;» «Δεν προλαβαίνω να σου πω. Θα τα πούμε όταν

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

241 _

φτάσεις. Προλαβαίνεις; Ή να το αναβάλω;» Το μυαλό μου άρχιζε να ξυπνάει, αν και νωθρά, σαν σαύρα που λιάζεται σε μια πέτρα. Μπορούσα επιτέλους να σκεφτώ. Καταλάβαινα δηλαδή ότι ο Φερθ ήλπιζε να εκνευριστώ, να του πω ότι είμαι πολύ κουρασμένη και να του κλείσω το τηλέφωνο. «Κανένα πρόβλημα», προσποιήθηκα. «Πού θα συναντηθούμε;» «Ξέρει ο οδηγός», απάντησε και έκλεισε το τηλέφωνο. Το αμάξι πλησίαζε. Είχα μόνο λίγα λεπτά στη διάθεσή μου. Μπήκα στο ντους, άνοιξα το κρύο νερό και σκέφτηκα τον Γουίλ, το αγκάλιασμά μας, σαν δυο κολυμβητές που πνίγονται. Ποιος τραβούσε τον άλλον στον βυθό; Τι στα γαμίδια ήταν όλο αυτό; Γιατί έφυγε έτσι, σαν ληστής; Γύρισα το νερό στο καυτό και μου τσουρούφλισε το δέρμα. Σκέφτηκα την έκφρασή του όταν τέλειωνε μέσα μου, σαν λυγμός, αυτή την επαφή που μου είχε λείψει τόσον καιρό. Ύστερα τέλειωσα κι εγώ, και μόνο που τον κοίταζα. Με κρατούσε τόσο σφιχτά που φοβόμουν, μα τώρα είχε φύγει. Αυτό ήταν όλο; Ε, λοιπόν, είπα μέσα μου. Ε, λοιπόν, τι; Σκουπίστηκα γρήγορα και άρχισα να ντύνομαι. Κούμπωνα τη φούστα μου, όταν μπήκε μέσα η Τζούλι, γυμνή. Μάλλον δεν έχει παρακολουθήσει όλες εκείνες τις ταινίες με τις ηθοποιούς που μόλις σηκώνονται από το κρεβάτι τυλίγονται αμέσως με ένα σεντόνι, σκέφτηκα. Αναρωτήθηκα αν το έκανε για να επιδεικνύει ότι είχε ενοχλητικά μεγάλα στήθη σε ένα τόσο λεπτό σώμα, όμως ήξερα ότι κάτι τέτοιο δεν ήταν του χαρακτήρα της. Απλά δεν της πέρασε από το μυαλό να ντυθεί, πράγμα που το έβρισκα ακόμα πιο ανησυχητικό. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε. «Έπιασε το σπίτι φωτιά;» «Έχω δουλειά», απάντησα. «Κάτι έγινε. Δεν ξέρω τι». «Θεέ μου», είπε. «Σημαντικό ακούγεται».

242

NICCI FRENCH _

«Δεν ξέρω. Μόλις πριν από λίγο μου τηλεφώνησαν». Δεν μπορούσα να πω και πολλά, μιας και δεν είχα καλοξυπνήσει ακόμα. «Θέλεις λίγο καφέ;» «Δεν νομίζω ότι προλαβαίνω. Έρχεται ένα αμάξι να με παραλάβει». Η Τζούλι χαμογέλασε. «Απ’ ό,τι άκουσα, είχες παρέα το βράδυ». «Από ποιον το άκουσες;» «Εννοώ ότι σας άκουσα. Από το δίπλα δωμάτιο». «Αχ, για όνομα του Θεού, Τζούλι…» «Όχι, όχι», είπε. «Δεν φταίω εγώ. Οι τοίχοι φταίνε. Είναι λεπτοί σαν τσιγαρόχαρτα». Κατακοκκίνισα. «Ντρέπομαι ειλικρινά. Συγγνώμη που σε ξύπνησα. Νόμιζα ότι έλειπες». «Γύρισα. Αλλά μη ζητάς συγγνώμη, χάρηκα. Σου αξίζει λίγη διασκέδαση». «Δεν θα το έλεγα ακριβώς διασκέδαση», δικαιολογήθηκα, νιώθοντας με έναν διεστραμμένο τρόπο η σεμνότυφη γριά συγγενής της Τζούλι. «Αλήθεια;» είπε με μια ανήσυχη έκφραση. «Πάντως ακουγόσασταν σαν να το διασκεδάζατε. Ποιος ήταν;» Πήρα βαθιά ανάσα, δυσανασχετώντας. «Ε, λοιπόν, ήταν ο Γουίλ. Ο Γουίλ Πάβιτς». «Χριστούλη μου!» αναφώνησε. «Τι περίεργο. Δηλαδή υπέροχο. Ο Πάβιτς, Θεέ μου. Έχει ξυπνήσει;» «Όχι. Δηλαδή, έφυγε». «Έφυγε. Μάλιστα. Ο Γουίλ Πάβιτς. Απίστευτο. Όταν γυρίσεις, θέλω να μου τα πεις όλα, με κάθε λεπτομέρεια». «Τζούλι! Πρώτον, αποκλείεται να σου τα πω με κάθε λεπτομέρεια. Δεύτερον, τις ξέρεις ήδη τις λεπτομέρειες, νομίζω». Ακούστηκε το κουδούνι της πόρτας. Στις δύο τα ξημερώματα, μέσα στη σιωπή, αντήχησε σαν συναγερμός. «Και, τρίτον, πρέπει να φύγω».

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

243 _

Καθώς απομακρυνόμουν, άκουγα την Τζούλι να λέει: «Ο Γουίλ Πάβιτς. Τέλεια. Φανταστικά. Αλλά δεν είναι λιγάκι παράξενος;» Κούνησα το κεφάλι κατεβαίνοντας. Το αμάξι απέξω έμοιαζε με ταξί. Ένας άντρας με κοστούμι κρατούσε ανοιχτή την πόρτα του συνοδηγού για μένα. «Δόκτωρ Κουίν;» είπε. «Θα με πάτε στον επιθεωρητή Όμπαν;» «Δεν γνωρίζω κάτι τέτοιο. Εγώ απλά θα σας αφήσω στο νοσοκομείο Σεντ Έντμουντ». «Εντάξει». Καθώς ξεκινήσαμε, τον ρώτησα αν ήξερε τι συνέβη. Είπε πως όχι κι έμεινα σιωπηλή κοιτώντας έξω από το παράθυρο. Κυκλοφορούσαμε στην καρδιά της νύχτας, μα το Λονδίνο ποτέ δεν κοιμάται. Έβλεπα φορτηγάκια με εφημερίδες, λιγοστά αυτοκίνητα, ανθρώπους να βαδίζουν αποφασιστικά, τα απομεινάρια του χθες να ανακατεύονται με όλα εκείνα που ετοίμαζαν το αύριο. Ένιωθα τον σφυγμό μου να καλπάζει. Άρχισα να αναρωτιέμαι τι να είχε συμβεί, άραγε. Κι άλλος φόνος; Μήπως καμιά σύλληψη; Τι άλλο μπορούσε να είναι τόσο σημαντικό; «Είστε αληθινή γιατρός;» με ρώτησε ο οδηγός. «Κατά κάποιον τρόπο». «Ξέρετε κόσμο στο νοσοκομείο;» «Τέτοια ώρα δεν θα είναι κανείς γνωστός μου εκεί». Το αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά στα επείγοντα. Ένας ένστολος αστυνομικός στεκόταν απέξω σαν θυρωρός. Μόλις βγήκα από το αμάξι μουρμούρισε κάτι στον ασύρματο που είχε στο πέτο του. Έλαβε μια απάντηση ακατάληπτη. «Είμαι η δόκτωρ Κουίν», του είπα. «Ναι», απάντησε. «Θα σας οδηγήσω επάνω». Έχω περάσει ατέλειωτες ώρες σε μέρη που δεν ησυχάζουν ποτέ εντελώς –αεροδρόμια, αστυνομικά

244

NICCI FRENCH _

τμήματα, νοσοκομεία–και μου αρέσει αυτή η απόκοσμη εγρήγορση που ανασαίνει ακόμα κι όταν έξω σκοτεινιάζει και όλοι οι καλοί άνθρωποι πάνε για ύπνο. Άκουγα σειρήνες ασθενοφόρων, με προσπέρασε ένας γιατρός με μια νοσοκόμα, φωνές αντηχούσαν από διάφορες κατευθύνσεις. Μια χλωμή νεαρή γυναίκα, με λευκό παλτό, καθόταν σε μια γωνιά πίνοντας καφέ και τρώγοντας ένα άθλιο σάντουιτς, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε να συμπληρώσει μια αίτηση. Καθένας έκανε τη δουλειά του. Ο αστυνομικός με οδήγησε παραπέρα, ανεβήκαμε κάτι σκάλες και βρεθήκαμε σε έναν διάδρομο. Στα πενήντα μέτρα περίπου είδα τον Όμπαν καθισμένο σε έναν πάγκο. Με είδε κι αυτός και μεσολάβησε αυτό το άβολο διάστημα της απόστασης που σε εμποδίζει να μιλήσεις και, έτσι απλά μου έγνεψε, μετά έκανε ότι περιεργάζεται τα νύχια του σαν να έκρυβαν κάτι το σημαντικό και συναρπαστικό και τελικά σήκωσε πάλι το βλέμμα πάνω μου. Η έκφρασή του μου προξένησε μεγάλη περιέργεια. Θλιμμένη; Θριαμβευτική; Δεν κατάφερα να την ερμηνεύσω. Έμοιαζε με προβληματισμένο συγγενή που περιμένει κάποιο νέο ή ίσως με ανήσυχο πατέρα έξω από την αίθουσα τοκετού. Είχε τα χάλια του. Αναμαλλιασμένος, αξύριστος, ωχρός από την κούραση. «Σ’ ευχαριστώ που ήρθες, Κιτ», ψέλλισε. «Λοιπόν;» είπα. «Τι έγινε; Κι άλλος φόνος;» «Όχι», απάντησε και έκανε μια προσπάθεια να χαμογελάσει. «Το κέρδισα, νομίζω, το στοίχημα που βάλαμε. Αν βάλαμε στοίχημα. Μακάρι όμως να ένιωθα καλύτερα». «Ποιο στοίχημα;» «Σου είχα πει ότι ο δολοφόνος μας κόβει βόλτες με το αμάξι του και μόλις βρει την ευκαιρία θα ξαναχτυπήσει. Εσύ αμφέβαλλες. Τώρα ξαναχτύπησε. Ή μάλλον προσπάθησε».

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

245 _

«Τι εννοείς; Ποιος είναι εδώ;» «Η κυρία ή η δεσποινίς ή όπως θέλεις πες τη, Μπριόνι Τιλ. Τριάντα τεσσάρων χρόνων». «Είναι βαριά τραυματισμένη;» «Σωματικά όχι. Ζήτησα να έρθει ένας γιατρός να σε ενημερώσει». «Τι έγινε;» «Η Μπριόνι Τιλ περπατούσε κοντά στο κανάλι απόψε, η ανόητη. Μερικοί άνθρωποι νομίζουν ότι κάνουν τη βόλτα τους στην πλατεία κάποιου χωριού. Την πλησίασε λοιπόν ένας άντρας και της επιτέθηκε. Αλλά πάνω στην ώρα εμφανίστηκαν δυο άλλοι. Ο άντρας το έσκασε. Άκουσαν ένα αυτοκίνητο να φεύγει με ιλιγγιώδη ταχύτητα». Έμεινα σιωπηλή, με το μυαλό μου να δουλεύει ασταμάτητα. «Είσαι σίγουρος ότι υπάρχει σύνδεση;» «Το ερευνάμε. Συνέβη στο ίδιο σημείο, σχεδόν ακριβώς εκεί όπου βρέθηκε το πτώμα της Λιάν. Είναι εντυπωσιακό». «Να πάρει! Και υπάρχουν μάρτυρες;» «Δύο». «Έδωσαν περιγραφή του αυτοκινήτου;» Ο Όμπαν κούνησε βαρύθυμα το κεφάλι. «Μακάρι να έδιναν. Αλλά εκείνη την ώρα βοηθούσαν την Μπριόνι. Ήταν σε άθλια κατάσταση». «Έχει πει τίποτα;» «Όχι ακόμα. Είναι τρομερά σοκαρισμένη. Λέξη δεν μπορεί να αρθρώσει». «Κι εγώ τι κάνω εδώ, λοιπόν;» «Θέλω να της μιλήσεις. Τώρα, αργότερα, όποτε μπορεί. Θέλω να δω τι θα καταφέρεις να μάθεις. Υπνώτισέ τη, άναψε καμιά λάμπα πάνω από το κεφάλι της, ζάλισέ τη με κανένα εκκρεμές, κάνε ό,τι θέλεις, αρκεί να μάθεις τι ξέρει». «Φυσικά. Και ο Σεμπ;»

246

NICCI FRENCH _

«Δεν είναι δική του δουλειά. Μην ανησυχείς. Θα τον χειριστώ εγώ τον Σεμπ. Άλλωστε είναι προτιμότερο να μιλήσει με γυναίκα». «Δόκτωρ Κουίν». Γύρισα το κεφάλι. Ένας γιατρός στεκόταν πλάι μου, ένας λίγο φαλακρός πολύ ωχρός άντρας, περίπου στην ηλικία μου, με μια έκφραση αμυδρής δυσαρέσκειας. Σπαταλούσαμε τον χρόνο και τον χώρο του. Έμοιαζε σαν να έπρεπε να βρίσκεται σε χίλια δυο άλλα μέρη συγχρόνως. «Ναι». «Είμαι ο δόκτωρ Στιν. Προφανώς θέλετε να ενημερωθείτε για την κατάσταση της Μπριόνι Τιλ». Έριξε μια ματιά στο ντοσιέ του. «Δεν είναι δική μου ασθενής, αλλά έχω ελέγξει τον φάκελό της. Δεν φέρει τραύματα, παρά μόνο κάποιους επιφανειακούς μώλωπες. Υποφέρει από σοκ, πράγμα κατανοητό. Ο δόκτωρ Λάντερ έπραξε τα απαραίτητα, φρόντισε να ενυδατωθεί, να ζεσταθεί και να τεθεί υπό παρακολούθηση. Το πρωί θα είναι καλά». «Έχει οικογένεια; Έχει ειδοποιηθεί κανείς;» Ο Στιν ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν είναι δική μου ασθενής», είπε. «Λυπάμαι». «Μπορώ να της μιλήσω;» Κοίταξε απεγνωσμένα το ντοσιέ του, λες και περίμενε να του απαντήσει. Δεν του απάντησε. «Δεν ξέρω. Ίσως να μην είναι καλή ιδέα». «Μην ανησυχείτε», τον καθησύχασα. «Είμαι συνηθισμένη σε τέτοιους ασθενείς. Δεν θα την ενοχλήσω». «Εντάξει», συμφώνησε. «Βρίσκεται και μια νοσοκόμα μέσα, νομίζω. Εγώ πρέπει να φύγω». Και έφυγε. «Λοιπόν», έκανα, «να πάω να τη δω;» «Αν δεν σου κάνει κόπο», είπε ο Όμπαν. Είχα το χέρι μου στο πόμολο, αλλά κοντοστάθηκα. «Δεν

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

247 _

καταλαβαίνω», είπα. «Αν μη τι άλλο έχουμε μια θετική εξέλιξη στην υπόθεση. Υπάρχουν μάρτυρες. Και κανείς δεν δολοφονήθηκε. Γιατί είσαι τόσο λυπημένος;» «Δεν είμαι ακριβώς λυπημένος», απάντησε ο Όμπαν. «Απλά μπερδεμένος. Πράγμα που δεν μου αρέσει καθόλου». «Τι εννοείς;» «Υπάρχει κάτι ακόμα που δεν σου είπα». «Τι;» «Οι δύο μάρτυρες, αυτοί που έσωσαν την Μπριόνι…» «Ναι;» «Ο ένας ήταν ο Μίκι Ντολ».

248

NICCI FRENCH _

26 Πολύ θα ήθελα να έβλεπα την έκφρασή μου. «Ο Ντολ;» αντήχησα κουτά. «Ο Ντολ;» Ο Όμπαν με κοίταξε σκυθρωπά και έγνεψε. «Ήταν πάλι μάρτυρας;» «Ακριβώς». «Μα αυτό είναι…» σώπασα. Δεν ήξερα ούτε τι να πω ούτε τι να σκεφτώ. «Ναι». «Αλλά γιατί;» «Το ψάχνω». Ακολούθησε παρατεταμένη σιωπή. Ήμουν ανίκανη να σαλέψω, να μιλήσω ή να σκεφτώ. «Λοιπόν», κατάφερα να αρθρώσω τελικά, «ας πάω καλύτερα να μιλήσω με τη γυναίκα». Το πρώτο πράγμα που μου έκανε εντύπωση ήταν τα μαλλιά της, μακριά, με ένα χρώμα σαν γινωμένο βερίκοκο. Το δεύτερο ήταν τα χέρια της, σφιγμένες γροθιές στο σεντόνι που είχε τραβηγμένο πάνω της. Πλησίασα το κρεβάτι, με τη νοσοκόμα δίπλα μου, μια πελώρια γυναίκα που προχωρούσε παραπαίοντας σαν μαούνα, με τα

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

249 _

παπούτσια της να τρίζουν δυνατά στον φθαρμένο μουσαμά. «Μην την αναστατώσετε», με συμβούλευσε. Πήρε στο χέρι της τον λεπτεπίλεπτο καρπό της γυναίκας και τον κράτησε για ένα λεπτό, με το κεφάλι γυρτό στο πλάι, σαν να αφουγκραζόταν κάτι. Μετά απομακρύνθηκε και η πόρτα έκλεισε πίσω της με ένα κλικ. «Γεια σου, Μπριόνι», είπα και κείνη με κοίταξε σαν να μη με έβλεπε. Οι κόρες των ματιών της, διεσταλμένες. Τράβηξα μια μεταλλική καρέκλα, κάθισα, και τότε μόνο πρόσεξα ότι φορούσα παράταιρες κάλτσες. «Με λένε Κιτ». «Γεια», σιγοψιθύρισε, προσπαθώντας να ανακαθίσει, έτσι που τα πορτοκαλωπά μαλλιά της χύθηκαν μπροστά. Είχε εντυπωσιακό, κάπως επίπεδο πρόσωπο, με ψηλά ζυγωματικά και έντονο πιγούνι. Τα μάτια της είχαν ανοιχτό καστανό χρώμα, σχεδόν χρυσαφένιο. «Πέρασες ένα σοκ», συνέχισα, «αλλά τώρα είσαι απολύτως ασφαλής. Δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι. Εντάξει;» Έγνεψε και μισοχαμογέλασε. «Συγγνώμη», είπε σιγανά. «Συγγνώμη που είμαι τόσο αδύναμη». Της χαμογέλασα κι εγώ. «Μην απολογείσαι. Μήπως χρειάζεσαι κάτι; Λίγο τσάι; Κάτι να φας;» «Όχι». «Κοίτα, αρχίζει να ξημερώνει». Έδειξα προς το μικρό παράθυρο. Έξω, το σκοτάδι διαλυόταν. «Η νύχτα σχεδόν έφυγε». «Θέλω να πάω σπίτι μου». «Είμαι σίγουρη ότι θα πας πολύ σύντομα. Πού είναι το σπίτι σου;» «Σπίτι», επανέλαβε αόριστα και σήκωσε ψηλά το χέρι. «Γιατί νιώθω τόσο περίεργα;» «Γιατί βίωσες μια σοκαριστική εμπειρία. Είναι φυσιολογικό να νιώθεις περίεργα». «Όπως τότε στο γήπεδο, που ποδοπατήθηκε ο

250

NICCI FRENCH _

κόσμος;» «Ακριβώς». «Όμως εγώ δεν πάω σε γήπεδα». Ψηλάφισε το πρόσωπό της σαν να προσπαθούσε να θυμηθεί ποια είναι. «Τι έγινε;» «Δεν θυμάσαι;» Ο Όμπαν θα κατσούφιαζε ακόμα περισσότερο μόλις το άκουγε αυτό. «Θυμάμαι πράγματα αποσπασματικά, θολά. Πες μου τι έγινε. Σε παρακαλώ». Έγειρε εμπρός και μου έπιασε απαλά το χέρι. Στη μνήμη μου ήρθαν εκείνα τα συγκεχυμένα ομιχλώδη δευτερόλεπτα στο αστυνομικό τμήμα Στρέτον Γκριν, το ζεστό αίμα στο πρόσωπό μου. «Κάποιος σου επιτέθηκε, στο κανάλι, αργά χθες βράδυ. Αλλά στάθηκες τυχερή. Σε βοήθησαν δυο άντρες. Εκείνος που σου επιτέθηκε το έσκασε. Προφανώς οτιδήποτε θυμηθείς θα βοηθήσει, αλλά μην πιεστείς. Απλά άσ’ τα να σου έρθουν μόνα τους, μην τα μπλοκάρεις». Έγνεψε και κάθισε πιο ίσια, τραβώντας πάνω της το σεντόνι. «Πονάει το κεφάλι μου», είπε, «και διψάω. Μπορώ να έχω ένα ποτήρι νερό;» Έβαλα νερό σε ένα πλαστικό ποτήρι από την κανάτα στο έπιπλο δίπλα της και της το έδωσα. Μόλις το πήρε, το χέρι της άρχισε να τρέμει πολύ, σταγόνες νερού χύθηκαν στο σεντόνι κι αναγκάστηκε να το κρατήσει και με τα δύο χέρια. «Σ’ ευχαριστώ», είπε. «Θεέ μου, είμαι τόσο κουρασμένη. Τόσο κουρασμένη. Ο Γκάμπριελ έρχεται;» «Ο Γκάμπριελ;» «Ο άντρας μου». «Η αστυνομία θα τον ειδοποίησε οπωσδήποτε». «Ευτυχώς». Έγειρε πίσω και τα μαλλιά της απλώθηκαν στο μαξιλάρι. «Προτού ξεκουραστείς, Μπριόνι, μπορείς να μου πεις τι

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

251 _

θυμάσαι;» «Θυμάμαι… θυμάμαι μια μορφή στο σκοτάδι. Να βγαίνει από το πουθενά». Έκλεισε τα μάτια. «Και κάποιον να φωνάζει». Άνοιξε απότομα τα μάτια. «Δεν μπορώ», ικέτευσε. «Σε παρακαλώ. Όχι ακόμα. Είναι όλα θολά. Πάω να πιαστώ από κάτι και μου γλιστράει, σαν να προσπαθώ να θυμηθώ εφιάλτη. Έναν φριχτό, φριχτό εφιάλτη». «Εντάξει. Με την ησυχία σου. Τον γνώριζες αυτόν που σου επιτέθηκε;» «Όχι! Όχι, είμαι σίγουρη ότι θα τον θυμόμουν, έτσι δεν είναι; Ή μήπως όχι;» «Και», τη ρώτησα όσο πιο ουδέτερα μπορούσα, «τους δύο άντρες που σε βοήθησαν;» «Τι;» Ανοιγόκλεισε τα μάτια και έτριψε το πρόσωπό της. «Τους είχες ξαναδεί αυτούς τους δύο άντρες;» «Αν τους είχα ξαναδεί; Όχι. Δεν ξέρω. Δεν ξέρω. Ποιοι είναι; Για στάσου, για στάσου». Σηκώθηκα και πλησίασα το μικρό παραθυράκι, η μέρα χάραζε. Είδα το απέναντι δωμάτιο. Ένα άδειο κρεβάτι, ένα ντουλάπι, ένα τηλέφωνο, ένα δωμάτιο ολόιδιο με αυτό της Μπριόνι. Το μυαλό μου έβραζε. Τι στα γαμίδια έκανε ο Ντολ εκεί πέρα; Έπρεπε οπωσδήποτε να του μιλήσω. Αργότερα όμως. Το στόμα μου είχε ξεραθεί από το ουίσκι που κατέβασα το προηγούμενο βράδυ, τα μάτια μου έτσουζαν, χρειαζόμουν απαραιτήτως καφέ. «Δεν ξέρω», παραιτήθηκε τελικά. «Λυπάμαι». «Μπριόνι». Στράφηκα πάλι προς το μέρος της. Με κοιτούσε, περίμενε να μιλήσω. «Αν θυμηθείς κάτι, οτιδήποτε, μια οποιαδήποτε λεπτομέρεια, όσο ασήμαντη κι αν σου φανεί, πρέπει να την πεις σε κάποιον. Στην αστυνομία. Σε μένα. Σε κάποιον. Εντάξει;» Έγνεψε. Εκείνη τη στιγμή η πόρτα άνοιξε και φάνηκε το κεφάλι του Όμπαν. «Κυρία Τιλ», ανακοίνωσε, «έχετε

252

NICCI FRENCH _

επισκέπτη. Έρχεται ο σύζυγός σας». «Εγώ θα φύγω τώρα, Μπριόνι, αλλά θα ξανάρθω να σε δω αργότερα, αν δεν σε πειράζει», της είπα κινώντας προς την πόρτα, όπου με περίμενε ο Όμπαν, με το μεγάλο του μέτωπο ρυτιδιασμένο από ανησυχία. Εκείνη έγνεψε και μισόκλεισε τα μάτια. «Λοιπόν;» ο Όμπαν ανυπομονούσε. «Δεν θυμάται πολλά». «Γαμώτο», έβρισε. Και πρόσθεσε: «Γαμώτο, γαμώτο, γαμώτο». «Θα θυμηθεί όμως», συμπλήρωσα. «Πέρασε ένα σοκ. Δώσ’ της λίγο χρόνο». «Να της δώσω χρόνο! Ο χρόνος είναι το μόνο πράγμα που δεν θέλω να δώσω. Κι αν ο δολοφόνος ξαναχτυπήσει;» Μας προσπέρασε ένας ψηλός άντρας, ο σύζυγος, σκέφτηκα. Είχε ίσια μύτη, σκούρα μαλλιά, πυκνά σκούρα φρύδια και μου θύμιζε έναν Ρωμαίο αυτοκράτορα σε ένα βιβλίο που είχα μικρή. «Θέλεις να της ξαναμιλήσω αργότερα;» «Μπορείς;» «Φυσικά. Άλλωστε, όπως είπες κι εσύ, πιστεύω ότι είναι καλύτερα να μιλήσει με μια γυναίκα, έπειτα από όσα πέρασε». «Ναι», συμφώνησε. «Και ο Ντολ; Πρέπει να τον δω κι αυτόν;» «Γαμώτο», ξανάπε. «Δεν ξέρω. Είναι στο αστυνομικό τμήμα τώρα, δίνει κατάθεση». «Άρα σίγουρα δεν της επιτέθηκε αυτός;» ρώτησα διστακτικά. «Ωχ, Θεέ μου, Κιτ, άσε να περάσουν μερικές ώρες και ξαναρώτα με. Είναι εκεί κι ο άλλος μάρτυρας. Ένας ευπρεπής άνθρωπος, επιτέλους». «Δηλαδή ένας σιδερωμένος που μιλάει συνέχεια στο κινητό του».

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

253 _

«Ναι, ναι, ακριβώς. Τέλος πάντων, εγώ πηγαίνω στο τμήμα τώρα, άρα θα μάθω κι άλλα μάλλον». Μούγκρισε απηυδισμένος. «Μάλλον». «Καλά, πάρε με τηλέφωνο. Στο κινητό∙ μπορεί να είμαι εκτός». «Εντάξει. Ευχαριστώ». Φαινόταν απορροφημένος. Σχεδόν ένιωθα να ακούω τα γρανάζια του μυαλού του να γυρίζουν με κόπο γύρω γύρω, σαν να έχουν κολλήσει σε λάσπες. Ύστερα πρόσθεσε: «Ξέρεις τι με τσατίζει πιο πολύ;» «Τι;» «Αν υπολογίσουμε και τον αναθεματισμένο τον Μίκι Ντολ, έχουμε τρεις μάρτυρες. Ένα χαροκαμένο παιδάκι. Μια σοκαρισμένη γυναίκα. Κι έναν γαμημένο ανώμαλο, έναν λοξό, που ούτε να μιλήσει δεν μπορεί και που ούτως ή άλλως είναι ύποπτος ή θα έπρεπε να είναι. Πότε επιτέλους θα δούμε ένα φως;» «Υπομονή. Μπορεί και να το βλέπουμε ήδη». «Μπορεί». «Τα λέμε αργότερα, λοιπόν». *

Γύρισα σπίτι με το περιπολικό, μέσα στο χάραμα. Οι δρόμοι είχαν ήδη γεμίσει αυτοκίνητα. Τα υγρά πεζοδρόμια γυάλιζαν στο αχνό φως του ήλιου. Οι εφημεριδοπώλες άνοιγαν τα μεταλλικά ρολά τους. Οι Ασιάτες μανάβηδες τακτοποιούσαν τα κοφίνια με τα πορτοκάλια και τα δαμάσκηνα σε σχήμα πυραμίδας έξω από τα μαγαζάκια τους. Ένα απορριμματοφόρο περνούσε αργά αργά, μαζεύοντας σακούλες παρατημένες στα αριστερά του δρόμου. Έγειρα πίσω και αγνάντευα το Λονδίνο που με προσπερνούσε. Συλλογίστηκα τον Γουίλ, το συνοφρυωμένο του πρόσωπο στο φως των κεριών, και

254

NICCI FRENCH _

την Μπριόνι Τιλ με τα βερικοκί μαλλιά, το θαμπό χαμόγελο και τα τρεμάμενα χέρια. Φαντάστηκα την Μπριόνι δίπλα στη Λιάν και στη Φιλίππα. Άγγιξα την ουλή μου. Καλωσόρισες στην παρέα, είπα μέσα μου. Έπειτα προσπάθησα να μη σκέφτομαι τίποτα.

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

255 _

27 Η Τζούλι ήταν ακόμα στο κρεβάτι. Την άκουγα να στριφογυρίζει στο ντιβάνι της, στο δωμάτιο που κάποτε ήταν γραφείο μου. Έβαλα νερό να βράσει και έριξα αρκετές κουταλιές καφέ στη μηχανή άλεσης. Τη σκέπασα με μια πετσέτα προτού την ανάψω, ενώ άκουγα την Τζούλι να χουζουρεύει από δίπλα. Πλησίασα τη μύτη μου κοντά στον φρεσκοκαβουρδισμένο καφέ και πήρα βαθιά ανάσα. Στο ψυγείο βρήκα ένα νεκταρίνι, έκοψα το μισό, το έβαλα σε ένα πιάτο, ξετρύπωσα κι ένα κεσεδάκι ελληνικό γιαούρτι. Ήπια τον δυνατό πλούσιο καφέ μου αργά αργά, τρώγοντας μπουκίτσες από το γλυκό χυμώδες νεκταρίνι και κουταλιές από το κρεμώδες γιαούρτι. Η ώρα ήταν επτά. Έπρεπε να κανονίσω συνάντηση με τον Ντολ και με τον άλλον μάρτυρα, μάλλον. Έπρεπε να επισκεφτώ την Μπριόνι Τιλ. Και ήθελα να δω τον Γουίλ. Έφερα το χέρι μου στον λαιμό, στο μάγουλο. Ένιωσα το δέρμα μου απαλό και τρυφερό. Έκλεισα τα μάτια και φαντάστηκα το πρόσωπό του. Ίσως όμως να μην ήθελε να με ξαναδεί∙ ίσως αυτό να ήταν όλο, λίγες μόνο ώρες στην καρδιά μιας άυπνης νύχτας.

256

NICCI FRENCH _

Μπήκε μέσα η Τζούλι αγουροξυπνημένη, φορώντας ένα αντρικό πουκάμισο που έμοιαζε πολύ με κάποιο του Άλμπι. Πού να το βρήκε; «Γεια», είπε αόριστα και κατευθύνθηκε στο ψυγείο. Έβαλε ένα ποτήρι γάλα και το ήπιε μονορούφι. Μετά στράφηκε σε μένα, με ένα λευκό μουστάκι πάνω από τα χείλη της. «Όλα καλά;» «Ναι. Μάλλον». «Πέρασε ο κίνδυνος;» «Προς το παρόν». «Ωραία. Θέλεις λίγο ψωμάκι;» «Όχι, ευχαριστώ». Πήγα και στάθηκα πλάι στο παράθυρο, κοίταξα έξω τον δρόμο λες και θα έβλεπα τον Γουίλ εκεί να κάνει τη βόλτα του. «Μακάρι να…» σώπασα. «Ναι; Πες μου». Είχα το τηλέφωνο του σπιτιού του. Γιατί όχι; Του τηλεφώνησα. Χτύπησε αρκετές φορές προτού απαντήσει. Σήκωσε το ακουστικό κι άκουσα μια πνιχτή φωνή. Κάτι σαν: «Χμ». «Εγώ είμαι», είπα. «Η Κιτ». Άκουσα άλλον έναν ακατάληπτο ήχο κι ακολούθησε παύση. Μάλλον προσπαθούσε να συνέλθει. «Τώρα ξύπνησες;» με ρώτησε. «Τώρα μόλις γύρισα», του απάντησα. «Τι εννοείς;» «Με κάλεσαν σε δουλειά». «Α!» Ακολούθησε κι άλλη παύση. «Θες πρωινό;» «Τώρα;» «Τι ώρα είναι;» Άκουσα ένα μουρμουρητό και έπειτα ένα μουγκρητό. «Να πούμε κατά τις οκτώ;» «Σπίτι σου;» «Δεν συνηθίζω να τρώω σπίτι μου». Απογοητεύτηκα. Ήθελα πολύ να δω το σπίτι του. Λένε

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

257 _

ότι στον χώρο σου νιώθεις πιο δυνατός. Δεν είναι αλήθεια. Στον χώρο σου γίνεσαι πιο ευάλωτος. Οπουδήποτε αλλού μπορείς να παριστάνεις τον επισκέπτη, αλλά το μέρος όπου κοιμάσαι προδίδει πολλά μυστικά σου. Για κάποιον λόγο δυσκολευόμουν να φανταστώ τον Γουίλ Πάβιτς να κατοικεί κάπου. Μου έδωσε οδηγίες για να πάω σε ένα όμορφο απλό καφέ, όπως το περιέγραψε, όπου συνήθιζε να συχνάζει πριν από τη δουλειά. Έκλεισα το τηλέφωνο. Πόσες ώρες είχα κοιμηθεί άραγε; Μία. Δύο ίσως. Ένιωθα σαν να είχα μέσα στο κεφάλι μου ένα μικροσκοπικό ανθρωπάκι που μου τσιμπούσε τα μάτια με σουβλερές βελόνες. Πήγα στο μπάνιο, γέμισα τον νιπτήρα με κρύο νερό, βύθισα μέσα το πρόσωπό μου και το κράτησα εκεί για όσο περισσότερο μπορούσα. Μετά κοιτάχτηκα στον καθρέφτη, με το νερό να στάζει. Ήταν άραγε αληθινή η χθεσινή νύχτα; Την είχα θολή στο μυαλό μου, αποσπασματική, σαν όνειρο. Αυτό το πρόσωπο, το πρόσωπό μου, ήταν η καλύτερη απόδειξη ότι κάτι συνέβη. Χλωμό, με αποκαμωμένα μάτια∙ τι θέαμα! Το καφέ Άντις ήταν γεμάτο κάπνα και τύπους με μάλλινα πανωφόρια και ορειβατικά μποτάκια. Ο Γουίλ μου έκανε νόημα από το βάθος του μαγαζιού. Κάθισα απέναντί του, δεν αγγιχτήκαμε. «Παρήγγειλα ένα κλασικό τηγανητό πρωινό», ανακοίνωσε. «Εσύ τι θα πάρεις;» «Σκέτο καφέ». «Δεν σου προτείνω τον καφέ τους». «Τσάι, τότε». «Κι από φαΐ;» «Τσίμπησα κάτι όταν γύρισα». Ήρθε το φαγητό του Γουίλ, σε μια μεγάλη οβάλ πιατέλα, με δυο κούπες τσάι υπερβολικά σκούρο. Γέμισε το πιρούνι του με αβγό τηγανητό, μπέικον και ντομάτα.

258

NICCI FRENCH _

«Συγγνώμη», είπε προτού καταπιεί την μπουκιά του. «Για ποιο πράγμα;» Προτού μου απαντήσει, έπρεπε πρώτα να μασήσει και να καταπιεί, πράγμα που πήρε λίγη ώρα. Μετά ήπιε μια γουλιά τσάι. Ήπια κι εγώ. «Που έφυγα έτσι», είπε τελικά. «Δεν κοιμάμαι καλά. Στριφογυρίζω. Κι έτσι καλύτερα που έφυγα». Δεν μίλησα κι ο Γουίλ συνέχισε να τρώει. Δεν με κοιτούσε. «Δεν χρειάζεται να ψάχνεις δικαιολογίες», τον διευκόλυνα. «Θέλω να είσαι ειλικρινής μαζί μου. Έχω κουραστεί να παίζω παιχνίδια. Έχω κουραστεί γενικώς». Ο Γουίλ μάζευε τον κρόκο του αβγού από το πιάτο του με ένα κομματάκι ψωμί. Κόντευα να χάσω την υπομονή μου. Έβαλε το ψωμί στο στόμα και το μάσησε ζωηρά. Σκουπίστηκε με μια χαρτοπετσέτα. Σήκωσε το βλέμμα και με κοίταξε κατάματα. Και τότε αντιλήφθηκα πόσο σπάνιο ήταν αυτό. Πάντοτε κοιτούσε πλαγίως, λοξά. Τον είχα δει γυμνό, είχα πλαγιάσει μαζί του, ωστόσο δεν τον είχα κοιτάξει ποτέ στα μάτια. Ήταν λίγα μόνο χρόνια μεγαλύτερός μου, γύρω στα σαράντα, αλλά φαινόταν πιο μεγάλος, με τα γκριζαρισμένα μαλλιά του κι ένα πρόσωπο όχι ακριβώς ρυτιδωμένο αλλά κάπως σαν τσαλακωμένο, με έντονα ψηλά ζυγωματικά. Όμως τα μάτια του ήταν γκρίζα και καθαρά, σαν μάτια μικρού παιδιού. «Δεν ήταν μόνο αυτό», μου είπε, με το πρόσωπό του να κοκκινίζει ελαφρώς. «Όταν σε πήρε ο ύπνος, σε κοιτούσα. Σου τράβηξα τα μαλλιά από το πρόσωπο. Κοιμάσαι βαριά». Χαμογέλασε ανεπαίσθητα. «Ήσουν όμορφη». «Κοίτα, δεν χρειάζεται να… το ξέρω ότι δεν είμαι…» «Πάψε και άκου με. Με λίγα λόγια, θέλω να σου πω ότι έδειχνες διαφορετική. Για πρώτη φορά δεν φαινόσουν λυπημένη ή ανήσυχη ή…» Δίστασε και τελικά πρόσθεσε «ή υπερβολικά αισιόδοξη».

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

259 _

«Α, μάλιστα, αισιόδοξη», επανέλαβα. Ένιωθα τελείως αξιοθρήνητη, σαν δαρμένο σκυλί. «Ακόμη και τότε που ήρθες κοντά μου και με φίλησες, έδειχνες κάπως λυπημένη. Όμως την ώρα που κοιμόσουν και δεν ήξερες ότι σε βλέπει κανείς, ήσουν φρέσκια και ήρεμη». Ήπια την τελευταία γουλιά από το τσάι μου. Μου φάνηκε ακόμα πιο βαρύ και πιο πικρό. «Και», συνέχισε ο Γουίλ, «ξαφνικά ένιωσα ότι το καλύτερο πράγμα που μπορούσα να κάνω για σένα είναι να μείνω μακριά σου». «Δεν χρειάζομαι προστασία», του είπα. «Μπορώ να αποφασίσω μόνη μου τι είναι καλύτερο για μένα. Άλλωστε νομίζω ότι τελικά είσαι πρόσχαρος άνθρωπος, με τον τρόπο σου, κι ας κάνεις συνέχεια τον δύστροπο. Απορώ πώς τα καταφέρνεις, με τόσους ανθρώπους να σε απεχθάνονται. Μου κάνει εντύπωση, βέβαια, γιατί εγώ περίμενα ότι κομμάτι της δουλειάς σου είναι να τα πηγαίνεις καλά με την αστυνομία και τις κοινωνικές υπηρεσίες». «Δεν έχω δουλειά», είπε ο Γουίλ σκοτεινιάζοντας πάλι. «Άλλωστε πολλά από αυτά τα παιδιά προσπαθώ να τα κρατήσω μακριά από την αστυνομία και τις κοινωνικές υπηρεσίες». «Μιλάς σαν να πιστεύεις ότι θέλουν να σε βλάψουν». «Αυτό θέλουν». «Κάποιοι λένε ότι διακινούνται ναρκωτικά στον ξενώνα σου. Λένε ότι θα κατηγορηθείς για συνενοχή. Μπορεί να φας δέκα χρόνια». «Γάμησέ τους», σφύριξε περιφρονητικά. «Λοιπόν, αφήνεις πράγματι να γίνεται διακίνηση;» Μου απάντησε με ένα μουγκρητό που πρόδιδε την αδιαφορία του. «Μη ανησυχείς, δεν είμαι καλωδιωμένη».

260

NICCI FRENCH _

Ανασήκωσε τους ώμους. «Τον έχεις δει τον χώρο μας. Προφανώς κρατάμε μακριά τους ντίλερ ή έστω προσπαθούμε. Αλλά είναι θέμα νοοτροπίας. Παλεύουμε να τα βοηθήσουμε αυτά τα παιδιά. Είναι περίπλοκο και μπερδεμένο πράγμα. Δεν είναι σαν να δίνεις διάλεξη σε ένα σεμινάριο». «Ξέρεις τι πιστεύω;» Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του μαλάκωσαν και πήρε μια έκφραση πιο καλόκαρδη. «Όχι, Κιτ. Δεν ξέρω τι πιστεύεις». «Πιστεύω πως κάπου μέσα σου θα ήθελες να σε συλλάβουν και να σε κλείσουν φυλακή, απλώς και μόνο για να επιβεβαιώσεις την άποψή σου για τον κόσμο». «Δεν με ενδιαφέρουν οι λεονταρισμοί». «Την αυτοθυσία τη θεωρείς λεονταρισμό;» Τον κοίταξα, δίχως να ξέρω αν θα εξοργιστεί ή θα γελάσει σαρκαστικά ως συνήθως. Η έκφρασή του μαρτυρούσε αβεβαιότητα. «Ίσως να κολακεύεται κανείς όταν τον μισούν», είπε τελικά. «Ε, λοιπόν, αυτό μπορεί και να αποτελεί έναν από τους ορισμούς της παράνοιας», απάντησα. «Ίσως να βρίσκεις τη σκέψη ότι όλοι θέλουν να σε βλάψουν προτιμότερη από τον φόβο μήπως και σε αγνοήσουν». «Μα κι εσύ είπες ότι όλοι θέλουν να με βλάψουν». «Ναι, το ξέχασα. Τελικά θα με καλέσεις ποτέ σπίτι σου;» «Τι εννοείς;» «Μου είπες ότι δυσκολεύεσαι να κοιμηθείς σε ξένο σπίτι. Είμαι περίεργη να δω πώς τα καταφέρνεις στο κρεβάτι σου». Κοίταξε το ρολόι του. «Θα σου έλεγα να έρθεις τώρα, αλλά είναι εννιά παρά είκοσι. Κι έχω μερικά ραντεβού». «Δεν εννοούσα αυτό». Για πρώτη φορά είδα στο πρόσωπό του να ζωγραφίζεται μια έκφραση που πρόδιδε ανεπαίσθητα ίχνη

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

261 _

ντροπής. «Έλα όποτε θέλεις», είπε. «Τι λες για απόψε;» «Γιατί όχι;» είπε. «Βέβαια πρέπει να σε προειδοποιήσω ότι το σπίτι μου είναι πολύ λιτό. Του λείπει η γυναικεία πινελιά». «Χαίρομαι που το ακούω». Ξαφνικά με κοίταξε με ύφος πιο σοβαρό. «Μην περιμένεις πολλά από μένα, Κιτ», είπε ξαναβρίσκοντας τον γνώριμο δυσνόητο εαυτό του. Αναστέναξα. «Δεν περιμένω τίποτα», απάντησα και αναστέναξα πάλι. «Είσαι κουρασμένη;» «Θα τη βγάλω δύσκολα τη μέρα, μου φαίνεται». «Τι έγινε το βράδυ;» Έγειρα πίσω στην καρέκλα και τον κοίταξα. «Θέλεις στ’ αλήθεια να μάθεις;» τον ρώτησα. «Δεν είναι και πολύ ενδιαφέρον». «Ναι, θέλω να μάθω». Κι έτσι παρήγγειλα άλλα δυο φλιτζάνια τσάι και του διηγήθηκα εν συντομία τη νύχτα μου στο νοσοκομείο. «Και τι θα κάνεις τώρα;» ρώτησε, μόλις τελείωσα. «Όταν την είδα, ήταν πολύ σοκαρισμένη. Θα της μιλήσω πάλι, μέσα στις επόμενες μέρες, για να προσπαθήσω να εκμαιεύσω κάτι». «Να κάνει βόλτα στο κανάλι νυχτιάτικα!» είπε απαξιωτικά ο Γουίλ. «Απίστευτο!» «Δηλαδή εννοείς ότι πήγαινε γυρεύοντας;» «Εννοώ ότι είναι ηλίθια». Ήπιε μια γουλιά τσάι. «Πώς τον λένε τον άντρα της;» Σκέφτηκα μια στιγμή, προσπαθώντας να διαλύσω την πυκνή ομίχλη από το μυαλό μου. «Γκάμπριελ», είπα. Πάλι χαμογέλασε σαρδόνια. «Τον ξέρεις;» «Ξέρω ποιος είναι». «Ποιος είναι;»

262

NICCI FRENCH _

«Έχεις ακουστά εκείνο το θέατρο που άνοιξε σε μια από τις αποθήκες κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό; Σούγκαρχαους το λένε, νομίζω. Με κάτι Ούγγρους μίμους ξυλοπόδαρους και διάφορα άλλα παρόμοια. Αυτός είναι». «Κάτι έχω ακούσει». «Διοργανώνει εράνους. Προσπαθεί να ξαναζωντανέψει την περιοχή. Αν γυρνούσε στην κωλογειτονιά του την ψηλομύτικη, δεν θα πάθαινε τίποτα η γυναίκα του». «Θεωρείς το ζωντάνεμα μιας κοινότητας αποκλειστικά δική σου δουλειά, έτσι;» Ο Γουίλ δεν απάντησε, αλλά χάιδεψε με το δάχτυλο το χείλος της κούπας του. Μετά με κοίταξε. «Τι κάνεις;» ρώτησε. «Τι εννοείς;» «Απορώ. Τι ακριβώς κάνεις τελικά; Προσπαθείς να τους βοηθήσεις ή μήπως θέλεις να πιάσεις μόνη σου τον δολοφόνο;» «Η δουλειά μου είναι καθαρά συμβουλευτική», έκανα αμήχανα. «Εμένα δεν χρειάζεται να με πείσεις», αποκρίθηκε. «Άλλωστε, τι ξέρω εγώ; Το μόνο που ξέρω είναι ότι ένας τύπος κόβει βόλτες με το αμάξι του και επιτίθεται σε γυναίκες. Είναι επικίνδυνος και πρέπει να συλληφθεί. Όλα αυτά μου είναι ξεκάθαρα. Όμως, δεν καταλαβαίνω τι κάνεις εσύ. Ούτε γιατί. Για ποιον λόγο έχεις εμπλακεί τόσο. Δεν καταλαβαίνω τι επιδιώκεις». Με το δάχτυλό του άγγιξε απαλά την ουλή μου. Ρίγησα. «Έχεις ήδη δεχτεί μια επίθεση. Δεν αρκεί;» Πήρα το χέρι του στο δικό μου. «Σταμάτα», τον έκοψα. «Μάλλον πρέπει να σε συστήσω στους ντετέκτιβ με τους οποίους συνεργάζομαι. Προφανώς έχετε την ίδια γνώμη γι’ αυτά που κάνω. Εντωμεταξύ, εγώ πρέπει να συνεχίσω την ανούσια δουλειά μου». «Δεν είπα ότι είναι ανούσια. Δεν την καταλαβαίνω».

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

263 _

Έσκυψα μπροστά και τον φίλησα. «Το πρόβλημα πάντα», του είπα, «είναι ότι μονάχα στο τέλος, όταν είναι πια πολύ αργά, μαθαίνεις αν άξιζε τον κόπο. Τα λέμε». «Απόψε;» «Θέλεις;» «Μήπως να πέσω και στα γόνατα;» Κοίταξα τριγύρω. «Όχι εδώ», γέλασα. «Άκου, όπως είπες και πριν, πλέω στην αισιοδοξία. Και σου λέω λοιπόν ότι θέλω να σε ξαναδώ, απόψε, σπίτι σου. Εσύ θέλεις;» «Ναι», είπε, με φωνή σιγανή σαν ψίθυρο. «Ναι». Κοιταχτήκαμε. Όταν έφυγα, εκείνος καθόταν ακόμα εκεί, με το λαδωμένο πιάτο του, το κρύο τσάι του και το απροσπέλαστο ύφος του. Σε δώδεκα ώρες θα τον είχα ξανά στην αγκαλιά μου.

264

NICCI FRENCH _

28 Επιτέλους, σκέφτηκα, ένας μάρτυρας ευθύς, ένας άνθρωπος με άποψη, που ασχολείται αποκλειστικά με τα γεγονότα, που βλέπει μόνο ό,τι πραγματικά υπάρχει, που δεν αφήνει τίποτα να του θολώνει την κρίση. Μου έσφιξε δυνατά το χέρι και ξερόβηξε προτού αρχίσει να μιλάει. Τα μάτια μου έτσουζαν. Ο καφές και το τσάι, που είχα πιει το πρωί, μου είχαν χαλάσει το στομάχι. «Είμαι η δόκτωρ Κουίν», είπα. «Εγώ είμαι ο Τέρενς Μακ. Αλλά με φωνάζουν Τέρι». «Το συνηθίζετε να κάνετε βόλτες στο κανάλι μετά τα μεσάνυχτα;» ρώτησα. Ρουθούνισε. «Δεν νομίζω πως κάποιος σαν και μένα έχει λόγους να ανησυχεί». Δεν μπόρεσα παρά να συμφωνήσω. Ήταν γεροδεμένος, με πυρόξανθα μαλλιά, τριχωτά δάχτυλα και καρπούς, και οι λοβοί των αφτιών του ήταν μακρουλοί. Το σκούρο γκρίζο κοστούμι του του έπεφτε υπερβολικά στενό στη μέση, ενώ πάνω στο λευκό του πουκάμισο φάνταζε μια ριγέ γραβάτα, κόκκινη-μαύρη, που μου προκαλούσε ακόμη πιο δυνατό πονοκέφαλο. Προφανώς θα έμεινε και κείνος άυπνος, όμως δεν έδειχνε καθόλου κουρασμένος.

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

265 _

Καθόταν στητός και γεμάτος σφρίγος. Ωστόσο, αποδείχτηκε άχρηστος. Όπως και οι περισσότεροι μάρτυρες, κατάλαβε τι είχε συμβεί μόνο κατόπιν εορτής. Είχα μπροστά μου την κατάθεσή του. Σύντομη και λιτή. Είχε φροντίσει, μάλιστα, για να είναι σίγουρος, να σημειώσει, αμέσως μετά την επίθεση, την ακριβή ώρα της, 1.19 π.μ., σύμφωνα με το ρολόι του που πήγαινε καλά. Όπως είπε, βρέθηκε στο κανάλι, επειδή, μετά τη συνάντησή του με κάτι πελάτες από τη Σιγκαπούρη στο ξενοδοχείο Πέλαμ, λίγο παρακάτω, δεν κατάφερε να βρει ταξί. Το συγκεκριμένο μονοπάτι αποτελούσε τη συντομότερη διαδρομή προς τους πολυσύχναστους δρόμους κοντά στον σταθμό του Κέρσι Τάουν, όπου ήξερε ότι υπάρχει πιάτσα. «Έβγαινα από το τούνελ», περιέγραψε, «που είναι φωτισμένο. Και βρέθηκα ξαφνικά στο σκοτάδι και στιγμιαία δεν έβλεπα απολύτως τίποτα. Καταλαβαίνετε». Έγνεψα. «Άκουσα μόνο έναν θόρυβο. Είδα κάτι φιγούρες να σαλεύουν κοντά στην όχθη. Κι αμέσως μετά μια γυναίκα βρέθηκε στην αγκαλιά μου φωνάζοντας». «Ούρλιαζε…» κοίταξα πάλι την κατάθεσή του: «Βοήθεια! Βοήθεια, σας παρακαλώ, βοήθεια!» «Μπορεί να είπε περισσότερες φορές “βοήθεια”, δεν είμαι σίγουρος. Ξεφώνιζε ακριβώς δίπλα μου. Τα μαλλιά της έπεφταν στα μάτια μου κι έτσι δεν έβλεπα καθαρά, αλλά τη φωνή της την άκουγα ξεκάθαρα». «Και δεν είδατε τίποτα άλλο μετά;» «Μόνο έναν άλλον τύπο που στεκόταν παραπέρα». «Εννοείτε τον άλλον μάρτυρα;» Σήκωσε τα πυκνά του φρύδια. «Ναι, αλλόκοτος τύπος». «Τι έκανε;» «Ποιος;» «Ο αλλόκοτος τύπος». «Βοήθησε».

266

NICCI FRENCH _

«Και είστε σίγουρος ότι υπήρχε και κάποιος τρίτος;» «Τι εννοείτε; Τι λέμε τόση ώρα;» Κοίταξα πάλι την κατάθεση. «Εδώ δεν βλέπω κάποια συγκεκριμένη περιγραφή». Φάνηκε σαν να ντρέπεται. «Έγιναν όλα πολύ γρήγορα. Διέκρινα μόνο σκιές στο σκοτάδι και μια γυναίκα να σωριάζεται πάνω μου. Δεν είχα καταλάβει τι συνέβη. Αλλά τουλάχιστον πρόσεξα την ώρα». «Ευτυχώς», του είπα. «Πώς ήταν η Μπριόνι, δηλαδή η γυναίκα;» «Κάπως τρακαρισμένη», απάντησε ο Τέρενς. «Κάπως υστερική. Έλεγε ότι είναι εντάξει, ότι δεν υπάρχει λόγος να κάνουμε τίποτα κι ας είχε τα χάλια της. Η κακομοίρα. Είναι καλά τώρα;» «Έχει υποστεί ψυχολογικό τραύμα. Αλλά θα γίνει καλά, πιστεύω. Ο Ντολ –ο άλλος τύπος– τι έκανε ενώ εσείς τηλεφωνούσατε στην αστυνομία;» «Τι έκανε; Τίποτα ιδιαίτερο. Τη φρόντιζε, κοιτούσε αν είναι εντάξει. Φαινόταν άνθρωπος που δυσκολεύεται να χειριστεί μια κρίση. Εκείνη έκλαιγε ακόμα, αλλά σιγανά. Μου κρατούσε το χέρι, κλαψούριζε και μου έλεγε να μείνω μαζί της. Είχε πάθει σοκ, φαινόταν. Τα χέρια της έτρεμαν. Ανάσαινε με δυσκολία. Ελπίζω να της έδωσαν τσάι με μπόλικη ζάχαρη, είναι ό,τι καλύτερο σε τέτοιες περιπτώσεις. Να σας ρωτήσω κάτι;» «Ναι». «Ο τύπος που μου πήρε κατάθεση, νομίζω Γκιλ τον έλεγαν, μου είπε ότι πιθανόν ο δράστης ήταν αυτός που δολοφόνησε τη Φιλίππα Μπάρτον». «Αλήθεια;» αντέδρασα απότομα. «Αυτός είναι;» «Δεν ξέρω». «Έπρεπε να τον έπιανα. Θα μπορούσα. Αλλά δεν κατάλαβα τι στο καλό έγινε».

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

267 _

«Είστε σίγουρος ότι δεν θυμάστε κάτι άλλο για το τέταρτο άτομο∙ ύψος, μαλλιά, ρούχα;» Κούνησε λυπημένα το κεφάλι. «Όλα έγιναν πολύ γρήγορα». «Είδατε προς τα πού ξέφυγε;» «Όχι. Μάλλον θα ανέβηκε τις σκάλες προς τον δρόμο, αλλά δεν τον είδα. Έπρεπε να τον κυνηγούσα, έτσι δεν είναι;» «Καλέσατε βοήθεια. Αυτό είναι το σημαντικό. Η καταδίωξη είναι δουλειά της αστυνομίας». «Εκείνη έτρεμε ολόκληρη. Της έριξα το σακάκι μου στους ώμους της, μέχρι να φτάσουν η αστυνομία και το ασθενοφόρο». «Μπράβο. Καλά κάνατε». «Ώστε… ο δολοφόνος της Φιλίππα Μπάρτον… Φοβερό θα ήταν…» *

«Όμορφη κυρία», είπε με τρεμάμενη φωνή. «Πολύ όμορφη κυρία». «Μάικλ», του είπα, κοιτώντας τον στα μάτια που πλανιόνταν τριγύρω χωρίς να συγκεντρώνονται πουθενά και σε τίποτα για πολύ, πέρα από τη θέα έξω από το παράθυρο που έβλεπε στο πάρκιγκ. «Δυο φορές», είπε, με έναν παράξενο διαπεραστικό τόνο. «Μου συνέβη δυο φορές. Το έζησα δυο φορές, Κιτ». Είχε τα χάλια του. Μια άσχημη κακοφορμισμένη πληγή ξεκινούσε από το αριστερό του ρουθούνι, περνούσε από την άκρη των χειλιών του και κατέληγε στο πιγούνι του, προσδίδοντας στο πρόσωπό του μια παραμορφωμένη όψη και σχηματίζοντας στο στόμα του ένα αχνό νευρικό χαμόγελο. Η πληγή ήταν πρησμένη και μπλαβιά και φαινόταν σαν να τον τραβούσαν τα ράμματα. Κομματάκια

268

NICCI FRENCH _

νάιλον κλωστής εξείχαν από το δέρμα του. Καθώς μιλούσαμε, δεν άφηνε στιγμή την ουλή του, την άγγιζε και την πείραζε συνεχώς. Τα χείλη του ήταν πρησμένα και τα ακουμπούσε συνέχεια με τη γλώσσα του. Στο μέτωπό του είχε μια μεγάλη γρατζουνιά. Το ένα του απλανές μάτι ήταν κατακόκκινο. Τα μαλλιά του, λαδωμένα. Τα ρούχα του κρέμονταν λες και μέσα σε δυο μέρες είχε χάσει κάμποσα κιλά. Μύριζε άσχημα∙ μια βαριά, ξινή μυρωδιά που γέμιζε το στενάχωρο δωμάτιο. «Γιατί εγώ, Κιτ;» ρώτησε με αλαφιασμένη φωνή. «Γιατί πάντα εγώ;» «Δεν ξέρω», απάντησα με ειλικρίνεια. «Πάντως είσαι εντάξει, έτσι δεν είναι; Είσαι ο ήρωας της ημέρας». «Όμορφη κυρία», ξανάπε. Το βλέμμα του περιπλανήθηκε για μια στιγμή. «Όχι όσο εσύ, εσύ είσαι πάντα η ομορφότερη, μην ανησυχείς. Αλλά τα μαλλιά της είναι πολύ απαλά». Έβγαλε έναν ήχο σαν νιαούρισμα, που με έκανε να ανατριχιάσω. Η κατάθεσή του έμοιαζε με συνονθύλευμα από αντιφατικά παραληρήματα: είχε δει έναν πελώριο άντρα, έναν αληθινό γίγαντα, να προσπαθεί να στραγγαλίσει την Μπριόνι, εκείνη έτρεξε μακριά από τον δράστη και έπεσε κατευθείαν στην ανοιχτή αγκαλιά του, εκείνος την έσωσε, είδε τον τύπο να φεύγει με ένα μπλε αμάξι, αλλά ίσως και να τον είδε να απομακρύνεται τρέχοντας στο κανάλι, η Μπριόνι λιποθύμησε. «Να λες μόνο πράγματα για τα οποία είσαι σίγουρος, Μάικλ. Γιατί βρισκόσουν στο κανάλι τόσο αργά το βράδυ;» «Ψάρευα. Είναι καλή ώρα. Είχε πανσέληνο. Δεν είχε κόσμο ούτε φασαρία». «Πού ήσουν; Στην όχθη;» «Στη θέση μου. Στις σκιές, κοντά στο τούνελ, εκεί όπου δεν με βλέπει κανείς, αλλά εγώ τους βλέπω όλους». «Και τι είδες;»

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

269 _

«Ξέρεις», είπε. «Την κυρία. Τον άντρα που της επιτέθηκε. Και τον άλλον. Τον Τέρι. Τον γνώρισες τον Τέρι; Μαζί τη σώσαμε. Τον διώξαμε, τη γλιτώσαμε από δαύτον». «Μπορείς να τον περιγράψεις;» «Ένας άντρας. Ένας μεγαλόσωμος άντρας». «Τίποτα άλλο;» «Μπα. Είδα μόνο κάτι φιγούρες και σηκώθηκα, μάλλον σηκώθηκα, δεν ξέρω ακριβώς, ήμουν μπερδεμένος, ο καθένας στη θέση μου μπερδεμένος θα ήταν, Κιτ, και την τράβηξα από τα χέρια του». «Είσαι σίγουρος; Είσαι απόλυτα σίγουρος ότι έγινε έτσι; Εσύ την τράβηξες;» «Α, ναι». Χαμογέλασε με το παραμορφωμένο του στόμα. «Εγώ την έσωσα. Είμαι σίγουρος ότι την έσωσα. Εκείνη το έχει καταλάβει; Οι εφημερίδες λέγανε φριχτά πράγματα για μένα, όμως εγώ την έσωσα. Να τους το πεις, εντάξει; Να πεις σε όλους τι έκανα, Κιτ, για να μάθουν. Να μετανιώσουν για όσα έκαναν. Να μετανιώσουν όλοι τους». Άγγιξε πάλι το πρόσωπό του, έγλειψε τα πληγιασμένα του χείλη. «Μετά τι έγινε;» «Μετά;» «Αφού την τράβηξες». «Τότε βγήκε ένας τύπος από το τούνελ και κείνη έτρεξε κοντά του κι ο άλλος το έσκασε. Και κείνη φώναζε, φώναζε, φώναζε. Πρώτη μου φορά άκουγα τόσο δυνατές φωνές». «Άκου, Μάικλ. Πρέπει να σκεφτείς καλά. Μήπως θυμάσαι κάτι, οτιδήποτε, κάτι που να είδες ή να άκουσες, μια λεπτομέρεια που να μην την έχεις αναφέρει στην αστυνομία ή σε μένα;» «Της χάιδεψα τα μαλλιά για να την καθησυχάσω». «Ναι».

