Epistrofh Sto Mellon
December 28, 2017 | Author: bartemis1 | Category: N/A
Short Description
Download Epistrofh Sto Mellon...
Description
ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ
To Χρυσό Παραπέτασμα Η Εποχή τον Φόβου ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΕΠΙΣΗΣ NOAM ΤΣΟΜΣΚΙ
Παρεμβάσεις ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΗΣ
Προς Έναν ΠολυποΧικό Κόσμο ΚΩΣΤΑΣ ΒΕΡΓΟΠΟΥΑΟΣ
Το Μεγάλο Ρήγμα ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΕΛΑΣΤΙΚ
Το Τέλος των Βαλκανίων
Ε Π ΙΣ Τ Ρ Ο Φ Η Σ Τ Ο Μ Ε Λ Λ Ο Ν Η κρίση τον νηαρχιού καπιταλισμού •και η Αριστερά
Π Ε Τ Ρ Ο Σ Π Α Π Α Κ Ω Ν Σ Τ Α Ν Τ ΙΝ Ο Υ
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ Η κρίση του υπαρκτού καπιταλισμού και η Αριστερά
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙ BAN Η ΑΘΗΝΑ
Σεψά ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤίιΧος ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ Συγγραφέας ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΓΧωκπχήιηιμΔαα ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΣΗΜΟΥ Copyright Ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου Copyright © 2010: ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ ΑΒΕ Σόλωνος 98 - 106 80 Αθήνα Τηλ 210 3661200, Fax: 210 3617791 http //www livanis gr Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική, ή η από δοση κατά παράφραση ή διασκευή του περιεχομένου του βιβλίου με οποιονδήποτε τρό πο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφηοης ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γρα πτή άδεια του εκδότη Νόμος 2121/1993 και κανόνες του Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν οτην Ελλάδα Παραγωγή: Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη ISBN 978-960-14-2150-6
Π Ε Ρ ΙΕ Χ Ο Μ Ε Ν Α
Εισαγω γή........................................................................................ 11 Ο Μαρξ και τα όρια του κεφαλαίου............................................ 27 Το Μεγάλο Αλμα προς τα πίσω....................................................43 Από τη φούσκα στο κραχ. Το ρομπότ και το ζόμπι...
.
70 84
Οι δυο τελευταίες Μεγάλες Ιδέες.............................................. 104 Το τέλος του κόσμου όπως τον ξέρα με.....................................128 Το σφυρί και το ποντίκι...
149
Μπορεί να υπάρξει αριστερή πολιτική;...................................180 Οι τρεις εποχές του κομμουνισμού........................................... 214
Ό,τι φαν στερεό εξαερώνεται, 6,τι φαν ιερόβεβηλύνειαι... Καρλ Μαρξ & Φ ρίνιριχ Έ νγκελς
Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος
Ε ΙΣ Α Γ Ω Γ Η
Αρχές του 2009. Στον απόηχο του καυτού ελληνικού Δεκέμβρη, το φάντασμα της κοινωνικής εξέγερσης μοιάζει να έχει εγκατα σταθεί πάνω από τις δυτικές μητροπόλεις. Grfcce gdndrale -θ α γίνει παντού της... Ελλάδας!- γράφουν τα πανό των Γάλλων δια δηλωτών, παραφράζοντας το σύνθημα grfcve gdndrale, γενική απεργία. Ο πρώην πρωθυπουργός Ντομινίκ ντε Βιλπέν προειδο ποιεί ότι η Γαλλία μπορεί να αντιμετωπίσει «μια νέα επανάστα ση» λόγω της σφοδρής οικονομικής κρίσης που πλήττει τον πα γκόσμιο καπιταλισμό, της χειρότερης από τη Μεγάλη Ύ φεση του 1929-1933: Μόνο στις Η ΠΑ, μέχρι τα τέλη του 2009, χάθηκαν 7,3 εκατομμύρια θέσεις εργασίας και το συνολικό χρέος εκτινά χθηκε στο 365% του ΑΕΠ, ενώ στη Μεγάλη Ύ φεση δεν είχε ξεπεράσει το 250%.' Ο πολύς Ζμπίγκνιου Μπρζεζίνσκι, σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Τζίμι Κάρτερ, κάνει λόγο για «κίνδυνο ταξικής σύ γκρουσης» λόγω της «απίστευτης συσσώρευσης πλούτου στα χέ ρια ελάχιστων». Ακόμη και στην πιο ψ ύχραιμη Βρετανία, το υπουργείο Εξωτερικών έδωσε εντολή σε όλες τις πρεσβείες να αξιολογούν τον κίνδυνο κοινωνικών εξεγέρσεων στις χώρες ευθύ νης τους και να ενημερώνουν σχετικά το Λονδίνο. Το εμπιστευ1. Τζορτζ Σόρος, «Η δεύτερη ύφεση παραμονεύει», Το Βήμα, 3/1/2010.
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
12
ιικό δελτίο της Intelligence Unit του Economist εκτίμησε ότι υπάρ χει «σοβαρός κίνδυνος κοινωνικών αναταραχών» σε τουλάχιστον ενενήντα πέντε χώρες. «Η λαϊκή οργή μεγαλώνει στον κόσμο ως αποτέλεσμα της διογκούμενης ανεργίας, των μειωμένων ή παγω μένων μισθών, της διοχέτευσης κονδυλίων στις τράπεζες, της μεί ωσης της αξίας των ακινήτων και των περικοπών στις συντάξεις και τις κοινωνικές ασφαλίσεις [...] Καθώς η οικονομική κάμψη συνεχίζεται, μπορούμε να αναμένουμε πολύ εντονότερα και με γαλύτερης διάρκειας γεγονότα, όπως ένοπλες εξεγέρσεις, πραξι κοπήματα, εμφύλιες συγκρούσεις ή και πολέμους μεταξύ κρα τών».2 Ένα χρόνο αργότερα, ο πανικός έχει δώσει τη θέση του στην ανακούφιση. Από το τελευταίο τρίμηνο του 2009, η κρίση κηρύ χθηκε λήξασα, η οικονομία ξαναμπήκε σε αυξητική τροχιά και ο δείκτης Dow Jones του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης σκαρ φάλωσε και πάλι πάνω από τις 10.000 μονάδες. Η Γουόλ Στριτ θύμιζε εμφραγματία που μόλις έχει βγει από τη μονάδα εντατι κής θεραπείας και το πρώτο πράγμα που κάνει είναι να ανάψει τσιγάρο: ξεπέρασαν τα 140 δισεκατομμύρια δολάρια τα μπόνους στα στελέχη των χρηματιστηριακών εταιρειών μέσα στο 2009. Αέ ρας κοπανιστός αποδείχτηκαν οι βροντές του Ο μπάμα και οι αστραπές του Σαρκοζί εναντίον των golden boys. Αφού το αναμενόμενο κοινωνικό τσουνάμι δεν ήρθε, οι κυρί αρχοι του παιχνιδιού συμπέραναν ότι τα υποζύγια αντέχουν κι άλλα βάρη. Πέρυσι τέτοιο καιρό έδιναν πακτωλούς δημοσίου χρήματος στις τράπεζες, φέτος καλούν τους μισθωτούς να πλη ρώσουν το λογαριασμό για την εκτίναξη των ελλειμμάτων και των χρεών, που οι ίδιοι προκάλεσαν. Άλλη μια φορά, ο καπιτα 2 The Times. 5/5/2009.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
13
λισμός επιβιώνει με διαδοχικούς κύκλους ιδιωτικοποίησης του κέρδους και κοινωνικοποίησης του χρέους, όπως οι ζωντανοί ορ γανισμοί επιβιώνουν με διαδοχικούς κύκλους εισπνοής και εκπνοής.
Είκοσι χρόνια μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, η κα τάρρευση γιγάντων όπως η Lehman Brothers στην... Οδό Τείχους, όπως θα μεταφράζαμε στα ελληνικά τη Wall Street, προκάλεσε πραγματικό ιδεολογικό κραχ. Ο νεοφιλελευθερισμός, από οικου μενική, πολιτική θρησκεία κατέληξε κακόφημη έννοια. Π αρα φράζοντας τον αφορισμό του συντηρητικού Νίξον, κατά τον οποίο, σε εποχές κρίσης «είμαστε όλοι κεϊνσιανοί», το περιοδικό Newsweek, με αφορμή τον έντονο κρατικό παρεμβατισμό του Μπα ρόκ Ομπάμα, διακήρυξε σαρκαστικά: «Τώρα, είμαστε όλοι σοσι αλιστές»!3 Ο υποψήφιος για το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών στις τελευταίες προεδρικές εκλογές, Μάικλ Χάκαμπι, σχολίαζε ως εξής τα πρώτα μέτρα Ομπάμα για την αντιμετώπιση της κρίσης: «Ο Λένιν και ο Στάλιν θα ήταν ευτυχείς με αυτά που συμβαίνουν»!4 Ό σ ο για το TIME, αφιέρωσε το εξώφυλλο και το βασικό θέμα του αφιερώματος για το Φόρουμ του Νταβός στον... Καρλ Μαρξ! «Παγκόσμια Οικονομία - τι θα σκεφτόταν ο Μαρξ», ήταν ο σχε τικός τίτλος, πάνω από εκτενές τσιτάτο από το Κομμουνιστικό Μανιφέσιοί Ωστόσο, η αλλαγή της ιδεολογικής ατμόσφαιρας δεν μετα φράστηκε σε κάποια πολιτική στροφή π ρ ο ςτα αριστερά. Είναι αλήθεια ότι η οικονομική κρίση έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη
3. Newsweek, 16/2/2009 4 El Pats, 3/3/2009
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
14
χρεοκοπία του τυχοδιωκτικού, μιλιταριστικού σχεδίου των Αμε ρικανών νεοσυντηρητικών και στην εκλογή του πρώτου Αφροαμερικανου προέδρου - χωρίς την οποία δεν αποκλείεται η Αμε ρική να είχε ήδη γνωρίσει όχι μία, αλλά πολλές εξεγέρσεις τύ που Λος Άντζελες. Ό π ω ς είναι αλήθεια ότι στη δεύτερη βιομη χανική δύναμη του κόσμου, την Ιαπωνία, η κρίση γκρέμισε από την εξουσία το δεξιό και επί μισό αιώνα κυρίαρχο Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα, αναδεικνύοντας μια κυβέρνηση με σοσι αλδημοκρατικό προφίλ, περισσότερο αυτόνομη έναντι των Αμε ρικανών. Στην Ευρώπη, όμως, η κρίση όχι μόνο δεν εξασθένισε, αλλά, αντίθετα, ενίσχυσε την ηγεμονία της Δεξιάς (η Ελλάδα αποτελεί την εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα) και επιβεβαίωσε την αφασία της σοσιαλδημοκρατίας, που εμφανίστηκε βασιλικότερη του βασιλέως στην υπεράσπιση του νεοφιλελευθερισμού. Σε ση μείο μάλιστα ο Πέερ Στάινμπρουκ, ο σοσιαλδημοκράτης υπουρ γός Οικονομικών στην κυβέρνηση του «Μεγάλου Συνασπισμού» υπό την Άνγκελα Μέρκελ και πραγματικός Κέρβερος του Συμφώ νου Σταθερότητας, να καταγγέλλει την κυβέρνηση... Μπους για «ασύλληπτο και καταθλιπτικό αμόκ χυδαίου κεϊνσιανισμού»!5 Με λίγες εξαιρέσεις, η Αριστερά παρέμεινε περιχαρακωμένη στα στενά όρια της μετά το ’89 εποχής, αδυνατώντας να επωφεληθεί από το ευνοϊκότερο κοινωνικό και ιδεολογικό περιβάλλον και από την κρίση της εκφυλισμένης Κεντροαριστεράς του Τρίτου Δρόμου. Ο Μαρξ μίλησε για τον καπιταλισμό-βαμπίρ, τη νεκρή εργασία που συσσωρεύεται ως κεφάλαιο και θρέφεται από την εκμετάλλευση της ζωντανής. Ωστόσο, το βαμπίρ έχει και μια άλ λη έννοια: είναι απέθαντο και σηκώνεται όρθιο ξανά και ξανά, 5 ΚαΘψΐρινι'ι, 13/12/2008
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
15
μετά απά κάθε χτύπημα, αν δεν βρεθεί κάποιος να το αποκεφα λίσει.
Βεβαίως, είναι πολύ νωρίς να μιλήσουμε για χαμένη ιστορική ευ καιρία. Το παγκόσμιο σύστημα απέχει πολύ από το να έχει μπει σε τροχιά μακρόχρονης σταθεροποίησης. Η κρίση δεν ξεπεράστηκε, απλώς μεταλλάχθηκε από χρηματοπιστωτική σε δημοσι ονομική. Ενώ τα χρηματιστήρια δημιουργούν τις φούσκες των μελλοντικών κρίσεων, οι κρατικοί προϋπολογισμοί μεγεθύνουν τις μαύρες τρύπες των ελλειμμάτων που απειλούν τα λαϊκά εισο δήματα. Η επίσημα καταγεγραμμένη ανεργία σε ΗΠΑ και Ευρώ πη ξεπερνά το οδυνηρό και δυνητικά εκρηκτικό 10% (η πραγμα τική, αν υπολογιστεί η κρυμμένη ανεργία της υποαπασχόλησης, έφτανε στα τέλη του 2009 το 17,5% σύμφωνα με τους New York Times6), ενώ οι χρεοκοπίες πληθαίνουν. Καθώς καμία από τις δο μικές αιτίες και τις παγκόσμιες ανισορροπίες που έθρεψαν την τελευταία αναστάτωση δεν αντιμετωπίστηκε, πολλοί, μεταξύ των οποίων ο Αμερικανός νομπελίστας Πολ Κρούγκμαν7, φοβούνται μια εξέλιξη «σε σχήμα W», όπου μετά την πρώτη κρίση και τη σχετικά σύντομη ανάκαμψη θα ακολουθήσει δεύτερη, ίσως πιο καταστροφική. Η πτώχευση του Ντουμπάι, ενός οικονομικού «θαύματος» που αποδείχτηκε αντικατοπτρισμός της αραβικής ερήμου, ήρθε να ενισχύσει τις απαισιόδοξες εκτιμήσεις, προκαλώντας νέο σοκ και δέος στα διεθνή χρηματιστήρια. Αρθογράφοι του Guardian προειδοποιούσαν για «πολλές ακόμη κρυφές βόμβες της παγκόσμιας οικονομίας, που δεν έχουν ακόμη εκρα6 David L eonhardt, «Broader m easure of unem ploym ent stands at 17 5%», The New York Times, 7/11/2009 7 Paul K rugm an, «That 1937 Feeling», The New York Ttmes, 4/1/2010.
16
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
γεί», αναφέροντας ως επόμενο δυνητικά ντόμινο χώρες όπως η Ου κρανία, η Ιρλανδία, η Ελλάδα, η Ισλανδία, η Ουγγαρία και το Πα κιστάν.8 Στις αρχές του 2010, οι οικονομίες των μητροπόλεων βρίσκο νταν σε μια ασταθή και κρίσιμη συγκυρία. Είχαν γλιτώσει τη συστημική κατάρρευση μόνο χάρη στη «διασωλήνωσή» τους, δηλα δή την παροχή τεράστιων κονδυλίων από τα εθνικά κράτη, τα οποία κατευθΰνθηκαν κυρίως στις τράπεζες, δευτερευόντως δε στη βιομηχανία και στη στήριξη της ζήτησης. Ό πω ς συμβαίνει όμως και στην Ιατρική, η «αποσωλήνωση» των ασθενών είναι μια διαδικασία εξαιρετικά λεπτή και επικίνδυνη: Αν τα εθνικά κράτη κόψουν απότομα τα προγράμματα στήριξης των οικονομιών τους για να τιθασεΰσουν τα αστρονομικά δημοσιονομικά τους ελλείμ ματα, όπως το θέλει η κυρίαρχη γραμμή στην Ευρωπαϊκή Έ νω ση, κινδυνεύουν να βυθίσουν τις οικονομίες τους στην άβυσσο, όπως συνέβη στην Αμερική του Ρούζβελτ, το 1937 - εκτός του ότι ενδέχεται να φέρουν επί σκηνής το φάντασμα ενός απειλητικού, εργατικού «Δεκέμβρη». Αν πάλι δεν το κάνουν, κινδυνεύουν να νε κραναστήσουν το φάντασμα του στασιμοπληθωρισμού και να τροφοδοτήσουν εμπορικούς και νομισματικούς πολέμους, επιτα χύνοντας το τέλος της «παγκοσμιοποίησης». Εμπρός γκρεμός και πίσω ρέμα. Στο μεταξύ, η οικονομική κρίση έχει ήδη πυροδοτήσει ένα γε ωπολιτικό κραχ με απρόβλεπτες συνέπειες. Σήμανε την πένθιμη καμπάνα για τη «στιγμή» της αμερικανικής μονοκρατορίας, η οποία υπήρξε προσωρινό αποτέλεσμα των εξαιρετικών συνθηκών μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ και την οποία όχι μόνο δεν κατάφερε
8. H eather Stewart & Ian Black, «Dubai: Minor upset in playground of the rich - o r first d om ino of new c rash5», The Guardian, 26/11/2009.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
17
να αναζωογονήσει, αλλά αποτελείωσε μια ώρα αρχύτερα η πολε μική Σταυροφορία των Μπους-Τσέινι. Ο Μ παράκ Ομπάμα επι χειρεί μια συντεταγμένη αναδίπλωση μιας αυτοκρατορίας που κινδυνεύει να καταρρεύσει κάτω από το βάρος της ίδιας της υπερεπέκτασής της, αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα το κατα φέρει ανώδυνα και αναίμακτα. Σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη παρακμή της Ευρώπης, ο τερματισμός της αμερικανικής μονοκρατορίας μπορεί να σημάνει το τέλος δύο αιώνων παγκόσμιας κυριαρχίας της Δύσης, όπως υποδηλώνει η ορμητική (αν και εκρηκτικά ασταθής) άνοδος της Κίνας. Το γεγονός ότι ο Ο μπάμα επέλεξε να απουσιάσει από τον πανηγυρικό εορτασμό των είκοσι χρόνων από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου για να πάει στους δύο μεγαλύτερους πι στωτές του, την Ιαπωνία και την Κίνα, λέει πολλά. Στο ζενίθ της βρετανικής αποικιοκρατίας, ο Κίπλινγκ μιλούσε για «το φορτίο του λευκού ανθρώπου» να κυριαρχήσει και να εκπολιτίσει τις «καθυστερημένες» φυλές. Τ ο 2009, έτυχε στον πρώτο μαύρο πρόεδρο της Αμερικής να επισφραγίσει συμβολικά το τέλος της πλανητικής κυριαρχίας του λευκού ανθρώπου, υποκλινόμενος βαθιά στους «κίτρινους», τον αυτοκράτορα της ηττημένης Ιαπω νίας Ακιχίτο και τον ηγέτη της «κομμουνιστικής» Κίνας Χου Ζιντάο. Γενικότερα, η άνοδος του λεγάμενου BRIC (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα) και άλλων αναδυόμενων βιομηχανικών δυνάμεων με ταφράζεται σε απώλεια ελέγχου της παγκόσμιας οικονομίας από την πα ρ αδοσ ιακ ή ιμ περιαλιστική τρ ιά δ α ΗΠΑ-Δ.ΕυρώπηςΙαπωνίας. Αυτό αντανακλά και η έκλειψη της παραδοσιακής ομά δας των G-7 προς όφελος του διευρυμένου G-20, του πιο χαρακτη ριστικού ίσως προϊόντος της τελευταίας κρίσης. Είναι πολύ αμφί βολο αν τέτοιας έκτασης ανατροπές στους παγκόσμιους συσχετι
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
σμούς δύναμης μπορούν να αφομοιωθούν ειρηνικά, χωρίς να προκαλέσουν τη διάρρηξη της «παγκοσμιοποίησης» και την επιστρο φή στον άγριο οικονομικό, γεωπολιτικό ή και στρατιωτικό αντα γωνισμό αντίπαλων μπλοκ. Επομένως, θα πρέπει να προετοιμάζεται κανείς για παρατεταμένη περίοδο μεγάλης οικονομικής και γεωπολιτικής αστά θειας, που εγκυμονεί πραγματικά ιστορικές αλλαγές, για το κα λύτερο ή το χειρότερο. Σ’ αυτό το φόντο, η αντισυστημική Αρι στερά θα έχει καινούριες ευκαιρίες να βγει από την έρημο στην οποία την εξόρισε η κατάρρευση του ’89 και η συνακόλουθη δι άλυση του ιστορικού κομμουνισμού. Σε τελευταία ανάλυση, το κεφάλαιο και τα κόμματά του όχι μόνο αποδεικνύονται ανίκα να να διαχειριστούν τις τεράστιες δυνατότητες εκθετικής αύξη σης του κοινωνικού πλούτου που δημιουργεί η τρίτη, επί καπι ταλισμού, τεχνολογική επανάσταση της πληροφορικής και της βιοτεχνολογίας (μετά την πρώτη, της ατμομηχανής, και τη δεύ τερη, του ηλεκτρισμού, της χημικής βιομηχανίας και του κινη τήρα εσωτερικής καύσης), αλλά και υπονομεύουν τις δύο βασι κές πηγές αυτού του πλούτου, την εργασία και τη φύση, όπως μαρτυρούν η ενδημική μαζική ανεργία και η προϊούσα οικολο γική καταστροφή. Η πραγματικότητα αυτή δημιουργεί συνθήκες γενικής «εθνι κής κρίσης», που ευνοούν την ανάδειξη της Αριστερός σε ηγεμο νική δύναμη, πολιτικό φορέα που θα εκφράσει όχι μόνο στενά κλαδικά συμφέροντα, αλλά και ευρύτερες κοινωνικές ανάγκες για την προστασία της εργασίας, της φύσης, του πολιτισμού και της ειρήνης. Έ να στοίχημα που είναι ιστορικά αναγκαίο, αλλά καθό λου «δεδομένο» ότι θα κερδηθεί. Στις καλύτερες στιγμές τους, ο Μαρξ και ο Ένγκελς προειδοποιούσαν ότι ο ταξικός αγώνας δεν έχει εγγυημένο χάπι εντ. Παραπέμποντας στην ιστορική οπισθο
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
19
δρόμηση μετά την πτώση της Ρώμης από τους βαρβάρους, τόνι ζαν ότι η αναμέτρηση μεταξύ καταπιεστών και καταπιεζόμενων «τελείωνε κάθε φορά είτε με τον επαναστατικό μετασχηματισμό ολόκληρης της κοινωνίας, είτε με την από κοινού καταστροφή των αντίπαλων τάξεων».9
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που εκτιμούν ότι ^ Ελλάδα ενδέχεται να αναδειχτεί σε αδύνατο κρίκο τον ευρωπαϊκού κέντρου. Το φθινόπωρο του 2009, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, ήδη κατά πολύ απο δυναμωμένη από την έκρηξη του προηγούμενου Δεκέμβρη, υπέστη πραγματικό πολιτικό λιντσάρισμα από τους ψηφοφόρους. Το ΠΑΣΟΚ ήρθε στην εξουσία με κεντρική επαγγελία μια κεϊνσιανού τύπου διαχείριση της κρίσης, με περιορισμένη αναδιανομή εισο δήματος υπέρ των λαϊκών στρωμάτων. Προτού συμπληρώσει, όμως, τις πρώτες εκατό ημέρες της, η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου μπήκε σε τροχιά μετωπικής σύγκρουσης με τα λαϊκά συμφέροντα, επικαλούμενη την απειλή της πτώχευσης και τη δαμόκλειο σπάθη των Βρυξελλών. Ωστόσο, η εικόνα της συντέλειας του κόσμου, την οποία συ ντηρούν επίμονα τα τηλεοπτικά κανάλια, αποτελεί ξεκάθαρη υπερβολή, πραγματική ιδεολογική τρομοκρατία, ώστε να δικαι ολογηθούν εκ των προτέρων μέτρα κοινωνικού πολέμου εναντίον της μισθωτής εργασίας. Η δημοσιονομική κατάσταση της Ελλά δας είναι όντως άσχημη, αλλά δεν αποτελεί κάποια σκανδαλώδη εξαίρεση. Η Αμερική έχει συγκρίσιμο έλλειμμα (εννοείται, ως πο σοστό του ΑΕΠ) με την Ελλάδα, αλλά η κυβέρνηση Ομπάμα, η
9 Κ Μ σρξ& Φ Έ νγκε\ς, Mavtycmo τον Κο/φουνισιικον Κή/ψαιος, ο 19, εκδ. Σΰγ\po \i] Εποχή, 1984
20
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
οποία μάλιστα έχει πίσω της το μεγαλύτερο πρόγραμμα κρατικής στήριξης της οικονομίας στην αμερικανική ιστορία, όχι μόνο δεν σκέφτεται να το σταματήσει, αλλά ετοιμάζει και νέα επεκτατικά μέτρα. Το συνολικό εξωτερικό χρέος (κράτος, ΔΕΚΟ, τράπεζες κ.ά.) ανερχόταν, τον Δεκέμβριο του 2009, σε 159% του ΑΕΠ για την Ελ λάδα, 158% για την Ισπανία, 217% για την Πορτογαλία και... 966% για τη μέχρι πρότινος «Τίγρη του Ατλαντικού» και παιδίθαΰμα του νεοφιλελευθερισμού, την Ιρλανδία!10 Ό σ ο για τα δύο σκιάχτρα που βγάζουν κάθε μέρα στο σεργιάνι για να τρομοκρατήσουν τους 'Ελληνες πολίτες, την Κομισιόν και τους διεθνείς «οίκους αξιολόγησης», κανονικά θα έπρεπε να προκαλούν περισσότερη θυμηδία παρά φόβο. Από τη μία η Κο μισιόν αντιπροσωπεύει έναν εσμό ασπόνδυλων γραφειοκρατών, που έχασαν τη μιλιά τους όταν ξέσπασε η κρίση, αφήνοντας τα δύσκολα για τις εθνικές κυβερνήσεις, τις οποίες έρχονται τώρα, που ξεθύμανε προσωρινά η μπόρα, να «τιμωρήσουν»! Από την άλ λη, οι περίφημοι «οίκοι αξιολόγησης», από τις εκθέσεις των οποί ων υποτίθεται ότι εξαρτάται το αν και με ποιους όρους θα μπο ρούμε να δανειζόμαστε στο μέλλον, έχουν γίνει, καιρό τώρα, κα ταγέλαστοι στα μάτια οποιουδήποτε παρακολουθεί έστω και μό νο τους τίτλους των σομόν σελίδων. Είναι αυτά τα παραμάγαζα του Σόρος και άλλων μεγαλόσχημων της Γουόλ Στριτ που βαθμο λογούσαν με άριστα τα «τοξικά απόβλητα» της Lehman Brothers και των άλλων μεγαθηρίων που κατέρρευσαν το τρομερό φθινό πωρο του 2008. Το να προβάλλονται, λοιπόν, σήμερα ως τιμητές των δημοσίων οικονομικών αυτοί οι «οίκοι» των ιδιωτικών οργίων είναι περίπου σαν να βάζουμε το λύκο να φυλάει τα πρόβατα.
10 Jean-G abnel Fredet & N atachaT atu, «Pourquoi la Grfcce ne fera pas faillite·, Le Nouvel Obsmxiteur. 17-23/12/2009.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
21
Αλλά το βασικό ερώτημα είναι που πήγαν αυτά τα τεράστια κονδύλια που ξόδεψε το κράτος από τους φόρους μας, για να βρε θούμε ξαφνικά χρεωμένοι μέχρι το λαιμό; Επί του προκειμένου, τα στοιχεία που δίνει ο καθηγητής Ζαν-Πολ Φιτουσί στη γαλλική Le Monde μιλούν από μόνα τους: «Σύμφωνα με το Διεθνές Νομι σματικό Ταμείο, οι χώρες του G-20 αφιέρωσαν κατά μέσο όρο το 17,6% του ΑΕΠ στην άμεση ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος και μόνο, πάντα κατά μέσο όρο, το 0,5% του ΑΕΠ το 2008, το 1,5% το 2009 και το 1% το 2010 σε επιδοτήσεις μέσω του κρατικού προϋπολογισμού». Ό σ ο για την ευρωζώνη, «οι κρατικές δαπάνες για την αναθέρμανση της οικονομίας έφτασαν, στο σύνολο της τριετίας, μόλις το 1,6% του αθροιστικού ΑΕΠ, ενώ στις ΗΠΑ ανέ βηκαν στο 5,6%»." Το συμπέρασμα προκύπτει αβίαστα: Οι εργαζόμενοι καλού νται να πληρώσουν δύο φορές για λογαριασμό των τραπεζών, την πρώτη φορά επειδή «πρέπει» να διασωθούν με χρήματα των φορολογουμένων και τη δεύτερη για να καλύψουν τις μαύρες τρύπες του προϋπολογισμού, που έτσι δημιουργήθηκαν. Στο ενδιάμεσο διάστημα, ήταν οι ίδιες τράπεζες που λήστευαν τα εθνικά κράτη και μεγάλωναν τις μαύρες τρύπες τους, αφού δανείζονταν από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με 1% και δάνειζαν τις εθνικές κυ βερνήσεις με 5,5% ή 6%. Το απλό ερώτημα, γιατί, αφού «πρέπει» να τους δώσουμε τόσα λεφτά, δεν τις εθνικοποιούμε τουλάχιστον, περιμένει ακόμη την απάντησή του. Ασφαλώς, το δημοσιονομικό πρόβλημα είναι υπαρκτό και οδη γεί σε βίαιο σφετερισμό μέρους του εθνικού πλούτου από το διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο. Ούτε ο πιο στενόμυαλος λογιστής, όμως,
11. Jean-Paul Fitoussi, «Aprfcs la crise, un conte parfaitem ent immoral», I* Monde, 4/1/2010
22
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
δεν μπορεί να φανταστεί ότι είναι δυνατή η αντιμετώπιση του δη μοσιονομικού προβλήματος χωρίς την αντιμετώπιση του αναπτυξι ακού προβλήματος. Με την ένταξη στην ΕΟΚ και τη μετατροπή της τελευταίας σε περιφερειακό υποσύνολο της νεοφιλελεύθερης πα γκοσμιοποίησης, η ελληνική αστική τάξη απαλλοτρίωσε κοψοχρονιά την παραγωγική υποδομή που είχε δημιουργηθεί στη βιομηχα νία και στη γεωργία, απέτυχε να αξιοποιήσει μια αρκετά μορφω μένη και ειδικευμένη εργατική τάξη, για να στηριχτεί σχεδόν απο κλειστικά στον τουρισμό, τις κατασκευές και τη ναυτιλία. Ακριβώς αυτό το μοντέλο καπιταλιστικής ανάπτυξης, που βασιζόταν στην υπερεκμετάλλευση του ελληνικού και μεταναβτευτικού εργατικού δυναμικού και όχι στην παραγωγή προϊόντων υψηλής προστιθέμε νης αξίας, εκρήγνυται σήμερα μπροστά στα μάτια μας. Σ’ αυτό το φόντο, διαμορφώνονται προϋποθέσεις κοινωνικής έκρηξης, ρηγμάτων στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ και ανάδειξης μιας νέας αριστερής δυναμικής με μαζικούς όρους. Αλλά αυτό δεν μπο ρεί να γίνει αν η Αριστερά παραμείνει καθηλωμένη στην άγονη πλει οδοσία υπεραριστερών στόχων στενά συνδικαλιστικού χαρακτήρα και συμβολικών χειρονομιών «ρήξης», που περιορίζονται στα όρια της όποιας κομματικής «πρωτοπορίας» ή της οργισμένης παρέας. Η μεγάλη πρόκληση για την Αριστερά είναι να ξεφύγει από τον αμυντισμό του «αντί» -ο οποίος σφραγίζει, φυσικά με πολύ δι αφορετικούς τρόπους, πολύ διαφορετικά ρεύματα, κομμουνιστογενή, αντιπαγκοσμιοποιητικά, αντιεξουσιαστικά κλπ - και να διεκδικήσει, στο έδαφος της οικονομικής κρίσης, την πολιτική ηγε μονία στο πλαίσιο ενός ευρύτερου λαϊκού συνασπισμού. Απένα ντι σε μια αστική τάξη η οποία αποδεικνύεται ικανή μόνο να κυ ριαρχεί αλλά ανίκανη να διευθύνει, καταδικάζοντας το εργαζόμε νο έθνος σε παραγωγική παρακμή, εργασιακή ανασφάλεια, οικο νομική καταλήστευση και πολιτική ομηρία από το διεθνές χρη-
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
23
ματιστικό κεφάλαιο, η Αριστερά καλείται να ενσαρκώσει την ελ πίδα για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας και τη χει ραφέτηση της μισθωτής εργασίας.
Ασφαλώς, η κακοδαιμονία της ευρωπαϊκής Αριστερός δεν οφείλεται μόνο στην αδυναμία των ηγεσιών της να προβλέψουν, να εκτιμήσουν σωστά και να αντιδράσουν αποτελεσματικά κατά την τελευταία κρίση - αν και αυτό έπαιξε το ρόλο του. Ευρύτερα, θε μελιακά ερωτήματα γύρω από την ιστορική εξέλιξη και την προ γραμματική φυσιογνωμία της ζητούν πιεστικά απαντήσεις: Γιατί η κοινωνική επανάσταση, την οποία επαγγέλλονταν οι μαρξιστές, δεν εκδηλώθηκε, με ελάχιστες εξαιρέσεις, στις πιο αναπτυγμένες βιομηχανικές κοινωνίες της Δύσης, αλλά στη μισοφεουδαρχική Ρωσία, στην αγροτική Κίνα και στις μισοαποικίες της Λατινικής Αμερικής; Γιατί ο κομμουνισμός ρίζωσε, στις πιο πολλές περιπτώσεις (του ΕΑΜικού μπλοκ μη εξαιρουμένου), όχι τόσο ως κίνημα κοι νωνικής αυτοδιαχείρισης, αλλά ως ο αποτελεσματικός δρόμος για την εθνική απελευθέρωση και την εκβιομηχάνιση -αστικοδημοκρατικός στόχος που δεν μπορούσε να ικανοποιήσει για διάφο ρους ιστορικούς λόγους η εκάστοτε αστική τάξη; Γιατί η έκρηξη του τέλους της δεκαετίας του ’60-αρχών δεκα ετίας του ’70 (γαλλικός Μάης του ’68, καταλήψεις εργοστασίων και πανεπιστημίων στην Ιταλία, εξεγέρσεις μαύρων και αντιπο λεμικό κίνημα στην Αμερική κ.ά.), με την ελπιδοφόρα επιστροφή του κοινωνικού ριζοσπαστισμού στις δυτικές μητροπόλεις, δεν εί χε συνέχεια; Γιατί το εργατικό κίνημα και η πολιτική Αριστερά είχαν μπει, τουλάχιστον δέκα χρόνια πριν την κατάρρευση του ’89, σε τροχιά
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
24
γραφειοκρατικού μαρασμού και κοινωνικής συρρίκνωσης, τη στιγμή που ο παγκόσμιος καπιταλισμός πιστοποιούσε τη ζωτικό τητά του, με τη μεγάλη αντεπίθεση του Ριγκανισμου-Θατσερισμού; Η έκδοση που έχει στα χέρια του ο αναγνώστης δεν φιλοδο ξεί, βέβαια, να δώσει ολοκληρωμένες απαντήσεις στα μεγάλα αυ τά ερωτήματα, παρά μόνο να διατυπώσει νύξεις, κατ’ ανάγκην αποσπασματικές και προσωρινές. Επιχειρεί, ωστόσο, μια στοιχει ωδώς συνεκτική θεώρηση του μεγάλου μετασχηματισμού που δρομολόγησε ο διεθνής καπιταλισμός τα τελευταία τριάντα χρό νια, μετά το σοκ του Μάη του ’68 και την οικονομική κρίση της δεκαετίας του ’70, η οποία έθεσε τέλος στον κεϊνσιανό συμβιβα σμό του «κοινωνικού κράτους». Στηριγμένη σε μια κριτική ανά γνωση σημαντικών θέσεων του Μαρξ για τις κρίσεις και τα ιστο ρικά όρια του κεφαλαίου, η ανάλυση αυτή είναι αναγκαία προκειμένου να κατανοηθεί ο συγκεκριμένος χαρακτήρας της κρίσης, αλλά και οι μεγάλες αλλαγές στο κοινωνικό σώμα, που τροποποι ούν ριζικά το έδαφος κάτω από τα πόδια της πολιτικής Αριστεράς. Με βάση τα παραπάνω, διατυπώνονται σκέψεις για ένα αρι στερό πρόγραμμα απάντησης στην κρίση, πέρα από αποσπα σματικούς, συνδικαλιστικού τύπου στόχους και γενικές διακηρύ ξεις ευσεβών πόθων. Η γενική του φιλοσοφία είναι να ανιχνεύσει ένα στενό δρόμο ανάμεσα σε μια κατοικίδια Αριστερά, ομά δα πίεσης ή δωρητή σώματος της σοσιαλδημοκρατίας και σε μια Αριστερά πολιτικό ερημίτη, που ικανοποιείται με τη διαφύλαξη της επαναστατικής της αγνότητας. Με τους σημερινούς πολιτι κούς όρους, η έκδοση αυτή απευθύνεται σε μια Αριστερά που... δεν υπάρχει, στις περισσότερες χώρες της Δύσης, ως μαζική, ορ γανωμένη πολιτική δύναμη - και πολύ περισσότερο ως δύναμη
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
25
εξουσίας. Υπάρχει όμως στη συνείδηση πάρα πολλών ανθρώπων, οργανωμένων και ανένταχτων, και ως κοινωνική ανάγκη. Κι αυ τό είναι η πρώτη προϋπόθεση για να υπάρξει και πάλι στ’ αλή θεια. Ανεξάρτητα από τις διακυμάνσεις της συγκυρίας, μεσοπρόθε σμα η μακρά κρίση του «υπαρκτού καπιταλισμού» σηματοδοτεί μια αποφασιστική αλλαγή σελίδας, σε σύγκριση με την ατμόσφαι ρα που διαμόρφωσε η κατάρρευση των κατ’ όνομα σοσιαλιστικών καθεστώτων το 1989-1991. Στο τελευταίο του βιβλίο, ο Σλοβένος φιλόσοφος Σλαβόι Ζίζεκ αναφέρεται στο Σοβιετικό διπλωμάτη Βίκτορ Κραβτσένκο, ο οποίος, αφού αυτομόλησε στις ΗΠΑτο 1944, στο όνομα της ελευθερίας, στη συνέχεια εξεγέρθηκε εναντίον του μακαρθισμού και των διώξεων κατά των κομμουνιστών, για να καταλήξει στη Βολιβία, όπου αφιέρωσε τα χρήματα και το πάθος του στις αγροτικές κολεκτίβες. Ο Ζίζεκ γράφει: «Σήμερα, καινούριοι Κραβτσένκο αναδύονται σε όλες τις χώ ρες... Το γεγονός ότι ο (Γάλλος φιλόσοφος) Ζιλ Ντελέζ την επο χή του θανάτου του έγραφε ένα βιβλίο για τον Μαρξ δείχνει μια γενικότερη τάση. Στο παρελθόν, ήταν σύνηθες άνθρωποι με άσω τη ζωή να επιστρέφουν στα γηρατειά τους στο ασφαλές καταφύ γιο της Εκκλησίας, ώστε να συμφιλιωθούν με το θ εό . Κάτι πα ρόμοιο συμβαίνει σήμερα με πολλούς πρώην αριστερούς που στράφηκαν στον αντικομμουνισμό. Επιστρέφουν, στα ώριμα χρό νια τους, στον κομμουνισμό, λες και, ύστερα από μια ζωή εξαχρείωσης και προδοσίας, θέλουν να πεθάνουν συμφιλιωμένοι με την κομμουνιστική Ιδέα. Ό π ω ς οι παλιοί χριστιανοί, αυτοί οι νέ οι μετανοούντες μεταφέρουν το ίδιο βασικό μήνυμα: ότι ξοδέψα με τη ζωή μας σε μια μάταιη εξέγερση εναντίον αυτού που, βα θιά μέσα μας, ξέραμε πάντα ότι ήταν αληθινό. Επομένως, όταν και ένας μέγας αντικομμουνιστής όπως ο Κραβτσένκο μπορεί κα
26
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
τά κάποιο τρόπο να επιστρέφει στην πίστη του, το δικό μας μή νυμα σήμερα πρέπει να είναι: Μη φοβάστε, ελάτε μαζί μας, γυ ρίστε πίσω! Ζήσατε την εποχή της αντικομμουνιστικής μέθης για την οποία σας έχουμε συγχωρήσει - τώρα είναι ώρα να σοβαρευ τείτε και πάλι»!12
12. Slavoj h ie k , Fm t as Tragedy, Then as Farce, a. 156-157, εκδ Verso, 2009.
Ο Μ ΑΡΞ Κ Α Ι Τ Α Ο Ρ ΙΑ Τ Ο Υ Κ Ε Φ Α Λ Α ΙΟ Υ
Λίγοι άνθρωποι έχουν υμνήσει με τόσο λυρισμό τον καπιταλισιή-επιχειρηματία, αυτό τον παρανοϊκό ήρωα, που αναγκάζεται να τρέχει αδιάκοπα προς τα εμπρός, κοιτάζοντας διαρκώς πίσω α π’ τον ώμο του για να γλιτώσει από τους ανταγωνιστές του, όσο ο Αυστριακός οικονομολόγος Γιόζεφ Σουμπέτερ (1883-1950). Γράφτηκε γι’ αυτόν ότι «η εμπειρία από την ανάγνωση των βι βλίων του ισοδυναμεί με την ακρόαση μουσικής του Μπετόβεν ή με την ενατένιση ενός πίνακα του Πικάσο. Μπορεί να είναι προκλητική, ενίοτε εκνευριστική, αλλά ποτέ δεν σε κάνει να βα ρεθείς».13 Μια από τις θεμελιώδεις ιδέες του, που έγινε της μόδας με την παγκόσμια οικονομική κρίση της τελευταίας διετίας, είναι εκείνη που εκθειάζει τη δύναμη της δημιουργικής καιαστροψης, η οποία αποτελεί, κατά τη γνώμη του, την πεμπτουσία του καπι ταλισμού: «μια διαδικασία βιομηχανικής μεταβολής, η οποία ασταμάτητα και εκ των έσω αλλάζει επαναστατικά τις οικονομι κές δομές, καταστρέφοντας τις παλιές και δημιουργώντας και νούριες». Υπό αυτό το πρίσμα, οι περιοδικές κρίσεις όχι μόνο δεν οδηγούν αναπόφευκτα σε κατάρρευση, αλλά παίζουν ανα13 Α θαν.Χ Π απανδρόπουλος, «Η επικαιρότητα των απόψεων του Γιόζεφ Σου μπέτερ για την οικονομία», Νανιεμηορική On Line, 24/1/2008.
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
28
γεννητικό ρόλο. Η υστερική διαδικασία καταστροφής και δημι ουργίας δικαιώνεται γιατί χάρη σ’ αυτήν ο καπιταλισμός «είναι μια απίθανη μηχανή παραγωγής ευημερίας, καθώς ο πλούτος που παράγει ξεπερνά κατά πολΰ τα ερείπια που αφήνει πίσω του», αν και δημιουργεί ταυτόχρονα τα αίτια της πιθανής τελι κής καταστροφής του. Ό σ ο δυσκολοχώνευτο κι αν φαίνεται σε πολλούς, αυτές οι δι ατυπώσεις δύσκολα θα συναντούσαν τις ενστάσεις του Καρλ Μαρξ, από τον οποίο, άλλωστε, ο Σουμπέτερ δανείστηκε πάρα πολλά πράγματα, παρά την πολιτική άβυσσο που τον χώριζε με τον θεωρητικό του κομμουνισμού. Τόσο ο Μαρξ όσο και ο στενός συνεργάτης του, Φρίντριχ Ένγκελς, θεμελίωσαν τη θεωρία τους όχι σε μια ηθική εξέγερση εναντίον της κοινωνικής αδικίας -κ ά τι που δεν θα τους διαχώριζε από ιδεαλιστές φιλάνθρωπους και αναρχικούς θερμοκέφαλους-, αλλά στην υλιστική, ρεαλιστική ανάλυση των κοινωνικών αντιφάσεων της εποχής τους. «Αν στο πλαίσιοτης υπάρχουσας κοινωνίας», γράφει ο Μαρξ στο Grundrisse, «δεν βρίσκουμε υπό καλυμμένη μορφή τις υλικές συνθήκες της παραγωγής και ανταλλαγής για μια αταξική κοινωνία, τότε όλες οι προσπάθειες για να την κάνουμε να εκραγεί δεν θα ήταν παρά δονκιχωτισμός».14 Έναν αιώνα πριν από τον Σουμπέτερ, οι Μαρξ και Ένγκελς περιέγραψαν με εξαιρετική ενάργεια τη διαδικασία της δημιουρ γικής καταστροφής: «Η αστική τάξη», έγραφαν, «δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς να επαναστατικοποιεί αδιάκοπα τα εργαλεία πα ραγωγής [...] Η συνεχής ανατροπή της παραγωγής, ο αδιάκοπος κλονισμός όλων των κοινωνικών σχέσεων, η αιώνια αβεβαιότητα
14. Καρλ Μαρξ, Βασικές Γραμμές χψ Κριτικής της ΠοΧιηκής Οικονομίας (Grundruse), τ. Α \ σ. 111, μτφρ. Διον. Διβάρης, εκδ. Στοχαστής, 1989.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
29
και κίνηση διακρίνουν την αστική εποχή από όλες τις προηγού μενες. Διαλύονται όλες οι στέρεες και σκουριασμένες σχέσεις με την ακολουθία τους από παλιές σεβάσμιες παραστάσεις και αντι λήψεις, κι όλες όσες καινούριες διαμορφώνονται παλιώνουν πριν προλάβουν να αποσιεωθούν. Ό ,τι ήταν σιέρεο εξαερώνεται, ό,τι ήταν ιερό βεβηλώνεται».15 Υπό αυτή την οπτική γωνία και η ίδια η κοινοβουλευτική δημοκρατία, με την αδιάκοπη καταστροφή και επαναδημιουργία της πολιτικής εξουσίας μέσω των εκλογών, θα μπορούσε να εκληφθεί ως αντανάκλαση της εν λόγω διαδικασίας στο πολιτικό εποικοδόμημα.
Σε αντίθεση με μια αρκετά διαδεδομένη αντίληψη, οι Μαρξ και Ένγκελς καθόλου δεν περιορίστηκαν στις αναλύσεις τους από τις παραστάσεις ενός πρωτόγονου, ακόμη, καπιταλισμού, που βασι ζόταν στην υπερεκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας και στην καθήλωση των αναγκών της στο ελάχιστο δυνατό. Αυτός ο «καπι ταλισμός της απόλυτης υπεραξίας» (και της απόλυτης εξαθλίω σης) ήταν για τους θεμελιωτές του κομμουνισμού μόνο η ιστορι κή βάση εκκίνησης και η δευτερεύουσα πλευρά των κεφαλαιο κρατικών κοινωνιών. Η πραγματικά δυναμική και κυρίαρχη πλευ ρά τους ήταν ο «καπιταλισμός της σχετικής υπεραξίας», που βα σιζόταν στην άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας με την εντατική χρησιμοποίηση των μηχανών και γενικά των εφαρμο σμένων επιστημονικών γνώσεων. Εδώ εντόπιζαν τον εν μέρει προ οδευτικό ρόλο του καπιταλισμού στην ανθρώπινη κοινωνία, έστω κι αν, όπως έγραφαν, η πρόοδος αυτή «πίνει το νέκταρ από τα
15. Κ. Μαρξ & Φ. Ένγκελς, Μαναρέσιο του Κομμουνιστική Κάμμαιος, σ. 23, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1984.
ΓΙΕΓΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
30
κρανία των ηττημένων». Στα οικονομικά χειρόγραφα του 185758, γνωστά ως Grundmse, ο Μαρξ γράφει, αναφερόμενος στην εντατική ανάπτυξη και χρησιμοποίηση των φυσικών επιστημών από το κεφάλαιο: «Έτσι δημιουργεί το κεφάλαιο για πρώτη φορά την αστική κοινωνία και την καθολική ιδιοποίηση της φύσης όπως και του ίδιου του κοινωνικού ιστού από τα μέλη της κοινωνίας. ΓΓ αυτό και η μεγάλη εκπολιτιστική επίδραση του κεφαλαίου, η παραγω γή α π’ αυτό μιας κοινωνικής βαθμίδας που απέναντι της όλες οι προηγούμενες εμφανίζονται απλά σαν τοπικές εξελίξεις της αν θρωπότητας και σαν ειδωλολατρία της φύσής [...] Ακολουθώντας αυτή του την τάση, το κεφάλαιο ξεπερνά τόσο τις εθνικές προ καταλήψεις και φραγμούς όσο και τη θεοποίηση της φύσης, και την παραδοσιακή, περιχαρακωμένη με αυτάρκεια μέσα σε κα θορισμένα όρια ικανοποίηση έτοιμων αναγκών και αναπαραγω γή παλιών τρόπων ζωής. Απέναντι σ’ όλα αυτά δρα καταστροφι κά και αδιάκοπα επαναστατικά, καταλύει όλους τους φραγμούς που εμποδίζουν την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, τη διεύρυνση των αναγκών, την ποικιλία της παραγωγής και την εκ μετάλλευση και ανταλλαγή των φυσικών και πνευματικών δυνά μεων».16 Ωστόσο, αμέσως μετά ο Μαρξ σπεύδει να σημειώσει: «Το κε φάλαιο τοποθετεί κάθε τέτοιο όριο σαν φραγμό και άρα το ξεπερ νά ιδεατά. Αυτό όμως καθόλου δεν σημαίνει ότι το ξεπερνά και πραγματικά» (η επισήμανση με πλάγια του συγγραφέα). Οι περιο δικές οικονομικές κρίσεις που αναστατώνουν τις καπιταλιστικές κοινωνίες αναγγέλλουν, κατά τον Μαρξ, τα ιστορικά όρια του κα-
16. Καρλ Μαρξ, Βασικές Γραμμές της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας (Grundmse), τ Β', ο. 308, μτφρ. Διον. Διβάρης, εκδ. Στοχαστής, 1990.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
31
πιταλισμου, το γεγονός δηλαδή ότι η εξυγιαντική δύναμη της δη μιουργικής καταστροφής του δεν είναι απεριόριστη, όπως ανα λύει ο συγγραφέας του Κεφαλαίου: «Η κεφαλαιοκρατική παραγωγή τείνει πάντα να ξεπεράσει αυ τά τα εσωτερικά της όρια, τα ξεπερνάει όμως μόνο με μέσα που της αντιτάσσουν εκ νέου και σε πιο τεράστια κλίμακα αυτά τα όρια. Το αληθινό όριο της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής είναι το ίδιο το κεφάλαιο [...] Το μέσο -απεριόριστη ανάπτυξη των κοι νωνικών παραγωγικών δυνάμεων της εργασίας- έρχεται σε διαρ κή σύγκρουση με τον περιορισμένο σκοπό της αξιοποίησης του υπάρχοντος κεφαλαίου. Αν λοιπόν ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής είναι ένα μέσο ιστορικής σημασίας για την ανάπτυξη της υλικής παραγωγικής δύναμης και για τη δημιουργία της αντί στοιχης σ’ αυτήν παγκόσμιας αγοράς, αποτελεί ταυτόχρονα τη μό νιμη αντίφαση ανάμεσα σ’ αυτό το ιστορικό του καθήκον και στις αντίστοιχές του κοινωνικές σχέσεις παραγωγής».17
Η διαρκής σύγκρουση του καπιταλισμού με τα ιστορικά του όρια τροφοδοτείται, κατά τη θεωρία του Μαρξ, από δυο διαφορετικούς μηχανισμούς παραγωγής κρίσεων. Ο πρώτος και περισσότερο συζητημένος είναι η περίφημη τάση μείωσης του ποσοστού κέρδους, που δημιουργεί το υπόβαθρο για τις «κρίσεις υπερσυσσώρευσης». Ο ίδιος ο Μαρξ χαρακτήρισε στο Grundmse την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους ως το «σπουδαιότερο, από ιστορική άποψη, νόμο» της πολιτικής οικονομίας.18 17 Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ. Γ , ο 316, μτφρ Παν Μαυρομμάτης, εκδ Σύγ χρονη Εποχή, 1978. 18 Καρλ Μαρξ, Βασικές Γραμμές της Κριτικής τψ Ποντικής Οικονομίας (Grundmse), τ. Β', σ. 574, μτφρ. Διον. Διβάρης, εκδ. Στοχαστής, 1990.
32
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Συνοπτικά, ο μηχανισμός που περιγράφει ο Μ αρξ19 έχει ως εξής: Η διαρκής, ανοιχτή ή υπολανθάνουσα, σύγκρουση του κα πιταλιστή με τους εργάτες και ο ανταγωνισμός με τους άλλους κα πιταλιστές του κλάδου του τον παρακινούν να συσσωρεύει και να ανανεώνει διαρκώς το πάγιο κεφάλαιό του και ιδίως τις μηχανές. Κατ’ αυτό τον τρόπο, αποκτά ανταγωνιστικό πλεονέκτημα απένα ντι στις επιχειρήσεις παλαιότερης τεχνολογίας, καθώς η δική του επιχείρηση έχει μεγαλύτερη παραγωγικότητα. Μπορεί έτσι να αυ ξάνει την υπεραξία, δηλαδή τον απλήρωτο χρόνο εργασίας που αποσπά από τους εργάτες, χωρίς να ρίχνει το μεροκάματο και χω ρίς να επιμηκύνει το χρόνο εργασίας - εξελίξεις οι οποίες, πέραν της εκρηκτικής κοινωνικής κατάστασης που θα διαμόρφωναν, αν εφαρμόζονταν σε ευρεία κλίμακα, θα καθήλωναν τη ζήτηση προκαλώντας «κρίσεις υποκατανάλωσης». Αυτό όμως που αποτελεί ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για το μεμονωμένο καπιταλιστή εξελίσσεται, καθώς γενικεύεται, σε συστημικό πρόβλημα για την ιάξη των καπιταλιστών. Γιατί εκείνο που ενδιαφέρει κάθε επιχειρηματία δεν είναι να συσσωρεύει χάριν της συσσώρευσης ούτε να αυξάνει την παραγωγικότητα χάριν της πα ραγωγικότητας, αλλά να τα κάνει όλα αυτά για το μεγαλύτερο δυ νατό κέρδος. Δεν έχει κανένα λόγο να δαπανά όλο και μεγαλύτε ρα κεφάλαια για καλύτερες μηχανές, αν αυτό δεν μεταφράζεται σε μεγαλύτερα κέρδη. Ό σ ο όμως αυξάνεται το σταθερό κεφάλαιο (κτίρια, μηχανές, πρώτες ύλες) σε βάρος του μεταβλητού (μισθοί εργατών), τόσο το μερίδιο της υπεραξίας που παράγουν οι ολοέ να και λιγότεροι, αναλογικά, εργάτες στο σύνολο του κεφαλαίου μειώνεται, που σημαίνει ότι το ποσοστό κέρδους πέφτει.
19. Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ Γ , κεφ. 13, 14 και 15, μτφρ. Παν. Μαυρομμάτης, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1978.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
33
Αυτός εν ολίγοις είναι ο περίφημος «νόμος» του Μαρξ. Η με γάλη σημασία του είναι ότι, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες (δουλοκτητικές, φ εουδαρχικές κλπ.), δεν εντοπίζει το θεμελιώδες αίτιο των οικονομικών κρί σεων σε εξωτερικούς παράγοντες, όπως ένας πόλεμος ή μια θε ομηνία, αλλά στον ίδιο το γενετικό κώδικα του καπιταλισμού. Επιπλέον, υποδηλώνει ότι οι κρίσεις δεν αποτελοΰν «παιδικές αρρώστιες» του συστήματος, συμπτώματα ανεπαρκούς ανάπτυ ξής του, αλλά δημιουργουνται ακριβώς από τους παράγοντες που εξασφαλίζουν τη διευρυμένη αναπαραγω γή του: όσο πιο μοντέρνος, επιστημονικός, παραγωγικός είναι ο καπιταλισμός, τόσο περισσότερο εκτίθεται στις κρίσεις υπερσυσσώρευσης κε φαλαίων λόγω πτώσης του ποσοστού κέρδους. Με άλλα λόγια, φέρει εκ γενετής το γονίδιο της καρκινογένεσης, το οποίο εκδη λώνεται τόσο περισσότερο επιθετικά όσο ο καπιταλισμός μεγα λώνει. Ό π ω ς προειδοποιούσε ο Μαρξ, ο νόμος του έχει το χαρακτή ρα τάσης και δεν μεταφράζεται σε πρόβλεψη για διαρκή, γραμ μική πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους, κάτι που θα οδηγού σε σε αυτόματη κατάρρευση. Ο ίδιος αφιέρωσε ολόκληρο κεφά λαιο στις «αιτίες που αντιδρούν», τείνοντας να ανορθώσουν και πάλι το ποσοστό κέρδους: αύξηση της εκμετάλλευσης της εργα σίας, ιδίως σε συνθήκες κρίσης και μαζικής ανεργίας, ιμπερια λιστική κατάκτηση νέων αγορών στο εξωτερικό, οικονομίες κλί μακας με την εμφάνιση των μονοπωλίων και των μετοχικών εται ρειών κλπ. Μεταξύ αυτών των παραγόντων ξεχωριστό ρόλο παίζει, ιδιαί τερα από το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, η ολοένα και φτη νότερη παραγωγή του βασικού μηχανολογικού εξοπλισμού χάρη στην άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας. Ό π ω ς έχει διε
34
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
ξοδικά αναλύσει ο Γιώργος Σταμάτης20, το γεγονός αυτό επιτρέ πει συχνά να μην πέφτει ή και να ανεβαίνει το ποσοστό κέρδους, παρά την αύξηση του ειδικού βάρους των μηχανών σε σχέση με τη μισθωτή εργασία. Εν πάση περιπτώσει, τα εμπειρικά στοιχεία από την εξέλιξη των διαφόρων εθνικών οικονομιών μαρτυρούν ότι στην πράξη το ποσοστό κέρδους δεν ακολουθεί διαρκή πτω τική πορεία, αλλά παρουσιάζει κυκλικές διακυμάνσεις, συνήθως ανά 6-7 χρόνια, μέσα σε μεγαλύτερα, καθοδικά ή ανοδικά, «μακρά κύματα» της τάξης των 20 χρόνων.21
Ο δεύτερος, λιγότερο συζητημένος μηχανισμός κρίσης που περι γράφει ο Μαρξ σχετίζεται με τον πρώτο, αλλά τον υπερβαίνει κα τά πολύ. Αναλύεται κυρίως στο Grundmse, όπου ο συγγραφέας ξε περνάει κατά πολύ την εποχή του, όπως πολύ εύστοχα διαπιστώ νει ο Γιώργος Ρούσης22, ανιχνεύοντας τάσεις που ήταν ασθενικές στον καιρό του και απέκτησαν αυξημένο ειδικό βάρος μόλις στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα. Συγκεκριμένα, ο Μαρξ προεκτείνει τη διαδικασία της εντατι κής εκμηχάνισης σε ένα μέλλον γενικευμένης αυτοματοποίησης της παραγωγής, όπου θα έχει αλλάξει ριζικά ο ίδιος ο χαρακτή ρας της εργασίας: Αντί η μηχανή, το εργαλείο της δουλειάς, να μεσολαβεί ανάμεσα στον εργάτη-τεχνίτη και στο παραγόμενο προϊόν, οι ρόλοι αντιστρέφονται. Είναι τώρα η μηχανή, η απο κρυσταλλωμένη γνώση, που κάνει την πραγματική δουλειά, ενώ ο εργάτης-επόπτης και ρυθμιστής της παραγωγικής διαδικασίας 20. Γιώργος Σταμάτης, Προβλήματα Μαρξιστικής Οικονομικής θεωρίας, εκδ. Οδυσσέας, 1986. 21. Ernest Mandel, l-ong Waves o f CMpitahst Development, εκδ. Verso, 1995. 22. Γιώργος Ρούσης, Ο Μαρξ Γΐννήθηκε Νιφίς, εκδ. Γκοβόστη, 2008.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
35
γίνεται ο ενδιάμεσος ανάμεσα στη μηχανή και στο προϊόν. Με τα λόγια του Μαρξ: «Η μηχανή [...] δεν είναι με κανένα τρόπο εκείνο που διαμε σολαβεί τη δραστηριότητα του εργάτη πάνω στο αντικείμενο. Αντίθετα, η δραστηριότητα αυτή έχει διευθετηθεί με τρόπο που πλέον απλά διαμεσολαβεί τη δουλειά της μηχανής, τη δράση της πάνω στην πρώτη ύλη - την επιβλέπει και την προφυλάσσει από διαταραχές. Ό χ ι όπως στο εργαλείο, που ο εργάτης το εμψυχώ νει σαν όργανο με τη δική του επιδεξιότητα και δραστηριότητα και που άρα ο χειρισμός του εξαρτάται από τη δεξιοτεχνία του εργάτη. Αντίθετα, η μηχανή, που αντί για τον εργάτη κατέχει αυ τή την επιδεξιότητα και δύναμη, είναι αυτή η ίδια ο δεξιοτέχνης, που έχει τη δική του ψυχή, τους μηχανικούς νόμους που επιδρούν μέσα της».23 Φυσικά ούτε ο κόσμος της ραγδαία αναπτυσσόμενης βαριάς βιομηχανίας, που μελέτησε ο Μαρξ, αλλά ουτε οι σημερινές κοι νωνίες του βιομηχανικού Βορρά, παρά την πολύ περισσότερο εντατική εφαρμογή της επιστήμης στην παραγωγή, ανταποκρίνονται σ’ αυτή την εικόνα. Για λόγους που θα δούμε στη συνέχεια, η τάση που περιγράφει ο Μαρξ δεν είναι δυνατόν ποτέ να κυρι αρχήσει καθολικά στην καπιταλιστική παραγωγή, τουναντίον είναι καταδικασμένη να συνυπάρχει με τ ψ αντίθετη της, την αναπαραγω γή των πιο πρωτόγονων μορφών εκμετάλλευσης σε ένα μεγάλο κομμάτι της εθνικής και παγκόσμιας οικονομίας. Έστω κι έτσι, η ολοένα και μεγαλύτερη σημασία της κλονίζει εκ βάθρων τον κα πιταλιστικό τρόπο παραγωγής: το ειδικό βάρος της άμεσης εργασίας, πάνω στψ εκμετάλλευση της οποίος αρχικά βασιζόταν, μειώνεται προς όψε-
23. Καρλ Μαρξ, Βασικές Γραμμές της Κριτικής της Πολίτικης Οικονομίας (Grundmse), ι. Β', ο. 531, μτφρ. Διον. Διβάρης, εκδ. Στοχαστής, 1990.
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
36
λος αυτού που ο Μαρξ ονομάζει «γενική διάνοια», δηλαδή τ ψ εφαρμοσμέ νη επιστήμη, τις συσσωρευμένες γνώσεις με τη μορφή των μηχα νών, των εφευρέσεων και της επιστημονικής οργάνωσης της πα ραγωγής. «Στο μέτρο που αναπτύσσεται η μεγάλη βιομηχανία», γράφει ο Μαρξ, «η δημιουργία του πραγματικού πλούτου ολοένα λιγότερο εξαρτάται από το χρόνο εργασίας και την ποσότητα καταβε βλημένης εργασίας. Ολοένα περισσότερο (εξαρτάται) από τη δύ ναμη των υλικών παραγόντων που κινητοποιούνται στη διάρκεια του εργάσιμου χρόνου. Και η δύναμη αυτή -η ισχυρή τους αποτελεσματικότητα- δεν βρίσκεται σε καμιά σχέση προς τον άμεσο χρόνο εργασίας που κοστίζει η παραγωγή τους, αλλά αντίθετα εξαρτιέται από τη γενική κατάσταση της επιστήμης και την πρό οδο της τεχνολογίας».24 Η τάση αυτή μεταφέρει τεράστιο εκρηκτικό φορτίο. Μειώνει στο ελάχιστο τον αναγκαίο χρόνο εργασίας για την παραγωγή των εμπορευμάτων, ροκανίζοντας το ίδιο το κλαδί που στηρίζει τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και που δεν είναι άλλο από το σφετερισμό απλήρωτου χρόνου εργασίας. «Έτσι, το κεφάλαιο δουλεΰει για την ίδια του τη διάλυση ως μορφής που κυριαρχεί στην παραγωγή», διαπιστώνει στην ίδια ενότητα ο Μαρξ.25 Επιπλέον, η μετατόπιση τον κέντρου βάρους από τ ψ άμεση εργασία στη «γενική διάνοια» κλονίζει το νόμο της αξίας, το γενικό ρυθμιστή όλης της καπιταλιστικής παραγωγής και ανταλλαγής. Σύμφωνα με αυτόν, η αξία των διαφόρων εμπορευμάτων καθορίζεται από το χρόνο εργασίας που είναι, κατά μέσο όρο, αναγκαίος για την παραγωγή τους. Αδιάφορο αν το προϊόν είναι ένα κουτί πινέζες
24. Καρλ Μαρξ, ό.π., σ. 538. 25. Καρλ Μαρξ, ό.π , σ. 534.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
37
ή ένα Ι.Χ. αυτοκίνητο, αντιπροσωπεύει συμπυκνωμένο χρόνο ερ γασίας. Αυτός καθορίζει, σε μεγάλο βαθμό, τις τιμές των εμπο ρευμάτων και τις αναλογίες υπό τις οποίες αυτά ανταλλάσσονται στην αγορά. Ρυθμίζει την κατανομή πόρων και εργατικού δυνα μικού στους διάφορους κλάδους παραγωγής και στους διαφορε τικούς τομείς μιας επιχείρησης, τον προγραμματισμό εσόδων και εξόδων από την κλίμακα του εργοστασίου μέχρι την κλίμακα του κράτους. Επομένως, ο κλονισμός του νόμου της αξίας απειλεί να μετατρέψει ολόκληρο το καπιταλιστικό οικοδόμημα σε πραγμα τικό τρελοκομείο, χαοτικό βασίλειο ακραίας αυθαιρεσίας, αφαιρώντας κάθε ορθολογισμό από το εκμεταλλευτικό σύστημα και την ίδια την εμ πορευματική παραγω γή. Γράφει σχετικά ο Μαρξ: «Σ’ αυτή τη μεγάλη μεταλλαγή [...] η κλοπή ξένου εργάσιμου χρόνου όπου βασίζεται ο σημερινός πλούτος παρουσιάζεται σαν μίζερη βάση μπροστά σ’ αυτή τη νέα βάση που δημιούργησε η μεγάλη βιομηχανία (δηλαδή, την εφαρμοσμένη επιστήμη)[...] Έτσι, καταρρέει η παραγωγή που βασίζεται στην ανταλλακτική αξία και η άμεση υλική παραγωγική διαδικασία αποβάλλει τη μορφή της ανέχειας και της αντιθετικότητας. Η ελεύθερη ανάπτυ ξη της προσωπικότητας των ατόμων (γίνεται δυνατή) [...] με την καλλιτεχνική, επιστημονική κλπ. καλλιέργεια των ανθρώπων, χά ρη στο χρόνο που απελευθερώθηκε και στα μέσα που δημιουργήθηκαν για όλους [...] Πραγματικά πλούσιο είναι ένα έθνος που δουλεύει έξι αντί για δώδεκα ώρες. Ο πλούτος, ο πραγματικός πλούτος, δεν είναι ο σφετερισμός του χρόνου υπερεργασίας (από τους καπιταλιστές), αλλά ο διαθέσιμος (ελεύθερος) χρόνος για κά θε άτομο και για ολόκληρη την κοινωνία».26 26 Καρλ Μαρξ, ό π„ σ. 538-539
38
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Εδώ ο Μαρξ αναγορεύει ξεκάθαρα την παραγωγή που βασί ζεται στη «γενική διάνοια», δηλαδή την εντατική εφαρμογή της επιστήμης, με τη μείωση στο ελάχιστο του αναγκαίου χρόνου ερ γασίας, σε θεμελιώδη υλική προϋπόθεση του κομμουνισμού - γε γονός που, από μια άποψη, δικαιώνει τον τολμηρό αφορισμό του Γιώργου Ρούση ότι ο θεμελιωτής του σύγχρονου κομμουνισμού «γεννήθηκε νωρίς» και ότι η θεωρία του είναι περισσότερο κατάλ ληλη για τον... 21ο αιώνα και όχι για το 19ο! Κάτι ανάλογο, σε πιο ποιητική μορφή, θα έγραφε ο Ό σκαρ Ουάιλντ το 1890 σε ένα από τα λιγότερο γνωστά δοκίμιά του: «Η αλήθεια είναι ότι ο πολιτισμός χρειάζεται σκλάβους. Είχανε δίκιο εκείνοι οι Έλληνες. Αν δεν υπάρχουν σκλάβοι να κάνουν τις άσχημες, φοβερές, βαρετές δουλειές, ο στοχασμός κι η τέχνη είναι σχεδόν αδύνατα. Η ανθρώπινη σκλαβιά είναι άδικη, επικίνδυνη κι εξευτελιστική. Το μέλλον του κόσμου βασίζεται στη μηχανική σκλα βιά, στη σκλαβιά της μηχανής [...] Η οργάνωση των μηχανών θα προμηθεύει τα χρήσιμα πράγματα και ο άνθρωπος τα ωραία».27
Η ανάλυση του Μαρξ στο Grundnsse είναι ιδιαίτερα προσφιλής στον Αντόνιο Νέγκρι, εκ των ιδρυτών του ριζοσπαστικού ιταλικού κινήματος των δεκαετιών του ’60 και του ’70 operaismo (εργατισμός). Πιο πρόσφατα, το βιβλίο του Νέγκρι Αυιωφαιορία, το οποίο συνέγραψε σε συνεργασία με τον Μάικλ Χαρντ, άσκησε μεγάλη επιρροή στο κίνημα εναντίον της παγκοσμιοποίησης. Ωστόσο ο Νέγκρι τραβάει τις αναλύσεις του Μαρξ σε κατευθύνσεις εντελώς αντίθετες με το πνεύμα του συγγραφέα του Κεφαλαίου.
