ET Istorika Metaxas OXI
March 21, 2017 | Author: Jaclyn Lynch | Category: N/A
Short Description
Download ET Istorika Metaxas OXI...
Description
17
ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ
#
17
SET 978-960-285-113-5 ISBN 978-960-285-155-5
ΤΟ ΟΧΙ ΚΑΙ Ο ΜΕΤΑΞΑΣ- ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΜΕΤΑΞΥ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
#
To ΟΧΙ
KAI O ΜΕΤΑΞΑΣ
Το δίλημμα μεταξύ Ιδεολογίας και Γεωπολιτικής
To ΟΧΙ
KAI O ΜΕΤΑΞΑΣ
Το δίλημμα μεταξύ Ιδεολογίας και Γεωπολιτικής
περιεχομενα 8-43 Η διολίσθηση στην άβυσσο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου 1919-1939: Η Ευρώπη ταλανίζεται από τις αναθεωρητικές προσπάθειες των ηττημένων χωρών. Η «εικοσαετής εκεχειρία» για την οποία είχε μιλήσει ο στρατάρχης Φος επιβεβαιώνεται πλήρως. Ο Χίτλερ, ακολουθούμενος από τον Μουσολίνι, αποσταθεροποιεί μεθοδικά το διεθνές σύστημα ασφαλείας. Το αντικομμουνιστικό Σύμφωνο Βερολίνου-Τόκυο υπογράφεται και από τη Ρώμη. Η Γαλλία χάνει τα ερείσματά της. Οι προσπάθειες του Βαλκανικού Συμφώνου για απόκρουση του ρεβανσισμού της Βουλγαρίας. Το γαλλοσοβιετικό Σύμφωνο του 1935 και το γερμανοσοβιετικό του 1939. Η άδικη θυσία της Τσεχοσλοβακίας το 1938. Ο Ντούτσε, μετά την Αβησσυνία, εισβάλλει στην Αίγυπτο και επιτίθεται στην Ελλάδα. ΤΟΥ Αντώνη Κλάψη
44-77 Ποιος είπε το «ΟΧΙ» στις 28 Οκτωβρίου; Ιδεολογία, δομή και διεθνής στρατηγική του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου στις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου Οι διεθνείς συμμαχίες της χώρας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και στον Εθνικό Διχασμό. Ο στρατός αναμιγνύεται ενεργά στην πολιτική κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Η κατάλυση του κοινοβουλευτισμού στις 4 Αυγούστου 1936 και η επιβολή της δικτατορίας από τον Μεταξά. Η δομή και η φύση του καθεστώτος. Η συνεργασία Μεταξά και βασιλιά Γεωργίου Β’ και ο πολιτικός δυαδισμός στην κορυφή της ιεραρχίας. Γιατί ο Eλληνας δικτάτορας, αν και γερμανόφιλος, είπε «ΟΧΙ» στο ιταλικό τελεσίγραφο και επέλεξε να συνταχθεί με τις φιλελεύθερες δυτικές δημοκρατίες; τoy ΡΑϋμονδοy Αλβανοy 4
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
περιεχομενα 78-123 Ο αιφνιδιασμοσ που εγινε ατακτη φυγη. το ιταλικο «βατερλω» «ΑΙ ΙΤΑΛΙΚΑΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑΙ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΠΡΟΣΒΑΛΛΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗΣ 5.30 Π.Μ. ΣΗΜΕΡΟΝ ΤΑ ΗΜΕΤΕΡΑ ΤΜΗΜΑΤΑ ΠΡΟΚΑΛΥΨΕΩΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΟΑΛΒΑΝΙΚΗΣ ΜΕΘΟΡΙΟΥ. ΑΙ ΗΜΕΤΕΡΑΙ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΑΜΥΝΟΝΤΑΙ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΟΥ ΕΔΑΦΟΥΣ». Aυτό ήταν το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν του Ελληνικού Γενικού Επιτελείου την αυγή της 28ης Οκτωβρίου 1940. Απλό και λακωνικό. Ισως γιατί η υπεράσπιση της πατρίδας δεν χρειάζεται τη συνοδεία βαρύγδουπων εκφράσεων. ΤΟΥ Νίκοy Γιαννόπουλοy
124-159 Η εισβολή μέσα από την ιταλική ματιά. Παραλιακός τομέας: Μεραρχία «Σιένα». Οκτώβριος – Νοέμβριος 1940 Ο Ντούτσε και το φασιστικό επιτελείο σχεδιάζουν με αβάσταχτη ελαφρότητα μια εισβολή στην Ελλάδα. Μια επιχείρηση που απαιτούσε μια σειρά -ανεκπλήρωτωνευνοϊκών συγκυριών για να είναι επιτυχής για τους Ιταλούς. Η αντίσταση του ελληνικού στρατού τις πρώτες μέρες και η ταχεία επιστράτευση απεκατέστησαν σύντομα την ισορροπία δυνάμεων στο μέτωπο. Το «σημείο καμπής» σε Καλαμά και Βωβούσα. Τα στρατηγικά σχέδια των δύο επιτελείων. Ο πόλεμος μέσα από την ιταλική οπτική. Οι αμφιβολίες υποσκάπτουν το ηθικό του ιταλικού στρατού, παρά τις προσπάθειες της προπαγάνδας. Οι Ιταλοί από επιτιθέμενοι μετατρέπονται σε αμυνομένους και αναζητούν καταφύγιο στην Αλβανία. τoy Γιώργοy Μαργαρίτη ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
5
Iδιοκτησία SABD Α.Ε. Επιμέλεια έκδοσης Αρτέμης Ψαρομήλιγκος, Βασιλική Λάζου Συνεργάτες τεύχους Αντώνης Κλάψης Ραϋμόνδος Αλβανός Νίκος Γιαννόπουλος Γιώργος Μαργαρίτης Art director Σοφία Λιβιεράτου Υπεύθυνη διόρθωσης Κατερίνα Μπεχράκη
6
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
προλογοσ Το «ΟΧΙ» που εκστομίστηκε το ξημέρωμα της 28ης Οκτωβρίου 1940 δεν ήταν ένας κεραυνός εν αιθρία, μια αστραπή στο μολυβένιο ουρανό που σκέπαζε όλη την Ευρώπη. Για να κατανοήσει ο αναγνώστης την άρνηση της επίσημης Ελλάδας να υποκύψει στο ιταλικό τελεσίγραφο είναι απαραίτητο να επιστρέψει νοερά στα ταραγμένα χρόνια του Μεσοπολέμου. Η ευρωπαϊκή ήπειρος στα χρόνια που ακολούθησαν τη λεόντειο ειρήνη των Βερσαλλιών ήταν διχοτομημένη σε στρατόπεδα: το στρατόπεδο των νικητριών χωρών και το στρατόπεδο των αναθεωρητικών, ηττημένων, κρατών, τα οποία επεδίωκαν την ανατροπή των Βερσαλλιών. Η περίοδος χαρακτηρίστηκε από μια σταδιακή αποσταθεροποίηση του διεθνούς συστήματος ασφαλείας και, επίσης, από μια άμπωτη της Δημοκρατίας, με ταυτόχρονη παλίρροια του ολοκληρωτισμού και του φασισμού. Ολοκληρωτισμός και αναθεωρητισμός δεν ταυτίζονταν απαραιτήτως. Χώρες όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ελλάδα, με σαφείς προτιμήσεις προς το φασισμό, δεν είχαν αναθεωρητικές τάσεις. Αντιθέτως, Βουλγαρία, Ρουμανία και Ουγγαρία συνδύασαν φασισμό και ρεβανσισμό. Ο Μεταξάς και το καθεστώς του αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα του διλήμματος ανάμεσα στις ιδεολογικές επιλογές και στα γεωστρατηγικά συμφέροντα της χώρας. Ο ίδιος ο Μεταξάς, άτομο με παραδεδεγμένες επιτελικές ικανότητες αλλά και χαμηλότατη διείσδυση στο εκλογικό σώμα, βρέθηκε στην κυβέρνηση –και επέβαλε δικτατορική εξουσία– με τις ευλογίες της Βουλής και βεβαίως των Ανακτόρων. Στο πλαίσιο μιας σταδιακής διολίσθησης προς αυταρχικές μεθόδους, η Ελληνική Δημοκρατία αυτοχειριάστηκε. Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου οδήγησε χιλιάδες ανθρώπους σε φυλακές και εξορίες, ανέπτυξε θεωρίες περί «Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού» αλλά και επικεντρώθηκε στην αμυντική θωράκιση της χώρας. Υποπτος φιλογερμανισμού, αλλά προσδεδεμένος πλέον στη Βρετανία, ο Μεταξάς έδωσε την 28η Οκτωβρίου μιαν απάντηση που ταλαντευόταν ανάμεσα στις ιδεολογικές συγγένειες προς τα φασιστικά καθεστώτα και τα γεωπολιτικά συμφέροντα που συνέπλεαν με τις Δημοκρατίες και κυρίως με τη Βρετανία. Ο «κυβερνήτης» με το «ΟΧΙ» που αντέταξε ταυτίστηκε, ίσως για πρώτη φορά τόσο απόλυτα, με τη θέληση του ελληνικού λαού. Και κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει πάντα, ούτε αναπόδραστα… Για αυτό η ανταπόκριση στην επιστράτευση υπήρξε άμεση και ενθουσιώδης. Για αυτό άντεξε το Μέτωπο στον πρώτο ιταλικό αιφνιδιασμό. Για αυτό η κακοσχεδιασμένη –με χαρακτηριστική φασιστική ελαφρότητα– επιχείρηση προσέκρουσε σε λυσσώδη άμυνα και γρήγορα μετατράπηκε σε επαίσχυντη φυγή. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον στον ανά χείρας τόμο παρουσιάζουν η πραγμάτευση του πολέμου από την ιταλική σκοπιά και η ανάδειξη των αδιεξόδων της στρατηγικής και προπαγάνδας του μουσολινικού καθεστώτος. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
7
Μουσολίνι και Χίτλερ. Ο Ντούτσε της Ιταλίας και ο Φύρερ της Γερμανίας αιματοκύλισαν την Ευρώπη προσπαθώντας να αναθεωρήσουν τη Συνθήκη των Βερσαλλιών. 8
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Αντώνης Κλάψης Διδάκτορας Διπλωματικής Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου, μέλος Συνεργαζόμενου Εκπαιδευτικού Προσωπικού στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου
Η διολίσθηση στην άβυσσο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου 1919-1939: Η Ευρώπη ταλανίζεται από τις αναθεωρητικές προσπάθειες των ηττημένων χωρών. Η «εικοσαετής εκεχειρία» για την οποία είχε μιλήσει ο στρατάρχης Φος επιβεβαιώνεται πλήρως. Ο Χίτλερ, ακολουθούμενος από τον Μουσολίνι, αποσταθεροποιεί μεθοδικά το διεθνές σύστημα ασφαλείας. Το αντικομμουνιστικό Σύμφωνο Βερολίνου-Τόκυο υπογράφεται και από τη Ρώμη. Η Γαλλία χάνει τα ερείσματά της. Οι προσπάθειες του Βαλκανικού Συμφώνου για απόκρουση του ρεβανσισμού της Βουλγαρίας. Το γαλλοσοβιετικό Σύμφωνο του 1935 και το γερμανοσοβιετικό του 1939. Η άδικη θυσία της Τσεχοσλοβακίας το 1938. Ο Ντούτσε, μετά την Αβησσυνία, εισβάλλει στην Αίγυπτο και επιτίθεται στην Ελλάδα.
Η κληρονομιά του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου Οταν το φθινόπωρο του 1918 τα μέλη των Κεντρικών Δυνάμεων υπέγραφαν το ένα μετά το άλλο ανακωχή με τις νικήτριες Δυνάμεις της Αντάντ, ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
δεν αναγνώριζαν απλά την ήττα τους στα πεδία των μαχών. Η λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου σηματοδότησε το τέλος μιας ολόκληρης εποχής και την απαρχή μιας εντελώς νέας. Οι πολυεθνικές αυτοκρατορίες στην Κεντρική και την Ανατολική Ευρώπη έπνεαν τα λοίσθια, νέα κράτη αναδύονταν, κοινωνικές επαναστάσεις εκδηλώνονταν και καθεστώτα με ιστορική παρουσία εκατοντάδων ετών ανατρέπονταν. Την ίδια στιγμή, η ευρωπαϊκή ήπειρος προσπαθούσε να επουλώσει τις βαθιές πληγές που είχε αφήσει πίσω της η τετραετής σύρραξη: εκατομμύρια νεκροί και τραυματίες, καταστροφές στις υποδομές, συρρίκνωση της παραγωγής, οικονομική εξαθλίωση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού. Ενα χρόνο πριν από τη λήξη του πολέμου η επικράτηση της επανάστασης των μπολσεβίκων είχε προκαταβολικά μεταβάλει τα δεδομένα στη Ρωσία. Η εγκαθίδρυση του πρώτου κομμουνιστικού καθεστώτος παρέσυρε τα ερείπια της μακραίωνης τσαρικής περιόδου, θέτοντας σχεδόν αμέσως, μέσω της υπογραφή της Συνθήκης του ΜπρεστΛιτόφσκ με τις Κεντρικές Δυνάμεις (3 Μαρτίου 1918), το νεοπαγές σοβιετικό κράτος εκτός του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Παράλληλα, οι διακηρύξεις των μπολσεβίκων για την ανάγκη εξαγωγής της επανάστασής τους θορυβούσαν τις ηγεσίες των δυτικών κρατών, με παρεπόμενη συνέπεια όχι μόνο την πολυετή διπλωματική απομόνωση της Μόσχας, αλλά επιπλέον την ανάληψη ακόμα και (τελικά ανεπιτυχών) στρατιωτικών πρωτοβουλιών για την ενίσχυση των αντιμπολσεβικικών δυνάμεων στο πλαίσιο του ρωσικού εμφυλίου1. Αν στην περίπτωση της Ρωσίας η καθεστωτική μεταβολή προηγήθηκε της στρατιωτικής ήττας (ή έστω της τυπικής αναγνώρισής της), σε εκείνες της Γερμανίας και της Αυστρο-ουγγαρίας η σειρά ήταν η αντίστροφη. Η δυσμενής για το Βερολίνο και τη Βιέννη έκβαση του πολέμου οδήγησε στην άμεση εκθρόνιση των αντίστοιχων αυτοκρατορικών οικογενειών (των Χοεντζόλερν και των Αψβούργων) και την ανακήρυξη της αβασίλευτης δημοκρατίας και στα δύο κράτη. Μετά τη Ρωσική, τόσο η Γερμανική όσο και η Αυστρο-ουγγρική 9
Αυτοκρατορία είχαν πάψει να υφίστανται, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για την πλήρη αναδιάταξη του ευρωπαϊκού χάρτη.
ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων, οι οποίες συχνά ακροβατούσαν ανάμεσα στα αντικρουόμενα συμφέροντα των νικητών2.
Το εξαιρετικά δύσκολο και σύνθετο έργο της διευθέτησης όλων των ζητημάτων που είχαν ανακύψει κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και άλλων που προϋπήρχαν της διεξαγωγής του, ανατέθηκε στους συμμετέχοντες στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης, η οποία συνήλθε στο Παρίσι τον Ιανουάριο του 1919. Εκπρόσωποι από όλες τις νικήτριες χώρες συνέρρευσαν στη γαλλική πρωτεύουσα προκειμένου να προωθήσουν τις εθνικές τους διεκδικήσεις, οι οποίες κατά κύριο λόγο στρέφονταν εναντίον των ηττημένων. Εδαφικά, πολιτικά, οικονομικά και άλλα συναφή ζητήματα τέθηκαν στο τραπέζι των πολύμηνων
Θεωρητικά, το πλαίσιο της διαπραγμάτευσης είχε προκαταβολικά τεθεί πάνω στη βάση των Δεκατεσσάρων Σημείων που είχε ανακοινώσει στις 26 Δεκεμβρίου 1917/8 Ιανουαρίου 1918 ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Γούντροου Ουίλσον: μεταξύ άλλων, κατάργηση της μυστικής διπλωματίας, ελευθερία της ναυσιπλοΐας και του εμπορίου, μείωση των εξοπλισμών, αμερόληπτη διευθέτηση όλων των αποικιακών διεκδικήσεων, αυτοδιάθεση των λαών, ίδρυση ενός παγκόσμιου οργανισμού για τη διαφύλαξη της ειρήνης και της ασφάλειας3. Ωστόσο, οι ιδεαλιστικές εισηγήσεις του Αμερικανού πρόεδρου δεν ήταν πάντα εύκολο
Οι άδικες ρυθμίσεις της Συνθήκης των Βερσαλλιών που επιβλήθηκαν από τους νικητές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου εξέθρεψαν τον αναθεωρητισμό και τροφοδότησαν κινήματα όπως ο ναζισμός και ο φασισμός. 10
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
να εφαρμοστούν. Παρά τις διακηρύξεις για την κυριαρχική ισότητα όλων των κρατών, από την πρώτη κιόλας στιγμή της έναρξης των εργασιών της Συνδιάσκεψης του Παρισιού αποδείχτηκε ότι η διάκριση μεταξύ Μεγάλων Δυνάμεων και μικρότερων χωρών παρέμενε κεφαλαιώδους σημασίας. Ετσι, ο αποκλεισμός των ηττημένων, αλλά και της Σοβιετικής Ρωσίας, από τις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις συνοδεύτηκε από την καθιέρωση ενός «διευθυντηρίου» των τεσσάρων Μεγάλων Δυνάμεων της Αντάντ (Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Ηνωμένες Πολιτείες και Ιταλία)4, το οποίο ανέλαβε αποφασιστικό ρόλο στη διευθέτηση όλων των επιμέρους ζητημάτων5. Η Συνδιάσκεψη κατέληξε στην υπογραφή πέντε Συνθηκών Ειρήνης, μία για κάθε ένα από τα ητ-
τημένα κράτη: των Βερσαλλιών με τη Γερμανία (28 Ιουνίου 1919), του Αγίου Γερμανού με την Αυστρία (10 Σεπτεμβρίου 1919), του Νεϊγύ με τη Βουλγαρία (27 Νοεμβρίου 1919), του Τριανόν με την Ουγγαρία (4 Ιουνίου 1920) και των Σεβρών με την Οθωμανική Αυτοκρατορία (10 Αυγούστου 1920). Σε όλες τις περιπτώσεις, οι βασικοί όροι ήταν παρεμφερείς: εδαφικές απώλειες, αφοπλισμός και επιβολή πολεμικών αποζημιώσεων στους ηττημένους, οι οποίοι επιβαρύνονταν επιπλέον με το άγος της αποκλειστικής υπαιτιότητας για την έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ειδικά, εξάλλου, στην περίπτωση της Γερμανίας, η Συνθήκη των Βερσαλλιών δημιουργούσε μια εξαιρετικά ιδιόμορφη συνοριακή γραμμή: η Ανατολική Πρωσία αποκοπτόταν γεωγραφικά από τα υπόλοιπα γερμανικά εδάφη λόγω της παρεμβολής
Η Συνθήκη των Σεβρών θεωρήθηκε από τους Τούρκους εθνικιστές επαχθής για τη χώρα τους. Η συσπείρωση γύρω από τον Κεμάλ οδήγησε στην ανατροπή και την επιβολή της Συνθήκης της Λωζάννης το 1923. Στη φωτογραφία η ελληνική αντιπροσωπία υπό τον Βενιζέλο στο Δημαρχείο των Σεβρών το 1920. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
11
συμμετάσχουν στη διαπραγμάτευση των Συνθηκών που τους αφορούσαν, αλλά αντίθετα είχαν απλά λάβει γνώση του περιεχομένου τους όταν αυτό είχε πια συμφωνηθεί μεταξύ των νικητών. Για τους ηττημένους, οι Συνθήκες Ειρήνης δεν ήταν τίποτα περισσότερο από φιλέκδικα κείμενα, τα οποία είχαν προκύψει από την πρόθεση των νικητών να τους καθυποτάξουν. Σχολιάζοντας το περιεχόμενο της Συνθήκης των Βερσαλλιών, ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών κόμης Ούλριχ Μπρόκντορφ-Ραντσάου παρατήρησε πικρόχολα: «Αυτός ο χοντρός τόμος είναι παντελώς αχρείαστος. Μπορούσαν να τα εκφράσουν όλα αυτά απλούστερα, σε ένα μόνο άρθρο: “L’Allemagne renonce à son existence” [Η Γερμανία απαρνείται την ύπαρξή της]7».
«Αυτή δεν είναι ειρήνη. Είναι εικοσαετής εκεχειρία», είχε προβλέψει μετά τη Συνθήκη Ειρήνης των Βερσαλλιών ο Γάλλος στρατάρχης Φερντινάν Φος.
του διαδρόμου του Ντάντσιχ, ο οποίος είχε δημιουργηθεί με αποκλειστικό σκοπό τη διασφάλιση της απρόσκοπτης πρόσβασης του νεοσύστατου πολωνικού κράτους στη θάλασσα6. Οι εξαιρετικά επαχθείς όροι δημιούργησαν, όπως ήταν φυσικό, αντιδράσεις στους ηττημένους. Το αίσθημα απογοήτευσης επιτεινόταν από το γεγονός ότι οι τελευταίοι δεν είχαν κληθεί καν να 12
Αντί να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για την οικοδόμηση ενός σταθερού διεθνούς συστήματος, οι Συνθήκες αποτέλεσαν το πρόσφορο έδαφος πάνω στο οποίο θα αναπτύσσονταν, όταν οι περιστάσεις το επέτρεπαν, οι αναθεωρητικές τάσεις. Επιβάλλοντας όρους που συχνά ήταν πρακτικά αδύνατον να εκπληρωθούν (το παράδειγμα των γερμανικών πολεμικών αποζημιώσεων ήταν ίσως το κορυφαίο), οι νικητές, χωρίς να το αντιλαμβάνονται, ενίσχυαν εκείνους που ευαγγελίζονταν τη συνολική κατάργηση των Συνθηκών. Η άμεση και αποφασιστική αντίδραση των Τούρκων εθνικιστών υπό την ηγεσία του Μουσταφά Κεμάλ ενάντια στην προοπτική εφαρμογής της Συνθήκης των Σεβρών είχε ως αποτέλεσμα την πλήρη ανατροπή της και την αντικατάστασή της τον Ιούλιο του 1923, μετά την ελληνική ήττα στη Μικρά Ασία, από τη Συνθήκη της Λωζάννης, καταφέροντας έτσι το πρώτο πλήγμα στο πλέγμα των κειμένων που είχαν σφραγίσει συμβατικά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου8. Η «ειρήνη των νικητών» έδινε στην πραγματικότητα μεγαλύτερη έμφαση στο σκέλος της εξυπηρέτησης των νικητών παρά στη μακροπρόθεσμη εμπέδωση της ειρήνης, η οποία παρέμενε εξαιρετικά επισφαλής. «Αυτή δεν είναι ειρήνη. Είναι εικοσαετής εκεχειρία», διακήρυξε προφητικά ο Γάλλος στρατάρχης Φερντινάν Φος αμέσως μετά την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης των Βερσαλλιών9. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Το διεθνές σύστημα του Μεσοπολέμου Ο συμβατικός διακανονισμός που επιτεύχθηκε στη Συνδιάσκεψη του Παρισιού μετέβαλε αποφασιστικά το συσχετισμό των δυνάμεων στην Ευρώπη. Ο αφοπλισμός της Γερμανίας σήμαινε ότι ο γαλλικός στρατός ήταν πλέον ο ισχυρότερος στη «γηραιά ήπειρο». Οι Γάλλοι όμως εξακολουθούσαν να ανησυχούν για το ενδεχόμενο μελλοντικής ανάκαμψης της γερμανικής ισχύος, η οποία θα μπορούσε για τρίτη φορά μετά το 1870-1871 και το 1914-1918 να απειλήσει τη γαλλική ασφάλεια. Ικανοποιημένη από το εδαφικό και πολιτικό καθεστώς που είχαν επιβάλει στην Ευρώπη οι Συνθήκες Ειρήνης, η Γαλλία θα αναδεικνυόταν από την πρώτη κιόλας στιγμή ως η πλέον ένθερμη υποστηρίκτρια του status quo, επιδιώκοντας τη διηνεκή διατήρησή του.
Κύριος στόχος της γαλλικής εξωτερικής πολιτικής δεν ήταν άλλος από τον έλεγχο τυχόν αναθεωρητικών τάσεων, πρωτίστως της Γερμανίας και κατ’ επέκταση των υπόλοιπων ηττημένων. Γι’ αυτόν το λόγο, το Παρίσι επέμενε στην πιστή εφαρμογή όλων των ειρηνευτικών όρων, συμπεριλαμβανομένης της αποπληρωμής του συνόλου των δυσβάστακτων πολεμικών αποζημιώσεων. Με δεδομένες, ωστόσο, αφενός την επιστροφή των Ηνωμένων Πολιτειών στην πολιτική του απομονωτισμού10 και αφετέρου την παραδοσιακή απροθυμία της Μεγάλης Βρετανίας να εμπλακεί ενεργά στους ανταγωνισμούς της ηπειρωτικής Ευρώπης παρά μόνο όταν θίγονταν ζωτικά της συμφέροντα11, η Γαλλία δεν μπορούσε να υπολογίζει άμεσα στη συμπαράσταση της Ουάσιγκτον ή του Λονδίνου για την ανάσχεση της γερμανικής απειλής. Την ίδια στιγμή, η -προσωρινή έστωαπόσυρση της Σοβιετικής Ενωσης από το διπλω-
Η γερμανορωσική προσέγγιση επιβεβαιώθηκε με τη Συμφωνία του Ραπάλο το 1922. Δεύτερος από αριστερά ο Γερμανός καγκελάριος Γιόζεφ Βιρθ με τους Κράσιν και Τσιτσέριν της ρωσικής αντιπροσωπίας (φωτό. Bundesarchiv). ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
13
ματικό προσκήνιο αφαιρούσε εκ των πραγμάτων από την πολύπλοκη εξίσωση της ισορροπίας των ευρωπαϊκών Δυνάμεων ένα σημαντικό παράγοντα στην προσπάθεια περιχαράκωσης του Βερολίνου: η επανάληψη της παλιάς γαλλορωσικής συμμαχίας, η οποία θα μπορούσε να λειτουργήσει ως αντίβαρο στη Γερμανία, ήταν απλά αδύνατη στις αρχές της δεκαετίας του 1920. Αντίθετα, η προοπτική της προσέγγισης Βερολίνου-Μόσχας έμοιαζε πολύ πιο πιθανή, γεγονός που επιβεβαιώθηκε μέσω της υπογραφής της γερμανοσοβιετικής Συμφωνίας του Ραπάλο τον Απρίλιο του 1922.12 Κάτω από αυτές τις περιστάσεις, το Παρίσι, αναζητώντας εναλλακτικές λύσεις για την ενίσχυση της γαλλικής ασφάλειας, επιδίωξε τη συστράτευση στην αντιαναθεωρητική του σταυροφορία και άλλων κρατών που ασπάζονταν παρόμοιες αντιλήψεις με τις αντίστοιχες γαλλικές. Η δημιουργία μιας αλυσίδας φίλα προσκείμενων προς τη Γαλλία χωρών εικαζόταν ότι θα μπορούσε να συγκρατήσει όσους ενδεχομένως απεργάζονταν
την ανατροπή των Συνθηκών. Η σύναψη στενών συμμαχικών δεσμών με το Βέλγιο και την Πολωνία και η υποστήριξη προς τη Μικρή Συνεννόηση μεταξύ της Γιουγκοσλαβίας, της Ρουμανίας και της Τσεχοσλοβακίας αποτελούσαν τα κορυφαία παραδείγματα της γαλλικής πολιτικής ανάσχεσης των αναθεωρητικών τάσεων στην Ευρώπη. Οι επιδιώξεις της Γαλλίας για τη διατήρηση του status quo ενισχύονταν από την ίδρυση και τη λειτουργία της Κοινωνίας των Εθνών, η οποία, θεμελιωμένη πολιτικά και ιδεολογικά στο τελευταίο από τα Δεκατέσσερα Σημεία του Ουίλσον, εγκαινίαζε ένα πρωτοφανές εγχείρημα σε παγκόσμιο επίπεδο: κράτη από όλες τις ηπείρους αναλάμβαναν τη δέσμευση να εγγυηθούν αμοιβαία την ειρήνη και την ασφάλεια, ιδρύοντας για αυτόν το σκοπό ένα Διεθνή Οργανισμό, ο οποίος θα διασφάλιζε την πιστή τήρηση των υποχρεώσεων των μελών του. Ανεξάρτητα από τις μεγαλόστομες διακηρύξεις των ιδρυτών της, ο δρόμος για την υλοποίηση των εξαιρετικά φιλόδοξων στόχων της Κοινωνίας
Με τη Συμφωνία του Λοκάρνο η Γερμανία αναγνώρισε τελεσίδικα τα υφιστάμενα σύνορα με τη Γαλλία και το Βέλγιο. Από την υπογραφή της Συμφωνίας στην ελβετική πόλη το 1925. Διακρίνονται ο Βρετανός Ωστιν Τσάμπερλαιν, ο Γερμανός Γκούσταβ Στρέζεμαν και ο Γάλλος Αριστίντ Μπριάν. 14
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
των Εθνών κάθε άλλο παρά ευκολοδιάβατος ήταν. Ο αποκλεισμός της ηττημένης Γερμανίας13, η αποχή της Σοβιετικής Ενωσης14, αλλά και η απόφαση των Ηνωμένων Πολιτειών -κατόπιν της πίεσης των οπαδών του απομονωτισμού- να μην καταστούν μέλη του Οργανισμού15, περιόριζαν μοιραία την εμβέλεια του εγχειρήματος, προδιαγράφοντας ταυτόχρονα σε μεγάλο βαθμό τον ατελέσφορο χαρακτήρα του. Παρά τα εγγενή μειονεκτήματά της, η Κοινωνία των Εθνών δεν έπαυε να αποτελεί έναν υπολογίσιμο παράγοντα στη διαμόρφωση των ευρύτερων πολιτικών ισορροπιών. Εστω κι αν τελικά η παρέμβασή της δεν ήταν πάντα όσο αποφασιστική θα επιθυμούσαν οι εμπνευστές και οι υποστηρικτές της, ο Οργανισμός της Γενεύης θα αναδεικνυόταν σταδιακά σε έναν από τους σημαντικότερους κρίκους που συνέθεταν την πολύπλοκη αλυσίδα του μεσοπολεμικού διεθνούς συστήματος. Η επιτυχημένη μεσολάβηση στην επίλυση διμερών διαφορών (όπως για παράδειγμα στην περίπτωση των νησιών Ωλαντ ανάμεσα στη Φινλανδία και τη Σουηδία16), το πολύπλευρο ανθρωπιστικό έργο (στο οποίο συμπεριλαμβανόταν η αντιμετώπιση του προσφυγικού προβλήματος17), οι προσπάθειες για την ενίσχυση του δόγματος της συλλογικής ασφάλειας με κορυφαίο παράδειγμα τη σύναψη του -θνησιγενούς τελικά- Πρωτοκόλλου για τον Ειρηνικό Διακανονισμό των Διεθνών Διαφορών το 1924 (περισσότερο γνωστού ως Πρωτόκολλο της Γενεύης)18, οι πρωτοβουλίες, τέλος, για την επίτευξη συμφωνίας με σκοπό τον αφοπλισμό σε παγκόσμια κλίμακα19 αποτελούσαν απτά δείγματα του διόλου ευκαταφρόνητου ρόλου του νεοπαγούς Οργανισμού20. Η ενεργότερη δραστηριοποίηση της Κοινωνίας των Εθνών στο διεθνές στερέωμα συνέπιπτε χρονικά με τη γενικότερη ύφεση που υπήρχε στην Ευρώπη. Η υπογραφή των Συμφωνιών του Λοκάρνο στις 16 Οκτωβρίου 1925, βάσει των οποίων τα συμβαλλόμενα μέρη -Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία και Μεγάλη Βρετανία- εγγυώντο αμοιβαία τη διατήρηση του εδαφικού καθεστώτος στην περιοχή του Ρήνου όπως αυτό είχε προκύψει ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Ο Ιταλός στρατηγός Ενρίκο Τελλίνι, η δολοφονία του οποίου πυροδότησε την επιθετικότητα της Ιταλίας εις βάρος της Ελλάδας. 15
Οι δολοφονημένοι Ιταλοί, μέλη της Επιτροπής για τη διευθέτηση των ελληνοαλβανικών συνόρων. 1) Ο στρατηγός Τελλίνι, πρόεδρος της Διασυμμαχικής Επιτροπής, 2) ο διερμηνέας Γκράβερι, 3) ο επίατρος Κόρτι, 4) ο υπολοχαγός Μπονατζίνι, μεταξύ άλλων μελών της αποστολής.
«Το επεισόδιο της Κέρκυρας» έγινε ένα χρόνο μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους φασίστες του Μουσολίνι (28 Οκτωβρίου 1922). 16
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
από την εφαρμογή της Συνθήκης Ειρήνης των Βερσαλλιών, έμοιαζε να σηματοδοτεί την απαρχή μιας νέας περιόδου στις σχέσεις των κρατών της «γηραιάς ηπείρου». Μέσω της υπογραφής των Συμφωνιών του Λοκάρνο το Βερολίνο θεωρητικά αναγνώριζε τον τελεσίδικο χαρακτήρα των υφιστάμενων συνόρων με τη Γαλλία και το Βέλγιο21. Λιγότερο από ένα χρόνο αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 1926, η Γερμανία κατέστη μέλος του Οργανισμού της Γενεύης, εξασφαλίζοντας μάλιστα και μόνιμη έδρα στο Συμβούλιο22, εξέλιξη που δημιούργησε ελπίδες ότι η αποστολή της Κοινωνίας των Εθνών ως θεματοφύλακα της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας θα μπορούσε να επιτευχθεί με αποτελεσματικότερο τρόπο. Αν στη δεκαετία του 1930 οι ελπίδες αυτές θα αποδεικνύονταν φρούδες, τα σημάδια της δυσλειτουργίας του Οργανισμού της Γενεύης είχαν γίνει ορατά πολλά χρόνια νωρίτερα, με κορυφαίο παράδειγμα την περίπτωση της ιταλικής επιχείρησης κατάληψης της Κέρκυρας. Αδιαφορώντας πλήρως για κάθε έννοια διεθνούς νομιμότητας, στα τέλη
Αυγούστου του 1923 η Ιταλία βομβάρδισε και κατέλαβε για ένα μήνα την Κέρκυρα, αξιώνοντας εκβιαστικά από την ελληνική κυβέρνηση έμπρακτη ικανοποίηση για τη δολοφονία του Ιταλού στρατηγού Ενρίκο Τελλίνι στα ελληνοαλβανικά σύνορα23. Η διαπίστωση της αδυναμίας της Κοινωνίας των Εθνών να επιβάλει τις αποφάσεις της στα ισχυρότερα μέλη της απέδειξε πέρα από κάθε αμφιβολία τη σχετική σημασία που τα μικρότερα κράτη όφειλαν να αποδίδουν στις μεγαλόστομες διακηρύξεις του ιδρυτικού Συμφώνου του Οργανισμού, πλήττοντας σοβαρά το κύρος και την αξιοπιστία του. Το επεισόδιο της Κέρκυρας έλαβε χώρα μόλις ένα χρόνο μετά την εγκαθίδρυση του φασιστικού καθεστώτος στην Ιταλία με ηγέτη τον Μπενίτο Μουσολίνι. Μολονότι συγκαταλεγόταν μεταξύ των νικητών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ρώμη καταδιωκόταν από το σύνδρομο της «ακρωτηριασμένης νίκης», αφού θεωρούσε ότι είχε αδικηθεί κατάφωρα από τις Συνθήκες Ειρήνης24. Ετσι, υπό την καθοδήγηση του Μουσολίνι, η Ιταλία
Ιταλικά πλοία προσεγγίζουν για απόβαση στην Κέρκυρα το 1923 (Αρχείο Σπύρου Γαούτση). ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
17
προσχώρησε σταδιακά στη χορεία των αναθεωρητικών κρατών, έχοντας ως κορυφαίο στόχο τη διεύρυνση της επιρροής της στην Ανατολική Μεσόγειο, στα Βαλκάνια και στην παραδουνάβια λεκάνη25. Σε αυτό το πλαίσιο, η ιταλική απόπειρα σύσφιγξης των δεσμών με τις εξίσου αναθεωρητικές Ουγγαρία και Βουλγαρία ως αντίβαρο στη δράση της Μικρής Συνεννόησης προκαλούσε τις ζωηρές ανησυχίες του Παρισιού, οι οποίες ενισχύθηκαν ακόμη περισσότερο όταν η Ρώμη έθεσε σε εφαρμογή το -ανεπιτυχές τελικά- σχέδιο απόσπασης της Ρουμανίας από τη διπλωματική σκέπη της Γαλλίας26. Οι ιταλοβρετανικές σχέσεις, αντίθετα, παρέμεναν σε γενικές γραμμές αδιατάρακτες, καθώς, παρά το γεγονός ότι η Ιταλία δραστηριοποιείτο στο γεωπολιτικά ευαίσθητο για
τα βρετανικά συμφέροντα χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, διατηρώντας μάλιστα σημαντικές ναυτικές και αεροπορικές βάσεις στη Ρόδο και τη Λέρο, το Λονδίνο δεν έδειχνε να ανησυχεί, αφού δεν θεωρούσε ότι ο ιταλικός στόλος ήταν αρκετά ισχυρός ώστε να κυριαρχήσει στην ευρύτερη περιοχή27. Ανεξάρτητα από τις προθέσεις και τα αυτοκρατορικά όνειρα του Μουσολίνι, ήταν σαφές ότι η Ιταλία δεν διέθετε ούτε το κατάλληλο ειδικό βάρος ούτε την απαραίτητη ισχύ προκειμένου να ανατρέψει την ισορροπία των δυνάμεων στην Ευρώπη. Το κλειδί της ευρωπαϊκής ασφάλειας εξακολουθούσε να βρίσκεται στα χέρια της Γερμανίας, υπό την έννοια ότι στο βαθμό που το Βερολίνο δεν θα επεδίωκε τη βίαιη ανατροπή του καθεστώτος που είχε επιβληθεί από τη Συνδιάσκεψη του Παρισιού, καμία άλλη από τις δυσαρεστημένες χώρες δεν ήταν σε θέση να το καταφέρει. Η μετριοπαθής εξωτερική πολιτική που ακολουθήθηκε από τις γερμανικές κυβερνήσεις τα πρώτα χρόνια μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, και ιδιαίτερα την περίοδο 1923-1929 οπότε το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών διηύθυνε ο Γκούσταβ Στρέζεμαν28, αναπτέρωσε τις ελπίδες ότι η ειρηνική συνύπαρξη των ευρωπαϊκών κρατών ήταν δυνατή. Στο μεταίχμιο, ωστόσο, ανάμεσα στη δεκαετία του 1920 και σε εκείνη του 1930 οι ελπίδες αυτές θα διαψεύδονταν.
Η ναζιστική πλημμυρίδα
Η Ιταλία δεν διέθετε ούτε το ειδικό βάρος ούτε την απαραίτητη ισχύ για να πραγματώσει τα αυτοκρατορικά όνειρα του Μουσολίνι. 18
Στα τέλη Οκτωβρίου του 1929 οι τιμές των μετοχών στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης κατέρρευσαν. Μέσα σε λίγες ημέρες οι επενδυτές της Γουόλ Στρητ έχασαν περίπου 40 δισεκατομμύρια δολάρια, ποσό μεγαλύτερο από τα χρέη που είχε συσσωρεύσει ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος29. Μια πρωτοφανής χιονοστιβάδα πτωχεύσεων επιχειρήσεων, οι οποίες αδυνατούσαν να αντεπεξέλθουν στη χρηματοπιστωτική κρίση, σάρωσε τις Ηνωμένες Πολιτείες, εκτοξεύοντας την ανεργία και καταρρακώνοντας όλους τους παραγωγικούς δείκτες. Η αμερικανική οικονομία, η ισχυρότερη ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
στον κόσμο, βρέθηκε μονομιάς στα πρόθυρα της χρεοκοπίας και της πλήρους κατάρρευσης30. Πολύ γρήγορα οι επιπτώσεις του αμερικανικού κραχ θα γίνονταν αντιληπτές και στην αντίπερα ακτή του Ατλαντικού Ωκεανού. Ο σοβαρός κλονισμός που υπέστησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες σηματοδότησε το τέλος της οικονομικής ανάπτυξης που είχε παρατηρηθεί στο δεύτερο μισό της πρώτης μεταπολεμικής δεκαετίας. Η κρίση έπληξε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, αλλά περισσότερο και αμεσότερα τη Γερμανία, η οικονομία της οποίας ήταν σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από αμερικανικά δάνεια. Μέσα στον πανικό που δημιούργησε το κραχ, οι Αμερικανοί κεφαλαιούχοι απέσυραν τα χρήματα που είχαν επενδύσει σε γερμανικές
βιομηχανίες, οι οποίες μοιραία οδηγήθηκαν στην πτώχευση. Ταυτόχρονα, οι γερμανικές εξαγωγές προς τις Ηνωμένες Πολιτείες σχεδόν εκμηδενίστηκαν, επιδεινώνοντας ακόμα περισσότερο την κατάσταση31. Ο φαύλος κύκλος της υπανάπτυξης και της ανεργίας δημιούργησε τεράστια κοινωνικά προβλήματα και άνοιξε το δρόμο για την επικράτηση του ναζιστικού κόμματος του Αδόλφου Χίτλερ. Μέχρι την οικονομική κρίση, οι εθνικοσοσιαλιστές δεν αποτελούσαν παρά ασήμαντο παράγοντα στη γερμανική πολιτική σκηνή. Στις εκλογές του Μαΐου του 1928 είχαν λάβει μόλις το 2,6% των ψήφων. Αντίθετα, σε εκείνες του Σεπτεμβρίου του 1930 εξασφάλισαν το 18,3%, τον Ιούλιο του
Η άνοδος του Χίτλερ στην καγκελαρία στις 30 Ιανουαρίου 1933 σηματοδότησε την έναρξη μιας βραχείας περιόδου με αναθεωρητικές ανακατατάξεις που κατέληξε στην άβυσσο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
19
1932 κατέλαβαν την πρώτη θέση με 37,3%, την οποία διατήρησαν τον Νοέμβριο του ίδιου έτους με 33,1%32. Στις 30 Ιανουαρίου 1933 ο Χίτλερ ορκίστηκε καγκελάριος, θέτοντας έτσι τη Γερμανία, και συνακόλουθα ολόκληρο τον πλανήτη, στην ολισθηρή οδό που θα κατέληγε στην άβυσσο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Πέρα από τις δραματικές εξελίξεις που δρομολόγησε στο εσωτερικό της Γερμανίας, η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία επηρέασε αποφασιστικά τον τρόπο χάραξης και άσκησης της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής33. Κύριος στόχος του Χίτλερ δεν ήταν άλλος από την πλήρη ανατροπή της Συνθήκης Ειρήνης των Βερσαλλιών, την οποία θεωρούσε ταπεινωτική και άδικη για τη Γερμανία. Η ανάκτηση όλων των εδαφών που το Βερολίνο είχε αναγκαστεί να παραχωρήσει εξαιτίας της ήττας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο θα αναγόταν έκτοτε στην κινητήρια δύναμη της γερμανικής διπλωματίας. Η μετριοπαθής πολιτική του Στρέζεμαν, ο οποίος κατά τραγική ειρωνεία είχε πεθάνει μόλις τρεις εβδομάδες πριν από την εκδήλωση της κρίσης στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, αποτελούσε πλέον μακρινό παρελθόν. Τα επεκτατικά οράματα του Χίτλερ δεν περιορίζονταν μόνο στην αποκατάσταση της προπολεμικής εδαφικής έκτασης της Γερμανίας, αλλά περιελάμβαναν και την ένωση όλων των γερμανικών πληθυσμών σε ένα ενιαίο κράτος. Η υιοθέτηση της παγγερμανικής ιδεολογίας σήμαινε ότι η Αυστρία αλλά και οι περιοχές της Τσεχοσλοβακίας και της Πολωνίας που κατοικούνταν από γερμανόφωνες μειονότητες αποτελούσαν δυνητικά τμήματα της διευρυμένης γερμανικής επικράτειας. Ο «δίκαιος» χαρακτήρας αυτών των διεκδικήσεων θεμελιωνόταν από τον Χίτλερ στην αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών, την οποία είχαν παραβιάσει οι νικητές στη Συνδιάσκεψη του Παρισιού εις βάρος της Γερμανίας34. Ειδικά στην περίπτωση της Αυστρίας, εξάλλου, η ένωσή της με οποιοδήποτε άλλο κράτος -πρακτικά, δηλαδή, με τη Γερμανία- είχε ρητά απαγορευθεί από τη Συνθήκη του Αγίου Γερμανού εάν προηγουμένως δεν εξασφαλιζόταν η συγκατάθεση της Κοινωνίας των Εθνών. 20
Ο ναζιστικός επεκτατισμός συμπληρωνόταν από το δόγμα του «ζωτικού χώρου». Κατά την άποψη του Χίτλερ, το γερμανικό έθνος, έστω κι αν πετύχαινε όλους τους προηγούμενους εδαφικούς στόχους του, θα εξακολουθούσε να ασφυκτιά μέσα στα «στενά» γεωγραφικά του όρια. Επιβαλλόταν, επομένως, η εξεύρεση εδαφών, στα οποία, αφενός, θα μπορούσε να διοχετευθεί ο πλεονάζων γερμανικός πληθυσμός, και, αφετέρου, θα χρησιμοποιούντο για την εξασφάλιση πηγών τροφίμων και πρώτων υλών35. Το γεγονός ότι η Συνθήκη των Βερσαλλιών είχε στερήσει τη Γερμανία από όλες τις αποικίες της σήμαινε ότι ο «ζωτικός χώρος» δεν μπορούσε να αναζητηθεί σε υπερπόντιες κτήσεις, αλλά στην Ανατολική Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένων πρωτίστως των δυτικών επαρχιών της Σοβιετικής Ενωσης. Η υλοποίηση των σχεδίων του Χίτλερ δεν συνεπαγόταν απλώς την αποδέσμευση της Γερμανίας από τις δουλείες που της είχαν επιβληθεί από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών ούτε μόνο την αναθεώρηση των επαχθών για το Βερολίνο εδαφικών όρων της τελευταίας. Αντίθετα, θα είχε ως αποτέλεσμα την πλήρη ανατροπή του διεθνούς συστήματος που είχε προκύψει μετά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η απώτερη φιλοδοξία του Χίτλερ δεν ήταν η διεύρυνση των ορίων της γερμανικής επικράτειας, αλλά στην πραγματικότητα η εγκαθίδρυση μιας γερμανικής ηγεμονίας σε ολόκληρη την Ευρώπη. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό, αφενός, με την απόφασή του να χρησιμοποιήσει κάθε μέσο (συμπεριλαμβανομένης της βίας) για την πραγμάτωση των στόχων του και, αφετέρου, με το ρατσιστικό υπόβαθρο της ιδεολογίας του, ήταν που διαφοροποιούσε ριζικά τον Χίτλερ από τους προκατόχους του της δεκαετίας του 1920, οι οποίοι, έστω κι επιδίωκαν την αναθεώρηση συγκεκριμένων διατάξεων της Συνθήκης των Βερσαλλιών, εξακολουθούσαν να σέβονται τις παραδόσεις της ευρωπαϊκής διπλωματίας, προκρίνοντας τη μέθοδο της ειρηνικής και όχι της ένοπλης αλλαγής36. Στα πρώτα στάδια της εφαρμογής της, η εξωτερική πολιτική της ναζιστικής Γερμανίας δεν μπορούσε ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
γρήγορα, ωστόσο, αποδείχθηκε ότι δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένας προσωρινός ελιγμός. Κατά τη διάρκεια των εργασιών της Συνδιάσκεψης, η Γερμανία έθεσε ανοιχτά το ζήτημα του επανεξοπλισμού της, ενώ στις 14 Οκτωβρίου του 1933 η γερμανική κυβέρνηση ανακοίνωσε την απόφασή της να αποχωρήσει από τη Συνδιάσκεψη. Μία εβδομάδα αργότερα η Γερμανία αποχώρησε και από την Κοινωνία των Εθνών37.
Το πραξικόπημα που οργάνωσαν οι Αυστριακοί ναζιστές οδήγησε στη δολοφονία του καγκελάριου Ενγκελμπερτ Ντόλφους, αλλά δεν τους έφερε στην εξουσία.
παρά να καλυφθεί πίσω από ένα φαινομενικά διαλλακτικό προσωπείο. Αμέσως μετά την ανάληψη της καγκελαρίας, ο Χίτλερ διακήρυξε ότι η Γερμανία θα εξακολουθούσε να συμμετάσχει στις εργασίας της Συνδιάσκεψης της Γενεύης για τον αφοπλισμό, η οποία τελούσε υπό την αιγίδα της Κοινωνίας των Εθνών. Η κίνηση αυτή καθησύχασε προσωρινά τις ανησυχίες των υπόλοιπων ευρωπαϊκών Δυνάμεων για την προοπτική επανεμφάνισης του γερμανικού κινδύνου. Πολύ ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Ηταν πλέον σαφές ότι το Βερολίνο αδιαφορούσε για τις συμβατικές του δεσμεύσεις στο βαθμό που αυτές δεν εξυπηρετούσαν την υλοποίηση των στόχων του. Οι περιστάσεις, ωστόσο, δεν ήταν ακόμα ώριμες για την πλήρη εφαρμογή των ναζιστικών σχεδίων. Γι’ αυτόν το λόγο, ως ένα πρώτο πρακτικό βήμα που θα διευκόλυνε τη θέση του, ο Χίτλερ επιχείρησε να διασπάσει το δακτύλιο των φιλογαλλικών κρατών που περικύκλωναν τη Γερμανία. Οι διπλωματικές του ενέργειες επικεντρώθηκαν προς την πλευρά της Πολωνίας και κατέληξαν τον Ιανουάριο του 1934 στην υπογραφή γερμανοπολωνικού Συμφώνου μη Επίθεσης δεκαετούς διάρκειας, βάσει του οποίου τα δύο συμβαλλόμενα μέρη δεσμεύονταν να απόσχουν από τη χρήση βίας κατά την επίλυση των διαφορών τους. Η συνομολόγηση του γερμανοπολωνικού Συμφώνου δεν είχε τελικά ως αποτέλεσμα την πλήρη απόσπαση της Πολωνίας από το γαλλικό σύστημα συμμαχιών, στο οποίο, πάντως, κατάφερε σοβαρό συμβολικό πλήγμα38. Η Γερμανία, βέβαια, δεν ήταν ακόμα αρκετά ισχυρή ώστε να προκαλέσει ανοιχτά τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές Δυνάμεις. Το γεγονός αυτό αποδείχθηκε τον Ιούλιο του 1934 από τη στάση που τήρησε το Βερολίνο απέναντι στο πραξικόπημα που οργανώθηκε στη Βιέννη από στελέχη του αυστριακού ναζιστικού κόμματος, τα οποία επιδίωκαν την ένωση της Αυστρίας με τη Γερμανία. Ο Αυστριακός καγκελάριος Ενγκελμπερτ Ντόλφους δολοφονήθηκε, ωστόσο το πραξικόπημα απέτυχε καθώς ο Χίτλερ δίστασε να παρέμβει δυναμικά φοβούμενος κυρίως τις αντιδράσεις της Ιταλίας στη βίαιη προσάρτηση της Αυστρίας στη Γερμανία. Οι αντιρρήσεις του Μουσολίνι δεν είχαν περιοριστεί 21
σε φραστικές διαμαρτυρίες, αλλά είχαν έγκαιρα λάβει τη μορφή της κινητοποίησης του ιταλικού στρατού στα ιταλοαυστριακά σύνορα προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο της γερμανοαυστριακής ένωσης39. Η εξέλιξη αυτή δεν αρκούσε για να αναγκάσει τον Χίτλερ να εγκαταλείψει τα σχέδιά του για την απαλλαγή του Βερολίνου από τα δεσμά της Συνθήκης των Βερσαλλιών. Τον Μάρτιο του 1935 η Γερμανία ανακοίνωσε επίσημα τον επανεξοπλισμό της και επανέφερε την υποχρεωτική θητεία. Οι κυβερνήσεις της Γαλλίας, της Μεγάλης Βρετανίας και της Ιταλίας αντέδρασαν μεν συντονισμένα, καταδικάζοντας μέσω της διακήρυξης της Στρέζας τη μονομερή γερμανική ενέργεια, δεν προχώρησαν όμως στην ανάληψη ενεργότερης δράσης προκειμένου να επιβάλουν τη συμμόρφωση του Βερολίνου με τις υποχρεώσεις που απέρρεαν από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών40. Ο Χίτλερ είχε διαβλέψει σωστά ότι οι δυτικές Δυνάμεις δεν είχαν πρόθεση να προχωρήσουν από τα λόγια στα έργα. Η υπογραφή τον Ιούνιο του 1935 γερμανοβρετανικού Ναυτικού Συμφώνου41, βάσει του οποίου η Γερμανία δεσμευόταν να διατηρεί τις ναυτικές της δυνάμεις σε αναλογία 35% προς εκείνες της Μεγάλης Βρετανίας, διέσπασε άμεσα τη συνοχή του μετώπου της Στρέζας. Το Παρίσι είχε ακόμα ένα λόγο να είναι δυσαρεστημένο από την πρωτοβουλία του Λονδίνου, καθώς το Ναυτικό Σύμφωνο στην ουσία νομιμοποιούσε τη γερμανική παραβίαση των όρων περί αφοπλισμού της Συνθήκης των Βερσαλλιών.
Αναθεωρητικές και αντιαναθεωρητικές Δυνάμεις Ο επανεξοπλισμός της Γερμανίας αποτέλεσε σημαντικό πλήγμα στη νομιμότητα που είχαν επιβάλει οι Συνθήκες Ειρήνης. Με αφετηρία το γεγονός αυτό, ο Χίτλερ θα επιδίωκε πλέον την πλήρη αποδόμηση του διεθνούς συστήματος, όπως αυτό είχε θεμελιωθεί από τους νικητές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο γερμανικός αναθεωρητισμός είχε προδιαγραφεί τον Σεπτέμβριο του 1934 μέσω 22
της άρνησης του Βερολίνου να αποδεχθεί τη γαλλική πρόταση για την υπογραφή ενός Ανατολικού Συμφώνου Αμοιβαίας Βοήθειας σε περίπτωση επίθεσης (κατά κάποιο τρόπο ενός «Λοκάρνο της Ανατολής») ανάμεσα στη Γερμανία, στα βαλτικά κράτη, στην Πολωνία, στην Τσεχοσλοβακία και τη Σοβιετική Ενωση42. Με δεδομένο το μέγεθος, το πληθυσμιακό, οικονομικό και στρατιωτικό της δυναμικό, αλλά και το γενικότερο ειδικό της βάρος, η ναζιστική Γερμανία δεν θα αργούσε να αναδειχθεί σε ηγέτιδα των αναθεωρητικών κρατών, συσπειρώνοντας γύρω της τις χώρες που εμφανίζονταν δυσαρεστημένες από το συμβατικό διακανονισμό που είχε επιτευχθεί στο Παρίσι το 1919-1920. Τα σημάδια της αποσταθεροποίησης του διεθνούς συστήματος είχαν γίνει ορατά ήδη πριν από την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Τον Σεπτέμβριο του 1931, υπό την πρόφαση ενός κατασκευασμένου επεισοδίου στο ελεγχόμενο από την ίδια σιδηροδρομικό δίκτυο της Βορειοανατολικής Κίνας, η Ιαπωνία εισέβαλε στη Μαντζουρία, την οποία σταδιακά κατέλαβε. Τον Φεβρουάριο του επόμενου έτους στην κατεχόμενη από τα ιαπωνικά στρατεύματα περιοχή ιδρύθηκε το κράτος του Μαντσουκούο, στο θρόνο του οποίου τοποθετήθηκε ο τελευταίος αυτοκράτορας της Κίνας Που Γι. Θεωρητικά ανεξάρτητο, το Μαντσουκούο δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα ιαπωνικό προτεκτοράτο, η δημιουργία του οποίου δεν είχε σταθεί δυνατόν να αποτραπεί από την Κοινωνία των Εθνών, καθώς η τελευταία είχε αρκεστεί απλά στη φραστική καταδίκη της εισβολής, χωρίς όμως να επιβάλει κυρώσεις στην επιτιθέμενη Ιαπωνία43. Η αδυναμία της Κοινωνίας των Εθνών -απότοκη της απροθυμίας των ισχυρότερων μελών της να αναλάβουν αποφασιστική δράση- να τιμωρήσει την πλευρά που αδικοπραγούσε και να προστατεύσει αποτελεσματικά εκείνη που είχε υποστεί κατάφωρη παραβίαση της εθνικής της κυριαρχίας, κατάφερε ισχυρό πλήγμα στο κύρος του Οργανισμού. Το σύστημα της συλλογικής ασφάλειας είχε αποδειχθεί αναποτελεσματικό, επιτρέποντας, κατά παράβαση κάθε έννοιας διεθνούς δικαίου, στον ισχυρότερο να επιβάλει τη θέλησή του στον ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Ο Μουσολίνι εξέφρασε αρχικά έντονες αντιρρήσεις για το ενδεχόμενο προσάρτησης της Αυστρίας στο Ράιχ. Από τη συνάντηση των δύο ηγετών του Αξονα στη Βενετία στις 14 Ιουνίου 1934.