270

NICCI FRENCH _

«Κι ο άλλος, αυτός που βγήκε από το τούνελ, είπε –με συγχωρείς, Κιτ– πολύ δυνατά: “Γαμώτο!” Συγγνώμη και πάλι». Ο Ντολ πήρε ένα συνεσταλμένο ύφος. «Πού θα πας τώρα, Μάικλ;» «Πού;» Το βλέμμα του ανέκφραστο, πάνω μου. «Μήπως μπορώ να…» «Καλά θα κάνεις να πας σπίτι, Μάικλ. Να φας ένα κανονικό γεύμα. Να αλλάξεις ρούχα. Να ξεκουραστείς». «Να ξεκουραστώ», επανέλαβε άχρωμα. «Ναι. Τα πράγματα έχουν ξεφύγει λιγάκι. Μου έδωσαν κάτι χάπια, αλλά δεν ξέρω πού τα έβαλα». «Πήγαινε σπίτι, Μάικλ». «Είμαι ασφαλής;» «Δεν σε προστατεύει η αστυνομία;» «Μου είπαν ότι θα έχουν τον νου τους». «Ωραία», κατένευσα. Του χαμογέλασα. Μέσα στη σύγχυσή μου με όσα έγιναν, τη μεγάλη μου κούραση, την αποστροφή μου για τον Ντολ, ένιωσα ξαφνικά ένα ίχνος απροσδόκητης και ανεπιθύμητης τρυφερότητας για κείνον, με το χαρακωμένο του πρόσωπο και τα κατακόκκινα μάτια και τη γενικότερη απελπισία και απόγνωσή του. «Είσαι πολύ ασφαλής, νομίζω. Δεν πρόκειται να ξανασυμβεί κάτι. Απλά να προσέχεις». «Κιτ. Κιτ». «Ναι». Αλλά δεν είχε κάτι να μου πει. Απλά με κοίταξε για μερικά δευτερόλεπτα. Με μάτια γεμάτα δάκρυα. Κυλούσαν στα μάγουλά του, στο σημαδεμένο του πρόσωπο, στον βρόμικο λαιμό του. Η ώρα ήταν έντεκα. Είχα στη διάθεσή μου δύο ώρες μέχρι τη συνάντηση με τον Όμπαν και τον Φερθ, τρεις μέχρι την επίσκεψή μου στην Μπριόνι Τιλ. Σκέφτηκα να πάω σπίτι, να κάνω ένα ντους και να ξαπλώσω ίσως. Μα έξαφνα δεν

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

271 _

αισθανόμουν πια κουρασμένη. Η έλλειψη ύπνου με έκανε να νιώθω δυνατή και διαυγής, σαν να στεκόμουν στην κορυφή ενός ψηλού βουνού και να ανάσαινα τον καθαρό αέρα. Προτίμησα να πάρω κάτι να φάω, αλλά η σκέψη του φαγητού μου προκάλεσε ελαφριά ναυτία. Ήθελα μονάχα λίγο κρύο νερό, για να κυλήσει στον οργανισμό μου και να σβήσει τη γεύση του πικρού καφέ. Βγήκα από το αστυνομικό τμήμα, βρέθηκα στη λεωφόρο, αγόρασα ένα μεγάλο μπουκάλι νερό και κατευθύνθηκα σε μια πρασιά εκεί κοντά με παγκάκια και φουντωτές τριανταφυλλιές. Κάθισα σε ένα πεζούλι στον ήλιο, πίνοντας άφθονο νερό, χαζεύοντας τον κόσμο που περνούσε. Ένιωθα τον ήλιο να μου ζεσταίνει το δέρμα, απαλός και ανακουφιστικός∙ υπέροχη αίσθηση. Αναστέναξα, έκλεισα τα μάτια κι ένιωσα τις αχτίδες του να μου γαργαλούν τον λαιμό. Το κεφάλι μου βούιζε ελαφρώς, γεμάτο από τις απροσδιόριστες σκέψεις του τελευταίου εικοσιτετράωρου: άκουγα τα χθεσινοβραδινά βογκητά του Γουίλ, ένιωθα το χέρι του στο στήθος μου. Τον σκεφτόμουν όπως ήταν το πρωί, προσεκτικός, μην τυχόν και μου δώσει υποσχέσεις. Θυμήθηκα το πρόσωπο της Μπριόνι στο μαξιλάρι του νοσοκομείου, τα πορτοκαλωπά μαλλιά, τα καραμελόχρωμα μάτια της, τα τρεμάμενα χέρια της. Άφησα να έρθει στη σκέψη μου ο Ντολ, με τις μεμψίμοιρες ασυναρτησίες του και το πληγιασμένο κακοφορμισμένο πρόσωπο. Κι έπειτα ο άλλος μάρτυρας – ο Τέρενς Μακ με τα τετράγωνα τριχωτά χέρια–προσωρινά τυφλωμένος από το φως του τούνελ. Κανείς δεν είδε τίποτα ουσιαστικό. Όλοι κοιτούσαν στη λάθος κατεύθυνση. Τα δράματα εκτυλίσσονται πάντα στο σκοτάδι. Έμεινα καθισμένη εκεί για λίγο, μια να σκέφτομαι, μια να μη σκέφτομαι, να αφήνω εικόνες να παρελαύνουν στο μυαλό μου σαν ομίχλη, άυλη αλλά υπαρκτή. Ο ήλιος

272

NICCI FRENCH _

μπαινόβγαινε στα σύννεφα. Οι άνθρωποι έβγαιναν από τα γραφεία τους και κάθονταν στο γρασίδι για να φάνε το κολατσιό τους. Σκέφτηκα τον Άλμπι, αλλά μου φάνηκε σαν κάτι πολύ μακρινό πια∙ η αλαργινή εικόνα ενός άντρα που γελάει, με το κεφάλι γυρτό πίσω, με ολόλευκα αστραφτερά δόντια, εικόνα ενός ξένου. Δυσκολευόμουν να πιστέψω ότι για μήνες ολόκληρους έπεφτα να κοιμηθώ λαχταρώντας να τον έχω δίπλα μου και ξυπνούσα κάθε πρωί φέρνοντας ξανά και ξανά στον νου μου ότι με πλήγωσε και ότι δεν θα ξαναγυρνούσε ποτέ πίσω να με πάρει στην αγκαλιά του και να μου ζητήσει συγγνώμη. Ποτέ ξανά. Δεν θα με αγκάλιαζε, δεν θα με άγγιζε ποτέ ξανά. Ποτέ: τι σκληρή, βαριά λέξη. Τελεσίδικη, σαν μαχαίρι, σαν σχισμή που κάτι υπογραμμίζει. Κι απόψε θα έβλεπα τον Γουίλ. Θα πήγαινα σπίτι του και θα τον έκανα να με κοιτάξει, να με δει πραγματικά και θα ένιωθα για λίγο ευτυχισμένη. Σηκώθηκα όρθια και έφερα πάλι στη σκέψη μου την Μπριόνι Τιλ.

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

273 _

29 «Ωραία», σχολίασα αφηρημένα, κοιτώντας έξω από το παράθυρο. «Είναι κακόφημη περιοχή, όμως», γκρίνιαξε ρουθουνίζοντας ο Όμπαν. Ο Όμπαν μου είχε πει ότι η Μπριόνι Τιλ ήθελε να μου μιλήσει. Ειδικά σε μένα. Έχει ανάγκη να την ακούσει μια συμπονετική γυναίκα, μου ανακοίνωσε ο Όμπαν τηλεφωνικώς. Δεν ήταν κομπλιμέντο. Πήγα μέχρι εκεί και, καθώς πλησίαζα στο σπίτι, είδα να κατεβαίνει το τζάμι ενός αυτοκινήτου και ένα χέρι να μου κάνει νόημα. Ήταν ο Όμπαν. Άνοιξε την πόρτα και μου ζήτησε να καθίσω δίπλα του στο πίσω κάθισμα. Μου εξήγησε ότι ήθελε να μιλήσουμε πρώτα. Καλύτερα να τα λέγαμε έξω, κι ας είχε συννεφιά, όμως ο Όμπαν προφανώς προτιμούσε την άνεση του αυτοκινήτου του. Το ένιωθε κάπως σαν κινητό γραφείο. Το σπίτι βρισκόταν δίπλα σε άλλα παρόμοια σπίτια, που όλα τους σχημάτιζαν κάτι σαν μισοφέγγαρο, ένα σχήμα που θύμιζε περισσότερο παρένθεση παρά ημικύκλιο. Τα σπίτια ήταν ψηλά και στενά, βικτοριανά. Κάποια ήταν φτωχικά, ένα από αυτά ήταν αμπαρωμένο με σανίδες,

274

NICCI FRENCH _

ορισμένα όμως είχαν χαρακτηριστικά σημάδια που μαρτυρούσαν ανακαίνιση: φρεσκοβαμμένες εξώπορτες με μπρούντζινα πόμολα και ρόπτρα, καινούριες πλινθοδομές, μεταλλικά παραθυρόφυλλα. Ο Όμπαν μου έδειξε τον δρόμο. «Δέκα χρόνια πριν, όλα εδώ ήταν γεμάτα λουλούδια». «Γιατί;» «Είχε γίνει κάτι τρομερό. Δυο μικρά αγόρια πήγαιναν προς τη Γιούστον Ρόουντ και διασταυρώθηκαν με άλλα αγόρια, διαπληκτίστηκαν μεταξύ τους, οι μεγαλύτεροι τους κυνήγησαν και πρόλαβαν το ένα παιδί σε αυτά εδώ τα κιγκλιδώματα. Αφού πρώτα το χτύπησαν, κάποιος έβγαλε μαχαίρι και το κάρφωσε». Κοίταξε πάλι το σπίτι. «Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί κάποιοι άνθρωποι επιλέγουν να μείνουν σε ένα τέτοιο μέρος». «Νομίζω πως θέλουν να αναβαθμίσουν την περιοχή, να βοηθήσουν τους ντόπιους». Ο Όμπαν μόρφασε. «Μάλιστα», είπε. «Και, να το ευχαριστώ. Μα είναι τόσο αφελείς όλοι τους, που να πάρει; Έχει γίνει και θα ξαναγίνει. Μια γυναίκα μόνη, στο κανάλι, να τριγυρίζει σαν να βρίσκεται σε κανένα χωριουδάκι. Όχι ότι και τα χωριουδάκια δεν έχουν τους κινδύνους τους, αλλά τούτο δω είναι απίστευτη απερισκεψία. Θυμάσαι την περίπτωση εκείνης της γυναίκας, πριν από μερικά χρόνια, που έμενε σε ένα ξενοδοχείο της περιοχής;» «Δεν ξέρω», είπα. «Έχω ακούσει τόσο πολλά». «Περπατούσε στον κεντρικό δρόμο, αλλά κάτι τύποι την άρπαξαν και την έσυραν στο κανάλι. Τη βίασαν. Και μετά τη ρώτησαν αν ήξερε να κολυμπάει. Είπε όχι, έξυπνο εκ μέρους της. Κι έτσι την πέταξαν στο κανάλι. Κολύμπησε μέχρι την αντίπερα όχθη. Ξέφυγε». «Τι προτείνεις, λοιπόν;» ρώτησα. «Να κλειστούμε μέσα, με την πόρτα κλειδωμένη και την τηλεόραση αναμμένη;»

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

275 _

«Θα ήταν πιο ασφαλές». «Δεν θα ήταν προτιμότερο να πηγαίνει όλος ο κόσμος στο κανάλι;» «Ποιος έχει όρεξη για βόλτες σε ένα βρομερό κανάλι;» Απηύδησα πια. «Δεν πάμε μέσα να μιλήσουμε στην Μπριόνι Τιλ;» τον παρότρυνα. Ο Όμπαν πήρε ύφος σκεφτικό. «Καλύτερα να της μιλήσεις μόνη σου», πρότεινε. «Στην αρχή έστω». «Δεν ξέρω αν θα βγάλουμε άκρη ακόμα», αναλογίστηκα. «Ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση χθες». «Κάνε ό,τι μπορείς. Μάθε κάτι, οτιδήποτε». Έπειτα η φωνή του Όμπαν χαμήλωσε, έγινε σιγανό μουρμούρισμα. «Τι είπες;» Ο Όμπαν μιλούσε, αλλά τα λόγια του ήταν ακατάληπτα. «Φταίει αυτός ο αναθεματισμένος ο Ντολ», κατάφερε τελικά να ξεστομίσει. «Είναι σίγουρα μπλεγμένος. Δεν ξέρω πώς ακριβώς, αλλά σίγουρα είναι». «Μα εσύ είπες ότι είναι ένας απλός μάρτυρας». «Μάρτυρας του κώλου», ξέσπασε ο Όμπαν, με το πρόσωπο κατακόκκινο πια. Ο αστυνομικός που οδηγούσε μου έριξε μια λοξή ματιά. «Θέλω να τον θάψω τον μπάσταρδο. Ρώτα τη για τον Ντολ. Ρώτα τη τι γύρευε εκεί». «Συγγνώμη», είπα. «Αλλά, από ό,τι κατάλαβα, ο συνδετικός κρίκος είναι ο τόπος, το συγκεκριμένο σημείο στο κανάλι και η ίδια μέθοδος. Ο Ντολ περνάει εκεί όλο του τον χρόνο, μέρα-νύχτα, με το καλάμι του και τα δολώματά του. Κι έτυχε να βρεθεί εκεί η κοπέλα, όπως και ο άλλος μάρτυρας. Και ο Ντολ τη βοήθησε». Ο Όμπαν γέλασε με ένα απόκοσμο γέλιο σαν βογκητό. «Ιδέα δεν έχω τι στο καλό έγινε», βρυχήθηκε. «Πάντως ο Ντολ είναι μπλεγμένος στην υπόθεση, φαινόταν από την αρχή, σαν δυσωδία που δεν λέει να φύγει. Κάπως συνδέεται. Το ξέρω. Το ίδιο κι εσύ. Τον έχεις δει, έχεις

276

NICCI FRENCH _

αντιληφθεί πώς ζει». Ανασήκωσα τους ώμους. «Το ξέρω. Εντάξει, θα τη ρωτήσω. Και τώρα να πάω να χτυπήσω έτσι απλά το κουδούνι;» «Ακριβώς. Έχουμε στείλει μια αστυνομικό που τη φυλάει όλη μέρα και της φτιάχνει τσάι. Μάλλον αυτή θα σου ανοίξει την πόρτα». «Κι εσύ τι θα κάνεις;» «Θα φύγω. Αν τελικά μπορεί να δώσει κατάθεση, θα στείλω έναν ντετέκτιβ». Μόλις άνοιξα την πόρτα του αυτοκινήτου, ο Όμπαν έβαλε το χέρι του στον καρπό μου. «Μάθε κάτι, Κιτ. Είμαι απελπισμένος». Η νεαρή αστυνομικός άνοιξε την πόρτα. «Δόκτωρ Κουίν;» «Ναι. Πώς είναι;» «Δεν ξέρω. Δεν έχει πει και πολλά». Κοίταξα τριγύρω. Το πάτωμα ήταν γυμνό και λουστραρισμένο, το ίδιο και οι σκάλες, όμως το εσωτερικό του σπιτιού απέπνεε μια προχειρότητα κάπως άκομψη. Στον τοίχο κρεμόταν από έναν γάντζο ένα ποδήλατο. Στο χολ είδα ράφια γεμάτα φθαρμένα βιβλία με χαρτόδετα εξώφυλλα και στην κορυφή της σκάλας διέκρινα κι άλλα ράφια με ακόμα περισσότερα βιβλία. Το χολ οδηγούσε στην κουζίνα και παραπέρα διακρινόταν μια αυλή. Η πόρτα δίπλα μου άνοιξε και βγήκε ένας άντρας, εκείνος που είχα δει στο νοσοκομείο. Τώρα ήταν αξύριστος και τα σκούρα σγουρά μαλλιά του ήταν αχτένιστα. Φορούσε μπλε μπλούζα, τζιν παντελόνι και φθαρμένα πάνινα παπούτσια χωρίς κάλτσες. Η όψη του αντικατόπτριζε τη διάθεσή μου. Μάλλον θα είχε κοιμηθεί λιγότερο κι από μένα. Ήταν ψηλός, γύρω στο ένα ογδόντα δύο. Μου έσφιξε το χέρι. «Είμαι ο Γκαμπ», συστήθηκε. «Σας είδα», απάντησα. Έδειξε σαστισμένος. «Στο νοσοκομείο. Χθες βράδυ. Ή μάλλον σήμερα το πρωί. Τέλος

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

277 _

πάντων». «Α, ναι, συγγνώμη, δεν ήμουν στα καλύτερά μου. Θέλετε να σας προσφέρω κάτι;» «Θα φτιάξω λίγο τσάι», είπε η αστυνομικός Ντέβλιν και, με ύφος επίσημο, εξαφανίστηκε στην κουζίνα σαν υπηρέτρια της αυλής του βασιλιά Εδουάρδου. «Πώς είναι η σύζυγός σας;» Ο Γκαμπ πήρε μια ανήσυχη έκφραση. «Δεν ξέρω. Καλύτερα από χθες». «Ωραία. Μπορώ να της μιλήσω λίγο;» Ο Γκαμπ φαινόταν αμήχανος. Έβαλε τα χέρια στις τσέπες του παντελονιού του κι αμέσως τα ξανάβγαλε. «Να σας ρωτήσω κάτι πρώτα;» «Φυσικά». «Αυτός που επιτέθηκε στην Μπρι είναι ο ίδιος άνθρωπος που έκανε και κείνους τους φριχτούς φόνους;» «Είναι πιθανό. Συνέβη στο ίδιο ακριβώς μέρος όπου βρέθηκε ένα από τα θύματα». «Πάντως μου φαίνεται πολύ παρατραβηγμένο», συνέχισε. «Γιατί να γυρίσει κάποιος στο ίδιο μέρος όπου ήδη διέπραξε έναν φόνο; Εξαιρετικά παρακινδυνευμένο». «Ναι, ωστόσο οι δολοφόνοι το συνηθίζουν. Δεν είναι θεωρία, συμβαίνει στην πράξη. Οι δολοφόνοι επιστρέφουν». «Σωστά, σωστά», έγνεψε ο Γκαμπ, σαν να μονολογούσε. Ενστικτωδώς θέλησα να τον αγκαλιάσω, να τον παρηγορήσω, μα ήταν προτιμότερο να τον αφήσω να εκφραστεί. «Θέλω επίσης να σας ρωτήσω, κι ας ακουστεί ανόητο ή τρελό, θέλω να μάθω αν η Μπρι κινδυνεύει ακόμα. Αν υπάρχει κίνδυνος να της επιτεθεί ξανά». Σκέφτηκα για μια στιγμή τα λόγια του. Ήθελα να απαντήσω με προσοχή. «Η γνώμη των αστυνομικών που ερευνούν την υπόθεση είναι πως ο δράστης των εγκλημάτων λειτουργεί στην

278

NICCI FRENCH _

τύχη. Αργά τη νύχτα στο κανάλι η σύζυγός σας έγινε προφανώς ένας ευάλωτος στόχος». Ο Γκαμπ με κοίταξε με μάτια μισόκλειστα. «Όμως εσείς τι γνώμη έχετε;» «Εμένα η αστυνομία με προσέλαβε για να προτείνω ιδέες. Να αναλογίζομαι διαφορετικές εκδοχές. Ανέκαθεν υποψιαζόμουν ότι κάτι συνδέει τα δύο πρώτα θύματα». «Τι; Γιατί;» τινάχτηκε ο Γκαμπ Τιλ, σαν να ξύπνησε ξαφνικά από εφιάλτη. «Δεν ξέρω. Απλά έχω αυτή την αίσθηση. Μπορεί να κάνω λάθος. Μάλλον κάνω λάθος. Η αστυνομία πάντως δεν συμφωνεί μαζί μου. Ήθελα μόνο να είμαι ειλικρινής μαζί σας». «Αν όμως δεν κάνετε λάθος…» μιλούσε αργά, θολωμένος από την κούραση και την αγωνία «…αυτό θα σήμαινε ότι η Μπρι εξακολουθεί να βρίσκεται σε κίνδυνο». «Μην ανησυχείτε γι’ αυτό», είπα. «Η αστυνομία θα της παρέχει σίγουρα προστασία. Εντάξει;» «Ωραία», είπε, χωρίς να φαίνεται πολύ καθησυχασμένος. «Ευχαριστώ». «Μπορώ να δω τώρα τη σύζυγό σας;» ρώτησα όσο πιο ευγενικά μπορούσα. «Θα σας συνοδεύσω. Μήπως προτιμάτε να τα πείτε ιδιαιτέρως;» «Από σας εξαρτάται», είπα. «Είμαι σίγουρη ότι εκείνη θα προτιμούσε να παρευρίσκεστε». «Εδώ», είπε, ακουμπώντας στην πόρτα, σπρώχνοντάς τη για να ανοίξει. Κοίταξε μέσα. «Μπρι; Ήρθε η γιατρός». Μπήκα μέσα μαζί του. Δυο δωμάτια είχαν μετατραπεί σε ένα, δημιουργώντας έναν μεγάλο χώρο που καταλάμβανε όλο το μήκος του σπιτιού. Από το μεγάλο παράθυρο έβλεπα τον δρόμο κι από τις μπαλκονόπορτες, στην άλλη μεριά, φαινόταν ο κήπος. Εκεί καθόταν η Μπριόνι Τιλ, σε έναν μεγάλο κεραμιδί καναπέ. Φορούσε

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

279 _

μια μπλούζα σε έντονο πορτοκαλί χρώμα και μπλε ψαράδικο παντελόνι. Τα γυμνά της πόδια ήταν κουλουριασμένα. Την πλησίασα κι ο σύζυγός της έσυρε μια πολυθρόνα για να καθίσω. Μετά κάθισε και κείνος στον καναπέ και την τράβηξε κοντά του. Κοιτάχτηκαν και ο Γκαμπ της χαμογέλασε γλυκά. Στον τοίχο, ακριβώς από πάνω της, υπήρχε μια πελώρια φωτογραφία που έδειχνε ένα μικρό κοριτσάκι στον έρημο δρόμο μιας πόλης. Το παιδάκι φορούσε φανταχτερά ρούχα, θύμιζε τσιγγάνα μάντισσα, αλλά εκείνο που με εντυπωσίασε περισσότερο ήταν τα μαύρα φλογερά μάτια του που ατένιζαν κατευθείαν τον φακό. Λες και το κορίτσι είχε γυρίσει ξαφνικά το κεφάλι και είχε καρφώσει το εκπληκτικά έντονο βλέμμα του στον φωτογράφο. Αμέσως μετά θα στράφηκε σίγουρα αλλού, μα μία μόνο στιγμή αρκούσε. Σε έκανε να θέλεις να μάθεις κι άλλα για το παιδί αυτό, τι απέγινε, πού βρισκόταν τώρα. «Καταπληκτικό», θαύμασα. Η Μπριόνι γύρισε το κεφάλι και χαμογέλασε βεβιασμένα. «Ευχαριστώ», είπε. «Εγώ την τράβηξα». «Είσαι φωτογράφος, λοιπόν», συμπέρανα. «Δεν ξέρω αν μπορώ πια να λέγομαι έτσι», απάντησε μελαγχολικά. «Δυσκολεύομαι να βρω ανθρώπους που θέλουν να δημοσιεύσουν τις φωτογραφίες που μου αρέσει να τραβάω». «Απίστευτο μου φαίνεται». «Αυτή την τράβηξα πέρυσι, στα πεντακόσια μέτρα από δω», εξήγησε η Μπριόνι. «Εκεί όπου περπατούσα, συνάντησα αυτό το κοριτσάκι με την οικογένειά του. Πρόσφυγες όλοι τους από τη Ρουμανία. Δεν είναι όμορφη;» Κοίταξα ξανά. «Είναι φοβερή». «Μπορεί και να τη φόβισα λίγο», είπε η Μπριόνι. «Πώς νιώθεις;» τη ρώτησα.

280

NICCI FRENCH _

«Συγγνώμη που είμαι τόσο καταβεβλημένη». «Ανοησίες», είπα. «Δεν χρειάζεται να αποδείξεις κάτι. Ούτε καν να μου μιλήσεις δεν είναι απαραίτητο, αν δεν το θέλεις». «Όχι, όχι, το θέλω. Δεν είμαι έτσι κανονικά». Την κοίταξα πιο προσεκτικά. Φαινόταν σίγουρα καλύτερα από ό,τι στο νοσοκομείο, όμως ήταν ακόμα ωχρή με μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια. «Ο καθένας στη θέση σου θα ήταν σοκαρισμένος», είπα. «Φαντάζομαι ότι εξαιτίας της δουλειάς σου θα έχεις βρεθεί σε διάφορα παράξενα μέρη». «Σε αρκετά», συμφώνησε. «Πρέπει βέβαια να προσέχεις. Μόλις πριν κουβέντιαζα με τον επικεφαλής της έρευνας. Πιστεύει ότι δεν ήταν καλή ιδέα να πεζοπορεί κανείς στο κανάλι μέσα στη νύχτα». «Κι εγώ της το λέω συνέχεια», επενέβη ο Γκαμπ. «Αλλά είναι ατρόμητη. Και πεισματάρα. Και ανέκαθεν της άρεσε να περπατάει». «Τώρα πια βέβαια το βλέπω λιγάκι διαφορετικά το θέμα», μαζεύτηκε εκείνη. «Ναι, μάλλον θα πάψεις να περπατάς μόνη μέσα στη νύχτα», είπα πρόσχαρα, παρατηρώντας τα πρώτα δείγματα μιας διαφωνίας μεταξύ τους. «Τι λες, μπορείς να το συζητήσεις;» «Θέλω να βοηθήσω». «Αν νιώσεις άσχημα, πες το μου και σταματάμε». «Είμαι εντάξει». «Μπορείς να μου πεις τι έγινε;» «Όλη μέρα το σκεφτόμουν ξανά και ξανά, αλλά δεν νομίζω ότι μπορώ να φανώ χρήσιμη. Έγιναν όλα τόσο γρήγορα. Περπατούσα στο δρομάκι δίπλα στο κανάλι. Ένιωσα ένα χέρι να με τραβάει. Να τραβάει, να τραβάει και έβαλα μια φωνή. Κι αμέσως με άρπαξαν κάποιοι άλλοι.

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

281 _

Ακούγεται τελείως ανόητο, αλλά αρχικά δεν κατάλαβα ότι προσπαθούσαν να βοηθήσουν. Προτού καλοκαταλάβω τι γίνεται, αυτός το είχε σκάσει». «Αυτό είναι όλο;» «Τι άλλο;» «Κοίτα, Μπριόνι, μετά την επίθεση που δέχτηκες ήσουν σε κατάσταση σοκ. Είχες υποστεί τραύμα. Δεν χρειάζεται να υποτιμάς αυτό που έπαθες». «Α!» Γέλασε πνιχτά. «Για να είμαι ειλικρινής, είχα χεστεί από τον φόβο μου. Η αλήθεια είναι ότι εξαιτίας της δουλειάς μου έχω βρεθεί να περιφέρομαι σε πολύ παράξενα μέρη και, αν άφηνα τον τρόμο να με κυριεύει, δεν θα τραβούσα καμία φωτογραφία που να αξίζει τον κόπο. Θα έβγαζα πορτρέτα του εαυτού μου στον κήπο μου». Γέλασε πάλι λιγάκι. «Αλλά, νομίζω ότι περπατούσα πλάι στο κανάλι απλώς και μόνο για να προκαλέσω τον ίδιο μου τον εαυτό∙ μήπως ακούγεται τρελό;» «Όχι. Ακούγεται επιπόλαιο, όχι τρελό». «Έτσι, λοιπόν, ήμουν ήδη λιγάκι φοβισμένη που περπατούσα μέσα στις σκιές» –σήκωσε το βλέμμα στον Γκαμπ που της έγνεψε για να την ενθαρρύνει– «και τότε πρόβαλε κάποιος μπροστά μου και με άρπαξε. Σκέφτηκα ότι θα με σκοτώσει, θα με πνίξει. Ή θα με βιάσει». Ανασήκωσε τους ώμους. «Τώρα που το ξανασκέφτομαι προσπαθώ να λέω στον εαυτό μου ότι δεν ήταν τίποτα, αλλά τότε πίστεψα ότι θα πεθάνω απλώς και μόνο επειδή έκανα τη βλακεία να περπατάω ολομόναχη στο κανάλι, μέσα στη νύχτα. Χθες βράδυ το ονειρεύτηκα και ξύπνησα κλαίγοντας». «Πρόσεξες μήπως κάτι σε αυτόν τον άντρα;» Κούνησε απογοητευμένη το κεφάλι. «Ήταν σκοτεινά. Αχ, είναι τόσο απογοητευτικό. Μάλλον ήταν αρκετά κοντός. Ίσως να είχε πολύ κοντά μαλλιά. Έχω στο μυαλό μου μια θολή εικόνα. Αυτό είναι όλο».

282

NICCI FRENCH _

«Λευκός;» «Ναι. Νομίζω τουλάχιστον». «Θυμάσαι τι φορούσε;» «Όχι». «Ή τι δεν φορούσε; Κοστούμι; Μακρύ παλτό; Φόρμα;» Χαμογέλασε αμυδρά. «Μπα, τίποτα από αυτά», είπε. «Και κάτι τελευταίο», πρόσθεσα. «Έχεις κάτι να μου πεις για τους δύο μάρτυρες;» «Δηλαδή;» «Τι έκαναν;» Η Μπριόνι φάνηκε απορημένη. «Δεν καταλαβαίνω. Ξέρεις τι έκαναν, έδιωξαν τον άλλον». Δεν ήξερα τι να πω. Προσπάθησα πάλι. «Από όσα μου είπες, καταλαβαίνω ότι όλα ήταν πολύ συγκεχυμένα. Μήπως ένιωσες σαν να σου επιτέθηκαν τρεις; Ή σαν να σου επιτέθηκαν δύο και να σε έσωσε ένας;» «Γιατί ρωτάς;» «Απλώς αναρωτιέμαι». Η Μπριόνι έδειξε σκεφτική. «Προσπαθώ να τα φέρω όλα στον νου μου. Το μόνο που μπορώ να πω είναι αυτό που έλεγα εξαρχής. Μου επιτέθηκε ένας άντρας που το έσκασε. Αυτό είναι όλο». «Ένας σου επιτέθηκε και δύο σε έσωσαν;» «Ναι». Με κοίταξε με ύφος πιο σαστισμένο από ποτέ. «Είσαι σίγουρη;» «Ναι. Όχι. Δηλαδή όσο σίγουρη μπορώ να είμαι για κάτι, για οτιδήποτε». «Αν δώσεις κατάθεση στην αστυνομία, θα σου κάνουν εξονυχιστικές ερωτήσεις. Θα ξαφνιαστείς διαπιστώνοντας τι μπορείς να θυμηθείς αν σε καθοδηγήσει κάποιος με τον κατάλληλο τρόπο». «Θα βάλω τα δυνατά μου, δόκτωρ Κουίν, ειλικρινά». «Σε παρακαλώ να με λες Κιτ. Όταν ακούω να με λένε δόκτορα Κουίν, κοιτάζω γύρω μου να δω σε ποιον

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

283 _

μιλάνε». «Εντάξει, Κιτ. Μπορώ να πω κάτι ακόμα;» «Ό,τι θέλεις». Ξεροκατάπιε. «Νιώθω πολύ ευγνώμων για όλα όσα κάνετε για μένα αλλά… αλλά…» «Τι;» «Αναρωτιέμαι μήπως απλά αποπειράθηκε να με ληστέψει. Μήπως ήθελε μόνο να μου πάρει την τσάντα». «Ναι», κατένευσα. «Αυτό το ανέφερε κι ο ένας μάρτυρας. Είπε ότι έλεγες πως δεν είναι τίποτα, ότι δεν ήθελες καν να τηλεφωνήσει στην αστυνομία. Και κείνος τελικά τηλεφώνησε από το κινητό του». Μάζεψε κι άλλο τα πόδια της, τόσο που τα γόνατά της ακούμπησαν στο πιγούνι της. Κοίταξε τα κουρασμένα μου μάτια, με τα δικά της κουρασμένα μάτια. «Σου φαίνεται περίεργο;» Της χαμογέλασα με το πιο επαγγελματικό χαμόγελο που διέθετα. «Καθόλου. Σου έχει τύχει ποτέ να περπατάς στον δρόμο και να δεις κάποιον να σκοντάφτει και να πέφτει; Κάποιες φορές έχει χτυπήσει άσχημα∙ άλλες σηκώνεται κατευθείαν. Και προσπαθεί να συνεχίσει την πορεία του σαν να μην έγινε τίποτα. Το ένστικτό μας να ισχυριζόμαστε ότι τα πράγματα κυλούν φυσιολογικά είναι πολύ ισχυρό. Το συναντάμε ακόμα και σε πολύ σοβαρά ατυχήματα. Άνθρωποι που αιμορραγούν επιμένουν να πάνε στη δουλειά τους. Είναι απολύτως φυσικό να θέλεις να πείσεις τον εαυτό σου ότι δεν συνέβη τίποτα σοβαρό. Ο εγκέφαλός μας προσπαθεί μάλλον να μας προστατεύσει από το στρες». «Όμως μπορεί και να είναι αλήθεια». Η φωνή της είχε μια χροιά παρακλητική. «Μπορεί, δεν μπορεί, να ήταν ένας απλός τσαντάκιας; Μια φριχτή σύμπτωση;» «Ίσως να έχεις δίκιο. Θα το λάβουμε σοβαρά υπόψη μας. Πάντως, όπως είπα ήδη στον σύζυγό σου, δεν

284

NICCI FRENCH _

σκοπεύουμε να το ρισκάρουμε». «Αυτό είναι καλό», είπε σβησμένα. Έγειρα εμπρός. «Προφανώς θα το έχεις ήδη ακούσει, αλλά θα σ’ το πω κι εγώ. Άνθρωποι που έχουν βιώσει εμπειρίες σαν τη δική σου, συνηθίζεται να υποφέρουν από κατάθλιψη. Μπορεί να νιώθεις μπερδεμένη ή να κατηγορείς τον εαυτό σου ή και να αισθάνεσαι ότι σε κατηγορούν». Κοίταξα τον Γκαμπ. «Καταλαβαίνω», είπε εκείνος. «Καμιά φορά γκρινιάζουμε ο ένας στον άλλον, είναι αλήθεια. Αλλά ποτέ δεν θα κατηγορούσα την Μπρι για κάτι». «Δεν εννοούσα αυτό», εξήγησα. «Θέλω μόνο να πω ότι τέτοιου είδους καταστάσεις μπορούν να γίνουν απροσδόκητα δύσκολες. Κι είναι επίσης επίπονες για τα ζευγάρια». Η Μπριόνι κάθισε πίσω στον καναπέ και έκλεισε τα μάτια. «Το μόνο που θέλω είναι να περάσουν όλα», ξεφύσηξε. «Νομίζω πέρασαν πια για σένα», της είπα. «Ειλικρινά. Απλά θέλουμε να περάσουν και για όλους». Έγειρε στον Γκαμπ, που της χάιδεψε τα μαλλιά. Ξαφνικά ένιωσα ένα ίχνος ζήλιας, ένιωσα τελείως περιττή και αποχώρησα γεμάτη αμηχανία.

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

285 _

30 Όταν έστριψα αριστερά, βγαίνοντας από την μποτιλιαρισμένη λεωφόρο και μπαίνοντας στο αδιέξοδο δρομάκι όπου έμενε ο Γουίλ, αιφνιδιάστηκα λιγάκι. Το σπίτι του, όπως μου είχε πει και στο τηλέφωνο, ήταν μια μικρή βικτοριανή μονοκατοικία. Εκείνη με τη σκούρα πράσινη εξώπορτα και τη μαύρη σιδερένια αυλόπορτα, όχι αυτή με τους απεριποίητους θάμνους και το σανιδωμένο παράθυρο στον πρώτο όροφο. Ωστόσο, δεν μου είχε διευκρινίσει ότι αυτές οι δύο μονοκατοικίες ήταν τα μοναδικά παλιά σπίτια σε μια μεγάλη ολοκαίνουρια οικιστική περιοχή, με ουρανοξύστες, παράδρομους και πάρκιγκ και με μια μικρή παιδική χαρά με σαραβαλιασμένες τσουλήθρες. Δυο έφηβοι κάθονταν στις κούνιες των νηπίων, καπνίζοντας και γδέρνοντας με τις σόλες των παπουτσιών τους τον ειδικό τάπητα. Το σπίτι του Γουίλ, με τον μπροστινό του κήπο και την περιποιημένη περίφραξη, έμοιαζε πολύ σουρεαλιστικό, σαν να ξεφύτρωσε από έναν μεσοαστικό δρόμο και να προσγειώθηκε εκεί κατά λάθος. Ήλπιζα να μου ανοίξει την πόρτα, να με τραβήξει μέσα, να κοιταχτούμε στα μάτια και να πέσουμε ο ένας στην

286

NICCI FRENCH _

αγκαλιά του άλλου. Μα φυσικά δεν έγινε έτσι. Ο Γουίλ άνοιξε πράγματι την πόρτα∙ είχε ένα ασύρματο τηλέφωνο σφηνωμένο κάτω από το πιγούνι του και μου έκανε νόημα να περάσω, χωρίς να πει άχνα. Μετά, εξαφανίστηκε στην κουζίνα παρέα με το τηλέφωνο, αφήνοντάς με να στέκομαι ολομόναχη στο σαλόνι, με το χαμόγελο να σβήνει από τα χείλη μου. Είχα τουλάχιστον την ευκαιρία να ρίξω μια ματιά τριγύρω. Ο χώρος ήταν σχεδόν άδειος. Αν φώναζα, θα ακουγόταν ο αντίλαλος της φωνής μου. Υπήρχαν μόνο τέσσερα πράγματα: ένας εκπληκτικά μεγάλος μουσταρδί καναπές, ένα κομψό ηχοσύστημα στη γωνία, μια περιστρεφόμενη ραφιέρα γεμάτη cd και μια από αυτές τις πανέμορφες εταζέρες με τα δεκάδες μικρά συρταράκια που τις αγοράζεις πληρώνοντας αρκετές χιλιάδες λίρες από τις πανάκριβες αντικερί του Βόρειου Λονδίνου. Κι αυτά ήταν όλα. Ούτε τραπέζι. Ούτε καρέκλες. Ούτε τηλεόραση ή βίντεο. Ούτε βιβλιοθήκη. Ούτε κρεμάστρες για παλτά και μπουφάν. Ούτε πίνακες ούτε φωτογραφίες στους ολόλευκους τοίχους. Ούτε αντικείμενα παρατημένα εδώ κι εκεί. Σκέφτηκα το δικό μου διαμέρισμα: παρότι τακτοποιημένο και λιτό, είναι διάσπαρτο από πράγματα: στυλό και σημειωματάρια, βιβλία, εφημερίδες και περιοδικά, διακοσμητικά μπολ όπου βρίσκεις μέσα τους ξεχασμένα ζάρια ή κλειδιά ή ένα ζευγάρι σκουλαρίκια, κηροπήγια, καθρέφτες, γυαλιά, λουλούδια. Εδώ, όμως, τίποτα δεν μαρτυρούσε ότι κυλούσε η απλή καθημερινότητα των συνηθισμένων ανθρώπων. Έβγαλα το σουέντ σακάκι μου, το άφησα στο μπράτσο του καναπέ και περιεργάστηκα τα cd. Ούτε ένα δεν αναγνώρισα. Πλησίασα τη συρταριέρα και άνοιξα προσεκτικά ένα συρτάρι. Άδειο. Το ίδιο και τα επόμενα τρία. Στο πέμπτο βρήκα μερικούς συνδετήρες και σε κάποιο άλλο ένα σπασμένο πιόνι σκακιού. Αυτά μόνο.

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

287 _

«Με συγχωρείς». Ξαφνιάστηκα. Ήρθε αθόρυβα, σαν γάτα, και με τσάκωσε να χώνω τη μύτη μου στα πράγματά του∙ μόνο που σαν να μην ήταν καν πράγματα δικά του. «Μένεις στ’ αλήθεια εδώ;» «Τι εννοείς;» «Να», έδειξα τον χώρο τριγύρω. «Τι κάνεις όταν βρίσκεσαι εδώ; Δεν υπάρχει τίποτα. Κάτι που να φανερώνει ότι ζεις εδώ. Είναι κάπως ανατριχιαστικό. Ξεπερνάει τα όρια του μινιμαλισμού». «Αυτό ακριβώς είναι το σκεπτικό». «Πόσο καιρό μένεις εδώ;» «Δύο χρόνια». «Δύο χρόνια! Και δεν έχεις αποκτήσει τίποτα μέσα σε δύο χρόνια; Πού έμενες πριν;» «Σε ένα πολύ γεμάτο σπίτι». «Με σύζυγο;» «Το γέμιζε κι η σύζυγος, ναι». «Κι έτσι τα άφησες πίσω σου όλα;» «Μπήκες στο ψητό κατευθείαν, λοιπόν. Θες κάνα ποτό;» «Ναι. Τι προσφέρεις;» Τον ακολούθησα στην κουζίνα που θύμιζε αμυδρά μονάχα κουζίνα. Υπήρχαν ένας νεροχύτης κοντά στο πίσω παράθυρο, ένας μεγάλος μεταλλικός κάδος απορριμμάτων, ένα ψυγείο στη γωνία. Όμως δεν είδα καμία από τις συνηθισμένες συσκευές και επιφάνειες, ούτε κάποια εστία μαγειρέματος. Μονάχα ένα παλιό ξύλινο τραπέζι, κόντρα στον τοίχο, και πάνω του μια κατσαρόλα, μια τοστιέρα, μια καφετιέρα και δυο κοφτερά μαχαίρια. «Χριστέ μου, Γουίλ, πολύ αλλόκοτη η κουζίνα σου». «Έχω ουίσκι, τζιν, μπράντι, βότκα, καμπάρι κι ένα περίεργο ισλανδικό σναπς που δεν το έχω ανοίξει». Ψαχούλευε σε ένα ψηλό ντουλάπι. «Α, και μπίρα και κρασί

288

NICCI FRENCH _

στο ψυγείο. Και τοματοχυμό». Δεν είχα όρεξη για μπίρα ή κρασί, ούτε για τοματοχυμό φυσικά. Ήθελα κάτι να μου κάψει τον λαιμό και να το νιώσω να κυλάει στις φλέβες μου. «Θα δοκιμάσω το ισλανδικό». «Πολύ τολμηρή σε βρίσκω. Θα πιω κι εγώ, λοιπόν». Πήγα στην πίσω πόρτα και κοίταξα έξω τον κήπο. Σουρούπωνε, αλλά μέσα στο μισοσκόταδο έβλεπα τη μικρή πρασιά και μια μεγάλη δάφνη ακριβώς στο κέντρο. Ο Γουίλ έβαλε αρκετά παγάκια σε δυο σωληνωτά ποτήρια και πρόσθεσε το ποτό. «Ευχαριστώ». Ύψωσα το ποτήρι μηχανικά και ήπια μεμιάς το μισό. «Γαμώτο!» Μου τσουρούφλισε τον λαιμό και τα μάτια μου βούρκωσαν. «Είσαι εντάξει;» «Εσύ δεν ήπιες καθόλου». Ήπιε ατάραχος και άφησε το ποτήρι του στο τραπέζι. Μας χώριζαν αρκετά μέτρα. Τον ένιωθα χιλιόμετρα μακριά μου, απρόσιτο. «Ειλικρινά δεν καταλαβαίνω γιατί ήθελες να έρθεις εδώ», μου είπε, κοιτώντας το κενό που μας χώριζε. Δεν μπήκα στον κόπο να του απαντήσω. Ήπια το υπόλοιπο ποτό μονορούφι. Ήρθαν τα πάνω κάτω και ξαναμπήκαν στη θέση τους. Και τι έγινε; Τουλάχιστον ήμουν εκεί και όπου να ’ναι κάτι θα γινόταν. «Μήπως θέλεις να φύγω;» «Όχι». «Ωραία. Εξάλλου, αν μου κάνουν αλκοτέστ θα με πιάσουν. Τι κάνουμε λοιπόν;» «Θες να φας κάτι;» «Όχι, ευχαριστώ». «Κοιμήθηκες καθόλου;» «Όχι». «Ούτε φαΐ ούτε ύπνος».

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

289 _

«Δεν πρόκειται να κάνω την πρώτη κίνηση, Γουίλ». Το αλκοόλ μου έδωσε θάρρος. «Εντάξει». «Είναι η σειρά σου». «Για να απαντήσω στην ερώτησή σου, άλλαξα ζωή επειδή μια μέρα ξύπνησα με χανγκόβερ κι ένιωσα ότι τα σιχάθηκα όλα». «Τη δουλειά σου;» «Τη δουλειά μου, τη δεξιοτεχνία μου στη δουλειά, την εκπληκτική μου ικανότητα να υπακούω στο γράμμα του νόμου και ποτέ στο πνεύμα του, τους τιποτένιους θριάμβους και τις επιτυχίες μου, το σπίτι μου με τα ακριβά του έπιπλα, τον τραπεζικό μου λογαριασμό, τον χαρτοφύλακα, το λάπτοπ και το κινητό μου που τα κουβαλούσα στη δουλειά νωρίς κάθε πρωί με το μετρό, στριμωγμένος ανάμεσα σε τόσους άλλους ανόητους σαν και μένα. Αηδίασα μέχρι θανάτου με ό,τι είχα και δεν είχα. Όσο περισσότερα έχεις τόσο περισσότερα νιώθεις πως χρειάζεσαι. Τελευταίας τεχνολογίας κινητό, εντυπωσιακά γκάτζετ, ρολόι-κομπιούτερ. Σιχάθηκα τις γαμημένες τις πρέσες για τα παντελόνια, τα κοστούμια και τις γραβάτες, τα κοκτέιλ- πάρτι, τις συσκέψεις με όλους αυτούς που φορούσαν κοστούμια σαν το δικό μου και είχαν πρέσες και πανάκριβα έπιπλα, τις κουβέντες για τις διακοπές στο Κέιπ Κοντ, τις συζητήσεις για το γκολφ, τα δίδακτρα των σχολείων και τα καλά κρασιά. Απλά ξύπνησα μια μέρα και κατάλαβα ότι δεν άντεχα άλλο. Δεν μπορούσα να ξαναπάω εκεί πέρα, ούτε για μία μέρα. Σαν να έπαθα δηλητηρίαση από αλκοόλ. Απεχθάνθηκα τον εαυτό μου, ο κόσμος που ζούσα μου προκαλούσε αλλεργία. Εξοργίστηκα διαπιστώνοντας πόσο απαρατήρητα συνέβαιναν όλα γύρω μου. Καταλαβαίνεις; Κάθε πρωί και κάθε βράδυ περνούσα δίπλα από παρέες άστεγων παιδιών, σαν κι αυτά με τα οποία ζω τις μέρες μου τώρα, προσπερνούσα μέθυσους

290

NICCI FRENCH _

και πόρνες και κυριολεκτικά δεν τους έβλεπα, εκτός κι αν μου εμπόδιζαν τον δρόμο. Ήμουν τυφλός». «Και ξαφνικά τους είδες;» «Καλά, δεν έγινε και κανένα θαύμα». «Ωστόσο, η συνείδησή σου σε έκανε να φύγεις και να ανοίξεις τον ξενώνα;» Ήθελα να τον κάνω να πει κάτι καλό για τον εαυτό του. «Αυτή τη λέξη τη χρησιμοποιώ μόνο όταν προσπαθώ να αποσπάσω καμιά δωρεά για το κέντρο από κάποιον επιχειρηματία που θέλει να νιώσει ενάρετος. Οι πολιτικοί την έχουν ξεφτιλίσει. Συνείδηση. Ακεραιότητα. Τιμή. Αλήθεια. Ειλικρίνεια. Αγάπη». Μιλούσε με ύφος άγριο. «Μάλλον παρόρμηση ήταν. Μη με κάνεις να φαίνομαι σαν σταυροφόρος. Για τον εαυτό μου το έκανα, για να σωθώ εγώ. Μονάχα τον εαυτό μου προσπαθώ να σώσω. Θες κι άλλο ποτό;» «Ναι. Γιατί όχι; Και η γυναίκα σου;» «Εκείνη έμεινε». «Στο γεμάτο σπίτι;» «Ναι». «Παιδιά είχατε;» «Όχι». «Τη βλέπεις ποτέ;» «Όχι». «Σου λείπει;» «Όχι». «Μοναξιά νιώθεις;» «Όχι. Ή μάλλον, όχι μέχρι τώρα». «Γιατί τώρα;» «Εσύ γιατί λες, Κιτ;» «Το κάνεις συχνά αυτό;» «Ποιο;» «Αυτό που θα κάνουμε σε λίγο». «Όχι. Εσύ;»

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

291 _

«Όχι. Δεν φαίνεται;» «Πολλοί φαίνονται κάπως και στο τέλος αποδεικνύονται αλλιώς». «Εγώ πώς φαίνομαι;» «Φαίνεσαι να φοβάσαι, αλλά παρά τον φόβο σου να προχωράς». «Τι φοβάμαι;» «Δεν ξέρω. Εμένα;» «Γιατί να σε φοβάμαι;» Τον φοβόμουν όμως∙ ήμουν κυριευμένη από τρόμο και έξαψη. «Τότε τον κόσμο. Φοβάσαι μην πληγωθείς, ίσως». «Κάτι τέτοια τετριμμένα υποτίθεται πως εγώ πρέπει να τα λέω». «Πιες το ποτό σου». «Το τέλειωσα. Και τώρα;» «Αν σου ζητούσα να ανέβουμε πάνω, τι θα έλεγες;» «Ζήτα το και θα δεις». «Θες να ανέβουμε πάνω;» «Ναι». Πήρε το μπουκάλι και τον ακολούθησα έξω από την κουζίνα, στις στενές γυμνές σκάλες προς την κρεβατοκάμαρά του: ένα φουτόν, μια ντουλάπα, ένα ψηλό επιδαπέδιο φωτιστικό και απροσδόκητα χαρούμενες κίτρινες κουρτίνες, μισάνοιχτες, που άφηναν να περνάει μέσα το αεράκι από το ανοιχτό παράθυρο. «Ξεκούμπωσε την μπλούζα σου». «Δώσε μου πρώτα το μπουκάλι. Πρέπει να πάρω θάρρος. Ορίστε. Σ’ αρέσει;» «Ναι. Είσαι στ’ αλήθεια πολύ όμορφη». «Και τότε γιατί έχεις πάρει αυτή την έκφραση, σαν να υποφέρεις;» «Επειδή είσαι όμορφη». «Εντάξει». «Μη με εμπιστευτείς, Κιτ».

292

NICCI FRENCH _

«Δεν σε εμπιστεύομαι. Δεν σε εμπιστεύομαι καθόλου. Αυτό ακριβώς είναι το θέμα». «Δεν θα σου κάνω καλό». «Αυτό δεν με πειράζει καθόλου».

Μετά, έμεινα ξαπλωμένη στο φουτόν του και κοιτούσα έξω από το παράθυρο το μισοφέγγαρο στον μελανό ουρανό. Ο Γουίλ ήταν κι αυτός ξαπλωμένος δίπλα μου, σιωπηλός, και έβλεπε το ταβάνι με μισόκλειστα μάτια. Έπειτα είπε: «Πεινάω». «Εγώ διψάω». «Θες να φας τίποτα;» «Δεν νομίζω να έχεις και τίποτα για φαγητό». «Δεν έχω. Αλλά μπορώ να φέρω κάτι απέξω. Ιταλικό, ινδικό, κινέζικο, ταϊλανδέζικο, ελληνικό. Υπάρχει κι ένα γιαπωνέζικο, όχι πολύ μακριά από εδώ». «Δεν με νοιάζει. Ό,τι θέλεις». «Δεν θα αργήσω». Φόρεσε ένα παλιό τζιν και μια γκρίζα μπλούζα. «Μη φύγεις». Έμεινα στο κρεβάτι ενόσω άκουγα τα βήματά του στα ξύλινα σκαλοπάτια, άκουσα την εξώπορτα να κλείνει. Ήμουν μόνη, στο σπίτι του Γουίλ. Έπειτα από λίγα λεπτά πήγα στο μπάνιο. Πολύ καθαρό και λειτουργικό. Πλύθηκα και φόρεσα ένα χοντρό μπλε μπουρνούζι που κρεμόταν πίσω από την πόρτα, μετά ανέβηκα στο δεύτερο δωμάτιο του επάνω ορόφου, ένα τετράγωνο δωμάτιο που έβλεπε στον πίσω κήπο. Είχε μόνο ένα μεγάλο πιάνο κι ένα σκαμπό. Άγγιξα ένα από τα λευκά πλήκτρα και αντήχησε μια νότα. Λίγο ξεκούρδιστο μου φάνηκε. Άνοιξα το κάλυμμα του σκαμπό και βρήκα μερικές τσαλακωμένες παρτιτούρες με σημειώσεις από μολύβι στην κορυφή τους κι ένα κουτάκι μπίρα. Κατέβηκα κάτω για να βρω κάτι να πιω, επειδή ένιωθα ξερό το στόμα μου από το οινόπνευμα. Στον διάδρομο,

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

293 _

χτύπησε το τηλέφωνο και ακούστηκε ο τηλεφωνητής. «Γουίλ», είπε μια αντρική φωνή, ψιθυριστά. «Γουίλ, εγώ είμαι, φίλε. Πρέπει να σου μιλήσω. Γουίλ, είσαι εκεί; Σε παρακαλώ. Είναι επείγον». Ακολούθησε σιωπή κι άκουγα την ανάσα του. Ανεξήγητα, κράτησα την αναπνοή μου, λες και θα μπορούσε να την ακούσει μέσα από τη γραμμή. Μετά το τηλέφωνο έκλεισε. Πήρα ένα μπουκάλι ανθρακούχο νερό από το ψυγείο και ήπια δυο ποτήρια. Η ώρα, σχεδόν έντεκα. Μέσα στο τελευταίο σαρανταοκτάωρο είχα κοιμηθεί το πολύ δύο ώρες. Όμως δεν ένιωθα κουρασμένη, όχι ακριβώς, ένιωθα μια περίεργη υπερδιέγερση. Το δέρμα μου μυρμήγκιαζε, η καρδιά μου σφυροκοπούσε, το μυαλό μου έτρεχε, καθετί τριγύρω μού φαινόταν υπερβολικά ξεκάθαρο, λουσμένο στο φως κάποιου εκτυφλωτικού προβολέα. Μπήκα στο σαλόνι και κάθισα στον μαλακό αναπαυτικό καναπέ, με τα πόδια κουλουριασμένα. Έτσι με βρήκε ο Γουίλ, όταν γύρισε έπειτα από δεκαπέντε λεπτά. Μπήκε μέσα κρατώντας μια μεγάλη σακούλα, με ύφος σκοτισμένο και σοβαρό: την έκφραση που έπαιρνε όταν ήταν μόνος. Τότε με είδε. Δεν χαμογέλασε, όμως η σκιά που τον σκέπαζε σαν να εξαφανίστηκε. Εγώ το έκανα αυτό, σκέφτηκα, καθώς στριμώχτηκα στην άκρη για να του κάνω χώρο. Δεν μίλησε, αλλά με αγκάλιασε και με τράβηξε κοντά του. Τα μάγουλά του ήταν κρύα από το νυχτερινό αεράκι. Τότε αναστέναξε και έγειρε εμπρός για να βγάλει δύο μαύρα δισκάκια από τη σακούλα. «Τι όμορφα, σαν έργο τέχνης. Κρίμα που θα τα χαλάσουμε». «Κανονικά πρέπει να πιούμε και σάκε». «Δεν θέλω να πιω άλλο». «Ορίστε, φάε αυτό». Με τάισε ένα κομμάτι ωμό τόνο με καυτή πράσινη σάλτσα βουτηγμένο στη σόγια∙ το μάσησα πειθήνια. Δεν

294

NICCI FRENCH _

είχε γεύση ψαριού ούτε άλμης. Είχε γεύση φρεσκάδας. «Ωραίο». «Να κι άλλο». «Μμμ». «Μην κλείνεις τα μάτια». «Όχι βέβαια». «Φάε κι αυτό. Κιτ, Κιτ». Προσπάθησα να κρατήσω ανοιχτά τα μάτια, μα ήταν όλα υπερβολικά όμορφα για να τα αντέξω: το ζεστό δωμάτιο, ο αναπαυτικός καναπές, το μπουρνούζι με τη μυρωδιά του να τυλίγει το γυμνό μου κορμί, το παράξενο φαγητό, ο αόριστος φόβος που μου γαργαλούσε την κοιλιά, η αίσθηση του χεριού του στα μαλλιά μου, ο ήχος της φωνής του στο αφτί μου να λέει το όνομά μου. Η ανάσα του στο μάγουλό μου. Ένιωσα να βυθίζομαι σε ένα υπέροχο σκοτάδι.