27. Ό σ κα ρ Ουάιλντ, Η Ψνχή τον Ανθρωπον στο Σοσιαλισμό, μτφρ - εισαγ. Ολ. Καράγιωργα, εκδ Γνώση, 1984.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
39
Ενώ ο Μαρξ βλέπει την υποκατάσταση της άμεσης εργασίας από τη «γενική διάνοια» ως μια αντιφατική διαδικασία, που δεν μπορεί ποτέ να κυριαρχήσει καθολικά μέσα στα στενά όρια του καπιταλισμού, ο Νέγκρι γίνεται ουσιαστικά αριστερός απολογη τής των αστικών ιδεολογημάτων περί «άυλης εργασίας» και «κοι νωνίας της γνώσης». Εκεί όπου ο Μαρξ βλέπει ασυμφιλίωτα ρήγ ματα, ο Νέγκρι βλέπει την ειρηνική ανάδυση «κομμουνιστικών νησίδων» μέσα στον καπιταλισμό, ο οποίος μπαίνει από μόνος του, χωρίς κρίσεις, συγκρούσεις και επαναστάσεις, σε τροχιά απονέκρωσης και μετασχηματισμού. Ή δ η , το 1994, οι Νέγκρι και Χαρντ έγραφαν χαρακτηριστικά: «Η συνεργασία των παραγωγών γνώσης επιβάλλεται ανεξάρ τητα από την οργανωτική ικανότητα του κεφαλαίου [...] Τ ο κε φάλαιο εκφυλίζεται σε απλό μηχανισμό καταπίεσης, ένα φάντα σμα, ένα είδωλο. Γύρω από αυτό εξελίσσεται μια ριζοσπαστικά αυτόνομη διαδικασία αυτοαξιοποίησης, που δεν αποτελεί απλώς τη βάση για μια άλλη, δυνητική ανάπτυξη (σ.σ. όπως περιγρά φει ο Μαρξ), αλλά εκπροσωπεί ήβη, πραγματικά, μια νέα κατά σταση πραγμάτων»!28 (η επισήμανση δική μου). Στην ίδια γραμ μή πλεύσης, αλλά σε ένα πιο πρόσφατο έργο του, ο Νέγκρι γρά φει ότι «η εποχή της μισθωτής σχέσης έχει παρέλθει, καθώς έχουμε περάσει από τη σύγκρουση κεφαλαίου-εργασίας για τους μισθούς στη σύγκρουση μεταξύ του Πλήθους και του Κρά τους για την καθιέρωση του εισοδήματος κάθε πολίτη». Ιδού πού βρίσκεται, κατά τον Νέγκρι, η ουσία της σύγχρονης «επα ναστατικής» στρατηγικής: «Πρέπει να αναγκάσουμε το κεφά λαιο να αναγνωρίσει το βάρος και τη σημασία του κοινού αγα
28 Μ H ardt & A. N egri, The Labor o f Dionysus, o. 282, εκδ U niversity of Minnesota Press. 1994
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
40
θού και, αν το κεφάλαιο δεν είναι έτοιμο για κάτι τέτοιο, θα πρέ πει να το αναγκάσουμε»29. Έ τσι ακριβώς! Ό χ ι να καταργήσου με το κεφάλαιο, αλλά το «αναγκάσουμε» να γίνει... κομμουνι στικό! Τίποτα δεν θα μπορούσε να βρίσκεται πιο μακριά από την οπτική του Μαρξ, ο οποίος, ολοκληρώνοντας την ανάλυση των Grundmse για την οποία έγινε λόγος, γράφει: «Το ίδιο το κεφάλαιο είναι η κινούμενη αντίφαση: προσπα θεί να περιορίσει το χρόνο εργασίας στο ελάχιστο, ενώ από την άλλη πλευρά τοποθετεί το χρόνο εργασίας σαν μοναδικό μέτρο και πηγή του πλούτου. Μειώνει άρα τον εργάσιμο χρόνο με τη μορφή της αναγκαίας εργασίας για να τον αυξήσει με τη μορφή της (σ.σ. απλήρωτης) υπερεργασίας. Άρα, τοποθετεί την υπερεργασία ολοένα και περισσότερο σαν όρο -ζήτημα ζωής και θανά το υ · για την αναγκαία εργασία. Από τη μια πλευρά λοιπόν ξυ πνά όλες τις δυνάμεις της επιστήμης και της φύσης, όπως και της κοινωνικής συνεργασίας και ανταλλαγής, για να κάνει τη δη μιουργία του πλούτου σχετικά ανεξάρτητη από το χρόνο εργα σίας που καταβλήθηκε για την παραγωγή του. Από την άλλη πλευρά, αυτές τις τεράστιες κοινωνικές δυνάμεις που δημιουργήθηκαν μ' αυτό τον τρόπο θέλει να τις μετρήσει με το χρόνο ερ γασίας και να τις περιχαρακώσει [...] Οι παραγωγικές δυνάμεις και οι κοινωνικές σχέσεις -πλευρές και οι δύο του κοινωνικού ατόμου- δεν εμφανίζονται παρά μόνο σαν μέσα για να συνεχί σει το κεφάλαιο να παράγει πάνω στη δική του, στενή βάση. Στην πραγματικότητα, όμως, αποτελούν τους υλικούς όρους για να το ανατινάξουν».30 29. Anlomo Negri, Goodbye M r Socialism, σ. 234, εκδ. Fellnnelli, 2006. 30. Καρλ Μαρξ, Βασικές Γραμμές της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας (Grundmse), τ. Β \ σ. 539, εκδ. Στοχαστής, 1990.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
41
Με απολύτως ξεκάθαρο τρόπο, ο Μαρξ υποστηρίζει ότι η «επιστημονική» μετάλλαξη του καπιταλισμού δημιουργεί μόνο τους «υλικοΰς όρους» της ανατροπής του και όχι βέβαια αυτή τ ψ ίδια τψ ανατροηή, που α παιτεί την κοινωνική επανάσταση. Η κόκ κινη γραμμή της όλης ανάλυσής του είναι ότι ο καπιταλισμός της «γενικής διάνοιας» διασχίζεται από την εκρηκτική αντίθε ση ανάμεσα στην ανώτατη βαθμίδα κοινωνικοποίησης της ερ γασίας (συνεργασία αμέτρητων μισθωτών της πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας από το σχεδιασμό των μηχανών μέχρι την παραγωγή και τον ποιοτικό έλεγχο των τελικών προϊόντων) και στη «στενή βάση» της ατομικής ιδιοκτησίας. Το αποτέλε σμα είναι η τάση προς την πλήρη αυτοματοποίηση και την εκτόπιση της άμεσης εργασίας από τη «γενική διάνοια» να μην καθολικοποιείται, αλλά να ακρωτηριάζεται, και μάλιστα εν μέρει να μεταλλάσσεται στο αντίθετό της: στην παλινδρόμηση μέρους της οικονομίας σε χαμηλής τεχνολογίας και υψηλής εκμετάλ λευσης μορφές παραγωγής, που στηρίζονται στην ένταση εργα σίας.
Συνοψίζοντας, αν ο πρώτος μηχανισμός, της πτώσης του ποσο στού κέρδους, γεννά περιοδικές κρίσεις υπερσυσσώρευσης, ο δεύ τερος μηχανισμός γεννά διαρκώς τη ροπή προς μια συστημική κρίση αναπαραγωγής, δηλαδή κλονισμού των ίδιων των νόμων που διέπουντον καπιταλιστικότρόπο παραγωγής, με εντεινόμενα φαι νόμενα γεροντικού μαρασμού και παλινδρόμησης στις πιο πρω τόγονες μορφές της παιδικής του ηλικίας. Με βάση τα παραπάνω, θα προσπαθήσουμε, στο επόμενο κε φάλαιο, να αναλύσουμε το μεγάλο μετασχηματισμό που έλαβε χώρα στον παγκόσμιο καπιταλισμό κατά τα τελευταία τριάντα
42
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
χρόνια, υστέρα από την κρίση του μεταπολεμικού κράτους πρό νοιας, που εκδηλώθηκε με την ύφεση της δεκαετίας του ’70. Η κεντρική ιδέα της ανάλυσης είναι ότι μια γενικευμένη κρίση υπερσυσσώρευσης μετασχηματίστηκε, με την καταλυτική επί δραση της τρίτης τεχνολογικής επανάστασης, σε συστημική κρί ση αναπαραγωγής, της οποίας έχουμε δει μόνο τα πρώτα συ μπτώματα.
Τ Ο Μ ΕΓΑ ΛΟ Α Λ Μ Α Π Ρ Ο Σ Τ Α Π ΙΣ Ω
Τη δεκαετία 1968-1978, οι δυτικές μητροπόλεις συγκλονίστηκαν από ένα κύμα οικονομικών κρίσεων και εργατικών ταραχών που έφερε μεγάλες βιομηχανικές δυνάμεις στο χείλος πραγματικών επαναστάσεων για πρώτη και τελευταία, μέχρι σήμερα, φορά ύστερα από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο γαλλικός Μάης του 1968, ο παρατεταμένος ιταλικός «Μάης», με τις αλυσιδωτές κα ταλήψεις εργοστασίων και πανεπιστημίων που κράτησαν σχεδόν μια δεκαετία, η Επανάσταση των Γαριφάλων στην Πορτογαλία και το αμερικανικό «Κίνημα», με τον πρωταγωνιστικό ρόλο του μαύρου προλεταριάτου, είναι οι πιο γνωστές περιπτώσεις. Λιγότερο γνωστή είναι η περίπτωση της συντηρητικής Βρετα νίας, που είχε να ζήσει ατμόσφαιρα κοινωνικής αναταραχής από τη γενική απεργία του 1926. Το 1974, η κυβέρνηση των Συντηρη τικών κατέρρευσε ύστερα από τη δεύτερη, νικηφόρα απεργία των ανθρακωρύχων, γεγονός που ώθησε τον πρώην υπουργό Άμυνας των Εργατικών, λόρδο Τσάλφοντ, να εκφράσει δημόσια την άπο ψη ότι «η Βρετανία μπορεί να βαδίζει προς στρατιωτικό κίνη μα».31 Στο σχετικό άρθρο, διεκτραγωδούσε «την τεράστια ισχύ και τη συχνά ανελέητη δράση των μεγάλων βιομηχανικών συνδικά των» και σημείωνε ότι «μεγάλα βιομηχανικά συγκροτήματα αρχί 31. The Times, 5/8/1974
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
ζουν να μιλάνε για συντονισμένη άμυνα απέναντι στην προοπτι κή γενικευμένης εθνικοποίησης». Λίγο αργότερα, η κυβέρνηση των Εργατικών άρχισε διαπραγματεύσεις με το Διεθνές Νομισμα τικό Ταμείο (ΔΝΤ). Αξιωματούχος του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών θα περιέγραφε ως εξής την ατμόσφαιρα των δια πραγματεύσεων: «Όλοι είχαμε την αίσθηση ότι υπήρχε πολύ σοβαρός κίνδυνος οι εξελίξεις να οδηγήσουν σε γενική κατάρρευση. Στα μάτια μου, το δίλημμα ήταν αν η Βρετανία θα παρέμενε σιο φιλελεύθερο, χρηματοπιστωτικό σύστημα της Δύσης ή, αντίθετα, αν θα επέλεγε μια ριζοσπαστική αλλαγή πορείας. Ανησυχούσαμε γιατί ο Τόνι Μπεν (σ.σ. ηγέτης της αριστερής πτέρυγας των Εργατικών) εξω θούσε την κυβέρνηση να γυρίσει την πλάτη της στο ΔΝΤ. Πιστεύω ότι, αν αποφασιζόταν κάτι τέτοιο, το όλο σύστημα θα άρχιζε να αποσυντίθεται. Έ νας θ εό ς ξέρει τι θα έκανε η Ιταλία και έπειτα η Γαλλία πιθανότατα θα επέλεγε μια ριζοσπαστική αλλαγή προς την ίδια κατεύθυνση. Οι συνέπειες θα ήταν μεγάλες, όχι μόνο ανα φορικά με την οικονομική ανάκαμψη, αλλά και στο πολιτικό επί πεδο. Γι’ αυτό βλέπαμε τις εξελίξεις με όρους... Αποκάλυψης»!*2
Τη δεκαετία της κοινωνικής αναταραχής σε ολόκληρο, πρακτικά, το δυτικό κόσμο (και όχι μόνο), είχε πυροδοτήσει μια μεγάλη οι κονομική κρίση. Κρίση, που άρχισε να εκδηλώνεται από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 με την πτώση των ποσοστών κέρδους στη βιομηχανία, επιταχύνθηκε μετά το πετρελαϊκό σοκ του 1973 και πήρε τη μορφή του γενικευμένου στασιμοπληθωρισμού (οικονο μική ύφεση με διατήρηση του πληθωρισμού σε αφύσικα υψηλά 32. The Sunday Times, 21/5/1978.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
45
επίπεδα). Μακράν του να αποτελεί μια συνήθη, σχετικά ανώδυνη διακύμανση του οικονομικού κύκλου, η κρίση του ’70 σήμανε το τέλος μιας ολόκληρης ιστορικής φάσης: Τ ης μεταπολεμικής Χρυσής Τριακονταετίας, που εξασφάλιζε, σχεδόν για τρεις δεκα ετίες, ασυνήθιστα υψηλούς ρυθμούς αύξησης του κοινωνικού πλούτου, γενική βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και κοινωνική σταθερότητα. Αυτή η ασυνήθιστα παρατεταμένη εποχή παχιών αγελάδων υπήρξε προϊόν εξαιρετικών ιστορικών συνθηκών: Οι τεράστιες καταστροφές των δύο παγκοσμίων πολέμων στην Ευρώπη και την Ανατολική Ασία, σε συνδυασμό με το άθικτο βιομηχανικό δυνα μικό της Αμερικής προκαλούσαν τεράστια παγκόσμια ζήτηση και δημιουργούσαν ένα συμπληρωματικό καταμερισμό εργασίας με ταξύ των τριώ ν ιμπεριαλιστικώ ν κέντρων (ΗΠΑ-Δ.ΕυρώπηΙαπωνία), γεγονός που επέτρεψε τα μεταπολεμικά οικονομικά «θαύματα» Γερμανίας, Ιταλίας και Ιαπωνίας. Παράλληλα, η αίγλη των κομμουνιστικών κομμάτων σε πολ λές δυτικές χώρες λόγω του πρωταγωνιστικού ρόλου τους στην Αντίσταση και ο ιδεολογικός αγώνας της Δύσης με την ΕΣΣΔ υπο χρέωσαν τις αστικές τάξεις της Δύσης σε αυτό που ονομάστηκε «κεϊνσιανός συμβιβασμός». Ο όρος παραπέμπει στο διάσημο Βρε τανό οικονομολόγο του μεσοπολέμου Τζον Μέιναρντ Κέινς, ο οποίος διατύπωσε τις μεταρρυθμιστικές του προτάσεις στις επί σης εξαιρετικές ιστορικές συνθήκες της Μεγάλης Ύ φεσης (19291933). Στην πραγματικότητα, όμως, το μεταπολεμικό κοινωνικό κράτος ξεπέρασε κατά πολύ τις αρχικές θέσεις του Κέινς, συγκρο τώντας ένα ποιοτικά διαφορετικό μοντέλο συσσώρευσης κεφαλαί ου από εκείνο του ελεύθερου ανταγωνισμού. Σε γενικές γραμμές, το κεϊνσιανό μοντέλο, προϊόν συμβιβα σμού των αστικών τάξεων και των μάνατζερ με τις εργατικές γρα
46
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
φειοκρατίες, στηριζόταν στους εξής πυλώνες: Σχεδόν πλήρης απασχόληση, χάρη και στον ενεργό κρατικό παρεμβατισμό στην οικονομική ανάπτυξη, με τη μορφή των δημοσίων έργων και των κρατικών επιχειρήσεων. Προτεραιότητα στην εσωτερική αγορά, με άνοδο της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων και των εν γένει κοινωνικών παροχών (υγεία, παιδεία, διακοπές κλπ.), κάτι που, σε συνδυασμό με την πολύ υψηλή φορολογία των μεγάλων εισοδημάτων, οδήγησε σε μεγάλη μείωση των κοινωνικών ανισο τήτων: είναι χαρακτηριστικό ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες, το πο σοστό του εθνικού εισοδήματος που καρπωνόταν το πλουσιότερο 1% του πληθυσμού έπεσε, την περίοδο 1945-Ί978, από 16% στο 8%.33 Αυστηρός εθνικός έλεγχος του χρηματοπιστωτικού τομέα και ιδίως του χρηματιστηρίου και των κερδοσκοπικών ροών συ ναλλάγματος. Νομοθετική αναγνώριση των συνδικάτων και θε σμική κατοχύρωση του ρόλου τους, από το επίπεδο της επιχείρη σης (εργοστασιακά συμβούλια) μέχρι εκείνο του κλάδου (συλλο γικές συμβάσεις) και της εθνικής οικονομίας. Η επανεμφάνιση της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 ανήγγειλε μια κλασική κρίση υπερσυσσώρευσης, που σήμανε την αρχή του τέλους για το μετα πολεμικό κεϊνσιανό συμβιβασμό. Εξωτερικοί γεωπολιτικοί παρά γοντες, όπως ο πόλεμος στο Βιετνάμ και η συνακόλουθη τεράστια επιβάρυνση των δημοσίων οικονομικών της Αμερικής ή ο αραβοϊσραηλινός πόλεμος του Γιομ Κιπούρ και το συνακόλουθο πετρε λαϊκό εμπάργκο των Αράβων έπαιξαν ρόλο καταλύτη. Ωστόσο, οι βασικοί λόγοι ήταν εσωτερικοί του διεθνούς καπιταλιστικού συ στήματος. Πρώτα απ’ όλα, έπαιξε ρόλο η άνιση ανάπτυξη ανάμεσα στα 33. S. Amin, Ε. Balibar (επιμ.), Ftn du Neohberaltsme, a. 96, εκδ. PUF, 2006.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
47
διάφορο ιμπεριαλιστικά κέντρα, με την Ιαπωνία και τη Γερμανία να κλείνουν την ψαλίδα της παραγωγικότητας που τις χώριζε από την Αμερική και να την ανταγωνίζονται στα ίσια στην παγκόσμια αγορά. Αυτό σημαίνει ότι ο συμπληρωματικός, συμβιωτικός κα ταμερισμός εργασίας μεταξύ των τριών κέντρων άρχισε να μετατρέπεται σε ανταγωνιστικό, κατά το «ο θάνατός σου, η ζωή μου», γεγονός που βρήκε την πιο δραματική του έκφραση στην κατάρ ρευση του διεθνούς μεταπολεμικού νομισματικού συστήματος του Μπρέτον Γουντς, με την απόφαση του Ρίτσαρντ Νίξον να καταρ γήσει τη μετατρεψιμότητα χρυσού-δολαρίου. Επιπλέον, η αλμα τώδης άνοδος της βιομηχανικής παραγωγής οδήγησε, από ένα σημείο και πέρα, σε υπερπροσφορά που δεν μπορούσε να απορροφηθεί, για τον επιπρόσθετο λόγο ότι το ανατολικό μπλοκ και μεγάλο μέρος του Τρίτου Κόσμου, με επικεφαλής την Κίνα, ήταν σε μεγάλο βαθμό εκτός καπιταλιστικής αγοράς. Από την άλλη, η σχεδόν πλήρης απασχόληση και η συνακό λουθη μεγάλη δύναμη των εργατικών συνδικάτων δεν επέτρεπαν στις εθνικές αστικές τάξεις μια κατά μέτωπο επίθεση στους μι σθούς, τις θέσεις εργασίας και τα εν γένει εργατικά δικαιώματα. Η κατάσταση δικαίωνε πλήρως τη διορατική θεώρηση του αρι στερού Πολωνού οικονομολόγου Μίχαλ Καλέτσκι, ο οποίος ήδη το 1943, όταν ο ενθουσιασμός για τις συνταγές του Κέινς βρισκό ταν στο απόγειό του, προειδοποιούσε για τα όρια της μεταρρυθμιστικής στρατηγικής που βασιζόταν στην πλήρη απασχόληση: «Κάτω από καθεστώς μόνιμης, πλήρους απασχόλησης, η από λυση θα έπαυε να παίζει το ρόλο της ως μηχανισμού πειθάρχη σης. Η κοινωνική θέση του διευθυντή της εταιρείας θα υπονομευ όταν και η αυτοπεποίθηση των εργαζομένων θα ανέβαινε. Απερ γίες για αυξήσεις μισθών και βελτίωση των συνθηκών εργασίας θα προκαλούσαν πολιτικές εντάσεις. Η πειθαρχία στις επιχειρή
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
48
σεις και η πολιτική σταθερότητα εκτιμώνται περισσότερο από τα κέρδη στα μάτια των ηγετών του επιχειρηματικού κόσμου. Το τα ξικό ένστικτο τους υπαγορεύει ότι η διαρκής, πλήρης απασχόλη ση είναι άστοχη από τη δική τους σκοπιά και ότι η ανεργία αηοτεΧεί οργανικό στοιχείο ενός “ομαλού”καπιταλιστικού συστήματος»Μ (η επι σήμανση δική μου).
Η οιονεί επαναστατική κατάσταση σε ορισμένες χώρες οδήγησε σε πολύ σημαντικές παραχωρήσεις την αστική τάξη, ακριβώς τη στιγμή που θα έπρεπε να αρχίσει να παίρνει οδυνηρά αντιλαϊκά μέτρα για τον «εξορθολογισμό» της παραγωγής. Αίφνης, η κυβέρ νηση Πομπιντού, πάνω στο αποκορύφωμα του Μάη του ’68, σύρ θηκε στην περίφημη «διαβούλευση της Γκρενέλ», όπου αναγκά στηκε, μεταξύ άλλων, να αυξήσει τους χαμηλούς μισθούς κατά 25% και τους μέσους κατά 10% προκειμένου να εκτονώσει τον ερ γατικό ριζοσπαστισμό. Με τη σειρά της, η «έκρηξη των μισθών» πάνω από την αύξηση της παραγωγικότητας ροκάνισε ακόμη πε ρισσότερο τα ποσοστά κέρδους, που μειώθηκαν περίπου στο μι σό μέσα σε μια δεκαετία, οδηγώντας την κρίση σε παροξυσμό. Είναι σ’ αυτή τη συγκυρία που ο συντηρητικός Αμερικανός πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον αναφωνεί το 1971 «τώρα, είμαστε όλοι κεϊνσιανοί!». Αντιμέτωπη με την κρίση του κεϊνσιανισμού, αλλά βραχυκυκλωμένη λόγω των ταξικών συσχετισμών που δεν της επι τρέπουν να περάσει αμέσως σε εξοντωτική λιτότητα και θεραπείες-σοκ για την απαξίωση των πλεοναζόντων κεφαλαίων και την αποκατάσταση της καπιταλιστικής κερδοφορίας όσων επιβιώ σουν, η αστική τάξη ταλαντεύεται, διεθνώς, για μια ολόκληρη δε 34. Michal Kalecki, Collected Works, σ. 351, εκδ. Oxford University Press, 1990.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
49
καετία, ανάμεσα στην ήπια προσαρμογή και στη φυγή προς τα εμπρός, προς ακόμη ριζοσπαστικότερο κεϊνσιανισμό. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα ευνοεί την ανάδυση του ευρωκομμουνισμου, που φτάνει στα πρόθυρα της εξουσίας σε Ιταλία και Γαλλία με μια γραμμή αριστερού κεϊνσιανισμού, η οποία κηρύσ σει την ειρηνική μεταμόρφωση του «Κρατικού Μονοπωλιακού Καπιταλισμού» σε σοσιαλισμό, με τυπική έκφραση τα πειράμα τα αυτοδιαχείρισης στην «κόκκινη Μπολόνια». Οι Αμερικανοί ανησυχούν πολύ σοβαρά για το ενδεχόμενο αριστερής στροφής σε χώρες-μέλη του G-7 και δρομολογούν εναλλακτικά σενάρια εκτροπής με τη χρησιμοποίηση φασιστικών οργανώσεων, μαφιόζικων και παραστρατιωτικών κυκλωμάτων, με χαρακτηριστική την περίπτωση του συνωμοτικού δικτύου του NATO, Gladio. Τα δημοκρατικά προσχήματα μπαίνουν στην άκρη όταν ο Κίσινγκερ ευλογεί το πραξικόπημα του Πινοτσέτ, δηλώνοντας ότι δεν κατα λαβαίνει γιατί η Αμερική θα έπρεπε να αφήσει τη Χιλή να γίνει μαρξιστική «μόνο και μόνο γιατί ο λαός της είναι ανεύθυνος»! Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Σάμιουελ Χάντιγκτον, μέλος της διαβόη της Τριμερούς Επιτροπής (Τριλατεράλ) ΗΠΑ-ΕΟΚ-Ιαπωνίας, υποστήριζε το 1976 ότι «η Βραζιλία θα δυσκολευόταν να πετύχει αυτά που πέτυχε στην οικονομία (με το στρατιωτικό καθεστώς της) αν είχε δημοκρατική κυβέρνηση». Στο μεταξύ, η εκτίναξη του πληθωρισμού στα ουράνια με πα ράλληλη στασιμότητα της παραγωγής ροκανίζει την ηγεμονία του κεϊνσιανισμού. Ο πληθωρισμός υπονόμευε τα κέρδη του χρημα τοπιστωτικού τομέα, ο οποίος έτρεφε πάντα «ρεβανσιστικές» δι αθέσεις, καθώς, νομαδικός και πειρατικός από τη φύση του, ου δέποτε είχε αποδεχτεί τους εθνικούς και κοινωνικούς περιορι σμούς του κεϊνσιανού συμβιβασμού. Δύο άλλοι κατεξοχήν ζημιω μένοι από τον πληθωριστικό παροξυσμό ήταν οι πολυεθνικές εται
50
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
ρείες, των οποίων ο κύκλος εργασιών αποδιοργανωνόταν λόγω της τρελής πορείας των νομισμάτων, και οι Ηνωμένες Πολιτείες, που διατηρούσαν, εν πολλοίς, τον έλεγχο του απαξιωμένου παγκοσμίου χρήματος. Διαμορφώθηκε έισι ένας πολύ ιοχνρός συνασπισμός χρηματοπιστωτικού κεφαλαίον-πολνεθηκών-Ηνωμένων Πολιτειών, που άρχισε να γέρνει την πλάστιγγα υπέρ της επιλογής για μια σκληρή, αντιπληθωριστική πολιτική αναστύλωσης του νομίσματος (μονεταρισμός), κάτι που αποτελούσε τον πολιορκητικό κριό του ανερχόμενου νεοφιλελεύ θερου ρεύματος. Η γραμμή αυτή, όμως, απέκτησε στην πορεία μεγάλη διεισδυτικότητα και στα λαϊκά στρώματα, καθώς ο πλη θωρισμός και η ακρίβεια ήταν ο έμμεσος τρόπος ροκανίσματος του λαϊκού εισοδήματος από το κεφάλαιο, όταν οι άμεσοι τρόποι των απολύσεων και της λιτότητας δεν ήταν διαθέσιμοι. Αναδείχτη κε έτσι η αντιπληθωριστικη εκστρατεία σε βασικό μέσο οικοδόμησης της νέ ας, φιλελεύθερης ηγεμονίας. Παράλληλα, ένας νέος παράγοντας δού λευε υπόγεια για την υπονόμευση του κεϊνσιανού συμβιβασμού: η τρίτη τεχνολογική επανάσταση της Πληροφορικής και της αυ τοματοποίησης, στις οποίες θα ερχόταν να προστεθεί αργότερα και η Βιοτεχνολογία.
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Πληροφορικής και της αυτοματο ποίησης, η οποία πήρε ποιοτικά ανώτερο χαρακτήρα με την αυ τόματη παραγωγή αυτόματων μηχανών, είναι ότι εξοικονομούν θέσεις εργασίας σε όλο το φάσμα της παραγωγής και των υπηρε σιών, χωρίς αυτή η εξοικονόμηση να αντισταθμίζεται πλήρως, όπως εν πολλοίς γινόταν στις προηγούμενες τεχνολογικές επανα στάσεις, από τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας στους καινού ριους κλάδους. Σε συνθήκες σοσιαλιστικής οργάνωσης της κοινω
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
51
νίας, αυτή η εξέλιξη θα έπρεπε να είναι καλοδεχούμενη, καθώς επιτρέπει τη σοβαρή μείωση του αναγκαίου χρόνου εργασίας. Σε έναν καπιταλισμό που ασφυκτιά ήδη από τη συρρίκνωση των βι ομηχανικών κερδών, όμως, η μείωση του εργάσιμου χρόνου θα ήταν η χαριστική βολή. Αντίθετα, οι νέες τεχνολογίες αξιοποιούνται για την άσκηση πίεσης πάνω στην εργασία μέσω των απολύ σεων και της ανασυγκρότησης του βιομηχανικού εφεδρικού στρα τού των ανέργων, που αποδυναμώνει βαθμιαία τα συνδικάτα. Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς, με βάση όσα εκθέσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, ότι η μείωση της ζωντανής εργασίας, δη λαδή του εργατικού δυναμικού, προς όφελος της νεκρής, δηλαδή του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού σε αυτόματες μηχανές και ηλε κτρονικούς υπολογιστές, θα έτεινε να μειώσει το ποσοστό κέρ δους, ενισχύοντας την τάση για τυπικές κρίσεις υπερσυσσώρευσης. Ωστόσο, πέραν του γεγονότος ότι η τρίτη τεχνολογική επα νάσταση άνοιξε νέους βιομηχανικούς κλάδους σε κατά βάση μη συνδικαλισμένους τομείς με πολύ υψηλά περιθώρια κερδοφορί ας, ιδίως στη σφαίρα των μίντια (παραγωγή λογισμικού, ηλεκτρο νικά πα ιχνίδια, μουσική και θέαμα, διαφήμιση, ηλεκτρονικό εμπόριο, διαδικτυακά μέσα κλπ.), ένα δεύτερο ιδιαίτερο χαρα κτηριστικό της είναι ότι ρίχνει το κόστος του πάγιου κεφαλαίου, και μάλιστα με επιταχυνόμενους ρυθμούς. Συγκριτικά με την επο χή της εντατικής εισαγωγής βαρέος μηχανολογικού εξοπλισμού στη βιομηχανία, το κόστος των πολύ ελαφρύτερων, έξυπνων μη χανών που στηρίζονται σε μικροεπεξεργαστές, όπως και των πρώ των υλών που καταναλώνουν, είναι αναλογικά μικρότερο. Αυτές οι δυνητικά πολύτιμες, για τη βραχυπρόθεσμη αναστύ λωση της καπιταλιστικής κερδοφορίας, ιδιότητες της τρίτης τε χνολογικής επανάστασης εξηγούν τη γενίκευσή της σε όλη την κλίμακα της παραγωγής και της κυκλοφορίας, έτσι ώστε να παί
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
52
ζει ρόλο καθολικής κινητήριας δύναμης, ανάλογο με εκείνον του εξηλεκτρισμού την περίοδο της δεύτερης τεχνολογικής επανάστα σης. Για παράδειγμα, μεταξύ 1970 και 1996, το μερίδιο των επεν δύσεων στο πεδίο της Πληροφορικής (κυρίως υπολογιστές, τηλε πικοινωνίες, βιομηχανικά ρομπότ) στο σύνολο των επενδύσεων κεφαλαιουχικού εξοπλισμού ανέβηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες από 5% σε 42%, για να φτάσει το 45% το 2000.35 Η επέκταση της Πληροφορικής-αυτοματοποίησης δεν είναι μια ανώδυνη, γραμμική μεταβολή, αλλά μια πορεία σύγκρουσης και ανατροπής με τις ακαμψίες του κεϊνσιανού μοντέλου, προς όφελος νέων, πιο ευλύγιστων μορφών καπιταλιστικής συσσώρευ σης. Η ενλνγιοία είναι πραγματικά η λέξη-κλειδί σε όλα τα πεδία: Πρώτα απ’ όλα, η Πληροφορική ευνοεί την άνοδο του ειδικού βά ρους του κατεξοχήν ευλύγιστου χρηματοπιστωτικού τομέα σε σχέ ση με την περισσότερο άκαμπτη βιομηχανία, καθώς οι ευεργετι κές επιπτώσεις της είναι πιο άμεσες, πραγματικά επαναστατικές, στη σφαίρα της «άυλης» οικονομίας, επιτρέποντας τη μεταφορά κεφαλαίων από τη μια άκρη της γης στην άλλη σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Έπειτα, με τη βελτίωση των επικοινωνιών, τη δραστική μείω ση του κόστους των μεταφορών και τη γενική «ελάφρυνση» της παραγωγής, η τρίτη τεχνολογική επανάσταση υποβαθμίζει τη ση μασία της εγγύτητας του παραγωγικού εργοστασίου στις πρώτες ύλες και τους μεγάλους κόμβους του δικτύου μεταφορών (λιμά νια, σιδηροδρομικοί σταθμοί κ.ά.), συρρικνώνοντας βαθμιαία τις παραδοσιακές βιομηχανικές πόλεις. Μειώνει το γιγαντισμό των 35 G erard Dymenil & Dominique Levy, «Periodizing Capitalism», στο Robert Albritton κ.ά. (επιμ ), Phases o f Capitalist Development, εκδ. Palgrave, 2001 και David H arvey, A Brief History o f Neohberalism, εκδ. Oxford University Press, 2005.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
53
παραδοσιακών βιομηχανικών «δεινοσαύρων», ευνοώντας τις υπερ γολαβίες σε μικρότερες, δορυφορικές επιχειρήσεις, εξασθενίζει τη συγκέντρωση των εργαζομένων και σπάει τις άκαμπτες, ιεραρ χικές δομές του τεϊλορικου μοντέλου. Τέλος, αναπτύσσει ανώτε ρες παραγωγικές δυνάμεις, προϊόντα της ανθρώπινης επινοητι κότητας και εργασίας, που ασφυκτιούν μέσα στα στενά εθνικά σύ νορα του κεϊνσιανού συμβιβασμού, όπως το διεθνές δίκτυο επι κοινωνιών, που συγκροτεί το νευρικό σύστημα του «παγκόσμιου χωριού» και το Διαδίκτυο, που αντιπροσωπεύει την πρώτη, πραγ ματικά παγκόσμια παραγωγική δύναμη. Σε τελευταία ανάλυση, έχουμε εδώ μια γλαφυρή έκφραση της βασικής αντίθεσης του συστήματος ανάμεσα στην ανώτερη κοι νωνικοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων και σια σιενά όρια των εκμεταλλευτικών σχέσεων παραγωγής, οι οποίες, στη συγκε κριμένη περίοδο, είχαν αποκρυσταλλωθεί στο μοντέλο του κεϊνσιανού συμβιβασμού. Αντί όμως η τρίτη τεχνολογική επανάστα ση να κλονίσει τον ήδη ευάλωτο από το κύμα του ’68 διεθνή κα πιταλισμό, έγινε καταλύτης για την αποσταθεροποίηση και, τελι κά, την κατάρρευση του... «υπαρκτού σοσιαλισμού»!
Είναι γνωσιό ότι η υποτίμηση της κυβερνητικής ήταν ήδη ορστή από την τελευταία φάση της σταλινικής περιόδου και ότι η καθυ στέρηση της Σοβιετικής Ένωσης έναντι της Δύσης στην Πληρο φορική και τη Μικροηλεκτρονική δεν έπαψε να αυξάνεται μέχρι την κατάρρευση. Φαίνεται πραγματικά εξωπραγματικό πως ένα σύστημα που εκθείαζε σε υπερθετικό βαθμό την επιστήμη (δεν αυτοπροσδιοριζόταν, άλλωστε, ως «επιστημονικός κομμουνι σμός»;) καθηλώθηκε τόσο άδοξα σε ένα τόσο θεμελιώδες πεδίο της τεχνολογίας. Κι όμως, αυτό ακριβώς έγινε. Το «Σύντομο Φι
54
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
λοσοφικό Λεξικό» της Σοβιετικής Ακαδημίας Επιστημών του 1954 περιγράφει την κυβερνητική ως «αντιδραστική ψευδοεπιστήμη» και ως «ιδεολογικό όπλο της ιμπεριαλιστικής αντίδρασης». Επί Χρουστσόφ, η κυβερνητική «αποκαταστάθηκε» εν μέρει, αλλά ποτέ δεν έγινε νευραλγικό μέρος της αναπτυξιακής προσπά θειας, έστω και μετά την πλήρη ανάπτυξη της μικροηλεκτρονικής, της πληροφορικής και των προσωπικών υπολογιστών. Ακό μη και επί Γκορμπατσόφ, στο κεντρικό πολυκατάστημα Γκουμ της Κόκκινης Πλατείας στη Μόσχα, οι πωλήτριες δε διέθεταν όχι υπολογιστές, αλλά ούτε καν αριθμομηχανές, και ήταν υποχρεω μένες να κάνουν το λογαριασμό με παλαιολιθικά... αβάκια, πηγαινοφέρνοντας με εκπληκτική ταχύτητα τις μπίλιες πάνω στον πίνακα! Η εντυπωσιακή αυτή υστέρηση προφανώς και δεν οφείλεται σε επιστημονικό έλλειμμα. Η Σοβιετική Ένωση ήταν ήδη πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο επιστημονική υπερδύναμη, με πρωτοποριακή συμβολή στην Κβαντική Φυσική και παγκόσμιας ακτινοβολίας σχολές στα Μαθηματικά και τις Φυσικές Επιστήμες. Μεταπολεμικά, ήταν η χώρα που πρώτη ξεκίνησε την εποποιία του διαστήματος, με την εκτόξευση του Σπούτνικ, και άφησε πί σω τους ανταγωνιστές της στο πεδίο της θερμοπυρηνικής σύντηξης (όπου, ακόμη και σήμερα, οι αντιδραστήρες τύπου Τόμακακ που χρησιμοποιούνται διεθνώς είναι σοβιετικής τεχνολογίας). Ούτε είναι σωστή η ευρέως διαδεδομένη άποψη ότι οι Σοβιε τικοί, σε αντίθεση με τους πιο πρακτικούς, υποτίθεται, Αμερικα νούς, είχαν πρόβλημα να μετατρέψουν τα επιστημονικά τους επι τεύγματα σε τεχνολογικές εφαρμογές. Ρώσοι επιστήμονες τιμήθηκαν με το βραβείο Νομπέλ για την καθοριστική συμβολή τους στην ανάπτυξη των οπτικών ινών, που αποτελούν τη βάση των σύγ χρονων τηλεπικοινωνιών. Ο πρώτος σοβιετικός υπολογιστής κα-
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
55
ταοκευάσιηκε από την ομάδα του καθηγητή Σεργκέι Λεμπέντεφ, στο Κίεβο, μόλις το 1950, τρία χρόνια μετά τον αμερικανικό EN1AC. Ο πλήρως λειτουργικός, μεγα-υπολογιστής «Στρέλα», με 60.000 διόδους ημιαγωγών και δυνατότητα εκτέλεσης 2.000 πρά ξεων το δευτερόλεπτο, μπήκε σε χρήση το 1957, αφοΰ είχε χαρί σει στους εφευρέτες του το βραβείο Στάλιν. Επομένως, οι λόγοι της υστέρησης πρέπει να αναζητηθούν έξω από τα στενά όρια των πανεπιστημιακών και τεχνολογικών ιδρυ μάτων, στο ευρύτερο πεδίο των κοινωνικών σχέσεων. Ο πρώτος λόγος ήταν καθαρά πολιτικός: Η καταπιεστική νομενκλατούρα έβλεπε με καχυποψία τη διάδοση των νέων τεχνολογιών, που ευ νοούσαν την «οριζόντια» ροή των πληροφοριών μεταξύ των πολι τών, οι οποίοι θα αποκτούσαν πανίσχυρα μέσα παράκαμψης της λογοκρισίας και των κατασταλτικών μηχανισμών του «κέντρου». Ο κυριότερος, όμως, λόγος ήταν οικονομικού χαρακτήρα: η κυρίaPXH γραφειοκρατία των διευθυντών επιχειρήσεων και του κρατικούκομματικού μηχανισμού δεν είχε σ τφ πραγματικότψα συμφέρον να εισα γάγει σε μαζική κλίμακα τψ Πληροφορική στην παραγωγή και τις υπη ρεσίες (με εξαίρεση το στρατό και τις μυστικές υπηρεσίες), γι* αυ τό και την αποθάρρυνε. Αυτό συνέβη γιατί οι σοβιετικού τύπου κοινωνικοί σχηματισμοί στηρίζονταν στην εκτατική παραγωγή, πάνω στο «σοσιαλιστικό» νόμο της αξίας (έστω κι αν η εργατική δύναμη και η γη δεν ήταν εμπορεύματα, ενώ για πολλά βασικά προϊόντα υπήρχε διατίμη ση ώστε να διατηρούνται φτηνά). Τα εμπορεύματα παράγονταν με βάση το κρατικό πλάνο και η αξία τους καθοριζόταν με βάση το χρόνο εργασίας που απαιτούσε η παραγωγή τους, η δε απορ ρόφησή τους από τις άλλες επιχειρήσεις και τα καταστήματα ήταν εγγυημένη. Οι διευθυντές και κατ’ επέκταση τα κομματικά και κρατικά στελέχη, αλλά και οι εργάτες και οι τεχνικοί, είχαν κάθε
56
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
λόγο να υπερκαλύπτουν τα πλάνα, γιατί έτσι έπαιρναν πρόσθετα πριμ, αδιαφορώντας για την ποιότητα των προϊόντων, έστω κι αν δεν υπήρχε ζήτηση για αυτά από τους ιδιώτες καταναλωτές. Αντί θετα, δεν είχαν συνήθως λόγους να κάνουν οικονομία σε πρώτες ύλες ή σε εργατικό δυναμικό, καθώς αυτό θα έριχνε τη συνολική αξία των προϊόντων τους, άρα και τα πριμ. Επρόκειτο, δηλαδή, για ένα σύστημα που τροφοδοτούσε διαρκώς την απάτη και τη γραφειοκρατική νωθρότητα. Επομένως, η ευλυγισία που προσέδιδε η Πληροφορική και η οποία λειτούργησε, για μια ορισμένη περίοδο, ως ελιξίριο για τον καπιταλισμό, ήταν ανεπιθύμητη στην κατ’ όνομα σοσιαλιστική Ανατολή και από τους «πάνω» και από τους «κάτω», που προτι μούσαν τον εγγυημένο βάλτο από την αβέβαιη αλλαγή. Έ να πνεύ μα γραφειοκρατικού συντηρητισμού εντελώς αντίθετο με εκείνο του Ένγκελς, ο οποίος, στο βιβλίο του Οι θεμελιώδεις Αρχές τον Κομμονηομον, έγραφε: «Η εκπαίδευση (στο σοσιαλισμό) πρέπει να κα ταστήσει γρήγορα τους νέους ικανούς να περνούν από τον ένα κλάδο της βιομηχανίας στον άλλο, ανάλογα με τις ανάγκες της κοινωνίας και τις δικές τους κλίσεις».36 Σ’ αυτό το φόντο, η περίφημη «στασιμότητα», που έγινε έκδηλη στην περίοδο του Λεονίντ Μπρέζνιεφ, ήταν εγγεγραμμένη στο γονιδίωματου σοβιετικού κοινωνικού σχηματισμού. Ενός ιδιόμορ φου κεϊνσιανού συμβιβασμού ανατολικού τύπου, ακόμη περισσό τερο άκαμπτου από εκείνον της Δύσης, καθώς η γραφειοκρατία αφ’ ενός μεν δεν παρακινούνταν από τη μόνιμη βουκέντρα του ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού, αφ’ ετέρου δε δεν μπορούσε να θίξει τις πολύ προχωρημένες κοινωνικές κατακτήσεις της εργατι κής τάξης, κατάλοιπα της Οκτωβριανής Επανάστασης, χωρίς να 36 Κ Marx 8c F Engels, Collected Works, τ 6, σ 353, εκδ. Progress Publishers.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
57
υπονομεύει τη δική της, «σοσιαλιστική» νομιμοποίηση. Τελικά, η αδυναμία της σοβιετικής γραφειοκρατίας να αξιοποιήσει τ ψ τρίτη τεχνολο γική επανάσταση αποτέλεσε έναν and τους καλύτερους μάρτυρες του εκμε ταλλευτικού, καταπιεστικού χαρακτήρα της και επιτάχυνε τη συστημική κρίση των ανατολικών καθεστώτων, που έγινε αισθητή μετά τη σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία το 1968 και τις εργατι κές εξεγέρσεις της Πολωνίας, οι οποίες οδήγησαν στο σχηματι σμό της «Αλληλεγγύης».
Σε αντίθεση με τη «σκλήρυνση κατά πλάκας» των σοβιετικού τύ που κοινωνιών, ο δυτικός καπιταλισμός επιστράτευσε την τρίτη τεχνολογική επανάσταση για να προωθήσει ένα μεγάλο μετασχη ματισμό, που του επέτρεψε να εκτονώσει προσωρινά, με τεράστιο κοινωνικό κόστος, τη γενικευμένη κρίση υπερσυσσώρευσης. Με πιο εμβληματικές μορφές τη Μάργκαρετ θάτσ ερ στη Βρετανία και τον Ρόναλντ Ρίγκαν στην Αμερική, που ανήλθαν στην εξουσία το 1979 και το 1981 αντίστοιχα, αυτό το Μεγάλο Άλμα προς τα πί σω, όπως το περιγράφει ο διευθυντής της Monde Diplomatique, Σερζ Αλιμί -παραφράζοντας το ατυχέστατο «Μεγάλο Άλμα προς τα εμπρός» του Μάο Τσετούνγκ- οδήγησε, τη δεκαετία του ’80, στην αντικατάσταση του κεϊνσιανού μοντέλου από το νεοφιλελεύθερο, ως κυρίαρχης μορφής καπιταλιστικής συσσώρευσης. Φυσικά, η εξέλιξη αυτή δεν προχώρησε χωρίς μεγάλες αντι στάσεις και συγκρούσεις με τη μισθωτή εργασία. Αρκετές από αυ τές τις συγκρούσεις, με τυπικά παραδείγματα τις απεργίες των Βρετανών ανθρακωρύχων και των Αμερικανών ελεγκτών εναέρι ας κυκλοφορίας, τις προκάλεσαν τα ίδια τα επιτελεία του νεοφι λελευθερισμού για να πετύχουν παραδειγματικές νίκες σε βάρος των συνδικάτων, συντρίβοντας το ηθικό των εργαζομένων.
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
58
Στην εδραίωση της ιδεολογικής ηγεμονίας του νεοφιλελευθε ρισμού σοβαρές ευθύνες έχουν και τα μαζικά κόμματα εξουσίας της Αριστερός, στη σοσιαλδημοκρατική ή στην ευρωκομμουνιστική τους εκδοχή, ακόμη και στην αρχική εποχή της «ηρωικής αντί στασης», προτού υποταχθούν στην πίεση του νεοφιλελευθερισμού. Κι αυτό γιατί απέτυχαν να δώσουν μια θετική, ριζοσπαστική απά ντηση στην έρπουσα οικονομική κρίση και περιορίστηκαν σε μά χες οπισθοφυλακών για τη διατήρηση των κεκτημένων του κεϊνσιανισμού. Κατ’ αυτό τον τρόπο συνήργησαν, φυσικά άθελά τους, σε μια ολέθρια αντιστροφή, που εν πολλοίς συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας: Αντί η Αριστερά να είναι η καινοτόμος δύναμη τ ψ ριζοσπαστι κής, κοινωνικής αλλαγής και η Δεξιά η συντήρηση, η τελευταία, με τη ση μαία της νεοφιλελεύθερης«αλλαγής» φόρεσε επαναστατικό μανδύα, ενώ η Αριστερά χρεώθηκε τψ υπεράσπιση του στάτους κβο. Και μάλιστα, ενός στάτους κβο που εμφανιζόταν να υπηρετεί το στενό, συντεχνιακό συμφέρον του άλφα ή του βήτα κλάδου, ενώ ο νεοφιλελευθερι σμός επικαλούνταν, εντελώς δημαγωγικά, το παν-κοινωνικό συμ φέρον. Παραστατικό δείγμα του συντελεσθέντος μετασχηματισμού μπορούμε να αναζητήσουμε στην αλλαγή της ναυαρχίδας στο στό λο των αμερικανικών πολυεθνικών. Τη δεκαετία του ’50, το ρόλο αυτό έπαιζε η αυτοκινητοβιομηχανία General Motors, για την οποία ένας πρώην διευθυντής της και μετέπειτα υπουργός Άμυ νας του Αϊζενχάουερ, ο Τσάρλι Ουίλσον, είχε πει ενώπιον επιτρο πής του Κογκρέσου: «Ό,τι είναι καλό για την Αμερική είναι καλό και για την εταιρεία και αντίστροφα». Εκείνη την εποχή, η General Motors ήταν η μεγαλύτερη αμερικανική επιχείρηση, με τζίρο που αντιστοιχούσε στο 3% του αμερικανικού Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ). Σήμερα, τη θέση της έχει πάρει η αυτοκρατο ρία σούπερ μάρκετ Wall Mart, που απασχολεί 2,1 εκατομμύρια
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
59
εργαζόμενους και έχει τζίρο γύρω στα 404 δισεκατομμύρια δολά ρια, κάτι που αντιστοιχεί στο 2,5% του ΑΕΠ. Αντίθετα, η General Motors λίγο έλειψε να χρεοκοπήσει το 2009, στη διάρκεια του οποίου έκανε 47.000 απολύσεις και σώθηκε μόνο χάρη στη γεν ναιόδωρη βοήθεια από την κυβέρνηση Ομπάμα. Η αλλαγή σκυ τάλης αντανακλά το μετασχηματισμό της Αμερικής από έθνος πα ραγωγών σε γιγαντιαίο εμπορικό κέντρο και χρηματιστήριο του πλανήτη. Και οι δύο εταιρείες είναι πολυεθνικές, με θυγατρικές σε διά φορα σημεία του κόσμου. Ωστόσο, ενώ η General Motors ήταν μια παραγωγική βιομηχανία, με κάθετη οργάνωση της πολυεθνι κής παραγωγής της, η Wall Mart είναι μια εμπορική επιχείρηση που μεσολαβεί μεταξύ ξένων, κυρίως Ασιατών, υπεργολάβων, οι οποίοι παράγουν την πλειονότητα των εμπορευμάτων της. Η πρώ τη παρέμενε ριζωμένη βαθειά στην αμερικανική οικονομία, αφού ο μεγάλος όγκος των προϊόντων της παραγόταν και πουλιόταν στις ΗΠΑ. Η δεύτερη επηρεάζεται περισσότερο από την εργατική νο μοθεσία και το φορολογικό καθεστώς της Κίνας παρά από εκεί νο της Αμερικής. Η πρώτη εξασφάλιζε σταθερή απασχόληση και υψηλές αποδοχές στους συνδικαλισμένους εργάτες της, που ανή καν στην ισχυρή ομοσπονδία της αυτοκινητοβιομηχανίας UAW. Η δεύτερη αποτελεί εργασιακό κάτεργο, με τσακισμένα μεροκά ματα, εξοντωτική εντατικοποίηση, ευλύγιστα ωράρια και αναλώ σιμους υπαλλήλους. Στο παράδειγμα αυτό συμπυκνώνεται η ουσία του «τριπλού μπαϊπάς» της δεκαετίας του ’80 με το οποίο ξεπεράστηκε προσω ρινά η γενικευμένη «θρόμβωση» στις αρτηρίες της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας και το οποίο μπορεί να συνοψιστεί στο σχήμα: χρηματοποίηση-νεοφιλελευθερισμός-παγκοσμιοποίηση. -Χμημσιοηοίψτι. Σε μια διάλεξή του ενώπιον Βρετανών τραπέζι-
60
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
των, στην αυγή του εικοστού αιώνα, ο θεμελιωτής της γεωπολιτι κής Χάλφορντ Μακίντερ πρότεινε μια οικονομική στρατηγική για τη Βρετανική Αυτοκρατορία, που δυσκολευόταν να αντιμετωπί σει τον απειλητικό ανταγωνισμό των αναδυόμενων βιομηχανικών γιγάντων Γερμανίας και Ηνωμένων Πολιτειών. Η εκβιομηχάνιση των άλλων εθνών, υποστήριξε ο Μακίντερ, καθιστά περισσότερο από ποτέ αναγκαία «την ύπαρξη ενός επιτελικού κέντρου, που δεν μπορεί παρά να βρίσκεται εκεί όπου υπάρχει το περισσότερο χρή μα», δηλαδή στο Σίτι. «Είμαστε το έθνος που διαθέτει κεφάλαια, και αυτοί που διεθέτουν κεφάλαια πάντα έχουν μερίδιο στη δρα στηριότητα των μυών και των εγκεφάλων των υπολοίπων εθνών»,37 τόνισε με ακραίο κυνισμό. Αυτό συνέβαινε πραγματικά την περί οδο της belle ipoque, όπου η Βρετανία είχε αναπτύξει, όπως δι απίστωσε και ο Λένιν, στοιχεία ραντιέρικου καπιταλισμού, με το 10% του εθνικού της εισοδήματος να προέρχεται από τους τόκους των δανείων προς τρίτους. Σε ανάλογη κατάσταση με τη Βρετανία του 1900 βρέθηκε η Αμερική ογδόντα χρόνια αργότερα. Αντιμέτωπη με τον ολοένα και πιο πιεστικό βιομηχανικό ανταγωνισμό της Γερμανίας και της Ιαπωνίας, που αντανακλάτο στα εμπορικά ελλείμματα της υπερδύναμης, αναζήτησε την αναστύλωση της ηγεμονίας της ποντά ροντας στο ισχυρό της χαρτί, τον έλεγχο του παγκόσμιου χρήμα τος. Για το σκοπό αυτό, έπρεπε να ανακοπεί η διαρκής υπονόμευ ση του δολαρίου και της Γουόλ Στριτ από τον αχαλίνωτο πληθω ρισμό και τα ελλείμματα που συσσώρευε η παράταση ενός ατε λέσφορου κεϊνσιανισμού. Είχε έρθει η ώρα του μονεταρισμού, που κήρυσσε ο Μίλτον Φρίντμαν και οι μαθητές του, τα διαβόη τα «παιδιά του Σικάγο», τα οποία εφάρμοσαν για πρώτη φορά 37. Giovanni Arrighi, Adam Smith tn Beijmg, a. 142-143, εκδ. Verso, 2007.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
61
τις θεωρίες τους στο ιδανικό πειραματικό εργαστήριο της στρα τοκρατούμενης Χιλής του Πινοτσέτ. Στην Αμερική, η αντιδραστική αναδιάρθρωση αρχίζει όχι επί Ρεπουμπλικανού Ρόναλντ Ρίγκαν, αλλά επί Δημοκρατικού Τζίμι Κάρτερ με την απόφαση του τότε προέδρου της Ομοσπονδιακής Τράπεζας (Fed) και νυν συμβούλου του Ομπάμα, Πολ Βόλκερ, να υψώσει δραματικά τα επιτόκια στο αστρονομικό 17%. Αυτή η από τομη αύξηση του κόστους του χρήματος αποτέλεσε βασικό μηχα νισμό βίαιης «εξυγίανσης» με τον εξαναγκασμό σε χρεοκοπία των προβληματικών επιχειρήσεων. Αργότερα, ο Μάικλ Μούσα, διευθυ ντής ερευνών του ΔΝΤ, θα περιέγραφε ως εξής τις εμπειρίες του: «Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα έπρεπε να αποδείξει ότι, όταν αντιμετώπιζε το οδυνηρό δίλημμα να διατηρήσει σφιχτή μονεταριστική πολιτική για να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό ή να τη χαλαρώσει για να καταπολεμήσει την ύφεση, θα διάλεγε να πο λεμήσει τον πληθωρισμό. Με άλλα λόγια, για να αποκαταστήσει την αξιοπιστία της, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα χρειάστηκε να διαλαλήσει την προθυμία της να χύσει αίμα, πολύ αίμα, αίμα άλ λων ανθρώπων».38 Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η νέα ηγεμονία του χρηματιστικού κεφαλαίου έβαλε τη σφραγίδα της στη συνθήκη του Μάαστριχτ (1992) και στο Σύμφωνο της Σταθερότητας (1996), που θεσμοθέ τησαν μια δρακόντεια πολιτική δημοσιονομικής πειθαρχίας (με το έλλειμμα να περιορίζεται υποχρεωτικά στο 3% του ΑΕΠ και το δημόσιο χρέος στο 60%) υπό την εποπτεία μιας Ευρωπαϊκής Κε ντρικής Τράπεζας κέρβερου του σκληρού ευρώ και ανεξάρτητης από κάθε πολιτικό έλεγχο.
38. A ndrew Glyn, Capitalism Unleashed, ο 24, εκδ. O xford University Press, 2006.
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Συνολικά, η σκληρή μονεταριστική πολιτική είχε ως άμεση συ νέπεια τη μαζική μετατόπιση κεφαλαίων από την παραγωγική στη χρηματοπιστωτική σφαίρα, που υποσχόταν μεγαλύτερα κέρδη. Σε συνδυασμό με τη σταδιακή απελευθέρωση των διεθνών χρη ματοπιστωτικών αγορών από τις περιοριστικές ρυθμίσεις της Χρυσής Τριακονταετίας, το αποτέλεσμα ήταν η θεαματική άνο δος του ειδικού βάρους που κατέχει το χρηματιστηριακό κεφά λαιο στους μητροπολιτικούς καπιταλιστικούς σχηματισμούς. Για παράδειγμα, το 2006, το παγκόσμιο ΑΕΠ έφτανε τα 47 τρι σεκατομμύρια δολάρια, η συνολική αξία των μετοχών τα 51 τρι σεκατομμύρια, η αξία των ομολόγων τα 68 τρισεκατομμύρια, και εκείνη των παραγώγων (τα οποία ο μεγαλοχρηματιστής Γουόρεν Μπάφετ ονομάζει «τα πραγματικά όπλα μαζικής καταστροφής»)... τα 473 τρισεκατομμύρια! Τ α διαθέσιμα του πιστωτικού συστήμα τος (καταθέσεις, μετοχές, ομόλογα κ.ά.) ήταν το 1980 το 100% του παγκόσμιου ΑΕΠ, ενώ το 2007 ξεπέρασαν το 350%. Το 2006, η χρηματοπιστωτική σφαίρα απορροφούσε το 40% των συνολικών κερδών των αμερικανικών επιχειρήσεων.39 Μεγάλη ώθηση στη χρηματοποίηση έδωσε η αλχημεία της λεγάμενης τραπεζικής μόχλευσης (πώς να διατηρείς, με λίγα κε φάλαια, μεγάλο κύκλο εργασιών, όπως ο μοχλός σού επιτρέπει με λιγότερη δύναμη να έχεις ευκολότερη μετατόπιση). Χάρη σ’ αυτήν, κάθε δολάριο της «πραγματικής» οικονομίας στις ΗΠΑ έχει φτάσει να αντιστοιχεί σε 40 δολάρια της χρηματοπιστωτι κής σφαίρας. Στην ΕΕ, η σχέση ιδίων κεφαλαίων τραπεζών προς περιουσιακά στοιχεία, από 1:4 που ήταν στις αρχές 20ού αιώνα, έχει πέσει κάτω από 1:10 σήμερα. Η εξέλιξη αυτή διευρύνει κα τά πολύ τα περιθώρια δανεισμού και επέκτασης των επιχειρή 39. Niall Ferguson, The Ascent o f Money, o. 4-5, εκδ Allen Lane, 2008
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
63
σεων, με αντίτιμο, όμως, την πολΰ μεγαλύτερη αστάθεια της οι κονομίας. Στο διεθνή στίβο, άμεση συνέπεια της στροφής προς το μονε ταρισμό, που ακρίβυνε κατά πολυ το παγκόσμιο χρήμα, ήταν να γονατίσουν από τα χρέη που γιγαντώθηκαν μέσα σε μια νύχτα πολλές χώρες του Ανατολικού Μπλοκ και του Τρίτου Κόσμου. Η πρώτη άμεση συνέπεια του «σοκ Βόλκερ» ήταν η χρεοκοπία του Μεξικού, την περίοδο 1982-4, που έμελλε να εξελιχθεί σε διαρκώς επαναλαμβανόμενο πρότυπο για την επόμενη εικοσαετία: Προσφυγή στο δανειστή έσχατης ανάγκης, το ΔΝΤ, το οποίο ρί χνει σωσίβιο στο ναυαγό, προσφέροντάς του νέα δάνεια (τα οποία, βέβαια, θα αποπληρωθούν με επώδυνα μεγάλους τόκους) με αντί τιμο ένα πρόγραμμα βίαιης δομικής προσαρμογής, που διευκο λύνει τη λεηλασία του εθνικού πλούτου από το πολυεθνικό κεφά λαιο μέσω ληστρικών ιδιωτικοποιήσεων. Ο πρώην αντιπρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας και μετέπειτα αντιρρησίας συνείδησης της παγκοσμιοποίησης Τζόζεφ Στίγκλιτς υπολογίζει ότι, μέσω της αποπληρωμής χρεών, οι πλούσιες χώρες του Βορρά αφαίμαξαν τις φτωχές χώρες του Νότου κατά 4,6 τρισεκατομμύρια δολάρια από το 1984 μέχρι το 2000 - ένα αστρο νομικό ποσό, που ισοδυναμεί με πενήντα Σχέδια Μάρσαλ.40 Μ’ αυ τά και μ’ αυτά, η έκρηξη του χρέους έπαιξε καταλυτικό ρόλο στο στραγγαλισμό των «αναπτυξιακών κρατών» του Τρίτου Κόσμου, που ακολουθούσαν πολιτικές εντατικής εκβιομηχάνισης με προσα νατολισμό στην εσωτερική αγορά και με υποκατάσταση των εισα γωγών, στηριγμένα συχνά στο Ανατολικό Μπλοκ. Παράλληλα, επι τάχυνε τα κρισικά φαινόμενα των καθεστώτων της Ανατολικής Ευ ρώπης, για τα οποία η αντίστροφη μέτρηση είχε πλέον αρχίσει. 40. Joseph Ε. Stiglitz, GlobaitztUton and its Discontents, εκδ Penguin, 2002.
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
64
-Νεοφιλελευθερισμός. Το κεϊνσιανό κράτος πρόνοιας της πλήρους
απασχόλησης έδωσε τη θέση του στον κοινωνικό πόλεμο εκ των άνω με τις γνωστές συνταγές: κατάργηση κάθε είδους φραγμών στην κίνηση των εμπορευμάτων και των κεφαλαίων, συμπερι λαμβανομένων των καθαρά κερδοσκοπικών, ιδιωτικοποιήσεις, αποδόμηση του κοινωνικού κράτους, αντισυνδικαλιστικά πογκρόμ, μετατροπή της λιτότητας σε διά βίου οικονομικό σύνταγ μα, μαζική, δομική ανεργία, επέκταση της ελαστικής απασχό λησης, που οδηγεί στη διαμόρφωση του λεγόμενου «πρεκαριάτου» (από το γαλλικό prdcaire, που σημαίνει προσωρινός), των σταζιέρ και πάει λέγοντας. Εν ολίγοις, μια διαρκής εκστρατεία «απελευθέρωσης» των αγορών και υποδούλωσης των ανθρώπων στο μοντέλο του ευέλικτου, αναλώσιμου και μονίμως ανασφα λούς εργαζομένου. Η στρατηγική αυτή υιοθετήθηκε και από την Κεντροαριστε ρά του Τρίτου Δρόμου με τη μορφή του σοσιαλφιλελευθερισμοΰ, που κήρυξε, διά στόματος Τόνι Μπλερ, τη στροφή από το welfare (κράτος πρόνοιας) στο workfare (κράτος που δήθεν ευνοεί την ερ γασία). Μια στρατηγική που καταργεί θέσεις εργασίας και επιδό ματα για τους πενηντάρηδες ειδικευμένους βιομηχανικούς εργά τες και τους ωθεί να γίνουν ανασφάλιστοι κοΰριερ και ντελιβεράδες, διαμορφώνοντας ένα ολόκληρο στρώμα εργαζόμενων νεό πτωχων. Γεγονός είναι ότι η νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση αποδείχτη κε αποτελεσματική μηχανή βίαιης και απότομης μεταφοράς πλοΰτου και ταξικής ισχύος προς όφελος του κεφαλαίου. Από το 1973 μέχρι το 2000, η μέση ωριαία αμοιβή του Αμερικανού ερ γάτη μειώθηκε, σε πραγματικές τιμές, περίπου κατά 10%. Το ΔΝΤ, στην έκθεση του Απριλίου του 2007 W orld Economic Outlook, έγραφε ότι «το ποσοστό των μισθών στο ΑΕΠ των ανα-
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
65
πτυγμένων χωρών έπεσε κατά μέσο όρο κσιά 7% από την αρχή της δεκαετίας του ’80 και αυτή η πτώση είναι πιο έντονη στις ευρω παϊκές χώρες».41 Στην Αμερική, το πλουσιότερο 1% του πληθυσμού είδε, ανά μεσα στο 1979 και στο 2004, το μερίδιό του στο ΑΕΠ να αυξάνε ται κατά 78% και σήμερα συγκεντρώνει μεγαλύτερη περιουσία από το 40% των συγκριτικά φτωχότερων πολιτών. Οι ανισότητες στην αμερικανική κοινωνία έχουν επιστρέφει στα δεδομένα της Επίχρυσης Εποχής, μιας περιόδου προκλητικής χλιδής και της τρομακτικής εξαθλίωσης που προηγήθηκε του κραχ του 1929. Ό χ ι ότι η Ευρώπη πάει και πολύ πίσω. Πρόσφατη έρευνα στους εκατό μεγαλύτερους βιομηχανικούς ομίλους της Ευρώπης έδειξε ότι το ποσοστό των μισθών στην προστιθέμενη αξία έπεσε, την ει κοσαετία 1986-2006, από 68% σε 46%.42 Ακόμη και στην κορύφωση της πρόσφατης κρίσης, οι πιο ακραίες εκδηλώσεις παρακμιακής σπατάλης έβλεπαν καθημερι νά το φως της δημοσιότητας. Στις 16 Σεπτεμβρίου 2006, μια μέρα μετά την κατάρρευση του γίγαντα της Γουόλ Στριτ Lehm an Brothers που συγκλόνισε τις διεθνείς αγορές, πουλήθηκε στον οί κο Σόθμπι’ς του Λονδίνου το Χρυσό Μοσχάρι του Ντάμιεν Χιρστ -ένα πραγματικό μοσχάρι με ολόχρυσα κέρατα, που συντηρού νταν μέσα σε φορμαλδεύδη- αντί του εξωφρενικού ποσού των 198 εκατομμυρίων δολαρίων. Σταχυλογώντας το διεθνή Τύπο, μαθαί νει κανείς ότι ένα ζευγάρι ψηλοτάκουνα γυναικεία σανδάλια του οίκου Bottega Veneta πουλιέται αντί 850 ευρώ, ένα χειροποίητο ρολόι Carouge στοιχίζει 4.900 έως 185.000 ευρώ, ένα μαρτίνι on 4 1. Paul Boccara, Transformations et Cnse du Capitalism Mondtahsi, a 71-73, εκδ. Le T em ps des Censes, 2008. 42 Jean-M ichel Q uatrepoint, La Cnse GbbaU, o. 77, εκδ. Mille et Une Nuits, 2008.
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
66
the rocks στο ξενοδοχείο Algonquin της Νέας Υόρκης (σερβίρε ται με ένα διαμάντι στον πάτο του ποτηριού) κοστίζει 10.000 δο λάρια, ενώ μια βραδιά στη βασιλική σουίτα του ξενοδοχείου Grand Hills στα περίχωρα της Βηρυτού κοστολογείται στα 23.000 ευρώ. Την ίδια στιγμή, μεγάλα στρώματα εργαζομένων εξοστρακίζονται στη ζώνη του κοινωνικού λυκόφωτος. Τα γραφεία ενοικίασης εργαζομένων και οι μαφίες εκμετάλλευσης των μεταναστών, με τραγική έκφραση την υπόθεση της Κωνσταντίνας Κούνεβα, μαρτυρούν ότι κάτω από τη σημαία του νεοφιλελευθερισμού, ανα βιώνουν μορφές πραγματικού δουλεμπορίου. Ακόμη και στα συ γκριτικά καλύτερα αμειβόμενα στρώματα της «Νέας Οικονομί ας», η ανασφάλεια, η εντατικοποίηση και ο ανταγωνισμός παίρ νουν ακραίες μορφές, όπως αποκάλυψε η μακάβρια αλυσίδα εί κοσι πέντε αυτοκτονιών μέσα σε ενάμιση χρόνο στη γαλλική France Telecom, που ιδιωτικοποιήθηκε από την κυβέρνηση της «πλουραλιστικής Αριστερός» Σοσιαλιστώ ν-Κ ομμουνιστώ νΠρασίνων, υπό τον Λιονέλ Ζοσπέν. Το γεγονός ότι, ακριβώς την εποχή που η τρίτη τεχνολογική επανάσταση απελευθερώνει τερά στιες δημιουργικές δυνάμεις, ο καπιταλισμός εμφανίζεται να πα λινδρομεί εν μέρει σε μια πολιτική οικονομία του φόβου και της απόλυτης εξαθλίωσης, ένα είδος βιομηχανικού φεουδαρχισμού στον 21ο αιώνα, αποτελεί ένα ιστορικό παράδοξο, δηλωτικό των εκρηκτικών αντιφάσεων του συστήματος, στο οποίο θα επανέλθουμε παρακάτω.
-Παγκοσμιοηοίηωι. Η υπέρβαση των εθνικών ορίων του κεϊνσιανι-
σμού διευκολύνθηκε από την Πληροφορική και τη χρηματοποίηση. Ή δη , με την κατάργηση των περιορισμών στις διεθνείς χρη ματικές ροές ύστερα από την κατάρρευση του συστήματος του
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
67
Μπρέτον Γουντς και με τη βαθμιαία απελευθέρωση του διεθνούς εμπορίου, ιδιαίτερα μετά τη συγκρότηση του ΠΟΕ, είχαν ωριμά σει οι προϋποθέσεις για το δεύτερο ιστορικό κύμα παγκοσμιοποίη σης (μετά το πρώτο, που άρχισε την περίοδο της βικτοριανής Αγ γλίας και τέλειωσε με το κραχ του 1929). Η παγκοσμιοποίηση αντανακλά μια αντικειμενική τάση, με δυνάμει προοδευτικές πλευρές, αλλά υποτάσσεται και αντιστρέ φεται εξαρχής από τις ταξικές επιλογές των ολιγαρχιών, οι οποί ες τη διαστρέφουν σε παγκόσμιο κοινωνικό-οικολογικό ντάμπινγκ, φυγή προς τον κάθε φορά ελάχιστο παρονομαστή. Δικαιώνεται έτσι η διεισδυτική εκτίμηση του Καρλ Μαρξ, ο οποίος, στο Κεφά λαιο, διαπίστωνε ήδη «έναν κοσμοπολίτικο ανταγωνισμό, στον
οποίο η ανάπτυξη της καπιταλιστικής παραγωγής ρίχνει τους ερ γάτες του κόσμου όλου». Παραθέτοντας τις παρατηρήσεις ενός Άγγλου βουλευτή, σημείωσε ότι «δεν πρόκειται απλώς να μειω θούν οι αγγλικοί μισθοί στα όρια εκείνων της (ηπειρωτικής) Ευ ρώπης. Είναι οι ευρωπαϊκοί μισθοί που θα εξαναγκασθούν, σε ένα πιο κοντινό ή πιο μακρινό μέλλον, να πέσουν στο επίπεδο των κι νέζικων».43 Με αυτούς τους όρους, η παγκοσμιοποίηση λειτουργεί ως ισχυ ρό όπλο πολιτικού εκβιασμού. Ό πω ς σημειώνει ο Νόαμ Τσόμσκι, πλάι και πάνω από τα εκλεγμένα εθνικά κοινοβούλια διαμορφώ νεται ένα παγκόσμιο, οιονεί «κοινοβούλιο» των νομαδικών χρηματιστικών κεφαλαίων, που μπορούν ανά πάσα στιγμή να εγκαταλείψουν τη χώρα, αν αντιμετωπίσουν δυσάρεστα για την κερ δοφορία τους μέτρα, προς αναζήτηση χωρών με μικρότερους φό ρους, ασθενέστερους ελέγχους και χαμηλότερα κοινωνικά και πε ριβαλλοντικά στάνταρ. 43. Karl Marx, U Capital, ι . I, a. 41-42, εκδ. Editions Sociales, 1957
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
68
Επιπλέον, η παγκοσμιοποίηση δεν οδηγεί στη διαμόρφωση ενός «επίπεδου», ομογενούς κόσμου, όπως ισχυρίζονται ορισμέ νοι εκ των απολογητών της, όπως ο προβεβλημένος αρθρογράφος των New York Times Τόμας Φρίντμαν. Αντίθετα, η λογική της άηαης και συνδυασμένης ανάπτυξης ωθείται στα ακραία της όρια.
Διαμορφώνεται ένας νέος παγκόσμιος καταμερισμός εργασί ας με τη μορφή ενός σχήματος «X»: Ο πρώτος κόσμος, οι ιμπερι αλιστικές μητροπόλεις, στρέφεται περισσότερο στον τριτογενή τομέα των υπηρεσιών, διατηρώντας το σχεδιασμό και τα εμπορι κά δίκτυα των βιομηχανικών προϊόντων, τον έλεγχο του χρήμα τος, της πυρηνικής ενέργειας και των όπλων'. Ο δεύτερος κόσμος, των νέων βιομηχανικών κρατών, αναπτύσσει εντατικά το δευτε ρογενή τομέα της μεταποίησης, κυρίως ως πλατφόρμα συναρμο λόγησης και ως πεδίο ανάπτυξης βιομηχανικών κατέργων τύπου maquilas. Και ο τρίτος κόσμος καθηλώνεται στον πρωτογενή το μέα των πρώτων υλών και της αγροτικής οικονομίας, με λίγους θύλακες βιομηχανικής ανάπτυξης μέσα σε ωκεανούς ανεργίας και μαύρης εργασίας. Ό πω ς το πρώτο κύμα της παγκοσμιοποίησης στηρίχτηκε στη βρετανική ηγεμονία, ιδίως στις θάλασσες και στη χρηματοπιστω τική σφαίρα, έτσι και το δεύτερο κύμα της στηρίχτηκε στην αμε ρικανική ηγεμονία, ιδίως στο τρίγωνο στρατιωτική ισχύς - συγκέ ντρωση του παγκόσμιου χρήματος - έλεγχος των ενεργειακών ρο ών. Σε διαμετρική αντίθεση με τις εικασίες των Νέγκρι και Χαρντ, οι οποίοι από άλλη σκοπιά ήρθαν να συναντήσουν τον Φρίντμαν, η παγκοσμιοποίηση δεν ήρθε να ενισχύσει μια ιδεατή, ομογενοποιημένη και εν πολλοίς ειρηνική παγκόσμια Αυτοκρατορία με άλφα κεφαλαίο, αλλά τη μιλιταριστική αμερικανική αυτοκρατο ρία με άλφα μικρό.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
69
Ο τριπλός μετασχηματισμός που περιγράψαμε κατάφερε να εκτο νώσει ως ένα βαθμό την κρίση υπερσυσσώρευσης και να αναστυλώσει, από το 1985 και μετά, την καπιταλιστική κερδοφορία και την αμερικανική ηγεμονία. Σε συνδυασμό με τις τεράστιες εφε δρείες που πρόσφεραν στον παγκόσμιο καπιταλισμό η διάλυση της ΕΣΣΔ και η καπιταλιστική πορεία της Κίνας, το σύστημα γνώ ρισε μια δεκαετία ευφορίας μέχρι το τέλος του αιώνα. Ωστόσο, τα σημάδια που υποδήλωναν ότι κάτω από την επιφανειακή άν θηση δούλευαν οι δυνάμεις μιας νέας, πολύ σοβαρότερης ανατα ραχής ήταν ήδη ορατά, έστω κι αν πολλοί επέμεναν να βλέπουν μόνο ό,τι ήθελαν να βλέπουν.