ανίσχυρο. Επιβεβαιώνοντας έμπρακτα την πλήρη αδιαφορία της για τη λειτουργία της Κοινωνίας των Εθνών, η Ιαπωνία ανακοίνωσε τον Μάρτιο του 1933 την αποχώρησή της από τον Οργανισμό της Γενεύης, του οποίου είχε υπάρξει ιδρυτικό μέλος διατηρώντας μάλιστα και μόνιμη έδρα στο Συμβούλιό του44. Αν και νικήτρια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ιαπωνία σταδιακά μετατράπηκε σε αναθεωρητικό κράτος, καθώς φιλοδοξούσε να αναλάβει ηγεμονικό ρόλο στην Ανατολική Ασία, αλλά και στον Ειρηνικό Ωκεανό. Η συνοδοιπορία, επομένως, με τη ναζιστική Γερμανία αποτελούσε φυσική εξέλιξη, η οποία διευκολύνθηκε ακόμα περισσότερο εξαιτίας του αντικομμουνιστικού μένους που μοιράζονταν εξίσου το Τόκιο και το Βερολίνο. Οι δύο πλευρές ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
υπέγραψαν τον Νοέμβριο του 1936 το Σύμφωνο Αντι-Κομιντέρν, το οποίο στρεφόταν εναντίον της δράσης της Κομμουνιστικής Διεθνούς και κατ’ επέκταση έμμεσα εναντίον της Σοβιετικής Ενωσης. Η προσχώρηση της Ιταλίας στο Σύμφωνο τον Νοέμβριο του επόμενου έτους συμπλήρωσε τον κύκλο των μειζόνων κρατών που θα αποτελούσαν τον πυρήνα των δυνάμεων του Αξονα45. Η απόφαση της Ρώμης να συμπλεύσει πολιτικά και διπλωματικά με το Βερολίνο είχε καταστεί φανερή νωρίτερα. Η εμπλοκή τόσο της Ιταλίας όσο και της Γερμανίας στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο στο πλευρό των δυνάμεων του στρατηγού Φρανθίσκο Φράνκο είχε δημιουργήσει τις προϋποθέσεις στενότερης ιταλογερμανικής συνεργασίας, η οποία καθίστατο ακόμα πιο ευχερής λόγω της συγγένειας 23
των ιδεολογικών καταβολών του Μουσολίνι και του Χίτλερ46. Εγκαταλείποντας πλήρως την πολιτική της Στρέζας, η Ιταλία θα καθίστατο η πλέον στενή σύμμαχος της Γερμανίας στην Ευρώπη, πυκνώνοντας τις γραμμές του αναθεωρητικού μετώπου που λειτουργούσε υπό την αιγίδα του Βερολίνου. Η ιταλογερμανική σύμπλευση σηματοδότησε και τη σχεδόν πλήρη εξάλειψη του ενεργού ενδιαφέροντος του Μουσολίνι για την παραδουνάβια λεκάνη, καθώς εκεί η πρωτοκαθεδρία της Γερμανίας ήταν αδιαμφισβήτητη. Οι προτεραιότητες της ιταλικής διπλωματίας εντοπίζονταν πια στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Η ιταλική πολιτική στην περιοχή είχε ήδη από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1920 επικεντρωθεί στην προοπτική σύναψης τριμερούς συμφώνου με τη συμμετοχή της Ιταλίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας. Οταν μετά το 1930 μια τέτοια εξέλιξη αποδείχθηκε ανεδαφική, η Ρώμη επέλεξε να ενισχύσει ακόμα περισσότερο τους δεσμούς της με τη γνωστή για τις αναθεωρητικές της βλέψεις Βουλγαρία, γεγονός που -εκτός των άλλων- διεύρυνε το χάσμα που χώριζε την Ιταλία από τη Γιουγκοσλαβία. Ταυτόχρονα, η Ρώμη συνέχισε την παραδοσιακή τακτική της διείσδυσης στην Αλβανία, η οποία σταδιακά μετατρεπόταν σε ιταλικό προτεκτοράτο που μπορούσε να λειτουργήσει ως εφαλτήριο για την εμπέδωση και την περαιτέρω διεύρυνση της ιταλικής επιρροής στα Βαλκάνια. Οπως ήταν φυσικό, όσο η πολιτική της ναζιστικής Γερμανίας συσπείρωνε γύρω από το Βερολίνο τους οπαδούς του αναθεωρητισμού, άλλο τόσο διευκόλυνε αντισυσπειρώσεις από τα κράτη που ενδιαφέρονταν για την υπεράσπιση του status quo. Μόλις δύο εβδομάδες μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, η Γιουγκοσλαβία, η Ρουμανία και η Τσεχοσλοβακία έσπευσαν να ανανεώσουν το Σύμφωνο της Μικρής Συνεννόησης. Η πρόνοια ότι κανένα από τα τρία συμβαλλόμενα μέρη δεν θα μπορούσε να συνάψει συνθήκη πολιτικής φύσης με οποιοδήποτε άλλο κράτος χωρίς προηγουμένως να έχει τη συγκατάθεση των υπόλοιπων δύο συνέτεινε στην ενίσχυση των μεταξύ τους δεσμών. 24
Στην πραγματικότητα, το Βελιγράδι, το Βουκουρέστι και η Πράγα διαδήλωναν μεγαλόφωνα την απόφασή τους να προστατεύσουν το καθεστώς που είχε καθιερωθεί στην Ευρώπη μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου47. Αντίστοιχες προθέσεις είχαν ήδη παρακινήσει την Ελλάδα και την Τουρκία να επιλέξουν την οδό της στενής μεταξύ τους συνεργασίας, υπερβαίνοντας τις διαφορές του παρελθόντος. Η ελληνοτουρκική προσέγγιση, η οποία θεμελιώθηκε τον Οκτώβριο του 1930 μέσω της υπογραφής διμερούς Συμφώνου Φιλίας, είχε σε πολύ μεγάλο βαθμό υπαγορευθεί από την κοινή επιθυμία της Αθήνας και της Αγκυρας για τη συγκρότηση ενός αρραγούς μετώπου, ικανού να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά οποιαδήποτε απειλή εναντίον της ειρήνης στα Βαλκάνια και ειδικότερα εκείνης που προερχόταν από την πλευρά της αναθεωρητικής Βουλγαρίας. Η διαπίστωση της απροθυμίας της Σόφιας να αποδεχθεί ως τελεσίδικο το εδαφικό status quo ώθησε την ελληνική και την τουρκική κυβέρνηση να αναζητήσουν ακόμα πιο αποφασιστικούς τρόπους ανάσχεσης της ενδεχόμενης βουλγαρικής επιθετικότητας. Στις 14 Σεπτεμβρίου 1933 Ελλάδα και Τουρκία υπέγραψαν το Σύμφωνο της Εγκάρδιας Συνεννόησης, βάσει του πρώτου άρθρου του οποίου δήλωναν ότι εγγυώντο αμοιβαία το απαραβίαστο των κοινών τους συνόρων στη Θράκη, καταδεικνύοντας έτσι την απόφασή τους να συνδράμουν η μία την άλλη σε περίπτωση στρατιωτικής εις βάρος τους ενέργειας εκ μέρους της Σόφιας48. Πέρα από την εντυπωσιακή διεύρυνση των ορίων της ελληνοτουρκικής συνεργασίας, το Σύμφωνο της Εγκάρδιας Συνεννόησης επιτάχυνε τις εξελίξεις για τη συμβατική σύμπραξη όλων των αντιαναθεωρητικών κρατών της Χερσονήσου του Αίμου. Πράγματι, οι διπλωματικές επαφές ανάμεσα στην Ελλάδα, στην Τουρκία, στη Γιουγκοσλαβία και τη Ρουμανία εντάθηκαν κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών του 1933 και κατέληξαν στις αρχές Φεβρουαρίου του 1934 στη σύναψη του Βαλκανικού Συμφώνου, βάσει του οποίου τα τέσσερα συμβαλλόμενα μέρη εγγυώντο αμοιβαία την εδαφική τους ακεραιότητα, αναγνωΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Το αντικομμουνιστικό μένος Βερολίνου και Τόκυο εκφράστηκε με την υπογραφή του Συμφώνου ΑντιΚομιντέρν στις 15 Νοεμβρίου 1936. Στη φωτογραφία ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Ρίμπεντροπ υπογράφει, ενώ παρακολουθεί ο Ιάπωνας πρεσβευτής στο Βερολίνο, υποκόμης Κιντόμο Μουσακόγι.
Ιταλία και Γερμανία αναμίχθηκαν ενεργά στον ισπανικό εμφύλιο υπέρ του Φράνκο. Ο «Καουντίλιο» παρακολουθεί παρέλαση φαλαγγιτών.
Αεροπορικός βομβαρδισμός της Βαρκελώνης το 1938 από τις εθνικιστικές δυνάμεις του Φράνκο. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
25
ρίζοντας ανεπιφύλακτα το υφιστάμενο εδαφικός καθεστώς49. Η άρνηση της Βουλγαρίας να συμμετάσχει αποδείκνυε την προσήλωσή της στην πολιτική του αναθεωρητισμού, η οποία μοιραία στη δεδομένη συγκυρία την αποξένωνε από τα όμορα κράτη, με παρεπόμενη συνέπεια την ενίσχυση της τάσης προσκόλλησης της Σόφιας στο άρμα Δυνάμεων όπως η Γερμανία και η Ιταλία που απεργάζονταν την ανατροπή των Συνθηκών Ειρήνης. Ανεξάρτητα, εξάλλου, από τη σύναψη του Βαλκανικού Συμφώνου, διπλωματική πορεία ανάλογη με εκείνη της Βουλγαρίας ακολουθούσε ήδη και η Ουγγαρία. Με τη συμμετοχή τους στο τετραμερές Βαλκανικό Σύμφωνο η Ελλάδα και η Τουρκία αποκτούσαν σταθερό σημείο επαφής με τη Μικρή Συνεννόηση, στα μέλη της οποίας περιλαμβάνονταν η Γιουγκοσλαβία και η Ρουμανία. Με αυτόν τον τρόπο, η Αθήνα και η Αγκυρα αποκτούσαν στην πραγματικότητα επαφή (έστω και έμμεση) με το αντιαναθεωρητικό σύστημα συμμαχιών που λειτουργούσε υπό την αιγίδα του Παρισιού στην
Ανατολική Ευρώπη. Δεν είναι, επομένως, τυχαίο το γεγονός ότι τόσο το Βερολίνο όσο και η Ρώμη έσπευσαν άμεσα να εκφράσουν την αντίθεσή τους στη συνομολόγηση του Βαλκανικού Συμφώνου, καθώς το τελευταίο κατέτεινε στην παγίωση των συνόρων που είχαν χαράξει οι νικητές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου50. Μεταξύ των τελευταίων, η Γαλλία ήταν εκείνη που εξακολουθούσε να ηγείται της προσπάθειας διατήρησης του εδαφικού status quo και που, κατά συνέπεια, ανησυχούσε περισσότερο από τη διαφαινόμενες ρεβιζιονιστικές τάσεις της Γερμανίας. Στα χρόνια που ακολούθησαν την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, το Παρίσι προσπάθησε να αναγείρει πρόσθετα αναχώματα για την αποτροπή της αναβίωσης του γερμανικού κινδύνου. Η υπογραφή στις 2 Μαΐου 1935 γαλλοσοβιετικού Συμφώνου Αμοιβαίας Συνδρομής αποτελούσε το κορυφαίο παράδειγμα, καθώς η Γαλλία και η Σοβιετική Ενωση δεσμεύονταν ότι, σε περίπτωση που δέχονταν επίθεση από οποιοδήποτε ευρωπαϊκό κράτος, θα προσέτρεχαν άμεσα σε βοήθεια
Οι βαλκανικές αντιπροσωπίες εξέρχονται από την Ακαδημία Αθηνών μετά την υπογραφή του Βαλκανικού Συμφώνου τον Φεβρουάριο 1934. Διακρίνονται ο Γιουγκοσλάβος Γέφτιτς και ο Τούρκος Ρουσντή. 26
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
του αμυνόμενου αντισυμβαλλόμενου. Μολονότι δεν γινόταν καμία ρητή αναφορά στη Γερμανία, ο αντιγερμανικός χαρακτήρας του γαλλοσοβιετικού Συμφώνου δεν ήταν δυνατόν να παραγνωριστεί. Η συνομολόγηση δύο εβδομάδες αργότερα παρόμοιου Συμφώνου ανάμεσα στην Τσεχοσλοβακία και τη Σοβιετική Ενωση, η οποία επιπλέον είχε ήδη από τον Σεπτέμβριο του 1934 καταστεί μέλος της Κοινωνίας των Εθνών, ενίσχυε ακόμα περισσότερο τις γαλλικές θέσεις στην περιοχή51. Αν η γαλλική προσπάθεια περικύκλωσης της Γερμανίας έμοιαζε να στέφεται από επιτυχία στην Ανατολική Ευρώπη, δεν συνέβαινε το ίδιο και στην αντίθετη πλευρά της «γηραιάς ηπείρου». Η απροθυμία της Μεγάλης Βρετανίας να εμπλακεί στους ηπειρωτικούς ανταγωνισμούς στερούσε από το Παρίσι τη δυνατότητα σύμπηξης ενός γαλλοβρετανικού μετώπου, το οποίο θα μπορούσε να λειτουργήσει αποτρεπτικά στα επεκτατικά σχέδια του Χίτλερ. Η Γαλλία εξακολουθούσε, βέβαια, να διατηρεί στενούς δεσμούς με το Βέλγιο. Ομως το γεγονός αυτό σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε
να αντικαταστήσει τη βρετανική απουσία. Χωρίς την υποστήριξη από το Λονδίνο, οι υπόλοιπες διπλωματικές πρωτοβουλίες του Παρισιού στερούνταν του ειδικού βάρους και της αποτελεσματικότητας που θα τους προσέδιδε η σταθερή τοποθέτηση της βρετανικής κυβέρνησης στο πλευρό της γαλλικής.
Η αποσάθρωση του διεθνούς συστήματος Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1930 το διεθνές σύστημα που είχαν εγκαθιδρύσει οι νικητές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου θα δοκιμαζόταν σκληρά, μέχρι του σημείου της πλήρους κατάρρευσής του. Οι αναθεωρητικές Δυνάμεις θα εκδήλωναν πλέον ολοένα και περισσότερο ανοιχτά και δυναμικά την πρόθεσή τους να ανατρέψουν το συμβατικό οικοδόμημα της Συνδιάσκεψης Ειρήνης του Παρισιού. Η εκδήλωση του ιαπωνικού ιμπεριαλισμού εις βάρος της Κίνας και ο σταδιακός επανεξοπλισμός της Γερμανίας είχαν
Αμέσως μετά την υπογραφή του Βαλκανικού Συμφώνου. Από αριστερά ο υπουργός Εξωτερικών Δημ. Μάξιμος (1), ο Τούρκος Ρουσντή (2), ο Ρουμάνος Τιτουλέσκου (3), ο Γιουγκοσλάβος Γέφτιτς (4) και ο πρωθυπουργός Παναγής Τσαλδάρης (5). Από το 1933 η Τουρκία είχε εγγυηθεί το απαραβίαστο των ελληνικών συνόρων στη Θράκη. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
27
ήδη αποτελέσει τα πρώτα σαφή παραδείγματα, τα οποία θα πύκνωναν στα αμέσως επόμενα χρόνια. Η προσθήκη του παράγοντα της ιταλικής επεκτατικότητας θα λειτουργούσε ως καταλύτης των εξελίξεων. Με τρόπο προφητικό, ο Μουσολίνι, σκιαγραφώντας τους στόχους της ιταλικής εξωτερικής πολιτικής, είχε ήδη από το 1927 προδιαγράψει τη δραματική εξέλιξη των ιστορικών γεγονότων: «Πρέπει να είμαστε σε θέση… όταν ανάμεσα στο 1935 και στο 1940 θα βρεθούμε σε ένα σημείο, το οποίο χαρακτηρίζω σημείο καμπής στην ευρωπαϊκή Ιστορία, να κάνουμε αισθητή τη θέλησή μας και να δούμε τα δικαιώματά μας να αναγνωρίζονται»52. Τα αυτοκρατορικά οράματα του Μουσολίνι θα έβρισκαν το 1935 πεδίο εφαρμογής εις βάρος της Αβησσυνίας. Με αφορμή ένα ήσσονος σημασίας συνοριακό επεισόδιο που έλαβε χώρα τον Δεκέμβριο του 1934, ιταλικά στρατεύματα άρχισαν να συγκεντρώνονται στις ιταλικές αποικίες της Σομαλίας και της Ερυθραίας, οι οποίες γειτνίαζαν με την Αβησσυνία, με προφανή σκοπό να προετοιμάσουν την εισβολή στο έδαφος της τελευταίας. Η προσφυγή της αβησσυνιακής κυβέρνησης στην Κοινωνία των Εθνών δεν συνέβαλε στη χαλάρωση των ιταλικών πιέσεων, καθώς ακόμα και η απόφαση του Οργανισμού για τη σύσταση διεθνούς επιτροπής με σκοπό την έρευνα του θέματος στην πραγματικότητα διευκόλυνε τη Ρώμη: το πόρισμα της επιτροπής, το οποίο εκδόθηκε τον Σεπτέμβριο του 1935, δεν επέρριπτε καμία ευθύνη στην Ιταλία, εξισώνοντας τον δυνητικά επιτιθέμενο με τον αντίστοιχο αμυνόμενο. Επιδιώκοντας να αποφύγουν το ενδεχόμενο ενός ιταλο-αβησσυνιακού πολέμου, η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία επιχείρησαν να ικανοποιήσουν, έστω και εν μέρει, την Ιταλία. Τον Αύγουστο του 1935 το Λονδίνο και το Παρίσι πρότειναν στη Ρώμη την εγκαθίδρυση καθεστώτος γαλλοβρετανοϊταλικής συγκυριαρχίας στην Αβησσυνία, στο πλαίσιο του οποίου οι Ιταλοί θα διατηρούσαν το προβάδισμα στη ρύθμιση διοικητικών και στρατιωτικών θεμάτων. Ο Μουσολίνι, ωστόσο, απέρριψε τις προτάσεις καθώς δεν ήταν διατεθειμένος να 28
δεχθεί οτιδήποτε λιγότερο από τον πλήρη έλεγχο της Αβησσυνίας, την οποία μάλιστα επιθυμούσε να κατακτήσει με τη δύναμη των όπλων ώστε να εγγράψει μια πολεμική επιτυχία στο ενεργητικό του: «Ακόμα κι αν μου φέρουν (την Αβησσυνία) σε ασημένιο πιάτο, εγώ τη θέλω με πόλεμο», είχε δηλώσει λίγο καιρό πριν από την υποβολή του γαλλοβρετανικού σχεδίου53. Η προσπάθεια της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας να κατευνάσουν την Ιταλία είχε αποτύχει. Τον Οκτώβριο του 1935, παραβιάζοντας κατάφωρα το Σύμφωνο της Κοινωνίας των Εθνών, ιταλικά στρατεύματα εισέβαλαν στο αβησσυνιακό έδαφος. Η ενέργεια καταδικάστηκε άμεσα από την Κοινωνία των Εθνών, η οποία αποφάσισε την επιβολή οικονομικών κυρώσεων εις βάρος της Ρώμης54. Η εφαρμογή των κυρώσεων, όμως, όχι μόνο δεν είχε ως αποτέλεσμα τη συμμόρφωση της Ιταλίας, αλλά αντίθετα κατέτεινε στον εξευτελισμό του κύρους του Οργανισμού της Γενεύης. Η μη συμπερίληψη πρώτων υλών κρίσιμης σημασίας για την εξέλιξη των πολεμικών επιχειρήσεων (όπως το πετρέλαιο, οι γαιάνθρακες και ο σίδηρος) στον κατάλογο των προϊόντων που τα μέλη της Κοινωνίας των Εθνών απαγορευόταν να εξάγουν στην Ιταλία γελοιοποίησε τις κυρώσεις, εκμηδενίζοντας το πρακτικό τους αποτέλεσμα. Ταυτόχρονα, οι Βρετανοί απέφυγαν να κλείσουν τη διώρυγα του Σουέζ ώστε να εμποδίσουν τον απρόσκοπτο ανεφοδιασμό των ιταλικών στρατευμάτων. Το γεγονός, εξάλλου, ότι οι κυρώσεις δεν συνοδεύονταν από την επιβολή ναυτικού αποκλεισμού σήμαινε ότι κράτη που δεν ήταν μέλη της Κοινωνίας των Εθνών μπορούσαν ανενόχλητα να συναλλάσσονται με την Ιταλία: εκτός όλων των άλλων, η εξέλιξη αυτή διευκόλυνε την προσέγγιση Ρώμης και Βερολίνου, καθώς το τελευταίο, έχοντας αποχωρήσει ήδη από το 1933 από τον Οργανισμό της Γενεύης, δεν εφάρμοζε τις κυρώσεις. Παρά τη συντριπτική αριθμητική και ποιοτική υπεροπλία των ιταλικών στρατιωτικών δυνάμεων, αλλά και τη χρήση απαγορευμένων χημικών όπλων, η επιχείρηση κατάληψης της Αβησσυνίας ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
εξελίχθηκε με βραδύτερο ρυθμό απ’ ό,τι υπολόγιζε ο Μουσολίνι. Εστω και με καθυστέρηση, πάντως, η μοιραία κατάληξη της κατάλυσης της αβησσυνιακής ανεξαρτησίας δεν μπορούσε να αποφευχθεί. Τον Μάιο του 1936 οι Ιταλοί κατέλαβαν την Αντίς Αμπέμπα και η Αβησσυνία προσαρτήθηκε στη νεοπαγή Ιταλική Αυτοκρατορία. Στις 30 Ιουνίου 1936 ο (εξόριστος πλέον) αυτοκράτορας της Αβησσυνίας Χαϊλέ Σελασιέ εμφανίστηκε στη Συνέλευση της Κοινωνίας των Εθνών και αναφέρθηκε στις τραγικές επιπτώσεις που η ιταλική εισβολή θα είχε για τη διεθνή ειρήνη: «Είναι η συλλογική ασφάλεια. Είναι η ίδια η ύπαρξη της Κοινωνίας των Εθνών. Είναι η εμπιστοσύνη που κάθε κράτος έχει στις διεθνείς Συνθήκες. Είναι η αξία των υποσχέσεων που δίνονται στα μικρά κράτη ότι η ακεραιτότητα και η ανεξαρτησία τους θα γίνονται
σεβαστές και θα διασφαλίζονται… Με δυο λόγια, είναι η διεθνής ηθική που διακυβεύεται. Οι υπογραφές σε μια Συνθήκη έχουν αξία μόνο όταν τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν προσωπικό και άμεσο συμφέρον;»55. «Είμαστε εμείς σήμερα, θα είστε εσείς αύριο», έσπευσε να συμπληρώσει αμέσως μετά το τέλος της ομιλίας του, κερδίζοντας τη συμπάθεια, αλλά όχι την έμπρακτη συμπαράσταση των μελών του Οργανισμού: μόλις τέσσερις ημέρες αργότερα η Κοινωνία των Εθνών αποφάσισε την άρση των κυρώσεων που είχαν επιβληθεί στην Ιταλία λίγους μήνες πριν56. Η αναιμική και αναποτελεσματική αντίδραση της Κοινωνίας των Εθνών απέναντι στην ιταλική προκλητικότητα όχι μόνο καταρράκωσε το γόητρο του Οργανισμού, από τον οποίο η Ιταλία
«Πρέπει να είμαστε σε θέση ανάμεσα στο 1935 και στο 1940 να κάνουμε αισθητή τη θέλησή μας», έλεγε από το 1927 ο Μπενίτο Μουσολίνι. Στη φωτογραφία με τον Αδόλφο Χίτλερ τον Ιούνιο του 1940 στο Μόναχο. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
29
αποχώρησε τον Δεκέμβριο του 1937, αλλά ταυτόχρονα παρακίνησε σε δράση και τις υπόλοιπες αναθεωρητικές Δυνάμεις. Τον Μάρτιο του 1936, την ώρα που η αβησσυνιακή κρίση βρισκόταν στο αποκορύφωμά της και είχε γίνει πλέον φανερό ότι ούτε η Μεγάλη Βρετανία ούτε η Γαλλία ήταν διατεθειμένες να αναλάβουν πρωτοβουλίες για την προάσπιση της εδαφικής ακεραιότητας της Αβησσυνίας, η Γερμανία ανακοίνωσε την απόφασή της να καταγγείλει τις Συμφωνίες του Λοκάρνο. Την ίδια στιγμή, κατά παράβαση της Συνθήκης Ειρήνης των Βερσαλλιών, γερμανικά στρατεύματα εισήλθαν στην αποστρατικοποιημένη περιοχή της Ρηνανίας. Για ακόμα μία φορά η αντίδραση του Λονδίνου και του Παρισιού υπήρξε υποτονική. Αντί η πραξικοπηματική ενέργεια του Βερολίνου να αντιμετωπιστεί αποφασιστικά, η βρετανική και η γαλλική κυβέρνηση αρκέστηκαν στη διατύπωση χλιαρών διαμαρτυριών, ανταλλάσσοντας
υποσχέσεις για αμοιβαία στρατιωτική συνδρομή (οι οποίες συμπεριελάμβαναν και το Βέλγιο) σε περίπτωση απρόκλητης γερμανικής επίθεσης57. Η επαναστρατιωτικοποίηση της Ρηνανίας προσέθεσε ακόμα έναν κρίκο στη μακρά αλυσίδα των παραβιάσεων των Συνθηκών Ειρήνης από τη Γερμανία. Η επιθετική πολιτική των αναθεωρητικών κρατών είχε και πάλι θριαμβεύσει, προλειαίνοντας το έδαφος για την πραγματοποίηση του επόμενου βήματος του Βερολίνου προς την κατεύθυνση της πλήρους ανατροπής της ισορροπίας των δυνάμεων στην Ευρώπη. Ο στόχος αυτή τη φορά θα ήταν η προσάρτηση της Αυστρίας, εξέλιξη η οποία θα επέτρεπε την απαρχή της υλοποίησης των παγγερμανικών οραματισμών του Χίτλερ. Η στάση της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας κατά τη διάρκεια των προηγούμενων μειζόνων κρίσεων είχε πείσει τον Γερμανό δικτάτορα ότι
«Ακόμη και αν μου φέρουν την Αβυσσηνία σε ασημένιο πιάτο, εγώ τη θέλω με πόλεμο», είχε διακηρύξει ο Μουσολίνι απορρίπτοντας τα κατευναστικά γαλλοβρετανικά σχέδια συγκυριαρχίας. Ιταλικά στρατεύματα εισβάλλουν στο έδαφος της Αβυσσηνίας. 30
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
μπορούσε να θέσει σε εφαρμογή τα σχέδιά του χωρίς να φοβάται δυναμική παρέμβαση από την πλευρά του Λονδίνου ή του Παρισιού. Η σύσφιγξη, εξάλλου, των γερμανοϊταλικών δεσμών -η οποία είχε αφενός αποτυπωθεί τον Νοέμβριο του 1936 στη δημόσια χρήση από τον Μουσολίνι του όρου «Αξονας» προκειμένου να περιγράψει τις στενές σχέσεις Βερολίνου-Ρώμης και αφετέρου επιβεβαιωθεί ένα χρόνο αργότερα με την προσχώρηση της Ιταλίας στο γερμανοϊαπωνικό Σύμφωνο Αντι-Κομιντέρν- απέκλειε εκ των προτέρων κάθε ενδεχόμενο έντονης ιταλικής αντίδρασης για την προάσπιση της αυστριακής ανεξαρτησίας όπως είχε συμβεί το καλοκαίρι του 1934. Με αυτά τα δεδομένα, ο Χίτλερ αισθανόταν έτοιμος να επιβάλει τη θέλησή του στην αυστριακή κυβέρνηση του Κουρτ φον Σούσνιγκ, αδιαφορώντας ακόμα και για την ύπαρξη της μεταξύ τους
«συμφωνίας κυρίων» του Ιουλίου του 1936, βάσει της οποίας η Γερμανία δεσμευόταν να σεβαστεί την ανεξαρτησία της Αυστρίας σε αντάλλαγμα της υπόσχεσης της Βιέννης να εναρμονίζει την εξωτερική της πολιτική προς εκείνη του Βερολίνου. Τον Φεβρουάριο του 1938 ο Χίτλερ εξανάγκασε τον Σούσνιγκ να αναθέσει το κρίσιμης σημασίας χαρτοφυλάκιο του υπουργού Εσωτερικών στον ηγέτη του αυστριακού εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος Κουρτ Ζάις-Ινκβαρτ. Αντιλαμβανόμενος ότι πρόθεση της Γερμανίας ήταν να προσαρτήσει με κάθε τρόπο την Αυστρία, ο Σούσνιγκ επιχείρησε να αποτρέψει αυτή την εξέλιξη προκηρύσσοντας δημοψήφισμα για το θέμα. Ομως ο Χίτλερ δεν ήταν διατεθειμένος να υποχωρήσει και έθεσε τελεσιγραφικά τον Αυστριακό καγκελάριο ενώπιον του διλήμματος να παραιτηθεί ή να αντιμετωπίσει τη γερμανική εισβολή. Μετά τη μάταιη προσπάθειά του να εξασφαλίσει βοήθεια από τη Μεγάλη Βρε-
Ιταλοί στρατιώτες πανηγυρίζουν το 1935 στο ανάκτορο του αυτοκράτορα Χαϊλέ Σελασιέ, το οποίο μόλις έχουν καταλάβει. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
31
τανία και τη Γαλλία, ο Σούσνιγκ ανατράπηκε και αντικαταστάθηκε από τον Ζάις-Ινκβαρτ. Ο κύβος είχε πλέον ριφθεί. Τα ξημερώματα της 12ης Μαρτίου του 1938 γερμανικά στρατεύματα εισήλθαν στο αυστριακό έδαφος. Την επόμενη ημέρα η Αυστρία προσαρτήθηκε επίσημα στο γερμανικό Ράιχ. Το Ανσλους ήταν πλέον γεγονός, το οποίο «επικυρώθηκε» τον Απρίλιο και τον Μάιο του ίδιου έτους μέσω της διεξαγωγής χειραγωγημένων δημοψηφισμάτων στην Αυστρία και τη Γερμανία αντίστοιχα58.
Η απόπειρα «εξημέρωσης του θηρίου»: Η πολιτική του κατευνασμού Το Ανσλους αποτελούσε ακόμα μία κραυγαλέα περίπτωση παραβίασης των Συνθηκών Ειρήνης, αυτή τη φορά εκείνης του Αγίου Γερμανού. Η πραξικοπηματική προσάρτηση της Αυστρίας ήταν η πρώτη εδαφική επέκταση του Γ’ Ράιχ, το οποίο αποκτούσε πλέον κοινά σύνορα με την Ιταλία. Η εξέλιξη αυτή, σε συνδυασμό με την ευνοϊκή στάση που τήρησε ο Μουσολίνι απέναντι στο αυστριακό εγχείρημα του Χίτλερ, συνέτεινε στην περαιτέρω ενίσχυση των γερμανοϊταλικών δεσμών. Στο μήνυμα που υπαγόρευσε τηλεφωνικά στον ειδικό απεσταλμένο του στη Ρώμη την ημέρα της γερμανικής εισβολής στην Αυστρία, ο Γερμανός δικτάτορας ήταν διαχυτικότερος από ποτέ: «Πείτε στον Μουσολίνι ότι ποτέ δεν θα τον ξεχάσω γι’ αυτό!… Ποτέ, ποτέ, ποτέ! Ο,τι κι αν συμβεί!… Μόλις η αυστριακή υπόθεση τελειώσει, είμαι πρόθυμος να του συμπαρασταθώ σε κάθε περίπτωση»59. Την ίδια στιγμή, η παθητική στάση των δυτικών Δυνάμεων στο αυστριακό ζήτημα άνοιξε ακόμα περισσότερο την όρεξη του Χίτλερ, το ενδιαφέρον του οποίου θα επικεντρωνόταν προς την κατεύθυνση της Τσεχοσλοβακίας. Στις 12 Σεπτεμβρίου 1938 ο Χίτλερ κάλεσε δημόσια τη μειονότητα των περίπου 3.000.000 Γερμανών που κατοικούσαν στη Σουδητία (στο δυτικό άκρο της Τσεχοσλοβακίας) να αναλάβουν δράση με σκοπό την ενσωμάτωσή τους στο Γ’ Ράιχ. Αμήχανοι μπροστά στη νέα διαφαινόμενη κρίση και απρόθυμοι να αντιπαρατεθούν 32
Με την ομιλία του στην Κοινωνία των Εθνών ο Χαϊλέ Σελασιέ κέρδισε τη συμπάθεια των κρατών-μελών, αλλά όχι και την έμπρακτη συμπαράστασή τους.
δυναμικά με το Βερολίνο ώστε να μη χρειαστεί να ενδώσουν στις νέες γερμανικές απαιτήσεις, ο Βρετανός πρωθυπουργός Νέβιλ Τσάμπερλαιν και ο Γάλλος ομόλογός του Εντουάρ Νταλαντιέ επέλεξαν και πάλι την οδό του κατευνασμού: η Πράγα θα έπρεπε να εκχωρήσει στη Γερμανία όλες τις τσεχοσλοβακικές επαρχίες που κατοικούνταν κατά πλειοψηφία από γερμανόφωνο πληθυσμό. Ηταν φανερό ότι το Λονδίνο και το Παρίσι είχαν εγκαταλείψει ανυπεράσπιστη την Τσεχοσλοβακία βορά στις ορέξεις του Χίτλερ. Προκειμένου, μάλιΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
στα, να επιταχύνουν την επίλυση του ζητήματος, άσκησαν αφόρητες πιέσεις στην τσεχοσλοβακική κυβέρνηση για να αποδεχθεί άμεσα τις γαλλοβρετανικές προτάσεις. Ανήμπορη να αντιδράσει, η Πράγα δήλωσε πως θα συμμορφωνόταν. Ομως ο Γερμανός δικτάτορας ζητούσε ακόμα περισσότερα. Υπό την απειλή της κήρυξης πολέμου στην Τσεχοσλοβακία, το Βερολίνο αξίωσε την άμεση κατάληψη όλων των διεκδικούμενων από το ίδιο τσεχοσλοβακικών εδαφών. Προκειμένου να αποτραπεί η ένοπλη σύγκρουση, οι ηγέτες της Γερμανίας, της Ιταλίας, της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας συμφώνησαν να συναντηθούν στις 29 Σεπτεμβρίου 1938 στο Μόναχο, όπου οι Τσάμπερλαιν και Νταλαντιέ υποχώρησαν για ακόμα μία φορά: στην Τσεχοσλοβακία δινόταν προθεσμία μέχρι τις 10 Οκτωβρίου προκειμένου να παραδώσει τη Σουδητία στη Γερμανία∙ η απόφαση, εξάλλου, για τη σύσταση διεθνούς επιτροπής με αποστολή τη χάραξη της νέας συνοριακής γραμμής δεν αποτελούσε παρά ένα διπλωματικό φύλλο συκής που δεν αρκούσε προκειμένου να καλύψει το μέγεθος της ασύγγνωστης γαλλοβρετανικής ενδοτικότητας60. Η Συμφωνία του Μονάχου είχε ως αποτέλεσμα τον εδαφικό ακρωτηριασμό της Τσεχοσλοβακίας. Η Πράγα εξαναγκάστηκε να αποδεχθεί τη Συμφωνία μολονότι δεν είχε καν κληθεί να συμμετάσχει στη διαπραγμάτευσή της. Τα περιθώρια ελιγμών της τσεχοσλοβακικής κυβέρνησης ήταν περιορισμένα από τη στιγμή που ακόμα και το Παρίσι είχε αποφασίσει να μην την υποστηρίξει. Ο θρίαμβος της τακτικής του Χίτλερ ήταν απόλυτος. Με τη χρήση απειλών και εκβιασμών και χωρίς να χρειαστεί να ρίξει ούτε μία σφαίρα, η Γερμανία είχε κατορθώσει να οδηγήσει τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία σε μια άνευ όρων διπλωματική συνθηκολόγηση. Η εδαφική ακεραιότητα της Τσεχοσλοβακίας είχε θυσιαστεί στο βωμό της αποφυγής μιας σύγκρουσης τοπικού χαρακτήρα, η οποία όμως μπορούσε να αποτελέσει τη σπίθα για μια πυρκαγιά που θα σάρωνε ολόκληρη την Ευρώπη. Οι μνήμες της δολοφονίας του διαδόχου του αυστρο-ουγγρικού ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Ο Χίτλερ επέβαλε στον Αυστριακό καγκελάριο Σούσνιγκ η συμπόρευση με την πολιτική του, υποσχόμενος ότι δεν θα παραβιάσει την ανεξαρτησία της Αυστρίας, υπόσχεση που σύντομα αθέτησε.
θρόνου αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου το καλοκαίρι του 1914 στο Σαράγεβο και της συνακόλουθης έναρξης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν ακόμα νωπές. Η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία είχαν επιλέξει την πολιτική του κατευνασμού πιστεύοντας πως έτσι θα απέφευγαν τον πόλεμο. Επιστρέφοντας στο Λονδίνο, ο Τσάμπερλαιν διακήρυξε ότι η Συμφωνία του Μονάχου αποτελούσε εγγύηση για τη διατήρηση της ευρωπαϊκής ειρήνης: ο Χίτλερ, εξάλλου, είχε δημόσια διαβεβαιώσει ότι η απόκτηση της Σουδητίας έκλεινε τον κύκλο των εδαφικών του διεκδικήσεων. 33
Στην πραγματικότητα, τα αποτελέσματα της γαλλοβρετανικής υποχωρητικότητας ήταν ακριβώς τα αντίθετα από εκείνα που επιδίωκαν το Παρίσι και το Λονδίνο. Οπως είχε συμβεί και με την προσάρτηση της Αυστρίας, η γερμανική επέκταση εις βάρος της Τσεχοσλοβακίας όχι μόνο δεν είχε μειώσει, αλλά τουναντίον είχε αυξήσει ακόμα περισσότερο την όρεξη του Χίτλερ για νέες κατακτήσεις, καθιστώντας την πρακτικά ακόρεστη. Αν το 1914 ο κατευνασμός ίσως να είχε αποτρέψει την έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1938 επιτάχυνε την πορεία προς την άβυσσο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο κατευνασμός, με άλλα λόγια, θα μπορούσε να λειτουργήσει θετικά μόνο στην περίπτωση που ο κατευναζόμενος είχε περιορισμένες απαιτήσεις, οι οποίες μπορούσαν
με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να ικανοποιηθούν. Στην περίπτωση της ναζιστικής Γερμανίας, όμως, τα πράγματα κάθε άλλο παρά έτσι ήταν. Στόχος του Χίτλερ δεν ήταν απλά η διεύρυνση των ορίων της εδαφικής επικράτειας ή η εξασφάλιση του ελέγχου της μιας ή της άλλης περιοχής. Ο πραγματικός στόχος ήταν η εγκαθίδρυση μιας γερμανικής ηγεμονίας σε ολόκληρη την Ευρώπη και κατ’ επέκταση και στον υπόλοιπο πλανήτη. Κατά συνέπεια, το «γερμανικό θηρίο» ήταν αδύνατον να εξημερωθεί και με την εφαρμογή της πολιτικής του κατευνασμού, αντί να περιοριστεί έγκαιρα, αφηνόταν ολοένα να μεγαλώνει, απειλώντας να κατασπαράξει ό,τι βρισκόταν στο δρόμο του. Ο ατελέσφορος χαρακτήρας της πολιτικής του κατευνασμού ως μέσου περιορισμού της γερμανικής
Ο Χίτλερ επέβαλε στον Σούσινγκ ως υπουργό Εσωτερικών τον Αυστριακό εθνικοσοσιαλιστή Κουρτ Ζάις-Ινκβαρτ, ο οποίος σύντομα ανέτρεψε τον πρωθυπουργό και άνοιξε το δρόμο για τη γερμανική εισβολή στην Αυστρία. Στη δεύτερη σειρά: Χίμλερ, Χάινριχ και Κάιτελ. 34
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
επεκτατικότητας αποδείχθηκε λίγους μόλις μήνες μετά τη Συμφωνία του Μονάχου. Τον Μάρτιο του 1939 ο Χίτλερ προχώρησε στον πλήρη διαμελισμό της Τσεχοσλοβακίας: η Βοημία και η Μοραβία μετατράπηκαν σε γερμανικά προτεκτοράτα, η Σλοβακία απέκτησε την ανεξαρτησία της, ενώ η Ρουθηνία παραχωρήθηκε στην Ουγγαρία. Η Τσεχοσλοβακία είχε πλέον εξαφανιστεί από το χάρτη της Ευρώπης. Μετά τη Βιέννη, ο Γερμανός δικτάτορας προσέθεσε και την Πράγα στα επίζηλα έπαθλα που είχε αναίμακτα κατακτήσει. Παρά το γεγονός ότι στο Μόναχο είχαν εγγυηθεί την εδαφική ακεραιότητα της ακρωτηριασμένης Τσεχοσλοβακίας, η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία παρέμειναν απαθείς θεατές στη νέα εκδήλωση της επιθετικότητας του Βερολίνου61.
Ο διαμελισμός της Τσεχοσλοβακίας διέλυσε και τις τελευταίες ψευδαισθήσεις σχετικά με τις πραγματικές προθέσεις του Χίτλερ. Η προκλητική αθέτηση των δημόσιων υποσχέσεών του αποκάλυπτε τον καιροσκοπικό χαρακτήρα της πολιτικής του, αποδεικνύοντας πέρα από κάθε αμφιβολία ότι καμία σημασία δεν έπρεπε να αποδίδεται στις συμβατικές ή άλλες δεσμεύσεις που αναλάμβανε κατά καιρούς ο Γερμανός δικτάτορας. Αν η προσάρτηση της Αυστρίας ή της Σουδητίας μπορούσε -έστω και προσχηματικά- να δικαιολογηθεί με την επίκληση της εφαρμογής της αρχής των εθνοτήτων, η διάλυση της Τσεχοσλοβακίας και η διανομή των εδαφών της αποτελούσε εφαρμογή του δόγματος του «ζωτικού χώρου», γεγονός που απειλούσε πλέον την πλήρη ανατροπή της ισορ-
«Πείτε στον Μουσολίνι ότι ποτέ δεν θα τον ξεχάσω γι' αυτό», είπε ο Χίτλερ εκφράζοντας την ευγνωμοσύνη του προς τον Ντούτσε για την ουδετερότητά του απέναντι στο Ανσλους. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
35
Ο Βρετανός πρωθυπουργός Νέβιλ Τσάμπερλαιν (στη μέση) πίστεψε τις υποσχέσεις του Χίτλερ και του παρέδωσε την Τσεχοσλοβακία. Αριστερά, ο Γιόακιμ φον Ρίμπεντροπ.
Ο Φύρερ είχε κάθε λόγο να ξεπροβοδίζει ικανοποιημένος τον Τσάμπερλαιν από το Μόναχο. Ο Βρετανός πρωθυπουργός έτρεφε την αυταπάτη πως μπορούσε να κατευνάσει τ0 ναζισμό. 36
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
ροπίας των δυνάμεων στην Ευρώπη προς όφελος του Βερολίνου. Η πεποίθηση ότι το επόμενο βήμα του Χίτλερ, το οποίο κατά πάσα πιθανότητα θα ήταν προς την κατεύθυνση της Πολωνίας, έπρεπε να αντιμετωπιστεί με πολύ μεγαλύτερη αποφασιστικότητα εμπεδωνόταν σταδιακά στο Λονδίνο και το Παρίσι. Την άνοιξη του 1939 είχε πια καταστεί σαφές ότι το εδαφικό και πολιτικό καθεστώς που είχε επιβληθεί από τους νικητές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου έπνεε τα λοίσθια. Διάτρητος από τις αλλεπάλληλες παραβιάσεις θεμελιωδών όρων των Συνθηκών Ειρήνης, ο ιστός του διεθνούς συστήματος του Μεσοπολέμου δεν θα μπορούσε για πολύ καιρό ακόμα να διατηρήσει τα τελευταία εναπομείναντα ισχνά ίχνη της συνοχής του. Ολοένα και περισσότεροι Βρετανοί και Γάλλοι ιθύνοντες αντιλαμβάνονταν τον κίνδυνο που προέκυπτε από την τακτική του τμηματικού «κοψίματος του σαλαμιού» που εφάρμοζε η γερμανική ηγεσία: κάθε ένα από τα κομμάτια του σαλαμιού δεν έμοιαζε από μόνο του να έχει καθοριστική σημασία∙ αθροιζόμενα, όμως, έδιναν το μέτρο της αλλαγής που είχε λίγο λίγο συντελεστεί. Το μαχαίρι, επομένως, έπρεπε να αφαιρεθεί από το χέρι του Χίτλερ πριν να ήταν πολύ αργά. Τα σύννεφα του πολέμου ολοένα πύκνωναν στον ευρωπαϊκό ουρανό και η καταιγίδα δεν θα αργούσε να σαρώσει την Ευρώπη από τη μία άκρη έως την άλλη.
Δρόμος χωρίς επιστροφή: Η έναρξη και η επέκταση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου Η αιφνιδιαστική επιχείρηση διαμελισμού της Τσεχοσλοβακίας προκάλεσε αναταράξεις στο εσωτερικό του Αξονα. Δίνοντας σαφή δείγματα του δευτερεύοντος ρόλου που απέδιδε πλέον στην Ιταλία, ο Χίτλερ δεν είχε φροντίσει να ενημερώσει τον Μουσολίνι για την υλοποίηση των σχεδίων του εις βάρος της Τσεχοσλοβακίας. Αναζητώντας μια επιτυχία ανάλογη με εκείνη που είχε εξασφαλίσει ο Γερμανός σύμμαχός του στην Πράγα, ο Ιταλός δικτάτορας διέταξε τον Απρίλιο του 1939 την κατάΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
ληψη της Αλβανίας, το στέμμα της οποίας δόθηκε στον αυτοκράτορα της Ιταλίας Βίκτωρα Εμμανουήλ Γ’62. Με την ολοκλήρωση της καθυπόταξης της Αλβανίας, η Ρώμη εδραίωσε την παρουσία της στα Βαλκάνια, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για περαιτέρω διείσδυση μέσω του αλβανικού εδάφους. Παρά τις καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις του Μουσολίνι σχετικά με το χαρακτήρα της, η ιταλική ενέργεια είχε ως αποτέλεσμα την άμεση αντίδραση της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας, οι οποίες δήλωσαν ότι θα υπερασπίζονταν την εδαφική ακεραιότητα και την ανεξαρτησία της Ελλάδας και της Ρουμανίας σε περίπτωση που δέχονταν απρόκλητη επίθεση63. Ο χρόνος για την έκρηξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μετρούσε ήδη αντίστροφα. Στις 28 Απριλίου 1939 το Βερολίνο ανακοίνωσε ότι κατήγγειλε τόσο το γερμανοπολωνικό Σύμφωνο μη Επίθεσης του 1934 όσο και το γερμανοβρετανικό Ναυτικό Σύμφωνο του 1935. Ταυτόχρονα προέβαλε διεκδικήσεις επί του Ντάντσιχ και του «πολωνικού διαδρόμου»: οι προθέσεις του Χίτλερ απέναντι στην Πολωνία ήταν πλέον απόλυτα σαφείς. Ενα μήνα αργότερα, η Γερμανία και η Ιταλία υπέγραψαν το Χαλύβδινο Σύμφωνο, βάσει του οποίου υπόσχονταν αμοιβαία την παροχή πλήρους στρατιωτικής υποστήριξης σε περίπτωση πολέμου. Παρά τους κλυδωνισμούς που είχε προκαλέσει στις μεταξύ τους σχέσεις η γερμανική πρωτοβουλία διαμελισμού της Τσεχοσλοβακίας, οι δύο δυνάμεις του Αξονα παρέμεναν ενωμένες, αν και εκ των πραγμάτων η Ρώμη δεν μπορούσε παρά να διαδραματίζει δευτερεύοντα ρόλο σε σχέση με εκείνον του Βερολίνου64. Η διπλωματική προετοιμασία του Χίτλερ εν όψει της υλοποίησης των επεκτατικών του σχεδίων εις βάρος της Πολωνίας, η επίθεση εναντίον της οποίας είχε αποφασιστεί ήδη από την άνοιξη του 1939, θα ολοκληρωνόταν με τη συνεννόηση του Βερολίνου με τη Μόσχα. Οι γερμανοσοβιετικές διαπραγματεύσεις κορυφώθηκαν το καλοκαίρι του 1939, καταλήγοντας στις 23 Αυγούστου στην υπογραφή διμερούς Συμφώνου μη Επίθεσης από τους υπουργούς Εξωτερικών της Γερμανίας και 37
της Σοβιετικής Ενωσης, Γιοακίμ φον Ρίμπεντροπ και Βιάτσεσλαβ Μολότωφ αντίστοιχα. Βάσει μυστικού Πρωτοκόλλου που ήταν προσαρτημένο στο Σύμφωνο, η Ανατολική Ευρώπη διαιρείτο σε σφαίρες επιρροής ανάμεσα στο Βερολίνο και τη Μόσχα: το δυτικό τμήμα της Πολωνίας και η Λιθουανία προορίζονταν για τη Γερμανία, ενώ οι ανατολικές πολωνικές επαρχίες, η Φινλανδία, η Εσθονία, η Λετονία και η Βεσσαραβία για τη Σοβιετική Ενωση. Εχοντας δεδομένη πλέον τη σοβιετική συγκατάθεση, την 1η Σεπτεμβρίου 1939, με αφορμή ένα κατασκευασμένο από τους ίδιους συνοριακό επεισόδιο, οι Γερμανοί εισέβαλαν στην Πολωνία. Αντιδρώντας δυναμικότερα σε σχέση με το παρελθόν, στις 3 Σεπτεμβρίου το Λονδίνο και το Παρίσι κήρυξαν τον πόλεμο στο Βερολίνο, χωρίς ωστόσο να εμπλακούν άμεσα σε μάχες με το γερμανικό στρατό. Ετσι, η τύχη της Πολωνίας, η οποία στις 17 Σεπτεμβρίου δέχθηκε επίθεση από τα ανατολικά και από τη Σοβιετική Ενωση, ήταν προδιαγεγραμμένη. Μέσα σε λίγες ημέρες, η Πολωνία είχε πάψει να υφίσταται. Στις 28 Σεπτεμβρίου, Γερμανία και Σοβιετική Ενωση υπέγραψαν νέα Συνθήκη, η οποία τροποποιούσε τους εδαφικούς όρους του Συμφώνου Ρίμπεντροπ-Μολότωφ: σε αντάλλαγμα μεγαλύτερου γερμανικού μεριδίου στα πολωνικά εδάφη, οι Σοβιετικοί λάμβαναν σχεδόν το σύνολο της Λιθουανίας65. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν πια γεγονός. Βέβαιος ότι τα νώτα του ήταν καλυμμένα, μετά την κατάληψη της Πολωνίας ο Χίτλερ αξιοποίησε την ασφάλεια που του παρείχαν οι Συμφωνίες που είχε συνάψει με τη Σοβιετική Ενωση προκειμένου να στρέψει το ενδιαφέρον του στο δυτικό μέτωπο. Την άνοιξη του 1940, με μια σειρά από καταιγιστικές επιθέσεις, οι Γερμανοί εισέβαλαν διαδοχικά στη Δανία, στη Νορβηγία, στην Ολλανδία και το Βέλγιο, ενώ τον Ιούνιο ολοκλήρωσαν την κατάληψη της Γαλλίας. Ο κεραυνοβόλος πόλεμος που είχαν σχεδιάσει ο Χίτλερ και οι επιτελείς του είχε αποφέρει το θρίαμβο στα γερμανικά όπλα. Στις 26 Ιουνίου ο Γερμανός δικτάτορας επισκέφτηκε για λίγες ώρες το κατεχόμενο Παρίσι: δεν θα επέστρεφε ποτέ. 38
Μετά την πτώση της Γαλλίας, το γερμανικό ενδιαφέρον εστιάστηκε πλέον στην κάμψη και της βρετανικής αντίστασης. Για το σκοπό αυτό, η γερμανική Πολεμική Αεροπορία εγκαινίασε μια πρωτοφανούς κλίμακας επιχείρηση μαζικών βομβαρδισμών σημαντικών βρετανικών πόλεων και βιομηχανικών κέντρων. Ωστόσο, κάτω από τη σταθερή ηγεσία του Ουίνστον Τσώρτσιλ, ο οποίος είχε από τις 10 Μαΐου 1940 αναλάβει την πρωθυπουργία διαδεχόμενος τον Τσάμπερλαιν, η Μεγάλη Βρετανία δεν υπέκυψε και τελικά εξανάγκασε τον Χίτλερ να εγκαταλείψει τα σχέδιά του για εισβολή στα βρετανικά νησιά66. Την ίδια στιγμή που η μάχη της Αγγλίας έβαινε προς το τέλος της, οι διπλωματικές πρωτοβουλίες των Δυνάμεων του Αξονα συνεχίζονταν αμείωτες. Η σύναψη στις 27 Σεπτεμβρίου 1940 του Τριμερούς Συμφώνου ανάμεσα στη Γερμανία, στην Ιταλία και την Ιαπωνία επιβεβαίωσε τους μεταξύ τους συμβατικούς δεσμούς. Η εξέλιξη, ωστόσο, δεν αρκούσε για να μεταβάλει το γεγονός ότι οι Γερμανοί αντιμετώπιζαν τους Ιταλούς ολοένα και περισσότερο ως δευτερεύουσας σημασίας μέλη της συμμαχίας παρά ως ισότιμους εταίρους. Η Ιταλία δεν είχε συμμετάσχει από την αρχή στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας, αλλά εισήλθε σε αυτόν εναντίον της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας μόλις στις 10 Ιουνίου 1940. Οι αλλεπάλληλες γερμανικές επιτυχίες στα πεδία των μαχών είχαν ήδη προκαλέσει προβληματισμό στη Ρώμη, η οποία αντιλαμβανόταν ότι παρέμενε ουραγός των εξελίξεων. Επιδιώκοντας να εξασφαλίσει και εκείνος πολεμικές δάφνες με στόχο την αποκατάσταση κάποιας ισορροπίας στις σχέσεις του με τον Χίτλερ, ο Μουσολίνι αποφάσισε την εισβολή ιταλικών στρατευμάτων, αφενός, στην Αίγυπτο μέσω της Λιβύης (Σεπτέμβριος 1940) και, αφετέρου, στην Ελλάδα μέσω της Αλβανίας (Οκτώβριος 1940). Και στις δύο περιπτώσεις, οι ιταλικές εκστρατείες δεν απέδωσαν τους καρπούς που επιδίωκαν οι εμπνευστές τους: οι βρετανικές δυνάμεις αντεπιτέθηκαν στη Βόρεια Αφρική, ενώ οι αντίστοιχες ελληνικές απώθησαν τους Ιταλούς εισβολείς. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Ο Τσάμπερλαιν επέστρεψε στο Λονδίνο πιστεύοντας ότι «το γερμανικό θηρίο είχε εξημερωθεί». Σε λίγο η Τσεχοσλοβακία είχε πάψει να υπάρχει.
Χωρίς να ρίξει μια σφαίρα, ο Χίτλερ υπέταξε στο Ράιχ την Αυστρία (φωτό κάτω) και την Τσεχοσλοβακία (φωτό πάνω δεξιά) και μάλιστα τα στρατεύματά του έγιναν δεκτά με συγκίνηση από τους γερμανόφωνους πληθυσμούς. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
39
Μετά την κατάληψη της Αλβανίας τον Απρίλιο 1939 ο Μουσολίνι (δεξιά) προσέφερε το στέμμα του προτεκτοράτου στον Ιταλό βασιλιά Βιτόριο Εμανουέλε (στη μέση).
Ζηλεύοντας τις δάφνες του Χίτλερ, ο Μουσολίνι αποφάσισε την εισβολή ιταλικών στρατευμάτων στην Αίγυπτο μέσω Λιβύης τον Σεπτέμβριο και στην Ελλάδα μέσω Αλβανίας τον Οκτώβριο 1940. 40
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Η αποτυχία των ιταλικών πρωτοβουλιών ανάγκασε το Βερολίνο να παρέμβει δυναμικά τόσο στο βορειοαφρικανικό όσο και στο βαλκανικό μέτωπο. Ο σταδιακός προσεταιρισμός του ενός μετά του άλλου των κρατών της παραδουνάβιας λεκάνης (Ουγγαρία και Σλοβακία) και της Χερσονήσου του Αίμου (Ρουμανία, Βουλγαρία και -προσωρινά μόνο- Γιουγκοσλαβία) άνοιγε το δρόμο για τη γερμανική εκστρατεία στα Βαλκάνια, η οποία αποσκοπούσε στην εκκαθάριση των περιπλοκών που δημιουργούσε η συνέχιση του ελληνο-ιταλικού πολέμου, την ώρα μάλιστα που ο Χίτλερ είχε ήδη λάβει την απόφαση να επιτεθεί εναντίον της Σοβιετικής Ενωσης. Το τετραμερές Βαλκανικό Σύμφωνο του 1934 είχε αποδομηθεί, ενώ και η Τουρκία εμφανιζόταν απρόθυμη να τηρήσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις έναντι της Ελλάδας. Στις 6 Απριλίου 1941 τα γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν ταυτόχρονα στη Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα, τις οποίες σταδιακά κατέλαβαν67. Λίγο νωρίτερα, σημαντικές γερμανικές ενισχύσεις είχαν καταφθάσει στη Λιβύη με σκοπό να διασώσουν τους Ιταλούς από τη συντριβή68. Η εκκαθάριση της κατάστασης στο νότιο άκρο της Βαλκανικής Χερσονήσου σήμαινε ότι πλέον οι Δυνάμεις του Αξονα έλεγχαν το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της ηπειρωτικής Ευρώπης. Ταυτόχρονα, άνοιγε το δρόμο για την υλοποίηση του πλέον φιλόδοξου σχεδίου του Χίτλερ: την εκστρατεία εναντίον της Σοβιετικής Ενωσης. Στις 22 Ιουνίου 1941 η επιχείρηση Μπαρμπαρόσα τέθηκε σε εφαρμογή και περίπου 3.000.000 άνδρες εισέβαλαν στο σοβιετικό έδαφος. «Πριν περάσουν τρεις μήνες, θα έχουμε γίνει μάρτυρες μιας κατάρρευσης της Ρωσίας που όμοιά της δεν έχει ξαναδεί η παγκόσμια Ιστορία», προέβλεψε θριαμβευτικά ο Χίτλερ69. Πολύ γρήγορα, ωστόσο, οι προβλέψεις του θα διαψεύδονταν, καθώς, παρά τις αρχικές επιτυχίες, η γερμανική προέλαση ανακόπηκε εξαιτίας της άκαμπτης σοβιετικής αντίστασης αλλά και των εξαιρετικά αντίξοων καιρικών συνθηκών του ρωσικού χειμώνα. Λίγους μήνες αργότερα, η ιαπωνική ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Ο Μολότωφ υπογράφει το ομώνυμο γερμανοσοβιετικό σύμφωνο παρουσία του Ρίμπεντροπ. Από πάνω παρακολουθεί ο Στάλιν και από «ψηλότερα» ο Λένιν.
επίθεση εναντίον της αμερικανικής βάσης του Περλ Χάρμπορ (7 Δεκεμβρίου 1941) είχε ως αποτέλεσμα την είσοδο των Ηνωμένων Πολιτειών στον πόλεμο, ο οποίος πλέον γινόταν πραγματικά παγκόσμιος. Στο εξής, η πλάστιγγα θα έγερνε ολοένα περισσότερο προς την πλευρά των Δυνάμεων των Συμμάχων και εις βάρος εκείνων του Αξονα, μέχρι την ολοκληρωτική επικράτηση των πρώτων επί των δεύτερων.
41
υΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. John W. Wheeler-Bennett, Brest-Litovsk: «The Forgotten Peace», March 1918 (London: Macmillan, 1938). 2. Γενικά για τη Συνδιάσκεψη Ειρήνης του Παρισιού βλ. μεταξύ άλλων Harold Nicolson, «Peacemaking, 1919» (Boston / New York: Houghton Mifflin, 1933), και Margaret MacMillan, «Οι ειρηνοποιοί. Εξι μήνες που άλλαξαν τον κόσμο» (Αθήνα: «Θεμέλιο», 2005). 3. Για το πλήρες κείμενο των Δεκατεσσάρων Σημείων του προέδρου Ουίλσον βλ. United States Department of State, «Papers Relating to the Foreign Relations of the United States, 1918, Supplement 1, The World War», vol. I (Washington: United States Government Printing Office, 1933), «Address of the President of the United States Delivered at a Joint Session of the Two Houses of Congress, January 8, 1918», σ.σ. 12-17. Γενικότερα για τις αντιλήψεις του Ουίλσον σχετικά με τον τρόπο που θα έπρεπε να οργανωθεί η διεθνής κοινωνία μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου βλ. Thomas J. Knock, «To End All Wars: Woodrow Wilson and the Quest for a New World Order» (New York: «Oxford University Press», 1992). 4.Μολονότι πριν από την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου η Ιταλία συνδεόταν με συμμαχικούς δεσμούς με τη Γερμανία και την Αυστρο-ουγγαρία, παρέμεινε αρχικά ουδέτερη και τελικά εισήλθε τον Μάιο του 1915 στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. 5. Ακόμα και στο εσωτερικό του Συμβουλίου των Τεσσάρων η διάκριση μεταξύ περισσότερο και λιγότερο ισχυρών κρατών υπήρξε χαρακτηριστική στην περίπτωση της Ιταλίας, η οποία σταθερά αντιμετωπιζόταν από τα υπόλοιπα τρία μέλη του Συμβουλίου ως η μικρότερη από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Το Συμβούλιο των Τεσσάρων μετατρεπόταν, με την προσθήκη της Ιαπωνίας, σε Συμβούλιο των Πέντε όταν τα προς συζήτηση θέματα σχετίζονταν με την Απω Ανατολή. 6. Θεόδωρος Χριστοδουλίδης, «Διπλωματική Ιστορία τριών αιώνων», τόμος Β’ (Αθήνα: Ι. Σιδέρης, 1997, γ’ έκδοση), σ.σ. 565-572.