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

295 _

31 Κοίταξα για μια στιγμή τον Μάικλ Ντολ προτού τον πλησιάσω. Μια σειρά από άντρες στέκονταν στην όχθη του καναλιού. Ήταν πρωί Τετάρτης. Δουλειές δεν είχαν όλοι αυτοί; Κάνα-δυο ραδιόφωνα έπαιζαν δυνατά διαφορετικούς σταθμούς. Τα πτυσσόμενα καλάμια των ψαράδων παραήταν μεγάλα, κάποια έφταναν μέχρι το μονοπάτι και μέχρι την άλλη άκρη του καναλιού. Καθώς στεκόμουν εκεί πέρασε σαν σίφουνας ένας νεαρός ποδηλάτης, προκαλώντας αναστάτωση και αναγκάζοντας τους ψαράδες να μετακινήσουν τα καλάμια τους. Μια-δυο παρέες ψαράδων είχαν στήσει πηγαδάκια κι έπιναν κάτι ζεστό από ένα φλασκί, αλλά οι περισσότεροι ήταν μόνοι. Για κάποιον λόγο ο Μάικλ Ντολ έμοιαζε πιο μόνος, ακόμα παραπέρα, μακριά από τους υπόλοιπους. Άραγε ήξεραν γι’ αυτόν; Ο σκύλος του καθόταν δίπλα του ασάλευτος, με τα σάλια του να στάζουν μέσα από τα κιτρινισμένα δόντια του. Τον πλησίασα, περνώντας πάνω από καλάμια κι ανάμεσα από πλαστικά κουτιά με αγκίστρια, καρούλια και σκουλήκια. Παρότι δεν είχε κρύο, ο Ντολ φορούσε ένα καρό μαυροκόκκινο πανωφόρι σαν εκείνα των ξυλοκόπων κι ένα αρκετά στιλάτο σκούρο

296

NICCI FRENCH _

μπλε καπελάκι. Κοιτούσε ευθεία μπροστά και, καθώς πλησίαζα ολοένα πιο κοντά του, άκουγα ότι σιγοτραγουδούσε. Τότε, λες κι ένιωσε το βλέμμα μου πάνω του, σαν απαλό αεράκι, γύρισε προς το μέρος μου. Χαμογέλασε, δίχως ίχνος έκπληξης. Απέπνεε μια προσμονή που με έκανε να ανατριχιάσω. «Γεια σου, Κιτ», είπε. «Τι κάνεις;» «Καλά», αποκρίθηκα, χώνοντας τα χέρια στις τσέπες και κοιτώντας τριγύρω. «Πρώτη φορά σε βλέπω να ψαρεύεις». Κάγχασε βραχνά. «Είναι ωραία η ζωή εδώ», είπε. «Ωραίοι κι οι άνθρωποι». Σήκωσε το καλάμι του. Το αγκίστρι του άδειο. «Τα πονηρά, τσιμπολογάνε τα σκουλήκια». Πάλι κάγχασε. Μετακίνησε το καλάμι, το αγκίστρι τινάχτηκε προς το μέρος του κι εκείνος το άρπαξε επιδέξια. Καθόταν σε ένα πτυσσόμενο σκαμπό. Πλάι στην αριστερή του μπότα υπήρχε ένα μεταλλικό κουτί γεμάτο σκουλήκια που αργοσάλευαν. Ψαχούλεψε με τα δάχτυλα μέχρι να βρει το κατάλληλο. «Οι άλλοι χρησιμοποιούν σκουλήκια του εμπορίου», παρατήρησα. «Αυτά τα σκουλήκια είναι πεταμένα λεφτά», απάντησε. «Λίγο να σκάψεις στο χώμα και βρίσκεις όσα ζωντανά σκουλήκια θέλεις. Άλλωστε, έχουν και περισσότερη σάρκα». Σχεδόν έκλεισε το ένα μάτι και μισόκλεισε το άλλο, καθώς ίσιωνε το άτυχο σκουλήκι για να το περάσει στο αγκίστρι. «Τι περίεργο, οι άνθρωποι ανησυχούν για τις αλεπούδες και τις φώκιες, αλλά δεν ανησυχούν καθόλου για τα σκουληκάκια. Δηλαδή, να, κοίτα αυτό εδώ. Λένε ότι δεν νιώθουν πόνο, αλλά κοίταξέ το». Με την αιχμή του αγκιστριού διαπέρασε το σώμα του σκουληκιού. Χύθηκε ένα γκρίζο υγρό. Έχουν αίμα τα σκουλήκια; Θα το είχα διδαχτεί σίγουρα στη βιολογία, στα δεκατρία μου, μα δεν θυμόμουν πια. «Κοίτα», είπε

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

297 _

μηχανικά, «σφαδάζει. Θα στοιχημάτιζες ότι πονάει και προσπαθεί να ξεφύγει, έτσι δεν είναι; Έλα, ήσυχα». Οι δύο τελευταίες του λέξεις απευθύνονταν στο σκουλήκι. Αντί να ξεφύγει, το σκουλήκι καρφώθηκε για δεύτερη φορά στο αγκαθωτό αγκίστρι. «Ποιος μπορεί να πει με σιγουριά ότι δεν νιώθουν πόνο, όπως νιώθουμε εσύ κι εγώ;» «Τότε γιατί το κάνεις;» Ο Ντολ τίναξε το καλάμι και το σκουλήκι χάθηκε στα μαύρα νερά του καναλιού. Ο μικρούτσικος φελλός έγειρε, ταλαντεύτηκε και τελικά έμεινε όρθιος. «Δεν το σκέφτομαι». «Κι όμως το σκέφτεσαι. Μόλις τώρα το συζητούσες». Συνοφρυώθηκε σκεφτικός. «Μου περνάει από το μυαλό, ναι. Αλλά δεν με ενοχλεί. Εξάλλου, για σκουλήκια μιλάμε». «Ναι, σωστά. Πιάνεις πολλά ψάρια;» «Καμιά φορά και δέκα. Άλλες φορές κάθομαι όλη μέρα μέσα στη βροχή και δεν πιάνω τίποτα». «Και τι τα κάνεις;» «Τα ξαναρίχνω μέσα. Εκτός αν το αγκίστρι έχει μπει πολύ βαθιά. Τραβάς το αγκίστρι και τους σχίζεται το στόμα ή τους βγαίνουν τα έντερα. Τότε τα πνίγω και τα δίνω σε έναν γάτο που τριγυρίζει κοντά στο σπίτι μου. Ξετρελαίνεται». Έβαλα τα χέρια πιο βαθιά στις τσέπες και προσπάθησα να διατηρήσω μια έκφραση ευγένειας και ενδιαφέροντος. Άκουγα τον Ντολ να μονολογεί, αλλά σύντομα συνειδητοποίησα ότι μιλούσε στα ψάρια, στα αόρατα ψάρια μέσα στα βρόμικα μαύρα νερά, προσπαθώντας να τα ξεγελάσει να τσιμπήσουν το αγκίστρι του. «Ορίστε», ψιθύριζε. «Ελάτε ομορφιές μου. Ελάτε!» Σήκωσε το αγκίστρι από το νερό. Ψάρι δεν υπήρχε, αλλά το μισό σκουλήκι ήταν φαγωμένο. Γέλασε ξεφυσώντας. «Πονηρούληδες!»

298

NICCI FRENCH _

«Μάικλ, ήρθα να μιλήσουμε για το περιστατικό στο κανάλι». Μουρμούρισε κάτι ασύλληπτο. «Δεν το θεωρείς περίεργο που ήσουν εδώ όταν συνέβη;» Γύρισε προς το μέρος μου. «Καθόλου περίεργο», αντείπε. «Συνέχεια εδώ είμαι. Είναι το μέρος μου. Όποιος θέλει να σκοτώνει κορίτσια στο μέρος μου, θα με βρίσκει εδώ». «Εντάξει», πήγα με τα νερά του. «Είναι το μέρος σου. Σίγουρα. Αλλά τον αναγνώρισες αυτόν τον άντρα; Μήπως είχε πάνω του κάτι γνώριμο;» «Μπα», είπε ο Ντολ. «Όλα έγιναν στο άψε-σβήσε. Μες στο σκοτάδι. Τίποτα δεν πρόσεξα». «Είσαι εντάξει, Μάικλ; Μήπως δέχτηκες πάλι επίθεση;» «Μπα», χαμογέλασε πάλι. «Είναι όλα περασμένα. Περασμένα ξεχασμένα». Κοίταξα επιφυλακτικά τον φελλό του. Τα τρία τέταρτα του σκουληκιού θα πρέπει να είχαν ήδη φαγωθεί. Αισθανόμουν ότι δεν θα άντεχα να παρακολουθήσω, πρωί πρωί, το μαρτύριο ενός δεύτερου σκουληκιού. «Προσπάθησε να σκεφτείς, Μάικλ», τον πίεσα. «Αν θυμηθείς κάτι, οτιδήποτε, τηλεφώνησέ μου. Μπορείς να επικοινωνήσεις και μέσω της αστυνομίας». «Μπα, το θυμάμαι το τηλέφωνό σου». «Εντάξει», είπα διστακτικά. «Ξέρω και πού μένεις». «Μπορείς βέβαια να μιλήσεις και στην αστυνομία». «Κοίτα, ψάρι! Ψάρι που να πάρει!» Το ασημί του χρώμα έλαμπε καθώς κρεμόταν από το καλάμι του Ντολ. Έφυγα γρήγορα, για να μη δω τα έντερά του να βγαίνουν από το στόμα του. Γυρίζοντας σπίτι με τα πόδια, πέρασα από μια καφετέρια και κάθισα σε ένα δελεαστικό άδειο τραπεζάκι στη λιακάδα. Παρήγγειλα έναν διπλό εσπρέσο και

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

299 _

προσπάθησα να βάλω σε τάξη το μυαλό μου. Όταν ήρθε κι ο δεύτερος καφές, τηλεφώνησα στον Όμπαν. Ναι, η Μπριόνι του είχε δώσει κατάθεση και το ηθικό του ήταν πολύ πεσμένο. «Όπως ξέρεις, δεν βγάλαμε άκρη με τις μαλακίες του Μίκι Ντολ, με συγχωρείς για το λεξιλόγιο, κι όσο για την περιγραφή του δολοφόνου, σύμφωνα με τον Τέρενς Μακ έχουμε έναν αρκετά ψηλό τύπο, ενώ σύμφωνα με την Μπριόνι, έναν αρκετά κοντό. Μάλλον πρέπει να τους βάλουμε παρεούλα να τα βρουν μεταξύ τους». «Γινόταν χαμός μέσα στη νύχτα», είπα. «Τι περίμενες;» «Μου φαίνεται απίστευτο που έσκασε μύτη ο μπάσταρδος κι εμείς δεν έχουμε τίποτα στα χέρια μας. Εσύ τι κάνεις τώρα;» «Κάθομαι σε μια καφετέρια και πίνω καφέ». «Μακάρι να ήμουν εκεί, που να πάρει! Παρεμπιπτόντως, θα μας κάνεις καμιά αναφορά του περιστατικού; Έχεις βγάλει κάποιο συμπέρασμα;» «Η Μπριόνι πιστεύει πως ήταν απόπειρα ληστείας που στράβωσε, πως δεν έχει καμία σχέση με την υπόθεση». «Ναι, το ίδιο είπε και σε εμάς. Μα τι πρόβλημα έχει; Δεν θέλει να γίνει διάσημη;» «Πάντως, πρέπει να το λάβουμε κι αυτό υπόψη μας». «Μήπως θέλεις και να τη βάλουμε επικεφαλής της έρευνας; Πολύ θα χαρώ να την ξεφορτωθώ από πάνω μου». Δεν μπόρεσα να μη γελάσω. «Με ακούς, Κιτ;» «Δεν πρέπει να αποπροσανατολιζόμαστε», είπα. «Δεν είναι μόνο άποψη της Μπριόνι. Είναι κι ότι το περιστατικό δεν ταιριάζει με τη γενική εικόνα». «Τι εννοείς όταν λες ότι δεν ταιριάζει με τη γενική εικόνα; Μια χαρά ταιριάζει. Έχουμε το κανάλι, έχουμε και τον Ντολ. Δεν σου φτάνουν αυτά;» «Εγώ σκεφτόμουν την επίθεση αυτή καθαυτή. Οι άλλες δύο έγιναν με τρόπο πολύ επιδέξιο. Όμως αυτή ήταν

300

NICCI FRENCH _

τελείως αδέξια». «Ξεκόλλα, Κιτ. Τέτοιου είδους φονιάδες οδηγούνται σε κλιμάκωση, γίνονται απερίσκεπτοι. Αναγκάζονται να παίρνουν ολοένα περισσότερα ρίσκα αναζητώντας την απόλυτη απόλαυση. Αν δεν είχαμε για μάρτυρες έναν λαπά κι έναν παλαβό θα τον είχαμε τσακώσει. Όσο για τον αναθεματισμένο τον παλαβό…» «Δεν ξέρω, Νταν, μόλις πήγα και μίλησα στον Ντολ, στο κανάλι». «Μπα, μη μου πεις! Και πιστεύεις ότι είναι πολύ καλός άνθρωπος για να κάνει κάτι τέτοιο». «Το αντίθετο. Αν ο Ντολ ήταν δολοφόνος, θα ήταν πολύ χειρότερος. Ξέρω τι σου λέω. Μόλις τον είδα να τρυπάει με το αγκίστρι του ένα σκουλήκι». «Σε αυτό βασίζεις το συμπέρασμά σου;» «Και σε αυτό». «Καλά που μου το είπες, για να μη σου γνωρίσω τον δεκατριάχρονο γιο μου. Έπρεπε να έβλεπες τι κάνει με τα σκαθάρια και τον μεγεθυντικό φακό του». Το φλιτζάνι μου είχε αδειάσει. Δεν άντεχα να παραγγείλω κι άλλο. Το κεφάλι μου ήδη γύριζε. Ο ήλιος είχε κρυφτεί πίσω από ένα σύννεφο. Το κρύο ήταν κάπως αναπάντεχο. «Τι σκοπεύεις να κάνεις, λοιπόν;» τον ρώτησα. Ακολούθησε σιωπή για μερικά δευτερόλεπτα και νόμισα ότι κόπηκε η γραμμή. «Έχω μια φριχτή αίσθηση ότι το μόνο που κάνουμε είναι να καθόμαστε με σταυρωμένα χέρια, μέχρι αυτός να διαπράξει κάτι ακόμα πιο ηλίθιο ώστε να τον πιάσουμε. Εντωμεταξύ, ας κοιτάξουμε τουλάχιστον να εκμεταλλευτούμε τη δημοσιότητα. Ενημέρωσα μερικούς δημοσιογράφους για την καινούρια επίθεση. Προσπάθησα να πείσω την κυρία Τιλ να βγει στην τηλεόραση, αλλά δεν μου φάνηκε σύμφωνη. Ίσως την πείσεις εσύ».

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

301 _

«Εντάξει». «Έχεις καμιά άλλη ιδέα; Εσύ τι σκοπεύεις να κάνεις;» Ήταν η σειρά μου να παραμείνω σιωπηλή για μερικά δευτερόλεπτα. Τι σκόπευα να κάνω; «Προσπαθώ να τα πιάσω όλα από την αρχή. Νιώθω ότι κάτι μας διαφεύγει». «Ψάχνεις για κάποιον συνδετικό κρίκο;» «Δεν ξέρω». «Μα, Κιτ», είπε ο Όμπαν, με ένα ανεπαίσθητο ίχνος αγανάκτησης στη φωνή του, «έχουμε ήδη τους συνδετικούς κρίκους. Εσύ προσδιόρισες έναν από τους βασικούς. Γιατί ψάχνουμε και γι’ άλλους;» «Δεν ξέρω», απάντησα, κι ένιωσα ξαφνικά να χάνω όλο το κουράγιο μου. «Ίσως, τελικά, ρίχνω απλά στάχτη στα μάτια μου». «Εσύ το είπες, όχι εγώ», έσπευσε ο Όμπαν. «Αν λοιπόν αποφασίσεις να καθαρίσεις τις στάχτες, ενημέρωσέ με». Και το τηλέφωνο έκλεισε. Πήγα στην κλινική και πέρασα μια γεμάτη μέρα, μιλώντας στο τηλέφωνο, απαντώντας σε μηνύματα, προεδρεύοντας σε μια σύσκεψη για ένα αγόρι που έβαλε φωτιά στο σπίτι της ανάδοχης οικογένειάς του, παίρνοντας συνέντευξη από δύο αφόρητους υποψήφιους. Έκανα ενδιαφέροντα σχόλια, συζητούσα και διαφωνούσα∙ και διαρκώς το μυαλό μου ήταν αλλού. Γύρισα σπίτι στις οκτώ και βρήκα ένα σημείωμα στο τραπέζι: «Βγήκα. Θα αργήσω πολύ. Τηλεφώνησε ο τρελάρας. Με αγάπη. Τζ.» Μήπως θυμήθηκε κάτι; Καθώς έκανα ένα μπάνιο με την ησυχία μου, με πήρε για λίγο ο ύπνος μέσα στην μπανιέρα. Ήξερα ότι μπορεί να αποκοιμηθείς στο τιμόνι, να τρακάρεις και να σκοτωθείς. Αλλά μπορούσε άραγε να σε πάρει ο ύπνος στην μπανιέρα και να πνιγείς; Δεν το ρίσκαρα. Βγήκα από το μπάνιο και φόρεσα μια ρόμπα. Τηλεφώνησα στον Γουίλ. Δεν

302

NICCI FRENCH _

απάντησε. Έριξα μια ματιά στο ψυγείο, βρήκα ένα μπολ με ρύζι και το καταβρόχθισα στα όρθια. Θα ήταν καλύτερο αν το ζέσταινα, με λίγο ελαιόλαδο και παρμεζάνα. Μετά έφαγα δύο αγγουράκια τουρσί και μια ντομάτα. Έβαλα ένα ποτήρι κρασί. Άνοιξα το ραδιόφωνο και δεν ξαφνιάστηκα καθόλου μόλις διαπίστωσα ότι η φωνή που άκουγα ανήκε στον Σεμπ Γουέλερ, ο οποίος μιλούσε για τη Λιάν και τη Φιλίππα. Θεέ μου, πολύ επαγγελματίας ο άνθρωπος. Οι λέξεις κυλούσαν αβίαστα από το στόμα του, χωρίς δισταγμούς, με περιστασιακές παύσεις που οροθετούσαν τον αυθορμητισμό του. «Προφανώς, η συγκεκριμένη υπόθεση αγγίζει την ψυχή κάθε γυναίκας που ζει στην περιοχή», δήλωνε με στόμφο. «Νομίζω ότι οι άντρες δεν την πολυκαταλαβαίνουν». «Εκτός από εσένα, φυσικά», κορόιδεψα∙ κι αμέσως ντράπηκα για τον εαυτό μου. «Οι άντρες δεν ξέρουν πώς είναι για μια γυναίκα να περπατάει σε ένα σκοτεινό δρομάκι, να στέκεται σε έναν έρημο σταθμό του μετρό και να ακούει βήματα να πλησιάζουν, να είναι ξαπλωμένη στο κρεβάτι τη νύχτα και να αφουγκράζεται περίεργους ήχους απέξω. Όλες οι γυναίκες –και οι τολμηρές και οι επιφυλακτικές– έχουν στην ψυχή τους ένα κρυφό υπόγειο γεμάτο φόβο. Εμένα μου αρέσει να το λέω…» έκανε πάλι μια παύση «…μου αρέσει να το λέω κόκκινο δωμάτιο…» «Χριστέ μου!» φώναξα. «Ένα κόκκινο δωμάτιο όπου όλα όσα φοβούνται περισσότερο…» Χτύπησε το τηλέφωνο και έκλεισα το ραδιόφωνο εξοργισμένη. «Εγώ είμαι». «Ποιος;» «Ο Μάικ».

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

303 _

Μου πήρε ένα δευτερόλεπτο για να συνδέσω αυτό το όνομα με τον Μάικλ Ντολ. Έγινε Μάικ, λοιπόν. «Γεια». «Τι κάνεις;» Ένιωσα ένα αμυδρό κύμα ναυτίας να με κυριεύει. Μήπως θα με ρωτούσε και τι φοράω; Έκλεισα σφιχτά τη ρόμπα μου. «Γιατί μου τηλεφώνησες, Μάικλ; Μήπως θυμήθηκες κάτι;» «Απλά σε πήρα», σαν να ντράπηκε. «Όπως κι εσύ ήρθες να με δεις στο κανάλι. Έτσι κι εγώ σε πήρα τηλέφωνο». Παύση. «Χάρηκα που σε είδα». «Πρέπει να κλείσω τώρα», είπα. «Εντάξει», απάντησε. «Καληνύχτα». «Να κοιμηθείς καλά». Δεν κοιμήθηκα καλά. Μετά από αυτό. Για ώρες. Ξύπνησα νιώθοντας σαν να μην έχω κοιμηθεί καθόλου. Αισθανόμουν τη γλώσσα μου κολλημένη στον ουρανίσκο. Μα δεν είχα πιει και τόσο. Η ώρα ήταν οκτώμισι όταν σηκώθηκα. Η Τζούλι καθόταν στο τραπέζι με την καφετιέρα μπροστά της, διαβάζοντας μια εφημερίδα. Υπήρχαν κι άλλες σκορπισμένες στο τραπέζι. Ένιωθα σαν να είναι Κυριακή, αλλά ήταν Πέμπτη. Εκείνη είχε πέσει για ύπνο περίπου τέσσερις ώρες μετά από μένα, όμως έμοιαζε σαν να ξεπήδησε από μια διαφήμιση, σαν να διαφήμιζε τη νιότη και τη φρεσκάδα. «Τι γίνεται;» ρώτησα. «Πήγα να πάρω μια εφημερίδα και έλεγαν για την υπόθεσή σου∙ κι έτσι πήρα κι άλλες». «Δεν είναι υπόθεσή μου». «Καταπληκτικό. Μια γυναίκα ισχυρίζεται ότι μπορεί να βρει τον δολοφόνο χρησιμοποιώντας κρυστάλλους. Κάποιος άλλος μας υπόσχεται ότι υπάρχει μια σχέση με το φεγγάρι. Είναι κι ένας άλλος ψυχολόγος. Έχουν κάνει και

304

NICCI FRENCH _

σκίτσο». Σήκωσε ψηλά την εφημερίδα. «Κάποιον μου θυμίζει. Σπάω το κεφάλι μου». «Τον Μπάστερ Κίτον», είπα. «Μπράβο! Αλλά αυτός έχει πεθάνει, έτσι δεν είναι;» «Μάλλον. Εξάλλου ο Μπάστερ Κίτον ήταν έτσι το 1925». Αυτή την περιγραφή λοιπόν κατάφεραν να αποσπάσουν από τον Τέρενς και την Μπριόνι; Θεέ μου, πρέπει να είναι πολύ απελπισμένοι! «Δεν λένε τίποτα για σένα, πάντως», είπε η Τζούλι, με ύφος κάπως απογοητευμένο. Ίσως να υποψιαζόταν ότι τα έβγαζα όλα από το μυαλό μου, ότι δεν εμπλεκόμουν πραγματικά ή ότι εμπλεκόμουν ελάχιστα, απειροελάχιστα. Ότι με είχαν για να τους πηγαίνω τους καφέδες, ας πούμε. «Θέλεις να το διαβάσεις;» «Δεν νομίζω». Ήπια λίγο καφέ και ντύθηκα βιαστικά. Είχα πολλά να κάνω. Αν έπεφτα έξω, θα σταματούσα, θα επιχειρούσα να ξαναγίνω κανονική, θα έπαυα να βλέπω παντού μοτίβα, σκιές στα σύννεφα. «Πρέπει να μιλήσουμε», είπε η Τζούλι καθώς ετοιμαζόμουν να φύγω. «Αργότερα», φώναξα, και κατέβηκα τρέχοντας τις σκάλες. Μόλις βγήκα από την πόρτα, ένιωσα κάποιον κοντά μου. Τον μύρισα. Γύρισα το κεφάλι. «Καλημέρα, Κιτ». Ήταν ο Ντολ, με τον σκύλο του δίπλα του. Φορούσε το ίδιο πανωφόρι με την προηγούμενη μέρα και το ίδιο καπέλο. Είχε προσθέσει ένα φουλάρι, δεμένο στον λαιμό του με δυο σφιχτούς κόμπους. Πώς θα τους έλυνε; Και πόση ώρα με περίμενε εκεί; «Μάικλ», είπα. «Τι συμβαίνει;» «Πρέπει να σου μιλήσω». «Έχεις κανένα στοιχείο;»

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

305 _

«Πρέπει απλά να σου μιλήσω». «Βιάζομαι». «Εγώ καθόλου». Η περίεργη απάντησή του με αιφνιδίασε. «Πρέπει να φύγω», επέμεινα ωστόσο. Άρχισα να περπατάω, αλλά με ακολούθησε. «Ήθελα να σου τηλεφωνήσω», είπε. «Ήθελα να σε δω». «Για ποιο πράγμα;» «Ξέρεις. Έχω ανάγκη να μιλήσω». Σταμάτησα. «Για τους φόνους εννοείς;» Κούνησε το κεφάλι του πολύ δυνατά. Σαν να πονούσε. «Για διάφορα. Ξέρεις». Προσπάθησα να σκεφτώ καθαρά. Αυτό που ήθελα πραγματικά ήταν να εξαφανιστώ και να μην τον ξαναδώ. Μήπως όμως είχε κάτι σημαντικό να μου πει; «Μάικλ, προσπαθώ να διαλευκάνω αυτούς τους φόνους. Το ξέρεις. Αν έχεις να μου πεις κάτι σχετικό, θα σε ακούσω. Δεν έχω χρόνο για οτιδήποτε άλλο». «Γιατί;» «Επειδή είμαι απασχολημένη». «Μόνο αυτό σε ενδιαφέρει, τελικά. Κάνεις ότι νοιάζεσαι για μένα μόνο και μόνο επειδή πιστεύεις ότι μπορεί να σου πω κάτι. Είσαι σαν όλους τους άλλους». «Ποιους άλλους;» «Θα τα πούμε αργότερα», δεν απάντησε, με το πρόσωπο κατακόκκινο. «Θα τα πούμε αργότερα, όταν μου κάνει κέφι. Σε έχω στον νου μου, Κιτ. Αλλά τώρα φεύγω. Είμαι κι εγώ απασχολημένος, ξέρεις. Δεν είσαι μόνο εσύ». Κι απομακρύνθηκε μουρμουρίζοντας και μορφάζοντας. Ένας νεαρός τον προσπέρασε διασχίζοντας τον δρόμο.

306

NICCI FRENCH _

32 «Δεν ξέρω σε τι μπορώ να βοηθήσω», είπε η Παμ Βιρ. Καθόταν σε μια πολυθρόνα απέναντί μου, αλλά στητή, με τα χέρια σφιγμένα στα μπράτσα της πολυθρόνας, σαν να ετοιμαζόταν να ξανασηκωθεί για να με ξεπροβοδίσει. Βρισκόμουν στο δωμάτιο όπου συνήθιζε να αναπαύεται η Φιλίππα, με το φως να εισχωρεί από τις μπαλκονόπορτες. Οι ανθοδέσμες που κατέκλυζαν τον χώρο στην προηγούμενη επίσκεψή μου δεν υπήρχαν πια, ο κόσμος έχασε γρήγορα το ενδιαφέρον του. Μονάχα ένα βάζο, με άφθονα ροζ και μαβιά μοσχομπίζελα, στεκόταν στο τραπέζι ανάμεσά μας∙ θυμήθηκα ότι η φλύαρη φίλη της, η Τες, μου είχε πει ότι ήταν τα αγαπημένα λουλούδια της Φιλίππα. Υπήρχε και μια μεγάλη μαυρόασπρη φωτογραφία της νεκρής στο τζάκι, πίσω από την κυρία Βιρ, κι έτσι, κοιτώντας τη μητέρα έβλεπα και τη δολοφονημένη κόρη, της οποίας το θλιμμένο χαμόγελο και τα σκούρα μάτια έμοιαζαν να ατενίζουν επίμονα το δωμάτιο που είχε αφήσει κενό. Η Παμ Βιρ φαινόταν σαν να γέρασε δέκα χρόνια από την τελευταία φορά που την είδα. Πρέπει να ήταν γύρω στα πενήντα, το πολύ να είχε πατήσει τα εξήντα, όμως το

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

307 _

πρόσωπό της ήταν ωχρό και κουρασμένο και οι ρυτίδες της τόσο βαθιές σαν αυλακιές σκαλισμένες σε πέτρα. Το στόμα της σχημάτιζε μια λεπτή γραμμή. Κάτω από τα μάτια της είχε σκούρους κύκλους. Την τελευταία φορά που ήρθα εδώ, με συγκίνησε πολύ η Έμιλι και είχα προσπαθήσει να φανταστώ πώς ήταν για κείνη να χάνει τη μητέρα της σε αυτή την τόσο τρυφερή ηλικία, όμως δεν είχα φανταστεί καθόλου πώς ήταν για την Παμ να χάνει την κόρη της, το πολυαγαπημένο της μοναχοπαίδι∙ δεν το είχα σκεφτεί μέχρι τώρα, που κοίταξα το παγωμένο της πρόσωπο και είδα τα χέρια της να αφήνουν τα μπράτσα της καρέκλας και να τρέμουν πάνω στα πόδια της. «Δεν ξέρω σε τι μπορώ να βοηθήσω», επανέλαβε. «Συγγνώμη που σας ενοχλώ πάλι. Αναρωτιόμουν αν γίνεται να ρίξω μια ματιά στα πράγματα της Φιλίππα». «Γιατί;» «Η αστυνομία τα έχει εξετάσει;» «Όχι. Όχι βέβαια. Γιατί να κάνουν κάτι τέτοιο; Τη σκότωσε ένας τρελός, εκεί έξω…» Έδειξε με το χέρι το παράθυρο. «Θα ήθελα να ρίξω μια ματιά». «Δεν θέλετε να ξαναμιλήσετε με την Έμιλι;» «Προς το παρόν όχι. Είναι εδώ;» «Είναι πάνω, στο δωμάτιό της. Την περισσότερη ώρα τη φροντίζω εγώ. Έρχομαι το πρωί και μένω έως ότου γυρίσει ο πατέρας της. Μέχρι να ισορροπήσουν λιγάκι τα πράγματα. Περνάει τη μισή μέρα στο δωμάτιό της. Σύντομα θα ξεκινήσει παιδικό σταθμό, πάντως». «Πώς είναι;» «Η Φιλίππα είχε μια ζακέτα που τη φορούσε συχνά και τώρα η Έμιλι την έχει για κουβέρτα. Σκεπάζεται, κουλουριάζεται και κάνει πιπίλα. Η γιατρός μου είπε να την αφήνω. Είπε ότι με τον τρόπο της προσπαθεί να συμβιβαστεί με τον θάνατο της μαμάς της».

308

NICCI FRENCH _

«Λογικό ακούγεται», είπα κοιτώντας την εξεταστικά. Μήπως την εκνεύριζα; Μήπως γινόμουν φορτική; «Ο Τζέρεμι λύνει ασταμάτητα σταυρόλεξα και κλαίει όταν νομίζει ότι δεν τον ακούει κανείς. Η Έμιλι ξαπλώνει στο χαλί της…» Έτριψε τα μάτια. «Δεν ξέρω. Δεν ξέρω τι είναι καλύτερο». «Εσείς τι κάνετε;» ρώτησα. «Εγώ;» ανασήκωσε ανεπαίσθητα τους ώμους. «Τα βγάζω πέρα». Σηκώθηκε απότομα όρθια. «Τι ψάχνετε να βρείτε;» «Μήπως είχε κάποιο μέρος όπου φύλαγε τα προσωπικά της αντικείμενα: γράμματα, ημερολόγια, τέτοια πράγματα;» Πήρε βαθιά ανάσα, μορφάζοντας, σαν να ένιωσε μια σουβλιά στο στήθος. Κατάλαβα ότι φλέρταρε με την ιδέα να μου πει να φύγω και να μην ξαναγυρίσω. «Υπάρχει ένα γραφείο στην κρεβατοκάμαρά της επάνω», είπε τελικά. «Δεν νομίζω να βρείτε τίποτα, εκτός από λογαριασμούς και γράμματα. Δεν τα έχουμε ψάξει ακόμα όλα της τα πράγματα». Έριξε το βλέμμα στη φωτογραφία της κόρης της για μια στιγμή, μετά το αποτράβηξε. «Ο Τζέρεμι έχει ήδη πακετάρει τα περισσότερα ρούχα της. Τα πιο πολλά τα έδωσε σε φιλανθρωπικά ιδρύματα. Νιώθω πολύ αλλόκοτα όταν σκέφτομαι ότι ξένοι άνθρωποι περιφέρονται φορώντας τα ωραία της φορέματα. Είχε πολύ όμορφα ρούχα, ξέρετε. Το ημερολόγιό της το πήρε η αστυνομία». «Ναι, το ξέρω». «Δεν υπάρχει κάτι για να βρείτε. Απλά πήγε μια μέρα στο πάρκο και δεν ξαναγύρισε». «Μπορώ ωστόσο να ρίξω μια ματιά στο γραφείο της;» «Εντάξει. Τι πειράζει άλλωστε;» Ένιωθα σαν να κρυφοκοιτάζω παράνομα στη μεγάλη

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

309 _

κρεβατοκάμαρα, που ήταν προφανώς διακοσμημένη από γυναικείο χέρι και εξακολουθούσε να δείχνει ότι ανήκει σε ζευγάρι, με ένα ακατάστατο κομοδίνο στον έναν τοίχο και δυο φουσκωτά μαξιλάρια στο κρεβάτι. Ωστόσο, η μια μεριά της ανοιχτής ντουλάπας ήταν άδεια, με δεκάδες γυμνές κρεμάστρες, και στην καρέκλα πλάι στην πόρτα τα παρατημένα ρούχα ήταν μόνο αντρικά. Το γραφείο έμοιαζε με σεκρετέρ και ήταν κοντά στο παράθυρο που έβλεπε στον πίσω κήπο. Υπήρχαν ένα μικρό βαζάκι με αποξηραμένα λουλούδια, ένα ασύρματο τηλέφωνο και πολλές κορνίζες με φωτογραφίες. Κάθισα, κοιτώντας ξανά το πρόσωπο της Φιλίππα Μπάρτον, αυτή τη φορά με την Έμιλι αγκαλιά σε μικρότερη ηλικία, με τα ποδαράκια της τυλιγμένα γύρω από τη μέση της μητέρας της, με το αναψοκοκκινισμένο ολοστρόγγυλο μαγουλάκι της κολλημένο στο λείο χλωμό μάγουλο της Φιλίππα. Σήκωσα το καπάκι του γραφείου. Το εσωτερικό του ήταν επιμελώς τακτοποιημένο. Ξεκίνησα με τις θήκες που ήταν επενδυμένες με πράσινη τσόχα. Είχαν στυλό, ξυσμένα μολύβια, κόλλα, σελοτέιπ, δυο δεσμίδες γραμματόσημα, άλλα ακριβότερα και άλλα φθηνότερα. Υπήρχαν επίσης διάφορα είδη αλληλογραφίας, λευκοί φάκελοι, καφετιοί φάκελοι, μελάνια σε μια μικρή πλαστική σακούλα, άγραφες καρτ-ποστάλ, αρκετοί πληρωμένοι λογαριασμοί. Τους περιεργάστηκα, αλλά δεν βρήκα τίποτα περίεργο: ογδόντα λίρες για το ξεβούλωμα του νεροχύτη, εκατό εννέα λίρες για ένα μπουκάλι κρασί, επτακόσιες πενήντα λίρες για οκτώ καρέκλες τραπεζαρίας και δύο καρέκλες κεφαλής∙ τέτοιου είδους πράγματα. Υπήρχε και μια στοίβα από ζωγραφιές της Έμιλι: άνθρωποι με κεφάλια και πόδια, χωρίς σώματα, μουντζουρωμένα ουράνια τόξα, στραπατσαρισμένα λουλούδια, αλλόκοτα σχέδια. Η Φιλίππα είχε σημειώσει στο πίσω μέρος τους τις ημερομηνίες που ζωγραφίστηκε καθεμιά. Προφανώς ήταν

310

NICCI FRENCH _

οργανωμένος άνθρωπος. Βρήκα μια χοντρή γυαλιστερή καρτέλα με μπογιές μάρκας Νάσιοναλ Τραστ, που είχαν ονομασίες όπως σέπια, αλλοτινό λινό, ζαφορά και αυτοκρατορικό κόκκινο. Είδα και επιστολές φιλανθρωπικών οργανώσεων που ζητούσαν δωρεές, τρεις προσκλήσεις που καλούσαν τη Φιλίππα και τον Τζέρεμι σε πάρτι στα οποία εκείνη δεν θα πήγαινε ποτέ, μερικές καλοκαιρινές καρτ-ποστάλ, με μουντζουρωμένα μηνύματα που μετά βίας διαβάζονταν, από την Παμ και τον Λουκ, τον Μπιλ και την Κάρι, τη Ρέιτσελ και τον Τζον, τον Ντόναλντ και την Πασκάλ, σταλμένες από την Ελλάδα, το Ντόρσετ, τη Σαρδηνία, τη Σκοτία. Βρήκα και κάνα-δυο χειρόγραφες επιστολές. Η μία από μια γυναίκα που λεγόταν Λόρα και ευχαριστούσε τη Φιλίππα και τον Τζέρεμι για ένα υπέροχο δείπνο. Η άλλη από κάποια Ρομπέρτα Μπίσοπ, που εμφανιζόταν ως γειτόνισσα και πρότεινε στη Φιλίππα να παραστεί στην επόμενη συνάντηση της γειτονιάς όπου θα συζητούσαν το ζήτημα του παρκαρίσματος και το πλάνο για την αποσυμφόρηση των δρόμων. Είχε βάλει πολλά θαυμαστικά. Έκλεισα το καπάκι και άνοιξα το πρώτο συρτάρι. Μια στοίβα από χαρτιά, μπόλικα φυλλάδια διακοπών, παλιές τραπεζικές συναλλαγές χρονολογικά τακτοποιημένες και ενωμένες προσεκτικά με συνδετήρες. Τους έριξα μια ματιά, αναζητώντας κάτι που θα μου τραβούσε την προσοχή. Τίποτα. Η Φιλίππα δεν έκανε υπερβολές. Ξόδευε περίπου τα ίδια χρήματα κάθε μήνα, έκανε ανάληψη του ίδιου ποσού κάθε εβδομάδα από το αυτόματο μηχάνημα. Ήμουν έτοιμη να κλείσω το συρτάρι, όταν ένιωσα κάτι στο βάθος του, στριμωγμένο πίσω από τη στοίβα με τα χαρτιά: ένα λεπτό χαρτόδετο βιβλίο με ροζ εξώφυλλο και τίτλο Το όνειρο της Λούσι. Όπως μαρτυρούσε και το εξώφυλλό του, ήταν ένα ερωτικό μυθιστόρημα για γυναίκες. Υπήρχε

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

311 _

μια ζωγραφιά μιας αιθέριας ύπαρξης με θολά γυμνά στήθη, τη μια θηλή σαν μαύρη σκιά, το κεφάλι της ριγμένο πίσω, τα μαλλιά χυμένα στους ώμους σαν νερό. Μου πέρασε η ιδέα να το απομακρύνω, προτού ο Τζέρεμι καθαρίσει το γραφείο της γυναίκας του, αλλά αποφάσισα να μην το κάνω. Δεν θα την ένοιαζε πια τη Φιλίππα αν ο άντρας της το έβρισκε, έτσι κι αλλιώς. Στο τελευταίο συρτάρι βρήκα μια μεγάλη άθικτη κούκλα στο κουτί της. Την έλεγαν Σάλι, είχε καστανές μπούκλες, μακριές καστανές βλεφαρίδες και μεγάλα γαλανά μάτια που με κοιτούσαν πίσω από το σελοφάν. Αναρίγησα σύγκορμη. Μια πιπίλα κι ένα μπιμπερό κρέμονταν από το κουτί. Πάνω στο κουτί έγραφε ότι, αν έδινες στη Σάλι νερό, έκλαιγε και έκανε τσίσα της. Σκέφτηκα ότι προφανώς η Φιλίππα είχε αγοράσει την κούκλα για την Έμιλι, ίσως για τα επόμενα γενέθλιά της. Βρήκα κι ένα μικρό σημειωματάριο και το άνοιξα. Στην πρώτη σελίδα είδα μια λίστα για ψώνια. Στη δεύτερη σελίδα, διάφορες υποχρεώσεις: να τηλεφωνήσω στον υδραυλικό, να αγοράσω κορδόνια, να κάνω απόψυξη στο ψυγείο, να πάω το αυτοκίνητο στο συνεργείο για σέρβις. Η επόμενη σελίδα ήταν γεμάτη σκίτσα που απεικόνιζαν διάφορα φρούτα. Η τέταρτη σελίδα ήταν σχεδόν άδεια, είχε μονάχα μερικά λονδρέζικα τηλέφωνα σημειωμένα στο περιθώριό της. Η πέμπτη σελίδα είχε κάποιες δυσανάγνωστες λέξεις και τις κοίταξα αδιάφορα, γλείφοντας το δάχτυλό μου για να γυρίσω σελίδα. Κοκάλωσα, με το δάχτυλο μετέωρο. Τα ορνιθοσκαλίσματα έλεγαν «Λιάν». Κοίταξα τα γράμματα μη τολμώντας να κουνηθώ, μήπως κι εξαφανιστούν, μήπως μεταμορφωθούν. Έξαφνα το στόμα μου ξεράθηκε. Ωστόσο η λέξη δεν άλλαζε, όσο κι αν την κοιτούσα. Εξακολουθούσε να λέει «Λιάν». Κοίταξα παρακάτω τη σελίδα, σαν να ονειρευόμουν.

312

NICCI FRENCH _

Γιατί εκεί στο κάτω μέρος της, συνοδευόμενη από ερωτηματικά και με μικρότερα γράμματα, αδιαμφισβήτητα της Φιλίππα, έλεγε: «Μπριόνι Τιλ». Λιάν και Μπριόνι Τιλ, ανορθόγραφα. Η Φιλίππα είχε σημειώσει τα ονόματα των δύο άλλων θυμάτων. Είδα κι ένα ακόμα όνομα, με ένα μικρό λουλουδάκι σχεδιασμένο δίπλα του, σύμβολο του ίδιου του ονόματος. «Ντέιζι». Πολύ προσεκτικά, σαν να είχα στα χέρια μου βόμβα έτοιμη να εκραγεί, σήκωσα το σημειωματάριο και το έβαλα στην τσάντα μου. Έκλεισα το συρτάρι. Για μια στιγμή, έμεινα καθισμένη στο γραφείο και κοιτούσα έξω από το παράθυρο, αφήνοντας να κατασταλάξει και να ριζώσει στο μυαλό μου αυτό που μόλις είχα δει. Ένα μικρό γκρίζο σύννεφο έκρυψε τον ήλιο και ο κήπος γέμισε σκιές. Καθώς κοιτούσα έξω, η Έμιλι, με υφασμάτινο σορτσάκι και ριγέ μπλουζάκι, έτρεξε στο γρασίδι και μετά κοντοστάθηκε φωνάζοντας κάτι στη γιαγιά της που ήταν ακόμα μέσα στο σπίτι. Ξαφνικά σήκωσε το βλέμμα της και με είδε, καθισμένη στο παράθυρο της μητέρας της∙ για μια τρομερή στιγμή ολόκληρο το προσωπάκι της φωτίστηκε από αδιανόητη χαρά, άπλωσε τα χεράκια της και άνοιξε το στόμα της για να πει ένα όνομα, μια λέξη. Μα αμέσως το σώμα της χαλάρωσε και τα χέρια της έπεσαν ξεψυχισμένα. Μου ήρθαν δάκρυα στα μάτια. Σηκώθηκα όρθια και βγήκα από το δωμάτιο, με την τσάντα και το πολύτιμο περιεχόμενό της κρεμασμένη στον ώμο. Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν τα ονόματα στο σημειωματάριο. Και κάτι ακόμα: ότι είχα διαβεβαιώσει την Μπριόνι πως δεν κινδυνεύει.

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

313 _

33 Απολογήθηκα τηλεφωνικώς που δεν θα μπορούσα να παρευρεθώ στη σύσκεψη του διοικητικού συμβουλίου της κλινικής. Ακύρωσα το γεύμα μου με την Πόπι. Κάθισα στο αυτοκίνητο δίπλα στον Όμπαν, που έβριζε και ίδρωνε και μου έλεγε για εκατοστή φορά ότι δεν έβγαζε νόημα το γαμημένο. Η φωνή του ήταν ένα βουητό σαν κι αυτό του μποτιλιαρίσματος. Πίεσα με τα δάχτυλα τους κροτάφους μου. Κάποια εξήγηση θα υπήρχε. Απλώς το κοιτούσαμε από λάθος μεριά. Αν το βλέπαμε από μια άλλη σκοπιά, το μυστήριο θα λυνόταν. Όλα εκείνα που δεν έβγαζαν νόημα, έξαφνα θα αποκτούσαν τη σημασία τους. Έκλεισα τα μάτια και προσπάθησα να ξεκουράσω το μυαλό μου, μπας και ξεμπερδευτεί το κουβάρι τού ακατανόητου. Περίμενα την επιφοίτηση. Μάταια. Στέναξα κι έτριψα τα μάτια. Δίπλα μου ο Όμπαν σκυθρωπός. Ούτε και κείνος είχε καμία όρεξη γι’ αυτή την επίσκεψη. Χτύπησε το κινητό του και απάντησε. «Ναι», μούγκρισε. «Ναι. Λέγε». Η έκφρασή του άλλαξε και έγειρε λίγο εμπρός στο κάθισμα, σφίγγοντας το τιμόνι με το ελεύθερο χέρι του. «Για ξαναπές το. Εντάξει, εντάξει, θα έρθουμε, ας πούμε σε μισή ώρα. Όχι παραπάνω. Μη φύγεις».

314

NICCI FRENCH _

Έκλεισε το τηλέφωνο. «Γαμώτο», είπε ξανά. «Τι έγινε πάλι;» «Γαμώτο». «Εντάξει, αλλά τι έγινε, Ντάνιελ;» Σταμάτησε έξω από το σπίτι των Τιλ, φρενάροντας απότομα. «Δεν θα πιστέψεις τι άκουσα μόλις τώρα». «Πες μου! Τι;» «Δεν προλαβαίνουμε τώρα, θα τα πούμε μετά», είπε και πετάχτηκε έξω από το αμάξι.

«Όχι», είπε εκείνη ψιθυριστά. Το πρόσωπό της κάτασπρο, καθώς μας κοιτούσε. Τα μάτια της πελώρια και σκοτεινά. «Όχι!» Αυτή τη φορά μίλησε πιο δυνατά, έντονα και έφερε τα δυο της χέρια στο στόμα σαν να ετοιμαζόταν να προσευχηθεί. «Δεν καταλαβαίνω. Δεν μπορεί να είναι αλήθεια. Τι σημαίνει αυτό;» «Δεν ξέρουμε», είπα. Έριξα μια αστραπιαία ματιά στον Όμπαν, για να δω αν ήθελε να προσθέσει κάτι στην κοφτή μου δήλωση, όμως καθόταν τελείως ασάλευτος, με το βλέμμα στα χέρια του που ήταν ακουμπισμένα στο τραπέζι της κουζίνας, σαν να προσπαθούσε να θυμηθεί κάτι από ένα αλλόκοτο όνειρο. Άνοιξε το στόμα της για να μιλήσει, μα εντέλει έχωσε το πρόσωπο στα χέρια της. Τα υπέροχα μαλλιά της κρέμονταν σαν κουρτίνα γύρω από το μέτωπό της. «Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό», την άκουσα να μουρμουρίζει. «Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό», ξανάπε. Πίσω μας στην ηλεκτρική εστία κάτι τσιτσίριζε και άρχισε να βράζει. Μυρωδιά καμένης ζάχαρης πλημμύρισε την κουζίνα, αλλά η Μπριόνι ούτε που κουνήθηκε. Ο Όμπαν σηκώθηκε όρθιος και τράβηξε ένα τηγάνι από το μάτι, μετά ξαναπήγε κοντά στην Μπριόνι που ήταν σκυμμένη πάνω από το τραπέζι. «Ένα από τα θύματα είχε σημειωμένο το όνομά σου»,

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

315 _

είπα. «Ωστόσο λες ότι δεν τη γνώριζες». «Ναι», ίσα που ακούστηκε. «Δεν τη γνώριζα». Ο Όμπαν έκρυψε το μεγάλο κουρασμένο πρόσωπό του με τα χέρια του. «Είσαι σίγουρη, Μπριόνι; Γνωρίζουμε τόσον κόσμο, ίσως να μην ήξερες το όνομά της. Ίσως να ήξερε εκείνη εσένα». «Δεν την είχα συναντήσει ποτέ μου. Θα το θυμόμουν, με όλα αυτά στις εφημερίδες. Δεν την είδα ποτέ. Ούτε καν είχα ακούσει το όνομά της προτού σκοτωθεί». «Ούτε τη Λιάν;» «Για όνομα του Θεού, δεν την ήξερα, τι άλλο να πω;» Η φωνή της ξεχείλιζε από παράπονο. «Και το όνομα Ντέιζι; Ντέιζι Γκιλ;» ρώτησε ο Όμπαν που σήκωσε ξαφνικά το κεφάλι του. «Όχι! Όχι! Αυτή ποια είναι; Κι άλλο θύμα;» Ο Όμπαν της έτεινε σιωπηλά κάτι φωτογραφίες τις οποίες δεν είχα ξαναδεί. Η αστυνομία κινείται γρήγορα όταν πρέπει. Πρόχειρες φωτογραφίες, από εκείνες που εκτυπώνονται σε τετράδες στους αυτόματους φωτογραφικούς θαλάμους, που έδειχναν ένα κορίτσι με κάπως τριγωνικό πρόσωπο γεμάτο γωνίες και άγρια μαύρα μαλλιά. Στην πρώτη ήταν σοβαρή, με χείλη ελαφρώς ανοιχτά που άφηναν να φανεί ένα σπασμένο δόντι. Στη δεύτερη μόλις άρχιζε να χαμογελάει κι έριχνε μια πλάγια ματιά σε κάποια αόρατη φίλη ίσως. Στην τρίτη, η Ντέιζι χασκογελούσε κι είχε γυρίσει ολόκληρη πλαγίως, έτσι που η αριστερή μεριά του προσώπου της δεν φαινόταν. Στην τέταρτη, μονάχα ένα χέρι έγνεφε στον αέρα. Η Μπριόνι κοίταξε γρήγορα τις φωτογραφίες και τις έσπρωξε μακριά, κουνώντας δυνατά το κεφάλι. «Όχι», τραύλισε και έβαλε τα κλάματα. Έσκυψα μπροστά και της έπιασα το χέρι. Μου το κράτησε λες και πνιγόταν και μόνο

316

NICCI FRENCH _

εγώ μπορούσα να τη σώσω. «Κι όμως, η Φιλίππα σημείωσε το όνομά σας, προτού πεθάνει», μουρμούρισε ο Όμπαν, σχεδόν σαν να μονολογούσε. «Το ξέρω, γαμώτο!» ξέσπασε η Μπριόνι, μέσα από τα αναφιλητά της. «Το άκουσα πολύ καλά. Συγγνώμη. Συγγνώμη. Τα βάζω άδικα με τους αγγελιαφόρους, το ξέρω. Αλλά είναι σοκ για μένα, το λιγότερο». Σκούπισε τα δάκρυά της με το χέρι και προσπάθησε να ηρεμήσει, κάθισε πιο ίσια στην καρέκλα της και έστρωσε τα μαλλιά πίσω από τα αφτιά. «Πρέπει να συνέλθω. Θέλετε λίγο καφέ;» «Δεν λέω ποτέ όχι στον καφέ», απάντησα, ενώ ο Όμπαν έλεγε: «Όχι, ευχαριστώ». Σηκώθηκε όρθια με μια κίνηση όλο χάρη. Φορούσε μακριά μαύρη βαμβακερή φούστα και μαύρο τι-σερτ και ήταν ξυπόλητη. Στον αστράγαλό της είχε μια ασημένια αλυσιδίτσα. «Δώστε μου λίγο χρόνο να το χωνέψω», ζήτησε, και πήγε προς τον βραστήρα. «Σας παρακαλώ». Ο Όμπαν χαμογέλασε κουρασμένα και ξεκούμπωσε το πρώτο κουμπί στο πουκάμισό του. Τα γαλανά του μάτια έμοιαζαν ακόμη μικρότερα και πιο αχνά από όσο συνήθως, και τα ανοιγόκλεινε συνέχεια, λες κι έτσι θα έβλεπε καλύτερα. Τα ανάστατα μαλλιά του ήταν λαδωμένα και το πρόσωπό του αξύριστο. Κάποια στιγμή στη διαδρομή, ανάμεσα στα φρενήρη τηλεφωνήματα στο κινητό του, είχε γυρίσει και μου είχε πει: «Σε θέλω δίπλα μου στην υπόθεση, στο εξής». Τα λόγια του δεν ήχησαν επιτακτικά αλλά ταπεινά, λες και από αφεντικό έγινε υφιστάμενος μέσα σε μια στιγμή. Αναμφίβολα εγώ ήμουν η ηρωίδα της ημέρας: η γυναίκα που είδε κάτι που για όλους ήταν αόρατο. Δεν ένιωθα και πολύ καλά με αυτό. Είχα πράγματι ανακαλύψει κάτι, που όμως δεν είχε καμία λογική. Ή

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

317 _

μάλλον κατέστρεφε την όποια λογική μάς είχε απομείνει. Εντωμεταξύ, ο δολοφόνος κυκλοφορούσε ελεύθερος. Πήρα στα χέρια μου τη φωτογραφία της Ντέιζι Γκιλ και την περιεργάστηκα. Είχε ένα σκουλαρίκι στο φρύδι της κι άλλο ένα στη γλώσσα. Στον λαιμό της κρεμόταν ένα μενταγιόν. Στην τρίτη φωτογραφία, σε αυτή που δεν φαινόταν ολόκληρη, το είδα πιο καθαρά. Ήταν μια μικρή καρδιά σαν κι αυτή που φορούσε η Λιάν όταν δολοφονήθηκε, όπου ήταν χαραγμένη η λέξη «Καλύτερη…». Αναρωτήθηκα αν το μενταγιόν της Ντέιζι έγραφε τη λέξη «…Φίλη». Κοιτούσα την Μπριόνι που σέρβιρε καφέ σε δυο κούπες. Δάγκωνε το κάτω χείλος της, ελαφρώς σκοτισμένη, αλλά, μόλις ένιωσε το βλέμμα μου πάνω της, γύρισε το κεφάλι με ύφος λυπημένο. «Είναι εδώ ο άντρας σου;» ρώτησα. «Ο Γκαμπ; Όχι, πήγε στο ταχυδρομείο, εδώ παραδίπλα. Όπου να ’ναι θα έρθει. Συνήθως ξεκινάει δουλειά το απόγευμα. Γάλα δεν βάζω, έτσι;» «Ούτε γάλα ούτε ζάχαρη. Ευχαριστώ». Κάθισε πάλι στο τραπέζι της κουζίνας, τυλίγοντας την κούπα με τα χέρια της, λες κι έτσι θα ανακουφιζόταν. Ξαφνικά έδειχνε απίστευτα μικρούλα κι αδύναμη. «Εντάξει», είπε. «Τι γίνεται τώρα;» Ο Όμπαν ξερόβηξε και είπε βαρύγδουπα αλλά καθόλου πειστικά: «Θα κάνουμε εκτεταμένες έρευνες». Η Μπριόνι τον κοίταξε χαμένη. «Άκου», της είπα, «δεν βγάζει νόημα το γεγονός ότι το θύμα γνώριζε την ταυτότητα δύο άλλων θυμάτων ή δυνητικών θυμάτων. Φυσικά, δεν ξέρουμε πότε έγραψε τα ονόματα, άρα δεν γνωρίζουμε αν η Λιάν ήταν ήδη νεκρή». Δίστασα για λίγο, μα ήταν έξυπνη γυναίκα: μάντευε τι επρόκειτο να πω. «Το μόνο που φαίνεται σίγουρο είναι πως ό,τι έγινε στο κανάλι δεν ήταν δουλειά ενός απλού

318

NICCI FRENCH _

τσαντάκια». Έγνεψε. Τα χείλη της είχαν ασπρίσει. «Κι ότι ο δολοφόνος δεν δρα στην τύχη», πρόσθεσα προσεκτικά. «Ναι», ψιθύρισε. «Καταλαβαίνω». «Κι έτσι οι αστυνομικοί θα περάσουν αρκετό χρόνο μαζί σου, προσπαθώντας να μάθουν…» Καθώς μιλούσα, άκουσα το κλειδί στην εξώπορτα κι αμέσως μετά κάποιον να σφυρίζει παράτονα στο χολ. «Γκαμπ!» φώναξε η Μπριόνι. «Γκαμπ, είμαι στην κουζίνα. Με την αστυνομία». Το σφύριγμα διακόπηκε απότομα. Μπήκε μέσα, πετώντας το φθαρμένο δερμάτινο σακάκι του. Είχε μια έκφραση γεμάτη ένταση. «Τι συνέβη;» ρώτησε. «Μπρι; Είσαι καλά;» «Σας παρακαλώ, μην ανησυχείτε, κύριε Τιλ», είπε ο Όμπαν, όμως τον διέκοψε η Μπριόνι. «Η Φιλίππα Μπάρτον είχε σημειώσει κάπου το όνομά μου, προτού δολοφονηθεί». Ο Γκάμπριελ άνοιξε το στόμα του έτοιμος να πει κάτι, αλλά δεν κατάφερε να αρθρώσει λέξη, απλά κοιτούσε μια εκείνη και μια εμάς. Εμβρόντητος. «Το δικό μου όνομα, της άλλης κοπέλας, της Λιάν, και κάποιας Ντέιζι», συνέχισε αργά η Μπριόνι, σαν να ήθελε να βεβαιωθεί ότι καταλάβαινε τι του έλεγε. Ο δικός του φόβος φάνηκε να της μεταδίδει ηρεμία και αποφασιστικότητα. «Ντέιζι Γκιλ, δεν είπατε;» «Ακριβώς, κυρία Τιλ». «Άρα, προφανώς δεν ήταν ένας απλός τσαντάκιας. Προφανώς ήθελε εμένα κι όχι τον οποιονδήποτε». Ο Γκάμπριελ την πλησίασε και γονάτισε δίπλα της στην καρέκλα. Έπιασε τα δυο της χέρια στα δικά του και τα φίλησε, μετά ακούμπησε το κεφάλι στα πόδια της. Εκείνη χάιδεψε απαλά τα μαύρα κυματιστά μαλλιά του και μετά

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

319 _

του σήκωσε ελαφρά το πιγούνι, έτσι ώστε να την κοιτάζει στα μάτια. «Όλα καλά», του είπε. Σκέφτηκα πως ήθελε να διαβεβαιώσει τόσο τον εαυτό της όσο και κείνον. «Όλα θα πάνε καλά, σ’ το υπόσχομαι. Τίποτα δεν θα γίνει. Μ’ ακούς, αγάπη μου;» «Μπορούμε να σας κάνουμε μερικές ακόμα ερωτήσεις, προτού σας αφήσουμε στα ικανά χέρια των ντετέκτιβ μου;» ρώτησε ο Όμπαν. Ο Γκάμπριελ σηκώθηκε και στάθηκε πίσω από την Μπριόνι, με τα χέρια στους ώμους της. «Μήπως γνωρίζετε κάποιον Γουίλ Πάβιτς;» ρώτησε ο Όμπαν. Τινάχτηκα∙ γιατί, στο καλό, έκανε αυτή την ερώτηση; «Δεν νομίζω. Τι λες κι εσύ, Γκαμπ;» «Φυσικά και ξέρω ποιος είναι», τόνισε ο Γκάμπριελ. «Δηλαδή, σχεδόν όλοι στην περιοχή τον γνωρίζουν». «Πώς κι έτσι;» ρώτησε ο Όμπαν. «Εγώ πάντως ούτε τη γυναίκα της διπλανής πόρτας δεν ξέρω, και φυσικά ούτε και τους απέναντι». Ο Γκαμπ σήκωσε τα χέρια. «Θέλω να πω ότι ζούμε σε έναν παράλληλο κόσμο. Εγώ διευθύνω ένα τοπικό θέατρο κι ένας από τους βασικούς μας στόχους είναι να προσεγγίζουμε ανθρώπους που νιώθουν απομονωμένοι και εγκαταλειμμένοι από την κοινωνία. Εκείνος διευθύνει έναν ξενώνα για άστεγους νέους. Και κατά κάποιον τρόπο είναι διάσημος. Μονίμως… πώς να το πω; Ταράζει τα νερά. Οι δρόμοι μας διασταυρώνονται. Αυτό είναι όλο. Γιατί; Γιατί όμως ρωτάτε γι’ αυτόν;» «Εμείς τελειώσαμε προς το παρόν», συνόψισε ο Όμπαν. «Αλλά σίγουρα θα θέλει να σας μιλήσει ο ντετέκτιβ Φερθ». Τους αφήσαμε στην κουζίνα, ο Γκάμπριελ με τα χέρια ακόμα στους ώμους της γυναίκας του, εκείνη με το κεφάλι στραμμένο σε αυτόν. Φαινόταν τρομοκρατημένη κι αμέσως κυριεύτηκα από φόβο.