ΑΠΟ Τ Η ΦΟΥΣΚΑ ΣΤΟ ΚΡΑΧ
Σε πρόσφατο βιβλίο του για την παγκόσμια κρίση, ο Γάλλος δη μοσιογράφος Ζαν-Μισέλ Κατρπουέν πραγματοποιεί μια πραγμα τική αξονική τομογραφία του νέου, αντιδραστικά μεταλλαγμένου καπιταλισμού, εστιάζοντας σε ένα και μόνο προϊόν: τα σουτιέν που πουλάει η γαλλική αλυσίδα σούπερ μάρκετ Carrefour.44 Τα εν λόγω προϊόντα παράγονχαι στην Κίνα, στην περιοχή Γκουανγκνχόνγκ, μια από τις παράκτιες ζώνες που αποτέλεσαν τα πρώ τα φυτώρια του «καπιταλισμού με κινεζικά χρώματα», μετά την ιστορική στροφή του Ντενγκ Σιαοπίνγκ, το 1979. Οι παραγωγοί ανήκουν στα 300 εκατομμύρια των mingong - περιπλανώμενοι εργάτες χωρίς ασφάλιση και χωρίς δικαιώματα, αφού έχουν με ταναστεύσει από αγροτικές, συνήθως, περιοχές σε αστικά κέντρα χωρίς άδεια των Αρχών. Κάθε σουτιέν πουλιέται στα Carrefour αντί 20 ευρώ. Από αυτά: -Τ α Carrefour τσεπώνουν 10,81 ευρώ και το γαλλικό κράτος, μέσω ΦΠΑ, 3,28 ευρώ. -2,74 ευρώ πηγαίνουν στη γαλλική εταιρεία που έχει κρατήσει το ντιζάιν, τις αποθήκες και το δίκτυο πωλήσεων, ενώ έχει αναθέ σει στην κινεζική βιομηχανία την υπεργολαβία της παραγωγής. 44. Jean-Michel Q uatrepoint, La Cnse Globale, a 95-97, εκδ. Mille et Une Nuits,
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
71
-0,44 ευρώ αντιστοιχούν στα έξοδα μεταφοράς και εκτελωνισμού. -Μ όλις 2,73 ευρώ πηγαίνουν στην κινεζική εταιρεία που παρήγαγε τα σουτιέν. Από αυτά, 1,64 ευρώ πηγαίνουν για την αγο ρά της πρώτης ύλης και 0,82 για τα έξοδα παραγωγής (απόσβε ση και συντήρηση του εξοπλισμού κ.ά.). Ο Κινέζος βιομήχανος εισπράττει, ως καθαρό κέρδος, 0,27 ευρώ ανά σουτιέν. Ο Κινέζος εργάτης παίρνει... 0,10 ευρώ, χωρίς καμία κοινωνική ασφάλιση! Δέκα σεντς στα 20 ευρώ που κοστίζει το σουτιέν, το οποίο παρήγαγε. Το απλό αυτό παράδειγμα μπορεί να ειδωθεί ως μικρογραφία του νέου, μετακεϊνσιανού καπιταλιστικού υποδείγματος. Διακρί νουμε εδώ τα περισσότερα από τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του: το σφετερισμό δυσανάλογα μεγάλου μέρους της υπεραξίας από το εμπορικό και το χρηματιστικό κεφάλαιο σε βάρος και του βι ομηχανικού· την «παγκοσμιοποίηση» με όρους κοινωνικού ντάμπινγκ, που οδηγεί στη μεταφορά των παραγωγικών μονάδων στην Κίνα προς αναζήτηση του ελάχιστου εργασιακού κόστουςκαι την αναπαραγωγή του ιμπεριαλιστικού καταμερισμού εργα σίας, με την απομύζηση φόρου υποτέλειας από τη μητρόπολη. Σε αντίθεση με τον κλασικό ιμπεριαλισμό της αποικιοκρατίας, όμως, η εργατική τάξη της μητρόπολης δεν εισπράττει κάτι από αυτόν το φόρο υποτέλειας. Αντίθετα, εκείνο που εισπράττει είναι η μα ζική ανεργία λόγω της αποβιομηχάνισης και η καθήλωση των ημερομισθίων λόγω της πίεσης του κινεζικού υποπρολεταριάτου, που λειτουργεί ως δεύτερος παγκόσμιος βιομηχανικός εφεδρικός στρατός, με μόνο αντάλλαγμα τα φτηνά και συχνά κακής ποιότη τας εμπορεύματα των Mall.
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
72
Ερχόμαστε έτσι αντιμέτωποι με το πρώτο οικουμενικών διαστά σεων πρόβλημα που συνοδεύει εκ γενετής τον αντιδραστικά με ταλλαγμένο νεοκαπιταλισμό: τη φυγή των θέσεων εργασίας υψηλής προ στιθέμενης αξίας από τα μητροπολιτικά κέντρα της Δύσης στις χα
μηλού εργατικού κόστους, αναδυόμενες βιομηχανικές δυνάμεις της περιφέρειας (Κίνα, Βραζιλία κ.ά., αλλά και η ενδοχώρα της Ανατολικής Ευρώπης στην περίπτωση της ΕΕ). Ενώ αυτή η εξέλι ξη προσωρινά διεύρυνε τα όρια της καπιταλιστικής συσσώρευ σης, μακροπρόθεσμα αναπαράγει σε μεγαλύτερη κλίμακα τη συμφόρηση της παγκόσμιας αγοράς, καθώς εντείνει στο έπακρο την αναντιστοιχία προσφοράς και ζήτησης: η προσφορά γιγαντώ νεται με την αλματώδη αύξηση της παραγωγής στα νέα βιομηχα νικά κέντρα, ενώ η αγοραστική δύναμη των μισθωτών τσακίζεται λόγω του ακρωτηριασμού των μισθών και των κοινωνικών ασφα λίσεων. Δημιουργούνται έτσι προϋποθέσεις για να μετατραπεί η κρίση υπερσυσσώρευσης της δεκαετίας του 7 0 -η οποία ποτέ δεν ξεπεράστηκε στ’ αλήθεια- σε χρόνια κρίση υπερπαραγωγής. Ή δ η το 1999, το βρετανικό περιοδικό Economist εκτιμούσε ότι η ψαλίδα ανάμεσα στην «υπερβάλλουσα» παραγωγική ικανότητα και στην πραγματική παραγωγή σε σειρά κρίσιμων κλάδων, από τους ηλε κτρονικούς υπολογιστές μέχρι την αυτοκινητοβιομηχανία, ήταν της τάξης του 30% παγκοσμίως, η μεγαλύτερη από τη δεκαετία της Μεγάλης Ύ φεσης του 1930.45 Αδυνατώντας να λύσει αυτό το θεμελιώδες πρόβλημα, ο μετακεϊνσιανός νεοκαπιταλισμός περιορίστηκε στο να το μετατοπίσει. Η απάντηση στο πιεστικό ερώτημα «πώς να συντηρήσουμε και μια διαρκώς αυξανόμενη λαϊκή κατανάλωση και τη μόνιμη καθή λωση των μισθών στην κλίνη του Προκρούστη» δόθηκε με την επι 45 «Could it happen again?», The Economist, 22/2/1999.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
73
στράτευση ενός από μηχανής θεού: της πίστωσης! Η επιστροφή στην πολιτική των χαμηλών επιτοκίων τη δεκαετία του ’90 έκανε πιο φτηνό το χρήμα και τόνωσε τη λαϊκή κατανάλωση. Αυτό το αλλόκοτο είδος «κεϊνσιανισμού της πιστωτικής κάρτας» εφαρμό στηκε κατά κόρον τη δεκαετία του ’90 από τον πολύ Αλαν Γκρίνσπαν, διοικητή της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας (Fed) επί δεκαεφτά συναπτά έτη. Ωστόσο, τα τρικ του μεγάλου αλχημιστή είχαν ως αναμενόμε νο τίμημα την υπερχρέωση της Αμερικής - τόσο του κράτους, όσο και των νοικοκυριών της. Η Βρετανία, τον καιρό της παγκόσμιας ηγεμονίας της, ήταν ο υπ’ αριθμόν ένα πιστωτής. Η σημερινή Αμε ρική είναι ο μεγαλύτερος παγκόσμιος οφειλέτης. Το δημόσιο έλ λειμμα ξεπερνά το 1,4 τρισεκατομμύρια δολάρια, δηλαδή το 12% του ΑΕΠ (στα επίπεδα της Ελλάδας, αλλά στην απείρως μεγαλύτε ρη κλίμακα της Αμερικής) και το δημόσιο χρέος το 70% του ΑΕΠ. Ό σ ο για την αναλογία του χρέους προς το εισόδημα των αμερικα νικών νοικοκυριών, αυτό, σύμφωνα με τα στοιχεία της Fed, διπλα σιάστηκε από το 1980, δηλαδή τη χρονιά εκκίνησης του Ριγκανισμού, μέχρι τα τέλη του 2009, για να φτάσει το 140%. Ο Γάλλος οικονομολόγος Εμανουέλ Τοντ γράφει ότι ο μύθος του Λαφοντέν αντιστρέφεται: είναι το σπάταλο αμερικανικό τζιτζίκι που κυριαρ χεί σε βάρος των παραγωγικών μυρμηγκιών της ανθρωπότητας. Από τη σκοπιά της ταξικής πάλης, η υπερχρέωση των νοικο κυριών λειτουργεί ως μηχανισμός κοινωνικής ομηρίας του μισθω τού, ο οποίος θα σκεφτεί δέκα κι εκατό φορές παραπάνω να απεργήσει, τη στιγμή που έχει να αποπληρώσει τις δόσεις των πιστω τικών καρτών, του στεγαστικού δανείου, του καταναλωτικού δα νείου, του διακοποδανείου(Ι) και πάει λέγοντας. Ωστόσο, οι τοξικές επιδράσεις αυτής της στρατηγικής στο παγκόσμιο σύστημα δεν άργησαν να εκδηλωθούν.
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
74
Η εν λόγω στρατηγική στηριζόταν, σε διεθνές επίπεδο, στην αλ λόκοτη συμβιωτική σχέση που ανέπτυξε από τη δεκαετία του ’90 η αμερικανική οικονομία με την κινεζική - μάλιστα, ο Βρετανός ιστορικός Νάιαλ Φέργκιουσον φτάνει να μιλάει για την ανάδυση μιας γιγαντιαίας Chimerica, όρος που προέρχεται από τη σύντμη ση του China και του America, παραπέμποντας ταυτόχρονα στη μυθική Χίμαιρα: η Κίνα παράγει (με τη βοήθεια και των εκπα τρισμένων αμερικανικών πολυεθνικών) και η Αμερική καταναλώ νει. Το γιγαντιαίο κινεζικό πλεόνασμα ανακυκλώνεται στη συνέ χεια στην Αμερική, καθώς η Κίνα καλύπτει το αμερικανικό έλ λειμμα αγοράζοντας τίτλους του αμερικανικού δημοσίου, ώστε να μπορεί να συνεχίζει να πουλάει τα φτηνά εμπορεΰματά της στη σφΰζουσα αμερικανική αγορά, κρατώντας χαμηλά τον πληθωρι σμό της χωλαίνουσας υπερδΰναμης. Παράλληλα, οι μαθητευόμενοι μάγοι του νεοκαπιταλισμού, στο κυνήγι ολοένα και μεγαλύτερων αποδόσεων στη χρηματοπι στωτική σφαίρα, προσπάθησαν να πετΰχουν άλλο ένα «θαΰμα», υπερβαίνονταςτο κλασικό δίλημμα του κερδοσκόπου: να πάω για μεγαλύτερα κέρδη παίρνοντας μεγαλύτερο ρίσκο ή να προτιμή σω χαμηλότερες αλλά ασφαλέστερες αποδόσεις; Οι επενδυτικές τράπεζες και τα hedge funds ισχυρίστηκαν ότι μπορούν να εξα σφαλίσουν και υψηλά κέρδη και θωράκιση έναντι του επενδυτικού κινδύνου. Η μαγική συνταγή ήταν η περίφημη τιτλοηοίψτι: η τράπεζα που βγάζει ένα επισφαλές στεγαστικό δάνειο το μεταβιβάζει σε μια πιο ριψοκίνδυνη «επενδυτική» εταιρεία. Το τοξικό δάνειο ανακα τεύεται με άλλα, θεωρητικά ασφαλή και δημιουργείται έτσι ένα επενδυτικό πακέτο, εν είδει λουκάνικου, το οποίο κόβεται σε φέ τες για να πουληθεί στους επίδοξους επενδυτές. Ό π ω ς απέδειξε περίτρανα, όμως, η παρούσα κρίση, αυτή η «χρηματοοικονομική
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
75
επανάσταση» το μόνο που κατάφερε ήταν να διαχύσει το ρίσκο από τον ένα επενδυτή (την τράπεζα που έβγαλε το αρχικό δάνειο) σε πολλούς, αυξάνοντας ταυτόχρονα -κ ι αυτό είναι το σοβαρότε ρ ο- το ρίσκο μιας συλλογικής συστημικής κατάρρευσης. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν η δημιουργία μιας οικονομίας με έντονα χαρακτηριστικά πυραμίδας: Μιας οικονομίας που δε στηριζόταν στις πραγματικές αξίες, δημιούργημα της πραγματι κής εργασίας των πραγματικών παραγωγών, αλλά στην εικονική πραγματικότητα της χρηματοπιστωτικής σφαίρας. Δεν είχε κα μία σημασία η φύση και η πραγματική αξία των στοιχείων ενερ γητικού του τάδε επενδυτή - αν ήταν ακίνητα, μετοχές, χρυσός ή δολάρια. Ο επενδυτής μας μπορούσε να πάει στην τράπεζα και να ζητήσει δάνειο με μόνη εγγύηση τα στοιχεία του ενεργητικού του. Ό σ ο η αξία αυτών των στοιχείων ανέβαινε -χάρη στις φού σκες των ακινήτων και του χρηματιστηρίου- ενώ τα επιτόκια έμε ναν χαμηλά, ο επενδυτής αποκόμιζε κέρδος, πράγμα που τον ωθούσε σε καινούρια δάνεια, για να πετύχει καινούρια κέρδη. Ένα είδος θαυματουργού αεικίνητου στο χώρο της οικονομίας. Φυσικά, αυτό το «θαύμα», όπως όλα τα θαύματα, είχε ημερο μηνία λήξης, από τη στιγμή που δεν στηριζόταν σε ανάλογη αύ ξηση της παραγωγικότητας και του κοινωνικού πλούτου. Οι ισχυ ρότερες οικονομίες, με πιο ακραίες εκείνες που ακολουθούσαν το αγγλοσαξωνικό πρότυπο, στηρίζονταν ολοένα και περισσότερο σε χωριά Ποτέμκιν: Επιχειρήσεις που στήριζαν τη χρηματοδότησή τους στη διαρκή άνοδο των μετοχών τους με τις μεθόδους της δη μιουργικής λογιστικής, δηλαδή της ανοιχτής απάτης, με ταχυδακτυ
λουργική μετατροπή των ζημιών σε «επενδυτικά προγράμματα», ώστε να εμφανίζονται εικονικά κέρδη στους ισολογισμούς, με χα ρακτηριστικό παράδειγμα την άνοδο και την πτώση του ενεργει ακού κολοσσού Enron. Η περίπτωση του Μπέρναρντ Μέιντοφ,
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
76
αξιοσέβαστου μεγιστάνα της Γουόλ Στριτ και πρωτοπόρου της δη μιουργίας του χρηματιστηρίου NASDAQ, ο οποίος αποκαλύφθηκε, στα εβδομήντα του χρόνια, να είναι ένοχος μυθιστορηματικής απάτης, έχοντας κλέψει 50 δισεκατομμύρια δολάρια με ένα σχή μα πυραμίδας, μπορεί να ειδωθεί ως μεταφορά για τα σαθρά θε μέλια ολόκληρης της αμερικανικής, και ως ένα βαθμό της παγκό σμιας, καπιταλιστικής οικονομίας.
Τελικά, η υπερβολική αυτονόμηση της χρηματοπιστωτικής σφαί ρας από την παραγωγική βάση -που τόσο εκθειάστηκε από τους μαθητευόμενους μάγους της «Νέας Οικονομίας» και τα δημοσιο γραφικά τους παπαγαλάκια- ναι μεν διεύρυνε τα περιθώρια της ανάπτυξης, αλλά την έκανε περισσότερο παρασιτική και κυρίως τρομακτικά ασταθή, επιρρεπή σε οδυνηρές χρηματοπιστωτικές κρίσεις. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς μαρξιστής για να αντιληφθεί περί τίνος πρόκειται. Έχοντας θητεύσει ως διευθυντής επενδυτι κού γραφείου του χρηματιστικού γίγαντα Goldman Sachs, ως επι κεφαλής ερευνητικής ομάδας σε έναν άλλο γίγαντα της Γουόλ Στριτ, την J.P. Morgan, και ως σύμβουλος της γερμανικής Deutsche Bank, ο Ρότζερ Κούπερ γνωρίζει εκ των έσω πώς λειτουργεί το σύ στημα. Το πρόσφατο βιβλίο του Η Προέλευση των Χρηματιστικων Κρί σεων αποτελεί καταπέλτη για τους φιλελεύθερους μύθους της θαυ
ματουργής αυτορρυθμιζόμενης αγοράς. «Η κυρίαρχη, σήμερα, Υπόθεση των Αποτελεσματικών Αγο ρών», γράφει ο Κούπερ, «περιγράφει το χρηματοπιστωτικό μας σύστημα ως πειθήνιο ζώο, το οποίο, αν αφεθεί στην ησυχία του, θα ισορροπήσει στη βέλτιστη κατάσταση σταθερής ισορροπίας. Αντίθετα, υποστηρίζουμε ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
77
οργανικά ασταθές, δεν έχει κατάσταση σταθερής ισορροπίας και είναι διαρκώς επιρρεπές σε κύκλους φούσκας-κραχ». Στηριγμέ νος στις ιδέες του κεϊνσιανού οικονομολόγου Χάιμαν Μίνσκι, ανα λύει γιατί οι χρηματιστικές αγορές δεν λειτουργούν διορθωτικά, αποσβένοντας ομαλά τις εκτινάξεις των τιμών πάνω από την αξία, αλλά εγκλωβίζονται σε κύκλους θετικής ανάδρασης, που μεγεθύ νουν διαρκώς τις ανωμαλίες μέχρι το αναπόφευκτο κραχ.46 Χαρακτηριστική έκφραση είναι η αγορά των διαβόητων παραγώγων, που έφτασε να γίνει δέκα φορές μεγαλύτερη από το πα γκόσμιο ΑΕΠ το 2006!47 Το αξιοσημείωτο της υπόθεσης είναι ότι τα χρηματιστικά παράγωγα, στις διάφορες μορφές τους (forwards, futures, options, swaps κλπ.) διαδόθηκαν, μετά την κατάρρευση του Μπρέτον Γουντς το 1973, για να προστατεύσουν τους επιχει ρηματίες και τους επενδυτές από τα ανεβασμένα ρίσκα που συ νόδευαν την απελευθέρωση των νομισμάτων και των διεθνών αγο ρών. Πολύ σύντομα, όμως, μετατράπηκαν στο αντίθετό τους, σε μηχανισμούς που θρέφουν διαρκώς φούσκες, καθώς οι πιο συντη ρητικοί καπιταλιστές μεταβιβάζουν, μέσω των παραγώγων, το ρί σκο στους πιο τυχοδιώκτες - ή απλώς στα... κορόιδα, όπως συμ βαίνει με τη ληστεία των ασφαλιστικών ταμείων των εργαζομένων μέσω των δομημένων ομολόγων.48 Η συστημική αστάθεια που συνοδεύει το πειρατικό, κοσμοπο λίτικο, χρηματιστικό κεφάλαιο αποδείχτηκε πραγματικά φονική για πολλές «αναδυόμενες οικονομίες», που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την εθνοκεντρική αναπτυξιακή τους προσπάθεια, 46. G eorge Cooper, Th* Ongin o f Financial Cnses, a. vn-vin και 100-101, εκδ H arrim an, 2008 47 Jacques Mistral, La Troisi'eme Revolution Amencame, εκδ. Perrin, 2008. 48 Γιώργου Σταμάτη, «Περί δομημένων κρατικών ομολόγων», Οιποηια, ΜάιοςIου νιος 2007
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
78
να ανοίξουν τις εύθραυστες οικονομίες τους και να ασπαστούν τη νέα ορθοδοξία κάτω από τη δαμόκλειο σπάθη του Διεθνούς Νο μισματικού Ταμείου. Ο Γκίντεον Ράχμαν γράφει σχετικά στους Financial Times:
«Μικρά και εύστροφα έθνη περιέκοψαν τους φόρους και έρι ξαν τους προστατευτικούς φραγμούς για να προσελκύσουν ξένα κεφάλαια και επιχειρήσεις. Οι Ιρλανδοί καθόρισαν τους μικρό τερους φόρους στην Ευρώπη, οι χώρες της Βαλτικής και η Σλο βακία θέσπισαν ενιαία φορολογική κλίμακα, η Ισλανδία έγινε απίθανο χρηματιστικό κέντρο. Ξένα κεφάλαια εισέρρευσαν στις μικρές αγορές τους. Ωστόσο, ο Τζόζεφ Στίγκλιτς προειδοποιού σε: “Οι μικρές, ανοιχτές οικονομίες μοιάζουν με βαρκούλες κω πηλασίας στον ανοιχτό ωκεανό”. Αν έρθει η θύελλα στην παγκό σμια οικονομία, θα ανατραπούν. Τα κεφάλαια που εισέρρευσαν θα φύγουν ξαφνικά και, παρότι είναι ασήμαντα για την παγκό σμια αγορά, μπορεί να καταστρέψουν μια μικρή οικονομία».49 Ο μηχανισμός που περιγράφει ο Ράχμαν είχε λειτουργήσει, με πολύ δραματικότερο τρόπο, στις «αναδυόμενες οικονομίες» της περιφέρειας. Οι διαδοχικές καταρρεύσεις του Μεξικού (1994), των «δράκων» της Νοτιοανατολικής Ασίας (1997), της Ρωσίας (1998) και της Αργεντινής (2001) κλόνισαν το νεοκαπιταλιστικό υπόδειγμα, έφεραν μεγάλες χώρες, όπως η Ινδονησία και η Αρ γεντινή, στα πρόθυρα της κοινωνικής επανάστασης και τροφοδό τησαν ένα νέο ριζοσπαστισμό, που βρήκε έκφραση και στο κίνη μα κατά της παγκοσμιοποίησης. Ωστόσο, τίποτα ουσιαστικό δεν άλλαξε στις δομές της διεθνούς οικονομίας. Το αποτέλεσμα ήταν η υποβόσκουσα παγκόσμια κρίση να αρχίσει να μετακινείται από
49. Gideon Rachm an, «How small nations were cut adrift», Financial Times, 19/10/2009
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
79
την περιφέρεια προς τα κέντρα: Η κατάρρευση του γιγαντιαίου hedge fund LTCM το 1998, ένα χρόνο μετά την απονομή του Νομπέλ Οικονομικών στους ιδρυτές του, και, πολύ περισσότερο, η έκρηξη της «φούσκας» των επιχειρήσεων υψηλής τεχνολογίας το 2000 απομυθοποίησαν πλήρως το ιδεολόγημα της «Νέας Οικο νομίας». Και πάλι, όμως, η ζωή συνεχίστηκε σχεδόν όπως πριν, μέχρι το μοιραίο καλοκαίρι του 2007.
Η νέα και κατά πολύ χειρότερη από κάθε πρόβλεψη κρίση ξεκί νησε όταν έσκασε η φούσκα στην αμερικανική αγορά ακινήτων χαμηλής φερεγγυότητας (subprime loans), μια από τις πιο χαρα κτηριστικές εκδηλώσεις του πειρατικού, τυχοδιωκτικού πνεύμα τος του νεοκαπιταλισμού: Έχοντας εξαντλήσει τα όρια αφαίμα ξης των μεσαίων στρωμάτων και της εργατικής αριστοκρατίας, οι τράπεζες έβαλαν στο στόχαστρο τα χαμηλότερα εισοδήματα, που δυσκολεύονταν πολύ να καλύψουν τα ενυπόθηκα στεγαστικά τους δάνεια. Π αρ’ όλα αυτά, τους πρόσφεραν στεγαστικά δάνεια υψη λού ρίσκου, με αντάλλαγμα υψηλότερους του κανονικού τόκους αποπληρωμής, μετά από μια ορισμένη περίοδο χάριτος, η οποία λειτουργούσε ως δόλωμα. Έτσι, οι φτωχοί κατέληγαν να πληρώ νουν πολύ ακριβότερα από τους εύπορους το αμερικανικό όνειρο του ιδιόκτητου σπιτιού στα προάστια με τον κηπάκο και το γκαράζ. Αναπόφευκτα, ήρθε η μέρα που δεν μπορούσαν πια να απο πληρώσουν το δάνειο και είδαν να παίρνουν το σπίτι των ονείρων τους όχι οι κομμουνιστές, όπως φοβούνταν οι γονείς τους, αλλά... οι τράπεζες! Φρονίμως ποιούσες, οι εμπορικές τράπεζες, προκειμένου να εξασφαλιστούν έναντι του κινδύνου μαζικής αδυναμίας αποπλη ρωμής των επισφαλών δανείων, τα είχαν τιτλοποιήσει, φροντίζο-
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
80
νιας να πουλήσουν τα εξαιρετικά ριψοκίνδυνα χαρτιά (όπως τα credit default swaps, ή CDS), τα οποία πομπωδώς ονομάζονταν «νέα χρηματιστικά προϊόντα», στις τράπεζες επενδύσεων και στα υπερτυχοδιωκτικά hedge funds. Αποτέλεσμα ήταν η κρίση να με ταδοθεί γρήγορα, σαν άκρως μολυσματικός ιός, από την αγορά κατοικίας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Τ α συμπτώματα μεγεθυνθηκαν από τη γενικευμένη καχυποψία που έκλεισε την κά νουλα της πίστωσης, καθώς, με δεδομένη την ακραία αδιαφά νεια των «νέων χρηματιστικών προϊόντων», καμιά τράπεζα δεν ήξερε πόσους σκελετούς έχει στις ντουλάπες της η τάδε ή δείνα εταιρεία που της ζητούσε δάνειο. Αλλη μια φορά, η πίστωση δι καίωσε τον παραλληλισμό της με την ομπρέλα που μας τη δίνουν όταν έχει αίθριο καιρό και μας την παίρνουν πίσω όταν αρχίσει να βρέχει. Εξαιτίας αυτών των ιδιομορφιών, πολλοί, κυρίως από το στρα τόπεδο των νεοκεϊνσιανών, μίλησαν για κρίση του «καπιταλισμού του καζίνο», ενοχοποιώντας σχεδόν αποκλειστικά την ανορθολογική, υπερτροφική επέκταση του χρηματιστικού κεφαλαίου. Ωστόσο, η θεώρηση αυτή λησμονεί ότι στη βάση του προβλήμα τος βρίσκεται η αδυναμία αξιοποίησης του «παραγωγικού» κεφα λαίου, που τροφοδοτείται, όπως προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε, από την εκθετικά αυξανόμενη απόσταση ανάμεσα στην παγκό σμια προσφορά και στη διαθέσιμη αγοραστική δύναμη, σε συν θήκες καθήλωσης των μισθών και δομικής ανεργίας. Με άλλα λό για, στη βάση του προβλήματος βρίσκεται η νπερεκμειάΧλενοη της εργατι κής δύναμης, που χαρακτηρίζει το υπόδειγμα της νεοφιλελεύθερης
παγκοσμιοποίησης. Σε τελευταία ανάλυση, πρόκειται για μια γενικευμένη κρίση υπερπαραγωγής τον παγκόσμιον συστήματος, που μαρτυρά ότι τ ο «τριπλό μπαιπάς» της δεκαετίας τον ’80, αφού κατάφερε να εκτονώσει για ένα διάστημα τ ψ κρίση υπερυσσώρευσης, εξάντλησε πλέον τα όριά του.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
81
Μια νέα, πολύ περισσότερο οδυνηρή και αβέβαιη «εγχείρηση» στον παγκόσμιο καπιταλισμό είναι αναγκαία προκειμένου να οδηγηθεί σε μια καινούρια σταθεροποίηση. Η κατάρρευση του κολοσσού Lehman Brothers στις 15 Σε πτεμβρίου του 2008 ήταν για τη Γουόλ Στριτ ό,τι η βύθιση του Τ ι τανικού για την παγκόσμια ναυτιλία. Αποτέλεσε σημείο καμπής, καθώς η κρίση της αγοράς ακινήτων υποτροπίασε, για να μετατραπεί σε διεθνή χ/ηματοπιοτωτικη κρίση. Αποτέλεσμα ήταν να πα γώσει η ροή των πιστώσεων, το αίμα στις φλέβες του παγκόσμιου καπιταλισμού. Για να αποφύγουν το επαπειλούμενο κραχ τύπου 1929, Αμερική, Βρετανία και Ευρωζώνη διοχέτευσαν συντονισμέ να πρωτοφανή, για τα μεταπολεμικά χρονικά, ποσά στο τραπεζι κό σύστημα και πήραν μέτρα εκτάκτου ανάγκης, συμπεριλαμβα νομένων των προσωρινών εθνικοποιήσεων. Παρ’ όλα αυτά, από το τελευταίο τρίμηνο του 2008 η κρίση πέρασε στο τρίτο στάδιο, πλήττοντας την πραγματική οικονομία, με απότομη κάμψη της βιο μηχανικής παραγωγής και του ΑΕΠ, εκτίναξη των απολύσεων και της ανεργίας και άμεση απειλή αποπληθωρισμού. Σήμερα απο τελεί πλέον κοινοτοπία να μιλά κανείς για τη χειρότερη κρίση με τά από εκείνη του 1929-1932. Μάλιστα, η καταχρηστική αναφο ρά στην «κρίση του αιώνα» από τους ιδεολογικούς και δημοσιο γραφικούς απολογητές του συστήματος, οι οποίοι μέχρι χθες απο θέωναν τη «Νέα Οικονομία», τείνει να δώσει στο πρόβλημα δια στάσεις θεομηνίας, φυσικού φαινομένου, για το οποίο κανείς δεν είναι υπεύθυνος και κανείς δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να αντι μετωπίσει, εκτός από υπομονή και θυσίες. Εν πάση περιπτώσει, οι διαστάσεις της κρίσης ήταν όντως πρωτοφανείς για τα μεταπολεμικά χρονικά. Από τον Οκτώβριο του 2007 μέχρι τον Μάρτιο του 2008, είχαν εξανεμιστεί στα διε θνή χρηματιστήρια κεφάλαια άνω των 42 τρισεκατομμυρίων δο
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
82
λαρίων, σημειώνοντας πτώση κατά 58%. Το ποσό αυτό ισοδυναμουσε με το 75% του παγκόσμιου ΑΕΠ και ήταν μεγαλύτερο από το αθροιστικό ΑΕΠ ΗΠΑ, Ιαπωνίας, Γερμανίας και Κίνας. Συγκρι τικά, στην κρίση του 1929 η πτώση ήταν 54% και τα κεφάλαια που χάθηκαν ισοδυναμουσαν με το 47% του παγκόσμιου ΑΕΠ.50 Στα τέλη του 2009, ο αριθμός των απολυμένων σε παγκόσμια κλίμακα εκτιμάτο γΰρω στα 50 εκατομμύρια. Εκτός των ανέργων, τραγική κατάσταση αντιμετωπίζουν και πάρα πολλοί συνταξιού χοι, καθώς τα αποθεματικά των ταμείων τους είχαν επενδυθεί σε μετοχές και ομόλογα που κατέρρευσαν, με αποτέλεσμα να χάνουν τις συντάξεις ή τα επικουρικά και να αναγκάζονται να αναζητούν εισόδημα στα εβδομήντα τους. Πλάι στις ποσοτικές, ιδιαίτερη σημασία έχουν οι ποιοτικές δι αστάσεις της κρίσης. Για πρώτη φορά μπορούμε να μιλάμε στην κυριολεξία για κρίση του παγκόσμιου καπιταλισμού, αφού χτυ πάει ταυτόχρονα, αν και άνισα, όλα τα βασικά κέντρα και με ιδι αίτερη ένταση ακριβώς τις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις της «Τρι άδας»
(Η Π Α , Ε Ε ,
Ιαπωνία), καμία εκ των οποίων δεν μπορεί να
παίξει το ρόλο της ατμομηχανής που θα σύρει από το βάλτο τις υπόλοιπες. Αντίθετα, ο διεθνής καπιταλισμός εναποθέτει μεγάλο μέρος των ελπίδων του στην ανάπτυξη και τις αποταμιεύσεις της «κομμουνιστικής» Κίνας, όπως αναγκάστηκε να ομολογήσει, σε μνά και ταπεινά, η υπουργός Εξωτερικών των Η Π Α Χίλαρι Κλίντον, της οποίας οι πρώτοι σημαντικοί σταθμοί μετά την ανάλη ψη των καθηκόντων της ήταν, όχι τυχαία, η Κίνα και η Ιαπωνία. Επιπλέον, τα δύο βασικά επίκεντρα αυτής της κρίσης ήταν η Γουόλ Στριτ και το Σίτι, τα κατεξοχήν σύμβολα του νέου υποδείγ
50. Τ Μ αντικίδης, «Οι α πώ λειες μετοχώ ν έγρ α ψ α ν ισ το ρ ία ·, Το Βήμα, 8/3/2009.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
ματος καπιταλιστικής συσσώρευσης που διαμόρφωσε ο Ριγκανισμός-θατσερισμός. Επομένως, μπορούμε να μιλάμε για το τέλος της μειακείνσιανής εποχής, τον επιθανάτιο ρόγχο της νεοφιλελεύθερης πα
γκοσμιοποίησης και την είσοδο σε μια νέα εποχή αβεβαιότητας, αναζήτησης νέου καπιταλιστικού υποδείγματος. Μια αναζήτηση που μοιάζει με πορεία σε ναρκοπέδιο, καθώς οι τρομακτικές δυνά μεις που απελευθέρωσε ο νεοκαπιταλισμός στρέφονται, όπως στο Μαθψευόμενο Μάγο του Γκαίτε, εναντίον του δημιουργού τους.
Τ Ο ΡΟ Μ ΠΟΤ ΚΑΙ Τ Ο ΖΟΜΠΙ
Το σενάριο ενός πολέμου των ρομπότ με τους ανθρώπους σε έναν μελλοντικό, πλήρως αυτοματοποιημένο κόσμο τροφοδοτεί διαρκώς έργα επιστημονικής φαντασίας, όπως το βιβλίο Πώς θα Επιβιώσετε σε μια Εξέγερση των Ρομπότ, του Ντάνιελ Ουίλσον και η
ταινία Εγώ, το Ρομπότ, του Αλεξ Πρόγιας. Το καλοκαίρι του 2009, η Microsoft οργάνωσε, μάλιστα, επιστημονικό συνέδριο στο Μοντερέι Μπέι της Καλιφόρνια, όπου ειδικοί στη ρομποτική και την τεχνητή νοημοσύνη συζήτησαν πολύ σοβαρά, κεκλεισμένων των θυρών, το ενδεχόμενο να στραφούν, από κάποιο τραγικό λά θος, τα ρομπότ εναντίον των δημιουργών τους.51 Τα φουτουρι στικά αυτά σενάρια αντανακλούν ασυνείδητο φόβο για μια τά ση που λειτουργεί ήδη στην πραγματικότητα: το γεγονός, δηλα δή, ότι η τρίτη τεχνολογική επανάσταση της πληροφορικής και της βιο τεχνολογίας μετατρέπεται από ελιξίριο, σε δηλητήριο για τον παγκόσμιο καπιταλισμό, καθώς έρχεται σε σύγκρουση με το στενό περίβλημα της ατο μικής ιδιοκτησίας. Αυτό γίνεται ορατό αν εξετάσει κανείς από πιο
κοντά τις θεμελιώδεις ιδιομορφίες αυτής της τεχνολογικής επα νάστασης.
51 «Η εξέγερση των ρομπότ δεν είναι μακριά», Έθνος, 3/8/2009
ε π ισ τ ρ ο φ ή
rro μ έ λ λ ο ν
Η πρώτη, ουσιώδης ιδιομορφία είναι η κστακόρυψη αύξηση του ειδι κού βάρους που κατέχουν τα κονδύλια της έρευνας και του ποιοτικού ελέγ χου σχο σύνολο των επενδύσεων. Χαρακτηριστική είναι η πλήρης
ανατροπή των δεδομένων στην αμερικανική φαρμακοβιομηχα νία υπό την επίδραση της βιοτεχνολογίας. Τα νέα φάρμακα που παράγονται με τις μεθόδους της βιοτεχνολογίας, τα λεγάμενα biologies, πληθαίνουν με ρυθμούς γεωμετρικής προόδου και οι αντίστοιχες φαρμακοβιομηχανίες βλέπουν τις τιμές των μετοχών τους να εκτινάσσονται στα ουράνια - ενδεχομένως να πρόκειται για την επόμενη φούσκα της Γουόλ Στριτ, μαζί με εκείνη της «πρά σινης» ενέργειας. Ή δ η τα biologies καλύπτουν το 20% της αμερι κανικής αγοράς, ενώ προβλέπεται ότι το ποσοστό αυτό θα ξεπεράσει το 50% μέχρι το 2015.52 Επικαλούμενες τις υψηλές δαπάνες για την έρευνα και τον κλι νικό έλεγχο των biologies, οι φαρμακοβιομηχανίες τα χρεώνουν είκοσι φορές περισσότερο από τα αντίστοιχα συμβατικά φάρμα κα, ή και παραπάνω. Η χημειοθεραπεία για τον καρκίνο του μα στού με Herceptin κοστίζει 48.000 δολάρια, ενώ η θεραπεία της ρευματοειδούς αρθρίτιδας με Remicade θα κοστίσει 20.000 δο λάρια το χρόνο. Στην περίπτωση άλλων θεραπειών, το κόστος μπορεί να φτάσει και τα 200.000 δολάρια. Τα πολύ ανεβασμένα έξοδα επιβαρύνουν τα νοσοκομεία, τα οποία περνάνε το κόστος στις ασφαλιστικές εταιρείες και στο αμερικανικό δημόσιο. Βεβαίως, το υπέρογκο κόστος θα μπορούσε να μειωθεί πάρα πολύ με τη χρήση των λεγάμενων generics, δηλαδή φτηνών αντί γραφων των αρχικών φαρμάκων, που μπορούν να φτιάξουν άλ λες εταιρείες, εντός ή εκτός Αμερικής. Υπολογίζεται ότι στην πε
52 Κ. Tum ulty & Μ. Scherer, «How drug-industry lobbyists won on health care», TIME, 22/10/2009
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
ρίπτωση των συμβατικών φαρμάκων, τα generics εξοικονόμησαν μέσα στα δέκα προηγούμενα χρόνια για τους ασθενείς και το δη μόσιο το τεράστιο ποσό των 734 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Ωστόσο, το καρτέλ των φαρμακευτικών βιομηχανιών κινεί γη και ουρανό για να παρατείνει όσο γίνεται περισσότερο το χρονικό δι άστημα που θα έχει την αποκλειστικότητα της εκμετάλλευσης κά θε πατέντας, απαγορεύοντας την παραγωγή generics. Το ίδιο συμ βαίνει, άλλωστε, σε διεθνή κλίμακα, με τη λυσσαλέα μάχη που έδωσαν οι αμερικανικές πολυεθνικές με τη Βραζιλία του Δούλα και τη Νότια Αφρική του Μαντέλα για να τους απαγορεύσουν να χρησιμοποιούν generics κατά του ιού HIV προκειμένου να περι ορίσουν τα διαφυγόντα κέρδη τους, παρότι οι εν λόγω χώρες εί χαν μεγάλο πρόβλημα με το AIDS. Ενόψει της μεταρρύθμισης Ομπάμα για το ασφαλιστικό και της συζήτησης για δημιουργία δημόσιου συστήματος υγείας, το διακύβευμα ήταν τεράστιο: Μόνο η Pfizer, η μεγαλύτερη φαρμα κοβιομηχανία του κόσμου, είχε το 2004 κέρδη 11,3 δισεκατομμύ ρια δολάρια, σε συνολικό τζίρο 51 δισεκατομμυρίων - δηλαδή ένα εκπληκτικό ποσοστό κέρδους άνω του 20%. Συνολικά, οι αμερι κανικές φαρμακοβιομηχανίες έχουν πάνω από 3.000 επίσημα δι απιστευμένους λομπίστες, ανθρώπους που πληρώνονται για να επηρεάζουν βουλευτές, γερουσιαστές και αξιωματούχους της ομο σπονδιακής Υπηρεσίας Φαρμάκων και Τροφίμων (FDA). Μόνο τους έξι πρώτους μήνες του 2009, δαπάνησαν γι’ αυτή τη δουλειά 110 εκατομμύρια δολάρια, ενώ την προηγούμενη χρο νιά ήταν ο κλάδος που είχε τη μεγαλύτερη συμμετοχή στη χρημα τοδότηση της προεκλογικής εκστρατείας και των δύο κομμάτων, Ρεπουμπλικανών και Δημοκρατικών. Φαίνεται ότι οι κόποι τους δεν θα πάνε χαμένοι: όταν γράφονταν αυτές οι γραμμές, εθεωρείτο δεδομένο ότι το χρονικό διάστημα κατοχύρωσης της πατέντας
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
87
για τα biologies θα αυξανόταν από τα πέντε χρόνια, που ίσχυε ως τότε, στα εφτά με δέκα χρόνια. Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, που οι φαρμακευτικές εταιρείες πείστηκαν να υποστηρίξουν την ακρω τηριασμένη μεταρρύθμιση του Ομπάμα. Η θυσία επιτευγμάτων της επιστήμης στο βωμό του κέρδους παίρνει κάποτε τραγικές διαστάσεις, όπως επιβεβαίωσε εξαιρετι κό ντοκιμαντέρ που πρόβαλε η τηλεόραση του Σκάι στις 28 Σε πτεμβρίου του 2009: «Οι δημοσιογράφοι έχουν εγκατασταθεί στο περίφημο νοσο κομείο “Άντερσον” του Χιούστον και συνομιλούν με ασθενείς και γιατρούς-ερευνητές που έχουν αφιερωθεί criqv αντιμετώπιση της επάρατης νόσου. Κάποια στιγμή εμφανίζεται περιχαρής η επικε φαλής των γιατρών και αναγγέλλει ότι ένα σκεύασμα για μια σπά νια μορφή καρκίνου αποδείχτηκε λυσιτελές και αποτελεσματικό. Δίπλα της χαμογελάει ευτυχισμένο ένα δεκάχρονο κοριτσάκι, που είχε ιαθεί πλήρως... “Πότε θα κυκλοφορήσει ευρέως το φάρμα κο;” ρώτησε ο δημοσιογράφος. “Ποτέ”, απάντησε θλιμμένη η για τρός. “Οι υπεύθυνοι μάρκετινγκ της φαρμακευτικής εταιρείας έκριναν ότι δεν συμφέρει οικονομικά η παραγωγή του φαρμάκου, διότι πρόκειται για σπάνια μορφή καρκίνου και οι ασθενείς είναι λίγοι. Αν μπει στην παραγωγή το σκεύασμα, θα αντιδράσουν οι μέτοχοι της εταιρείας”».53 Εύλογα ο βραβευμένος με το Νομπέλ Ιατρικής, Τζον Σούλσιον, χαρακτηρίζει τον έλεγχο της επιστήμης ως κεντρικό επίδικο πρό βλημα των σύγχρονων κοινωνιών. Ο Βρετανός βιολόγος, ο οποίος μαζί με τον Στίγκλιτς και άλλους κορυφαίους επκτιήμονες ίδρυσε την κίνηση του Μανιφέστου του Μάντσεστερ, που διακηρύσσει την ανάγκη απελευθέρωσης της επκπήμης από την υποταγή της στο 53. Γιάννη Τριάνχη, «Το σάρκωμα του κέρδους·, ΕΧενθεροτνηία, 30/9/2009
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
88
κέρδος, καταγγέλλει τις πραγματικά φονικές μεθόδους των φαρ μακευτικών εταιρειών. «Τα φάρμακα γίνονται αειθαλή», διαπι στώνει ο Σούλστον, «καθώς, όταν πλησιάζει ο χρόνος που εκπνέ ουν οι ευρεσιτεχνίες τους, οι εταιρείες που τα παρήγαγαν αγορά ζουν από τις ανταγωνίστριες τα δικαιώματα εκμετάλλευσης ανά λογων ευρεσιτεχνιών, ώστε να μην παραχθούν ποτέ φθηνότερα, ανταγωνιστικά φάρμακα». Κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για την εμπορευματοποίηση του ίδιου του ανθρώπινου σώματος, ο Σούλστον αποκαλύπτει ότι «περίπου το 20% των ανθρώπινων γο νιδίων έχουν ήδη πατενταριστεί ή έχουν μπει στη διαδικασία κα τοχύρωσης ευρεσιτεχνίας. Αποτέλεσμα είναι η έρευνα για ορισμέ να γονίδια να περιοριστεί σε μεγάλο βαθμό στις λίγες εταιρείες που έχουν κατοχυρώσει πατέντες και οι οποίες επιβάλλουν παρά λογες, μονοπωλιακές τιμές στα αντίστοιχα γονιδιακά τεστ».54
Η δεύτερη ιδιομορφία της τελευταίας τεχνολογικής επανάστασης έγκειται στη σύγκρουση της τάσης για γεηκευμένη αυτοματοποίηση με τψ απόσπαση υπεραξίας, που αποτελεί τη βάση της καπιταλιστικής εκμε
τάλλευσης. Ό πω ς ήδη σημειώσαμε, στον καπιταλισμό της εντατι κής εκμηχάνισης, τον οποίο κατά βάση αναλύει ο Μαρξ, η απόσπα ση «απόλυτης υπεραξίας» με την παράταση του χρόνου εργασίας και την καθήλωση των μισθών στο ελάχιστο όριο της επιβίωσης υποχωρεί προς όφελος της «σχετικής υπεραξίας», η οποία στηρίζε ται στην αύξηση της προστιθέμενης αξίας χάρη στις μηχανές. Η κατάσταση αλλάζει, ωστόσο, με τη γενίκευση της αυτομα τοποίησης και ιδίως από τη στιγμή που αυτή διεισδύει και στην
54. Jo h n Sulston, «How science is shackled by intellectual p roperty», The Guardian, 26/11/2009.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
παραγωγή μέσων παραγωγής, με την αυτόματη παραγωγή αυτό ματων μηχανών. Καθώς η εργασία τείνει να περιοριστεί στην εποπτεία, τη ρύθμιση και τον έλεγχο των αυτοματοποιημένων, ηλεκτρονικομηχανικών συστημάτων από έναν συγκριτικά πολύ μικρό αριθμό εργαζομένων, αναδύεται μια δραματική εξέλιξη. Στους κλάδους της παραγωγής όπου κυριαρχεί η πλήρης αυτοματοποί ηση, σημείωνε ο Βέλγος μαρξιστής Ερνέστ Μανχέλ, «παύει να αυ ξάνεται η παραγωγή απόλυτης ή σχετικής υπεραξίας και η βασι κή τάση του καπιταλισμού αντιστρέφεται: Στους τομείς αυτούς δεν παράγεται σχεδόν καμία υπεραξία πλέον. Το σύνολο του κέρ δους, που ιδιοποιούνται όσες εταιρείες δρουν σε αυτούς τους κλά δους, βγαίνει από τους ημιαυτοματισμένους ή τους μη αυτοματισμένους κλάδους».55 Με άλλα λόγια, αυτό που αποτελεί ιστορική πρόοδο από τη σκο πιά των κοινωνικών αναγκών, δηλαδή η απελευθέρωση εργατικής δύ
ναμης και η δυνατότητα δραματικής μείωσης του χρόνου εργασί ας, μετατρέπεται σε ιστορική οπισθοδρόμηση από τη σκοπιά τον κε φαλαίου, καθώς ροκανίζει τις βάσεις της κερδοφορίας του και ωθεί
τον τρόπο παραγωγής σε μια παρασιτική παλινδρόμηση: οι πιο σύγχρονο1, υπεραυτοματοποιημένοι τομείς γίνονται «μη παραγω γικοί», πάντα από τη σκοπιά του καπιταλισμού, αφού οριακά δεν παράγουν υπεραξία και παρασιτούν σε βάρος των λιγότερο ανα πτυγμένων, από τους οποίους απορροφούν υπεραξία χάρη στο τε χνολογικό τους μονοπώλιο. Αυτό όμως έχει ως συνέπεια να κατε βαίνει η συνολική μάζα της παραγόμενης υπεραξίας, δηλαδή να οδηγείται ο καπιταλιστικός κοινωνικός σχηματισμός σε γενικευμένη κρίση υπερπαραγωγής. Εν ολίγοις, το άλυτο πρόβλημα για
55. Ερνέστ Μαντέλ, 0 Ύστερος Καπιταλισμός, κεφ 6, μτφρ.-επιμ. Κ. Χατζηαργυρης, εκδ. Παπαζήση, 1975.
ΠΕΙ ΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
90
το κεφάλαιο είναι ότι τα ρομπότ ναι μεν εξοικονομούν εργατικά χέρια, αλλά δεν μπορούν να αγοράσουν τα προϊόντα που παρά γουν από τα ράφια των σούπερ μάρκετ. Για να αμυνθεί απέναντι σ’ αυτή τη δυνητικά καταστροφική τάση, ο καπιταλισμός μεταμορφώνεται με σχιζοφρενικό τρόπο: η τάση για αυτοματοποίηση περιορίζεται και συνοδεύεται από την αντίστροφη, την τάση αναδίπλωσης στις πιο ωμές μορφές εκ μετάλλευσης της άμεσης εργασίας με την εντατικοποίηση, την ευ λύγιστη απασχόληση, την υπερεργασία-υποαμοιβή και πάει λέ γοντας. Έτσι, ο δρ. Τζέκά της υψηλής προστιθέμενης αξίας συμβαδίζει αναγκαστικά με τον κύριο Χάιντ της απόλυτης υπεραξίας, οι ερευνητές
της Pfizer με το μεταναστευτικό υποπρολεταριάτο των εργασια κών κατέργων (sweatshops), τα οποία βρίσκονται όχι μόνο στην Κίνα και στο Μεξικό, αλλά και στα εργοστάσια ιματισμού στην καρδιά του Μανχάταν. Η εξέλιξη αυτή δεν αφορά μόνο στους παραδοσιακούς βιομη χανικούς κλάδους, αλλά και στη σφαίρα της λεγάμενης «άυλης ερ γασίας». Μεγάλο μέρος των εργαζομένων στην Πληροφορική και τις τηλεπικοινωνίες δεν θυμίζει σε τίποτα τους δημιουργικούς, απελευθερωμένους από την τυραννία του οχτάωρου, «αναλυτές συμβόλων», που τόσο έχουν υμνήσει οι Νέγκρι και Χαρντ. Αντί θετα, εργάζεται υπό καθεστώς ψηφιακού τεϊλορισμού, εκτελώντας μονότονες, επαναλαμβανόμενες ενέργειες στα «βελούδινα εργα σιακά κάτεργα» (velvet sweatshops), όπως έχουν ονομάσει εται ρείες σαν την Microsoft και την France Telecom. Το ουσιώδες βρίσκεται στο γεγονός ότι η «Νέα Οικονομία της Γνώσης» όχι απλώς συνυπάρχει με τη Ζώνη του Λυκόφωτος, την παλιά οικονομία χαμηλής τεχνολογίας και υψηλής εκμετάλλευ σης, αλλά την αναπαράγει αναγκαστικά και σε μαζική κλίμακα. Ακόμη και στη δεκαετία του ’90, όταν η μυθολογία της «Νέας Οι
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
91
κονομίας» βρισκόταν στο απόγειό της, ο κύριος όγκος των βιομη χανικών κερδών σε Βόρεια Αμερική και Δυτική Ευρώπη δεν προ ερχόταν από «αναλυτές συμβόλων», οι οποίοι υπολογίζονταν σχο 8% των απασχολουμένων, αλλά από κακά αμοιβόμενες θέσεις εξο ντωτικής εργασίας.56 Υπό αυτό το πρίσμα, η κρίση του κεϊνσιανικού μοντέλου συσ σώρευσης και η στροφή προς το υπόδειγμα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης πρέπει να κατανοηθεί όχι απλώς ως συγκυρι ακή πολιτική επιλογή, αλλά ως πολύ βαθύτερη τάση. Μια τάση, η οποία, ωστόσο, όχι μόνο δεν δίνει σταθερή απάντηση στην υποβόσκουσα συστημική κρίση, αλλά μακροπρόθεσμα την επιδεινώ νει, αφού φθείρει σε μαζική κλίμακα την πιο δυναμική πηγή της μελλοντικής κερδοφορίας του κεφαλαίου, την εργατική δύναμη υψηλής ειδίκευσης.
Περνάμε τώρα στο τρίτο, εντελώς ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της τελευταίας τεχνολογικής επανάστασης, που κλονίζει τον ηιο θεμελι ώδη νόμο τον καπιταλιστικού τρόπον παραγωγής: τον καθορισμό της αξίας των εμπορενμάτων από το χρόνο εργασίας που είναι κοινωνικά αναγκαί
ος για την παραγωγή τους. Πραγματικά, το προϊόν της γνώσης, είτε πρόκειται για ηλεκτρονικό βιβλίο, είτε για μουσικό CD, είτε για DVD, είτε για οτιδήποτε άλλο, πολύ δύσκολα στριμώχνεται στο στενό κορσέ του νόμου της αξίας. «Οι διαμάχες γύρω από την πνευματική ιδιοκτησία είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικές αναφορι κά με την αντίθεση ανάμεσα στην κοινωνικοποιημένη διανοητι κή εργασία και στην ατομική ιδιοποίηση των προϊόντων της, που
56. Ρ T hom pson & C. W arhursi (εη ψ ), Workplaces of the Future, εκδ. Macmillan,
92
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
είναι δύσκολο να ποσοτικοποιηθούν. «Πώς να σφετεριστεί κανείς, σε βάρος της κοινωνίας, μια ιδέα ή μια ροή πληροφοριών;» διερωτάται ο Γάλλος φιλόσοφος Ντανιέλ Μπενσαΐντ.57 Ερχόμαστε έτσι μπροστά στην κατάσταση πραγμάτων που σχεδόν προφ ητικά είχε διαισ θανθεί, ως τάση, ο Μαρξ στο Grundmse, όπως είδαμε στο πρώτο κεφάλαιο αυτού του βιβλίου.
Την τάση προς έναν υπεραναπτυγμένο καπιταλισμό, όπου καθο ριστικό ρόλο θα παίζει όχι η άμεση εργασία, αλλά η «γενική διά νοια», δηλαδή η γενική τεχνολογική ικανότητα της κοινωνίας και όπου «η κλοπή ξένου χρόνου εργασίας, στην οποία βασίζεται ο σημερινός πλούτος, παρουσιάζεται σαν μίζερη βάση» μπροστά στην εφαρμοσμένη επιστήμη, με αποτέλεσμα να «καταρρέει η παραγωγή που βασίζεται στην ανταλλακτική αξία». Η μοναδικότητα του προϊόντος της γνώσης έγκειται στο ότι όλο το κόστος παραγωγής πέφτει πάνω στην έρευνα, την επινόηση, την κατασκευή και τον ποιοτικό έλεγχο της αρχικής μήτρας (source), είτε πρόκειται για το λογισμικό των Windows είτε για το νέο φαρμακευτικό μόριο. Από εκεί και πέρα, η παραγωγή εκατομ μυρίων αντιτύπων είναι πάμφθηνη, καθώς το κόστος της πρώτης ύλης και των ημερομισθίων στον τομέα της μαζικής παραγωγής αντιγράφων είναι σχεδόν αμελητέο. Ό λη η αξία, ουσιαστικά, βρί σκεται υπό μορφή πληροφορίας, ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων αποθηκευμένων στον ηλεκτρονικό υπολογιστή, τα οποία μεταγρά φονται στον πάμφθηνο οπτικό δίσκο ή στο χημικό διάλυμα. Έχου με έτσι το παράδοξο μια κινηματογραφική ταινία η παραγωγή της οποίας κόστισε ένα δισεκατομμύριο δολάρια να μπορεί να αντιγραφεί μέσω ενός DVD εγγραφής που κοστίζει πενήντα δολάρια πάνω σε ένα δίσκο που δεν κοστίζει ούτε ένα δολάριο. 57 Daniel Bensaid, Un Monde ά Changer, σ. 33, εκδ. T extuel, 2003.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
Το γεγονός αυτό δίνει τη δυνατότητα σχεδόν δωρεάν πρό σβασης ολόκληρης της κοινωνίας στα επιτεύγματα της επιστή μης και της τέχνης -αφού βέβαια εξασφαλιστεί η δίκαιη αντα μοιβή των δημιουργών τους-, καθώς ο καθένας έχει τη δυνατό τητα να κατεβάσει δωρεάν από το Διαδίκτυο το έργο του συγ γραφέα ή την ταινία του σκηνοθέτη που τον ενδιαφέρει. Το δω ρεάν, ανοιχτό λογισμικό Linux και η διαδικτυακή εγκυκλοπαί δεια Wikipedia είναι χαρακτηριστικές εκφράσεις αυτών των δυ νατοτήτων. Για τη βιομηχανία των μίντια, όμως, η κατοχύρωση του copyright είναι ζήτημα ζωής και θανάτου, όπως δείχνει με ταξύ άλλων η κρίση της εφημερίδας-εμπόρευμα στην εποχή του Διαδικτύου. Στην Αμερική, το 2001, ο συνολικός τζίρος των επιχειρήσεων που παράγουν τα τρία βασικά προϊόντα πληροφορίας, δηλαδή λογισμικό υπολογιστών, ταινίες και μουσική, ήταν 535 δισεκα τομμύρια δολάρια, ενώ οι εξαγωγές τους έφταναν τα 89 εκατομ μύρια δολάρια. Για να έχει κανείς αίσθηση των συγκριτικών με γεθών, ας ληφθεί υπόψη ότι, την ίδια χρονιά, οι συνολικές εξα γωγές της αμερικανικής χημικής βιομηχανίας ήταν 74,6 εκατομ μύρια δολάρια και της αυτοκινητοβιομηχανίας 56,5 εκατομμύ ρια δολάρια.58 Αντιλαμβάνεται κανείς ό τ π α συμφέροντα που διακυβεύονται είναι πελώρια, όπως και τα μεγέθη των αυτοκρατοριών στο πε δίο των μίντια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η παγκόσμια αυ τοκρατορία του Μέρντοχ, που περιλαμβάνει την εταιρεία του Χόλιγουντ 20th C entury Fox, 22 τηλεοπτικούς σταθμούς στις ΗΠΑ που καλύπτουν το 45% των νοικοκυριών, 25 περιοδικά, 132
58 Lawrence Liang, «Media em pires and renegade pirates·, Alternative Law Forum, http://www.altlawforum org/PUBLICATIONS
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
94
εφημερίδες, εκδοτικούς οίκους, τη δορυφορική τηλεόραση Star TV στην Ασία, το 49% της καλωδιακής τηλεόρασης Zee και δ ιά φορα άλλα πράγματα. Αυτοί οι τυραννόσαυροι της ψηφιακής εποχής δεν είναι δυνατόν να γίνουν ως διά μαγείας χορτοφάγοι. Σε αντίθεση με την ανεδαφική αισιοδοξία των Νέγκρι και Χαρντ, οι πολυεθνικές αυ τοκρατορίες δεν υποτάσσονται στον κλονισμό του νόμου της αξί ας και δεν ναρκώνονται σε μια πορεία αυθόρμητης υπέρβασης του καπιταλισμού από κάποιο είδος «cyber-κομμουνισμού». Αντί θετα, δίνουν λυσσαλέο αγώνα για τη διά της βίας επανασταθεροποίηση του νόμου της αξίας με κάθε τίμημα. Έ να από τα πεδία αυτού του ακή-
ρυχτου πολέμου είναι η λεγόμενη «πνευματική ιδιοκτησία», το copyright. Η έννοια της πνευματικής ιδιοκτησίας θεσπίζεται για πρώτη φορά με νόμο του 1710 στην Αγγλία. Ο εν λόγω νόμος (Statute of Anne) έχει στόχο «να ενθαρρύνει τη μάθηση», προστατεύοντας τους συγγραφείς από την άνευ αδείας ανατύπωση έργων τους από εκδότες και καθορίζει το δικαίωμα της αποκλειστικής εκμετάλ λευσης του έργου τους για διάστημα 14 χρόνων, μετά την παρέ λευση του οποίου η αναπαραγωγή γίνεται ελεύθερη. Στο ίδιο πνεύμα κινείται η περί πνευματικής ιδιοκτησίας διάταξη του αμε ρικανικού συντάγματος του 1787. Και στις δύο περιπτώσεις, στόχος είναι η προστασία του ανε ξάρτητου πνευματικού παραγωγού και όχι των εταιρειών. Εκφρά ζοντας το κυρίαρχο, φιλελεύθερο πνεύμα της εποχής του, ο Τόμας Τζέφερσον τονίζει την κατηγορηματική αντίθεσή του σε κά θε είδους πνευματικό μονοπώλιο, σημειώνοντας ότι, όπως ο αέ ρας που αναπνέουμε, οι ιδέες, οι γνώσεις μπορούν να κυκλοφο ρούν ελεύθερα χωρίς να χάνουν σε πυκνότητα. «Επομένως, οι εφευρέσεις, από την ίδια τους τη φύση, δεν μπορούν να αποτε-
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
95
λούν αντικείμενο σφετερισμού», υποστηρίζει ο βασικός συγγρα φέας της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας.59 Δύο αιώνες αργότερα, οι νόμοι περί πνευματικής ιδιοκτησίας έχουν γίνει ταυτόχρονα δρακόντειοι και ψευδεπίγραφοι: δεν προ στατεύουν πλέον το δημιουργό, αλλά τις εταιρείες, που καρπώνο νται τη μερίδα του λέοντος και δεν ενθαρρύνουν την πνευματική παραγωγή, αλλά την εμποδίζουν, ορθώνοντας μονοπωλιακά φράγ ματα στη γνώση. Από 14 χρόνια, που ήταν κατά το 18ο αιώνα, η διάρκεια του copyright φτάνει σήμερα τα... 95 χρόνια στις Ηνω μένες Πολιτείες, αφού επεκτάθηκε κατά 20 χρόνια με νόμο του 1998! (Στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι «μόνο» 70 χρόνια). Ο Ντανιέλ Μπενσαΐντ σημειώνει: «Η παράταση του νόμου εμποδίζει να γίνουν δωρεάν, δημό σιο αγαθό τα έργα του Τζέιμς Τζόις, του Τζορτζ Όργουελ, της Βιρτζίνια Γουλφ ή του Σίνκλερ Αιούις. Αυτό ήταν αποτέλεσμα εντατικής εκστρατείας πιέσεων από τους λομπίστες της εταιρεί ας Γουόλτ Ντίσνεϊ, που είχε τρομοκρατηθεί από την προοπτική να πέσουν στην κατηγορία του δημόσιου αγαθού τα πρώτα έργα του Μίκι Μάους. Το παράδοξο είναι ότι, όσο η πνευματική πα ραγωγή διαχέεται, επιταχύνεται και κοινωνικοποιείται, τόσο η δι άρκεια του copyright αυξάνεται. Από το 1962, έχουν γίνει 11 πα ρατάσεις. Τελικά, το copyright σκαρφάλωσε (σ.σ. στις ΗΠΑ), από τα 28 χρόνια του 1790 στα 56 χρόνια το 1914, στα 76 χρόνια το 1976 και στα 95 χρόνια το 1998».60 Ωστόσο, το κεφάλαιο αναγκάζεται να δίνει τη μάχη του σε ένα πεδίο ολοένα και περισσότερο δυσμενές. Στις 15 Σεπτεμβρίου 2009, κυκλοφόρησε προς πώληση μέσω Διαδικτύου το νέο μυθι
59 Daniel Bensaid, ό.π., σ. 35. 60. ό.π , ο 35
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
96
στόρημα του Νταν Μπράουν Το Χαμένο Σύμβολο, σε μορφή ηλε κτρονικού βιβλίου. Κάθε αντίτυπο κόστιζε 6,69 ευρώ και υποτί θεται ότι προστατευόταν από την ηλεκτρονική πειρατεία μέσω ενός λογισμικού DRM (Digital Rights Management). Δύο ημέρες αργότερα, οι εντεταλμένοι με την κυβερνο-ασφάλεια του διαδι κτυακού εμπορίου υπολόγισαν ότι χρήστες είχαν «κατεβάσει» πα ράνομα τουλάχιστον 40.000 αντίγραφα του βιβλίου. Από κει και πέρα, το αρχείο διέρρευσε σε πάμπολλες ιστοσελίδες, σε έκταση που ουδείς μπορεί να εκτιμήσει.61 Η λεγάμενη «πειρατεία» παίρνει κάποτε τη μορφή πραγματι κού κινήματος για την ελεύθερη πρόσβαση στην πληροφορία και τη γνώση. Μια από τις εκφάνσεις αυτού του κινήματος είναι το (ουδόλως ριζοσπαστικό, στις γενικότερες κοινωνικές και πολιτι κές του τοποθετήσεις) Κόμμα των Πειραιών στη Σουηδία, που έλαβε ποσοστό 7,1% στις τελευταίες ευρωεκλογές. Στο μανιφέστο τους, οι Πειραιές τάσσονται υπέρ της αναθεώρησης των νόμων περί copyright και της τελικής κατάργησης κάθε άδειας ευρεσι τεχνίας.62 Στην εποχή της «κοινωνίας της γνώσης», το κεφάλαιο αφαιρεί τα φτερά από το πουλί της σοφίας, έτσι ώστε να μην μπορεί να πετάξει από τον ώμο όχι της Αθηνάς, αλλά του Ερμή, του θεούπροστάτη των εμπόρων, των κλεφτών και των τζογαδόρων. Η δια βόητη διεθνής συνθήκη TRIPS για τα πνευματικά δικαιώματα υποχρεώνει της φτωχές χώρες του Τρίτου Κόσμου να πληρώνουν υπέρογκα ποσά για φάρμακα στις δυτικές πολυεθνικές. Μετά από αλυσιδωτές δικαστικές διώξεις, η βιομηχανία των μίντια κατάφερε να κλείσει το Napster, την πρώτη υπηρεσία που επέτρεπε να 61. «Les pirates h 1assaut d u livre numdrique», Le Monde, 23/10/2009. 62 Christian Engsirom, «Copyright laws threaten o u r online freedom», Fmancml Times, 7/7/2009.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
97
κατεβάσει κανείς δωρεάν μουσική αιιό το Διαδίκτυο, το Kazaa και άλλες παρεμφερείς υπηρεσίες. Ο πρόσφατος νόμος HADOPI της κυβέρνησης Σαρκοζί δημιουργεί ειδική αστυνομία, η οποία θα κυνηγάει τους κυβερνοπειρατές, ενώ ο νόμος DADVSI του 2006, προϊόν σχετικής κοινοτικής οδηγίας, επιβάλλει δρακόντειες ποι νές σε όσους βοηθούν στη δωρεάν διάδοση προϊόντων πνευματι κής ιδιοκτησίας. Συνοψίζοντας, βρισκόμαστε μπροστά στην εψηκιικη κρίση εμπορενματοποίησης τον προϊόντος της γνώσης, το οποίο, στον καπιταλισμό της «γενικής διάνοιας», τείνει να γίνει ολοένα και περισσότερο δημόσιο αγαθό.
Η αντίδραση του κεφαλαίου σ’ αυτή την ιστορική τάση που απει λεί να το υπονομεύσει εκ θεμελίων συνίσταται ακριβώς στη βίαιη ιδιωτικοποίηση της γενικής διάνοιας, κάτι που θυμίζει τα διαβό ητα enclosures, την περίφραξη και τον αιματηρό σφετερισμό κοι νοτικής γης στην Αγγλία της «πρωταρχικής συσσώρευσης κεφα λαίου», κατά το 17ο και το 18ο αιώνα. Στο κλασικό μαρξιστικό σχήμα, η εξωοικονομική βία, π.χ. με τη μορφή του απολυταρχικού κράτους και του κνούτου του φεου δάρχη, έπαιζε άμεσο ρόλο στην απόσπαση πλεονάσματος με τη μορφή της προσόδου πριν από την ώριμη, βιομηχανική εποχή του καπιταλισμού. Στη συνέχεια, η εξωοικονομική βία του κρά τους περνάει σε δεύτερο πλάνο, εν είδει ύστατης εφεδρείας των κυρίαρχων για στιγμές οξείας κοινωνικής κρίσης. Ο καθοριστι κός ρόλος για τον πειθαναγκασμό των «ελεύθερων» εργατών πέ φτει τώρα στην οικονομική βία, που αναπαράγεται αυθόρμητα από την καπιταλιστική αγορά: τη βία που ασκεί σιωπηρά το κε φάλαιο, καθώς έχει το μονοπώλιο των μέσων παραγωγής, ενώ ο εργάτης δεν έχει τίποτα άλλο από την εργατική του δύναμη. Ό πω ς επισήμανε ωστόσο η Χάνα Άρεντ -κ ι όπως επιδεικνύει ανάγλυφα το φαινόμενο του ιμπεριαλισμού-,ο καπιταλισμός είναι υποχρεω
98
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
μένος να επαναλαμβάνει ξανά και ξανά το προπατορικό αμάρτη μα της ανοιχτής πολιτικής βίας και αρπαγής, διαφορετικά η όλη διαδικασία της κεφαλαιακής συσσώρευσης κινδυνεύει να καταρρεύσει.63 Η επισήμανση της Άρεντ αποκτά όλη της τη σημασία στις συνθήκες του ύστερου καπιταλισμού της γενικής διάνοιας. Ό πω ς αναλύει με διεισδυτικό τρόπο ο Κάρλο Βερτσελόνε,64 η βίαιη από σπαση προσόδου διαπλέκπαι αξεδιάλυτα με τ ψ παραγωγή αξίας, στψ ίδια τ ψ καρδιά της «οικονομίας της γνώσης». Καθώς η απόσπαση κέρδους
με τον «ομαλό» τρόπο, μέσω της αυθόρμητης λειτουργίας της οι κονομίας βάσει του νόμου της αξίας, γίνεται ολοένα και πιο δύ σκολη, η παραγωγή υπεραξίας συνδυάζεται ολοένα και περισσό τερο με την απόσπαση προσόδου, είτε από τους άμεσα παραγω γικά εργαζόμενους της επιχείρησης, είτε από το ευρύτερο κοι νωνικό σύνολο, με την επιβολή μονοπωλιακών προϊόντων και τι μών. Για παράδειγμα, η Microsoft του Μπιλ Γκέιτς εξασφαλίζει αστρονομικά κέρδη όχι μόνο από την παραγωγικότητα του υψη λής ειδίκευσης πνευματικού της προλεταριάτου, αλλά και από την τεχνολογική ρέντα που προσπορίζεται χάρη στη μονοπωλι ακή θέση που κατέκτησαν, σε παγκόσμιο επίπεδο, με τη βοήθεια του αμερικανικού κράτους, τα πακέτα λογισμικού της (Windows, Office), παρότι υστερούν καταφανώς έναντι του Linux. Παράλ ληλα, η εκμετάλλευση επεκτείνεται από τη σφαίρα της παραγω γής, στις σφαίρες της κυκλοφορίας και της αναπαραγωγής της 63. H annah Arendt, The Ongrtis of Totalitarianism, o. 198, εκδ. Schocken Books, 2004. 64. Carlo Vercellone (επιμ ), Capitalism Cognitive, εκδ. Mamfestolibn, 2006 και Carlo Vercellone, «From form al subsumption to general intellect: Elements for a marxist reading of the thesis o f cognitive capitalism». Historical Materialism 15 (2007), 13-36.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
99
εργατικής δύναμης - πρόσοδος σχο τοκογλυφικό κεφάλαιο μέ σω δανείων και πιστωτικών καρτών, έξοδα για ασφάλιση, υγεία και παιδεία σε συνθήκες αποδόμησης των κοινωνικών κατακτήσεων κ.ά. Ο «νέος καπιταλισμός της γνώσης» εμφανίζεται, λοιπόν, όχι πιο ειρηνικός και αγαθοεργής, αλλά, ίσα ίσα, οργανικά βίαιος και πειρατικός. Η μισθωτή σχέση εκμετάλλευσης οικοδομείται εξαρχής πάνω σε ένα συνδυασμό οικονομικής βίας με τ ψ εξωοικονομική βία τον κράτους και του νομικού συστήματος. Για παράδειγμα, η επιβολή καθεστώτος
«ευλύγιστης απασχόλησης», που φτάνει, στην περίπτωση των εται ρειών ενοικίασης εργαζομένων, στα όρια του «πολιτισμένου» δου λεμπορίου, αποτελεί την απάντηση του καπιταλιστικού κράτους στον κλονισμό του τεϊλορικού συστήματος της μονότονης, κατα κερματισμένης και αποειδικευμένης εργασίας, μέσω του οποίου ο βιομηχανικός, μονοπωλιακός καπιταλισμός είχε καταφέρει να απαξιώσει και να καθυποτάξει την εργατική δύναμη. Στις συνθή κες της ψηφιακής εποχής, είναι πολύ δύσκολο για το μεμονωμέ νο κεφαλαιοκράτη να χωρίσει τον εργαζόμενο από τα βασικά ερ γαλεία της παραγωγής, όπως το PC και το Διαδίκτυο ή να του αποσπάσει την τεχνογνωσία από το μυαλό του και να τη μεταβιβάσει στις μηχανές. Εδώ επεμβαίνει ο συλλογικός καπιταλιστής, το κρά τος, με την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, τη δομική ανερ γία και την ευλύγιστη απασχόληση, που έρχονται να πειθαρχή σουν την ποιοτικά ανώτερη εργατική δύναμη με διαφορετικό τρό πο από την τεϊλορική μετατροπή του παραδοσιακού βιομηχανι κού εργάτη σε γρανάζι της μηχανής, την οποία τόσο γλαφυρά απεικόνισε ο Τσάρλι Τσάπλιν στους Μοντέρνους Καιρούς. Βεβαίως, η σπασμωδική προσπάθεια αποκατάστασης του κλο νισμένου νόμου της αξίας μέσω της γυμνής, εξωοικονομικής βί ας αποτελεί σύμπτωμα ιστορικής κρίσης, γεροντικού μαρασμού.