Question: The Last Phase» (Thessaloniki: Institute for Balkan Studies, 1968)∙ Michael Llewellyn Smith, «Το όραμα της Ιωνίας: Η Ελλάδα στη Μικρά Ασία, 19191922» (Αθήνα: «Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης», 2004).
την Κοινωνία των Εθνών κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου βλ. αναλυτικότερα Gary B. Ostrower, «The United States and the League of Nations, 1919-1939», «The League of Nations in Retrospect…», σ.σ. 128-143.
9. Ruth Henig, «Versailles and After, 1919-1933» (Milton Park / New York: «Routledge», 1995), σ. 52.
16. James Barros, «The Åland Islands Question: Its Settlement by the League of Nations» (New Haven: «Yale University Press», 1968).
10. Γενικότερα για την εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου βλ. Benjamin D. Rhodes, «United States Foreign Policy in the Interwar Period, 1918-1941: The Golden Age of American Diplomatic and Military Complacency» (Westport: «Praeger», 2001). 11. Είναι ενδεικτικό ότι η Μεγάλη Βρετανία εισήλθε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο μόνο όταν η Γερμανία παραβίασε την ουδετερότητα του Βελγίου, γεγονός που συνεπαγόταν για το Λονδίνο τον κίνδυνο ελέγχου της αντίπερα ακτής της Μάγχης από μια εχθρική προς εκείνο Δύναμη. 12. Γενικότερα για τις γερμανοσοβιετικές σχέσεις στον Μεσοπόλεμο βλ. Edward Hallett Carr, «German-Soviet Relations between the Two World Wars, 1919-1939» (Baltimore: «Johns Hopkins Press», 1951). Ειδικότερα για την εξωτερική πολιτική της Σοβιετικής Ενωσης κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου βλ. Jon Jacobson, «When the Soviet Union Entered World Politics» (Berkeley: «University of California Press», 1994), και Theodore H. von Laue, «G. V. Chicherin, Peoples Commissar for Foreign Affairs, 1918-1930», Gordon A. Graig & Felix Gilbert (eds.), «The Diplomats, 19191939», vol. I (New York: «Atheneum», 1963), σ.σ. 234-281. 13. Για τις σχέσεις ανάμεσα στη Γερμανία και την Κοινωνία των Εθνών βλ. αναλυτικότερα Christoph M. Kimmich, «Germany and the League of Nations», «The League of Nations in Retrospect / La Société des Nations: Rétrospective» (Berlin/New York: Walter de Gruyter, 1983), σ.σ. 118-127.
7. Karl Friedrich Nowak, «Versailles» (London: Gollancz, 1928), σ. 228.
14. Για τις σχέσεις ανάμεσα στη Σοβιετική Ενωση και την Κοινωνία των Εθνών βλ. εκτενέστερα Ingeborg Plettenberg, «The Soviet Union and the League of Nations», «The League of Nations in Retrospect…», σ.σ. 144-181.
8. Harry J. Psomiades, «The Eastern
15. Για τις σχέσεις ανάμεσα στις ΗΠΑ και
42
17. Atle Grahl-Madsen, «The League of Nations and the Refugees», «The League of Nations in Retrospect…», σ.σ. 358-368. 18. Philip Noel-Baker, «The Geneva Protocol for the Pacific Settlement of International Disputes» (London: «P. S. King & Son», 1925). 19. Maurice Vaïsse, «La Société des Nations et le Désarmement», «The League of Nations in Retrospect…», σ.σ. 245-265. 20. Για μια συνολική επισκόπηση των δραστηριοτήτων της Κοινωνίας των Εθνών από την ίδρυσή της έως τα μέσα τη δεκαετίας του 1930 βλ. Alfred Zimmern, «The League of Nations and the Rule of Law, 1918-1935» (London: «Macmillan», 1936). 21. Jonathan Wright, «Locarno: A Democratic Peace?», «Review of International Studies», 36 (2) (2010), σ.σ. 391-411. Πρβλ. Jon Jacobson, «Locarno, Britain and the Security of Europe», Gaynor Johnson (ed.), «Locarno Revisited: European Diplomacy, 1920-1929» (London/ New York: «Routledge», 2004), σ.σ. 8-22. 22. Georges Scelle, «Une Crise de la Société des Nations. La Réforme du Conseil et l’Entrée de l’Allemagne à Genève (mars-septembre 1926)» (Paris: «Presses Universitaires de France», 1927). 23. James Barros, «The Corfu Incident of 1923. Mussolini and the League of Nations» (Princeton: «Princeton University Press», 1965). Πρβλ. Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος, «Η ελληνοϊταλική κρίση του 1923. Το επεισόδιο Tellini/Κέρκυρας» (Αθήνα: «Αντ. Ν. Σάκκουλας», 2009). 24. James H. Burgwyn, «The legend of the mutilated victory: Italy, the Great War and the Paris Peace Conference, 1915-1919» (Westport: «Greenwood Press», 1993). 25. Γενική επισκόπηση της ιταλικής εξωτε-
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
ρικής πολιτικής στο διάστημα μεταξύ του Α’ και του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου: James H. Burgwyn, «Italian Foreign Policy in the Interwar Period, 1918-1940» (Westport: «Praeger», 1997). 26. Συνολικότερα για τις ιταλογαλλικές σχέσεις στον Μεσοπόλεμο βλ. William I. Shorrock, «From Ally to Enemy. The Enigma of Fascist Italy in French Diplomacy, 1920-1940» (Kent, Ohio: «The Kent State University Press», 1988). 27. Αρετή Τούντα-Φεργάδη, «Η εξωτερική πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων στο Μεσοπόλεμο» (Αθήνα: «Ι. Σιδέρης», 2000), σ. 169. 28. Henry Ashby Turner, «Stresemann and the Politics of the Weimar Republic» (Princeton: «Princeton University Press», 1963). 29. Γιάννης Δ. Στεφανίδης, «Ο τελευταίος ευρωπαϊκός αιώνας. Διπλωματία και πολιτική των Δυνάμεων (1871-1945)» (Αθήνα: «Προσκήνιο», 1997), σ. 120. 30. Για το κραχ του 1929 βλ. διεξοδικότερα John Kenneth Galbraith, «The Great Crash, 1929» (Boston: Houghton Mifflin, 1954). 31. Πάνος Τσακαλογιάννης, «Σύγχρονη ευρωπαϊκή Ιστορία. Από τη Βαστίλλη στον 21ο αιώνα», τόμος Β’ (Αθήνα: «Βιβλιοπωλείον της Εστίας», 2009, δ’ έκδοση), σ.σ. 229-230. 32. Eberhard Kolb, «The Weimar Republic» (London / New York: «Routledge», 2005), σ.σ. 224-225. 33. Βλ. αναλυτικότερα Klaus Hildebrand, «The Foreign Policy of the Third Reich» (London: «Batsford», 1973). 34. Στεφανίδης, σ. 143.
39. Albrecht-Carrié, σ. 472. 40. Henry Kissinger, «Diplomacy» (New York: «Simon & Schuster», 1994), σ. 297. 41. Joseph Maiolo, «The Royal Navy and Nazi Germany, 1933-39. A Study in Appeasement and the Origins of the Second World War» (London: «Macmillan Press», 1998), σ.σ. 35-36. 42. Lisanne Radice, «The Eastern Pact, 1933-1935: A Last Attempt at European Co-operation», «The Slavonic and East European Review», 55 (1) (1977), σ.σ. 4564. 43. Yoshihisa Tak Matsusaka, «The Making of Japanese Manchuria, 1904-1932» (Cambridge: «Harvard University Asia Center», 2001). 44. Γενικότερα για τις σχέσεις της Ιαπωνίας με την Κοινωνία των Εθνών βλ. Thomas W. Burkman, «Japan and the League of Nations: Empire and World Order, 19141938» (Honolulu: «University of Hawaii Press», 2008). 45. Κοραντής, σ.σ. 243-249. 46. Για τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο βλ. μεταξύ άλλων Antony Beevor, «The battle for Spain: The Spanish Civil War, 1936-1939» (New York: «Penguin Books», 2006). 47. Τούντα-Φεργάδη, «Η εξωτερική πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων…», σ.σ. 77-85. 48. Αντώνης Κλάψης, «Το ελληνοτουρκικό Οικονομικό Σύμφωνο της 10ης Ιουνίου 1930: Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η διευθέτηση των εκκρεμοτήτων της Σύμβασης της Λωζάννης για την Ανταλλαγή των Πληθυσμών (Αθήνα: «Ι. Σιδέρης», 2010), σ.σ. 241-267.
λιτική των Μεγάλων Δυνάμεων…», σ.σ. 194-195. 54. Για τις κυρώσεις και τον τρόπο που λειτούργησαν βλ. αναλυτικότερα George W. Baer, «Test Case: Italy, Ethiopia, and the League of Nations» (Stanford: «Hoover Institution Press», 1976). 55. William Safire, «Lend Me Your Ears: Great Speeches in History» (New York: «Norton», 1997), σ. 318. 56. Baer, σ. 298. 57. James Thomas Emmerson, «The Rhineland Crisis, 7 March 1936: A Study in Multilateral Diplomacy» (London: «Temple Smith», 1977). 58. Jürgen Gehl, Austria, «Germany, and the Anschluss, 1931-1938» (London / New York: «Oxford University Press», 1963). 59. David Irving, «Hitler’s War and the War Path» (London: «Focal Point», 2002), σ. 80. 60. Για τη Συμφωνία του Μονάχου βλ. μεταξύ άλλων David Faber, «Munich, 1938: Appeasement and World War II» (London / New York: «Simon & Schuster», 2008). 61. Τσακαλογιάννης, σ.σ. 272-273. 62. Σβολόπουλος, «Η ελληνική εξωτερική πολιτική …», σ.σ. 262-263. 63. Royal Ministry for Foreign Affairs, «Italy’s Aggression against Greece. Diplomatic Documents» (Athens: 1940), σ.σ. 20-21. 64. Albrecht-Carrié, σ.σ. 533-535. 65. Αρετή Τούντα-Φεργάδη, «Εικόνες από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μία ιστορική προσέγγιση» (Αθήνα: «Ι. Σιδέρης», 2007), σ.σ. 19-36.
36. Στεφανίδης, σ.σ. 144-145.
49. Κωνσταντίνος Δ. Σβολόπουλος, «Το Βαλκανικόν Σύμφωνον και η ελληνική εξωτερική πολιτική, 1928-1934: Ανέκδοτον κείμενον του Ελευθερίου Βενιζέλου» (Αθήνα: «Βιβλιοπωλείον της Εστίας», 1974).
37. René Albrecht-Carrié, «A Diplomatic History of Europe since the Congress of Vienna» (London: «Methuen», 1965), σ. 468.
50. Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, «Η ελληνική εξωτερική πολιτική, 1900-1945», τόμος Α’ (Αθήνα: «Βιβλιοπωλείον της Εστίας», 2002, θ’ έκδοση), σ. 243.
38. Α. Ι. Κοραντής, «Διπλωματική Ιστορία της Ευρώπης, 1919-1945», τόμος Β’ (Θεσσαλονίκη: «Ιδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου», 1971), σ.σ. 8-15, 54-55.
51. Albrecht-Carrié, σ.σ. 480-481.
68. John Bierman & Colin Smith, «War without Hate: The Desert Campaign of 1940-1943» (New York: «Penguin Books», 2003).
52. Albrecht-Carrié, σ. 484.
69. Irving, σ.σ. 407-408.
35. Adolf Hitler, «Mein Kampf» (Boston: «Houghton Mifflin», 1971), σ. 646.
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
66. James Holland, «The Battle of Britain» (London: «Bantam», 2010). 67. Heinz A. Richter, «Η ιταλο-γερμανική επίθεση εναντίον της Ελλάδος» (Αθήνα: «Γκοβόστης», 1998).
53. Τούντα-Φεργάδη, «Η εξωτερική πο-
43
Εξιδανικευμένο ζωγραφικό πορτρέτο του Ιωάννη Μεταξά. 44
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
ΡΑϋμονδοσ Αλβανοσ Επιστημονικός Συνεργάτης ΤΕΙ Δυτ. Μακεδονίας
Ποιος είπε το «ΟΧΙ» στις 28 Οκτωβρίου; Ιδεολογία, δομή και διεθνής στρατηγική του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου στις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου
Οι διεθνείς συμμαχίες της χώρας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και στον Εθνικό Διχασμό. Ο στρατός αναμιγνύεται ενεργά στην πολιτική κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Η κατάλυση του κοινοβουλευτισμού στις 4 Αυγούστου 1936 και η επιβολή της δικτατορίας από τον Μεταξά. Η δομή και η φύση του καθεστώτος. Η συνεργασία Μεταξά και βασιλιά Γεωργίου Β’ και ο πολιτικός δυαδισμός στην κορυφή της ιεραρχίας. Γιατί ο Eλληνας δικτάτορας, αν και γερμανόφιλος, είπε «ΟΧΙ» στο ιταλικό τελεσίγραφο και επέλεξε να συνταχθεί με τις φιλελεύθερες δυτικές δημοκρατίες; ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Εισαγωγή Στις 28 Οκτωβρίου 1940 ο Ιωάννης Μεταξάς πέρασε στη Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία με τη γνωστή αρνητική αντίδρασή του στο ιταλικό τελεσίγραφο. Στη δημόσια Ιστορία θεωρείται συχνά ως μια αντίφαση το ότι ο γερμανόφιλος Ελληνας δικτάτορας αρνήθηκε τη συνεργασία των Ιταλών και Γερμανών ομοϊδεατών του και προτίμησε να συνεργαστεί με τις φιλελεύθερες δημοκρατίες της Δύσης. Στις επόμενες γραμμές θα επιχειρηθεί να εξηγηθεί γιατί η ελληνική αντίδραση στο ιταλικό τελεσίγραφο ήταν το τέλος μιας διαδρομής που είχε επιλεχθεί πολύ νωρίτερα από το 1940, ουσιαστικά αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Επίσης θα διασαφηνιστούν η δομή και η λειτουργία του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου που λανθασμένα γίνεται αντιληπτό ως αμιγώς φασιστικό πολίτευμα με έναν αρχηγό, τον Ιωάννη Μεταξά. Στην πραγματικότητα ήταν μια βασιλευόμενη δικτατορία, με το βασιλιά Γεώργιο Β’ να έχει πολύ κεντρικό ρόλο, αφού εκείνος διόρισε ως πρωθυπουργό τον Ιωάννη Μεταξά και από τη στιγμή που έλεγχε το Στρατό μπορούσε ανά πάσα στιγμή να τον καθαιρέσει. Ομως, για να καταλάβουμε τη δομή του καθεστώτος, καθώς και τις επιλογές του σχετικά με τις διεθνείς συμμαχίες της χώρας, θα πρέπει να ξεκινήσουμε εξετάζοντας την περίοδο των αρχών του εικοστού αιώνα και ιδίως την περίοδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και του Εθνικού Διχασμού.
Ο Μεταξάς και ο Εθνικός Διχασμός Ο Ιωάννης Μεταξάς γεννήθηκε το 1871, στην Ιθάκη. Τέλειωσε το σχολείο στο Αργοστόλι και σε ηλικία 14 ετών μπήκε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Το 1890 αποφοίτησε από τη σχολή ως ανθυπολοχαγός του Μηχανικού και το 1897 μετατέθηκε στο υπουργείο Στρατιωτικών, δίπλα στο θείο του, τον υπουργό Νικόλαο Μεταξά. Υστερα από πιέσεις του ίδιου μετατέθηκε στο Επιτελείο του τότε αντιστράτηγου, στη θέση του υπευθύνου των εμπιστευτικών αρχείων του Επιτελείου. Εκεί είχε την ευκαιρία να γνωρίσει το διάδοχο του 45
θρόνου Κωνσταντίνο και να συνδεθεί φιλικά μαζί του. Η συμμετοχή στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897 τον βοήθησε να κερδίσει την εύνοια του βασιλιά Κωνσταντίνου, ο οποίος θα τον στείλει το 1899 με υποτροφία στη Στρατιωτική Ακαδημία του Βερολίνου για να ακολουθήσει ανώτερες στρατιωτικές σπουδές. Αποφοίτησε το 1902, με ιδιαίτερες διακρίσεις, και όταν επέστρεψε στην Ελλάδα τοποθετήθηκε στο τότε νεοσύστατο κατά τα ξένα πρότυπα Γενικό Επιτελείο Στρατού. Ως μέλος του Επιτελείου ανέπτυξε φιλική σχέση με τον πρίγκιπα Ανδρέα, αδερφό του διαδόχου Κωνσταντίνου, ενώ, το 1907, του ζητήθηκε να αναλάβει τη στρατιωτική εκπαίδευση του μετέπειτα βασιλιά Γεωργίου Β’. Για τα επόμενα δύο χρόνια ο Ιωάννης Μεταξάς τού δίδασκε στρατι-
ωτική Ιστορία και τακτική. Είναι σημαντικό να επισημάνουμε τη στενή σχέση που ανέπτυξαν τότε οι δύο άνδρες, οι οποίοι 29 χρόνια αργότερα θα κυβερνούσαν μαζί τη χώρα. Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε στον Εθνικό Διχασμό του 1915. Ως φίλος της βασιλικής οικογένειας ήταν και εκείνος οπαδός της πολιτικής της ουδετερότητας της χώρας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο που εξυπηρετούσε καλύτερα τα γερμανικά συμφέροντα. Το 1915 διορίστηκε αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού και ήρθε σε ευθεία σύγκρουση με τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο όταν εκείνος επέμενε ότι η Ελλάδα έπρεπε να ενταχτεί στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων. Από τον Νοέμβριο του 1916 μέχρι την εκθρόνιση
Ο Ιωάννης Μεταξάς διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στον Εθνικό Διχασμό στο πλευρό του Στέμματος ενώ το 1915 υπέβαλε την παραίτησή του στον Βενιζέλο ως αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στράτου. 46
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
του Κωνσταντίνου τον Μάιο του 1917 ο βρετανικός Στόλος ήλεγχε απόλυτα τις θαλάσσιες συγκοινωνίες του «κράτους των Αθηνών», που περιελάμβανε τη Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο και ήταν κάτω από τον έλεγχο της κυβέρνησης υπό το βασιλιά Κωνσταντίνο. Ο ναυτικός αποκλεισμός από τον πανίσχυρο στόλο της Μεγάλης Βρετανίας πιθανότατα αποτέλεσε ένα σημαντικό μάθημα για το φιλογερμανό Μεταξά. Οι δραματικές ελλείψεις σε τρόφιμα και η εξαθλίωση που προκάλεσε ο αποκλεισμός στους κατοίκους της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου έκαναν ξεκάθαρη τη σημασία του συσχετισμού της ισχύος των δυνάμεων και την ανάγκη για μια γεωπολιτική στρατηγική που δεν μπορούσε να αγνοήσει την πραγματικότητα. Η Αγγλία μπορούσε ανά πάσα στιγμή να πιέσει την Ελλάδα, που εξαρτιόταν άμεσα από τις θα-
λάσσιες μεταφορές για την επιβίωσή της με τον πανίσχυρο στόλο της. Η αγγλική επέμβαση οδήγησε στην εκθρόνιση του βασιλιά και ο Μεταξάς, μαζί με άλλους φιλοβασιλικούς, πήρε το δρόμο της εξορίας στις 20 Ιουνίου του 1917. Υστερα από την επιστροφή των βασιλικών στην εξουσία μετά τις εκλογές του 1920, ο Μεταξάς επέστρεψε στην Ελλάδα και τον Μάρτιο του 1921 ο υπουργός Οικονομικών Πρωτοπαπαδάκης κάλεσε τον Μεταξά σπίτι του και εκεί, παρουσία του πρωθυπουργού Γούναρη και του υπουργού των Στρατιωτικών Νικολάου Θεοτόκη, του προτάθηκε η θέση του αντιστράτηγου της Μικράς Ασίας. Ομως ο Μεταξάς αρνήθηκε λέγοντας ότι οποιαδήποτε επιχείρηση στη Μικρά Ασία ήταν καταδικασμένη σε ήττα.
Κατοχή της Κέρκυρας από τις δυνάμεις της Αντάντ το 1916. Ο ναυτικός αποκλεισμός της Ελλάδας από τον πανίσχυρο βρετανικό στόλο κλόνισε τις φιλογερμανικές απόψεις του Μεταξά. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
47
Δύο αποτυχημένα πραξικοπήματα που οδήγησαν στην 4η Αυγούστου Αξίζει να επισημανθεί ότι το ελληνικό Κοινοβούλιο, σε αντίθεση με πολλά ευρωπαϊκά, λειτούργησε σχεδόν αδιάλειπτα από το 1863 μέχρι το 1936, με εξαίρεση την ολιγόμηνη δικτατορία του Πάγκαλου (1925-1926). Εξαίρεση μπορεί να θεωρηθεί και η «επαναστατική» κυβέρνηση του Πλαστήρα, που προήλθε από πραξικόπημα του τελευταίου μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, κυβέρνηση που είχε όμως ευρεία αποδοχή και διασφάλισε την πειθαρχημένη επιστροφή στην Κοινοβουλευτική Δημοκρατία1. Μέχρι το 1912 ο κοινοβουλευτισμός λειτουργούσε σχετικά ομαλά και δεν σημειώθηκε κανένα πραξικόπημα ή δικτατορία. Η ανοιχτή αμφισβήτηση του καθεστώτος ξεκίνησε με τον Εθνικό Διχασμό του 1914. Από το 1914 ξεκίνησε ένας εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα χωρίς άμεση πολεμική ανα-
μέτρηση, ένας ψυχρός εμφύλιος πόλεμος, ο οποίος οδήγησε στη σταδιακή αλλαγή της στρατηγικής των πολιτικών κομμάτων2. Από το 1922 μέχρι το 1936 έγιναν 5 πραξικοπήματα. Πλέον άρχισε να κυριαρχεί (σύμφωνα και με τις αξίες του φασισμού που κυριαρχούσαν τότε στην Ευρώπη) ένα πνεύμα αμφισβήτησης του πολιτικού συστήματος. Αρχισε να κυριαρχεί ανάμεσα στους εμπλεκομένους η στάση τού «Εγώ ξέρω καλύτερα ποιο είναι το συμφέρον του έθνους και αυτό επιβάλλει να μην κυβερνούν οι (αντι)βενιζελικοί». Το συμφέρον του έθνους, βέβαια, έτυχε να συμπίπτει και με το συμφέρον των κινηματιών, αφού κάθε αλλαγή στη διακυβέρνηση σήμαινε και απόλυση/πρόσληψη των στρατιωτικών, που είτε θα εμπλέκονταν άμεσα είτε θα ήταν απλώς στο ίδιο ιδεολογικό στρατόπεδο με τους εμπλεκομένους. Αυτός ο ψυχρός εμφύλιος πόλεμος μεταξύ βενιζελικών και αντιβενιζελικών, η ετοιμότητα για προσφυγή στα όπλα προκειμένου να ελεγχθεί η εξουσία, μπορεί να μην οδήγησε (ευτυχώς για τη χώρα) σε έναν αιματηρό εμφύλιο
Ο Μεταξάς συνδέθηκε με το φιλομοναρχικό κίνημα Λεοναρδόπουλου – Γαργαλίδη που σημειώθηκε στις 21 Οκτωβρίου 1923. Το κίνημα συνετρίβη ταχύτατα και ο Μεταξάς διέφυγε στην Ιταλία (φωτογραφία Π. Πουλίδης, ΕΡΤ). 48
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
πόλεμο αλλά είχε ως αποτέλεσμα την εγκαθίδρυση της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου. Από τις πρωταγωνιστικές προσωπικότητες της ελληνικής πολιτικής του Μεσοπολέμου ήταν αναμφισβήτητα ο Ιωάννης Μεταξάς, ο οποίος το 1922 ίδρυσε το κόμμα των Ελευθεροφρόνων, το οποίο είχε ισχνή εκλογική απήχηση. Ο Μεταξάς συνδέεται άμεσα με το φιλομοναρχικό Κίνημα Λεοναρδόπουλου-Γαργαλίδη, που σημειώθηκε στις 21 Οκτωβρίου του 1923 εναντίον της τότε στρατιωτικής επαναστατικής κυβέρνησης του Πλαστήρα, κυβέρνηση που είχε διαμορφωθεί λόγω των έκτακτων συνθηκών που διαμορφώθηκαν μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Το κίνημα των στρατιωτικών το καθοδηγούσε παρασκηνιακά ο Ιωάννης Μεταξάς, ο οποίος φοβόταν ότι οι επικείμενες εκλογές θα οδηγούσαν σε Αβασίλευτη Δημοκρατία. Το πραξικόπημα απέτυχε και ο Μεταξάς κατάφερε να δραπετεύσει αμέσως μετά την καταστολή του κινήματος καταφεύγοντας στην Ιταλία.
Το κίνημα του Οκτωβρίου του 1923 και η αποτυχία του αποτελούν τομή της ελληνικής μεσοπολεμικής Ιστορίας καθώς αποτελούσε έμπρακτη έκφραση της τάσης του στρατού για εμπλοκή στην πολιτική ζωή της χώρας. Το κίνημά των στρατιωτικών βασίστηκε στο φόβο ότι η κυριαρχία των βενιζελικών στην πολιτική ζωή και η πιθανή απομάκρυνση του βασιλιά θα έθεταν σε κίνδυνο τόσο τη χώρα όσο και τις δικές τους προσωπικές επαγγελματικές καριέρες. Συνεπώς, με το κίνημα οι στρατιωτικοί δεν υπεράσπιζαν απλά τις πολιτικές και ιδεολογικές τους επιλογές, αλλά ταυτόχρονα και την προσωπική τους σταδιοδρομία. Ομως τελικά οι πράξεις τους οδήγησαν ακριβώς σε αυτό το οποίο ήθελαν να αποτρέψουν. Η πολιτική αστάθεια εντάθηκε, οι αντιμοναρχικοί σταδιακά επικράτησαν και σύντομα επέβαλαν τη λύση της έξωσης του βασιλιά από τη χώρα, ενώ άμεσα επέβαλαν μαζική εκκαθάριση του Στρατού και του Στόλου. Συγκεκριμένα, αποστρατεύτηκαν 1.284 αξιωματικοί στο πλαίσιο της μεγαλύτερης
Από την πολιτική «προϊστορία» του Μεταξά. Μέλος της κυβέρνησης Αλ. Ζαΐμη το 1926 ως υπουργός Συγκοινωνιών μαζί με το σοσιαλιστή Αλέξανδρο Παπαναστασίου, υπουργό Γεωργίας (φωτογραφία Πολεμικό Μουσείο, Αθήνα). ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
49
εκκαθάρισης του Στρατού από αντιφρονούντες που είχε σημειωθεί έως τότε. Οπως παρατηρεί ο ιστορικός Χρήστος Χατζηιωσήφ: «Λόγω της έκτασης της εκκαθάρισης του 1923 και της έντασης της δυσαρέσκειας που είχε προκαλέσει, οι στρατιωτικοί ήταν υποχρεωμένοι, προστατεύοντας τα ατομικά τους συμφέροντα, να συνασπίζονται και να παρακολουθούν την πολιτική ζωή για να επέμβουν όποτε το έκριναν αναγκαίο3». Η στενή σχέση πολιτικής και Στρατού φαίνεται ότι είχε ανταπόκριση και από τις δύο πλευρές. Την περίοδο που ακολούθησε τη Μικρασιατική Καταστροφή σημαντικό μέρος των πολιτικών της Ελλάδας αμφισβητούσε τον κοινοβουλευτισμό ως το καλύτερο πολίτευμα για τη χώρα (πιθανόν επηρεασμένο και από τις επιτυχίες του φασισμού
και του ναζισμού στην Ευρώπη). Προσωπικότητες τόσο από το στρατόπεδο των βενιζελικών όσο και των μοναρχικών διακήρυξαν την πίστη τους στη δικτατορία, όπως οι γνωστοί για τα εθνικοσοσιαλιστικά ή φασιστικά τους φρονήματα Θεόδωρος Πάγκαλος και Γεώργιος Κονδύλης και ο θαυμαστής του Μουσολίνι Νικόλαος Πλαστήρας4. Μέσα σε αυτό το πολιτικό κλίμα αμφισβήτησης της Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας σημειώθηκε το αντίστοιχης σημασίας με το πραξικόπημα Λεοναρδόπουλου-Γαργαλίδη πραξικόπημα του Πλαστήρα, το οποίο επίσης ήταν τομή στις πολιτικές εξελίξεις. Η αποτυχία του πυροδότησε μια διαδικασία αντίστροφης μέτρησης για την παλινόρθωση της μοναρχίας, που, σύμφωνα με τον Χατζηιωσήφ, ήταν «η συμμετρικά αντίθετη της
Κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου αποτάχθηκαν περίπου 1.800 βενιζελικοί αξιωματικοί. Στη φωτογραφία δημόσια καθαίρεση κινηματιών. 50
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
διαδικασίας η οποία είχε οδηγήσει μετά την αποτυχία του κινήματος Γαργαλίδη-Λεοναρδόπουλου στην ανακήρυξη της Δημοκρατίας τον Μάρτιο του 1924». Οπως και τότε το κίνημα του 1935 έδωσε την ευκαιρία για μια μαζική εκκαθάριση του Στρατού από τους φιλελεύθερους και δημοκρατικούς αξιωματικούς, μεγαλύτερη σε έκταση ακόμη και από την εκκαθάριση του 19235. Συνολικά, οι αποταχθέντες βενιζελικοί αξιωματικοί υπολογίζονται περίπου σε 1.800 και σε συνδυασμό με τις παράλληλες εκκαθαρίσεις στις δημόσιες υπηρεσίες αφαίρεσαν τα στηρίγματα της βενιζελικής παράταξης και σταθεροποίησαν το αντιβενιζελικό-μοναρχικό πολιτικό καθεστώς6. Τελικά, έμελλε να είναι το αποτυχημένο πραξικόπημα του Πλαστήρα που έγειρε οριστικά την πλάστιγγα υπέρ των βασιλικών, αφού οδήγησε στην επικράτηση των ακραίων φιλομοναρχικών που ανέτρεψαν το μετριοπαθή Παναγή Τσαλδάρη και διενήργησαν το καταφανώς νοθευμένο δημοψήφισμα της 3ης Νοεμβρίου 1935 που με το ποσοστό του 97% οδήγησε στην επιστροφή του βασιλιά Γεωργίου Β’. Ακολούθησαν οι εκλογές της 26ης Ιανουαρίου 1936, που έγιναν με απλή αναλογική γιατί ο βασιλιάς ήθελε να αποφύγει το ενδεχόμενο μιας αυτοδύναμης κυβέρνησης των βενιζελικών που θα επανέφεραν απότακτους στη στρατιωτική υπηρεσία7. Φέρνοντας μεν πρώτο το Φιλελεύθερο Κόμμα αλλά έχοντας παρόμοιο αριθμό βουλευτών με το Λαϊκό Κόμμα αναδείκνυαν σε ρόλο ρυθμιστή το ΚΚΕ που θα έπρεπε να συνεργαστεί με ένα από τα δύο μεγάλα κόμματα προκειμένου να σχηματιστεί κυβέρνηση που θα είχε την εμπιστοσύνη της Βουλής8. Ομως η μεγάλη οξύτητα στις σχέσεις των δύο μεγάλων κομμάτων που εξέφραζαν δύο πολωμένους ήδη από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο συνασπισμούς σημαντικών πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων έκανε πρακτικά αδύνατη τη συνεννόηση μεταξύ τους, με αποτέλεσμα ο βασιλιάς να αναθέσει, τελικά, την πρωθυπουργία στον Ιωάννη Μεταξά, του οποίου το κόμμα στις εκλογές είχε πάρει μόλις 3,94% των ψήφων. Στις 25 Απριλίου 1936 ο Μεταξάς ψηφίστηκε από τους βουλευτές και των δύο ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
μεγάλων κομμάτων και η Βουλή εξουσιοδότησε την κυβέρνηση να νομοθετεί με τη βοήθεια μιας κοινοβουλευτικής επιτροπής. Την ίδια μέρα, πριν δηλαδή μπει καν ο Μάιος, η Βουλή διέκοψε τις εργασίες της μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, στην πραγματικότητα όμως έμελλε να ξανασυγκληθεί δέκα χρόνια αργότερα9. Η κατάλυση του κοινοβουλευτισμού έγινε στις 4 Αυγούστου 1936, παραμονή εικοσιτετράωρης πανελλαδικής απεργίας, όταν ο Μεταξάς, επικαλούμενος τον κίνδυνο εσωτερικών ταραχών και την ασταθή διεθνή κατάσταση, συγκάλεσε έκτακτο Υπουργικό Συμβούλιο και ανακοίνωσε την απόφασή του: α) να αναστείλει επ’ αόριστον την ισχύ πολλών διατάξεων του Συντάγματος που κατοχύρωναν τις προσωπικές και συλλογικές ελευθερίες και β) χωρίς να προκηρύξει εκλογές, να διαλύσει τη Βουλή με τη συγκατάθεση του βασιλιά, ο οποίος εξέδωσε δύο παράνομα διατάγματα με τα οποία καταλύθηκε ο κοινοβουλευτισμός και επιβλήθηκε δικτατορία10.
Ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ Προκειμένου να κατανοηθεί η δομή του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, είναι απαραίτητο να φωτιστεί μια προσωπικότητα που συχνά υποτιμάται η σημασία της παρά την κρίσιμη θέση που κατείχε στην ιεραρχία του πολιτεύματος. Ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ έβλεπε με καχυποψία την ελληνική πολιτική ζωή. Η οικογένειά του και ο ίδιος είχαν ταλαιπωρηθεί πολύ κατά την περιπέτεια του Εθνικού Διχασμού, από τους Ελληνες πολιτικούς, ιδίως του αντιμοναρχικού πολιτικού συνασπισμού. Από το 1923 που ανακηρύχτηκε η Δημοκρατία στην Ελλάδα μέχρι το 1935 (που έγινε το αποτυχημένο πραξικόπημα του Πλαστήρα) ήταν εξόριστος στην Αγγλία. Εκεί συνδέθηκε με πολλούς Αγγλους πολιτικούς και έγινε ένθερμος οπαδός των αγγλικών πολιτικών θεσμών και της αγγλικής κουλτούρας. Στο συναισθηματικό του δέσιμο με την Αγγλία πιθανότατα έπαιξε ρόλο και ένας «διακριτικός δεσμός» που είχε με μια Αγγλίδα11. 51
ο πρέσβης πρόσθεσε ότι ο βασιλιάς ανέλαβε το καθήκον του «με το πνεύμα εκείνου που κουβαλάει το βάρος του λευκού ανθρώπου μεταξύ των φυλών της ζούγκλας12». Ο διορισμός του Μεταξά ως πρωθυπουργού της χώρας από το βασιλιά τον Μάρτιο του 1935 και η εγκαθίδρυση της δικτατορίας λίγο αργότερα έδωσαν τη δυνατότητα στο βασιλιά να μην ασχολείται πια με τους πολιτικούς τους οποίους απεχθανόταν και να αφοσιωθεί στην αναδιοργάνωση του Στρατού ή στις μακροχρόνιες διακοπές του στην Κέρκυρα και το Λονδίνο. Ο βασιλιάς, αν και ίσως προτιμούσε το κοινοβουλευτικό μοντέλο διακυβέρνησης σύμφωνα με το αγγλικό πρότυπο, τελικά πείστηκε από τον Μεταξά ότι μια δικτατορία θα ήταν επωφελέστερη τόσο για τον ίδιο όσο και για τη χώρα στο βαθμό που θα εξασφάλιζε την παραμονή των βενιζελικών εκτός της κυβερνητικής εξουσίας και την πρόσδεση της χώρας στη βρετανική συμμαχία13.
Ο Θεμιστοκλής Σοφούλης (δεξιά), διάδοχος του Βενιζέλου στην ηγεσία των Φιλελευθέρων, ήρθε σε συνεννόηση τον Ιούλιο του 1936 με το φιλοβασιλικό Ιωάννη Θεοτόκη για το σχηματισμό κυβέρνησης με στόχο τη διενέργεια εκλογών με πλειοψηφικό σύστημα. Αριστερά, οι Γ. Παπανδρέου και Αλ. Παπαναστασίου.
Ο Γεώργιος, αντίθετα από το γερμανόφιλο Κωνσταντίνο, ήταν ξεκάθαρα αγγλόφιλος και ταυτόχρονα έβλεπε με χαρακτηριστικά «αγγλικού» τύπου υπεροπτική διάθεση την ελληνική πολιτική ζωή και την ελληνική κοινωνία. Ηταν ιδιαίτερα συνδεδεμένος με τον Βρετανό πρέσβη στην Αθήνα, σερ Σίντνεϊ Γουότερλοου. Η φιλική τους σχέση φαίνεται ότι ήταν τόσο στενή ώστε, σύμφωνα με τον πρέσβη, ο βασιλιάς τού εξέφραζε σκέψεις όπως η παρακάτω: «Υπάρχει μόνο μία αληθινή λύση και αυτή είναι ότι θα πρέπει την Ελλάδα να αναλάβουν οι δικές σας δημόσιες υπηρεσίες και να τη διοικήσετε σαν βρετανική αποικία. Μακάρι να ήταν δυνατό». Στην αναφορά του στο Λονδίνο 52
Ετσι, ο βασιλιάς ουσιαστικά αγνόησε την πρόταση των αρχηγών των δύο μεγάλων κομμάτων της χώρας ότι ήταν έτοιμοι να συνεργαστούν στο πλαίσιο ενός (με σύγχρονη ορολογία) «μεγάλου συνασπισμού» προκειμένου να υπάρχει κοινοβουλευτική διακυβέρνηση στη χώρα. Συγκεκριμένα, ο διάδοχος του Βενιζέλου στην ηγεσία του Κόμματος των Φιλελευθέρων, Θεμιστοκλής Σοφούλης, και ο αρχηγός της δεύτερης σε δύναμη παράταξης του φιλοβασιλικού συνασπισμού, Ιωάννης Θεοτόκης, συνεννοήθηκαν, τον Ιούλιο του 1936, για το σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού με στόχο τη διενέργεια εκλογών με πλειοψηφικό σύστημα. Ταυτόχρονα οι αντιβενιζελικοί πολιτικοί δέχτηκαν την επάνοδο στην ενεργό υπηρεσία όσων αξιωματικών δεν είχαν καταδικαστεί, αλλά είχαν απλώς αποταχθεί ως ανεπιθύμητοι. Η κυβέρνηση συνασπισμού θα παρέμενε στην εξουσία για ένα χρόνο τουλάχιστον και σε αυτό το διάστημα θα έπαιρνε μέτρα για την προστασία του κοινωνικού καθεστώτος από τον κομμουνισμό. Ο Σοφούλης ανακοίνωσε αυτή τη συμφωνία στο βασιλιά στις 22 Ιουλίου 1936. Ο βασιλιάς φέρεται να έδωσε συγχαρητήρια στον Σοφούλη, τον οποίο διαβεΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
βαίωσε για την εμπιστοσύνη του. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του στενού συνεργάτη του Ιωάννη Μεταξά, Ιωάννη Διάκου, ο βασιλιάς πληροφόρησε τον πρωθυπουργό για τη συμφωνία αυτή το ίδιο βράδυ της συνομιλίας, οπότε και του έδωσε το «πράσινο φως» για την επιβολή της δικτατορίας14. Συνεπώς, ο βασιλιάς ήταν εκείνος που βρισκόταν πίσω από το πραξικόπημα Μεταξά, σύμφωνα και με τον πρεσβευτή της Αγγλίας, ο οποίος σε έκθεσή του πληροφορούσε το βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών: «Ο ίδιος ο βασιλεύς, όχι ο Μεταξάς, ξεκίνησε την όλη υπόθεση». Ως δικαιολογία για το πραξικόπημα προβλήθηκε η κομμουνιστική απειλή, καθώς και το παράδειγμα του ισπανικού εμφυλίου. Η Δημοκρατία ήταν μια «πολυτέλεια που η χώρα τη στιγμή αυτή δεν μπορούσε να αντέξει» για το βασιλιά, ενώ, σύμφωνα με τις βρετανικές εκθέσεις, ο βασιλιάς δεν αισθανόταν Ελληνας, περιφρονούσε τον ελληνικό λαό, που τον αντιλαμβανόταν ως απείθαρχο, χωρίς εποικοδομητικό πνεύμα και συνεπώς ανίκανο για ένα γνήσιο δημοκρατικό σύστημα15. Αν προσπαθήσουμε να δούμε την τότε πολιτική πραγματικότητα με τα μάτια του βασιλιά, ο τότε συσχετισμός δυνάμεων στο Κοινοβούλιο δεν επέτρεπε την κυβερνητική σταθερότητα σε μια εποχή που η Ελλάδα είχε ανάγκη σταθερής κυβέρνησης. Επιπλέον, η δικτατορία έθετε τέρμα στην ανασφάλειά του για το μέλλον του αφού έβαζε φρένο στις πολιτικές ζυμώσεις που μπορούσαν να οδηγήσουν στην επαναφορά των απότακτων στρατιωτικών που ταυτίζονταν με το βενιζελικό και αντιβασιλικό στρατόπεδο. Η δικτατορία εξασφάλιζε μια συνέχεια στο θρόνο για το βασιλιά, ο οποίος αισθανόταν ασφαλής έχοντας έναν πιστό σε αυτόν Στρατό, κάτι που θα αμφισβητείτο αν σε ενδεχόμενες εκλογές νικούσε το αντιμοναρχικό κόμμα των Φιλελευθέρων16. Ενώ για το βασιλιά η δικτατορία γινόταν αντιληπτή ως «παρένθεση», ως προσωρινή εκτροπή, για τον Μεταξά η δικτατορία ήταν η καταλληλότερη μορφή διακυβέρνησης για τις ανάγκες της χώρας. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Την άποψη αυτή την εξέφραζε δημόσια ήδη πολύ πριν από την 4η Αυγούστου. Για παράδειγμα, στις 6 Ιανουαρίου 1934 δήλωνε στην «Καθημερινή»: «… Δι’ ημάς τους Ελληνας, το πρόβλημα δεν είναι πώς θα μείνωμεν εις τον κοινοβουλευτισμόν, αλλά διά ποίας θύρας θα εξέλθωμεν εξ αυτού. Διά της θύρας του κομμουνισμού ή διά της θύρας του εθνικού κράτους»17. Ο πολιτικός δυαδισμός στην κορυφή της ιεραρχίας του νέου κράτους στοιχειοθετείται από το γεγονός ότι ο βασιλιάς είχε τον πλήρη έλεγχο του Στρατού και μπορούσε ανά πάσα στιγμή να επιβάλλει τη θέλησή του. Μια απόδειξη αυτής της κατάστασης είναι η άρνησή του να επιτρέψει στον Μεταξά την ίδρυση ενός μαζικού φορέα που πιθανό να εξασφάλιζε μια λαϊκή βάση στον τελευταίο με πιθανή συνέπεια την αμφισβήτηση του πρώτου. Ο βασιλιάς επιθυμούσε μεν να αναθέσει την καθημερινή πολιτική διαχείριση της εξουσίας στον Μεταξά αλλά δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να περιοριστεί σε ένα διακοσμητικό ρόλο, όπως συνέβη με τον Βίκτωρα Εμμανουήλ τον Γ’ στην Ιταλία, κάτω από τη δικτατορία του Μουσολίνι. Από την άλλη, αντίθετα από άλλους βασιλιάδες, όπως ο Αλέξανδρος της Γιουγκοσλαβίας το 1929, ο Μπόρις της Βουλγαρίας το 1935 ή ο Κάρολος της Ρουμανίας το 1938, δεν επέλεξε να ασκήσει δικτατορία, την ευθύνη της οποίας θα την αναλάμβανε εξ ολοκλήρου ο ίδιος. Ετσι, οι στρατηγικές επιλογές στην εξωτερική πολιτική, ο Στρατός και μέχρι το 1938 και η Παιδεία αποτελούσαν πεδία που την πολιτική τους χάραζε έμμεσα ή άμεσα ο ίδιος ο βασιλιάς18. Χαρακτηριστικές για τις δυνατότητες του Μεταξά ιδίως κατά την πρώτη περίοδο της διακυβέρνησής του (μέχρι το 1938) ήταν οι εκτιμήσεις της βρετανικής κυβέρνησης, οι οποίες συμπυκνώνονταν στο ακόλουθο συμπέρασμα: «Είναι ευτύχημα ότι ο στρατηγός (Μεταξάς), ο οποίος στερείται δημοτικότητας και δεν διαθέτει προσωπικούς οπαδούς μεταξύ των πολιτικών και των αξιωματικών, μπορεί εύκολα να αποπεμφθεί όταν γίνει επικίνδυνος ή και όταν απλώς παύσει να είναι χρήσιμος»19. 53
Συνεπώς, η στήριξη της Αγγλίας στο βασιλιά, σε συνδυασμό με την αμέριστη υποστήριξη του Στρατού, καθιστούσε το βασιλιά ρυθμιστή του πολιτεύματος. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολύ συχνά ο Μεταξάς όταν τόνιζε τις βασικές αξίες της ιδεολογίας του καθεστώτος που επέβαλε αναφερόταν πρώτα στο βασιλιά, ύστερα στην πατρίδα και μετά στη θρησκεία και την οικογένεια20. Επιπλέον, σχεδόν σε όλους τους λόγους του ο Μεταξάς τόνιζε ότι το νέο κράτος «προήλθε από απόφασιν της Αυτού Μεγαλειότητας του Βασιλέως», που είχε «εγκρίνει» και «εμπνεύσει» τη δράση της κυβέρνησής του, την οποία περιέβαλλε έκτοτε «διά της απόλυτης εμπιστοσύνης του» και της «υπο-
στήριξής του». «Μπροστά μας», έλεγε, «βαδίζει ο Βασιλεύς το σύμβολον της Πατρίδος μας και ακολουθεί η κυβέρνησις». Οι σχέσεις των δύο ανδρών βρίσκονταν σε μια εύθραυστη ισορροπία και δεν έλειπαν οι διενέξεις μεταξύ τους, κάτι που προκαλούσε ανασφάλεια στον πιο αδύναμο πολιτικά από τους δύο, που, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ήταν ο Μεταξάς. Είναι χαρακτηριστικό το ότι ο Μεταξάς στα απομνημονεύματά του επανειλημμένα αναφέρει την αγωνία του μπροστά στο ενδεχόμενο να πέσει στη δυσμένεια του βασιλιά21. Μετά το 1938 η θέση του Μεταξά ενισχύθηκε με μεγαλύτερες εξουσίες (ιδίως λόγω της στελέχωσης των Σωμάτων Ασφαλείας με έμπιστους
Ο δικτάτορας σε μια από τις περιοδείες του μετά την επικράτηση του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου. 54
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
του καθεστώτος) και ο δικτάτορας εξασφάλισε μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων, χωρίς σοβαρές παρεμβάσεις από το βασιλιά. Οι εξουσίες του βασιλιά περιορίστηκαν κυρίως στο Στρατό και στην εξωτερική πολιτική. Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι δύο αυτοί βασικοί πόλοι εξουσίας, ο βασιλιάς και Μεταξάς, δεν λειτουργούσαν ανταγωνιστικά αλλά συμπληρωματικά. Οπως σημειώνει ο ιστορικός Ιωάννης Κολιόπουλος: «Είχε δημιουργηθεί μια πλήρης ταύτιση των συμφερόντων των δύο φορέων που συνδέονταν πλέον με δεσμούς αλληλεξάρτησης: μοναρχία και δικτατορία παρέμεναν ή έπεφταν μαζί. Πτώση της δικτατορίας θα σήμαινε έξωση της μοναρχίας και το αντίθετο». Το αποτέλεσμα ήταν η ισχυροποίηση του δικτατορικού καθεστώτος, το οποίο σταδιακά σκλήραινε όλο και περισσότερο απέναντι στους διαφωνούντες22. Σύμφωνα με τον Νίκο Αλιβιζάτο: «Ο βασιλιάς δεν ασχολείτο με τις τρέχουσες ανάγκες και την καθημερινότητα της άσκησης της εξουσίας, με αποτέλεσμα να μην πιστώνεται και τις αρνητικές συνέπειες των αυθαίρετων τακτικών, της αστυνομοκρατίας και της δίωξης των πολιτικών αντιπάλων του καθεστώτος»23. Η αντιδημοτικότητα του καθεστώτος Μεταξά, λόγω ακριβώς της δυσαρέσκειας που προκαλούσε ο αστυνομοκρατικός του χαρακτήρας (που περιλάμβανε βασανιστήρια, φυλακίσεις και εξορίες), ανησυχούσε τον Βρετανό πρεσβευτή στην Αθήνα, που στις εκθέσεις του προς το βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών εξέφραζε το φόβο του ότι αυτή η δυσαρέσκεια πιθανόν να στραφεί και προς το βασιλιά, που ολοένα και περισσότερο από τους Ελληνες ταυτιζόταν με το καθεστώς. Μάλιστα ο Βρετανός πρέσβης επισκέφθηκε το βασιλιά και του είπε ότι είχε την πεποίθηση πως όλοι πίστευαν «ότι η πραγματική εξουσία βρισκόταν τώρα στα χέρια μιας διεφθαρμένης κλίκας», καθώς και ότι ο βασιλιάς, συνεργαζόμενος με το δικτατορικό καθεστώς, «είχε χάσει όχι μόνο κάθε δημοτικότητα, αλλά και το σεβασμό της μεγάλης μάζας του λαού. Αυτή η παρέμβαση κατακρίθηκε από το βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών, καθώς ο Μεταξάς θεωρείτο πιστός φίλος της χώρας («οι σχέσεις ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ ήταν αυτός που επέλεξε τον Ιωάννη Μεταξά από όλο τον πολιτικό κόσμο και του παραχώρησε δικτατορικές εξουσίες.
μας με τον νυν πρωθυπουργό υπήρξαν πολύ πιο ομαλές παρά με οποιονδήποτε προκάτοχό του») ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την «τακτοποίηση» σχεδόν όλων των «εκκρεμών υποθέσεων που στο παρελθόν καθιστούσαν τις σχέσεις μας με την Ελλάδα δυσάρεστες και κάποτε δύσκολες». Λόγω αυτής της διαφωνίας μεταξύ του Βρετανού πρέσβη και του αγγλικού υπουργείου Εξωτερικών, ο πρώτος αντικαταστάθηκε στις αρχές Ιουνίου 193924. 55
Μεταξάς και Γεώργιος Β’ ήταν οι δύο πόλοι ενός δυαδικού συστήματος εξουσίας. 56
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Τα χαρακτηριστικά του πολιτεύματος Ομως ήταν η βασιλομεταξική δικτατορία ένα φασιστικό πολίτευμα; Ηταν πράγματι αντίφαση το γεγονός ότι η Ελλάδα βρέθηκε στην πρώτη γραμμή του παγκόσμιου αντιφασιστικού αγώνα, πετυχαίνοντας μάλιστα και την πρώτη σημαντική νίκη εναντίον του, τη στιγμή που η ίδια είχε ένα φασιστικό καθεστώς; Η απάντηση δεν είναι εύκολο να δοθεί καθώς το ίδιο το καθεστώς δεν αυτοπροσδιοριζόταν ποτέ ως φασιστικό, αν και είχε πολλά κοινά σημεία με τα φασιστικά καθεστώτα, με σημαντικότερο όλων τον αντικοινοβουλευτισμό και τον περιορισμό βασικών ελευθεριών. Οπως υποστήριζε ο ίδιος ο Μεταξάς, το καθεστώς που επιδίωκε να εγκαθιδρύσει στη χώρα ήταν ένα «κράτος αντικομμουνιστικό, κράτος αντικοινοβουλευτικό, κράτος ολοκληρωτικό», με αστυνομοκρατία και ποινικοποίηση των πολιτικών απόψεων των πολιτών, στοιχεία που αναμφισβήτητα είχε το ιταλικό και το γερμανικό πολίτευμα.
τις συνέπειες της συνακόλουθης εκκαθάρισης του στρατεύματος26. Ενας άλλος σημαντικός λόγος για τον οποίο το καθεστώς της 4ης Αυγούστου δεν μπορεί να καταταχθεί στα φασιστικά καθεστώτα είναι η απουσία ενός αδιαφιλονίκητου ηγέτη. Ο Μεταξάς δεν ήταν Φύρερ και ο λόγος του σίγουρα δεν είχε την ισχύ αναμφισβήτητου νόμου όπως συνέβαινε στη Γερμανία. Ηδη έγινε αναφορά στη δυαδική μορφή του πολιτεύματος, όπου ο Μεταξάς διαχειριζόταν την καθημερινότητα της εξουσίας τη στιγμή που ο πραγματικά ισχυρός άντρας ήταν ο βασιλιάς, ο οποίος είχε τη δυνατότητα να ασκήσει βέτο σε οποιαδήποτε πολιτική επιλογή του εκλεκτού του.
Ομως, σε αντίθεση με το φασισμό του Μουσολίνι και τον εθνικοσοσιαλισμό του Χίτλερ, το καθεστώς της 4ης Αυγούστου δεν προήλθε από κάποιο μαζικό κίνημα και δεν διέθετε καμία λαϊκή βάση. Επιπλέον δεν είχε ούτε κάποια συγκεκριμένη και συστηματική θεωρία ούτε κάποιους διανοουμένους που θα πρόσφεραν μια τέτοια θεωρία. Η ρητορική του καθεστώτος ήταν ένας συνδυασμός αντικομμουνισμού, αντικοινοβουλευτισμού και εθνικισμού25.
Στο πρακτικό επίπεδο καταμερισμού της εξουσίας ο Μεταξάς κατείχε μεν τα υπουργικά χαρτοφυλάκια και των τριών σωμάτων των Ενόπλων Δυνάμεων, αλλά μοιραζόταν την εξουσία στις Ενοπλες Δυνάμεις με το βασιλιά, ο οποίος ορισμένες φορές αμφισβητούσε τις επιλογές του Μεταξά σε θέματα διορισμών και αποστρατεύσεων. Ο βασιλιάς ασχολείτο συστηματικά με την εκπαίδευση και την ευημερία του Στρατού και του Ναυτικού και συμμετείχε προσωπικά στις στρατιωτικές και τις ναυτικές ασκήσεις. Η αφοσίωση των ανώτερων αξιωματικών στο πρόσωπο του βασιλιά οφειλόταν τόσο στο φόβο μιας επαναφοράς των βενιζελικών αξιωματικών που η διατήρηση της δικτατορίας εξασφάλιζε όσο και στη μεγάλη αύξηση σε όλους τους τύπους των στρατιωτικών δαπανών, συμπεριλαμβανομένου και των μισθών τους27.
Επιπλέον ο Στρατός δεν είχε άμεση εμπλοκή στην πολιτική διακυβέρνηση της χώρας, αν και στην κυβέρνηση του Μεταξά το μεγαλύτερο ποσοστό των υπουργών του ήταν πρώην αξιωματικοί του Στρατού ή του Ναυτικού (29 ήταν πρώην αξιωματικοί του Στρατού ή του Ναυτικού, 19 ήταν πρώην πολιτικοί, 10 ήταν πρώην τραπεζίτες). Μάλιστα, ιδιαίτερα σημαντικός ήταν ο αριθμός των στρατιωτικών που είχαν συμμετάσχει μαζί με τον Μεταξά στο αποτυχημένο φιλοβασιλικό κίνημα των Λεοναρδόπουλου-Γαργαλίδη του 1923 ή ήταν μεταξύ των αξιωματικών που είχαν υποστεί
Στη διακυβέρνηση της χώρας ο Μεταξάς ήταν ο διορισμένος από το βασιλιά αρχηγός της κυβέρνησης και συμπύκνωνε πάνω του όλες τις εξουσίες: τη νομοθετική, την εκτελεστική και τη δικαστική. Το «νέο κράτος», όπως το αποκαλούσαν το δικτατορικό καθεστώς οι υποστηρικτές του, υπήρξε στην πράξη ένα αστυνομικό καθεστώς με συστηματική δίωξη των απόψεων που θεωρούνταν εγκλήματα γνώμης. Στους «εγκληματίες της γνώμης» συγκαταλέγονταν όχι μόνο κομμουνιστές αλλά και όσοι διαφωνούσαν πολιτικά με το καθεστώς της 4ης Αυγούστου και θεωρούνταν επικίνδυνοι για αυτό.
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
57
Για να αποφευχθεί η παρείσφρηση αντιφρονούντων υπήρχαν σε όλες τις θέσεις του κρατικού μηχανισμού έμπιστοι του καθεστώτος με στόχο τον απόλυτο έλεγχο της κυβέρνησης από τον ίδιο το δικτάτορα. Ο ίδιος ο Μεταξάς έλεγχε τα κυριότερα υπουργεία, Εξωτερικών, Εσωτερικών, τα τρία πολεμικά υπουργεία και από το 1938 και το υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων28. Τέλος, μια ακόμη σημαντική διαφορά με την Ιταλία και τη Γερμανία ήταν το ότι το καθεστώς δεν προσπάθησε να καλλιεργήσει επεκτατικές τάσεις και αλυτρωτικά οράματα αλλά, αντίθετα, επιδίωκε την ειρηνική διευθέτηση των διαφορών μεταξύ των βαλκανικών χωρών, καθώς και τη διατήρηση του υφιστάμενου εδαφικού καθεστώτος. Μάλιστα, το
μεταξικό καθεστώς ήταν ευνοϊκό προς τους Εβραίους και υπήρχε απουσία ρατσιστικής και αντισημιτικής βάσης στην ιδεολογία του Μεταξά29.