320

NICCI FRENCH _

«Για πες μου, λοιπόν, τη γνώμη σου, Κιτ», ρώτησε ο Όμπαν στη διαδρομή προς το αστυνομικό τμήμα. «Άκου τι έμαθα όταν ερχόμασταν: σημειώθηκαν τρεις τηλεφωνικές κλήσεις από το σπίτι των Μπάρτον στο κέντρο του Πάβιτς, τον μήνα που δολοφονήθηκε η κυρία Μπάρτον». «Α!» έκανα. Ένιωσα να παγώνω μέχρι τα κόκαλα κι ας είχε ζέστη. «Α; Μόνο αυτό έχεις να πεις; Χριστέ μου, Κιτ, δεν άκουσες τι είπα; Οι πρώτες δύο κλήσεις είχαν διάρκεια ενός λεπτού περίπου. Η τελευταία κράτησε ογδόντα επτά λεπτά. Τι έχεις να πεις γι’ αυτό, λοιπόν, ε;» «Δεν ξέρω». «Ο Πάβιτς, χα! Θα έχει ενδιαφέρον το πράγμα». «Πολύ ενδιαφέρον», είπα σιγανά. Και πρόσθεσα διστακτικά: «Νομίζω ότι πρέπει να σου πω κάτι». «Για στάσου μια στιγμή». Πληκτρολόγησε έναν αριθμό στο τηλέφωνό του. «Μου το λες αργότερα». «Εντάξει». Ακούμπησα το μέτωπο στο τζάμι κι έκλεισα λίγο τα μάτια. Τι χάος!

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

321 _

34 Φτάσαμε στο αστυνομικό τμήμα και ο Όμπαν πετάχτηκε έξω τόσο γρήγορα που χρειάστηκε να τρέξω για να τον προλάβω. «Τι πάμε να κάνουμε;» ρώτησα ξεψυχισμένα, κοιτώντας την πλάτη του. «Μια κουβεντούλα». Μας πλησίασε ένας ένστολος αστυνομικός από τον διάδρομο και άρχισε να περπατάει πλάι στον Όμπαν. «Ήρθε;» τον ρώτησε ο Όμπαν. «Είναι στην αίθουσα δύο», απάντησε ο άντρας. «Θέλετε να του μιλήσω;» «Θα πάμε κατευθείαν εκεί. Σε ένα λεπτό θα έχουμε ξεμπερδέψει». Ακολούθησα τον Όμπαν που έστριψε αριστερά και μετά δεξιά στον διάδρομο. Φτάσαμε σε μια πόρτα και ο Όμπαν τη χτύπησε έντονα. Η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε μια αστυνομικός. Έγνεψε με σεβασμό. «Είναι καλά;» «Δεν ξέρω, σερ», αποκρίθηκε η γυναίκα. «Δεν έχει ανοίξει το στόμα του. Παρά μόνο για να χασμουρηθεί». «Μείνε εδώ», είπε σε κείνη, όχι σε μένα. «Ούτε πέντε

322

NICCI FRENCH _

λεπτά δεν θα κάνουμε». Μου κράτησε την πόρτα ανοιχτή και πέρασα μέσα. Δεν ξέρω τι περίμενα να δω. Δεν είχα προλάβει να το σκεφτώ. Κι έτσι, όταν αντίκρισα τον Γουίλ Πάβιτς, ένιωσα σαν να έφαγα μπουνιά στην κοιλιά, στα καλά καθούμενα. Στηριζόταν στην άκρη του τραπεζιού με τα χέρια στις τσέπες. Γύρισε το κεφάλι και τα βλέμματά μας συναντήθηκαν. Ένιωσα τα πόδια μου να λυγίζουν. Εκείνος δεν αντέδρασε σχεδόν καθόλου, μόνο ένα αμυδρό και σαρδόνιο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη του. Φορούσε γκρίζο κοστούμι και λευκό πουκάμισο χωρίς γραβάτα. Αναρωτήθηκα αν τον είχαν συλλάβει. Εξακολουθούν άραγε να παίρνουν τις γραβάτες εκείνων που συλλαμβάνουν, μην τυχόν και κρεμαστούν; Στράφηκα στον Όμπαν. «Δεν είχα…» κατάφερα μονάχα να πω. «Δεν είχα συνειδητοποιήσει…» «Ο κύριος Πάβιτς είχε την καλοσύνη να περάσει από δω για να πούμε δυο λόγια. Προφανώς πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κάνα-δυο πραγματάκια. Καθίστε παρακαλώ». Ο Όμπαν υπέδειξε μια καρέκλα πλάι στο τραπέζι. Ο Γουίλ κάθισε. Εξακολουθούσε να μη λέει κουβέντα. Έγειρα στον τοίχο ακριβώς δίπλα στην πόρτα, όσο πιο μακριά μπορούσα. Τον κοίταζα, αλλά το βαρύ του βλέμμα ήταν στυλωμένο στο τραπέζι. Είχε μια έκφραση που ήδη αναγνώριζα, ανυποχώρητη, αδιαπέραστη. Παρότι εγώ με δυσκολία δεν κατέρρεα πλάι στην πόρτα, ο Όμπαν ήταν ευγενικός και χαλαρός, καθισμένος απέναντι στον Γουίλ, σαν να έπινε ένα ποτό παρέα με έναν φίλο. «Έχουμε εξελίξεις στην υπόθεση της δολοφονίας των δυο γυναικών, της Λιάν και της Φιλίππα Μπάρτον». Ο Γουίλ δεν απάντησε. Ο Όμπαν ξερόβηξε. «Ίσως να μάθατε ότι έγινε άλλη μια επίθεση στο κανάλι, εναντίον μιας γυναίκας με το όνομα Μπριόνι Τιλ. Γνωρίζετε νομίζω τον

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

323 _

σύζυγό της». «Ακουστά τον έχω», είπε αδιάφορα. «Δεν τον ξέρω». «Και κείνος σας έχει ακουστά. Βέβαια, είστε πολύ γνωστός, έτσι δεν είναι, κύριε Πάβιτς; Και φυσικά, ξέρατε τη Λιάν. Μέχρι σήμερα το πρωί, οφείλω να παραδεχτώ ότι δεν πίστευα ότι υπάρχει κάτι που να συνδέει αυτές τις γυναίκες». Ο Γουίλ μισόκλεισε τα μάτια και το χολωμένο του χαμόγελο έγινε πιο φανερό, όμως δεν μίλησε. «Δεν την έχετε συναντήσει ποτέ την Μπριόνι Τιλ;» συνέχισε ο Όμπαν. «Είναι φωτογράφος. Προφανώς περνάει πολύ χρόνο περιδιαβαίνοντας στην περιοχή, στους δρόμους κοντά στο κανάλι». «Όχι». Ο Γουίλ ήταν κατηγορηματικός. «Και τη Φιλίππα Μπάρτον; Τη γνωρίζατε; Την είχατε συναντήσει ποτέ; Την έχετε ακουστά;» Έσφιξα πίσω από την πλάτη τις γροθιές μου, μπήγοντας τα νύχια στις παλάμες μου. Ο Γουίλ κούνησε το κεφάλι. «Όχι», επανέλαβε σαν ηχώ. «Και γιατί να τη γνωρίζατε, άλλωστε;» το γύρισε ο Όμπαν. «Εκείνη έμενε στο Χάμπστεντ. Παντρεμένη με επιχειρηματία. Βέβαια… εσείς γνωρίζετε κάθε λογής ανθρώπους». Δεν έλαβε απάντηση. Αυτή τη φορά στράφηκε σε μένα. Δεν απέφυγα το βλέμμα του. Προσπάθησα να υπαινιχθώ έτσι ότι, παρότι συμμετείχα στην έρευνα, αντιλαμβανόμουν πόσο αλλόκοτη ήταν η κατάσταση, καθώς και πόσο περιττό ήταν να τον ανακρίνουμε με αυτόν τον τρόπο. Δύσκολα, με μια μου έκφραση, θα μπορούσα να μεταδώσω όλα αυτά∙ και μάλλον το μόνο που κατόρθωσα ήταν να φανεί πόσο πανικόβλητη ήμουν. Μα προφανώς δεν είχε καμία σημασία. Ο Γουίλ με κοιτούσε σαν να ήμουν ένα παλτό που το κρέμασε κάπου μπαίνοντας ο Όμπαν.

324

NICCI FRENCH _

«Όπως έλεγα, λοιπόν», εξακολούθησε ο Όμπαν, «δεν είχα πειστεί ότι υπήρχε τέτοια σύνδεση. Υπέθετα πως οι επιθέσεις εις βάρος των γυναικών ήταν τυχαίες. Η δόκτωρ Κουίν, ωστόσο, είχε πάθει εμμονή με την ιδέα της σύνδεσης. Και τώρα ανακάλυψε ένα σημειωματάριο της Φιλίππα Μπάρτον. Και ήταν όλα εκεί: το όνομα της Λιάν και της Μπριόνι Τιλ. Καταπληκτικό, δεν βρίσκετε; Δύο από τα ονόματα των θυμάτων, σημειωμένα από το άλλο θύμα». Ο Γουίλ ανασήκωσε τους ώμους αποκαμωμένος. «Τι σημαίνουν όλα αυτά;» «Θα φτάσω κι εκεί. Ελέγξαμε τις τηλεφωνικές κλήσεις της του τελευταίου μήνα. Βασικά ήταν οι αναμενόμενες, στη μητέρα της, στο γραφείο του άντρα της, σε μια-δυο φίλες, σε ένα ταξιδιωτικό πρακτορείο κ.λπ. Όμως βρήκαμε και κάτι παράξενο. Στις εννέα Ιουλίου υπάρχει ένα τηλεφώνημα από το σπίτι της στον ξενώνα σας. Ξέρω τι θα πείτε, αλλά δεν έγινε στο τηλέφωνο που έχετε στον διάδρομο, σε αυτό που χρησιμοποιούν όλοι για να βρουν τη δόση τους». «Κανείς δεν χρησιμοποιεί αυτό το τηλέφωνο για να βρει τη δόση του», αντέδρασε ο Γουίλ. «Όπως θα ξέρετε, οι ντίλερ προτιμούν τα κινητά». «Βασικά, ήθελα να πω ότι το τηλεφώνημα έγινε στο τηλέφωνο του γραφείου σας. Πολύ θα θέλαμε, λοιπόν, να μάθουμε πώς το σχολιάζετε αυτό». Αν την ώρα εκείνη ελάμβανε χώρα μια ειδική εξέταση που ελέγχει την απάθεια, ο Γουίλ θα έπαιρνε δέκα στα δέκα. Μα δεν γινόταν καμία τέτοια εξέταση∙ και ήξερα πολύ καλά ότι κάθε φυσιολογικός άνθρωπος στη θέση του Γουίλ θα σάστιζε μόλις μάθαινε για τη σύνδεση μεταξύ των θυμάτων και κατόπιν θα αιφνιδιαζόταν ακούγοντας για το τηλεφώνημα από τη συσκευή του γραφείου του. Ένας κανονικός αθώος άνθρωπος θα άρχιζε να συμπεριφέρεται

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

325 _

σαν ένοχος. Ο Γουίλ έδειχνε απλά βαριεστημένος. «Ουδέν σχόλιο», είπε. «Εννοείτε ότι αρνείστε να απαντήσετε; Δικαίωμά σας». «Όχι, δεν εννοώ αυτό. Δεν ξέρω τι είδους σχόλιο περιμένετε από μένα. Κάντε μου ερωτήσεις και θα σας απαντήσω». «Μιλήσατε στο τηλέφωνο με τη Φιλίππα Μπάρτον;» «Όχι». «Έχουν άλλοι άνθρωποι πρόσβαση στο τηλέφωνό σας;» Ανασήκωσε πάλι τους ώμους. «Πιθανόν». «Δεν μου κάνει το “πιθανόν”. Θέλω ένα ναι ή ένα όχι». Ο Γουίλ έσφιξε το σαγόνι του. «Ναι», είπε. «Πρόσβαση με επίβλεψη;» «Απουσιάζω συχνά. Ο βοηθός μου, ο Φραν, βρίσκεται σχεδόν συνέχεια εκεί. Υπάρχουν πολλοί βοηθοί και εθελοντές. Αλλά είμαι σίγουρος ότι το τηλέφωνο μένει συχνά χωρίς επίβλεψη». «Εκείνη την περίοδο, έμενε η Λιάν στον ξενώνα σας;» «Ποτέ δεν έμεινε στον ξενώνα. Απλά πηγαινοερχόταν». «Το ζήτημα είναι πολύ σημαντικό, διότι το τηλεφώνημα έγινε πριν και από τους δύο φόνους». «Προφανώς», μουρμούρισε ο Γουίλ. «Συγγνώμη», είπε ο Όμπαν. «Μήπως μου ξέφυγε κάτι; Τι σας φαίνεται τόσο προφανές;» Ο Γουίλ χτύπησε ρυθμικά και απαλά τα δάχτυλα στο τραπέζι. «Τίποτα ιδιαίτερο», είπε. «Τι εννοούσατε όμως;» Ο Γουίλ αναστέναξε. «Αν αυτές οι γυναίκες μίλησαν μεταξύ τους, τότε προφανώς μίλησαν προτού δολοφονηθούν. Αυτό εννοούσα». «Ποιος είπε ότι μίλησαν μεταξύ τους;» «Εσείς». «Όχι. Εγώ είπα ότι σημειώθηκε ένα τηλεφώνημα από το σπίτι της Φιλίππα στον ξενώνα σας. Θα μπορούσε να είχε

326

NICCI FRENCH _

μιλήσει μαζί σας, για παράδειγμα. Μόνο που φυσικά μας διαβεβαιώσατε ότι δεν έγινε κάτι τέτοιο. Μπορεί όμως να μίλησε με κάποιον άλλον. Ή να τηλεφώνησε κάποιος άλλος. Οι πιθανότητες είναι αναρίθμητες. Γι’ αυτό και θα μας είναι πολύ χρήσιμο, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, να μάθουμε αν βρισκόταν τότε η Λιάν στον ξενώνα. Κρατάτε αρχεία;» «Δεν είναι και πολύ ακριβή». «Τι κρίμα», είπε ο Όμπαν, με τον καλοσυνάτο τόνο της φωνής του να σπάει λιγάκι. «Αν υπήρχαν λεπτομερή αρχεία, θα μας ήταν εξαιρετικά χρήσιμα». Ο Γουίλ έσπρωξε πίσω την καρέκλα του, ακριβώς όπως έκαναν οι άνθρωποι τον παλιό καιρό, όταν τέλειωναν ένα πλουσιοπάροχο βικτοριανό γεύμα. Τα μεταλλικά πόδια της έτριξαν με έναν ήχο φριχτό στον μουσαμά του δαπέδου. Για πρώτη φορά, η έκφρασή του έδειχνε σκοτισμένη, κάτι που για τον Γουίλ Πάβιτς σήμαινε ότι είναι θυμωμένος. «Ξέρετε», είπε, «έπειτα από πείρα πολλών χρόνων, ανακάλυψα ότι ο μόνος τρόπος για να εμποδίζω ανθρώπους σαν εσάς να σκαλίζουν τα αρχεία μου, είναι να μην κρατάω αρχεία». Για μια στιγμή ο Όμπαν προσηλώθηκε στα νύχια του, σαν να προσπαθούσε να βγάλει μια αόρατη βρομιά. «Κύριε Πάβιτς, δεν με νοιάζουν οι απόψεις σας. Μια νεαρή γυναίκα που έμεινε στον ξενώνα σας δολοφονήθηκε. Κι ένα άλλο θύμα τηλεφώνησε στον ξενώνα σας. Πολύ λυπάμαι αν όλα αυτά σας φαίνονται βαρετά». Ακολούθησε συμπαγής σιωπή. Όταν ο Γουίλ μίλησε, η φωνή του ήχησε πολύ ήρεμη, καθαρή και ψυχρή. «Εγώ δουλεύω συνέχεια με αυτούς τους ανθρώπους», είπε. «Είναι αόρατοι. Και ξαφνικά κάτι γίνεται και άνθρωποι σαν κι εσάς αρχίζουν να κόπτονται. Και μετά, πάλι εξαφανίζεστε. Συγχωρήστε με λοιπόν που δεν νιώθω ευγνώμων για το ενδιαφέρον σας». Σηκώθηκε όρθιος.

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

327 _

«Μάλλον δεν καταλαβαίνετε πώς λειτουργεί ο ξενώνας μου. Δεν χτυπάνε κάρτα τα παιδιά. Δεν τους καταγράφουμε σε μπλοκάκια κάθε φορά που χρησιμοποιούν το τηλέφωνο». Για πρώτη φορά, γύρισε και με κοίταξε με νόημα. «Δεν μιλάμε για κανένα παρθεναγωγείο. Αλλά για ένα μέρος που μοιάζει περισσότερο με βράχο στη μέση της θάλασσας. Ξεβράζονται άνθρωποι σε αυτόν τον βράχο. Γαντζώνονται εκεί για λίγο. Και μετά, τούς παίρνει πάλι το κύμα. Το καλύτερο που μπορώ να ελπίζω είναι να έχουν έστω δυναμώσει λιγάκι». «Η Λιάν είχε δυναμώσει όταν έφυγε;» Όσο κι αν το ήθελε, ο Γουίλ δεν κατάφερε να κρύψει τη θλίψη στο βλέμμα του. «Δεν ξέρω», παραδέχτηκε. Καθώς έβγαινε, δεν με κοίταξε∙ κι εγώ ούτε του έτεινα το χέρι ούτε του μίλησα. Μα όταν πια έφυγε, δάγκωσα τα χείλη μου και είπα στον Όμπαν, κομπιάζοντας και με μισόλογα, ότι εδώ και περίπου μια εβδομάδα είχα σχέση με τον Γουίλ Πάβιτς. Κατά κάποιον τρόπο. Ο Όμπαν έδειξε αποσβολωμένος, εμβρόντητος, σαν να τον ξύπνησα από έναν πολύ βαθύ ύπνο, απλώς και μόνο για να του πω κάτι ακατανόητο. «Με τον Πάβιτς;» ρώτησε άψυχα. «Μα εγώ νόμιζα… Μα και η… Εσύ κι αυτός; Ουφ, καλά». Συνοφρυώθηκε περισσότερο. «Με τον Πάβιτς; Είσαι σίγουρη; Εσύ κι αυτός, ζευγάρι;» «Δεν είμαστε ακριβώς ζευγάρι». «Ναι, όπως εγώ κι η γυναίκα μου. Κατάλαβα».

328

NICCI FRENCH _

35 «Σε θέλω δίπλα μου στην υπόθεση, στο εξής», μου είχε πει ο Όμπαν. Κι έτσι ήμουν δίπλα του και στεκόμουν για μια ακόμα φορά στη μουσκεμένη πρασιά του Τζέρεμι Μπάρτον, με τον νου μου συνέχεια στην Έμιλι που μας παρακολουθούσε από το παράθυρο της κρεβατοκάμαράς της, πιπιλώντας το δαχτυλάκι της. Ο Τζέρεμι επέμενε να βγούμε έξω για να μιλήσουμε, λες και τον καταπίεζε το σπίτι. Φορούσε μόνο ένα κοντομάνικο μπλουζάκι, χωρίς σακάκι, όμως δεν έδειχνε να νιώθει τον δροσερό αέρα που περόνιαζε τον κήπο. Εγώ φορούσα ζακέτα, αλλά και πάλι κρύωνα. Μου έμπαινε νερό στα παπούτσια. «Δεν καταλαβαίνω», επανέλαβε. Από την ώρα που βρεθήκαμε εκεί, συνέχεια αυτό έλεγε. Είχε κοιτάξει τις φωτογραφίες της Ντέιζι, της Λιάν και της Μπριόνι, παίρνοντας καθεμιά στο χέρι του και κρατώντας την κοντά στο πρόσωπό του, σαν να ήταν μύωπας, προτού την επιστρέψει στον Όμπαν. «Όχι», έλεγε για την καθεμιά. «Όχι. Πρώτη μου φορά βλέπω αυτό το πρόσωπο. Πρώτη φορά ακούω αυτό το όνομα. Όχι, όχι, όχι. Δεν καταλαβαίνω γιατί μου τις δείχνετε». «Η σύζυγός σας είχε γράψει στο σημειωματάριό της τα

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

329 _

ονόματα των δύο αυτών θυμάτων προτού πεθάνει», είπε υπομονετικά ο Όμπαν. «Της Λιάν. Και της γυναίκας που δέχτηκε πρόσφατα επίθεση στο κανάλι, της κυρίας Τιλ, της Μπριόνι Τιλ. Καθώς και της Ντέιζι Γκιλ, μιας κοπέλας που αυτοκτόνησε πριν από μερικούς μήνες και ήταν φίλη της Λιάν. Είχε σημειώσει και το δικό της όνομα η σύζυγός σας». «Μα γιατί;» Κούνησε έντονα το κεφάλι και μας κοίταξε με άδειο βλέμμα, σαν να μη μας έβλεπε καθαρά. «Γιατί;» Το πρόσωπό του χαλάρωσε. Φαινόταν κουρασμένος. Το δέρμα του είχε μια σταχτιά χλωμάδα και τα μάτια του ήταν κόκκινα και ερεθισμένα. «Δεν ξέρουμε γιατί, κύριε Μπάρτον», είπε ο Όμπαν. «Μόλις τώρα ανακαλύψαμε το συγκεκριμένο στοιχείο και προφανώς ανατρέπει εντελώς τον τρόπο που εξετάζουμε την υπόθεση». «Η Φιλίππα δεν τις ήξερε», επέμεινε. «Όχι». «Ωστόσο είχε σημειώσει τα ονόματά τους». «Θα έγινε κάποιο λάθος», είπε σπασμωδικά. «Δεν μπορώ να το εξηγήσω, αλλά έγινε λάθος. Δεν τις γνώριζε». «Τι σας κάνει τόσο σίγουρο;» τον ρώτησα όσο πιο λεπτά μπορούσα. «Θα μου το έλεγε». «Τι θα σας έλεγε;» «Οτιδήποτε. Όλα. Τα πάντα στη ζωή της». Για μια στιγμή φάνηκε έτοιμος να βάλει τα κλάματα, αλλά μετά μας αγριοκοίταξε κι άρχισε να περπατάει στον κήπο. «Κύριε Μπάρτον», επενέβη αποφασιστικά ο Όμπαν, «ξέρω ότι είναι ένα σοκ, αλλά…» «Δεν είναι σοκ, είναι… εφιάλτης». «Μήπως δεχόταν απειλές ή…» «Δεν ξέρω γιατί τα έγραψε αυτά τα ονόματα. Και γιατί να δεχόταν απειλές;» Ξαφνικά σταμάτησε να περπατάει, στράφηκε προς το μέρος μας κι ήρθαμε πρόσωπο με

330

NICCI FRENCH _

πρόσωπο. «Μαντεύω τι σκέφτεστε». «Τι σκεφτόμαστε;» «Ότι ήταν κάπου μπλεγμένη. Ότι είχε παράνομο δεσμό κι άλλες τέτοιες ανοησίες. Ή ότι είχα εγώ παράνομο δεσμό. Ότι είχα ίσως δεσμό με αυτές τις κοπέλες και εκείνη το ανακάλυψε. Αυτό λοιπόν θέλετε να αρνηθώ; Εντάξει, το αρνούμαι». Συνέχισε να βαδίζει πάνω-κάτω. «Τζέρεμι». Τον πρόλαβα και τον έπιασα από το μπράτσο για να τον σταματήσω. «Σε παρακαλώ, άκουσέ με προσεκτικά. Ούτε εικάζουμε τίποτα ούτε υπονοούμε. Σε παρακαλώ, άκουσέ με. Ξέρω…» «Τι ξέρεις; Τίποτα. Δεν είμαι από τους ανθρώπους που εξωτερικεύουν τα αισθήματά τους, δεν είμαι καλός σε αυτό. Ποτέ δεν ήμουν. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχω αισθήματα. Η Φιλ το ήξερε. Καταλάβαινε πότε είμαι πεσμένος ή ταραγμένος ή κουρασμένος από τη δουλειά μου. Έμπαινα στο σπίτι και με κοιτούσε στο πρόσωπο και ήξερε αν είμαι εντάξει ή όχι. Δεν χρειαζόταν να της πω τίποτα. Δεν ήμασταν όλο αγκαλιές και χάδια, κανείς δεν θα μας χαρακτήριζε παθιασμένο ζευγάρι. Υπάρχουν όμως αμέτρητοι τρόποι να αγαπήσει κανείς. Και την αγαπούσα και με αγαπούσε και κείνη και τώρα πέθανε κι εσείς έρχεστε εδώ και υπαινίσσεστε πράγματα για μας και την κοινή ζωή μας. Ήταν ωραία η ζωή μας. Ήταν η ζωή που θέλαμε. Χωρίς υπερβολές. Είχαμε ο ένας τον άλλον κι αποκτήσαμε και την Έμιλι. Και προσπαθούσαμε να κάνουμε κι άλλο παιδί. Και θα γινόμασταν μια μεγάλη οικογένεια. Έτσι έλεγε εκείνη. Τώρα πέθανε και δεν πρόκειται ποτέ να συμβεί αυτό». «Κύριε Μπάρτον…» Τότε προσέξαμε ότι έκλαιγε. Στεκόταν πίσω από τη μηλιά, σκυμμένος κάτω από τους γινωμένους καρπούς της και σπάραζε σαν μικρό παιδί, ώσπου το πρόσωπό του

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

άρχισε να κοκκινίζει και να γυαλίζει από τα δάκρυα.

331 _

«Όχι», είπε η Παμ Βιρ, στητή στην καρέκλα της. Τα κεχριμπαρένια σκουλαρίκια της ταλαντεύτηκαν, καθώς κούνησε δυνατά το κεφάλι. Δεν γνώριζε καμία από αυτές τις γυναίκες. Ναι, ήταν σίγουρη. Απόλυτα σίγουρη. «Πόσο καιρό έμεινε εδώ η Ντέιζι, κυρία Γουίνστον;» Η κυρία Γουίνστον ήταν παχουλή και κατσαρομάλλα και θα απέπνεε θαλπωρή αν δεν ήταν τόσο υπερβολικά βαμμένη κι αν το έξυπνο βλέμμα της δεν έμοιαζε να αξιολογεί τα πάντα πίσω από τα χοντρά γυαλιά της. Καθίσαμε στη ζεστή κουζίνα της, με τρεις γάτες να στριφογυρίζουν στα πόδια μας, και τρώγαμε σοκολατένια μπισκότα διαίτης. Ο Όμπαν είχε επιστρέψει στο αστυνομικό τμήμα, περιφρονώντας την επιθυμία μου να συλλέξω πληροφορίες για την Ντέιζι. «Πρέπει να επικεντρωθούμε στους βασικούς παίκτες, Κιτ», μου είπε. «Ούτως ή άλλως οι άντρες μου έχουν ήδη πάει εκεί, το έχουν εξαντλήσει το θέμα». «Πόσο καιρό;» Η κυρία Γουίνστον συγκεντρώθηκε και ρούφηξε ηχηρά το τσάι της. «Μμ, για να σκεφτώ τι ακριβώς είπα σε κείνους τους συμπαθέστατους αστυνομικούς που είχαν έρθει εδώ; Πάντως όχι και πολύ καιρό, εδώ που τα λέμε. Εμείς θέλουμε τα παιδιά μας να μένουν καιρό, να χτίζουμε μια σωστή σχέση, ξέρετε, να τους προσφέρουμε μια οικογενειακή ζωή. Ένα κορίτσι έμεινε κοντά μας σχεδόν δυο χρόνια. Έτσι δεν είναι, Κεν;» Ο Κεν, που είχε το μισό της μπόι, έγνεψε πως ναι. «Τζορτζίνα την έλεγαν, υπέροχο κορίτσι». «Υπέροχο», αντιλάλησε ο Κεν. «Όμως η Ντέιζι δεν έμεινε πολύ. Τρεις μήνες, ίσως και λίγο παραπάνω».

332

NICCI FRENCH _

«Γιατί τόσο λίγο;» «Δεν μπορούσε να κατασταλάξει κάπου. Προσπαθήσαμε, ξέρετε. Της παραχωρήσαμε δικό της δωμάτιο, της έφτιαξα καινούριες κουρτίνες, είχε ωραία έπιπλα. Την κάναμε να νιώσει ευπρόσδεκτη, έτσι δεν είναι, Κεν;» «Ναι, έτσι». «Τη μέρα που ήρθε, της είπα: “Ντέιζι, θέλω να νιώθεις σαν στο σπίτι σου. Κι αν έχεις οποιοδήποτε πρόβλημα, όσο μεγάλο ή μικρό κι αν είναι, έλα να μου το πεις”». «Και το έκανε; Δηλαδή, σας έλεγε τα προβλήματά της;» «Αχ, όχι. Ποτέ. Ήταν κλειστή σαν στρείδι. Το ψυχανεμίστηκα από την πρώτη εβδομάδα, κατάλαβα ότι δεν θα λειτουργούσε το πράγμα, έτσι δεν είναι, Κεν;» «Ναι, έτσι». «Ήθελε την ησυχία της. Έτρωγε στο δωμάτιό της. Άφηνε ψίχουλα παντού. Ούτε καν προσπάθησε να ενταχθεί. Είπε κάτι φριχτά πράγματα για τον Μπέρνι μου». Τον είχα γνωρίσει τον Μπέρνι: ήταν ο μαντράχαλος που μου είχε ανοίξει την πόρτα, γύρω στα δεκαεπτά, με ένα τι-σερτ με νεκροκεφαλή. «Κι αυτός απλά προσπαθούσε να είναι φιλικός». «Άρα η Ντέιζι δεν σας είπε ποτέ κάτι για όσα συνέβαιναν στη ζωή της;» «Όχι. Απολύτως τίποτα. Πολύ μυστικοπαθής η μικρούλα». «Γνωρίσατε καμιά φίλη της;» «Όχι. Έβγαινε έξω, αλλά ποτέ δεν έφερε παρέα στο σπίτι. Κάποιες φορές, έμενε έξω όλη νύχτα. Της έλεγα: “Ντέιζι, δεν με πειράζει να βγαίνεις, ορίστε και το κλειδί, αλλά πρέπει να μου λες τι ώρα θα γυρίσεις”. Όμως δεν το έκανε ποτέ». Άπλωσα μπροστά της τις φωτογραφίες. «Όχι», είπε, πασπατεύοντάς τις. «Το ξανάπα. Φυσικά

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

333 _

αυτή την αναγνωρίζω, αλλά από την τηλεόραση». «Τη Φιλίππα Μπάρτον». «Τι δουλειά έχει μια τέτοια γυναίκα με την Ντέιζι;» «Άρα είστε σίγουρη ότι δεν τις έχετε γνωρίσει;» «Το είπα ήδη και στους αστυνομικούς, όχι». «Σας ευχαριστώ», είπα απηυδισμένη. «Ήθελα απλά να το επαληθεύσω». «Δεν είναι εύκολο να είσαι ανάδοχος γονέας, ξέρετε. Θα νομίζετε ίσως ότι δεν νοιαζόμουν για την Ντέιζι, αλλά έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα. Λυπήθηκα πολύ όταν έμαθα τι της συνέβη. “Η καημενούλα”, είπα, έτσι δεν είναι, Κεν; Αλλά δεν ξαφνιάστηκα». «Γιατί;» Ανασήκωσε τους ώμους. «Ήταν ένα κορίτσι οργισμένο, κατεστραμμένο. Οξύθυμη και αγενής, φούντωνε με το παραμικρό, έκλαιγε μόνη της στο δωμάτιό της, πετούσε πράγματα. Κλοτσούσε τις γάτες κάποιες φορές. Την είχα τσακώσει. Εκεί ξεχείλισε το ποτήρι. Νόμιζε ότι όλος ο κόσμος είναι εναντίον της. Ήταν αργά πια». «Αργά για τι;» «Για μας. Για όλα». «Σας ευχαριστώ», είπα και σηκώθηκα∙ ήθελα να αφήσω πίσω μου αυτή την πνιγηρή κουζίνα με τις καλοζωισμένες γάτες. «Κάναμε ό,τι μπορούσαμε». «Είμαι βέβαιη». «Αλλά ορισμένους ανθρώπους δεν μπορείς να τους βοηθήσεις». «Δεν χρειάζεται να με ξεπροβοδίσετε». «Ο εαυτός της ήταν ο χειρότερος εχθρός της». * «Κατά κάποιον τρόπο, κατηγορώ τον εαυτό μου», είπε η

334

NICCI FRENCH _

Κάρολ Χάρμαν. «Ποιος τη βρήκε;» «Εγώ. Μου τηλεφώνησαν οι υπάλληλοί μου, επειδή η πόρτα της ήταν κλειδωμένη και δεν απαντούσε στα χτυπήματα. Κι έτσι την άνοιξα με το αντικλείδι μου και τη βρήκα. Κρεμασμένη∙ αλλά αυτό το ξέρετε, έτσι δεν είναι;» «Ναι, το ξέρω». «Ξέραμε ότι κινδύνευε, αυτοτραυματιζόταν και αρνιόταν να φάει. Ακολουθούσαμε ειδικά μέτρα ασφαλείας μαζί της στο σπίτι, τη συνόδευε πάντα κάποιος από το προσωπικό κ.λπ. Δεν έπρεπε να συμβεί». «Προφανώς ήταν αποφασισμένη», είπα. Μου άρεσε αυτή η γυναίκα που δεν προσπαθούσε να δικαιολογήσει τον εαυτό της. «Δεν ήθελε απλά να τραβήξει την προσοχή». «Αν όμως δεν τα κατάφερνε, είναι πιθανόν να μην το επιχειρούσε ποτέ ξανά. Κανείς δεν ξέρει. Ήταν δύσκολο κορίτσι, πολύ πεισματάρα, πολύ απαιτητική. Πέρασε φριχτή ζωή. Μια φορά μου είπε: “Κανείς δεν μου έχει πει ποτέ ότι με αγαπάει”». «Και τι της απαντήσατε;» «Ότι την αγαπάω εγώ, φυσικά∙ αλλά δεν ακούγεται αληθινό όταν σ’ το λέει μια γυναίκα που σε ξέρει μόλις λίγες εβδομάδες και πληρώνεται για να σε φροντίζει». «Τουλάχιστον εσείς της το είπατε». «Εντάξει, τέλος πάντων. Θέλετε να μάθετε αν συνάντησα ποτέ μου αυτές τις γυναίκες. Αυτή την είδα μία φορά». Με την άκρη του δαχτύλου της άγγιξε το πρόσωπο της Λιάν. «Ήρθε να επισκεφτεί την Ντέιζι. Ανέβηκαν μαζί στο δωμάτιό της. Αυτό ήταν όλο». «Κάποια από τις άλλες;» «Όχι». «Γιατί νομίζετε ότι το έκανε;» «Γιατί αυτοκτόνησε; Δεν ξέρω. Είχε περάσει δύσκολη ζωή. Δεν γνωρίζω τις ακριβείς συνθήκες, αλλά αυτό δεν

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

335 _

σημαίνει ότι δεν υπήρξαν. Τελικά, θα της φάνηκε πιο εύκολο να πεθάνει, παρά να συνεχίσει να ζει».

336

NICCI FRENCH _

36 Την επόμενη μέρα οδήγησα μέχρι την κλινική, παρακολούθησα μια σύσκεψη με θέμα την ιεραρχία του προσωπικού και προσποιήθηκα ότι ασχολούμαι με τη χαρτούρα μου. Το μυαλό μου κατακλυζόταν από τα γεγονότα του τελευταίου εικοσιτετράωρου. Σκεφτόμουν τα ονόματα στο σημειωματάριο, το κάτωχρο συγκλονισμένο πρόσωπο της Μπριόνι μόλις έμαθε το νέο, τον οδυρμό του Τζέρεμι στη μηλιά. Και δεν ήξερα τι να κάνω με τον Γουίλ. Μήπως μου είχε θυμώσει τόσο που δεν ήθελε πια ούτε να μου μιλήσει; Άραγε εγώ ήθελα τελικά να τον ξαναδώ; Στις έξι και τέταρτο του τηλεφώνησα. Στις εννιά παρά δέκα κοιτούσα το ρολόι μου, καθώς ο Γουίλ μού το έβγαζε από το χέρι και το ακουμπούσε στο πάτωμα, πλάι στο κρεβάτι του. Όταν το ξαναφόρεσα, είχα βγει από το μπάνιο. Περασμένες δέκα. Εκείνος, ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Κούρνιασα δίπλα του. Ήμουν ακόμα υγρή από το ντους κι εκείνος ήταν ακόμα υγρός από τον ιδρώτα, από το σεξ, από μένα. Είχα πάνω μου τη μυρωδιά του σαπουνιού του και κείνος είχε πάνω του τη δική μου. «Ήταν υπέροχα», είπα κι αμέσως μετά άρχισα να

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

337 _

απολογούμαι. «Όποτε το λέω αυτό, αισθάνομαι πολύ ανόητη. Νιώθω σαν να λέω ευχαριστώ χωρίς λόγο». Κάθισα με την πλάτη στον τοίχο, ανασηκωμένη στο μαξιλάρι και κοίταξα το δωμάτιο. Είδα τα απομεινάρια από το κινέζικο που είχαμε παραγγείλει. Ένα άδειο μπουκάλι κρασί στο πάτωμα κι άλλο ένα μισογεμάτο. Τα ρούχα μας, σκορπισμένα εδώ κι εκεί. «Συγγνώμη για χθες το απόγευμα», του είπα. «Δεν ήξερα τι να κάνω». «Δεν πειράζει», απάντησε. Χάιδευε με τα δάχτυλα το κορμί μου, αλλά δεν με κοιτούσε. «Αυτό ακριβώς είναι που με ξάφνιασε», πρόσθεσα. «Πραγματικά έδειχνες ότι δεν σε πειράζει. Εγώ τους αστυνομικούς τους φοβάμαι και να φανταστείς ότι συνεργάζομαι μαζί τους. Όμως εσύ δεν φάνηκες να ενοχλείσαι καθόλου». «Και πού είναι το πρόβλημα;» «Μάλλον εγώ φοβάμαι πιο εύκολα από σένα». «Κατανοητό». «Γιατί; Επειδή έπαθα αυτό;» Σήκωσα το χέρι κι άγγιξα το μάγουλό μου, την ουλή μου. «Τι ήθελες δηλαδή;» αναρωτήθηκε. «Να πέσω στα γόνατα και να διατυμπανίζω την αθωότητά μου;» «Τι εννοείς, όταν λες την αθωότητά σου;» «Αυτό θες κι εσύ, έτσι δεν είναι; Να σε κοιτάξω κατάματα και να σου πω: “Κιτ, είμαι αθώος. Μάρτυς μου ο Θεός”». «Όχι», διαμαρτυρήθηκα. «Αλλά…» «Χα, ώστε υπάρχει ένα “αλλά” τελικά». Σηκώθηκε όρθιος. «Πάω να κάνω ντους». Έμεινα στο κρεβάτι, μισοσκεπασμένη με το λεπτό σεντόνι, σκεφτική. Μόλις ξανάρθε στο δωμάτιο, τυλιγμένος με τη μεγάλη λευκή πετσέτα, είπα: «Ξέρεις ποιο είναι το πρόβλημα;»

338

NICCI FRENCH _

«Το πρόβλημα ποιανού; Το δικό μου ή το δικό σου;» «Δεν έχασες την ψυχραιμία σου ούτε για μια στιγμή. Είχες απόλυτο αυτοέλεγχο». «Και το ερώτημα είναι: θα μπορούσε να συμπεριφερθεί έτσι ένας αθώος;» «Δεν νοιάζεσαι, λοιπόν;» «Για ποιο πράγμα;» Σήκωσε τα φρύδια του. «Για τη γνώμη που έχουν οι άλλοι για μένα; Γιατί να νοιαστώ;» «Όχι. Όχι, δεν μιλάω για τη γνώμη που έχουν οι άλλοι για σένα. Μιλάω για… για όλα αυτά. Για τη Λιάν, τη Φιλίππα, την Ντέιζι και τώρα την Μπριόνι, κατά κάποιον τρόπο εμπλέκεσαι κι εσύ. Ακόμη κι αν δεν έχεις απολύτως καμία σχέση από πρακτική άποψη, ωστόσο εμπλέκεσαι. Και κάποιες τις γνώριζες, Γουίλ. Γνώριζες τη Λιάν κι ήταν νέα και μόνη και χρειαζόταν βοήθεια και τώρα είναι νεκρή, είναι όλες νεκρές κι εσύ απλά καθόσουν εκεί με το ειρωνικό σου χαμόγελο και τα αποστομωτικά σου λόγια. Δηλαδή, ξέρω ότι πρέπει να νοιάζεσαι, κάπου βαθιά μέσα σου, γιατί αλλιώς δεν θα έκανες αυτή τη δουλειά, άρα ξέρω ότι νοιάζεσαι, φυσικά…» «Όχι, δεν το ξέρεις. Δεν σου κολλάει». «Εντάξει λοιπόν, μπορεί να μη νοιάζεσαι καθόλου κι αυτό το βρίσκω πολύ ανατριχιαστικό». Ένα άγριο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του Γουίλ. «Πιο ανατριχιαστικό κι από την πιθανότητα να είμαι ικανός για φόνο; Ίσως…» άφησε την πετσέτα του να πέσει στο πάτωμα σχηματίζοντας ένα λευκό βουναλάκι, μετά φόρεσε μια ρόμπα, «ίσως αυτή η πιθανότητα να σε ερεθίζει. Μήπως σου αρέσει να σκέφτεσαι ότι είμαι ικανός να σκοτώσω άνθρωπο; Ξέρω ότι σ’ αρέσει να έρχεσαι αντιμέτωπη με τους φόβους σου. Έτσι δεν είναι; Νιώθεις φόβο, αλλά προχωράς». Ο τόνος του ήταν περιπαικτικός και σκληρός. Ανακάθισα στο κρεβάτι. «Άκου, Γουίλ, ας αφήσουμε τα

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

339 _

παιχνίδια. Σε παρακαλώ. Αν μη τι άλλο, έχω γνωρίσει μερικές δεκάδες δολοφόνους. Ίσως και περισσότερους. Για όλους υπάρχουν πολυσέλιδες αναφορές που εξηγούν τους λόγους που έκαναν ό,τι έκαναν. Δεν ξέρω ούτε μία περίπτωση που κάποιος να τους εντόπισε προκαταβολικά ως δυνητικούς δολοφόνους. Μάλιστα, πολλοί από αυτούς αφέθηκαν ελεύθεροι από ανθρώπους σαν εμένα και τελικά σκότωσαν κι άλλους. Δεν πρόκειται λοιπόν να σταθώ εδώ και να σου πω ότι δεν θα μπορούσες να σκοτώσεις μια γυναίκα». «Να καθίσεις». «Ορίστε;» «Δεν στέκεσαι, κάθεσαι». «Αχ, για όνομα του Θεού! Επιβεβαιώνεις τα λόγια μου. Κοίτα, θέλω απλά να καταλάβεις ότι, έτσι όπως σε παρατηρούσα, ξαφνικά σκέφτηκα ότι ίσως σου άρεσε να σε θεωρούν ένοχο. Θα το έβρισκες συναρπαστικό από κάθε άποψη. Έτσι, θα γινόσουν πάλι θύμα. Ο σπουδαίος παρεξηγημένος, Γουίλ Πάβιτς! Κι έτσι θα αποδεικνυόταν πόσο ηλίθιοι είναι οι αστυνομικοί. Δηλαδή μια ιδανική κατάσταση για σένα∙ εσύ θα είχες δίκιο και όλοι οι άλλοι, άδικο. Αυτή είναι άλλωστε και η βασική κοσμοθεωρία σου». Το αμυδρό χαμόγελο του Πάβιτς δεν έσβησε. «Ώστε δεν κατάφερα να σε ξεγελάσω, λοιπόν», κάγχασε. Έσκυψα, πήρα το χέρι του και τον τράβηξα δίπλα μου στο κρεβάτι. Χάιδεψα τα πυκνά κοντά μαλλιά του. Φίλησα το μέτωπό του. Ακούμπησα με την παλάμη μου το μάγουλό του και, για μια μόνο στιγμή, έγειρε στο χέρι μου. «Πέρασα πολύ άσχημη χρονιά», είπα. «Βλέπω εφιάλτες». «Κιτ…» «Η σεξουαλική μου ζωή ήταν ανύπαρκτη για κάποιο διάστημα και τώρα είναι καλύτερη από ποτέ κι αυτό είναι τόσο υπέροχο. Και λίγα λέω. Πάντως, καταλαβαίνεις τι

340

NICCI FRENCH _

εννοώ. Κι έρχονται στιγμές που αναρωτιέμαι μήπως σε ερωτεύομαι». «Κιτ…» ξανάπε. Ούτε αστειευόταν ούτε ειρωνευόταν πια. Κάτι ήταν κι αυτό. Καλύτερο από την περιφρόνησή του κι ας πλησίαζαν όλα στο τέλος τους. «Ίσως να έχεις δίκιο», συνέχισα. «Ίσως να με έλκεις επειδή είσαι οξύθυμος και απειλητικός και κατά κάποιον τρόπο με φοβίζεις. Ή ίσως να σε θέλω επειδή δείχνεις δυστυχισμένος και κοροϊδεύω τον εαυτό μου πιστεύοντας ότι θα σε κάνω ευτυχισμένο∙ ξέρεις, η περίφημη γυναικεία φαντασίωση που σίγουρα θα σου είναι γνωστή. Τέλος πάντων. Εγώ νιώθω ευτυχισμένη, πάντως, μόνο και μόνο επειδή ξανάνιωσα ποθητή. Νιώθω καλά που, ενώ δουλεύω, ξαφνικά σκέφτομαι εσένα. Αισθάνομαι ότι ξαναζωντάνεψα. Αλλά δεν θέλω να είμαι με κάποιον που δεν νοιάζεται για τίποτα και που δεν θα δοθεί σε κανέναν. Δεν είμαι καλή στο πάθος, όταν λείπει η τρυφερότητα. Δεν είμαι αρκετά σκληρή. Ούτε μ’ αρέσει να παίζω παιχνίδια∙ ορίστε λοιπόν, σου έχω ανοίξει όλα μου τα χαρτιά. Όπως βλέπεις, δεν έχω άσους». Γέλασα πνιχτά, μα εκείνος πάλι δεν μίλησε. «Ίσως λοιπόν να χρειάζομαι κάποιον πιο ευαίσθητο». Ο Γουίλ σήκωσε το χέρι του και στρίμωξε μια βρεγμένη τούφα από τα μαλλιά μου πίσω από το αφτί μου. «Μάλλον θα είναι πιο δύσκολο για μένα παρά για σένα, αν σταματήσουμε να βλεπόμαστε», είπα. «Τα πάω χάλια με τους χωρισμούς. Ποτέ δεν τα πήγαινα καλά. Αλλά εσύ σίγουρα θα είσαι καλύτερος, στοιχηματίζω ότι δεν χάνεις τον χρόνο σου κοιτώντας πίσω». «Θέλω να συνεχίσουμε να βλεπόμαστε, Κιτ». «Θέλεις να βλεπόμαστε με τους δικούς σου όρους». «Και ποιοι είναι οι δικοί σου, λοιπόν;» «Δεν ξέρω». Μου ξέφυγε ένας πνιχτός λυγμός. «Αλλά το θέμα είναι ότι υπάρχουν».

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

341 _

Χαμογέλασε. «Αυτό που λες είναι τελείως ακατανόητο, ξέρεις». «Το ξέρω». Μου πρόσφερε χαρτομάντιλο και φύσηξα τη μύτη μου. «Τέλος πάντων, για απόψε τουλάχιστον, θα φύγω. Κι ίσως πρέπει, ούτως ή άλλως, να φύγω». Άγγιξα με το δάχτυλο τα χείλη του. «Σώπα, μην πεις τίποτα. Όχι τώρα». Σηκώθηκα και φόρεσα το παντελόνι και την μπλούζα μου. «Δεν θέλω να βγεις έξω μόνη σου τέτοια ώρα», είπε ο Γουίλ. «Μια χαρά θα είμαι», απάντησα. «Το όνομά μου δεν ήταν στη λίστα». Βγήκα από το σπίτι και απομακρύνθηκα, χωρίς να κοιτάξω πίσω. Η πανσέληνος ήταν τόσο φωτεινή που στα σύννεφα σχηματίζονταν κύματα. Έτρεμα ολόκληρη από την υπερένταση. Ένιωθα δάκρυα να κυλούν στα μάγουλά μου, ζεστά, τσουχτερά, προσπάθησα να πάρω βαθιές ανάσες. Σκούπισα το πρόσωπό μου. Ένιωσα καλύτερα. Είχα κάνει το σωστό, δεν έπρεπε να αναστατώνομαι. Μάλλον είχαν ήδη όλα τελειώσει, όμως εγώ τα σκεφτόμουν ξανά και ξανά. Κοίτα μπροστά, είπα μέσα μου. Κοίτα μπροστά. Έπρεπε να σκεφτώ άλλα πράγματα. Ουδέποτε φοβόμουν να περπατώ μόνη αργά τη νύχτα στην πόλη. Πίστευα ότι, αν προχωράς γοργά και δείχνεις ότι ξέρεις πού πας, θα είσαι ασφαλής. Έχω περάσει πολύ χρόνο στη σταδιοδρομία μου συζητώντας με επικίνδυνους άντρες και τους έχω ρωτήσει πολλές φορές πώς επιλέγουν τα θύματά τους. Η απάντηση είναι, κυρίως, ότι διαλέγουν ανθρώπους, γυναίκες βασικά, που από αδυναμία ή λανθασμένη κρίση ή ανασφάλεια τραβούν την προσοχή τους. Έχω προσπαθήσει να κάνω τον εαυτό μου να πιστέψει ότι, αν δεν μοιάζεις με θύμα, δεν θα γίνεις

342

NICCI FRENCH _

θύμα. Μπορεί και να τον κοροϊδεύω. Η τυχαιότητα των δεινών μοιάζει αφόρητη σαν σκέψη. Καλύτερα να πιστεύεις ότι οι άνθρωποι είναι υπεύθυνοι για όσα τους συμβαίνουν. Περπατούσα σε έρημα και σκοτεινά δρομάκια, ώσπου έφτασα στο φως και στον θόρυβο του κεντρικού δρόμου και του σταθμού του Κέρσι Τάουν. Τα ταξί έκαναν ουρά, οι πάγκοι πουλούσαν ήδη τις αυριανές εφημερίδες, λες και δεν θα προλάβαιναν να τις ξεπουλήσουν στην ώρα τους. Κανονικά θα ενθουσιαζόμουν με το θέαμα της νυχτερινής ζωής στην πόλη. Μου αρέσει να βλέπω ανθρώπους που μοιάζουν να βρίσκονται στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή. Προσπαθώ να φανταστώ ποιες παράξενες υποχρεώσεις, ποια στραβή πορεία τούς οδήγησε εκεί, πλάθω ιστορίες με το μυαλό μου. Όμως, τώρα, το μυαλό μου έβριθε από άλλες ιστορίες, που η μια διέκοπτε την άλλη, αποζητώντας να υπερισχύσει. Διέσχισα τον πολυσύχναστο δρόμο και πήγα προς την πλατεία, αφήνοντας πίσω μου την κίνηση. Σκέφτηκα την Μπριόνι που περπατούσε αργά τη νύχτα στο κανάλι. Ήταν ανόητο, όπως είπε κι ο Όμπαν, ωστόσο καταλάβαινα αυτή την παρόρμηση. Το σκοτάδι, η ησυχία, τα σχεδόν ατάραχα μαύρα νερά, ο παράξενος μυστικός κόσμος στην καρδιά της πόλης. Σκέφτηκα τη Φιλίππα, στο Χάμπστεντ Χιθ μέρα μεσημέρι, σε μια παιδική χαρά γεμάτη κόσμο. Το μυαλό μου δούλευε μανιωδώς κι έτσι η επιστροφή μου στο σπίτι γινόταν σχεδόν υποσυνείδητα, παρότι ακολουθούσα μια περίπλοκη πορεία μέσα από δρομάκια και στενοσόκακα. Ήμουν το πολύ εκατό μέτρα μακριά από την εξώπορτά μου, όταν κάτι με έβγαλε από τις σκέψεις μου και γύρισα το κεφάλι ξαφνιασμένη. Μήπως άκουσα κάτι; Βρισκόμουν σε έναν ήσυχο δρόμο με μια σειρά από σπίτια στη μια μεριά κι ένα κοιμητήριο στην άλλη. Δεν έβλεπα κανέναν τριγύρω, αλλά τότε, με την άκρη του

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

343 _

ματιού μου, διέκρινα μια σκιά. Όταν κοίταξα πιο προσεκτικά πίσω μου, δεν είδα τίποτα. Μήπως κάποιος κρύφτηκε στις φυλλωσιές; Σε ένα λεπτό θα έφτανα στην εξώπορτά μου. Άρχισα να περπατάω γρήγορα, με το χέρι μου να σφίγγει το κλειδί στην τσέπη του σακακιού μου. Ένα λεπτό, όχι, τριάντα δευτερόλεπτα. Άρχισα να τρέχω κι έφτασα στο σπίτι μου. Μόλις έβαλα το κλειδί στην κλειδαριά, ένιωσα ένα χέρι στον ώμο μου κι έμπηξα μια φωνή τρομαγμένη. Ήταν ο Μάικλ Ντολ. Με τη γλυκόξινη ανάσα του στο πρόσωπό μου. «Στο τσακ σε πρόλαβα», είπε χαμογελώντας. Προσπάθησα να συγκεντρωθώ. Ηρέμησε, είπα μέσα μου. Φρόντισε να εκτονώσεις την κατάσταση. Να τον κάνεις να φύγει. Έπρεπε όμως να δείχνω και έκπληκτη. Να μη νομίζει ότι θεωρώ την παρουσία του δεδομένη. «Τι στο καλό κάνεις εδώ;» «Μου έλειψες», είπε. «Δεν ήρθες να με δεις». «Γιατί να έρθω να σε δω;» «Σε σκεφτόμουν». «Μ’ ακολουθούσες;» ρώτησα. «Όχι, γιατί να σε ακολουθήσω;» είπε, κάνοντας ένα βήμα πίσω, στρέφοντας αλλού το βλέμμα. Με ακολουθούσε. Από πού όμως; Μήπως περίμενε έξω από το σπίτι του Γουίλ Πάβιτς; «Ήσουν με άλλον;» Με άλλον; Άλλο και τούτο. «Βιάζομαι, Μάικλ», του είπα. «Μπορώ να έρθω μέσα;» ρώτησε. «Όχι, δεν μπορείς». «Μόνο για λίγα λεπτά». «Είναι πολύ αργά. Είναι πάνω η φίλη μου». Σήκωσε το βλέμμα στο διαμέρισμα. «Δεν βλέπω φως αναμμένο». «Έχει ξαπλώσει».

344

NICCI FRENCH _

«Θέλω να μιλήσουμε». Μου φαινόταν απίστευτο ότι στεκόμουν στο κατώφλι του σπιτιού μου, περασμένα μεσάνυχτα, και διαπραγματευόμουν με τον Μάικλ Ντολ αν μπορεί να έρθει μέσα. «Βιάζομαι». «Άλλους τους αφήνεις». «Μάικλ, είναι αργά. Πρέπει να πας σπίτι σου». «Το μισώ το σπίτι μου». «Καληνύχτα, Μάικλ», είπα με ένα αμυδρό, αλλά καθόλου υποχωρητικό χαμόγελο και με ένα άγγιγμα του χεριού μου που δήλωνε συμπάθεια αλλά όχι πραγματική ζεστασιά. «Θέλω να σε δω», επανέλαβε, πιο υποτονικά όμως. «Είναι αργά», απάντησα. «Πηγαίνω». Πέρασα το κατώφλι και πήγα να κλείσω την πόρτα, που όμως δεν έκλεισε. Την εμπόδιζε με το πόδι του. Έχωσε το πρόσωπό του στο κενό. «Με μισείς;» ρώτησε. Κι ήταν περισσότερο δήλωση, παρά ερώτηση. «Θες να φύγω. Να μη με ξαναδείς». Αχ, πόσο ήθελα να φύγει. Να ξεκουμπιστεί από τη ζωή μου, κι αν ήθελε να κολλήσει σε κάποιον, ας κόλλαγε σε κάποιον άλλον. «Κάθε άλλο», είπα. «Είμαι απλά κουρασμένη. Πέρασα δύσκολη μέρα. Σε παρακαλώ». Το πρόσωπό του ήταν πολύ κοντά στο δικό μου. Ανάσαινε με έναν ασθματικό σφυριχτό ήχο. Έχωσε το χέρι του μέσα από το κενό της πόρτας και το ένιωσα στο μάγουλό μου. «Καληνύχτα, Κιτ», είπε. Δεν απάντησα. Αποτράβηξε το χέρι του. Ένιωσα το εμπόδιο στην πόρτα να υποχωρεί και κατάφερα να την κλείσω. Ακούμπησα πάνω της κι ένιωσα ξαφνικά ένα κύμα ναυτίας να με κατακλύζει. Ακόμη αισθανόμουν το άγγιγμα του Μάικλ Ντολ στο πρόσωπό μου. Ακόμα ένιωθα τον Γουίλ Πάβιτς μέσα μου. Είχα πάνω μου τη μυρωδιά τους.

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

345 _

Ανέβηκα τρέχοντας τις σκάλες και, παρότι είχα ήδη κάνει ντους στο σπίτι του Γουίλ, έκανα κι άλλο, ώσπου το νερό κρύωσε. Μετά ψαχούλεψα σε ένα ντουλάπι και βρήκα ένα μπουκάλι ουίσκι. Πήρα ένα ποτήρι μαζί μου στο κρεβάτι, κάθισα μέσα στο σκοτάδι κι άρχισα να κατεβάζω μεγάλες γουλιές που μου έκαιγαν τα σωθικά και μου θόλωναν το μυαλό.

346

NICCI FRENCH _

37 Το επόμενο πρωί τηλεφώνησα στον Όμπαν και του ανέφερα το περιστατικό με τον Μάικλ Ντολ. Το βρήκε κάπως διασκεδαστικό. «Ώστε έχεις θαυμαστή, λοιπόν», είπε. «Ή μάλλον κι άλλον θαυμαστή». «Δεν είναι καθόλου αστείο», απάντησα. «Νομίζω ότι με παρακολουθούσε». «Δηλαδή;» Δίστασα. Δεν ήθελα να του πω ότι μπορεί ο Ντολ να με ακολούθησε από το σπίτι του Γουίλ. «Το πράγμα γίνεται σοβαρό», τόνισα. «Τριγυρίζει έξω από το σπίτι μου, με καταδιώκει. Δεν νιώθω ασφαλής». Τον άκουσα να βήχει, αλλά μπορεί και να γέλαγε. «Απίστευτο μου φαίνεται», είπε. «Περάσαμε τις τελευταίες εβδομάδες προσπαθώντας να σε πείσουμε ότι ο Ντολ είναι επικίνδυνος, ενώ εσύ ήθελες να μας πείσεις ότι είναι ένα γλυκό παρεξηγημένο αγοράκι». «Δεν έλεγα αυτό». «Το ξέρω, γλυκιά μου, αστειεύτηκα. Όμως, τι θέλεις να κάνω εγώ;» «Δεν ξέρω. Απλά αρχίζω να νιώθω ότι με απειλεί».

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

347 _

«Ω, Θεέ μου!» έκανε ο Όμπαν. «Πάνω που άρχιζα να ενδιαφέρομαι για τον άλλον φίλο σου». «Ορίστε;» «Δεν μπορώ να το αποφύγω. Το σκέφτηκα πολύ καλά και όλοι οι δρόμοι δείχνουν να οδηγούν στον Γουίλ Πάβιτς και στον αναθεματισμένο ξενώνα του». «Αυτό είναι γελοίο». «Ίσως. Αλλά πρέπει να το αναλογιστούμε. Πάντως, αν θέλεις, μπορώ να στείλω κάποιον να πει δυο λόγια στον Μίκι Ντολ». Αναστέναξα ανακουφισμένη. «Καλή ιδέα μου φαίνεται», είπα. «Το πρόβλημα είναι πως, ό,τι κι αν του λέω, είτε είμαι φιλική είτε θυμωμένη, απλά τον ενθαρρύνει. Δεν μου αρέσουν οι τραμπουκισμοί, αλλά το πράγμα ξεφεύγει από τον έλεγχο». «Μην ανησυχείς. Θα τον τακτοποιήσουμε. Με ωραίο τρόπο, φυσικά. Θα έρθεις σήμερα;» «Αργότερα ίσως», αποκρίθηκα. «Θα μείνω σχεδόν όλη μέρα στην κλινική». Το πρωί βρισκόμουν σε μια από τις αίθουσες σεμιναρίου στην κλινική με ένα δεκαπεντάχρονο κορίτσι, την Αννίτα∙ η κάτωχρη άναυδη μητέρα της ήταν κοινωνική λειτουργός και δικηγόρος. Κοιτούσα τον φάκελό της. Χάλια ως συνήθως. Χειρότερος κι από ό,τι συνήθως. Δεν είχαν γίνει συνεδρίες, δεν είχε χορηγηθεί φαρμακευτική αγωγή και έλειπαν πολλά έγγραφα. Βέβαια, όλα αυτά ήταν συνηθισμένα. Σαν να μην έφτανε αυτό, όμως, έπιασαν φωτιά κάποιες σχολικές εγκαταστάσεις. Πράγμα κάθε άλλο παρά συνηθισμένο. Η Αννίτα είχε αποπειραθεί δυο φορές να αυτοκτονήσει, αυτοτραυματιζόταν επανειλημμένως, ωστόσο η υπόθεσή της είχε κολλήσει στα γρανάζια της γραφειοκρατίας. Όταν όμως βάζεις φωτιά σε δημόσια κτίρια, τότε τραβάς την προσοχή.

348

NICCI FRENCH _

Ακούστηκε ένας χτύπος και η πόρτα άνοιξε. Ήταν η ρεσεψιονίστ της κλινικής. «Έχετε τηλεφώνημα», ανακοίνωσε. Την κοίταξα με δυσπιστία. «Θα μιλήσω αργότερα». «Είναι από την αστυνομία. Ο κύριος μού είπε ότι προσπάθησε να σας βρει και στο κινητό». «Είναι κλειστό. Πες του πως θα του τηλεφωνήσω σε ένα λεπτό». «Είπε να σας φωνάξω όπου κι αν είστε. Και περιμένει». Ζήτησα χίλια συγγνώμη, βγήκα τρέχοντας στον διάδρομο και σήκωσα το ακουστικό. «Ελπίζω να…» «Ο Ντολ είναι νεκρός». «Πώς;» «Τον βρήκαν στο διαμέρισμά του. Πήγαινε αμέσως εκεί».

Όταν πρωτοπήγα στο διαμέρισμα του Μάικλ Ντολ, το θεώρησα ένα άθλιο έρημο σπίτι ενός παράξενου μοναχικού άντρα. Μου φαινόταν το είδος του ανθρώπου που θα ζούσε μια ζωή μακριά από τον κόσμο κι ο θάνατός του θα περνούσε απαρατήρητος. Όχι πια. Είχε γίνει διαβόητος. Τρία περιπολικά, ένα ασθενοφόρο και άλλα συμβατικά αστυνομικά αυτοκίνητα ήταν παρκαρισμένα στον δρόμο του. Η τριγύρω περιοχή είχε αποκλειστεί. Δυο αστυνομικοί στέκονταν απέξω, ενώ είχαν μαζευτεί αρκετοί περαστικοί που προφανώς δεν είχαν τίποτα καλύτερο να κάνουν με τη μέρα τους. Παραμέρισα τον κόσμο για να περάσω, μουρμουρίζοντας συγγνώμες, ανάμεσα σε μερικές γριούλες με καροτσάκια για τα ψώνια που με κοίταζαν με αναζωπυρωμένο ενδιαφέρον∙ ποια να ήμουν άραγε; Ντετέκτιβ; Νεκροθάφτης; Ένας αστυνομικός μπήκε μέσα και άκουσα μια πνιχτή φωνή. Μετά από λίγο βγήκε ο

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

349 _

Όμπαν. Έδειχνε πολύ σοκαρισμένος, το πρόσωπό του είχε πάρει ένα απόκοσμο πελιδνό χρώμα. Τον ρώτησα αν είναι καλά. «Χριστέ μου», είπε χαμηλόφωνα. «Τι απίστευτο, γαμώτο μου. Με το συμπάθιο, κιόλας». Κοίταξε με ένοχο ύφος τις γριούλες. «Τι έγινε;» ρώτησα. «Μόλις τώρα ετοιμάζονται να πιάσουν δουλειά οι τύποι της σήμανσης», είπε. «Ήθελα να ρίξεις κι εσύ μια ματιά. Να τον δεις, προτού τον πάρουν. Μπορείς;» «Νομίζω ναι», απάντησα ξεροκαταπίνοντας. «Δεν είναι ωραίο θέαμα», με προειδοποίησε. Έπρεπε να προετοιμαστώ, να βάλω τα ειδικά καλύμματα στα παπούτσια μου. Ο Όμπαν μου είπε να μην αγγίξω τίποτα. Ανεβαίνοντας τις σκάλες έπρεπε να προσέχω, επειδή ήταν καλυμμένες με ένα σεντόνι. Μόλις φτάσαμε στην κορυφή ο Όμπαν με συμβούλευσε να πάρω βαθιά ανάσα. Άνοιξε με μια σπρωξιά την πόρτα κι έκανε πίσω, αφήνοντάς με να μπω πρώτη. Το πτώμα ήταν σωριασμένο στο πάτωμα, με το πρόσωπο κάτω, μόνο που δεν υπήρχε πια πρόσωπο. Σαν ομοίωμα με μισοτελειωμένο κεφάλι. Αναγνώρισα τα ρούχα του από το προηγούμενο βράδυ. Οι σόλες των παπουτσιών του, στραμμένες προς το μέρος μου. Το κορδόνι του δεξιού παπουτσιού, λυτό. Καφέ κοτλέ παντελόνι. Άνορακ. Κι ένα σκούρο υγρό. Πήγα να μιλήσω, αλλά το στόμα μου είχε στεγνώσει εντελώς. Κατάπια κάμποσες φορές. Ένιωσα ένα χέρι στην πλάτη μου. «Ησύχασε, γλυκιά μου», είπε ο Όμπαν. «Πού είναι το κεφάλι του;» ρώτησα με φωνή που δεν έμοιαζε με τη δική μου. «Παντού», είπε ο Όμπαν. «Επαναλαμβανόμενα δυνατά χτυπήματα με πολύ βαρύ, πολύ αιχμηρό αντικείμενο, τα περισσότερα μετά θάνατον. Μιλάμε για γαμημένη μανία.

350

NICCI FRENCH _

Και ιδού το αποτέλεσμα». Κοίταξα τριγύρω. Ήμουν στο κόκκινο δωμάτιο. Στο κόκκινο δωμάτιο του εφιάλτη μου. Μέχρι τώρα ήταν μια ιδέα, ένα σύμβολο∙ όμως, να που βρισκόμουν πραγματικά εκεί. Κι ήταν λες και το δωμάτιο ποτίστηκε με αίμα. Οι τοίχοι, ακόμη και η οροφή. Παχιές σταγόνες πάνω στο ταβάνι έμοιαζαν έτοιμες να πέσουν στα κεφάλια μας, αλλά είχαν πια πήξει. «Έτσι είναι τα τραύματα στο κεφάλι», διευκρίνισε ο Όμπαν, κοιτώντας τριγύρω. «Προκαλούν πάντα ισχυρή αιμορραγία». Κοίταξα κι εγώ τριγύρω, προσπαθώντας να μείνω αποστασιοποιημένη, όμως σκεφτόμουν διαρκώς την ενοχλητική αποκρουστική παρουσία του στο κατώφλι μου χθες βράδυ, την παράλογη πίεσή του, κι όλα αυτά να καταλήγουν σε αυτόν τον οικτρό σωρό στο πάτωμα. Σαν να του έριξα κατάρα. Ήθελα να φύγει μια για πάντα από τη ζωή μου. Άραγε τον ήθελα νεκρό; «Ρίξε μια ματιά εδώ», με σκούντηξε ο Όμπαν. Κρατούσε έναν διάφανο φάκελο που περιείχε ένα χαρτί. Πάνω του υπήρχαν αδέξια κεφαλαία γράμματα: εμοσταγίς μπάσταρδως. «Αυτό εδώ βρέθηκε πάνω στον νεκρό. Κοίτα», είπε. «Τρομερή ανορθογραφία». «Τον σκότωσαν τελικά», σχολίασα. Ο Όμπαν έγνεψε. «Τι σκατόσπιτο», ξεφύσηξε. «Έχεις ξανάρθει;» «Ναι», είπα μόλις. «Σκέφτηκα ότι θα σου είναι χρήσιμο να ρίξεις μια ματιά. Μείνε όσο θέλεις. Πολύ ή λίγο». Τα πόδια μου έτρεμαν και πήγα να καθίσω στο μπράτσο μιας καρέκλας, αλλά παρενέβη ένας άντρας και με εμπόδισε. Ζήτησα συγγνώμη. «Τι χάλι, ρε γαμώτο», είπε πάλι ο Όμπαν. «Σαν σφαγείο

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

351 _

μέσα σε μουσείο». «Ο Μάικλ Ντολ ήταν συλλέκτης», εξήγησα. Πρέπει να συγκρατηθώ, να μην κάνω εμετό. Ξεροκατάπια και πήρα ανάσα από το στόμα, αργά αργά. Ο Όμπαν έκανε μια γκριμάτσα. «Αλήθεια; Και τι μάζευε;» «Ό,τι έβρισκε. Διάφορα πράγματα από το κανάλι. Ό,τι μπορούσε να κουβαλήσει. Σαν αρρώστια ήταν». «Δεν ζηλεύω καθόλου αυτούς που θα τα καθαρίσουν όλα αυτά…» Ο Όμπαν συνέχιζε να μιλάει, μα εγώ δεν τον άκουγα. Δεν άκουγα τίποτα. Γιατί ξαφνικά, το είδα. Διέσχισα το δωμάτιο, αποφεύγοντας με προσοχή το πτώμα. Πήγα να πάρω κάτι από το ράφι. Βρισκόταν ανάμεσα σε ένα βαζάκι και μια σκουριασμένη σούστα. Κάποιος έβαλε μια φωνή κι ένιωσα ένα χέρι να με τραβάει. «Μην αγγίζεις τίποτα», μου είπε η φωνή. «Αυτό», είπα, δείχνοντας. «Αυτό». Ο άντρας φορούσε γάντια, έγειρε εμπρός και το έπιασε πολύ προσεκτικά. «Τι είναι αυτό;» ρώτησε ο Όμπαν. «Εσύ θα μου πεις», απάντησα. «Ένα παιδικό κυπελλάκι. Τι γράφει πάνω;» «Έμιλι», είπα. Έδειξε σαστισμένος. «Δεν πιστεύω να μου πεις τώρα ότι ο Μίκι Ντολ είχε κόρη που την έλεγαν Έμιλι;» «Όχι», απάντησα. «Αλλά η Φιλίππα Μπάρτον, είχε».

352

NICCI FRENCH _

38 «Όλα καλά;» ρώτησε ο Όμπαν, καθώς αφήναμε πίσω μας το πεζοδρόμιο, όπου οι λιγοστοί άνθρωποι είχαν πια γίνει ένα μικρό πλήθος. «Καλά». Είπα ατάραχα και του χαμογέλασα. Δεν έτρεμα. Η φωνή μου ακουγόταν σταθερή. Η αναπνοή μου, κανονική. Κατέβασα το τζάμι κι άφησα το αναζωογονητικό αεράκι να μου χαϊδέψει το πρόσωπο. «Απίστευτο, έτσι;» Το χρώμα του προσώπου του είχε επανέλθει στο φυσιολογικό κι ο τόνος του ήταν πρόσχαρος, σχεδόν χαιρέκακος. Εβδομάδες είχα να τον δω τόσο ζωηρό και χαλαρό συνάμα. Περίμενα ότι σε λίγο θα άρχιζε να σφυρίζει. «Ναι». «Δύσκολη δουλειά για τα παιδιά της σήμανσης. Εφιάλτης. Ωστόσο πολλοί θα δουν τον δολοφόνο με καλό μάτι. Πήρε τον νόμο στα χέρια του. Πρέπει να χειριστούμε πολύ προσεκτικά τη συνέντευξη τύπου». Έκλεισα για ένα λεπτό τα μάτια και σκέφτηκα τα πολτοποιημένα απομεινάρια του Ντολ, τη θάλασσα από αίμα. Κόκκινο αίμα παντού, ένα δωμάτιο βαθυκόκκινο από το αίμα.

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

353 _

«Κι έτσι ο κύκλος έκλεισε, Κιτ». «Δηλαδή;» «Ήταν ο Ντολ, ανέκαθεν. Τελικά». Άθελά μου έκανα ένα αχ και κοίταξα έξω από το ανοιχτό παράθυρο. Ο ουρανός ήταν γαλανός και ανέφελος, ο ήλιος χρυσαφένιος, οι άνθρωποι στον δρόμο φορούσαν ρούχα με ζωηρά χρώματα. Ήταν μια μέρα ζεστή και φωτεινή, σαν ένα τελευταίο δώρο του καλοκαιριού. «Έλα, Κιτ. Μπορείς επιτέλους να τα αφήσεις όλα πίσω σου. Τέλειωσε, παραδέξου το». «Ε, λοιπόν…» «Άσε με να μαντέψω. Ακόμα δεν πείστηκες. Βρήκαμε το κυπελλάκι της Έμιλι στο σπίτι του Ντολ, για όνομα του Θεού, με το όνομά της γραμμένο∙ φυσικά θα πρέπει να μας το επιβεβαιώσει και ο κύριος Μπάρτον, αλλά είναι μόνο ζήτημα χρόνου. Ωστόσο, εσύ δεν έχεις πειστεί ακόμα. Τι άλλο θέλεις, λοιπόν;» Γύρισε το κεφάλι και μου χαμογέλασε. Ακουγόταν στοργικός, όχι θυμωμένος. «Απλά δεν καταλαβαίνω». «Και λοιπόν; Ποιος καταλαβαίνει; Δεν περιμένουμε πια από σένα να καταλάβεις. Δεν χρειάζεται να κάνεις κανένα σχετικό σεμινάριο στους συναδέλφους σου. Εμείς θέλαμε μόνο να βρούμε τον άνθρωπο που σκότωσε αυτές τις γυναίκες και τον βρήκαμε, δόξα τω Θεώ!» «Όχι. Εννοώ ότι δεν βγάζει νόημα». «Πολλά πράγματα δεν βγάζουν νόημα». Έκανε μια μανούβρα για να αποφύγει έναν ποδηλάτη με φωσφοριζέ στολή και πάτησε απαλά την κόρνα. «Όμως ο Ντολ ήταν ο δολοφόνος, Κιτ». Δεν απάντησα. «Κιτ; Έλα, πες το. Μία φορά μόνο. Δεν θα πάθεις τίποτα». «Δεν λέω ότι έχεις άδικο…» «Αλλά ούτε θα πεις ότι έχω δίκιο».

354

NICCI FRENCH _

«Όχι». Γέλασε πηγαία. Μετά ακούμπησε το ζεστό του χέρι στο δικό μου. «Τα πήγες καλά, Κιτ. Παρότι στο τέλος το ένστικτό σου ήταν λανθασμένο, τα πήγες περίφημα. Μη νομίζεις ότι δεν έχω καταλάβει πόσο δύσκολο ήταν για σένα, έπειτα από όλα όσα έγιναν. Όμως, χωρίς εσένα δεν θα ξέραμε τι να πρωτοκάνουμε. Εσύ περιόρισες τις επιλογές μας». «Όχι», τόνισα και ξαφνιάστηκα με την αποφασιστικότητα της φωνής μου. «Όχι. Δεν σας άφησα να απαγγείλετε κατηγορίες στον Ντολ τότε. Αν το είχατε κάνει, είτε ήταν ένοχος είτε όχι, τώρα θα ζούσε. Σε κάνα χρόνο θα κατέληγε ίσως στην κλινική μου. Κι εγώ τον διαβεβαίωσα ότι ήταν ασφαλής». «Δεν ωφελεί να σκέφτεσαι έτσι. Όλοι μας κάναμε τα λάθη μας σε αυτή την υπόθεση, όμως εσύ διείδες συνδετικούς κρίκους που εμείς δεν είδαμε. Μας εμπόδισες να κάνουμε λάθη που ετοιμαζόμασταν να κάνουμε. Απέτρεψες το χάος». «Αλλά…» «Χριστέ μου, Κιτ, άσ’ το πια. Δεν υπάρχουν “αλλά”. Είσαι η πιο ξεροκέφαλη γυναίκα που είχα ποτέ τη χαρά και την τιμή να συνεργαστώ». «Θα το προσθέσω στο βιογραφικό μου», είπα άχρωμα. «Και η πιο έντιμη», πρόσθεσε. Τον κοίταξα, αλλά είχε το βλέμμα καρφωμένο ευθεία στον δρόμο. Άγγιξα απαλά το μπράτσο του. «Σ’ ευχαριστώ, Ντάνιελ». Το σπίτι μου έδειχνε παραμελημένο, σαν να μην έμενε κανείς εκεί. Όλα τα παράθυρα ήταν κλειστά, οι κουρτίνες μυστηριωδώς μισόκλειστες, λες και έλειπα διακοπές, οι επιφάνειες σκονισμένες. Δεν υπήρχαν φρέσκα λουλούδια, όπως συνήθως, μόνο μερικά μαραμένα σε ένα βάζο στο περβάζι της κουζίνας, ούτε φρούτα στο μπολ πάνω στο

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

355 _

τραπέζι, ούτε βιβλία ανοιχτά στο μπράτσο του καναπέ, ούτε σημειώματα από την Τζούλι κολλημένα στο ψυγείο. Το άνοιξα. Ήταν καθαρό και σχεδόν άδειο: ένα μπουκάλι ημιαποβουτυρωμένο γάλα, λίγο βούτυρο, ένα μικρό βαζάκι με πέστο μισογεμάτο, ένα σακουλάκι με καφέ. Και πότε ήταν η τελευταία φορά που ιδωθήκαμε κανονικά με την Τζούλι; Με ένα τσίμπημα ντροπής συνειδητοποίησα πως ούτε καν θυμόμουν. Τις τελευταίες φρενήρεις εβδομάδες, εκείνη έμοιαζε με θολή φιγούρα στην άκρη του οπτικού μου πεδίου, υπαρκτή αλλά αγνοημένη, σβησμένη. Τη θυμόμουν αόριστα να μου λέει ότι ήθελε να μιλήσουμε, ενώ εγώ την προσπερνούσα βιαστικά για να πάω κάπου. Πότε είχε γίνει αυτό άραγε; Η πόρτα του δωματίου που είχα πια συνηθίσει να θεωρώ δικό της ήταν ανοιχτή κι έτσι έριξα μια ματιά. Μου φάνηκε υπερβολικά τακτοποιημένο. Η Τζούλι πάντα άφηνε ρούχα πεταμένα στο πάτωμα, το κρεβάτι ξέστρωτο, κραγιόν και κρέμες προσώπου ανοιχτές πάνω στο κομοδίνο που είχε μετατρέψει σε τουαλέτα. Για μια στιγμή, αναρωτήθηκα μήπως είχε φύγει τελείως, μα η βαλίτσα της ήταν ακόμα στο πάτωμα και η ντουλάπα ξέχειλη ρούχα. Γύρισα στο σαλόνι και άνοιξα μερικά παράθυρα. Ξεσκόνισα. Μετά βγήκα τρέχοντας από το σπίτι, πήγα στο ντελικατέσεν στη γωνία, αγόρασα κατσικίσιο τυρί και ένα κομμάτι παρμεζάνα, φρέσκα ζυμαρικά, κρέμα γάλακτος, ιταλικό σαλάμι και χοιρομέρι, ελιές γεμιστές με αντζούγιες, μπισκοτάκια αμυγδάλου, βασιλικό σε μια μικρή γλαστρούλα, αγκινάρες, τέσσερα σύκα. Όχι ότι επιθυμούσα να φάω τίποτα από όλα αυτά, απλά ήθελα να τα έχω στο σπίτι μου, σαν καλωσόρισμα για όποιον περνούσε το κατώφλι μου. Μετά το ντελικατέσεν, κατευθύνθηκα στο μανάβικο παραδίπλα: κόκκινες πιπεριές, κίτρινες πιπεριές, πράσινα

356

NICCI FRENCH _

μήλα, ένα πεπόνι, νεκταρίνια, δαμάσκηνα κι ένα τσαμπί μαύρα σταφύλια. Από το ανθοπωλείο αγόρασα ένα πελώριο μπουκέτο ντάλιες, κίτρινες και πορτοκαλιές. Γύρισα παραπατώντας στο σπίτι, με τις πλαστικές σακούλες να μου πονάνε τα δάχτυλα και τα λουλούδια να μου γαργαλάνε τη μύτη. Ετοίμασα τη μηχανή του καφέ, τοποθέτησα τα λουλούδια σε ένα γυάλινο βάζο, έβαλα το τυρί στο ψυγείο, στρίμωξα τα φρούτα και τα λαχανικά σε ένα μεγάλο μπολ. Ορίστε. Αν ερχόταν τώρα η Τζούλι, θα καταλάβαινε ότι ξαναγύρισα κανονικά στο σπίτι. Σκεφτόμουν να κάνω μπάνιο, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. «Ναι;» «Κιτ, θα περάσω να σε πάρω σε πέντε λεπτά περίπου, εντάξει; Κοντεύω να φτάσω». «Μα είπες ότι τέλειωσε, Ντάνιελ». «Ναι, ναι. Πάμε για το κλείσιμο μόνο. Θα το ευχαριστηθείς, σ’ το υπόσχομαι». «Δεν μου αρέσουν οι εκπλήξεις…» είπα, αλλά το τηλέφωνο είχε ήδη κλείσει.

«Ασχολήθηκες με την υπόθεση από την αρχή. Σκέφτηκα λοιπόν ότι πρέπει να είσαι παρούσα και στο τέλος της». «Θέλω ωστόσο να μάθω πού πηγαίνουμε». Ο Όμπαν χαμογέλασε. «Μην γκρινιάζεις συνέχεια». Ύστερα από λίγα λεπτά, στεκόμασταν στην εξώπορτα των Τιλ. «Είσαι σίγουρος ότι είναι μέσα;» «Την πήρα τηλέφωνο». Όταν η Μπριόνι άνοιξε την πόρτα, ξαφνιάστηκα με την εμφάνισή της. Είχε πιασμένα πίσω τα πορτοκαλιά μαλλιά της και το πρόσωπό της ήταν ωχρό. Κάτω από τα μάτια της είχε κύκλους σαν να ήταν άυπνη μέρες. Έμοιαζε πιο λεπτή, με το παλιό μπλουτζίν και τη φαρδιά λευκή

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

357 _

μπλούζα της∙ και το χαμόγελο που μας χάρισε δεν φώτισε καθόλου τα μάτια της. «Περάστε». «Δεν θα αργήσουμε, κυρία Τιλ», δήλωσε ο Όμπαν μόλις μπήκαμε στο σαλόνι. «Ήθελα μόνο να σας ρωτήσω αν έχετε δει ποτέ αυτό». Φόρεσε ένα λεπτό γάντι στο αριστερό του χέρι, το έχωσε στην τσάντα που κρατούσε και, σαν ταχυδακτυλουργός, ανέσυρε επιδεικτικά ένα μικρό δερμάτινο πουγκί. Αμέσως μόλις το αντίκρισε, η Μπριόνι έφερε τα χέρια της στο στόμα. «Ναι», ψιθύρισε. «Βρέθηκε στο σπίτι του Μάικλ Ντολ». Μου έριξε μια θριαμβευτική ματιά. «Α!» φώναξε εκείνη, σαν να έφαγε γροθιά στο στομάχι και να της κόπηκε η ανάσα. Ξαφνικά, άρχισε να κλαίει, κρύβοντας με τα χέρια της το πρόσωπο. Τα δάκρυα κυλούσαν μέσα από τα δάχτυλά της. Αγριοκοίταξα τον Όμπαν που σηκώθηκε και την πλησίασε βάζοντας αδέξια το χέρι του στον ώμο της. «Εντάξει, εντάξει. Όλα καλά. Όλα τέλειωσαν, κυρία Τιλ, Μπριόνι. Είναι νεκρός, βλέπετε. Είστε ασφαλής πια». «Ασφαλής;» Σήκωσε το μουσκεμένο της πρόσωπο. «Ασφαλής;» αντήχησε. «Ναι. Δεν μπορώ να μπω σε λεπτομέρειες, αλλά είμαι σε θέση να σας διαβεβαιώσω ότι είμαστε σίγουροι πως ο Ντολ –ο άνθρωπος που παρίστανε τον σωτήρα στην επίθεσή σας– ήταν ο δολοφόνος. Υπήρξε εξαρχής ύποπτος και βρέθηκε νεκρός στο διαμέρισμά του σήμερα το πρωί. Είχε στην κατοχή του αντικείμενα που ανήκαν σε σας και στη Φιλίππα Μπάρτον. Καταλάβαμε ότι αυτό ήταν δικό σας» –και σήκωσε ψηλά το πουγκί, κουνώντας το– «επειδή, μεταξύ άλλων, περιείχε τα κλειδιά του σπιτιού σας με το όνομά σας. Ίσως να πήρε και κάτι που να ανήκε στη Λιάν, αλλά αυτό μάλλον δεν θα το μάθουμε ποτέ». Της

358

NICCI FRENCH _

έγνεψε καλοσυνάτα. «Τρόπαια». «Μα πώς… τι;» «Ο Ντολ είχε γίνει άλλη μια φορά στόχος επίθεσης κάποιου που θέλησε να πάρει τον νόμο στα χέρια του, άρα υποθέτουμε ότι αυτός τον σκότωσε. Βέβαια, ακόμα είναι νωρίς». «Το πουγκί μου», είπε σιγανά. «Είχε το πουγκί μου». «Θυμάστε πότε το χάσατε;» «Όχι. Δεν ξέρω. Δηλαδή, μάλλον το έχασα το βράδυ της επίθεσης. Αλλά δεν σκέφτηκα… ήξερα ότι λείπει, αλλά δεν θυμόμουν πότε το είχα πάνω μου τελευταία φορά. Ήμουν πολύ μπερδεμένη. Όταν έπεσα, αυτός θα… κι εγώ νόμιζα ότι με βοηθούσε… Γιατί να το νομίζω;». Συγκλονίστηκε από ένα έντονο ρίγος και τύλιξε σφιχτά τα χέρια γύρω της. «Είσαι καλά;» τη ρώτησα. Στράφηκε σε μένα. «Θα έπρεπε», είπε. «Αλλά νιώθω σαν άρρωστη ξαφνικά. Δηλαδή, όλα θα πάνε καλά τώρα; Δεν το έχω συνειδητοποιήσει ακόμα». Προσπάθησε να χαμογελάσει και τα κατάφερε. «Πολύ ενδιαφέρουσες οι τελευταίες μέρες». Ο Όμπαν έτεινε το χέρι του. «Αντίο, κυρία Τιλ, θα τα ξαναπούμε σύντομα. Για να κλείσουμε τις διάφορες εκκρεμότητες. Βέβαια, για σένα, Κιτ, δεν θα κλείσουν ποτέ εντελώς». Με κοίταξε με ύφος αυτάρεσκο. «Αντίο, Μπριόνι». Ετοιμαζόμουν να της σφίξω κι εγώ το χέρι, αλλά εκείνη με αγκάλιασε και με φίλησε σταυρωτά. Ανέδυε ένα άρωμα καθαριότητας, άρωμα απαλό και αισθαντικό. «Ήσουν υπέροχη», μου ψιθύρισε στο αφτί. «Ευχαριστώ». «Ικανοποιήθηκες;» με ρώτησε ο Όμπαν μόλις φύγαμε. «Μη θριαμβολογείς, Νταν, δεν σου πάει. Πού θα πας τώρα;»

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

359 _

«Στη συνέντευξη τύπου. Ελπίζω να έρθεις». «Δεν καθυστερείς καθόλου, έτσι;» «Όταν έχω το αποτέλεσμα που θέλω, όχι. Μπες μέσα», μου κράτησε ανοιχτή την πόρτα του συνοδηγού. «Δεν ξέρω γιατί σου επιτρέπω να με καταδυναστεύεις». Ρουθούνισε γελώντας. «Τι αστείο!» Δεν ξέρω γιατί, αλλά άγγιξα απαλά με τα δάχτυλα την ουλή μου. «Περίεργο», είπα, «αλλά πλέον δεν θυμάμαι πότε δεν ήμουν έτσι». «Πώς έτσι;» «Σημαδεμένη». «Μια χαρά είσαι», είπε διστακτικά. Μετά πρόσθεσε: «Έλα, μπες μέσα, ας μην ξημεροβραδιαστούμε έξω από το σπίτι της κυρίας Τιλ σχολιάζοντας την εμφάνισή σου».

Όταν γύρισα σπίτι, είχε πια αρχίσει να σουρουπώνει. Τα παράθυρα ήταν σκοτεινά, πράγμα που σήμαινε ότι η Τζούλι δεν είχε επιστρέψει. Μπήκα μέσα και αμέσως ετοίμασα την μπανιέρα. Ούτε δώδεκα ώρες δεν είχαν περάσει από τη στιγμή που κοιτούσα τον νεκρό Ντολ. Η εικόνα του ερχόταν ακούσια στο μυαλό μου, όχι μόνο το αποτρόπαιο θέαμα που αντίκρισα στο χαλί, αλλά και το πρόσωπό του όταν στράφηκε προς το μέρος μου τότε που ψάρευε στο κανάλι. Εκείνο το χαμόγελο, γεμάτο προσμονή. Είχε σκοτώσει δυο γυναίκες, τη Λιάν και τη Φιλίππα. Είχε προσπαθήσει να σκοτώσει και μια τρίτη, την Μπριόνι. Ωστόσο δεν μπορούσα να μη νιώσω ένα απομεινάρι οίκτου γι’ αυτόν τον άνθρωπο. Δεν του δόθηκε ποτέ μια ευκαιρία. Υπήρξε μοχθηρός, αποκρουστικός, διεστραμμένος, δολοφονικός, αλλά ποτέ δεν του δόθηκε μια ευκαιρία. Είχα γνωρίσει υπερβολικά πολλούς ανθρώπους σαν τον Ντολ. «Γεια. Έχεις αφρούς στα μαλλιά σου». Ξαφνιάστηκα. «Δεν σε άκουσα που μπήκες».

360

NICCI FRENCH _

«Μάλλον επειδή ήσουν βυθισμένη στο νερό. Ωραία το στόλισες το σπίτι». «Χαίρομαι. Το είχα παραμελήσει λιγάκι». «Ναι». «Τέλειωσε». «Τι;» «Η υπόθεση. Τέλειωσε. Τελικά ήταν ο Μάικλ Ντολ». «Ο Ντολ; Αυτός που είχε έρθει εδώ;» «Ναι». «Χριστέ μου! Άλλη φορά θα προσέχω πιο πολύ σε ποιον ανοίγω την πόρτα». «Τζούλι, τι λες να βγούμε έξω απόψε; Εκτός κι αν έχεις ήδη κανονίσει κάτι». «Πολύ θα το ήθελα. Αλλά έχω ξεμείνει από λεφτά». «Κερνάω εγώ. Έχω πολλά λεφτά και δεν έχω πού να τα ξοδέψω». «Α, στη σπατάλη τα πάω τέλεια».

Παρήγγειλα σούπα, ταϊλανδέζικες ψαροκροκέτες, χοιρινό και κοτόπουλο σατάι, νουντλ, πικάντικα ντάμπλινγκ στον ατμό, γαρίδες με τσίλι, καλαμάρι με λεμονόχορτο και κόλιανδρο, παϊδάκια κι ένα μπουκάλι νοτιοαμερικανικό κρασί. Η Τζούλι εντυπωσιάστηκε, αλλά θορυβήθηκε ταυτόχρονα. «Και δυο ποτήρια σαμπάνια», πρόσθεσα. «Τι συμβαίνει;» «Τι εννοείς;» «Παρήγγειλες φαγητά για έναν λόχο. Μήπως είσαι έγκυος;» Ήρθε η σαμπάνια και τσούγκρισα το ποτήρι μου με το δικό της. «Γιορτάζουμε την Πρωτοχρονιά μου». «Μα έχουμε Αύγουστο, Κιτ». «Η Πρωτοχρονιά έρχεται ανά πάσα στιγμή». «Δεν καταλαβαίνω αν γιορτάζεις ή αν προσπαθείς να

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

361 _

πνίξεις τη στεναχώρια σου». «Και τα δυο. Χαίρομαι που τέλειωσε. Χαίρομαι που ο Ντολ δεν θα βλάψει κανέναν πια. Αλλά δεν καταλαβαίνω πώς έγιναν όλα, είναι σκέτο μπέρδεμα, δεν κολλάνε. Κι αυτό με κάνει να νιώθω…» «Ενοχλημένη;» έσπευσε να ρωτήσει η Τζούλι. «Και κάτι παραπάνω. Νιώθω σαν να τις απογοήτευσα. Τη Φιλίππα και τη Λιάν. Σου ακούγεται τρελό;» «Ναι. Μου ακούγεται. Με έχεις ανησυχήσει με…» «Σήμερα στη συνέντευξη τύπου, ο Όμπαν ξεπέρασε τον εαυτό του, πλέκοντάς μου το εγκώμιο. Υπερβολικά κιόλας. Ένιωσα μια σκέτη απάτη». «Γιατί;» «Γιατί αισθάνομαι ότι δεν βοήθησα να αναπαυτούν οι ψυχές τους. Ακούγεται ανόητο, ε;» «Έχουν πεθάνει, άρα ήδη αναπαύονται. Και το σημαντικότερο: ο δολοφόνος συνελήφθη». «Πέθανε». «Α!» Έδειξε αιφνιδιασμένη. «Τον σκότωσε κάποιος τιμωρός που θα νιώσει απόλυτα δικαιωμένος μόλις μάθει τι είχε διαπράξει ο Ντολ. Ορίστε και το φαγητό μας». Έφαγα όλη τη σούπα. Ήταν τόσο καυτερή που ένιωθα σαν να καταπίνω καρφίτσες και βελόνες. Όλο μου το σώμα είχε φουντώσει. Ύστερα έφαγα τρία από τα πικάντικα ντάμπλινγκ. Τα μάσησα πολλές φορές και χρειάστηκε να καταβάλω προσπάθεια για να τα καταπιώ. Αλλά τα κατάπια. «Συγγνώμη που ήμουν τόσο απορροφημένη». «Δεν πειράζει. Εγώ θέλω απλά να μάθω τι απέγινε με τον Γουίλ Πάβιτς». «Κι αυτό τέλειωσε. Μάλλον». «Αλήθεια; Σχέση-αστραπή, λοιπόν. Τόσο το καλύτερο όμως. Παραήταν ζοφερός νομίζω».

362

NICCI FRENCH _

«Γι’ αυτό μου άρεσε», είπα. Δάγκωσα το παϊδάκι μου και ήπια μια μεγάλη γουλιά ποτό για να κατέβει η μπουκιά. Το πολτοποιημένο πρόσωπο του Ντολ πηγαινοερχόταν ασταμάτητα μπροστά στα μάτια μου. Το δωμάτιο στριφογυρνούσε στο μυαλό μου, λουσμένο στο αίμα του, στο αίμα μου. «Τότε γιατί το τέλειωσες;» «Τι; Α, γιατί δεν θέλω να πάρω αυτόν τον δρόμο. Πρέπει νομίζω να προσπαθήσω να γίνω ευτυχισμένη». «Καλή ιδέα μου φαίνεται». Τσίμπησα ένα καλαμαράκι. Σαν λάστιχο έμοιαζε. Ή σαν έντερο. Το άφησα πάλι στο πιάτο και κάρφωσα το βλέμμα στο υπόλευκο ρύζι. Ήπια κι άλλο ποτό. Ένιωθα πολύ περίεργα. «Έχω κάτι να σου πω», είπε η Τζούλι, μέσα στην ομίχλη που πλανιόταν μπροστά στα μάτια μου. Τα ανοιγόκλεισα. «Τι;» «Φεύγω». «Το ξέρω, θα βρεις δικό σου σπίτι». «Όχι. Φεύγω από τη χώρα πάλι. Δεν την αντέχω. Νιώθω παγιδευμένη. Δεν θέλω να γίνω ξανά καθηγήτρια ούτε να δουλέψω σε δισκογραφική εταιρεία, να πηγαίνω κάθε πρωί σε ένα γραφείο με το βαρετό ταγεράκι μου, το καλσονάκι μου και τα σκαρπίνια μου. Κι έτσι θα ξαναφύγω. Μήπως δυσκολεύομαι να συμβιβαστώ με την πραγματικότητα;» «Ανέκαθεν πίστευα ότι οι τάσεις φυγής δεν βλάπτουν καθόλου», είπα και η φωνή μου ήχησε απόμακρη. «Θέλω κι εγώ να γίνω ευτυχισμένη. Όπως κι εσύ». Σήκωσα το ποτήρι. «Στην ευτυχία σου!» «Μην κλαις, Κιτ. Μπορούμε να γίνουμε κι οι δυο ευτυχισμένες. Συγχρόνως». Χαχανίσαμε βουρκωμένες και οι δυο. «Τώρα λοιπόν που είσαι μεθυσμένη και υπερευαίσθητη», πρόσθεσε, «νομίζω ότι οφείλω να σου

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

363 _

πω ότι δανείστηκα το μαύρο βελούδινο φόρεμά σου, χωρίς να σε ρωτήσω, μετά το έπλυνα σε ζεστό νερό και βγήκε κάπως περίεργο. Το στρίφωμα έγινε λίγο κυματιστό. Συγγνώμη».

364

NICCI FRENCH _

39 Ξύπνησα το επόμενο πρωί από τον άνεμο που μαστίγωνε τα τζάμια και τράνταζε τα δέντρα έξω. Μερικά κίτρινα φύλλα γρατζούνισαν το παράθυρο πέφτοντας. Για μια τρομακτική στιγμή δεν μπορούσα να θυμηθώ τίποτα: ούτε τι μέρα ήταν ούτε πού ήμουν ούτε ποια ήμουν. Το μυαλό μου ήταν κενό, σαν άγραφος πίνακας. Περίμενα ξαπλωμένη μπας και οι αναμνήσεις επιστρέψουν. Και φυσικά, οι αναμνήσεις με πλημμύρισαν. Ο Ντολ δίχως πρόσωπο, πρώτα απ’ όλα, σε μια κόκκινη λίμνη και ολόγυρά του αίμα να στάζει από τους τοίχους, από το ταβάνι. Θάλαμος βασανιστηρίων. Μετά, ο Ντολ με πρόσωπο, με το χέρι υψωμένο, με το σπασμένο γυαλί στη γροθιά του, αίμα να πετάγεται παντού, το δικό μου αίμα. Έμεινα ασάλευτη στο μαξιλάρι μου με τα μάτια ορθάνοιχτα, μα έβλεπα μόνο ό,τι υπήρχε στο μυαλό μου. Ένιωθα λες και όλους αυτούς τους μήνες έτρεχα αδιάκοπα, πασχίζοντας να αφήσω πίσω μου το κόκκινο δωμάτιο. Και το μόνο που έκανα ήταν να διαγράφω έναν κύκλο και να επιστρέφω μονίμως στην αρχή. Οδήγησα με το αμάξι κατευθείαν από το Μάρκετ Χιλ στο

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

365 _

Κέρσι Τάουν. Από ένστικτο, έσπευσα να αγοράσω λουλούδια. Ιδέα δεν είχα τι λουλούδια της άρεσαν –ούτε καν αν της άρεσαν τα λουλούδια– ωστόσο διάλεξα ένα μεγάλο μπουκέτο ανεμώνες, μοβ, κόκκινες και ροζ, γεμάτες δροσοσταλίδες, που θύμιζαν μαργαριτάρια. Δεν ήθελα να αργήσω κι έτσι έτρεχα στο πεζοδρόμιο. Πίστευα ότι το λιγότερο που μπορούσα να κάνω ήταν να φτάσω εγκαίρως. Να αποτίσω φόρο τιμής. Να πω συγγνώμη. Δεν ξέρω γιατί με είχε επηρεάσει τόσο πολύ η Λιάν. Δεν τη γνώρισα ποτέ μου, μα ήταν κι αυτή ορφανή από μητέρα σαν και μένα. Είχα δει το πρόσωπό της μονάχα νεκρό, ένα στρογγυλό πρόσωπο με φακίδες στη μύτη. Δεν ήξερα τίποτα για κείνη και ίσως, αν τη γνώριζα ενόσω ζούσε, να μην τη συμπαθούσα, να μην ένιωθα ίχνος τρυφερότητας. Δεν γνώριζα απολύτως τίποτα για τη ζωή της. Δεν ήξερα ούτε καν το αληθινό της όνομα. Κανείς δεν το ήξερε. Μπορεί να την έλεγαν Λίζι ή Σούζαν ή Σάρλοτ ή Άλεξ. Ποιος ξέρει; Ήταν μια άγνωστη της οποίας την κηδεία ανέλαβε ο δήμος, ενώ μια γυναίκα που ούτε καν τη γνώριζε θα ήταν ίσως η μόνη που θα τη θρηνούσε. Όταν έφτασα είδα κόσμο να φεύγει από την προηγούμενη τελετή∙ ακουγόταν μια ηχογραφημένη μουσική που τους ξεπροβόδιζε και, έπειτα από μερικά λεπτά σιωπής, η ίδια μουσική υποδέχτηκε και μένα. Η αίθουσα ήταν αρκετά μακρόστενη, με υπόλευκο χρώμα, γεμάτη από καινούρια ξύλινα στασίδια. Μπροστά τους είδα το φέρετρο της Λιάν. Ήμουν μόνη. Δεν ήξερα τι να τα κάνω τα λουλούδια μου. Να τα αφήσω στο φέρετρο; Αυτό δεν κάνει κανονικά ο κόσμος; Κοίταξα τριγύρω και ακούμπησα τις ζωηρόχρωμες ανεμώνες πάνω στο τεφρό γυαλιστερό φέρετρο με τις χρυσοποίκιλτες λαβές του. Έπειτα κάθισα στο μπροστινό στασίδι και περίμενα, ενώ έπαιζε η ηχογραφημένη μουσική. Μετά από περίπου ένα λεπτό, άκουσα κάτι σαν σούρσιμο, μπήκε μια γυναίκα και

366

NICCI FRENCH _

κάθισε πίσω μου. Είχε τα μαλλιά της δεμένα με ένα μαντίλι και πάνω από το λουλουδάτο της φόρεμα φορούσε ένα σκούρο γκρι σακάκι, σαν να το βρήκε τυχαία μπροστά της και το έβαλε. Χαμογελάσαμε η μια στην άλλη επιφυλακτικά, μετά εκείνη έσκυψε στο μέρος μου και ψιθύρισε: «Γεια σας, είμαι η Πόλα Μαν, από το συμβούλιο». Περίμενε μια στιγμή και συνέχισε: «Δεν την ήξερα, αλλά εγώ οργάνωσα την τελετή. Πέθανε στην περιφέρειά μας, βλέπετε, κι αφού δεν υπάρχει κανείς άλλος… καημενούλα, όποια κι αν ήταν. Πέφτει πάνω μας η ευθύνη. Προσπαθούμε να ερχόμαστε για να αποτίσουμε φόρο τιμής, όποτε έχουμε τον χρόνο. Μερικές φορές δεν τα καταφέρνουμε. Όμως δεν είναι σωστό να φεύγουν μόνοι από τούτο τον κόσμο». «Είμαι η Κιτ Κουίν», συστήθηκα. Σφίξαμε τα χέρια κι είπα μέσα μου: τελικά δεν σε θρηνεί μόνο ένας, αλλά δύο άνθρωποι που σε είδαν νεκρή. «Φαντάζομαι ότι ούτε εσείς την ξέρατε». «Ναι». «Το περίμενα. Συνήθως, όταν υπάρχει κάποιος για να βρεθεί, τον βρίσκουμε», συμπλήρωσε. «Πόσοι άνθρωποι πεθαίνουν ολομόναχοι και ούτε που μαθαίνει κανείς από πού ήρθαν! Είναι στ’ αλήθεια εντυπωσιακό! Λέει πολλά για τον τρόπο ζωής μας, νομίζω. Τόση μοναξιά!» Το ωραίο της πρόσωπο συννέφιασε. «Προσπαθήσατε λοιπόν να μάθετε ποια ήταν;» «Αυτή είναι η δουλειά μου. Είμαι κάτι σαν ντετέκτιβ, μόνο που συνήθως δεν υπάρχει έγκλημα. Αναλαμβάνω τα πτώματα που είναι στα αζήτητα και ψάχνω να βρω αν υπάρχει συγγενής ή φίλος έστω, πρόθυμος να αναλάβει την ευθύνη∙ κι αν δεν υπάρχει κανονίζω την κηδεία και τακτοποιώ τα προσωπικά αντικείμενα. Συνήθως τα πετάω. Μερικές φορές νιώθω φριχτά όταν βρίσκω φωτογραφίες ή γράμματα ή πράγματα που σίγουρα

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

367 _

σήμαιναν πολλά για κάποιον κάποτε. Κι εμείς απλά τα μαζεύουμε όλα και τα φυλάμε σε ένα μεγάλο ντουλάπι για μερικούς μήνες και μετά τα πετάμε. Τα καίμε». «Της Λιάν τα πράγματα τι τα κάνατε;» «Εκείνη ήταν αλλιώτικη∙ ούτε καν ξέρουμε αν είχε δικά της πράγματα. Μόνο ένα άψυχο σώμα έχουμε που βρέθηκε στο κανάλι». «Και δεν συμβαίνει συχνά αυτό;» «Όχι και τόσο. Συχνότερα από όσο θα έπρεπε, βέβαια». Η μουσική άλλαξε και εμφανίστηκε ο ιερέας κι έτσι σωπάσαμε κι οι δυο. Μας κοίταξε με ύφος σοβαρό και ακούμπησε το χέρι του στο λιτό φέρετρο της Λιάν, δίπλα από την ανθοδέσμη μου. Μα προτού προλάβει να μιλήσει, ακούστηκε ένας θόρυβος πίσω μας. Γύρισα και είδα τέσσερις νέους να στέκονται αμήχανα στο κατώφλι. Τους αναγνώρισα αμέσως, παρότι ήταν ντυμένοι εντελώς διαφορετικά, με μαύρα αταίριαστα ρούχα που μάλλον τα δανείστηκαν από φίλους. Ήταν η Σίλβια με τα καταπράσινα μάτια της που έμοιαζε με νεράιδα, η ντροπαλή μαυρούλα, η Κάρλα, η τελευταία από την παρέα που είδε τη Λιάν ζωντανή, ο Σπάικ με το ξυρισμένο κεφάλι του και ο τριχωτός Λόρι. Καθένας τους κρατούσε ένα μικρό μπουκετάκι, αν και της Σίλβια έμοιαζε σαν να το ξερίζωσε βιαστικά από έναν κήπο λίγο προτού έρθει. Η Κάρλα είχε αγοράσει κάτι πελώρια στιλπνά κρίνα που σίγουρα θα κόστισαν ακριβά, μύριζα το άρωμά τους από μακριά. Τους χαμογέλασα, μα δεν μου ανταπέδωσαν το χαμόγελο. Μπορεί να μη με θυμούνταν. Έδειχναν σαν να ντρέπονται, γεμάτοι συστολή κι ο Σπάικ γελούσε νευρικά και σκουντούσε τον Λόρι καθώς πλησίαζαν στο φέρετρο και καθώς άφηναν τα λουλούδια τους δίπλα στα δικά μου, για να γυρίσουν έπειτα στο στασίδι τους παραδίπλα μας. Η τελετή επιτέλους ξεκίνησε. Τουλάχιστον ο ιερέας δεν προσποιήθηκε ότι γνώριζε τη Λιάν, ότι μπορούσε να έχει

368

NICCI FRENCH _

άποψη για κείνη. Απλά ακολούθησε στα γρήγορα το τελετουργικό. Περίπου στη μέση της τελετής, ένιωσα ότι κάποιος με κοιτάζει και στράφηκα να δω. Αισθάνθηκα ένα σφίξιμο στο στήθος. Ήταν εκεί. Ο Γουίλ. Με το σοβαρό μαύρο κοστούμι του, έμοιαζε με κόρακα περισσότερο από ποτέ. Καθόταν πίσω με τα χέρια σταυρωμένα και με κοιτούσε. Όχι, λάθος. Κοιτούσε πέρα από μένα, σαν να μην υπήρχα καν. Τα μάτια του έμοιαζαν με τρύπες στο λιπόσαρκο αξύριστο πρόσωπό του. Τα μαλλιά του ήταν τόσο κοντά που φαινόταν το δέρμα του κεφαλιού του και διέκρινα μια μικρή λευκή ουλή στο κρανίο του. Γύρισα μπροστά, μα ένιωθα το βλέμμα του να μου τρυπάει τον αυχένα. Όταν πήραν το φέρετρο, φαντάστηκα το σώμα της Λιάν, εκεί μέσα, να φλέγεται. Από το ψυγείο στην πυρά. Συλλογίστηκα το γλυκό προσωπάκι της, τα φαγωμένα της νύχια, το μενταγιόν της: «Καλύτερη…» Τα μάτια μου βούρκωσαν και τα ανοιγόκλεισα για να εμποδίσω τα δάκρυα να κυλήσουν. Στα αφτιά μου έφτασε ένα κλάμα. Γύρισα να δω και διαπίστωσα ότι δεν έκλαιγε κάποιο από τα κορίτσια, αλλά ο Λόρι. Ο Λόρι που κάποτε η Λιάν τον φίλησε, που είχε πάρει το χοντροκομμένο του πρόσωπο στα χέρια της κι έδωσε ένα φιλί στο απελπισμένο του στόμα. Η ντροπαλή Κάρλα τού κρατούσε το χέρι. Ο Σπάικ είχε το βλέμμα χαμηλωμένο στις μαύρες μπότες του και δεν έβλεπα το πρόσωπό του. Μόνο η Σίλβια κοιτούσε μπροστά, με τα ήρεμα σμαραγδένια μάτια της. Άρχισε να παίζει πάλι μουσική και σηκωθήκαμε για να αποχωρήσουμε. Ο Γουίλ καθόταν ακόμα πίσω. Με το βλέμμα καρφωμένο εκεί όπου μέχρι πριν από λίγο βρισκόταν το φέρετρο. Μου φαινόταν απαθής, μέχρι που είδα ότι το πρόσωπό του ήταν μουσκεμένο από τα δάκρυα. Δεν είχε μπει στον κόπο να τα σκουπίσει ή να τα κρύψει. Πήγα στο στασίδι του και του άπλωσα το χέρι.

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

369 _

«Έλα», του είπα. Με κοίταξε, μα σαν να ήμουν ξένη. Πήρα το χέρι του και τον τράβηξα. «Έλα, σε λίγο ξεκινάει η επόμενη κηδεία. Δεν πιστεύω να θες να μείνεις κι άλλο εδώ». Τον οδήγησα έξω, στο φως του ήλιου. Το χέρι του ήταν παγωμένο, το βάδισμά του, δύσκαμπτο. «Είσαι καλά, Γουίλ;» Δεν απάντησε, αλλά με κοίταξε επιτέλους, σαν να μη με έβλεπε όμως. Έβγαλα ένα χαρτομάντιλο από την τσάντα μου και του σκούπισα το πρόσωπο. Ασάλευτος, με άφησε να τον περιποιηθώ. Έβαλα το χέρι στον ώμο του, μα ήταν σαν να αγγίζω πέτρα. «Γουίλ; Γουίλ, θες να σε πάω σπίτι;» «Όχι». Αποτραβήχτηκε. «Πού είναι το αυτοκίνητό σου;» «Ήρθα με τα πόδια», κατάφερε να πει. Με μια έκφραση αποχαυνωμένη σαν να του είχε πετάξει κάποιος ένα τούβλο στο κεφάλι. «Άσε με να σε βοηθήσω». «Δεν χρειάζομαι βοήθεια». Κοίταξα το ψυχρό του πρόσωπο, την παγερή του απόγνωση κι ένιωσα να ξεχειλίζω από τρυφερότητα. Χρειαζόταν βοήθεια περισσότερο από οποιονδήποτε. «Έλα», επανέλαβα, και τον έσυρα από το χέρι. «Ας περπατήσουμε». Απομακρυνθήκαμε σιωπηλά από το αποτεφρωτήριο. Εκείνος πήγαινε όπου κι αν τον κατεύθυνα, σαν να βάδιζε παραπατώντας σε μια θεοσκότεινη σπηλιά. Θα μπορούσα να τον οδηγήσω στο κανάλι και να τον πετάξω στα μαύρα νερά του κι ούτε καν θα το πρόσεχε. Αλλά σιγά σιγά τον ένιωθα να χαλαρώνει. Ήθελα να τον πάρω στο σπίτι μου και να τον φροντίσω. Ήθελα να του κάνω μασάζ, να τον λούσω, να του μαγειρέψω κάτι, να τον κάνω να χαμογελάσει, να τον χαζεύω που κοιμάται στο σκοτάδι, να τον σφίγγω στην αγκαλιά μου, να φιλάω τα θλιμμένα του

370

NICCI FRENCH _

χείλη, επιζητώντας όχι το σεξ αλλά την οικειότητα. Την ανθρώπινη επαφή: την αίσθηση ενός κορμιού δίπλα μου σε αυτόν τον σκάρτο παγερό κόσμο. Αλλά αποκλείεται να με άφηνε να τον πλησιάσω. Όχι έτσι. «Να το αυτοκίνητό μου. Θα σε πάω σπίτι». Δεν διαφώνησε. Άνοιξα την πόρτα του συνοδηγού και τον έσπρωξα απαλά μέσα. Με κοίταξε, έτοιμος να πει κάτι, αλλά άλλαξε γνώμη. Οδηγούσα μέσα στη σιωπή και τον άφησα στην εξώπορτά του. Φεύγοντας, του έριξα μια τελευταία ματιά κι ακόμα στεκόταν εκεί, σαν ξένος που δεν ξέρει πού βρίσκεται. Πόσο μόνος φαινόταν!

Τηλεφώνησα στην Πόπι. Μου απάντησε κάπως ψυχρά. «Τι συμβαίνει;» τη ρώτησα. «Τίποτα», ακουγόταν θιγμένη. «Σε έχω πάρει πολλές φορές κι έχω αφήσει μηνύματα σε αυτή την Τζούλι, αλλά εσύ ούτε που μπήκες στον κόπο να απαντήσεις». «Με συγχωρείς πολύ», απολογήθηκα. «Ήμουν τρομερά απασχολημένη». «Καλά. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάς κι όλο τον κόσμο». «Αχ, Πόπι, ειλικρινά λυπάμαι. Να περάσω από εκεί τώρα;» «Θα βγούμε μια βόλτα με τον Σεμπ∙ όχι ότι θα ωφελήσει σε τίποτα». Γέλασε με πίκρα. «Τι τρέχει; Συμβαίνει κάτι;» «Ε, ξέρεις, τα συνηθισμένα. Επιτυχημένος άντρας, νοικοκυρά γυναίκα». «Εννοείς ότι…» «Δεν ξέρω, Κιτ. Θα τα πούμε αργότερα. Εντάξει; Πρέπει να φύγω κι έχω να βαφτώ. Σαν ασουλούπωτη γριά είμαι». «Μη λες τέτοια πράγματα». «Γιατί να μην τα λέω; Αλήθεια είναι». «Όχι, δεν είναι. Είσαι πανέμορφη». «Μη λες βλακείες. Δεν μου κάνουν τα ρούχα μου».

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

371 _

«Αλήθεια, το εννοώ. Είσαι πανέμορφη και υπέροχη κι ο άντρας σου δεν ξέρει πόσο τυχερός είναι». Ρουθούνισε. «Συγγνώμη που ήμουν απότομη προηγουμένως». «Όχι. Εγώ συγγνώμη».

Έβαλα να βράσω νερό για μακαρόνια. Το μόνο που ήθελα ήταν να καθίσω στον καναπέ και κάποιος να μου σερβίρει τσάι και τηγανίτες, να με κανακέψει, να με φροντίσει. Για μια αστραπιαία στιγμή ονειρεύτηκα τη μητέρα μου να μου χαϊδεύει τα μαλλιά και να με βάζει να ξεκουραστώ. Ένιωσα ρίγη από την κούραση και τη συναισθηματική φόρτιση, καθώς αναλογιζόμουν το φέρετρο της Λιάν να χάνεται στις φλόγες. Φαντάστηκα την Πόπι να ψάχνει απεγνωσμένα τι να φορέσει μπροστά από τον μακρόστενο καθρέφτη του δωματίου της και είδα την απογοητευμένη έκφρασή της καθώς αντίκριζε το είδωλό της. Και μετά η σκέψη μου ταξίδεψε στον Γουίλ, ολομόναχο στο άδειο σπίτι του. Ξαφνικά, δεν άντεχα άλλο. Φόρεσα το σουέντ σακάκι μου και πήγα τρέχοντας στο αμάξι. Οδηγούσα πολύ γρήγορα, ανυπομονούσα μόλις με έπιανε κόκκινο. Όταν άνοιξε την πόρτα, είδα ότι φορούσε ακόμα το μαύρο του κοστούμι. Παραμέρισε για να περάσω κι έκλεισα την πόρτα πίσω μου. Πήρα τα κρύα του χέρια στα δικά μου, που ήταν ζεστά, και τα φύσηξα. Άνοιξα τα πρώτα κουμπιά του πουκάμισού του. Έβγαλα τα σκληρά μαύρα παπούτσια του. «Θα σου φτιάξω λίγο τσάι», είπα και δεν έφερε αντίρρηση. Στην κουζίνα του έψησα δυο φέτες ψωμί και τις άλειψα με μαρμελάδα που βρήκα στο ψυγείο. «Με νταντεύεις», είπε, αλλά δάγκωσε μια μεγάλη μπουκιά.

372

NICCI FRENCH _

Δεν τον ρώτησα γιατί ήταν τόσο λυπημένος. Απλά τον κοιτούσα να τρώει το ψωμί του και να πίνει το τσάι του. Μετά τον οδήγησα πάνω και του έβγαλα όλα τα ρούχα σαν να ήταν παιδί κι εκείνος ξάπλωσε στο κρεβάτι κι εγώ κάθισα δίπλα του και του χάιδεψα τα αγκυλωτά μαλλιά του. Τελικά έκλεισε τα μάτια κι εγώ τράβηξα το χέρι μου. «Δεν κοιμάμαι», είπε σιγανά. «Ήρθα απλώς και μόνο για να βεβαιωθώ ότι είσαι καλά». «Ναι, ναι. Δεν πρέπει να ανησυχείς τόσο για τους άλλους, Κιτ». «Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς». «Α». Απομακρυνόταν πάλι. «Να ανησυχείς καλύτερα για τον εαυτό σου». «Γιατί;» «Σαν καλή γιατρός!» «Γουίλ;» «Μμμ». «Όσο γι’ αυτά που σου είπα…» Μα είχε πια αποκοιμηθεί. Το κουρασμένο του πρόσωπο μαλάκωσε, το στόμα του άνοιξε νωθρά, τα δάχτυλά του χαλάρωσαν κι απλώθηκαν απαλά στο σεντόνι. Έμεινα εκεί για λίγο και τον κοιτούσα, μετά σηκώθηκα, τράβηξα τις κουρτίνες και έφυγα.

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

373 _

40 Αυτός που περίμενα δεν είχε έρθει κι έτσι παρήγγειλα μια μπίρα και στάθηκα έξω στα σκαλοπάτια κοιτώντας τον κόσμο που κατέφθανε στο θέατρο. Το θέατρο του Γκαμπ Τιλ, το Σούγκαρχαους, κάποτε ήταν μια παρατημένη αποθήκη κοντά στις γραμμές του τρένου, ανάμεσα στο πελώριο εργοστάσιο γκαζιού και στο κανάλι. Είχαν γίνει κάποιες πρόχειρες μετατροπές με σκαλωσιές και ψευδοροφές, που ωστόσο δεν εμπόδιζαν τους άντρες με τα ωραία τους κοστούμια και τις γυναίκες με τις ψηλοτάκουνες γόβες να συρρέουν εκεί, περνώντας μέσα από τα μπάζα. Το Γουέστ Εντ απείχε μόνο ένα τέταρτο με τα πόδια, αλλά έμοιαζε με άλλη ήπειρο. Να τι λάτρευα ανέκαθεν στο Λονδίνο. Όση ασφάλεια και θαλπωρή κι αν νιώθεις κάπου, σίγουρα δεν απέχεις πάνω από πέντε λεπτά με τα πόδια από κάτι ολότελα ανοίκειο. Ο ευυπόληπτος κόσμος συγκεντρωνόταν στην αυτοσχέδια κύρια είσοδο και σχεδόν όλοι ανεξαιρέτως κοιτούσαν τριγύρω και χαμογελούσαν με κείνη τη χαρά που νιώθουν τα παιδιά όταν κάνουν κάτι γνώριμο σε ένα απίθανο σχεδόν μυστικό μέρος. Ή ίσως απλά να βαυκαλίζονταν επειδή τόλμησαν να βρεθούν σε έναν τόσο

374

NICCI FRENCH _

επικίνδυνο απόμακρο χώρο. Ο κόσμος άρχισε να λιγοστεύει καθώς πολλοί κατευθύνονταν προς τις θέσεις τους. Κοίταξα το ρολόι μου. Είχαν περάσει είκοσι δύο λεπτά. Μήπως θα με έστηνε τελικά; Νάτος όμως, μόλις με είδε παρίστανε τον λαχανιασμένο κι άρχισε να τρέχει σε αργή κίνηση για να δείξει ότι βιάζεται∙ αξιοθρήνητη η απόπειρά του βέβαια. «Δεν άργησα έτσι;» ρώτησε ο Όμπαν, κοιτώντας τριγύρω δειλά. «Έχουμε μερικά λεπτά στη διάθεσή μας. Να σου φέρω ένα ποτό;» Ξαναζωντάνεψε. «Υπάρχει και μπαρ εδώ;» ρώτησε. Αντί για απάντηση του έδειξα την μπίρα μου. «Ένα διπλό ουίσκι». Στριμώχτηκα στον κόσμο. Κι όταν πια πήρα το ουίσκι του, είχε χτυπήσει το πρώτο κουδούνι. «Πρέπει να βιαστούμε», είπα, δίνοντάς του το ποτό. Το κατέβασε μονορούφι. «Ό,τι έπρεπε», έκανε με βραχνή φωνή. «Δεν είμαι συνηθισμένος σε αυτά». «Ούτε εγώ», τόνισα. «Έχω μήνες, χρόνια, να πάω σε θέατρο. Σκέφτηκα ότι θα ήταν καλή ιδέα να έρθουμε εδώ. Να το γιορτάσουμε κατά κάποιον τρόπο». Ο Όμπαν φάνηκε διστακτικός. «Εγώ τελευταία φορά πήγα στο θέατρο το 1985. Σε ένα μιούζικαλ. Με πατίνια. Έκτοτε δεν ένιωσα την ανάγκη να ξαναπάω. Αυτό τι ακριβώς είναι;» Κοίταξα το πρόγραμμα. «Δεν ξέρω. Κάτι σχετικό με την ιστορία της περιοχής». Ο Όμπαν κοιτούσε σκεφτικός το άδειο του ποτήρι. «Μπα, δεν ήξερα ότι, εκτός από εγκληματικότητα, έχει και ιστορία η περιοχή». Ξαφνικά ακούστηκε από το μεγάφωνο μια φωνή που μας ειδοποιούσε ότι η παράσταση σε λίγο θα ξεκινούσε.

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

375 _

Πήγαμε να βρούμε τις θέσεις μας, μα αποδείχτηκε ότι δεν υπήρχαν θέσεις. Το Παζάρι δεν ήταν κανονικό θεατρικό έργο, όπως και το Σούγκαρχαους δεν ήταν κανονικό θέατρο. Έμοιαζε με καρναβάλι σε εσωτερικό χώρο. Παντού τριγύρω έβλεπες ζογκλέρ, κλόουν, ξυλοπόδαρους, ανθρώπους πάνω σε κιβώτια να εκφωνούν λόγους. Παιδιά να παίζουν, να τραγουδούν και να ξεφωνίζουν. Διαδραματίζονταν επίσης στιλιζαρισμένα σκετσάκια, που τα ερμήνευαν άνθρωποι με κοστούμια από διαφορετικές εποχές, τα οποία ανέσυραν από ένα μπαούλο στο κέντρο της σκηνής. Η δράση εκτυλισσόταν παντού, ενίοτε συγχρόνως, κι έπρεπε να περιφέρεσαι πέρα-δώθε προσπαθώντας να δεις ό,τι προλάβεις. Στην αρχή ένιωθα έναν εκνευρισμό, με βασάνιζε η αίσθηση ότι χάνω κάτι σημαντικό που συμβαίνει στην άλλη μεριά της αίθουσας, αλλά μετά από λίγο χαλάρωσα κι αισθανόμουν σαν να κάνω περίπατο σε μια εξωτική ξένη χώρα. Ο Όμπαν αρχικά γκρίνιαζε που δεν υπήρχε κείμενο με ροή, όμως ξαφνικά αναστυλώθηκε, καθώς τον προσέγγισε μια πολύ όμορφη ταχυδακτυλουργός. Τον ρώτησε πώς τον λένε και τι δουλειά κάνει και, μόλις ομολόγησε ότι είναι αστυνομικός, ακούστηκαν από παντού τρανταχτά γέλια. Κατακοκκίνισε και, όταν εκείνη έβγαλε ένα αβγό από την εσωτερική τσέπη του σακακιού του, αυτός έμεινε εμβρόντητος. Το λάτρεψα, επειδή κατά έναν περίεργο τρόπο μού απελευθέρωνε τη σκέψη. Κοιτούσα με απίστευτη ευχαρίστηση τον άντρα που ακροβατούσε σε ένα σχοινί από πάνω μας, αλλά συγχρόνως το μυαλό μου δονούνταν, ξέχειλο από τα γεγονότα του τελευταίου μήνα. Τα ξανασκεφτόμουν όλα από την αρχή και προσπαθούσα να τα βάλω σε τάξη∙ μάταια όμως. Για πρώτη φορά ωστόσο, παρέα με αυτό το πολύχρωμο πλήθος, φαινόταν να μην έχει ιδιαίτερη σημασία.

376

NICCI FRENCH _

Στο διάλειμμα οι καλλιτέχνες δεν εξαφανίστηκαν στα καμαρίνια τους, αλλά περιφέρονταν ανάμεσα στους θεατές, συστήνονταν και κουβέντιαζαν. Ο Όμπαν κι εγώ μιλήσαμε με έναν ζογκλέρ, με κάποιον που έπαιζε ακορντεόν και με μερικά παιδάκια που πήγαιναν στο δημοτικό σχολείο της περιοχής. Ο Όμπαν μού πρότεινε, γεμάτος προσμονή, να πιάσουμε κουβέντα με τη νεαρή γυναίκα πίσω από το μπαρ κι έτσι περάσαμε στο φουαγέ, δηλαδή την προέκταση της παλιάς αποθήκης. Ο Όμπαν με κέρασε ένα τζιν τόνικ και παρήγγειλε ένα ακόμα ουίσκι για τον εαυτό του. Η κοπέλα που τον σέρβιρε έμοιαζε έφηβη. Τα μαλλιά της ήταν κοντοκουρεμένα και πλατινέ. Είχε πολλά σκουλαρίκια στα αφτιά, στη μύτη και στο κάτω χείλος της. Τη ρώτησα πόσο καιρό δούλευε εκεί. «Μερικές εβδομάδες», αποκρίθηκε. «Από εδώ είσαι;» ξαναρώτησα. «Πάνω-κάτω», είπε αόριστα. «Πρέπει να είναι καλό για την περιοχή ένα τέτοιο μέρος». «Πάνω-κάτω», ξανάπε∙ τότε κάποιος της ζήτησε μια μεξικάνικη μπίρα, με ύφος εκνευρισμένο, κι εμείς απομακρυνθήκαμε. «Στην υγειά μας», ευχήθηκα στον Όμπαν και τσουγκρίσαμε. «Προφανώς ο Γκαμπ βοηθάει τους ντόπιους. Το θέατρό του είναι κάτι σαν τον ξενώνα του Γουίλ Πάβιτς». Ο Όμπαν ήπιε μια γουλιά, γουργουρίζοντας ευχαριστημένος. «Αλλά τα πάει λίγο καλύτερα από τον Γουίλ Πάβιτς», πρόσθεσε. «Η παράσταση βέβαια δεν είναι του γούστου μου. Προτιμώ τις κανονικές ιστορίες. Αυτή δεν την πολυκαταλαβαίνω. Παραδέχομαι όμως ότι είναι έξυπνη δουλειά. Α, κοίτα ποιος είναι εδώ!» Έγνεψε κι εγώ γύρισα το κεφάλι και είδα τον Γκαμπ Τιλ να μιλάει με ένα πολύ φίνο ζευγάρι. «Πάμε να

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

377 _

χαιρετήσουμε», πρότεινα. «Φαίνεται απασχολημένος». «Ας τον διακόψουμε». Στριμωχτήκαμε στον κόσμο κι εγώ σκούντηξα το χέρι του Γκάμπριελ. Γύρισε το κεφάλι και σάστισε, όπως ήταν αναμενόμενο. «Έκπληξη!» έκανα. «Πράγματι», απάντησε. Μας σύστησε στο ζευγάρι. Δεν συγκράτησα τα ονόματά τους, αλλά δεν είχε καμία σημασία, γιατί, αφού μας έριξαν μια παραξενεμένη ματιά, απομακρύνθηκαν κατευθυνόμενοι προς μια άλλη παρέα, με στιλ ανάλογο του δικού τους. «Προφανώς δεν μας είχες για σοφιστικέ τύπους», είπα. Μας κοιτούσε αποσβολωμένος. Μήπως σκεφτόταν ότι είμαστε ζευγάρι; Μα τι πρόβλημα είχα, τέλος πάντων; Άραγε υπήρχε κάποιος άνθρωπος στον κόσμο αρκούντως αλλόκοτος, ώστε αν στεκόταν δίπλα μου να μη θεωρούσαν οι άλλοι ότι είναι σύντροφός μου;» «Ε…» έκανε. «Είναι φανταστικά», του είπα. «Δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι ο χώρος είναι τόσο τεράστιος. Και τι καταπληκτική παράσταση. Και δίνει δουλειά σε τόσους ντόπιους». Φλυαρούσα. Σταμάτα να φλυαρείς, Κιτ. «Δεν είμαι μόνο εγώ υπεύθυνος», είπε, τέλος. «Εγώ είμαι απλά ο καλλιτεχνικός διευθυντής. Υπάρχουν κι άλλοι διευθυντές και αρμόδιοι». «Άσε τις σεμνότητες», γέλασα. «Μήπως είναι εδώ η Μπριόνι;» «Δεν δουλεύει εδώ», απάντησε. «Είναι σπίτι. Δεν έχει συνέλθει τελείως ακόμα». Ακολούθησε μια σύντομη σιωπή. «Λοιπόν», είπα τότε, «θα έχεις φαντάζομαι δουλειά να κάνεις».

378

NICCI FRENCH _

«Ναι», αποκρίθηκε. «Πρέπει να τακτοποιήσω κάνα-δυο πραγματάκια». Σφίξαμε τυπικά τα χέρια κι αποχαιρετιστήκαμε, με έναν από κείνους τους αλλόκοτους αποχαιρετισμούς που μοιάζουν κάπως περιττοί. Ο Γκάμπριελ και η Μπριόνι δεν επρόκειτο να μεταναστεύσουν. Εκείνος θα συνέχιζε να εργάζεται στην περιοχή κι εγώ θα εξακολουθούσα να μένω στην ίδια περιοχή, ωστόσο, μέσα στο αεικίνητο Λονδίνο, κατά πάσα πιθανότητα δεν θα ξαναβλεπόμασταν ποτέ. Μόλις απομακρύνθηκε, ο Όμπαν μου χαμογέλασε. «Πολύ χαρούμενος φαίνεσαι», του είπα. «Είμαι. Είμαστε μαζί, εδώ και μιάμιση ώρα και ακόμα δεν μου έχεις πει ότι κάνω λάθος σε όλα». Γέλασα κι εγώ∙ δεν κρατήθηκα. «Και πάνω που ετοιμαζόμουν», είπα. Χτύπησε το κουδούνι για τη δεύτερη πράξη. Ήπια μια γουλιά. «Είμαι χαρούμενη κι εγώ, ξέρεις. Είναι ωραία βραδιά. Βγήκα από το σπίτι επιτέλους. Το πρόβλημα είναι πως, όταν νιώθω καλά, αρχίζω να ανησυχώ. Είμαι πουριτανή, βλέπεις. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι είναι ευτυχείς, επειδή κάπου υπάρχει κάτι που αγνοούν». «Με τέτοια μυαλά, δεν θα είσαι ποτέ χαρούμενη», σχολίασε ο Όμπαν. «Όλοι έτσι μου λένε. Θα σου πω κάτι τελευταίο μόνο και μετά δεν ξαναμιλάω. Ξέρω ότι πρέπει να νιώθουμε ικανοποιημένοι, ότι κάναμε καλά τη δουλειά μας κ.λπ. κ.λπ., όμως όλο κάτι με τσιγκλάει∙ να, όπως όταν φοράς ένα καινούριο πουκάμισο και νομίζεις ότι έχεις βγάλει όλες τις καρφίτσες, αλλά πάντα μένει μία ξεχασμένη και σε τσιμπάει». Ο Όμπαν δεν πίστευε στα αφτιά του. «Αυτό ήθελες να μου πεις; Να μου δώσεις ένα παράδειγμα με πουκάμισα;» «Όχι, άκου. Ο Μάικλ Ντολ βρέθηκε νεκρός, με αυτά τα

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

379 _

τρόπαια στο σπίτι του». «Και πού βλέπεις το πρόβλημα; Εσύ τους ξέρεις καλά αυτούς τους τύπους. Οι δολοφόνοι κρατάνε λάφυρα, έτσι δεν είναι;» «Ναι», δεν διαφώνησα. «Είναι δεδομένο. Το κάνουν για να νιώθουν ότι εξακολουθούν να ελέγχουν το θύμα, για να ξαναζούν την εμπειρία. Αυτά που βρήκαμε όμως δεν είναι συνηθισμένα τρόπαια. Το κυπελλάκι ανήκε στο κοριτσάκι, που δεν ήταν θύμα του». «Όμως είναι τρόπαιο, δεν είναι; Του θύμιζε ότι σκότωσε τη μητέρα του. Και μπορεί κάλλιστα να είχε κρυμμένο στον σκουπιδότοπό του και κάτι της Φιλίππα Μπάρτον». «Έχεις δίκιο, ναι. Με την ίδια λογική, ούτε το δερμάτινο πουγκί που άρπαξε από την Μπριόνι είναι κανονικό τρόπαιο. Εξάλλου, δεν ήταν νεκρή». «Το άρπαξε ενώ πάλευαν και το κράτησε. Θα του φάνηκε και χρήσιμο, άλλωστε. Είχε μέσα το κλειδί του σπιτιού της. Μπορούσε άνετα να το χρησιμοποιήσει». «Ναι», εξακολούθησα. «Υπάρχουν όμως δύο ακόμα εκκρεμότητες, θα σου τις πω και μετά θα πάμε να δούμε το έργο και το θέμα θα κλείσει. Υποθέτουμε ότι ο Μάικλ Ντολ επιτέθηκε στην Μπριόνι Τιλ, στο κανάλι. Έτσι σίγουρα δικαιολογείται η σύμπτωση της παρουσίας του εκεί. Όμως ο άγνωστος άντρας πού κολλάει;» «Το σκεφτόμουν κι εγώ αυτό», είπε ο Όμπαν, πίνοντας άλλη μια γουλιά. «Το κοιτάζαμε από λάθος σκοπιά το πράγμα. Δεν έσωσαν ο Τέρενς Μακ και ο Μίκι Ντολ την Μπριόνι από τον άγνωστο, αλλά ο Τέρενς Μακ και ο άγνωστος έσωσαν την Μπριόνι από τον Μίκι Ντολ. Ούτως ή άλλως, οι καταθέσεις τους ήταν σκέτο χάος, άρα δεν είναι διόλου απίθανο ο Μακ και η Μπριόνι να μη συνειδητοποίησαν τι ακριβώς γινόταν». «Και γιατί το έσκασε αυτός ο άγνωστος; Από σεμνότητα

380

NICCI FRENCH _

μήπως;» «Πολλοί άνθρωποι, ξέρεις, δεν θέλουν πάρε-δώσε με την αστυνομία, ούτε καν ως μάρτυρες. Μπορεί να είχε πάνω του τίποτα ναρκωτικά». «Εντάξει», συμφώνησα. «Τελευταία ερώτηση. Τι έχεις να πεις για τη λίστα της Φιλίππα Μπάρτον; Για τα τηλεφωνήματα στον ξενώνα;» Ο Όμπαν άδειασε το ποτήρι του και το άφησε στο μπαρ. «Κατ’ αρχάς, δεν χρειάζεται να μάθουμε τι έγινε. Όταν ένας δολοφόνος πεθαίνει προτού δικαστεί, πάντοτε μένουν άγνωστες κάποιες λεπτομέρειες. Μπορεί να συνέβη οτιδήποτε. Μπορεί… μπορεί…» έριξε μια ματιά τριγύρω, «μπορεί η Μπριόνι να τράβηξε μια φωτογραφία τη Λιάν και… η Φιλίππα να την είδε σε μια έκθεση και να ήθελε να την αγοράσει και…» «Η Μπριόνι είπε ότι δεν γνώριζε καμία από τις δυο και, εξάλλου, γιατί να τηλεφωνήσει η Φιλίππα στον ξενώνα; Και γιατί να τις σκοτώσει ο Μάικλ Ντολ;» «Με ζάλισες», φουρκίστηκε ο Όμπαν, κάπως ενοχλημένος. «Με τον καιρό θα σκεφτώ μια καλή απάντηση για όλα». «Δεν σε απασχολεί;» «Με απασχολούν οι πέντε-έξι υποθέσεις δολοφονιών που πέρασαν από τα χέρια μου και έμειναν ανεξιχνίαστες. Κάθε βράδυ, προτού κοιμηθώ, τις σκέφτομαι. Μία φορά τον χρόνο ξεθάβω τους παλιούς φακέλους κι αναρωτιέμαι αν μας ξέφυγε κάτι ή αν προέκυψε κάτι νέο που πιθανόν να βοηθήσει. Όμως αυτή η υπόθεση έκλεισε. Κι αυτό με χαροποιεί. Δεν με νοιάζει αν υπάρχουν και μερικά κενά. Μην ξεχνάς ότι η πραγματικότητα μας ξεπερνάει σε εξυπνάδα. Δεν γίνεται να καταλαβαίνουμε τα πάντα». Ήθελα να πω κι άλλα, μα είχα υποσχεθεί ότι θα σώπαινα∙ άλλωστε η παράσταση είχε αρχίσει.

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

381 _

41 Η Λότι και η Μέγκαν έπαιζαν ένα περίπλοκο ακαταλαβίστικο παιχνίδι στο γρασίδι. Μια ώρα νωρίτερα είχα χαρίσει έναν βιολετί λούτρινο δεινόσαυρο στη Λότι και ένα ερυθρόλευκο λούτρινο σαλιγκάρι στη Μέγκαν και τώρα τα δυο ζωάκια πρωταγωνιστούσαν στο παιχνίδι. Στην Έιμι χάρισα ένα γαλαζοπράσινο λούτρινο καβούρι και τώρα εκείνη κουτρουβαλούσε το λοφάκι, παρασύροντας το καβούρι μαζί της. Πίσω τους απλωνόταν το Λονδίνο, σκεπασμένο από μια γλυκιά καταχνιά, μέσα στο ζεστό απομεσήμερο, ψηλά στο Πρίμροουζ Χιλ. Εγώ ήμουν ξαπλωμένη σε μια κουβερτούλα, στηριγμένη στον αγκώνα μου. Ήπια μια ακόμα γουλιά από το κρύο λευκό κρασί. «Θέλω να μου τα πεις όλα», άρχισε η Πόπι. «Βέβαια, μου διηγήθηκε κι ο Σεμπ κάτι λίγα…» Έριξε μια ματιά στη Μέγκαν και στην Έιμι. «Μέγκαν, σταμάτα! Σταμάτα αμέσως, αλλιώς θα σου το πάρω. Αλλά η εκδοχή του Σεμπ θα είναι σίγουρα διαφορετική από τη δική σου». Ο τόνος της, κοφτός. Ξάπλωσα ανάσκελα στην κουβέρτα. «Δεν ξέρω αν μπορώ να τα εξιστορήσω με συνοχή»,

382

NICCI FRENCH _

είπα. «Ιδίως ένα τέτοιο απόγευμα κι αφού έχω ήδη κατεβάσει δυο ποτήρια κρασί». Είχαμε οργανώσει ένα αποκλειστικά γυναικείο πικνίκ. Τρία κορίτσια έπαιζαν στο χορτάρι, τρεις γυναίκες –οι δύο μητέρες, η τρίτη όχι– κάθονταν στην κουβέρτα. Η άλλη μητέρα ήταν η Τζίνι, φίλη της Πόπι από παλιά. Οι μπαμπάδες έλειπαν. Ο άντρας της Τζίνι έπαιζε κρίκετ, μας είπε –κάπου στην επαρχία του Λονδίνου– και ο Σεμπ βρισκόταν σε ένα τηλεοπτικό στούντιο στο κέντρο της πόλης. «Για ποιο θέμα θα μιλήσει;» ρώτησα. «Για την υπόθεση της Φιλίππα Μπάρτον πάλι;» «Νομίζω. Προμοτάρει το βιβλίο του. Κοντεύει να τελειώσει». «Για την υπόθεση; Κιόλας;» «Το έγραφε ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη». «Είναι όλα καλά μεταξύ σας;» «Όχι και τόσο». Έριξε πάλι μια ματιά στα κορίτσια. «Αλλά δεν μπορώ να το συζητήσω τώρα». «Εντάξει. Αργότερα». «Όσο για το βιβλίο, νομίζω ότι θα κολακευτείς πολύ. Ξέρεις γιατί;» Ήπια μια γουλιά κρασί. «Δεν ξέρω», είπα. «Γιατί;» «Εν μέρει πήρε την ιδέα από εκείνο το παραμύθι που διηγήθηκες στα κορίτσια, πριν από μερικούς μήνες, τότε που είχες έρθει για φαγητό. Έκαναν έναν μήνα να κοιμηθούν. Κάτι με ένα κάστρο, αν δεν κάνω λάθος». «Ποιος είναι ο τίτλος του βιβλίου;» «Το κόκκινο δωμάτιο, νομίζω. Αυτό δεν είναι;» «Ναι, αυτό. Έβλεπα έναν εφιάλτη τότε. Αυτό ήταν το θέμα». «Α, κατάλαβα. Μάλλον θα το συζήτησες με τον Σεμπ». Δεν απάντησα, επειδή στιγμιαία αισθάνθηκα να βουλιάζω, να πνίγομαι, να με κυριεύει η απελπισία. Είχα

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

383 _

ένα πρόσωπο χαρακωμένο κι έβλεπα έναν εφιάλτη που με στοίχειωνε. Και τώρα ένιωθα σαν να με λήστεψαν, σαν να μου έκλεψαν τον δικό μου προσωπικό εφιάλτη. Άδειασα το ποτήρι μου και είπα μέσα μου: Και τι έγινε; Σκασίλα μου. Σκορπισμένα στην κουβέρτα υπήρχαν σάντουιτς, φρούτα, αναψυκτικά και διάφορα άλλα τρόφιμα που είχα αγοράσει σε μια εφόρμησή μου στο σούπερ μάρκετ: πλαστικά κυπελλάκια με χούμους και ταραμοσαλάτα, πίτες, ελιές, κριτσίνια, κρεατόπιτες, καροτάκια, ψιλοκομμένο κουνουπίδι. Βούτηξα την άκρη ενός καρότου σε μια ροδαλή σάλτσα και το δοκίμασα. Ένιωθα μουδιασμένη –μια αίσθηση σχεδόν ανακουφιστική– καθώς καθόμουν εκεί και μασουλούσα, έπινα, κουβέντιαζα, αλλά αντιλαμβανόμουν ότι η προσοχή των δύο άλλων γυναικών δεν ήταν ποτέ απόλυτη. Είτε έλεγαν κάτι σημαντικό είτε τσιμπούσαν μια μπουκιά κουνουπίδι, πού και πού έριχναν ματιές τριγύρω, αναζητώντας τα κορίτσια τους. Κάποια στιγμή, ψιθύρισα, θέλοντας να τις καθησυχάσω, ότι βρίσκονταν μόνο λίγα μέτρα μακριά μας∙ και τότε η Τζίνι αντέδρασε με δριμύτητα και είπε μια ιστορία για μια φίλη φίλης που άφησε χωρίς επίβλεψη ένα τρίχρονο παιδάκι για μόνο δύο ή τρία λεπτά, σε έναν κήπο με ένα σιντριβάνι, που δεν είχε ούτε τρία εκατοστά βάθος. Και φαντάζεστε τι έγινε στη συνέχεια. Η Τζίνι ήταν μια ελκυστική μελαχροινή γυναίκα, με ωραίο γέλιο. Ο ρόλος της μητέρας τής ταίριαζε τόσο πολύ που αναρωτιόμουν πώς να ήταν πριν αποκτήσει τη Λότι. Σαν και μένα μάλλον, θα νόμιζε ότι δεν της λείπει τίποτα. Έγειρα πίσω και έκλεισα τα μάτια. Δίπλα στο αφτί μου, η Πόπι φώναξε τα κορίτσια να έρθουν αμέσως για φαγητό, τώρα αμέσως. Ακολούθησαν φωνές και σπρωξίματα, η μια έπαιρνε τη θέση της άλλης και,

384

NICCI FRENCH _

ξαφνικά, αισθάνθηκα κάτι σαν ψυχρολουσία, ένιωσα το παντελόνι μου παγωμένο. Πετάχτηκα όρθια με μια κραυγή και κατάλαβα ότι είχε πέσει πάνω μου το μπουκάλι με το κρασί, που το έσπρωξε η Μέγκαν καθώς μπουσουλούσε για να πιάσει τις μπουκίτσες κοτόπουλο. Μόλις είδε τι έκανε, τα κλάματά της αντήχησαν δυνατότερα κι από της αδερφής της. Η Πόπι την πήρε αγκαλιά. «Δεν πειράζει, Μέγκαν, αγάπη μου. Μην κλαις. Δεν πειράζει καθόλου, έτσι δεν είναι; Κιτ, μπορείς να πεις στη Μέγκαν ότι δεν πειράζει;» «Δεν πειράζει, Μέγκαν», είπα πειθήνια. «Συγγνώμη, Κιτ», μου είπε η Πόπι, «αλλά η Μέγκαν αναστατώνεται υπερβολικά με κάτι τέτοια». Η Μέγκαν είχε ήδη ξαναβρεί το κέφι της και μασουλούσε μια μπουκίτσα κοτόπουλο. «Έτσι κι αλλιώς», είπε πρόσχαρα η Τζίνι, «το λευκό κρασί δεν λεκιάζει. Το χρησιμοποιούν μάλιστα για να καθαρίσουν λεκέδες από κόκκινο κρασί, έτσι δεν είναι;» «Απλά βράχηκα λιγάκι», είπα σκουπίζοντας το παντελόνι μου με χαρτί κουζίνας. Αισθάνθηκα ότι θα έπρεπε εγώ να λέω ότι δεν πειράζει κι όχι εκείνες. «Θεέ μου», γέλασε η Πόπι, «να χαίρεσαι που είναι σκέτο κρασί. Δεν φαντάζεσαι τι λεκέδες έχουν τα δικά μου ρούχα». Χαμογέλασα με ανεπαίσθητη ταραχή και γέμισα πάλι το ποτήρι μου. «Ξέρεις», είπε η Τζίνι, «νομίζω ότι επηρεάστηκαν πολλές μητέρες από τους φόνους σου». «Ε, όχι και φόνοι μου», αντέδρασα. «Το καημένο το κοριτσάκι που του άρπαξαν τη μαμά του, ενώ έπαιζε στην παιδική χαρά. Εγώ από τότε, στιγμή δεν αφήνω τη Λότι από τα μάτια μου. Είναι παράλογο, το ξέρω». Μουρμούρισα συγκαταβατικά.

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

385 _

«Όλη αυτή η κατάσταση δεν σε έριξε τρομερά, Κιτ; Δεν σου ήταν αφόρητη;» Άφησα το ποτήρι μου στην κουβέρτα, μα αμέσως το ξανασκέφτηκα και το πήρα πάλι στο χέρι. «Δεν ξέρω αν θα την έλεγα αφόρητη», είπα. «Μου ήταν στενάχωρη». «Πάντως εγώ νιώθω πιο ασφαλής τώρα που ο ένοχος δεν κυκλοφορεί πια ανάμεσά μας. Παρακολούθησα τον ντετέκτιβ στην τηλεόραση. Είπε πολύ καλά λόγια για σένα». Κοίταξα τα κοριτσάκια. Για την Έιμι είχε έρθει η ώρα του επιδόρπιου. Το σοκολατένιο της μάφιν είχε πολτοποιηθεί, είχε πασαλείψει το πρόσωπό της, είχε μετατραπεί σε άπειρα ψίχουλα διάσπαρτα στην κουβέρτα. Δύσκολα πίστευες ότι απέμεινε κάτι για να φάει. «Η ικανοποίηση δεν είναι τόση όσο νομίζετε», είπα. «Αυτός ο άνθρωπος –Μάικλ Ντολ λεγόταν– βρέθηκε απλά νεκρός…» «Τον σκότωσε κάποιος τιμωρός που πήρε τον νόμο στα χέρια του», διέκοψε η Πόπι. «Προφανώς δεν επικροτώ τέτοιες πράξεις», παρενέβη η Τζίνι. «Όμως οφείλω να παραδεχτώ ότι μόλις το διάβασα, είπα μέσα μου: “τέλεια”». Τράβηξε κοντά της τη Λότι και την αγκάλιασε. «Μπορεί να είναι σκληρό, αλλά ο άνθρωπος αυτός δεν θα κάνει πια κακό σε κανέναν». «Ούτε καλό», πρόσθεσα. «Βέβαια εσύ ήξερες πολλά γι’ αυτόν», πρόσθεσε η Πόπι με τόνο ενθαρρυντικό, διαισθανόμενη τη δυσφορία μου. «Τον γνώριζα». «Αχ», έκανε η Τζίνι. «Ανατρίχιασα. Και πώς ήταν;» «Ήταν ανατριχιαστικός», είπα. «Ήταν πολύ διαταραγμένος, αποκρουστικός από πολλές απόψεις, κάπως αξιοθρήνητος». «Πώς είναι τελικά να γνωρίζεις κάποιον που έχει κάνει τόσο τρομερά πράγματα;» ρώτησε η Πόπι.

386

NICCI FRENCH _

«Δεν ξέρω», απάντησα. «Καλύτερα να ρωτήσεις τον Σεμπ. Άλλωστε, εγώ δεν πίστευα ότι ήταν ένοχος για τους φόνους. Και πέθανε προτού ξεκαθαρίσουν τα πράγματα». «Μα υπήρχαν ακλόνητα στοιχεία. Έτσι ισχυρίστηκε η αστυνομία». «Ακριβώς. Υπήρχαν ακλόνητα στοιχεία. Πολλά στοιχεία. Μα δυστυχώς δεν ταίριαζαν πολύ μεταξύ τους. Αλλά δεν νομίζω ότι έχετε καμία όρεξη να τα ακούσετε». Τις κοίταξα. Πράγματι, δεν είχαν καμία όρεξη να τα ακούσουν. Τα κορίτσια, που είχαν απομακρυνθεί λιγάκι, τώρα γύρισαν κι απαιτούσαν προσοχή. Οι δυο μαμάδες ήταν κολλημένες στα παιδιά τους σαν να τις έδεναν συρματόσχοινα, γυρνούσαν συνεχώς τα κεφάλια δεξιάαριστερά. Μήπως έπεσαν; Μήπως πήγαν πολύ μακριά; Μήπως έκαναν πολλή φασαρία; Μήπως έκαναν πολλή ησυχία; Μήπως τις σκότωσε κανείς; Σκέφτηκα τη μικρούλα Έμιλι στην παιδική χαρά, να σκάβει στο σκάμμα την ώρα που κάποιος άρπαξε τη μητέρα της και την ξυλοκόπησε μέχρι θανάτου. Έπλασα πάλι το σενάριο στο μυαλό μου, όπως είχα κάνει εκατοντάδες φορές, και το έπαιξα με τον Μάικλ Ντολ στον ρόλο του ψυχοπαθούς δολοφόνου. Επιτέλους, το βρήκα! Και πετάχτηκα όρθια. «Πού πας;» με ρώτησε η Πόπι. «Ούτε φάντασμα να είδες». «Μπορεί και να είδα. Συγγνώμη. Βιάζομαι. Κάτι…» «Κάνει να κοιτάζω τον ήλιο;» ρώτησε η Μέγκαν. «Όχι», φώναξε η Πόπι. «Ποτέ, ποτέ δεν πρέπει να κοιτάζεις τον ήλιο». «Γιατί;» ρώτησε πάλι η Μέγκαν. «Θα σου βλάψει τα μάτια». «Κι αν κλείσω τα μάτια;» Έκλεισε τα μάτια. «Αν κλείσω τα μάτια, κάνει;» «Ναι. Αλλά δεν θα βλέπεις τίποτα». «Δεν είναι σκοτεινά», είπε η Μέγκαν. «Είναι κόκκινα.

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

387 _

Από πού έρχεται όλο αυτό το κόκκινο;» «Δεν ξέρω», απάντησε η Πόπι. «Μάλλον είναι το αίμα στα βλέφαρά σου». «Αίμα;» απόρησε η Μέγκαν. «Γιούπι! Βλέπω το αίμα μου. Παιδιά, ελάτε να δούμε το αίμα μας». Και τα κοριτσάκια άρχισαν να παραπατούν πέρα-δώθε στα τυφλά, στην καταπράσινη ηλιόλουστη πλαγιά, κοιτώντας το αίμα τους, ενώ εγώ έτρεχα μακριά τους σαν να με κυνηγούσαν.

388

NICCI FRENCH _

42 Όταν πια έφτασα σπίτι, είχα λαχανιάσει και το κεφάλι μου ζαλιζόταν από το κρασί και τον ήλιο, όμως σήκωσα κατευθείαν το τηλέφωνο και κάλεσα τον Όμπαν. Ήταν κάπου έξω. Άκουγα κίνηση και ανθρώπους να μιλούν. «Είσαι απασχολημένος;» τον ρώτησα. «Σαββατοκύριακο είναι, Κιτ», ξερόβηξε. «Τι έγινε; Μήπως θέλεις να με πας σε καμιά όπερα;». «Θέλω να σε ενημερώσω ότι σκοπεύω να δω το κοριτσάκι, την Έμιλι Μπάρτον». «Τι;» «Την κόρη της Φιλίππα Μπάρτον». «Ξέρω πολύ καλά ποια είναι. Είναι… είναι…» Σαν να του κόπηκε η ανάσα, μου φάνηκε. «Είναι πολύ κακή ιδέα». «Μόνο μία ερώτηση θέλω να της κάνω». «Κιτ, Κιτ», είπε γλυκά γλυκά, σαν να προσπαθούσε να με απομακρύνει από το χείλος ενός γκρεμού, «πάντα υπάρχει μια ακόμα ερώτηση. Σκέψου τι πας να κάνεις. Θα αναστατώσεις την καημένη την οικογένεια. Θα τρελαθείς. Θα τρελάνεις και μένα. Άσ’ το πια!» «Ήθελα μόνο να σε ρωτήσω αν νομίζεις ότι πρέπει να με συνοδεύσει αστυνομικός».

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

389 _

«Όχι, σίγουρα όχι. Η υπόθεση έκλεισε. Σε ελεύθερη χώρα ζούμε. Μπορείς να επισκεφτείς όποιον θέλεις, αλλά εμείς δεν έχουμε καμία ανάμειξη. Ειλικρινά, Κιτ, σε συμπαθώ, αλλά χρειάζεσαι… κάτι, δεν ξέρω τι…» Και η γραμμή κόπηκε. Ίσως ο Όμπαν μπήκε σε κάποιο τούνελ ή ίσως απλά παραιτήθηκε, απεγνωσμένος. Ένα μαγνητόφωνο. Μόνο αυτό χρειαζόμουν. Είχα κάπου ένα. Αφού έψαξα λίγο, το ανακάλυψα στον πάτο ενός συρταριού. Ύστερα σε ένα άλλο συρτάρι, με παλιές μπαλαντέζες, λαστιχάκια, στυλό χωρίς καπάκια και μια πελώρια αλυσίδα από συνδετήρες, βρήκα μια σκονισμένη κασέτα για πάρτι από τον καιρό που πήγαινα στο κολέγιο. Ό,τι έπρεπε. Τηλεφώνησα στο σπίτι τους. Απάντησε μια γυναίκα. «Χαίρετε. Είστε η Παμ Βιρ;» «Ναι». «Είμαι η Κιτ Κουίν. Με θυμάστε; Είμαι…» «Ναι, σας θυμάμαι». «Μήπως μπορώ να έρθω από κει για να δω λιγάκι την Έμιλι;» «Δεν είναι εδώ αυτή τη στιγμή». «Μπορώ να περάσω αργότερα;» «Μα νόμιζα ότι η υπόθεση έκλεισε». «Θέλω μόνο να ξεκαθαρίσω κάποιες λεπτομέρειες. Και να δω τι κάνει η Έμιλι, φυσικά». «Καλά φαίνεται. Είναι χαρούμενη με τις φίλες της. Προσλάβαμε νταντά». «Μπορώ να έρθω; Για πέντε λεπτά μόνο;» «Δεν θέλω να κάνω τη δύσκολη, αλλά το βρίσκετε απαραίτητο;» «Θα σας είμαι ευγνώμων», είπα αδιάλλακτα. Ακολούθησε παύση. «Θα γυρίσει λίγο μετά τις τέσσερις. Μπορείτε να τη δείτε πριν πάρει το τσάι της». «Θα είμαι εκεί».

390

NICCI FRENCH _

Αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν πιο επίσημα. Είχα φτάσει προτού έρθει η Έμιλι και βρήκα κατευθείαν ένα σημείο στην κουζίνα για να βάλω στην πρίζα το μαγνητόφωνό μου. Το έλεγξα μια-δυο φορές νευρικά, έλεγα «ένα-δύο, ένα-δύο,», το γύριζα πίσω και το ξανάκουγα. Τη δεύτερη φορά δεν ήμουν σίγουρη αν άκουγα το πρώτο «ένα-δύο» ή το δεύτερο κι έτσι επανέλαβα την ίδια διαδικασία, αλλά τώρα έλεγα «άλφα-βήτα-γάμα-δέλτα»∙ δεν βρήκα κάτι καλύτερο να πω. Η Έμιλι όρμησε στο δωμάτιο σαν μικρό φλύαρο καλικαντζαράκι με μια κόκκινη φορμίτσα γεμάτη μπογιές, και μια ξανθιά νταντά στο κατόπι της. Φαινόταν πολύ χαρούμενη. Ξαφνικά τη φαντάστηκα, ύστερα από πέντε χρόνια, χωρίς καμία ανάμνηση της μητέρας της, χωρίς τίποτα πέρα από τις φωτογραφίες και τις παραποιημένες ιστορίες των άλλων για τη Φιλίππα. Έτρεξε κι αγκάλιασε τα γόνατα της γιαγιάς της. Μόλις με είδε σώπασε. Την πλησίασα και γονάτισα δίπλα της. «Με θυμάσαι;» τη ρώτησα. Κούνησε με σοβαρότητα το κεφάλι και έστρεψε αλλού το βλέμμα. «Έχω να σου δείξω κάτι». Πάνω που ετοιμαζόταν να αρχίσει τις ντροπές, η περιέργεια την έκανε να ξεχαστεί. Μου έδωσε το χέρι της και πήγαμε μαζί στο τραπέζι της κουζίνας, κοντά στο μαγνητόφωνό μου. Η Παμ κάθισε απέναντί μας και παρακολουθούσε. «Κοίτα αυτό», της είπα. «Ποιο;» ρώτησε. Πάτησα το κόκκινο κουμπί. «Πες κάτι». «Δεν θέλω». «Τι κάνεις στον παιδικό σταθμό;» «Πράματα», είπε κοφτά. Το έκλεισα, το γύρισα πίσω και το έβαλα να παίξει.

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

391 _

Έμεινε με το στόμα ανοιχτό. «Πάλι πάλι!» φώναξε. «Εντάξει». Πάτησα το κουμπί. Κάθισα πολύ κοντά της. Μύριζε σαπούνι και μπογιές. «Λοιπόν», άρχισα, «τι θέλεις να πούμε;» Η Έμιλι σούφρωσε τη μυτούλα της και ξεκαρδίστηκε. «Δεν ξέρω», είπε. «Το σημάδι σου», έδειξε το πρόσωπό μου. «Ναι», είπα. «Το θυμάσαι, λοιπόν». «Πονάει;». «Όχι και τόσο», απάντησα. «Περνάει». «Να το πιάσω;» «Εντάξει». Έσκυψα και η Έμιλι άπλωσε τον μικροσκοπικό της δείκτη. Ακολούθησε την ουλή μου με το δάχτυλό της, διαγράφοντας μια πορεία που ξεκινούσε δίπλα από το αφτί, κατέβαινε στο μάγουλο κι έφτανε στο σαγόνι μου, μια πορεία που με αγκύλωνε, με φαγούριζε. Μα δεν πονούσα πια. «Την τελευταία φορά που μιλήσαμε», της είπα, «έπαιζες με μια φίλη σου και λέγαμε για την παιδική χαρά. Έπαιζες στην παιδική χαρά, όταν έφυγε η μαμά σου. Το θυμάσαι;» «Ναι», είπε. «Σου έχουν μιλήσει πολλοί γι’ αυτό, έτσι;» τη ρώτησα. «Αστυνομικοί», μου είπε. «Ακριβώς. Κι αυτοί οι αστυνομικοί σε ρώτησαν αν είδες τη μαμά σου να φεύγει με κάποιον, κι εσύ τους είπες όχι». Η Έμιλι έξυνε το τραπέζι. Την ένιωθα να απομακρύνεται. Το μικροσκοπικό απόθεμα της προσοχής ενός παιδιού σχεδόν τεσσάρων χρόνων κόντευε να εξαντληθεί. Κοίταξα το μαγνητόφωνο. Τα καρούλια γύριζαν. Είχα έρθει με μία μόνο σφαίρα στο πιστόλι μου. Θα την έριχνα και, αν δεν πετύχαινα τον στόχο, τότε πάει, τέλος. Θα έλεγα αντίο ευγενικά, θα πήγαινα σπίτι μου και

392

NICCI FRENCH _

θα ξανάβρισκα όλα εκείνα τα κομμάτια του εαυτού μου που είχα τόσον καιρό παραμελήσει. Άπλωσα το χέρι και άνοιξα το κλειστό, μικρούτσικο, ζεστό, υγρό χεράκι της Έμιλι. Το έσφιξα λιγάκι για να τραβήξω την προσοχή της. Με κοίταξε. «Εγώ δεν θέλω να σε ρωτήσω αυτό, Έμιλι. Θέλω να σε ρωτήσω κάτι άλλο. Μπορείς να μου πεις για την καλή κυρία;» «Τι;» ρώτησε η Έμιλι. «Μα…» έκανε η Παμ. «Σςςς», είπα απότομα σηκώνοντας το χέρι. «Έμιλι, τι σου έδωσε;» «Τίποτα». «Τίποτα;» «Γλειφιτζούρι». «Ωραία», είπα. Ένιωθα το σφυροκόπημα της καρδιάς μου να τραντάζει όλο μου το κορμί, ακόμα και το κεφάλι μου. «Τι έκανε; Σε κουνούσε στην κούνια;» «Λιγάκι. Με πήγε στο σκάμμα». Προσπάθησα να φανταστώ την παιδική χαρά. Μα ναι, φυσικά. Το σκάμμα ήταν το πιο μακρινό σημείο από τα κάγκελα όπου στεκόταν η Φιλίππα, επιβλέποντας την κόρη της. «Πλάκα θα είχε», είπα. «Και μετά έφυγε; Και σε άφησε εκεί;» «Δεν ξέρω». «Πώς ήταν αυτή η κυρία;» «Βαρέθηκααα», είπε δυνατά η Έμιλι. «Ήταν μεγαλόσωμη;» «Βαρέθηκαααα». «Εντάξει, Έμιλι», σταμάτησα. «Σε ευχαριστώ πάρα πολύ». Την αγκάλιασα. Αποτραβήχτηκε, έτρεξε στην πόρτα και βγήκε αμέσως στον κήπο. Έκλεισα το μαγνητόφωνο. Κοίταξα την Παμ. Έμοιαζε χαμένη σε

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

393 _

δυσάρεστες σκέψεις. «Μα…» ψέλλισε. «Αυτός τη σκότωσε. Άρα αυτή…» Σκόπευα να σηκωθώ και να φύγω, μα της χρωστούσα κάτι. «Έπρεπε να το είχα σκεφτεί καιρό τώρα», παραδέχτηκα. «Μπορεί κάποιος εύκολα να απαγάγει μια γυναίκα μέσα στη μαύρη νύχτα σε ένα απόμερο μέρος. Μπορεί να το κάνει και σε ένα πολυσύχναστο μέρος, αν και χρειάζεται μεγαλύτερη προσοχή. Όμως δεν μπορεί να ξεγελάσει μια μητέρα, κάνοντάς τη να αφήσει ολομόναχο το παιδί της, έστω και σε μια παιδική χαρά, ούτε καν για ένα λεπτό. Αυτή η σκέψη μου ήρθε ξαφνικά. Κι έτσι θεώρησα ότι θα πρέπει να υπήρχε και μια γυναίκα. Και η Έμιλι εξαρχής έλεγε ότι η μητέρα της θα ξαναγυρνούσε, έτσι δεν είναι;» Η Παμ έγνεψε, κοιτώντας με κατάματα. «Επειδή αυτό θα ήταν και το τελευταίο πράγμα που της είπε η Φιλίππα. Θα της είπε “μην ανησυχείς, θα γυρίσω γρήγορα”, και η Έμιλι περιμένει ακόμα». Έβγαλα από την πρίζα το μαγνητόφωνο και σηκώθηκα όρθια, σφίγγοντάς το στο στήθος, λες και κάποιος θα προσπαθούσε να μου το κλέψει. «Πρέπει να φύγω», είπα. «Άρα αυτός είχε συνεργό», ψιθύρισε άφωνα η Παμ. Κούνησα το κεφάλι. «Ήξερα τον Μάικλ Ντολ», είπα. «Δεν θα μπορούσε να συνεργαστεί με καμία γυναίκα, ούτε καν να μιλήσει σε γυναίκα μπορούσε». Εξαιρούμαι εγώ, είπα μέσα μου. Ένιωσα μια σουβλιά να με διαπερνά, καθώς την άφηνα πίσω μου, καθισμένη στο τραπέζι της κουζίνας, με τα χέρια ενωμένα σε στάση προσευχής.

394

NICCI FRENCH _

43 Τηλεφώνησα στο κέντρο Τίντεϊλ από το κινητό μου λίγο προτού φτάσω. Η γυναίκα που απάντησε μου είπε ότι ο Γουίλ έλειπε∙ κι εγώ συνέχισα με το αμάξι, πάρκαρα ακριβώς απέξω και χτύπησα το κουδούνι. «Μήπως είναι μέσα η Σίλβια;» ρώτησα τη νεαρή υπάλληλο, με τα κοντοκουρεμένα μαλλιά και με έναν ιστό αράχνης τατουάζ στο μάγουλο, η οποία δεν φαινόταν και πολύ μεγαλύτερη από τα παιδιά που διέμεναν εκεί. «Όχι». Καθώς μιλούσε ο ιστός σάλευε κι απλωνόταν. «Θα έρθει;» «Δεν ξέρω». «Μήπως γνωρίζεις πού μπορώ να τη βρω;» «Δεν ξέρω». Πήρε ένα τσιγάρο που είχε στερεωμένο στο αφτί της και το έβαλε στα χείλη. «Αυτές οι πληροφορίες είναι εμπιστευτικές», είπε. Άναψε το τσιγάρο της. «Ναι. Φυσικά. Αν τη δεις, μπορείς να της πεις ότι η Κιτ Κουίν θέλει να τη ρωτήσει κάτι; Θα σημειώσω κάπου τα τηλέφωνά μου». Η νεαρή γυναίκα δεν μου απάντησε, απλά με κοιτούσε καχύποπτα. «Με ξέρει», πρόσθεσα. Έβγαλα το σημειωματάριό μου από την τσάντα, έγραψα τους αριθμούς σε μια σελίδα και της την έδωσα. Την άφησε στο

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

395 _

γραφείο, χωρίς καν να την κοιτάξει. Ήμουν σχεδόν σίγουρη ότι δεν θα την ειδοποιούσε. «Ευχαριστώ πάντως και συγγνώμη για την ενόχληση». Μα μόλις έκανα να φύγω, άκουσα μια φωνή: «Πέρνα μια βόλτα από το λούνα-παρκ». Γύρισα και είδα ένα αγόρι να κάθεται ανακούρκουδα στο πάτωμα. Φαινόταν γύρω στα δέκα, μόνο που από τα χείλη του κρεμόταν ένα τσιγάρο κι έπαιζε με έναν σουγιά. «Το λούνα-παρκ; Αυτό στο Μπίλμπερι Κόμον;» Στον δρόμο προς τον ξενώνα περνούσα από κει κι ένιωθα συχνά να με διαπερνά ένα ρίγος νοσταλγίας για τον καιρό εκείνο που λάτρευα τα τρενάκια με τις απότομες βουτιές τους, τα κακόγουστα λούτρινα παιχνίδια και τα γιγάντια πλαστικά σφυριά που κέρδιζες όταν πετύχαινες όλους τους στόχους με κάτι σαραβαλιασμένες ψευτοκαραμπίνες. «Αμέ». Δίστασε. «Μου δανείζεις κάνα τσιγαράκι δεσποινίς;» «Συγγνώμη, δεν καπνίζω». «Τίποτα λεφτά τότε». Ένωσε τις παλάμες του σαν να ζητιάνευε, αυτοσαρκαζόταν. Έριξα μια ματιά στην υπάλληλο και του έδωσα μερικά κέρματα. «Τέλεια! Φχαριστώ». Σουρούπωνε και το λούνα-παρκ μόλις άρχιζε να ζωντανεύει. Άντρες με δερμάτινα μπουφάν, μπριγιαντίνη στα μαλλιά και βρόμικα δόντια, κρατούσαν στα χέρια μηχανικά κλειδιά και μαστόρευαν. Η μεγάλη ρόδα γύριζε αργά αργά στο μισοσκόταδο με τα καθίσματά της άδεια. Είδα μια στριφογυριστή τσουλήθρα, ένα καρουσέλ με τεράστια φλιτζάνια αντί για θέσεις κι ένα άλλο με ζωάκια, συγκρουόμενα που τα παρακολουθούσαν κάτι αδύνατοι νεαροί με στενά τζιν που μασούσαν τσίχλα, ένα στοιχειωμένο κάστρο, μια ετοιμόρροπη αίθουσα με παραμορφωτικούς καθρέφτες που τους επιδιόρθωναν

396

NICCI FRENCH _

βιαστικά, διάφορους πάγκους γεμάτους μπουκάλια όπου πετούσες κάτι κρίκους και αν έβρισκαν τον στόχο κέρδιζες λούτρινα δελφίνια, πάγκους όπου έριχνες βελάκια και αν πετύχαινες διάνα έπαιρνες δώρο σακουλάκια με γλυκόριζα ή κάτι απαίσια βάζα, φορτηγάκια που πουλούσαν λιγδερά μπέργκερ και χοντρά λιπαρά λουκάνικα. Και φυσικά υπήρχε λάσπη, καφετιά λάσπη, ρυάκια γεμάτα λάσπη από τις αυλακιές των τροχόσπιτων, λάσπη παντού. Αναζητούσα ολόγυρά μου τη Σίλβια. Ο κόσμος άρχιζε να καταφθάνει. Ακουγόταν σιγανή μουσική. Ένα μπαλόνι με ήλιον ξέφυγε από το χεράκι ενός παιδιού και μετεωριζόταν ψηλά στον ουρανό. Μυρωδιά τσίκνας και τσιγαρίλας εμπότιζε την ατμόσφαιρα. Μπορεί τελικά να μην ήταν εκεί. Περπατούσα προσεκτικά, προσπαθώντας να αποφεύγω τις λάσπες, κοιτώντας τον κόσμο γύρω μου∙ κι ήμουν έτοιμη να τα παρατήσω, μόλις την είδα. Έμπαινε σε ένα συγκρουόμενο, μαζί με ένα αγόρι γύρω στα δεκάξι. Μόλις κάθισαν, εκείνος έβαλε το χέρι του στους ώμους της, μα εκείνη το έσπρωξε περιφρονητικά. Τα μαλλιά της ήταν χωρισμένα στη μέση, σε δυο γελοίες αλογοουρές και έδειχνε πολύ μικρότερη από όσο τη θυμόμουν και χαρούμενη, σαν να μην είχε ούτε μια έγνοια στο μυαλό της. Την έβλεπα να ανοίγει δρόμο, κουτουλώντας δεξιάαριστερά, να τσιρίζει παριστάνοντας την τρομαγμένη όταν έπεφτε κάποιος πάνω της, να ξεφωνίζει όταν έριχνε εκείνη το αυτοκίνητό της σε κάποιον. Αμέσως μόλις βγήκε, πήγα κοντά της, «Γεια σου, Σίλβια». «Γεια». Δεν φάνηκε καθόλου ξαφνιασμένη που με είδε. «Σε έψαχνα». «Μπα;» «Ήθελα να σε ρωτήσω κάτι. Αλλά δεν θέλω να σε διακόψω, μπορούμε να τα πούμε κι αργότερα».

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

397 _

«Δεν πειράζει. Δεν έχω λεφτά εξάλλου. Τα λέμε, Ρόμπι», είπε αδιάφορα στο αγόρι δίπλα της που έφυγε σέρνοντας τα πόδια, με το μακρύ φαρδύ παντελόνι του να κολυμπάει στις λάσπες. «Θες κάτι να φας; Ή να πιεις;» «Δεν με νοιάζει». «Τι θα ’λεγες για…» «Εντάξει. Ένα μπέργκερ με τηγανητά κρεμμύδια και κέτσαπ, λίγα τσιπς και μια κόκα-κόλα». Πήγαμε σε ένα από τα φορτηγάκια και της πήρα φαγητό. «Μπορούμε να τα πούμε εκεί, στο παγκάκι», πρότεινα. «Εντάξει», συμφώνησε με ύφος καλοπροαίρετο. Δεν έδειχνε ίχνος περιέργειας, αλλά σίγουρα πεινούσε πολύ. Μέχρι να καθίσουμε, είχε καταβροχθίσει σχεδόν όλο το φαγητό της. Το πιγούνι της είχε λάδια, τα χείλη της, κέτσαπ. Σκουπίστηκε με το μανίκι της κι αναστέναξε. «Σκέφτηκα ότι μπορεί να με βοηθήσεις σε κάτι», ξεκίνησα να λέω. «Για τη Λιάν;» «Περίπου. Και για την Ντέιζι. Τη φίλη της Λιάν». «Φυσικά. Αυτή που φούνταρε». «Ναι. Την ήξερες καλά;» «Την έβλεπα εδώ και κει. Καμιά φορά βγαίναμε και μαζί. Ξέρεις. Με τις ίδιες παρέες». «Μήπως ξέρεις αν τη γνώριζε κι ο Γουίλ Πάβιτς;» «Μάλλον. Δηλαδή, λογικά θα την ήξερε». Το βλέμμα της πλανήθηκε πέρα. «Μπορώ να πάρω και μαλλί της γριάς;» «Φυσικά. Σε ένα λεπτάκι. Θα σου κάνω μια δύσκολη ερώτηση, Σίλβια, αλλά μήπως ξέρεις –μήπως έχεις την παραμικρή ιδέα– αν ο Γουίλ Πάβιτς ποτέ, ε, σχετίστηκε με άτομα που έμεναν στον ξενώνα του;» «Σχετίστηκε;» επανέλαβε σαν να άκουγε ξένη λέξη. «Ναι. Αν είχε σεξουαλική επαφή με κάποια».

398

NICCI FRENCH _

«Α, αν τις γαμούσε εννοείς». Χασκογέλασε και με χτύπησε φιλικά στον ώμο. «Σεξουαλική επαφή», έκανε, μιμούμενη τη φωνή μου. «Λοιπόν;» «Τσιγάρο έχεις;» «Όχι». «Καλά». Έβγαλε τα δικά της τσιγάρα από την τσέπη του τζιν της και άναψε ένα. «Δεν νομίζω». «Είσαι σίγουρη;» «Σίγουρη; Όχι βέβαια. Ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρη για τέτοια πράγματα, έτσι δεν είναι; Αλλά από όσο ξέρω, όχι». Σούφρωσε τη μυτούλα της και ξεφύσησε. «Πάντως, δεν είναι μουρντάρης». «Δηλαδή;» «Να, μερικοί που όταν σου μιλάνε βάζουν το χέρι τους στην πλάτη σου, στο γόνατό σου, σε χαϊδεύουν. Μπιάξ!» Ανασήκωσε τους ώμους. «Ανώμαλοι, λες και δεν καταλαβαίνουμε εμείς τι κάνουν. Ο Γουίλ δεν κάνει τέτοια. Κρατάει αποστάσεις». «Εντάξει. Και ο Γκάμπριελ Τιλ; Σου ανέφερε ποτέ η Ντέιζι το όνομά του;» «Ο Γκάμπριελ; Τι χαζό όνομα είναι αυτό για άντρα; Πρώτη φορά το ακούω». «Έχει το Σούγκαρχαους». «Α, αυτό. Αυτό το ξέρω, φυσικά». «Πήγε ποτέ εκεί η Ντέιζι;» ρώτησα προσπαθώντας να κρύψω την ταραχή από τη φωνή μου. «Βέβαια. Πολλοί από μας πάνε εκεί. Εγώ όχι. Δεν είναι του γούστου μου. Η Ντέιζι πήγαινε, σίγουρα. Ήθελε να μάθει να κάνει ρόδα». Χαμογέλασε. «Τελικά την έκανε τέλεια. Ολόισια, και τη μια μετά την άλλη. Στροβιλιζόταν από δωμάτιο σε δωμάτιο κάνοντας ρόδες». Η ραχοκοκαλιά μου με γαργαλούσε από την υπερένταση. Έβγαλα από την τσάντα το πρόγραμμα του

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

399 _

θεάτρου και το γύρισα στο οπισθόφυλλο. «Όταν πρωτοσυναντηθήκαμε μου είχες πει ότι κάποιος σάς έκανε ερωτήσεις για τη Λιάν. Μήπως ήταν αυτός;» Έδειξα με το δάχτυλο τον Γκαμπ στη φωτογραφία. Έριξε μια ματιά. «Με τίποτα!» ξεκαρδίστηκε. «Γυναίκα την έψαχνε τη Λιάν». Κοκάλωσα. «Μα δεν μου είπες ότι ήταν γυναίκα», τραύλισα. «Δεν με ρώτησες». Έβγαλα από την τσάντα τη φωτογραφία της Μπριόνι. «Μήπως ήταν αυτή, τότε;» Η Σίλβια μισόκλεισε τα μάτια στο μισοσκόταδο. «Μπα», είπε. «Σίγουρα;» «Σίγουρα. Καθόλου δεν μοιάζουν. Αυτή που είδα εγώ ήταν ξανθιά». Θολωμένη, έβγαλα μια άλλη φωτογραφία. «Σαν αυτή;» «Ναι. Ναι, αυτή είναι. Είμαι σίγουρη. Έχωνε τη μύτη της παντού, όλο ερωτήσεις έκανε με το ξιπασμένο ύφος της. Ποια είναι;» Κοίταξα το πρόσωπο της φωτογραφίας, το άγγιξα απαλά με το δάχτυλο. «Την έλεγαν Φιλίππα Μπάρτον». «Φιλίππα Μπάρτον». Η Σίλβια κοίταξε τη φωτογραφία και ξαφνικά το πρόσωπό της συννέφιασε, σκλήρυνε. «Δηλαδή αυτή σκότωσε τη Λιάν;» «Όχι», έσπευσα να πω. Και πρόσθεσα: «Δεν ξέρω». «Δεν φαίνεσαι καλά. Μήπως είσαι άρρωστη;» «Όχι. Είμαι απλά μπερδεμένη, Σίλβια. Θες μαλλί της γριάς;» «Θα πάρεις κι εσύ;» «Όχι». «Γιατί όχι; Γιατί δεν αφήνεις τον εαυτό σου λίγο ελεύθερο, άσ’ τον». Γύρισε το έξυπνο ντελικάτο πρόσωπό της προς το μέρος μου και με κοίταξε σαν να με

400

NICCI FRENCH _

αξιολογούσε». «Χρειάζεσαι λίγη χαλάρωση». Με κυρίευσε μια παράξενη ζάλη. «Εντάξει, θα πάρω λοιπόν ένα γιγάντιο ροζ μαλλί της γριάς». «Τέλεια. Και μετά θα πάμε για βαλς», είπε, δείχνοντας πέρα τα βαγόνια που στριφογυρνούσαν τόσο γρήγορα, ώστε μετά βίας ξεχώριζα τα πρόσωπα των επιβατών που ούρλιαζαν. «Θα το σκεφτώ». «Να μην το σκεφτείς. Να το κάνεις».

Έφαγα το μαλλί της γριάς. Άφριζε στα δόντια μου, κόλλαγε στα μαλλιά μου και έλιωνε στα μάγουλά μου. Και μετά η Σίλβια κι εγώ πήγαμε για βαλς. Η Σίλβια χαχάνισε. Το βαγόνι μας άρχισε να κινείται, στην αρχή αργά, μετά πιο γρήγορα, ακόμα πιο γρήγορα, κάθε βαγόνι στριφογύριζε γύρω από τον εαυτό του, σχηματίζοντας τη δική του δίνη. Κάτι πήγα να πω, αλλά οι μύες στα μάγουλά μου είχαν μουδιάσει. Ο κόσμος έμοιαζε με θολή σβούρα. Η φυγόκεντρος με κρατούσε κολλημένη στη θέση μου, το στομάχι μου ακουμπούσε στην πλάτη μου, τα μαλλιά μου μου μαστίγωναν το πρόσωπο. Μόνο ένα «γαμώτο» κατάφερα να πω. «Βάλε τις φωνές», μου ψιθύρισε η Σίλβια στο αφτί. «Βγάλε το άχτι σου». Έγειρα πίσω το κεφάλι κι άνοιξα το στόμα. Ούρλιαξα τόσο δυνατά, που άκουγα τη φωνή μου να σκεπάζει όλες τις άλλες. Έβγαλα το άχτι μου.

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

401 _

44 Το μαγνητόφωνό μου έπρεπε να συνδεθεί. Το επιφυλακτικό, βαριεστημένο, εμφανώς αποδοκιμαστικό ύφος του ντετέκτιβ Γκάι Φερθ, καθώς και το απογοητευμένο και αμήχανο ύφος του επιθεωρητή Όμπαν, δυσκόλευαν πολύ την κατάσταση. Ήταν δυο άντρες που είχαν το μυαλό τους σε άλλα πράγματα, σε νέες υποθέσεις και τώρα βρίσκονταν αντιμέτωποι με μια γυναίκα κυριευμένη από μια εμμονή που δεν έλεγε να ησυχάσει. Και μάλιστα αυτή η γυναίκα ήταν σκυμμένη κάτω από ένα τραπέζι στο γραφείο του Όμπαν και πάσχιζε να χώσει ένα απλό βύσμα σε μια πρίζα. Στην αρχή έβριζα από μέσα μου, μετά κι απέξω μου. Γαμημένη πρίζα. Τελικά τα κατάφερα και ακούμπησα το μηχάνημα στο γραφείο του Όμπαν. «Πρέπει να το ακούσετε προσεκτικά», τους είπα. «Η ηχογράφηση δεν είναι και πολύ καλή. Την έκανα σε μια παλιά κασέτα που βρήκα στον πάτο ενός συρταριού μου και είναι αρκετά στραπατσαρισμένη». Οι δυο ντετέκτιβ αντάλλαξαν ματιές μόλις πάτησα το κουμπί. Ακολούθησε μια κάπως άβολη στιγμή, μιας και δεν είχα γυρίσει την κασέτα στο σωστό σημείο και, έτσι,

402

NICCI FRENCH _

ξεκίνησε με μένα να μετράω ένα-δύο, ένα-δύο και να λέω την αλφάβητο. Κοίταξα τον Όμπαν. Δάγκωνε το χείλος του σαν να προσπαθούσε να μη γελάσει. Στη συνέχεια το πράγμα δεν βελτιώθηκε καθόλου. Η χαζοκουβέντα μου με την Έμιλι, για τον παιδικό σταθμό και το τραύμα μου, έμοιαζε ατέλειωτη. Ο Όμπαν στριφογύριζε ανυπόμονα στη θέση του. «Μήπως έβρεχε όταν έκανες την ηχογράφηση;» ρώτησε ο Φερθ, έτοιμος να ξεσπάσει σε γέλια. «Δεν είναι καλός ο ήχος, το ξέρω», παραδέχτηκα. «Συγγνώμη για όλα αυτά, αλλά ήθελα να βεβαιωθώ ότι θα το ακούσετε από την αρχή για να μπείτε στο πνεύμα». Μουρμούρισε κάτι ακατάληπτο. «Τι είπες;» ρώτησα. «Τίποτα», απάντησε. Έκλεισα το μαγνητόφωνο και το γύρισα λίγο πίσω. «Για όνομα του Θεού», δεν άντεξε, «θα το ξανακούσουμε;» «Θέλω να είμαι σίγουρη ότι δεν θα χάσετε τίποτα». Ξεφύσησε. Καθώς η κουβέντα προχωρούσε προς την παιδική χαρά, τον είδα να συνοφρυώνεται. Ξαφνικά η Έμιλι είπε πως βαρέθηκε, ακούστηκε ένα κροτάλισμα και αμέσως μετά το Hotel California, μιας και η κασέτα έπαιζε στα πάρτι της δεκαετίας του ογδόντα. Οι δυο άντρες χαμογέλασαν. «Πολύ μου αρέσει αυτό», είπε ο Φερθ. «Και η ποιότητα του ήχου είναι καλύτερη τώρα». «Λοιπόν, τι λέτε;» ρώτησα ανυπόμονα. «Ξαναβάλ’ το», είπε ο Όμπαν. «Το τελευταίο σημείο μόνο», έσπευσε να προσθέσει. Με λίγη δυσκολία γύρισα πίσω την κασέτα και ακούστηκαν οι απαντήσεις της Έμιλι για τη γυναίκα. Λίγο πριν από το τέλος, έσκυψε εμπρός και το έκλεισε μόνος του. Έγειρε πίσω, με ύφος που πρόδιδε δυσφορία.

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

403 _

«Λοιπόν;» έκανα. Κοιτούσε έξω από το παράθυρο, λες και είχε μόλις προσέξει εκεί κάτι συναρπαστικό που απαιτούσε όλη την προσοχή του. Έπειτα στράφηκε προς το μέρος μου σαν να ξαφνιάστηκε που ήμουν ακόμη εκεί. «Συγγνώμη», είπε. «Απλά σκεφτόμουν ότι μόλις πριν από μερικές εβδομάδες σου είχαμε βάλει εμείς μια κασέτα να ακούσεις. Τι παράξενα που εξελίσσονται τα πράγματα». «Δεν είναι και τόσο παράξενα», αντέδρασα. «Τι περιμένεις να σου πω;» ρώτησε. Μια περίεργη αίσθηση στο στομάχι μου με ειδοποιούσε ότι τα πράγματα δεν εξελίσσονταν όπως τα ήθελα. «Δεν ξέρω αν περίμενα να μου πεις κάτι», είπα. «Περίμενα ότι θα πεταχτείς όρθιος από τον ενθουσιασμό». «Για ποιο πράγμα να ενθουσιαστώ;» Κοίταξα και τους δύο. Η έκφραση του Φερθ ήταν περιέργως καλοσυνάτη κι αυτό με έκανε να νιώσω ακόμα χειρότερα. «Μήπως δεν ακούσατε αυτό που άκουσα; Έπρεπε να το σκεφτόμασταν από την αρχή. Δεν αρπάζει έτσι κάποιος μια μητέρα που επιβλέπει το παιδί της, μπροστά σε όλο τον κόσμο. Υπήρχε σίγουρα και μια γυναίκα, μια γυναίκα που πέρασε μερικά λεπτά με την Έμιλι, ενώ η Φιλίππα Μπάρτον παρασύρθηκε στο αυτοκίνητο όπου δολοφονήθηκε». «Εγώ δεν άκουσα αυτό», είπε ο Όμπαν. «Τι άκουσες;» Ρουθούνισε αποδοκιμαστικά. «Άκουσα να υποβάλλονται παραπειστικές ερωτήσεις σε ένα τρίχρονο κοριτσάκι που δίνει αόριστες απαντήσεις. Η “καλή κυρία”, τι πάει να πει αυτό; Μπορεί να είναι μια οποιαδήποτε κυρία που της πήρε ένα γλειφιτζούρι οποιαδήποτε στιγμή». «Άρα δεν πιστεύεις την Έμιλι». «Πρώτ’ από όλα, όπως ξέρεις, αυτή η κασέτα δεν μπορεί να γίνει δεκτή ως αποδεικτικό στοιχείο στο

404

NICCI FRENCH _

δικαστήριο. Επίσης, τη θεωρώ μια σκέτη μαλακία. Συγγνώμη, Κιτ, αλλά νομίζω ότι παρασύρθηκες και με κάνεις να χάνω τον χρόνο μου». «Άρα δεν πρόκειται να αναλογιστείς την πιθανότητα να εμπλέκεται και μια γυναίκα;» «Έχεις κάποια στο μυαλό σου;» «Ναι». «Ποια;» «Την Μπριόνι Τιλ». «Ποια;» «Αν θες να με πετάξεις έξω, κάν’ το σε πέντε λεπτά, άκουσέ με πρώτα». *

«Και τελικά σε άκουσε;» ρώτησε η Τζούλι, πίνοντας το ποτό της. Βρισκόμασταν σε ένα καινούριο μπαρ στο Σόχο που λεγόταν Τίποτα. Όλα τριγύρω μαλακά και γεμάτα καμπύλες. Καναπέδες σε παστέλ αποχρώσεις και μεγάλα μαξιλάρια στο δάπεδο. Καθόμασταν στην μπάρα η οποία βέβαια δεν ήταν μαλακιά∙ δεν γινόταν να είναι μαλακιά. Δεν θα στέκονταν όρθια τα ποτά. Ωστόσο κατέληγε κι αυτή σε μια γλυκιά καμπύλη. Βρήκα την Τζούλι στο σπίτι νωρίς το απόγευμα. Ήμουν έξαλλη, άρχισα να φωνάζω, να ωρύομαι∙ μόνο που δεν χτυπούσα το κεφάλι μου στον τοίχο. Εκείνη επέμενε ότι η μόνη λύση ήταν να ντυθούμε, να φτιαχτούμε και να βγούμε έξω παρέα. Ετοιμάστηκε, έβαλε πάλι ένα δικό μου φόρεμα, ένα μαύρο με σιφόν μανίκια κι ήταν υπέροχη. Εγώ φόρεσα ένα αγαπημένο μου ροζ φόρεμα, που αγκαλιάζει το σώμα κι αποτελεί κομμάτι της φαντασίωσής μου ότι είμαι πρωταγωνίστρια ενός μπλουζ τραγουδιού, στο οποίο ο τραγουδιστής παραπονιέται για τη διαβολογυναίκα που

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

405 _

τον ξεμυάλισε. Κατά κάποιον τρόπο, ήλπιζα μέσα μου ότι θα μας πλησιάσει κάποιος και θα μας πει ότι αποτελούμε δημόσιο κίνδυνο. Μάλλον έκανα την Τζούλι να νιώσει άβολα παραγγέλνοντας δύο μαργαρίτες, ένα ποτό της δεκαετίας του ενενήντα, αν όχι του ογδόντα, αλλά ήθελα κάτι στα γρήγορα. «Το ροζ είναι το χρώμα σου», είπε η Τζούλι καθώς πίναμε τις πρώτες μας γουλιές. «Ταιριάζει με τα γκρίζα σου μάτια». «Ταιριάζει και με την ουλή μου». «Μην το λες αυτό», διαμαρτυρήθηκε. «Βελτιώνομαι, πάντως», είπα. «Παλιά ένιωθα σαν το Φάντασμα της Όπερας. Τώρα πια δεν με νοιάζει τι σκέφτονται οι άλλοι. Λέω πως θα νομίζουν ότι έκανα καμιά πλαστική που πήγε στραβά». Η Τζούλι δεν απάντησε. Όμως άγγιξε το πρόσωπό μου, στρέφοντάς το ελαφρώς ώστε να το δει καλά στο φως. Το περιεργάστηκε σαν να αξιολογούσε τη διακόσμηση του σπιτιού μου. Θυμήθηκα τη μικρούλα Έμιλι που είχε χαϊδέψει με το δαχτυλάκι της την ουλή μου. Η αξιολόγηση τελείωσε, η Τζούλι χαμογέλασε. «Μοιάζει με κάτι που έχει να πει μια ιστορία». «Η μόνη ιστορία που έχει να διηγηθεί αυτή η ουλή είναι ότι εκείνος που μου την έκανε είχε ελάχιστο χρόνο στη διάθεσή του». Η Τζούλι ξαφνιάστηκε και ζήτησε συγγνώμη. Παραγγείλαμε κι άλλο ποτό κι έφερα την κουβέντα σε κείνη. Άρχισε να μιλάει για ταξίδια, για φριχτούς άντρες και για κάνα-δυο καλούς, καθώς και για τα σχέδιά της. Ξαφνικά με ρώτησε αν ήθελα να πάω μαζί της κι εγώ τρομοκρατήθηκα, επειδή είπα μέσα μου: και γιατί όχι; Γιατί να μην τα παρατήσω όλα και να φύγω; Λίγο πριν τελειώσω το δεύτερο ποτό μου, σκέφτηκα άγρια: γιατί να

406

NICCI FRENCH _

μην τα παρατήσω όλα και να φύγω, απόψε κιόλας; Βρήκαμε τραπέζι και παραγγείλαμε δύο σαλάτες κι ένα μπουκάλι κρασί, αλλά ξαφνικά δεν μου έφταναν. Ένιωσα μια λαχτάρα για κόκκινο κρέας. Η Τζούλι χλώμιασε μόλις έφτασε η παραγγελία, λεπτές φέτες ωμού μοσχαριού με φλούδες παρμεζάνας, πασπαλισμένες με ελαιόλαδο και χυμό λεμονιού. «Μπορεί να μην είμαι χορτοφάγος», είπε, «αλλά προτιμώ το κρέας μου να έχει πάρει λίγο χρώμα». Προσπάθησα να κρατήσω την κουβέντα στην Τζούλι, στη ζωή της και στις περιπέτειές της, στ’ αλήθεια το προσπάθησα, μάταια όμως. Ήμουν σαν ηφαίστειο που βγάζει καπνούς και, ενώ ακόμα σκαλίζαμε τις σαλάτες μας, το ηφαίστειο εξερράγη κι άρχισε να εκπέμπει πλήρη αναφορά των δύο τελευταίων ημερών. «Ναι, με άκουσε ο Όμπαν», είπα, με τα ποτήρια μας πάλι γεμάτα. «Δηλαδή, με άφησε να μιλήσω. Αυτή είναι η αλήθεια. Με ανέχτηκε. Και έπειτα, τέλος, έκλεισε η υπόθεση, μη σπαταλάς άλλο τον χρόνο μας, μη μας κάνεις να σκεφτόμαστε ότι η ζωή είναι πιο περίπλοκη από όσο νομίζουμε, μη μας αναγκάζεις να κάνουμε τη δουλειά μας σωστά». Σταμάτησα να μιλάω και γέλασα. Συνειδητοποίησα ότι κουνούσα με ένταση το δάχτυλο στην Τζούλι. Είχε κάνει λίγο πίσω για να μην της μπει στο μάτι. «Εγώ δεν φταίω σε τίποτα», είπε γελώντας και κείνη. «Εμένα δεν χρειάζεται να με πείσεις. Δηλαδή χρειάζεται. Πρέπει να παραδεχτώ ότι δεν καταλαβαίνω τι ακριβώς ανακάλυψες. Λες ότι αυτή η συμπαθέστατη φωτογράφος βοηθούσε τον ανώμαλο τον Ντολ να σκοτώνει κόσμο;» «Όχι, όχι, ο Ντολ δεν είχε καμία σχέση. Βοηθούσε τον άντρα της, τον Γκάμπριελ». Η Τζούλι ήπιε άλλη μια γουλιά κόκκινο κρασί. «Δεν ξέρω», είπε. «Μάλλον έπρεπε να σε ρωτούσα νωρίτερα, πριν από τα τρία ποτά. Μιλάμε για καλούς ανθρώπους.

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

407 _

Αυτός έχει δικό του θέατρο. Γιατί να σκοτώσουν αυτές τις γυναίκες;» «Και μην ξεχνάς τον Ντολ». «Τι εννοείς; Αυτόν τον σκότωσε ο τιμωρός, έτσι δεν είναι;» «Όχι». «Μα, μου είπες ότι είχε αφήσει κι ένα μήνυμα». «Ναι, το ξέρω. Έλεγε “αιμοσταγής μπάσταρδος”, με κάτι υπερβολικές, έξω νου, ανορθογραφίες. Τελείως αξιοθρήνητο, μα ήμουν τόσο σοκαρισμένη από το θέαμα που δεν το σκέφτηκα. Δεν είναι δυνατόν κάποιος που δεν ξέρει πώς γράφεται ο “μπάσταρδος” να χρησιμοποιήσει τη λέξη “αιμοσταγής”. Θυμάσαι τι είχα πει για τις σορούς της Λιάν και της Φιλίππα; Τα τραύματά τους έμοιαζαν σαν να τα έκανε κάποιος που παρίστανε τον ψυχοπαθή χωρίς να είναι. Πρέπει να δεις τι κάνει ένας πραγματικός ψυχοπαθής στο σώμα μιας γυναίκας». «Άσε καλύτερα», είπε η Τζούλι. «Με λίγα λόγια, θες να πεις ότι αυτοί οι δυο είναι, κατά κάποιον τρόπο, καλοί δολοφόνοι». «Δεν το έκαναν επειδή το απολάμβαναν. Το έκαναν επειδή πίστευαν ότι έπρεπε». «Μα γιατί, ρε γαμώτο;» «Πού να ξέρω; Αλλά δεν πειράζει. Αυτό είναι το καλό της υπόθεσης. Πριν, όλα έμοιαζαν παράταιρα. Τώρα, όλα ταιριάζουν. Αυτό το κακόμοιρο το κορίτσι, η Ντέιζι, αποδείχτηκε ότι γνωριζόταν με τον Γκαμπ Τιλ. Συνάντησα μια φίλη της χθες που μου είπε ότι δούλευε στο Σούγκαρχαους. Η Λιάν ανησυχούσε για την Ντέιζι και κατέληξε δολοφονημένη. Ανακάλυψα επίσης ότι η Φιλίππα Μπάρτον αναζητούσε τη Λιάν». «Γιατί;» «Ιδέα δεν έχω. Το σημείωμα που βρήκα στο δωμάτιό της αποδεικνύει ότι υπήρχε κάποια σχέση ανάμεσα στην

408

NICCI FRENCH _

Μπριόνι και στη Λιάν. Η οποία τελικά δολοφονήθηκε. Κι έχω πλέον αποδείξει ότι η Μπριόνι εμπλεκόταν στην απαγωγή της Φιλίππα». «Αλήθεια;» απόρησε η Τζούλι. «Βεβαίως. Τι έλεγα;» «Δεν ξέρω». «Α, ναι, για τον Μάικλ Ντολ. Η υποτιθέμενη επίθεση στην Μπριόνι εξαρχής δεν έβγαζε νόημα. Τα δημοσιεύματα για τον Μάικλ Ντολ έκαναν όλο τον κόσμο να πιστεύει ότι αυτός δολοφόνησε τη Λιάν. Όμως, τότε, ο Γκάμπριελ και η Μπριόνι κατάλαβαν ότι εκείνος βρισκόταν στον τόπο του εγκλήματος. Ίσως λοιπόν να είδε κάτι. Ίσως να επικοινώνησε μαζί τους και να απείλησε τον Γκάμπριελ. Τελικά έκαναν μια ηλίθια απόπειρα εναντίον του, σκοπεύοντας να του σπάσουν το κεφάλι, να τον πετάξουν στο κανάλι, κι ένας Θεός ξέρει τι άλλο, να φαίνεται σαν να τον σκότωσαν τιμωροί, αλλά τότε εμφανίστηκε ο Τέρενς Μακ, άρπαξε την Μπριόνι, ο Γκαμπ το έσκασε, ο Ντολ δεν ήξερε τι του γίνεται κι όλοι νόμιζαν ότι δέχτηκε επίθεση η Μπριόνι. Που φυσικά ήταν σε κατάσταση σοκ». «Ναι…» «Κι έτσι, οι δυο τους ή ίσως μόνο ο Γκαμπ –μιας και η Μπριόνι βρισκόταν υπό αστυνομική προστασία, εφόσον όλοι πίστευαν ότι κινδυνεύει– πήγε στο διαμέρισμα του Μάικλ Ντολ για να τον αποτελειώσει. Εντωμεταξύ η Μπριόνι είχε πάρει το κυπελλάκι της Έμιλι, τότε που παρέσυραν τη Φιλίππα στο αμάξι του Γκαμπ. Ο Γκαμπ δολοφονεί τον Ντολ κι αφήνει στο σπίτι του το κυπελλάκι. Ο Ντολ είναι πλέον νεκρός και απολύτως ενοχοποιημένος. Και η υπόθεση κλείνει». Η Τζούλι έβαλε τις τελευταίες γουλιές του κρασιού στα ποτήρια μας. «Θες κι άλλο;» με ρώτησε. «Μπα, όχι», απάντησα. «Ξεμεθάω». «Δεν σου φαίνεται. Για στάσου», είπε ξαφνικά, «εκτός

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

409 _

από το κυπελλάκι, ήταν και το δερμάτινο πουγκί. Λες να το άφησε σκόπιμα εκεί; Δεν το βρίσκεις κάπως παρακινδυνευμένο;» «Ναι, το σκέφτηκα αρκετά», είπα. «Δεν νομίζω ότι έγινε σκόπιμα. Έπρεπε να έβλεπες πώς ήταν το σπίτι. Μέσα στα αίματα. Ο Γκαμπ θα πρέπει να ήταν λουσμένος από την κορυφή ως τα νύχια». «Αν ήταν εκεί», πρόσθεσε η Τζούλι. «Ήταν. Λουσμένος στο αίμα, λοιπόν, πάει να πλυθεί στο μπάνιο κι αφήνει το πουγκί. Το βρίσκει η αστυνομία, αλλά δεν δίνει σημασία, γιατί το θεωρεί ένα ακόμα τρόπαιο του Ντολ». Η Τζούλι έμεινε σιωπηλή για μια στιγμή. Σαν να επεξεργαζόταν τα πάντα στο μυαλό της. «Κι όλα αυτά τα είπες στον Όμπαν μέσα σε πέντε λεπτά;» ρώτησε τελικά. «Εν συντομία». «Πώς να μη σε πετάξει έξω;» «Δεν πείστηκες;» «Δεν ξέρω. Άσε να τα χωνέψω πρώτα λιγάκι. Δεν με νοιάζει τι λες, εγώ θα πιω άλλο ένα ποτό». Παρήγγειλε δύο –όχι ένα– μπράντι, ήπιε μια γουλιά από το δικό της κι έκανε μια γκριμάτσα. «Τι θα κάνεις, λοιπόν; Θα ξαναδοκιμάσεις με τον Όμπαν;». Χτύπησα με το δάχτυλο το ποτήρι μου και αυτό καμπάνισε. «Όχι», είπα με ύφος σκεφτικό. «Νομίζω ότι η υπομονή του μαζί μου εξαντλήθηκε. Δεν ξέρω. Τα σκέφτομαι όλα ξανά και ξανά. Το ξέρεις ότι, όταν ο Πολ Μακ Κάρτνεϊ εμπνεύστηκε το Yesterday, προσπαθούσε επί μέρες ολόκληρες να θυμηθεί πού το είχε ξανακούσει; Δεν πίστευε ότι ήταν δική του έμπνευση. Κι εγώ λοιπόν αναρωτιέμαι μήπως φαντάζομαι πράγματα που δεν υπάρχουν». Πήρα το ποτήρι, ήπια μια γουλιά και κάηκα. «Ίσως πρέπει να μιλήσω σε αυτούς», είπα.

410

NICCI FRENCH _

«Σε ποιους;» «Στην Μπριόνι και στον Γκαμπ». Αναπήδησε. «Δηλαδή να τους πεις ότι πιστεύεις πως είναι δολοφόνοι;» «Να τους τσιγκλήσω λίγο, να τους βάλω σε σκέψεις. Και τότε μπορεί να κάνουν κάτι». Η Τζούλι άδειασε το ποτήρι της. «Αν είναι αθώοι δεν θα κάνουν τίποτα», είπε. «Αν είναι ένοχοι, θα σε σκοτώσουν». «Δεν ξέρω τι άλλο να σκεφτώ». Τώρα ήταν η ώρα της Τζούλι να μου κουνήσει το δάχτυλο. Ένα κάπως τρεμάμενο δάχτυλο. «Πόσο έχεις πιει;» με ρώτησε. «Δύο μαργαρίτες. Κάνα μπουκάλι κρασί. Κι αυτό το μπράντι». Το άδειασα. «Ακριβώς», είπε η Τζούλι. «Ελπίζω λοιπόν ότι τώρα μιλάει το ποτό. Μάλλον γενικώς μιλάει το ποτό. Αλλά ιδίως τώρα, στο τέλος. Είμαι απόλυτα σίγουρη ότι αύριο το πρωί δεν θα θυμόμαστε τίποτα από όλα αυτά. Κυρίως εγώ. Αλλά θέλω να μου υποσχεθείς ότι δεν θα κάνεις καμιά μεγάλη βλακεία. Μου το υπόσχεσαι;» «Φυσικά, σ’ το υπόσχομαι», είπα χαμογελώντας. «Δεν ξέρω αν σε πιστεύω». Έβαλε το χέρι της στον ώμο μου και με ταρακούνησε, σαν να ήθελε να με ξυπνήσει. «Κιτ, δεν καταλαβαίνεις ότι αυτό που κάνεις είναι εντελώς τρελό; Εντελώς, το λέω και το εννοώ». «Όχι…» «Είναι άλλο πράγμα να θέτεις τον εαυτό σου σε κίνδυνο για έναν σκοπό∙ αν και δεν θα σου το συνιστούσα». Σώπασε, γιατί τραντάχτηκε από έναν δυνατό λόξιγκα και μετά συνέχισε: «Κι άλλο πράγμα να θέτεις τον εαυτό σου σε κίνδυνο χωρίς κανέναν απολύτως λόγο. Λες και οι ζωές αυτών των δυο νεκρών γυναικών είναι σημαντικότερες από τη δική σου. Με καταλαβαίνεις;»

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

411 _

«Ναι. Αλλά εγώ δεν το βλέπω έτσι». «Φυσικά, το βλέπεις κι απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη. Προσπαθείς να σώσεις τους πεθαμένους. Όμως δεν γίνεται». «Το ξέρω». Έφερε το πρόσωπό της κοντά στο δικό μου και μου ξανάπε πιο δυνατά. «Δεν μπορείς να σώσεις τους πεθαμένους, Κιτ. Δεν μπορείς να τους ξαναζωντανέψεις. Ξέχνα το».

412

NICCI FRENCH _

45 Όταν ήμουν έφηβη, ο πατέρας μου με έβαζε να πίνω ένα ποτήρι γάλα πριν πάω σε πάρτι. Έλεγε ότι προστατεύει το στομάχι. Έπρεπε να έπινα και χθες βράδυ ένα ποτήρι γάλα, σκέφτηκα, μόλις ξύπνησα το πρωί. Το φως που έμπαινε από τις μισάνοιχτες κουρτίνες μού έτσουζε τα μάτια πριν καν τα ανοίξω κι ένιωθα το στόμα μου ξερό. Κοίταξα το ρολόι με μάτια μισόκλειστα. Εξίμισι η ώρα. Είπα να χουζουρέψω για πέντε ακόμα λεπτά. Μόνο πέντε, όχι παραπάνω. Πρώτη φορά ένιωθα το μαξιλάρι μου τόσο απαλό, το σώμα μου τόσο δύσκαμπτο και τα βλέφαρά μου τόσο βαριά. Ξανακοίταξα ζαβλακωμένα το ρολόι μου και έδειχνε έξι και τριάντα πέντε. Λίγα ακόμα λεπτά. Θυμήθηκα κάποτε, παιδί ακόμα, που ήμουν άρρωστη και είχε έρθει η θεία μου να μείνει μαζί μας για να μπορεί ο πατέρας μου να πηγαίνει στη δουλειά. Εκείνες τις λιγοστές μέρες προσποιούμουν ότι η θεία μου ήταν η μητέρα μου∙ ότι έτσι θα ήταν όλα αν δεν είχε πεθάνει. Ήμουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι με τα κόμικς μου κι ένα κριθαρόνερο με λεμόνι στο κομοδίνο δίπλα μου, τις κουρτίνες μισάνοιχτες όπως και τώρα, τη σκόνη να αιωρείται στις αχτίδες του ήλιου.

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

413 _

Κάθε φορά που ξυπνούσα από τα πυρετώδη όνειρά μου, την άκουγα κάτω: άκουγα ντουλάπια να ανοίγουν και να κλείνουν, την ηλεκτρική σκούπα να βουίζει, το πλυντήριο να μουρμουρίζει, τα ποτήρια να κουδουνίζουν, παπούτσια να τρίζουν στον διάδρομο, ψιθυριστές φωνές στην εξώπορτα. Ένιωθα τόσο ασφαλής, κουκουλωμένη στα σκεπάσματά μου, ξέροντας ότι εκείνη ήταν μόλις λίγα μέτρα παραπέρα. Μακάρι να συνέβαινε ξανά αυτό. Να έμενα ξαπλωμένη εδώ, μέχρι το επόμενο πρωί, να με παίρνει και να με αφήνει ο ύπνος, να ισορροπώ ανάμεσα σε θολά όνειρα και νυσταγμένη παραζάλη, να αλαφροπατώ καμιά φορά μέχρι την κουζίνα με τη ρόμπα μου για να φτιάξω ένα τσάι. Περιμένοντας ένα δροσερό χέρι να ανακουφίσει το μέτωπό μου. Από το δωμάτιο της Τζούλι έφτασε στα αφτιά μου ένα δυνατό ροχαλητό. Άνοιξα το ένα μου μάτι. Έξι και σαράντα. Εμπρός, είπα μέσα μου, και τα πόδια μου γλίστρησαν στο πάτωμα. Το κεφάλι μου σφυροκοπούσε καθώς ανασηκωνόμουν κι έπειτα το σφυροκόπημα μαλάκωσε κι έγινε ήπιο, πιο ελεγχόμενο. Δεν ήταν και τόσο άσχημα τα πράγματα, τελικά. Πήγα στο μπάνιο κι έριξα κρύο νερό στο πρόσωπό μου. Μετά ντύθηκα όσο πιο γρήγορα και αθόρυβα μπορούσα. Πριν φύγω ήπια τρία ποτήρια νερό. Λαχταρούσα έναν καφέ, σκέτο και δυνατό, αλλά δεν τόλμησα να φτιάξω για να μην ξυπνήσω την Τζούλι. Θα μου κλείδωνε την πόρτα και θα πετούσε το κλειδί, αν ήξερε πού σκόπευα να πάω. Όμως εγώ ήμουν αποφασισμένη. Ήταν ένα ομιχλώδες πρωινό. Τα σπίτια στον δρόμο έμοιαζαν θολά και τα αμάξια είχαν τα φώτα τους αναμμένα. Αργότερα θα φώτιζε και θα έπιανε ζέστη, αλλά τώρα έκανε ψύχρα. Έπρεπε να έπαιρνα ζακέτα, να φορούσα ένα πουλόβερ κι όχι τη λεπτή βαμβακερή μπλούζα που έβαλα στην τύχη. Είχε ήδη αρκετή κίνηση. Το

414

NICCI FRENCH _

Λονδίνο ποτέ δεν σκοτεινιάζει, ποτέ δεν ησυχάζει. Ωστόσο στις επτάμισι είχα ήδη φτάσει. Καλή ώρα, οι διευθυντές θεάτρων αποκλείεται να ξυπνούν πριν από τις εννέα. Οι κουρτίνες στο σπίτι των Τιλ ήταν όλες κλειστές. Δεν είδα φως αναμμένο. Ωραία. Προσπάθησα να βολευτώ στο κάθισμα του αυτοκινήτου. Ιδέα δεν είχα για πόση ώρα θα καθόμουν εκεί, μακάρι να είχα πάρει έναν καφέ μαζί μου. Έπρεπε να είχα και κάτι για να διαβάσω. Υπήρχε μόνο το εγχειρίδιο του αυτοκινήτου και μια παλιά εφημερίδα. Διάβασα την εφημερίδα, με τα ήδη ξεχασμένα νέα για ένα μανεκέν, έναν πόλεμο, ένα νεκρό αγόρι κι έναν εκατομμυριούχο του διαδικτύου. Κρύωνα, ένιωθα μουδιασμένη και πιασμένη. Χτένισα τα μαλλιά μου και τα έπιασα πίσω. Κοίταξα το πρόσωπό μου στον καθρέφτη κι άθελά μου αναστέναξα αντικρίζοντας τη χλωμάδα μου από το ξενύχτι. Στριφογύριζα στη θέση μου. Οι κουρτίνες των Τιλ παρέμεναν τραβηγμένες. Τελικά θα μπορούσα να είχα κοιμηθεί κι άλλο. Στις εννιά παρά τέταρτο, άναψε ένα φως στον επάνω όροφο. Το στόμα μου ήταν ξερό. Στο μυαλό μου στριφογύριζαν ερωτήσεις: τι κάνω εδώ; τι στο καλό γυρεύω εδώ; Στις εννιά παρά πέντε άνοιξε η κουρτίνα και για μια ελάχιστη στιγμή διέκρινα τη μορφή του Γκάμπριελ στο παράθυρο. Βυθίστηκα κι άλλο στο κάθισμά μου και κρυφοκοίταξα με τα πονεμένα μάτια μου. Ήθελα κατεπειγόντως να πάω στην τουαλέτα. Λίγα λεπτά αργότερα άνοιξαν και οι κουρτίνες στον κάτω όροφο. Είδα δυο μορφές, είχαν ξυπνήσει και οι δύο. Τους φαντάστηκα στην ωραία τους κουζίνα, να φτιάχνουν καφέ, να ψήνουν ψωμί, να κουβεντιάζουν για τη μέρα τους, να αποχαιρετιούνται με ένα φιλί. Η εξώπορτα παρέμενε κλειστή. Μήπως να γυρίσω σπίτι, αναρωτήθηκα. Να πάω σπίτι και να ξαναπέσω στο κρεβάτι

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

415 _

μου. Η Τζούλι θα κοιμόταν ακόμα, κάτω από τα σκεπάσματα, με το χέρι της να καλύπτει τα μάτια της. Τελικά η πόρτα άνοιξε και φάνηκε ο Γκάμπριελ. Στάθηκε στο κατώφλι για μερικά δευτερόλεπτα, ψαχουλεύοντας τις τσέπες του για να βεβαιωθεί ότι είχε μαζί του το κλειδί, στρέφοντας το κεφάλι για να πει κάτι. Φορούσε μαύρο τζιν και γκρίζα μάλλινη ζακέτα κι έμοιαζε σαν δικός μου άνθρωπος, σαν φίλος. Έπρεπε να περιμένω λιγάκι. Κοιτούσα το ρολόι του αυτοκινήτου. Περίμενα άλλα δέκα λεπτά και βγήκα έξω. Δεν ήταν αργά για να αλλάξω γνώμη∙ μέχρι που τελικά χτύπησα πιο δυνατά από όσο έπρεπε την εξώπορτα και άκουσα βήματα. «Ναι;» Η Μπριόνι φορούσε τη ρόμπα της, την κρατούσε κλειστή, με μια χειρονομία που μου θύμισε τον εαυτό μου. Με κοιτούσε με σαστισμένο βλέμμα, σαν να την είχα μόλις σηκώσει από το κρεβάτι. Πρόσεξα ότι ξεροκατάπιε. «Μπριόνι», της είπα με φωνή γεμάτη ζεστασιά. «Ελπίζω να μη σε ενοχλώ. Πήγαινα σε έναν πελάτη και περνούσα από δω. Είδα το σπίτι σου και, επειδή είναι υπερβολικά νωρίς για το ραντεβού μου, είπα να σου χτυπήσω». «Κιτ;» μουρμούρισε. «Και, για να είμαι ειλικρινής, πολύ θα ήθελα να πεταχτώ στην τουαλέτα και να πιω ένα καφεδάκι, προτού πάω στο ραντεβού μου. Δεν σε ξύπνησα;» «Όχι, όχι, συγγνώμη». Ζοριζόταν, ήταν προφανές. «Απλά δεν σε περίμενα, αλλά έλα, πέρνα μέσα. Θα φτιάξω καφέ. Η τουαλέτα είναι ευθεία στον διάδρομο». Έκανε ένα νεύμα. Πρόσεξα τα φρεσκοφαγωμένα νύχια της. Φαγωμένα σαν της Λιάν. «Σ’ ευχαριστώ». Μόλις γύρισα στην κουζίνα, την είδα να βάζει καφέ στην καφετιέρα. «Φαίνεσαι κουρασμένη», της είπα. Φαινόταν

416

NICCI FRENCH _

κάτι παραπάνω από κουρασμένη. Έμοιαζε αδυνατισμένη, το άλλοτε δυνατό κορμί της τώρα έδειχνε αδύναμο. Τα κόκαλα του λαιμού της προεξείχαν. Το πρόσωπό της ήταν πρησμένο, τα υπέροχα μαλλιά της λαδωμένα. Είχε μια αμυδρή κοκκινίλα στο αριστερό της μάγουλο. Καθώς σήκωσε την καφετιέρα, είδα ένα έκζεμα που κύκλωνε τον καρπό της. «Είσαι καλά;» «Ήμουν λιγάκι άρρωστη», απάντησε. «Ναι, το ανέφερε ο Γκάμπριελ. Σου είπε ότι πήγα τις προάλλες στο Σούγκαρχαους;» «Όχι, δεν μου το είπε». «Μήπως αρρώστησες από τις πολλές έγνοιες;» τη ρώτησα. «Ίσως», είπε σιγανά. Έβαλε δυο φλιτζάνια καφέ και τα άφησε στο τραπέζι. «Θέλεις κάτι να φας ή μήπως βιάζεσαι για το ραντεβού σου;» «Έχω άφθονο χρόνο», απάντησα χαρωπά. «Αλλά δεν θέλω τίποτα να φάω. Καφέ θέλω μόνο». Ήπια μια γουλιά από τον αχνιστό καφέ. «Σε έχει δει γιατρός;» «Γιατί;» «Επειδή είσαι άρρωστη». «Καλά είμαι. Άλλωστε, τώρα πια όλα είναι εντάξει, έτσι δεν είναι;» «Είναι;» «Θέλω να πω ότι όλα τέλειωσαν. Τέρμα οι σκοτούρες». Την κοίταζα κι εκείνη πασπάτευε το φλιτζάνι της. «Έτσι είπαν οι αστυνομικοί». «Το ξέρω. Στους αστυνομικούς αρέσει πολύ να τελειώνουν τα πράγματα. Προτιμούν να κλείνει μια υπόθεση. Να λύνεται. Να τη διαγράφουν. Να το γιορτάζουν στην παμπ. Να προχωρούν παρακάτω». «Τι να πω, δεν ξέρω». «Αλλά για σένα και μένα, δεν είναι έτσι». «Πρέπει να ντυθώ». Σηκώθηκε όρθια, σφίγγοντας πάλι

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

417 _

τη ρόμπα της. «Πέρασε η ώρα. Έχω δουλειές». «Εσένα συνεχίζουν να σε βασανίζουν όλα όσα πέρασες, όλα όσα έχεις στο μυαλό σου». Με κοίταξε με βαριά βλέφαρα σαν να δυσκολευόταν να κρατηθεί ξύπνια. «Και μένα, κάποια ερωτήματα δεν σταματούν να με ταλανίζουν. Είναι χαζό, το ξέρω, αλλά δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Για ποιον λόγο ένα θύμα να σημειώσει το όνομα ενός άλλου θύματος λίγο προτού πεθάνει; Πώς μπορεί ένας φονιάς να αρπάξει μια γυναίκα από ένα πάρκο, μέρα μεσημέρι, μπροστά στο παιδί της; Γιατί ένας αξιόπιστος μάρτυρας να θεωρήσει τον Μάικλ Ντολ αθώο περαστικό;» «Δεν μπορώ να…» τα χείλη της Μπριόνι είχαν ασπρίσει. «Δεν ξέρω». «Πώς μια γυναίκα άφησε να την αρπάξουν από μια παιδική χαρά χωρίς να βάλει τις φωνές, και γιατί το παιδί της δεν έβαλε τα κλάματα όταν η μητέρα του εξαφανίστηκε;» Χαμογέλασα. «Η αστυνομία δεν ενδιαφέρθηκε για όλα αυτά. Ιδίως εφόσον πέθανε ο Μάικλ Ντολ. Όμως εγώ ανέκαθεν δυσκολευόμουν να ξεπερνώ τις καταστάσεις. Όλοι έτσι λένε. Τέλος πάντων, στη συγκεκριμένη περίπτωση, έχω στα χέρια μου ένα παζλ και προσπαθώ να συνδέσω τα κομμάτια του. Σε πειράζει να σου τα πω;» Εκείνη ασάλευτη. «Ήταν ένα κορίτσι που το έλεγαν Ντέιζι. Ντέιζι Γκιλ. Δεκατεσσάρων χρόνων, αν και φαινόταν μεγαλύτερη. Εγώ δεν τη γνώρισα ποτέ. Ήταν ένα δυστυχισμένο παιδί, το ξέρω. Οι γονείς της την εγκατέλειψαν, οι ανάδοχοι την εγκατέλειψαν, το λιγότερο. Χρειαζόταν φίλους. Είχε ανάγκη από ενηλίκους, που μπορούσε να τους εμπιστευτεί, που θα έκαναν τον κόσμο πιο ασφαλή για κείνη. Άνθρωποι σαν εσένα και μένα είναι δύσκολο να φανταστούν τη ζωή της. Ένιωθε συχνά αγανακτισμένη, μονίμως μόνη και μονίμως φοβισμένη». Ακούστηκε ένα τρίξιμο καθώς η Μπριόνι τράβηξε την καρέκλα της και ξανακάθισε. Στήριξε το πιγούνι στα χέρια

418

NICCI FRENCH _

της και για πρώτη φορά με κοίταξε κατάματα με τα καραμελένια μάτια της. Το χρώμα τους ερχόταν σε αντίθεση με τη λευκή επιδερμίδα της. «Η Ντέιζι είχε μια φίλη. Τη Λιάν. Δεν ξέρω το αληθινό της όνομα, δεν ξέρω καν από πού ήταν. Ξέρω όμως ότι κι αυτή ήταν ένα ταλαιπωρημένο παιδί. Απελπισμένο ίσως. Τουλάχιστον όμως η Λιάν και η Ντέιζι είχαν η μια την άλλη. Δεν είχαν τίποτα άλλο, μονάχα αυτό. Μπορεί να ήταν γραφτό τους. Όταν θα μεγάλωναν αρκετά, θα έμεναν μαζί, θα άνοιγαν ένα εστιατόριο και θα μαγείρευαν μακαρόνια φούρνου. Έτσι μου είπαν οι φίλοι τους». «Γιατί μου τα λες όλα αυτά;» «Η Ντέιζι αυτοκτόνησε. Κρεμάστηκε μέσα στο άθλιο δωματιάκι της, στο μέρος που υποτίθεται πως ήταν σπίτι της. Και λίγους μήνες μετά δολοφονήθηκε η Λιάν, στο κανάλι. Και μετά, λίγο αργότερα, δολοφονήθηκε από τον ίδιο άνθρωπο η Φιλίππα Μπάρτον. Η Φιλίππα ήξερε τη Λιάν∙ δεν γνωρίζουμε πώς ή γιατί. Η Λιάν ήξερε την Ντέιζι. Και το περίεργο είναι ότι η Ντέιζι δούλευε στο Σούγκαρχαους. Κι έτσι όλα τελικά συνδέονται». «Δεν νομίζω ότι συνδέονται», τόλμησε η Μπριόνι. «Η περιοχή είναι μικρή. Άλλωστε ήμουν κι εγώ θύμα». «Ο Μάικλ Ντολ». Θυμήθηκα φευγαλέα τις τελευταίες φορές που τον είδα. Ο Μάικλ Ντολ ζωντανός. Ο Μάικλ Ντολ νεκρός. «Μπήκε κατά λάθος στην ιστορία. Αυτό ήταν όλο. Απλά έτυχε να βρίσκεται εκεί, στο κανάλι όπου δεν τον ενοχλούσε κανείς κι έπιανε τα ψάρια του για να τα ξαναρίξει στο νερό». «Αυτός τις σκότωσε». Έφερε τα χέρια της μπροστά στο τραπέζι και κάθισε ίσια. «Ήταν τρομερό θέαμα», είπα. «Το είδα το πτώμα του, ξέρεις». «Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, ήθελα να τραβάω φωτογραφίες», άρχισε σιγανά η Μπριόνι. «Από

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

419 _

όταν ήμουν εννιά χρόνων και ο θείος μου μου χάρισε, στα γενέθλιά μου, μια φτηνή φωτογραφική μηχανή. Περίεργο πράγμα, το νιώθεις μέσα σου ξαφνικά∙ κι εγώ ανέκαθεν αισθανόμουν ότι, μέσα από τον φακό της φωτογραφικής μηχανής, βλέπω τον κόσμο πιο καθαρά, γίνεται πιο κατανοητός. Ακόμη και τα άσχημα γίνονται όμορφα μέσα από τον φακό. Τα ανούσια αποκτούν νόημα». Έριξε μια ματιά στη φωτογραφία με το μικρό τσιγγανάκι. «Και είμαι καλή στη δουλειά μου. Δεν ξέρω μόνο να τραβάω φωτογραφίες, ξέρω και τι ζητάω. Μπορεί να περάσουν εβδομάδες ολόκληρες χωρίς να γίνεται τίποτα ιδιαίτερο και τότε, μια μέρα, βλέπω κάτι. Ένα πρόσωπο. Ένα κάτιτις. Το φως πέφτει με έναν τρόπο. Σαν να γίνεται στο μυαλό μου ένα κλικ. Και νιώθω ότι κάνω το χρέος μου αποτυπώνοντάς το». Δάγκωσε τα αναιμικά της χείλη. «Το χρέος μου στην κοινωνία, αλλά και στον εαυτό μου. Όπως και ο Γκαμπ με το θέατρό του. Είναι κι αυτός καλός στη δουλειά του, ξέρεις». «Το ξέρω», είπα. «Το είδα». Μια βαριά σιωπή σκέπασε την κουζίνα, σαν να ακινητοποιήθηκε ξαφνικά όλος ο κόσμος. «Κι εμείς με το ζόρι μπήκαμε στην όλη ιστορία», στέναξε βαθιά. «Δεν παίζει ρόλο όμως, έτσι δεν είναι; Τέλειωσαν όλα πια. Η αστυνομία είπε ότι πέρασαν όλα, ότι είμαι ασφαλής. Κι εσύ το ίδιο είπες. Ότι σιγά σιγά θα νιώθω καλύτερα. Αλλά είμαι ακόμα τόσο κουρασμένη. Τόσο ταλαιπωρημένη, που θα μπορούσα να κοιμάμαι για έναν αιώνα». Από πίσω μας ακούστηκε ένα απαλό κλικ κι όλα βουβάθηκαν πάλι. Καθετί γύρω μας έμοιαζε ξεκάθαρο και απτό: η γλαστρούλα στο περβάζι, οι κούπες που κρέμονταν από τα γαντζάκια τους, ο μικρός ιστός στη λάμπα, ο ήλιος που έκανε τα τηγάνια να γυαλίζουν, που σχημάτιζε γεωμετρικά σχέδια στον τοίχο, τα χέρια μου

420

NICCI FRENCH _

ενωμένα πάνω στα πόδια μου. Άκουγα μονάχα τον εαυτό μου να ανασαίνει ήρεμα και τον αμυδρό χτύπο του ρολογιού μου. Δέκα και είκοσι δύο. Η Μπριόνι καθόταν σαν μαρμαρωμένη. Τελικά γύρισα το κεφάλι. Είδα τον Γκάμπριελ ακίνητο στο κατώφλι. Έκλεισε την πόρτα με ένα δεύτερο απαλό κλικ και μας κοίταξε, πρώτα την Μπριόνι, μετά εμένα κι έπειτα πάλι εκείνη. Κανείς δεν μίλησε. Ο ήλιος έμπαινε από το παράθυρο. Άνοιξα το στόμα για να αρθρώσω κάτι, μα το ξανάκλεισα. Τι νόημα είχε; Δεν είχα κάτι άλλο να πω. Με το δάχτυλό μου χάιδεψα την ουλή μου από τον κρόταφο ως το σαγόνι. Ανακουφίστηκα λιγάκι. Θυμήθηκα ποια είμαι. «Ξέχασα τον χαρτοφύλακά μου», δήλωσε ο Γκάμπριελ. «Εγώ καλύτερα να πηγαίνω», είπα. Αλλά δεν σηκώθηκα. «Περαστική ήταν», είπε τελικά η Μπριόνι με άχρωμη φωνή. Ο Γκάμπριελ έγνεψε. «Θέλω να ξαπλώσω», μουρμούρισε και σηκώθηκε σαν ζαλισμένη. «Είμαι άρρωστη». «Σκέφτηκα να σας κάνω μια επίσκεψη», εξήγησα. «Και τα λέγαμε λιγάκι. Ξέρεις τώρα». «Τι λέγατε;» Κοίταξε τη γυναίκα του. «Διάφορα», είπε η Μπριόνι. «Μου είπε για ένα κορίτσι. Πώς την έλεγαν;» «Ντέιζι», αποκρίθηκα. «Ντέιζι Γκιλ». «Αυτοκτόνησε. Και ήταν φίλη της Λιάν. Και δούλευε στο Σούγκαρχαους». «Βλακείες», είπε σκαιά ο Γκάμπριελ. «Υποτίθεται πως όλα αυτά τέλειωσαν. Η αστυνομία τι έχει να πει;» «Μόνο αυτή τα λέει», είπε η Μπριόνι με φωνή που μετά βίας ακούστηκε. «Μόνη της είναι». Με πλησίασε. «Τι θέλεις;» ρώτησε. Έσκυψε και άγγιξε τον ώμο μου, απαλά στην αρχή, μα μετά με άρπαξε από την

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

421 _

μπλούζα και με σήκωσε όρθια. «Γκαμπ!» φώναξε η Μπριόνι. Κοίταξα το αποφασισμένο του πρόσωπο, τα κατακόκκινα μάτια του. Πίσω του είδα το κάτωχρο πρόσωπο της Μπριόνι. Πίσω της, την κλειστή πόρτα. Καμία διέξοδος. «Μήπως σκοπεύεις να σκοτώσεις όλο τον κόσμο;» τον προκάλεσα. Με άρπαξε από τον λαιμό κι ένιωσα τα χέρια του ζεστά. Έφερα στον νου μου το πρόσωπο της μητέρας μου, σε κείνη τη φωτογραφία που είχα πάντα μαζί μου, λες και θα με προστάτευε. Το χαμόγελό της και τον ήλιο που χάιδευε το απαλό της δέρμα. Τη μητέρα μου καθισμένη στο γρασίδι. Το πρόσωπο του Γκάμπριελ ήταν πια πολύ κοντά στο δικό μου, σαν πρόσωπο εραστή, και τον άκουσα να βρυχάται: «Δεν θέλαμε να γίνει έτσι». Είχε μια έκφραση τρόμου. Τα μάτια του μισόκλειστα, σαν να μην άντεχε να αντικρίσει αυτό που έκανε. Αντιστάθηκα, μα το σώμα του ήταν δυνατό και ανυποχώρητο, σαν τοίχος. Κι έτσι χαλάρωσα και κείνος άρχισε να μου σφίγγει τον λαιμό. Σε πείσμα των ενστίκτων μου, άφησα τα γόνατά μου να λυγίσουν ελαφρώς. Όλα έγιναν κόκκινα και μαύρα. Πόνος και κάτι σαν κλάμα να φτάνει στα αφτιά μου. Και τότε, με το κορμί μου μουδιασμένο σαν να ήμουν έτοιμη να σωριαστώ κάτω, σήκωσα όσο πιο γρήγορα κι όσο πιο δυνατά μπορούσα το δεξί μου χέρι και έμπηξα τα δάχτυλά μου στα μάτια του. Ένιωσα υγρασία κι άκουσα μια κραυγή. Η λαβή του χαλάρωσε στιγμιαία και πάλι έσφιξε. Το χέρι μου γραπώθηκε στο μάγουλό του, ένιωσα το σχισμένο δέρμα του στα νύχια μου, τα έχωσα στο ορθάνοιχτο στόμα του και τον έγδαρα με όλη μου τη δύναμη. Το μουγκρητό του τρύπησε τα αφτιά μου, το κεφάλι μου κόντευε να σπάσει από τον πόνο και τα έβλεπα όλα κόκκινα. Το αίμα μού θόλωνε την όραση. Τον έγδερνα ξανά και ξανά, το χέρι μου χωνόταν σε κάτι

422

NICCI FRENCH _

μαλακό, ένιωθα το αίμα του κολλώδες, το σάλιο του υγρό, τα μάτια του ρευστά. «Μπριόνι! Αποτέλειωσέ τη, γαμώτο! Μπριόνι!» Κάτι μαύρο πρόβαλε στην κόκκινη ομίχλη μπροστά μου. Έκλεισα τα μάτια, άκουσα έναν δυνατό κρότο σαν να εκπυρσοκρότησε όπλο ακριβώς δίπλα μου και τα δάχτυλά του ελευθέρωσαν τον λαιμό μου. Έπεσα στο πάτωμα, οι ξύλινες σανίδες του μου γρατζούνισαν το μάγουλο. Άκουσα άλλον έναν θόρυβο και μετά βίας διέκρινα ένα μαύρο σκαμπό στον αέρα. Και τότε ο Γκάμπριελ σωριάστηκε πάνω μου. Το σώμα του κάλυψε το δικό μου, το αίμα του κύλησε στο πρόσωπό μου, η ανάσα του τρύπησε τα αφτιά μου, το ίδιο και οι κραυγές της. Τον έσπρωξα από πάνω μου και σηκώθηκα∙ κι ας στροβιλιζόταν ο κόσμος γύρω μου κι ας έγερνε το πάτωμα κάτω από τα πόδια μου. Ο Γκάμπριελ κολυμπούσε στο αίμα του με τα μάτια κλειστά. Είχε μια μεγάλη πληγή στο κεφάλι, το πρόσωπό του στραπατσαρισμένο και το ένα του μάτι μπλάβο. Όμως το στήθος του ανεβοκατέβαινε, καθώς ανάσαινε. Άρπαξα το σκαμπό από τα χέρια της Μπριόνι και, στηριγμένη πάνω της, την οδήγησα σε μια καρέκλα και την έβαλα να καθίσει. «Δεν είμαι κακός άνθρωπος», κλαψούρισε. «Δεν είμαι κακός άνθρωπος. Είμαι καλός άνθρωπος. Καλός. Καλός άνθρωπος. Όλα αυτά ήταν ένα λάθος. Ένα τρομερό λάθος».

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

423 _

46 Η αίθουσα επισκεπτών στο κέντρο προφυλάκισης Σάλτον Χιλ έμοιαζε με άθλια καφετέρια σε πολύ κακόφημη περιοχή. Σε μια μεριά υπήρχε μια μπάρα, όπου μια γυναίκα, μάλλον κρατούμενη, γέμιζε χάρτινα ποτηράκια με τσάι από ένα μεγάλο μεταλλικό δοχείο ή σέρβιρε συμπυκνωμένο χυμό πορτοκάλι. Σε ένα τραπέζι, παραταγμένα μερικά πλαστικά πιάτα με μπισκότα, που στο κέντρο τους είχαν λίγη μαρμελάδα. Παιδιά έτρεχαν πέρα-δώθε, φωνές ακούγονταν από παντού, καρέκλες σέρνονταν στο πάτωμα. Η τσιγαρίλα και η μυρωδιά της φτώχειας πότιζαν την ατμόσφαιρα. Στις αντρικές φυλακές συναντάς από όλα: μαχαιροβγάλτες, ψυχάκηδες, βιαστές, μπαγαμπόντηδες, επαγγελματίες απατεώνες, ντίλερ. Όμως στις γυναικείες φυλακές οι κρατούμενες φαίνονται τρελές, θλιμμένες, καταρρακωμένες. Δεν υπάρχουν ληστές τραπεζών. Ούτε βιαστές. Δεν υπάρχουν καθάρματα που ένας χρόνος μέσα τούς φαίνεται σαν διακοπές. Υπάρχουν γυναίκες απεγνωσμένες και σαστισμένες που τις έπιασαν να κλέβουν κάτι από ένα μαγαζί επειδή ήταν απένταρες ή άλλες που άκουγαν φωνές κι έπνιξαν με ένα μαξιλάρι το

424

NICCI FRENCH _

μωρό τους. Ήταν όλες διάσπαρτες στα τραπέζια, κάπνιζαν, κάπνιζαν ασταμάτητα και μιλούσαν με τις αποσβολωμένες συνεσταλμένες μαμάδες τους και τους μπαμπάδες, τους γκόμενους, τα ταραγμένα παιδιά τους. Η γυναίκα που έλεγξε το πάσο μου στην πόρτα μού είπε ότι η Μπριόνι θα ερχόταν σε λίγο κι έτσι πήρα δύο φλιτζάνια τσάι, ένα μικρό πακετάκι μπισκότα, δύο σακουλάκια ζάχαρη και έναν από αυτούς τους μικρούς πλαστικούς αναδευτήρες, λες και το πλαστικό κουτάλι θα αποτελούσε υπερβολική πολυτέλεια. Τα ακούμπησα όλα σε έναν χάρτινο δίσκο. Δεν υπήρχε ούτε ένα αντικείμενο που να μπορούσε να μετατραπεί σε όπλο ή, μιας και βρισκόμασταν σε γυναικείες φυλακές, να χρησιμοποιηθεί για αυτοτραυματισμό. Κάθισα στο προκαθορισμένο τραπέζι, με τον αριθμό είκοσι τέσσερα, και ήπια μια γουλιά τσάι, τόσο ζεστό που μου έκαψε τον ουρανίσκο. Πριν προλάβω να ηρεμήσω και να βάλω το μυαλό μου σε τάξη, την είδα. Φορούσε τα δικά της ρούχα, φυσικά, ένα καφέ πουλόβερ με χαμόγελο, σκούρο μπλε παντελόνι, πάνινα παπούτσια χωρίς κάλτσες. Είδα την ασημένια αλυσιδίτσα στον αστράγαλό της, την είχε ακόμα, όμως βέρα δεν φορούσε. Τα εντυπωσιακά μαλλιά της ήταν τραβηγμένα και δεμένα πίσω. Και δεν της πήγαιναν. Δεν φορούσε μακιγιάζ και τότε συνειδητοποίησα πόσο προσεκτικά περιποιημένη ήταν όλες τις άλλες φορές, ακόμα και όταν την είδα ξαπλωμένη στον καναπέ, το πρωί μετά την επίθεση. Είχε φρέσκες ρυτίδες γύρω από τα μάτια της και μια χλωμάδα που την έκανε να μοιάζει σαν να βγήκε από τάφο. Κάθισε δίχως να πει λέξη. «Σου πήρα τσάι», της είπα, σπρώχνοντας ένα φλιτζάνι στη μεριά της. «Ευχαριστώ», απάντησε. Έσκυψε για να πάρει δυο φακελάκια ζάχαρη. Έσκισε τη

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

425 _

μια άκρη του ενός και μετά του άλλου κι έριξε τη ζάχαρη μέσα, παρακολουθώντας τη να διαλύεται. Μετά ανακάτεψε το τσάι ζωηρά. Και τότε πρόσεξα τους επιδέσμους στους καρπούς της. «Το έμαθα», είπα. Χαμήλωσε το βλέμμα. «Δεν το έκανα σωστά», μουρμούρισε. «Έτσι άκουσα. Βέβαια, όλοι με τον ίδιο τρόπο το κάνουν, επειδή το έχουν δει στην τηλεόραση. Όμως οι πληγές επουλώνονται πολύ γρήγορα. Έπρεπε να το έκανα κατά μήκος του χεριού. Στο μάκρος. Όπως θες πες το, τέλος πάντων. Ήρθες να με ευχαριστήσεις, φαντάζομαι». Ξαφνιάστηκα, έτσι απότομα που άλλαξε το θέμα. «Ήρθα επειδή μου είπε ο Όμπαν πως ήθελες να με δεις. Αλλά μάλλον θέλω και να σε ευχαριστήσω. Θα πέθαινα. Μου έσωσες τη ζωή». «Θα μετρήσει, έτσι δεν είναι; Που σου έσωσα τη ζωή;» «Λογικά θα το λάβουν υπόψη τους», σκέφτηκα φωναχτά. «Συνεργάστηκα», συνέχισε εκείνη. «Τους είπα τα πάντα. Τσιγάρα έφερες;» Έβαλα το χέρι στην τσέπη του σακακιού μου και έβγαλα τέσσερα πακέτα. Τα έσπρωξα προς το μέρος της στο τραπέζι, κοιτώντας τριγύρω. «Επιτρέπεται;» ρώτησα. «Ναι, αρκεί να μην είναι ανοιγμένα. Φοβούνται για λαθραία». Έβγαλε ένα τσιγάρο από το δικό της πακέτο και το άναψε. «Το είχα μειώσει, σε ένα τσιγάρο την εβδομάδα. Και ξαφνικά, εδώ, είπα: γιατί όχι; Δεν έχεις και πολλά να κάνεις, άλλωστε». «Φαντάζομαι». Κοίταξε τριγύρω και χαμογέλασε. «Μεγάλη αλλαγή, ε;» αυτοσαρκάστηκε. «Πού να με φανταζόσουν σε ένα τέτοιο μέρος!» Κοίταξα αυτή τη γυναίκα, που είχε σκοτώσει τη Λιάν, τη Φιλίππα και τον Μάικλ Ντολ, κι ύστερα κοίταξα όλες τις

426

NICCI FRENCH _

άλλες αξιοθρήνητες γυναίκες που είχαν πάθει νευρικούς κλονισμούς ή άφησαν απλήρωτους λογαριασμούς, που πανικοβλήθηκαν και κατέρρευσαν. «Γνώρισα τον Γκαμπ στο κολέγιο. Όλοι τον αγαπούσαν. Είχα μόνο δύο σχέσεις πριν από αυτόν. Τον ερωτεύτηκα τρελά. Πίστευα ότι είμαι το πιο τυχερό κορίτσι στον κόσμο. Τι ειρωνεία! Αν δεν ήμουν το κορίτσι που ξεμυάλισε τον Γκαμπ Τιλ, δεν θα βρισκόμουν τώρα εδώ». «Αυτό ισχύει για όλα», σχολίασα. «Έτσι είναι η ζωή. Το ένα φέρνει το άλλο». «Μου είναι τόσο δύσκολο να το αντέξω. Πιστεύω ότι εγκλωβίστηκα σε αυτή την κατάσταση. Νομίζω ότι είμαι καλός άνθρωπος. Τον αγαπούσα τον Γκαμπ και με είχε υπό τον έλεγχό του κι ύστερα πήρα μια απόφαση, δηλαδή βρέθηκα σε μια θέση κι αμέσως μετά βρέθηκα σε μια άλλη θέση και τελικά δεν άντεξα άλλο. Αντέδρασα. Με σένα. Και τώρα βρίσκομαι εδώ». Έκανε μια παύση, περιμένοντας κάποια απάντηση, αλλά η αποστροφή μού είχε φράξει τον λαιμό και δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη∙ κι έτσι εκείνη συνέχισε: «Ξέρεις ποιο είναι το πιο περίεργο; Όταν σε γνώρισα, όχι στο νοσοκομείο, αλλά τότε που ήρθες σπίτι, σκέφτηκα ότι θα ήθελα να γινόμασταν φίλες. Να πηγαίνουμε παρέα για φαγητό, να κουβεντιάζουμε». Ούτε ανάσα δεν μπορούσα να πάρω. Έπρεπε κάτι να πω. Προσπάθησα πολύ για να ακουστεί ήρεμη η φωνή μου. «Για τη Λιάν δεν αισθάνθηκες έτσι;» ρώτησα. «Ή για τη Φιλίππα; Δεν ένιωσες ότι θα μπορούσαν να γίνουν φίλες σου, ότι ήταν άνθρωποι σαν εσένα, με ελπίδες και φόβους, όπως ακριβώς κι εσύ; Με μέλλον;» Έσβησε το τσιγάρο της σε ένα μικρό τασάκι από αλουμινόχαρτο. Τριγύρω δεν έβλεπες τίποτα που να μπορούσες να το αρπάξεις και να το κοπανήσεις στο κεφάλι του διπλανού σου. «Ήθελα να σε δω επειδή

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

427 _

σκέφτηκα ότι είσαι ο μόνος άνθρωπος που μπορώ να μιλήσω. Που δεν θα με κρίνει. Πίστευα πως θα με καταλάβεις. Τι κάνει ο Γκαμπ, παρεμπιπτόντως; Τον έχεις δει;» «Λυπάμαι», είπα. «Έχω αυστηρές οδηγίες να μη συζητήσω μαζί σου οτιδήποτε σχετικό με τον Γκαμπ. Για νομικούς λόγους προφανώς. Πάντως είναι καλύτερα. Στην υγεία του, εννοώ». «Ωραία. Τι έλεγα; Α, ναι, για σένα. Εσύ ξέρεις από αυτά, έτσι δεν είναι; Προσπαθώ να τα ξεκαθαρίσω όλα μέσα μου. Σου έσωσα τη ζωή. Θα μου αναγνωριστεί ως ελαφρυντικό, δεν συμφωνείς;» «Μπορεί», είπα, «αν και δεν είμαι αρμόδια να κρίνω». «Πιστεύω ότι είναι άδικο να μας αντιμετωπίζουν και τους δυο ως δολοφόνους, σαν να είμαστε εξίσου υπεύθυνοι για όσα έγιναν. Είσαι γυναίκα, είσαι ειδικός, ήλπιζα ότι θα καταλάβεις ότι η ευθύνη για τους φόνους είναι δική του. Από μια άποψη, με είχε υπό τον έλεγχό του. Πιστεύω ότι ο κόσμος θα το κατανοήσει. Αν το δεις από αυτή την οπτική, είμαι κι εγώ ένα από τα θύματά του. Και τελικά επαναστάτησα, όταν σε έσωσα. Βρήκα τον εαυτό μου, ας πούμε. Λες και μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν ήμουν εγώ». Με τα λόγια αυτά, με κοίταξε κατάματα, για πρώτη φορά. Μήπως προσπαθούσε να μου πει πως της χρωστούσα κάτι; Η ζωή της, για τη δική μου; «Τι έγινε;» ρώτησα. «Με την Ντέιζι». «Τίποτα», είπε. «Αυτοκτόνησε. Αυτό το ξέρεις». «Ήταν μπλεγμένη με τον άντρα σου;» «Δεν ξέρω. Η αλήθεια είναι ότι οι μικρές ανέκαθεν ρίχνονταν στον Γκαμπ. Δεν το δικαιολογώ, βέβαια. Ούτε πρόκειται να προσποιηθώ πως μου άρεσε. Από ό,τι κατάλαβα, πρέπει να ήταν αρκετά ανισόρροπη. Δεν κατήγγειλε κάτι στην αστυνομία, έτσι δεν είναι;»

428

NICCI FRENCH _

«Όχι». «Ορίστε, λοιπόν. Άρα είναι όλα ανοησίες». «Ήταν δεκατεσσάρων χρόνων, Μπριόνι. Δεκατεσσάρων». «Όπως σου είπα και πριν, εγώ δεν ξέρω τίποτα για το θέμα. Αλλά το σίγουρο είναι ότι εμφανίστηκε ξαφνικά η άλλη κοπέλα, η Λιάν, και έκανε σαν υστερική. Είχε μια τελείως λανθασμένη εικόνα για την Ντέιζι. Μάλλον θα ’παιρνε τίποτα». «Έχω την έκθεση της αυτοψίας», είπα. «Δεν βρέθηκαν ίχνη ναρκωτικών ουσιών στο αίμα της». «Με λίγα λόγια ήταν εκτός ελέγχου. Πήγαινε πέραδώθε σαν τρελή. Την είδα ξαφνικά μπροστά μου, ούτε πού ήξερα τι γινόταν. Τη μια στιγμή φώναζε και μας κατηγορούσε και την άλλη έπεσε κάτω και χτύπησε κάπου το κεφάλι της. Σκέτος εφιάλτης. Ούτε που ήξερα τι συνέβαινε. Το μόνο σίγουρο είναι ότι πέθανε κι εγώ πανικοβλήθηκα. Προσπαθήσαμε να την επαναφέρουμε, να ξέρεις». «Πανικοβλήθηκες», αντήχησα. «Κι έτσι, λοιπόν, εσύ και ο Γκαμπ μαχαιρώσατε απανωτά το νεκρό της σώμα. Γύρω από το στήθος και στην κοιλιά. Και μετά πετάξατε το πτώμα της στο κανάλι. Αυτό θα ήταν δική σου ιδέα. Την ήξερες καλά την περιοχή, μιας κι έκανες τις βόλτες σου εκεί». «Όχι», είπε σαν να ονειροβατούσε. «Όχι, ήταν ιδέα του Γκαμπ. Όλα εκείνος τα σκέφτηκε, ο Γκαμπ. Τον είχε πιάσει αμόκ. Είπε ότι έπρεπε να το κάνουμε να μοιάζει με άλλου είδους φόνο, σαν να τον έκαναν άλλου είδους άνθρωποι, διαφορετικοί από εμάς. “Εμάς”, έτσι είπε. Είπε ότι ήμασταν κι οι δύο μπλεγμένοι. Είπε πως παραλίγο να καταστραφούν τα πάντα, αλλά τώρα θα ήμασταν ασφαλείς. Είπε ότι δεν θα με άφηνε να φύγω». «Όμως δεν ήσασταν ασφαλείς».

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

429 _

«Όχι, δεν ήμασταν. Αυτή η γυναίκα…» «Η Φιλίππα Μπάρτον. Είχε όνομα, ξέρεις». «Ναι, βρήκε τη διεύθυνσή μας από αυτό το κορίτσι, από τη Λιάν. Ήρθε να μας δει, έψαχνε τη Λιάν. Ήξερε ότι είχε έρθει σπίτι μας». «Για ποιον λόγο;» «Η Λιάν της είχε πει για τον Γκαμπ. Έτσι μας είπε». «Όχι, εννοώ για ποιον λόγο έψαχνε τη Λιάν;» «Τι σημασία έχει; Ο Γκαμπ τρελάθηκε. Δεν ήξερε τι να κάνει. Θέλω να σου δώσω να καταλάβεις ότι, ενώ όλα δείχνουν τόσο άσχημα στο σύνολό τους, αν τα δεις κομματάκι κομματάκι τότε υπάρχει μια… εξήγηση για όλα». «Πήγες να πεις αθώα εξήγηση;» Η Μπριόνι έκανε μια παύση. Είχε ανάψει το τρίτο της τσιγάρο. «Ναι, μα θα ακουγόταν άκαρδο. Δεν θέλω να σχηματίσεις τέτοια γνώμη για μένα, Κιτ. Δεν με νοιάζει τι σκέφτονται οι άλλοι, αλλά εσύ θέλω να με καταλάβεις». «Τι έγινε λοιπόν με τη Φιλίππα;» «Ο Γκαμπ είπε πως είχε μια ιδέα. Θα της μιλούσε, θα προσπαθούσε να τη συνετίσει. Κανονίσαμε να τη συναντήσουμε». «Στο Χάμπστεντ Χιθ». «Ακριβώς. Δεν προέβλεψα τι θα συνέβαινε. Της είπε πως ήθελε να της μιλήσει και σκόπευε να επινοήσει μια ιστορία που θα την ικανοποιούσε. Εγώ έμεινα πίσω και είχα τον νου μου στο κοριτσάκι. Δεν ήξερα τι θα έκανε. Αμφιβάλλω αν ήξερε κι ο ίδιος. Αργότερα μου είπε ότι πανικοβλήθηκε και της επιτέθηκε». «Και τη χτύπησε μέχρι θανάτου με ένα σφυρί και την πέταξε στην άλλη μεριά του Χιθ. Άρα, προφανώς είχε το σφυρί μαζί του». «Προφανώς», επανέλαβε η Μπριόνι. «Αυτό είναι επιβαρυντικό για τον Γκαμπ, έτσι δεν είναι;»

430

NICCI FRENCH _

«Ναι, έτσι. Κι εσύ έμεινες με την Έμιλι, περιμένοντας να γυρίσει η μαμά της;» «Μετά από λίγο άρχισα να φοβάμαι. Δεν ερχόταν κανείς. Κι έτσι το ’βαλα στα πόδια. Τριγύρω υπήρχε πολύς κόσμος, άρα το κοριτσάκι δεν θα είχε πρόβλημα. Αλλά κυρίως γι’ αυτό νιώθω ενοχές, που άφησα ολομόναχο αυτό το κοριτσάκι». «Το βλέπω», είπα. «Και θα σοκαρίστηκες τρομερά όταν γύρισες σπίτι και ο Γκαμπ σου διηγήθηκε τι είχε συμβεί». «Δεν τον βρήκα σπίτι. Πέρασε όλη η μέρα μέχρι να γυρίσει. Μου είπε ότι σκεφτόταν να αυτοκτονήσει». «Έπρεπε βέβαια να καθαρίσει και το αυτοκίνητο». «Αυτό ούτε που το σκέφτηκα. Τα είχα σβήσει όλα από το μυαλό μου. Ζούσα μια κόλαση. Ήθελα να τα βροντοφωνάξω όλα. Ήθελα να τα ομολογήσω. Και μόνο που σ’ τα λέω τώρα, νιώθω καλύτερα. Ήθελα τόσο πολύ να πω όλη την αλήθεια». «Και μετά ήρθε η σειρά του Μάικλ Ντολ. Άτυχος, έτσι; Βέβαια κι εσείς σταθήκατε άτυχοι. Το σημείο που επιλέξατε για να ξεφορτωθείτε το πτώμα της Λιάν ήταν το μέρος όπου πήγαινε για ψάρεμα ο Μίκι Ντολ. Θα το διαβάσατε στις εφημερίδες». «Σωστά». «Τι είχε εναντίον σας; Σας είδε;» «Δεν νομίζω. Δεν ξέρω. Ο Γκαμπ το έκανε. Και δεν είδε κανέναν». «Μήπως ο Γκαμπ έχασε κάτι και το βρήκε ο Ντολ;» «Όχι». «Τότε τι;» «Τίποτα». «Τι εννοείς;» «Δεν νομίζω ότι ήξερε τίποτα. Όμως ο Γκαμπ έπαθε εμμονή με τη σκέψη ότι ο άνθρωπος αυτός βρισκόταν εκεί, ότι ίσως γνώριζε κάτι. Μου είπε ότι μόνο εξαιτίας

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

431 _

του θα μπορούσαν να μας πιάσουν». «Κι έτσι πήγατε να τον βρείτε στο κανάλι. Δεν μπορείς να αρνηθείς ότι ήσουν κι εσύ παρούσα». «Ναι, ήμουν. Το παραδέχομαι. Θα έκανα οτιδήποτε για να βοηθήσω τον Γκαμπ, για να διορθωθούν όλα». «Ποιο ήταν το σχέδιο; Να του δώσετε μια στο κεφάλι και να τον πετάξετε στο κανάλι;» Άρχισε να κλαίει. Το περίμενα. Έσπρωξα δυο χαρτομάντιλα προς το μέρος της στο τραπέζι. Σκούπισε τα μάτια της και φύσηξε τη μύτη. «Δεν ξέρω». «Σε έπιασαν όμως», είπα. «Και ήσουν καταπληκτική. Η περιγραφή σου, μόλις συνήλθες από το σοκ, ήταν πολύ ωραία πινελιά. Με αυτόν τον μυστηριώδη εγκληματία που ήταν όσο έπρεπε διαφορετικός από τις περιγραφές των άλλων μαρτύρων ώστε να κριθούν όλες αναξιόπιστες. Τι ερμηνεία!» «Δεν ήταν ερμηνεία. Κόντευα να τρελαθώ». «Και τελικά, τον φάγατε και τον Ντολ». «Ο Γκαμπ το έκανε. Μου είπε ότι, αν πέθαινε ο Ντολ, το φταίξιμο θα έπεφτε πάνω του κι επιτέλους θα τέλειωναν όλα». «Κι εσύ τι είπες;» «Δεν είχε απομείνει άλλη δύναμη μέσα μου. Ήθελα μόνο να τελειώσουν όλα». «Τότε που το ’σκασες αφήνοντας μόνη την Έμιλι, τότε που ήσουν τόσο ταραγμένη, φρόντισες να πάρεις μαζί σου το κυπελλάκι της. Αποδείχτηκε χρήσιμο. Το άφησες ή μάλλον το άφησε ο Γκάμπριελ στο σπίτι του Ντολ. Βέβαια, άφησε κι ένα δερμάτινο πουγκί. Αλλά δεν είχε πια καμία σημασία. Απλώς ενοχοποιούσε ακόμη περισσότερο τον καημένο τον Μάικλ Ντολ. Άλλωστε, ποιος δολοφόνος αφήνει σκόπιμα πίσω του κάτι που θα πρόδιδε την ταυτότητά του; Για τον Ντολ, όμως, ήταν σκούρα τα

432

NICCI FRENCH _

πράγματα». Φύσηξε πάλι τη μύτη της. «Το ξέρω», είπε. «Όλα αυτά με βασανίζουν. Μα δεν μπορούσα να κάνω τίποτα». «Κι ύστερα ήρθα εγώ», συνέχισα ανελέητα. «Ήμουν έτοιμη να σ’ τα πω όλα», είπε. «Θα το κατάλαβες τότε. Ήμουν έτοιμη να ομολογήσω, όταν ήρθε εκείνος. Αμφιβάλλεις. Το βλέπω στα μάτια σου. Δεν είσαι σίγουρη αν πρέπει να με πιστέψεις. Όμως δεν τον άφησα να σε σκοτώσει. Γι’ αυτό είσαι σίγουρη». «Ναι, γι’ αυτό είμαι σίγουρη. Ξαφνικά του αντιστάθηκες. Γιατί άραγε;» Άναψε κι άλλο τσιγάρο, ενώ συλλογιζόταν, με το όμορφο πρόσωπό της σκοτισμένο. «Σκέφτηκα ότι αυτή η κατάσταση θα συνεχιζόταν για πάντα, ότι ποτέ δεν θα ήμασταν ασφαλείς, ποτέ δεν θα ήταν ο Γκαμπ ασφαλής. Ίσως απλά να κουράστηκα». Ήπια μια γουλιά τσάι. Ήταν χλιαρό πια, με μια γεύση μεταλλική∙ μπορεί να έφταιγε το στόμα μου που είχε ξεραθεί. Η Μπριόνι έγειρε μπροστά με ένα ανήσυχο βλέμμα. «Κάθισα και διάβασα, ξέρεις», ψιθύρισε ξεψυχισμένα. «Και νομίζω πως ήμουν ψυχικά άρρωστη. Διάβασα πολλά σχετικά άρθρα. Πρόκειται για ένα σύνδρομο ψυχολογικής εξάρτησης. Πολύ γνωστό μοτίβο. Γυναίκες που βρίσκονται υπό τον έλεγχο αντρών και γίνονται υποχείρια. Πέρασα χρόνια κακοποίησης δίπλα στον Γκαμπ. Είναι δύσκολος άντρας. Βίαιος. Κι η κατάσταση δεν ήταν άσπρο-μαύρο. Ο πρώτος θάνατος ήταν αυτοκτονία, τραγωδία. Ο δεύτερος, ατύχημα. Όταν πια μπλεχτήκαμε, είχα χάσει εντελώς τον εαυτό μου». Πήρε άλλη μια τζούρα και με κοίταξε με μισόκλειστα μάτια. «Λες να το πιστέψει ο κόσμος αυτό;» «Πολύ πιθανόν», απάντησα. «Ο κόσμος πιστεύει πολύ περίεργα πράγματα. Και εσύ είσαι μια νέα όμορφη γυναίκα της αστικής τάξης, κι όλα αυτά πάντα βοηθούν».

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

433 _

«Εσύ είσαι η ειδικός», είπε. «Ήσουν βασικός παράγοντας στην υπόθεση. Η αστυνομία σε εμπιστεύεται. Θα με βοηθήσεις;» Πήρα βαθιά ανάσα και έχωσα τα χέρια στις τσέπες για να κρύψω το τρέμουλό τους. «Νομίζω ότι έχω εμπλακεί υπερβολικά στην υπόθεση για να καταθέσω ως εμπειρογνώμων», απάντησα. Η έκφρασή της σκλήρυνε. «Κιτ», είπε, «δεν σε άφησα να πεθάνεις, ενώ θα μπορούσα. Σε έσωσα. Τώρα θα καθόμασταν σπίτι μας κι εσύ θα ήσουν νεκρή. Σε έσωσα». Σηκώθηκα όρθια. «Χαίρομαι που με συμπόνεσες», είπα. «Λυπάμαι που δεν είμαι περισσότερο εγκάρδια. Σκέφτομαι, βλέπεις, συνεχώς την Έμιλι και τους ανθρώπους που σκοτώσατε. Δεν μου φεύγουν από το μυαλό. Ήταν όλοι τους ζωντανοί και τους σκοτώσατε. Και προφανώς δεν δυσκολεύτηκες καθόλου να συγχωρήσεις τον εαυτό σου. Ποτέ δεν παύει να με ξαφνιάζει η ικανότητα κάποιων ανθρώπων να δικαιολογούνται και να μη νιώθουν ποτέ ένοχοι». «Μα δεν άκουσες τίποτα από όσα σου είπα;» θορυβήθηκε η Μπριόνι. «Είμαι συντετριμμένη περισσότερο από τον καθένα». «Σε άκουσα να λες ότι τίποτα από όλα αυτά δεν ήταν δικό σου φταίξιμο», αποκρίθηκα. «Σε άκουσα να λες ότι έφταιγε για όλα ο Γκαμπ και όχι εσύ. Λες και θα έπρεπε να σε λυπάμαι το ίδιο με την Ντέιζι, τη Λιάν, τη Φιλίππα και τον Μάικλ». «Βοήθεια χρειάζομαι». Η φωνή της ήχησε σαν βογγητό. «Ανέκαθεν βοήθεια χρειαζόμουν». Ο Όμπαν περίμενε απέξω, στο πάρκιγκ. Είχε έναν κρύο, δυνατό, φθινοπωρινό αέρα, έκλεισα τα μάτια και τον ένιωσα να μου μαστιγώνει το πρόσωπο. Μακάρι το ράπισμά του να έδιωχνε από πάνω μου όσα απεχθή βίωσα

434

NICCI FRENCH _

την τελευταία ώρα. Μου χαμογέλασε απολογητικά. «Λοιπόν, έγινε όπως το περίμενες;» ρώτησε. «Σου παρίστανε το θύμα του Γκάμπριελ Τιλ;» «Κάπως έτσι». «Λες να τη γλιτώσει;» «Όχι, αν περνάει από το χέρι μου», είπα και ρίγησα. Τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα.

Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει όταν πια ο Όμπαν με άφησε στη γωνία του δρόμου μου, αλλά ακόμα κι από μακριά κατάλαβα ποιος στεκόταν στο κατώφλι. Φορούσε μακρύ παλτό, είχε τα χέρια χωμένα στις τσέπες, τους ώμους κυρτούς. Έμοιαζε σαν να στέκεται στην άκρη ενός γκρεμού και γύρω του να λυσσομανούν άγριοι άνεμοι. Έμεινα ακίνητη και για μια στιγμή σκέφτηκα να τρέξω μακριά. Ή να τρέξω κοντά του και να αγκαλιάσω την αινιγματική μορφή του. Φυσικά δεν έκανα τίποτα από τα δυο. Περπατούσα όσο πιο αδιάφορα μπορούσα στο πεζοδρόμιο και, όταν τελικά με άκουσε και γύρισε το κεφάλι, φρόντισα να χαμογελάσω. «Έρχομαι από το Σάλτον Χιλ», του είπα. «Α», έκανε με μια γκριμάτσα. «Από αυτή». «Ναι». Μούγκρισε κι έβαλε τα χέρια πιο βαθιά στις τσέπες. «Τουλάχιστον θα γλιτώσουμε από τις απαίσιες παραστάσεις του», είπε, χώνοντας τα χέρια του ακόμα πιο βαθιά. «Δεν ήξερα ότι έχεις δει παραστάσεις του». «Δεν μου χρειάστηκε». Ακολούθησε σιωπή. Ο Γουίλ έμοιαζε σαν να είχε αναλάβει τη φρούρηση της εξώπορτάς μου. Ρουθούνισε. «Φαντάζομαι ότι περιμένεις να σε συγχαρώ». «Ε…» «Φαντάζομαι ότι περιμένεις να αρχίσω να σου λέω πόσο

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

435 _

δίκιο είχες και πόσο άδικο είχαν όλοι οι άλλοι κι εγώ μαζί τους. Αυτό θέλεις; Να σου δώσω κάνα γαμημένο παράσημο;» Γέλασα. «Ευχαριστώ», είπα. Άνοιξα με μια σπρωξιά την πόρτα και κλότσησα τον σωρό από γράμματα που ήταν πεταμένα στο χαλάκι. «Θες να έρθεις μέσα;» Δίστασε. «Ένα κρασάκι; Μια μπίρα; Έλα». Με ακολούθησε στις σκάλες. Στην κουζίνα, του πρόσφερα ένα μπουκάλι μπίρα από το ψυγείο κι έβαλα ένα ποτήρι κόκκινο κρασί για μένα. Έκλεισα τις κουρτίνες, άναψα ένα κερί και το ακούμπησα στο τραπέζι, ανάμεσά μας. Ήπιε μια γουλιά. «Πώς είναι ο λαιμός σου;» ρώτησε. «Πώς είσαι γενικά;» «Καλά», είπα. Κοίταξα το πρόσωπό του μέσα στο λιγοστό σκιώδες φως. Ήξερα ότι τίποτα δεν θα άλλαζε. Και ήξερα πολύ καλά πώς θα ήταν όλα: εγώ συνεχώς θα περίμενα κάτι παραπάνω, συνεχώς θα ζητούσα κάτι που εκείνος δεν θα μπορούσε να μου δώσει. «Γουίλ», άρχισα να λέω. «Παρακαλώ», είπε εκείνος. Έκλεισε τα μάτια για μια στιγμή. «Παρακαλώ». Αναρωτήθηκα ποιον παρακαλούσε. Ένιωθα σαν να μη μιλάει σε μένα, παρά σε μια φωνή μέσα στο κεφάλι του. Έγειρα μπροστά στο τραπέζι και του έπιασα το μπράτσο. Σαν να άγγιζα ατσάλινο δοκάρι. Ήθελα να πάρω στα χέρια μου το πρόσωπό του και να τον φιλάω μέχρι να μου ανταποδώσει το φιλί. Ήθελα να με αγκαλιάσει σφιχτά. Αν το έκανε, πάει, το είχα χάσει το παιχνίδι. Μα έμεινε ακίνητος και μονάχα άνοιξε τα μάτια. «Δεν είναι δίκαιο», είπα τελικά. «Ναι, δεν είναι». Ήπιε την τελευταία γουλιά της μπίρας του και σηκώθηκε όρθιος, η καρέκλα του έτριξε. Κοίταξε τριγύρω. «Σκοπεύεις να μετακομίσεις από την περιοχή;» «Γιατί να μετακομίσω;»

436

NICCI FRENCH _

«Δεν ξέρω», είπε. «Κακές συναναστροφές. Τραύματα». Κούνησα το κεφάλι. «Ποιες κακές συναναστροφές;» ρώτησα. «Θα μείνω». «Ωραία», είπε και αμέσως συγκρατήθηκε. «Δηλαδή, η περιοχή έχει το ενδιαφέρον της. Από μια άποψη». «Το ίδιο πιστεύω κι εγώ». «Ωραία», ξανάπε. Έσκυψε το κεφάλι και με φίλησε στο μάγουλο. Ένιωσα την ανάσα του, τα γένια του. Για μια στιγμή μείναμε έτσι, κοντά κοντά, στο φως του κεριού. Μετά αποτραβήχτηκε. «Τα πήγες καλά. Σ’ το είπα, δεν σ’ το είπα;» «Όχι ακριβώς». «Απίστευτο μου φαίνεται που πήγες εκεί πέρα μόνη σου», συνέχισε. «Πρέπει να προσέχεις περισσότερο τον εαυτό σου». Και έφυγε, με το παλτό του να ανεμίζει πίσω του, ενώ εγώ στεκόμουν εκεί και τον κοιτούσα να απομακρύνεται.

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

437 _

47 Βοηθούσα την Τζούλι να πακετάρει. Η ατμόσφαιρα ήταν φιλική, αλλά και κάπως μελαγχολική, και έξω ο φθινοπωρινός καιρός την έκανε ακόμα πιο μελαγχολική. Οι οξυές και οι καστανιές είχαν γίνει κίτρινες, χρυσαφιές και καστανοκόκκινες πια και ένας δυνατός αέρας κουνούσε τα κλαδιά τους, σκορπίζοντας τα φύλλα τους που φεγγοβολούσαν. Οι αυλές ήταν γεμάτες καφετιά φύλλα και τα παιδάκια τα ποδοπατούσαν με τις μπότες τους, ξεφωνίζοντας χαρούμενα. Ο ήλιος έλαμπε μέσα από τα αραχνοΰφαντα σύννεφα. Το καλοκαίρι, που στην ουσία δεν ήρθε ποτέ, έφευγε. Μαζί του έφευγε και η Τζούλι. Εγώ θα έμενα πίσω. «Ορίστε, αυτό είναι δικό σου». Μου πέταξε ένα λιλά μπλουζάκι που δεν το είχα φορέσει σχεδόν ποτέ. «Κι αυτό». Μια διάφανη μπλούζα εκσφενδονίστηκε στο δωμάτιο, με μανίκια ορθάνοιχτα σαν φτερά. «Θεούλη μου, δεν είχα καταλάβει πόσα πράγματά σου δανείστηκα όλους αυτούς τους μήνες. Τι κλέφτρα που είμαι». Ξεκαρδίστηκε. Το βλέμμα της ήταν φωτεινό και έλαμπε ολόκληρη από ενέργεια και ενθουσιασμό. Όλο το πρωί αυτό κάναμε, κάπως άσκοπα,

438

NICCI FRENCH _

σταματώντας κάθε μισή ώρα περίπου για να πιούμε λίγο τσάι. Χωρίζαμε τα πράγματά της σε στοίβες: μια στοίβα με αυτά που θα έπαιρνε μαζί της, μια με εκείνα που ήθελε να φυλάξει για να τα πάρει όταν θα επέστρεφε, μια με εκείνα που θα πήγαιναν στα σκουπίδια ή σε φιλανθρωπικές οργανώσεις ή σε μένα. Η τρίτη στοίβα ήταν με διαφορά η μεγαλύτερη∙ είχε βαλθεί να απελευθερωθεί από όλα της τα υπάρχοντα, να ξεφορτωθεί όλα τα περιττά βάρη. Πέταξε ένα ζευγάρι μαύρα παπούτσια με λουριά πάνω σε ένα κατακίτρινο αδιάβροχο που είχε αγοράσει μόλις πριν από μερικές εβδομάδες, τότε που απηύδησε πια από τις βροχές. Πρόσθεσε κι ένα μπεζ βαμβακερό παντελόνι που δεν κολάκευε καθόλου τον πισινό της, ένα σακάκι που ποτέ δεν της πολυάρεσε, τρεις-τέσσερις φανέλες, καλσόν με πόντους, μια τσάντα με χάντρες, μια μαύρη φούστα που την είχε αγοράσει για τη δουλειά που υποτίθεται πως θα έπιανε και τώρα την κρατούσε με τα ακροδάχτυλά της λες και της βρομούσε, ένα λαχανί μακό μπλουζάκι, ένα μοβ ζέρσεϊ ζιβάγκο. «Ορίστε. Το κόκκινο φόρεμά σου», είπε, βγάζοντάς το από την κρεμάστρα για να μου το δώσει. «Κράτα το». «Τι; Μην είσαι χαζή. Είναι δικό σου και σου πάει τέλεια». «Θέλω να το κρατήσεις εσύ». «Εδώ που τα λέμε, δεν είναι και πολύ βολικό». Ωστόσο, μπήκε στον πειρασμό και το χάιδεψε σαν να είχε ψυχή. «Βάλ’ το στον πάτο του σακιδίου σου. Σιγά το βάρος». «Κι αν χαλάσει ή το χάσω;» «Δικό σου είναι, χάλασέ το, χάσ’ το, κάν’ το ό,τι θέλεις. Έλα λοιπόν, εσύ πετάς του κόσμου τα πράγματα σαν να μην υπάρχει αύριο. Σειρά μου τώρα». «Εντάξει». Έσκυψε και με φίλησε στο μάγουλο. «Κάθε φορά που θα το φοράω, θα σε σκέφτομαι». «Να με σκέφτεσαι». Ξαφνιάστηκα διαπιστώνοντας ότι

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

439 _

τα μάτια μου είχαν βουρκώσει και βάλθηκα να διπλώνω και να ξαναδιπλώνω μηχανικά διάφορα ρούχα. «Ήσουν υπέροχη». «Κάθε άλλο. Ήμουν αντικοινωνική, γκρινιάρα και νευρωσική». «Μιας και μιλάμε για γκρίνιες, τι γίνεται με τον Γουίλ;» «Τίποτα». «Δηλαδή, τέλος;» «Δεν ξέρω. Το “τέλος” είναι μεγάλη κουβέντα. Σχεδόν ποτέ στη ζωή μου δεν έχω τελειώσει εγώ η ίδια κάτι, όσο κι αν το ήθελα. Ίσως λοιπόν να αφήνω εκείνον να δώσει τέλος, με τη σιωπή του. Ή ίσως τελικά να λύσει τη σιωπή του και να επικοινωνήσει μαζί μου και τότε… δεν ξέρω. Δεν ξέρω τι θα κάνω. Πάντως δεν είναι κατάλληλος για μένα. Παραείναι σκληρός, σαν βράχος κοφτερός που πάνω του κινδυνεύω μονίμως να κοπώ». «Μάλλον έχεις δίκιο. Πολύ σύντομα θα γνωρίσεις κάποιον άλλον, θα δεις». «Τι λες γι’ αυτό το σορτς;» «Πέτα το. Η μελανιά σου σχεδόν έφυγε, ξέρεις. Είναι καφεκίτρινη, δεν έχει πια αυτό το έντονο μοβ χρώμα. Πονάς ακόμα;» «Όχι πολύ, λιγάκι». Την άγγιξα απαλά. «Παράξενο καλοκαίρι». «Αυτό ξαναπές το. Σαν παραμύθι μου φαίνονται όλα τώρα, σαν μια ιστορία που συνέβη σε άλλον». «Νιώθεις ποτέ σαν να… σαν να παριστάνεις τη μεγάλη;» Κάθισα κάτω και πήρα στα χέρια μου ένα μπλε ελεκτρίκ μπλουζάκι. «Αυτό να το πάρεις οπωσδήποτε». «Δηλαδή εγώ δεν νιώθω μεγάλη∙ νιώθω σαν να μην πέρασε μια μέρα από τον καιρό που ήμουν παιδί. Αλλά βέβαια, δεν ζω και σαν μεγάλη. Περιπλανιέμαι εδώ κι εκεί, δεν κατασταλάζω πουθενά, δεν έχω καριέρα, ούτε κάνω μακροπρόθεσμα σχέδια, φοράω ρούχα που ταιριάζουν σε

440

NICCI FRENCH _

κοριτσάκια, όπως αυτό το μπλουζάκι», πρόσθεσε, παίρνοντας την μπλε μπλούζα και προσθέτοντάς τη στη στοίβα με τα πράγματα που θα έπαιρνε μαζί της. «Ενώ εσύ έχεις μια εκπληκτική κανονική δουλειά κι ένα διαμέρισμα που δεν θυμίζει σε τίποτα τα φοιτητικά σου χρόνια∙ μέχρι ομιλίες σε συνέδρια δίνεις, για όνομα του Θεού! Μέσα σου όμως, νιώθεις μεγάλη;» «Όχι». Της πέταξα ένα μεταξωτό εσώρουχο και εκείνη το άρπαξε στον αέρα. Νιώθω ότι όλα είναι μια κωμωδία που κρύβομαι πίσω της. Βέβαια, όλοι μας αυτό νιώθουμε, νομίζω. Ότι οι άλλοι είναι διαφορετικοί και κατασταλαγμένοι, ενώ εμείς δεν θα γίνουμε έτσι ποτέ. Και εκατό χρόνων να φτάσουμε, αυτό θα πιστεύουμε. Ακόμη και στο νεκροκρέβατό μας, θα περιμένουμε την ώρα και τη στιγμή που θα νιώσουμε επιτέλους μεγάλοι». «Ίσως». Μου χαμογέλασε. «Όμως εγώ, είμαι στ’ αλήθεια έτσι. Γι’ αυτό το σκάω πάλι. Δεν μου αρέσει η κανονική ζωή». «Και ποιος σου είπε ότι εμένα μου αρέσει;» Με κοίταξε, σαν γοργόνα σε μια χρωματιστή θάλασσα από ρούχα. «Έλα μαζί μου τότε». «Είναι πολύ αργά πια». «Ποτέ δεν είναι αργά». «Αμφιβάλλω». Χτύπησε το τηλέφωνο. «Το πιάνω εγώ», είπε η Τζούλι και σηκώθηκε όρθια. «Εσύ βάλε νερό να βράσει». Μα ήταν για μένα. «Η αστυνομία», μουρμούρισε, δίνοντάς μου το ακουστικό, με ένα ανασήκωμα των ώμων. «Η Κιτ Κουίν;» «Η ίδια». «Ο επιθεωρητής Όμπαν μου είπε να σας τηλεφωνήσω. Κάποια κυρία Ντιρ θέλει να επικοινωνήσει μαζί σας». «Κυρία Ντιρ; Πρώτη φορά ακούω αυτό το όνομα».

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

441 _

«Πρόκειται για κάτι σχετικό με την κόρη της, τη Φιλίππα Μπάρτον». «Μιλάτε για την Παμ Βιρ;» «Ναι, τέλος πάντων, θέλει να σας μιλήσει». «Εντάξει, δώστε της το τηλέφωνό μου». «Θα θέλει μάλλον πληροφορίες για τους Τιλ», είπα αφότου έκλεισα το τηλέφωνο. «Αν και ο Όμπαν ενημέρωσε αμέσως τον Τζέρεμι Μπάρτον. Δεν έχω κάτι παραπάνω να προσθέσω». «Καημένη γυναίκα». «Η κηδεία θα γίνει μεθαύριο, επιτέλους. Η Φιλίππα ήταν το μοναχοπαίδι της. Τώρα της έμεινε μόνο η Έμιλι». «Θα πας;» «Μάλλον. Αν και θα έχει πολύ κόσμο». «Εγώ θα πετάω. Μακριά». «Μακάρι να ήξερα γιατί πέθανε, μόνο. Ακόμα νιώθω την υπόθεση μισοτελειωμένη. Με στοιχειώνει και σίγουρα θα στοιχειώνει και κείνους, εκατό, χίλιες φορές περισσότερο∙ αυτή η απόλυτη άγνοια». Η Παμ Βιρ ήταν μαγκωμένη και νευρική στο τηλέφωνο. Ήθελε να με συναντήσει πριν από την κηδεία, μου είπε. Σήμερα, αν ήταν δυνατόν. Οποιαδήποτε ώρα. Έκανα νόημα στην Τζούλι και απάντησα ότι σε μισή ώρα θα ήμουν σπίτι της. «Προτιμώ να συναντηθούμε κάπου έξω». «Εντάξει». Έριξα μια ματιά στον ουρανό για να δω τον καιρό. «Τι λέτε για το Χιθ, είναι κοντά σας, δεν είναι;» «Θα προτιμούσα να συναντιόμασταν στο κανάλι». «Στο κανάλι;» «Εκεί όπου δολοφονήθηκε το κορίτσι». «Η Λιάν». Με ενοχλούσε που κανείς δεν την αποκαλούσε με το όνομά της. Ακόμη και για τις εφημερίδες ήταν πάντα η «άστεγη», η «περιπλανώμενη».

442

NICCI FRENCH _

Επίσης με ενοχλούσε ο τρόπος με τον οποίο τις χαρακτήριζε ο τύπος: η Φιλίππα ήταν τραγική, η Λιάν απλώς θλιβερή. «Ναι. Μπορούμε να συναντηθούμε εκεί;» Προσπάθησα να κρύψω την έκπληξή μου. «Αφού το θέλετε».

Όταν έφτασα στα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο κανάλι, άρχισε να βρέχει. Σποραδικές μεγάλες ψιχάλες έπεφταν στο νερό, σχηματίζοντας κύκλους. Το τοπίο φαινόταν απειλητικό, μόνο που η απειλή είχε ήδη περάσει και ανήκε στο παρελθόν. Η Παμ Βιρ με περίμενε, σχεδόν ακίνητη, με το φουλάρι της και το καμηλό παλτό της. Δεν χαμογέλασε, μα μου έτεινε το χέρι καθώς την πλησίασα. Η χειραψία της, σταθερή και δυνατή. Κι η ματιά της ήταν εξίσου σταθερή, στο ολόλευκο πρόσωπό της. Πρόσεξα ότι για πρώτη φορά το μακιγιάζ της δεν ήταν προσεγμένο: μια αμυδρή μουντζούρα από πούδρα σχηματιζόταν στη μια μεριά της μύτης της και μια πιτσιλιά από μάσκαρα έβαφε το ένα της ρυτιδιασμένο και σακουλιασμένο βλέφαρο. «Σας ευχαριστώ που ήρθατε», δήλωσε με πολύ τυπικό ύφος. «Το ήθελα», απάντησα. «Θα έρθετε στην κηδεία;» «Φυσικά». «Ήθελα να σας πω κάτι. Και ήθελα να βρισκόμαστε έξω». Κοίταξε τριγύρω, τις φουντωμένες τσουκνίδες, το λασπωμένο μονοπατάκι γεμάτο σκουπίδια, τα βρόμικα νερά που τα πιτσιλούσε η βροχή. «Εδώ έγινε;» «Κοντά στη γέφυρα», είπα και της έδειξα. «Υπέφερε;» Η αναπάντεχη ερώτηση με αιφνιδίασε και μου πήρε λίγο για να σκεφτώ. «Δεν νομίζω. Δεν ήταν κατά συρροή

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

443 _

δολοφόνοι, κυρία Βιρ, δεν ήταν σαν τους Γουέστ.2 Δεν απολάμβαναν τους φόνους. Ήθελαν να ξεμπερδεύουν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Μάλλον το χειρότερο πράγμα για την κόρη σας ήταν η σκέψη ότι η Έμιλι μπορεί να κινδύνευε». Ξεροκατάπιε. «Εννοούσα το άλλο κορίτσι». Την κοίταξα. «Ποια; Τη Λιάν;» «Ναι». Το βλέμμα της συνάντησε το δικό μου. «Πόνεσε;» «Όχι», είπα. «Ήταν νομίζω ακαριαίο». Η κυρία Βιρ έγνεψε και μετά είπε, με φωνή που έγινε ξαφνικά βραχνή: «Άκουσα ότι τη μαχαίρωσαν σε όλο της το σώμα». «Αλλά αφότου πέθανε». «Καημένο κορίτσι». Μια ψιχάλα έπεσε στο μάγουλό της και κύλησε προς το στόμα της. Δεν τη σκούπισε. «Ναι», είπα κι αναρωτήθηκα για ποιον λόγο η Παμ Βιρ στεκόταν μέσα στη βροχή, μαζί μου, στο κανάλι. Μου γύρισε την πλάτη κι έριξε το βλέμμα στο νερό. «Η Φιλίππα ήταν καλό κορίτσι», άρχισε τη διήγησή της. «Ίσως να την πιέσαμε πολύ, ήταν το μοναχοπαίδι μας, ξέρετε. Καμιά φορά τώρα, όταν κοιτάζω φωτογραφίες με τους τρεις μας, σκέφτομαι πόσο μικρή και μόνη έμοιαζε ανάμεσά μας. Δυο ενήλικοι κι ένα μικρό παιδί. Όταν πήγε έντεκα, ο πατέρας της πέθανε και μείναμε οι δυο μας. Κι εξακολουθούσε να είναι καλό κορίτσι, πάντοτε τακτική, πάντοτε στοργική, πάντοτε βολική. Υπερβολικά βολική ίσως. Δεν ήταν αντικοινωνική, ωστόσο δεν είχε και πολλές παρέες όταν ήταν μικρή. Της άρεσε να παίζει μόνη της με την αγαπημένη της κούκλα. Ή να είναι μαζί μου, να φτιάχνουμε κέικ, να ψωνίζουμε και να τακτοποιούμε το σπίτι. Ποτέ δεν μου δημιούργησε πρόβλημα. »Το ίδιο και στο σχολείο. Πολύ επιμελής, φαινόταν στους ελέγχους της. Δεν ήταν καμιά ιδιοφυΐα, αλλά ήταν πολύ φρόνιμη, απολάμβανε τη μάθηση. Έκανε πάντα τα

444

NICCI FRENCH _

μαθήματά της αμέσως μόλις γύριζε από το σχολείο. Καλό κορίτσι. Καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας, έτρωγε ένα ζεστό τοστ με βούτυρο και ταχίνι και μετά μελετούσε τα μαθήματά της, με μπλε στυλό, με τα ωραία της γράμματα, το καλλιγραφικό της ύψιλον. Σαν να τη βλέπω μπροστά μου, με την μπλε ποδιά της, με τα πόδια στηριγμένα στην καρέκλα, με το μέτωπο συνοφρυωμένο, να τραβάει γραμμές. Ή να χρωματίζει χάρτες στη γεωγραφία. Πολύ της άρεσε αυτό, να βάζει γαλάζιο στις ακτές και πράσινο στα δάση, να σχηματίζει τα περιγράμματα. »Έβγαλα από ένα μπαούλο τα σχολικά της τις προάλλες και τα κοιτούσα όλα, τα τετράδια εργασιών με τα θέματα σημειωμένα στην επάνω δεξιά γωνία, με μια γραμμή τραβηγμένη με τον χάρακα κάτω από το όνομά της και την τάξη της. Σαν χθες μου φαίνεται. Κάποια πράγματα τη θυμάμαι να τα κάνει, όπως τις αυτοπροσωπογραφίες της, με κίτρινα μαλλιά κι ένα ροζ ημικύκλιο για στόμα. Τα παιδιά πάντα ζωγραφίζουν τον εαυτό τους γελαστό, έτσι δεν είναι, αν και η Φιλίππα δεν χαμογελούσε πολύ, ξέρετε. Αργότερα άρχισε τα σχέδια των λουλουδιών, με τους ύπερους και τους στήμονες. Μετά είχαν σειρά οι πλανήτες. Οι έξι σύζυγοι του Ερρίκου του Όγδοου. Η άλγεβρα. Je m’ appelle Philippe Vir et j’ai onze ans». Η προφορά της Παμ Βιρ στα γαλλικά ήταν άψογη. «Και φυσικά τα σχολικά ημερολόγια. Κάθε Δευτέρα πρωί έγραφαν στα ημερολόγια τι έκαναν το Σαββατοκύριακο και διάφορα τέτοια». Έγνεψα. Δεν ήθελα να πω κάτι που θα μπορούσε να τη φρενάρει. «Και τα διάβασα. Και ξέρετε κάτι; Ήμουν παρούσα σε όλα. Πάντοτε έγραφε τι έκανε με τη μανούλα. Η μανούλα κι εγώ πήγαμε στα μαγαζιά, η μανούλα κι εγώ πήγαμε στην παιδική χαρά, η μανούλα μού πήρε ένα γατάκι και το βγάλαμε Μπλάκι, η μανούλα με πήγε στο μουσείο. Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι δεν υπήρχε σχεδόν κανείς άλλος στα ημερολόγιά της, εκτός

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

445 _

από εμένα και κείνη. Δεν ήξερα πόσο μοναχική ήταν, μέχρι που τα διάβασα. Ποτέ δεν παραπονέθηκε όμως». Γύρισε και με αντίκρισε καταπρόσωπο. «Θα αναρωτιέστε γιατί στο καλό σας τα λέω όλα αυτά, έτσι δεν είναι;» «Έχετε ανάγκη να τα πείτε σε κάποιον». «Είμαι γριά γυναίκα πια. Εντάξει, δεν είμαι στ’ αλήθεια γριά, το ξέρω. Έχω πατήσει τα εξήντα και μπορεί να ζήσω άλλα τριάντα χρόνια. Αλλά πλέον νιώθω γριά. Δυο φορές πιο γριά από όσο ένιωθα πριν από έναν χρόνο. Δεν έχετε παιδιά, έτσι δεν είναι;» «Όχι». «Η μητέρα σας ζει;» «Όχι. Πέθανε όταν ήμουν πολύ μικρή». «Να γιατί, λοιπόν». «Γιατί τι;» «Γιατί ήθελα να μιλήσω σε σας. Και έφηβη ακόμα, ήταν καλό κορίτσι. Είχε περισσότερες παρέες τότε, καμιά φορά έβγαινε τα Σαββατόβραδα. Έπινε κανένα ποτό, ψιλοπράγματα. Δεν κάπνιζε. Δεν έπαιρνε ναρκωτικά. Ήταν πολύ όμορφη, αλλά δεν το καταλάβαινε κι ίσως γι’ αυτό δεν πρόσεχαν και οι άλλοι πόσο όμορφη ήταν. Δεν ήταν προκλητική ούτε φορτική ούτε τσαχπίνα. Πάντοτε πίστευα ότι ήταν το ομορφότερο κορίτσι του κόσμου, αλλά βέβαια ήμουν μητέρα της, τι άλλο να πίστευα; Και τα αγόρια στα δεκατέσσερα, στα δεκαπέντε, στα δεκάξι δεν ξέρουν τι να προσέξουν, έτσι δεν είναι; Πολύ χαιρόμουν γι’ αυτό. Πάντα της έλεγα να μην τη νοιάζει τι κάνουν οι άλλες, είχε όλο τον χρόνο μπροστά της. Χρόνο», χαμογέλασε πικρά, «τελικά δεν είχε και πολύ». Σώπασε ξαφνικά. «Και μετά;» ρώτησα σιγανά. «Μετά γνώρισε κάποιον. Ένα αγόρι. Ή μάλλον έναν άντρα, μεγαλύτερό της. Ήταν μόνο δεκατεσσάρων, όταν

446

NICCI FRENCH _

τον γνώρισε. Εκείνος την πρόσεξε. Ξαφνικά έπαψε να μοιάζει με κοριτσάκι, ετοιμαζόταν να γίνει γυναίκα. Εγώ νόμιζα ότι απλώς μεγαλώνει. Τώρα δυσκολεύομαι να το πιστέψω, αλλά ειλικρινά δεν ήξερα τι συνέβαινε. Το κατάλαβα εκ των υστέρων μόνο. Ήταν τόσο αθώα, η μικρή μου κορούλα, η ήσυχη κορούλα μου. Πίστευε ότι τον αγαπάει. Και ότι την αγαπάει και κείνος. Αν το είχα καταλάβει εγκαίρως, θα την προειδοποιούσα». Μου χαμογέλασε. «Βλέπετε, λοιπόν, δεν σας τα λέω όλα αυτά απλώς και μόνο επειδή έχω ανάγκη να μιλήσω σε κάποιον για τη Φιλίππα. Είναι τρομερό πράγμα να κρατάς ένα μυστικό. Παύει να είναι τρομερό μόνο αν το αποκαλύψεις, αλλά δεν πρέπει. Την παράτησε, φυσικά∙ μόνο μερικές εβδομάδες κράτησε. Εγώ ακόμα δεν είχα καταλάβει τίποτα κι αυτός την άφησε με ραγισμένη καρδιά». Στράφηκε πάλι προς το κανάλι και πρόσθεσε: «Και έγκυο». Την πλησίασα και στάθηκα δίπλα της, κοιτώντας τον βυθό όπου κρύβονταν τα ψάρια του Ντολ. «Το γέννησε το μωρό;» «Έμαθα ότι είναι έγκυος όταν ήταν πια είκοσι επτά εβδομάδων και πέντε ημερών. Κι έτσι το γέννησε. Όλα έγιναν με απόλυτη μυστικότητα. Το φρόντισα. Κανείς δεν το έμαθε, μόνο η Φιλίππα κι εγώ». «Ήταν κορίτσι;» «Ναι. Ένα κορίτσι που έγινε δεκαοκτώ πριν από μερικούς μήνες». «Η Λιάν;» Τελικά ήταν μεγαλύτερη από όσο νόμιζα. «Είπα στο σχολείο της ότι η Φιλίππα έπασχε από λοιμώδη μονοπυρήνωση. Πήγαμε μαζί στη Γαλλία για να γεννήσει. Ήταν πολύ σιωπηλή, σαν να βρισκόταν σε σοκ, αλλά υπάκουε ακριβώς σε ό,τι της έλεγα. Πρακτικά δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Πήραν το μωρό σχεδόν κατευθείαν.

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

447 _

Η Φιλίππα ήθελε πρώτα να το κρατήσει αγκαλιά, να την κρατήσει αγκαλιά. Φώναζε, έκλαιγε, παρακαλούσε. Έκανε σαν τρελή. Αλλά δεν την άφησα. Δεν ήθελα να δεθεί. Δεν γινόταν να έχει παιδί, για όνομα του Θεού, ήταν κι η ίδια παιδί ακόμα. Ήθελα να ζήσει τη ζωή της, να βρει έναν σύζυγο, να έχει όλα όσα ονειρευόμουν για κείνη. Κι έτσι δεν την άφησα να πάρει αγκαλιά το μωρό. Έκλαιγε ασταμάτητα για δυο ολόκληρα μερόνυχτα, πρώτη φορά έβλεπα τόσα δάκρυα, σαν να είχε σπάσει ένα φράγμα, όλα τα δάκρυα που είχε συγκρατήσει μια ολόκληρη ζωή. Μετά φάνηκε να συνέρχεται. Το γάλα της κόπηκε, η κοιλιά της σταδιακά επανήλθε. Ξαναγύρισε στο σχολείο, έδωσε τις εξετάσεις της και πήγε στο κολέγιο. Δεν το ξανασυζήτησε ποτέ». «Κυρία Βιρ…» «Εγώ όμως το πήρα αγκαλιά το μωρό. Ένα μικρούτσικο, ζαρωμένο, ροδαλό πλασματάκι, με μαλακό δέρμα και τσιμπλιάρικα γαλανά ματάκια. Τύλιξε με τη γροθίτσα της το δάχτυλό μου και δεν με άφηνε, λες και ήξερε». «Ήξερε;» «Ότι ήμουν η γιαγιά της. Η οικογένειά της. Το σπιτικό της. Η τελευταία της ευκαιρία. Της άνοιξα τα δυνατά της δαχτυλάκια ένα ένα και την έδωσα». «Και μετά την πήραν για υιοθεσία;» «Για υιοθεσία, ναι, μάλλον. Δεν ήθελα να μάθει η Φιλίππα. Θεώρησα προτιμότερο να το αφήσει πίσω της, μια και καλή. Βέβαια, η μικρή θα μπορούσε να πληροφορηθεί για το παρελθόν της όταν θα γινόταν δεκαοκτώ, πριν από πέντε μήνες δηλαδή». «Τα τηλεφωνήματα…» «Αρχικά δεν ήξερα τίποτα, το κατάλαβα μετά, όταν έμαθα για τα τηλεφωνήματα της Φιλίππα και… και εκείνης. Δεν σκόπευα να αποκρύψω στοιχεία. Θα

448

NICCI FRENCH _

μπορούσε κάλλιστα να ισχυριστεί κανείς πως δεν ήθελα να ξέρω. Όμως εδώ και δεκαοκτώ χρόνια δεν πέρασε ούτε μια βδομάδα που να μη σκέφτηκα εκείνο το μωράκι που μου έσφιγγε το δάχτυλο και με κοιτούσε. Κι αναρωτιέμαι αν πέρασε έστω μια μέρα που να μην το σκέφτηκε και η Φιλίππα. Ποτέ δεν το συζητήσαμε. Ούτε καν αφότου γεννήθηκε η Έμιλι, ποτέ δεν είπαμε η μια στην άλλη πώς νιώθαμε». Με κοίταξε, επιτέλους. «Γι’ αυτό ήθελα να σας δω, για να μάθω αν η εγγονή μου υπέφερε». Όλη αυτή η θλιβερή ιστορία λοιπόν είχε να κάνει με μια κόρη που έψαχνε τη μητέρα της, με μια μητέρα που έψαχνε την κόρη της. «Αναρωτιέμαι αν συναντήθηκαν ποτέ, προτού πεθάνουν», είπα τελικά. «Μερικές φορές παρηγοριέμαι με τη σκέψη ότι συναντήθηκαν. Ότι τελικά η Φιλίππα το πήρε αγκαλιά το μωρό της. Αλλά δεν θα το μάθουμε ποτέ, έτσι δεν είναι;» «Ναι. Δεν θα το μάθουμε ποτέ». Λίγο προτού αποχωριστούμε, η Παμ Βιρ μου έπιασε το χέρι. «Σκεφτόμουν», είπε, «μήπως γίνεται η εγγονή μου να ταφεί δίπλα στην κόρη μου. Λέτε να γίνεται;» «Η Λιάν αποτεφρώθηκε», απάντησα. «Και οι στάχτες της σκορπίστηκαν». «Α, κατάλαβα», είπε η Παμ. «Πάει, λοιπόν». * Γύρισα σπίτι με τα πόδια. Ανέβηκα τα σκαλοπάτια από το κανάλι και βρέθηκα στα φτωχικά δρομάκια. Στα παράθυρα έβλεπα ανθρώπους που ζούσαν τις ζωές τους: κάποιος κρατούσε ένα βιολί, σκυφτός, μια γυναίκα μιλούσε στο τηλέφωνο χειρονομώντας, ένα γυμνό αγοράκι σε ένα δωμάτιο του επάνω ορόφου κοιτούσε έξω στον δρόμο με

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

449 _

λυπημένο βλέμμα. Καθώς τους προσπερνούσα κοιτούσα τα πρόσωπά τους. Κανένα πρόσωπο δεν είναι συνηθισμένο. Όλα τα πρόσωπα είναι όμορφα, αν τα κοιτάξεις με τον σωστό τρόπο. Η Τζούλι περίμενε. Από την κουζίνα ερχόταν μυρωδιά σκόρδου και είδα πάνω στο τραπέζι ένα βάζο με φρέσκα κίτρινα τριαντάφυλλα. Το σακίδιό της βρισκόταν δίπλα στην πόρτα, φουσκωμένο, κλεισμένο, με την ετικέτα της αεροπορικής εταιρείας περασμένη στο λουρί του. Κάθισα στο τραπέζι, έβγαλα τη φωτογραφία της μητέρας μου και την ακούμπησα μπροστά μου. Μου χαμογελούσε, λάμποντας μέσα από τα χρόνια της απουσίας της. Τα καθαρά γκρίζα μάτια της ακτινοβολούσαν γεμάτα υποσχέσεις. Ο ήλιος χάιδευε το νεανικό και χαρούμενο πρόσωπό της. Ένιωσα πολύ γαληνεμένη, μα και πολύ θλιμμένη. Ποτέ δεν ήμουν καλή στους αποχωρισμούς. 2. Πρόκειται για τους κατά συρροή δολοφόνους Φρέντερικ και Ρόζμαρι Γουέστ που βασάνισαν και σκότωσαν πολλές νεαρές γυναίκες και έδρασαν τη Βρετανία. (ΣτΜ)

View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF