Η Μήδεια Δεν Χόρεψε Ποτέ – Πασχαλία Τραυλού

January 7, 2017 | Author: Loredana Birau | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

Download Η Μήδεια Δεν Χόρεψε Π...

Description

Ψηφιακή έκδοση Ιούνιος 2014

Επιμέλεια έκδοσης Ειρήνη Χριστοπούλου Διόρθωση τυπογραφικών δοκιμίων Γιάννης Γαλανόπουλος Σχεδιασμός εξωφύλλου Δήμητρα Δαριώτη/Add Noise © 2014, Eκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ και Πασχαλία Τραυλού ISBN 978-960-566-699-6

Το παρόν έργο πνευµατικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Ελληνικού Nόµου (N. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήµερα) και τις διεθνείς συµβάσεις περί πνευµατικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιοδήποτε µέσο ή τρόπο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκµίσθωση ή δανεισµός, µετάφραση, διασκευή, αναµετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε µορφή (ηλεκτρονική, µηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκµετάλλευση του συνόλου ή µέρους του έργου.

Eκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα τηλ.: 211 3003500, fax: 211 3003562 http://www.metaixmio.gr • e-mail: [email protected]

Κεντρική διάθεση Ασκληπιού 18, 106 80 Αθήνα τηλ.: 210 3647433, fax: 211 3003562

Bιβλιοπωλεία ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ • Aσκληπιού 18, 106 80 Aθήνα τηλ.: 210 3647433, fax: 211 3003562 • Πολυχώρος, Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα τηλ.: 211 3003580, fax: 211 3003581 • Οξυγόνο, Ολύμπου 81, 546 31 Θεσσαλονίκη τηλ.: 2310 260085 www.oxygono-metaixmio.gr

ΠΑΣΧΑΛΙΑ ΤΡΑΥΛΟΥ Η Μήδεια δεν χόρεψε ποτέ

Αντί προλόγου…

ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΜΕ ΕΠΕΙΣΕ Ο ΛΟΓΟΣ για τον οποίο η ηρωίδα του Ευριπίδη σκότωσε τα παιδιά της. Θεωρούσα πάντα αδιανόητο για μια γυναίκα που έχει γευτεί το δώρο της μητρότητας να φτάσει σε μια τόσο ακραία συμπεριφορά λόγω της προδοσίας της από έναν άντρα. Το μητρικό φίλτρο πίστευα πως αφοπλίζει κάθε σκοτεινό τoυς ένστικτο και απενεργοποιεί τις επιδράσεις του πάθους, της εκδίκησης, της προδοσίας. Γι’ αυτό και οι… Μήδειες είναι μετρημένες στα δάχτυλα σε κάθε εποχή και σε κάθε κοινωνία. Κάτι άλλο συνέβαινε λοιπόν. Κάτι που δεν είχε σχέση με ένα πάθος αλλά με μια πληγή όχι αναγκαστικά νωπή και πρόσφατη, μα από εκείνες τις παλιές που κουβαλάμε από παιδιά και καθορίζουν το είναι μας. Ίσως μάλιστα να μην ήταν καν ένα το τραύμα που διαμόρφωσε την υπαρξιακή ταυτότητα της ευριπίδειας

ηρωίδας αλλά πολλά που διαπλέχθηκαν δίνοντας υπόσταση στον γόρδιο δεσμό του ψυχισμού της. Από την άλλη πλευρά, η ελληνική κοινωνία σε κάθε εποχή βρίθει από μορφές σκοτεινών γυναικών, πολλές εκ των οποίων ήταν μανάδες που ίσως να μη σκότωσαν τα παιδιά τους με τον τρόπο και για τον λόγο που το έκανε η ευριπίδεια Μήδεια, όμως κι εκείνες απέδειξαν πως ήταν ικανές να εξοντώσουν ή έστω να ακρωτηριάσουν ψυχικά τα βλαστάρια τους. Στο βιβλίο αυτό αναζητώ, μέσα από μια ενδιαφέρουσα ψυχολογική περιπέτεια, να βρω τα ελατήρια της πράξης μιας σύγχρονης Μήδειας και μια αλλιώτικη ερμηνεία για την αποκοτιά της, προβαίνοντας στην ανατομία της ιδιοσυγκρασίας κάθε ελληνίδας μάνας. Το ταξίδι ενδιαφέρον. Τα σκηνικά που στήθηκαν ιδιαίτερα αποκαλυπτικά για τις αλήθειες που άλλοτε με λόγια και άλλοτε με κινήσεις και σιωπές φέρνουν οι ήρωες στο φως. Κατέληξα εντέλει πως για όλα αποφασίζει όχι η ψυχή αλλά η πληγή της, η γαλούχηση δηλαδή και τα τραύματα που αποκομίζει καθένας στον δρόμο του για την ενηλικίωση, με αυτουργό κυρίως τη γυναίκα που ευθύνεται για τη γέννηση καθενός μας. Οι διαπιστώσεις ξαφνιάζουν και εξιλεώνουν, αποτελώντας μια αποκάλυψη για το ανερμήνευτο σκοτάδι που κρύβει κάθε ανθρώπινη ψυχή. Πρωταγωνίστρια λοιπόν του βιβλίου η μάνα. Κάθε μάνα που κάνει λάθη, σκοτώνει,

πληγώνει θανάσιμα ή σώζει, λυτρώνει, προστατεύει και καθοδηγεί. Ευελπιστώ στην κάθαρση κάθε αναγνώστη μου ρίχνοντας φως στις απόκρυφες σκέψεις και στους αόρατους ομφάλιους δεσμούς κάθε ήρωα με τη μάνα του, πιστεύοντας πως καθένας μας θα αναγνωρίσει ανάμεσα στους πρωταγωνιστές και στις γυναίκες που τους έφεραν στον κόσμο τη δική του προσωπική ιστορία.

Μήδεια του Ευριπίδη, μετάφραση Παντελή Πρεβελάκη, εκδόσεις ΣΚΟΡΠΙΟΣ, Αθήνα, Ιούνιος 1956, επανέκδοση: εκδόσεις Νίκας/Ελληνική Παιδεία Α.Ε., Αθήνα,1973.

1

Ακριβά μου παιδιά, να το ως το ’λεγα· η μάνα την καρδιά της ξανάφτει, κεντά το θυμό της. Κάντε γρήγορα! Μέσα! Στο σπίτι! Και μακριά από τα μάτια της να ’στε. Μη ζυγώνετε καν, φυλαχτείτε απ’ την άγριαν οργή και τη φύση τη φριχτή του ανυπότακτου νου της. ΜΗΔΕΙΑ EΥΡΙΠΙΔΗ, στ. 98-104

ΚΑΘΙΣΜΕΝΗ ΣΤΟ ΕΔΩΛΙΟ του κατηγορουμένου ανάμεσα σε δύο φρουρούς, η Αιμιλία Στρατάκη λουζόταν στο εκτυφλωτικό φως που έμπαινε επιθετικά από το παράθυρο. Ήταν άνοιξη του 2013, Μάρτιος για την ακρίβεια, από

εκείνους που διαθέτουν νύχια και δόντια ξεγελώντας τους ανθρώπους με απατηλές λιακάδες. Έτσι κι εκείνο το πρωινό η μαρτιάτικη μέρα ήταν διφορούμενη, ζεστή και ψυχρή μαζί, όπως διχασμένες ήταν και οι απόψεις του ακροατηρίου για ετούτη την αγέρωχη γυναίκα. Έξω είχε ακόμη ψύχρα, ρίχνοντας στο κρεβάτι όποιον ξεγελιόταν κι έβγαζε το πανωφόρι του. Στην αίθουσα όμως η ζέστη ήταν αφόρητη έτσι όπως οι ακτίνες του ήλιου διαπερνούσαν τα τζάμια των παραθύρων που αγκάλιαζαν περιμετρικά την αίθουσα, λιώνοντας τα κορμιά των παρευρισκομένων και μετατρέποντας τον χώρο σε καμίνι. Οι σφιχτές γραβάτες, τα κουμπωμένα ως τον λαιμό πουκάμισα, τα αυστηρά κοστούμια, τα ταγέρ και οι χαρτοφύλακες έκαναν τους δικηγόρους να ξεχωρίζουν σαν τη μύγα μες στο γάλα ανάμεσα στο ετερόκλητα ντυμένο κοινό, προσδίδοντάς τους το κύρος που επιβάλλεται από την ιδιότητά τους. Από τσάντες και τσέπες ξεπρόβαλλαν χαρτομάντιλα με τα οποία σκούπιζαν νευρικά τα ιδρωμένα τους μέτωπα, ενώ από τα χείλη τους ξεπετιούνταν λόγια που πρόδιδαν δυσφορία και αγανάκτηση. «Γιατί αργούν; Πότε θ’ αρχίσουμε επιτέλους. Έχουμε κι άλλες δουλειές» διαμαρτύρονταν οι ένορκοι με έκδηλη νευρικότητα, ξέροντας πως η δίκη της Στρατάκη αποτελούσε υπόθεση ρουτίνας. Είναι κοινό μυστικό πως, όσο πιο ειδεχθές είναι το έγκλημα, τόσο πιο εύκολη υπόθεση είναι η εκδίκασή

του. Κάποιοι χασμουριούνταν μάλιστα με στόματα που έχασκαν σαν σπηλιές, περιμένοντας να κάνουν το καθήκον τους και να σπεύσουν για έναν αχνιστό καφέ στη λιακάδα. Ο καιρός, οι υποθέσεις που είχαν αναλάβει, τα στοιχήματα για τις ποινές που θα επιβάλλονταν, οι συμβουλές προς τους πελάτες, οι διαφωνίες για τους δικονομικούς χειρισμούς, αλλά και τα λοξοκοιτάγματα, οι συνομιλίες των κορμιών και των βλεμμάτων ανάμεσα στους αντιδίκους ήταν στην ημερήσια διάταξη των δικηγόρων, που προκαλούσαν κάθε μέρα τον ίδιο και απαράλλαχτο βόμβο μέσα στο κτίριο. Ο Εσταυρωμένος πάνω από την έδρα του προέδρου θαρρείς επιτηρούσε με βλέμμα βλοσυρό τις σκέψεις του ακροατηρίου. Ένορκοι, νομικοί, δημοσιογράφοι, δικαστές και απλοί άνθρωποι υπέμεναν τη ζέστη της αίθουσας και την ψυχρότητα του εγκλήματος ελπίζοντας να σπάσει τη σιωπή της επιτέλους η Στρατάκη, ανταμείβοντάς τους για την τόση τους καρτερικότητα. Ο χώρος μοσχοβολούσε καφέ και σουσαμένια κουλούρια, καθώς οι περισσότεροι κυκλοφορούσαν με αχνιστά κυπελλάκια στο χέρι και σπόρους σουσαμιού πάνω στα χείλη ή στα πέτα τους. Ο κουλουράς έξω από το κτίριο έκανε καθημερινά χρυσές δουλειές με το λιτό του έδεσμα, δαμάζοντας το άγχος του κόσμου που συνέρρεε στην Ευελπίδων. Άλλοι, πάλι, αγόραζαν παστέλια ή σακουλάκια με ξηρούς καρπούς, που τα απολάμβαναν αργά αργά την

ώρα της δίκης, όπως κάποιος τρώει ψητές νιφάδες καλαμποκιού όταν παρακολουθεί κάποια ταινία. Στις συνειδήσεις των περισσότερων, εξάλλου, αυτή η δίκη διόλου δεν διέφερε από μια παράσταση με προβλέψιμο τέλος. Δύο φόνοι, μια παραδοχή γραμμένη δωρικά με τρεις λέξεις και μια υπογραφή δίχως αμφιταλάντευση, αμφιβολία ή δεύτερη σκέψη, όπως έγραψαν οι εφημερίδες, αποτελούσαν επαρκή στοιχεία για την καταδίκη της κατηγορουμένης, προκαλώντας αγανάκτηση στους παρευρισκομένους, που έχαναν τη βόλτα τους στη λιακάδα ή τον καφέ τους κάτω από την Ακρόπολη. Μόνο κάποιοι ένορκοι-δημόσιοι υπάλληλοι έδειχναν να απολαμβάνουν αυτή τη μάταιη διαδικασία, επειδή γλίτωναν για λίγο την ανία της δουλειάς τους.

Ο Μίνωας Ιωάννου έριχνε νευρικές ματιές πότε στο ακριβοπληρωμένο του ρολόι και πότε στη Στρατάκη, η οποία απαθής περιέφερε το βλέμμα της στον χώρο, σαν να την άφηνε αδιάφορη η δίκη που περίμεναν να αρχίσει ή λες και ετοιμαζόταν σαν ένορκος κι αυτή να κρίνει το δικό της έγκλημα. Στον δερμάτινο χαρτοφύλακα όπου συνήθιζε να μεταφέρει τα στοιχεία της υπεράσπισης των πελατών του σήμερα δεν είχε παρά μόνο δύο χαρτιά: τη μονοσέλιδη ομολογία του εγκλήματος και μια βεβαίωση «περί

διαταραγμένης ψυχικής υγείας» που ένας φίλος του ψυχολόγος τού παρείχε με ευκολία όποτε δυσκολευόταν να συλλέξει κάποιο άλλο ελαφρυντικό. Ωστόσο γνώριζε καλά πως το είδος του εγκλήματος που είχε διαπράξει η Στρατάκη ήταν αδύνατο να τύχει επιεικούς αντιμετώπισης είτε από τη θεία είτε από την ανθρώπινη δικαιοσύνη. Τα πράγματα ήταν δυσοίωνα και ο ίδιος αισθανόταν σαν δικηγόρος-Δον Κιχότης που επρόκειτο να τα βάλει με δικαστές-ανεμόμυλους. Εν ολίγοις, η υπόθεση ήταν χαμένη και μαζί της και το νομικό του κύρος, το οποίο θα δεχόταν το πλήγμα μιας ακόμα αποτυχίας. Ήταν απόλυτα σίγουρος πως οι παριστάμενοι στην αίθουσα του δικαστηρίου αντίκριζαν τη «Μήδεια», όπως αποκαλούσαν την κατηγορουμένη τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, σαν επισκέπτες ενός τσίρκου που έρχονταν αντιμέτωποι με ένα αφύσικο πλάσμα. Η Αιμιλία Στρατάκη δεν διέθετε φυσικά ούτε δύο κεφάλια ούτε τίποτε άλλο αξιοπερίεργο στη μορφή της. Η επιβεβλημένη συναναστροφή του δικηγόρου μαζί της τον είχε πείσει πως επρόκειτο για μια γυναίκα φυσιολογική και μάλλον γοητευτική κάτω από την παγερή έκφραση που κυριαρχούσε στην όψη της και στα φειδωλά της λόγια. Είχε αναμφίβολα ακέραιο το λογικό της και του είχε καταστήσει σαφές από την πρώτη στιγμή πως δεν είχε την παραμικρή διάθεση να αγωνιστεί για να αποδείξει μια ανύπαρκτη

αθωότητα. «Κατανοώ ότι πρέπει να κάνετε τη δουλειά σας, αφού σας ανέθεσε την υπεράσπισή μου το δικαστήριο. Όμως, πιστέψτε με, θα θεωρούσα ιεροσυλία ακόμα και την παραμικρή προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση. Είμαι ένοχη και μου αξίζει μια σκληρή τιμωρία». Ο Μίνωας Ιωάννου, έχοντας συναναστραφεί με αμέτρητα κατακάθια στη διάρκεια της νομικής του καριέρας, ήταν η πρώτη φορά που είχε νιώσει ψήγματα συμπάθειας για έναν δολοφόνο, και τούτο κάτι σήμαινε αφού χτυπούσε στη συνείδησή του έναν περίεργο συναγερμό. Θαύμασε από τη μια την αξιοπρέπεια, το σφρίγος του λόγου και την ατσάλινη στάση αυτής της γυναίκας που είχε το θάρρος να αναλαμβάνει την ευθύνη της πράξης της δίχως κλαψουρίσματα και σαθρές δικαιολογίες, μα από την άλλη η οποιαδήποτε πρόθεσή του να τη βοηθήσει κατέρρευσε μέσα του όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με τη σθεναρή άρνησή της να του αποκαλύψει τον λόγο για τον οποίο προχώρησε σε μια τέτοια επονείδιστη πράξη. Ο Τύπος ωστόσο είχε διαμορφώσει μια άλλη εικόνα γι’ αυτή, φροντίζοντας να πυροδοτεί το μένος της κοινής γνώμης για την παιδοκτόνο, κρατώντας τη σκέψη του κοινού απασχολημένη για να μη δυσανασχετεί με την πολιτική επικαιρότητα. Υπό άλλες συνθήκες, οι γυναίκες θα τη ζήλευαν για το καλλίγραμμο σώμα της και τα αντρικά

βλέμματα θα διαπερνούσαν νοερά τα υφάσματα που κάλυπταν το κορμί της θωπεύοντας με τη φαντασία τους τη σφιχτή της σάρκα. Υπό άλλες συνθήκες όμως. Γιατί η Στρατάκη το τελευταίο εξάμηνο της ζωής της είχε απολέσει τον ρόλο του ευειδούς θηλυκού διεκδικώντας επάξια τον ρόλο της ειδεχθούς ύπαρξης που σκότωσε δύο αθώα πλάσματα. Τα παιδιά της… Ως «ψυχρή φόνισσα» την περιέγραφαν οι εφημερίδες· κάποιοι άλλοι, με προφανή διάθεση υπονόμευσης του γυναικείου φύλου, την πρόβαλλαν ως μια γυναίκα που έδρασε κάτω από την επίδραση της ζήλιας και του πάθους για εκδίκηση, ως μια συνηθισμένη περίπτωση γυναίκας δηλαδή παραδομένης στα γαμψόνυχα των παρορμήσεών της, ενώ ελάχιστοι –οι συνήθως διαφορετικοί που έχουν την τάση να διεισδύουν στα ελατήρια των ανθρώπινων πράξεων– είχαν την αμυδρή υποψία πως η πράξη της Στρατάκη υπαγορεύτηκε από την τρέλα στην οποία οδηγείται όποιος αφήνεται στις δαγκάνες της απελπισίας. Γι’ αυτό αυτοί οι λίγοι προσπαθούσαν να εντοπίσουν πίσω από το επιβλητικό παρουσιαστικό της εκείνη την αμυδρή ευαισθησία που κρύβει πάντα το βλέμμα του θύτη. Εκείνο το ανεπαίσθητο ίχνος ανθρωπιάς…

Ένας από αυτούς τους διαφορετικούς, πέρα από τον Μίνωα

Ιωάννου, που ως δικηγόρος υπεράσπισης ήταν υποχρεωμένος να αναζητήσει κάποια ελαφρυντικά για τη Στρατάκη, ήταν και ο Νικήτας Παυλίδης. Ψυχολόγος στο επάγγελμα, έχοντας στο ενεργητικό του αρκετά δημοσιευμένα άρθρα για το ψυχολογικό προφίλ των δολοφόνων σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά, καθόταν αμίλητος στην προτελευταία σειρά των καθισμάτων μ’ ένα σημειωματάριο στο χέρι. Ήταν εκείνος που δίχως ιδιαίτερη περίσκεψη τροφοδοτούσε τον φίλο του Μίνωα Ιωάννου με τις βεβαιώσεις «περί διαταραγμένης ψυχικής υγείας» όταν ο χαρτοφύλακάς του ήταν άδειος από άλλα στοιχεία υπεράσπισης των… εκλεκτών πελατών του. Μπορεί να είχε δώσει αμελητί το χαρτί, όμως απ’ όσα ο ίδιος είχε ακούσει και είχε διαβάσει στις εφημερίδες καθόλου δεν είχε πειστεί ότι η Στρατάκη έπασχε από κάποια ψυχική διαταραχή. Αντίθετα, όσο παρατηρούσε τη γυναίκα, σιγουρευόταν για την ακεραιότητα του λογικού της. Ωστόσο, περιμένοντας την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, περιεργαζόταν τη φόνισσα κρατώντας σημειώσεις ακόμα και για τις αντανακλαστικές συσπάσεις του προσώπου της, έπειτα από παράκληση του φίλου του, μήπως με τα ευρήματά του κατάφερναν να σπάσουν τη σιωπή της και να εντοπίσουν επιτέλους κάποιο ελαφρυντικό. Άβαφη, με τα μαλλιά της πιασμένα σε αυστηρό κότσο, μαυροντυμένη και αμίλητη, κοιτούσε απαθής το ακροατήριο,

σαν να μην ήξερε τον λόγο για τον οποίο την είχαν φέρει εκεί μέσα. Πότε πότε έσφιγγε τις γροθιές της παλεύοντας να ξεμουδιάσει τους καρπούς της από τις χειροπέδες, κρατώντας πάντα τα χείλη της ερμητικά σφιγμένα και τρέμοντας στην ιδέα να της ξεφύγει μια μάταιη αποκάλυψη.

Δίπλα στον Νικήτα καθόταν ο ζωγράφος Αλέξανδρος Πετράκος, συνεργάτης της αντιτρομοκρατικής ομάδας της Ελληνικής Αστυνομίας, που δουλειά του ήταν να σκιτσάρει τις φάτσες των τρομοκρατών στηριγμένος στις λεπτομέρειες που του παρέθεταν οι αυτόπτες μάρτυρες. Υπό κανονικές συνθήκες δεν είχε καμία απολύτως δουλειά να βρίσκεται στο ακροατήριο αυτής της δίκης. Είχε ρεπό και θα έπρεπε να είναι χωμένος στο ζεστό του κρεβάτι μαζί με τον Ανέστη, τον επί χρόνια πιστό του σύντροφο. Αφού όμως ο Ανέστης είχε ξυπνήσει νωρίς για το επαγγελματικό ταξίδι που σχεδίαζε μέρες, ξύπνησε κι εκείνος για να τον συνοδεύσει ως το αεροδρόμιο. Σηκώθηκαν μαζί, ήπιαν παρέα, όπως πάντα, τον πρώτο καφέ της μέρας, που αποτελούσε μια απαράβατη παράδοση στη σχέση τους, απόλαυσαν τις αχνές πινελιές του πρωινού φωτός έξω από το τζάμι κι έπειτα μπήκαν στο κόκκινο Σμαρτ, που είχαν αγοράσει επίσης μαζί, και κατευθύνθηκαν προς το Ελευθέριος Βενιζέλος πριν ακόμη χαράξει.

Τον ενόχλησε κάπως η κακοκεφιά του Ανέστη, που δεν έβγαλε λέξη σε όλη τη διαδρομή, ενώ συνήθως σιγοτραγουδούσε τα ρεφρέν των τραγουδιών που άκουγαν στο ραδιόφωνο. Κολάκεψε τον εαυτό του πιστεύοντας πως ο φίλος του ήδη σκεφτόταν τον βραχυπρόθεσμο χωρισμό τους για δύο εβδομάδες, κι έτσι δεν του γύρεψε εξηγήσεις. Ούτε όταν ο Ανέστης τον αγκάλιασε σφιχτά σαν καμία άλλη φορά από όσες είχαν χωρίσει όποτε ταξίδευε για τις δουλειές του κι αισθάνθηκε κάτι υγρό στο μάγουλό του πρόφτασε να τον ρωτήσει για τον λόγο αυτού του άξαφνου μελοδραματισμού. «Ούτε στον πόλεμο να πήγαινες» του είπε ο Αλέξανδρος, που ένιωσε ευτυχισμένος κατά βάθος για τον πολύτιμο ρόλο του στη ζωή του Ανέστη. Η πρωινή φλυαρία των ερτζιανών κράτησε συντροφιά στον ζωγράφο σε όλη τη διάρκεια της επιστροφής εναλλάξ με τραγούδια τελευταίας εσοδείας. Παρότι η διάθεση του Αλέξανδρου έπαιρνε την κατιούσα όποτε ο Ανέστης έφευγε ταξίδι, λες και κάθε μικρός χωρισμός ήταν μια πρόβα για τον μεγαλύτερο και οριστικό, σαν πρόβα του Εγκέλαδου με μικρές σεισμικές δονήσεις πριν κάνει την εμφάνισή του ένας σαρωτικός σεισμός. Παραδόξως αυτό το πρωινό ο Αλέξανδρος ήταν τόσο ευδιάθετος, που σιγομουρμούριζε τα λόγια από τα σουξέ που απεχθανόταν. Έφτανε στο τέρμα της Αττικής οδού και θα έμπαινε στη λεωφόρο Κατεχάκη, όταν η μουσική διακόπηκε απότομα για

το πρωινό δελτίο ειδήσεων. Ο γνωστός εκφωνητής με τον νηφάλιο στόμφο του ανακοίνωσε την έναρξη της δίκης της Αιμιλίας Στρατάκη, της οποίας το έγκλημα είχε προκαλέσει σάλο προ εξαμήνου στην Ελλάδα. Αντιμέτωπος με το δίλημμα να επιστρέψει στο σπίτι, να φορέσει ξανά τις πιτζάμες του και να χουζουρέψει μες στη γλυκερή του μεμψιμοιρία, ή να αλλάξει πορεία για να δει από κοντά το πρόσωπο που είχε αποκτήσει τερατώδεις διαστάσεις τον τελευταίο καιρό, έστριψε επιτόπου στο πρώτο φανάρι και κατευθύνθηκε αποφασιστικά προς το κέντρο. Μια αμυδρή ενοχή διαπέρασε τη σκέψη του μόλις θυμήθηκε την υπόσχεση που είχε δώσει στον Ανέστη να μην εμπλακεί στην εξιχνίαση του ψυχολογικού προφίλ κάποιου εγκληματία τη μέρα που μπορούσε να αποφύγει τη διαστροφή της δουλειάς του. «Πήγαινε καμιά βόλτα στη θάλασσα, άκου μουσική, ζωγράφισε λουλούδια, μα προς Θεού μην πας ξανά στην Ευελπίδων. Αποτοξινώσου και λίγο από τη νοσηρή σου συνήθεια. Θα σου στρίψει στο τέλος με τόσες παρανοϊκές συναναστροφές» του είχε υποδείξει εκείνος κι έπειτα τον έβαλε να ορκιστεί φιλώντας τον σταυρό που έφτιαξε με τα δάχτυλά του πως δεν θα υπέκυπτε στην καλλιτεχνική του εμμονή. Όχι τουλάχιστον κατά τη διάρκεια της απουσίας του Ανέστη. Σκιτσάροντας όμως μορφές δολοφόνων, το μολύβι του

αποκτούσε τη δύναμη μαγικού σκαπτικού εργαλείου που έφερνε στο φως τα απομεινάρια ρημαγμένων αναγκών και κατακρεουργημένων συναισθημάτων. Ο Αλέξανδρος ένιωθε χρήσιμος όταν με τα σκίτσα του ανέσυρε τη χαμένη ανθρωπιά εκείνων των απόκληρων από την κοινωνία πλασμάτων που βρίσκονταν ένα βήμα πριν από την επιβολή μιας βαριάς καταδίκης, έχοντας ήδη εισπράξει το μένος, τον χλευασμό και την περιφρόνηση της κοινής γνώμης. Το να εντοπίσει το καλά κρυμμένο συναισθηματικό οπλοστάσιο ενός εγκληματία ήταν σαφώς για κείνον μια πολύ πιο ερεθιστική διαδικασία από το να ζωγραφίζει νεκρές φύσεις, αφηρημένα σχέδια ή σουρεαλιστικές εκδοχές μιας υπερβατικής πραγματικότητας που ουδεμία σχέση είχε με την αντικειμενική, απτή έννοια της ζωής. Αυτό ήταν που αδυνατούσε ο Ανέστης να καταλάβει και αυτή ήταν η αιτία των μόνιμων καβγάδων τους. Για τον Αλέξανδρο ήταν θέμα ζωής και θανάτου η διατήρηση της καλλιτεχνικής του φλόγας, που ψυχορραγούσε κάτω από το μηχανικό σκιτσάρισμα προσώπων που του επέβαλλε η επαγγελματική του ιδιότητα. «Επιτέλους, Αλέξανδρε, πάτα στη γη. Πάψε να δικαιολογείς τα κατακάθια. Οι φονιάδες είναι φονιάδες κι εύκολα θα ξανασκοτώσουν στην πρώτη ευκαιρία». Κι όμως, ο Αλέξανδρος διαφωνούσε και δεν εννοούσε να ενστερνιστεί την άποψη του άλλου, κι ας υποκρινόταν ότι

υποτασσόταν στο θέλημα του Ανέστη. Περνούσε λοιπόν ατέλειωτες ώρες στο ατελιέ του συντροφιά με τα σκίτσα του, προσπαθώντας να διακρίνει τα μηνύματα που εξέπεμπε το σώμα των φονιάδων την ώρα της δίκης ή εκείνα που πάλευε να κρύψει η σκόπιμη σιωπή τους. «Το κορμί είναι φλύαρο» συνήθιζε να εξηγεί στον Ανέστη, ο οποίος συχνά τον χλεύαζε επειδή σπαταλούσε τον χρόνο του σε πράξεις δίχως κανένα υλικό αντίκρισμα. «Το ανθρώπινο σώμα “μιλάει” πάντα με απόλυτη ειλικρίνεια, ενώ οι λέξεις θολώνουν συχνά την αλήθεια, σαν τη βροχή που θολώνει το νερό μιας λίμνης» αντέτεινε εκείνος πεισματικά, εκδηλώνοντας μια ανθρώπινη κατανόηση που αγκάλιαζε ακόμα κι αυτούς που είχαν διαπράξει τις πιο απερίγραπτες πράξεις. Ο Αλέξανδρος έδωσε επομένως την υπόσχεση που ήξερε εξαρχής πως θα παραβιάσει. Γνώριζε καλά τον εαυτό του και ήξερε πως του ήταν αδύνατο να απαλλαγεί από ετούτη τη διαστροφική περιέργεια να ανακαλύπτει μέσα στους αποδεδειγμένα κακούς το καταχωνιασμένο κομμάτι της καλοσύνης τους. Ή έστω τις αιτίες που τους μετάλλαξαν στα ειδεχθή όντα μιας κοινωνίας που έφερε τη μεγαλύτερη συνήθως ευθύνη γι’ αυτή τη μετάλλαξη. Η ζωγραφική του λειτουργούσε σαν καταλύτης που πετύχαινε να διαχωρίζει πάνω στο χαρτί τον καλό από τον κακό εαυτό των δολοφόνων, καταφέρνοντας να συναρμολογήσει αλήθειες

κατακερματισμένες μέσα στα λόγια και στις ερμητικές τους σιωπές.

Η υπόθεση της Στρατάκη ήταν αλήθεια πως είχε κινήσει εξαρχής το ενδιαφέρον του Αλέξανδρου, ιδίως αφότου πρωτοείδε φωτογραφία της γυναίκας στις εφημερίδες. Το γεγονός ότι εκείνη δεν είχε προσπαθήσει ούτε στιγμή να κρύψει το πρόσωπό της από τα φλας της δημοσιότητας αλλά, αντιθέτως, κοιτούσε τον φακό των φωτογράφων με παρερμηνευμένη από τους άλλους γενναιότητα είχε προσελκύσει την προσοχή του. Κι ενώ είχε δώσει την υπόσχεση που του είχε απαιτήσει ο Ανέστης, πριν ο αλέκτωρ λαλήσει τρις και πριν καλά καλά επιβιβαστεί εκείνος στο αεροπλάνο ο Αλέξανδρος είχε ήδη διαπράξει άλλη μια επιορκία. Στάθμευσε το βολικό του Σμαρτ στη συμβολή των οδών Σκοπέλου και Δοϊράνης, αφέθηκε στη μυρωδιά του φρέσκου καφέ να τον οδηγήσει ως το κυλικείο και μ’ ένα πλαστικό κυπελλάκι στο ένα χέρι και το μπλοκ ιχνογραφίας στο άλλο κινήθηκε προς την αίθουσα όπου θα γινόταν η δίκη. Βολεύτηκε σ’ ένα κάθισμα, περιεργάστηκε την ακίνητη σαν άγαλμα Στρατάκη και άρχισε να σκιτσάρει τη μορφή της, παραδομένος στα σκιρτήματα έμπνευσης και στα ρίγη του δέους που κατεύθυναν σαν παλμογραφικές δονήσεις το χέρι

του. Ο Νικήτας, λοξοκοιτώντας το χαρτί του Αλέξανδρου, παραξενεύτηκε με αυτή την αλλόκοτη ενέργεια του διπλανού του. Το σκίτσο έμοιαζε αναμφίβολα στην κατηγορουμένη και το χέρι του άντρα έδειχνε ιδιαίτερα έμπειρο στο σκιτσάρισμα. Κοφτές, γοργές γραμμές κάτω από το μολύβι άφηναν στη χάρτινη επιφάνεια ολοκάθαρα τα χαρακτηριστικά της Αιμιλίας Στρατάκη. Το πλατύ, καθαρό σαν φεγγάρι, μέτωπο, τις αμυγδαλωτές κόγχες των ματιών, τον βαθύ σταυρό ανάμεσα στα τοξόσχημα φρύδια. Ο Αλέξανδρος ήταν ιδιαίτερα σχολαστικός στην αποτύπωση των ρυτίδων της γυναίκας, θέλοντας προφανώς να εστιάσει την προσοχή στην ηλικία της. Κοιτώντας το χάρτινο πρόσωπό της, παρά το γνώριμο ύφος της και τα καθαρά χαρακτηριστικά της μορφής της, ο Νικήτας νόμισε πως διέκρινε πάνω στην όψη της κάτι που έως τότε δεν είχε προσέξει… Αυστηρά προσωπικά δεδομένα άρχισαν να αναδύονται από τη φυσιογνωμία της προβάλλοντας μια πληγωμένη ευαισθησία που κανείς έως τότε δεν θέλησε να δει. Μια σκληρή αλήθεια ισορροπούσε ανάμεσα στην αμείλικτη και στην αδιόρατα τρυφερή τωρινή της εικόνα. «Κάποτε πρέπει να ήταν μια στοργική και αξιαγάπητη γυναίκα» σχολίασε αυθόρμητα ο Νικήτας, προκαλώντας την προσοχή του Αλέξανδρου και εισπράττοντας ταυτόχρονα τη φαρμακερή ματιά κάποιου δημοσιογραφίσκου που στεκόταν

κοντά του. Η κοινή γνώμη είχε τραφεί μια χαρά με το σκάνδαλο μιας παιδοκτόνου και κανείς δεν είχε το δικαίωμα να διαταράξει αυτή την τακτοποιημένη καθ’ όλα είδηση στη συνείδηση των απλών ανθρώπων. Ο Αλέξανδρος σήκωσε το κεφάλι από το χαρτί του και του έγνεψε συγκαταβατικά. Όταν διασταυρώθηκαν τα βλέμματά τους, κατάλαβαν πως οι σκέψεις τους ταυτίζονταν. «Κανείς δεν γεννιέται κακός. Ακόμα και τα σαρκοβόρα ζώα μαθαίνουν να σκοτώνουν όταν αδυνατούν να επιβιώσουν αναίμακτα στο περιβάλλον τους» παρατήρησε ο Νικήτας, θέλοντας να δοκιμάσει τις αντοχές του συνομιλητή του σε μια εκδοχή που ξέφευγε από την πεπατημένη αντίληψη περί δολοφόνων. «Θέλετε να πείτε ότι η πράξη της Στρατάκη ήταν μια απεγνωσμένη ενέργεια επιβίωσης;» «Μπορεί. Λόγω επαγγέλματος πάντως, σας διαβεβαιώ πως τρελή δεν είναι» συμπλήρωσε χαμηλόφωνα, για να μην πάρει είδηση κανείς πως ήταν ασυνεπής με τη βεβαίωση περί ψυχικής διαταραχής που είχε χορηγήσει στον δικηγόρο φίλο του. «Όσο κι αν σας φαίνεται απίθανο, όλα είναι δυνατά ακόμα και σε μια τέτοια οφθαλμοφανή περίπτωση. Μην ξεχνάτε πως συχνά τα φαινόμενα απατούν. Ένα θύμα μπορεί να είναι ο αληθινός θύτης μιας ιστορίας, ή αντίστροφα». Όσην ώρα ο Νικήτας έκανε τις λεπτές παρατηρήσεις του, ο Αλέξανδρος συνέχιζε να διεισδύσει με το μολύβι του στην

ψυχή της Στρατάκη, όπως ένας χρυσοθήρας ψάχνει για φλέβα χρυσού. Η καταπονημένη ωριμότητα και η στωική στάση της Αιμιλίας τού είχαν φέρει στο φως μια αμυδρή λεπτομέρεια ενός παλιού, ξένου στο σήμερα εαυτού της που του υπαγόρευε μετριοπαθείς ερμηνείες για την ασύλληπτη πράξη της. Μια πινελιά παλιού κοριτσίστικου αυθορμητισμού που έπλεε στο βλέμμα της ή κάποιο στίγμα θηλυκής αφέλειας πριν από το βάπτισμά της σε εμπειρίες που τη σκλήρυναν αποτελούσαν ικανοποιητικές εξηγήσεις για την τωρινή της ψυχρότητα. «Αληθεύει λοιπόν ότι εσείς οι ζωγράφοι έχετε την ικανότητα να διαβάζετε κατά κάποιον τρόπο τις ανθρώπινες ψυχές όπως κι εμείς οι ψυχολόγοι» είπε ο Νικήτας δυνατά, επιδιώκοντας να παρατείνει την κουβέντα με τον διπλανό του, ο οποίος του είχε κινήσει το ενδιαφέρον με το σκίτσο του. «Όλοι οι καλλιτέχνες έχουν λίγο πολύ αυτή την ικανότητα» παρατήρησε ο άλλος συνεχίζοντας να σκιτσάρει, παραδομένος στον καλλιτεχνικό του πυρετό, ενώ ο Νικήτας έκανε νόημα στον Μίνωα, που κατευθυνόταν προς το μέρος τους, να καθίσει κοντά τους. «Να σας συστήσω τον φίλο μου Μίνωα Ιωάννου. Είναι ο δικηγόρος της Στρατάκη. Καταλαβαίνετε τι σταυρό καλείται να σηκώσει σήμερα» είπε κουνώντας με νόημα το κεφάλι του. Οι χειραψίες που ακολούθησαν ήταν η αρχή μιας

ενδιαφέρουσας γνωριμίας που είχε φέρει κοντά τρεις ανθρώπους οι οποίοι απέκλιναν από τη μέση αντίληψη που κυριαρχούσε για τη Στρατάκη εκεί μέσα. Οι τρεις άντρες, αφού αντάλλαξαν τυπικά τις επαγγελματικές τους κάρτες, αισθάνθηκαν να τους δένει ευχάριστα αυτή η κατανόηση που τολμούσαν να νιώσουν για την προ πολλού καταδικασμένη φόνισσα στις συνειδήσεις των άλλων. Πάνω που ολοκληρώνονταν οι χαιρετούρες και ψιθυριστά μα ευθαρσώς τολμούσαν να αποκαλύψουν ο ένας στον άλλο την πιθανότητα να υπάρχει στο βάθος της πράξης της Στρατάκη μια αδιάσειστη λογική ερμηνεία για ό,τι είχε συμβεί, που δεν είχε να κάνει με πάθη, έρωτες, εκδίκηση και τα ρέστα, ακούστηκε: «Εμένα πάντως μου είναι μάλλον συμπαθής η Στρατάκη, όπως μου είναι συμπαθείς όλοι οι σκοτεινοί ήρωες με τους οποίους καταπιάνομαι. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η ψυχοσύνθεσή της. Το ενδιαφέρον της είναι η ασπίδα του σκοταδιού πίσω απ’ την οποία κρύβει την αλήθεια της…» Ήταν μια γυναίκα που μπήκε στην κουβέντα από την τελευταία σειρά των καθισμάτων με φωνή κοντράλτο – ίσως από το κάπνισμα ή από κάποιο γονίδιο που την έκανε να φτάνει στις αισθήσεις των συνομιλητών της τόσο ελκυστική. Όσην ώρα οι τρεις άντρες συζητούσαν, εκείνη είχε στήσει αυτί κρυμμένη πίσω από μια ανοιχτή εφημερίδα. «Μου κάνει εντύπωση που όλοι αδυνατούν να

καταλάβουν τη σιωπή της κατά την ανακριτική διαδικασία. Θα προτιμούσαν να αντιδρά συνηθισμένα, με ψέματα, δάκρυα και παρακάλια για να ελαφρύνει τη θέση της παρά να εκδηλώνει αυτή τη βραχώδη αταραξία. Τους εξοργίζει, νομίζω, η αξιοπρέπειά της. Ο σεβασμός που δείχνει στα θύματά της με το να μην αποζητά δικαιολογίες για κάτι που είναι ανέφικτο να έχει ελαφρυντικά, επειδή γνωρίζει πόσο ζοφερή και ασύλληπτη είναι η πράξη της». Ο Αλέξανδρος και ο Νικήτας στράφηκαν προς το μέρος της, διαπιστώνοντας προς μεγάλη τους έκπληξη ότι είχαν απέναντί τους μια γνωστή συγγραφέα, την Έλλη Ευριπίδου, η οποία συνήθιζε να καταπιάνεται με βιογραφίες επιφανών προσώπων, ιδιαίτερα γνωστή από εμφανίσεις της στη μικρή οθόνη. Έδωσαν τα χέρια και συστήθηκαν, νιώθοντας πως συμμετείχαν σε μια ιδιότυπη ομερτά. Και οι τέσσερις διέθεταν την τόλμη να αναγνωρίζουν στη «Μήδεια» την ιδιότητα του ευάλωτου ανθρώπου, με ό,τι μπορεί να συνεπάγεται αυτή η παραδοχή για έναν άνθρωπο που είχε το σθένος, το θράσος και τη σκοτεινή δύναμη να σκοτώσει ανυπεράσπιστα πλάσματα. «Η Στρατάκη δεν σιωπά επειδή δεν έχει κάτι να πει. Απλώς δεν βρίσκει τον λόγο να ζητιανέψει τον οίκτο των άλλων. Το πιθανότερο είναι να οικτίρει τόσο τον εαυτό της, που οποιαδήποτε ένδειξη λύπησης να την πληγώνει θανάσιμα. Βυθισμένη σ’ ένα αίσθημα ματαιότητας, περιμένει

την καταδίκη της για να τελειώνει μια και καλή με τη ρηχή νοημοσύνη των ανθρώπων. Όμως μη γελαστείτε απ’ την ανέκφραστη εικόνα της. Η Στρατάκη είναι ένα πλάσμα σκοτεινό. Είναι ικανή για τα πάντα. Όπως κάθε γυναίκα» συμπλήρωσε η Ευριπίδου σε μια απόπειρα ψυχογράφησης της Αιμιλίας, η οποία έκανε τους δύο από τους τρεις άντρες να συνοφρυωθούν με την επιπόλαιη δική τους προσέγγιση, ενώ ο Μίνωας παρέμεινε σκεφτικός, χτενίζοντας με τα δάχτυλα το τσουλούφι που έπεφτε στα μάτια του. «Θα συμφωνήσω» ομολόγησε θαρρετά έπειτα από λίγο, έχοντας βαρεθεί να καταπίνει τη σκέψη του στις συζητήσεις με φίλους και συναδέλφους του που κατηγορούσαν τη Στρατάκη για αρρωστημένη εκδικητικότητα. «Προφανώς πιστεύει πως κανείς δεν έχει την πρόθεση ή τη δυνατότητα να την καταλάβει, γι’ αυτό και προτιμά να κρύβεται σ’ αυτή την αδιαπέραστη σιωπή. Υπομένει στωικά τη διαδικασία έχοντας αφημένο, θαρρείς, το κορμί της εδώ, ενώ το πνεύμα της είναι φευγάτο σε άγνωστο χώρο και χρόνο, γυρεύοντας μια ποινή ή μια λύτρωση που πραγματικά θα την πονέσει και θα τη σώσει… Ο φόνος όμως είναι φόνος» ολοκλήρωσε τη φράση του ο Μίνωας, εκφράζοντας τη φωνή της αντικειμενικής δικαιοσύνης. «Και η γυναίκα είναι γυναίκα. Και αλίμονο σε όποιον πιστέψει ότι μπορεί για πάντα να την αδικεί δίχως να

πληρώσει κανένα τίμημα» ψιθύρισε η Ευριπίδου, μα δεν πρόφτασε να ολοκληρώσει το σκεπτικό της, αφού ακούστηκε η στεντόρεια φωνή του δικαστή που ανακοίνωσε την έναρξη της δίκης.

2

Ναι! Το μέτρο! Και μόνο να πεις τ’ όνομά του, νικά· μ’ αν και πράξη το κάμεις, δε θα βρεις πιο καλό για τον άνθρωπον άλλο. Μα το πάνω απ’ το μέτρο ποτέ τους θνητούς δε φελά· γιατί τόσα δεινά κι άλλα τόσα, αν θεός οργιστεί μ’ ένα σπίτι, γεννάει. ΜΗΔΕΙΑ EΥΡΙΠΙΔΗ, στ. 125-130

Η ΠΟΙΝΗ ΠΟΥ ΕΠΙΒΛΗΘΗΚΕ στην Αιμιλία Στρατάκη θεωρήθηκε μάλλον ικανοποιητική από τους περισσότερους. Τρις ισόβια χωρίς αναστολή για ανθρωποκτονία από πρόθεση σίγουρα δεν ήταν μια απόφαση που δεν ανταποκρινόταν στη βαρύτητα του εγκλήματός της. Ο εν

διαστάσει σύζυγός της σε συνέντευξη που παραχώρησε σε γνωστό τηλεοπτικό κανάλι με γυρισμένη πλάτη στον φακό έδειχνε συντετριμμένος για τον θάνατο των παιδιών τους, ωστόσο μίλησε για δικαίωση όταν ρωτήθηκε αν θεώρησε αίσια την έκβαση της δίκης. «Είναι μια δίκαιη απόφαση, δεν λέω» επισήμανε συγκλονισμένος, με τσακισμένη φωνή. «Όμως τα παιδιά δεν γυρίζουν πίσω. Είτε μείνει η τέως σύζυγός μου για πάντα στη φυλακή είτε όχι, εγώ δεν πρόκειται να ξανακούσω τις φωνές τους» υπογράμμισε με αλλοιωμένη από τη συγκίνηση χροιά, δίχως να βγάλει στιγμή τα μαύρα γυαλιά του μπροστά στον δημοσιογράφο. Είπε πως ήθελε να κρατήσει την ανωνυμία του και πως αυτός ήταν ο λόγος που δεν θέλησε να εμφανιστεί ούτε στο δικαστήριο, αδύναμος να διαχειριστεί το ασήκωτο βάρος του πένθους του. Δεν έλειψαν, βέβαια, και οι πιο αιμοδιψείς που διαφώνησαν με την απόφαση του δικαστηρίου υποστηρίζοντας πως σε τέτοιες περιπτώσεις επιβάλλεται η επαναφορά της θανατικής ποινής, αφού μόνο αυτή θα μπορούσε να εξασφαλίσει το ηθικό ισοζύγιο σε μια τέτοια πράξη. «Χρειάζεται κρεμάλα η άτιμη! Μα να σκοτώσει δυο παιδιά; Τι της έφταιξαν τα αγγελούδια; Κρεμάλα και πάλι κρεμάλα!» υποστήριξε με σθένος ένας περαστικός μπροστά στην κάμερα του κινητού συνεργείου ειδήσεων κάποιου

καναλιού. Η κατηγορουμένη δέχτηκε την απόφαση με την ίδια στωικότητα και απάθεια που παρακολούθησε και τη δίκη. Σαν να μην την αφορούσε. Σαν να ήταν η ίδια απλώς θεατής και όχι πρωταγωνίστρια στο δράμα της ζωής της. Λες και ήταν ανέφικτο να διαταράξει την ψυχραμία της ακόμα και η σκληρότερη απόφαση. Και σαν να περίμενε να απαλλαγεί από τις διατυπώσεις για να επιστρέψει στην ησυχία του κελιού της και στη γαλήνια συντροφιά των βιβλίων που δανειζόταν από τη βιβλιοθήκη της φυλακής. «Διαβάζει ασταμάτητα. Καταβροχθίζει βιβλία, για την ακρίβεια. Τίποτε άλλο δεν κάνει. Φροντίζει να περνάει απαρατήρητη εδώ μέσα και είναι απ’ τις πιο ήσυχες κρατούμενες που έχουν περάσει. Τις νύχτες κοιμάται με δυσκολία και πότε πότε πετάγεται έντρομη λέγοντας κάτι ακατάληπτες κουβέντες. Λόγια πολλά δεν έχει με καμιά απ’ τις υπόλοιπες. Πότε πότε στο προαύλιο ανάβει κάνα τσιγάρο, κι αυτή είναι η μόνη απόλαυση που επιτρέπει στον εαυτό της». Αυτή ήταν η λιτή πληροφόρηση που είχε για την Αιμιλία Στρατάκη ο Μίνωας από τον φύλακα που φρουρούσε την πελάτισσά του, και μάλλον επιβεβαιωνόταν από τη συμπεριφορά της γυναίκας, που έδειχνε ανεπηρέαστη από την απόφαση των ισοβίων. Το ακροατήριο ξέσπασε σε χειροκροτήματα όταν

ανακοινώθηκε η ετυμηγορία. Εξαίρεση αποτελούσαν οι τέσσερις άνθρωποι στα τελευταία καθίσματα, ο Νικήτας, ο Αλέξανδρος, ο Μίνωας και η Έλλη, που παρέμειναν παγωμένοι και αμίλητοι στις θέσεις τους, με τα μάτια χαμηλωμένα στο δάπεδο και τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, αμέτοχοι στους αλαλαγμούς του ακροατηρίου. Παρότι η απόφαση ήταν τελεσίδικη, σε μια τέτοια περίπτωση εγκλήματος ένα αγκάθι αμφιβολίας διαπερνούσε τη σκέψη ολωνών και μια υποψία κεντούσε τις συνειδήσεις τους. Ίσως να έφταιγε η συζήτηση που είχε προηγηθεί, ίσως τα ίχνη ανθρωπιάς στο βλέμμα της Αιμιλίας στο σκίτσο που της έφτιαξε ο Αλέξανδρος, ίσως ακόμα ο τρόπος που είχε μιλήσει η Έλλη για το σκοτάδι που κρύβει η καρδιά μιας αδικημένης γυναίκας ή η βεβαιότητα του Νικήτα ότι η φόνισσα είχε σώας τας φρένας όταν διέπραξε το έγκλημα, δέχτηκαν την απόφαση όλοι τους σαν να έπεσε πάνω τους κρύο νερό, κι ας μην είχαν εξαρχής την παραμικρή αμφιβολία για την έκβαση της δίκης. Η κατανόηση που έδειχναν για τη Στρατάκη αποτελούσε τον μοχλό που τους ωθούσε να μάθουν όσα γινόταν περισσότερα γι’ αυτήν. Το επαγγελματικό, το καλλιτεχνικό και το ανθρώπινο ενδιαφέρον συνηγορούσαν σε μια αναζήτηση που δεν είχε απολύτως καμία σχέση με την απονομή δικαιοσύνης για μια πράξη που αποτελούσε αναντίρρητα έγκλημα, αλλά έμοιαζε περισσότερο με κυνήγι

θησαυρού, με το σαφάρι μιας αλήθειας την οποία μπορούσαν να συλλάβουν μόνο όσοι διέθεταν ευρεία αντίληψη για τα ανθρώπινα λάθη ή όσοι είχαν βιώσει σε πρώτο πρόσωπο μια αδικία μη αποδείξιμη από τις συμβατικές μεθόδους των αρχών και της δικαιοσύνης. Τα μαύρα σύννεφα που σκέπασαν τις σκέψεις τους ευθύς μόλις άκουσαν την ετυμηγορία του δικαστηρίου από τα χείλη του προέδρου διαλύθηκαν μονομιάς όταν κάποιος από το ακροατήριο έμπηξε τις φωνές. «Η γυναίκα. Έπεσε η γυναίκα! Βοηθήστε με!» ούρλιαξε και όλα τα βλέμματα στράφηκαν στο πίσω μέρος της αίθουσας στα τελευταία καθίσματα, όπου είχε λιποθυμήσει μια ηλικιωμένη. Ο Νικήτας πρόσεξε πως ήταν η μόνη στιγμή που η Στρατάκη ανασηκώθηκε στο κάθισμά της γαντζώνοντας σφιχτά τα δάχτυλά της στα χερούλια της καρέκλας της, ενώ στο πρόσωπό της εναλλάσσονταν αμέτρητοι πονεμένοι μορφασμοί. Η έμπειρη ματιά του Αλέξανδρου διέκρινε στην όψη της φόνισσας την πάλη αντικρουόμενων συναισθημάτων. Σκιές νοσταλγικών στιγμών και απωθημένης στη μνήμη της αγάπης άρχισαν να σχηματίζουν στο πρόσωπο της Στρατάκη το παζλ μιας κρυπτογραφημένης στην όψη της «Μήδειας» αλήθειας που γαργάλησε επίμονα τις σκέψεις ολωνών. «Ένας γιατρός! Γρήγορα, ένας γιατρός!» συνέχιζε ο άντρας από το ακροατήριο να φωνάζει, ενώ ο Νικήτας είχε

ήδη γλιστρήσει ανάμεσα στο πλήθος που είχε φτιάξει ασφυκτικό κλοιό γύρω από τη λιπόθυμη γυναίκα. Έσκυψε πάνω από το σώμα της ελλείψει γιατρού εκείνη την ώρα και μέτρησε με ανησυχία τους σφυγμούς της. Η αγωνία που ξεχείλιζε στα μάτια του όταν σήκωσε το βλέμμα του προς τον κόσμο φανέρωσε με τη μία ότι η υπόθεση ήταν ιδιαίτερα σοβαρή. Ο Μίνωας έσπευσε να ειδοποιήσει ασθενοφόρο, ενώ ο Νικήτας συνέχιζε να κρατάει το χέρι της λιπόθυμης γυναίκας, νιώθοντας ανήμπορος να της προσφέρει κάποια άλλη βοήθεια πέρα από συμπαράσταση. Ο αντιπερισπασμός που προκάλεσε η λιποθυμία της άγνωστης ηλικιωμένης πρόσφερε τη δυνατότητα στους αστυνομικούς να οδηγήσουν αθόρυβα τη Στρατάκη προς το όχημα που θα την επανέφερε στην ισόβια πια κατοικία της. Πέρασαν δίπλα από τον Αλέξανδρο καθώς κατευθύνονταν προς την έξοδο και ο δεξιός συνοδός της Αιμιλίας σκούντησε τον άντρα που κρατούσε αμήχανα το σκίτσο της στο χέρι του. Γυρνώντας προς το μέρος της, ο ζωγράφος πρόσεξε ότι το βλέμμα της Αιμιλίας γύρευε ανάμεσα στο ανάστατο πλήθος να εντοπίσει την άγνωστη γυναίκα, και το νεφέλωμα που είχε απλωθεί στο πρόσωπό της πύκνωσε κι άλλο σαν διαπίστωσε ότι η γυναίκα ήταν ακόμη ξαπλωμένη στο βάθος της αίθουσας. Τα παγωμένα μάτια της Στρατάκη τώρα είχαν ένα χρώμα φλογερό, σχεδόν απόκοσμο.

«Το πρόσεξες κι εσύ;» ακούστηκε πάλι η αιφνιδιαστική φωνή της Έλλης Ευριπίδου, η οποία στεκόταν τόσην ώρα δίπλα στον Αλέξανδρο, παρατηρώντας προφανώς το στιγμιότυπο που είδε κι αυτός. Ο Αλέξανδρος κούνησε καταφατικά το κεφάλι και έκλεισε τις σελίδες του μπλοκ, ενώ ο Νικήτας πάλευε με ελαφριές μαλάξεις να συνεφέρει την άγνωστη γυναίκα. Το ασθενοφόρο έφτασε με καθυστέρηση λίγων λεπτών. Όταν οι νοσοκόμοι ρώτησαν αν θα συνόδευε την ασθενή κάποιος από το ακροατήριο, οι τέσσερις φρέσκοι φίλοι προσφέρθηκαν δίχως δεύτερη σκέψη. «Ένας μόνο» διευκρίνισε βιαστικά ο νοσοκόμος και εκείνοι συνεννοήθηκαν με τον κώδικα των ματιών. Δίχως πολλές κουβέντες, θεώρησαν σκόπιμο να συνοδεύσει ο Νικήτας τη γυναίκα, ενώ οι υπόλοιποι στριμώχτηκαν στο κόκκινο Σμαρτ.

Μπαίνοντας βιαστικά μες στο αυτοκίνητο, κανείς δεν πρόσεξε πως η Έλλη Ευριπίδου, που είχε στη χούφτα μόνο τα κλειδιά της όταν μπήκε στην αίθουσα του δικαστηρίου το πρωί, συνηθισμένη να κουβαλάει χρήματα και ταυτότητα σ’ ένα μικρό πουγκί κρεμασμένο από τον λαιμό της, κρατούσε τώρα σφιχτά στο στήθος της την τσάντα της πεσμένης γυναίκας. Την είχε εντοπίσει στο σημείο όπου είχε κυλήσει

ευθύς μόλις σωριάστηκε η ηλικιωμένη στα μάρμαρα της αίθουσας κι έσπευσε να τη μαζέψει, γλιτώνοντάς την από τους αετονύχηδες που εκμεταλλεύονταν ακόμα και στο άντρο της Δικαιοσύνης κάποια αναστάτωση ή συνωστισμό για να καρπωθούν μια εύκολη λεία. Μέσα στο αυτοκίνητο η ακουμπισμένη στα γόνατά της τσάντα άρχισε να γαργαλάει τη σκέψη της προκαλώντας της μια δελεαστική αδιακρισία. Στον νου της κυριάρχησε η πιθανότητα να κρυβόταν πίσω από το κλειστό φερμουάρ της ο λόγος για τον οποίο το αγαλμάτινο βλέμμα της Στρατάκη απέκτησε αιφνίδια το χρώμα της φωτιάς. Δεν είπε βέβαια τίποτε στους υπολοίπους μες στο αυτοκίνητο, οι οποίοι παρέμεναν βουβοί καθ’ οδόν για το νοσοκομείο, χαμένοι στο δικό του χάος σκέψεων ο καθένας. Ο φάρος του ασθενοφόρου αναβόσβηνε απελπισμένα και η σειρήνα του ξυπνούσε τις ταλαιπωρημένες από τις έγνοιες συνειδήσεις των οδηγών, που έκαναν στην άκρη για να περάσει ο άγνωστος ασθενής του οχήματος, αποδεικνύοντας το ανθρώπινο δέος απέναντι στο ενδεχόμενο του θανάτου. Το Σμαρτ ακολουθούσε σαν κατσαρίδα το γιγαντόσωμο ασθενοφόρο και ο Αλέξανδρος εκείνη την ώρα, εγκλωβισμένος στη σιωπή του, συνειδητοποιούσε πόσο πολύ είχε απομακρυνθεί από τον όρκο που είχε δώσει στον Ανέστη. Δεν χουζούρευε μες στα σκεπάσματα, δεν ζωγράφιζε λουλούδια και νεκρές φύσεις ούτε όδευε προς τη θάλασσα

για έναν ξένοιαστο καφέ. Καθηλωμένος στο τιμόνι του αυτοκινήτου του είχε αναπτύξει μια ιδιόρρυθμη σχέση με τρεις άλλους, άγνωστους ως εκείνη την ώρα, ανθρώπους και είχε βαλθεί να ρίξει φως στα κίνητρα μιας αδίστακτης φόνισσας, που η μειλίχια μορφή του σκίτσου που της είχε φιλοτεχνήσει τον είχε μπλέξει απερίγραπτα στον φαύλο κύκλο μιας ανήκουστης συμπόνιας. Αδυνατούσε ακόμα και ο ίδιος να καταλάβει τον λόγο για τον οποίο συμπαθούσε μια παιδοκτόνο, και μάλιστα μια μάνα που είχε αμετανόητα διαπράξει το ίδιο έγκλημα δύο φορές. Η μόνη ερμηνεία της αλλόκοτης τάσης του να δίνει ελαφρυντικά ακόμα κι εκεί που ήταν αδύνατο να υπάρχουν ήταν η ανάγκη του να καταλάβουν οι άλλοι δίχως χλευασμό και προκατάληψη τη δική του ιδιαιτερότητα. Κυρίως η μάνα του, η οποία αρνιόταν ακόμη να αποδεχτεί μια σεξουαλική επιλογή που απείχε πολύ από το να είναι μια επιπόλαιη παρόρμηση. Ένιωσε τους βολβούς των ματιών του να υπερθερμαίνονται, όπως συνέβαινε πάντα όταν θυμόταν την τιμωρία της σιωπής που του επέβαλλε εκείνη κάθε φορά που την απογοήτευε. Προτιμούσε να τον χτυπήσει ή να τον βρίσει παρά να έρχεται αντιμέτωπος με τούτο τον αδιαπραγμάτευτο αποκλεισμό από την αγάπη της. Βιάστηκε ωστόσο να συνέλθει παίρνοντας βαθιές αναπνοές και διώχνοντας τη δυσάρεστη σκέψη από το προσκήνιο του μυαλού του, λες και φοβήθηκε μήπως οι άλλοι τη διαβάσουν

και εντοπίσουν την ανάμνηση που μονοπώλησε για λίγο το μυαλό του. Το προπορευόμενο ασθενοφόρο πέρασε την πύλη του νοσοκομείου και στάθμευσε μπροστά στην είσοδο. Είχαν ήδη παραλάβει με ειδικό φορείο την αγνώστων στοιχείων γυναίκα όταν ο Αλέξανδρος πάρκαρε το Σμαρτ του πάνω στο πεζοδρόμιο, αδιαφορώντας για το ενδεχόμενο μιας κλήσης, και μαζί με την Έλλη και τον Μίνωα, που εκείνη τη μέρα δεν είχε άλλη υπόθεση στο δικαστήριο, κατευθύνθηκαν προς την αίθουσα αναμονής. Η ματιά τους εντόπισε αμέσως τον Νικήτα. Τους κοίταξε με βλέμμα απλανές, σαστισμένος ολοφάνερα από την εξέλιξη της μέρας τους. Η Έλλη μόλις εκείνη τη στιγμή πρόσεξε τα αρρενωπά χαρακτηριστικά του και την υπόνοια παιδικότητας που τρεμόπαιζε κάτω από τις γυριστές του βλεφαρίδες. «Κανείς δεν ξέρει τι του ξημερώνει τελικά!» παρατήρησε ο ψυχολόγος, φανερά καταβεβλημένος, μόλις πλησίασαν οι άλλοι. «Κοίτα τι έπαθε η γυναίκα στα καλά καθούμενα» πρόσθεσε αναστενάζοντας, ρίχνοντας μια ματιά στο κινητό του, που τον ειδοποίησε ότι είχε μήνυμα. «Τι είπαν οι γιατροί;» θέλησε να μάθει η Έλλη, που δεν έλεγε να αφήσει από την αγκαλιά της την ξένη τσάντα. «Έμφραγμα μάλλον. Θα ξέρουμε αφού γίνουν οι εξετάσεις» της απάντησε ο Νικήτας, ο οποίος είχε κατσουφιάσει διαβάζοντας το μήνυμα που μόλις είχε

υποδεχτεί στην οθόνη του τηλεφώνου του. Κάτι η υπερένταση που του προκάλεσε το όνομα του αποστολέα, κάτι η κούραση που συσσωρεύτηκε στο σώμα του, τον έκαναν ξαφνικά να δείχνει μεγαλύτερος σε ηλικία. Δεν πρέπει να είχε ξεπεράσει τα σαράντα, μα εκείνη τη στιγμή ένιωθε σαν να βάραιναν αιώνες τους λιγνούς του ώμους. Έτσι φάνηκε τουλάχιστον στην Έλλη, η οποία, λόγω της συγγραφικής της ιδιότητας, είχε τη δυνατότητα να παρακολουθεί τις μεταμορφώσεις που προκαλούν στα ανθρώπινα πρόσωπα οι συναισθηματικές τους μεταπτώσεις. Η τέχνη της την αδέλφωνε με τον Αλέξανδρο, ο οποίος εκείνη την ώρα ήταν ο σιωπηλός παρατηρητής της μεταμόρφωσης του Νικήτα από μειλίχιο, ήρεμο άνθρωπο σε ένα πλάσμα αλαφιασμένο και ανασφαλές. Κινούσε τα χέρια του μηχανικά, ξεφυσούσε ασταμάτητα σαν χύτρα ταχύτητας και έσφιγγε πότε πότε τα βλέφαρά του σαν να κατέβαζε ρολά σε ανεπιθύμητες αναμνήσεις. Κανείς από τους δύο ανθρώπους με τους οποίους είχε αναπτύξει αυτή τη νωπή, απροσδιόριστη ακόμη, επαφή δεν τόλμησε να τον ρωτήσει τι ήταν αυτό που τον είχε ταράξει. Μόνο τα μάτια τους παιδεύονταν να τρυπώσουν στα δικά του μήπως υπέκλεπταν κάποια συγκεχυμένη πληροφορία που θα κατέδιδε τον λόγο της έντασής του. Η ματιά όμως του Νικήτα ήταν εξασκημένη λόγω επαγγέλματος να ελίσσεται άψογα, αποφεύγοντας επιδέξια τις επίμονες «ανακρίσεις»

των ξένων βλεμμάτων. Εξάλλου, ακόμη δεν εμπιστευόταν αυτούς τους ανθρώπους. Τους γνώριζε ελάχιστες ώρες, κι έτσι του ήταν αδύνατο να ακουμπήσει επάνω τους το βάρος της προσωπικής του τραγωδίας. Μια τυχαία συγκυρία είχε διασταυρώσει τους δρόμους τους, και η πείρα του του έλεγε πως ίσως αύριο κιόλας η υποτυπώδης σχέση που αναπτύχθηκε ανάμεσά τους ατονούσε. Χρειάζονταν περισσότερα εχέγγυα επομένως για να μοιραστεί με αυτούς εκείνο το μήνυμα που κατασπάραξε τη γαλήνη την οποία με κόπο είχε ανακτήσει. Παρέμεινε οχυρωμένος μες στη σιωπή του, αντιδρώντας άθελά του με τον τρόπο που αντιδρούσε και η Στρατάκη. Για λίγο απομονώθηκε από τον περίγυρό του και αφέθηκε σε αποκαλυπτικούς συνειρμούς. Ο απολογισμός και μόνο όσων είχαν συμβεί από την ώρα που χτύπησε το ξυπνητήρι του ως εκείνη την ώρα τού προκαλούσε πρόσθετη κούραση.

Η δίκη της Στρατάκη, που είχε μπει σφήνα στο ούτως ή άλλως σφιχτό πρόγραμμά του, του δυσκόλεψε τη μέρα ακόμα περισσότερο. Ξύπνησε αχάραγα για να μελετήσει τους φακέλους των ασθενών με τους οποίους είχε ραντεβού το απόγευμα και έκανε τη βασική προεργασία για το μεσημεριανό φαγητό των παιδιών. Η οικονομική κρίση, που είχε αρχίσει να χώνει το χέρι της βαθιά και στη δική του

τσέπη, τον ανάγκασε να απολύσει τη γυναίκα που τα διάβαζε και τα φρόντιζε μόλις επέστρεφαν από το σχολείο, η οποία, συμμεριζόμενη το πρόβλημά του, συχνά τους μαγείρευε. Αυτό τον καιρό βρισκόταν αντιμέτωπος με ένα βουνό τετριμμένων αλλά αναγκαίων υποχρεώσεων. Ετοίμαζε φαγητό, ξυπνούσε και έντυνε τα παιδιά για το σχολείο, έλεγχε τα βιβλία και τις εργασίες τους, τα κατέβαζε στο σχολικό, κρατώντας στο ένα χέρι τις τσάντες και στο άλλο τη σακούλα με τα σκουπίδια, και επέστρεφε στο σπίτι σφαίρα για να στρώσει με την ψυχή στο στόμα τα κρεβάτια. Αν έμενε χρόνος από τις δουλειές του, άναβε τσιγάρο στο μπαλκόνι για να απολαύσει την ψευδαίσθηση λίγης ανεμελιάς. Έστω αυτών των πέντε λεπτών, που δύσκολα κατάφερνε να ξεκλέψει για να αφουγκραστεί μια στάλα τον εαυτό του. Έτσι κι εκείνο το πρωί, αφού έφερε σε λογαριασμό φαγητό, παιδιά και σπίτι και έμεινε μόνος εισπνέοντας το άρωμα του τσιγάρου του, κάθισε στο γραφείο του εξουθενωμένος, με το αχνιστό του τσάι για συντροφιά, ρίχνοντας μια φευγαλέα ματιά στις σημειώσεις του πριν φύγει για το δικαστήριο. Κάθε πρωί αυτή η εξοντωτική ιεροτελεστία δοκίμαζε τις αντοχές του σε μια επιβεβλημένη μοναξιά. Η βαρετή ζωή του, γεμάτη προβλέψιμες σκοτούρες, κυλούσε ανάμεσα στο γραφείο και στο σπίτι, δίχως ενδιάμεση στάση σε ευχάριστες προσωπικές στιγμές που εφοδιάζουν με ενέργεια την ψυχή του ανθρώπου προσφέροντάς του μια ανάπαυλα αισιοδοξίας.

Η Μαργαρίτα, η επί δέκα χρόνια σύζυγός του, τον είχε εγκαταλείψει τρία χρόνια νωρίτερα, αφήνοντας πίσω τη στάχτη από τις κοινές αναμνήσεις τους και την ευθύνη των παιδιών τους. Χρειάστηκαν μονάχα λίγες μέρες απουσίας για να συνειδητοποιήσει ο Νικήτας τη δύναμη και την αξία της παρουσίας της, κάτι που ομολογουμένως το είχε ξεχασμένο μες στη ροή της καθημερινότητας και στη σιγουριά που του ενέπνεε η ύπαρξή της. Υπήρχαν φορές που η ψυχή του γονάτιζε από τη συντριβή, ιδίως όταν το σώμα του λαχταρούσε να ενωθεί με το κορμί της και η μνήμη της σάρκας τον τιμωρούσε για έναν λόγο που αρνιόταν να προσδιορίσει. Το δυνατό μνημονικό του είχε χαρτογραφήσει σπιθαμή προς σπιθαμή το λατρεμένο σώμα της Μαργαρίτας, και στον Νικήτα αρκούσε για να αποκοιμηθεί να διανύει νοερά τις αποστάσεις από τα λαγόνια της γυναίκας ως τις ροδαλές ορθωμένες θηλές της και από τον κύκνειο λαιμό της μέχρι τις ρώγες των δαχτύλων της, αφήνοντας τα χέρια του –με τη φαντασία έστω– να χαϊδέψουν το διάφανο δέρμα της, έπειτα τις άκρες των πλούσιων χειλιών της, για να καταλήξουν στο βελούδινο δέρμα της κλειτορίδας της, όπως ένα παιδί αρνείται να αποκοιμηθεί χωρίς το αγαπημένο του παιχνίδι. Η μνήμη της γυναίκας έκανε τον Νικήτα να επιλέγει την επιστροφή σε εφηβικές τυραννικές συνήθειες που τον εγκλώβιζαν στο παρελθόν και δεν του επέτρεπαν να

αναζητήσει λίγη εκτόνωση σ’ ένα υπαρκτό σφριγηλό σώμα στο παρόν και στο μέλλον. Δεν σκέφτηκε να απαλλαγεί από το περιεχόμενο των συρταριών της ούτε να αδειάσει τα ρούχα της από την ντουλάπα τους, συντηρώντας έτσι την ψευδαίσθηση πως εκείνη ήταν ακόμη κοντά του, παντοτινά δική του, σάρκα από τη σάρκα του. Του άρεσε να μυρίζει ακόμη το άρωμά της που ήταν φωλιασμένο στις ίνες των υφασμάτων, νεκρανασταίνοντας τη φρούδα ελπίδα πως η Μαργαρίτα θα ξεπρόβαλλε από στιγμή σε στιγμή φορώντας το μαύρο δαντελένιο νυχτικό που τον ξεμυάλιζε τις νύχτες τους. Δεν έμαθε ποτέ τι απέγινε εκείνη ούτε ξανανταμώθηκαν από τότε που του άφησε το ψυχρό σημείωμα με τις λέξειςμαχαιριές από το οποίο ξεπετάχτηκαν τα φαντάσματα των παλιών ευτυχισμένων στιγμών τους για να ρουφήξουν το αίμα της καρδιάς του. «Φεύγω. Δεν πάει άλλο. Πρόσεχε τα παιδιά». Λόγια ελλειπτικά, απολύτως συγκεκριμένα και άχαρα, σαν την ανία που στάλαζε επί μήνες στο σμαραγδένιο βλέμμα της όποτε τον κοιτούσε. Για καιρό ο Νικήτας συμβίωσε με τα φαντάσματα των ενοχών του. Τα είχε δει τα σημάδια το έμπειρο μάτι του, μα η ψυχή του αρνιόταν να τα βάλει μαζί τους. Απέφευγε πεισματικά την αναμέτρηση με την αλήθεια. Προσποιόταν πως δεν την έβλεπε, με την ελπίδα να τον αγνοήσει κι αυτή.

Μα τελικά τον αγνόησε η Μαργαρίτα και όχι η αλήθεια. Γιατί η αλήθεια ξεπρόβαλε πάνοπλη μπροστά του, με νύχια, ρομφαίες και δόντια σουβλερά σαν διάβολος, μέσα από εκείνο το χαρτί, καρφώνοντας το κεντρί της στο στήθος του. Πέρασε ένας χρόνος για να παραδεχτεί πως η Μαργαρίτα υπέφερε βουβά, δίχως να του εκφράζει με λόγια τους κόμπους των συναισθημάτων που ήταν πλεγμένοι μέσα της. Τι διάβολο ψυχολόγος ήταν όμως αφού είχε αφήσει την ίδια του τη γυναίκα στο σκοτάδι μιας οδύνης που είχε εντοπίσει αμέτρητες φορές στα λεγόμενα των θηλυκών που συνέρρεαν στο γραφείο του; Η Μαργαρίτα έπασχε από τη νόσο χιλιάδων παντρεμένων γυναικών που είχαν μετατοπίσει το κέντρο βάρους της ευτυχίας τους στην ευτυχία των άλλων και στα λόγια φροντίδας και θαυμασμού που εκμαίευαν με δυσκολία πια από τους συντρόφους τους. Και είχε βαρεθεί. Λαχταρούσε ένα άγγιγμα στις χορδές της ψυχής της, που τις ένιωθε να σκουριάζουν και να ραγίζουν μία μία δίχως κανείς να φροντίζει για την… επισκευή τους. Τα χρόνια ασκούσαν πάνω της αφόρητη πίεση. Φοβόταν πως πάλιωνε σαν ρούχο μόδας παρωχημένης που κανείς δεν το θέλει. Του το φώναζε η όψη της που είχε τη χλωμάδα της δυστυχίας, το κορμί της που έπαψε να σπαρταράει στο αγκάλιασμά του, το μαύρο δαντελένιο νυχτικό της που έμενε ατσαλάκωτο στην κρεμάστρα και που τώρα ο Νικήτας το έβγαζε και το άπλωνε δίπλα του στο κρεβάτι τα βράδια, η

σιωπή της που τον τύλιγε σαν βρεγμένο ρούχο. Γιατί είχε κλείσει τα μάτια; Γιατί έκανε πως δεν έβλεπε τα φανερά συμπτώματα; Άραγε τα είχε εντοπίσει κάποιος άλλος; Είχε διαβάσει ένας επίδοξος εραστής την ανάγκη της για λίγη συντροφιά; Την απεγνωσμένη της έκκληση να νιώσει έστω για λίγο τη θέωση στα μπράτσα ενός άντρα; Ποιος να του άρπαξε τη Μαργαρίτα; Άργησε να σταθεί ο Νικήτας στα πόδια του. Κι αν δεν του συμπαραστεκόταν ο Μίνωας, ίσως να μην κατάφερνε ποτέ να βρει τον τρόπο να ορθοποδήσει. Η κάπως σουρεαλιστική αντιμετώπιση του θεσμού του γάμου από την πλευρά του φίλου του έκανε τον Νικήτα να διασκεδάζει με τα ευφυολογήματά του, μα ταυτόχρονα να εξοργίζεται με τον τρόπο που φερόταν στη Ροδή, τη δική του σύζυγο. Η μποέμικη ζωή που είχε επιλέξει απέβαινε σε βάρος του χρόνου και της ψυχικής της γαλήνης. Τη σκότωνε μ’ έναν τρόπο ανιχνεύσιμο μόνο στο κατάκοπο βλέμμα της. Αντίθετα, τα λόγια της άφηναν να φανεί η παραίτηση και η υποταγή της στην παντοδυναμία του αρσενικού. Τη λυπόταν. Ο ψυχολόγος Νικήτας, όχι ο δικηγόρος σύζυγός της. Εκείνος είχε βολευτεί σε αυτή την εικονική ανοχή της Ροδής, παρότι ως φίλος και ως ψυχολόγος ο Νικήτας προσπαθούσε να τον συνεφέρει από την εθελοτυφλία του. Ως ειδικός, τον προειδοποιούσε ότι ακόμα και το πιο μειλίχιο θηλυκό γίνεται μαινάδα όταν εξαπατηθεί και πως κατά βάθος κάθε γυναίκα

κρύβει μέσα της μια Μήδεια. Ο Μίνωας συνέχιζε απτόητος να κοκορεύεται πως άλλαζε σαν πουκάμισα τους παράνομους δεσμούς, κι ας του υποδείκνυε ο Νικήτας να μην υποτιμά τα τραύματα με τα οποία γέμιζε την ψυχή της Ροδής και ότι κάποτε οι πληγές που αντέχουμε μας σκληραίνουν και μας μεταμορφώνουν σε τέρατα. «Μη γελιέσαι. Όλα τα έχει αντιληφθεί. Και το δηλητήριο αυτής της γνώσης κυλάει μέσα της αλλάζοντάς τη σε κάτι που αδυνατείς να καταλάβεις. Σταμάτα, φίλε μου, όσο είναι καιρός. Μην προκαλείς την τύχη σου!» Μπορεί ο Μίνωας να θεωρούσε δεδομένη την πειθήνια γυναίκα του διαγράφοντας από τη σκέψη του κάθε απαγόρευση και κάθε σύμβαση που επιβάλλει ένας γάμος, μα τον τελευταίο καιρό συγκλόνιζε την καρδιά του ο φόβος που γεννά μια παράφορη ερωτική εξάρτηση. Όχι, δεν είχε ξαναερωτευτεί τη Ροδή, που συνέχιζε να αποτελεί το απάνεμο λιμάνι της ταραχώδους ιδιοσυγκρασίας του, μα αδυνατούσε πλέον να υπηρετήσει ευσυνείδητα το συζυγικό του καθήκον, καθώς στο σώμα του έκανε κουμάντο ένα άλλο τετραπέρατο θηλυκό. Η Τάνια, η νέα γραμματέας του, δεν είχε απολύτως καμία σχέση με το συνεσταλμένο κορίτσι που έκανε την καρδιά του να φτερουγίσει τότε που ακόμη σύχναζε στα έδρανα της Νομικής. Η αγάπη του για τη Ροδή έμοιαζε με ένα ευαίσθητο

βλαστάρι που ήθελε αμέριστη φροντίδα για να ανθίσει. Τότε αναπτύχθηκε μέσα του εκείνο το τρυφερό συναίσθημα της πρώτης αγάπης, που είναι γραφτό του να μαραίνεται από το βάναυσο άγγιγμα της ρουτίνας. Η Τάνια, αντίθετα, ήταν ένα αγριόχορτο που ξεφύτρωσε στο παρτέρι της καρδιάς του τότε που όλα πια έδειχναν πως είχε ανεπανόρθωτα ατροφήσει η ικανότητά του να ερωτεύεται, και ήταν προφανές από την πρώτη στιγμή που τα κορμιά τους συστήθηκαν πως η νεαρή γυναίκα το είχε βάλει σκοπό να αφανίσει όποια άλλη έγνοια διεκδικούσε τη σκέψη του. Έως τότε ο Μίνωας, ορκισμένος εχθρός των αιώνιων ερώτων, έβαζε στο σημάδι τη λεία του, την κατακτούσε και έπειτα αναζητούσε ένα καινούργιο κορμί που του εξήπτε το ενδιαφέρον ώσπου να το εξερευνήσει. Η Τάνια ήταν ένα θηλυκό με αρσενική νοοτροπία, αν μπορεί κάποιος να διαχωρίσει απόλυτα τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρονται τα δύο φύλα. Απαλλαγμένη από τη στερεότυπη σεμνοτυφία που όφειλαν για αιώνες να επιδεικνύουν οι γυναίκες, διεκδικούσε τον στόχο της με επιμονή και παρορμητικότητα κουρσάρου. Ο Μίνωας, που βρισκόταν στο δύσβατο κατώφλι του μεσήλικα, δεν πρόβαλε απολύτως καμία αντίσταση σε αυτή τη θηλυκή πολιορκία. Έπεσε εντέλει στον αόρατο ιστό της Τάνιας και η γυναίκααράχνη άρχισε να υφαίνει τη λαγνεία της τόσο περίτεχνα, που

δεν άφησε ούτε σπιθαμή από τη σκέψη του έξω από το πλεκτό της. Τα συμβούλια πύκνωσαν, οι απουσίες από το κρεβάτι της Ροδής αυξήθηκαν κατακόρυφα και οι αφηρημάδες του αποκάλυπταν αυτό που πάσχιζε απεγνωσμένα να κρύψει ακόμα και από τον εαυτό του. Είχε παραδόξως παρασυρθεί σ’ ένα συναίσθημα που επικάλυπτε κάθε νηφάλια σκέψη και είχε παραδοθεί σε έναν ερωτικό παροξυσμό που τον χλεύαζε επίμονα ως τη στιγμή που του συνέβη. Ωστόσο, ούτε η Ροδή ούτε εκείνος έβρισκαν το θάρρος να δώσουν τέλος στη νοσηρότητα της σχέσης τους. Αντάλλασσαν κάθε πρωί το χλιαρό συζυγικό φιλί τους, καλλιεργώντας και οι δυο τη βολική υποκρισία τους. Εκείνος παραδομένος στη δύναμη της συνήθειας και εκείνη στα δεσμά της γυναικείας της ανασφάλειας, που η μάνα της φρόντιζε συχνά να της ενισχύει: «Σαραντάρισες, Ροδή. Τον άντρα σου και τα μάτια σου! Ποιος θα γυρίσει να σε κοιτάξει τώρα πια αν…;». Η καταρρακωμένη αξιοπρέπεια της Ροδής έκανε τη γυναίκα δυστυχισμένη πίσω από την αφέλεια που υποκρινόταν πως τη διέκρινε. Ο Νικήτας ήταν απόλυτα σίγουρος πως η γυναίκα του φίλου του εθελοτυφλούσε. Ο Μίνωας, πάλι, έπειτα από τον ερωτικό ενθουσιασμό που του είχε προκαλέσει το κολακευτικό ενδιαφέρον της Τάνιας, ζούσε το δράμα εκείνου που αναγκάζεται να μοιράσει την

καρδιά του ανάμεσα στο ερωτικό του παραλήρημα και στον οίκτο που τον συντρίβει για το νόμιμο ταίρι του. Όντας σ’ αυτή την κατάσταση, βολεμένος μες στην τακτική της συγκατάβασης που ακολουθούσε η Ροδή, τολμούσε αποπάνω να συμβουλεύει τον Νικήτα, ο οποίος είχε γίνει κομμάτια από τη λιποταξία της Μαργαρίτας. «Σύνελθε, Νικήτα. Δεν ήρθε δα η συντέλεια του κόσμου επειδή έφυγε μια γυναίκα. Δες εμένα τι καλά που τα έχω βολέψει». Κι όμως, για τον Νικήτα είχε έρθει ένα είδος συντέλειας με τη φυγή της γυναίκας του, μιας και ο ίδιος με την έννοια του βολέματος δεν κατάφερνε να συνθηκολογήσει. Η συντροφιά του Μίνωα του έκανε βέβαια καλό, όπως πάντα κάνει καλό μια ανθρώπινη παρουσία σε ώρες αβάσταχτης θλίψης, ιδίως όταν αυτή είναι ευχάριστη και επιδιώκει να σου φτιάχνει τη διάθεση. Γιατί τι άλλο να έκανε ο Νικήτας από το να γελάσει με τη σαθρή φιλοσοφία του φίλου του; Ο ψυχολόγος όμως αδυνατούσε να αποκαταστήσει την ταραγμένη του ισορροπία όσο έμεναν αναπάντητα τα ερωτήματα που στοίχειωναν τον ύπνο και τον ξύπνο του.

Κανείς δεν είχε ξαναδεί τη Μαργαρίτα έπειτα από το μοιραίο πρωί που τον εγκατέλειψε και κανείς δεν είχε ακούσει κάτι για την κατοπινή ζωή της, σαν να την κατάπιε η γη ή σαν να

θέλησε εκείνη να ζήσει ινκόγνιτο τη μοναξιά που ενδεχομένως είχε διαλέξει. Όσο κυλούσε ο καιρός, γινόταν όλο και πιο ευάλωτος στο ενδεχόμενο η Μαργαρίτα να είχε διαλέξει έναν καινούργιο σύντροφο. Τον βόλευε να πιστεύει πως ήταν μόνη της και πως κανείς δεν απολάμβανε τα μυστικά του κορμιού της, τα οποία είχε εκμυστηρευτεί η σάρκα της στη δική του σάρκα μονάχα. Εκείνο που περισσότερο διατάρασσε τη γαλήνη του ήταν η απώλεια της ερωτικής αποκλειστικότητας και η αβεβαιότητα που τον διαπερνούσε σαν ρεύμα για τα δικά της συναισθήματα. Ο νους του διέσχιζε τις αξημέρωτες νύχτες του ψάχνοντας μες στις οικογενειακές φωτογραφίες τη «χάρτινη» ευτυχία τους που είχε ανεπιστρεπτί καεί από τη φωτιά της ρουτίνας, η οποία εξαφάνισε τα πάντα στο διάβα της. Πότε πότε, όταν ήταν μόνος στο σπίτι, έκαιγε με την καύτρα του τσιγάρου ετούτη την ευάλωτη ευτυχία των φωτογραφιών, μαζεύοντας τη στάχτη στο τασάκι και εξανεμίζοντάς την από το παράθυρο του καθιστικού. Έπινε, έκλαιγε, αναπολούσε και πάλευε να πείσει την ψυχή του να εξοβελίσει από μέσα του ό,τι είχε πάνω στη γυναίκα του λατρέψει. Δηλαδή τα πάντα. Τρελαινόταν ακροβατώντας στο επικίνδυνο σκοινί μίσους και αγάπης, μην ξέροντας ποιο συναίσθημα να διαλέξει για να λυτρωθεί. Προτίμησε εντέλει την αγάπη. Της παραδόθηκε. Χαλιναγώγησε το παράπονο και τη μοναξιά του. Θέλησε να

θυμάται τη γυναίκα του με σύνεση, υπομονή και νοσταλγία. Τα κύματα του μίσους καταλάγιασαν. Ο ύπνος του επανήλθε τα βράδια. Τα μπουκάλια του ουίσκι στην κάβα παρέμεναν άθικτα. Τα παιδιά τον αγκάλιαζαν πάλι και οι πελάτες του τον εμπιστεύονταν, αφού ανέκτησε το νηφάλιο, συγκροτημένο του ύφος. Στα παιδιά και στη δουλειά του χρωστούσε την ανάκαμψη από την αρρώστια της προδοσίας. Κρύφτηκε μες στις ψυχές των ασθενών του που προσπαθούσε να θεραπεύσει, κι έτσι, αντανακλαστικά, γιατρεύτηκε κάπως και η δική του. Η ζωή έτρεχε και μαζί της έπρεπε να τρέξει κι αυτός να προφτάσει τις ανάγκες των παιδιών, τα ψώνια, τα διαβάσματα, τα σχολεία, τις υποθέσεις του γραφείου του. Έκλεισε τη Μαργαρίτα σ’ ένα συρτάρι της μνήμης του και όποτε του έμενε λίγος χρόνος γυρνούσε το κλειδί και αναψηλαφούσε τη χαμένη παρουσία της. Πότε πότε αυτό το κρυφό κλειδωμένο συρτάρι της μνήμης το παραβίαζαν τα παιδιά. «Πότε θα γυρίσει η μαμά;» τον ρωτούσαν, περιμένοντας από τα χείλη του την πολλοστή διαβεβαίωση μιας αμφίβολης επιστροφής. «Δεν ξέρω ακριβώς. Μα θα γυρίσει. Μας αγαπάει και θα γυρίσει». Ακολουθούσαν αγκαλιές, φιλιά, πειράγματα πάνω στα τσαλακωμένα ριχτάρια του καναπέ, με τα σημάδια από τη

δύσκολη περίοδο συνύπαρξης ενός πατέρα με τα παιδιά του, που για χατίρι τους έγινε και μάνα. Πιτσιλιές από νερομπογιές, αόρατα δάκρυα, λεκέδες αλεσμένου φαγητού που η μικρή πετούσε σημαδεύοντας με το κουτάλι της το έπιπλο, όλα είχαν καταγραφεί από το ανεξίτηλο μελάνι της οικογενειακής θαλπωρής στη στόφα αυτού του καναπέ, όπου τις νύχτες ο Νικήτας άφηνε να ξεδιπλωθεί ο σπαραγμός του από το γιατί που φιδοσερνόταν ακόμη στη σκέψη του, παρότι την απάντηση την είχαν δώσει μέσες άκρες η λογική του και η επιστήμη του. «Ας είναι καλά» μονολογούσε ξαπλώνοντας αποκαμωμένος στο μαξιλάρι του, φέρνοντας στον νου του πόσο μόνη και πόσο αβοήθητη την είχε αφήσει σ’ αυτή τη λαίλαπα της καθημερινότητας, που εξοντώνει ψυχές και διαλύει αυταπάτες αιώνιου έρωτα. Η Μαργαρίτα ίσως να ήταν ο βασικότερος λόγος που εκείνο το πρωί ο Νικήτας σηκώθηκε αξημέρωτα για να προλάβει τις δουλειές του και να σπεύσει στη δίκη. Η ιστορία της Στρατάκη τού προκαλούσε απρόβλεπτες σκέψεις. Στο μυαλό του και η Μαργαρίτα ήταν μια απελπισμένη «Μήδεια» που αντί για μαχαίρι είχε καρφώσει την απουσία της στα στήθια των παιδιών της. Δεν διέφεραν και τόσο οι δυο τους λοιπόν. Η κατανόηση που έδειχνε εξαρχής για την Αιμιλία ώρες ώρες μπερδευόταν μ’ εκείνη που ένιωθε για τη γυναίκα του, και αδυνατούσε να ξεδιαλύνει το αλλόκοτο κουβάρι.

Διαβάζοντας τώρα ξανά και ξανά το μήνυμα που ήρθε στο κινητό του, ο Νικήτας βρέθηκε αντιμέτωπος με μια απόφαση που αδυνατούσε εκείνη την ώρα να πάρει. Η Έλλη, που ήξερε να αποκρυπτογραφεί τους ανθρώπινους μορφασμούς όπως ένας γεωργός διαβάζει τα σύννεφα μαντεύοντας τον καιρό, κατάλαβε πως αυτός ο άντρας ένιωθε παγιδευμένος στα πλοκάμια ενός φόβου. «Πόσο θα κάνουν να βγουν τα αποτελέσματα;» πετάχτηκε ο Αλέξανδρος, ο οποίος έψαχνε ολόγυρα αυτόματο μηχάνημα για καφέ. «Τι πράγμα;» ρώτησε ο Νικήτας, επιβεβαιώνοντας την υποψία των υπολοίπων ότι το μήνυμα τον είχε μεταφέρει σ’ έναν άλλο τόπο και χρόνο. «Ρώτησα, πότε σου είπαν οι γιατροί ότι θα βγουν οι εξετάσεις;» επανέλαβε η Έλλη την ερώτηση παρατηρώντας την τρεμούλα που κυρίευσε τα χέρια του άντρα. «Σε… σε λίγο. Έτσι είπαν. Τίποτε άλλο» ψέλλισε εκείνος, ενώ το τρέμουλο των χεριών του εντάθηκε και η ράχη του καμπούριασε θέλοντας να χωθεί βαθύτερα στη λαιμόκοψη του πανωφοριού του. «Κρυώνεις;» τον πλησίασε η Έλλη με ειλικρινές ενδιαφέρον, τολμώντας να πιάσει τα χέρια του και να τα κλείσει στα δικά της. Συνήθιζε να εκδηλώνει με θάρρος τα

αισθήματά της και είχε ξεπεράσει προ πολλού τα μάταια προσχήματα μεταξύ αντρών και γυναικών. Στην προχωρημένη νοημοσύνη της συγγραφέα τα ετερόκλητα προνόμια των δύο φύλων δεν ήταν παρά ευφυείς επινοήσεις μιας παρακμάζουσας πια κοινωνίας. Η αυθόρμητη πράξη είχε θετικό αντίκτυπο στον Μίνωα και στον Αλέξανδρο, μα ξάφνιασε τον Νικήτα, ο οποίος είχε καιρό να αισθανθεί το άγγιγμα ενός ανυστερόβουλου χεριού να κρατάει συντροφιά στο δικό του. Κάθισε ακίνητος απολαμβάνοντας τη θέρμη της ανθρώπινης επαφής, που διαπερνούσε ευχάριστα το δέρμα του. Είχε ξεχάσει πώς είναι το αίσθημα της συντροφικότητας, μα ένιωσε τρόμο στη σκέψη να πέσει ξανά στην ίδια παγίδα. Το χέρι του σπαρταρούσε μες στο δικό της. Η ιδέα της εξάρτησης από μια αγάπη τον φόβιζε χειρότερα και από τον θάνατο. Η Έλλη έλαβε με σαφήνεια το μήνυμα της αντίδρασής του, μα δεν πήρε το χέρι της από το δικό του. «Ποια είναι αυτή η γυναίκα; Μάθαμε τίποτε;» ρώτησε εντέλει με επίπλαστη αφέλεια, προσπαθώντας να απομακρύνει τη σκέψη του Νικήτα από το μαντάτο του κινητού του, σίγουρη πως αυτό ήταν η αιτία που ο άντρας είχε χάσει το χρώμα του. «Τίποτα» απάντησε εκείνος κοφτά και τράβηξε απότομα το χέρι του από το δικό της βάζοντάς το στην τσέπη του, απαγορεύοντας στον εαυτό του να συνηθίσει την

τρυφερότητα αυτής της ξένης γυναίκας αφού γρήγορα όφειλε να τη στερηθεί. Η πράξη του φανέρωσε τον φόβο της εγκατάλειψης, που τον είχε καταβάλει. Έχοντας συμφιλιωθεί με τη μοναξιά του, την περιφρουρούσε με σθένος, προσπαθώντας να κρατήσει μακριά του κάθε απειλητικό για την ηρεμία του συναίσθημα. Ήταν προφανές πως επεδίωκε μια ανέφικτη αυτάρκεια, που μπορεί να τον θωράκιζε από αμέτρητες πληγές, μα τον καταδίκαζε να κοιμάται σ’ ένα άδειο στρώμα δίχως τη γαλήνη που μπορεί να προσφέρει μια ζεστή θηλυκή παρουσία. Το σκληρό μάθημα που του είχε δώσει η Μαργαρίτα τον είχε αλλάξει. Ο Νικήτας ήταν έτοιμος πια να προδώσει προτού προδοθεί και να φύγει προτού υποστεί μια νέα εγκατάλειψη. Η σκιαγράφηση της προσωπικότητας του ψυχολόγου ήταν παιχνιδάκι για την Ευριπίδου, η οποία, όσο τον περιεργαζόταν, τόσο διαπίστωνε πως η περίπτωσή του την ενδιέφερε. Ήδη από το δικαστήριο, όταν πετάχτηκε στη συζήτηση των δύο αντρών, δεν ήταν μόνο η Στρατάκη το επίκεντρο του ενδιαφέροντός της. Οι απόψεις που διατύπωσε ο Νικήτας πριν από την έναρξη της δίκης είχαν τραβήξει την προσοχή της. Έτσι, για πρώτη φορά το συγγραφικό της ένστικτο ασχολήθηκε με την προσωπικότητα ενός φιλήσυχου και συνηθισμένου ανθρώπου. Η δύναμη ενός άντρα να αναγνωρίσει ελαφρυντικά στην ακραία συμπεριφορά μιας

γυναίκας αποδείκνυε πως οι κεραίες της ψυχής του ήταν σε θέση να πιάνουν τα δυσανάγνωστα για ένα αρσενικό σήματα που εκπέμπει ο γυναικείος ψυχισμός.

Ο Μίνωας Ιωάννου ξέσφιξε τη γραβάτα του και κάθισε απέναντι από τον Αλέξανδρο. Τον περιεργαζόταν ήδη από το δικαστήριο, καθώς τον είχαν υποψιάσει οι στρογγυλεμένες κινήσεις των χεριών του και ο ήπιος τόνος της φωνής του, που προσπαθούσε να κρύψει μια υπόνοια θηλυπρέπειας. Όχι πως είχε ιδιαίτερη σημασία αυτή η διαπίστωση, μιας και ο Μίνωας δεν υπήρξε ποτέ του σεξιστής, σοβινιστής ή ρατσιστής, μα εκείνες τις ώρες, που ένιωθαν όλοι τους αντιμέτωποι με τους δείκτες του μεγάλου ρολογιού που δέσποζε στην αίθουσα αναμονής, η εξιχνίαση της σεξουαλικής ταυτότητας των πρόσφατων φίλων κρατούσε μια χαρά απασχολημένο το μυαλό του. Τον Νικήτα και τη θλιβερή ιστορία του τα γνώριζε χρόνια. Η Έλλη ήταν υπεράνω πάσης υποψίας, καθώς κάποιοι έρωτές της είχαν απασχολήσει τα σκανδαλοθηρικά περιοδικά, τα οποία την παρουσίαζαν ιδιαίτερα άτακτη σ’ αυτά τα ζητήματα. Συνεπώς, απέμενε μόνο ο αμφιλεγόμενος Αλέξανδρος να τον προβληματίζει, σκεπάζοντας την ανησυχία του τόσο για την άγνωστη γυναίκα που χαροπάλευε όσο και για την Αιμιλία, που την είδε ταραγμένη για πρώτη

φορά όταν επιβιβαζόταν στο όχημα μεταγωγών με προορισμό την παντοτινή της φυλακή. Έπρεπε κάτι να κάνει για κείνη, μα τι; Όλα πια είχαν τελειώσει και είχαν μπει οι υπογραφές και οι σφραγίδες, που έκαναν την υπόθεση πιο οριστική και από τον θάνατο. Η εμφάνιση του γιατρού που ξεπρόβαλε από την αίθουσα εντατικής θεραπείας έκοψε την ανάσα και των τεσσάρων. Πετάχτηκαν όρθιοι σαν ελατήρια και κατευθύνθηκαν με συντονισμένα βήματα προς το μέρος του. «Θα ζήσει» τους είπε εκείνος λακωνικά και οι καρδιές τους επέστρεψαν στις θέσεις τους, έτοιμες να αφουγκραστούν και πάλι τους συνήθεις ρυθμούς της ζωής τους. «Είστε συγγενείς της;» τους ρώτησε ο γιατρός, καθώς χρειαζόταν ένα όνομα για τις τυπικές διαδικασίες. «Ας πούμε πως είμαστε» πετάχτηκε ο Αλέξανδρος, που ποτέ δεν τα πήγε καλά με τη γραφειοκρατία. «Θέλει να πει ο φίλος μας πως μπορείτε να στηριχτείτε σ’ εμάς μέχρι να συνέλθει η γυναίκα» παρενέβη ο Νικήτας. «Και το όνομά της ποιο είναι;» ρώτησε εκείνος, έτοιμος να σημειώσει τα στοιχεία της ασθενούς στα ανοιχτά του χαρτιά. «Στρατάκη. Ιουλία Στρατάκη» πετάχτηκε η Έλλη, αιφνιδιάζοντας τους άλλους με την άγνωστη πληροφορία που έφερε στο φως.

3

Ωχ, αλί, τρισαλί σου, καημένη! Τι σου φταίνε τα τέκνα στο φταίσμα του κύρη; Και γιατί τα μισείς; Αχ, οϊμένα, παιδιά, μη μου πάθετε τίποτα τρέμει η καρδιά μου. ΜΗΔΕΙΑ EΥΡΙΠΙΔΗ, στ. 116-119

ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΣΑΛΕΠΤΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ από τα δικαστήρια ως το νοσοκομείο, την ώρα που το κόκκινο Σμαρτ σαν αιμάτινη κηλίδα ταξίδευε στον ωκεανό της ασφάλτου ανάμεσα στην ποικιλομορφία των οχημάτων που όδευαν προς το κέντρο της Αθήνας, ο Αλέξανδρος και ο Μίνωας, βυθισμένοι στις σκοτούρες τους, ούτε που πρόσεξαν τι έκανε η Έλλη στο πίσω κάθισμα. Πότε πότε ο Αλέξανδρος, για λόγους

αβρότητας προς τη φιλοξενούμενη στο αυτοκίνητό του, έριχνε κλεφτές ματιές από το καθρεφτάκι του οδηγού, όπου συναντούσε τα μάτια της Έλλης να τον κοιτούν με το βλέμμα παιδιού που είχε μόλις διαπράξει κάποια αταξία. Δεν έδωσε βέβαια σημασία, αφού του ήταν αδύνατο να διανοηθεί ότι το χέρι της Έλλης είχε τρυπώσει ήδη στην τσάντα της λιπόθυμης γυναίκας και είχε εντοπίσει τα χαρτιά που υπήρχαν στο πορτοφόλι της. Η διαπίστωση του κοινού επωνύμου της Στρατάκη και αυτής της γυναίκας δικαιολογούσε απόλυτα την ταραχή που είχε κυριεύσει την Αιμιλία μόλις αντίκρισε τη μάνα της να μπαίνει συντετριμμένη στην αίθουσα κι έπειτα να σωριάζεται στα λερωμένα πλακάκια. Η ταυτότητα της γυναίκας έλυσε αμέσως τον γρίφο των πύρινων ματιών της Αιμιλίας και την ταραχή από μέρους της ηλικιωμένης Ιουλίας όταν ανακοινώθηκε η καταδίκη της κόρης της. Το βάρος της σκέψης της συγγραφέως μετατοπίστηκε από τη «Μήδεια» στη μάνα της, θέλοντας ίσως να μάθει ποια ήταν η κατάληξη της σχέσης τους έπειτα από το έγκλημα της κόρης. Όταν φανέρωσε αργότερα στην αίθουσα αναμονής του νοσοκομείου πως γνώριζε το όνομα της ασθενούς, τρία ζευγάρια μάτια στράφηκαν προς το μέρος της απαιτώντας μια λογική εξήγηση. Η Έλλη αρκέστηκε να χαμογελάσει, αφήνοντας για λίγο το μυστήριο να αιωρείται και τους άντρες να αναρωτιούνται

για το μέγεθος της πανουργίας της. Έπειτα έβγαλε το πορτοφόλι που περιείχε σε μια τσέπη την ταυτότητα της Ιουλίας και το αποδεικτικό στοιχείο πέρασε χέρι χέρι από την εποπτεία όλων των ματιών. Ο γιατρός, έχοντας λάβει την πληροφορία που χρειαζόταν και έχοντας δώσει αντίστοιχα την αόριστη απάντηση «θα γνωρίζουμε τι μέλλει γενέσθαι σ’ ένα εικοσιτετράωρο», είχε αποτραβηχτεί από την παρέα των τεσσάρων φρέσκων φίλων πιάνοντας την κουβέντα με μια νοσοκόμα. Ιουλία Στρατάκη, το γένος Αργυρίου, γεννηθείσα στις 17 Μαΐου του 1946 στη Μέδουσα Ξάνθης. Διεύθυνση κατοικίας: Ξάνθη επίσης. Επάγγελμα: οικιακά. Όνομα συζύγου: Ισίδωρος Στρατάκης. Τα στοιχεία που τους πρόσφερε η ταυτότητα δεν τους έλυσαν τις διάφορες απορίες που είχαν συσκοτίσει το μυαλό τους, αλλά σίγουρα ήταν μια σπουδαία αρχή. Στην ασπρόμαυρη φωτογραφία της ταυτότητας ξεπρόβαλε η στιβαρή και αγέρωχη νιότη της Ιουλίας. Τα μαλλιά ήταν τραβηγμένα προς τα πίσω, με τρόπο ώστε να μην πετάει ούτε τρίχα, και το οβάλ πρόσωπό της διέθετε επιβλητικές γωνίες που προσέδιδαν στην Ιουλία μια σκληρότητα σχεδόν αρσενική. Ήταν ολόιδια η Αιμιλία, έτσι όπως η κόρη της ατένιζε τον κόσμο από το εδώλιο του κατηγορουμένου περισσότερο ως κατήγορος παρά ως ένοχη, γνωρίζοντας κάτι που οι άλλοι αγνοούσαν. Τα μάτια της ήταν ολόιδια με

εκείνα τα βαθιά, γεμάτα μπερδεμένα νοήματα μάτια της κόρης της, που έκρυβαν κάτω από τη σιωπή τους μια οδύνη την οποία η Ιουλία είχε μάθει καλά να ελέγχει και να διαχειρίζεται. Τα χείλη της ήταν σφιγμένα, σαν να μην άνοιγαν ποτέ να πουν δυο λέξεις ή να γελάσουν, μιας και αρκούσε ένα κούνημα του κεφαλιού για να ειπωθούν όσα ήθελε η Ιουλία να φανερώσει. Πίσω από το διάφανο πλαστικό της αστυνομικής ταυτότητας έμοιαζε να κοιτάζει τον παρόντα χρόνο με μια δόση ειρωνείας. Ήταν όμορφη κάποτε. Προτού αρχίσει ο χρόνος να σκάβει τα χαρακτηριστικά της μ’ εκείνη την αμείλικτη μομφή που προσάπτει σε όποιους τυχαίνει να αποκτήσουν σκληρές εμπειρίες και τολμούν να ξεπεράσουν τα όριά τους. «Ατσάλινη γυναίκα» παρατήρησε ωστόσο ο Αλέξανδρος, κρατώντας περισσότερο από τους άλλους ανάμεσα στα δάχτυλά του την ταυτότητα. Ήδη από την πρώτη στιγμή που το βλέμμα του διαπέρασε τη ζελατίνα και αντάμωσε το βλέμμα της Ιουλίας Στρατάκη, ο ζωγράφος άρχισε να εντοπίζει σημάδια πληγών που άφησαν μέσα της κατάλοιπο μια επίκτητη σκληρότητα. Η ρυτίδα στον σταυρό των φρυδιών, αυτός ο αναθεματισμένος κότσος, που τη μεγάλωνε δύο δεκαετίες, τα αγέλαστα χείλη, τα μάτια… Εκείνα τα μάτια που έμοιαζαν με σπηλιές όπου ήταν κρυμμένα τα νεκρά όνειρα μιας στερεμένης πρόωρα αισιοδοξίας.

«Γιατί το λες;» τον ρώτησε ο Νικήτας, ο οποίος δεν έλεγε ακόμη να ξεκολλήσει το βλέμμα του από το κινητό του. «Αρκεί μια σύγκριση ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν της μορφής της για να καταλάβει κανείς πως δεν είναι μόνο ο χρόνος που της φέρθηκε βάναυσα. Αν το πρόσωπο είναι ο καθρέφτης της ψυχής, όπως λένε, τότε τα μύχια της Ιουλίας είναι γεμάτα ρωγμές και η ψυχή της σμπαράλια».

Στο ρολόι του τοίχου οι δείκτες είχαν ζευγαρώσει. Δώδεκα ακριβώς. Καταμεσήμερο. Η περί ανέμων και υδάτων κουβέντα είχε τραβήξει πολύ, ωστόσο όλοι έπιαναν τους εαυτούς τους να την παρατείνουν, σαν να φοβούνταν πως η απομάκρυνση από το νοσοκομείο θα σήμαινε αυτομάτως τη διάλυση της ευχάριστης συντροφιάς. Ο Μάρτης έκανε πάλι νάζια, κι ενώ είχε ξεκινήσει με λιακάδα, ξαφνικά τον έπιασαν τα μπουρίνια του. Η καταρρακτώδης βροχή έδωσε άλλοθι στους φίλους να μείνουν λίγο ακόμα δίχως λόγο στην αίθουσα αναμονής. Η Έλλη ρώτησε άλλη μια φορά τον γιατρό για την πορεία της υγείας της Στρατάκη. «Κοιμάται. Δεν πρόκειται να ξυπνήσει ως αύριο. Είναι σε καταστολή. Δεν έχει νόημα να περιμένετε» της διευκρίνισε για δεύτερη φορά, δυσανασχετώντας. «Να έρθουμε αύριο. Έτσι είπε ο γιατρός. Να έρθουμε πάλι

αύριο» επανέλαβε τα λόγια του αρθρώνοντας κάθε λέξη σχεδόν συλλαβιστά, λες και προσπαθούσε να αποσπάσει από τους άλλους μια υπόσχεση ξανανταμώματος. «Βρέχει, μα πρέπει να φύγω» ξεγλίστρησε πρώτος ο Νικήτας, αποφεύγοντας να δεσμευτεί. «Σε λίγο θα γυρίσουν τα παιδιά. Καταλαβαίνετε. Να τους βάλω να φάνε. Κι έπειτα, τα διαβάσματα… H μεγάλη γράφει διαγώνισμα αύριο… Πρέπει να τρέχω και τη μικρή στο μάθημα χορού πριν πάω γραφείο και…» Για το μήνυμα που είχε αδειάσει στο σώμα του ηλεκτρισμό απροσδιόριστων βολτ δεν έβγαλε τσιμουδιά. Ποιοι ήταν αυτοί στο κάτω κάτω για να μοιραστεί μαζί τους τα προσωπικά του; Ξένοι ήταν… Εισβολείς στην ερημιά του. Εχθροί, πάει να πει… Πώς μπορούσε να απαλλαγεί μονομιάς από τόσων χρόνων καχυποψία; Οι σκέψεις αυτές διέσχισαν το μυαλό του για δεύτερη φορά, ενισχύοντας την ούτως ή άλλως σθεναρή επιφυλακτικότητα του άντρα. Οι εξηγήσεις που πάσχιζε να δώσει παρείχαν στην Έλλη εν αγνοία του Νικήτα πρόσθετες πληροφορίες για τη ζωή του. Γυναίκα δεν αναφέρθηκε πουθενά. Όλες οι ευθύνες του θα διεκπεραιώνονταν σε πρώτο πρόσωπο, από το ίδιο πρόσωπο που πάσχιζε να παίζει δύο ρόλους, διχάζοντας την ψυχή του και βασανίζοντας το σώμα του. Ταυτόχρονα όμως το ξαφνικό τραύλισμα του λαλίστατου προηγουμένως ψυχολόγου επιβεβαίωνε την υποψία της πως το μήνυμα που

είχε λάβει είχε τη δύναμη ωστικού κύματος που διέλυσε την ψυχραιμία του. Να ένας ψυχολόγος που αδυνατεί να κουμαντάρει τη δική του ψυχή! συλλογίστηκε η Έλλη μειδιώντας τόσο ώστε να το ξέρει μόνο η ίδια, μ’ εκείνη την ελαφριά σύσπαση στο αριστερό της μάγουλο που έμοιαζε περισσότερο με στιγμιαίο τικ. Ο Νικήτας έδινε την εντύπωση του ανθρώπου που είχε κατορθώσει να φτιάξει έναν πύργο στην άμμο, κι ένα φύσημα του ανέμου ήταν αρκετό για να τον αναγκάσει να αρχίσει το χτίσιμο από την αρχή. Μόνο που εκείνος έτρεμε σαν το φύλλο στην ιδέα αυτής της αρχής, που στη σκέψη του σήμαινε μια επώδυνη επιστροφή στα είκοσι δύο του χρόνια, τότε που γνωρίστηκε με το άλλο μισό του, ή με ό,τι τέλος πάντων υπήρξε γι’ αυτόν η Μαργαρίτα. Γιατί μπορεί ο ίδιος να μην αναγνώριζε καμία αξία στην ύπαρξή του δίχως εκείνη, όμως η ίδια τού είχε αποδείξει με την πράξη της πως η αξία του για τη δική της ζωή ήταν μάλλον αμελητέα. Η φαινομενική γαλήνη του είχε έρθει αιφνίδια αντιμέτωπη με μια απρόσμενη απειλή. Αυτό ήταν βέβαιο. Την έτρωγε η περιέργεια να μάθει, μα, όσο κι αν το θράσος της φάνταζε χαριτωμένο στις περισσότερες περιπτώσεις που η Έλλη τρύπωνε εκεί που δεν την έσπερναν, στην περίπτωση του Νικήτα διαισθανόταν πως όφειλε να κινηθεί με μεγαλύτερη περίσκεψη και διακριτικότητα.

«Κι εγώ είμαι ξύπνιος από νωρίς. Πάλι τα κατάφερα και δεν εκμεταλλεύτηκα το ρεπό μου για λίγη ξεκούραση» παρατήρησε και ο Αλέξανδρος, ο οποίος είχε παραξενευτεί με την πρωτόγνωρη σιωπή του δικού του κινητού. Ο Ανέστης όταν έφευγε ταξίδι τού έδινε αναφορά κινήσεων κάθε τρεις και λίγο. Πότε ένα μήνυμα, πότε δυο λέξεις στο τηλέφωνο κρατούσαν τη φλόγα τους αναμμένη και το μυαλό του Αλέξανδρου συγκροτημένο και ακέραιο όσο αισθανόταν προστατευμένος μες στα σπάργανα της αγάπης του Ανέστη. Περίεργο! Πολύ περίεργο! συλλογίστηκε υποβάλλοντας στον εαυτό του τα συνηθισμένα ερωτήματα που τυραννούν τους ερωτευμένους, διογκώνοντας τη μόνιμη ερωτική τους ανασφάλεια. Μόνον ο Μίνωας συνέχιζε να είναι αραχτός στην καρέκλα του, σαν να μην του καιγόταν καρφί για τις υποχρεώσεις της ημέρας του. «Θα μείνω μέχρι να κοπάσει η βροχή» τους δήλωσε, βγάζοντας από την τσάντα του μια εφημερίδα για να διαβάσει άλλη μια φορά το πρωτοσέλιδο που αναφερόταν στη Στρατάκη. Στ’ αυτιά της Έλλης ο άντρας έδωσε την εντύπωση πως η βροχή ήταν το άλλοθί του για να αποφύγει μια δυσάρεστη διαδικασία. Ο Μίνωας ήθελε να ξεφύγει από κάτι και το μπουρίνι τού έδινε την πίστωση του χρόνου που χρειαζόταν. «Αύριο θα έρθω κατά τις δέκα» δήλωσε και η Έλλη,

απαιτώντας έμμεσα από όλους ένα ραντεβού. Κάτι της έλεγε μέσα της πως όλους τούς αφορούσε αυτή η ιστορία, για τους δικούς του λόγους τον καθένα.

Βγήκαν στη βροχή. Ομπρέλα δεν είχε κανείς τους, κι έτσι αναγκάστηκαν να αφεθούν στο έλεος της μπόρας. Η Έλλη έδειχνε να διασκεδάζει αυτή την υγρή εμπειρία, ενώ ο προνοητικός πάντα Νικήτας είχε ακούσει το δελτίο καιρού αποβραδίς και είχε βάλει το αδιάβροχό του. Χαιρέτησε ευγενικά τους υπόλοιπους και αναζήτησε εσπευσμένα ταξί. Ο Αλέξανδρος, αφού ψιθύρισε μια βλαστήμια για το λασπωμένο λευκό παντελόνι του, μανιώδης με την καθαριότητα και την τάξη, πρότεινε στην Έλλη να την κατεβάσει ως το κέντρο. Εκείνη αρνήθηκε με την πρόφαση πως είχε κάποια δουλειά στη γύρω περιοχή, παραξενεύοντας τον άντρα που έβλεπε τα ρούχα και τις μπούκλες της να στάζουν, φτιάχνοντας φιδοειδή ρυάκια πάνω στα πέτα της. «Θα κρυώσεις, μα δεν μου πέφτει λόγος» της είπε κοφτά κι έπειτα, μούσκεμα ως το κόκαλο και ο ίδιος, κατευθύνθηκε τρέχοντας προς το κόκκινο Σμαρτ τσαλαβουτώντας στις ξέχειλες από το βρόχινο νερό λακκούβες. Καρφάκι δεν του κάηκε όταν βρήκε μια κλήση, μουλιασμένη από το νερό, πιασμένη στις δαγκάνες των υαλοκαθαριστήρων. Με τον νου του κολλημένο στην απρόσμενη σιγή του τηλεφώνου του,

αδυνατούσε να νοιαστεί για την αφαίμαξη που θα έκανε στην τσέπη του ο Δήμος Αθηναίων. Μια αστραπή υποψίας δίχαζε το μυαλό του σε δύο εκδοχές. Δεν ήθελε να διανοηθεί ούτε την πρώτη ούτε τη δεύτερη, αλλά ήταν αναπόφευκτο να ανησυχήσει έπειτα από τόσες ώρες ανύπαρκτης επικοινωνίας. Το ενδεχόμενο να ήθελε ο Ανέστης να χωρίσουν του περνούσε ξυστά από το μυαλό αφαιρώντας μια ευαίσθητη φλούδα αισιοδοξίας. Από τότε που τον είχε γνωρίσει η ζωή του είχε αλλάξει, έχοντας καταφέρει να νικήσει την ανασφάλεια που του προκαλούσε χρόνια ολόκληρα η σιωπή της μάνας του, επειδή ο Ανέστης ανέλαβε όλους τους ρόλους που είχε ανάγκη να παίζει κάποιος στη ζωή του. Όσο το σκεφτόταν, εκείνο που πάντα φοβόταν πιο πολύ κι από τον διάβολο ήταν οι σιωπές… Οι ανεξήγητες αναπάντεχες αποχές από τα λόγια. Αυτές που τον ανάγκαζαν να βάζει με τον νου του απαίσια σενάρια ή να αναλαμβάνει ευθύνες που δεν του αναλογούσαν μόνο και μόνο για να πάψει το λεκτικό εμπάργκο που του επέβαλε εκείνη. Το ενδεχόμενο του χωρισμού το απέκλεισε μονομιάς, αδυνατώντας να προσδιορίσει αν αυτή η στάση του ήταν το αποτέλεσμα της εμπιστοσύνης που είχε στον Ανέστη ή απόρροια της άμυνας που ανέπτυσσε η καρδιά του σ’ αυτό το απευκταίο ενδεχόμενο. Απέμενε η άλλη εκδοχή: Να του συνέβη κάτι κακό· κάποιο

από τα απρόοπτα που θέτουν σε δοκιμασία τα νεύρα των εραστών, ενδυναμώνοντας ωστόσο το συναίσθημα που τους δένει. Στο μυαλό του άρχισαν αυθόρμητα να σχηματίζονται διάφορα σενάρια που έκαναν την όψη του να σκοτεινιάσει. Κάποιο μυστικό, μια κρυφή ασθένεια, ένα ατύχημα, μια αποτυχία στη δουλειά του Ανέστη, και μια αλυσίδα ακόμα πιθανοτήτων οι οποίες έσβηναν σαν γομολάστιχα κάθε ίχνος γέλιου από τα χείλη του και του κλόνιζαν την υπομονή. Μπήκε στο αυτοκίνητο και, πριν βάλει μπρος τη μηχανή, κάλεσε ο ίδιος τον Ανέστη, έχοντας βαρεθεί να περιμένει. Το κινητό του είχε σήμα, απόδειξη πως εκείνος μπορούσε, αν ήθελε, να επικοινωνήσει. Αν ήθελε… Ή αν μπορούσε… Οι αμφιβολίες τον έκλεισαν στην παγερή αγκαλιά τους. Κρύωνε φρικτά, ωστόσο ξανακάλεσε το νούμερο του Ανέστη, ώσπου βαρέθηκε να ακούει την ενημέρωση του τηλεφωνητή του: Η σύνδεση με τον συνδρομητή που καλέσατε δεν είναι εφικτή. Παρακαλώ, καλέστε αργότερα. Η υπομονή επίσης δεν ήταν εφικτή για τον Αλέξανδρο. Ένα ενοχλητικό προαίσθημα όργωνε το μυαλό του σπέρνοντας δυσοίωνες εκδοχές. Έσφιξε το τιμόνι σαν να στραγγάλιζε τις σκέψεις που τον τρόμαζαν. Μούσκεμα από τη βροχή, με την αγωνία να χαράζει εντός του μια βασανιστική αμφιβολία, πάτησε γκάζι και έσπευσε στο σπίτι για να φορέσει τις πιτζάμες του, να χωθεί στα σκεπάσματα, να ζωγραφίσει λουλούδια, όπως του υπέδειξε ο Ανέστης πριν φύγει και πριν

σωπάσει, έχοντας πλάι στο προσκεφάλι του τη συσκευή του τηλεφώνου, με την ψυχή του ζαρωμένη μες στην ελπίδα ενός κουδουνίσματος.

H Έλλη, αντιθέτως, δεν έλεγε να επιστρέψει στη βάση της. Προμηθεύτηκε από το αντικρινό περίπτερο τσιγάρα κι ένα περιοδικό ποικίλης ύλης, χαζεύοντας για λίγο τη βροχή. Τη μαγνήτιζε η ταχύτητα με την οποία σημάδευαν οι ψιχάλες το σώμα της και καλωσόριζε στη σάρκα της το μαστίγωμα του αέρα που παρέσερνε στο διάβα του χαρτιά, άδεια κουτιά αναψυκτικών και πεταμένες γόπες. Συνήθως κουβαλούσε μαζί της βιβλία, ένθερμη πολέμιος των ελαφρών αναγνωσμάτων καθώς ήταν επειδή πίστευε πως έκλεβαν τη δόξα από τη λογοτεχνία που υπηρετούσε. Μα αισθανόταν μάλλον γυμνή και μόνη δίχως τη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη, που τη διάβαζε για πολλοστή φορά, θέλοντας να εισχωρήσει στο πολύπλοκο κανάλι του μυαλού της ηρωίδας. Της έκανε εντύπωση το πώς γοητευόταν από την ψυχοσύνθεση των «κακών» της κλασικής λογοτεχνίας, αναζητώντας πάντα ελαφρυντικά για τις ανόσιες πράξεις τους. Ως και τη Φραγκογιαννού, εκείνη τη φόνισσα που στραγγάλιζε όποιο κορίτσι τύχαινε να πέσει στα χέρια της, με πρόφαση τη σκαιή μοίρα των γυναικών της γενιάς της, η

Έλλη την έβλεπε με συμπάθεια, ίσως σπρωγμένη από την ανάγκη της να κρίνει τα ξένα λάθη με επιείκεια για να μην κρίνεται αυστηρά για τα δικά της, με πλήρη επίγνωση ότι καθένας κατακτά την κατανόηση των άλλων μόνο όταν τους χαρίζει τη δική του. Δίχως ελπίδα να κουρνιάσει στη μαγική ατμόσφαιρα του βιβλίου, συμβιβάστηκε με την υποκουλτούρα του περιοδικού. Η μέρα της ήταν δύσκολη και δεν σκόπευε να την κάνει δυσκολότερη αφήνοντας τη μεμψιμοιρία της να πάρει το πάνω χέρι.