Ομοιότητες με το γερμανικό και τον ιταλικό φασισμό Το ότι το καθεστώς της 4ης Αυγούστου δεν είναι εύκολο να συγκαταλεχθεί στην κατηγορία των αμιγώς φασιστικών καθεστώτων δεν σημαίνει ότι δεν είχε σημαντικές ομοιότητες με το φασισμό και το ναζισμό. Βασικότερες ομοιότητες ήταν ο σφοδρός αντικομμουνισμός, η αντικοινοβουλευτική ρητορική, καθώς και ο μονοπωλιακός έλεγχος των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης που ήταν υπό
Ο Ιωάννης Μεταξάς με το πιο «σκληροπυρηνικό» στέλεχος του καθεστώτος του, υπουργό Δημόσιας Ασφάλειας Κωνσταντίνο Μανιαδάκη. 58
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
το καθεστώς αυστηρής λογοκρισίας. Συνεπώς, όπως σε όλα τα φασιστικά καθεστώτα, υπήρχε καθημερινός βομβαρδισμός με συνθήματα και μονομερή ενημέρωση. Στην πραγματικότητα το καθεστώς της 4ης Αυγούστου αποτέλεσε μια προσπάθεια εκφασισμού της ελληνικής κοινωνίας «από τα πάνω», αντίθετα με τις «από τα κάτω» διαδικασίες επικράτησης του φασισμού σε Ιταλία και Γερμανία και τα εκεί μαζικά και δυναμικά φασιστικά κόμματα. Ετσι, ιδρύθηκαν μερικές οργανώσεις που είχαν αρκετές ομοιότητες με τις παραστρατιωτικές οργανώσεις της ναζιστικής Γερμανίας και της φασιστικής Ιταλίας, όπως τα Τάγματα Εργασίας και το πιο σημαντικό η ΕΟΝ με το μιλιταριστικό πνεύμα,
το μαχητικό προσανατολισμό και τη στρατιωτική ιεραρχία της. Επιπλέον, έγιναν καύσεις βιβλίων, επισκέψεις από κορυφαίους ναζιστές αξιωματούχους, ενώ τα μέλη της ΕΟΝ ήταν ντυμένα με στρατιωτική ενδυμασία και είχαν υιοθετήσει το φασιστικό χαιρετισμό30. Στο ιδεολογικό πεδίο η εξουσία του βασιλιά και του Μεταξά εθεωρείτο ότι πήγαζε από το έθνος και εκπροσωπούσε την εθνική θέληση. Οπως και στη Γερμανία και την Ιταλία, το έθνος στο καθεστώς της 4ης Αυγούστου γινόταν αντιληπτό ως μια υπερβατική έννοια, στην οποία έπρεπε να υποταχθούν το άτομο και τα ατομικά δικαιώματα31. Στη σκέψη του Μεταξά (όπως και στη φασιστική ιδεολογία) το άτομο εξαφανιζόταν προς όφελος
Ο δικτάτορας αποκαλύπτεται μπροστά στα μέλη της ΕΟΝ, τα οποία παρελαύνουν μπροστά του. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
59
του συνόλου της κοινωνίας, δηλαδή του έθνους. Το κράτος εθεωρείτο «ζωντανός οργανισμός», μια δύναμη με ανεξάρτητη ύπαρξη και συμφέροντα, βασισμένη στην ιδέα μιας «ωργανωμένης εθνικής μάζης». Το κράτος ταυτιζόταν με το έθνος και το άτομο θα έπρεπε να συγχωνευθεί με το όλον και η προσωπική του θέληση να υποταχθεί σε αυτήν του έθνους. Η κοινωνική πάλη μεταξύ εργοδοσίας και εργατών αντιμετωπιζόταν από τον Μεταξά ως «η μεγαλύτερη συμφορά που μπορεί να σπαράξει έναν τόπο»32. Πολιτική του «νέου κράτους», όπως ονομαζόταν το ολοκληρωτικό καθεστώς που ήθελε να επιβάλει ο Μεταξάς, ήταν η οικοδόμηση του Τρίτου Ελλη-
νικού Πολιτισμού (αντίστοιχο θεωρητικό σχήμα με το γερμανικό πρότυπο του Γ’ Ράιχ), ο οποίος θα διαδεχόταν την αρχαία κλασική και βυζαντινή παράδοση συνδυάζοντας τα πιο εκλεκτά στοιχεία και των δύο33. Μια άλλη ομοιότητα του μεταξικού καθεστώτος με τη Γερμανία και την Ιταλία θεωρείται ότι είναι η συστηματική εξύμνηση του αρχηγού-ηγέτη. Πράγματι, πολλά είναι τα επίσημα κείμενα του καθεστώτος που εξυμνούσαν την προσωπικότητα του Μεταξά, ο οποίος σε όλη τη διάρκεια της δικτατορίας αποτέλεσε το αντικείμενο μιας σχεδόν μεταφυσικής λατρείας. Ομως στην πραγματικότητα η εξύμνηση του Μεταξά δεν ξεπέρασε
Σημαιοστολισμός της οδού Σταδίου για τον εορτασμό της πρώτης επετείου του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου το 1937 (φωτογραφία Π. Πουλίδης, ΕΡΤ). 60
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
πότε κάποια όρια επειδή ακριβώς η εξουσία του, αντίθετα από αυτή του Χίτλερ στη Γερμανία ή του Μουσολίνι στην Ιταλία, δεν ήταν απεριόριστη καθώς ήταν υποταγμένη στην εξουσία του βασιλιά34. Η δυαδική φύση του καθεστώτος φαίνεται και από το σύνθημα της ΕΟΝ: «Ενα έθνος, ένας Βασιλιάς, ένας Ηγέτης, μια Νεολαία»35.
Οι διεθνείς επιλογές της Ελλάδας Ορισμένα στοιχεία του καθεστώτος, όπως η ΕΟΝ, η αστυνομοκρατία, η εκστρατεία ενάντια στον κομμουνισμό, η ανάπτυξη των ελληνογερμανικών οικονομικών σχέσεων, καθώς και κάποιες επι-
σκέψεις υψηλόβαθμων στελεχών των ναζί (όπως ο Γκέμπελς), σε συνδυασμό με το φιλογερμανικό παρελθόν του Μεταξά κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, συνέτειναν στην υπόθεση ότι ακολουθούσε φιλογερμανική πολιτική στις εξωτερικές σχέσεις της χώρας36. Θεωρείται, μάλιστα, αντίφαση η αναμφισβήτητη γερμανοφιλία του Μεταξά κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ο αντιδημοκρατικός χαρακτήρα του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου με τη συμπαράταξή του με τις Δυτικές Δημοκρατίες εναντίον της ναζιστικής Γερμανίας και της φασιστικής Ιταλίας. Στην πραγματικότητα, η αντίφαση αυτή δεν υπάρχει, γιατί από τις αρχές της δεκαετίας
Ο Ιωάννης Μεταξάς και ο Κωνσταντίνος Κοτζιάς, υπουργός τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης, υπό τη σκέπη του χαιρετισμού ενός ΕΟΝίτη (φωτογραφικό αρχείο ΕΛΙΑ). ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
61
Με τον Μεταξά θα συμφωνούσαν πιθανότατα όλοι οι σημαντικοί πολιτικοί της εποχής του, οι οποίοι επιδίωκαν την εσωτερική ανασυγκρότηση της χώρας μετά την τραγωδία της Μικρασιατικής Καταστροφής που σήμανε την έλευση 1.200.000 προσφύγων σε μια χώρα περίπου 6 εκατομμυρίων. Πάγια και σταθερή πολιτική επιλογή όλων των πολιτικών προσωπικοτήτων του Μεσοπολέμου ήταν η ειρηνική διευθέτηση των διαφορών με τις γειτονικές χώρες και η αποφυγή του πολέμου.
Ο Ιωάννης Μεταξάς ανάμεσα σε νεαρές Ελληνίδες με εθνικές ενδυμασίες.
του 1930, οι κληρονόμοι των «βασιλικών» του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου είχαν ευθυγραμμισθεί με την εξωτερική πολιτική των Δυτικών Δυνάμεων στα Βαλκάνια37. Η Ελλάδα αποτελούσε κατά το Μεσοπόλεμο τυπικό υπόδειγμα μιας status quo δύναμης, δηλαδή χώρας που επιδιώκει τη διατήρηση του υφιστάμενου εδαφικού προσδιορισμού των συνόρων. Ο κύριος ανταγωνιστής της χώρας ήταν η Βουλγαρία, που επιθυμούσε διακαώς την έξοδο προς τη θάλασσα της Μεσογείου και πιθανότατα επιθυμούσε μια ευρύτερη ευρωπαϊκή σύρραξη που θα της έδινε αυτή τη δυνατότητα. Ο Μεταξάς ήδη πριν αναλάβει δικτάτορας είχε διαμορφώσει την άποψη ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να ταχθεί στο πλευρό της Μεγάλης Βρετανίας, η οποία ήταν η κυρίαρχη ναυτική δύναμη (τόσο διεθνώς όσο και στην Ανατολική Μεσόγειο) και η οποία αποτελούσε το θεματοφύλακα του διεθνούς καθεστώτος των συνθηκών και του status quo38. 62
Στο πλαίσιο αυτής της διεθνούς στρατηγικής της χώρας το 1928 ο Βενιζέλος υπέγραψε συνθήκη φιλίας με την Ιταλία και στο πλαίσιο της ελληνοτουρκικής προσέγγισης πρότεινε για βραβείο Νόμπελ τον Κεμάλ Ατατούρκ. Παρενθετικά αξίζει να σημειωθεί ότι την πολιτική της ελληνοτουρκικής προσέγγισης συνέχισε με ένταση και ο Μεταξάς. Το 1938, με αφορμή το θάνατο του Μουσταφά Κεμάλ, μετονόμασε προς τιμήν του Τούρκου δικτάτορα την οδό Αποστόλου Παύλου στη Θεσσαλονίκη σε οδό Κεμάλ Ατατούρκ, αγόρασε από τον ιδιώτη που το κατείχε το σπίτι όπου θεωρείται ότι γεννήθηκε ο Κεμάλ και το χάρισε στο τουρκικό κράτος39. Αντίστοιχα ο Μεταξάς δήλωνε στον Αμερικανό πρέσβη στις 15/5/1939, στις παραμονές δηλαδή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ότι η Ελλάδα θα συμπαρατασσόταν με τις Δυτικές Δυνάμεις και τους Τούρκους συμμάχους της χώρας40. Οι αντιβενιζελικοί συνέχισαν αυτή την πολιτική και το 1934 υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης με τη Γιουγκοσλαβία, τη Ρουμανία και την Τουρκία. Αυτό το βαλκανικό σύμφωνο, που στόχο είχε τη διατήρηση του υφιστάμενου εδαφικού status quo, δεν υπέγραψαν η Βουλγαρία και η προστατευόμενη της Ιταλίας Αλβανία41. Ο στόχος του συμφώνου ήταν σαφής: η απομόνωση της Βουλγαρίας, που ήταν η βασικότερη αναθεωρητική δύναμη στα Βαλκάνια την περίοδο εκείνη, και η διακήρυξη της αποφασιστικότητας των γειτόνων της ότι οποιαδήποτε μονομερής επιθετική κίνησή της προς μία από τις γειτονικές χώρες θα συναντούσε τη συνασπισμένη αντίδραση των υπολοίπων. Σε αυτό το σύμφωνο προέβαλε έντονες αντιρρήΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
σεις ο Ελευθέριος Βενιζέλος με το επιχείρημα ότι η συμφωνία θα μπορούσε να μπλέξει την Ελλάδα σε έναν πόλεμο με την Ιταλία. Το γεγονός ότι βενιζελικοί και αντιβενιζελικοί είχαν διαμορφώσει μια κοινή αντίληψη περί εθνικού συμφέροντος κατά τον Μεσοπόλεμο φαίνεται και από το γεγονός ότι ο Μεταξάς είχε υιοθετήσει τους φόβους του Βενιζέλου, και στη Σύνοδο της Βαλκανικής Συνεννόησης στο Βελιγράδι, τον Μάιο του 1936, δήλωσε ρητά ότι η Ελλάδα θα εκπλήρωνε τις συμμαχικές της υποχρεώσεις που απέρρεαν από το σύμφωνο μόνο σε περίπτωση που δεν θα συμμετείχε η Ιταλία σε μια ενδεχόμενη πολεμική σύγκρουση στα Βαλκάνια42. Συνεπώς, επιλογή της χώρας ήταν η ελληνική στρατηγική ανάσχεσης και κατευνασμού της Ιταλίας προκειμένου να μην οξυνθεί η ιταλική επιθετικότητα. Από την άλλη, η γερμανική οικονομική διείσδυση στην Ελλάδα γινόταν όλο και πιο έντονη όσο πλησίαζε το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου μολονότι η Γερμανία διατεινόταν ότι δεν είχε πολιτικές αλλά μόνο οικονομικές φιλοδοξίες σχετικά με τα Βαλκάνια. Σύμφωνα με τη γερμανική οπτική της Ευρώπης που οραματίζονταν οι ναζί, οι χώρες των Βαλκανίων αποτελούσαν ένα είδος «συμπληρωματικού χώρου» για τη Γερμανία,
αφού δεν θα αναπτύσσονταν ποτέ βιομηχανικώς αλλά θα είχαν μια συμπληρωματική λειτουργία για το βιομηχανικό-μητροπολιτικό κέντρο του μείζονος ευρωπαϊκού οικονομικού χώρου. Οι αγροτικές χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης προμήθευαν τη ναζιστική Γερμανία, η οποία δεν είχε υπερπόντιες αποικίες-πηγές πρώτων υλών, με ακατέργαστες πρώτες ύλες (κυρίως πετρέλαιο, βωξίτης, ξύλο) και αγροκτηνοτροφικά προϊόντα (όπως ελαιόλαδο, καπνά, βαμβάκι, σταφίδες, φρούτα, κρασί) και σε αντάλλαγμα έπαιρναν έτοιμα βιομηχανικά προϊόντα43. Οι ελληνικές εξαγωγές στο τέλος του 1937 στη Γερμανία έφτασαν το 35,3% της συνολικής αξίας των ελληνικών εξαγωγών, ενώ οι εισαγωγές από τη Γερμανία έφθασαν το 26,2% των εισαγωγών της χώρας. Την ίδια εποχή οι ελληνικές εξαγωγές στην Αγγλία και οι εισαγωγές από την ίδια χώρα έφθαναν το 10% και το 13,3,% αντίστοιχα. Οι εξαγωγές της χώρας στη Γερμανία ήταν δηλαδή τρεισήμισι φορές μεγαλύτερες από τις αντίστοιχες στην Αγγλία, ενώ οι εισαγωγές από τη Γερμανία διπλάσιες από τις αντίστοιχες από την Αγγλία. Η Γερμανία εισήγαγε από την Ελλάδα μεγάλες ποσότητες καπνού, 25.823 τόνους το 1938 ή 52,8% του συνόλου των εξαγωγών (48.894). Η εξαγωγή
Μεταξάς και Κοτζιάς (πίσω) υποδέχονται στην Αθήνα το ζεύγος Γκέμπελς. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
63
χία». Η βρετανική κυβέρνηση, παρά τις αρχικές της επιφυλάξεις απέναντι στον Μεταξά, στήριζε τόσο το καθεστώς στην Ελλάδα όσο και τον ίδιο το δικτάτορα, τον οποίο θεωρούσε πολύ καλύτερο υπερασπιστή των βρετανικών συμφερόντων σε σχέση με τους προηγούμενους πολιτικούς που διακυβέρνησαν την Ελλάδα45.
«Από μικροί στα βάσανα». Η ένταξη των παιδιών στην ΕΟΝ ήταν καθολική και υποχρεωτική.
ελληνικού καπνού στην Αγγλία την ίδια εποχή ήταν μηδαμινή. Οι πολιτικές προτιμήσεις του Μεταξά θα υλοποιηθούν σε ανοιχτή πρόταση προς την Αγγλία τον Οκτώβριο του 1938 για μια στενή συμμαχία, πρόταση που απέρριψε η τελευταία, αφού εκείνη την εποχή προκρινόταν η πολιτική κατευνασμού που βασικό άξονα είχε το να μην προκληθεί η ναζιστική Γερμανία. Η ίδια πολιτική, δηλαδή η αγγλική προτίμηση για μια ουδέτερη Ελλάδα, συνεχίστηκε ακόμη και μετά την έναρξη του πολέμου με σκοπό να μην προκληθεί η Ιταλία ώστε να αποσοβηθεί η ενεργός συμμετοχή της στον πόλεμο44. Οπως σημειώνει ο Ιωάννης Κολιόπουλος: «Ουσιαστικά ο Μεταξάς εκλιπαρούσε από τη βρετανική κυβέρνηση στενές σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες, στάση που δεν ήταν δυνατόν παρά να δημιουργήσει στους Βρετανούς την πεποίθηση ότι τελικά θα πετύχαιναν όσα υποσχόταν ο Μεταξάς χωρίς να χρειασθεί να αναλάβουν τις υποχρεώσεις που συνεπαγόταν μια συμμα64
Βέβαια, είναι σαφές ότι υπήρχε σημαντική διαφορά πολιτικής κουλτούρας μεταξύ Αγγλίας και Ελλάδας. Χαρακτηριστικό είναι αυτό που γράφει ο Βρετανός στρατηγός σερ Χ.Μ. Ουίλσον όταν πια είχε ξεκινήσει ο πόλεμος: «Κάτω από τη δικτατορία του Μεταξά είχαν υιοθετηθεί ορισμένες ναζιστικές ιδέες. Η νεολαία χαιρετούσε χιτλερικά έως ότου οι Αυστραλοί την εδίδαξαν να χαιρετά με το σύνθημα της νίκης. Η θέσις μας στην Ελλάδα ήταν πραγματικά παράδοξη: Αγωνιζόμαστε εναντίον του ολοκληρωτισμού ενισχύοντας μια φασιστική κυβέρνηση εναντίον μιας άλλης». Ομως, δεν ήταν πρωτοφανές για τις δυτικές δυνάμεις να υποστηρίζουν δικτατορικά καθεστώτα. Την κήρυξη της δικτατορίας του Μεταξά δεν παρέλειψε να τη χαιρετίσει και η μεγάλη υπερατλαντική δημοκρατία των ΗΠΑ διά του στόματος του πρεσβευτή της στην Αθήνα Λ. Μακβή. Απευθυνόμενοι στην κοινή γνώμη των χωρών τους και προσπαθώντας να δικαιολογήσουν τις συνταγματικές εκτροπές στην Ελλάδα, οι ιθύνοντες της δημοκρατικής Δύσης χρησιμοποιούσαν κατά κανόνα τα ίδια επιχειρήματα με τους Ελληνες δικτάτορες: την κυβερνητική αστάθεια και την ύπαρξη κομμουνιστικού κινδύνου46. Το ότι η γεωπολιτική ήταν η πιο σημαντική από τις διαφορές σε ιδεολογικό επίπεδο αποδεικνύεται και από την πρόταση της Αγγλίας τον Μάιο του 1940 για συμμαχία με το κατεξοχήν φασιστικό πολίτευμα, αυτό του Μουσολίνι, ο οποίος απέρριψε το αίτημα και συμπαρατάχτηκε με τη ναζιστική Γερμανία47.
Ποιος είπε το «ΟΧΙ»; Για να επανέλθουμε στο αρχικό ερώτημα: Ποιος είπε το «ΟΧΙ» στους Ιταλούς; ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Η ΕΟΝ αποτελούσε έναν από τους ισχυρούς πυλώνες του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου.
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
65
Υποδοχή του Ι. Μεταξά από εκπροσώπους αγροτικών συνεταιρισμών.
Σύμφωνα με τα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω σχετικά με τη φύση του καθεστώτος μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ήταν ο βασιλιάς, ο οποίος είπε καταρχήν το «ΟΧΙ», αφού, όπως αναλύθηκε παραπάνω, αυτός ήταν ο ισχυρός άντρας του καθεστώτος, αυτός καθόριζε την εξωτερική πολιτική της χώρας και εκείνος ήλεγχε το Στρατό. Ο Μεταξάς γνώριζε τη σχέση του βασιλιά με την Αγγλία. Ετσι, ο Μεταξάς δεν άφηνε ευκαιρία που να μη βεβαιώνει τη βρετανική κυβέρνηση ότι ήταν αποφασισμένος να συνεργασθεί στενά με την Αγγλία, τόσο στον οικονομικό όσο και στον πολιτικό τομέα48. Οπως σημειώνει ο ιστορικός Χρήστος Χατζηιωσήφ: «Ο Μεταξάς δεν αναγκάσθηκε να κάνει στροφή στους εξωτερικούς του προσανατολισμούς μετά την 4η Αυγούστου, αλλά η 4η Αυγούστου έγινε δυνατή, μεταξύ άλλων λόγων, και γιατί από χρόνια ο Μεταξάς είχε ευθυγραμμίσει τις απόψεις του για την εξωτερική πολιτική με τις επιλογές των κυρίαρχων αγγλικών κύκλων»49. 66
Συγκεκριμένα, ήδη από την εποχή της εμφάνισής του στην πολιτική το 1922, με το πρώτο πρόγραμμα του κόμματος των Ελευθεροφρόνων που είχε ο ίδιος ιδρύσει, διακήρυττε ως αξίωμα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής τον προσανατολισμό της προς την Αγγλία και τη Γαλλία. Μάλιστα, ως υπουργός Συγκοινωνιών στην οικουμενική κυβέρνηση, το διάστημα 1926-1928, πρόσφερε σημαντικές υπηρεσίες στα αγγλικά οικονομικά συμφέροντα προωθώντας την επικύρωση συμβάσεων της δικτατορίας Πάγκαλου με μεγάλες αγγλικές εταιρίες, ανάμεσα στις οποίες και η σύμβαση με την Πάουερ για την ηλεκτροδότηση της Αθήνας. Με την ευκαιρία της επικύρωσης ο Μεταξάς είχε δηλώσει στη Βουλή το εξής: «Είμεθα απολύτως κύριοι εν τοις ορίοις του Κράτους ημών, από απόψεως νομοθετικής. Αλλ’ υπάρχουν εκτός ημών και άλλα κράτη τα οποία επίσης είνε παντοδύναμα εν τοις ορίοις αυτών με τα οποία όμως Κράτη ευρισκόμεθα εις σχέσεις. Η παντοδυναμία ημών περιορίζεται υπό της παντοδυναμίας εκείνων»50. Σε αυτό το πνεύμα ήταν και η δήλωση του Μεταξά στις 3 Μαρτίου 1934 ότι αποτελεί «πολιτικό δόγμα» της Ελλάδας ότι σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει η Ελλάδα να βρεθεί σε στρατόπεδο αντίθετο από εκείνο στο οποίο θα βρίσκεται η Αγγλία. Η πολιτική διορατικότητα του Μεταξά αποδεικνύεται όταν μετά την κήρυξη της δικτατορίας φέρεται να είπε σε συνάντηση των ανώτατων αξιωματικών του Στρατού και του Ναυτικού ότι σύντομα θα ξεσπάσει μεγάλος πόλεμος μεταξύ «αγγλικού και γερμανικού συγκροτήματος», ο οποίος θα είναι πολύ χειρότερος από τον προηγούμενο. Κατά τον Μεταξά: «Εις τον πόλεμον αυτόν θα κάνω ό,τι μπορώ διά να μη εμπλακή η Ελλάς, αλλά τούτο δυστυχώς θα είναι αδύνατον. Και, επαναλαμβάνω και πάλιν, αυτό προ παντός να μην εξέλθη της αιθούσης αυτής, είναι περιττόν να σας είπω ότι η θέσις μας εις την σύρραξιν αυτήν θα είναι παρά το πλευρόν της Αγγλίας»51. Συνεπώς, το «ΟΧΙ» ο Μεταξάς το είπε σε συνεργασία και συμφωνία με το βασιλιά Γεώργιο Β’, ο οποίος ήταν σαφώς σε πλεονεκτική θέση λόγω της σχέσης του με το Στρατό. Ακόμη και αν ο Μεταξάς ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Φοιτητές με τη σημαία του συλλόγου τους υποδέχονται το δικτάτορα με υψωμένο το δεξί χέρι.
Ο Μεταξάς σε μία οργάνωση της ΕΟΝ στο Ζάππειο το 1937. Διακρίνονται επίσης οι Κων. Κοτζιάς, Θεολ. Νικολούδης και Κωστής Μπαστιάς. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
67
επέλεγε τελικά τη συμμαχία με τη Γερμανία, είναι βέβαιο ότι ο βασιλιάς δεν θα τον άφηνε και θα τον απέπεμπε από την κυβέρνηση χρησιμοποιώντας την επιρροή του στο Στρατό. Η άποψη ότι το «ΟΧΙ» το είπε στην πραγματικότητα ο ελληνικός λαός μπορεί να έχει κάποια βάση μόνο στο βαθμό που, όπως αναφέρεται στο λόγο του Μεταξά προς τους δημοσιογράφους (που παρατίθεται ολόκληρος λόγω της σημασίας του), ο ίδιος φοβόταν ένα νέο διχασμό και εμφύλιο πόλεμο. Η ομοφωνία πολιτικής ηγεσίας και ελληνικού λαού για αντίσταση στους Ιταλούς εισβολείς σαφώς και υπήρχε και εκδηλώθηκε στο πεδίο των μαχών καθιστώντας το αρχικά απίθανο ενδεχόμενο μιας ελληνικής νίκης απέναντι στην ιταλική υπερδύναμη, μια χειροπιαστή πραγματικότητα. Ομως δεν ήταν ο λαός αυτός που υπαγόρευσε την ελληνική αντίδραση όπως δεν ήταν και η τότε πολιτική ηγεσία της χώρας που βρισκόταν εκτός της κυβέρνησης και ακόμη και αν συμφωνούσε με τις επιλογές του
Μεταξά δεν θα μπορούσε να τις επηρεάσει. Αναφέρθηκε παραπάνω ότι δεν αποτελεί αντίφαση το γεγονός ότι το καθεστώς της 4ης Αυγούστου πολέμησε στο πλευρό των Φιλελεύθερων Δημοκρατιών της Δύσης, αφού αμφισβητείται ακόμη και αν το καθεστώς αυτό ήταν φασιστικό ή όχι. Βέβαια, όπως αναφέρει ο Σαράντης, το καθεστώς Μεταξά μπορεί να μην ήταν καθαρά φασιστικό αν το συγκρίνουμε με το ιταλικό πρότυπο αλλά η διακυβέρνησή του αποτελεί ό,τι πλησιέστερο στο φασισμό γνώρισε ποτέ η Ελλάδα52. Ομως, για τα γεωπολιτικά παιχνίδια των παραμονών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου δεν είχε μεγάλη σημασία η πολιτική ιδεολογία της ηγεσίας του καθεστώτος. Μάλιστα, ο Μεταξάς προσπάθησε να αξιοποιήσει την ιδεολογική του συγγένεια με τη Γερμανία και την Ιταλία προκειμένου να εξασφαλίσει την ελληνική ουδετερότητα. Οπως γράφει χαρακτηριστικά στο ημερολόγιό του: «Αν ο Χίτλερ
Συνομιλία του Ιωάννη Μεταξά με τον αρχιστράτηγο Αλέξανδρο Παπάγο κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία» όπου στεγαζόταν το στρατηγείο του ελληνικού στρατού. 68
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
και ο Μουσολίνι αγωνίζονταν πραγματικά για την ιδεολογία που υψώσανε για σημαία έπρεπε να υποστηρίζουν παντού την Ελλάδα με όλη τους τη δύναμη…»53. Στην πραγματικότητα τόσο ο βασιλιάς όσο και ο Μεταξάς δεν είχαν άλλη επιλογή. Το «ΟΧΙ» ήταν μέρος μιας προδιαγεγραμμένης πορείας που είχε ξεκινήσει ήδη από τη Μικρασιατική Καταστροφή και τις λάθος επιλογές των αντιβενιζελικών που κατά την περίοδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου στράφηκαν εναντίον της Αγγλίας. Οποιος Ελληνας πολιτικός και να ήταν στην ηγεσία της χώρας κατά τον Μεσοπόλεμο θα ακολουθούσε πιθανότατα ίδια εξωτερική πολιτική με τον Μεταξά. Η ίδια η γεωπολιτική και οι εμπειρίες του πρόσφατου παρελθόντος υπαγόρευαν μια αγγλόφιλη πολιτική προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο βασικός αντίπαλος της χώρας εκείνη την περίοδο που ήταν η Βουλγαρία. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και ο Εθνικός Διχασμός, η Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή, με αποτέλεσμα την τραγωδία του ξεριζωμού του Μικρασιατικού Ελληνισμού, επηρέασαν σημαντικά τον Μεταξά και όλους τους Ελληνες πολιτικούς. Νωπή ήταν η μνήμη στους Ελληνες πολιτικούς όλων των αποχρώσεων του ναυτικού αποκλεισμού της κεντρικής και της νότιας ηπειρωτικής χώρας από τον αγγλικό Στόλο και άρα η εξάρτηση των θαλάσσιων δρόμων και της διακίνησης ειδών διατροφής και άλλων βασικών ειδών της χώρας από την καλή σχέση με τη Μεγάλη Βρετανία. Κατά συνέπεια, η αρνητική αντίδραση στο ιταλικό τελεσίγραφο ήταν επιλογή υπαγορευμένη από τη γεωγραφία, τη γεωπολιτική και από τις επιλογές της πολιτικής και της στρατιωτικής ελίτ της χώρας μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ρεαλιστική αντίληψη της γεωπολιτικής θέσης της χώρας από τον οξυδερκή Ιωάννη Μεταξά, που επισκίασε το θαυμασμό του για τον ιταλικό φασισμό και το γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό, σε συνδυασμό με την πρόσδεση του βασιλιά με την αγγλική κουλτούρα, συγκροτούσε μια αταλάντευτη συμμαχία υπέρ της Βρετανίας εντελώς αντίθετα από ό,τι συνέβη στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με τον Εθνικό Διχασμό. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
τΟ «ΟΧι» προς τον ελληνικόν λαόν, Η στιγμή επέστη που θα αγωνισθώμεν διά την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, την ακεραιότητα και την τιμήν της. Μολονότι επεδείξαμεν την πλέον αυστηράν ουδετερότητα και ίσην, προς όλους, η Ιταλία μη αναγνωρίζουσα εις ημάς το δικαίωμα να ζώμεν ως ελεύθεροι Ελληνες μου εζήτησεν σήμερον, την 3ην πρωινήν ώραν, την παράδοσιν τμημάτων του εθνικού εδάφους κατά την ιδίαν αυτής βούλησιν ότι προς κατάληψιν αυτών η κίνησις των στρατευμάτων της θα ήρχιζε την 6ην πρωινήν. Απήντησα εις τον Ιταλόν Πρέσβυν ότι θεωρώ και το αίτημα αυτό καθ’ εαυτό και τον τρόπον με τον οποίον γίνεται τούτο ως κήρυξιν πολέμου της Ιταλίας κατά της Ελλάδος. Ελληνες, τώρα θα αποδείξωμεν εάν είμεθα άξιοι των προγόνων μας και της ελευθερίας, την οποίαν μας εξησφάλισαν οι προπάτορές μας. Ολον το Εθνος ας εγερθή σύσσωμον, αγωνισθήτε διά την Πατρίδα, τας γυναίκας, τα παιδιά σας και τας ιεράς μας παραδόσεις. Νυν υπέρ πάντων ο αγών Ο Πρόεδρος της Κυβερνήσεως Ιωάννης Μεταξάς Εξώφυλλο εφημερίδας «Εθνος», 28 Οκτωβρίου 1940.
69
Α
νακοίνωσις του Πρωθυπουργού Ι. Μεταξά προς τους ιδιοκτήτας και αρχισυντάκτας του Αθηναϊκού Τύπου εις το Γενικόν Στρατηγείον (ξενοδοχείον «Μεγάλη Βρεταννία») εις τας 30 Οκτωβρίου 1940: Κύριοι, Εχω λογοκρισίαν και ημπορώ να σας υποχρεώσω να γράφετε μόνον ό,τι θέλω. Aυτήν την ώραν, όμως, δεν θέλω μόνον την πέννα σας. Θέλω και την ψυχήν σας. Γι’ αυτό σας εκάλεσα σήμερα για να σας μιλήσω με χαρτιά ανοιχτά. Θα σας ειπώ τα πάντα. Θα σας ειπώ ακόμη και τα μεγάλα μου πολιτικά μυστικά. Θέλω vα ξέρετε και σεις όλα τα σχετικά με την εθνικήν μας περιπέτεια ώστε να γράφετε, όχι συμμορφούμενοι προς τας οδηγίας μου, αλλά εμπνεόμενοι εις την προσωπική σας πίστιν από την γνώσιν των πραγμάτων. Σας απαγορεύω να ανακοινώσητε
σχετικά το παραμικρόν σ’ οποιονδήποτε. Απολύτως και δι’ οιονδήποτε λόγον. Κάθε παράβασις αυτής της εντολής μου θα έχη διά τον υπεύθυνον -και να είσθε βέβαιοι ότι θα ευρεθή ο υπεύθυνος- τας συνεπείας τας οποίας πρέπει να έχη σε πόλεμο ζωής ή θανάτου του Εθνους η προδοσία ενός μεγάλου μυστικού, έστω και αυτό αν έγινε από αφέλεια, χωρίς την παραμικρή κακή πρόθεσι. Φυσικά έχω το λόγο σας… Mη νομίσητε ότι η απόφασις του ΟΧΙ πάρθηκε έτσι, σε μια στιγμή. Μην φαντασθήτε ότι εμπήκαμε στον πόλεμο αιφνιδιαστικά. Ή ότι δεν έγινε παν ό,τι επετρέπετο και μπορούσε να γίνει διά να τον αποφύγωμε. Από την εποχήν της καταλήψεως της Αλβανίας το Πάσχα πέρυσι το πράγμα άρχισε να φαίνεται. Από τον περασμένο Μάιο είπα καθαρά στον κ. Γκράτσι ότι αν προσεβαλλόμεθα εις τα εθνικά κυριαρχικά μας δικαιώματα, θα ανθιστάμεθα αντί πάσης θυσίας και δι’ όλων των μέσων. Συγχρόνως όμως μου ήρχοντο από την Ρώμην, από την Βουδαπέστην, από τα Τίρανα, από παντού πληροφορίαι αντίθετοι. Εις τας 15 Αυγούστου έγινε ο τορπιλλισμός της «ΕΛΛΗΣ». Γνωρίζετε ότι από την πρώτην στιγμήν διεπιστώθη ότι το έγκλημα ήτο Ιταλικόν. Εν τούτοις δεν επετρέψαμεν να γνωσθή ότι είχομεν και τας υλικάς πλέον αποδείξεις περί της εθνικότητος του εγκληματίου. Συγχρόνως όμως διέταξα τα αντιτορπιλλικά τα οποία συνώδευον τα πλοία που μετέφερον τους προσκηνητάς από την Τήνον μετά το έγκλημα, αν προσβληθούν από αεροπλάνα ή οπωσδήποτε άλλως να κάμουν αμέσως χρήσιν των όπλων των. Θα σας αποκαλύψω τώρα, ότι τότε διέταξα να βολιδοσκοπηθή καταλλήλως το Βερολίνον. Μου διεμηνύθη εκ μέρους του Χίτλερ, η σύστασις να αποφύγω οιονδήποτε μέτρον δυνάμενον να θεωρηθή από την Ιταλίαν πρόκλησις. Εκαμα το παν διά να μη μπορούν οι Ιταλοί να εμφανισθούν ως δυνάμενοι να έχουν όχι αφορμάς ευλόγους, αλλ’ ούτε ευλογοφανές παράπονον εκ μέρους μας, αν και από την πρώτην στιγμήν αντελήφθην τι πράγματι εσήμαινεν η όλως αόριστος
70
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
σύστασις του Βερολίνου. Σεις καλύτερον παντός άλλου γνωρίζετε ότι έκαμα το παν διά να μη δώσωμεν αφορμήν εμφανίσεως της Ιταλίας ως δυναμένης να έχη ευλογοφανείς καν αφορμάς αιτιάσεων. Λόγω του επαγγέλματός σας έχετε παρακολουθήσει εις όλες τις λεπτομέρειες την ιστορίαν των ατελειώτων ιταλικών προκλήσεων δημοσιογραφικών και άλλων, αλλά και την χριστιανικήν υπομονήν την οποίαν ετηρήσαμεν, προσποιούμενοι ότι δεν τις καταλαβαίνουμε, περιοριζόμενοι μόνον σε δημοσιογραφικάς ανασκευάς των ιταλικών εναντίον μας κατηγοριών. Ομολογώ ότι εμπρός εις την φοβεράν ευθύνην της αναμίξεως της Ελλάδος εις τέτοιον μάλιστα πόλεμον, έκρινα πως καθήκον μου ήτο να δω εάν θα ήτο δυνατόν να προφυλάξω τοv τόπον από αυτόν έστω και διά παντός τρόπου, ο οποίος όμως θα συμβιβάζετο με
τα γενικώτερα συμφέροντα του Εθνους. Εις σχετικάς βολιδοσκοπήσεις προς την κατεύθυνσιν του Αξονος μου εδόθη να εννοήσω σαφώς ότι μόνη λύσις θα μπορούσε να είναι μία εκουσία προσχώρησιν της Ελλάδος εις την «Νέαν Τάξιν». Προσχώρησις που θα εγένετο όλως ευχαρίστως δεκτή από τον Χίτλερ «ως εραστήν του Ελληνικού πνεύματος». Συγχρόνως όμως μου εδόθη να εννοήσω ότι η ένταξις εις την Νέαν Τάξιν προϋποθέτει προκαταρκτικήν άρσιν όλων των παλαιών διαφορών με τους γείτονάς μας, και ναι μεν αυτό θα συνεπήγετο φυσικά θυσίας τινάς διά την Ελλάδα, αλλά αι θυσίαι θα έπρεπε να θεωρηθούν απολύτως «ασήμαντοι» εμπρός εις τα «οικονομικά και άλλα πλεονεκτήματα» τα οποία θα είχεν διά την Ελλάδα η Νέα Τάξις εις την Ευρώπην και εις την Βαλκανικήν. Φυσικά με πάσαν περίσκε-
Πλήθος κόσμου παρακολουθεί την κηδεία του Ιωάννη Μεταξά τον Ιανουάριο 1941.
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
71
ψιν και ανεπισήμως επεδίωξα δι’ όλων των μέσων να κατατοπισθώ συγκεκριμένως ποίαι θα ήσαν αι θυσίαι αυταί, με τας οποίας η Ελλάς θα έπρεπε να πληρώση την ατίμωσιν της εξ ιδίας θελήσεως προσφοράς της να υπαχθή υπό την Νέαν Τάξιν. Με καταφανή προσπάθειαν αποφυγής σαφούς καθορισμού μού εδόθη να καταλάβω ότι η προς τους Ελληνας στοργή του Χίτλερ ήτο οι εγγυήσεις ότι αι θυσίαι αυταί θα περιωρίζοντο «εις το ελάχιστον δυνατόν». Οταν επέμεινα να κατατοπισθώ, πόσον επί τέλους θα μπορούσε να είναι αύτο το ελάχιστον τελικώς, μάς εδόθη να καταλάβωμεν ότι τούτο συνίστατο εις μερικάς ικανοποιήσεις προς την Ιταλίαν δυτικώς μέχρι Πρεβέζης, ίσως και προς την Βουλγαρίαν ανατολικώς μέχρι Δεδεαγάτς. Δηλαδή θα έπρεπε: διά να αποφύγωμεν τov πόλεμον, να γίνωμεν εθελονταί δούλοι και να πληρώσωμεν αυτήν την τιμήν… (!) με το άπλωμα του δεξιού χεριού της Ελλάδος προς ακρωτηριασμόν από την Ιταλίαν και του αριστερού προς ακρωτηριασμόν από την Βουλγαρίαν. Φυσικά δεν ήτo δύσκολον να προβλέψη κανείς ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν οι Αγγλοι θα έκοβαν και αυτοί τα πόδια της Ελλάδος. Και με το δίκαιόν των. Κυρίαρχοι πάντοτε της θαλάσσης, δεν θα παρέλειπαν, υπερασπίζοντες πλέον τον εαυτόν των, να καταλάβουν την Κρήτην και τας άλλας νήσους μας τουλάχιστον. Το συμπέρασμα αυτό δεν προέκυπτεν μόνον από την πλέον απλήν λογικήν, αλλά και από ασφαλείς και βεβαίας πληροφορίας εξ Αιγύπτου, καθ’ ας είχεν ήδη προμελετηθή και αντιμετωπισθή η ενέργεια που θα έπρεπε να γίνη ως φυσικόν επακόλουθον πάσης τυχόν εκουσίας ή ακουσίας συνεργασίας της Ελλάδος με τον Αξονα, εις τας Ελληνικάς νήσους και προς παρεμπόδισιν εν περιπτώσει της δυνατότητος διά τον Αξονα να τας χρησιμοποιήση. Δεν δύναμαι αφ’ ετέρου να μη παραδεχθώ ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν το δίκαιον δεν θα ευρίσκετο με το μέρος της Κυβερνήσεως των Αθηνών και να μην αναγνωρίσω ότι τότε ο λαός δικαίως θα
72
ετάσσετο εναντίον της Κυβερνήσεως, η οποία διά να τον προφυλάξη από τον πόλεμον θα τον κατεδίκαζε εις εθελουσίαν υποδούλωσιν μετ’ εθνικού ακρωτηριασμού. Αυτή η δήθεν προφύλαξις θα ήτο διά την τύχην τής εις το μέλλον Ελληνικής φυλής, πλέον ολεθρία και από τας χειροτέρας έστω συνεπείας οποιουδήποτε πολέμου. Το δίκαιον, λοιπόν, δεν θα ήτο με το μέρος της Κυβερνήσεως των Αθηνών, εάν η τελευταία ενήργει κατά τας υποδείξεις του Βερολίνου που ανέφερα. Το δίκαιον θα ήτο με το μέρος του Ελληνικού Λαού, ο οποίος θα κατεδίκαζεν αυτήν, και των Αγγλων, οι οποίοι υπερασπίζοντες την ύπαρξίν των επίσης δικαίως θα ελάμβανον τα μέτρα που εφέροντο έχοντες μελετήσει, εισακούοντες άλλωστε τας δικαίας αιτιάσεις των Ελλήνων, οίαι θα προέκυπτον εν καιρώ εάν εδίδετο η εύλογος αυτή αφορμή. Θα εδημιουργούντο έτσι όχι δύο όπως το 1916, αλλά τρεις αυτήν την φοράν Ελλάδες. Πρώτη θα ήτο η «επίσημος των Αθηνών», η οποία θα είχε φθάσει εις την πώρωσιν και το κατάντημα, διά να αποφύγη τον πόλεμον, να δεχθή να γίνη εθελοντής δούλος, πληρώνουσα μάλιστα την τιμήν αυτήν και με τη συγκατάθεσίν της να αυτοακρωτηριασθή τραγικώτατα, παραδίδουσα εις την δουλείαν πληθυσμούς αμιγώς Ελληνικούς και, μάλιστα δύναμαι να είπω, τους Ελληνικωτέρους των Ελληνικών τοιούτους. Δευτέρα θα ήτο η πραγματική Ελλάς. Δηλαδή η παμψηφία της κοινής γνώμης του Εθνους, το οποίον ποτέ δεν θα υπεδέχετο την εκουσίαν του υποδούλωσιν, πληρωνομένη, μάλιστα με Εθνικόν ακρωτηριασμόν αφόρητον και ισοδυναμούσαν με την οριστικήν ατίμωσιν και μελλοντικήν βεβαίαν εκμηδένισιν του Ελληνισμού ως εννοίας και οντότητος, πρώτον ηθικήν και, δεύτερον, εν συνεχεία της ηθικής, και υλικήν. Το Εθνος ουδέποτε θα συνεχώρει εις τον Βασιλέα και την Εθνικήν Κυβέρνησιν της 4ης Αυγούστου τοιαύτην πολιτικήν. Τρίτη, τέλος, θα προέκυπτεν μία ακόμη Ελλάς, η Ελλάς την οποίαν δεν θα παρέλειπαν να δημιουργήσουν, φυσικά με την επίκλησιν του δημοκρατισμού, οι δημοκρατικοί Ελληνες υπό την
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
κάλυψιν του Βρεττανικού Στόλου εις τας νήσους, Κρήτην και τας άλλας. Η Τρίτη Ελλάς, η «Δημοκρατική», θα είχε με το μέρος της όχι μόνον την πρόθυμον υποστήριξιν της Αγγλίας, εις την οποίαν θα έδιδε το δικαίωμα να καλύψη τας νήσους μας, καλυπτομένη και η ιδία εις την Βόρειον Αφρικήν, αλλά θα είχε με το μέρος της και το Εθνικόν δίκαιον. Η ηθική της δύναμις λοιπόν θα απερρόφα μοιραίως την επίσημον Ελλάδα, διότι θα διέθετεν η Τρίτη αυτή Ελλάς, την ανεπιφύλακτον έγκρισιν και ενίσχυσιν της ανεπισήμου, της «Δευτέρας Ελλάδος», της Εθνικής δημοσίας γνώμης εν τη παμψηφία της. Εζησα, κύριοι, την περίοδον του Εθνικού Διχασμού, που εδημιουργήθη το 1916, όταν από την κατάστασιν εκείνην προέκυψαν δύο Ελλάδες, η των Αθηνών, και της Θεσσαλονίκης. Τον κίνδυνον από μίαν διαίρεσιν της Ελλάδος προκύπτουσαν συνεπεία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, όπως η διαίρεσις του 1916 προέκυψε συνεπεία του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, μία νέαν διαίρεσις, μάλιστα πολύ τραγικωτέραν, διότι, όπως την εσκιαγράφησα, δεν θα είναι καν διχασμός αλλά τριχοτομισμός. Τον κίνδυνο αυτόν θεωρώ, κύριοι, διά το Εθνος και το μέλλον του ασυγκρίτως χειρότερον από τον πόλεμον, έστω και αυτόν τον πόλεμον, από τον οποίον είναι δυνατόν και δουλωμένη ακόμη να βγη προσωρινώς η Ελλάς. Λέγω προσωρινώς, διότι πιστεύω ακράδαντα ότι τελικώς η νίκη θα είναι με το μέρος μας. Γιατί οι Γερμανοί δεν θα νικήσουν. Δεν μπορεί να νικήσουν. Υπάρχουν πολλά εμπόδια.
Αναμνηστική έκδοση του «Greek War Relief Association» για τη δεύτερη επέτειο του θανάτου του Ιωάννη Μεταξά.
Η Ελλάς είναι αποφασισμένη να μην προκαλέση μεν, με κανέναν τρόπο, κανένα, αλλά και με κανέναν τρόπο να μην υποκύψη. Προ παντός είναι αποφασισμένη να υπερασπίση τα εδάφη της, έστω και αν πρόκειται να πέση. Ηδη δε, η απόφασίς της αυτή και η πολιτική αυτή, χάρις εις την οποίαν απρόκλητα προσεβλήθη, χάρισαν στον τόπον και στον Λαόν μας το πλέον ανεκτίμητον των αγαθών και το μεγαλύτερον στοιχείον της δυνάμεως του. Αυτή η πολιτική έδωσεν εις τον Λαόν την απόλυτη ψυχική και πανεθνική ένωσί του.
Σήμερα, όμως, επί πλέον υπάρχουν και μερικοί άλλοι παράγοντες που προδικάζουν την τελική μας νίκη. Η Τουρκία δεν είναι όπως το 1916 σύμμαχος των Γερμανών, είναι σύμμαχος των Αγγλων. Η Βουλγαρία, βέβαια ενεδρεύει και τώρα όπως και τότε, αλλ’ εν πάση περιπτώσει αυτή την εποχήν, τουλάχιστον προς το παρόν, δεν τολμά. Ο καιρός, όμως, δεν δουλεύει για τον Αξονα. Δουλεύει για τους αντιπάλους του. Τέλος, διά την Γερμανίαν η νίκη θα ήτο εν πάση περιπτώσει δυνατή μόνον με κοσμοκρατορίαν. Αλλά η
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
73
κοσμοκρατορία διά την Γερμανίαν κατέστη οριστικά αδύνατος στην Δουνκέρκη. Ο πόλεμος διά τον Αξονα έχει χαθή, από την στιγμήν που η Αγγλία διεκήρυξε: «Θα πολεμήσωμεν έστω και μόνον εις το νησί μας και πέραν των θαλασσών, θα πολεμήσωμεν μέχρι της νίκης». […] Εγώ, κύριοι, όπως επαρκώς σας εξήγησα, ετήρησα μέχρι σήμερον την πολιτικήν του αειμνήστου Βασιλέως Κωνσταντίνου, δηλαδή την πολιτικήν της αυστηράς ουδετερότητος. Εκαμα το παν διά να κρατήσω την Ελλάδα μακράν της συγκρούσεως των μεγάλων κολοσσών. Ηδη μετά την άδικον επίθεσιν της Ιταλίας, η πο-
λιτική την οποίαν ακολουθώ είναι η πολιτική του αειμνήστου Βενιζέλου. Διότι είναι η πολιτική του συνταυτισμού της Ελλάδος με την τύχην της δυνάμεως, διά την οποίαν η θάλασσα είναι ανέκαθεν, όπως είναι και διά την Ελλάδα, όχι το εμπόδιον που χωρίζει, αλλά η υγρά λεωφόρος που συνδέει. Βέβαια εις την ιστορίαν μας την νεωτέραν, δεν είχαμεν μόνον ευγνωμοσύνης λόγους και αφορμάς διά την Αγγλίαν, της οποίας άλλως τε η μεταπολεμική πολιτική, των τελευταίων ιδίως ετών, είναι πολιτική μεγίστων και ιστορικών Αγγλικών ευθυνών. Αλλά τας ευθύνας της η Αγγλία τας αποδίδει σήμερον με την υπερήφανον αποφασιστικότητα λαού μεγάλου, σώζοντος την ελευθερίαν του κόσμου και του πολιτισμού. Διά την Ελλάδα η Αγγλία είναι η φυσική φίλη και επα-
Προπαγανδιστική αφίσα της ΕΟΝ με τις οποίες διαβεβαιώνει τους πολεμιστές του μετώπου ότι οι οικογένειές τους στα μετόπισθεν είναι ασφαλείς.
74
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
νειλημμένως εδείχθη προστάτρια, ενίοτε δε η μόνη προστάτρια.
εις την λευκήν Βίβλον, η οποία διέταξα να εκδοθή το ταχύτερον.
Η νίκη θα είναι και δεν μπορεί παρά να είναι δική της. Θα είναι νίκη του Αγγλοσαξωνικού κόσμου, απέναντι του οποίου η Γερμανία, η οποία, αφού έως τώρα δεν ηδυνήθη να επιτύχη οριστικόν αποτέλεσμα, είναι καταδικασμένη να συντριβή. Διότι από τώρα και πέρα ο ορίζων δεν πρέπει να θεωρήται διά τον Αξονα ανέφελος, ούτε προς ανατολάς, και η Ανατολή είναι πάντοτε μυστηριώδης. Πάντοτε ήτο, αλλά σήμερον είπερ ποτέ είναι γεμάτη απρόοπτα και μυστήρια. Τελικώς λοιπόν θα νικήσωμεν. Και θέλω, φεύγοντας από την αίθουσαν αυτήν, να πάρετε μαζί σας όλην την δική μου απόλυτη βεβαιότητα, ότι θα νικήσωμεν. Εν τούτοις, πρέπει να σας επαναλάβω ό,τι επισημότερον διεκήρυξα από την πρώτην στιγμήν. Η Ελλάς δεν πολεμά για την νίκην. Πολεμά διά την Δόξαν. Και διά την τιμήν της. Εχει υποχρέωσιν προς τον εαυτόν της να μείνη αξία της ιστορίας της.
Δεν σας κρύβω, κύριοι, ότι η κατάστασις είναι εξαιρετικά δύσκολη. Μας περιμένουν μάλιστα δοκιμασίαι μεγάλαι. Διά να μη δώσω ευκαιρίαν προς την επιζητουμένην διά παντός τρόπου αφορμήν κατασυκοφαντήσεώς μας, ευρέθην υποχρεωμένος να πάρω μίαν απόφασιν εξόχως σοβαράν. Να μη κάμω την επιστράτευσιν, όταν προ καιρού την εζήτησε και εξηκολούθησεν επανειλημμένως να μου τη ζητά το Επιτελείον…
Η Ιταλία είναι μεγάλη δύναμις, όταν δε προχθές έγινεν η πρώτη αεροπορική επιδρομή, ομολογώ ότι με έκπληξιν ήκουσα εις σχετικήν ερώτησίν μου, την απάντησιν ότι τα επιδραμόντα αεροπλάνα ήσαν μόνο ιταλικά. Αυτό φθάνει να σας δώση να καταλάβετε με ποιες ιδέες μπήκα στον πόλεμο. Αλλά υπάρχουν στιγμές κατά τις οποίες ένας λαός οφείλει, αν θέλη να μείνη μεγάλος, να είναι ικανός να πολεμήση, έστω και χωρίς καμίαν ελπίδα νίκης. Μόνον διότι πρέπει. Γνωρίζω ότι ο Ελληνικός Λαός δεν θα ήτο δυνατόν να δεχθή άλλο τι αυτήν την στιγμήν. Διότι είναι ελεύθερος και απερίσπαστος εις την φυσικήν ευθυκρισίαν και υπερηφάνειαν, εφ’ όσον δεν εδόθη ευκαιρία να θολωθή η κρίσις του δι’ αγοραίων θορύβων και παραπλανητικών εκστρατειών. Εκάμαμε ό,τι, ήτο δυνατόν διά να μη έχωμεν το παραμικρόν άδικον. Και θα εξακολουθήσωμεν την ιδίαν τακτικήν μέχρι τέλους. Σας έχω στο τραπέζι μερικά έγγραφα. Είναι όλαι αι αποδείξεις της ιταλικής ενέδρας, εκ προμελέτης. Οταν τελειώσω, μπορείτε να τα δήτε. Περιττόν να πάρετε σημειώσεις. Συντομώτατα θα δημοσιευθούν
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Ο ιταλικός όγκος λοιπόν ευρήκεν απέναντί του δυνάμεις πάρα πολύ ασθενείς, τουλάχιστον διά την κρούσιν των πρώτων ημερών. Ο ρόλος σας είναι σήμερον μεγάλος και επισημότατος. Μη χάνετε το θάρρος σας, οτιδήποτε και αν γίνη. Διότι άλλως είναι αδύνατον να φανήτε άξιοι του λαού σας και του καθήκοντός σας, το οποίον είναι να συντηρήσετε την ιερή φλόγα του Ελληνικού λαού, να βοηθήσετε τον μαχόμενον στρατόν, να υπάρξητε συνεργάται της Κυβερνήσεως, ό,τι, και αν αισθάνεσθε δι’ αυτήν. Πρέπει να πιστεύσετε σεις για να μπορέσετε να μεταδώσετε την πίστιν εις το κοινόν σας, μολονότι αυτήν την φοράν έχομεν όλοι μας να πάρωμεν από τον Ελληνικόν Λαόν, από το απερίγραπτον θάρρος του και όχι να του δώσωμεν. Θέλω ακόμη να σας ειπώ κάτι. Ξέρω με βεβαιότητα ότι από την φοβεράν αυτήν δοκιμασίαν η Ελλάς θα υποφέρη. Ξέρω, όμως, επίσης με βεβαιότητα ότι τελικώς θα εξέλθη όχι μόνον ένδοξος, αλλά και μεγαλύτερη. Θα προσέξατε το τηλεγράφημα του κ. Τσώρτσιλ, το οποίον εδημοσιεύθη σήμερον στας εφημερίδας, ανακοινωθέν από το Υπουργείον Εξωτερικών. Λοιπόν, επιθυμώ να σας τονίσω τούτο: εκείνοι οι οποίοι εις το τηλεγράφημα αυτό δεν βλέπουν γραπτή την επιβεβαίωσιν αγράφου συμφωνίας διά τα Δωδεκάνησα, δεν ξέρουν να διαβάζουν μέσα απ’ τις γραμμές… Και κάτι άλλο ακόμη. Τα Δωδεκάνησα προδικάζουν… 54
75
Βιβλιογραφία Αλιβιζάτος Νίκος, «Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση 1922-1974, Οψεις της ελληνικής εμπειρίας», Αθήνα, Θεμέλιο, 1995. Βερέμης Θάνος, «Εισαγωγή» στο Βερέμης Θάνος (επιμέλεια), «Ο Μεταξάς και η εποχή του», Ευρασία, Αθήνα, 2009, σ. 11-22. Παπαναστασίου Νίκος, «Η στρατηγική “συνεργασία” Ελλάδας-Γερμανίας (1936-1941), στο Βερέμης Θάνος (επιμέλεια), «Ο Μεταξάς και η εποχή του», Ευρασία, Αθήνα, 2009, σ. 215-258. Ηλιόπουλος Ηλίας, «Η ελληνική στρατηγική ανάσχεσης έναντι της αναθεωρητικής απειλής και τα όριά της», στο Βερέμης Θάνος (επιμέλεια), «Ο Μεταξάς και η εποχή του», Ευρασία, Αθήνα, 2009, σ. 141-180. Κολιόπουλος Ιωάννης, «Εσωτερικές και εξωτερικές εξελίξεις από την 1η Μαρτίου 1935 ως την 28η Οκτωβρίου 1940», «Ιστορία Ελληνικού Εθνους», Εκδοτική Αθηνών, σ. 382-383. Κολιόπουλος Ιωάννης, Η δικτατορία του Μεταξά και ο πόλεμος του ’40, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1996. Μαυρογορδάτος, Γιώργος (2003), «Μεταξύ δύο πολέμων: Πολιτική Ιστορία 1922-1940». Μεταξάς Ιωάννης, Ε’ Ιστορικά, Αθήνα 2001.
1922-1940: Από την Αβασίλευτη Δημοκρατία στη Δικτατορία της 4ης Αυγούστου». Τόμος 7ος. «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, 17702000». Ελληνικά Γράμματα. σελ. 9-32. Σαράντης Κωνσταντίνος, «Η ιδεολογία και ο πολιτικός χαρακτήρας του καθεστώτος Μεταξά», στο Βερέμης Θάνος (επιμέλεια), «Ο Μεταξάς και η εποχή του», Ευρασία, Αθήνα, 2009. Φλάισερ Χάγκεν, «Στέμμα και Σβάστικα, Η Ελλάδα της Κατοχής και της Αντίστασης, 1941-1944», Παπαζήσης, Αθήνα. Χατζηιωσήφ Χρήστος, «Το “Οχι” του Μεταξά», επιστημονικό συμπόσιο, Η Ελλάδα του ’40, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 19-20 Απριλίου 1991, σ. 233-248. Χατζηιωσήφ Χρήστος, «Κοινοβούλιο και Δικτατορία» στο Χατζηιωσήφ Χρήστος (επιμέλεια), «Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, 1922-1940, Ο Μεσοπόλεμος», Βιβλιόραμα, Αθήνα, σ. 37-123. Hering Gunnar, «Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα, 1821-1936», τόμος Β’, Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 2004. Close David, «Τα ερείσματα της δικτατορίας του Μεταξά», στο Βερέμης Θάνος (επιμέλεια), «Ο Μεταξάς και η εποχή του», Ευρασία, Αθήνα, 2009, σ. 13-44.
Μεταξάς Ιωάννης, «Το προσωπικό ημερολόγιο του Ιωάννη Μεταξά», εκδόσεις Γκοβόστη. http:// www.ioannismetaxas.gr/Hmerologio.html Μεταξάς Ιωάννης, «Λόγοι και Σκέψεις, 1936-1941», τόμος δεύτερος, 1939-1941. Εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα, χ.χ. Παναγιωτόπουλος Βασίλης, «Ο Μεσοπόλεμος, 76
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
YΠοσημειωσεισ 1 Θάνος Βερέμης, «Εισαγωγή» στο Θάνος
13 David Close, «Τα ερείσματα της δικτατο-
33 Κωνσταντίνος Σαράντης, ό.π., σ. 49, 65.
Βερέμης (επιμέλεια), Ο Μεταξάς και η εποχή
ρίας του Μεταξά», στο Θάνος Βερέμης (επιμέ-
του, Ευρασία, Αθήνα 2009, σ. 11.
λεια), «Ο Μεταξάς και η εποχή του», Ευρασία,
34 Νίκος Αλιβιζάτος, ό.π., σ. 117-118.
2 Οπως ο εμφύλιος πόλεμος που ακολούθησε
Αθήνα, 2009, σ. 23.
τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε σημαντικές
14 Νίκος Αλιβιζάτος, «Οι πολιτικοί θεσμοί σε
επιπτώσεις στην ελληνική πολιτική ζωή του-
κρίση 1922-1974, Οψεις της ελληνικής εμπει-
37 Χρήστος Χατζηιωσήφ, «Το “Οχι” του Με-
λάχιστον μέχρι το 1974, έτσι και ο Εθνικός
ρίας», Αθήνα, Θεμέλιο, 1995, σ. 104, Gunnar
ταξά», επιστημονικό συμπόσιο, Η Ελλάδα του
Διχασμός και ο ψυχρός εμφύλιος πόλεμος που
Hering, «Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα,
’40, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτι-
ακολούθησε τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο σημά-
1821-1936», τόμος Β’, Μορφωτικό Ιδρυμα
σμού και Γενικής Παιδείας, 19-20 Απριλίου
δεψαν την ελληνική πολιτική ζωή και κράτη-
Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 2004, σ. 1.278-
1991, σ. 235.
σαν τουλάχιστον έως το 1940. Ενδιαφέρουσα
1.279, Χάγκεν Φλάισερ, «Στέμμα και Σβάστικα,
38 Ηλιόπουλος, ό.π., σ. 143-145.
ομοιότητα το ότι και οι δύο μεγάλες ενδοελλη-
Η Ελλάδα της Κατοχής και της Αντίστασης,
νικές διενέξεις (βενιζελικοί-αντιβενιζελικοί και
1941-1944», Παπαζήσης, Αθήνα, σ. 56.
39 Βλάσης Αγτζίδης, «Γιατί είπε το “ΟΧΙ”
κομμουνιστές-αντικομμουνιστές) που σημάδε-
15 Χάγκεν Φλάισερ, ό.π., σ. 57-58.
com/2012/10/28/oxi-metaxas/
16 Ιωάννης Κολιόπουλος, ό.π., σ. 383.
40 Παπαναστασίου, ό.π., σ. 244.
17 Νίκος Αλιβιζάτος, ό.π., σ. 107.
41 Θάνος Βερέμης, ό.π., σ. 14.
Δικτατορία» στο Χρήστος Χατζηιωσήφ (επι-
18 Νίκος Αλιβιζάτος, ό.π., σ. 117-118, 109,
42 Παπαναστασίου, ό.π., σ. 222, Χατζηιωσήφ,
μέλεια), «Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα,
126.
ΙΕ 109.
1922-1940, Ο Μεσοπόλεμος», Βιβλιόραμα,
19 Ιωάννης Κολιόπουλος, ό.π., σ. 397.
43 Ηλιόπουλος, ό.π., σ. 159.
Αθήνα, σ. 111 και Θάνος Βερέμης, «Εισαγωγή»
20 Σαράντης ό.π., σ. 63.
44 Ηλιόπουλος 152-156.
21 Νίκος Αλιβιζάτος, ό.π., σ. 112-113.
45 Ιωάννης Κολιόπουλος, Η δικτατορία του
60.
22 Ιωάννης Κολιόπουλος, ό.π., σ. 385.
Μεταξά, ό.π., σ. 122, 196-197.
4 Ηλίας Ηλιόπουλος, «Η ελληνική στρατηγική
23 Νίκος Αλιβιζάτος, ό.π., σ. 115.
46 Χρήστος Χατζηιωσήφ, Το «όχι» του Με-
ανάσχεσης έναντι της αναθεωρητικής απειλής
24 Ιωάννης Κολιόπουλος, Η δικτατορία του
και τα όριά της», στο Θάνος Βερέμης (επιμέ-
Μεταξά και ο πόλεμος του ’40. Παρατηρητής,
47 Ιωάννης Κολιόπουλος, Η δικτατορία του
λεια), «Ο Μεταξάς και η εποχή του», Ευρασία,
Θεσσαλονίκη, 1996, σ. 134-137, 143.
Μεταξά, ό.π., σ. 196-197.
25 Νίκος Αλιβιζάτος, ό.π., σ. 110.
48 Ιωάννης Κολιόπουλος, ό. π., σ. 397.
ψαν τον εικοστό αιώνα έμελλε να τελειώσουν με δικτατορία. 3 Χρήστος Χατζηιωσήφ, «Κοινοβούλιο και
στο Θάνος Βερέμης (επιμέλεια), «Ο Μεταξάς και η εποχή του», Ευρασία, Αθήνα, 2009, σ.
Αθήνα, 2009, σ. 144. 5 Χρήστος Χατζηιωσήφ, ό.π., σ. 13.
35 Κωνσταντίνος Σαράντης, ό.π., σ. 65. 36 Ιωάννης Κολιόπουλος, ό.π., σ. 196.
ο Μεταξάς;» http://kars1918.wordpress.
ταξά, ό.π., σ. 235-236.
26 Κλόουζ, ό.π., σ. 26-27, Ιωάννης Κολιόπου-
49 Χρήστος Χατζηιωσήφ, «Το “Οχι” του Με-
6 Ιωάννης Κολιόπουλος, ΙΕΕ 365 .
λος, ό.π., σ. 382-383.
ταξά», ό.π., σ. 240.
7 Ιωάννης Κολιόπουλος, Η δικτατορία του
27 Κλόουζ, ό.π., σ. 37, 39.
50 Χρήστος Χατζηιωσήφ, ΙΕ, σ. 116.
28 Ιωάννης Κολιόπουλος, ό.π., σ. 382-383.
51 Ηλιόπουλος ό.π., σ. 14.
29 Ιωάννης Κολιόπουλος, ό.π., σ. 382-383, και
52 Σαράντης ό.π., σ. 47.
Βερέμης ό.π., σ. 16.
53 Προσωπικό Ημερολόγιο του Ι. Μεταξά.
30 Κωνσταντίνος Σαράντης, «Η ιδεολογία
Τόμ. Δ’, σ. 553.
10 Νίκος Αλιβιζάτος, Οι πολιτικοί θεσμοί σε
και ο πολιτικός χαρακτήρας του καθεστώτος
54 Ιωάννης Μεταξάς, «Λόγοι και Σκέψεις,
κρίση 1922-1936. Οψεις της ελληνικής εμπει-
Μεταξά», στο Θάνος Βερέμης (επιμέλεια), «Ο
1936-1941», τόμος δεύτερος, 1939-1941, Εκ-
ρίας, Αθήνα, Θεμέλιο 1995, σ. 4.
Μεταξάς και η εποχή του», Ευρασία, Αθήνα,
δόσεις Γκοβόστη, Αθήνα, χ.χ., σ. 357-362.
11 Θάνος Βερέμης, ό.π., σ. 17.
2009, σ. 65.
12 Θάνος Βερέμης, ό.π., σ. 18.
31 Νίκος Αλιβιζάτος, ό.π., σ. 122.
Μεταξά και ο πόλεμος του ’40, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1996. 8 Χρήστος Χατζηιωσήφ, ό.π., σ. 111-112. 9 Χρήστος Χατζηιωσήφ, ό.π., σ. 113.
32 Κωνσταντίνος Σαράντης, ό.π., σ. 51, 55.
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
77
Το αδρό πρότυπο του Ελληνα πολεμιστή που έγινε ο φόβος και ο τρόμος των Ιταλών. 78
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Νίκος Γιαννόπουλος Iστορικός
Ο αιφνιδιασμοσ που εγινε ατακτη φυγη. το ιταλικο «βατερλω»
«ΑΙ ΙΤΑΛΙΚΑΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑΙ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΠΡΟΣΒΑΛΛΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗΣ 5.30 Π.Μ. ΣΗΜΕΡΟΝ ΤΑ ΗΜΕΤΕΡΑ ΤΜΗΜΑΤΑ ΠΡΟΚΑΛΥΨΕΩΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΟΑΛΒΑΝΙΚΗΣ ΜΕΘΟΡΙΟΥ. ΑΙ ΗΜΕΤΕΡΑΙ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΑΜΥΝΟΝΤΑΙ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΟΥ ΕΔΑΦΟΥΣ». Aυτό ήταν το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν του Ελληνικού Γενικού Επιτελείου την αυγή της 28ης Οκτωβρίου 1940. Απλό και λακωνικό. Ισως γιατί η υπεράσπιση της πατρίδας δεν χρειάζεται τη συνοδεία βαρύγδουπων εκφράσεων.
Τα σχέδια και οι δυνάμεις των δύο αντιπάλων Το γενικό σχέδιο επιχειρήσεων κατά της Ελλάδας εκπονήθηκε από τον ανώτατο διοικητή των ιταλικών δυνάμεων της Αλβανίας, αντιστράτηγο Βισκόντι Πράσκα. Προέβλεπε σε πρώτο στάδιο την αιφνιδιαστική κατάληψη της Ηπείρου, της Κέρκυρας, της Κεφαλλονιάς και της Ζακύνθου. Σε δεύτερο στάδιο προέβλεπε την κατάληψη της ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Δυτικής Μακεδονίας. Μετά την εξασφάλιση των δύο αυτών περιοχών θα ακολουθούσε προέλαση προς Θεσσαλονίκη – Αθήνα με νέες δυνάμεις και τελικό σκοπό την κατάληψη ολόκληρης της χώρας. Με βάση αυτές τις γενικές οδηγίες, ο Πράσκα συνέταξε το γενικό σχέδιο επιχειρήσεων, το οποίο εγκρίθηκε τελικά από το ιταλικό Γενικό Επιτελείο. Το σχέδιο συζητήθηκε στις 15 Οκτωβρίου 1940 στο Παλάτσο Βενέτσια της Ρώμης, παρουσία μεταξύ άλλων του ίδιου του Μουσολίνι, του υπουργού Εξωτερικών Τσιάνο, του στρατάρχη Μπαντόλιο, αρχηγού Ενόπλων Δυνάμεων, και, φυσικά, του αντιστράτηγου Βισκόντι Πράσκα, ο οποίος οραματιζόταν ήδη τον εαυτό του στρατηγό στην Πρέβεζα και στρατάρχη στην Αθήνα. Για την υλοποίηση του σχεδίου κατά την πρώτη περίοδο οι Ιταλοί διέθεταν στην Αλβανία τις παρακάτω δυνάμεις: ● Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση. ● XXV Σώμα Στρατού «Τσαμουριάς» υπό το στρατηγό Κάρλο Ρόσι στο Θέατρο Ηπείρου το οποίο είχε τις παρακάτω μεραρχίες: 23η Μεραρχία «Φερράρα», 51η Μεραρχία «Σιένα», 131η Τεθωρακισμένη Μεραρχία «Κένταυροι» με 163 ελαφρά άρματα, από τα οποία όμως μόνο τα 90 ήταν σε πολεμική ετοιμότητα, και τη Μεραρχία Ιππικού. ● Συνολικά το XXV Σώμα Στρατού διέθετε 90 άρματα μάχης και 61 πυροβολαρχίες. Το σύνολο της παραπάνω δύναμης μαζί με μονάδες Μελανοχιτώνων κ.λπ. ανερχόταν σε 42.000 άνδρες περίπου. Εναντι αυτών των δυνάμεων ο ελληνικός στρατός αντιπαρέταξε στην Ηπειρο: Την VIII Μεραρχία Πεζικού, η οποία διέθετε 15 τάγματα Πεζικού, 1 ομάδα αναγνώρισης, 16 πυροβολαρχίες και 5 ουλαμούς συνοδείας. Είχε ενισχυθεί επίσης με το στρατηγείο της ΙΙΙ Ταξιαρχίας Πεζικού υπό το συνταγματάρχη Πεζικού Δημήτριο Γιατζή. Τα δύο συντάγματα της Ταξιαρχίας είχαν αποσπασθεί το ένα στην Ι Μεραρχία και το άλλο στην VIII. Στις 27 Οκτωβρίου το 39ο Σύνταγμα 79
Ευζώνων της ΙΙΙ Μεραρχίας Πεζικού (Πατρών), που είχε προεπιστρατευθεί, κινείτο από την Αιτωλοακαρνανία προς την Ηπειρο για να ενισχύσει την VIII Μεραρχία. Η παρουσία των αρμάτων αύξανε το επιθετικό δυναμικό των Ιταλών, αλλά από το άλλο μέρος η τοποθεσία Καλπακίου (Ελαίας) – Καλαμά είχε οχυρωθεί, αν και μόνο με έργα εκστρατείας. Ουσιαστικά βέβαια τα ιταλικά ελαφρά άρματα ήταν περιορισμένων δυνατοτήτων, ιδιαίτερα στο κακοτράχαλο έδαφος της Ηπείρου. Απέναντι από τη Δυτική Μακεδονία οι Ιταλοί παρέτασσαν το XXVI Σώμα Στρατού «Κορυτσάς» υπό το στρατηγό Νάσσι, το οποίο είχε τις παρακάτω μεραρχίες: 49η Μεραρχία «Πάρμα», 29η Μεραρχία «Πιεμόντε», 19η Μεραρχία «Βενέτσια» και 53η Μεραρχία «Αρέτζο».
Συνολικά το XXVI Σώμα Στρατού διέθετε 44.000 άνδρες. Η 49η και η 29η Μεραρχία ήταν προσανατολισμένες προς τα ελληνοαλβανικά σύνορα, ενώ η 19η και η 53η προς τα σύνορα της Αλβανίας με τη Γιουγκοσλαβία. Εναντι του XXVI Σώματος Στρατού βρισκόταν στη δυτική Μακεδονία από το όρος Σμόλικας μέχρι τη λίμνη Πρέσπα το Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας (ΤΣΔΜ) υπό τον αντιστράτηγο Ιωάννη Πιτσίκα. Στο ΤΣΔΜ υπάγονταν το Β’ Σώμα Στρατού υπό τον αντιστράτηγο Δημήτριο Παπαδόπουλο με δύο μεραρχίες και μία ταξιαρχία Πεζικού και το Γ’ Σώμα Στρατού υπό τον αντιστράτηγο Γεώργιο Τσολάκογλου με δύο μεραρχίες και μία ταξιαρχία Πεζικού. Στον τομέα Πίνδου μεταξύ των τομέων των δύο ελληνικών σωμάτων στρατού βρισκόταν η 3η Με-
Το σχέδιο για την επίθεση εναντίον της Ελλάδας συζητήθηκε σε σύσκεψη στις 15 Οκτωβρίου 1940 στο Παλάτσο Βενέτσια υπό την προεδρία του Μουσολίνι και την παρουσία των Μπαντόλιο (αρχηγού Ενόπλων Δυνάμεων), Τσιάνο (ΥΠΕΞ) και Πράσκα (αντιστράτηγου). Στη φωτογραφία ιταλικές δυνάμεις ετοιμάζονται για επίθεση. 80
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
ραρχία Αλπινιστών «Τζούλια», με συνολική δύναμη 10.800 άνδρες και 20 πυροβόλα. Εναντι της «Τζούλια» βρισκόταν το Απόσπασμα Πίνδου υπό τον ανακληθέντα εξ εφέδρων συνταγματάρχη Πεζικού Κωνσταντίνο Δαβάκη με δύναμη 2 τάγματα Πεζικού, 1 ίλη Ιππικού και 1,5 πυροβολαρχία. Οι παραπάνω δυνάμεις των αντιπάλων αποτελούσαν τα πρώτα κλιμάκιά τους, τα οποία θα μπορούσαν σταδιακά να ενισχυθούν μέσα σε λίγες ημέρες. Το σχέδιο των Ιταλών ήταν καλά μελετημένο αλλά οι δυνάμεις που είχαν διατεθεί για την πρώτη περίοδο των επιχειρήσεων αποδείχθηκαν ανεπαρκείς. Κύριος υπεύθυνος γι’ αυτό ήταν ο ίδιος ο Πράσκα, ο οποίος είχε πείσει τον Ντούτσε ότι η επίθεση της Ελλάδας θα εξελισσόταν σε περίπατο που θα κατέληγε σε θριαμβευτική είσοδο του ιταλι-
κού στρατού στην Αθήνα. Ο έμπειρος Μπαντόλιο κατάλαβε ότι οι δυνάμεις που βρίσκονταν έναντι της Ηπείρου ήταν ανεπαρκείς και πρότεινε να αυξηθεί ο αριθμός των μεραρχιών σε είκοσι. Ο Πράσκα κατόρθωσε να πείσει τον Μουσολίνι ότι οι δυνάμεις ήταν επαρκείς. Η σκέψη του ήταν υστερόβουλη: ο Πράσκα ήταν νέος αντιστράτηγος και μπορούσε να διοικήσει μια δύναμη μερικών μεραρχιών μόνο. Αν ο αριθμός των μεραρχιών αυξανόταν, θα έπρεπε να αναλάβει τη διοίκηση αρχαιότερός του στρατηγός, γεγονός το οποίο δεν ήθελε να συμβεί. Αντίθετα, μια επιτυχία του με μικρό αριθμό μεραρχιών θα είχε ως αποτέλεσμα τη βέβαιη προαγωγή του. Οι ιταλικές δυνάμεις εισέβαλαν στην Ηπειρο στις 05.30 της 28ης Οκτωβρίου. Μόλις τρία τέταρτα πριν, ο διοικητής της VIII Μεραρχίας Πεζικού στην Ηπειρο, υποστράτηγος Χαράλαμπος Κατσι-
Ο διοικητής της VIII Μεραρχίας, υποστράτηγος Κατσιμήτρος, περιστοιχιζόμενος από τον αντισυνταγματάρχη Χ. Δρίβα και το διοικητή Πυροβολικού, συνταγματάρχη Μαυραγάνη. Δυστυχώς, ο ήρωας του αλβανικού μετώπου έγινε υπουργός Εργασίας της πρώτης κατοχικής κυβέρνησης. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
81
Ελληνες στρατιώτες προωθούνται στο ελληνοϊταλικό μέτωπο το φθινόπωρο 1940.
μήτρος, είχε εκδώσει την παρακάτω λακωνική διαταγή προς τις μονάδες της μεραρχίας του: «Ο Ιταλός πρέσβυς εζήτησεν από την Κυβέρνησιν να διέλθουν σήμερον, την 6ην πρωινήν ώραν, ιταλικά στρατεύματα διά του εδάφους μας. Η Κυβέρνηση απέρριψε την αίτησιν ταύτην και διέταξε αντίστασιν μέχρις εσχάτων. Εφαρμόσατε σχέδιον ενεργείας και λάβετε μέτρα προς αποφυγήν αρπαγής φυλακείων».
πακίου (Ελαίας). Στην απόφαση αυτή κατέληξε για τους εξής λόγους: Η πιο πιθανή κατεύθυνση κύριας προσπάθειας των Ιταλών ήταν ο άξονας Αργυρόκαστρο – Καλπάκι – Ιωάννινα. Ο δεύτερος σε σημασία άξονας εισβολής από την Αλβανία στην Ηπειρο, δηλαδή ο άξονας Κορυτσά – Καλπάκι – Ιωάννινα, περνούσε και αυτός από το Καλπάκι. Μπροστά από την τοποθεσία υπήρχε το έλος του ποταμού Καλαμά, το οποίο θα εμπόδιζε την κίνηση ιταλικών αρμάτων.
Το σχέδιο (με τον κωδικό ΙΒβ) το οποίο ανέφερε ο Κατσιμήτρος προέβλεπε άμυνα ολόκληρου του ελληνικού χώρου επί της γραμμής αμύνης των συνόρων.
H ιταλική επίθεση και η «απρόσμενη» ελληνική άμυνα
Στην VIII Μεραρχία Ηπείρου ανατέθηκαν η κάλυψη του Θεάτρου Δυτικής Μακεδονίας (ΘΔΜ) και η απαγόρευση των οδών προς την Αιτωλοακαρνανία. Με διαδοχικές οδηγίες το ΓΕΣ παραχώρησε τελικά στον Κατσιμήτρο την πρωτοβουλία να επιλέξει εκείνος σε ποιο σημείο θα διεξήγε τον κύριο αμυντικό αγώνα. Επειτα από εκτιμήσεις όλων των παραγόντων, ο Κατσιμήτρος αποφάσισε να εγκατασταθεί αμυντικά στην τοποθεσία Καλ-
Στον παραλιακό τομέα κινήθηκε η Μεραρχία Ιππικού με αποστολή να αρχίσει την κύκλωση της Ηπείρου από τα δυτικά.
82
Οι ιταλικές δυνάμεις εισέβαλαν στην Ηπειρο με οκτώ φάλαγγες από τον παραλιακό τομέα μέχρι τον Σμόλικα.
Στον κεντρικό τομέα η Μεραρχία «Σιένα» κινήθηκε στο δυτικό τμήμα με δύο φάλαγγες. Η Μεραρχία ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
«Φερράρα», η οποία είχε αναλάβει την κύρια προσπάθεια, κινήθηκε προς την κύρια τοποθεσία αμύνης Καλπακίου (Ελαίας) με τέσσερις φάλαγγες. Αποστολή της ήταν να διασπάσει την τοποθεσία Καλπακίου και να καταλάβει τα Ιωάννινα. Στον τομέα Πίνδου κινήθηκε η Μεραρχία «Τζούλια» με πέντε φάλαγγες. Αποστολή της ήταν η κατάληψη του Μετσόβου και η κύκλωση των δυνάμεων της Ηπείρου από τα ανατολικά. Μετά την έναρξη της ιταλικής επίθεσης, η αρχηγία τού κατά ξηράν στρατού ανετέθη στον αντιστράτηγο Αλέξανδρο Παπάγο. Από τις 24.00 της 28ης Οκτωβρίου άρχισε να λειτουργεί στην Αθήνα το Γενικό Στρατηγείο (ΓΣ). Στο διάστημα 28 και 29 Οκτωβρίου οι ιταλικές φάλαγγες κινήθηκαν με σχετική διστακτικότητα. Τα ελληνικά τμήματα προκάλυψης, αφού διεξήγαγαν με επιτυχία τον επιβραδυντικό αγώνα, συμπτύχθηκαν στην κύρια αμυντική τοποθεσία. Η είσοδος των τμημάτων κάλυψης στην αμυντική τοποθεσία πραγματοποιήθηκε τη νύκτα 29/30 Οκτωβρίου ύστερα από διαταγή της Μεραρχίας. Οι ελληνικές μονάδες φαίνονταν σαν έτοιμες από καιρό και λειτουργούσαν σύμφωνα με τα σχέδια. Η βάση σχεδίου, πραγματοποιούμενη σύμπτυξη των ελληνικών τμημάτων προκάλυψης, ερμηνεύθηκε από τους Ιταλούς ως υποχώρηση και διακοπή του αγώνα! «Επιτιθέμεθα στην Αλβανία… Παρά την κακοκαιρία τα στρατεύματά μας προελαύνουν γρήγορα μολονότι δεν υποστηρίζονται από την Αεροπορία… Ο Ντούτσε είναι ευδιάθετος», σημείωνε στις 28 Οκτωβρίου ο Τσιάνο. Στο χρονικό διάστημα 30-31 Οκτωβρίου και 1η Νοεμβρίου οι Ιταλοί ασχολήθηκαν με την προετοιμασία της κύριας επίθεσης κατά της τοποθεσίας ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Διαταγή (9 Απριλίου 1939) του αρχιστράτηγου Αλέξανδρου Παπάγου προς το διοικητή της VIII Μεραρχίας, υποστράτηγο Χαράλαμπο Κατσιμήτρο, όπως «εις περίπτωσιν ιταλικής εισβολής, άμυνα μέχρις εσχάτων».
Καλαμά-Καλπακίου. Τα ζωτικά υψώματα της περιοχής βομβαρδίζονταν καθημερινά, πρώτα από την Αεροπορία και στη συνέχεια από το Πυροβολικό. Ομως, χάρη στην επιμελή οργάνωση της τοποθεσίας, οι απώλειες ήταν μικρές. Την 1η Νοεμβρίου οι Ιταλοί είχαν προωθηθεί αρκετά ώστε να λάβουν επαφή με την αμυντική τοποθεσία. Ηδη, όμως, όπως θα δούμε παρακάτω, ο αγώνας στην Πίνδο είχε λάβει δυσάρεστη τροπή και απειλείτο άμεσα ο ζωτικός χώρος του Μετσόβου. Για το λόγο αυτό 83
το ΓΣ εξέδωσε στις 31 Οκτωβρίου την παρακάτω διαταγή προς την VIII Μεραρχία: «Παρακαλώ έχετε πάντα υπ’ όψιν ότι η αποστολή σας είναι κάλυψις του ΘΔΜ από γενικής κατευθύνσεως Ιωάννινα – Ζυγός και απόφραξις των εξ Ηπείρου προς Αιτωλοακαρνανίαν οδεύσεων. Επί της εντολής ταύτης προέχουσαν σημασίαν έχει η απόφραξις κατευθύνσεως Ζυγού. Απόφραξις αύτη εκτελεσθήσεται υπό VIII Μεραρχίας. Προσπάθειά σας διά διεκδίκησιν εθνικού εδάφους Ηπείρου δεν πρέπει να σας αγάγωσιν εις φθοράν μέσων καθιστώσαν προβληματικήν εκπλήρωσιν ανωτέρω αποστολών». Ο Κατσιμήτρος, παρά τη διαταγή (ή τη σύσταση;) του ΓΣ, δεν άλλαξε την αρχική του απόφαση. Απεναντίας ενέτεινε τις προσπάθειές του για την απόκρουση της επικείμενης ιταλικής επίθεσης στην τοποθεσία που είχε επιλέξει.
Η ιταλική επίθεση κατά της τοποθεσίας εκδηλώθηκε στις 2 Νοεμβρίου. Στις 15.00 η Μεραρχία «Φερράρα» κινήθηκε όπως προβλεπόταν στο σχέδιό της και ένα τμήμα Αλβανών ενός τάγματος, επωφελούμενο από τη χιονοθύελλα που είχε ξεσπάσει, κατόρθωσε να πλησιάσει αθέατο το ύψωμα Γκραμπάλα, να αιφνιδιάσει τη διμοιρία που κατείχε την κορυφή του και να την καταλάβει. Κατόρθωσαν να κρατήσουν το ύψωμα μέχρι το πρωί. Στις 05.00 της 3ης Νοεμβρίου εκτοξεύθηκε αντεπίθεση για την ανακατάληψη του υψώματος, ενώ παράλληλα το υπόλοιπο ιταλικό τάγμα, το οποίο είχε μείνει καλυμμένο για να αποφύγει τη χιονοθύελλα, κινήθηκε και αυτό για να σταθεροποιηθεί επί του υψώματος. Ελληνικά και ιταλο-αλβανικά τμήματα συγκρούστηκαν και έπειτα από σφοδρό αγώνα με χειροβομβίδες και ξιφολόγχες, η Γκραμπάλα πέρασε πάλι σε ελληνικά χέρια. Ηταν η πρώτη οδυνηρή γνωριμία των Ιταλών με την ελληνική ξιφολόγχη.
Ελληνας στρατιώτης πάνω σε κατεστραμμένο ιταλικό τανκ CV-33 μετά την επιτυχή έφοδο ελληνικών δυνάμεων στο Καλπάκι. 84
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Παράλληλα οι ελληνικές δυνάμεις στο Καλπάκι αντιμετώπισαν με επιτυχία μια έφοδο 50-60 αρμάτων και 80 μοτοσικλετιστών και κατέστρεψαν εννέα άρματα και 30 μοτοσικλέτες. Την ίδια ημέρα ο Ιταλός δικτάτορας πληροφορήθηκε από επιστολή του Τσιάνο, η οποία εστάλη από τα Τίρανα, ότι: «Οι επιχειρήσεις βαίνουν καλώς και η ελληνική αντίσταση παρουσιάζεται ασθενής, πλην όμως, για να επιταχυνθεί η ενέργεια και να επιτευχθούν οι αντικειμενικοί στόχοι της εντός του προσδιορισθέντος χρόνου θα ήταν απαραίτητη η άμεση αποστολή τριών μεραρχιών…». Παρά ταύτα το ιταλικό πολεμικό ανακοινωθέν της ημέρας ομολογούσε, με συγκαλυπτική φρασεολογία, τη στασιμότητα των επιχειρήσεων: «Οι ενέργειες στην Ηπειρο βρίσκονται στο στάδιο της ανάπτυξης. Τα στρατεύματά μας κατά την προέλασή τους μεταξύ Μπόργκο Τελλίνι (διάβαση Κακαβιάς) και γέφυρας Περάτι (γέφυρα Μέρτζανης) κατενίκησαν με αποφασιστικό ελιγμό πολυάριθμες αμυντικές γραμμές
καλά οχυρωμένες και ισχυρά προστατευόμενες από εμπόδια». Τη νύκτα της 3/4 Νοεμβρίου, μια μικρή ιταλική δύναμη κατόρθωσε να περάσει τον Καλαμά στην περιοχή Αγίου Αθανασίου, αλλά απωθήθηκε ύστερα από άμεση αντεπίθεση. Την επόμενη ημέρα οι Ιταλοί επιτέθηκαν με ιδιαίτερη σφοδρότητα για να καταλάβουν την Γκραμπάλα και το Καλπάκι, αλλά απέτυχαν οικτρά. Το ίδιο βράδυ υπεκλάπη ένα σήμα ιταλικής μονάδας από το οποίο φάνηκε η δύσκολη θέση στην οποία είχαν περιέλθει οι Ιταλοί. Το σήμα ανέφερε: «Είμαστε υποχρεωμένοι να αναστείλουμε τις επιχειρήσεις αναμένοντας ενισχύσεις. Οι Ελληνες, που είναι γνωστοί για το πείσμα και την επιμονή τους, οργάνωσαν από τον καιρό της ειρήνης το τραχύ και ανώμαλο έδαφος της Ηπείρου με τέτοια μεθοδικότητα και επιμέλεια ώστε ο κάθε βράχος να αποτελεί μια φωλιά πολυβόλου και κάθε σπήλαιο μια θέση άμυνας,
Ιταλοί στρατιώτες και μεταγωγικά διασχίζουν ένα χείμαρρο στην Πίνδο. Το δύσβατο του εδάφους και οι αντίξοες καιρικές συνθήκες δυσχέραναν την επιθετική ορμή των Ιταλών. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
85
παρουσιάζοντας τόση λύσσα στον αγώνα ώστε να χρειάζονται περισσότερα και ισχυρότερα μέσα για να τους διώξουμε». Στις 6 και 7 Νοεμβρίου ωστόσο οι Ιταλοί συνέχισαν τις προσπάθειές τους και στις 22.00 της 7ης μια διλοχία τους κατόρθωσε να καταλάβει για δεύτερη φορά την Γκραμπάλα, προσωρινά όμως, γιατί ανετράπη έπειτα από άμεση αντεπίθεση. Η ανθρωποσφαγή που συντελέστηκε στην Γκραμπάλα αποτυπώνεται εύγλωττα στο ημερολόγιο πολέμου του Παντελή Κυπαρίσση: «Σε μερικούς τσακισμένους από θραύσματα χειροβομβίδων, παρατηρώ πιτσιλιές χοντρές και πηχτούς θρόμβους αιμάτων. Και σε άλλους πασπαλισμένη τη φαιά και λευκή ουσία ανθρώπινου μυαλού…». Στις 8 Νοεμβρίου φάνηκαν οι πρώτες ενδείξεις
ότι οι Ιταλοί υποχωρούσαν από την τοποθεσία. Αρχικά η χαλάρωση της εχθρικής δραστηριότητας αποδόθηκε σε προπαρασκευή νέας επίθεσης με νέες δυνάμεις που αναμενόταν να ενισχύσουν τις αρχικές. Η κατάσταση ξεκαθάρισε όταν περιήλθε στην κατοχή της Μεραρχίας μια απόρρητη διαταγή της Μεραρχίας «Φερράρα». Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες, ολόκληρο το XXV ΣΣ θα λάμβανε «θέσεις προσεκτικής αναμονής» περιμένοντας νέα στρατεύματα για να επαναληφθεί η προέλαση στα Ιωάννινα. Ο «περίπατος» και ο «καφές» που θα έπιναν στην πρωτεύουσα της Ηπείρου οι Ιταλοί μετατράπηκε σε «προσεκτική αναμονή». Και τα χειρότερα δεν είχαν έλθει ακόμη. Στη Θεσπρωτία η εξέλιξη των επιχειρήσεων έθεσε προς στιγμήν σε κίνδυνο τις ελληνικές δυνάμεις, οι οποίες αμύνονταν στην τοποθεσία ΚαλαμάΚαλπακίου. Με την έναρξη της επίθεσης τα τμή-
Ελληνες στρατιώτες στις απάτητες κορυφές των βορειοηπειρωτικών βουνών.
86
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
ματα προκάλυψης πιεζόμενα από ισχυρές εχθρικές δυνάμεις υποχώρησαν, όχι πάντα με τάξη, νότια του ποταμού Καλαμά. Οι Ιταλοί έλαβαν επαφή με την τοποθεσία στις 29 Οκτωβρίου και ένα μικρό τμήμα τους κατόρθωσε να περάσει το ποτάμι κοντά στις εκβολές του. Αποκρούστηκε όμως και αναγκάστηκε να επιστρέψει στη βάση. Στις 31 Οκτωβρίου οι Ιταλοί δοκίμασαν μια δυσάρεστη έκπληξη. Τα αντιτορπιλικά «Σπέτσαι» και «Ψαρά» προσέγγισαν αθόρυβα το ακρωτήριο της Λευκίμμης και εξαπέλυσαν σφοδρό βομβαρδισμό εναντίον συγκέντρωσης ιταλικών στρατευμάτων στην περιοχή Σαγιάδων! Τη νύκτα 4/5 Νοεμβρίου οι Ιταλοί πέρασαν τον Καλαμά στο ύψος του χωριού Βρυσέλα με ισχυρές δυνάμεις και ανέτρεψαν το τάγμα το οποίο αμυνόταν εκεί. Η Μεραρχία, όταν πληροφορήθηκε την κατάσταση και μη έχοντας να διαθέσει εφεδρείες στον τομέα Θεσπρωτίας, διέταξε να ανακοπεί με κάθε θυσία η κίνηση του εχθρού πέρα από τη γραμμή αναχαίτισης και να καλυφθεί η διάβαση από Ηγουμενίτσα προς Μαργαρίτι. Στις 6 Νοεμβρίου οι Ιταλοί κατέλαβαν την Ηγου-
μενίτσα. Στις 7 Νοεμβρίου πέτυχαν τη μεγαλύτερη διείσδυσή τους στον παραλιακό τομέα, φθάνοντας με προωθημένα τμήματά τους μέχρι το Μαργαρίτι. Θα ήταν ουσιαστικά και η τελευταία τους. Στις 8 Νοεμβρίου έφθασε στην Αλβανία ο στρατηγός Σοντού, υφυπουργός Στρατιωτικών της Ιταλίας, και ανέλαβε τη διοίκηση των εκεί ιταλικών δυνάμεων. Ο στρατηγός Βισκόντι Πράσκα, που είχε ονειρευτεί μεγαλεία, τιμές στρατάρχη και παρέλαση στην Αθήνα, περιορίστηκε στη διοίκηση των ιταλικών δυνάμεων στην Ηπειρο. Ο Σοντού, για να «χρυσώσει το χάπι», του είπε: «Θα δεις πόσο καλά οι δυο μας θα συνεργασθούμε. Θα ονομασθούμε και οι δυο Στρατηγοί Διοικητές Στρατιάς και κατόπιν Στρατάρχες της Ιταλίας». Από τις 10 έως τις 12 Νοεμβρίου 1940 η VIII Μεραρχία διεξήγαγε επιθετικές αναγνωρίσεις με σκοπό την αποκατάσταση του εδάφους που είχε χαθεί. Στις 12 Νοεμβρίου η Μεραρχία υπήχθη στο Α’ Σώμα Στρατού, υπό τον αντιστράτηγο Δημήτριο Δεμέστιχα, ο οποίος ανέλαβε τον τομέα Ηπείρου. Ο τομέας Θεσπρωτίας μετονομάστηκε σε Απόσπασμα Λιούμπα και υπήχθη απευθείας στο Α’ ΣΣ. Στις 13 Νοεμβρίου τμήματα του Απο-
Τα αντιτορπιλικά «Σπέτσαι» και «Ψαρά» εξαπέλυσαν σφοδρό βομβαρδισμό εναντίον ιταλικών θέσεων στις Σαγιάδες Θεσπρωτίας στις 31 Οκτωβρίου 1941. Στη φωτογραφία το «Ψαρά» (πίσω) με το «Υδρα» (εμπρός) πριν από τη βύθισή τους από γερμανικά βομβαρδιστικά τον Απρίλιο 1941. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
87
σπάσματος Λιούμπα είχαν αποκαταστήσει την τοποθεσία Καλαμά, ενώ τα τμήματα στην τοποθεσία Καλπακίου ήταν έτοιμα να κινηθούν επιθετικά κατά του εχθρού. Ετσι τελείωσε με περιφανή νίκη των δυνάμεων της VIII Μεραρχίας η μάχη της Ηπείρου, διάρκειας εννέα ημερών. Στον τομέα Πίνδου η Μεραρχία Αλπινιστών «Τζούλια», όπως προαναφέρθηκε, κινήθηκε ακολουθώντας τις ορεινές διαβάσεις της Πίνδου με αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη του Μετσόβου. Πιθανή επιτυχία της σήμαινε απειλή των νώτων της VIII Μεραρχίας και διαχωρισμό των ελληνικών δυνάμεων Ηπείρου, Δυτικής Μακεδονίας και Θεσσαλίας. Ο τομέας της Πίνδου, λοιπόν, ήταν ζωτικής σημασίας για την άμυνα της Ηπείρου αλλά και για την παραπέρα εξέλιξη των επιχειρήσεων. Εκεί θα κρινόταν ουσιαστικά η τύχη του πολέμου! Το Απόσπασμα Πίνδου που καλείτο να αναχαιτί-
σει τους αλπινιστές ήταν μονάδα εφεδρείας και είχε δημιουργηθεί με προεπιστράτευση δύο μόλις μήνες πριν από την ιταλική εισβολή. Διοικητής του ήταν ο ανακληθείς έφεδρος εκ μονίμων συνταγματάρχης Πεζικού Κωνσταντίνος Δαβάκης. Η συνολική δύναμη του Αποσπάσματος ανερχόταν σε 2.000 άνδρες περίπου. Ο σταθμός διοίκησης του Αποσπάσματος βρισκόταν στο Επταχώρι και η αποστολή του ήταν να εξασφαλίσει τον τομέα του, να τηρήσει το σύνδεσμο μεταξύ VIII Μεραρχίας και ΙΧ Μεραρχίας (του ΤΣΔΜ) και να φράξει τις ορεινές διαβάσεις της Πίνδου που οδηγούσαν από τα ανατολικά προς τα δυτικά. Ουσιαστικά δηλαδή το Απόσπασμα έπρεπε να καλύψει ένα μέτωπο με ανάπτυγμα 37 χιλιομέτρων περίπου! Ετσι, το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940, με καιρό κρύο και βροχερό, μια χούφτα άνδρες θα αντιμετώπιζαν έναν αντίπαλο εκπαιδευμένο στον ορεινό αγώνα και ο οποίος υπερείχε 5 προς 1 στο Πεζικό και 6 προς 1 στο Πυροβολικό.
Ιταλοί αλπινιστές σε χιονισμένο μονοπάτι στην Πίνδο το χειμώνα 1940-1. 88
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Για την εκτέλεση της αποστολής του Αποσπάσματος ο τομέας Πίνδου είχε διαιρεθεί σε τρεις υποτομείς, τον αριστερό, τον κεντρικό και το δεξιό. Οπως στην Ηπειρο έτσι και στην Πίνδο, οι Ιταλοί επιτέθηκαν μισή ώρα πριν από την εκπνοή του τελεσιγράφου του Γκράτσι. Οι αλπινιστές επιτέθηκαν σε όλους τους υποτομείς του Αποσπάσματος παρά την καταρρακτώδη βροχή και το κρύο. Τα ελληνικά φυλάκια προκάλυψης συμπτύχθηκαν γρήγορα. Κατά του δεξιού υποτομέα κινήθηκαν δύο λόχοι αλπινιστών. Χάρη στην αντίσταση των αμυνομένων, όμως, η κίνηση των ιταλικών λόχων επιβραδύνθηκε και τελικά σταμάτησε μπροστά από την κύρια αμυντική τοποθεσία, στη λεγόμενη γραμμή αμύνης ΙΒα. Στον κεντρικό υποτομέα οι Ιταλοί υποστήριξαν την επίθεσή τους με πυκνά πυρά πυροβολικού και όλμων. Τα ελληνικά τμήματα αντιστάθηκαν όσο μπορούσαν αλλά το απόγευμα της 28ης αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Στον αριστερό υποτομέα οι Ιταλοί επιτέθηκαν το απόγευμα με δύναμη δύο ταγμάτων. Παρά τις προσπάθειές τους, όμως, την ημέρα εκείνη, δεν κατόρθωσαν να προχωρήσουν χάρη στη σθεναρή αντίσταση των αμυνομένων. Στο μεταξύ ο Δαβάκης, για να ανεφοδιάσει τα τμήματά του με όσα πυρομαχικά και εφόδια του είχαν απομείνει, ζήτησε τη συνδρομή των χωρικών της Πίνδου οι οποίοι ανταποκρίθηκαν με συγκινητική αυτοθυσία. Ηλικιωμένοι, γυναίκες και παιδιά έγραψαν το δικό τους έπος στην Πίνδο, μεταφέροντας με ό,τι μέσα διέθεταν πυρομαχικά και άλλα εφόδια στους μαχητές του Αποσπάσματος Πίνδου. Ηταν μια απάντηση στα αστεία πορίσματα της ιταλικής κατασκοπείας ότι θα έμεναν «παγερά αδιάφοροι» στην εισβολή. Ιδιαίτερα για τις σκληροτράχηλες Ηπειρώτισσες ήταν ακόμη μια απόδειξη ότι ουσιαστικά αυτές ήταν οι «μάνες του Γένους». ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Ο συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Δαβάκης, διοικητής του αποσπάσματος Πίνδου, έφιππος στο Επταχώρι, ήταν ο αξιωματικός που συνδύασε το όνομά του με την πρώτη μεγάλη νίκη εναντίον των Ιταλών, τις κρίσιμες πρώτες μέρες (φωτογραφία Πολεμικό Μουσείο, Αθήνα).
«Συνάντησα γυναίκες» γράφει στο ημερολόγιό του ο Αργύρης Μπαλατσός «που κουβαλούσαν πυρομαχικά. Μια ήτο 88 ετών. Μια μου είπε κλείδωσε το μικρό σε μια καλύβα για να βοηθήσει τον στρατό. Το βράδυ είδα μια γριούλα να κρατά τα δύο μικρά και η μητέρα τους ζύμωνε ψωμί για τον στρατό με το φως δύο κεριών… Τα χιόνια, ο πάγος, το φοβερό κρύο, δεν φαινόταν να τις τρόμαζε…». Ομως, παρά τις ηρωικές προσπάθειες των Ελλήνων μαχητών, ήδη από το βράδυ της 28ης για το μέτωπο του τομέα Πίνδου είχε δημιουργηθεί 89
τάξει σύμπτυξη των τμημάτων σε δεύτερη γραμμή άμυνας. Ομως τα τμήματα του Αποσπάσματος Πίνδου είχαν αγγίξει τα όρια της αντοχής τους. Ετσι η υποχώρηση γενικεύθηκε και τα τμήματα κατευθύνθηκαν προς το Επταχώρι. Ο Δαβάκης έστειλε τον υπασπιστή του για να διαπιστώσει την κατάσταση και εκείνος του ανέφερε απλά ότι η κατάσταση ήταν απελπιστική. Στο δεξιό υποτομέα οι Ιταλοί δεν κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες. Οι άνδρες του Αποσπάσματος Πίνδου διατήρησαν τις θέσεις τους με μόνο αντίπαλο τις κακές καιρικές συνθήκες. Ετσι, το βράδυ της 29ης Οκτωβρίου οι Ιταλοί είχαν κατορθώσει να διασπάσουν το μέτωπο στον κεντρικό υποτομέα και απειλούσαν να καταλάβουν τη Σαμαρίνα και να κινηθούν προς Μέτσοβο, απειλώντας τα νώτα της VIII Μεραρχίας.
«Οι ηρωίδες του 1940». Χαρακτικό του Κώστα Γραμματόπουλου για τη συμβολή των γυναικών στον αγώνα.
επικίνδυνη εισέχουσα. Η κατάσταση αυτή ανησύχησε τη διοίκηση του ΤΣΔΜ, η οποία διέταξε την Ι Μεραρχία Πεζικού να κινηθεί εντός της 29ης Οκτωβρίου στο Επταχώρι. Παράλληλα έστειλε για ενίσχυση του Αποσπάσματος Πίνδου όσα τμήματα μπορούσε να συγκεντρώσει, τα οποία όμως έφταναν στον προορισμό τους ύστερα από εξαντλητικές πορείες. Στις 29 Οκτωβρίου άρχισε να χιονίζει στην Πίνδο. Οι Ιταλοί επανέλαβαν τις επιθέσεις τους με ιδιαίτερη σφοδρότητα, ειδικά κατά του κεντρικού και του αριστερού υποτομέα. Η κατάσταση αυτή ανάγκασε το διοικητή του Αποσπάσματος να δια90
Στις 30 Οκτωβρίου οι Ιταλοί επανέλαβαν τις επιθέσεις τους στον κεντρικό και τον αριστερό υποτομέα. Ο Δαβάκης αποφάσισε να συμπτυχθεί πίσω από τη γραμμή Σαμαρίνα – Κούτσουρο – Τσούκα, η οποία ήταν ήδη επανδρωμένη από ενισχύσεις που είχαν φθάσει στο μεταξύ. Οι μονάδες του Αποσπάσματος βρέθηκαν σε πολύ δύσκολη θέση. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του λοχαγού Σφαλαγκάκου, υπασπιστή του Δαβάκη, προς τον προϊστάμενό του: «Αναφέρω κατάστασις απελπιστική. Συνεκέντρωσα περί τους 30 εν απεριγράπτω καταστάσει. Ελλείπουσιν όπλα, πολυβόλα, τροφή. Αδύνατος η αποστολή των εις λόχους λόγω απώλειας ηθικού και εξαιρετικής κοπώσεως… Εγκληματική αδιαφορία ενίων βαθμοφόρων». Στις 16.00 της ίδιας ημέρας έφτασε στο Επταχώρι ο υποστράτηγος Βασίλειος Βραχνός, διοικητής της Ι Μεραρχίας, και ανέλαβε τη διοίκηση όλων των τμημάτων τα οποία ανήκαν στον τομέα της Πίνδου. Μέχρι την 31η Οκτωβρίου ο Βραχνός ασχολήθηκε με την αναδιοργάνωση των τμημάτων του τομέα, με αναγνωρίσεις και με την ενίσχυση των τμημάτων. Οι Ιταλοί από την πλευρά τους συνέχισαν τις επιθετικές ενέργειες και το βράδυ της 31ης είχαν δημιουργήσει ένα θύλακα που απειλούσε όλη την αμυντική διάταξη των Ελλήνων στην περιοχή μεταξύ Σμόλικα και Γράμμου, στα όρια μεταξύ VIII και IX Μεραρχίας. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Το Απόσπασμα Πίνδου, ενσωματωμένο τώρα στην Ι Μεραρχία, η Ταξιαρχία Ιππικού και η Μεραρχία Ιππικού, που διετέθησαν στον τομέα Πίνδου, θα έδιναν εκεί τη Μάχη της Πίνδου. Οι μονάδες οι οποίες βρέθηκαν στην Πίνδο ανέλαβαν τις παρακάτω αποστολές: Η Μεραρχία Ιππικού, υπό τον υποστράτηγο Γεώργιο Στανωτά, να φράξει την κατεύθυνση Βωβούσα – Μέτσοβο. Η Ταξιαρχία Ιππικού, υπό το συνταγματάρχη Σωκράτη Δημάρατο, να φράξει την κατεύθυνση Σαμαρίνα – Γρεβενά. Η Ι Μεραρχία να συγκεντρώσει όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις του τομέα Πίνδου στην περιοχή Επταχωρίου και να φράξει την κατεύθυνση Επταχώρι – Νεάπολη. Η V Ταξιαρχία Πεζικού να αποκαταστήσει την τοποθεσία μεταξύ Κάτω Αρένας και Σούφλικα στον Γράμμο για να καλύψει το πλευρό της ΙΧ Μεραρχίας. Στις 31 Οκτωβρίου η μεν V Ταξιαρχία Πεζικού πέτυχε να ολοκληρώσει τους αντικειμενικούς σκοπούς της, η δε Ι Μεραρχία κατόρθωσε μόνο
να σταθεροποιήσει τα όρια του θύλακα που είχαν δημιουργήσει οι Ιταλοί. Την επόμενη ημέρα (1η Νοεμβρίου) άφησε την τελευταία του πνοή και ο πρώτος Ελληνας αξιωματικός του πολέμου, ο Δωδεκανήσιος υπολοχαγός Αλέξανδρος Διάκος. Η αναφορά που έφθασε στα χέρια του συνταγματάρχη Δαβάκη ανέφερε: «Πολλαπλάσιαι ιταλικαί δυνάμεις αντεπετέθησαν κατά των οπλιτών του λόχου… Με αδάμαστον αποφασιστικότητα και ακλόνητον θάρρος ο υπολοχαγός Διάκος Αλ… κατόρθωσε ν’ ανασυντάξη εκ τρίτου τον λόχον, να τον εμψυχώση και να τον ρίψη μετά νέας ορμής εναντίον των λυσσωδώς αμυνομένων Ιταλών. Καθ’ ον δε χρόνον διά τετάρτην φοράν ο δοκιμασθείς λόχος εκαλείτο με την λόγχην εφ’ όπλου ν’ αντιμετωπίση νέαν, θραυσθείσαν και αυτήν, αντεπίθεσιν του εχθρού διά της τελικής εφόδου του, ο δε ηρωικός διοικητής του λόχου αυτού, τεθείς επί κεφαλής, εκραύγαζε με φωνήν Αρεως: “Εμπρός, παιδιά, για μια μεγάλη Ελλάδα και μίαν ελεύθερη Δωδεκάνησο”, ριπή πολυβόλου τον εφόνευσε». Το απόγευμα της 2ας Νοεμβρίου τραυματίσθηκε βαριά στο στήθος ο Δαβάκης στη διάρκεια ανα-
Με τις σκαπάνες ανά χείρας οι γυναίκες της Βορείου Ηπείρου φωτογραφίζονται μετά τη διάνοιξη δρόμου για τον ελληνικό στρατό (φωτογραφία Πολεμικό Μουσείο, Αθήνα). ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
91
γνωρίσεως. Στις 3 Νοεμβρίου η Ι Μεραρχία απέκοψε τα ιταλικά τμήματα που είχαν κινηθεί προς Σαμαρίνα. Την ίδια ημέρα η Ταξιαρχία Ιππικού κατέλαβε τη Σαμαρίνα και την επομένη η Μεραρχία Ιππικού τη Βωβούσα. Στις 5 Νοεμβρίου η Μεραρχία «Τζούλια» άρχισε να εγκαταλείπει τα υψώματα Βασιλίτσα και ΝΑ Σμόλικα. Οι ελληνικές δυνάμεις μέχρι τις 13 Νοεμβρίου είχαν ολοκληρώσει την κατάληψη του Γράμμου και του Σμόλικα καθώς και των συνοριακών διαβάσεων της Πίνδου, με εξαίρεση την περιοχή της Κόνιτσας, όπου οι Ιταλοί είχαν εμπλέξει το μεγαλύτερο μέρος της Μεραρχίας «Μπάρι», η οποία προοριζόταν να καταλάβει την Κέρκυρα, για να μπορέσουν να διευκολύνουν τη σύμπτυξη των υπολειμμάτων της «Τζούλια». Ετσι έληξε και η μάχη της Πίνδου, με περιφανή νίκη των ελληνικών όπλων. Οι απώλειες των Ελλήνων ήταν βαριές σε νεκρούς και τραυματίες, αξιωματικούς και οπλίτες. Εξίσου βαριές ήταν οι απώλειες της «Τζούλια». Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, οι νεκροί και οι τραυματίες ξεπερνούσαν τους 500, ενώ οι
αιχμάλωτοι ανέρχονταν σε 1.200. Η επίλεκτη μεραρχία είχε υποστεί το πρώτο συντριπτικό πλήγμα. Θα ακολουθούσαν και άλλα τα οποία την κατέστησαν συνώνυμο της ιταλικής ήττας στον πόλεμο. Στις 18 Νοεμβρίου ο Μουσολίνι μιλώντας σε στελέχη του Φασιστικού Κόμματος τόνισε: «Δεν νομίζω ότι αξίζει να διαψεύσουμε όλες τις ειδήσεις που διαδίδει η ελληνική προπαγάνδα και τα βρετανικά μεγάφωνά της. Η Μεραρχία Αλπινιστών “Τζούλια”, που λέγεται ότι υπέστη τεράστιες απώλειες, ότι τράπηκε σε φυγή, ότι κονιορτοποιήθηκε από τους Ελληνες, επιθεωρήθηκε από τον στρατηγό Σοντού…». Δυστυχώς για τον Ιταλό δικτάτορα, ο λόγος του της 18ης Νοεμβρίου είχε συνταχθεί από τη 12η! Φυσικά δεν ανέφερε τίποτα για το τηλεγράφημα του Σοντού, το οποίο είχε σταλεί τη νύκτα της 8/9 Νοεμβρίου, με το οποίο αναστέλλονταν όλες οι επιθετικές επιχειρήσεις των Ιταλών στην Αλβανία. Η νίκη των Ελλήνων προκάλεσε απορία σε ολόκληρο τον κόσμο. Από πολλούς θεωρήθηκε θαύμα.
Ο υποστράτηγος Βασίλειος Βραχνός, διοικητής της Ι Μεραρχίας, την 30ή Οκτωβρίου 1940 κατέφθασε στο Επταχώρι Κοζάνης και ανέλαβε τη διοίκηση ολόκληρου του τομέα Πίνδου. 92
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Ακόμη όμως και τα θαύματα έχουν την εξήγησή τους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η υψηλή μαχητική αξία των Ελλήνων στρατιωτών και ο επαγγελματισμός των στελεχών του αποτελούσαν εχέγγυα της νίκης. Σημαντικό μέρος της νίκης ανήκει στη σωστή σχεδίαση της άμυνας της Ηπείρου από την VIII Μεραρχία και στην επιμονή του Κατσιμήτρου να παραμείνει ακλόνητος στη θέση την οποία είχε επιλέξει. Από πλευράς Ιταλών η υπερβολική τους αισιοδοξία και η υποτίμηση όχι μόνο του αντιπάλου, αλλά επίσης του εδάφους και του καιρού, είχαν μοιραίες συνέπειες. Τη σημασία της νίκης της Ελλάδας κατά την πρώτη περίοδο του Ελληνοϊταλικού Πολέμου την περιγράφει γλαφυρότατα ο Βρετανός συγγραφέας Κόμπτον Μακένζι στο βιβλίο του «Wind of Freedom» («Ανεμος Ελευθερίας»): «Ας μην ξεχάσουμε ποτέ ότι ενώ οι Ιταλοί διώχνονταν τόσο άδοξα από την Ελλάδα, η εκστρατεία του Ουέιβελ στη Λιβύη και η νίκη του Κάννιγκαμ στη ναυμαχία του Ταινάρου δεν είχαν πραγματοποιηθεί. Ακόμα και η καταστροφική επιδρομή στον Τάραντα δεν πραγματοποιήθηκε παρά στις 11 Νοεμβρίου. Οταν αυτός ο μεγάλος πόλεμος θα έχει γίνει ανάμνηση, ή μάλλον όταν θα έχει γίνει απλά ένα παραμύθι ατυχών μακρινών γεγονότων και μαχών πριν πολλά χρόνια, η Ελλάδα θα είναι εκείνη στην οποία, στις σελίδες της ιστορίας, θα αποδίδεται η τιμή ότι ήταν η πρώτη χώρα που τσάκισε τον μύθο του αήττητου του Αξονα».
Οι Ελληνες αντεπιτίθενται! Μετά την επιτυχή έκβαση της αναχαίτισης της ιταλικής εισβολής το ελληνικό ΓΣ έλαβε την απόφαση να προωθήσει τις ελληνικές δυνάμεις σε βάθος μέσα στο έδαφος της Βορείου Ηπείρου για να εξασφαλίσει το λιμάνι των Αγίων Σαράντα και την εγκάρσια οδό Αγιοι Σαράντα – Κακαβιά – Μέρτζανη – Λεσκοβίκι για την υποστήριξη των μελλοντικών επιχειρήσεων. Κατά την πρώτη φάση των επιχειρήσεων οι Ιταλοί διέθεταν τις παρακάτω δυνάμεις: Στην Πίνδο ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Ο υπολογαχός Αλέξανδρος Διάκος, ο οποίος ήταν ο πρώτος νεκρός (1η Νοεμβρίου 1940) αξιωματικός του Στρατού Ξηράς. Καταγόταν από τα υπόδουλα Δωδεκάνησα.
και τη Δυτική Μακεδονία ήταν ανεπτυγμένη η 9η Ιταλική Στρατιά (όπως είχε μετονομαστεί το XXVI Σώμα Στρατού «Κορυτσάς»). Στο μέτωπο της Ηπείρου ήταν ανεπτυγμένη η 11η Ιταλική Στρατιά (όπως είχε μετονομαστεί το ΧΧV Σώμα Στρατού «Τσαμουριάς»). Οσον αφορά τις ελληνικές δυνάμεις στον παραλιακό τομέα της Ηπείρου ήταν προσανατολισμένο το Α’ ΣΣ με τις ΙΙ και VIII Μεραρχίες Πεζικού, τη Μεραρχία Ιππικού και το Απόσπασμα Λιούμπα. Στον κεντρικό τομέα της Πίνδου ήταν προσανατολισμένο το Β’ ΣΣ με την Ι Μεραρχία Πεζικού, την V Ταξιαρχία Πεζικού και την Ταξιαρχία Ιπ93
πικού. Στη Δυτική Μακεδονία παρατασσόταν το Γ’ ΣΣ με τις ΙΧ, Χ και XV Μεραρχίες Πεζικού. Αργότερα, μεταξύ Β’ και Γ’ ΣΣ δημιουργήθηκε η Ομάδα Μεραρχιών «Κ», την οποία συνιστούσαν το στρατηγείο του Δ’ΣΣ και οι Χ και ΧΙ Μεραρχίες Πεζικού. Τα δύο σώματα στρατού και η ομάδα μεραρχιών υπάγονταν στο ΤΣΔΜ. Στον τομέα Ηπείρου και Πίνδου οι ελληνικές δυνάμεις κατόρθωσαν να αποκαταστήσουν το εθνικό έδαφος χωρίς όμως να αποτρέψουν την πυρπόληση της Ηγουμενίτσας και στις 23 Νοεμβρίου να εγκατασταθούν στην οροθετική γραμμή. Στον τομέα του ΤΣΔΜ η εντολή για την ενέργεια επιθετικών επιχειρήσεων είχε δοθεί από τις 2 Νοεμβρίου, όταν δεν είχε κριθεί ακόμα ο αγώνας στην Ηπειρο και την Πίνδο. Αντικειμενικός σκοπός ήταν η ανακούφιση των δυνάμεων που αγωνίζονταν στην Ηπειρο και η αποκοπή της οδού Ερσέκα – Κορυτσά ώστε να μην έχουν
τη δυνατότητα οι Ιταλοί να διοχετεύουν εύκολα δυνάμεις από το ένα θέατρο επιχειρήσεων στο άλλο. Η επίθεση εκτοξεύθηκε στις 06.30 της 14ης Νοεμβρίου χωρίς προπαρασκευή πυροβολικού σε ολόκληρο το μέτωπο από τη λίμνη Πρέσπα μέχρι την κορυφή Γκούμπελ (2247) του Γράμμου. Σε πρώτη φάση (14-16 Νοεμβρίου) οι ελληνικές δυνάμεις έλαβαν την επαφή με την κύρια αμυντική τοποθεσία των Ιταλών από την πρώτη ημέρα. Τη 14η οι Ιταλοί αιφνιδιάστηκαν και έτσι οι μεραρχίες του Γ’ΣΣ σημείωσαν σημαντικές επιτυχίες. Ανήσυχος ο Τσιάνο σημείωνε στις 15 Νοεμβρίου στο ημερολόγιό του: «Οι Ελληνες επανέλαβαν την επίθεσή τους εφ’ ολοκλήρου του μετώπου με αξιόλογες δυνάμεις. Μέχρι τώρα κρατούμε αρκετά καλά… Το απόγευμα οι ειδήσεις από την Αλβανία είναι σοβαρότερες. Η πίεση συνεχίζεται και η αντίσταση καθίσταται δυσχερέστερη…».
Η ΙΙΙ Μοίρα Πυροβολικού βάλλει από τον Μοράβα προς τον Ιβάν στις 18 Νοεμβρίου 1940 (φωτογραφία Πολεμικό Μουσείο, Αθήνα). 94
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Στη δεύτερη φάση (17-18 Νοεμβρίου) στις 17 Νοεμβρίου το ΤΣΔΜ έθεσε στη διάθεση του Γ’ΣΣ τη ΧΙΙΙ Μεραρχία Πεζικού, η οποία έλαβε ως αποστολή να επιτεθεί το πρωί της 18ης στον τομέα μεταξύ XV και ΙΧ Μεραρχίας. Οι τρεις μεραρχίες του Γ’ΣΣ την ημέρα εκείνη σημείωσαν σημαντικές επιτυχίες καταλαμβάνοντας ιδιαίτερα στρατηγικά σημεία. Στις 18 Νοεμβρίου το Γ’ΣΣ ενισχύθηκε με τη ΧΙ Μεραρχία Πεζικού η οποία, μαζί με τη Χ ΜΠ, αποτέλεσε όπως αναφέρθηκε την Ομάδα Μεραρχιών «Κ» (ΟΜΚ). Την ημέρα εκείνη συνέβη το δυσάρεστο ατύχημα της ΧΙΙΙ Μεραρχίας. Τμήματα της εν λόγω μεραρχίας είτε καθηλώθηκαν από τον εχθρό είτε έχασαν την επαφή μεταξύ τους με αποτέλεσμα να επικρατήσουν σύγχυση και πανικός. Ο διοικητής του Γ’ΣΣ έσπευσε επιτόπου, αντελήφθη την πραγματική κατάσταση και αφαίρεσε τη διοίκηση από το μέραρχο. Τη διοίκηση της ΧΙΙΙ Μεραρχίας ανέθεσε στον αρχηγό Πυροβολικού του Γ΄ ΣΣ, υποστράτηγο Σωτ. Μουτούση. Ο νέος μέραρχος ανέλαβε τη διοίκηση της Μεραρχίας στις 03.00 της 19ης Νοεμβρίου και έλαβε δρακόντεια μέτρα για την αποκατάσταση της τάξης και της πειθαρχίας. Η διαταγή την οποία έστειλε στις μονάδες της Μεραρχίας ήταν χαρακτηριστική της συνήθειας των Ελλήνων ηγητόρων να προΐστανται των επιχειρήσεων: «Αμα τη λήψει της παρούσης τα προς τα οπίσω τυχόν κινούμενα τμήματα να αγκιστρωθούν επί του εδάφους με μέτωπον προς Μόροβαν, τα δε τυχόν εν επαφή μετά του εχθρού άμα τη έω να επιτεθούν και εν αδυναμία να αμυνθούν επί τόπου. Την επίθεσιν θα υποστηρίξω διά του βαρέως πυροβολικού και θα την παρακολουθήσω έφιππος εκ του σύνεγγυς». Κατά την τρίτη φάση (19-21 Νοεμβρίου) το σημαντικότερο γεγονός υπήρξε η κατάληψη την 21η Νοεμβρίου του ζωτικής σημασίας υψώματος 1878 της Μόροβας. Την ημέρα εκείνη σκοτώθηκε ο πρώτος Ελληνας ανώτερος αξιωματικός, ο αντισυνταγματάρχης Χαράλαμπος Κεφαλόπουλος. Για τις συνθήκες θανάτου του αντλούμε πληροφορίες από τις εκδόσεις της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού: «…το 18ον Σύνταγμα Πεζικού, ανατρέψαν κατόπιν αγώνος τας εις περιοχήν Μπαμπάν εχθρικάς αντιστάσεις, προωθήθη μέχρι του υψώματος ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
1211, όπερ και κατέλαβε την 18.00, εκτοπίσαν τον πεισμόνως αντισταθέντα εχθρόν, συλλαβόν 7 αξιωματικούς μετά του διοικητού του τάγματος και 50 οπλίτας αιχμαλώτους. Αι απώλειαι του Συντάγματος ανήλθον εις 2 αξιωματικούς νεκρούς εξ ων ο υποδιοικητής του Συντάγματος Αντισυνταγματάρχης Κεφαλόπουλος Χαράλαμπος και 2 οπλίτας νεκρούς…». Μεταξύ 22 και 27 Νοεμβρίου οι δυνάμεις του ΤΣΔΜ κατέλαβαν την Κορυτσά και εξασφάλισαν τον ευρύτερο χώρο του υψιπέδου. Οι Ιταλοί, φοβούμενοι μήπως κυκλωθούν στο υψίπεδο της Κορυτσάς, υποχώρησαν προς την κοιλάδα του Δεβόλη τη νύκτα της 21/22 Νοεμβρίου. Το πρωί της 22ας Νοεμβρίου οι μονάδες του ΤΣΔΜ συνέχισαν την προέλασή τους. Τμήματα της ΙΧ Μεραρχίας εισήλθαν στην Κορυτσά μέσα σε απερίγραπτο ενθουσιασμό του ελληνικού πληθυσμού. Ο επικεφαλής των τμημάτων αντισυνταγματάρχης Δημ. Θεοδωράκης ανήγγειλε το γεγονός στη διοίκηση της μεραρχίας με το χαρακτηριστικά τυπικό ανακοινωθέν: «Αναφέρω. Ωραν 17.45 το υπ’ εμέ απόσπασμα εισελθόν Κορυτσάν, απηλευθέρωσε ταύτην». Μέχρι τις 27 Νοεμβρίου το ΤΣΔΜ εξασφάλισε ευρέως το υψίπεδο Κορυτσάς. Ο αντικειμενικός σκοπός του ΓΣ είχε επιτευχθεί. Εν τω μεταξύ, στις 21 Νοεμβρίου, ο υπουργός Εξωτερικών της Ιταλίας επέδωσε στον πεθερό του μια καυστική επιστολή του Χίτλερ. Ο Γερμανός δικτάτορας με πολύ αυστηρή γλώσσα τόνιζε ότι η επιχείρηση κατά της Ελλάδας είχε «δυσάρεστες ψυχολογικές επιπτώσεις», ενώ χαρακτήρισε τις στρατιωτικές συνέπειες «πολύ σοβαρές». Ο Μουσολίνι προσπαθώντας να δικαιολογηθεί τόνισε ότι οι «ατυχίες» των στρατευμάτων του οφείλονταν στις αντίξοες καιρικές συνθήκες, στη σχεδόν πλήρη διάλυση των αλβανικών δυνάμεων και την ουδέτερη στάση της Βουλγαρίας. Κατέληξε λέγοντας ότι ετοίμαζε 30 μεραρχίες για να εξαφανίσει την Ελλάδα και ότι τα χειρότερα είχαν περάσει. Μετά την κατάληψη της Κορυτσάς, το ΓΣ αποφάσισε να εφαρμόσει την κύρια προσπάθειά του στον 95
Μεταφορά πυρομαχικών από ορεινό μονοπάτι, μέσα στη χιονοθύελλα (φωτογραφία Πολεμικό Μουσείο, Αθήνα).
Οι πρώτοι Ιταλοί αιχμάλωτοι στα χέρια του ελληνικού στρατού το φθινόπωρο του 1940. 96
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
άξονα Ιωάννινα – Αυλώνα, χωρίς να αποκλείει την πιθανότητα να προχωρήσει σε βάθος στο βόρειο τομέα της Κορυτσάς. Ο Παπάγος έδωσε γενικές διαταγές χωρίς να καθορίζει με λεπτομέρεια αντικειμενικούς σκοπούς, για να μπορέσουν οι διοικητές των σωμάτων στρατού και του ΤΣΔΜ να αναπτύξουν πρωτοβουλία και να εκμεταλλευθούν τις επιτυχίες τους πιο αποτελεσματικά. Εν τω μεταξύ, ο αγώνας στη θάλασσα έπαιρνε μια ανέλπιστα ευχάριστη τροπή. Το μικρό Βασιλικό Ναυτικό διευκολύνθηκε από την παθητική στάση του Ιταλικού Ναυτικού, ειδικά μετά τη σφοδρή επιδρομή των Βρετανών εναντίον του ιταλικού στόλου στο λιμάνι του Τάραντα (11 Νοεμβρίου 1940). Τα ελληνικά πολεμικά πλοία κάλυψαν τις μεταφορές μονάδων και υλικού προς το μέτωπο και εξασφάλισαν τη μεταφορά τροφίμων, πρώτων υλών και καυσίμων από το εξωτερικό προς τα λιμάνια της χώρας. Καμία απώλεια δεν σημειώθηκε από εχθρικά πλοία ή αεροσκάφη. Παράλληλα το Εμπορικό Ναυτικό, χάρη στην εμπειρία και τις ικανότητες των στελεχών του, εξασφάλισε απρόσκοπτη ροή εφοδίων και μονάδων προς το μέτωπο. Καθώς ο πόλεμος λάμβανε νικηφόρα για την Ελλάδα τροπή τέθηκε το ζήτημα της πιο ενεργού παρουσίας του ελληνικού στόλου στην Αδριατική. Πραγματοποιήθηκαν τρεις νυκτερινές επιδρομές προς τα στενά του Οτράντο (14/15 Νοεμβρίου, 15/16 Δεκεμβρίου, 5/6 Ιανουαρίου 1941) από μοίρα αντιτορπιλικών («Σπέτσαι, «Ψαρά», «Υδρα», «Βασίλισσα Ολγα», «Βασιλεύς Γεώργιος», «Κουντουριώτης»), με επικεφαλής τον αρχηγό Στόλου, υποναύαρχο Επαμεινώνδα Καββαδία! Οι επιδρομές δεν είχαν κανένα αξιόλογο αποτέλεσμα αλλά κατέδειξαν ότι το Βασιλικό Ναυτικό ήταν κυρίαρχο των χωρικών υδάτων και όχι μόνο! Η δράση της Διοίκησης Υποβρυχίων (διοικητής πλοίαρχος Αθανάσιος Ξηρός) ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένη. Από την πρώτη ημέρα του πολέμου τα πέντε διαθέσιμα υποβρύχια («Κατσώνης», «ΤρίΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
των», «Νηρεύς», «Πρωτεύς», «Παπανικολής», το «Γλαύκος» δεν ήταν διαθέσιμο λόγω επισκευών) ανέλαβαν πολεμικές περιπολίες προκειμένου να αποτρέψουν πιθανή εχθρική απόβαση στις δυτικές ακτές της χώρας. Παρά την παλαιότητα του υλικού και τα ποικίλα προβλήματα που προέκυψαν απ’ αυτή, καθώς και την υπεροχή του εχθρού στον αέρα, τα υποβρύχια εκτέλεσαν περισσότερες από 200 πολεμικές περιπολίες σημειώνοντας αξιοσημείωτες επιτυχίες. Το Υ/Β «Παπανικολής» με κυβερνήτη τον πλωτάρχη Μίλτο Ιατρίδη, στις 24 Δεκεμβρίου, βύθισε το ιταλικό εμπορικό πλοίο «Firenze». Ο Νικόλαος Τασιάκος, τελευταίος επιζών του πληρώματος του «Παπανικολή», θυμάται σε συνέντευξη που παραχώρησε στο γράφοντα: «Η περισκοπική παρατήρηση φανέρωσε μια μεγάλη νηοπομπή, προστατευόμενη από αντιτορπιλικά. Αμέσως σήμανε συναγερμός. Η θέση μάχης μου ήταν στο πρυμναίο διαμέρισμα, υπεύθυνος για τη μετάδοση διαταγών που λάμβανα από το Κέντρο. Παρ’ όλη την ισχυρή εχθρική συνοδεία, ο κυβερνήτης μας δεν δίστασε. Πλησίασε και άλλο και έδωσε εντολή για άφεση τορπιλών. Ακόμη θυμάμαι τις εντολές του κυβερνήτη: “Τορπιλοσωλήνας ένα, έτοιμος. Σωλήνας ένα έβαλε. Τορπιλοσωλήνας δύο, έτοιμος. Σωλήνας δύο έβαλε…”. Ρίξαμε τέσσερις τορπίλες και οι τέσσερις πήγαν διάνα! Το καταλάβαμε καθώς νιώσαμε το τράνταγμα από τις εκρήξεις. Αμέσως μετά κάναμε κράτει τις μηχανές. Υστερα από λίγα λεπτά έγινε πανδαιμόνιο. Οι Ιταλοί έριχναν βόμβες βυθού από αντιτορπιλικά και αεροπλάνα. Αυτές ήταν ρυθμισμένες να σκάσουν στα 100 μέτρα καθώς πίστευαν ότι είχαμε πάρει μεγάλο βάθος. Ωστόσο ο Ιατρίδης το είχε ίσως προβλέψει και κράτησε το υποβρύχιο στα 30 μέτρα. Αυτή η διαφορά των 70 μέτρων μάς έσωσε. Βέβαια το υποβρύχιο τραντάζονταν από τις εκρήξεις, αλλά δεν έσταξε ούτε επιστόμιο». Το Υ/Β «Πρωτεύς», με επικεφαλής τον πλωτάρχη Μιχαήλ Χατζηκωνσταντή, βύθισε στις 29 Δεκεμβρίου ένα ιταλικό ατμόπλοιο. Στη συνέχεια όμως εμβολίστηκε και βυθίστηκε από ένα αντιτορπιλικό συνοδείας. Το Υ/Β «Κατσώνης», με κυβερνήτη 97
Ιταλικής Αεροπορίας ήταν καταθλιπτική. Ωστόσο οι Ελληνες πιλότοι έπεσαν στη φωτιά της μάχης με ιδιαίτερη τόλμη. Τις πρώτες ημέρες του πολέμου βομβαρδίστηκαν η Πάτρα, το Ρίο, η Θεσσαλονίκη, η διώρυγα της Κορίνθου και άλλα σημεία της ελληνικής επικράτειας με συνέπεια να υπάρξουν απώλειες μεταξύ των αμάχων. Ωστόσο η Ιταλική Αεροπορία δεν πέτυχε στο ελάχιστο τους στόχους της, δηλαδή την καταστροφή ζωτικών υποδομών και την παρενόχληση της επιστράτευσης και της προώθησης των ελληνικών μονάδων στο μέτωπο. Παράλληλα τα ιταλικά αεροσκάφη δεν κατάφεραν, καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου, να βυθίσουν ούτε ένα ελληνικό πολεμικό σκάφος επιφανείας.
Δεν έχει παρέλθει μήνας από την ιταλική επίθεση και ο ελληνικός στρατός μπαίνει νικητής στην Κορυτσά στις 23 Νοεμβρίου 1940 (φωτογραφία Πολεμικό Μουσείο, Αθήνα).
τον πλωτάρχη Αθανάσιο Σπανίδη, βύθισε στις 31 Δεκεμβρίου ένα ιταλικό πετρελαιοφόρο. Η δράση του Βασιλικού Ναυτικού κατέδειξε την αδυναμία του ιταλικού στόλου (παρά το μεγάλο του μέγεθος) να υποστηρίξει τις χερσαίες επιχειρήσεις διά της θαλάσσιας οδού. Οι «θρασείς» Ελληνες αμφισβητούσαν έμπρακτα το «mare nostrum» του Μουσολίνι. Στη μάχη των αιθέρων η λιλιπούτεια Ελληνική Βασιλική Αεροπορία είχε επωμιστεί το πιο βαρύ έργο, καθώς η ποσοτική και ποιοτική υπεροχή της 98
Στις 30 Οκτωβρίου οι Ελληνες πιλότοι πλήρωσαν τον πρώτο φόρο αίματος. Δύο ελληνικά αεροσκάφη Henschel ενεπλάκησαν με πέντε ιταλικά μαχητικά, με αποτέλεσμα να φονευθούν τρεις από τους τέσσερις χειριστές (ανθυποσμηναγοί Ευάγγελος Γιάνναρης και Λάζαρος Παπαμιχαήλ και σμηνίας Κωνσταντίνος Γεμενετζής). Οι αναγνωριστικές επιχειρήσεις όμως στέφθηκαν από επιτυχία. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ο εντοπισμός της Μεραρχίας «Τζούλια» από αεροσκάφος της Μοίρας Στρατιωτικής Συνεργασίας. Να πώς περιγράφει ο Δ. Καρακίτσος το περιστατικό: «Σημειώσαμε πυκνή φάλαγγα και πεσμένους πρηνηδόν Ιταλούς που εύκολα τους αναγνωρίσαμε από το χρώμα και τον τύπο της στολής τους. Μας άνοιξαν αμέσως πλαίσια, μόλις το αεροπλάνο μας πέταξε πάνω από τη Σαμαρίνα, δύο κόκκινες λωρίδες σε σχήμα σταυρού. Ομως το “κόκκινο” δεν υπήρχε στον ελληνικό κώδικα συνεργασίας. Προφανώς τους αιφνιδιάσαμε…». Οι Ελληνες πιλότοι προσπαθούσαν να υπερκαλύψουν την αριθμητική τους μειονεξία και την τεχνική υπεροχή του εχθρού εκτελώντας παράτολμους ελιγμούς. Ενας απ’ αυτούς, ο υποσμηναγός Μαρίνος Μητραλέξης, έγραψε το όνομά του με χρυσά γράμματα στα παγκόσμια αεροπορικά χρονικά. Πετώντας με ένα PZL στις 2 Νοεμβρίου 1940 εντόπισε ένα ιταλικό βομβαρδιστικό και άρχισε να το καταδιώκει. Οταν τελείωσαν τα πυρομαχικά του εμβόλισε την ουρά του εχθρικού αεροσκάφους ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
με αποτέλεσμα αυτό να καταπέσει. Ο ίδιος εκτέλεσε αναγκαστική προσγείωση και στη συνέχεια συνέλαβε το ιταλικό πλήρωμα με το ατομικό του περίστροφο!
Νοεμβρίου με τη Χ Μεραρχία Πεζικού. Οι Ιταλοί αναγκάστηκαν να εκκενώσουν το Πόγραδετς, το οποίο κατέλαβαν τμήματα της ΧΙΙΙ Μεραρχίας Πεζικού στις 30 Νοεμβρίου.
Οι αεροπορικές επιδρομές των Ιταλών συνεχίστηκαν. Την ίδια στιγμή οι ελληνικές μοίρες βομβαρδισμού κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια, πλήττοντας εχθρικούς σχηματισμούς και εγκαταστάσεις στο έδαφος. Μετά την πρώτη εβδομάδα του Νοεμβρίου εμφανίστηκαν στους ελληνικούς αιθέρες τα πρώτα αεροσκάφη της RAF. Οι Βρετανοί πιλότοι πρόσφεραν την πολύτιμη βοήθειά τους σε αποστολές δίωξης και βομβαρδισμού.
Εν τω μεταξύ το Α’ ΣΣ συνέχισε την προώθησή του προς Αυλώνα. Επειτα από σκληρές μάχες καταλήφθηκε το Δέλβινο στις 5 Δεκεμβρίου από τμήματα της ΙΙΙ Μεραρχίας, η οποία τη νύκτα 7/8 Δεκεμβρίου αντικαταστάθηκε από την IV Μεραρχία Πεζικού. Tην ημέρα εκείνη (5 Δεκεμβρίου) σημειώθηκε μια σημαντική απώλεια για τον ελληνικό στρατό. Επρόκειτο για τον αντισυνταγματάρχη Μαρδοχαίο Φριζή. Θραύσμα βόμβας εχθρικού αεροπλάνου τον χτύπησε στο στομάχι κι ενώ ήταν έφιππος, προσπαθώντας να εμψυχώσει και να καθοδηγήσει τους στρατιώτες του, εν αναμονή ιταλικής αντεπίθεσης. Λίγη ώρα αργότερα, οι άνδρες του τον βρήκαν να κείτεται νεκρός.
Επανερχόμενοι στο μέτωπο της ξηράς, το Α’ ΣΣ κινήθηκε κατά μήκος της κοιλάδας του ποταμού Δρίνου (24-30 Νοεμβρίου). Στο ίδιο διάστημα το Β’ ΣΣ κινήθηκε προς Φράσερι και απώθησε τους Ιταλούς πιο βαθιά στο βορειοηπειρωτικό έδαφος για να εξασφαλίσει στη ζώνη ενεργείας του ευρέως την οδό Μέρτζανη – Λεσκοβίκι – Ερσέκα – Κορυτσά. Στις 30 Νοεμβρίου το Β’ ΣΣ υπήχθη απευθείας στο ΓΣ. Το ΤΣΔΜ απελευθέρωσε τη Μοσχόπολη στις 24
Ο Μαρδοχαίος Φριζής (Εβραίος το θρήσκευμα) διαβάστηκε από ορθόδοξο ιερέα, ελλείψει ραββίνου, και ετάφη στην Πρεμετή. Με το άγγελμα του θανάτου, ο Ιωάννης Μεταξάς έστειλε στη χήρα συλλυπητήριο τηλεγράφημα και ανακήρυξε τον Φριζή «Ηρωα της Ελλάδας».
Μεταφορά πυρομαχικών από φάλαγγα ημιονηγών (φωτογραφία Πολεμικό Μουσείο, Αθήνα). ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
99
το κύρος του Μουσολίνι, επειδή οι Ιταλοί είχαν ονομάσει το λιμάνι αυτό Πόρτο Εντα προς τιμήν της κόρης του Μουσολίνι και συζύγου του υπουργού Εξωτερικών, Εντας Τσιάνο. Το Β’ ΣΣ, συνεχίζοντας την προέλασή του, κατέλαβε την Πρεμετή με τη Μεραρχία Ιππικού και το Φράσερι με την Ταξιαρχία Ιππικού.
Ο ελληνικός στόλος με επικεφαλής τον υποναύαρχο Επαμεινώνδα Καββαδία πραγματοποίησε νυκτερινές επιδρομές και είχε ενεργή παρουσία στην Αδριατική.
Στις 8 Δεκεμβρίου η IV Μεραρχία Πεζικού απελευθέρωσε το Αργυρόκαστρο. Ο Νάσος Φακίδης μάς διέσωσε μια φωτογραφική εικόνα της απελευθερωμένης πόλης: «Οι δρόμοι και τα καλντερίμια της πόλης είναι γεμάτα από Ελληνες στρατιώτες. Το “χακί” χρώμα κυριαρχεί… Η κυανόλευκη κυματίζει στο Φρούριο και το Διοικητήριο… Ολα τα δημόσια και ιδιωτικά καταστήματα σημαιοστολίζονται και οι επιγραφές τους αλλάζονται μ’ ελληνικές…». Στον παραλιακό τομέα το Απόσπασμα Λιούμπα κατέλαβε στις 6 Δεκεμβρίου τους Αγίους Σαράντα. Ο ενθουσιασμός του έθνους για την κατάληψη των τριών αυτών πόλεων ήταν απερίγραπτος. Η απήχηση από την κατάληψη των Αγίων Σαράντα παγκόσμια. Αποτέλεσε μάλιστα πλήγμα για 100
Το ΤΣΔΜ συνέχισε τις επιθετικές του επιχειρήσεις στην περιοχή της Κορυτσάς. Η ΟΜΚ, η οποία είχε μετονομαστεί σε Συγκρότημα «Κ» και διέθετε μόνο τη Χ Μεραρχία Πεζικού (η ΙΧ είχε διατεθεί ως εφεδρεία του Β’ ΣΣ), ολοκλήρωσε την κατάκτηση του ορεινού όγκου Οστραβίτσα στις 12 Δεκεμβρίου. Το Γ’ ΣΣ, που από 1ης Δεκεμβρίου είχε ενισχυθεί με τη XVII Μεραρχία Πεζικού, η οποία είχε αναλάβει τον τομέα της ΧΙΙΙ Μεραρχίας, κινήθηκε στον άξονα Κορυτσά – Ελβασάν και, έπειτα από σκληρό αγώνα κάτω από αντίξοες καιρικές συνθήκες με πυκνές χιονοπτώσεις, ολοκλήρωσε την κατάληψη του ορεινού όγκου της Κάμιας και στις 7 Δεκεμβρίου τμήματα της XV Μεραρχίας εισήλθαν στο Πόγραδετς και αντικατέστησαν τα τμήματα αναγνώρισης της ΧΙΙΙ Μεραρχίας τα οποία είχαν καταλάβει την πόλη από τις 30 Νοεμβρίου. Η όλη κατάσταση δημιούργησε κρίση στην ιταλική ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων. Στις 26 Νοεμβρίου παραιτήθηκε ο αρχηγός του Ιταλικού Γενικού Επιτελείου Στρατού, στρατηγός Μπαντόλιο (ή μάλλον τον εξανάγκασε σε παραίτηση ο Μουσολίνι!). Αντικαταστάθηκε από το στρατηγό Ούγκο Καβαλλέρο, ο οποίος, ύστερα από ένα άκρως απογοητευτικό μήνυμα του Σοντού προς τον Μουσολίνι, με το οποίο πρότεινε την εύρεση πολιτικής λύσης στην κρίση, μετέβη στην Αλβανία για να εξετάσει προσωπικά την κατάσταση. Η αναφορά του Σοντού προκάλεσε απελπισία στην ιταλική ηγεσία. Ο Τσιάνο έγραψε: «Ο στρατηγός Σορίτσε μού τηλεφώνησε σήμερα το πρωί ότι χάσαμε το Πόγραδετς και ότι οι Ελληνες διέσπασαν τις γραμμές μας… Ο Μουσολίνι με καλεί στο Παλάτσο Βενέτσια. Τον βρίσκω κουρασμένο όσο ποτέ άλλοτε. “Δεν υπάρχει άλλη διέξοδος” μου λέει, “Είναι παράλογο και αλλόκοτο, αλλά είναι γεγοΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Το υποβρύχιο «Παπανικολής», με κυβερνήτη τον πλωτάρχη Μίλτο Ιατρίδη, όπως και τα υποβρύχια «Πρωτεύς» και «Κατσώνης» έγραψαν με τη δράση τους ηρωικές σελίδες στην ιστορία του Ελληνικού Ναυτικού.
νός. Πρέπει να ζητήσουμε μέσω Χίτλερ εκεχειρία”. “Αδύνατον” απαντώ. “Οι Ελληνες θα θέσουν ως πρώτο όρο την προσωπική εγγύηση του Φύρερ ότι δεν θα ενεργήσουμε ποτέ πλέον εναντίον τους. Προτιμώ να τινάξω τα μυαλά μου παρά να τηλεφωνήσω στον Ρίμπεντροπ. Αλλά είμαστε βέβαιοι ότι ηττηθήκαμε; Μήπως ο ανώτατος διοικητής κατέθεσε τα όπλα πριν τα καταθέσουν οι άνδρες του”…». Τελικά ο Μουσολίνι κατάπιε τον εγωισμό του και ζήτησε βοήθεια από τη Γερμανία. Το μόνο που κατάφερε να αποκομίσει ήταν 50 μεταφορικά αεροπλάνα! Κατά το χρονικό διάστημα 13 Δεκεμβρίου 1940 έως 6 Ιανουαρίου 1941, οι επιχειρήσεις του ελληνικού στρατού συνεχίστηκαν κάτω από απάνθρωπες καιρικές συνθήκες. Ο χειμώνας εκείνος ήταν εξαιρετικά βαρύς με πυκνές χιονοπτώσεις και πολικό κρύο. Οι στρατιώτες κατέβαλαν υπεράνθρωπες προσπάθειες για να επιβιώσουν. Εκτός από τα εχθρικά πυρά, είχε εμφανιστεί ένας ακόμα αντίπαλος: τα κρυοπαγήματα. «Ο απολογισμός των παγοπλήκτων ήταν τρομερός, κανείς μας όμως, ακόμη ούτε οι αξιωματικοί, ούτε οι γιατροί, δεν είχαμε αντιληφθεί το μέγεθος της καταστροφής. Τα πόδια ή και τα χέρια πολλών αξιωματικών και ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
οπλιτών ήταν φλογισμένα και κατακόκκινα από την ύπουλη ασθένεια των κρυοπαγημάτων. Κανείς όμως δεν γνώριζε ότι αυτό ήταν προμήνυμα γάγγραινας και ότι, ύστερα από λίγες μέρες στα Γιάννενα και στην Αρτα, στα νοσοκομεία μας, θα τους θέριζαν οι γιατροί κυριολεκτικά τα κάτω άκρα τους» (Παν. Δημ. Λαμπρόπουλος, Το 9ο Σύνταγμα εις την Αλβανίαν). Το Α’ ΣΣ διέθετε τώρα τις ΙΙ, ΙΙΙ και IV Μεραρχίες επειδή η VIII Μεραρχία και το Απόσπασμα Λιούμπα είχαν αποσυρθεί ως εφεδρεία του αρχιστράτηγου στις περιοχές Δελβινακίου και Δελβίνου, αντίστοιχα. Παρ’ όλα αυτά, κάτω από αντίξοες συνθήκες, κατόρθωσε να απελευθερώσει τη Χειμάρρα στις 22 Δεκεμβρίου. Το Β’ ΣΣ κινήθηκε στην εδαφική περιοχή μεταξύ Αώου και άνω κοιλάδας του Αψου ποταμού και έπειτα από σκληρή μάχη με τους Ιταλούς και τα στοιχεία της φύσης, κατόρθωσε να φθάσει 2 χιλιόμετρα ΒΑ της Κλεισούρας χωρίς να μπορέσει να την καταλάβει. Στον τομέα του ΤΣΔΜ το Συγκρότημα «Κ» μετονομάστηκε σε Ε’ ΣΣ, αν και εξακολουθούσε να περιλαμβάνει ακόμα μόνο τη Χ Μεραρχία Πεζικού. Κατόρθωσε όμως να φθάσει 101
Στη μάχη των αιθέρων, η Ελληνική Βασιλική Αεροπορία, παρά το μικρό της μέγεθος, κατόρθωσε να υπερασπιστεί επάξια το ελληνικό έδαφος και να προσφέρει σημαντικότατο έργο (φωτογραφία Πολεμική Αεροπορία).
Ο υποσμηναγός Μαρίνος Μητραλέξης και το ηρωικό κατόρθωμά του. 102
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
στα ανατολικά του όρους Τόμορος και να συνδέσει το δεξιό του Β’ ΣΣ με το αριστερό του Γ’ ΣΣ. Το τελευταίο, εξαιτίας των καιρικών συνθηκών, περιορίστηκε στη βελτίωση των κατεχόμενων θέσεων και την αγκίστρωση εχθρικών δυνάμεων. Οι Ιταλοί, αντιμετωπίζοντας τον κίνδυνο κατάληψης του Αυλώνα, πραγματοποίησαν κάθε δυνατή προσπάθεια για να σταματήσουν την ελληνική προέλαση. Ενίσχυσαν τις δυνάμεις της Αλβανίας με προσωπικό και άφθονο πολεμικό υλικό. Στις 29 Δεκεμβρίου ο Καβαλλέρο αντικατέστησε τον Σοντού στη διοίκηση των ιταλικών δυνάμεων στην Αλβανία. Μακριά από το μέτωπο συνέβαιναν άλλα γεγονότα καθοριστικά για την τύχη της χώρας. Ο Χίτλερ είχε ήδη σχεδιάσει την επιχείρηση κατά της Σοβιετικής Ενωσης για τον Μάιο του 1941. Η τροπή που είχε ακολουθήσει η κατάσταση στην Ελλάδα τον ανησυχούσε πολύ. Τα βρετανικά αεροπλάνα μπορούσαν να φθάσουν τις πετρελαιοπηγές της Ρουμανίας και αν οι Βρετανοί αποβιβάζονταν με μεγάλες δυνάμεις στην Ελλάδα, διακυβευόταν η θέση της Γερμανίας στα Βαλκάνια. Η δημιουργία ενός νέου μετώπου από τους Βρετανούς στα Βαλκάνια, όπως ακριβώς στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αποτελούσε έναν εφιάλτη για το Γερμανικό Επιτελείο, ο οποίος δεν έπρεπε να επαναληφθεί. Στις 4 Νοεμβρίου 1940 πραγματοποιήθηκε πολεμικό συμβούλιο στο Βερολίνο. Ο Χίτλερ χαρακτήρισε την ιταλική εισβολή στην Ελλάδα «θλιβερό γεγονός» και ζήτησε από τους επιτελείς του να μελετήσουν εισβολή στην Ελλάδα. Στις 13 Δεκεμβρίου 1940, ενώ ο ελληνικός στρατός καταδίωκε τους Ιταλούς μέσα στο έδαφος της Βορείου Ηπείρου, ο Χίτλερ εξέδιδε την υπ’ αριθμόν 20 Κατευθυντήρια Οδηγία του για την Επιχείρηση «Μαρίτα», όπως ήταν το κωδικό όνομα της επίθεσης κατά της Ελλάδας.
Το τέλμα του μετώπου και η «Πριμαβέρα» Στις 6 Ιανουαρίου 1941 οι αντικειμενικοί σκοποί τους οποίους είχε θέσει το ΓΣ από τις αρχές ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Νοεμβρίου είχαν ολοκληρωθεί. Οι ελληνικές δυνάμεις, παρά τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες του φοβερού εκείνου χειμώνα και τον ανεπαρκή εφοδιασμό, παρά τις συνεχείς ενισχύσεις των Ιταλών, είχαν κατορθώσει να τους απωθήσουν σε βάθος από 30 έως 50 χιλιόμετρα μέσα στο βορειοηπειρωτικό έδαφος. Την ίδια ημέρα το ΓΣ αναγκάστηκε να αναστείλει τις επιθετικές επιχειρήσεις μεγάλης κλίμακας. Οι λόγοι οι οποίοι οδήγησαν στην απόφαση αυτή ήταν οι κακές καιρικές συνθήκες, οι δυσχέρειες ανεφοδιασμού, οι μεγάλες απώλειες από κρυοπαγήματα που είχαν μάλιστα ξεπεράσει τις απώλειες μάχης και η ανάγκη να συμπληρωθούν οι κάθε είδους ελλείψεις που δημιουργήθηκαν αναπόφευκτα κατά το δίμηνο αγώνα. Οι σημαντικότερες επιχειρήσεις που ακολούθησαν ήταν εκείνες του Β’ ΣΣ για την κατάληψη της Κλεισούρας. Η επίθεση εκτοξεύθηκε το πρωί της 8ης Ιανουαρίου με δύο μεραρχίες σε πρώτο κλιμάκιο. Η Ι Μεραρχία κινήθηκε στο αριστερό και η XV ΜΠ στο δεξιό. Η ΧΙ Μεραρχία ακολουθούσε τη XV. Η XV Μεραρχία Πεζικού αντιμετώπισε τμήματα μιας παλαιάς γνώριμης, της «Τζούλια». Οι Ελληνες νίκησαν, αλλά με βαρύ τίμημα. Η «Τζούλια», όμως, καταστράφηκε για δεύτερη φορά. Οι αλπινιστές εγκατέλειψαν στο πεδίο της μάχης 800 νεκρούς και τραυματίες. Στις 9 Ιανουαρίου ενεπλάκη στον αγώνα η ΧΙ Μεραρχία και έπειτα από σκληρό αγώνα κατέλαβε στις 10 Ιανουαρίου τον στρατηγικής σημασίας κόμβο της Κλεισούρας. Το γεγονός αποτέλεσε μεγάλο πλήγμα για την ιταλική διοίκηση. Ο Καβαλλέρο σχολίασε: «Εχουμε ήδη εμπλέξει τις τέσσερις μεραρχίες που έφθασαν εδώ σε μια κατάσταση διαφορετική από εκείνη που είχαμε σχεδιάσει. Οι ενδείξεις ότι οι Ελληνες έχουν εξαντληθεί αποδείχθηκαν απατηλές…». Οι ελληνικές όμως νίκες και οι θρίαμβοι καταβλήθηκαν με βαρύτατο τίμημα. Οι θάνατοι, οι τραυματισμοί, οι ακρωτηριασμοί, τα κρυοπαγήματα και οι κάθε είδους κακουχίες έφεραν συχνά τους 103
Ελληνες στρατιώτες στο Αργυρόκαστρο το οποίο κατελήφθη από την IV Μεραρχία στις 8 Δεκεμβρίου 1940.
Ο αρχιστράτηγος Παπάγος στο Αργυρόκαστρο συνοδευόμενος από επιτελή του. 104
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Ελληνες στρατιώτες στα όρια της αντοχής τους. Συγκλονιστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα από το ημερολόγιο του έφεδρου ανθυπολοχαγού Νίκου Παπαβασιλείου: «Νομίζομε, πως έφτασε πια το τέλος μας σ’ αυτόν εδώ τον καταραμένο Γολγοθά. Κοιμόμαστε σαν σκυλιά και έχομε σκεβρώσει από την υγρασία και το κρύο… Τα οπλοπολυβόλα συχνά παγώνουν και δεν λειτουργούν, και οι στρατιώτες σκοποί είναι υποχρεωμένοι να τα καταβρέχουν με το κατούρημά τους, για να ξεπαγώνουν… Τίποτα δεν φαίνεται άλλο γύρω μας, παρά μόνο απέραντο χιόνι… Μέσα στα αντίσκηνα ακούγονται κλάματα και βογκητά, αναστεναγμοί και παραμιλητά: “Ωχ μανούλα μου, δεν μπορώ, πεθαίνω…”». Στις 26 Ιανουαρίου οι Ιταλοί πραγματοποίησαν αντεπίθεση για να ανακαταλάβουν την Κλεισούρα. Η αντεπίθεση πραγματοποιήθηκε με νέες δυνάμεις ενισχυμένες με μονάδες αλπινιστών και αρμάτων και υποστηριζόμενη με πρωτοφανή όγκο Αεροπορίας. Το Β’ ΣΣ μέχρι τέλους Ιανουαρίου είχε κατορθώσει να αποκρούσει την ιταλική αντεπίθεση. Δεν αρκέστηκε όμως σε αυτό. Συνεχίζοντας τις προσπάθειές του κατέλαβε την Τρεμπεσίνα στις 2 Φεβρουαρίου. Μέχρι τις 12 Φεβρουαρίου είχε καταλάβει την κορυφογραμμή της Τρεμπεσίνας, το Μάλι Σπαντάριτ, το χωριό και τον αυχένα Μπούμπεσι, το ύψωμα Κιάφε Λουζίτ και τα υψώματα 717 και 731. Σε λιγότερο από ένα μήνα οι Ιταλοί θα μετάνιωναν πικρά που έχασαν αυτές τις τοποθεσίες.
«Ο ήρωας της Ελλάδας», αντισυνταγματάρχης Μαρδοχαίος Φριζής, ο οποίος έπεσε ηρωικά μαχόμενος κατά την προώθηση του ελληνικού στρατού προς την Αυλώνα στις 5 Δεκεμβρίου 1940.
Στο μεταξύ στις 29 Ιανουαρίου 1941 απεβίωσε ο Ιωάννης Μεταξάς σε ηλικία 70 ετών. Ο Αλέξανδρος Κορυζής, ως τότε διοικητής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, ανέλαβε καθήκοντα πρωθυπουργού, με εντολή του βασιλιά Γεωργίου Β’. Στις 14 Φεβρουαρίου δημιουργήθηκε το Τμήμα Στρατιάς Ηπείρου (ΤΣΗ) με διοικητή τον αντιστράτηγο Μάρκο Δράκο, για το ενδεχόμενο αντιμετώπισης απειλής από τη Βουλγαρία, η οποία είχε προσχωρήσει στον Αξονα. Στο ΤΣΗ ενσωματώθηκαν τα Α΄ και Β΄ΣΣ. Προσπάθειες για την κατάληψη του Τεπελενίου ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Ο λοχαγός Γεώργιος Βασιλικός ο οποίος έπεσε ηρωικά μαχόμενος στις 23 Δεκεμβρίου 1940 στο ύψωμα 1220 Βόρ. Φράταρι. 105
από το Α’ ΣΣ απέτυχαν λόγω των καιρικών συνθηκών και της αντίστασης των Ιταλών οι οποίοι με συνεχείς ενισχύσεις είχαν μετατρέψει την ιταλική διάταξη σε «τείχος», σύμφωνα με τον Καβαλλέρο. Οι μάχες εκείνης της περιόδου θεωρούνται από τις σκληρότερες του πολέμου. «Οι δικοί μας είχαν πέσει μέσα στο οχυρό εκ των όπισθεν και οι Ιταλοί βγήκαν από το οχυρό μαχόμενοι σώμα με σώμα. Τα ιταλικά όπλα όλμοι, πολυβόλα, αλλά και ντουφέκια ακόμα του έναντι οχυρού του Τεπελενίου είχαν σταματήσει να βάλλουν λόγω του σώματος προς σώμα εμπλοκής των Ελλήνων με τους Ιταλούς. Ενας λοχίας Καναβός ονόματι, του λόχου μας, χτυπούσε συνεχώς με το αυτόματο κατά των Ιταλών μουστωμένος προφανώς από τη μάχη. Ακούσαμε μια δυνατή φωνή: “Καναβέ καλύψου, πέσε κάτω. Κανα…” δεν πρόλαβε να τελειώσει τη λέξη και ένα βλήμα όπλου, προφανώς από μεμονωμένες εστίες αντιστάσεως, τον χτύπησε στο μέτωπο και ο ηρω-
ικά μαχόμενος εκείνος λοχίας έκαμε μια στροφή και ξαπλώθηκε στο έδαφος. Τέτοιου είδους ήρωες υπήρξαν πολλοί…». (Απόσπασμα από το ημερολόγιο του Στεφάνου Ι. Κολλίντζα, μαχητή του ’40). Στις 8 Μαρτίου 1941 άρχισε να αποβιβάζεται στην Ελλάδα το Βρετανικό Εκστρατευτικό Σώμα (ΒΕΣ) για να βοηθήσει τον Ελληνικό Στρατό στην περίπτωση γερμανικής επίθεσης. Οι ενισχύσεις αυτές όμως ήταν πολύ μικρές. Θα υποστήριζε κανείς ότι περισσότερο είχαν έλθει για να προκαλέσουν τους Γερμανούς παρά για να τους αναχαιτίσουν. Ο Μουσολίνι γνώριζε ότι οι Γερμανοί ετοίμαζαν επίθεση κατά της Ελλάδας. Επιθυμούσε λοιπόν μια άμεση επιτυχία στην Αλβανία για να περισώσει το γόητρό του και το γόητρο του στρατού του προτού επέμβει ο «άσπονδος» σύμμαχός του.
Ενώ ο ελληνικός στρατός προελαύνει στο αλβανικό μέτωπο, ο ενθουσιασμός στην Αθήνα ανεβαίνει κατακόρυφα (φωτογραφία Πολεμικό Μουσείο, Αθήνα). 106
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Ο Ιταλός δικτάτορας έφθασε στις 2 Μαρτίου 1941 στα Τίρανα για να επιβλέψει ο ίδιος τη μεγάλη του επίθεση, την οποία είχε προετοιμάσει με μεθοδικότητα. Σε συνάντηση με τους στρατηγούς του δήλωσε: «Αυτή η επιχείρηση είναι υψίστης σημασίας. Δεν πρέπει να ξεκινήσει αν δεν είναι όλα έτοιμα». Μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου είχαν μεταφερθεί στην Αλβανία δέκα νέες μεραρχίες, μαζί με χιλιάδες τόνους υλικά και εφόδια. Το σχέδιο επίθεσης των Ιταλών προετοιμάστηκε από το στρατηγό Καβαλλέρο, αλλά, παρά τα μεγαλεπήβολα όνειρα του Ντούτσε, ήταν πολύ συντηρητικό, αφού ως τελικό αντικειμενικό σκοπό είχε ορίσει τα Ιωάννινα. Το σχέδιο των Ιταλών προέβλεπε επίθεση στον τομέα της Ι ελληνικής Μεραρχίας σε τρεις κατευθύνσεις. Η κύρια προσπάθεια των Ιταλών κατευθυνόταν σε μέτωπο πέντε περίπου χιλιομέτρων,
ανάμεσα στις βόρειες πλαγιές της Τρεμπεσίνας και στο χωριό Μπούμπεσι, με τελικό αντικειμενικό σκοπό την ανακατάληψη της Κλεισούρας. Στη συνέχεια προβλεπόταν προέλαση προς Λεσκοβίκι-Ιωάννινα. Η κύρια προσπάθεια ανετέθη στο VIII Σώμα Στρατού, με τις Μεραρχίες «Κάλιαρι», «Πούλιε», «Πινερόλο», «Μπάρι» και δύο τάγματα μελανοχιτώνων. Το Σώμα πλαισιωνόταν στα βόρεια από τη Μεραρχία «Σφορτσέσκα» του XXV Σώματος Στρατού. Η Μεραρχία «Μπάρι» και αργότερα οι Μεραρχίες «Σιένα» και «Λύκοι της Τοσκάνης» θα ήταν σε δεύτερο κλιμάκιο. Τέλος, στην περιοχή Τεπελενίου υπήρχαν ως εφεδρεία οι Μεραρχίες «Πιεμόντε» και η Τεθωρακισμένη Μεραρχία «Κένταυροι». Εκτός από τις μονάδες αυτές, οι Ιταλοί διέθεταν μεταξύ Αώου και Αψου συνολικά 15 τάγματα αλπινιστών και μελανοχιτώνων και δύο τάγματα πολυβόλων. Η ιταλική επίθεση είχε σχεδιασθεί να εκδηλωθεί
Πορεία ελληνικής μονάδας στο χιονισμένο ανάγλυφο της Ηπειρου προς Ελμπασάν (φωτογραφία Πολεμικό Μουσείο, Αθήνα). ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
107
Βαρύ ελληνικό πυροβόλο βάλλει κατά ιταλικών θέσεων στο Πόγραδετς (φωτογραφία Πολεμικό Μουσείο, Αθήνα). 108
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
στον τομέα του ελληνικού Β’ Σώματος Στρατού. Το Σώμα αυτό διέθετε από τον Αώο μέχρι τον Αψο ποταμό τις XVII, V, I, XV και XI Μεραρχίες, ενώ πίσω από την πρώτη γραμμή υπήρχε η εφεδρεία του Τμήματος Στρατιάς Ηπείρου (ΤΣΗ): ανά ένα σύνταγμα των XV και XVII Μεραρχιών και ένα σύνταγμα της VI Μεραρχίας βόρεια της Κλεισούρας. Επίσης, στα νότια του Αργυρόκαστρου ήταν έτοιμη να επέμβει υπέρ του Β’ ΣΣ η IV Μεραρχία. Η επίθεση άρχισε τα χαράματα της 9ης Μαρτίου με έναν καταιγιστικό βομβαρδισμό Πυροβολικού, Ολμων και Αεροπορίας σε ολόκληρη τη ζώνη του Β’ ΣΣ αλλά με ιδιαίτερη σφοδρότητα στον τομέα της I Μεραρχίας. Εκεί, σε μέτωπο 6 χιλιομέτρων, έπεσαν πάνω από 100.000 βλήματα Πυροβολικού και Ολμων! Ακολούθησαν σφοδρές επιθέσεις Πεζικού σε ολόκληρο τον τομέα της Μεραρχίας αλλά ιδιαίτερα στα υψώματα 717, 731, Κιάφε Λουζίτ και Μπρέγκου Ραπίτ. Το μόνο κέρδος των Ιταλών ήταν το
ύψωμα 717, το οποίο βρισκόταν εκτός της διάταξης της I Μεραρχίας, και ένας πολύ μεγάλος αριθμός απωλειών. Ο Ντούτσε, ο οποίος παρακολουθούσε τον αγώνα, δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος. Ιταλικές επιθέσεις εκτοξεύθηκαν σε ολόκληρο το μέτωπο του Β’ ΣΣ χωρίς αποτέλεσμα. Στις 06.45 της 10ης Μαρτίου, οι Ιταλοί εκτόξευσαν ένα μαζικό βομβαρδισμό των θέσεων της I Μεραρχίας και σε όλη τη διάρκεια της ημέρας εκείνης εξαπέλυαν επιθέσεις κατά των υψωμάτων 731, Μπρέγκου Ραπίτ και Τρεμπεσίνας. Αποτέλεσμα: σωροί ιταλικών πτωμάτων! «Το σύνθημα “ένα βήμα πίσω ο τάφος της Ελλάδος” έγινε στους άνδρες έμμονη ιδέα. Ουδείς σκεπτόταν να παραχωρήσει τη θέση του σε Ιταλό… Ουδείς αυτομόλησε προς τον εχθρό. Ουδείς εγκατέλειψε τη θέση του…» (Θεόδωρου Ζ. Ζήκου, Η τιτανομαχία του 731 υψώματος, απόδοση στη δημοτική γλώσσα). Στις 11 Μαρτίου, προσπάθεια υπερκέρασης της
Χάρτης με τη διάταξη του ελληνικού στρατού στην Αλβανία τον Δεκέμβριο του 1940 (Ιστορία Ελληνικού Εθνους, τόμος ΙΕ'). ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
109
Tις ημέρες εκείνες σημειώθηκε και μια μεγάλη επιτυχία στη θάλασσα. Το αντιτορπιλικό «Ψαρά», με κυβερνήτη τον αντιπλοίαρχο Κώνστα, εντόπισε και βύθισε εχθρικό υποβρύχιο. Μετά το τέλος του πολέμου, όμως, οι Σύμμαχοι δεν πίστωσαν την καταβύθιση του υποβρυχίου στους Ελληνες, γιατί προφανώς διεκδίκησαν την επιτυχία αυτή!
Ελληνας φρουρός στον παγετώνα της Βορείου Ηπείρου (φωτογραφία Πολεμικό Μουσείο, Αθήνα).
τοποθεσίας μέσω της χαράδρας Πρόι Μαθ κατέληξε σε πανωλεθρία. Τη νύκτα 11/12 Μαρτίου, οι Ιταλοί αντικατέστησαν την αποδεκατισμένη Μεραρχία «Πούλιε» και τα καταπτοημένα τάγματα μελανοχιτώνων με τη Μεραρχία «Μπάρι». Ο Ντούτσε ρώτησε τον Καβαλλέρο πώς έκρινε τα αποτελέσματα των τριών ημερών της επίθεσης. «Μέτρια», απάντησε ο Καβαλλέρο. «Μηδέν», τον διόρθωσε ο Ιταλός δικτάτορας. Το ύψωμα 731 δέχθηκε άλλες δύο ανεπιτυχείς επιθέσεις την ημέρα εκείνη. Οι Ιταλοί επιχείρησαν νέα επίθεση στις 00.45 της 12ης κατά του εφιάλτη τους, των υψωμάτων 731 και Μπρέγκου Ραπίτ, με ανέπαφα τμήματα της Μεραρχίας «Μπάρι». Νέα αποτυχία με τεράστιες απώλειες. Το θέαμα μπροστά από τα υψώματα ήταν φρικτό. Τα δέντρα είχαν «ξυριστεί» από τα πυρά και πτώματα Ιταλών βρίσκονταν παντού. Οι απώλειες ήταν βαριές και από την ελληνική πλευρά. 110
Επανερχόμενοι στο μέτωπο της ξηράς, στις 16, 17 και 18 Μαρτίου δεν εκτοξεύθηκαν μεγάλης έκτασης επιθέσεις κατά των ελληνικών θέσεων. Την αυγή της 19ης Μαρτίου εκτοξεύθηκε από τους Ιταλούς επίθεση κατά του υψώματος 731, από τμήματα της Μεραρχίας «Σιένα», εκπαιδευμένα ειδικά για το σκοπό αυτό, υποστηριζόμενα από ελαφρά άρματα μάχης. Αναχαιτίστηκαν και πάλι! Μετά την επίθεση ακολούθησε σφοδρότατος βομβαρδισμός του 731 από το ιταλικό Πυροβολικό. Στις 22.00 της 20ής Μαρτίου οι Ιταλοί εξαπέλυσαν επιθέσεις με ισχυρή υποστήριξη πυρών πυροβολικού κατά του τομέα της XVII Μεραρχίας, οι οποίες αποκρούσθηκαν γύρω στα μεσάνυκτα. Στον τομέα της I Μεραρχίας επικρατούσε ηρεμία μέχρι το πρωί της 22ας Μαρτίου, οπότε εξαπολύθηκε συνεχής βομβαρδισμός μέχρι και την επόμενη ημέρα. Τα ξημερώματα της 24ης οι Ιταλοί εκτόξευσαν δύο ακόμα επιθέσεις κατά του 731 οι οποίες αποκρούσθηκαν. Ηταν και οι τελευταίες. Μία από τις σκληρότερες μάχες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είχε τελειώσει με νικητές τους Ελληνες. Ετσι έληξε άδοξα η μεγάλη ιταλική εαρινή επίθεση. Το πρωί της 21ης Μαρτίου ο Μουσολίνι έφυγε για τη Ρώμη εκφράζοντας την απογοήτευσή του προς τους επιτελείς: «Φεύγω για τη Ρώμη. Αηδίασα από αυτό το περιβάλλον. Δεν προχωρήσαμε ούτε ένα βήμα. Μέχρι τώρα με έχουν εξαπατήσει. Περιφρονώ βαθύτατα όλους αυτούς τους ανθρώπους». Είχε μείνει στην Αλβανία 18 ημέρες κατά τις οποίες είδε να αποτυγχάνουν οι προσπάθειες 120.000 περίπου ανδρών του να διασπάσουν την ελληνική γραμμή άμυνας. Πολύ αργότερα, όταν είχε τελειώσει ο πόλεμος, η φασιστική προπαγάνδα ανακοίνωσε στον ιταλικό λαό την παρουσία του Ντούτσε στο μέτωπο και τον αποφασιστικό ρόλο του στην ήττα της Ελλάδας! Η εαρινή επίΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Προς στενωπό Κλεισούρας (φωτογραφία Πολεμικό Μουσείο, Αθήνα).
θεση, είπαν, ήταν η αρχή της νίκης των Ιταλών προκαλώντας τη χλεύη ακόμη και των συμμάχων τους Γερμανών! Οι ιταλικές απώλειες ήταν συντριπτικές. Ξεπέρασαν τους 12.000 νεκρούς και τραυματίες. Τα φασιστοχιμαιρικά σχέδια του Ιταλού δικτάτορα είχαν θαφτεί κάτω από χιλιάδες νεκρούς ομοεθνείς του. Το σχέδιο ενέργειας των Ιταλών ήταν το κλασικό σχέδιο επίθεσης σε στενό μέτωπο με όγκο δυνάμεων, προς διάσπασή του και διάνοιξη μιας κατεύθυνσης προς την οποία θα επιχειρείτο εκμετάλλευση. Ομως η κατεύθυνση την οποία επέλεξαν ως κύρια προσπάθεια ήταν ευνοϊκή και για τον αμυνόμενο, γιατί διέθετε δρόμο που διευκόλυνε την κίνηση των εφεδρειών και βοηθούσε τελικά στην αναχαίτιση του επιτιθέμενου. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Επιπλέον, η προπαρασκευή του ιταλικού Πυροβολικού δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα γιατί μπορεί να ανάσκαβε το έδαφος και να αχρήστευε τις επικοινωνίες, άφηνε όμως ανέπαφο το ελληνικό Πεζικό και πολύ περισσότερο το Πυροβολικό. Ετσι, όταν μετά την προπαρασκευή το ιταλικό Πεζικό εξορμούσε κατά μάζες πιστεύοντας ότι θα ανέβαινε στους αντικειμενικούς σκοπούς με το όπλο επ’ ώμου, τα άθικτα τμήματα του ελληνικού Πεζικού και του Πυροβολικού το υποδέχονταν με εύστοχα πυρά. Το εγκληματικό λάθος των Ιταλών ήταν ότι την τακτική αυτήν την εφάρμοσαν επί σειρά ημερών, αλλάζοντας μόνο τις ώρες επίθεσης, καταφεύγοντας ακόμα και σε νυκτερινές επιθέσεις. Ο ηρωισμός των Ιταλών μαχητών ήταν αξιοθαύμαστος και αξιέπαινος αλλά εκείνες τις ημέρες οι Ελληνες στρατιώτες είχαν ξεπεράσει τα ανθρώπινα όρια. Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία Ιταλού έφεδρου ανθυπολοχαγού στην εκπομπή «Αλάτι και 111
Μια αναμνηστική φωτογραφία μετά τις πρώτες επιτυχίες με φόντο το Τεπελένι και τα υψώματα της Τρεμπεσίνας (φωτογραφία Πολεμικό Μουσείο, Αθήνα).
Εφοδος «εφ’ όπλου λόγχη» μέσα στο χιόνι για την κατάληψη ιταλικής θέσης (φωτογραφία Πολεμικό Μουσείο, Αθήνα). 112
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
πιπέρι» του αείμνηστου Φρέντυ Γερμανού: «Οταν εφορμήσαμε την πρώτη φορά, πίστευα ότι δεν θα συναντήσουμε ούτε έναν Ελληνα ζωντανό πάνω στο 731. Τόσο σφοδροί ήταν οι βομβαρδισμοί που προηγήθηκαν. Ομως εκείνοι ήταν εκεί και μας περίμεναν. Συνέχισα να πιστεύω το ίδιο και στις επόμενες επιθέσεις μας, που πάντα εκδηλωνόταν ύστερα από καταιγιστικά πυρά του Πυροβολικού και της Αεροπορίας μας. Ομως πάντα μας περίμεναν και μας απέκρουαν.
Το άδοξο τέλος ενός δοξασμένου έπους
Μετά την τρίτη μέρα των επιθέσεών μας, έπαψα πια να πιστεύω ότι δεν θα συναντούσαμε ζωντανούς τους υπερασπιστές του 731. Και οι στρατιώτες μας έπαψαν και αυτοί να ελπίζουν. Αυτό είχε πολύ άσχημο αντίκτυπο στο ηθικό τους, το έβλεπα. Συχνά οι Ελληνες μας περίμεναν όρθιοι μπροστά στα κατεστραμμένα χαρακώματά τους με τις λόγχες περασμένες στα όπλα τους. Συχνά γελούσαν δυνατά και φώναζαν. Είχαν υπερβεί τον άνθρωπο. Δεν ήταν άνθρωποι πλέον, το πιστεύω αυτό, ήταν θηρία».
Μετά την εκτόξευση της γερμανικής επίθεσης κατά της Ελλάδας, το ΓΣ διέταξε το ΤΣΔΜ να επιτεθεί σύμφωνα με απόφαση η οποία είχε ληφθεί στις 3 Απριλίου στο γενικό άξονα Κορυτσά – Ελβασάν – Δυρράχιο σε συνεργασία με γιουγκοσλαβικές δυνάμεις που θα ενεργούσαν από την περιοχή Ντέμπαρ – Στρούγκα προς Ελβασάν. Ο σύνδεσμος με τους Γιουγκοσλάβους ύστερα από μεγάλες προσπάθειες επετεύχθη τις πρώτες πρωινές ώρες της 7ης Απριλίου και αποφασίστηκε να πραγματοποιηθεί ταυτόχρονη κατά το δυνατόν επίθεση από τους δύο στρατούς το επόμενο πρωί. Η ελληνική ΧΙΙΙ Μεραρχία επιτέθηκε στις 13.30 της 7ης Απριλίου και σημείωσε σημαντική επιτυχία, αιχμαλωτίζοντας ένα ολόκληρο ιταλικό τάγμα. Ομως η κατάσταση στη Γιουγκοσλαβία ήταν χαώδης, οι δυνάμεις που θα συμμετείχαν στον κοινό αγώνα δεν είχαν καν επιστρατευθεί και η επιχείρηση τελικά αναβλήθηκε. Στο μεταξύ το στρατηγείο του ΤΣΔΜ άρχισε να δέχεται ανησυχητικές πληροφορίες για την κατάσταση στη Γιουγκοσλαβία. Η προέλαση της 12ης Γερμανικής Στρατιάς του Φον Λιστ στο γιουγκοσλαβικό έδαφος ενεργούσε στις δυνάμεις της χώρας αυτής όπως ο ήλιος στο χιόνι. Ετσι οι Γερμανοί ανενόχλητοι πέρασαν την «αχίλλειο πτέρνα» της ελληνικής άμυνας, το διάδρομο Μοναστηρίου – Φλώρινας, και στις 18 Απριλίου κατέλαβαν τα Γρεβενά εισερχόμενοι ανάμεσα στο Βρετανικό Συγκρότημα W που αγωνιζόταν στη διάβαση Κλειδίου και τον ελληνικό στρατό που συμπτυσσόταν από την Αλβανία.
Κύριο χαρακτηριστικό του ελληνικού σχεδίου ήταν η διεξαγωγή ενεργητικής άμυνας. Σε αυτήν οφείλεται κατά μεγάλο μέρος η νίκη. Σε πολλές περιπτώσεις οι αμυνόμενοι δεν περιορίζονταν στην απόκρουση του εχθρού μόνο με πυρά, αλλά όταν αυτός έφθανε στη γραμμή εφόδου και έπαυαν τα πυρά υποστήριξης, εξορμούσαν σχεδόν ταυτόχρονα με την έφοδο του αντιπάλου, με το πλεονέκτημα ότι αυτοί ήταν ξεκούραστοι σε σχέση με τον επιτιθέμενο. Το ελληνικό Πυροβολικό, παρά το γεγονός ότι εξαπέλυε τα βλήματα με χαρακτηριστικό πνεύμα οικονομίας, προκάλεσε τρομερές ζημιές στους Ιταλούς όχι μόνο σε επίπεδο προσωπικού και υλικού, αλλά και σε ηθικό. Ο Ελληνας μαχητής στη διάρκεια του φοβερού χειμώνα του 1941 είχε αποδειχθεί ασυναγώνιστος στην επίθεση. Τώρα απέδειξε ότι ήταν απροσπέλαστος στην άμυνα. Παρά την κυριαρχία στον αέρα της ιταλικής Αεροπορίας, η οποία υποστήριζε τον αγώνα του Πεζικού, η αμυντική ελληνική τοποθεσία δεν έχασε σπιθαμή εδάφους στη διάρκεια του αγώνα. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Ο Μουσολίνι επέστρεψε στην Ιταλία με σκοπό να επαναλάβει την επίθεση στο τέλος του μήνα. Ομως τα γεγονότα τον πρόλαβαν. Η Γιουγκοσλαβία πέρασε στο στρατόπεδο των Συμμάχων και η γερμανική επίθεση κατά της χώρας αυτής και της Ελλάδας στις 6 Απριλίου 1941 θα έδινε το τρόπαιο της νίκης στον Χίτλερ.
Το ΤΣΔΜ είχε αρχίσει να συμπτύσσεται από το βράδυ της 12ης Απριλίου. Οι Ελληνες μαχητές εγκατέλειπαν περίλυποι τα εδάφη για τα οποία 113
είχαν κάνει τόσες θυσίες να τα υπερασπίσουν. Οι μαρτυρίες βετεράνων της περιόδου μάς μεταφέρουν την πίκρα και την απογοήτευσή τους: «Από τη σκέψη μας ήλθαν τότε οι σκληροί αγώνες που είχαμε κάμει, οι θυσίες, οι κόποι, όλα αυτά θα έσβηναν… αρχίσαμε και εγκαταλείπαμε το ύψωμα της Σκουτάρας έπειτα από δυόμισι μηνών ζωή που είχαμε κάνει πάνω σ’ αυτό το καταραμένο βουνό» (απόσπασμα από το ημερολόγιο του Ευάγγελου Νικολόπουλου). «Ολοι οι στρατιώτες… εγονάτισαν και ησπάζοντο το χώμα το ποτισμένο με το αίμα των μαρτύρων κι απαρηγόρητοι έκλαιον πάνω στους τάφους όπου έκειντο οι νεκροί μας… Είχαν φαντασθή αλλοιώς τον γυρισμό, σε φάλαγγες πυκνές, με βήμα, λόγχες λαμπερές, σάλπιγγες να
ηχούν, άλογα να χλιμιντρίζουν, καμπάνες να σημαίνουν, μανδήλια να τους καλωσορίζουν» (Κώστα Νικ. Μπαλτά, Αναμνήσεις ενός πολεμιστή). Τις τρεις πρώτες ημέρες η σύμπτυξη έγινε κανονικά, χωρίς καμία ενόχληση από τους Ιταλούς. Στις 15 Απριλίου τμήματα της ΧΙΙΙ Μεραρχίας συγκρούσθηκαν με γερμανικά τμήματα της Μηχανοκίνητης Μεραρχίας «Leibstandarte Adolf Hitler» του στρατηγού Ζεπ Ντίτριχ που είχαν περάσει την Κλεισούρα και κατευθύνονταν προς την Καστοριά. Με τον τρόπο αυτόν διευκόλυναν τη σύμπτυξη των υπολοίπων δυνάμεων του ΤΣΔΜ που στράφηκε προς το Μέτσοβο. Εκεί ολοκληρώθηκε και η πρώτη φάση της σύμπτυξης του ΤΣΔΜ. Στις 17 Απριλίου το ΤΣΔΜ ονομάστηκε Γ’ ΣΣ και ετέθη
Επιθεώρηση πυροβολαρχίας από τον Μουσολίνι λίγο πριν από την εαρινή επίθεση. Παρά τις προετοιμασίες και τις ενισχύσεις, η «Πριμαβέρα» θα εξελιχθεί σε φιάσκο για τους Ιταλούς. 114
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
υπό το ΤΣΗ. Αποστολή του ήταν να καλύψει την Ηπειρο και την Ακαρνανία, αμυνόμενο στη γενική γραμμή Αώος – Μαυροβούνι – Κατάρα – Τζουμέρκα. Στη διάρκεια της σύμπτυξης σημειώθηκαν και μεμονωμένα περιστατικά παράδοσης στους Γερμανούς, ενδεικτικό της νευρικότητας και αβεβαιότητας που είχε δημιουργήσει η γερμανική επίθεση. Η σύμπτυξη του ΤΣΗ άρχισε μέσα σε ένα κλίμα ηττοπάθειας. Η σύμπτυξη του Β’ ΣΣ άρχισε τη νύκτα της 13ης Απριλίου με πρώτη την V Μεραρχία, η οποία πολεμούσε συνεχώς από τον Φεβρουάριο. Πολύ σύντομα μετετράπη σε πολλές περιπτώσεις σε φυγή πανικόβλητων στρατιωτών.
«Και βλέπω τώρα σε λίγο ν’ αληθεύει αυτό που είπε κάποιος τρανός για τον Ελληνικό Στρατό: Πως είναι ο πρώτος στη μάχη και ο χειρότερος στην υποχώρηση… Πετάνε τα ντουφέκια. Αυτά τα τιμημένα όπλα που βρόντησαν στ’ αυτιά όλου του κόσμου. Εσπασε κι’ η πειθαρχία» (απόσπασμα από το ημερολόγιο πολέμου του Βάσου Τσιμπιδάρου). Η κατάσταση των άλλων μεραρχιών δεν ήταν καλύτερη. Το πρωί της 16ης Απριλίου η κατάσταση των μονάδων του ΤΣΗ ήταν άκρως ανησυχητική. Ο διοικητής αντιστράτηγος Πιτσίκας συγκάλεσε σε σύσκεψη τους σωματάρχες του και συνέταξαν μια αναφορά προς τον Παπάγο στις 19.00 της 16ης Απριλίου. Στην αναφορά το ΤΣΗ περιέγραφε με μελανά χρώματα την κα-
Ο Μουσολίνι επιθεωρεί τάγμα Αλβανών στρατιωτών πριν από την εαρινή επίθεση. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
115
Η «μεγάλη εαρινή επίθεση» υπό το βλέμμα του Ντούτσε κατέληξε σε πανωλεθρία και σε σωρούς Ιταλών νεκρών. Ιταλικό στρατιωτικό νεκροταφείο στο μέτωπο και νεκρολογία Ιταλού στρατιώτη. 116
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
τάσταση των μονάδων από άποψης ηθικού και ως αίτιο επικαλείτο την κόπωση, την κατάληψη ελληνικών εδαφών και το φόβο μη τυχόν αιχμαλωτισθούν από Ιταλούς. Η έγκαιρη άφιξη στην τελική τοποθεσία ήταν δύσκολη έως αδύνατη. Κατέληγε στο ότι γενική εντύπωση ήταν πως κάθε αντίσταση ήταν μάταιη και ότι ο κίνδυνος να διαλυθούν μονάδες των οποίων οι άνδρες κατάγονταν από κατεχόμενες περιοχές ήταν ορατός. Με άλλα λόγια ζητούσε να επιτραπεί η συνθηκολόγηση του ΤΣΗ. Ο Παπάγος απάντησε ότι δεν μπορούσε να εγκρίνει μια τέτοια απόφαση τη στιγμή κατά την οποία βρετανικά τμήματα εξακολουθούσαν να βρίσκονται και να πολεμούν στη χώρα. Επειτα από νέα σύσκεψη όμως αποφασίσθηκε να επιτραπεί στο ΤΣΗ να συνθηκολογήσει σε περίπτωση που θα αναχωρούσε ο βασιλιάς και η κυβέρνηση από την Αθήνα (γεγονός το οποίο συνέβη στις 23 Απριλίου). Η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε αμέσως τηλεφωνικά στο ΤΣΗ, που το ίδιο βράδυ εξέδωσε διαταγή προς τα σώματα στρατού επισημαίνοντας την ανάγκη
να πραγματοποιηθεί η σύμπτυξη με τάξη και να διατηρηθεί η συνοχή του στρατού. Στις 18 Απριλίου ο αντιστράτηγος Πιτσίκας έστειλε το εξής σήμα στο Γενικό Στρατηγείο και τον πρωθυπουργό: «Η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο… Για όνομα του Θεού, σώστε τον στρατό από τους Ιταλούς». Η κατάσταση εκείνη τη στιγμή ήταν πολύ δύσκολη αλλά όχι απελπιστική. Τμήματα της ΧΙ Μεραρχίας αμύνονταν στις διαβάσεις Κατάρας και Ζυγού. Η μόνη απειλή προερχόταν από την κατεύθυνση Καλαμπάκας προς Μέτσοβο. Το πρωί της 20ής Απριλίου, γερμανικά τμήματα κινούμενα προς Μέτσοβο εβλήθησαν από πυρά πυροβολικού της Μεραρχίας. Λίγες ημέρες μάλιστα νωρίτερα οι έμπειροι άνδρες της Μεραρχίας Ιππικού είχαν αναχαιτίσει υπέρτερες γερμανικές δυνάμεις στο Πισοδέρι και στη διάβαση της Φωτεινής.
Και οι Ιταλοί αιχμάλωτοι λαμβάνουν το συσσίτιό τους (φωτογραφία Πολεμικό Μουσείο, Αθήνα). ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
117
Τελικά ο αντιστράτηγος Τσολάκογλου, διοικητής του Γ΄ΣΣ, με δική του πρωτοβουλία, υπέγραψε στις 18.00 της 20ής Απριλίου στο χωριό Βοτονόσι, με τον υποστράτηγο Ζεπ Ντίτριχ, πρωτόκολλο ανακωχής με ευνοϊκούς για τα ελληνικά τμήματα όρους: οι εχθροπραξίες μεταξύ Ελλήνων και Γερμανών διακόπτονταν στις 18.00 και λίγες ώρες μετά οι εχθροπραξίες μεταξύ Ιταλών και Ελλήνων. Ο γερμανικός στρατός θα εισερχόταν ανάμεσα στον ελληνικό και τον ιταλικό για να εξασφαλισθεί η κατάπαυση πυρός. Οι Ελληνες θα αποσύρονταν στα ελληνοαλβανικά σύνορα μέσα σε δέκα ημέρες, θα αποστρατεύονταν και θα παρέδιδαν τον οπλισμό τους. Επειτα θα επέστρεφαν στα σπίτια τους. Οι αξιωματικοί, ως ένδειξη σεβασμού προς τη γενναιότητα του ελληνικού στρατού, θα διατηρούσαν τα ατομικά τους όπλα. Μια ώρα αργότερα ενημερώθηκε ο διοικητής του ΤΣΗ ότι είχε υπογραφεί ανακωχή. Ο Πιτσίκας θεώρησε εαυτόν «παραιτηθέντα» και αναχώρησε για την
Αθήνα. Ακολούθησε η παραίτηση του Παπάγου, η οποία έγινε δεκτή. Η τελική υπογραφή ανακωχής μεταξύ Ελλάδας, Γερμανίας και Ιταλίας θυμίζει φαρσοκωμωδία. Οπως αναφέρθηκε, αρχικό πρωτόκολλο ανακωχής υπογράφηκε μεταξύ του στρατηγού Τσολάκογλου και του διοικητή της Leibstandarte. Την επομένη, όμως, ακολούθησε νέο πρωτόκολλο ανακωχής, πολύ διαφορετικό από το πρώτο, το οποίο ο Τσολάκογλου υπέγραψε ως αιχμάλωτος πολέμου. Λίγο μετά το μεσημέρι της 22ας Απριλίου, ο Γερμανός στρατιωτικός ακόλουθος στη Ρώμη, φον Ρίντελεν, διάβασε στον Μουσολίνι το κείμενο της συμφωνίας ανακωχής μεταξύ Γερμανών και Ελλήνων. Ο Μουσολίνι έγινε έξαλλος και επέμεινε ότι οι Ελληνες έπρεπε να παραδοθούν σε αυτόν. Εκνευρίστηκε ιδιαίτερα με τους όρους περί μη σύλληψης αιχμαλώτων και διατήρησης των όπλων από τους Ελληνες αξιωματικούς. Ο
«Αέρα»: Η θρυλική πολεμική κραυγή που τρομοκρατούσε τους Ιταλούς αντιλαλεί στα βορειοηπειρωτικά βουνά (φωτογραφία Λάζαρος Ακερμανίδης). 118
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Φον Ρίντελεν με μεγάλη υπομονή τού εξήγησε ότι η τιμή αυτή άξιζε στους Ελληνες μαχητές, οι οποίοι πολέμησαν τόσο γενναία, και πρόσθεσε, με αρκετή δόση χαιρεκακίας, ότι αν οι Ελληνες δεν πολεμούσαν γενναία δεν θα είχαν φέρει σε τόσο δύσκολη θέση τους Ιταλούς. Ομως ο Χίτλερ για μια ακόμα φορά εκπλήρωσε την επιθυμία του παραπονούμενου συμμάχου του και έτσι η τρίτη και τελευταία συμφωνία ανακωχής υπογράφηκε στις 23 Απριλίου 1941 στη Θεσσαλονίκη από το στρατηγό Γιοντλ, τον Τσολάκογλου και τον Ιταλό στρατηγό Φερέρο. Οι Γερμανοί, που και οι ίδιοι δεν μπορούσαν να ανεχθούν το γεγονός ότι οι Ιταλοί παρίσταναν τους νικητές, άφησαν να εννοηθεί ότι όποια ελληνικά τμήματα βρίσκονταν νότια της γραμμής Ηγουμενίτσα – Μπισδούνι – Μέτσοβο θα θεωρούντο αιχμάλωτα των Γερμανών, ενώ όσα βρίσκονταν βόρεια από τη γραμμή αυτή θα ήταν αιχμάλωτα των Ιταλών.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες το ΤΣΗ κινήθηκε γρήγορα και το βράδυ της 23ης Απριλίου βρέθηκε νότια της γραμμής για να αποφύγει την αιχμαλωσία από τους Ιταλούς. Την ίδια ημέρα εκδόθηκε και το τελευταίο πολεμικό ανακοινωθέν από ελληνικής πλευράς. Από το παρακάτω απόσπασμα διαφαίνεται το ενδιαφέρον των Ελλήνων επιτελών να μην ηττηθούν από τους Ιταλούς ακόμη και την ύστατη στιγμή. «Είναι βεβαιωμένον ότι κατά την ώραν της συνθηκολογήσεως ιταλικαί δυνάμεις δεν είχον κατορθώσει να εισέλθουν εις ελληνικόν έδαφος, αλλ’ εκρατήθησαν υπό των δυνάμεών μας επί αλβανικού τοιούτου. Στις 2 Μαΐου κοινοποιήθηκε διαταγή του Χίτλερ σύμφωνα με την οποία παρείχετο πλήρης ελευθερία σε όλους τους Ελληνες αξιωματικούς και οπλίτες οι οποίοι μέχρι τότε θεωρούνταν αιχμάλωτοι πολέμου. Ο Μουσολίνι με περίσσιο θράσος απηύθυνε προς τους «νικητές» στρατιώτες του μία ημερησία δια-
Ομάδα πυροβολητών στο ελληνοϊταλικό μέτωπο το χειμώνα του 1940-41 (φωτογραφία Πολεμικό Μουσείο, Αθήνα). ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
119
Ο αντιστράτηγος Γεώργιος Τσολάκογλου (καθιστός δεξιά) συζητά με τον Γερμανό στρατηγό Γιοντλ (καθιστός δεύτερος από αριστερά) και τον Ιταλό στρατηγό Φερέρο (προς τα δεξιά με την πλάτη προς το φακό) το τρίτο και οριστικό πρωτόκολλο παράδοσης της Ελλάδας στη ναζιστική Γερμανία και τη φασιστική Ιταλία. Θεσσαλονίκη, 23 Απριλίου 1941. Ο διοικητής της LeibstandarteSS Adolf Hitler και ο γενικός αρχηγός των Waffen-SS Josef (Sepp) Dietrich, με Ελληνες αξιωματικούς κατά τη διάρκεια της υπογραφής παράδοσης μέρους του ελληνικού στρατού, τον Απρίλιο του 1941. Στο βάθος (μέσον) διακρίνεται ο αρχηγός των ορεινών μονάδων, στρατηγός Georg Ritter von Hengl (Φωτογραφία Bundesarchiv). 120
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
ταγή στην οποία μεταξύ άλλων έλεγε: «Επειτα από έξι μηνών σκληρούς αγώνες ο εχθρός κατέθεσε τα όπλα και η νίκη αυτή καθαγίασε τις θυσίες μας. Αυτή τη στιγμή ο ιταλικός λαός θυμάται με βαθιά συγκίνηση και χαιρετάει τα ηρωικά παιδιά του που έπεσαν στην Αλβανία και εκφράζει την αιώνια ευγνωμοσύνη του σε εσάς που εκδικηθήκατε το θάνατό τους». Τελικά ο Χίτλερ είχε δίκιο όταν σε ανύποπτη στιγμή είχε πει για τους Ιταλούς: «Τι τυχερός αυτός ο λαός! Οταν ηττώνται το ξεχνούν σε τρεις ημέρες. Οταν νικούν το θυμούνται μέχρι την αιωνιότητα!». Για την Ελλάδα άρχιζε η μακρά νύχτα της Κατοχής. Για τους περισσότερους μαχητές της Αλβανίας όμως ο πόλεμος θα συνεχιζόταν μέχρι την τελική νίκη: «Πάω σε ένα χωριάτη: “Θέλω να σου ζητήσω κάτι. Αυτό το όπλο μπορείς να το κρύψεις; Μπορείς; Αυτό το όπλο” του λέω, “είναι η Ελλάδα και πρέπει να ξαναμιλήσει πάλι. Μπορείς να το κρύψεις; Στον λόγο σου…”. “Μάλιστα” μου λέει. Του έδωσα και τις σφαίρες, το φίλησα κλαίγοντας και του το παρέδωσα» (μαρτυρία Κώστα Ζαχαράκη).
(5) Ο ΕΛΛΗΝΟΪΤΑΛΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΧΕΙΜΕΡΙΝΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ, ΙΤΑΛΙΚΗ ΕΠΙΘΕΣΗ ΜΑΡΤΙΟΥ ΔΙΣ/ΓΕΣ 1966. (6) ΕΠΙΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΟΪΤΑΛΙΚΟΥ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΟΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 1940-1941, ΔΙΣ/ΓΕΣ 1984. (7) ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΑ 50 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ 28Η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940, Αθήνα 1990. (8) «ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΠΤΥΧΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΟΪΤΑΛΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ» (συλλογικό), Εκδόσεις Περισκόπιο, Αθήνα, 2009. (9) «Ο ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ» (συλλογικό), Εκδόσεις Περισκόπιο, Αθήνα, 2010. (10) Kωνσταντίνου Ε. Νούσκα: Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ ΣΑΡΑΝΤΑ», Εκδοσις Ορθ. Χριστ. Αδελφότητος «Λυδία», Θεσσαλονίκη, 1987. (11) Μεταξά Ιωάννου: ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΤΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟτόμος Δ΄ (1934-1941), Αθήναι, 1960.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ (1) ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, τόμος ΙΕ’, Εκδοτική Α.Ε., Αθήνα, 1979.
(12) Βισκόντι Σεμπαστιάνο Πράσκα: ΕΓΩ ΕΙΣΕΒΑΛΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, Εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα, 1999.
(2) Θεοφ. Παπακωνσταντίνου: Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ 1940-1941, Οργανισμός εκδόσεων «Kabanas-Hellas», Αθήναι, 1971.
(13) Francesco Pricolo: IGNAVIA CONTRO EROISMO, (L’ AVVENTURA ITALO-GRECA, OTTOBRE 1940-APRILE 1941), Ruffolo, Roma, 1946.
(3) Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΗΣ Β. ΗΠΕΙΡΟΥ (συλλογικό), Μεγάλες Μάχες, Εκδόσεις Περισκόπιο, Αθήνα, 2001.
(14) Emanuele Grazzi: ΙL PRINCIPIO DELLA FINE (L’ IMPRESA DI GRECIA), Faro, Roma, 1945.
(4) Ο ΕΛΛΗΝΟΪΤΑΛΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ -
(15) Μ. Τσέρβι: Ο ΕΛΛΗΝΟΪΤΑΛΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ, Εκδόσεις Alvin Redman Hellas, Αθήνα, 1967.
Η ΙΤΑΛΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ, ΔΙΣ/ΓΕΣ, 1980.
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
121
Τύπος Ελληνα μαχητή του 1940.
122
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
(16) ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑ 19081944, ΓΕΑ/ΥΠ. ΙΣΤ. ΠΑ, Αθήνα, 2000. (17) Δημήτριος Κ. Λωρής: ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟ 1940-1944, Εκδόσεις Περισκόπιο, Αθήνα 2009. (18) Κ. Χατζηπατέρας-Μ. Φαφαλιού: ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ 40-41, Εκδόσεις Κέδρος. (19) Ζαχαρίας Ν. Τσιρπανλής: ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΙΤΑΛΟΙ ΣΤΑ 1940-41, Θεσσαλονίκη, 2004. (20) Νίκος Παπαβασιλείου: ΥΠΕΡ ΒΩΜΩΝ ΚΑΙ ΕΣΤΙΩΝ, Αθήνα 2003. (21) Αγγελος Τερζάκης: Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΟΠΟΙΙΑ, Αθήνα 1990. (22) Χ. Κατσιμήτρος: ΗΠΕΙΡΟΣ ΠΡΟΜΑΧΟΥΣΑ. (23) Trevor-Rope: HITLER’S WAR DIRECTIVES 1939-1945, Pan Books 1966.
(30) ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 1940: Η ΕΠΙΘΕΣΗ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΟΠΩΣ ΤΗΝ ΕΙΔΑΝ ΟΙ ΙΤΑΛΟΙ (συλλογικό), Εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα, 2008. (31) Γρηγόρης Ρώντας: ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΕΣ-ΥΨΩΜΑ 731: ΟΙ ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ ΤΟΥ 40, 28/8/2009 (σελίδα στο Διαδίκτυο). (32) ΜΝΗΜΕΣ ΠΟΛΕΜΟΥ 1897-1974: ΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ, ΔΙΣ/ΓΕΣ 2012. (33) Ιστορία του Εθνους: 1940 Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ (συλλογικό), τεύχος 20, Οκτώβριος 2010. (34) Γιαννόπουλος Νίκος: ΠΟΣΟ ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΤΟ 1940; ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΠΤΥΧΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΟΪΤΑΛΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ, εκδόσεις Historical Ouest, Αθήνα 2012. (35) Προσωπικό αρχείο συγγραφέα.
(24) Mario Cervi: THE HOLLOW LEGIONS, Doubleday & Company Inc 1971. (25) Compton MacKenzie: WIND OF FREEDOM, London 1944. (26) ΧΕΙΜΕΡΙΝΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ-ΙΤΑΛΙΚΗ ΕΠΙΘΕΣΙΣ ΜΑΡΤΙΟΥ, ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αθήνα, 1966. (27) Αντιστρατήγου ε.α. Γεωργίου Μ. Τζουβάλα: ΥΨΩΜΑ 731, ΕΜΕΙΣ, Αθήνα, 2007. (28) Κωνσταντίνος Ε. Αβτζιγιάννης: Η ΕΠΟΠΟΙΙΑ ΤΟΥ ΥΨΩΜΑΤΟΣ 731, Εκδόσεις Αμυντική Γραμμή, Αθήνα, 2007. (29) Παναγιώτης ΜαυροκέφαλοςΧριστίνα Μαυροκέφαλου: Η ΕΑΡΙΝΗ ΕΠΙΘΕΣΗ ΤΩΝ ΙΤΑΛΩΝ ΣΥΝΤΡΙΒΕΤΑΙ ΣΤΟ ΥΨΩΜΑ 731, περ. Στρατιωτική Ιστορία, Εκδόσεις Περισκόπιο, Μάρτιος 2009.
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
123
Ο Ντούτσε σε μια αφίσα θριάμβου πριν από τη σκληρή ελληνική περιπέτειά του. 124
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Γιώργος Μαργαρίτης Καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής και Κοινωνικής Ιστορίας ΑΠΘ
Η εισβολή μέσα από την ιταλική ματιά. Παραλιακός τομέας: Μεραρχία «Σιένα». Οκτώβριος – Νοέμβριος 1940 Ο Ντούτσε και το φασιστικό επιτελείο σχεδιάζουν με αβάσταχτη ελαφρότητα μια εισβολή στην Ελλάδα. Μια επιχείρηση που απαιτούσε μια σειρά -ανεκπλήρωτωνευνοϊκών συγκυριών για να είναι επιτυχής για τους Ιταλούς. Η αντίσταση του ελληνικού στρατού τις πρώτες μέρες και η ταχεία επιστράτευση απεκατέστησαν σύντομα την ισορροπία δυνάμεων στο μέτωπο. Το «σημείο καμπής» σε Καλαμά και Βωβούσα. Τα στρατηγικά σχέδια των δύο επιτελείων. Ο πόλεμος μέσα από την ιταλική οπτική. Οι αμφιβολίες υποσκάπτουν το ηθικό του ιταλικού στρατού, παρά τις προσπάθειες της προπαγάνδας. Οι Ιταλοί από επιτιθέμενοι μετατρέπονται σε αμυνομένους και αναζητούν καταφύγιο στην Αλβανία.
Σ
τις 15 Οκτωβρίου 1940, λίγες μόλις ημέρες πριν από την έναρξη της εισβολής στην Ελλάδα, μια παρέα Ιταλών, κομματικών στελεχών και στρατιωτικών αξιωματούχων, στην περιοχή των Αγίων Σαράντα, στο αλβαΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
νικό έδαφος, επισκεπτόταν τόπους ταφής στρατιωτών που έπεσαν στον προηγούμενο πόλεμο. Αν και η περιοχή δεν υπήρξε ζώνη σκληρών μαχών, τα κατάλοιπα του προηγούμενου πολέμου ήταν ορατά σε πολλά σημεία. Οι διάσπαρτοι τάφοι των στρατιωτών στην περιοχή φιλοξενούσαν κυρίως τα λείψανα στρατιωτών της Αυστρο-ουγγαρίας. Πραγματικά αρκετοί στρατιώτες της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων είχαν σταλεί ως αιχμάλωτοι πλέον πολέμου στην περιοχή για να εργαστούν στα οδικά έργα που κατασκεύαζε το Μηχανικό του ιταλικού στρατού: επρόκειτο για τον παραλιακό δρόμο που θα ένωνε την Αυλώνα με τους Αγίους Σαράντα. Το έργο ήταν δύσκολο, οι συνθήκες εργασίας απάνθρωπες, το κλίμα ανθυγιεινό το καλοκαίρι, σκληρό το χειμώνα, η πίεση του στρατιωτικού χρόνου δεν επέτρεπε κανενός είδους συμπόνια για τους αιχμαλώτους. Από τους τελευταίους πολλοί πέθαναν και τάφηκαν στα νεκροταφεία των χωριών της αφιλόξενης περιοχής. Στο τέλος του πολέμου η χώρα τους, η Αυστρο-ουγγαρία, διαλύθηκε, κανείς δεν βρέθηκε να τους αναζητήσει και παρέμειναν εκεί αδιάφοροι ή άγνωστοι νεκροί στα αλβανικά νεκροταφεία. Κοντά τους και αρκετοί Ιταλοί στρατιωτικοί, συνοδοί, φρουροί, στρατιώτες του Μηχανικού, που επίσης τους θανάτωσε η ελονοσία του καλοκαιριού και το κρύο του αλβανικού χειμώνα. Ο όμιλος των Ιταλών περιηγητών έμεινε βαθιά εντυπωσιασμένος από την περιήγηση στους τάφους των «ξεχασμένων νεκρών». Βρίσκονταν και οι ίδιοι στην απόμερη αυτή γωνιά των Βαλκανίων, όπου, όπως όλα έδειχναν, ένας καινούργιος πόλεμος ήταν έτοιμος να ξεκινήσει. Η θέα των «ξεχασμένων νεκρών» είχε τη μορφή προειδοποίησης για το μέλλον. Ο καθένας από τους περιηγητές θα μπορούσε να βρεθεί στην ίδια θέση. Με τα κόκκαλά του θαμμένα σε μια γη άγνωστη, μακρινή, παράξενη, ένα με το άγριο τοπίο, που, όση ομορφιά κι αν έδειχνε, έκρυβε –το ένιωθαν– βαριές απειλές και απροσδιόριστους κινδύνους. Τα Βαλκάνια δεν ήταν ωραίο μέρος για να πολεμήσει κανείς, πολύ περισσότερο για να πεθάνει. 125
τα τάγματα των ειδικών σωμάτων. Σε σύγκριση με τα στρατεύματα που αντιμετωπίζουμε -περίπου 30.000 άνδρες-, έχουμε μια υπεροχή των δύο προς ένα. Μουσολίνι: Και όσον αφορά τον εξοπλισμό: τυχόν ύπαρξη αρμάτων μάχης ή οχυρωμένων ζωνών του εχθρού; Πράσκα: Η μόνη ανησυχία είναι η ενίσχυση που θα μπορούσε να δοθεί στον αντίπαλο από την αγγλική Αεροπορία, καθώς αντίστοιχη ελληνική μπορούμε να θεωρήσουμε ότι δεν υπάρχει. Οσον αφορά στο μέτωπο Θεσσαλονίκης, υπάρχει επιφύλαξη, καθώς η εκεί κατάσταση μπορεί να θεωρηθεί μεταβατική. Σε αυτό οι εξελίξεις θα εξαρτηθούν από την πορεία των επιχειρήσεων στην Ηπειρο. Μουσολίνι: Η δράση προς τη Θεσσαλονίκη είναι σημαντική, καθώς πρέπει να αποτραπεί η μετατροπή της σε βρετανική βάση.
Ο ανώτατος διοικητής των ιταλικών δυνάμεων της Αλβανίας, αντιστράτηγος Βισκόντι Πράσκα, ο οποίος στην κρίσιμη σύσκεψη διαβεβαίωνε τον Μουσολίνι πως η νίκη επί της Ελλάδας θα ήταν μια εύκολη υπόθεση.
Την ίδια ακριβώς ημέρα, πέρα από τα Στενά του Οτράντο και την Αδριατική θάλασσα, στη Ρώμη, στο λαμπρό Παλάτζο Βενέτσια, ετοιμαζόταν ο νέος πόλεμος που τόσο φοβούνταν οι Ιταλοί των Αγίων Σαράντα. Οι κορυφαίοι του φασιστικού καθεστώτος, από κοινού με τη στρατιωτική ηγεσία της χώρας1, έβαζαν τις τελευταίες πινελιές στο σχέδιο για εισβολή και κατάληψη της Ελλάδας.
Πράσκα: Η επιχείρηση προς τη Θεσσαλονίκη θα χρειαστεί περιθώριο χρόνου για να γίνει εφικτή. Το λιμάνι εφοδιασμού του στρατού είναι το Δυρράχιο, το οποίο απέχει περίπου 300 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη. Ως εκ τούτου, θα χρειαστούν ένας ή δύο μήνες για τις προετοιμασίες. Μουσολίνι: Ωστόσο, μπορείτε να αποτρέψετε τη βρετανική Αεροπορία από τυχόν δημιουργία βάσης στη Θεσσαλονίκη. Είναι σημαντικό να διατηρήσουμε προς αυτή την κατεύθυνση τις δύο διαθέσιμες μεραρχίες. Αυτή η δύναμη μπορεί να κρίνει τυχόν συνδρομή της Βουλγαρίας. Πράσκα: Προϋπόθεση για να ξεκινήσει η προέλαση στην Αθήνα που θα κρίνει τελεσίδικα τον πόλεμο είναι η κατάληψη της Ηπείρου και του λιμανιού της Πρέβεζας.
Τα πρακτικά της συζήτησης αποτύπωσαν την ελαφρότητα του φασιστικού καθεστώτος:
Μουσολίνι: Και η κατοχή των τριών νησιών: της Ζακύνθου, της Κεφαλλονιάς και της Κέρκυρας;
«Μουσολίνι: Πόσες δυνάμεις έχετε;
Πράσκα: Οπωσδήποτε.
Βισκόντι Πράσκα: Περίπου 70.000 άνδρες, εκτός από
Μουσολίνι: Οι επιχειρήσεις αυτές πρέπει να διεξά-
126
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
γονται ταυτόχρονα. Ξέρετε ποιο είναι το ηθικό των Ελλήνων στρατιωτών;
Κάποιο επεισόδιο μεταξύ Τσάμηδων και ελληνικών αρχών.
Πράσκα: Δεν είναι άνθρωποι που θα ήθελαν ευχαρίστως να πολεμήσουν…
Πράσκα: Διαθέτουμε εκρηκτικά και όπλα γαλλικής προέλευσης για έναν τέτοιο σκοπό. (…)
Μουσολίνι: Και κάτι ακόμα. Αφού ορίσουμε την ημερομηνία, πρέπει να προετοιμάσουμε ένα διπλωματικό διάβημα που θα στηρίζει την επιχείρηση. Μια αιτιολόγηση γενικού χαρακτήρα ότι η Ελλάδα υποτάχθηκε στους εχθρούς μας, ότι οι τελευταίοι χρησιμοποιούν βάσεις στο έδαφός της κ.λπ. Θα χρειαστούμε όμως και ένα πιο συγκεκριμένο επεισόδιο. Κάτι που θα μας επιτρέψει να ισχυριστούμε ότι πηγαίνουμε στην Ελλάδα για να αποκαταστήσουμε την τάξη (…). Ιακομόνι: Μπορώ να οργανώσω κάτι στα σύνορα.
Πράσκα: Πότε θέλετε να γίνει το επεισόδιο; Μουσολίνι: Στις 24! Τσιάνο: Στις 24 θα έχετε το επεισόδιό σας!». Το περιεχόμενο των διαμειφθέντων στη σύσκεψη της Ρώμης στις 15 Οκτωβρίου πιστοποιούσε τη διολίσθηση της ιταλικής ηγεσίας προς την ουτοπία.
Κατασκευή χαρακωμάτων από τον ελληνικό στρατό στη γραμμή Ελαία - Καλαμάς τον Μάρτιο 1939, ένα μήνα πριν από την ιταλική εισβολή στην Αλβανία. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
127
Απόβαση του ιταλικού στρατού στο Δυρράχιο της Αλβανίας τον Απρίλιο του 1939.
Ιταλοί στρατιώτες με ποδήλατα εισέρχονται στο Δυρράχιο μετά την κατάληψη της πόλης. 128
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Οι πολιτικές εκτιμήσεις για την επικείμενη επιχείρηση στηρίχθηκαν κυρίως στις εκτιμήσεις του Τζιακομόνι, σημαίνοντος στελέχους του φασιστικού κόμματος, τοποτηρητή και αντιβασιλέα της Αλβανίας. Σύμφωνα με αυτόν, η θέληση των Ελλήνων να αντισταθούν εξαρτιόταν από την ποιότητα της ιταλικής εφόδου. Μία αποφασιστική και κεραυνοβόλα εισβολή θα μπορούσε να κάμψει το μαχητικό πνεύμα των Ελλήνων και να ανοίξει το δρόμο για τον ιταλικό θρίαμβο. Για το έργο αυτό αρμόδιος ήταν ο στρατός και, για την ακρίβεια, ο διοικητής των δυνάμεων εισβολής, στρατηγός Πράσκα. Προφανώς δεν ήταν σε θέση να υποσχεθεί την αστραπιαία κατάληψη της εχθρικής χώρας, πίστευε όμως ότι το προσαρμοσμένο στις διαθέσιμες δυνάμεις σχέδιό του αρκούσε για να πετύχει ένα θανατηφόρο πλήγμα στον αντίπαλο αμυντικό μηχανισμό. Σύμφωνα με την επιγραμματική παρουσίαση του σχεδίου, στόχος δεν θα ήταν πλέον η άμεση κατάληψη της Ελλάδας, αλλά μία εισβολή διαρθρωμένη σε διαδοχικά στάδια, από τα οποία το πρώτο αφορούσε την κατάληψη της Ηπείρου μέχρι το στρατηγικό λιμάνι της Πρέβεζας. Η γεωγραφία θα βοηθούσε το ξεπέρασμα των δυσμενών στρατιωτικών συσχετισμών. Ανάμεσα στη θάλασσα και τις «απροσπέλαστες» οροσειρές της Πίνδου, ο ιταλικός στρατός θα δημιουργούσε ένα διάδρομο που θα κατέληγε στον Αμβρακικό κόλπο και την Πρέβεζα. Καθώς, όπως αναμενόταν, ο ιταλικός στόλος θα κυριαρχούσε στα νερά του Ιονίου μετά την κατάληψη των βασικών νησιών –της Κέρκυρας, της Κεφαλλονιάς και της Ζακύνθου–, το λιμάνι της Ηπείρου θα γινόταν το κέντρο εφοδιασμού και συγκέντρωσης των ιταλικών ενισχύσεων, η βάση πάνω στην οποία θα κτιζόταν ένα ισχυρό εκστρατευτικό σώμα που θα μπορούσε να νικήσει τον εναπομείναντα ελληνικό στρατό και να φθάσει στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Με τον τρόπο αυτό, πίστευαν οι Ιταλοί επιτελείς, θα ξεπερνιόταν το άλλο ανυπέρβλητο εμπόδιο: τα διαθέσιμα μηχανοκίνητα μέσα του ιταλικού στρατού δεν επέτρεπαν -τόσο από άποψης αριθμού όσο και από την πλευρά των διαθέσιμων καυσίμων- την υποστήριξη από τα λιμάνια της Αλβανίας μιας ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΤΣΙΑΝΟ ΠΡΟΣ ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΑΛΒΑΝΙΑΣ ΤΖΙΑΚΟΜΟΝΙ Τ. Νο. 33249/915 Ρώμη, 22 Οκτωβρίου 1940, ώρα 18:30 Εξοχώτατε Τζιακομόνι, Απολύτως προσωπικό. Αποκρυπτογραφήστε το εσείς ο ίδιος. Προκαθορισμένη ημερομηνία είναι η 28η Οκτωβρίου. Αρα θα πρέπει να μεταθέσουμε για την 26η τα γνωστά επεισόδια. Αν παρ’ όλα αυτά είναι πολύ αργά για να καθυστερήσουμε τις ενέργειες των πρακτόρων μας, μην σας απασχολεί αυτό πάρα πολύ. Εύχομαι να σας ξαναδώ σύντομα. Για μεγαλύτερη ασφάλεια επαναλαμβάνεται: «Προκαθορισμένη ημερομηνία είναι η 28η Οκτωβρίου». (Τηλεγράφημα υπουργού Εξωτερικών Ιταλίας Τσιάνο προς το διοικητή Αλβανίας Τζιακομόνι για την έναρξη του πολέμου, 22 Οκτωβρίου 1940).
βαθιάς διείσδυσης μέσα στο ελληνικό έδαφος. Η Πρέβεζα, πολύ πιο κοντά στους τελικούς στόχους της ιταλικής επίθεσης, θα επέλυε, πίστευαν, και το πρόβλημα αυτό. Πολιτικές εκτιμήσεις επιστρατεύθηκαν για να αμβλύνουν τα προβλήματα που παρουσίαζε το στρατιωτικό σχέδιο. Αυτές προέρχονταν κυρίως από τον Τζιακομόνι, ο οποίος, εξαιτίας της θέσης του αντιβασιλέα – τοποτηρητή που κατείχε στην Αλβανία, είχε αναδειχθεί σε ένα είδος υπεύθυνου για την εφαρμογή της πολιτικής του ιταλικού φασισμού στα Βαλκάνια. Την πρώτη του διαβεβαίωση, ότι δηλαδή το ηθικό των Ελλήνων στρατιωτών ήταν προβληματικό και ότι «δεν θα πολεμούσαν με ευχαρίστηση», τη συμμερίστηκε και ο στρατηγός Πράσκα, επικεφαλής των δυνάμε129
Το εξέχον στέλεχος του φασιστικού κόμματος και αντιβασιλεύς της Αλβανίας, Φραντσέσκο Τζιακομόνι, διαβεβαίωνε τον Ντούτσε πως το ηθικό των Ελλήνων στρατιωτών ήταν χαμηλό και δεν είχαν διάθεση να πολεμήσουν. Στη φωτογραφία στο λιμάνι των Αγίων Σαράντα μαζί με τους Μπόνται και Εντα Τσιάνο.
Ιταλική πυροβολαρχία έτοιμη για επιθεώρηση από τον Μουσολίνι εν όψει της επίθεσης στην Ελλάδα. 130
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
ων της επικείμενης εισβολής. Η πηγή αυτού του είδους των πληροφοριών ήταν κοινή και προερχόταν μάλλον από κύκλους εθνικιστών Αλβανών με προεξάρχοντες τους εκπατρισθέντες Τσάμηδες, που είχαν κάθε λόγο να παρασύρουν την Ιταλία σε έναν πόλεμο με την Ελλάδα. Από τους ίδιους κύκλους προερχόταν και η δεύτερη πολιτική εκτίμηση που έκανε να φαίνεται ως αυτονόητα εύκολη η κατάληψη της Ηπείρου. Οι ακτές της Θεσπρωτίας, από τα σύνορα ως τα πρόθυρα του λιμανιού της Πρέβεζας, κατοικούνταν από Τσάμηδες2, οι οποίοι, κατά τη γνώμη των εκπατρισθέντων εκπροσώπων τους, ήταν έτοιμοι να υποδεχθούν τα προελαύνοντα ιταλικά στρατεύματα, αλλά και να τα συνδράμουν στον αγώνα τους κατά των Ελλήνων. Η δημιουργία ενόπλων εθελοντικών σωμάτων από εκπατρισθέντες Τσάμηδες ενίσχυε αυτήν την εκτίμηση. Κατά συνέπεια, ο συσχετισμός των στρατιωτικών δυνάμεων μπορούσε να ιδωθεί με κάποια ελαστικότητα. Ο συσχετισμός αυτός, όπως παρουσιάστηκε στην περίφημη σύσκεψη της Ρώμης, ήταν θύμα μιας εξαιρετικά ανακριβούς εκτίμησης. Ο Πράσκα εκτίμησε ότι απέναντι στις δυνάμεις εισβολής βρίσκονται περίπου 30.000 Ελληνες στρατιώτες σε αρκετά αραιή διάταξη και με μειονέκτημα τη διαίρεσή τους στο ανατολικό και το δυτικό τμήμα της οροσειράς της Πίνδου. Σύμφωνα με όσα είναι γνωστά, δεν υπήρξε καμία γενικότερη αξιολόγηση των συνολικών στρατιωτικών δυνατοτήτων της Ελλάδας και δεν έγινε καμία συζήτηση για τη στήριξη που θα ήταν δυνατό να προσφέρει η Μεγάλη Βρετανία στη μόνη εκ των πραγμάτων εμπόλεμη σύμμαχό της, στη θάλασσα ειδικά και στον αέρα. Η συζήτηση των επικεφαλής της ιταλικής και πολιτικής ηγεσίας περιορίστηκε στις αόριστες εκτιμήσεις «περί θέλησης», των μεν να αντισταθούν, των δε να νικήσουν. Ο φασισμός είχε για μία ακόμα φορά πέσει θύμα των ίδιων των δοξασιών: εκείνων που τους ήθελαν να κυβερνούν φανταστικούς υπερανθρώπους. Οι Ιταλοί φαντάροι θα πλήρωναν το τίμημα. Τα ξημερώματα της 28ης Oκτωβρίου του 1940, ο ιταλικός στρατός εισέβαλε στο ελληνικό έδαφος με ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Το υψηλό ηθικό του ελληνικού στρατού και η ταχεία επιστράτευση ανέτρεψαν γρήγορα τον αρχικώς δυσμενή συσχετισμό απέναντι στον ιταλικό Στρατό.
δυνάμεις ελάχιστα, τοπικά και κυρίως πρόσκαιρα μόνο ανώτερες από τις αντίστοιχες του αντιπάλου. Kαθώς δε οι ιταλικές προσδοκίες για «εξέγερση» ή έστω αναταραχή της μειονότητας των Tσάμηδων στη Θεσπρωτία ήταν προφανώς χιμαιρικές, η ερμηνεία των ιταλικών επιλογών της περιόδου απαιτεί προσεκτική προσέγγιση. Στις 28 Oκτωβρίου του 1940 οι ιταλικές δυνάμεις στην Aλβανία δεν υπερέβαιναν τις 140.000 ανδρών, αριθμός που περιλάμβανε τα αστυνομικά σώματα, τους τελωνειακούς και τους σχηματισμούς των Aλβανών εθελοντών. Oι μάχιμες μονάδες του στρατού άγγιζαν τις 100.000 ανδρών και από αυτούς ένα τμήμα -περίπου δύο μεραρχίες, 20.000 ως 25.000 άνδρες- βρισκόταν καθηλωμένο στα σύνορα με τη Γιουγκοσλαβία. Σύμφωνα με τη Διεύθυνση Iστορίας Στρατού του ελληνικού 131
ΓEΣ, στην πρώτη γραμμή ο ιταλικός στρατός είχε υπεροχή στον τομέα της Ηπείρου (22 τάγματα, 61 πυροβολαρχίες, 2,5 συντάγματα Ιππικού έναντι 15 ελληνικών ταγμάτων με 16,5 πυροβολαρχίες), στην Πίνδο (5 τάγματα, 6 πυροβολαρχίες έναντι 2 ταγμάτων και 1,5 πυροβολαρχίας), υστερούσε όμως από την πρώτη στιγμή στή Δυτική Mακεδονία (17 ιταλικά τάγματα με 24 πυροβολαρχίες έναντι 22 ελληνικών ταγμάτων και 22,5 πυροβολαρχιών των Eλλήνων). Tα στοιχεία αυτά, όμως, αποτυπώνουν μέρος μόνο της αλήθειας, καθώς δεν περιλαμβάνουν στις ελληνικές δυνάμεις τις σε πολεμική σύνθεση μονάδες του δευτέρου κλιμακίου, όπως τη μεραρχία Ιππικού, που βρίσκονταν σε μικρή απόσταση από το μέτωπο. Αν και στις ελληνικές πηγές δεν έχει βρεθεί ακριβής αριθμός για τη συνολική αριθμητική δύναμη του ελληνικού στρατού στην αρχή του πολέμου, μπορούμε εύλογα να υποθέσουμε ότι η δύναμή του ξεπερνούσε τις 80.000 στρατιωτών, δηλαδή την ανάπτυξή του σε καιρό ειρήνης. Μερικές από τις μεγάλες μονάδες του, με πρώτη την 8η Μεραρχία της Ηπείρου, βρίσκονταν ήδη σε πολεμική σύνθεση από το 1939, ενώ η κλήση ειδικοτήτων
ή και ολόκληρων στρατεύσιμων ηλικιών σε γεωγραφικά προσδιορισμένες ζώνες είχε γενικευθεί στις παραμονές του πολέμου. Το σύστημα των ατομικών προσκλήσεων είχε αποδώσει καλά, επιτρέποντας σημαντική προεπιστράτευση στελεχών και στρατιωτών χωρίς να προκληθεί ευρύτερη αναστάτωση που θα μπορούσε να δώσει επιχειρήματα στον εχθρό. Το σημαντικό, όμως, στοιχείο βρισκόταν στην ταχύτητα και την αποτελεσματικότητα της επιστράτευσης. Σε περίπτωση που στην τελευταία όλα πήγαιναν καλά, ο ελληνικός στρατός μπορούσε να συγκεντρώσει, να εφοδιάσει, να οπλίσει και να οργανώσει κάτι ανάμεσα στους 300.000 με 400.000 άνδρες. Το διάστημα των δεκαπέντε ως είκοσι ημερών που χρειαζόταν για τη συγκρότηση του ελληνικού στρατού στην πολεμική σύνθεσή του ήταν και το απόλυτο ορόσημο για την επιτυχία ή μη της ιταλικής επιχείρησης. Οπως αποδείχθηκε μερικούς μήνες αργότερα, στην εαρινή επίθεση των Ιταλών τον Μάρτιο του 1941, δυνάμεις αυτού του αριθμητικού επιπέδου ήταν υπερεπαρκείς για να φράξουν τα περάσματα του ορεινού μετώπου και για να αντιμετωπίσουν ακόμα και πολυπληθέ-
Ο Φρ. Τζιακομόνι, ο οποίος προετοίμασε την ιταλική επίθεση της 28ης Οκτωβρίου 1940. 132
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
στερα στρατεύματα. Τον Οκτώβριο του 1940, όμως, το ερώτημα που θα μπορούσε να θέσει κανείς ήταν μάλλον το αντίθετο. Εάν ο μικρός όγκος των ιταλικών στρατευμάτων ήταν ικανός να αναχαιτίσει τον επιστρατευμένο ελληνικό στρατό ειδικά μετά την επιτυχία του αρχικού σχεδίου, την κατάληψη της γραμμής Αμβρακικού και την ανάπτυξη του μετώπου κατά μήκος της Πίνδου ως τα όρια της Στερεάς. Την απάντηση δεν τη γνωρίζουμε, καθώς το ιταλικό σχέδιο εισβολής απέτυχε πολύ πριν πλησιάσει τους στόχους του.
Η εισβολή Tο ιταλικό σχέδιο εισβολής, με μικρές παραλλαγές ως προς τα αντίστοιχα σχέδια του 1939, προέβλεπε δύο βαθιές διεισδύσεις. Η πρώτη θα γινόταν κατά μήκος της οροσειράς της Πίνδου, στα ανατολικά, με στόχο το Μέτσοβο και την ομώνυμη οδική διάβαση, της οποίας η κατάληψη θα απέκλειε τη ζώνη επιχειρήσεων της Ηπείρου από τη Δυτική Μακεδονία και τη Θεσσαλία. Η επιχείρηση αυτή, αν και συμπληρωματική ως προς το γενικό πλαίσιο της εκστρατείας, είχε καίρια
σημασία. Η σφράγιση των πλευρών της ιταλικής προέλασης από τις προερχόμενες από τη Δυτική Μακεδονία πλαγιοκοπήσεις έθετε στην ουσία έξω από το πεδίο των αποφασιστικών αναμετρήσεων το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού στρατού. Με την αριθμητική δυσαναλογία σε βάρος των δυνάμεων εισβολής, ετούτη η προοπτική ήταν μία αναγκαστική συνθήκη για την επιτυχία του γενικού σχεδίου. Ο δεύτερος άξονας θα προχωρούσε στην περισσότερο βατή δυτική πλευρά της Ηπείρου με τελικό στόχο τα στρατηγικά «κλειδιά» της εκστρατείας: την Πρέβεζα και τον Αμβρακικό. Ισως εξαιτίας του περιβάλλοντος, του ορεινού ανάγλυφου της ζώνης επιχειρήσεων, είτε εξαιτίας της γοητείας που ασκούσε στους Ιταλούς επιτελείς η ύπαρξη του μοναδικού οδικού άξονα που από τα σύνορα, διά μέσου της στενωπού του Καλπακίου, οδηγούσε στα Γιάννενα είτε με την ελπίδα «κορεσμού» και διαίρεσης των δυνάμεων των αμυνομένων, η προέλαση στο κεντρικό αυτό μέτωπο της εισβολής οργανώθηκε σε δύο υποάξονες. Ο πρώτος θα προχωρούσε κατά μήκος της «εύθραυστης» -λόγω της παρουσίας των Τσάμηδων- Θεσπρωτίας, με
Η ενθουσιώδης ανταπόκριση των Ελλήνων στην επιστράτευση προσέφερε στο ελληνικό επιτελείο έναν αξιόμαχο στρατό άνω των 300.000 ανδρών. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
133
τελικό στόχο το λιμάνι της Πρέβεζας. Ο δεύτερος θα εκμεταλλευόταν τις ιδιότητες των ταχυκίνητων ιταλικών σχηματισμών για να καταλάβει την πρωτεύουσα της Ηπείρου και να αποδιοργανώσει, στρατιωτικά και διοικητικά, το ελληνικό αμυντικό μέτωπο. Ακόμα και αν δεν γινόταν δυνατή η κατάληψη της πρωτεύουσας με την πρώτη κρούση, η καθήλωση των ελληνικών δυνάμεων στην προάσπιση της πόλης θα διευκόλυνε την κίνηση στα πλευρά, τις δύο λαβίδες των οποίων η επιτυχία θα καθιστούσε άχρηστη και αδύνατη την προάσπιση των Ιωαννίνων. Το κλειδί για την επιτυχία του ιταλικού σχεδίου βρισκόταν στην ταχύτητα διεκπεραίωσής του. Οι φάλαγγες εισβολής ήταν –κυριολεκτικά– μίας χρήσης. Με δεδομένες τις γεωγραφικές δυσχέρειες, τις καιρικές συνθήκες σε αυτήν την εποχή βροχοπτώσεων, την επιμήκυνση των αξόνων εφοδιασμού και τις πραγματικές δυνατότητες των ιταλικών μεταφορικών μέσων, οι δυνάμεις τους μπορούσαν να ελπίζουν σε ουσιαστική ενίσχυση και εφοδιασμό μόνο με την εξασφάλιση
του θαλάσσιου πλευρού τους και την αξιοποίηση του λιμανιού της Πρέβεζας. Η εξομάλυνση δε του εφοδιασμού τους και η άφιξη ενισχύσεων ήταν μία εξαιρετικά επείγουσα παράμετρος, καθώς οι δυνάμεις εισβολής θα ήταν απελπιστικά κατώτερες σε αριθμούς και μέσα από τους αντιπάλους τους στην περίπτωση ολοκλήρωσης της ελληνικής επιστράτευσης. Στην ανατολική επιπλέον πλευρά των οροσειρών της Πίνδου, η όποια καθυστέρηση μπορούσε να οδηγήσει σε καταστροφικές καταστάσεις. Οι ιταλικές δυνάμεις που κάλυπταν τη ζώνη της Κορυτσάς δεν ήταν σε θέση ούτε να καθηλώσουν τα ελληνικά στρατεύματα που θα συγκεντρώνονταν στη Δυτική Μακεδονία ούτε ίσως να προασπίσουν τις αμυντικές τους θέσεις σε περίπτωση ελληνικής αντεπίθεσης σε αυτόν τον τομέα. Η μόνη ελπίδα βρισκόταν στη γενικότερη αποσταθεροποίηση που θα προκαλούσε στον ελληνικό στρατό η τυχόν επιτυχία των ιταλικών επιχειρήσεων στην Ηπειρο. Ηταν οπωσδήποτε ένας ριψοκίνδυνος σχεδιασμός που απαιτούσε πλήθος τυχερών συγκυριών για να πετύχει.
Η δύσβατη οροσειρά της Πίνδου και η αντίσταση στον πρώτο αιφνιδιασμό αποτέλεσαν καθοριστικά στοιχεία της ελληνικής επιτυχίας. 134
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Η περιπέτεια της «Τζούλια» Στην Πίνδο, η μεραρχία αλπινιστών «Tζούλια» προχώρησε δύσκολα στα λασπωμένα μονοπάτια των βουνών, παρά τη σποραδική και αναποτελεσματική στρατιωτική αντίσταση που συνάντησε μπροστά της. Κάτω από την πίεση του χρόνου, υποχρεώθηκε να αφήσει στην Κόνιτσα πολλά από τα βαρέα της όπλα, το κύριο μέρος του πυροβολικού της και μεταγωγικά που καθυστερούσαν υπερβολικά την προέλαση. Θα προχωρούσε προς το Μέτσοβο με όσα εφόδια κουβαλούσαν οι άνδρες της και χωρίς πυροβολικό, επενδύοντας πλέον αποκλειστικά και μόνο στον αιφνιδιασμό και όχι στην έκβαση μιας μάχης που δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς τα αναγκαία πυρομαχικά που είχαν καθηλωθεί πίσω, μαζί με τις υπόλοιπες εφοδιοπομπές. Εχοντας υποτιμήσει την έκταση των βουνών και τις δυσκολίες των ορεινών δρομολογίων, η μεραρχία διασκόρπισε υπερβολικά τις μονάδες της με αποτέλεσμα να μη διαθέτει, καθώς πλησίαζε στο Μέτσοβο, παρά ισχνές δυνατότητες απέναντι στις εκεί παρατεταγμένες ελληνικές μονάδες. Η
απουσία δρόμων και η γρήγορη φθορά των λασπωμένων από τις βροχές μονοπατιών επέβαλαν την επιλογή πολλαπλών διαδρομών από τις ιταλικές δυνάμεις που προχωρούσαν ολοένα και πιο κατακερματισμένες -σε σχηματισμούς ταγμάτων ή λόχων- στο εξίσου κατακερματισμένο από τα βουνά τοπίο. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν ότι τα δύο συντάγματα αλπινιστών της Μεραρχίας «Τζούλια», δηλαδή κάτι ανάμεσα στους τρεις με τέσσερις χιλιάδες στρατιώτες, κυριολεκτικά εξαφανίστηκαν κι έπαψαν να αποτελούν ενιαία παρατακτή δύναμη πολύ πριν πλησιάσουν το στόχο τους, στη διάβαση του Μετσόβου. Η περιοχή της Βωβούσας αποτέλεσε το πιο προωθημένο σημείο μιας επιθετικής αιχμής που ήδη είχε χάσει και την ισχύ της και το λόγο για τον οποίο χρησιμοποιήθηκε. Πολύ γρήγορα η ιταλική διείσδυση στην Πίνδο μετατράπηκε από επιθετική αιχμή σε αμυντικό πρόβλημα για την ιταλική διοίκηση. Η αντίδραση της ελληνικής πλευράς στην ανατολική πλευρά των οροσειρών εκδηλώθηκε από την 1η κιόλας Νοεμβρίου με τη μορφή ολοένα και πιο τολμη-
Οι αλπινιστές της Μεραρχίας «Τζούλια» κόλλησαν κυριολεκτικά στα χιόνια και αποτέλεσαν εύκολο στόχο των ελληνικών δυνάμεων. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
135
με την προϋπόθεση φυσικά ότι και ο αντίπαλος θα επέτρεπε κάτι τέτοιο. Οτι, δηλαδή, η εμπλοκή θα γινόταν με τους κανόνες του Πεζικού και ότι δεν θα υπήρχαν στο πεδίο της σύγκρουσης ούτε πολλά βαρέα όπλα ούτε απεριόριστα πυρομαχικά. Από αυτήν την άποψη, οι καταπονημένες μονάδες της «Τζούλια» ήταν ιδανικός αντίπαλος για τους Ελληνες ιππείς.
Η αδύναμη «αιχμή»: Η προέλαση προς τα Γιάννενα
Οι «ταχυκίνητες» ιταλικές μονάδες διέψευσαν το όνομά τους καθώς είχαν υποτιμήσει τις δυσκολίες των ορεινών δρομολογίων.
ρών διεισδύσεων και αντεπιθέσεων. Το ελληνικό επιτελείο εφάρμοσε τη δική του εκδοχή των «ταχυκίνητων» μονάδων και τοποθέτησε την προεπιστρατευμένη μεραρχία Ιππικού σε ρόλο πρώτης εφεδρείας στη Δυτική Μακεδονία. Οι μονάδες της κινήθηκαν από τις πρώτες ώρες του πολέμου αφενός προς τη διάβαση του Μετσόβου, αφετέρου προς τις ανατολικές υπώρειες της Πίνδου, δημιουργώντας στο πλευρό της ιταλικής προέλασης μία στρατηγική απειλή. Το πείραμα της μετακίνησης έφιππων σχηματισμών σε ορεινό χώρο είχε ήδη δοκιμαστεί στον ελληνικό στρατό. Το Ιππικό βελτίωνε την ταχύτητα των αντιδράσεων 136
Στο δρόμο προς τα Γιάννενα, οι «Κένταυροι» της 131ης ιταλικής «τεθωρακισμένης» Μεραρχίας απέδειξαν πόσα τους χώριζαν από τις γερμανικές αντίστοιχες μονάδες αρμάτων. Τα ιταλικά θωρακισμένα οχήματα ανήκαν, στο σύνολό τους σχεδόν, στους τύπους «CV» και «L», οχήματα με βάρος από δύο ως έξι τόνους, ασθενή θωράκιση, μηδαμινό οπλισμό και ανεπαρκή ιπποδύναμη. Στη σύγκρουση που καταγράφηκε ως η μεγαλύτερη μάχη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου σε αυτή την πρώτη φάση της εισβολής, στη διάβαση στο Καλπάκι, κατά μήκος του οδικού άξονα προς τα Γιάννενα, οι ανεπάρκειες αυτές αποδείχθηκαν καταστροφικές για τους Ιταλούς. Οι πρώτοι κακοί οιωνοί ήρθαν από την ταχύτητα κίνησης αυτών των θεωρητικά μηχανοκίνητων μονάδων. Χρειάστηκαν οκτώ ολόκληρες ημέρες για να φθάσουν στην κύρια γραμμή άμυνας των ελληνικών δυνάμεων, στη γραμμή Ελαίας – Καλαμά, η οποία απείχε λιγότερο από πενήντα χιλιόμετρα από τις θέσεις εκκίνησης της ιταλικής επίθεσης. Μόνο το απόγευμα της 3ης Νοεμβρίου συγκεντρώθηκαν όσα θωρακισμένα κατάφεραν να φτάσουν ως εκεί, πενήντα ως εξήντα, και, πλαισιωμένα από μερικές δεκάδες μοτοσικλετιστών, προχώρησαν σε έφοδο μπροστά στο Καλπάκι, μιμούμενα τις σιδερένιες αιχμές των γερμανικών επιθέσεων. Η μίμηση σταμάτησε στη σκηνοθεσία. Τα μικρά ιταλικά οχήματα αποδείχθηκαν ανίκανα να υπερνικήσουν τα πρόχειρα αντιαρματικά εμπόδια που έστησε ο ελληνικός στρατός ή να ελιχθούν στα λασπωμένα χωράφια. Συγκεντρώθηκαν πάνω ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Μια «διακριτική» αναφορά στις δυσκολίες που αντιμετώπισε ο ιταλικός στρατός στα ηπειρωτικά βουνά. Πίνακας της ιταλικής προπαγάνδας.
Ιταλοί αλπινιστές προωθούνται στην κοιλάδα των Ζαγορίων. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
137
«Η προώθηση συνεχίζεται στην Ηπειρο» είναι ο τίτλος της «Corriere della Sera» της 2ας Νοεμβρίου 1940. 138
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
στην αμαξιτή οδό σε σημεία που είχε με επιμέλεια επισημάνει το Πυροβολικό των αμυνομένων και αποδεκατίστηκαν, καθώς η λεπτή τους θωράκιση δεν προστάτευε τα πληρώματά τους ούτε από τα θραύσματα των οβίδων. Καθηλωμένα σε προβλέψιμα σημεία, αποτέλεσαν άριστο στόχο και σχεδόν όλα είτε καταστράφηκαν είτε, το συνηθέστερο, εγκαταλείφθηκαν από τα πληρώματά τους, επιτρέποντας στον ελληνικό στρατό να περισυλλέξει τα πρώτα του σημαντικά –σε εμφάνιση– λάφυρα. Στη συνέχεια, η περίφημη «θωρακισμένη κρούση» της «σιδερένιας αιχμής» της ιταλικής επίθεσης εκφυλίστηκε σε αψιμαχίες Πεζικού με επίκεντρο το στρατηγικό ύψωμα της Γκραμπάλας. Ενας πρώτος ιταλικός «αιφνιδιασμός» εκδηλώθηκε εκεί στις 3 Νοεμβρίου και το ύψωμα έμεινε στα χέρια των Ελλήνων. Η επανάληψη των ιταλικών επιθέσεων
καθυστέρησε είτε εξαιτίας του γενικά υποτονικού πνεύματος των ιταλικών προσπαθειών είτε λόγω της αδυναμίας συγκέντρωσης των στρατευμάτων εφόδου σε τοποθεσίες που είχε καλά επισημάνει το ελληνικό Πυροβολικό. Οταν οι Ιταλοί επιχείρησαν στις 5 Νοεμβρίου να επαναλάβουν την κίνησή τους, ανακάλυψαν ότι με τους συσχετισμούς που είχαν ήδη διαμορφωθεί η επιθετική τους αιχμή δεν διέθετε το απαιτούμενο βάρος για να εκβιάσει τη διάβαση μιας καλά οργανωμένης τοποθεσίας. Οι δύο μάχες στην Γκραμπάλα κόστισαν στους αντιπάλους συνολικά περίπου εκατό νεκρούς –οι εξήντα Ιταλοί–, όσο δηλαδή κόστιζε ένα ασήμαντο αναγνωριστικό εγχείρημα σε οποιοδήποτε μέτωπο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτό ήταν το μέγιστο των δυνατοτήτων της κύριας αιχμής εφόδου της ιταλικής εισβολής!
Το ιταλικό Μηχανικό προσπαθεί να κατασκευάσει μία ξύλινη γέφυρα. Η ζεύξη του πλημμυρισμένου Καλαμά απαίτησε 9 ολόκληρες μέρες στερώντας από τους Ιταλούς το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
139
Ο ελπιδοφόρος τομέας: Θεσπρωτία Στον κύριο και πλέον ελπιδοφόρο άξονα της ιταλικής εισβολής, στη Θεσπρωτία, η «ραγδαία» προέλαση των ιταλικών στρατευμάτων βρέθηκε επίσης αντιμέτωπη με τις καιρικές συνθήκες. Η προέλαση, υποτονική σε κάθε περίπτωση, καθηλώθηκε μπροστά στον πλημυρισμένο Καλαμά, για τη γεφύρωση του οποίου χρειάστηκαν εννέα ολόκληρες μέρες - γεφυρώθηκε μόλις στις 5 Νοεμβρίου, χωρίς μάλιστα να υπάρξει ελληνική στρατιωτική αντίδραση στην περιοχή. Οι αψιμαχίες με τις μονάδες προκάλυψης δεν υπήρξαν άξιες λόγου και ο μόνος αντίπαλος ήταν η τεχνική ανεπάρκεια του ιταλικού στρατού – στη γεφύρωση, λόγου χάρη, ενός ποταμού που δεν έμοιαζε στο κάτω κάτω με τον Δούναβη! Στρατιωτικοί και «πολιτικοί» λόγοι βρίσκονταν ίσως πίσω από την αμηχανία των «ταχυκίνητων», κατά τα άλλα, ιταλικών δυνάμεων της ακτής. Η αρχική αναβολή και η τελική ματαίωση των προβλεπόμενων ναυτικών επιχει-
ρήσεων ενάντια στην Κέρκυρα και τα υπόλοιπα νησιά του Ιονίου κατέστησαν ίσως τους Ιταλούς διοικητές επιφυλακτικούς ως προς την ασφάλεια του εκτεθειμένου στις ακτές πλευρού τους, ενώ οπωσδήποτε έθεσαν νέα ερωτήματα σε σχέση με τον εφοδιασμό και τη στήριξη των δυνάμεών τους. Ο υποτονικός δε ως αδιάφορος τρόπος με τον οποίο αντέδρασε η μειονότητα των Τσάμηδων τόσο στην ιταλική παρουσία όσο και στις εκκλήσεις των «εθνικών» της ηγετών έθετε νέες προδιαγραφές στο ιταλικό εγχείρημα. Οποια και να ήταν η αιτία τους, οι εξαιρετικά αργές κινήσεις των Ιταλών στο κρίσιμο αυτό σημείο συνεχίστηκαν και τις επόμενες ημέρες με αποτέλεσμα να έχει εξαντληθεί η επιθετική δυναμική των εισβολέων ως τις εκβολές του Αχέροντα, πολύ μακριά από το στόχο: το λιμάνι της Πρέβεζας. Φτωχό λάφυρο της προέλασης ήταν η πρόσκαιρη είσοδος των στρατευμάτων εισβολής στην Παραμυθιά, είσοδος που άνοιξε μία περίοδο μετέπειτα δεινών για τους μουσουλμάνους κατοίκους της περιοχής.
«Τα στρατεύματά μας φθάνουν στη Βωβούσα» στην πρώτη σελίδα της «Il Popolo d’ Italia» (6 Νοεμβρίου 1940). 140
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Η ιταλική προέλαση καθηλώθηκε με τον τρόπο αυτό σε όλους τους τομείς, χωρίς πουθενά να πλησιάσει τους προβλεπόμενους από τα σχέδια φιλόδοξους στόχους. Οι μικροί πρόοδοι του ιταλικού στρατού όχι μόνο δεν είχαν καμία στρατιωτική ή πολιτική σημασία, αλλά πολύ γρήγορα μεταβλήθηκαν σε πρόβλημα για το ιταλικό επιτελείο. Οι δυνάμεις τους στην πρώτη γραμμή βρίσκονταν εκτεθειμένες και πολύ δύσκολα θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν την επερχόμενη ελληνική αντεπίθεση. Από τις 9 Νοεμβρίου ξεκίνησε η αναδίπλωση των ιταλικών στρατευμάτων στην Ηπειρο, πριν ακόμα η συγκέντρωση των ελληνικών εφεδρειών οδηγήσει σε ισχυρές αντεπιθέσεις. Για λίγες ημέρες το μόνο θερμό σημείο του πολέμου ήταν η οροσειρά της Πίνδου, όπου οι ιταλικές δυνάμεις των αλπινιστών προσπαθούσαν απεγνωσμένα να απεμπλακούν και να υποχωρήσουν προς την Αλβανία, πολεμώντας με τη φύση και με καταθλιπτικά πλέον ανώτερες ελληνικές δυνάμεις. Τελικά η σωτηρία της κύριας δύναμης της μεραρχίας
με τίμημα περισσότερους από 700 αιχμαλώτους θεωρήθηκε επίτευγμα από την ιταλική διοίκηση, που προφανώς εκτιμούσε με αυξανόμενη απαισιοδοξία την κατάσταση.
Το ημερολόγιο της εισβολής και της «κατάκτησης» της Θεσπρωτίας Το ημερολόγιο3 από το οποίο έχει προέλθει η παρακάτω αφήγηση της ιταλικής «κατάκτησης» της Θεσπρωτίας γράφτηκε τον καιρό του πολέμου από τον Φερνάντο Καμπιόνε, μαχητή της 51ης Μεραρχίας, «Σιένα». Η μεραρχία αυτή κράτησε το παραλιακό μέτωπο, συμπεριλαμβανομένης και της σύντομης κατάληψης της Θεσπρωτίας, μόνη της σχεδόν, ως τις 19 Δεκεμβρίου 1940, οπότε έφθασαν στη ζώνη αυτή οι πρώτες μονάδες της Μεραρχίας «Ακουι». Ο συγγραφέας, με την ιδιότητά του ως «τεχνικού», είχε ήδη γνωρίσει την Αλβανία σε προγενέστερες εποχές όταν εργάστηκε
Ιταλός ημιονηγός παλεύει με τις λάσπες στο αλβανικό μέτωπο. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
141
Tο ημερολόγιο του Ιταλού στρατιώτη Φερνάντο Καμπιόνε επιρρίπτει όλες τις αιτίες της αποτυχίας στη φασιστική ηγεσία. Μεταφορά ιταλικού ορεινού πυροβολικού.
σε έργα αποστράγγισης για την καταπολέμηση της ελονοσίας στη χώρα. Με τη στρατιωτική του ιδιότητα, χωρίς να είναι ακριβώς πολεμιστής, είχε την ευκαιρία να παρακολουθεί από κοντά όλες τις στρατιωτικές εξελίξεις και να ενημερώνεται άμεσα από τους επιτελικούς κύκλους της μεραρχίας. Το ημερολόγιο είδε το φως στη Νάπολη το 1950. Ηταν η εποχή που η Ιταλία έβρισκε τη θέση της στον Ψυχρό Πόλεμο και το στρατόπεδο του «Ελεύθερου Κόσμου», στο δυτικό δηλαδή. Αυτές οι πολιτικές εξελίξεις προκάλεσαν ένα είδος απολογητικής προσέγγισης της ιταλικής συμμετοχής στον τελευταίο Παγκόσμιο Πόλεμο. Καθώς ο ιταλικός στρατός επρόκειτο να ανασυγκροτηθεί και να αναλάβει σημαντικό ρόλο στο ΝΑΤΟ, η αποκατάσταση του κύρους των Ιταλών στρατιωτικών ήταν το 142
ζητούμενο. Οι επιδόσεις των ιταλικών Ενόπλων Δυνάμεων στον πόλεμο στο πλευρό του Αξονα δεν ήταν ακριβώς τα επιζητούμενα πρότυπα, τόσο από πλευράς στρατοπέδου όσο και από πλευράς επιδόσεων. Το κλίμα του 1950 απαιτούσε, λοιπόν, μια επιλεκτική θεώρηση των γεγονότων. Η ανδρεία του Ιταλού στρατιώτη έπρεπε να αναδειχθεί, καθώς και η ιδέα των απλησίαστων στόχων που του έθετε η ηγεσία της χώρας. Η τελευταία, η φασιστική της εκδοχή, έπρεπε να στιγματιστεί, όχι όμως υπερβολικά, έτσι που να δικαιώνει τους πλέον αποφασισμένους αντίπαλους του φασισμού: τους αριστερούς και τους κομμουνιστές. Το αποτέλεσμα ήταν ένα «ήπιο» ημερολόγιο, όπου η ανδρεία των στρατιωτών συνοδεύεται από την ιδέα της γενικής ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
εγκατάλειψής τους και του «υπερανθρώπου» των προσπαθειών τους απέναντι σε έναν ισχυρό αντίπαλο. Ο τελευταίος ήταν η εξίσου φτωχή Ελλάδα, η οποία σίγουρα δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί υπερδύναμη – ακόμα και στα 1940. Οπωσδήποτε, με όλες αυτές τις επιφυλάξεις σε ισχύ, έχουμε μια καλή περιγραφή για το πώς φαινόταν ο πόλεμος από την απέναντι πλευρά του μετώπου. Την πρώτη ημέρα του πολέμου, επέτειο της «πορείας στη Ρώμη» του 1922 και της ανόδου του φασιστικού κόμματος στην εξουσία, ξεκίνησε η εισβολή των ιταλικών στρατευμάτων στην Ελλάδα. Οι Ιταλοί στρατιώτες είχαν αρχίσει να καταλαμβάνουν τις θέσεις εξόρμησης από τις 25 του μήνα και ελάχιστα αιφνιδιάστηκαν από τη διαταγή για προέλαση. Την περίμεναν κιόλας. Οι πρώτες φθινοπωρινές βροχές και η κακοκαιρία των προηγούμενων ημερών είχαν ήδη κάνει δυσάρεστη την παραμονή στο ύπαιθρο και η λάσπη είχε δυσκολέψει τις κινήσεις. Εάν ήταν να γίνει κάτι καλό, θα έπρεπε να γίνει γρήγορα, πριν έρθει ο χειμώνας. Σε τελευταία ανάλυση οι αξιωματούχοι του φασιστικού κόμματος ή του στρατού που περιόδευαν τις μονάδες που θα πραγματοποιούσαν την εισβολή διαβεβαίωναν ότι επρόκειτο για μία «ρύθμιση» τοπικών «εκκρεμοτήτων». Μετά βίας, έλεγαν, θα μπορούσε να ονομαστεί πόλεμος η όλη επιχείρηση. Θα έμπαιναν στην Ελλάδα, θα τη διασφάλιζαν από τυχόν βρετανική παρουσία και θα ολοκλήρωναν έτσι τον πόλεμο στα Βαλκάνια. Με βάση τις προηγούμενες γερμανικές επιτυχίες στο νέο αυτόν πόλεμο, οι διαβεβαιώσεις των ιθυνόντων μπορούσαν και να γίνουν πιστευτές. Οι δυνάμεις της Μεραρχίας «Σιένα» θα προχωρούσαν στον παραλιακό τομέα προς τα νότια κατά μήκος των ακτών της Ηπείρου. Οργανώθηκαν δύο μεγάλες επιθετικές αιχμές γύρω από τα αντίστοιχα συντάγματα Πεζικού της μεραρχίας, το 31ο και το 32ο. Η προέλαση ξεκίνησε αργά και προσεκτικά, παρόλο που, την πρώτη αυτή ημέρα του πολέμου, ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Εικαστικός υπαινιγμός για τις ιταλικές απώλειες στο ελληνοϊταλικό μέτωπο. Μια νοσοκόμα ξαγρυπνά για τους τραυματίες.
η αφύσικη ηρεμία ήταν το χαρακτηριστικό του μετώπου. Οι ελληνικές προφυλακές αποσύρονταν μπροστά στην αργή ιταλική προέλαση και το μόνο που θύμιζε πόλεμο ήταν λίγες ριπές αυτόματων όπλων και σποραδικοί πυροβολισμοί χωρίς ένταση. Μόνο στις 29, στη δεύτερη ημέρα της προέλασης, οι ιταλικές δυνάμεις έφθασαν στη συνοριακή κωμόπολη, στους Φιλιάτες, όπου διέκοψαν την προέλαση για να προετοιμάσουν κέντρα εφοδιασμού και να εξετάσουν τρόπους για τη διάβαση του Καλαμά. Οι βροχές, που μετέτρεψαν δρόμους και χωράφια σε λασπότοπους, είχαν «φουσκώσει» 143
Ο ποταμός Καλαμάς και η Βωβούσα την 1η και την 3η Νοεμβρίου αντίστοιχα έθεσαν το τέλος της ιταλικής προέλασης. Ωστόσο, η φασιστική προπαγάνδα θριαμβεύει στις αφίσες.
144
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
τα νερά του ποταμού και το Μηχανικό έπρεπε να βρει τρόπους να γεφυρώσει το ατίθασο ρεύμα. Την τρίτη ημέρα του πολέμου στο παραλιακό μέτωπο, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις δεν είχαν πρακτικά ξεκινήσει ακόμα. Η ιταλική διοίκηση έφερε 900 Αλβανούς εργάτες για να βελτιώσουν τον άθλιο δρόμο που οδηγούσε από την Κονίσπολη στους Φιλιάτες. Οι τελευταίοι έγιναν θέατρο μεγάλων κατασκευαστικών εργασιών που δεν θύμιζαν ακριβώς κατάσταση πολέμου. Η υπενθύμιση του τελευταίου ήρθε με απρόσμενο τρόπο. Ο συνταγματάρχης διοικητής του 32ου Συντάγματος σκοτώθηκε σε ατύχημα την ημέρα αυτή στους Φιλιάτες. Την 1η Νοεμβρίου, οι ιταλικές δυνάμεις άρχισαν και πάλι να κινούνται με τους συνήθεις υποτονικούς ρυθμούς τους. Η τοπική απραξία και η αδυναμία ζεύξης του Καλαμά διασκεδάζονταν από θύελλα φημών που ήθελαν τον πόλεμο να τελειώνει νικηφόρα για την Ιταλία σε άλλους τομείς του μετώπου. Το απόγευμα της 1ης Νοεμβρίου κυκλοφόρησε η φήμη ότι η μεραρχία αρμάτων «Κένταυροι» διέσπασε τις ελληνικές γραμμές και κατέλαβε τα Γιάννενα. Μόνο που δεν πανηγύρισαν οι στρατιώτες της «Σιένα». Οπωσδήποτε όμως δεν θεώρησαν σωστό να βιαστούν για έναν πόλεμο που τελείωνε όπου να ’ναι. Οι αποσκευές
και η σωστή εγκατάσταση των αξιωματικών, η λειτουργία του κατοχικού κράτους (λειτουργία υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας Αλβανίας, εγκατάσταση ιταλικών αρχών δίπλα στις ελληνικές κ.λπ.) στη φτωχή κατάκτηση των Φιλιάτων εξακολούθησαν να είναι η κύρια μέριμνα της ιταλικής διοίκησης και η επανάληψη της προέλασης δεν διακρινόταν ως πρώτη προτεραιότητα. Τα πρώτα στοιχεία (οι βάρκες Μηχανικού) για τη ζεύξη του Καλαμά ήρθαν με καραβάνι 300 ζώων από την Αλβανία στις 3 Νοεμβρίου. Είχαν περάσει ήδη επτά ημέρες από την έναρξη του πολέμου… Το επιθετικό πέρασμα του ποταμού γινόταν, όμως, επιτακτική ανάγκη, καθώς το ελληνικό Πυροβολικό από την απέναντι όχθη βελτίωνε συνεχώς τις θέσεις του και τα πυρά του. Η επίθεση αποφασίστηκε για τις 4, αναβλήθηκε όμως και πάλι, καθώς η Αεροπορία είχε αλλού υποχρεώσεις. Τελικά στις 5 Νοεμβρίου ξεκίνησε η επίθεση για το πέρασμα του Καλαμά με ισχυρούς βομβαρδισμούς της Αεροπορίας και του Πυροβολικού. Το μεσημέρι στοιχεία δύο ταγμάτων του 32ου Συντάγματος πέρασαν στη νότια όχθη του Καλαμά. Από απέναντι οι Ελληνες αντιστέκονταν με πυκνά πυρά. Η θέα των πρώτων νεκρών και τα βογγητά των πληγωμένων κλόνισαν τους στρατιώτες που πρώτη φορά μετείχαν σε μάχη. Επικράτησε σύγχυση και χρειάστηκαν προσπάθειες των βαθμοφόρων
Η πανωλεθρία των Ιταλών στον ποταμό Καλαμά. Ελληνική λιθογραφία εποχής. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
145
Ζωγραφική αναπαράσταση ενός φανταστικού βομβαρδισμού γέφυρας στην Ηπειρο. Η αποτυχία της ιταλικής επίθεσης στοίχισε στον Μπαντόλιο τη θέση του.
146
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
για να εξασφαλιστεί το προγεφύρωμα και να ολοκληρωθεί η γέφυρα πάνω στο ποτάμι. Τρία ελληνικά αεροπλάνα επιτέθηκαν σε αυτή μόλις σχεδόν ολοκληρώθηκε και προκάλεσαν ζημιές. Μερικές ώρες ακόμα χρειάστηκαν για να σταθεροποιηθεί η κατάσταση. Στις 6 Νοεμβρίου οι Ελληνες αποσύρθηκαν νοτιότερα και η ηρεμία επανήλθε στο παραλιακό μέτωπο. Την ίδια ημέρα ξεκαθάρισε η γενική εικόνα. Οι Μεραρχίες των «Κενταύρων» και η «Φερράρα» που κινήθηκαν προς τα Γιάννενα είχαν καθηλωθεί σε αυτό που οι Ιταλοί θεωρούσαν «οχυρωμένη ζώνη» στο Καλπάκι. Η Μεραρχία «Σιένα» θα έπρεπε πλέον να κινηθεί μόνη της. Οι απώλειες της προηγούμενης ημέρας και οι κακές ειδήσεις από τους άλλους τομείς του μετώπου προκάλεσαν απογοήτευση και εκνευρισμό στους στρατιώτες. Η πυρκαϊά που ξέσπασε σε ένα σπίτι στους Φιλιάτες κινδύνεψε να μετατραπεί σε πογκρόμ κατά των Ελλήνων κατοίκων της πόλης: η φήμη ότι «πράκτορες του εχθρού» είναι δραστήριοι πίσω από
τις ιταλικές γραμμές είχε ευρύτατα κυκλοφορήσει ανάμεσα στους Ιταλούς στρατιώτες. Στις 8 Νοεμβρίου, δώδεκα ημέρες μετά την εισβολή, οι Ιταλοί συνέχιζαν να οργανώνουν το ισχυρό προγεφύρωμα που είχαν δημιουργήσει τις προηγούμενες ημέρες νότια του Καλαμά. Οι διαταγές επέμεναν για επανάληψη της επίθεσης. Οι πληροφορίες για το τι συνέβαινε στις ελληνικές γραμμές ήταν αντιφατικές. Αλλες από αυτές ήθελαν τον ελληνικό στρατό να έχει υποχωρήσει βαθιά στα νότια και μόνο δυνάμεις προφυλακών να κρατούν το μέτωπο. Υπήρχε, επίσης, ενθάρρυνση από τη φιλική υποδοχή που δέχονταν οι ιταλικές μονάδες από τους μουσουλμάνους αγρότες της περιοχής (πρόκειται για τους Τσάμηδες). Από την άλλη πλευρά, όμως, υπήρχε άγνοια και ανησυχία για την πορεία των επιχειρήσεων στους άλλους -κύριους- τομείς του μετώπου. Στις 9 Νοεμβρίου, κάτω από τις πιέσεις του ιταλικού στρατηγείου, οργανώθηκαν δύο επιθετικές
Από τις αρχές Νοεμβρίου οι αμφιβολίες έχουν θεριέψει ανάμεσα στους Ιταλούς αξιωματικούς και στρατιώτες. Οι προσπάθειες της φασιστικής προπαγάνδας προσέκρουαν πάνω στη σκληρή πραγματικότητα. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
147
«Ελληνικό μέτωπο. Δύο καραμπινιέρι μεταφέρουν στις πλάτες τους τραυματίες συμπολεμιστές τους». Πρωτοσέλιδη εικονογράφηση της «La Domenica del Corriere» της 6ης Απριλίου 1941. 148
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
αιχμές, οι οποίες, η καθεμία, αποτελούντο από ένα Σύνταγμα Ιππικού -το «Αόστα» και το «Μιλάνο»και στοιχεία Πεζικού και Μηχανικού. Η αποστολή τους δεν ήταν οπωσδήποτε τόσο επιθετική όσο θα την ήθελαν οι Ιταλοί επιτελείς. Οι επιθετικές αιχμές θα προχωρούσαν προσεκτικά ως την περιοχή της Παραμυθιάς, θα αιχμαλώτιζαν ή θα κατέστρεφαν τις εκεί αποθήκες του ελληνικού στρατού και θα αχρήστευαν το εκεί μικρό αεροδρόμιο, βοηθητικό της ελληνικής Αεροπορίας. Στην περίπτωση που θα συναντούσαν οργανωμένη ζώνη άμυνας των Ελλήνων, θα υποχωρούσαν καθώς δεν είχαν τα μέσα (πυροβολικό κ.λπ.) για να επιτεθούν σε μια τέτοια περίπτωση. Την ίδια ημέρα άρχισε να ξεκαθαρίζει στους αξιωματικούς τουλάχιστον του παραλιακού τομέα της εισβολής η κατάσταση στους άλλους τομείς του μετώπου. Στην Πίνδο η Μεραρχία «Τζούλια» πιεζόταν αφόρητα και είχε πλέον σοβαρές απώλειες. Στο κέντρο σε ανάλογη πίεση βρισκόταν η Μεραρχία «Φερράρα». Η στρατιωτική λογική, διαπίστωναν οι επικεφαλής, θα επέβαλε την ενίσχυση των επιθέσεων στον παραλιακό τομέα έτσι ώστε να δημιουργηθούν απειλές για τον ελληνικό στρατό και να μειωθεί η πίεση στην Πίνδο και το κέντρο. Εντονες συζητήσεις ξέσπασαν για την έλλειψη μέσων και ενισχύσεων που θα επέτρεπαν στις δυνάμεις του Καλαμά να αναλάβουν ευρύτερες επιχειρήσεις. «Πού είναι οι μεραρχίες που θα έρχονταν από την Ιταλία;», ήταν το βασικό ερώτημα των ημερών. Στοιχεία των συνταγμάτων του Ιππικού έφθασαν στο Μαργαρίτι και έστειλαν αναγνωριστικές περιπόλους ακόμα νοτιότερα χωρίς να συναντήσουν σημαντική αντίσταση και, πολύ περισσότερο, μια νέα γραμμή άμυνας των Ελλήνων. Οι απορίες θέριεψαν στους Ιταλούς αξιωματικούς. Πώς ήταν δυνατόν να έχει προετοιμαστεί τόσο άσχημα η επιχείρηση ενάντια στην Ελλάδα; Σε τι είδους περιπέτειες είχαν ρίξει τους Ιταλούς στρατιώτες οι ιθύνοντες της Ρώμης; Οι απορίες έγιναν θυμός όταν έφτασε στην περιοχή μια ομάδα δημοσιογράφων –της υπηρεσίας Τύπου και Προπαγάνδας του καθεστώτος– για να περιγράψει ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
«Το όνειρο του ήρωα». Ο Ιταλός τραυματίας περιμένει το παράσημο από τον Μουσολίνι.
με μεγαλοπρεπή χρώματα την «επική διάβαση» του Καλαμά. Προφανώς στη Ρώμη αναζητούσαν επικοινωνιακούς «θριάμβους» για να αμβλύνουν τη γενική εντύπωση αποτυχίας που πλέον έφθανε από το ελληνικό μέτωπο. Στις 10 και τις 11 Νοεμβρίου ο πόλεμος φαινόταν να έχει σταματήσει στην παραλιακή ζώνη. Οι Ιταλοί δεν προχωρούσαν και οι Ελληνες δεν φαίνονταν ακόμα πουθενά. Αξιωματούχοι του στρατού, του φασιστικού κόμματος και της πολιτικής διοίκησης της ιταλικής Αλβανίας επισκέπτονταν τους Φιλιάτες, καθώς αυτή η κωμόπολη πλέον ήταν ό,τι είχε απομείνει ως εδαφικό λάφυρο από τα μεγαλόπνοα σχέδια της εισβολής και της κατάληψης της Ελλάδας. Οι φήμες και οι συζητήσεις είχαν 149
φουντώσει σε κάθε επίπεδο. Τι γινόταν αλλού, τι θα γινόταν σε αυτή τη γωνιά του μετώπου; Τα βρετανικά αεροπλάνα που εμφανίστηκαν για πρώτη φορά και έπληξαν το μικρό λιμάνι της Σαγιάδας δεν προκάλεσαν θύματα, προκάλεσαν όμως νέες ανησυχίες4. Οι τρεις Ελληνες που αυτομόλησαν την ίδια ημέρα στις ιταλικές γραμμές ανακρίθηκαν, χωρίς όμως να δώσουν σαφείς πληροφορίες για την κατάσταση και τις προθέσεις του εχθρού. Στις 11 γιορτάστηκαν στους Φιλιάτες, όσο πιο εντυπωσιακά επέτρεπαν οι περιστάσεις, τα γενέθλια του Βασιλέα Αυτοκράτορα της Ιταλίας. Στις 12 Νοεμβρίου οι ανησυχίες φούντωσαν και πάλι. Από τον Βορρά έφθανε ο απόηχος ισχυρών πυρών πυροβολικού που τίποτε καλό δεν προμήνυαν. Οι ανησυχίες καταπολεμήθηκαν με νέο κύμα φημών που μετέφερε ένας αδειούχος αξιωματικός που έφθασε στους Φιλιάτες: τρία συντάγματα βερσαλλιέρων με βαρέα όπλα έφθασαν με μεταγωγικά αεροπλάνα και έρχονταν στο μέτωπο. Πλήθος ατμοπλοίων ξεφόρτωναν ενισχύσεις στο Δυρράχιο… Πέρα όμως από τις φήμες, τίποτε άλλο δεν έφθανε στο μέτωπο του Καλαμά, εκτός ίσως από μερικούς Αλβανούς «εθελοντές» αμφίβολης πολεμικής χρησιμότητας. ΟΙ Ιταλοί αξιωματικοί που τους διοικούσαν προέρχονταν από τις αποικίες και βεβαίωναν ότι ετούτοι οι στρατιώτες τους ήσαν ισάξιοι των ιθαγενών στρατευμάτων της ιταλικής Αυτοκρατορίας. Ελάχιστα ικανοποιούσαν τους αξιωματικούς του τακτικού στρατού ετούτες οι διαβεβαιώσεις. Οι αναφορές προς την ανώτερη διοίκηση στο Τεπελένι έφευγαν καθημερινά με ταχυδρομικά περιστέρια. Κάθε αναφορά γραφόταν σε δύο αντίτυπα και στελνόταν με δύο διαφορετικά περιστέρια. Θα μπορούσε να απορήσει κανείς πώς η χώρα που γέννησε τον Μαρκόνι βρισκόταν ακόμα προσηλωμένη σε τεχνικές του καιρού του Μακιαβέλλι! Στις 13 Νοεμβρίου η ελληνική πίεση στο παραλιακό μέτωπο πήρε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Το ελληνικό Πυροβολικό δραστηριοποιήθηκε στον τομέα της Ηγουμενίτσας και χρειάστηκε να μεταφερθούν προς τα εκεί μερικές πυροβολαρχίες των 105 για να απαντήσουν. Μια ολόκληρη εφοδιο150
πομπή του 31ου Συντάγματος διαλύθηκε από το ελληνικό Πυροβολικό. Οι μονάδες αναπτύχθηκαν στην πρώτη γραμμή και οι πρώτες ενισχύσεις που έφθασαν στον τομέα –τη 17η ημέρα του πολέμου!– προωθήθηκαν στις θέσεις μάχης (στοιχεία του 2ου Συντάγματος Βερσαλλιέρων). Η περίοδος της ηρεμίας τελείωνε. Την επομένη, στις 14, η πίεση των Ελλήνων εκδηλώθηκε έντονα στον τομέα της Ηγουμενίτσας. Οι Ιταλοί κράτησαν τις θέσεις τους με μικρές απώλειες, η αισιοδοξία όμως περιορίστηκε σε αυτό. Στην απέναντι πλευρά μια έντονη κινητικότητα μαρτυρούσε την άφιξη σημαντικών ενισχύσεων και την προετοιμασία επιθετικών επιχειρήσεων. Μέχρι την άφιξη επαρκών ενισχύσεων από την Ιταλία, παρατηρούσε στο ημερολόγιό του ο ΦερΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Και ενώ οι Βερσαλλιέροι έχουν καθηλωθεί και αρχίζουν την υποχώρηση... οι ελληνικές δυνάμεις προωθούνται βαθύτερα στο μέτωπο.
νάντο Καμπιόνε, ο ιταλικός στρατός στην Αλβανία επρόκειτο να περάσει πολύ δύσκολες ημέρες. Στις 15 Νοεμβρίου, καθώς ενισχύονταν οι ελληνικές θέσεις στις νότιες όχθες του Καλαμά, η ιταλική ηγεσία του τομέα άρχισε να αμφιβάλλει για το πόσο ακόμα θα μπορούσε να κρατήσει τις γραμμές της και, πιο ειδικά, το προγεφύρωμα στα νότια του ποταμού. Οι αμφιβολίες επεκτάθηκαν σε όλη την τύχη του μετώπου και του πολέμου. Πικρές συζητήσεις για τον τυχοδιωκτισμό της όλης επιχείρησης διεξάγονταν ανάμεσα σε όλα τα στελέχη. Οι στρατιώτες, λιγότερο πληροφορημένοι, ένιωθαν και αυτοί ότι κάτι δεν πάει καλά. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Η δική τους αρχική προέλαση αποδείχθηκε τόσο αδύναμη ώστε έσβησε μόνη της, χωρίς να χρειαστεί την αντίσταση του εχθρού. Οι ενισχύσεις που θα διατηρούσαν και θα αύξαιναν τη δυναμική της δεν έφτασαν ποτέ, ενώ οι αναμενόμενες παρεμβάσεις της Αεροπορίας και του Ναυτικού δεν πραγματοποιήθηκαν. Οι δυνάμεις εισβολής βρίσκονταν έτσι καθηλωμένες λίγα χιλιόμετρα πέρα από τα σύνορα με μοναδική φιλοδοξία τους να προασπίσουν τη μόνη ελληνική κωμόπολη που κρατούσαν ακόμα τα ιταλικά όπλα: τους Φιλιάτες. Οπωσδήποτε επρόκειτο για ταπεινωτική κατάσταση ενός στρατού που ξεκινούσε με προοπτική την Αθήνα, την Πάτρα και τελικά τη Θεσσαλονίκη! 151
Ενας ιππέας της ίλης του Συντάγματος Guide σκοτώνει έναν Ελληνα στρατιώτη πριν ανατινάξει τη γέφυρα ενός ποταμού στην Ηπειρο. Εικονογράφηση από τη «La Tribuna Illustrata» της 2ας Φεβρουαρίου 1941.
Στις 16 Νοεμβρίου η πίεση του ελληνικού στρατού αυξήθηκε σε όλο το μήκος του μετώπου και ειδικά στην περιοχή του παραλιακού τομέα, όπου έφθαναν συνεχώς νέες μονάδες. Η ιταλική διοίκηση της ζώνης συνειδητοποίησε ότι δεν θα μπορούσε πλέον να κρατήσει τις θέσεις της για πολύ καιρό ακόμα και εξέδωσε τις πρώτες διαταγές και οδηγίες για την αναπόφευκτη υποχώρηση. Οι εργασίες για κατασκευή δρόμου από τους Φιλιάτες προς τα νότια εγκαταλήφθηκαν, τα βαρύτερα υλικά άρχισαν να μετακινούνται προς τα βόρεια, ενώ το 152
Μηχανικό ανέλαβε να υπονομεύσει τις γέφυρες και να προετοιμάσει καταστροφές και εμπόδια στους δρόμους που οδηγούσαν προς τον Βορρά. Οι ειδήσεις από τις γειτονικές μονάδες προκαλούσαν φόβο. Η Μεραρχία «Φερράρα» είχε υποστεί μεγάλες απώλειες τις προηγούμενες ημέρες. Τα Συντάγματα του Ιππικού «Αόστα» και «Γκουίντε» αποσπάστηκαν εσπευσμένα από το παραλιακό μέτωπο για να μεταφερθούν στα βόρεια, εκεί όπου το μέτωπο κινδύνευε να καταρρεύσει. Αντί για τις ενισχύσεις που περίμενε η ιταλική διοίκηση στους ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Φιλιάτες, έχανε σημαντικές της μονάδες. Στις 17 Νοεμβρίου η εικόνα άρχισε να μοιάζει με εικόνα διάλυσης. Οι μουσουλμάνοι κάτοικοι της περιοχής, ειδικά όσοι είχαν εκτεθεί στην υποδοχή του ιταλικού στρατού, άρχισαν να φεύγουν για την Αλβανία, φοβούμενοι τα αντίποινα των Ελλήνων. Τα πλέον πολύτιμα υλικά έπαιρναν τον ίδιο δρόμο. Το Μηχανικό έκανε πλέον φανερά τις προετοιμασίες καταστροφών. Οι φήμες, από υπέρμετρα αισιόδοξες την προηγούμενη περίοδο, είχαν τώρα γίνει υπέρμετρα καταστροφικές: «Πολλά εχθρικά υποβρύχια κατέστρεφαν τις νηοπομπές που μετέφεραν εφόδια και ενισχύσεις από την Ιταλία και ο στρατός της Αλβανίας είχε ουσιαστικά αποκοπεί», «οι ιταλικές μονάδες στον Βορρά είχαν διαλυθεί και οι Ελληνες μπορούσαν να φτάσουν στο Αργυρόκαστρο ή ίσως και στο Τεπελένι», «η Αεροπορία έφυγε για τη Λιβύη αφήνοντας καμιά εκατοστή μόνο αεροπλάνα στην Αλβανία» και άλλα πολλά. Δεν ήταν ακόμα ο γενικός πανικός, αλλά όλοι καταλάβαιναν ότι και αυτός δεν θα αργούσε πολύ να έρθει. Στην πρώτη γραμμή οι απώλειες πολλαπλασιάζονταν. Οι Ελληνες πλησίαζαν ολοένα τις ιταλικές γραμμές και οι ιταλικές περίπολοι σπάνια πλέον επέστρεφαν σώες πίσω στη γραμμή άμυνας. Το Πυροβολικό άρχισε να έχει σοβαρές απώλειες από τη δράση του ελληνικού αντίστοιχου. Ως ένδειξη έσχατης απελπισίας, εκατό περίπου εργάτες οδοποιίας εξοπλίστηκαν και ανέλαβαν να υπερασπιστούν έναν τομέα του μετώπου. Το Πυροβολικό και οι όλμοι έριχναν ακατάπαυστα με πρόθεση μάλλον να εξαντλήσουν τα πυρομαχικά τους –ώστε να μην πέσουν στα χέρια του εχθρού–, παρά να αλλάξουν τη ροή της μάχης. Στις 18 Νοεμβρίου η εικόνα της ήττας πήρε νέες διαστάσεις. Οι μονάδες που βρίσκονταν ακόμα στα νότια του Καλαμά περνούσαν στη βόρεια όχθη. Μέσα στην ημέρα εκδηλώθηκαν στασιαστικά φαινόμενα στις μονάδες των Αλβανών «εθελοντών». Οι «εθελοντές», Τσάμηδες σε σημαντικό ποσοστό, ένιωθαν ότι κινδυνεύουν και αυτοί και οι οικογένειές τους στην κατάρρευση του ιταλικού ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
στρατού. Ηθελαν λοιπόν να φύγουν για τα σπίτια τους για να φροντίσουν για τη σωτηρία των ανθρώπων τους και των νοικοκυριών τους. Τίποτε δεν μπορούσε να τους μεταπείσει και ουσιαστικά η συμμετοχή τους στον πόλεμο τερματίστηκε σε αυτό το σημείο5. Σημαντικό μέρος του οπλισμού τους, ειδικά τα αυτόματα όπλα, δόθηκαν στους Ιταλούς στρατιώτες, ιδιαίτερα στους φασίστες του Τάγματος των Μελανοχιτώνων. Οι Αλβανοί δεν ήσαν οι μόνοι που έφευγαν. Δύο από τα τρία τάγματα του 3ου Συντάγματος Γρεναδιέρων κλήθηκαν να καλύψουν άλλους τομείς του μετώπου, όπου η κατάσταση φαινόταν πιο απειλητική. Η Μεραρχία «Σιένα» έβλεπε τις δυνάμεις της να λιγοστεύουν όσο αυξανόταν η εχθρική απειλή. Οι εχθρικές συγκεντρώσεις στη Μενίνα και στο Δραμέσι γίνονταν ολοένα και πιο ισχυρές. Με το σκοτάδι εκκενώθηκαν οι θέσεις νότια του Καλαμά και το προγεφύρωμα έπαψε να υπάρχει. Η αποχώρηση των βοηθητικών μονάδων στο εσωτερικό της Αλβανίας συνεχιζόταν. Οι επίσημοι του φασιστικού Κόμματος, της Αντιβασιλείας της Αλβανίας και του Στρατού έπαψαν να επισκέπτονται την «κατακτημένη πόλη» των Φιλιατών. Η γενική εικόνα της αποτυχίας δεν μπορούσε πλέον να αντιστραφεί με επικοινωνιακά τεχνάσματα. Στις 19 Νοεμβρίου οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν στην πρώτη γραμμή και οι επιθετικές πρωτοβουλίες εντάθηκαν από την ελληνική πλευρά. Με την εγκατάλειψη των ιταλικών θέσεων νότια του ποταμού, τα ελληνικά στρατεύματα ανακατέλαβαν τις θέσεις και τις οχυρώσεις τις οποίες είχαν εγκαταλείψει όταν οι Ιταλοί πέρασαν τον Καλαμά. Αυτό σήμαινε ότι τις επόμενες ώρες τα πυρά του πυροβολικού και των αυτόματων όπλων θα γίνονταν πιο ακριβή και φονικά από την ελληνική πλευρά. Δεν υπήρχαν εφεδρείες για να καλύψουν όλες τις διαφαινόμενες απειλές. Στους Ιταλούς βαθμοφόρους η πίεση ήταν αφόρητη και αντιληπτή. Οπωσδήποτε κανείς δεν περίμενε από αυτούς να εμπνεύσουν κάτι περισσότερο στους άνδρες τους. Ολοι αισθάνονταν ότι είχαν εγκαταληφθεί στην τύχη τους και ότι το μοιραίο ήταν αναπόφευκτο. 153
«Θαρραλέοι Ιταλοί στρατιώτες αναρριχώνται στα βουνά της Ηπείρου για να ξετρυπώσουν ελληνική πυροβολαρχία κρυμμένη σε σπηλιά». Ιταλικοί πανηγυρισμοί στη «La Domenica del Corriere» μετά τη γερμανική επικράτηση (27 Απριλίου 1941). 154
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Την επομένη η κατάσταση έγινε χειρότερη. Το υλικό του Μηχανικού, το οποίο είχε χρησιμοποιηθεί για τη ζεύξη του Καλαμά (βάρκες κ.λπ.), δεν έγινε δυνατό να διασωθεί, καθώς οι Ελληνες είχαν πλέον εγκατασταθεί στέρεα στην απέναντι όχθη. Χρειάστηκε να καταστραφεί επιτόπου από στρατιώτες του 32ου Συντάγματος. Η δράση του Πυροβολικού συνεχιζόταν με μικρές μόνο διακοπές και η πίεση, ιδιαίτερα από την πλευρά της Μενίνας, ολοένα και αυξανόταν. Δεν ήταν όμως ετούτη η πίεση που έκρινε την έκβαση των αγώνων σε αυτήν την παραλιακή γωνιά του μετώπου. Οι εξελίξεις στο κέντρο και την ανατολική πλευρά του ελληνο-ιταλικού μετώπου ήταν ακόμα πιο καταστροφικές για την ιταλική πλευρά και το μεσημέρι το Σώμα Στρατού διέταξε τη Μεραρχία «Σιένα» ν’ απαγκιστρωθεί από το μέτωπο του Καλαμά και να υποχωρήσει πίσω από τα ελληνοαλβανικά σύνορα. Ολο αυτό το μικρό ιταλικό κράτος που είχε εγκατασταθεί στους Φιλιάτες και τη στενή ζώνη ως τις όχθες του Καλαμά έπρεπε τώρα να ξηλωθεί και να φύγει προς τα σύνορα. Τα εφόδια και τα υλικά που θα στήριζαν τη σχεδιαζόμενη προέλαση προς τον Νότο έπρεπε είτε να διασωθούν είτε να καταστραφούν για να μην πέσουν στα χέρια του εχθρού. Οι κινήσεις της εκκένωσης έγιναν πολύ γρήγορα αντιληπτές από τον πληθυσμό. Μέσα σε λίγο χρόνο ολόκληρες οικογένειες από το μουσουλμανικό πληθυσμό φορτώθηκαν όλα όσα μπορούσαν να μεταφέρουν και πήραν και αυτές το δρόμο για τα σύνορα. Το επιτελείο της μεραρχίας υπολόγιζε ότι η εκκένωση της περιοχής θα απαιτούσε τρεις τουλάχιστον ημέρες για να γίνει με τάξη. Στην πραγματικότητα, δεν υπήρχε τόσος χρόνος. Οι Ελληνες επιτίθεντο πλέον σε όλη τη γραμμή του μετώπου. Πολίτες, σιωπηλοί στρατιώτες, μουλάρια, κάρα, αυτοκίνητα, άλογα, γελάδια και πρόβατα αναμίχθηκαν στους λιγοστούς δρόμους που οδηγούσαν πίσω στην Αλβανία. Ο σχεδιασμός απέβλεπε στην «ελαστική άμυνα». Οι ιταλικές δυνάμεις δεν έπρεπε να αγκιστρωθούν σε κανένα σημείο, αλλά, υποχωρώντας διαδοχικά σε νέες γραμμές άμυνας, να εξαντλήσουν τη ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
δυναμική του αντιπάλου. Σε τελευταία ανάλυση, όσο ο τελευταίος απομακρυνόταν από τις δικές του βάσεις εφοδιασμού τόσο οι Ιταλοί θα έρχονταν πιο κοντά στις δικές τους: στα λιμάνια της Αυλώνας και του Δυρραχίου. Ενας «επιθεωρητής» του Φασιστικού Κόμματος έφθασε στο μέσον της υποχώρησης στη Μεραρχία «Σιένα» για να «ανυψώσει το ηθικό»: «Περνούμε», δήλωσε, «μια περίοδο κρίσης στην Αλβανία. Οφείλουμε να την ξεπεράσουμε ώστε όλα να γυρίσουν στο καλύτερο». Επειτα από ένα σχεδόν μήνα πολέμου, οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες της μεραρχίας είχαν οπωσδήποτε σχηματίσει διαφορετική εικόνα για αυτό που συνέβαινε. Στις 22 Νοεμβρίου το ιταλικό μέτωπο στον Καλαμά άντεχε ακόμα. Από τα παρατηρητήρια οι βαθμοφόροι παρατηρούσαν το ελληνικό Πεζικό να περισφίγγει τις θέσεις άμυνας. «Οι στρατιώτες (των Ελλήνων), μικροσκοπικοί στο κατάφυτο θαμνώδες έδαφος, σε αραιή διάταξη, προχωρούσαν με γρήγορα ατομικά άλματα που ακολουθούνταν από παύσεις και απρόβλεπτες κινήσεις. Σκοπός τους ήταν να περικυκλώσουν την κορυφή (Προφήτη Ηλία) εκμεταλλευόμενοι κάθε πτυχή του εδάφους. Στο τέλος ήταν δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς με τα κιάλια ποιοι ήταν οι δικοί μας και ποιοι οι εχθροί». Οι Ελληνες γεφύρωσαν πρόχειρα τον Καλαμά σε διάφορα σημεία, κοντά στη Μενίνα ήταν το πιο απειλητικό για τους Ιταλούς σημείο. Ιταλικά αναγνωριστικά αεροπλάνα έριχναν με ερματισμένους φακέλους πληροφορίες για τα σημεία κινδύνου έτσι ώστε το Πυροβολικό να καθορίζει προτεραιότητες. Επιθέσεις και αντεπιθέσεις διαδέχονταν η μία την άλλη σε αυτή την ημέρα κόλασης. Τα αεροπλάνα πρόσθεταν στον ορυμαγδό το θόρυβο των μηχανών τους, αλλά και τις βαριές εκρήξεις των βομβών τους, συνήθως πολύ πιο ισχυρές από τις αντίστοιχες του Πυροβολικού. Το απόγευμα, ακόμα και οι αξιωματικοί του επιτελείου στην ιταλική πλευρά απορούσαν πώς το μέτωπο κρατούσε ακόμα. Παρ’ όλα αυτά, η εκκένωση των αποθηκών στους Φιλιάτες συνεχιζόταν και εφοδιοπομπές τετραπόδων, με τους Αλβανούς ημιονηγούς τους, 155
Μια φανταστική εικονογράφηση της «La Tribuna Illustrata» (15 Δεκεμβρίου 1940): «Τμήματα του ελληνικού Ιππικού αιφνιδιάζονται από Ιταλούς αλπινιστές και εξολοθρεύονται».
μετέφεραν προς τα πίσω κάθε είδους υλικά – τις αποσκευές των αξιωματικών σε πρώτη προτεραιότητα. Στο στρατηγείο της «Σιένα» χαράχθηκαν διάφορες διαδρομές διαφυγής με πεζοπορία προς τα σύνορα, σε περίπτωση αιφνίδιας κατάρρευσης του μετώπου. Το απόγευμα διαπιστώθηκε ότι οι ελληνικές επιθέσεις είχαν πρόσκαιρα συγκρατηθεί και σχετική ηρεμία επικρατούσε στη γραμμή του μετώπου. Σε άλλες καταστάσεις αυτό θα ήταν ένα θετικό νέο. Στην περίπτωση, όμως, αυτή η είδηση ερμηνεύθηκε ως ευκαιρία για απαγγίστρωση και υποχώρηση. Μόλις έπεσε το σκοτάδι, φάλαγγες 156
Ιταλών στρατιωτών διέσχιζαν τους Φιλιάτες με κατεύθυνση τα σύνορα. Το επιτελείο και οι υπηρεσίες της μεραρχίας που είχαν απομείνει ξεκίνησαν την κίνησή τους από τους πρώτους: στις πέντε και μισή το απόγευμα. Η τελευταία αυτή υποχώρηση γινόταν σε απόλυτη ησυχία. Καθώς το σκοτάδι πύκνωνε, το Πυροβολικό από καιρό σε καιρό σταματούσε και έριχνε κάποιες βολές προς τις ελληνικές γραμμές για να δείξει «δραστηριότητα» και να συσκοτίσει, κατά το δυνατόν, τις προθέσεις και τις κινήσεις των Ιταλών. Οι τελευταίοι από τους πολίτες που είχαν πάρει απόφαση να ακολουθήσουν τους Ιταλούς ξυπνούΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
«Παρά τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες στο ελληνικό μέτωπο, η δράση των περιπόλων μας συνεχίζεται με αιφνιδιαστική κατάληψη μιας εχθρικής θέσης». «La Tribuna Illustrata» (23 Φεβρουαρίου 1941).
σαν μέσα στη νύκτα και βιαστικά προστίθεντο στις στρατιωτικές φάλαγγες. Εξω από τους Φιλιάτες, ένα φορτηγό που μετέφερε βενζίνη σταμάτησε στην άκρη του δρόμου χωρίς ο οδηγός του να μπορεί να ξεκινήσει και πάλι. Μερικοί βαθμοφόροι άρχισαν να αναζητούν μέσο για τη ρυμούλκησή του. Σε αντίθετη περίπτωση, το αυτοκίνητο και το φορτίο του θα έπρεπε να πυρποληθούν. Δύσκολη απόφαση, που αφενός θα έδινε σινιάλο στον εχθρό, αφετέρου θα προκαλούσε ανησυχίες και ίσως πανικό στα στρατεύματα που υποχωρούσαν. Στο πέρασμα της Σαγιάδας προς τα σύνορα, η κατάσταση του δρόμου και το πλήθος ανθρώπων και ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
οχημάτων προκάλεσαν ένα τρομερό μποτιλιάρισμα. Τίποτε δεν μπορούσε να κινηθεί. Οι βαθμοφόροι προσπαθούσαν να λύσουν τα αμέτρητα προβλήματα μέσα στο σκοτάδι, με μικρή όμως επιτυχία. Καθώς περνούσε η ώρα, ολοένα και περισσότεροι άφηναν τα οχήματα και προχωρούσαν προς τα σύνορα με τα πόδια. Οι εργάτες που ακολουθούσαν τις φάλαγγες των τροχοφόρων με αποστολή την καταστροφή του δρόμου –με κύλισμα βράχων, σκαψίματα, κορμούς και εμπόδια– ανέλαβαν επίσης το καθήκον να καταστρέψουν τα παγιδευμένα οχήματα. Πλήθος υλικών, όμως, έπρεπε απλά να εγκαταλειφθούν, καθώς έλειπαν τα μέσα και οι άνθρωποι για τη μεθοδική καταστροφή τους. 157
Η εποχή των ρωμαϊκών θριάμβων είχε τελειώσει για τον Μουσολίνι. Η Ελλάδα αποδείχτηκε πολύ σκληρή για τα δόντια του.
158
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Ελειπε ο χρόνος επίσης. Καθώς ξημέρωνε και οι κατάκοποι Ιταλοί στρατιώτες έφθαναν στις νέες θέσεις άμυνας και άρχισαν να φτιάχνουν οχυρώματα και καταυλισμούς, ένας νέος φόβος απλώθηκε στον παραλιακό τομέα. Προς τη θάλασσα οι ακτές ήταν αφύλακτες και προσβάσιμες από τη θάλασσα. Οι Ελληνες, έλεγαν οι φήμες, ετοίμαζαν απόβαση πίσω από τις ιταλικές γραμμές. Οι μονάδες των Τελωνοφυλάκων που φρουρούσαν τα παράλια ομολογούσαν με δέος ότι δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν μια στρατιωτική ενέργεια. Στις μέρες που θα ακολουθούσαν οι κίνδυνοι της θάλασσας θα ήταν η μόνιμη φοβία των Ιταλών σε αυτή τη γωνιά της Αλβανίας. Στις 22 Νοεμβρίου, 26 ημέρες μετά την εισβολή, το τελευταίο τμήμα της ελληνικής επικράτειας που είχε θριαμβευτικά κατακτηθεί, η περιοχή των Φιλιατών, πέρασε πάλι στα ελληνικά χέρια. Για τους Ιταλούς των Τιράνων και της Ρώμης ήταν ένα πρόσθετο χτύπημα. Δεν θα υπήρχαν πλέον φωτογραφίες και ρεπορτάζ από τις ιταλικές δυνάμεις κυρίαρχες σε μια ελληνική κωμόπολη. Η εισβολή στην Ελλάδα είχε τελειώσει. Το στοίχημα πλέον της φασιστικής κυβέρνησης της Ρώμης ήταν να κρατήσει το λάφυρο που απέκτησε τον Απρίλιο του 1939, την Αλβανία. Τις τελευταίες ημέρες του Νοεμβρίου 1940 ακόμα και αυτό το στοίχημα φαινόταν τελείως αμφίβολο.
Και ενώ οι κοκορόφτεροι το έβαζαν στα πόδια, η εικονογράφηση του Vittorio Pizani στην «Illustrazionie del Popolo» (2 Μαρτίου 1941) φαντασιώνεται μια θαρραλέα ιταλική έφοδο σε προκεχωρημένες ελληνικές θέσεις.
Υποσημειωσεισ 1. Μετείχαν: Ο «Ντούτσε» Μουσολίνι, οι «εξοχότατοι» Τσιάνο, Μπαντόλιο, Σοντού, Ιακομόνι, Ροάττα, Βισκόντι Πράσκα. 2. Περίπου 20.000 Τσάμηδες κατοικούσαν στο νεοσύστατο τότε Νομό Θεσπρωτίας, ενώ σχεδόν άλλοι τόσοι είχαν καταφύγει ως πρόσφυγες ή μετανάστες σε προγενέστερες εποχές στο αλβανικό έδαφος, στον Νότο κυρίως. Η ιταλική φασιστική προπαγάνδα είχε μεθοδικά «δουλέψει» με τον τσάμικο αλυτρωτισμό και από αυτή την ομάδα είχαν προέλθει μονάδες «εθελοντών» που υπηρετούσαν στον ιταλικό στρατό. 3. Fernando Campione, Guerra in Epiro. Diario di un
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
combattente della Divisione «Siena» (51), Napoli, 1950, Alfredo Guida, Editore. 4. Πρόκειται ίσως για σύγχυση του συγγραφέα. Το λιμάνι της Σαγιάδας βομβαρδίστηκε τη νύχτα 30 προς 31 Οκτωβρίου από ελληνικά αντιτορπιλικά. 5. Θα παρηγορούσε ίσως τους Ιταλούς διοικητές του παραλιακού μετώπου η γνώση ότι οι «δικοί τους» Αλβανοί εθελοντές ήσαν οι τελευταίοι που είχαν απομείνει ως συγκροτημένες μονάδες σε ολόκληρο το ελληνο-ιταλικό μέτωπο. Στους άλλους τομείς του μετώπου η «απόσυρση» ή η «αποσκίρτηση» των αλβανικών μονάδων είχε γίνει πολύ νωρίτερα, ευθύς μόλις εκδηλώθηκαν οι πρώτες δυσκολίες στις δυνάμεις εισβολής.
159
View more...
Comments