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
100
Η κατάρρευση των μεγάλων επιχειρήσεων της «Νέας Οικονομί ας», με την κατακρήμνιση του NASDAQ το 2001, σήμανε τη στιγ μή της αλήθειας. Και όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει ο Ζίζεκ, 1ι ύφεση της τελευταίας διετίας έχει σε ρεγάλο βαθμό τις αφανείς ρίζες της ακριβώς στην κρίση της «Νέας Οικονομίας» το 2001: Οι παρεμβάσεις
του διοικητή της αμερικανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας Αλαν Γκρίνσπαν, με την προσφορά φτηνού χρήματος, εκείνη την επο χή, κατάφεραν να αποτρέψουν ένα γενικευμένο κραχ, αλλά μόνο με αντίτιμο τη μετάσταση της φούσκας από τις επιχειρήσεις των νέων τεχνολογιών στην αγορά ακινήτων, η οποία εξερράγη, τελι κά, το 2007.65 Η βίαιη μεταμόρφωση του ύστερου καπιταλισμού αλλάζει εκ βάθρων τους όρους της κοινωνικής και πολιτικής πάλης. Χωρίς να μειώνει το ρόλο του άμεσου οικονομικού αγώνα στην επιχεί ρηση, ενισχύει το ειδικό βάρος του γενικού πολιτικού αγώνα για τα οικο νομικά προβλήματα, αφού η σφαίρα της εκμετάλλευσης, αν και παραμένει ριζωμένη στην άμεση παραγωγή υπεραξίας, διαχέεται και στη σφαίρα της κυκλοφορίας και στον ελεύθερο χρόνο. Αλλά και γιατί οι εργαζόμενοι κάθε επιχείρησης έρχονται περισ σότερο από κάθε άλλη φορά ευθέως αντιμέτωποι όχι μόνο με τον εργοδότη τους, αλλά με το σύνολο της αστικής τάξης (τράπεζες, κράτος, ΜΜΕ, δικαστήρια κλπ.). Η παραδοσιακή στρατηγική της μετριοπαθούς, μεταρρυθμιστικής Αριστερός προέβλεπε έναν αυστηρό καταμερισμό εργασί ας ανάμεσα στα συνδικάτα, που διεκδικούσαν με το συνηθισμένο όπλο της απεργίας ένα μεγαλύτερο μερίδιο από τον απλήρωτο χρόνο εργασίας, και στα αριστερά κόμματα, τα οποία αρκούνταν στην προπαγάνδα και στις εκλογικές αναμετρήσεις. Ωστόσο, η 65. Slavoj iil e k , First as Tragedy, Then as Farce, a 15, εκδ. Verso, 2009
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
ΙΟΙ
απολυταρχική στροψή του καπιταλισμού, όχι μόνο στο κεντρικό πολι
τικό επίπεδο (με τον εκμηδενισμό των πιθανοτήτων έστω και για μια στροφή σε έναν πιο «ανθρώπινο» καπιταλισμό μέσω «ομα λών» κοινοβουλευτικών διαδικασιών), αλλά και στη μοριακή κλί μακα της παραγωγής, αναγκάζει τη μισθωτή εργασία να αμυνθεί με και νούριες μοριρές μαζικής λαϊκής βίας - από το βιομηχανικό σαμποτάζ
και τις απαγωγές αφεντικών για να μη γίνουν απολύσεις, στη Γαλ λία, μέχρι τις άγριες απεργίες και τις καταλήψεις δημοσίων κτι ρίων. Κερδίζει έδαφος σε ευρύτερα στρώματα η ενστικτώδης αίσθη ση (η οποία, βέβαια, δεν εκφράζεται ακόμη συγκροτημένα και ορθολογικά) ότι, στις συνθήκες του ύστερου καπιταλισμού, ακόμη και η μεταρρύθμιση δεν μπορεί να επιβληθεί πραγματικά, παρά μόνο μ ε «επανα στατικούς» τρόπους μαζικού εκβιασμού της κυρίαρχης τάξης. Αν η Αριστε
ρά υποτιμήσει αυτές τις τάσεις, θεωρώντας ότι πρόκειται για ηχώ του «μικροαστικού αναρχισμού» του παρελθόντος και δεν αντιληφθεί ότι πρόκειται, αντίθετα, για προανάκρουσμα εργατικών ρευ μάτων του μέλλοντος, τότε η ίδια θα αφήσει ελεύθερο το πεδίο για την ανάπτυξη ενός νέου αναρχοσυνδικαλισμού, πολύ ισχυρό τερου, ίσως, από ότι μπορούμε να φανταστούμε σήμερα.
Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι η τρίτη τεχνολογική επανάσταση οδη γεί τη σύγκρουση ανάμεσα στις νέες παραγωγικές δυνάμεις και στις εκμε ταλλευτικές παραγωγικές σχέσεις σε τέτοιο παροξυσμό, που τροφοδοτεί όχι απλώς συνήθεις κρίσεις υπερσυσσωρευσης, αλλά μια ιστορική κρίση των ίδιων των νόμων αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Κατ’ αυτό τον τρόπο
ωθεί προς την «υπέρβαση του καπιταλισμού μέσα στο πλαίσιο του καπιταλισμού», το πέρασμά του σε ένα νέο στάδιο ανάπτυξης και κρίσης.
102
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Ό πω ς η πρώτη τεχνολογική επανάσταση της ατμομηχανής κυ οφορούσε το βιομηχανικό καπιταλισμό του ελεύθερου ανταγωνι σμού και η δεύτερη, του εξηλεκτρισμού, της χημικής βιομηχανίας και του κινητήρα εσωτερικής καύσης ωρίμαζε τον κλασικό μονο πωλιακό καπιταλισμό-ιμπεριαλισμό, η τεχνολογική επανάσταση της πληροφορικής και της βιοτεχνολογίας συνοδεύεται από την τά ση προς μια νέα μορφή «ολοκληρωτικού» καπιταλισμού. Ολοκληρωτι κού με τριπλή έννοια: παγκόσμιου, καθώς για πρώτη φορά κυριαρ χεί σε πραγματικά πλανητική κλίμακα, στο έδαφος παγκόσμιων παραγωγικών δυνάμεων, πολυεθνικών επιχειρήσεων και ενοποιη μένων παραγωγικών δικτύων καθολικού, καθώς «βιομηχανοποιεί», υποτάσσει πραγματικά στην εντατική καπιταλιστική συσσώρευση τη μέχρι χθες ανεξάρτητη οικονομική δραστηριότητα μικρής κλί μακας στους τομείς της γεωργίας και κτηνοτροφίας, του εμπορίου και της πνευματικής παραγωγής· και απολυταρχικού, καθώς τείνει να διαλύσει κάθε μορφή συλλογικότητας και κοινωνικής δημοκρατί ας που οικοδομήθηκε από τις καταπιεζόμενες τάξεις και τους αγώ νες τους στα προηγούμενα στάδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ έβλεπε ως λυτρωτική διέξοδο από τη συστημική κρίση την επέκταση του κεφαλαίου σε άλλες σφαίρες, όπου κυριαρχούν προκαπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, (φεου δαρχικά υπολείμματα, αρχαϊκές κοινότητες, μικρή αγροτική πα ραγωγή και χειροτεχνία κ.ά.), είτε στο εσωτερικό των μητροπολιτικών κέντρων είτε στον παγκόσμιο στίβο. Μάλιστα σε αυτή την επεκτατική-εξυγιαντική λειτουργία του κεφαλαίου απέδιδε (υπό το πρίσμα μιας μονόπλευρης θεώρησης) το ιμπεριαλιστικό φαι νόμενο.66 Ωστόσο, σήμερα, ιδιαίτερα μετά την παλινόρθωση των
66 Ρόζα Λούξεμπουργκ, Η Συοσύρευση ίου Κεφαλαίου, μτφρ θ έ μ η ς Μιχαήλ, εκδ Διεθνής Βιβλιοθήκη, 1975.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
103
καπιταλιστικών σχέσεων στο σοβιετικό μπλοκ και στην Κίνα, τα περιθώρια για κάτι τέτοιο είναι ασήμαντα. Από την άλλη πλευρά, η μισθωτή εργασία σε παγκόσμια κλί μακα αδυνατεί, για την ώρα, να σπάσει το σκληρά κέλυφος των καπιταλιστικών σχέσεων. Σε αυτό το φόντο, η τρομερή ορμή τψ τε χνολογικής επανάστασης παλινδρομεί και διαστρέψεται σε ένα είδος κοινω νικού κανιβαλισμού: ο καπιταλισμός-ζόμπι θρέφεται από τις ίδιες τις σάρ κες τον, προκαλώντας σε μεγάλη κλίμακα κοινωνικές καταστροφές, για να
ξαναρχίσει, σε νέες βάσεις υψηλότερης κερδοφορίας, την κεφα λαιακή συσσώρευση. Είναι αυτό που ο Ντέιβιντ Χάρβεϊ ονομάζει συσσώρευση μέσω απαλλοτρίωσης.67
Η ανάλυση του Χάρβεϊ ρίχνει φως στις πειρατικές, παρασιτικές και τρομερά επικίνδυνες όψεις του ολοκληρωτικού καπιταλι σμού, που δεν φαίνεται ικανός να εκτονώσει την ιστορική του κρί ση χωρίς μεγάλες κοινωνικές, οικολογικές και πολεμικές τραγω δίες, ίσως πέρα από τη δύναμη οποιοσδήποτε ατομικής φαντασί ας. Ό σ ο κι αν ο αφορισμός του Μαρξ και της Λούξεμπουργκ «σο σιαλισμός ή βαρβαρότητα» έχει καταντήσει να ακούγεται ως κοι νοτοπία -δεν δίστασε να τον χρησιμοποιήσει, πρόσφατα, και ο Γιώργος Παπανδρέου- είναι ίσως η πρώτη φορά στην ιστορία που τίθεται όχι ως μακρινό φιλοσοφικό ερώτημα, αλλά με πολύ πιο «γήινους» και άμεσους όρους.
67 Ντέιβιντ Χάρβει, Ο Νέος Ιμπεριαλισμός, μτφρ. ΕΑ Αστεριού, εκδ Καστανιώτη, 2006
0 1 ΔΥΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΜΕΓΑΛΕΣ ΙΔΕΕΣ
«Αν ο Καρλ Μαρξ και ο Β. I. Λένιν ζοΰσαν σήμερα, θα ήταν βα σικοί διεκδικητές του βραβείου Νομπέλ Οικονομίας. Ο Μαρξ πρόβλεψε την αυξανόμενη εξαθλίωση των ανθρώπων και ο Λένιν διείδε την καθυπόταξη του παραγωγικού κεφαλαίου στο χρηματιστικό, που αποκομίζει κέρδη αγοράζοντας και πουλώντας χαρ τιά. Οι εκτιμήσεις τους ήταν μακράν ανώτερες των «μοντέλων οι κονομικού κίνδυνου» που χάρισαν σε ορισμένους Νομπέλ Οικο νομίας και πιο ρεαλιστικές από τις προβλέψεις προέδρων της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, υπουργών Οικονομικών και βραβευ μένων οικονομολόγων, όπως ο νομπελίστας Πολ Κρουγκμαν, ο οποίος πιστεύει ότι η λύση στις οικονομικές κρίσεις είναι περισ σότερες πιστώσεις και περισσότερο χρέος».68 Οι θέσεις αυτές δεν προέρχονται από το Ριζοσπάστη, ούτε δια τυπώθηκαν από τον Φιντέλ Κάστρο ή από το νεαρό ηγέτη του Νέ ου Αντικαπιταλισιικού Κόμματος της Γαλλίας, Ολιβιέ Μπεζανσενό, όπως εύλογα θα μπορούσε να υποθέσει κανείς. Γράφτηκαν τον Νοέμβριο του 2009 στο περιοδικό CounterPunch από τον Πολ Κρεγκ Ρόμπερτς, υφυπουργό Οικονομικών στην κατεξοχήν νεο φιλελεύθερη κυβέρνηση του... Ρόναλντ Ρίγκαν! Η περίπτωση του Ρόμπερτς, μια από τις πιο θεαματικές αποστασίες των τελευταίων 68 P. C. Roberts, «Marx and Lenin reconsidered», CounterPunch, 7/10/2009.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
105
χρόνων, μαρτυρά τις διαστάσεις του ιδεολογικού κραχ που συνό δεψε την οικονομική κρίση, κατακρημνίζοντας στα Τάρταρα τη νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία, που είχε πολπογραφηθεί ως «συναί νεση της Ουάσιγκτον». Από σκαπανείς ενός καινούριου, φωτεινού μέλλοντος, ο Χάγεκ, ο Φρίντμαν και οι λοιποί ιδρυτές-πατέρεςτου νεοφιλελευθερισμού στηλιτεύονται τώρα ως προφήτες μιας οικονομίας-φούσκας. Τα πιο σοβαρά έντυπα του κατεστημένου ανακαλύπτουν εκ νέου την αδί κως παραγνωρισμένη σοφία του Κέινς, του Γκάλμπρεϊθ, ή και του Μαρξ. Οι ίδιοι δημοσιογράφοι που εκστασιάζονταν μπροστά στους «καινούριους αλχημιστές» του χρήματος κατακεραυνώνουν τώρα, με εξίσου ασυγκράτητη θέρμη, τους «νέους Σάιλοκ», βρίσκοντας αποδιοπομπαίους τράγους στα πρόσωπα των golden boys. Η αλλαγή του «πνεύματος της εποχής» αντανακλάται ευθέως στη γλώσσα: Η πλανεύτρα «Νέα Οικονομία» εξοστρακίζεται από το λεξιλόγιο, δίνοντας τη θέση της στην πτωχή πλην τιμία «πραγ ματική οικονομία» της μουντζούρας και του ιδρώτα. Το Πιστεύω του νεοφιλελευθερισμού, κατά το οποίο όλα τα προβλήματα προ έρχονται από το κράτος και όλες οι λύσεις από τον ιδιωτικό το μέα, λοιδορείται - και μάλιστα όχι τόσο από την Κεντροαριστε ρά, η οποία εμφανίζεται συχνά βασιλικότερη του βασιλέως, όσο από τις κυβερνήσεις της Δεξιάς, οι οποίες στρέφονται προς τη λο γική ενός «πατερναλιστικού καπιταλισμού», με ισχυρή κρατική παρέμβαση, όπως εύστοχα σημειώνει ο Γιώργος Δελαστίκ.69 Η εκλογή του Αντώνη Σαμαρά στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας εγγράφεται σε αυτό το πλαίσιο. Αλλά η πιο χαρακτηριστική επιστροφή είναι εκείνη του καπι ταλισμού. Η εξαφάνισή του από το καθημερινό λεξιλόγιο, μετά 69 Γιώργος Δε\αστ(κ, «Η σύγκρουση στη Νέα Δημοκρατία», ΠΡΙΝ, 8/11/2009.
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
106
την πτώση του Τείχους, προς όφελος του πιο εύηχου «οικονομία της αγοράς», ήταν η πλέον χαρακτηριστική ένδειξη ιδεολογικής συντριβής των αντιπάλων του. Αντίστροφα, η επιστροφή του σή μερα, ως κακόφημης έννοιας, αποτελεί ένδειξη ιδεολογικής χρε οκοπίας. Τη δεκαετία του ’90 υπήρχαν αμετανόητοι αριστεροί που ξεκινούσαν, μετά την κατάρρευση, μια πορεία στην έρημο, αναζητώντας την κομμουνιστική επανίδρυση. Σήμερα, είναι άν θρωποι σαν τον Νικολά Σαρκοζί που μιλούν για επανίδρυση του... καπιταλισμού! Η μεταστροφή αυτή αντανακλά τους φόβους των κυρίαρχων τάξεων να πυροδοτήσει η οικονομική κρίση μεγάλης κλίμακας κοινωνικές ταραχές, σε ένα περιβάλλον απότομης ανόδου των αντισυστημικών επαναστατικών τάσεων - έναν νέο, ευρύτερο «Μάη του ’68» στα μητροπολιτικά κέντρα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο νέος γενικός διευθυντής των αμερικανικών κατασκοπευτι κών υπηρεσιών, ναύαρχος Ντένις Μπλερ, δήλωσε ενώπιον του Κο γκρέσου στις 12 Φεβρουάριου ότι «η πρωταρχική, βραχυπρόθε σμα, απειλή για την ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών είναι η παγκόσμια οικονομική κρίση και οι γεωπολιτικές επιπτώσεις της».70 Εντυπωσιακό πραγματικά να ακούει κανείς από έναν Αμερι κανό ναύαρχο-αρχικατάσκοπο ότι, τη στιγμή που οι στρατιώτες της υπερδύναμης πολεμούν στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν, η υπ’ αριθμόν ένα απειλή βρίσκεται στη... Γουόλ Στριτ! Πραγματικά, ο Ντένις Μπλερ αναγνώρισε ότι «η κατάρρευση της Γουόλ Στριτ έχει ενισχύσει τις αμφιβολίες για τη δυνατότητα των Ηνωμένων Πολιτειών να διευθύνουν την παγκόσμια οικονομία και το διεθνές
70. Mark MazzelU, «Global economy lop threat to U S., spy chief says», International Herald Tribune, 13/2/2009.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
107
χρηματοπιστωτικό σύστημα». Εκτιμώντας ότι μια συστημική κα τάρρευση στα όρια της Μεγάλης Ύ φεσης του μεσοπολέμου δεν μπορεί να αποκλειστεί, προειδοποίησε για τις «δραματικές πολι τικές συνέπειες» που θα μπορούσαν να υπάρξουν, τονίζοντας ιδι αίτερα τις απειλές «της χρόνιας αστάθειας και του βίαιου εξτρεμισμού». Ασφαλώς, η κρίση δεν πρόκειται να φέρει από μόνη της το τέ λος του καπιταλισμού, είναι όμως πολύ πιθανό ότι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, θα φέρει το τέλος του καπιταλισμού όπως τον γνωρίσαμε τα τελευταία τριάντα χρόνια. Το παλιό υπόδειγμα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης δεν μπορεί να επιβιώσει, αν και κανένα καινούριο δεν φαίνεται έτοιμο να πάρει τη θέση του. Για την ώρα, ανάμεσα σε όλα τα ιμπεριαλιστικά κέντρα, η Αμε ρική, που μπήκε πρώτη στο χορό της ύφεσης και αντιμετωπίζει τις μεγαλύτερες γεωπολιτικές προκλήσεις, εμφανίζεται πιο ευκίνητη και πιο τολμηρή. Τα πρώτα μέτρα του Μπαράκ Ομπάμα σηματο δοτούν μια προσπάθεια για αλλαγή πλεύσης από την αδιατάρακτη ρότα των τελευταίων τριάντα χρόνων - από τον τελευταίο χρό νο του Κάρτερ μέχρι τον Τζορτζ Μπους τον νεότερο. Κινούνται στη λογική ενός διατακτικού νεοκεϊνσιανισμού, που ψάχνει το δρό μο του στα τυφλά, ευνοώντας μια αναπτυξιακή πολιτική με μο χλούς την καθολική ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, τα μεγάλα έργα υποδομών, τη βελτίωση της παιδείας, την επιβολή αυστηρό τερων ρυθμιστικών κανόνων στο χρηματιστικό κεφάλαιο και την ενίσχυση του ρόλου του κράτους. Ωστόσο, ακόμη και αυτή η ήπια προσαρμογή που επιχειρεί ο Ομπάμα -περισσότερο ρητορική πα ρά έμπρακτη, για την ώ ρα- συναντά τεράστιες αντιδράσεις, όπως έδειξε ο ακρωτηριασμός της μεταρρύθμισης στην κοινωνική ασφά λιση, και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι δεν θα συντρίβει κάτω από το βάρος των αστρονομικών ελλειμμάτων. Την ίδια ώρα, η Ευρώ
108
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
πη εμφανίζεται ακόμη πιο συντηρητική από την Αμερική, αγκιστρωμένη στον εγγενή μονεταρισμό του Συμφώνου Σταθερότητας, που περιορίζει ασφυκτικά τα όρια των μεταρρυθμίσεων. Εν ολίγοις, οι αστικές τάξεις αρκουνται στο να ανακυκλώνουν, σε διάφορους συνδυασμούς, τις παλιές ιδέες από τα οπλοστάσια του κεϊνσιανισμού και του νεοφιλελευθερισμού, χωρίς να βρί σκουν ένα καινούριο, βιώσιμο υπόδειγμα καπιταλιστικής ανάπτυ ξης. Και δεν θα το βρουν, πιθανότατα, αν οι οικονομικές και κοι νωνικές αντιθέσεις δεν φτάσουν σε σημείο παροξυσμού. Στο εν διάμεσο διάστημα, προσπαθούν να εκτρέφουν την εντεινόμενη λαϊκή πίεση για απάντηση στην κρίση με ριζική αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου, επιστρατεύοντας εν είδει υποκατάστατων, τις δύο τελευταίες Μεγάλες Ιδέες: Την πράσινη ανάπτυξη, η οποία προορίζεται κυρίως για τα μεσαία στρώματα των πόλεων, και την ααγάλεια, για τα πιο χτυπημένα από την κρίση τμήματα της εργα
τικής και της μικροαστικής τάξης.
Είναι καιρός τώρα που η οικολογία έχει πάψει να αποτελεί διακριτικό στοιχείο κοινωνικού και πολιτικού ριζοσπαστισμού. Αντίθετα, φαίνεται
να ενώνει τους πάντες, από τον Ρεπουμπλικανό κυβερνήτη της Καλιφόρνια, Άρνολντ Σβαρτζενέγκερ, μέχρι τον Πατριάρχη Κων σταντινούπολης, έτσι που να εξελίσσεται σε πραγματική οικουμενική θρησκεία. Και δεν πρόκειται απλώς για σχήμα λόγου. Αποκομμέ
νη από το κοινωνικό πρόβλημα, η «φονταμενταλιστική» οικολο γία απογειώνεται όντως στα νεφελώματα της θρησκείας, με την οποία έχει περισσότερα κοινά στοιχεία απ’ ό,τι συνήθως της ανα γνωρίζεται. Μοιράζεται μαζί της τον αντιεπιστημονισμό, την εχθρότητα στον ορθολογισμό, την αναγόρευση της φύσης σε κά τι το ανιστορικό, εξωανθρώπινο και απολύτως ιερό. «Οι επιστή-
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
109
μονές παίζουν το ρόλο του Θεού και η Φύση εκδικείται», είναι το λάιτ-μστίφ της εποχής. Η Φύση, με φι κεφαλαίο, εξυψώνεται και εξυμνείται, ενώ ο άνθρωπος, με άλφα μικρό, σμικρύνεται και κά θε επαφή του με το απαγορευμένο δέντρο της γνώσης θεωρείται αμάρτημα ικανό να επιφέρει την πιο τρομερή τιμωρία. Από μια άποψη, έχουμε εδώ να κάνουμε με την παλινδρόμηση, μέσω οι κολογίας, στο πνεύμα των Σκοτεινών Χρόνων, προτού το σχέδιο της Αναγέννησης ανυψώσει τον άνθρωπο και τις κοινωνικές του ανάγκες σε μέτρο των πάντων και τον αμαρτωλό καρπό της επι στημονικής γνώσης σε δύναμη απελευθέρωσης. Ο εκφυλισμός της Οικολογίας, από ριζοσπαστικό αντικαπιταλιστικό κίνημα σε στήριγμα του συστήματος είναι ξεκάθαρος στο πολιτικό επίπεδο. Στην Ευρώπη, οι Πράσινοι δεν θυμίζουν σε τί ποτα το ριζοσπαστικό κίνημα που ξεπήδησε, ως μετεξέλιξη της Νέας Αριστερός στα τέλη της δεκαετίας του ’60, όπως είχε δείξει ήδη η στράτευση του... φαιοπράσινου Γιόσκα Φίσερ, υπουργού Άμυνας της Γερμανίας τότε, στον πόλεμο εναντίον της Σερβίας, το 1999. Σήμερα, η μετεξέλιξη των Πρασίνων έχει προχωρήσει πολύ περισσότερο. Το οικονομικό πρόγραμμα του κόμματος, που δημοσιεύθηκε τον Ιούλιο του 2007 υπό τον τίτλο Η πράσινη οικονο μία της ελεύθερης αγοράς, εκπονήθηκε από συνέδριο με τη συμμε
τοχή τριάντα διευθυντικών στελεχών μεγάλων επιχειρήσεων. Ή δη , εφαρμόζεται σε επίπεδο γερμανικών κρατιδίων το λεγόμε νο «μοντέλο της Τζαμάικα» (από τα χρώματα της εθνικής σημαί ας της χώρας), δηλαδή η συγκυβέρνηση Χριστιανοδημοκρατών (Κίτρινο), Φιλελεύθερων (Μαύρο) και Πρασίνων (Πράσινο). Ασφαλώς, η πράσινη ανάπτυξη του Μπαράκ Ομπάμα, που υιοθετήθηκε και από το πράσινο ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου, εκφράζει κάτι περισσότερο από λόγια του αέρα. Η περίφημη έκ θεση του Νίκολας Στερν τον Οκτώβριο του 2006 αποτέλεσε ση
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
110
μείο καμπής, καθώς ένα πρώην διευθυντικό στέλεχος της Παγκό σμιας Τράπεζας, που εκπόνησε τη μελέτη του κατ’ εντολήν της βρετανικής κυβέρνησης, τεκμηρίωσε το τεράστιο οικονομικό κό στος της οικολογικής κρίσης. Οι καταστροφές περιοχών ολόκλη ρων με τα ολοένα και σφοδρότερα ακραία καιρικά φαινόμενα λό γω της κλιματικής αλλαγής επιβαρύνουν τρομερά τις ασφαλιστι κές εταιρείες, όπως έδειξε και η κατάρρευση του αμερικανικού ασφαλιστικού γίγαντα AIG, ενώ τεράστιο είναι το κόστος και από τις καταστροφές αγροτικών καλλιεργειών, τα μεταναστευτικά κύ ματα που προκαλούν οι ξηρασίες, και πάει λέγοντας. Συνολικά, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της έκθεσης, η κλι ματική αλλαγή θα μειώσει το παγκόσμιο ΑΕΠ κατά 5%, στην πιο αισιόδοξη περίπτωση, και κατά 20% στη χειρότερη. Αυτό που απέδειξε, ουσιαστικά, ο Στερνς, έστω κι αν δεν χρησιμοποίησε μαρξιστική ορολογία, είναι ότι η οικολογική κρίση εξελίσσεται σε άλ λη μία μεγάλη νάρκη στα θεμέλια της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Είναι
αυτή η εκρηκτική αντίθεση που ενισχύει τις τάσεις αναζήτησης ενός νέου, «φυσικού καπιταλισμού», όπως έχουν εισηγηθεί ήδη από το 2000 οι ειδικοί της αμερικανικής ενεργειακής βιομηχανί ας Λόβινς και Χόκεν.71 Επιπλέον, η ώθηση του κράτους στην πράσινη ανάπτυξη, με την παροχή κάθε είδους κινήτρων και την ανάληψη μεγάλων έρ γων, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ισχυρός μοχλός για την ανα ζωογόνηση της οικονομίας στις συνθήκες της κρίσης. Ο τομέας των «φιλικών προς το περιβάλλον τεχνολογιών» (clean-techs) απο τελεί έναν από τους ταχύτερους κλάδους της βιομηχανίας ένθεν και ένθεν του Ατλαντικού, περιλαμβάνοντας σειρά νέων προϊό
71 P. Hawken, A l.ovins & L Η. Lovins, Natural Capitalism Creating the Next Industrial Revolution, εκδ Back Bay Books, 2000.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
III
ντων, από τα πράσινα αυτοκίνητα της General Motors μέχρι τις ανεμογεννήτριες των μεγάλων γερμανικών εταιρειών στις μηχα νοκατασκευές. Η κυβέρνηση της Άνγκελα Μέρκελ υπολογίζει ότι μέχρι το 2020 η «πράσινη» βιομηχανία θα απασχολεί περισσότε ρους υπαλλήλους από την κραταιά γερμανική αυτοκινητοβιομη χανία. Ωστόσο, το να φαντάζεται κανείς ότι μπορεί να απαλλαγεί οριστικά ο καπιταλισμός από το οικολογικό πρόβλημα που ο ίδιος προκαλεί είναι εξίσου ρεαλιστικό με το να προσπαθεί κα νείς να απαλλαγεί από τη σκιά του. Πρώτα α π ’ όλα, οι δυτικές κοινωνίες (όπως και εκείνες του «υπαρκτού σοσιαλισμού») πραγ ματοποιούσαν, ιστορικά, κάποιες αλλαγές επί το οικολογικότερον μόνο στις δώδεκα παρά πέντε, όταν η κατάσταση έφτανε στο απροχώρητο, για να επιστρέφουν στις παλιές, κακές συνήθειες στην πρώτη ευκαιρία. Αυτό έγινε τη δεκαετία του ’70, όταν, με τά τον αραβοϊσραηλινό πόλεμο του Γιομ Κιπούρ, οι τιμές του πε τρελαίου είχαν και τότε εκτοξευθεί στα ύψη. Ωστόσο, τα μέτρα εξοικονόμησης ενέργειας και αναζήτησης εναλλακτικών, ανανε ώσιμων μορφών υποχώρησαν μόλις το πετρέλαιο ξανάπεσε σε χαμηλά επίπεδα. Τίποτα δεν εγγυάται ότι η ιστορία δεν θα επαναληφθεί. Έ πειτα, οι «καθαρές τεχνολογίες» αναπτύσσονται από πολυε θνικές που κατεξοχήν ρυπαίνουν το περιβάλλον, όπως η ΒΡ και η Shell, όχι στη θέση των ρυπογόνων δραστηριοτήτων τους (οι οποί ες, κατά κανόνα, μεταφέρονται στον Τρίτο Κόσμο), αλλά συμπλη ρωματικά με αυτές. Οι εταιρείες συμπεριφέρονται, δηλαδή, ως δι
κέφαλο τέρατα, θησαυρίζοντας και από τον «γκρίζο» και από τον «πράσινο» εαυτό τους. Εξίσου ανησυχητική είναι η παγκόσμια τά ση να μειωθεί η κατανάλωση ορυκτών καυσίμων με αντίστοιχη αύξηση στην παραγωγή πυρηνικής ενέργειας.
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
112
Έ να άλλο στοιχείο, το οποίο επισήμανε, σε σχετικό αφιέρω μα και η συντηρητική Wall Street Journal ,72 είναι ότι το κόστος «οι κολογικών» πολιτικών, όπως η επιβολή «φόρου διοξειδίου του άν θρακα», σύμφωνα με την αρχή «όποιος ρυπαίνει πληρώνει», θα μεταφερθεί, τελικά, στον απλό καταναλωτή, δηλαδή κατά κύριο λόγο στα λαϊκά στρώματα. Η ενδεχομένως σημαντικότερη ένσταση εστιάζεται στα πολύ στενά όρια της λογικής που αναζητά αυστηρά τεχνοκρατικές λύ σεις στο οικολογικό πρόβλημα, στο πλαίσιο των «κανόνων της ελεύθερης αγοράς», προκειμένου να αποφύγει πολιτικά επώδυνες επιλογές, συντηρώντας την ανάπτυξη για την ανάπτυξη και την κατανάλωση για την κατανάλωση. Ο Τζέφρι Σακς, άσκησε, από τη στήλη του στο επιστημονικό περιοδικό Scientific American, σκληρή κριτική στην πράσινη ανάπτυξη του Ομπάμα, σημειώνο ντας ότι υπαγορεύτηκε από τα λόμπι της αυτοκινητοβιομηχανίας και της κατασκευαστικής βιομηχανίας και ότι οι πολιτικές που ακολουθούνται, παρά το υπέρογκο κόστος τους, ελάχιστα ή και μηδαμινά οφέλη θα έχουν για το περιβάλλον.73 Την ίδια περίοδο συνέβη κάτι εντελώς σχιζοφρενικό, αποκα λυπτικό για τον ακραίο παραλογισμό του συστήματος: Ο πρόε δρος της Κομισιόν, Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο, μπλοκάρισε ένα «πρόγραμμα δράσης» που προέβλεπε μείωση της κατανάλωσης ενέργειας κατά 20%, γιατί κατ’ αυτό τον τρόπο θα έπεφτε στη δι εθνή αγορά η τιμή του... διοξειδίου του άνθρακα! Το περιστατι κό αυτό μας φέρνει αντιμέτωπους με τη ρίζα της κακοδαιμονίας όλων των διεθνών πρωτοβουλιών για την αντιμετώπιση της κλιμα 72. Jeffrey Ball, «How the new green standard is setting off a gold rush», The Wall Street Journal, 31/10/2007. 73. Jeffrey D. Sachs, «Α clunker of a climate policy», Scientific American, Νοέμ βριος 2009.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
113
τικής αλλαγής στο πλαίσιο της «ελεύθερης αγοράς», από το Ρίο και το Κιότο μέχρι την Κοπεγχάγη: το περίφημο σύστημα εμπο ρίας ρύπων, το επονομαζόμενο cap and trade. Ιδού πως λειτουργεί το σύστημα: Μια πολιτική αρχή (η κυβέρ νηση, στο εσωτερικό της χώρας, ή μια δεσμευτική συνθήκη, σε διεθνές επίπεδο) καθορίζει ανώτατα όρια εκπομπής ρύπων για τις επιχειρήσεις ή για τα έθνη-κράτη αντίστοιχα. Βάσει αυτών των ορίων, εκδίδονται άδειες εκπομπής ρύπων, οι οποίες πωλούνται και αγοράζονται σαν οποιαδήποτε άλλα προϊόντα, σε τιμές που καθορίζονται από την προσφορά και τη ζήτηση: Μια χώρα ή επι χείρηση που ρυπαίνει λιγότερο από το όριο που της έχει πιστωθεί μπορεί να πουλήσει τα δικαιώματα εκπομπής ρύπων που της περισσεύουν σε μια άλλη χώρα ή επιχείρηση. Τα έσοδα από αυ τό το εμπόριο διοξειδίου του άνθρακα τροφοδοτούν προγράμμα τα «πράσινης» ανάπτυξης, ενώ το κίνητρο της μείωσης του κό στους οδηγεί όλους στον περιορισμό των ρύπων, με αποτέλεσμα τα επιτρεπτά όρια να μειώνονται διαρκώς. Ό π ω ς έγραψε ο Αμερικανός καθηγητής, ειδικός σε θέματα κλιματικής αλλαγής, Τζέιμς Χάνσεν, η λογική αυτή είναι ανάλο γη με την επιείκεια της καθολικής Εκκλησίας, η οποία πουλούσε συγχωροχάρτια κατά το Μεσαίωνα: οι επίσκοποι μάζευαν λεφτά και οι πιστοί μπορούσαν, ξαλαφρωμένοι, να ριχτούν σε νέες αμαρ τίες! Ωστόσο, «η στρατηγική που βασίζεται στην ελεύθερη αγο ρά, όσο κι αν εγκωμιάστηκε διεθνώς, αποδείχτηκε αναποτελεσμα τική ως προς την επιβράδυνση της υπερθέρμανσης του πλανή τη».74 Ο βασικός λόγος είναι απλός: Αν πέσουν σημαντικά οι εκ πομπές ρύπων, τότε, βάσει του νόμου προσφοράς και ζήτησης, θα πέσει η τιμή του άνθρακα. Επομένως, οι μεν πωλητές δικαιω 74. Jam es Hansen, «Cap and Fade», The New Υοή Tim s, 7/12/2009.
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝ ΓΙΝΟΥ
114
μάτων εκπομπής θα έχουν λιγότερα χρήματα για να στηρίξουν τις «πράσινες» πολιτικές τους, οι δε αγοραστές θα έχουν ισχυρότερα κίνητρα για να συνεχίσουν να ρυπαίνουν. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η «αυτορρυθμιζόμενη αγορά» θα έχει ως συνέπεια την... επαναφο ρά των ρύπων στο προηγούμενο, υψηλό επίπεδο! Αυτό ακριβώς έγινε στην περίπτωση της Κομισιόν και του Μπαρόζο, που έκρι ναν ότι είναι καλύτερα να αναπνέουμε περισσότερο διοξείδιο του άνθρακα, παρά να χάσουμε τα χρήματα που πληρώνουν οι Κινέ ζοι ή οι Ινδοί για να μπορούν να εκπέμπουν και αυτοί περισσότε ρο διοξείδιο του άνθρακα! Εν ολίγοις, αυτό που κατάφερε ο «πρά σινος καπιταλισμός» ήταν όχι να απομακρύνει τον εφιάλτη της κλιματικής αλλαγής, αλλά να προσθέσει στην αγορά άλλο ένα εμπόρευμα, τον... άνθρακα! Η σχιζοφρενική κατάσταση επιδεινώνεται ακόμη περισσότε ρο από δύο παράγοντες. Ο πρώτος είναι η λεγάμενη «αντιστάθμι ση» - η οποία δίνει, για παράδειγμα, το δικαίωμα στην Αμερική ή στη Βραζιλία να ρυπαίνουν περισσότερο με το επιχείρημα ότι δεν καταστρέφουν, τόσο γρήγορα όσο θα το επιθυμούσαν, τους μεγάλους δρυμούς ή τα τροπικά δάση της Αμαζονίας αντίστοιχα. Ο δεύτερος και κυριότερος είναι η δημιουργία νέων χρηματιστικών παραγώγων, κυριολεκτικά «τοξικών προϊόντων» της Γουόλ Στριτ, πάνω στις άδειες εκπομπής ρύπων, κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο που δημιουργήθηκαν τα διαβόητα παράγωγα CDS πάνω στα ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια, στις ΗΠΑ. Ό πω ς αποκάλυψε πρόσφατα η Wall Street Journal, τα χρηματιστικά παράγωγα πάνω στο εμπόριο του άνθρακα ανέρχονται σήμερα σε 100 δισεκατομμύρια δολάρια και προβλέπεται να εκτοξευθούν στα 3 τρισεκατομμύρια το 2020. Στο Πράσινο Χρη ματιστήριο, το οποίο έχει ήδη δημιουργηθεί, δραστηριοποιούνται όλοι οι γίγαντες της Γουόλ Στριτ: Morgan Stanley, Citigroup, J.P.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
115
Morgan, Bank of America, Goldman Sachs και πάει λέγοντας.75 Οι εν λόγω επενδυτικές τράπεζες τσέπωσαν τα τρισεκατομμύρια δολαρίων που τους έδωσαν οι κυβερνήσεις Μπους και Ομπάμα και, αντί να αποπληρώσουν τα χρέη από τα στεγαστικά δάνεια, έριξαν ζεστό χρήμα στον καινούριο, «πράσινο» τζόγο του άνθρα κα - αποδεικνύοντας έτσι πόσο αποτελεσματικός μπορεί να γίνει ο γερασμένος ολοκληρωτικός καπιταλισμός στην ανακύκλωση της... βλακείας!
Έ να άλλο τυπικό παράδειγμα για τα αδιέξοδα του «πράσινου κα πιταλισμού» είναι η υποκατάσταση της βενζίνης από την αιθανόλη, την οποία προωθεί επίμονα η Αμερική, ήδη από την εποχή του Μπους. Η δέσμευση τεράστιων αγροτικών εκτάσεων, που μέ χρι χθες παρήγαγαν τρόφιμα, για την παραγωγή βιοκαυσίμων ωθεί προς τα πάνω τις παγκόσμιες τιμές των τροφίμων, φέροντας το φάσμα μιας ολέθριας επισιτιστικής κρίσης στον Τρίτο Κόσμο. Ο ειδικός εισηγητής του ΟΗΕ, Ζαν Ζιγκλέρ, για το εν λόγω θέμα μιλά για «προγραμματισμένο έγκλημα εναντίον της ανθρωπότη τας», καθώς, μόνο το 2007, οι τιμές του ρυζιού ανέβηκαν κατά 20% και πολλών δημητριακών κατά 50%-100%.76 Αλλά και από περιβαλλοντική άποψη, τα βιοκαύσιμα είναι τουλάχιστον αμφι λεγόμενα, καθώς, λόγω των λιπασμάτων που απαιτούν οι αντίστοι χες καλλιέργειες, απελευθερώνεται στην ατμόσφαιρα οξείδιο του αζώτου, 296 φορές πιο ισχυρός ρύπος από το διοξείδιο του άν θρακα. 75 Kirsien Ε. Gillibrand, «Cap and T rad e could be a boom lo New York», The Wall Street Journal, 22/10/2009 76 G eorge Monbioi, «An agricultural crim e against humanity», The Guardian, 6/11/2007
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
116
Τέλος, ο καταμερισμός του κόστους για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής αποτελεί πεδίο λυσσαλέας μάχης ανάμεσα στις αστικές τάξεις, ιδίως μεταξύ αναπτυγμένων και αναπτυσσό μενων χωρών. Η Αμερική, που εκπέμπει το 25% των παγκόσμι ων ρύπων, αν και αντιστοιχεί μόλις στο 4% του παγκόσμιου πλη θυσμού, αντιδρούσε πάντα σε κάθε προσπάθεια θέσπισης ενός δεσμευτικού διεθνούς πλαισίου. Δικαιολογώντας την απόρριψη του (αξιοθρήνητα μετριοπαθούς) Πρωτοκόλλου του Κιότο, ο πα τήρ Μπους είχε πει, στην παγκόσμια διάσκεψη του Ρίο ντε Ζανέιρο ότι «ο αμερικανικός τρόπος ζωής είναι αδιαπραγμάτευτος»,77 εννοώντας το ιερό δικαίωμα των Αμερικανών να κατεβαίνουν με θηριώδη 4X4, πραγματικά τανκς, στο μποτιλιαρισμένο Μανχάταν. Γενικότερα, τα εδραιωμένα ιμπεριαλιστικά κέντρα χρησιμο ποιούν ως πρόσχημα την κλιματική αλλαγή για να ανακόψουν την ανάπτυξη των απειλητικά ανερχόμενων νέων βιομηχανικών δυνά μεων όπως η Κίνα, η Ινδία και η Βραζιλία. Αυτή η σύγκρουση ήταν που καταδίκασε σε ναυάγιο και τη διάσκεψη της Κοπεγχά γης, τον Δεκέμβριο του 2009. Ό πω ς ήταν φυσικό, οι αναπτυσσόμενες χώρες επαναστάτησαν απέναντι στον κυνισμό των μεγάλων δυνάμεων, ο οποίος μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: «Εμείς καταφέραμε να γίνουμε μεγάλοι και τρανοί καταστρέφοντας ατιμωρητί τον πλανήτη επί δύο αιώ νες, αλλά εσείς δεν έχετε το δικαίωμα να εκβιομηχανιστείτε και να θρέψετε τον πληθυσμό σας, γιατί τώρα πρέπει όλοι μαζί να σώ σουμε τη Γη»! Βεβαίως, οι Αμερικανοί ισχυρίζονται ότι πολλά έχουν αλλάξει από το Κιότο και ότι σήμερα η Κίνα είναι η τρίτη
77. Bill McKibben, «The great leap: Scenes from China’s industrial revolution·, Harper\ Magazine, Δεκέμβριος 2005
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
117
οικονομία του πλανήτη, μάλιστα το 2009 ξεπέρασε την Αμερική ως προς τον απόλυτο όγκο των ατμοσφαιρικών ρύπων. Παραμέ νει ωστόσο γεγονός ότι, με βάση την κατά κεφαλήν εκπομπή ρύ πων, η Κίνα υπολείπεται παρασάγγας της Αμερικής: Σε κάθε Αμε ρικανό αντιστοιχούν άνω των 20 τόνων διοξειδίου του άνθρακα το χρόνο, ενώ τα αντίστοιχα νούμερα είναι για την Κίνα 5, για την Ινδία 2 και για το αραβικό Μαγκρέμπ λιγότερο από ένα! Το σημαντικότερο, μεγάλο μέρος της ρύπανσης που προκαλεί (και υφίσταται) η Κίνα προέρχεται από τις πολυεθνικές της Δύ σης που μετανάστευσαν εκεί προς αναζήτηση χαμηλών ημερομι σθίων και περιβαλλοντικών στάνταρ. Με άλλα λόγια, είναι η Δύ ση που έκανε εξαγωγή των ρύπων της στην Κίνα και στη συνέχεια της ζητάει να πληρώσει αυτή το λογαριασμό! Τέλος, οι Δυτικοί χρησιμοποιούν τη ρύπανση ως μέσο έμμεσου προστατευτισμού: με τους «φόρους άνθρακα» εννοούν να υψώσουν τεράστιους φραγ μούς στα κινεζικά και άλλα προϊόντα, όχι επειδή είναι πιο αντα γωνιστικά, αλλά, τάχα, επειδή είναι πιο «βρόμικα». Ό λα αυτά υποδηλώνουν τα στενά όρια της λεγάμενης «πράσι νης ανάπτυξης» και της συστημικής οικολογίας. Το παλιό σύνθη μα της δεκαετίας του ’70 «Πράσινο, το αναγκαίο συστατικό του Κόκκινου», ακούγεται ιδιαίτερα επίκαιρο, καθώς η αντιμετώπιση της δραματικής οικολογικής κρίσης δεν είναι νοητή χωρίς συνο λική αλλαγή οικονομικού και κοινωνικού υποδείγματος.
Αν η «πράσινη» επιλογή προσφέρεται στα μορφωμένα μεσοστρώματα, που ανησυχούν για την υποβάθμιση της ποιότητας ζωής στα αστικά κέντρα, η ψύχωση της ασφάλειας έχει ως αποδέκτη το «ορ γισμένο κοινό» των εργατικών και μικροαστικών στρωμάτων, που απειλούνται να συνθλιβούν από την κρίση και πλήττονται από την
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
118
αυξημένη, λόγω φτώχειας και ανεργίας, εγκληματικότητα. Δεν εί ναι η πρώτη φορά που μια σοβαρή οικονομική κρίση θρέφει την αναζήτηση αποδιοπομπαίων τράγων στους μετανάστες και ευνο εί την αναζήτηση σωτηρίας από το σιδερένιο χέρι ενός αυταρχικού, εθνοηκού κράτους.
Ό τι η τάση αυτή καλλιεργείται άνωθεν είναι κάτι παραπάνω από προφανές, και έγινε προφανέστερο στην Ελλάδα μετά τις ευ ρωεκλογές του Ιουνίου. Τα δυο μεγάλα κόμματα εξουσίας και τα κυριότερα συγκροτήματα της ενημέρωσης ήταν ομόφωνα στην εκτίμηση ότι η άνοδος του ακροδεξιού ΛΑΟΣ οφειλόταν κατά κύ ριο λόγο στην ανησυχία μεγάλων λαϊκών στρωμάτων για τη μετα νάστευση. Αποτέλεσμα ήταν να κυριαρχήσει η «ατζέντα Καρατζαφέρη» στην πολιτική ζωή και η κυβέρνηση της Δεξιάς να αρ χίσει αντιμεταναστευτικό σαφάρι στο κέντρο της Αθήνας και σε άλλες πόλεις, ελπίζοντας ότι θα ανέκαμπτε πολιτικά, κάτι που αποδείχτηκε όνειρο θερινής νυκτός στις βουλευτικές εκλογές του Οκτωβρίου. Αρκουσε όμως να διαβάσει κανείς άρθρο του Δημήτρη Μαύ ρου, διευθύνοντος συμβούλου της εταιρείας δημοσκοπήσεων MRB, στον ημερήσιο Τύπο,78 για να επιβεβαιώσει πόσο κατασκευ ασμένη ήταν αυτή η εικόνα. Ό π ω ς αναφέρει ο αρθρογράφος, το θέμα των οικονομικών μεταναστών αντιπροσώπευε μόλις την... όγδοη προτεραιότητα των πολιτών, σε ποσοστό 10,9% κατά τις προεκλογικές έρευνες κοινής γνώμης, όπου ζητήθηκε από τους πολίτες να κατονομάσουν τα τρία κυριότερα προβλήματα που τους απασχολούσαν και που θα καθόριζαν την ψήφο τους. Τ α ζη τήματα που ανέδειξαν ήταν η ανεργία (63,8%), η ακρίβεια (61,4%), η υγεία (33,2%), η παιδεία (25,6%) και η διαφθορά (17,5%). Χα 78 Δημήιρης Μαύρος, «Το όγδοο πρόβλημα», Ελεύθερος Τύπος, 16/6/2009
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
119
μηλά στη λίστα των ανησυχιών τους βρισκόταν και η εγκληματι κότητα, με 15,1%. Ας σημειωθεί ότι η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε ένα περιβάλ λον που ευνοούσε την ψύχωση της «ασφάλειας», καθώς είχαν προηγηθεί οι εκτεταμένες λεηλασίες στο κέντρο της Αθήνας τον καυ τό Δεκέμβρη του 2008, μετά την έκρηξη διαδηλώσεων που πυρο δότησε η δολοφονία του νεαρού Αλέξη Γρηγορόπουλου από αστυ νομικό και η δημαγωγική εκμετάλλευση των καταστροφών από τις δυνάμεις του συστήματος με σκοπό να καλλιεργηθεί ατμό σφαιρα ανασφάλειας, ώστε να γίνει αποδεκτή η αστυνομοκρατία. Στην ίδια κατεύθυνση αξιοποιήθηκαν και εξακολουθούν να αξιοποιούνται τα κρούσματα μιας νέας, πιο μαζικής, τυφλής και άγρι ας μορφής τρομοκρατίας, τα οποία πολλάπλασιάστηκαν μετά τον Δεκέμβρη. Η εκμετάλλευση ή και υποκίνηση της μηδενιστικής βίας, ακό μη και της τρομοκρατίας από το «βαθύ κράτος» σε περιόδους κρί σης δεν είναι μια απλή «θεωρία συνωμοσίας» της Αριστερός. Εξόχως αποκαλυπτική, από αυτή την άποψη, ήταν συνέντευξη του ογδονταενάχρονου Φραντσέσκο Κοσίγκα, πρώην προέδρου της Ιταλίας και υπουργού Εσωτερικών κατά την ταραγμένη περίοδο της απαγωγής και εκτέλεσης του Άλντο Μόρο από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες. Μιλώντας σε τρεις ιταλικές εφημερίδες τον Οκτώ βριο του 2008, εν μέσω μεγάλων κινητοποιήσεων των φοιτητών, ο Κοσίγκα, ο οποίος έχει παραδεχτεί ότι συμμετείχε στο ΝΑΤΟϊκό συνωμοτικό δίκτυο Gladio, πρόσφερε την πολύτιμη τεχνογνω σία του στους επικεφαλής των μηχανισμών καταστολής: «Ο Μαρόνι (υπουργός Εσωτερικών) θα έπρεπε να κάνει ό,τι είχα κάνει εγώ». Πάει να πει; «Κατ’ αρχήν, αφήνεις κατά μέρος τους μαθητές, γιατί, σκεφτείτε τι θα συνέβαινε αν ένα παιδάκι σκοτωνόταν ή τραυματιζόταν σοβαρά». Ενώ τους φοιτητές; «Τους
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
120
αφήνεις να κάνουν ό,τι θέλουν. Αποσύρονται οι δυνάμεις της αστυνομίας από τους δρόμους και τα πανεπιστήμια, μέσα στο κί νημα εισδύουν προβοκάτορες έτοιμοι για όλα και αφήνεις καμιά δεκαριά μέρες τους διαδηλωτές να λεηλατήσουν τα μαγαζιά, να κάψουν τα αυτοκίνητα, να περάσουν διά πυρός και σιδήρου την πόλη». Και μετά; «Μετά, ενισχυμένος από τη λαϊκή συναίνεση, ο ήχος των σειρήνων των ασθενοφόρων θα πρέπει να υπερκαλύψει εκείνον των περιπολικών». Με την έννοια ότι... «Με την έννοια ότι οι δυνάμεις της τάξεως δεν θα πρέπει να δείξουν έλεος και θα πρέ πει να τους στείλουν όλους στο νοσοκομείο».79 Ό πω ς σχολίαζε ο Ρούσσος Βρανάς, στα ΝΕΑ: «Το σενάριο Κο σίγκα ήταν ακριβώς εκείνο που εφαρμόστηκε στις διαδηλώσεις κατά της Συνόδου Κορυφής των οχτώ πλουσιότερων χωρών του κόσμου στη Γένοβα, το 2001. Η ιταλική Αστυνομία τοποθετούσε βομβιστικό υλικό στα καταλύματα που χρησιμοποιούσαν οι δια δηλωτές και κατόπιν έκανε επιδρομές και σάπιζε στο ξύλο τους "τρομοκράτες”. Α, και η σφαίρα του καραμπινιέρου που σκότω σε τότε τον εικοσιτριάχρονο διαδηλωτή Κάρλο Τζουλιάνι είχε "εποστρακιστεί” κι αυτή». Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης η εκστρατεία της κυβέρνη σης Σαρκοζί, στη Γαλλία, εναντίον του φαντάσματος της «νέας τρομοκρατίας», που στοιχειώνει τη χώρα. «Από τη στιγμή που ανέλαβε το υπουργείο Εσωτερικών, η Μισέλ Αλιό-Μαρί βάλθηκε να αντιμετωπίσει έναν εχθρό που δεν υπάρχει ακόμη: μια νέα τρομοκρατία, που θα έρθει από την άκρα Αριστερά», ανέφερε σχετικό ρεπορτάζ της γαλλικής Liberation.80 79. Δημήτρης Στούμπος, «Οδηγίες για .. φωτιές στην πόλη από τον Φρ. Κοσί γκα., Αυγή, 17/12/2008. 80. Guillaume Dasqute, «Le terrorism e d ’ ultragauche, id^e fixe d ’ Alliot-Marie·, Ubbatum, 24/11/2008
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
121
«Η υπουργός Εσωτερικών», εκμυστηρεύεται συνεργάτης της Αλιό-Μαρί, «έκανε πολύ νωρίς την εξής ανάλυση: Η συρρίκνωση, στα όρια της εξαφάνισης, του ΚΚ Γαλλίας, ο εμφύλιος πόλεμος στο Σοσιαλιστικό Κόμμα και οι αδυναμίες της (νεοτροτσκιστικής) LCR έχουν ανοίξει ένα χώρο κοινωνικής διαμαρτυρίας που δεν καλύπτεται από κανένα δημοκρατικό κόμμα. Σ’ αυτό το πλαίσιο, τα κινήματα μπορεί να αναπτύξουν αντικαθεστωτικές λογικές που θα πάνε πιο μακριά από το επίπεδο της ρητορείας. Γι’ αυτό ζή τησε από τη Διεύθυνση Επιτήρησης της Επικράτειας να παρακο λουθήσει από πιο κοντά αυτό το φαινόμενο». Η κυβέρνηση Σαρκοζί ισχυρίζεται ότι ακραία κοινωνικά κινή ματα θα μπορούσαν να τροφοδοτήσουν μια αναβίωση του «αντάρ τικου των πόλεων», κατά το πρότυπο των ιταλικών Ερυθρών Τ α ξιαρχιών προηγούμενων δεκαετιών. Τον Ιούνιο του 2008, η ΑλιόΜαρί προώθησε διάταγμα με το οποίο διευρύνονται οι αρμοδιό τητες της Κρατικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (DCRI). Πέραν των συνήθων δραστηριοτήτων της (αντικατασκοπία, καταπολέμηση ισλαμικής τρομοκρατίας κλπ.), η υπηρεσία καλείται «να συμμε τέχει στην παρακολούθηση ιδιωτών, ομάδων, οργανώσεων και στην ανάλυση κοινωνικών φαινομένων τα οποία θα μπορούσαν δυνητικά, λόγω του ριζοσπαστικού χαρακτήρα τους, του ιδεολο γικού τους προσανατολισμού ή των μορφών δράσης τους, να θί ξουν την εθνική ασφάλεια».
Το φαινόμενο ενός αστυνομικού κράτους, όπου η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης γίνεται μόνιμη, επεκτείνεται, με τη μία ή την άλ λη αφορμή στις δυτικές κοινωνίες. Χθες ήταν η 11η Σεπτεμβρίου και ο «παγκόσμιος πόλεμος κατά της ισλαμικής τρομοκρατίας», σήμερα είναι το φάντασμα της εσωτερικής τρομοκρατίας ή απλώς
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
122
το κοινό έγκλημα. Ό π ω ς πάντα, πίσω από τις αφορμές βρίσκε ται η αιτία, κι αυτή δεν είναι άλλη από την έκρηξη του κοινωνι κού ζητήματος, το οποίο σέρνει πίσω του τον αυταρχισμό, όπως η χελώνα το καβούκι της. Από τη ληξιαρχική πράξη γέννησης του νεοφιλελευθερισμού στη Χιλή του Πινοτσέτ μέχρι σήμερα, ο οικονομικός φιλελευθερισμός συνοδεύεται από τον ανοιχτό ή συγκεκαλυμμένο πολιτικό απολυταρχισμό. Οι αγορές απελευ θερώνονται, ενώ οι άνθρωποι υποδουλώνονται σε καινούριους ζυγούς. Ό τι το φαινόμενο αυτό τείνει να προσλάβει καθολικές διαστά σεις φαίνεται από το γεγονός ότι πολλές κεντροαριστερές κυβερ νήσεις ξεπέρασαν σε αστυνομικό ζήλο τη Δεξιά, κάτι που φάνη κε από την πρώτη στιγμή στη Βρετανία με τις εκστρατείες των υπότονΤόνι Μπλερ Νέων Εργατικών με σύνθημα «μηδενική ανο χή απέναντι στο έγκλημα». Σήμερα, το μεγάλο νησί έχει δικαιώ σει τη σκοτεινή προφητεία του Όργουελ για το Μεγάλο Αδελφό, με τα τέσσερα εκατομμύρια κάμερες ηλεκτρονικής παρακολού θησης που έχουν εγκατασταθεί - μία για κάθε δεκατέσσερις πο λίτες. Ακόμη και μια συντηρητική εφημερίδα όπως η Datly Telegraph εξεγείρεται διαπιστώνοντας ότι η Βρετανία έχει καταντήσει «έθνος υπόπτων», όπου «μας κατασκοπεύουν περισσότερο και απ’ ό,τι συμβαίνει στη Βόρεια Κορέα»! Ο αρθρογράφος στρέφει την ορ γή του ιδιαίτερα εναντίον της νέας υπηρεσίας ασφαλείας ISA (Independent Safeguarding Authority), που δημιουργήθηκε το 2006. Στο μέλλον, «η παροχή πιστοποιητικού μητρώου από αυτή την αναπτυσσόμενη υπηρεσία θα αποτελεί εξίσου απαραίτητο προσόν με την επαγγελματική ειδίκευση για κάθε θέση εργασί ας», γράφει ο Φίλιπ Τζόνστον. θ α γνωστοποιεί στον κόσμο ότι δεν είστε παιδεραστής, ότι δεν έχετε επιτεθεί σε παιδί και ότι δεν
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΓΟ ΜΕΛΛΟΝ
123
είστε επικίνδυνος για τους ηλικιωμένους. Το κράτος θα πιστοποιεί ότι δεν είστε τέρας».81 Ιδιαίτερα τολμηρό, αναφορικά με τις οιονεί ολοκληρωτικές τάσεις του ύστερου καπιταλισμού είναι το πρόσφατο βιβλίο του Εμανουέλ Τοντ Μετά τη Δημοκρατία ,82 πολύ περισσότερο αφού δεν προέρχεται από το χώρο της μαρξιστικής Αριστερός, αλλά από έναν επιστήμονα που τοποθετείται στο ευρύτερο φάσμα του γκολισμού και μέχρι πρόσφατα βρισκόταν κοντά στον πρώην πρω θυπουργό της Γαλλίας, Ντομινίκ ντε Βιλπέν. Το πρόβλημα, κατά τον Τοντ, εστιάζεται στο πέρασμα του κα πιταλισμού «από τη δημοκρατία στην ολιγαρχία». Μια έκρηξη ανισοτήτων, που αναβιώνει στον 21ο αιώνα τάσεις του Μεσαίω να, με την πλουτοκρατία να αποσύρεται στις οχυρωμένες κοινό τητες, τα νέα «bourg», και το νέο υποπρολεταριάτο να ασφυκτιά στις αχανείς παραγκουπόλεις, τα slum, στις περιφέρειες των αστι κών κέντρων. Είκοσι χρόνια μετά την πτώση του Τείχους του Βε ρολίνου, ο παγκόσμιος καπιταλισμός υψώνει νέα οικονομικά Τεί χη, στο Ρίο Γκράντε, στα σύνορα ΗΠΑ-Μεξικού, ή στο Ρίο ντε Ζανέιρο και το Μπουένος Αιρες, όπου μάλιστα οι αριστερές κυβερ νήσεις του Λούλα και της Κίρτσνερ βάλθηκαν να προστατέψουν το τουριστικό κέντρο και τις «καλές» συνοικίες από τους «κατα ραμένους» των παραγκουπόλεων. Αν δεν υπάρξει ριζική αλλαγή κοινωνικού υποδείγματος και το σύστημα αφεθεί στη λογική των τυφλών νόμων του, δύο είναι τα πιθανά σενάρια για την πολιτική εξέλιξη κατά τον Εμανουέλ Τοντ. Το πρώτο είναι αυτό μιας μορφής ανοιχτού απολυταρχισμού, με την αναθεώρηση άρθρων του συντάγματος, την κατάρ 81 Philip Johnston, «Criminal record checks are tu rn in g us into a nation of suspects», The Daily Telegraph, 28/10/2009. 82. Emmanuel T odd, Aprh la Democralte, εκδ. Gallimard, 2008
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
124
γηση της καθολικής ψηφοφορίας ή τη μετατροπή της σε άδειο κέλυφος - ήδη, όπως ο ίδιος σημειώνει, ουσιαστικές αποφάσεις σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης λαμβάνονται ερήμην των λαών. Ο συγγραφέας πραγματοποιεί, μάλιστα, μια τολμηρή αντιστρο φή: Αντί η στροφή της Κίνας προς τον καπιταλισμό να την οδη γήσει στην υιοθέτηση του δυτικοΰ προτύπου αστικής δημοκρατί ας, είναι πιθανό να γίνει τελικά το αντίστροφο, να προσαρμοστεί η Δΰση, δηλαδή, στο κινεζικό μοντέλο του απολυταρχικού καπι ταλισμού, κι από τη «συναίνεση της Ουάσιγκτον» να πάμε σε μια «συναίνεση του Πεκίνου», που θα συνδυάζει τα χειρότερα χαρα κτηριστικά των δύο συστημάτων. Το δεύτερο σενάριο είναι αυτό του «εθνοτικού κράτους»: Μια Δημοκρατία για τους λίγους, σχετικά προνομιούχους, που οικοδομείται πάνω στην εχθρότητα απέναντι στον αποκλεισμένο Αλ λο - όπως συνέβαινε, τηρουμένων των αναλογιών, με την Αθηνα ϊκή Δημοκρατία, όπου ο Αλλος ήταν ο δούλος ή ο «βάρβαρος», με την Αμερική των αποκλεισμένων Ινδιάνων και μαύρων, με τη Νό τια Αφρική του απαρτχάιντ και με το σύγχρονο Ισραήλ της πα λαιστινιακής κατοχής. Το σενάριο αυτό αποτελεί, κατά τον Τοντ, το δρόμο που ήδη ακολουθεί ο Σαρκοζί, αναζητώντας τον Αλλο στο πρόσωπο των μεταναστών, των νέων των προαστίων, των μου σουλμάνων - εξ ου και η κρυπτοξενοφοβική καμπάνια του περί «εθνικής ταυτότητας» στα τέλη του 2009. Είναι ο δρόμος που επι χειρεί να εκτρέφει τους ταξικούς και πολιτικούς αγώνες προς το ανορθολογικό, φυλετικό, θρησκευτικό ή εθνοτικό μίσος. Στον ίδιο δρόμο ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι στην Ιταλία δεν δίστασε να ανα σύρει μορφές δανεισμένες από το οπλοστάσιο του φασισμού, με τις διαβόητες «περιπολίες εθελοντών» εναντίον μεταναστών.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
125
Υπό αυτό το πρίσμα, το «δημοκρατικό πρόβλημα» επανέρχεται στην ημερήσια διάταξη. Ό χ ι όμως με την παλιά μορφή του αντι φασιστικού αγώνα, αφού η νέα, λαϊκιστική, ξενοφοβική ακροδε ξιά δεν έχει σχέση με τα ανατρεπτικά ρεύματα μαχητικής στρά τευσης μαζών, όπως ήταν ο ιταλικός φασισμός και ο γερμανικός εθνικοσοσιαλισμός. Περισσότερο παίζει το ρόλο τον «λαγού» στους αγώ νες δρόμου, ηαρασνροντας δεξιότερα όλο το αστικό πολιτικό φάσμα: Πίσω από τον Λεπέν τρέχει ο Σαρκοζί και πίσω από τον Σαρκοζί η Σεγκολέν Ρουαγιάλ. Περισσότερο από τον Καρατζαφέρη είναι επικίνδυνη η
εφαρμογή της ατζέντας του από τον Μαρκογιαννάκη και τον Χρυσοχοΐδη. θ α ήταν αυτοχειριαστικό λάθος να πέσει η αντισυστημική Αρι στερά στην παγίδα που της στήνουν και να γίνει το ένα από τα δύο «άκρα» που συγκρούεται με το «άλλο άκρο», σε ένα σκηνικό του τύπου: ακροαριστεροί, μετανάστες και αναρχικοί εναντίον ακροδεξιών, νοικοκυραίων και ΜΑΤ. Γενικότερα, να αυτοπεριχαρακωθεί η Αριστερά ως η «παράταξη των μειονοτήτων» αντί να είναι, στο λόγο και στην πράξη της, η παράταξη που φιλοδοξεί να εκφράσει την εργαζόμενη πλειονότητα. Ό χ ι η γκετοποιημένη «Αριστερά των Εξαρχείων», αλλά η δυναμική Αριστερά του σω ματικού και πνευματικού μόχθου. Εκείνη που θα δώσει τη βασι κή μάχη για τη δημοκρατία στο δικό της γήπεδο, διεκδικωνιας τψ πραγματική ασφάλεια τον εργαζόμενου άνθρωπον - τψ ασφάλεια απέναντι στψ ανεργία και τ ψ απόλυση, τ ψ ανέχεια και τ ψ εργοδοτική αυθαιρεσία, τ ψ αρρώστια και τα γηρατειά.
Με ανάλογο τρόπο πρέπει να δει η Αριστερά την αναβίωση των «εθνικών» διαθέσεων στις συνθήκες της κρίσης και τη χειραγωγική αξιοποίησή τους από τις κυρίαρχες δυνάμεις. Το ζήτημα αυτό αποκτά κατά καιρούς μια ιδιαίτερη φόρτιση στην Ελλάδα λόγω του πάγιου ανταγωνισμού με τη στρατιωτικά υπέρτερη και
126
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
ανοιχτά διεκδικητική (όχι μόνο στην Κύπρο, αλλά και στο Αι γαίο) Τουρκία, η προνομιακή σχέση της οποίας με τις ΗΠΑ θρέ φει τον αντιαμερικανισμό, ακόμη και σε τμήματα της αστικής τάξης και των μηχανισμών της. Το γεγονός αυτό προσφέρει δυ νατότητες επικοινωνίας της Αριστερός με ευρύτερα στρώματα, όπως επιβεβαίωσαν όχι μόνο η αντιδικτατορική πάλη και η με ταπολίτευση, αλλά και οι πρόσφατες εμπειρίες από τη μαζική αντίδραση στον πόλεμο κατά της Γιουγκοσλαβίας και στο σχέ διο Ανάν για τη μετατροπή της Κύπρου σε αμερικανοβρετανικό προτεκτοράτο. Εμπειρίες που υπενθύμισαν επίσης ότι συχνά, πί σω από τις υπερ-αντιεθνικιστικές και υπερ-«αριστερές» κορόνες ορισμένων, κρύβεται η δουλικότητα απέναντι στην ιμπεριαλιστι κή Νέα Τάξη. Ωστόσο, η αναθέρμανση των ρευμάτων υπέρ της «εθνικής κυ ριαρχίας», των souveraintsles, όπως τους λένε οι Γάλλοι, είναι γενι κότερο φαινόμενο, που ξεφεύγει από τις ελληνικές ιστορικές ιδι ομορφίες. Τροφοδοτείται από την κρίση του παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελευθερισμού και την αγριότητα της αποχαλινωμένης αμερικανικής μονοκρατορίας μετά την κατάρρευση του ανατολι κού μπλοκ. Από τη σκοπιά της Αριστερός, μπορεί να έχει νόημα στο βαθμό που στρέφεται εναντίον του ιμπεριαλισμού {κάθε ιμπε ριαλισμού) και στο βαθμό που υπερασπίζεται την ανάγκη της ερ γατικής τάξης να οργανωθεί ελεύθερα και κυρίαρχα σε εθνική κλίμακα για να ανατρέψει τον αντίπαλό της, ο οποίος επίσης ορ γανώνεται σε εθνική κλίμακα, γύρω από το εθνικό του κράτος. Ο μεταμοντέρνος κοσμοπολιτισμός, που έγινε της μόδας μετά τα γε γονότα του Σιάτλ, τον Δεκέμβρη του 1999, και που βλέπει τον κοι νωνικό αγώνα να εξελίσσεται εφεξής σύμφωνα με το σχήμα «πα γκόσμια αστική τάξη-παγκόσμιο κίνημα κατά της παγκοσμιοποί ησης», είναι ξεκάθαρα ουτοπικός, αν μιλάμε βέβαια για πραγμα
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
127
τικό κίνημα ανατροπής και όχι για σποραδικά κινηματικά γεγο νότα ανά τον κόσμο. Κι αυτό γιατί υπερπηδά το μόνο πεδίο όπου τα λαϊκά στρώματα μπορούν να οργανωθούν, να ψηφίσουν, να απεργήαουν και να ανατρέψουν. Εντέλει, ισχύει πάντα η θέση του Μαρξ ότι η ανα
παραγωγή του κεφαλαίου εξελίσσεται στο πλαίσιο του εθνικού κοινωνικού σχηματισμού και ότι, επομένως, ο αγώνας των εργα τών είναι μεν διεθνής στο περιεχόμενό του, αλλά και αναπόφευ κτα εθνικός στη μορφή του. Ωστόσο, η αξιοποίηση των «εθνικών» διαθέσεων έχει τα όρια και τους προφανείς κινδύνους της. Από τη σκοπιά της Αριστερός, το εθνικό δεν μπορεί παρά να συνδέεται και να υποτάσσεται στον αγώνα για κοινωνική χειραφέτηση. Διαφορετικά, αν γίνει αυτο σκοπός και υπέρτατη αξία, οδηγεί στην ουρά του αστικού εθνικι σμού, αλλά και του διεθνούς ιμπεριαλισμού, μέσω των οποίων θα επιδιώξει κάποια στιγμή να υλοποιήσει τις βλέψεις του. Χαρα κτηριστική είναι η περίπτωση των «πατριωτών» εκείνων οι οποί οι, βλέποντας το παιχνίδι του Ερντογάν με τις αραβικές και μου σουλμανικές χώρες, προτείνουν έναν άξονα της Ελλάδας με το Ισ ραήλ. Αλλωστε, η ελλψική αστική τάξη, παρά τις επιμέρονς, τακτικές συ γκρούσεις τψ, ούτε είχε ποτέ ούτε έχει σήμερα αυτοτελή συμφέροντα από τον ιμπεριαλισμό, αντιθέτως μάλιστα συμμετέχει οργανικά, έστω και
από δευτερεύουσα θέση, στο ευρωπαϊκό ιμπεριαλιστικό κέντρο, μέσω του οποίου αποσπά μερίδιο του φόρου υποτέλειας από τα εκμεταλλευόμενα έθνη. Η υπεράσπιση του γνήσιου διεθνισμού (σε αντιδιαστολή με τον αστικό κοσμοπολιτισμό) της Αριστερός είναι κρίσιμης σημασίας, πολύ περισσότερο αφού η οικονομική κρίση λιπαίνει το έδαφος για να βλαστήσουν ξανά τα άνθη του κακού, με τη μορφή των μεγάλης κλίμακας εθνικιστικών συγκρού σεων.
Τ Ο ΤΕΛΟΣ TOY ΚΟΣΜΟΥ Ο Π Ω Σ Τ Ο Ν ΞΕΡΑΜΕ
Κάτι αλλόκοτο συνέβη στην Ουάσιγκτον τη Δευτέρα 27 Ιουλίου 2009. Αντιπροσωπεία Κινέζων αξιωματοΰχων εισέβαλε στην αμε ρικανική πρωτεύουσα, έκανε φύλλο και φ ΐερό το υπουργείο Οι κονομικών και ζήτησε επιτακτικά από τον επικεφαλής του, τον Τίμοθι Γκάιτνερ, να ισοσκελίσει τον άκρως ελλειμματικό κρατι κό προϋπολογισμό. «Η Κίνα έχει επενδύσει τεράστια κονδύλια στις Ηνωμένες Πολιτείες, κυρίως αγοράζοντας ομόλογα του αμε ρικανικού δημοσίου. Ανησυχούμε για την ασφάλεια των περιου σιακών μας στοιχείων», δήλωσε ενώπιον των δημοσιογράφων ο Κινέζος υφυπουργός Οικονομικών. «Ειλικρινά ελπίζουμε ότι το αμερικανικό έλλειμμα θα μειώνεται χρόνο με το χρόνο», πρόσθεσε ο εκπρόσωπος του Πεκίνου, σε έναν τόνο που θύμιζε τον κομι σάριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Χοακίν Αλμούνια να κουνάει απειλητικά το δάχτυλο στον υπουργό Οικονομικών μιας Εσθονί ας ή μιας Ουγγαρίας. Απαντώντας με το δέοντα σεβασμό, ο Γκά ιτνερ διαβεβαίωσε ότι η Αμερική «είναι αποφασισμένη να λάβει τα αναγκαία μέτρα ώστε να μειώσει τα ελλείμματα σε πιο αποδε κτά όρια, εφόσον τερματιστεί η ύφεση». Η εξέλιξη είναι εντυπωσιακή, αλλά όχι παράδοξη, αφού η Κί να είναι ένας από τους μεγαλύτερους πιστωτές της καταχρεωμέ νης Αμερικής, με συνολικές επενδύσεις που φτάνουν το αστρονο μικό ύψος των δύο τρισεκατομμυρίων (τρις!) δολαρίων, μια μάζα
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
129
κεφαλαίων που αν έφευγε ξαφνικά από την Αμερική θα γκρέμιζε αυτομάτως το δολάριο από το θρόνο του και θα βύθιζε την υπερδύναμη στον εφιάλτη του στασιμοπληθωρισμού. Πόσο απότομα ήρθαν άνω κάτω τα πράγματα, έτσι που «οι κομμουνιστές του Πε κίνου να μας ταπεινώνουν οικονομικά» και «να αναδεικνύονται καλύτεροι καπιταλιστές από εμάς», αναρωτιόταν αρθρογράφος του αμερικανικού περιοδικού The Nation.83 Το περιστατικό αυτό αποτελεί έναν από τους πολυάριθμους οιωνούς μεγάλων ανατροπών στο πεδίο της γεωπολιτικής, που επωάζει η παγκόσμια ύφεση της τελευταίας διετίας. Και δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, αφού κάθε μεγάλων διαστάσεων οικονομική κρίση φέρνει στην επιφάνεια, επικυρώνει και απο κρυσταλλώνει αλλαγές στους συσχετισμούς των δυνάμεων που ωρίμαζαν υπόγεια από καιρό. Έ χει, βέβαια, κανείς την αίσθηση ότι βρισκόμαστε ακόμη σε μια μεταβατική εποχή όπου το παλιό πεθαίνει, αλλά δεν έχει ακόμη πεθάνει, και το καινούριο γεννιέ ται, αλλά δεν έχει ακόμη γεννηθεί. Μια «χαοτική» στιγμή μεγά λης αστάθειας του παγκόσμιου συστήματος, όπου οι βασικές τά σεις απέχουν πολύ από το να έχουν αποκρυσταλλωθεί. Ωστόσο, ορισμένες σπουδαίες ανατροπές είναι ήδη ορατές. Ανάμεσα σ’ αυ τές ξεχωρίζει ο τερματισμός της «στιγμής» της αμερικανικής μο νοκρατορίας.
Ό πω ς ήδη σημειώθηκε, η αμερικανική πρωτοκαθεδρία είχε αρ χίσει ήδη να ροκανίζεται, στο βιομηχανικό επίπεδο, από τα τέλη της δεκαετίας του ’60, με την ανάδυση δυναμικών ανταγωνιστών στα πρόσωπα της Γερμανίας και της Ιαπωνίας. Στο γεωπολιτικό 83. Robert Scheer, «The Chinese come calling», The Nation, 29/7/2009
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
130
πεδίο, η ισχύς της Αμερικής υπέστη σοβαρά πλήγματα, με κυριότεροτην ιστορική ήτια στο Βιετνάμ, και έφτασε στο ναδίρ το 1979 με την ιρανική επανάσταση. Η Ριγκανική αντεπίθεση ανε'στειλε αυτή την τάση και ανέκτησε μέρος του χαμένου εδάφους. Ή ταν όμως η κατάρρευση της Σοβιετικής αυτοκρατορίας -π ιο γρήγο ρη από ό,τι περίμεναν και οι πιο διορατικοί ηγέτες της Δΰσηςπου χάρισε στην Αμερική τη «στιγμή» της παγκόσμιας μονοκρα τορίας της, κάτι που δεν είχε προηγούμενο ουτε στην αυτοκρατορική Ρώμη και επισφραγίστηκε με τόσο θεαματικό τρόπο στον πόλεμο του πρώτου «πλανητάρχη» στην ιστορία, του πατρός Μπους, εναντίον του Ιράκ, το 1991. Ή δ η όμως από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 η αμερικανική μονοκρατορία άρχισε να εμφανίζει σημάδια διάβρωσης. Στη Λα τινική Αμερική, μέχρι πρότινος πίσω αυλή των ΗΠΑ, αλλεπάλλη λες οικονομικές κρίσεις και κοινωνικές εξεγέρσεις έφεραν στην εξουσία λιγότερο ή περισσότερο ριζοσπαστικές δυνάμεις με ανα φορά στα λαϊκά στρώματα και υποστήριξη από το «πατριωτικό» τμήμα της αστικής τάξης, που έπαιρνε αποστάσεις (Λοΰλα, Κίρτσνερ) ή και ερχόταν σε ρήξη (Τσάβες) με την αμερικανική πολι τική. Η Ρωσία, αφού έφτασε, επί Γιέλτσιν, στα έσχατα όρια οικο νομικής κατάπτωσης και πολιτικής ταπείνωσης με την κατάρρευ ση του ρουβλίου και τον πόλεμο του Κλίντον κατά της Σερβίας παρά το ρωσικό βέτο στον ΟΗΕ, άλλαξε ρότα με την ανάδειξη του Πούτιν από το πιο μαχητικό, διεκδικητικό τμήμα του νέου, «κρατικο-ολιγαρχικού» καπιταλισμού. Αλλά οι κυριότερες ανησυχητικές, για την Ουάσιγκτον, εξελί ξεις προέρχονται από τις δύο άκρες της μεγάλης ευρασιατικής μάζας. Η Ευρωπαϊκή Ένωση καθιέρωνε το ευρώ, έναν άμεσο, επι κίνδυνο ανταγωνιστή του δολαρίου. Το κοινό νόμισμα δημιούρ γησε αυτομάτως τη δυνατότητα του ευρωπαϊκού προστατευτισμού
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
131
σε βάρος των αμερικανικών προϊόντων και ενίσχυσε τη ροπή προς την πολιτική και στρατιωτική ενοποίηση της Ευρώπης, κάτι που θα οδηγούσε δυνητικά στη διάλυση του ΝΑΤΟ και στην απόσπα ση της Βρετανίας από την «ειδική σχέση» της με τις ΗΠΑ. Στην άλλη άκρη της Ευρασίας, η άνοδος της Κίνας και η ε'κρηξη του αντιαμερικανισμού μετά την κρίση του 1997 άλλαζαν ταχύτατα τους συσχετισμούς στη Ν.Α. Ασία. Τα σημάδια της προϊούσας αμερικανικής παρακμής κορυφώθηκαν με την κατάρρευση του NASDAQ το 2001, που έδειξε ότι το αμερικανικό μοντέλο δεν υπό σχεται τον καλύτερο των δυνατών κόσμων. Είναι σ’ αυτό το κλίμα που παίρνουν το πάνω χέρι οι Αμερικα νοί νεοσυντηρητικοί, με καταλύτη τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Έτοιμοι από καιρό με το Σχέδιο για έναν Νέο Αμερικανικό Αιώνα (PNAC), βάζουν σε εφαρμογή τις ιδέες τους
μέσω του παγκόσμιου «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» των Μπους-Τσέινι. Η κεντρική ιδέα είναι να χαλιναγωγηθούν οι φυγόκεντρες τάσεις και να εξασφαλιστεί μακροπρόθεσμα η αμερικανι κή μονοκρατορία με τη θωράκιση της συντριπτικής αμερικανικής υπεροχής σε τρία καίρια μέτωπα: στρατός - πετρέλαια - χρήμα. Το πρώτο θύμα των πολέμων της εποχής Μπους ήταν τα με ταμοντέρνα ιδεολογήματα περί υπέρβασης του ιμπεριαλισμού και του εθνικού κράτους την εποχή της οικονομικής παγκοσμιοποίη σης, τα οποία άσκησαν σημαντική επιρροή και σε χώρους της Αριστερός. Σε κάθε περίπτωση, η επένδυση στον «πολεμικό κα πιταλισμό» έγινε μπούμερανγκ για την Αμερική: αντί να ανακό ψει τη φθορά της, κατέληξε να την επιταχύνει απότομα. Το διπλό Βατερλό στο Ιράκ του Αμπού Γραΐμπ και στη Νέα Ορλεάνη του τυφώ να Κ ατρίνα -έν α είδος α μ ερ ικα νικού Τ σ ερ ν ό μ π ιλ επιβεβαίωσε ότι η Αμερική πάσχει από τη νόσο της ιμπεριαλιστι κής υπερεπέκιασης: στρατιωτική επέκταση πέρα από τα όρια των
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
132
οικονομικών δυνατοτήτων. Μια γεροντική ασθένεια, η οποία, όπως έχει αναλύσει ο ιστορικός Πολ Κένεντι,84 στάθηκε μοιραία για όλες τις αυτοκρατορίες από την εποχή της Ρώμης. Αποδυνα μωμένη εσωτερικά και εξωτερικά, η Αμερική κατέληξε να ακτι νοβολεί μόνο κτηνώδη δύναμη (η οποία εκφυλιζόταν ολοένα και πιο πολύ σε κτηνώδη αδυναμία), το είδος της κυριαρχίας χωρίς ηγε μονία που περιγράφει ο Τζοβάνι Αρίγκι.85
Πραγματικά, το υπέρογκο κόστος των πολέμων σε Ιράκ και Αφγανιστάν έπαιξε σημαντικό ράλο στη δημοσιονομική έκρηξη, με το πλεόνασμα 433 δισεκατομμυρίων δολαρίων του 2000 να μετατρέπεται σε έλλειμμα 368 δισεκατομμυρίων το 2004.86 Στο με ταξύ, σε αντίθεση με ευρέως διαδεδομένους μύθους, η Αμερική χάνει έδαφος, σε σχέση με τους ανταγωνιστές της, στο αποφασι στικό πεδίο της παραγωγικότητας, όπως δείχνουν τα αυξανόμενα ελλείμματά της στους πιο καινοτόμους τεχνολογικά τομείς: 4 δι σεκατομμύρια δολάρια στις τηλεπικοινωνίες, 9 δισεκατομμύρια στις μηχανοκατασκευές, 2 δισεκατομμύρια δολάρια στις ηλεκτρο νικές και ηλεκτρικές συσκευές - μόνη εξαίρεση το πλεόνασμα 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων στον τομέα του επιστημονικού εξο πλισμού. Συνολικά, από το 1990 μέχρι το 2003, το μερίδιο των ΗΠΑ αναφορικά με τις παγκόσμιες εξαγωγές προϊόντων υψηλής τεχνολογίας έπεσε από 23% σε 16%, ενώ το αντίστοιχο της Ευρώ πης σημείωσε μικρότερη πτώση, από 37% σε 32%, για να γίνει δι πλάσιο της Αμερικής, και της Ασίας αυξήθηκε θεαματικά από 33% σε 43%.87 84. Paul K ennedy, The Rue and Fall o f the Great Powers, εκδ. Vintage Books, 1989. 85. Giovanni Arrighi, Adam Smith in Betjmg, κεφ. 7, εκδ. Verso 2007. 86. Jacques Sapir, Le nouveau XXIe micle, σ 129, εκδ. Seuil, 2008. 87. Jacques Mistral, Im Troisibne Revolution AmMcame, κεφ. VI, εκδ. Perrin, 2008
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
133
Η οικονομική κρίση του 2007 ήταν η χαριστική βολή στο σχέ διο των νεοσυντηρητικών, το καταλυτικό γεγονός που ώθησε στο Λευκό Οίκο τον πρώτο μαύρο πρόεδρο στην αμερικανική ιστο ρία, έναν από τους ελάχιστους πολίτικους πρώτης γραμμής που είχαν αντιταχθεί από την πρώτη στιγμή στον πόλεμο του Ιράκ. Η παντελής αδυναμία της Αμερικής του Μπους να προστατέψει τη σύμμαχο Γεωργία του Σαακασβίλι όταν αυτή κατατροπώθηκε από την ισχυροποιημένη (παρά την αστάθειά της) Ρωσία του Πουτιν στο σύντομο πόλεμο το καλοκαίρι του 2008 κατέδειξε με τον πιο εμφαντικό τρόπο την αλλαγή στους διεθνείς συσχετισμούς δύναμης, επέτεινε την κρίση του ΝΑΤΟ και δημιούργησε υποθή κες για ανασύσταση της παραδοσιακής σφαίρας επιρροής του Κρεμλίνου. Ο Μ παράκ Ο μπάμα ήρθε στην εξουσία με εντολή τη διαχεί ριση μιας συντεταγμένης υποχώρησης της αμερικανικής υπερδυναμης στο εξωτερικό, ώστε να απελευθερωθούν πόροι για την αντιμετώπιση των πιο επιτακτικών προβλημάτων της στο εσωτε ρικό. Την πρώτη χρονιά της προεδρίας του, έδωσε μηνύματα αναδίπλωσης σε πολλά μέτωπα: μείωση της αμερικανικής εμπλο κής στο Ιράκ, ακύρωση της αντιπυραυλικής ασπίδας για κατευ νασμό της Ρωσίας, χειρονομίες καλής θέλησης προς Ιράν και Βε νεζουέλα. Ωστόσο, τα δύσκολα είναι μπροστά του. Ούτε η ρητορική δει νότητα ούτε το Νομπέλ Ειρήνης τον βοήθησαν να κλείσει έναν από τους δύο πολέμους που κρατούν καθηλωμένη την Αμερική, ή οποιοδήποτε άλλο μέτωπο στην εξωτερική πολιτική. Μπροστά του ανοίγεται ένα πολύ στενό μονοπάτι ανάμεσα σε δύο γκρεμούς. Από τη μια πλευρά τον απειλεί το σύνδρομο Γκορμπατσόφ, ο κίν δυνος να εμφανιστεί, στα μάτια του αμερικανικού κατεστημένου, ως ο ενδοτικός πρόεδρος των μάταιων ευχολογίων, ο οποίος πα
134
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
ραχωρεί αμαχητί έδαφος στους ανταγωνιστές της Αμερικής. Από την άλλη τον κατατρέχει το σύνδρομο Τζόνσον: όπως ο διάδοχος του Κένεντι, σε πείσμα των κοινωνικών του μεταρρυθμίσεων στο εσωτερικό, έμεινε στην ιστορία για την κλιμάκωση του βρόμικου και αδιέξοδου πολέμου στο Βιεντάμ, έτσι και ο Ο μπάμα κινδυ νεύει να δει τη θητεία του να σφραγίζεται πολύ γρήγορα από την παγίδευσή του στο ναρκοπέδιο του Αφγανιστάν. Αν αποτύχει η αναζήτηση συντεταγμένης αναδίπλωσης από τον Ομπάμα, είναι πολύ πιθανό να περάσει στην ιστορία ως μια σύντομη παρένθεση, που θα δύσει τη θέση της σε μια πολύ πιο σκληρή, απο φασιστική αμερικανική αντεπίθεση με απρόβλεπτο κόστος για τον κόσμο όλο. Κάτι ανάλογο, δηλαδή, με την έναρξη του ριγκανικού χειμώ
να μετά την αποτυχία της μεσοβασιλείας Κάρτερ. Σε αυτή την πε ρίπτωση, δεν αποκλείεται η Αμερική να προσπαθήσει να επανα βεβαιώσει την ηγεμονία της με μια νέα παγκόσμια εκστρατεία, όπου, μετά την κόκκινη απειλή του κομμουνισμού και την πράσι νη του ισλαμισμού, κυριότερος υποψήφιος για το ρόλο του σκιάχτρου θα είναι η κίτρινη απειλή της Κίνας.
Η εξέλιξη της πολυπληθέστερης χώρας του κόσμου αντιπροσω πεύει σήμερα την πιο σημαντική, ακαθόριστη παράμετρο της πα γκόσμιας γεωπολιτικής εξίσωσης. Η οικονομική της μεταμόρφω ση, ιδιαίτερα από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 -η οποία, φυ σικά, δεν θα ήταν δυνατή αν δεν είχε αποκατασταθεί, επί Μάο, η εθνική ανεξαρτησία και ένα ισχυρό αναπτυξιακό κράτος- είναι πραγματικά εκπληκτική. Η χώρα που μέχρι χθες πάσχιζε να εξα σφαλίσει «ένα σιδερένιο μπολ ρύζι» για κάθε αγρότη σήμερα πα ράγει τα δύο τρίτα των φωτοτυπικών, των υποδημάτων, των παιχνιδιών και των φούρνων μικροκυμάτων του κόσμου- τις μισές συ
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
135
σκευές DVD, ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές και είδη ένδυσης· το ένα τρίτο των σκληρών δίσκων και των προσωπικών ηλεκτρο νικών υπολογιστών· και το ένα τέταρτο των κινητών τηλεφώνων, των στερεοφωνικών συγκροτημάτων αυτοκινήτων και των τηλεο ράσεων του πλανήτη.88 Τρεις από τις δέκα μεγαλύτερες πολυεθνι κές βιομηχανίες και οι τρεις μεγαλύτερες τράπεζες του κόσμου εί ναι κινεζικές.89 Σε όλες τις προηγούμενες διεθνείς κρίσεις έπεφτε σε μια από τις μεγάλες οικονομίες της Δΰσης ο ρόλος της ατμομηχανής που θα τραβούσε το διεθνή καπιταλισμό έξω από το βάλτο. Η κρίση της τελευταίας διετίας ξεκίνησε από τη Γουόλ Στριτ, παρέσυρε στην κινούμενη άμμο της ύφεσης όλα τα παραδοσιακά ιμπερια λιστικά κέντρα και ανέδειξε την Κίνα ως τη βασική ατμομηχανή της ανάκαμψης. Ακόμη και στο ζενίθ της διεθνούς ύφεσης, η κι νεζική οικονομία αναπτυσσόταν με ετήσιο ρυθμό όχι μικρότερο του 7%, ενώ η χώρα απέφυγε μεγάλης κλίμακας κοινωνικές εξε γέρσεις, πράγμα που αποτέλεσε μια κρίσιμη δοκιμασία του κινέ ζικου «θαύματος», το οποίο επέδειξε αξιοσημείωτες αντοχές. Η συμβιωτική σχέση ανάμεσα στην αμερικανική και στην κι νεζική οικονομία, για την οποία έγινε λόγος, οδήγησε αρκετούς διεθνείς αναλυτές να μιλήσουν για το ενδεχόμενο μιας άτυπης G-2, μιας μελλοντικής συγκυριαρχίας των δυο μεγα-κρατών στις πα γκόσμιες υποθέσεις. Μεταξύ εκείνων που υποστήριξαν αυτό το ενδεχόμενο ήταν ο Τζοβάνι Αρίγκι, ο οποίος ανέφερε το προη γούμενο του ζεύγους Βρετανία-Αμερική: Ηγεμονική υπερδύναμη του 19ου αιώνα, η Βρετανία κατάφερε να βρει ένα modus vivendi με το μεγάλο ανταγωνιστή της, ο οποίος τελικά την υπερσκέλισε,
88 Martin Jacques, When Chtna Rules the World, a. 162, εκδ. Allen Lane, 2009. 89. Pocket World in Figures - 2010 Edition, o. 66-67, εκδ. T h e Economist, 2009.
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
136
διατηρώντας μια ειδική σχέση μαζί του, με πυρήνα τη χρηματιστική συγκυριαρχία Γουόλ Στριτ-Σίτι του Λονδίνου.90 Ωστόσο, η αναλογία δεν φαίνεται πειστική - και όχι μόνο λό γω των συγκρουόμενων γεωστρατηγικών συμφερόντων μεταξύ των δυο μεγάλων δυνάμεων. Η συμπληρωματική οικονομική σχέ ση μεταξύ τους δεν είναι μακροπρόθεσμα βιώσιμη. Από τη μια πλευρά καταδικάζει την Κίνα στο ρόλο της πλατφόρμας συναρ μολόγησης των τελικών βιομηχανικών προϊόντων της Δύσης, η οποία διατηρεί τον έλεγχο της τεχνογνωσίας και την κατασκευή των πιο κρίσιμων εξαρτημάτων. Αποσπά έτσι φόρο υποτέλειας από το μεγάλο υπεργολάβο της, ο οποίος καθηλώνεται σε μια ανάπτυξη πυρετική μεν, πλην βασισμένη στα χαμηλά μεροκάμα τα και περιβαλλοντικά στάνταρ. Από την άλλη, η μετανάστευση βιομηχανικών θέσεων εργασίας στην Κίνα εξελίσσεται σε «εθνι κό πρόβλημα» για τις ίδιες τις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις, αφού οδηγεί στην καταστροφή ολόκληρων βιομηχανικών πόλεων και στη γενική καθήλωση των μισθών. Η επιβολή, από τον Μπαράκ Ομπάμα, εξοντωτικών δασμών, της τάξης του 35%, στα κινεζικά ελαστικά, τον Σεπτέμβριο του 2009, ένα μέτρο δραστικού προ στατευτισμού υπέρ της αμερικανικής αυτοκινητοβιομηχανίας, μαρτυρεί ότι η στρατηγική συνεργασία ΗΠΑ-Κίνας έχει ημερο μηνία λήξης. Η ίδια η Κίνα δεν έχει μέλλον ως ανερχόμενη παγκόσμια δύ ναμη αν δεν σπάσει το διαμορφωμένο παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας και δεν ανέβει στη σκάλα της τεχνολογίας. Γιατί, σε πεί σμα των οικονομικών επιτευγμάτων της, παραμένει από πολλές απόψεις αναπτυσσόμενη και όχι αναπτυγμένη χώρα, η οποία πα ράγει κατά κύριο λόγο προϊόντα MADE IN CHINA και όχι MADE 90 Giovanni Arrighi, Adam SmUh rn Beijing, a. 313, εκδ. Verso 2007.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
137
BY CHINA (φτιαγμένα σ ιψ Κίνα, αλλά όχι από την Κίνα). Εξάλλου,
η πυρετική ανάπτυξή της έχει έντονα χαρακτηριστικά υπερσυσσώρευσης, ιδίως στον κατασκευαστικό τομέα, σε σημείο που να αναρωτιέται κανείς μήπως η Κίνα, όπως και άλλες αναδυόμενες οικονομίες της περιφέρειας, είναι οι επόμενες, μετά τη Γουόλ Στριτ, γιγαντιαίες τοξικές φούσκες του παγκόσμιου συστήματος. Κάτω από τους μηχανικούς γερανούς, που κυριαρχούν στον ουρανό των μεγαλουπόλεων, συνηθισμένο είναι το θέαμα των εσω τερικών μεταναστών, που έχουν έρθει από πάμφτωχες αγροτικές περιοχές και δουλεύουν ανασφάλιστοι δώδεκα ή και δεκατέσσε ρις ώρες τη μέρα, εφτά μέρες τη βδομάδα, με διαλείμματα ύπνου σε κοντέινερ, που φιλοξενούν οχτώ και δέκα άτομα το καθένα, για να ορθώσουν τα γιγάντια εμπορικά κέντρα, τις νέες Πυραμίδες της εποχής μας. Εξίσου γκρίζα είναι συχνά η πραγματικότητα της κινεζικής υπαίθρου, όπου συνεχίζει να ζει άνω του 50% του πλη θυσμού, καθώς μεγάλες περιοχές βρίσκονται καθηλωμένες στην εποχή του αρότρου, του νεροβούβαλου και της βοϊδάμαξας, με κατά κεφαλήν εισόδημα κάτω του ενός ευρώ τη μέρα. Παραδοσιακά εξισωτική κοινωνία, η σημερινή Κίνα ξεπερνά ει ακόμη και την Αμερική στις κοινωνικές ανισότητες. Οι γονείς αναγκάζονται να πληρώσουν δίδακτρα όχι μόνο για την ανώτα τη, αλλά και για τη μέση εκπαίδευση, με αποτέλεσμα πολλά παι διά να μην τελειώνουν το Λύκειο. Εκατοντάδες εκατομμύρια Κι νέζων είναι ανασφάλιστοι, γι’ αυτό περιορίζουν στο ελάχιστο την κατανάλωση, ώστε να αποταμιεύουν για ώρα ανάγκης και για τα γηρατειά τους. Το ποσοστό κάλυψης των δαπανών υγείας από το κράτος είναι 70% στην Ευρώπη, 44% στην Αμερική και μόλις... 16% στην «κομμουνιστική» Κίνα! Εξίσου έντονες είναι οι ανισότητες ανάμεσα στις εύπορες, πα ράκτιες περιοχές και στην κινεζική ενδοχώρα, με την αναλογία
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
138
κατά κεφαλήν εισοδήματος να φτάνει το 1:13. Η εξέλιξη αυτή θρέφει τις διαθέσεις για μεγαλύτερη αυτονομία από την πλευρά των προνομιούχων ανατολικών περιοχών -κ ατ’ αναλογία, όπως συμβαίνει με την Καταλονία στην Ισπανία, ή με τη Λίγκα του Βορ ρά στην ιταλική Λομβαρδία- και τις αποσχιστικές τάσεις των πλη θυσμών της ενδοχώρας που νιώθουν «ριγμένοι», όπως συμβαίνει με τους μουσουλμάνους Ουιγούρους στην αχανή βορειοδυτική επαρχία του Σιντζιάνγκ. Ό λα αυτά σημαίνουν εντέλει ότι η αλλαγή οικονομικής και κοινωνικής στρατηγικής προς μια λιγότερο πυρετική αλλά πιο σταθερή ανάπτυξη, προσανατολισμένη πέρισσότερο στην τερά στια εσωτερική αγορά και όχι μόνο στις εξαγωγές, διαγράφεται ως επιτακτική αναγκαιότητα για την Κίνα, καθώς η γιγάντωση των κοινωνικών και περιφερειακών ανισοτήτων μπορεί να απει λήσει όχι μόνο το αυταρχικό καθεστώς, αλλά και την ίδια την εθνι κή συνοχή της αχανούς χώρας. Πολλά θα εξαρτηθούν και από τις ευρύτερες ανακατατάξεις στην περιοχή της Ανατολικής Ασίας, όπου το κρίσιμο ερώτημα εί ναι πώς θα διαμορφωθούν οι σχέσεις ανάμεσα στα δύο μεγαθή ρια, την Κίνα και τη δεύτερη, ακόμη, οικονομία του κόσμου, την Ιαπωνία, η οποία ετοιμάζεται να εκτοπιστεί από το μεγάλο γείτο να και παραδοσιακό ανταγωνιστή της. Οι Αμερικανοί προσπα θούν να εκμεταλλευτούν την ιστορική αντιπαλότητα και το σοκ που προκαλεί η άνοδος της Κίνας για να κρατήσουν την Ιαπωνία προσδεδεμένη στο άρμα τους - όπως κάνουν, άλλωστε, και με άλ λους γείτονες και ανταγωνιστές της Κίνας, όπως η Ινδία και το Βι ετνάμ. Ωστόσο, το ισχυρό βαρυτικό πεδίο που δημιουργεί η ισχυ ροποίηση της Κίνας ασκεί ολοένα και μεγαλύτερες ελκτικές δυ νάμεις ακόμη και στην Ιαπωνία. Δυνάμεις οι οποίες μ πορεί να γί νουν ακόμη σημαντικότερες μετά την ιστορική νίκη του νέου Ιά
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
139
πωνα πρωθυπουργού, Γιουκίο Χατογιάμα, ο οποίος εκπόρθησε το επί πενήντα πέντε χρόνια κυρίαρχο Φιλελεύθερο Δημοκρατι κό Κόμμα με μια γραμμή αυτονόμησης από τις ΗΠΑ και μετατό πισης του κέντρου βάρους της ιαπωνικής εξωτερικής πολιτικής στην Ασία. «Η Ανατολική Ασία, με τον αυξανόμενο οικονομικό δυναμισμό και την αλληλεξάρτηση των χωρών της, πρέπει να γίνει βασική σφαίρα δραστηριοποίησης της Ιαπωνίας», έγραψε ο νέος ηγέτης στην ισπανική El Pats.91 Αναγνωρίζοντας ότι η Κίνα έχει ήδη υπερσκελίσει την Αμερική ως ο υπ’ αριθμόν ένα εμπορικός εταίρος της Ιαπωνίας, ο Χατογιάμα ξεκίνησε ήδη την απόπειρα συμφιλίωσης των δύο ιστορικών ανταγωνιστών της Άπω Ανατολής: Δεσμεύτη κε ότι δεν πρόκειται να επισκεφτεί, όπως οι προκάτοχοί του, το μνημείο όπου έχουν ταφεί Ιάπωνες ηγέτες του Β' Παγκοσμίου Πο λέμου, προκαλώντας την οργή των μεγάλων γειτόνων του. Αν ο Χατογιάμα ακολουθήσει με συνέπεια αυτή την πολιτική φιλοσοφία (ένα πάρα πολύ μεγάλο «αν»), θα πρόκειται για μια τε κτονική αλλαγή, με παγκόσμιο αντίκτυπο: Έ νας ιστορικός συμ βιβασμός Κίνας-Ιαπωνίας, κατά το πρότυπο της Γαλλίας του Ντε Γκολ και της Γερμανίας του Αντενάουερ, θα έθετε τα θεμέλια για την ενοποίηση της Αν. Ασίας, διαμορφώνοντας έναν τριπολικό κό σμο, πλάι στις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Ή δη , ο Χατογιάμα έχει προ τείνει κοινό ασιατικό νόμισμα -α ν και αναγνωρίζει ότι θα χρεια στούν δέκα χρόνια για να δει το φως της ημέρας- και πολιτική ενοποίηση της περιοχής στο πρότυπο της ΕΕ. Μια εξέλιξη που θα μπορούσε να αποδειχτεί οικονομικό και γεωπολιτικό Περλ Χάρμπορ για την Αμερική του -γεννημένου στη Χ αβάη- Μ παράκ Ομπάμα. 91 Yukio Hatoyama, «La Have de la firaternidad», El Pais, 2/9/2009
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
140
Για έναν τουλάχιστον χράνο, από τη διάρρηξη της φούσκας στην αμερικανική αγορά κατοικίας μέχρι την πτώχευση της Lehman Brothers, η Ευρωπαϊκή Ένωση πρόβαλλε αυτάρεσκα ως το ασφα λές καταφύγιο απέναντι στη θύελλα της διεθνούς κρίσης που προκάλεσε η σπάταλη Αμερική. «Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα χάσουν το ρόλο της υπερδυναμης στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστη μα. Βαδίζουμε προς έναν πολυπολικό κόσμο», διακήρυξε ο Γερ μανός υπουργός Οικονομικών, Πέερ Στάινμπρουκ.92 Από την πλευρά του, το αμερικανικό περιοδικό Newsweek εξυμνούσε, σε σχετικό αφιέρωμα για την Ευρώπη, την «Ή πια Υπερδύναμη», τό σο διαφορετική στο κοινωνικό της μοντέλα από τον άγριο αμερι κανικό καπιταλισμό. «Η χρηματοπιστωτική κρίση μπορεί να αφή σει πίσω της μια Ευρώπη ισχυρότερη από την Αμερική» ήταν το κεντρικό συμπέρασμα του αφιερώματος.93 Γρήγορα όμως η κρίση έπληξε σκληρά και την απέναντι πλευ ρά του Ατλαντικού, αποκαλύπτοντας πόσο ασταθές είναι το οικο δόμημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η Εσθονία βρέθηκε στο χείλος της χρεοκοπίας, η κυβέρνηση της Ουγγαρίας κατέρρευσε και η χώρα χτύπησε ως ικέτης την πόρτα του Διεθνούς Νομισμα τικού Ταμείου· η μέχρι πρότινος «Κέλτικη Τίγρη» της Ιρλανδίας προβάλλει πλέον ως Ταϊλάνδη του Ατλαντικού, η ανεργία στην Ισπανία άγγιξε το εφιαλτικό 20% και ο Γκόρντον Μπράουν, ο οποίος εμφανιζόταν ως νέος Σούπερμαν, σωτήρας της παγκόσμι ας οικονομίας τον Οκτώβριο του 2008, εθεωρείτο πολιτικό πτώ μα ένα χρόνο αργότερα. Στην πραγματικότητα, η κρίση απέδειξε ότι η Ευρωπαϊκή Ένω ση αποτελεί μέρος όχι της Χύσης, αΧΧά του ίδιου του προβλήματος. Οικοδο92 Elitsa Vucheva, «France Laissez-faire capitalism is over», www euobserver com, 29/9/2008. 93 Stefan Theil, «The Modest Superpower», Newsweek, 16/11/2009
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
141
μήθηκε όχι ως προοδευτική εναλλακτική λύω\ στη νεοφιλελεύθερη παγκο σμιοποίηση, αλλά ως περιφερειακό υποσύνολό της. Χαρακτηριστικά, στο
σύνταγμα του Ντ’ Εστέν που απέρριψαν οι Γάλλοι και Ολλανδοί ψηφοφόροι, υπήρχε εβδομήντα οχτώ φορές η λέξη αγορά, είκοσι πέντε φορές η λέξη ανταγωνισμός, τρεις φορές οι λέξεις κοινωνική πολιτική και ουτε μία φορά η λέξη ανεργία. Ενώ κρατικοποιούνται
για να διασωθούν οι σπεκουλαδόροι-μεγαλοαπατεώνες, η συνθή κη της Λισαβόνας υποχρεώνει τις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας να μείνουν απροστάτευτες απέναντι στον ανελέητο διεθνή αντα γωνισμό. Ακόμη και εν έτει 2008, ενώ είχε ήδη αρχίσει να δαγκώ νει η κρίση, η ΕΕ συζητούσε τη διαβόητη οδηγία Μπόλκεσταϊν -η οποία οδηγούσε σε εργασιακό καθεστώς τύπου Λιθουανίας και Λετονίας στη Δυτική Ευρώπη- και την παράταση της εβδομαδι αίας εργασίας μέχρι και στις... εβδομήντα δύο ώρες! Τη στιγμή που η Αμερική του Μπαράκ Ομπάμα υιοθετούσε στοιχεία κεϊνσιανισμού, μη διστάζοντας να απογειώσει το έλλειμ μα προκειμένου να γλιτώσει μεγάλες βιομηχανίες και να αναθερμάνει την οικονομία, οι Ευρωπαίοι εμφανίζονταν ως οι πιο δογ ματικοί Ταλιμπάν της δημοσιονομικής πειθαρχίας, ακολουθώ ντας το γράμμα του Συμφώνου Σταθερότητας, που θέλει πάση θυ σία το έλλειμμα κάτω από το 3% και το δημόσιο χρέος κάτω από το 60% του ΑΕΠ. Καθώς η κραταιά γερμανική χαλυβουργία κα τρακυλούσε στα επίπεδα του 1962, η κυβέρνηση Χριστιανοδημοκρατών-Σοσιαλδημοκρατών έδεσε τη χώρα, σαν άλλος Οδυσσέας, στο κατάρτι του Μάαστριχτ, μην τυχόν και ενδώσει στις Σει ρήνες του «λαϊκισμού»: εν μέσω ζοφερής κρίσης, προώθησε ανα θεώρηση του συντάγματος που δεσμεύει τις μελλοντικές κυβερ νήσεις να μηδενίσουν το έλλειμμα μέσα σε λίγα χρόνια - κι όποιος ζει μέχρι τότε για να το δει, ποιος τη χάρη του! Δεν έχει άδικο ο διευθυντής ερευνών του Εθνικού Κέντρου Επι
142
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
στημονικών Ερευνών της Γαλλίας (CNRS), Φρεντερίκ Λορντόν, που παρομοιάζει τη συμπεριφορά της δογματικά νεοφιλελεύθε ρης Κομισιόν του Μπαρόζο με τους χιλιαστες, οι οποίοι αρνοΰνται να κάνουν μετάγγιση για να μην παραβιάσουν το δόγμα τους και με τους τροχονόμους που σταματάνε το ασθενοφόρο επειδή πέρασε με πορτοκαλί για να φτάσει γρήγορα στον τόπο του δυ στυχήματος.94 Ο παραλογισμός του Συμφώνου Σταθερότητας εί ναι πια κάτι παραπάνω από προφανής, καθώς είκοσι από τις εί κοσι εφτά χώρες-με'λη της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των περισσοτέρων μεγάλων οικονομιών, βρίσκονται υπό επιτήρηση, έχοντας παραβιάσει τους όρους του. Εάν το υπό γερμανική ηγεμονία μπλοκ της ακραίας δημοσιο νομικής πειθαρχίας επιμείνει στο Σύμφωνο Σταθερότητας (ή... Ηλιθιότητας, όπως το χαρακτήρισε ο Ρομάνο Πρόντι), τότε είναι πιθανό να ωθήσει στη διάλυση της ευρωζώνης και στην εγκατάλειψη του
ευρώ από τη Γαλλία, την Ιταλία, την Ισπανία, την Ελλάδα, το Βέλ γιο ή και άλλες χώρες. Μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να ενισχυσει επικίνδυνα τις λανθάνουσες συγκρουσιακές τάσεις στο εσωτε ρικό του ίδιου γαλλογερμανικοΰ μπλοκ, θέτοντας υπό αίρεση την ίδια την ύπαρξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη σημερινή της μορ φή. Χαρακτηριστική ήταν η -αποτυχημένη τελικά- απόπειρα του Σαρκοζί να συγκροτήσει μια ζώνη γαλλικής επιρροής στη Μεσό γειο, αποκλείοντας τη Γερμανία από την περίφημη Ευρωμεσογειακή Ένωση, και η επιθετική αντίδραση της Μέρκελ, η οποία απεί λησε ορθά κοφτά ότι, αν γινόταν κάτι τέτοιο, η Γερμανία θα έφτια χνε τη δική της Ένωση Κεντρικής Ευρώπης, αναβιώνοντας την πα ραδοσιακή πρωσική ψύχωση της Mitteleuropa.95 94 Fr&tenc Lordon, Ι μ Cnse deTrop, εκδ Fayard, 2009. 95. Jean-Pierre Stroobants, «Les nou\elles ambitions de Γ Alliance A dantique», Le Monde. 5/11/2009
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
143
Το τεράστιο πολιτικό έλλειμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης έγινε παραπάνω από αισθητό με την εκδήλωση της κρίσης. Σε αντί θεση με τα μεγα-κράτη της Αμερικής, της Ρωσίας και της Κίνας, δεν διαθέτει μια ενιαία πολιτική δύναμη, με αποτέλεσμα να πο ρεύεται στις κρίσεις όπως ένα μεθυσμένο καράβι σε άγριες θά λασσες. Δημιούργησε κοινό νόμισμα χωρίς κοινή φορολογική πο λιτική και με ένα λιλιπούτειο προϋπολογισμό, λιγότερο από το 1,5% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ, από τον οποίο, μάλιστα, περισσότε ρο του ενός τρίτου πηγαίνει μόνο για την Κοινή Αγροτική Πολι τική. Η προς Ανατολάς διεύρυνση χάρισε μεν στο δυτικοευρωπαϊ κό κεφάλαιο μια οικονομική ενδοχώρα φτηνής και μορφωμένης εργατικής δύναμης, αλλά διέλυσε πολιτικά την Ένωση, όπως έδει ξε ο διχασμός της μεταξύ «παλαιάς» και «νέας» Ευρώπης στον πό λεμο του Ιράκ. Και τη στιγμή που το διεθνές κύρος της Αμερικής βρισκόταν στο ναδίρ του, η Γαλλία του Σαρκοζί έκανε να τρίζουν τα κόκαλα του Ντε Γκολ, επιστρέφοντας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Είναι αλήθεια ότι οι κρίσεις λειτουργούν συχνά ως καταλύτες θεμελιακών μετασχηματισμών. Η κρίση του 1907-1909 στις Ηνω μένες Πολιτείες είναι που γέννησε την Ομοσπονδιακή Τράπεζα και έδωσε για πρώτη φορά ρυθμιστικό ρόλο στο κράτος. Η κρίση του 1929-1933 οδήγησε στην αποφασιστική διόγκωση του αμερι κανικού κρατικού προϋπολογισμού και, βέβαια, στο περίφημο New Deal του Ρούζβελτ. Οι αισιόδοξοι θέλουν να πιστεύουν ότι η σημε ρινή κρίση θα οδηγήσει την Ευρώπη σε μια πραγματική επανίδρυ ση: ενίσχυση του προϋπολογισμού, αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας, πολιτικός έλεγχος του ευρώ και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, κοινή φορολογική πολιτική, χειραφέτηση από τις ΗΠΑ - να ορισμένες από τις ιδέες που κερδίζουν έδαφος σε επίπεδο επιτελείων και συζητήσεων στρογγυλής τραπέζης.
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
144
Για την ώρα, όλα αυτά φαίνονται ασκήσεις επί χάρτου. Είναι δύσκολο να δει κανείς πώς θα μπορούσε να ακολουθήσει μια τέ τοια πορεία η Βρετανία -η οποία, διά στόματος του υπουργού Εξωτερικών Ντέιβιντ Μίλιμπαντ, οραματίζεται μια Ευρώπη από το... Μαρόκο μέχρι την Τουρκία και το Ισραήλ!- ή ακόμη οι ρωσοφοβικές και γερμανοφοβικές κυβερνήσεις της Ανατολικής Ευ ρώπης. Μόνο ένας σκληρός, γαλλογερμανικός-μεσογειακός πυ ρήνας μιας Ευρώπης πολλών ταχυτήτων, σε ενεργειακή συμμαχία και πολιτική συνεννόηση με τη Ρωσία, θα μπορούσε να αλ λάξει τα δεδομένα. Μέχρι τότε, η Ευρώπη θα παραμένει ένας ασταθής οικονομικός γίγαντας πάνω σε πήλινα πολιτικά πόδια. Και φαίνεται ότι το «μέχρι τότε» πάει πολύ μακριά, αν κρίνουμε από το γεγονός ότι η πρώτη υπουργός Εξωτερικών της Ένωσης, που ορίστηκε μετά την επικύρωση της συνθήκης της Λισαβόνας, στη σύνοδο κορυφής της 20ής Νοεμβρίου 2009, ήταν μια βαρό νη των Βρετανών... Εργατικών, η λαίδη Κάθριν Άστον, με μονα δικά προφανή προσόντα το γεγονός ότι ήταν μέχρι τότε παγκοσμίως άγνωστη και, βέβαια, τον αψεγιάδιαστο φιλοαμερικανισμό της. Μια από τις σοβαρότερες συνέπειες της τρέχουσας κρίσης εί ναι η τάση διάρρηξης της παγκοσμιοποίησης, η οποία εξελισσόταν υπό την ηγεμονία της παραδοσιακής ιμπεριαλιστικής Τριάδας (ΗΠΑΕΕ-Ιαπωνίας). Η ουσιαστική αντικατάσταση του άταφου νεκρού που λέγεται G-7 από το G-20 (στο οποίο συμμετέχουν Κίνα, Ρω σία, Ινδία, Βραζιλία κ.ά.) ως επιτελικού κέντρου διαβουλεύσεων για την παγκόσμια οικονομία αποτελεί μια προσπάθεια να σωθεί το ισχύον μοντέλο με εσπευσμένες αναπροσαρμογές στον αλλαγ μένο συσχετισμό των δυνάμεων. Είναι όμως πολύ αμφίβολο αν οι προσπάθειες διάσωσης του παλιού υποδείγματος έχουν κάποια τύχη, καθώς, όπως γράφει ο Βάλντεν Μπέλο, εισηγητής μιας αρι
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ CTO ΜΕΛΛΟΝ
145
στερόστροφης αηοηαγκοσμιοηοίησης,96 «το τζίνι του προστατευτι σμού μπορεί να μην έχει βγει ακόμη από το μπουκάλι, ωστόσο κλοτσάει ήδη πολύ άγρια τον αδύνατο φελλό». Χαρακτηριστική ένδειξη της νέας ατμόσφαιρας, η οποία αδικήθηκε από τα περισσότερα ελληνικά και διεθνή μέσα ενημέρω σης, είναι ότι το φθινόπωρο του 2009 φάνηκε να κινδυνεύει και το κατ’ εξοχήν σύμβολο της «παγκοσμιοποίησης», το Διαδίκτυο. Σε αντίθεση με τους διαδεδομένους μύθους για τον δήθεν «αναρ χικό» χαρακτήρα του, το Διαδίκτυο, που άρχισε να αναπτύσσεται από το αμερικανικό Πεντάγωνο, διευθύνεται από ένα «κέντρο», την υπηρεσία ελέγχου των ηλεκτρονικών διευθύνσεων Icann, η οποία εδρεύει στην Καλιφόρνια και στηρίζεται σε 13 πανίσχυρους υπερυπολογιστές, εγκατεστημένους στην Καλιφόρνια, την Ουάσιγκτον, το Λονδίνο, τη Στοκχόλμη και το Τόκιο. Ευρωπαίοι και Κινέζοι αξίωσαν να σταματήσει ο έλεγχος του Διαδικτύου από τους Αμερικανούς και να διαβιβαστεί σε μια ειδική υπηρεσία του ΟΗΕ, υπό την απειλή ότι θα δημιουργούσαν δικά τους υπο-Διαδίκτυα. Η διαμάχη κόπασε προσωρινά τον Σεπτέμβριο του 2009, με τους Αμερικανούς να παραχωρούν κάποιου είδους συμμετοχή και έλεγχο στους ανταγωνιστές τους, αλλά δεν είναι βέβαιο ότι οι αντιθέσεις δεν θα αναζωπυρωθούν στο μέλλον.97 Στα τέλη Ιουλίου του 2009, ορθογράφος των Financial Times διαπίστωνε: «Ο προστατευτισμός εξελίσσεται σε αναπτυσσόμενη βιομηχανία, καθώς πολλά έθνη, των Ηνωμένων Πολιτειών συμπε ριλαμβανομένων, άρχισαν να επιβάλλουν άμεσους και έμμεσους φραγμούς στο διεθνές εμπόριο μετά την παγκόσμια χρηματοπι στωτική κατάρρευση του Σεπτεμβρίου του 2008. Η Παγκόσμια 96 W alden Bello, Deglobaltzalton, εκδ. Zed Books, 2004 97 Bobbie Johnson, «US relinquishes control o f the Internet», The Guardian, 30/9/2009.
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑ11ΑΚΩΝΠ AN 1 ΙΝΟ \
146
Τράπεζα καταγράφει σχεδόν ενενήντα νε'ους περιορισμούς στο εμπόριο από τον Οκτώβριο του 2008. Από τα μέλη του G-20, δε καεφτά κράτη έχουν προσφυγει ήδη σε κάποιας μορφής προστα τευτισμό, παρότι ορκίστηκαν ότι δεν θα το πράξουν, τον Νοέμ βριο του 2008. Στα πρόσφατα εμφράγματα του εμπορίου περι λαμβάνονται οι ρωσικοί δασμοί στο σίδηρο και το χάλυβα, οι μα ζικές επιδοτήσεις της αμερικανικής και της ευρωπαϊκής αυτοκι νητοβιομηχανίας και οι περιορισμοί στις εισαγωγές αγροτικών προϊόντων στην Αργεντινή και τη Βραζιλία».98 Ο αρθρογράφος σημειώνει επίσης την απόφαση του Πεκίνου για χρησιμοποίηση αποκλειστικά κινεζικών προϊόντων ή υπηρε σιών από το κινεζικό δημόσιο και τις ανάλογες προστατευτικές προβλέψεις (Buy American) του ύψους 787 δισεκατομμυρίων δο λαρίων πακέτου Ομπάμα για την αναθέρμανση της αμερικανικής οικονομίας. Η απειλή ενός ανοιχτού εμπορικού πολέμου ΗΠΑΚίνας ήρθε στην ημερήσια διάταξη τον Νοέμβριο του 2009, όταν η κυβέρνηση Ομπάμα επέβαλε πολύ υψηλούς προστατευτικούς δασμούς, μέχρι και 99%, στα προϊόντα της κινεζικής χαλυβουρ γίας, για να απαντήσει το Πεκίνο με δασμούς στα αμερικανικά αυτοκίνητα. Η δαιμονοποίηση του προστατευτισμού από τους αρχιερείς της νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας αντανακλά βάσιμους φόβους, δεδομένων των ιστορικών εμπειριών του μεσοπολέμου. Ο ανα πτυγμένος βιομηχανικός κόσμος είχε γνωρίσει ένα πρώτο κύμα «παγκοσμιοποίησης», από την εποχή της βικτοριανής Αγγλίας μέ χρι τις αρχές της δεκαετίας του ’30, με ένα σύντομο διάλειμμα, σιη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Στηριγμένη στη φιλε λευθεροποίηση του διεθνούς εμπορίου και στη νομισματική στα98 Joe Quinlan, «The perils o f de-globalization», Financial Times, 21/7/2009
KIIIL'I ΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
147
θερότητα που εξασφάλιζε ο κανόνας του χρυσού, αυτή η πρώτη παγκοσμιοποίηση από πολλές απόψεις (π.χ. στο εμπόριο και τις άμεσες διεθνείς επενδύσεις) δεν υστερούσε καθόλου από τη σύγ χρονη. Ωστόσο, το κραχ του 1929 και η Μεγάλη Ύ φεση της δε καετίας του ’30 οδήγησαν στην κατάρρευση του κανόνα του χρυ σού και στην αναδίπλωση στα ιγκλού των εθνικών οικονομιών, κα θώς πρυτάνευσε το πνεύμα του «ο σώζων εαυτόν σωθήτω», της εξαγωγής της κρίσης στους χθεσινούς εταίρους και σημερινούς ανταγωνιστές. Οι εμπορικοί πόλεμοι, σε ένα περιβάλλον ανόδου των εθνικισμών της αναζήτησης αποδιοπομπαίων τράγων στο εξωτερικό, δημιούργησαν ευνοϊκό περιβάλλον για τη γενική στρο φή στο μιλιταρισμό, που έφερε τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ωστόσο, αυτή η εμπειρία δεν νομιμοποιεί ιδεολογικά τον ισοπεδωτικό φιλελευθερισμό στο παγκόσμιο εμπόριο, που επιτρέπει στις ισχυρότερες χώρες να κονιορτοποιούν την παραγωγική βά ση των ασθενέστερων - «οι φτηνές τιμές των εμπορευμάτων της (αστικής τάξης) είναι το βαρύ πυροβολικό που γκρεμίζει όλα τα Σινικά Τείχη», έγραφαν οι Μαρξ και Έ νγκελς." Πολύ περισσό τερο, αφού η μεταπολεμική Χρυσή Τριακονταετία ειρήνης και σχετικής κοινωνικής συνοχής (1945-1979) ήταν μια εποχή εθνοκεντρικής ανάπτυξης, με ισχυρές δόσεις προστατευτισμού. Σήμε ρα, ακόμη και οι πιο διορατικοί θεωρητικοί του παγκόσμιου συ στήματος αναγνωρίζουν ότι αυτό πάσχει όχι από λίγο, αλλά από υπερβολικό φιλελευθερισμό. Ο Εμανουέλ Τοντ, για παράδειγμα, παρομοιάζει την παγκοσμιοποιημένη οικονομία με ένα πλοίο που βάζει όλο το φορτίο του σε μια ενιαία, τεράστια αποθήκη, κάτι που το κάνει ευάλωτο στον κίνδυνο να βυθιστεί αν κάτι δεν πάει
99 Κ αρ\ Μαρξ & Φρίντριχ Έ νγκκ\ς, Μανιφέστο τον Κομμουνιστικού Κόμματός, ο 24, εκδ Σ υγχρο\η Εποχή, 1984
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
148
καλά, σε περίπτωση σφοδρής θαλασσοταραχής. Πιο φρόνιμο, λέ ει ο Γάλλος κοινωνιολόγος, θα ήταν να μοιραστεί το φορτίο σε μι κρότερα, ανεξάρτητα διαμερίσματα, ώστε οι κραδασμοί να περι οριστούν.100 Η ανάλυση του Τοντ και άλλων θεωρητικών που κινούνται στο ίδιο μήκος κύματος περιγράφει ένα σενάριο διάρρηξης της πα γκοσμιοποίησης όχι από τη σκοπιά της (ουτοπικής άλλωστε) εθνι κής αυτάρκειας, αλλά υπό το πρίσμα μιας, ας το ποΰμε έτσι, ηεριφερειοηοίησης, όπου θα σχηματιστούν μεγάλες οικονομικές ζώνες
(Αμερική, Ευρώπη ή Ευρώπη-Ρωσία, Ανατολική Ασία κλπ.), με ισχυρές δόσεις προστατευτισμού της εγχώριας παραγωγής, αλλά και εμπορικές διασυνδέσεις μεταξύ τους. Μια τέτοια εξέλιξη θα πρόσφερε καλύτερες από τις ισχυουσες σήμερα συνθήκες ανάπτυ ξης των κοινωνικών αγώνων. Εάν δεν συνοδευτεί, όμως, από πο λιτικές ανατροπές προς τα αριστερά, υπάρχει ο κίνδυνος να οδη γήσει στην αναβίωση λυσσαλέων ανταγωνισμών μεταξύ μεγάλων ιμπεριαλιστικών μπλοκ. Σ’ αυτή την περίπτωση, το εφιαλτικό σε νάριο που περιγράφει ο Τζορτζ Όργουελ στο «1984» για έναν δι αρκή Ψυχρό (ενίοτε και θερμό) Παγκόσμιο Πόλεμο μεταξύ μιας αμερικανοβρετανικής Ωκεανίας, μιας υπό ρωσική ηγεμονία Ευρασίας και μιας Ανατολασίας με κέντρο την Κίνα θα αποδεικνυόταν η πιο εκπληκτική προφητεία όλων των εποχών. Σε κάθε πε ρίπτωση, οι αριστερές δυνάμεις θα έχουν τη δυνατότητα να εκμε ταλλευτουν, το επόμενο διάστημα, τις εντεινόμενες αντιθέσεις με ταξύ των εδραιωμένων και των αναδυόμενων ιμπεριαλιστικών δυ νάμεων, χωρίς βέβαια να λησμονούν ότι «όταν τσακώνονται τα βουβάλια, λιώνουν τα βατράχια».
100. Emmanuel T odd, A prh Γ Empire, εκδ. Gallimard, 2008.
Τ Ο ΣΦΥΡΙ ΚΑΙ ΤΟ Π Ο ΝΤΙΚ Ι
«Νέος άνδρας, 26 ετών. Πρόθυμος να πουλήσω ένα νεφρό. Πο λύ σοβαρό. Υ.Γ.: Δεν γνωρίζω την ομάδα αίματος». «Πωλείται λοβός ήπατος. Ομάδα αίματος 0+». «Επείγον: Ζητείται νεφρό για άρρωστη γυναίκα. Ομάδα αίματος Α ή Β. Χρηματική αποζημί ωση». Μικρές αγγελίες σαν κι αυτές χάνονται στις αιγυπτιακές σελίδες του Διαδικτύου κάπου ανάμεσα σε πωλήσεις πολυτελών διαμερισμάτων με θέα στη Μεσόγειο και προσφορές εργασίας στη Σαουδική Αραβία, όπως μαθαίνουμε από το διαδικτυακό τό πο της Le Monde Diplomatique·101 Στα μητροπολιτικά κέντρα της Δύσης, η απελπισία και η εξαθλίωση παίρνουν άλλες μορφές, όπως οι δεκάδες, κάθε χρόνο, αυτοκτονίες εργαζομένων υψηλής μόρφωσης και ειδίκευσης στη Γαλλία λόγω εντατικοποίησης, ανασφάλειας και κοινωνικής απαξίωσης ή όπως οι ολόκληρες πόλεις από σκηνές απολυμένων και αστέγων που ξεφύτρωσαν στην αμερικανική ύπαιθρο μετά την κατάρρευση της αγοράς στεγαστικών δανείων.102 Διαβάζοντας και ακούγοντας κανείς παρόμοιες ειδήσεις δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί πόση δυστυχία και τι έκτασης κοινω
101 L G onty Sc S W egner, «Egypte. organs k vendre», blog mondediplo net, 19/10/2009 102. Κώστας Βεργόπου\ος, «Εργασιακός πεσιμισμός», Εηίχαφα, 13/11/2009.
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
150
νικές ανισότητες είναι σε θέση να καταπιεί ακόμη η εργαζόμενη ανθρωπότητα χωρίς να εκραγεί. Πώς καταφέρνει ο παγκόσμιος καπιταλισμός να διαχειρίζεται μια τόσο σοβαρή και παρατεταμένη κρίση δίχως να υφίσταται ακραία κοινωνικά φαινόμενα, με ελάχιστες εξαιρέσεις, που κι αυτές έμειναν χωρίς συνέχεια και πο λιτικά αποτελέσματα; Αν οι κρίσεις οδηγούσαν γραμμικά σε άνοδο του εργατικού κι νήματος και της Αριστερός, τα πράγματα θα ήταν πολύ εύκολα, αλλά η Ιστορία έχει επιβεβαιώσει πολλές φορές το αντίθετο. Η κρίση του 1847 οδήγησε όντως στην πρώτη «ηπειρωτική επανά σταση» της Ευρώπης, αλλά εκείνη του 1929«ίχε πολύ αντιφατικά αποτελέσματα, τροφοδοτώντας κατά περίπτωση τον εθνικοσοσι αλισμό στη Γερμανία, το New Deal του Ρούζβελτ στην Αμερική και το Λαϊκό Μέτωπο στη Γαλλία. Με άλλα λόγια, η κρίση δεν εί ναι ο από μηχανής θεός που θα βγάλει την Αριστερά από το τέλ μα, αλλά μια μεγάλη πρόκληση, ένα πεδίο οξείας κοινωνικής σύ γκρουσης, που θα καθορίσει για μεγάλο διάστημα το μέλλον της εργασίας και του πολιτισμού, για το καλύτερο ή το χειρότερο. Η παρούσα κρίση έχει μια χτυπητή διαφορά με εκείνη που ξέ σπασε στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και γέννησε τη δεκαετία της «μεγάλης ανατριχίλας» 1968-1978, το τελευταίο μέχρι σήμερα παλιρροϊκό κύμα αντικαπιταλιστικής ανατροπής σε παγκόσμια κλί μακα: Τότε, το εργατικό κίνημα μπήκε στην κρίση σε συνθήκες γενικής απασχόλησης και, συνακόλουθα, υψηλής συνδικαλιστι κής οργάνωσης, με ισχυρές, ριζωμένες στη μισθωτή εργασία πο λιτικές οργανώσεις της Αριστερός. Επόμενο ήταν να δώσει πολύ σκληρές και παρατεταμένες μάχες προτού καμφθεί, για να ανοί ξει ο δρόμος της αντιδραστικής, καπιταλιστικής αναδιάρθρω σης. Αυτή τη φορά, αντίθετα, το εργατικό κίνημα μπήκε στην κρί
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
151
ση μετά από μια εικοσαετία υψηλής ανεργίας, με τα συνδικάτα σοβαρά αποδυναμωμένα στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες και με την Αριστερά σε κρίση. Οι συσχετισμοί δύναμης δυσκο λεύουν τους συντεταγμένους, οικονομικούς, διεκδικητικούς αγώ νες (με εξαίρεση τις αμυντικές μάχες όπου διακυβεύονται θέσεις εργασίας ή κοινωνικές κατακτήσεις), αν και ευνοούν τον πολιτι κό αγώνα, που μπορεί να πάρει δυναμικές μορφές, καθώς τροφο δοτείται από τεράστια αποθέματα λαϊκής οργής, ή και να απο κτήσει άγρια χαρακτηριστικά «πολέμου χωρικών» ή «Λος Άντζε λες», αν η κοινωνική απελπισία δεν μετασχηματιστεί σε πολιτική ελπίδα.
Πίσω από τις προφανείς ιδιομορφίες της συγκυρίας, όμως, παρα μονεύει ένα πιο βαθύ και πιο σκοτεινό ερώτημα για τη σχέση της Αριστερός με τη σύγχρονη εργατική τάξη. Ό π ω ς γράφει ο Αλέν Μπαντιού,103 μέχρι τη «ζοφερή» δεκαετία του ’80 η κομμουνιστι κή Αριστερά όλων των αποχρώσεων (φιλοσοβιετικοί, ευρωκομμουνιστές, μαοϊκοί, τροτσκιστές) ασπαζόταν μια κοινή αντίληψη: ότι υπάρχει μια «αντικειμενικά επαναστατική» κοινωνική κατη γορία, ιστορικός φορέας της δυνατότητας για χειραφέτηση. Αυ τός ο φορέας ήταν συνήθως η εργατική τάξη, ή κάποτε ο πιο ομι χλώδης «λαός», πάντως εθεωρείτο αντικειμενικά προσδιορισμέ νος από την ίδια την κοινωνική πραγματικότητα. Το αριστερό κόμμα ήταν η οργανωμένη συνείδηση αυτού του φορέα, η πρω τοπορία που θα μετέτρεπε την αντικειμενικά επαναστατική εργα τική τάξη σε υποκειμενικά επαναστατική, τ ψ τάξη καθ’ εαντήγ σε
103. Alain Badiou, Η Κομμοννκπική Υπόθεση, μτφρ Ν Η λιάδης, Α Π , Φ Σιατίχσας, Π Σωτήρης, Μ. Τσίχλη, εηιμ. Δ. Βεργέτης, εκδ. Πατάκη, 2009.
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
152
τάξη για τον εαυτό της. Φυσικά, αυτή η μετατροπή δεν νοούνταν ως
αποτέλεσμα αποκλειοτικά ιδεολογικής κατήχησης και πολιτικής εκπροσώπησης, αλλά περνούσε και μέσα από τη διαμεσολάβηση των συνδικάτων, μαζικών οργανώσεων της μισθωτής εργασίας στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση των άμεσων οικονομικών διεκδι κήσεων. Εκείνο που κατεξοχήν χωρίζει, λέει ο Μπαντιού, το πριν και το μετά του ’80 είναι ότι η κοινή αυτή πεποίθηση της παραδοσι ακής Αριστερός έχει κλονιοτεί ανεπανόρθωτα, καθώς η μυθική εργατική τάξη του αναπτυγμένου καπιταλισμού από καιρό τώρα δεν ανταποκρίνεται στις πληθωρικές προσδοκίες που είχαν επεν δυθεί πάνω της. Η εύκολη, παρηγορητική εξήγηση είναι ότι αυ τό οφείλεται στην «προδοσία» κάποιων ηγεσιών, που παρέσυραν προς τα δεξιά τις μεγαλύτερες πολιτικές οργανώσεις της Αριστε ρός, παρά το γεγονός ότι η εργατική τάξη παραμένει «αντικειμε νικά επαναστατική». Αν όμως, λέμε εμείς, ήταν μόνο αυτός ο λόγος, γιατί δεν κάλυ ψαν το υποτιθέμενο κενό κάποιες από τις απειράριθμες διασπά σεις της ιστορικής Αριοτεράς, κάτω από τη σημαία του «πραγμα τικού κομμουνισμού»; Μήπως απλούστατα το περίφημο «κενό στα αριστερά του πολιτικού φάσματος» δεν υπήρχε όταν φανταζόμα στε ότι υπήρχε; Μήπως, αντίθετα, η δεξιόστροφη πορεία ιδεολο γικού εκφυλισμού της παλιάς Αριστερός αντανακλά (και, βέβαια, εμπεδώνει) πραγματικές διεργασίες στο κοινωνικό σώμα και στην ίδια την εργατική τάξη; Μήπως, με άλλα λόγια, για όσους επιμέ νουν οτην καθολική κοινωνική χειραφέτηση, τ ο «κενό» δεν είναι δε δομένο, αλλά πρέπει πρώτα να (ξανα)δημιουργιιθεί\
Δεν μας πάνε μακριά ούτε δύο γνωστές, διαμετρικά αντίθετες, αλλά εξίσου απλοϊκές απαντήσεις στο θεμελιώδες αυτό ερώτημα. Η πρώτη, «οικονομίστικη» εκδοχή ερμηνεύει την έκδηλη αδυνα
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
153
μία του εργατικού κινήματος επικαλούμενη την επιρροή της εργα τικής αριστοκρατίας, ενός στενού στρώματος προνομιούχων εργαζο
μένων, που «εξαγοράζονται» από το κεφάλαιο και παίζουν καθο ριστικό ρόλο πρώτα στα συνδικάτα και έπειτα και στα παραδοσι ακά σοσιαλδημοκρατικά και κομμουνιστικά κόμματα. Το γιατί οι εκπρόσωποι αυτού του «λεπτού στρώματος» καταφέρνουν να εξα πατούν τα πολύ παχιά στρώματα των «αντικειμενικά επαναστα τών» εργατών παραμένει, δεκαετίες τώρα, άλυτο μυστήριο. Η δεύτερη, «ιδεαλιστική» ερμηνεία ανάγει το πρόβλημα στην υποτιθέμενη αποξένωση της εργατικής τάξης από κάποια ανιστορική «ανθρώπινη φύση» της, εξαιτίας της οποίας χάνει την εξεγερτική της δύναμη μέσα στην καταναλωτική αποχαύνωση, την κοινωνία του θεάματος και πάει λέγοντας. Μια τέτοια οπτική απο θεώνει το ρόλο του διανοούμενου-ποιμένα της εργατικής τάξης, που θα την απαλλάξει, χάρη στην κριτική του σκέψη, από την πο ταπότητα της αλλοτρίωσης, μαθαίνοντάς την, ίσως, να βλέπει Αγγελόπουλο αντί για ροζ ταινίες - μια λογική, η οποία τελικά υπο βαθμίζει την εργατική τάξη σε αδρανή, εύπλαστη πρώτη ύλη στα χέρια των κοινωνικών αγγειοπλαστών. Μια πιο ρεαλιστική αντίληψη για τη σύγχρονη εργατική τάξη δεν μπορεί να οικοδομηθεί αν δεν ξεκόψουμε από τον απόλυτο, μεταφυσικό διαχωρισμό αντικειμένου-υποκειμένου, κοινωνικού εί ναι και κοινωνικής συνείδησης. Στην πραγματικότητα, η εργατι κή τάξη δεν υπάρχει πρώτα «αντικειμενικά», ως αντικείμενο εκμε τάλλευσης και ύστερα ως δρων ιστορικό υποκείμενο, που παλεύει, σκέφτεται, οργανώνεται και επιθυμεί μια άλλη τάξη πραγμάτων. Γεννιέται ευθύς εξαρχής σε ενότητα και σύγκρουση με τον άλλο πό λο της αντίθεσης, το κεφάλαιο. Επομένως, διατρέχεται πάντα από τις αντίρροπες τάσεις της χειραφέτησης και της υποταγής: η ερ γασία καλλιεργεί τον εργάτη, αλλά και τον αποβλακώνει- τον ωθεί
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
154
προς την εξέγερση, αλλά και προς τη δουλοπρέπεια- προς τη ρή ξη με τον καπιταλιστή «του» και όλη την τάξη των καπιταλιστών, αλλά και προς τον ανταγωνισμό με αυτόν που είναι πιο κοντά του και στα μέτρα του, με τον άλλο εργάτη ή με το μετανάστη. Βεβαίως, όπως η σχέση κεφαλαίου-εργασίας, έτσι και η σχέ ση υποταγής-χειραφέτησης μέσα στο εσωτερικό της εργατικής τάξης είναι ασύμμετρη. Η ενότητα συμφερόντων του εργάτη με τον καπιταλιστή «του» είναι μερική και προσωρινή, ενώ η αντίθεσή του είναι καθολική και μόνιμη. Αυτή, άλλωστε, είναι η υλική βά ση της δυνατότητας (μόνο της δυνατότητας, όχι της νομοτέλειας) για την επανάσταση. Ωστόσο, η ασυμμετρία αυτή έχει και μια δεύτερη, πιο δυσάρεστη όψη: την ασυμμετρία της δύναμης, του απο φασιστικού παράγοντα που, τελικά, συγκροτεί και αποδιαρθρώ νει τις τάξεις. Ό λες οι τάξεις αποτελούν όχι συμπαγείς, εδραιωμένες «κό στες», αλλά κοινωνικές σχέσεις σε διαρκή κίνηση, οι οποίες διαμορφώ νονται μέσα από τον αγώνα τους, όταν αυτός ξεπερνά τον τοπικι σμό και το συντεχνιασμό, για να ανυψωθεί σε πανεθνικό επίπε δο, στο επίπεδο του πολιτικού αγώνα. Ωστόσο, η αστική τάξη ενο ποιείται αποτελεσματικά μέσω του κράτους που εξυπηρετεί τα συμφέροντά της, και μόνο σε στιγμές επαναστατικής κρίσης, όταν εμφανίζονται ρωγμές, αμφιθυμία θελήσεων και φαινόμενα διά λυσης μέσα στον ίδιο τον κρατικό μηχανισμό, τείνει να αποδιαρ θρωθεί σε «ομάδες συμφερόντων». Αντίθετα, η εργατική τάξη μειονεκτεί στο πεδίο της πολιτικής ισχύος και από αυτή τη σκοπιά αποτελεί μόνο «δυνάμει τάξη», η οποία συγκροτείται εν μέρει μέ σω των συνδικάτων, των πολιτικών της κομμάτων και, σε επανα στατική κατάσταση, των θεσμών δυαδικής εξουσίας, τύπου σο βιέτ. Τείνει, όμως, να παλινδρομήσει στην κατάσταση της πληβειακής μάζας, σε ένα μηδενιστικό πόλεμο όλων εναντίον όλων
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
155
με έπαθλο την απλή επιβίωση ή την καταστροφή, κάθε φορά που, είτε λόγω σειράς από ήττες στρατηγικού χαρακτήρα, είτε λόγω πολέμων, είτε λόγω φοβερών κρίσεων, το επίπεδο της ζωής και οργάνωσής της πέφτει πολύ χαμηλά. Αυτή η τάση μετατροπής της τάξης σε μάζα ανταγωνιστικών ατόμων, με τη διάλυση κάθε μορφής αλληλεγγύης, ήταν, για τον Βάλτερ Μπένγιαμιν και τη Χάνα Αρεντ, μια από τις κυριότερες βάσεις του ολοκληρωτισμού. Ή δ η ο Χέγκελ προειδοποιούσε για τον κίνδυνο διαμόρφωσης ενός καινούριου πληβειακού προλετα ριάτου, που θα φυτοζωεί όπως και το προλεταριάτο της Ρώμης, με άρτον και θεάματα: «Αν μια μεγάλη μάζα του πληθυσμού», έγραφε ο Χέγκελ, «πέ σει κάτω από εκείνο το ελάχιστο όριο επιβίωσης που θεωρείται εκ των ων ουκ άνευ για ένα οποιοδήποτε μέλος της κοινωνίας τη συγκεκριμένη εποχή, αν αυτή η μάζα χάσει επομένως και την αί σθηση του δικαίου, της νομιμότητας και της υπερηφάνειας ότι μπορεί να συντηρείται από τις δικές της δραστηριότητες, από τη δική της εργασία, τότε βλέπουμε τη γέννηση μιας πληβειακής μά ζας, η οποία σέρνει μαζί της τη μεγαλύτερη ευκολία συγκέντρω σης δυσανάλογου πλούτου σε λίγα χέρια».104 Αλλά και ο Λένιν είχε έντονη αίσθηση του κινδύνου ιστορικής οπισθοδρόμησης ύστερα από στρατηγικές ήττες. Ή δ η το 1905 έγραφε: «Η επανάσταση μπορεί να ωριμάσει, ενώ οι δυνάμεις των επαναστατών δημιουργών αυτής της επανάστασης μπορεί να φα νούν ανεπαρκείς για την πραγματοποίησή της - τότε η κοινωνία σαπίζει και αυτό το σάπισμα παρατείνεται κάποτε για ολόκληρες δεκαετίες».105 Σήμερα, είναι προφανές ότι το διεθνές εργατικό κί104. G. Hegel, Pnncipes de la Philosophte du Droit, a 244, εκδ. Gallimard, 1995 105. B. I Λένιν, «Η Τελευταία Λέξη της Ισκρικής Τακτικής», Άηανια, τ.Ι I, σ 368, συλλογική μτφρ , εκδ Σύγχρονη Εποχή, 1985
156
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
νημα έχει πληρώσει ακριβά τις στρατηγικές ήττες της δεκαετίες του ’80 και ότι οι τάσεις σαπίσματος και παρασιτισμού είναι ορα τές στις δυτικές μητροπόλεις. Η υπερτροφία του χρηματιστικού κεφαλαίου και η γιγάντωση των αστικών γκέτο είναι δύο από τις πιο χαρακτηριστικές αντιθετικές εκφράσεις του φαινομένου.
Πώς τίθεται, λοιπόν, το ζήτημα της εργατικής τάξης για την Αρι στερά του σήμερα; Μερίδα θεωρητικών της διάλεξε από νωρίς να πει, σαν τον Αντρέ Γκορζ, Αντίο Προλεταριάτο106 και, όταν δεν κα τέληξε, όπως συνήθως γίνεται, στο «καλη|αέρα μπουρζουαζία», επένδυσε τις ελπίδες της σε άλλα κριτικά ρεύματα, πέραν της ιστορικής Αριστερός - για παράδειγμα, στην πολιτική οικολογία, όπως έγινε στην περίπτωση του Γκορζ. Περισσότερο μας ενδιαφέρει η στάση άλλων διανοητών, εντός της ανισυστημικής Αριστεράς, που προσανατολίστηκαν σε έναν κομμουνισμό χωρίς προλεταριάτο. Εδώ συναντάμε τον Κοστάντσο Πρέβε, έναν από τους λίγους Ιταλούς διανοητές που συνέχι σαν τη δημιουργική τους πορεία στον αστερισμό της επαναστα τικής Αριστεράς μετά το παραλυτικό σοκ που προκάλεσε η αυτο κατάργηση του μεγαλύτερου ΚΚ της Ευρώπης και η αποτυχία του ελπιδοφόρου εγχειρήματος της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης. Το γεγονός ότι επικεντρωνόμαστε εδώ σε μια άκρως προβληματική πλευρά των αναζητήσεών του δεν αναιρεί τη γενικότερη εκτίμη σή μας στο έργο και τη διαδρομή του. Για τον Πρέβε, η εργατική τάξη του σύγχρονου καπιταλισμού μοιάζει από μια άποψη με τους δούλους των αρχαίων κοινωνιών:
106 Αντρέ Γκορζ, Ανιίο mo ΠροΧααριάιο, μτφρ. Η. Κατοούλης, εκδ Νέα Σκέψη,
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
157
είναι ικανή για ξεσπάσματα εναντίον της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων, αλλά δεν μπορεί να γίνει φορέας ενός καινούριου κοινωνικού υποδείγματος. Αίφνης, αφού διαβεβαιώνει ότι «βε βαίως παραμένω ακραιφνής κομμουνιστής», ο Κοστάντσο Π ρέ βε γράφει: «Για μένα η τάξη των μισθωτών (sic) είναι ακριβώς όπως οι τά ξεις των δούλων και των δουλοπάροικων, δηλαδή μια τάξη προι κισμένη με ταξική θέση αρκετές φορές επαναστατική, χωρίς όμως υπερβατική συστημική ικανότητα (ικανότητα δηλαδή να περάσει από τον ένα τρόπο παραγωγής στον άλλο). Υπογραμμίζω αυτή τη θέση με πλήρη συνείδηση, χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει κά ποιου είδους υποτίμηση για την εργατική τάξη. Πιστεύω ακριβώς το αντίθετο. Περιφρονεί την εργατική τάξη όποιος της λέει ψέ ματα. Η κολακεία υποκρύπτει μια περιφρόνηση που την αποκα λύπτει η ειλικρίνεια».107 Μ πορεί ο συγγραφέας να είναι έντιμος όταν ξεκαθαρίζει με τόσο απόλυτο τρόπο τους λογαριασμούς του με την εργατική τά ξη, αλλά δεν διεκδικεί επί του προκειμένου δάφνες πρωτοτυπίας. Ολόκληρη η παράδοση της Σχολής της Φρανκφούρτης εγγράφεται στην ίδια λογική, καθώς αρνείται -λόγω αλλοτρίωσης, αποξέ νωσης, «πραγμοποίησης» και τα γνωστά- κάθε επαναστατική δυ νατότητα της εργατικής τάξης. Αλλά τότε, πού θα αναζητηθεί, αν όχι το «κοινωνικό υποκείμενο» του παραδοσιακού μαρξισμού, τουλά χιστον ο δυνητικός κοινωνικός φορέας του κομμουνιστικού μετασχημα
τισμού; Αν τα πράγματα έχουν έτσι όπως τα περιγράφει ο Πρέβε, την έχουμε μάλλον άσχημα: όταν οι δούλοι της Ρωμαϊκής Αυτο κρατορίας δεν μπορούσαν, υπήρχαν τα γερμανικά φύλα που κα
ί 07. Κ οσιάντσο Π ρέβε, Καιροί Αναζψηοης, μτφρ Χρ. Νάσιος, εκδ. Στάχυ, 1998
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
158
τέλυσαν το βαλτωμένο τρόπο παραγωγής, κι όταν, οτον ύστερο Μεσαίωνα, δεν μπορούσαν να καταλυσουν τη φεουδαρχία οι δου λοπάροικοι, μπορούσαν οι αστοί. Αν σήμερα δεν μπορεί η εργα τική τάξη, ποιος άλλος φαίνεται στον ορίζοντα να παίξει αυτό το ρόλο; Το πρόβλημα γίνεται ακόμη δυσκολότερο, απελπιστικά δύ σκολο, όταν, κάμποσες σελίδες παρακάτω, ο Πρέβε διαπιστώνει ότι η εργατική τάξη δεν είναι μόνο ιστορικά άγονη, αλλά έχει δι αλυθεί κιόλας, ως υποτυπωδώς σταθερή συλλογική οντότητα, από το σύγχρονο καπιταλισμό. Προφανώς, ο συγγραφέας δεν έχει άλ λη λύση από την αλλαγή πεδίου μάχης. Μόνο που η μετατόπιση αυτή μοιάζει με ένα απελπισμένο άλμα στο κενό: «Ο καπιταλισμός τείνει να διαλύσει τις τάξεις και το κάνει για τί έτσι καθίσταται δυνατότερος, όχι πιο αδύνατος. Αυτό όμως που ο καπιταλισμός δεν θα μπορέσει ποτέ να ενσωματώσει είναι η αν θρώπινη φύση», γράφει ο Πρέβε, διευκρινίζοντας ότι εννοεί «την ιστορική ανθρώπινη φύση στην αναστοχαστική αντιθετικότητά της. Υποστηρίξαμε ότι το μυστικό του κομμουνισμού είναι ανθρωπολογικό και όχι κοινωνιολογικό, και το επαναλαμβάνουμε. Αν το μυστικό του κομμουνισμού ήταν κοινωνιολογικό, ο καπιταλισμός θα είχε ήδη νικήσει και όντως θα επρόκειτο για το τέλος της ιστο ρίας. Ό μω ς η ανθρώπινη φύση διαθέτει ενδιαφέροντα μυστικά, που είναι ριζωμένα στην εύπλαστη φύση της δυνατότητάς της για αναστοχασμό»108. Από τον κομμουνισμό-κοινωνικό κίνημα που είναι ριζωμένος στην πάλη των τάξεων, στον κομμουνισμό που έρχεται ως λυτρω τική πράξη της «ανθρώπινης φύσης», που είναι «εύπλαστη, ικανή για αναστοχασμό» και μπορεί γΓ αυτό να υιοθετεί «αντικαπιταλι108 ό.π.. σ. 205
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
159
στικές συμπεριφορές». Μια «ανθρώπινη φΰση» που δεν αναγνω ρίζεται, όπως είδαμε, στο λιγότερο εΰπλαστο προλεταριάτο, αν και υποθέτουμε ότι θα αναγνωρίζεται στις πιο καλλιεργημένες ψυ χές της διανόησης και στους ανήσυχους νέους, που δεν έχουν διαφθαρεί ακόμη από τη σκλαβιά της εργασίας. Αλλωστε, κλείνο ντας ο συγγραφέας δηλώνει «ελαφρώς αισιόδοξος» για τους «πολ λούς νέους και λιγότερους νέους» με τις «τεράστιες πολιτισμικές και ανθρώπινες δυνατότητες», αλλά και εύλογα πικραμένος που αυτά τα τόσο φωτεινά μυαλά «αγνοούνται από τα μαζικά μέσα» ενημέρωσης... του καπιταλισμού!
Στο ίδιο στρατηγικό αδιέξοδο με τον Πρέβε θα καταλήξει ο Αλέν Μπαντιού, αν και το σημείο αφετηρίας του ήταν διαμετρικά αντί θετο. Εμβληματική μορφή του δυτικού Μαοϊσμού, ο Μπαντιού μέ νει πιστός στην παράδοση να αναζητά κανείς τον επαναστατικό φορέα στις ζώνες της μεγαλύτερης κοινωνικής εξαθλίωσης. Η δια δρομή του είναι μια πορεία ολοένα και βαθύτερα «στην καρδιά του σκότους», σε στιλ Τζόζεφ Κόνραντ: από τα σατανικά εργοστάσια της Δύσης στους ορυζώνες της Ανατολής και, σήμερα, στα μεταναστατευτικά γκέτο και στις φαβέλες του αστικού υποπρολεταριάτου. Ξεκινώντας από τον τριτοκοσμικό σοσιαλισμό του Μάο, που ανα ζητούσε τις ζωογόνες επαναστατικές δυνάμεις στην «παγκόσμια ύπαιθρο» του Τρίτου Κόσμου, μετατοπιζόμαστε τώρα στον Τέταρ το Κόσμο των slum, των μεταναστών και των «χωρίς χαρτιά». Η έφοδος των πεινασμένων είναι η μόνη ελπίδα να σωθούν οι χορτά τοι από την πλήξη, υπονοεί ο Μπαντιού όταν εκθειάζει με λυρισμό τον επαναστατικό δυναμισμό των νέων πληβείων: «Η μάζα των ξένων εργατών και των παιδιών τους», γράφει με αφορμή τη συζήτηση για το μεταναστευτικό και τις εκρήξεις της
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
160
γαλλικής νεολαίας στα υποβαθμισμένα προάστια, «φέρνει επί σκηνής, στις παλιές, κουρασμένες χώρες μας, τη νιότη του κό σμου, το άπλωμά του και την άπειρη ποικιλομορφία του. Είναι μ’ αυτοΰς που μπορεί κανείς να επινοήσει την πολιτική του μέλλο ντος. Χωρίς αυτοΰς θα ξεπέσουμε στον καταναλωτικό μηδενισμό και το αστυνομικό κράτος».109 Ο Μπαντιού κηρύσσει έναν «κομμουνισμό χωρίς μαρξισμό», υποστηρίζοντας ότι η θεωρία του ιστορικού υλισμοΰ περί πάλης των τάξεων είναι ξεπερασμένη και ότι η εργατική τάξη αποδιοργανώνεται για να δώσει τη θέση της σε νέους ιστορικούς πρωτα γωνιστές: τους «αποκλεισμένους».110 Η αντίθεση αποκλεισμένωνενσωματωμένων (exdus-indus) είναι το νέο τεκτονικό ρήγμα στη θέση της «παλιάς» αντίθεσης κεφαλαίου-εργασίας (μια θέση την οποία, ως ένα βαθμό, συμμερίζεται και ο Ζίζεκ111). Ενδεικτικά: «Χθες, η πτώση του Τείχους του Βερολίνου ήταν ο θρίαμβος ενός ενιαίου κόσμου, του κόσμου της δημοκρατίας. Σήμερα όμως βλέπουμε ότι το Τείχος απλώς μετατοπίστηκε. Χθες χώριζε την ολοκληρωτική Ανατολή από τη δημοκρατική Δΰση. Σήμερα χω ρίζει τον πλούσιο, καπιταλιστικό Βορρά από τον κατεστραμμένο και φτωχό Νότο και, γενικότερα, τις προστατευόμενες περιοχές των προνομιούχων εντός της κατεστημένης τάξης πραγμάτων από τις τεράστιες εκτάσεις όπου εγκαθίστανται όπως όπως όλοι οι άλ λοι. Στο εσωτερικό των «αναπτυγμένων», όπως εξακολουθούν να τις λένε, χωρών, η αναγνωρισμένη πολιτική αντίθεση του χθες έφερνε σε σύγκρουση μια εργατική τάξη εντέλει ισχυρή και ορ γανωμένη με μια κυρίαρχη μπουρζουαζία, η οποία ήλεγχε το κρά 109 Alain Badiou, Sarkozy De quoi est-tl le nom?, o. 94, εκδ Lignes, 2007. 110. Filippo del Lucchese & Jaso n Sm ith, «We n eed a p o p u lar discipline», Interview with Alain Badiou, Critical Inquiry No 34, 2008. 111. Slavoj 2i2ek, In Defence o f Lost Causes, a. 428, εκδ. Verso, 2008.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
161
τος. Σήμερα υπάρχουν, πλάι πλάι, οι πλούσιοι που ελέγχουν την κυκλοφορία του παγκοσμίου χρήματος και η τεράστια μάζα των αποκλεισμένων». Η νέα αυτοκρατορία γεννά, λοιπόν, τη νέα πλέμπα της. Και ο Μπαντιού συνεχίζει: «Αποκλεισμένους αποκαλούμε όλους αυτούς που δεν ανήκουν στον πραγματικό κόσμο, που βρίσκονται απ’ έξω, απέναντι από τα αγκαθωτά συρμπατοπλέγματα, τους φτω χούς στα χωριά της μεσαιωνικής φτώχειας ή τους κατοίκους των πόλεων στις φαβέλες, στα αστικά γκέτο, στις παραγκουπόλεις».112 Σ’ αυτή τη δυνητική συμμαχία Τρίτου και Τέταρτου κόσμου βλέ πει ο Μπαντιού να αναδύονται τα πιο ελπιδοφόρα πολιτικά υπο κείμενα της χειραφέτησης: το κίνημα που ανέδειξε τον Τσάβες και τον Μοράλες, οι Μαοϊκοί αντάρτες του Νεπάλ, ακόμη και ο ισλαμικός αντιιμπεριαλισμός της Χαμάς και της Χεζμπολάχ. Μια πινελιά Μπαντιού, μια δάση από τον σχεδόν παιδικό εν θουσιασμό του με τις πιο χτυπημένες, πληβειακές μάζες του υπο προλεταριάτου και με τα κινήματα που βρίσκονται στην αιχμή του αντιιμπεριαλιστικοΰ αγώνα, είναι, κατά τη γνώμη μας, όχι μό νο ανεκτή, αλλά και αναγκαία, αν η αντικαπιταλιστική Αριστερά θέλει να γίνει πραγματικά λαϊκή δύναμη, όση φρίκη κι αν προξε νεί στην εστέτ, κατοικίδια Αριστερά των οικονομικά ανερχόμενων μεσοστρωμάτων. Ωστόσο, η απολυτότητα του Μπαντιού οδηγεί σε προφανή πο λιτικά και στρατηγικά αδιέξοδα. Στο πολιτικό επίπεδο, δεν είναι δυνατόν να αγνοεί κανείς τις αντιφάσεις των κινημάτων που θεω ρεί ως τα πλέον ελπιδοφόρα ο Μπαντιού: την εχθρότητα του πο λιτικού ισλάμ στη γυναικεία χειραφέτηση και την απουσία οποιοσ δήποτε αντικαπιταλιστικής πνοής από τη θεωρία και την πρακτι 112. Alain Badiou, ό.π., σ. 74.
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
162
κή του- ή πάλι τον περιορισμό των κυβερνήσεων Τσάβες και Μοράλες στο όριο ενός προχωρημένου κεϊνσιανισμού με λατινοαμε ρικανικά χρώματα, παράτι οι μεταρρυθμίσεις τους παίρνουν εκρη κτικό, εμφυλιοπολεμικό χαρακτήρα λόγω των ιδιόμορφων, εν πολ λοίς μεταπρατικών κοινωνικών σχηματισμών της περιοχής. Το κυριότερο, όμως, αδιέξοδο εμφανίζεται στο στρατηγικό επίπεδο. Αν δεν έχουμε να ελπίζουμε παρά στις εξεγέρσεις της «πλέμπας», μπορούμε άραγε να ελπίζουμε στ’ αλήθεια; Είναι γνω στό ότι ο Μαρξ δεν έτρεφε καμία εκτίμηση στις δυνατότητες χει ραφέτησης του λούμπεν προλεταριάτου, των «φτωχοδιάβολων» της εποχής του, οι οποίοι αποτελούσαν κ(Λνωνικό στήριγμα του Βοναπαρτισμού. Συγκρίνοντας την εργατική τάξη του καπιταλι σμού με την «πλέμπα» της Ρώμης, έλεγε ότι το ρωμαϊκό προλετα ριάτο ζούσε σε βάρος της κοινωνίας, με επιδόματα, άρτον και θε άματα, ενώ τώρα είναι η καπιταλιστική κοινωνία που ζεί σε βά ρος του προλεταριάτου, το οποίο παράγει τον κοινωνικό πλούτο. Πως είναι λοιπόν δυνατόν να επενδύουμε σε μια ιστορική παλιν δρόμηση προς μια εξουθενωμένη μάζα «ρωμαϊκού» τύπου, που παραδέρνει ανάμεσα στις απελπισμένες, αυτοχειρίαστικές εξε γέρσεις τύπου Λος Άντζελες ή γαλλικών προαστίων και στη παρά δοσή της στις κάθε είδους μαφίες, όταν δεν στελεχώνει τις σύγ χρονες «Μαύρες Εκατονταρχίες» του κράτους και του φασιστικού παρακράτους; Είναι γεγονός, βέβαια, ότι η μεγάλη διόγκωση του σύγχρονου υποπρολεταριάτου συνοδεύτηκε από ποιοτικές αλλαγές στη δο μική κοινωνική του θέση. Δεν μιλάμε τόσο για ένα λούμπεν στρώ μα μονίμως εξοστρακισμένο στο περιθώριο, καταδικασμένο να επιβιώνει, όσο επιβιώνει, μόνο από τη φιλανθρωπία ή από το έγκλημα - μολονότι ουδείς γνωρίζει αν, με τις διαστάσεις που μ πορεί να αποκτήσει η κρίση, κάτι τέτοιο δε θα εμφανιστεί στ’
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
163
αλήθεια σε μεγάλη κλίμακα. Για την ώρα, ο μεγάλος όγκος αυτού του υποπρολεταριάτου και η «κανονική» εργατική τάξη χωρίζο νται από πορώδη μεμβράνη, που επιτρέπει τη διαρκή όσμωση: Μιλάμε για έναν ολόκληρο κόσμο μαύρης, προσωρινής και επι σφαλούς εργασίας, ο οποίος διατηρεί ελπίδες ότι μπορεί να βρει κάποτε σταθερή δουλειά, ενώ και η «ενσωματωμένη» εργατική τάξη αντιμετωπίζει το σοβαρό ενδεχόμενο να ξεπέσει σ’ αυτή τη ζώνη του κοινωνικού λυκόφωτος. Εξάλλου, το μεταναστευτικό προλεταριάτο του σήμερα κάθε άλλο παρά αποτελεί μάζα ξεπε σμένων «φτωχοδιάβολων», αντίθετα συχνά περιλαμβάνει ανθρώ πους με σημαντική μόρφωση και δεξιότητες, δυναμισμό και ανοι χτούς ορίζοντες, αλλά και εμπειρίες αγώνα εναντίον τυραννικών καθεστώτων και ιμπεριαλιστών κατακτητών. Υπό αυτό το πρίσμα, ο Τέταρτος Κόσμος έχει όντως τη δυνα τότητα να κερδηθεί από το αριστερό κίνημα, στο οποίο αναπό φευκτα θα φέρνει κάποιες ροπές τόσο προς την αναρχία (ή και τη μηδενιστική, τυφλή τρομοκρατία), όσο και προς το βοναπαρ τισμό. Οι εμπειρίες της Βενεζουέλας και της Βολιβίας είναι, από αυτή την άποψη, ιδιαίτερα χρήσιμες, προσφέροντας άφθονο υλι κό τόσο για τις επαναστατικές δυνατότητες, όσο και για τα όρια αυτού του ριζοσπαστισμού. Τουλάχιστον για τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες του Βορρά, όμως, το ερώτημα επανέρχεται με οξύτητα: Αν ο κορμός της εργατικής τάξης είναι «ενσωματωμένος» και χαμένος από χέρι για την αντικαπιταλιστική Αριστερά, αν η μόνη ελπίδα βρίσκεται στην ασπόνδυλη, ανοργάνωτη, πολυφυλετική και οικονομικά εξου θενωμένη μάζα του υποπρολεταριάτου, τι είδους στρατηγική κοι νωνικής αλλαγής μπορεί να χαράξει μια αριστερή πολιτική οντό τητα; Τι νόημα έχει η ίδια η ύπαρξη των αριστερών κομμάτων και των εργατικών συνδικάτων; Ερχόμαστε έτσι στο ίδιο ερώτημα όπου
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
164
σκόνταψε η ανάλυση του Πρέβε, μόνο που στη θέση του διανοούμενου-διαφωτιστή των αλλοτριωμένων μαζών, ο Μπαντιού ουσια στικά οδηγείται, ανομολόγητα, στο διανοούμενο-αρχάγγελο με τη ρομφαία, το μόνο μεσολαβητή ανάμεσα στη μάζα των homo sacer, των ανθρώπων χωρίς πρόσωπο που μπορούν να συντριβούν ατιμώ ρητα, και στην κομμουνιστική Πολιτεία του Ουρανού. Η μεσσιανική οπτική του Μπαντιού γίνεται ορατή με την υπο κατάσταση της στρατηγικής και της επίμονης πολιτικής μαζών από το «συμβάν». Ό πω ς η Μεγάλη Έκρηξη της Κοσμολογίας, που δεν είναι αποτέλεσμα της αιτιότητας, αλλά δημιουργεί η ίδια την αιτιότητα και το Σύμπαν, έτσι και το συμβάν του Μπαντιού είναι το εντελώς απρόβλεπτο, καταλυτικό γεγονός που διαρρηγνύει τη συνέχεια του ιστορικού χρόνου, χωρίζει βίαια το «πριν» από το «μετά», γεννά νέες επαναστατικές δυνατότητες και νέους πρωτα γωνιστές. Ό λα αυτά, βέβαια, είναι πολύ φωτεινά, πολύ ρωμαλέα, πολύ κοσμογονικά, μόνο που αιωρείται πάντα αναπάντητο το ερώτημα: Σε τι διαφέρει αυτό το αποκαλυπτικό συμβάν, που έρ χεται από το πουθενά, χωρίς ρίζες σε οποιαδήποτε κοινωνική αι τιότητα, από το θρησκευτικό θαύμα;
Η προβληματική «νέα αυτοκρατορία-νέα πλέμπα» διατρέχει και τις τελευταίες αναζητήσεις των Νέγκρι-Χαρντ, αλλά σε ανεστραμ μένη μορφή: Ενώ στον Μπαντιού η αυτοκρατορία δεν είναι πα ρά ο ιμπεριαλισμός σε ακραίο βαθμό ωμότητας, στους ΝέγκριΧαρντ η Ανισκρσιορία, ομώνυμος τίτλος του πολύκροτου βιβλίου τους,113 είναι ακριβώς η υπέρβαση του ιμπεριαλισμού, στο πλαί
113 Michael H ardt Sc Antonio Negri, Empire, εκδ H arvard University Press,
2000.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
165
σιο ενός ομογενοποιημένου κόσμου. Στην πρώτη περίπτωση, οι ηρωες της νέας εποχής είναι οι χωρίς χαρτιά πληβείοι, στην άλ λη τους αναγνωρίζουμε στο Πλήθος της άυλης, πνευματικής εργα σίας. Κι αντί για το ρόλο του αρχάγγελου-πολεμιστή, ο διανοού μενος της χειραφέτησης καλείται τώρα να ενσαρκώσει το ρόλο του Μωυσή-ποιμένα, που οδηγεί το Πλήθος στη λυτρωτική Έ ξο δο, προς μια νέα Γη της Επαγγελίας, η οποία αναδυόταν αθόρυ βα, κάτω από ανυποψίαστα μάτια, απέναντι από τις Πυραμίδες του κεφαλαίου. Στη διαδρομή του από την «εργατική αυτονομία» της ταραγ μένης δεκαετίας του 7 0 μέχρι την Αυτοκρατορία, ο Νέγκρι διατη ρεί ένα στοιχείο συνέχειας με τη μαρξιστική παράδοση, τη βασι κή θέση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου ότι «η αστική τάξη παρά γει πρώτα απ’ όλα τους νεκροθάφτες της». Ωστόσο το ιστορικό υποκείμενο, το παιδί του καπιταλισμού που θα γίνει ο ίδιος ο νε κροθάφτης του, μεταλλάσσεται διαρκώς από το κλασικό προλε τα ριά το του Μ αρξ στο «μαζικό εργάτη» του φ ορντισμούτεϊλορισμού, έπειτα στον «κοινωνικό εργάτη»-«αναλυτή συμβό λων» και τελικά στο περίφημο Πλήθος. Αν και οι Νέγκρι-Χαρντ αφιέρωσαν ένα άλλο, ειδικό βιβλίο για να εξηγήσουν τι ακριβώς εστί Π λήθος,114 η έννοια παραμένει αμφιλεγόμενη. Αλλοτε προσδιορίζεται με κοινωνικούς όρους, ως το σύνολο των εκμεταλλευομένων, άλλοτε με πολιτικούς, ως ο πλουραλισμός των αντικαπιταλιστικών αντιστάσεων, εμβρυακή μορφή της οποίας θα μπορούσε να θεωρηθεί το «ρεύμα του Σιάτλ», κι άλλοτε με οντολογικούς όρους, ως η αντίθεση της Αυτο κρατορίας, που γεννιέται στο εσωτερικό της. Γενικά, αποπνέει μια αύρα μεταμοντέρνου κατακερματισμού του υποκειμένου, διάλυ 114 Michael H ardt & A ntonio Negri, Multitude, εκδ. Penguin, 2004.
166
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
σης όλων των μόνιμων συλλογικών ταυτοτήτων σε μια ρευστή κα τάσταση διαρκώς μεταβαλλόμενων ατομικοτήτων, οι οποίες, με κάποιο θαυματουργό τρόπο, συνενώνονται στην έννοια του Πλή θους. Σε κάθε περίπτωση, ο πυρήνας του εντοπίζεται στο δικέφα λο σώμα του ηρεκαριάτον-κογνηταριάτον, όπου το πρώτο αναφέρεται στην προσωρινή (prdcaire), ευλύγιστη και ευμετάβλητη απα σχόληση και το δεύτερο στους εργάτες γνώσης (cognitive). Βέβαια, η συνένωση του ντελιβερά, του κουριερ και του ωρο μίσθιου εκπαιδευτικού, που πηγαίνει από την Αθήνα στη Μεγαλόπολη για δουλειά πέντε ωρών την εβδομάδα επί εφτά ευρώ την ώρα, με τον καλοπληρωμένο αναλυτή συστημάτων της Siemens και τον προγραμματιστή της Microsoft στο διφυές πρεκαριάτοκογκνιταριάτο φαίνεται δύσκολη υπόθεση, αλλά ο Νέγκρι δεν το βάζει κάτω. Κοινός παρονομαστής είναι, για τον Ιταλό θεωρητι κό, η «έξοδος» από το ζυγό του εργοστάσιου, του ωραρίου και της πειθαρχίας που επιβάλλει το Κεφάλαιο. Στο βιβλίο του με τον προκλητικό τίτλο Λνιίο κ. Σοσιαλισμέ ,115 αναφέρεται στη «νέα εργατική τάξη και τα συνακόλουθα κινήμα τα» για να υποστηρίξει ότι η άυλη εργασία «ξεφεύγει από τα κα πιταλιστικά μέτρα», κάνοντας τον εργαζόμενο να συνειδητοποιή σει ότι «είναι παραγωγικός έξω από τις σχέσεις του με το κεφάλαιο»(!), καθώς το ίδιο το κεφάλαιο αλλάζει ριζικά: «δεν έχει τί ποτα να κάνει με το κεφάλαιο ως φυσική ύπαρξη στα χέρια των αφεντικών», αλλά βρίσκεται μέσα στη διάνοια κάθε εργαζομένου. Από την άλλη, το «πρεκαριάτο» δραπετεύει επίσης από το ζυγό της μονότονης εργασίας στη φορντική αλυσίδα παραγωγής, οχτώ ώρες τη μέρα πέντε ώρες τη βδομάδα, αυτονομείται απέναντι στο κεφάλαιο και αναπτύσσει τον απελευθερωτικό «νομαδικό πόθο», 115. Antonio Negri, Goodbye M r Socialism, εκδ. Serpent’s Tail, 2008.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
167
ο οποίος, βέβαια, παίρνει την πιο ολοκληρωμένη του μορφή στο πρόσωπο των μεταναστών. «Κοινωνικά, το πλήθος της Γένοβας υπήρξε η πρώτη επιτυχής αντιπροσώπευση του νέου πρεκαριάτου της κοινωνικής εργασί ας, το οποίο παράγει η μεταφορντική επανάσταση». Το εν λόγω πλήθος «έχει συνείδηση της καινούριας αθλιότητας ακριβώς εκεί, στην πνευματική και άυλη εργασία, όπου τα σημάδια της χειρα φέτησης αναδύονται πιο καθαρά από οπουδήποτε αλλού [...] Θα πρέπει να αναγνωριστεί στο κοινωνικό πρεκαριάτο και στις πνευ ματικές δυνάμεις της παραγωγής ένας καθοριστικός ρόλος»116, έγραφε χαρακτηριστικά ένα χρόνο μετά τα μεγάλα κινηματικά γεγονότα που σφραγίστηκαν από τη δολοφονία του νεαρού δια δηλωτή Κάρλο Τζουλιάνι από τις δυνάμεις καταστολής στη Γένο βα τον Ιούλιο του 2001. Νωρίτερα, ο Νέγκρι έγραφε ότι θα πρέπει να πάρουμε απο στάσεις απέναντι «σε όλους εκείνους που χύνουν κροκοδείλια δά κρυα για το τέλος των συντεχνιακών συλλογικών συμβάσεων ενός εθνικού συνδικαλισμού και σοσιαλισμού, όπως και από εκείνους που νοσταλγούν τον παλιό, καλό καιρά ενός ρεφορμισμού διαποτισμένου από τη μνησικακία των εκμεταλλευόμενων και τη ζήλια που συχνά επωάζεται κάτω από την ουτοπία».117 Εδώ πια ο παλιός αριστεριστής μάς ξεφουρνίζει σε υπερεπα ναστατική συσκευασία όλη τη σκουριά από το παλιατζίδικο της πιο αντιδραστικής αστικής σκέψης. Οι συλλογικές διεκδικήσεις, α πόδειξη συντεχνιακού πνεύματος, ζήλιας και μνησικακίας! Αναρωτιέται κανείς τι παραπάνω έχουν να πουν τα τηλεδικεία 116. Antonio Negri, «Refonder la gauche italienne», L · Monde Diplomatique, Αύ γουστος 2002. 117 Antonio Negri, «L'“Empire’\ stade suprem e de I'lmperialisme», U Monde Diplomatique, Ιανουάριος 2001.
168
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
των καναλιών στις ειδήσεις των οχτώ απέναντι σε κάθε σημαντι κή απεργία. Ο «νομαδικός πόθος» του Νέγκρι είναι προφανής, αλλά μόνο στη διάθεσή του να δραπετεύσει από το ζυγό μιας δύ σκολης πραγματικότητας και να προβάλει την ιστορική αδυνα μία του κινήματος ως αρετή του. Γιατί, βέβαια, οι αναλώσιμοι εργαζόμενοι δεν προσέφυγαν στην ευλύγιστη προσωρινή απ α σχόληση παρακινούμενοι από το ελευθεριακό, διονυσιακό τους πνεύμα, αλλά γιατί δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς - όπως και οι μετανάστες που δεν ξεριζώθηκαν από τον τόπο τους από επι λογή, αλλά από ανάγκη. Η διολίσθηση του Νέγκρι σε θέσεις κραυγαλέου εξωραϊσμού της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων φαί νεται καθαρά όταν αναγορεύει περίπου σε παγκόσμια πρωτοπο ρία την αμερικανική εργατική τάξη γιατί είναι περισσότερο «απελευθερωμένη», σε σύγκριση με τις άλλες, από το ζυγό των... συνδικάτων! Η μόνη απορία που μας μένει είναι γιατί δεν θεω ρεί πρωτοπόρους τους ακόμη πιο «απελευθερωμένους» εργάτες της... Κίνας; Επιπλέον, οι Νέγκρι και Χαρντ διογκώνουν στον υπερθετικό βαθμό υπαρκτές τάσεις στους κόλπους της μισθωτής εργασίας. Σύμφωνα με το αμερικανικό υπουργείο Εργασίας, το 2010 οι ερ γαζόμενοι στις τεχνολογίες της Πληροφορικής και της Μικροηλεκτρονικής δεν θα αντιπροσωπεύουν παρά το 2,4% του εργατι κού δυναμικού. Για σύγκριση πρέπει να αναφερθεί ότι η βιομη χανία, παρά τη συγκριτική υποχώρησή της στο Βορρά, αντιπρο σωπεύει σήμερα περίπου το 27% των θέσεων εργασίας.118 Μειοψηφικό, παρά την άνοδό του, είναι και θα παραμείνει (εκτός αν είναι να διαλυθεί ολόκληρος ο καπιταλιστικός τρόπος παραγω-
118 Daniel Bensaid, Un Monde ά Changer, ο 75, εκδ Textuel, και Ν(κος Παλαιολόγος, Εργασία και Συνδικάτα στον 21 ο Αιώνα, εκδ 1ΝΕ, 2006.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
169
γης στην κινούμενη άμμο της χαμηλής παραγωγικότητας) το με ρίδιο της προσωρινής και ευέλικτης απασχόλησης. Ό σ ο για τα συνδικάτα, παρά τις στρατηγικές ήττες και τη ση μαντική συρρίκνωσή τους, παραμένουν όχι απλώς οι μόνες υπαρ κτές μαζικές οργανώσεις της εργατικής τάξης, αλλά και οι μακράν κάθε σύγκρισης μαζικότερες κοινωνικές οργανώσεις σε παγκό σμια κλίμακα. Η χρησιμότητά τους φαίνεται από το γεγονός ότι, στις χώρες όπου τα συνδικάτα απέφυγαν τις στρατηγικές ήττες, όπως στο σκανδιναβικό Βορρά, όπου η συνδικαλιστική οργάνω ση ήταν, το 2007, της τάξης του 70%, ο νεοφιλελευθερισμός δεν επιβλήθηκε, ή τουλάχιστον μετριάστηκε και σημαντικότατες κοι νωνικές κατακτήσεις διασώθηκαν.119 Το κυριότερο, οι απεργιακοί αγώνες των συνδικάτων είναι που ματαίωσαν αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις και έριξαν κυβερνήσεις, όπως γνωρίζουν οι Ζιπέ και Ντε Βιλπέν στη Γαλλία, ο Μπερλουσκόνι στην Ιταλία, ο Μητσοτάκης και ο Σημίτης στην Ελλάδα. Ακόμη και το «κίνημα κα τά της παγκοσμιοποίησης», σε όποιες περιπτώσεις είχε πραγμα τικά δυναμική παρουσία (Σιάτλ, Γένοβα, Γκέτεμποργκ κ.ά.), στη ρίχτηκε στο μεγάλο όγκο των μαχητικών συνδικαλισμένων εργα τών. Ό τι η γραφειοκρατική χειραγώγηση, η διαπλοκή με το κεφά λαιο και την Ευρωπαϊκή Ένωση και ο ταξικός εκφυλισμός υπο νομεύουν καίρια τη δυναμική του συνδικαλιστικού κινήματος εί ναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση. Ωστόσο, δεν πρόκειται για εντε λώς νέο φαινόμενο, που θα δικαιολογούσε, τάχα, την «Έξοδο» προς το τίποτα. Ή δ η το 1940 ο Τρότσκι έγραφε ότι «υπάρχει ένα κοινό γνώρισμα στην ανάπτυξη ή, πιο σωστά, στον εκφυλισμό των σύγχρονων συνδικαλιστικών οργανώσεων όλου του κόσμου: το 119. Επίσημες στατιστικές του ΟΟΣΑ, stats.oecd.org.
170
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
πλησίασμα και η συγχώνευσή τους με την κρατική εξουσία». Λί γο παρακάτω όμως, σημείωνε: «Από τα προηγούμενα θα μπορούσε κανείς εύκολα να βγάλει το συμπέρασμα ότι τα συνδικάτα παύουν να είναι συνδικάτα στην ιμπεριαλιστική εποχή. Δεν αφήνουν σχεδόν πια τόπο στην εργα τική δημοκρατία [...] Μια τέτοια, όμως, θέση θα ήταν βασικά λα θεμένη. Δεν μπορούμε να διαλέξουμε το πεδίο και τους όρους της δραστηριότητάς μας ακολουθώντας τις επιθυμίες και τις αντιπάθειές μας. Είναι άπειρα πιο δύσκολο να αγωνίζεται κανείς για να επιδράσει πάνω στις εργαζόμενες μάζες μέσα σε ένα ολοκληρω τικό και μισοολοκληρωτικό κράτος, παρά σε μια δημοκρατία. Το ίδιο ισχύει επίσης για τα συνδικάτα, που όλη τους η ύπαρξη αντα νακλά την εξέλιξη των καπιταλιστικών κρατών».120 Αλλά και ο Αντόνιο Γκράμσι, στις πολύ σκληρές συνθήκες ανό δου του φασισμού, το 1923-1924, έγραφε ότι οι κομμουνιστές εί ναι «από θέση αρχής αντίθετοι στη δημιουργία νέων συνδικάτων» (η επισήμανση δική του), σημειώνοντας ότι «κάθε απόπειρα να οργανωθούν ξεχωριστά τα επαναστατικά συνδικαλιστικά στοι χεία απέτυχε από μόνη της και εξυπηρέτησε μόνο στην ενίσχυ ση των ηγεμονικών θέσεων των ρεφορμιστών στη μεγάλη οργά νωση».121 Αφού σημειώνει ότι καθήκον των κομμουνιστών είναι «να παραμένουν με τη μάζα, να μοιράζονται τα λάθη της, τις αυ ταπάτες, την απαλλαγή από τις πλάνες της», σημειώνει ότι, ακό μη κι αν οι «ρεφορμιστές δικτάτορες» που έλεγχαν τη Γενική Συ νομοσπονδία εξανάγκαζαν τους κομμουνιστές να βγουν από αυ τήν, «η νέα οργάνωση θα έπρεπε να παρουσιαστεί και να κατευ120. Λέον Τ ρόισκι, Μαρξισμός και Σννδικώα, σ 3-5, μτφρ θ θω μ α δά κ η , εκδ. Αλλαγή, 1983. 121 Αντόνιο Γκράμσι, ΠοΧηικά Κείμενα, σ 9-10, μτφρ. Μ Ζορμπά, εκδ. Οδυσσέας 2009
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
171
θυνθεί αληθινά προς το μοναδικό σκοπό να πετύχει την αποκα τάσταση, να πετυχει ξανά την ενότητα ανάμεσα στην τάξη και την πιο συνειδητή πρωτοπορία της».122 Σε άλλο άρθρο της ίδιας περιόδου, ο Γκράμσι προσθέτει: «Όποιος κρατιέται μακριά από τα συνδικάτα σήμερα είναι σύμμαχος των ρεφορμιστών, δεν εί ναι επαναστάτης αγωνιστής: μπορεί να έχει αναρχοειδή φρασε ολογία, αλλά δε θα μεταθέσει ούτε κατά μία κεραία τις σιδερέ νιες συνθήκες μέσα στις οποίες αναπτύσσεται ο πραγματικός αγώνας».123 Αν λοιπόν ήταν άπειρα δύσκολο αλλά επιβεβλημένο να δου λεύει κανείς ακόμη και στα συνδικάτα μιας Ιταλίας σε τροχιά εκφασισμού, μπορεί να σκεφτεί κανείς πόσο «θαρραλέα» είναι η «Εξοδος» που προτείνει ο Νέγκρι στις κοινοβουλευτικές δη μοκρατίες του σήμερα. Γενικότερα, η όλη περί «Εξόδου» φιλο λογία, πέρα από τη σημειολογική παραπομπή στις μεταφυσικές αναζητήσεις ενός Νέγκρι που εκθειάζει την παράδοση του αγί ου Φραγκίσκου της Ασίζης, δεν ικανοποιεί έστω και τις στοιχει ωδέστερες στρατηγικές αναζητήσεις. Σε διαμετρική αντίθεση με τις διαβεβαιώσεις του Νέγκρι ότι το κεφάλαιο βρίσκεται σε διαρκή υποχώρηση, εκείνο που χαρακτηρίζει τον ύστερο, ολο κληρωτικό καπιταλισμό είναι ο εποικισμός και της παραμικρής γω νίας της παραγωγής, τον ελεύθερον χρόνον και της ίδιας της Φύσης από το κεψάλαιο. Η «Έξοδος» που μας προτείνει ο θεωρητικός της αυ τονομίας μοιάζει με απελπισμένη φαντασίωση, γιατί, απλούστα
τα, itv έχονμε πού να πάμε\ Ό π ου και να πας, «η πόλις θα σε ακο λουθεί».
122. ό .π , ο 11 123. ό.π., ο. 62.
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
172
Αν το «Πλήθος» σηματοδοτούσε απλώς τον πλουραλισμό των αντικαπιταλιοτικών κινημάτων, δεν θα υπήρχε έδαφος για σοβαρές αντιρρήσεις. Ουδέποτε στην ιστορία το εργατικό κίνημα απολάμ βανε κάποια αποκλειστικότητα, αντίθετα, πάντα έδινε τις μάχες του δίπλα σε ποικίλα κινήματα εναντίον του πολέμου και του ιμπε ριαλισμού, των φυλετικών διακρίσεων και της καταστροφής του περιβάλλοντος, της καταπίεσης των μειονοτήτων και του απολυταρχισμού. Και αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο σήμερα. Ωστόσο, όλα αυτά τα κινήματα δεν έχουν το ίδιο ειδικό βάρος, όπως υποστηρίζουν όσοι εισηγούνται μια στρατηγική «ουράνιου τόξου», απλής συγκόλλησης εντελώς αυτόνομων, απομονωμένων, μονοθεματικών ακτιβισμών. Ο καθοριστικός ρόλος που αποδί δουν οι μαρξιστές στην εργατική τάξη δεν προέρχεται από κά ποιο ρομαντικό εργατισμό ή απλώς από δογματικές εμμονές. Απορρέει από το δομικό της ρόλο στον καπιταλιστικό τρόπο πα ραγωγής, που την καθιστά τη μοναδική «καθολική τάξη», την τά ξη που μπορεί, μαζί με τον εαυτό της, να απελευθερώσει ολόκλη ρη την κοινωνία και μαζί με τη βασική αντίθεση κεφάλαιουεργασίας να θέσει σε τροχιά υπέρβασης και τις άλλες. Κι αυτός ο ρόλος της καθολικής τάξης προέρχεται, με τη σειρά τον, από τ ψ καθολικότψα του ίδιου του κεφαλαίου, του οποίου η εργασία αποτελεί τον αντι
θετικό πόλο. Με άλλα λόγια: ασφαλώς «όλα τα πράγματα δεν ανάγονται στην εκμετάλλευση της εργασίας από το κεφάλαιο». Ασφαλώς δεν είναι ο καπιταλισμός που γέννησε την καταπίεση της γυναίκας (αυτή υπήρχε χιλιετίες νωρίτερα), ούτε τις διακρίσεις σε βάρος των μαύρων και των ιθαγενών, ούτε καν το οικολογικό πρόβλημα. Ωστόσο, η κεφαλαιακή σχέση διαπλέκεται με όλα αυτά τα προ βλήματα, τα μετασχηματίζει εκ βάθρων και εντέλει τα καθορίζει, έτσι που να μην μπορούν να λυθούν χωρίς την κατάργησή της.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
173
Εξίσου αλήθεια είναι ότι η εργατική τάξη έχει αλλάξει κατά πολύ μέσα σια τελευταία τριάντα χρόνια, μετά την αποδόμηση του κεϊνσιανου υποδείγματος από το νεοφιλελευθερισμό. Η μεί ωση του ειδικού βάρους του βιομηχανικού προλεταριάτου -το οποίο παραμένει αριθμητικά και ποιοτικά σημαντικό- είναι μία από τις όψεις αυτής της αλλαγής στις παλιές βιομηχανικές δυνά μεις της Δύσης. Μια τάση που συμβαδίζει, πάντως, με τη σημα ντική αύξηση του βιομηχανικού προλεταριάτου σε παγκόσμια κλί μακα, τη μετανάστευση μονάδων παραγωγής στις χώρες χαμηλού κόστους και την ανάδυση νέων βιομηχανικών κέντρων στην περι φέρεια. Η εξέλιξη αυτή έχει σημαντικές πολιτικές συνέπειες, όπως μαρτυρά η ανάδειξη του Κόμματος Εργατών του πρώην τορ ναδόρου Λουλά στη Βραζιλία (ανεξάρτητα από τη συνθηκολόγη σή του) και η βασανιστική πορεία σχηματισμού νέων αριστερών τάσεων στην Κίνα. Σημαντικότερη είναι η μείωση της συγκέντρωσης εργαζομέ νων ανά εργασιακό χώρο λόγω της αποκέντρωσης της παραγω γής, των υπεργολαβιών, της δουλειάς στο σπίτι και άλλων μεθό δων μείωσης του κόστους. Σε συνδυασμό με την αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων μέσω της ευλύγιστης και προσωρινής απασχόλησης, η τάση αυτή σαφώς υπονομεύει τον παλιό συνδι καλισμό, που είχε ως βάση τους μεγάλους εργασιακούς χώρους, με τις εργατικές μάζες που χαρακτηρίζονταν από υψηλή αυτοε κτίμηση, αλληλεγγύη, οργάνωση και πειθαρχία τη στιγμή της σύ γκρουσης. Τα προβλήματα γίνονται μεγαλύτερα καθώς συνδυάζονται με ανάλογες τάσεις στην εκτός παραγωγής κοινωνική ζωή. Η πιο βα σική, από τη σκοπιά που συζητάμε, τάση είναι η εξασθένιση της στα θερής πυρηνικής οικογένειας ωςβασικού κυττάρου του εργατικού πληθυσμού και η μερική αντικατάστασή της από το μοναχικό άνθρωπο, άντρα ή γυ
174
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
ναίκα. Χωρίς σταθερές δεσμεύσεις, ο μοναχικός/ή εργαζόμενος/η αποτελεί ιδανικό στοιχείο για το νέο, ευλύγιστο καθεστώς καπι ταλιστικής συσσώρευσης, που απαιτεί μεγαλύτερη κινητικότητα και λιγότερες απαιτήσεις. Ενδεικτικά, το 27% των αμερικανικών νοικοκυριών και το 45% των σουηδικών είναι μονομελή.124 Στον ύστερο καπιταλισμό που αποθεώνει την «επικοινωνία», η μονα ξιά και η κατάθλιψη γίνονται οι οικουμενικές αρρώστιες της εποχής μας. Ωστόσο, οι αλλαγές του εργασιακου-κοινωνικου τοπίου δεν έχουν μόνο ζοφερές όψεις. Ο ύστερος καπιταλισμός παράγει τους δικούς του «νεκροθάφτες» στο πρόσωπο μιας εργατικής τάξης με απίστευτα αυξημένη παραγωγική δύναμη, πάνω στο έδαφος της οποίας και μόνο μπορεί να οικοδομηθεί μια πραγματικά ελεύθε ρη κοινωνία. Η εκθετικά ανώτερη κοινωνικοποίηση της παραγωγής στις συνθήκες της πληροφορικής ανυψώνει το ρόλο των κλάδων που μπορεί να παραλνσουν τ ψ όλη διαδικασία της παραγωγής «κατεβάζοντας τους διακό πτες» και εκείνη της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης: ενέρ
γεια, τηλεπικοινωνίες, μεταφορές, τράπεζες, βιομηχανική έρευ να, ταχυδρομεία, παιδεία, υγεία, καθαριότητα κ.ά. Είναι αυτοί οι κλάδοι που παίζουν στο σύγχρονο καπιταλισμό το ρόλο που έπαιζε το εργοστασιακό προλεταριάτο στψ εποχή του Μαρξ ή ακόμη
και του Λένιν, δηλαδή των βασικών πυρήνων γυρω από τους οποί ους μπορεί να επανοικοδομηθεί η ενότητα μιας καταρχήν πολυδιασπασμένης εργατικής τάξης. Αν οι Γάλλοι βιομηχανικοί εργά τες ωθούνται από τον «ολοκληρωτισμό» του κεφαλαίου στον απελ πισμένο εκβιασμό των περίφημων bossnapings, των απαγωγών των αφεντικών, για να ματαιώσουν τις απολύσεις, οι εργαζόμενοι των νευραλγικών κλάδων μπορούν να ασκήσουν με μαζικούς 124. Pocket World in Figures - 2010 Edition, εκδ. T h e Economist, 2009
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
175
όρους και αποτελεσματικότητα λαϊκό «εκβιασμό» σε βάρος του κεφαλαίου, αρκεί να δίνουν τη μάχη τους με όρους ιδεολογικής ηγεμονίας, εκφράζοντας το γενικό κοινωνικό, και όχι το στενό συ ντεχνιακό συμφέρον. Το κυριότερο, η τρίτη τεχνολογική επανάσταση ωριμάζει τις προϋπο θέσεις για μια νέα ιστορική σνμμαχία ανάμεσα στψ εργατική τάξη και στη διανόηση, ιδιαίτερα δε την επιστημονικοτεχνική διανόηση, που
παίζει πιο άμεσο ρόλο στην παραγωγή. Αυτός ο νέος κοινωνικός συνασπισμός παίζει στο σύγχρονο, αναπτυγμένο καπιταλισμό το ρόλο που έπαιζε η εργατοαγροτική συμμαχία στην εποχή του Λέ νιν, ως το βασικό μπλοκ της κοινωνικής αλλαγής. Η «μεγάλη δεκαετία» 1968-1978 ήταν η πρώτη, αδέξια ακό μη, πρόβα του νέου συνασπισμού στο ιστορικό προσκήνιο. Αυτό υπήρξε το καθοριστικό στοιχείο που σφράγισε το γαλλικό Μάη, με τον Ζαν-Πολ Σαρτρ να μιλάει στους εργάτες του κατειλημμέ νου εργοστασίου της «Ρενό» και τους Αμερικανούς φοιτητές που καταλάμβαναν το Μπέρκλεϊ και το Κολοΰμπια να ξεσηκώνονται μαζί με τους Μαΰρους Πάνθηρες των αστικών γκέτο και τους ερ γάτες του Ντιτρόιτ. Για πρώτη φορά, φοιτητές και μισθωτά με σαία στρώματα που επιτελοΰν πνευματική εργασία (κυρίως οι κα τά Γκράμσι οργανικοί διανοούμενοι, όπως οι μηχανικοί παραγω γής) προσχωρούν, έστω προσωρινά, δοκιμαστικά και με ταλαντεΰσεις, στο αντιιμπεριαλιστικό-αντικαπιταλιστικό μπλοκ, όχι μόνο σε ατομική βάση, ως ταξικοί αποστάτες, όπως ήταν ο κανόνας στις εποχές μέχρι τότε, αλλά en bloc, ως μεγάλες, συγκροτημένες κοινωνικές ομάδες. Το έδαφος για την ωρίμανση αυτής της συμμαχίας καλλιεργήθηκε από τους κοινωνικούς μετασχηματισμούς στο στάδιο του μονοπωλιακού καπιταλισμού, ιδίως μετά τον Β' Παγκόσμιο Πό λεμο. Έ να από τα κυριότερα χαρακτηριστικά τους είναι η συρρί
176
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
κνωση της αγροτιάς και των άλλων παραδοσιακών μεσαίων στρω μάτων (π.χ. ελεύθεροι επαγγελματίες), με ταυτόχρονη διόγκωση των νέων μισθωτών μεσαίων στρωμάτων των πόλεων, κυρίως εκεί νων που επιτελοΰν πνευματική εργασία. Η εκπαιδευτική έκρηξη και ιδίως η μαζικοποίηση των πανεπιστημίων είναι μια από τις σημαντικότερες εκφράσεις αυτής της τάσης. Η τρίτη τεχνολογική επανάσταση διευκολύνει μια ανατρεπτι κή σύγκλιση: Από τη μια πλευρά, η εργατική τάξη, ιδίως δε το πιο νέο τμήμα της, προβάλλει πιο μορφωμένη, πιο απαιτητική, με πλατύτερους ορίζοντες διεκδικήσεων, τόσο στη σφαίρα της πα ραγωγής, όσο και στη σφαίρα της αναπαραγωγής (διακοπές, ποι ότητα ζωής, πολιτισμός), ακριβώς τη στιγμή που οι ιστορικά δια μορφωμένες κατακτήσεις τίθενται υπό άμεση αμφισβήτηση από την κρίση. Από την άλλη, η υπερδιόγκωση της φοιτητικής και πα ραγωγικής διανόησης οδηγεί στη βαθμιαία υποβάθμιση, στην τά ση προλεταριοποίησής τους - όπως ο πληθωρισμός του νομίσμα τος γεννάει την υποτίμησή του. Διαμορφώνεται έτσι σταδιακά μια ερ γατική τάξη ηιο «διανοούμενη» από εκείνη που ηεριέγραφαν ο Ντίκενς και ο Λόντον χαι μια διανόηση ηιο «εργατική», περισσότερο κριτική απέ
ναντι στις παραδοσιακές αστικές αξίες, κάτι που καθιστά πιο εύ κολη τη συνεννόηση και τη σύγκλιση μεταξύ τους. Η αναγκαστική μετατόπιση του κεντρικού άξονα κοινωνικών συμμαχιών έχει στρατηγικές επιπτώσεις: Αν η παραδοσιακή εργατοαγροτική συμμαχία (η οποία, βέβαια, συνεχίζει να έχει τη ση μασία της, ιδιαίτερα σε εποχές παγκόσμιας διατροφικής κρίσης) θέτει επί τάπητος τις πολύ σημαντικές αντιθέσεις πόλης-χωριού και κοινωνίας-φύσης, η συμμαχία εργατών-διανοουμένων φέρνει στην πρώτη γραμμή τ ψ υπέρβαση τον διαχωρισμού ηνενματικής και σω ματικής εργασίας. Δηλαδή, του βαθύτερου πυρήνα του κοινωνικού
καταμερισμού εργασίας εν γένει, του διαχωρισμού ανάμεσα σε
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
177
διευθΰνοντες και εκτελεστές, η υπέρβαση του οποίου αποτελεί προϋπόθεση για τον κομμουνιστικό μετασχηματισμό. Δεν είναι τυχαία η γοητεία που άσκησε σε μεγάλα τμήματα της διανόησης στη Δυτική Ευρώπη η Πολιτιστική Επανάσταση της Κίνας. Έ να εγχείρημα το οποίο, ανεξάρτητα από τα τυχοδιωκτικά στοιχεία και τις ακράτητες που κάποτε έφταναν σε βαθμό βαρβαρότητας, έθεσε στο κέντρο ακριβώς το καίριο πρόβλημα των σχέσεων διανόησης-προλεταριάτου, πνευματικής-χειρωνακτικής εργασίας, διευθυντών-εκτελεστών στις συνθήκες της μεταβατικής κοινωνίας προς το σοσιαλισμό - χωρίς, όμως, να το λΰσει. Σε αντίθεση με το στερεότυπο του αυταρχικού Λένιν που αντιπαραβάλλεται στον χειραφετικό Μαρξ και στη δημοκρατική Λοΰξεμπουργκ, ο ηγέτης των μπολσεβίκων έθεσε την καθολική συμ μετοχή του λαοΰ στις δημόσιες υποθέσεις ως βασική αρχή της σο σιαλιστικής δημοκρατίας. Βάσισε δε την πεποίθησή του ότι «και η τελευταία καθαρίστρια» θα μπορεί να ασκεί καθήκοντα δημό σιας διοίκησης και ελέγχου πάνω στη γενική άνοδο του μορφωτι κού επιπέδου των μαζών και στην ευρεία κοινωνικοποίηση της παραγωγής, ήδη στο πλαίσιο του καπιταλισμού. «Ο τέτοιος βαθμός δημοκρατισμού», έγραφε στο Κράτος και Επα νάσταση, «συνδέεται με το ξεπέρασμα των πλαισίων της αστικής
κοινωνίας, με την έναρξη του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της. Αν πραγματικά όΧοι θα συμμετέχουν στη διακυβέρνηση του κράτους, ο καπιταλισμός δεν μπορεί να κρατηθεί. Και η ανάπτυ ξη του καπιταλισμού με τη σειρά της δημιουργεί τις προϋποθέσεις για να μπορούν πραγματικά «όλοι» να συμμετέχουν στη διακυβέρ νηση του κράτους. Σ’ αυτές τις προϋποθέσεις ανήκει η καθολική σχολική εκπαίδευση, που την έχουν ήδη εφαρμόσει πολλές από τις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, μετά η «εκπαίδευση και πειθάρχηση» εκατομμυρίων εργατών από τον μεγάλο, πολυσύν
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
178
θετο, κοινωνικοποιημένο μηχανισμό των ταχυδρομείων, των σι δηροδρόμων, των μεγάλων εργοστασίων, του μεγάλου εμπορίου, των τραπεζών κτλ. κτλ. [...] Ο καπιταλισμός έχει απλοποιήσει σ εξαιρετικό βαθμό αυτή την καταγραφή και τον έλεγχο, τα έχει αναγάγει σε εντελώς απλές πράξεις εποπτείας και καταχώρισης, προσιτές στον κάθε άνθρωπο που ξέρει ανάγνωση και γραφή, φτάνει να ξέρει τις τέσσερις πράξεις της αριθμητικής και να κό βει τις σχετικές αποδείξεις».125 Είναι αλήθεια ότι η ρωμαλέα αισιοδοξία του Λένιν αποδείχτη κε πρόωρη. Η διοίκηση, στο εργοστάσιο ή στο παν-κοινωνικό επί πεδο, ήταν, όπως φάνηκε στην πράξη, πολύ πιο συνθέτη υπόθεση από μια απλή διαδικασία καταγραφής και ελέγχου. Η περίφημη «τελευταία καθαρίστρια» οδηγήθηκε, κάτω και από το συντριπτι κό βάρος της πείνας, του κρύου και του πολέμου, στη λογική της ανάθεσης, πάνω στην οποία βασίστηκε ο σφετερισμός της σοσια λιστικής δημοκρατίας από τη γραφειοκρατία και η αναγέννηση του διαχωρισμού της κοινωνίας σε διευθύνοντες και εκτελεστές, τελικά δε σε εκμεταλλευόμενους και νέους εκμεταλλευτές. Εξίσου αλήθεια είναι ότι η τρίτη τεχνολογική επανάσταση ωρι μάζει σε απίστευτα μεγαλύτερο βαθμό αυτό που την εποχή του Λένιν ήταν μόνο εμβρυακή τάση. Το μορφωτικό επίπεδο και οι δυνατότητες πρόσβασης κάθε εργάτη και υπαλλήλου στη γνώση -μέσω, για παράδειγμα, του Διαδικτύου- δεν μπορούν καν να συγκριθούν με εκείνο των εργατών ακόμη και των πιο προηγμένων χωρών στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα. Η εξουσία του διευ θυντή της επιχείρησης χάνει κάθε «αξιοκρατικό» άλλοθι νομιμο ποίησης και εμφανίζεται στα μάτια των εργαζομένων γυμνή, ως
125. Β. I. Λένιν, Απαντα, τ. 33, σ 100-101, συλλογική μτφρ., εκδ Σύγχρονη Επο χή, 1981.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
179
ωμός σφετερισμός. Εδώ βρίσκεται, αν όχι η βεβαιότητα, τουλάχι στον η βάσιμη ελπίδα ότι ο σοσιαλισμός του 21ου αιώνα μπορεί να υπάρξει, αυτή τη φορά όχι ως κρατικο-γραφειοκρατικό έκτρω μα, αλλά ως απόπειρα οργανωμένης κοινωνικής αυτοδιαχείρι σης. Στο μεταξύ, η συνδυασμένη επίδραση πληροφορικής και νεο φιλελευθερισμού έχει ιδιαίτερα έντονες επιπτώσεις στη νέα γενιά της εργασίας, η ζωή της οποίας ταλαντώνεται γύρω από το εκρηκτι
κό δίπολο υπερεκπαίδευση/υπερκατάρτιση-υποαπασχόληση/υποαμοιβή. Χάρη στην εύκολη εξοικείωση των νέων, από τα πολύ μι κρά τους χρόνια, με τον υπολογιστή, το Διαδίκτυο και τα κάθε εί δους ηλεκτρονικά προϊόντα, σε αντίθεση με την αδράνεια των με γαλύτερων απέναντι στις νέες τεχνολογίες, διαμορφώνεται για πρώτη φορά στην ιστορία μια εργατική γενιά με περισσότερες, από πολ λές απόψεις, δεξιότητες σε σχέση μ ε τους μεσήλικες, αλλά και η οποία
διαισθάνεται, ταυτόχρονα, ότι κινδυνεύει να ζήσει πολύ χειρότε ρα από τους γονείς της και να δουλεύει μέχρι τα βαθειά γεράμα τα χωρίς σύνταξη. Υπό αυτό το πρίσμα, οι εκρήξεις του νεανικού πρεκαριάτου και η διαμόρφωση ενός αρκετά μαζικού στρώματος «άγριας νεολαίας», είναι φαινόμενα προβλέψιμα, αν και όχι κατ’ ανάγκην πολιτικά ωφέλιμα. Εάν η Αριστερά δεν καταφέρει να δώσει θε τική διέξοδο στο εξεγερτικό δυναμικό αυτής της γενιάς, το κενό θα καλυφθεί από τους επαγγελματίες της αναρχίζουσας εκτόνωσης, που αναγορεύουν τη βία όχι σ ε «μαμή της Ιστορίας», όπως τ ψ ήθελε ο Μαρξ, αλλά σε πραγμα τική μψέρα της.
ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΥΠΑΡΞΕΙ ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ;
Στο απόγειο της Νέας Αριστερός, ο θεωρητικός της ιταλικής «ερ γατικής αυτονομίας» Μάριο Τρόντι έγραψε ένα δοκίμιο που έκα νε αίσθηση κάτω από το σουρεαλιστικό τίτλο Ο Μαρξ σιο Ντιτρόιτ.126Το δοκίμιο, υστερόγραφο σε μια νεότερη έκδοση του κλασι κού βιβλίου του Τρόντι Εργάιες και Κεφάλαιο, απηχούσε το πνεύμα της εποχής, βαθειά επηρεασμένο από τα αντικαπιταλιστικά κινή ματα που πυροδότησε ο Μάης του ’68. Μοιραζόταν την ελπίδα ότι η κοινωνική επανάσταση θα πάψει να ανθεί μόνο στο έδα φος του τριτοκοσμικού σοσιαλισμού, όπως στο Βιετνάμ ή την Κούβα, και θα επανέλθει στο φυσικό έδαφος των πιο αναπτυγμένων κα πιταλιστικών χωρών. Μάλιστα, ο Τρόντι αμφισβητούσε τη γενικά παραδεκτή εκτίμηση ότι η Ευρώπη, γενέτειρα του Μαρξισμού και των σοσιαλιστικών-κομμουνιστικών κομμάτων, αποτελούσε το προνομιακό πεδίο της αριστερής αναγέννησης, θεωρούσε αντί θετα ότι ήταν η Αμερική, η χώρα με τις πιο προηγμένες καπιτα λιστικές σχέσεις, εκείνη που αντιπροσώπευε το επίκεντρο των πιο πρωτοποριακών εργατικών αγώνων, τη χώρα όπου, παρά την ιδε ολογική υστέρηση του κινήματος, οι ταξικοί αγώνες ήταν «αντι κειμενικά μαρξικοί». Τρεις δεκαετίες αργότερα, η επάνοδος, με μαζικούς όρους, 126. Mario Tronti, Operai e CaptlaU, a. 267-311, εκδ Einaudi, 1971.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
181
της αντισυστημικής Αριστεράς στις αναπτυγμένες κοινωνίες της Δύσης τη δεκαετία 1968-1978 φαντάζει ως σύντομη ιστορική πα ρένθεση. Σε πείσμα της οξύτατης οικονομικής κρίσης που απο σταθεροποιεί το διεθνή καπιταλισμό, μαζικά ανατρεπτικά κινή ματα με αναφορά στον Μαρξ και αξιώσεις εξουσίας εμφανίζο νται μόνο στις πιο καθυστερημένες ζώνες του Νότου, όπως το Νε πάλ και αρκετά ινδικά κρατίδια. Επιβεβαιώνεται έτσι η βασική θέση του Γκράμσι ότι, σε αντίθεση με τον άγουρο καπιταλισμό που ήταν περισσότερο ευάλωτος στην άμεση, στοιχειακή πάλη των εργατών απέναντι στο κεφάλαιο, οι αναπτυγμένες καπιταλι στικές κοινωνίες έχουν πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες απορρό φησης των κοινωνικών κραδασμών μέσω του πυκνού δικτύου μη χανισμών του κράτους και της κοινωνίας των πολιτών. Ανάμεσα στην οικονομική κρίση και στην πολιτική της εκδήλωση, λέει ο Γκράμσι, παρεμβάλλονται ποικίλα αμορτισέρ, οι οργανωτικές εφεδρείες της κυρίαρχης τάξης. Αποτέλεσμα: «Όπως στον τελευταίο πόλεμο μια λυσσαλέα επίθεση του εχθρι κού πυροβολικού έδινε την εντύπωση άτι είχε καταστρέφει όλο το αμυντικά σύστημα του αντιπάλου, ενώ είχε επιφέρει μόνο επιφα νειακές καταστροφές, και όταν ερχόταν η στιγμή της εφόδου και της προέλασης οι επιτιθέμενοι βρίσκονταν μπροστά σε μια αμυ ντική γραμμή που ήταν ακόμη ανθεκτική, έτσχ συμβαίνει και στην πολιτική, στη διάρκεια των μεγάλων οικονομικών κρίσεων».127
Η αντίστιξη Τρόντι-Γκράμσι αποκτά μια νέα επικαιρότητα σή μερα. Επικαιρότητα που ξεπερνά το όχι ιδιαίτερα γόνιμο ερώ
127. Κριστίν Μπυσί-Γκλυκσμάν, Ο Γκράμσι και ίο Κράτος, ο 309, μτφρ. Π Δ. Καστορινός, εκδ. θεμ έλιο, 1984
ΙΙΚΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
182
τημα περί του πλέον ευνοϊκού πεδίου ανάπτυξης της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς (αν πρέπει να αναζητηθεί στις πιο ανα πτυγμένες, κάθε φορά, χώρες όπως το ήθελαν ρεύματα του δυ τικού μαρξισμού ή αν βρίσκεται πλέον στο «παγκόσμιο χωριό», κατά τη μαοϊκή παράδοση) και σχετίζεται με ένα πιο θεμελια κό ζήτημα: το πως νοείται, δηλαδή, η αριστερή πολιτική αυτή καθ’ εαυτή, ή ακόμη, αν μπορεί καν να υπάρξει αριστερή πολιτική στην εποχή μας. Γιατί αυτό που βλέπουμε γύρω μας είναι ότι, α π ’ όλες τις
απειράριθμες διασπάσεις -όχι πάντα δικαιολογημένες πολιτι κ ά · που ταλανίζουν την αντισυστημική Αριστερά σήμερα, η πιο θεμελιακή είναι εκείνη που διατρέχει «οριζόντια» όλους τους χώ ρους της: η διάσπαση μεταξύ ακτιβισμού (συνδικαλιστικού ή άλ λου χαρακτήρα) και θεωρητικισμού. Ανάμεσα στους μαχητικούς συνδικαλιστές ή τους ακτιβιστές του Σιάτλ και στους εκπροσώ πους του πανεπιστημιακού μαρξισμού δεν υπάρχει αυτό που θα ενοποιούσε τους δύο κόσμους, προφυλάσσοντας τους μεν από την κινηματική στενότητα, τους δε από τον ακαδημαϊσμό: Η αρι στερή πολιτική, δηλαδή η Αριστερά όχι ως προφήτης μιας ιδανικής κοινω νίας στη μέλλουοα ζωή, αλλά ως μάχιμη δύναμη ανατροπής του σκληρού παρόντος.
Σ’ αυτό το φόντο, ο εργατισμός του Τρόντι, η αποθέωση της άμεσης, στοιχειακής, χωρίς πολιτικές διαμεσολαβήσεις ταξικής πάλης, αποκαλύπτεται ως απλό σύμπτωμα μιας χρόνιας παθογένειας με αλλεπάλληλες υποτροπές. Ο ίδιος εργατισμός είχε εκδη λωθεί σε ευρύτατη κλίμακα, στα τέλη του 19ου-αρχές του 20ού αι ώνα, τόσο στην ορθόδοξη σοσιαλδημοκρατία του Κάουτσκι όσο και στον αναρχοσυνδικαλισμό του Σορέλ, αν και με διαφορετι κούς τρόπους στον καθένα. Πραγματικά, και οι δύο θεωρητικοί υπερασπίζονταν έναν «κα θαρό» από μικροαστικές προσμείξεις σοσιαλισμό, μια καθαρά
ί.ΙΙΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
183
«εργατική πολιτική» και εχθρεύονταν κάθε σκέψη για κοινωνικές συμμαχίες και αριστερές κυβερνήσεις συνεργασίας. Η διαφορά ήταν ότι ο μεν Σορέλ απέρριπτε τη συμμετοχή στις εκλογές, ακό μη και τη γενική, πολιτική απεργία, αποθεώνοντας το συνδικαλι σμό και την «κοινωνική απεργία», με τάσεις προς τη μεσσιανική βία, ο δε Κάουτσκι ταύτιζε την πολιτική με την κυρίως θεωρητική-διαπαιδαγωγητική δράση του κόμματος-παντογνώστη, κατα δικάζοντας τις εργατικές μάζες στην αναμονή της μεγάλης στιγ μής. Ό λοι γνωρίζουμε, βέβαια, ότι, όταν ήρθε η μεγάλη στιγμή -όχι λόγω μιας οικονομικής κρίσης, όπως περίμενε ο Κάουτσκι, αλλά λόγω του ιμπεριαλιστικού πολέμου τον οποίο θεωρούσε αδι ανόητο-, η σοσιαλδημοκρατία όχι μόνο δεν έδωσε το σύνθημα της εξέγερσης, αλλά έγινε συνένοχη της μεγάλης σφαγής στο όνο μα της υπεράσπισης της πατρίδας. Ειρήσθω εν παρόδω ότι ο εργατισμός επιβίωσε μεταπολεμι κά, με τη μορφή του αντιδιανοουμενισμού, ως μια από τις ευρύ τερα διαδεδομένες γεροντικές αρρώστιες του γραφειοκρατικοποιημένου κομμουνιστικού κινήματος, από το ευρωκομμουνιστικό ΚΚ Γαλλίας μέχρι το εκφυλισμένο ΚΚΣΕ. Η αποθέωση του «ταξικού ενστίκτου» με την παράλληλη περιφρόνηση των «κουλ τουριάρηδων», η εξύμνηση της «έμφυτης τάσης προς την προλε ταριακή πειθαρχία» σε αντιδιαστολή με τις «αιώνιες, παραλυτι κές αμφιβολίες» των διανοουμένων, αντανακλούσε τη συστηματι κή προσπάθεια των γραφειοκρατών να απομονώσουν τ ψ πρωτοπόρα τάξη από τ ψ πρωτοπόρα γνώση. Δηλαδή, αντί να καλλιεργήσουν τα καλύ τερα στοιχεία των αγωνιστών εργατών, κολάκευαν τα χειρότερα,
κι αντί να τους βοηθήσουν να ανυψωθούν στο ύψος των οργανι κών διανοοούμενων της τάξης τους, τους καθήλωναν στο ρόλο των πειθαρχημένω ν νεροκουβαλητών-χειροκροτητών, σαν το «μπουμπούκι που μαράθηκε προτού ν’ ανοίξει», σ’ ένα ποίημα
184
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
της Νάντιας Βαλαβάνη.128 Έτσι, στο όνομα τον λενινισμού, ακρωτή ριαζαν συστηματικά τ ψ ικανότψα της εργατικής τάξης να γίνει ηγεμονι κή δύναμη στο πλαίσιο μιας ιστορικής συμμαχίας με τη διανόη
ση. Ωστόσο, ολόκληρη η ανάπτυξη τον λενινισμού, αιιό το Τ ι να Κάνου με μέχρι τον Αριστερισμό, ήταν η αναίρεση, στη θεωρία και στψ πράξη, τον εργατισμού, τόσο στη δεξιά όσο και στην αριστερή απόχρωσή
του. Μάλιστα, ένα υποκεφάλαιο της πολεμικής του εναντίον του οικονομισμοΰ στο Τι να Κάνουμε έχει τίτλο «Τι κοινό υπάρχει ανά μεσα στον οικονομισμό και την τρομοκρατική τακτική», εννοώ ντας την υποτίμηση της πολιτικής, της στρατηγικής και της θεω ρίας με παράλληλη αποθέωση της αυθόρμητης δράσης. Στο ίδιο έργο διαβάζουμε: «Η συνείδηση της εργατικής τάξης δεν μπορεί να είναι αληθι νά πολιτική συνείδηση αν οι εργάτες δεν μάθουν να απαντούν σ’ όλες χωρίς εξαίρεση τις περιπτώσεις αυθαιρεσίας και καταπίε σης, βίας και κατάχρησης, οποιεσδήποτε τάξεις κι αν αφορούν οι περιπτώσεις αυτές [...] η αυτεπίγνωση της εργατικής τάξης συν δέεται αδιάρρηχτα με την πλήρη σαφήνεια [...] για τις αμοιβαίες σχέσεις μεταξύ όλων των τάξεων της σύγχρονης κοινωνίας».129 Γί νεται εδώ σαφές ότι, για τον Λένιν, οι συμμαχίες της εργατικής τάξης με άλλα εκμεταλλευόμενα και καταπιεζόμενα στρώματα δεν είναι απλώς ζήτημα ευλύγιστης τακτικής, συγκέντρωσης ευ ρύτερων δυνάμεων, με τις αναπόφευκτες πολιτικές υποχωρήσεις που αυτό συνεπάγεται. Πάνω απ’όλα, είναι προϋπόθεση για τ ψ ίδια τ ψ πολιτική αυτοσυνείδηση της εργατικής τάξης, κάτι που δεν μπορεί να 128. Ν άνιια Βαλαβάνη, «Λουλούδια», σιη συλλογή Η Μεγάλη Εποχή, ο. 21, εκδ. Τ αξιδειπής, 2009. 129 Β 1 Λένιν, «Τι να Κ άνουμε·, Άπαντα, τ 6, σ. 70, συλλογική μτφρ., εκδ. Σύγ χρονη Εποχή, 1981.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
185
πετυχει, με όλες τις εκρήξεις του, ο εργατισμός και ο αναρχοσυνδικαλισμός. Συχνά αναγνωρίζεται, από εκπροσώπους της αστικής σκέψης, το «πολιτικό δαιμόνιο» του Λένιν, αλλά μόνο με την έννοια της εξαιρετικής «όσφρησης της πολιτικής συγκυρίας» και του υποτι θέμενου «πραγματισμού» του, που επέτρεψε να χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά ο μαρξισμός ως σημαία ευκαιρίας για την κατά ληψη της εξουσίας σε μια απολυταρχική, κατά βάση αγροτική, απολΰτως ανώριμη για το σοσιαλισμό χώρα. Τέτοιου είδους «ανα γνώριση» προβάλλει ως εντελώς παράκαιρο το λενινισμό για τις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες. Στην πραγματικότητα, ο Λένιν είναι ο κστεξοχήν θεμελιωτής τον σύγχρονου δυτικού μαρξισμού, με τψ έννοια ότι επεξεργάζεται μια στρατηγική ψεμονίας της εργατικής τάξης σε έναν
ευρύτερο κοινωνικό-ιστορικό συνασπισμό, θέτοντας τα θεμέλια πάνω στα οποία θα πατούσαν, αργότερα, θεωρητικοί σαν τον Αντόνιο Γκράμσι. Άλλωστε, ο τελευταίος ρητά αναγνώριζε ότι η πατρότητα της ιδέας της ηγεμονίας, που αποτέλεσε το βασικό άξονα του θεωρητικού του έργου, ανήκει στον Λένιν.130 Κεντρική ιδέα της λενινιστικής ανάλυσης είναι εκείνη του αδύ νατου κρίκου. «Η στερεότητα της αλυσίδας καθορίζεται από τη στε
ρεότητα του πιο αδύνατου κρίκου της»,131 όπως είναι ο τίτλος ενός άρθρου του για την πολιτική συγκυρία προ της Οκτωβριανής Επα νάστασης. Σε αντίθεση με την επικρατούσα αντίληψη, η λενινιστική έννοια του αδύνατου κρίκου δεν αφορά μόνο την «αλυσίδα» του παγκόσμιου συστήματος ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας, δηλα δή την εκάστοτε χώρα όπου η συμπύκνωση των κοινωνικών και 130. Αντόνιο Γκράμσι, Ιστορικός Υλισμός (από τα Τετράδια της Φυλακής), ο 109, μτφρ Τίτος Μυλωνόπουλος, εκδ. Ο δυοοέας, 2008 131 Β I. Λένιν, Απαντα, τ. 32, σ 201, συλλογική μτφρ., εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1981.
186
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
πολιτικών αντιθέσεων παίρνει τον πιο οξειδωτικό χαρακτήρα, κα θιστώντας την επανάσταση δυνατή. Υπάρχει, βέβαια, και αυτή η πλευρά η οποία διαχωρίζει τον Λένιν από τους απλοϊκούς προ βληματισμούς περί προνομιακού πεδίου του σοσιαλισμού και εξη γεί γιατί η επανάσταση του 1848 είχε ως επίκεντρο τη Γερμανία και όχι την πιο αναπτυγμένη Βρετανία ή γιατί η επανάσταση του 1917 νίκησε στη Ρωσία αλλά όχι στη Γερμανία. Ωστόσο, η γεωγραφική, ας το πούμε έτσι, διάσταση είναι δευτερεύουσα πλευρά μιας πολύ ευρύτερης στρατηγικής αντίληψης. Μιας αντίληψης που λέει ότι η αριστερή πολίτικη δεν νοείται παρά ως μάχη για τ ψ κατάκιψη της εργατικής ηγεμονίας γύρω από το σύνολο των δημοκρατικών προβλημάτων που δονούν μια δεδομένη κοινωνία μια ορισμέ νη περίοδο και για τα οποία η αστική τάξη είναι ανίκανη να δώσει λύσεις, καθιστώντας δυνατή τ ψ ανάδειξη του προλεταριάτου σε ηγετική «εθνική» δύναμη, επικεφαλής ενός ευρύτερου κοινωνικού συνασπισμού. Είναι αυτή
η αντίληψη, εντελώς ξένη για τον Κάουτσκι, όσο και για τον Σορέλ, που έκανε δυνατή μια σοσιαλιστική επανάσταση με τα κυρί ως «αστικοδημοκρατικά» συνθήματα για γη, ειρήνη, ελευθερία!
Έχει γίνει της μόδας να αντιμετωπίζεται η λενινιστική αντίληψη της πολιτικής ως ανομολόγητη αναίρεση του Μαρξ. Τίποτα δεν είναι πιο εσφαλμένο. Αντίθετα, ο Μαρξ είχε ήδη διατυπώσει, με φιλοσο φικούς όρους, τον πυρήνα της λενινιστικής αντίληψης για ηγεμονία σε ένα από τα νεανικά του κείμενα, σε ηλικία είκοσι πέντε ετών. Καμιά τάξη, έγραφε ο Μαρξ, δεν μπορεί να ηγηθεί μιας επα νάστασης «δίχως να προκαλέσει μια στιγμή ενθουσιασμού μέσα της και μέσα στη μάζα, μια στιγμή όπου η τάξη αυτή συναδελφώνεται και συγχωνεύεται με ολόκληρη την κοινωνία, που οι άνθρω ποι την μπερδεύουν με την κοινωνία και την αντιλαμβάνονται και
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
187
την αναγνωρίζουν σαν τον καθολικό αντιπρόσωπό της [...] Μόνο στο όνομα των καθολικών δικαιωμάτων της κοινωνίας, μια ιδιαί τερη τάξη μπορεί να διεκδικήσει για τον εαυτό της την καθολική κυριαρχία». Και αντίστροφα, «πρέπει όλα τα κουσούρια της κοι νωνίας να συγκεντρωθούν σε μια άλλη τάξη, πρέπει μια ορισμέ νη κατάσταση να είναι η κατάσταση του γενικού σκανδάλου, η εν σάρκωση του καθολικού φραγμού, πρέπει μια ξεχωριστή κοινω νική σφαίρα να θεωρείται σαν το δημόσια αναγνωρισμένο έγκλη μα ολόκληρης της κοινωνίας, έτσι που η απελευθέρωση από τού τη τη σφαίρα να φαίνεται σαν η καθολική απελευθέρωση».132 Αργότερα, μετά την ήττα των επαναστάσεων του 1848, ο Μαρξ διαβλέπει ότι η συμμαχία της εργατικής τάξης με άλλα υπό εκμε τάλλευση κοινωνικά στρώματα, εν προκειμένω με τους αγρότες, είναι εκ των ων ουκ άνευ, αν πρόκειται η εξέγερσή της να μην καταλήξει σε πένθιμο, κύκνειο άσμα, αλλά σε μια πολυφωνική χο ρωδία νίκης: «Μαζί με την απογοήτευσή του από τη ναπολεόντεια παλινόρθωση, ο Γάλλος χωρικός χάνει την πίστη στο μικρό κλή ρο του, καταρρέει ολόκληρο το κρατικό οικοδόμημα που είναι οικοδομημένο πάνω σ’ αυτόν το μικρό κλήρο και η προλεταριακή επανάσταση αποκτά τη χορωδία που χωρίς αυτήν η μονωδία της μετατρέπεται σε κύκνειο άσμα σ’ όλα τα αγροτικά έθνη».133 Υπό το φως της μαρξιστικής αντίληψης, δεν είναι δύσκολο να δει κανείς γιατί η επαναστατική Αριστερά ρίζωσε ιστορικά σε ορι σμένες χώρες, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο βιομηχα νικά αναπτυγμένες (π.χ. Γερμανία, Γαλλία, Ρωσία, Ιταλία, Ελλά 132. Καρλ Μαρξ, «Συμβολή στην Κριτική της Χεγκελιανής Φιλοσοφίας του Δι καίου», στο Εβραϊκό Ζψημα, σ 135-136, μτφρ. Γ Κρητικός, Μ. Ζορμπά, εκδ Ο δυοσέας, 2006 133 Καρλ Μαρξ, Η 18η Μπρνμαίρ του Λουδοβίκον Βοναπάρτη, α. 154-155, εκδ Σύγ χρονη Εποχή, 1976
188
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
δα, Ισπανία, Πορτογαλία, χώρες της Λατινικής Αμερικής) και όχι σε άλλες (π.χ. Βρετανία, ΗΠΑ). Το κλειδί δεν βρίσκεται στην οικονομι κή ανάπτυξη αυτή καθ’ εαντή. Εκείνο ηον έκανε τη διαφορά ήταν η ιστορι κή κρίση νομιμοποίησης της αστικής τάξης ΐύς «εθνικής τάξης» λόγω της
αδυναμίας της, για διάφορους σε κάθε περίπτωση λόγους, να δώ σει αποφασιστική λύση σε παν-κοινωνικά προβλήματα (π.χ. η γερμανική και η ιταλική ενοποίηση, ο πόλεμος και η κατοχή, το αγροτικό πρόβλημα και η εκβιομηχάνιση) και η αντικειμενική πί εση στην εργατική τάξη και τους πολιτικούς φορείς της να παί ξουν το ρόλο του ηγεμόνα.
Αυτή η διαπίστωση μας φέρνει μπροστά στην αρκετά παρεξηγημένη προβληματική του Αντόνιο Γκράμσι. Παρακινούμενος από το μεγάλο ρήγμα μεταξύ βιομηχανικού Βορρά-αγροτικού Νότου, που έμεινε ενεργό στην Ιταλία μετά την καθυστερημένη και ατε λή ενοποίηση της χώρας, το περίφημο Risorgimento, ο Γκράμσι υποστηρίζει ότι η εργατική τάξη δεν πρέπει να περιοριστεί στην υπεράσπιση των στενών της διεκδικήσεων, ξεπέφτοντας έτσι στον έστω και «επαναστατικό» κορπορατισμό, αλλά να ανυψωθεί στο επίπεδο της «καθολικής τάξης». Εμπνευσμένος από τον Ηγεμόνα του Μακιαβέλι, ο Γκράμσι αντιμετωπίζει το επαναστατικό κόμμα ως το «σύγχρονο ηγεμόνα», μέσω του οποίου η εργατική τάξη θα καταφέρει να εκφράσει πανκοινωνικές ανάγκες, επικεφαλής ενός ευρύτερου συνασπισμού. «Σημαντικό μέρος της προσπάθειας του σύγχρονου Ηγεμόνα», γράφει ο Γκράμσι στα Τετράδια της Φυλακής, «θα πρέπει να αφιε ρωθεί στην υπόθεση μιας πνευματικής και ηθικής μεταρρύθμι σης». Πράγμα που σημαίνει «τη δημιουργία του πεδίου για την ανώτερη ανάπτυξη της συλλογικής, εθνικής, λαϊκής βούλησης, στο
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
189
δρόμο για την υλοποίηση μιας ανώτερης μορφής του πολιτισμού στο σύνολό του».134 Δεδομένων των «πολλαπλών οχυρωματικών γραμμών» του κα πιταλιστικού εποικοδομήματος στις αναπτυγμένες χώρες, το έρ γο αυτό δεν είναι υπόθεση, κατά τον Γκράμσι, μιας αποφασιστι κής εφόδου, αλλά μιας στρατηγικής μακράς πνοής: ο κεραυνοβό λος πόλεμος ελιγμόν πρέπει να δώσει τη θέση του στον παρατεταμένο πόλεμο θέσεων, τη συνεχή καταπόνηση του αντιπάλου που προϋποθέτει «μια πρωτοφανή συγκέντρωση ηγεμονίας».135 Οι κατ’ ανάγκην ημιτελείς επεξεργασίες του φυλακισμένου Γκράμσι γύρω από την έννοια της ηγεμονίας έγιναν αντικείμενο παρερμηνειών από τον ευρωκομμουνισμό, ο οποίος αναζήτησε στον ιστορικό ηγέτη του ΚΚ Ιταλίας έναν αντι-Λένιν, πρόδρομο του κοινοβουλευτικού, ειρηνικού δρόμου προς το σοσιαλισμό - ο οποίος, όταν δοκιμάστηκε στη Χιλή της Λαϊκής Ενότητας, σκό νταψε μπροστά στα τανκς του Πινοτσέτ, καθώς, όπως είπε σε ένα έξοχο ντοκιμαντέρ ο τότε Αμερικανός πρεσβευτής στο Σαντιάγκο «καμία αστική τάξη δεν βαδίζει χαρούμενη προς το θάνατό της». Ασφαλώς, ο θεωρητικός και πολιτικός ηγέτης των εργοστασι ακών συμβουλίων του Τορίνο δεν είχε καμία σχέση με αυτή την καρικατούρα ειρηνόφιλου μαρξισμού. Η ηγεμονία του δεν είναι νηοκσιάσιατο της επαναστατικής ρήξης, ούτε καν προαηαιτονμενό της
(πρώτα κάνουμε ιδεολογική-πολιτιστική δουλειά για την ηγεμο νία, και ύστερα, αφού την κατακτήσουμε, αρχίζουμε να σκεφτό μαστε την εργατική εξουσία, όπως υποστηρίζει μια διαδεδομένη παραμόρφωση της γκραμσιανής σύλληψης). Αντίθετα, αποτελεί αναγκαία όψη της επαναστατικής πολιτικής και δεν μπορεί να ολο 134. Antonio Gramsci, Cahiers de Prison Ns 13, o. 358, εκδ. Gallimard, 1978. 135. Κρισχίν Μπυσί-Γκλυκσμάν, 0 Γκράμοι vat to Κράτος, σ 311, μτφρ. Π Δ. Κα στόρι νός, εκδ θεμ έλιο, 1984
190
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
κληρωθεί, όπως τονίζει κατ’ επανάληψη ο ίδιος, παρά μόνο μειά τη νίκη του σοσιαλισμού,136 αφού «κυρίαρχες ιδέες είναι οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης», όπως έγραφαν οι Μαρξ και Ένγκελς στη Γερμανική Ιδεολογία.
Το κυριότερο, η οικοδόμηση της ηγεμονίας, τόσο στον Γκράμσι όσο και στον Λένιν, δεν είναι ζήτημα απλώς και μόνο «διαφώτισης», αλλά πρωτίστως εμπειριών της εργατικής τάξης και των άλλων στρωμάτων μέσα από τους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες τονς για τα καίρια, κάθε φορά,
ζητήματα της συγκυρίας. Εδώ βρίσκεται η ουσία μιας εργατικής πολιτικής χωρίς εργατισμό, μιας αριστερής, επαναστατικής πολιτικής σε μια εποχή η οποία ξεκάθαρα δεν είναι επαναστατική: στο πέρασμα από το «όπλο της κριτικής» στην «κριτική των όπλων», από τις φωνακλάδικες καταγγελίες και τους ποιητικούς οραματισμούς στη δημι ουργία ενός κοινωηκο-πολιτικού μετώπου μαζών που επιβάλλει, έστω και εν μέρει και προσωρινά, τη θέλησή τον σε αντίθεση με τ ψ πολιτική των κυ ρίαρχων τάξεων, ανοίγονταςρήγματα στψ αστική ψεμονία. Γιατί, βέβαια,
όπως γράφει ο Κώστας Τζιαντζής, επαναστατική πολιτική «δεν σημαίνει ότι ευτελίζεις την επανάσταση σε ζήτημα άμεσης επιβο λής, σε προγραμματικό ελιξίριο για όλες τις χρήσεις, όταν δεν υπάρχουν ακόμη οι επαναστατικές συνθήκες και οι συσχετισμοί, όταν κορυφώνεται, όπως συμβαίνει σήμερα, η αντίθεση ανάμεσα στις νέες αντικειμενικές αναγκαιότητες-δυνατότητες και στην ανετοιμότητα και στην καθήλωση του υποκειμενικού παράγοντα».137 136 Ενδεικτικά: Αντόνιο Γκράμσι. Πολιτικά Καμένα, ο. 83-84, μτφρ. Μ. Ζορμπά, εκδ. Οδυσσέας, 2009 και Ιστορικός Υλισμός, ο. 126, μτφρ. Τ. ΜυλωνόποιΑος, εκδ. Οδυσσέας, 2008 137. Κώστας Τζιαντζής, «Συμπεράσματα α πό τον Αντιδικτατορικό Αγώνα», στο Κεψαλονίτες και Ιθακήσιοι στψ Εξέγερση τον Πολυτεχνείου το 1973, Ιδιωτική Έ κδο ση, 2009
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
191
Πώς τίθεται, λοιπόν, το ζήτημα σήμερα; Καθώς οι συσχετισμοί δυνάμεων για την Αριστερά, μετά τις στρατηγικές ήττες της δεκα ετίας του ’90, παραμένουν δυσμενείς, είναι κατανοητός ο πειρα σμός της αναζήτησης κάποιου κατάλληλου «ξενιστή», ενός ευρύ τερου κινήματος που θα μπορούσε να μεταφέρει τον ασθενή, ακό μη, «ιό» του σοσιαλισμού σε μαζική κλίμακα. Κάτι ανάλογο, δη λαδή, με το ρόλο που έπαιξε το δημοκρατικό κίνημα για τον κομ μουνισμό της εποχής του Μαρξ ή το αντιπολεμικό για εκείνον της εποχής του Λένιν. Ωστόσο, όλες οι προσπάθειες αυτού του είδους, είτε αναζητούν τον εν λόγω ξενιστή στο οικολογικό είτε σε κάποιο «εθνικό» είτε σε οποιοδήποτε άλλο μονοθεματικό, «πλατύ κίνημα» απέτυχαν να ανοίξουν κάποιον ελπιδοφόρο δρόμο. Αυτή η δυστοκία δεν οφείλεται σε ανυπαρξία ευρύτερων ζητη μάτων, πέραν της αντίθεσης κεφαλαίου-εργασίας, στην εποχή μας. Το αντίθετο, ο ύστερος καπιταλισμός οδηγεί σε σημείο πα ροξυσμού παλιά προβλήματα τα οποία εθεωρούντο εν πολλοίς ξε περασμένα, αναβιώνοντας μορφές απολυταρχισμού, ρατσισμού, βιομηχανικής «δουλοπαροικίας» και ωμής αποικιοκρατίας, ενώ ταυτόχρονα δημιουργεί άλλα, εντελώς νέα, όπως ο κίνδυνος μη αναστρέψιμης οικολογικής κατάρρευσης και η απειλή ενός πα γκόσμιου γενετικού απαρτχάιντ, βασισμένου πάνω στον έλεγχο του ίδιου του ανθρώπινου γονιδιώματος από το κεφάλαιο. Το ιδιάζον στοιχείο του σημερινού καπιταλισμού δεν είναι, λοι πόν, η μείωση του ειδικού βάρους των δημοκρατικών προβλημά των, κάθε άλλο. Είναι η μείωση της αυτονόμησης τους από τη θεμελι ακή αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας, η στενή διαπλοκή τους με το νέο «Κοινωνικό Ζήτημα», το πρόβλημα των προβλημάτων της εποχής μας. Έ να κοινωνικό ζήτημα που αρχίζει να παίρνει πραγ ματικά διαστάσεις της εποχής του Ζολά, όπως μαρτυρά το γεγο
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
192
νός ότι η ισχυρότερη χώρα του κόσμου, οι Ηνωμένες Πολιτείες, αριθμούσαν τον Νοέμβριο του 2009... 49 εκατομμύρια ανθρώ πους, εκ των οποίων 17 εκατομμύρια παιδιά, που αντιμετώπιζαν πρόβλημα πραγματικής πείνας!138 Αυτό λοιπόν είναι το πιο πλα τύ δημοκρατικό πρόβλημα της εποχής μας - μιας εποχής «αντι κειμενικά μαρξιστικής», θα λέγαμε, καθώς ανεβάζει τοβαθύτερο πυ ρήνα τον ταξικού ανταγωνισμού στψ επιφάνεια τον γενικού, παλλαϊκού δη μοκρατισμού!
Ωστόσο, όταν υποστηρίζουμε ότι το βασικό πεδίο οικοδόμη σης της αριστερής ηγεμονίας σήμερα είναι το κοινωνικό ζήτημα, δεν το εννοούμε με τη στενή (και αφηρημένη) έννοια της κατάρ γησης της εκμετάλλευσης - κάτι τέτοιο θα σήμαινε όχι λύση, αλ λά άρνηση του προβλήματος της ηγεμονίας και, τελικά, της ίδιας της πολιτικής. Εννοούμε το κοινωνικό ζήτημα με την ευρύτερη (και συγκεκριμένη) έννοια, δηλαδή τη ζωτική ανάγκη ανατροπής τον σημερινού ολοκληρωτικού καπιταλισμού, που χαρακτηρίζεται από την
έκρηξη των ανισοτήτων, της δομικής ανεργίας και της φτώχειας, σέρνει μαζί του τη γιγάντωση του απολυταρχισμού, θρέφει τα φ αι νόμενα κοινωνικής σήψης, απειλεί την ανθρωπότητα με εντελώς αστάθμητες οικολογικές και πολεμικές καταστροφές και υπονο μεύει τον πολιτισμό του κοινωνικού ανθρώπου. Είναι αυτό το ευ ρύτατο κοινωνικό ζήτημα που οι αστικές τάξεις όλου του κόσμου ξεκάθαρα δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν. Απειλούν δε, αν δεν αντικατασταθούν, να οδηγήσουν τις εργαζόμενες τάξεις στην αμοιβαία καταστροφή, κατά το πρότυπο του Σαμψών που τρά νταζε τις κολόνες του ναού, κραυγάζοντας «Αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων»!
138 Amy G oldstein, «More A m ericans g o ing hungry», Washington Post, 16/11/2009.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
193
Φυσικά, η στρατηγική στόχευση πάνω στο κοινωνικό ζήτημα με την έννοια που περιγράψαμε αφορά μια ολόκληρη ιστορική πε ρίοδο του παγκόσμιου καπιταλισμού και όχι κατ’ ανάγκην κάθε χώ
ρα (υπάρχουν λαοί, όπως οι Παλαιστίνιοι, για τους οποίους το άλυτο πρόβλημα της εθνικής αυτοδιάθεσης μπαίνει αναπόφευκτα σε πρώτη μοίρα), ουτε, το κυριότερο, κάθε πολιτική συγκυρία (μια ανοιχτή απολυταρχική εκτροπή ή ένας πόλεμος προφανώς θέτουν εντελώς πιεστικά νέα δεδομένα για τα οποία πρέπει κανείς να εί ναι έγκαιρα έτοιμος). Ωστόσο, οι εξαιρέσεις δεν αναιρούν τον κα νόνα.
Μέχρι εδώ προσπαθήσαμε μόνο να προσδιορίσουμε το βασικό πεδίο του αγώνα για αριστερή ηγεμονία. Αλλά αυτό δεν είναι ακό μη πολιτική. Το πρώτο βήμα για τη χάραξη πολιτικής, όπως δι δάσκει, αρκετά λενινιστικά, ένας μαχητικός πολέμιος της Αριστε ρός, ο Καρλ Σμιτ, είναι ο ορισμός τον εχθρού.139 Φυσικά, ο στρατη γικός εχθρός της Αριστεράς είναι συνολικά το κεφάλαιο, σε όλες τις εκφράσεις του. Ωστόσο, η χάραξη πολιτικής από την πλευρά του αδύνατου, απαιτεί τη μέγιστη συγκέντρωση δυνάμεων απέναντι στα πιο ασθενή σημεία του ισχυρότερου αντιπάλου, έτσι ώστε ο ασύμμε τρος πόλεμος να εξουδετερώσει το πλεονέκτημα ισχύος. Με βά ση, λοιπόν, όσα εκθέσαμε σε προηγούμενη ενότητα για τις δυνά μεις που επέβαλαν την αντιδραστική αναδιάρθρωση της μετακεϊνσιανής εποχής, ο άμεσος εχθρός, στην ιστορική περίοδο που δια νύουμε, εντοπίζεται αβίαοτα στο νέο ηγεμονικό σύμπλεγμα τον χρημοπι-
139. Καρλ Σμιτ, Η Έννοια ιον Πολιτικού, ο 45-47, μτφρ. Αλ. Λαβράνου, επιμ Γ Σταμάτης, εκδ. Κριτική, 1988.
194
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
σιικού κεφαλαίου, των ηολυεθνικών-ηολυκλαδικών μονοπωλίων και του ιμπεριαλισμού, πρώτα απ’ όλα του αμερικανικού.
'Chi αυτή η Ανίερη Τριάδα επιτρέπει τη μέγισιη συγκέντρω ση κοινωνικών δυνάμεων εναντίον της είναι αρκετά προφανές. Το χρηματιστικό-τοκογλυφικό κεφάλαιο αντιπροσωπεύει, σια μάτια των εργαζομένων, το πιο μισητά τμήμα της αστικής τάξης, τους σύγχρονους μαυραγορίτες που απομυζούν παραγωγικούς πόρους από το σύνολο του έθνους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι τράπεζες, που δανείζονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με επιτόκιο 1% και δα νείζουν το κράτος, αγοράζοντας ομόλογα, με 5,5%, συμβάλλοντας στη γιγάντωση του χρέους, το οποίο καλούνται να πληρώσουν οι φορολογούμενοι. Ακούγεται σχεδόν σαν κοινοτοπία, πλέον, ο «αναρχοκομμουνιστικός» αφορισμός του Μπέρτολτ Μπρεχτ ότι πολύ μεγαλύτερο έγκλημα από το να ληστέψεις μια τράπεζα εί ναι να ιδρύσεις μια τράπεζα. Η προτεραιότητα της βραχυπρόθε σμης, όσο γίνεται μεγαλύτερης ανόδου των μετοχών πάνω στη μα κροπρόθεσμη άνοδο της παραγωγικότητας της επιχείρησης (κά τι που επιτείνεται με τα θηριώδη bonus των golden boys) θρέφει τις φούσκες, τον παρασιτισμό και τη ροπή προς την αποσταθερο ποίηση του συνόλου της οικονομίας. Οι ανεξέλεγκτες, βραχυπρό θεσμες ροές καθαρά κερδοσκοπικών κεφαλαίων -πραγματικοί περιπλανώμενοι γύπες στην παγκόσμια οικονομία- εκθέτουν τις οικονομίες των μικρότερων χωρών στο διαρκή κίνδυνο της από τομης λεηλασίας και κατάρρευσης. Τ α πολυεθνικά-πολυκλαδικά μονοπώλια υπονομεύουν ποικιλότροπα την εθνική παραγωγική βάση. Αποτελούν το βασικό κι νητήρα απελευθέρωσης του διεθνούς εμπορίου μέσω της κατεδά φισης των εθνικών προστατευτικών δασμών. Η διαδικασία αυτή εκθέτει τις εγχώριες παραγωγικές μονάδες στον ανελέητο διεθνή
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
195
ανταγωνισμό, ευνοώντας σχεδόν αποκλειστικά τις πολυεθνικές: Για παράδειγμα, στις ΗΠΑ, σχεδόν το μισό των εξαγωγών και των εισαγωγών γίνεται στο εσωτερικό των πολυεθνικών επιχειρήσεων, οι οποίες ανταλλάσσουν εξαρτήματα, πρώτες ύλες και κεφάλαια ανάμεσα σε διάφορα τμήματά τους, χωρίς η εθνική οικονομία να κερδίζει τίποτα ουσιαστικό.140 Το πολυεθνικό κεφάλαιο είναι το κατεξοχήν νομαδικό, που μεταναστεύει στις χώρες του ελάχιστου εργατικού κόστους και της μέγιστης περιβαλλοντικής ασυδοσίας, καταργώντας θέσεις μόνιμης και καλά αμειβόμενης εργασίας στο εσωτερικό της χώρας. Ο ιμπεριαλισμός αποτελεί θανάσιμο εχθρό των εργαζόμενων μαζών όχι μόνο σε καιρό πολέμου, αλλά και σε καιρό ειρήνης και όχι μόνο για τους λαούς των περιφερειακών, εξαρτημένων εθνών που εκπροσωπούν τα κατεξοχήν θύματα της νεοαποικιοκρατίας (Παλαιστίνη, Ιράκ, Αφγανιστάν κλπ.), αλλά και για τους λαούς των ίδιων των ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων. Έ χει περάσει πια ο καιρός που οι εθνικές αστικές τάξεις εξαγόραζαν τη συναίνεση των εργατικών μοιράζοντας ένα μέρος των αποικιακών υπερκερ δών. Σήμερα, οι Αμερικανοί εργαζόμενοι πληρώνουν την αναίμα κτη εισβολή των αμερικανικών πολυεθνικών στο Βιετνάμ με μα ζική ανεργία, όπως οι Ευρωπαίοι εργαζόμενοι πληρώνουν την αποικιοκρατική επέκταση του δυτικοευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού στην Ανατολική Ευρώπη με την οδηγία Μπόλκεσταϊν και το κοι νωνικό ντάμπινγκ - εξ ου και το περιλάλητο σύνδρομο του Πολω νού υδραυλικού. Ιδιαίτερα ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός, με ή χωρίς Ομπάμα, αντιπροσωπεύει την πιο επικίνδυνη για το σύνο λο της ανθρωπότητας έκφραση του ιμπεριαλιστικού φαινομένου, καθώς εκπροσωπεί τη μόνη πραγματικά πλανητική αυτοκρατο 140 Giovanni Arrighi, Adam Snulh in Betpng, a. 303-304, εκδ Verso, 2007.
196
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
ρία θηριώδους καταστροφικής δύναμης και το πιο αντιδραστικόπαρασιτικό μοντέλο καπιταλιστικής συσσώρευσης.
Μήπως όμως αυτή η συγκέντρωση των δυνάμεων στην Ανίερη Τριάδα σημαίνει την εγκατάλειψη του ριζικού κοινωνικού μετα σχηματισμού προς όφελος ενός ρηχού κεϊνσιανισμού, ο οποίος εξαντλεί την κριτική του στο νεοφιλελευθερισμό και τον λεγόμε νο «καπιταλισμό του καζίνο»; Ασφαλώς όχι. Ή δη προτού εκδηλωθεί η τελευταία κρίση ήταν ισχυρή η λο γική του αντινεοφιλελεύθερου μετώπου στο πνεύμα του Πόρτο Αλέγκρε, που υπονοούσε -για να παραφράσουμε το γνωστό σύν θημα της αριστεράς λάιτ- ότι ένας άλλος καπιταλισμός είναι εφικτός. Κατά κάποιο τρόπο, πρόκειται για μια κριτική του νεοκαπιταλι σμού ανάλογης ποιότητας με την κριτική φωτισμένων αστών στα μονοπώλια, το χρηματιστικό κεφάλαιο και τον ιμπεριαλισμό, στις αρχές του 20ού αιώνα: Θεωρούσαν αυτά τα φαινόμενα εκτροπές από το μοντέλο του ειρηνικού, παραγωγικού καπιταλισμού του ελεύθερου ανταγωνισμού και καλούσαν σε μια εσωτερική κάθαρ ση του συστήματος με την αντι-τραστ νομοθεσία, την παραίτηση από τις αποικίες, την αντιστροφή της τάσης προς το μιλιταρισμό κλπ. Σήμερα, η αντινεοφιλελεύθερη στρατηγική παραπέμπει στην προσμονή μιας επιστροφής στο κεϊνσιανό κράτος πρόνοιας της Χρυσής Τριακονταετίας με κάποιο είδος... New New Deal, όπως υποσχέθηκαν πρώτα ο Κλίντον και ύστερα ο Ομπάμα. Λησμονεί, όμως, ότι ο νεοφιλελευθερισμός κέρδισε την ιδεολογική ηγεμονία ακριβώς λόγω της κρίσης του κεϊνσιανού κράτους πρόνοιας, που είχε εξαντλήσει τα όριά του και έθρεφε το «τέρας» του στασιμο πληθωρισμού. Λησμονεί επίσης ότι το περίφημο New Deal του
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
197
Ρούζβελτ βραχυπρόθεσμα απέτυχε (το 1937 εκδηλώθηκε δεύτε ρη κρίση και το 1938 η ανεργία θέριζε) και ότι ουσιαστικό ο κα πιταλισμός βγήκε από τη Μεγάλη Ύ φεση μόνο μέσω των στρατι ωτικών δαπανών και των τεράστιων καταστροφών παραγωγικών δυνάμεων στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Το κυριότερο, η θεώρηση αυτή βλέπει το νεοφιλελευθερισμό ως εκτροπή του καπιταλισμού από τη φυσιολογική πορεία του λό γω ενός είδους πραξικοπήματος των πιο επιθετικών μερίδων του κεφαλαίου επί Ρίγκαν και Θάτσερ. Συμβαίνει εντελώς το αντίθε το: Ο νεοφιλελευθερισμός επανέφερε τον καπιταλισμό στη «γνήσια» ανά πτυξή του, τον έκανε πιο «καθαρό», πιο προσαρμοσμένο στις απαι
τήσεις από την ανάπτυξη των σύγχρονων παραγωγικών δυνάμε ων, απελευθερώνοντας το κεφάλαιο από τις δεσμεύσεις και τους καταναγκασμούς των ταξικών αγώνων, των πολέμων, των συνδι κάτων, της Αριστεράς, του αντίπαλου δέους της Ανατολής κλπ. Ό σο για τον περίφημο «καπιταλισμό του καζίνο», είναι αλή θεια ότι τα φαινόμενα απληστίας, απάτης, ανοιχτής κλοπής και σφετερισμού του κοινωνικού πλούτου από τους τραπεζίτες και τα golden boys είναι υπαρκτά και δικαίως εξοργίζουν την εργαζόμε νη πλειονότητα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του ασφα λιστικού κολοσσού A1G, που εξαγοράστηκε σε ποσοστό 78%, από το αμερικανικό δημόσιο και το επόμενο Σαββατοκύριακο σκόρ πιζε εκατομμύρια δολάρια για να φάνε και να πιούνε τα μεγαλοστελέχη της εις υγείαν των κορόιδων, σε υπερπολυτελές spa, προ τού βρεθεί και πάλι στο χείλος της κατάρρευσης, στις αρχές Μαρ τίου 2009, οπότε χρειάστηκε νέα τονωτική ένεση από το κράτος. Επίσης, είναι γεγονός ότι η υπερτροφία του χρηματιστικού κε φαλαίου πήρε τέτοιες διαστάσεις, που συμπιέζει τα περιθώρια του παραγωγικού κεφαλαίου, το οποίο αποτελεί τη βάση όλης της οι κονομίας. Για παράδειγμα, στην Ευρώπη η οικονομία αυξανόταν
198
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
το 2007-2008 με ετήσιο ρυθμό 3%, τα κέρδη με 15%, ενώ τα οφέ λη των τραπεζών και των κερδοσκοπικών κεφαλαίων με ρυθμοΰς της τάξης του 40% έως 80%.141 Έτσι, η αγανάκτηση του Σαρκοζί, του Ομπάμα κ.ά. εναντίον των τραπεζιτών και των golden boys δεν εκφράζει μόνο κοινωνική δημαγωγία, αλλά και την ανησυχία του συλλογικού καπιταλιστή. Ωστόσο, η μονόπλευρη εστίαση στον «καπιταλισμό του καζί νο» απολυτοποιείτη σχετική αντίθεση παραγωγικοΰ-χρηματιστικού κεφαλαίου. Στην πραγματικότητα, η υπερδιόγκωση της χρηματο πιστωτικής σφαίρας ήρθε λόγω της συρρίκνωσης των ποσοστών κέρδους στην «παραγωγική», άρα η βάση της κρίσης βρίσκεται στο ίδιο το βιομηχανικό κεφάλαιο. Έ πειτα, οι δυο σφαίρες διαπλέκονται στενά, με τις μεγάλες βιομηχανικές αυτοκρατορίες να έχουν δημιουργήσει τις δικές τους χρηματιστικές και ασφαλιστι κές εταιρείες και τα στελέχη των χρηματιστικών εταιρειών να με τέχουν στην ιδιοκτησία και στα διοικητικά συμβούλια των κυριότερων βιομηχανικών κολοσσών. Το κυριότερο, ο χρηματοπιστωτικός τομέας έχει, πέραν της παρασιτικης-τσκογλνφικής, και παραγωγική διάστα ση, καθώς διευρύνει τα διαθέσιμα κεφάλαια, επιταχύνει την κυ
κλοφορία του χρήματος και δίνει ώθηση στην ανάπτυξη των πα ραγωγικών δυνάμεων. Για όλους αυτούς τους λόγους, το χρηματιστικό κεφάλαιο εμ φανιζόταν ως ηγεμονική μερίδα που εξυπηρετεί το σύνολο του συλλογικού καπιταλιστή και όχι μόνο τα ιδιοτελή του συμφέρο ντα. Η σημερινή αμφισβήτηση της υπερεπέκτασής του λόγω της κρίσης μπορεί να οδηγήσει σε σχετικό προσωρινό περιορισμό του, αλλά όχι σε τιθάσευση, κατά το πρότυπο της κεϊνσιανής ρύθ
141. Κώστας Βεργόπουλος, «Η ψυχορραγία του κεφαλαίου», Ελευθεροτυπία, 7/11/2008.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
199
μισης, χωρίς να κλονιστούν καίρια τα ίδια τα θεμέλια της καπι ταλιστικής συσσώρευσης υπό τη σημερινή της μορφή. Το συμπέρασμα είναι ότι ένας κλονισμός της Ανίερης Τ ριά δας και του καθεστώτος συσσώρευσης που αντιπροσωπεύει, αν και δεν είναι ακόμη σοσιαλισμός, θα αποτελέσει ένα πολιτικό άλ μα. Μια δημοκρατική κοινωνική ανατροπή αντικαπιταλιστικού χαρακτήρα, η οηοία θα εγκαινιάσει μια περίοδο μεγάλων ρήξεων, ανοιχτή σε δυο
ιστορικά ενδεχόμενα: είτε να προχωρήσει μπροστά, προς το ρι ζικό κοινωνικό μετασχηματισμό, είτε να αναδιπλωθεί και να ηττηθεί, οδηγώντας στην αποκατάσταση της κλονισμένης αστικής κυριαρχίας.
Σ’ αυτό το φόντο, γίνεται επιτακτικά αναγκαίο να προβάλει η Αρι στερά ένα συνεκτικό πρόγραμμα για την αντιμετώπιση της κρί σης και της χρόνιας μαζικής ανεργίας από τη σκοπιά των λαϊκών συμφερόντων. Ένα πρόγραμμα που θα δείρει, σε αδρές γραμμές, στον κόσμο τι θα έκανε η Αριστερά όχι στον ιδανικό κόσμο των πιο ευγενικών της ονείρων, αλλά στο σκληρό κόσμο των σημερινών συσχετισμών δύναμης, αν ερχόταν αύριο στψ εξουσία, σε συνθήκες οξύτατης κρίσης και πελώ
ριων λαϊκών προβλημάτων. Μια τέτοια συνολική πρόταση προφανώς δεν μπορεί να έχει ως αποδέκτη τη σοσιαλδημοκρατία, η οποία από καιρό έχει εγκαταλείψει όχι μόνο κάθε σκέψη για ριζικό κοινωνικό μετασχημα τισμό, αλλά ακόμη και την πολιτική των μεταρρυθμίσεων για έναν πιο ανθρώπινο καπιταλισμό. Αιώνες μοιάζουν να έχουν περάσει, για παράδειγμα, από το συνέδριο-ορόσημο των Γάλλων σοσιαλι στών στο Επινέ το 1971, όταν ο Φρανσουά Μιτεράν διακήρυσσε: «Η επανάσταση σημαίνει πρώτα α π’ όλα ρήξη. Ό ποιος δεν απο δέχεται τη ρήξη με την κατεστημένη τάξη, με την καπιταλιστική
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
200
κοινωνία, αυτός δεν μπορεί να είναι μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος»!142 Σήμερα, τα κριτήρια εισδοχής στους Γάλλους Σο σιαλιστές είναι πολύ πιο ελαστικά, έτσι που να τιμούν το κόμμα με την παρουσία τους δύο ανώτατα στελέχη στο γενικό επιτελείο του παγκόσμιου κοινωνικού πολέμου, όπως ο πρόεδρος του Διε θνούς Νομισματικού Ταμείου, σύντροφος Ντομινίκ Στρος-Καν και ο πρόεδρος του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, σύντρο φος Πασκάλ Λαμί. Ας αφήσουμε που και ο πιο μισητός άνθρω πος της Ευρώπης, ο κύριος «κόψτε το λαιμό σας και φέρτε τα λε φτά», Χοακίν Αλμούνια, είναι και αυτός... «σοσιαλιστής»! Αυτή η μετάλλαξη της σοσιαλδημοκρατίας σε σοσιαλφιλελευθερισμό καθιστά περισσότερο επιτακτική την ανάγκη διεμβολισμού της από την αντισυστημική Αριστερά με μια συνολική πο λιτική πρόταση άμεσης δράσης των λαϊκών στρωμάτων. Κάτι τέ τοιο θα διευκόλυνε την αποδέσμευση σημαντικών δυνάμεων, εί τε προς τον επαναστατικό σοσιαλισμό, είτε, έστω, προς το μαχη τικό ρεφορμισμό - κάτι που είναι δυνατό, όπως έδειξε και η συ γκρότηση του κόμματος Λίνκε (Αριστερά) των Όσκαρ Λαφοντέν και Λόταρ Μπίσκι, που έφτασε να παίρνει 12% στις γενικές εκλο γές στη Γερμανία. Δυστυχώς, αν εξαιρέσει κανείς τις αναζητήσεις του Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος (ΝΡΑ) στη Γαλλία143 και κάποιες άλ λες, μεμονωμένες περιπτώσεις, συνήθως μικρών σχηματισμών, η σημερινή εικόνα της Αριστεράς στην Ευρώπη απέχει πολύ από αυτές τις απαιτήσεις. Κατά κανόνα, οι προβληματισμοί των ηγε σιών της πολώνονται γύρω από αυτό που ο Ευτύχης Μπιτσάκης αποκαλεί «δίπολο οπορτουνισμού-σεχταρισμού», με ένα τμήμα 142. Serge Halimi, «Eloge des resolutions», Le Monde Diplomatique, Μάιος 2009. 143. Olivier Besancenot 8c Daniel Bensaid, Prenons Parti, εκδ. Fayard, 2009.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
201
τους να στρέφεται προς το ρόλο του φτωχού συγγενή της σοσιαλ δημοκρατίας και ένα άλλο να αναδιπλώνεται στη γραφειοκρατι κή καθαρότητα των μάταιων φράσεων. Ό πω ς σημειώνει ο Κώ στας Βεργόπουλος: «Η απόγνωση των λαϊκών τάξεων που αναζητούν ακόμη και την απλή δυνατότητα να επιβιώσουν δεν θα έπρεπε ν’ αντιμετω πίζεται υπό το πρίσμα της ιδεολογικής καθαρότητος και αδιαλ λαξίας, που συνεχίζει, όπως και στο παρελθόν, να υποβιβάζει, να ειρωνεύεται και ν’ απορρίπτει ό,τι δεν της είναι πολιτικά αναγνω ρίσιμο. Ριζοσπαστισμός δεν είναι η καθαρότητα της ιδεολογίας, αλλά η πρόταξη των πρακτικών αναγκών, έστω και υπό συνθήκες αναγκαστικής ιδεολογικής επιμειξίας. Σήμερα, η κοινωνία μετα βάλλεται με ταχύτατους ρυθμούς, ενώ οι ιδεολογίες έχουν αποκοπεί από την πραγματικότητα. Είτε υπό το καιροσκοπικό και κοι νωνικά συνθηκολόγο όραμα του μεταμοντερνισμού, για το οποίο οι κοινωνικοί αγώνες αποτελούν ασυγχώρητο αρχαϊσμό, είτε υπό το γραφειοκρατικό όραμα του παρελθόντος, για το οποίο ιδεολο γική καθαρότητα σημαίνει καθυπόταξη των ποικίλων κοινωνικών δυνάμεων στην υποθετική ισχύ κάποιων ιερέων της πολιτικής “ορ θοδοξίας”».144 Σ’ αυτό το πλαίσιο αποκτούν μια ορισμένη επικαιρότητα οι προβληματισμοί της Κομμουνιστικής Διεθνούς, ζώντος ακόμη του Λένιν, περί ενιαίου εργατικού μετώπου, μιας πιο μακροπρόθεσμης γραμμής μαζών ύστερα από την αποτυχία της πρώτης επαναστα τικής εφόδου σε όλες τις χώρες πλην της Ρωσίας. Χαρακτηριστι κές είναι οι θέσεις για τ ψ Τακτική, που παρουσιάστηκαν από τον Ράντεκ στο Τρίτο Συνέδριο της Διεθνούς τον Ιούλιοτου 1921. Από εκεί και το απόσπασμα: 144 Κώσιας Βεργόπουλος, «Απουσία πολιτικού στίγματος», Αριστερά, 2/10/2009.
202
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
«Τα κομμουνιστικά κόμματα δεν προτείνουν κανένα μίνιμουμ πρόγραμμα που θα χρησιμεύσει στην ενίσχυση και τη βελτίωση των κλονιζόμενων θεμελίων του καπιταλισμού. Η καταστροφή αυ τού του συστήματος παραμένει ο κύριος σκοπός τους. Αλλά για να τον πραγματοποιήσουν, τα κομμουνιστικά κόμματα πρέπει να προτείνουν διεκδικήσεις που να εκφράζουν τις άμεσες ανάγκες της εργατικής τάξης. Οι κομμουνιστές πρέπει να οργανώσουν μα ζικές καμπάνιες και να παλέψουν γι’ αυτές τις διεκδικήσεις ανε ξάρτητα από το εάν αυτές συμβιβάζονται με τη διαιώνιση του κα πιταλιστικού συστήματος [...] Αν οι διεκδικήσεις που προτείνουν οι κομμουνιστές ανταποκρίνονται στις άμεσες ανάγκες των πλα τιών προλεταριακών μαζών και αν οι μάζες είναι πεπεισμένες ότι χωρίς την ικανοποίηση αυτών των διεκδικήσεων η ύπαρξή τους είναι αδύνατη, τότε ο αγώνας γύρω από αυτά τα ζητήματα θα γί νει η αφετηρία της πάλης για την εξουσία».145 Βεβαίως, πολιτικό πρόγραμμα δεν σημαίνει τεχνητή συγκόλ ληση αιτημάτων αποσπασματικού χαρακτήρα, χωρίς αρμούς και αρθρώσεις, κάτι που μπορούν κάλλιστα να κάνουν (και το κάνουν) τα συνδικάτα και οι αριστερές κινήσεις στους τόπους εργασίας και κατοικίας. Περισσότερο από μέτρα, σημαίνει πολιτικό σχέδιο, απο σαφήνιση των κεντρικών διαχωριστικών γραμμών πάνω στις οποί ες θα δομηθεί ένα νέο ιστορικό μπλοκ. Σήμερα, η κεντρική διαχωριστική γραμμή ορίζει δύο ασυμφι λίωτες στρατηγικές για την αντιμετώπιση του κυρίαρχου προβλή ματος της εποχής μας, της καπιταλιστικής κρίσης - με την ευρύ τερη, πέραν της άμεσης οικονομικής συγκυρίας, έννοιά της: Θα έχουμε μια αντιδραστική διαχείριση της κρίσης στη λογική τηςμείω-
145 Τρίιη Διεθνής, ία Τέσσερα Πρύια Συνέδρια, συλλογικό, εκδ. Εργατική Πάλη, 2007.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
203
αης του κόστους παραγωγής, με συνέπεια την εφιαλτική συσσώρευση
οικονομικής εξαθλίωσης, περιβαλλοντικών καταστροφών ή και πολεμικών συρράξεων σε πλανητική κλίμακα; Ή θα επιβάλουν οι λαϊκές δυνάμεις μια γραμμή αντιμετώπισης της κρίσης στο έδα φος της αύξησης της προστιθέμενης αξίας και της μείωσης των ανισοτήτων σε διεθνή και εθνική κλίμακα; Αυτό είναι το πεδίο μιας ιστορικής σύ
γκρουσης, που θα κρίνει αν η Αριστερά θα καταφέρει να επανι δρυθεί εν θερμώ, αποκαθιστώντας τους δεσμούς της με τον κό σμο της εργασίας και τις νέες γενιές, ή αν οι στρατηγικές ήττες της δεκαετίας του ’80 θα μετατραπούν σε ιστορική Ή ττα , εξοστρακίζοντας για μεγάλο διάστημα μακριά από τη γραμμή του ορίζοντα την προοπτική του σοσιαλισμού. Αυτή η στρατηγική γραμμή για αντιμετώπιση της κρίσης είναι και η βάση για τ ψ ανάπτυξη ενός κοινωνικού συνασπισμού ανάμεσα στψ εργατική τάξη και στψ επιστημονικοτεχηκή διανόηση. Κι αυτό γιατί προ
ϋποθέτει τη στροφή στους κλάδους των νέων τεχνολογιών και γε νικότερα στην οργάνωση της παραγωγής βάσει των νεότατων επι τευγμάτων της τρίτης τεχνολογικής επανάστασης, με μείωση του χρόνου εργασίας, προς όφελος τόσο της χειρωνακτικής, όσο και της πνευματικής εργασίας. Στην προσέλκυση της μισθωτής δια νόησης θα βοηθήσει επίσης η ριζική αναβάθμιση της δημόσιας, δωρεάν παιδείας και έρευνας, η εξασφάλιση, από μια κυβέρνη ση της Αριστεράς, στη μισθωτή διανόηση της εργασιακής ασφά λειας, του αναγκαίου ελεύθερου χρόνου, αλλά και της ελευθερίας της έρευνας, της πληροφόρησης και της έκφρασης.
Αλλά σε τι θα μπορούσε, εντέλει, να κωδικοποιηθεί ένα αριστερό, αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα αντιμετώπισης της κρίσης σήμερα; Προφανώς, το θέμα ξεφεύγει από τις ικανότητες οποιουδήποτε
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
204
μεμονωμένου διανοούμενου ή ακτιβιστή και απαιτεί την ωρίμανση του συλλογικού διανοούμενου της κοινωνικής και πολιτικής Αριστεράς. Θα αποτολμήοουμε, ωστόσο, να διατυπώσουμε κάποιες προσωρινές ιδέες για τους βασικούς αρμούς ενός τέτοιου προγράμματος. 1.
Ρήξη με τ ψ ψευδεπίγραφη«παγκοσμιοποίηση», δηλαδή με το πα
γκόσμιο κοινωνικό ντάμπινγκ που επιβάλλει το πολυεθνικό κεφά λαιο, απελευθερώνοντας την κίνηση κεφαλαίων και εμπορευμά των, ενώ ταυτόχρονα υψώνει τείχη στην ελεύθερη μετακίνηση των ανθρώπων. Το πρώτο ζητούμενο, χωρίς την επίτευξη του οποίου κάθε σκέψη για μια προοδευτική κοινωνική στροφή θα ήταν ου τοπική, είναι να ανακοπεί η μετανάστευση των θέσεων εργασίας υψηλής προστιθέμενης αξίας προς τις αναδυόμενες οικονομίες της περιφέρειας και η αντίστροφη Έ ξοδος ξεριζωμένων ανθρώ πων από τις καταστραμμένες οικονομίες της περιφέρειας προς τις μητροπόλεις. Για το σκοπό αυτό, είναι αναγκαία η προσφυγή σε κάποιου εί δους προστατευτισμό, ιδιαίτερα με την ύψωση φραγμών στις βρα χυπρόθεσμες κερδοσκοπικές κινήσεις χρηματιστικών κεφαλαίων και με την προστασία στρατηγικών κλάδων της εγχώριας παρα γωγής. Ό πω ς τονίζει ο Βάλντεν Μπέλο, «αποπαγκοσμιοποίηση δεν σημαίνει απόσυρση από τη διεθνή οικονομία. Σημαίνει τον αναπροσανατολισμό των εθνικών οικονομιών από την παραγωγή για τις εξαγωγές στην παραγωγή για την εγχώρια αγορά».146 Κά τι τέτοιο θα ευνοήσει μια πιο ισορροπημένη, κοινωνικά και περι βαλλοντικά, ανάπτυξη, αντί να ευνοεί την πάση θυσία μείωση του κόστους, ώστε τα εξαγώγιμα προϊόντα να είναι ανταγωνιστικά, π.χ. απέναντι στα κινέζικα. 146 W alden Bello, DeglobaliztUion, a 112-113, εκδ. Zed Books, 2004
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
205
Επιπλέον, η εισαγωγή επιλεκτικών μέτρων προστατευτισμού δεν σημαίνει αναδίπλωση στη λογική της εθνικής αυτάρκειας, τυπου Αλβανίας της εποχής Χότζα, όπως το θέλει η καρικατούρα αυτής της πρότασης, η τόσο προσφιλής στους νεοφιλελεύθερους. Αν ήδη στψ εποχή τον Λένιν ο «σοσιαλισμός σε μία χώρα» αηοδείχτηκε αδύ νατος, στη σημερινή εποχή της αφάνταστα μεγαλύτερης κοινωνικοποίησης της παραγωγής φαντάζει αδύνατη ακόμη και η «μεταρρύθμιση σε μία χώ ρα*'. Η μονομερής κήρυξη καθολικού προστατευτισμού από μια
χώρα (με πιθανές εξαιρέσεις μόνο τα μέγα-κράτη τύπου ΗΠΑ και Κίνας) θα εκτίνασσε σε αστρονομικά ύψη το κόστος των αναπό φευκτων, ιδίως για τις μικρότερες χώρες, εισαγωγών (π.χ. μηχα νών, εξαρτημάτων, ενέργειας κ.ά.), με αποτέλεσμα είτε το σταμάτημα της βιομηχανικής παραγωγής είτε την καθήλωση της κατα νάλωσης στα κατώτατα δυνατά όρια, πράγμα μη διατηρήσιμο για μεγάλο διάστημα χωρίς στροφή στον απολυταρχισμό. Επομένως, η ρήξη με την παγκοσμιοποίηση μπορεί μεν να αρ χίσει από μία χώρα, αλλά δεν θα έχει μέλλον αν δεν επεκταθεί σε μια σημαντική ομάδα χωρών, κάτι που είναι, βεβαίως, πιο εύκο λο να γίνει σε περιφερειακή κλίμακα. Αν η κλίμακα τον κράτονς εί ναι πολύ μικρή για να χωρέσει τις νέες παραγωγικές δυνάμεις και η κλίμα κα τον κόσμον όλον πολύ μεγάλη για να νπαχθεί σε οποιονδήποτε πολιτικό έλεγχο, η κλίμακα της περιφέρειας, τον σννεταψισμϋύ μιας κρίσιμης μάζας εθνών-κρατών είναι εκείνη πον φαίνεται πιο κατάλληλη για την αντικα-
πιταλιστική ανατροπή και το σοσιαλισμό του 21ου αιώνα. Ό σ ο για τη μετανάστευση, η λογική της ποινικοποίησης της μετανάστευσης και γενικότερα των αστυνομικών μέτρων είναι όχι μόνο κοινωνικά αντιδραστική, αλλά και παντελώς ατελέσφορη, αν υποτεθεί ότι στόχος των στρατοπέδων κράτησης και των «επαναπροωθήσεων» είναι ο περιορισμός του προβλήματος. Στην πραγματικότητα, οι κυρίαρχες τάξεις γνωρίζουν ότι παρόμοια μέ
206
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
τρα είναι παντελώς ανίκανα να συγκροτήσουν τα εκατομμύρια και εκατοντάδες εκατομμύρια απελπισμένων ανθρώπων που δη μιουργούν διαρκώς η πείνα και οι πόλεμοι. Μοναδικός στόχος τους είναι να ρίξουν το μετανάστη στην κατάσταση του κυνηγη μένου ζώου, ώστε να αποδέχεται όσο γίνεται αθλιότερες συνθή κες εργασίας για όσο γίνεται χαμηλότερες αποδοχές. Επομένως, αν κάτι μπορεί να περιορίσει σε κάποιο βαθμό και πάντως να μετασχηματίσει σε πιο ανθρώπινη μορφή τη μετανά στευση προς όφελος των συλλογικών εργατικών συμφερόντων, εί ναι η δίωξη όχι των «λαθρομεταναστών», αλλά των... λαθροεργοδοτώνΐ Δη λαδή, η θέσπιση αυστηρών κυρώσεων σε βάρος εργοδοτών, με γάλων και μικρών, που απασχολούν μετανάστες με αμοιβή κατώ τερη εκείνου που προβλέπει η συλλογική σύμβαση, χωρίς ασφά λιση. Η κατοχύρωση ίσων εργασιακών και ασφαλιστικών δικαι ωμάτων για τους ξένους εργαζόμενους θα μειώσει τον ανταγωνι σμό στο εσωτερικό της μισθωτής εργασίας και θα βελτιώσει ουστωδώς την κατάσταση των ασφαλιστικών ταμείων. Φυσικά, η μεί ωση των μεταναστευτικών ροών εξαρτάται καίρια από την ακύ ρωση του χρέους για τις πιο φτωχές χώρες του Τρίτου Κόσμου, τον τερματισμό των αποικιοκρατικών πολέμων και την οικονομι κή ανάπτυξη αυτών των χωρών. 2. Ανατροπή τον Συμιρώνου Σταθερότητας. Ενός Συμφώνου όχι μό νο αντιδραστικού, καθώς καταδικάζει τους λαούς σε διαρκή λιτό τητα και αντιασφαλιστικά μέτρα, αλλά και ξεκάθαρα ανεδαφικού, αφού παραβιάζεται ήδη από τους πάντες (όχι βέβαια προς όφελος των λαϊκών δικαιωμάτων, αλλά των μονοπωλιακών μεγαθηρίων που βαφτίζονται «εθνικοί πρωταθλητές»), με αποτέλεσμα 20 από τις 27 χώρες της ΕΕ να τελούν υπό επιτήρηση. Είναι πλέον σαφές ότι οι δρακόντειοι όροι δημοσιονομικής πειθαρχίας που επέβαλαν οι συνθήκες του Μάαστριχτ και του Άμστερνταμ εξυπηρετούν μό-
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
207
νοτο χρηματιστικό κεφάλαιο, ιδίως της Γερμανίας, περιορίζοντας ασφυκτικά τα όρια της βιομηχανικής και γεωργικής ανάπτυξης. Το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα θα μπορούσε να παίξει θετικό ρό λο προστασίας των εθνικών οικονομιών από κερδοσκοπικές κινή σεις των πειρατικών χρηματιστικών κεφαλαίων, αλλά και των εγχώ ριων προϊόντων μόνο στο πλαίσιο μιας πολιτικής μερικού ευρωπα ϊκού προστατευτισμού, στο έδαφος ενός άλλου Συμφώνου Κοινωνικής Σταθερότητας και Αλληλεγγύης. Ενός συμφώνου το οποίο θα προϋ
πέθετε όχι μόνο προβλέψεις δημοσιονομικού χαρακτήρα (ελλείμ ματα, χρέη κλπ.), αλλά και σαφείς ρήτρες για μηδενισμό της ανερ γίας, μείωση των ανισοτήτων και πάει λέγοντας, θ α προνοούσε, επίσης, για την εφαρμογή μιας ενιαίας, προοδευτικής φορολογι κής πολιτικής, εμποδίζοντας το κοινωνικό ντάμπινγκ που ασκείται εντός ΕΕ από τις πρωτοπόρες στο νεοφιλελευθερισμό χώρες της «νέας Ευρώπης» και τη Βρετανία. Επιπλέον, θα μπορούσε να κα θιερώσει ένα ευρωπαϊκό ομόλογο με εικονικό επιτόκιο, το οποίο θα προστάτευε τις αδύναμες οικονομίες σε περιόδους κρίσης, αντί να τις αφήνει στο έλεος των διεθνών τοκογλύφων. Φυσικά, η Ευρω παϊκή Κεντρική Τράπεζα θα έμπαινε κάτω από τον πολιτικό έλεγ χο των εθνικών κυβερνήσεων και των φορέων των εργαζομένων. θ α πει κανείς ότι μια παρόμοια αλλαγή σημαίνει, ούτε λίγο ούτε πολύ τη διάλυση της ΕΕ υπό τη σημερινή της μορφή. Ακρι βώς! Πρέπει να διαλυθεί αυτή η ΕΕ για να φτιαχτεί μια ά λ λη πάνω σε βάσεις αλληλεγγύης και δικαιοσύνης - και η οποία, τελικά, δεν μπορεί παρά να είναι μια Ένωση Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών της Ευρώπης. Μέχρι να ωριμάσουν, ωστόσο, οι συνθήκες για κά τι τέτοιο, η ανατροπή του ισχύοντος Συμφώνου Σταθερότητας θα αποτελεί ζήτημα αιχμής της λαϊκής πάλης και θα μπορούσε να τροφοδοτήσει πρωτοβουλίες κοινής δράσης της ελληνικής και της ευρωπαϊκής Αριστεράς με το αίτημα του δημοψηφίσματος.
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
3. Μια πραγματική κοινωνική «μεταπολίτευση», με ριζική αναδια νομή του κοινωνικού πλούτου υπέρ της εργασίας και σε βάρος του κεφαλαίου. Στην ιδεολογική τρομοκρατία των κυρίαρχων τάξεων «ιδού τα ελλείμματα και τα χρέη, πρέπει όλοι να κάνουμε θυσί ες», το εργατικό κίνημα και η Αριστερά πρέπει να αντιτάξουν τη δική τους αλήθεια, προτάσσοντας την αύξηση της παραγωγικό τητας και του πλούτου που συσσώρευσε ο εργαζόμενος άνθρωπος και που μετέτρεψε σε βουνά χρεών το κεφάλαιο. Με άλλα λόγια, πρέπει να πουν: «Δεν μοιραστήκαμε χθες, όταν είχατε κέρδη, τον πλούτο που εμείς δημιουργήσαμε, δεν θα μοιραστούμε τώρα τα δικά σας χρέη και τα δικά σας ελλείμματα.-Πληρώστε εσείς το λογαριασμό ή, αν δεν σας αρέσει, αφήστε μας να αναλάβουμε εμείς όλα τα χρέη μαζί με όλο τον πλούτο και με το μεγάλο ρίσκο της χειραφέτησής μας»! Στο πλαίσιο αυτό, κεντρική θέση κατέχουν δύο διεκδικήσεις: Πρώτον, για γενική μείωση τον χρόνον εργασίας, τουλάχιστον στις 35 ώρες, χωρίς μείωση των αποδοχών ή ελαστικοποίηση των εργα σιακών σχέσεων (όπως έκανε η «πλουραλιστική Αριστερά» στη Γαλλία, για να αποξενωθεί πλήρως από την εργατική τάξη), και δεύτερον, για ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα όλων των εργαζομένων και αυτοαπασχολούμενων, κάτι που θα μείωνε τη συντριπτική πί εση της ανεργίας και της φτώχειας. Αυτό σημαίνει ότι ο άνεργος, ο μισθωτός ή ο αυτοαπασχολούμενος που δεν συμπληρώνουν το εν λόγω εισόδημα θα εισπράττουν τη διαφορά από το δημόσιο, ώστε να εξασφαλίζουν ένα όριο αξιοπρεπούς διαβίωσης, με αντάλ λαγμα την υποχρέωσή τους να απασχοληθούν σε δημόσια προ γράμματα (π.χ. περιβαλλοντικά έργα, πολιτιστικές δραστηριότη τες, βελτίωση υποδομών, υπηρεσίες υγείας κλπ.) ανάλογα με την ειδικότητα και την προϋπηρεσία τους. 4. Κοινωνικοποίηση στρατηγικών κλάδων και ανάπτνξη παραγωγικών
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
209
τομέαν εκτός της καπιταλιστικής αγοράς. Ξεπερνώντας τον ιδεολογι
κό αμυντισμό που της κληροδότησε η κατάρρευση του ανατολι κού μπλοκ απέναντι στις κατηγορίες των αντιπάλων της για «κρατισμό», η Αριστερά πρέπει να υψώσει και πάλι τη σημαία του δημόσιου αγαθού, απέναντι στη λογική της εμπορευματοποίησης των πάντων, του εποικισμού κάθε σφαίρας της κοινω νικής ζωής από το κεφάλαιο. Ακόμη και η αστική Γαλλική Επα νάσταση, την ίδια στιγμή που κατοχύρωνε το «ιερό» δικαίωμα της ατομικής ιδιοκτησίας, διακήρυσσε ότι δεν μπορεί να μπαί νει πάνω από το δικαίωμα στη ζωή. Ας αφήσουμε που θα ήταν αστείο, τη στιγμή που ο Ομπάμα και ο Μπράουν κάνουν (φυσι κά, με τα λεφτά των εργαζομένων) περισσότερες εθνικοποιήσεις από τον Τσάβες, η Αριστερά να μην τολμάει καν να ψελλίσει τη λέξη εθνικοποίηση. Η τελευταία κρίση ωρίμασε στον ανώτατο δυνατό βαθμό την ανάγκη για ένα ενιαίο, δημόοιο πιστωτικό σύστημα, με την απαλλοτρί ωση των ιδιωτικών τραπεζών. Έ να τέτοιο σύστημα μπορεί να παί ξει καταλυτικό ρόλο στη διεύρυνση της παραγωγικής βάσης, όχι μόνο στο πλαίσιο μιας μεταβατικής, αριστερής κυβέρνησης, αλ λά και στο σοσιαλισμό, ο οποίος δεν θα καταργήσει, βέβαια, μο νομιάς, με διατάγματα, το χρήμα, το εμπόρευμα και την πίστω ση. Εκείνο που θα καταργήσει ο σοσιαλισμός, δημιουργώντας ένα δημόσιο χρηματοπιστωτικό σύστημα υπό καθεστώς εργατικού ελέγχου, είναι η τοκογλυφία, η αφαίμαξη των λαϊκών στρωμάτων και ο παρασιτισμός. Παράλληλα, θα καταργηθούν το τραπεζικό απόρρητο και οι φορολογικοί παράδεισοι των off-shore εταιρει ών, θα μπουν αυστηροί φραγμοί στις κινήσεις κεφαλαίων μέσα κι έξω από τη χώρα και θα φορολογηθούν οι χρηματιστηριακές ανταλλαγές ώστε να αποθαρρυνθούν οι καθαρά κερδοσκοπικές κινήσεις.
210
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Πέραν του χρηματοπιστωτικού συστήματος, θα εθνικοποιη θούν κρίσιμοι για την εθνική οικονομία και τις κοινωνικές ανάγκες κλάδοι, όπως οι μεταφορές, οι τηλεπικοινωνίες, οι φαρμακοβιο μηχανίες (οι οποίες, συν τοις άλλοις, επιβαρύνουν σε μεγάλο βαθ μό τα ελλείμματα των ασφαλιστικών ταμείων), η ενέργεια, η παι δεία και η υγεία. Σημαντική ανάπτυξη του δημόσιου τομέα είναι ανάγκη να υπάρξει στον τομέα της ενημέρωσης - όχι μόνο στα ρα διοτηλεοπτικά μέσα, αλλά και στην έντυπη δημοσιογραφία, όπου η κρίση των εφημερίδων καθιστά αναγκαία για την επιβίωση σο βαρών, ανεξάρτητων μέσων ενημέρωσης την υπαγωγή τους σε μη κερδοσκοπικά ιδρύματα του ευρύτερου δημόσιου τομέα.147 Υπό κοινωνικό έλεγχο πρέπει να τεθεί και ο τομέας των τρο φίμων (ακόμη κι ο Μπιλ Κλίντον αναγνωρίζει ότι τα τρόφιμα δεν μπορούν να είναι συνηθισμένα εμπορεύματα), με έμφαση στη δι ατροφική αυτάρκεια της χώρας και στην προστασία της δημόσι ας υγείας από τις τερατώδεις στρεβλώσεις τής χωρίς όρια κερδο σκοπίας, ιδιαίτερα στην εποχή των γενετικά μεταλλαγμένων προϊ όντων. Τέλος, στις συνθήκες της τρίτης τεχνολογικής επανάστα σης, επιβάλλεται η κατάργηση του πειρατικού καθεστώτος περί copyright που έχουν θεσπίσει οι πολυεθνικές, η εξασφάλιση από το κράτος των πνευματικών δημιουργών και όχι των αυτοκρατο ριών των μίντια, και η παροχή της δυνατότητας δωρεάν πρόσβασης των πολιτών στην πληροφόρηση, τη μουσική, τον κινηματογρά φο, την παγκόσμια λογοτεχνία και τα ανοιχτά λογισμικά. Φυσικά, ένα αριστερό πρόγραμμα απάντησης στην πολυεπίπεδη κρίση θα συμπληρώνεται από θέσεις για αποδέσμευση της Ελλάδας από όλες τις ιμπεριαλιστικές δεσμεύσεις της (βάσεις,
147 B ernard Poulel, Το Τέλος ίων Εφψερι'δων, μτφρ. Γ. Αγγελόπουλος, εκδ Πό λις, 2009
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
211
NATO, Frontex κ.ά.) και για την οικοδόμηση μιας νέου τΰπου δημοκρατίας των εργαζομένων, με μορφές εργατικού ελέγχου και άμεσης συμμετοχής, στον αντίποδα της αστυνομοκρατίας και του ηλεκτρονικού χαφιεδισμού. Το μεγάλο ερώτημα είναι ποιοι θα μετατρέψουν τις ριζοσπαστικές ιδέες σε υλική δύναμη, δεδομένου του σημερινού θλιβερού κατακερματισμού του αρι στερού χώρου. Δυστυχώς, αυτό που έχει επιβεβαιωθεί πολλές φορές στα είκο σι χρόνια που πέρασαν από την κατάρρευση του 1989 είναι ότι «τα λίγα σπίτια κάνουν κακό χωριό» και οι διάφορες συνιστώσες της Αριστεράς πιο εύκολα τα βρίσκουν με αστικές δυνάμεις πα ρά μεταξύ τους. Έ χει κανείς την αίσθηση (κι αυτό δεν αφορά ένα μόνο κόμμα), ότι πολλά στελέχη της Αριστεράς νιώθουν μεγαλύ τερο πάθος όχι για τον ταξικό τους αντίπαλο, αλλά για το αντίπα λο αριστερό κόμμα, και ακόμη μεγαλύτερο πάθος νιώθουν όταν πολεμούν τον αντίπαλο μέσα στο ίδιο τους το κόμμα, ή ακόμη κα λύτερα μέσα στην ίδια τους την τάση! Με τόσες τάσεις και ρεύ ματα, η Αριστερά κατάφερε παρ’ όλα αυτά να λειτουργεί ως... βραχυκύκλωμα, χωρίς πραγματική αντίσταση στους εχθρούς της εργασίας. Αυτή η ψύχωση της αποκλειστικής αλήθειας και της ιδιοκτη σίας μέσα στο αριστερό κίνημα δεν αποπνέει, βέβαια, ούτε επα νάσταση, ούτε εργατικό πολιτισμό. Το μόνο που αποπνέει είναι η νοοτροπία του μπακάλη που περισσότερο ζηλεύει παρά εχθρεύ εται το σούπερ μάρκετ, η ψυχολογία μιας μικροαστικής διανόη σης και μιας εργατικής γραφειοκρατίας που θέλουν να γίνουν κυ ρίαρχες μέσω του κράτους στην κοινωνία και όχι να την αλλάξουν. Στην «καλύτερη» των περιπτώσεων, αντανακλά την αποθάρρυνση του αγωνιστή μπροστά στις ήττες και τη στροφή στην εύκολη λύση τού να μην προσπαθούμε πια να υψωθούμε στο ύψος των
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
212
αντιπάλων μας, αλλά να βρούμε μικρότερους αντιπάλους, στο δι κό μας μπόι. Ωστόσο, πρέπει να εθελοτυφλεί κανείς για να μη βλέπει την αγωνία της μεγάλης πλειονότητας των αριστερών για την υπέρ βαση αυτής της παραλυτικής κατάστασης, που τόσο εύστοχα δι εκτραγωδούσε ο Λαζόπουλος όταν παρομοίαζε τα κόμματα της Αριστεράς με μυρμήγκια που κομπάζουν ποιο κουβαλάει το με γαλύτερο ψιχουλάκι στην πλάτη, αδιαφορώντας για τον ελέφαντα που έρχεται καταπάνω τους. Είναι, πιστεύουμε, ώριμη πλέον η ανάγκη, αν όχι για ένα ενιαίο αριστερό μέτωπο (πράγμα που φαίνεται ακόμη αδύνατο), τουλάχιστον για μια ελάχιστη πολίτικη συνεννόηση και συντονισμό στη δράση όλων των οργανώσεων της Αριστεράς με αντισυστημική-αντικαπιταλιστική κατεύθυνση προς όφελος των λαϊκών συμφερόντων και των δημοκρατικών ελευθεριών. Συνεν νόηση και συντονισμό, που δεν θα καταργήσουν, φυσικά, τη μά χη για ηγεμονία μεταξύ των διαφόρων αριστερών οργανώσεων, θ α
μεταφέρουν, ωστόσο, αυτή τη μάχη στο γόνιμο έδαφος μιας αναγεννημένης λαϊκής ελπίδας και κινητοποίησης, εμποδίζοντας τον εκφυλισμό της σε στείρο ηγεμονισμό, πάνω σε μια καμένη γη λεη λατημένων δικαιωμάτων. Οι μορφές που μπορεί να πάρει μια τέτοια σύγκλιση είναι, φυ σικά, ζήτημα ανοιχτό. Ενδεικτικά θα μπορούσε να φανταστεί κα νείς ένα Εργατικό Δίκτυο Αλληλεγγύης, με τη συμμετοχή συνδικαλι στών, οικονομολόγων, εργατολόγων και αριστερών δημοσιογρά φων, που θα μπορούσε να παίξει καταλυτικό ρόλο στην ανάπτυ ξη των εργατικών αγώνων, στην υπεράσπιση απολυμένων ή θυ μάτων εργοδοτικής αυθαιρεσίας και στον πόλεμο της ενημέρω σης· τη δημιουργία μιας ευρείας αριστερής πολιτιστικής κίνησης (ή ομίλου), φορέα μαρξιστικής αναζήτησης χωρίς δογματισμούς και περιχαρακώσεις, αλλά και διάχυσης των καλύτερων επίτευγμά-
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
213
των της επιστήμης και της τέχνης· ή ακόμη τη δημιουργία μιας συνεργατικής ιστοσελίδας, διαδικτυακάς εφημερίδας και τηλεόρασης μαζί,
με ιδιαίτερο στόχο την επικοινωνία με τα ριζοσπαστικά στρώμα τα της νεολαίας. Προφανώς, αυτό που μας λείπει, όμως, δεν είναι οι ιδέες και οι προτάσεις...
Ο Ι Τ Ρ Ε ΙΣ Ε Π Ο Χ Ε Σ Τ Ο Υ ΚΟ Μ Μ Ο Υ Ν ΙΣΜ Ο Υ
Το να συζητά κανείς περί κομμουνισμού σήμερα φαίνεται, ακό μη και στα μάτια πολλών που αυτοπροσδιορίζονται ως αντισυστημική ή αντικαπιταλιστική Αριστερά, ως ιδεολογική εμμονή στα όρια του αυτισμού. Η θεώρηση αυτή δεν απορρέει μόνο από την αναμφισβήτητη φθορά που προκάλεσε στην κομμουνιστική προοπτική η ταύτισή της με τα γραφειοκρατικά, εκμεταλλευτι κά καθεστώτα που κατέρρευσαν στην Ανατολική Ευρώπη. Συ χνά επεκτείνεται σε μια γενικότερη κουλτούρα του «αντί», που ταυτίζει κάθε θετικό σχέδιο κοινωνικής αλλαγής με ολοκληρω τισμό και καθηλώνει την Αριστερά σε ένα κατακερματισμένο κι νηματικό αντάρτικο. Χαρακτηριστικός εκπρόσωπος αυτού του ρεύματος σκέψης είναι ο Τζον Χόλογουεϊ. Το βιβλίο του Ας Α λ λάξουμε τον Κόομο Χωρίς να Καταλάβουμε τ ψ Εξουσία, ένας τίτλος
που συνιστά από μόνος του συμπυκνωμένο πολιτικό μανιφέστο, εξελίχθηκε σε Βίβλο της ελευθεριακής Αριστεράς και άσκησε επίδραση στο πολύχρωμο μωσαϊκό των κινημάτων κατά της πα γκοσμιοποίησης. «Εν αρχή ην η κραυγή», γράφει ο Χόλογουεϊ, διακηρύσσοντας από την πρώτη στιγμή την εξέγερση της βούλησης απέναντι στο λόγο, της άρνησης απέναντι στη θέση: «Μια κραυγή θλίψης, μια κραυγή τρόμου, μια κραυγή θυμού, μια κραυγή άρνησης μπρο στά στον ακρωτηριασμό της ανθρώπινης ζωής από τον καπιταλι
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
215
σμό: ΟΧΙ».148 Πώς θα συνενωθούν, όμως, σε ένα ρεύμα με προο πτική νίκης οι απειράριθμες κραυγές θλίψης, θυμού και τρόμου, που ακούγονται έισι κι αλλιώς, κάθε στιγμή, χωρίς τη βοήθεια του φιλοσόφου, στη σύγχρονη κοιλάδα των δακρύων, για να επιστρέ φουν σαν αδύναμη ηχώ στ’ αφτιά μας, έχοντας προσκρούσει στα απόρθητα τείχη της καπιταλιστικής Ιεριχούς; Ο Χόλογουεϊ δεν αποφεύγει απλώς να απαντήσει, απορρίπτει το ίδιο το ερώτημα. Κάθε συζήτηση περί στρατηγικής περιέχει ήδη, γι’ αυτόν, το σπέρμα του εκφυλισμού, γιατί δεν νοείται στρατηγική παρά ως στρατηγική εξουσίας. Για τον Χόλογουεϊ, η εξουσία είναι το προπατορικό αμάρτη μα της πολιτικής Αριστεράς, όλων των αποχρώσεων. Σοσιαλδη μοκράτες και κομμουνιστές μοιράζονταν την ίδια πλάνη, ότι θα αλλάξουν τον κόσμο μέσω του κράτους - ειρηνικά, μέσω του αστι κού κράτους οι μεν και επαναστατικά, μέσω του εργατικού κρά τους οι δε, αλλά πάντα μέσω του κράτους. Κατά το συγγραφέα, «εάν καταφέρναμε να αποκτήσουμε δύναμη ιδρύοντας ένα κόμ μα ή παίρνοντας τα όπλα ή κερδίζοντας τις εκλογές, δεν θα δια φέραμε σε τίποτε απ’ όλους τους άλλους ισχυρούς της ιστορίας».149 Και αλλού: «Ο αγώνας έχει χαθεί από τη στιγμή που εμποτίζεται από την εξουσία, από τη στιγμή που η λογική της εξουσίας καθί σταται λογική της επαναστατικής διαδικασίας, από τη στιγμή που ο αρνητικός χαρακτήρας της άρνησης (sic) μετατρέπεται στο θε τικό χαρακτήρα της δημιουργίας μορφών εξουσίας».100 Τι απομένει λοιπόν; Η έκκληση για δημιουργία κάποιου εί δους «αντιεξουσιών» στο περιθώριο της υπάρχουσας τάξης πραγ 148. John Holloway, Ας Αλλάξουμε τον Κόσμο Χωρίς να Καταλάβουμε τ ψ Εξουσία, ο 17, μτφρ Άννσ Χόλογουεη, εκδ. Σαββάλας, 2006. 149. ό.π., σ. 35 150. ό.π., σ. 48-49.
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
216
μάτων - από αυτόνομα στέκια, μέχρι ζώνες αυτοδιαχείρισης, σαν κι αυτή των Ζαπατίστας στη ζούγκλα του Μεξικού. Πρόκειται για θύλακες αντικαπιταλισμού μέσα στο πλαίσιο του καπιταλισμού, που θα διασυνδέονται με κάποιον αδιευκρίνιστο τρόπο και θα εξαπλώνονται βαθμιαία, κάτω από τα ανυποψίαστα μάτια των κυ ρίαρχων τάξεων. Επομένως, δεν τίθεται καν το ερώτημα «πότε και πώς θα πάμε προς την επανάσταση». Η απάντηση είναι: Ό ποτε θέλουμε, όπου θέλουμε, όσοι θέλουμε - για παράδειγμα, εδώ και τώρα, εμείς! Ό π ω ς γράφει σε ένα άλλο κείμενο: «Η άλλη αντίληψη της επανάστασης λέει όχι: όχι στον καπι ταλισμό, επανάσταση τώρα. Η επανάσταση λαμβάνει χώρα ήδη. Αυτό ίσως φαίνεται ανόητο, ανώριμο, εξωπραγματικό, αλλά δεν είναι [...] Η ιστορία είναι ο εφιάλτης από τον οποίο οφείλουμε απεγνωσμένα να αφυπνισθούμε. Η επανάσταση πρέπει να θάψει τα οστά των πεθαμένων».151 Η επανάσταση, λοιπόν, «λαμβάνει χώρα ήδη», αλλά αυτοί οι ηλίθιοι οι αστοί δεν το έχουν αντιληφθεί ακόμη! «Πώς να αντισταθεί κανείς σε αυτόν το χείμαρρο βουλησιαρχίας και αισιοδο ξίας», διερωτάται ο Αλέξανδρος Χρύσης στη διεισδυτική κριτική του.152 «Έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε! Ο Χόλογουεϊ δεν χάνει ευ καιρία να δηλώσει ή να υποδηλώσει την απόσταση που τον χωρί ζει από τη διαλεκτική ελευθερίας και αναγκαιότητας, ιστορικού νόμου και βούλησης του υποκειμένου. Σε τελική ανάλυση, αποκόπτεται εξολοκλήρου από τη στρατηγική και την πολιτική [...] Δεν μένει, έτσι, τίποτα άλλο παρά η αντιεξουσιαστική προτροπή της μετάβασης από την παραδοσιακή πολιτική της οργάνωσης στη 151. J. Holloway, «Νο.,στο Historical Materialism, τ. 13, Λ® 4, 2005, σ. 270-274. Αναφέρεται από τον Αλέξανδρο Χρύση στο Για τη Διαλεκτική Εξουσίας και Επανά στασης, εκδ. ΚΨΜ, 2009. 152. ό.π., ο 101
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
217
μεταμοντέρνα αντιπολιτική των συμβάντων». Σαν να μην πέρασε μια μέρα από την εποχή που η Ρόζα Λούξεμπουργκ, καταπολε μώντας μια άλλου είδους βουλησιαρχία στο πρόσωπο του «ηθι κού» σοσιαλισμού του Μπέρνσταϊν, έγραφε: «Έτσι φτάσαμε ευτυχείς στην αρχή της δικαιοσύνης, σ’ αυτό το παλιάλογο που το ίππευαν εδώ και χιλιετίες όλοι όσοι ήθελαν να βελτιώσουν τον κόσμο και που, μην έχοντας κάποια ασφαλή ιστορικά μέσα κίνησης, ίππευαν το γέρικο Ροσινάντη, καβάλα στον οποίο ξεκίναγαν όλοι οι Δον Κιχώτες της ιστορίας για τη με γάλη, παγκόσμια μεταρρύθμιση, για να γυρίσουν τελικά πίσω με ένα μαυρισμένο μάτι».153
Η αντιεξουσιαστική οπτική του Χόλογουεϊ αποτελεί μία μόνο από τις πολυάριθμες πολιτικές εκφράσεις του μεταμοντέρνου, ίσως της κυριότερης (ιδίως μετά την κατάρρευση του 1989) εκφράσεις της σύγχρονης αστικής ιδεολογίας μέσα στην Αριστερά. Η «υδραργυρική» φύση της μεταμοντέρνας σκέψης, με την εγγενή απέχθειά της απέναντι στις αυστηρές, λογικές κατηγορίες και τη μετατόπιση του κέντρου βάρους από τους ειρμούς στους συνειρμούς, καθιστά την κριτική δύσκολη. Εκείνο που ενοποιεί, πάντως, τα ποικίλα ρεύμα τα του μεταμοντέρνου και της αποδόμησης είναι μια γενική αίσθη ση «τέλους». Για την ακρίβεια, μιλάμε για πολλά «τέλη» μαζί. Τέλος εηοχής, με την έννοια ότι κάτι «πάρα πολύ μεγάλο» έχει
συμβεί στις καπιταλιστικές κοινωνίες μετά τον Β' Παγκόσμιο Πό λεμο υπό την επίδραση της Πληροφορικής, με συνέπεια να μην ισχύει σχεδόν τίποτα από τις παραδοσιακές ταξικές αναλύσεις.
153. Ρόζα Λούξεμπουργκ, Κοτνανκή Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση, σ. 125-126, μτφρ. Δημ. Μαράκας και Διον. Διβάρης, εκδ Σύγχρονη Εποχή, 1988
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
218
Τέλος της Ιστορίας, όχι με την αισιόδοξη οπτική του Φουκουγιά-
μα, που μας είπε ότι μετά την πτώση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» η ανθρωπότητα βρήκε στην αστική δημοκρατία τον ανώτατο βαθ μό τελείωσης, αλλά με την απαισιόδοξη εκδοχή του «τέλους των μεγάλων αφηγήσεων»154 για την αλλαγή του κόσμου, στις οποίες περιλαμβάνεται, βεβαίως, ο μαρξισμός, αλλά και όλο το σχέδιο του Διαφωτισμού. Τέλος της επιστήμης, η οποία αντιμετωπίζεται ως ένας ακόμη
ιδεολογικός μύθος με πολύ περιορισμένη γνωστική αξία, στο πλαίσιο μιας αντίληψης που αποθεώνει την «επιθυμία», απορρίπτοντας κάθε προσπάθεια σύλληψης της πραγματικότητας υπό το πρίσμα αιτιακών σχέσεων. Τέλος της ολότψας, απόρριψη κάθε κοινωνικής θεωρίας με αξι
ώσεις λογικής συνεκτικότητας και συνολικής αλλαγής του υπάρχοντος, υπό το πρίσμα μιας «ολοφοβίας», η οποία υποπτεύεται ότι πίσω από κάθε τέτοιο επαναστατικό σχέδιο κρύβεται ένα Άουσβιτς ή ένα γκουλάγκ. Στην ευθύβολη κριτική του, ο Τέρι Ίγκλετον γράφει: «Όταν οι ριζοσπάστες, σε μια έξαρση ολοφοβίας, απορρί πτουν την έννοια της ολότητας, το κάνουν, εκτός από άλλους πιο θετικούς λόγους, διότι έτσι βρίσκουν λίγη από την πολυπόθητη παρηγοριά που τόσο έχουν ανάγκη. Σε μια περίοδο που η μεγαλεπήβολη πολιτική δράση δεν φαίνεται πραγματικά εφικτή, και η λεγάμενη μικροπολιτική είναι, καθώς φαίνεται, στην ημερήσια διάταξη, τους ανακουφίζει πράγματι να μετατρέπουν αυτή την ανάγκη σε αρετή - να πείθονται, δηλαδή, ότι τα πολιτικά τους όρια έχουν, τρόπον τινά, γερές οντολογικές βάσεις, οφείλονται,
154. Ζαν-Φρανσουά Λυοτάρ, Η ΜπαμονιέρναΚαιάσιαση, μτφρ Κ. Π απαγιώργης, εκδ. Γνώση, 1988.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
219
δηλαδή, στο γεγονός ότι η κοινωνική ολότητα ούτως ή άλλως απο τελεί χίμαιρα».155 Από την πλευρά του, ο Φρέντερικ Τζέιμσον, σημειώνει: «Το βαθύτερο πολιτικό κίνητρο στον πόλεμο κατά της ολότητας βρί σκεται στο φόβο της Ουτοπίας, που δεν είναι, τελικά, τίποτε άλ λο από τον παλιό μας γνώριμο, το Οργουελιανό 1984: η πολιτική της Ουτοπίας και της επανάστασης, που συνδέονται (και σωστά) με μια ενοποιητική λογική και μια συγκεκριμένη έννοια της ολό τητας, θα πρέπει να απορριφθούν, γιατί οδηγούν μοιραία στον Τρόμο».156 Αναπόφευκτη συνέπεια, γράφει ο Ντανιέλ Μπενσαΐντ με αφορ μή την κριτική του στον Φουκώ, είναι η υποκατάσταση της πολι τικής από τις «μοριακές επαναστάσεις» της καθημερινότητας. Μια «μινιμαλιστική επανάσταση», όπως τη χαρακτηρίζει ο Μπεν σαΐντ, «η οποία παραπέμπει σ’ ένα ύφος και μια αισθητική, χω ρίς ουδεμία πολιτική φιλοδοξία. Ο δρόμος έχει ανοίξει κατά το ήμισυ για τις εξεγέρσεις μικρής κλίμακας και τις λεπτές, μεταμο ντέρνες ηδονές».157
Αίσθησή μας είναι, ωστόσο, ότι η εποχή της ιδεολογικής απελπι σίας, που έθρεψε τη μεταμοντέρνα «αποδόμηση», αν δεν έχει ήδη τελειώσει, αρχίζει να τελειώνει. Ενδεικτική ήταν η ελάχιστα εορ ταστική, στο στρατόπεδο των νικητών, ατμόσφαιρα στην επέτειο 155. Τε'ρυ Ίγκλετον, Οι Ανιαηάχες ί ψ Μειανεωτερικότφας, μτφρ. Γ. Η Σπανός, επιμ. σειράς Ν. Κοτζιάς, εκδ. Καστανιώτη, 1996. 156 Fredric Jam eson, Postmodernism or The Cultural Logic o f Late Capitalism, o. 401, εκδ Verso, 1991. 157 Ντανιέλ Μπενσαΐντ, «(Α)πολιτικέςτου Φουκώ*, Omonia, Λ®72, ΝοέμβριοςΔεκέμβριος 2006.
220
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
των είκοσι χρόνων από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Σύμφωνα με πολύμηνη έρευνα του πανεπιστημίου του Μέριλαντ (ΗΠΑ) και του ινστιτούτού GlobeScan για λογαριασμό του BBC σε 27 χώρες, με συνολικό δείγμα περίπου 30.000 ανθρώπους, μόλις το 11% του κόσμου πιστεύει ότι «ο καπιταλισμός της ελεύθερης αγοράς λειτουργεί καλά», ενώ ένα ποσοστό 23% είναι πεπεισμέ νο ότι «ο καπιταλισμός είναι θεμελιακά εσφαλμένος» και ένα «ρι ζικά νέο σύστημα», στο έδαφος της κοινωνικής δικαιοσύνης, πρέ πει να εγκαθιδρυθεί. Το ποσοστό αυτό φτάνει περίπου το 30% σε Ρωσία και Ουκρανία, 35% σε Βραζιλία και 43% στη Γαλλία.158 Μπορεί εύλογα να υποθέσει κανείς ότι η οξύτατη και παρατεταμένη κρίση του διεθνούς καπιταλισμού θα ενισχυσει την αναζήτη ση συνολικών απαντήσεων από την πλευρά της Αριστεράς στα επό μενα χρόνια. Απαντήσεων όχι μόνο για τη συγκυρία, αλλά και για τις στρατηγικές απαντήσεις της, για την ίδια τη σοσιαλιστική προ οπτική. Κι αυτή η πίεση αναγκάζει την Αριστερά, σε όλες τις εκφάν σεις της, να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς της με την ιστορία. Υπάρχει βέβαια η άποψη ότι αυτό που κατέρρευσε ήταν ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» -δηλαδή όχι μόνο ήταν σοσιαλισμός, αλ λά και ο μόνος, μέσες άκρες, που μπορούσε να υπάρξει στην πρά ξη-, μάλιστα δεν κατέρρευσε καν, αλλά μόνο ανατράπηκε με αντεπαναστατική συνωμοσία. Η οπτική αυτή αποτελεί εθελοτυφλία μπροστά σε ένα πολύ τραυματικό γεγονός και αντικατάσταση της μαρξιστικής ανάλυσης από το αστυνομικό μυθιστόρημα. Μπορεί κανείς να βρει ελαφρυντικά για μια τέτοια αντανακλαστική αντί δραση αριστερών αγωνιστών, οι οποίοι αρνούνταν, προς τιμήν τους, να δώσουν πιστοποιητικά ιδεολογικής μεταμέλειας στους νι κητές μετά την κατάρρευση. Μπορεί ακόμη να αναγνωρίσει τη 158 «Deep concern for capitalism», AFP, 8/11/2009
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
221
συμβολή που είχαν στο να μείνει ζωντανή η ελπίδα ενός άλλου κό σμου στα πέτρινα χρόνια της ιδεολογικής «παρανομίας», υπερα σπίζοντας το «Κ» και τα σύμβολα του κομμουνιστικού κινήματος. Και θα ήταν ανόητος όποιος υποτιμούσε το ρόλο των συμβόλων στην αριστερή πολιτική, όταν οι ηγέτες της διεθνούς σοσιαλδημο κρατίας τραγουδούν ακόμη στα συνέδριά τους τον ύμνο της «Διε θνούς» και επικαλούνται στις ομιλίες τους τη Λούξεμπουργκ. Ωστόσο, τα σύμβολα και οι διακηρύξεις ταυτότητας από μό νες τους δεν συγκροτούν πολιτική. Πολύ περισσότερο, δεν συνιστά επαναστατική πολιτική η ξεροκέφαλη υποστήριξη καθεστώ των που τσάκισαν τόσες και τόσες αριστερές συνειδήσεις όχι τό σο γιατί έπεσαν, όσο για το ηώς έπεσαν. Γιατί, βέβαια, υπάρχουν στην ιστορία ήττες και ήττες. Είναι άλλο πράγμα η ήττα της Πα ρισινής Κομμούνας, της Ισπανικής Δημοκρατίας ή του ΕΑΜΕΛΑΣ, ήττες γεμάτες ηρωισμό, που χάρισαν στα θύματα το φωτο στέφανο της ηθικής υπεροχής και σε ευρύτερες μάζες την ελπίδα ότι οι νικημένοι του σήμερα μπορεί να γίνουν οι νικητές του αύ ριο, και είναι άλλο πράγμα η ατιμωτική ήττα του 1989-1991, όπου δεν βρέθηκε σχεδόν κανείς να υπερασπιστεί ένα σάπιο οικοδόμη μα, το οποίο έπεσε σαν πύργος από τραπουλόχαρτα και την επό μενη όλοι οι μεγάλοι και τρανοί «σύντροφοι» του ΚΚΣΕ μοιράζο νταν από μια πρώην Σοβιετική Δημοκρατία για να την ξεπουλή σουν εν μία νυκτί σε δυτικούς και εγχώριους λήσταρχους. Η κατάρρευση του 1989 προφανώς δεν σηματοδότησε την πτώ ση του κομμουνισμού. Ο ιστορικός κομμουνισμός ήταν το πρώτο πραγματικά παγκόσμιο κίνημα χειραφέτησης, με ορίζοντα την κοινωνική αυτοδιαχείριση και με εμβρυακές μορφές την Παρισι νή Κομμούνα του 1871 και τα ρωσικά Σοβιέτ του 1905 και του 1917. Αυτό το ρεύμα ηττήθηκε πολύ ιψιν το 1989, ήδη από τη δεκαετία τον 1920, όταν έχασε τις -καθοριστικές μάχες·. Στη Σοβιετική Ένωση, με την
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
222
επικράτηση του σταλινισμού και το στραγγαλισμό κάθε δυνατότη τας επανόδου σε τροχιά εργατικής αυτοδιεΰθυνσης· στη Γερμανία, με το οριστικό κλείσιμο της παρατεταμενης αναταραχής του 19181923, που ακύρωσε για απροσδιόριστο διάστημα την προοπτική μιας νικηφόρας επανάστασης στη Δΰση, κάτι που θα διέσωζε και τη ρωσική- στην Κίνα, με τη συντριβή της εργατικής εξέγερσης στη Σανγκάη και άλλα αστικά κέντρα το 1927, ύστερα από την οποία το Κομμουνιστικό Κόμμα στρέφεται, πρώτα αναγκαστικά και έπειτα και θεωρητικά, στην αγροτική ύπαιθρο· και στην Αγ γλία, με την αποτυχία της γενικής απεργίας του 1926 να πυροδο τήσει μια επανάσταση όχι τόσο «αλά Λένιν», όσο «αλά Λούξεμπουργκ», στηριγμένη σε ένα ευρύ πολυκομματικό κίνημα. Αυτό που απέμεινε ως κομμουνιστικό κίνημα -λιγότερο στην ανα πτυγμένη βιομηχανικά Δύση και περισσότερο στη μισοφεουδαρχική Ανατολή- ήταν, κατά κανόνα, κάτι πολύ διαφορετικό από αυτό που είχε φανταστεί ο Μαρξ: γραφειοκρατικά, καταπιεστικά καθε στώτα, ή, στις καλύτερες των περιπτώσεων, μεγάλα κινήματα μαζών, που εμπνέονταν κυρίως από πόθους εθνικής απελευθέρωσης και γρήγορης εκβιομηχάνισης. Δηλαδή, «αστικούς» στόχους, τους οποί ους, για συγκεκριμένους ιστορικούς λόγους, δεν μπορούσε να εκ πληρώσει η αστική τάξη μιας Κίνας, ενός Βιετνάμ ή μιας Κούβας. Επομένως, εκείνο που κατέρρευσε το 1989 δεν ήταν ο κομμου νισμός ως επαναστατικό ρεύμα, αλλά ο κομμουνισμός ως ιδεολο γικό επίχρισμα ενός αυταρχικού «αναπτυξιακού κράτους» της κα θυστερημένης Ανατολής, που βιαζόταν «να φτάσει και να ξεπεράσει τη Δύση» με κάθε τίμημα. Αν και αυτό δεν είναι απόλυτο. Για τί το 1989 δεν ήταν μόνο η χρονιά της πτώσης του Τείχους του Βερολίνου, ήταν και η χρονιά της βίαιης καταστολής στην πλα τεία Τιενανμέν του Πεκίνου. Σήμερα, η «κομμουνιστική» Κίνα είναι το κατεξοχήν βιομηχα
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
223
νικό εργαστήριο του πλανήτη και ο μεγαλύτερος πιστωτής της Αμερικής. Και η Δΰση εξυμνεί τον Ντενγκ Σιαοπίνγκ, λησμονώ ντας ότι, εκτός από αρχιτέκτονας των «φιλελεύθερων» οικονομι κών μεταρρυθμίσεων, ήταν και εκείνος που έδωσε τη διαταγή στα τανκς να δώσουν τη λύση.
Είναι γνωστό ότι ο Μαρξ, αλλεργικός απέναντι στις βουλησιαρχικές ουτοπίες, απέφυγε να μας δώσει ένα αναλυτικό σχεδίασμα της κομμουνιστικής κοινωνίας, περιφρονώντας, στον επίλογο της δεύ τερης γερμανικής έκδοσης του Κεφαλαίου, τις «συνταγές για τα μα γειρεία του μέλλοντος». Η γενική του φιλοσοφία ήταν ότι ο κομμουνισμός αποτελεί όχι ιδεαλιστικό «όραμα», που το φτιάχνουμε όπως θέλουμε, αλλά το πραγματικό κίνημα μαζών, που αλλάζει την υπάρχουσα κατάστα ση πραγμάτων, και ότι, αν θέλουμε να διακρίνουμε μέσα στην ομί χλη κάποιες λανθάνουσες τάσεις της μελλοντικής καπιταλιστικής κοινωνίας, δεν θα ’πρεπε να στραφούμε στη γυάλινη σφαίρα των «οραμάτων» μας, αλλά στο υπέδαφος της ίδιας της καπιταλιστι κής κοινωνίας, που ωριμάζει, σε εμβρυακή κλίμακα, την άλλη ζωή. Οι πλέον ουσιώδεις περί κομμουνισμού θέσεις του Μαρξ ανα πτύσσονται στην Κριτική του Προγράμματος της Γκότα, όπου ανα πτύσσει τη θεωρία των δύο σταδίων: Του κατώτερου, του «σοσι αλισμού», που αναπτύσσεται στο έδαφος της καπιταλιστικής κληρονομιάς, με όλες τις παραμορφώσεις που αυτό συνεπάγε ται, ιδιαίτερα αναφορικά με το κράτος της «δικτατορίας του προλεταριάτου», και το ανώτερο, του καθαυτό «κομμουνισμού», που αναπτύσσεται πάνω στις ίδιες του τις βάσεις, καταργώντας τις τάξεις και το κράτος σε μια κοινωνία «ελεύθερα συνεταιρισμέ
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
224
νων παραγωγών», όπου η διοίκηση των ανθρώπων θα έχει υποκα
τασταθεί από τη διαχείριση των πραγμάτων και η πολιτική από την επιστήμη. Ο Μαρξ μπορεί να είχε δίκιο που απέφυγε να μπει σε περισ σότερες λεπτομέρειες, καθώς η ιστορία δεν είχε δώσει, όσο ζούσε, εμπειρίες από κάποια σοσιαλιστική απόπειρα - με εξαίρεση την πολύ περιορισμένη και «άγουρη» εμπειρία της Κομμούνας, στην οποία αφιέρωσε ένα από τα καλύτερα, μαζί με τη 18η Μηρνμαίρ, πολιτικά έργα του. Εμείς, όμως, μετά από 70 χρόνια «υπαρ
κτού σοσιαλισμού» δεν έχουμε το ίδιο άλλοθι. Τ ο βέβαιο είναι ότι ούτε ο Μαρξ ούτε ο Ένγκελς είχαν φ α νταστεί ποτέ το σοσιαλισμό ως μια κοινωνία με ένα υπερτροφι κό κράτος που θα συγκέντρωνε όλη την πολιτική εξουσία και όλα, σχεδόν, τα μέσα παραγωγής στα χέρια μιας γραφειοκρατι κής πυραμίδας κομματικών στελεχών και διευθυντών επιχειρή σεων, με μια διευθύνουσα νομενκλατούρα στην κορυφή αυτού του νέου εκμεταλλευτικού στρώματος. Ό π ω ς γράφει ο Ερνέστ Μαντέλ: «Η ιδέα ότι ο “μαρξιανός σοσιαλισμός” συνεπάγεται πλήρη κοινωνικοποίηση και συνεπώς σχεδίασμά όλης της τρέχουσας πα ραγωγής, ή τουλάχιστον όλο και μεγαλύτερου μέρους της, είναι ουσιαστικά σταλινικής προέλευσης και έρχεται σε πλήρη αντίθε ση με τα γραπτά του Μαρξ και του Ένγκελς. Σοσιαλισμός γι’ αυ τούς σήμαινε μια κοινωνικοποίηση (κοινωνική ιδιοποίηση) ενός μεγάλου μέρους του κοινωνικού υπερπροϊόντος για λόγους τόσο κοινωνικής δικαιοσύνης όσο και οικονομικής αποτελεσματικότητας, όπως εξηγείται στην Κριτική τον Προγράμματος της Γκότα. Δεν συμπεριλάμβανε καθόλου την αλλοτρίωση του παραγωγού από το δικαίωμα να διαθέσει το κοινωνικό του προϊόν όπως του φ αί νεται καλό - πράγματι, αυτό θα ερχόταν σε αντίθεση με τον ίδιο
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
225
τον ορισμό του σοσιαλισμού σαν καθεστώτος ελεύθερα συνεται ρισμένων παραγωγών».159 Ή δη , ο Τρότκσι, στην Προδομένη Επανάσταση, την πρώτη μαρ ξιστική απόπειρα ανάλυσης του σοβιετικού κοινωνικού σχηματι σμού, καυτηρίαζε τη γραφειοκρατική διαστρέβλωση του σοσια λιστικού οικονομικού σχεδιασμού και διατύπωνε την εξής καίρια στρατηγική θέση που διατηρεί όλη την αξία της σήμερα: «Για τη ρύθμιση και την εφαρμογή του σχεδίου χρειάζονται δνο μοχλοί·, ο πολιτικός μοχλός, που παίρνει τη μορφή της πραγματικής
συμμετοχής στη διοίκηση των ίδιων των άμεσα ενδιαφερόμενων μαζών, πράγμα αδιανόητο χωρίς τη σοβιετική δημοκρατία· και ο χρη ματοπιστωτικός μοχλός, που παίρνει τη μορφή της πραγματικής επα
λήθευσης των υπολογισμών που έχουν γίνει εκ των προτέρων με τη βοήθεια ενός αντικειμενικού ισοδυνάμου, πράγμα αδιανόητο χω ρίς ένα σταθερό νομισματικό σύστημα»160 (οι επισημάνσεις δικές μου).
Εκείνο που παραλείπει να σημειώσει ο συγγραφέας είναι ότι το πρώτο μεγάλο βήμα προς το γραφειοκρατικό στραγγαλισμό της σοσιαλιστικής απόπειρας έγινε ήδη τον Μάρτιο του 1918, με τον Λένιν στο τιμόνι του νεαρού επαναστατικού κράτους και τον ίδιο τον Τρότσκι (αρκετά ευεπίφορο, εκείνη την εποχή, στο βολοντα ρισμό και τη γραφειοκρατική στρέβλωση) σε ρόλο συνοδηγού. Στις 3 Μαρτίου του 1918, το Ανώτατο Συμβούλιο Εθνικής Οικονο μίας (VSNKh) αποφάσισε να διορίζονται εφεξής οι διευθυντές των επιχειρήσεων απευθείας από την κεντρική εξουσία, και όχι από 159. Ερνέστ Μαντέλ, Εξουσία και Χρήμα, ο. 319, μτφρ. Ελ. Βαφειάδου, επιμ. Τ. Αναστασιάδης, εκδ. Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη, 1994. 160. Λέον Τρότοκι, Η Προδομένη Επανάσταση, ο 99, μτφρ. θ . Μιοαηλίδης, Ν Τερλεξή, εκδ Διεθνές Βήμα, 2006.
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
226
τις εργοστασιακές επιτροπές. Οι τελευταίες χάνουν τον αποφασι στικό ρόλο τους στην παραγωγή, καθώς υπάγονται στις αποφά σεις ενός μηχανισμού οικονομικής διοίκησης τον οποίο δεν ελέγ χουν. Δικαιολογώντας το μέτρο, που ερχόταν σε μετωπική αντίθε ση με ό,τι είχε ο ίδιος υποστηρίξει προεπαναστατικά στο Κράιος και Επανάσταση και στις θέσεις τον Απρίλη, ο Λένιν παραδέχτηκε ότι
είναι ένα «βήμα προς τα πίσω», αναγκαίο κατά τη γνώμη του λό γω των εξαιρετικών συνθηκών (πόλεμος, οικονομικό ξεχαρβάλωμα, αντεπανάσταση) και πάντως απολύτως προσωρινό.161 Σήμερα γνωρίζουμε ότι το «ουδέν μονιμότερον του προσωρι νού» ίσχυσε και στην περίπτωση της Σοβιετικής Ρωσίας. Ευθύνες γι’ αυτό φέρουν όχι μόνο ο Στάλιν, αλλά και οι ίδιοι οι Λένιν και Τρότσκι, για τα «σκοτεινά χρόνια» (1920-1921) για τα οποία μι λάει, παρά τις συμπάθειές του, και ο ίδιος ο Μαντέλ, αναφερόμενος στα μέτρα αναστολής κάθε μορφής σοσιαλιστικής δημοκρα τίας, που έφτασαν μέχρι και στην απαγόρευση των τάσεων εργα τικής αντιπολίτευσης μέσα στο κόμμα, και μάλιστα μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου, σε συνθήκες σχετικής σταθερότητας. Αλ λά, βέβαια, δεν πρόκειται μόνο για λάθη προσώπων. Πολύ ευρύ τεροι ιστορικοί παράγοντες, που ξεπερνούσαν τα όρια κάθε προ σωπικότητας, έδρασαν υπέρ του γραφειοκρατικού εκφυλισμού. Ο πρώτος από αυτούς εντοπίζεται από τον Τρότσκι, ο οποίος, αφού σημειώσει με οξυδέρκεια ότι το γραφειοκρατικό φαινόμε νο δεν οφείλεται στα «άθλια υπολείμματα του παρελθόντος», αλ λά στις «πανίσχυρες δυνάμεις και τάσεις του παρόντος», εξηγεί, με τρόπο που παραπέμπει στην ανάλυση του Τόμας Χομπς για το κράτος-Λεβιάθαν: «Η γραφειοκρατική εξουσία έχει τη βάση
Ι61.ΣαρλΜ πετελέμ, Ο ιΤ α ί ^ ι 'Λ ^ ίς σ ιτ ν Κ & Ι ,τ Ι,σ . 157-162, μτφρ. Κ. Μαλεβός, εκδ Κέδρος, 2005.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
227
της στην ένδεια που υπάρχει στην κοινωνία όσον αφορά τα κατα ναλωτικά αγαθά και την πάλη του καθένα ενάντια σε όλους που απορρέει από την ένδεια αυτή. 'Οταν υπάρχουν αρκετά αγαθά στις αποθήκες, οι αγοραστές μπορούν να έρθουν όποτε θέλουν. 'Οταν οι προμήθειες δεν επαρκούν, πρέπει να στέκονται στην ου ρά. 'Οταν οι ουρές είναι μεγάλες, επιβάλλεται η παρουσία ενός χωροφύλακα για την τήρηση της τάξης. Αυτό είναι το σημείο αφε τηρίας της εξουσίας της σοβιετικής γραφειοκρατίας. Εκείνη “ξέ ρει” ποιος έχει να λαμβάνει και ποιος πρέπει να περιμένει».162 Ο δεύτερος παράγοντας αφορά κάτι πιο θεμελιακό, που ξε φεύγει από τις ιδιομορφίες της μετεπαναστατικής Ρωσίας: τον ασυνεχή, «κβαντικό» θα λέγαμε, χαρακτήρα της επανάστασης, που προχωρά με τρομερά άλματα στον ουρανό, για να ξαναπροσγειωθεί στη γη κάτω από την απεραντοσύνη των σκοπών της, όπως έλεγε ο Μαρξ, και δεν μπορεί να συντηρηθεί ως μόνιμη κα τάσταση μαζικού λαϊκού ενθουσιασμού, στράτευσης και αλτρουισμού. Ο σφετερισμός της σοσιαλιστικής δημοκρατίας από τη γραφειοκρατία έγινε δυνατός λόγω της κούρασης των μαζών, οι οποίες, ως ένα βαθμό (εξαιρουμένων κάποιων ηρωικών πρωτοπο ριών) συναινούσαν στο να αναθέσουν τη διαχείριση των υποθέσεών τους στο σιδερένιο χέρι της γραφειοκρατίας που «ήξερε καλύ τερα», και που βρήκε ως ιδανικό εκπρόσωπό της τον Στάλιν (κι αν δεν ήταν αυτός, θα ήταν κάποιος άλλος). Αν και οι ιδιομορφίες της Ρωσίας, και κυρίως η έκπτωση της εργατικής τάξης στην κατάσταση της άμορφης μάζας λόγω πολέ μου, πείνας και καταστροφής της βιομηχανικής παραγωγής, έπαι ξαν καταλυτικό ρόλο, υπάρχει εδώ κάτι βαθύτερο και καθολικότερο: Το υπερτροφικό κράτος-Λεβιάθαν, όπως άλλωστε το είχε 162 Λέον Τρότσκι, ό π , σ. 157
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
228
διαισθανθεί και ο Χομπς, βασίζεται στη «σμίκρυνση» των ανθρώ πων, των ελπίδων και των ονείρων τους και η κρατική καταπίεση βα σίζεται πάνω στο φόβο των ίδιων των μαζών για τ ψ ελευθερία τους. Εντέ-
λει ο σφετερισμός είναι η άλλη όψη της ανάθεσης. Σ' αυτό το έδαφος, από την καμένη γη του εμφυλίου πολέμου αναδύεται ένας υπερτροφικός γραφειοκρατικός μηχανισμός, ο οποίος αποτελεί ήδη κυρίαρχο στρώμα τη δεκαετία του ’20. Τα επαγγελματικά στελέχη πλήρους απασχόλησης στο Κομμουνιστι κό Κόμμα εκτινάσσονται από 700 το 1919 σε 15.300 το 1922 και πάνω από 100.000 το 1927, όταν εξοστρακίζεται η αντιπολίτευ ση. Ενώ οι αρχικοί 700 είχαν εκλεγεί από την κομματική βάση, οι επόμενοι διορίζονται από την ηγεσία, στην οποία οφείλουν την επαγγελματική τους ασφάλεια.163 Η διαδικασία του εκφυλισμού περνάει από διάφορα στάδια: Αρχικά, υπάρχουν μόνο προνόμια κύρους και πολιτικής ισχύος, ύστερα αρχίζουν διαφόρων ειδών υλικά και πολιτιστικά αβαντάζ, τέλος η κομματική γραφειοκρατία και οι οικονομικοί διευθυντές ενώνονται (όχι χωρίς κατά καιρούς εσωτερικές συγκρούσεις) σε ένα κυρίαρχο κοινωνικό στρώμα, το οποίο καρπώνεται το υπερπροϊόν στο πλαίσιο ενός ιδιόμορφου, ιστορικά ανέκδοτου κοινω νικού σχηματισμού «σοβιετικού τύπου». Βεβαίως, η διαδικασία αυτή δεν έφτασε ποτέ να συγκροτήσει μια κυρίαρχη τάξη «καπι ταλιστικού τύπου» και οι κοινωνικές ανισότητες ήταν, ακόμη και μέχρι το τέλος, σαφώς ασθενέστερες από εκείνες των καπιταλι στικών χωρών, καθώς η νομενκλατούρα δεν ήταν σε θέση να θί ξει ιστορικές κατακτήσεις όπως η μηδενική ανεργία και η μη εμπορευματοποίηση της γης. Και πάλι, όμως, η κατάσταση της γραφειοκρατίας, η οποία μάλιστα μιλούσε στο όνομα του σοσια163. Ερνέστ Μαντέλ, ό.π , σ 113
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
229
λισμού, ήταν εξοργιστική στα μάτια των μαζών, όπως εξηγούσε ο Μπορίς Γιέλτσιν στην αυτοβιογραφία του: «Η υπακοή και η δουλοπρέπεια ανταμείβονται με προνόμια: ειδικά νοσοκομεία, ειδικά σανατόρια, η εξαίρετη καντίνα της Κε ντρικής Επιτροπής, η εξίσου εξαίρετη υπηρεσία για παραδόσεις ειδών μπακαλικής και άλλων στο σπίτι [...] Αν σκαρφαλώσεις μέ χρι την κορυφή της κατεστημένης πυραμίδας, εκεί θα βρεις τον “πλήρη κομμουνισμό”. Ακόμη και στο δικό μου επίπεδο, του υπο ψήφιου μέλους του Πολιτμπιρό, το οικιακό μου προσωπικό περι λάμβανε τρεις μαγείρους, τρεις σερβιτόρες, μια καμαριέρα και έναν κηπουρό με δική του ομάδα βοηθών».164
Οι διαπιστώσεις αυτές δεν σημαίνουν ότι η πορεία του κοινωνι κού σχηματισμού που γεννήθηκε από την Οκτωβριανή Επανάστα ση ήταν εξαρχής νομοτελειακά προδιαγεγραμμένη, θ α μπορού σε η εξέλιξη των πραγμάτων να ήταν διαφορετική. Είναι πολύ πι θανό, βέβαια, ότι το εργατικό κράτος της Ρωσίας θα έπεφτε κάποια στιγμή, στο βαθμό που θα έμενε απομονωμένο, χωρίς στή ριξη από πιο αναπτυγμένες, οικονομικά και πολιτιστικά, χώρες. Ακόμη και σ’ αυτή τη περίπτωση, όμως, θα μπορούσε να ηττηθεί αλλιώς, σαν μια μεγάλη, φωτεινή «Κομμούνα», να πέσει μ’ έναν πάταγο κι όχι μ’ ένα λυγμό, αφήνοντας μια διαφορετική κληρο νομιά στις επόμενες γενιές. Το ότι δεν έγιναν έτσι τα πράγματα δεν είναι άσχετο με ορι σμένες πλευρές της ίδιας της λενινιστικής κληρονομιάς. Ασφαλώς δεν έχουν δίκιο όσοι υποστηρίζουν ότι ο Λένιν (ή και ο Μαρξ) οδη
164 Boris Yeltsin, Against the Grain, a 127-129, μτφρ στα αγγλικά Michael Glennv, εκδ Simon & Schuster, 1990.
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
230
γούσε αναπόδραστα στον Στόλιν. Ωστόσο, άλλο τόσο εξωπραγ ματικό είναι να υποστηρίξει κανείς ότι του ήταν εντελώς ξένος. Ορισμένα στοιχεία του «σταλινισμού» ενυπήρχαν ήδη στο λενινι σμό (και τον ίδιο το μαρξισμό), ως εμβρυακές, δευτερευουσες τά σεις, οι οποίες έγιναν κυρίαρχες τη δεκαετία του ’20, μετά το θά νατο του Λένιν, κάτω από τις δεδομένες ιστορικές συνθήκες. Η κυριότερη από αυτές αφορά στη σχέση κόμματος-εργατικής τά ξης και συμπυκνώθηκε στον περίφημο αφορισμό του Τι να Κάνου με ότι ο σοσιαλισμός «μπαίνει στην εργατική τάξη απ’ έξω», από
τη σοσιαλιστική διανόηση. Για να είμαστε δίκαιοι, πρέπει να θυμίσουμε κάτι που κατά κανόνα αποσιωπάται στις σχετικές συζητήσεις, ότι δηλαδή ο Λέ νιν δανείστηκε τον εν λόγω αφορισμό του από τον ηγέτη της γερμα νικής σοσιαλδημοκρατίας, Καρλ Κάουτσκι, τον οποίο άλλωστε ρητά αναφέρει. «Ο σοσιαλισμός και η πάλη των τάξεων αναδύο νται παράλληλα και δεν απορρέει ο πρώτος από τη δεύτερη», γρά φει ο Κάουτσκι και συνεχίζει: «Αναδύονται κάτω από διαφορετι κές προϋποθέσεις. Η σύγχρονη σοσιαλιστική συνείδηση δεν μπο ρεί να εμφανιστεί παρά μόνο πάνω στη βάση μιας βαθιά επιστη μονικής αντίληψης [...] Ωστόσο, φορέας της επιστήμης δεν είναι το προλεταριάτο, αλλά οι αστοί διανοούμενοι (η επισήμανση του Κάουτσκι). Επομένως, η σοσιαλιστική συνείδηση είναι ένα στοιχείο που εισάγεται α π’ έξω στην ταξική πάλη του προλεταριάτου και όχι κάτι που αναδύεται αυθόρμητα».165 Το απόσπασμα αυτό, στο οποίο παραπέμπει και ο Λένιν, μπο ρεί να διαβαστεί ως προγραμματική διακήρυξη μιας μικροαστι κής διανόησης, που φαντασιώνεται τον επιστήμονα-μηχανικό του σοσιαλισμού και θέλει να καταλάβει την εξουσία χρησιμοποιώ 165 Karl Kautsky, Neue Zeil, XX, 1, Jfe 3, 1901-2, o 79
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
231
ντας την εργατική τάξη ως πολιορκητικό κριό σήμερα και ως απλό οικοδόμο-εκτελεστή του σοσιαλιστικού σχεδίου αύριο. Μια λογική που δεν είναι μόνο ιδεαλιστική στο φιλοσοφικό επίπεδο, αφού, αν οι συνθήκες ζωής της εργατικής τάξης δεν της καλλιερ γούσαν ορισμένα, έστω ενστικτώδη, εμβρυακά, ατελή στοιχεία σο σιαλιστικής ιδεολογίας, οποιαδήποτε προσπάθεια να της καρφώ σουμε με τη βαριά στο κεφάλι το σοσιαλισμό θα ήταν καταδικα σμένη να αποτύχει· είναι και πολιτικά αντιδραστική, καθώς πε ριέχει εν σπέρματι όλη τη λογική του γραφειοκρατικού σφετερισμού, της υποκατάστασης της τάξης από το κόμμα και του κόμ ματος από το Πολιτικό Γραφείο. Ωστόσο, καμιά εικοσαριά σελίδες παρακάτω, ο Λένιν δίνει μια εντελώς διαφορετική αντίληψη του περίφημου «απ’ έξω»: «Την ταξική πολιτική συνείδηση μπορούμε να τη φέρουμε στον εργάτη μόνο από τα έξω, δηλ. έξω από τ ψ οικονομική πάλη (η επι σήμανση δική μας), έξω από τη σφαίρα των σχέσεων ανάμεσα στους εργάτες και τους εργοδότες. Ο μοναδικός τομέας απ ’ όπου μπορούμε να αντλήσουμε αυτή τη γνώση είναι ο τομέας των σχέ σεων όλων των τάξεων και των στρωμάτων προς το κράτος και την κυβέρνηση, ο τομέας των αμοιβαίων σχέσεων ανάμεσα σ’ όλες τις τάξεις».166 Εδώ είναι ξεκάθαρο ότι η «γνώση», η σοσια λιστική συνείδηση, δεν θα έρθει εξ αποκαλύψεως στην εργατική τάξη από το κόμμα-πανεπιστήμονα- αντίθετα, τόσο το κόμμα όσο και η τάξη, αν και με διαφορετικό τρόπο ο καθένας, θα αποκο μίσουν αυτή τη γνώση από την ενεργή συμμετοχή τους στην πο λιτική πάλη, πέρα από τα στενά όρια του συνδικαλισμού και του
εργατισμού.
166. Β. I Λένιν, «Τι να κάνουμε», Απονιά, τ 6, σ. 80-81, συλλογική μτφρ., εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1981
232
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
'Οσο λάθος θα ήταν να δοΰμε ως απλό φραστικό ολίσθημα ή επι πολαιότητα της στιγμής την υιοθέτηση της αναφοράς του Κάουτκσι από τον Λένιν, άλλο τόσο, και ακόμη περισσότερο, θα ήταν εσφαλ μένο να υποτιμήσουμε αυτή τη διαλεκτικά επαναστατική αντίληψη για τη σχέση τάξης-κόμματος. Το παράδειγμα αυτό θα έπρεπε, πι στεύουμε, να υπαγορεύει τη γενικότερη στάση της Αριστεράς απέ ναντι στη θεωρία και την πράξη του λενινισμού: Μια στάση η οποία υπερασπίζεται κυρίως το μη πραγματοποιημένο, ιστορικά, επαναστατικό δυνα μικό τον λενινισμού, χωρίς να ξεπέφτει σε μια δογματική ωραιοποίη-
ση ή έστω αποσιώπηση των προβληματικών πλευρών του.
Τ ι εγγυήσεις υπάρχουν, λοιπόν, ότι μια νέα επαναστατική προ σπάθεια δεν θα εκφυλιστεί όπως και οι προηγούμενες κι ότι αυ τό που θα ξεκινήσει σαν έφοδος των εργαζόμενων τάξεων στον ουρανό δεν θα καταλήξει και πάλι στην αντικατάσταση ενός στρώματος εκμεταλλευτών και καταπιεστών από ένα άλλο στρώ μα εκμεταλλευτών και καταπιεστών; Εγγυήσεις προφανώς και δεν υπάρχουν, εκτός ίσως από την ελπίδα ότι η ιστορική πείρα από τη νίκη και τον εκφυλισμό της Οκτωβριανής Επανάστασης έχει εγχαράξει αρκετά πράγματα στο σκληρό δίσκο της συλλογικής εργατικής συνείδησης και ότι αυτά που χάθηκαν σε χρόνο και σε αίμα κερδήθηκαν σε σοφία. Εκείνο που υπάρχει στα σίγουρα είναι οι πιο προωθημένες, οι αφάνταστα πιο προωθημένες νλικές προϋποθέσεις για μια νέα απόπειρα με κατεύθυνση τον κομμουνισμό, ως κοινωνία των ελεύθερα συνεταιρισμέ νων παραγωγών. Η πρώτη προϋπόθεση γι’ αυτό είναι να υπάρχουν
άνθρωποι που θα έχουν και τη διάθεση και τη δυνατότητα να συμ μετέχουν ενεργά στα κοινά, πράγμα που με τη σειρά του προϋπο θέτει πρώτα απ’ όλα περισσότερο ελεύθερο χρόνο και λιγότερο άγχος επι
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
233
βίωσης, ώστε να μπορεί ο καθένας να διαχειρίζεται τα ζητήματα του τόπου εργασίας και της γειτονιάς του. Σήμερα, η τεράστια αύξηση της παραγωγικής ικανότητας της εργασίας, ήδη μέσα στον καπιταλισμό, προσφέρει τη δυνατότητα για μια ριζική μείωση του εργάσιμου χρόνου και για την εξασφά λιση αξιοπρεπούς ζωής με σταθερή δουλειά για όλους. Αυτό θα ισχύει δέκα κι εκατό φορές παραπάνω στις συνθήκες του κομμου νισμού, με την εντατική αξιοποίηση της τρίτης τεχνολογικής επα νάστασης, χωρίς τους περιορισμούς της καπιταλιστικής κερδοφο ρίας. Επιπλέον, θα απελευθερωθούν τεράστιες παραγωγικές ικα νότητες με τον περιορισμό παρασιτικών παραγωγικών κλάδων, όπως η βιομηχανία όπλων, αλλά και της παρασιτικής κατανάλω σης. Η άνοδος του μορφωτικού επιπέδου των μαζών και οι απερι όριστες δυνατότητες πληροφόρησης και κοινωνικού ελέγχου χάρη στα επιτεύγματα της πληροφορικής και των επικοινωνιών είναι δύο άλλοι σημαντικοί παράγοντες στο οπλοστάσιο της οργανωμένης κοινωνικής αυτοδιαχείρισης. Εντέλει, είναι η νέα συμμαχία μετα ξύ εργατικής τάξης και μισθωτής διανόησης, υπό τ ψ ηγεμονία της ερ γατικής τάξης, στις συνθήκες της τρίτης τεχνολογικής επανάστασης,
που θα κάνει δυνατό να ξεκινήσει από μια πολύ περισσότερο προ ωθημένη αφετηρία μια τρίτη ιστορική εποχή τον κομμουνισμού. Η πρώτη εποχή, στην οποία έζησαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς, περιλαμβάνει τη γεμάτη νεανικό σφρίγος ανάπτυξη του βιομηχα νικού καπιταλισμού υπό καθεστώς ελεύθερου ανταγωνισμού. Την εποχή αυτή ο κομμουνισμός είναι περισσότερο κίνημα και λιγότερο κόμ μα, αντανακλώντας τη δυναμική, αλλά πολύ ανοργάνωτη ακόμη,
εξέλιξη της νέας κοινωνίας που έχει βγει από τα σπλάχνα του απο λυταρχικού κράτους στην ύστερη φεουδαρχία. Το νέο επαναστα τικό ρεύμα πρωτοπόρων εργατών και ανήσυχων διανοουμένων αναπτυσσόταν εκθετικά, μεταξύ άλλων και γιατί αποτελούσε την
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
234
αριστερή, εργατική πτέρυγα ενός ευρΰτατου κινήματος για δημο κρατία και εθνική ενοποίηση, το οποίο παρέσυρε ευρΰτατα στρώ ματα στις μάχες οδοφραγμάτων, εναντίον της Ιεράς Συμμαχίας. Η ανεξαρτησία του από την αστική τάξη ήταν, παρ όλα αυτά, εγ γυημένη, καθώς οι εργάτες δεν είχαν ακόμη πολιτικά και κοινω νικά δικαιώματα και, επομένως, δεν είχαν κίνητρα να ενσωματω θούν ιδεολογικά στο σύστημα. Αυτή την εποχή, ο κομμουνισμός πλανιέται σαν «φάντασμα», ένα φάντασμα που δεν έχει πάρει ακόμη σταθερή μορφή, καθώς ταλαντεύεται ανάμεσα σε κόμματα, συνδικάτα, οργανώσεις, ομί λους και τάσεις πολύ διαφορετικών προσανατολισμών, από το συ νεργατικό, μικροαστικό σοσιαλισμό του Προυντόν μέχρι τον αναρχισμό του Μπακούνιν. Τον ασταθή χαρακτήρα του κόμμα τος και της Διεθνούς εξισορροπούσε, στη συνείδηση των επανα στατών, η πολύ «σφιχτή» θεωρία του Μαρξ. Έ νας ιστορικός υλι σμός δομημένος, κατά κανόνα, γύρω από αυστηρά ντετερμινιστικές νομοτέλειες (αν και η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, για παράδειγμα, ήδη έβαζε ένα στοιχείο τυχαιότητας), οι οποίες, όπως μπορούσε να ελπίζει κανείς, θα ωθούσαν τους ανθρώπους να πάρουν τις σωστές αποφάσεις, όταν ερχόταν η στιγμή της απο φασιστικής κρίσης. Η δεύτερη εποχή είναι η εποχή του Λένιν και της Λούξεμπουργκ, των μονοπωλίων και του ιμπεριαλισμού, αλλά και της συγκρότησης τον οργανωμένον εργατικού κόμματος με τη σχεδόν στρατι ωτική πειθαρχία. Εδώ, από αρκετές απόψεις, τα πράγματα αντιστρέ
φονται σε σύγκριση με την εποχή του Μαρξ. Το εργατικό κίνημα και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έχουν κατοχυρώσει προχω ρημένες κοινωνικές και πολιτικές κατακτήσεις, με κυριότερα τις συλλογικές συμβάσεις και την καθολική ψήφο. Το αντίτιμο είναι, όμως, ότι η διαχωριστική γραμμή θολώνει και οι τάσεις της εν-
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
235
σωμάτωσης ενισχύονται. Η απόφαση των ηγεσιών των περισσό τερων σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, συμπεριλαμβανομένου του γερμανικού, του ιστορικού κόμματος του Μαρξ και του Ένγκελς, να στηρίξουν τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο το 1914 ήταν ένα τρομερό σοκ για όλους τους διεθνιστές της Αριστεράς, που έχα σαν ξαφνικά τα σημεία του ορίζοντα. Απέναντι σ’ έναν καπιταλισμό πολύ περισσότερο οργανωμένο, με τη μορφή των μονοπωλίων και της εκτεταμένης κρατικής πα ρέμβασης, αλλά και πολύ περισσότερο ανορθολογικό, όπως μαρτυρά ο ιμπεριαλισμός και η σφαγή των εθνών για σφαίρες επιρ ροής, ο Λένιν ηροχωρά σε μια σιωπηρή«επανίδρυση» τον μαρξισμού, αντι μετωπίζοντας τ ψ κοινωνική αιτιότψα όχι ως μονοσήμαντη «νομοτέλεια», αλλά ως ανοιχτή σε περισσότερες από μία λύσεις ενδεχομεηκότητα. Ούτε
η γενική πορεία προς την πρόοδο ούτε η τελική νίκη ήταν πλέον εξασφαλισμένες. Η λενινιστική αντίληψη που θέλει την «πολιτι κή στο τιμόνι» αφήνει πολύ περισσότερα περιθώρια στη βούλη ση και την πρωτοβουλία των ενεργών υποκειμένων. Ό πω ς και ο Μαρξ, ο Λένιν αισθάνεται την ανάγκη να αντισταθμίσει το πολύ διαφορετικό, τώρα, περιρρέον «χάος» της εποχής του με μια αντί στροφη λογική οικοδόμησης του κόμματος: σε μια πιο χαοτική εποχή, χρειαζόταν ένα πιο σφιχτό, πειθαρχημένο κόμμα, όπως χρειάζεται ένα σταθερό χέρι στο τιμόνι την ώρα της τρικυμίας, έστω κι αν ο ίδιος ο Λένιν θα έγραφε, προς το τέλος της ζωής του, ότι μερικές φορές «στράβωσε τη βέργα από την ανάποδη». Η τρίτη εποχή, την οποία διανύουμε σήμερα, συνδυάζει στοι χεία των δύο πρώτων σε μια νέα ενότητα. Ο «ολοκληρωτικός» καπι ταλισμός στψ εποχή της Πληροφορικής απλώνεται σ’ όλο τον κόσμο με τη μορφή νπερδικτύον δικτύων, συνδυάζοντας στον ακρότατο βαθμό την
ευλύγιστη οργάνωση και τη διαρκή αποδόμηση, τον ορθολογισμό του μέρους και τον ανορθολογισμό του συνόλου, την ομογενοποίη-
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
236
ση της παγκόσμιας αγοράς με τον κατακερματισμό της παραγω γής και της ίδιας της εργατικής τάξης. Σ ’αυτόν το ·νέο* καπιταλισμό δεν μπορεί παρά να αντιστοιχεί και ένα «νέο· κομμουνιστικό κίνημα, όχι
λιγότερο ευλύγιστο από τον αντίπαλό του, τόσο στην αντίληψή του για την πολιτική στρατηγική, όσο και στις μετωπικές μορφές ορ γάνωσής του. Μετά τον κομμοννιαμό-κίνημα και τον κομμοννιομό-κόμμα, το πολιτικό κέντρο βάρους πέφτει στον κομμουησμό-μέτωηο. Έ νας κομ
μουνισμός με «δικτυακή» μορφή, στενά συνεργαζομένων, αλλά και διαφορετικών κομμάτων και ρευμάτων, με αντιθέσεις και ανα πόφευκτους ανταγωνισμούς. Άλλωστε, ήδη στην Προδομένη Επανά σταση, ο Τρότσκι, σχολιάζοντας τη θέση που είχε εκφράσει ο Στά-
λιν σε Αμερικανό ανταποκριτή ότι η υποτιθέμενη κατάργηση των τάξεων στην ΕΣΣΔ καθιστούσε άνευ νοήματος την ύπαρξη πολλών κομμάτων, έγραφε: «Στην πραγματικότητα, οι τάξεις είναι ανομοιογενείς· σπαράσσονται από εσωτερικούς ανταγωνισμούς και καταλήγουν στη λύ ση κοινών προβλημάτων με την εσωτερική πάλη ανάμεσα σε τά σεις, ομάδες και κόμματα, και με κανέναν άλλο τρόπο. Μπορεί κανείς, με κάποιους περιορισμούς, να δεχθεί ότι το κόμμα είναι μερίδα μίας τάξης. Αλλά, αφού μια τάξη έχει πολλές μερίδες -ά λ λες στραμμένες προς το μέλλον και άλλες προς το παρελθόν-, η ίδια η τάξη μπορεί να γεννήσει πολλά κόμματα. Για τον ίδιο λό γο, ένα κόμμα μπορεί να στηρίζεται πάνω σε μερίδες περισσότε ρων τάξεων. Στο σύνολο της πολιτικής ιστορίας, δεν μπορεί να βρεθεί ούτε ένα παράδειγμα κόμματος το οποίο να εκπροσωπεί μία μοναδική τάξη - αρκεί, φυσικά, να μην εκλάβει κανείς την αστυνομοκρατούμενη βιτρίνα ως πραγματικότητα».167
167. Λέον Τρότσκι, Η Προδομένη Επανάσταση, ο. 366-367, μτφρ. θ Μισαηλίδης, Ν. Τερλεξή, εκδ. Διεθνές Βήμα, 2006
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
237
Οι θέσεις αυτές (οι οποίες θα ήταν ίσως χρησιμότερες αν εί χαν αποκρυσταλλωθεί πριν από το 1920-1921 και τα γεγονότα της Κροστάνδης) ισχύουν πολύ περισσότερο σήμερα, με την αφάντα στα μεγαλύτερη ανομοιογένεια μιας «εργατικής τάξης-μιλφέιγ», χωρισμένης σε χίλια δυο στρώματα από την άποψη της εθνικότη τας, των εργασιακών σχέσεων, του χαρακτήρα της εργασίας, του μορφωτικού επιπέδου και πάει λέγοντας. Ό σ ο ποτέ άλλοτε, η μι σθωτή εργασία εκφράζεται πολιτικά μέσα από διάφορα κόμμα τα, «άλλα στραμμένα προς το μέλλον και άλλα προς το παρελ θόν», καταδικασμένα ωστόσο να συνυπάρξουν και να συνεννοηθούν, ακολουθώντας τη λενινιστική έκκληση «χωριστά να βαδίζουμε, μαζί να χτυπάμε» επί ποινή πολιτικής περιθωριοποίησης. Άλλωστε,
ο ναρκισσισμός του περιθωρίου δεν είναι παρά ένας από τους πιο αποτελεσματικούς τρόπους πολιτικού αφοπλισμού και ιδεολογι κής ενσωμάτωσης. Κάτι περισσότερο: οι κοινωνικές αντιθέσεις, συμπεριλαμβα νομένων εκείνων που διατρέχουν την εργασία, θα συνεχίσουν να υπάρχουν όχι μόνο στη μεταβατική περίοδο της εργατικής δημο κρατίας, αλλά και στον ίδιο τον κομμουνισμό, μάλιστα θα αποτελούν την κινητήρια δύναμη της εξέλιξής του. Η κυριότερη από αυτές θα αφορά την αναπόφευκτη διατήρηση στοιχείων τεχνικού καταμερισμού εργασίας σε επαγγέλματα και ειδικότητες, χωρίς τον οποίο είναι
αδιανόητη η εξέλιξη των σύγχρονων κοινωνιών, εκτός αν πρόκει ται οι κοινωνικές ανάγκες να οπισθοδρομήσουν στη Λίθινη Επο χή. Αλλά κάθε τεχνικός καταμερισμός εμπεριέχει σπερματικά τον κοινωνικό καταμερισμό σε χειρωνακτική και πνευματική εργα σία, διευθύνοντες και εκτελεστές, πράγμα που σημαίνει ότι οι αντιθέσεις μπορεί να πάρουν ανταγωνιστικό χαρακτήρα και οι αποκλίνουσες απόψεις να εξελιχθούν σε πολιτική σύγκρουση. Οι ανισότητες ανάμεσα στα διάφορα έθνη και στις διάφορες περι
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
238
φέρειες μέσα σε κάθε έθνος, όπως και οι αντιθέσεις μεταξύ πανκοινωνικής-κρατικής και ομαδικής-συνεταιριστικής ιδιοκτησίας είναι δυο άλλοι παράγοντες δυνητικών συγκρούσεων. Εν ολίγοις, ο κομμουνισμός του μέλλοντος δεν ηρέηει να νοείται ως κα τάσταση πραγμάτων, και μάλιστα ως η τελική κατάσταση ισορροπί
ας και μη αναστρέψιμης ομοιογένειας του κοινωνικού σύμπαντος. Περισσότερο πρέπει να νοείται ως η γραμμή τον ορίζοντα, που όσο τ ψ πλη σιάζουμε, τόσο φεύγει μακριά μας, αλλά είναι παρ όλα αυτά αναγκαίο να τ ψ κρατάμε διαρκώς μπροστά στα μάτια μας, αν δε θέλουμε να χάσου
με τον προσανατολισμό μας και να ναυαγήσουμε σε κάποια αφι λόξενη ακτή.
Τίποτα δεν εγγυάται, βέβαια, σε κανέναν ότι θα φτάσει σε επιθυ μητό προορισμό. Πολύ περισσότερο δεν μπορούμε να επαναπαυ θούμε σε κάποιες σιδερένιες νομοτέλειες όσοι ανήκουμε στην κα τά Πορτοκάλογλου «χαμένη γενιά» της μεταπολίτευσης, η οποία, σε αντίθεση με εκείνη των γονιών της, της ΕΑΜικής Αντίστασης, ηττήθηκε πριν κατέβει καν στον πραγματικό αγώνα, όταν ο νέος, ρωμαλέος κόσμος, ο τόσο καλά θωρακισμένος από αυτές τις «νο μοτέλειες» κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος. Ίσ ω ς να έχουν δίκιο όσοι πιστεύουν ότι ο επόμενος γύρος του κομμουνισμού, ή όπως αλλιώς θα λέγεται τότε η καθολική κοινω νική χειραφέτηση, δεν θα αρχίσει πραγματικά αν δεν τον πάρει στα χέρια της μια νεότερη γενιά, απαλλαγμένη από το φορτίο της πικρής διάψευσης και τις ιδεολογικές εμμονές που κουβαλάμε εμείς και τα μεγαλύτερα αδέλφια μας, της γενιάς του Πολυτεχνεί ου. Στη Σκόνη τον Χρόνον, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος αρκείται να μας αναθέσει το ρόλο του αφηγητή, του συνδετικού κρίκου ανά μεσα στους προηγούμενους και στους επόμενους, εκείνους που
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
239
έδωσαν και εκείνους που θα δώσουν τις πραγματικές μάχες. Η μι κρή περνάει την πύλη του Βρανδεμβούργου ανάστροφα, από την κατάρρευση προς την ανοικοδόμηση της ελπίδας, παρέα με τον παππού, όχι με τον πατέρα. Μπορεί να ελπίζει κανείς ότι, με δεδομένη την ωρίμανση των εκρηκτικών αντιθέσεων του ύστερου καπιταλισμού, η ιστορία θα εξελιχθεί πιο γρήγορα απ’ ό,τι υπολογίζουν όσοι προβάλλουν το παρόν στο μέλλον. Αλλά ακόμη κι αν δεν εξελιχθούν έτσι τα πράγ ματα, ακόμη κι αν μείνουμε στο ρόλο του αφηγητή που μεταλα μπαδεύει τον επαναστατικό μύθο μέσα στη μακριά νύχτα, αυτό δεν θα είναι και τόσο λίγο. Αρκεί μόνο να μην παγιδευτούμε στην αιώνια νοσταλγία του παρελθόντος - μια νοσταλγία που θα ση μαίνει μόνο ότι απλώς γερνάμε και, γερνώντας, εξιδανικεύουμε τα παλιά. Εκείνο που μπορούμε και αξίζει τον κόπο να διασώσουμε, είναι η νοσιαΧγία τον μέλλοντος, η τόσο αναγκαία για να κάνει το παρόν υποφερτό και ανατρέψιμο. Ό πω ς λέει ο Ντελέζ, «ξαναρχίζονμε πάντα από τη μέση» - όχι από την αρχή, κάτι που θα μηδένι
ζε ό,τι έχει κερδηθεί, ούτε από εκεί που σταμάτησαν οι προηγού μενοι, πράγμα που θα ανακύκλωνε τις παλιές αποτυχίες, αλλά από τη μέση. Εμείς είμαστε αντή η μέση, κι όσο πιο μακριά πάμε, τόσο καλύτερα γΓ αυτούς που θα ’ρθουν.
View more...
Comments