Εκείνο το πρωί, ξεκινώντας από το σπίτι για το δικαστήριο, ήταν σίγουρη πως θα αντίκριζε από κοντά ένα ανθρωπόμορφο τέρας, μα την περίμενε μια απρόβλεπτη ανατροπή. Η αρνητική εικόνα που είχε σχηματίσει για τη Στρατάκη διαλύθηκε μεμιάς με το που βρέθηκε στο οπτικό πεδίο της γυναίκας. Όταν η Έλλη μπήκε στην αίθουσα και κάθισε σε κάποιο από τα τελευταία καθίσματα, η Στρατάκη ήταν ήδη εκεί. Τράβηξε αμέσως την προσοχή της το αγέρωχο παράστημά της και το πέτρινο ύφος που έδειχνε πως αδιαφορούσε για την άποψη που είχε σχηματίσει για κείνη ο κόσμος. Περιέφερε το βλέμμα της αργά σαν περισκόπιο στον χώρο, δίνοντας την εντύπωση πως μόνο το κορμί της ήταν παρόν μες στην

αίθουσα, ενώ ο νους της ήταν φευγάτος σ’ έναν άγνωστο χωροχρόνο. Όταν όμως τα μάτια της σκόνταψαν πάνω στην Έλλη, επικεντρώθηκαν επίμονα στη μορφή της. Η Έλλη αισθάνθηκε άβολα με την ιχνηλασία της Στρατάκη πάνω στο πρόσωπο και στο σώμα της, λες και τη διαπέρασαν καρφιά. Η κατηγορουμένη συνέχιζε να την περιεργάζεται ανενδοίαστα, γδύνοντας την ψυχή της με τα μάτια. Οι δυο γυναίκες αντάλλαξαν βλέμματα όπως δυο εχθροί θα αντάλλασσαν πυρά. Άγνωστη η αιτία. Τουλάχιστον για την Έλλη, η οποία ένιωσε να τη γαζώνει η «Μήδεια» με τις ίριδες των ματιών της όσο η Στρατάκη δεν έλεγε να πάρει το βλέμμα από πάνω της. Αναμετρήθηκαν οι σιωπές τους για λίγα δευτερόλεπτα. Ο βουβός διάλογος που αναπτύχθηκε σ’ εκείνο τον διαξιφισμό των βλεμμάτων έκανε την Έλλη να αναριγήσει, λες και την απειλούσε η κάννη ενός όπλου. Κοίταγμα φονικό σε μια όψη αγγελική… Ή κοίταγμα αγγελικό στο πρόσωπο μιας Ερινύας… Αξεδιάλυτα συναισθήματα της δάγκωσαν το στήθος δίχως να γνωρίζει την πηγή τους. Κοιτώντας τη για δεύτερη όμως φορά, θεώρησε πως ήταν ιδέα της η εχθρότητα που εξέπεμπε το χρώμα των ματιών της Στρατάκη. Θα μου φάνηκε, συλλογίστηκε προσπαθώντας να συνέλθει. Κι έπειτα, είναι μόνη… Μια μάνα δίχως τα παιδιά της… Τι να έχει άραγε απομείνει μέσα της; Ποια γλύκα είναι

εφικτό να διασωθεί έπειτα από μια τέτοια πράξη; δικαιολόγησε τη Στρατάκη για όσα απροσδιόριστα της καταλόγιζε το αιχμηρό της κοίταγμα. Κάτι στις ίριδες της άλλης την απειλούσε σχηματίζοντας στο μυαλό της ένα αίνιγμα. Το κοίταγμα της γυναίκας την τραυμάτιζε για έναν λόγο που αδυνατούσε να προσδιορίσει. Τα μάτια της διέθεταν μια ενισχυμένη δόση πίκρας και ματαιότητας, που μεταδόθηκε αιφνίδια και σ’ εκείνη. Σφάλισε τα βλέφαρα, αδυνατώντας να υπομείνει άλλο το δίσημο βλέμμα της Αιμιλίας. Κάτι ψαχούλευε πάνω της, μα τι; Για ποιον λόγο είχε διαλέξει εκείνη για να μεταγγίσει εντός της τον πόνο, το μίσος, το πένθος, την πίκρα της; Η Έλλη έστρεψε νικημένη τα μάτια της αλλού. Η θλίψη της Αιμιλίας σαν να επιτέθηκε στην καρδιά της άλλης. Την ανάγκασε να σκάψει μέσα της και να εντοπίσει μια δυσεύρετη για κείνη κατανόηση, κι ένας κόμπος στάθηκε στον λαιμό της δυσκολεύοντας την ανάσα της. Την έσωσε μια εφημερίδα. Με την άκρη του ματιού της την εντόπισε παρατημένη στο διπλανό της κάθισμα. Μπορεί να ήταν μπαγιάτικες οι ειδήσεις, όμως τα φύλλα της όρθωσαν ένα οχυρό ανάμεσα σ’ εκείνη και τη Στρατάκη. Θωρακισμένη πίσω από το χαρτί, διαπίστωνε πως μέσα της γκρεμιζόταν η εικόνα που είχε ως εκείνη τη στιγμή για τη «Μήδεια» και τη θέση της έπαιρνε μια εκ βάθρων αντίθετη άποψη. Τώρα της φάνταζε συμπαθητική, απλή και ανθρώπινη, όπως απλός και

οικείος είναι πάντοτε ο πόνος. Τη συγχωρούσε για το κεντρί του μίσους που έμπηξε νωρίτερα στα σπλάχνα της για ανύπαρκτο λόγο. Θα ήθελε πολύ να τη γνωρίσει και να μάθει επιτέλους τι ήταν αυτό που την ώθησε έξω από τα όρια της αυτονόητης αγάπης για τα παιδιά της. Τι ήταν εκείνο που την παρέδωσε στο απείθαρχο κίνητρο ενός φόνου. Χρειάστηκε πολλή προσπάθεια για να κρύψει την ταραχή που την κυρίευσε, και η εφημερίδα πίσω από τα φύλλα της οποίας παρέμενε προφυλαγμένη δεν ήταν ικανή να απορροφήσει το τρέμουλο των δαχτύλων της. Το χαρτί θρόιζε μέσα στα χέρια της, μα κανείς δεν άκουγε τον ήχο μες στην αναστάτωση της αίθουσας. Η κουβέντα που επεδίωξε να πιάσει με τους δύο άγνωστους άντρες σαν άκουσε πως συζητούσαν το ίδιο ζήτημα μπόρεσε κάπως να ηρεμήσει την ταραχή της και έγινε αιτία να ξεκινήσει μια γνωριμία που έμελλε να ανοίξει μονοπάτια αυτογνωσίας στους καινούργιους φίλους.

Ταχύνοντας τώρα το βήμα της με κατεύθυνση προς το υπόστεγο του νοσοκομείου και αναμοχλεύοντας στον νου της όσα της είχαν συμβεί, κατέληγε στο συμπέρασμα πως ήταν άδικο να κρίνει τη Στρατάκη βασισμένη στις τερατολογίες των δημοσιογράφων, στην αδηφάγα διάθεση της κοινής γνώμης, που κατακρεουργεί όποιον πέφτει στα

νύχια της, και σε όσα της αράδιαζε με μένος για τις «φόνισσες» στις φιλοσοφικές τους συζητήσεις ο Αχιλλέας. Ο Αχιλλέας… Πού να βρίσκεται τώρα ο Αχιλλέας; αναρωτήθηκε και της ξέφυγε ένας βαθύς αναστεναγμός. Έξι μήνες δίχως ένα τηλεφώνημα ή δυο λέξεις, έπειτα από τη θύελλα της σχέσης τους, ήταν μια συμπεριφορά επιεικώς απαράδεκτη. Ο Αχιλλέας είχε εισχωρήσει στην καθημερινότητα της Έλλης σε μια περίοδο της ζωής της που το χάρισμα της γραφής έδειχνε να την έχει εγκαταλείψει. Η άλλοτε γόνιμη μήτρα του μυαλού της είχε αδρανήσει και ο φόβος της πνευματικής στειρότητας την έκανε να παραδίνεται σε εφήμερους έρωτες οδηγημένη από έναν οίστρο αυτοκαταστροφής. Έφταιγαν κι εκείνες οι κριτικές που τη μαχαίρωναν λέγοντας πως η γραφή της είχε χάσει πια τη σφριγηλότητά της και την ελκυστική για τους αναγνώστες φρεσκάδα της. Ο Αχιλλέας εμφανίστηκε στη ζωή της σαν φαντομάς τη στιγμή που η καρδιά της είχε πάψει να επενδύει σε μακροχρόνια συναισθήματα. Η ιστορία τους είχε ξεκινήσει με όλα τα φόντα μιας εφήμερης σχέσης. Μια φίλη που την πίεσε να συναντηθούν λόγω των γενεθλίων της, ένα συμπαθητικό μπαράκι στα Εξάρχεια διακοσμημένο με απομιμήσεις αρχαίων γλυπτών, δύο γοητευτικοί φίλοι στο διπλανό τραπέζι, άφθονο ποτό κι αυτή η… σκηνοθεσία της

δολοπλόκου μοίρας έφτασαν για έναν έρωτα θνησιγενή, της μιας βραδιάς, δίχως να δίνει υποσχέσεις για κάτι περισσότερο. Υπό κανονικές συνθήκες βέβαια. Γιατί ο έρωτας απέχει πολύ από τα στατιστικά και τα δεδομένα κάθε κανονικότητας. Οι άντρες τις κέρασαν ποτά, εκείνες τους ευχαρίστησαν με ευγένεια, τα κορμιά τους έδιναν σήματα δοτικότητας, έπιασαν κουβέντα. Ο Αχιλλέας φορούσε βέρα, ο άλλος όχι. Έλξη ένιωσε δυστυχώς για τον Αχιλλέα, αφού το κορμί της διάλεγε πάντα το ανέφικτο και το απαγορευμένο, λες και έβαζε στοίχημα με την ψυχή της πως θα πετύχει το ακατόρθωτο. Έδινε ωστόσο ελαφρυντικά στις εσφαλμένες επιλογές της υποστηρίζοντας πως οι σχέσεις είναι λαχεία και, όσο κι αν πιστεύει κανείς ότι διαλέγει μόνος του τον αριθμό που τραβάει, στην πραγματικότητα κάποια αόρατη δύναμη καθοδηγεί το χέρι του. Ξεμούδιασε το μυαλό της συζητώντας μαζί του. Η φαντασία της επιτέλους ξυπνούσε ξανά και ανακλαδιζόταν, γουργουρίζοντας με την τρυφερότητα που έδειχνε στην Έλλη εκείνος. Κοιτώντας το επιθετικό πράσινο των ματιών του, το μυαλό της γεννούσε ακατάπαυστα ιστορίες. Θεώρησε το βλέμμα του ελιξίριο της νεκρής έμπνευσής της. Τον χρειαζόταν επομένως σαν θεραπεία αποκατάστασης της λογοτεχνικής παρακμής στην οποία για καιρό είχε βουλιάξει. Το ίδιο βράδυ κοιμήθηκαν μαζί και η ένωση των κορμιών

τους κατέληξε σ’ ένα εκρηκτικό πυροτέχνημα ηδονής που αποσυντόνισε τον ορθολογισμό και των δύο. Εκείνος έφυγε μέσα στη νύχτα δίχως να ακούσει εκείνη τον ήχο της πόρτας ή τα βήματά του να γλιστρούν στα πλακάκια. Εξαφανίστηκε σαν αερικό, αφήνοντας στο μαξιλάρι της ένα σημείωμα που έγραφε πως θα ήθελε να την ξαναδεί και πως είχε καιρό να αισθανθεί τόσο ανθισμένο το σώμα του. Από κάτω, ο αριθμός του τηλεφώνου του. Το μειδίαμα που απλώθηκε στο πρόσωπό της την πλημμύρισε μ’ ένα αδιόρατο φως. Στάθηκε με θάρρος αντίκρυ στην οθόνη του υπολογιστή της, έτοιμη για μια δοκιμή που αρνιόταν μήνες να τολμήσει. Για καιρό απέφευγε να στηθεί απέναντι στη λευκή σελίδα, όπως αποφεύγει μια γυναίκα να δει τα σημάδια της κούρασης στο είδωλό της στον καθρέφτη. Έπειτα από τη νύχτα της με τον Αχιλλέα φίλιωσε πάλι με τη γραφή και με την όψη της, που ξαστέρωσε έπειτα από απροσδιόριστο διάστημα σκυθρωπότητας. Ρόδιζε η μορφή της όσο οι λέξεις κυλούσαν ποτάμι, σαν να έτρεχε πάλι στις φλέβες της το αίμα που είχε παγώσει. Η έξαρση της γραφής και το νεογέννητο ερωτικό συναίσθημα προκαλούσαν μέσα της μια πρωτόγνωρη ζέση. Η σπιρτάδα της βραδινής κουβέντας κι έπειτα η φωτιά που άρπαξαν τα σεντόνια της πυροδότησαν επιτέλους ξανά τον σπινθήρα μιας έμπνευσης που γεννούσε φρέσκες ιδέες. Έγραψε μονομιάς είκοσι ολόκληρες σελίδες, αδυνατώντας και η ίδια

να το πιστέψει. Τα δάχτυλα χόρευαν πάνω στα πλήκτρα και οι λέξεις τοποθετούνταν με χειρουργική ακρίβεια στο ηλεκτρονικό χαρτί. Όταν έκπληκτη με τον άξαφνο οίστρο της τηλεφώνησε στην υπεύθυνη εκδόσεων, η φωνή της ήχησε σχεδόν παιδική: «Κλειώ, θα ’θελα να δεις το κείμενο που σου έστειλα πριν από λίγο. Έχω ένα θετικό προαίσθημα για το ύφος. Πες μου τη γνώμη σου». Της τηλεφώνησε έπειτα από λίγο. Ο ενθουσιασμός ξεχείλιζε, θαρρείς, από το ακουστικό. Άρχισαν να κάνουν σχέδια για το εξώφυλλο, για τη διαφήμιση, για την περιοδεία που θα ακολουθούσε. Τα όνειρα για το μέλλον συντονίστηκαν στο όραμα μιας βέβαιης επιτυχίας. Ένιωθε σαν να έβγαινε ολοζώντανη από τάφο και ξεκινούσε τη συγγραφική της πορεία από το μηδέν. «Είχες καιρό να μου δώσεις τέτοιο υλικό. Μπράβο, Έλλη! Νομίζω ότι επέστρεψες δριμύτερη». Μεθυσμένη από το συναίσθημα της λογοτεχνικής επαναφοράς της, σχημάτισε δειλά το νούμερο του Αχιλλέα. Καμιά αμηχανία δεν σκίασε την πρώτη τηλεφωνική τους επαφή. Ήταν σαν να γνωρίζονταν χρόνια, κι έδειχναν με τα λόγια την ίδια οικειότητα που είχαν αναπτύξει και τα κορμιά τους υπό την επήρεια του ερωτικού ενθουσιασμού και του αλκοόλ. Έκτοτε έβρισκαν ευκαιρίες για να επιδιώκουν το αντάμωμα έστω με αυτή τη φωνητική επαφή, που είχε τη

δύναμη να τους φτιάχνει τη μέρα. Όποτε έβρισκε καιρό πεταγόταν στο σπίτι της για μια αγχωμένη ερωτική συνεύρεση ή της αφιέρωνε λίγο χρόνο το βράδυ προφασιζόμενος στη γυναίκα του κάποιο δείπνο εργασίας. Το σκεπασμένο πιάτο που του άφηνε η γυναίκα του στο τραπέζι πριν πλαγιάσει έμενε άθικτο όταν επέστρεφε χορτάτος από τις λιχουδιές που παράγγελναν μαζί με την Έλλη έπειτα από τις ερωτικές τους περιπτύξεις. Τηρώντας με δυσκολία τα προσχήματα, έκαναν και δύο μεγάλα ταξίδια μαζί, το ένα στην Ιαπωνία, για να συναντήσει τάχα κάποιους αντιπροσώπους της εταιρείας του, και το άλλο στην «πόλη του φωτός», σ’ ένα χριστουγεννιάτικο Παρίσι στολισμένο, θαρρείς, ειδικά για την περίσταση αυτής της… απόδρασης. Ο Αχιλλέας έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να κρατάει την Έλλη σε εγρήγορση και τη γυναίκα του σε ύπνωση –όσο ετούτο ήταν εφικτό– σε μια περίοδο που ακόμη αδυνατούσε να ισορροπήσει στο τεντωμένο σκοινί των επιθυμιών του. Ήξερε καλά τι λαχταρούσε και τι ήθελε να αποφύγει. Ήξερε πως αυτό το άγριο συναίσθημα ελευθερίας που είχε ξυπνήσει μέσα του η Έλλη μετάγγιζε στην ψυχή του μια παθιασμένη διάθεση να ζήσει έξω από τα όρια, τυχοδιώκτης σε έναν κόσμο γεμάτο φραγμούς. Ακόμα και τις ώρες που άφηνε την ερωμένη του μόνη φρόντιζε να διατηρεί το πάθος τους σε έξαρση με αμέτρητα

πικάντικα ή μελό μηνύματα, προκαλώντας ένα ευχάριστο λεκτικό πινγκ πονγκ. Ο ηλεκτρονικός μαντατοφόρος ήταν κομιστής καλών ειδήσεων ή… πικάντικων ευρηματικών υποσχέσεων. Ο ερωτικός ενθουσιασμός τους λειτουργούσε ως αναβολικό για την τέχνη της Έλλης. Την τόνωνε, οδηγώντας τη σε συγγραφικές υπερβάσεις, και της επέστρεψε τη χαμένη της ευεξία. «Θα χωρίσω. Θα ζήσουμε μαζί» της πετούσε πότε πότε κι εκείνη κορφολογούσε τα λόγια του και τα αποθήκευε στη μνήμη της. Μικρά φυλαχτά που ξόρκιζαν τη μοναξιά της τις ώρες που έμεναν χώρια. Γευόταν τη γλύκα αυτών των αναμνήσεων καθισμένη στον ριγέ καναπέ της αναπολώντας τη μορφή, τη μυρωδιά και την ηλεκτρισμένη αύρα του Αχιλλέα, ο οποίος άναβε στο μυαλό και στο σώμα της το σπίρτο της ελπίδας για αυθεντική συντροφικότητα. Προσποιόταν βέβαια πως δεν γύρευε τίποτε από κείνον παρά μόνο να κατέχει το κορμί και τη σκέψη του, έστω μοιρασμένη στα δύο, έστω δανεική με ασήκωτο επιτόκιο σε ενοχές. Μα αυτές οι… γκουρμέ γεύσεις ευτυχίας τής αρκούσαν για να ζει στα όρια μιας σαρωτικής προσδοκίας, πολεμώντας τα σύννεφα που αναδύονταν μες στο πλαίσιο της συγγραφικής της μοναξιάς, μέσα στο οποίο είχε απίστευτη ανάγκη από ανεξίκακες σκέψεις. «Μου αρκεί να σ’ έχω για όσο μπορείς εσύ».

Λόγια… Κατασπατάληση ανούσιων λέξεων… Φθορά ψυχής… Σκοτεινός έρωτας… Αόρατα δεσμά στη φυλακή ετούτης της ύπουλης εξάρτησης. Η Έλλη ανακάλυπτε άθελά της τα ζοφερά κανάλια της υποκρισίας. Μέσα σε λίγο καιρό μεταμορφώθηκε στον αντίποδα του εαυτού της. Έγινε αυτό που πάντα απεχθανόταν. Εξαρτημένη… Γρανάζι σε μια ξένη ζωή. Διακόπτης που φωταγωγούσε τα οράματα του Αχιλλέα, ενώ εκείνος και οι δειλές επιλογές του στερούσαν από εκείνη τo φως. Μέσα σ’ έναν χρόνο έγινε η «άλλη» στη ζωή του Αχιλλέα, μια «άλλη» με όλα τα συμπτώματα αυτού του άχαρου ρόλου. Άρχισε να καπνίζει αρειμανίως, κιτρινίζοντας τους τοίχους του άλλοτε πεντακάθαρου σπιτιού της, και να διανύει λόγω αϋπνίας αμέτρητα χιλιόμετρα στα πλακάκια του μπαλκονιού της. Και όσο εκείνη άλλαζε, μεταμορφωνόταν και ο Αχιλλέας, ο οποίος τρόμαζε από το θολό τοπίο του αόριστου μέλλοντός τους. Όλο και πιο αραιά ξεμύτιζαν από τα χείλη του οι παλιές υποσχέσεις, εκείνες που έσταζαν σερμπέτι και μέλι, και έρωτα, και αύρα καλοκαιρινή, και ήλιο, και αρώματα από μαγιάτικα άνθη. Η σιωπή του την έζωνε σαν θάνατος όταν έπαψε τις δηλώσεις περί διαζυγίου, που στην Έλλη έλειπαν όπως το νερό στον οδοιπόρο της ερήμου, κι ας ήταν ψεύτικες. Η λιακάδα άρχισε να σβήνει κάτω από την πυκνή συννεφιά και

ο Αχιλλέας όλο και περισσότερο έδειχνε αναποφάσιστος απέναντι στις ανακρίσεις των ματιών της. «Πού θα πάει αυτή η ιστορία, Αχιλλέα;» η μόνιμη πια ερώτηση της Έλλης, η οποία συνέχιζε ωστόσο να περιμένει σαν άβγαλτο κοριτσόπουλο μια αίσια κατάληξη σ’ ένα ρομάντζο στο οποίο δεν πίστευε ποτέ πως θα εγκλωβιζόταν πάλι. Η ψυχή της και η γραφή της έγιναν βραδυκίνητες, σαν να γέρασαν απότομα και οι δύο. Η καρδιά της στάλαζε στα γραπτά της φαρμάκι και η θολή ματιά της, που ζητιάνευε όσα αρνιόταν εκείνος να πει, έπαψε πια να έλκει τον Αχιλλέα. Πού θα πάει αυτή η ιστορία; αναρωτιόταν ασταμάτητα, ώσπου άρχισε να καταγράφει στο χαρτί τα στάδια της σχέσης τους, για να ανακαλύψει πόσο συνηθισμένο και ασήμαντο ήταν εντέλει αυτό που είχαν ζήσει. Η ιστορία τους ήταν μία από τις αμέτρητες ιστορίες παράνομων σχέσεων που είχαν αφήσει το αποτύπωμά τους σε σεντόνια ξενοδοχείων, σκοτεινά σινεμά και νοικιασμένες γκαρσονιέρες αυτής της πόλης με τον ωμό ερωτισμό του νέου αιώνα. Η Έλλη αποκαθήλωσε τον έρωτά της μονάχα όταν τον κατέγραψε, λες και η μετατροπή της σχέσης της σε ιστορία έλυσε τα μάγια που ασκούσε στη σκέψη της.

Διάβαζε τη Φόνισσα, λοιπόν, εκείνο τον καιρό και είχε ήδη σημειώσει στο περιθώριο τις ενστάσεις που ξετυλίχτηκαν στο

μυαλό της για την προσέγγιση του κειμένου από τους άντρες φιλολόγους που είχε στο γυμνάσιο, συνηθίζοντας να πηγαίνει κόντρα στο κατεστημένο, που κυριαρχούσε ακόμα και σε θέματα τέχνης, λογικής και επιστήμης. Σημειώσεις στο περιθώριο του μυαλού της υπήρχαν ήδη κάμποσες και για την περίπτωση της Αιμιλίας, παρά τα αμείλικτα «κατηγορώ» του Αχιλλέα, ο οποίος δεν έχανε ευκαιρία να της τονίζει τη φρικαλεότητα της Μήδειας του Ευριπίδη στις φιλολογικές τους συζητήσεις. Φιλόλογος συμπτωματικά και ο Αχιλλέας, μ’ ένα πτυχίο που δεν του χρειάστηκε ποτέ, αφού ασχολήθηκε από νωρίς με την καταχρεωμένη επιχείρηση υφασμάτων του αδερφού του πατέρα του. Ήταν τόσο λάβρος κατά της ευριπίδειας ηρωίδας, που η Έλλη θύμωνε με την αδιαλλαξία που επιδείκνυε όταν έπιαναν αυτή την κουβέντα, όπως θύμωνε κι όταν έκαναν ανατομία στην ψυχή της Φραγκογιαννούς κι εκείνος υποστήριζε πως ήταν μια σχιζοφρενής, ξεκουτιασμένη παλιόγρια. Η Έλλη, αντίθετα, ισχυριζόταν πως η ηρωίδα του Παπαδιαμάντη σκότωνε τα μικρά κορίτσια για να τα απαλλάξει από το ασήκωτο φορτίο του θηλυκού τους ρόλου, σε αντίθεση με τον Αχιλλέα, ο οποίος υποστήριζε πως η γερόντισσα απολάμβανε το έγκλημα, όπως κάποιος εθισμένος στη ζάχαρη γεύεται ένα γλύκισμα, αγνοώντας τη δύναμη που ασκεί το πληγωμένο συναίσθημα στην

εξαγρίωση των ανθρώπων. Μάλωναν λοιπόν για την τρελόγρια του Παπαδιαμάντη, αποφεύγοντας και οι δυο την κουβέντα για την παρηκμασμένη σχέση τους, που οδηγούσε ψυχές και κορμιά στην ψυχρότητα την οποία πάσχιζαν να αποφύγουν. Έσερναν λοιπόν άνευ λόγου αυτή την εκ του μακρόθεν πλέον συνύπαρξη, μια σχέση εν ολίγοις που υφίστατο κυρίως στο μυαλό τους, όπως κάποιος κρατάει στο συρτάρι ένα σπασμένο αντικείμενο που κάποτε του άρεσε κι ας μην του είναι χρήσιμο πια, αναπόδραστα μπλεγμένος στην απόχη μιας ανάμνησης. Η Έλλη έτρεμε πλέον την ανεξέλεγκτη αυτονομία που της χάριζε η αλλοτινή μοναξιά της κι εκείνος διαλυόταν στην ιδέα να επιστρέψει στο άψυχο ζευγάρωμα με τη γυναίκα του. Οι κορνίζες των παιδιών και της γελαστής συζύγου παρέμειναν ωστόσο αμετακίνητες στο μασίφ γραφείο όσο καιρό ανθούσε η παράνομη σχέση των δύο εραστών, όπως κάποιος αφήνει ανέγγιχτο το πατρικό του σπίτι πιστεύοντας πως κάποτε θα επιστρέψει στη γαλήνη που μόνο εκείνο του πρόσφερε. Με τον καιρό, ο άντρας κατάφερνε να διαχωρίζει απόλυτα τους ρόλους των δύο γυναικών στη ζωή του, ενώ η Έλλη άρχισε να τους μπερδεύει, διεκδικώντας τη θέση που δεν είχε στη ζωή του. Διεκδικούσε κι αυτή μια… κορνίζα στη σκέψη του και μια θέση πάνω στο γραφείο του. Με το πέρασμα του

χρόνου, το σπίτι της το ένιωσε μαυσωλείο νεκρών στιγμών, που όλο και πιο σπάνια της χάριζε ο Αχιλλέας. Ήταν φανερό πως την εγκατέλειπε με αργά, σταθερά βήματα. Όπως την πρώτη τους νύχτα που έφυγε νυχοπατώντας σαν κλέφτης δίχως να ακούσει πίσω του την πόρτα να κλείνει. Κλέφτης… Εκείνος ή εκείνη; Η ευφυΐα της της επέτρεπε να διακρίνει εξαρχής τα σημάδια και να κουβαλάει μέσα της το φορτίο αυτής της ερώτησης, αφού γνώριζε από την πρώτη στιγμή τον γάμο του εραστή της. Κλέφτρα λοιπόν… Μια εθισμένη κλέφτρα των τιμαλφών της αγάπης του Αχιλλέα, που τα έχανε τώρα ένα ένα. Πρώτα τα λόγια και τις υποσχέσεις κι έπειτα τη σάρκα του, την ευωδιά του, το πάθος, που στέγνωσε ξαφνικά κι έγινε υπεκφυγή και αγωνία. Η συγγραφική στειρότητα επανήλθε δριμύτερη μαζί με την ανασφάλεια που την έκανε να αμφιβάλλει για τη γυναικεία της γοητεία. Η αμφιβολία την ακολουθούσε σαν τη σκιά της. Ήταν μια φοβισμένη μόνη γυναίκα που πάλευε να συναρμολογήσει τα χαμένα κομμάτια της, αναζητώντας σε ρούχα, παπούτσια και καλλυντικά, στα άψυχα δηλαδή εφόδια της γυναικείας σαγήνης, την ομορφιά της ψυχής της που είχε φθαρεί. Η άγνωστη γυναίκα που ξεπρόβαλλε στον καθρέφτη της εκλιπαρούσε την Έλλη να βρει μια λύση για να ανακτήσει την παλιά εκδοχή του εαυτού της, εκείνο το αθεράπευτα επιπόλαιο κορίτσι που στα σαράντα του ανακάλυψε τον

έρωτα με την εξοντωτική ελαφρότητα της εφηβείας. Είχε γίνει αγνώριστη από το κάπνισμα και τη θλίψη, δίχως την αισιοδοξία που της εξασφάλιζε η σταθερή παρουσία του Αχιλλέα, ο οποίος όλο ξεμάκραινε, γκρεμίζοντας τις γέφυρες που τους ένωναν. Αραίωσαν τα ραντεβού, πύκνωσαν οι ακυρώσεις των συναντήσεων, έσβησαν από τα χείλη τους οι όρκοι, τα λόγια, εκείνα τα λόγια που ανάσταιναν και σκότωναν μαζί. Μόνο το κουτάβι που της είχε χαρίσει ο Αχιλλέας κι εκείνη το φώναζε με το όνομα του εραστή της υπέβαλλε τα σέβη του στη μοναξιά της γλείφοντάς της τα χέρια σε ένδειξη συμπαράστασης. Πέρασαν πέντε μήνες ώσπου να θέσει στον Αχιλλέα το τελεσίγραφο που αποκάλυψε τη γύμνια της αλήθειας που κατά βάθος γνώριζαν και οι δυο. «Αχιλλέα, έφτασε η ώρα να πάρεις μια απόφαση για μας». Η ετυμηγορία του Αχιλλέα δεν ανακοινώθηκε με λέξεις. Η σιωπή του μίλησε και ήταν πιο φλύαρη από ποτέ. Έξι ολόκληροι μήνες δίχως τηλεφώνημα είπαν όσα έπρεπε να ειπωθούν. Η απόφαση ήταν συγκεκριμένη, σαφής και μάλλον προβλέψιμη. Η Έλλη απέμεινε μόνη να προσπαθεί να μαζέψει σε σακούλες σκουπιδιών τα αντικείμενα που της τον θύμιζαν και να ξεριζώσει από μέσα της μια ανόητη προσδοκία που αρνιόταν να ατονήσει. Άρχισε να γράφει και να σβήνει ασταμάτητα, παλεύοντας να ζωντανέψει τον νεκρό ξανά συγγραφικό της οίστρο.

Ώσπου άκουσε στην τηλεόραση την υπόθεση της Στρατάκη. Της κίνησε το ενδιαφέρον αυτή η μυστηριώδης σιωπή της παιδοκτόνου, που δεν έσταξε ένα δάκρυ ούτε ψέλλισε μία συγγνώμη όταν τη συνέλαβαν. Η Έλλη είχε ήδη ξαναβρεί τον εαυτό της τη μέρα της δίκης κι ένιωθε μάλλον ευτυχής που ανακτούσε τις παλιές σταθερές αντιλήψεις της για τις ολέθριες συνέπειες του έρωτα, που τις παραλλήλιζε με επιδημία κάνοντας χιούμορ. Είχε εντοπίσει τα συμπτώματα αυτής της «επιδημίας» στο πρόσωπο του Νικήτα και είχε διαπιστώσει την ίδια ανησυχία και στο πρόσωπο του Αλέξανδρου. Μόνο στην όψη του Μίνωα τα σημάδια ήταν δυσανάγνωστα, προκαλώντας της σύγχυση.

Με τα τσιγάρα στη χούφτα, την τσάντα της Ιουλίας Στρατάκη περασμένη στον ώμο και το περιοδικό μουλιασμένο από την μπόρα, κατευθύνθηκε ξανά προς το κτίριο όπου νοσηλευόταν η γυναίκα. Το βρόχινο νερό τρύπωσε από τη λαιμόκοψη του ρούχου της και διέγραφε την πορεία της ραχοκοκαλιάς της, μα ούτε που της πέρασε από το μυαλό να επιστρέψει στο σπίτι. Παρότι προσπαθούσε εξαρχής να αντιπαθήσει την Αιμιλία, με βάση τις πληροφορίες που είχε συγκεντρωμένες για το προφίλ του χαρακτήρα της, από την ώρα που την αντίκρισε στο δικαστήριο και αφότου είδε τη μάνα της να

σωριάζεται συντετριμμένη από την απόφαση των «ισοβίων», κάτι ανέτρεψε την πρόθεσή της να κατατάξει τη γυναίκα στους εκ γενετής εγκληματίες. «Οι δημοσιογράφοι έχουν άδικο» μονολόγησε, θέλοντας ίσως να αμφισβητήσει την κοινή γνώμη για άλλη μία φορά, γκρεμίζοντας από το βάθρο της την κοινότοπη δικαιοσύνη, που έπαιρνε αθώους στον λαιμό της πολλές φορές. Η Ιουλία Στρατάκη ή κάποιοι φίλοι ή συγγενείς της Αιμιλίας ίσως να έριχναν φως σε μια ιστορία καλά κρυμμένη μέσα στις ενοχές τους. Μια τέτοια πιθανότητα γαργαλούσε προκλητικά το συγγραφικό της ταμπεραμέντο και την ωθούσε να στρατοπεδεύσει στην αίθουσα αναμονής στήνοντας καρτέρι σε όποιον εμφανιζόταν να φροντίσει τη γυναίκα. Αν εμφανιζόταν… Έτσι αποφάσισε να περάσει την υπόλοιπη μέρα της. Η Στρατάκη ήταν μια πρώτης τάξεως ιστορία αφού αφορούσε σίγουρα το κοινό, και η εκδότριά της θα έτριβε τα χέρια της με το χειρόγραφο-λαβράκι.

Μπαίνοντας στην αίθουσα αναμονής, διέκρινε από μακριά τη ράχη του Μίνωα. Το μπορντό πανωφόρι του ξεχώριζε ανάμεσα στους υπόλοιπους επισκέπτες. Είχε αλλάξει θέση, σαν να μην ήθελε να παρακολουθεί το ανθρώπινο κομβόι που μπαινόβγαινε στο νοσοκομείο, ψάχνοντας ίσως μια ήρεμη γωνιά για να αφουγκραστεί τον εαυτό του. Χτύπησε το

κινητό του την ώρα που η Έλλη άνοιξε βήμα για να τον πλησιάσει. Το ελεύθερο χέρι του κινιόταν σπασμωδικά, προδίδοντας ασυγκράτητο εκνευρισμό. Τον έφτασε νυχοπατώντας, μη θέλοντας να διακόψει το τηλεφώνημά του, και άθελά της άκουσε τα λόγια που εκσφενδόνιζαν τα χείλη του με ιδιαίτερη επιθετικότητα και θυμό. «Σου είπα, θα της μιλήσω. Όχι σήμερα. Με πιέζεις. Όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή. Ναι. Εγώ θα κρίνω το πότε. Επιτέλους, πάψε να μ’ εκβιάζεις. Σήμερα είναι αναστατωμένη με το παιδί. Έχει πυρετό. Και πνίγομαι στη δουλειά. Δείξε λίγη κατανόηση. Δεν θα περάσω… Είμαι στο δικαστήριο. Δεν θα έρθω το μεσημέρι. Ούτε μετά. Σου είπα, έχω απίστευτη δουλειά. Μην τολμήσεις! Δεν φταίει σε τίποτε. Ναι, σου τ’ ορκίζομαι. Θα της μιλήσω. Σε παρακαλώ… Δεν της αξίζει να το μάθει μ’ αυτό τον τρόπο. Σε παρακαλώ… Εντάξει. Θα έρθω. Όποια ώρα και να ’ναι. Σου είπα, θα έρθω». Μιλούσε προσπαθώντας να ελέγξει την ένταση της φωνής του, παρότι αδυνατούσε να χειραγωγήσει τον θυμό που τον έπνιγε. Ολόγυρα είχαν στήσει αυτί. Η Έλλη ήταν αυτόπτης μάρτυρας μιας κατάστασης που είχε και η ίδια βιώσει. Ένιωσε τα πόδια της να τρέμουν και η ψυχή της ράγισε στη σκέψη πως και ο Αχιλλέας κατασκεύαζε με τον ίδιο τρόπο τα ψέματα και τις υπεκφυγές του, διχασμένος ανάμεσα στον ρόλο του συζύγου και του εραστή. Δεν τον είχε ωστόσο φανταστεί ποτέ κυριευμένο από τον πανικό που είχε πιάσει

τώρα τον Μίνωα. Για πρώτη φορά, κοιτώντας τον δικηγόρο, διαπίστωνε πόσο δύσκολο θα ήταν και για τον Αχιλλέα να ζει εγκλωβισμένος σ’ ένα ψέμα που του έστηνε ασταμάτητα παγίδες. Αισθάνθηκε κυκλωμένη από ενοχές. Βασανιζόταν άραγε κι εκείνος όπως και η ίδια; αναρωτήθηκε για πρώτη φορά έπειτα από αμέτρητα «κατηγορώ» που καταλόγιζε στον άντρα ο εγωισμός της. Μήπως βασανιζόταν περισσότερο; Στη σκέψη αυτή, που καρφώθηκε πρώτη φορά στο μυαλό της, έκανε να βγάλει ένα τσιγάρο, μα σταμάτησε μόλις αντίκρισε στον τοίχο το σχετικό απαγορευτικό. Η αυτοκριτική της της έριχνε ύπουλες γροθιές στο στομάχι και έπαψε να αισθάνεται ως η μόνη αδικημένη σ’ αυτή την υπόθεση. Ήταν φταίχτες και οι δυο, συνένοχοι για τον άκρατο εγωισμό τον οποίο τροφοδοτούσε ασταμάτητα τότε η απαγορευμένη ευτυχία τους. Ο Μίνωας έδειχνε ράκος και για πρώτη φορά η συνείδησή της κορδώθηκε, έτοιμη να της ρίξει χαστούκι για το μαρτύριο στο οποίο ηθελημένα είχε υποβάλει η ίδια τον Αχιλλέα. Αισθάνθηκε ασήμαντη, σχεδόν ελεεινή για τον καιρό που απαξιούσε να υπολογίσει τις συνέπειες των πράξεών της στις ψυχές των άλλων. Ευτυχώς που αποφάσισε εκείνος και για τους δυο. Ευτυχώς που είχε αναλάβει το βάρος να υψώσει το αδιαπέραστο τείχος της σιωπής του ανάμεσά μας. Ευτυχώς…, συλλογιζόταν όσο παρατηρούσε τον Μίνωα, ζαρωμένο στη γωνιά του, να παλεύει με το δίλημμα ποια να πληγώσει.

Φαντάστηκε στη θέση του τον Αχιλλέα, σκυφτό, σκυθρωπό και ανίκανο να αντιταχθεί στη φθορά μιας σχέσης που κάποτε τον πλημμύριζε με αισιοδοξία, φωτίζοντας το βλέμμα του με μια ερωτική φεγγοβολή. Το σκηνικό στηνόταν τώρα μπρος στα δικά της μάτια, μα ετούτη τη φορά παρατηρούσε τα δρώμενα από τη θέση του αρσενικού, νιώθοντας οίκτο πλέον αντί για αντιπάθεια για τον υποτιθέμενο δήμιο της αγάπης τους. Ο Μίνωας ήταν ένα δειλό, φοβισμένο πλάσμα στο σταυροδρόμι ενός διλήμματος που τον έφερνε αντιμέτωπο με τις αντοχές του. Η απείθαρχη άλλοτε σκέψη του τώρα ήταν εγκλωβισμένη στο ψέμα. Η Τάνια δεν αστειευόταν. Το ήξερε. Αυτή η δύναμη τον είχε γοητεύσει, μεταμορφώνοντάς τον στο αρσενικό που ήθελε πάντοτε να είναι. Η ίδια δύναμη τώρα είχε γίνει αμείλικτη και απειλούσε να ρημάξει τον κόσμο που εκείνος είχε δημιουργήσει, τη γυναίκα που κάποτε αγάπησε, την οικογενειακή θαλπωρή των παιδιών που του είχε χαρίσει, την ισορροπία που νόμιζε πως είχε εξασφαλίσει στηριγμένος στην υποκρισία. Η Έλλη ταυτίστηκε αιφνίδια με την άγνωστη ερωμένη του δικηγόρου. Δεν της άρεσε καθόλου ο ρόλος που είχε πριν λίγο καιρό υποδυθεί. Μια απέχθεια για τον ίδιο της τον εαυτό την έκανε να κλείσει τα μάτια της όταν ήρθε στον νου της το δίλημμα που είχε θέσει στον Αχιλλέα. Ένιωσε σαν αρπακτικό που λεηλατούσε ό,τι βρισκόταν στο οπτικό του πεδίο,

αδιαφορώντας αν η λεία του ανήκε σε άλλον. Ευτυχώς…, συλλογίστηκε φέρνοντας στο μυαλό της την εξαφάνιση του Αχιλλέα και τη δύναμη που βρήκαν και οι δύο να θέσουν τέλος σε μια σχέση που θα τους οδηγούσε σε βέβαιη καταστροφή. Η σιωπή που μπήκε ανάμεσά τους της φαινόταν τώρα εξαγνιστική και το τέλος της σχέσης τους μια σοφή εξέλιξη που τους εξασφάλισε την αξιοπρέπεια για την οποία θα ευγνωμονούσαν ο ένας τον άλλο στο μέλλον. Άγγιξε τον ώμο του Μίνωα αμέσως μόλις εκείνος πάτησε εκνευρισμένος το κουμπί τερματισμού της κλήσης συνοδεύοντας την κίνηση με μια βρισιά. Σαστισμένος χτένισε με τα δάχτυλα τα μαλλιά του και το βλέμμα του χάθηκε μες στις στάλες της μπόρας που συνέχιζε απτόητη να χτυπάει το παράθυρο. Η Έλλη κάθισε δίπλα του, ακουμπώντας πάνω στο φουστάνι της το περιοδικό που κρατούσε κάτω από τη μασχάλη. Μια φλέβα σφυροκοπούσε στον κρόταφο του άντρα, σημάδι πως το σώμα του αντιδρούσε σε μια αφόρητη πίεση. Στα διπλανά καθίσματα δεν υπήρχε κανείς άλλος και ανάμεσα στους σκυθρωπούς ανθρώπους που περίμεναν με αγωνία να μάθουν νέα για τους ασθενείς είχε απλωθεί μια νωθρότητα. Μέσα στον χώρο αντηχούσε ο ήχος της βροχής συντονισμένος με το χτυποκάρδι τους. «Άθελά μου άκουσα τη συζήτηση» του ομολόγησε όσο πιο ήρεμα γινόταν. «Δεν σε κρίνω. Μη φανταστείς κάτι τέτοιο. Είμαι η τελευταία που θα τολμούσα να ασκήσω

κριτική σ’ ένα τέτοιο ζήτημα. Έχω κι εγώ λερωμένη τη φωλιά μου, μη νομίζεις. Μα είναι φορές που χρειάζεσαι κάποιον να σε στηρίξει σε μια δύσκολη απόφαση και να κρατήσει το γκέμι σου όταν πας να γλιστρήσεις στο κενό. Εγώ δεν είχα κανέναν να με κρατήσει από τότε που έχασα τη μάνα μου, και έπρεπε μόνη μου να κάνω το σωστό. Αν θέλεις, μπορώ να βάλω ένα χεράκι».

4

Κ’ εσύ, ταλαίπωρε, γαμπρέ κακόπαντρε του βασιλιά, τους φέρνεις, δίχως να το θες, ξολοθρεμό στα δυο παιδιά, στη νύφη θάνατο φριχτό. Δόλιε, τη μοίρα σου αστοχάς! ΜΗΔΕΙΑ EΥΡΙΠΙΔΗ, στ. 989-993

ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΧΑΝ ΠΕΡΑΣΕΙ πάνω από δύο ώρες αφότου ο Αχιλλέας άρχισε να παιδεύεται με μια επαγγελματική επιστολή λίγων αράδων προς έναν Θεσσαλονικιό προμηθευτή χαρτιού καθώς αδυνατούσε να κρατήσει το μυαλό του σε συνοχή. Η σκέψη του γλιστρούσε στο παρελθόν

αναμοχλεύοντας όσα του είχαν συμβεί και όσα θα ήθελε να είχε αποφύγει, πιστεύοντας πως έτσι θα προλάβαινε το Βατερλό της προσωπικής του ζωής. Έγραφε στο χαρτί του λοιπόν δυο λέξεις, κοντοστεκόταν περιμένοντας την επόμενη να κατέβει από τον νου ως τη μύτη του μολυβιού του, μα εκείνη πέτρωνε κάπου στη μέση της διαδρομής. Έπαιρνε πανικόβλητος βαθιές αναπνοές, έσπρωχνε προς τα πίσω τα ατίθασα μαλλιά του, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στο άγριο φεγγάρι, που τον κρυφοκοιτούσε πίσω από την κουρτίνα, και ορμούσε με οίστρο μανιασμένου πολεμιστή στη μάχη με το χαρτί του. Το λαμπατέρ φώτιζε τη μια του πλευρά. Μες στο ημίφως έμοιαζε κάπως απόκοσμος, ξεκομμένος από το παρόν του. Η αγωνία προκαλούσε στο σαγόνι του ένα ελαφρύ τρέμουλο, κάνοντας τη ρυτίδα που κυριαρχούσε στο μέτωπό του να φαντάζει βαθύτερη κάθε φορά που ο Αχιλλέας πάλευε να ξεριζώσει από το μυαλό του την Έλλη έξι μήνες τώρα. Όταν πια παραδόθηκε στην αδυναμία του να ολοκληρώσει την τυπική επιστολή, υπέκυψε στον πειρασμό να βγάλει από το συρτάρι τη φωτογραφία της πρώην ερωμένης του. Την τοποθέτησε δίπλα στη φωτογραφία της γυναίκας του που κρατούσε στην αγκαλιά της τα παιδιά τους, εκείνη που ουδέποτε τόλμησε να αποκαθηλώσει από την περίοπτη θέση της πάνω στο γραφείο του, ακόμα και όταν πήρε την τελεσίδικη απόφαση του χωρισμού τους. Στήριξε τη

φωτογραφία της Έλλης στη δερμάτινη μολυβοθήκη κι έπειτα μοίρασε τη ματιά του στις δύο γυναίκες. Το συρματόπλεγμα των τύψεων τυλίχτηκε γύρω από την κουρασμένη του νόηση. Έξι μήνες του ήταν αδύνατο να κοιμηθεί σαν άνθρωπος, αφού, όταν οι δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν, κατόρθωνε να αφεθεί στον ύπνο για όσα λεπτά μονάχα είναι αναγκαία στον ανθρώπινο οργανισμό για να επιβιώσει. Το κορμί του είχε πια εξαντληθεί και οι παλμοί της καρδιάς του, παραδομένοι σε μια μόνιμη πια υπερένταση, έφταναν τη νύχτα στ’ αυτιά του σαν τύμπανα που προοιώνιζαν την εκτέλεση κάποιας θανατικής καταδίκης. Το ένα του χέρι, ανυπάκουο στις προσταγές του μυαλού του, πλησίασε τρέμοντας τη μορφή της χάρτινης Έλλης, μα ο Αχιλλέας πρόλαβε αυτή την ατασθαλία μόλις το βλέμμα του συναντήθηκε με τα πρόσωπα των παιδιών και της συζύγου του. Η πρώην σύντροφος της ζωής του διέθετε την άγρια ομορφιά του παρθένου δάσους. Αυτή η ιδιότυπη γοητεία που τον είχε σαγηνεύσει από την πρώτη στιγμή ενεργοποίησε εντός του τα αρχέγονα ένστικτα του κυνηγού. Η κατάκτησή της αποτέλεσε τον θρίαμβο της αντρικής του γοητείας, για να βυθιστεί έπειτα στην απελπισία όσο του ήταν αδύνατο να καταλάβει τα αίτια αυτής της μόνιμης μελαγχολίας. Θυμήθηκε το μούδιασμα που είχε κυριεύσει τη σάρκα του, εκείνη τη γλυκιά ανατριχίλα σαν να περιδιάβαζαν την επιδερμίδα του ορδές μυρμηγκιών και το νεανικό του μόριο

να πετιέται σαν κόμπρα, έτοιμο να διεκδικήσει τη λεία του. Μα έπειτα ήρθαν στον νου του οι γυρισμένες πλάτες τους κάποιες νύχτες και οι αγέλαστες μέρες τους, οι βουβοί λυγμοί της και οι σιωπές, οι βασανιστικές, οι μακρόσυρτες σιωπές, τα σουρσίματα της παντόφλας της στα μάρμαρα τα άγρυπνα βράδια, τα αρωματισμένα με τον βαρύ της καπνό, τα ξενύχτια στο μπαλκόνι, το βλέμμα της, που γέμιζε και άδειαζε ανεξήγητα από φως, η καταδίκη της διπλής μοναξιάς τους… Ένα χαμόγελο νοσταλγίας έσπασε τη μελαγχολία του όταν τη σκυτάλη του μυαλού του άρπαξε εκείνη η σκηνή που τον παίδευε απίστευτα. Κλείνοντας για λίγο τα βλέφαρα, όπως κάνει καθένας που προσπαθεί να αναβιώσει στιγμές του παρελθόντος ή να τις πλάσει με τη φαντασία του για να ζήσει νοερά κάτι που δεν μπόρεσε να απολαύσει στην απτή πραγματικότητα, ο Αχιλλέας, κρατώντας σφιχτά μες στα μπράτσα του τη γυναίκα του σε μια άδεια αίθουσα με μαρμάρινο δάπεδο και τεράστια παράθυρα περιμετρικά, απ’ όπου έμπαινε άπλετο το φως, ταλαντευόταν στο άκουσμα μιας μελωδίας. Φανταζόταν το κορμί της να σκιρτάει μες στα χέρια του, το δέρμα της να ανασαίνει πλάι στο δικό του, το στήθος της να αγγίζει το στέρνο του ομολογώντας του αθόρυβα τους λυγμούς της. Κι όσο εκείνος την έσφιγγε στην αγκαλιά του, τόσο εκείνης ξεθύμαινε η ψυχή με το δάκρυ που πότιζε το λευκό του πουκάμισο, ώσπου το κύμα της έντασης

καταλάγιαζε και η γυναίκα συνερχόταν και ηρεμούσε στην αγκαλιά του, γιατρεμένη από το άγγιγμά του και από εκείνη τη λυτρωτική αργή μελωδία που με το παράπονό της τους λίγωνε τα σπλάχνα, θαρρείς φερμένη απευθείας από τον ουρανό, βγαλμένη από τα χείλη του Θεού, για να εμπνεύσει τα σώματά τους και να κερδίσουν οι ψυχές τους την εξιλέωση που λαχταρούσαν, χάρη σ’ εκείνο τον αργό χορό που ουδέποτε είχαν χορέψει στ’ αλήθεια. Μα έπειτα απλώθηκε ξανά σκοτάδι στο μυαλό του Αχιλλέα, η αίθουσα με το μαρμάρινο δάπεδο χάθηκε, το φως του ήλιου έσβησε, παύοντας να αγγίζει νοερά τη σάρκα τους, μια κρυάδα τον τύλιγε, έτρεμε κυριολεκτικά, και στα παγωμένα του χείλη ανέβαινε μόνο ένα γιατί· ένα γιατί που σταμάτησε να ξεμυτίζει από τα χείλη του έπειτα από τα πρώτα χρόνια του γάμου τους και τη γέννηση του πρώτου παιδιού τους, αφού o Αχιλλέας αφέθηκε σιγά σιγά στην παραδοχή ότι οι δυο τους ανήκαν σε αλλιώτικους κόσμους, σε δυο κόσμους αγεφύρωτους και για πάντα σιωπηλούς, δυο κόσμους σε παράλληλους γαλαξίες, που ουδέποτε θα κατάφερναν να ανταμώσουν. Και τότε την έφερνε στον νου του όπως την είδε την τελευταία φορά, προτού φορτώσει τα υπάρχοντά του στο αυτοκίνητο για να πάει να βρει την Έλλη και να της ανακοινώσει το μεγάλο νέο του διαζυγίου του, προτού του συμβεί εκείνο το ατύχημα που τον ανάγκασε να περάσει τη νύχτα του στο νοσοκομείο και να αναβάλει την

ανακοίνωση για μια άλλη μέρα, μια μέρα που δεν ήρθε ποτέ, αφού… Χτύπησε το χέρι του πάνω στο γραφείο, προσπαθώντας να ανακόψει τη ροή της αναπόλησης, μα η μνήμη του παρέμεινε απτόητη. Φαντάστηκε λοιπόν τη γυναίκα του μπροστά στον νεροχύτη να τραντάζεται από δονήσεις δακρύων τη μέρα που της ανακοίνωσε πως η ζωή τους δεν πήγαινε πια, για να θυμηθεί ξανά και ξανά πως έτσι που την κοιτούσε, ευάλωτη, αμίλητη και μόνη, ένιωσε την ανάγκη να την αγκαλιάσει και να της γυρέψει εκείνος αυτό που κάποτε του είχε γυρέψει αυτή σε μια παλιά εκδρομή: να χορέψουν ένα μπλουζ πατώντας στις νότες του «Stand by me», ικετεύοντάς τον με τους στίχους που ψιθύριζαν τα χείλη της να σταθεί κοντά της. Να βάλει την ψυχή του δίπλα στην ψυχή της και να την αφουγκραστεί, να γίνει ένα μαζί της, να τη γιατρέψει, να γίνει το δεκανίκι της στην ανάγκη. Γιατί, αλήθεια, της το είχε αρνηθεί; Για ποιον λόγο ποτέ δεν τόλμησε να δοκιμάσει έναν χορό, ίσως τον μόνο που δεν απαιτεί τη γνώση έστω λίγων βημάτων για να τον χορέψει κανείς, μα αρκεί η παράδοση στη μουσική, ένα σφιχτό αγκάλιασμα και το λίκνισμα στον ρυθμό του συναισθήματος; Γιατί;

Έσκυψε το κεφάλι. Το τσιγάρο του αργόσβηνε στο τασάκι. Στον νου του πάλι εκείνη, μπροστά στον νεροχύτη να

τραντάζεται από δονήσεις δακρύων τη μέρα που της ανακοίνωσε πως η ζωή τους δεν πήγαινε πια. Κι έπειτα θυμήθηκε τη μελωδία του Μπεν Ε. Κινγκ κι ένιωσε μια αιφνίδια στοργή για κείνη και την επιθυμία να της χαρίσει ό,τι της στέρησε στη φοιτητική τους εκδρομή: έναν χορό. Αν δεν είχε σφίξει τότε από αμηχανία τις γροθιές του κι αν δεν είχε επιτρέψει στη λογική να αναστείλει εκείνη την περίεργη παρόρμηση, αν της είχε γλυκάνει το αντίο μ’ ένα ρυθμικό αγκάλιασμα, αν της είχε εξηγήσει πόσο μόνος ένιωθε κι αυτός από τη νοσηρή κατάσταση του γάμου τους, το βύθισμά της στη θλίψη που δεν άντεχε πια, τότε, τότε όλα μπορούσαν να είχαν εξελιχτεί διαφορετικά, να μην τον περόνιαζαν ετούτες οι βάρβαρες τύψεις που είχαν διαλύσει κορμί, ψυχή και μυαλό. Κουλουριασμένος στον δερμάτινο καναπέ του γραφείου του, μες στα ξεθυμασμένα νεφελώματα των τσιγάρων που είχε καπνίσει, παράδερνε ανάμεσα στο παρελθόν που έζησε και στα λάθη που έκανε. Αναζητούσε μια λύση σ’ εκείνο το αίνιγμα που προ εξαμήνου τον είχε τσακίσει, προσπαθώντας να βγάλει μια άκρη για τα είδη της προδοσίας που διέπραξε. Πρόδωσε τη γυναίκα και τα παιδιά του με την Έλλη, πρόδωσε στη συνέχεια την Έλλη για χάρη των παιδιών του και, αφού διέπραξε προδοσία σε βάρος των δύο γυναικών, είχε κατορθώσει εντέλει να προδώσει πάνω και πέρα απ’ όλους τον εαυτό του. Άδικα παιδευόταν να βρει την έξοδο

από τον προσωπικό του λαβύρινθο χρησιμοποιώντας ένα εξαρχής κοντό κουβάρι για μια τέτοια απόδραση. Κι όμως είχε κάνει κάτι ολότελα συνηθισμένο για έναν άντρα σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης σε όλους τους χρόνους του κόσμου: είχε βαρεθεί τη γυναίκα του και είχε απλώς αποκτήσει μια ερωμένη, που εντέλει την ερωτεύτηκε, συνηθισμένα πράγματα δηλαδή. Δεν ήταν η εξαίρεση επομένως η περίπτωση του Αχιλλέα, αλλά έτεινε να αποτελέσει τον κανόνα σ’ έναν κόσμο ευνοϊκό μόνο για όσους δέχονται με ευκολία να είναι γρανάζια μιας καλοκουρδισμένης μηχανής, και όχι για εκείνους που διαφέρουν και σηκώνουν με τόλμη τον σταυρό της αλήθειας τους. Ο Αχιλλέας έμοιαζε να αδυνατεί να ξεμπλέξει από τις παγίδες της κοινοτοπίας επειδή ακριβώς η περίπτωσή του εκ του αποτελέσματος φάνηκε πως δεν ήταν διόλου μα διόλου συνηθισμένη, αφού οι πρωταγωνιστές ήταν ένας προς έναν τόσο διαφορετικοί και απόμακροι από τον κανόνα μιας απλής μοιχείας. «Αν την είχα χορέψει…» μονολογούσε στο μισοσκόταδο, κι αυτή η σκέψη έγινε καρκίνωμα μέσα του και εξασθενούσε την αλλοτινή ευθυκρισία του χαρακτήρα του. Ανοίγοντας το μπουκάλι με το κονιάκ, που η στάθμη του από το μεσημέρι ως εκείνη την ώρα είχε κατέβει ως τον πυθμένα, έσταξε στο ποτήρι του το τελευταίο ποτό και το ήπιε

μονορούφι. Στ’ αυτιά του έφτασαν γέλια, γέλια παιδικά που ανακατεύονταν με το γάργαρο γέλιο της Έλλης, το γέλιο που τον γιάτρευε, το γέλιο που έλειπε από τα χείλη της γυναίκας του, το γέλιο που φανταζόταν ότι του χάριζε η νόμιμη σύζυγός του όποτε εκτελούσε το συζυγικό του καθήκον, ταυτίζοντας στο μυαλό εκείνη με την ερωμένη του. Γιατί ο Αχιλλέας μια χαρά το είχε βρει το αντίδοτο της ενοχής για την παράλληλη σχέση του, ενσωματώνοντας σε μία τις δύο γυναίκες της ζωής του και θεωρώντας τη μία ως συμπλήρωμα και ολοκλήρωση της άλλης, ως ένα ενιαίο και ομοούσιο πρόσωπο, οπότε δεν θεωρούσε πως διέπραττε κανενός είδους απάτη όταν κοιτούσε τη γυναίκα του έχοντας πλαγιάσει με την ερωμένη. Τα μπέρδευε βέβαια πότε πότε, αφού αντίκριζε τη νόμιμη σύζυγό του και του έλειπε το γέλιο της Έλλης ή τον άγγιζε η Έλλη και νοσταλγούσε το χάδι της γυναίκας του, που πάντοτε το δεχόταν στο δέρμα του σαν δώρο ακριβό για έναν λόγο που αδυνατούσε να προσδιορίσει. Τρεκλίζοντας σηκώθηκε και στάθηκε με δυσκολία όρθιος μπροστά στην πολυθρόνα του γραφείου του, αντίκρυ στις δύο φωτογραφίες, σαν να τηρούσε ενός λεπτού σιγή για τα λάθη που είχε κάνει. Δεν είχε τίποτα δικό του πια. Είχε αρνηθεί τα πάντα. Είχε επιλέξει τη μοναξιά του και τη φυλάκισή του στους επαγγελματικούς του μπελάδες και στην εμμονή του σ’ εκείνο το γιατί για τον χορό που δεν χόρεψε. Ένιωθε να χάνει

τα λογικά του και ευχόταν να του συμβεί αυτό το ευπρόσδεκτο ενδεχόμενο για να πάψει να σκέφτεται. Ήταν κουρασμένος λες και πάλευε έξι ολόκληρους μήνες με κύματα δίχως να φτάνει ποτέ σε μια ακτή, όταν χτύπησε το τηλέφωνο και το σήκωσε με δυσκολία μες στη ζαλάδα του. Ούτε που κατάλαβε πώς το όνομα της Έλλης σκαρφάλωσε αμέσως στα χείλη του, μα έπειτα απογοητεύτηκε όταν στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν μια αντρική φωνή που του υπενθύμισε μια οικονομική εκκρεμότητα. «Στον λογαριασμό είχαμε ξεχάσει να συμπεριλάβουμε ένα τιμολόγιο. Θα σας αποσταλεί ταχυδρομικώς. Μας συγχωρείτε για την ενόχληση». Κατέβασε το ακουστικό αφού ξεστόμισε ένα ξερό «εντάξει». Ήταν περασμένο μεσημέρι όταν άρπαξε το πανωφόρι και τα κλειδιά του και μ’ ένα αναμμένο τσιγάρο στο στόμα κατέβηκε δυο δυο τα σκαλιά. Ήξερε πού θα τον οδηγούσαν τα βήματά του. Εκεί που πήγαινε έξι ολόκληρους μήνες για να θυμηθεί την αλλοτινή ζωή του, κρυφοκοιτώντας τις αναμνήσεις του έξω από τα κλειστά παράθυρα. Κοντοστεκόταν στον κήπο του παλιού σπιτιού του για να αναπολήσει τη χαμένη αγάπη για τη γυναίκα του και να θυμώσει για ό,τι άφησε να χαθεί πριν να τρυπώσει στη σκέψη και στην καρδιά του η Έλλη. Θα ήθελε να ρίξει στην ερωμένη του τις ευθύνες για ό,τι είχε συμβεί, μα ήξερε μέσα του καλά πως αυτός ήταν ο φταίχτης καθώς και όλες οι μαύρες τρύπες

που η γυναίκα του είχε επιτρέψει να διαλύσουν τη σχέση τους.

Έφτασε στον κήπο του σπιτιού με αργά βήματα. Ο σκύλος γάβγισε όταν τον είδε, στυλωμένος στα δυο του πόδια. Αν δεν υπήρχε η τεντωμένη αλυσίδα ανάμεσά τους, ο Αχιλλέας ίσως να μη γλίτωνε από τα νύχια του ζώου μόνο με λίγες γρατσουνιές. Τον μισούσε για έναν λόγο που γνώριζαν και οι δυο τους καλά. Διέσχισε την απόσταση ως το κατώφλι. Κοίταξε τα παράθυρα. Σκοτάδι ξεχυνόταν από τις γρίλιες. Μέσα δεν ήταν κανείς. Κανείς εδώ και έξι μήνες. Αιτία η Έλλη. Ή εκείνος. Τα λάθη που διέπραξαν όλοι τους. Ποιος έφταιξε άραγε περισσότερο; Χωρίζοντας με την Έλλη άραγε τιμωρούσε τον εαυτό του ή εκείνη πιο πολύ; Αιφνίδια, μέσα σ’ αυτά τα πλάνα των αναμνήσεων, όρμησε πάλι εκείνη. Παντού και πάντα παρούσα η Έλλη… Ερινύα και λύτρωση μαζί. Προσπάθησε μάταια να αποφύγει την αναπόληση, τουλάχιστον για λίγο. Αυτές οι στιγμές ανήκαν μόνο σ’ εκείνον και στην παλιά του οικογένεια. Ένιωθε ως ιεροσυλία ακόμα και τη θύμησή της όταν περνούσε ανάμεσα στα ξερά παρτέρια της γυναίκας του. Μα η Έλλη πάντα ακολουθούσε τα βήματά του επειδή πια δεν ήταν άνθρωπος για κείνον αλλά η σκιά του λάθους του. Και με τις σκιές κανείς δεν μπορεί να τα βάλει. «Θάνατος στις αναμνήσεις! Θάνατος οι αναμνήσεις!»

μονολόγησε όσο προσπαθούσε να εξορίσει στη λήθη την παλιά ερωμένη του ή έστω να την αφήσει έξω από τον κήπο της παλιάς, αγνής του ζωής. Ναι, ήταν ιεροσυλία… Δεν ήταν;

Την ίδια περίπου ώρα η «Μήδεια», έπειτα από τις διατυπώσεις, τις υπογραφές και τη συσσωρευμένη κούραση από τη δίκη, περνούσε το κατώφλι της φυλακής συνοδευόμενη από δύο φύλακες. Λίγο πριν την οδηγήσουν στο κελί της, γύρισε ο ένας προς το μέρος της και της ψιθύρισε μια αιχμηρή κουβέντα: «Ούτε σκυλί δεν σκοτώνει τα παιδιά του. Εσύ πώς μπόρεσες;». Το νεκρό της βλέμμα έπεσε πάνω του σαν πέλεκυς. Τον γάζωσε η ματιά της. Μετάνιωσε με την αποκοτιά του να της μιλήσει και τάχυνε το βήμα του. Οι κόρες της είχαν διασταλεί τόσο, που το φως έμοιαζε να τις τρυπάει σαν πυρακτωμένο ξίφος. «Φτάσαμε» της είπε κοφτά, θέλοντας να απαλλαγεί από την παρουσία της. Η φευγαλέα ματιά που της έριξε τον έπεισε ωστόσο πως διέθετε μια αξιοπρέπεια αν μη τι άλλο αυτή η γυναίκα. Δεν του έμοιαζε με τις άλλες που είχε συνοδεύσει στα κελιά. Έπειτα ακούστηκε η αρμαθιά των κλειδιών που κροτάλισε πάνω στα κάγκελα. Ασυναίσθητα η Αιμιλία μπήκε στο κελί

της με το δεξί. Ολόγυρα τρεις λευκοί τοίχοι που τους ένιωσε να ορμούν απειλητικοί καταπάνω της. Τα μάτια της βυθίστηκαν στις μουτζούρες και στα λόγια που ήταν χαραγμένα στον ασβέστη. Προχώρησε προς τον τοίχο που βρισκόταν μπροστά της δίχως να δώσει καμιά σημασία στη συγκρατούμενή της, που ήδη βρισκόταν εκεί παρατηρώντας τις κινήσεις της νεοφερμένης. Η Αιμιλία, σαν να ήταν ολομόναχη εκεί μέσα, άγγιξε με τα δάχτυλα τον τοίχο. «Γαμημένη ζωή» έγραφε κάπου, «Ελένη, αγάπη μου» κάπου αλλού, «Ο φόβος είναι ηδονή» πιο κάτω, το απαύγασμα της σοφίας κάποιου βιαστή. Έπειτα κάθισε απαλά στο κρεβάτι της, λες και φοβόταν μην ξυπνήσει κάποιο αόρατο πλάσμα που ήδη κοιμόταν κοντά της. «Θέλω μια χαρτοταινία, μ’ ακούς;» φώναξε στον φύλακα, που ήδη απομακρυνόταν. Έπειτα έβγαλε από την τσέπη της δύο φωτογραφίες που απεικόνιζαν εκείνη και τα παιδιά της. Τις έβαλε κάτω από τη μαξιλαροθήκη και πήρε το μαξιλάρι αγκαλιά. «Καληνύχτα» ψιθύρισε κι ας μην είχε καν αρχίσει να σουρουπώνει. Κι έπειτα χάιδεψε το γαριασμένο ύφασμα του μαξιλαριού όπως χαϊδεύεις ένα μωρό για να το κοιμίσεις.

5

Αχ, οϊμέ! Τι έχω πάθει η πανάθλια! Έχω πάθια να σκούξω ως τα ουράνια! Ω κατάρατα τέκνα μητέρας φριχτής που ν’ ανοίξει το χώμα να σας φάγει μαζί με τον κύρη, και το σπίτι, κι αυτό να βουλιάξει! ΜΗΔΕΙΑ EΥΡΙΠΙΔΗ, στ. 111-114

ΟΤΑΝ Η ΕΛΛΗ ΣΤΗΝ ΑΙΘΟΥΣΑ ΑΝΑΜΟΝΗΣ του νοσοκομείου έσφιξε στην παλάμη της το χέρι του Μίνωα για να του δώσει κουράγιο, ο άντρας δεν αντέδρασε όπως νωρίτερα ο Νικήτας. Λούφαξε μες στο ανυστερόβουλο

άγγιγμά της και της επέτρεψε να εισχωρήσει στο πρόβλημά του. Όσο μιλούσε εξηγώντας της πόσο πολύτιμη ήταν η παρουσία της Τάνιας στην πνιγηρή του καθημερινότητα, η Έλλη παραδέχτηκε μέσα της πως καλωσόρισε τον Αχιλλέα στη δική της ζωή για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Σαν από μηχανής θεό που την έσωζε από την ωμότητα και την ανία με την οποία αντιμετώπιζε τον έρωτα. Διαπίστωνε πως έμοιαζαν με τον Μίνωα, καμωμένοι και οι δυο τους από την πάστα του απείθαρχου ανθρώπου που βαριέται γρήγορα και δεν χωράει σε καλούπια. Θες το γράψιμο, θες μια αυτογνωσία σμιλεμένη από τη φιλελεύθερη διαπαιδαγώγηση που ακολούθησε η μάνα της στο μεγάλωμά της, η Έλλη έμαθε από νωρίς τα χούγια του εαυτού της. Δεν χωρούσε σε σχήματα, συμβιβασμούς και θεσμούς που απαιτούσαν απόλυτη προσήλωση και πειθαρχία. Δεν έκανε για γάμο δηλαδή. Μόνον ο Αχιλλέας άλλαξε για λίγο τη ρότα των αρχών της, μα ίσιωσε εγκαίρως το τιμόνι του παραστρατημένου λογικού της προτού βρεθεί αντιμέτωπη με το βαρύ αντίτιμο μιας λανθασμένης επιλογής. Ο Μίνωας όμως το είχε κάνει το λάθος και το πλήρωνε με την καταστρατηγημένη ελευθερία του. Η καρδιά του φτερούγιζε για νέες περιπέτειες, μα τα κάγκελα του κλουβιού του φάνταζαν στον νου του απαραβίαστα. Έμαθε να επιβιώνει με κλεφτές στιγμές ερωτικής έξαρσης, σαν τον

βουτηχτή που κολυμπάει στην ασφυξία του βυθού βγαίνοντας πότε πότε στην επιφάνεια για μια τζούρα αέρα. Τη Ροδή την αγαπούσε σαν μητέρα των παιδιών του ή σαν φίλη που του ενέπνεε εμπιστοσύνη, μα το κορμί της είχε πάψει προ πολλού να τιθασεύει τη φλόγα του δικού του. Δεν ήταν πια εκείνο το ανέμελο κορίτσι που είχε ερωτευτεί στα είκοσί του και που την πρώτη νύχτα του γάμου τους, έπειτα από τον έρωτα που ύφανε μια μαγική μελωδία στον σουμιέ του κρεβατιού τους, εκείνη σηκώθηκε πεινασμένη κι έφαγε τα ρόδια που είχε ακουμπισμένα η μάνα της στον μπουφέ για τα καλορίζικα του ζευγαριού. Κι έτσι όπως έσταζαν τα ρόδινα ζουμιά στο αφράτο σώμα της, εκείνος έτρεξε να πιει ηδονικά την ανάμεικτη γλύκα ροδιού και κορμιού, που έτρεχε σαν φιδάκι πάνω στη σάρκα της, προφταίνοντας τη ροή του χυμού με τα χείλη του. Κοντά της τώρα αισθανόταν νεκρός και η εφήμερη… νεκρανάσταση που του παρείχαν οι ευκαιριακές του συνουσίες τόνωναν για λίγο μόνο τον ανδρισμό του, ενώ μεγάλωναν το κενό που αισθανόταν για το ανιαρό συζυγικό του κρεβάτι. Για διαζύγιο, ούτε λόγος. Δεν είχε κάτι να προσάψει στη σύζυγό του πέρα από τη φθορά που τους προκάλεσε ο χρόνος, κι αυτή η ευθύνη σίγουρα δεν βάραινε μόνο τη Ροδή. Διάλεξε να μοιράζει την ψυχή του σε δύο ανθρώπους. Ο ένας ήταν ο σοβαρός επαγγελματίας, πατέρας και οικογενειάρχης και ο άλλος ο άτακτος γλεντζές, ο εκ πεποιθήσεως επίορκος

μιας αγάπης που είχε ξεθωριάσει αλλά συνέχιζε να τον κρατάει υπόδουλό της, με τη θλίψη και τον οίκτο να τον μαχαιρώνουν σε κάθε του ξεστράτισμα. Ώσπου εμφανίστηκε η Τάνια, η οποία μπόρεσε να του χαρίσει έναν εφηβικό ερωτικό ενθουσιασμό. Το ταμπεραμέντο του Μίνωα ωχριούσε μπροστά στο δικό της. Προσκύνησε τη θηλυκότητά της και υποδουλώθηκε στα καπρίτσια της. Τα εδάφη της ελευθερίας που ο γάμος τού παραβίαζε τα έβλεπε να καταλαμβάνονται αμαχητί από την Τάνια. Τα παρέδιδε μόνος του ένα ένα, μα τώρα, συντετριμμένος στην καρέκλα της αίθουσας αναμονής, ήξερε πως τα ήθελε πίσω για να τα επιστρέψει εκεί όπου ανήκαν. Η σαρωτική παρουσία της Τάνιας δεν είχε αφήσει τίποτε όρθιο στο διάβα της. Κι όπως συμβαίνει έπειτα από έναν τυφώνα όταν γυρεύει κανείς μιαν άκρη για να χτίσει τον κόσμο του από την αρχή, ο Μίνωας εκμυστηρεύτηκε στην Έλλη, που παρακολουθούσε αμίλητη τα λεγόμενά του, πως σ’ αυτή τη θολή αρχή που ήθελε να κάνει πρωταγωνιστούσαν η Ροδή και τα παιδιά τους και περίσσευε παραδόξως η Τάνια. Γιατί η Τάνια τον είχε κουράσει, αναγκάζοντάς τον να είναι ασταμάτητα μια καρικατούρα του εαυτού του παλεύοντας μάταια να επαναπατριστεί στη χαμένη του νιότη. Παγιδευμένος τώρα στους αθέμιτους εκβιασμούς της Τάνιας, νιώθοντας έστω και αργά τη στοργή που χρωστούσε στη Ροδή να τυλίγεται γύρω από τον λαιμό του σαν βρόχος,

έμοιαζε απελπισμένος και αβοήθητος όταν εξήγησε στην Έλλη πως φοβόταν να δώσει τέλος στην παράνομη σχέση του υπό την απειλή της σφοδρής εκδίκησης της Τάνιας. «Ο οίκτος… Ή μήπως η αγάπη… Η βαρετή, σταθερή αγάπη, με τις ρίζες της βαθιές όσο περνούν τα χρόνια, που φτιάχνουν διακλαδώσεις και κόμπους γερούς μες στο χώμα της καρδιάς και δεν μπορεί κανείς και τίποτε να την ξεριζώσει. Αγάπη νεκρή που ανασταίνεται μόνο απ’ τον φόβο του θανάτου της. Αγάπη-φάντασμα που δεν σ’ αφήνει να λυτρωθείς από δαύτη» σημείωσε η Έλλη σ’ ένα μπλοκ που έβγαλε αμέσως από την τσάντα της, παραξενεύοντας τον Μίνωα με την αντίδρασή της. Κοιτώντας έξω από το τζάμι το σκοτάδι που άρχισε να καλύπτει με το σκούρο δίχτυ του την πόλη, το ένιωσαν να εισχωρεί και στις σκέψεις τους. Δεν τους φόβιζε η θέα του σκοταδιού, μα τους πλημμύριζε μ’ εκείνο το σκληρό συναίσθημα που γεννιέται τις νύχτες και απαιτεί ένα χάδι για να αλαφρώσει. Πέρασαν κάμποσες ώρες μαζί. Εκείνος είχε ανάγκη να βγάλει από μέσα του το δίλημμα που του στοίχειωνε την ψυχή. Ένιωθε καλύτερα που επιτέλους μοιραζόταν με κάποιον το μυστικό του, δίχως να υπομένει το κήρυγμα που συνήθιζε να του κάνει ο Νικήτας. Με την Έλλη ήταν ομοιοπαθείς. Του εκμυστηρεύτηκε κι εκείνη το λάθος που έκανε μπερδεμένη από την ανασφάλειά

της. Του εξήγησε πόσο έμοιαζαν οι ιστορίες τους και πόσα κοινά σημεία είχε ο Μίνωας με τον εραστή της. Του εξήγησε ακόμα πως τώρα ατένιζε με ψυχρό μάτι το παρελθόν και χαιρόταν που δεν έγινε αιτία να διαλύσει ο Αχιλλέας τις ψυχές των ανθρώπων του. «Όλα καλά. Ευτυχώς. Ευτυχώς ξέφυγα» επαναλάμβανε σαν ξόρκι, θέλοντας να υπενθυμίζει στον εαυτό της πως σε καμιά περίπτωση δεν έπρεπε να υποκύψει στο ίδιο ολίσθημα, γνωρίζοντας πως πάντα θα έμενε επιρρεπής και ευάλωτη στη σιωπή και στην αγάπη του Αχιλλέα. Ώρες ώρες αναρωτιόταν πώς θα αντιδρούσε αν εκείνος εμφανιζόταν ξανά και της ζητούσε να συνεχίσουν την παράνομη ευτυχία, που είχε διακοπεί λες και την έκοψε αιφνίδια ένα αόρατο ψαλίδι. Πάντα η ψυχή της πάλευε με την απορία τι θα είχε συμβεί αν ποτέ δεν διεκδικούσε τη θέση της γυναίκας του Αχιλλέα στον λαβύρινθο του μυαλού του. Μήπως θα ήταν όλα πιο απλά και κανείς δεν θα θιγόταν αν εκείνη συνέχιζε να υποδύεται αναντίρρητα τον ρόλο της «άλλης»; Απάντηση, φυσικά, δεν υπήρχε ή μάλλον απέφευγε να τη δώσει και να δεσμευτεί, γνωρίζοντας πως πάντα υπάρχει η ισχυρή πιθανότητα να υποκύψει κάποιος στον εθισμό που νόμιζε πως ανήκε στο παρελθόν. Με την κουβέντα, είχε σουρουπώσει. Αμέτρητα απαστράπτοντα ουράνια σώματα αναβόσβηναν σαν φλας

στον ουρανό, λες και φωτογράφιζε ο Θεός τους δύο πρόσφατους φίλους. Ούτε που κατάλαβαν πώς πέρασε η ώρα. Οι άνθρωποι που υπήρχαν ολόγυρά τους όταν ξεκίνησαν να συζητούν είχαν αποχωρήσει και είχαν άλλοι πάρει τη θέση τους, κι έπειτα άλλοι κι άλλοι… Στρατιές ανθρώπων που περίμεναν με τα μάτια στυλωμένα στα βλέμματα των γιατρών να αναζωπυρωθεί κάποια ελπίδα. Μερικοί αναχωρούσαν μ’ ένα πλατύ χαμόγελο αισιοδοξίας, ενώ κάποιοι, κατσουφιασμένοι, με σκοτεινιασμένα όνειρα και σταχτόχρωμη από τη συντριβή επιδερμίδα, έφευγαν βουτηγμένοι στο συναίσθημα της ματαιότητας. Ο φόβος της απώλειας αυτών που αγαπούσαν τσαλάκωνε τις μορφές τους. Γερτές ράχες, άχρωμα χείλη και άδεια μάτια μαρτυρούσαν πως προσεύχονταν σιωπηλά. Όταν οι φίλοι απόκαμαν να μιλούν, μοίρασαν βουβοί τη ματιά τους στο σκοτάδι που απλωνόταν πηχτό έξω από το τζάμι και στους μορφασμούς όσων περίμεναν μια παρήγορη είδηση.

«Άραγε θα τη γλιτώσει η Ιουλία;» άρθρωσε φωναχτά η Έλλη τη σκέψη της παίζοντας με το λουρί της ξένης τσάντας, την οποία δεν έλεγε να αποχωριστεί από την αγκαλιά της. «Δεν σου κρύβω πως η περίπτωση με συγκλόνισε» ομολόγησε κι εκείνος, αφήνοντας στην άκρη τα προσχήματα

και φανερώνοντάς της τον προβληματισμό του. Η εκμυστήρευση της ενοχής που βάραινε και τους δύο ήταν ο κρίκος που παραδόξως έδεσε δυο ξένους σε μια φιλία που ευελπιστούσαν ολόψυχα να κρατήσει. Νόμιζαν πως γνωρίζονταν χρόνια. Η Έλλη τού έκανε καλό. Μπορεί να μη θεράπευε την υπερένταση από την οποία κλυδωνιζόταν το κορμί του, πάντως σίγουρα τον ηρεμούσε, σαν να του αλάφρωνε με τα λόγια της το λάθος που είχε διαπράξει. Τον είχε συμβουλέψει μάλιστα να κλείσει το κινητό του για να μπορέσει να αφεθεί στην εξαγνιστική του εξομολόγηση και με μυαλό νηφάλιο να νοικοκυρέψει το χάος που επικρατούσε στη σκέψη του. Η Έλλη τού είχε προσφέρει αμέριστη βοήθεια στην ιεράρχηση των συγκεχυμένων επιθυμιών που τον τυραννούσαν, τολμώντας να του υποδείξει να μιλήσει στη Ροδή πριν από την Τάνια. «Έτσι, η Τάνια δεν θα μπορέσει να σας βλάψει κι εσύ με τη Ροδή θα έχετε τη δυνατότητα να βρείτε την καλύτερη λύση και για τους δύο. Ή μάλλον και για τους τρεις σας. Νομίζω πως ούτε στην Τάνια αξίζει να ζει μες στο ψέμα, κι εσύ πρέπει να βρεις την άκρη στο κουβάρι των συναισθημάτων σου. Οι λαβύρινθοι έχουν πάντα κάποια διέξοδο εξάλλου» του είπε στο τέλος κλείνοντάς του παιχνιδιάρικα το μάτι. Δυναμωμένος από το θάρρος που του έδωσε η Έλλη, έδειξε έτοιμος να ανοίξει το κινητό του. Οι επίμονες κλήσεις από την Τάνια και η ανύπαρκτη κλήση από τη Ροδή τον

καθησύχασαν πως η πρώτη δεν είχε συνθλίψει ακόμη την καρδιά της δεύτερης. Ένα ελαφρύ μειδίαμα απάλυνε τις γραμμές του προσώπου του, που είχε αποκτήσει μια επίκτητη αγριάδα από τη συνεχή αγωνία της αποκάλυψης του μυστικού του. «Φοβάμαι…» ψιθύρισε ο άντρας, κι έμοιαζε εκείνη τη στιγμή με ευάλωτο παιδί που τρέμει το σκοτάδι. «Πότε πρέπει να επιστρέψεις στο σπίτι;» τον αιφνιδίασε η Έλλη, επιχειρώντας να αποσπάσει το μυαλό του από τον λόγο που το τροφοδοτούσε ασταμάτητα με ανασφάλεια. «Έχω κάνα δυο ώρες καιρό. Γιατί ρωτάς;» απόρησε εκείνος τεντώνοντας το μουδιασμένο του σώμα, που είχε σκεβρώσει τόσες ώρες στην καρέκλα. «Γιατί έχω να σου κάνω μια δελεαστική πρόταση» του είπε αινιγματικά, κεντρίζοντας το ενδιαφέρον του. «Δηλαδή;» πιάστηκε στο αγκίστρι της εκείνος, που παρά τη θλίψη του δεν έχανε ευκαιρία για λίγη δράση, κοιτώντας την Έλλη με βλέμμα γεμάτο απορία. «Νομίζω πως είσαι αδιόρθωτος» παρατήρησε εκείνη γελώντας, διακρίνοντας τη σαγήνη τη φωλιασμένη στη ματιά του. «Δεν σου κάνω ανήθικη πρόταση. Με πέτυχες στη φάση της ζωής μου όπου αποφάσισα να φρονιμέψω. Σαν δικηγόρος της Στρατάκη μού έδωσες την εντύπωση πως θα ήθελες να μάθεις για ποιον λόγο αντιμετώπισε με νοσηρή ψυχρότητα την καταδίκη της και, ακόμα περισσότερο, το

έγκλημά της. Το ίδιο επιθυμώ ως συγγραφέας κι εγώ. Θα με βοηθούσε ίσως στη δουλειά μου αν ήξερα την αλήθεια, αντί να στηρίζομαι σε εικασίες». «Δεν καταλαβαίνω πού το πας» απόρησε εκείνος, προσπαθώντας να μαντέψει τι ήταν αυτό που έπρεπε να κάνει. «Φαντάζομαι πως στα χαρτιά σου πρέπει να υπάρχει η διεύθυνσή της» του διευκρίνισε, αποκαλύπτοντας βήμα βήμα το σχέδιό της. «Πράγματι υπάρχει στη δικογραφία μαζί με τα υπόλοιπα στοιχεία της» τη διαβεβαίωσε ο Μίνωας, ανοίγοντας τον χαρτοφύλακά του για να σιγουρευτεί. «Στην τσάντα της Ιουλίας, πέρα από την ταυτότητα και κάποια προσωπικά της είδη, υπάρχουν δύο ζευγάρια κλειδιά. Ίσως το ένα να ανήκει στην κόρη της. Ξέρεις, νομίζω πως τα σπίτια και τα άψυχα πράγματα διαθέτουν φωνή και συχνά αποκαλύπτουν ό,τι οι αφέντες τους πασχίζουν να κρύψουν» του είπε και του έκλεισε με τσαχπινιά το μάτι, αρχίζοντας να του δίνει τη λύση του γρίφου. «Θες να πεις…» έκανε εκείνος συνοφρυωμένος μόλις κατάλαβε τη στόχευση του συλλογισμού της. «Τι διάβολο συγγραφέας θα ήμουν αν δεν μπορούσα να βρω έναν τρόπο να ξεγυμνώσω μιαν αλήθεια;» επισήμανε εκείνη, περιμένοντας τη συναίνεση του Μίνωα στην αταξία που υπονοούσαν τα μισόλογά της. «Ελπίζω να καταλαβαίνεις τις συνέπειες μιας τέτοιας

πράξης. Αυτό που μου προτείνεις είναι παράνομο» της αντέτεινε εκείνος παίρνοντας το αυστηρό ύφος του επαγγέλματός του. «Εγώ και εσύ νομίζω πως δεν δικαιούμαστε να ομιλούμε για νομιμοφροσύνη» πρόβαλε εκείνη το αντίρροπο επιχείρημά της για ένα εγχείρημα που δεν ήταν κατά την κρίση της όσο παράτολμο φαινόταν ή το ένιωθε αμελητέο μπρος στην επιθυμία της να εντοπίσει τα αληθινά κίνητρα της Στρατάκη. «Εξάλλου, δεν σου ζητάω τίποτε περισσότερο από τη διεύθυνσή της. Δεν συνηθίζω να μοιράζομαι την απόλαυση από τις σκανταλιές μου» του είπε παιχνιδιάρικα. «Η παραβίαση ξένης ιδιοκτησίας δεν είναι παίξε γέλασε» θέλησε να τη συνεφέρει εκείνος, ξύνοντας με περίσκεψη τα γένια του πιγουνιού του, που ξεπετιούνταν σαν αγκάθια στη λεία επιδερμίδα του. «Αν μας πιάσουν, άντε να αποδείξουμε για ποιον λόγο μπήκαμε κρυφά στο ξένο σπίτι. Θα μας περάσουν σίγουρα για διαρρήκτες. Από την άλλη, όμως, γνωρίζω σίγουρα πως εδώ κι έξι μήνες στο σπίτι της δεν μένει κανείς. Με τον άντρα της είναι σε διάσταση και η Σήμανση δεν έκανε ιδιαίτερη δουλειά, αφού η Στρατάκη παραδόθηκε δίχως αντίσταση. Έκτοτε το σπίτι είναι ακατοίκητο, απ’ όσο μπορώ να ξέρω. Πρόκειται για μια παλιά καλοδιατηρημένη μονοκατοικία στα βόρεια προάστια». Το πρώτο πληθυντικό που χρησιμοποιούσε ο Μίνω ας έκανε την Έλλη να κρυφογελάσει. Η περιέργεια του

δικηγόρου αδημονούσε να διαρρήξει τα μυστικά της Στρατάκη και συναγωνιζόταν την περιέργεια της συγγραφέως. Έφταιγε και το γεγονός ότι ξεχείλωνε τον χρόνο που μοιραζόταν μαζί της, μη θέλοντας να συναντήσει ούτε την Τάνια, που σίγουρα τον περίμενε, ούτε τη Ροδή, που τον τελευταίο καιρό δεν έλεγε να πάει για ύπνο προτού επιστρέψει ο άντρας της. Στεκόταν σαν φάντασμα μπροστά στην τηλεόραση, κουλουριασμένη μες στην καπιτονέ της ρόμπα και μια καρό κουβέρτα ριγμένη στα πόδια, σαν ανήμπορη, παραιτημένη γριά. Δίχως καλησπέρα, με μια επιτούτου άχρωμη φωνή τον ρωτούσε αν ήθελε να του βάλει να φάει ή να ανάψει τον θερμοσίφωνα. Λόγια τυποποιημένα και ανούσια δηλαδή, παρότι η φαινομενική αθωότητα των λέξεων που επιστράτευε η Ροδή για να επικοινωνήσει με τον άντρα της έμοιαζε σαν μαχαίρι κρυμμένο σε βαμβάκι. Γιατί η φράση «να σου βάλω να φας» σήμαινε πως κάπου στο βάθος της καρδιάς της τον νοιαζόταν ακόμη, ενώ η κουβέντα περί θερμοσίφωνα του έβαζε την υπόνοια πως κάτι είχε ψυλλιαστεί για τα παραστρατήματά του. Η πρώτη ερώτηση βέβαια παρέπεμπε και στα ανέγγιχτα πιάτα φαγητού που είχε πετάξει εκείνο τον καιρό η Ροδή, αφού ο Μίνωας ξενότρωγε τις λιχουδιές της Τάνιας, και η δεύτερη στην έμμεση υπενθύμιση, που μπηγόταν σαν αγκάθι στην καρδιά του άτακτου δικηγόρου, για την αποχή του από τις αλλοτινές συχνές ερωτικές συνευρέσεις τους. Γιατί η Ροδή

ολοένα και περισσότερο σύγκρινε το πριν και το τώρα της ερωτικής συμπεριφοράς του άντρα της μετρώντας με τα δάχτυλα τον καιρό που είχε να ανθίσει το κρεβάτι τους. Άλλοτε ο Μίνωας με το που έμπαινε στο σπίτι, πριν καν απαλλαγεί από τα παπούτσια του, έσπευδε να εξασφαλίσει το ζεστό νερό με το οποίο θα ξέπλενε αργά τη νύχτα την κούραση της μέρας και τα υγρά του φλογερού έρωτά τους με τη λαχτάρα που έδειχνε πάντα για το κορμί της, ακόμα κι όταν η Ροδή άρχισε να υποπτεύεται πως ο άντρας της δοκίμαζε ερωτικές επιδόσεις άλλων κορμιών. Όσο τον έβλεπε να σπεύδει να γυρίσει το κουμπί του θερμοσίφωνα, η καρδιά της καθόταν φρόνιμη στη θέση της, δίχως να τη σκιάζει ο φόβος πως θα τον χάσει. Το άθικτο πιάτο του όμως και ο σβηστός σαν τον διακόπτη του θερμοσίφωνα ερωτισμός του ήταν αναμφίβολα δυσοίωνες ενδείξεις και δεν ήξερε πώς να χειριστεί αυτή την περίπτωση εκτάκτου ανάγκης του γάμου της. Στο ενδεχόμενο της μοιχείας βγήκε αυθόρμητα από μέσα της ο πέτρινος, σκληρός εαυτός της. Ο Μίνωας, με τη σειρά του, δεν άντεχε την άκαμπτη Ροδή που συναντούσε μόλις περνούσε το κατώφλι του σπιτιού τους. Ήξερε πως είχε καταλάβει τι του συνέβαινε, μα επέμενε να κρατάει αυτή την εκνευριστική απάθεια και ουδετερότητα για το πώς αισθανόταν εκείνος, σαν να αφορούσε αυτή η υπόθεση κάποιον ξένο και όχι τον ίδιο της τον γάμο. Έδειχνε να διεκπεραιώνει τη συζυγική τους συνύπαρξη σαν δημόσιος

υπάλληλος που κάνει το χρέος του πιέζοντας σφραγίδες σε έγγραφα και κοιτώντας συνέχεια τους δείκτες του ρολογιού του ώσπου να απαλλαγεί από την ανία του. Συνέχιζε απτόητη να μαγειρεύει, να σκουπίζει, να νταντεύει τα παιδιά, κι έπαψε να είναι ελκυστική για έναν σύζυγο που αδυνατούσε να εκτιμήσει πλέον τις χάρες της. Στη δουλειά της ακολουθούσε μια παρόμοια τακτική, προσπαθώντας να είναι αόρατη και αποφεύγοντας τις φουρτούνες, που έλεγε πως αφορούσαν εκείνες που ήθελαν να κάνουν καριέρα. Η ίδια είχε το σπίτι της και τα παιδιά της, κι αυτά της αρκούσαν για να νιώθει πλήρης και ευτυχής, δίχως να κυνηγάει τη ματαιότητα μιας ολοκλήρωσης που εξαρτιόταν από προαγωγές, αυξήσεις και τα ρέστα. «Εγώ έχω εσένα και τα παιδιά μας. Τι άλλο να θέλω;» ήταν η μόνιμη απάντησή της στον Μίνωα έναν μακρινό καλό καιρό που εκείνος νοιαζόταν αν ήταν ευτυχισμένη και τη ρωτούσε ανελλιπώς αν της έλειπε κάτι. Η φράση της Ροδής αντήχησε στη μνήμη του Μίνωα τη στιγμή που άκουσε τα κλειδιά της Ιουλίας να κουδουνίζουν μες στην παλάμη της Έλλης αδημονώντας να ξεκλειδώσουν το μυστικό της Στρατάκη. Ο δικηγόρος δεν είχε ιδιαίτερα αντιδράσει στην πρότασή της, πράγμα που σήμαινε πως είχε ανάγκη κι εκείνος αυτή την παράτολμη απόδραση από τη μεμψιμοιρία που του προκαλούσε ο διχασμός του ανάμεσα στη Ροδή και στην Τάνια. Ένιωθε πάλι σαν έφηβος που

ετοιμαζόταν να διαρρήξει το ντουλάπι όπου έκρυβε ο πατέρας του τα τεύχη της Ερωτικής αρμονίας, τότε που προσπαθούσε να ιχνηλατήσει τα μυστικά δώματα της λαγνείας και να αποκτήσει και ο ίδιος τη σεξουαλική του ταυτότητα. Από αυτό το περιοδικό ο Μίνωας μυήθηκε κρυφά στην ανατομία του γυναικείου κορμιού, υποκλέπτοντας τις εικόνες με τις οποίες ο πατέρας του πάσχιζε να διατηρήσει τον χαμένο ερωτισμό του με το να υποκύπτει στον καλοδεχούμενο πειρασμό μιας νοερής μοιχείας. Παιδί σχεδόν ακόμη ο Μίνωας ορκιζόταν πως ο ίδιος δεν θα κατέφευγε ποτέ στο υποκατάστατο μιας χάρτινης ερωμένης. Μα να που είχε φτάσει η στιγμή να αλλάξει γνώμη για τις άλλοτε καταδικαστέες φαντασιώσεις του γεννήτορά του, συνειδητοποιώντας πόσο ακίνδυνες αποδεικνύονταν οι ιλουστρασιόν ερωμένες, σε αντίθεση με τις αληθινές. «Εγώ έχω εσένα και τα παιδιά μας» ξανάκουσε από το βάθος του μυαλού του την παλιά, ζεστή φωνή της Ροδής και τα χείλη του πήραν το σχήμα ενός απρόβλεπτου χαμόγελου, που έσβησε μονομιάς όταν θυμήθηκε το τωρινό παγωμένο της φέρσιμο.

Η ψύχρα του απόβραδου είχε αφήσει το χνότο της πάνω στο τζάμι, και στην άσφαλτο ήταν ακόμη εμφανή τα ίχνη της βροχής. Από τις στέγες στάλαζε αργά το τελευταίο νερό της

μπόρας, που στραφτάλιζε μες στο σκοτάδι. Αφού σιγουρεύτηκαν πως δεν εμφανίστηκε κανείς γνωστός της οικογένειας Στρατάκη να νοιαστεί για τη γυναίκα, αποχαιρέτησαν τον γιατρό, έδωσαν τα τηλέφωνά τους να τους καλέσουν σε περίπτωση που χρειαζόταν οτιδήποτε η Ιουλία και έφυγαν με την υπόσχεση πως θα την επισκέπτονταν την επόμενη μέρα. Η πολύωρη παραμονή τους στο νοσοκομείο τούς έκανε να εκτιμήσουν ιδιαίτερα το βραδινό τοπίο της πόλης. Η υγρασία στο δέρμα τους αναζωογονούσε τα κουρασμένα τους κύτταρα και η νυχτερινή δροσιά όρμησε, θαρρείς, και στο μυαλό τους, προσφέροντάς τους μια ανάσα από την κούραση της μέρας. Περπάτησαν για λίγο νιώθοντας τα μέλη τους να ανακτούν τη χαμένη για ώρες ζωντάνια τους. Όταν πια ξεμούδιασαν οι δυο φίλοι απολαμβάνοντας τις απλές εικόνες που ξετυλίγονταν μπρος στα μάτια τους –τα αναμμένα φώτα, έναν καστανά δίπλα στη φουφού του, μια υπαίθρια μπάντα με ένα τενεκεδάκι για τα κέρματα των περαστικών που αντάμειβαν τους μουσικούς για το ευχάριστο διάλειμμα που τους πρόσφεραν, πιο πέρα μια ανθοπώλισσα που έφτιαχνε μπουκέτα με μαργαρίτες για τους επισκέπτες του νοσοκομείου–, σταμάτησαν ένα διερχόμενο ταξί. «Καλό βράδυ» του είπε η Έλλη τείνοντάς του το χέρι. «Θα έρθω κι εγώ» της είπε εκείνος κοφτά, δίχως το απόλυτο βλέμμα του να δέχεται αντιρρήσεις, και η γυναίκα

αισθάνθηκε ανακούφιση που στο τόλμημά της θα είχε συνένοχο. Ο Μίνωας ανακοίνωσε στον ταξιτζή τη διεύθυνση και η Έλλη βολεύτηκε στο πίσω κάθισμα παίζοντας νευρικά στα χέρια της το μπρελόκ των κλειδιών της Ιουλίας. «Φοβάσαι;» τη ρώτησε ο άντρας, που παραξενεύτηκε από την ξαφνική αμηχανία της Έλλης, η οποία ως εκείνη την ώρα έδινε την εντύπωση πως ήταν η πιο τολμηρή της παρέας. «Δεν ξέρω αν είναι φόβος. Είναι κάτι απροσδιόριστο αυτό που νιώθω. Ξέρεις πολύ καλά πόσο επιθυμώ να εντοπίσω τους μοχλούς της πράξης της Στρατάκη και, ακόμα περισσότερο, πόσο θέλω να βρεθώ στον χώρο όπου συνέβησαν όλα. Θέλω πολύ να επαληθευτούν οι υποψίες μου για την κατά κάποιον τρόπο αθωότητά της, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται κάτι τέτοιο» του εξήγησε ψαχουλεύοντας στην τσάντα της Ιουλίας μήπως εντόπιζε κάποιες πληροφορίες για τη σχέση της με την κόρη της. «Κι έπειτα, χρειάζομαι επειγόντως μια πιασάρικη ιστορία. Έχω καιρό να γράψω κάτι δυνατό» δήλωσε με ευκρινέστατη ειλικρίνεια. Μάλιστα, το δεύτερο επιχείρημα φάνηκε στον Μίνωα πειστικότερο από το πρώτο. Το απόκομμα του τσαλακωμένου εισιτηρίου που βρήκε η συγγραφέας σ’ ένα τσεπάκι ανέγραφε σημερινή ημερομηνία, πράγμα που σήμαινε πως η Ιουλία είχε κατέβει αυθημερόν από την Ξάνθη στην Αθήνα. Το νυχτικό και μια αλλαξιά που

υπήρχαν στριμωγμένα δίπλα στο πορτοφόλι και τα κλειδιά της μαρτυρούσαν πως δεν σκόπευε να μείνει για πολύ στην πρωτεύουσα. Ήθελε να παρασταθεί μόνο στη δίκη, δίχως ετούτο να σημαίνει απαραίτητα πως σκόπευε να συμπαρασταθεί στη μετά βεβαιότητος ένοχη Αιμιλία. Να όμως που η καρδιά της μάνας αποδείχτηκε αδύναμη, στερώντας τους την ευκαιρία να μάθουν τι στ’ αλήθεια σκόπευε να κάνει η Ιουλία έπειτα από την καταδίκη και τι θα έλεγε με την κόρη της αν την επισκεπτόταν. Με το βλέμμα απλωμένο νωχελικά στις φευγαλέες εικόνες μιας πόλης φθίνουσας υπόληψης, που ομόρφαινε επικίνδυνα μόνο τις νύχτες, η Έλλη έφερνε στο μυαλό της τα λόγια της δικής της μάνας, η οποία είχε καταφέρει να μεγαλώσει ολομόναχη το ευάλωτο κορίτσι της σαν να ήταν αρσενικό. Σε μια εποχή που οι ανύπαντρες μητέρες ήταν δακτυλοδεικτούμενες και στιγματισμένες εκείνη είχε τολμήσει να γεννήσει το «αγνώστου πατρός» παιδί της, όπως έγραφαν τα χαρτιά του ληξιαρχείου, καμαρώνοντας για μια απόφαση που σίγουρα δεν την κατέτασσε στα πλάσματα που υποτάσσονται στα στερεότυπα και λουφάζουν από δειλία. Εκείνη βέβαια γνώριζε εξαρχής τον πατέρα, μόνο που αυτός δεν έμαθε ποτέ του πως είχε παιδί ούτε η Έλλη γνώρισε ποτέ αυτόν που είχε χαρίσει στα μάτια της το σμαραγδένιο τους χρώμα. «Καλύτερα οι δυο μας» της εξηγούσε η μάνα της όταν

άρχισε η Έλλη να καταλαβαίνει τις μπηχτές των παιδιών στο σχολείο. «Δεν γινόταν να παντρευτώ τον πατέρα σου. Ήταν ήδη παντρεμένος. Μου έδωσε ό,τι μπορούσε να μου δώσει. Δηλαδή εσένα. Δεν ήθελα τίποτε άλλο απ’ αυτόν». «Η ελευθερία να είναι η πυξίδα σου» συνήθιζε να της υποδεικνύει, δίνοντας μια ευρύτητα στη λέξη τέτοια που να χωράει μέσα της και η έννοια της αξιοπρέπειας. «Μη συμβιβαστείς με κάτι λιγότερο απ’ αυτό που σου αξίζει. Μη λεκιάσεις την ψυχή σου ληστεύοντας ξένη ευτυχία. Μη μολύνεις τα χέρια σου αγγίζοντας τα όνειρα κανενός. Μη σκλαβωθείς στο πρόσταγμα του κορμιού σου παρά μονάχα στην εντολή του μυαλού σου. Μην πληγώσεις για να μην πληγωθείς. Μην οικτίρεις τον εαυτό σου. Να κοιτάς τα μάτια σου στον καθρέφτη. Η μοναξιά να είναι φίλη σου. Την καρδιά σου να την ακούς, μα να κάνεις ό,τι σου υπαγορεύει η λογική». Ο δεκάλογος των μητρικών συμβουλών κυρίευσε τον νου της την ώρα που το ταξί σταμάτησε έξω από τη σκαλιστή καγκελόπορτα ενός απόμερου σπιτιού ενδιαφέρουσας αρχιτεκτονικής. Χαμογέλασε με μια αδιόρατη πικρία απλωμένη στα χείλη. Ποιες από τις εντολές της μάνας άφησα απαραβίαστες; αναρωτήθηκε. «Δημοσιογράφος του πεζοδρομίου» εκείνη, όπως αυτοσαρκαζόμενη αποκαλούσε τον εαυτό της, ως ακάματη κυνηγός του κοινωνικού ρεπορτάζ είχε ατσαλώσει την κόρη της για να παραμείνει αλλιώτικη σ’

έναν κόσμο που επιδιώκει να στριμώχνει τους πάντες στο ίδιο καλούπι. Της έλειπε πολύ η μάνα της. Όποτε τη θυμόταν, ένιωθε ένα ρίγος να την τυλίγει, σαν να την αγκάλιαζε η αύρα της νεκρής. Της έλειπαν τα τσιτάτα που της ξεφούρνιζε με ευρηματική λακωνικότητα, τα κουτιά των τσιγάρων της με τις ακατάστατες σημειώσεις που μονάχα η ίδια μπορούσε να διαβάσει, η ακατάσχετη φλυαρία της κάποια βράδια που ξόρκιζαν στο διαμέρισμα της Έλλης μαζί τις μοναξιές τους. Μοναξιές κοφτερές, σκοτεινές και αδυσώπητες, όταν ανάμεσά τους έμπαινε το παράπονο της Έλλης για τον πατέρα που δεν γνώρισε και η σιωπή της Αγγέλας όταν η κόρη της απαιτούσε το όνομά του. Κατά τα άλλα περνούσαν οι δυο τους καλά και δεν έβαζαν μπελάδες γένους αρσενικού στο κεφάλι τους. Στην Έλλη έλειπαν ιδιαίτερα οι ταινίες που έβλεπαν οι δυο τους πίνοντας κόκκινο κρασί και οι ευρηματικές βωμολοχίες που επινοούσε η μάνα για τα πλαδαρά χάπι εντ των χολιγουντιανών κομεντί· μια πολύτιμη παρακαταθήκη ευθυμίας για χρόνια στην ψυχή της. Εκεί προσέτρεχε πάντα για να ανακαλύψει ανάμεσα στις παλιατζούρες των αναμνήσεων το κέφι που χρειαζόταν για να φτιάξει μια δύσκολη μέρα. «Αμερικάνικες πίπες! Μην τα πιστεύεις. Σ’ αυτό τον κόσμο υπάρχεις εσύ και ο εαυτός σου. Οι άλλοι είναι περαστικοί μονάχα απ’ τον χρόνο σου. Σαν πλάνα στο σινεμά. Μην τους

αφήσεις να σκουπίζουν τα παπούτσια τους στο χαλάκι της ψυχής σου. Ν’ απαγορεύεις την είσοδο στην καρδιά σου σε όσους αδυνατούν να μαντέψουν τον συνδυασμό της ευτυχίας σου». Η Έλλη με το που πάτησε τα σαράντα, μετά τον θάνατο της μάνας της, είχε αντιγράψει ως και το χτένισμα εκείνης της τσαούσας λεβεντογυναίκας, ακολουθώντας το πρότυπο της ατίθασης αισθητικής της. Κόκκινο κοντοκουρεμένο μαλλί, στο χρώμα της φωτιάς που αναζωπύρωνε ασταμάτητα το αντιδραστικό της ταμπεραμέντο, μπροστάρισσα σε αγώνες για ψωμί, παιδεία, ελευθερία, συμπεριλαμβανομένου και του ελεύθερου χίπικου έρωτα. Η αγέρωχη μάνα, που σε όλη της τη ζωή λειτουργούσε με γνώμονα έναν ορθολογικό, καπάτσο εγκέφαλο, που δεν είχε καμία σχέση με γυναικείες ευαισθησίες, μυξοκλάματα και ανασφάλειες, πέθανε από καρδιά. Η Έλλη, όταν πληροφορήθηκε πως η μητέρα της έπαθε καρδιακή προσβολή καλύπτοντας δημοσιογραφικά μια διαδήλωση, βρισκόταν εκτός Ελλάδος. Ανήμπορη να της προσφέρει έστω ένα ποτήρι νερό, πέρασε τη νύχτα της στο αεροδρόμιο περιμένοντας την ώρα της πτήσης και ξεφυλλίζοντας ένα άλμπουμ με φωτογραφίες τους που το κουβαλούσε πάντα μαζί της, όπως κάποιοι φανατικοί πιστοί κουβαλούν τη Βίβλο. «Όχι ακόμη. Είναι νωρίς. Μη φύγεις. Είναι νωρίς» ψιθύριζε

στη διάρκεια της πτήσης, και η μάνα, λες και έπιανε στον αέρα τα σήματα της φωνής της κόρης της, έκανε κουράγιο και την περίμενε. «Είναι νωρίς. Μη φύγεις ακόμα» της ψιθύρισε στο αυτί σαν έφτασε στο νοσοκομείο και είδε τα κόκκινα μαλλιά της, ξεθωριασμένα πια στο χρώμα του ροδιού, να στολίζουν το μαξιλάρι της. Λες και, αν της παραπονιόταν, εκείνη θα της έκανε τη χάρη να ζήσει παραπάνω, όπως όταν ήταν ακόμη παιδί και την πήγαινε στις κούνιες και η Έλλη στύλωνε τα πόδια μόλις καταλάβαινε ότι είχε φτάσει η ώρα της αναχώρησης. «Δέκα λεπτά ακόμα. Στιγμή παραπάνω. Μόνο δέκα λεπτά» της έλεγε τότε η μάνα κουνώντας τον δείκτη του χεριού της μπρος στα μάτια της μικρής, και η Έλλη κρατούσε ενός λεπτού σιγή σφίγγοντας τα σκοινιά της κούνιας κι έπειτα, αμίλητη, πιανόταν από τη φούστα της Αγγέλας κι έφευγαν δίχως κλάματα και τσιρίδες σαν τ’ άλλα παιδιά. Χώρεσαν τα πάντα σ’ αυτό το δεκάλεπτο. Η αγάπη, το ευχαριστώ, το φιλί και ξανά η αγάπη, όπως και τα παράπονα για τις απουσίες της μητέρας στις μικρές χαρές της Έλλης, που δεν είχε με κανέναν να τις μοιραστεί. Γιατί η Έλλη διάβαζε και η Αγγέλα δούλευε για να τη μεγαλώσει, παίζοντας ρόλο μάνας και πατέρα μαζί. Και ως πατέρας έχανε κάποιες από τις στιγμές που μια μάνα συνήθως περισυλλέγει με ιδιαίτερη φροντίδα στην παρακαταθήκη της

καρδιάς της. Μα ως μάνα η Αγγέλα ήταν γλυκιά σαν ζάχαρη κι απαλή σαν ζυμάρι και μυρωδάτη σαν ανοιξιάτικο άνθος. Όλο τον κόσμο πήρε μαζί της όταν έφυγε εκείνο το πρωί που η Έλλη έφτασε στο νοσοκομείο μ’ ένα παπούτσι μαύρο κι ένα ανοιχτό καφέ από την ταραχή της. Την πρόλαβε ευτυχώς ζωντανή. Της χάιδεψε τα κόκκινα κοντοκουρεμένα μαλλιά της, τη φίλησε στα ωχρά της χείλη, τα άλλοτε κατακόκκινα από ένα κραγιόν που δεν έλεγε η Αγγέλα να το αλλάξει, αγοράζοντας πάντα το ίδιο χρώμα όποτε τέλειωνε, πεισματικά πιστή ως και στο κοκκινάδι της. Κι εκείνη της γέλασε. Σ’ αγαπώ, να το θυμάσαι, της είπαν τα μάτια της, και η Έλλη κράτησε εκείνη τη βουβή κουβέντα, φυλάσσοντάς τη μες στην πλούσια συλλογή της μητρικής στοργής. Την επόμενη κιόλας μέρα αγόρασε το ίδιο κραγιόν και κούρεψε τα μαλλιά της όπως και η ακτιβίστρια μάνα, για να θυμίζει στον εαυτό της πως είχε χρέος να συντηρεί την παρουσία της Αγγέλας μέσα από τη μορφή της, μέσα από τη ζωή και από το σώμα της. Ήταν η… σαρκοφάγος που θα μετέφερε την αύρα της μάνας της στην αιωνιότητα. Αυτό ήταν το χρέος της Θα ντρεπόταν για μένα αν μάθαινε πόσο λύγισα, πόσο άφησα τον Αχιλλέα να με αλλάξει. Πώς τόλμησα να λιποτακτήσω απ’ τους κανόνες της; συλλογιόταν καιρό, ώσπου να καταφέρει να κόψει το τσιγάρο και τον εθισμό που

της είχε προκαλέσει ο εραστής της. Ίσως γι’ αυτό να την έπιασε εκείνο το λίγωμα όταν είδε την Ιουλία να σωριάζεται πάνω στα πλακάκια του δικαστηρίου. Η ίδια είχε προφτάσει να κρατήσει το χέρι της μάνας της, να ανταλλάξουν εκείνη τη σιωπηλή μα εύγλωττη ματιά και να εξομολογηθούν η μία στην άλλη όσα οι φορτισμένες καρδιές τους τις πίεζαν να ξεστομίσουν. Χρωστούμενα λόγια και φιλιά δεν υπήρχαν. Η αγάπη αναπαυόταν ήρεμη μέσα της και η ψυχή της κρατιόταν ζεστή κάτω από το πάπλωμα της νοσταλγίας. Η Ιουλία και η Αιμιλία δεν πρόφτασαν να κάνουν αυτό τον υποτυπώδη έστω διάλογο. Τα εμπόδια που ορθώθηκαν ανάμεσά τους τις κράτησαν σε απόσταση παρότι ήταν μαζί στον ίδιο τόπο και στον ίδιο χρόνο, δεμένες και συνάμα ξεκομμένες από την κοινή τους πορεία στη ζωή από ετούτη την απρόσμενη πράξη της κόρης. Άραγε οι δυο τους θα πρόφταιναν να ξαναμιλήσουν; πέρασε φευγαλέα η ερώτηση από τη σκέψη της Έλλης την ώρα που άνοιξε την πόρτα του ταξί. Κάτι πρέπει να κάνω γι’ αυτές τις δύο αν η Ιουλία τη γλιτώσει, συλλογίστηκε η Έλλη βγαίνοντας από το ταξί με τα κλειδιά της Ιουλίας στο χέρι, την ώρα που ο Μίνωας πλήρωνε το αντίτιμο της κούρσας. «Εδώ είμαστε» της είπε υπαινικτικά, κοιτώντας ολόγυρα την περιοχή με ιδιαίτερη επιφυλακτικότητα.

Ερημιά. Λίγα διάσπαρτα σπίτια και κάποια δέντρα παραταγμένα σαν άγημα έτοιμο για μάχη. Κι ένας φωτεινός σηματοδότης που αναβόσβηνε λες και ρύθμιζε την κυκλοφορία φαντασμάτων, αφού τροχοφόρα περνούσαν αποκεί πολύ αραιά. «Ποιος διάβολος σκαρφίστηκε να βάλει φανάρι στη μέση του πουθενά;» σκέφτηκε φωναχτά ο δικηγόρος ρίχνοντας μια ματιά στο βάθος του άδειου δρόμου. Έτσι όπως τα σπίτια ήταν χτισμένα σε απόσταση το ένα από το άλλο, προκαλούσαν παραπλανητικές εντυπώσεις. Η Έλλη είχε την αίσθηση πως βρίσκονταν σε ορεινή εξοχή, με πεύκα να ρίχνουν τους ίσκιους τους πάνω στο οδόστρωμα φιλοτεχνώντας μια μάλλον δυσάρεστη ατμόσφαιρα. Ακόμα και το σφύριγμα του ανέμου νόμιζαν πως ψιθύριζε μυστικά ή ότι μετέφερε λόγια τρομαγμένων παιδιών. Στοιχειωμένων αγγέλων… Ελάχιστα διερχόμενα αυτοκίνητα διέκοπταν την απόκοσμη σιωπή του τοπίου. Τα αστέρια φώτιζαν τα βήματά τους, κι όταν πέρασαν το κατώφλι του αυλόγυρου, βρέθηκαν αντιμέτωποι με ένα λαμπραντόρ που έσπρωχνε ασταμάτητα με τη μουσούδα του μια κουδουνίστρα. Το σκυλί αλυχτούσε ακατάπαυστα, σαν να έκλαιγε, δίχως διάθεση να τους επιτεθεί ούτε να οσμιστεί την αδρεναλίνη των κορμιών τους. Κουλουριασμένο στη γωνιά του, είχε προσηλωθεί στον ήχο της κουδουνίστρας, παλεύοντας να ανακαλέσει στη σκυλίσια

του μνήμη στιγμές που αγαπούσε. Η όσφρησή του πάσχιζε να εντοπίσει τα αχνά κατάλοιπα της ευωδιάς του παιδικού χεριού που άλλοτε κρατούσε το μωρουδίστικο παιχνίδι. Κι όσο απελπιζόταν που το άρωμα της ανάμνησης στέρευε, όλο και χτυπούσε την κουδουνίστρα για να υφάνει ο ήχος του την ψευδαίσθηση πως το παιδί ήταν ακόμη εκεί, στον κήπο, και έτρεχε ξένοιαστο παίζοντας με το ζώο. «Πενθεί…» ψιθύρισε η Έλλη στον Μίνωα και έσκυψε να χαϊδέψει τον σκύλο, που ζάρωσε στη γωνιά του αποφεύγοντας το ανθρώπινο χέρι.

6

Συφορά μου! Η φωτιά τ’ ουρανού το κεφάλι μου νάθε το σκίσει! Ποιο το κέρδος μου ακόμα να ζω; Ωχ, αλί, τρισαλί μου! Να μπόρουν με το θάνατο εγώ να χαθώ, σιχαμένη ζωή παρατώντας. ΜΗΔΕΙΑ EΥΡΙΠΙΔΗ, στ. 144-148

ΔΥΟ ΣΤΕΝΑ ΝΤΙΒΑΝΙΑ , ένας νιπτήρας και μπερδεμένες λέξεις σκαλισμένες στον τοίχο από χέρια απεγνωσμένα ήταν το νέο σκηνικό στη ζωή της Αιμιλίας Στρατάκη. Το κελί βρισκόταν στα υπόγεια των φυλακών, και από τον φεγγίτη ο ήλιος έμπαινε με το σταγονόμετρο. Μαζί με το νέο κελί

απέκτησε και νέα συγκάτοικο, μια Ρουμάνα με αγγελική μορφή, η οποία είχε σκοτώσει τον προαγωγό της στην Ελλάδα όταν θέλησε να πουλήσει σ’ ένα ζευγάρι το τρίτο παιδί που είχε η γυναίκα γεννήσει. Φερμένη δίχως χαρτιά από την πατρίδα της, ήταν προκανονισμένο ότι θα φρόντιζε ο φονευθείς πλέον Μπόρις για τη στέγη και την τροφή της στην Ελλάδα, με το αζημίωτο φυσικά. Δεκαοκτώ χρονών τότε, η Μπιάνκα ξενιτεύτηκε για να βρει δουλειά, μιας και στον τόπο της τα μεροκάματα είχαν στερέψει. Η συμφωνία ήταν πως στην Ελλάδα θα έβρισκε γρήγορα απασχόληση, κι έτσι το έβαλε το χρέος στον Μπόρις δίχως να το καλοσκεφτεί, πιστεύοντας αφελώς πως η δουλειά που θα της έβρισκε εκείνος θα ήταν έντιμη. Ένα διαμέρισμα στην Αχαρνών σαν ποντικότρυπα, που από το σπασμένο τζάμι της μπαλκονόπορτας έμπαινε βροχή, και ένα πιάτο άθλιο φαγητό τής πρόσφερε εντέλει εκείνος με αντάλλαγμα το ολόφρεσκο κορμί της, που αποτέλεσε πρώτης τάξεως εμπόρευμα για τον σκοπό που το προόριζε. Καθαρίστρια σε ένα συνεργείο καθαριότητας της είπαν πως θα δούλευε στην αρχή, μα από τις πρώτες μέρες ψυλλιάστηκε πως κάτι ύποπτο συνέβαινε μόλις εκείνος της παρέδωσε μια σακούλα με τα ρούχα της δουλειάς της. Χτυπήθηκε σαν το ψάρι εκείνη τη νύχτα, έκλαψε, ικέτεψε, ούρλιαξε, στο τέλος έπεσε λιπόθυμη από τα γεροδεμένα χέρια του Μπόρις, που δεν δίστασε να καταστείλει την ανταρσία της με γροθιές. Και

υποτάχτηκε. Τρία υγιέστατα μωρά γεννήθηκαν από τα τρυφερά της σπλάχνα· τα δυο πρώτα, κατάξανθα, σγουρομάλλικα, με ουράνια μάτια και γονίδια που υπόσχονταν μια σπάνια ομορφιά, πουλήθηκαν στο πιτς φιτίλι σε άκληρα ζευγάρια που είχαν ξεπαραδιαστεί παλεύοντας να αποκτήσουν παιδί του σωλήνα. Στο τρίτο παιδί η Μπιάνκα όρθωσε το ένα και ογδόντα ανάστημά της και ήρθαν πάλι στα χέρια με τον Μπόρις, παρότι ακόμη ήταν λεχώνα και δεν είχε προλάβει να ανακάμψει από την εξάντληση του τοκετού. Εκείνος δεν δίστασε να την ξυλοκοπήσει για να ξεκαθαρίσει ποιος έκανε κουμάντο ανάμεσά τους. Για ξόδεμα την είχε στο κάτω κάτω, μιας και είχε ήδη κλείσει νοσοκομείο να της αδειάσουν τα σωθικά για να μην πιάνει παιδιά, ώστε να νοικιάζει έναντι αδρής αμοιβής το καλλίγραμμο σώμα της σε όσους ενδιαφέρονταν να εκτονώνονται πάνω σ’ αυτό το αιθέριο πλάσμα δίχως να τους μειώνει την απόλαυση της εκσπερμάτισης το πλαστικό υλικό του προφυλακτικού. Το μωρό έκλαιγε γοερά την ώρα που η Μπιάνκα έσφιξε μες στη χούφτα ένα μαχαίρι της κουζίνας τρυπώντας το πλαδαρό στήθος του άντρα, όπως η γιαγιά της στο Ισβοάρελε τρυπούσε το ζυμάρι για να μη φουσκώσει πολύ όταν θα ψηνόταν στον ξυλόφουρνο. Έτσι, κατέληξε η γυναίκα στο διπλανό ντιβάνι της

Αιμιλίας να ρίχνει πασιέντζες την ώρα που μπήκε η «φρέσκια» μες στο κελί. Η Στρατάκη έδειχνε πολύ κουρασμένη, κι όταν ο φρουρός τής υπέδειξε το κρεβάτι της, σωριάστηκε στο μαξιλάρι μπρούμυτα για ώρες. Η Μπιάνκα δεν είχε προφτάσει να μάθει ελληνικά. Συγκεχυμένες, ασύντακτες φράσεις μόνο είχε καταφέρει να αποθηκεύσει στην πληγωμένη της νοημοσύνη, μα κοιτάζοντας την Αιμιλία θυμήθηκε τις δικές της συμφορές και την πλημμύρισε η συμπόνια που νιώθουν ο ένας για τον άλλο δυο ξενιτεμένοι σε αφιλόξενο τόπο. Παρότι η Αιμιλία δεν ήθελε θεατές στον θρήνο της, δεν άντεξε και σπάραζε πάνω στο κρεβάτι. Το κορμί της τρανταζόταν παραδομένο σε λυγμούς, ξεσπώντας επιτέλους την έντασή της έπειτα από μήνες άθραυστης ψυχραιμίας. Πέρασαν ώρες για να απλωθεί στο σώμα της ηρεμία. Η Μπιάνκα με την άκρη του ματιού της συνέχιζε να την παρατηρεί, ώσπου την είδε να σαλεύει και να σηκώνεται συγκρατώντας ανάμεσα στις παλάμες το κεφάλι της. «Βράντιασε» είπε η Ρουμάνα μόνο και μόνο για να πει κάτι, αφού ήξερε καλά πως δεν κυλούσε με τίποτε η ώρα όταν είχε συγκάτοικο κλεισμένη στον εαυτό της. Ήταν η τρίτη που της άλλαζαν μες στον χρόνο της… φοίτησής της στο «παρθεναγωγείο», όπως αποκαλούσαν οι ελληνίδες κρατούμενες περιπαικτικά τη φυλακή. Έπρεπε να διερευνήσει λοιπόν αν την έπαιρνε να επιδιώξει λίγη ανθρώπινη κουβέντα

ή να επιστρέψει στη σιωπηλή συντροφιά της τράπουλας. «Βράδιασε για πάντα» της απάντησε η Αιμιλία ρίχνοντας μια φευγαλέα ματιά στον φεγγίτη, απ’ όπου μια υπόνοια φεγγαριού τρύπωνε κλεφτά στο κελί τους. «Ντεν αντέκει αυτήν ώρα» συμπλήρωσε η Μπιάνκα, θεωρώντας πως ήταν μια καλή αρχή ετούτη η έστω απαισιόδοξη κουβέντα που είχαν ανοίξει. «Μπιάνκα» συστήθηκε η Ρουμάνα απλώνοντας το χέρι της προς το μέρος της άλλης, η οποία παρέμεινε με τα χέρια της σταυρωμένα, αποδεικνύοντας πως δεν είχε διάθεση για κοινωνικές επαφές. «Αιμιλία Στρατάκη» της είπε στεγνά, κοιτώντας τα απλωμένα χαρτιά στο ντιβάνι της συγκατοίκου της, που, όσο την κοιτούσε, τόσο της θύμιζε την Μπριγκίτε Νίλσεν, με τις ατελείωτες γάμπες και τη μέση δαχτυλίδι, στο γλυκύτερο ωστόσο, τότε που πρωταγωνιστούσε στις βίαιες ταινίες του Σταλόνε. «Ένα κρόνο εγκώ εντώ» άρχισε η Μπιάνκα να εξιστορεί τη… βιογραφία της. «Είμαι κουρασμένη. Αν δεν σε πειράζει, θα ήθελα να μη μιλάμε» της έκοψε η Αιμιλία τη φόρα και η άλλη υπάκουσε αλλάζοντας τακτική. «Είσαι άρρωστη; Κρώμα ντικό σου νεκρό» παρατήρησε η Μπιάνκα, καθώς δεν εννοούσε να παραιτηθεί τόσο γρήγορα από την προσπάθειά της να αναπτύξει μια ανθρώπινη σχέση.

«Μα είμαι νεκρή. Απλώς ακόμη αναπνέω» την αιφνιδίασε η άλλη. «Δεν φοβάσαι να μιλάς με μια νεκρή;» της απάντησε η Αιμιλία βάζοντας το χέρι της για προσκεφάλι και καρφώνοντας το βλέμμα στο ταβάνι. Τα μάτια της έτσουζαν φρικτά καθώς αδυνατούσε να κλάψει και το δέρμα της έμοιαζε φρυγανισμένο και έτοιμο να διαλυθεί. Πότε πότε εκείνες τις στιγμές ένα κύμα δακρύων έφτανε επιτέλους ως τα βλέφαρά της, μα τη σταματούσε η παρουσία της Μπιάνκας. Τι νόημα είχε να κλάψει πάλι μπροστά της; «Τσιγκάρο;» της πρότεινε το πακέτο η άλλη και η Αιμιλία ήταν η μόνη στιγμή που έδειξε διάθεση να αναπτύξει μια κάποια επαφή με την Μπιάνκα. Υπό άλλες συνθήκες δεν θα καταδεχόταν να απλώσει το χέρι στο πακέτο μιας άγνωστης, μα εκείνη την ώρα λαχταρούσε λίγη νικοτίνη και το σώμα της ικέτευε για την εκτόνωση που προσφέρει ο καπνός. Άναψαν και οι δυο δίχως να μιλούν. Οι τολύπες ταξίδευαν προς τους τοίχους, κάνοντας τα σμιλεμένα στον ασβέστη λόγια των προηγούμενων κρατουμένων να εξαφανίζονται από τα μάτια τους. «Εγκώ εντώ κρόνο. Πρέπει ντέκα» έκανε πάλι απόπειρα συζήτησης η Μπιάνκα δείχνοντας τη διάρκεια της ποινής της και με τα δάχτυλα, νιώθοντας πάντα ανασφάλεια για τα ελληνικά της, και αυτή τη φορά η Αιμιλία, έπειτα από το κέρασμα του τσιγάρου, θεώρησε χρέος της να ανταποκριθεί. «Εγώ είμαι εδώ λίγες ώρες, μα πρόκειται να μείνω για

πάντα. Μ’ αρέσει εδώ» της είπε τραβώντας άλλη μια τζούρα ως τα κατάβαθά της με κάποιο ίχνος κυνισμού, λες και επεδίωκε να τη σοκάρει. Ποτέ της δεν είχε εκτιμήσει ως τώρα την παρηγοριά που πρόσφερε ο καπνός, μα τη δεδομένη στιγμή ήταν το μόνο πράγμα που της χάριζε λίγη ανακούφιση, κι ας έκαιγε τα πνευμόνια της κι ας τρανταζόταν το είναι της από τον βήχα. «Καλά είναι εντώ. Από έξω, πιο καλά εντώ» ομολόγησε κι εκείνη. «Μα μου λείπει παιντί μου» δάγκωσε το κατώχειλό της, διακόπτοντας την αφήγηση, και βιάστηκε να πάρει μια ακόμα δόση νικοτίνης, ενώ το σώμα της παραδόθηκε στους κραδασμούς των λυγμών της. Πάλι επικράτησε η σιωπή, τυλιγμένη στον καπνό, σαβανωμένη στις σκέψεις μιας ελευθερίας που απαρνήθηκαν θαρραλέα και οι δυο τους. «Τέλω σου πω την ιστορία μου. Εσύ μην πεις αν ντεν τέλεις. Τέλω τη λέω γκιατί Μπιάνκα όκι φονιάς. Μπιάνκα μάνα. Μόνο μάνα». Τα συγκρατημένα αναφιλητά της Ρουμάνας καρφώνονταν σαν σπασμένα γυαλιά μες στην καρδιά της Αιμιλίας. «Μάνα, μόνο μάνα» αντήχησαν οι λέξεις αμέτρητες φορές μες στη συνείδηση της «Μήδειας», αφήνοντας τον σκληρό τους απόηχο να τυλίξει τη γυναίκα στο σκοτεινό του περίβλημα. Η Αιμιλία άκουγε τη λέξη σαν να είχε ακατάληπτη σημασία. Σαν να πάλευε να ανακαλύψει από την αρχή το νόημα που είχε απωθημένο πίσω από τη δύναμη που

την έκανε να σκοτώσει. Έβλεπε την ένα και ογδόντα γυναίκα να έχει γίνει κουβάρι στη γωνιά της όσο μιλούσε για την πάλη της με τον Μπόρις με τρόπαιο το τελευταίο της παιδί και αναρωτιόταν τι θα έλεγε η Μπιάνκα αν της φανέρωνε τον λόγο για τον οποίο βρέθηκε η ίδια εκεί μέσα. Με τις διατυπώσεις, είχε φτάσει το βράδυ ώσπου να την οδηγήσουν στο κελί της και οι συστάσεις δεν είχαν προφτάσει να γίνουν με τις άλλες κρατούμενες, που είχαν αποσυρθεί στα κελιά τους για τη νύχτα. Οι Ελληνίδες που άκουγαν ανελλιπώς ραδιόφωνο ή έβλεπαν τηλεόραση, μην έχοντας με κάτι άλλο να ξορκίσουν τον χρόνο, που κυλούσε δυσκίνητος στη φυλακή, σίγουρα θα έδιναν λεπτομερή αναφορά και στις υπόλοιπες για το έγκλημα της Στρατάκη. Την επόμενη μέρα θα γινόταν το σούσουρο για τη νεόφερτη παιδοκτόνο, κάνα δυο βδομάδες θα της κήρυσσαν εμπάργκο από τις συντροφιές που είχαν ήδη διαμορφωθεί εκεί μέσα και έπειτα θα έπαιρνε και η Αιμιλία τη θέση που θα της όριζαν μες στην ασφυκτική κοινωνία της φυλακής. Τα μάτια των υπόλοιπων καταδίκων θα έσταζαν φαρμάκι για καιρό όποτε την πετύχαιναν κι εκείνη θα μάθαινε να υπομένει την προσβολή και την υποτίμηση των βλεμμάτων τους, απορώντας με το θράσος που είχαν να την κρίνουν αμείλικτα για να νιώθουν μικρότερα τα δικά τους λάθη. Την εθιμοτυπία του εγκλεισμού η Αιμιλία τη γνώριζε ήδη, αφού ήταν προφυλακισμένη έξι ολόκληρους μήνες. Η

απομόνωση στην οποία την είχαν καταδικάσει οι άλλες με το που πέρασε το κατώφλι της πτέρυγας την έκανε να υποφέρει περισσότερο. Τη βόλευε μάλιστα ως έναν βαθμό ετούτος ο διωγμός από τη συγκατάβαση και τη συντροφικότητα των άλλων, αφού της επέτρεπε να κουρνιάζει ανενόχλητη μες στις μύχιες σκέψεις της. Ωστόσο, τα αστραποβόλα μάτια της Ρουμάνας στο σκοτάδι και τα σπασμένα αναφιλητά, που φανέρωναν πως έναν χρόνο τώρα δεν είχε καταφέρει να τιθασεύσει όσα ένιωθε, της ενέπνευσαν παραδόξως εμπιστοσύνη. Αναρωτιόταν καιρό τι είδους άνθρωπος μπορεί να ήταν η ίδια έχοντας βρει τη δύναμη να εξολοθρεύσει ό,τι αγαπούσε περισσότερο στη ζωή της. Γιατί κι εκείνη, όπως και η Μπιάνκα, είχε νιώσει στα σπλάχνα της να σκιρτάει τρεις φορές ένα νέο έμβρυο και είχε δεθεί με τα δύο πλάσματα που είχε φέρει στον κόσμο με τον αδιάρρηκτο λώρο του πόνου. Η Αιμιλία μάλιστα είχε προλάβει να νανουρίσει τα παιδιά της, να μάθει τη μυρωδιά τους, να ακούσει τα πρώτα τους λόγια, τα πρώτα τραγούδια, να εισπράξει τις πρώτες τους αγκαλιές και να γευτεί εκείνη τη γλύκα που χαρίζει στις λέξεις η ανεπιτήδευτη αγάπη μιας ζωής που εξαρτάται από τη δική σου. Ένιωθε ευλογημένη κάποτε γι’ αυτό το θησαυροφυλάκιο της αγάπης, που το συντηρούσε ανεξάντλητο μέσα στο σπίτι της. Την κυοφορία του τελευταίου μωρού της μάλιστα την είχε

πληροφορηθεί την ίδια μέρα που είχε γεννήσει τα κουτάβια του και το σκυλί της, η Φλόγα, που τα καμάρωνε σαν να μην είχε αποκτήσει κουτάβι άλλη σκύλα. Δεν έχανε ευκαιρία να γλείφει τα μικρά της κάνοντας το τρίχωμά τους στιλπνό, όπως και η Αιμιλία αγόραζε κάθε λογής βρεφικά ρούχα, κορδέλες και πατούμενα για να στολίζει τα παιδιά της. Κόντεψε να πεθάνει το σκυλί όταν ο άντρας, δίχως να ρωτήσει την Αιμιλία, ξεφορτώθηκε τα κουτάβια προτού αποκόψουν από το γάλα της μάνας τους. Κλαψούριζε ασταμάτητα η Φλόγα μοιρολογώντας τα χαμένα της παιδιά, δεν έτρωγε, δεν γάβγιζε, δεν ορμούσε όπως άλλοτε στον φράχτη όποτε περνούσε κάποιος διαβάτης που δεν της καλοάρεσε. Και η Αιμιλία είχε κοντέψει να τρελαθεί όταν το μικρό πριν σαραντίσει ανέβασε υψηλό πυρετό, τον οποίο δεν κατάφερναν να του τον ρίξουν ούτε οι κομπρέσες ούτε τα αντιπυρετικά. Και μετά… Μετά σκοτάδι και θάνατος, και μίσος και οργή, και όλα στάχτη. Ολοκαύτωμα ο κόσμος της, η αγάπη, το οχυρό μιας λογικής που έως τότε της επέτρεπε να ζει προστατευμένη μέσα στην ψευδαίσθηση μιας άτρωτης ευτυχίας. Μιας ευτυχίας που έμοιαζε με όαση, αλλά αποδείχτηκε κινούμενη άμμος και τη ρούφηξε στα έγκατά της. Έκλεισε το πρόσωπο μες στις χούφτες της, συνεχίζοντας να κρατάει το τσιγάρο. Η καύτρα ψυχορραγούσε πάνω στη

γόπα, που ανέδιδε τώρα μια στεγνή ανεπιθύμητη μυρωδιά. Η Αιμιλία θα ήθελε να ήταν τρελή. Να είχε χάσει ολότελα το τιμόνι του λογισμού της, να είχε χαλάσει για πάντα η πυξίδα της συνείδησης, που δείχνει στις σκέψεις τον δρόμο για το ασφαλές αγκυροβόλι τους. Μα δυστυχώς τα είχε τετρακόσια, κι αυτό αποτελούσε την πιο αυστηρή ποινή για μια πράξη που ακόμα κι εκείνες τις ώρες που έπεφτε πυκνή η σκοτεινιά πάνω στις μορφές τους αναρωτιόταν αν έπρεπε να την κατατάξει στα λάθη της. Από την ώρα που έκλεισε πίσω της η βαριά καγκελόπορτα της φυλακής η συνείδησή της είχε πιάσει δουλειά και την ανέκρινε. Έπειτα έφερνε στον νου της τη χλωμάδα της μάνας της, την έκφρασή της μόλις ανακοινώθηκε η ποινή, και αυτές οι εικόνες τής έδιναν την απάντηση στο γιατί που αιωρείτο συνεχώς στο μυαλό της. Η δωρική εξομολόγηση που ξεμύτισε από τα χείλη της μπροστά στην Μπιάνκα ήταν το απονενοημένο της τόλμημα να γλιτώσει από τα νύχια της αυτοκριτικής, που δεν την έβγαζε πουθενά. Ξεγύμνωσε λοιπόν την ψυχή της για να αποφύγει το άχρηστο φορτίο των προσχημάτων. «Σκότωσα τα παιδιά μου» ξεστόμισε σαν σφαίρες τις λέξεις, και η Ρουμάνα κοκάλωσε με την κουβέντα, νομίζοντας πως δεν κατάλαβε καλά, όντας ανασφαλής με τα κουτσά ελληνικά της. Νόμισε ότι ήταν θέμα συντακτικού το εσφαλμένο νόημα που είχε συλλάβει από τα λεγόμενα της

Αιμιλίας. Δεν ήταν εξάλλου η πρώτη φορά που τα ελληνικά της την είχαν γελάσει, παρερμηνεύοντας κάτι που είχε φτάσει στ’ αυτιά της. Τα χέρια της Αιμιλίας, που άρχισαν να τρέμουν ξαφνικά, τα μάτια της, που έγιναν πιο σκοτεινά και από τη νύχτα, η σιωπή, που ανάμεσά τους έγινε αιχμηρή, και το καταφατικό κούνημα του κεφαλιού της άλλης, που τη διαβεβαίωνε πως σωστά είχε καταλάβει τα λόγια της, την έκαναν να παγώσει. Συνέχισε σε σπαστά ελληνικά να εξιστορεί το δικό της έγκλημα, αποφεύγοντας να γυρέψει λεπτομέρειες για την πράξη της Αιμιλίας, που διέφερε πολύ από τη δική της. Μπορεί να είχε επιβληθεί και στις δυο τους η ίδια πάνω κάτω τιμωρία, επιβεβαιώνοντας το κλισέ περί τυφλής δικαιοσύνης, όμως η Μπιάνκα αρνιόταν να συγκριθεί ο φόνος που είχε διαπράξει με τα φονικά της άλλης γυναίκας. Μπορεί οι νόμοι να έκριναν με κριτήριο το αίμα που είχε χυθεί και στις δύο περιπτώσεις, όμως η Μπιάνκα αναρωτιόταν πώς ήταν δυνατό μια γυναίκα να σκοτώσει παιδιά, και μάλιστα τα παιδιά της… Τι μπορούσε να έχει μέσα της διασωθεί έπειτα από μια τέτοια πράξη; Το δικό της έγκλημα διέθετε κάποιο ήθος, που της χάριζε αξιοζήλευτη αξιοπρέπεια κι ένα κύρος ανάμεσα στα κατακάθια της φυλακής. Ακόμα και η δεσμοφύλακας της φερόταν με συμπάθεια, χτυπώντας τη συγκαταβατικά στην πλάτη κι έπιανε μαζί της κουβέντα.

Τη βραδιά του φόνου η Μπιάνκα, κοιτώντας το νεογέννητο μωρό της και βυθίζοντας το βλέμμα της στο γαλάζιο των δικών του ματιών, είχε καταφέρει να ανακτήσει την αθωότητα που διέθετε όταν πέρασε παράνομα τα σύνορα της χώρας. Γι’ αυτό είχε σκοτώσει τον Μπόρις. Για εκείνο το φως του αισιόδοξου μέλλοντος που ήθελε να συνεχίσει να το διακρίνει μες στα μάτια του βρέφους. Ίσως εντέλει να ήταν σφάλμα που είχε στερήσει από το παιδί της δύο πλούσιους γονείς –όπως πάλευε να τη συνετίσει ο Μπόρις–, καταδικάζοντάς το να μεγαλώσει σ’ ένα απρόσωπο ίδρυμα. Όμως δεν μπόρεσε να αντισταθεί εκείνη τη νύχτα στο σκίρτημα της ανθρωπιάς της και στο δικαίωμα της μητρότητας. Η Ρουμάνα υπάκουσε στην εντολή που της έδωσε η ψυχή της. Θέλησε να κρατήσει αυτό το αγνώστου πατρός παιδί που είχε σαλέψει στα σπλάχνα της έπειτα από αμέτρητες επί πληρωμή συνευρέσεις στις οποίες την ανάγκαζε ο Μπόρις. Αφηγήθηκε απνευστί την ιστορία της στην Αιμιλία. Δεν ήθελε να παρεμβάλλεται χρόνος ανάμεσα στα λόγια της, επαναλαμβάνοντας συχνά τις λέξεις «μάνα», «μαμίκα», ή «μαμά» μιας και το νόημά τους πίστευε πως την απάλλασσε από το μίασμα του φόνου. Προσπερνούσε ως και τα πνιχτά αναφιλητά της, προσπαθώντας ακάθεκτη να αποδείξει πως σκότωσε μόνο από αγάπη, η οποία δεν έλεγε να ατροφήσει μες στη σάπια ζωή της. Όσο μιλούσε, ανέφερε συχνά πως τη

χτυπούσε ο Μπόρις και πως της έφερνε πελάτες ακόμα και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της. Η Μπιάνκα στεκόταν ακίνητη κάτω από το βάρος τους, νιώθοντας εύθραυστη σαν αγγείο που έπρεπε να μείνει άθικτο για να μην τραυματιστεί ο θησαυρός που περιείχε. Ήταν φορές που την κυρίευε ο φόβος πως τα παιδιά της θα γεννιούνταν ανάπηρα, δύσμορφα ή νεκρά έπειτα από την τόση της κακοποίηση και άλλες φορές προσευχόταν κρυφά να μη γεννηθούν ζωντανά, για να τιμωρήσει τον Μπόρις με την απώλεια του εμπορεύματος που έκλεβε από τα μύχιά της. Μα όταν γεννιούνταν και τα έπαιρνε στην αγκαλιά της, γι’ αυτές τις λίγες ώρες ή μέρες που εκείνος της επέτρεπε να τα κρατάει κοντά της, να τα θηλάζει και να τα κανακεύει ένιωθε εκείνη τη θλιβερή ευτυχία που είναι προορισμένη να χαθεί. Για χάρη αυτής της βραχυπρόθεσμης ευτυχίας είχε σκοτώσει η Μπιάνκα. Είχε γυρέψει από τον Μπόρις μια νύχτα ακόμα με το παιδί της που έμελλε να παραδοθεί σ’ ένα ευκατάστατο ζευγάρι το οποίο έμενε στα βόρεια προάστια. Εκείνος αρνήθηκε την πίστωση χρόνου που του είχε γυρέψει. Της το τράβηξε απότομα την ώρα που το θήλαζε κι εκείνο έβαλε τα κλάματα, σαν να διαισθανόταν τον βέβαιο χωρισμό του από τη μάνα του. Θέλοντας να μείνει λουφαγμένο στον κόρφο της, να παίρνει ζωή από το γάλα της, να ηρεμεί με το ρουμάνικο νανούρισμά της, στα χέρια του Μπόρις σπάραζε από το

κλάμα. Τα τελευταία δύο μερόνυχτα το παιδί κοιμόταν με δυσκολία, σαν να είχε μαντέψει πως κοντοζύγωνε ο χωρισμός του από τη μάνα του. Κάτι το κλάμα, κάτι η κούραση της γέννας, από την οποία ακόμη δεν είχε συνέλθει η λεχώνα, κάτι η ακατάληπτη για την Μπιάνκα «επιλόχειος μελαγχολία», όπως τόνισε ο δικηγόρος της στην αγόρευσή του ανάμεσα στις άλλες δυσνόητες για κείνη λέξεις που είχε χρησιμοποιήσει ως ελαφρυντικό, βρέθηκε με το μαχαίρι στη χούφτα, οπλισμένη με τη δύναμη που απαιτεί ένας φόνος. «Άμυνα. Σίγκουρα άμυνα ήταν» εξήγησε στην Αιμιλία, επαναλαμβάνοντας τα λόγια του δικηγόρου της, ο οποίος έπεισε τον δικαστή να μειώσει την ποινή στη δεκαετία. Δεν σχολίασε καθόλου τη φράση της Αιμιλίας για τη δολοφονία των παιδιών της. Υποκρίθηκε πως δεν την άκουσε. Η στάση της ανακούφισε τη «Μήδεια», που δεν ήταν έτοιμη για εξηγήσεις. Όχι πως δεν ήθελε τώρα πια να μιλήσει, μα ήταν εκείνο το κενό που την τυραννούσε ακόμη όσο τα γεγονότα άρχισαν να στοιχίζονται στο μυαλό της και να της δίνουν απαντήσεις για μια πράξη που ο νους της αρνιόταν να εννοήσει μα η ψυχή της ένιωθε παραδόξως λυτρωμένη αφότου τη διέπραξε. «Το δικό μου έγκλημα ήταν μια ποινή που επέβαλα στον εαυτό μου. Μια αμείλικτη αυτοτιμωρία» μονολόγησε η Αιμιλία γέρνοντας κουρασμένη στο μαξιλάρι της, δίχως να

αρθρώσει άλλη κουβέντα. Κουκουλώθηκαν και οι δυο κάτω από τα φθαρμένα σκεπάσματα περιμένοντας τα όνειρα που επαναλαμβάνονταν πεισματικά στις αδιέξοδες νύχτες τους. Η Μπιάνκα, λίγο πριν την πάρει ο ύπνος, βομβαρδίστηκε από διάφορα ερωτήματα. Εκείνη είχε παραδοθεί στα νύχια του Μπόρις, που τη μετέτρεψε από ερίφιο σε λύκο. Η Αιμιλία σε ποιον να είχε παραδοθεί; Ποιος είχε στραγγαλίσει τη δική της αθωότητα; Έπειτα έκλεισε τα μάτια περιμένοντας τη νοερή επίσκεψη του μωρού της. Θα ήταν τώρα ενός έτους. Θα είχε βγάλει δόντια, θα μπουσουλούσε ή θα περπατούσε ήδη τρεκλίζοντας χαριτωμένα, η φατσούλα του θα είχε αλλάξει, παίρνοντας σιγά σιγά τη μορφή του νηπίου, τα μαλλιά του θα είχαν πυκνώσει και οι ξανθές του μπούκλες θα έπεφταν παιχνιδιάρικα στα αγγελικά του μάτια. Μες στον ύπνο της τη φώναζε «μαμίκα», που πάει να πει «μάνα» στα ρουμάνικα, όπως φώναζε κι εκείνη τη δικιά της. Άπλωνε τα χέρια του να την αγγίξει, μα κάτι αόρατο υπήρχε ανάμεσά τους που έκανε αγεφύρωτη την απόσταση που τους χώριζε. Κι όσο τα χέρια τεντώνονταν, τόσο η αγάπη τους έμοιαζε λίγη, ανάπηρη και δειλή, στερώντας τους την απόλαυση να αγγίξουν το θείο υλικό της. Η Μπιάνκα ξύπνησε τα μεσάνυχτα με άδεια, όπως πάντα, την αγκαλιά της. Κρύωνε. Κουλουριάστηκε κάτω από το

σκέπασμα εκπνέοντας με δύναμη, σαν να προσπαθούσε να αποβάλει το βάρος του ονείρου που πλάκωνε το στήθος της. Η Αιμιλία δίπλα της έκανε ταραγμένο ύπνο. Πετούσε τα σκεπάσματα και μουρμούριζε κάτι ακατάληπτα λόγια. Στην όψη της εναλλάσσονταν ασταμάτητα μορφασμοί, που άλλοτε την έκαναν να ανακτά μια παιδική ηρεμία και άλλοτε σκλήραιναν απότομα τα χαρακτηριστικά του προσώπου της, σαν να στεκόταν αντιμέτωπη μ’ ένα αποτρόπαιο θέαμα. Η Μπιάνκα στήριξε τον αγκώνα της στο μαξιλάρι και περιεργαζόταν τη «Μήδεια», μαζεύοντας τα σκόρπια λόγια της σε μια προσπάθεια να συναρμολογήσει ένα νόημα. «Ελένη…» μουρμούριζε η γυναίκα μέσα στον ύπνο της κι έπειτα παραδόθηκε σ’ ένα κλαυθμύρισμα που δεν σταμάτησε παρά μονάχα όταν η Αιμιλία άνοιξε τα βλέφαρά της και η ματιά της σκόνταψε πάνω στους κρύους τοίχους της φυλακής.

7

Μα το ανέλπιστο εμένα που με βρήκε την ψυχή μου τη ρήμαξε· της ζήσης μου απόλειψε η χαρά· δε μου απομένει άλλο, καλές μου, παρά να πεθάνω. Αυτός που το παν ήτανε για μένα, –εγώ το ξέρω!– ο σύζυγός μου, βγήκε ο χειρότερος μέσα στους ανθρώπους. ΜΗΔΕΙΑ EΥΡΙΠΙΔΗ, στ. 225-229

ΑΦΗΣΕ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ στο σπίτι της μητέρας του και επέστρεψε με την ψυχή σμπαράλια στον… «καναπέ των αναμνήσεων», όπως αποκαλούσε το έπιπλο πάνω στη στόφα του οποίου είχε καταγραφεί η ιστορία της οικογενειακής του

συντριβής. Πάνω σ’ αυτό το ύφασμα βρήκε αφημένο το γράμμα της γυναίκας του το μοιραίο απόγευμα που γύρισε σε άδειο σπίτι, αφού εκείνη είχε απαρνηθεί τα απατηλά προσχήματα της οικογενειακής τους ευτυχίας και τα παιδιά ήταν για Σαββατοκύριακο στο σπίτι των γονιών του στη Χαλκίδα. «Φεύγω. Μη με ψάξεις. Συγγνώμη». Από τότε είχε να τα αφήσει στους γονείς του. Τρία ολόκληρα χρόνια πέρασαν από τη μέρα της εγκατάλειψης, της ερωτικής πανωλεθρίας και της… παλινόρθωσης των ρημαγμένων συναισθημάτων του Νικήτα κι ακόμη δεν είχε τολμήσει να αποδεσμευτεί έστω για μια μέρα από τον ρόλο του γονιού, κάνοντας ένα διάλειμμα για να θυμηθεί τον παλιό αρσενικό εαυτό του. Άλλη γυναίκα δεν μπήκε στη ζωή του ούτε καν για μια νύχτα, ίσα για να εκτονώσει το κορμί του που υπέφερε όχι τόσο από τη σεξουαλική απραξία όσο από τη στέρηση της επαφής του με το κορμί της Μαργαρίτας. Παρότι ψυχολόγος, που σημαίνει ικανός, αν μη τι άλλο, να διαχωρίζει τις ανάγκες του κορμιού από τις ανάγκες της ψυχής, ποτέ του δεν κατάφερε να απαλλαγεί από τη δυνάστευση της θύμησής της. Αισθανόταν εξάλλου τόσο υπεύθυνος για τα πλάσματα που είχε φέρει στον κόσμο, ώστε προτιμούσε να βασανίζεται με το νοικοκυριό, τη φροντίδα των παιδιών και τη δουλειά του παρά να νιώσει ανεπαρκής στον διπλό ρόλο που είχε αναλάβει αφότου έφυγε εκείνη. Γι’

αυτό και δεν δεχόταν βοήθεια από κανέναν. Ούτε καν από τη μητέρα του, η οποία, μόλις έμαθε τη λιποταξία της νύφης, έδειξε πρόθυμη σαν γνήσια ελληνίδα μάνα να συμπαρασταθεί στον προδομένο γιόκα της. «Μόνος μου» της είπε. «Δική μου έγνοια τα πάντα. Δικά μου τα λάθη, δικός μου και ο σταυρός» της δήλωσε βλοσυρά όταν εκείνη εμφανίστηκε με ένα βαλιτσάκι τάχα για το Σαββατοκύριακο, ενώ στην πραγματικότητα είχε καταφθάσει για να βολιδοσκοπήσει αν ο Νικήτας μπορούσε να τα βγάλει πέρα, ελπίζοντας πως θα την άφηνε να μείνει μαζί τους για να βάλει τάξη στο σπίτι, στα παιδιά και στην καρδιά του γιου της. Βρήκε τα πιάτα στον νεροχύτη, τα άπλυτα στοίβες, τα ασιδέρωτα οροσειρές. Σήκωσε τα μανίκια και άρχισε να νοικοκυρεύει το χάος, μα ο Νικήτας τη σταμάτησε ζητώντας της να τον αφήσει να βρει μονάχος του τα ζύγια του εαυτού του και του ρημαγμένου του σπιτικού, που παλαντζάριζε σαν πλοίο αφημένο σε φουσκοθαλασσιά με αδέξιο καπετάνιο. «Θα τα καταφέρω. Πρέπει να τα καταφέρω, μάνα. Κατάλαβέ με» της είπε, και η φωνή του δεν σήκωνε αντιρρήσεις. Κατέβασε εκείνη τα μανίκια, ξανάβαλε την οδοντόβουρτσα και την Αγία Γραφή στο βαλιτσάκι της, φίλησε τα εγγόνια της, που φάνταζαν στα μάτια της σαν παρατημένα τσιροπούλια στο έλεος του βοριά έξω από τη

φτερούγα της μάνας, κι έκλεισε την πόρτα πίσω της, αφού έδωσε την ευχή της στον Νικήτα, αμφιβάλλοντας αν εκείνος θα τα έβγαζε πέρα. Κι έτσι ο γιος έμεινε πίσω για να δώσει τις μάχες του με τα άπλυτα, τα ασιδέρωτα, τις πάνες του μωρού, που ακόμη δεν περπατούσε, τα εμβόλια που έπρεπε να κάνει στα παιδιά και δεν ήξερε πού παν τα τέσσερα και, προπαντός, με τα λάθη που άρχισε να εντοπίζει στη διαλυμένη πια σχέση του με τη φευγάτη γυναίκα του. Τη μάνα τη συμβουλευόταν από το τηλέφωνο μόνο για καμιά συνταγή, ανακαλύπτοντας προς μεγάλη του έκπληξη πως είχε κληρονομημένο το χάρισμά της στη μαγειρική. Τα υπόλοιπα όμως ούτε λόγος να τα συζητήσει στην αρχή μαζί της. Η πληγή ήταν φρέσκια, κι έτσι όπως η γυναίκα του ποτέ δεν άρεσε στη μάνα με το γερακίσιο βλέμμα, η οποία ακτινοσκοπούσε κι έβγαζε διάγνωση με μια ματιά για το ποιόν του καθενός, σίγουρα θα του μάτωνε τα σπλάχνα με το κήρυγμά της.

Πέρασαν λοιπόν τρία χρόνια από τότε που ο Νικήτας έντυσε με συρματόπλεγμα τη μοναχική του ζωή για να μην παραβιάζει τα όριά του ούτε καν η μάνα του. Όταν της τηλεφώνησε πως θα ήθελε να της αφήσει τα παιδιά το Σαββατοκύριακο, εκείνη χάρηκε βέβαια, μα την έζωσαν και τα

φίδια τι να είχε συμβεί και τη θυμήθηκε ο Νικήτας ξαφνικά. Έπειτα από την πρώτη ανησυχία άρχισε να αναθαρρεύει, καθώς ξετυλίχτηκε στη σκέψη της το ενδεχόμενο να είχε βρεθεί κάποια καινούργια σύντροφος για το κρεβάτι του γιου της. Προσευχόταν να συμβεί κάτι τέτοιο. Την τρόμαζε η ιδέα να μείνει ολομόναχος να ξεσκατίζει, να ταΐζει, να διαβάζει και να πλένει τα παιδιά της «τρισκατάρατης», όπως αποκαλούσε τη φευγάτη νύφη της, μένοντας μαγκούφης, δίχως τη χαρά που χρειάζεται κάθε αρσενικό. Μα έπειτα σταυροκοπιόταν και ζητούσε συγχώρεση από την Παναγία, που την κοιτούσε με συμπόνια από το εικονοστάσι της. «Συχώρα με, Παρθένα μου. Δεν μου φταίνε τίποτε τα παιδιά του Θεού, μα γιο είχες κι εσύ και ξέρεις πώς είναι να βλέπεις το παλικάρι σου να υποφέρει. Γιατί και το δικό μου το παιδί στον σταυρό είναι ανεβασμένο τρία χρόνια τώρα. Εκείνη του τα έμπηξε τα καρφιά, και μόνο αν βρεθεί κάνα θηλυκό της προκοπής θα μπορέσει να το σώσει απ’ το μαρτύριό του. Βάλε το χέρι σου ετούτη να είναι συνετή και μυαλωμένη, να γελάσει πάλι το χειλάκι του παιδιού μου». Έκανε σχέδια η κυρα-Χαρίκλεια, μα η χαρά της κόπηκε μαχαίρι μόλις αντίκρισε τον γιο της. Όρμησαν τα εγγόνια στην αγκαλιά της γιαγιάς τους, που ξανάκουσε χαρούμενη τα παιδικά τιτιβίσματα. Με τα χέρια όμως αγκάλιαζε τα παιδιά και με τα μάτια ψαχούλευε τρομαγμένη το άδειο βλέμμα του Νικήτα μήπως μαντέψει τον λόγο της αιφνίδιας επίσκεψης.

Χλωμός, με σημάδια αϋπνίας και κούρασης, ομολόγησε στη μάνα του πως είχε μια έκτακτη δουλειά κι έπρεπε να μείνει για λίγο μόνος. Δύο μέρες όλες και όλες. Η διακριτική στάση που κράτησε η γυναίκα απέδειξε για άλλη μια φορά στον γιο την καπατσοσύνη της. Δεν ρώτησε τίποτε, δεν του έβαλε κανέναν όρο. Του είπε μόνο να μη νοιάζεται για τα βλαστάρια του και του ευχήθηκε να ξεκουραστεί κομμάτι η ψυχούλα του τώρα που θα είχε την ευκαιρία να κουβεντιάσει λίγο με τον εαυτό του. Είχε πέσει το βράδυ όταν έφτασε ο Νικήτας με τα παιδιά στο πατρικό του στη Χαλκίδα, με τον κήπο τον γεμάτο παρτέρια και με τα δέντρα τα πλατύφυλλα που τα φρόντιζε σαν παιδιά της η κυρα-Χαρίκλεια. Τα εγγόνια της δεν πτοήθηκαν από το σκοτάδι ούτε από την υγρασία που είχε απλωθεί έπειτα από την ξαφνική βροχή. Όρμησαν κάτω από τα δέντρα τσαλαπατώντας τις βραγιές και απολαμβάνοντας την κούνια που ήταν κρεμασμένη από το κλαδί μιας γέρικης λεύκας. Χάρηκαν το παιχνίδι τους στη λάσπη, ξέροντας πως η γιαγιά δεν το έβαζε μαράζι για τους λεκέδες που θα άφηναν τα παπούτσια τους στο χαλί ή για τις δαχτυλιές τους στα τζάμια αν ήταν να τα βλέπει ευτυχισμένα. «Τις ζακέτες σας, βρε ευλογημένα. Μη μου πουντιάσετε» φώναξε μόνο και επέστρεψε κοντά στον Νικήτα της, που ξεφύσαγε σαν ατμομηχανή. Πάλι δεν του είπε λέξη, κάνοντας πως δεν καταλαβαίνει τον λόγο για τον οποίο η όψη του είχε

πάρει ένα χρώμα σταχτί. Του έβαλε μπροστά του γλυκό σταφύλι στο σκαλιστό πιατάκι της προίκας της, για να του γλυκάνει λίγο τα πικραμένα χείλη του, κι έπειτα άπλωσε το χέρι της στο πρόσωπό του και ψηλάφισε τις απαλές ρυτίδες που άρχισαν να σχηματίζουν τόξα και τεθλασμένες στο μέτωπο και στα μάτια του. «Μεγαλώνεις, αγόρι μου. Πολέμα την ερημιά σου. Πώς αντέχεις τόση μοναξιά;» του είπε γέρνοντας να ακουμπήσει τα χείλη της στο μέτωπό του, όπως τότε που ήταν παιδί ο Νικήτας της και του έπαιρνε τον πυρετό με το φιλί της. «Όλα συνηθίζονται, μάνα. Είναι στοιχειώδης κανόνας της ψυχής» της απάντησε αχνογελώντας μόλις αναφέρθηκε στην επιστήμη του. «Γι’ αυτό σε σπούδασα εγώ, λεβέντη μου; Για να σε βλέπω τώρα να μαραζώνεις σαν τον καλόγερο για μια…» Ο Νικήτας τής έκανε νόημα να σωπάσει. Ποτέ δεν άντεχε τα δηκτικά της λόγια για τη γυναίκα του, και αυτό το βράδυ η καρδιά του δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί της. Ήθελε να είναι ανεπηρέαστος, να αφουγκραστεί τα μύχιά του, να ζυγίσει τα υπέρ και τα κατά της παλιάς σχέσης με τη «φευγάτη», όπως την αποκαλούσε όταν βρισκόταν με τον φίλο του τον Μίνωα. Τι να είχε μείνει απ’ όσα είχαν ζήσει; Τι μπορούσε να αναστηθεί από τις νεκρές προ πολλού στιγμές τους; Ποια ρίσκα άντεχε εκείνος να ξαναπάρει;

«Τέλος πάντων» σώπασε η μάνα, παίρνοντας από το πανέρι με τα ραπτικά το βελονάκι και το κουβάρι με την κλωστή. Φόρεσε και τα γυαλιά της πρεσβυωπίας δήθεν αδιάφορη, παριστάνοντας πως δεν καταλάβαινε τη θύελλα που είχε τσακίσει τα φτερά του γιου της. «Θα καθίσεις να φάμε όλοι μαζί; Έχω λεμονάτο, που σου αρέσει» του είπε αλλάζοντας κουβέντα, ξεπερνώντας την αυστηρή παρατήρηση που της έκαναν τα μάτια του Νικήτα όταν εκείνη έφερε την κουβέντα στη νύφη της, δήθεν αφοσιωμένη στη θηλιά του πλεκτού της. Ο Νικήτας κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. Την αγκάλιασε το βλέμμα του με στοργή έτσι όπως την έβλεπε γερμένη πάνω από το βελόνι της να φτιάχνει μια ολόκληρη ζωή δαντέλες που δεν επρόκειτο να στρωθούν ποτέ στα σπιτικά των απογόνων της, αφού η μόδα είχε προ πολλού αποκλείσει τα εργόχειρα από τη σύγχρονη διακόσμηση. Εκείνη ωστόσο επέμενε να πλέκει. Πρέπει στη ζωή της να είχε πλέξει πάμπολλα στρέμματα δαντέλας, κοντράροντας τις μοντέρνες ιδέες που είχαν εξοστρακίσει το μεράκι και την υπομονή από το στήσιμο ενός σπιτικού. Όλα τα χρόνια που τη θυμόταν, σ’ αυτή τη γωνιά καθόταν κι έπλεκε, χαμένη σε ανομολόγητες σκέψεις φυλαγμένες στην κοριτσίστικη πάντα ψυχή της. Το βελονάκι εκτόνωνε την ένταση της ημέρας, σβήνοντας τα πονεμένα λόγια που θα πλήγωναν τον πατέρα του αν του

τα ξεστόμιζε. Ήξερε εκείνη να ζυγίζει το πολύ και το λίγο στις λέξεις, όπως γνώριζε καλά πως τα λάθος λόγια ήταν σαν τα λάθος υλικά σ’ ένα φαΐ. Θα έκαναν τον γάμο άνοστο, στυφό και πικρό, κι εκείνη γνώριζε πως δεν περνάει η ζωή σ’ έναν γάμο αν χάσει τη νοστιμιά του. Μαστόρισσα η κυραΧαρίκλεια στο μαγείρεμα, μαστόρισσα και στη συντήρηση της γλύκας στη συμβίωση. Ώσπου να επιστρέψει ο άντρας της από τη δουλειά είχε καταφέρει να μερώσει την ψυχή της με τη δαντέλα, να ξεχάσει τις σκανταλιές των παιδιών, να διαγράψει την πικρή κουβέντα που άθελά του της είπε εκείνος. Κι έτσι, ήταν έτοιμη, με τον καλοχτενισμένο της κότσο, τον καλό τον λόγο στο στόμα και το χαμόγελο καρφιτσωμένο στα χείλη με το απαλό κοκκινάδι, να υποδεχτεί τον «πασά» της στο σπιτικό τους για να αρχίσει ο έρωτάς τους από την αρχή κάθε απόγευμα, σ’ ένα προγραμματισμένο και απαρέγκλιτα σταθερό ραντεβού, που το κατέγραφε το ρολόι του τοίχου με την ίδια πάντοτε ακρίβεια. Ο Νικήτας θυμόταν τη μάνα να φέρνει στον πατέρα το τσιπουράκι και τον μεζέ του στον δίσκο κι εκείνον να την κοιτάζει τρυφερά πίσω από την εφημερίδα και να λιμπίζεται ως τα γεράματα το κορμί της, αφού το σπάταλο γέλιο της του ξυπνούσε την όρεξη για ερωτικές αταξίες. Κι αυτό η κυρία Χαρίκλεια το ονόμαζε γάμο, γάμο-γιορτή και όχι γάμοφυλακή όπως το αποκαλούσαν οι μοντέρνες γυναίκες, σαν τη

νύφη της, που είχαν χάσει το μέτρο ανάμεσα στο αρσενικό και στο θηλυκό και το μόνο που απέμενε ήταν να βγάλουν μουστάκι για να είναι κι αυτές κακότροπα αρσενικά.

Είχε βραδιάσει για τα καλά όταν ο Νικήτας γύρισε στην ερημιά του σπιτικού του και κάθισε στον καναπέ των αναμνήσεων. Δεν έβγαλε καν το πανωφόρι του, απορροφημένος στη σκέψη που του κατέτρωγε από το πρωί το μυαλό αφότου συνόδευσαν στο νοσοκομείο την Ιουλία Στρατάκη. Η ειδοποίηση του κινητού του πως είχε μήνυμα κι έπειτα η ανάγνωση του λιτού κειμένου που ήταν γραμμένο στην οθόνη του τηλεφώνου του τον έφεραν αντιμέτωπο με αλήθειες που είχε αποφασίσει να ξεχάσει. «Θέλω να γυρίσω». Τρεις λέξεις όλες κι όλες δίχως το όνομά της, μα ο Νικήτας ήταν σίγουρος για την αποστολέα, κι ας είχε σβήσει το δικό της τηλέφωνο από τη μνήμη του κινητού του. Παρότι πάλευε να διαγράψει τη Μαργαρίτα και από το τσακισμένο μνημονικό του, διαπίστωνε πως ακόμη δεν τα είχε καταφέρει. Η γυναίκα ξεπρόβαλλε απρόσκλητη κάθε στιγμή στη ζωή του υπενθυμίζοντας την ανεξίτηλη παρουσία της. Το ενδεχόμενο της επιστροφής της προκάλεσε μια γλυκιά αναστάτωση στο κορμί του, μα ο νους αντιστεκόταν σθεναρά

εξαπολύοντας σκληρές κατηγορίες στην ευάλωτη σάρκα του. Ώρες ώρες η συνείδησή του αποκτούσε τη φωνή της κυραΧαρίκλειας και τον μαστίγωνε για τις εσφαλμένες του επιλογές και για την αδυναμία του σ’ εκείνη τη γυναίκα που είχε διαταράξει στα καλά καθούμενα την ισορροπία του. Κλείνοντας τα μάτια, με τον αυχένα ακουμπισμένο στην πλάτη του καναπέ, η σκέψη του γυρνούσε πίσω, παραδομένη στον στρόβιλο των αναμνήσεων που είχε από εκείνη. Θυμήθηκε την πρώτη φορά που ενώθηκαν τα κορμιά τους, το φοβισμένο φιτίλι του πάθους που έφεγγε στα κοριτσίστικα μάτια της, τα υπέροχα παιδιά που του χάρισε, τα σβησμένα λόγια τους την ώρα του έρωτα, τα τσιμπιδάκια της που βούλωναν τον νιπτήρα, την εμμονή της με τα αρώματα που ήταν παραταγμένα σαν στρατιωτάκια ετοιμοπόλεμα να τον νικήσουν με τη σαγήνη που κυρίευε το σώμα της. Θυμήθηκε ακόμα τα καμένα της φαγητά όταν συναγωνιζόταν την πεθερά της στο μαγείρεμα και τα ατημέλητα μαλλιά της όταν γονάτιζε να σκουπίσει το χαλί, υποβάλλοντας τα σέβη της στη φαινομενική ευτυχία του σπιτικού τους. Και το καλό της φόρεμα με το βαθύ άνοιγμα στο στήθος, που τον έκανε να ζηλεύει όταν έβγαινε έξω και γλιστρούσαν πάνω της τα ξένα μάτια. Μα προπαντός θυμήθηκε την απουσία της. Την τρίχρονη σιωπή της. Τις μαραμένες νύχτες του που εξασθένισαν το σφρίγος του ανδρισμού του. Τα παιδιά που φώναζαν για καιρό «μαμά» κι εκείνος τα τύλιγε μέσα στο

σάλι της για να τα ξεγελάσει η ξεθυμασμένη μυρωδιά της και να αποκοιμηθούν. Πώς μπόρεσε να φύγει; αναδύθηκε στο μυαλό του η απορία, κάνοντας τα χέρια του να τρέμουν όσο πληκτρολογούσε τον αριθμό της, τον οποίο ποτέ δεν είχε διαγράψει από τη μνήμη του. Δεν τον κάλεσε βέβαια ούτε μια φορά κατά τη διάρκεια των τριών ετών που είχε χάσει τα ίχνη της, επιβάλλοντας στον εαυτό του την πειθαρχία που απαιτούσε η στοιχειώδης ανδρική του αξιοπρέπεια. «Λείπουν τα παιδιά. Έλα αποδώ να τα πούμε» της είπε μόλις εκείνη σήκωσε το τηλέφωνο. Η φωνή του είχε κάτι το απροσδιόριστο που δεν επέτρεψε να διαρρεύσουν οι προθέσεις του. Άφησε τη γυναίκα να ψηλαφίζει στα τυφλά το άδηλο μέλλον τους. Δεν της μίλησε σκόπιμα με ψυχρότητα, μα η αμφιταλάντευσή του αποτυπώθηκε στο ηχόχρωμα που διαπέρασε το ακουστικό, κάνοντας τη γυναίκα να αναρωτιέται αν έπραξε σωστά να προσεγγίσει πάλι τον άντρα που κάποτε εγκατέλειψε. Ο Νικήτας δεν ήξερε τι περίμενε από αυτή τη συνάντηση. Αν είχε μάθει η μητέρα του αυτό που επρόκειτο να συμβεί, θα είχε καταφθάσει από τη Χαλκίδα για να εμποδίσει το ηθικό ολίσθημα του γιου της. «Πάνω απ’ όλα αξιοπρέπεια» θα τον μάλωνε αν τον έβλεπε να αλλάζει πουκάμισο και να φοράει εκείνο το γαλάζιο που άρεσε πάντα στη γυναίκα του, να χτενίζει τα γκρίζα του μαλλιά, που λαμποκοπούσαν κάτω από

το φως του πορτατίφ, να βάζει την κολόνια που του είχε κάποτε εκείνη διαλέξει και να κάθεται στο μισοσκόταδο ακίνητος, περιμένοντας να ακούσει το κουδούνι, έτοιμος να αντιμετωπίσει τα συναισθήματα που θα του προκαλούσε η μορφή της. Φέρνοντας στο μυαλό του την Αιμιλία Στρατάκη και το έγκλημά της, διόλου δεν του άρεσε που άθελά του παραλλήλιζε τη συμπεριφορά της γυναίκας του με της φόνισσας. Κι αυτή τους είχε σκοτώσει με την αναπάντεχη φυγή της, δίχως να αφήσει αποτυπώματα στον τόπο του εγκλήματος ανιχνεύσιμα από τη συμβατική δικαιοσύνη. Ήταν αργός και βασανιστικός ο δικός τους θάνατος, σκληρότερος ίσως από τον ακαριαίο θάνατο που είχε επιβάλει η «Μήδεια» στα δύο της παιδιά. Η επιστροφή της τώρα σήμαινε μια μετάνοια που δεν ήξερε αν ήταν έτοιμος κι αν έπρεπε να τη δεχτεί. Μπορεί να ήταν πάντα έτοιμος να προσφέρει μια λύση στις αδιέξοδες ζωές των ασθενών του, όμως ο ίδιος ένιωθε ανυπεράσπιστος απέναντι στο δίλημμά του. Μέσα στη χάση της μνήμης του ξεπρόβαλε η Έλλη και το άγγιγμα του χεριού της που τον είχε τρομάξει. Πόσο κακό τελικά του είχε κάνει η απουσία της Μαργαρίτας για να αντιμετωπίζει σαν απειλή ένα ανθρώπινο χάδι; Για λίγο η σκέψη του μετατοπίστηκε από τη μορφή της συζύγου στη μορφή της καινούργιας του φίλης. Δύο άκρα

αντίθετα τα πρόσωπά τους, μόνο που το αγορίστικο κούρεμα της Έλλης τού είχε κάνει εντύπωση εξαρχής, προδίδοντας τον ατίθασο χαρακτήρα της. Δεν ήταν από τις γυναίκες που του άρεσαν η Έλλη. Έμοιαζε με παλιμπαιδίζον αγοροκόριτσο, ενώ η Μαργαρίτα του, η εκ πρώτης όψεως λεπτεπίλεπτη, ρομαντική Μαργαρίτα, κατάφερνε να διεγείρει τα τρυφερά του συναισθήματα. Τώρα στον νου του οι εικόνες είχαν αντιστραφεί. Ένιωθε μια συμπάθεια να αναβλύζει για την αυθόρμητη Έλλη, ενώ, αντίθετα, τον τρόμαζε η σεμνή μάλλον φιγούρα της γυναίκας του, κάνοντάς τον να παραδεχτεί πως τα φαινόμενα τον είχαν απατήσει. Έπραξε εντελώς αυθόρμητα όταν αναζήτησε την κάρτα που η συγγραφέας τού είχε δώσει και πληκτρολόγησε τον αριθμό της στο κινητό του. Συλλογίστηκε πως με την Έλλη θα μπορούσε να μοιραστεί το δίλημμα που του χαράκωνε την ψυχή, διορθώνοντας την εσφαλμένη εντύπωση που θα είχε σχηματίσει εκείνη από το αμήχανο τράβηγμα του χεριού του το ίδιο πρωί. Το τηλέφωνο ήχησε την ώρα που ο Μίνωας και η Έλλη είχαν περάσει το κατώφλι του σπιτιού της Στρατάκη και δοκίμαζαν ήδη αν ταίριαζαν τα κλειδιά της Ιουλίας στην κλειδαριά. «Ταιριάζουν» θριαμβολόγησε η Έλλη, που έσπευσε να κλείσει το κινητό της, αφήνοντας για αργότερα τη συνομιλία με τον μη καταχωρισμένο στη μνήμη του τηλεφώνου της

αριθμό. «Κλείσ’ το να μην κάνουμε φασαρία» της υπέδειξε ο Μίνωας, που βιαζόταν να ξεμπερδεύουν μια ώρα αρχύτερα μ’ ετούτη την κρυφή αποστολή στο σπίτι της «Μήδειας». Ο Νικήτας έβαλε ένα ποτό και αφέθηκε στη γαλήνη του μισοσκόταδου, η οποία ερχόταν σε αντίθεση με τον πόλεμο που έδιναν ήδη οι καλές και οι κακές αναμνήσεις από τον γάμο του. Σαν να τον ενοχλούσε κάπως η επιστροφή της Μαργαρίτας. H λάβα του κορμιού της άραγε θα έλιωνε τους παγετούς της χαμένης του εμπιστοσύνης; Άραγε, σκέφτεται, αν δεχτεί πίσω τη Μαργαρίτα, θα ανακτήσει τον χαμένο του ύπνο, τα χαμένα του όνειρα, τις χαμένες του ανέμελες Κυριακές με τη μυρωδιά του ψητού στον φούρνο και τη φάλτσα φωνή εκείνης να του φτιάχνει το κέφι; Μικρές παλιές ευτυχισμένες στιγμές τρυπούν σαν σκάγια το αλεξίσφαιρο του ανδρικού εγωισμού του. Κόσκινο του τον έχουν κάνει οι αναμνήσεις αυτό τον εγωισμό, που ξαφνικά νεκραναστήθηκε και απαιτεί δικαίωση. Σαν να είχε πια συμβιβαστεί να συνυπάρχει μόνο με τις μνήμες που είχε από τη γυναίκα του και την παλιά του ζωή κι ένιωθε τρομαγμένος από την εισβολή της στην εικονική νηνεμία της τωρινής του ύπαρξης. Όταν άκουσε το κουδούνι ωστόσο, ήξερε πως θα έπαιρνε τις απαντήσεις που γύρευε καιρό. Μόνο που εκείνη ακριβώς την ώρα αναρωτήθηκε αν πλέον τις χρειαζόταν.

8

Δεν αργεί του θανάτου το τέρμα· μην τον κράζεις λοιπόν! Κι αν κρεβάτι καινούργιο να λατρεύει τον άντρα σου βλέπεις, μην τροχάς το θυμό σου μαζί του! Ναι, κι ο Δίας θα σου πάρει το δίκιο. Μόν’ μη λιώνεις στο κλάμα για κείνον. ΜΗΔΕΙΑ EΥΡΙΠΙΔΗ, στ. 154-159

Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΩΣΤΟΣΟ ΕΙΧΕ απόλυτη ανάγκη από απαντήσεις. Έστω κι αν προσπάθησε να ξεχαστεί ζωγραφίζοντας, ο νους του είχε κολλήσει στο τηλέφωνο που είχε βουβαθεί. Τα χέρια του σκιτσάριζαν νευρικά ξανά και

ξανά τα «αγριόχορτα του σκορπιού», εκείνα δηλαδή τα μοβ δηλητηριώδη άνθη που ξεπετιούνται την άνοιξη μέσα από τη σκασμένη από τη δίψα γη της ερήμου. Τα είχε δει τυχαία κάνοντας ελεύθερη πλοήγηση στο διαδίκτυο λίγο πριν καλωσορίσει στη ζωή του τον Ανέστη και του είχαν κάνει τόση εντύπωση, ώστε αφιέρωσε αρκετό χρόνο στη μελέτη της μορφολογίας τους προτού αποπειραθεί να τα αποτυπώσει στην ακουαρέλα. Εκείνο το βράδυ, λοιπόν, με το μυαλό διαλυμένο από την απουσία του Ανέστη, βρήκε διέξοδο στο σκιτσάρισμα αυτών των ύπουλων φυτών. Η ευλυγισία του μίσχου, οι διαβαθμίσεις των αποχρώσεων, το επιβλητικό παράστημα των στημόνων και η συγκαλυμμένη μες στην ομορφιά τους απειλή του θανάτου αποτελούσαν άψογη παγίδα για όποιον αδαή τολμούσε να αψηφήσει τον κίνδυνο αγγίζοντας τα υποχθόνια πέταλά τους. Όπως και ο έρωτας…, συλλογιζόταν πιέζοντας το μολύβι του εντονότερα πάνω στο χαρτί για να φιλοτεχνήσει με ακρίβεια τις φωτοσκιάσεις, ενώ η σκιά της απουσίας του Ανέστη άρχισε να εξαπλώνεται μέσα του σκεπάζοντας κάθε σπιθαμή αισιοδοξίας. Πού να είναι άραγε; Τι κάνει; Γιατί αυτή η επίμονη σιω​π ή; αναρωτιόταν στύβοντας την ψυχή του να κατεβάσει μια στάλα ελπίδας. Μα όσο έπεφτε η νύχτα και η βροχή χτυπούσε λυσσασμένα το τζάμι, τόσο ο Αλέξανδρος

απεικόνιζε τους φόβους του πάνω στα μοβ πέταλα των φαρμακερών αγριόχορτων, ελέγχοντας πότε πότε αν δούλευε το τηλέφωνο. Το έβαζε στο αυτί του για να ακούσει τον χαρακτηριστικό ήχο της κλήσης και πατούσε κατ’ επανάληψη τον αριθμό του Ανέστη για να εισπράξει για πολλοστή φορά μια νεκρική σιγή. «Όλα τ’ αντέχω. Και τις φωνές και την προδοσία και τα λάθη και τα ψέματα ακόμα. Μόνο ένα πράγμα δεν μπορώ ν’ αντέξω. Τη σιωπή. Εκείνη τη σιωπή με την οποία η μάνα μου φαρμάκωσε τη σχέση μας όταν έμαθε πως… Ορκίσου μου πως ό,τι κι αν συμβεί δεν θα με αφήσεις να μαντεύω σε ανείπωτα λόγια τη φυγή σου». Του την είχε εγγράφως γυρέψει αυτή τη χάρη ο Αλέξανδρος του Ανέστη. Λίγο καιρό αφότου αποφάσισαν να μείνουν μαζί, πάνω που είχαν κλείσει δύο μήνες συνύπαρξης και βγήκαν να το γιορτάσουν, του πρόσφερε ένα δώρο, ένα ασημένιο μπρελόκ για τα κλειδιά του με τα αρχικά των ονομάτων τους και μια κάρτα που εκτύπωσε από το διαδίκτυο και απεικόνιζε το «αγριόχορτο του σκορπιού» έχοντας πάνω της γραμμένο αυτό το αίτημα που αποκάλυψε την ανασφάλειά του. Ο Ανέστης είχε συγκινηθεί. Τον έδωσε τον όρκο με ευκολία, ίσως γιατί και ο ίδιος είχε ανάγκη την ίδια διαβεβαίωση. «Όχι σιωπή». Έκτοτε, ό,τι πρόβλημα και να υπήρχε, το έβαζαν στο τραπέζι, του έκαναν την αναγκαία

ανατομία και ως διά μαγείας αυτό λυνόταν. Έτσι απλά. Και μ’ αυτό τον τρόπο δεν υπήρχαν στις σχέσεις τους σκιές ούτε ανομολόγητα μυστικά που βαραίνουν τα βλέφαρα κάνοντας τα μάτια να κοιτούν αλλού και όχι ολόισια στην καρδιά του αγαπημένου. Όσα χρόνια κρατούσε η συμβίωσή τους κανείς δεν διανοήθηκε να παραβεί αυτό τον κανόνα, καθώς ετούτη η απαρέγκλιτη αρχή φρουρούσε τη σχέση τους χαρίζοντάς της μια πρωτόγνωρη ανθεκτικότητα και ανοσία σε κάθε αντιξοότητα που αντιμετώπιζαν. Όταν ο Αλέξανδρος γέμισε όλα τα φύλλα του μπλοκ με μοβ λουλούδια, βάλθηκε να σκιτσάρει το πρόσωπο του Ανέστη, κοιτώντας τον να ποζάρει σε μια πρόσφατη σχετικά φωτογραφία από το ταξίδι τους στην Αφρική. Ο Ανέστης, με τα μαλλιά στο χρώμα του σταχυού και την κοριτσίστικη σχεδόν επιδερμίδα, χαμογελούσε ανάμεσα σε ένα τσούρμο νεγράκια, δηλώνοντάς του για αστείο μπροστά στον φακό πως θα γινόταν ιεραπόστολος. Ο Αλέξανδρος χάιδεψε το πρόσωπο του φίλου του στο χαρτί κι έπειτα άρπαξε τη φωτογραφία και την κομμάτιασε, θέλοντας να εξαφανίσει το χαμόγελο του ανθρώπου που τον είχε απαρνηθεί. Μόλις εκείνη τη στιγμή, με τα κομμάτια της φωτογραφίας στα δάχτυλα, με τα μάτια του Ανέστη χωρισμένα από το χαμόγελό του, με το χαμόγελό του σχισμένο στα δύο, ο Αλέξανδρος ένιωσε το αγκάθι της

προδοσίας να καρφώνεται ανελέητα στην καρδιά του. Όσο κι αν έψαχνε δικαιολογίες για να κρατηθεί, η πολύωρη εξαφάνιση του Ανέστη, η στέρηση έστω ενός λιτού μηνύματος, η απουσία της φωνής ή της ανάσας του που ακουγόταν σαν θρόισμα από το ακουστικό, τον έφεραν πια αντιμέτωπο με την αλήθεια. Απουσία ίσον προδοσία… Απλή η εξίσωση. Καθώς τη νύχτα το μυαλό γραπώνεται στο δίχτυ του σκοταδιού, ο νους του άρχισε να εξυφαίνει αλλόκοτα σενάρια. Η σιωπή του Ανέστη όσο περνούσε η ώρα τον εξόργιζε τόσο, ώστε θα έφτανε ακόμα και στο φονικό άμα βεβαιωνόταν πως η εξαφάνισή του οφειλόταν στη δειλία του να σταθεί αντίκρυ του και να του ομολογήσει τον χωρισμό τους. Μπορεί βέβαια το… φονικό που λαχταρούσε να κάνει ο Αλέξανδρος να έμενε εγκλωβισμένο στα όρια του μυαλού του και να μην είναι κολάσιμο, αφού ο Ανέστης δεν είχε διαπράξει καμιά απτή παρανομία, όμως ο άντρας τρελαινόταν στο ενδεχόμενο της απόδρασης του φίλου του από τα όνειρα που έκαναν μαζί. Σχέδια για ένα σπίτι στην εξοχή, για το παιδί που κάποτε θα κατάφερναν να υιοθετήσουν, για την έκθεση ζωγραφικής που του έταζε πως θα του ετοίμαζε, ψάχνοντας ήδη για τον χώρο όπου θα εξέθετε τα σαρκοβόρα λουλούδια που του άρεσε να ζωγραφίζει, για το ταξίδι τους στην Κίνα, για το

οποίο μάζευαν δύο χρόνια λεφτά. Μου είχες ορκιστεί… Όχι σιωπή, συλλογιζόταν όταν πια εξαντλημένος από την άκαρπη αναμονή ακούμπησε το μπλοκ της ακουαρέλας στο κομοδίνο κι έκλεισε τα μάτια του νομίζοντας, έπειτα από τα τόσα μοβ λουλούδια που είχε σκιτσάρει, πως περπατούσε σ’ ένα λιβάδι κατάμεστο από αυτά τα αγριόχορτα, έντρομος μήπως αγγίξει κατά λάθος τα φύλλα τους και πλημμυρίσει το σώμα του από τις πληγές που ήταν ήδη γεμάτη η ψυχή του αγγίζοντας εκείνη τη δηλητηριώδη απουσία. Κι έτσι, μ’ αυτή την αγωνία, που έμοιαζε με αυτήν του ανθρώπου που διασχίζει ναρκοπέδιο, έσπρωχνε αργόσυρτα τη βάναυση νύχτα του. Κοιτώντας νοερά τον εαυτό του μέσα από ένα αιωρούμενο συναίσθημα οικτιρμού.

Δίπλα στο δικό του τηλέφωνο ωστόσο ξημερωνόταν και ο Ανέστης, κι ας το είχε κλειστό. Πότε πότε το άνοιγε για δευτερόλεπτα, έλεγχε τις κλήσεις και το απενεργοποιoύσε πάλι με τρεμάμενο χέρι, λες και τον απειλούσε περίστροφο ή σαν να φοβόταν πως θα πεταγόταν κάποιο φάντασμα μέσα από το ηχείο του τηλεφώνου. Το φάντασμα της αλήθειας που δεν είχε ειπωθεί… Κάποιες στιγμές άρχιζε να συνθέτει ένα μήνυμα στην οθόνη κι έπειτα το έσβηνε και το ξανάγραφε από την αρχή,

ώσπου βαρέθηκε να παλεύει να συντάξει με λέξεις τη μαχαιριά που επιφύλασσε άθελά του στον φίλο του. Όχι σιωπή, είχε ορκιστεί στον Αλέξανδρο, μα διαπίστωνε πως αυτή η υπόσχεση ήταν ανέφικτο να τηρηθεί όσο πάσχιζε να μαζέψει τα συντρίμμια του εαυτού του, δίχως να περισσεύει γενναιότητα και κουράγιο για να φερθεί παλικαρίσια. Ένα χαρτί ήταν πεταμένο πάνω στα σεντόνια του, με όλες τις βούλες, τις υπογραφές και τις σφραγίδες γνωστού μικροβιολογικού εργαστηρίου, με το έμβλημα του Ασκληπιού –ένα φίδι τυλιγμένο γύρω από το σκήπτρο– στην κορυφή της σελίδας. Ο αρχαίος γιατρός ωστόσο με τα μαντζούνια και τα γιατρικά του ήταν μάλλον ανίσχυρος στην περίπτωση του Ανέστη. Σφίγγοντας τα βλέφαρα και δαγκώνοντας τα άχρωμα χείλη του, σαν να δεχόταν χτυπήματα από αόρατα χέρια, ο άντρας μες στο ημίφως του δωματίου αναβίωνε αμέτρητες φορές το στιγμιότυπο που τον είχε σκοτώσει. Θυμόταν το αποπνικτικά λευκό γραφείο του καθηγητή Ιωάννου, την εικόνα του Χριστού κρεμασμένη σε περίοπτη θέση να του υπενθυμίζει ένα δυσοίωνο ενδεχόμενο, τον σκαλιστό χαρτοκόπτη αφημένο πάνω σ’ ένα κουτί από πούρα με μια εξωτική καλλονή ζωγραφισμένη στο καπάκι του. Θυμόταν, ακόμα, τη θέα μιας σταχτόχρωμης Αθήνας που διακρινόταν από το μισάνοιχτο τζάμι, το έτος αποφοίτησης του γιατρού στο πτυχίο που κρεμόταν με επιβλητικότητα στον

τοίχο, τη μύγα που πετούσε αμέριμνη σπάζοντας με τον βόμβο της την εκνευριστική ακινησία του χώρου, και τη γαλάζια φούντα που παλλόταν κρεμασμένη από το χερούλι του συρταριού μετρώντας σαν εκκρεμές τα δευτερόλεπτα ώσπου να πει την πρώτη λέξη του ο γιατρός. Όλα τα είχε συγκρατήσει το ταραγμένο μυαλό του, παρότι ο Ανέστης ένιωθε απών από εκείνη τη σκηνή. Η μνήμη του κράτησε αμέτρητες λήψεις από το χρονικό μιας αντίστροφης μέτρησης που έμελλε να αρχίσει εκείνο το απόβραδο. Η κλεψύδρα της ζωής του άδειαζε πια, παραδομένη σε μια αδιανόητη ανατροπή. Ίσως να αποτελούσε μια αυθόρμητη άμυνα της ψυχής του, πάντως ώσπου να βγει η ετυμηγορία των εξετάσεων άρχισε να σφυρίζει μια μελωδία αφημένος σε μια ανεξέλεγκτη εγρήγορση. Η καρδιά του χοροπηδούσε ακανόνιστα κάτω από το στήθος του και, όσο επιταχυνόταν το χτυποκάρδι του, τόσο έβγαινε από τα χείλη του γρηγορότερο και το σφύριγμα που ακολουθούσε τα χνάρια ενός παλιού τραγουδιού από τα παιδικά του χρόνια. Ούτε που κατάλαβε πώς ξεπήδησε από τη μνήμη του αυτή η ανάμνηση όταν μαζί με τον παππού του τα καλοκαίρια κατέβαιναν στην αμμουδιά για να ετοιμάσουν τα δολώματα για το πυροφάνι και ο συνονόματος γέροντας σφύριζε αυτό το τραγούδι όσο τα χέρια του επιδίδονταν στην επιδιόρθωση των διχτυών. Αντέγραφε και ο Ανέστης-παιδί το σφύριγμα του Ανέστη-παππού και η μάνα του κρυφόλεγε

στον πατέρα του παρατηρώντας τους από το τζάμι με βλέμμα ανήσυχο: «Μου είπε ο πατέρας πως ο μικρός έμαθε να σφυρίζει. Καλό σημάδι που σφυρίζει. Μόνο τα αρσενικά σφυρίζουν. Τι στο καλό!» μονολογούσε έχοντας την έννοια της για τον ανδρισμό του έφηβου τότε Ανέστη, που τον είχε πετύχει μπροστά στον καθρέφτη της με τα τακούνια της και το κοκκινάδι που το άπλωνε η γυναίκα στα χείλη όποτε τη συνόδευε ο καπετάνιος στη βόλτα της Κυριακής, στη χάση και στη φέξη δηλαδή, αφού το καράβι του σαν να απέφευγε να πιάνει κοντινό λιμάνι. Το κοκκινάδι στα χείλη της μάνας σηματοδοτούσε μια περίεργη επέτειο του έρωτα, που τον γιόρταζε σπάνια η γυναίκα, όποτε δηλαδή ο άντρας της ξεμπάρκαρε και η βαριά κορμοστασιά του ζέσταινε επιτέλους το κρεβάτι της. Τότε μόνο φώτιζε με το κοκκινάδι την όψη της, που έπαιρνε το φυσικό αστραπόβολο του χορτάτου από έρωτα θηλυκού. Έβαζε λοιπόν το κραγιόν της όπως κάποιος βγάζει τη σημαία στο μπαλκόνι στις εθνικές γιορτές. Γι’ αυτό και το κραγιόν της παρέμεινε σχεδόν άθικτο ως την εφηβεία του Ανέστη, ο οποίος είχε βαλθεί να το τελειώσει, μπαίνοντας κρυφά στην κάμαρά της και αναζητώντας και στην όψη του το θηλυκό που είχε εντοπίσει στην ψυχή του. «Κραγιόν και σφύριγμα πάει; Δεν πάει» ρωτούσε τη φωτογραφία του καπετάνιου και απαντούσε μοναχή της,

κάνοντας τον σταυρό της για να ξορκίσει την ύπουλη εκδοχή. Όμως μπορεί το κρυφό μαράζι να της διέλυε ώρες ώρες την περηφάνια για τον μοναχογιό της που δεν φερόταν όπως τ’ άλλα αρσενικά, μα από την ψυχή της ποτέ δεν τον εξόρισε παρά τις υποψίες της. Αντίθετα, του έδωσε την ευχή της όταν έφυγε από το νησί και του είπε μόνο να προσέχει και να της γράφει. Κι εκείνος την έπαιρνε κάθε μέρα τηλέφωνο, ώσπου έκλεισε τα μάτια της για πάντα από την επάρατο, κι έμαθε o Aνέστης από τον αδερφό της πως κάποτε που ένας από το χωριό ξεστόμισε ένα υπονοούμενο σε βάρος του ανδρισμού του εκείνη του άστραψε χαστούκι, τονίζοντας την περηφάνια που ένιωθε ως τα στερνά της για το καλό παιδί που είχε φέρει στον κόσμο. «Να προσέχεις, αγόρι μου» θυμήθηκε τη συμβουλή της καθισμένος πάνω στο στρώμα, αντίκρυ στην ολέθρια γνωμάτευση του μικροβιολογικού εργαστηρίου. Ο άσπρος φάκελος που τώρα κειτόταν ανοιγμένος στο κρεβάτι του Ανέστη σαν ξεκοιλιασμένο πτώμα ήταν τότε αφημένος προκλητικά πάνω στο γραφείο του γιατρού. Μπήκε στον πειρασμό να τον ανοίξει, μα, όποτε τον πλησίαζε, ήταν σαν κάποιος να του έσπρωχνε το χέρι για να του εξασφαλίσει έστω για λίγο τη βολική του αμφιβολία. Η προτομή του Ιπποκράτη έκανε παγερή συντροφιά στον Ανέστη όση ώρα ανέμενε την… ετυμηγορία των ειδικών, κοιτώντας τον περίεργα με το πέτρινο βλέμμα του ώσπου να

ακουστεί η πετούγια της πόρτας και να εμφανιστεί εμπρός του ο γιατρός με πένθιμο ύφος. Ο Ιωάννου κάθισε στη δερμάτινη πολυθρόνα του και έβηξε μερικές φορές, παρατείνοντας την αγωνία του Ανέστη ώσπου να ξεστομίσει τη δυσάρεστη είδηση. Τα σύννεφα στην όψη του και η αμηχανία που έκανε τη ματιά του να περιφέρεται ολόγυρα σαν σβούρα μαρτυρούσαν ωστόσο αυτό που καθυστερούσε να του πει. Πρώτα έτεινε προς το μέρος του Ανέστη τον φάκελο. Εκείνος τον παρέλαβε με μουδιασμένα δάχτυλα, νιώθοντας μια κρυάδα να διασχίζει απ’ άκρη σ’ άκρη το κορμί του. Έπειτα άνοιξε τον φάκελο με αργές, μηχανικές κινήσεις, συμμετέχοντας στο τελετουργικό της συντριβής του. Διαβάζοντας τη γνωμάτευση, ασυναίσθητα χαλάρωνε τη γραβάτα του προσπαθώντας να γλιτώσει από το αιφνίδιο αίσθημα ασφυξίας. Στάλες κρύου ιδρώτα ξεπρόβαλαν πάνω στο τσαλακωμένο του πρόσωπο. Κύματα έξαψης και ρίγη εναλλάσσονταν ασταμάτητα σε μια σάρκα που δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Ο νους του για λίγο παρέλυσε προσπαθώντας να απέχει από το νόημα της φράσης που διάβασε αμέτρητες φορές: «Σύνδρομο επίκτητης ανοσολογικής ανεπάρκειας…» Ο απόλυτος εφιάλτης είχε τώρα ζωντανέψει και τον είχε γραπώσει στην αμείλικτη απόχη του. Ο κούκος του εκκρεμούς πετάχτηκε από την ξύλινη πόρτα του σπιτικού του σαν

γλώσσα περιπαικτική. Σαδιστής ο χρόνος εκείνη την ώρα, βασανιστής που κρατούσε ένα μαστίγιο στην παλάμη του μετρώντας τα εναπομείναντα δευτερόλεπτα της ζωής του. Οι αναμνήσεις που πρόλαβε να αποκτήσει τον κυνήγησαν και τον νίκησαν εκείνη τη νύχτα, όταν ο Ανέστης παρασύρθηκε στην πλεκτάνη μιας μέθης πίνοντας ασταμάτητα ως το πρωί. Έφταιγε το ποτό. Σίγουρα αυτό ήταν ο φταίχτης, απολογιόταν στον εαυτό του, επιρρίπτοντας την ευθύνη της εξαπάτησης που είχε διαπράξει σε βάρος του Αλέξανδρου.

Το… μοιραίο συμβάν έλαβε χώρα λίγους μήνες νωρίτερα. Είχε φύγει ξανά για δουλειά με το αφεντικό του. Έκλεισαν μια σπουδαία εμπορική συμφωνία στο Λονδίνο χάρη στην πρόταση που είχε ετοιμάσει ο Ανέστης. Δούλευε νυχθημερόν πάνω σ’ αυτή την ιδέα και ο Αλέξανδρος τις νύχτες τού συμπαραστεκόταν ζωγραφίζοντας τα αλλοπρόσαλλα λουλούδια του ή σκιτσάροντας φάτσες κακοποιών με βάση τις μαγνητοφωνημένες καταθέσεις των μαρτύρων. Καθισμένοι δίπλα δίπλα για να ανταλλάσσουν τις αύρες των κορμιών τους ακόμα και την ώρα που εργάζονταν, σμίλευε καθένας το όραμα ενός μέλλοντος έχοντας φροντίσει για τη θέση του άλλου μέσα σε αυτό. Πότε πότε ο Αλέξανδρος σταματούσε, έφερνε ποτά ή κάποια λιχουδιά από το ψυγείο. Άλλοτε του έφερνε τη ζακέτα του και του την έριχνε στους

ώμους, ξέροντας πως ο Ανέστης ακόμα και να κρύωνε ξεχνιόταν με τη δουλειά και δεν θα αναζητούσε πανωφόρι. Ο Αλέξανδρος ήταν αυτός που φρόντιζε να ανάβει τα κεριά με το άρωμα βανίλιας, που χάριζαν, όπως έλεγε, έμπνευση και στους δύο. Μάλλον δεν είχε άδικο, αφού στο πρώτο φέγγος της μέρας ένιωθαν ευτυχείς με την αρμονική ανταλλαγή θετικής ενέργειας που τους χάριζε ετούτη η συντροφικότητα. Όταν ο Ανέστης με το αφεντικό του πέτυχαν τον εμπορικό άθλο για τον οποίο αγωνίζονταν μήνες, ο Αλέξανδρος του είπε πως έπρεπε να το γιορτάσει. «Ρίξ’ το λίγο έξω. Απόψε σου αξίζει έπειτα από τόση δουλειά. Ξεφάντωσε επιτέλους». Του τόνισε ακόμα πως στις χαρές αντιδρούν με χαρές για να τις γλυκαίνουν και να ξανάρθουν. Την έλεγε η μάνα του αυτή την κουβέντα τότε που ακόμη τους έδενε η παιδική του αθωότητα, προτού εισχωρήσει ανάμεσά τους η αδιαλλαξία του θυμού της. «Μπα, θα ξαπλώσω. Είμαι πτώμα» του είχε δηλώσει ο Ανέστης και έλεγε αλήθεια, αφού ήταν ντυμένος με τη νυχτερινή του περιβολή, εκείνες τις πιτζάμες με τα αρκουδάκια που είχε σπαρταρήσει από τα γέλια όταν του τις χάρισε ο Αλέξανδρος. «Θα μου λείψεις απόψε» ήταν η τελευταία του κουβέντα. Σερμπέτι και ζάχαρη και μέλι έσταξαν από την άλλη άκρη του

τηλεφώνου. Γλυκάθηκε ο Αλέξανδρος εκείνο το βράδυ, κι ας μην τον είχε κοντά του. Ήταν κάποιες φορές που οι μικρές απουσίες του Ανέστη χάριζαν στην παρουσία του το αληθινό της νόημα. Περίμενε την επιστροφή του ανυπόμονα για να αρχίσουν πάλι τις κουβέντες, τα αστεία, τις γκρίνιες τους, ζώντας τη ζωή που εκείνοι θαρρετά είχαν διαλέξει. Είχαν πει λοιπόν τη βραδινή τους καληνύχτα και είχαν ξαπλώσει και οι δύο φρόνιμα, αναπολώντας τα ήρεμα βράδια που μοιράζονταν στο σπιτικό τους με μουσική, τσάι, βιβλία και φλύαρες συζητήσεις, μιλώντας για τις αναμνήσεις και τις πληγές του καθένας. Ξεναγούσε ο ένας τον άλλο στα όνειρα και στα τραύματά του, και αυτή η επαφή ήταν η μαγεία που εξαφάνιζε τις όποιες διαφορές και τα όποια ρήγματα στις σχέσεις του ζευγαριού. Γύρω στα μεσάνυχτα χτύπησε η πόρτα και ο Ανέστης θα προσποιόταν πως απουσίαζε αν γνώριζε την παγίδα που του είχε στήσει το πεπρωμένο του. «Αφού δεν βγήκαμε έξω, ήρθα εδώ να το γιορτάσουμε» του είπε περιχαρής το νεαρό αφεντικό του κρατώντας δυο μπουκάλια κρασί. Το ένα ποτήρι έφερε το άλλο και η ζάλη που απλώθηκε στα βλέφαρα και των δύο ανέλαβε το τιμόνι των κορμιών τους. Οι αισθήσεις τους άναψαν, τα προσχήματα χάθηκαν, τα σώματα εκτονώθηκαν στραγγίζοντας από μέσα τους κάθε ίχνος έντασης και

αναστολής. Τρία χρόνια συνεργάτες ουδέποτε είχαν ανταλλάξει μια λάγνα ματιά, όμως η σάρκα εκείνη τη νύχτα διεκδίκησε αυθαίρετα μια εξοικείωση για την οποία ντράπηκαν οι δυο τους μόλις χάραξε και το μυαλό τους άρχισε να ξαστερώνει από τη μέθη. Ξύπνησαν γυμνοί στο κρεβάτι του Αλέξανδρου με βαρύ κεφάλι. Κοιτάχτηκαν έντρομοι κι έπειτα βιάστηκαν να καλύψουν τη γύμνια τους, σαν δυο χορτάτα αγρίμια που αποστρέφουν το βλέμμα από τη σπαραγμένη τους λεία. Ασφυκτιούσε ο ένας μες στην οδυνηρή παρουσία του άλλου, ψάχνοντας πρόχειρες δικαιολογίες για το ανεξέλεγκτο ξεφάντωμα της σάρκας. Απέδωσαν και οι δυο το ξεστράτισμα του μυαλού τους στην επήρεια του ποτού και στην έκσταση της επιτυχίας. «Δεν θα ξανασυμβεί… Ήταν λάθος» ψιθύρισε κόκκινος σαν παπαρούνα ο ένας. «Το ποτό… Σίγουρα… Το ποτό…» συμφώνησε και ο Ανέστης, που αφηρημένος είχε φορέσει ανάποδα το πουλόβερ του. Συμφώνησαν λοιπόν και οι δύο για την αιτία εκείνης της πράξης που έβαψε με το χρώμα της ενοχής τις ίριδες των ματιών τους. Ο άλλος βιάστηκε να χαιρετήσει και να επιστρέψει στο δικό του δωμάτιο. Ο Ανέστης άρχισε να πακετάρει βιαστικά. «Το ποτό…» επαναλάμβανε ασταμάτητα στον εαυτό του προσπαθώντας να χειραγωγήσει τη λογική

του, που αντιδρούσε σε αυτή την εξήγηση. Διόλου δεν του αρκούσε αυτή η δικαιολογία. Του φαινόταν φτηνή μπροστά στο μεγαλείο της αγάπης που είχε προδώσει. Πώς ήταν δυνατό λίγα ποτήρια αλκοόλ να διαγράψουν τόση ευτυχία από τη μνήμη του; Πώς ήταν δυνατό να μην κατάλαβε πως πλάγιαζε με άλλο σώμα και όχι με το κορμί του Αλέξανδρου; Ένα κορμί που το είχε εξερευνήσει σπιθαμή προς σπιθαμή και ορκιζόταν πως θα το αναγνώριζε ακόμα και με κλειστά τα μάτια; Η προδοσία άφησε στα χείλη του τη στυφή της γεύση και τα μάτια του δεν στέγνωσαν καθόλου σε όλη τη διάρκεια της επιστροφής. Όχι σιωπή, θυμόταν τον όρκο που είχε δώσει στον φίλο του, ξέροντας πως ήταν χρέος του να σταθεί αντίκρυ του και να ομολογήσει την αλήθεια. Προβάριζε ξανά και ξανά τα λόγια που έπρεπε να του πει, μα ο νους του σκόνταφτε στο ενδεχόμενο του χωρισμού τους αν έλεγε την αλήθεια: Είμαι αισχρός. Ντρέπομαι για ό,τι συνέβη. Δεν το ήθελα όμως. Ξέρω πως είμαι απαράδεκτος, μα σε ικετεύω, δώσ’ μου μια ευκαιρία. Έχανε τη γη κάτω από τα πόδια του και μόνο στη σκέψη της παραίτησης του Αλέξανδρου από τη σχέση τους αν μάθαινε αυτό που είχε συμβεί. Η πρωινή καλημέρα του φίλου του τον περίμενε στη μνήμη του κινητού του. Ντρεπόταν τόσο, ώστε απέφυγε να ρίξει μια ματιά στον καθρέφτη όταν μπήκε στο λουτρό. Το πάθος της

νύχτας ωστόσο είχε αποτυπωθεί στη μορφή του. Μικρές πιπιλιές σαν μοβ λουλούδια υπήρχαν διάσπαρτες στον λαιμό του και παραδόξως έμοιαζαν με τα αγριόχορτα του σκορπιού που ζωγράφιζε ο Αλέξανδρος. Δηλητηριώδη φιλιά… Με τρεμάμενα χέρια ο Ανέστης ανταπέδωσε την ηλεκτρονική του καλημέρα, νιώθοντας σαν έκπτωπος πρωτόπλαστος από τον παράδεισο της αγάπης του Αλέξανδρου. Η αγνότητα στη σχέση τους είχε ήδη χαθεί, μα ο Αλέξανδρος δεν το ήξερε και δεν έπρεπε να το μάθει. Χώθηκε στο λουτρό για ώρα, περιμένοντας μάταια από το νερό να ξεπλύνει το λάθος του. Το σφουγγάρι τού έγδερνε τη σάρκα προσπαθώντας να αφαιρέσει την αύρα των ξένων χαδιών. Ήταν ταραγμένος όταν, κατάκοπος πια από τη μάχη που έδινε με τις τύψεις, οπλίστηκε με τη δύναμη που χρειαζόταν για να τηλεφωνήσει στον Αλέξανδρο. Εκείνος έπιασε με τη μία τα σήματα της ταραχής του. «Συμβαίνει κάτι; Μίλα μου. Μπορώ να βοηθήσω;» «Μην ανησυχείς. Μια αναποδιά με κάποιες σημειώσεις. Όλα είναι υπό έλεγχο. Ανυπομονώ να σε δω». Του είπε την αλήθεια. Λαχταρούσε να επιστρέψει στην ασφάλεια της συνύπαρξής τους. Στο φως του πορτατίφ που τον έκανε να μοιάζει με τον όσιο Πατάπιο, όπως τον πείραζε ο Αλέξανδρος. Στις παντόφλες με τον Μίκυ Μάους που του είχε αγοράσει και στην εικόνα εκείνου που αποτελούσε το κύριο ντεκόρ της ευτυχίας του.

«Κι εγώ. Ό,τι κι αν γίνει, σ’ αγαπώ πολύ, Αλέξανδρε. Να το θυμάσαι».

Έφτασε στην Αθήνα τη στιγμή που ξεθώριαζε ο ήλιος. Ένα αγκάθι τον τρυπούσε ασταμάτητα και η ψυχή του έσταζε αόρατο αίμα. Μέσα από το ταξί έβλεπε τις εικόνες της Αθήνας να εναλλάσσονται έξω από το παράθυρο και το κορμί του λυνόταν στη σκέψη και μόνο ο Αλέξανδρος να αρνιόταν τη συγγνώμη του. Έπειτα από λίγο βρέθηκε αντιμέτωπος με την παιδαριώδη ανεμελιά του φίλου του, ο οποίος είχε το χάρισμα να ανακαλύπτει την ευτυχία στα ταπεινά και ασήμαντα της καθημερινότητας. Είχε στρώσει τραπέζι, είχε βάλει στη μέση ένα μπουκέτο μαργαρίτες και είχε ανάψει όσα κεριά διέθετε ο πάγκος ενός πλανόδιου μικροπωλητή. Πλησίαζαν Χριστούγεννα και βρήκε στολισμένο ως και το δέντρολατέρνα, όπως το αποκαλούσε ο Ανέστης πειράζοντας τον φίλο του για την ασυναγώνιστη κακογουστιά του παρά την καλλιτεχνική του φλέβα. Όλα στο σπίτι γελούσαν και τον καλωσόριζαν, δυσκολεύοντας περισσότερο την εξομολόγηση του Ανέστη. Βουνό τού φάνηκε η αποκάλυψη που όφειλε να κάνει. Αρατάτ και Ιμαλάια και Όλυμπος και Ψηλορείτης μαζί. Ήταν σαν να σκαρφάλωνε σε όλες ετούτες τις κορφές όσο να βρει

το θάρρος να φανερώσει την προδοσία του, κινδυνεύοντας από στιγμή σε στιγμή να απολέσει την αγάπη του Αλέξανδρου. Έχασε το χρώμα του, ίδρωσε, τραύλισε, σιώπησε. Μπροστά στο σκηνικό της ευτυχίας κιότεψε η αλήθεια. Τα μάτια του απέκτησαν λίγο από το φως των κεριών. Έμεινε αμίλητος για δύο λεπτά κι έπειτα ανάγκασε τα χείλη του να γελάσουν, κι ας έκλαιγε από μέσα του. Τελικά υπέκυψε στην ενοχή της σιωπής του. Αυτή η σιωπή τον έσωσε. Έγινε η ασπίδα του. Το σωσίβιο της ναυαγισμένης ειλικρίνειας. Ο Αλέξανδρος τις επόμενες μέρες παραξενεύτηκε με την υπερπροστασία και τις εκπλήξεις του Ανέστη. Οι τρεις επόμενοι μήνες ήταν καλύτεροι και από το πρώτο διάστημα της σχέσης τους. Ώσπου άρχισαν οι πυρετοί που έλιωναν το σώμα του Ανέστη τις νύχτες και το εξασθενούσαν τις μέρες, κάνοντάς τον άνευρο και άκεφο για ζωή. «Ίωση θα ’ναι. Στο γραφείο δεν υπάρχει άνθρωπος δίχως κόκκινη μύτη και βήχα» έβγαζε μόνος του ο Ανέστης τη διάγνωση, κατεβάζοντας τα αντιπυρετικά με τις χούφτες. «Πρέπει να πας στον γιατρό» τον παρότρυνε από την άλλη ο Αλέξανδρος, που έσπευδε να του φτιάχνει αφεψήματα και σούπες. «Δεν είναι καιρός αυτός. Όλος ο κόσμος είναι στο κρεβάτι» μονολογούσε, όπως παλιά η μάνα του, τότε που τον τάιζε φιδέ με πολύ λεμόνι «για να ξεπαστρέψει τα μικρόβια». Όλο και περισσότερο οι φράσεις της μάνας του έβγαιναν

από τα χείλη του ατόφιες, διατηρώντας μέσα του ανεξίτηλη την καταγραφή της σοφίας της. Του έλειπε η μάνα του. Το είχε εκμυστηρευτεί στον Ανέστη ένα βράδυ που συζητούσαν οι δυο τους πως πέθαινε κάθε φορά που σκεφτόταν το βλέμμα της τη μέρα που είχε μάθει την αλήθεια για κείνον. «Δεν ήταν μίσος» του εξηγούσε. «Απόγνωση και θυμός ήταν αυτό που είδα στο βλέμμα της. Με θεωρούσε προδότη. Προδότη των ονείρων που είχε κάνει για μένα». «Μα αυτό είναι το τίμημα για να σ’ έχω. Δεν σ’ αλλάζω με τίποτε» πρόσθετε στο τέλος, τινάζοντας σαν λάσπη από πάνω του τις ενοχές που τον βάραιναν επειδή διάλεξε να είναι ο εαυτός του.

Ο Ανέστης, χαμένος στις μνήμες του, κρατούσε τώρα αποστάσεις ασφαλείας από το χαρτί που σάλευε από το φύσημα του αέρα σαν πληγωμένη φτερούγα πάνω στα σεντόνια. Από την ώρα που χώθηκε στο δωμάτιο του πανδοχείου ένιωθε το κορμί του πυρακτωμένο από την κάψα του πυρετού. Παρά το μανιάτικο ψύχος που διαπερνούσε με ευκολία τα πανωφόρια των ανθρώπων, άφησε το παράθυρο ορθάνοιχτο, ρουφώντας σαν αντίδοτο στο κάμα της θέρμης του την ψύχρα που τον τύλιγε ευχάριστα. Ώρες ώρες κοιτούσε με παράπονο τη χάρτινη τορπίλη που είχε σκάσει στα χέρια του στο γραφείο του γιατρού,

σκορπίζοντας στους πέντε ανέμους ό,τι είχε καταλήξει πως για κείνον λεγόταν ευτυχία. Τον πρωινό καφέ του αχάραγα με τον Αλέξανδρο, το φλιτζάνι με το ρητό «φείδου χρόνου» που είχε ανακαλύψει εκείνος σε μια αποθήκη στο Μοναστηράκι, τα τρυφερά σημειώματα που άφηναν κολλημένα στο ψυγείο υπενθυμίζοντας τη στοργή που έτρεφε ο ένας για τον άλλο. Χωμένος κάτω από τα σκεπάσματα, με τον αέρα να αναδεύει το ολέθριο χαρτί, ο Ανέστης άνοιξε αποφασιστικά το κινητό του. Τα δάχτυλά του πατούσαν με αβεβαιότητα τα πλήκτρα, όμως κατάφεραν να ισορροπήσουν τελικά και να συντάξουν με πρωτόγνωρη σβελτάδα μια λέξη. «Συγγνώμη» κατόρθωσε να γράψει, μα διαβάζοντας ένα ένα τα γράμματα, του φάνηκαν ελάχιστα γι’ αυτό που όφειλε να πει. Αναμετρήθηκε για λίγο με τη λέξη κι έπειτα πάτησε γρήγορα το κουμπί της διαγραφής, αναλαμβάνοντας ξανά την ευθύνη της ενοχής του. Σηκώθηκε με κόπο, ντύθηκε πρόχειρα και ακολούθησε τον δρόμο που οδηγούσε ανάμεσα στα παλιά πέτρινα σπίτια με τα παράθυρα-πολεμίστρες, κατάλοιπα μιας εποχής όπου οι άνθρωποι εμπιστεύονταν στη Μάνη μονάχα τη φαμίλια τους, ενώ οι άλλοι ήταν ξένοι και εχθροί που επιβουλεύονταν πάντα το βιος τους. Τα δέντρα έστρωναν χαλί την παχιά σκιά τους κάτω από το βήμα του. Είχε σκοτεινιάσει πια για τα καλά, μα στις αυλές ακούγονταν ακόμη φωνές παιδιών που έπαιζαν αμέριμνα

κάτω από το φεγγάρι. Με την πλάτη στυλωμένη στην πέτρα ένας πιτσιρίκος ζωγράφιζε ήσυχος κάτω από το φως της Σελήνης, απτόητος από την ψύχρα και αδιαφορώντας για τις φωνές και τα παιχνίδια των άλλων παιδιών. Κοιτώντας το μικρό αγόρι, ο Ανέστης καλωσόρισε στο μυαλό του μια ανάμνηση. Έφτασε αυτομάτως στα ρουθούνια του η μνήμη των χεριών του Αλέξανδρου, που μύριζαν νέφτι και ανέρωτο χρώμα. Του έφτιαχνε πάντα τη διάθεση με το που έμπαινε στο σπίτι ετούτη η αλλοπρόσαλλη μυρωδιά, που τώρα του έλειπε τόσο. Πόσο μου αρέσει το άρωμα των χαδιών του! συλλογίστηκε, συνεχίζοντας να βαδίζει, με τη σκιά του να προπορεύεται από την κατάκοπη φιγούρα του. Ο επίμονος πυρετός τον έκανε ακόμα πιο ευάλωτο στην ψύχρα, αναγκάζοντάς τον να τρεκλίζει, όμως επέμενε να προχωράει χαζεύοντας τα σοκάκια και ψάχνοντας κάτι συγκεκριμένο. Πότε πότε σταματούσε και ρωτούσε τους περαστικούς πού είναι το πέτρινο σπίτι με τους βασιλικούς και τα παράθυρα τα βαμμένα στο χρώμα της παπαρούνας, όπως του το είχε επί λέξει περιγράψει ο Αλέξανδρος το σπίτι της κυρα-Σεβαστής. Της μάνας του.

9

Πού πια σπίτι; Καπνός πες πως ήταν και χάθη. Βασιλιάδων κρεβάτια τον έχουνε κείνον κ’ η κυρά μου, κλεισμένη στην κάμαρα μόνη, καταλεί τη ζωή της, χωρίς ν’ αλαφρώνει φίλου λόγος το νου της. ΜΗΔΕΙΑ EΥΡΙΠΙΔΗ, στ. 139-143

ΜΠΗΚΕ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΝΥΧΟΠΑΤΩΝΤΑΣ τα μεσάνυχτα ο Μίνωας. Δεν είχε συνοδεύσει την Έλλη ως το δικό της δια​μέρισμα, παρότι έδειχνε ταραγμένη δίχως να του εξηγήσει τον λόγο. Θεώρησε βέβαια πως ο λόγος ήταν ο ίδιος που είχε κάνει κι εκείνον να σπεύσει στο λουτρό του ξένου σπιτιού και να βγάλει από μέσα του τη φρίκη που είχε αισθανθεί να

τον τυλίγει αντικρίζοντας τον χώρο όπου συνέβη το κακό. Από τη στιγμή που πέρασαν το κατώφλι της Στρατάκη ένιωσαν παγιδευμένοι σε εχθρικά συναισθήματα. Αόρατα δόντια και αγκάθια μπήχτηκαν στις σάρκες τους στη σκέψη και μόνο όσων είχαν συμβεί εκεί μέσα. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά σαν αιθάλη για έναν λόγο που αδυνατούσε να εξηγήσει η λογική. Φαντάσματα πρέπει να ήταν οι νέοι ένοικοι ετούτου του χώρου. Δεν εξηγείτο αλλιώς ετούτη η αρνητική προδιάθεση που όρμησε μέσα τους με το που πέρασαν το κατώφλι. Γύρισαν στο κέντρο της Αθήνας δίχως να ανταλλάξουν κουβέντα μες στο ταξί και χώρισαν στην Ομόνοια, απ’ όπου καθένας πήρε τον δρόμο του, επιστρέφοντας στις σκέψεις που είχαν αναβληθεί για όσο ψηλαφούσαν τη ζωή της Αιμιλίας Στρατάκη μέσα από την εύγλωττη τελικά σιωπή του σπιτιού της. Το σπίτι τούς φανέρωσε αλήθειες που δεν θα εντόπιζαν ποτέ όσο η Αιμιλία κρατούσε σφραγισμένα τα χείλη της. Τα κάδρα, τα χαρτιά, τα βιβλία, όλα τα άψυχα εκμυστηρεύονταν μυστικά, ενισχύοντας την εκδοχή της ιδιότυπης αθωότητας της Στρατάκη. Την υπερασπίστηκαν ως και τα ποτήρια της γιαγιάς της που ήταν φυλαγμένα σε περίοπτη θέση μέσα στον μπουφέ. Και εντόπισε καθένας τα ελαφρυντικά που χρειαζόταν για να ερμηνεύσει την απροσδόκητη συμπάθεια που είχε αισθανθεί για τη Στρατάκη.

Χώρισαν λίγο πριν τα μεσάνυχτα. Το χέρι της Έλλης έτρεμε και ήταν παγωμένο στη χειραψία της καληνύχτας. Βιαζόταν ολοφάνερα να απομακρυνθεί από τον Μίνωα, σαν να ήθελε κάτι να του κρύψει ή σαν να φοβόταν πως δεν θα κατάφερνε να κρατήσει το στόμα της κλειστό ακόμα για πολύ. Έπρεπε να μείνει μόνη, να συσκεφθεί με τον εαυτό της, να βρει έναν τρόπο να διαχειριστεί το αναπάντεχο νέο που είχε έρθει στο φως μέσα από το σκοτάδι των μυστικών. Χάθηκε βιαστικά πίσω από τα εκδοτήρια των εισιτηρίων με όση ταχύτητα μπορούσε να αναπτύξει πάνω στις μαύρες της γόβες. «Μ’ ενδιαφέρει να συνδυάσουμε αυτά που είδα και αυτά που είδες εσύ απόψε» είπε στον άντρα την ώρα που τον αποχαιρέτησε, σφίγγοντας στην παλάμη της την τούφα του βασιλικού που είχε κόψει από τον αφρόντιστο πια κήπο της Στρατάκη. «Φυσικά. Όποτε θέλεις» της απάντησε κι εκείνος, που επίσης ήθελε να ανταλλάξουν τις εντυπώσεις τους. Από το μυαλό του ωστόσο δεν έλεγε να φύγει η εικόνα των τσαλακωμένων σεντονιών στο διπλό κρεβάτι της Αιμιλίας πάνω στα οποία βρέθηκαν τα νεκρά παιδιά της, κάνοντας την επίσκεψη στο σπίτι της Στρατάκη μια εμπειρία ιδιαίτερα τραυματική. Κοιτώντας το άδειο στρώμα με το αποτύπωμα των παιδικών κορμιών, έφερνε στο μυαλό του τα δικά του παιδιά και τους κινδύνους που διέτρεχαν πιθανώς οι ψυχές

τους αν η Τάνια εντέλει αποφάσιζε να μιλήσει. Έβαλε το κλειδί στην πόρτα στις δώδεκα ακριβώς. Αφουγκράστηκε τον κούκο να πετάγεται από την ξύλινη φωλιά του με το που διέσχισε το κατώφλι και τον αγκάλιασε η θαλπωρή του αναμμένου καλοριφέρ. Τα παιδιά κοιμούνταν, μα το φως της τηλεόρασης τον ενημέρωσε πως εκείνη τον περίμενε. Πρόσεξε ωστόσο αμέσως πως είχε βγάλει από πάνω της τη βαρετή της ρόμπα με τα ξέθωρα ανθάκια που ο Μίνωας είχε συνδυάσει με τη μίζερη εικόνα της. Αντιθέτως, αυτό το βράδυ είχε περιποιηθεί τον εαυτό της και είχε εντοπίσει στην ντουλάπα το φουστάνι που κάποτε άρεσε στον Μίνωα πολύ. Ήταν στο χρώμα της φωτιάς και τόνιζε χαριτωμένα το πλούσιο στήθος και τη μέση-δαχτυλίδι που διέθετε ακόμη η Ροδή παρά τις δύο της γέννες. Τα μαλλιά της τα είχε χτενισμένα σαν την Τζούλια Ρόμπερτς στο Pretty Woman , μακριά, στιλπνά, με ανάλαφρους κυματισμούς, κάνοντάς τη να μοιάζει με μοιραία γυναίκα.

«Κάνε με μια άλλη» είχε ζητήσει από τον κομμωτή της το ίδιο απόγευμα, όταν έφτασε στο κατάστημα με κομμένη την ανάσα λίγο προτού να κλείσει την ταμειακή του μηχανή και να κατεβάσει ρολά. «Δεν φεύγω αν δεν με χτενίσεις. Είναι θέμα ζωής και

θανάτου να μου δώσεις πίσω την ομορφιά που είχα κάποτε» του είπε, κάνοντάς τον να σαστίσει με την ακραία απαίτησή της. Ο Ανρί ετοίμασε, υπάκουα, πιστολάκια, μπικουτί και τσατσάρες και τάχθηκε στις προσταγές της πελάτισσας. Η κρίση που είχε αγγίξει την τσέπη του δεν του άφηνε περιθώρια για αυστηρή τήρηση του ωραρίου. Τον τελευταίο καιρό έτρεχε ακόμα και σε σπίτια να κουρεύει και να χτενίζει κατάκοιτες για να καλύπτει τα έξοδα του κομμωτηρίου. Ποιος, ο Ανρί! Που είχε πελατεία την αφρόκρεμα του Κολωνακίου, κλέβοντας τη φήμη των παλιών καταξιωμένων συναδέλφων του. Όσην ώρα έθετε στην υπηρεσία της την τέχνη του, ο καθρέφτης βάλθηκε να τη βομβαρδίζει με αλήθειες. Πόσο καιρό είχε να ανιχνεύσει μες στη μορφή της το κορίτσι που υπήρξε κάποτε; Πόσος καιρός είχε περάσει από τότε που ο Μίνωας της χάρισε μια φιλοφρόνηση; Πότε έπαψε να παλεύει με τον χρόνο, αφήνοντάς τον να τη νικήσει και να σμιλέψει στο κορμί και στην όψη της τα άχαρα σημάδια του; Ο Ανρί έβαλε τα δυνατά του όσο κοιτούσε τα βουρκωμένα μάτια της Ροδής να πετούν σπίθες στο γυαλί του καθρέφτη. Η σιωπή της του φανέρωνε πολλά. Η επαφή του με αμέτρητες γυναίκες τού είχε προσφέρει την οξυδέρκεια που χρειαζόταν για να διαβάζει τη φωλιασμένη απόγνωση στο βλέμμα τους. Μάντευε… Ήξερε… Αποκρυπτογραφούσε τις σκιές που τρεμόπαιζαν κάτω από τις βλεφαρίδες τους, συνθέτοντας το παζλ του τραυματισμένου τους ψυχισμού.

«Κάνε με μια άλλη» του επαναλάμβανε πότε πότε υστερικά η Ροδή κι εκείνος επιστράτευσε την τέχνη του στο όραμα μιας δυσεπίτευκτης άμεσης μεταμόρφωσης. «Η αλλαγή ξεκινάει από τις σκέψεις μας» της απάντησε ωστόσο κομψά, μη θέλοντας να της αποκλείσει αυτό που ζητούσε, εισπράττοντας μια καχύποπτη ματιά από το είδωλό της. Η Ροδή δεν σήκωνε αντιρρήσεις εκείνη την ώρα. Ούτε ήθελε κουβέντες. Η γλώσσα της ακόνιζε τα μαχαίρια της. Διεκδικούσε μόνο λίγη από τη γοητεία που είχε απαρνηθεί παραδομένη στη ρουτίνα. Η γυναικεία της σαγήνη ήταν για καιρό παροπλισμένη και ένιωθε σκουριασμένο το σώμα της. Η αναζωπύρωση μιας έστω υποτυπώδους γοητείας βρισκόταν τώρα αφημένη στα επιδέξια χέρια του Ανρί, που ανέλαβε να βάλει την πινελιά του και στο μακιγιάζ και να της δώσει κάποιες συμβουλές. Λίγο άρωμα πίσω από το αυτί, ένα ωραίο φουστάνι, τα μαλλιά να ανεμίζουν κάνοντάς τη να μοιάζει με ηρωίδα του σινεμά, τα ατελείωτα πόδια της σταυροπόδι και το ρούχο ανασηκωμένο, ανοιχτό ως τους μηρούς, ώστε να είναι προσβάσιμα τα αντρικά βλέμματα στον δρόμο προς τον… παράδεισο του κορμιού της. Αυτονόητα κόλπα δηλαδή σ’ αυτή τη μάχη που η Ροδή ανέβαλλε να δώσει για χάρη του Μίνωα, αδιαφορώντας για τα λάφυρα που θα αποκόμιζε. Έκλεισε τα μάτια περιμένοντας το θαύμα. Έδειχνε

τρομαγμένη και ο Ανρί ήταν ο μόνος που μπορούσε να απαλύνει τον φόβο της, πετώντας πότε πότε κάτι άνοστες ατάκες και μια ασυνάρτητη πληροφόρηση για τα εξώγαμα των αστέρων του σινεμά. Τσάκωσε κάποια απιστία του άντρα της, συλλογιζόταν ωστόσο εκείνος την ώρα που άπλωνε ένα σύννεφο λακ στα μαλλιά της γυναίκας, αναλύοντας στη σκέψη του –όπως έκανε πάντα με κάθε πελάτισσα– την έκρυθμη συμπεριφορά της. Ήξερε πως οι γυναίκες αλλάζουν χρώμα μαλλιών όταν υποφέρουν από κατάθλιψη, αλλάζουν χτένισμα όταν ταλαιπωρούνται από ανία και αλλάζουν κούρεμα όταν απατηθούν, όταν είναι αδύναμες δηλαδή να γυρίσουν σελίδα στη μίζερη ζωή τους. Η φράση της Ροδής «κάνε με μια άλλη» συμπεριλάμβανε τα πάντα. Της άλλαξε χρώμα επομένως για να ανανεώσει το βαρετό είδωλό της, της άλλαξε χτένισμα για να αντικρίζει ένα φρέσκο πρόσωπο στον καθρέφτη της και έδωσε άλλο σχήμα στα μαλλιά της για να αποκόψει τον λώρο με το δειλό κοριτσόπουλο που υπήρξε κάποτε. Έπειτα από δύο ώρες στα χέρια του Ανρί, η Ροδή έδειχνε πράγματι μια καινούργια γυναίκα. Ο κομμωτής κατάφερε να ανασύρει από την καταπονημένη πια εικόνα της Ροδής τη ναυαγισμένη της φινέτσα. Μια υπόνοια γυναικείας καπατσοσύνης και φιλαρέσκειας πρόσθεσε λάμψη στη μορφή της. Μπρος στον καθρέφτη ανακάλυψε επιτέλους μια φιλική

εκδοχή του εαυτού της στη μορφή του θηλυκού που αγνοούσε ότι κατοικούσε στο σώμα της. Φιλιώνοντας αναπάντεχα με την εικόνα που απεχθανόταν άλλοτε να κοιτάζει στον καθρέφτη, αποκτούσε πρωτόγνωρη μεγαθυμία. Άρχισε να καταλαβαίνει πως αυτό που δεν της άρεσε να βλέπει ήταν φυσικό να μην αρέσει ούτε στον Μίνωα. Έπειτα όμως ορμούσαν στον νου της τα ελαφρυντικά αυτής της παραίτησης. Η ρουτίνα, τα παιδιά, η δουλειά της που δεν είχε ενδιαφέρον, τα όνειρα που έσβησαν πριν καλά καλά γεννηθούν για να γίνει η αφοσιωμένη σύντροφος και μητέρα των σπόρων του Μίνωα… Ώρες ώρες ένιωθε σαν σαρδέλα κλεισμένη στο αεροστεγές κονσερβοκούτι της και αδυνατούσε να πάρει ανάσα. Καθ’ οδόν για το σπίτι διαπίστωνε πως μπορούσε ακόμη στα σαράντα της να προσελκύσει κάποια βλέμματα θαυμασμού. Το δόλωμα της θηλυκότητας που είχε τονίσει με τη δεξιοτεχνία του ο Ανρί απέδιδε καλή ψαριά, τονώνοντας την τσακισμένη της αυτοπεποίθηση. Το αποτέλεσμα άξιζε το τσουχτερό αντίτιμο που της ζήτησε ο κομμωτής της. Τάχυνε το βήμα, όπως βιάζεται ο στρατιώτης να δώσει έναν πόλεμο που αδυνατεί να αποφύγει πηγαίνοντας στη μάχη τραγουδώντας. Μπήκε στο σπίτι και έψαξε στην ντουλάπα το φουστάνι που άρεσε άλλοτε στον άντρα της, με τη μανία που κάποιος ψάχνει το φάρμακο που τον κρατάει στη ζωή. Η άλικη

απόχρωση του ρούχου ανάμεσα στους σκούρους χρωματισμούς της υπόλοιπης γκαρνταρόμπας της τράβηξε μεμιάς την προσοχή της. Το φουστάνι την έσφιγγε κάπως, μα της έκανε ακόμη, προσδίδοντας στη μορφή της κάτι από την ένταση της φωτιάς. Μιας φωτιάς που έπρεπε οπωσδήποτε να ξαναφουντώσει. «Είσαι πολύ όμορφη, μαμά» παρατήρησε η μικρή όταν της έδωσε το φιλί της καληνύχτας. «Είναι κάποια γιορτή, μαμά;» τη ρώτησε η μεγαλύτερη κοιτώντας την αχόρταγα απ’ την κορφή ως τα νύχια. «Γιορτή… Μμμ… Μπορείς να το πεις κι έτσι» της απάντησε διφορούμενα. Έστρωσε τραπέζι, άναψε κεριά, έβαλε απαλή μουσική και πάτησε με θάρρος το κουμπί του θερμοσίφωνα, δείχνοντας αποφασισμένη για τη νίκη. Έπειτα κάθισε στον καναπέ με τα θέλγητρά της σε ετοιμότητα.

Ήταν όντως μια άλλη γυναίκα αυτή που αντίκρισε ο Μίνωας μόλις μπήκε στο σπίτι, βρίσκοντάς την ντυμένη με το χυτό κόκκινο ρούχο της ανασηκωμένο ως τους μηρούς, αφήνοντας ξεσκέπαστες τις γραμμές των ποδιών της, όπως ακριβώς την είχε συμβουλέψει ο Ανρί. Σάρωσε με το βλέμμα του κάθε σπιθαμή αυτού του γνώριμου τοπίου με νοσταλγία ξενιτεμένου που επιστρέφει στην πάτρια γη. Ανακάλυπτε από την αρχή κάθε λεπτομέρεια που ήδη είχε εξερευνήσει και

νοσταλγούσε τη στιγμή που είχε κατακτήσει κάθε σπιθαμή αυτού του κορμιού. Στάθηκε έκθαμβος και παρατηρούσε αυτές τις μικρές γοητευτικές λεπτομέρειες, όπως ένας κατακτητής καμαρώνει κοιτώντας από κάποιο ύψωμα την επικράτειά του. Την καμπύλη των χειλιών όπως τονιζόταν από το κοκκινάδι, τις πυκνές βλεφαρίδες που σκίαζαν το βελούδινο βλέμμα της Ροδής, που του θύμισε την παλιά του αγάπη, τις θηλές της που διαγράφονταν σαν άγουρα κορόμηλα μέσα στο ντεκολτέ. Το λαμπάκι του θερμοσίφωνα σαν να του έκλεινε το μάτι έτσι όπως έσπαζε το σκοτάδι του χολ. Όσο κι αν τον εξέπληξε ευχάριστα αυτή η απρόσμενη αλλαγή, αναρωτιόταν τι να σήμαινε. Τα απανωτά τηλεφωνήματα και οι απειλές της Τάνιας τον είχαν πλημμυρίσει με ανασφάλεια. Είχε σταματήσει να του στέλνει μηνύματα μετά τις επτά, μα ακόμα και η σιωπή της έσπερνε μέσα του φόβο. Από τη Ροδή ωστόσο δεν είχε λάβει ούτε μια κλήση όση ώρα οι δυο τους με την Έλλη σκάλιζαν αδιάκριτα τα ανομολόγητα μυστικά της Στρατάκη. Καλό σημάδι, σκέφτηκε, πιστεύοντας πως η Τάνια δεν είχε θέσει ακόμη σε εφαρμογή τις απειλές της. Έβγαλε τη γραβάτα του, θέλοντας να απαλλαγεί από την περιβολή της δουλειάς. Η Ροδή δεν γκρίνιαξε, όπως άλλες φορές, για το πεταμένο του σακάκι στην πολυθρόνα. Του επέτρεπε απόψε να είναι άτακτος, παραβιάζοντας τις αρχές μιας ρουτίνας καλά ριζωμένης στη συνείδηση και των δύο. Η

ανοχή της ανέβασε τη στάθμη της ενοχής του για μια προδοσία που απόψε τον ενοχλούσε. «Έστρωσα να φάμε στην τραπεζαρία» του είπε και κατευθύνθηκε πρώτη προς το μεγάλο τραπέζι με το λευκό τραπεζομάντιλο, τα αναμμένα κεριά και τα ψηλά ποτήρια. Το κρασί που ιρίδιζε μες στην καράφα μαρτυρούσε πως οι δυο τους είχαν απόψε να πουν πολλά. Τα κεριά που έφεγγαν στον χώρο έδιναν την αίσθηση κάποιου τελετουργικού στο οποίο επρόκειτο να μυηθούν οι δυο τους. Ο Μίνωας κάθισε σιωπηλός στη θέση του και αντίκρυ του εκείνη, μ’ ένα γαλήνιο ύφος που συνέχιζε να του κεντρίζει την περιέργεια σε βαθμό ανησυχίας. Είχαν καιρό να βρεθούν αντιμέτωποι, με τα μάτια του ενός ευάλωτα στο ευθύβολο κοίταγμα του άλλου, σαν μονομάχοι έτοιμοι να έρθουν στα χέρια. Υπήρχε στην ατμόσφαιρα διάχυτος ο ηλεκτρισμός που προκαλεί η μείξη προδοσίας και πόθου. Ο Μίνωας πήρε αμυντική θέση απέναντί της, ώσπου να αντιληφθεί πως η Ροδή ήταν ύποπτα φιλική μαζί του. Κατέβασε τις άμυνές του και περίμενε το επόμενο βήμα της. Εκείνη βυθιζόταν με θάρρος στις ίριδες των ματιών του δίχως καμία συστολή και η ματιά της διέθετε απόψε μια από καιρό ξεχασμένη γλυκύτητα. Ο Μίνωας, αντίθετα, κατέβαζε το βλέμμα στο πιάτο, λες και φοβόταν μήπως η γυναίκα του διάβαζε εκεί μέσα τα φλογερά του αμαρτήματα. «Θα ’σαι κουρασμένος» είπε πρώτη εκείνη, θέλοντας να

σπάσει την αμηχανία. «Πράγματι. Έτρεχα με την υπόθεση της Στρατάκη. Θα έχεις ακούσει γι’ αυτή στην τηλεόραση» της απάντησε, αρπάζοντας την ευκαιρία να μιλήσουν για πράγματα ανώδυνα για τη σχέση τους, αποφεύγοντας τα πιο περίπλοκα από τα οποία κινδύνευαν και οι δύο. Ο Μίνωας είχε ανάγκη να ξεχάσει για λίγο την ασφυκτική πολιορκία της Τάνιας και να χαθεί σε ένα συναίσθημα γαλήνης για να ηρεμήσει κάπως την ταραχή του από την απρόσμενη μεταστροφή της γυναίκας του. Του άρεσε βέβαια που η Ροδή είχε αποβάλει απόψε την παγωνιά από το βλέμμα της, που τον αποκαρδίωνε όποτε του περνούσε από τον νου να αναθερμάνει τη σχέση τους. Εκνευριζόταν απίστευτα κάθε φορά που εκείνη τον αγνοούσε επιδεικτικά και αρνιόταν να του χαρίσει μια καλή κουβέντα, τιμωρώντας τον με τη σιωπή της για τις αναπόδεικτες ακόμη ατασθαλίες του. Απόψε όμως τον έζωναν τα φίδια όσο την έβλεπε ανεξήγητα φιλική. Η Ροδή τον διαβεβαίωσε πως είχε ακούσει την αλλόκοτη ιστορία της Στρατάκη. Τόσες ώρες μπροστά στην τηλεόραση ήταν αδύνατο να μην είχε αντικρίσει το βλέμμα αυτής της γυναίκας όπως το απαθανάτιζαν οι κάμερες. Βλέμμα Μέδουσας που πέτρωνε όποιον κοιτούσε. «Μπορείς να ερμηνεύσεις μια τέτοια πράξη εσύ που είσαι μάνα;» της απηύθυνε ο Μίνωας το ερώτημα, δείχνοντας έπειτα από καιρό πως υπολόγιζε τη γνώμη της.

«Φυσικά και μπορώ. Είναι προφανές πως ήθελε να επιβάλει κάποια τιμωρία» του είπε η Ροδή με σιγουριά γεμίζοντας τα ποτήρια τους κρασί. «Θες να πεις πως είναι θέμα εκδίκησης μια τέτοια συμπεριφορά;» παρατήρησε εκείνος με τα φρύδια σμιχτά, προσπαθώντας να αντιληφθεί αν έδινε εκείνη ελαφρυντικά σ’ ένα τέτοιο έγκλημα. «Μπορεί και να είναι. Όταν σκοτεινιάζει το ανθρώπινο μυαλό, τα πάντα μπορεί να συμβούν» του απάντησε η Ροδή καρφώνοντας με το πιρούνι της ένα κομμάτι κρέας. Η απάντησή της φύτεψε ωστόσο έναν σπόρο φόβου στα φυλλοκάρδια του Μίνωα, καθώς τα λόγια της ήχησαν στ’ αυτιά του σαν συγκαλυμμένη απειλή. «Εσύ θα μπορούσες να σκοτώσεις ποτέ τα παιδιά μας;» έθεσε την ερώτηση φευγαλέα, συνοδεύοντας μ’ ένα μουγκρητό επιδοκιμασίας την τελευταία του μπουκιά. «Εγώ δεν είμαι η Στρατάκη. Καθένας αντιδρά διαφορετικά απέναντι στον πόνο. Ο πόνος μάς αγριεύει. Μας αλλάζει. Κάποιος της έκανε κακό. Κάποιος εγκληματίας που δεν άφησε ίχνη και κανείς δεν πρόκειται να του επιβάλει ποινή. Γι’ αυτό κι εκείνη δεν μιλάει. Όχι πως συγχωρώ μια τέτοια πράξη, αλλά θυμώνω με τους άγνωστους εγκληματίες που κυκλοφορούν ανάμεσά μας παριστάνοντας τους αθώους» του είπε τονίζοντας τη φράση «ανάμεσά μας» με έναν υπαινιγμό κρυμμένο στη φωνή, εντείνοντας με το

υπονοούμενο την τρομάρα του Μίνωα. «Αυτό είναι αλήθεια» έκανε πως αντιπαρήλθε εκείνος τον σκόπελο της φράσης της, κάνοντας ότι δεν τον αφορούσε. «Η Αιμιλία δεν ανοίχτηκε ούτε σ’ εμένα, που είμαι ο δικηγόρος της» τόνισε στη συνέχεια σκυμμένος στο πιάτο, δίχως να φανερώσει στη γυναίκα του τη βραδινή του επίσκεψη στο σπίτι της φόνισσας και όλα όσα ανακάλυψαν με την Έλλη εκεί μέσα. Δεν άντεχε ιδίως να της μιλήσει για το διπλό κρεβάτι με το σχήμα των παιδικών κορμιών άθικτο πάνω στα σκεπάσματα. Μα μια σουβλιά ενοχής τον διαπέρασε μόλις σκέφτηκε πως είχε μέρες να μπει στα δωμάτια των παιδιών τους και να τα σκεπάσει, φιλώντας τρυφερά τα τροφαντά μάγουλά τους. «Τα παιδιά; Καλά;» τη ρώτησε, θεωρώντας πως δεν ήταν ώρα να μακρηγορήσει αναλύοντας την υπόθεση της Στρατάκη. Προείχε να αναλύσει την απρόβλεπτη συμπεριφορά της Ροδής, που δεν έλεγε να ανοίξει τα χαρτιά της, διατηρώντας αμείωτα τα σημάδια της αιφνιδιαστικής ευδιαθεσίας της. Όσην ώρα η γυναίκα του φιλοτεχνούσε το νέο της πρόσωπο, ο Μίνωας πάσχιζε να εντοπίσει τον λόγο αυτής της αλλαγής. Όχι πως δεν του άρεσε αυτό που συνέβαινε, μα η μεταμόρφωσή της του διασάλευε την τάξη που είχε επιβληθεί καιρό στη σχέση τους. Μέρες κλωθογύριζε στο μυαλό του την απόφασή του να της μιλήσει, θέλοντας να

δώσει τέλος στη διχασμένη από το ψέμα ζωή τους. Οι απειλές της Τάνιας είχαν γίνει αφόρητες και η ψυχή του είχε γονατίσει από τον πανικό και τη δυσφορία. Οι υστερίες της ερωμένης του και η ψυχρότητα της γυναίκας του του προκαλούσαν απίστευτη πίεση. Ένιωθε εγκλωβισμένος μέσα σε επιλογές που είχε ήδη απαρνηθεί. Ήθελε να δραπετεύσει και από τις δύο γυναίκες και απ’ ό,τι αυτές αντιπροσώπευαν μέσα του. Δεν ήθελε να παραιτηθεί από τον έρωτα τόσο νωρίς, μα προς αυτή την κατεύθυνση τον έσπρωχνε η Ροδή, ούτε να μετατρέψει το ώριμο πια κορμί του στη μηχανή του έρωτα που υπήρξε στα είκοσί του μόνο και μόνο επειδή έπρεπε να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της Τάνιας. Ώρες ώρες ένιωθε τις δύο γυναίκες να σχοινοβατούν πάνω στα νεύρα του. Ο έρωτας για τη νεαρή ερωμένη του είχε σβήσει από τη στιγμή που έπαψε να την εμπιστεύεται και το ενδιαφέρον του για τη Ροδή είχε γίνει στάχτη όσο η ίδια φρόντιζε να σβήνει ανελλιπώς τη φωτιά που πάλευε εκείνος να αναζωπυρώνει. «Θέλω να γλιτώσω και από τις δύο. Να τις ξεφορτωθώ. Πώς το λένε!» είχε ομολογήσει απροκάλυπτα στην Έλλη σε μια κρίση κυνισμού και ειλικρίνειας όταν της άνοιξε διάπλατα την καρδιά του. Η υπόδειξη της Έλλης στον Μίνωα να προλάβει την Τάνια και να δώσει πρώτος τις εξηγήσεις του στη Ροδή σαν να είχε πιάσει πάντως τόπο, θέλοντας αν μη τι άλλο να

διασώσει κάποια ίχνη εντιμότητας. Εξάλλου, με τη Ροδή είχε αποκτήσει τα παιδιά του και της χρωστούσε τουλάχιστον λίγο σεβασμό. Κι έπειτα, υπήρχε και ο οίκτος, εκείνο το ύπουλο συναίσθημα που δένει συχνά ανθρώπους που σαπίζουν μέσα σε μια άρρωστη συμβίωση. Ύστερα από τον χρόνο που είχαν περάσει μαζί στο νοσοκομείο μα και αργότερα, στο σπίτι της Στρατάκη, ο Μίνωας διαπίστωνε πως η Έλλη ήταν ο άνθρωπος στου οποίου τη βοήθεια μπορούσε να λογαριάζει. Παρατηρώντας τη να περιεργάζεται τον χώρο της παιδοκτόνου με περισσή προσοχή και ακούγοντας τα συμπεράσματα που έβγαζε από αμελητέες λεπτομέρειες, δεν δίστασε να ακολουθήσει τις υποδείξεις της, διακρίνοντας μια οξυδέρκεια που του έκανε εντύπωση. Γύρισε το κλειδί στην πόρτα του σπιτικού του αποφασισμένος να εξιστορήσει το αμάρτημά του στη γυναίκα του, όμως δέθηκε η γλώσσα του κόμπος από το αιφνιδιαστικό παρουσιαστικό της Ροδής και από τις εξελίξεις που τον είχαν προλάβει. Τέλειωσαν το φαγητό, ήπιαν το κρασί τους, συζήτησαν για την υπόθεση Στρατάκη, και ούτε που κατάλαβαν για πότε γλίστρησε η κουβέντα στα περασμένα, μα διόλου ξεχασμένα, ευτυχισμένα πλάνα της σχέσης τους. Η οικειότητα επανερχόταν ανάμεσά τους με την ορμή που τρέχει το νερό της βροχής σ’ ένα στερεμένο ποτάμι.

Μίλησαν για το γαμήλιο ταξίδι τους στο Πήλιο και για τον έρωτα που απόλαυσαν έξω στο χιόνι αψηφώντας το κρύο, για τη στιγμή που απέκτησαν το πρώτο τους παιδί και ο Μίνωας έπεσε από τη συγκίνηση φαρδύς πλατύς στα πλακάκια της αίθουσας των ωδίνων, για το χαστούκι που έφαγε η Ροδή από τη χερούκλα του χτίστη πατέρα της όταν τους έπιασε να φιλιούνται στη γωνία του πατρικού της. Κι έπειτα θυμήθηκαν το διαμέρισμα-προίκα που πούλησε εκείνη για να ανοίξει ο Μίνωας το γραφείο, το σκουριασμένο παγκάκι όπου είχαν χαραγμένα τα ονόματά τους στην πλατεία της γειτονιάς της, το οποίο αντικατέστησε ο δήμαρχος μ’ ένα ολοκαίνουργιο. Όπως ακριβώς και ο Μίνωας αντικατέστησε τη… σκουριασμένη Ροδή μ’ ένα πιο σύγχρονο μοντέλο γυναίκας. «Είσαι όμορφη απόψε, Ροδή. Πιο όμορφη ακόμα κι από τότε» παραδέχτηκε όταν κατάφεραν τα χείλη του να συνταιριάξουν τις λέξεις, και η όρασή του υποκλίθηκε στη γοητεία που είχαν οι κινήσεις της και στον μαγνητισμό που του ασκούσε ξανά η μορφή της. Η σύγκριση με την Τάνια έγινε βέβαια αναπόφευκτα. Κάποιες ρυτίδες κάτω από το μακιγιάζ της Ροδής φάνταζαν εντονότερες υπό το φως των κεριών. Μα στα μάτια του απόψε είχε αποκτήσει την αξία μιας αντίκας. Η αλλοτινή συστολή της έδωσε τη θέση της σ’ ένα ακαταμάχητο ταμπεραμέντο, που ίσως να το έφερε στην επιφάνεια το κρασί ή η απόγνωση της χαμένης νιότης.

Σηκώθηκε από την καρέκλα της και τον πλησίασε. Ο Σινάτρα τραγουδούσε για δυο ξένους μες στη νύχτα την ώρα που ο Μίνωας και η Ροδή, δυο ξένοι κι αυτοί για καιρό, συστήθηκαν πάλι, αρχίζοντας από το μηδέν τη γνωριμία τους. Έτσι τουλάχιστον πίστεψε εκείνος, και η ελπίδα μιας νέας αρχής φτερούγισε μέσα του δίνοντάς του υποσχέσεις. Μες στη νύχτα τα κορμιά τους ξεθάρρεψαν διεκδικώντας τον χρόνο που είχαν χάσει. Το φιλί τους στάθηκε το εισιτήριο για ένα ταξίδι των σωμάτων στο παρελθόν, τότε που αρκούσε η σκέψη του αγγίγματος για να αρπάζουν φωτιά οι αισθήσεις τους. Η Ροδή αφηνόταν στη γενναιόδωρη δόση ηδονής που της πρόσφερε ο Μίνωας, ανακαλύπτοντας από την αρχή τη βελούδινη αφή του, τη μελένια αίσθηση των φιλιών του, τον σφυγμό της φλέβας που χτυπούσε στον λαιμό του όταν ξεπηδούσε από τα μύχιά του η κραυγή του οργασμού. Τον υποδούλωσε στο κορμί της εκείνη τη νύχτα και ο άντρας, συντονισμένος με τη σάρκα της, ανάστησε ως το ξημέρωμα τη ναρκωμένη της θηλυκότητα. «Όλα απ’ την αρχή…» της ψιθύριζε πότε πότε στο αυτί την ώρα που το σώμα του ξέβραζε λάβα. Δεν κοιμήθηκαν καθόλου. Όσες φορές κι αν έσβησαν τη φλόγωση των κορμιών τους, εκείνη ασίγαστα ξαναφούντωνε. Άρχισε να φέγγει η μέρα όταν αφέθηκαν στο στρώμα να ξαποστάσουν, με τα χέρια και τα πόδια ένα αξεδιάλυτο σύμπλεγμα, σαν τέχνη που συμβόλιζε την περίπλοκη αγάπη

τους. Κοντά στο ξημέρωμα ξαστέρωσε ο νους τους από το κρασί και τον έρωτα, αρχίζοντας πάλι να αναγνωρίζουν τον κόσμο με το βλέμμα το παλιό, το στέρεο μα γερασμένο. Ο Μίνωας άναψε τσιγάρο και η Ροδή δεν γκρίνιαξε, όπως άλλοτε, για το ντουμάνι που απλώθηκε μες στο δωμάτιο, καθώς είχε άλλες προτεραιότητες στο μυαλό της. Με το ένα χέρι του εκείνος κρατούσε τη γόπα και με το άλλο φρόντιζε να διατηρεί την επαφή με το σώμα της· το ξαναγεννημένο της κορμί, που σπαρταρούσε όπως το σώμα της Τάνιας στο άγγιγμα των χεριών του όλη τη νύχτα, γεμίζοντάς τον ευγνωμοσύνη για την ερωτική γενναιοδωρία της. Εκείνη τη νύχτα η Ροδή τον έκανε να αισθανθεί σαν μάγος, σαν ταχυδακτυλουργός της ηδονής, μια αίσθηση που έως τότε ο Μίνωας πίστευε πως μόνο η Τάνια μπορούσε να του χαρίσει. Έπειτα από το βράδυ που πέρασαν μαζί μια απροσδόκητη δύναμη έκανε τον άντρα να αισθάνεται άτρωτος, πιστεύοντας πως μπορούσαν να ξαναβρούν με τη Ροδή τη διαταραγμένη ισορροπία τους. «Όλα μπορούμε να τα παλέψουμε μαζί» της είπε, σίγουρος πως ετούτη η διαβεβαίωση θα έλυνε τον γρίφο της σιωπής της που είχε απλωθεί στο δωμάτιο. «Μαζί» επανέλαβε η Ροδή ειρωνικά τη λέξη, πετώντας από πάνω της το χέρι του Μίνωα, που την τύλιγε σαν ζώνη ασφαλείας όση ώρα παρέμειναν ακίνητοι κοιτώντας το

ξημέρωμα. Μα δεν την ήθελε πια αυτή την ψευδαίσθηση ασφάλειας. Ως τώρα ο Μίνωας ουδέποτε την είχε προστατέψει, και τώρα που έδειχνε φανερά μια τέτοια πρόθεση εκείνη δεν τον θεωρούσε αξιόπιστο. «Έχεις κάτι;» τη ρώτησε, σαστισμένος από την καινούργια μεταστροφή της. «Δουλειές. Πολλές δουλειές, αγάπη μου» του είπε ανακτώντας το παγωμένο χρώμα της φωνής της. Εκείνος χουζούρεψε ακόμα λίγο στο κρεβάτι, παρατηρώντας τη μέρα να παίρνει τη θέση μιας νύχτας που ήταν γεμάτη απρόσμενες εξελίξεις. «Μαζί» πρόφερε σαν υπνωτισμένος τη λέξη, ψάχνοντας τη γεύση που του άφηνε στα χείλη. Γεύση μεταλλική, στυφή και όξινη, σαν να έγλειφε μαχαίρι. Η αποστροφή που αισθανόταν για τον ίδιο του τον εαυτό τον έκανε να μορφάζει λες και είχε δαγκώσει λεμόνι. Ήξερε πως την ίδια υπόσχεση λίγες μέρες πρωτύτερα την ξεστόμισε και στην Τάνια, κάτω από τον παροξυσμό που του προκαλούσε το σφρίγος της. Κάθε φορά που ενώνονταν τα κορμιά τους νόμιζε πως της έκλεβε λίγη από τη νιότη της, αναχαιτίζοντας τις επιθέσεις ενός χρόνου που είχε πάψει προ πολλού να τον λυπάται. Και να που τώρα με ευκολία πρόσφερε την ίδια ελπίδα και στη Ροδή, που αμφισβητούσε ολοφάνερα τα λόγια του, ξέροντας πως ο Μίνωας αποδεδειγμένα αντιμετώπιζε την έννοια της δέσμευσης με την ελαφρότητα εφήβου.

«Τη λένε Τάνια» βρήκε το θάρρος να μιλήσει πρώτος, διεκδικώντας το ελαφρυντικό της εντιμότητας στη διπλή προδοσία του. Όσο έβλεπε τη Ροδή να φοράει τον παλιό βλοσυρό εαυτό της, ντύνοντάς τον τη ρόμπα με τα ξέθωρα ανθάκια, ράγιζε η καρδιά του μπρος στο μεγαλείο της γενναίας σιωπής της. «Ναι. Τη λένε Τάνια. Και της δήλωνες μέχρι χθες πως την αγαπάς. Μα χθες τη νύχτα την πρόδωσες με όση ευκολία πρόδωσες κι εμένα» του είπε κοιτάζοντας μέσα από τον καθρέφτη την έκφραση που πήρε ο Μίνωας έπειτα από αυτή την αποκάλυψη. «Τα ξέρω όλα» του ομολόγησε έπειτα, μ’ έναν θρίαμβο φωλιασμένο στο ειρωνικό της μειδίαμα, ρίχνοντας τη χαριστική βολή στην αυτοεκτίμηση του άντρα της. «Τα ξέρω όλα…», καρφί και στιλέτο και αγκάθι η κουβέντα της Ροδής. Τα ήξερε όλα για την αναλώσιμη ηδονή που γευόμουν στα σεντόνια φτηνών ξενοδοχείων. Ήξερε για τα φιλιά, τα λόγια, τους όρκους που έκλεβα από κείνη και τα ξόδευα άσκοπα δίχως φειδώ. Της ανήκαν, μα της τα στερούσα για έναν λόγο που δεν είχα προσδιορίσει. Κι εκείνη, εκεί μπροστά στην τηλεόραση, τυλιγμένη στη ρόμπα με τα ξέθωρα ανθάκια, στεκόταν αμίλητη, χαμένη μες στα ρομαντικά σενάρια των τούρκικων σειρών, περιμένοντας άγνωστο τι… Ήξερε και για την αγάπη μου στην Τάνια. Για ό,τι τέλος πάντων βάφτιζα αγάπη μες στα σεντόνια ενός έρωτα που

έμοιαζε με κολύμπι ναυαγού στα ιαματικά νερά της νιότης. Μάντευε το προσκύνημά μου στο τοτέμ μιας ζωής που μου γλιστρούσε μέσα απ’ τα χέρια μόνο και μόνο επειδή μεγάλωνα. Πώς να δικαιολογηθώ; Πώς να εξηγήσω στη Ροδή ότι στην Τάνια έδινα την αγάπη μου δανεική κι εκείνη παρανόησε πως ήταν δική της; Πώς να γυρέψω πίσω απ’ τη γυναίκα των είκοσι Μαΐων το κομμάτι του εαυτού μου που της χάρισα και πώς τώρα ν’ απαιτήσω από τη Ροδή να φορέσει το αποφόρι της αγάπης μου; Όλα ένα κουβάρι. Κι εγώ αντιμέτωπος με τα λάθη μου, έτοιμος να πληρώσω το αντίτιμο του λάθους μου με τόκο.

Όσο κυλούσε καυτό το νερό πάνω στο άυπνο σώμα του, άρχισε να αισθάνεται εγκλωβισμένος μέσα σε ό,τι του είχε συμβεί. Βιάστηκε να ντυθεί, κουβαλώντας μέσα του εκείνη τη φράση που τον έκοψε σαν ξυράφι στα δύο. Η ταραχή δυσκόλεψε απίστευτα το δέσιμο των παπουτσιών του. Γραβάτα αδυνατούσε να ανεχτεί, νιώθοντας έναν αθέατο βρόχο να του σφίγγει το λαρύγγι. Η φράση της Ροδής, το φλογερό σμίξιμό τους, τα εύφλεκτα λόγια του πόθου που έσβησαν μεμιάς είχαν συρρικνώσει την ψυχή. Ντροπή αλώνιζε την καρδιά του και η πληγή που του έσκαψε η δυσάρεστη αλήθεια δεν έλεγε να επουλωθεί.

«Τα ξέρω όλα» αντηχούσε στ’ αυτιά του ασταμάτητα η φράση σαν το κουδούνι του θεάτρου που σημαίνει την έναρξη μιας παράστασης με πρωταγωνιστές τους αξιοθρήνητους εαυτούς τους. Ο συνειρμός που έδενε τη γυναίκα του με τη Στρατάκη γινόταν ισχυρότερος όσο διαπίστωνε πως και η Ροδή διέθετε τη φονική ψυχραιμία της Αιμιλίας. Μπορούσε να υποκρίνεται όποτε ήθελε μια ανύπαρκτη ευτυχία. Είχε αντέξει να πλαγιάσει με τον προδότη της για να τον χλευάσει. Το κορμί της μπορούσε να λέει ψέματα και να κρύβει επιτυχώς την αλήθεια. Η αφελής, μετριοπαθής Ροδή του του είχε στήσει παγίδα κι εκείνος γλίστρησε μέσα της σαν άπειρο σχολειαρόπαιδο. Ξαφνικά ένιωθε να τον καταδιώκει ο εαυτός του, και οι δύο γυναίκες σαν Ερινύες τού κατακρεουργούσαν την αξιοπρέπεια. Αυτό θα πει τιμωρία, συλλογίστηκε, συνειδητοποιώντας πως προδίδοντας τις γυναίκες που αγαπούσε αποκάλυπτε την κρυφή του αναπηρία, την αδυναμία του να είναι πιστός. Δεν μπορείς ν’ αγαπήσεις. Τώρα το ξέρω. Είσαι ανίκανος να λάβεις αυτό που αδυνατείς να προσφέρεις. Η αλήθεια με ελευθέρωσε. Τα φτερά μου είναι γερά και με παίρνουν μακριά σου, του βροντοφώναζε η ματιά της. Η Ροδή ελεύθερη… Καθόλου δεν του άρεσε αυτή η ιδέα. Την είχε συνηθίσει καθηλωμένη στον καναπέ, δέσμια μέσα στο σπίτι, ανάμεσα στα ντουβάρια και στα έπιπλα, δεσμώτης

των παρωχημένων αξιών που της έμαθε η μάνα της. Ήξερε πού θα την έβρισκε πάντα, σαν το σκρίνιο που είχε φέρει από το σπίτι της δικής του της μάνας παρά τις αισθητικές αντιρρήσεις της Ροδής. Εκείνος επέβαλε όπως πάντα, το δικό του. Με τον καιρό, Ροδή και σκρίνιο για τον Μίνωα ήταν ένα και το αυτό. Μόνο που το σκρίνιο το φρόντιζε περισσότερο, λουστράροντάς το κάθε χρόνο για να μη χάνει τη γυαλάδα του και την αξία μιας αντίκας. Η Ροδή τώρα τον κοιτούσε με γυάλινο βλέμμα να αναχωρεί ανεπιστρεπτί από την ψυχή της. Τον είχε εξορίσει από τον σεβασμό της, και τον είχε εκδικηθεί με όπλο την περιφρόνηση, που του ξερίζωνε τα φτερά. Ο έρωτας της προηγούμενης νύχτας δεν αρκούσε για να εξαγοράσει τη συγχώρεσή της. Το κορμί της μπόρεσε να υποκριθεί, μα η ψυχή της αρνιόταν να ζει μες στο ψέμα. «Χάρισμά της» μονολόγησε ανασηκώνοντας τους ώμους όσο έφερνε στον νου της τα υπερφίαλα μάτια της Τάνιας όπως τα είχε αντικρίσει σε εκείνες τις καταραμένες φωτογραφίες. Στο δωμάτιο υπήρχε ακόμη διάχυτη η ευωδιά των ερωτικών τους χυμών. Η Ροδή άνοιξε το παράθυρο να τη διώξει όσο γινόταν πιο γρήγορα, στυλωμένη για λίγο στο περβάζι με την ανθισμένη γαρδένια. Ανέπνευσε με λαχτάρα τον κρύο αέρα, ενώ στον νου της στοιχίζονταν τα γεγονότα του τελευταίου εικοσιτετράωρου. Μπερδεμένα λόγια,

νοήματα και εικόνες πίεζαν αφόρητα τους κροτάφους της. Πρωταγωνίστρια η Τάνια… Η Τάνια, που είχε πάνω της κάτι το εξωτικό. Λιγώθηκε η ψυχή της μόλις την είδε στις φωτογραφίες τις σταλμένες από έναν άγνωστο καλοθελητή. Σε άλλη φωτογραφία ο Μίνωας και η Τάνια σε τρυφερά ενσταντανέ την περιέπαιζαν για τη χαμένη της γοητεία. Τα ινδιάνικα μαύρα μαλλιά της κοπέλας, η τσαγαλιά απόχρωση των ματιών της, που τη διαπέρασε ακόμα και από το χαρτί, η φρεσκάδα των είκοσι χρόνων της, η έπαρση της νιότης, η φλόγα του πάθους που λιώνει το σώμα, η υπεροψία που χαρίζει η ερωτική κυριαρχία σ’ έναν κλεμμένο άντρα, όλες αυτές οι επίπονες παραδοχές την οδήγησαν σε μια αναπόφευκτη σύγκριση. Ο καθρέφτης τη μάλωσε. «Πώς κατάντησες έτσι;» της είπε όσο εκείνη ψηλαφούσε χαλάρωση, κιλά και ρυτίδες. Αρνήθηκε να κλάψει. Τον Μίνωα τον είχε χάσει από καιρό. Υποπτευόταν τη σπατάλη των φιλιών του και το κλεμμένο βιος της φροντίδας του από τις περιστασιακές του συντρόφους. Ήταν γραμμένη στο βλέμμα του η προδοσία και τη διάβαζε με ευκολία. Μα η σύγκριση με τη φιγούρα της Τάνιας την έκανε να νοσταλγήσει τη γυναίκα που ήταν κάποτε. Της θύμισε τη δική της προδοσία. Τότε ήταν που βγήκε αλαφιασμένη από το σπίτι γυρεύοντας τη βοήθεια του Ανρί για να σκηνοθετήσει μια νύχτα αποπλάνησης, θέλοντας να δει αν λειτουργούν ακόμη τα παραμελημένα θέλγητρά

της. Όλα πήγαν όπως τα είχε σχεδιάσει. Ο προδότης ξαναπρόδωσε με την ίδια ευκολία που επρόκειτο να το κάνει και στο μέλλον. Στάθηκε αρκετό λίγο κρασί, ένα κόκκινο φουστάνι, λίγο κοκκινάδι και το άρωμα πίσω από το αυτί. Η Ροδή ένιωθε μια διαβολική ευεξία έπειτα από την κατατρόπωση της Τάνιας. Κέρδισε τη νίκη και για λάφυρο πήρε όχι μόνο τη συντριβή αλλά και την επιστροφή του εαυτού της στον ρόλο του πολεμιστή. Μπορούσε ακόμη να είναι γυναίκα, γυναίκα έτοιμη να σαγηνεύσει και ν’ αγαπηθεί. Έγλειψε την εκδίκηση στα χείλη της, η πληγή της έκλεισε και αποφάσισε να διαγράψει τον προδότη, παρά τον απόηχο της μητρικής συμβουλής που προσπαθούσε διά τηλεφώνου να τη μεταπείσει όταν της προανάγγειλε το τέλος ενός γάμουτραγέλαφου, όπως της είπε επί λέξει. «Μην τινάξεις το σπίτι σου για ένα τίποτα, Ροδή. Μεγάλωσες τώρα πια. Ποιος να σε θέλει; Έχεις παιδιά. Σκέψου τα παιδιά σου, Ροδή. Σου μιλάω εκ πείρας. Εσύ θα χάσεις, κοριτσάκι μου. Οι άντρες είναι άτρωτοι, γλυκιά μου. Δεν μπορείς να τα βάλεις μαζί τους». Δεν είμαι κοριτσάκι πια, μαμά, και δεν φοβάμαι. Δες με. Έχω αλλάξει. Τολμώ να ξεκινήσω απ’ την αρχή με τις παλάμες στ’ αυτιά μου για να μην ακούσω λέξη απ’ όσα μου έμαθες να φοβάμαι. Δες με. Είμαι μια άλλη πια, μαμά… Καθόλου δεν με ξέρεις. Είμαι πια κάτι που δεν αντέχεις και

δεν θες να καταλάβεις, επειδή εσύ δεν μπόρεσες ή δεν σε άφησαν να το τολμήσεις. Σταμάτα πια! Τώρα πια η Ροδή ήθελε να απαλλαγεί ακόμα και από την ανάμνηση της προηγούμενης νύχτας. Είχε μια έκφραση γαληνεμένη κοιτώντας την πόλη από το ανοιχτό παράθυρο που είχε θέα σ’ ένα κομμάτι θάλασσα πάνω στο οποίο νανουρίζονταν μικρά πλεούμενα. Μια ψηφίδα σοφίας προστέθηκε στα σαράντα της χρόνια και ο έρωτας στο μυαλό της έχασε τις φτερούγες του. Ενηλικιώθηκε μαζί της και αυτός. Γέμισε ρυτίδες και από άγγελος-βρέφος έγινε ένα ασήμαντο σακάτικο γεροντάκι στο μυαλό της. Όσο κι αν έτρεχε με τα γέρικα πια πόδια του, αδυνατούσε να τη φτάσει. Η Ροδή έφευγε βιαστική μπροστά δίχως να ρίχνει ούτε βλέμμα πίσω. Της αρκούσαν τα παιδιά της, οι τσατσάρες του Ανρί, τα φουστάνια που θα αγόραζε για να αλλάζει εαυτούς και να καταπολεμά τη μοναξιά της. Την πολύτιμη πια μοναξιά της, που της έδινε πίσω τη χαμένη της ακεραιότητα. Ντύθηκε βιαστικά, πετώντας στο καλάθι των αχρήστων τη ρόμπα με τα ξέθωρα ανθάκια. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Τα μαλλιά της ήταν ανακατεμένα έπειτα από τις βραδινές περιπτύξεις. Χρειαζόταν αμέσως την παρέμβαση του Ανρί. Χρειαζόταν το επιδέξιο χέρι του να της χαρίζει μια ψευδαίσθηση νεότητας. Ήταν το μόνο αρσενικό χέρι που εμπιστευόταν πλέον, κι ας έλεγαν οι φήμες πως δεν ήταν και τόσο… αρσενικό.

Πήρε τα κλειδιά της και διασχίζοντας το χολ γέλασε διαπιστώνοντας πως ο θερμοσίφωνας έκαιγε από το βράδυ. Ματαιοπονούσε, θαρρείς, κι αυτός για έναν έρωτα που η ίδια είχε ξεγράψει. Με χέρι σταθερό κατέβαζε τον διακόπτη πάνω που ακούστηκε η φωνή ενός πλανόδιου παλαιοπώλη. «Παλιατζής… Παλιά αγοράζω. Παλιατζής…» διαλαλούσε εκείνος τις υπηρεσίες του γυρνοβολώντας με την ντουντούκα στις γειτονιές για να αγοράζει παλιά αντικείμενα μαζί με τις ανθρώπινες αναμνήσεις που κουβαλούσαν επάνω τους προσδίδοντάς τους την ανεκτίμητη αξία της φθοράς. Βγήκε στη βεράντα και τον κάλεσε στο διαμέρισμά της, θέλοντας να ξεφορτωθεί και το σκρίνιο μαζί με τον Μίνωα. Δεν χωρούσαν πια ούτε το παλιομοδίτικο έπιπλο ούτε ο προδότης στην αισθητική της νέας της ζωής. Τον Μίνωα τον χάρισε δίχως σκέψη στην Τάνια. Για το σκρίνιο όμως ήταν ανένδοτη. Το πούλησε ως αντίκα κι έπιασε καλή τιμή. Τα χρήματα θα τα ξόδευε την ίδια κιόλας μέρα. Θα αγόραζε μια κιθάρα, κι ας μην ήξερε να παίζει. Με τον καιρό θα μάθαινε. Όλα μπορούσε να τα κάνει πια αφού είχε καταφέρει να οριοθετήσει τη νέα της ζωή. Η μάνα της της είχε μάθει να είναι αφοσιωμένη και να υπομένει τα πάντα στον γάμο της. Δεν της έμαθε όμως πώς να ξεμπερδεύει, πώς να λύνει ή πώς να κόβει το κουβάρι μιας σχέσης όταν αυτή δεν προχωρούσε. Αυτή η γνώση, αυτός ο χωρισμός ήταν προσωπικό της επίτευγμα, και θα καμάρωνε πάντα που τα είχε καταφέρει.

Αισθάνθηκε ολοκαίνουργη. Ένα μοναχικό, δυνατό είδος γυναίκας που ήξερε να λέει όχι και να κοιτάει κατάματα το είδωλό της στον καθρέφτη, αγαπώντας επιτέλους εκείνη που διέκρινε μες στο γυαλί.

10

Των αντρών δολερές οι βουλές, κ’ είναι η πίστη στους θεούς σαλεμένη. Αλλ’ η ζήση η δική μου τρανά θ’ ακουστεί, τι θ’ αλλάξει του πλήθους η γνώμη. Να, ζυγώνει η τιμή το γυναίκειο το γένος· πια ποτέ κακοκέλαδη φήμη στις γυναίκες δε θα ’χει να σούρνει. ΜΗΔΕΙΑ EΥΡΙΠΙΔΗ στ. 416-420

Ο ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΓΡΥΛΙΖΕ πίσω από την πόρτα μόλις αφουγκράστηκε τον ήχο του ανελκυστήρα. Έπειτα άκουσε και τον ήχο του μπρελόκ στο οποίο είχε η Έλλη περασμένα τα κλειδιά της, όπου κρεμόταν ένας κόκκινος τοσοδούτσικος

φακός, για ώρα ανάγκης, μαζί με μια σφυρίχτρα που είχε απομείνει από την εποχή των σεισμών. Σίγουρος πια πως ήταν εκείνη, άρχισε να γρατζουνάει την πόρτα και να εκλιπαρεί γαβγίζοντας να τον βγάλει έξω. Το ζωντανό ήταν κλεισμένο στο σπίτι από το πρωί, μα, μαθημένο καθώς ήταν να κάνει έξω την ανάγκη του, κόντευε να σκάσει τόσες ώρες που η Έλλη παρέμενε άφαντη. Φευγάτη καθώς ήταν από το πρωί, το σκυλί άρχισε να ανησυχεί όταν έπεσε η νύχτα και εκείνη δεν είχε γυρίσει. Κοιτούσε το άδειο πιατάκι του, κοιτούσε και το ακριβό χαλί, που δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να λερώσει, κι έτρεμε από την αγωνία. Πλησίασε την κουρτίνα του καθιστικού και αγναντεύοντας τον δρόμο άρχισε να κουνάει νευρικά την ουρά του. Πέρασε ώρες με το βλέμμα στυλωμένο στη λεωφόρο, ψάχνοντας ανάμεσα στα παρκαρισμένα και στα διερχόμενα αυτοκίνητα το μεταχειρισμένο Φίατ της Έλλης με τη ζωγραφιστή Ποκαχόντας στο φτερό, δημιουργία μιας ζωγράφου φίλης της, που περνώντας μια κρίση δημιουργικότητας ζωγράφιζε εκείνο τον καιρό σε ό,τι υλικό μπορεί να βάλει ο ανθρώπινος νους. Από λαμαρίνες αυτοκινήτου μέχρι ψυγεία, ντουλάπια και πάγκους κουζίνας, σπάζοντας το κατεστημένο της ζωγραφικής σε ακουαρέλα ή μουσαμά. Το σχέδιο όμως το είχε διαλέξει η ίδια η Έλλη πιστεύοντας πως η συγκεκριμένη ηρωίδα είχε κάτι από τη

δική της αντιδραστικότητα σε ό,τι είχε να κάνει με κοινωνικά στερεότυπα και άλλα τέτοια «κομμουνιστικά», όπως έλεγε ο εθνικόφρων υπερήλικας και στα πρόθυρα του Αλτσχάιμερ περιπτεράς της γειτονιάς της – η Έλλη του είχε ιδιαίτερη συμπάθεια και το διασκέδαζε όποτε έπιανε μαζί του κουβέντα. Μόνο που εκείνη παρασυρόταν και του έλεγε πράγματα που ήταν αδύνατον το γεροντάκι να συλλάβει, αφού είχε φτάσει με το ζόρι ως την τρίτη δημοτικού. «Η Κατοχή, βλέπεις, παιδάκι μου. Πού μυαλό για γράμματα!» της εξηγούσε όταν του έλεγε τις ακαταλαβίστικες κουβέντες της. Για γράμματα μυαλό ίσως να μην υπήρχε, όμως στο κουτσομπολιό ο περιπτεράς είχε διαπρέψει, επαναφέροντας σε μια αθηναϊκή απρόσωπη συνοικία το έθιμο των μικρών κοινωνιών. Έβγαλε λοιπόν φιρμάνι στην πελατεία του πως η Ποκαχόντας που ήταν ζωγραφισμένη στο αυτοκίνητο της «κυρα-Έλλης», όπως την έλεγε, ήταν μια γνωστή αντάρτισσα που είχε κατέβει από το βουνό ζωσμένη με φισεκλίκια όταν ξέσπασε ο Εμφύλιος. Τη θυμόταν καλά εκείνος και δεν σήκωνε αντιρρήσεις επ’ αυτού. Άρα, η κυρα-Έλλη ήταν αριστερή κι έπρεπε να την προσέχουν, γιατί από κάτι τέτοιες κινδυνεύει το έθνος. Παρά την καχυποψία του ωστόσο, την Έλλη τη συμπαθούσε, ιδίως όταν διαπίστωσε πόσο δεμένη ήταν με το σκυλί της. «Μπορεί να είναι αντάρτισσα, αλλά, αφού αγαπάει το ζωντανό, πάει να πει πως έχει καρδιά στα

στήθη της» μονολογούσε πότε πότε. Έτσι, μπορεί λόγω αχρωματοψίας ο Αχιλλέας να αδυνατούσε να ξεχωρίσει το πράσινο Φίατ της Έλλης και να μην του έπεφτε λόγος αν η Ποκαχόντας ήταν ινδιάνα πριγκίπισσα ή ελληνίδα αντάρτισσα, όμως η φιγούρα της ηρωίδας στο φτερό του αυτοκινήτου ήταν το σήμα κατατεθέν της εκκεντρικής αφεντικίνας του. Μόλις το εντόπιζε στη λεωφόρο, ήξερε πως σε λίγο θα άρχιζαν οι αγκαλιές και τα φιλιά με την Έλλη και πως θα έβγαινε επιτέλους στο πεζοδρόμιο για να «ξαλαφρώσει». Μόνο που το Φίατ της Έλλης εκείνη τη μέρα δεν το είχε κουνήσει από το πεζοδρόμιο όπου ήταν άτσαλα παρκαρισμένο, και το σκυλί δεν ήξερε τι να φανταστεί. Όσο η Έλλη έκοβε γέφυρες με τον Αχιλλέα-εραστή της, τόσο δενόταν με τον Αχιλλέα-κουτάβι που της είχε εκείνος χαρίσει, έχοντας αναπτύξει μεταξύ τους μια τρυφερή σχέση μάνας και γιου. Ούτε που σκέφτηκε να το φωνάζει με άλλο όνομα αφότου χώρισε με τον άντρα, πιστεύοντας πως διατηρώντας το όνομα του κουταβιού σκληραγωγούσε τον εαυτό της για να αντέχει και ίσως κάποτε να ξεπεράσει τον πόνο εκείνης της σχέσης. Πράγμα που έγινε. Από ένα σημείο και μετά ατόνησε ο συνειρμός του ονόματος με την πληγή που της άφησε η εξαφάνιση του Αχιλλέα και το όνομα της θύμιζε μονάχα το σκυλί της. Σ’ αυτό το ζωντανό διοχέτευε την αποθηκευμένη μέσα της

τρυφερότητα από τη δική της μάνα και του την πρόσφερε γενναιόδωρα σε κάθε ευκαιρία. Κοιμούνταν εξαρχής στο ίδιο κρεβάτι, αφού ο Αχιλλέας-εραστής αδυνατούσε να λείπει τα βράδια από την οικογενειακή του εστία, τάιζε το κουτάβι με το μπιμπερό ώσπου να αρχίσει να τρώει στερεά τροφή, τον κρατούσε στην αγκαλιά της διαβάζοντάς του φωναχτά τα γραπτά της λες και ήταν άνθρωπος και τον κουκούλωνε κάτω από τις κουβέρτες όποτε ο σκύλος τρόμαζε από τα μπουμπουνητά και τις αστραπές μιας ξαφνικής καταιγίδας. Εκείνος, πάλι, της έδειχνε την ευγνωμοσύνη του χοροπηδώντας πάνω της με το που έμπαινε η Έλλη στο σπίτι, και κουβαλούσε με τα δόντια το λουρί του από την κουζίνα έτοιμος για τον καθιερωμένο βραδινό τους περίπατο. Καθάριζε το μυαλό της Έλλης με αυτή τη βόλτα, ξαλάφρωναν τα νεφρά του σκυλιού και ξεμούδιαζαν οι κλειδώσεις του από την ολοήμερη απραξία και την κλεισούρα του στο διαμέρισμα. Όταν λοιπόν η συγγραφέας περασμένα μεσάνυχτα έβαλε το κλειδί της στην κλειδαριά, ο Αχιλλέας βρέθηκε μ’ ένα σάλτο στην εξώπορτα. Το θέαμα που αντίκρισε, ωστόσο, του έκοψε κάθε διάθεση για βόλτα. Μούσκεμα από τη βροχή που είχε ξαναπιάσει, με τούφες μαλλιών κολλημένες στο πρόσωπο, κρατώντας σφιχτά στα χέρια της μια τσάντα που ο σκύλος δεν είχε ξαναδεί, η Έλλη στεκόταν ακίνητη κοιτώντας τον με πύρινα μάτια. Πρέπει να είχε κλάψει πολύ

και η καταρρακωμένη της όψη έκανε το σκυλί να της γλείψει από συμπόνια τα χέρια. Εκείνη, πάλι, κίνησε μηχανικά για την κουζίνα, αδιαφορώντας για τις λάσπες που άφησαν τα παπούτσια της στο χαλί, τα οποία κάτω από άλλες συνθήκες θα τα έβγαζε, σαν τους Γιαπωνέζους, με το που θα έμπαινε στο σπίτι. Σπρωγμένη από το χρέος της προς το ζώο, πήρε το λουρί του από το ντουλάπι, το πέρασε στο περιλαίμιο του Αχιλλέα και μπήκαν μαζί στο ασανσέρ, δίχως να αλλάξει καν τα βρεγμένα της ρούχα. Βγαίνοντας στη βροχή, ήταν η πρώτη φορά που η Έλλη βάδιζε γρηγορότερα από τον σκύλο, σαν κάτι να την κυνηγούσε. Η μπόρα κάλυπτε επιμελώς τα αναφιλητά της, μα η οξεία ακοή του σκύλου και η αναπτυγμένη του διαίσθηση συνέλαβαν τη θλίψη της γυναίκας. Ο Αχιλλέας κοντοστάθηκε κάτω από ένα υπόστεγο και η Έλλη έπαψε να επιταχύνει το βήμα της, σηκώνοντας το βλέμμα στον ουρανό λες και γύρευε κάποια απάντηση ανάμεσα στα σύννεφα. Έπειτα από λίγο γονάτισε και αγκάλιασε τον σκύλο συνεχίζοντας να κλαίει. Παραξενεύονταν οι λίγοι περαστικοί που έριχναν κλεφτές ματιές στο στιγμιότυπο, μα προσπερνούσαν το σύμπλεγμα σκυλιού και ανθρώπου με αδιαφορία. Παρότι το πανωφόρι της είχε μουλιάσει και το νερό της βροχής την άγγιζε ως το κόκαλο, ούτε που σκέφτηκε να

επιστρέψουν και να κουρνιάσουν κάτω από τα σκεπάσματα, όπως συνήθιζαν να κάνουν οι δυο τους τα βράδια. Ξαφνικά, το σπίτι της έμοιαζε κολαστήριο καθώς της θύμιζε απαγορευμένες αναμνήσεις. Απόψε αισθανόταν τα άλλοτε λατρεμένα χέρια του Αχιλλέα-εραστή να τη μολύνουν. Θυμόταν το άγγιγμά του σαν να μην είχαν χωρίσει στιγμή, και η θύμηση της αφής του γέμιζε το κορμί της ολόφρεσκα τραύματα. Καθώς ο χρόνος ήταν ανέφικτο να γυρίσει πίσω και να διαγράψει ό,τι είχε ζήσει η Έλλη στο πρόσφατο σχετικά παρελθόν, προτιμούσε να σέρνει το σώμα της και τον σκύλο μες στη νυχτερινή υγρασία παρά να επιστρέψει στο σπίτι, στο κρεβάτι, στον καναπέ, στην κουζίνα, όπου εκείνη και ο Αχιλλέας είχαν διαπράξει αμέτρητες φορές το δικό τους έγκλημα. Η τσάντα της Ιουλίας Στρατάκη κόντευε να γίνει ένα με το σώμα της έτσι όπως την έσφιγγε πάνω της με μανία. Το αγκάλιασμα με τον σκύλο της καταμεσής του πεζοδρομίου κράτησε λίγα λεπτά κι έπειτα, μ’ ένα τίναγμα του κεφαλιού της κι ένα σήκωμα του χεριού, σταμάτησε ένα διερχόμενο ταξί, ανίκανη από την ταραχή της να πάρει το δικό της αυτοκίνητο. Ο οδηγός δυσανασχέτησε κάπως να βάλει τον βρεγμένο σκύλο στο αυτοκίνητο, άλλαξε γνώμη ωστόσο όταν η Έλλη τού ανακοίνωσε τον προορισμό τους, διαβεβαιώνοντάς τον πως θα του πλήρωνε την κούρσα διπλή. Έλλη και Αχιλλέας

παρέμειναν αγκαλιασμένοι και μέσα στο ταξί, τόσο που παραξένεψαν τον άνθρωπο που οδηγούσε. Πότε πότε εκείνος έριχνε από το καθρεφτάκι λοξές ματιές στο πίσω κάθισμα, εντοπίζοντας τα πρησμένα μάτια της γυναίκας, με τους μαύρους κύκλους τους να υπογραμμίζουν το χρονικό μιας βαθιάς συντριβής. «Είστε καλά;» τη ρώτησε από καθαρά ανθρώπινο ενδιαφέρον, προτείνοντάς της με το ένα χέρι ένα χαρτομάντιλο και κρατώντας με το άλλο έμπειρα το τιμόνι. Η Έλλη ανταποκρίθηκε στη χειρονομία του μ’ ένα ξερό ευχαριστώ, μα ούτε λόγος να του ανοίξει την ψυχή της γι’ αυτό που τη βασάνιζε. Αδυνατούσε ακόμη να χωνέψει το Βατερλό που είχε υποστεί στο σπίτι της Στρατάκη, κι αν δεν ήταν μαζί της ο Μίνωας, ίσως να μην είχε αναγκαστεί να διατηρήσει την ψυχραιμία της και να είχε καταφύγει σ’ ένα από τα μαχαίρια της κουζίνας για να γλιτώσει μια και καλή από την παρακμή της. Εξαντλημένη στο πίσω κάθισμα του ταξί, η Έλλη προσπαθούσε μάταια να απωθήσει από το μυαλό της τις ψυχικές αμυχές που της είχαν προκαλέσει τα άψυχα πράγματα στο σπίτι της Στρατάκη, ενώ ο σκύλος συνέχιζε να της γλείφει τα δάκρυα.

Λίγες ώρες πρωτύτερα είχαν περάσει το κατώφλι του σπιτιού,

με επιστημονική περιέργεια ο Μίνωας, με συγγραφικό, υποτίθεται, ενδιαφέρον η ίδια, και είχαν αρχίσει να περιεργάζονται τον χώρο. Πρώτα το χολ. Ένας τοίχος γεμάτος ασπρόμαυρες γκραβούρες με στοπ καρέ αλλοτινών καιρών, προκαλώντας τους αρνητική προδιάθεση. Μια μαυροντυμένη υπερήλικη γυναίκα καθισμένη στον αργαλειό της, μια ομάδα παιδιών φωτογραφημένων στο προαύλιο ενός σχολείου, μια άμαξα με δυο άλογα μπροστά σ’ ένα νεοκλασικό κτίριο, το γκρίζο πλάνο μιας πολιτείας που σίγουρα πια θα είχε γίνει αγνώριστη από τη λαίλαπα του σύγχρονου πολιτισμού. Έπειτα το σαλόνι. Βαρύ, με σκαλίσματα στο στιλ του Λουδοβίκου του δέκατου πέμπτου, επιβλητικό σαν τον θάνατο και βυσσινί σαν σκοτωμένο αίμα. Ολόγυρα γωνιές με αμέτρητα μικροπράγματα. Μικρές παρέες αντικειμένων που σαν παντομίμα προσπαθούσε καθεμιά τους κάτι να τους πει. Ακουμπισμένα πάνω σε μια Αγία Γραφή ένα κασκέτο και το κεχριμπαρένιο κομπολόι του πατέρα – τα πήρε κρυφά ως ενθύμιο όταν έφυγε με τον Αχιλλέα. Του πατέρα, που του είχε αδυναμία και που έφυγε από τη ζωή αφότου έκοψαν γέφυρες η Αιμιλία και η Ιουλία, αφήνοντας τη δεύτερη να κάνει τον δραγουμάνο στις τύψεις της για τα λάθη σε βάρος των κοριτσιών της. Μια πιπίλα, μια κούκλα, ένα μπιμπερό, αφημένα δήθεν αυθόρμητα πάνω στο τραπέζι του σαλονιού, αναμνήσεις μιας ανεπιστρεπτί αγνής εποχής, βεβηλωμένης

από κάποια αλήθεια. Ένας χρυσός σταυρός με μασίφ αλυσίδα τοποθετημένος στο τασάκι δίπλα στην μπαλκονόπορτα της σάλας, ανάμεσα στη στάχτη ενός τσιγάρου και στη σβησμένη γόπα του. Κι ένα σχεδόν άδειο ποτήρι με υπολείμματα καραμελωμένου ουίσκι στον πάτο δίπλα σ’ αυτό το σταχτοδοχείο. Ο Μίνωας το κατάλαβε από τη μυρωδιά. Ένα μαύρο σάλι βρισκόταν πεταμένο στον καναπέ μαζί με το τηλεχειριστήριο της τηλεόρασης. Και η Μήδεια του Ευριπίδη με τσακισμένη τη σελίδα στους στίχους: Τι τραβώ το θωρείτε. Κι όμως όρκοι μεγάλοι μας δέναν με τον φαύλο τον άντρα που μια μέρα κι αυτόν και τη νύφη ν’ αξιωθώ να τους δω τσακισμένους μαζί με τα σπίτια για την τόση αδικία που μου κάμανε πρώτοι. Ω πατέρα κι ω χώρα μου, πόσο ξενιτεύτηκα αλάργα αφού πρώτα εθανάτωσα αισχρά το δικό μου το αδέρφι. Συνοφρυώθηκε η Έλλη ανοίγοντας το βιβλίο και διαβάζοντας όσα ήταν υπογραμμισμένα στο τσακισμένο φύλλο. Επικεντρώθηκε μάλιστα ιδιαίτερα στην κόκκινη υπογράμμιση ενός στίχου: αφού πρώτα εθανάτωσα αισχρά το δικό μου το αδέρφι. Ίσως η ανάγνωση αρχαίων τραγωδιών να ήταν ένα κατάλοιπο των σπουδών της Αιμιλίας, προσπαθώντας να κρατήσει κάποια επαφή με το αντικείμενο που την ενδιέφερε. Ίσως και όχι, αν αναλογιζόταν κανείς πως η Μήδεια είχε

πολλά κοινά εντέλει με την ιδιοσυγκρασία της σύγχρονης φόνισσας. Πάντως για την Έλλη αποτελούσε ιδιαίτερα ενδιαφέρον στοιχείο αυτή η συγκυρία των φονικών με την επανασύνδεση της Αιμιλίας με τούτο το συγκεκριμένο ευριπίδειο δράμα. Η αστυνομία ασχολήθηκε με αποτυπώματα, ομολογίες, καταθέσεις και τα σχετικά, ενώ αυτά τα ευαίσθητα δεδομένα που αποκάλυπταν την ψυχοσύνθεση της φόνισσας διέλαθαν την προσοχή των λαγωνικών της. Η Έλλη χαιρόταν ιδιαίτερα για τη διεισδυτικότητα με την οποία αντιμετώπιζε τα νέα στοιχεία, πιστεύοντας πως ετούτη η πρωτοτυπία της θα άρεσε στους αναγνώστες της όταν με το καλό θα εκδιδόταν το βιβλίο, και θα απολάμβανε τα εύσημα του εκδότη της. Εξάλλου, πάντα απολάμβανε την ελευθερία που της παρείχε η συγγραφική της δραστηριότητα να εισχωρεί δίχως ενοχές στα προσωπικά δεδομένα των άλλων. Συγγραφική αδεία μπορούσε να ικανοποιεί την οξυμμένη της περιέργεια και να θεωρείται απλώς δημιουργική και όχι αδιάκριτη ή κουτσομπόλα. Το μισάνοιχτο συρτάρι του μπουφέ καλούσε κάθε εισβολέα του σπιτιού της Στρατάκη να εκμαιεύσει από την αινιγματική σιωπή των πραγμάτων την εξομολόγηση που αρνούνταν τα χείλη της. Ωστόσο, έτσι όπως η Έλλη εξερευνούσε τον χώρο υπό το αμυδρό φως του φακού της, είχε την έντονη αίσθηση πως το κάθε αντικείμενο έπαιρνε

μέρος σε μια σωρεία ενορχηστρωμένων μυστικών, δίνοντας συγκεκριμένες κατευθύνσεις σε κάθε επίδοξο ερμηνευτή του εγκλήματός της. Σε περίοπτη θέση, ανάμεσα στο σαλόνι και στο χολ, κρεμόταν το πτυχίο της Αιμιλίας. Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο, βαθμός Άριστα. Ένα χαρτί στον τοίχο. Η ομολογία ενός ονείρου και συνάμα η κορνιζαρισμένη ειρωνεία της ματαίωσής του που καταδίκασε το όνειρο προτού γεννηθεί, επειδή προηγήθηκαν ένας έρωτας και κάποια άγνωστα ακόμη γεγονότα που ανέβαλαν επ’ αόριστον την υλοποίησή του. «Δεν δούλεψε ποτέ της απ’ όσο έμαθα. Ή μάλλον διέκοψε απότομα την εξέλιξή της. Είχε τα φόντα για πανεπιστημιακή καριέρα» παρατήρησε ο Μίνωας με τα χέρια πλεγμένα πίσω από την πλάτη όταν βρέθηκαν και οι δυο αντιμέτωποι με ετούτο το στοιχείο. «Παντρεύτηκε σε νεαρή ηλικία κι έπειτα σαν να πατήθηκε απότομα ένας διακόπτης κι έπαψε να ονειρεύεται καριέρα και μέλλον» έδωσε στην Έλλη ένα από τα ελάχιστα στοιχεία που είχε συλλέξει από τη μαρτυρία της μόνης γειτόνισσας που δέχτηκε να του πει δυο λόγια για να ενισχύσει τη δικογραφία του. Λόγια λιτά και αμφίβολης αξιοπιστίας, αφού οι πληροφορίες συνάγονταν από το περίεργο βλέμμα της μεσόκοπης γειτόνισσας πίσω από το κουρτινάκι της κουζίνας της: «Δεν έδωσε ποτέ κανένα δικαίωμα. Ασχολιόταν μόνο με το

σπίτι και τα παιδιά της. Σούρτα φέρτα δεν είχε με κανέναν. Όχι, δεν δούλευε. Μια και μοναδική φορά που πιάσαμε στην αυλή την κουβέντα μού είπε πως ήταν σπουδαγμένη. Ο άντρας της ήταν ευκατάστατος και δεν ήθελε να μεγαλώσουν σε ξένα χέρια τα παιδιά του. Η πεθερά της μια φορά που ήρθε όλο κι όλο να τους δει –παλιά γειτόνισσα ήταν, ήπιαμε ένα καφεδάκι– μου είπε πως η νύφη της ήταν πολύ γραμματιζούμενη, αλλά άφησε τις σπουδές της. Χέρια δεν είχαν να τους βοηθήσουν με τα παιδιά, έμεινε η κοπέλα στο σπίτι, όπως γίνεται συνήθως σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Εκείνον έχω κάνα εξάμηνο να τον δω. Κάτι δεν πάει καλά μου φαίνεται. Εκείνη πάντως κερί αναμμένο στα παιδιά τους. Τα πρόσεχε πολύ. Μάνα; Όχι. Δεν είχε πάρει το μάτι μου κανέναν άλλο να μπαινοβγαίνει στο σπίτι. Φιλενάδες; Ούτε. Η γυναίκα είχε μυαλό για σπίτι. Σοβαρή, μετρημένη. Κομμάτι αμίλητη όμως. Μαλωμένη με το γέλιο. Σπάνια περίπτωση για θηλυκό της εποχής μας. Κάτι στο βλέμμα της… Σκοτάδι. Πίκρα, φαρμάκι θαρρείς. Γυρνούσε πάντα μαυροντυμένη, σαν σκιά, στη γειτονιά. Και την καλημέρα μισή την έλεγε, μέσα απ’ τα χείλη, λες και φοβόταν τους ανθρώπους…» Όσο λοιπόν ο δικηγόρος ήταν κοντά στη συγγραφέα, ψαχουλεύοντας από τη μια τη μνήμη του και από την άλλη ό,τι γύρευε και η Έλλη μες στα προσωπικά αντικείμενα της Στρατάκη, μόνο αμυδρά κατάλαβε την αναστάτωσή της. Η τρεμούλα των χεριών της αποδόθηκε στην ψύχρα του

κλειστού για μήνες σπιτιού, η απότομη σιγή της συνδέθηκε με τη φρίκη που την είχε κυριεύσει για το αποτρόπαιο έγκλημα της Αιμιλίας, και το δάκρυ που ξέφυγε κάποια στιγμή στο μάγουλό της από τα σφιγμένα της βλέφαρα δικαιολογήθηκε από το αιχμηρό συναίσθημα που μάτωσε την καρδιά της μόλις αντίκρισε το κρεβάτι όπου ξεψύχησαν τα παιδιά. Ακόμα και ο Μίνωας λύγισε μπροστά σ’ αυτή την εικόνα, τρέχοντας γρήγορα στο λουτρό για να ξεράσει στον νιπτήρα την αηδία που ανάβλυσε από το στομάχι του. Φαντάστηκαν πως κανείς δεν διάβηκε το κατώφλι αυτού του σπιτιού έπειτα από τα φονικά και όλα είχαν μείνει ανέγγιχτα, παγώνοντας τον χρόνο στη στιγμή που η Στρατάκη έκοψε το νήμα της ζωής των παιδιών της. Τα πάντα ήταν τακτοποιημένα στην εντέλεια, όπως νοικοκυρεύουν οι γυναίκες τα σπιτικά τους στις μικρές κοινωνίες όταν περιμένουν να φύγει από τη ζωή κάποιος δικός τους άνθρωπος. Λες και ο θάνατος είναι η ευκαιρία για να αποδείξουν τις επιδόσεις τους στο βελονάκι και στην πάστρα. Στο σπίτι της Αιμιλίας πλεκτά και κεντήματα ήταν απλωμένα ολόγυρα στα τραπέζια και στις πλάτες των καναπέδων, συνθέτοντας μια παλιομοδίτικη αισθητική. Σίγουρα ήταν εργόχειρα βγαλμένα από τα επιδέξια χέρια γυναίκας προηγούμενης γενιάς και όχι της Αιμιλίας, που, παρά τη στυφή μορφή της και τα αυστηρά χαρακτηριστικά

του προσώπου της, που τονίζονταν ακόμα περισσότερο από το συντηρητικό χτένισμά της, ήταν μια γυναίκα της σύγχρονης γενιάς και αποκλείεται να δεχόταν υπό φυσιολογικές συνθήκες ετούτη την παρωχημένη διακόσμηση. Τη διατηρούσε ωστόσο αυτή την αισθητική ως αρρωστημένη συνήθεια, αδυνατώντας να απαλλαγεί από την τυραννία της κολλαρισμένης δαντέλας και του σιδερώματος των σουφλιώτικων μεταξωτών που ήταν στρωμένα ολόγυρα στον χώρο. Τα συμπεράσματα συνάγονταν αβίαστα από τις εικόνες που περιέβαλλαν τον Μίνωα και την Έλλη. Η παρατηρητικότητα κυρίως της δεύτερης, που είχε εξάλλου πιο καθαρή σκέψη, αφού τον άντρα δεν έπαυαν να τον απασχολούν οι απειλές της Τάνιας, κατέληγε σε διαπιστώσεις ιδιαίτερα σημαντικές. Ο νους της Αιμιλίας είχε κολλήσει στο παρελθόν. Σε μια χρονική στιγμή που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τόπους και ανθρώπους που αγαπούσε. Κι αφού βρισκόταν μακριά από συνήθειες και αγάπες παλιές, σαν πρόσφυγας από το παρελθόν με το οποίο ήταν δεμένη, αναπαριστούσε στο δικό της σπιτικό τη ζωή και τις αξίες που απαρνήθηκε κάποτε. Τα πιάτα στον νεροχύτη ήταν πλυμένα στο χέρι και τοποθετημένα από την ανάποδη σε μια πετσέτα, παρότι υπήρχε πλυντήριο πιάτων, και μάλιστα προηγμένης τεχνολογίας, αν έκρινε κανείς από τη μάρκα του. Η συντήρηση και η κατάψυξη του ψυγείου ήταν άδειες. Με

το που άνοιξε την πόρτα η Έλλη, της επιτέθηκε το ψυχρό κύμα του κενού. Η Στρατάκη προφανώς είχε προνοήσει να μην αφήσει τίποτε φαγώσιμο εκεί μέσα, ξέροντας πως θα έλειπε για καιρό, αφού η επόμενη μέρα των φονικών ήταν βέβαιο πως θα της επιφύλασσε μια απροσδιόριστης διάρκειας απουσία. Στο λουτρό δυο γαλάζιες πετσέτες με ανάγλυφο πέλος τούς αποκάλυψαν μια λεπτομέρεια που κανείς δημοσιογράφος ή νομικός από όσους είχαν βγάλει λάβρους λόγους κατά της Στρατάκη δεν θα μπορούσε να γνωρίζει. Ήταν δυο πετσέτες παιδικές με φιγούρες του Ντίσνεϊ που αγκάλιασαν μες στη βελούδινη απαλότητά τους τα παιδικά κορμιά λίγο προτού συμβεί το μοιραίο. Η παιδική χτένα, η ξεχασμένη τώρα στον νιπτήρα, οδηγημένη τότε από το χέρι της Στρατάκη είχε γλιστρήσει με στοργή ανάμεσα στις μπούκλες των παιδιών και η παιδική κολόνια, που είχε πια ξεθυμάνει, σαν να πενθούσε κι αυτή για το συμβάν, είχε χαρίσει το άρωμά της στις φρεσκοπλυμένες επιδερμίδες τους. Στον πάτο της μπανιέρας δυο λαστιχένια παιχνίδια μαρτυρούσαν πως η Αιμιλία μοσχοσαπούνισε τα παιδιά της κι έπαιξε μαζί τους, όπως κάθε φορά που τα μπανιάριζε, σαν να μη σκόπευε να διαπράξει την προμελετημένη της φρίκη. Η μακάβρια δράση της επομένως συμπεριλάμβανε μια εκκεντρική αποχαιρετιστήρια τελετή, που ο δικαστής συνοπτικά μα κάπως επιπόλαια ονόμασε «προμελέτη».

Στο καθιστικό σε περίοπτη θέση η νυφική φωτογραφία των γονιών της Αιμιλίας. Μια Ιουλία αγέλαστη και βλοσυρή, σαν να την οδηγούσαν στο εκτελεστικό απόσπασμα και όχι στις χαρές του υμεναίου, δίπλα στον μάλλον σιτεμένο της σύζυγο. Αριστερά από αυτή τη φωτογραφία η Αιμιλία με λουλουδάτο φόρεμα και ελεύθερα τα μαλλιά της στους ώμους, αγκαλιασμένη με τα αγγελούδια της. Πρόσωπα γελαστά, ευτυχισμένα. Κι από κάτω, στον μπουφέ, ο άσπρος φάκελος που επιφύλασσε μια έκπληξη στους δύο εισβολείς στα απόκρυφα της ζωής της Στρατάκη. Μίνωας και Έλλη αντάλλαξαν ματιές. Ανέλαβε εκείνη να ψαχουλέψει το περιεχόμενο του φακέλου, παρά τη λογοκρισία που ασκούσε η σκέψη της στην αδιακρισία αυτής της πράξης. Το έμβρυο που απεικονιζόταν στο χαρτί του υπερήχου ήταν σε μέγεθος ξερού φασολιού. Φασολιού μικρού, όχι γίγαντα… «Κύηση έξι εβδομάδων», έγραφε η γνωμάτευση και η ημερομηνία που αναγραφόταν στο κάτω μέρος της ψηφιακής φωτογραφίας επιβεβαίωνε πως η Αιμιλία είχε ένα επιπλέον μυστικό. Με βάση την ημερομηνία που ήταν σημειωμένη στη βεβαίωση της κύησης, η γυναίκα ήταν έγκυος έναν περίπου μήνα πριν τη δολοφονία των παιδιών της. Προφανώς η κυοφορία είχε διακοπεί για έναν λόγο που κανένας, εκτός από την ίδια, δεν μπορούσε να φανερώσει. Το κουβάρι όσο περνούσε η ώρα μπερδευόταν απίστευτα. Ο Μίνωας σημείωσε στην ατζέντα του το όνομα και το

τηλέφωνο του γιατρού που είχε υπογράψει τη διάγνωση της εγκυμοσύνης, όπως τα διέκρινε ρίχνοντας πάνω στη σφραγίδα το φως του φακού, πιστεύοντας πως η υπόθεση έχρηζε περαιτέρω διερεύνησης. Θύμωνε με τον εαυτό του για την αμαχητί παραίτησή του από την υπόθεση και κρυφοζήλευε την Έλλη, που δεν έλεγε να σταματήσει να τη σκαλίζει. Η Έλλη, πάλι, όλο και περισσότερο υποπτευόταν πως στην υπόθεση ήταν ανακατεμένο το αρσενικό που ευθυνόταν και για την εγκυμοσύνη της Στρατάκη. Ο εν διαστάσει σύζυγος της φόνισσας είχε απαιτήσει να μη διασυρθεί με την αναφορά του ονόματός του σε εφημερίδες και κανάλια, επικαλούμενος το πένθος του. Μην έχοντας καμιά αποδεδειγμένη ανάμειξη στην υπόθεση, παρέμενε προστατευμένος μες στην ανωνυμία του, παρατηρώντας από απόσταση τις εξελίξεις. «Ούτε στη δίκη δεν εμφανίστηκε» παρατήρησε ο Μίνωας, κρατώντας με περίσκεψη το χαρτί του υπερήχου με το αγέννητο μωρό της Στρατάκη. «Μπορεί να μην ήταν δικό του το παιδί. Μην τον καταδικάζουμε» πρόφτασε τον συλλογισμό του η γυναίκα, σπεύδοντας να υπενθυμίσει την αθωότητα καθενός μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή του. «Το ζητούμενο σ’ αυτή την περίπτωση είναι για ποιον λόγο δεν υπάρχει πλέον παιδί» διατύπωσε τον

προβληματισμό του ο Μίνωας, βάζοντας τον υπέρηχο πίσω στον φάκελο, ενώ η Έλλη είχε ήδη προχωρήσει προς την κρεβατοκάμαρα της Στρατάκη. Την ακολούθησε με αργά βήματα κι εκείνος, νιώθοντας τον αποτροπιασμό του να εντείνεται όσο λιγόστευε η απόσταση που τον χώριζε από το δωμάτιο του ονείδους. Το ιερό δέος που αισθάνθηκε αντικρίζοντας τα ζαρωμένα σεντόνια και το σχήμα των παιδικών κορμιών αποτυπωμένο ακόμη επάνω τους τον ανάγκασε να αναζητήσει βιαστικά το λουτρό. Όσην ώρα ο Μίνωας εξωτερίκευε εκρηκτικά τον… εσωτερικό του κόσμο στη λεκάνη της τουαλέτας, η Έλλη αποκτούσε το χρώμα του νεκρού ακίνητη μπροστά στη φωτογραφία που έμελλε να τη φέρει αντιμέτωπη με μια ευθύνη που αδυνατούσε να διανοηθεί πως είχε. Η Αιμιλία θλιμμένη νύφη, με τη σαγήνη της νεανικής αθωότητας στο βλέμμα, δίπλα στον Αχιλλέα-εραστή. Σκοτοδίνη τής ήρθε. Ο κόσμος γύρω της άρχισε να περιστρέφεται με ασύλληπτη ταχύτητα και τα μάτια της Έλλης σκοτείνιασαν. Μόλις κατάφερε να κουνήσει τα χέρια της κι ενώ ακόμη ακούγονταν τα ηχητικά… εφέ του Μίνωα από το μπάνιο, μέτρησε με τα δάχτυλά της τους μήνες. Έξι μήνες είχαν περάσει από την εξαφάνιση του Αχιλλέα και έξι μήνες επίσης είχαν παρέλθει από τα φονικά της Στρατάκη ως τη δίκη της.

Τα κομμάτια του παζλ συμπληρώνονταν ένα ένα και το συμπέρασμα δεν σήκωνε αμφιβολία. Κοιτώντας τα δάχτυλά της στο μισοσκόταδο, φέγγοντας μόνο με τον φακό που είχε περασμένο πάντα στα κλειδιά της, νόμισε πως τα χέρια της έσταζαν αίμα. Σκότωσα…, συλλογίστηκε και λίγο έλειψε να σωριαστεί καταγής, αν ο Μίνωας δεν την πρόφταινε λίγο πριν πέσει. «Τι έπαθες;» τη ρώτησε ακουμπώντας την απαλά σε μια καρέκλα. «Είναι που δεν έφαγα τίποτε απ’ το πρωί. Κι έπειτα, η ένταση και ο αιματοκρίτης μου, που είναι χαμηλός…» ψέλλισε με δυσκολία κάποιες δικαιολογίες, ίσα ίσα για να πάψει να την κοιτάει εκείνος με απορία. Ο Μίνωας πείστηκε. Δεν είχε και λόγο να μην την πιστέψει. Κόντευαν εξάλλου τα μεσάνυχτα και ήξερε πως θα απολογιόταν στις δύο γυναίκες της ζωής του για την πολύωρη εξαφάνισή του. Άρχισαν στον νου του να επιστρέφουν οι γρίφοι που έπρεπε να λύσει και να στοιχίζονται οι προτεραιότητες που όφειλε να βάλει στη ζωή του. Βγήκαν από το σπίτι κλειδώνοντας πάλι την πόρτα, προσπέρασαν το θλιμμένο σκυλί, που ξανά δεν αντέδρασε, και βγήκαν στον έρημο δρόμο προσδοκώντας να περάσει ένα ταξί. Στάθηκαν τυχεροί, μόνο που ακόμη και μες στο

αυτοκίνητο το χρώμα της Έλλης δεν έλεγε να επανέλθει. «Να πας να ξαπλώσεις» της υπέδειξε εκείνος. «Ας πάμε κατευθείαν στο σπίτι σου πρώτα». «Όχι» του αρνήθηκε απότομα αυτή. «Ξέχασα… τις διορθώσεις ενός χειρογράφου και πρέπει να τις πάρω από την επιμελήτριά μου. Η υπόθεση δεν σηκώνει αναβολή» του είπε μασώντας τα λόγια της, προσπαθώντας να επινοήσει ένα ψέμα. «Μα τέτοια ώρα;» απόρησε εκείνος, που δεν πείστηκε ιδιαίτερα από τα μισόλογα της γυναίκας. «Τέτοια» του απάντησε κοφτά, δείχνοντάς του πως δεν σήκωνε άλλες κουβέντες. Υπάκουσε στην προσταγή της, θεωρώντας πως δεν τον αφορούσε ο λόγος που η Έλλη απέφευγε να επιστρέψει στο σπίτι της. Τι τον ένοιαζε άλλωστε. Έφτασαν στην πλατεία Ομονοίας και αποχαιρετίστηκαν με μετρημένα λόγια. «Μην αργήσεις να γυρίσεις. Είσαι μούσκεμα. Θα κρυώσεις». «Να μιλήσεις στη γυναίκα σου. Πρόφτασε το κακό πριν πέσει επάνω σας» τον συμβούλεψε η Έλλη. «Δεν ξέρεις ποτέ πώς μπορεί ν’ αντιδράσει μια προδομένη γυναίκα». Ο Μίνωας πρόλαβε, ωστόσο, να διακρίνει τα δάκρυα που ακροβατούσαν στις βλεφαρίδες της και την τρεμούλα που γάζωνε τα ξυλιασμένα της χέρια σ’ εκείνη τη χειραψία με την οποία μεταδόθηκε στην καρδιά του ένα αίσθημα ψυχρότητας.

Δεν τη ρώτησε βέβαια τίποτε εκείνη τη στιγμή για την ξαφνική της μεταστροφή. Το είχε πάρει το μήνυμα που του αποκάλυψε το σώμα της και δεν είχε σκοπό να γίνει πιο ενοχλητικός. Η Έλλη είχε διαλέξει να κλειστεί στον εαυτό της και να διαχειριστεί ολομόναχη μια προφανώς προσωπική της υπόθεση, και η παρουσία του σίγουρα περίσσευε. «Καληνύχτα» της είπε λοιπόν όσο τυπικότερα μπορούσε. «Καληνύχτα. Τα λέμε» του απάντησε κι εκείνη, καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια για να δείχνει νηφάλια και να μην καταλάβει ο άντρας ότι εκείνη τη νύχτα γκρεμίστηκε ο κόσμος της.

Περπατώντας στη βροχή, βήμα το βήμα ένιωθε να αναδύεται μέσα στο σαραντάχρονο τώρα κορμί της ο εικοσάχρονος αλλοτινός εαυτός της, τότε που ακόμα η λογική δεν είχε καταφέρει να γίνει μια ζυγαριά ακριβείας, παρά τις νουθεσίες της μάνας της να υψώσει τείχη προστασίας γύρω από τον ευάλωτο νεανικό ψυχισμό της. «Μην ερωτευτείς» τη θυμάται να τη συμβουλεύει με το ίδιο ηχόχρωμα στη φωνή, όπως όταν της έλεγε «μην τρως ζάχαρη γιατί θα χαλάσεις τα δόντια σου και θα πάρεις κιλά». Λες και ήταν στο χέρι της να ρυθμίσει τον θερμοστάτη της καρδιάς της αναχαιτίζοντας την παρορμητικότητα της θηλυκής της φύσης.

Είκοσι χρόνια είχαν μεσολαβήσει από ένα παλιό γεγονός που σαν φάντασμα σκαρφάλωσε, έρποντας πάλι, στη μνήμη της εκείνη την ώρα. Είκοσι χρόνια είχαν σκεπάσει με άφθονη στάχτη το τραύμα το ανοιχτό από την εποχή της γυναικείας της αθωότητας, που άρχισε αιφνίδια πάλι να την πονάει. Αντί να γίνει ορθολογίστρια η Έλλη στα είκοσί της, σύμφωνα με τις υποδείξεις της μάνας της, το μόνο που είχε καταφέρει ήταν να ντύσει τον εκρηκτικό ερωτισμό της με μία πετυχημένη πανοπλία υποκρισίας. Έδειχνε σκληρό καρύδι τότε, άτρωτη από ρομάντζα και παχυλές ερωτικές υποσχέσεις, μα κάτω από τα δερμάτινα ρούχα που κάλυπταν την ελκυστική της γύμνια, το έντονο μακιγιάζ και το ατίθασο χτένισμα που παρέπεμπε σε χαίτη λιονταριού, αντιγραφή της κόμης των τραγουδιστών των ροκ συγκροτημάτων, έκρυβε μια ψυχή πιο εύθραυστη και από γυαλί, πιο γλυκιά κι από μέλι. Εκείνον τον έλεγαν Οδυσσέα, λες και ήταν γραφτό της να ερωτεύεται άντρες με ονόματα ομηρικών ηρώων που έμελλε να την κατακτούν κι έπειτα να την εγκαταλείπουν, προσπερνώντας την καρδιά της με ευκολία. Δεν της είχε πει πως ήταν παντρεμένος ούτε πως είχε φύγει προσωρινά από τη συζυγική εστία επειδή η γυναίκα του κι αυτός αναζητούσαν τις χαμένες μες στον γάμο ισορροπίες τους και τις χαμένες Ατλαντίδες του αισθησιασμού, που είχε βουλιάξει για πάντα μες στην ανία που προκαλεί η οικειότητα.

Η σχέση τους περνούσε τον κραδασμό μιας κρίσης – κρίσης ταυτότητας των δύο συζύγων και κρίσης σίγουρα ονείρων που έμελλε να μείνουν πια απραγματοποίητα–, αλλοιώνοντας οικτρά τα συναισθήματα δυο ανθρώπων κάποτε αγαπημένων και ενωμένων με την ιερή συνενοχή ενός γάμου. Η βέρα του Οδυσσέα φυλακίστηκε σ’ ένα συρτάρι κι εκεί περίμενε στωικά την ετυμηγορία των δύο συζύγων για το μέλλον της σχέσης τους. Ο περιπλανώμενος Οδυσσέας της επομένως ήταν ένας σύζυγος που έχασε την πυξίδα του και ως εκ τούτου οι… αποβάσεις του στις ξέρες των ερώτων που συναντούσε στο διάβα του ήταν απλώς περιπέτειες δίχως σκοπιμότητα, στόχο και λογική, τις οποίες του ήταν αδύνατο να αποφύγει ώσπου να επαναπατριστεί στη θαλπωρή του γάμου του. Αυτό τον Οδυσσέα λοιπόν αγάπησε η εικοσάχρονη Έλλη κι έπαιξε στη ζωή του τον ρόλο της Ναυσικάς. Αυτή τον έσωσε από τα κύματα του ταραγμένου του γάμου και από την κόπωση που του είχε προκαλέσει ο συζυγικός αλληλοσπαραγμός και η κούραση από την ανία και τη ρουτίνα. Ανυποψίαστη η Έλλη τον βοήθησε με τη δική της τρυφερότητα να επιβιβαστεί ξανά στο γερό σκαρί εντέλει της αγάπης του για την άλλη, τη νόμιμη σύντροφο, τη διαλεγμένη στην περίοδο της αθωότητας, και να επιστρέψει αλώβητος και ανανεωμένος στο λιμάνι της συζυγικής

σταθερότητας. Άχνα δεν είχε βγάλει στη μάνα της τότε για τη σχέση της με τον Οδυσσέα, ο οποίος την έκανε για πρώτη φορά στη ζωή της να ονειρευτεί μια τυποποιημένη συντροφική ζωή, μ’ εκείνον να κάθεται στην πολυθρόνα τις Κυριακές μπροστά στην τηλεόραση ή διαβάζοντας εφημερίδα κι εκείνη να μαγειρεύει σουτζουκάκια, να πλένει πιάτα και να νταντεύει παιδιά. Κι αυτά τα στιγμιότυπα η φοιτήτρια τότε και επίδοξη συγγραφέας τα αποκαλούσε «πλάνα ευτυχίας», έτοιμη να θυσιάσει για χάρη τους κάθε φιλοδοξία άσχετη με τον έρωτα και το κορμί του Οδυσσέα της. Ψέλλιζε ο Οδυσσέας τη μέρα που στάθηκε αντίκρυ της στο αγαπημένο τους στέκι και άρχισε να καθαιρεί από αυτά τα… πλάνα ευτυχίας την παρουσία του. «Κάποιος άλλος πιο κοντά στην ηλικία σου θα σου ταίριαζε καλύτερα, Έλλη. Κάποιος που να μην έχει ανοιχτές υποχρεώσεις. Γιατί, ξέρεις, δεν σ’ το είχα πει, δεν περίμενα βέβαια να εξελιχθούν έτσι τα πράγματα. Όμως υπάρχουν δύο παιδιά που έχουν ανάγκη δύο γονείς. Και η Άννα –Άννα τη λένε τη γυναίκα μου– μόνη της δεν θα τα βγάλει πέρα. Και μ’ αγαπάει. Το ξέρω. Το ξέρω πως μ’ αγαπάει. Μα ο γάμος, η κούραση, ο χρόνος… Περάσαμε μια κρίση. Δεν σου είπα ψέματα πως ήμασταν χώρια τότε που γνωριστήκαμε. Αλλά, ξέρεις, βρεθήκαμε, τα είπαμε πάλι και λέμε, για χάρη των παιδιών δηλαδή… Κι αυτός ο αδίστακτος ο χρόνος κάνει

κάτι ζημιές… Καταλαβαίνεις. Εξάλλου, εσύ είσαι σκληρό καρύδι. Τι ανάγκη έχεις εσύ, που έχεις όλη τη ζωή μπροστά σου… Κι έπειτα, το ξέρω, το δείχνεις… Εσύ δεν ερωτεύεσαι. Εσύ είσαι ελεύθερη σκοπεύτρια κι εγώ ένα δειλό ελάφι που έμεινε σύξυλο μπροστά στην κάννη του κυνηγού. Πώς θα μπορούσα να αντισταθώ σ’ αυτά τα μάτια που με αιχμαλώτισαν… Μα τώρα… η Άννα μπήκε στην κλιμακτήριο και τα νεύρα της… Πρέπει να της σταθώ… Καταλαβαίνεις… Εσύ μια χαρά θα τα βγάλεις πέρα. Είμαι σίγουρος. Δεν μ’ έχεις ανάγκη. Σε ένα δυο μήνες το πολύ εσύ θα έχεις χτυπήσει το επόμενο θήραμά σου. Ενώ εγώ… Ένας μεσόκοπος… Και η Άννα… Η Άννα δεν θα τα βγάλει πέρα χωρίς εμένα… Το ξέρω. Δεν μπορώ να σηκώσω τέτοιο φορτίο εγώ. Αυτά είχα να σου πω. Ελπίζω να καταλάβεις. Πρέπει… Κι ελπίζω να μείνουμε φίλοι…» Φιλία… Φιλία έπειτα από την προδοσία; Ψυχρολουσία… Οι ρίμες που της ήρθαν στο μυαλό συνέθεταν στίχους χλευαστικούς. Λεπίδα-καταπέλτη στον λαιμό της ευτυχίας της. Ελπίδα που ξεθώριασε με τη μία… Κεραυνός τα ψέματα που ήρθαν στο φως κάνοντας κάρβουνο τα όνειρά της. Καπνός που σκέπασε την κοριτσίστικη αθωότητα. Έφταιγε. Είχε τυφλή εμπιστοσύνη στον Οδυσσέα. Δεν σκάλισε να μάθει τίποτε γι’ αυτόν. Αποδεχόταν αναντίρρητα ό,τι της έλεγε. Αδιάφορη να ασχοληθεί με το παρελθόν του ανθρώπου που είχε αγαπήσει, διαπίστωσε μόλις εκείνη την

ώρα πως ήταν αδύνατο να έχουν μαζί παρόν και μέλλον. Η λέξη «μαζί» απέκτησε μια ειρωνική σημασία. Δεν είχαν υπάρξει εντέλει ποτέ μαζί. Παράλληλοι τελικά οι δρόμοι τους ακόμα και όταν έσμιγαν τα κορμιά τους πετώντας σπίθες από τον έρωτα. Ο Οδυσσέας προσποιόταν τον σύντροφό της, όπως και ο συνονόματός του, που πλάγιαζε και απολάμβανε αδιακρίτως και δίχως φραγμούς τα κάλλη κάθε γυναίκας θνητής ή θεάς που συναντούσε στον δρόμο του. Κι όταν τις χόρταινε, αναπολούσε εκείνη που ήταν αδύνατο να έχει. Κι ας ήταν η πιο μεγάλη, η πιο σταφιδιασμένη, η πιο συνηθισμένη απ’ όλες. Του έφτανε που ήταν δική του και που την ένιωθε ψυχή απ’ την ψυχή του, σάρκα απ’ τη σάρκα του, κομμάτι του ανεκτίμητο, ενθύμιο από τη νιότη που άφησε πίσω, κομμάτι αναπόσπαστο ενός μέλλοντος που κάποτε ονειρεύτηκαν μαζί. Γιατί ο Οδυσσέας και η γυναίκα του υπήρξαν κάποτε αληθινά μαζί και είχαν την πιθανότητα να ξαναζήσουν ετούτη τη συντροφικότητα, που με την Έλλη εκείνος ποτέ δεν αφέθηκε να νιώσει. «Είσαι πολύ νέα για μένα, Έλλη. Κι έπειτα, είναι πολύ σκληρό για την Άννα να την εγκαταλείψω τώρα που άρχισε να αποκτά ρυτίδες και…» Δεν τον είχε αφήσει να ολοκληρώσει τη φράση του. Δεν του είπε λέξη. Τον κοίταξε μόνο όπως κοιτάζει ο ταύρος τον ταυρομάχο τη στιγμή που του μπήγει την πίκα στον σβέρκο. Με το ίδιο παράπονο. Με τον ίδιο θυμό. Με το ίδιο γιατί

καρφωμένο στην ίριδα του ματιού της. Άρχισε να τρέχει μες στο σκοτάδι εκείνου του βραδιού, που φάνταζε πηχτότερο στα μάτια της κάτω από το βάρος των σκέψεων που της προκάλεσαν τα λόγια του. Σαν να την τύφλωσε η προδοσία του. Διάνυσε τεράστια απόσταση περπατώντας από το αγαπημένο τους καφέ στο Κολωνάκι ως τα σοκάκια της Πλάκας, μες στα οποία περιπλανήθηκε για ώρες. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα όταν κάθισε σ’ ένα παγκάκι να πάρει μια ανάσα, παρότι κάθε της αναπνοή ανακοπτόταν από κόμπους λυγμών που δεν επέτρεπαν στο δάκρυ να τη λυτρώσει. Έβρεχε κι εκείνο το βράδυ όπως απόψε, μα η Έλλη, απτόητη κάτω από έναν ουρανό έτοιμο, θαρρείς, να εκραγεί, άφηνε την ορμή του νερού να δείρει το κορμί της, λες και το τιμωρούσε για όσα επέτρεψε στο όνομα της αγάπης να του συμβούν. Είχε την αίσθηση πως η βροχή πάλευε να ξεπλύνει από πάνω της τα χάδια, τα φιλιά και τα αγγίγματα που το είχαν με το ψέμα τους μολύνει, μα όσο προσπαθούσε να απαλλαγεί από τη γλίτσα του ψεύδους, τόσο αισθανόταν το σώμα της λεηλατημένο από τον προδότη. Γιατί αυτό την ενοχλούσε κυρίως. Η λεηλασία. Η προδοσία. Η δειλία του να της γυρέψει να του προσφέρει από μόνη της αυτό που της άρπαξε. Το δικαίωμά της να αποφασίσει εκείνη αν θα χαριζόταν σε κάποιον που ανήκε σε μια άλλη γυναίκα. Το γεγονός πως τώρα την τιμωρούσε με τη στέρηση της αγάπης

του, σαν να ήταν εκείνη η φταίχτρα… η κλέφτρα… Τύλιξε τα χέρια γύρω από την κοιλιά της. Ένα σκίρτημα τη διαβεβαίωσε για αυτό που ο γιατρός της της είχε ανακοινώσει το ίδιο απόγευμα. Μια καρδιά πλασμένη από τη σάρκα της και τη σάρκα του προδότη είχε αρχίσει να μετράει αντίστροφα ώσπου να γεννιόταν το πλάσμα στο οποίο ανήκε. Τα σπλάχνα της φιλοξενούσαν τον καρπό μιας απαγορευμένης ένωσης. Είχε χαρεί με το νέο, παρότι δεν ήξερε πώς θα το υποδεχόταν ο Οδυσσέας. Πέρασε από ένα κατάστημα βρεφικών ειδών και αγόρασε ό,τι βρήκε μπροστά της. Φανταζόταν πως δεν είχε λόγο να μη συμμεριστεί κι εκείνος τον ενθουσιασμό της. Στα σαράντα και βάλε χρόνια του θα αποκτούσε ένα παιδί. Δεν την ένοιαζε αν θα παντρεύονταν. Και η μάνα της ήταν μια ανύπαντρη μητέρα, ενώ ο πατέρας δεν εμφανίστηκε ποτέ στη ζωή της Έλλης. Από μόνο του το γεγονός της εγκυμοσύνης ήταν σπουδαίο νέο και έπρεπε δικαιωματικά να το μοιραστεί με τον συνένοχο αυτής της αυταπάτης. Η αγάπη μετατράπηκε ακαριαία σε αμαρτία σ’ εκείνο το γραφικό κολωνακιώτικο καφέ. Ντύθηκε στα λευκά και πήγε να τον συναντήσει με μια γαρδένια να αρωματίζει διακριτικά τα πρησμένα από την εγκυμοσύνη στήθη της, που φάνταζαν τώρα ακόμα πιο χυμώδη. Τον είχε βρει σκυθρωπό να έχει μπροστά του ήδη δύο άδεια φλιτζάνια καφέ κι ένα ποτήρι ουίσκι. «Είσαι καλά;» τον είχε ανήσυχη ρωτήσει, μα ο Οδυσσέας

αντί για απάντηση της έπιασε το χέρι σφίγγοντάς το,σιωπηλός στην αρχή, μες στη χούφτα του. «Έχω ένα νέο» του είπε πρώτη, προσπαθώντας να αντιμετωπίσει το αρνητικό προαίσθημα που άρχισε να της πολιορκεί το μυαλό. Έδειχνε να βιάζεται να του μιλήσει, μήπως προφτάσει με την ανακοίνωση της χαρμόσυνης είδησης το κακό που έτρεχε καταπάνω της. «Άφησέ με να μιλήσω. Πρέπει επιτέλους να διώξω το βάρος που έχω μέσα μου» της έκοψε εκείνος την ορμή, ενώ τα σύννεφα στο κουρασμένο του βλέμμα πύκνωσαν κι άλλο. Όταν δίχως ανάσα τής φανέρωσε την αλήθεια, η Έλλη ένιωσε αδύναμη να διαχειριστεί την προδοσία του. Η ευτυχία που ονειρεύτηκε εκείνο το απόγευμα άρχισε να μπάζει νερά. Καθισμένη σ’ εκείνο το παγκάκι, με τη σακούλα τη γεμάτη μωρουδιακά αφημένη στο πλάι της, πάλευε με τις αναμνήσεις που την είχαν φυλακίσει στην αγάπη του προδότη. Πάνω στο ξύλο διέκρινε δυο μισοσβησμένες λέξεις, που αγκύλωσαν το χέρι της όταν τις άγγιξε. Δυο ονόματα ήταν χαραγμένα με κάτι αιχμηρό, κλεισμένα σε μια καρδιά που την έγραψε κάποιος με ασταθές χέρι. «Μίνω και Ροδ…» μπόρεσε να διαβάσει, και αυτή η παιδιάστικη συνήθεια των ερωτευμένων τής έφερε δάκρυα στα μάτια. Χαϊδεύοντας τα ονόματα των άγνωστων εραστών που άφησαν το αποτύπωμα του ερωτικού ενθουσιασμού τους σε εκείνο το παγκάκι, η Έλλη αποκαθήλωσε τον νεκρό της έρωτα, μεταμορφώνοντας

τα τρυφερά της συναισθήματα στην αρχή σε μίσος κι έπειτα σε κάτι παγερό, που με τον καιρό αποτέλεσε την πανοπλία που την προστάτευε από τις επιθέσεις του έρωτα. Μια κλωστή κρεμόταν από το πανωφόρι της κι όσο την τραβούσε, τόσο ξηλωνόταν η ραφή του στριφώματος, σαν την ελπίδα της στοργής που ξέφτισε εκείνο το απόβραδο μόλις άρχισε να αποκαλύπτεται το πρώτο ψέμα του Οδυσσέα. Θες από την οργή της, θες από τη βροχή που είχε την ένταση κατακλυσμού, τα σκιρτήματα του βρέφους είχαν πυκνώσει, λες και καλούσε βοήθεια να το σώσει κάποιος από αυτό που αναμόχλευε στον νου της η μάνα του. Μες στην αιφνίδια ανατροπή της ζωής της, η Έλλη άρχισε να μισεί το σώμα που φιλοξενούσε τη μνήμη από όσα της είπε ο Οδυσσέας. Πάνω στη σάρκα της η ανάμνηση από την αφή του ληστή Οδυσσέα τής άφηνε αθέατα ίχνη. Τα φιλιά του προκαλούσαν εγκαύματα στην ψυχή της και τα βογκητά των οργασμών που είχαν μοιραστεί τα κορμιά τους μετατράπηκαν μονομιάς σε αναστεναγμούς οργής. Το παιδί που κουβαλούσε στα σπλάχνα της ξαφνικά το ένιωσε σαν παράσιτο στο σώμα της, ένα καρκίνωμα που πάλευε να την καταβροχθίσει, και όφειλε να αμυνθεί σκοτώνοντάς το εκείνη πρώτη. Αν άφηνε το έμβρυο να γεννηθεί, ήξερε πως θα της θύμιζε παντοτινά την προδοσία που είχε υποστεί. Εκείνη τη στιγμή δεν ήταν μωρό στη σκέψη της το πλάσμα που κυοφορούσε. Μια Ερινύα ήταν, φωλιασμένη στα μύχιά της,

που θα τη βασάνιζε για πάντα. Άραγε πώς τα είχε καταφέρει η μάνα της η Αγγέλα να διαφυλάξει αλώβητη τη μνήμη μιας αγάπης από τις συνέπειες της προδοσίας, της σιωπής ή της εγκατάλειψης; Από πού είχε αντλήσει τη δύναμή της; Δίχως να το καταλάβει, οι γροθιές της σφίχτηκαν και άρχισαν να κατευθύνονται με φόρα πάνω στα τοιχώματα της κοιλιάς της, τραντάζοντας με όλη τη δύναμη τα σωθικά της, όπως τινάζει κάποιος ένα χαλί για να διώξει την ανεπιθύμητη σκόνη. Τρεις, πέντε, δέκα γροθιές χτύπησαν αλύπητα τον καρπό της προδοσίας, ενώ ο πόνος που αποτυπώθηκε στο πρόσωπο της Έλλης έδειχνε λυτρωτικός μέσα από μια ιδιότυπη μορφή εκδίκησης. Χτυπώντας το παιδί του Οδυσσέα, η Έλλη θυμόταν πως ένιωθε ανακούφιση, σαν να γρονθοκοπούσε τον άντρα που την είχε ανεπανόρθωτα πληγώσει. Φάντασμα η ίδια εκείνες τις ώρες, με το μυαλό σε πλήρη διάλυση, με τη λογική της παραλυμένη, ήθελε να ξεφορτωθεί το έμβρυο, λες κι έτσι θα μπορούσε να προσποιηθεί πως τίποτε δεν είχε συμβεί με τον Οδυσσέα, πως δεν τον συνάντησε ποτέ και ότι ποτέ δεν του παραδόθηκε στο ψέμα του, αφού τον ονειρεύτηκε μονάχα… Περασμένα μεσάνυχτα είχε αρχίσει εκείνη η μονομαχία με το ανυπεράσπιστο έμβρυο, κι όταν απόκαμαν πια οι γροθιές της και τα χέρια της Έλλης έπεσαν άπραγα στο παγκάκι, έπαψαν τα σκιρτήματα του παιδιού, έσβησε η καρδιά του, απαλλάχτηκε η εικοσάχρονη τότε γυναίκα από τον σπόρο του

προδότη της. Και λυτρώθηκε… Τότε μόνο ξέσπασε σε τρανταχτά αναφιλητά, που πνίγονταν από τον θόρυβο της μπόρας, κλάματα λυτρωτικά και όχι πένθους. Προς το ξημέρωμα άρχισε να αισθάνεται γερές ξυραφιές μες στη μήτρα της, σαν να της έξυνε ένα νυστέρι τα σπλάχνα. Η βροχή είχε σταματήσει, αλλά η υγρασία που είχαν απορροφήσει τα φυτά του πάρκου έπλεκαν ένα δίχτυ ψυχρότητας που τύλιγε την ατμόσφαιρα εκείνο το ξημέρωμα. Κρύωνε απίστευτα, και η ψύχρα συνδυασμένη με τον πόνο έκανε τα βήματά της ασήκωτα. Κάτι ζεστό εφορμούσε από τα μύχιά της και φιδοσερνόταν ανάμεσα στις λαγόνες της. Έβαλε τα χέρια της να δει τι ήταν και, όταν ανέσυρε την παλάμη της από τη φούστα της, τα δάχτυλά της ήταν κατακόκκινα. Η κραυγή της τρόμαξε τα πουλιά. Ένας περαστικός τη ρώτησε αν ήθελε κάτι. Η ψύχρα και ο φόβος που την τύλιξαν μονομιάς την έσπρωξαν στην αγκαλιά του ξένου. Έπειτα, η σειρήνα του ασθενοφόρου, το σκοτάδι, η λήθη του ηρεμιστικού, οι ενοχές άρχισαν να μαστορεύουν την τραυματική της ανάμνηση. Πέρασε καιρός ώσπου να καταφέρει να σταθεί στα πόδια της. Η μάνα της έμαθε από τους γιατρούς πως η κόρη της είχε μια αποβολή. «Αποβολή» κατά τον γιατρό. «Φόνος» σύμφωνα με τη συνείδηση της Έλλης, που ήξερε την αλήθεια. Τι έκανα; Τι μου έφταιξε το παιδί; αναρωτιόταν σφίγγοντας μες στις παλάμες της τα σεντόνια του νοσοκομείου με δαγκωμένα τα

χείλη, σε σημείο να στάζουν αίμα. Στη μάνα, που διάβαζε τους μορφασμούς της σαν ανοιχτό βιβλίο και ήξερε πως κάτι είχε συμβεί, άχνα δεν έβγαλε. «Μην ερωτευτείς» της έλεγε πάντα. Την είχε προειδοποιήσει, όσο αλλόκοτη και εκτός λογικής κι αν ακούγεται μια τέτοια συμβουλή. Κι έπειτα, με το παράδειγμά της εκείνη της είχε αποδείξει πόσο σεβόταν την ανθρώπινη ζωή, διαλέγοντας να τη γεννήσει και όχι να τη σκοτώσει όταν η Έλλη πιάστηκε στα σπλάχνα της, κι ας μην είχε η μάνα ένα αρσενικό στο πλάι της να τη βοηθήσει στο μεγάλωμά της. «Σου είχα πει να παίρνεις προφυλάξεις» τη μάλωσε, δίχως να σκαλίσει τις λεπτομέρειες που καθόρισαν το συμβάν και τα τυχόν συναισθήματα που συνόδευαν εκείνη την εγκυμοσύνη. «Δεν έγινε τίποτε. Η ζωή είναι όλη μπροστά σου αν θελήσεις να κάνεις παιδί» της είπε, χωρίς να αναρωτηθεί ποιος ήταν ο πατέρας και για ποιον λόγο η Έλλη έμεινε για μέρες αμίλητη, απρόσιτη ακόμα και στην Αγγέλα. «Είσαι νέα. Κι όταν είμαστε νέοι, ξεχνάμε γρήγορα, γιατί η μια ανάμνηση σκεπάζει την άλλη, σαν το φρέσκο χιόνι που σκεπάζει το παλιό, κι έτσι αυτές οι μνήμες που απομένουν στον βυθό της ψυχής παύουν να γίνονται αντιληπτές και ξεχνιούνται» της εξήγησε μόνο, χαϊδεύοντας τα μαλλιά του παιδιού της, που ήταν μπερδεμένα πάνω στο μαξιλάρι. Έτσι, κάτω κάτω, στον πάτο της ψυχής της Έλλης παρέμεινε αυτή η ανάμνηση ώσπου να σταθεί αντίκρυ στη

νυφική φωτογραφία της Στρατάκη και να συνειδητοποιήσει ότι η Αιμιλία καταδικάστηκε για το ίδιο έγκλημα που κάποτε είχε διαπράξει κι εκείνη, μόνο που στη δική της περίπτωση η ανθρώπινη δικαιοσύνη δεν πήρε μυρωδιά και δεν παρενέβη. «Θα προσέχω αποδώ και πέρα, μαμά. Σ’ το υπόσχομαι» διαβεβαίωσε τη μητέρα της τότε, η οποία νοιαζόταν μόνο για τη γρήγορη ανάρρωση της Έλλης, δίχως να σκέφτεται πως η ψυχή του παιδιού της θα καθυστερούσε πολύ να ανανήψει. Η Έλλη ακολούθησε πια πιστά τις συμβουλές της. Διπλομαντάλωσε τα συναισθήματά της. Έγινε φανατική διώκτης κάθε αρσενικού που την πλησίαζε με ερωτικές διαθέσεις. Ύψωσε το τείχος που της έμαθε να φτιάχνει η μάνα της. Έμαθε πώς να ζυγίζει τις πράξεις της με τη λογική και πώς να τσακώνει στα πράσα την καρδιά της όταν πάει να κλέψει στο ζύγι. Βρήκε έναν τρόπο να ξεχάσει τα ματωμένα της δάχτυλα και τον φόνο που μόνο εκείνη ήξερε πως είχαν διαπράξει κάποτε οι γροθιές της. Όμως ποτέ κανείς δεν έμαθε πως εκείνη τη νύχτα η Έλλη ήταν μια σύγχρονη Μήδεια και πως είχε γεννήσει κάμποσα παιδιά κρυμμένη μες στις υποστάσεις των ηρωίδων στα βιβλία που άρχισε να γράφει, θέλοντας να εξιλεωθεί για το έμβρυο που είχε σκοτώσει από τον παροξυσμό της προδοσίας. Και πως ποτέ δεν τόλμησε να κάνει στ’ αλήθεια παιδί, ώσπου ετούτη η λαχτάρα ξαναξύπνησε και διέσχιζε πάντα το μυαλό της όποτε πλάγιαζε με τον Αχιλλέα.

Τώρα, σέρνοντας τα βήματά της στους δρόμους γύρω από την Ομόνοια, ακολουθώντας ξανά και ξανά την ίδια πορεία γύρω από την πλατεία, ανάμεσα στους αλλοδαπούς που την κοίταζαν καχύποπτα και στα πρεζόνια που έτσι όπως την έβλεπαν να τρεκλίζει νόμιζαν πως ήταν του σιναφιού τους παρά τα καλοβαλμένα της ρούχα, η Έλλη είχε την αίσθηση πως πάνω στο σώμα της εκείνη τη νύχτα κυλούσε καυτό το αίμα των παιδιών της Αιμιλίας. Αν εκείνη και ο Αχιλλέας δεν είχαν ερωτευτεί, η «Μήδεια» ίσως ποτέ να μην τολμούσε να αφαιρέσει αθώες ζωές. Ξέροντας καλά πως η προδοσία προκαλεί κάποιες φορές ανεξέλεγκτη τρέλα, πως το πάθος για εκδίκηση εκτονώνεται συχνά πάνω σε αθώους, η Έλλη ένιωθε τους ώμους της να βαραίνουν από μια συγκεχυμένη μορφή ενοχής. Εκείνη τη νύχτα φορτώθηκε αυτοβούλως την ευθύνη των εγκλημάτων της Στρατάκη, αφού ήξερε από δική της πείρα πως ο πόνος, το πάθος και η προδομένη εμπιστοσύνη στην αγάπη μεταμορφώνουν τα ερίφια σε λύκους. Είχε και η ίδια την εμπειρία αυτής της στιγμιαίας μεταμόρφωσης που την είχε στοιχειώσει. Ήξερε καλά πως αρκούσε μια στιγμή απελπισίας για να διαπράξει ένας άνθρωπος την πιο αποτρόπαιη πράξη. Όσο παράλογο κι αν ήταν να φορτωθεί ένα έγκλημα που είχε διαπράξει μια άλλη, η Έλλη αποφάσισε να εντοπίσει την κατάλληλη ποινή για το διπλό παράπτωμά της: εκείνο που είχε μείνει ατιμώρητο είκοσι ολόκληρα χρόνια και που τώρα

είχε ανασυρθεί στο προσκήνιο του μυαλού της αδυνατώντας να το ξεχάσει και, επιπλέον, το παράπτωμα εκείνο που δίχως να το θέλει είχε διαπράξει εξαιτίας του έρωτα και την καθιστούσε συνένοχη σε δύο ακόμα φονικά. Διεκδικώντας την ευθύνη από την πράξη της Στρατάκη, η Έλλη ένιωθε να εξιλεώνεται για τα δικά της λάθη. Σηκώθηκε αργά και αναζήτησε ένα ταξί, τρίβοντας ασταμάτητα στη διαδρομή τα χέρια της μήπως και απαλλασσόταν από τη ζεστή υφή του αόρατου αίματος που ένιωθε να εξαπλώνεται στο δέρμα της. Το φάντασμα της προδοσίας είχε φορέσει τα καλά του και ετοιμαζόταν για την εκδίκηση που λαχταρούσε. Ο πόνος στοίχειωσε την Έλλη. Μα αυτή τη φορά δεν ήταν μόνο θύμα αλλά και συνεργός μιας προδοσίας που άλλοτε καταδίκαζε. Ως θύμα και θύτης μαζί χρωστούσε στον εαυτό της μια λύτρωση και μια τιμωρία. Μια λυτρωτική τιμωρία…

11

Μια μονάχα γυναίκα έχω ακούσει, μια μονάχα, και σ’ άλλους καιρούς, που στα τέκνα της σήκωσε χέρι, την Ινώ, που οι θεοί ’χαν τρελάνει, του Δία σύντας το ταίρι απ’ το σπίτι την απόδιωξε σε άφιλους δρόμους. Κι αυτή ρίχτηκε, η δύστυχη, μέσα στ’ αρμυρά τα νερά, και στα τέκνα έδωσε άνομο τέλος. ΜΗΔΕΙΑ EΥΡΙΠΙΔΗ, στ. 1282-1287

ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΔΕΙ πώς θα αντιδρούσε το σκυλί της Στρατάκη μόλις θα έβλεπε το κουτάβι της. Αυτή ήταν η πρώτη σκέψη

της Έλλης μόλις αντίκρισε τον Αχιλλέα-σκύλο να την περιμένει αναστατωμένος, κουνώντας την ουρά του σαν εκκρεμές, πίσω από την πόρτα. Ή τουλάχιστον αυτό το πρόσχημα βρήκε για να επιστρέψει στο σπίτι της Αιμιλίας, πιστεύοντας πως τώρα ήταν έτοιμη να δει με άλλο μάτι τις βουβές πληροφορίες που της χάριζε η σιωπή του. Μία τη νύχτα συγγραφέας και σκύλος έφτασαν έξω από τον κήπο της Αιμιλίας, ενώ η καταρρακτώδης βροχή είχε επιτέλους κοπάσει. Η Έλλη ήταν πια ράκος έπειτα από την προσπάθειά της να κρύψει μπροστά στον Μίνωα την ταραχή της. Η ψύχρα που έκανε ολονυχτίς είχε μαλακώσει κάπως, μα εκείνη έβηχε ήδη του καλού καιρού με τόσο νερό που είχε περονιάσει τη σάρκα της. Ο Αχιλλέας έδωσε ένα σάλτο και βρέθηκε έξω από το αυτοκίνητο, ενώ εκείνη έβγαλε το αντίτιμο της κούρσας και το έβαλε στη χούφτα του ταξιτζή. Κατευθύνθηκαν μάλλον διστακτικά προς την καγκελόπορτα του σπιτιού, που ήταν παραδόξως μισάνοιχτη. Το θυμόταν καλά πως την πόρτα την είχε κλείσει ο Μίνωας με τον σύρτη όταν έφυγαν, για να αφήσει τα πάντα όπως τα είχαν βρει και να μην κινήσουν υποψίες. Μια υπόνοια σφηνώθηκε στη σκέψη της, η οποία όμως δεν ανέστειλε την απόφασή της να επιστρέψει στο σπίτι και να «διαβάσει» με άλλα μάτια τα στοιχεία που απλώνονταν ολόγυρα. Ο σκύλος της «Μήδειας» βρισκόταν δεμένος στην ίδια θέση. Από την πρώτη στιγμή που αντίκρισε η Έλλη τη

Φλόγα, λίγες ώρες νωρίτερα, κάτι σκίρτησε μέσα της, σαν να είχε αναγνωρίσει μες στο πλήθος δικό της άνθρωπο. Καθώς ανήκε στην ίδια ράτσα με τον σκύλο της, πίστευε πως τη συνέδεε ένα είδος συγγένειας με αυτό το σκυλί. Αν η επίσκεψη στο σπίτι της Στρατάκη είχε γίνει μέρα, η Έλλη θα είχε σίγουρα εντοπίσει αμέσως το σκούρο καφετί σαν μπάλωμα σημάδι πάνω από το μάτι της Φλόγας, που το είχε κληροδοτημένο και στον Αχιλλέα της. Μα το φεγγαρόφωτο ήταν αχνό και δεν της επέτρεψε νωρίτερα μια τέτοια σύγκριση. Μόνο όταν είδε τον Αχιλλέαεραστή κορδωτό γαμπρό στο πλάι της Αιμιλίας σύνδεσε στο μυαλό της τα δυο σκυλιά και άρχισε να αντιπαραβάλλει τα κοινά χαρακτηριστικά τους, που δεν οφείλονταν μόνο στο κοινό γενεαλογικό δέντρο των λαμπραντόρ.

Ο Αχιλλέας-εραστής τής είχε χαρίσει τον Αχιλλέα-κουτάβι τη μέρα των τεσσαρακοστών γενεθλίων της, αποφεύγοντας έτσι να καταφύγει σε κάποιο κοινότοπο δώρο ή σε κάτι που ίσως της θύμιζε πως τα σαράντα για τη γυναίκα είναι η καμπή για μια διόλου καλοδεχούμενη ωριμότητα. Ο άντρας τής είχε αποδείξει πως γνώριζε αρκετά καλά τη γυναικεία ψυχολογία, κατάλοιπο ίσως από τις σπουδές του στη Φιλοσοφική. Το κουτάβι είχε πηδήξει αμέσως στην αγκαλιά της Έλλης δίχως καμιά συστολή, απολαμβάνοντας τα εφάμιλλα με

μητρικά χάδια της συγγραφέως, που προμηθεύτηκε αμέσως μπιμπερό, λαιμαριές και ειδικά πλεκτά ζιπουνάκια για σκύλους, αν και δεν φημιζόταν έως τότε για τη φιλοζωία της. Για την ακρίβεια, φοβόταν κάθε είδους ζωντανό που την πλησίαζε σε απόσταση ενός μέτρου, μια φοβία-απομεινάρι από την παιδική της ηλικία. Δεν είχε πάει ακόμη στο σχολείο όταν την πήρε στο κατόπι ένα μεγάλο κυνηγόσκυλο και βρέθηκε ξαπλωμένη στο χώμα με το τεράστιο ζωντανό από πάνω της να την περιεργάζεται στάζοντας σάλια. Όσην ώρα το σκυλί έδειχνε αναποφάσιστο αν θα την έκανε μια χαψιά ή αν θα την έγλειφε σε ένδειξη συμπάθειας, η Έλλη είχε προφτάσει να κατουρήσει το ροζ βρακί με το φρου φρου που η ακτιβίστρια μάνα είχε διαλέξει για το κοριτσάκι της κατά παρέκκλιση των φεμινιστικών αρχών της. Το γλείψιμο εντέλει του σκύλου έπεισε την Έλληπαιδί πως άδικα ταπεινώθηκε από τον φόβο της, μα έκτοτε η Έλλη-ενήλικας κρατούσε μανιάτικο στα σκυλιά το παιδικό της ρεζιλίκι. Το κουτάβι-Αχιλλέας, ωστόσο, ξύπνησε μέσα της εξαρχής το ένστικτο της μητρότητας, που ως τότε βρισκόταν σε νάρκη. Καθώς είχε απαγορεύσει στον εαυτό της τα απλά γυναικεία όνειρα –το κοινότοπο τρίπτυχο: σπίτι, άντρα, παιδί–, αποδεικνύοντας πως ήταν άξια κόρη της μάνας της, ένιωθε το κουτάβι ως μέντορα μιας αγάπης που ως τότε δεν ήξερε ότι μπορούσε να ξυπνήσει μες στην αμφιλεγόμενης

τρυφερότητας καρδιά της. Ανάμεσα στις ανώφελες, κατά τη μάνα της, λαχτάρες κάθε γυναίκας για νοικοκύρεμα, παντρειά και παιδιά μόνο η τελευταία άξιζε τον κόπο, κι έτσι και η Έλλη πότε πότε επέτρεπε στον εαυτό της να συλλογιστεί σαν ενδεχόμενο το αγκάλιασμα –κάπως, κάποτε– ενός δικού της παιδιού. Σε μιαν απόπειρα ψυχανάλυσης του ίδιου του εαυτού της απέδιδε και το απαγορευμένο δέσιμο με τον Αχιλλέα-εραστή στην πρωθύστερη ανάγκη της να γίνει μάνα. Η σάρκα της απαιτούσε να παίξει τον ρόλο για τον οποίο την προόριζε η φύση, πείθοντας την ψυχή της να υποταχτεί σ’ ένα αρσενικό. Τη βόλευε αυτή η εξήγηση για να δικαιολογείται μπρος στη φωτογραφία της Αγγέλας για την ερωτική της πανωλεθρία. Όχι πως στα σαράντα της δεν πρόφταινε να αποκτήσει έναν απόγονο, αλλά η φροντίδα αυτού του αξιαγάπητου κουταβιού υποκατέστησε μια χαρά αυτή την ανάγκη και της διέγραψε από το μυαλό το ενδεχόμενο της εμπλοκής με γιατρούς, τράπεζες σπέρματος και σωλήνες εξωσωματικής γονιμοποίησης ή, ακόμα πιο πολύ, με ψυχοφθόρες και μακροχρόνιες διαδικασίες υιοθεσίας. Χώρια που αστειευόμενη έλεγε συχνά πως προτιμούσε τον σκύλο της από έναν σπόρο κατεψυγμένο σαν τα… ζαρζαβατικά του Μπαρμπα-Στάθη. «Σε συμπάθησε με τη μία. Τα λαμπραντόρ ή αγαπούν ή μισούν. Δεν έχουν ενδιάμεσα συναισθήματα» της εξήγησε ο

Αχιλλέας, δείχνοντας πως είχε πείρα σ’ αυτή τη ράτσα, όταν της παρέδωσε περήφανος το άτακτο αν και νεογέννητο κουτάβι. Η Έλλη, φυσικά, δεν θέλησε να μάθει τη σειριά του σκύλου. Της άρεσε που σκαρφάλωνε πάνω στο στήθος της κλαψουρίζοντας σαν μωρό που ζητιάνευε τη φροντίδα της. Θεώρησε δεδομένο πως ήταν άγνωστοι οι γονείς του, αφού σκέφτηκε πως το κουτάβι ήταν αγορασμένο από κάποιο κατάστημα πώλησης κατοικίδιων ζώων. Ούτε στιγμή δεν της πέρασε από το μυαλό η πιθανότητα να ήταν μέλος της οικογένειας του Αχιλλέα-εραστή κι εκείνος άκαρδα να το άρπαξε από τη μητρική του εστία, ξεριζώνοντας μαζί και την καρδιά της μάνας του. Μήτε που έμαθε ποτέ της πως ετούτο το κουτάβι είχε γεννηθεί μαζί με άλλα δύο έπειτα από δύο γέννες της Φλόγας, από τις οποίες είχαν έρθει στο φως έξι νεκροί της απόγονοι. Τα τρία γερά κουτάβια σκορπίστηκαν κυριολεκτικά στους πέντε ανέμους, αφού το ένα ο Αχιλλέας-εραστής το χάρισε στην Έλλη και τα άλλα σε δύο ζευγάρια ομογενών που διέμεναν σε αντίθετα σημεία του χάρτη, αποδεικνύοντας μια άνευ προηγουμένου ασυδοσία για τα συναισθήματα της Φλόγας μα και της γυναίκας του, που ήθελε να τα κρατήσει σεβόμενη την ψυχή του σκυλιού της. Τα δυο ξενιτεμένα νεογέννητα σκυλιά ξεψύχησαν προτού κατέβουν από το αεροπλάνο. Αντίθετα, το κουτάβι που χάρισε ο άντρας στην

Έλλη έχαιρε άκρας υγείας μακριά από τη μάνα του, κόντρα στις στατιστικές που εμφανίζουν υψηλά ποσοστά θνησιμότητας στα νεογέννητα σκυλιά που αποχωρίζονται τη μάνα τους τις πρώτες εβδομάδες. Η αγάπη και η φροντίδα που έδειξε στο σκυλί το έσωσε από βέβαιο θάνατο κι εκείνο της εξέφραζε την ευγνωμοσύνη του μ’ ένα σωρό τσαλίμια και γαλιφιές. Τη νύχτα χωνόταν κάτω από τα σκεπάσματα μαζί της, κοντά στο στήθος, για να νανουρίζεται από τους χτύπους της καρδιάς της, ενώ τη μέρα, όσο ακόμη ήταν μικρό, η Έλλη το έβαζε σ’ ένα ζεστό καλάθι στρωμένο με βαμβάκι πλάι στο ξυπνητήρι της για να έχει την ψευδαίσθηση πως αφουγκράζεται το χτυποκάρδι της και να μην του λείπει η μητρική παρουσία. Χώρια τα πανάκριβα υποκατάστατα μητρικού γάλακτος που προμηθευόταν από τα ειδικά καταστήματα μέχρι το κουτάβι να είναι σε θέση να φάει στερεά τροφή. Μάνα σωστή η Έλλη. Και μάλιστα μάνα Ελληνίδα, από αυτές που γίνονται θυσία όταν φταρνίζεται το σπλάχνο τους. «Ένα σκυλί φτάνει» ήταν τότε η μονολεκτική απάντηση του Αχιλλέα στο παράπονο της Αιμιλίας, η οποία αντέδρασε έντονα όταν το ίδιο βράδυ της γέννησης των κουταβιών ο άντρας της τα απομάκρυνε από το σπίτι. Ήταν ιδιαίτερα ταραγμένη εκείνη τη μέρα η γυναίκα, αποδίδοντας την αιτία στη στενοχώρια της σκύλας. Η αλήθεια βέβαια ήταν κάπου στη μέση, αφού η Φλόγα έχασε τα κουτάβια της και η

Αιμιλία την εμπιστοσύνη της στους ανθρώπους εκείνη τη νύχτα, όπως και η σκύλα. Στα σπλάχνα της γυναίκας υπήρχε ακόμη το έμβρυο-φασολάκι που απεικονιζόταν στη φωτογραφία του υπερήχου, σπόρος ενός προδότη που έπαιζε άψογο θέατρο μπροστά της, τηρώντας απαρέγκλιτα τα καθήκοντα που του υπαγόρευε ο συζυγικός του ρόλος. Είχε επιστρέψει σπίτι την καθιερωμένη ώρα, είχε φορέσει πιτζάμες και παντόφλες, είχε ποτίσει τα λουλούδια, με τα οποία πάντα ήταν τρυφερός, και είχε παίξει τουβλάκια με τα παιδιά τους. Κι έπειτα, προφασιζόμενος δουλειά, ντύθηκε στην τρίχα και ετοιμάστηκε να φύγει βάζοντας σ’ ένα καλάθι τα τρία κουτάβια, αφού έδεσε τη Φλόγα με αλυσίδα, έχοντας συνεννοηθεί από το πρωί με τους αποδέκτες των κουταβιών, που τύχαινε να είναι φίλοι του, εκτός από την Έλλη. Στην Έλλη εμφάνισε ως έκπληξη το νεογέννητο κουτάβι κι εκείνη χάρηκε μεν, απόρησε δε πώς μπόρεσε να αγοράσει ένα τόσο μικρό κουτάβι. Για τα άλλα κουτάβια ο Αχιλλέας δεν ρώτησε και δεν έμαθε ποτέ τι απέγιναν. Του αρκούσε που τα είχε ξεφορτωθεί, λες και του έπιαναν τον τόπο, και απέφευγε να σκαλίσει την υπόθεση, μιας και μάταια η Αιμιλία τον είχε προειδοποιήσει ότι τα οδηγούσε σε βέβαιο θάνατο μ’ αυτή την άσκεφτη αποκοτιά του να τα πάρει μακριά από τη Φλόγα. Τίποτε απ’ όλα αυτά ο Αχιλλέας δεν θεώρησε σκόπιμο να φανερώσει στην ερωμένη του, κρατώντας το μυαλό της Έλλης σε μια βολική συσκότιση και σε μια ψευδαίσθηση

ευτυχίας χάρη στην άγνοιά της. Ούτε βεβαίως της είπε πως η Φλόγα γρύλιζε και του έδειχνε τα δόντια της όποτε περνούσε από μπροστά της και πως χρειάστηκε από τότε να τη δένουν με αλυσίδα για να μην του επιτίθεται. Και το σημαντικότερο που δεν της είχε πει ήταν πως το κουτάβι που αγάπησε με την πρώτη ματιά ήταν γεννημένο από τα σπλάχνα της σκύλας που αγαπούσε η γυναίκα του, έχοντας πια Έλλη και Αιμιλία ένα κοινό σημείο αναφοράς, την έγνοια τους για δυο σκυλιά δεμένα με δεσμούς αίματος.

Περνώντας την καγκελόπορτα, η Έλλη, παρά την ταραχή της, κάθισε ακίνητη αφήνοντας τα δυο ζώα να ανταμώσουν, ελπίζοντας σε μια δραματική μεταξύ τους αναγνώριση, σαν εκείνες τις επανασυνδέσεις γονιών και παιδιών που παρακολουθούσε κάποιες φορές σε γνωστή τηλεοπτική εκπομπή. Κρατώντας την ανάσα της μπροστά σ’ εκείνο το θέαμα, περίμενε λοιπόν να δει τις αντιδράσεις τους. Μες στον συνωστισμό των σκέψεων που την είχαν πληγώσει είχε βρει μια στάλα τόπο για να χωρέσει αυτό το πείραμα που θα αποδείκνυε το μεγαλείο του μητρικού φίλτρου ή θα φανέρωνε πως όλα όσα λέγονται για τον αδιάρρηκτο δεσμό παιδιού και γονιού δεν έχουν καμία σχέση με το κοινό αίμα που διατρέχει τα κορμιά τους αλλά μονάχα με τα συναισθήματα που αναπτύσσουν όταν ζουν μαζί.

Κάθισε απόμερα σαν θεατής, περιμένοντας να επιβεβαιώσει την απαισιόδοξη εκδοχή που είχε συχνά αναπτύξει στα βιβλία της και η οποία είχε γίνει αιτία να της προσάψει η επίσημη κριτική τον χαρακτηρισμό της κυνικής συγγραφέως. Ο Αχιλλέας-σκύλος πλησίασε από περιέργεια τη δεμένη σ’ έναν πάσσαλο μάνα του, που τον κοιτούσε απορημένη. Βουτηγμένη στη θλίψη της, ούτε που σάλεψε στον νεόφερτο εισβολέα στην αυλή της. Σήκωσε ωστόσο το κεφάλι και τα δυο σκυλιά για λίγο απέμειναν να ανιχνεύει το ένα μες στα μάτια του άλλου τις ανταύγειες του φεγγαρόφωτου, με τις γλώσσες τους να κρέμονται χαλαρές και κατακόκκινες έξω από τα στόματα. Όσο η Έλλη παρακολουθούσε το σκηνικό, τόσο βεβαιωνόταν πως ούτε ο σκύλος της ούτε η σκύλα της Αιμιλίας διανοούνταν ότι ήταν μάνα και γιος. Ήταν δύο άγνωστα πλάσματα που αντάμωσαν τυχαία δίχως να τους ενώνει τίποτε κοινό, παρά μόνο ίσως το σημάδι-μπάλωμα πάνω από τα μάτια τους. Μα οι σκύλοι αδυνατούν να επεξεργαστούν τέτοιες γονιδιακές λεπτομέρειες και αφήνονται στο ενστικτώδες κάλεσμα της φυσικής τους έλξης δίχως αναστολές. Όταν ο Αχιλλέας πλησίασε τη μάνα του με ερωτικές διαθέσεις, η Έλλη σηκώθηκε και τον τράβηξε με όση δύναμη της είχε απομείνει από τη νυχτερινή της περιπέτεια. Το

ζωντανό γρύλισε ξαναμμένο, καθώς βρισκόταν σε περίοδο οίστρου και υπέμενε την καταπίεση που του είχε επιβάλει η κυρά του κρατώντας το κλεισμένο μες στο διαμέρισμα. Εκείνη όμως, που γνώριζε την αλήθεια, αδυνατούσε να ανεχτεί την αιμομιξία ακόμα και στην περίπτωση των ζώων. Θεωρούσε, εξάλλου, ιεροσυλία έστω και τη σκέψη του έρωτα σ’ αυτό το σπίτι όπου είχαν ξεψυχήσει τα δυο παιδιά. Ιεροσυλία θεωρούσε τον έρωτα και για τον εαυτό της αφότου αντίκρισε τον Αχιλλέα-εραστή γαμπρό στη νυφική φωτογραφία της Στρατάκη, δίνοντας όρκο στα κόκαλα της μάνας της πως ποτέ δεν θα άφηνε τον εαυτό της να κυλήσει ξανά σ’ ένα τέτοιο εξοντωτικό συναίσθημα. Αναλαμβάνοντας μερίδιο της ευθύνης απ’ όσα συγκλονιστικά είχαν συμβεί μέσα σ’ αυτούς τους τοίχους, η Έλλη αδυνατούσε να φιλιώσει με το δικαίωμά της να ερωτεύεται. Άφησαν τη Φλόγα στην ησυχία της κατάθλιψής της. Έλλη και Αχιλλέας προχώρησαν πάλι προς το σπίτι, παρότι το αρσενικό σκυλί συνέχιζε να ρίχνει λάγνες ματιές προς τα πίσω, τρώγοντας με τα μάτια τη θηλυκιά, που είχε λουφάξει μες στη μελαγχολία της. Η Έλλη με μεγάλη της λύπη σιγουρευόταν πως ίσχυε η θεωρία της για τον ανύπαρκτο δεσμό παιδιού και γονιού όταν χαθούν η στοργή και το άγγιγμα, που εντέλει δένουν τα πλάσματα αυτού του κόσμου. «Μπορεί τα ένστικτα να είναι

έμφυτα σε όλους, όμως η αγάπη είναι μια ολωσδιόλου επίκτητη διαδικασία» θυμόταν τον ισχυρισμό του Σοπενχάουερ, τον οποίο, παρότι τον είχε απορρίψει στην εφηβεία της, στην ενήλικη φάση της ζωής της τον διάβαζε με ιδιαίτερη αφοσίωση. Η σκύλα δεν είχε προφτάσει να χαρεί τον κανακάρη της και να μάθει τη μυρωδιά του και, αντίστοιχα, το κουτάβι είχε διαγράψει από τη μνήμη του τη μητρική ευωδιά. Όσο κι αν η Έλλη θα ήθελε να είναι ρομαντική, μπροστά στα μάτια της επαληθευόταν μια υπόθεση που θα ήθελε να είχε διαψεύσει. Με τη δυσάρεστη διαπίστωση αποθηκευμένη στο μυαλό της για κάποιο ίσως μεταγενέστερο μυθιστόρημα, έβγαλε το κλειδί από την τσάντα της Ιουλίας και προς μεγάλη της έκπληξη η πόρτα άνοιξε με τη μία, χωρίς να χρειαστεί η διπλή περιστροφή του στην κλειδαριά. Δεν συλλογίστηκε καν τι θα συνέβαινε αν κάποιος συγγενής της φόνισσας βρισκόταν στο σπίτι, έσπρωξε θαρραλέα την πόρτα, πιστεύοντας πως τίποτε χειρότερο δεν μπορούσε αυτή τη νύχτα να της συμβεί. Ίσως και ποτέ γενικώς να μην μπορούσε να βρεθεί σε δυσκολότερη θέση από το να αισθάνεται ένοχη για ένα έγκλημα που διέπραξαν ξένα χέρια. Αντιθέτως, η δεύτερη νυχτερινή της επίσκεψη σ’ αυτό τον χώρο φάνταζε στο μυαλό της σαν μια απόλυτα λογική επιστροφή του δολοφόνου στον τόπο του εγκλήματος. Γιατί

από την ώρα που η Έλλη αντίκρισε τη νυφική φωτογραφία της Στρατάκη και εντόπισε τον άλλοτε δικό της Αχιλλέα να δίνει όρκους αφοσίωσης στην Αιμιλία ανέλαβε την ευθύνη των φονικών για τα οποία καταδικάστηκε η μάνα των δολοφονημένων παιδιών. Στο μυαλό της φανερώθηκαν ακαριαία τα κίνητρα που κατεύθυναν την Αιμιλία στο έγκλημά της, και τα άψυχα αντικείμενα που εντόπισε πρωτύτερα στον χώρο τής πρόσφεραν αμέριστη βοήθεια για την αναπαράσταση των φονικών. Θεωρώντας χρέος της να υποστεί το μαρτύριο αυτής της επώδυνης επανάληψης, άρχισε να περιδιαβάζει και πάλι τα δωμάτια. Όσο αναλογιζόταν την ιστορία, τόσο περισσότερο ενισχυόταν η υποψία της πως η Στρατάκη προχώρησε στην ανεκδιήγητη πράξη της εξαιτίας του ειδυλλίου που ανέπτυξε εκείνη με τον άντρα της. Μια γυναίκα δοσμένη ολόψυχα σ’ έναν άντρα και στα παιδιά που απέκτησε μαζί του σίγουρα θα έχανε τη γη κάτω από τα πόδια της και μόνο στο ενδεχόμενο να τον χάσει. «Μαθαίνοντας να υπάρχεις ως δορυφόρος κάποιου άλλου, είναι ευνόητο πως χάνεις την προσωπική σου λάμψη» είχε συμπεριλάβει σε κάποιο από τα βιβλία της και ολοένα επιβεβαίωνε την ατάκα που είχε αρχικά γραφτεί χάριν εντυπωσιασμού, αφού της άρεσε να εντάσσει τσιτάτα στα γραπτά της που έκαναν τη γραφή της πιο στιβαρή. Μα με τον

καιρό ολοένα και περισσότερο διαπίστωνε πως τούτη η κουβέντα είχε μια ισχυρή δόση αλήθειας. Έτσι και στην περίπτωση της Αιμιλίας, όταν ο Αχιλλέας άρχισε να ξεμακραίνει, άρχισε και η φόνισσα να χάνει τη λάμψη της, ώσπου από άνθρωπος υποβιβάστηκε στη σκιά του εαυτού της, μια χλωμή Σελήνη γύρω από το άστρο του Αχιλλέα της. Βήμα το βήμα η Έλλη περιηγήθηκε τώρα για δεύτερη φορά στον χώρο έχοντας στο μυαλό της αυτό το σενάριο και έκανε μια δεύτερη πιο ουσιαστική «ανάγνωση» των άψυχων πραγμάτων που υπήρχαν εκεί μέσα. Αντίκρισε πάλι τη μετάφραση της Μήδειας με την τσακισμένη σελίδα πάνω στον καναπέ, κατανοώντας τον λόγο που η Αιμιλία ταυτίστηκε απόλυτα με την αρχαία ηρωίδα και ενήργησε αναλόγως. Μέσα στις πλέξεις των κεντημάτων με τις αραχνοΰφαντες δαντέλες διέκρινε την ασφυξία που αισθανόταν η φόνισσα όσο πάλευε να πειθαρχήσει στον ρόλο της μάνας και της συζύγου, που στον νου της ύψωνε απαγορευτικά σε οποιαδήποτε παρεμβολή προσωπικής ελευθερίας. Κοιτώντας το πτυχίο της Στρατάκη στο χολ και το επιβλητικό Άριστα που αναγραφόταν κάτω από το όνομά της διαπίστωνε πως την ένωναν περισσότερα πράγματα με την Αιμιλία από αυτά που τη χώριζαν από κείνη. Ήταν, εν ολίγοις, δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, έχοντας ξεκινήσει

στην εφηβεία τους με τα ίδια οράματα για τη ζωή. Μόνο που στην πορεία της μοίρας της η Αιμιλία είχε λοξοδρομήσει παρασυρμένη από την αγάπη της για τον Αχιλλέα, που μπορεί να έλαμπε αρχικά μα δεν ήταν χρυσός, όπως αποδείχτηκε με τα χρόνια. Η Έλλη ήξερε καλά τη σαρωτική ισχύ που μπορούσε εκείνος να ασκήσει πάνω σε μια γυναίκα, αφού είχε καταφέρει να κάμψει ερωτικά ακόμα και τις δικές της ατσάλινες αντιστάσεις. Αν δεν υπήρχε στα γονίδια και στη ζωή της μια μάνα σαν την Αγγέλα να της διατηρεί ακμαία τη μαχητικότητα σε οποιοδήποτε ξεστράτισμα από τα όνειρά της, ίσως και η ίδια να είχε καταλήξει σαν την Αιμιλία με ποδιά κουζίνας ή σαν τη Ροδή του Μίνωα με το τηλεκοντρόλ της τηλεόρασης να αποτελεί προέκταση του χεριού της για να βιώνει από τις σαπουνόπερες τις συγκινήσεις που της στερούσε η ζωή της. Μα η Έλλη δεν ήταν η Αιμιλία αλλά το alter ego της· ο εαυτός που θα αποκτούσε η φόνισσα αν δεν υπήρχε στη ζωή της ο Αχιλλέας. Και αυτό τον άλλο εαυτό της γυναίκας του, τον εαυτό που δεν κατάφερε να αποκτήσει, είχε εντέλει ο άντρας ερωτευτεί στο πρόσωπο της Έλλης. Αυτή η θεωρία αναπτύχθηκε στο μυαλό της συγγραφέως και ήταν μια πρώτης τάξεως ερμηνεία για τις επιλογές του Αχιλλέα και την απελπισία της Στρατάκη. Η διαπίστωση ετούτη στην οποία κατέληξε η Έλλη κοιτώντας σαν υπνωτισμένη το πτυχίο της Αιμιλίας την έκανε

να αναριγήσει. Ρίχνοντας τώρα για δεύτερη φορά τη δέσμη του φωτός από τον φακό της πάνω στα πράγματα που έλυναν τη σιωπή τους, αφουγκραζόταν νέες πληροφορίες, ενώ παράλληλα φανταζόταν ολοζώντανη τη Στρατάκη να κινείται στον χώρο μεθοδεύοντας με χειρουργική ακρίβεια το μακάβριο σχέδιο που είχε εκτελέσει. Την έβλεπε πρόσχαρη, όπως πάντα, για να μην καταλάβουν τίποτε τα παιδιά, να τους βγάζει τραγουδώντας τα ρούχα και να τα βυθίζει στο χλιαρό νερό, σαπουνίζοντας τα απαλά τους κορμάκια για να τα παραδώσει μυρωδάτα στον θάνατο. Τη φανταζόταν να τα σκουπίζει με τη γαλάζια πετσέτα κι έπειτα, συνεχίζοντας το τραγούδι και τα γλυκόλογα που λέει μια μάνα στα παιδιά της, να τα ξαπλώνει στο διπλό κρεβάτι και να τους λέει το τελευταίο παραμύθι. Να τα χαϊδεύει με λαχτάρα κι εκείνα να απορούν με το υγρό της βλέμμα. «Γιατί κλαις, μαμά;» Και ύστερα σειρά είχε το γάλα, που το έφτιαξε, όπως πάντα, με στοργή, συμπληρώνοντας μόνο εκείνη τη σκόνη που είχε φυλαγμένη από μέρες στο ντουλάπι. «Όλα γίνονται γρήγορα. Τα άρρωστα γατάκια θα σβήσουν δίχως να υποφέρουν. Μην ανησυχείτε. Είναι ο πιο σύντομος τρόπος ευθανασίας. Θα είναι σαν να κοιμούνται» της είχε πει ο κτηνίατρος που της έγραψε τη συνταγή, όταν τον επισκέφτηκε ζητώντας του κάτι λυτρωτικό για τα κατοικίδιά

της που υπέφεραν από κάποια ασθένεια. Τα πήρε ένα ένα στην αγκαλιά της λέγοντας το νανούρισμα που θυμόταν κι εκείνη από τα χείλη της Ιουλίας να στάζει μέλι και ροδοζάχαρη στον ύπνο της. Το μπιμπερό άδειαζε στα ροδαλά τους στόματα και η ζωή τους με τη σειρά της παραδόθηκε αμαχητί στον αιώνιο ύπνο. Κι έτσι απλά έστειλε ένα ένα τα παιδιά της στον κήπο του Παραδείσου για να αποκτήσουν φτερούγες άσπιλες και δυνατές, σαν εκείνες που και η ίδια διέθετε κάποτε, προτού να τις μαδήσει ένας έρωτας και προτού της τις κόψει σύριζα η προδοσία. Το σενάριο της Έλλης δεν τέλειωνε ωστόσο σ’ αυτό το σημείο. Φανταζόταν την Αιμιλία να αδειάζει ψύχραιμη το ψυγείο, αφήνοντας τα παιδιά να «κοιμούνται» ήσυχα στο διπλό κρεβάτι, στο κρεβάτι της ανάστασης κι έπειτα της σταύρωσης της γυναικείας της μοίρας. Στο σημείο αυτό στο μυαλό της ύφαινε μια σκηνή που πρέπει να προηγήθηκε της ιεροτελεστίας του θανάτου. Φαντάστηκε την Αιμιλία και τον Αχιλλέα μόνους στο σπίτι να μιλούν κι εκείνος να αποκαλύπτει την απόφαση που σαν ντόμινο προκάλεσε και τη θανατηφόρα απόφαση της γυναίκας του. Σαν να τον άκουγε να της λέει πως θα έφευγε, πως θα ακολουθούσε μια άλλη γυναίκα. Άραγε να ήξερε εκείνος τι έκρυβε ο φάκελος που η Αιμιλία κρατούσε σφιχτά στην παλάμη πίσω από τη ράχη της όταν γινόταν αυτή η κουβέντα;

Εδώ το σενάριο της Έλλης αποκτούσε δύο εξίσου πιθανά σκέλη. Στη μια εκδοχή η Αιμιλία είχε πάρει η ίδια την απόφαση να εξαφανίσει το πλάσμα που εκκολαπτόταν στα σπλάχνα της έπειτα από τη φυγή του Αχιλλέα και η άλλη να ήταν ο Αχιλλέας αυτός που την ώθησε σε αυτή την απόφαση. Η δεύτερη εκδοχή φάνταζε στο μυαλό της Έλλης πιθανότερη. Αν ο Αχιλλέας επέβαλε στη Στρατάκη τη θανάτωση ενός παιδιού που εκείνος ακόμη δεν είχε γνωρίσει, η Αιμιλία τού ανταπέδωσε τα όμοια με την απώλεια των γεννημένων παιδιών τους. Κι έτσι, με την πράξη της θα ήταν πάτσι. Ίσως να είχαν γίνει έτσι τα πράγματα, ίσως και όχι, το σίγουρο ήταν πως, όσο περνούσε η ώρα και η Έλλη κρύωνε μες στα βρεγμένα ρούχα της, ολοένα και περισσότερο σιγουρευόταν πως η Αιμιλία δεν ήξερε απλώς την παρουσία μιας άλλης γυναίκας στη ζωή του άντρα της. Ήξερε πως η γυναίκα αυτή ήταν η Έλλη Ευριπίδου, καθώς τώρα για πρώτη φορά η συγγραφέας συνειδητοποίησε πως δεν ήταν διόλου τυχαίο το εχθρικό κοίταγμα της Στρατάκη στην αίθουσα του δικαστηρίου. Ο διαξιφισμός των ματιών τους είχε μια βαθύτερη αιτία και η αμυδρή συμπάθεια που αισθάνθηκε τότε για τη Στρατάκη σπρωγμένη από ένα απροσδιόριστο προαίσθημα τώρα μετατρεπόταν σε αληθινή συντριβή. Γι’ αυτόν ακριβώς τον

λόγο λοιπόν το βλέμμα της Αιμιλίας, μόλις αντίκρισε την Έλλη μέσα στο δικαστήριο, είχε την ίδια πύρινη απόχρωση που αποκτούσε και το βλέμμα της Φλόγας όποτε αντίκριζε τον άρπαγα των κουταβιών της. Αποκεί και πέρα άρχισε η σκυταλοδρομία μιας σειράς παρανοϊκών αντιδράσεων, που η Στρατάκη μες στον παροξυσμό της καταρράκωσής της τις θεωρούσε «φυσιολογική εξέλιξη της τραγωδίας της». Όπως και η άλλη Μήδεια. Ο πόνος της είχε ραγίσει εκείνη την ευαίσθητη ψυχική χορδή που κάνει το μυαλό να παράγει φάλτσες νότες. Προχωρώντας η Έλλη εκείνη την ώρα με όλο αυτό το ασήκωτο φορτίο συμπερασμάτων προς την κρεβατοκάμαρα, σαν ιέρεια που οδεύει προς τον βωμό όπου πρόκειται να θυσιαστεί, σκεφτόταν τα αναδυόμενα από το ξεσκέπασμα της αλήθειας ερωτήματα. Ο σκύλος την ακολουθούσε σαν τη σκιά της, απόλυτα ήρεμος, αφήνοντας πότε πότε ένα θλιμμένο γρύλισμα. Ώσπου, ρίχνοντας φως για δεύτερη φορά με τον φακό της στη νυφική φωτογραφία της Στρατάκη, ήρθε αντιμέτωπη με έναν κινούμενο ίσκιο που σχηματίστηκε στον τοίχο. Ο σκύλος τρόμαξε και άρχισε να γαβγίζει, ενώ η Έλλη λιποθύμησε στα χέρια του κατόχου εκείνης της σκιάς. Όταν ανέκτησε τις αισθήσεις της, τον φόβο διαδέχτηκε η οργή. Και την οργή η αλήθεια.

12

Έρωτα εσύ, με περισσή όταν λαβώνεις δύναμη, μηδ’ όνομα καλό από σε μηδ’ αρετή μπορεί να βγει. Μα μετρημένα αν πορευτεί η Κύπριδα, άλλη σαν αυτή θεά δεν έχει νοστιμιά. ΜΗΔΕΙΑ EΥΡΙΠΙΔΗ, στ. 627-631

ΤΟ ΝΑ ΞΥΠΝΑΕΙ ΜΕ ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ στο διπλανό προσκέφαλο ο ψυχολόγος Νικήτας το είχε εντελώς απωθημένο από το μυαλό του. Τρία ολόκληρα χρόνια μαζευόταν σε στάση εμβρύου στη μια γωνιά του κρεβατιού,

αποφεύγοντας να αγγίξει την παγωμένη πλευρά των στρωσιδιών. Με αυτό τον τρόπο συντηρούσε την ψευδαίσθηση ότι η Μαργαρίτα του –το του της κτητικής αντωνυμίας μια επιπλέον ψευδαίσθηση κοντά στις άλλες– αναπαυόταν κοντά του. Έπρεπε να χτυπήσει το ξυπνητήρι για να αναγκαστεί να ανοίξει τα μάτια του και να κρυφοκοιτάξει μέσα από τον καθρέφτη την άθικτη πλευρά του κρεβατιού, συνειδητοποιώντας την πλάνη που του έστηνε η λαχτάρα του για εκείνη. Ώσπου ερχόταν η επόμενη νύχτα και άρχιζε πάλι από το μηδέν την αναπόληση, ράβοντας και ξηλώνοντας ασταμάτητα την ίδια αυταπάτη. Το ίδιο έπαθε κι εκείνο το πρωινό. Μαζεμένος στη γωνιά του όπως πάντα, σαν μωρό παιδί που λαχταρά να επιστρέψει στη μήτρα της μάνας του, φάτσα στον καθρέφτη της κρεβατοκάμαρας, φοβόταν να ανοίξει τα βλέφαρα, πιστεύοντας πως το γυαλί θα του διέλυε για άλλη μια φορά την ανάμνηση της προηγούμενης νύχτας. Μα το μούδιασμα που είχε απλωθεί στο κορμί του του ψιθύριζε πως κάτι αλλιώτικο του είχε συμβεί στη διάρκεια του βραδιού κι αυτό το κάτι τον όπλισε με τόλμη για να αντιμετωπίσει τον καθρέφτη. Τότε ήταν που αντίκρισε τη Μαργαρίτα όπως τη γέννησε η μάνα της, ξαπλωμένη στο πλευρό του, να ζεσταίνει την επί τριετία παγωμένη γωνιά του κρεβατιού. Ο Νικήτας στήριξε το κεφάλι του στον αγκώνα και

αφέθηκε να ιχνηλατήσει στις γραμμές της. Δεν χόρταινε να την κοιτάζει, ανατρέχοντας νοερά στην αλλοτινή ομορφιά της για να συγκρίνει τον παλιό με τον αλλαγμένο εαυτό της. Η όψη της είχε σημάδια κούρασης, αλλά συνέχιζε να διατηρεί την ίδια επιβλητικότητα σε κάθε της χαρακτηριστικό. Ακόμα και κοιμισμένη ασκούσε πάνω του την ίδια γοητεία, έστω και με κάποιες διάσπαρτες ρυτίδες τώρα πια να σκληραίνουν κάπως την αλαβάστρινη όψη της. Διάχυτη πάνω στη μορφή της υπήρχε μια απογοήτευση, σημάδι κάποιας πληγής που ο Νικήτας δεν γνώριζε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες την είχε εκείνη αποκτήσει. Τον καιρό που ήταν κοντά του φρόντιζε τις πράξεις και τα λόγια του πολύ, ξέροντας πως οι λέξεις τρυπούν σαν κεντρί αν δεν τις μετράς πριν τις ξεστομίσεις. Η πείρα του τον διαβεβαίωνε πως μόνο ένας πόνος αφήνει τέτοια σημάδια στα ανθρώπινα πρόσωπα, προσδίδοντάς τους ωστόσο γοητεία. Και η Μαργαρίτα σίγουρα είχε αποκτήσει ισχυρή δόση πικρής γοητείας που προκαλούσε τη σκέψη του να αναζητήσει τα αίτιά της. Στο σχήμα των ματιών της, στα πυκνά της μαλλιά που έπεφταν πλούσια στο μαξιλάρι, κι ας είχε ο χρόνος ήδη απλώσει τις νιφάδες του χιονιού του σε κάποιες τούφες, στις γραμμές του κορμιού της που έδειχναν ακόμη σφριγηλές, όπως τότε που τις πρωτοάγγιξε ο Νικήτας εξερευνώντας με εφηβική συστολή την άγουρη θηλυκότητα της Μαργαρίτας

των δεκαεπτά Μαΐων, ο άντρας διέκρινε με το ένστικτό του μια αθέατη στα μάτια του αλλοίωση. Μπλεγμένοι από παιδιά στα δίχτυα του ερωτικού ενθουσιασμού, είχαν σχεδόν μεγαλώσει μαζί, ώσπου η Μαργαρίτα άρχισε να κρατάει κάποιες σκέψεις μόνο για κείνη, αφήνοντας έτσι να εισχωρήσει ανάμεσά τους μια ύποπτη απόσταση. Ο ψυχολόγος σύζυγος αδυνατούσε να τρυπώσει μέσα σε αυτές τις απόρρητες σκέψεις για να εξαρθρώσει τη σπείρα των σκιών που βασάνιζαν τη σύντροφό του. Από την… κλειδαρότρυπα της ψυχής της δεν διέκρινε τίποτε ή δεν μπήκε καν στον κόπο να ρίξει μια ματιά, παρασυρμένος από τη δήθεν ευτυχία που κυβερνούσε το σπιτικό τους. Γελούσε απέξω της η Μαργαρίτα, έχυνε μαύρο δάκρυ μέσα της, κι εκείνος αδαής, με την εφημερίδα και τη φραντζόλα του ψωμιού κάτω από τη μασχάλη, επέστρεφε από το γραφείο και στηνόταν μπροστά στην τηλεόραση, μην έχοντας, λόγω κούρασης, διά​θ εση για πολλές κουβέντες. Και στο κρεβάτι λίγες οι κουβέντες επίσης. Τα βασικά. Τα βασικά και στον έρωτα. Δέκα λεπτά το πολύ τρυφερότητας, το τυπικό φιλί στα χείλη, κι έπειτα της γυρνούσε την πλάτη και την άφηνε να μετρά ξάγρυπνη τους ρόμβους στη φανελένια του πιτζάμα. Κι αυτό λεγόταν γάμος και ζωή και έρωτας, παλιός, σιτεμένος, δίχως την υπερβολή που χρειάζεται η επαφή δύο κορμιών για να δίνει ενέργεια και κουράγιο για να συνυπάρχουν για πάντα δύο άνθρωποι.

«Σαν ποινή ακούγεται αυτό το “για πάντα” του γάμου. Δεν νομίζεις;» της ξέφυγε μια φορά την ώρα που κρυμμένη πίσω από το περιοδικό της διάβαζε για το διαλυμένο σπιτικό κάποιου ηθοποιού. Και ο Νικήτας, χαμένος στο δικό του βιβλίο, σ’ ένα σύγγραμμα, για την ακρίβεια, που αφορούσε τις στατιστικές για τα διαζύγια στην Ελλάδα. «Ολοένα και αυξάνονται σαν επιδημία» μούγκρισε ασυναίσθητα σαν να συμφωνούσε, δίχως να έχει δώσει σημασία στα λόγια της. Η φράση τυπώθηκε στο μυαλό του, μα ανασύρθηκε αργότερα πολύ, όταν έφυγε εκείνη κι αυτός άρχισε να ψάχνει στα ερείπια της ζωής τους σημάδια δικά της. Σαν ποινή ακούγεται αυτό το «για πάντα», συλλογιόταν και αναγνώριζε το δίκιο της Μαργαρίτας και ορκιζόταν στον εαυτό του πως, άμα γύριζε, θα απένεμε δικαιοσύνη και θα μετέτρεπε σε γιορτή την κάθε μέρα της για να μη νιώσει πάλι ως ποινή τη βαρετή του αγάπη. Αν γύριζε… Κι αν κατόρθωνε να καταπιεί τον θυμό του από τη φυγή της… Αν… Ο ψυχολόγος Νικήτας θεωρούσε αυτονόητα στη δική του περίπτωση όλα όσα τόνιζε στους ασθενείς του πως έπρεπε να λένε στις γυναίκες τους. Λες και αυτός, λόγω πτυχίου, αποτελούσε την εξαίρεση από τον κανόνα της συζυγικής αδιαφορίας και η δική του η Μαργαρίτα δεν χρειαζόταν αυτά τα αυτονόητα για να μπορεί να υπομένει την ανία του ζυγού. Κλεισμένα σαράντα τρία η Μαργαρίτα, σαράντα πέντε ο

Νικήτας είχαν δρασκελίσει προ πολλού το διαχωριστικό της νιότης και της ωριμότητας, μην ξέροντας ακόμη αν είχαν βρει τη χρυσή τομή που απαιτούσε ετούτη η φάση της ζωής τους. Εκείνη μάλλον αρνήθηκε να αποδεχτεί αυτό που όριζε η βιολογική της ηλικία και το έσκασε από το σπίτι, λες κι έτσι θα μπορούσε να δραπετεύσει και από τον κλοιό του χρόνου που άρχισε να την κυκλώνει ασφυκτικά. Έτσι τουλάχιστον ερμήνευε ο Νικήτας τη φυγή της, πέρα από τις ευθύνες που έριχνε στον εαυτό του για την απόδραση της γυναίκας του από την αγκαλιά του επειδή εκείνος δεν φρόντιζε να είναι αυτή η αγκαλιά όσο έπρεπε άνετη και θερμή. Βυθισμένη στον παρατεταμένο ρομαντισμό της, η Μαργαρίτα πνιγόταν μες στην επίπεδη καθημερινότητα που ο Νικήτας σκηνοθετούσε με την παλιομοδίτικη μανιέρα της αγάπης του. Κι όσο περιέπαιζε τα ρομαντικά μυθιστορήματα που η γυναίκα του διάβαζε περιπαθώς, τόσο εκείνη ένιωθε εντονότερη τη στέρηση αυτού του ρομαντισμού, σαν τον χρήστη ουσιών που τραντάζεται από την έλλειψη της ηρωίνης. Κι έτσι η γυναίκα του έφυγε… Ψάχνοντας εκεί έξω ό,τι δεν έβρισκε εκεί μέσα… στο σπίτι, στον κόσμο και στα χέρια του Νικήτα. «Υπήρχε κάποιος άλλος;» δεν άντεξε ο Νικήτας και υπέβαλε την ερώτηση που τον βασάνιζε τόσον καιρό, έτοιμος να δεχτεί τη βολή της αλήθειας που η Μαργαρίτα ακόμη δεν

του είχε ρίξει. Με το που άνοιξε την πόρτα το βράδυ, αντικρίζοντάς την κατάκοπη και διαλυμένη, με την αποσκευή της να κρέμεται από το χέρι της, το μόνο πράγμα που μπόρεσε να κάνει ήταν να τη φιλήσει τρυφερά σαν εικόνισμα και να γονατίσει μπροστά της αγκαλιάζοντας το σώμα της, σαν το παιδί που αρπάζεται από τη μάνα του για να μη χαθεί μες στον κόσμο, να εκλιπαρήσει με τα χέρια του τη συγχώρεσή της για το φταίξιμο που την έσπρωξε στη φυγή. Κι έπειτα, λόγια καθόλου. Μόνο φιλιά και δάκρυα και πανικόβλητος έρωτας, όπως ένα παιδί τρώει λαίμαργα μια λιχουδιά από τον φόβο του μην του την πάρουν πίσω. Αυτά έγιναν τη νύχτα που το μυαλό ήταν θολό ακόμη από την απουσία και το κορμί πεινασμένο από τη στέρηση του χαδιού. Έχασαν την αίσθηση του χρόνου ως το πρωί. Το πετάρισμα που ένιωθε στο στήθος, το μούδιασμα σε κάθε του κύτταρο, η πιασμένη του σάρκα από τα τερτίπια του έρωτα, όλα συνηγορούσαν πως η Μαργαρίτα ήταν εκεί, δίπλα του, ολοζώντανη, Ερινύα και Μοίρα και Θάνατος και Ανάσταση μαζί. Συνέχιζε να την κοιτάζει και ο νους του άρχισε να χάνεται στο παρελθόν-το πριν τη φυγή και στο παρελθόν-το μετά. Άρχισε να σκοτεινιάζει και να αδειάζει το βλέμμα του, κι ας χόρταιναν τα μάτια του από τη χαρμολύπη που τον γέμιζε η ομορφιά της.

Όταν την είδε να σαλεύει μες στον ύπνο της και το περίγραμμα του κορμιού της να σκιρτάει πάνω στη θαλασσιά κουβέρτα, εκείνος έσκυψε και της ψιθύρισε στ’ αυτί τη λέξη που αμελούσε να της χαρίσει μετά τον έρωτα, κι ας την περίμενε εκείνη για να τραφεί και να σταθεί η ψυχή της όρθια, που είχε λυγίσει ήδη από τη ρουτίνα. «Σ’ αγαπώ…» Τώρα την έλεγε τη λέξη νιώθοντάς τη να βγαίνει από τα χείλη, τα μάτια, τα χέρια του… Σύσσωμος την ξεστόμιζε και ολόψυχα προσφερόταν θυσία στην παρουσία της, μα η Μαργαρίτα στο άκουσμά της άνοιξε διάπλατα τα μάτια καρφώνοντάς τον. Άργησες. Τρία ολόκληρα χρόνια είναι πολύ. Γιατί; τον ρώτησαν εκείνα τα μάτια. Γιατί έπρεπε να διασχίσω την έρημο για να σε βρω, ενώ ήσουν πλάι μου εξαρχής; Όλα θα σου τα πω, Νικήτα. Σου αξίζει η αλήθεια. Εκείνος κατά βάθος δεν ήθελε ν’ ακούσει. Του έφτανε που είχε γυρίσει και του ήταν αρκετά όσα σενάρια ύφαινε ο ίδιος για τη φυγή της. Φοβόταν μήπως αδυνατούσε να αντέξει όσα θα άκουγε. Κι έπειτα πώς θα έφερνε πάλι σε λογαριασμό τα σπασμένα κομμάτια του; «Φτάνει που είσαι εδώ» της είπε, εκλιπαρώντας τη με το χάδι του να αφήσουν το χτες στο ποτάμι της λήθης και να νοιαστούν μόνο για το τώρα και το αύριο. «Πρέπει να σου τα πω όλα» του δήλωσε εκείνη, και εκείνο το «πρέπει» ήταν βαρύ σαν προσταγή και δεν σήκωνε

αντιρρήσεις. Η Μαργαρίτα ανασηκώθηκε ακουμπώντας τη ράχη της στο μαξιλάρι και τύλιξε με τα χέρια τα γόνατά της. «Σ’ ακούω» της είπε με υπομονή και στάθηκε ακίνητος απέναντι στην… κάννη αυτής της εξομολόγησης που ήξερε πως μπορούσε να τον σκοτώσει. Για να αμυνθεί, προσπαθούσε να αλλάξει ιδιότητα. Να γίνει, αντί σύζυγος, ο ψυχρός επιστήμονας που μπορούσε να ακούει νηφάλια τις ιστορίες των πελατών του. Θα ήθελε να μπορούσε να υποκριθεί ότι η Μαργαρίτα ήταν μια ακόμα περίπτωση στο ντιβάνι του ιατρείου του περιμένοντας από κείνον μόνο μια καλή συμβουλή. Άρχισε τότε εκείνη να του λέει για το ασημί Βολκσβάγκεν που περνούσε κάτω από το σπίτι τους τα πρωινά και για τον άντρα που το οδηγούσε και την έπαιρνε στο κατόπι όταν έβγαινε για το σούπερ μάρκετ· και για τα λουλούδια που της έστελνε δίχως όνομα από ακριβό ανθοπωλείο· και για τη φορά που εκείνη υπέκυψε στον πειρασμό και μπήκε στο Βολκσβάγκεν κι έπειτα αφέθηκε στο άγγιγμα του άλλου, επιστρέφοντας στο σπίτι μ’ ένα μοβ σημάδι σαν ανθάκι στον λαιμό, που το έκρυβε για μέρες κάτω από το ζιβάγκο της, ενθύμιο της πρώτης απόδρασης από την ανία του γάμου τους· κι έπειτα του είπε και για το άλλο το φιλί που έμοιαζε μ’ εκείνο του Κλαρκ Γκέιμπλ και της Βίβιαν Λι, που την έκανε να κλέψει λίγη από τη μαγεία μιας κινηματογραφικής ηρωίδας κι έκτοτε υπέκυψε στο ελιξίριο του κορμιού του, που

δρούσε αναζωογονητικά στα σαράντα και βάλε χρόνια του δικού της κορμιού και το ξανάνιωνε χαρίζοντάς του την κοριτσίστικη έξαψη της εφηβείας. Άρχισαν να ξυπνούν οι αισθήσεις μία μία και να απαιτούν τον χαμένο χρόνο της νάρκης τους, και η ψυχή της να πνίγεται τις νύχτες και να βαριέται ανυπόφορα τις μέρες που αργούσε να φανεί το ασημί Βολκσβάγκεν ή να χτυπήσει το τηλέφωνο τα πρωινά που έλειπαν όλοι για να αναστηθεί η καρδιά της μόλις διέσχιζαν το καλώδιο τα γλυκόλογα του εραστή. Περιγράφοντας με λαγνεία κάθε λεπτομέρεια της σάρκας της αποπλανούσε με μαεστρία μία μία κάθε της αίσθηση και κατακτούσε ένα ένα τα οχυρά της. Της άρεσε που ξεπερνούσε τα σεμνότυφα όρια κάποιες φορές, αφήνοντας τις λέξεις του να αγγίζουν ερεθιστικά τους λοβούς των αυτιών της και να ξυπνούν στο υπογάστριο ορέξεις που δεν ήξερε πως είχε. Κι έβαζε τότε το χέρι της κάτω από τη φούστα, κατέβαζε ανυπόμονα το εσώρουχο και έπαιρνε η μνήμη της φωνής του το τιμόνι του χεριού της οδηγώντας τη σε ασύλληπτες κορυφώσεις. Ήταν τότε που η Μαργαρίτα υποτάχτηκε στις προσταγές του κορμιού της ξεχνώντας τις ενστάσεις του μυαλού. Την έβλεπε φευγάτη ο Νικήτας, μα την περίμενε να επιστρέψει στην οικειότητα της ρουτίνας τους, αποδίδοντας την κατάσταση στο τρέξιμο, στις δουλειές και στα μαθήματα των παιδιών.

Έμπαινε η Μαργαρίτα στο Βολκσβάγκεν και αποκτούσε καινούργιο κορμί στο δερμάτινο κάθισμα, μαθαίνοντας πώς να δίνεται και να σβήνει από ηδονή και να γεννιέται από την αρχή σαν φοίνικας μέσ’ από τη στάχτη του οργασμού της. Του είπε και για το βράδυ που πήρε την απόφαση να φύγει. Εκείνος είχε κοιμηθεί του καλού καιρού κι εκείνη σηκώθηκε νυχοπατώντας και πέρασε τη νύχτα στο προσκέφαλο των παιδιών τους. Πότε πότε τα άγγιζε, θέλοντας με το χάδι να αποθηκεύσει μέσα της την αύρα τους, όπως κάποιοι ξενιτεμένοι παίρνουν μαζί τους χώμα από την πατρίδα. Το πρωί, όπως πάντα, τα αποχαιρέτησε για το σχολείο, μα αντί για ένα φιλί τούς έδωσε από δύο. Κι εκείνα άνοιξαν σαν φτερά τα χεράκια τους και τυλίχτηκαν σφιχτά γύρω από τον λαιμό της, εκλιπαρώντας τη, σπρωγμένα από ένα ένστικτο, να μην τα αφήσει. Εκείνο το αγκάλιασμα λίγο έλειψε να την κάνει να αδειάσει πάλι τη βαλίτσα που ήταν έτοιμη κάτω από το κρεβάτι, μπουκωμένη τόσο από ολοκαίνουργια ρούχα για να ντύνει τις επίσης καινούργιες μέρες και νύχτες της, ώστε κόντεψε να σκάσει το φερμουάρ. Ανάμεσα στα ρούχα και μια φωτογραφία με τους τέσσερίς τους σε κάποια εκδρομή, τότε που ακόμη δεν υπήρχε Βολκσβάγκεν ούτε πειρασμός. Στη βαλίτσα και ο Νικήτας μαζί με τα παιδιά, για έναν λόγο που η Μαργαρίτα τού ομολόγησε πως δεν ήξερε. Και ήρθε το ασημένιο Βολκσβάγκεν και την πήρε μαζί με

τη βαλίτσα και τη μισερή από το αγκάλιασμα των παιδιών της καρδιά. Κι έφυγαν με τον άλλο μαζί. Και στον έναν χρόνο άρχισε η μετάλλαξη του εραστή σ’ ένα κακέκτυπο του συζύγου. Έγινε λιγομίλητος και απόμακρος, σχεδόν απαθής μπροστά στο άλλοτε λατρεμένο της σώμα, σαν να σώθηκε απότομα η μαγεία που ανάσταινε τις αισθήσεις τους. Και άρχισαν οι νύχτες να γίνονται πάλι σκληρές όσο και οι μέρες, και τα μάτια του να την κοιτούν σαν παρείσακτη, σαν περαστική που απόσωσε τον σκοπό μιας επίσκεψης και έπρεπε πια να φύγει γιατί του σπαταλούσε τον χρόνο. Τότε ήταν που έβγαλε την οικογενειακή φωτογραφία από τη βαλίτσα και κατάλαβε επιτέλους για ποιον λόγο την πήρε μαζί της. Σ’ εκείνο το χαρτί ήταν καδραρισμένη μια αγνή ευτυχία, που την εκτίμησε μόνο όταν μάτωσε η ψυχή της από τις ψεύτικες υποσχέσεις του άλλου. Θυμήθηκε τότε πως ο Νικήτας πάντα της έδινε το σακάκι του στο υπαίθριο σινεμά όπου έβλεπαν ταινίες τα καλοκαίρια και της αγόραζε χωνάκι παγωτό που της άρεσε. Πως την κατάβρεχε με το λάστιχο στην αυλή τάχα για να γελάσουν τα παιδιά, μα πιο πολύ για να κολλήσει το φουστάνι πάνω στο σώμα της διαγράφοντας τις καμπύλες που εκείνος λάτρευε. Και πως κάτω από τη φανελένια του πιτζάμα υπήρχε εντέλει εκείνο το λουφαγμένο δειλό «σ’ αγαπώ» που η Μαργαρίτα γύρεψε από τα χείλη του ξένου, ο οποίος αγνοούσε τη σημασία του. Για όλα έφταιγε η φωτιά μες στην οποία η Μαργαρίτα

λαχταρούσε να λαμπαδιάσει. Μόνο που ο Νικήτας, ακόμα κι όταν τρεμόσβηνε αυτή η σπίθα του έρωτα, δεν έριχνε ο ίδιος κούτσουρα πάνω στη στάχτη για να φουντώσει η φλόγα τους από την αρχή. Αυτό ήταν το λάθος που είχε διαπράξει. Έφταιγε η σιγουριά του, η άκομψη φανελένια πιτζάμα, οι λέξεις που δεν ξεστόμιζε θεωρώντας τες δεδομένες. Και τα παιδιά; Τι ρόλο έπαιξαν σ’ όλα αυτά τα παιδιά; Αυτά δεν τα σκέφτηκες; Δεν λογάριασες πως θα σε ψάχνουν τα πρωινά να τους βάλεις τα κοκαλάκια στα μαλλιά τους; Και η μικρή, που ήταν σαν μαϊμουδάκι γαντζωμένο πάντα πάνω σου, πώς την άφησες δίχως να ραγίσει η καρδιά σου; Και η μεγάλη, που δεν έλεγε να διαβάσει αν δεν της έπιανες το χέρι εσύ να της μάθεις να φτιάχνει κουλούρια και μπαστουνάκια με το μολύβι, πώς την παράτησες στην ερημιά της δίχως να νοιαστείς αν το έμαθε εκείνο το δίψηφο φωνήεν, που μάλλιασε η γλώσσα μου να της δώσω να καταλάβει πως έφυγε η μαμά κι εγώ δεν ήξερα πως το γιώτα έδειρε το όμικρον και γι’ αυτό το όμικρον γιώτα το φωνάζουν μόνο ι και όχι όι. Πού τα ήξερα όλα αυτά εγώ, Μαργαρίτα; Γιατί δεν μου μίλησες πριν φύγεις; Γιατί δεν μου είπες πως χρειαζόσουν Βολκσβάγκεν και ερωτικά τηλεφωνήματα και λουλούδια και κρυφά ραντεβού, όταν εγώ νόμιζα πως το να είσαι μάνα νικούσε την απλή γυναίκα που ήσουν προτού ν’ ανθίσουν τα σπλάχνα σου. Δεν τα ήξερα όλα αυτά, Μαργαρίτα, και μη γελιέσαι απ’ το πτυχίο στην κορνίζα του γραφείου.

Οι ενστάσεις περνούσαν βολίδα από το μυαλό του. Δεν τις ξεστόμισε. Άφησε τη γυναίκα να ξεθυμάνει, να κλάψει, να ταραχτεί, να ξεγυμνώσει το λάθος της, να αλλάξει σχήμα η ψυχή της, για να γίνει εντέλει μια άλλη. Δεν ήταν εκδίκηση αυτό που γύρευε ο Νικήτας. Απλώς την άφηνε να πετάξει από μέσα της τα σάπια λόγια που τη μόλυναν, τα άχρηστα αγγίγματα που την πλήγωναν, τις λάθος σκέψεις που την είχαν τυφλώσει. Όταν απλώθηκε στο δωμάτιο σιωπή, σηκώθηκε και άνοιξε την μπαλκονόπορτα γυμνόστηθος όπως ήταν. Δεν κρύωνε. Η συζήτηση του είχε προκαλέσει μια περίεργη φλόγωση παρά τον παγετό που είχε αφήσει τα ίχνη του στο τζάμι. Εκείνη έκλαιγε τώρα. Κλάμα βουβό. Μοιρολόι για τη λάθος αγάπη που κήδευε μέσα της ή για τον χρόνο που στέρησε απ’ όσους την αγαπούσαν. «Μας σκότωσες, Μαργαρίτα. Ένας αιφνίδιος θάνατος ήταν τότε η φυγή σου. Τα παιδιά ζορίστηκαν πολύ. Κι εγώ… Εγώ νύχτα μέρα με τη σκέψη σου… Με το γιατί που μόνο το υποπτευόμουν μα δεν το ήξερα. Κι αρνιόμουν να το μάθω, αν θες και τη δική μου αλήθεια. Γι’ αυτό δεν σε έψαξα ποτέ μου. Τη φοβόμουν την αλήθεια που μόλις μου φανέρωσες». «Και τώρα που γύρισα;» τον ρώτησε με φωνή πνιγμένη μες στα αναφιλητά της, περιμένοντας μια στέρεη απάντηση, μια απόφαση για το άδηλο μέλλον τους. Ο Νικήτας κοιτούσε τώρα τη Μαργαρίτα και ήταν σαν να

είχε επιστρέψει ξενιτεμένος στο γκρεμισμένο πατρικό του. Διαπίστωνε ξαφνικά πως τίποτε δεν είχε απομείνει όρθιο μέσα του μετά τη φυγή της. Η επιστροφή της πάλευε τώρα κάτι να του πει, μα είχε ένα νόημα μπερδεμένο και ακατανόητο. Τι σημαίνει γυρίζω σ’ έναν χρόνο που έχει ανεπιστρεπτί κυλήσει; Πώς μπορείς να πιάσεις το κομμένο κουβάρι από το σημείο που έχει κοπεί δίχως να φαίνεται ο κόμπος; Κι αυτός ο κόμπος πώς θα περάσει από τη βελόνα της καρδιάς σου για να μπαλώσει τη διαλυμένη σου εμπιστοσύνη; «Ήσουν μάνα» της είπε μόνο, και αυτή η προδοσία φάνταζε στο μυαλό του σκληρότερη από εκείνη που είχε υποστεί το κρεβάτι τους. Θυμόταν τη δική του μητέρα να κάθεται με τις ώρες και να τον βλέπει να παίζει ανέμελος στον κήπο. Να τσουρουφλίζεται αδιαμαρτύρητα από το λάδι όταν του έφτιαχνε τηγανίτες, να τον κυνηγάει μ’ ένα πιρούνι για να φάει το φαγητό του επειδή είχε αναιμία ή να του τις βρέχει όταν έβγαινε έξω δίχως το πανωφόρι του. Κι έπειτα να ξενυχτάει στην καρέκλα δίπλα του, με το πλεκτό της ανάμεσα στα φουσκωμένα από τα πλυσίματα δάχτυλα, όταν εκείνος διάβαζε για το πανεπιστήμιο, να του σκουπίζει τον ιδρώτα από το μέτωπο με το μαντίλι της την ώρα που ο παπάς ευλογούσε τον γάμο του και να εμφανίζεται σαν φαντομάς να βοηθήσει όταν η νύφη το έσκασε σ’ ένα ασημένιο Βολκσβάγκεν.

Όσην ώρα άκουγε τα λόγια της Μαργαρίτας ο Νικήτας διχάστηκε στους δύο εαυτούς του. Ο επιστήμονας πάλευε να καταλάβει και ο σύζυγος πάλευε να μην αισθανθεί. Κοινός παρονομαστής η προδοσία, που ο πρώτος την ανέλυε και ο δεύτερος προσπαθούσε να τη βάλει σε τάξη μες στο μυαλό του για να την αντέξει. Έβλεπε το υπέροχο σώμα της Μαργαρίτας, που του είχε λείψει, και έκανε να απλώσει ξανά το χέρι του επάνω στο δέρμα της, μα το τράβηξε αμέσως. Ο επιστήμονας μάλωσε τον σύζυγο, υποδεικνύοντάς του πως έπρεπε να πάρει μια απόφαση με νηφάλια σκέψη. «Πρέπει να κλάψεις, Μαργαρίτα» την παρότρυνε με τα χέρια πιασμένα πίσω στην πλάτη. «Ήταν μεγάλο το λάθος που έκανες, γλυκιά μου. Μας πόνεσε όλους. Το δάκρυ ποτίζει την ψυχή και ξεδιπλώνει το ανάστημά της». «Και τώρα τι κάνουμε, Νικήτα;» τον ρώτησε εκείνη για δεύτερη φορά κρεμασμένη από τα λόγια του. «Τώρα ο χρόνος θα δείξει…» της απάντησε, αρχίζοντας να ντύνεται βιαστικά να φύγει από το δωμάτιο, καλύπτοντας γρήγορα τη γύμνια του κορμιού του, νομίζοντας πως έτσι θα κρυβόταν και η γύμνια της ψυχής του που καθρεφτίστηκε στο βλέμμα του. Μα η Μαργαρίτα πρόφτασε να αντικρίσει την ψυχή του να περιφέρεται φοβισμένη μες στα ερείπια της σχέσης τους. Την ψυχή του άντρα της, όχι του επιστήμονα.

13

Η δικιοσύνη δα δε λημεριάζει στα μάτια των θνητών, που πριν προλάβουν τ’ αλλονού την καρδιά να τη διαβάσουν, από ένα βλέμμα και μόνο, τον κάνουν εχτρό τους, κι ας μη θέλει το κακό τους. ΜΗΔΕΙΑ EΥΡΙΠΙΔΗ, στ. 219-221

ΕΙΧΕ ΕΝΑ ΚΟΜΠΟΛΟΙ χαρισμένο από τον Ανέστη με χάντρες καμωμένες από ακριβό κεχριμπάρι. Ο Αλέξανδρος το έβγαλε από το συρτάρι και μ’ αυτό μετρούσε τα λεπτά που κυλούσαν αργά εκείνη τη νύχτα που ο φίλος του πήρε των ομματιών του και εξαφανίστηκε δίχως να δώσει εξηγήσεις. Οι δείκτες του εκκρεμούς σαν κοφτερό ψαλίδι τού έκοβαν μία

μία τις ελπίδες που παιδευόταν να συντηρήσει. Το τικ τακ τού είχε τσακίσει τα νεύρα, ώσπου θυμήθηκε το κομπολόι και το έβγαλε για να σπάζει με τις χάντρες τον απόηχο του ρολογιού αυτό το βράδυ που αργούσε να ξημερώσει. Το είχε κλεισμένο σ’ ένα βελούδινο κουτί αφότου ο Ανέστης του το είχε κάνει δώρο, έτσι για να γελάσουν, αφού ήξερε καλά πως στον Αλέξανδρο αυτό το σύμβολο του ανατολίτικου ανδρισμού προκαλούσε ευθυμία. Εκείνος στην αρχή το άφησε να διακοσμεί το κομοδίνο κι έπειτα το έκλεισε στο κουτί του και το απόθεσε στα σπλάχνα ενός συρταριού όπου έκρυβε κι άλλα αγαπημένα αλλά άχρηστα δώρα του φίλου του. Έναν αναπτήρα που του είχε αγοράσει ενώ δεν κάπνιζε, ένα δαχτυλίδι με το μονόγραμμά του ενώ απεχθανόταν τα κοσμήματα κι ένα χειροποίητο πλεούμενο σε μέγεθος παλάμης καμωμένο από ξύλα κανέλας, που άφηναν στο συρτάρι ένα πικρόγλυκο άρωμα. Μόνο το χρυσόψαρο που του είχε αγοράσει από ένα πανηγύρι προς τιμήν κάποιου αγίου βρισκόταν σε περίοπτη θέση στον πάγκο της κουζίνας και έκοβε τα σουλάτσα του αμέριμνο μέσα στη γυάλα, δίχως να αντιλαμβάνεται την ταραχή του αφεντικού του. Αυτή τη νύχτα ο Αλέξανδρος ζήλευε αυτό το πλάσμα που είχε την ικανότητα να αποβάλλει τη θύμηση κάθε στιγμής σαν να μην την έζησε ποτέ. Θα ήθελε να του μοιάζει, ειδικά απόψε που οι μνήμες τού έσκιζαν το στήθος.

Περασμένα μεσάνυχτα και ο Ανέστης συνέχισε να αγνοείται, ενώ η σιωπή του κινητού επιβεβαίωνε το κακό προαίσθημα του Αλέξανδρου πως δεν θα ξαναγύριζε. Κρατώντας το κομπολόι στα δάχτυλά του, αναπολούσε άλλοτε τις στιγμές που είχαν περάσει μαζί και άλλοτε σκαρφάλωναν ως τα χείλη του βλαστήμιες που ουδέποτε είχε ξεστομίσει, όσο αδυνατούσε να βρει μια εύλογη εξήγηση γι’ αυτή την εγκατάλειψη. Όσο μυστικοπαθής ήταν ο Ανέστης, τόσο διάφανος ήταν ο Αλέξανδρος, που δεν κλείδωνε ποτέ τα συρτάρια του, αφήνοντας σε κοινή θέα ό,τι τον αφορούσε. Γι’ αυτό παρεξηγιόταν με τη μυστικοπάθεια του Ανέστη, θεωρώντας ύποπτη μια τέτοια συμπεριφορά μεταξύ δύο ανθρώπων που υποτίθεται πως δένονταν με μια σχέση δυνατής συντροφικότητας. Μα όσο περνούσε ο καιρός και ο Ανέστης τού πρόσφερε τα εχέγγυα της αφοσίωσής του, χαλάρωνε και ο Αλέξανδρος, αρχίζοντας να θεωρεί αμελητέα την παραχώρηση των κλειδωμένων συρταριών του συντρόφου του. Μα εκείνη τη νύχτα, καθώς οι χάντρες του κομπολογιού του συντονίζονταν με τους χτύπους του ρολογιού και τα δάχτυλα του Αλέξανδρου αναζητούσαν πάνω στις χάντρες την αύρα της αφής του Ανέστη, η αγωνία τον ωθούσε σε μια πράξη αδιακρισίας. Κόντευε να ξημερώσει όταν αποφάσισε να δράσει. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και βημάτισε αργά ως

το έπιπλο που διπλοκλείδωνε ο απών. Το τηλέφωνο ήταν ακόμη βουβό και ο βόμβος της μπαταρίας πότε πότε τον ενημέρωνε πως σωνόταν. Κουρασμένος από την αναμονή της λύτρωσης που θα του χάριζε μια κλήση του Ανέστη, άφηνε την μπαταρία να… ξεψυχήσει, για να βρει την ησυχία του μέσα στην οριστική σίγαση του τηλεφώνου. Το ενδεχόμενο της προδοσίας κέρδιζε ολοένα έδαφος στο μυαλό του, κάνοντας ακόμα πιο μαρτυρική την αϋπνία του άντρα, αφού η καρδιά του είχε βαλθεί να μεταπείσει το μυαλό του αναχαιτίζοντας κάθε υποψία που ξεπηδούσε από τη σκέψη του. «Αποκλείεται να με προδώσει…» επαναλάμβανε σαν ξόρκι κάθε φορά που ο Ανέστης δεχόταν επίθεση από το κατηγορητήριο της ψυχρής λογικής. Το έπιπλο που είχε βάλει στο μάτι ο Αλέξανδρος ήταν αγορασμένο από κάποιο παλαιοπωλείο της Αθήνας, με μια περίτεχνη μαρκετερί στο φαρδύ ντουλάπι του που απεικόνιζε άνθη λωτού. Η διψασμένη περιέργειά του τον προκαλούσε συχνά να φλερτάρει με το κρυφό περιεχόμενο του ντουλαπιού, μα, ξέροντας πως θα άναβαν τα αίματα με τον φίλο του σε περίπτωση που τον τσάκωνε να παραβιάζει τα μυστικά του, δεν τολμούσε να προχωρήσει σε τέτοιο εγχείρημα. Απέφευγε να πλησιάσει το έπιπλο σε απόσταση μικρότερη από ένα μέτρο, όπως ένας ευερέθιστος άντρας αποφεύγει να ακουμπήσει γυναίκα ξέροντας τι θα μπορούσε

να του συμβεί. Με χέρια που απέκτησαν πρωτόγνωρη δύναμη από την απόγνωση που τον θέριζε για την εξαφάνιση του Ανέστη, ο Αλέξανδρος αυτό το βράδυ τόλμησε να σπάσει την κλειδαριά με ένα μαχαίρι. Η πόρτα άνοιξε διάπλατα και ο άντρας βρέθηκε αντιμέτωπος μ’ ένα συνονθύλευμα πραγμάτων και χαρτιών, μ’ ένα μαυσωλείο δηλαδή ασύνδετων αναμνήσεων του εξαφανισμένου. Αυτός ο θησαυρός από μυστικά θα απασχολούσε καλύτερα το μυαλό του από το κομπολόι και ίσως του αποκάλυπτε κάτι που θα του έλυνε τον γρίφο της ξαφνικής απουσίας. Πήρε στην αγκαλιά του το περιεχόμενο του ντουλαπιού κι έπειτα το άπλωσε πάνω στο κρεβάτι, αρχίζοντας να ξεχωρίζει τα μικροαντικείμενα από τα χαρτιά, ώσπου κατέληξε να ορθώσει δύο λοφίσκους πάνω στα σεντόνια. Κορδέλες ζαχαροπλαστείου, κουμπιά από παλιά σακάκια, μια ασημένια δαχτυλήθρα, ένας χρυσός σταυρός, μια Βίβλος με τσακισμένες κάποιες σελίδες, μια χτένα από ελεφαντόδοντο αγορασμένη από το ταξίδι τους στο Ντουμπάι, μια γομολάστιχα σε σχήμα φαλλού, παλιομοδίτικα μανικετόκουμπα, ένα γλειφιτζούρι που έφερε από την Ντίσνεϊλαντ εκείνος όταν την είχε επισκεφτεί επ’ ευκαιρία ενός επαγγελματικού ταξιδιού, μια φωτογραφία της μάνας του, ένα κουβάρι ροζ μαλλί, ατάκτως ερριμμένες συσκευασίες με προφυλακτικά, με τα οποία ο Ανέστης είχε μια

εκνευριστική εμμονή τον τελευταίο καιρό, που έκανε τον Αλέξανδρο μπαρούτι κάποιες φορές νομίζοντας πως δεν του είχε εμπιστοσύνη. Εντόπισε κι άλλα εκ πρώτης όψεως ασήμαντα και ασύνδετα μικροπράγματα, ετερόκλητες μνήμες του Ανέστη, ελιξίρια αναπολήσεων που πρόδιδαν την ανάγκη του να παραμένει δεμένος με άψυχα πράγματα, όπως ένα φυτό έχει ανάγκη το χώμα για να μπορεί να τραφεί. Ο Αλέξανδρος αδυνατούσε, βέβαια, να αποκωδικοποιήσει τις αναμνήσεις του φίλου του και να βρει κάποιους αρμούς ανάμεσα σε τούτη τη χορεία αντικειμένων, όμως ευελπιστούσε πως τα χαρτιά που ήταν τώρα απλωμένα στο κρεβάτι τους, έτοιμα για την εξονυχιστική ανάκρισή του, θα έλυναν επιτέλους τη σιωπή τους. Αποδείξεις λογαριασμών, λίστες σούπερ μάρκετ, χαρτιά προτεραιότητας σε τράπεζες, αποδείξεις φαρμάκων αποτέλεσαν τον δεύτερο χείμαρρο πληροφόρησης, ώσπου ανάμεσα στη στοίβα των χαρτιών έπεσε το μάτι του πάνω στα ιερογλυφικά μιας φαρμακευτικής συνταγής. Στάθηκε αδύνατο να βγάλει τα γράμματα, που ούτως ή άλλως δεν θα του έλεγαν κάτι, ωστόσο η ημερομηνία ήταν πρόσφατη κι αυτό τον έβαλε σε σκέψη, καθώς ο Ανέστης δεν του είχε αναφέρει τίποτε για ιατρικές εξετάσεις και φάρμακα, παρά τη δική του παραίνεση να αναζητήσει την αιτία του επίμονου πυρετού. Αφού η έρευνα στο σύνολό της απέβη άκαρπη, και ο

Αλέξανδρος ξαναστρίμωξε φύρδην μίγδην τα αντικείμενα πίσω στο χάος του ντουλαπιού, ξάπλωσε εξουθενωμένος στα μαξιλάρια με μια ταχυκαρδία να του υπενθυμίζει τον λόγο της νυχτερινής του αγωνίας: κανένα ακόμη σημάδι ζωής από τον Ανέστη… Παρότι πάλευε να κρατήσει ανοιχτά τα μάτια του, νικήθηκε από την κούραση και το άστατο χτυποκάρδι του απαίτησε ένα διάλειμμα ύπνου. Τα βλέφαρά του αντιστάθηκαν σθεναρά, μα εντέλει τον πήρε ο ύπνος τόσο όσο χρειαζόταν για να ανακτήσει λίγες δυνάμεις, προφταίνοντας ωστόσο να ονειρευτεί. Ο νους του γύρισε πίσω στον χρόνο ή ο χρόνος ο αλλοτινός επεδίωξε να ανταμώσει τον Αλέξανδρο στην άχρονη διάσταση του ονείρου του, έχοντας μια αποστολή να εκτελέσει. Σ’ αυτό τον τόπο όπου συναντιόταν το αληθινό παρελθόν και το ονειρικό παρόν του ο Αλέξανδρος-ενήλικας γύρευε να ανταμώσει τον Αλέξανδρο-παιδί. Έπρεπε επειγόντως να μιλήσουν οι δυο τους καθισμένοι σ’ εκείνο το πέτρινο πεζούλι όπου καθόταν ως αμούστακο παλικάρι ακόμη, κρύβοντας ασυναίσθητα σε ζωγραφιές όσα φοβόταν να ομολογήσει με λέξεις. Σκηνικό του ονείρου η Μάνη. Μες στον ύπνο του περνοδιάβαινε τα σοκάκια ανάμεσα στα πετρόχτιστα χαμηλά σπίτια με τις πολεμίστρες-παράθυρα έχοντας τη σκέψη βυθισμένη σε αναμνήσεις που ξυπνούσαν τη χαμένη του

παιδικότητα. Ένιωθε το βλέμμα του άδειο, πεινασμένο για εικόνες της τρυφερής εφηβείας του, τότε που ακόμη το μυστικό του ήταν καλά προφυλαγμένο μέσα στα ασφυκτικά προσχήματα του τόπου και μέσα στη φειδώ των λέξεων που έμαθε από νωρίς ο ίδιος ευλαβικά να τηρεί. Σ’ εκείνο το σημείο της Μάνης διασταυρώθηκαν οι δύο χρόνοι και οι δύο εαυτοί του, φέρνοντάς τον αντιμέτωπο με τη σεξουαλική ταυτότητα της σάρκας του. Συνέχισε να βαδίζει ντυμένος μ’ έναν μαύρο χιτώνα, σαν χορευτής τραγωδίας, με προορισμό το πέτρινο πεζούλι όπου καθόταν παλιά και ζωγράφιζε. Από την αντίθετη κατεύθυνση ερχόταν η μάνα του, ντυμένη στα μαύρα κι αυτή, όπως θυμόταν πάντα τη στεγνή ψηλόλιγνη φιγούρα της. Τάχυνε το βήμα του για να την πλησιάσει, έχοντας άθικτο στη μνήμη του το άγγιγμά της παρά τη στάχτη του χρόνου που θολώνει συνήθως τις αναμνήσεις. Πάνω που έκανε να αγγίξει τα μαλλιά της μάνας, που είχαν ασπρίσει πια, του έκανε εκείνη νόημα σηκώνοντας τα φρύδια να πάρει το χέρι του, δείχνοντας πως ακόμη του αρνιόταν τη συγχώρεση επειδή ο Αλέξανδρος διάλεξε να είναι ο εαυτός του. «Πρέπει να γιατρευτείς ή να πεθάνεις» επανέλαβε εκείνη στον ύπνο του τα λόγια που του είχε πει και τότε, λίγο προτού ανέβει ο Αλέξανδρος στο λεωφορείο για την Αθήνα και διακόψουν έκτοτε κάθε επικοινωνία. Έπειτα από αυτή την

κουβέντα, η μάνα χάθηκε από τα μάτια του και ο Αλέξανδρος κάθισε στο πεζούλι έξω από το πέτρινο σπίτι τους με τα κόκκινα παράθυρα ζωγραφίζοντας ένα μαύρο λουλούδι, που άρχισε να σαλεύει σαν στοιχειωμένο και να βγάζει αγκάθια. Αγκάθια αληθινά και όχι χάρτινα, που μάτωσαν τα δάχτυλα του Αλέξανδρου. Κοιτώντας έντρομος το αίμα να στάζει από τα χέρια του, είδε μπροστά του ξαφνικά τον Ανέστη να του αρπάζει από το χέρια το χάρτινο σαρκοβόρο λουλούδι κι έπειτα να σκύβει και να του φιλάει τις πληγές για να τους πάρει τον πόνο. Με τη γλύκα ετούτου του φιλιού ξύπνησε ο Αλέξανδρος, διαγράφοντας μια και καλή από το μυαλό του το ενδεχόμενο της προδοσίας. Αν και εξαντλημένος, σηκώθηκε πριν χαράξει και σύρθηκε ως την κουζίνα για να βάλει το μπρίκι στη φωτιά, παίρνοντας μαζί του μια φωτογραφία του Ανέστη. Την έστησε απέναντι στο φλιτζάνι του για να έχει την ψευδαίσθηση πως ήπιαν, όπως πάντα, μαζί τον καφέ τους. «Θα ’ρθει…» μονολόγησε με σιγουριά, φυσώντας τις φουσκάλες που κολυμπούσαν στο καϊμάκι, και οπλίστηκε με θάρρος, τολμώντας να φορτίσει το ανενεργό τηλέφωνό του και να περιμένει κάποια είδηση.

Βαρύ γλυκό παράγγειλε ο Ανέστης τον καφέ του αξημέρωτα

σ’ ένα καφενεδάκι κοντά στο ξενοδοχείο, που άνοιγε ευτυχώς από νωρίς για όσους ξεκινούσαν για το μεροκάματο πριν ακόμη χαράξει. Ωστόσο, αν και ο καφές του ήταν πετιμέζι, η γεύση στο στόμα του ήταν φαρμάκι από όσα του είχαν συμβεί την προηγούμενη νύχτα. Σηκώνοντας με τρεμάμενο χέρι το φλιτζάνι, αισθανόταν τους βολβούς των ματιών του να έχουν πάρει φωτιά κι ένα ανάμεικτο συναίσθημα από οργή, παράπονο και αηδία υποδαύλιζε ασταμάτητα την κακή του διάθεση. Το πέτρινο σπίτι με τα κόκκινα παράθυρα το είχε εντοπίσει με σχετική ευκολία τριγυρίζοντας στα στενά δρομάκια του Γερολιμένα, μα όση ώρα έκανε να το βρει, άλλη τόση χρειάστηκε για να οπλιστεί με το αναγκαίο κουράγιο για να διανύσει τη λίγη απόσταση που τον χώριζε από το κατώφλι και να χτυπήσει την πόρτα. Όταν κατάφερε να αυτοκυριαρχηθεί και να κρούσει το ρόπτρο, η καρδιά του κόντευε να εκραγεί από το καρδιοχτύπι. Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα ώσπου να εμφανιστεί στο κατώφλι μια νεαρή γυναίκα, της οποίας η ομοιότητα με τον Αλέξανδρο του προκάλεσε ρίγη. Φαινόταν μεγαλύτερη από κείνον, μα το κοίταγμά της είχε την ίδια αμεσότητα και την ίδια δύναμη που είχε και το δικό του, το ζυμωμένο με σκληρές εμπειρίες. Βλέμμα κοφτερό σαν φαλτσέτα. Μάτωσε η ψυχή του στη θέα αυτών των ματιών, νομίζοντας πως αντίκριζε ξανά τον Αλέξανδρο, που σίγουρα θα του ήταν

θυμωμένος. Όχι σιωπή…, του είχε γυρέψει, και ήταν ήδη επίορκος για έναν λόγο που του ήταν αδύνατο να του φανερώσει. Τα συμμετρικά χαρακτηριστικά της, σμιλεμένα αρμονικά στο οβάλ πρόσωπό της, της χάριζαν μια αναγεννησιακή γοητεία που συναγωνιζόταν επάξια το παρουσιαστικό του αδερφού της. «Πρέπει να είσαι η Βενετία» κατάφερε να θυμηθεί μες στη σύγχυσή του το όνομα της αδερφής του Αλέξανδρου, ανακαλώντας αυθόρμητα στον νου του τις ιστορίες που του είχε εκείνος διηγηθεί από την παιδική τους ηλικία. «Δεν σας έχω ξαναδεί» του απάντησε η γυναίκα, δείχνοντας μια δυσπιστία σε όσα της έλεγε ο ξενομερίτης. Για να του δώσει το χέρι της, φυσικά, ούτε λόγος. Πίσω από τη μισάνοιχτη πόρτα από την οποία ξεπετιόταν το κεφάλι της έδειχνε αλαφιασμένη, προφανώς από την απομόνωση που είχε υποστεί με το που έφυγε ο Αλέξανδρος από τον τόπο του. Οι δύο γυναίκες –μητέρα και αδερφή– έμειναν πίσω, αναγκασμένες να απολογούνται «διά τον έκλυτον βίον του ασώτου τέκνου της οικογενείας», όπως διακήρυττε ο παπάς, που τύχαινε να είναι και συγγενής τους. Γιατί ο Αλέξανδρος, ενώ θα μπορούσε να φύγει στην Αθήνα με πρόσχημα τις σπουδές του στη ζωγραφική, αν και η μητέρα του θα ήθελε να αναλάβει το συνεργείο του αποθανόντος πρόωρα πατρός, προτίμησε να πει την αλήθεια

σε μάνα, αδερφή και θείο –τον παπά δηλαδή–, που αυτοχρίστηκε προστάτης και ηθικός σωτήρας της οικογένειας. Παραδέχτηκε λοιπόν τη σοκαριστική του ιδιαιτερότητα με δηκτική παρρησία στο οικογενειακό τραπέζι για τα σαράντα του αειμνήστου πατέρα, θέλοντας να εκδικηθεί τον νεκρό για ένα άδικο σκαμπίλι που του έδωσε λίγο πριν το τέλος. Γιατί ο πατέρας έβλεπε τον ανδρισμό του γιου του να δίνει μάχη με την έμφυτη θηλυπρέπεια των κινήσεων, της φωνής, που έκανε κάποια ύποπτα τσαλίμια, και της ψυχής, που αδιαφορούσε για όσα εξάπτουν τις εφηβικές ορμές των αρσενικών, και οι υποψίες τον έζωναν σαν φίδια. Το ποτήρι ξεχείλισε όταν κάτω από το στρώμα του Αλέξανδρου ανακάλυψε ένα περιοδικό της αδερφής του που είχε στο εξώφυλλο έναν γυμνόστηθο τραγουδιστή. Αντί να βρει κάτι πικάντικο που θα πιστοποιούσε την εκκολαπτόμενη αρρενωπότητα του γιου του, ετούτο το ανάρμοστο για έναν γνήσιο άντρα θέαμα όπλισε αυθόρμητα το χέρι του για το χαστούκι. Άναψε και κόρωσε ο συγχωρεμένος, και ίσως από αυτό να του ήρθε η προειδοποιητική συμφόρηση πριν από την οριστική. «Όχι συγχύσεις» ήταν η υπόδειξη του γιατρού, μα στα νεύρα του πατέρα σχοινοβατούσε ο τρόμος που του προκαλούσε το απευκταίο ενδεχόμενο.

Ανάμεσα στην πρώτη και στη δεύτερη συμφόρηση ήταν που άρπαξε από τον γιακά ένα βράδυ τον Αλέξανδρο και τον έσυρε ως τα σκαλιά της μαντάμ Zωζώς σ’ ένα χαμόσπιτο έξω από το χωριό, μ’ ένα απαλό κόκκινο φως στην πόρτα, επιχειρώντας να τον κάνει με το ζόρι άντρα. Περίμενε απέξω ο πατέρας να μάθει την επίδοση του γιου, λες και θα έπαιρνε βαθμούς στο σχολείο. Όμως ο Αλέξανδρος δεν δέχτηκε ούτε τα ρούχα του να βγάλει στο καμαράκι της Ζωζώς, παρά τις όποιες γαλιφιές της έμπειρης σ’ αυτά τα θέματα γυναίκας και παρά τα στήθη και τις καμπύλες που λικνίστηκαν αμέτρητες φορές μπρος στα μάτια του για να τον ερεθίσουν. Το κορμί του επέδειξε παγερή αδιαφορία για τη σάρκα του φημισμένου στα μέρη της θηλυκού που είχε καταφέρει να κατακτήσει και τους πιο έμπειρους άντρες, ικανοποιώντας τους κάθε ιδιοτροπία. Τι να κάνει κι εκείνη, βγήκε και ενημέρωσε τον πατέρα με κουμπωμένες κουβέντες. Του εξήγησε πως κάποια παιδιά θέλουν τον χρόνο τους και πως δεν είναι όλα τα δάχτυλα ίδια και πως η φύση κάποιες φορές δίνει σε κάποιους αλλιώτικες ορέξεις από τις αναμενόμενες, κι άλλα παρόμοια που στον πατέρα μαρτυρούσαν μονάχα ένα πράγμα: ο μικρός δεν τα είχε καταφέρει για έναν λόγο που επιβεβαιώθηκε από την ειδικό, παρά τη διακριτική διατύπωση μιας αλήθειας που αποτέλεσε θανάσιμο εντέλει πλήγμα στο γόητρο του πατέρα. Αμίλητοι επέστρεψαν στο σπίτι και πριν ξημερωθεί ο

πατέρας έπαθε και τη δεύτερη συμφόρηση. Τον βρήκε η μάνα με τα μάτια γουρλωμένα να κοιτάζει το ταβάνι, με τον μορφασμό της φρίκης για την αποτυχία του γιου παγωμένο στην όψη του. Κομματιάστηκε το παιδί από το συμβάν και η ψυχή του ανέλαβε την ευθύνη για ό,τι συνέβη. Κόντεψαν να πνιγούν οι συνδαιτυμόνες στο τραπέζι του συχώριου όταν ο Αλέξανδρος ομολόγησε την αλήθεια δίχως δισταγμό. Ο παπάς σταυροκοπιόταν ψιθυρίζοντας ένα ποτ πουρί από φράσεις του Ευαγγελίου για τα Σόδομα και Γόμορα, κι έπειτα αποχώρησαν σοκαρισμένοι όλοι, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την προσβολή της μνήμης του αποβιώσαντος. Όταν άδειασε το σπίτι, η Βενετία είχε λουφάξει σαν φοβισμένο κουτάβι στον καναπέ και περίμενε την έκρηξη της Σεβαστής. Η μάνα, που ξέμεινε από τότε μαυροντυμένη, σύμφωνα με τις συνήθειες του τόπου της, λες και τα μαύρα έγιναν ένα με το δέρμα της, δεν του έβαλε παραδόξως τις φωνές. Θες η ξαφνική ομολογία, θες το πένθος για την αιφνίδια φυγή του συγχωρεμένου, γύρεψε πρώτα ένα ηρεμιστικό από το συρτάρι του μπουφέ κι έπειτα κατευθύνθηκε στην κάμαρα του Αλέξανδρου. Στη σάλα ακούγονταν τα πνιχτά δάκρυα της Βενετίας, που ψυχανεμιζόταν τι έκανε στο δωμάτιο του αδερφού της η μάνα τους. Δίχως να βγάλει μιλιά, η Σεβαστή άδειαζε από την

ντουλάπα μες στη βαλίτσα ό,τι έβρισκε μπροστά της κι έπειτα, αμίλητη πάντα, έσυρε την αποσκευή ως τη σάλα, όπου κάθονταν στα παιδιά αντίκρυ στα λερωμένα πιάτα και τα ποτήρια του συχώριου. Την απόθεσε αποφασισμένα μπροστά στα πόδια του Αλέξανδρου και με βλέμμα πιο κρύο και από τον θάνατο του έδωσε το τελεσίγραφό της: «Πρέπει να γιατρευτείς ή να πεθάνεις. Μέχρι τότε δεν θέλω να σε βλέπω στα μάτια μου». Η φράση αυτή αποτέλεσε το χαράτσι που κατέβαλλε αδιάλειπτα η ψυχή του Αλέξανδρου για την ερωτική επιλογή του. Πληγωνόταν θανάσιμα όσο διαπίστωνε προς μεγάλη του έκπληξη πως ένα από τα πράγματα που δεν του ανήκαν σ’ αυτό τον κόσμο ήταν το ίδιο του το σώμα. Υπέκυψε ωστόσο σ’ αυτή την άδικη τάξη πραγμάτων και το ίδιο βράδυ που του έθεσε το δίλημμα η μάνα έσφιξε τα δόντια κι έτρεξε πάλι ως το σπιτικό της μαντάμ Ζωζώς, παλεύοντας να γίνει με το ζόρι ο γιος που απαιτούσαν οι δυσμενείς περιστάσεις. Πέρασε τη νύχτα του στην αγκαλιά της γυναίκας συζητώντας το πρόβλημά του, για να τον βρει το ξημέρωμα απαλλαγμένο από τις άδικες ενοχές. Το κορμί του στάθηκε ανέφικτο να… αλλαξοπιστήσει, κάτι που η Ζωζώ το γνώριζε εξαρχής, μα η καρδιά του ξαλάφρωσε έπειτα από την υπόδειξη της γυναίκας. Από την πείρα της ήξερε πως κάτω από τη σάρκα του Αλέξανδρου κατοικούσε μια φοβισμένη γυναίκα, που, όσο θα συνέχιζε να μένει κρυμμένη και άφωνη

μέσα του, θα τον στοίχειωνε και θα τρεφόταν σαν βρικόλακας από την ψυχή του. «Να φύγεις. Εδώ ο τόπος δεν σηκώνει τους “αλλιώτικους”… Όποιον διαφέρει τον βγάζουν στην άκρη, όπως το κύμα ξεβράζει τα σκουπίδια» του είχε πει χαρακτηριστικά, και η θαλπωρή που του χάρισε τον έκανε να σκύψει φεύγοντας και να της δώσει ένα φευγαλέο φιλί στα χείλη. «Αν μπορούσα να ερωτευτώ γυναίκα, εσένα θα διάλεγα. Είμαι σίγουρος» της είπε κι εκείνη αντάμειψε την κουβέντα του και δεν πληρώθηκε για τη νύχτα που του είχε αφιερώσει. Είχε γυρίσει στο σπίτι ξαλαφρωμένος, έχοντας πάρει μια απόφαση. Η μάνα τον περίμενε μπροστά στο τζάκι με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Η Βενετία ακόμη στον καναπέ. Λες και δεν είχε περάσει λεπτό από την ώρα που είχε βροντήξει την πόρτα πίσω του τρέχοντας στα σκοτεινά σαν καταραμένος. Έπειτα, μάνα και κόρη τον είδαν να παίρνει τη βαλίτσα· να σκύβει να φιλήσει τη μάνα, που έστρεψε το πρόσωπο αλλού· να σκύβει να φιλήσει την αδερφή, που του φέρθηκε όπως και η μάνα, αφού το βλέμμα της Σεβαστής την απείλησε με βαριά τιμωρία αν τολμούσε να του ανταποδώσει το φιλί.

«Να γιατρευτείς ή να πεθάνεις. Ακούς τι μου είπε, Ανέστη;»

είχε εκμυστηρευτεί το ιστορικό της οικογενειακής αποπομπής του στον φίλο του ένα βράδυ που είχαν διάθεση να σκαλίσουν και οι δυο τα περασμένα μα διόλου ξεχασμένα της ζωής τους. «Κι από τότε παλεύω να βρω το φταίξιμό μου, και το μόνο που εντοπίζω είναι το ψέμα που αρνήθηκα να πω».

Στο άκουσμα του ονόματος του Αλέξανδρου, η Βενετία έδειξε να λυγίζει. Το έφερε βαρέως προφανώς εκείνο το αποχαιρετιστήριο φιλί που είχε αρνηθεί στον αδερφό της, κι όσο δεν είχε νέα από κείνον έβαζε με τον νου της τα χειρότερα. Ήταν και η μάνα, που δεν τον μνημόνευε ποτέ, σαν να μην τον γέννησαν τα σπλάχνα της, δίνοντας την εντύπωση πως τον προτιμούσε πεθαμένο παρά ζωντανό όσο αρνιόταν να στριμώξει την ψυχή και το κορμί του στα προσχήματα του τόπου τους. «Καλύτερα νεκρός…» μονολογούσε πότε πότε κοιτώντας με θολά μάτια έξω από το τζάμι τον κόσμο να διασχίζει το λιθόστρωτο. Μόνον ο γιος της δεν άντεξε και πέταξε από πάνω του την καλύπτρα των προσχημάτων και αφέθηκε γυμνός στη θέα χαιρέκακων ματιών. Του κάκιωνε για την αφελή του αθωότητα. Για το λάθος να είναι ρομαντικός σ’ έναν κόσμο σχεδιασμένο για να εξοντώνει τους «αλλιώτικους»… Αν δεν την είχε ντροπιάσει, ίσως κι εκείνη να υποκρινόταν πως δεν καταλάβαινε και να μπορούσε να

ξεγελάει τον εαυτό της πως όλα πήγαιναν καλά. Κι αν περιοριζόταν να φύγει για την Αθήνα δίχως εκείνο το ξεσπάθωμα στο πένθιμο τραπέζι, όλα θα τα είχε βολεμένα στο χωριό η Σεβαστή και κανείς δεν θα τολμούσε να της πει πικρόχολη κουβέντα. Μα εκείνο το απερίσκεπτο θράσος να ρίξει μόνος του το σπίρτο σε όσα ήδη υποπτεύονταν οι άλλοι έκανε στάχτη την περηφάνια που η μάνα έχτιζε με σιωπή, υποταγή, πόνο και δάκρυ μια ολόκληρη ζωή. Ούτε που πήγαινε το μυαλό της πως το παιδί της μια χαρά τα είχε καταφέρει στην πρωτεύουσα, με δουλειά εξαιρετική χάρη στο ταλέντο του, δικό του σπίτι και άνθρωπο στο πλάι του που τον νοιαζόταν και μοιραζόταν μαζί του τις χαρές και τις λύπες. Ιδιαίτερα το τελευταίο το απέρριπτε ως ενδεχόμενο, αφού τούτο θα σήμαινε πως το λάθος θα ήταν δικό της, και η μάνα ήταν αδύνατο να αναλάβει την ευθύνη γι’ αυτό το σφάλμα. «Ήρθα στα μέρη σας να βρω την κυρία Σεβαστή Πετράκου» άρθρωσε δυνατά και καθαρά το όνομα ο Ανέστης. Άφησε κατά μέρος την οικειότητα που είχε εκδηλώσει στην αρχή μόλις διαπίστωσε πως η Βενετία κουμπώθηκε σαν άκουσε το όνομα του αδερφού της και υιοθέτησε εκείνη την τυπικότητα που θα του ήταν χρήσιμη για τη συζήτηση που ευελπιστούσε να ακολουθήσει. «Βενετία, ποιος είναι;» ακούστηκε από μέσα η φωνή μιας αναμφίβολα ηλικιωμένης γυναίκας κι έπειτα ο Ανέστης

αφουγκράστηκε τον ήχο του μπαστουνιού της όσο εκείνη κινιόταν προς την πόρτα. «Είμαι ένας φίλος του γιου σας. Δεν με ξέρετε» πετάχτηκε θαρρετά εκείνος μόλις η γυναίκα ξεπρόβαλε στο κατώφλι παραμερίζοντας την κόρη της. Ο Ανέστης αναγνώρισε αμέσως τη μάνα του φίλου του παρά τη γερασμένη της εικόνα, που διέφερε πολύ από τη φωτογραφία που του είχε δείξει ο Αλέξανδρος. Πρέπει να είχε υποστεί κάποιο είδος παράλυσης, που άφησε στο ένα χέρι της κινητικό ελάττωμα. Κρεμόταν σαν κούτσουρο το ένα άκρο, ενώ με το άλλο στηριζόταν στο μπαστούνι με όση δύναμη διέθετε εκείνο το ετοιμόρροπο σαρκίο. Ο Ανέστης σάρωσε με τα μάτια τη μορφή της γυναίκας, που δεν ταίριαζε καθόλου με τα εξήντα πέντε όλα κι όλα χρόνια της ηλικίας της βάσει των όσων του είχε αναφέρει ο φίλος του. Εξάλλου, κάθε τρεις του Μάη, που εκείνη είχε γενέθλια, ο Αλέξανδρος φρόντιζε να της στέλνει ανώνυμα ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα, κάνοντας την παραγγελία σ’ ένα ανθοπωλείο της Σπάρτης. Απέτιε απαρέγκλιτα φόρο τιμής στη μητρική της ιδιότητα δίχως να νοιάζεται να της δηλώσει την ταυτότητά του. Του αρκούσε να τη φαντάζεται να παίρνει το μπουκέτο στα χέρια της και για όσο κρατούσε αυτή η στιγμή να διαρκεί και η υποψία της πως ο γιος της ήταν ο άγνωστος αποστολέας. Κι έπειτα την έπλαθε στο μυαλό του μόνη στην κάμαρά της να κρατάει την ανθοδέσμη

αγκαλιά σαν βρέφος, με τη στοργή που στα χρόνια της αθωότητας αγκάλιαζε τον ίδιο. Ο Ανέστης είχε φιλοτεχνήσει στο μυαλό του το πορτρέτο μιας βλοσυρής κοτσονάτης μεσόκοπης απ’ όσα του έλεγε ο φίλος του, μα το πλάσμα που εκείνη την ώρα στεκόταν μπροστά του ήταν το ερείπιο μιας πρόωρα παραιτημένης θηλυκότητας. Όσην ώρα περιεργαζόταν τη μορφή της γυναίκας, κι ενώ της είχε ήδη αναγγείλει πως ήταν φίλος του Αλέξανδρου, η Σεβαστή, αμίλητη και ακίνητη σαν πέτρα, τον έκοβε απ’ τα νύχια ως την κορφή. «Εγώ δεν έχω γιο» του είπε όταν άνοιξε πια τα χείλη της χωρίς ίχνος δισταγμού, κι έπειτα, αδιαφορώντας για το μαντάτο που ίσως της έφερνε, είχε την πρόθεση να κλείσει την πόρτα κατάμουτρα στον ξένο για να μη διαλυθεί η βολική άγνοιά της. Ο Ανέστης δίχως να σαστίσει πρόφτασε να δράσει αστραπιαία, βάζοντας στο άνοιγμα της πόρτας το πόδι του. «Είναι ζήτημα ζωής και θανάτου» της είπε κοφτά. «Αν αυτή τη στιγμή δεν με ακούσετε, ίσως να μετανιώνετε σε όλη σας τη ζωή». Η Σεβαστή συνέχισε ωστόσο να σπρώχνει την πόρτα, αδιαφορώντας για τον πόνο που προκαλούσε στο πόδι του άντρα. Ίσως αυτή η άνιση πάλη να κατέληγε με ήττα του Ανέστη κι ένα κάταγμα της κνήμης του, αν η πάντοτε

υπάκουη Βενετία δεν αποφάσιζε για πρώτη φορά να πάρει την κατάσταση στα χέρια της. «Πάψε επιτέλους, μάνα! Ας ακούσουμε τι ήρθε να μας πει!» την αποπήρε και την έπιασε αγκαζέ για να τη βοηθήσει να επιστρέψει στη γωνιά της, κάνοντας συγχρόνως νόημα με τα μάτια στον Ανέστη να τις ακολουθήσει. Σεβαστή και Ανέστης κάθισαν αντικριστά, σαν δυο εχθροί που είχαν κάτι να μοιράσουν. Η Βενετία πήρε θέση ανάμεσά τους ως διαιτητής των εχθροπραξιών. Ο Ανέστης κάτω από το τραπέζι έπαιζε από αμηχανία με τα κρόσσια του υφαντού τραπεζομάντιλου, ενώ η Βενετία, που τον κέρασε ρακή στα κοντά ποτήρια της γιαγιάς της, κόντεψε να σπάσει την καράφα από την τρεμούλα. Μόνο το παράλυτο χέρι της Σεβαστής αδυνατούσε να εκφράσει τον φόβο που έδενε κόμπο ναυτικό τη γλώσσα της όσο κοιτούσε τον ξένο. «Λοιπόν, πες τι γυρεύεις και τέλειωνε!» τον πρόσταξε με αγένεια, αν και ποτέ η Σεβαστή δεν συνήθιζε να φέρεται έτσι σε ξενομερίτες. Χτύπησε μάλιστα με το γερό της χέρι το μπαστούνι πάνω στο πάτωμα σαν αυτοκράτειρα που απαιτούσε από τον υπήκοο να εκτελέσει την προσταγή της. Παρά την αποκρουστική συμπεριφορά της, ο Ανέστης πρόσεξε μες στην ψύχρα της φωνής της την έγνοια της να μάθει τι είχε απογίνει ο γιος της. Η βιασύνη της ίσως να είχε τελικά ετούτη την αιτία. Ή έτσι του φάνηκε τουλάχιστον όσο παρατηρούσε το σαγόνι της, όπου είχε ξεπεταχτεί μια άγρια

τρίχα σαν αγκάθι. Η γυναίκα βιαζόταν και συνάμα φοβόταν. Πρέπει να είχε αφορίσει τον εαυτό της τώρα στα γεράματα για εκείνη την απαίσια φράση που είχε ξεστομίσει στο παιδί της, του οποίου έκτοτε αγνοούσε τα ίχνη. Ωστόσο, στα ενδιάμεσα χρόνια προτιμούσε να μην ξέρει τι απέγινε. Μπορεί ο Ανέστης να της χαλούσε τη βολική αμφιβολία για τον «βίο και την πολιτεία» του Αλέξανδρου, όπως έλεγε ο παπάςαδερφός στους παροξυσμούς ηθικολογίας που τον έπιαναν κατά καιρούς, όμως ήταν και η μόνη ευκαιρία που είχε δεκαπέντε χρόνια έπειτα από το συμβάν να μάθει τι απέγινε ο γιος της. Τα μάτια της δεν είχαν την αλλοτινή τους αδιαλλαξία. Ο Ανέστης μπορεί να μην ήξερε παλιότερα τη Σεβαστή για να εντοπίσει τη διαφορά, μα όσο ο άντρας έψαχνε τις λέξεις για να αρχίσει όσα σκόπευε να πει, απέναντί του αντίκριζε μια τρωτή γυναίκα που προσπαθούσε να υποκριθεί την ατσάλινη. Ο Ανέστης δεν πτοήθηκε από το απότομο ύφος της Σεβαστής. Αντίθετα, της παρέτεινε την αγωνία έτσι όπως κόμπιαζε ψάχνοντας τις κουβέντες του. «Ονομάζομαι Ανέστης Βλαστός και είμαι ο σύντροφος του γιου σας εδώ και κάποια χρόνια» της είπε δίχως ανάσα κι έπειτα σώπασε για λίγο βλέποντας τη Σεβαστή να κερώνει. Άχνα δεν έβγαλε ωστόσο, περιμένοντας να δει την κατάληξη της κουβέντας που είχε απρόβλεπτο ενδιαφέρον. Στην ατμόσφαιρα απλώθηκε για λίγο μια συμπαγής σιωπή. Κανείς

από τους τρεις δεν τολμούσε να μιλήσει, θέλοντας να διασώσουν λίγο ακόμα την άγνοια που τους προστάτευε από αλήθειες που δεν ήξεραν αν ήθελαν να μάθουν. Παραδόθηκαν στην αμηχανία της στιγμής, ώσπου πήρε την πρωτοβουλία ο Ανέστης να μιλήσει και να μπει στο θέμα. «Η αλήθεια είναι πως δυσκολεύτηκα πολύ να πάρω την απόφαση να σας δω. Το σκεφτόμουν αφότου πρωτογνώρισα τον Αλέξανδρο, μα όταν ο άνθρωπος έχει στη διάθεσή του άπλετο χρόνο, συνήθως αναβάλλει για αργότερα ό,τι δυσάρεστο πρέπει να κάνει. Έτσι λειτουργούσα κι εγώ. Ήθελα να σας γνωρίσω, μα τον φόβο που ένιωθε ο Αλέξανδρος για σας τον είχε μεταδώσει και σ’ εμένα. Σας φοβόμουν χωρίς να σας ξέρω. Και κατά κάποιον τρόπο σας νοιάζομαι σαν να σας ξέρω. Ίσως γιατί ο Αλέξανδρος έχει χαρίσματα κληρονομημένα από σας, κι αυτός είναι ένας καίριος λόγος για να σας σέβομαι αν όχι για να σας αγαπώ» είπε προσπαθώντας να την κατευνάσει και να την πάρει με το μέρος του, προτού την αναστατώσει με όσα σκόπευε να της πει. «Συντόμευε» τον πρόσταξε εκείνη, χτυπώντας άλλη μια φορά το μπαστούνι της και κάνοντας νόημα στη Βενετία να βάλει και στην ίδια ένα ποτήρι ρακή. «Ο γιατρός είπε να μην πίνεις!» της είπε εκείνη ανακτώντας την παλιά συστολή της όταν της μιλούσε. Η Σεβαστή έστρεψε αγριεμένα τη ματιά της προς την κόρη

κι εκείνη τσακίστηκε να εκτελέσει αναντίρρητα την εντολή. Όταν κατέβασε η γυναίκα μονορούφι το πιοτό της, έκανε νόημα στον Ανέστη να προχωρήσει την κουβέντα του. «Η δική μου μάνα, κυρία Σεβαστή, ήταν στο πλευρό μου μέχρι τα τελευταία της. Τη θυμάμαι πάντα να με επιβραβεύει και να με υπερασπίζεται ακόμα κι όταν έκανα σκανταλιές. Κι όταν έμαθε την αλήθεια για μένα, δίχως ποτέ να με ρωτήσει οτιδήποτε, μόνο να προσέχω μου ζήτησε και με άφησε να διαλέξω τη ζωή που θα ζήσω. Γι’ αυτό τη θυμάμαι πάντα με αγάπη και θα την ευγνωμονώ ως τον θάνατό μου. Κι αυτός ο θάνατος κοντοζυγώνει». Δεύτερο κύμα αμηχανίας. Μάνα και κόρη κοιτάχτηκαν τώρα ανήσυχες. Θάνατος, πεθαμένη μάνα, σύντροφος του ξεγραμμένου γιου. Πού να την πήγαινε τη συζήτηση ο ξένος; «Αν ήρθες να μου κάνεις κήρυγμα για τον προκομμένο μου, θέλοντας να με ρίξεις με φτηνά τερτίπια, μη σπαταλάς τα λόγια σου» τον διέκοψε η μάνα, που έσφιξε το γυαλί του ποτηριού μες στο γερό της χέρι. «Κανείς δεν κάνει κήρυγμα σε κανέναν, κυρία Σεβαστή. Δάσκαλοι των ανθρώπων είναι τα λάθη τους. Άλλα διορθώνονται όμως και άλλα δεν έχουν την παραμικρή πιθανότητα να διορθωθούν. Κι εγώ έτυχε να κάνω ένα από αυτά που δεν διορθώνονται κι αισθάνομαι ένοχος που πρέπει να αφήσω ολομόναχο τον γιο σου. Μα απόψε λέμε αλήθειες, μιας κι εγώ δεν έχω πια τον χρόνο να τις αναβάλω για

αργότερα. Οι μελλοθάνατοι συνηθίζουν να ζητούν μια χάρη πριν εκτελεστούν, έτσι δεν είναι; Μια τέτοια χάρη ήρθα κι εγώ να σου γυρέψω απόψε. Κι αφού με ακούσεις, κυρία Σεβαστή, σκέψου καλά και αποφάσισε». Η Σεβαστή είχε αρχίσει να δυσφορεί από τα προκαταρκτικά λόγια του ξένου και τα αινίγματα που ξεπηδούσαν μέσα από τις λέξεις του. Τόσην ώρα η κουβέντα του περιστρεφόταν γύρω από το θέμα της επίσκεψής του, μα ο Ανέστης δεν έλεγε ακόμη να της το ξεφουρνίσει. Το μόνο πράγμα που είχε ήδη μάθει για τον γιο της ήταν πως ζούσε και πως ήταν… ζευγαρωμένος μ’ αυτό τον άντρα, ο οποίος, προτού της φανερώσει την ιδιότητά του, της ήταν μάλλον συμπαθής, παρά την αντίδραση που εκδήλωσε μόλις τον είδε. Έπειτα όμως… Έπειτα, όσο τον κοιτούσε και έβαζε με τον νου της τα ανομολόγητα που έκαναν μεταξύ τους, όπως έλεγε και ο παπάς, της κόπηκε η συμπάθεια μονομιάς, θεωρώντας τον Ανέστη εκμαυλιστή του παιδιού της, όπως μια μάνα πάντα ψάχνει έναν λόγο για να ρίξει σε άλλον την ευθύνη για το παράπτωμα του σπλάχνου της. Θες οι φωτογραφίες των προγόνων ολόγυρα στους τοίχους που έδειχναν σαν να είχαν στήσει αυτί στην κουβέντα, θες επειδή η Σεβαστή ήταν μια αγράμματη γυναίκα, όταν ο Ανέστης της αποκάλυψε τι ήταν αυτό που του συνέβη, ένιωσε σαν να δικαζόταν με δικαστή τη μάνα του Αλέξανδρου και με ενόρκους-φαντάσματα τους

κορνιζαρισμένους παππούδες. «Δεν θα ερχόμουν ποτέ να σας βρω, αν αυτό το χαρτί» της είπε βγάζοντας τη γνωμάτευση του γιατρού από την τσέπη του «δεν μου έδινε ελάχιστη διορία. Αποδώ και πέρα θα ξεφτίζει η ζωή μου κάθε μέρα. Ήδη το κακό έχει ξεκινήσει. Η αρρώστια βιαζόταν και το σώμα μου διανύει πια το τρίτο στάδιο της ασθένειας που με έχει χτυπήσει. Αν το μάθει ο Αλέξανδρος, θα καταλάβει αμέσως πως, για να μου συμβεί αυτό το κακό που αναπόφευκτα θα μας χωρίσει, τον έχω προδώσει. Και είναι αλήθεια ότι τον πρόδωσα μία φορά. Μία μόνο απρόσεκτη φορά, κυρία Σεβαστή, και συντρίμμια όλα. Μόνο που ξέρω καλά πως, αν μάθει ο Αλέξανδρος την αλήθεια, θα πεθάνει απ’ τη στενοχώρια του πριν από μένα. Κι αν του τη φανερώσω εγώ, είμαι σίγουρος πως θα σταθεί ως το τέλος στο πλάι μου, μα κάτι τέτοιο δεν του αξίζει έπειτα απ’ αυτό που συνέβη». «Τέλειωνε επιτέλους!» τον πρόσταξε η Σεβαστή γουρλώνοντας σαν δράκος τα μάτια όσο ο Ανέστης συνέχιζε την καθυστέρηση της αποκάλυψης. Η υπομονή της είχε εξαντληθεί όσο αυτός εξιστορούσε το δράμα του δίχως να λέει λέξη για τον γιο της. «Όσα χρόνια γύρισες στον γιο σου την πλάτη» της είπε τότε κι εκείνος απότομα «στάθηκα εγώ σύντροφος και μάνα και πατέρας και αδερφός του» σαΐτεψε διαγώνια με τα μάτια και τη Βενετία, που, όπως πάντα, είχε λουφάξει δίχως να

παρεμβαίνει στην κουβέντα. «Εγώ ήμουν δίπλα του όποτε τον έπιανε το παράπονο για τον διωγμό του απ’ την αγάπη σου και για την αμετανόητη σιωπή σου. Αυτός ήταν που σου έστελνε λουλούδια κάθε Μάη μόνο και μόνο για να νιώθει πως με την ανωνυμία της αγάπης του μπορούσε ακόμη να σε προσεγγίσει. Μα σε λίγο καιρό δεν θα υπάρχω εγώ, και προτιμώ να εξαφανιστώ δίχως να του πω πόσο λυπάμαι γι’ αυτό που συνέβη, γιατί η συγγνώμη μοιάζει ανεπαρκής και μάταιη σε τέτοιες περιπτώσεις. Γι’ αυτό το μόνο που θέλω από σένα είναι να τον στηρίξεις επιτέλους στα δύσκολα. Τρέμω στην ιδέα να μείνει ολομόναχος τώρα που θα εξαφανιστώ απ’ τη ζωή του. Βάλε το μυαλό και την ψυχή σου να δουλέψουν και αποφάσισε. Τον σκότωσες κάποτε. Τώρα έχεις τη δύναμη να τον αναστήσεις». Είπε τα λόγια του απνευστί. Δεν περίμενε απάντηση. Πρόσεξε ωστόσο δυο αποξηραμένες ανθοδέσμες με τρια​ντάφυλλα ακουμπισμένες στον μπουφέ. Είδε τη Σεβαστή συλλογισμένη να μουρμουρίζει κάτι ακατάληπτο και το γερό της χέρι να μην έχει τη δύναμη να χτυπήσει νευρικά το μπαστούνι. Σηκώθηκε, αφού άφησε τη διεύθυνση και το τηλέφωνο του Αλέξανδρου πάνω στο τραπέζι, και, δίχως να περιμένει να τον συνοδεύσουν ως έξω, βημάτισε ως το κατώφλι του σπιτιού και έκλεισε όσο αθόρυβα γινόταν την πόρτα πίσω του. Δεν είδε τα αίματα που έτρεχαν από το γερό χέρι της Σεβαστής όταν μπήκαν στη χούφτα της τα γυαλιά

από το ποτήρι της ρακής καθώς το έσπασε άθελά της από το σφίξιμο. Επέστρεψε στο ξενοδοχείο, κουκουλώθηκε ως το ξημέρωμα κάτω από τα σκεπάσματα τουρτουρίζοντας από τον πυρετό και το πρωί, αφού πήρε το χάπι που του έγραψε ο γιατρός, περίμενε να δράσουν τα λόγια του στη Σεβαστή, πίνοντας τον καφέ του μαζί με τους αγουροξυπνημένους εργάτες στο καφενείο του χωριού, φυσώντας τις καυτές φουσκάλες που κολυμπούσαν στο καϊμάκι.

14

Ο άντρας δα, σα βαρεθεί το σπίτι, έξω θα πάει τη σκάση του να γιάvει με συνανάθροφο μαζί ή με φίλο· όμως εμείς σε μια ψυχή τα μάτια πρέπει να τα βαστούμε καρφωμένα. Έχουν να πουν ακίντυνα τη ζήση πώς την περνούμε στο σπίτι, την ώρα που εκείνοι πολεμούν με το κοντάρι. Ανόητος στοχασμός! Τι κάλλιο θα ’χα τρεις να σταθώ φορές πλάι στην ασπίδα παρά μια και μονάχη να γεννήσω. ΜΗΔΕΙΑ EΥΡΙΠΙΔΗ, στ. 244-251

Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ ΚΤΑΝ ΗΛΙΟΛΟΥΣΤΗ και με τη θέρμη της είχε βαλθεί να στεγνώσει την υγρασία από την μπόρα της νύχτας. Ξημέρωσε γιορτή, η 25η του Μάρτη, αργία δηλαδή για όλους από το τρέξιμο της καθημερινότητας, παρότι οι έγνοιες και τα ανθρώπινα βάσανα δεν ξέρουν ούτε από αργίες ούτε από απεργίες ούτε από σχόλες. Οι σημαίες λικνίζονταν στα μπαλκόνια, τα μεγάφωνα στις εκκλησίες σήμαιναν εγερτήριο για όσους εξυμνούσαν το μαξιλάρι τους στα γύρω σπίτια εκμεταλλευόμενοι με ύπνο το άδειο από υποχρεώσεις πρωινό τους, και τα τύμπανα από τις φιλαρμονικές που έκαναν πρόβα για την παρέλαση ηχούσαν επιβλητικά στις γειτονιές. Πότε πότε ακουγόταν κάποια σφυρίχτρα που έδινε ρυθμό στο βήμα των μαθητών. Η ατμόσφαιρα ήταν σίγουρα γιορτινή, μα οι τέσσερις νέοι φίλοι άλλα είχαν στο μυαλό τους την ώρα που όδευαν προς το νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν η μάνα της «Μήδειας». Όλοι είχαν συγκρατήσει τελικά το άτυπο ραντεβού που τους είχε κλείσει η Έλλη όταν τους είπε εκείνο το «αύριο πάλι», και με απόκλιση λίγων λεπτών ο ένας μετά τον άλλο ανέβαιναν τα σκαλιά του νοσοκομείου, με εμφανή τα σημάδια της αϋπνίας και της αναστάτωσης στα πρόσωπά τους έπειτα από τις περιπέτειες της νύχτας. Η υπόθεση της Στρατάκη σαν να είχε προκαλέσει το ξύπνημα των προσωπικών φαντασμάτων ολωνών, ανοίγοντας ξανά λογαριασμούς με το παρελθόν. Όσο κι αν ήθελαν να

αποφύγουν την αναμέτρηση με παλιές ιστορίες και να μην ξανασκαλίσουν υποθέσεις που τους πονούσαν, ήταν πια αδύνατο να το αποφύγουν. Όλοι τους όμως έδειχναν να έχουν αλλάξει την οπτική τους απέναντι σε όσα τους είχαν συμβεί, χάρη στην αποτρόπαιη πράξη της Αιμιλίας. Το δέος που ένιωθαν οι τρεις άντρες της νεόκοπης συντροφιάς απέναντι στο σκοτάδι της θηλυκής ψυχής τούς γέμιζε με ανασφάλεια, κάνοντάς τους να ψάχνουν μια ανατρεπτική και γεμάτη κατανόηση ερμηνεία για τα φονικά. Η Έλλη, αντίθετα, που έφτασε τελευταία στο νοσοκομείο, έπειτα από τις αποκαλύψεις της προηγούμενης βραδιάς, πίστευε ότι τον γρίφο της σιωπής της «Μήδειας» τον είχε ήδη λύσει.

Είχε επιστρέψει στο σπίτι σκέτο ράκος μαζί με τον σκύλο της έπειτα από την επεισοδιακή νύχτα στο σπίτι της φόνισσας και το πρώτο που θέλησε να κάνει ήταν να πετάξει από πάνω της τα ρούχα και να χωθεί κάτω από το ντους για να ξεπλύνει τα ρίγη από το σώμα της, νομίζοντας πως έτσι θα απαλλασσόταν και από τις τύψεις που απλώνονταν μέσα της σαν κηλίδες λαδιού. Δεν κατάφερε όμως ούτε το πρώτο ούτε το δεύτερο όσο γυρόφερναν το μυαλό της τα λόγια και οι στιγμές της συνάντησής της με κάποιον που έμελλε επιτέλους να της δώσει τις εξηγήσεις που της χρωστούσε.

Όταν αισθάνθηκε ένα χέρι να της σφίγγει το μπράτσο μες στο δωμάτιο των φονικών, βλέποντας μια ανθρωπόμορφη σκιά να σκεπάζει τη δική της πάνω στον τοίχο, η Έλλη υπέθεσε στην αρχή πως κάποιος διαρρήκτης είχε τρυπώσει στο έρημο σπίτι. Το σκυλί άρχισε να γαβγίζει και όρμησε τρίζοντας τα δόντια του πάνω στον άγνωστο που ήταν κρυμμένος πίσω από την πόρτα, ενώ εκείνη τρέμοντας έστρεψε προς το μέρος του τον φακό. Μεμιάς λύθηκε το αίνιγμα, διαλύθηκαν οι ίσκιοι και αποκαλύφθηκε η ταυτότητα του άλλου επισκέπτη. Ο Αχιλλέας-σκύλος θα έμπηγε σίγουρα τα δόντια του στο λιπόσαρκο σώμα του Αχιλλέαεραστή αν η Έλλη δεν πρόφταινε να τον αρπάξει από το περιλαίμιο. «Ίσως να μην έπρεπε να τον συγκρατήσω» ξέφυγε από τα χείλη της η κουβέντα, μετανιώνοντας αυτοστιγμεί για την έλλειψη ψυχραιμίας. Έπειτα του έδωσε το χέρι της για να σηκωθεί και τα μάτια τους βρέθηκαν σε απόσταση ανάσας να ανιχνεύουν την αγάπη που κάπνιζε σαν σβησμένο ηφαίστειο στις ίριδές τους και το μίσος που κόχλαζε στο βλέμμα τους για έναν λόγο που και οι δύο γνώριζαν καλά. Η συνάντηση του Αχιλλέα-εραστή με τον Αχιλλέα-σκύλο και την Έλλη σ’ εκείνο το δωμάτιο φάνταξε στη σκέψη των παλιών εραστών ως καλοστημένη συγκυρία για να ειπωθούν οι αλήθειες που εκκρεμούσαν έξι ολόκληρους μήνες.

Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα για να ηρεμήσουν όλοι από τη δυσάρεστη συνάντηση, και κυρίως ο σκύλος της, που έδειχνε ιδιαίτερα ανήσυχος. Άκουγε η Φλόγα το σκυλί της Έλλης να διαμαρτύρεται και άρχισε τα γαβγίσματα κι εκείνη έπειτα από μήνες παραίτησης. Έλλη και Αχιλλέας, αντίθετα, έστεκαν σαν κούτσουρα, παρατηρώντας καθένας τον αντίκτυπο της απουσίας του πάνω στον άλλο. Η παλιά φλόγα που άναβε με το που συναντιόνταν είχε πάψει να καίει προ πολλού, καλυμμένοι και οι δυο από τη στάχτη που απλώθηκε στις ζωές τους έπειτα από τον θάνατο των παιδιών του Αχιλλέα. «Γιατί δεν μου είπες τίποτε;» ήταν η εύλογη ερώτηση της Έλλης που σχηματίστηκε στα χείλη της μόλις κατάφερε κάπως να συνέλθει. «Τι νόημα θα είχε να είμαστε δύο οι διαλυμένοι απ’ αυτή την υπόθεση;» της απάντησε με ερώτηση εκείνος, με το κεφάλι σκυφτό και τους κυρτούς του ώμους να φανερώνουν την παραίτησή του. «Δεν μου αρέσει ν’ αποφασίζουν άλλοι για μένα, Αχιλλέα. Με άφησες στο σκοτάδι και πάλευα να μαντέψω τι να είχε συμβεί. Προσπαθούσα να τρυπώσω στο μυαλό σου και να καταλάβω πού είχα φταίξει. Μισούσα τον εαυτό μου ώρες ώρες επειδή είχα εισχωρήσει στη ζωή σου και σε ταλαιπωρούσα με τις απαιτήσεις μου, κι έπειτα μισούσα εσένα που ρήμαξες την ησυχία μου και με έκανες να πιστέψω ξανά

στις ανθρώπινες σχέσεις. Μα ένα τέτοιο μυστικό πώς μπόρεσες να το κρατήσεις από μένα λες και δεν με αφορούσε; Πώς είναι δυνατό να με κράτησες έξω από μια τέτοια ιστορία, από μια τέτοια ευθύνη; Γιατί δεν θέλησες να μοιραστείς μαζί μου το φορτίο και με αντιμετώπισες λες και ήμουν ξένη; Ομολογώ πως μου έκανε εντύπωση το ότι κατάφερες να εξασφαλίσεις την ανωνυμία σου σε αυτή την υπόθεση όταν οι δημοσιογράφοι δεν αφήνουν άψαχτη ούτε πέτρα». Οι ριπές των ερωτήσεων της Έλλης προκάλεσαν στον Αχιλλέα έντονο εκνευρισμό. Τα μάτια του γυάλιζαν στο σκοτάδι σαν μπίλιες, αποφεύγοντας το βλέμμα της γυναίκας. Έπειτα από λίγο όμως κατάλαβε πως όφειλε να της δώσει τις εξηγήσεις που της χρωστούσε. «Ζούσαμε με την Αιμιλία ούτως ή άλλως χωριστά πολύ καιρό πριν της ζητήσω να χωρίσουμε. Γι’ αυτό εξάλλου ήταν εύκολο να σε δεχτώ στη ζωή μου. Σε χρειαζόμουν. Η ιδιορρυθμία της μου είχε τσακίσει τα νεύρα. Οι πενιχρές κουβέντες της και η απόσταση έκαναν τη συνύπαρξή μας καθημερινό βασανιστήριο. Δεν ψάχνω για δικαιολογίες, αλλά προσπάθησα πολύ να αλλάξω την κατάσταση. Σ’ το ορκίζομαι πως προσπάθησα. Μα ακόμα κι όταν της ανακοίνωσα τον χωρισμό μας, πάλι δεν μου είπε λέξη. Δεν φώναξε, δεν έκλαψε, δεν με κατηγόρησε. Με άφησε να νομίζω πως για άλλη μια φορά δεχόταν με νεκρική απάθεια

τις εξελίξεις». «Θα ήθελες να αντιδράσει δηλαδή;» παρατήρησε η Έλλη, που στάθηκε στη φράση «νεκρική απάθεια», την οποία ο Αχιλλέας ξεστόμισε ανεβάζοντας τα ντεσιμπέλ της φωνής του. «Αν αντιδρούσε, ίσως να είχα κάτι αντιληφθεί και να είχα προλάβει ό,τι επακολούθησε» δικαιολογήθηκε εκείνος, καταλαβαίνοντας πως η Έλλη άλλο πράγμα κλωθογύριζε στο μυαλό της. «Την αγαπούσες, Αχιλλέα!» ανέβασε τώρα η Έλλη τον τόνο της φωνής της. «Την αγαπούσες αλλά, παρ’ όλα αυτά, την απαρνήθηκες και ήσουν παράλληλα μαζί μου. Αυτό είναι το έγκλημά σου». «Και τι μ’ αυτό; Ακόμα κι έτσι να είχαν τα πράγματα, είχα κουραστεί. Δεν είναι αμαρτία η κούραση. Είχα βαρεθεί να αγαπώ μια γυναίκα που είχε απαρνηθεί τη ζωή της, τη ζωή μας. Κατάλαβέ με». «Όμως είναι δική μου και δική σου ευθύνη ό,τι συνέβη. Έχω την αίσθηση πως ήξερε για μας. Αν έβλεπες πώς με κάρφωσε με τα μάτια στο δικαστήριο…» Τότε ήταν η στιγμή που αναγκάστηκε ο Αχιλλέας να της φανερώσει μια απόφαση που εντέλει δεν εκτελέστηκε ποτέ. Της είπε για εκείνο το απόγευμα που επιστρέφοντας από το γραφείο ζήτησε από την Αιμιλία να μιλήσουν και της εξήγησε πως έπρεπε να ζήσουν για λίγο χωριστά, για να

λάβει καθένας τις αποφάσεις του, αφού η ζωή τους είχε βουλιάξει από καιρό σε τέλμα. «Θέλω να μείνω λίγο μόνος με τον εαυτό μου. Να ψάξω μέσα μου. Κάτι μου λείπει, Αιμιλία, και είμαι δυστυχισμένος εδώ και μήνες». Δεν της είπε βέβαια πως αυτό το κάτι το είχε ήδη βρει μες στη στοργή και στα σεντόνια της Έλλης. Πως είχε ανακτήσει το χαμόγελο και τη ζωντάνια που εκείνη του είχε στερήσει και ότι ήδη είχε παραιτηθεί από το παλιό τους όνειρο να ζήσουν ως τα βαθιά τους γεράματα μαζί. «Δεν με ρώτησε τίποτε, μα τώρα που το σκέφτομαι είχε αφημένο πάνω στο τραπέζι ένα παλιό βιβλίο σου και στις σελίδες του επέστρεψε παράλογα ψύχραιμη μόλις έληξε η συζήτηση, ή μάλλον ο λακωνικός μονόλογός μου. Είχε δείξει πως το πήρε καλά. Ούτε φωνές ούτε κλάματα ούτε υστερίες. Μόνο, κατά λάθος, λίγο αργότερα της έπεσε απ’ τα χέρια ένα ποτήρι στην κουζίνα την ώρα που έστρωσε τραπέζι για να φάμε όλοι μαζί για τελευταία φορά. Μάτωσε το χέρι της όταν έσκυψε να μαζέψει τα γυαλιά, κι όταν έτρεξα κοντά της να τη βοηθήσω, με έσπρωξε λέγοντάς μου “Αντέχω τα πάντα εγώ. Μη σε νοιάζει. Πήγαινε να ασχοληθείς με τα παιδιά, που από αύριο δεν θα σε έχουν”. »Θεώρησα τον εαυτό μου τυχερό με την αντίδρασή της, παρότι, μη νομίζεις, δεν ήταν εύκολη η απόφαση αυτή και για μένα. Με την αξιοπρέπειά της ανέβηκε απίστευτα στα μάτια μου. Ήταν η γυναίκα που είχα εξαρχής αγαπήσει. Αυτή που

εγκατέλειψε τα όνειρά της για να στυλώσει τη σχέση μας. Εκείνη τη στιγμή μού ήρθε να τη σφίξω στην αγκαλιά μου. Να γονατίσω μπροστά της και να γυρέψω συγχώρεση για κάτι ωστόσο για το οποίο δεν ένιωθα φταίχτης. Το να παραιτείται μια γυναίκα από τα κεκτημένα της δεν είναι αμελητέα υπόθεση. Μα ήρθες εσύ στο μυαλό μου κι όσα ζούσαμε μαζί και η ευκαιρία μου να ξεκινήσω μια ζωή από την αρχή, κι έτσι τα πόδια μου καρφώθηκαν στο πάτωμα. Την κοίταξα για λίγο με ξένα μάτια. Την είδα γερασμένη, με τις άσπρες ρίζες των μαλλιών να φαίνονται κάτω απ’ τη βαφή, το σώμα της, κάπως ξεχειλωμένο, να έχει χάσει το σχήμα που ξεσήκωνε θύελλα στο δικό μου, τη ράχη της, σκυφτή πάνω από τα άπλυτα πιάτα, να μου υπενθυμίζει την αφόρητη μοναξιά που μου προκαλούσε· και τότε ξεπρόβαλες πάλι και συγκρίθηκες μαζί της, κι έχασε εκείνη κι εσύ θριάμβευσες στο μυαλό μου· κι εγώ, αδύναμος, φοβισμένος, εγωιστής, ανθρωπάκι, Έλλη, που γύρευε λίγη προσοχή, ένα χάδι γυναίκας… Τι μπορούσα να κάνω όταν η Αιμιλία όλα μού τα είχε πάρει πίσω από εκείνη που αγάπησα, αφήνοντας για υστερόγραφο τη μελαγχολία που μου έσπαζε τα νεύρα…» ο Αχιλλέας ξέσπασε για δεύτερη φορά. Τα μάτια του απέκτησαν αλλόκοτη λάμψη και τα χέρια του ήταν πιο κρύα και από τον πάγο όταν η Έλλη τα έκλεισε μες στα δικά της. «Ηρέμησε. Σ’ το παραδέχτηκα πως φταίω κι εγώ. Ξέρω πως αυτό που νιώθεις δεν μπορεί να το αντέξει ανθρώπινο

πλάσμα. Μα ακόμα κι αν το μοιραστούμε αυτό το ασήκωτο συναίσθημα, πάλι είμαστε αδύναμοι μπροστά του και μας τσακίζει». Ο Αχιλλέας τράβηξε τα χέρια του από τα δικά της και τα έσφιξε γροθιές, αποφεύγοντας πλέον κάθε επαφή. «Πίστευα πως θα είχαμε ένα πολιτισμένο διαζύγιο. Έτσι με άφησε να πιστέψω δηλαδή. Είχε κάνει πολλά για μένα και σ’ το ορκίζομαι πως θα υπέμενα στωικά ακόμα και ένα εκρηκτικό ξέσπασμα από μέρους της, αφού παραδέχομαι αδιαμαρτύρητα το φταίξιμό μου. Και το ξέρεις και το ξέρω πως δεν ήθελα να έρθουν έτσι τα πράγματα. Πάλεψα να αποφύγω ό,τι συνέβη μεταξύ μας. Δεν άντεχα, όπως δεν άντεχες κι εσύ, τα ψέματα, τις υποψίες, τις ενοχές. Ήταν κρίμα για όλους μας εκείνη η άρρωστη κατάσταση. Μα ο έρωτας μας κάνει εγωιστές και αφελείς». Κόκκινο πανί η λέξη «έρωτας» για την Έλλη έτσι όπως ακούστηκε από τα χείλη του Αχιλλέα δίπλα στο κρεβάτι όπου φτερούγιζαν οι ψυχές των παιδιών. «Ο έρωτας…» επανέλαβε ειρωνικά. «Ο έρωτας είναι το πιο γελοίο άλλοθι για τα λάθη μας, Αχιλλέα. Η νοσταλγία φταίει. Η νοσταλγία για την επιστροφή μας στην αθωότητα, που είναι χαμένο παιχνίδι σε κάθε έρωτά μας… Υπάρχουν κανόνες, Αχιλλέα, που δεν τηρήθηκαν ούτε από σένα ούτε από μένα και το λάθος το πλήρωσαν οι αθώοι και όχι οι φταίχτες. Αν τους είχαμε ακολουθήσει αυτούς τους κανόνες,

θα μπορούσαμε να έχουμε σωθεί. Όλοι μας. Ίσως, αν είχες μιλήσει μ’ εκείνη όσο μεγάλωνε η απόσταση ανάμεσά σας, να είχε βρεθεί ένας τρόπος να γεφυρώσετε το χάος. Εγώ ήμουν η εύκολη λύση. Παραδέξου το». «Πότε το έμαθες;» της ζήτησε να του πει, δίχως να σχολιάσει τα τελευταία της λόγια. «Λίγες ώρες νωρίτερα. Ήταν σαν να μ’ έπιασε κάποιος από τ’ αυτί και μ’ έσυρε αντίκρυ σ’ αυτό το κρεβάτι για να σιχαθώ την ψυχή μου. Κι από χθες τη νύχτα είμαι ένα στοιχειό που τριγυρνάει στον κόσμο γυρεύοντας μια τιμωρία για να εξιλεωθεί». Γροθιά τα λόγια της. Ο Αχιλλέας έμεινε ακίνητος κοιτάζοντάς την κι έπειτα συγκατένευσε νικημένος. «Έχεις δίκιο…» ομολόγησε ανάμεσα σε αναφιλητά που ξεπετιούνταν με ορμή από το στήθος του. «Μα όταν το κατάλαβα, ήταν πια αργά. Αναρωτιόμουν καιρό τι ήταν αυτό που με γοήτευε πάνω σου και λύγιζα κάθε φορά που αναγκαζόμουν να αναμετρηθώ με τη λαχτάρα μου να σε δω. Δεν σ’ το κρύβω πως τα πάντα ξεκίνησαν σαν παιχνίδι. Αταξία της μιας νύχτας που αρέσει σ’ όλους μας. Ξανάνιωνα κοντά σου, Έλλη. Αυτός ο πρώτος ενθουσιασμός αναπτερώνει τη νιότη. Σε κάνει να αισθάνεσαι πως δεν ξόφλησες, πως μπορείς ακόμη να είσαι ο εαυτός των είκοσι χρόνων σου, πως μπορείς να περιπαίζεις τον χρόνο. Τίποτε δεν νοσταλγεί περισσότερο ο άνθρωπος και τίποτε δεν

ζηλεύει παραπάνω απ’ τον χρόνο που κυλάει αδίστακτα, φέρνοντάς τον πιο κοντά στο τέλος και στη φθορά του. Κι εσύ, αγάπη μου, μου έδινες την ενέργεια που χρειαζόμουν και μ’ έκανες να αισθάνομαι αυτό που ήθελα να είμαι. Ενώ η Αιμιλία…» Η απολογία του Αχιλλέα μπορεί να μην προκάλεσε τη συμπόνια της, ήταν όμως ειλικρινής. Αποκρουστικά γυμνή ίσως, αλλά ξεκάθαρη. Όπως ξεκάθαρη υπήρξε και η Έλλη στον αντίλογό της, η οποία είχε ανακαλύψει πάλι μια κλωστή στην άκρη του φουστανιού της και όλο την τραβούσε, αδιαφορώντας για το στρίφωμα που ξηλωνόταν. «Γιατί τσακίστηκε η ψυχή της Αιμιλίας; Αναρωτήθηκες ποτέ;» του αντιγύρισε, έχοντας στη φαρέτρα των επιχειρημάτων της έτοιμο υλικό από τις τόσες συζητήσεις που είχε κάνει με τη φεμινίστρια μάνα της. «Θα σου πω εγώ το γιατί, κι ας μη γνωρίζω όλη την αλήθεια. Γιατί εσύ, όπως όλοι μας τελικά, ερωτευόμαστε κάποιους ανθρώπους γι’ αυτό που είναι. Έπειτα παρεμβαίνουμε επάνω τους για να γίνουν αυτό που μας βολεύει να είναι, και στο τέλος τούς αφήνουμε επειδή δεν είναι πια αυτό που κάποτε διαλέξαμε. Θέλω να πω πως αγάπησες την Αιμιλία για τη δροσιά και τη φρεσκάδα των είκοσι χρόνων της και έπρεπε να φροντίσεις να διατηρήσεις την εκδοχή του εαυτού της που άλλοτε θαύμασες. Τα όνειρά της έμειναν κρεμασμένα σ’ ένα κάδρο μαζί με το πτυχίο της, και την ανάγκασες να στριμωχτεί σ’

έναν μονάχα ρόλο από τους χίλιους που μπορούσε να είχε παίξει. Την έβαλες σε μια γλάστρα μια σταλιά, ενώ η Αιμιλία ήταν δέντρο με ρίζες που μπορούσαν να προχωρήσουν βαθιά και να φτάσουν ως την άλλη άκρη του κόσμου. Την άφησες ανάπηρη εν ολίγοις. Ανολοκλήρωτη και μισή. Κι απ’ το μισερό κομμάτι του εαυτού της ξεπήδησε το παράσιτο του μίσους της. Το έκανες άθελά σου ίσως, επειδή καθένας μας αγαπάει πάντα πάνω απ’ όλους τον εαυτό του. Μα αυτό συνέβη, Αχιλλέα, και να το ξέρεις. Κι αυτό που δημιούργησες δεν σου άρεσε πια. Κι όταν είδες εμένα, που στην ουσία είμαι αυτό που θα μπορούσε να ήταν η γυναίκα σου αν δεν είχες τραυματίσει την ψυχή της, γαντζώθηκες πάνω μου επειδή ήμουν η… Αιμιλία που είχες τότε αγαπήσει και που χάθηκε κάπου στον δρόμο, αφήνοντας τη ρίζα της ατροφική, αφού δεν μπόρεσε ποτέ της να σπάσει τη… γλάστρα. Και τώρα αυτή τη γλάστρα, πάνω που την είχε συνηθίσει, της την έσπασες εσύ. Κι άφησες εκτεθειμένη και γυμνή σε κοινή θέα την ατροφική της ρίζα. Όλα είναι καθαρά πια για μένα, Αχιλλέα. Κι αυτό που κάναμε σ’ αυτή τη γυναίκα δεν μ’ αρέσει καθόλου. Συνήργησα μαζί σου σ’ αυτό το έγκλημα και αδυνατώ να ξεπεράσω το λάθος μου». Έδειχναν πλέον ψύχραιμοι και οι δύο, σαν δυο αιχμάλωτοι που υπέκυψαν στο θέλημα του εχθρού τους. Ο Αχιλλέαςσκύλος είχε λουφάξει σε μια γωνιά νυσταγμένος και ίσως να τον νανούριζε η ψυχαναλυτική συζήτηση που είχαν αρχίσει

μες στο σκοτάδι. Ο Αχιλλέας-εραστής είχε περάσει τα δάχτυλά του ανάμεσα στα πυκνά του μαλλιά, ψάχνοντας μάλλον κάποιον αντίλογο στα λεγόμενα της Έλλης. «Μπορεί να είναι έτσι όπως τα λες και δεν έχω καμία αντίρρηση να αναλάβω όλη την ευθύνη του κακού. Yπάρχει όμως κάτι που δεν ξέρω τι ρόλο μπορεί να έχει παίξει σ’ αυτή την υπόθεση. Δεν έμαθα ποτέ για ποιον λόγο έπαψε να επικοινωνεί με τη μητέρα της. Για ποιον λόγο εκείνη δεν φάνηκε ούτε στον γάμο μας. Ούτε ένα τηλεγράφημα, ούτε ένα δώρο δεν μας έστειλαν οι δικοί της τότε. Κι έπειτα πέθανε η αδερφή της. Διαμήνυσαν στην Αιμιλία με κάποιον συγγενή να μην εμφανιστούμε στην κηδεία. Λίγες μέρες αργότερα βρήκα στο σπίτι δυο κασέλες γεμάτες με κεντήματα, ασπρόρουχα και όλα τα σχετικά που οι μανάδες μαζεύουν στην επαρχία για προίκα των κοριτσιών τους. Από την επομένη το σπίτι μας άλλαξε. Γέμισαν οι γωνιές του παλιομοδίτικα κεντήματα και η Αιμιλία έγινε η σκλάβα του σπιτιού μας. Μια νευρική, σιωπηλή φιγούρα που γυρόφερνε ασταμάτητα το σπίτι και ασχολιόταν μόνο με το νοικοκυριό. Έπαψε να διαβάζει, να βγαίνουμε, να συζητάμε. Οι κασέλες κατέβηκαν στο υπόγειο κι εκείνη φρόντιζε ανελλιπώς να αλλάζει συνέχεια τα εργόχειρα που αράδιαζε στις ράχες των καναπέδων, στα τραπέζια και στις βιτρίνες των ντουλαπιών. Ψύχωση της είχε γίνει αυτό το πράγμα, κι εγώ έμπαινα σ’ ένα σπίτι που μου θύμιζε μαυσωλείο, φερμένο από μια εποχή που

είχε εκπνεύσει προ πολλού. Ποτέ δεν μου είπε τι είχε συμβεί που της προκάλεσε ετούτη τη μετάλλαξη. Άρχισε η εποχή των παγετώνων. Η εποχή της σιωπής… Ατέλειωτη, βασανιστική στέρηση λέξεων, σαν να έφταιγα εγώ για κάτι που δεν ήξερα. Μια σιωπή-τιμωρία που με τυράννησε μήνες ολόκληρους. Κατανοούσα βέβαια τον πόνο της. Αδερφή είχε χάσει, και η εξορία απ’ την καρδιά της μάνας είναι πάντοτε βασανιστική. Μα ήταν ενήλικη και μορφωμένη κοπέλα κι έπρεπε να διαχειριστεί την παραξενιά της μητέρας της ή να μοιραστεί τουλάχιστον μαζί μου το πένθος της για να ξαλαφρώσει. Αυτό ήταν το πρόβλημά μου πάντα με την Αιμιλία. Δεν μοιραζόταν τον εαυτό της. Ακόμα κι όταν πλαγιάζαμε μαζί και τα κορμιά μας γίνονταν ένα, εκείνη πάντα κρατούσε κάτι μόνο για τον εαυτό της». «Πόσο κράτησε αυτή η κατάσταση της Αιμιλίας;» τον ρώτησε η Έλλη με τα φρύδια σμιχτά, καθώς ανακάλυπτε σιγά σιγά πως και ο Αχιλλέας είχε τους λόγους του να θεωρεί τον εαυτό του αδικαιολόγητα αδικημένο μέσα στον γάμο που έμελλε να στραγγαλίσει εντέλει τις ζωές πολλών. «Ποτέ δεν έπαψε να είναι παράξενη η Αιμιλία αφότου παντρευτήκαμε. Άλλο κορίτσι γνώρισα στην Αθήνα, κι από τον γάμο μας και έπειτα συγκατοικούσα με μια ξένη που αρνιόταν να μου πει τι τη βασάνιζε. Με αγαπούσε βέβαια. Μου το έλεγαν τα μάτια της, το κορμί της, η έγνοια της ασταμάτητα αν είμαι καλά, αν μου λείπει κάτι, αν έφαγα, αν

ξεκουράστηκα. Σαν παιδί μού φερόταν. Αλλά το μυστικό της ώρες ώρες με σκότωνε. Μ’ έστηνε στον τοίχο για ένα φταίξιμο που αρνιόταν να μου πει». «Τη ρώτησες ποτέ στα ίσια;» θέλησε να μάθει η Έλλη, συνηθισμένη ίσως να ρίχνει το φταίξιμο στη ζωή και στα βιβλία της πρώτα στα αρσενικά. «Φυσικά και τη ρώτησα. Μα “θα περάσει” μου απαντούσε. “Δεν μπορεί. Θα περάσει. Μη νοιάζεσαι για τίποτε εσύ”. Μόνο στις εγκυμοσύνες της έδειχνε κάπως καλύτερα. Λες και οι ορμόνες ήταν το γιατρικό της». «Δεν έμαθες ποτέ δηλαδή τι την τυραννούσε» θέλησε η Έλλη να επιβεβαιώσει τη διαπίστωσή της. «Όχι. Σηκώθηκα μάλιστα και ανέβηκα στην Ξάνθη να δω και τη μάνα της, μήπως κατάφερνα αποκεί να μάθω την αλήθεια. Τίποτε. Βουβαμάρα κι εκείνη. Σφαλισμένα χείλη και παγωμένα μάτια. “Άσε με ήσυχη” μου είπε η κυρία Ιουλία. Αρκετή συμφορά με βρήκε”. Έκτοτε εγκατέλειψα κάθε προσπάθεια. Όχι πως δεν μ’ ένοιαζε η κατάσταση της γυναίκας μου, αλλά άνθρωπος ήμουν κι εγώ, Έλλη. Ήθελα να ζήσω. Κι αφού καμιά τους δεν μ’ άφηνε να βοηθήσω και ν’ αγγίξω τις πληγές τους μήπως και τις γιάτρευα, τι άλλο να έκανα; »Στα κρυφά μάλιστα είχα φέρει στο σπίτι κι έναν ψυχολόγο να δει τη συμπεριφορά της Αιμιλίας και να βγάλει διάγνωση. Εκείνη τη φορά η Αιμιλία, θες γιατί προσποιήθηκε, θες

επειδή ήταν πράγματι στα καλά της, έδειξε πρόσχαρη. Τον υποδέχτηκε στο σαλόνι, όπως έκανε πάντα με τους φίλους μου, τον κέρασε καφέ και γλυκό, μίλησαν περί ανέμων και υδάτων και μάλιστα ανέλυσαν μαζί τη Μήδεια του Ευριπίδη, που ήταν το θέμα που είχε διαλέξει για τη διδακτορική διατριβή που άφησε στη μέση. “Δεν βρίσκω κάποιο πρόβλημα” μου είπε ο ψυχολόγος ξύνοντας απορημένος το σαγόνι του την ώρα που τον αποχαιρετούσα στην εξώπορτα και του έδινα την αμοιβή του. “Φρόντισε να κάνετε παιδί, ανανεωθείτε και με κανένα ταξίδι, κι ό,τι κι αν συμβαίνει, θα περάσει”. Ησύχασα κι εγώ. Χαλάρωσα, αρχίσαμε τις προσπάθειες για παιδί. »Άργησε να έρθει, είναι η αλήθεια, γιατί εντοπίστηκε κάποιο πρόβλημα στην Αιμιλία. Παλέψαμε καιρό με χάπια, με γιατρούς… Έρωτας με το ρολόι, γεμάτος άγχος. Καταλαβαίνεις… Μετά τη γέννηση των δύο παιδιών μας, με μικρή απόσταση το ένα από το άλλο, η συμπεριφορά της άλλαξε. Έδειχνε ευτυχισμένη, ανανεωμένη. Είχε προσαρμοστεί μια χαρά στον ρόλο της, κι όταν της υποδείκνυα να συνεχίσει το διδακτορικό της, μου έλεγε πως δεν χρειαζόταν στη ζωή της τίποτε άλλο πέρα από μένα και τα παιδιά. Όλα έδειχναν πως πήγαιναν καλά, ώσπου έχασε και τον πατέρα της. Ξανά τα ίδια. Μοναξιά και γρίφοι από την αρχή. Η φωτογραφία του στο σαλόνι δίπλα στο κομπολόι που είχε κρατήσει από κείνον. Δάκρυα ούτε

σταγόνα. Το συρτάρι στο κομοδίνο της πάντα κλειδωμένο. Της πρότεινα να πάρουμε γυναίκα να φροντίζει τα παιδιά, για να αρχίσει πάλι να ασχολείται με τα ενδιαφέροντά της και να ξεχαστεί. “Όχι” μου είπε κατηγορηματικά. “Δεν θέλω ξένα χέρια να αγγίζουν τα παιδιά μου”. »Η αλήθεια είναι, σ’ το ξανάπα, πως κι εγώ προτιμούσα τα παιδιά να μεγαλώνουν με τη μάνα τους και όχι με κάποια ξένη. Εκτίμησα τη στάση της και βολεύτηκα με την απόφασή της. Μα η Αιμιλία μέρα με τη μέρα κλεινόταν περισσότερο στον εαυτό της. Όμως τα παιδιά μας τα λάτρευε και τα φρόντιζε με ιδιαίτερη αγάπη. Συμβιβάστηκα με τη δική μας απόσταση και αποδέχτηκα την κατάσταση επειδή ήταν υπέροχη μ’ εκείνα. Ώσπου μπήκες στη ζωή μου εσύ… Πού να φανταστώ ότι θα καταλήγαμε έτσι; Ακόμα όμως κι αν την πλήγωσα εγώ, πώς μπόρεσε να κάνει αυτό που έκανε; Ας σκότωνε εξάλλου εμένα. Τα παιδιά γιατί;» Ο Αχιλλέας σταμάτησε την εξιστόρηση. Ο κόμπος που του είχε φράξει τον λαιμό τού προκάλεσε δύσπνοια. Σήκωσε επιτέλους τα μάτια για να κοιτάξει την Έλλη, κι έτσι όπως έπεφτε πάνω του το αμυδρό φως του φεγγαριού που ορμούσε από τις γρίλιες, της φάνηκε γέρος· ένα απολίθωμα του αλλοτινού ρωμαλέου ανδρισμού του. «Ξαπλώνω κάθε βράδυ να κοιμηθώ κι έρχονται τα παιδιά στη σκέψη μου, σε τούτο το κρεβάτι να παίξουμε, να γελάσουμε πάλι, κι έπειτα τα βλέπω όπως τα είδα την

τελευταία φορά, παγωμένα και αγέλαστα. Εναλλάσσονται ασταμάτητα οι εικόνες της χαράς και της φρίκης και εγώ είμαι ανήμπορος να αντέξω και τις πρώτες και τις δεύτερες. Και τότε είναι που μες στη νύχτα σηκώνομαι και τρέχω ως εδώ να αγγίξω την αύρα τους και να τους κάνω συντροφιά, ζητώντας τους ξανά και ξανά τη συγχώρεση που δεν πρόλαβα να γυρέψω από τη μάνα τους». Ο Αχιλλέας είχε παραδοθεί σ’ ένα παραλήρημα πένθους. Η Έλλη τον άφησε να ξεσπάσει. Έβλεπε την ψυχραιμία του να ξεφτίζει λεπτό το λεπτό και η οργή που αισθανόταν για κείνον όση ώρα περιεργαζόταν τον μικρόκοσμο της Αιμιλίας άρχισε πάλι να μεταλλάσσεται σε τρυφερότητα. «Και όμως είμαι σίγουρος πως τα παιδιά δεν τα σκότωσε από μίσος» συνέχισε ο άντρας μόλις κατάφερε να αυτοκυριαρχηθεί. «Τα παιδιά ήταν όλη της η ζωή. Τα αποκτήσαμε με ιδιαίτερο κόπο. Τρία χρόνια μετά τον γάμο μας δεν είχε καταφέρει να βλαστήσει το σώμα της. Είχε κλονιστεί και η σχέση μας καθώς καθένας κλεινόταν στον εαυτό του. Εκείνη πιο πολύ από μένα. Είχε παρατήσει ήδη και τα όνειρά της για καριέρα. Θα είχε λαμπρό μέλλον η Αιμιλία στο πανεπιστήμιο αν δεν μεσολαβούσε ο δικός μας γάμος και η αλλαγή των προτεραιοτήτων της. Το έλεγαν όλοι. Το διδακτορικό της πάνω στη Μήδεια του Ευριπίδη είχε διχάσει βέβαια τους καθηγητές που παρακολουθούσαν τη διατριβή της, καθώς εκείνη απέφευγε την πεπατημένη ψυχογράφηση

της ηρωίδας, προσεγγίζοντας τη φόνισσα μάλλον με συμπάθεια. Τα παράτησε όταν πέθανε η αδερφή της. Έπειτα από τέσσερις εξωσωματικές γονιμοποιήσεις κάναμε το πρώτο μας παιδί. Η Αιμιλία επέμεινε αμέσως να κάνει και δεύτερο. Ήμασταν πολύ ευτυχισμένοι εκείνη την περίοδο. »Ομολογώ πως στη φάση των άκαρπων προσπαθειών μας μέχρι να αποκτήσουμε το πρώτο παιδί μας, όπου είχαμε αποξενωθεί, είχα υποκύψει σε μια ανάλαφρη εξωσυζυγική αταξία, που ευτυχώς εκείνη δεν την έμαθε ποτέ. Τη στήριξα όσο μπορούσα στο διάστημα που έψαχνε τον λόγο των συνεχών αποτυχιών μας. Ένιωθα ενοχές για την απιστία μου και θεωρώ πως ανταμείφθηκα για τη σύνεσή μου να ξεκόψω από την εφήμερη σχέση μου όταν η Αιμιλία κατάφερε να μου χαρίσει το πρώτο παιδί μας. Αφοσιώθηκε με πάθος στον μητρικό της ρόλο, κι όταν αποκτήσαμε και το δεύτερο παιδί, πίστεψα πως αφήσαμε πίσω μας την εποχή της απόστασης και της θλίψης. Έδειχνε πως έπλεε σε πελάγη ευτυχίας. Ώσπου, ξαφνικά, για δεύτερη φορά γύρισα στο σπίτι και τη βρήκα πάλι αλλαγμένη. Σκυθρωπή, αμίλητη να τρίβει κατσαρόλες στον νεροχύτη με τέτοια νευρικότητα, που νόμιζα πως θα έλιωνε με το σύρμα το ατσάλι. »Η υπομονή μου σώθηκε. Είχα ήδη περάσει το πρώτο διάστημα της μελαγχολίας της και μου ήταν αδύνατο να υποστώ από την αρχή αυτή την κατάσταση. Άλλαζε πάλι μέρα με τη μέρα κι εγώ αδυνατούσα ν’ αλλάξω μαζί της.

Ήθελα επιτέλους μια ζωντανή, δραστήρια γυναίκα, αφού το πήρα απόφαση πως δεν θα είχα ποτέ ξανά κοντά μου την Αιμιλία που είχα αγαπήσει». «Δεν μπορούσε κανείς να βάλει ένα χέρι με τα παιδιά; Κάποιος γονιός ίσως;» ρώτησε αυθόρμητα η Έλλη, που όση ώρα ο Αχιλλέας τής άνοιγε την ψυχή του είχε λουφάξει κοντά στον σκύλο της. «Οι γονείς μου ήταν αδύνατο να μας βοηθήσουν. Η μητέρα της δεν της μιλούσε, όπως σου είπα, για έναν λόγο που δεν μου αποκάλυψε ποτέ. Ήταν και το συμβάν με την αδερφή της κι έπειτα ο θάνατος του πατέρα της, η απόσταση που δεν την άφηνε η μάνα της να γεφυρώσει, απ’ ό,τι είχα καταλάβει». «Τι ακριβώς συνέβη με την αδερφή της;» στάθηκε στην κουβέντα του η Έλλη προσπαθώντας να βγάλει μιαν άκρη. «Η αδερφή της σκοτώθηκε λίγο καιρό έπειτα από τον γάμο μας. Αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Έτσι είπαν. Έκτοτε η Ιουλία αρνιόταν να δει την Αιμιλία. Της γυναίκας μου της κόστισε πολύ αυτή η άρνηση, κι ας μη μου έλεγε λέξη γι’ αυτό το ζήτημα. Αδυνατώ να καταλάβω ακόμα και τώρα πώς είναι δυνατό μια μάνα που έχασε το ένα της παιδί να απαρνείται και το άλλο. Λες και το δεύτερο έφταιγε για τον χαμό του πρώτου». «Είναι όντως περίεργο. Πολύ περίεργο, θα τολμούσα να πω» παρατήρησε η Έλλη συνοφρυωμένη. «Μα δεν μου είπες

ποτέ πώς γνωριστήκατε με την Αιμιλία» ρώτησε και βολεύτηκε καλύτερα στη γωνιά της. «Η Αιμιλία κατάγεται από την Ξάνθη. Έζησα κι εγώ λίγο σ’ αυτά τα μέρη όταν είχε πάρει μετάθεση ο πατέρας μου για εκεί. Θυμάμαι, πήγαινα ακόμη γυμνάσιο. Είχαμε μάλιστα γνωριστεί με την οικογένεια της Αιμιλίας. Με την αδερφή της την Ελένη κάναμε παρέα. Με την Αιμιλία όχι. Μεγαλόδειχνε πάντα εκείνη από παιδί. Σοβαρή, σχεδόν υπεροπτική, σε προκαλούσε να την κατακτήσεις, μα δεν μου έριχνε τότε ούτε ματιά. Δημιουργούσε αποστάσεις. Ενώ η άλλη, η Ελένη, έδειχνε πιο οικεία. Γίναμε φίλοι. Αλωνίζαμε με τα ποδήλατα όλη την πόλη. Μαζί σκανταλιές, μαζί λεμονάδα στις αυλές μας τα απογεύματα, μαζί στις κούνιες. Η Αιμιλία δεν μας καταδεχόταν. Πού την έχανες πού την έβρισκες, με ένα βιβλίο κάτω από τη μηλιά που είχαν στον κήπο τους. Πότε πότε στεκόμουν και τη χάζευα με τις ώρες. Σαν ζωγραφιά ήταν με τα μακριά της μαλλιά, που έφταναν κάτω απ’ το στήθος. Εκείνα τα μαλλιά που την έκαναν να μοιάζει με γοργόνα και μου εξήπτε τη φαντασία. »“Αγάπησα μια γοργόνα” εκμυστηρεύτηκα εκείνο το καλοκαίρι σ’ έναν φίλο μου που μου έκανε καζούρα. Μα εγώ το εννοούσα. Η Αιμιλία φάνταζε πάντα σαν μυθικό πλάσμα στα μάτια μου. Εκείνα τα μαλλιά της που ανέμιζαν μου γαργαλούσαν τη φαντασία. »Ξέρεις, ένα πράγμα που με ενόχλησε κάποτε ήταν όταν

γύρισα σπίτι και είδα πιασμένα τα υπέροχα μαλλιά της σε αυτό τον άχαρο κότσο που φτιάχνει πάντα και η μάνα της. »Τέλος πάντων. Ας μην αλλάζουμε θέμα. Ακόμα κι όταν έφυγα λοιπόν από την Ξάνθη, όταν μετατέθηκε πάλι ο πατέρας μου, συνεχίσαμε πότε πότε να αλληλογραφούμε με την Ελένη, ώσπου μπήκα στο πανεπιστήμιο και γνώρισα καινούργιες παρέες. Τότε είναι που ξαναβρεθήκαμε και με την Αιμιλία. Στο πανεπιστήμιο, στο ίδιο Τμήμα της Φιλοσοφικής. Δεν ήμουν πια πιτσιρίκος και τόλμησα να την προσεγγίσω. Έναν μήνα ξενυχτούσα ψάχνοντας τον τρόπο να της πω να βγούμε. Ένας φίλος πιο έμπειρος από μένα μου έδωσε την κατάλληλη συμβουλή. “Βρες έναν τρόπο και φίλησέ τη. Στην ψύχρα. Άμα γλυκαθεί, θα τρέχει από πίσω σου” μου είπε. »Επιστράτευσα θάρρος και θράσος, ήπια και κάνα δυο ποτηράκια και βγήκα μπροστά της. Θυμάμαι ότι την άρπαξα απ’ τον καρπό και τη φίλησα αδέξια στη μέση του δρόμου. Εκείνη με χαστούκισε, εγώ την ξαναφίλησα, ξεσπάσαμε σε γέλια κι έπειτα μου έδωσε μια ευκαιρία να την κερδίσω πίνοντας έναν καφέ. Αυτό ήταν όλο. Τόσο απλά ξεκίνησε η ιστορία μας. »Την καμάρωνα απίστευτα που αρίστευε όσο εγώ πάλευα για ένα πεντάρι για να περνάω τα μαθήματα. Τη ζήτησα σε γάμο γρήγορα. Ανεβήκαμε με τους δικούς μου στην Ξάνθη, μα η μάνα της δεν χάρηκε καθόλου όταν μας είδε και της

είπαμε τον λόγο της επίσκεψης. Παράξενη γυναίκα. Αλλόκοτη, για να το πω πιο σωστά. Φίλες ήταν παλιά με τη μητέρα μου. Τις θυμάμαι να κουβεντιάζουν με τις ώρες, να ανταλλάσσουν συνταγές και σχέδια κεντημάτων, να βολτάρουν αγκαζέ στην κεντρική πλατεία της πόλης. Κι όταν πήγαν να συγγενέψουν, η Ιουλία έγινε ξαφνικά εχθρική και απόμακρη. Σαν να της πέφταμε λίγοι ή σαν να την είχαμε προσβάλει. Ο πεθερός μου κάπως πήγαινε να μπαλώσει την κατάσταση, μα μάταιος κόπος. Ήταν προφανές πως η Ιουλία αντιστεκόταν σε αυτό τον γάμο, δίχως να δίνει κάποια εξήγηση γι’ αυτή της την αντίδραση. Κόπηκαν ολότελα οι γέφυρες ανάμεσα στις δυο οικογένειες. Μα εγώ την Αιμιλία την αγαπούσα και παντρευτήκαμε παρά τις αντιρρήσεις των γονιών μου, που είχαν ενοχληθεί απ’ την προσβολή. »Δεν τον μετάνιωσα τον πρώτο καιρό αυτό τον γάμο. Ήταν ωραίο μα παράξενο κορίτσι η Αιμιλία. Ομολογώ πως με γοήτευαν περισσότερο οι παραξενιές της παρά η ομορφιά της. Για λίγο αφοσιώθηκε στο αντικείμενο των σπουδών της, με το παράπονο της μητρικής απόρριψης να την πονάει βουβά. Το πράγμα χειροτέρεψε όταν πέθανε η Ελένη. Κι όσο στην αρχή δεν ερχόταν ένα παιδί να μας χαρίσει λίγη ευτυχία, τόσο βούλιαζε η γυναίκα μου στη σιωπή που δεν άντεχα. Η ζωή της όλη τα βιβλία της και τα γράμματα απόγνωσης που έστελνε στην Ιουλία ζητώντας της συγχώρεση για έναν λόγο που αγνοούσα. Διάβασα ένα μια φορά όταν άφησε

ξεκλείδωτο το συρτάρι του κομοδίνου της. “Μη με διώχνεις απ’ την αγάπη σου, μάνα. Ζήτα μου ό,τι θέλεις κι εγώ θα το κάνω μόνο για να μου ξαναχαρίσεις μια κουβέντα σου”. Κι άλλα τέτοια. Πόνεσε η ψυχή μου. Προσπάθησα να την ηρεμήσω, μα ξέρω καλά πως κουβαλούσε πάντα μέσα της αυτό το φορτίο». Η Έλλη δεν σχολίασε αυτή τη φράση. Ένιωθε γυναικεία αλληλεγγύη για τη Στρατάκη, μα δεν έκανε αντίλογο στον Αχιλλέα. «Το θέμα είναι πώς κατέληξε να σκοτώσει τα παιδιά. Πού αποδίδεις εσύ αυτή την κατάσταση, αφού μου είπες πως τους είχε αδυναμία;» «Ειλικρινά, παλεύω να καταλάβω. Είμαι σίγουρος πως τα λάτρευε. Γύρω απ’ αυτά περιστρεφόταν η ζωή της. Μαζί τους πρέπει να πέθανε και η ίδια. Δεν έφευγε ποτέ απ’ το προσκεφάλι τους όταν αρρώσταιναν, ξυπνούσε αχάραγα να τα ετοιμάσει για το σχολείο, το βράδυ δεν έκλεινε τα μάτια της αν δεν τους διάβαζε το παραμύθι τους κι αν δεν ξάπλωνε για λίγο ανάμεσά τους να αναπνεύσει τη μυρωδιά τους. Τα αγαπούσε… Με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτή η αγάπη. Δεν μπορώ να χωνέψω πως έβαλε τον εγωισμό και τη ζήλια της πάνω απ’ αυτά». «Μόνο ζήλια και εγωισμός; Σου αρκεί μια τέτοια ερμηνεία για μια τέτοια πράξη; Δεν σου φαίνεται ασήμαντη αυτή η εξήγηση για μια μητέρα;» έκανε τον δικηγόρο του διαβόλου η Έλλη χαϊδεύοντας το σκυλί, που είχε κουρνιάσει κοντά της.

«Τι άλλο μπορεί να την έσπρωξε πέρα απ’ τη ζήλια και τον εγωισμό της; Πληγώθηκε επειδή ήθελα να την αφήσω και οδηγήθηκε στην ολέθρια πράξη της. Πάνω απ’ όλα ο εγωισμός». Η φωνή του σκλήρυνε απότομα. Ήταν βολική αυτή η ερμηνεία, καθώς τον απάλλασσε από τις δικές του ευθύνες. Η Έλλη θέλησε να επιβάλει την τάξη στην άδικη αντιμετώπιση της φόνισσας. Σκλήρυνε κι εκείνη τη φωνή της, πρόθυμη να αναλάβει το δικό της μερίδιο ενοχής. «Αν λειτούργησε υποκινούμενη απ’ τον εγωισμό της, τότε θα πρέπει να επιρρίψεις την ευθύνη και σ’ εσένα, που έκανες ακριβώς το ίδιο. Για σκέψου. Εσύ τι έβαλες πάνω απ’ όλα, Αχιλλέα; Δεν ήταν ο εαυτός σου αυτός που διάλεξες, αν το σκεφτείς; Όπως μου παραδέχτηκες, κοντά μου γύρεψες πίσω τη νιότη σου και την παλιά Αιμιλία, εκείνη που ήξερες πως πρόδωσε τον δικό της εαυτό για να γίνει αυτό που θέλησες εσύ. Κι έπειτα δεν σου άρεσε αυτό που έφτιαξες και η εύκολη λύση ήταν να την αλλάξεις. Όπως πετάς μια χαλασμένη μηχανή του καφέ. Αλλά και τη μηχανή προσπαθείς να την επιδιορθώσεις πριν τη βγάλεις στην απομαχία, ακόμα και στην εποχή μας, όπου κυριαρχεί η υπερκατανάλωση. Δεν αγοράζεις δίχως σκέψη το πρώτο καινούργιο μοντέλο που θα δεις στις βιτρίνες. Και οι άνθρωποι, όσο να πεις, δεν είναι ανταλλακτικά. Μη μιλάς για εγωισμούς λοιπόν. Και το φταίξιμό μου είναι πως μπλέχτηκα κι εγώ σ’ αυτό το λάθος.

Και οι τρεις μας τα σκοτώσαμε αυτά τα παιδιά. Όλοι μαζί, Αχιλλέα, τα φαρμακώσαμε». Ο τόνος της φωνής της είχε ανέβει δύο σκάλες. Όσο κι αν προσπαθούσε να είναι ήρεμη, η ψυχραιμία της πλέον είχε ραγίσει. Ρίγη σούβλιζαν το κορμί της και οι σπασμοί που την τράνταζαν την έκαναν να δείχνει σαν κολασμένη. Ο Αχιλλέας την έβλεπε να καταρρέει, μα αδυνατούσε να τη βοηθήσει, παραδομένος και ο ίδιος στις δικές του ενοχές. «Εξακολουθείς να ξεχνάς τη σχέση με τη μητέρα της σε όλα αυτά. Δεν ξέρω γιατί αναζητάς την ευθύνη μόνο σ’ εμάς τους δύο. Εξάλλου, τι νόημα έχει αυτή η συζήτηση; Σημασία έχει πως δεν έχω πια τα παιδιά μου. Θα ήθελα να έχω πεθάνει μαζί τους, ή θα έδινα τη δική μου ζωή για να επιστρέψουν εκείνα. Έχω αμέτρητες φορές αναλογιστεί πως είμαι ο φταίχτης αυτής της τραγωδίας. Έξι μήνες τώρα ψάχνω το κουράγιο να τελειώνω μια και καλή, μα μου είναι αδύνατο. Είμαι δειλός. Η ψυχή μου είναι κολλημένη σαν στρείδι σ’ αυτό το άχρηστο σαρκίο που δεν βρίσκω το κουράγιο να το ξεφορτωθώ. Πίστεψέ με, θέλω να πεθάνω…» Την τελευταία φράση ο Αχιλλέας την είπε δύο φορές, σαν να μαλάκωνε κάπως την οδύνη του όταν έφτανε στ’ αυτιά του. Η Έλλη θα θεωρούσε υπερφίαλα αυτά τα λόγια αν δεν αντίκριζε τον Αχιλλέα ερείπιο από την αϋπνία, αξύριστο σαν ναυαγό, αδύνατο σαν σκιάχτρο. Παρά τη δική της κατάρρευση, καταλάβαινε πως εκείνος ήταν σε χειρότερη

μοίρα. Έδειχνε μετανιωμένος, και η αδυναμία του να φέρει πίσω τα παιδιά του τον άφηνε στο έλεος μιας δηκτικής αυτοκριτικής. «Τη στιγμή που θέλησα να της ζητήσω συγγνώμη έπρεπε να το είχα κάνει… Να είχα προσπαθήσει τουλάχιστον. Θυμάμαι από κάπου ακουγόταν η μελωδία ενός μπλουζ. Κάποτε μου είχε ζητήσει να τη μάθω να χορεύει. Δεν είχαμε χορέψει ούτε στον γάμο. Εγώ επειδή δεν ήθελα να φανώ ρομαντικός κι εκείνη επειδή στενοχωριόταν με την απουσία των δικών της. Έτσι, κανείς μας δεν παρακίνησε τον άλλο να χορέψει. Σε κάποια φοιτητική εκδρομή που είχαμε ακούσει το “Stand by me” του Μπεν Ε. Κινγκ –το θυμάμαι καλά– μου είχε ζητήσει επίμονα να τη χορέψω, μουρμουρίζοντας στ’ αυτί μου τα λόγια στα ελληνικά θέλοντας κάτι να μου πει, στο οποίο δεν έδωσα όση έπρεπε σημασία. Όταν η νύχτα έρχεται και η γη είναι σκοτεινή και το φεγγάρι είναι το μόνο φως που μπορούμε να δούμε, δεν φοβάμαι όσο στέκεσαι δίπλα μου, αγάπη μου. »Το βλέμμα της ήταν υγρό, λες και η μουσική είχε αγγίξει κάποια ευαίσθητη χορδή της, από αυτές που η Αιμιλία ήξερε να καταχωνιάζει κάτω από τη φαινομενική αταραξία της. Και τότε εγώ κοίταξα τα παπούτσια μου και κατηγορηματικά της το αρνήθηκα. Κι εκείνη ήρθε να με πάρει απ’ το χέρι με βλέμμα που έσταζε παράπονο και μου είπε “Μαζί θα μάθουμε”, μα δεν την ακολούθησα. Ζάρωσα στη γωνιά μου

τραβώντας την προς το μέρος μου και μείναμε ακίνητοι για ώρα δίχως να ανταλλάσσουμε λέξη. »Εκείνο το βράδυ που της ανακοίνωσα τον χωρισμό μας, όσο παράξενο κι αν σου φαίνεται, ένιωσα να της χρωστάω ετούτη τη χάρη. Δεν σκέφτηκα τα χρόνια που μοιραστήκαμε ούτε τα παιδιά που θα πληγώνονταν με τον χωρισμό μας ούτε την περιουσία που είχαμε φτιάξει στη διάρκεια του γάμου μας. Ήρθε στον νου μου μονάχα η σκηνή της παλιάς εκδρομής και ο χορός που αρνήθηκα να της χαρίσω. Εκείνο το λάθος που στέγνωσε το φως από το βλέμμα της. Τα μικρά λάθη τελικά είναι αυτά που προκαλούν τα μεγάλα. Δεν τη συντρόφευα εντέλει, Έλλη. Έχεις δίκιο». Πήρε μια ανάσα. Το δωμάτιο απέπνεε παγωνιά, λες και τους άγγιζαν τα χνότα φαντασμάτων που ήταν ολόγυρα κρυμμένα. «“Αχιλλέα, δεν μ’ έμαθες ποτέ να χορεύω. Μόνο εσύ θα μπορούσες να με κάνεις να ξεχάσω” μου πετούσε ξεκάρφωτα το παράπονό της, που έφτανε στ’ αυτιά μου σαν ζητιάνεμα τρυφερότητας. Απ’ την άλλη, ποτέ δεν μου έλεγε τι αφορούσε η λαχτάρα της λήθης. Μπερδευόμουν, κι όσο μπερδευόμουν, έφευγα μακριά της κουρασμένος. »Δεν ανταποκρίθηκα, εννοείται, ποτέ στην ανάγκη της για έναν χορό. Μόνο εκείνο το βράδυ στην κουζίνα, πάνω που άρχισαν να χτίζονται ανάμεσά μας τα τείχη και απ’ το ανοιχτό παράθυρο ακουγόταν η μουσική που της δάγκωνε την ψυχή,

οι λυγμοί της Αιμιλίας τυλίχτηκαν γύρω απ’ την καρδιά μου· και η καρδιά μου σχιζόταν σαν κουρέλι ανάμεσά σας στα δύο. Θέλησα να την πλησιάσω και να της χαρίσω αυτό που μου γύρευε, τιμής ένεκεν για την παλικαριά που επιδείκνυε απέναντι στην απόφασή μου να την αφήσω, τυλίγοντας τα χέρια μου γύρω απ’ τη μέση της και προσφέροντάς της τη στιγμιαία έκσταση ενός χορού και τη φευγαλέα ψευδαίσθηση πως ήμουν για λίγο ακόμα δικός της. »Ίσως έτσι ν’ απάλυνα κάπως τον πόνο που της είχα προκαλέσει, παρηγορώντας το σώμα της για την προδοσία μου, κοιμίζοντας έστω για λίγο τις μαύρες της σκέψεις, ξεγελώντας τους εφιάλτες που της χιμούσαν αλύπητα. Μια συγγνώμη σκαρφάλωσε στα χείλη μου, όχι επειδή την είχα απατήσει ούτε επειδή την άφηνα πίσω μόνη με τους μυστικούς της δαίμονες. Συγγνώμη που δεν σ’ έμαθα ποτέ να χορεύεις. Συγγνώμη που αποδείχτηκα ανίκανος να σε σώσω απ’ τις σκιές σου, θέλησα να της πω όσο την άκουγα ανάμεσα στους πνιχτούς λυγμούς της να μουρμουρίζει εκείνη την παλιά μελωδία μπροστά στον νεροχύτη, νικημένη και αδύναμη, μόνη και αθεράπευτα σιωπηλή. Λίγα βήματα όλα κι όλα χώριζαν τα σώματά μας. Την πλησίασα αργά έτσι όπως ήταν σκυφτή πάνω απ’ τον νεροχύτη, με την πλάτη της να τραντάζεται απ’ τα αναφιλητά, μα μόλις έκανα να τυλίξω το χέρι μου γύρω απ’ τη μέση της, λιγωμένος απ’ τη θλίψη που της είχα προκαλέσει, ήρθες στο μυαλό μου εσύ, η ζωή

που τρέχει και δεν την προλαβαίνουμε, οι κλεμμένες στιγμές της αγάπης που είχαν τόση γλύκα, εσύ, εσύ, εσύ…» φώναζε μες στον παροξυσμό της συντριβής του. «Έπρεπε…» ούρλιαξε το ρήμα χτυπώντας το μέτωπό του και αφέθηκε σ’ ένα δεύτερο κύμα λυγμών, από εκείνους που συνήθως δεν επιτρέπουν οι άντρες να τους νικήσουν. «Μα αν τη χόρευα την Αιμιλία εκείνη τη νύχτα, ένιωθα πως θ’ απατούσα εσένα. Και δίχως τον χορό εκείνης της νύχτας η Αιμιλία δεν κατάφερε να σωθεί, παραδομένη στη μεταμόρφωση που την έκανε αγρίμι. Πάντα θα πιστεύω πως όλα συνέβησαν επειδή δεν της χάρισα εκείνο το μπλουζ. Πες με ανόητο, μα έτσι νιώθω». Η Έλλη δεν μίλησε. Άκουγε μόνο. Διάβαζε πίσω από τα λόγια του άντρα τα άλλα, εκείνα που δεν είχε ξεστομίσει. Την αγάπη που σίγουρα ένιωθε για τη γυναίκα του και την προδοσία που διέπραξε σε βάρος της σαν πράξη αυτοσυντήρησης, μην αντέχοντας άλλο τη νοσηρή συμβίωσή τους. Μολονότι ήξερε πως ο απολογισμός των λαθών δεν θα έφερνε κανένα αποτέλεσμα, ο Αχιλλέας είχε αν μη τι άλλο το δικαίωμα να πενθήσει, να αναλάβει τις ευθύνες του και να συντριβεί. Εκείνη την κουβέντα περί θανάτου ήθελε ωστόσο να πιστεύει πως ο άντρας την ξεστόμιζε μες στην απόγνωσή του. Την καρδιά της την όργωνε η ίδια ανάγκη, αλλά σίγουρα δεν θα έφτανε σε τέτοια ακραία λύση, πιστεύοντας πως τα ανθρώπινα λάθη πρέπει να διορθώνονται ή να πληρώνονται

σ’ αυτή τη ζωή. Κι έπειτα, η ποινή σε τέτοια σφάλματα πρέπει να έχει διάρκεια. Να υπάρχει όσος χρόνος απαιτηθεί για μια γνήσια μετάνοια. Ήξερε βέβαια πως ένιωθε εκείνος. Ήξερε καλά πώς είναι να χάνεις ό,τι αγαπάς, και μάλιστα να κουβαλάς μέσα σου την ευθύνη ότι εσύ προκάλεσες τον χαμό του. Από τη στιγμή που η Έλλη είχε μάθει τι στ’ αλήθεια συνέβη γύρευε κι εκείνη έναν τρόπο να ξεπληρώσει τα λάθη της. Το λάθος το παλιό, τότε που προδόθηκε από τον Οδυσσέα και σκότωσε το αγέννητο παιδί της, και το λάθος το φρέσκο, την αρπαγή του Αχιλλέα από την Αιμιλία και τα παιδιά τους, που τόσο τον είχαν ανάγκη. Μα όποια ποινή κι αν περνούσε από τον νου της ήταν ασήμαντη μπροστά σε αυτό που είχε συντελεστεί. Δεν μιλούσαν για λίγο. Ο Αχιλλέας-σκύλος άρχισε να αλυχτάει ξαφνικά, σαν να οσμιζόταν τον θάνατο που είχε απλωμένα τα δίχτυα του εκεί μέσα. Ένα ήπιο παιδικό μάλλον κλαψούρισμα έβγαινε από τη σκυλίσια ψυχή του. Σαν τα νυχτερινά κλάματα των βρεφών, με τα οποία γυρεύουν το στήθος της μάνας όχι για να τραφούν μα για να εισπράξουν λίγη από τη μητρική ζεστασιά. «Πώς βρέθηκες εδώ μέσα;» τη ρώτησε εκείνος σκουπίζοντας με την ανάστροφη του χεριού του τα πρησμένα του μάτια, όσο προσπαθούσε να ανακτήσει κάπως την ψυχραιμία του.

Του εξήγησε συνοπτικά για τη συγγραφική περιέργεια που της εξήπτε η υπόθεση Στρατάκη και την απόφασή της να παρακολουθήσει τη δίκη, κι έπειτα του εξιστόρησε τη λιποθυμία της Ιουλίας και όλα όσα μεσολάβησαν για να βρεθεί στο ξένο σπίτι σκαλίζοντας τα σκόρπια πράγματα. Για το αγέννητο παιδί του Οδυσσέα, που είχε κάποτε σκοτώσει, λέξη δεν του είπε. Ποτέ δεν άντεχε να μιλήσει γι’ αυτό. «Έτσι, βρέθηκα αντίκρυ στη φωτογραφία σας, πέφτοντας απ’ τα σύννεφα σαν ανακάλυψα το φταίξιμο που αγνοούσα» του είπε στο τέλος. «Τα υπόλοιπα τα ξέρεις και τα ξέρω. Το μόνο που αδυνατώ να καταλάβω είναι πώς έμαθε η Αιμιλία ποια ήταν η ερωμένη σου, αν δεν της το ’πες εσύ». Ο Αχιλλέας προσπάθησε να θυμηθεί με κάθε λεπτομέρεια τον τελευταίο του διάλογο μαζί της. Έφερε στο μυαλό του τα παγωμένα της μάτια, την ύποπτη τώρα αλλοτινή ψυχραιμία της, την αλλόκοτη νηφαλιότητα. Σαν να μην είχε ακούσει εκείνη την ώρα το ανακοινωθέν του χωρισμού τους, αλλά σαν να γνώριζε προ πολλού την αλήθεια και απλώς περίμενε να βρει ο άντρας της το θάρρος να σταθεί αντίκρυ της και να διαλύσει ό,τι είχαν χτίσει μαζί. Ίσως και να έλπιζε ως το τέλος πως ο Αχιλλέας θα άλλαζε γνώμη αν καταλάβαινε όσα θυσίασε η ίδια για χάρη του. «Πρέπει να τα ήξερε όλα από πριν…» ομολόγησε το συμπέρασμά του συννεφιάζοντας πάλι. Έφερε τότε στον νου του εκείνο το απόγευμα, έναν μήνα

νωρίτερα από την ετυμηγορία του χωρισμού τους, που η Αιμιλία είχε ορμήσει με ανεξήγητη ζωντάνια στο γραφείο του. Είχε μια ιδιαίτερη λάμψη εκείνη τη μέρα. Και τα μαλλιά της ύστερα από καιρό τα είχε αφήσει ελεύθερα να ανεμίζουν, ενώ στα χείλη της είχε περάσει το έντονο χρώμα που πάντα της πήγαινε. «Σου έχω νέα…» του είπε ανυπόμονα, μα εκείνος αναγκάστηκε να βγει για λίγο όταν τον κάλεσαν εκτάκτως από το λογιστήριο. «Περίμενέ με. Δεν θ’ αργήσω» της είπε κι έφυγε σαν σίφουνας για να επιστρέψει έπειτα από λίγη ώρα και να βρει την Αιμιλία σκοτεινιασμένη χειρότερα από πρώτα μέσα σε λίγα λεπτά, λες και πατούσε κουμπιά. «Λοιπόν, δεν θα μου πεις τα νέα;» της είπε μόλις κάθισε στο γραφείο του, ανακατεύοντας τα χαρτιά του. «Δεν είναι τίποτε σημαντικό. Γέννησε η Φλόγα» του απάντησε ξερά, έχοντας χάσει το χρώμα της, κι έπειτα πήρε την τσάντα της κι έφυγε βιαστικά δίχως να χαιρετήσει. «Θυμάσαι πότε συνέβη αυτό το συμβάν;» τον ρώτησε η Έλλη, έχοντας ήδη συνδυάσει κάποια στοιχεία στο μυαλό της. «Ήταν 12 Ιουλίου. Το θυμάμαι καλά. Η μέρα των γενεθλίων σου, Έλλη. Το βράδυ σού χάρισα το νεογέννητο κουτάβι». Η Έλλη αισθάνθηκε πως σταμάτησε η καρδιά της. Όσην

ώρα ο Αχιλλέας ψαχούλευε κάθε γωνιά της μνήμης του γυρεύοντας την απάντηση στο αίνιγμα που του έθεσε η ερωμένη του, εκείνη ανακαλούσε στο μυαλό της τον φάκελο με τον υπέρηχο του αγέννητου εμβρύου. Η φωτογραφική της μνήμη τη διαβεβαίωνε πως 12 Ιουλίου είχε γίνει η λήψη της ψηφιακής εικόνας, και ετούτο το γεγονός κούμπωνε μια χαρά με την αιφνίδια ευεξία της Αιμιλίας. Εκείνο που ακόμη όμως δεν είχε απαντηθεί ήταν ο λόγος της μεταστροφής της στο ελάχιστο διάστημα που απουσίασε από το γραφείο του ο Αχιλλέας. Για πρώτη φορά έπειτα από τους μήνες της συμφοράς που είχαν μεσολαβήσει ο Αχιλλέας υποπτεύτηκε τι είχε συμβεί. Όταν το ίδιο βράδυ συναντήθηκε με την Έλλη, εκείνη του διαμαρτυρήθηκε πως δεν είχε απαντήσει στο μήνυμά της, ενώ εκείνος αρνιόταν πως το είχε λάβει. «Απόψε σε περιμένω εδώ, να χαρίσεις στο σώμα μου αυτό που περιμένει. Θέλω το δώρο σου να είναι αντάξιο των προσδοκιών του». Τα συνήθιζαν τέτοια πικάντικα και κατά το δυνατόν ευρηματικά μηνύματα στη διάρκεια της μέρας για να εξάπτουν τη φαντασία τους, διατηρώντας σε ετοιμότητα τον αισθησιασμό τους. Του το είχε πράγματι στείλει, αφού του το έδειξε αποθηκευμένο στο δικό της τηλέφωνο. Ήταν περίπου η ώρα που η Αιμιλία ήταν στο γραφείο του. Το τηλέφωνο ήταν αφημένο ανέμελα, όπως πάντα, ανάμεσα στα χαρτιά

του. Η Έλλη τού τηλεφωνούσε μόνο τις ώρες της δουλειάς, κι αυτό αποτελούσε απαράβατο νόμο στη σχέση τους. Δεν καταστρατήγησε ούτε μ’ εκείνο το μήνυμα τον κανόνα, αφού του το έστειλε σε ώρα εργασίας. Μόνο που εκείνη τη μέρα η Αιμιλία είχε αθετήσει τη δική της συνήθεια να μην επισκέπτεται το γραφείο του άντρα της, επειδή είχε να του ανακοινώσει, όπως του είπε, κάτι σημαντικό. Ο άντρας φαντάστηκε την επόμενη σκηνή. Το κινητό να χτυπάει και η Αιμιλία να βλέπει το μήνυμα, σίγουρη πως δεν είχαν μυστικά μεταξύ τους. Το κινητό τής έπεσε από το χέρι μόλις διάβασε ό,τι ήταν γραμμένο στην οθόνη. Το χέρι της έπεσε στο κενό. Για λίγο έγινε μια στήλη πάγου, με τα πόδια βιδωμένα στη γη. Σε μια γη αφιλόξενη πια για την Αιμιλία, που την έχανε κάτω από τα πέλματά της. Σύρθηκε πάλι ως την καρέκλα της και σωριάστηκε εκεί ώσπου να επιστρέψει ο Αχιλλέας. Άγνωστο τι ανάδευε στη σκέψη της όση ώρα διάρκεσε η απουσία του. Πόσες εικόνες, πόσα λόγια, πόσα ψέματα και πόσα λάθη τής επιτέθηκαν… Aπροσδιόριστη η ζημιά που προκλήθηκε στο μυαλό και στο σώμα της από εκείνο το χτύπημα. Ο Αχιλλέας συνταίριαζε τα στοιχεία που είχε συλλέξει και τις μνήμες που στοιβάζονταν ακατάστατα στο μυαλό του. Γι’ αυτό λοιπόν βρήκα το τηλέφωνο κλειστό, ενώ ήμουν σίγουρος πως το είχα αφήσει ενεργοποιημένο, συμπέρανε αμίλητος. Η Αιμιλία λοιπόν είχε καταρρεύσει, επιστρέφοντας στη

μελαγχολία που προβλημάτισε τον άντρα της με το που γύρισε στο γραφείο παρατηρώντας την απότομη αλλαγή της. Την είχε σκοτώσει κι απλώς εκείνη πάλευε να αποδεχτεί τον θάνατο. «Δεν μου είπε τίποτε τότε…» μονολόγησε μπροστά στην Έλλη, η οποία προσπαθούσε να διαβάσει τους μορφασμούς που προκαλούσαν στην όψη του όλα τα στοιχισμένα πια στον νου του κομμάτια της αλήθειας. «Έλπιζε, Έλλη… Ακόμα κι όταν αντίκρισε με τα ίδια της τα μάτια την προδοσία, διατηρούσε ακόμη μια ελπίδα να γυρίσω κοντά της. Να σταθώ δίπλα της, όπως μου γύρεψε παλιά μουρμουρίζοντας τα λόγια του αγαπημένου της τραγουδιού». «Όπως ελπίζει ο κατάδικος σε μια χάρη…» μονολόγησε και η Έλλη. «Και σκέψου πως η Αιμιλία ήταν καταδικασμένη για ένα λάθος για το οποίο οι φταίχτες είναι πολλοί» συμπλήρωσε σκύβοντας να χαϊδέψει το σκυλί της. «Κι όταν μέρες αργότερα πήρα την απόφαση να της μιλήσω για διαζύγιο…» ξεκίνησε κάτι να πει πάλι ο Αχιλλέας, αλλά τον διέκοψε η Έλλη συμπληρώνοντας τη φράση του: «Η Αιμιλία, Αχιλλέα, ήταν ήδη νεκρή από τότε που είχε ανακαλύψει την προδοσία σου». Αντέδρασε εκείνος ρίχνοντας στην Έλλη μια επικριτική ματιά. «Όλα αυτά που λες είναι υπερβολές. Σκέτες θεωρίες που δεν αλλάζουν τίποτε απ’ όσα έχουν συμβεί».

«Δεν θα διαφωνήσω μαζί σου» του αντέτεινε εκείνη, μαλακώνοντας τον τόνο της φωνής της. «Μα ίσως να σου διαφεύγει το σπουδαιότερο, Αχιλλέα. Τη μέρα που η Αιμιλία ήρθε χαρούμενη στο γραφείο σου, τη μέρα που οι δυο μας ετοιμάζαμε τη βραδινή μας έξοδο για τα γενέθλιά μου, ήθελε να σου ανακοινώσει την τελευταία εγκυμοσύνη της». Ο Αχιλλέας την κοίταξε αποσβολωμένος. Κεραυνός τα λόγια της, και ο θυμός του άρχισε να κοπάζει και να γίνεται πόνος. Μόνο ένα ερώτημα που ανέτειλε στο μυαλό του απαιτούσε μια απάντηση που έπρεπε οπωσδήποτε να δοθεί για να ξέρει αν θα έδινε βάση στα λεγόμενα της συγγραφέως: Πώς μπορούσε να ξέρει η Έλλη μια τόσο προσωπική πληροφορία για την Αιμιλία; Συνταίριαξε τις λέξεις μόλις κατάφερε να αυτοκυριαρχηθεί και έθεσε την ερώτηση στη γυναίκα με όση δύναμη στη φωνή τού είχε απομείνει, πηγαίνοντας κοντά της και τραντάζοντάς την από τους ώμους. «Την αλήθεια αυτή την ακούμπησε πάνω στον μπουφέ του σπιτιού σας τη νύχτα που διέπραξε τους φόνους. Εκεί βρήκα τον φάκελο με τον υπέρηχο εγώ και απορώ πώς δεν τον εντόπισες εσύ πρώτος, αφού μου λες ότι έρχεσαι συχνά εδώ μέσα. Άφησε πάμπολλα σημάδια πίσω της η γυναίκα σου για να κατανοήσεις το έγκλημά της». Ο Αχιλλέας άφησε ήσυχη την Έλλη, που έτριψε τους πονεμένους της ώμους.

«Συγγνώμη…» άρχισε να ψελλίζει ο άντρας και εκείνη κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι της. «Δεν πειράζει… Καταλαβαίνω… Αρκεί κι εσύ να καταλάβεις εμένα, εκείνη… Ένα κουβάρι γίναμε, Αχιλλέα. Γόρδιος δεσμός οι ζωές μας, που τώρα πια κανείς δεν μπορεί να βρει την άκρη». «Θέλω να πεθάνω…» επανέλαβε ο Αχιλλέας πιάνοντας το χέρι της με απόγνωση. Μόνο που η φωνή του αυτή τη φορά έκρυβε μέσα της μια εντιμότητα· μια αλήθεια· μια απελπισμένη προσταγή… Στο μυαλό της περιστρέφονταν όλα τα παλιά και τα νέα στοιχεία. Ο υπέρηχος της Αιμιλίας με την αναγγελία ενός ακόμα παιδιού· το μήνυμά της στο κινητό του Αχιλλέα, που προφανώς αποκάλυψε στη γυναίκα του την παράνομη σχέση τους· οι στίχοι του «Stand by me» και το μπλουζ που η «Μήδεια» δεν είχε χορέψει· οι κασέλες με τα προικιά που έφτασαν από την Ξάνθη μετά τον θάνατο της αδερφής της· η σιωπή της μάνας· οι εναλλαγές ευτυχίας και θλίψης της Αιμιλίας, που είχαν τσακίσει τα νεύρα του Αχιλλέα· ο φόνος που η Έλλη είχε διαπράξει χτυπώντας παλιά τα σωθικά της για να ξεφορτωθεί το παιδί ενός προδότη. Όπως ακριβώς και η Αιμιλία, που δικάστηκε και καταδικάστηκε από τη δικαιοσύνη των ανθρώπων ενώ η ίδια παρέμενε προφυλαγμένη από τα νύχια του κόσμου, μιας και το δικό της φονικό το ήξερε μόνο ο Θεός.

«Χρειάζομαι επειγόντως μια ποινή» του απάντησε κι εκείνη, απεγκλωβίζοντας το χέρι της από την παλάμη του και επιστρέφοντας στον σκύλο, που παρακολουθούσε με προσήλωση τη συζήτηση. Τον έπιασε από το λουρί του και βγήκαν στον δρόμο πάνω που χάραζε, περνώντας μπροστά από τη Φλόγα. Έπειτα από καιρό το ζώο σηκώθηκε στα δυο του πόδια παρατηρώντας τους δυο ξένους να απομακρύνονται. Μια πένθιμη κουστωδία, ένας σκύλος, μια γυναίκα και τα φαντάσματα δυο παιδιών. Ο Αχιλλέας έφυγε λίγο αργότερα, αφήνοντας, όπως πάντα, ένα κόκαλο στο σκυλί της γυναίκας του, που γρύλισε απειλητικά όταν ο άντρας έκανε να το χαϊδέψει.

Αυτά είχαν συμβεί τη νύχτα. Τώρα, ανεβαίνοντας τα σκαλιά του νοσοκομείου, η Έλλη διατηρούσε ασταμάτητα στη σκέψη της τη νυφική φωτογραφία της Αιμιλίας κι έπειτα φανταζόταν τη «Μήδεια» αγκαλιά με τα νεκρά της παιδιά. Η μακάβρια φράση του Αχιλλέα και η δική της ανάγκη να εξιλεωθεί για το σφάλμα που άθελά της είχε διαπράξει δεν έλεγαν να φύγουν από το μυαλό της. Θα ήθελε να τη συναντήσει, να τα πουν, να δώσουν αμοιβαίες εξηγήσεις, να της γυρέψει συγγνώμη γονατιστή, κι ας ήταν σίγουρη πως εκείνη θα αδυνατούσε να τη συγχωρέσει. Κι ας ήταν σίγουρη επίσης πως δεν θα καταδεχόταν καν να την κοιτάξει, όπως

και η ίδια η Έλλη απέφευγε να κοιταχτεί στον καθρέφτη. Μια λύση άρχισε να παίρνει μορφή στο μυαλό της και ένα αμυδρό χαμόγελο επιχείρησε να πολεμήσει την κατήφεια του προσώπου της, μα η Έλλη δεν το άφησε να απλωθεί στα ωχρά της χείλη. «Όλα θα τελειώσουν. Καθένας μας θα λάβει αυτό που του αξίζει» μονολόγησε σκοντάφτοντας πάνω σ’ έναν περαστικό. «Συγγνώμη… συγγνώμη…» ψέλλιζε ασταμάτητα, κάνοντας τους διαβάτες να την κοιτούν παραξενεμένοι έτσι όπως κόλλησε η βελόνα του μυαλού της σε αυτή την ύπουλη εντέλει λέξη.

15

Η φρονιμάδα ας μ’ αγαπά, χάρισμα πρώτο απ’ τους θεούς. Ναι, και ποτές η Κύπριδα να μη μου ανάψει την καρδιά για το κρεβάτι του αλλονού και με μπερδέψει σε θυμούς φιλόμαχους, συνερισιές που δε γνωρίζουν χορτασμό! ΜΗΔΕΙΑ EΥΡΙΠΙΔΗ, στ. 634-640

ΑΡΧΙΣΑΝ ΕΝΑΣ ΕΝΑΣ να εμφανίζονται στην αίθουσα αναμονής του νοσοκομείου. Πρώτοι ο Νικήτας και ο Αλέξανδρος. Έπειτα από την πρωινή χειραψία τους, ο

ψυχολόγος προσφέρθηκε να φέρει καφέ στον ζωγράφο. Η Έλλη και ο Μίνωας δεν είχαν ακόμη φανεί, και έτσι είχαν την ευκαιρία να τα πουν με την ησυχία τους για λίγο οι δυο τους. Τα δυο κυπελλάκια άχνιζαν, αγγίζοντας το δέρμα τους ευχάριστα, και ο Αλέξανδρος ρούφηξε με ιδιαίτερη λαχτάρα την πρώτη γουλιά, μετανιώνοντας για τη βιασύνη του μόλις το καυτό υγρό τού έκαψε τη γλώσσα. Δεν ήταν ο πρώτος καφές της μέρας ούτε επρόκειτο να είναι ο τελευταίος, καθώς σερνόταν από το άγχος και την αϋπνία όσο ο Ανέστης δεν έλεγε να δώσει σημεία ζωής. Ο Νικήτας διάβασε με ευκολία αυτά τα σημάδια στην όψη του Αλέξανδρου, μόνο που δεν ήταν εφικτό να καταλάβει αν οφείλονταν σε κάποια αδιαθεσία ή σε κάποιον ξαφνικό μπελά. Κάτι αλλιώτικο ξεπρόβαλλε στο βλέμμα του σε σχέση με την προηγούμενη μέρα, όπου φαινόταν ανέμελος και γεμάτος αυτοπεποίθηση. Λόγω επαγγελματικής εμπειρίας πρόσεξε με την πρώτη ματιά πως ο χτεσινός Αλέξανδρος διέφερε αισθητά από αυτόν που βρισκόταν μπροστά του κατεβάζοντας μηχανικά γουλιές καυτού καφέ. Όταν ρώτησε τον Αλέξανδρο στα ίσια αν του συνέβη κάτι, ήταν μεν πηγαίο το ενδιαφέρον του, αλλά ταυτόχρονα η ερώτηση ήταν ένας πρώτης τάξεως ελιγμός για να αποφύγει έστω για λίγο το δικό του πρόβλημα. Είχε φύγει από το σπίτι το ίδιο πρωί βιαστικά, σχεδόν κυνηγημένος έπειτα από τη νύχτα που είχε περάσει με τη Μαργαρίτα, παγιδευμένος στο

δίλημμα που ξεπετάχτηκε από μέσα του μόλις αναστυλώθηκε το ερωτικό γόητρό του. Η Μαργαρίτα είχε επιστρέψει κατατροπωμένη από τη λάθος επιλογή της και τώρα έμενε σ’ αυτόν να αποφασίσει για το μέλλον της σχέσης τους. Άραγε θα της έριχνε τη χαριστική βολή θριαμβολογώντας για τη νίκη του ή θα της χάριζε την ευκαιρία που του ζητούσε; Δυσκολεύτηκε αρκετά να αποκαλύψει στη μητέρα του αυτό που του είχε προκύψει, όταν της τηλεφώνησε για να ρωτήσει τι κάνουν τα παιδιά. Η ξαφνική αλλαγή στη ζωή του τον είχε συγκλονίσει. Μιλώντας για ανώδυνα θέματα οι δυο τους, για τον καιρό, για το ανάστημα που είχαν ρίξει τα πιτσιρίκια και για τις σκανταλιές τους που έκαναν την κυρα-Χαρίκλεια να βάζει τις φωνές, η μητέρα του κατάλαβε αμέσως την ταραχή του γιου της. Ανάμεσα στα λόγια που λέγονται ως αντίδοτο για την αμηχανία που απλώθηκε στην κουβέντα, η γυναίκα κατάλαβε ότι η ατμόσφαιρα ήταν κάπως ηλεκτρισμένη. Υπήρχε αιωρούμενο κάτι που ακόμη δεν είχε ειπωθεί. Όσο η ίδια προσπαθούσε να φέρει τη συζήτηση γύρω από τα προσωπικά του Νικήτα και το ενδεχόμενο να είχε βρει επιτέλους μια νέα σύντροφο, εκείνος άδραξε κάποια στιγμή την ευκαιρία και ξεστόμισε τη φράση που της έκοψε μια και καλή τη φόρα για ευχάριστα σχέδια. «Γύρισε η Μαργαρίτα. Μ’ εκείνη ήμουν χθες το βράδυ.

Μη σχολιάσεις τίποτε. Σε παρακαλώ. Πρέπει μόνος μου να πάρω μια απόφαση. Μην πεις τίποτε και στα παιδιά. Δεν υπάρχει λόγος να αναστατωθούν αν τελικά δεν…» Αυτό το «αν τελικά δεν…» του γιου της αναπτέρωσε το ηθικό της μητέρας. Μπορεί η είδηση της επιστροφής της Μαργαρίτας να τη χτύπησε σαν αστροπελέκι, όμως υπήρχε ακόμη η πιθανότητα να διασώσει ο Νικήτας την αξιοπρέπειά του. Δεν ήθελε ούτε καν να διανοηθεί το ενδεχόμενο μιας επανασύνδεσης, που θα σήμαινε την επαναφορά του γιου της στη θέση του παθητικού αποδέκτη μιας δεδομένης νέας προδοσίας. Γκρεμίστηκε η ελπίδα της γυναίκας να είχε βρει ο γιος της «ένα μυαλωμένο θηλυκό για σπίτι», όπως εκμυστηρευόταν στη γειτόνισσά της, που θα νοιαζόταν τα παιδιά του και θα στεκόταν «κερί αναμμένο» στο πλάι του. «Τέτοιος άντρας ο Νικήτας μου και να περάσει αυτή την πίκρα… Αυτή την ντροπή… Είναι άδικο… Τόσο μα τόσο άδικο» εξηγούσε κουνώντας με απογοήτευση το κεφάλι, ενώ το βελονάκι της περνούσε με πείσμα την κλωστή στις θηλιές της δαντέλας τσιμπώντας σαν ράμφος το νήμα. «Όποιος προδώσει μια φορά εύκολα θα το ξανακάνει» του είπε μονάχα, ακολουθώντας την προσταγή του να μη μιλήσει, κι έπειτα του υπέδειξε να μην ανησυχεί για τα παιδιά και του έκλεισε βιαστικά το τηλέφωνο, αφού αναστέναξε βαθιά στο ακουστικό για να πάρει ο γιος το μήνυμα πως κομμάτια την έκανε την καρδιά της μάνας με όσα της είπε και

ότι θα την πεθάνει αν δεν πάρει την πρέπουσα απόφαση. Έβαλε έτσι η Χαρίκλεια το βαρίδι της άποψής της στην ψυχή του Νικήτα, που ζύγιζε τα υπέρ και τα κατά της επιστροφής της γυναίκας του και η κρίση του παλαντζάριζε μια προς το μέρος της αγάπης για τη γυναίκα και μια στη μεριά της Χαρίκλειας, που ουδέποτε τον είχε προδώσει. Το πρόβλημα του ψυχολόγου ήταν όντως δυσεπίλυτο, καθώς είχαν πιαστεί στα χέρια ο άνθρωπος, ο επιστήμονας, ο πατέρας, ο γιος και ο σύζυγος Νικήτας. Ο άνθρωπος συγχωρούσε, ο επιστήμονας κατανοούσε, ο πατέρας συμμεριζόταν την ανάγκη που είχαν τα παιδιά του από τη μάνα τους, ο γιος πάλευε να μην πικράνει τη δική του μάνα και ο σύζυγος γύρευε εκδίκηση για την προδοσία που είχε υποστεί και τα έβαζε με τον εαυτό του επειδή είχε υποκύψει ξανά στη λαγνεία της σάρκας της. Άκρη δεν είχε βγάλει ακόμη όταν ανέβηκε τα σκαλιά του νοσοκομείου περισσότερο για να συναντηθεί με τους υπόλοιπους, με τους οποίους διαπίστωνε πως τον έδενε κάτι απροσδιόριστα κοινό, παρά για να μάθει την πορεία της υγείας της Ιουλίας Στρατάκη. Προσπαθώντας λοιπόν να μαντέψει το ξένο πρόβλημα, άφηνε έστω για λίγο το δικό του στην άκρη. Είχε φτάσει πρώτος, κι ευθύς μόλις αντίκρισε τον Αλέξανδρο να τον πλησιάζει, εντόπισε την αλλαγή που είχαν υποστεί τα γαλήνια χαρακτηριστικά του. Η χλωμάδα στο δέρμα, η

θολούρα στα μάτια του με μια υποψία ερυθρότητας, η γερμένη στάση του κορμιού του, όλα συνηγορούσαν πως ο Αλέξανδρος είχε περάσει επίσης μια δύσκολη νύχτα. Δεν υπήρχε ακόμη βέβαια μια τέτοια οικειότητα μεταξύ τους ώστε να ξεψαχνίσει τα εσώψυχα του άντρα, όμως ως ψυχολόγος ήξερε, αν μη τι άλλο, πώς να ξεκινήσει την κουβέντα για να καταλάβει αν αυτός που είχε αντίκρυ του ήθελε να του ανοιχτεί. «Όλα καλά;» τον ρώτησε δήθεν ανέμελα όταν του έβαζε το κυπελλάκι με τον καφέ στο χέρι, κι εκείνος κρυβόταν πίσω από το χάρτινο ποτήρι πίνοντας ασταμάτητα το καυτό νεροζούμι του κυλικείου, κερδίζοντας χρόνο ώσπου να αποφασίσει αν θα του έλεγε την αλήθεια ή αν θα επινοούσε ένα ψέμα περί αδιαθεσίας. «Ο σύντροφός μου αγνοείται» αρκέστηκε τελικά να του πει, και ο Νικήτας έδειξε ιδιαίτερα σκεφτικός πριν αρθρώσει μια λέξη, καθώς, κρίνοντας από την απάντηση, το θέμα είχε περισσότερες προεκτάσεις από όσες αρχικά φανταζόταν. Η αρχική του υποψία για τον σεξουαλικό προσανατολισμό του Αλέξανδρου επιβεβαιώθηκε με αυτή τη φράση και το θέμα έχρηζε λεπτού χειρισμού, καθώς η εξαφάνιση ενός ανθρώπου μπορούσε να σημαίνει μια πλειάδα πραγμάτων. Μπορεί η εγκατάλειψη και η προδοσία να είναι πάντα η πρώτη σκέψη για έναν ερωτευμένο άνθρωπο, όμως υπάρχουν και οι άλλες εκδοχές, κι ας φτάνουν στο μυαλό του αχνές και τελευταίες.

Το πρόβλημα του Αλέξανδρου άγγιξε μια ευαίσθητη χορδή του ψυχολόγου, καθώς θυμήθηκε τη δική του περίπτωση τότε που εξαφανίστηκε η Μαργαρίτα, σαν να αναλήφθηκε στους ουρανούς, μένοντας ο ίδιος ολομόναχος να παλεύει με τους καπνούς που άφησε πίσω της. Πέρα από τις λίγες λέξεις σ’ ένα χαρτί με τις οποίες τον ενημέρωσε για τη φυγή της, καμία άλλη εξήγηση δεν του δόθηκε ώστε να καταλάβει πού είχε φταίξει. Μόνος του έπρεπε να βρει την άκρη και για καιρό αισθανόταν σαν τον τυφλό σ’ έναν άγνωστο χώρο, ο οποίος σκοντάφτει πάνω στα έπιπλα αδυνατώντας να εντοπίσει την έξοδο. Μα αφότου πήρε τις εξηγήσεις της Μαργαρίτας έστω και καθυστερημένα, αναρωτιόταν μήπως ήταν καλύτερα όσο δεν ήξερε τίποτε, και ο ίδιος προβληματισμός φώλιασε τώρα στο μυαλό του και για την περίπτωση του Αλέξανδρου. Μήπως τελικά η φυγή του Ανέστη ήταν καλύτερο να παραμείνει δίχως εξήγηση; Ο Νικήτας αισθάνθηκε μια μάλλον συναδελφική αλληλεγγύη για τον καινούργιο φίλο που στεκόταν ζαρωμένος στο κάθισμά του με το κυπελλάκι του καφέ στο χέρι χαζεύοντας απαθώς τις φουσκάλες του υγρού. «Και στο ντουλάπι του βρήκα αυτό που σήμερα μόλις το πρωί έμαθα τι είναι» έβαλε ο Αλέξανδρος την κατακλείδα του στη συζήτηση βγάζοντας από την τσέπη του το μπουκαλάκι των χαπιών. «Ρετροϊκό σκεύασμα» του είπε ο φαρμακοποιός στον

οποίο το έδειξε, και στον συνοφρυωμένο Αλέξανδρο, που δεν ήξερε τι σήμαινε στη γλώσσα των ειδικών αυτή η ορολογία, εξήγησε πως αποτελούσε τη μόνη συντηρητική αγωγή για όσους πάσχουν από Aids. Κάτι είχε πάρει το αυτί του Νικήτα για την πορεία των ερευνών κατά της νόσου, αφού και ο ίδιος ασχολιόταν με την ψυχολογική υποστήριξη ανθρώπων που αντιμετώπιζαν αυτό το πρόβλημα. Η ξαφνική εγκατάλειψή τους από τα οικεία τους πρόσωπα, οι ενοχές για το μοιραίο λάθος που είχαν διαπράξει μένοντας απροστάτευτοι από τα ερωτικά τους ένστικτα, ο κοινωνικός στιγματισμός που υπέμεναν αν τολμούσαν να αποκαλύψουν το πρόβλημά τους ήταν ζητήματα που αναμφίβολα απασχολούσαν και την κοινότητα των ψυχολόγων. Ο Νικήτας από διακριτικότητα δεν είπε λέξη, αφήνοντας το περιθώριο στον Αλέξανδρο, που είχε αρχίσει να ξεδιπλώνει το πρόβλημά του, να βγάλει μόνος του από μέσα του ό,τι τον βάραινε. «Πρέπει να το ήξερε καιρό. Στις ιδιαίτερες στιγμές μας με προστάτευε επίμονα, τόσο που μ’ εκνεύριζε ώρες ώρες. Έκανα βέβαια την εξέταση σήμερα, λίγο πριν έρθω εδώ, μα δεν νομίζω ότι διατρέχω τέτοιον κίνδυνο. Το θέμα μου είναι η ζωή του, που ίσως κινδυνεύει. Αισθάνομαι ανίσχυρος όσο εκείνος με αφήνει έξω από το πρόβλημά του. Δεν αντέχω να είμαι παρείσακτος πια στη ζωή του. Κι έπειτα, με σκοτώνει η

προδοσία του. Ποτέ δεν περίμενα κάτι τέτοιο από κείνον. Πριν γνωριστούμε, ούτε ο Ανέστης ούτε εγώ είχαμε δοκιμάσει κάτι απ’ όσα ζήσαμε μαζί, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ…» Ο Αλέξανδρος βίωνε μια κατάσταση παρεμφερή με το δίλημμα του Νικήτα. Αυτό ήταν το συμπέρασμα του ψυχολόγου. Η πάλη με την προδοσία ταλαιπωρούσε απίστευτα και τους δύο. Μόνο που εκείνος είχε την αρνησικυρία στη σχέση του με τη Μαργαρίτα και μπορούσε ο ίδιος να αποφασίσει τις εξελίξεις της ιστορίας τους, ενώ ο Αλέξανδρος όφειλε να διαχειριστεί το τέλος που ο Ανέστης του είχε επιβάλει. «Καταλαβαίνω. Να ’ξερες πόσο σε καταλαβαίνω» ψιθύρισε ο Νικήτας χτυπώντας τον Αλέξανδρο φιλικά στην πλάτη πάνω που φάνηκε η Έλλη να πλησιάζει, σκυθρωπή και χλωμή σαν νεκρή. Δίχως το κόκκινο κραγιόν της και με τα μαλλιά της ατημέλητα έμοιαζε μόνο αμυδρά με το κεφάτο πλάσμα που είχαν γνωρίσει. Η μπριόζικη συμπεριφορά της είχε δώσει τη θέση της σε μια ανεξήγητη ανασφάλεια φωλιασμένη στα μάτια της. Τα ρούχα που φορούσε ήταν αταίριαστα μεταξύ τους, παρά την προσεγμένη εμφάνισή της την προηγούμενη μέρα. Κάτι είχε ανατρέψει και τις δικές της ισορροπίες. Ήταν φανερό. Χαμένη και βιαστική, κοιτώντας νευρικά τον κόσμο που εναλλασσόταν στον χώρο, άφηνε το βλέμμα της να στοχεύει με κάποια αδιακρισία τους ανήσυχους επισκέπτες στο νοσοκομείο. Έβλεπε τις ρυτίδες

στα πρόσωπά τους που έφτιαχναν τόξα εμπειριών, αφουγκραζόταν τις φωνές τους να ψιθυρίζουν τους φόβους τους και άφηνε την ψυχή της να συντονιστεί με το κλάμα κάποιων επισκεπτών που αντιδρούσαν έντονα όταν μάθαιναν την αλήθεια για τα προβλήματα υγείας δικών τους ανθρώπων. Με το ίδιο απλανές βλέμμα κοιτούσε τους ανθρώπους εκεί μέσα και ο Αλέξανδρος. Σκιτσάριζε νοερά τα πρόσωπα κάποιων από όσους τον περιέβαλλαν. Μεγάλα μέτωπα, σουβλερά πιγούνια ή φουσκωτά ζυγωματικά απασχολούσαν μια χαρά το μυαλό του για να αποφεύγει την αναμέτρηση με τη φυγή, την προδοσία, την απουσία και την αρρώστια του Ανέστη. Παραδόξως εκεί μέσα δεν ένιωθε μόνος. Κοντά στον Νικήτα και στην Έλλη η μοναξιά του αποκτούσε μια ολοκαίνουργια διάσταση. Ίσως να ήταν η χλωμάδα στα πρόσωπά τους, που του έδινε την αίσθηση πως συνέπασχαν όλοι για έναν λόγο που γνώριζε χωριστά ο καθένας. Και παρότι καθένας μόνος του είχε βουλιάξει στο δικό του πρόβλημα, στην αίθουσα του νοσοκομείου βίωναν όλοι μια πρωτόγνωρη αίσθηση συμπαράστασης. «Έχουμε κανένα νέο απ’ την Ιουλία;» ρώτησε τους δυο άντρες η Έλλη μπαίνοντας κατευθείαν στο θέμα, αφού παρέκαμψε το τυπικό καλημέρισμα. «Τίποτα όσην ώρα είμαι εδώ» της απάντησε ο Νικήτας, που αισθανόταν κάπως άβολα απέναντί της για την αυθόρμητη αντίδραση της

προηγούμενης μέρας. Η απότομη κάπως στάση της γυναίκας τον έκανε να υποπτευτεί πως είχε ενοχληθεί από τη συμπεριφορά του επιλέγοντας να κρατήσει αποστάσεις. «Σου οφείλω κάποια συγγνώμη» της δήλωσε, κάνοντας χώρο να καθίσει ανάμεσα σ’ αυτόν και στον Αλέξανδρο. «Για ποιο πράγμα;» απόρησε εκείνη, φανερά θολωμένη από όλα όσα της είχαν συμβεί. «Για χθες. Που ήμουν κάπως απότομος στις αντιδράσεις μου. Μη με παρεξηγείς. Έχω ξεσυνηθίσει την ανθρώπινη συντροφιά. Για να είμαι πιο ειλικρινής, δεν εμπιστεύομαι εύκολα τους ανθρώπους. Κι αν το λέω εγώ αυτό που είναι η δουλειά μου να διαχειρίζομαι τα ανθρώπινα συναισθήματα και να δίνω λύσεις, καταλαβαίνεις σε τι τέλμα έχω πέσει». Τα λόγια του Νικήτα έφταναν στ’ αυτιά της ασύνδε τα, αφού παρεμβάλλονταν οι προσωπικές της ανησυχίες, οι οποίες της αποσπούσαν την προσοχή. Μόνο όταν άκουσε τη φράση «γύρισε η γυναίκα μου η Μαργαρίτα έπειτα από τρία χρόνια απουσίας» έστρεψε έκπληκτη το βλέμμα της προς το μέρος του και έδωσε προσοχή στα λεγόμενά του. «Και τώρα;» τον ρώτησε όταν ολοκλήρωσε όσα είχε να της πει, πάνω που εμφανίστηκε ο γιατρός και διακόπηκε απότομα η κουβέντα. Σηκώθηκαν αυτόματα και οι τρεις από τις καρέκλες τους και τέντωσαν τ’ αυτιά τους να ακούσουν τα νέα. «Άνοιξε τα μάτια της. Ο κίνδυνος πιστεύουμε πως έχει

περάσει. Δεν έχει όρεξη για κουβέντες και δεν πρέπει να την κουράσουμε. Θα την κρατήσουμε λίγες μέρες ακόμα εδώ. Κι έπειτα θα μπορέσει να φύγει, αρκεί να παίρνει τα φάρμακά της. Εσείς είστε η Αιμιλία;» στράφηκε προς την Έλλη μόλις ολοκλήρωσε την ενημέρωσή του. Εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι και αλληλοκοιτάχτηκαν με τον Νικήτα, που έδειχνε συλλογισμένος. «Αιμιλία λένε την κόρη της» εξήγησε η Έλλη στον γιατρό, που σημείωνε κάτι στον πίνακα που κρατούσε στα χέρια του. «Ίσως θα πρέπει να την ειδοποιήσετε. Τη ζητάει συνέχεια μες στο παραμιλητό της. Αυτήν και κάποια Ελένη. Σε κάτι τέτοιες στιγμές οι ηλικιωμένοι έχουν ανάγκη τα παιδιά τους» είπε ο γιατρός και όλοι τους κατέβασαν το βλέμμα στο δάπεδο ξέροντας πως κάτι τέτοιο ήταν ανέφικτο να γίνει. «Η κόρη της καταδικάστηκε σε ισόβια φυλάκιση χθες. Ίσως αυτή να ήταν η αιτία που κλονίστηκε η υγεία της. Όπως καταλαβαίνετε, είναι αδύνατο να έρθει εκείνη εδώ να τη δει. Και αντίστοιχα, απ’ όσο καταλαβαίνω, είναι αδύνατο στην κατάστασή της να την επισκεφτεί και η κυρία Ιουλία εκεί που βρίσκεται». «Πάντως, η γυναίκα δεν μπορεί να μείνει μόνη της. Τουλάχιστον τον πρώτο καιρό. Θα χρειαστεί έναν άνθρωπο να τη φροντίζει και να της δίνει τα φάρμακά της. Ειδοποιήστε κάποιον άλλο συγγενή της».

«Πότε μπορούμε να τη δούμε, να της μιλήσουμε;» ρώτησε η Έλλη, που ίσως να μη νοιαζόταν τόσο αν δεν θεωρούσε τον εαυτό της υπεύθυνο για τα δεινά που είχαν χτυπήσει μάνα και κόρη. «Όταν τη βγάλουμε από την εντατική. Από αύριο ίσως». Ο γιατρός έδειξε βιαστικός. Είπε λακωνικά όσα έπρεπε να πει και αποχώρησε από τη συντροφιά τους, έχοντας κι άλλους επισκέπτες να ενημερώσει για την πορεία της υγείας των ασθενών τους. Ο ανθρώπινος πόνος είχε γίνει ρουτίνα για κείνον πια και αντιμετώπιζε με απάθεια τη θλίψη που άφηνε τα χνάρια της στο βλέμμα τους. Όλες οι ιστορίες τού φάνταζαν ίδιες και απαράλλαχτες σ’ αυτό τον φαύλο κύκλο ζωής και θανάτου που άνοιγε και έκλεινε ασταμάτητα, αφήνοντας πίσω του σκληρές αναμνήσεις, παράπονα και ερωτήσεις δίχως απαντήσεις. «Δεν ήρθε ο Μίνωας» παρατήρησε η Έλλη έπειτα από την αμηχανία που απλώθηκε μεταξύ τους. «Θα είχε καμιά δουλειά. Κι έπειτα, έχει κι αυτός οικογένεια» θέλησε ο Νικήτας να τον δικαιολογήσει, παρότι και ο ίδιος είχε παραξενευτεί ύστερα από τα δύο αναπάντητα τηλεφωνήματα που του είχε κάνει. «Η Αιμιλία ήταν έγκυος έναν μήνα πριν απ’ το έγκλημα» τους πέταξε σαν τυράκι σε φάκα την πληροφορία η Έλλη, κάνοντας και τους δυο να στρέψουν το βλέμμα τους προς το μέρος της.

«Μη με ρωτήσετε πώς το ξέρω. Σημασία έχει πως η γυναίκα κυοφορούσε και ο άντρας της δεν το ήξερε μέχρι χθες. Η Αιμιλία έμαθε πως την απατούσε τη μέρα που βεβαιώθηκε για την εγκυμοσύνη της. Δεν είπε στον άντρα της λέξη, περιμένοντας να μετανιώσει και να αφοσιωθεί στο σπιτικό τους. Μα εκείνος έναν μήνα μετά της ζήτησε διαζύγιο. Τα υπόλοιπα τα ξέρετε. Πρόκειται για ένα ντόμινο δυστυχίας. Η ιστορία, όπως καταλαβαίνετε, δεν έχει έναν αλλά τρεις θύτες τελικά. Εκείνη, εκείνον και τη γυναίκα που μπήκε εμβόλιμα στη ζωή τους». Όσο μιλούσε η Έλλη τα μάτια της είχαν βουρκώσει και τα χέρια της είχαν παραδοθεί σ’ ένα ακατάσχετο τρέμουλο. Η εικόνα της έδειχνε πως έπαιρνε πολύ προσωπικά την ιστορία, τόσο που ο Νικήτας άρχισε κάτι να υποπτεύεται. Γι’ αυτό δεν μπήκε καν στη διαδικασία να τη ρωτήσει από πού είχε αντλήσει τόσες πληροφορίες. «Ποια είναι αυτή η άλλη γυναίκα, Έλλη; Την ξέρεις;» τη ρώτησε, μαντεύοντας την ενοχή που τρυγούσε τα φυλλοκάρδια της. «Εγώ…» του απάντησε κατεβάζοντας τα μάτια στα μουντά μάρμαρα του νοσοκομείου, ξεσπώντας επιτέλους σε αναφιλητά. Αυτή τη φορά τής έσφιξε το χέρι ο Νικήτας. Η Έλλη αρπάχτηκε από τα δάχτυλά του την ώρα που ο Αλέξανδρος ένιωσε πάνω στο σώμα του το αμυδρό σκίρτημα του κινητού

του από τη μέσα τσέπη του πανωφοριού του. «Εγώ είμαι η Μήδεια. Εγώ… Εγώ…» επαναλάμβανε η Έλλη σφίγγοντας το χέρι του Νικήτα μες στο δικό της, ώσπου σχηματίστηκε από το σφίξιμο ένας μορφασμός πόνου στο πρόσωπό του. Ωστόσο ετούτη τη φορά, παρότι αισθανόταν τα λεπτά του δάχτυλα να ασφυκτιούν μες στην παλάμη της, δεν τράβηξε από το χέρι της το δικό του. Του άρεσε που η Έλλη τον χρειαζόταν. Του άρεσε που εκείνη βίωνε τόσο τραγικά μια ενοχή που ίσως θα αρνιόταν να σηκώσει οποιαδήποτε άλλη γυναίκα. Τον απωθούσε που η Μαργαρίτα τού περιέγραψε με τόση άνεση τις λεπτομέρειες της προδοσίας της. Τώρα το τοπίο είχε αρχίσει να ξεθολώνει. Η Έλλη τού προκαλούσε βαθύ σεβασμό. Η Μαργαρίτα ξαφνικά τον απωθούσε για έναν λόγο που επιτέλους είχε εντοπίσει με την ιδιότητα του επιστήμονα και όχι μ’ εκείνη του απατημένου συζύγου. Το ενδεχόμενο να είχε γυρίσει κοντά του λόγω ανάγκης και όχι επειδή είχε μετανιώσει τον έκανε να υποφέρει. Δεν ήξερε πώς να βεβαιωθεί για την αλήθεια που έκρυβε επιμελώς πίσω από τα δάκρυα τα οποία εκείνος αδυνατούσε να εμπιστευτεί. Έτρεμε στην ιδέα να είχε προσφύγει κοντά του όπως ο ναυαγός καταφεύγει στην πρώτη ξέρα στην οποία τον ξεβράζει το κύμα. Αρνιόταν να είναι η εφήμερη λύση της. Αρνιόταν να διασχίσει πάλι το ίδιο σκοτάδι. Η φράση της μάνας του αναβόσβηνε στο μυαλό του σαν σήμα κινδύνου

και ο φόβος ανακυκλωνόταν ασταμάτητα. «Όποιος προδώσει μια φορά εύκολα θα ξαναπροδώσει». Έπειτα, ωστόσο, αφηνόταν πάλι ανυπεράσπιστος στην έλξη που του ασκούσε το κορμί της Μαργαρίτας. Έπρεπε άμεσα να αποφασίσει. Τα παιδιά θα γύριζαν σε δύο μέρες. Ό,τι και να αποφάσιζε, ένα κομμάτι του θα υπέφερε φρικτά. Ένας καινούργιος φόβος άρχιζε να παίρνει πάλι το πάνω χέρι: η επιστροφή στη μοναξιά, στο κρύο κρεβάτι, στο τρέξιμο για τα ψώνια για τις ανάγκες των παιδιών, το παραμύθι που έπρεπε απαρέγκλιτα να τους λέει κάθε βράδυ, κι ας ήταν πτώμα από την κούραση, αφού δεν υπήρχε εκείνη να μοιραστεί μαζί του τις ευθύνες της οικογένειας. Ο Νικήτας έσφιξε τα βλέφαρά του, λες και με αυτό τον τρόπο θα έδιωχνε έστω για λίγο το δίλημμα που του πίεζε τα μηνίγγια. Καμία λύση ακόμη… Καμία απάντηση… Καμία απόφαση… Το ρολόι του τοίχου μετρούσε ήδη αντίστροφα τον χρόνο που τον χώριζε από τη Μαργαρίτα, η οποία περίμενε την ετυμηγορία του με κομμένη την ανάσα. Ό,τι κι αν του είχε κάνει, δεν έπρεπε να της παρατείνει το μαρτύριο της αναμονής. Η εντιμότητα και η καλή του καρδιά δεν του επέτρεπαν να της κάνει κάτι τέτοιο. Σε λίγες ώρες θα είχε καταλήξει σε μια απόφαση. Το υποσχέθηκε στον εαυτό του. Ο Αλέξανδρος κοίταξε φευγαλέα τις κλήσεις στο κινητό του. Έλπιζε ακόμη να ήταν του Ανέστη εκείνη η κλήση της οποίας τη δόνηση αισθάνθηκε να εξαπλώνεται στο σακάκι

του, όμως εκείνος συνέχιζε την ποινή της απουσίας που του είχε επιβάλει. Με την άκρη του ματιού του διάβασε τον αριθμό που τον είχε καλέσει, ο οποίος δεν ήταν από Αθήνα, μα δεν μπορούσε να ασχοληθεί περισσότερο όσο η Έλλη ταπεινωμένη ξετύλιγε μπροστά τους την ιστορία της. «Δεν ήξερες ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος. Μην επιρρίπτεις τέτοια ευθύνη στον εαυτό σου» προσπάθησε ο Αλέξανδρος να την παρηγορήσει. «Έφταιγα. Ήξερα ούτως ή άλλως πως ο Αχιλλέας ήταν παντρεμένος». «Φταίει και ο έρωτας, Έλλη. Έστω κι αν θες να απαρνηθείς τη δύναμή του, αυτός υπάρχει και μπορεί να καταστρέψει οποιονδήποτε μέσα σε μια στιγμή. Είναι ανέφικτο να ελέγχεις τα πάντα» της επισήμανε ως ειδικός και ο Νικήτας, βλέποντάς τη να βασανίζεται τόσο μες στις απόλυτες γραμμές της ενοχής όπου περιχαράκωνε τον εαυτό της. «Υπάρχουν δυο παιδιά στον τάφο από δικό μας φταίξιμο. Ο έρωτας είναι ασήμαντη δικαιολογία για μια τέτοια συμφορά». Κρύφτηκε για λίγο καθένας στις σκέψεις του. Οι ριπές του αέρα δυνάμωναν πάλι στο τζάμι. Η υπόνοια που εξαρχής είχαν όλοι τους ότι η ιστορία της Αιμιλίας Στρατάκη ήταν πολύ πιο περίπλοκη από μια απλή υπόθεση τρέλας, μίσους και ζήλιας είχε πια επαληθευτεί. Μια ψηφίδα της αλήθειας

απόμενε ακόμη ασαφής. Όσα δεν είχαν ειπωθεί από τα χείλη της Ιουλίας.

Βυθισμένοι στα προσωπικά τους αδιέξοδα έπειτα από λίγη ώρα βγήκαν στο μαρτιάτικο αγιάζι ακολουθώντας καθένας άλλη κατεύθυνση. Ο Αλέξανδρος αναζήτησε ένα παγκάκι για να ξαναδεί προσεκτικά στο κινητό του τον αριθμό που τον είχε καλέσει, ο Νικήτας πήρε τον δρόμο του γυρισμού για το σπίτι, θέλοντας να ξεκαθαρίσει μια ώρα αρχύτερα τη σχέση του με τη Μαργαρίτα, και η Έλλη μπήκε στο πρώτο λεωφορείο που βρήκε μπροστά της αδιαφορώντας για τον προορισμό του. Ήθελε μόνο να βλέπει τον κόσμο έξω από το τζάμι και τις εικόνες να εναλλάσσονται πότε λουσμένες στο φως και πότε στη μουντάδα της βροχής· σαν τα πλάνα της ζωής της που άλλαξαν από τη μια στιγμή στην άλλη, φέρνοντάς την αντιμέτωπη με την αποκρουστική όψη της μοίρας που στάθηκε αδύνατο να αποφύγει. «Συγγνώμη…» ψιθύρισε πάλι αντίκρυ στις εικόνες που έτρεχαν έξω από το παράθυρο και στις φιγούρες των παιδιών του Αχιλλέα, που επανέρχονταν ασταμάτητα στο μυαλό της. Ανάμεσά τους μπερδεύτηκε και η θολή φιγούρα του δικού της αγέννητου παιδιού, εκείνου που δεν έπαψε στιγμή να φαντάζεται από τότε που το σκότωσε γρονθοκοπώντας την κοιλιά της. Το έπλαθε συχνά στο μυαλό της να έχει τα

γαλάζια μάτια του προδότη Οδυσσέα και τα κόκκινα μαλλιά της συχωρεμένης της μάνας της. «Σίγουρα θα είχε κόκκινα μαλλιά…» μονολογούσε, παραξενεύοντας τον επιβάτη του λεωφορείου που καθόταν στο κάθισμα δίπλα της. Έπειτα νότισε με το χνότο της το τζάμι και έγραψε τη λέξη «συγγνώμη» με τον δείκτη του χεριού της στο θολό γυαλί. Είχε ήδη εντοπίσει έναν τρόπο εξιλέωσης για το αμάρτημά της. Χαμογέλασε με ανακούφιση. Ήταν θέμα χρόνου να λυτρωθεί.

16

Είναι απ’ τη φύση το γυναίκειο γένος να χολοσκάνει οπόταν ο άντρας πάει να παντρολογηθεί ξανά. Μα σένα γύρισε στο καλύτερο η καρδιά σου, και, στην ώρα του, το ’νιωσες ποιο μέρος νικά. Γυναίκα φρόνιμη έτσι κάνει. ΜΗΔΕΙΑ EΥΡΙΠΙΔΗ, στ. 909-913

ΜΕ ΛΥΜΕΝΗ ΓΡΑΒΑΤΑ , ξεκούμπωτο πανωφόρι και πυρωμένο πρόσωπο, ο Μίνωας κατέβηκε δυο δυο τα σκαλοπάτια της Τάνιας. Έπειτα από την αποκάλυψη της Ροδής πως γνώριζε τα πάντα για την εξωσυζυγική του αταξία κατευθύνθηκε προς το σπίτι της, με τον θυμό του να

σφυροκοπάει στις φλέβες του. Δεν χρειαζόταν σοφία για να αντιληφθεί ποιος είχε στείλει στη γυναίκα του εκείνες τις καταραμένες φωτογραφίες από τις προσωπικές στιγμές που μοιραζόταν με την ερωμένη του. Η Τάνια τον είχε, εξάλλου, απειλήσει στο τηλέφωνο πως θα φανέρωνε στη Ροδή τη σχέση τους και σ’ αυτήν πήγε αμέσως το μυαλό του όταν εκείνη του είπε πως τα ήξερε όλα. Ύστερα από τη νύχτα που είχαν περάσει με τη Ροδή είχε αρχίσει να αισθάνεται έτοιμος για μια δεύτερη ευκαιρία στον γάμο του. Η νοσταλγία του για τη γυναίκα που κάποτε ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε δεν ήταν πια χωρίς αντίκρισμα, καθώς εκείνη είχε ξαναβρεί απροσδόκητα το χαμένο της ταμπεραμέντο. Μπορεί ο γάμος τους να βρισκόταν στα πρόθυρα της διάλυσης, όμως ο Μίνωας παραδόξως συντηρούσε μέσα του μια ελπίδα. Όσο έφερνε στο μυαλό του αυτά που είχαν συμβεί, τόσο διαπίστωνε πως θα ζούσαν και οι τρεις μες στη μιζέρια της υποκρισίας τους αν η Τάνια δεν τολμούσε να κάνει πράξη τις απειλές της. Η Ροδή ίσως να συνέχιζε να στήνει το σαρκίο της παθητικά μπροστά στην τηλεόραση τυλιγμένη στην άκομψη ρόμπα της· εκείνος θα συνέχιζε να σιωπά για την ατασθαλία του με την Τάνια επειδή θα λυπόταν τη Ροδή, και η νιότη της Τάνιας θα μαραινόταν εξαιτίας της δικής του βολικής δειλίας προτού ανθίσει. Ενώ βγαίνοντας από το σπίτι ξεφυσούσε σαν ταύρος από τον θυμό του εναντίον της ερωμένης του, διαπίστωνε όσο

περνούσε η ώρα πως η δεύτερη σκέψη υποσκέλιζε την πρώτη. Όχι μόνο δεν έπρεπε να θυμώνει με την Τάνια, αλλά, αντιθέτως, της χρωστούσε ευγνωμοσύνη. Μπήκε λοιπόν στο αυτοκίνητο αποφασισμένος για μια φορά στη ζωή του να διαχειριστεί με εντιμότητα και θάρρος την κατάσταση. Βιαζόταν πολύ να απαλλάξει την Τάνια από το βάρος των τύψεων που ήδη θα την περόνιαζαν γι’ αυτό που είχε κάνει και να της χαρίσει την ελευθερία που της είχε στερήσει. Μία κλήση για παραβίαση κόκκινου φαναριού, δύο καβγάδες για παράνομο προσπέρασμα και μερικές… πενταδάκτυλες χειρονομίες που βγήκαν από τα παράθυρα διερχόμενων αυτοκινήτων ήταν ο απολογισμός της ριψοκίνδυνης βιασύνης του, αφού στο τιμόνι δεν ήταν πια ο αδιάφορος για τις ψυχές των άλλων Μίνωας αλλά ένας άνθρωπος που μέσα σε μια νύχτα είχε καταφέρει να ωριμάσει. Το γεγονός ότι ήταν αργία τον είχε απίστευτα βολέψει για να ξεκαθαρίσει την κατάσταση, αφού δεν είχε κάποια άλλη επείγουσα υπόθεση. Φτάνοντας έξω από την πολυκατοικία και παρκάροντας από τη βιασύνη του παράνομα, δίχως να νοιαστεί για το ενδεχόμενο μίας ακόμα κλήσης, κόλλησε το δάχτυλό του στο κουδούνι και ανέβηκε από τις σκάλες στο διαμέρισμα της Τάνιας, αδυνατώντας να περιμένει τον ανελκυστήρα. Με το που άνοιξε όμως η Τάνια την πόρτα και ο Μίνωας

αντίκρισε, αντί για τη γνώριμη ελκυστική εικόνα της, το θλιμμένο απομεινάρι του παλιού εαυτού της που μόνο αμυδρά του τη θύμιζε, ο θυμός του καταλάγιασε μονομιάς. Το σπίτι είχε ντουμανιάσει από τα τσιγάρα και η ατημέλητη όψη της τον διαβεβαίωνε πως εκείνη βρισκόταν σε χειρότερη θέση από τη δική του. «Πέρασε» του είπε, σπεύδοντας να σβήσει το τσιγάρο που κρατούσε στο χέρι και να συμμαζέψει κάπως τον ακατάστατο χώρο. Άδεια κουτάκια μπίρας και βουνά από αποτσίγαρα στα τασάκια έφτιαχναν ένα σκηνικό που προκάλεσε τύψεις στον Μίνωα για τις μέρες που η Τάνια υπέφερε όσο διάστημα εκείνος αρνιόταν να τη συναντήσει και να δώσει λύση στη σχέση τους. Πρέπει να είχε μέρες να κοιμηθεί και να απολαύσει ένα μπάνιο, και τα άλλοτε πάντα στιλπνά και καλοχτενισμένα μαλλιά της τώρα έπεφταν μπερδεμένα στους ώμους της σαν ξεφτισμένα καραβόσκοινα. Το κορμί της, που είχε στεγνώσει από την αδυναμία, και τα παράσιτα του αναμμένου ραδιοφώνου, που η Τάνια έδειχνε πως δεν την ενοχλούσαν, τόνιζαν την ευθύνη του για την καταρράκωση της νεαρής γυναίκας, που ξαφνικά στα μάτια του φάνταζε σαν παιδί. Κάθισε ταραγμένος σε μια γωνιά, συνεχίζοντας να περιεργάζεται τις απώλειες της Τάνιας από αυτή την άνιση και άδικη μάχη που αναγκάστηκε να δώσει. Πώς θα μπορούσε εκείνη να τα βάλει με τις ορδές των αναμνήσεων

δέκα ολόκληρων χρόνων; Πώς ήταν δυνατό να αναμετρηθεί με μια ολόκληρη ζωή γεμάτη από στιγμές που τον αλυσόδεσαν σε μια συνήθεια ή, ακόμα περισσότερο, σε μια αγάπη; Όσο κι αν ήθελε να την τιμωρήσει γι’ αυτό που δεν είχε αμφιβολία πως εκείνη είχε κάνει, στάθηκε αδύνατο να αρθρώσει λέξη έχοντας απέναντί του τη σκιά του θηλυκού που τον είχε συγκλονίσει. «Εσύ το έκανες. Έτσι δεν είναι;» τη ρώτησε δίχως περιστροφές, με πατρικό ωστόσο τόνο στη φωνή του. Η ιστορία της Αιμιλίας Στρατάκη πέρασε αυτόματα από το μυαλό του και ο φόβος που αισθάνθηκε για τον σκοτεινό πόνο των γυναικών κατέστειλε την οργή του, απλώνοντας μέσα του συμπόνια. Άγγιξε με το χέρι του το μάγουλο της Τάνιας και εκείνη άφησε το πρόσωπό της να λουφάξει μέσα στη χούφτα του. Της είχε λείψει τόσο, και αυτό το άγγιγμα την ηρεμούσε επιτέλους από την αναστάτωση τόσων ημερών. «Ναι. Δεν άντεχα άλλο. Έπρεπε να τελειώσει αυτή η ιστορία. Κι εσύ δεν έλεγες να διαλέξεις. Μα το μετάνιωσα αμέσως μόλις έριξα τον φάκελο με τις φωτογραφίες μας στο κουτί του ταχυδρομείου. Σκέφτηκα τα παιδιά σου κι εκείνη. Τι μου έφταιξε εμένα εκείνη;» τέλειωσε τη φράση της κι έκανε την κίνηση να ξανανάψει τσιγάρο. Ο Μίνωας τη σταμάτησε βάζοντας πάλι το τσιγάρο στο πακέτο. «Δεν έχει νόημα να καταστρέφεις τον εαυτό σου. Και η

αλήθεια είναι πως είχες δίκιο. Έφταιγα πράγματι σ’ αυτή την υπόθεση και σας τυραννούσα άσκοπα και τις δύο. Μου ήταν αδύνατο να πάρω μια απόφαση. Με βόλευε ίσως αυτή η κατάσταση, αδιαφορώντας στην ουσία και για όσα περνούσατε εξαιτίας μου. Μα αυτό δεν πρόκειται να συνεχιστεί». Η σιγή που τήρησαν για λίγο άφησε το περιθώριο στην Τάνια να καταλάβει πως η απόφαση του Μίνωα κοντοζύγωνε. Ζάρωσε πάνω στον καναπέ αγκαλιάζοντας με τα χέρια το σώμα της. Κρύωνε και οι λέξεις έβγαιναν από τα χείλη της παγωμένες και αδύναμες κι αυτές. «Εκείνη;» τον ρώτησε θέλοντας να μάθει τις αντιδράσεις που προκάλεσε με την πράξη της. «Εκείνη… Εκείνη μου έδειξε με τον τρόπο της πόσο ανώριμος είμαι και πόσο άδικα φέρθηκα και στις δυο σας. Κι αφού σας αξίζει η ειλικρίνεια, νομίζω πως κι εσύ πρέπει να ξέρεις πως χθες τη νύχτα κοιμήθηκα με τη Ροδή, νομίζοντας πως γυρνούσε ο χρόνος πίσω, και ξαναγίναμε τα παιδιά που ερωτεύτηκαν κάποτε. Σε ξέχασα εκείνες τις ώρες, γλυκιά μου. Και τότε κατάλαβα πως αυτό που γυρεύω από σένα είναι αδύνατο να μου το δώσεις εσύ, κι αυτό που γυρεύεις εσύ από μένα δεν μπορώ εγώ να σ’ το προσφέρω. Είμαι ένας εκ γενετής προδότης. Κυλάει στη φλέβα μου μάλλον η απιστία, και κάθε φορά που νομίζω πως χάνω τη σκανταλιάρικη γοητεία της νιότης μου προσφεύγω στην προδοσία για να

νιώσω πάλι παιδί. Μην το πάρεις στραβά λοιπόν. Πρέπει να γλιτώσεις από μένα. »Ομολογώ πως θύμωσα στην αρχή με αυτό που έκανες, μα βλέποντάς σε καταλαβαίνω πως ήταν εντέλει η καλύτερη λύση για όλους, και ευτυχώς που βρήκες το κουράγιο να το κάνεις. Θα άκουσες, βέβαια, πρόσφατα για μια μάνα που σκότωσε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες τα παιδιά της. Λοιπόν, η ιστορία που έκρυψε επιμελώς αυτή η γυναίκα πρέπει να ήταν μια ιστορία σαν κι αυτή που ζήσαμε εγώ, εσύ και η Ροδή. Μόνο που η γυναίκα μου αντέδρασε γενναία, βρίσκοντας το κουράγιο να με ξεπεράσει. Διάβασα στα μάτια της την ασημαντότητά μου, κι αυτό με έκανε να μισήσω τον εαυτό μου. Και το μόνο πράγμα που θα ήθελα στη ζωή μου είναι να ξανακερδίσω την εκτίμησή της μήπως έτσι ξανακερδίσω και τον χαμένο μου αυτοσεβασμό». Παραδόξως, τα λόγια του τη λύτρωναν. Δεν τα εξέλαβε ως δικαιολογία ή υπεκφυγή. Διέθεταν μια ειλικρίνεια την οποία η Τάνια είχε απόλυτη ανάγκη. Και η αγκαλιά που την πήρε στη συνέχεια ζητώντας της συγχώρεση μπορεί να μην έσβησε την οδύνη της εγκατάλειψης, όμως της πρόσφερε τον σεβασμό που της άξιζε. «Για λίγο μόνο καιρό ας μη συναντιόμαστε. Μέχρι να φτιάξουν οι πληγές μας το κάπαλό τους και να μη μας πονάνε. Πάντα βέβαια θα ξεμυαλίζομαι στη σκέψη σου, μα πρέπει επιτέλους να διαχειριστώ και να πολεμήσω το

ελάττωμά μου. Πρέπει, εν ολίγοις, να ενηλικιωθώ, αφού διαπίστωσα επιτέλους πως η παρατεταμένη μου εφηβεία γινόταν αιτία να ταλαιπωρώ ανθρώπους που δεν μου έφταιξαν σε τίποτε. Τα παιδιά μεγαλώνουν και είναι κρίμα να είναι μακριά απ’ τον πατέρα τους. Αλλά, όποτε θα χρειάζεσαι έναν φίλο, το τηλέφωνό μου το ξέρεις». Συνέχισε για λίγο ακόμα να τη σφίγγει πάνω στο στήθος του, όπως κρατούσε πάντα τη μικρή του κόρη όταν φοβόταν το σκοτάδι. Έπειτα σηκώθηκε, άνοιξε την πόρτα και όρμησε σαν αστραπή στις σκάλες. Κατέβηκε δυο δυο τα σκαλοπάτια θέλοντας να ξεφύγει από τα δακρυσμένα μάτια της Τάνιας, που του τσάκιζαν τις άμυνες. Το κορμί του διαμαρτυρόταν για την υπέροχη αμαρτία που του στερούσε, μα ο Μίνωας έδειχνε αποφασισμένος για μια νέα αρχή, απαγορεύοντας στον εαυτό του ακόμα και να νοσταλγήσει τη φρέσκια σάρκα της Τάνιας. Ξεκούμπωσε τη γραβάτα και το πανωφόρι του, ξαναμμένος καθώς ήταν από την ένταση των γεγονότων, και συντόνισε το βήμα του με τον απόηχο των τυμπάνων που έφτανε στ’ αυτιά του από το βάθος του δρόμου. Παρέλαυνε και ο ίδιος προς τιμήν της εντιμότητας που είχε ανακτήσει, ακολουθώντας το τέμπο της καρδιάς του, η οποία επιτέλους βρήκε τον παλιό της ρυθμό. Η Τάνια είχε βγει στο μπαλκόνι έπειτα από μέρες κλεισούρας στο σκοτάδι του εαυτού της. Έβλεπε τον Μίνωα να απομακρύνεται και ένιωθε στα μάγουλά της να παγώνουν

τα δάκρυα. Έκανε ψύχρα. Άλλοτε αρκούσε να πει στον Μίνωα ότι κρυώνει για να τρέξει κοντά της, όπου κι αν βρισκόταν, και να την τυλίξει στα μπράτσα του. Η αγκαλιά του άντρα για καιρό ήταν το πανωφόρι της, μα τώρα έπρεπε να αρκεστεί στη ζεστασιά μιας απλής ζακέτας. Τα δάχτυλά της πάνω στο κάγκελο χτυπούσαν στον ρυθμό που έδιναν τα τύμπανα που ηχούσαν επιβλητικά. Από ένα βραχνιασμένο μεγάφωνο έφτανε στ’ αυτιά της η στομφώδης φωνή του εκφωνητή που μιλούσε με έναν παρωχημένο πατριωτισμό για τις αξίες του έθνους. Παρωχημένες και οι δικές της αξίες μόλις στα είκοσι χρόνια της ζωής της, και εκεί, όρθια στη βεράντα, τις αναθεωρούσε μία μία ανακαλύπτοντας καινούργιες. Έπρεπε θαρραλέα να δώσει τη μάχη της για να ανακτήσει τα εδάφη της ρημαγμένης της αγνότητας και ευγνωμονούσε τον Μίνωα που βρήκε το κουράγιο να την ελευθερώσει από τα δεσμά του. Τον κοιτούσε να ξεμακραίνει από το σπίτι της και να αναμειγνύεται με το ανώνυμο πλήθος, ώσπου έγιναν πάλι δυο άγνωστοι σε αυτή την απέραντη πόλη, όπως ήταν πριν γνωριστούν. Θα πονούσε για λίγο όποτε τον θυμόταν, μα έπειτα από τις ντόμπρες εξηγήσεις του η Τάνια ήξερε πως θα κρατούσε ενθύμιο τις καλές τους στιγμές και ο πόνος θα αμβλυνόταν χάρη στον χρόνο, που όλα τα γιατρεύει. Η γυναίκα μπήκε στο σπίτι και άρχισε να συμμαζεύει βιαστικά τα σκουπίδια που είχε μέρες να πετάξει. Έπειτα

συγυρίστηκε, ντύθηκε, χτενίστηκε και βγήκε στους δρόμους να τη χτυπήσει ο αέρας. Αγόρασε από το περίπτερο μια σημαιούλα και στήθηκε μαζί με τους περήφανους γονείς να καμαρώσει τα νιάτα της νέας Ελλάδας που παρέλαυναν με καμάρι για να τιμήσουν μια αλλοτινή επανάσταση. Μια επανάσταση γιόρταζε και η Τάνια. Την προσωπική της επανάσταση για την ακρίβεια, όταν ένιωσε στα σπλάχνα της το σκίρτημα του δικού της παιδιού που μεγάλωνε ερήμην του Μίνωα μέσα της. Χάιδεψε την κοιλιά της κι ένα χαμόγελο φώτισε την όψη της. Το παιδί μου. Το καταδικό μου παιδί , συλλογίστηκε. Μια υπόνοια γέλιου ανέτειλε στα χείλη της. Ο Μίνωας είχε διαλέξει να φύγει κι εκείνη είχε πάρει την απόφαση που εκκρεμούσε, ψιθυρίζοντας και η ίδια το ηρωικό τραγούδι που αντηχούσε από το μεγάφωνο.

Κοιτώντας το ρολόι του, ο δικηγόρος διαπίστωσε πως κόντευε μεσημέρι. Χαμένος σε όσα του είχαν συμβεί το τελευταίο εικοσιτετράωρο, είχε ξεχάσει εντελώς το άτυπο ραντεβού του με τους άλλους στο νοσοκομείο. Βαδίζοντας αργά κάτω από τη λιακάδα, ξέροντας πως έπρεπε να επιστρέψει στο σπίτι για να μαζέψει τα πράγματά του έπειτα απ’ όσα διαμείφθηκαν με τη Ροδή, το βήμα του γινόταν αργό σαν πέτρινο, προσφέροντάς του την πίστωση χρόνου που είχε

ανάγκη. Ξαφνικά διαπίστωνε πως το αντίο που έπρεπε να πει στην Τάνια δεν ήταν όσο δύσκολος του φαινόταν ο χωρισμός του από τη γυναίκα του. Τα χρόνια που είχαν περάσει μαζί κρατούσαν τις ζωές τους δεμένες με τα δεσμά μιας συνήθειας ανάκατης με αγάπη. Και τούτα τα δεσμά θα ήταν αδύνατο να λυθούν με δύο υπογραφές στο χαρτί του διαζυγίου. Ο Μίνωας ήξερε καλά, λόγω επαγγέλματος, από διαζύγια. Είχε διαπιστώσει πόσο ψυχοφθόρες ήταν οι διαδικασίες και πως τα παιδιά ήταν ο άμαχος πληθυσμός σε εχθροπραξίες που κρατούσαν καιρό. Στη σκέψη πως και τα παιδιά του θα πλήρωναν τη δική του ανωριμότητα, άρχισε να κατακρίνει τον εαυτό του. Περπατώντας για ώρες χαμένος στις σκέψεις του, μόνο όταν άρχισε να πέφτει μια δειλή ψιχάλα θυμήθηκε πως το αυτοκίνητο το είχε παρκαρισμένο κάτω από το σπίτι της Τάνιας. Δίστασε ωστόσο να επιστρέψει σ’ αυτό το σημείο, θεωρώντας απαγορευμένη πια την περιοχή όπου κατοικούσε η νεαρή Σειρήνα. Ευάλωτος καθώς ήταν ακόμη στη σάρκα της Τάνιας, σκέφτηκε να πάρει ένα ταξί. Η ιδέα και μόνο να βρεθεί κάτω από το σπίτι της ερωμένης του τον έκανε να αμφιβάλλει αν θα μπορούσε να συγκρατηθεί και να μην επιστρέψει στον γνώριμο απείθαρχο εαυτό του. Γι’ αυτό αποφάσισε να στείλει κάποιον να το πάρει την επομένη, αποφεύγοντας ο ίδιος να πλησιάσει στο οικοδομικό τετράγωνο του σπιτιού της, όπως ο πότης αποφεύγει ακόμα

και τη μυρωδιά του αλκοόλ. Ωστόσο ούτε στο σπίτι του μπορούσε να επιστρέψει. Στην ιδέα και μόνο να αντιμετωπίσει την ταπείνωση που του προκαλούσε το βλέμμα της Ροδής, η ψυχή του έδειχνε δυσφορία και οι παλμοί του ανέβαιναν επικίνδυνα. Γι’ αυτό τον λόγο παρέτεινε όσο μπορούσε αυτή την άσκοπη βόλτα του στην πόλη. Έπειτα από ώρα οι κλειδώσεις του διαμαρτυρήθηκαν από την κούραση και ο Μίνωας κάθισε να ξαποστάσει σ’ ένα παγκάκι. Η ψιχάλα ευτυχώς δεν μετατράπηκε σε μπόρα, αλλά συνέχιζε να πέφτει αργά σαν δάκρυ πάνω στην άσφαλτο, αφήνοντας αχνά σημάδια νερού που έσβηναν κάτω από τους τροχούς των αυτοκινήτων και τα παπούτσια των περαστικών. Έβαλε τα χέρια του στις τσέπες και απέμεινε να ατενίζει τη σύναξη των νεφών πάνω από το κεφάλι του. Τα δάχτυλά του άγγιξαν φευγαλέα την ατζέντα του και αμέσως ήρθε στον νου του η νύχτα στο σπίτι της Στρατάκη και το όνομα και το τηλέφωνο του γιατρού που είχε διαγνώσει την εγκυμοσύνη της φόνισσας. Έβγαλε το σημειωματάριο από την τσέπη και είδε πως τα στοιχεία, παρότι γραμμένα κάτω από το ημίφως ενός φακού από το τρεμάμενο χέρι του, φαίνονταν πεντακάθαρα. Αν έκρινε από τους αρχικούς αριθμούς του τηλεφώνου, το ιατρείο βρισκόταν κάπου στο Κολωνάκι. Η αργία της εθνικής επετείου βέβαια τον έκανε να αμφιβάλλει αν θα ήταν ο γιατρός εκεί, έπειτα όμως συλλογίστηκε πως οι

μαιευτήρες δεν έχουν αργίες και ωράριο, αφού τα βρέφη δεν ακολουθούν το πρόγραμμα κανενός όταν φτάνει η ώρα να έρθουν στον κόσμο. Έβγαλε το κινητό του για μια δοκιμή. Η ενδεχόμενη συνάντησή του με τον γιατρό της Στρατάκη τού έδινε ακόμα ένα άλλοθι για να επιστρέψει αργότερα στο σπίτι και στο δυσάρεστο καθήκον να πακετάρει τα πράγματά του. Πληκτρολόγησε τον αριθμό και προς μεγάλη του έκπληξη άκουσε να απαντάει μια αντρική φωνή. «Ο κύριος Τριανταφυλλίδης, ο μαιευτήρας;» «Μάλιστα». «Μίνωας. Μίνωας Ιωάννου. Δικηγόρος. Ο δικηγόρος της Αιμιλίας Στρατάκη. Χρειάζομαι τη βοήθειά σας». Το ραντεβού κλείστηκε για το επόμενο μισάωρο. Ο γιατρός προθυμοποιήθηκε αμέσως να μιλήσουν γι’ αυτή την υπόθεση, σαν να τον ενοχλούσαν κι αυτόν όσα είχαν συμβεί κι εκείνη η σαρκοβόρα διάθεση των δημοσιογράφων και των δικαστών σε βάρος της Στρατάκη, δίχως κανείς να έχει ασχοληθεί επί της ουσίας με τα αίτια της πράξης της.

«Όντως δεν μπορεί κανείς να φερθεί με επιείκεια στην πράξη της. Όμως σε κάθε πράξη –κι αν κάνω λάθος, εσείς, που είστε νομικός, διορθώστε με– παίζουν μεγάλο ρόλο τα κίνητρα που την υποκινούν. Και αυτά τα κίνητρα στην περίπτωσή της ήταν ασαφή. Κι όσο είναι ασαφή τα κίνητρα, δεν μπορείς με

βεβαιότητα να αποδώσεις κατηγορία και, πολύ περισσότερο, να ορίσεις ποινή. Αν και το ιατρικό απόρρητο με δεσμεύει να μη δίνω πληροφορίες για ασθενείς μου, σε μια τέτοια περίπτωση θεωρώ πως οφείλω να σας εμπιστευτώ, υπολογίζοντας και στη δική σας επιστημονική εχεμύθεια. Η Αιμιλία Στρατάκη μού είχε κάνει εντύπωση ως άνθρωπος απ’ την αρχή. Την ξέρω χρόνια. Απ’ το πρώτο διάστημα του γάμου της» δήλωσε ευθαρσώς ο γιατρός όταν συναντήθηκαν με τον Μίνωα στο γραφείο του, περιστοιχισμένοι από τις περγαμηνές του επιστήμονα, που έδιναν κύρος στα λεγόμενά του. «Ανέλαβα με βαριά καρδιά την υπόθεσή της και δεν μπόρεσα να τη βοηθήσω, επειδή κι εκείνη δεν με βοήθησε» απολογήθηκε με τη σειρά του και ο Μίνωας. «Η κοινή γνώμη είναι αμείλικτη σε τέτοιες περιπτώσεις, και με το δίκιο της βέβαια. Όμως το προφίλ της γυναίκας με κάνει να αμφιβάλλω ότι πρόκειται απλώς για μια περίπτωση ρηχής εκδικητικότητας ή μια περίπτωση ψυχασθένειας. Τουλάχιστον όχι παθολογικής. Πρόσφατα ανακάλυψα πως η Στρατάκη ήταν έγκυος έναν μήνα πριν απ’ το μοιραίο συμβάν, και ίσως να είχε κάποια σχέση η εγκυμοσύνη με ό,τι επακολούθησε. Ίσως να μπορούσα να εκμεταλλευτώ τις ορμονικές διαταραχές της κύησης για να ακολουθήσω μια καλύτερη υπερασπιστική γραμμή αν την πείσω να κάνουμε έφεση. Γνωρίζοντας ότι βρισκόταν και σε διάσταση με τον

άντρα της –απ’ τις ελάχιστες επί του θέματος πληροφορίες που ανακάλυψαν οι δημοσιογράφοι–, το ένστικτό μου μου υποδεικνύει να σκαλίσω περισσότερο την υπόθεση. Εσείς είχατε διαγνώσει την εγκυμοσύνη της» του είπε στο τέλος με απόλυτη βεβαιότητα. Ο γιατρός έξυσε το πιγούνι του προβληματισμένος για το πού το πήγαινε ο δικηγόρος της Στρατάκη. Σηκώθηκε ωστόσο και αναζήτησε έναν φάκελο από το ερμάριο όπου αρχειοθετούσε τις υποθέσεις των ασθενών του. Τον άνοιξε μπροστά στο γραφείο του για να θυμηθεί το ιστορικό της ασθενούς κι έπειτα απευθύνθηκε στον Μίνωα. «Η Αιμιλία ήρθε στο ιατρείο μου στις 12 Ιουλίου το πρωί και έφυγε πετώντας απ’ τη χαρά της με τη διάγνωση της εγκυμοσύνης. Ήταν δύο μηνών, έχοντας συλλάβει με φυσικό τρόπο, και έχει σημασία αυτό το τελευταίο. Τρεις μέρες αργότερα μου τηλεφώνησε και μου ανακοίνωσε πως είχε αιμορραγία. Είχε χάσει το παιδί της. Όταν έβγαλε τα ρούχα της για να την εξετάσω, είδα κάποιους μώλωπες στο σώμα της. Μου εκμυστηρεύτηκε πως ήταν σημάδια από γροθιές. Τις δικές της γροθιές, αν μου είπε αλήθεια, επειδή δεν ήθελε το παιδί. Θορυβήθηκα πολύ ξέροντας πως η Αιμιλία κατέβαλε πολλές προσπάθειες για να συλλάβει τα δυο παιδιά της, αφού είχαν προηγηθεί τρεις εκτρώσεις στη διάρκεια του γάμου της. Και τα δυο παιδιά της τα απέκτησε με εξωσωματική γονιμοποίηση. Δεν το βάζει ο νους μου αυτό

που συνέβη. Σας ξορκίζω να μείνουν μεταξύ μας όλα αυτά». Ο Μίνωας είχε σαστίσει ακούγοντας τις νέες πληροφορίες. Πώς είναι δυνατό μια γυναίκα να σκοτώσει τα παιδιά που απέκτησε με χίλια βάσανα; αναρωτήθηκε όσο ενθάρρυνε τον γιατρό να του δώσει κάποιες λεπτομέρειες που ίσως θα μπορούσαν να τον διαφωτίσουν περισσότερο. «Έχει περάσει καιρός. Δεν θυμάμαι και πολλά. Θυμάμαι πάντως πως για τις αμβλώσεις ερχόταν στο νοσοκομείο ολομόναχη. Καθώς φορούσε βέρα, προσπαθούσα να τη μεταπείσω, αφού δεν συνέτρεχε λόγος υγείας ούτε υπήρχε κάποιος κοινωνικός ενδοιασμός για να αποκτήσει παιδί. “Δεν θέλουμε ακόμη παιδιά” μου απαντούσε αόριστα όταν τη ρωτούσα, αφήνοντάς με να συμπεράνω ότι ο άντρας της ήταν εκείνος που έπαιρνε αυτή την απαράδεκτη απόφαση, και τον είχα αντιπαθήσει επειδή υπέθετα πως ήταν από εκείνους που δεν έπαιρναν προφυλάξεις, υποβάλλοντας τη γυναίκα του συνεχώς σε μια τέτοια οδυνηρή δοκιμασία. Εκείνη ωστόσο με ξόρκιζε να μην του φανερώσω ποτέ αυτό που συνέβαινε, με τη δικαιολογία ότι δεν ήθελε να τον φορτώνει με ενοχές και ότι δικό της ήταν όλο το φταίξιμο. Αδυνατούσα, ομολογώ, να την καταλάβω. Γι’ αυτό και της υπέδειξα να επισκεφτεί έναν φίλο μου ψυχίατρο. Πράγματι με άκουσε και πήγε να τον βρει. Όμως ούτε σ’ αυτόν πρέπει να είπε την αλήθεια. Ξέρετε, οι ασθενείς, όταν δεν είναι έτοιμοι να αποδεχτούν το πρόβλημά τους, αναπτύσσουν άριστες

υποκριτικές ικανότητες. Κρύβονται μια χαρά και από τον γιατρό και από το κοντινό τους περιβάλλον. Γι’ αυτό και πέφτουμε από τα σύννεφα ένα πρωί με κάποια ακραία τους πράξη. Το μόνο που μου είπε ο φίλος μου είναι ότι της υπέδειξε να παίρνει κάποια αντικαταθλιπτικά και πως το πρόβλημά της δεν ήταν παθολογικό. “Έχει στο βλέμμα μια απόγνωση. Ένα παράπονο” μου είπε. “Κάτι τη βασανίζει, που παλεύει να το διαχειριστεί. Η μόνη βοήθεια που δέχτηκε από μένα είναι μια συνταγή χαπιών για να της φτιάξουν λίγο τη διάθεση. Δεν μου ανοίχτηκε. Θα τη δω πάλι την άλλη εβδομάδα”. »Στην αρχή τον επισκεπτόταν τακτικά, αλλά δεν κατάφερνε να της πάρει κουβέντα. Τον τρίτο μήνα αφότου άρχισαν τις συνεδρίες ήρθε πάλι σ’ εμένα για έκτρωση και τότε κατάλαβα πως η Στρατάκη δεν είχε σημειώσει καμία πρόοδο. “Φοβάμαι πως δεν παίρνει τακτικά τα χάπια της” μου είχε επισημάνει και ο φίλος μου. “Φταίει που της τα δίνω και στα τυφλά, αφού δεν ξέρω τι ακριβώς της συμβαίνει”. »Στην τρίτη επέμβαση λοιπόν εμφάνισε κάποια επιπλοκή και η ζημιά είχε γίνει. Η μήτρα της έπαψε να αντιδρά, σαν να διαμαρτυρόταν που η Αιμιλία τής στερούσε συνέχεια τα έμβρυά της. Η μήτρα της απάντησε με αδράνεια στη βία που ασκείτο επάνω της, όπως και η ψυχή αντιδρά όταν κακοποιείται. Τα σπλάχνα της έπαψαν να συσπώνται λαχταρώντας να συλλάβουν μια νέα ζωή και αδράνησαν

τιμωρώντας τη. Έκτοτε αδυνατούσε να κυοφορήσει. Είχε μια περίεργη αντίδραση μ’ αυτή τη διαπίστωση. Ενώ τόσο καιρό ξεφορτωνόταν τα παιδιά της, όταν διαγνώστηκε το πρόβλημα, έβαλε τα κλάματα. Αυτή η κυκλοθυμία της προβλημάτιζε πολύ κι εμένα και τον ψυχίατρό της. Μου είπε επί λέξει πως αισθανόταν σαν ξερόκλαδο που αδυνατούσε να ανθίσει. Μου έκανε εντύπωση η φράση και τη συγκράτησα. Όταν έπαψε να μπορεί να χαρεί ένα παιδί, κατάλαβε το σφάλμα που είχε κάνει, και τότε ήταν που την έπιασε ετεροχρονισμένα η μανία της μητρότητας. Εγώ αντιπάθησα περισσότερο τον άντρα της. »Η Αιμιλία επιδόθηκε με πάθος σε όποια θεραπεία κυκλοφορούσε. Τότε πρωτογνώρισα και τον σύζυγό της, που τη συνόδευε ως το ιατρείο, κάνοντάς με να αναθεωρήσω την εικόνα που είχα για κείνον. Της φερόταν πολύ τρυφερά, τη φρόντιζε, δεν αντιδρούσε σε κάποια ξεσπάσματα θυμού που είχε εκείνη ακόμα και μπροστά μου. Στις συζητήσεις που έκανα μαζί του διαπίστωνα πως η Αιμιλία μού έλεγε διαστρεβλωμένη την αλήθεια. Εκείνος μου εκμυστηρεύτηκε πως ήθελε παιδί απ’ την πρώτη στιγμή που παντρεύτηκαν και ένιωθε άτυχος που η Αιμιλία δεν είχε καταφέρει να συλλάβει τρία ολόκληρα χρόνια. Μου είπε ότι η Αιμιλία μετά τον γάμο τους άλλαξε απότομα συμπεριφορά αφότου έχασε την αδερφή της. Κλείστηκαν και η μητέρα της και η ίδια στον εαυτό τους, ενώ η Αιμιλία έπαψε να ασχολείται με τα

επιστημονικά της ενδιαφέροντα. Διαπίστωσα πως οι εκτρώσεις ήταν εντελώς δική της απόφαση. Είδα ξαφνικά την άλλη όψη του φεγγαριού, που η Αιμιλία φρόντιζε να μου κρύβει επιμελώς για καιρό. »“Μας έλεγες ψέματα, Αιμιλία. Εσύ δεν ήθελες να γεννήσεις τα παιδιά σου. Γιατί όμως;” την πίεσα να μου απαντήσει την επόμενη φορά που εμφανίστηκε μόνη στο ιατρείο μου. “Δεν ξέρεις. Κανείς δεν ξέρει. Οι μανάδες είναι φόνισσες. Κι εγώ δεν θέλω να σκοτώσω” μου απάντησε, μπερδεύοντάς με ακόμα πιο πολύ. Αλλόκοτα λόγια, μα την αλήθεια. Τα απέδωσα σε μια υπέρμετρη υπευθυνότητα που πιάνει όλες τις γυναίκες μπροστά στο θαύμα της ζωής. Η Αιμιλία είχε αυτό το συναίσθημα σε υπερβάλλουσα δόση. Προσπάθησα να της εξηγήσω πως όλοι, γονείς και μη, έχουν δικαίωμα στα λάθη και ότι εκείνο που μετράει στη μητρότητα δεν είναι η τελειότητα αλλά η αφοσίωση και η αγάπη. Κουνούσε το κεφάλι συγκαταβατικά. »“Αν δεν θέλεις να γίνεις μάνα επειδή φοβάσαι πως θα γίνεις φόνισσα, τότε για ποιον λόγο παλεύεις να αποκτήσεις παιδί;” απόρησα μαζί της, τρέμοντας στην ιδέα για το τι μπορούσε να συμβεί παρακάτω. “Πρέπει…” μου απαντούσε. “Δική σου δουλειά είναι να φροντίσεις να το κάνω. Ας λείπουν οι ερωτήσεις”. Ήταν λάθος μου μάλλον που τη βοήθησα». Ο γιατρός σταμάτησε για λίγο να μιλάει. Η συζήτηση αυτή

τον ενοχλούσε φρικτά. Από την ώρα που άκουσε στις ειδήσεις αυτό που έκανε η ασθενής του έριχνε ευθύνες στον εαυτό του για ό,τι συνέβη. Τα είχε δει τα σημάδια στη συμπεριφορά της Στρατάκη και ήξερε πως κάτι δεν πήγαινε καλά με τη γυναίκα όταν την υπέβαλλε κατ’ επανάληψη σε εξωσωματική γονιμοποίηση για να αποκτήσει παιδί έπειτα από τρεις αμβλώσεις. «Έπρεπε να αρνηθώ να τη βοηθήσω» επανέλαβε κατάκοπος στο τέλος, όσο έφερνε στο μυαλό του την αλλόκοτη συμπεριφορά της Αιμιλίας και την επιμονή της να δοκιμάσει ακόμα και πειραματικές θεραπείες. «Δεν έχουμε καιρό…» του πετούσε πότε πότε, λες και κάτι την καταδίωκε. Για κάποιον λόγο, που ο γιατρός δεν έμαθε ποτέ, χρειαζόταν ξαφνικά και απελπισμένα ένα παιδί. Ήπιε μια γουλιά νερό και έπειτα συνέχισε να δίνει πληροφορίες στον Μίνωα, που υπομονετικά περίμενε να του προσφέρει ο γιατρός και άλλα στοιχεία για το προφίλ της Αιμιλίας. «“Χρειαζόταν βοήθεια από νωρίς” μου είπε ο φίλος μου ο ψυχίατρος. “Οι ψυχές, όσο περίεργο κι αν σου φαίνεται, ραγίζουν. Ραγίζουν μάλιστα συχνά από τη σιωπή. Ενδέχεται να σπάσουν για έναν λόγο που κανείς δεν μπορεί να καταλάβει αν δεν το πάθει. Κι όταν ραγίζουν οι ψυχές, αν δεν φροντίσεις να σφραγίσεις τη ρωγμή στην ώρα της, το ράγισμα γίνεται χάσμα και σε καταπίνει”.

»Άρχισε τις ορμονοθεραπείες τη στιγμή που ο ψυχίατρος θεωρούσε ότι έπρεπε να της χορηγηθεί φαρμακευτική αγωγή για την επιβεβαιωμένη της κατάθλιψη. “Το γέλιο είναι μεγάλο μυστικό, φίλε μου” μου εξηγούσε ο ψυχίατρος. “Όπως όταν δεν τρως είσαι άρρωστος, έτσι κι όταν δεν γελάς πάλι άρρωστος είσαι. Η τροφή, η αγάπη και το γέλιο έχουν ιαματικές ιδιότητες”. »Της έλεγα λοιπόν να αφήσουμε για αργότερα την εξωσωματική γονιμοποίηση, αφού πάρει πρώτα την αγωγή που της υποδείκνυε ο γιατρός για τα νεύρα της. “Ένα παιδί θα με γιατρέψει” επέμενε εκείνη και με όρκιζε να μην αποκαλύψω τίποτε απ’ όλα αυτά στον άντρα της, που αντιμετώπιζε ανυποψίαστος τις μεταπτώσεις της. »Ενώ λοιπόν παλιότερα με ξόρκιζε να την απαλλάξω από τα έμβρυα, που τα αντιμετώπιζε στο σώμα της και στη ζωή της σαν εισβολείς, άρχισε να με ικετεύει εκείνο το διάστημα να αποκτήσει επειγόντως έναν απόγονο. “Θα τον χάσω αν δεν του κάνω ένα παιδί” μου δήλωσε μια φορά κι εγώ πια παραιτήθηκα από οποιαδήποτε προσπάθεια νουθεσίας. »Έριξα στάχτη στα μάτια του άντρα της ότι έφταιγε το άγχος της καθημερινότητας για την υπογονιμότητα της Αιμιλίας. Άρχισαν οι προσπάθειες με εξωσωματική γονιμοποίηση και το θαύμα έγινε τη στιγμή που ο Αχιλλέας είχε αρχίσει να απογοητεύεται. Κατάφεραν κι έκαναν δύο παιδιά, ενώ οι γιατροί τής είχαμε αποκλείσει βάσει του

ιστορικού της το ενδεχόμενο να συλλάβει με φυσική γονιμοποίηση. Ώσπου προσήλθε στο γραφείο μου τη δωδεκάτη Ιουλίου και τα είχε καταφέρει δίχως καμία ιατρική βοήθεια. Έπειτα από δύο τεχνητές εγκυμοσύνες, ομολογώ πως ήταν θαύμα αυτό που της συνέβη. Μα έπειτα από τρεις μέρες το παιδί εκείνο δεν υπήρχε πια. »Ήμουν σίγουρος ωστόσο πως μέσα της πάλευαν συγκρουόμενες δυνάμεις που αδυνατούσε να τις βάλει σε τάξη. Κι αυτές οι περιπτώσεις δεν εξηγούνται ούτε με τη λογική ούτε με την επιστήμη. Κάθε άνθρωπος έχει έναν δικό του τρόπο να αποκωδικοποιεί τα μηνύματα που παίρνει απ’ τις πληγές του. Άλλοι καταφέρνουν να τις διαχειριστούν και να τραβήξουν μπροστά και άλλοι μένουν εγκλωβισμένοι στα τραύματα και στα σφάλματά τους, ανήμποροι να σωθούν απ’ αυτά. Ό,τι κι αν πίκρανε την Αιμιλία, έγινε απόστημα μέσα της. Μην ξεχνάμε και τις ορμονοθεραπείες, που παίζουν περίεργα παιχνίδια με τις ψυχές των γυναικών. Το κακό ήταν πως, ενώ υπήρχαν οι απαραίτητες ενδείξεις και την περιτριγύριζαν άνθρωποι που τις είδαν αυτές τις πληγές, δεν άφησε κανέναν μας να τη βοηθήσει. Μας ξεγέλασε, βέβαια, το γέλιο που σχηματίστηκε στο πρόσωπό της με το πρώτο της παιδί. Επανήλθε στην όψη της η γλύκα του ευτυχισμένου ανθρώπου. Δεν μπορεί να ήταν ψεύτικη αυτή η εικόνα, καθώς το σώμα αδυνατεί να πει ψέματα. Έτσι, δεν δίστασα να τη βοηθήσω να κάνει και το δεύτερο παιδί της. Η παλιά

μελαγχολία έμοιαζε να ανήκει στο παρελθόν. Η Αιμιλία έδειχνε ήρεμη και ευτυχισμένη. »Περιχαρής ήρθε και με βρήκε όταν συνέλαβε φυσιολογικά το τελευταίο αγέννητο παιδί της. Κι έπειτα έπεσα από τα σύννεφα όταν το έχασε και μου είπε ότι κατά κάποιον τρόπο προκάλεσε η ίδια την αποβολή της επειδή δεν το ήθελε πια. Της υπέδειξα τρομαγμένος να πάει πάλι στον ψυχίατρο. Η παλιά πληγή για κάποιον λόγο αιμορραγούσε ξανά. Χρειαζόταν βοήθεια. Εκείνη δεν πήγε ποτέ». Το ποτό που πρόσφερε ο γιατρός στον Μίνωα ήταν ό,τι έπρεπε έπειτα από αυτές τις αποκαλύψεις. Χρόνια ολόκληρα η Αιμιλία αμφιταλαντευόταν αν έπρεπε να αποκτήσει παιδιά. Οι απορίες που γεννήθηκαν πολλές. Οι απαντήσεις ανύπαρκτες, αφού εκείνη ποτέ δεν θέλησε να αφήσει κανέναν να ρίξει φως στην ψυχή της. Οι δυο άντρες αποχαιρετίστηκαν, γνωρίζοντας πως τίποτε δεν είχαν καταφέρει να διαλευκάνουν έπειτα από τη μαραθώνια συζήτησή τους. Επιβεβαίωσαν απλώς πόσο αλλόκοτα μόνη είχε διαλέξει να είναι η Στρατάκη.

Για ποιον λόγο η Αιμιλία σκότωνε τα έμβρυα προτού γεννηθούν; αναρωτιόταν ο δικηγόρος, απασχολώντας το μυαλό του ώσπου να φτάσει στο σπίτι. Οι ψυχολογικές παλινδρομήσεις της Αιμιλίας και η αναποφάσιστη στάση της

ανάμεσα στην άρνηση και στην επιθυμία ενός παιδιού σίγουρα επιβεβαίωναν τον ταραγμένο ψυχισμό της. Τι ήταν όμως αυτό που αποτέλεσε την αφετηρία της αυτοκαταστροφής της; Ποια ήταν εκείνη η άγνωστη αιτία που ίσως να φαινόταν δυσνόητη ακόμα και στον γιατρό αν ερχόταν στο φως; Η άβυσσος της ανθρώπινης ψυχής ανοιγόταν πάλι μπροστά του, επιβεβαιώνοντας την αδυναμία του να την κατανοήσει και αναγκάζοντάς τον να υποκλιθεί στο μυστήριό της. Το ιατρικό απόρρητο που επικαλέστηκε ο γιατρός όταν ο Μίνωας τον στρίμωξε ρωτώντας τον για ποιον λόγο δεν εμφανίστηκε στη δίκη να πει όσα ήξερε για τη Στρατάκη εκνεύρισε τον δικηγόρο. Ιατρικό απόρρητο ή εγκληματική αδιαφορία; αναρωτήθηκε πατώντας το κουμπί του ανελκυστήρα στην είσοδο της πολυκατοικίας. Περνώντας το κατώφλι του σπιτιού του, ψέλλισε μια ξερή καλησπέρα στη Ροδή και, παρότι εντόπισε την απουσία του σκρίνιου-αντίκα, προσπέρασε το γεγονός ταχύνοντας το βήμα του για να πάει στο δωμάτιο των παιδιών του. Λογικά αυτά θα κοιμούνταν. Ήθελε να τα αγγίξει, να μυρίσει την ευωδιά τους, να τα σκεπάσει. Είχε τρομάξει με την ανερμήνευτη συμπεριφορά της Στρατάκη και είχε αρχίσει να φοβάται μήπως και η Ροδή αντιδράσει αλλόκοτα έπειτα από τη μοιχεία του. Αφού διαπίστωσε πως κοιμούνταν του καλού καιρού, κατευθύνθηκε αποφασισμένος προς τη Ροδή, που

έβαφε εκείνη την ώρα τα νύχια της. Η ξαφνική κοκεταρία της γυναίκας του τώρα που οι δρόμοι τους χώριζαν τον ενοχλούσε. Η πιθανότητα της επανασύνδεσης φάνταζε απίθανη κι ένιωθε αδύναμος να ανατρέψει αυτό το δεδομένο. «Ξέρω πως έκανα λάθη. Όμως νομίζω πως πρέπει να προσπαθήσουμε. Θέλω να είμαι κοντά σας» της είπε πλησιάζοντάς τη δειλά, προσπαθώντας να φτιάξει μια γέφυρα ανάμεσά τους. «Η συγγνώμη είναι σίγουρα μια καλή αρχή, μα δεν μπορεί να γιατρέψει τα πάντα. Μην ελπίζεις σε πολλά τώρα πια, αγαπητέ μου. Όμως ας μείνουμε φίλοι. Υπάρχουν, βλέπεις, τα παιδιά» του απάντησε εκείνη ψυχρά στεγνώνοντας το βερνίκι των νυχιών της. Έτσι όπως την κοιτούσε, κατάλαβε πως η Ροδή μέσα σε ελάχιστες μέρες είχε αλλάξει τόσο, ώστε του ήταν άγνωστη πια. Αισθάνθηκε παρείσακτος μες στον παράδεισο που εκείνη φρόντιζε ως τώρα να του χαρίζει. Ήθελε πίσω αυτή τη ζωή, μα οι πύλες της Εδέμ ήταν ερμητικά κλειστές κι αυτός χτυπούσε μάταια να του ανοίξουν.

Μόνο όταν βεβαιώθηκε πως ο Μίνωας έκλεισε πίσω του την πόρτα η Ροδή δυνάμωσε την ένταση της τηλεόρασης, για να σκεπάσει ο ήχος τους λυγμούς της.

17

Γιατί, δόλια, ο βαρύς ο θυμός να σου ανάψει τα φρένα; Γιατί φονική μιαν αμάχη να νιώθεις και την πρώτην αρνήθης αγάπη; Φοβερό για θνητούς αν από αίμα της γενιάς μολευτούν της δικής τους. ΜΗΔΕΙΑ EΥΡΙΠΙΔΗ, στ. 1265-1269

ΜΠΡΟΣΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΓΚΑΚΙ όπου καθόταν ο Αλέξανδρος, αδιαφορώντας για τη βροχή, περνούσε ένας πλανόδιος οργανοπαίκτης παίζοντας στο ακορντεόν ένα παλιό τραγούδι. Το είχε ακούσει για πρώτη φορά σε κάποια ασπρόμαυρη ελληνική ταινία, από εκείνες που τις βλέπεις

ξανά και ξανά δίχως ποτέ να τις βαριέσαι. Ο ζωγράφος σήκωσε για λίγο το κεφάλι από την οθόνη του τηλεφώνου του για να απολαύσει καλύτερα τη μελωδία που ξυπνούσε μέσα του αγνές οικογενειακές στιγμές. Τότε που ήταν ένα μικρό αγόρι –θα ’ταν δεν θα ’ταν έξι χρονών– και η Βενετία ένα συνεσταλμένο κοριτσόπουλο στο κατώφλι της εφηβείας, καθισμένο στα γόνατα του πατέρα τους όση ώρα έβλεπαν τηλεόραση. Εκείνος κρατούσε την κόρη του σαν κάτι εύθραυστο, κι ίσως γι’ αυτό κι εκείνη να μην μπόρεσε ποτέ της να εμπιστευτεί άλλα αντρικά χέρια. Ο Αλέξανδρος-παιδί έτρωγε παγωτό χωνάκι βουτώντας σαν ράμφος στο καϊμάκι τη μύτη του και η μάνα κεντούσε ξένοιαστη με βελονιά γκομπλέν τον ναυτικό με το τσιμπούκι ή τον μαρκήσιο και τη μαρκησία, που ήταν της μόδας τότε σε όλα τα σαλόνια της Ελλάδας. Ο τόπος αποκτούσε σιγά σιγά μια καινούργια αστική τάξη με ξενόφερτες συνήθειες, εγκαταλείποντας σταθερά τα αυστηρά ρωμαίικα ήθη. Μπορεί το ροκ εντ ρολ να εισχωρούσε στη φλέβα της ελευθεριάζουσας νεολαίας, όμως οι ελληνικές ταινίες αναλάμβαναν να τη μαντρώσουν «εις τας πατροπαραδότους αρχάς» της θρησκείας, της πατρίδας και της οικογένειας. Έτσι, Κυριακή μεσημέρι, έπειτα από το φαγητό, οι τέσσερίς τους, η γιαγιά και μια γειτόνισσα, που δεν είχε ακόμη τηλεόραση, παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα την ταινία Ο Θόδωρος και το δίκαννο, όπου ο αείμνηστος Μίμης

Φωτόπουλος περιφρουρούσε τα ήθη μιας εποχής που ήδη από τότε ψυχορραγούσε. «Βλέπεις, Βενετία, πώς φέρνονται τα καλά κορίτσια; Ενώ η άλλη, η ξεμυαλισμένη, με τα μουνλάιτ και τα μοντέρνα τερτίπια είδες τι έπαθε» έβρισκε την ευκαιρία η μάνα να υποδείξει στην κόρη τους κανόνες της θηλυκής αξιοπρέπειας. Αντίθετα, όταν ο Βουτσάς αποπλάνησε τη νεαρή πρωταγωνίστρια με μια ρομάντζα στα πεύκα κι ένα τρανζίστορ, που ήταν άκρως επικίνδυνο για ένα αγνό κορίτσι επειδή διέθετε… κεραία, κατά το εύστοχο υπονοούμενο του Τσιφόρου, ο πατέρας τσιγκλούσε στα κρυφά τον Αλέξανδρο ψιθυρίζοντάς του στο αυτί: «Έτσι κάνουν οι άντρες, ρε, σαν τους κομάντος. Χτυπάνε και φεύγουν. Ας έχουν αυτές τα μάτια τους δεκατέσσερα. Εσύ είσαι σερνικό!». Στο ράφι η Βενετία τελικά, που άκουσε τη συμβουλή της μάνας· στην πυρά ο γιος, ο αυτοεξόριστος στην Αθήνα· εξαμβλώματα και οι δυο τους, θαρρείς, μιας εποχής που, ενώ ψυχομαχούσε, δεν έλεγε να δώσει τη θέση της σε μια πιο ανοιχτόμυαλη που θα μετράει τους ανθρώπους με βάση το ανάστημα της καρδιάς τους και όχι ανάλογα με το φύλο με το οποίο καθένας μοιράζεται το κρεβάτι του. Στοιχειό εκείνη η εποχή, που δεν την άφηναν να γαληνέψει κάτω από την ταφόπλακα της ιστορίας όσο υπήρχαν μανάδες που επέμεναν να ταριχεύουν τις νεκρές αντιλήψεις σκουριασμένων εγκεφάλων.

«Κοίτα να γιατρευτείς ή να πεθάνεις» θυμήθηκε ο ζωγράφος τη φράση της μάνας του καθισμένος στο παγκάκι, με τα χέρια σταυρωμένα και τον ουρανό να στάζει το θείο δάκρυ του πάνω στο αμαρτωλό του σώμα. Αδυνατούσε να καταλάβει τι είδους συνειρμοί ήταν αυτοί που έφτιαχνε το μυαλό του από ολότελα ασύνδετα πράγματα. Η μελωδία, η ταινία, το δίκαννο, το τρανζίστορ, η Βενετία, η μάνα, η κατάρα, ο Ανέστης… Παντού και πάντα ο Ανέστης, σωτήρας και εραστής και μάνα και αδερφός, όλοι οι ρόλοι που έχει ανάγκη ένας άνθρωπος συνεπτυγμένοι σ’ ένα πρόσωπο. Μα την κατάρα της μάνας του δεν την απάλυνε ούτε ο χρόνος ούτε αυτός ο άνθρωπος που εμφανίστηκε στη ζωή του ξαφνικά σαν από μηχανής θεός για να γιατρέψει τις πληγές του από εκείνη τη θανάσιμη κουβέντα με το απόλυτο σαν καρφί διαζευκτικό. Χάθηκε για λίγο στις μνήμες του. Καθώς είχε μεσολαβήσει κάμποσος χρόνος αφότου η μάνα του ξεστόμισε εκείνη τη φράση που αποτυπώθηκε παντοτινά στον νου του, δεν πίστευε στα μάτια του κοιτώντας τον αριθμό που τον είχε καλέσει.

Όσα χρόνια κι αν είχαν περάσει ανεπιστρεπτί, δεν ήταν δυνατό να διαγράψουν από τη μνήμη του αυτό το νούμερο που είχε σφυρηλατηθεί μες στο μυαλό του. Ήταν παιδί ακόμη

όταν η μάνα καλωσόρισε τον τεχνικό του ΟΤΕ κι αυτός με ένα μακρύ καλώδιο σαν άσπρο φίδι γέμισε το σπίτι τους ευχάριστα κουδουνίσματα. Ντριν… η ξαδέρφη της μητέρας από την Αυστραλία, με την οποία είχαν να μιλήσουν χρόνια και το τηλέφωνο το βρήκε στον τηλεφωνικό κατάλογο. Ντριν… ο πατέρας από τη δουλειά για να ρωτήσει τι μαγείρευε η μάνα για το μεσημέρι και να ετοιμάσει την όρεξή του. Ντριν… ο θείος Χαράλαμπος για να αναγγείλει τον θάνατο της γιαγιάς. Ντριν… και όταν έπαθε ο παππούς την πρώτη συγκοπή και την απέδωσαν όλοι στο άγριο κουδούνισμα του τηλεφώνου και όχι στον καβγά του με την αδερφή της μητέρας για τον γαμπρό που δεν ήθελε. Ντριν και μαντάτο εν ολίγοις, πίκρες και χαρές ανάκατες, μια πρώτης τάξεως κουτσομπόλα εκείνο το τηλέφωνο που όλα τα ήξερε, μαζεύοντας τις γυναίκες από τα πεζούλια, αφού μπορούσαν να τα λένε με την άνεσή τους δίχως να πιάνονται τα οπίσθιά τους από το τσιμέντο και να ξυλιάζουν από την παγωνιά και δίχως να τις βλέπουν οι γείτονες να κουτσομπολεύουν. Ευλογημένος άνθρωπος ο Γκράχαμ Μπελ! Το πρώτο πράγμα που είχε κάνει τότε ο Αλέξανδρος ήταν να βάλει τη Βενετία να του μάθει απέξω τον αριθμό, όπως του δίδασκε τα ποιήματα που έλεγε στο σχολείο. Φαρσί το έμαθε το νούμερο σ’ ένα απόγευμα και την επόμενη μέρα κοκορευόταν στα παιδιά στο σχολείο πως απέκτησαν τηλέφωνο, όπως καυχήθηκε λίγο καιρό αργότερα πως είχαν

και τηλεόραση, μιας και η δουλειά του πατέρα «επαρκούσε και για το βασικό και για το περιττό», όπως άκουγε τη μάνα να παινεύει τον άντρα της στη γειτόνισσα. Το συνεργείο δούλευε καλά και οι πρώτοι ιδιοκτήτες γιωταχί στην περιοχή σ’ εκείνον προσέτρεχαν να τους αλλάξει λάδια και να ισιώσει τις τσαλακωμένες λαμαρίνες από τα τρακαρίσματα. Κι έλεγε αλήθεια η μάνα για τα κέρδη του πατέρα, μιας και ούτε η ίδια ούτε τα παιδιά είχαν στερηθεί το παραμικρό. Κι όταν ο Αλέξανδρος εκδήλωσε την έφεσή του στο σχέδιο, ο πατέρας του ήταν αυτός που έφερνε από τη Σπάρτη με το αυτοκίνητο έναν δάσκαλο μια φορά την εβδομάδα, ο οποίος ήξερε ελάχιστα ελληνικά, γαλλοαναθρεμμένος καθώς ήταν. Μα με τον Αλέξανδρο συνεννοούνταν με τα μάτια και τις αισθήσεις τους, που είναι γλώσσα διεθνής, περιφρονώντας τις λέξεις. Το έμαθε λοιπόν το τηλέφωνο ο Αλέξανδρος απέξω κι ανακατωτά και άρχισαν να τον παίρνουν κι εκείνον τα παιδιά από το σχολείο για να συνεχίζουν μέσω καλωδίου τη συντροφιά τους κι εκτός προαυλίου. Τηλεφωνούσε και στον δάσκαλο της ζωγραφικής, κι ας συνεννοούνταν τσάτρα πάτρα οι δυο τους.

2733015825. Τα τελευταία πέντε ψηφία ήταν σίγουρα τα ίδια. Μόνο εκείνο το μηδέν στη μέση του αριθμού είχε υποστεί αρκετές μετατοπίσεις έως ότου βρει τη θέση του στους

τηλεφωνικούς καταλόγους της περιοχής, από τη στιγμή που η χώρα έπρεπε και σ’ αυτό το ζήτημα να υιοθετήσει τους κανόνες της Ευρώπης. Μπορεί ο μακρόσυρτος αριθμός να έμοιαζε με άσκηση κατά του Αλτσχάιμερ, μα ούτε με λοβοτομή δεν θα έσβηνε από τη μνήμη του Αλέξανδρου. Πόσες και πόσες φορές τις νύχτες της μοναξιάς του, την εποχή πριν τον Ανέστη, δεν μπήκε στον πειρασμό να καλέσει πάλι το νούμερο της μάνας του. Το είχε κάνει κάνα δυο φορές, ίσα για να ακούσει τη φωνή της και ύστερα να το κλείσει, παίρνοντας μια τζούρα αύρας μητρικής για να νανουριστεί, νομίζοντας πως την είχε με αυτό τον τρόπο κοντά του. Εκείνο το αντρίκειο «εμπρός» που έβγαινε από τα χείλη της Σεβαστής τον ξεγελούσε και κοιμόταν, σαν το τικ τακ του ρολογιού που νανουρίζει το κουτάβι όταν του λείπει η μάνα του. Έτσι κι εκεί, στο παγκάκι, μόλις τα δάχτυλά του ξεπέρασαν την ακαμψία της ταραχής, ο Αλέξανδρος βρήκε το θάρρος να σχηματίσει το νούμερο πιέζοντας τα πλήκτρα με ευελιξία πιανίστα. Στα τρία χτυπήματα το σήκωσε η Βενετία. Η φωνή της αγνώριστη, κουρασμένη, δίχως το μπρίο που είχε κάποτε η αδερφή του. Νεκρή φωνή. Αυτή η φράση διέσχισε το μυαλό του από την πρώτη κιόλας λέξη που σχηματίστηκε στα χείλη της. «Αλέξανδρε…» «Ναι. Βενετία; Εσύ;»

«Εγώ…» «Πόσα χρόνια… Είσαι καλά;» «Καλά. Ας τα λέμε καλά. Εσύ;» «Κι εγώ. Καλά. Μια χαρά κι εγώ». «Μου ’λειψες…» η Βενετία ξεστόμισε αυτή τη φράση. Του τη χρωστούσε. Εκκρεμούσαν οι λέξεις από τότε που τον άφησε να φύγει δίχως το φιλί της. Ήθελε να επανορθώσει. Γι’ αυτό σε πήρα απόψε. Μου ’λειψες. Πάνω απ’ όλα αυτό. Τόσον καιρό δεν ήξερα πού είσαι. Ποιος έγινες. Αν έγινες κάτι άλλο απ’ αυτό που ήσουν. Κι έπειτα, σε ντρεπόμουν. Σαράκι η ντροπή μέσα μου και μ’ έτρωγε. Κι απόψε ο Ανέστης με ανάστησε. Μου έδωσε μια δεύτερη ευκαιρία να σου πω όσα σου χρωστάω, αδερφέ μου. Συγχώρα με. Θα ήθελε η Βενετία να τα έχει πει αυτά τα λόγια, μα έγινε κόμπος η γλώσσα της. Κι έπειτα, χρόνος δεν υπήρχε για περιττές συγκινήσεις. Ελλειπτικά τα λόγια, τυπικά και αμήχανα, χάσματα στον χρόνο που τη χώριζαν από τον λόγο αυτού του τηλεφωνήματος. «Να ’ξερες πόσο χαίρομαι που σε ακούω, Βενετία μου! Παντρεύτηκες; Έχεις παιδιά;» τη ρώτησε, αποφεύγοντας να ρωτήσει τι κάνει η μάνα. «Όχι. Όπως τα ’ξερες. Μόνη. Τι μόνη δηλαδή; Με τη μάνα» του απάντησε, καταλαβαίνοντας κι εκείνη τι ήθελε ο Αλέξανδρος να μάθει. «Πώς με βρήκες αλήθεια; Συμβαίνει κάτι; Η μάνα μήπως;

…» συννέφιασε απότομα ο Αλέξανδρος σαν πέρασε ξυστά από το μυαλό του μια διόλου ευχάριστη πιθανότητα, αφήνοντας τη φράση του μισή, μη θέλοντας να κακομελετήσει. Μα κατά βάθος άλλο τον έτρωγε να μάθει, αλλά πήγαινε γύρω γύρω την κουβέντα. Πώς με θυμήθηκες; ήθελε να της πει. Πώς πήρες επιτέλους την απόφαση να σπάσεις τον φραγμό της εντολής της μάνας και να περάσεις απέναντι, να έρθεις έστω κι απ’ το τηλέφωνο να με ανταμώσεις; Μου έλειψες, Βενετία. Πολύ μου έλειψες. Γιατί εσύ ήξερες… Όλα σού τα ’λεγα. Και για τις μάχες που είχα δώσει ήξερες και για το χαστούκι του πατέρα και για τη Ζωζώ, που δεν κατάφερε με τις περγαμηνές που είχε στον έρωτα να κάνει το σώμα μου να αλλαξοπιστήσει. Όλα τα ήξερες, Βενετία. Γι’ αυτό δεν είχες το δικαίωμα να μην καταλάβεις. Κι όταν έφευγα κι έγειρα να σε φιλήσω, πώς μπόρεσες να μου στερήσεις το φιλί σου, Βενετία; Έβαλε σε τάξη τον χείμαρρο των σκέψεων που έτρεχε ορμητικός στον νου του. Το παράπονο στάθηκε σαν στραγάλι στον λαιμό του και δεν μπορούσε να καταπιεί. Χρειαζόταν ξαφνικά περισσότερο οξυγόνο. Φωτιά το παρελθόν που έκανε θρύψαλλα το παρόν του. Δίχως να ξέρει λεπτομέρειες, από τις λιγοστές κουβέντες της αδερφής του υποπτευόταν ότι η Βενετία δεμένη στο ζωνάρι της μάνας τους έμεινε, φοβισμένη σαν κουτάβι, για έναν λόγο που ουδέποτε εκείνος κατάφερε να εξηγήσει.

Φόβητρο ο κόσμος, μπαμπούλας, θαρρείς, που ξεπηδούσε πάντα κάτω από τα παιδικά τους κρεβάτια για να τους κάνει μια χαψιά αν δεν ήταν «καλά παιδιά». Καλά παιδιά κατά τον ορισμό της μάνας, του πατέρα και του θείου τους του παπά, που αφόριζε με ευκολία όποιον πήγαινε κόντρα στις βουλές του, λες και τον είχε ορίσει ο Παντοδύναμος δερβέναγα στις σκέψεις και στις λαχτάρες των άλλων. Ο Αλέξανδρος αρνήθηκε από νωρίς ετούτη την ιδιότητα-παγίδα και μπόρεσε να ζήσει τα όνειρά του. Μα να που η Βενετία παρά τα σαράντα και βάλε χρόνια της καλό παιδί είχε απομείνει, αφού δεν τόλμησε να γίνει κάτι άλλο. Και καλό παιδί στα σαράντα και βάλε χρόνια της σήμαινε γυναίκα μόνη σε παγωμένο κρεβάτι με άδεια αγκαλιά και άδεια σπλάχνα. Ακόμα κι όταν –μια φορά όλη κι όλη– ξεμοναχιάστηκε με έναν επίδοξο εραστή, νόμιζε πως η Σεβαστή θα πεταγόταν κάτω από τη στρωμνή τους για να την αρχίσει στα σκαμπίλια. «Ως εδώ» πρόσταξε το παλικάρι, που σταμάτησε αλαφιασμένο πάνω στην έξαψη, κι εκείνη του εξήγησε πως δεν μπορούσε να προχωρήσει γιατί φοβόταν. Έτσι απλά: φοβόταν, κι εκείνος τη φίλησε στο μέτωπο όπως φιλάει κανείς ένα πτώμα κι έκτοτε χάθηκε μέσα στη νύχτα τρέχοντας πάλι στης Ζωζώς, που αντιμετώπιζε τον έρωτα σαν παιχνιδάκι. Κι έτσι, παρθένα ως τα σαράντα δύο της η Βενετία, φόβητρο διαρκείας η Σεβαστή μόλυνε με ενοχές τη φυσική

λαχτάρα του κοριτσιού της για ζευγάρωμα. Το κορμί της Βενετίας μαράθηκε ανέραστο και η ψυχή της δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει τους παιδιάστικους ενδοιασμούς με τη μάνα κρεμασμένη από πάνω της σαν πέτρα, πέτρα που τη βούλιαζε στα άπατα μιας παγερής μοναξιάς. Αναστέναξαν ταυτόχρονα τα δυο αδέρφια. Νοσταλγία πικρή ήταν το συναίσθημα που φούσκωνε σαν πανί στα στήθη τους για να σαλπάρουν στα ανοιχτά μιας θύμησης που έπνιγε και τους δυο τους. «Λοιπόν, πού βρήκες το τηλέφωνο, Βενετία μου;» μίλησε πρώτος ο Αλέξανδρος. «Μας το έδωσε ο φίλος σου ο Ανέστης» ψιθύρισε εκείνη πλησιάζοντας τα χείλη της στο ακουστικό, προφανώς για να μην την ακούσει η μάνα. Η ανέλπιστη πληροφορία άφησε εμβρόντητο τον Αλέξανδρο στο παγκάκι. Δεν ήξερε τι να υποθέσει, τι να νιώσει και τι να πει. Κοιτούσε τους περαστικούς μα δεν τους έβλεπε, έγλειφε στα χείλη του τη βροχή μα δεν τη γευόταν, αφουγκραζόταν την ψιχάλα μα δεν την άκουγε, άγγιζε το τηλέφωνο μα δεν είχε αφή, μύριζε το βρεγμένο χώμα μα αδυνατούσε να διακρίνει το λεπτό άρωμά του. Η μέρα ανάσαινε τώρα πιο γρήγορα, σηκώνοντας τα πέτα του πανωφοριού του, που άρχισαν να πάλλονται σαν φτερά. Η ψύχρα δυνάμωνε, μα ο Αλέξανδρος είχε ανάψει από την ταραχή και δεν ένιωθε κρύο. Πώς είναι δυνατό να είναι στη

Μάνη; συλλογιζόταν, ανασύροντας τη στιγμή του αποχωρισμού του με τον Ανέστη με όση ακρίβεια του επέτρεπε η μνήμη του. Τον είδε με τα μάτια του να φεύγει, περνώντας την πύλη για τον έλεγχο στο αεροδρόμιο. Γύρισε και του έκλεισε το μάτι λίγο πριν περάσει τη μεγάλη πόρτα. Σαν την πόρτα του Παραδείσου! συλλογίστηκε αυθόρμητα εκείνη τη στιγμή κι έπειτα ο νους του έσπευσε να προσθέσει: Μπα σε καλό μου! Και ο Ανέστης έτρεξε να του πιάσει το χέρι για τη δήθεν τυπική χειραψία τους μπροστά στον κόσμο, για να αγγιχτούν έστω κι έτσι, κι ας μην τους έφτανε ποτέ η λαγνεία της αφής τους, που ήταν πάντα διψασμένη. Περίμενε να δει το αεροπλάνο του να απογειώνεται και τότε μόνο επέστρεψε στον χώρο στάθμευσης να πάρει το αυτοκίνητό τους για να φύγει. Τίποτε το αλλιώτικο δεν είχε αυτός ο χωρισμός από τις υπόλοιπες φορές που είχαν χωρίσει λόγω δουλειάς. Μόνο η φράση που του είπε ο Ανέστης ήχησε στ’ αυτιά του Αλέξανδρου υπερβολική και είχε γελάσει. «Ό,τι κι αν γίνει, θα σ’ αγαπάω. Ακόμα κι απ’ τον τάφο. Να το θυμάσαι». «Αγάπη-ζόμπι» αστειεύτηκε ο Αλέξανδρος χτυπώντας τον στην πλάτη, χορτάτος ωστόσο από την κουβέντα, που έμοιαζε βγαλμένη από μελό μυθιστόρημα. Ακόμα κι απ’ τον τάφο. Πόσο βλάκας ήταν που δεν

κατάλαβε τίποτε. Πώς τόλμησε να μη δώσει σημασία στη φωνή του που έτρεμε και στα μάτια του που υγραίνονταν ασταμάτητα και είχαν κοκκινίσει από ένα σκουπιδάκι τάχα που του μπήκε στα καλά καθούμενα και όλο τα έτριβε, τα έτριβε για να μην προδοθεί. «Ο Ανέστης; Ο δικός μου ο Ανέστης; Είσαι σίγουρη;» ρώτησε σαστισμένος σφίγγοντας το τηλέφωνο από την ταραχή του. «Ο δικός σου ο Ανέστης. Ποιος άλλος να ’ταν» του απάντησε κι εκείνη, έχοντας κουραστεί από τη μουρμούρα της μάνας, που έπειτα από την επίσκεψη του Ανέστη γλώσσα δεν έβαζε μέσα της για τη Δευτέρα Παρουσία, το Ολοκαύτωμα των Αγγέλων, τα Σόδομα και τα Γόμορα και ό,τι άλλο της ερχόταν στο μυαλό από τα μόνα της αναγνώσματα και απ’ ό,τι άρπαζε από τα χείλη του παπά στην εκκλησία περί αφορισμού και τιμωρίας των αμαρτωλών, του γιου της δηλαδή και του Ανέστη, που είχε το θράσος να περάσει το τίμιο κατώφλι της. Τότε ήταν που σκαρφάλωσε στα χείλη της Βενετίας εκείνο το «πάψε». Λίγο έλειψε να της ξεφύγει, μα το κατάπιε, όπως πάντα, την τελευταία στιγμή, ρημάζοντας το στομάχι της τόσα χρόνια παλεύοντας να χωνέψει την αγανάκτηση που μάζευε η καρδιά της. Έλκος στομάχου το αποτέλεσμα σύμφωνα με τη διάγνωση του γιατρού, δίχως να πίνει ή να καπνίζει. Μια τρύπα να… έδειχνε ο υπέρηχος, για την οποία ο

επιστήμονας έριξε πάλι στο άγχος το φταίξιμο. «Σεβαστή τη λένε την αιτία, γιατρέ, αλλά ας μην το κάνουμε θέμα. Γρι δεν θα καταλάβεις» του ψιθύρισε η Βενετία στο αυτί την ώρα που της έγραφε τα φάρμακα. «Ο Ανέστης ήρθε χτες και μας βρήκε» του εξήγησε. «Υπέροχος άνθρωπος. Είσαι τυχερός. Αγαπήθηκες, αδερφέ μου. Ζήλεψα. Μίλησαν για λίγο με τη μάνα. Για την ακρίβεια, εκείνος μίλησε μόνο. Εκείνη άρχισε πάλι τα δικά της μόλις έφυγε. Της είπε σκληρές κουβέντες είναι η αλήθεια, και της γύρεψε να είναι κοντά σου τώρα που κοντοζυγώνει η ώρα που… Θα σε ξαναπάρω όταν μπορέσω». Η Βενετία κατέβασε αλαφιασμένη το ακουστικό δίχως να ολοκληρώσει τη φράση της. Το δεκανίκι της μάνας ακούστηκε από το χολ και η γυναίκα θα της έκανε ανάκριση τρίτου βαθμού, όπως πάντα, αν την έπιανε στο τηλέφωνο, δείχνοντας πως τρόμαζε ακόμη στην ιδέα να είχε εραστή η σαράντα και βάλε Μαΐων θυγατέρα της. Η κόρη έκρυψε στην παλάμη της βιαστικά το χαρτί με το τηλέφωνο και τη διεύθυνση του Αλέξανδρου που είχε αφήσει ο ξαφνικός επισκέπτης, μην της το εξαφάνιζε, κι άντε να ξανάβρισκε τρόπο να επικοινωνήσει με τον αδερφό της τώρα που τον βρήκε. Την άλλη φορά που είχε δοκιμάσει να τον αναζητήσει, πάνω από τρία χρόνια πρωτύτερα, δεν τα είχε καταφέρει αφού ο Αλέξανδρος είχε τον αριθμό του απόρρητο λόγω επαγγέλματος, για να μην τον γυρεύουν κάθε λογής

κακοποιοί που είχαν πιαστεί στη φάκα της αστυνομίας από δικά του σκίτσα. Έπειτα η Βενετία ανακουφισμένη κάθισε σβέλτα στον καναπέ, παριστάνοντας πως κεντούσε, έχοντας πια αναπτύξει τεχνικές επιβίωσης για να γλιτώνει από το γερακίσιο μάτι της Σεβαστής. Πότε ένα κέντημα, άλλοτε ένα περιοδικό, κάποιες φορές η Αγία Γραφή σε περίοπτη θέση, που ήταν υπεράνω πάσης υποψίας ως ανάγνωσμα, αφού η μάνα ήθελε άσπιλη και αμόλυντη την κόρη να ακολουθεί τα χρηστά ήθη μιας άχρηστης και ανήθικης στην πλειονότητά της κοινωνίας. Ο Αλέξανδρος, από την πλευρά του, δεν χρειάστηκε άλλα λόγια για να καταλάβει τι είχε συμβεί. Η λειψή φράση της Βενετίας δεν μείωσε την ένταση της συγκίνησής του. Ήξερε κι εκείνος όπως κι αυτή πως το μυστικό του Ανέστη ήταν ο θάνατος, που κάλπαζε προς το μέρος του καβάλα στο μαύρο του άτι με το δρεπάνι του ακονισμένο. Ο γρίφος επιτέλους είχε λυθεί. Ένιωσε ξαφνικά απίστευτα τυχερός. Ο Ανέστης ως το τέλος συνέχιζε να τον νοιάζεται και υπήρχαν αποδείξεις για ετούτη την ανυστερόβουλη φροντίδα. Πόσοι άνθρωποι πρόφταιναν στη ζωή τους να δοκιμάσουν μια τέτοια αφοσίωση; Ατόφια αγάπη ήταν το συναίσθημα που τον τύλιξε τρυφερά μες στη θέρμη του παρά την ψύχρα του βροχερού απογεύματος, ανόθευτη από τις σκοπιμότητες που κρύβει πάντα ένας έρωτας.

Εκτεθειμένος στην υγρασία του απόβραδου και στην ασφυξία που του προκάλεσε το μαντάτο της αδερφής του παραδεχόταν πως έτσι θα αντιδρούσε και ο ίδιος αν τον χτυπούσε η συμφορά που έπληξε τον φίλο του. Θα ήθελε να τον θυμάται γελαστό και γερό, όπως πόζαρε στις φωτογραφίες που του έβγαζε κατά καιρούς, πειράζοντάς τον για τη φωτογένεια που δεν είχε, ή όπως τον ζωγράφισε να σφύζει από ζωντάνια και ομορφιά ένα βράδυ που ο φίλος του κοιμόταν κι εκείνος στήθηκε αντίκρυ του και απαθανάτισε μ’ ένα μολύβι τη γαλήνια γοητεία του πάνω στο χαρτόκουτο μιας πίτσας. Καθισμένος στο παγκάκι, κρύβοντας το πρόσωπο μες στις χούφτες του, αφέθηκε να νοσταλγήσει τη φωνή που ίσως να μην ξανάκουγε ποτέ. Έπρεπε κάπως να αντιδράσει, μα ένιωθε τα χέρια του δεμένα ξέροντας πως ο Ανέστης είχε αποφασίσει να σβήσει ως και τα ίχνη του. Έτρεξε ασθμαίνοντας ως το σπίτι. Στο κατόπι του ένας αδέσποτος σκύλος, που αλυχτούσε ώσπου να φτάσουν στην πολυκατοικία, οσμιζόταν τον φόβο που ανέδιδε το σώμα του Αλέξανδρου. Τώρα που ο ζωγράφος είχε σιγουρευτεί πως η προδοσία του κορμιού ήταν ασήμαντη μπροστά στο μεγαλείο της αφοσίωσης του Ανέστη θα έδινε την ύστατη μάχη δοκιμάζοντας τα όρια του εγωισμού του. Του ηρωισμού του…

Ίσως να τον προλάβαινε στη Μάνη προτού εξαφανιστεί ίσως και όχι, πάντως όφειλε να επιδιώξει μια συνάντηση για να προφτάσει να του πει πως τον συγχώρεσε για εκείνη τη νύχτα που τον απάτησε και η οποία εντέλει του τον στερούσε. Μια συγγνώμη, ένα ευχαριστώ και ένα «σε νοιάζομαι» ήταν τα μόνα δώρα που μπορούσε πια να του προσφέρει.

Τον αγκάλιασε μια ψύχρα μπαίνοντας στο διαμέρισμα, έχοντας αφήσει ανοιχτή την μπαλκονόπορτα όταν έφυγε το πρωί. Η κουρτίνα λικνιζόταν στον ρυθμό του αέρα που είχε κάνει άνω κάτω τις ζωγραφιές των σαρκοβόρων λουλουδιών του. Δεν τον ένοιαζε ωστόσο η ακαταστασία, μιας και στην ψυχή του επικρατούσε χειρότερο χάος. Αγνόησε τα πεταμένα πράγματα και τα γυαλιά που ήταν σπασμένα από το ξεροβόρι στο πάτωμα, πέταξε τα κλειδιά του στο τασάκι και πάτησε το κουμπί της τηλεόρασης, όπως συνήθιζε όταν έλειπε ο Ανέστης μόνο και μόνο για να νομίζει πως υπήρχε άνθρωπος στο σπίτι. Όσην ώρα έριχνε σε μια μικρή βαλίτσα τα απαραίτητα για το ταξίδι-αστραπή που ετοιμαζόταν να κάνει αφοσιώθηκε στον ήχο της τηλεόρασης. Άκουγε το μουσικό μοτίβο και μάντευε τη διαφήμιση που θα ακολουθούσε, προσπαθώντας να φαντάζεται τον Ανέστη κοντά του να διαβάζει ή να πίνει σιωπηλός τον καφέ του στο καθιστικό.

Το έπαιζαν και μ’ εκείνον αυτό το παιχνίδι, γελώντας σαν παιδιά όταν ο Ανέστης κατάφερνε να αποστηθίζει πιο γρήγορα τα σλόγκαν των διαφημίσεων. Είδε αφηρημένος και τα «προσεχώς» των ταινιών του Σαββατοκύριακου, και πάνω που ο Αλέξανδρος κόντευε να κλείσει τη βαλίτσα του άρχισαν οι βραδινές ειδήσεις. Ο αυστηρός εκφωνητής μίλησε πρώτα για την πολιτική επικαιρότητα, για τις παρελάσεις και την κατάθεση στεφάνου των επισήμων, για το γιαούρτωμα κάποιου υπουργού, για τις απεργίες που εξαγγέλθηκαν, για το καλάθι της νοικοκυράς και το κούρεμα του χρέους. Πίνακες, στατιστικά στοιχεία, κλίμακες, ποσοστά. Αριθμοί δηλαδή που πάλευαν μάταια να αποτυπώσουν την πολιτική αναλγησία απέναντι στον ανθρώπινο πόνο. Κι έπειτα κοινωνικό ρεπορτάζ. Ξύλινη γλώσσα για καυτά ζητήματα, ώσπου άκουσε μια είδηση που τον έκανε να σηκώσει τα μάτια από τις αποσκευές και να καρφωθεί στα χείλη του εκφωνητή: Ο Αναστάσιος Ανδρέου του Ιωάννη βρέθηκε νεκρός νωρίς το απόγευμα σε πανδοχείο του Γερολιμένα Λακωνίας έπειτα από ισχυρή δόση χαπιών. Η αστυνομία ερευνά τα αίτια του θανάτου… Η υπόλοιπη φράση έφτασε στ’ αυτιά του σαν βουητό. Συγκράτησε μόνο το όνομα και τον τόπο του θανάτου. Η λέξη «νεκρός» τον διαπέρασε σαν ξίφος. Άκουσε την είδηση πάνω που θα έβαζε στη βαλίτσα το κόκκινο πουλόβερ το χαρισμένο από τον Ανέστη τα περασμένα

Χριστούγεννα. «Να το φοράς και να φαντάζεσαι πως σε ζεσταίνουν τα χέρια μου» του είχε πει. «Θα σ’ αγαπάω ακόμα κι απ’ τον τάφο». Οι λέξεις άρχισαν να αποκτούν σημασία. Λέξεις με δόντια σουβλερά. Η αγάπη-ζόμπι δεν θα τον άφηνε πια σε ησυχία. Σωριάστηκε στο κρεβάτι δίχως να μπορεί να ανασάνει. Ο αέρας σωνόταν και το δωμάτιο άρχισε ολοένα να μικραίνει ασφυκτικά. Κάρφωσε το βλέμμα του στο ταβάνι, ενώ ο εκφωνητής ειδήσεων είχε περάσει πλέον στην αθλητική επικαιρότητα. Κοιτούσε για ώρα μια αράχνη να υφαίνει επίμονα τον ιστό της και είχε την αίσθηση πως ήταν γραπωμένος και ο ίδιος σε έναν τέτοιο ιστό. Στον ιστό μιας αδιανόητης ειρωνείας… Δύσπνοια και σκοτοδίνη και ίλιγγος… Ο Αλέξανδρος, μόνος πάνω στα σεντόνια που άλλοτε άχνιζαν από τα αναμμένα τους σώματα, αρνιόταν να συμβιβαστεί με το τέλος… Θα γυρίσει… Όπου να ’ναι θ’ ακούσω το κλειδί του. Θα μαλώσουμε, όπως πάντα, επειδή δεν σκούπισε τα παπούτσια του στο χαλάκι και γέμισε τα πλακάκια πατημασιές. Θα μαγειρέψω και θα μου κάνει τη φιλοφρόνηση που συνηθίζει πως στο μαγείρεμα δεν με πιάνει κανείς. Θα του δείξω τι καινούργιο ζωγράφισα. Θα μου διηγηθεί τα κουτσομπολιά του γραφείου. Θα του πω πώς γνώρισα τη συγγραφέα Έλλη Ευριπίδου στο δικαστήριο. Θα με μαλώσει που έτρεχα πάλι στην Ευελπίδων όσο έλειπε, αντί να βγω για έναν καφέ στη

λιακάδα. Θα του πω για τις Στρατάκη, την Αιμιλία και την Ιουλία, που η ομοιοκαταληξία των ονομάτων τους κάτι μου κάνει… Θα μου πει πως η Αιμιλία είναι απλώς μια τρελή που σκότωσε τα παιδιά της. Θα τσακωθούμε γιατί διαφωνώ… Ναι. Όπου να ’ναι θα ακούσω το κλειδί του στην πόρτα… Άργησε να πάρει τη ματιά του από εκείνη την αράχνη και να ψάξει τις αραδιασμένες φωτογραφίες του Ανέστη πάνω στη συρταριέρα. Μέσα από τις κορνίζες εκείνος συνέχιζε να του εμπνέει εμπιστοσύνη και στοργή. Τον ένιωθε κοντά του μέσα από κάθε πράγμα που κουβαλούσε την αύρα της αφής του. Έβγαλε από τη βαλίτσα και φόρεσε το κόκκινο πουλόβερ. Τα μανίκια του τα ένιωσε ζεστά σαν τα χέρια εκείνου. Ξάπλωσε και τον πήρε γρήγορα ο ύπνος έτσι όπως είχε εξαντληθεί. Κάτω από τα μουσκεμένα του ματόκλαδα ξεπρόβαλε ο Ανέστης κρατώντας στο χέρι του ένα ανθισμένο «αγριόχορτο του σκορπιού».

18

Στους άγναφους καινούργια φώτα αν φέρεις, όχι σοφόν, αχρείαστο θα σε πούνε· αν πάλι για καλύτερος περάσεις από κείνους που ξέρουν λίγα απ’ όλα, καρφί θα τους γενείς μέσα στην πόλη. Τέτοιο και μένα ριζικό μου εγράφτη. ΜΗΔΕΙΑ EΥΡΙΠΙΔΗ, στ. 298-302

ΣΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ είχαν έρθει τα χελιδόνια. Έφτιαξαν τη φωλιά τους τη χρονιά που το έσκασε η Μαργαρίτα κι έκτοτε ανελλιπώς εμφανίζονταν κάθε άνοιξη στο σπίτι του Νικήτα. Τα έκανε χάζι όταν πρωτοήρθαν, παρατηρώντας τα πώς έχτιζαν ξυλαράκι ξυλαράκι τo σπιτικό τους και πώς φρόντιζαν

τα δυο μεγάλα τους νεοσσούς μόλις έβγαιναν από τα αυγά. Η χελιδόνα ρούπι δεν το κουνούσε όσο τα επώαζε, ενώ το αρσενικό έκανε αμέτρητες πτήσεις για να της φέρνει τροφή. Ακριβοδίκαιη η μοιρασιά των ευθυνών, για την οποία προέβλεπε η φύση, και κανένα από τα δυο πουλιά δεν διεκδικούσε τον ρόλο του άλλου. Κάθε χρόνο εμφανιζόταν το ζευγάρι στην παλιά του φωλιά, ερωτευμένο και δεμένο όπως πάντα. Γεννούσαν νέα χελιδόνια, τα έτρεφαν, τα δυνάμωναν, τα μάθαιναν να πετούν και τα άφηναν ελεύθερα να κατακτούν τους αιθέρες όταν πλέον το ένστικτο έπαιρνε το τιμόνι της ζωής τους. Ο Νικήτας, αντίθετα, ένιωθε αδικημένος. Η χελιδόνα του κάπνιζε μόνη στο σαλόνι περιμένοντας μια απόφαση ενόσω εκείνος ανάδευε τα λόγια της μάνας του, που είχε πάψει να «τιτιβίζει» απλώς και είχε αρχίσει να «κρώζει» ενοχλητικά στα αμέτρητα τηλεφωνήματά της με πρόφαση πάντα τα εγγόνια της. Πότε δεν έπιναν το γάλα τους, πότε αρνιόνταν να φορέσουν ζακέτα, πότε μάλωναν με τη γάτα του γείτονα, όλο και κάποια αφορμή βρισκόταν –κι αν δεν βρισκόταν, την επινοούσε– για να αρπαχτεί η κυρα-Χαρίκλεια, αρχίζοντας πάλι το κήρυγμα. Ήξερε, εξάλλου, εκείνη πως στο «καλό της το παιδί» πάντα έπιανε το κήρυγμα. Και τότε που ήταν ακόμη αμούστακο αγόρι και τώρα που είχε αρχίσει να γκριζάρει. Όσο έβλεπε λοιπόν το παλικάρι της να λυγίζει από τη μοναξιά και να είναι έτοιμο να συγχωρέσει την προδοσία της

«τρισκατάρατης», τόσο σκύλιαζε η κυρα-Χαρίκλεια και η πλύση εγκεφάλου γινόταν πιο φορτική. Σύγκρυο τον έπιανε τον Νικήτα όταν έβλεπε τον αριθμό της στο τηλέφωνο εκείνο το τριήμερο, αλλά μάνα του ήταν και ήξερε πόσο του συμπαραστάθηκε όταν η Μαργαρίτα εξαφανίστηκε. Σήκωνε λοιπόν το τηλέφωνο και περίμενε στωικά να τελειώσει εκείνη το λογύδριο, να ξεσπάσει η ψυχή της για το άδικο που υπέστη ο γιόκας της κι έπειτα να το κλείσει, ώσπου να σκαρφιστεί μια καινούργια πρόφαση για να αρχίσει πάλι το ψαλτήρι. Έτσι έκανε εξάλλου πάντα, ώσπου βαριόταν ο Νικήτας να τα ακούει και άφηνε να περάσει το δικό της. Εκτός από τότε που της πήγε να γνωρίσει την υποψήφια νύφη της και, παρότι του είπε αμέσως πως η λεγάμενη δεν της καλοάρεσε, την είχε αψηφήσει. Το έφερε βαρέως τότε η κυρα-Χαρίκλεια εκείνο το καπέλωμα από το καινούργιο θηλυκό που εισέβαλε στη ζωή του γιου της. «Κακά ξεμπλέγματα θα έχουμε με δαύτη» ψιθύρισε στον άντρα της, που τη μάλωσε επειδή τάχα πίστευε πως καμιά δεν ήταν άξια για τον τέλειο γιόκα της. «Και να τα τώρα, θησαυρέ μου, τα χαΐρια μας. Τα έλεγα εγώ, μα ποιος με άκουσε;» του επαναλάμβανε σε κάθε τηλεφώνημα, λες και ηδονιζόταν να υπενθυμίζει τη λάθος εκτίμηση του επιστήμονα γιου, βγάζοντας άχρηστα τα πτυχία και τα πανεπιστήμια. Ψυχολόγος άνευ χαρτοφυλακίου η ίδια, του είχε βάλει τα γυαλιά στη στατιστική όταν του έλεγε πως

«ετούτη θα σε πικράνει εκατό τα εκατό» και έπεσε μέσα στην πρόβλεψη. «Σε πρόδωσε, παλικάρι μου. Σε πρόσβαλε. Πάτησε το στεφάνι σας. Τι σκύλα μάνα είναι αυτή που διέγραψε με μια μονοκοντυλιά τα παιδιά της; Σκέψου το καλά, παιδί μου, πριν κάνεις το λάθος και τη δεχτείς. Μαρτύριο θα είναι η κάθε σου μέρα. Θα φεύγεις για τη δουλειά σου και θα τρέμει η ψυχή σου αν θα τη βρεις στο σπίτι το μεσημέρι. Και τα παιδιά; Δεν τα σκέφτεσαι τα παιδιά, που θα γίνουν κομμάτια αν ξαναφύγει; Πρόσεχε, αγόρι μου, και μη με φαρμακώσεις. Θυμήσου τι μας έκανε αυτή η… Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου!» Με τη Μαργαρίτα κλαμένη και βουβή στο σαλόνι και με τη φωνή της μάνας να ρυπαίνει την καθαρότητα της σκέψης του, ο Νικήτας, ακουμπισμένος στην κουπαστή του μπαλκονιού, χάζευε ξανά τα χελιδόνια, αδυνατώντας να πάρει την απόφαση που θα λύτρωνε και τους δύο. Το βραδινό τους σμίξιμο τους ξεγέλασε αρχικά πως η επανασύνδεση θα ήταν εύκολη υπόθεση, μα έπειτα από όσα του φανέρωσε με ωμότητα η γυναίκα για τον άνθρωπο με το ασημένιο Βολκσβάγκεν δεν ήξερε πια τι αισθανόταν. Κάτι ράγισε μέσα του και σαν να αφουγκραζόταν τώρα εκεί στο μπαλκόνι το κρακ της εμπιστοσύνης, της λατρείας, του έρωτα, που άλλοτε συντάραζε την καρδιά του για κείνη. Η χελιδόνα μόλις είχε επιστρέψει και τάιζε τα νεογέννητα, που τιτίβιζαν χαρούμενα μόλις είδαν τη μάνα τους, κάνοντας

τον Νικήτα να αναρωτιέται πώς θα αντιδρούσαν τα παιδιά τους όταν θα έβλεπαν τη Μαργαρίτα. Η μικρή σίγουρα δεν θα τη θυμόταν –ενός έτους ήταν όλο κι όλο όταν την άφησε–, έχοντας προσαρμοστεί στον «δικοτυλήδονο» εξαρχής γονιό της. Η μεγάλη θα έφερνε αμυδρά στη μνήμη της τη φιγούρα της να της μουρμουρίζει ένα αυτοσχέδιο τραγούδι για να φάει, πέντε ετών καθώς ήταν τη μέρα που την άφησε η μάνα. Ο Νικήτας ένιωθε ιδιαίτερα υπεύθυνος απέναντι στα παιδιά του. Έτρεμε στην ιδέα να ταράξει άνευ λόγου την ησυχία τους και, από την άλλη, ήξερε πως η μάνα είναι απαραίτητη όσο η τροφή για το παιδί. Διχασμένος από ετούτο το δίλημμα προσπαθούσε να λύσει το πρόβλημα με ψυχραιμία και σύνεση, σαν άσκηση στα μαθηματικά. Πρώτα προσπαθούσε να φανταστεί την αντίδραση των κοριτσιών τους όταν θα τους έλεγε πως η μάνα τους γύρισε. Η μικρή ήξερε από μια φωτογραφία ποια ήταν η μάνα της και η μεγάλη γνώριζε και το όνομά της –ίσως να θυμόταν ακόμη τη φωνή και τη μορφή της–, μα θα αργούσαν σίγουρα και οι δύο τους να συνδέσουν τη λέξη «μαμά» με το άγνωστο στην ψυχή τους νόημα της μητρικής στοργής. Χρειαζόταν καιρός για να την εμπιστευτούν, και η Μαργαρίτα όφειλε να καλύψει τα χιλιόμετρα απουσίας μακριά τους. Από την άλλη, παλεύοντας ολομόναχος με το κύμα της μοναξιάς του, χρειαζόταν ένα χέρι να τον βοηθήσει στο μεγάλωμα των παιδιών, μα αυτό το χέρι έπρεπε να είναι ευαίσθητο και

προσεκτικό για να μην κάνει ζημιά σε ό,τι ο ίδιος είχε χτίσει. «Η μαμά θα λείψει λίγο καιρό στον Δομοκό» αυτό τους είχε πει προσπαθώντας να απαλύνει την απουσία της, κυρίως στη μεγάλη, που όλο την έψαχνε στο σπίτι στην αρχή και όλο κλαψούριζε τη νύχτα θέλοντας να μυρίσει το κορμί της για να την πάρει ο ύπνος. Τώρα γιατί στον Δομοκό και όχι στη Βηρυτό ή στο Μονακό, αφού αγνοούσε σε ποιο σημείο του χάρτη βολόδερνε η Μαργαρίτα, αυτό ήταν μια άλλη ιστορία. Ίσως επειδή ο Δομοκός ήταν Ελλάδα και ο Νικήτας ήθελε να αισθάνεται ότι η Μαργαρίτα βρισκόταν κάπου κοντά του, έτοιμη ανά πάσα στιγμή να μπει σ’ ένα τρένο και να σπεύσει να τους βρει σε περίπτωση που άλλαζε γνώμη για την απερισκεψία της. Σημασία είχε πως τη Μαργαρίτα τη γνώριζαν τα παιδιά όπως κάποιοι γνωρίζουν έναν μακρινό συγγενή από φωτογραφία ή όπως οι γυναίκες των ναυτικών μαθαίνουν στα παιδιά τους να υπακούν στους διά αλληλογραφίας πατεράδες τους ή στο θέλημα ενός αθέατου Θεού. Θεότητα και η Μαργαρίτα ή ανώνυμος πολεμιστής στην άνιση αναμέτρηση ρουτίνας και ανθρώπων… Πότε πότε εμφάνιζε στη μεγάλη κάποιο γράμμα ή κάποια κάρτα της μητέρας, όπου η Μαργαρίτα τη συμβούλευε τάχα να είναι καλό παιδί και να μη στενοχωρεί τον Νικήτα. Κόλποξεπατικωτούρα δηλαδή από τη δική του μάνα, που, όταν ήθελε να του επιβάλει κάτι, άρχιζε πάντα την κουβέντα με τη

φράση «είπε ο μπαμπάς». Ο Νικήτας, έχοντας αντιστρέψει τους ρόλους, ήταν αυτός που έστηνε τις αθώες πλεκτάνες για να εξασφαλίζει την υπακοή των βλασταριών του. Μπαμπούλες δεν είχε πάντως η δική του διαπαιδαγώγηση. Είχε μόνο κανόνες, ελαφριές τιμωρίες, γράμματα-νουθεσίες από την απούσα μητέρα και άφθονη αγάπη. Και παιχνίδια. Μια χαρά λοιπόν τα είχε καταφέρει ως τώρα με την άφαντη μάνα των παιδιών του, έχοντας προσαρμοστεί με επιτυχία στον δισυπόστατο ρόλο του. Άρα από τα παιδιά δεν θα έλειπε κάτι που έως τώρα δεν είχαν αν αρνιόταν στη Μαργαρίτα να είναι πάλι μαζί. Από την άλλη, όμως, θα έλειπε πάντα σ’ αυτόν εκείνο το κάτι που είχε παλιά όταν ξάπλωνε στο κρεβάτι του δίπλα στο ζεστό κορμί της γυναίκας του. Δεν άντεχε στην ιδέα να ξαναμείνει μόνος στα παγωμένα σεντόνια, με το άδειο νυχτικό της στο διπλανό προσκεφάλι να του θυμίζει τη στέρηση της παρουσίας της. Λιγώθηκαν τα σπλάχνα του στη θύμηση της προηγούμενης νύχτας. Ένιωσε νοερά ξανά τα χέρια της γραπωμένα από το σώμα του, χέρια ναυαγού αρπαγμένα από σανίδα. Όχι χέρια ερωτευμένα… Χέρια αιχμάλωτα που ικέτευαν τον οίκτο του κατακτητή τους. Πώς είχε καταντήσει έτσι η Μαργαρίτα; Πού είχε σπαταληθεί η παλιά δύναμή της; Πόσο τη ρήμαξε ο τύπος με το Βολκσβάγκεν;

Τον έσωσε ο επιστήμονας εαυτός του από όλα εκείνα τα ταπεινά συναισθήματα του προδομένου συζύγου. Η Μαργαρίτα μέσα από το τζάμι έδειχνε σαν πληγωμένο πουλί. Θα ήθελε να τη γιατρέψει, μα αναρωτιόταν αν μπορούσε. Αν τη δεχόταν πίσω, έπρεπε να τηρήσει τις συμβουλές που έδινε ο ίδιος στους ασθενείς του. Το είχε άραγε αυτό το κουράγιο; Θέλει γενναιότητα η συγχώρεση. Πρέπει να μάθεις να αντέχεις τη σιωπή του άλλου. Να ανέχεσαι την ανασφάλεια απέναντι στο ενδεχόμενο να ξαναζήσεις τον εφιάλτη της προδοσίας. Να ταπεινώσεις τον εγωισμό σου και να του μάθεις να μη γυρεύει καμία εκδίκηση. Πρέπει να αναμετρηθείς με τα λάθη σου, όσο σκληρά κι αν είναι αυτά. Δεν θα περιμένεις απ’ τον προδότη να επουλώσει τις πληγές σου. Η προδοσία είναι νόσημα αυτοάνοσο. Πρέπει μόνος να βρεις τον τρόπο να γιατρευτείς. Πρέπει να ξεχάσεις τον πόνο που σου προκαλεί η μνήμη. Πρέπει να βρεις κουράγιο ν’ αγαπάς τον προδότη. Πρέπει… Πρέπει. Ο κατάλογος των συμβουλών του δεν είχε τελειωμό. Θα άντεχε ο ίδιος να κάνει όσα υποδείκνυε στους άλλους; αναρωτήθηκε πάλι. Τέλειωσε το τσιγάρο του και εγκατέλειψε τη βεράντα μόλις το σούρουπο άρχισε να αγγίζει απαλά τις στέγες των κτιρίων. Δεν το είχε προσέξει από την αρχή, μα το σπίτι ευωδίαζε από το αγαπημένο του φαγητό. Το τραπέζι ήταν στρωμένο και τα μάρμαρα άστραφταν όπως τότε που τα φρόντιζε επιμελώς η

Μαργαρίτα, χαϊδεύοντάς τα με το σφουγγαρόπανο. Στα βάζα είχε βάλει λουλούδια, μαργαρίτες για την ακρίβεια, θέλοντας να στολίσει ταπεινά τον χώρο που απέπνεε μοναξιά και εγκατάλειψη με κάτι που θα θύμιζε την ίδια. Ο Νικήτας πλησίασε το βάζο και τράβηξε από το νερό μια μαργαρίτα. Άρχισε να μαδάει τα πέταλά της, αφήνοντάς τα να πέφτουν λικνιστικά στα κατάλευκα μάρμαρα. «Μ’ αγαπάει, δεν μ’ αγαπάει, μ’ αγαπάει…» μονολογούσε απορημένος όσο πλησίαζε προς το μέρος της γυναίκας του. Τα μάτια της τον ικέτευαν για μια ευκαιρία. Πέταξε το κοτσάνι όταν απέμεινε από το λουλούδι μόνο ένα πέταλο. Μ’ αγαπάει , θα έλεγε αν το μαδούσε κι αυτό. Φτάνοντας σε απόσταση αναπνοής, άλλαξε το βλέμμα με το οποίο την κοιτούσε ως τώρα. Η ματιά του απέκτησε φως. Ο φόβος έσβησε κάτω από το φέγγος μιας ελπίδας. Η ελπίδα τράφηκε από τον άθλο της συγχώρεσης. Η συγχώρεση απέδειξε την αγάπη. Και η αγάπη ανέδειξε σε ήρωα τον Νικήτα στα μάτια της Μαργαρίτας, που αργόσβηνε περιμένοντας την ετυμηγορία του άντρα της κουλουριασμένη στον καναπέ. «Ας προσπαθήσουμε. Μα θα είναι δύσκολο και για τους δύο» της είπε καθισμένος οκλαδόν στο δάπεδο, τηρώντας αποστάσεις ασφαλείας από το κορμί της. «Θέλω να μου λες τα πάντα. Ό,τι νιώθεις και ό,τι σκέφτεσαι και ό,τι σε φοβίζει και ό,τι σε κάνει να χαρείς. Τα πάντα. Δίχως δισταγμό. Και το κορμί σου δεν το θέλω για αντάλλαγμα ευγνωμοσύνης.

Μόνο από αγάπη θέλω να έρθεις κοντά μου. Όταν και άμα μπορέσεις να με ξαναγαπήσεις». Κοιτάζονταν μόνο για λίγα λεπτά. Έπειτα ο Νικήτας άπλωσε το χέρι του κι εκείνη του έδωσε το δικό της. Τα δάχτυλά τους πλέχτηκαν κι έπειτα βάδισαν αργά προς το τραπέζι, σαν να μην ήθελε η αφή τους να χάσει ετούτη την αγνή επαφή. Κάθισαν αντικριστά στο τραπέζι. Το φαγητό είχε παγώσει, μα στον Νικήτα φάνηκε υπέροχο. Και το κρασί που είχε διαλέξει η Μαργαρίτα ήταν γλυκόπιοτο σαν αμαρτία. Μίλησαν για άσχετα πράγματα, συνοδεύοντας με χαλαρή κουβέντα εκείνο το γεύμα που έμελλε να είναι το πρώτο της συζυγικής τους επανασύνδεσης. «Αύριο θα φέρω και τα παιδιά. Πρέπει να είσαι ιδιαίτερα προσεκτική μαζί τους. Μην τα πιέσεις. Θα προσαρμοστούν σιγά σιγά. Δώσ’ τους χρόνο». «Τι ξέρουν για μένα, Νικήτα;» τον ρώτησε γεμάτη ανησυχία. «Ότι η μαμά τους θα επέστρεφε σε λίγο καιρό. Έμαθαν να φιλούν τη φωτογραφία σου κάθε βράδυ πριν κοιμηθούν και να σου λένε τα μυστικά τους. Τους μιλούσα για το χρώμα των ματιών σου και για τα αγαπημένα σου λουλούδια. Η μεγάλη πότε πότε φοράει κρυφά τα τακούνια σου και σου μοιάζει στο νάζι. Η μικρή δείχνει τη μορφή σου όταν τη ρωτάω πού είναι η μαμά. Θα σε αναγνωρίσουν αμέσως. Κανείς μας δεν σε ξέχασε. Θα το δεις».

Δάγκωσε τα χείλη της κατεβάζοντας το βλέμμα της στο πιάτο. Καλοδεχούμενη ήταν εντέλει στο σπίτι της κι ας μην το άξιζε. Χάρη στον άντρα της ήταν σαν να μην έλειψε ούτε μια μέρα, λες και είχε αφήσει πίσω το ολόγραμμά της. «Θα έχεις ακουστά την ιστορία της Στρατάκη, που σκότωσε τα παιδιά της με δηλητήριο» της άνοιξε μια άσχετη κουβέντα ο Νικήτας μόλις είδε το χείλι της να τρέμει από τη συγκίνηση. «Κάτι πήρε το αυτί μου» του απάντησε γεμίζοντας με κρασί το ποτήρι για να καταπιεί τον λυγμό που στάθηκε στον λαιμό της. «Λοιπόν, πήγα στη δίκη. Κι εκεί γνώρισα τρεις καινούργιους φίλους…» Η συζήτησε κύλησε χαλαρά. Η Μαργαρίτα εξέθετε τις απόψεις της και ο Νικήτας, ανακτώντας την παλιά του ευγλωττία τής εξηγούσε για ποιον λόγο οι τέσσερις φίλοι έψαχναν κάτω από την προφανή ερμηνεία της πράξης της Στρατάκη κάποια άλλα αίτια. «Είναι ζήτημα ηθικό» της εξηγούσε, περισσότερο για να κατανοήσει και ο ίδιος τον λόγο που τον έκανε να παρακολουθεί ό,τι γραφόταν και ό,τι λεγόταν γι’ αυτή την ιστορία. Η «Μήδεια» των εφημερίδων και των δελτίων ειδήσεων του έφερνε στο μυαλό την εφηβεία του, τότε που διάβασε αμέτρητες φορές τον μύθο της Μήδειας όπως τον έπλασε ο αρχαίος τραγωδός και απορούσε με τη γοητεία που του ασκούσε ο ειδεχθής

χαρακτήρας της. Ίσως αυτή η γυναίκα να ήταν το έναυσμα των σπουδών του, θέλοντας να κατανοήσει τον λόγο που γεννιέται το σκοτάδι μες στις ανθρώπινες ψυχές. Είπε ακόμα στη Μαργαρίτα και για το τηλεφώνημα που έκανε στον διευθυντή των φυλακών Κορυδαλλού προκειμένου να ζητήσει πληροφορίες για το προφίλ της Στρατάκη εκεί μέσα. Γνωρίζονταν από τότε που είχε κάνει το μεταπτυχιακό του και ο διευθυντής τον βοήθησε με τα ερωτηματολόγια που έπρεπε να απαντηθούν από ισοβίτες για το άρθρο που ετοίμαζε. Του την περιέγραψε ως μια φιλήσυχη, αμίλητη γυναίκα που απέφευγε πάντα τις εντάσεις. Επισκέπτες αρνιόταν να δει. Ούτε με τις άλλες κρατούμενες άνοιγε κουβέντα. Φυλακισμένα τα μυστικά της στην άβυσσο του αμφιλεγόμενου μυαλού της και κανέναν δεν άφηνε να πατήσει εκεί μέσα. Διάβαζε ασταμάτητα. Κι όταν δεν διάβαζε, μπορούσε να κάθεται κοιτώντας τον άδειο τοίχο για ώρες. Της μίλησε και για την Έλλη και για τη μοιραία αποκάλυψη του ρόλου που ισχυριζόταν πως έπαιξε στην απόφαση της φόνισσας η σχέση της με τον Αχιλλέα. Της εξήγησε πως η συγγραφέας ανήκε στη χορεία των ανθρώπων που αναλαμβάνουν μεγαλύτερη ευθύνη απ’ όση τους ανήκει. Ήθελε να τη βοηθήσει. Αν του ανοιγόταν η Στρατάκη, ίσως να κατάφερνε να απαλύνει κάπως το εξοντωτικό συναίσθημα που θέριζε την καρδιά της Έλλης. Κάτι μες στην αδιαλλαξία της σιωπής της παιδοκτόνου τού έλεγε πως η συμπεριφορά

της δεν ήταν αποτέλεσμα μιας στιγμιαίας αντίδρασης και πως μια χρόνια πληγή την τροφοδότησε. «Ίσως να είναι μια αυτοτιμωρία. Ένα είδος ποινής που επέβαλε στον εαυτό της για μια ενοχή» είπε έπειτα από περίσκεψη η Μαργαρίτα, βγάζοντας ένα συμπέρασμα που εκείνος δεν είχε καταφέρει ακόμη να το διατυπώσει, κι ας κλωθογύριζε σαν σκέψη στον νου του. «Μια ποινή στον εαυτό της… Όπως κάποιοι αυτομαστιγώνονται για να εξιλεωθούν μέσα απ’ τον πόνο του κορμιού για τα λάθη της ψυχής. Αλλόκοτος μηχανισμός, αλλά υπάρχει» παρατήρησε ενθουσιασμένος ο Νικήτας, κατεβάζοντας το κρασί του, ενώ άρχισε ήδη να αναπτύσσει τις προεκτάσεις αυτής της θεωρίας μες στο μυαλό του. «Πάμε ως τις φυλακές;» ξάφνιασε τη Μαργαρίτα, που ήδη μάζευε το τραπέζι αναλαμβάνοντας τα ξεχασμένα καθήκοντα της οικοδέσποινας. Μια τρυφερότητα ξεχείλιζε από τα ακροδάχτυλά της έτσι όπως άγγιζε τα πράγματα του σπιτικού της με νοσταλγία. «Μα έχει πέσει η νύχτα» γέλασε εκείνη με την ανυπομονησία του άντρα της, που της έφερε στον νου τη νεανική του φλόγα όταν τον είχε πρωτογνωρίσει. «Ο διευθυντής αργεί πολύ να φύγει. Κι έπειτα, είναι φίλος. Θα με βοηθήσει να βρω τη λύση σ’ αυτό τον γρίφο. Θα δεις».

Έβγαλε από το γκαράζ το μηχανάκι, που είχε από τότε που έφυγε η Μαργαρίτα να το οδηγήσει. Του έλειπε το αγκάλιασμά της όταν την πήγαινε για μπάνιο τις Κυριακές, αφήνοντας τα παιδιά στη μητέρα του. Του έλειπε και το φάλτσο τραγούδι της, που ανακατευόταν με τον αέρα και έφτιαχνε τη μελωδία της αγάπης τους. Πότε πότε πατούσε την κόρνα, σαν να ήθελε να διαλαλήσει στους περαστικούς πως η Μαργαρίτα του γύρισε και ήταν ξανά καθισμένη στο πίσω μέρος της σέλας, τυλίγοντας τα χέρια της γύρω από το στήθος του. «Αποδώ η γυναίκα μου» τη σύστησε με καμάρι στον διευθυντή των φυλακών, ένα γεροντοπαλίκαρο που είχε κάνει δεύτερο σπίτι του το γραφείο. Έπιασαν την κουβέντα. Ο Νικήτας τού εξήγησε πως ήταν θέμα επαγγελματικού ενδιαφέροντος να μάθει τι έκρυβε η μυστηριώδης σιωπή της Στρατάκη. Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του εκείνος όταν του γύρεψε να τον αφήσει να της μιλήσει. «Δεν θα βγάλεις τίποτα. Άκου που σου λέω. Σου έχω όμως μια αρκετά ευέλικτη λύση» του είπε ο διευθυντής, κλείνοντάς του με νόημα το μάτι και φωνάζοντας τον φύλακα που ήταν έξω από την πόρτα του. «Φέρε στο γραφείο μου την Μπιάνκα» τον πρόσταξε κι έπειτα πρόσφερε τσιγάρο στους καλεσμένους του. «Τι εστί Μπιάνκα;» τον ρώτησε παραξενεμένος ο Νικήτας.

«Είναι το… πασπαρτού για να διαρρήξεις το μυαλό της Στρατάκη» του απάντησε με νόημα εκείνος, ανάβοντας το τσιμπούκι του σαν άλλος Σέρλοκ Χολμς.

19

Αλί μου! Τι στυλώνετε τα μάτια απάνω μου, παιδιά; Τι μου γελάτε τ’ ολόστερνο χαμόγελο, της μαύρης; Αχ, τι να κάμω; Λίγεψε η καρδιά μου, γυναίκες, ότι των παιδιών το βλέμμα, το πρόσχαρο, το αντίκρισα. Δε θα ’χα το θάρρος. Γεια σού αφήνω, απόφασή μου! ΜΗΔΕΙΑ EΥΡΙΠΙΔΗ, στ. 1040-1045

ΓΥΡΙΣΕ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΑΡΓΑ. Ο Αχιλλέας-σκύλος κάρφωσε τα μάτια του στη μορφή της μόλις την είδε να μπαίνει. Το φάντασμα του εαυτού της του έσκισε την καρδιά. Την άφησε να ξαποστάσει, βγαίνοντας ντροπαλά στο μπαλκόνι από τη

μισάνοιχτη πόρτα και κάνοντας για πρώτη φορά την ανάγκη του λόγω ανωτέρας βίας δίπλα στη γλάστρα με το γιασεμί. Έπειτα μπήκε μέσα με σκυμμένο κεφάλι, λουφάζοντας στη γωνιά του δίχως να τολμήσει να απαιτήσει τη βόλτα που του χρωστούσε. Το λουρί του απόμεινε κρεμασμένο στο ντουλάπι της κουζίνας. Με βλέμμα ανήσυχο παρατηρούσε κάθε της κίνηση, εντοπίζοντας κάποιες περίεργες ενδείξεις στη γλώσσα του κορμιού της. Πρώτα παρατηρούσε τις συνήθειες που δεν τήρησε η κυρά του. Δεν ξεφορτώθηκε τα ψηλά της παπούτσια, που τα πετούσε με φόρα το ένα αποδώ και το άλλο αποκεί κι εκείνος έτρεχε να τα μαζέψει με τα δόντια και να τα βάλει στο χολ· δεν κατευθύνθηκε προς την κουζίνα να μαγειρέψει, όπως έκανε άλλοτε, νηστική καθώς έμενε πάντα ώσπου να γυρίσει στο σπίτι· δεν γέμισε το ποτήρι με το κόκκινο κρασί που έπινε κάθε βράδυ για να χαλαρώσει· δεν έβαλε μουσική για να σιγομουρμουρίζει τραγούδια την ώρα που ανακάτευε την κατσαρόλα, φέρνοντας σε απόκοσμο πλάσμα όσο την τύλιγαν οι ατμοί με τα αρώματα των μπαχαρικών· δεν άναψε κεριά, που πάντα τα χρειαζόταν για να προετοιμάσει τη διάθεσή της για γράψιμο. Αντίθετα, δίχως καν να ανάψει το φως, ξεντύθηκε σπασμωδικά, λες και ήθελε να απαλλαγεί ακόμα και από το δέρμα της, και έτρεξε στο λουτρό να χωθεί κάτω από το αχνιστό ντους, που της έκαιγε τη σάρκα τιμωρώντας τη για το

σφάλμα της να αφεθεί σ’ έναν έρωτα. Τα ρούχα απέμειναν πεταμένα στον καναπέ, συνθέτοντας μια ακατάστατη εικόνα που ουδεμία σχέση είχε με τον καλοβαλμένο άλλοτε χώρο της. Τα άπλυτα πιατικά στον νεροχύτη, με τα οποία δεν ασχολήθηκε την προηγούμενη μέρα, το χαρτί των κοινοχρήστων κάτω από τη χαραμάδα της εξώπορτας, που δεν μπήκε στον κόπο να το σηκώσει, και το βουνό των λερωμένων ρούχων στο καλάθι του λουτρού μαρτυρούσαν πως η Έλλη είχε χάσει τον παλιό πειθαρχημένο εαυτό της. Εκείνη η μοιραία και όχι τυχαία συγκυρία που της είχε αποκαλύψει από ποια είχε αρπάξει τον Αχιλλέα-εραστή άσκησε επάνω της ολέθρια επιρροή. Πότε πότε έσφιγγε τα βλέφαρά της, όταν προβάλλονταν στη μνήμη της οι φωτογραφίες των χαμένων παιδιών να της απαιτούν τον λόγο που τα οδήγησε στον χαμό τους. Βγαίνοντας από το μπάνιο, τυλιγμένη με μια πετσέτα, κατευθύνθηκε προς την κρεβατοκάμαρα και άρχισε να ψάχνει νευρικά την ντουλάπα. Ο σκύλος έστησε αυτί και αφουγκραζόταν το τρίξιμο των μεντεσέδων και τους ήχους από τις κρεμάστρες όταν έπεφταν στο κρεβάτι. Διάλεξε ένα μαύρο φουστάνι κι ένα ζευγάρι μαύρες αφόρετες γόβες, λες και ετοιμαζόταν για κηδεία. Φόρεσε και τις πέρλες της συγχωρεμένης της μάνας της, η οποία, αν και φεμινίστρια, πότε πότε ντυνόταν στην τρίχα, τονίζοντας την έμφυτη φινέτσα της. Χτένισε όμορφα και τα μαλλιά της, φτιάχνοντας

μια ολόισια χωρίστρα, σε αντίθεση με το ατημέλητο χτένισμα που είχε συνήθως. Όλα σε τάξη τώρα πάνω της, ακόμα και οι τρίχες. Τα χείλη της τα άφησε άβαφα, σαν να ήθελε να εξαφανίσει το στόμα της. Σαν να μην ήθελε να ξαναμιλήσει ή να χαμογελάσει ή σαν να ήθελε να τιμωρήσει τα χείλη της για τα φιλιά που κάποτε είχε δώσει στον Αχιλλέα. Έπειτα πήρε ένα μπουκάλι με ουίσκι που είχε ξεχασμένο στην κάβα της για όποτε δεχόταν φίλους στο σπίτι, καθώς η ίδια αγαπούσε μόνο το κρασί. Κατέβασε μια γερή γουλιά κι έπειτα κι άλλη κι άλλη, κι ας της έκαιγε το ποτό τον αμάθητο οισοφάγο της. Πένθιμα όπως ήταν ντυμένη, με τη ζαλάδα του ουίσκι να ανακατεύει τις σκέψεις της, με το μπουκάλι στο ένα της χέρι, πήγε και στήθηκε τρεκλίζοντας μπρος στον ολόσωμο καθρέφτη της γιαγιάς της, τον φερμένο από το πατρικό της με το που πέθανε η Αγγέλα για να στολίζει το χολ και να της δίνει την έγκρισή του πριν από κάθε της εμφάνιση. Κατέβασε σαν νερό κι άλλο αλκοόλ κι έπειτα κοίταξε το είδωλό της μες στο γυαλί. Δεν διέκρινε στην αρχή το πρόσωπό της παρά μόνο τη συννεφιά που σχηματίζεται μπροστά σε μεθυσμένα μάτια. Έτσι, δεν αντίκρισε εκεί μέσα τη γνώριμη φυσιογνωμία της, αλλά στο βάθος του κρύσταλλου εντόπισε την όψη της γιαγιάς της της Ελισάβετ, που βάδιζε προς το μέρος της μαυροντυμένη και αγέρωχη, με το τσεμπέρι της σφιχτοδεμένο κάτω από το σαγόνι, και τη ματιά τη γερακίσια που ορμούσε σαν αρπακτικό στα μύχια της εγγονής λεηλατώντας με

ευκολία κάθε κοριτσίστικο μυστικό. «Εμένα δεν με ξεγελάς. Σε διαβάζω σαν ανοιχτό τεφτέρι εγώ, μικρούλα. Σαν να διαβάζω τα μύχιά μου νιώθω όταν σε κοιτάζω» σαν να την άκουσε πάλι να λέει. Κι έπειτα νόμισε πως από το σώμα της γιαγιάς πετάχτηκε η οπτασία της μάνας της, με τα κόκκινα μαλλιά και το πύρινο κραγιόν της, και ύστερα μέσα από τη φιγούρα της Αγγέλας ξεπήδησε επιτέλους και ο δικός της αυθυπόστατος αντικατοπτρισμός. Μια μπάμπουσκα προγονικών ειδώλων, θαρρείς, η δική της ύπαρξη, που είχε στριμώξει εντός της γενιές και γενιές κυττάρων, ζωών, εμπειριών και αναμνήσεων. Όλα τα κορμιά των γυναικών της γενιάς της συναιρέθηκαν μέσα στο δικό της, που ουδεμία σχέση είχε με την πληθωρική κορμοστασιά της γιαγιάς και της μάνας της, μοιάζοντας μάλλον περισσότερο στον σωματότυπο του άγνωστου πατέρα. Κι όμως, μπορεί να διέφερε από κείνες, μα τελικά η μεθυσμένη ματιά της κατάφερνε να αντικρίζει τις τρεις γυναίκες ίδιες και απαράλλαχτες. Μα έπειτα χάθηκαν οι οπτασίες των πεθαμένων γυναικών και απέμεινε στο κρύσταλλο μόνο η ίδια να κοιτάζει με θυμό τον εαυτό της σφίγγοντας τη γροθιά της και να χτυπάει με οργή το ωχρό της είδωλο, που της ανταπέδιδε με το βλέμμα του τον θυμό της. Θα ήθελε να ήταν η γιαγιά Ελισάβετ, που δεν γνώρισε ποτέ δεύτερο άντρα στη ζωή της πέρα από εκείνον με τον οποίο μοιράστηκε την πρώτη νύχτα του έρωτα,

παίρνοντας τον διαλεγμένο από τον γονιό της και όχι από την καρδιά της. Βαφτίζοντας «μοίρα» στην αρχή την απουσία του έρωτα, ύστερα την ονόμασε «ευλογία», αφού μπορούσε με νηφάλιο μυαλό να κάνει πάντα αυτό που πρέπει. Έτσι εξάλλου συμβούλευε την εγγονή της όταν ήταν παιδί και της την άφηνε η Αγγέλα πότε πότε για να έχει το κεφάλι της ήσυχο όταν έφευγε για ρεπορτάζ στο εξωτερικό: «Στη ζωή δεν κάνουμε αυτό που θέλουμε αλλά αυτό που πρέπει. Μη γελαστείς και ακούσεις μόνο την καρδιά σου. Η καρδιά μονάχη της γυρεύει μπελάδες». Πάνω κάτω της έλεγε ό,τι τη δίδασκε και η μάνα της με τις φεμινιστικές της παρόλες, έχοντας τη ζωή ιδωμένη με αλλιώτικο μάτι: «Είσαι ό,τι και ο άντρας. Τον έρωτα έχε τον για εκτόνωση, μα φρόντισε η καρδιά σου να είναι πάντα προστατευμένη. Μια αφύλακτη καρδιά σε οδηγεί πάντα σε λάθη. Να το ξέρεις». «Και ο έρωτας τι είναι δηλαδή;» ρωτούσε η έφηβη τότε Έλλη, που δεν είχε γνωρίσει ποτέ τον πατέρα της για να ακούσει τον αντίλογο του αρσενικού. «Μια ουτοπία, γλυκιά μου» της απαντούσαν και οι δυο έμπειρες γυναίκες. Κι αυτό το οπλοστάσιο της παλιάς εμπειρίας ερχόταν να επιβεβαιώσει τώρα τη δική της διαπίστωση. Τη διαπίστωση όμως που είχε κατακτηθεί ύστερα από το κακό. Ναι, όσο το σκεφτόταν, όλο και περισσότερο θα ήθελε να μοιάζει εντέλει σ’ αυτές τις δυο γυναίκες με την τετράγωνη

λογική που δεν απέκλιναν σπιθαμή από τα όρια που εξαρχής είχαν ορίσει. Μόνο ο εαυτός της δεν θα ήθελε να είναι, έτσι αδύναμος, άβουλος και ευάλωτος, ως αποδείχτηκε, μπροστά στην ουτοπία του έρωτα, που την κατάπιε σαν δίνη. Η γροθιά της σφίχτηκε κι άλλο και το λάθος που της θέριζε την καρδιά την κατεύθυνε με δύναμη στο γυαλί του καθρέφτη. Ο χώρος πλημμύρισε θρύψαλα που στραφτάλιζαν στο φεγγαρίσιο φως. Έσκυψε και άρχισε νευρικά να τα μαζεύει, ενώ το χέρι της, που είχε ματώσει, άφηνε κόκκινες κηλίδες στο πάτωμα. Σ’ αυτή την ανεξέλεγκτη πια κατάσταση, με ασταθή βήματα πήγε προς το γραφείο της. Άναψε ένα κερί, έτριψε τους κροτάφους της, που είχαν αρχίσει να πονάνε, και άρχισε να γράφει με πονεμένα δάχτυλα: «Εγώ είμαι η Μήδεια… Εγώ είμαι αυτή που σκότωσε τα παιδιά της Στρατάκη, κι ας μην υπάρχουν οι απαιτούμενες αποδείξεις. Βλέπω το αίμα να στάζει απ’ τα χέρια μου και να φτιάχνει το ποτάμι της συμφοράς που μας έπνιξε όλους. Εγώ είμαι η κλέφτρα των ξένων ονείρων, εγώ η φόνισσα, εγώ εκείνη που άφησε τη Στρατάκη να λιώνει στη φωτιά της απόρριψης. Νιώθω το κρίμα να μου σφίγγει τον λαιμό. Μου αξίζει αυτή η τιμωρία, μα θέλω κι άλλη… Κάτι που να κρατήσει πιο πολύ… Ίσως για πάντα… Και να είμαι ζωντανή, να υποφέρω κάθε λεπτό… Η κρύα ανάσα του θανάτου μού παγώνει τη σκέψη. Εγώ είμαι η Μήδεια. Παιδιά, συγγνώμη… Συγγνώμη».

Στην τελευταία λέξη πάλι κόλλησε η βελόνα του μυαλού της. Εμμονή τής είχε γίνει η συγχώρεση. Την έγραψε σαν τιμωρία αμέτρητες φορές, γεμίζοντας κάμποσα χαρτιά. Οι λέξεις έτρεχαν ποτάμι. Πότε πότε η σκέψη της ξέφευγε σε επικίνδυνους ελιγμούς. Έριχνε ματιές προς τα πίσω. Τότε που γνώρισε τον Αχιλλέα και αφηνόταν να σκεφτεί τι θα είχε συμβεί αν δεν δεχόταν ποτέ να κάνουν τη βόλτα που της είχε προτείνει· αν ποτέ δεν του είχε επιτρέψει να αγγίξει το χέρι της με το χέρι εκείνο όπου είχε περασμένη τη βέρα της Αιμιλίας· αν του είχε αρνηθεί να ανέβει στο διαμέρισμά της για ένα ποτό· αν δεν είχαν διαπιστώσει ποτέ τη χημεία των κορμιών τους· κι αν ποτέ δεν είχε πιστέψει τα λόγια που έρρεαν από τα χείλη του βροχή για ένα μέλλον που δεν πρόφτασε να έρθει. Χάθηκε στα γραπτά της για ώρες. Κρύφτηκε μέσα τους, θωρακίστηκε και εξιλεώθηκε. Τα χαρτιά της μούσκεψαν αίμα και δάκρυα. Όταν στέγνωσαν τα μάτια της και στέρεψαν τα λόγια της μεταμέλειας, άρπαξε στην τύχη μια ζακέτα και με τα κλειδιά της Ποκαχόντας, που είχε εισπράξει ήδη μια κλήση για παράνομο παρκάρισμα, κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα. Τότε ήταν που ο Αχιλλέας-σκύλος τινάχτηκε μ’ ένα σάλτο ως την είσοδο. Κουνούσε ανήσυχος την ουρά του και δεν την άφηνε να αγγίξει το πόμολο, θέλοντας να την κρατήσει εγκλωβισμένη στους τέσσερις τοίχους του σαλονιού της για τον λόγο που μόνο το σκυλίσιο ένστικτό του γνώριζε ήδη.

«Μη φύγεις» την πρόσταζε το βλέμμα του σκύλου της, μα η Έλλη σκύβοντας να τον χαϊδέψει του ψιθύρισε «σ’ αγαπώ, βλάκα μου» στο αυτί και πάτησε αποφασισμένα με το ελεύθερο χέρι της την πετούγια. Ο σκύλος παραιτήθηκε πια από κάθε προσπάθεια να εμποδίσει την έξοδο της Έλλης, που έμοιαζε εκείνη την ώρα με την έξοδο πολιορκημένου έπειτα από αιώνες εγκλεισμού. Στα χείλη της κρεμόταν ένα γέλιο λυτρωτικό. Ο Αχιλλέας-σκύλος την πήρε στο κατόπι. Μαζί της στον ανελκυστήρα, μαζί της στο κουτί αλληλογραφίας, όπου η Έλλη από συνήθεια έριξε μια ματιά, μαζί της όταν πέρασε μπροστά από το περίπτερο του εθνικόφρονος υπερήλικα, που την καλησπέρισε, μα μούτρωσε επειδή η «κυρα-Έλλη» δεν του είπε καλησπέρα. Χαμένη καθώς ήταν στο κουβάρι των γεγονότων, ούτε που κατάλαβε στην αρχή ότι προσπαθούσε με το κλειδί του σπιτιού να ξεκλειδώσει την Ποκαχόντας. Τα παγωμένα δάχτυλά της έψαξαν νευρικά το σωστό κλειδί την ώρα που ο σκύλος άρχισε να γρυλίζει, ενώ τον πόνο από τα κοψίματα των γυαλιών καθόλου δεν τον ένιωθε μες στη μαρτιάτικη ψύχρα. Άνοιξε και μπήκε στη θέση του οδηγού. Καμιά άλλη πόρτα δεν άνοιξε για να πηδήξει στο πίσω κάθισμα και ο σκύλος, όπως έκανε πάντα. Από το τζάμι τού έκανε νόημα να φύγει. Πρώτα τρυφερά κι έπειτα άγρια, με γουρλωμένα μάτια για να τον τρομάξει και να χαθεί από μπροστά της. Το υγρό

του βλέμμα την πέτρωνε μπροστά στο τιμόνι και δεν την άφηνε να βάλει μπρος για να φτάσει εκεί που είχε πάρει την απόφαση να πάει. Τα μάτια της, τα δάχτυλά της, που έσφιγγαν το τιμόνι, τα σφαλιστά της χείλη, όλα τα μέλη της αρνιούνταν να στερηθούν την παρουσία του σκύλου. Με τόσους ανθρώπους είχε χωρίσει στη ζωή της, τη γιαγιά, τη μάνα, τον Οδυσσέα, τον Αχιλλέα, μα παραδόξως ετούτος ο χωρισμός με τον σκύλο της φαινόταν ο πιο δύσκολος. Γιατί, εκεί που πήγαινε, ήξερε πως ποτέ της δεν θα μπορούσε να ξαναδεί τον Αχιλλέα της, που τώρα της κουνούσε απελπισμένα την ουρά του, σαν να τη μάλωνε για την απόφαση που είχε πάρει. Μετατοπίστηκε για λίγο ο νους της από την ενοχή στον χωρισμό. Στον χωρισμό από τον σκύλο. Όχι από τους ανθρώπους… Όσο το συλλογιόταν, ανθρώπους δικούς της πια δεν είχε. Η Αγγέλα πέθανε, ο Αχιλλέας-εραστής έπρεπε να φύγει μια και καλή από το μυαλό της και η φιλενάδα της η ζωγράφος, που εκείνη την εποχή ζωγράφιζε γκράφιτι στους δρόμους, είχε πιαστεί κι αυτή στα πλοκάμια ενός έρωτα και είχε χάσει τα ίχνη της. Μόνο ετούτο τον σκύλο είχε λοιπόν και έπρεπε να βρει το θάρρος να τον αφήσει… Ο Αχιλλέας άρχισε να γαβγίζει και να ορμάει προς το κλειστό παράθυρο όταν είδε τα μάτια της να τρέχουν και να έχουν αρπάξει φωτιά. Όποτε ήταν σ’ αυτή την κατάσταση η Έλλη γύρευε πάντα την αγκαλιά και τα χάδια του. Σήμερα τι

είχε συμβεί; Γιατί τον εξόριζε από τη στοργή της; Έβαλε μπροστά τη μηχανή για να τον φοβίσει. Η Ποκαχόντας άρχισε να μουγκρίζει και να ξεφυσάει καυσαέρια. Το σασί χοροπηδούσε έτοιμο να πάρει την Έλλη μακριά από τον σκύλο της. Εκείνος χοροπηδούσε σαστισμένος, μην ξέροντας τι να κάνει για να τη σταματήσει. Πήγε και στάθηκε μπροστά στα αναμμένα φώτα, σαν να της έδειχνε πως θα φύγει μόνο αν περάσει πάνω από το πτώμα του. Η Έλλη άνοιξε το ραδιόφωνο για να μην ακούει το γάβγισμά του και άρχισε να μαρσάρει, ώσπου ο σκύλος νικήθηκε από τον θόρυβο και παραμέρισε. Η Χάρις Αλεξίου τραγουδούσε το «Οι άντρες περνούν, μαμά» με όλη την αισθαντικότητα της φωνής της. Οι άντρες περνούν, μαμά. Προσφέρουν δώματα με θέα σε βαθιά νερά. Τους νιώθω μυστικά να επιθυμούν ωκεανούς, μα πάει η καρδιά ρηχά. Η συγγραφέας έκανε όπισθεν κι έπειτα με μια δυο μανούβρες μπόρεσε να ξεφύγει από την ομηρία της αγάπης του σκύλου της. Το ζώο άρχισε να τρέχει πίσω από την Ποκαχόντας στον άδειο δρόμο, ώσπου σε λίγα μέτρα απόστασης από το περίπτερο του εθνικόφρονος γέροντα ακούστηκε το απότομο φρενάρισμα κάποιου διερχόμενου αυτοκινήτου, έπειτα η βρισιά του οδηγού, ένα ξέπνοο γάβγισμα, και ύστερα απέμεινε στον αέρα μόνο η

ξεχαρβαλωμένη εξάτμιση της Ποκαχόντας, που ήδη είχε εξαφανιστεί πίσω από το λεφούσι του καπνού της. Η Έλλη είδηση δεν πήρε από όσα έγιναν. Το μυαλό της είχε διαλυθεί. Το λογικό της διαμελισμένο σε αμέτρητα κομμάτια, σκορπισμένα στο παρόν και στο παρελθόν της. Εκείνες τις ώρες ήταν τυφλή και κουφή και ανάπηρη να αισθανθεί το οτιδήποτε. Η ψυχή της είχε μουδιάσει. «Συγγνώμη…» συνέχισε να μουρμουρίζει και αγωνιούσε μόνο να φτάσει η συγγνώμη στον παραλήπτη της.

Κόντευε δύο τη νύχτα όταν έφτασε έξω από το σπίτι της Στρατάκη. Η Φλόγα έπαιζε πάλι με την κουδουνίστρα, ενώ το κόκαλο που είχε άθικτο στο πιάτο της μαρτυρούσε τον λόγο που το σκυλί είχε φέξει. Λιπόσαρκο και αδύναμο πια, δεν είχε όρεξη μήτε να γρυλίσει, όχι να ορμήξει σε όσους έμπαιναν στο σπίτι. Αφύλακτο το σπίτι, αφύλακτες διαβάσεις και οι καρδιές ολωνών τους, από τις οποίες περνούσαν τα φαντάσματα των αθώων παιδιών γυρεύοντάς τους τον λόγο για τον βίαιο θάνατό τους. Διέσχισε με γρήγορα βήματα τον κήπο και φτάνοντας στην εξώπορτα διέκρινε το αμυδρό φως ενός πορτατίφ. Ο Αχιλλέας ήταν πάλι μέσα, όπως το περίμενε, πιστός στο ραντεβού του με τις μνήμες. Η Έλλη άνοιξε με το κλειδί της Ιουλίας και τον βρήκε πάλι στη γνώριμη θέση του αντίκρυ

στο κρεβάτι που έμελλε να γίνει το νεκροκρέβατο των παιδιών του. Κάπνιζε τραβώντας τον καπνό ως τα κατάβαθά του. «Δεν αντέχω…» της είπε κοιτώντας τη να μπαίνει με το πένθιμο ρούχο της. «Γλίτωσέ με. Δεν αντέχω» της ψιθύρισε σηκώνοντας τα μάτια του με κόπο για να σκαρφαλώσει ως τα δικά της. «Γι’ αυτό δεν σκότωσε εμένα και σκότωσε τα παιδιά μας. Ήθελε να ζήσω αυτό το αργό βασανιστήριο. Τίποτε πιο σκληρό δεν υπάρχει απ’ το να ζω εγώ και να είναι εκείνα νεκρά» συμπλήρωσε, παλεύοντας να κρατηθεί από την παρηγοριά του καπνού του. Έπειτα σύρθηκε ως τα πόδια της και αγκάλιασε τον κορμό της. Έδειχνε ένα κουρέλι. Αδύναμος, πρόωρα γερασμένος σαν τη Φλόγα κι αυτός, με σκαμμένο από τους μαύρους κύκλους το άλλοτε ελκυστικό του πρόσωπο. Φάντασμα σαν τα παιδιά του, λες και έπαιρνε την κατάλληλη μορφή για να τους μοιάζει, υποφέροντας μαζί τους. «Ηρέμησε. Όλα θα τελειώσουν απόψε» του ψιθύρισε εκείνη με νόημα χώνοντας το χέρι της μες στις άτακτες σκάλες των μαλλιών του. Τον πήρε από το χέρι και τον οδήγησε στο μοιραίο κρεβάτι. Τα σεντόνια ακόμη τσαλακωμένα και ανέγγιχτα από τότε που ξεψύχησαν τα παιδιά. Κανένα ανθρώπινο χέρι δεν τόλμησε να διαλύσει το αποτύπωμα των σωμάτων τους, διατηρώντας άθικτη την απόδειξη του ανόσιου τέλους τους.

Την κοίταξε απορημένος όταν του υπέδειξε να ξαπλώσει πάνω σ’ εκείνα τα ανάκατα στρωσίδια. Έβγαλε από τον στηθόδεσμό της ένα φιαλίδιο. Ευθανασία ήταν μία από τις λέξεις που αναγράφονταν στις ενδείξεις της ετικέτας. «Στην αρχή το σκυλί σας θα κοιμηθεί κι έπειτα θα έρθει το τέλος δίχως να καταλάβει το παραμικρό» της είχε εξηγήσει η φαρμακοποιός όταν η Έλλη εμφανίστηκε τάχα λυπημένη επειδή ο σκύλος της προσβλήθηκε από καλαζάρ και υπέφερε, ακολουθώντας και αυτή το μακάβριο τέχνασμα της Στρατάκη. «Θα κοιμηθείς. Δεν θα υποφέρεις. Τίποτε δεν θα καταλάβεις» εξήγησε και στον Αχιλλέα, που την κοιτούσε με μάτια-σπηλιές. «Ήθελες να λυτρωθείς. Ιδού. Σου έφερα τη λύση. Αν θες αληθινά να πληρώσεις για ό,τι έγινε, αυτός είναι ο τρόπος. Αλλιώς, μια ζωή θα βλέπεις τα φαντάσματα των παιδιών σου να σε κατατρύχουν και θα βουλιάζεις στο μίσος που αισθάνεσαι τώρα για μένα. Αναρωτήσου τι απ’ τα δύο μπορείς να αντέξεις». Πήρε το φιαλίδιο από τα χέρια της και έβγαλε το πώμα. «Μείνε κοντά μου ώσπου να…» την παρακάλεσε με άδειο βλέμμα. Του έγνεψε καταφατικά εκείνη. Ήπιε μονορούφι δίχως δισταγμό το περιεχόμενο και σκούπισε τα χείλη του από την πικρίλα του φαρμάκου. Έπειτα ξάπλωσε πάνω στα

πόδια της κι εκείνη αγκάλιασε το κορμί του, σαν να κρατούσε στα χέρια της ένα παιδί. Του χάιδευε το κεφάλι και πότε πότε κάποιο δάκρυ στάλαζε πάνω στο πρόσωπό του, που είχε στραγγίξει από τους χυμούς της αλλοτινής του ευεξίας. Κάπου προς το ξημέρωμα ένιωσε μες στα χέρια της έναν σπασμό, κι έπειτα η ανάσα επιταχύνθηκε για λίγα δευτερόλεπτα ώσπου έσβησε για πάντα. Συνέχισε να τον κρατάει σφιχτά στα μπράτσα της ώσπου το σώμα του άρχισε να αποκτά την παγωμένη υφή της πέτρας. Τη διαπέρασε η παγωνιά του άλλοτε ερωτικού του σώματος πλημμυρίζοντας ρίγη το δικό της. Το νεκρό κορμί του Αχιλλέα και το ζεστό κορμί της Έλλης ήταν για τελευταία φορά μαζί σε ένα κρεβάτι. Έσκυψε και άγγιξε με τα χείλη της τα δικά του. Προσκύνησε με σεβασμό τον πατέρα-Αχιλλέα, που προσπέρασε τον Αχιλλέα-εραστή και πήγε να βρει τα παιδιά του. Απόθεσε το κεφάλι του με δέος πάνω στο μαξιλάρι όπου είχαν αφήσει τα παιδιά του την τελευταία τους πνοή. Σηκώθηκε ύστερα και με αργές κινήσεις έστρωσε πάνω στο σώμα της το μαύρο φουστάνι. Έριξε μια τελευταία ματιά στον Αχιλλέα, που έμοιαζε να κοιμάται κι αυτός σαν παιδί. Είχε γαληνέψει. Υπήρχε μια υπόνοια χαμόγελου στο χλωμό του πρόσωπο. Πήγε στην κουζίνα, βρήκε ένα ποτήρι, έριξε μέσα λίγο ποτό από εκείνο το χειροποίητο που περιείχε μια κρυστάλλινη καράφα στο σαλόνι, το οποίο έφτιαχνε η

Αιμιλία, όπως και η μάνα της, την εποχή των βύσσινων. Έσταξε μέσα ό,τι απέμεινε από το φαρμάκι του φιαλίδιου. Ακούμπησε το ποτήρι στο κομοδίνο της κρεβατοκάμαρας. Το έγκλημα σχεδιάστηκε λεπτομερώς και εξασφαλίστηκε η αδιάσειστη ενοχή της. Έκλεισε πίσω της την πόρτα, έλυσε τη Φλόγα από τον πάσσαλο όπου ήταν δεμένη, αφήνοντάς την ελεύθερη, της χάιδεψε το κεφάλι φεύγοντας και μπήκε στην Ποκαχόντας πατώντας τέρμα το γκάζι.

«Σκότωσα τον Αχιλλέα Χρυσοβέργη, σύζυγο της παιδοκτόνου Αιμιλίας Στρατάκη. Είμαι η ερωμένη του, η… Μήδεια» είπε μόλις έφτασε στο Τμήμα, παραδομένη στο παραλήρημα που της προκαλούσαν η κούραση και οι τύψεις. Δεν τους είπε βέβαια πως ο Αχιλλέας αυτοκτόνησε, πως ήταν επιλογή του να πιει το δηλητήριο για ευθανασία σκύλων. Έπειτα, μπροστά στα έκπληκτα μάτια των αστυνομικών, που πίσω από την πλάτη της έκαναν νόημα ο ένας στον άλλο ότι της είχε σαλέψει, σφάλισε το στόμα της, ακολουθώντας τα χνάρια της αδιάλλακτης σιωπής της άλλης φόνισσας. Κοιτούσε με σταυρωμένα τα χέρια τον απέναντι τοίχο, κωφεύοντας στις ερωτήσεις και αντικρίζοντας λίγο αργότερα τον φακό των φωτογράφων με την ίδια υπεροψία που στεκόταν αντίκρυ του και η Στρατάκη. Έδειχνε να αδημονεί να τελειώσουν οι καταθέσεις και οι διατυπώσεις.

Βιαζόταν για κάποιον λόγο που κανείς δεν μπορούσε να συμπεράνει. Στην κατάθεσή της δήλωνε δίχως ενδοιασμό την ενοχή της. «Εγώ τον σκότωσα». Τρεις λέξεις σταράτες που δεν σήκωναν παρερμηνεία. «Τρελή κι αυτή σαν την άλλη» ακούστηκε η φράση από τα χείλη του αξιωματικού υπηρεσίας την ώρα που έκανε νόημα στους αστυνομικούς να της περάσουν τις χειροπέδες και να τη μεταφέρουν στις φυλακές μέχρι τη δίκη. «Τρελή για δέσιμο» συμπλήρωσαν και οι δυο μουστακαλήδες φρουροί, πιστοί σε όσα τους είπε ο διοικητής τους.

Το τηλέφωνο της Έλλης χτυπούσε σαν τρελό μέσα στην Ποκαχόντας. Ο Νικήτας ήθελε να της μεταφέρει τα νέα από τα μισόλογα που είχε εκμαιεύσει από την Μπιάνκα. Ήθελε να της πει πως η Στρατάκη είχε εκμυστηρευτεί στη συγκρατούμενή της ότι η θανάτωση των παιδιών της είχε τη ρίζα της στην ανάγκη της για αυτοτιμωρία. Και πως στην ιστορία εμπλεκόταν μια Ελένη, για την οποία ευελπιστούσε να τους μιλούσε η μάνα της μόλις θα συνερχόταν. Δεν έφταιγε η ίδια επομένως για όσα είχαν συμβεί και δεν έπρεπε να παίρνει την ευθύνη για τη μακάβρια απόφαση της Αιμιλίας. Όμως η Έλλη αυτό το τηλεφώνημα δεν το έλαβε ποτέ.

Μα κι αν το λάμβανε, κανείς δεν γνωρίζει αν θα άλλαζε κάτι, αφού στο βάθος της μνήμης της υπήρχε πάντα το παιδί του Οδυσσέα που είχε σκοτώσει η ίδια και πάντα θα ένιωθε τύψεις γι’ αυτή την πράξη γυρεύοντας μια τιμωρία. Ετούτη η ενοχή συνέχιζε να σκάβει με τα νύχια της το τραύμα που διασάλευσε το λογικό της. «Δεν απαντάει» είπε ο Νικήτας απογοητευμένος στη Μαργαρίτα. «Μα θα της πω τα νέα αύριο. Σίγουρα θα ξαλαφρώσω την ψυχή της. Φοβάμαι μην κάνει καμιά τρέλα έτσι όπως ήταν. Η Έλλη είναι εύθραυστη, κι ας μην της φαίνεται». «Αύριο λοιπόν» του είπε ενθαρρυντικά και η Μαργαρίτα και ανέβηκαν στο μηχανάκι τους δίχως να έχουν διάθεση να επιστρέψουν σπίτι. Κάθισαν σ’ ένα παγκάκι κι έστησαν καρτέρι στην ανατολή της καινούργιας μέρας, δίχως να φαντάζονται τι τους περιμένει.

20

Εμπρός, δόλιο μου χέρι πάρε το ξίφος, πάρε το! Πορεύου για το ξεκίνημα θλιμμένης ζήσης, και μη δειλιάζεις, μη θυμάσαι αν είναι τα τέκνα αυτά χιλιάκριβα περίσσια, και πως τα γέννησες εσύ· την ώρα ετούτη καν, τους γιους σου ξέχασέ τους, κ’ ύστερα θρήνα! Τι, κι αν τους σκοτώσεις, αγαπημένοι σου ήταν απ’ τη φύση – κ’ εγώ θαν είμαι μια δυστυχισμένη! ΜΗΔΕΙΑ EΥΡΙΠΙΔΗ, στ. 1244-1250

ΑΝΟΙΞΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΜΕ ΔΥΣΚΟΛΙΑ . Ο κόσμος

γύριζε ολόγυρά της, μα κατάφερε να εστιάσει το βλέμμα στα πρόσωπα που απεικονίζονταν στο κάδρο απέναντι από το κρεβάτι της. Μια μάνα θήλαζε το παιδί της με ιδιαίτερη τρυφερότητα. Ο μαστός ήταν ημίγυμνος, κι έτσι όπως η θηλή ήταν σφηνωμένη ανάμεσα στα χείλη του βρέφους μια στάλα γάλα είχε κυλήσει στο μάγουλό του. Το πρόσωπο της μάνας έλαμπε από ένα εσώτερο φως και τα μάτια της βυθίζονταν στα μάτια του μωρού της, που γράπωνε με τα χέρια του το στήθος της, εξαρτημένο καθώς ήταν από το δικό της κορμί. Η Ιουλία έβαλε τα κλάματα αμέσως μόλις επανήλθε στο παρόν της και θυμήθηκε όλα όσα της είχαν συμβεί. Παρελθόν και παρόν κουβάρι στο μυαλό της μαζί με εκείνο τον πονοκέφαλο που την παίδευε από την πολύωρη κατάκλιση. Θυμήθηκε το ταξίδι από την Ξάνθη στην Αθήνα, τη δίκη, το απλανές βλέμμα της κόρης της, την Ελένη, τη σιωπή, την τιμωρία, τα λίγα λόγια της, τα γράμματα της Αιμιλίας με τα οποία την ικέτευε να μην της στερεί τη στοργή της… Κι έπειτα, τα λάθη… Τα δικά της ασυγχώρητα λάθη. Έκρυψε με τα χέρια το πρόσωπο, αποφεύγοντας να κοιτάζει άλλο αυτή την εικόνα μάνας-παιδιού. Η αναπνοή της έβγαινε δύσκολα, σαν ρόγχος, και ο ασθενής στο διπλανό κρεβάτι έσπευσε να φωνάξει μια νοσοκόμα. Η αδερφή της ανασήκωσε τα μαξιλάρια και της έδωσε με το καλαμάκι λίγο νερό. «Καλύτερα τώρα;» της είπε σκύβοντας με ενδιαφέρον

πάνω από τη γυναίκα. Τα μάτια της είχαν πάρει μια σταχτιά απόχρωση και η φωνή της ήταν αδύναμη ακόμη. «Τώρα τέλειωσαν όλα» της απάντησε στρέφοντας το κεφάλι της στο πλάι για να αποφύγει τη θέα του κάδρου. Το στέρνο της τρανταζόταν από βωβούς λυγμούς και στον νου της είχε επανέλθει η μορφή της κόρης της την ώρα που ο δικαστής ανακοίνωσε την ποινή της. Θυμήθηκε πως στα χείλη της μπερδεύτηκε μια λέξη που δεν κατάφερε να την αρθρώσει, το έμφραγμα. Τώρα διαπίστωνε πως μπορούσε να μιλάει ξανά, μόνο που ήταν αδύνατο να ακούσει η Αιμιλία αυτά που είχε να της πει έπειτα από τόσα χρόνια αποξένωσης. «Κορίτσι μου… Αιμιλία μου» ψέλλισε σφίγγοντας το μαξιλάρι και έπειτα έκλεισε τα μάτια παραδομένη στη νάρκη του ηρεμιστικού που έριξε η νοσοκόμα στον ορό της.

Μίνωας και Νικήτας πέρασαν σχεδόν ταυτόχρονα το κατώφλι του νοσοκομείου την ίδια μέρα που η Ιουλία αποκατέστησε την επαφή της με την οδυνηρή πραγματικότητα. Ο ένας χαρούμενος, ο άλλος κομμάτια από όσα τους είχαν συμβεί, κάθισαν και οι δυο στην αίθουσα αναμονής περιμένοντας τους υπόλοιπους. «Σου έχω νέα» ψιθύρισε πρώτος ο Μίνωας, εννοώντας την επίσκεψή του στον γυναικολόγο της Αιμιλίας Στρατάκη.

«Κι εγώ» του είπε ενθουσιασμένος και ο Νικήτας, εννοώντας τα όσα ψάρεψε από την Μπιάνκα με αντάλλαγμα μια επίσκεψή της με συνοδεία αστυνομικού στο ίδρυμα που φιλοξενούσε το κοριτσάκι της. Έντιμος άνθρωπος καθώς ήταν, η Μπιάνκα πρόβαλε στην αρχή σθεναρή αντίσταση να καταδώσει εκείνα τα ελάχιστα που είχε αποσπάσει από την Αιμιλία παραβιάζοντας τον κώδικα τιμής των κρατουμένων. Μα η καρδιά της στάθηκε αδύνατο να αντισταθεί στην πιθανότητα να αγκαλιάσει τη μικρή της, έστω σαν περαστική επισκέπτρια του ιδρύματος που τη φιλοξενούσε. «Και να με αφήσετε μια ολόκληρη ώρα παίξω με παιντί μου» τους έβαλε έναν πρόσθετο όρο. «Πρέπει να μάθουμε ποια είναι η Ελένη. Ίσως να έχει σχέση με την υπόθεση, αφού η Αιμιλία ψελλίζει ασταμάτητα στον ύπνο της αυτό το όνομα» είχε πει ο Νικήτας, μην ξέροντας πως τον γρίφο τον είχε ήδη λύσει στην Έλλη ο Αχιλλέας δύο νύχτες πριν. Η Μπιάνκα τούς είπε ακόμα και για τις φωτογραφίες των παιδιών της Στρατάκη, που τις είχε κολλημένες με χαρτοταινία πάνω από το προσκεφάλι της· και για τα λόγια τα φειδωλά· και για τα μάτια τα καρφωμένα για ώρες ολόκληρες στο ταβάνι· και για την ποινή που επέβαλε στον εαυτό της για ένα αμάρτημα που μάλλον ήταν πρόωρο να της το φανερώσει τα δυο μερόνυχτα όλα κι όλα που είχαν συγκατοικήσει.

«Με το που μπήκε στο κελί, το πρώτο πράγμα που είχε κάνει ήταν να ζητήσει χαρτοταινία από τον φύλακα για να κολλήσει στον τοίχο τις φωτογραφίες των παιδιών της. Προφανώς πρόκειται για ένα μαρτύριο που επιβάλλει στον εαυτό της για έναν λόγο που επιμένει να κρατάει κρυφό» παρατήρησε και ο διευθυντής, που είχε πει στους φύλακες να του αναφέρουν ακόμα και την ανάσα των κρατουμένων. «Τις φωτογραφίες, έμαθα, τις κουβαλούσε επάνω της τη μέρα που τη συνέλαβαν. Κανέναν δεν άφησε να της τις πάρει. Χαρτί ήταν στο κάτω κάτω. Κανείς δεν της αρνήθηκε αυτή τη χάρη». Ο διευθυντής των φυλακών πρόσφερε κι άλλες πληροφορίες για το προφίλ της Στρατάκη, καθώς συνέλεγε στοιχεία σχετικά με τη φόνισσα κατά τη διάρκεια του εξαμήνου της προφυλάκισής της. Ασχολιόταν ιδιαίτερα με τις ιδιάζουσες περιπτώσεις εγκλημάτων, όπως οι βιασμοί, η παιδεραστία ή η παιδοκτονία, μιας και οι δράστες αυτών των πράξεων ήταν, βάσει στατιστικών, πιο επιρρεπείς σε αυτοχειρίες. «Η ζωή της όλη εκεί μέσα… μόνο ενοχή και διάβασμα» εξηγούσε τώρα στην αίθουσα αναμονής του νοσοκομείου ο Νικήτας στον Μίνωα. «Άνθρωπος του Θεού δηλαδή. Ένα ήσυχο πρόβατο που σε μια νύχτα έγινε λύκος κι έπειτα πήρε πάλι τη γνώριμη φιλήσυχη μορφή του». «Εγώ όμως σου έχω πιο χειροπιαστές πληροφορίες» του

είπε ο Μίνωας κοιτώντας το ρολόι του και απορώντας για την αργοπορία της συγγραφέως. «Άργησε σήμερα η Έλλη» παρατήρησε συνοφρυωμένος. «Κάτι θα της έτυχε της κοπέλας. Στο κάτω κάτω ήδη ασχολήθηκε πολύ με την Ιουλία. Τι της είναι εξάλλου;» επισήμανε με κάποια κυνικότητα, για να εισπράξει το άγριο κοίταγμα του Νικήτα. Συμμαζεύτηκε αμέσως και άλλαξε θέμα. Του είπε λοιπόν πως κάτι δεν τον έπειθε ότι η εκδίκηση ήταν το ελατήριο της πράξης της Στρατάκη. «Η γυναίκα πριν συλλάβει τα παιδιά της είχε κάνει αρκετές εκτρώσεις δίχως να τις γνωρίζει ο άντρας της. Συνέλαβε τα δυο παιδιά της με ιδιαίτερη δυσκολία έπειτα από τεχνητή γονιμοποίηση. Μαραθώνιος τα φάρμακα, οι γιατροί… Και το ερώτημα που γεννάται είναι: Για ποιον λόγο τα θυσίασε με τόση ευκολία, αν δεν το έκανε για να εκδικηθεί τον άντρα που την απάτησε; Κι αν τον μισούσε απ’ την αρχή, γιατί τον παντρεύτηκε, αφού ήταν δική της απόφαση να ενωθεί μαζί του; Και για ποιον λόγο θέλησε να κάνει τελικά μαζί του παιδιά ενώ στην αρχή φρόντιζε να ξεφορτώνεται όσα έμβρυα είχε συλλάβει; Γνωρίζουμε κι εσύ κι εγώ πως κάθε γυναίκα υποσυνείδητα, όταν διαλέγει σύντροφο, διαλέγει στην ουσία πατέρα για τα παιδιά που θα αποκτήσει. Αν η Αιμιλία αρνιόταν να κάνει μαζί του παιδιά, τότε δεν τον νοιαζόταν· κι αν δεν την ενδιέφερε ο άντρας της, τότε ποιος ο λόγος να σκοτώσει τα παιδιά τους για μια άνευ λόγου εκδίκηση;»

«Γιατί ήθελε για κάποιον λόγο να αυτομαστιγωθεί. Είδες τι σου είπα. Η Μπιάνκα μίλησε για αυτοτιμωρία της Στρατάκη. Τον εαυτό της ήθελε να πληγώσει και όχι τον άντρα της. Το θέμα είναι γιατί» απάντησε ο ψυχολόγος, που έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα λεγόμενα του Μίνωα.

Ήταν και οι δύο προβληματισμένοι, αφού απάντηση δεν κατάφερναν να δώσουν με σιγουριά στα ερωτήματά τους, όταν κατέφθασε ο γιατρός. Αναλώνονταν σε θεωρίες, σε υποθέσεις, σε προφανείς εξηγήσεις που διόλου δεν ταίριαζαν στην ερεβώδη προσωπικότητα της Αιμιλίας, μπλέκοντας σε έναν φαύλο κύκλο άσκοπης φλυαρίας. «Η ασθενής βγήκε από την εντατική και μπορείτε να της μιλήσετε. Αποφύγετε μόνο τις πολλές συγκινήσεις. Είναι ακόμη ευαίσθητη η υγεία της». Έπειτα τους είπε τον αριθμό του δωματίου και τους ενημέρωσε πως την επόμενη μέρα θα της έδιναν εξιτήριο. Αλληλοκοιτάχτηκαν οι δυο άντρες, γνωρίζοντας καλά πως κανείς τους δεν μπορούσε να αναλάβει την ευθύνη να τη φιλοξενήσει στο σπίτι του. Ο Μίνωας επειδή δεν είχε πια σπίτι και ο Νικήτας επειδή αδυνατούσε να φορτώσει στη Μαργαρίτα με το που γύρισε τη φροντίδα μιας ουσιαστικά ξένης γυναίκας την ώρα που έπρεπε να αρχίσει από το μηδέν τη σχέση της με τα παιδιά τους. Όμως όλοι ένιωθαν κάτι να

τους δένει με την Ιουλία, αφού έγινε η αιτία που ήρθαν κοντά ο ένας στον άλλο και, επιπλέον, ήταν η μόνη που μπορούσε να λύσει το αίνιγμα για την πράξη της φόνισσας. Αφήνοντας τη λύση του επίμαχου προβλήματος για αργότερα, θέλησαν να επισκεφτούν την ασθενή. Το δωμάτιο 115 βρισκόταν στο βάθος του διαδρόμου. Η νοσοκόμα τούς υπέδειξε να αποφύγουν τις συγκινήσεις, μιας και ακόμη η υγεία της Ιουλίας δεν είχε ξεπεράσει εντελώς τον κίνδυνο. Μπήκαν αθόρυβα μέσα την ώρα που η γυναίκα είχε ξυπνήσει και έδειχνε να δυσφορεί συνειδητοποιώντας όλα όσα της είχαν συμβεί. Η μέρα της κύλησε ανάμεσα σε ύπνους-σωτήρες και ξυπνήματα-επιστροφές σε εφιάλτες. Η επαναφορά της στο παρόν τη γέμιζε τραύματα κάθε φορά. Όποτε άνοιγε τα μάτια της και η μνήμη της επανερχόταν δριμύτερη, η γυναίκα ευχόταν να ήταν όνειρο όλα όσα πλημμύριζαν τον νου της. Το ταξίδι από την Ξάνθη, η δίκη, η ποινή, η λιποθυμία, η συμφόρηση, το νοσοκομείο, η αλήθεια, η ενοχή, η μοναξιά, και πάλι η αλήθεια… Η αλήθεια που μόνο τώρα μπόρεσε να φανεί καθαρά. Η αλήθεια για τη μοναξιά της Αιμιλίας και για τη μοναξιά τη δική της. Οι κασέλες με τα προικιά που της είχε στείλει μαζί με εκείνο το γράμμα που φαρμάκωσε διά παντός την ψυχή της κόρης της. Αλλά και το τελευταίο γράμμα της Αιμιλίας, που αποτελούσε έκκληση βοήθειας και στο οποίο η μάνα της δεν ανταποκρίθηκε ποτέ, όπως έκανε όλα τα ενδιάμεσα χρόνια,

που της ξερίζωνε λίγο λίγο την καρδιά για ένα φταίξιμο που δεν ήταν δικό της. Θυμήθηκε και τα κλειδιά του σπιτιού που της είχε στείλει η Αιμιλία στο ίδιο δέμα, καλώντας την κοντά της. «Σε παρακαλώ. Δεν έχω από πού να κρατηθώ…» Έσφιξε το κεφάλι της μες στις παλάμες της. Οι λέξεις από το τελευταίο γράμμα της Αιμιλίας βγάζουν αγκάθια και την τρυπούν. Όλα τα γεγονότα, όλες οι διαπιστώσεις και όλα τα συναισθήματα όρμησαν καταπάνω της με εχθρικές διαθέσεις. Δεν μπορεί ωστόσο να κλάψει. Ο πόνος μένει εγκλωβισμένος στο κεφάλι, στο κορμί της, στη μνήμη της και αφόρητα την τυραννά. Νιώθει πως θα εκραγεί. Οι δακρυγόνοι αδένες της έχουν στερέψει και η ψυχή της έχει πετρώσει. Πενθεί με ένα είδος πένθους που ποτέ ως τώρα δεν έχει βιώσει. Ούτε όταν έθαψε την Ελένη ούτε όταν αποχαιρέτησε τον άντρα της στην τελευταία του κατοικία. Πενθεί για την Αιμιλία, που υποτίθεται μόνο ότι είναι ακόμη ζωντανή. Μοιρολογεί βουβά και τον νεκρό εαυτό της, που δεν λέει να πεθάνει στ’ αλήθεια μόνο και μόνο για να μην την αφήσει να ξεχάσει το έγκλημα που διέπραξε. Κοίταξε εξαντλημένη τους δύο άντρες που είχαν μπει στο δωμάτιό της. Κάτι της θύμιζαν, αλλά αδυνατούσε να θυμηθεί τι ακριβώς. Στον νου της είχαν φευγαλέα αποτυπωθεί κάποια αμυδρά χαρακτηριστικά των προσώπων τους όσο ακόμη είχε τις ξέπνοες αισθήσεις της στην αίθουσα του δικαστηρίου,

λίγο πριν έρθουν οι νοσηλευτές να τη βάλουν στο φορείο. Της πήρε λίγα δευτερόλεπτα να θυμηθεί πως τους είχε εντοπίσει το βλέμμα της να γέρνουν με ανησυχία πάνω της όταν σωριάστηκε καταγής μόλις ανακοινώθηκε η ποινή του παιδιού της. Θυμόταν μάλιστα πως ο ένας κρατούσε χαρτοφύλακα και είχε πλησιάσει στο εδώλιο για να πει κάτι στο αυτί της κόρης της. Κι έπειτα τους θυμόταν να της μιλούν ώσπου να εμφανιστούν οι γιατροί, οι νοσοκόμοι, το ασθενοφόρο και να της λένε πως όλα θα πάνε καλά… Άγνωστοι άνθρωποι αλλά καλοί, αφού νοιάστηκαν για μια ολότελα ξένη γυναίκα. «Τι θέλετε;» τους ρώτησε με αδύναμη φωνή και ο Μίνωας ανέλαβε τις συστάσεις. «Είμαι ο δικηγόρος της κόρης σας και αποδώ ο φίλος μου ο Νικήτας. Ψυχολόγος. Ήρθαμε να δούμε αν είστε καλά έπειτα από αυτό που σας συνέβη στο δικαστήριο. Ήμασταν παρόντες όταν κλονίστηκε η υγεία σας» της εξήγησε χαμηλόφωνα. «Σας θυμάμαι» του απάντησε με κάποια δυσκολία. «Και σας ευχαριστώ… Πολύ σας ευχαριστώ, αν και ίσως θα ήταν καλύτερα αν…» ψέλλισε εκείνη με στόμα στεγνό σαν χαρτί. Οι άντρες αντάλλαξαν ματιές. Οι πληροφορίες που είχε καθένας αποσπάσει τους είχαν δημιουργήσει κάποια ερωτήματα. Παρότι όμως η Ιουλία ήταν αυτή που μπορούσε να δώσει τη λύση στους γρίφους, δίσταζαν και οι δύο να τη

ρωτήσουν αυτά που ήθελαν. Ήταν και η νοσοκόμα μπάστακας στην πόρτα, ώστε δεν τολμούσαν μια συζήτηση που ίσως θα τάραζε την ασθενή. Συνεχίζοντας να κοιτούν την Ιουλία δίχως να αρθρώνουν λέξη, η γυναίκα κατάλαβε πως δεν επρόκειτο απλώς για εθιμοτυπική επίσκεψη. «Τι θέλετε από μένα;» τους ρώτησε δίχως περιστροφές πάνω που ο βομβητής της νοσοκόμας την ειδοποίησε για κάτι έκτακτο και απαλλάχτηκαν από την παρουσία της. Με το πεδίο ελεύθερο από την αστυνόμευση της νοσηλεύτριας, οι δύο άντρες αισθάνθηκαν κάπως πιο άνετα. «Θα θέλαμε να σας ρωτήσουμε κάποια πράγματα, αλλά δεν είναι στις προθέσεις μας να σας δημιουργήσουμε ένταση» άρχισε την εισαγωγή ο Νικήτας, ως πλέον κατάλληλος να χειριστεί την ψυχολογία της ασθενούς. «Έπειτα από όσα έχω περάσει, τίποτε δεν μπορεί να μου προκαλέσει χειρότερη ένταση. Ρωτήστε με» τους απάντησε εκείνη, περιμένοντας ψύχραιμα να ξεδιπλωθεί το κουβάρι των ερωτήσεων. «Ας πούμε πως είμαστε φίλοι της κόρης σας και γυρεύουμε κάποια ελαφρυντικά για την πράξη της. Πιστεύουμε ότι ίσως έχουμε βρει μιαν άκρη, μα θα θέλαμε και τη δική σας βοήθεια. Όλοι μαζί ίσως κάτι να καταφέρουμε». Η Ιουλία δεν μέτρησε τα λόγια της. «Δεν μπορεί να υπάρχει σώφρων άνθρωπος που να δικαιολογεί την πράξη

της κόρης μου. Ούτε σκύλα δεν σκοτώνει τα κουτάβια της, κι εκείνη… Μα είναι αλήθεια πως στην πράξη αυτή υπάρχουν και άλλοι συνένοχοι, που έμειναν στο απυρόβλητο. Και πρώτη και καλύτερη εγώ». Η γυναίκα έδινε την εντύπωση πως είχε κουραστεί να δίνει μάχες με τον εγωισμό της, με το πένθος, με τα λάθη της. Είχε ανάγκη από μια εξομολόγηση, έστω και με αμφίβολη τη συγχώρεση. Η μετάνοια όμως ήταν δεδομένη μέσα στα λιγοστά της λόγια. Είχε την πρόθεση να τον κατατροπώσει επιτέλους αυτό τον… εγκληματικό εγωισμό που την είχε κρατήσει μακριά από την Αιμιλία. Άφησε λοιπόν την αλήθεια να βγει από τα χείλη της. Ήταν αργά πια για υπεκφυγές και μισόλογα, αφού όλα είχαν τελειώσει και η Αιμιλία είχε ακολουθήσει την αδυσώπητη μοίρα που κάποιοι άλλοι της είχαν χαράξει. «Θέλω επιτέλους να μεταλάβω, να πάει η ψυχή μου εκεί που ανήκει αναπαυμένη. Χρόνια δεν μιλάω με την κόρη μου. Αφότου παντρεύτηκε. Κι όλα στη ζωή είναι μια αλυσίδα. Συμπτώσεις δεμένες η μια με την άλλη που καθορίζουν πώς θα ζήσουμε και πώς θα πεθάνουμε. Κι εμείς, αθώοι σαν τα πουλιά, πετάμε αμέριμνοι δίχως να φανταζόμαστε τις παγίδες που μας στήνει η ίδια η ψυχή μας…» Σταμάτησε για να πάρει μια ανάσα. Ο Νικήτας έσπευσε να της δώσει λίγο νερό, ανασηκώνοντας το κεφάλι της από το μαξιλάρι.

«Σ’ ευχαριστώ, παλικάρι μου» του είπε κι έπειτα με πιο αργή φωνή συνέχισε την αφήγηση: «Ζούσαμε ήρεμα με τις κόρες μου και τον άντρα μου στην Ξάνθη. Με την οικογένεια του άντρα της κόρης μου γνωριστήκαμε όταν ήρθε με μετάθεση ο πατέρας του στα μέρη μας. Έμεναν στο σπίτι δίπλα σ’ εμάς. Στρατιωτικός στο επάγγελμα. Καλή οικογένεια. Άφηνα τις κόρες μου να κάνουν παρέα με τον γιο τους. Έμειναν όλο κι όλο τρία χρόνια. Ο Αχιλλέας από πιτσιρίκος έδειχνε προτίμηση στην Αιμιλία. Έτρεχε πίσω της σαν σκύλος, μα εκείνη βλέμμα δεν του χαράμιζε. Σκληρό καρύδι η μεγάλη μου πάντα. Από παιδί. Ο νους της μονάχα στο διάβασμα. Ήταν ξεφτέρι στο σχολείο. Η μικρή, πάλι, όχι. Σαν λουλουδάκι του αγρού, ευαίσθητη, με δυο ματάκια που σε κοιτούσαν και σε λίγωναν, γυρεύοντάς σου μόνο να τα αγαπάς, να μην το τσαλαπατήσεις. Δεν είχε φιλοδοξίες αυτό το παιδί. Ποτέ δεν θυμάμαι να μου ζήτησε κάτι. Μόνο έτρεχε στην αγκαλιά μου όποτε με έβλεπε και δεν ξεκολλούσε από πάνω μου. Η Αιμιλία, πάλι, ήταν ανεξάρτητο παιδί. Άνεμος. Τίποτε δεν τη σταματούσε. Αν έβαζε κάτι στο μυαλό της, θα το έκανε ο κόσμος να χαλούσε. Πεισματάρα μα καλό παιδί. Ντόμπρο. Ώριμη από τα γεννοφάσκια της. Δεν χρειαζόταν χάδια ούτε μυξόκλαιγε σαν όλα τα παιδιά. Θυμάμαι μια φορά που χτύπησε και χρειάστηκε ράμματα, κιχ δεν έβγαλε όσο την έραβε ο γιατρός. Εγώ είχα πλαντάξει κι αυτή… Και την Ελένη την προστάτευε. Όποιος πείραζε τη μικρή στο σχολείο τα

έβαζε με τη μεγάλη. Τουλούμι είχε κάνει η Αιμιλία έναν συμμαθητή της που κορόιδευε την Ελένη μας επειδή ήταν παχουλή. »Ο Αχιλλέας λοιπόν ήθελε να δεθεί με τη μεγάλη, που δεν του έδινε σημασία, μα τελικά δέθηκε με τη μικρή. Κάνανε καλή παρέα τα δυο τους. Έπειτα έφυγε πάλι η οικογένειά του, όπως συνηθίζουν να αλλάζουν συνέχεια τόπο οι στρατιωτικοί. Βαλάντωσε η μικρή μου στο κλάμα τη μέρα που είδε το φορτηγό με τα πράγματά τους να φεύγει και είδε τον πιτσιρίκο για τελευταία φορά. Κομμάτια η καρδούλα της. Τρεις μέρες το μώρωνα το παιδί μου. Τρεις μέρες τότε δεν έβαλε στο στόμα του μπουκιά. Μπα σε καλό του! έλεγα. Πόσο βαριά το πήρε! Ηρέμησε κάπως όταν ο Αχιλλέας τής έστειλε το πρώτο γράμμα από τη νέα του διεύθυνση. Γέλασε πάλι το χειλάκι της. Έμπαινα κρυφά στην κάμαρά της και διάβαζα τα γράμματα που του έγραφε. Του έλεγε για την ανθισμένη αλάνα με τις παπαρούνες όπου είχαν βρει μαζί έναν σκαντζόχοιρο που τον βάφτισαν Θανάση, ότι γκρεμίσανε το ερειπωμένο σπίτι όπου έπαιζαν κρυφτό κι έχτισαν πολυκατοικία, για την αλλήθωρη καθηγήτρια των μαθηματικών, και για τους βαθμούς της, που πήραν κι άλλο την κατιούσα αφότου έφυγε εκείνος, που της έλυνε κρυφά τις ασκήσεις. Και πίσω από τις λεξούλες της διάβαζα πάντα αυτό που δεν έγραφε. Πως δεν έλεγε να τον ξεχάσει με τον καιρό, λες κι εκείνα τα γράμματα με τη μελένια τρυφερή

αγάπη τούς έδεναν σαν κόλλα. Παιδιάστικα πράματα, έλεγα. Αθώα… Τι πειράζει να έχει ένα αγόρι-φίλο η Ελένη μου, να τα λένε πού και πού; Ώσπου σε κάθε γράμμα του Αχιλλέα, που όλο αραίωνε το γράψιμο καθώς μεγάλωνε, εκείνη του έγραφε τρία, τέσσερα, δέκα, και όλο παραπονιόταν πως ο ταχυδρόμος αργούσε να της φέρει νέα του. »Όταν ο Αχιλλέας μπήκε πια στο πανεπιστήμιο, έκοψε μαχαίρι την αλληλογραφία. Άντρας πια εκείνος, στην πρώτη λυκείου η Ελένη με ψυχή ίδια και απαράλλαχτη όπως ήταν τότε που τον γνώρισε. Δεν ξέρω αν ήξερε η Αιμιλία γι’ αυτό τον παιδιάστικο έρωτα της αδερφής της. Τα παιδιά δεν μας τα λένε αυτά. »Όσο η Ελένη μου κρατούσε επαφή με τον Αχιλλέα, κρατούσαμε κι εμείς τυπικές σχέσεις με την οικογένειά του. Στην αρχή ανταλλάσσαμε κάρτες Χριστούγεννα και Πάσχα και τηλεφωνιόμαστε στις ονομαστικές μας εορτές. Μα ξέρετε πώς είναι αυτά τα πράγματα. Οι αποστάσεις των σπιτιών γίνονται αποστάσεις και για τις καρδιές μας. »Πέρασε ο καιρός. Η Αιμιλία μπήκε από τους πρώτους στο πανεπιστήμιο. Έφυγε για την Αθήνα. Η Ελένη έμεινε μόνη της πίσω δίχως τη φροντίδα της αδερφής της και δίχως γράμμα από τον Αχιλλέα, που την ξέχασε. Πότε πότε έχωνε κάτω από το μαξιλάρι της κάποιο δικό του γράμμα. Δεν πέτυχε όταν έδωσε για το πανεπιστήμιο. Έφταιγε που της φέρναμε συνέχεια ως παράδειγμα και τη μεγάλη και την

κάναμε να κουμπωθεί με τη σύγκριση, και μας τιμώρησε. “Έτσι είστε;” μου είπε μια φορά. “Όλο η Αιμιλία και η Αιμιλία; Κι εγώ δεν θα διαβάζω αποδώ και μπρος, αφού δεν πρόκειται να τη φτάσω ποτέ. Βαρέθηκα να πρέπει να τη νικήσω”. Αυτό το “νικήσω” μου είχε τρυπήσει τα σπλάχνα. “Νικάς τον εχθρό. Όχι την αδερφή σου, μάτια μου!” της εξήγησα. “Εσύ και η Αιμιλία πρέπει να είστε μια γροθιά. Τι λόγια είναι ετούτα;” “Παράτα με και παράτα με” εκείνη. Λέξη δεν άκουγε. Φώναξα, τη μάλωσα τότε, μα δεν έγινε τίποτε. Είναι να μη θυμώσουν τα παιδιά… Θα μπορούσε κάτι να έχει καταφέρει και η Ελένη μου, μα εντέλει έμεινε πίσω να χαραμίζεται στην Ξάνθη μαθαίνοντας ραπτική σε μια μοδίστρα. Κλείστηκε στον εαυτό της. Ενώ η Αιμιλία ερχόταν όλο και πιο ανθισμένη στην Ξάνθη όποτε είχε διακοπές το πανεπιστήμιο. »“Κάτι τρέχει μ’ εσένα, τσαπερδόνα” της είπα ένα μεσημέρι πειράζοντάς τη. “Κάποιος σου πήρε τα μυαλά”. “Μάντεψε ποιος είναι” μου απάντησε. “Ο Αχιλλέας, ο γιος του στρατιωτικού που έμενε όταν ήμασταν παιδιά στο διπλανό σπίτι. Πάνε τα σπυράκια που είχε τότε και δεν του έδινα σημασία. Έχει γίνει ένας κούκλος. Και καλό παιδί. Μυαλωμένο, με στρωμένη δουλειά απ’ τον αδερφό του πατέρα του” μου είπε και ο ενθουσιασμός της μου τρύπησε την καρδιά. Μου εξήγησε πως συναντήθηκαν στην Αθήνα. Σπούδαζε και αυτός στην ίδια σχολή. Μου έδειξε και μια

φωτογραφία που ήταν αγκαλιασμένοι. Ράγισε το βλέμμα της Ελένης μόλις τους είδε. Τρέμανε τα χέρια της, μα λέξη δεν είπε. Δεν χρειαζόμουν λόγια για να καταλάβω ότι είχε γίνει κουρέλι μόλις άκουσε πως η Αιμιλία και ο Αχιλλέας αγαπήθηκαν. Άχυρο και σπίρτο άμα τους έβλεπες τους δυο τους στη φωτογραφία. Ωραίο ζευγάρι… Μόνο που το μυαλό μου εμένα δεν έλεγε να ξεκολλήσει απ’ την ψυχή της Ελένης μου. Πώς να ηρεμούσα όσο ήξερα πως η ευτυχία της μιας μου κόρης ήταν το βάσανο της άλλης; »Στην αρχή ήθελα να πιστεύω πως η μικρή θα το ξεπερνούσε. Θα συνήθιζε… Τόσος καιρός είχε μεσολαβήσει από τότε που ο Αχιλλέας και οι γονείς του είχαν μετακομίσει από την Ξάνθη. Άντε να κράτησαν δυο τρία χρόνια και τα γράμματα που είχαν ανταλλάξει. Μάτια που δεν βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται δεν λέει και η παροιμία; »Μόνο που υπάρχουν κάποιες εξαιρέσεις που δεν επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Άρχισα να ελπίζω, ξέροντας πόσο απαιτητική είναι η Αιμιλία μου, πως κάτι ίσως να στράβωνε στη σχέση τους και έτσι η Ελένη να μην ήταν αναγκασμένη να βλέπει στο πλευρό της αδερφής της το αγόρι που η ίδια λαχταρούσε. Έλπιζα, στο μεταξύ, ότι ίσως να έβρισκε και η μικρή ένα άλλο παλικάρι να ξεπεράσει την εμμονή της. Δεν έγινε όμως ούτε το πρώτο ούτε το δεύτερο. »Όταν τέλειωσαν το πανεπιστήμιο και ο Αχιλλέας πήρε και το απολυτήριο του στρατού, αποφάσισαν να παντρευτούν.

Δουλειά είχε εκείνος. Θα εργαζόταν στην επιχείρηση του αδερφού του πατέρα του, που δεν είχε δικά του παιδιά. Ανέβηκαν χαρούμενοι στην Ξάνθη για να τους δώσουμε την ευχή μας. Πλάνταξε όλη νύχτα η Ελένη μου. Την άκουγα απ’ τη μεσοτοιχία των δωματίων μας. Δεν έλεγε να το πάρει απόφαση και να τραβήξει μπροστά. Η καρδιά μάς εκπλήσσει κάποιες φορές. Ίσως και να ήταν λογικό κάτι τέτοιο. Δεν ξέρω. Το στερνοπούλι μου δεν άνοιξε τα φτερά του ποτέ και δεν πέταξε μακριά απ’ τον τόπο όπου είχε μεγαλώσει, για να γνωρίσει άλλους τόπους και άλλους ανθρώπους. Στην Ξάνθη κλεισμένη απόμεινε, παρά τα παρακάλια στον άντρα μου να τη στείλουμε να σπουδάσει, μαζί με τη μεγάλη στην Αθήνα, σε κάποια ιδιωτική σχολή. “Όχι” εκείνος. Κεφάλι αγύριστο. Πάντα έκανε το δικό του ο συχωρεμένος. “Αφού δεν στρώθηκε να διαβάσει, μην περιμένει από μένα βοήθεια” μου δήλωνε ανένδοτος. “Εδώ θα μείνει. Να τρυπάει τα δάχτυλά της στη βελόνα μέχρι να παντρευτεί”. »Κι έτσι, όταν ξανάδε τον Αχιλλέα, ξύπνησε πάλι μέσα της το κοιμισμένο αίσθημα πιο άγριο από πρώτα. Η Αιμιλία αγέρωχη, όπως πάντα. Γεννημένη νικήτρια. Την έπιασα, την έβαλα κάτω και της μίλησα. Της είπα τι συνέβαινε με την Ελένη μας. Της γύρεψα να τη νοιαστεί. “Η αδερφή σου έτσι, η αδερφή σου αλλιώς. Υποχώρησε μια φορά κι εσύ για χάρη της. Εσύ τα έχεις όλα, ενώ εκείνη τίποτα. Σκέψου τι θα συμβεί να βλέπει από μακριά μια ευτυχία που τόσα χρόνια

ονειρευόταν πως ήταν δικιά της”. »Ξέρω, είναι παράλογο αυτό που έκανα. Πώς να γυρέψεις από ένα ερωτευμένο κορίτσι να χωρίσει στα καλά καθούμενα; Μα ελάτε και στη θέση μου. Ήμουνα μοιρασμένη ανάμεσα στα δυο μου θηλυκά. Πώς μοιράζεις μια καρδιά στη μέση; Η μια μπορούσε να έχει τον κόσμο δικό της και η άλλη δεν είχε παρά δυο λεξούλες σ’ ένα χαρτί, καταδικασμένη να κόβει και να ράβει πανιά, ξηλώνοντας το όνειρο που έχτιζε από παιδί για μια αγάπη, έναν άντρα και ένα σπιτικό. Η άλλη ήταν δυνατή και είχε τα πάντα. Είχε πρώτα απ’ όλα τις σπουδές της. Υποτροφίες, έπαινοι, όνειρα για ακαδημαϊκή καριέρα, κι από πάνω, κερασάκι, και ο έρωτας. Ένιωθα σαν να έπρεπε από μόνη μου να κάνω τη μοιρασιά, που ήταν άδικη όπως την είχε κάνει το ριζικό τους. Κι έτσι έκανα το λάθος. Το λάθος που κάνουμε οι μανάδες προσβάλλοντας συχνά την ειμαρμένη. Κι εμένα με τιμώρησε εντέλει ο Θεός που θέλησα να αλλάξω τις βουλές Του». Η συγκίνηση ανέκοψε τη φόρα της φωνής της. Σταμάτησε για λίγο να μιλάει. Η ανάσα της έμοιαζε ευαίσθητη σαν λεπτή κλωστή. Αυτή τη φορά νερό τής έδωσε ο Μίνωας, την ώρα που έμπαινε στο δωμάτιο ο Αλέξανδρος. Εκείνη έβρεξε λίγο τα χείλη της για να μπορέσει να συνεχίσει, μα σώπασε ώσπου να γίνουν οι συστάσεις με τον καινούργιο επισκέπτη. «Μην ξαφνιάζεστε. Είναι φίλος σας κι αυτός. Όπως κι εμείς. Ο Αλέξανδρος είναι ζωγράφος και νοιάζεται για την

τύχη της Αιμιλίας» βιάστηκε να της δώσει συνοπτικά τις απαραίτητες εξηγήσεις ο Μίνωας. Ο Αλέξανδρος φαινόταν μάλλον καλά. Παραδόξως ήρεμος έπειτα από όσα του είχαν συμβεί τα τελευταία εικοσιτετράωρα. Μια υποψία γαλήνης ήταν απλωμένη στο πρόσωπό του, που ξάφνιασε ευχάριστα τον Νικήτα. Τι έγινε; τον ρώτησε με το βλέμμα του και ο ζωγράφος του έγνεψε συγκαταβατικά, δίνοντάς του με νοήματα να καταλάβει πως κάτι ευχάριστο του είχε προκύψει. Αναζήτησαν καρέκλες κι έκατσαν όλοι γύρω από την Ιουλία, ενώ ο κύριος που νοσηλευόταν στο διπλανό κρεβάτι είχε στήσει κι αυτός αυτί, καρφώνοντας το βλέμμα του στις στάλες του ορού, που έμοιαζαν να μετρούν σαν κλεψύδρα τον χρόνο. «Έφυγε τότε πικραμένη και θυμωμένη η Αιμιλία μου. Ο θυμός της και ο θυμός μου άνοιξαν χαντάκι ανάμεσά μας. Πρώτη φορά μού αρνιόταν κάτι που της ζητούσα. “Θα σκοτώνεις την αδερφή σου κάθε μέρα αν συνεχίσεις να είσαι με τον Αχιλλέα. Σκέψου κι εκείνη λιγάκι. Ξέχνα μια φορά τον εαυτό σου, Αιμιλία. Κάνε κάτι για κείνη, που έζησε πάντα στη σκιά σου… Είναι μαρτύριο να είσαι πάντα η σκιά ενός άλλου. Μην τη μαχαιρώνεις, σε παρακαλώ. Εσύ μπορείς να προχωρήσεις!”. »Μεταξύ τους τα κορίτσια μίλησαν μόνο μια φορά. “Είναι πάνω απ’ τις δυνάμεις μου, Ελένη” άκουσα την Αιμιλία να

της λέει, μα η άλλη… λέξη δεν ξεστόμισε. Μόνο οι λυγμοί της έφτασαν ως τ’ αυτιά μου. »Τα ήξερα εγώ τα παιδιά μου. Η Ελένη δεν θα ζητιάνευε τίποτε ποτέ και η Αιμιλία δεν θα έκανε πίσω για κάτι που της ανήκε. »Μου έστειλαν προσκλητήριο για τον γάμο λίγο καιρό μετά. Σε δυο εβδομάδες θα παντρεύονταν. Το βρήκε η Ελένη στη γραμματοθυρίδα. Τα γράμματα στον φάκελο ήταν του Αχιλλέα. Τα αναγνώρισε σίγουρα με τη μία τα γράμματά του, που υπηρετούσαν τώρα τα όνειρά του για μια ζωή μαζί με την Αιμιλία. Τα πήρε απ’ την Ελένη και τα χάρισε στην άλλη… »Μπήκε στο σπίτι η Ελένη, παράτησε τον φάκελο στο τραπέζι της κουζίνας. Τις δυο βδομάδες ως τον γάμο δεν της έπαιρνες λέξη. Τη μέρα του γάμου κλείστηκε στην κάμαρά της και δεν άνοιγε με τίποτε. Θύελλα ξέσπασε μέσα της. Θα φανταζόταν την Αιμιλία νύφη στο πλάι του Αχιλλέα, κι έπειτα την πρώτη νύχτα που θα της έβγαζε το νυφικό, και ύστερα όσα κάνουν οι νιόπαντροι, και το κορμί της θα σφάδαζε για όσα έχασε. »Έξι μήνες έπειτα από τον γάμο δεν έβλεπα καμία βελτίωση στη συμπεριφορά της. Μόνο τα κλάματα είχαν σταματήσει. Πήγαινε κανονικά στη μοδίστρα για τα μαθήματά της, γύριζε αμίλητη σπίτι κι έβλεπε ταινίες στην τηλεόραση. Ήσυχη σαν χρυσόψαρο. Ώσπου μια μέρα γύρισα από την εκκλησία και έλειπε το αγροτικό. Υπέθεσα στην αρχή

πως το είχε πάρει ο άντρας μου, μα εκείνος πάλι ήξερα πως κατέβηκε με το ΚΤΕΛ για δουλειές στη Θεσσαλονίκη. Κάθισα να τους περιμένω μ’ ένα κακό προαίσθημα να με σουβλίζει. Όταν εκείνος γύρισε, επιβεβαιώθηκαν οι φόβοι μου. Το φορτηγό το είχε πάρει εκείνη. Δεν ήξερε να οδηγεί καλά. Χρυσή την είχε κάνει ο πατέρας της να μάθει, μα η Ελένη αδιαφορούσε για κάτι τέτοια. »Αργά τη νύχτα μάς ενημέρωσε ο αστυνόμος πως τη βρήκαν. “Ατύχημα” μας είπε. “Έπεσε με το αυτοκίνητο στη ρεματιά. Άμυαλα παιδιά. Πώς οδηγάνε αυτοκίνητα δίχως δίπλωμα;” το δικό του συμπέρασμα. Άμυαλες μανάδες. Πώς οδηγούμε τις ψυχές των παιδιών μας δίχως δίπλωμα;» μονολόγησε και η Ιουλία παραδομένη σ’ ένα κύμα λυγμών. »Μια παλιά φιλενάδα της Αιμιλίας την ενημέρωσε τι συνέβη με την Ελένη μας. Μια μακρινή συγγενής τής μετέφερε αυτό που της είχα πει: “Μην τυχόν κι εμφανιστεί αυτή στην κηδεία”. Εκείνη επέμενε να μου τηλεφωνεί κι εγώ της το έκλεινα. Ανέβηκε και στην Ξάνθη, μα την έδιωξα. Πάψαμε να μιλάμε. Μου έγραφε κατά καιρούς γυρεύοντάς μου συγχώρεση. Της φόρτωσα όλη την ευθύνη για ό,τι είχε συμβεί. Πάνω στον πόνο μου, φόρτωσα τις δυο κασέλες με τα προικιά που φύλαγα και για τις δυο τους και της τα έστειλα στην Αθήνα. “Τα παιδιά που θα κάνεις με τον άντρα που έκλεψες από την αδερφή σου κλεμμένα θα είναι από την Ελένη. Να το θυμάσαι. Όλα τής τα άρπαξες. Πάρε και τα

προικιά της, που δεν πρόκειται ποτέ να ομορφύνουν μια ματωμένη ευτυχία. Την κατάρα μου!” της έγραψα πάνω στην οργή μου. Μάλωσα με τον άντρα μου. Με έβρισε. “Τι είναι αυτά που κάνεις, Ιουλία;” μου φώναζε. “Παιδί μας είναι κι αυτή”. Μα εγώ δεν άκουγα τίποτε τότε. Λίγο καιρό αργότερα τον έχασα κι εκείνον απ’ τον καημό του. »Η Αιμιλία συνέχισε να μου γράφει, να ζητιανεύει δυο λόγια. Εγώ τίποτα… Αρνιόμουν να μαθαίνω νέα της, κι ας κυλούσαν τα χρόνια. Ο πόνος μου δεν περνούσε. Μου έγραψε όταν έκανε το πρώτο παιδί της και μου έστελνε φωτογραφίες του καθώς μεγάλωνε. Ιουλία και Σωτήρη τα ονόμασε. Δεν αξιώθηκα να τα πάρω μια αγκαλιά, να τους δώσω μια καραμέλα…» Παύση πάλι. Κανείς δεν μιλούσε. Κοιτάζονταν μόνο καθώς έβλεπαν τα κομμάτια του παζλ να μπαίνουν στη θέση τους και να σχηματίζεται δειλά το πορτρέτο της αλήθειας. «Ώσπου την τελευταία φορά που μου έστειλε γράμμα με ικέτευε να κατέβω στην Αθήνα να μείνω κοντά της γιατί με χρειαζόταν. Ο Αχιλλέας τής γύρεψε να χωρίσουν και η ψυχή της κομματιάστηκε. “Το σπίτι μου και σπίτι σου, μαμά. Σου στέλνω τα κλειδιά. Αν αποφασίσεις να μου κάνεις αυτό το χατίρι, θέλω να ανοίξεις με τα κλειδιά σου. Σε χρειάζομαι. Σε παρακαλώ! Δεν έχω από πού να κρατηθώ!” »Δεν το κρύβω πως αισθάνθηκα μια αρρωστημένη ικανοποίηση με αυτό που της είχε συμβεί. Εγώ, η μάνα της,

αντί να λυπηθώ με τη δυστυχία του παιδιού μου, θεώρησα Θεία Δίκη την προδοσία του αντρός της. Συνέχισα να σιωπώ. Μου έστειλε άλλο ένα ακαταλαβίστικο γράμμα που έλεγε πως “όλα τα παιδιά της Ελένης μας της τα δίνω πίσω”. Πού να φανταστώ τι εννοούσε. Ήμουν τυφλή εκείνο τον καιρό απ’ τον δικό μου πόνο και δεν συμμεριζόμουν τον δικό της. Ήθελα να τυραννιστεί για να καταλάβει τι πέρασα εγώ όταν αυτοκτόνησε η μικρή μου. Ούτε στιγμή δεν συλλογίστηκα τότε πως η μικρή μου βρήκε αυτό τον τρόπο για να νικήσει έστω μια φορά την Αιμιλία μου. »Απ’ την τηλεόραση έμαθα αυτό που έκανε η μεγάλη μου. Κοιτούσε ολόισια τον φακό και ήμουν σίγουρη πως εμένα είχε βάλει στο σημάδι. Τώρα τι έχεις να πεις; με ρωτούσε. Τώρα που έδωσα πίσω στην Ελένη τα πάντα, ούτε τώρα μ’ αγαπάς; Μ’ αυτή την πράξη της με νίκησε κι εμένα, όπως τη νίκησε εκείνη η Ελένη μας. Κατέβηκα κάνα δυο φορές να τη δω εκεί που την κρατούσαν, μα αρνήθηκε να έρθει στο επισκεπτήριο όταν της είπαν ποια την περίμενε. »Έπειτα ήρθα στη δίκη και έγιναν όλα όσα ξέρετε. Θα έδινα την ψυχή μου την ίδια για να με συγχωρέσει. Εγώ φταίω για όλα… Εγώ…» Οι τρεις άντρες την κοιτούσαν συγκλονισμένοι. Θα ήθελαν να βρουν λίγες λέξεις παρηγοριάς, μα αδυνατούσαν να επινοήσουν κάποιο ελαφρυντικό στο δικό της έγκλημα. «Όλα στη ζωή είναι μια αλυσίδα, έχετε δίκιο» πήρε τον

λόγο ο Νικήτας για να εκτονώσει την αμηχανία που τους κυρίευσε. «Μια μακρά αλληλουχία συμπτώσεων που καθορίζουν κάθε μας στιγμή. Ένα ντόμινο, που όταν πέσει το πρώτο πλακάκι πέφτουν ένα ένα όλα με τη σειρά, εκτός κι αν κάποιο προβάλει αντίσταση και σταματήσει την πτώση των υπολοίπων. Σπάνιο πράγμα. Μη ρίχνετε πάνω σας την ευθύνη. Βρεθήκατε αντιμέτωπη με ένα δίλημμα και θελήσατε να προλάβετε ένα κακό. Μα ο έρωτας εντέλει ήταν από μας δυνατότερος. Πήρε τα γκέμια και ιδού τα αποτελέσματα. Κι έπειτα ήρθε η προδοσία που έκανε την Αιμιλία να διαπιστώσει πως δεν άξιζε η θυσία της Ελένης για έναν έρωτα που αποδείχτηκε κάλπικος. Δεν μπορούσατε να ξέρετε τι θα συμβεί. Και, πιστέψτε με, δεν μπορούσατε να το σταματήσετε. Όσο για την αποκλήρωση της Αιμιλίας από την αγάπη σας, αυτό ήταν σίγουρα λάθος. Δεν θα σας κανακέψω ούτε θα σας δώσω ψεύτικα ελαφρυντικά. Φταίξατε. Έπρεπε να βρείτε το κουράγιο να ξεπεράσετε τον πόνο για την Ελένη και να δώσετε στην Αιμιλία το μερίδιο της αγάπης που της ανήκε. Παιδί σας ήταν κι αυτή και τιμωρήθηκε για κάτι στο οποίο δεν είχε φταίξει. Μα μπορείτε ακόμη να της γυρέψετε τη συγχώρεση που δεν δέχεται τώρα να σας προσφέρει. Γράψτε της το γράμμα που της χρωστάτε». «Προς το παρόν θα μείνετε μαζί μου ώσπου να σταθείτε στα πόδια σας και να επιστρέψετε στο σπίτι σας» πετάχτηκε στην κουβέντα ο Αλέξανδρος, για να αποφορτίσει κάπως την

ατμόσφαιρα αλλάζοντας κουβέντα. «Η μητέρα και η αδερφή μου σας περιμένουν. Αύριο θα έρθω να σας πάρω εγώ με το αυτοκίνητο» της διευκρίνισε και η γυναίκα δεν μίλησε, ξέροντας πως δεν είχε σε ποιον άλλο να στηριχτεί στην κατάστασή της. «Ευχαριστώ» ψέλλισαν τα χείλη της και, εξαντλημένη από εκείνη την εξομολόγηση, έγειρε και αποκοιμήθηκε πάνω που η νοσοκόμα μπήκε στο δωμάτιο για να της ρίξει κι άλλο φάρμακο στον ορό. «Όλα καλά;» ρώτησε τους άντρες, που αλληλοκοιτιούνταν με σταυρωμένα χέρια. «Όλα ξεκάθαρα» της απάντησε αινιγματικά ο Νικήτας κι έκανε νόημα στους άλλους να αποχωρήσουν.

21

Για το φόβο που σου ’χω –τι να ψάχνω γι’ άλλες αιτίες;– μην κάμεις στο παιδί μου κανένα αγιάτρευτο κακό. Πολλά είναι κείνα που να σε σκιάζομαι με κάνουν, πολύξερη γεννήθης και σε πλήθια κακά πιτήδεια, κ’ έχεις το μαράζι που το κρεβάτι του αντρός σου στερήθης. ΜΗΔΕΙΑ EΥΡΙΠΙΔΗ, στ. 282-286

ΠΩΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΗΡΘΕ Η ΕΛΛΗ; αναρωτήθηκε ο Νικήτας για δεύτερη φορά περιπολώντας με το βλέμμα του την αίθουσα αναμονής. Κάθισαν πάλι οι τρεις τους και ο Μίνωας ανέλαβε να φέρει τα άνοστα καφεδάκια από το κυλικείο, που είχε ουρά

εκείνη την ώρα. «Σε βλέπω μάλλον απρόσμενα καλά έπειτα από όσα μου είπες τις προάλλες και οφείλω να σε συγχαρώ για την απόφασή σου να φιλοξενήσεις την Ιουλία, μιας και ο Μίνωας κι εγώ δεν ήταν εύκολο να προσφερθούμε για κάτι τέτοιο. Έλπιζα να το κάνει η Έλλη, μα κι αυτή είναι άφαντη από το πρωί. Αλλά ας γυρίσουμε πάλι σ’ εσένα. Τι ευχάριστο σου συνέβη;» Ο Αλέξανδρος πήρε φόρα και δεν έβαλε γλώσσα μέσα του. Ώσπου να επιστρέψει από το κυλικείο ο Μίνωας του είπε με λεπτομέρειες τα πάντα. Του εξήγησε πως χτύπησε αξημέρωτα το κουδούνι του σπιτιού του και προς μεγάλη του έκπληξη αντίκρισε την αδερφή του και τη μάνα του στηριγμένη στο μπαστούνι της να τον κοιτάζει με στοργή, όπως τότε που ήταν παιδί.

Η Βενετία ήταν που άκουσε το δυσάρεστο μαντάτο για τον θάνατο του Ανέστη στην τηλεόραση, κι όταν το είπε στη Σεβαστή κι εκείνη πήγε κάτι να αρθρώσει για τους αμαρτωλούς που τους τιμωρεί ο Θεός όταν βγαίνουν από τον ίσιο δρόμο, τότε το ποτάμι ξεχείλισε και την ξεστόμισε επιτέλους τη λέξη που την έπνιγε χρόνια. Δεν πίστευε στ’ αυτιά της η μάνα πως το ταπεινό και σεμνό θηλυκό της της είπε να σκάσει με τόση έμφαση. Σαν

πυροβολισμό ένιωσε την κουβέντα. Οι ριπές από τα χείλη της Βενετίας δεν είχαν τελειωμό. Της έριξε την ευθύνη για τα χρόνια που έμεινε χωριστά από τον αδερφό της και για το κρεβάτι της που έμεινε άδειο όλη της τη ζωή λόγω των σκουριασμένων προσχημάτων που απαιτούσε από κείνη να τηρεί. Της είπε για την προσπάθεια του Αλέξανδρου να ανδρωθεί με το ζόρι μες στα μπούτια της Ζωζώς και για την κατανόηση που έδειξε η πόρνη στον γιο της, μια κατανόηση που η ίδια του η μάνα δεν είχε δείξει. Της μίλησε για την αγάπη, που πρέπει να υπερβαίνει τους εγωισμούς και να αποκτά φτερά για να κοιτάει από ψηλά τα ανθρώπινα λάθη, και για τα όρια του θανάτου και της ζωής, που είναι ρευστά και λεπτά, ενώ η συγχώρεση συχνά δεν προλαβαίνει να χωρέσει ανάμεσά τους. Κι αφού τη στόλισε για τα καλά και την έφτασε επιτέλους στο σημείο να κλάψει, η Σεβαστή σήκωσε η ίδια το τηλέφωνο και κάλεσε ένα ταξί. «Προφταίνουμε, Βενετία» της είπε «να μαζέψουμε δυο ρουχαλάκια; Λέω να μείνουμε λίγες μέρες στου αδερφού σου, τώρα που θα χρειάζεται λίγη βοήθεια να στυλωθεί απ’ το ξαφνικό. Μη μείνει μόνος του τώρα. Θα μας χρειάζεται. Το χαρτί με τη διεύθυνση που άφησε ο συγχωρεμένος ο Ανέστης το φύλαξες; Σε πήρε το μάτι μου που το μάζεψες αποκεί δα» της είπε δείχνοντας με το μπαστούνι το τραπέζι. Τίποτε δεν της ξέφευγε της Σεβαστής, κι ας νόμιζε η Βενετία πως την ξεγελούσε πότε πότε.

«Το φύλαξα. Μη σε νοιάζει» της είπε εκείνη, που πετούσε στα σύννεφα με τη γενναιότητα της μάνας να διαγράψει τα λόγια του κόσμου και να νοιαστεί επιτέλους για τα λόγια της ψυχής. Η Σεβαστή πήρε μες στη νύχτα και τον αδερφό της τον παπά στο τηλέφωνο να του ανακοινώσει πως θα πήγαινε στην Αθήνα, στον Αλέξανδρο, λίγες μέρες και να μην την ψάχνει. Άναψε και κόρωσε ο παπάς που η αδερφή του σκόπευε να συναντήσει τον απολωλότα «κουνιστό» ανιψιό και, παρότι αγουροξυπνημένος, πήγε κάτι να ψελλίσει για τα Σόδομα και τα Γόμορα, την κιβωτό του Νώε, τη Μαγδαληνή και τον αναστηθέντα Λάζαρο, κι ας μην κολλούσε ο τελευταίος στην προκειμένη περίπτωση. «Σκάσε πια. Έχασα τόσα χρόνια απ’ το παιδί μου εξαιτίας σας. Κοίτα να μαζέψεις τη δικιά σου, που όλη η Μάνη έχει βουίξει πως τον έναν πιάνει και τον άλλο αφήνει, κι άσε ήσυχο το δικό μου το παιδί επιτέλους!» του έμπηξε τις φωνές και η Σεβαστή, βροντώντας του κατάμουτρα το τηλέφωνο. Φτερά έβαλε στα χέρια της η Βενετία. Για πότε ετοίμασε τις βαλίτσες, για πότε τις φόρτωσε στο ταξί, ούτε η ίδια δεν το πίστευε. Ταξίδεψαν όλη τη νύχτα. Η Βενετία πότε πότε έγερνε στο τζάμι και έριχνε έναν υπνάκο. Η Σεβαστή, πάλι, όχι. Ορθάνοιχτα τα μάτια της σαν της κουκουβάγιας σε όλη τη διαδρομή, λες και ήθελε να καταγράφει η όρασή της την πορεία που διάνυε ώσπου να φτάσει στη συγχώρεση του

παιδιού της. Όχι στη συγχώρεση που ήθελε άλλοτε να της γυρέψει ο γιος της. Στη συγγνώμη που εκείνη όφειλε εξαρχής να του ζητήσει. Πώς μπόρεσε να κλείσει τα μάτια στην αλήθεια της ευτυχίας του; Ποια ήταν αυτή που είχε αποφασίσει με ποιον τρόπο έπρεπε ντε και καλά να είναι ευτυχισμένο το παιδί της; Έβλεπε τα δέντρα να τρέχουν έξω από το παράθυρο όπως τα χρόνια που είχαν κυλήσει ανεπιστρεπτί από τη στιγμή που έδιωξε τον Αλέξανδρο από το σπίτι τους και αναρωτιόταν αν μπορούσε να ανακτήσει κάτι από τα εδάφη της ψυχής του που απαρνήθηκε.

Έτρεμε σύγκορμη η μάνα όταν η Βενετία χτύπησε αξημέρωτα το κουδούνι του Αλέξανδρου. Ήξερε να διαβάζει το βλέμμα του παιδιού της, κι ας είχε χρόνια να το δει. Ραγισμένη η ψυχή του, και οι ρωγμές διακρίνονταν στο κοίταγμά του μόλις τους άνοιξε. «Ήρθα» του είπε. «Πετσί και κόκαλο έχεις μείνει. Στάσου να φτιάξω κάτι να φας να στυλωθείς». Συγγνώμες δεν ειπώθηκαν με λόγια. Δεν χρειάστηκαν. Τα ευκόλως εννοούμενα παραλείφθηκαν και μίλησαν οι πράξεις. Το χέρι της μόνο το παράλυτο έπειτα από καιρό απραξίας σκίρτησε από τη λαχτάρα της γυναίκας να αγγίξει το παιδί της. Πόσο ομόρφυνε! σκέφτηκε μόλις τον είδε. Πόσο μου

έλειψες, αγόρι μου! συλλογίστηκε, και ο νους της γέμισε από τις εικόνες της αθωότητας, τότε που ακόμη κανείς από τους δυο τους δεν ήξερε την αλήθεια που τους φαρμάκωσε και ο Αλέξανδρος ξάπλωνε τα βράδια στα γόνατά της για να απολαύσει το βελούδινο χάδι από το σακάτικο τώρα χέρι της. Το χέρι συντονίστηκε με την ψυχή της και σάλεψε ανεπαίσθητα, κάνοντας τη Σεβαστή να σαστίσει μπροστά στην πόρτα. Ο Αλέξανδρος μέριασε να περάσουν δίχως να ξεστομίσει κουβέντα. Αργά τα βήματα, χορός οι τρεις τους μιας τραγωδίας που επρόκειτο να έχει αίσιο φινάλε. Στην αρχή δεν μιλούσαν. Κοιτιούνταν μόνο, θέλοντας να χορτάσουν με τα βλέμματα την πείνα τους για στοργή. Η Σεβαστή χάζεψε και το σπίτι. Καλοβαλμένο, καθαρό, με όμορφα χρώματα, σαν την ψυχή του σπλάχνου της, που είχε ξεχάσει τόσα χρόνια πόσο αθώα ήταν. Η Βενετία κάθισε με τον αδερφό της στο σαλόνι και μίλησαν για τον Ανέστη, ενώ η Σεβαστή όρμησε σαν σίφουνας στην κουζίνα και άρχισε να βροντοκοπάει τα κατσαρολικά, κι ας είχε το ένα χέρι παράλυτο. Της έφτανε το άλλο για να ετοιμάσει το γεύμα της συμφιλίωσης. «Ούτε λίγο κρέας να ψυχοπιαστείς δεν έχεις σε τούτο το ψυγείο! Ούλο χορταρικά για να βοσκάμε» έβρισκε τον παλιό γκρινιάρη εαυτό της για τα ασήμαντα πράγματα η Σεβαστή, και η γκρίνια αυτή την έκανε πάλι χαριτωμένη.

Άνοιξε τη βαλίτσα της, όπου είχε ρίξει μέσα την τελευταία στιγμή ένα σακούλι σπιτικό τραχανά, και βρέθηκαν οι τρεις τους στο τραπέζι μόλις ξημέρωσε να γεύονται αυτό το πιάτο της αγάπης, με τον Ανέστη να τους κοιτάει μονοιασμένους μέσα από την κορνίζα του.

«Μας ένωσε πάλι ο Ανέστης. Ακόμα και μέσα απ’ τον τάφο με νοιαζόταν, κι ας γέλασα τότε που μου το είχε δηλώσει» εξήγησε στον Νικήτα ο Αλέξανδρος. «Κι εμένα γύρισε η γυναίκα μου η Μαργαρίτα. Τη δέχτηκα πίσω. Αύριο θα έρθουν και τα παιδιά και έχω αγωνία πώς θα συνυπάρξουμε αποδώ και πέρα. Βέβαια, η κυρα-Χαρίκλεια, ούτε φίδι στον κόρφο μας. Θα χρειαστεί χρόνο για να χωνέψει το γεγονός. Ως τότε θα φροντίσω να μείνει μακριά απ’ τη Μαργαρίτα. Έχουμε δύσκολο δρόμο να κάνουμε. Μα οι άνθρωποι κάνουν λάθη και κανείς δεν είναι τέλειος για να μη συγχωρεί. Ο Μίνωας πάλι τα έκανε μούσκεμα με τα ξενοπερπατήματα. Ποιος θα το έλεγε πως η Ροδή έκρυβε μέσα της τόσο κουράγιο να τον χωρίσει. Περνάει δύσκολα ο δικηγόρος της παρέας, και το κακό είναι πως τώρα που του σώθηκαν οι ευκαιρίες κατάλαβε ότι θα ήθελε άλλη μία για να διορθώσει τα λάθη του». «Τελικά, ποτέ δεν ξέρεις τι κρύβει η ψυχή ενός ανθρώπου» είπε ο Μίνωας κουβαλώντας τους καφέδες, που του έκαιγαν

τα χέρια, πάνω που οι άλλοι σταμάτησαν να μιλούν για τον χωρισμό του. «Ποιος να φανταζόταν τι κουβαλούσε μέσα της η Αιμιλία για τον θάνατο της αδερφής της». «Πράγματι» συμφώνησε και ο Νικήτας. «Για σκεφτείτε. Αν η Αιμιλία για χάρη της αδερφής της εγκατέλειπε τότε τον Αχιλλέα, θα μπορούσε να είναι μια πετυχημένη επιστήμονας και η Ελένη να ζούσε. Η φόνισσα ίσως να μη γινόταν φόνισσα όταν είδε τον κόσμο της να καταρρέει απ’ την προδοσία του άντρα της. Πρόδωσε την αδερφή της για χάρη του και η προδοσία αυτή δεν έπιασε τόπο, αφού την πρόδωσε ο άντρας για τον οποίο διέπραξε την παλιά προδοσία της. Όλα ένα κουβάρι στη ζωή, μόνο που αντί για μια άκρη έχει χίλιες και δεν ξέρει κανείς ποιο μέλλον θα ξεδιπλωθεί τραβώντας κάθε φορά μία στην τύχη. Εξάλλου, σκεφτείτε και το άλλο. Πόσοι άνθρωποι προδίδουν και προδίδονται κάθε στιγμή που περνάει; Πόσοι βλέπουν τον κόσμο τους να αναποδογυρίζει και βρίσκουν το θάρρος να τον ξαναχτίσουν απ’ την αρχή; Δεν σκοτώνουν όλοι το παρελθόν τους. Μαθαίνουν να ζουν μ’ αυτό. Μαθαίνουν, αν όχι να το ξεχνούν, πάντως σίγουρα να το υπομένουν και να το ξεπερνούν. »Σκεφτείτε τη Ροδή, που ποτέ δεν μου γέμιζε το μάτι ότι θα μπορούσε να ορθοποδήσει αν την άφηνε ο Μίνωας. Κι όμως δεν χάνουν όλοι τα λογικά τους όπως η Αιμιλία, που τιμωρούσε τον εαυτό της στερώντας του το δικαίωμα να

αποκτήσει παιδιά, ακούγοντας τη μάνα της πως τα έκλεβε από την αδερφή της. Κι έπειτα, όταν ο Αχιλλέας την εγκατέλειψε, άξιζε αυτός ο λόγος για να σκοτώσει τα παιδιά που έφερε στον κόσμο με τη δικαιολογία πως κι αυτά ήταν κλεμμένα απ’ την αδικοχαμένη αδερφή της μόνο και μόνο επειδή το έλεγε η μάνα της; Τελικά, το μυαλό παίζει απίστευτα παιχνίδια στους ανθρώπους όταν τυφλώνεται από τον πόνο και την ενοχή». «Εμένα πάντως συνεχίζει κάτι να μη μου κολλάει» πετάχτηκε ο Μίνωας. «Αν είχε αποφασίσει να μην αποκτήσει παιδιά επειδή τα ένιωθε κλεμμένα απ’ τη νεκρή αδερφή της, τότε για ποιον λόγο βάλθηκε να κυοφορήσει όταν οι γιατροί τής είπαν πως δεν μπορούσε να συλλάβει πια;» «Γιατί η Αιμιλία ήταν γεννημένη νικήτρια» είπε ο Νικήτας. «Τον Αχιλλέα τον διεκδίκησε και τον ήθελε δικό της. Η ραγισμένη νοημοσύνη της προσπαθούσε να επιβάλει ανάμεσά τους μια αλλόκοτη δικαιοσύνη. Έπρεπε να πληρώσουν και οι δυο γι’ αυτό που συνέβη στην Ελένη δίχως να απαρνηθούν την αγάπη που τους έδενε. Γόρδιος δεσμός αυτή η σχέση. Στο πρόσωπο του Αχιλλέα έβλεπε τη χαμένη της αδερφή και την ευθύνη που έφερε η ίδια για την αυτοχειρία της. Βρήκε λοιπόν το πληγωμένο μυαλό της μια μεσοβέζικη και ανήκουστη λύση. Η Ελένη ήταν στον τάφο επειδή δεν πήρε ποτέ στη ζωή της αυτό που λαχτάρησε και το ζευγάρι θα υπέφερε δίχως παιδιά όσο θα ζούσε, βιώνοντας

την ποινή για ό,τι άθελά τους της είχαν προκαλέσει. »Μα ο Αχιλλέας κουράστηκε απ’ τη μελαγχολία της Αιμιλίας. Θεωρούσε αδιανόητη τη θλίψη που βίωνε η γυναίκα του για έναν λόγο που ουδέποτε του εξήγησε. Ήξερε μόνο πως έπειτα απ’ τον θάνατο της Ελένης η μητέρα της αρνιόταν να της μιλήσει. Ποτέ επίσης δεν έλυσε τον γρίφο της άρνησής της να τον παντρέψει με την κόρη της. Όσο περνούσε ο καιρός μες στη μαυρίλα του σπιτιού τους, άρχισε να λαχταράει λίγη χαρά. Άρχισε να της φεύγει, να γυρίζει αργά στο σπίτι, να βρίσκει προφάσεις να ξεπορτίζει μόνος του. Το σκοινί είχε τεντωθεί και άρχισε να ξεφτίζει. Ζήτημα χρόνου ήταν να κοπεί και να χωρίσουν οι δρόμοι τους οριστικά. Έξυπνη γυναίκα η Αιμιλία τα έπιασε τα σήματα του κινδύνου. Άρχισε να μαζεύει το σκοινί που είχε τεντώσει, εκδηλώνοντας τρυφερότητα στον Αχιλλέα. Τον έφερε πάλι στα νερά της. Κρεμάστηκε από πάνω του και στάθηκε αδύνατο να της φύγει. Ο οίκτος δένει περισσότερο και απ’ τον έρωτα. Περισσότερο και απ’ την αγάπη κάποιες φορές. Η Αιμιλία θεωρούσε αδιανόητο να της φύγει ο Αχιλλέας. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, τότε είχαν πάει όλα στράφι. Και ο θάνατος της Ελένης και το μάλωμά της με τη μάνα της και η καριέρα που ονειρευόταν και χάθηκε μες στις χύτρες ταχύτητος, στις πάνες και στην παρωχημένη νοικοκυροσύνη της Αιμιλίας, που έστρωνε τα παλιομοδίτικα κεντήματα και τα άλλα προικιά στο σπίτι της για να νιώθει έστω κι έτσι την

παρουσία της Ιουλίας, που την είχε απαρνηθεί. »Όλα εξηγούνται λοιπόν. Οι γιατροί ήταν κάθετοι για τη ζημιά που είχε προκληθεί απ’ τις εκτρώσεις. Κατέφυγε στις ιατρικές λύσεις για να αποκτήσουν παιδί. Μπορεί το σαράκι που έτρωγε νοσηρά την ψυχή της Αιμιλίας απ’ τη σιωπή της μάνας να μην έπαψε να υπάρχει, όμως η γυναίκα άρχισε επιτέλους να ζει πιο φυσιολογικά. Και τα κατάφερνε. Όλα έβαιναν καλώς, ώσπου μπήκε στη ζωή του Αχιλλέα η Έλλη, και τότε ο κόσμος σκοτείνιασε ξαφνικά. Η Έλλη, που είχε γίνει αυτό που θα γινόταν η Αιμιλία αν δεν υπήρχαν στον δρόμο της η μάνα, η Ελένη, ο Αχιλλέας, τα παιδιά… Τα υπόλοιπα τα γνωρίζουμε όλοι μας». «Και τώρα που ξέρουμε την αλήθεια τι αλλάζει;» αναρωτήθηκε ο Αλέξανδρος κοιτώντας τον παγωμένο του καφέ. «Η δικαιοσύνη εντέλει είναι τυφλή. Είχαν δίκιο οι αρχαίοι που την παρουσίαζαν έτσι. Αν ρωτούσα καθέναν σας ποιος έφταιξε σ’ αυτή την ιστορία, είμαι σίγουρος πως θα έπαιρνα διαφορετικές απαντήσεις. Άλλος θα έριχνε το φταίξιμο στον χαρακτήρα της Αιμιλίας, άλλος στην παράνοια της μάνας της να της γυρέψει να χωρίσει τον Αχιλλέα στερώντας της την αγάπη που χρειαζόταν, άλλος στην Ελένη που είχε κολλήσει στον εφηβικό της έρωτα και ήθελε να “νικήσει” με κάποιον τρόπο την Αιμιλία, άλλος στον Αχιλλέα που την απάτησε και άλλος στην Έλλη που ενέδωσε σ’ αυτή την

αγάπη. Ίσως άλλοι να κατηγορούσαν τον γιατρό της που δεν έσπασε το ιατρικό απόρρητο ή τον ψυχίατρο που αποδείχτηκε ανεπαρκής να διακρίνει εξαρχής τη χαίνουσα πληγή της Στρατάκη, η οποία εντέλει την καταβρόχθισε σαν τέρας. Μα όλοι τους ήταν φταίχτες και θύματα μαζί του προαιώνιου δυνάστη των ανθρώπων». «Του έρωτα;» ρώτησε ο Αλέξανδρος. «Του πόνου» του εξήγησε ο Νικήτας. «Αυτός κατευθύνει τις ανθρώπινες πράξεις απ’ όποια αιτία κι αν προκαλείται». Το σύντομο λογύδριο του Νικήτα τούς έκανε όλους να συμφωνήσουν. «Μόνο που η Έλλη ήταν το τελευταίο πιόνι στη σκακιέρα» επισήμανε ο Μίνωας, θέλοντας να μοιράσει πια τις ευθύνες στον βαθμό που αναλογούσαν στον καθένα. «Για μένα φταίει πάνω απ’ όλα η ζωή, που ανά πάσα στιγμή μάς επιφυλάσσει απίστευτες εκπλήξεις».

Έφυγαν να πάνε στις δουλειές τους. Χάρηκαν που η Ιουλία συνερχόταν σιγά σιγά και ξαλάφρωσαν που έμαθαν την αλήθεια που αποζητούσαν αυτές τις μέρες. Χάρηκαν κυρίως που είχαν μοιραστεί χαρές και λύπες, αφού στην εποχή μας δεν είναι πια συνηθισμένο φαινόμενο οι άνθρωποι να ανοίγουν τις καρδιές τους και να ανταλλάσσουν συναισθήματα. Ο Αλέξανδρος μπήκε στο κόκκινο Σμαρτ και

προσφέρθηκε να πετάξει ως το γραφείο και τον Νικήτα. Ο Μίνωας, πάλι, ήθελε να ξεμουδιάσει από τις ώρες της απραξίας στην αίθουσα αναμονής. Στο ραδιόφωνο ακουγόταν το ακορντεόν να συνοδεύει το τραγούδι που ερμήνευε ο Θηβαίος: Και για τον κόσμο που μισείς δεν είμαι άλλος. Και για τον κόσμο που αγαπάς δεν είμαι αυτός. Άλλοι νομίζανε πως ήμουνα μεγάλος και από σπουργίτι θα γινόμουν αϊτός. Είχαν ακόμη τον απόηχο των στίχων στ’ αυτιά τους όταν άρχισε το δελτίο ειδήσεων: Παραδόθηκε μόνη της στην αστυνομία η γνωστή συγγραφέας Έλλη Ευριπίδου, η οποία ομολόγησε τον φόνο του Αχιλλέα Χρυσοβέργη, εν διαστάσει συζύγου της Αιμιλίας Στρατάκη, η οποία συγκλόνισε το πανελλήνιο με τη δολοφονία των δύο παιδιών της. Περιπολικό έσπευσε στον τόπο του εγκλήματος.Ο ιατροδικαστής επιβεβαίωσε ότι το θύμα δηλητηριάστηκε και η ομολογία της Ευριπίδου… Οι δυο φίλοι κόντεψαν να τρακάρουν. Αϊτός ήταν η Έλλη τελικά. Ένας αϊτός που πληγώθηκε από τον σαδισμό μιας χαιρέκακης ενοχής την οποία πήρε εκείνη ολόκληρη επάνω της. Κι όταν εγκλωβίστηκε σ’ ένα κλουβί όπου χωρούσε μόνο ένα σπουργίτι, κατάφερε να βρει μια έξοδο έστω και με σπασμένα τα φτερά της. Πέταξε προς τη φυλακή, που στο μυαλό της φάνταξε σαν ένα νέο είδος ελευθερίας.

«Δεν την πρόλαβα» ψέλλισε ο Νικήτας. «Γαμώτο! Δεν την πρόλαβα» επανέλαβε και χτύπησε τη γροθιά του στο παρμπρίζ. «Έπρεπε να μαντέψω πως θα έβρισκε μια έξοδο κινδύνου. Έστω κι αν αυτή θα την οδηγούσε στη δίνη του κυκλώνα». Πήραν τηλέφωνο τον Μίνωα να σπεύσει κοντά της. Ο Αλέξανδρος είχε να παραστεί στην κηδεία του Ανέστη, της οποίας τις διατυπώσεις ανέλαβε η οικογένεια του νεκρού. Θα πήγαινε αργότερα να τους βρει. Ο Νικήτας είχε υποχρεώσεις με κάποια ραντεβού στο γραφείο. Έπειτα τον περίμενε και η Μαργαρίτα του. Έπρεπε να μοιραστεί μαζί της αυτό που είχε συμβεί. Όλα θα τα μοιράζονταν αποδώ και πέρα. Δεν θα έμενε κανένας μόνος του στις χαρές και στις λύπες.

Η Έλλη κοιτούσε αποσβολωμένη τον Μίνωα όταν της είπε στο επισκεπτήριο όσα είχαν μάθει. «Τίποτε δεν αλλάζει» του είπε στο τέλος. «Εμένα κοίταξε η Αιμιλία με μίσος τότε στο δικαστήριο. Εγώ έφταιξα, και τώρα λυτρώνομαι και θα λυτρωθεί μέσα από μένα κι αυτή. Χάρισμά της η ελευθερία μου. Της ανήκει». Δεν του είπε λέξη για το ότι ο Αχιλλέας ήπιε οικειοθελώς το δηλητήριο, αναζητώντας τη λύτρωση που του πρόσφερε εκείνη. Αφέθηκε στο ποτάμι των εξελίξεων. Στη στυγερή ροή μιας συγκυρίας που την κατάπιε. Ήταν περήφανη και δεν

άφησε τον Μίνωα να προβάλει κανένα ελαφρυντικό. Έπρεπε να είναι αντάξια της Αιμιλίας όταν θα συναντιόνταν οι δυο τους. Δυο ισότιμες γυναίκες που έμοιαζαν πολύ. Ήθελε να της προσφέρει ακέραιη την εκδίκηση που της χρωστούσε.

Η δίκη έγινε σχετικά γρήγορα. Ο Μίνωας ζήτησε προτίμηση για την άμεση εκδίκαση της υπόθεσης, προβάλλοντας ως επιχείρημα την ομολογία της πελάτισσάς του πως επρόκειτο για έγκλημα τιμής. Καθαρή η υπόθεση, δίχως κενά και αμφιβολίες. «Θέλει να ξεμπερδεύει όσο πιο γρήγορα γίνεται με τα τυπικά. Ο εραστής της ήθελε να την εγκαταλείψει έπειτα από όσα συνέβησαν και αποφάσισε να τον σκοτώσει» εξήγησε στον εισαγγελέα. Συνοπτική η δικογραφία, και η Δικαιοσύνη φόρεσε πάλι τις παρωπίδες της για να δικάσει στα τυφλά κι αυτή την υπόθεση. Στο δικαστήριο παρευρέθηκαν όλοι. Ο Μίνωας μόνος, έπειτα από την πολλοστή άρνηση της Ροδής να ξανασμίξουν, ο Νικήτας με τη Μαργαρίτα του έγκυο, ο Αλέξανδρος με τη Βενετία και τη Σεβαστή, που δεν έπαψε να ορμηνεύει την Ιουλία να κάνει κουράγιο, λέγοντάς της πως κάποτε η κόρη της θα δεχόταν να τη συγχωρέσει. Θα την έπαιρνε μάλιστα λίγο καιρό κοντά της στη Μάνη για να της μάθει τοπικές συνταγές και να της δείξει τους μανιάτικους

πύργους, που ως τώρα είχε δει μόνο σε καρτ ποστάλ. «Τη συνταγή της μετάνοιας να μου μάθεις. Να μου εξηγήσεις τι να κάνω για να φιλιώσω με το παιδί μου, όπως τα κατάφερες εσύ» της απαντούσε εκείνη κατάκοπη, μα η Σεβαστή τής άλλαζε κουβέντα, ξέροντας πως δεν υπάρχουν συνταγές για την αγάπη. Κανείς δεν αγωνιούσε για την απόφαση. Τη μάντευαν όλοι τους. H Ioυλία με κομμένη την ανάσα πάλευε να εκτονωθεί, το δάκρυ της όμως είχε πετρώσει. Σαν να την τιμωρούσαν τα ίδια της τα μάτια, της στερούσαν τη στοιχειώδη λύτρωση του κλάματος, λες και το ίδιο της το σώμα τής επέβαλε ετούτη τη στέρηση ως ποινή για ένα κρίμα που έμενε ακόμη ατιμώρητο. Σφιγγόταν η καρδιά ολωνών, μα γνώριζαν πως τίποτε δεν περνούσε πια από το χέρι τους για να αλλάξουν τη ροή των πεπραγμένων, αφού η ίδια η Έλλη είχε διαλέξει αυτή την κατάληξη. «Εγώ φταίω. Για όλα εγώ» μονολογούσε η Ιουλία, σφίγγοντας μες στα τρεμάμενα δάχτυλά της το άσπρο μαντίλι που είχε πάντα στην τσάντα της, το κεντημένο από τα χεράκια της συγχωρεμένης της Ελένης. Κοιτώντας στο εδώλιο την Έλλη, ώρες ώρες νόμιζε πως αντίκριζε εκεί πάνω για δεύτερη φορά την Αιμιλία της, όπως τότε που νόμισε πως σώθηκε μες στην αίθουσα απότομα ο αέρας και σωριάστηκε μεμιάς. Οι μορφές της Έλλης και της Αιμιλίας εναλλάσσονταν αστραπιαία μπρος στα μάτια της και η εικόνα

ετούτη την κατηγορούσε για το δικό της σφάλμα, που ήταν αδύνατον πια να διορθωθεί. «Εγώ φταίω…» μονολογούσε σφίγγοντας το ανάπηρο χέρι της Σεβαστής. «Να πεθάνω… Αυτό θέλω…» ψιθύριζε. Κι έπειτα: «Όχι να πεθάνω. Να ζήσω και να πονάω κάθε μέρα και περισσότερο. Να ζήσω με την ελπίδα να συναντήσω την Αιμιλία μου και να πέσω στα γόνατά της για να της γυρέψω συγγνώμη, κι εκείνη να με κλοτσήσει κι εγώ να συρθώ ξανά ως τα πόδια της και…» «Σσς! Ό,τι θέλει ο Θεός…» της απάντησε η Σεβαστή γέρνοντας προς το μέρος της, και είχε η φωνή της κάτι από την απαλότητα της γάζας, που ακουμπώντας πάνω στην πληγή κάνει τον πόνο εντονότερο για λίγο. «Ο Θεός… Ποιος Θεός θα ήθελε να ασχοληθεί μαζί μου;» συνέχιζε η Ιουλία με τα μάτια προσηλωμένα στην Έλλη, που μες στη ζάλη της την μπέρδευε με την κόρη της και έψαχνε στα μάτια εκείνα τα θολά, τα μονίμως κρύα πια, να βρει μια στάλα κατανόησης. Της είχαν εξηγήσει τι είχε συμβεί και αντιμετώπιζε την Έλλη σαν παιδί της τώρα που ήξερε πως κι αυτή θύμα ήταν εκείνης της παλιάς ιστορίας που παρέσυρε σαν χείμαρρος τη ζωή τόσων ανθρώπων. Ανάμεσά τους και ο υπερήλικας εθνικόφρων περιπτεράς, που συγκλονίστηκε όταν έμαθε τα καθέκαστα για την «κυρία Έλλη». Δεν το πίστευε πως εκείνο το κοκκινομάλλικο κορίτσι

με την καλοσυνάτη ματιά είχε σκοτώσει άνθρωπο. Κουνούσε το κεφάλι του συγκλονισμένος όταν άκουσε το κατηγορητήριο και στα μάτια του σαν να επανήλθε η δυσπιστία που είχε προς τους ανθρώπους τότε που, αμούστακο παιδί ακόμη, τον έδεσαν σ’ ένα δέντρο δύο αντάρτες και τον έδερναν για ώρες επειδή δήλωσε εθνικόφρων· κάπου είχε ακούσει τη λέξη και του άρεσε, δίχως να ξέρει ωστόσο τη σημασία της. Όλοι τους γύρευαν μες στα μάτια της Έλλης εκείνη τη σπιρτάδα που διέθεταν όταν την είχαν πρωτογνωρίσει. Σβησμένη Σελήνη τώρα η μορφή της, μ’ ένα ελαφρύ γαληνεμένο μειδίαμα να κρέμεται στην άκρη των χειλιών της. Βγήκε η απόφαση, την άκουσε θαρρετά, η Σεβαστή κρατούσε σφιχτά το χέρι του γιου της. Η Μαργαρίτα έπλεξε τα δικά της δάχτυλα στα δάχτυλα του Νικήτα και ο Μίνωας έσφιξε τις γροθιές του, ετοιμοπόλεμος για μια μάχη που ήταν ανώφελο να δώσει. Η τυφλή δικαιοσύνη νικούσε πάντα. Λίγο προτού οι φρουροί πάρουν από την αίθουσα την Έλλη, που κοιτούσε τον χώρο σαν να ήταν ο νους της αλλού, την πλησίασε η Ιουλία και της έβαλε ένα χαρτί στο χέρι. «Συγχώρεσέ με, παιδί μου. Αυτό δώσ’ το στην Αιμιλία μου αν τη δεις. Πες της πως θα ’μαι εκεί σε κάθε επισκεπτήριο. Όσο ζω και αναπνέω θα σέρνομαι κοντά της να της ζητάω συγχώρεση. Ξέρω πως δεν αξίζω τη συγχώρεσή της. Μα αυτή θα είναι η ποινή μου. Η προσμονή. Μια προσμονή δίχως

αντίκρισμα».

22

Τι, μα τη δέσποινα που εγώ λατρεύω πάνω απ’ όλα και που ’χω διαλεγμένη για συνεργό μου, την Εκάτη, μέσα βαθιά στο φωτογόνι που θρονιάζει, δε θα την πάρει τη χαρά κανείς τους πως μου ’καψεν εμένα την καρδιά μου! ΜΗΔΕΙΑ EΥΡΙΠΙΔΗ, στ. 395-398

Ο ΝΙΚΉΤΑΣ ΜΕΣΟΛΆΒΗΣΕ γι’ αυτό που ακολούθησε. Ζήτησε ετούτη τη χάρη από τον φίλο του τον διευθυντή των φυλακών. «Βάλ’ τες μαζί στο ίδιο κελί» του είπε. «Είναι το μόνο που μπορούμε να προσφέρουμε και στις δύο».

Του το έκανε το χατίρι εκείνος και βρέθηκαν αντιμέτωπες η Έλλη και η Αιμιλία μέσα στο ίδιο κελί, αναγκασμένες να συνυπάρξουν, να σκοτωθούν ή να φιλιώσουν. «Ήρθα. Είμαι έτοιμη να πληρώσω το λάθος» της είπε θαρρετά η Έλλη μόλις την είδε, υποθέτοντας πως η Αιμιλία θα βρέθηκε ενώπιον μιας πολύ δυσάρεστης έκπληξης. Δεν έπεσε έξω, βέβαια. Κάτι σαν μίσος μα πιο σκοτεινό κολυμπούσε σ’ εκείνο το βλέμμα που τη διαπέρασε με το που ακούστηκε το κλειδί του φύλακα στο κελί της Αιμιλίας και ανάγκασε τις δυο γυναίκες να συνυπάρξουν. Διάλεξε για άμυνα την ψυχρότητα η Αιμιλία, όπως συνήθιζε πάντα να σφαλίζει τα χείλη της όταν ήθελε να απομείνει μόνη με τις σκέψεις που μαστόρευε ο νους της. Ούτε λόγια ούτε γέλια ούτε κλάματα. Τίποτα. Μόνο ένα βλέμμα, βλέμμα-σαΐτα που σημάδευε επίμονα την Έλλη κάνοντάς τη να αισθάνεται άβολα εκεί μέσα. «Χτύπησέ με! Βρίσε με αν θες. Μα πες μου κάτι» της ζήτησε κάποια στιγμή, αλλά για ώρα η Αιμιλία τήρησε την ίδια στάση, τρομάζοντας περισσότερο την Έλλη με την αδιαλλαξία των σφαλισμένων της σκέψεων. Η συγγραφέας κουλουριάστηκε στο κρεβάτι της με τη ράχη στον τοίχο, αντίκρυ στο κρεβάτι της Αιμιλίας με τις φωτογραφίες των παιδιών κολλημένες με χαρτοταινία πάνω από το προσκεφάλι της. Περιεργάστηκε τα αθώα τους μουτράκια, σφίγγοντας πότε πότε τους μυς των ματιών της

για να κρατήσει όσο γινόταν μακριά της τις τύψεις που την έζωναν. Η Αιμιλία ξάπλωσε απαθής και γύρισε την πλάτη προς το μέρος της Έλλης, δείχνοντας περιφρόνηση στη νέα της συγκάτοικο. Η άλλη προτιμούσε να της είχε βγάλει νύχια και δόντια παρά να αδιαφορεί προκλητικά γι’ αυτήν. Κάτι έκρυβε αυτή η αδιαφορία και πολύ την προβλημάτιζε. Έφεγγε ακόμη έξω από το παράθυρο όταν μπήκε στο κελί, μα τώρα είχε απλωθεί για τα καλά η νύχτα. Ορμούσε με άγριες διαθέσεις το φως του φεγγαριού, υποχρεώνοντάς τη να μείνει ξάγρυπνη. Ποτέ δεν κοιμόταν με φως η Έλλη, λες και το φως κρατούσε πάντα σε εγρήγορση τον νου της, στερώντας του το δικαίωμα της ανάπαυσης. Πρέπει να ήταν περασμένα μεσάνυχτα όταν είδε την Αιμιλία να σκιρτάει και τα λιτά στρωσίδια της να λικνίζονται σαν απαλοί κυματισμοί γύρω από το σχήμα του κορμιού της. Αφουγκράστηκε τους άναρθρους ήχους που ξεμύτιζαν από τα χείλη της Στρατάκη, προσπαθώντας να βγάλει μιαν άκρη μέσα από τα λεγόμενα του ύπνου της. «Ελένη» ψέλλιζε πάλι, κι έπειτα «βάλτε τα παλτά σας, θα κρυώσετε», και ύστερα «ποιος άλλος είναι δυνατό να σ’ αγαπάει περισσότερο απ’ τη μανούλα», «ποτέ δεν χόρεψα». Σκόρπια ασυνάρτητα λόγια, μπερδεμένα και ακατάληπτα, που μόνο κάποιος που είχε σκαλισμένο το παρελθόν της Αιμιλίας ίσως μπορούσε να τα βάλει σε τάξη και να βγάλει

συμπέρασμα. Και όσο εναλλάσσονταν τα λόγια, άλλαζαν και οι μορφασμοί της καθώς και οι αντιδράσεις που αποτυπώνονταν στη φωνή της, ο φόβος και η χαρά, και η αγωνία, και η συντριβή, και η θλίψη· όλα τα συναισθήματά της, χορδές κιθάρας που άφηναν αλλιώτικη νότα καθένα στον αέρα του κελιού, πνίγοντας την Έλλη με τις αλήθειες που μαρτυρούσαν. Η Αιμιλία σκότωσε τα παιδιά της όχι για έναν μα για χίλιους λόγους. Ώσπου η ανάσα της Αιμιλίας επιταχύνθηκε και τα λόγια έγιναν ακόμα πιο ασυνάρτητα και ομιχλώδη· και λυγμοί άρχισαν να αναδύονται από το στήθος της· και η όψη της αγρίεψε σαν της Μέδουσας· κι αν η Έλλη δεν έτρεχε κοντά της και δεν την ξυπνούσε, ήταν άγνωστο πού θα κατέληγε εκείνη η ταραχή. «Θα τα σκότωνα πάλι αν δεν με ξυπνούσες» της αποκάλυψε μόλις ήρθε κάπως στα σύγκαλά της μες στα χέρια της Έλλης και ήπιε μονορούφι το νερό που της έβαλε εκείνη στα χείλη. Μα έπειτα τραβήχτηκε από κοντά της ξανά. Δεν έπρεπε να ξεχάσει πως τη μισούσε, πως αυτή η γυναίκα τής σακάτεψε τη ζωή, πως αυτή η γυναίκα τής είχε αρπάξει τον Αχιλλέα, τον Αχιλλέα που ήταν ο άξονας γύρω από τον οποίο περιστρεφόταν κάθε της λάθος. «Μη με φοβάσαι. Σε παρακαλώ. Μη με φοβάσαι! Είμαι εδώ για σένα. Είμαι εδώ για να μοιραστούμε την ποινή όπως πρέπει» της είπε η Έλλη με έναν τρόμο φυλακισμένο στη

φωνή, λαβωμένη κι αυτή σαν αγρίμι που πληγώθηκε μα δεν σκοτώθηκε κι έπρεπε να συμφιλιωθεί με το κουσούρι που του άφησε η πληγή του. Στο βλέμμα της Αιμιλίας ήταν ευδιάκριτη η δυσπιστία. Ποια να εμπιστευόταν; Αυτήν που έριξε τα οχυρά της πάνω που νόμιζε πως είχε καταφέρει να χτίσει το άπαρτο κάστρο μιας ευτυχίας; Πάνω που είχε ατονήσει κάπως η οδύνη από την αδιαλλαξία της μάνας και τον χαμό της αδερφής; Πάνω που είχε κατορθώσει να απαλύνει τον πόνο από τη σαφή προτίμηση της Ιουλίας στη μικρή της, την αδικοχαμένη; Πάνω που είχε μερώσει τις τύψεις τις ριζωμένες μέσα της από τα λόγια της μάνας; Έμεινε ακίνητη για λίγο με το ποτήρι του νερού στα χέρια, αναποφάσιστη για τη στάση που έπρεπε να κρατήσει απέναντι στην Έλλη. Την περιεργάστηκε έτσι όπως ήταν λουσμένη στο φως της Σελήνης, και μόνο όταν εντόπισε την τρεμούλα της συγγραφέως, τα τραβηγμένα από τη θλίψη χαρακτηριστικά της, τα παγωμένα χέρια, με τα οποία την άγγιξε πρωτύτερα, τα παγωμένα λόγια, που βγήκαν δύσκαμπτα και φρικτά από τα χείλη της νωρίτερα, τα βλέφαρά της, που σφαλίζονταν κάθε φορά που έπεφτε το βλέμμα της στις φωτογραφίες των νεκρών παιδιών, μόνο τότε αποφάσισε να σπάσει η Αιμιλία τη σιωπή της, βέβαιη πια ότι και η Έλλη κομμάτια ήταν, πτώμα που ανέπνεε σαν και την ίδια. «Δεν σε περίμενα. Τότε που σε είδα στο δικαστήριο ήμουν

σίγουρη πως κατάλαβες τι σου είπε το βλέμμα μου. Αλλά δεν πίστευα πως θα φτάσεις ως εδώ» της είπε λοιπόν το ίδιο θαρρετά με την Έλλη όταν στάθηκε αντίκρυ της και της υπέδειξε να μην τη φοβάται. «Βρήκα το θάρρος και ήρθα. Γιατί είμαι σίγουρη πως εσύ κι εγώ μοιάζουμε όσο δεν μπορείς να φανταστείς. Κάναμε τα ίδια λάθη, και μόνο κάποιος που έχει περάσει απ’ τα κανάλια του ίδιου φόβου μπορεί να συμμεριστεί αυτόν που διέσχισε το ίδιο σκοτάδι». «Έγινες αιτία να με αφήσει ο Αχιλλέας. Κανένας άλλος άνθρωπος δεν μου είχε απομείνει πέρα από κείνον. Αν ήξερες πόσο με έβλαψες…» «Τώρα το ξέρω. Μα ήταν αδύνατο να το γνωρίζω εξαρχής. Κατάλαβέ με. Δεν σου γυρεύω εξιλέωση. Κάθε άλλο. Είμαι εδώ για να με τιμωρήσεις. Είμαι εδώ γιατί χρωστάω κι εγώ στον εαυτό μου μια ποινή για ένα λάθος για το οποίο κανείς δεν βρέθηκε να μου επιβάλει μια τιμωρία ώστε να λυτρωθώ». Τότε της είπε γι’ αυτό που είχε συμβεί στα νιάτα της. Της μίλησε για τον Οδυσσέα κι έπειτα για τον Αχιλλέα, για την προδοσία που διέπραξαν σε βάρος της και για την προδοσία που διέπραξε η ίδια σε βάρος του αγέννητου παιδιού της. «Βλέπεις γιατί σε νιώθω λοιπόν; Καταλαβαίνεις ότι άθελά σου μ’ αυτή την πράξη σου έξυσες μια πληγή που δεν είχε κλείσει; Είμαι εδώ για να φροντίσουμε η μια την πληγή της άλλης. Δεν θα γιατρευτούμε ποτέ. Να το ξέρεις. Αλλά είναι

σημαντικό να έχεις κοντά σου έναν άνθρωπο που να ξέρει πώς να φερθεί στην πληγή σου. Αυτό μπορώ να κάνω μόνο για σένα και αυτό θα κάνω». «Έγινες αιτία να χάσω τον Αχιλλέα» επανέλαβε η άλλη. Κανέναν άλλο δεν είχα. Ούτε καν τη μάνα μου. Από τότε που ήμουν παιδί δεν την ένιωθα δική μου. Λες και με μισούσε που είχα τη δύναμη να στύβω την πέτρα και να διεκδικώ τα όνειρά μου. Όσο εγώ πάλευα να κερδίζω την αγάπη της, τόσο την έχανα, αποδεικνύοντας τη δύναμή μου. Είναι ασύλληπτο αυτό που μου συνέβαινε. Λυπόμουν τον εαυτό μου επειδή δεν με λυπούνταν οι άλλοι. Κι έτσι, έχασα τα λογικά μου παλεύοντας να τους κάνω να μ’ αγαπήσουν». «Ο Αχιλλέας όμως σ’ αγαπούσε. Μπορώ να σ’ το πω με βεβαιότητα αυτό. Και το έφερε βαρέως μέχρι τέλους που δεν σου χάρισε εκείνο τον χορό που του είχες ζητήσει» της είπε η Έλλη, κλείνοντάς της με νόημα το μάτι κι έτοιμη να πάρει ακόμα και όρκο γι’ αυτό το θέμα αν χρειαζόταν. «Ο χορός… Εκείνο το μπλούζ» κάγχασε η Αιμιλία με διάχυτη ειρωνεία στη φωνή. «Για το μπλουζ, τον έρωτα και την ευτυχία χρειάζονται πάντα δύο. Κι εγώ αποδείχτηκε πως ήμουν μόνη μου» συνέχισε, ξετυλίγοντας την ανέμη της ψυχής της σιγά σιγά. «Ναι. Γιατί άλλη αγάπησε ο Αχιλλέας όταν σε γνώρισε, Αιμιλία, και έπειτα τον άφησες μόνο του με μια γυναίκα που δεν γνώρισε ποτέ, όταν άρχισες να καταρρέεις τσακισμένη απ’

όσα σου συνέβησαν. Αυτό που έγινες έπειτα απ’ τον θάνατο της Ελένης και ύστερα από τις πρώτες ισχνές προδοσίες του ποτέ δεν το αγάπησε, και είχε δίκιο. Και κατόπιν γνώρισε εμένα, που ήμουν αυτό που θα γινόσουν εσύ αν δεν μεσολαβούσαν η μητέρα σου και ο χαμός της αδερφής σου» της εξήγησε η Έλλη, που όλα όσα είχε προκαλέσει στον εαυτό της στόχευαν σε τούτες ακριβώς τις εξηγήσεις που έπρεπε οπωσδήποτε να δοθούν. «Πονάω πολύ. Εσύ πρέπει να ξέρεις πόσο» της ομολόγησε η Αιμιλία καθισμένη ανακούρκουδα στο κρεβάτι, και η εξομολόγησή της φάνηκε στη συγγραφέα σαν αυτή που κάνει κάποιος μπροστά στον καθρέφτη του. Καθρέφτη της την ένιωθε την Έλλη, κι ας μην είχαν ξαναβρεθεί οι δυο τους ποτέ. Μια κοινή μοίρα τις είχε αδερφώσει και η μια ήταν συμπλήρωμα και προέκταση της άλλης. «Δεν τον σκότωσες εσύ τον Αχιλλέα. Έτσι δεν είναι;» τη ρώτησε η Αιμιλία με βεβαιότητα. Η Έλλη τής έγνεψε καταφατικά. «Πονούσε, Αιμιλία, κι αυτός» της είπε. «Πονούσε σαν κι εμάς. Ίσως μάλιστα να έφταιξε λιγότερο σ’ αυτή την ιστορία. Γιατί όμως δεν μίλησες, Αιμιλία, σε κανέναν; Γιατί δεν έβγαλες από μέσα σου την αλήθεια που σε σκότωνε;» «Τι νόημα μπορεί να είχαν οι εξηγήσεις; Η δικαιοσύνη δεν βλέπει πέρα από τη μύτη της. Την ποινή μου την υποπτευόμουν εξαρχής. Εγώ την προκάλεσα εξάλλου. Κι

έπειτα, μ’ αρέσει εδώ. Είμαι μόνη, εγώ και ο εαυτός μου. Μέρα τη μέρα γαληνεύω και βρίσκω την ηρεμία που αναζητώ, προστατευμένη απ’ τους τοίχους του κελιού μου. Κανείς δεν μπορεί εδώ μέσα να με βλάψει ούτε να αλλάξει πια τη μοίρα μου. Οι μέρες έρχονται και φεύγουν ίδιες και απαράλλαχτες χωρίς εκπλήξεις. Γερνάω ήρεμα εδώ μέσα και μ’ αρέσει. Δεν πολεμάει με θύελλες η ψυχή μου. Πεδιάδα η κάθε μέρα μου, ίσιωμα βαρετό, μα ίσιωμα που δεν κρύβει καμιά απειλή όσο κυλάει ο χρόνος κι εγώ είμαι εδώ, προφυλαγμένη απ’ τους ανθρώπους. Γιατί εκεί έξω το μεγαλύτερο κακό μού το έκανε η ίδια μου η μάνα, όσο κι αν ακούγεται σκληρή η κουβέντα μου. Εδώ μέσα έχω φίλους μου μόνο τα βιβλία. Μου κρατούν υπέροχη συντροφιά. Ποτέ δεν μ’ αφήνουν μόνη και είναι ακίνδυνες οι σκέψεις που προκαλούν στο μυαλό μου. Ήταν λάθος που τα απαρνήθηκα, ξέρεις, για χάρη ενός άντρα» της είπε η Αιμιλία, που η ματιά της μαλάκωνε όσο περνούσε η ώρα, παίρνοντας κάτι από το χρώμα του ουρανού έπειτα από την μπόρα, και η άλλη κέρδιζε λίγο λίγο την ανοχή της αν όχι την εμπιστοσύνη της. «Μεγάλη ιστορία τα βιβλία» συμφώνησε και η Έλλη. «Κάποιες φορές ωστόσο σε τρελαίνουν κι αυτά. Ας πούμε αυτός ο στίχος από τη Μήδεια που λέει “αφού πρώτα εθανάτωσα αισχρά το δικό μου το αδέρφι” μη μου πεις πως δεν σε βασάνιζε αμέτρητες νύχτες, καθώς ταυτιζόσουν με την ηρωίδα που σκότωσε για έναν έρωτα τον αδερφό της. Ακόμα

και η αστάθεια της γραμμής με την οποία υπογράμμισες τη φράση σ’ εκείνο το βιβλίο έδειχνε φανερά την ταραχή σου». «Πώς είναι δυνατό να ξέρεις εσύ γι’ αυτή την υπογράμμιση;» συνοφρυώθηκε η Αιμιλία. «Όλα θα σου τα πω. Έχουμε χρόνο μπροστά μας» της είπε η Έλλη. «Δεν έχω δίκιο για εκείνο τον στίχο;» την ξαναρώτησε. «Ίσως να είναι κι έτσι. Εκείνη η φράση του ποιητή με είχε σημαδέψει. Ποτέ δεν κατάφερα να ξεφύγω απ’ την ευθύνη που η μάνα μου με φόρτωσε για τον χαμό της Ελένης. Μα τώρα που καθαρίζει σιγά σιγά το μυαλό μου νομίζω πως η Ελένη με παρακολουθεί κάπου απ’ τα σύννεφα γελώντας μαζί μου επειδή με νίκησε εντέλει, έστω και μ’ αυτό τον ανορθόδοξο τρόπο». Από τον τοίχο οι φατσούλες των παιδιών τις κοιτούσαν επίμονα με το αγνό τους βλέμμα. «Κάθε μέρα με σκοτώνουν» ψιθύρισε η Αιμιλία κοιτώντας τα. «Και κάθε μέρα τα κοιτώ για να υποστώ τον θάνατο που αξίζω. Πότε πότε πετιέμαι και στον ύπνο μου. Έρχονται και με ρωτούν αν τ’ αγαπώ. Όπως όταν τα σκέπαζα τα βράδια πριν κλείσουν τα μάτια τους. Μα εγώ δεν έβλεπα την αλήθεια που τώρα διακρίνω. Με μπέρδεψαν τα ξένα λάθη και ξαστόχησα νομίζοντάς τα για δικά μου. Και πλήρωσαν τα παιδιά την ανημπόρια μου να τα υπερασπιστώ, αφού δεν μ’ έμαθε ποτέ της η Ιουλία πως δικαιούμαι την αγάπη της ίδιας μου της

μάνας. Δεν έμαθα ν’ αγαπώ επειδή δεν αγαπήθηκα, αν με καταλαβαίνεις». Η Έλλη την πλησίασε δειλά και κάθισε πλάι της. Την αγκάλιασε, νομίζοντας πως της έπαιρνε με το αγκάλιασμα λίγη από τη μόνιμη ταραχή της. Η Αιμιλία κούρνιασε κουρασμένη στην αγκαλιά της ερωμένης του άντρα της δίχως να αντισταθεί. Ο φύλακας κρυφοκοιτούσε τις δυο γυναίκες. Ήξερε ποιες ήταν και έστησε σαστισμένος αυτί να ακούσει τι έλεγαν. «Μαζί αποδώ και μπρος σε όλα. Μαζί φταίξαμε. Μαζί θα ζητάμε απ’ τα παιδιά συγχώρεση κάθε μέρα» της ψιθύρισε η Έλλη. «Γι’ αυτό ήρθα κοντά σου. Μισός μισός ο πόνος αποδώ και πέρα, κι εμείς θα τον αντέχουμε μαζί». «Κι εσένα σε ξεγέλασα. Μη νομίζεις. Σου έστειλα τα φαντάσματα των παιδιών μου να σου γυρεύουν τον λόγο για έναν έρωτα που αφέθηκες να σε νικήσει. Κι έτσι σε νίκησα κι εγώ, όπως με νίκησε πεθαίνοντας η Ελένη». Λέξη δεν σχολίασε η Έλλη από όσα άκουσε. Έβγαλε μόνο από την τσέπη της το ραβασάκι της Ιουλίας. «Από τη μάνα σου» της είπε. «Μου είπε να σου το δώσω άμα σε δω». Η Έλλη έκανε το χρέος της, παρότι μάντευε αυτό που θα ακολουθούσε. Η Αιμιλία το πήρε διστακτικά στα χέρια της, σαν να κρυβόταν φίδι μες στο χαρτί. Το ξετύλιξε με δέος, όπως κάποιος ξετυλίγει ένα πακέτο από άγνωστο

παραλήπτη. Με φόβο το άνοιγε, μιας και δεν ήξερε τι μπορεί να έκρυβε η ξαφνική απόφαση της Ιουλίας να της μιλήσει. Πρόφτασε να διαβάσει την πρώτη λέξη, που άστραψε σαν ειρωνεία στα μάτια της. «Συγγνώμη…» έγραφε το χαρτί. Η γυναίκα έβαλε τα γέλια. Γέλια ασυγκράτητα, νευρικά, χλευαστικά. Εκρήξεις στο ναρκοπέδιο της σιωπής που είχε απλωθεί στο κελί τους. Τσαλάκωσε μες στη χούφτα της το σημείωμα και το πέταξε έξω από τα κάγκελα του κελιού. Ο φύλακας αντέδρασε κάπως με τη χειρονομία της. Τις κοίταξε αγριεμένος. «Στο καλάθι τα σκουπίδια. Όλα κι όλα» την παρατήρησε. «Συγγνώμη. Είναι που δεν ήθελα να μου πιάνει τον χώρο. Μου κόβει την ανάσα αυτό το χαρτί. Πέταξέ το κάπου μακριά μου, σε παρακαλώ!» Εκείνος το μάζεψε. Πήγε απόμερα να το πετάξει, αλλά δεν άντεξε στον πειρασμό και το διάβασε. «Συγγνώμη… Αποδώ και πέρα θα ζω περιμένοντας τη συγχώρεσή σου. Ήμουν τυφλή και δεν κατάλαβα. Κουφή και δεν άκουσα τις βουβές κραυγές σου. Μισή αφότου η μισή μου καρδιά έσβησε μαζί με την Ελένη μας. Και ανίκανη να αντιληφθώ πως άθελά μου σκότωνα κι εσένα. Έχω καταλάβει πια το λάθος που κανείς μας δεν μπορεί να διορθώσει. Θέλω απλώς να πω τη συγγνώμη που σου χρωστώ, κι ας ξέρω πως δεν αξίζω τη συγχώρεσή σου».

Η Έλλη είδε τη σύσπαση πόνου να σχηματίζεται στον σταυρό των φρυδιών της Αιμιλίας και έπειτα να απλώνεται σε ολόκληρη τη μορφή της. «Θέλω να τη διαγράψω απ’ το μυαλό μου, κι ας είναι η μάνα μου. Αν τη συγχωρέσω, είναι σαν να προσβάλλω τη μνήμη των παιδιών μου» της εξήγησε. «Αν δεν συγχωρείς, δεν γιατρεύεσαι. Στοιχειώνει μέσα σου η συγχώρεση και σε καταπίνει. Θέλω να το σκεφτείς. Δες πόσο καλά είμαστε οι δυο μας τώρα που μιλάμε. Ίσως κάποτε να βρεις το κουράγιο να μιλήσεις και μ’ εκείνη. Κάνε το προτού η μάνα σου κλείσει για πάντα τα μάτια της». Η Αιμιλία γύρισε το βλέμμα αλλού και η Έλλη τής γύρεψε… χαρτί και μολύβι για να ξεχαστούν. «Το χαρτί και το μολύβι δεν γιατρεύουν. Μα βοηθούν να καταλάβεις για ποιον λόγο πονάς» της εξήγησε με ήπια φωνή. Η Αιμιλία παραξενεύτηκε με τα λόγια της. Είχε σκεφτεί και η ίδια κάποτε το ίδιο πράγμα, όταν μετά τον θάνατο της Ελένης βυθίστηκε στα γραπτά και στα διαβάσματά της, ξεχνώντας ό,τι συνέβαινε ολόγυρά της. Έβγαλε ένα χαρτί κάτω από το μαξιλάρι της. Ένα μολύβι είχε κυλήσει κοντά στο ποδάρι του κρεβατιού της. «Μαζί…» της είπε η Έλλη κοιτώντας τη με νόημα. «Μαζί θα τη γράψουμε αυτή την ιστορία. Εσύ κι εγώ σαν ένα… Θα μιλάω και θα συμπληρώνεις. Θα μιλάς και θα συμπληρώνω εγώ. Έτσι μαθαίνουμε να αντέχουμε τα λάθη μας. Έτσι

μπορούμε να τα ξορκίζουμε». Ξεκίνησε να γράφει την πρώτη φράση: «Εγώ είμαι η Μήδεια…». Η Αιμιλία πετάχτηκε λέγοντας: «Με λένε Ιουλία Στρατάκη». «Κάποτε είχα δυο κόρες» συμπλήρωσε η Έλλη. «Μα τη μια την ξέγραψα όταν πέθανε η άλλη» συνέχισε η Αιμιλία. Αυτό το λεκτικό σύρε κι έλα συνεχίστηκε ώσπου γέμισαν αρκετές κόλες χαρτί. Οι ψυχές άρχισαν να ξαλαφρώνουν. Οι ματιές των παιδιών από τις φωτογραφίες, αν και συνέχιζαν να τις ματώνουν, τις πονούσαν κάπως πιο λίγο, σαν να έσταζαν ηρεμιστικό μες στις φλέβες τους. Σταμάτησαν το γράψιμο και στύλωσαν τις πλάτες τους στον τοίχο. Έκλεισαν τα μάτια για να ξαποστάσουν. Δεν μιλούσαν άλλο. Έξω από το κελί οι σκιές των πραγμάτων άρχισαν να πέφτουν στο πάτωμα βαριές από το φως της λάμπας. «Είναι η ώρα που έρχονται οι μνήμες για το νυχτερινό βασανιστήριο» ψιθύρισε η Αιμιλία στην Έλλη σκύβοντας στο αυτί της. «Μη φοβάσαι, καλή μου. Εγώ είμαι εδώ» της είπε η άλλη πλέκοντας το χέρι της μες στο δικό της. «Θα είμαστε μαζί απόψε. Θα τις νικήσουμε. Θα δεις». «Κάθε βράδυ σκέφτομαι να πεθάνω. Και κάθε πρωί αποφασίζω να αντέξω γιατί το χρωστάω στα παιδιά. Όσες περισσότερες φορές αντέξω να θυμάμαι το λάθος, τόσο θα ξεπληρώνω αυτό το χρέος».

Είχε σουρουπώσει όταν άκουσαν ένα γάβγισμα. Η Έλλη πετάχτηκε στα κάγκελα του κελιού, που έβλεπε στο προαύλιο. Ένα κουτσό λαμπραντόρ κοιτούσε ολόγυρα πελαγωμένο. Κάποια στιγμή σήκωσε προς το μέρος της τη μουσούδα του. Η Έλλη εντόπισε το μπάλωμα πάνω από το μάτι του. Ο Αχιλλέας την είδε και άρχισε να χοροπηδάει περιχαρής και να γαβγίζει ευτυχισμένος. Ζούσε. Τη μοιραία νύχτα που έγινε το ατύχημα ο περιπτεράς είχε αϋπνία και περνούσε το βράδυ στο περίπτερο. Είδε τον χτυπημένο σκύλο και έσπευσε να τον πάει στον κτηνίατρο. Το ζώο σακάτεψε το ένα του πόδι, μα σώθηκε η ζωή του. Η Έλλη, βέβαια, δεν ήξερε τι είχε απογίνει το σκυλί της ούτε που έμαθε ποτέ της γιατί κούτσαινε. Αναρωτιόταν όμως πώς βρέθηκε κάτω από το κελί της το σκυλί και η απάντηση της δόθηκε από έναν φύλακα. «Τον έφερε ένας γεροξεκούτης, που σου στέλνει χαιρετίσματα. Είπε πως είναι ο εθνικόφρων περιπτεράς της γειτονιάς σου. Είπε ακόμα πως του λείπεις κι εσύ και η αντάρτισσα Ποκαχόντας στο φτερό του αυτοκινήτου σου. Γρι δεν κατάλαβα» της εξήγησε. «Μάλλον χαμένα τα είχε» σχολίασε στο τέλος. Ο σκύλος στήθηκε στα δυο του πόδια κάτω από το παράθυρο των δυο γυναικών, σαν εραστής που περίμενε να βγει στο μπαλκόνι η αγαπημένη του για να της κάνει καντάδα. Με τον καιρό, έγινε η μασκότ της φυλακής. Οι

φύλακες τον συμπάθησαν και του πετούσαν κόκαλα από το συσσίτιο των κρατουμένων. Με χιόνι, βροχή, λιακάδα και κρύο έμεινε πιστός στην Έλλη και στην Αιμιλία, που συγκινήθηκε όταν έμαθε πως ήταν ένα από τα κουτάβια της Φλόγας. Παντός καιρού εντέλει η αληθινή αγάπη.

Έτσι υπέμεναν την ποινή για τα λάθη τους γράφοντας για μια άλλη «Μήδεια» που περίμενε σε κάθε επισκεπτήριο να δεχτούν τη συγγνώμη της. Έπειτα από δύο χρόνια το βιβλίο τελείωσε. Λιακάδες διαδέχονταν τις βροχές και βοριάδες πέτρωναν στις βουνοκορφές τα χιόνια, μα η άρνηση της Αιμιλίας να δει τη μάνα της δεν έλεγε να καμφθεί. Η Ιουλία έσερνε τα βήματά της κάθε Κυριακή και στηνόταν στην αίθουσα του επισκεπτηρίου με το βλέμμα καρφωμένο στην πόρτα απ’ όπου έμπαιναν στον χώρο οι κρατούμενες για να δουν τους δικούς τους. «Η Αιμιλία Στρατάκη;» ρωτούσε στην αρχή τον δεσμοφύλακα. «Είμαι η μάνα της. Πείτε της πως ήρθα να τη δω». Μια, δυο, τρεις φορές τής είπε εκείνος πως η κόρη της αρνιόταν να τη συναντήσει, ώσπου στο τέλος έπαψε πια να της μιλάει και σήκωνε λυπημένος μόνο τα φρύδια του. Μα εκείνη συνέχιζε να πηγαίνει, και με λιακάδα, και με βροχή, και με βοριάδες, και με χιόνι.

Όταν πια μπήκε η τελευταία τελεία στο βιβλίο της Έλλης και της Αιμιλίας, η κόρη είδε στον ύπνο της τη μάνα της όμορφη όπως ήταν στα νιάτα της να είναι μαζί της στον κήπο του σπιτιού τους στην Ξάνθη ανάμεσα σε ανθισμένες παπαρούνες. Η Ελένη τους ήταν καθισμένη στην κούνια που κρεμόταν από ένα γέρικο πλατάνι και η Αιμιλία έτρεχε προς το μέρος της μάνας για να κρυφτεί στην αγκαλιά της. Της άρεσε τόσο να είναι φωλιασμένη στον κόρφο της Ιουλίας, ώστε ακόμα κι όταν άρχισε να επανέρχεται από τον ύπνο προσπάθησε να διασώσει τη ζεστασιά του μητρικού αγκαλιάσματος. Άνοιξε τα μάτια μες στο σκοτάδι. Τα βλέφαρά της ήταν μουσκεμένα και ο λυγμός που της πίεζε το στήθος τής προκαλούσε δυσφορία. Το ρολόι της έδειχνε τρεις. Έξω το σκοτάδι ήταν πηχτό σαν λάσπη. Αργούσε να ξημερώσει. Η Έλλη κοιμόταν. Μες στο κελί έκανε ψύχρα, όμως η Αιμιλία ένιωθε μια περίεργη έξαψη. Νόμιζε πως ακόμη είχε πάνω στο κορμί της τα δάχτυλα της Ιουλίας που την πλημμύριζαν ασφάλεια, και στα ρουθούνια της έφτανε η ευωδιά της μάνας που μοσχοβολούσε πράσινο σαπούνι. «Μπα σε καλό μου!» μονολόγησε την ώρα που άκουσε το σκυλί στο προαύλιο των φυλακών να αλυχτά, ξάγρυπνο κι εκείνο για έναν άγνωστο λόγο. «Λέω αύριο που είναι Κυριακή να βγω στο επισκεπτήριο για να δω τη μάνα μου» μοιράστηκε το πρωί με την Έλλη τη

σκέψη της, αφού της εξιστόρησε το όνειρό της. Εκείνη δεν μίλησε. Χαμογέλασε μόνο. Έλιωσε ο πάγος λοιπόν. Επιτέλους! συλλογίστηκε, ενθαρρύνοντάς τη να κάνει αυτό που δύο χρόνια πριν την είχε συμβουλέψει. H Ioυλία είχε ετοιμαστεί, όπως πάντα, αποβραδίς. Είχε λούσει τα μαλλιά της και είχε βγάλει στην καρέκλα το μόνο ανοιχτόχρωμο φουστάνι που διέθετε, θέλοντας να μη σκιάζει τίποτε λυπητερό και πένθιμο την πολυπόθητη συνάντηση με την Αιμιλία. Κοιμήθηκε κρατώντας στη χούφτα τον σταυρό της και παρακαλώντας την Παναγία να βάλει το χέρι της για να φιλιώσει με το παιδί της. Ξύπνησε πάλι στις έξι το χάραμα, πριν ακουστεί ο χτύπος του ξυπνητηριού. Στερέωσε τις φουρκέτες στον κότσο της με τρεμάμενα χέρια και προσευχήθηκε άλλη μια φορά, αφήνοντας το βλέμμα της να βουλιάξει στα μάτια των αγίων στο εικονοστάσι που είχε φροντίσει να στήσει η Σεβαστή στο νέο τους σπιτικό με το που ήρθαν στην Αθήνα. Ανάμεσα στα μπαγκάζια της και δυο εικόνες. Πρώτα ετοίμασε το εικονοστάσι κι έπειτα το κρεβάτι της στην κάμαρα, για να μη μείνουν οι άγιοι ξεσπιτωμένοι πρόσφυγες και της κακιώσουν στον ξένο τόπο, όπως είχε πει χαρακτηριστικά. «Θα δεις. Θα το βάλει το χέρι της η Παναγία και θα σε συγχωρέσει η Αιμιλία!» έλεγε στην Ιουλία η Μανιάτισσα όποτε την έβλεπε να λιγοψυχά, καταρρέοντας από την

άκαρπη προσμονή. «Καλή επιτυχία!» της φώναξε λοιπόν κι εκείνη τη μέρα η Σεβαστή κουκουλωμένη ακόμη στο κρεβάτι της, καθώς συμμεριζόταν πάντα την κυριακάτικη αγωνία της συγκατοίκου της. Νύχι και κρέας είχαν γίνει οι δυο γυναίκες αφότου αποφάσισαν να μείνουν μαζί όταν η Σεβαστή μετακόμισε στην Αθήνα για να χορτάσει τον γιο της έπειτα από δεκαπέντε χρόνια απόστασης και σιωπής, παραχωρώντας το σπίτι του χωριού στη Βενετία, που επιτέλους παντρεύτηκε. Η λύση της συγκατοίκησης βόλεψε και την Ιουλία, που θα έμενε στην πρωτεύουσα για να ζητιανεύει τη συγχώρεση της Αιμιλίας σε κάθε επισκεπτήριο στις φυλακές. Έκτοτε οι δυο μανάδες μοιράζονταν τα έξοδα του σπιτιού και τα μαράζια τους. «Κάτι μου λέει πως σήμερα όλα θ’ αλλάξουν» της έδινε κουράγιο κάθε Κυριακή η Σεβαστή όταν την έβλεπε να τριγυρνάει αξημέρωτα μες στο σπίτι ανήσυχη σαν στοιχειό, και η Ιουλία αρπαζόταν απ’ την κουβέντα όπως ο ορειβάτης κρατιέται σφιχτά από το σκοινί του. Τα αρθριτικά είχαν αρχίσει να δυσκολεύουν τη σβελτάδα του βήματός της, μα δεν το έβαζε κάτω. Έβγαινε στην ψύχρα του πρωινού και σχεδόν έτρεχε. Μπαστούνι ακόμη δεν καταδεχόταν. Έσφιγγε τα χείλη και πάλευε με τον πόνο. Τον πόνο της καρδιάς και τον πόνο του γέρικου κορμιού. Οι περαστικοί έβλεπαν μια φουριόζα ηλικιωμένη γυναίκα με

αγχωμένο βηματισμό λες και την κυνηγούσαν. Και πράγματι η Ιουλία ήταν κυνηγημένη από τον χρόνο που σωνόταν δίχως τη συγχώρεση του παιδιού της, από τις τύψεις που τη βασάνιζαν, από τα λάθη που δεν κατάφερνε να τα πνίξει το ποτάμι της λήθης. Όσο κι αν βιαζόταν ωστόσο, κάθε Κυριακή περνούσε απαραιτήτως πρώτα από το σπίτι της Αιμιλίας. Συμπτωματικά, το διαμέρισμα που είχε νοικιασμένο η Ιουλία μαζί με τη Σεβαστή τύχαινε να είναι στην ίδια περιοχή των βορείων προαστίων που βρισκόταν και η ερημική μονοκατοικία της κόρης της. Η Μανιάτισσα ήταν ανένδοτη στο θέμα της γειτονιάς. «Θέλω πράσινο και απλωσιά, να μου θυμίζει το πατρικό μου» έλεγε χτυπώντας το μπαστούνι της στο πάτωμα όταν ο Αλέξανδρος προσπάθησε να την πείσει να νοικιάσει κάπου κοντά στο δικό του. Κι έτσι, σε ένα δεκάλεπτο η Ιουλία κάθε Κυριακή έφτανε έξω από το σπίτι της κόρης της για να εξοφλεί το γραμμάτιο δακρύων που χρωστούσε στα εγγόνια της. Γραπωνόταν από τα κάγκελα της αυλόπορτας κι έμενε με βλέμμα απλανές να κοιτάζει τον ρημαγμένο κήπο με την απεριποίητη πια βλάστηση, τη γεμάτη αγκάθια, ξερόχορτα και απειλητικούς κισσούς, που είχαν σκαρφαλώσει ως τη στέγη τυλιγμένοι γύρω από τα λούκια. Κάποιες φορές νόμιζε πως αφουγκραζόταν γέλια παιδικά και άλλοτε πάλι κλάματα, φερμένα από έναν άνεμο-βασανιστή που χάραζε μέσα της

πρόσθετες ενοχές. Ετούτη τη μέρα άκουγε γέλια πάλι και ευφραίνονταν τα φυλλοκάρδια. Κάτι αισιόδοξο πετάρισε στα σπλάχνα της όταν ανάμεσα στην απείθαρχη βλάστηση εντόπισε έπειτα από δυο χειμώνες και δυο καλοκαίρια τρία κόκκινα τριαντάφυλλα. Έσπρωξε την πόρτα και οι σκουριασμένοι μεντεσέδες διαμαρτυρήθηκαν ύστερα από χρόνια απραξίας, σαν τα γέρικα κόκαλα της γυναίκας. Αφότου συνέβη η συμφορά, κανείς δεν έμπαινε εκεί μέσα και η πόρτα είχε ξεμάθει κάθε κίνηση. Ως και ο ταχυδρόμος, όταν δεν είχε κάποιον λογαριασμό να ρίξει στο κουτί, άλλαζε πεζοδρόμιο βιαστικός, σκύβοντας το κεφάλι για να μη χαραμίσει ούτε βλέμμα στο σπίτι των φονικών. Η Ιουλία πλησίασε την τριανταφυλλιά, αφού παραμέρισε τα αγριόχορτα που έφτιαχναν μπροστά της ασπίδα. Έκοψε δίχως δισταγμό ένα λουλούδι, αδιαφορώντας για το αίμα που έσταξε μόλις της τρύπησαν τα αγκάθια το δάχτυλό της. Μάνα και η τριανταφυλλιά, έπρεπε να υπερασπιστεί τα μπουμπούκια της που της τα άρπαζε εκείνο το χέρι. Κρατώντας το λουλούδι μπροστά στο στήθος, η Ιουλία κίνησε για τη στάση. Το λεωφορείο έφτασε αμέσως, σαν να συμμεριζόταν τη βιασύνη της. Ανέβηκε, όπως πάντα, φοβισμένη τα σκαλιά των φυλακών και με τον τρόμο φυλακισμένο στο βλέμμα κοίταξε τα μάτια του δεσμοφύλακα, όπου διάβαζε την απόρριψη της κόρης της

δυο χρόνια τώρα. Εκείνος δεν σήκωσε τα φρύδια του αυτή τη φορά σε ένδειξη άρνησης. Αντίθετα, της χαμογέλασε κι έπειτα της έγνεψε να κοιτάξει στα δεξιά της τη χλωμή φιγούρα της γυναίκας που είχε σταυρώσει τα χέρια πάνω στο τραπεζάκι και την περίμενε κοιτώντας με άδειο βλέμμα τον γύρω χώρο. Εντόπισε την κόρη της και ήταν σαν να είδε το αντικατόπτρισμά της στον χρόνο. Ο σφιχτός κότσος, τα γκρίζα μαλλιά, εκείνη η βαθιά ρυτίδα που της χώριζε το μέτωπο στα δύο έκαναν την Αιμιλία ολόφτυστη με εκείνη. Η Ιουλία βάδισε προς το μέρος της με αργά βήματα τώρα. Τόσο καιρό βιαζόταν να τη δει και εκείνη τη στιγμή που έφτασε η ώρα της αντάμωσης φοβόταν το δηλητήριο που ίσως να έχυναν στις πληγές της τα λόγια της κόρης. Κάθισε απέναντί της, βάζοντας πάνω στο τραπέζι το τριαντάφυλλο γυρεύοντας ανακωχή. «Από τον κήπο σου το έκοψα. Άνθισε πάλι» της είπε για να σπάσει τον πάγο. Η Αιμιλία χάιδεψε τα πέταλα του άνθους. Το πήρε και το μύρισε κι έπειτα το ακούμπησε πάλι στο τραπέζι ανάμεσά τους, στην ίδια θέση που το άφησε η μάνα, λες και το τριαντάφυλλο χώριζε τον κόσμο στα δύο σαν σύνορο και θα κρατούσε καθεμιά τους προφυλαγμένη από τον πόνο που της προκαλούσε η άλλη. Για ώρα κοιτιούνταν μόνο. Σταυρωμένα τα δάχτυλα,

σφραγισμένα τα χείλη. Στα μάτια τους χόρευαν οι αναμνήσεις που ήθελαν να θυμούνται. Η Ιουλία κοιτούσε τα μαλλιά της κόρης της, που είχαν αρχίσει να ασπρίζουν, και αναπολούσε τη φρεσκάδα της πριν ερωτευτεί τον Αχιλλέα και την καταπιεί η απόγνωση που μάνα, αδερφή και σύζυγος της είχαν προκαλέσει. Το αγκάθι που της τρύπησε νωρίτερα το χέρι την πόνεσε λιγότερο από ετούτη τη θύμηση. Η Ιουλία, πάλι, ήταν αγνώριστη. Σε τίποτε δεν θύμιζε εκείνη την αντρογυναίκα που διαφέντευε με τον άντρα της τα χωράφια, και η φωνή της έκοβε το αίμα των κοριτσιών της. Νικημένη από τον πόνο ήταν. Τσακισμένη από τις ενοχές, που πολλαπλασίαζαν το φορτίο του χρόνου στην κυρτή της ράχη. Έτσι όπως την είδε, η κόρη ένιωσε ένα νέο είδος ενοχής να ξεπετιέται μέσα της. Δίχως να το πολυσκεφτεί, το χέρι της γλίστρησε και άγγιξε το χέρι της Ιουλίας, και τα δάχτυλα της μάνας βιάστηκαν να μπλεχτούν με τα δικά της, σαν να ήθελαν να φτιάξουν έναν αξεδιάλυτο κόμπο για να μη διακοπεί η σχέση τους ποτέ στο μέλλον. «Συγγνώμη, μάτια μου… Να ’ξερες μόνο… Αν είχα νωρίτερα καταλάβει… Μα ήμουν τυφλή, κουφή από τον πόνο… Αν…» «Σσς. Μη λες τίποτε. Γαλήνεψε πια. Και μην ξανάρθεις. Δεν θέλω να με βλέπεις εδώ μέσα» την καθησύχασε η Αιμιλία. «Συγγνώμη, αγάπη μου. Από σένα, από τα παιδιά…

Συγγνώμη» σπάραζε τώρα η Ιουλία, ενώ τα χέρια της έσφιγγαν τα λιγνά δάχτυλα της Αιμιλίας. «Γαλήνεψε, σου είπα. Πέρασαν όλα τώρα πια» της ψιθύρισε η Αιμιλία κι έπειτα τράβηξε το χέρι της από το χέρι της μάνας, πήρε το τριαντάφυλλο και κίνησε να φύγει, αφού ακούμπησε φευγαλέα τον ώμο της Ιουλίας, που έμεινε πίσω ξαλαφρωμένη. Ο δεσμοφύλακας οδήγησε την Αιμιλία στο κελί της. Ώσπου να ξεκλειδώσει τη σιδερένια πόρτα αφουγκραζόταν τους λυγμούς που παιδευόταν η άλλοτε ατσάλινη γυναίκα να συγκρατήσει, ενώ ρουφούσε λαίμαργα το άρωμα των μητρικών χεριών που αποτυπώθηκε στο δέρμα της. Η Έλλη στύλωσε τα μάτια πάνω της μόλις την είδε να μπαίνει. Το λουλούδι στο χέρι της Αιμιλίας χόρευε στον ρυθμό της τρεμούλας της. Θέλησε να διαβάσει από την όψη της συγκατοίκου της όσα ήταν σίγουρη πως θα της έλεγε μόλις θα ηρεμούσε. «Πώς πήγε;» τη ρώτησε ανυπόμονα, παρακολουθώντας τη να βάζει σ’ ένα ποτήρι το τριαντάφυλλο. «Έγινε ό,τι έπρεπε να γίνει» της απάντησε δίσημα η άλλη. «Τη συγχώρεσες; Της το είπες για να ησυχάσει;» τη ρώτησε επίμονα η Έλλη γυρεύοντας μια σαφή απάντηση. Η Αιμιλία κάθισε οκλαδόν στο ράντζο της απέναντι από τις φωτογραφίες των παιδιών της. Έδειχνε πιο γερασμένη έπειτα από τη συνάντηση με τη μάνα της, σαν να πήρε από

εκείνη κάποια από τα χρόνια που βάραιναν το σώμα της. Οι ρυτίδες της είχαν βαθύνει, φιλοτεχνώντας αγριεμένες σκιές στο άλλοτε καθαρό της πρόσωπο. Κούνησε αργά το κεφάλι σε ένδειξη της άρνησης. «Όχι» της είπε κοφτά, συνεχίζοντας να αγκαλιάζει με το βλέμμα της τις παιδικές μορφές στις φωτογραφίες. «Όχι ακόμη τουλάχιστον. Μακάρι να μπορούσα, μα μου είναι αδύνατο. Όμως δεν είναι ανάγκη να το ξέρει εκείνη και να τυραννιέται. Τη λυπήθηκα. Της είπα ψέματα. Μάνα μου είναι». Η συγχώρεση έμεινε μετέωρη, μα η Ιουλία αναπαύτηκε λίγα χρόνια αργότερα με την ψευδαίσθηση πως η κόρη της την είχε συγχωρέσει…

Kάποιο απόβραδο από το ραδιόφωνο ενός φύλακα που άκουγε συνήθως λαϊκά σουξέ της εποχής αναδύθηκε εκείνο το παλιό μπλουζ που ουδέποτε χόρεψε η Αιμιλία. Η φωνή του τραγουδιστή με τη λυγμική χροιά κατάφερε να τσαλακώσει την όψη της «Μήδειας», φιλοτεχνώντας έναν μορφασμό νοσταλγίας στο πρόσωπό της. Άρχισε να ψιθυρίζει πάλι τα λόγια στα ελληνικά: Όταν η νύχτα έρχεται και η γη είναι σκοτεινή και το φεγγάρι είναι το μόνο φως

που μπορούμε να δούμε, δεν φοβάμαι όσο στέκεσαι δίπλα μου… Η γυναίκα γάντζωσε τα δάχτυλά της στα κάγκελα του παράθυρου που έβλεπε στην αυλή και με κλειστά τα μάτια αφουγκραζόταν βουβή την επιθετική μελωδία. Η Έλλη κοιμόταν, μα άρχισε σιγά σιγά να ανοίγει τα μάτια της όσο εισχωρούσε στην ψυχή της η μουσική. Σηκώθηκε από το ράντζο της και ακροπατώντας πλησίασε τη συγκρατούμενή της, που τρανταζόταν από τα αναφιλητά. Την άγγιξε στον ώμο ξαφνιάζοντάς τη, μα την έκανε να γυρίσει προς το μέρος της. Δίχως να πουν κουβέντα, η Έλλη πέρασε το ένα χέρι γύρω από τη μέση της Αιμιλίας και με το άλλο έπλεξε τα δάχτυλά της στα δάχτυλα της «Μήδειας», που κοιτούσε συνεσταλμένα τα παπούτσια της. «Ψηλά το κεφάλι, γλυκιά μου. Στα μάτια να με κοιτάς. Αφήσου στο παράπονο της μελωδίας. Ξεκούρασε την καρδιά σου πάνω στον ώμο μου. Γλύκανε την πληγή σου με τη μουσική». Κι εκείνη την ακολουθούσε αναντίρρητα κλείνοντας τα μάτια, παραδομένη στα λόγια και στα βήματα της Έλλης. «Μη φοβάσαι. Ας κάνεις λάθος. Πάμε πάλι» την ενθάρρυνε εκείνη «τη ζωή. Μη δειλιάζεις μπροστά στο ενδεχόμενο να κάνεις λάθος βήματα». Και η Αιμιλία αφηνόταν στον ρυθμό της μελωδίας κι έδειχνε σαν να πετούσε, σαν να ήταν οι δυο τους σ’ ένα

αερόστατο κι έφευγαν μακριά από τη φυλακή, πετώντας τα σακιά με την άμμο που ανέκοπταν μες στο κελί τη φόρα της ψυχής τους. «Κλείσε τα μάτια και αφήσου στα βήματά μου. Μη φοβάσαι». Mε αυτό τον τρόπο έκτοτε δραπέτευαν έστω για λίγο από τη φυλακή τους, ανακαλύπτοντας ετούτη την ιδιόρρυθμη ελευθερία χορεύοντας. Κι όταν το τρανζίστορ του φύλακα δεν έπαιζε κάτι της αρεσκείας τους, μουρμούριζαν οι ίδιες το τραγούδι και χόρευαν με ακουμπισμένο το μάγουλο της μιας πάνω στο πρόσωπο της άλλης και με αποκούμπι τις σκέψεις της μιας στις σκέψεις της άλλης, όπως μόνο μια γυναίκα νιώθει τα τραύματα ενός άλλου θηλυκού. Κι έτσι κυλούσε ο χρόνος εκεί μέσα. Νότα με νότα, καρδιά με καρδιά, σκέψη με σκέψη. Ξανά και ξανά. Περιμένοντας μια απροσδιόριστη λύτρωση μέσα από απλές ανθρώπινες στιγμές αντίκρυ στους τοίχους με τις φωτογραφίες των χαμένων παιδιών και τα ανορθόγραφα μαράζια των άλλων κρατουμένων χαραγμένα στον ασβέστη. Μ’ ένα τριαντάφυλλο ξερό ανάμεσα στις σελίδες του βιβλίου που έγραψαν οι δυο γυναίκες. Ακούγοντας το γάβγισμα του Αχιλλέα και το τρανζίστορ του φύλακα μ’ έναν λυγμό σφηνωμένο πάντα στον λαιμό. Σ’ έναν χρόνο αμείλικτο μα παραδόξως υποφερτό, όσο ο πόνος ήταν μοιρασμένος στα δύο και γλύκαινε κάπως όποτε η Αιμιλία και η Έλλη χόρευαν

μουρμουρίζοντας τα λόγια εκείνου του τραγουδιού.

View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF