Enoxh - Jussi Adler Olsen

January 7, 2017 | Author: Johnny Darker | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

Download Enoxh - Jussi Adler Olsen...

Description

ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΕΠΙΣΗΣ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ

Ο Φύλακας των Χαμένων Υποθέσεων Βεβήλωση Ματωμένο Μήνυμα ΚΡΙΣΤΟΦΕΡ ΚΑΡΛΣΟΝ

Ο Αόρατος Άνθρωπος από το Σάλεμ ΜΑΣ ΠΕΔΑ ΝΟΑΜΠΟ

Ο Λαβύρινθος του Όντιν Α. ΤΖΕΪ ΚΑΖΙΝΣΚΙ

Ο Τελευταίος Καλός Άνθρωπος ΛΕΕΝΑ ΛΕΧΤΟΛΑΪΝΕΝ

Πικρά Πάθη ΣΙΣΕΛ-ΓΙΟ ΓΚΑΣΑΝ

Το Φτερό του Δεινόσαυρου ΑΡΝΑΛΔΟΥΡ ΙΝΔΡΙΔΑΣΟΝ

Φορμόλη

ΕΝΟΧΗ

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

ΕΝΟΧΗ

Μετάφραση: ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΑΨΑΛΗΣ

ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ ΑΘΗΝΑ

Σειρά: ΞΕΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Tίτλος πρωτοτύπου: JOURNAL 64 Συγγραφέας: JUSSI ADLER-OLSEN Γλωσσική επιμέλεια: ΑΝΘΗ ΡΟΔΟΠΟΥΛΟΥ Copyright © Jussi Adler-Olsen, 2010· JP/Politikens Hus København, 2010 Copyright © 2014 για την ελληνική γλώσσα: EKΔOTIKOΣ OPΓANIΣMOΣ ΛIBANH ABE Σόλωνος 98 – 106 80 Aθήνα. Tηλ.: 210 3661200, Fax: 210 3617791 http://www.livanis.gr Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική, ή η απόδοση κατά παράφραση ή διασκευή του περιεχομένου του βιβλίου με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη. Nόμος 2121/1993 και κανόνες του Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Eλλάδα. Παραγωγή: Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη ISBN 978-960-14-2909-0

Αφιερώνεται στη μητέρα και στον πατέρα μου, Κάρεν-Μαργκρέτε και Χένρι Όλσεν, καθώς και στις αδερφές μου, Έλσμπετ, Μαριάνε και Βίπε

ΕΝΟΧΗ

9

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Νοέμβριος 1985

ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ μπορούσε να την επηρεάσει πολύ, όταν την

έβρισκε απροετοίμαστη. Το δροσερό, φίνο ποτήρι της σαμπάνιας στα δάχτυλά της, το βουητό των φωνών και το ανάλαφρο χέρι του συζύγου της στη μέση της. Πέρα από τον έρωτα, μονάχα κάποιες φευγαλέες αναδρομές σε μια μακρινή παιδική ηλικία τής το θύμιζαν. Η ασφάλεια της φωνής της γιαγιάς της. Πνιχτά γέλια καθώς την έπαιρνε ο ύπνος. Τα γέλια ανθρώπων που είχαν φύγει εδώ και πολύ καιρό. Η Νέτε έσφιξε τα χείλη της προκειμένου να αναχαιτίσει το συναίσθημα. Ανέκτησε την αυτοκυριαρχία της κι έστρεψε το βλέμμα της στην παλέτα των πολύχρωμων βραδινών φορεμάτων και των περήφανων καλεσμένων. Η δεξίωση προς τιμήν του Δανού αποδέκτη του ετήσιου Σκανδιναβικού Βραβείου Ιατρικής είχε συγκεντρώσει πολύ κόσμο. Ερευνητές, γιατρούς, πυλώνες της κοινωνίας. Κύκλοι στους οποίους η ίδια σαφώς και δεν είχε γεννηθεί, αλλά σε αυτούς εντούτοις είχε καταλήξει να αισθάνεται όλο και πιο άνετα, καθώς περνούσαν τα χρόνια. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ήταν έτοιμη να αφήσει ένα στεναγμό ικανοποίησης, όταν αντιλήφθηκε ξαφνικά πως δυο μάτια ήταν κολλημένα πάνω της, μέσα από το σύνολο των περίτεχνων χτενισμάτων και των αντρών που φορούσαν σφιχτά παπιγιόν. Ένιωσε εκείνη την ανεξήγητη, ανησυχητική ηλεκτρική ενέργεια που εκ-

10

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

πέμπεται από μάτια κακόβουλα. Ενστικτωδώς παραμέρισε, σαν κυνηγημένο ζώο που αναζητούσε καταφύγιο ανάμεσα στους θάμνους. Ακούμπησε την παλάμη της στο μπράτσο του συζύγου της και προσπάθησε να χαμογελάσει, καθώς το βλέμμα της πλανήθηκε στους κομψά ντυμένους καλεσμένους κάτω από τη λάμψη του πολυελαίου. Μια γυναίκα τίναξε προς τα πίσω το κεφάλι της καθώς γέλασε, ανοίγοντας ξαφνικά το οπτικό πεδίο μέχρι το βάθος της αίθουσας. Κι εκεί στεκόταν εκείνος. Η σιλουέτα του φάνταζε γιγάντια, λες κι ήταν φάρος που υψωνόταν πάνω απ’ όλους τους άλλους. Παρά την κυρτή στάση και τα στραβά πόδια του, έμοιαζε με άγριο ζώο που κινούνταν γεμάτο αυτοπεποίθηση και τα μάτια του σάρωναν το πλήθος σαν δυο προβολείς. Ένιωσε ξανά το έντονο βλέμμα του έως τα μύχια της ψυχής της, και ήταν απόλυτα βέβαιη πως αν δεν αντιδρούσε τώρα, τότε ολόκληρη η ζωή της θα κατέρρεε μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα. «Αντρέας», είπε, φέρνοντας την παλάμη πάνω στο λαιμό της, που ήδη κολλούσε από τον ιδρώτα. «Είναι εύκολο να φύγουμε τώρα; Δεν αισθάνομαι καλά». Η όποια περαιτέρω παράκληση ήταν περιττή. Ο σύζυγός της ανασήκωσε τα σκούρα φρύδια του, έγνεψε στους ανθρώπους δίπλα του και την απομάκρυνε από το πλήθος, πιάνοντάς την αγκαζέ. Ήταν τυπικό του χαρακτηριστικό, και τον αγαπούσε γι’ αυτό. «Σ’ ευχαριστώ», του είπε. «Δυστυχώς, έχω πάλι πονοκέφαλο». Εκείνος έγνεψε καταφατικά, καθώς γνώριζε πολύ καλά και ο ίδιος αυτό το βάσανο. Είχε περάσει ατέλειωτα, σκοτεινά βράδια στο καθιστικό, υποφέροντας από ημικρανία.

ΕΝΟΧΗ

11

Ήταν ένα ακόμα κοινό τους στοιχείο. Καθώς πλησίαζαν στην επιβλητική σκάλα, ο ψηλός άντρας πήρε το προβάδισμα και στάθηκε μπροστά τους. Έμοιαζε πολύ μεγαλύτερος πλέον, παρατήρησε εκείνη. Τα μάτια του που κάποτε λαμπύριζαν, είχαν χάσει τη λάμψη τους. Τα μαλλιά του ήταν αγνώριστα. Εκείνα τα είκοσι πέντε χρόνια είχαν αφήσει το σημάδι τους. «Νέτε, τι κάνεις εσύ εδώ; Είσαι ο τελευταίος άνθρωπος που θα περίμενα να δω σε έναν τέτοιο χώρο», είπε ωμά. Εκείνη κινήθηκε προς το πλάι, τραβώντας το σύζυγό της μαζί, όμως ο άλλος επέμεινε απτόητος. «Δε με θυμάσαι, Νέτε;» ακούστηκε η φωνή του από πίσω. «Φυσικά και με θυμάσαι. Κουρτ Βεντ. Πώς θα μπορούσες να με ξεχάσεις;» Στα μισά της σκάλας τούς πρόλαβε. «Ώστε τώρα είσαι η τσούλα του Ρόζεν, καλά δε λέω; Για φαντάσου, δεν το περίμενα ότι θα έφτανες τόσο ψηλά, ειδικά εσύ». Εκείνη τράβηξε τον άντρα της, για να απομακρυνθούν γρήγορα, όμως ο Αντρέας Ρόζεν δεν ήταν άνθρωπος που συνήθιζε να γυρνάει την πλάτη σε ένα πρόβλημα. Και η παρούσα κατάσταση δεν αποτελούσε εξαίρεση. «Θα είχες την ευγενή καλοσύνη να αφήσεις τη σύζυγό μου ήσυχη;» ρώτησε, και τα λόγια του συνοδεύονταν από ένα απειλητικό βλέμμα που φανέρωνε το θυμό του. «Α, μάλιστα». Ο απρόσκλητος επισκέπτης έκανε ένα βήμα προς τα πίσω. «Βλέπω πως κατάφερες, τελικά, να τυλίξεις τον Αντρέας Ρόζεν στα δίχτυα σου, Νέτε. Μπράβο». Έσκασε ένα λοξό χαμόγελο, όπως θα το περνούσαν οι άλλοι, όμως εκείνη δεν ξεγελιόταν. «Η συγκεκριμένη πληροφορία φαίνεται πως μου διέφυγε τελείως, δυστυχώς. Βέβαια, συνήθως δε συχνάζω σε αυτούς τους κύκλους. Ποτέ μου δε διαβάζω τα κουτσομπολίστικα περιο­ δικά».

12

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Σαν σε αργή κίνηση, είδε το σύζυγό της να κουνάει το κεφάλι του περιφρονητικά. Ένιωσε το χέρι του να σφίγγει δυνατά το δικό της, καθώς την τραβούσε για να προχωρήσουν. Για μια στιγμή, εκείνη κατάφερε να ανασάνει ξανά. Τα βήματά τους αντηχούσαν στη σκάλα, ασύγχρονοι αντίλαλοι, απομακρύνοντάς τους βιαστικά. Έφτασαν στην γκαρνταρόμπα του ισογείου, προτού ακουστεί για μία ακόμα φορά η φωνή πίσω τους. «Κύριε Ρόζεν! Ίσως δε γνωρίζεις πως η γυναίκα σου είναι μια πόρνη. Μια απλή κοπέλα από το Σπρόγκε, που δεν κάθεται να ψειρίσει σε ποιον ανοίγει τα πόδια της. Το λειψό μυαλό της δεν μπορεί να ξεχωρίσει ανάμεσα στην αλήθεια και στα ψέματα, και...» Ένιωσε ένα απότομο τράβηγμα στον καρπό της, καθώς ο σύζυγός της έκανε απότομα μεταβολή. Αρκετοί καλεσμένοι επιχειρούσαν να απομακρύνουν τον τύπο που είχε αναστατώσει τη δεξίωση. Δύο από τους νεαρότερους γιατρούς έγερναν απειλητικά προς το στήθος του ψηλού άντρα, καθιστώντας σαφές ότι δεν ήταν ευπρόσδεκτος εκεί. «Αντρέας, μη», φώναξε η Νέτε, καθώς ο σύζυγός της κινήθηκε προς το πλήθος που κύκλωνε πλέον το βασανιστή της, όμως εκείνος την αγνόησε. Το κυρίαρχο αρσενικό μαρκάριζε την περιοχή του. «Δεν ξέρω ποιος είσαι», είπε, «αλλά θα σου πρότεινα να μην εμφανιστείς ξανά δημόσια, μέχρι να μάθεις πώς να συμπεριφέρεσαι πολιτισμένα». Ο λεπτός άντρας ανασήκωσε το κεφάλι πάνω από εκείνους που τον συγκρατούσαν, και όλοι όσοι βρίσκονταν εκεί εστίασαν στα ξερά χείλη του: η κυρία πίσω από τον πάγκο που ξεχώριζε τις γούνες από τα αντρικά πανωφόρια, οι καλεσμένοι που κοίταζαν να ξεγλιστρήσουν από το πλάι, οι σοφέρ που περίμεναν μπροστά στην περιστρεφόμενη πόρτα. Και τότε ακούστηκαν τα λόγια που δε θα έπρεπε να είχαν εκστομιστεί ποτέ.

ΕΝΟΧΗ

13

«Γιατί δε ρωτάς τη Νέτε πού στειρώθηκε; Ρώτα την πόσες εκτρώσεις έχει κάνει. Ρώτα την πώς αισθάνεται κανείς στην απομόνωση έπειτα από πέντε μέρες. Ρώτα την, και άσε να μου κάνουν κήρυγμα για την καθωσπρέπει συμπεριφορά άνθρωποι καλύτεροι από εσένα, Αντρέας Ρόζεν». Ο Κουρτ Βεντ αποσπάστηκε από εκείνους που τον συγκρατούσαν και στάθηκε παραπέρα, με μάτια που φλέγονταν από το μίσος. «Φεύγω τώρα!» είπε σαν να τους έφτυνε. «Κι εσύ, Νέτε» –έστρεψε τον τρεμάμενο δείκτη του πάνω της– «εσύ να πας στο διάολο, εκεί όπου ανήκεις». Στην αίθουσα τα μουρμουρητά έδιναν κι έπαιρναν πριν ακόμα κλείσει η περιστρεφόμενη πόρτα πίσω του. «Αυτός ήταν ο Κουρτ Βεντ», ψιθύρισε κάποιος. «Παλιός φίλος από το πανεπιστήμιο του τιμώμενου προσώπου, κι αυτό είναι το μοναδικό καλό πράγμα που μπορεί να πει κάποιος για του λόγου του». Όμως η ζημιά είχε γίνει. Το παρελθόν της είχε αποκαλυφθεί. Τώρα, όλα τα βλέμματα ήταν στραμμένα πάνω της. Αναζητώντας σημάδια του πραγματικού εαυτού της. Μήπως το ντεκολτέ της ήταν υπερβολικά αποκαλυπτικό; Οι γοφοί της υπερβολικά κουνιστοί; Τα χείλη της χυδαία; Παρέλαβαν τα παλτά τους, και η ζεστή ανάσα της κυρίας στην γκαρνταρόμπα ήταν σχεδόν φαρμακερή. «Δεν είσαι καλύτερη από εμένα», έλεγε η έκφρασή της. Συνέβη τόσο γρήγορα. Η Νέτε χαμήλωσε το βλέμμα της και στηρίχτηκε στο μπράτσο του συζύγου της. Του λατρεμένου συζύγου της, τα μάτια του οποίου δεν είχε το κουράγιο να κοιτάξει.

14

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Αφουγκραζόταν το ήσυχο γουργουρητό του κινητήρα. Δεν είχαν ανταλλάξει κουβέντα τόση ώρα, κοιτάζοντας πέρα από τους υαλοκαθαριστήρες που κινούνταν πέρα δώθε, σαν να προσπαθούσαν να απομακρύνουν τη φθινοπωρινή σκοτεινιά την οποία διέσχιζε το αυτοκίνητο. Ίσως εκείνος περίμενε να ακούσει τις διαψεύσεις της, όμως η Νέτε δεν είχε τίποτα να του πει. Κι ίσως εκείνη περίμενε πως ο σύζυγός της θα τη διευκόλυνε. Θα τη βοηθούσε να βγει από τη δύσκολη θέση. Θα την κοίταζε στα μάτια και θα της έλεγε πως όλα αυτά, ό,τι κι αν ήταν όλα αυτά, δεν είχαν καμία απολύτως σημασία και πως αυτό που μετρούσε ήταν τα έντεκα χρόνια που είχαν ζήσει μαζί. Όχι τα τριάντα εφτά χρόνια που είχε ζήσει εκείνη πριν. Ο σύζυγός της, όμως, άνοιξε το ραδιόφωνο, κατακλύζοντας το αυτοκίνητο με μια μελωδική αποστασιοποίηση, καθώς ο Στινγκ τούς συνόδευε στη διαδρομή προς τα νότια, διασχίζοντας το ­Σγιέλαν, ενώ η Σαντέ και η Μαντόνα καθώς περνούσαν το Φάλσταρ και το στενό του Γκούλντμποργκσουν για το Λόλαν. Παράξενες, νεανικές φωνές μέσα στη νύχτα. Το μοναδικό στοιχείο που τους ένωνε. Όλα τα άλλα είχαν χαθεί. Μερικές εκατοντάδες μέτρα πριν το χωριό Μπλενς, κι ενώ απείχαν κάνα δυο χιλιόμετρα από το αγρόκτημα με το αρχοντικό τους, εκείνος σταμάτησε το αυτοκίνητο στην άκρη των χωραφιών. «Λοιπόν, πες μου», της είπε, με το βλέμμα προσηλωμένο στο σκοτάδι έξω. Τα λόγια του δεν είχαν ίχνος ζεστασιάς. Δεν πρόφερε καν το όνομά της, σε ένδειξη οικειότητας. Το μόνο που είχε μέσα του ήταν αυτό το «πες μου»! Εκείνη έκλεισε τα μάτια της. Τον παρακάλεσε να καταλάβει πως υπήρχαν κάποια υποκείμενα γεγονότα τα οποία εξηγούσαν

ΕΝΟΧΗ

15

τα πάντα, και ότι ο άντρας που την είχε αιφνιδιάσει ήταν η πηγή της δυστυχίας της. Πέρα από αυτό, όμως, όσα είχε πει εκείνος ο άνθρωπος ήταν αλήθεια. Το ομολόγησε, και η φωνή της ακουγόταν σαν ψίθυρος. Ήταν αλήθεια. Τα πάντα. Για μια αγωνιώδη, αβάσταχτη στιγμή, μονάχα η αναπνοή του ακουγόταν. Κι ύστερα στράφηκε προς το μέρος της, και το σκοτάδι είχε ποτίσει το βλέμμα του. «Ώστε γι’ αυτό δεν καταφέραμε να αποκτήσουμε παιδιά», είπε. Εκείνη έγνεψε καταφατικά. Έσφιξε τα χείλη της και είπε τα πράγματα όπως ακριβώς είχαν. Ναι, ήταν ένοχη, του είχε πει ψέματα, τον είχε ξεγελάσει. Αποκάλυψε τα πάντα. Όταν ήταν νέα, είχε νοσηλευτεί στο Σπρόγκε, αν και δεν ευθυνόταν η ίδια γι’ αυτό. Ήταν αποτέλεσμα μιας αλυσίδας παρεξηγήσεων, κατάχρησης εξουσίας, προδοσίας. Άλλος λόγος δεν υπήρχε. Και, ναι, είχε κάνει εκτρώσεις και είχε καταλήξει στείρα, όμως εκείνος ο απαίσιος άντρας που είχε βρεθεί μπροστά τους λίγο νωρίτερα... Ο σύζυγός της ακούμπησε την παλάμη του πάνω στο μπράτσο της, και η παγωνιά του χεριού του ήταν τέτοια, που τη διαπέρασε σαν ηλεκτρικό ρεύμα, αναγκάζοντάς τη να σταματήσει. Ύστερα έβαλε μπρος το αυτοκίνητο, σήκωσε το πόδι του από το συμπλέκτη και οδήγησε αργά μέσα από το χωριό, προτού επιταχύνει όταν έφτασαν στα λιβάδια και μπροστά τους εκτεινόταν σκοτεινή η θάλασσα. «Λυπάμαι, Νέτε. Όμως μου είναι αδύνατο να συγχωρέσω το γεγονός ότι μου επέτρεψες να ζω όλα αυτά τα χρόνια πιστεύοντας σαν ανόητος πως θα μπορούσαμε να γίνουμε γονείς εμείς οι δύο. Απλώς, μου είναι αδύνατο. Όσο για τα υπόλοιπα που μου είπες, ειλικρινά είμαι αηδιασμένος».

16

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Έκανε μια παύση, κι εκείνη αισθάνθηκε ένα μούδιασμα στους κροτάφους της, και τους μυς του λαιμού της να σφίγγονται. Ύψωσε τη φωνή του. Αυταρχικά, έτσι όπως έκανε όταν είχε απέναντί του ανθρώπους που τους θεωρούσε ανάξιους του σεβασμού του. Γεμάτος αυτοπεποίθηση, όπως όταν αγνοούσε άστοχες συμβουλές. «Θα μαζέψω μερικά πράγματα», είπε αποφασιστικά. «Στο μεταξύ, έχεις μία εβδομάδα για να δεις τι θα κάνεις. Πάρε ό,τι χρειάζεσαι από το Χάουνγκορ. Δε θα σου λείψει τίποτα». Εκείνη απέστρεψε το πρόσωπό της αργά και εστίασε το βλέμμα της στη θάλασσα. Κατέβασε μια ιδέα το παράθυρο και εισέπνευσε τη μυρωδιά των φυκιών που τα ξέβραζαν κύματα μαύρα σαν το μελάνι, κύματα που θα μπορούσαν να την παρασύρουν οριστικά. Και το συναίσθημα από τις μοναχικές, απεγνωσμένες μέρες στο Σπρόγκε επέστρεψε, τότε που ο ίδιος παφλασμός της θάλασσας προσπαθούσε να την πείσει να βάλει τέλος στην άθλια ζωή της. «Δε θα σου λείψει τίποτα», είχε πει ο σύζυγός της, λες κι είχε την παραμικρή σημασία αυτό. Καθόλου δεν την ήξερε. Έριξε μια ματιά στο ρολόι της και χάραξε την ημερομηνία στο μυαλό της – 14 Νοεμβρίου 1985. Ένιωσε τα χείλη της να τρέμουν καθώς στράφηκε να τον κοιτάξει. Τα σκούρα μάτια του έμοιαζαν με σπηλιές πάνω στο πρόσωπό του. Μονάχα οι στροφές του δρόμου μπροστά κρατούσαν το ενδιαφέρον του. Με αργές κινήσεις, εκείνη σήκωσε το χέρι της και άρπαξε το τιμόνι, στρίβοντάς το προς τα δεξιά όσο πιο απότομα μπορούσε, πάνω που εκείνος άνοιγε το στόμα του για να διαμαρτυρηθεί. Ο κινητήρας βρυχήθηκε μάταια, καθώς ο δρόμος χανόταν από

ΕΝΟΧΗ

17

κάτω τους, όπως τσάκιζαν την μπάρα, και ο ήχος από μέταλλο που γδερνόταν σκέπασε τις τελευταίες διαμαρτυρίες του άντρα της. Όταν έσκασαν πάνω στη θάλασσα, ήταν σχεδόν σαν να επέστρεφε στον τόπο της.

18

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

ΕΝΟΧΗ

19

1

Νοέμβριος 2010

Ο ΚΑΡΛ ΕΙΧΕ ΑΚΟΥΣΕΙ το συμβάν που είχε σημειωθεί εκείνη τη νύ-

χτα από τον ασύρματο της Αστυνομίας, καθώς ερχόταν από το σπίτι του στο Άλερεντ. Υπό κανονικές συνθήκες, τίποτα δε θα του ήταν πιο αδιάφορο από μια υπόθεση του Ηθών, όμως για κάποιο λόγο η συγκεκριμένη τού φάνηκε διαφορετική. Η ιδιοκτήτρια ενός πρακτορείου συνοδών είχε δεχτεί επίθεση με βιτριόλι στο διαμέρισμά της, στην οδό Ένγκχεβε, και το προσωπικό της Κλινικής Αντιμετώπισης Εγκαυμάτων στο Νοσοκομείο Ριγκς είχε δύσκολη δουλειά μπροστά του. Τώρα, η Αστυνομία απηύθυνε έκκληση σε τυχόν μάρτυρες να παρουσιαστούν, χωρίς αποτέλεσμα μέχρι στιγμής. Μια ομάδα Λιθουανών με ύποπτες φάτσες είχε ήδη οδηγηθεί στα Κεντρικά για ανάκριση, όμως καθώς οι ώρες περνούσαν εκείνη τη νύχτα, γινόταν όλο και πιο σαφές ότι μονάχα ο ένας από τους υπόπτους θα μπορούσε να είναι ο δράστης, και ήταν μάλλον απίθανο να εξακρίβωναν το ποιος ήταν αυτός. Αποδεικτικά στοιχεία δεν υπήρχαν. Κατά την εισαγωγή στο νοσοκομείο, η γυναίκα είχε δηλώσει πως δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τον άνθρωπο που της επιτέθηκε, και τώρα η Αστυνομία θα ήταν αναγκασμένη να τους αφήσει όλους ελεύθερους. Κάπου δεν τα είχε ξανακούσει όλα αυτά; Καθώς διέσχιζε το προαύλιο του αρχηγείου της Αστυνομίας,

20

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

έπεσε πάνω στο Παγόβουνο του Χέλμτορ, αλλιώς Μπράντουρ Ίσακσεν, ο οποίος υπηρετούσε στο Τμήμα Πόλης κι εκείνη την ώρα κατευθυνόταν στο χώρο στάθμευσης. «Πηγαίνεις να κάνεις δύσκολη τη ζωή κάποιου;» τον ρώτησε με τραχιά φωνή ο Καρλ όπως διασταυρώνονταν, οπότε το ανόητο γομάρι σταμάτησε, λες και ήταν πρόσκληση σε συζήτηση η φράση αυτή. «Πρόκειται για την αδερφή του Μπακ», είπε ψυχρά ο Ίσακσεν. Ο Καρλ στράφηκε και τον κοίταξε με νυσταγμένα μάτια. Τι κέρατο εννοούσε ο τύπος; «Άσχημη φάση», απάντησε. Ήταν μια φράση-κλισέ, που κάλυπτε τις περισσότερες περιπτώσεις. «Φαντάζομαι ότι άκουσες για την επίθεση με βιτριόλι, στην οδό Ένγκχεβε, ναι; Καθόλου ευχάριστο θέαμα, πίστεψέ με», συνέχισε ο Ίσακσεν. «Οι γιατροί είναι από πάνω της όλη νύχτα. Τον Μπέργκε Μπακ τον ξέρεις καλά, έτσι δεν είναι;» Ο Καρλ τίναξε το κεφάλι του προς τα πίσω. Τον Μπέργκε Μπακ; Φυσικά και ήξερε τον Μπέργκε Μπακ. Τον επιθεωρητή από τον Τομέα Α, που είχε υποβάλει αίτηση χορήγησης αδείας και στη συνέχεια είχε επιλέξει να βγει πρόωρα στη σύνταξη. Αυτό τον κόπανο εννοούσε; «Είμαστε τόσο φίλοι με τον Μπακ όσο εμείς οι δύο», απάντησε χωρίς δεύτερη σκέψη ο Καρλ. Ο Ίσακσεν έγνεψε καταφατικά, με τα δόντια σφιγμένα. Ήταν αλήθεια: αν υπήρχε η παραμικρή συμπάθεια ανάμεσά τους, το φτερούγισμα μιας πεταλούδας ήταν ικανό να τη σκορπίσει. «Και την αδερφή του Μπέργκε, την Έστερ; Δε φαντάζομαι να την ξέρεις κι αυτή;» ρώτησε. Ο Καρλ έστρεψε το βλέμμα του προς το περιστύλιο, το οποίο διέσχιζε τώρα η Ρόζε παραπατώντας, με μια τσάντα στο μέγεθος χαρτοφύλακα κρεμασμένη στον ώμο της. Τι στο διάολο σχεδίαζε να κάνει, να περάσει τις διακοπές της στο γραφείο;

ΕΝΟΧΗ

21

Ένιωσε τον Ίσακσεν να ακολουθεί το βλέμμα του, κι έτσι βιάστηκε να το αποστρέψει. «Δεν την έχω συναντήσει ποτέ αυτή τη γυναίκα. Μπορντέλο δεν είχε;» σχολίασε ο Καρλ. «Τέλος πάντων, αυτά είναι δικά σου χωράφια, οπότε κάνε μου τη χάρη και μη με μπλέκεις». Οι άκρες του στόματος του Ίσακσεν υπέκυψαν στη δύναμη της βαρύτητας. «Καλά θα κάνεις να προετοιμάζεσαι. Ο Μπακ θα επιστρέψει πριν το καταλάβεις, για να χώσει τη μύτη του στην υπόθεση». Ο Καρλ αμφέβαλλε. Άλλωστε, ο Μπακ δεν τα είχε παρατήσει όλα επειδή σιχαινόταν τη δουλειά του κι απεχθανόταν τα Κεντρικά της Αστυνομίας; «Καλώς να ορίσει», απάντησε. «Αρκεί να μείνει μακριά από εμένα». Ο Ίσακσεν πέρασε τα δάχτυλά του ανάμεσα στα αχτένιστα, κατάμαυρα μαλλιά του. «Ναι, βέβαια, πού να αδειάσεις τώρα με το γκομενάκι που πηδάς, καλά δε λέω;» Έγνεψε προς την κατεύθυνση της σκάλας όπου είχε εξαφανιστεί η Ρόζε. Ο Καρλ κούνησε το κεφάλι και συνέχισε το δρόμο του. Να ­πάει στα τσακίδια ο Ίσακσεν με τις βλακείες που έλεγε. Άκου πηδούσε τη Ρόζε! Χίλιες φορές καλύτερα να κλεινόταν σε κανένα μοναστήρι στην Μπρατισλάβα. «Μισό λεπτό, Καρλ», του είπε ο αξιωματικός υπηρεσίας καθώς περνούσε μπροστά από το κλουβί του, μισό λεπτό αργότερα. «Εκείνη η ψυχολόγος, η Μόνα Ίψεν, άφησε κάτι για εσένα». Έτεινε έναν γκρίζο φάκελο στον Καρλ μέσα από την ανοιχτή πόρτα, λες κι αυτή ήταν η κορυφαία στιγμή της μέρας του. Ο Καρλ κοίταξε το φάκελο σαστισμένος. Ίσως και να ήταν. Ο αξιωματικός υπηρεσίας κάθισε πάλι στη θέση του. «Ο Άσαντ ήταν εδώ στις τέσσερις το πρωί, απ’ ό,τι έμαθα. Φροντίζει να έχει

22

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

άφθονο χρόνο μόνος του, αυτό είναι το μόνο βέβαιο. Τι σκαρώνει εκεί κάτω, τέλος πάντων; Μήπως σχεδιάζει κανένα τρομοκρατικό χτύπημα;» Χαχάνισε για μια στιγμή με την εξυπνάδα του, όμως του κόπηκε ο βήχας μόλις είδε το βλέμμα με το οποίο τον κάρφωσε ο Καρλ. «Γιατί δεν πας να τον ρωτήσεις;» είπε ο Καρλ, έχοντας κατά νου την υπόθεση της γυναίκας που είχε συλληφθεί στο αεροδρόμιο απλώς και μόνο επειδή πρόφερε τη λέξη «βόμβα», μια γκάφα πρωτοσέλιδων διαστάσεων. Για τον ίδιο, αυτό που είχε μόλις ακούσει ήταν απείρως χειρότερο.

Από το τελευταίο κιόλας σκαλοπάτι του ελικοειδούς κλιμακοστάσιου, ο Καρλ αντιλήφθηκε πως αυτή ήταν μία από τις καλές μέρες της Ρόζε. Ένα βαρύ άρωμα γαρίφαλου και γιασεμιού χτύπησε τα ρουθούνια του, θυμίζοντάς του εκείνη την ηλικιωμένη στο Ίστερ Μπρέντερσλεου που είχε τη συνήθεια να τσιμπάει τον πισινό όλων των αντρών που πήγαιναν να την επισκεφτούν. Κάθε φορά που η Ρόζε μύριζε έτσι, τον έπιανε πονοκέφαλος, πέρα από αυτόν που είχε μόνιμα εξαιτίας της συνήθους δυστροπίας της. Η θεωρία του Άσαντ ήταν πως εκείνη είχε κληρονομήσει το άρωμα, ενώ κάποιοι άλλοι έλεγαν πως αυτός ο ανυπόφορος συνδυασμός μυρωδιών εξακολουθούσε να διατίθεται σε ορισμένα ινδικά καταστήματα που δεν έδιναν δεκάρα για το κατά πόσο θα πατούσε ξανά πελάτης το πόδι του εκεί. «Ε, Καρλ, μπορείς να έρθεις από εδώ μια στιγμή;» βρυχήθηκε η Ρόζε, χωμένη στο γραφείο της. Ο Καρλ αναστέναξε. Τι έγινε πάλι; Πέρασε μαγκωμένος μπροστά από την ποντικότρυπα που είχε ο Άσαντ για γραφείο, κι έχωσε τη μύτη του μέσα στο νοσοκο-

ΕΝΟΧΗ

23

μειακά απολυμασμένο βασίλειο της Ρόζε. Αμέσως, το βλέμμα του έπεσε πάνω στην ογκώδη τσάντα που την είχε δει να κουβαλάει προηγουμένως. Απ’ ό,τι μπορούσε να καταλάβει ο Καρλ, το άρωμα της Ρόζε δεν ήταν το μοναδικό ανησυχητικό στοιχείο εκείνης της μέρας. Ο πελώριος πάκος χαρτιών που προεξείχε από την τσάντα της φάνταζε εξίσου αποκαρδιωτικός. «Χμ...» έκανε διστακτικά, γνέφοντας προς τα αμέτρητα χαρτιά. «Τι είναι όλα αυτά που έχεις εκεί;» Η Ρόζε τον αγριοκοίταξε με τα βαριά μακιγιαρισμένα μάτια της. Άσχημα τα πράγματα. «Κάτι παλιές υποθέσεις που μάζευαν σκόνη στα γραφεία διαφόρων αξιωματικών τον περασμένο χρόνο. Υποθέσεις οι οποίες κανονικά έπρεπε να είχαν προωθηθεί σ’ εμάς. Κι εσύ, περισσότερο από τον καθένα, καταλαβαίνεις τι πάει να πει μια τέτοια αδια­ φορία». Σε αυτό το τελευταίο σχόλιο πρόσθεσε ένα λαρυγγικό μουγκρητό, που με λίγη καλή διάθεση θα μπορούσε να περάσει για γέλιο. «Οι φάκελοι εδώ είχαν σταλεί κατά λάθος στο ΕΚΕ, το Εθνικό Κέντρο Ερευνών. Πέρασα πριν από λίγο και τους παρέλαβα». Ο Καρλ ανασήκωσε τα φρύδια. Αυτό σήμαινε πως είχαν φορτωθεί με ακόμα περισσότερη δουλειά, οπότε γιατί στο διάολο χαμογελούσε η Ρόζε; «Εντάξει, ξέρω τι σκέφτεσαι: να τα άσχημα νέα για σήμερα», είπε εκείνη, προλαβαίνοντάς τον. «Όμως δεν είδες ακόμα αυτό εδώ. Αυτός ο φάκελος δεν είχε σταλεί στο ΕΚΕ, βρισκόταν ήδη πάνω στην καρέκλα μου όταν ήρθα στη δουλειά». Του έδωσε έναν ταλαιπωρημένο, χαρτονένιο φάκελο και κοίταζε τον προϊστάμενό της λες κι είχε την απαίτηση να τον φυλλομετρήσει εκείνος επιτόπου, όμως ως προς αυτό είχε πέσει τε­λείως έξω. Για τον Καρλ, τα άσχημα νέα δεν είχαν καμία θέση στη ζωή

24

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

ενός ανθρώπου προτού κάνει το πρώτο του τσιγάρο. Τα πάντα είχαν τον κατάλληλο χρόνο και τόπο τους, κι αυτός μόλις είχε πατήσει το πόδι του στη δουλειά, για όνομα! Κούνησε το κεφάλι του και τράβηξε προς το δικό του χώρο, όπου πέταξε το φάκελο πάνω στο γραφείο και το παλτό του στην καρέκλα της γωνίας. Το δωμάτιο μύριζε κλεισούρα και η λάμπα φθορισμού στο ταβάνι τρεμόπαιζε ακόμα περισσότερο απ’ ό,τι συνήθως. Τίποτα, οι Τετάρτες ήταν οι χειρότερες μέρες. Άναψε ένα τσιγάρο κι έσυρε τα βήματά του μέχρι την αποθηκούλα που είχε μετατρέψει σε γραφείο ο Άσαντ, όπου τα πάντα έμοιαζαν ίδια κι απαράλλαχτα: το χαλάκι της προσευχής ήταν απλωμένο στο πάτωμα· πυκνά σύννεφα ατμού, που μύριζαν μύρτιλο, απλώνονταν στον αέρα· το ραδιόφωνο ήταν συντονισμένο σε κάτι που θύμιζε τις φωνές ζευγαρώματος των δελφινιών, ανάμεικτες με μια θρησκευτική χορωδία, ηχογραφημένες σ’ εκείνα τα παλιά κασετόφωνα με τις μαγνητικές μπομπίνες, μόνο που στο συγκεκριμένο κάτι είχε λασκάρει. Αμανέδες, πρωινιάτικα. «Μέρα», μούγκρισε ο Καρλ. Ο Άσαντ έστρεψε αργά το κεφάλι προς το μέρος του. Η ανατολή του ήλιου στο Κουβέιτ δε θα μπορούσε να είναι πιο κοκκινωπή απ’ ό,τι η ευμεγέθης προβοσκίδα που είχε για μύτη εκείνος ο δύστυχος. «Για όνομα, Άσαντ, δε φαίνεσαι και πολύ καλά!» αναφώνησε ο Καρλ κι έκανε ένα βήμα προς τα πίσω. Αν η γρίπη σκόπευε να σαρώσει το κτίριο όπου στεγάζονταν τα Κεντρικά της Αστυνομίας, ο Καρλ δεν μπορούσε παρά να ελπίζει πως ο ίδιος θα κατάφερνε να τη σκαπουλάρει. «Χτες μ’ έπιασε», είπε ο Άσαντ ρουφώντας τη μύτη του. Τα δακρυσμένα μάτια του θύμιζαν κουτάβι.

ΕΝΟΧΗ

25

«Έφυγες για το σπίτι όπως ήρθες, και σβέλτα», τον πρόσταξε ο Καρλ, υποχωρώντας ακόμα περισσότερο. Δεν υπήρχε λόγος να πει κάτι παραπάνω, δεδομένου ότι ο Άσαντ δεν επρόκειτο να δώσει σημασία. Επέστρεψε στη ζώνη ασφαλείας του, ανέβασε τα πόδια πάνω στο γραφείο και αναρωτήθηκε, για πρώτη φορά στη ζωή του, μήπως ήταν καιρός να κλείσει ένα πακέτο διακοπών για τα Κανάρια Νησιά. Ένα δεκαπενθήμερο κάτω από μια ομπρέλα, με τη Μόνα ημίγυμνη δίπλα του, δε θα ήταν διόλου άσχημα. Και η γρίπη ας έριχνε κάτω τη μισή Κοπεγχάγη, όσο θα έλειπαν οι δυο τους. Χαμογέλασε με τη σκέψη αυτή, έβγαλε από την τσέπη του το μικρό φάκελο που του είχε αφήσει η Μόνα και τον άνοιξε. Το άρωμα και μόνο τού αρκούσε. Διακριτικό και αισθησιακό. Η Μόνα Ίψεν, με δυο κουβέντες. Καμία σχέση με τον καθημερινό βομβαρδισμό που εξαπέλυε η Ρόζε εναντίον του οσφρητικού συστήματός του. Αγάπη μου, ξεκινούσε το σημείωμα. Ο Καρλ έλιωσε. Είχαν να του απευθύνουν μια τόσο γλυκιά προσφώνηση από τότε που κειτόταν ανήμπορος σε ένα θάλαμο του νοσοκομείου στο Μπρέντερσλεου, με έξι ράμματα στη δεξιά πλευρά της κοιλιάς του και τη σκωληκοειδίτιδά του σε ένα βαζάκι. Αγάπη μου, Τα λέμε στο σπίτι μου στις εφτά και μισή για να φάμε την ψητή χή­ να του Αγίου Μαρτίνου, εντάξει; Φόρεσε σακάκι και φέρε το κρασί. Τις εκπλήξεις τις αναλαμβάνω εγώ. Φιλιά, Μόνα Ένιωσε τα μάγουλά του να αναψοκοκκινίζουν. Τι γυναίκα! Έκλεισε τα μάτια, τράβηξε μια γερή τζούρα από το τσιγάρο

26

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

του και φαντάστηκε κάποιες σκηνές που θα συνόδευαν τη λέξη «εκπλήξεις». Πιθανότατα δε θα κρίνονταν όλες τους κατάλληλες για ανηλίκους. «Τι κάνεις εκεί πέρα με τα μάτια κλειστά κι αυτό το ηλίθιο χαμόγελο στα μούτρα σου;» ακούστηκε μια ξινισμένη φωνή από πίσω του. «Δε θα κοιτάξεις το φάκελο της υπόθεσης που σου έδωσα;» Η Ρόζε στεκόταν στο άνοιγμα της πόρτας, με τα μπράτσα σταυρωμένα και το κεφάλι γερμένο στο πλάι. Κι αυτό σήμαινε πως δεν υπήρχε περίπτωση να το κουνήσει από εκεί μέχρι να κάνει ο Καρλ αυτό που του είχε πει. Έτσι, έσβησε το τσιγάρο του και άπλωσε το χέρι για να πιάσει το φάκελο. Καλύτερα να ξεμπέρδευε, διαφορετικά η Ρόζε ήταν ικανή να μείνει εκεί ώσπου να πάθουν αγκύλωση τα χέρια της. Ο φάκελος περιείχε τέσσερις ξεθωριασμένες σελίδες μεγέθους Α4, προερχόμενες από το Περιφερειακό Δικαστήριο του Γιέρινγκ. Πώς κέρατο είχε καταλήξει αυτός ο φάκελος στην καρέκλα της Ρόζε; Έριξε μια γρήγορη ματιά στην πρώτη σελίδα, αν και ήξερε ήδη τι επρόκειτο να διαβάσει. Καλοκαίρι του 1978. Ένας άντρας είχε πνιγεί στον ποταμό Νουρέα. Ιδιοκτήτης μεγάλου μηχανουργείου, μανιώδης ψαράς και μέλος σε διάφορες σχετικές λέσχες. Τέσσερα διαφορετικά σετ αποτυπωμάτων γύρω από το σκαμνί και το καλάθι του. Κανένα από τα δολώματά του δεν έλειπε. Καλάμια και μηχανισμοί πετονιάς αξίας άνω των πεντακοσίων κορονών το κομμάτι. Καιρός αίθριος. Η νεκροτομή δεν αποκάλυψε τίποτα το αφύσικο, ούτε καρδιοπάθεια ούτε έμφραγμα. Ο άντρας απλώς πνίγηκε. Αν δεν υπήρχε η μικρή λεπτομέρεια ότι το ποτάμι είχε βάθος

ΕΝΟΧΗ

27

μόλις εβδομήντα πέντε εκατοστά στο επίμαχο σημείο, η υπόθεση θα είχε μπει στο αρχείο ως ατύχημα. Όμως δεν ήταν ο θάνατος του άντρα καθαυτός που είχε ξυπνήσει το ενδιαφέρον της Ρόζε· όσο γι’ αυτό, ήταν βέβαιος ο Καρλ. Ούτε είχε να κάνει με το γεγονός πως η υπόθεση ουδέποτε διαλευκάνθηκε και, επομένως, τώρα είχε πάρει θέση στο υπόγειο όπου στεγαζόταν ο Τομέας Q. Όχι, το θέμα ήταν πως τα έγγραφα της υπόθεσης συνοδεύονταν από μερικές φωτογραφίες, και η φάτσα του Καρλ εμφανιζόταν σε δύο από αυτές. Ο Καρλ αναστέναξε. Το όνομα του πνιγμένου ήταν Μπίργερ Μερκ, και ήταν θείος του. Ένας εύθυμος και γενναιόδωρος άντρας, τον οποίο τόσο ο γιος του, ο Ρόνι, όσο και ο ίδιος ο Καρλ θαύμαζαν και συχνά συνόδευαν στις εξορμήσεις του. Όπως ακριβώς είχαν κάνει κι εκείνη τη μέρα, προκειμένου να μάθουν ό,τι μπορούσαν γύρω από τα μυστήρια του ψαρέματος. Το θέμα ήταν πως δυο κοπελιές από την Κοπεγχάγη είχαν διασχίσει με τα ποδήλατά τους ολόκληρη τη χώρα και τώρα κόντευαν να φτάσουν στον προορισμό τους, στο Σκέγεν, και τα λεπτότατα μπλουζάκια τους ήταν σαγηνευτικά υγρά από τον ιδρώτα. Η εικόνα των δύο ξανθών καλλονών, όπως διέσχιζαν κοπιάζοντας τα υψώματα, χτύπησε τον Καρλ και τον ξάδερφό του, τον Ρόνι, λες κι ήταν σφυρί, ωθώντας τους να παρατήσουν τα καλάμια τους και να αμοληθούν στο γειτονικό λιβάδι σαν δυο νεαροί ταύροι που πατούσαν χορτάρι για πρώτη φορά στη ζωή τους. Όταν επέστρεψαν στο ποτάμι δύο ώρες αργότερα, με τις γραμμές από τα εφαρμοστά μπλουζάκια των δύο δεσποινίδων αποτυπωμένες ανεξίτηλα στον αμφιβληστροειδή τους, ο Μπίργερ Μερκ ήταν ήδη νεκρός. Έπειτα από πολλές ώρες ανακρίσεων και υποψιών, η Αστυνομία του Γιέρινγκ έβαλε οριστικά την υπόθεση στο αρχείο. Και παρότι δεν κατάφεραν ποτέ να εντοπίσουν τις δύο κοπέλες από την

28

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

πρωτεύουσα που αποτελούσαν το μοναδικό άλλοθι των νεαρών, ο Ρόνι και ο Καρλ αφέθηκαν ελεύθεροι, χωρίς να τους απαγγελθούν κατηγορίες. Ο πατέρας του Καρλ ήταν για μήνες εξοργισμένος όσο και απαρηγόρητος, όμως κατά τα λοιπά η υπόθεση δεν είχε περαιτέρω συνέπειες. «Ομορφόπαιδο ήσουν τότε, Καρλ. Τι ηλικία είχες;» ακούστηκε η Ρόζε. Εκείνος άφησε το φάκελο να πέσει πάνω στο γραφείο του. Ήταν μια εποχή την οποία προτιμούσε να μη θυμάται. «Δεκαεφτά, και ο Ρόνι ήταν είκοσι εφτά». Αναστέναξε. «Έχεις καμιά ιδέα γιατί εμφανίστηκε ξαφνικά αυτός ο φάκελος;» «Τι εννοείς γιατί;» Χτύπησε ελαφρά τις κλειδώσεις της γροθιάς της πάνω στο κρανίο της. «Έλα, πρίγκιπα του παραμυθιού, είναι κανείς εκεί; Μήπως να ξυπνάγαμε, σιγά σιγά; Αυτή είναι η δουλειά μας, καλά δε λέω; Διερευνούμε ανεξιχνίαστα εγκλήματα!» «Ναι, όμως η συγκεκριμένη υπόθεση έκλεισε ως ατύχημα. Και, πέρα από αυτό, μη μου πεις ότι ξεφύτρωσε μέσα από την καρέκλα σου;» «Εννοείς ότι θες να ρωτήσω την Αστυνομία του Γιέρινγκ πώς προσγειώθηκε ο φάκελος εδώ;» Ο Καρλ ανασήκωσε τα φρύδια. Αυτά παθαίνει κανείς όταν κάνει χαζές ερωτήσεις... Η Ρόζε έκανε επιτόπου μεταβολή και κατευθύνθηκε προς το βασίλειό της υπό τον κρότο των τακουνιών της. Το μήνυμα ήταν σαφές. Ο Καρλ απέμεινε να κοιτάζει το κενό. Απ’ όλες τις υποθέσεις, γιατί στα κομμάτια έπρεπε να εμφανιστεί η συγκεκριμένη τώρα; Σαν να μην είχε προκαλέσει αρκετά προβλήματα ήδη. Έριξε ξανά μια ματιά στη φωτογραφία του Ρόνι και του ίδιου, και ύστερα έσπρωξε απότομα το φάκελο προς το σημείο όπου στοιβάζονταν και οι υπόλοιπες υποθέσεις πάνω στο γραφείο του. Το πα-

ΕΝΟΧΗ

29

ρελθόν ανήκε στο παρελθόν, όμως εδώ είχε να κάνει με το παρόν. Τίποτα δεν μπορούσε να το αλλάξει αυτό. Πέντε λεπτά νωρίτερα, είχε διαβάσει το σημείωμα της Μόνα. Τον είχε αποκαλέσει «αγάπη μου». Έπρεπε να κρατήσει τις προτεραιότητές του σε μια σειρά. Χαμογέλασε, έφερε το χέρι στην τσέπη για να πιάσει το κινητό του και κοίταξε αποκαρδιωμένος τα μικροσκοπικά πλήκτρα. Έτσι κι έστελνε γραπτό μήνυμα στη Μόνα, θα του έπαιρνε δέκα λεπτά να το γράψει, κι αν της τηλεφωνούσε, ίσως χρειαζόταν να περιμένει άλλο τόσο μέχρι να απαντήσει εκείνη. Αναστέναξε και άρχισε να πληκτρολογεί. Την τεχνολογία των πληκτρολογίων στα κινητά προφανώς την είχαν αναπτύξει πυγμαίοι, οι οποίοι είχαν μακαρόνια για δάχτυλα, και ο μέσος Βορειο­ ευρωπαίος που έπρεπε να χρησιμοποιήσει μια τέτοια συσκευή ήταν αδύνατο να μην αισθανθεί σαν ιπποπόταμος που προσπαθούσε να παίξει φλάουτο. Όταν ολοκλήρωσε, παρατήρησε το αποτέλεσμα του κόπου του και άφησε μια σειρά από ορθογραφικά λάθη να περάσουν στο ντούκου, αναστενάζοντας. Η Μόνα θα καταλάβαινε την ουσία του μηνύματος: η πρόσκληση σε δείπνο με χήνα είχε γίνει δεκτή. Όπως ακουμπούσε το κινητό πάνω στο γραφείο του, ένα κεφάλι ξεπρόβαλε πίσω από την πόρτα. Το μαλλί που χτενιζόταν πάνω από τη φαλάκρα ήταν κάπως πιο περιποιημένο σε σχέση με την τελευταία φορά που το είχε δει, και το δερμάτινο σακάκι έμοιαζε να έχει περάσει από καθαριστήριο, όμως ο άντρας μέσα από το σακάκι ήταν τσαλακωμένος όπως πάντα. «Μπακ, τι κέρατο γυρεύεις εδώ πέρα;» ρώτησε ο Καρλ μηχανικά. «Λες και δεν ξέρεις ήδη», απάντησε ο επισκέπτης του, και η έλλειψη ύπνου αποτυπωνόταν ολοκάθαρα στα βαριά βλέφαρά του. «Κοντεύω να τρελαθώ. Γι’ αυτό!»

30

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Σωριάστηκε βαρύς στην καρέκλα μπροστά από το γραφείο, παρά την εμφανέστατη ενόχληση του Καρλ. «Η αδερφή μου, η Έστερ, δε θα είναι ποτέ ξανά η ίδια. Και ο μπάσταρδος που της πέταξε βιτριόλι στο πρόσωπο κάθεται, αυτή τη στιγμή, σε ένα υπόγειο μαγαζί στην Έσκιλσγκεδε κι έχει ξεκαρδιστεί στα γέλια. Φαντάζομαι καταλαβαίνεις για ποιο λόγο ένας παλιός αστυνομικός σαν και του λόγου μου δεν αισθάνεται περήφανος που η αδερφή του διηύθυνε μπορντέλο, όμως λες να αξίζει στο κάθαρμα να τη σκαπουλάρει έπειτα από αυτό που έκανε;» «Εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω τι γυρεύεις εδώ κάτω, Μπακ. Τράβα να μιλήσεις στα παιδιά στο Τμήμα Πόλης, στον Μάρκους Γιάκομπσεν ή σε κάποιον από τους άλλους προϊσταμένους, αν δεν είσαι ευχαριστημένος με το πώς εξελίσσονται οι έρευνες. Δεν είναι ο τομέας μου αυτός, και το ξέρεις». «Ήρθα να σου ζητήσω να πάρεις τον Άσαντ και να πάμε να αποσπάσουμε την ομολογία του καριόλη». Ο Καρλ ένιωσε το μέτωπό του να ζαρώνει μέχρι τη γραμμή των μαλλιών. Είχε τρελαθεί τελείως ο τύπος; «Μόλις σας ήρθε καινούρια υπόθεση. Είμαι σίγουρος πως το έμαθες», συνέχισε ο Μπακ. «Δωράκι από εμένα. Ένας παλιόφιλος από το Γιέρινγκ μού την προώθησε πριν από μερικούς μήνες. Την άφησα στο γραφείο της Ρόζε χτες το βράδυ». Ο Καρλ παρατηρούσε τον άντρα απέναντί του, ενώ ζύγιζε τις επιλογές του. Απ’ όσο μπορούσε να κρίνει, ήταν τρεις. Να σηκωθεί και να του τραβήξει μια ξεγυρισμένη γροθιά στη μάπα. Αυτή ήταν η μία. Η άλλη ήταν να τον πάει κλοτσώντας μέχρι κάτω το διάδρομο. Ο Καρλ, όμως, επέλεξε την τρίτη. «Ναι, αυτός εκεί ο φάκελος είναι», είπε, δείχνοντας την εφιαλτική στοίβα στην άκρη του γραφείου του. «Πώς και δεν τον άφησες σ’ εμένα; Θα ήταν λιγότερο ύπουλο, νομίζω. Περισσότερο ντόμπρο».

ΕΝΟΧΗ

31

Ο Μπακ χαμογέλασε φευγαλέα. «Πότε βγήκε σε καλό η ντομπροσύνη μ’ εμάς τους δύο; Όχι, ήθελα να είμαι σίγουρος πως θα έβλεπε το φάκελο και κάποιος άλλος εκτός από εσένα, ώστε να μην εξαφανιστεί μυστηριωδώς. Με πιάνεις;» Οι δύο προηγούμενες επιλογές ξεπρόβαλαν δελεαστικές και πάλι. Ευτυχώς που αυτός ο κόπανος δε γυρόφερνε πλέον στην υπηρεσία καθημερινά. «Φύλαγα αυτό το φάκελο μέχρι να έρθει η κατάλληλη στιγμή», συνέχισε ο Μπακ. «Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνεις...» «Όχι, την τρέλα μου μέσα, δεν καταλαβαίνω. Ποια στιγμή εννοείς;» «Τη στιγμή που θα χρειαζόμουν τη βοήθειά σου!» «Δεν ξέρεις τι σου γίνεται αν νομίζεις πως θα σπάσω τα μούτρα ενός υπόπτου απλώς και μόνο επειδή κουνάς μπροστά στη μύτη μου μια υπόθεση πνιγμού πριν από τριάντα χρόνια. Δεν υπάρχει περίπτωση, και θα σου εξηγήσω το γιατί». Ο Καρλ σήκωνε ένα δάχτυλο για κάθε σημείο που τόνιζε. «Πρώτον: Η υπόθεση έχει κλείσει λόγω παρέλευσης τριακονταετίας. Δεύτερον: Ήταν ατύχημα. Ο θείος μου πνίγηκε. Γλίστρησε κι έπεσε στο ποτάμι, ακριβώς όπως συμπέραναν οι ερευνητές. Τρί­ τον: Δε βρισκόμουν εκεί όταν συνέβη, ούτε και ο ξάδερφός μου. Τέταρτον: Αντιθέτως μ’ εσένα, είμαι αξιοπρεπής μπάτσος και δεν πλακώνω στο ξύλο τους υπόπτους των υποθέσεων που αναλαμβάνω». Για μια στιγμή έκανε παύση, καθώς εκείνη η τελευταία φράση σκάλωσε στο λαιμό του. Απ’ ό,τι ήξερε, ο Μπακ ήταν αδύνατο να ξέρει κάτι για να τον κατηγορήσει για το συγκεκριμένο θέμα. Και η έκφρασή του σίγουρα δε φανέρωνε κάτι τέτοιο. «Και πέμπτον», είπε, ανοίγοντας όλα τα δάχτυλά του, προτού τα σφίξει σε γροθιά, «αν κάποια στιγμή πλακώσω στο ξύλο κάποιον, το πιθανότερο είναι πως θα τις φάει ένας συγκεκριμένος συνταξιού-

32

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

χος αστυνομικός που μάλλον δεν καταλαβαίνει πως δεν ανήκει πλέον στην υπηρεσία». Η έκφραση του Μπακ σκλήρυνε αμέσως. «Εντάξει. Ένα πράγμα θα σου πω, όμως. Ένας παλιός συνάδελφός μου από το Γιέρινγκ ταξιδεύει συχνά στην Ταϊλάνδη. Περνάει ένα δεκαπενθήμερο εκεί, με όλα τα κομφόρ». «Και λοιπόν;» είπε ο Καρλ, προσπαθώντας να καταλάβει τι σχέση είχε αυτό με τα υπόλοιπα. «Απ’ ό,τι μαθαίνω, ο ξάδερφός σου ο Ρόνι έχει παρόμοια γούστα. Του αρέσει και το ποτό, μάλιστα», συνέχισε ο Μπακ. «Και να σου πω κάτι, Καρλ; Όταν ο ξάδερφός σου γίνεται λιάρδα, λύνεται η γλώσσα του». Ο Καρλ συγκράτησε ένα βαθύ αναστεναγμό. Ο Ρόνι, αυτός ο αναθεματισμένος ηλίθιος! Πάλι σε μπελάδες είχε μπει; Είχαν περάσει τουλάχιστον δέκα χρόνια από την τελευταία φορά που συναντήθηκαν, σε μια γιορτή στο Όδερ, όπου ο Ρόνι είχε δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον όχι μονάχα για το ποτό, αλλά και για τις κοπέλες που βοηθούσαν ως σερβιτόρες. Πράγμα που δεν ήταν απαραιτήτως κακό, μόνο που η μία από αυτές αποδείχτηκε υπερβολικά πρόθυμη, ανήλικη και αδερφή του εορτάζοντα. Το σκάνδαλο είχε κουκουλωθεί, αν και παρέμεινε ανεξίτηλο στη μνήμη των συγγενών τους στο Όδερ. Όχι, ο Ρόνι δεν ήταν ακριβώς ο τύπος που άλλαζε συνήθειες. Ο Καρλ έκανε μια χειρονομία σαν να μην τον απασχολούσε το θέμα. Τι τον ένοιαζε τι έκανε ο Ρόνι; «Τράβα πάνω, στον Μάρκους, και πρήξ’ τον όσο τραβάει η όρεξή σου, Μπακ, όμως τον ξέρεις πολύ καλά, όπως κι εγώ. Τα ίδια θα σου πει κι εκείνος με αυτά που σου λέω εγώ. Δε δέρνουμε υπόπτους και δεν υποκύπτουμε σε εκβιασμούς από πρώην συναδέλφους που πατούν σε ξεχασμένες ιστορίες σαν κι αυτή». Ο Μπακ έγειρε πίσω στην πλάτη της καρέκλας του. «Σε ένα

ΕΝΟΧΗ

33

μπαρ, στην Ταϊλάνδη, παρουσία μαρτύρων, ο ξάδερφός σου κόμπαζε σε όσους είχαν όρεξη να τον ακούσουν πως εκείνος σκότωσε τον πατέρα του». Τα μάτια του Καρλ μισόκλεισαν. Απίθανο του ακουγόταν. «Α, ναι, ώστε έτσι; Τι κάθεσαι, λοιπόν, τράβα να τον καταγγείλεις, αυτόν και τη μεθυσμένη ομολογία του, αν θες. Είμαι απόλυτα σίγουρος πως είναι αδύνατο να έπνιξε τον πατέρα του. Μαζί μου ήταν». «Ισχυρίζεται πως ήσαστε συνεννοημένοι. Σπουδαίο συγγενή έχεις, να τον χαίρεσαι!» Οι ζάρες που είχαν σχηματιστεί στο μέτωπο του Καρλ βούτηξαν μεμιάς στην καμάρα της μύτης του όπως σηκωνόταν όρθιος, μαζεύοντας όλο το άχαρα κατανεμημένο βάρος του σώματός του στην περιοχή του στήθους. «Άσαντ! Έλα μια στιγμή εδώ, σε παρακαλώ», βρυχήθηκε με τρομερή ένταση, μπροστά στο εμβρόντητο πρόσωπο του Μπακ. Δέκα δευτερόλεπτα αργότερα, ο εμπύρετος βοηθός του Καρλ στεκόταν στο κατώφλι του γραφείου, ρουφώντας τη μύτη του. «Άσαντ, αγαπητέ, γριπιασμένε φίλε μου. Θα είχες την ευγενή καλοσύνη να βήξεις πάνω σε αυτό τον καραγκιόζη; Έλα, πάρε μια βαθιά ανάσα».

«Τι άλλο έχεις στη στοίβα σου, Ρόζε;» Για μια στιγμή, εκείνη πήρε ένα ύφος σαν να σκεφτόταν να του πετάξει τη στοίβα στην αγκαλιά του, όμως για μία φορά ο Καρλ την είχε διαβάσει σωστά: κάτι της είχε τραβήξει ήδη την προσοχή. «Αυτή η ιστορία με τη μαντάμ που δέχτηκε επίθεση χτες τη νύχτα μού θύμισε μια υπόθεση που μόλις μας ήρθε από το Κόλινγκ. Ήταν ανάμεσα στους φακέλους που παρέλαβα από το ΕΚΕ».

34

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

«Το ήξερες πως η γυναίκα είναι αδερφή του Μπακ;» Η Ρόζε έγνεψε καταφατικά. «Εγώ δεν τον γνωρίζω, όμως ακούγονται διάφορα, καταλαβαίνεις. Αυτός δεν ήταν στο γραφείο σου προ ολίγου;» Τίναξε απότομα ένα δάχτυλο προς το φάκελο που έστεκε πάνω στη στοίβα, κι ύστερα τον άνοιξε, πιάνοντάς τον σβέλτα με τα μαύρα νύχια της. «Λοιπόν, δώσε βάση, Καρλ, αλλιώς κάτσε να τον διαβάσεις μόνος σου». «Εντάξει, εντάξει», είπε εκείνος, ενώ το βλέμμα του γυρόφερνε στο τακτοποιημένο, γκριζόλευκο γραφείο της. Αισθάνθηκε σχεδόν ένα τσίμπημα νοσταλγίας, καθώς ο νους του πήγε στον άλλο της εαυτό, το χαρακτήρα της Ίρσα, και στη ροζ επικράτειά της. «Αυτή η υπόθεση αφορά μια γυναίκα ονόματι Ρίτα Νίλσεν. Επαγγελματικό ψευδώνυμο», πρόσθεσε η Ρόζε, διαβάζοντας από το φάκελο, «“Λουίζ Τσικόνε”. Έτσι συστηνόταν για ένα διάστημα τη δεκαετία του 1980, όταν διοργάνωνε» –στράφηκε ξανά στο κείμενο του φακέλου– «“εξωτικούς χορούς” σε κλαμπ του τριγώνου μεταξύ Βάιλε, Κόλινγκ και Φρεδερίσια στη Νοτιοανατολική Γιουτλάνδη. Κουβαλούσε κάμποσες καταδίκες για απάτη, και αργότερα για προαγωγή ιερόδουλων και τη λειτουργία οίκου ανοχής. Τις δεκαετίες του 1970 και του 1980 είχε πρακτορείο συνοδών στο Κόλινγκ, και τελικά εξαφανίστηκε στην Κοπεγχάγη, λες κι άνοιξε η γη και την κατάπιε, το 1987. Οι αστυνομικοί επικέντρωσαν τις έρευνές τους στους πορνογραφικούς κύκλους της Κεντρικής Γιουτλάνδης και της Κοπεγχάγης, όμως έπειτα από τρεις μήνες έστειλαν την υπόθεση στο αρχείο, με την υποσημείωση ότι κατά πάσα πιθανότητα επρόκειτο για αυτοκτονία. Στο μεταξύ είχαν σημειωθεί πολλά σοβαρά εγκλήματα, και δεν υπήρχε πλέον το απαραίτητο προσωπικό ώστε να συνεχιστεί η έρευνα, τουλάχιστον έτσι γράφει εδώ». Ακούμπησε το φάκελο πάνω στο γραφείο και πήρε μια ξινισμένη έκφραση.

ΕΝΟΧΗ

35

«Η υπόθεση μπήκε στο αρχείο, εκεί όπου θα καταλήξει κατά πάσα πιθανότητα και η υπόθεση της Έστερ Μπακ. Ή μήπως είδες εσύ κανέναν να λυσσάει πάνω, ώστε να τυλίξει σε μια κόλλα χαρτί το κάθαρμα που έκανε αυτό το πράγμα στη δύστυχη;» Ο Καρλ ανασήκωσε τους ώμους. Η μόνη λύσσα που είχε δει ήταν αυτή που εμφανίστηκε στο σκυθρωπό πρόσωπο του προγονού του, του Γέσπερ, όταν ο Καρλ τον ξύπνησε στις εφτά το πρωί για να του ανακοινώσει πως έπρεπε να βρει τρόπο να πάει μόνος του στο κολέγιο, στο Γκεντόφτε. «Απ’ ό,τι βλέπω, δεν υπάρχει κανένα απολύτως στοιχείο που να φανερώνει αυτοκτονικές τάσεις σε αυτή την υπόθεση», συνέχισε η Ρόζε. «Η Ρίτα Νίλσεν μπαίνει στην πολυτελή λευκή Mercedes 500SEC που οδηγούσε και φεύγει από το σπίτι της, όπως κάθε άλλο πρωί. Μερικές ώρες αργότερα, έχει εξαφανιστεί από προσώπου Γης και κανείς δεν την ξαναβλέπει». Έβγαλε μια φωτογραφία από το φάκελο και την έριξε πάνω στο γραφείο, μπροστά του. Έδειχνε το αυτοκίνητο σταματημένο δίπλα σε ένα πεζοδρόμιο, με απογυμνωμένη την καμπίνα του. Τι αμάξι! Είχε αρκετό χώρο για να απλώνονται και να τρίβονται οι μισές πόρνες του Βέστερμπρο πάνω στο καπό του, φορώντας τις ψεύτικες γούνες που είχαν κάνει αιματηρές οικονομίες για να αγοράσουν. Καμία σχέση με τη σακαράκα που χορηγούσε σ’ εκείνον η υπηρεσία. «Τελευταία φορά που την είδαν, ήταν την Παρασκευή, 4 Σεπτεμβρίου του 1987. Μέσα από τις κινήσεις της χρεωστικής της, μπορούμε να ακολουθήσουμε τη διαδρομή της από τη στιγμή που έφυγε από το σπίτι της στο Κόλινγκ, στις πέντε το πρωί. Διασχίζει το Φιν, όπου φουλάρει καύσιμα, παίρνει το πορθμείο για να περάσει το Στόαρμπελτ και στη συνέχεια κινείται προς την Κοπεγχάγη, όπου αγοράζει ένα πακέτο τσιγάρα σε ένα περίπτερο στη Νέρεμπρογκεδε, στις δέκα και δέκα. Από εκεί και μετά, δεν

36

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

την ξαναβλέπει κανείς. Η Mercedes εντοπίζεται δύο μέρες αργότερα, στην οδό Κάπελ, απογυμνωμένη. Της έχουν σηκώσει δερμάτινα καθίσματα, ρεζέρβα, ραδιοκασετόφωνο, τα πάντα. Σήκωσαν μέχρι και το τιμόνι. Βασικά, το μόνο που απέμεινε ήταν δύο κασέτες και κάτι βιβλία στο ντουλαπάκι του συνοδηγού». Ο Καρλ έξυσε το πιγούνι του. «Δεν μπορεί να ήταν πολλά τα μαγαζιά που είχαν συσκευές άμεσης χρέωσης εκείνα τα χρόνια, και σίγουρα όχι κάποιο περίπτερο στο Νέρεμπρο. Γιατί να μπει στον κόπο να πληρώσει με την κάρτα; Το πιθανότερο είναι ότι η συναλλαγή έγινε με απόκομμα, συμπληρώνοντας τα στοιχεία της, κι όλα αυτά για ένα παλιοπακέτο τσιγάρα. Ποιος θα είχε την υπομονή να μπει σε τόση φασαρία;» Η Ρόζε ανασήκωσε τους ώμους. «Μπορεί να μην της άρεσαν τα μετρητά. Μπορεί να μην της άρεσε η αίσθησή τους. Μπορεί να προτιμούσε να φυλάει τα λεφτά της στην τράπεζα και να εισπράττει τους τόκους. Μπορεί να είχε πάνω της μονάχα ένα πεντακοσάρικο, και το περίπτερο να μην είχε να της δώσει ρέστα. Μπορεί...» «Καλά, εντάξει, Ρόζε, φτάνουν τα “μπορεί”». Ο Καρλ ύψωσε τις παλάμες του. «Ένα πράγμα πες μου μόνο. Πώς κατέληξαν ότι επρόκειτο για αυτοκτονία; Αντιμετώπιζε σοβαρό θέμα υγείας; Ή μήπως τελικά είχε πράγματι οικονομικές δυσκολίες; Μήπως γι’ αυτό πλήρωσε για τα τσιγάρα της με κάρτα;» Κάπου μέσα σ’ εκείνο το απερίγραπτα υπερμέγεθες γκρίζο πουλόβερ της, το οποίο θα μπορούσε κάλλιστα να το έχει πλέξει η Ίρσα, η Ρόζε ανασήκωσε και πάλι τους ώμους. «Ποιος ξέρει; Περίεργη ιστορία, αν θες τη γνώμη μου. Η Ρίτα Νίλσεν, αλλιώς Λουίζ Τσικόνε, είχε πιάσει την καλή, κι αν το ύποπτο βιογραφικό της δείχνει κάτι, αυτό είναι πως δεν επρόκειτο για γυναίκα που θα άφηνε να της φάνε τη θέση. Σύμφωνα με τα “κορίτσια” της στο Κόλινγκ, ήταν κάτι παραπάνω από ζόρικη, μαθημένη να επιβιώ-

ΕΝΟΧΗ

37

νει. Θα προτιμούσε να “καθαρίσει” όλο τον κόσμο, παρά να διακινδυνεύσει να την “πατήσει” η ίδια, αυτό ακριβώς κατέθεσε μία από αυτές». «Χμ...» Εκείνο το γνώριμο συναίσθημα είχε ριζώσει για τα καλά στην ψυχή του Καρλ. Τον ενοχλούσε, όμως η ιστορία αυτή του είχε κινήσει το ενδιαφέρον. Διάφορα ερωτήματα άρχιζαν να προκύπτουν, το ένα μετά το άλλο. Για παράδειγμα, εκείνα τα τσιγάρα. Θα σταματούσε κάποιος να αγοράσει τσιγάρα λίγο πριν αυτοκτονήσει; Δεν αποκλείεται, ίσως για να καλμάρει τα νεύρα του. Το μυαλό του, τώρα, δούλευε πυρετωδώς, χωρίς καν να το επιδιώξει. Σκατά! Έτσι κι άρχιζε να ασχολείται με αυτή την υπόθεση, θα φορτωνόταν περισσότερη δουλειά απ’ όση του έκανε καλό. «Με άλλα λόγια, εσύ θεωρείς πως έχουμε να κάνουμε με ένα έγκλημα, σε αντίθεση με τη γνώμη πολλών συναδέλφων μας», συνέχισε ο Καρλ. «Υπάρχει, όμως, κάποιο στοιχείο που να συνηγορεί σε αυτό;» Άφησε την ερώτηση να αιωρείται για λίγο. «Πέρα από το ότι η υπόθεση κατέληξε στο αρχείο, αντί να διαλευκανθεί, έχεις κάτι άλλο για να πατήσουμε;» Νέο ανασήκωμα των ώμων μέσα από το πουλόβερ. Πράγμα που σήμαινε πως η Ρόζε δεν είχε το παραμικρό. Ο Καρλ κάρφωσε το βλέμμα του στο φάκελο. Η φωτογραφία της Ρίτα Νίλσεν, που ήταν πιασμένη με συνδετήρα στο χαρτόνι, έδειχνε μια γυναίκα η οποία ανέδιδε μια αύρα δύναμης και σιγουριάς. Πλατιά ζυγωματικά πάνω από λεπτοκαμωμένα χαρακτηριστικά. Μάτια που λαμπύριζαν από εξυπνάδα και τσαγανό. Ήταν προφανές πως δεν αισθανόταν άσχημα από την πινακίδα της Σήμανσης που κρατούσε μπροστά στο στήθος της. Κατά πάσα πιθανότητα, δεν ήταν η πρώτη φορά που τη φωτογράφιζαν για τους φακέλους της Αστυνομίας. Όχι, κάτι τέτοιες γυναίκες δεν καταλάβαιναν τίποτε από ποινές φυλάκισης. Ήταν μαθημένη να επιβιώνει, ακριβώς όπως είχαν πει τα «κορίτσια» της.

38

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Και τότε, γιατί στ’ ανάθεμα να πάει να αυτοκτονήσει; Ο Καρλ τράβηξε το φάκελο προς το μέρος του, σέρνοντάς τον πάνω στο γραφείο, τον άνοιξε και επέλεξε να αγνοήσει το χαμόγελο της Ρόζε, που ήταν του τύπου «εγώ σ’ το είπα». Για μία ακόμα φορά, το ξυλάγγουρο με το βαρύ μακιγιάζ είχε βάλει μπροστά μια νέα υπόθεση.

2

Νοέμβριος 2010

ΤΟ ΠΡΑΣΙΝΟ ΦΟΡΤΗΓΑΚΙ έφτασε στις δωδεκάμισι ακριβώς, όπως

είχαν συνεννοηθεί. «Έχω πέντε ακόμα ραντεβού για σήμερα, κύριε Βεντ», είπε ο οδηγός. «Ελπίζω να μου ετοιμάσατε τα πάντα». Ήταν καλός άνθρωπος ο Μίκαελ. Δέκα χρόνια στη δουλειά, χωρίς να κάνει μισή ερώτηση. Εμφανίσιμος, προσηνής και ευγενικός. Ακριβώς ο άνθρωπος που το Κόμμα Καθαρότητας ήθελε να το εκπροσωπεί στους πολίτες. Άντρες σαν τον Μίκαελ ήταν που έκαναν και τους άλλους να θέλουν να συμμετάσχουν. Ήσυχος και αξιόπιστος. Δυναμικά, γαλάζια μάτια και κυματιστά, ξανθά μαλλιά, πάντοτε περιποιημένα και καλοχτενισμένα. Ψύχραιμος ακόμα και στις πιο φορτισμένες καταστάσεις, όπως για παράδειγμα στη διάρκεια εκείνης της φασαρίας στο Χάδερσλεου, πριν από ένα μήνα, σε μία από τις πρώτες συναντήσεις του κόμματος. Σ’ εκείνη την περίπτωση, εννέα διαδηλωτές που κρατούσαν πλακάτ με συνθήματα μίσους είχαν μάθει με επώδυνο τρόπο πως οι έντιμοι άνθρωποι που η καρδιά τους χτυπούσε για την πατρίδα αποτελούσαν δύναμη που δεν μπορούσε να πάρει κανείς αψήφιστα. Χάρη σε κάποιους όπως ο Μίκαελ, τα πάντα είχαν τελειώσει μέχρι να εμφανιστεί η Αστυνομία.

ΕΝΟΧΗ

39

Θα έκαναν καιρό να ξαναδούν τους συγκεκριμένους διαδηλωτές. Ο Κουρτ Βεντ άνοιξε την πόρτα του κτιρίου όπου άλλοτε στεγάζονταν οι στάβλοι του παλιού σχολείου του χωριού. Παραμέρισε ένα παλιό μεταλλικό πλαίσιο που κρεμόταν από τον τοίχο, πάνω από ένα μικρό καταψύκτη, και πληκτρολόγησε τον εννιαψήφιο κωδικό του, έτσι όπως είχε κάνει πολλές φορές. Περίμενε λίγο μέχρι να ακούσει το γνώριμο κλικ, οπότε οι πλευρές του τοίχου στο βάθος άνοιξαν. Μέσα στο δωμάτιο που αποκαλυπτόταν τώρα βρίσκονταν όλα τα πράγματα που κρατούσε μυστικά από τους πάντες, πλην των έμπιστων ομοϊδεατών του. Ο καταψύκτης με τα έμβρυα από τις παράνομες εκτρώσεις, οι αρχειοθήκες γεμάτες με έγγραφα και καταλόγους μελών, ο φορητός υπολογιστής που χρησιμοποιούσε στα συνέδρια, οι σημειώσεις και τα αρχεία από την εποχή του πατέρα του, στα οποία είχε βασιστεί όλο το έργο τους. Ο Κουρτ άνοιξε τον καταψύκτη και έβγαλε από μέσα ένα κουτί το οποίο περιείχε πλαστικές σακούλες, και το έδωσε αμέσως στον οδηγό. «Εδώ είναι τα έμβρυα που θα αποτεφρώσουμε εμείς. Ελπίζω να μην είναι γεμάτος ο καταψύκτης στο φορτηγάκι». Ο οδηγός χαμογέλασε. «Όχι, έχει ακόμα κάμποσο χώρο». «Κι εδώ είναι το ταχυδρομείο για τους δικούς μας. Θα δεις τι αφορά τον καθένα τους». «Εντάξει», είπε ο άλλος, καθώς έριχνε μια γρήγορη ματιά στους φακέλους. «Δυστυχώς, από το Φρέντενσμπορ θα περάσω ξανά την επόμενη εβδομάδα. Χτες ήμουν στην περιοχή του Βόρειου Σγιέλαν». «Δεν πειράζει. Αρκεί να περάσεις από το Όρχους. Αύριο θα είσαι εκεί πέρα, σωστά;» Ο οδηγός έγνεψε καταφατικά και κοίταξε μέσα στο κουτί με

40

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

τις πλαστικές σακούλες. «Αυτά θα τα ξεφορτωθώ. Έχουμε τίποτα για το Κρεματόριο του Γκλόστρουπ;» Ο Κουρτ Βεντ έκλεισε τη συρόμενη πόρτα που οδηγούσε στο μυστικό δωμάτιο και πήγε στον καταψύκτη που υπήρχε στον προθάλαμο. Ο Μίκαελ επιτρεπόταν να δει το περιεχόμενό του. «Ναι, έχουμε αυτά», απάντησε, ανασηκώνοντας το καπάκι και βγάζοντας ένα δεύτερο κουτί. Ακούμπησε το κουτί στο πάτωμα και πήρε έναν πλαστικό φάκελο από το ράφι πάνω από τον καταψύκτη. «Τα έγγραφα που αφορούν αυτά τα έμβρυα βρίσκονται εδώ». Έδωσε το φάκελο στον οδηγό. «Όλα έχουν γίνει σύμφωνα με τους τύπους». Ο οδηγός τσέκαρε κάθε σακούλα στο κουτί με τα στοιχεία των συνοδευτικών εγγράφων. «Όλα εντάξει. Λογικά, δε θα έχουμε κανένα πρόβλημα», είπε, κι ύστερα τα μετέφερε όλα στο φορτηγάκι, όπου τοποθέτησε τα περιεχόμενα των δύο κουτιών μέσα σε ισάριθμους μίνι καταψύκτες, τακτοποίησε την εσωτερική αλληλογραφία στις θυρίδες που αντιστοιχούσαν στους διάφορους τομείς της οργάνωσης, έπιασε το γείσο του καπέλου του, χαιρέτησε ευγενικά κι έφυγε. Ο Κουρτ ένευσε με το χέρι του, καθώς το φορτηγάκι χανόταν στην οδό Μπρόντμπιεστερ. Τι τύχη, σκέφτηκε με ικανοποίηση, που στην ηλικία μου είμαι ακόμα σε θέση να υπηρετώ το Σκοπό. «Δεν το πιστεύει κανείς πως είσαι ογδόντα οχτώ χρόνων», του έλεγαν συχνά οι άνθρωποι, κι είχαν δίκιο. Όταν κοιταζόταν στον καθρέφτη, και ο ίδιος έβλεπε πως άνετα θα τον έκανε κανείς δεκαπέντε χρόνια νεότερο. Γνώριζε το γιατί. «Η ουσία της ζωής είναι να ζεις σε αρμονία με τα ιδεώδη σου», αυτό ήταν το σύνθημα του πατέρα του. Λόγια σοφά, τα οποία πάντοτε τηρούσε. Είχαν το κόστος τους, φυσικά, όμως εφόσον το πνεύμα του ήταν ζωηρό, το σώμα ακολουθούσε.

ΕΝΟΧΗ

41

Ο Κουρτ διέσχισε τον κήπο και μπήκε από την πίσω πόρτα, όπως έκανε πάντοτε τις ώρες λειτουργίας. Όσο ο διάδοχός του στο ιατρείο δεχόταν κόσμο, η μπροστινή πλευρά του σπιτιού δεν του ανήκε. Αυτή ήταν η συμφωνία. Άλλωστε, είχε πολλά να κάνει προκειμένου να σταθεί το κόμμα στα πόδια του. Είχε περάσει η εποχή που εξέταζε ο ίδιος τις έγκυες μητέρες και τερμάτιζε ζωές. Ο προστατευόμενός του τα κατάφερνε εξίσου καλά και ήταν εξίσου δοσμένος στο Σκοπό. Έβαλε λίγο καφέ να γίνεται, περνώντας το δάχτυλό του πάνω από τη μεζούρα, ώστε να είναι σίγουρος πως έμπαινε η σωστή ποσότητα. Το στομάχι της Μπεάτε ήταν πολύ ευαίσθητο τελευταία, οπότε η ακρίβεια είχε σημασία. «Ώρα για καφέ, ε, Κουρτ;» Ο Καρλ-Γιόχαν Χένρικσεν εμφανίστηκε στο κατώφλι της κουζίνας. Όπως ο μέντοράς του, έδινε κι αυτός σημασία στην εμφάνισή του, και η λευκή ιατρική μπλούζα του ήταν πάντοτε φρεσκοπλυμένη και σιδερωμένη. Γιατί, όσο κι αν δεν είχε οικειότητα με τις ασθενείς του, εκείνες θα αντιμετώπιζαν ένα γιατρό με περιποιημένη ποδιά ως άτομο σοβαρό, στο οποίο μπορούσαν δίχως δεύτερη σκέψη να εμπιστευτούν τη ζωή τους. Απλοϊκές γυναικούλες όλες τους. «Το στομάχι μου είναι χάλια», είπε ο Χένρικσεν, καθώς έπαιρνε ένα ποτήρι από το ντουλάπι. «Τα ζεστά καρύδια, το βούτυρο και το κόκκινο κρασί μια χαρά κατεβαίνουν όταν τα απολαμβάνεις, αλλά η επόμενη μέρα δεν είναι εξίσου ευχάριστη». Χαμογέλασε, γέμισε το ποτήρι με νερό και άδειασε το φακελάκι με το αντιόξινο μέσα. «Πέρασε ο οδηγός από εδώ, και οι δύο καταψύκτες είναι άδειοι, Καρλ-Γιόχαν. Μπορείς να αρχίσεις να τους ξαναγεμίζεις». Ο Κουρτ χαμογέλασε στο μαθητή του, ξέροντας πως οι οδη-

42

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

γίες του ήταν περιττές. Ο Χένρικσεν ήταν, ίσως, πιο αποτελεσματικός απ’ ό,τι υπήρξε ο ίδιος. «Είμαι σχεδόν έτοιμος. Έχουμε τρεις διακοπές εγκυμοσύνης σήμερα. Δύο με ραντεβού και μία έκτακτη». Ο νέος άντρας ανταπέδωσε το χαμόγελο. Το υγρό στο ποτήρι του άφριζε. «Ποια είναι η έκτακτη;» «Μια Σομαλή από τις εργατικές κατοικίες στο Τάστρουπγκορ, μας την έστειλε ο Μπεντ Λίνγκσε. Κυοφορεί δίδυμα, αν θυμάμαι σωστά», είπε ο Χένρικσεν, ανασηκώνοντας για μια στιγμή τα φρύδια, προτού κατεβάσει μονορούφι το αφρίζον γιατρικό. Ο Καρλ-Γιόχαν ήταν καλός άνθρωπος, δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία. Τόσο για το κόμμα όσο και για το Σκοπό.

«Μήπως δεν αισθάνεσαι καλά σήμερα, Μπεάτε, χρυσή μου;» ρώτησε ο Κουρτ επιφυλακτικά, καθώς έμπαινε στο καθιστικό κρατώντας το δίσκο. Είχαν περάσει πάνω από δέκα χρόνια από τότε που έχασε τη δυνατότητα να μιλάει η Μπεάτε, όμως τουλάχιστον εξακολουθούσε να μπορεί να χαμογελάει. Παρότι είχε καταλήξει τρομερά αδύναμη και η ομορφιά της νιότης της την είχε εγκαταλείψει προ πολλού, ο Κουρτ δεν άντεχε στη σκέψη πως μια μέρα, πιθανότατα σήμερα, θα αναγκαζόταν να συνεχίσει τη ζωή του χωρίς εκείνη. «Μακάρι να ζήσουμε και οι δύο για να δούμε τη μέρα που η ευγνωμοσύνη του κόμματος για εσένα θα εκφραστεί από το βήμα του Κοινοβουλίου», μουρμούρισε, πιάνοντας την ελαφριά σαν πούπουλο παλάμη της. Έσκυψε το κεφάλι του και φίλησε το χέρι της τρυφερά, νιώθοντάς το να τρέμει μέσα στο δικό του. Ήταν το μόνο που χρειαζόταν να κάνει. «Ορίστε, αγάπη μου», είπε κι έφερε το φλιτζάνι στα χείλη της,

ΕΝΟΧΗ

43

αφού πρώτα φύσηξε την επιφάνεια του ροφήματος. «Ούτε πολύ ζεστό ούτε πολύ κρύο. Όπως ακριβώς σου αρέσει». Εκείνη σούφρωσε τα ρουφηγμένα χείλη της, τα χείλη που είχαν φιλήσει τον Κουρτ και τα δύο παιδιά τους με τόση στοργή όταν το είχαν περισσότερο ανάγκη, και ήπιε το υγρό αργά και αθόρυβα. Τα μάτια της φανέρωναν πως ο καφές ήταν καλός. Εκείνα τα μάτια που τόσα πολλά είχαν δει και μέσα στα οποία το δικό του βλέμμα είχε βρει παρηγοριά, στις σπάνιες περιπτώσεις που τον κατέτρωγαν οι αμφιβολίες. «Αργότερα μέσα στη μέρα, θα εμφανιστώ στην τηλεόραση, Μπεάτε. Μαζί με τον Λέμπεργκ και τον Κάσπερσεν. Θα προσπαθήσουν να μας κολλήσουν στον τοίχο, έτσι και τους δοθεί η ευκαιρία, όμως δε θα τα καταφέρουν. Σήμερα θα κερδίσουμε ψήφους και θα δρέψουμε τους καρπούς δεκαετιών σκληρής δουλειάς. Τις ψήφους πάρα πολλών ανθρώπων, Μπεάτε. Ανθρώπων που σκέφτονται όπως εμείς. Οι δημοσιογράφοι νομίζουν πως είμαστε τρία σταφιδιασμένα γερόντια», είπε, γελώντας πνιχτά, «κι αυτό είναι αλήθεια. Θα νομίζουν πως το μυαλό μας έχει λαπαδιάσει. Θα νομίζουν πως θα μας πιάσουν να λέμε ασυναρτησίες, να ξεφουρνίζουμε ανοησίες». Πέρασε την παλάμη του τρυφερά πάνω από τα μαλλιά της. «Θα ανοίξω την τηλεόραση για να μας παρακολουθήσεις».

Ο Γιάκομπ Ράμπεργκερ ήταν ένας ιδιαίτερα ικανός και καλά προετοιμασμένος δημοσιογράφος. Οτιδήποτε άλλο θα αποτελούσε ανοησία, μετά τη σκληρή κριτική που είχε ασκηθεί πρόσφατα σε βάρος τόσων ανούσιων τηλεοπτικών συνεντεύξεων. Ένας ευφυής δημοσιογράφος της τηλεόρασης φοβόταν τους τηλεθεατές του περισσότερο απ’ ό,τι τα αφεντικά του. Και ο Ράμπεργκερ ήταν συνάμα εύστροφος και ευέλικτος. Είχε φέρει σε δεινή θέση κορυφαίους

44

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

πολιτικούς στη διάρκεια ζωντανών εκπομπών, είχε κάνει αρχηγούς συνδικάτων να χάσουν τα λόγια τους, επικεφαλής συμμοριών μηχανόβιων να τον κοιτάζουν σαν χαμένοι, ανεύθυνους επιχειρηματίες και διάφορους κακοποιούς να μην ξέρουν τι να πουν. Για το λόγο αυτό, ο Κουρτ ήταν ενθουσιασμένος που θα τους έπαιρνε συνέντευξη ο Ράμπεργκερ, γιατί για πρώτη φορά, όσο απίθανο κι αν ακουγόταν, θα αποτύχαινε να κάνει με τα κρεμμυδάκια τους ανθρώπους που είχε απέναντί του, γεγονός το οποίο, το δίχως άλλο, θα κέντριζε την προσοχή του κόσμου στη μικρή Δανία. Ο Ράμπεργκερ και οι καλεσμένοι του στο στούντιο αντάλλαξαν ευγενικές χειραψίες σε έναν προθάλαμο, όπου οι συνάδελφοι του δημοσιογράφου προετοίμαζαν τα θέματα με τα οποία θα ασχολούνταν στη συνέχεια, όμως αμέσως μόλις εκείνος άφησε τα χέρια των θυμάτων του, οι δύο πλευρές ετοιμάστηκαν για μια σύγκρουση μέχρις εσχάτων. «Κουρτ Βεντ, σύμφωνα με την αίτηση που καταθέσατε στο Υπουργείο Εσωτερικών, το Κόμμα Καθαρότητας έχει συγκεντρώσει πλέον τον προβλεπόμενο αριθμό υπογραφών προκειμένου να έχει δικαίωμα καθόδου στις επόμενες βουλευτικές εκλογές», ξεκίνησε την τοποθέτησή του ο Ράμπεργκερ, έπειτα από μια αβρή παρουσίαση του συνομιλητή του. «Αφού σας συγχαρώ, οφείλω ευθύς αμέσως να σας ρωτήσω τι πιστεύετε ότι μπορεί να προσφέρει το Κόμμα Καθαρότητας στο Δανό ψηφοφόρο, το οποίο αυτός δεν μπορεί να βρει στα υπάρχοντα πολιτικά κόμματα». «Είπατε “αυτός”, όμως η πλειοψηφία του εκλογικού σώματος αποτελείται από γυναίκες», απάντησε ο Κουρτ χαμογελώντας κι έγνεψε με το κεφάλι προς την κάμερα. «Θα απαντήσω στην ερώτησή σας με άλλη ερώτηση: Έχει ο Δανός ψηφοφόρος άλλη επιλογή πέρα από το να απορρίψει τα εδραιωμένα, παλιά κόμματα;» Ο δημοσιογράφος κάρφωσε το βλέμμα πάνω του. «Επιτρέψτε

ΕΝΟΧΗ

45

μου να πω ότι το Κόμμα Καθαρότητας δεν εκπροσωπείται, απ’ ό,τι βλέπω εδώ, από νέα άτομα, σωστά; Ο μέσος όρος ηλικίας είναι τα εβδομήντα ένα χρόνια, αν δεν απατώμαι, κι εσείς, δόκτωρ Βεντ, ανεβάζετε με τα ογδόντα οχτώ σας χρόνια αυτό τον αριθμό. Με το χέρι στην καρδιά, δε νομίζετε πως στη δική σας περίπτωση αργήσατε κάπου σαράντα με πενήντα χρόνια να επιδιώξετε να διαμορφώσετε τον τρόπο διαχείρισης των κοινών;» «Απ’ ό,τι θυμάμαι, η πλέον σημαντική μορφή της Δανίας με περνάει σχεδόν δέκα χρόνια», απάντησε ο Κουρτ. «Οι πάντες σε αυτή τη χώρα ψωνίζουν στα σούπερ μάρκετ του, ζεσταίνουν τα σπίτια τους με το φυσικό αέριο που αυτός εισάγει και αγοράζουν αγαθά τα οποία μεταφέρουν τα πλοία του. Όταν θα αποκτήσετε τα κότσια να καλέσετε αυτό τον έξοχο άνθρωπο στο στούντιό σας για να τον χλευάσετε πατώντας στην ηλικία του, τότε ευχαρίστως να καλέσετε ξανά κι εμένα και να μου υποβάλετε την ίδια ερώτηση». Ο δημοσιογράφος έγνεψε καταφατικά. «Αυτό που προσπαθώ να πω, πολύ απλά, είναι πως δύσκολα φαντάζεται κανείς το μέσο ψηφοφόρο να σκέφτεται πως θα τον εκπροσωπήσουν επαρκώς στο Κοινοβούλιο άνθρωποι που είναι τουλάχιστον μία ή και δύο γενιές μεγαλύτεροί του. Κανείς δεν αγοράζει ληγμένο γάλα, έτσι δεν είναι;» «Αλλά και κανείς δεν αγοράζει άγουρα φρούτα, όπως οι πολιτικοί που μας κυβερνούν αυτή την εποχή. Προτείνω να αφήσουμε κατά μέρος τους διατροφικούς παραλληλισμούς, κύριε Ράμπεργκερ. Άλλωστε, κανείς από τους τρεις μας που βρισκόμαστε σήμερα εδώ δεν τρέφει την παραμικρή φιλοδοξία να θέσει υποψηφιότητα για το Κοινοβούλιο. Το πρόγραμμά μας αναφέρει ρητά και κατηγορηματικά ότι θα συγκαλέσουμε το πρώτο συνέδριο του κόμματος από τη στιγμή που θα συγκεντρωθεί ο απαραίτητος αριθμός ψήφων, και ότι οι υποψήφιοι για τις εκλογές θα αναδειχτούν μέσα από το συνέδριο αυτό».

46

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

«Μιας και περάσαμε στο θέμα του προγράμματος του κόμματος, ο βασικός άξονας μοιάζει να αφορά ηθικές νόρμες, απόψεις και ιδεολογίες που οδηγούν τη σκέψη πίσω, σε μια εποχή στην οποία οι περισσότεροι από εμάς δε θα θέλαμε επ’ ουδενί να επιστρέψουμε. Σε πολιτικά καθεστώτα τα οποία συστηματικά άσκησαν διώξεις σε μειονότητες και στους κοινωνικά αδύναμους: τους πνευματικά ασθενείς, τις μικρές εθνοτικές ομάδες, τους κοινωνικά περιθωριοποιημένους». «Μα αυτό είναι παντελώς αβάσιμο, δεν υφίσταται καμία απολύτως σύγκριση», παρενέβη ο Λέμπεργκ. «Αντιθέτως, το πρόγραμμά μας μιλάει για αξιολόγηση κάθε περίπτωσης ξεχωριστά και αυτόνομα, από μια υπεύθυνη και ανθρωπιστική οπτική γωνία, αποφεύγοντας την άκριτη ταύτιση καταστάσεων, έτσι ώστε να μην υπάρξουν γενικευμένες και συνολικές λύσεις. Για το λόγο αυτό, το σύνθημά μας είναι απλό: Αλλαγή για το Καλύτερο. Η αλλαγή αυτή έχει εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα απ’ ό,τι υπαινίσσεστε εσείς». Ο δημοσιογράφος χαμογέλασε. «Όλα αυτά ακούγονται όμορφα κι ωραία, όμως προϋποθέτουν ότι το κόμμα θα φτάσει στη σημείο να εξασφαλίσει την απαραίτητη επιρροή. Επιτρέψτε μου να συνεχίσω. Προσωπικά, δεν ισχυρίζομαι κάτι τέτοιο, όμως οι εφημερίδες κατακλύζονται από άρθρα τα οποία αφορούν την ιδεολογική πλατφόρμα του Κόμματος Καθαρότητας, και ο βασικός άξονας είναι πως η προφανέστερη σύγκριση έχει να κάνει με το είδος της ρατσιστικής ανθρωπολογίας η οποία χαρακτήριζε τα προγράμματα των Εθνικοσοσιαλιστών στη Γερμανία. Παρωχημένα δόγματα, βάσει των οποίων ο κόσμος περιγράφεται σαν να αποτελείται από γενετικά διαφορετικούς ανθρώπους, οι οποίοι βρίσκονται σε διαρκή σύγκρουση μεταξύ τους. Η αντίληψη για ανώτερες και κατώτερες φυλές, με την ανώτερη φυλή να...» «Με την ανώτερη φυλή να εξοντώνεται εφόσον αναμειχθεί με

ΕΝΟΧΗ

47

μια κατώτερη», τον διέκοψε ο Κάσπερσεν. «Έχω την αίσθηση πως τόσο εσείς όσο και οι εφημερίδες αναζητείτε πληροφορίες στο διαδίκτυο σχετικά με το ναζισμό, κύριε Ράμπεργκερ», συνέχισε. «Όμως το κόμμα μας δεν εγκρίνει τις διακρίσεις, την αδικία ή την απανθρωπιά, όπως έκαναν οι Ναζί και εξακολουθούν να κάνουν τα ιδεολογικά συγγενή τους κόμματα. Απλώς δηλώνουμε ότι δε θα έπρεπε να παρατείνεται η ζωή σε περιπτώσεις όπου δεν υφίσταται η παραμικρή πιθανότητα να αποκτήσει μια κάποια αξιοπρέπεια. Πρέπει να υπάρχει κάποιο όριο στον εξαναγκασμό που υφίστανται γιατροί και απλοί πολίτες από τις Αρχές. Ένα όριο στην ταλαιπωρία που επιβάλλεται στις οικογένειες, καθώς και στο κόστος που καλείται να καλύψει η κοινωνία, μόνο και μόνο επειδή οι πολιτικοί μας εννοούν να παρεμβαίνουν στα πάντα, χωρίς να αντιλαμβάνονται τις συνέπειες των παρεμβάσεών τους». Ο διάλογος που ακολούθησε ήταν μακρύς, και στη συνέχεια πέρασαν στο στούντιο τηλεφωνήματα από τους τηλεθεατές, οι οποίοι έθεσαν πλήθος θεμάτων: την υποχρεωτική στείρωση των εγκληματιών, καθώς κι εκείνων που λόγω ψυχικών ασθενειών ή χαμηλής ευφυΐας αδυνατούν να φροντίζουν τους απογόνους τους· κοινωνικά μέτρα για την αφαίρεση μεγάλου αριθμού προνομίων από οικογένειες με πολλά παιδιά· ποινικοποίηση της προσφυγής στις υπηρεσίες των ιερόδουλων· κλείσιμο των εθνικών συνόρων· άρνηση χορήγησης άδειας εισόδου στη χώρα σε αμόρφωτους μετανάστες, καθώς και πολλά άλλα. Η συζήτηση ήταν τεταμένη. Πολλοί τηλεθεατές ακούγονταν εξαγριωμένοι, όμως εξίσου πολλοί επικροτούσαν τις απόψεις που διατυπώνονταν. Η εκπομπή αποδείχτηκε, πράγματι, επωφελής άσκηση για το κόμμα. «Οι αυριανοί υπεύθυνοι για τη λήψη των σχετικών αποφά-

48

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

σεων θα είναι άνθρωποι που θα διαθέτουν τη δική μας δύναμη και τις δικές μας πεποιθήσεις», είπε ο Κάσπερσεν στο δρόμο της επιστροφής. «Τίποτα δεν παραμένει αμετάβλητο», σχολίασε ο Λέμπεργκ. «Ας ελπίσουμε ότι κάναμε εντύπωση σε κάποιους σήμερα». «Αυτό είναι το μόνο βέβαιο». Ο Κάσπερσεν γέλασε. «Εσύ ειδικά, Κουρτ, σίγουρα έκανες εντύπωση». Ο Κουρτ ήξερε τι εννοούσε ο Κάσπερσεν. Ο δημοσιογράφος τον είχε ρωτήσει αν ίσχυε πως είχε βρεθεί αντιμέτωπος με τις Αρχές σε διάφορες περιπτώσεις στην πορεία των χρόνων. Η ερώτηση τον είχε εκνευρίσει, αν και δεν το έδειξε. Αντιθέτως, απάντησε πως, αν ένας γιατρός που διέθετε δυο ικανά χέρια κι ένα καλό μυαλό δεν ερχόταν σε κάποια στιγμή της σταδιοδρομίας του αντιμέτωπος με τις θεμελιώδεις ηθικές αρχές, τότε δεν ήταν άξιος του ρόλου του ως πιστού υπηρέτη του Θεού. Ο Λέμπεργκ χαμογέλασε. «Ο Ράμπεργκερ πρέπει να το βούλωσε για ένα λεπτό, τουλάχιστον». Ο Κουρτ δεν ανταπέδωσε το χαμόγελο. «Η απάντηση που έδωσα ήταν ανόητη. Ήμουν τυχερός που δεν επέμεινε περισσότερο στο θέμα αυτό. Πρέπει να βρισκόμαστε διαρκώς σε επιφυλακή, δεν ξέρουμε τι είναι ικανοί να ξεθάψουν. Με ακούτε; Έτσι και τους προσφέρουμε το παραμικρό ψίχουλο, οι δημοσιογράφοι θα κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να μας τσακίσουν. Δεν πρέπει να περιμένουμε πως θα έχουμε φίλους έξω από τις τάξεις μας. Η παρούσα κατάσταση είναι ακριβώς η ίδια για εμάς όπως ήταν για το Κόμμα της Ανατροπής και το Κόμμα της Δανίας, όταν κανείς δεν τους απέδιδε σημασία. Το μόνο που μπορούμε να ελπίζουμε είναι οι δημοσιογράφοι και οι πολιτικοί να μας αφήσουν τα ίδια περιθώρια προκειμένου να εδραιωθούμε, όπως έκαναν και σ’ εκείνες τις περιπτώσεις». Ο Κάσπερσεν συνοφρυώθηκε. «Δε βλέπω να τα καταφέρνου-

ΕΝΟΧΗ

49

με στις επόμενες εκλογές, όμως δε θα σταματήσουμε μπροστά σε τίποτα μέχρι να τα καταφέρουμε. Γνωρίζετε και οι δύο τη θέση μου στο ζήτημα αυτό. Ακόμα κι αν σημαίνει πως θα θυσιάσουμε την αφοσίωσή μας στο Σκοπό, αξίζει τον κόπο». Ο Κουρτ έμεινε να τον παρατηρεί. Κάθε ομάδα είχε τον Ιούδα της. Ο Κάσπερσεν ήταν γνωστός ως δικηγόρος, καθώς και από τη συμμετοχή του στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, οπότε με την οργανωτική εμπειρία που διέθετε, σαφώς είχε θέση ανάμεσά τους. Όμως τη μέρα που θα άρχιζε να μετράει τα αργύριά του, ήταν τελειωμένος. Ο ίδιος θα φρόντιζε γι’ αυτό. Κανείς δεν παρενέβαινε στο έργο του Σκοπού χωρίς τη ρητή συγκατάθεσή του.

Η Μπεάτε καθόταν μπροστά στην τηλεόραση, εκεί ακριβώς όπου την είχε αφήσει φεύγοντας. Το μόνο που είχε να κάνει η οικιακή βοηθός ήταν να την αλλάξει και να φροντίσει ώστε να έχει κάτι να πιει. Κοντοστάθηκε για μια στιγμή και την παρατήρησε από κάποια απόσταση. Ο τρόπος που έπεφτε πάνω της το φως από τον κρυστάλλινο πολυέλαιο την έκανε να μοιάζει λες κι είχε πασπαλίσει τα μαλλιά της με διαμάντια. Η έκφραση του προσώπου της είχε κάτι το αιθέριο, όπως την πρώτη φορά που είχε χορέψει για χάρη του. Ίσως να ονειρευόταν τα παλιά χρόνια, τότε που η ζωή απλωνόταν μπροστά της. «Παρακολούθησες τη συνέντευξη, άγγελέ μου;» τη ρώτησε με σιγανή φωνή, καθώς δεν ήθελε να την τρομάξει. Η Μπεάτε χαμογέλασε φευγαλέα, αν και το βλέμμα της εξακολουθούσε να δείχνει απόμακρο. Εκείνος ήξερε πως οι στιγμές της διαύγειας ήταν λιγοστές. Πως η εγκεφαλική αιμορραγία είχε μπει σαν σφήνα ανάμεσα στην ψυχή της Μπεάτε και τη ζωή που

50

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

την περιτριγύριζε. Κι όμως, διαισθανόταν πως εκείνη μπορεί και να είχε καταλάβει κάποια λίγα πράγματα. «Θα σε βάλω να ξαπλώσεις τώρα. Είναι περασμένη η ώρα». Πήρε το αδύναμο κορμί της στα χέρια του. Όταν ήταν νέοι και οι δυο τους, τη σήκωνε λες και ήταν χιονονιφάδα. Έπειτα ήρθαν τα χρόνια που η δύναμή του δε βαστούσε το βάρος της ώριμης γυναίκας. Όμως τώρα μπορούσε και πάλι να τη σηκώνει σαν να μη ζύγιζε τίποτα. Αναρωτήθηκε αν αυτό έπρεπε να του προκαλεί χαρά, όμως δεν μπορούσε να χαρεί, κι όταν την ξάπλωσε στο κρεβάτι, έτρεμε. Πόσο γρήγορα έκλεισε τα μάτια της τώρα. Σχεδόν πριν καν ακουμπήσει το μαξιλάρι. «Το βλέπω, αγάπη μου. Η ζωή αποτραβιέται. Σύντομα θα έρθει και η σειρά μας». Όταν επέστρεψε στο καθιστικό, έκλεισε την τηλεόραση, πήγε στο παλιακό ντουλάπι κι έβαλε να πιει ένα μπράντι. «Σε δέκα χρόνια θα ζω ακόμα, Μπεάτε, το υπόσχομαι», μονολόγησε. «Προτού ανταμώσουμε και πάλι, όλα τα όνειρά μας θα έχουν πραγματοποιηθεί». Έγνεψε καταφατικά και άδειασε το ποτήρι του μονορούφι. «Και κανένας δε πρόκειται να μας εμποδίσει, αγάπη μου. Κανένας».

3

Νοέμβριος 1985

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΠΡΑΓΜΑ που κατέγραψε ήταν το ξένο αντικείμενο μέ-

σα στη μύτη της. Αυτό, και τις φωνές από πάνω της. Φωνές σιγανές, αλλά με εξουσία. Ευγενικές και μετρημένες. Πίσω από τα κλειστά βλέφαρά της, τα μάτια της γύρισαν προς

ΕΝΟΧΗ

51

τα πάνω, λες και αναζητούσαν ένα μέρος όπου θα έβρισκαν μεγαλύτερη συναίσθηση. Ύστερα παραδόθηκε και πάλι στην απώλεια των αισθήσεων, καθώς τυλιγόταν στο σκοτάδι και στην ηρεμία της αναπνοής της, σε εικόνες ενός ευτυχισμένου καλοκαιριού και των ξένοιαστων παιχνιδιών του. Και τότε, ο πόνος χτύπησε δυνατά, από τη μέση της σπονδυλικής της και κάτω. Ένας σπασμός τίναξε προς τα πίσω το κεφάλι της και τα πάντα στο κάτω μισό του σώματός της συσπάστηκαν σε ένα παρατεταμένο, αγωνιώδες σφίξιμο. «Να της δώσουμε πέντε μονάδες ακόμα», είπε μια φωνή, προτού χαθεί σε μια ομιχλώδη απόσταση, αφήνοντάς τη στο ίδιο κενό με πριν.

Η Νέτε αγαπήθηκε από τη στιγμή που ήρθε στον κόσμο. Ήταν το στερνοπαίδι στην οικογένεια και το μοναδικό κορίτσι ανάμεσα σε ένα σμάρι αδερφών που, παρά τα λιγοστά μέσα που διέθεταν, ποτέ δεν ένιωσαν ότι στερούνται κάτι. Τα χέρια της μητέρας της ήταν γερά και ικανά. Χέρια που χάιδευαν στοργικά και φρόντιζαν τις δουλειές του σπιτιού, και η Νέτε εξελίχτηκε σε αντανάκλασή της. Με καρό φούστα και μια λάμψη στο βλέμμα, σκάλιζε όλα όσα συνέβαιναν στο μικρό σπιτικό τους. Όταν ήταν τεσσάρων χρόνων, ο πατέρας της έφερε έναν επιβήτορα στην αυλή και χαμογέλασε, καθώς ο μεγαλύτερος αδερφός της οδηγούσε τη φοράδα προς το μέρος του. Τα δίδυμα αγόρια βάλθηκαν να χαχανίζουν μόλις το μακρύ μόριο του επιβήτορα άρχισε να πάλλεται κάτω από την κοιλιά του, και η Νέτε αποτραβήχτηκε καθώς το πελώριο άλογο καβαλούσε τη γλυκιά τους Μόλι και καρφωνόταν μέσα της.

52

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Της ήρθε να βάλει της φωνές, να σταματήσει αυτό που συνέβαινε, όμως ο πατέρας της χαμογέλασε φαφούτικα και είπε πως σύντομα θα είχαν ένα ακόμα ζώο για τις δουλειές, και τα πράγματα θα ήταν καλύτερα έτσι. Αργότερα, η Νέτε συνειδητοποίησε πως η ζωή συχνά ξεκινάει εξίσου ξαφνικά όσο μπορεί να τελειώσει, και η τέχνη είναι να κάνεις ό,τι καλύτερο μπορείς προκειμένου να απολαύσεις το ενδιάμεσο. «Έζησε μια καλή ζωή», έλεγε πάντοτε ο πατέρας της, όταν έφερνε το μαχαίρι του πάνω στο λαιμό ενός γουρουνιού που χτυπιόταν. Το ίδιο είπε και για τη μητέρα της Νέτε όταν αυτή κειτόταν στο φέρετρό της, σε ηλικία μόλις τριάντα οχτώ χρόνων. Τα λόγια εκείνα βάραιναν στη σκέψη της Νέτε μόλις ανέκτησε τις αισθήσεις της στο κρεβάτι του νοσοκομείου και κοίταξε ολόγυρά της στο σκοτάδι, αλαφιασμένη. Φωτάκια που αναβόσβηναν και διάφορα μηχανήματα την περιτριγύριζαν. Δεν αναγνώριζε τίποτα. Τότε, έστριψε το σώμα της. Αν και ελάχιστα, το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό. Το κεφάλι της τινάχτηκε προς τα πίσω και οι πνεύμονές της διογκώθηκαν ξαφνικά από τον αέρα που έκανε το λάρυγγά της να εκραγεί. Δεν αντιλαμβανόταν πως οι κραυγές ήταν δικές της, καθώς ο πόνος στα πόδια της καθιστούσε καθετί άλλο ασήμαντο. Όμως οι κραυγές γέμιζαν το χώρο. Μια πόρτα άνοιξε διάπλατα και φως κατέκλυσε τα πάντα, αναβοσβήνοντας σαν χαλασμένη λάμπα φθορισμού, ενώ αποφασιστικά χέρια έπιασαν δουλειά πάνω στο κορμί της. «Ηρέμησε, Νέτε», είπε μια φωνή, και ύστερα ακολούθησε η ένεση, μαζί με καθησυχαστικά λόγια, μόνο που αυτή τη φορά εκείνη δεν υπέκυψε στον ύπνο. «Πού βρίσκομαι;» ρώτησε, καθώς το κάτω σώμα της αφηνό-

ΕΝΟΧΗ

53

ταν στην αίσθηση της ζεστασιάς, που την ένιωθε σχεδόν σαν μούδιασμα. «Βρίσκεσαι στο νοσοκομείο του Νίκαμπινγκ Φάλσταρ, Νέτε. Και είσαι σε καλά χέρια». Φευγαλέα, είδε τη νοσοκόμα να στρέφει το κεφάλι προς τη συνάδελφό της και να ανασηκώνει τα φρύδια. Τότε θυμήθηκε τι είχε συμβεί.

Αφαίρεσαν το σωληνάκι του οξυγόνου από τα ρουθούνια της και βούρτσισαν τα μαλλιά της προς τα πίσω. Λες και την ετοίμαζαν για να ακούσει την ετυμηγορία: πως η ζωή της είχε τελειώσει. Τρεις γιατροί έστεκαν στα πόδια του κρεβατιού, όταν ο επικεφαλής τής ανακοίνωσε τα νέα, με τα γκρίζα μάτια του να φωλιάζουν κάτω από τα περιποιημένα φρύδια του. «Ο σύζυγός σας σκοτώθηκε ακαριαία, κυρία Ρόζεν», ήταν τα πρώτα λόγια που βγήκαν από τα χείλη του. Το «λυπούμαστε ειλικρινά» ακολούθησε έπειτα από μια μακρά παύση. Προείχε να μπουν τα γεγονότα στη σωστή σειρά. Μάλλον ο Αντρέας Ρόζεν σκοτώθηκε από τον κινητήρα, ο οποίος εμβόλισε τη θέση του οδηγού κατά την πρόσκρουση. Αντί να ασχοληθούν μαζί του, επειδή προφανώς ήταν αδύνατο να τον βοηθήσουν, οι διασώστες είχαν εστιάσει στο να απομακρύνουν τη Νέτε από το αυτοκίνητο, και η δουλειά που έκαναν αποδείχτηκε υποδειγματική. Ο γιατρός τόνισε αυτή την τελευταία λέξη, σαν να έπρεπε η Νέτε να χαμογελάσει όταν την άκουσε. «Καταφέραμε να σώσουμε τα πόδια σου, Νέτε. Κατά πάσα πιθανότητα, θα βαδίζεις κουτσαίνοντας, όμως αυτό είναι απείρως καλύτερο από την εναλλακτική λύση». Κάπου εκεί, η Νέτε έπαψε να ακούει.

54

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Ο Αντρέας ήταν νεκρός. Νεκρός, χωρίς η ίδια να έχει πάει να τον συναντήσει στην άλλη πλευρά, και τώρα θα έπρεπε να συνεχίσει να ζει χωρίς εκείνον. Χωρίς το μοναδικό άνθρωπο που αγάπησε απόλυτα. Το μοναδικό άνθρωπο που είχε καταφέρει να την κάνει να αισθάνεται πλήρης. Και τώρα, τον είχε σκοτώσει. «Την παίρνει ο ύπνος», σχολίασε ένας από τους άλλους γιατρούς, όμως δεν ήταν αλήθεια. Απλώς κλεινόταν στον εαυτό της, εκεί όπου η απόγνωση, το αίσθημα της ήττας και όλοι οι λόγοι πίσω από αυτά γίνονταν ένα, ενώ το πρόσωπο του Κουρτ Βεντ ξεπρόβαλλε λαμπερό σαν τις φλόγες της Κόλασης. Αν δεν ήταν εκείνος, τα πάντα στη ζωή της θα είχαν εξελιχτεί διαφορετικά. Ο Κουρτ Βεντ και οι άλλοι. Η Νέτε συγκράτησε τις κραυγές και τα δάκρυα που κανονικά έπρεπε να είχε αφήσει ελεύθερα να ξεσπάσουν, και υποσχέθηκε στον εαυτό της πως, προτού φύγει από τη ζωή, όλοι αυτοί θα πλήρωναν για όσα τής είχαν στερήσει. Άκουσε τα βήματα των γιατρών καθώς έφευγαν από το δωμάτιο για να συνεχίσουν το επισκεπτήριό τους. Την είχαν κιόλας ξεχάσει, η προσοχή τους είχε στραφεί ήδη σε άλλους.

Μετά την κηδεία της μητέρας της Νέτε, ο τόνος στο σπίτι έγινε πιο τραχύς. Η Νέτε ήταν πέντε χρόνων και μάθαινε γρήγορα. Ο λόγος του Θεού ανήκε στις Κυριακές, έλεγε ο πατέρας της. Κι έτσι, η Νέτε απέκτησε ένα λεξιλόγιο που άλλα κορίτσια γνώριζαν πολύ αργότερα στη ζωή τους. Οι συνεργάτες των Ναζί στο Όδενσε, που εργάζονταν για λογαριασμό των κατοχικών δυνάμεων, επισκευάζοντας τον εξοπλισμό τους, ήταν «σιχαμερά, σκατιάρικα γουρούνια», και όσοι τους υπέθαλπαν, «καταραμένα καθάρματα».

ΕΝΟΧΗ

55

Στο σπίτι τους, πλέον τα σύκα τα έλεγαν «σύκα» και το «γαμώτο» ήταν μια λέξη όπως όλες οι άλλες. Αν κάποιοι ήθελαν να μιλήσουν με το «σεις» και με το «σας», ας πήγαιναν αλλού. Την πρώτη μέρα στο σχολείο, η Νέτε διαπίστωσε πώς ένιωθε κανείς όταν έτρωγε ένα χαστούκι στο πρόσωπο. Εξήντα μαθητές ήταν στοιχισμένοι σε γραμμές στο προαύλιο, κι εκείνη στεκόταν μπροστά. «Δεν έχω ξαναδεί τόσα παιδιά, ρε γαμώτο!» αναφώνησε δυνατά, προκαλώντας έτσι την άσβεστη οργή και απέχθεια της διευθύντριας, που της έριξε μια ξεγυρισμένη σφαλιάρα με τη δεξιά της παλάμη. Αργότερα, οπότε το κοκκίνισμα στο μάγουλό της έγινε μώλωπας, περιέγραψε, με την ενθάρρυνση δύο αγοριών στην ηλικία του χρίσματος, πώς τα μεγαλύτερα αδέρφια της είχαν πει ότι τα αγόρια μπορούσαν να παίζουν τα «πουλιά» τους και να τα κάνουν να πιτσιλάνε. Το ίδιο βράδυ βρέθηκε στο καθιστικό, προσπαθώντας να εξηγήσει στον πατέρα της γιατί είχε αποκτήσει εκείνα τα σημάδια στο πρόσωπό της. «Δεν μπορεί, το άξιζες», της είπε εκείνος, κι αυτό ήταν το τέλος της συζήτησης. Ήταν στο πόδι από τις τρεις το πρωί και τώρα αισθανόταν κουρασμένος. Χαράματα σηκωνόταν, από τη στιγμή που ο μεγαλύτερος γιος είχε βρει θέση μαθητευόμενου στο Μπίρκελσε και οι δίδυμοι είχαν πιάσει δουλειά σε ένα αλιευτικό σκάφος, ψηλά στο Χβίντε Σέντε. Στην πορεία, τα παράπονα του σχολείου σχετικά με τη συμπεριφορά της Νέτε καταγράφονταν σποραδικά, αν και ο πατέρας της ποτέ δεν τα έλαβε σοβαρά υπόψη του. Και η μικρούλα Νέτε δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί οι άλλοι αντιδρούσαν έτσι.

56

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Μία εβδομάδα μετά το δυστύχημα, κάποια από τις νεαρές νοσοκόμες ήρθε στο πλευρό της και τη ρώτησε αν θα ήθελε να ειδοποιήσουν τους δικούς της. «Νομίζω πως είστε η μοναδική σε ολόκληρο το θάλαμο που δεν έχει επισκέπτες», της είπε. Κατά πάσα πιθανότητα, σκοπός του σχολίου ήταν να την κάνει να βγει από το καβούκι της σιωπής μέσα στο οποίο είχε χωθεί, αλλά αυτό που πέτυχε ήταν να την κάνει να χωθεί ακόμα περισσότερο. «Όχι, δεν υπάρχει κανείς», απάντησε η Νέτε και στη συνέχεια ζήτησε να μείνει μόνη της. Το ίδιο βράδυ, ένας νεαρός δικηγόρος από το Μάριμπο ήρθε για να την ενημερώσει πως ήταν ο διαχειριστής της περιουσίας του συζύγου της και ότι σύντομα θα χρειαζόταν ορισμένες υπογραφές εκ μέρους της, προκειμένου να δρομολογηθούν κάποιες νομικές διαδικασίες. Για τα τραύματά της δεν έκανε το παραμικρό σχόλιο. «Σκέφτηκες αν θα συνεχίσεις την επιχείρηση του συζύγου σου, Νέτε;» τη ρώτησε, λες κι επρόκειτο για ένα θέμα το οποίο είχε ήδη συζητηθεί. Η Νέτε έγνεψε αρνητικά με το κεφάλι. Πώς ήταν δυνατό να σκέφτηκε κάτι τέτοιο ο δικηγόρος; Εκείνη ήταν βοηθός εργαστηρίου. Είχε γνωρίσει το σύζυγό της την εποχή που εργαζόταν στην εταιρεία του με αυτήν ακριβώς την ιδιότητα. Το θέμα έμεινε εκεί. «Θα μπορέσεις να έρθεις στην κηδεία αύριο;» ξαναρώτησε ο δικηγόρος. Η Νέτε δάγκωσε το κάτω χείλος της. Ένιωσε την ανάσα της να κόβεται και να συμπαρασύρει τη λέξη που πήγε να αρθρώσει. Το φως στο ταβάνι ξαφνικά φάνταζε υπερβολικά δυνατό. «Την κηδεία;» επανέλαβε. Οι δύο αυτές λέξεις ήταν ό,τι περισσότερο μπόρεσε να πει.

ΕΝΟΧΗ

57

«Ναι. Η αδερφή του συζύγου σου, η Τίνα, κανόνισε τα διαδικαστικά, σε συνεργασία με το δικηγορικό γραφείο μας. Οι επιθυμίες του συζύγου σου μας ήταν ήδη γνωστές: η κηδεία θα γίνει στην εκκλησία του Στόκεμαρκε, αύριο στη μία. Εκείνος είχε ζητήσει να είναι μια διακριτική τελετή, κι έτσι θα παρίστανται μόνο οι πιο στενοί συγγενείς». Η Νέτε δεν άντεξε να ακούσει τίποτε άλλο.

4

Νοέμβριος 2010

ΤΟ ΚΑΙΝΟΥΡΙΟ ΤΗΛΕΦΩΝΟ στο γραφείο του Άσαντ ήταν περίπτω-

ση. Θύμιζε σε εκκωφαντικό βαθμό καμπάνες της Βοημίας που χτυπούσαν, κι αν δε βρισκόταν εκεί ο Άσαντ να το σηκώσει, ο σαματάς κρατούσε για ώρα, μέχρι να πάψει κάποια στιγμή. Δύο φορές τού είχε ζητήσει ο Καρλ να ξεφορτωθεί αυτό το εξοργιστικό κατασκεύασμα, όμως ο Άσαντ ισχυριζόταν πως το τηλέφωνο που είχε πριν ήταν ελαττωματικό και, αφού αυτό τούς βρισκόταν εν πάση περιπτώσει, δεν υπήρχε λόγος να μην το χρησιμοποιήσει. Οι χειρότεροι εχθροί του ανθρώπου κρύβονται ανάμεσα στους φίλους του, σκέφτηκε ο Καρλ, όταν το τηλέφωνο του έκοψε τα ήπατα για μία ακόμα φορά, προκαλώντας του ένα τίναγμα που διέτρεξε το σώμα του, αναγκάζοντας τα πόδια του να εγκαταλείψουν για λίγο το σημείο όπου ξεκουράζονταν, στο ανοιγμένο κάτω συρτάρι του γραφείου του. «Νόμιζα πως σου είπα να το πετάξεις αυτό το ρημάδι!» γκάριξε, καθώς το μουρμουρητό της φωνής του Άσαντ έφτανε στ’ αφτιά του από την απέναντι πλευρά του διαδρόμου. «Δε με άκουσες;» ρώτησε, όταν το στρογγυλό, κακοπαθημένο από τη γρίπη, πρόσωπο του βοηθού του ξεπρόβαλε στο άνοιγμα της πόρτας.

58

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Ο Άσαντ δεν απάντησε. Ίσως η άβολη ερώτηση που του έκανε ο προϊστάμενός του να είχε προκαλέσει βούλωμα στ’ αφτιά του. «Ήταν ο Μπακ στο τηλέφωνο», προτίμησε να πει. «Λέει πως βρίσκεται στην Έσκιλσγκεδε, έξω από το υπόγειο διαμέρισμα όπου ζει ο Λιθουανός που επιτέθηκε στην αδερφή του». «Τι πράγμα; Ο Μπέργκε Μπακ; Ελπίζω να του έκλεισες το τηλέφωνο χωρίς δεύτερη κουβέντα, Άσαντ». «Μπα, όχι, πρόλαβε κι έκλεισε εκείνος. Πρώτα, όμως, είπε πως αν δεν πάμε από εκεί, τα πράγματα θα εξελιχτούν άσχημα για εσένα, Καρλ». «Για εμένα; Και τότε, γιατί τηλεφώνησε σ’ εσένα;» Ο Άσαντ ανασήκωσε τους ώμους. «Ήμουν εδώ χτες τη νύχτα, όταν κατέβηκε και άφησε το φάκελο στο γραφείο της Ρόζε. Η αδερφή του δέχτηκε επίθεση, το ξέρεις αυτό, σωστά;» «Τι μου λες!» «Μου είπε πως ήξερε ποιος το έκανε, κι εγώ του είπα πως στη θέση του δε θα καθόμουν έτσι, χωρίς να κάνω κάτι». Ο Καρλ κοίταξε τα θολά, σκούρα μάτια του βοηθού του. Καλά, τι κουβαλούσε μέσα σ’ εκείνο το κεφάλι; Μαλλί καμήλας; «Για όνομα του Θεού, Άσαντ! Δεν ανήκει πλέον στην υπηρεσία. Σε αυτή τη χώρα, μια τέτοια συμπεριφορά την ονομάζουμε αυτοδικία. Και αποτελεί κακούργημα. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει δωρεάν διαμονή και σίτιση στο κατάλυμα της Αυτής Μεγαλειότητος. Κι όταν σε αφήσουν να βγεις, δεν υπάρχει τίποτα να σε περιμένει. Αντιός, αμίγκο». «Δε γνωρίζω αυτό το κατάλυμα που λες, Καρλ. Και πώς σου ήρθε να πεις για φαγητό τώρα; Μπουκιά δεν κατεβαίνει, έτσι ­κρύος που είμαι». Ο Καρλ κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι. «Κρυωμένος είσαι, Άσαντ. Η σωστή λέξη είναι κρυωμένος». Τι έγινε, η γρίπη επηρέασε και το λεξιλόγιό του;

ΕΝΟΧΗ

59

Άπλωσε το χέρι στο τηλέφωνο και πάτησε το εσωτερικό του διοικητή του Τμήματος Ανθρωποκτονιών, οπότε διαπίστωσε πως κι εκείνος ήταν αντίστοιχα μπουκωμένος. «Καλά, εντάξει», είπε, μόλις τον ενημέρωσε ο Καρλ για το τηλεφώνημα του Μπακ. «Πέρασε κι από το γραφείο μου, στις οχτώ το πρωί. Ήθελε να επιστρέψει στην παλιά του θέση. Μισό λεπ...» Ο Καρλ μέτρησε οχτώ φτερνίσματα, το ένα μετά το άλλο, προτού καταφέρει ο φουκαράς ο Γιάκομπσεν να ξαναμιλήσει στο τηλέφωνο. Μία ακόμα μολυσμένη περιοχή την οποία θα φρόντιζε να αποφύγει ο Καρλ. «Το θέμα είναι πως ο Μπακ μάλλον έχει δίκιο. Αυτός ο Λιθουανός, ένας τύπος ονόματι Λίνας Βερσλόβας, έχει ήδη μια καταδίκη για ανάλογη επίθεση στο Βίλνιους, και δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως τα εισοδήματά του προέρχονται από την πορνεία. Δυστυχώς, δεν μπορούμε να το αποδείξουμε ακόμα», συνέχισε ο διοικητής. «Εντάξει. Εγώ άκουσα στον υπηρεσιακό ασύρματο πως η γυναίκα λέει ότι δεν είναι σε θέση να αναγνωρίσει ποιος της επιτέθηκε, όμως φαντάζομαι πως μπορούμε να υποθέσουμε ότι το είπε στον αδερφό της». «Κοίτα, αυτός ορκίζεται πως δεν του είπε λέξη. Το θέμα, όμως, είναι πως η αδερφή είχε και παλιότερα προβλήματα με αυτό τον Βερσλόβας, κι ο Μπακ το ήξερε σίγουρα». «Και τώρα, ο συνταξιούχος Μπέργκε Μπακ γυροφέρνει στο Βέστερμπρο και υποδύεται τον αστυνομικό». Νέος καταιγισμός φτερνισμάτων από την άλλη άκρη της γραμμής. «Ίσως θα ήταν καλύτερα αν πεταγόσουν έως εκεί, μπας και τον λογικέψεις, Καρλ. Αυτό, τουλάχιστον, το οφείλουμε σε έναν παλιό συνάδελφο». «Σοβαρά;» του πέταξε ο Καρλ, όμως ο Γιάκομπσεν είχε τερμα-

60

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

τίσει ήδη την κλήση. Ακόμα και ο διοικητής του Τμήματος Ανθρωποκτονιών δεν μπορούσε να αντισταθεί στη ρινική συμφόρηση. «Τι κάνουμε τώρα, Καρλ;» ρώτησε ο Άσαντ, λες και δεν είχε καταλάβει τη συνέχεια. Στεκόταν ήδη εκεί, χωμένος μέσα στο παμπάλαιο μπουφάν του. «Είπα στη Ρόζε πως θα λείψουμε για μερικές ώρες, όμως δε νομίζω πως με άκουσε. Το μόνο που έχει στο μυαλό της είναι αυτή η Ρίτα Νίλσεν». Αστείος τύπος ο Άσαντ. Πώς μπορούσε έστω και να το σκέφτεται ότι θα έβγαινε έξω μια τόσο υγρή μέρα του Νοεμβρίου, στην κατάσταση που βρισκόταν; Μήπως είχαν κάποιο θέμα τα γονίδιά του; Μήπως η άμμος της ερήμου είχε προξενήσει ανήκεστο βλάβη στις αισθήσεις του; Ο Καρλ αναστέναξε και πήρε το παλτό του από την καρέκλα. «Ένα πράγμα θέλω να μου πεις μόνο», είπε, καθώς ανέβαιναν ανόρεχτα τις σκάλες. «Πώς και ήσουν εδώ τόσο νωρίς σήμερα το πρωί; Από τις τέσσερις, όπως μου κελάηδησε ένα πουλάκι». Ο Καρλ περίμενε να ακούσει κάποια απλή δικαιολογία, για παράδειγμα: «Μιλούσα μέσω Skype με το θείο μου. Είναι η ώρα που τον βολεύει καλύτερα». Αντιθέτως, βρέθηκε αντιμέτωπος με δυο μάτια που τον κοίταζαν ικετευτικά, λες και θα τον υπέβαλλε σε κάθε λογής μαρτύριο. «Δεν έχει σημασία, Καρλ», είπε ο Άσαντ, όμως ο Καρλ δεν ήταν τύπος που άφηνε τα πράγματα να περάσουν στο ντούκου. Το «δεν έχει σημασία» ήταν η πατάτα που ξεφούρνιζαν οι άνθρωποι όταν ένα θέμα είχε και παραείχε σημασία. Μαζί με κάτι εκφράσεις όλο ζωηράδα, όπως «βεβαίως!» και «τέλεια!», που αρκούσαν και με το παραπάνω για να χαλάσουν τη διάθεση του Καρλ. «Αν σε ενδιαφέρει να βελτιώσεις το επίπεδο των μελλοντικών διαλόγων μας, Άσαντ, προτείνω να τεντώσεις τα αφτιά σου. Όταν σε ρωτάω κάτι, πάντοτε έχει σημασία». «Τι πράγμα να κάνω τα αφτιά μου, Καρλ;»

ΕΝΟΧΗ

61

«Άσε τα σάπια κι απάντησέ μου, Άσαντ», του είπε ο Καρλ εκνευρισμένος, καθώς φορούσε το παλτό του. «Τι γύρευες εδώ πέρα τόσο νωρίς σήμερα το πρωί; Έχει κάποια σχέση με την οικογένειά σου;» «Ναι, έχει». «Άκουσε, Άσαντ. Αν έχεις θέματα με τη γυναίκα σου, εμένα λόγος δε μου πέφτει. Κι αν έρχεσαι εδώ πέρα για να μιλήσεις με το θείο σου, ή ό,τι σου είναι ο τύπος που σ’ έχω δει να του μιλάς μέσω Skype, δεν υπάρχει λόγος να κατεβαίνεις εδώ κάτω από τα άγρια χαράματα, εντάξει; Υπολογιστή δεν έχεις στο σπίτι σου γι’ αυτές τις δουλειές;» «Ποια είναι άγρια;» Το μπράτσο του Καρλ σκάλωσε στο μανίκι του παλτού του. «Για όνομα, Άσαντ! Μια έκφραση είναι. Υπολογιστή έχεις στο σπίτι σου, ναι ή όχι;» Ο Άσαντ ανασήκωσε τους ώμους. «Για την ώρα, όχι. Είναι δύσκολο να σου εξηγήσω, Καρλ. Δε γίνεται να ασχοληθούμε με τον Μπέργκε Μπακ τώρα;»

Πριν από κάτι αιώνες, την εποχή που ο Καρλ φορούσε τα άσπρα γάντια του και ξεκινούσε για περιπολία στις ίδιες εκείνες γειτονιές του Βέστερμπρο, οι άνθρωποι κρέμονταν από τα παράθυρα των ταλαιπωρημένων διαμερισμάτων τους και τον τάραζαν στο δούλεμα με την επίπεδη, πρωτευουσιάνικη προφορά τους. Κάτι επαρχιώτες μπάτσοι από τη Γιουτλάνδη, σαν του λόγου του, καλύτερα να φορούσαν τα ξυλοπάπουτσά τους και να τσακίζονταν να γυρίσουν στις ερημιές όπου ανήκαν. Τότε, αυτές οι αντιδράσεις τον σόκαραν, όμως τώρα τις λαχταρούσε. Έτσι όπως στεκόταν εκεί, κοιτάζοντας ολόγυρα τη γειτονιά όπου κάποιοι ατάλαντοι αρχιτέκτονες είχαν ξεγελάσει τα κωθώνια τους πολιτικούς,

62

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

πείθοντάς τους να πήξουν τους δρόμους στις κακάσχημες, τσιμεντένιες πολυκατοικίες που ούτε οι πιο φτωχοί θα θεωρούσαν αληθινό σπίτι, ένιωθε πως εκείνη η εποχή απείχε έτη φωτός. Πλέον, οι άνθρωποι έμεναν εδώ μονάχα όταν δεν είχαν απολύτως καμία άλλη επιλογή. Τόσο απλά. Οι παλιοί κάτοικοι είχαν αναγκαστεί να μετακομίσουν σε μέρη ακόμα χειρότερα, στο Ισχάι και άλλες άθλιες γειτονιές, όπου κάθονταν και αναπολούσαν τον παλιό, καλό καιρό. Όχι, αν ήθελες να δεις κλασικά, τούβλινα σπίτια με αετώματα και καπνισμένες καμινάδες, θα δυσκολευόσουν τρομερά στους παράδρομους γύρω από την Ίστεντγκεδε. Όμως αν έψαχνες για τσιμεντένια κλουβιά, παντελόνια που κρέμονταν στον κώλο και πρεζόνια με ανέκφραστο βλέμμα, τότε ήσουν στο κατάλληλο μέρος. Εδώ κυκλοφορούσαν Νιγηριανοί νταβατζήδες δίπλα σε Ανατολικοευρωπαίους απατεώνες, ενώ ακόμα και οι πιο ταπεινές κι αλλόκοτες μορφές εγκληματικής συμπεριφοράς έβρισκαν πρόσφορο έδαφος. Ο Μπέργκε Μπακ είχε περάσει περισσότερο χρόνο σε αυτούς τους δρόμους απ’ οποιονδήποτε άλλο στο Τμήμα Ανθρωποκτονιών. Γνώριζε τους κινδύνους, τις παγίδες και τους κανόνες, κι ένας από αυτούς ήταν πως σε καμία περίπτωση δεν έμπαινες σε κλειστό χώρο εδώ γύρω χωρίς κάλυψη. Τώρα, ο Καρλ και ο Άσαντ στέκονταν στο ψιλόβροχο, αναλύοντας αυτό το άθλιο, γυμνό αστικό τοπίο, ενώ ο Μπακ ήταν άφαντος. Πράγμα που οδηγούσε στη σκέψη πως κάπου την είχε πατήσει. «Είπε πως θα μας περίμενε», σχολίασε ο Άσαντ, δείχνοντας τα σκαλιά που οδηγούσαν στο υπόγειο όπου κάποτε στεγαζόταν ένα κατάστημα, το οποίο τώρα είχε μετατραπεί σε βανδαλισμένο ερείπιο με ξασπρισμένα παράθυρα. «Είσαι σίγουρος για τη διεύθυνση;» «Σίγουρος όσο ότι τα αβγά είναι αβγά, Καρλ».

ΕΝΟΧΗ

63

Ο Καρλ τον κοίταξε απορημένος, προσπαθώντας να φανταστεί πού στα κομμάτια είχε ακούσει αυτή την έκφραση, κι ύστερα ανέκτησε την αυτοκυριαρχία του και στράφηκε για να διαβάσει το ξεθωριασμένο χαρτί πάνω στο παράθυρο του υπογείου. Κάουνας Εμπορική/Λίνας Βερσλόβας, έγραφε. Υπεράνω πάσης υποψίας, όμως κάτι τέτοιες εταιρείες είχαν την τάση να πεθαίνουν όσο γρήγορα γεννιούνταν, και στις περισσότερες περιπτώσεις οι ιδιοκτήτες τους ήταν πιο περίεργα μούτρα απ’ ό,τι μια αποθήκη τίγκα στις αποκριάτικες μάσκες. Στο αυτοκίνητο, ο Άσαντ είχε αναφερθεί στο φάκελο του Λίνας Βερσλόβας. Ο Λιθουανός είχε οδηγηθεί στα Κεντρικά σε αρκετές περιπτώσεις, όμως κάθε φορά αφηνόταν ελεύθερος. Ο τύπος περιγραφόταν ως αδίστακτος ψυχοπαθής, με μια εντυπωσιακή ικανότητα να πείθει αφελείς Ανατολικοευρωπαίους να φορτωθούν τις δικές του βρομοδουλειές, με αντάλλαγμα ψίχουλα. Οι φυλακές του Βέστρε ήταν γεμάτες από δαύτους. Ο Καρλ έπιασε το χερούλι κι έσπρωξε την πόρτα. Ένα καμπανάκι κουδούνισε με το άνοιγμά της, αποκαλύπτοντας ένα παραλληλόγραμμο δωμάτιο το οποίο δεν περιείχε τίποτε άλλο πέρα από υλικά συσκευασίας και τσαλακωμένες εφημερίδες που τις είχε παρατήσει εκεί ο προηγούμενος ιδιοκτήτης. Καθώς έμπαιναν, άκουσαν ένα γδούπο από το πίσω μέρος. Έμοιαζε με χτύπημα γροθιάς, αλλά χωρίς το βογκητό που συνήθως τη συνοδεύει. «Μπακ», φώναξε ο Καρλ, «εσύ είσαι εκεί πίσω;» Έφερε το χέρι πάνω στη θήκη του όπλου του, έτοιμος να το τραβήξει και να κατεβάσει την ασφάλεια. «Εντάξει είμαι», ακούστηκε μια φωνή πίσω από τη λεπτή, ταλαιπωρημένη πόρτα. Ο Καρλ την έσπρωξε προσεκτικά και απέμεινε να παρατηρεί την εικόνα που αντίκρισε.

64

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Και οι δύο άντρες ήταν χτυπημένοι, όμως ο νευρώδης Λιθουανός βρισκόταν σε χειρότερη κατάσταση. Το τατουάζ του δράκου που ξεδιπλωνόταν ολόγυρα από το λαρύγγι και το λαιμό του είχε γεμίσει μελανιές, που το έκαναν να φαντάζει σχεδόν τρισδιάστατο. Ο Καρλ ένιωσε το πρόσωπό του να συσπάται από μια γκριμάτσα. Χαιρόταν που δεν ήταν ο ίδιος αποδέκτης εκείνων των χτυπημάτων. «Τι διάολο κάνεις εδώ πέρα, Μπακ; Τρελάθηκες;» «Με μαχαίρωσε». Ο Μπακ έγνεψε με το κεφάλι προς το πάτωμα, εκεί όπου είχε πέσει ένα μαχαίρι, με τη λεπίδα του μέσα στα αίματα. Ήταν ένας από εκείνους τους επικίνδυνους σουγιάδες που έκαναν το στομάχι του Καρλ να ανακατεύεται. Αν περνούσε από το χέρι του, όποιον τσάκωναν με τέτοιο πράγμα πάνω του θα του έριχναν ένα κάρο πρόστιμα. «Είσαι εντάξει;» ρώτησε, και ο Μπακ έγνεψε καταφατικά. «Στο μπράτσο με βρήκε, δεν είναι τίποτα, όλα εντάξει. Απέκρουσα την επίθεση, ώστε να μπορέσεις στην αναφορά να γράψεις πως ήταν αυτοάμυνα», είπε και την αμέσως επόμενη στιγμή κατέβασε τη γροθιά του σαν σφυρί πάνω στη μύτη του Λιθουανού, τόσο απότομα, που ο Άσαντ τινάχτηκε. «Κάθαρμα!» βόγκηξε ο νταβατζής με έντονη προφορά. Ο Καρλ έκανε ένα βήμα μπροστά για να παρέμβει. «Το είδες κι εσύ! Τίποτα δεν του έκανα, γαμώτο. Αυτός όρμησε μέσα και με χτύπησε. Τι να έκανα κι εγώ;» παραπονέθηκε ο δαρμένος. Δεν πρέπει να ήταν πάνω από είκοσι πέντε χρόνων, και ήδη χωμένος στα σκατά μέχρι το λαιμό. Συνέχισε να διαμαρτύρεται, τραυλίζοντας πως ήταν πέρα για πέρα αθώος. Δεν ήξερε τίποτα για καμία επίθεση σε μπορντέλο. Μάλιστα, το είχε πει ήδη χίλιες φορές στην Αστυνομία. «Έλα, Μπακ, φεύγουμε. ΤΩΡΑ!» διέταξε ο Καρλ, αλλά ο Μπακ

ΕΝΟΧΗ

65

έριξε άλλη μία γροθιά στο πρόσωπο του Λιθουανού, γκρεμίζοντάς τον πάνω σε ένα τραπέζι. «Δε θα τη βγάλει καθαρή με αυτό που έκανε στην αδερφή μου». Ο Μπακ στράφηκε στον Καρλ, και κάθε μυς του προσώπου του ήταν σφιγμένος. «Έχεις καταλάβει πως θα χάσει την όραση από το ένα της μάτι; Πως η μια πλευρά του προσώπου της θα είναι μια πελώρια ουλή; Αυτό το καθίκι θα έρθει μαζί μας. Με κατάλαβες, Καρλ;» «Αν συνεχίσεις έτσι, Μπακ, θα καλέσω ενισχύσεις. Οπότε, εκεί θα πρέπει να τα βγάλεις πέρα μόνος σου», τον προειδοποίησε ο Καρλ, και το εννοούσε. Ο Άσαντ κούνησε το κεφάλι. «Ένα λεπτό», είπε, περνώντας γύρω από τον προϊστάμενό του και τραβώντας στην άκρη τον Μπακ τόσο βίαια, ώστε σκίστηκε μια ραφή από το δερμάτινο σακάκι που φορούσε μονίμως. «Πάρε μακριά μου αυτό τον τρελό Άραβα!» ούρλιαξε ο Λιθουανός, καθώς ο Άσαντ τον άρπαζε και τον έσερνε προς μια πόρτα στο βάθος του δωματίου. Ο άλλος κατέκλυσε την ατμόσφαιρα με απειλές. Όλοι στο δωμάτιο ήταν νεκροί, έτσι και δεν τσακίζονταν να φύγουν εκείνη τη στιγμή. Θα βρίσκονταν ξεκοιλιασμένοι και χωρίς το κεφάλι στους ώμους τους. Απειλές που, κανονικά, θα έπρεπε να ληφθούν σοβαρά υπόψη, αφού τις εξαπέλυε ένας τέτοιος άνθρωπος. Απειλές που, από μόνες τους, ήταν αρκετές για να τον στείλουν στη φυ­ λακή. Όμως ο Άσαντ σβέρκωσε τον τύπο τόσο δυνατά, ώστε τα λόγια σκάλωσαν στο λαρύγγι του. Έπειτα άνοιξε απότομα την πόρτα που οδηγούσε στο πίσω δωμάτιο κι έχωσε σπρώχνοντας το Λιθουανό εκεί μέσα. Ο Μπακ και ο Καρλ κοιτάχτηκαν, καθώς ο Άσαντ τίναξε τη φτέρνα του και η πόρτα έκλεισε με κρότο πίσω του.

66

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

«Άσαντ! Κοίτα μην τον σκοτώσεις, με ακούς;» φώναξε ο Καρλ, για να είναι σίγουρος πως δε θα ξέφευγε τελείως η κατάσταση. Η σιωπή ήταν εκκωφαντική. Ο Μπακ χαμογελούσε, και ήταν προφανές το γιατί, καθώς οι επιλογές του Καρλ είχαν εκμηδενιστεί. Τώρα δε θα τραβούσε πιστόλι, ούτε θα ειδοποιούσε τους συναδέλφους τους. Δε θα διακινδύνευε να φέρει σε δύσκολη θέση το βοηθό του, και ο Μπακ το γνώριζε αυτό. «Τι έγινε, Καρλ, ανησυχείς τώρα;» Ο Μπακ έγνεψε αυτάρεσκα κι ύστερα σήκωσε το μανίκι του για να παρατηρήσει το τραύμα στον πήχη του. Θα χρειαζόταν δυο τρία ράμματα, όμως αυτό ήταν όλο. Έβγαλε ένα βρόμικο μαντίλι από την τσέπη του και το έδεσε σφιχτά γύρω από την πληγή. Ο Καρλ σκέφτηκε πως αυτό δεν ήταν και τόσο καλή ιδέα, όμως γιατί να μιλήσει; Μια μόλυνση του αίματος ίσως να δίδασκε μερικά πραγματάκια στον Μπακ όσον αφορά την προσωπική υγιεινή. «Μην ξεχνάς πως γνωρίζω για το παρελθόν σου, Καρλ. Εσύ και ο Άνκερ ξέρατε καλύτερα απ’ όλους πώς να κάνετε τα γουρούνια να ξερνούν τα πάντα. Ήσαστε σπουδαία ομάδα εσείς οι δύο. Αν δεν είχε εμφανιστεί ο Χάρντι, αργά ή γρήγορα θα την πατούσατε με αυτά που κάνατε, οπότε μη μου παριστάνεις τον άγιο εμένα, εντάξει;» Ο Καρλ έριξε μια ματιά προς το πίσω δωμάτιο. Τι στ’ ανάθεμα έκανε ο Άσαντ εκεί μέσα; Στράφηκε στον Μπακ. «Την τύφλα σου ξέρεις, Μπακ. Δε με ενδιαφέρει πού βασίζεις τις εικασίες σου, όμως για ένα πράγμα μπορείς να είσαι σίγουρος: λάθος κατάλαβες». «Ρωτάω και μαθαίνω, Καρλ. Είναι θαύμα που κατάφερες να τη σκαπουλάρεις χωρίς να κινηθούν πειθαρχικές διαδικασίες. Πάντως, οφείλω να το αναγνωρίσω, εσείς οι δύο ξέρατε πώς να έχετε αποτελέσματα από τις ανακρίσεις. Ίσως έτσι να εξηγείται».

ΕΝΟΧΗ

67

Κατέβασε το μανίκι του. «Θα ήθελα να πάρω την παλιά μου δουλειά στα Κεντρικά. Καλό θα ήταν να με βοηθούσες σε αυτό», είπε. «Το ξέρω πως ο Μάρκους διστάζει κάπως, όμως οι πάντες γνωρίζουν πως εσένα σε ακούει. Ένας Θεός ξέρει το γιατί». Ο Καρλ κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι. Αν η αίσθηση της κατάλληλης στιγμής είναι κληρονομική, τότε το γονίδιο αυτό απουσίαζε ολότελα από το DNA του Μπακ. Προχώρησε και άνοιξε την πόρτα του πίσω δωματίου. Η εικόνα που αντίκρισε ήταν γαλήνια, αν μη τι άλλο. Ο Λιθουανός καθόταν στην άκρη ενός τραπεζιού, κοιτάζοντας τον Άσαντ σαν υπνωτισμένος. Το πρόσωπό του, που λίγο νωρίτερα έμοιαζε παραμορφωμένο από την οργή και τη χολή, τώρα εξέπεμπε απόλυτη σοβαρότητα. Ήταν ένα πρόσωπο ολότελα στραγγισμένο από το αίμα του, ενώ οι ώμοι του άντρα είχαν χαλαρώσει από την έντασή τους. Μόλις του έκανε νόημα ο Άσαντ, σηκώθηκε και πέρασε δίπλα από τον Μπακ και τον Καρλ χωρίς να τους ρίξει ούτε μία ματιά. Βουβά, μάζεψε ένα σάκο από το πάτωμα, πήγε σε ένα ντουλάπι, άνοιξε ένα συρτάρι κι από εκεί πήρε μερικά ρούχα, παπούτσια κι ένα μικρό μασούρι χαρτονομίσματα, που τα έριξε όλα μέσα στο σάκο. Ο Άσαντ παρακολουθούσε τον άντρα αμίλητος, με τη μύτη κατακόκκινη και τα μάτια να δακρύζουν από το συνάχι – σίγουρα όχι η όψη που θα μπορούσε να φοβίσει κάποιον. «Μπορώ να το έχω τώρα;» ρώτησε ο Λιθουανός. Δύο φωτογραφίες κι ένα πορτοφόλι άλλαξαν χέρια. Ο Βερσλόβας άνοιξε το πορτοφόλι κι έψαξε τις θήκες του. Περιείχαν ένα αρκετά μεγάλο ποσό, καθώς και πιστωτικές κάρτες. «Δώσε μου και την άδεια οδήγησης», είπε, όμως ο Άσαντ έγνεψε αρνητικά με το κεφάλι. Το θέμα είχε ήδη κλείσει. «Τότε, φεύγω», είπε ο Λιθουανός.

68

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Ο Μπακ ήταν έτοιμος να επέμβει, όμως ο Άσαντ τον απέτρεψε με ένα νεύμα. Είχε το ζήτημα υπό έλεγχο. «Έχεις τριάντα ώρες, κι ούτε ένα δευτερόλεπτο παραπάνω! Συνεννοηθήκαμε;» είπε ο Άσαντ με αταραξία. Ο Λιθουανός έγνεψε καταφατικά. «Ε, για μισό λεπτό! Δεν μπορείς να τον αφήσεις να φύγει, γαμώτο μου!» διαμαρτυρήθηκε ο Μπακ, όμως το έκοψε μόλις ο Άσαντ στράφηκε προς το μέρος του και του μίλησε ήρεμα. «Είναι δικός μου πλέον, Μπακ, δεν το καταλαβαίνεις; Δεν πρόκειται να ασχοληθείς ξανά μαζί του, έγινα σαφής;» Το πρόσωπο του άλλου πάνιασε για μια στιγμή, προτού το χρώμα επιστρέψει. Ο Άσαντ έμοιαζε με βόμβα υδρογόνου, η οποία είχε μόλις οπλιστεί και ήταν έτοιμη να εκραγεί. Η υπόθεση είχε φύγει από τα χέρια του Μπακ, και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι’ αυτό. Η τελευταία εικόνα που είχαν από το Λιθουανό καθώς άνοιγε την πόρτα, ήταν το τατουάζ του δράκου στο λαιμό και το παπούτσι που παραλίγο να του φύγει από τη βιασύνη. Η μεταμόρφωσή του ήταν απόλυτη. Το λούστρο του είχε ξυστεί. Αυτό που απέμεινε ήταν ένας νεαρός είκοσι πέντε χρόνων, που κοίταζε να φύγει για να γλιτώσει τη ζωή του. «Τώρα μπορείς να πεις στην αδερφή σου πως πήρες εκδίκηση», ανακοίνωσε ο Άσαντ, ρουφώντας τη μύτη του. «Δεν πρόκειται να ξαναδείς αυτό τον άντρα, σου το υπόσχομαι». Ο Καρλ συνοφρυώθηκε, όμως δε μίλησε παρά μόνο όταν βρέθηκαν και πάλι έξω, στο πεζοδρόμιο δίπλα στο αμάξι. «Τι έγινε εκεί μέσα, Άσαντ;» ρώτησε. «Τι του έκανες; Και τι ήταν αυτό που του είπες για τις τριάντα ώρες;» «Τον βούτηξα από το σβέρκο, Καρλ, και του ανέφερα ορισμένα ονόματα. Ονόματα ανθρώπων οι οποίοι θα μπορούσαν να ασχοληθούν με τον ίδιο και την οικογένειά του, έτσι και δεν έφευ-

ΕΝΟΧΗ

69

γε αμέσως από τη χώρα. Του είπα πως δε με ενδιέφερε τι θα έκανε από εκεί και πέρα, όμως θα έπρεπε να κρυφτεί πολύ προσεκτικά, αν δεν ήθελε να τον βρουν». Ο Άσαντ έγνεψε καταφατικά. «Θα τον βρουν, όμως, έτσι και το θελήσουν». Χρόνια συσσωρευμένης δυσπιστίας αποτυπώθηκαν στο βλέμμα που του έριξε ο Μπακ. «Μονάχα ένα πράγμα σέβονται κάτι τομάρια σαν του λόγου του, κι αυτό είναι η ρωσική Μαφία», σχολίασε. «Και μη μου πεις πως περνάει ο λόγος σου εκεί». Περίμενε να ακούσει την απάντηση του Άσαντ, όμως εκείνος δεν είπε κουβέντα. «Κι αυτό σημαίνει πως τον άφησες να τη σκαπουλάρει, ηλίθιε». Ο Άσαντ έγειρε το κεφάλι του στο πλάι και κάρφωσε τα θολά μάτια του πάνω στον Μπακ. «Νομίζω πως καλό θα ήταν να πεις στην αδερφή σου πως τώρα πια τακτοποιήθηκαν όλα. Μήπως να γυρίζαμε στο γραφείο, Καρλ; Αισθάνομαι την ανάγκη για ένα φλιτζάνι ζεστό τσάι».

5

Νοέμβριος 2010

ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΚΑΡΛ πλανιόταν ανάμεσα στο φάκελο της υπό-

θεσης πάνω στο γραφείο του και στην επίπεδη οθόνη της τηλεόρασης στον τοίχο. Τίποτε από τα δύο δε φάνταζε ιδιαίτερα δελεαστικό. Στο ειδησεογραφικό κανάλι, η υπουργός Εξωτερικών ισορροπούσε οριακά πάνω στα ψηλά τακούνια της, επιχειρώντας να δείξει πως ήξερε τι έκανε, την ώρα που οι λουφαγμένοι δημοσιογράφοι έγνεφαν καταφατικά και χαμήλωναν το κεφάλι, αντιμέτωποι με το αυστηρό της βλέμμα, ενώ στο γραφείο μπροστά του κειτόταν ο φάκελος που αφορούσε τον πνιγμό του θείου του, το 1978.

70

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Ήταν σαν να έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα στην πανούκλα και τη χολέρα. Έξυσε το κεφάλι του στο σημείο πίσω από το δεξί αφτί κι έκλεισε τα μάτια. Τι στραβή μέρα ήταν αυτή! Καμία σχέση με την αδράνεια και το άραγμα στο οποίο ήλπιζε, όταν ερχόταν στο γραφείο. Πάνω στο ράφι εκτεινόταν ήδη ένα ολόκληρο μέτρο από καινούριες, εκκρεμείς υποθέσεις, δύο από τις οποίες είχαν κεντρίσει το ενδιαφέρον της Ρόζε. Ειδικά εκείνη που αφορούσε τη Ρίτα Νίλσεν, την ιδιοκτήτρια του οίκου ανοχής που είχε εξαφανιστεί στην Κοπεγχάγη. Η κατάσταση δεν προοιωνιζόταν τίποτα καλό. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ο Άσαντ βρισκόταν στην τρύπα του, στην απέναντι πλευρά του διαδρόμου, ρουφώντας κάθε εφτά δευτερόλεπτα τη μύτη του που έτρεχε και σκορπίζοντας σε κάθε του βήξιμο αμέτρητα βακτήρια στον αέρα που ανέπνεαν όλοι τους. Ο άνθρωπος βρισκόταν στο κατώφλι του θανάτου, κι όμως μία ώρα νωρίτερα, και ούτε, είχε κολλήσει έναν αδίστακτο εγκληματία στον τοίχο και τον είχε απειλήσει με τρόπο τόσο ξεκάθαρο, ώστε ο τύπος το έβαλε κυριολεκτικά στα πόδια, με τον τρόμο αποτυπωμένο στο πρόσωπό του. Τι διάολο έτρεχε με τον Άσαντ; Ακόμα κι ο παλιός συνεργάτης του Καρλ, ο Άνκερ, που ήταν ικανός να κάνει σχεδόν τους πάντες να χεστούν πάνω τους, συγκριτικά με τον Άσαντ έμοιαζε προσκοπάκι. Και κάπως έτσι τρύπωσε στο μυαλό του Καρλ μια μακρινή ηχώ από το παρελθόν του. Για ποιο λόγο κόμπαζε ο ξάδερφός του ο Ρόνι, σε ένα μπαρ, ότι ο θάνατος του πατέρα του και θείου του Καρλ δεν ήταν δυστύχημα, τη στιγμή που ο Καρλ ήξερε πως αυτό ακριβώς ήταν; Και γιατί να ισχυριστεί ο Ρόνι πως ο ίδιος είχε σκοτώσει τον πατέρα του, εφόσον ο Καρλ ήξερε πως κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο; Ο Ρόνι και ο Καρλ ήταν μαζί, μπανίζοντας δυο ζευγάρια τσουπωτά στήθη στην οδό Γιέρινγκ, όταν συνέβη το κακό,

ΕΝΟΧΗ

71

οπότε δεν το είχε κάνει σίγουρα ο Ρόνι. Και τώρα ερχόταν ο Μπακ να του πει πως ο Ρόνι είχε ισχυριστεί πως και εκείνος ήταν μπλεγμένος σε αυτή την ιστορία. Ο Καρλ κούνησε το κεφάλι. Έκλεισε την τηλεόραση, και μαζί τα πλάνα της αυτάρεσκης, κουφιοκέφαλης υπουργού Εξωτερικών, και βούτηξε το τηλέφωνο. Έκανε τέσσερα τηλεφωνήματα, σε τέσσερις διαφορετικούς αριθμούς, χωρίς αποτέλεσμα. Επικοινώνησε με το ληξιαρχείο, κι ύστερα έκανε κάνα δυο ακόμα τηλεφωνήματα, εξίσου άκαρπα με το πρώτο. Ο Ρόνι έμοιαζε να έχει μια ασύγκριτη ικανότητα να τον καταπίνει η λήθη, μέσα στα ολοένα και περισσότερα σκουπίδια που συσσωρεύονταν στην κοινωνία. Αναγκαστικά, ο Καρλ έπρεπε να στραφεί στη Λις. Εκείνη θα μπορούσε να του βρει αυτό το χαμένο κορμί, όπου στο διάολο είχε εξαφανιστεί αυτή τη φορά. Ακολούθησαν τριάντα δευτερόλεπτα αναμονής στο τηλέφωνο που χτυπούσε μάταια, προτού σηκωθεί ο Καρλ τσιτωμένος, με όλα τα συστήματα του οργανισμού του φρακαρισμένα από τον εκνευρισμό. Τι στα κομμάτια έκαναν εκεί πάνω και δεν απαντούσαν στις κλήσεις; Καθώς ανέβαινε στον τρίτο όροφο, διασταυρώθηκε με αρκετά άτομα που είχαν κατακόκκινες μύτες και όψη λες κι είχε έρθει να τους μαζέψει ο Χάρος. Η αναθεματισμένη γρίπη είχε εξαπλωθεί παντού. Ο Καρλ έφερε την παλάμη μπροστά στο πρόσωπό του, καθώς περνούσε από δίπλα τους. «Ύπαγε οπίσω μου, σατανικέ ιέ», μουρμούριζε, γνέφοντας ευγενικά στους συναδέλφους του που έβηχαν και φτερνίζονταν, με μάτια υγρά και τόσο πονεμένες εκφράσεις, που θα νόμιζε κανείς πως ο κόσμος όδευε προς την καταστροφή. Στον όροφο όπου στεγαζόταν το Τμήμα Ανθρωποκτονιών, όμως, επικρατούσε άκρα του τάφου σιωπή. Ήταν λες και όλοι οι δολοφόνοι στους οποίους είχαν περάσει χειροπέδες οι αστυνομι-

72

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

κοί όλα εκείνα τα χρόνια, είχαν συνωμοτήσει για να επιτεθούν με βιολογικά όπλα. Το όνομα του τμήματος ξαφνικά φάνταζε πολύ εύστοχο. Τι έγινε, είχαν σκοτωθεί όλοι τους; Η λαχταριστά ερωτική Λις, με τις πόζες που θύμιζαν φλαμίνγκο, δε φαινόταν πουθενά, ενώ –ακόμα πιο παράξενο– άφαντη ήταν και η κυρία Σέρενσεν, εκείνη η απαίσια αγελάδα που σηκωνόταν από τη θέση της μονάχα για να πάει για την ανάγκη της. «Πού στα κομμάτια εξαφανίστηκαν όλοι;» βρυχήθηκε ο Καρλ, κάνοντας ακόμα και τα συρραπτικά να τρανταχτούν. «Ηρέμησε, θα πάθεις κανένα εγκεφαλικό, Καρλ», ακούστηκε μια φωνή πίσω από μια ανοιχτή πόρτα, στα μισά του διαδρόμου. Ο Καρλ πλησίασε και κοίταξε το χαοτικό γραφείο, που τα φθαρμένα του έπιπλα και τα βουνά από χαρτιά έκαναν τη δική του γωνιά στο υπόγειο να μοιάζει με πολυτελή σουίτα κρουαζιερόπλοιου. Έγνεψε προς το κεφάλι που οριακά διακρινόταν πίσω από το σωρό της χαρτούρας και επανέλαβε την ερώτησή του, προτού ο Τέργε Πλουγκ ανασηκώσει τη γριπιασμένη φάτσα του για να τον κοιτάξει. «Πού στα κομμάτια εξαφανίστηκαν όλοι; Τι έγινε, τους έριξε κάτω η επιδημία;» Η απάντηση ήταν σαφέστατη. Πέντε ξεγυρισμένα φτερνίσματα, το ένα καπάκι στο άλλο, συνοδευόμενα από βηξίματα και σάλια, ενώ οι μύξες έτρεχαν ποτάμι από τα ρουθούνια του αστυνομικού. «Λαμπρά!» είπε ο Καρλ, τονίζοντας τη δεύτερη συλλαβή, καθώς οπισθοχωρούσε. «Ο Λαρς Μπιερν είναι στην αίθουσα συσκέψεων, μαζί με μια ομάδα, και ο Μάρκους έχει βγει έξω», κατάφερε να πει ο Πλουγκ ανάμεσα σε ρουφήγματα της μύτης του. «Μιας κι είσαι εδώ, όμως,

ΕΝΟΧΗ

73

Καρλ, έχουμε ένα καινούριο στοιχείο στην υπόθεση του καρφωτικού πιστολιού. Ό,τι ετοιμαζόμουν να σου τηλεφωνήσω». «Μη μου πεις!» Ο Καρλ τράβηξε το βλέμμα του από τη μύτη του συναδέλφου του που έμοιαζε με παντζάρι και κοίταξε στο κενό. Ήδη του φαινόταν σαν να είχε περάσει μια ζωή από τότε που ο ίδιος, ο Άνκερ και ο Χάρντι δέχτηκαν επίθεση σ’ εκείνο το ξεχαρβαλωμένο καλύβι στο Άμαρ. Άραγε, θα κατάφερνε κάποτε να πάψει να το σκέφτεται; «Για εκείνη την παράγκα πρόκειται, όπου χτυπηθήκατε και οι τρεις, λίγο μετά που βρήκατε τον Γκέοργκ Μάντσεν μ’ ένα καρφί σφηνωμένο στον εγκέφαλό του. Το λοιπόν, την γκρέμισαν σήμερα το πρωί», είπε ξερά ο Πλουγκ. «Καιρός ήταν». Ο Καρλ έχωσε τις παλάμες στις τσέπες του. Τις ένιωθε να κολλούν. «Οι μπουλντόζες έκαναν πολύ προσεκτική δουλειά. Απομάκρυναν το πάνω στρώμα του εδάφους, μέχρι που έφτασαν στην άργιλο». «Και τι βρήκαν;» ρώτησε ο Καρλ, αν και δεν ήθελε να ακούσει τίποτα περισσότερο. Απαίσια υπόθεση. «Ένα ξύλινο κουτί καρφωμένο με καρφιά σαν κι εκείνα από το πιστόλι. Μέσα βρέθηκε ένα τσουβάλι που περιείχε ανθρώπινα μέλη σε διάφορα στάδια αποσύνθεσης. Το εντόπισαν πριν από μία ώρα και ειδοποίησαν αμέσως. Ο Μάρκους βρίσκεται ήδη εκεί με τους συναδέλφους από το Εγκληματολογικό». Σκατά. Ο ίδιος και ο Χάρντι δε θα έβρισκαν ησυχία για κάμποσο ακόμα. «Βασικά, δεν υπάρχει αμφιβολία πως αυτή η ιστορία συνδέεται με το φόνο του Γκέοργκ Μάντσεν και των άλλων δύο στο Σόρε, που επίσης τους έφαγαν με καρφωτικό πιστόλι», συνέχισε ο Πλουγκ, σκουπίζοντας τα δακρυσμένα μάτια μου με ένα μαντίλι που κανονικά έπρεπε να είχε καταστραφεί σε κλίβανο, υπό την επίβλεψη ειδικών.

74

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

«Και τι σε κάνει να το λες αυτό;» «Όποιο κι αν ήταν το θύμα, βρέθηκε ένα αρκετά μακρύ καρφί σφηνωμένο στο κρανίο του». Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά. Ακριβώς όπως και στις άλλες τρεις περιπτώσεις. Ήταν ένα λογικό συμπέρασμα. «Θα ήθελα να έρθεις μαζί μου μέχρι εκεί, φεύγουμε σε μισή ώρα». «Εγώ; Για ποιο λόγο; Δεν είναι δική μου η υπόθεση αυτή τώρα πια». Αν κάποιος δεν είχε ακούσει τον προηγούμενο διάλογο και έκρινε μόνο από την έκφραση που απλώθηκε στο πρόσωπο του Τέργε Πλουγκ, θα νόμιζε πως ο Καρλ είχε ανακοινώσει ότι στο εξής θα φορούσε μονάχα ροζ πουλοβεράκια από μαλλί καμήλας και θα ασχολούνταν αποκλειστικά με υποθέσεις που αφορούσαν τρίποδα σκυλιά της Δαλματίας. «Ο Μάρκους έχει διαφορετική άποψη», ήταν το μόνο που είπε ο Πλουγκ. Εννοείται πως η υπόθεση εξακολουθούσε να αφορά τον Καρλ. Μια αχνή ουλή στον κρόταφό του φρόντιζε να του το υπενθυμίζει σε καθημερινή βάση. Το σημάδι του Κάιν, που φανέρωνε τη δειλία του και την αδυναμία του να ενεργήσει αποφασιστικά στην πλέον κρίσιμη στιγμή της ζωής του. Ο Καρλ περιέφερε το βλέμμα του στους τοίχους του γραφείου του Πλουγκ. Καλύπτονταν με φωτογραφίες από διάφορες σκηνές εγκλημάτων, αρκετές για να γεμίσουν ένα μεσαίου μεγέθους χαρτόκουτο. «Εντάξει», είπε τελικά. «Όμως θα πάω με το αμάξι μου», πρόσθεσε μία οκτάβα χαμηλότερα απ’ ό,τι συνήθως. Δεν υπήρχε περίπτωση να καθίσει δίπλα στο βακτηριολογικό μπλέντερ του Πλουγκ. Χίλιες φορές καλύτερα να το έκοβε με τα πόδια. «Τι στην ευχή κάνεις εδώ πέρα;» ρώτησε η κυρία Σέρενσεν πίσω από τον πάγκο, καθώς περνούσε ο Καρλ από τη γραμματεία,

ΕΝΟΧΗ

75

λίγες στιγμές αργότερα, με το μυαλό του να κατακλύζεται από εικόνες εκείνης της μοιραίας μέρας, όταν ο Άνκερ κατέληξε νεκρός και ο Χάρντι παράλυτος. Κατά έναν παράξενο, δυσοίωνο τρόπο, η φωνή της ακούστηκε σχεδόν ήπια και ευγενική. Ο Καρλ στράφηκε αργά προς το μέρος της, με τα σαρκαστικά του βέλη έτοιμα ώστε να περάσει στην αντεπίθεση. Εκείνη βρισκόταν σε απόσταση κάνα δυο μέτρων, όμως έμοιαζε κάπως διαφορετική. Ο Καρλ ήταν σαν να κοιτάζει μια κουκκίδα στο βάθος. Κι αυτό δεν οφειλόταν στο ότι η κυρία Σέρενσεν ήταν ντυμένη διαφορετικά απ’ ό,τι συνήθως. Όχι, και πάλι έμοιαζε σαν να είχε μπει στα τυφλά σε μαγαζί ρούχων από δεύτερο χέρι. Τα μάτια της, όμως, και τα συνήθως ξηρά και αρκετά κοντά, πλέον, μαλλιά της γυάλιζαν κι έλαμπαν σαν ένα ζευγάρι λουστρινένιων παπουτσιών σε χορό. Και το χειρότερο απ’ όλα, δυο κόκκινοι κύκλοι απλώνονταν πάνω στα μάγουλά της, φανερώνοντας όχι μονάχα την άριστη λειτουργία του κυκλοφορικού της, αλλά επίσης –κι αυτό ήταν το ανησυχητικότερο– πως ίσως εκείνη να έκρυβε μέσα της περισσότερη ζωντάνια απ’ ό,τι νόμιζε ο Καρλ. «Χαίρομαι που σε βλέπω», του είπε. Λες και δεν ήταν η ζωή ήδη αρκετά σουρεαλιστική. «Χμ...» έκανε εκείνος. Ποιος θα τολμούσε να πει κάτι περισσότερο; «Δε φαντάζομαι να ξέρεις πού πήγε η Λις; Αρρώστησε κι αυτή, όπως όλοι οι άλλοι;» ρώτησε διστακτικά, έτοιμος να λουστεί τα νεύρα και τη χολή της κυρίας Σέρενσεν. «Στην αίθουσα συσκέψεων βρίσκεται, κρατάει σημειώσεις, όμως αργότερα θα περάσει από το αρχείο. Μήπως θέλεις να της πω να πεταχτεί κι από εσένα;» Ο Καρλ ξεροκατάπιε. Σοβαρά, τώρα, η κάργια είπε «να πεταχτεί»; Τον γελούσαν τα αφτιά του ή είχε μόλις ακούσει το θηλυκό

76

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

αρχιδαίμονα, γνωστό και ως κυρία Σέρενσεν, να χρησιμοποιεί μια τόσο χαλαρή έκφραση; Σαστισμένος, χαμογέλασε αμήχανα, έκανε μεταβολή και τράβηξε γραμμή για το κλιμακοστάσιο.

«Ναι, αφεντικό», ρουθούνισε ο Άσαντ. «Για ποιο πράγμα ήθελες να μου μιλήσεις;» Τα μάτια του Καρλ μισόκλεισαν. «Είναι πολύ απλό, Άσαντ. Θα μου πεις τι ακριβώς συνέβη σ’ εκείνο το δωματιάκι στην Έσκιλσγκεδε». «Τι συνέβη; Τίποτε, απλώς ο τύπος έδωσε βάση σε αυτό που του είπα». «Μάλιστα. Γιατί να το κάνει αυτό, όμως, Άσαντ; Πώς ακριβώς τον απείλησες; Ποια ονόματα ανέφερες; Δεν υπάρχει περίπτωση να έκανες έναν τύπο του σκοινιού και του παλουκιού από τη Βαλτική να χεστεί πάνω του διαβάζοντάς του τα παραμύθια του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, σωστά;» «Είναι τρομακτικά κι αυτά. Να, σκέψου, για παράδειγμα, εκείνη την ιστορία με το κορίτσι και το δηλητηριασμένο μήλο...» Ο Καρλ αναστέναξε. «Ο Άντερσεν δεν έγραψε τη Χιονάτη, Άσαντ, εντάξει; Λοιπόν, λέγε, πώς τον απείλησες;» Ο Άσαντ κόμπιασε στην αρχή, προτού πάρει βαθιά ανάσα και κοιτάξει τον Καρλ ίσια στα μάτια. «Απλώς, του είπα πως θα κρατούσα την άδεια οδήγησης για να τη στείλω με φαξ σε κάποιους παλιούς συνεργάτες μου και πως καλό θα ήταν να περάσει από το σπίτι και να πάρει την οικογένειά του, γιατί αν βρισκόταν κάποιος εκεί όταν θα εμφανίζονταν οι γνωστοί μου ή αν ο ίδιος εξακολουθούσε να είναι στη Δανία, το σπίτι θα έπιανε φωτιά». «Το σπίτι θα έπιανε φωτιά;! Ξέρεις κάτι, δε νομίζω πως θα ήταν φρόνιμο να το πούμε αυτό παραέξω, Άσαντ, με πιάνεις;»

ΕΝΟΧΗ

77

Ο Καρλ έκανε μια παύση όλο νόημα, όμως ο Άσαντ δεν κούνησε βλέφαρο. «Τέλος πάντων, ο τύπος σε πίστεψε, απ’ ό,τι φάνηκε», συνέχισε ο Καρλ. «Αυτό πώς έγινε; Σε ποιον του είπες πως θα έστελνες το φαξ; Ποιον φοβόταν τόσο πολύ;» Ο Άσαντ έβγαλε ένα διπλωμένο χαρτί από την τσέπη του. Ο Καρλ είδε το όνομα του Λίνας Βερσλόβας όπως το ξεδίπλωνε ο βοηθός του. Κάτω από το όνομα υπήρχε μια διόλου κολακευτική αλλά πρόσφατη φωτογραφία του, καθώς και μερικές σύντομες πληροφορίες, μαζί με διάφορα ορνιθοσκαλίσματα σε μια γλώσσα την οποία ο Καρλ δεν μπόρεσε να αναγνωρίσει. «Βρήκα μερικές πληροφορίες προτού πάμε εκεί και “τα είπα ένα χεράκι” με τον τύπο», εξήγησε ο Άσαντ, αφήνοντας ακόμα περισσότερα ερωτηματικά αναπάντητα. «Μου έστειλαν τα στοιχεία κάτι φίλοι μου από το Βίλνιους. Μπορούν και μπαίνουν στα αρχεία της Αστυνομίας όταν θέλουν». Ο Καρλ συνοφρυώθηκε. «Θες να μου πεις πως σου έστειλαν τις πληροφορίες στελέχη των λιθουανικών μυστικών υπηρεσιών;» Ο Άσαντ έγνεψε καταφατικά, καθώς σκούπιζε μια στάλα μύξας από την άκρη της μύτης του. «Και οι άνθρωποι αυτοί σού μετέφρασαν από το τηλέφωνο το κείμενο;» Η μύτη έσταξε ξανά. «Μάλιστα. Δεν πρέπει να ήταν και το πιο ευχάριστο κείμενο, φαντάζομαι. Κι ύστερα, εσύ πήγες και απείλησες τον Λίνας Βερσ­ λόβας, αναφέροντάς του τη μυστική Αστυνομία, ή όπως κέρατο αυτοαποκαλούνται, και του είπες πως, αν δε σε άκουγε, θα προχωρούσαν σε αντίποινα εις βάρος της οικογένειάς του; Κι αυτός, τι λόγο είχε να πιστέψει ότι του έλεγες την αλήθεια;» Ο Άσαντ ανασήκωσε τους ώμους.

78

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Ο Καρλ άπλωσε το χέρι στο γραφείο του κι έσυρε προς το μέρος του έναν πλαστικό φάκελο με έγγραφα. «Έχω το φάκελό σου από την Κρατική Υπηρεσία Μεταναστών, από την πρώτη μέρα που έπιασες δουλειά εδώ στο υπόγειο, Άσαντ. Και μόλις τώρα του έριξα μια ματιά». Ένιωσε ένα ζευγάρι σκούρα μάτια να εστιάζουν βαριά στην κορυφή του κεφαλιού του. «Απ’ όσο μπορώ να κρίνω, όλα όσα μου είπες σχετικά με το παρελθόν σου αναφέρονται με κάθε λεπτομέρεια». Ανασήκωσε το κεφάλι και κοίταξε το βοηθό του. «Φυσικά, Καρλ. Τι περίμενες;» «Το θέμα είναι πως εδώ πέρα δε γράφει τίποτε άλλο. Δεν υπάρχει μισή λέξη σχετικά με το τι έκανες πριν έρθεις στη Δανία. Κουβέντα για το πώς πείστηκαν οι Αρχές να σου χορηγήσουν άδεια παραμονής ή ποιος χειρίστηκε την εντυπωσιακά γρήγορη έγκριση της αίτησής σου για χορήγηση ασύλου. Καμία πληροφορία για τη γυναίκα ή τα παιδιά σου, το πότε και το πού γεννήθηκαν, τίποτα σχετικό. Μονάχα τα ονόματά τους, και αυτό είναι όλο. Θα έλεγα, λοιπόν, πως έχουμε να κάνουμε με ένα παραδόξως αόριστο και ανεπαρκές σύνολο δεδομένων. Θα μπορούσε να υποψιαστεί κανείς πως ο φάκελος πέρασε από λογοκρισία». Ο Άσαντ ανασήκωσε και πάλι τους ώμους. Οι ώμοι αυτοί φαίνεται πως ήταν η έδρα κάποιας πανανθρώπινης γλώσσας που την απάρτιζε ένα αμέτρητο πλήθος λεπτών αποχρώσεων. «Και τώρα, έρχεσαι και μου λες πως έχεις φίλους στις λιθουανικές υπηρεσίες πληροφοριών και ότι μπορείς να τους βάλεις να σε βοηθήσουν απευθύνοντας απειλές και παραχωρώντας σου εμπιστευτικές πληροφορίες, και ότι το μόνο που είχες να κάνεις ήταν να σηκώσεις το ακουστικό. Όμως, να σου πω κάτι, Άσαντ;» Οι ώμοι ανασηκώθηκαν ξανά, αν κι αυτή τη φορά το βλέμμα ήταν πιο ζωηρό.

ΕΝΟΧΗ

79

«Αυτό σημαίνει ότι είσαι σε θέση να πετύχεις πράγματα που είναι αδύνατα ακόμα και για τον επικεφαλής των δικών μας μυστικών υπηρεσιών». Ένα ακόμα ανασήκωμα των ώμων. «Μπορεί να είναι κι έτσι, Καρλ. Αλλά πού θέλεις να καταλήξεις με όλα αυτά που μου λες;» «Πού θέλω να καταλήξω;» Ο Καρλ ίσιωσε την πλάτη του και πέταξε το φάκελο πάνω στο γραφείο, μπροστά του. «Θέλω να καταλήξω στο εξής, Άσαντ: Πώς γίνεται και έχεις τέτοιο ασύλληπτο κύρος; Αυτό θέλω να καταλάβω, και ο φάκελος που έχω εδώ δε μου εξηγεί το παραμικρό». «Καρλ, άκουσε. Δεν είμαστε ευτυχισμένοι εδώ κάτω, μαζί; Μια χαρά δεν τα πάμε; Γιατί να σκαλίζουμε αυτή την ιστορία;» «Επειδή σήμερα ξεπέρασες ένα όριο, πέρα από το οποίο η απλή περιέργεια παύει να αποτελεί επαρκή δικαιολογία». «Δεν κατάλαβα;» «Κόψε τις μαλακίες, Άσαντ. Γιατί δε μου λες πολύ απλά πως εργαζόσουν για τις συριακές μυστικές υπηρεσίες, για λογαριασμό των οποίων βρόμισες τα χέρια σου με ένα σωρό σκατά, για τα οποία θα σου πάρουν το κεφάλι έτσι κι επιστρέψεις κάποια στιγμή εκεί κάτω; Πες μου πως εδώ στη Δανία έδινες πληροφορίες στην PET ή στη FE, ή δεν ξέρω κι εγώ σε ποια άλλη υπηρεσία πληροφοριών, κι αυτοί αποφάσισαν να φερθούν ντόμπρα και να σε αφήσουν να μείνεις στη χώρα, στέλνοντάς σε να χασομεράς σε ένα υπόγειο όπου θα μπορούσες να βγάζεις έναν αξιοπρεπή μισθό. Έλα, Άσαντ, πες μου την αλήθεια, για όνομα!» «Θα το έκανα, Καρλ, αν αυτά που ανέφερες ίσχυαν, όμως δυστυχώς δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα. Αυτό που είναι αλήθεια είναι πως, κατά κάποιον τρόπο, πρόσφερα κάποιες υπηρεσίες στη Δανία. Γι’ αυτό βρίσκομαι εδώ, αλλά και γι’ αυτό δεν μπορώ να σου πω κάτι περισσότερο. Ίσως κάποια στιγμή αργότερα, Καρλ».

80

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

«Μα... εδώ πέρα αποδεικνύεται πως έχεις φίλους στη Λιθουανία. Πού αλλού έχεις φίλους, αυτό μπορείς να μου το πεις; Ίσως μια μέρα αποδειχτούν χρήσιμοι, αν ξέρουμε ποιοι είναι». «Όταν έρθει ο καιρός, θα σου πω, Καρλ. Θα σου τα πω με το νι και με το σύρμα». Οι ώμοι του Καρλ κρέμασαν. «Με το νι και με το σίγμα, Άσαντ». Έστρεψε ένα κουρασμένο χαμόγελο προς την κατεύθυνση του γριπιασμένου βοηθού του. «Από τώρα και στο εξής, όμως, δε θα ξανακάνεις αυτό που έκανες σήμερα χωρίς να μου το σφυρίξεις πρώτα, εντάξει;» «Τι να σφυρίξω;» «Χωρίς να μου το σφυρίξεις. Μια έκφραση είναι, που σημαίνει πως πρώτα θα μου το πεις πριν κάνεις κάτι, εντάξει;» Ο Άσαντ γύρισε το κάτω χείλος του προς τα έξω κι έγνεψε καταφατικά. «Κάτι ακόμα, Άσαντ. Νομίζω πως είναι καιρός να μου πεις τι κάνεις στα Κεντρικά τόσο νωρίς το πρωί. Φαντάζομαι ότι είναι κάτι που δεν πρέπει να το ξέρω, μιας και τρυπώνεις σαν τον κλέφτη νυχτιάτικα εδώ κάτω, σωστά; Και γιατί δε θέλεις να περάσω από το σπίτι του στο Κόνγκεβαϊεν; Και μιας και πιάσαμε τις απορίες, πώς και σε πέτυχα τόσες φορές να λογομαχείς με ανθρώπους που, αν έπρεπε να μαντέψω, κατάγονται από τη Μέση Ανατολή; Και για ποιο λόγο εσύ και ο Σαμίρ Γαζί, από την Αστυνομία του Ρεδόβρε, πλακώνεστε στο ξύλο κάθε φορά που διασταυρώνονται οι δρόμοι σας;» «Αυτά είναι προσωπικά θέματα». Το είπε με έναν τρόπο που έκανε αμέσως αίσθηση στον Καρλ. Ήταν προσβολή. Σαν να τείνεις το χέρι σε ένα φίλο κι εκείνος να αρνείται να το σφίξει. Μια ξεκάθαρη τοποθέτηση που έδειχνε πως, όσο δεμένοι κι αν ήταν στη δουλειά, ο Καρλ δεν ερχόταν απλώς δεύτερος, αλλά κυριολεκτικά δεν υπήρχε στον κόσμο του

ΕΝΟΧΗ

81

βοηθού του από τη στιγμή που σχολούσε από την υπηρεσία. Η εμπιστοσύνη αποτελούσε βασικό στοιχείο εδώ, και ο Καρλ δεν την είχε εξασφαλίσει. Σε καμία περίπτωση. «Το φαντάστηκα. Δύο πανέμορφοι άντρες κάθονται και τα λένε», είπε μια γνώριμη φωνή από το διάδρομο. Η Λις άπλωσε τα κατάλευκα δόντια της σε ένα σαγηνευτικό χαμόγελο και τους έκλεισε το μάτι από το κατώφλι. Χειρότερη στιγμή δε θα μπορούσε να διαλέξει για να εμφανιστεί. Ο Καρλ κοίταξε τον Άσαντ, ο οποίος είχε συνέλθει αμέσως και τώρα έμοιαζε χαλαρός, χαμογελώντας πανευτυχής. «Αχ, κοίτα πώς είσαι, καημενούλι μου», είπε η Λις, καθώς πλησίασε και πέρασε την παλάμη της πάνω από το μελαψό μάγουλο του Άσαντ. «Σ’ έπιασε κι εσένα η γρίπη; Τα μάτια σου κοντεύουν να πλημμυρίσουν. Κι εσύ, Καρλ, ντροπή να τον βάζεις να δουλεύει. Δε βλέπεις πόσο αδύναμο είναι το χρυσό μου;» Στράφηκε προς τον Καρλ και τα γαλάζια μάτια της τον κοίταξαν αποδοκιμαστικά. «Ο Πλουγκ μού ζήτησε να σου πω ότι σε περιμένουν στο Άμαρ».

6

Αύγουστος 1987

ΧΡΕΙΑΣΤΗΚΕ ΠΡΩΤΑ ΝΑ ΦΤΑΣΕΙ στο τέρμα της Κόρσγκεδε και να

καθίσει στο παγκάκι κάτω από τις φουντουκιές, δίπλα στην εξώπορτα της πολυκατοικίας, με το βλέμμα στραμμένο προς τη λίμνη Πέμπλινγκε, για να νιώσει απαλλαγμένη από την αποδοκιμασία της πόλης και τη φυλακή του ίδιου του σώματός της. Οι άνθρωποι που κυκλοφορούσαν στους δρόμους τη δεκαετία του 1980 ήταν καλλίγραμμοι και ευπαρουσίαστοι. Αυτό ήταν κάτι που το είχε παρατηρήσει και, στο συγκεκριμένο θέμα, αδυνατούσε πλέον να συγκριθεί μαζί τους.

82

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Έκλεισε τα μάτια, ακούμπησε την παλάμη χαμηλά στο πόδι της και το έτριψε ελαφρά. Καθώς τα ακροδάχτυλά της μάλαζαν την ακανόνιστη υφή της κνήμης της, η παλιά φράση που της έδινε δύναμη τρύπωσε ξανά στη σκέψη της: «Είμαι άξια... Είμαι άξια». Κι όμως, σήμερα αυτή η φράση ακουγόταν ανούσια, όπου κι αν την τόνιζε. Είχε περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που επανέλαβε στον εαυτό της εκείνες τις λέξεις. Έγειρε προς τα εμπρός, δίπλωσε τα μπράτσα γύρω από τα γόνατά της και πίεσε το μέτωπο πάνω στα πόδια της, ενώ τα πέλματά της χτυπούσαν το έδαφος σαν μπαγκέτες διευθυντή ορχήστρας. Ήταν μια στάση που συχνά τη βοηθούσε να αντιμετωπίσει τα βασανιστικά περονιάσματα που διέτρεχαν το σώμα της. Η διαδρομή μέχρι το πολυκατάστημα Ντάελς Βάρεχους και πίσω στην Πέμπλινγκε Ντοσέρινγκ ήταν απαιτητική και της έφερε πόνο. Πόνο στην τσακισμένη κνήμη της, που την υποχρέωνε να περπατάει κουτσαίνοντας. Πόνο στο πέλμα, που σε κάθε βήμα καλούνταν να καλύψει τα εκατοστά που έλειπαν πλέον από το πόδι της. Πόνο στο γοφό, που προσπαθούσε να αντέξει την πίεση. Πονούσε, όμως το χειρότερο δεν ήταν αυτό. Όπως περπατούσε στη Νέρεγκεδε, είχε το βλέμμα της στραμμένο ευθεία μπροστά, προσπαθούσε να μην κουτσαίνει, αν και ήξερε πολύ καλά πως δε θα τα κατάφερνε. Ήταν δύσκολο να το αποδεχτεί. Δύο χρόνια νωρίτερα, ήταν μια γοητευτική, ευκίνητη γυναίκα, και τώρα αισθανόταν σαν σκιά του παλιού της εαυτού. Όμως οι σκιές ζουν μια χαρά ανάμεσα στις σκιές, έτσι έλεγε μέσα της έως τώρα. Η πόλη ήταν ένα μέρος που της επέτρεπε να κάνει μια καινούρια αρχή. Ήταν ο λόγος για τον οποίο είχε καταφύγει στην Κοπεγχάγη, πριν από δύο σχεδόν χρόνια, προσπαθώντας να ξεφύγει από την ντροπή και την οδύνη, κι από τα παγερά βλέμματα των ντόπιων στο Λόλαν.

ΕΝΟΧΗ

83

Είχε φύγει από το Χάουνγκορ προκειμένου να ξεχάσει, και τώρα ήταν αντιμέτωπη με αυτό. Η Νέτε έσφιξε τα χείλη της, καθώς δύο νεαρές γυναίκες που έσπρωχναν παιδικά καροτσάκια περνούσαν από μπροστά της, με πρόσωπα και φωνές που έσφυζαν από χαρά και ζωή. Απέστρεψε το βλέμμα της, αγριοκοιτάζοντας αρχικά έναν από τους άχρηστους γείτονές της, που είχε βγάλει βόλτα τον κακάσχημο, απείθαρχο, όσο και θηριώδη κοπρίτη του, κι ύστερα χάζεψε τα σμήνη των πουλιών που ήταν διάσπαρτα στην επιφάνεια της λίμνης. Τι απαίσια ζωή! Είκοσι δευτερόλεπτα μέσα σε ένα ασανσέρ στο πολυκατάστημα, σαράντα πέντε λεπτά νωρίτερα, είχαν σταθεί αρκετά για να τη συγκλονίσουν. Τόσο χρειάστηκε. Μόλις είκοσι δευτερόλεπτα. Έκλεισε τα μάτια της κι επέτρεψε στο μυαλό της να ξαναζήσει αυτό που είχε συμβεί. Τα βήματα της την είχαν οδηγήσει στο ασανσέρ του τετάρτου ορόφου. Πάτησε το κουμπί. Ανακουφίστηκε που δε χρειάστηκε να περιμένει παραπάνω από μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να ανοίξει η πόρτα. Όμως αυτή η ανακούφιση είχε μετατραπεί μέσα της σε φαρμάκι. Είχε πάρει το λάθος ασανσέρ. Αν είχε επιλέξει εκείνο στην απέναντι πλευρά, θα μπορούσε να είχε συνεχίσει τη ζωή της όπως πρώτα, θα άφηνε να την καταπίνουν τα κτίρια του Νέρεμπρο, θα χανόταν στους δρόμους. Κούνησε το κεφάλι της. Τώρα, τα πάντα είχαν αλλάξει. Έπειτα από εκείνα τα μοιραία δευτερόλεπτα, τα ύστατα υπολείμματα της Νέτε Ρόζεν είχαν πάψει να υπάρχουν. Ήταν νεκρή, τελειωμένη. Είχε διαγραφεί από αυτό τον κόσμο. Τώρα, ήταν και πάλι η Νέτε Χέρμανσεν. Το κορίτσι από το Σπρόγκε είχε επιστρέψει. Με όλες τις συνέπειες που θα είχε αυτό.

84

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Οχτώ εβδομάδες μετά το δυστύχημα, της είχαν δώσει εξιτήριο από το νοσοκομείο χωρίς τυμπανοκρουσίες, και τους μήνες που ακολούθησαν έζησε μόνη της στο Χάουνγκορ. Οι δικηγόροι είχαν δουλειά, καθώς ο σύζυγός της ήταν άνθρωπος που διέθετε μεγάλη οικονομική άνεση, και κάθε τόσο παραφυλούσαν φωτογράφοι σε χαντάκια και θάμνους. Από τη στιγμή που ένας από τους σημαντικότερους επιχειρηματίες της Δανίας έχασε τη ζωή του σε τροχαίο, εφημερίδες και κουτσομπολίστικα περιοδικά μυρίστηκαν ευκαιρία να αυξήσουν τις πωλήσεις τους, και τι καλύτερο από μια εύπορη χήρα που κυκλοφορούσε με πατερίτσες και μια πονεμένη έκφραση στο πρόσωπο; Όμως η Νέτε κατέβασε αυλαία και άφησε τον κόσμο να συνεχίσει στους φρενήρεις ρυθμούς του χωρίς εκείνη. Ήξερε τι σκέφτονταν οι άνθρωποι: η ασήμαντη γυναικούλα που είχε καταφέρει να τρυπώσει από τα εργαστήρια στο κρεβάτι του γενικού διευθυντή δεν άξιζε να βρίσκεται εκεί όπου ήταν, και ο μόνος λόγος που όλα εκείνα τα χρόνια τής φέρονταν δουλικά οι άνθρωποι γύρω της ήταν ο άντρας της και τα χρήματά του. Το ίδιο εξακολουθούσε να αισθάνεται και τώρα. Ακόμα και κάποιες από τις νοσοκόμες της Πρόνοιας που τη φρόντιζαν στο σπίτι δυσκολεύονταν να κρύψουν την περιφρόνησή τους, όμως σύντομα τις αντικατέστησε. Στη διάρκεια εκείνων των μηνών, οι περιγραφές σχετικά με το μοιραίο τροχαίο στο οποίο σκοτώθηκε ο Αντρέας Ρόζεν εμπλουτίστηκαν με φήμες και μαρτυρίες. Εκείνη ένιωθε το παρελθόν να τη σφίγγει ασφυκτικά σαν πύθωνας, κι όταν την οδήγησαν στο αστυνομικό τμήμα του Μάριμπο, οι άνθρωποι στο χωριό στέκονταν στα παράθυρά τους χαμογελώντας με κακεντρέχεια. Αποτελούσε κοινό μυστικό ήδη ότι τα μέλη της οικογένειας που ζούσε στο απέναντι σπίτι από το σημείο όπου συνέβη το δυστύχημα είχαν δει κάτι σαν συμπλοκή μέσα στο αυτοκίνητο, λίγες στιγμές

ΕΝΟΧΗ

85

προτού το όχημα σπάσει την προστατευτική μπάρα και πέσει στη θάλασσα. Όμως η Νέτε δε λύγισε και δεν ομολόγησε την αμαρτία της, ούτε στην κοινή γνώμη ούτε στις Αρχές. Μονάχα μέσα της. Απέτυχαν να την κάνουν να χάσει την ισορροπία της, καθώς είχε μάθει από καιρό να πατάει γερά στα δυο της πόδια, ακόμα κι όταν λυσσομανούσαν καταιγίδες. Κι ύστερα, τα άφησε όλα πίσω της.

Με αργές κινήσεις, γδύθηκε μπροστά στα παράθυρα που έβλεπαν προς τη λίμνη και κάθισε ήρεμα στο σκαμπό της τουαλέτας της. Η ουλή πάνω από την ηβική της χώρα ήταν περισσότερο ορατή πλέον, καθώς η τριχοφυΐα εκεί είχε περιοριστεί. Μια αμυδρή γραμμή στο χρώμα της λεβάντας σημάδευε το όριο μεταξύ καλοτυχίας και κακοτυχίας, μεταξύ ζωής και θανάτου. Η ουλή της στείρωσής της. Πέρασε την παλάμη της πάνω από τη χαλαρή επιδερμίδα της γυμνής κοιλιάς της κι έσφιξε τα δόντια. Και τότε, βάλθηκε να την τρίβει ώσπου πόνεσε και τα πόδια της έτρεμαν, ενώ η ανάσα της γινόταν ολοένα και πιο τραχιά, καθώς οι σκέψεις της εξόκειλαν. Μόλις τέσσερις ώρες νωρίτερα καθόταν στην κουζίνα της, με τον κατάλογο του πολυκαταστήματος ανά χείρας, και είχε ενθουσιαστεί με ένα ροζ πουλόβερ στη σελίδα 5. Φθινοπωρινός Κατάλογος 1987, έγραφε στο πολλά υποσχόμενο εξώφυλλο. Μοντέρνα πλεχτά, πάνω από τη φωτογραφία που είχε τραβήξει την προσοχή της. Είχε θαυμάσει το κομμάτι πίνοντας έναν αχνιστό καφέ, και σκεφτόταν πως ένα πλεχτό πουλόβερ με σχέδιο σαν κι αυτό θα ταίριαζε πολύ όμορφα με ένα πουκάμισο με βάτες που είχε και θα της πρόσφερε μια νέα αρχή. Κι αυτό γιατί, παρότι η οδύνη που

86

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

βίωνε ήταν απέραντη, είχε και μια ζωή να ζήσει. Σύντομα θα αισθανόταν έτοιμη πάλι. Αυτός ήταν ο λόγος που είχε σταθεί σ’ εκείνο το ασανσέρ σχεδόν δύο ώρες νωρίτερα, κρατώντας την τσάντα με το ρούχο στο χέρι και νιώθοντας την καρδιά της να φουσκώνει από χαρά. Ακριβώς μία ώρα και πενήντα εννέα λεπτά νωρίτερα, το ασανσέρ είχε σταματήσει στον τρίτο όροφο, κι ένας ψηλός άντρας είχε περάσει μέσα και είχε σταθεί δίπλα της, τόσο κοντά που μπορούσε να τον μυρίσει. Εκείνος δεν είχε γυρίσει να την κοιτάξει, όμως η Νέτε τον παρατηρούσε με κομμένη την ανάσα, έχοντας υποχωρήσει αμήχανα στη γωνία, με τα μάγουλά της αναψοκοκκινισμένα από την οργή. Ήλπιζε πως ο άντρας δε θα έστριβε για να αντικρίσει το πρόσωπό της στον καθρέφτη. Μπροστά της είχε έναν άνθρωπο φανερά ευχαριστημένο με τον εαυτό του και τον κόσμο γύρω του. Έναν άνθρωπο που είχε τον έλεγχο, όπως έλεγαν. Τον έλεγχο της ζωής του και, παρότι τα χρόνια περνούσαν, του μέλλοντός του επίσης. Το κάθαρμα. Μία ώρα, πενήντα οχτώ λεπτά και σαράντα δευτερόλεπτα νωρίτερα, ο άντρας είχε βγει από το ασανσέρ στο δεύτερο όροφο, αφήνοντας τη Νέτε να παλεύει για να πάρει ανάσα, με τα χέρια σφιγμένα γροθιές. Στη διάρκεια των ατέλειωτων λεπτών που ακολούθησαν, δεν καταλάβαινε τίποτε. Ανεβοκατέβαινε με το ασανσέρ, χωρίς να αντιδρά στις ανήσυχες ερωτήσεις των άλλων πελατών. Ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει προκειμένου να καταλαγιάσει την καρδιά της που χτυπούσε ξέφρενα και να συμμαζέψει τις σκέψεις της. Όταν βρέθηκε και πάλι έξω στο δρόμο, δεν κρατούσε πια την τσάντα με το ρούχο. Τι να το έκανε ένα ροζ πουλόβερ και ένα πουκάμισο με βάτες, εκεί όπου την οδηγούσε τώρα η ζωή;

ΕΝΟΧΗ

87

Κι έτσι, βρέθηκε καθισμένη στο διαμέρισμά της στον τέταρτο όροφο, γυμνή και βεβηλωμένη στο σώμα και στην ψυχή, να αναρωτιέται πώς θα μπορούσε να πάρει εκδίκηση, και από ποιον. Χαμογέλασε για μια στιγμή, καθώς αναλογιζόταν πως ίσως να μην ήταν εκείνη η άτυχη, τελικά. Ίσως άτυχο να ήταν το απαίσιο τέρας που η μοίρα έσπρωξε στο μονοπάτι της, μέσα από αυτή τη θεσπέσια τυχαία συνάντηση. Έτσι ένιωθε τις πρώτες ώρες μετά την επανεμφάνιση του Κουρτ Βεντ στη ζωή της.

Όταν ήρθε το καλοκαίρι, ήρθε και ο ξάδερφός της ο Τάγκε. Ένα απείθαρχο παλιόπαιδο που ούτε το σχολείο ούτε οι δρόμοι του Άσενς το χωρούσαν. «Πάρα πολλή μαγκιά, ελάχιστο μυαλό», έλεγε ο θείος της, όμως η Νέτε ενθουσιάστηκε όταν ήρθε να μείνει μαζί τους. Έτσι, είχε κάποιον που θα τη βοηθούσε να περνάει ευχάριστα τις ώρες της μέρας για μερικές εβδομάδες. Το τάισμα των πουλερικών ήταν μια χαρά δουλειά για ένα μικρό κορίτσι, όχι όμως και οι υπόλοιπες. Ο Τάγκε πετούσε τη σκούφια του για να λερώσει τα χέρια του, οπότε το χοιροστάσιο και το μικρό βουστάσιο έγιναν το βασίλειό του. Μονάχα όταν ήταν εκείνος μαζί τους έπεφτε η Νέτε στο κρεβάτι τη νύχτα χωρίς να την πονούν χέρια και πόδια από τη δουλειά, και γι’ αυτό τον λάτρευε. Ίσως, μάλιστα, τον λάτρευε υπερβολικά. «Ποιος σου έμαθε αυτές τις απαίσιες λέξεις;» ρώτησε αγριεμένη η διευθύντρια του σχολείου, μετά το τέλος των θερινών διακοπών. Πάντοτε μετά τις διακοπές ήταν που μάζευε η Νέτε τις σκληρότερες τιμωρίες, καθώς οι αγαπημένες λέξεις του Τάγκε, όπως «γαμώτο», «πήδημα» και «σηκωμάρες», δεν είχαν καμία απολύτως σχέση με τον καθωσπρέπει κόσμο της διευθύντριας. Κάτι τέτοιες λέξεις, σε συνδυασμό με τον ασυγκράτητο χαρα-

88

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

κτήρα του Τάγκε, είχαν αποτελέσει τα πρώτα σκαλοπάτια στην κλίμακα που την οδήγησε στον Κουρτ Βεντ. Λεία, γλιστερά σκαλοπάτια.

Σηκώθηκε από το σκαμπό και φόρεσε τα ρούχα της, καθώς η λίστα έπαιρνε μορφή στο μυαλό της. Η λίστα που άνοιγε τους πόρους της επιδερμίδας της και λείαινε τις ρυτίδες στο μέτωπό της. Στον κόσμο υπήρχαν άνθρωποι που δεν τους άξιζε να αναπνέουν. Άνθρωποι που ασχολούνταν μονάχα με τους εγωιστικούς στόχους τους και δεν τους απασχολούσε στιγμή η καταστροφή που προκαλούσαν στο πέρασμά τους. Της ήρθαν στο νου μερικά ονόματα. Το ερώτημα ήταν τι είδους τίμημα έπρεπε να πληρώσουν κατά συνέπεια. Διέσχισε το μακρύ διάδρομο κι έφτασε στο δωμάτιο στο βάθος, όπου έστεκε το τραπέζι που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα της. Τουλάχιστον χίλια γεύματα είχαν φάει σ’ εκείνο το τραπέζι, με τον πατέρα της να σκαλίζει το φαγητό του, αμίλητος και πικραμένος, αποκαμωμένος από τη ζωή και τον πόνο της. Σπάνιες ήταν οι φορές που ανασήκωνε το κεφάλι του για να της χαρίσει ένα κουρασμένο χαμόγελο. Μονάχα αυτό κατάφερνε να της προσφέρει. Αν δεν ήταν εκείνη, ο πατέρας της θα είχε βρει ένα κομμάτι σκοινί και θα είχε κρεμαστεί, χρόνια προτού το κάνει τελικά. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα της αρθρίτιδας, της μοναξιάς και της γύμνιας του νου. Η Νέτε χάιδεψε τη σκούρα επιφάνεια του τραπεζιού όπου ακουμπούσαν μια ζωή τα μπράτσα του και έφερε τα δάχτυλά της στο κέντρο, εκεί όπου κειτόταν ο καφετής φάκελος αφότου μετακόμισε στην πρωτεύουσα.

ΕΝΟΧΗ

89

Ήταν φθαρμένος και τσακισμένος από τις αμέτρητες φορές που τον είχε ανοίξει και είχε διαβάσει το περιεχόμενό του. Προς δεσποινίδα Νέτε Χέρμανσεν, βοηθό εργαστηρίου, Τεχνικό Κο­ λέγιο Όρχους, Χάλμσταντγκεδε, Βόρειο Όρχους, έγραφε η διεύθυνση πάνω στο φάκελο. Οι ταχυδρομικές υπηρεσίες είχαν προσθέσει τον αριθμό του δρόμου και τον ταχυδρομικό κώδικα με κόκκινο στιλό. Πολλές φορές έκτοτε αισθάνθηκε ευγνώμων απέναντί τους. Άγγιξε με τα δάχτυλά της ελαφρά το γραμματόσημο και τη σφραγίδα του ταχυδρομείου. Σχεδόν δεκαεφτά χρόνια είχαν περάσει από τη μέρα που ο φάκελος βρέθηκε στο γραμματοκιβώτιό της. Μια ολόκληρη ζωή. Ύστερα άνοιξε το φάκελο, έβγαλε από μέσα το γράμμα και το ξεδίπλωσε. Πολυαγαπημένη μας Νέτε, Με τον πιο απρόσμενο κι απίστευτο τρόπο, το πέπλο σηκώθηκε πλέον, αποκαλύπτοντας τι απέγινες από τη στιγμή που επιβιβάστηκες στο τρέ­ νο στο σταθμό του Μπρέντεμπρο και μας αποχαιρέτησες, χαμογελώντας τόσο ευτυχισμένη. Θέλω να ξέρεις πως όλα όσα έμαθα για το πώς εξελίχτηκε η ζωή σου τα περασμένα έξι χρόνια μού προκάλεσαν τόση χαρά, ώστε τα λόγια δεν αρκούν για να την περιγράψουν. Τώρα, ασφαλώς ξέρεις ότι είσαι άξια. Καλά δε λέω; Η δυσκολία στην ανάγνωση που αντιμετώπιζες μπορούσε πράγματι να ξεπεραστεί, και τελικά υπήρχε μια θέση για εσένα στη ζωή. Και τι θέση! Είμαι πάρα πολύ περήφανος για την πορεία σου, αγαπημένη μου Νέτε. Απο­ φοίτησες από το σχολείο με άριστα. Εκπαιδεύτηκες ως βοηθός εργα­ στηρίου στο Τεχνικό Κολέγιο του Όμπανρο, κι εκεί αποφοίτησες πρώ­ τη στην τάξη σου. Και τώρα κοντεύεις να ολοκληρώσεις τις σπουδές του ως τεχνικός βιολογικού εργαστηρίου στο Όρχους. Πάρα πολύ κα­

90

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

λά τα κατάφερες! Ίσως να αναρωτιέσαι πώς τα έμαθα όλα αυτά, οπό­ τε μπορώ να σου αποκαλύψω την πιο εκπληκτική σύμπτωση: η εται­ ρεία Ίντερλαμπ ΑΕ, η εταιρεία όπου εργάζεσαι από την 1η Ιανουα­ ρίου, ιδρύθηκε από τον παλιό μου φίλο, τον Κρίστοφερ Χάλε. Εκτός αυτού, ο γιος του, ο Ντάνιελ, είναι βαφτισιμιός μου. Συναντιόμαστε συχνά, και πρόσφατα βρεθήκαμε στην ετήσια οικογενειακή μας συ­ γκέντρωση, την πρώτη Κυριακή του Σαρανταήμερου, επ’ ευκαιρία της κατασκευής στολιδιών και του ψησίματος γλυκών ενόψει των Χριστου­ γέννων. Ρώτησα το φίλο μου με τι ασχολούνταν εκείνο το διάστημα, και –αν θες το πιστεύεις– με πληροφόρησε πως είχε μόλις ολοκληρώσει την ανά­ γνωση ενός ιλιγγιώδους αριθμού αιτήσεων πρόσληψης, κι αμέσως μου έδειξε αυτή που είχε επιλέξει. Μπορείς να φανταστείς την έκπληξή μου όταν διάβασα το όνομά σου; Και, συγχώρεσέ μου την αδιακρισία, μόλις διάβασα την επιστολή που συνόδευε την αίτηση και το βιογραφικό, ειλι­ κρινά δάκρυσα από χαρά, το ομολογώ. Λοιπόν, Νέτε, δε θα σε κουράσω άλλο με τους συναισθηματισμούς ενός γέροντα. Αρκεί να πω ότι η Μαριάνε κι εγώ χαιρόμαστε πάρα πο­ λύ για εσένα. Να ξέρεις πως πλέον μπορείς να σταθείς περήφανη και να διακηρύξεις σε όλο τον κόσμο εκείνη τη μικρή φράση που σκαρώσαμε μαζί πριν από τόσα χρόνια: Είμαι άξια! Να το ΘΥΜΑΣΑΙ αυτό, καλή μου! Σου ευχόμαστε κάθε χαρά και ευτυχία στην υπόλοιπη πορεία της ­ζωής σου. Με τους θερμότερους χαιρετισμούς μας, Μαριάνε και Έρικ Χάνστχολμ Μπρέντεμπρο, 14 Δεκεμβρίου 1970 Τρεις φορές διάβασε ολόκληρο το γράμμα, και τις τρεις φορές στάθηκε σ’ εκείνες τις λέξεις: Τώρα, ασφαλώς ξέρεις ότι είσαι άξια.

ΕΝΟΧΗ

91

«Είμαι άξια!» αναφώνησε δυνατά, καθώς φανταζόταν το πρόσωπο του Έρικ Χάνστχολμ να γεμίζει ρυτίδες από το γέλιο. Την πρώτη φορά που πρόφερε τη φράση ήταν μόλις είκοσι τεσσάρων χρόνων, και τώρα πενήντα. Πώς είχαν περάσει τα χρόνια; Ευχήθηκε να είχε επικοινωνήσει μαζί του προτού μάθει πως ήταν πλέον πολύ αργά. Πήρε μια βαθιά ανάσα, έγειρε το κεφάλι της στο πλάι και παρατήρησε την κλίση του γραφικού χαρακτήρα, τα κεφαλαία γράμματα και κάθε μικρή σταλαγματιά που είχε αφήσει η πένα του, όποτε σταματούσε. Ύστερα έβγαλε ένα δεύτερο χαρτί από το φάκελο και κάθισε για λίγο, κοιτάζοντάς το με δάκρυα στα μάτια. Έκτοτε είχαν μεσολαβήσει πολλά διπλώματα και πιστοποιητικά εξετάσεων, όμως αυτό ήταν το πρώτο και το σημαντικότερο. Της το είχε ετοιμάσει ο Έρικ Χάνστχολμ, γενναιόδωρος όπως πάντα. ΔΙΠΛΩΜΑ, έγραφε στην πάνω πλευρά, με τη λέξη γραμμένη με καλλιτεχνικά γράμματα, και από κάτω υπήρχαν τέσσερις αράδες που κάλυπταν ολόκληρη τη σελίδα: Όποιος είναι σε θέση να το διαβάσει αυτό δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αναλφάβητος. Αυτό έγραφε όλο κι όλο. Στέγνωσε τα μάτια της κι έσφιξε τα χείλη της. Πόσο αναίσθητο και εγωιστικό ήταν εκ μέρους της το γεγονός ότι δεν επικοινώνησε ποτέ ξανά μαζί του. Άραγε, τι θα είχε απογίνει αν δεν της είχαν σταθεί ο Έρικ και η σύζυγός του, η Μαριάνε; Και τώρα ήταν πλέον πολύ αργά. Εκείνος απεβίωσε έπειτα από μακρά ασθένεια, έγραφε η νεκρολογία στην εφημερίδα πριν από τρία χρόνια. Έπειτα από μακρά ασθένεια, ό,τι κι αν σήμαινε αυτό. Είχε γράψει στη Μαριάνε Χάνστχολμ για να της εκφράσει τα συλλυπητήριά της, όμως όλα τα γράμματά της επιστράφηκαν. Ίσως να μη ζούσε πια ούτε εκείνη, είχε σκεφτεί αρχικά η Νέτε.

92

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Οπότε, ποιος απέμενε πλέον, πέρα από αυτούς που είχαν καταστρέψει τη ζωή της; Κανείς. Η Νέτε δίπλωσε το γράμμα και το άλλο χαρτί και τα ξανάβαλε μέσα στο φάκελο. Ύστερα πήγε στο περβάζι του παραθύρου και ακούμπησε τον καφετή φάκελο πάνω σε ένα τσίγκινο πιάτο. Όταν του έβαλε φωτιά και ο καπνός υψώθηκε για να συναντήσει τη γύψινη ψευδοροφή του ταβανιού, ένιωσε κάθε ίχνος ντροπής να εξαφανίζεται, για πρώτη φορά μετά το τροχαίο. Περίμενε μέχρι που το χαρτί κάηκε τελείως, κι έτριψε τα υπολείμματα ανάμεσα στα δάχτυλά της, μετατρέποντάς τα σε στάχτες. Ύστερα μετέφερε το πιάτο στο καθιστικό, κι εκεί στάθηκε για λίγο κοιτάζοντας το φυτό με τα κολλώδη χνουδωτά φύλλα. Η μυρωδιά του δεν ήταν τόσο άσχημη εκείνη τη μέρα. Σκόρπισε τις στάχτες μέσα στη γλάστρα και στράφηκε στο σεκρετέρ της. Πάνω σε αυτό το έξοχο έπιπλο υπήρχε μια στοίβα φακέλων με ασορτί πολυτελές χαρτί επιστολογραφίας. Ήταν από εκείνα τα δώρα που μια οικοδέσποινα είχε αναπόφευκτα, όπως τα κεριά και τα κεντητά σεμεδάκια. Πήρε έξι από τους φακέλους, κάθισε στο τραπέζι κι έγραψε από ένα όνομα πάνω στον καθένα. Κουρτ Βεντ, Ρίτα Νίλσεν, Γκίτε Τσαρλς, Τάγκε Χέρμανσεν, Βίγκο Μόγκενσεν και Φιλίπ Νέρβιγ. Ένα όνομα για κάθε σημείο της ζωής της όπου τα πράγματα είχαν ακολουθήσει λάθος κατεύθυνση. Όπως απλώνονταν εκείνα τα ονόματα μπροστά της, κάθε άλλο παρά σημαντικά έμοιαζαν. Αδιάφορα, μάλλον. Άνθρωποι που θα μπορούσαν να διαγραφούν από τη ζωή της μονοκοντυλιά. Όμως η πραγματικότητα ήταν διαφορετική. Τα ονόματα είχαν τεράστια σημασία. Και η σημασία τους έγκειτο, κατά κύριο λόγο, στο γεγονός ότι τα άτομα αυτά, αν κι εφόσον εξακολουθούσαν

ΕΝΟΧΗ

93

να ζουν, κυκλοφορούσαν ελεύθερα, όπως ο Κουρτ Βεντ. Χωρίς να αναλογίζονται στιγμή το παρελθόν και τα βρόμικα ίχνη που είχε αφήσει το πέρασμά τους από τη ζωή. Εκείνη, όμως, θα τους ανάγκαζε να σταθούν και να κοιτάξουν πίσω τους. Και θα το έκανε με το δικό της, πανούργο τρόπο. Έπιασε το τηλέφωνο και σχημάτισε τον αριθμό του ληξιαρχείου. «Καλησπέρα», είπε. «Ονομάζομαι Νέτε Χέρμανσεν. Θα είχατε, μήπως, την ευγενή καλοσύνη να μου πείτε πώς θα μπορούσα να επικοινωνήσω με κάποιους παλιούς γνωστούς μου; Οι διευθύνσεις που έχω, μάλλον δεν ισχύουν πλέον».

7

Νοέμβριος 2010

Ο ΑΝΕΜΟΣ ΗΤΑΝ ΑΣΤΑΤΟΣ, και ακόμα κι από απόσταση ο Καρλ

οσφράνθηκε την αποφορά του ανθρώπινου πτώματος που βάραινε την υγρή, φθινοπωρινή ατμόσφαιρα. Πίσω από δύο μπουλντόζες με κατεβασμένα τα φτυάρια τους, οι ειδικοί του Εγκληματολογικού, ντυμένοι με λευκές στολές, συνομιλούσαν με τους τεχνικούς της Σήμανσης. Απ’ ό,τι έδειχναν τα πράγματα, είχαν φτάσει στο σημείο όπου μπορούσαν να παραχωρήσουν αρμοδιότητα στο πλήρωμα του ασθενοφόρου και στους ανθρώπους του Ιατροδικαστικού Τομέα, προκειμένου να απομακρύνουν τα λείψανα. Ο Τέργε Πλουγκ στεκόταν με ένα φάκελο κάτω από το μπράτσο του, καπνίζοντας την πίπα του, ενώ ο Μάρκους Γιάκομπσεν είχε ένα τσιγάρο στο στόμα. Όχι πως ο καπνός βοηθούσε ιδιαίτερα. Ο δύστυχος που τον είχαν πετάξει εκεί, είχε φτάσει προ πολλού στο στάδιο της απόλυτης αποσύνθεσης, και η δυσοσμία

94

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

ήταν απερίγραπτη. Ως εκ τούτου, αποτελούσε, κατά κάποιον τρόπο, ευτύχημα το γεγονός ότι τα οσφρητικά όργανα της πλειονότητας των παρισταμένων ήταν κάτι παραπάνω από μπουκωμένα. Ο Καρλ πλησίασε πιάνοντας τα ρουθούνια του και κοίταξε το κιβώτιο που ήταν ακόμα ακουμπισμένο στο έδαφος, παρότι η εκσκαφή είχε σχεδόν ολοκληρωθεί, με το καπάκι του ανοιχτό. Δεν ήταν τόσο μεγάλο όσο είχε φανταστεί. Κάτι λιγότερο από τετραγωνικό μέτρο, αλλά αρκετό ώστε να χωράει ένα διαμελισμένο πτώμα. Ήταν γερά φτιαγμένο, από παραπεταμένες σανίδες πατώματος που έφεραν βερνίκι. Επρόκειτο για μια κάσα που είχε παραμείνει επί χρόνια μέσα στο έδαφος, προτού διαλυθεί. «Πώς και δεν πέταξαν το πτώμα κατευθείαν μέσα στο λάκκο;» αναρωτήθηκε ο Καρλ, έτσι όπως στεκόταν στα όρια της εκσκαφής. «Και γιατί εδώ, ειδικά;» Άπλωσε τα χέρια του δείχνοντας τη γύρω περιοχή. «Θέλω να πω, σίγουρα δεν τους έλειπαν οι εναλλακτικές, σωστά;» «Ρίξαμε μια ματιά στο δάπεδο της καλύβας». Ο διοικητής του Τμήματος Ανθρωποκτονιών έσφιξε το κασκόλ του πιο πολύ γύρω από το γιακά του δερμάτινου σακακιού του κι έγνεψε προς μια στοίβα από σανίδες, πίσω από κάτι εργάτες ντυμένους με πορτοκαλόχρωμες φόρμες. «Οπότε τώρα έχουμε μια μάλλον ακριβή εικόνα για το πού έθαψαν το κιβώτιο», συνέχισε. «Σχεδόν στη γωνία δίπλα στο νότιο τοίχο, και η τρύπα ανοίχτηκε με ένα κυκλικό πριόνι, σχετικά πρόσφατα. Τα παιδιά της Σήμανσης εικάζουν πως έγινε κάποια στιγμή μέσα στα τελευταία πέντε χρόνια». Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά. «Εντάξει. Άρα, το θύμα δολοφονήθηκε και διαμελίστηκε κάπου αλλού και στη συνέχεια μεταφέρθηκε εδώ». «Έτσι φαίνεται, τουλάχιστον», είπε ο Μάρκους Γιάκομπσεν ρουφώντας τη μύτη του, με τα χαρακτηριστικά του προσώπου του

ΕΝΟΧΗ

95

να καλύπτονται για μια στιγμή από ένα σύννεφο καπνού τσιγάρου. «Ίσως σαν υπενθύμιση στον Γκέοργκ Μάντσεν να φέρεται κάπως καλύτερα απ’ ό,τι ο δύστυχος που κείτεται εδώ». Ο Τέργε Πλουγκ συγκατένευσε. «Οι τεχνικοί λένε πως το κιβώτιο σίγουρα θάφτηκε κάτω από το σημείο αυτό, όπου ανοίχτηκε η τρύπα, στο κυρίως δωμάτιο. Απ’ ό,τι μπορώ να καταλάβω από το διάγραμμα σε αυτή την αναφορά» –έδειξε μια κάτοψη του χώρου στο φάκελο που κρατούσε– «μιλάμε για το σημείο ακριβώς κάτω από την καρέκλα όπου βρήκατε τον Γκέοργκ Μάντσεν με το καρφί σφηνωμένο στο κεφάλι του. Το σημείο όπου σας χτύπησαν οι σφαίρες». Ο Καρλ ίσιωσε την πλάτη του. Κάτι τέτοιες πληροφορίες μάλλον δε συνέβαλλαν στο να συμπεριληφθεί αυτό το πρωινό Τετάρτης του Νοεμβρίου στη λίστα με τις καλύτερες μέρες. Χωρίς αμφιβολία, τους περίμεναν εκατοντάδες ώρες ερευνών και σκαλίσματος των γεγονότων, που ο Καρλ θα προτιμούσε να ξεχάσει. Αν εξαρτάτο από τον ίδιο, θα τραβούσε τώρα αμέσως μια κλοτσιά στο κιβώτιο για να το ρίξει ξανά μέσα στην τρύπα, θα πήγαινε να πάρει δύο σάντουιτς με λουκάνικο και μπόλικη κέτσαπ και θα άραζε να χαζεύει το ρολόι του γραφείου του μέχρι να περάσουν τρεις τέσσερις ώρες και να τελειώσει το ωράριό του, ώστε να γυρίσει στο σπίτι του και να ετοιμαστεί για το δείπνο του με τη Μόνα. Ο Πλουγκ στεκόταν και τον κοίταζε με το στόμα ανοιχτό, λες και μπορούσε να διαβάσει τη σκέψη του. «Εντάξει», είπε ο Καρλ. «Ας πούμε πως ξέρουμε ότι ο τύπος δολοφονήθηκε κάπου αλλού και κατά πάσα πιθανότητα θάφτηκε κάτω από το πάτωμα του Γκέοργκ Μάντσεν, εν γνώσει του τελευταίου. Λοιπόν, τι στοιχεία μπορεί να μας έχουν ξεφύγει;» Έξυσε το κεφάλι του κάπως θεατρινίστικα, προτού παρουσιάσει τη δική του άποψη. «Α, ναι, σωστά. Δεν ξέρουμε ποιος είναι, δεν έχουμε

96

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

ιδέα γιατί τον “καθάρισαν”, ούτε φυσικά και ποιος τον “έφαγε”. Πανεύκολη υπόθεση θα έλεγα! Όλα αυτά, όμως, θα τα μάθεις σε χρόνο μηδέν, έτσι δεν είναι, Πλουγκ;» είπε με τραχιά φωνή ο Καρλ. Ένιωσε ένα αίσθημα απέχθειας να τον κατακλύζει. Εδώ, δύο χρόνια νωρίτερα, σε αυτό το άθλιο μέρος, κινδύνευσε να χάσει τη ζωή του. Εδώ, τα νοσοκομειακά είχαν αποχωρήσει μεταφέροντας το νεκρό σώμα του Άνκερ και το σακατεμένο κορμί του Χάρντι. Εδώ, ο Καρλ είχε αποτύχει να αντιδράσει σωστά και είχε σωριαστεί τραυματισμένος στο πάτωμα, παράλυτος από το φόβο, λες και ήταν κανένα τρομοκρατημένο ζώο, ενώ οι άντρες που τους επιτέθηκαν έβγαζαν από τη μέση τους φίλους του. Και όταν το κιβώτιο αυτό ξεκινούσε το τελευταίο ταξίδι του για το Εγκληματολογικό, σε πολύ λίγη ώρα, όλα τα απτά στοιχεία εκείνων των γεγονότων θα εξαφανίζονταν από προσώπου Γης. Έμοιαζε σωστό και συνάμα λάθος. «Νομίζω ότι έχεις δίκιο, υπό την έννοια πως μπορούμε να υποθέσουμε ότι όλο αυτό συνέβη εν γνώσει του Γκέοργκ Μάντσεν, όμως αν η ταφή του πτώματος σκοπό είχε να λειτουργήσει προειδοποιητικά, νομίζω πως μπορούμε να θεωρήσουμε δεδομένο ότι εκείνος δεν έδωσε τη δέουσα σημασία», σχολίασε ο διοικητής του Τμήματος Ανθρωποκτονιών. Ο Καρλ κοίταξε το ανοιχτό κιβώτιο. Το κεφάλι του πτώματος ήταν ακουμπισμένο στο πλάι, πάνω σε μία από τις μαύρες σακούλες σκουπιδιών που περιείχαν τα υπόλοιπα κομμάτια του σώματος. Κρίνοντας από το μέγεθος του κρανίου, την προεξέχουσα γνάθο και το παλιό κάταγμα στο οστό της μύτης, το θύμα δεν ήταν μόνο άντρας, αλλά και κάποιος που κατά πάσα πιθανότητα είχε εμπλακεί σε φασαρίες. Και τώρα κειτόταν εδώ, ξεδοντιασμένος, με το κρανίο του να καλύπτεται από μια πατικωμένη μάζα μαλλιών και σαπισμένης σάρκας, και από αυτή τη γλοιώδη, άμορφη μάζα να προβάλλει η κεφαλή ενός με-

ΕΝΟΧΗ

97

γάλου, γαλβανισμένου καρφιού. Ενός καρφιού που έμοιαζε ίδιο μ’ εκείνα που βρέθηκαν στα κρανία του Γκέοργκ Μάντσεν και των δύο μηχανικών αυτοκινήτων στο γκαράζ κάτω στο Σόρε. Ο Γιάκομπσεν έγνεψε προς τους φωτογράφους της Αστυνομίας. «Σε δύο ώρες θα ξέρουμε από το Εγκληματολογικό τι ακριβώς περιέχει το κιβώτιο. Τότε θα δούμε αν έχουμε κάποιο στοιχείο που θα μας επιτρέψει να εντοπίσουμε την ταυτότητα του θύματος», είπε συμπερασματικά και κινήθηκε προς το αυτοκίνητό του. «Εσύ θα γράψεις την αναφορά, Πλουγκ», φώναξε πάνω από τον ώμο του. Ο Καρλ αποτραβήχτηκε κάνα δυο μέτρα και προσπάθησε να φιλτράρει την αποφορά του πτώματος παίρνοντας δυο βαθιές ανάσες σε μικρή απόσταση από την αναμμένη πίπα του συναδέλφου του από το Τμήμα Ανθρωποκτονιών. «Θα μου εξηγήσεις γιατί διάολο με κουβάλησες εδώ πέρα, Τέργε;» ρώτησε. «Για να δεις αν θα λύγιζα;» Ο Πλουγκ απάντησε στην ερώτηση με κουρασμένο βλέμμα. Δεκάρα δεν έδινε αν θα λύγιζε ο Καρλ. «Απ’ όσο θυμάμαι, το σπίτι του γείτονα βρισκόταν περίπου εκεί», είπε δείχνοντας ένα διπλανό οικόπεδο. «Σίγουρα θα άκουσε ή θα είδε κάποιους ανθρώπους να κουβαλούν ένα μεγάλο κιβώτιο, για να μην αναφερθώ στον ήχο του πριονιού που διέλυε τις σανίδες του πατώματος του Γκέοργκ Μάντσεν, τι λες κι εσύ; Θυμάσαι να ανέφερε κάτι σχετικό;» Ο Καρλ χαμογέλασε. «Άκουσε, Πλουγκ. Ο γείτονας είχε εγκατασταθεί εκεί μόλις δέκα μέρες προτού “καθαρίσουν” τον Γκέοργκ Μάντσεν, οπότε δεν πρόλαβε καν να γνωριστεί με τον τύπο. Απ’ όσο μπορώ να κρίνω –και οι τεχνικοί της Σήμανσης φαίνεται πως συμφωνούν, βλέποντας αυτή τη βρομερή στοίβα από σάρκα και οστά–, το πτώμα ήταν παραχωμένο τουλάχιστον πέντε χρόνια. Με άλλα λόγια, τρία χρόνια προτού δει τα ραδίκια ανάποδα

98

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

ο Γκέοργκ Μάντσεν. Οπότε, πώς κέρατο περιμένεις να ήξερε το παραμικρό ο γείτονας; Και, τέλος πάντων, εσύ δεν ήσουν εκείνος που ανέλαβε τις έρευνες, μετά που με έστειλαν στο νοσοκομείο; Δεν πήγες να του μιλήσεις;» «Όχι, ο τύπος πέθανε από έμφραγμα την ίδια μέρα, έτσι δεν είναι; Τίναξε τα πέταλα ακριβώς εκεί πέρα, στο πεζοδρόμιο, την ώρα που μαζεύαμε τα πράγματά μας. Ο φόνος και ο τρόπος που έγινε, ήταν πάνω από τις αντοχές του, για να μην αναφερθώ στο ότι ξαφνικά πλάκωσαν από παντού οι δικοί μας». Ο Καρλ γύρισε προς τα έξω το κάτω χείλος του. Για όνομα, τελειωμό δεν είχαν οι ζωές που βάραιναν τη συνείδηση εκείνων των καθαρμάτων. «Δεν το ήξερες αυτό, σωστά;» Ο Πλουγκ έβγαλε το σημειωματάριο από την εσωτερική του τσέπη. «Τότε, μάλλον δε θα ξέρεις πως είχαμε πληροφορίες από την Ολλανδία για κάποιες παρόμοιες δολοφονίες. Το Μάιο και το Σεπτέμβριο της περασμένης χρονιάς. Σε μια πολυκατοικία έξω από το Ρότερνταμ, σε ένα μέρος ονόματι Σχίνταμ. Δύο άντρες, και οι δύο εκτελεσμένοι με πιστόλι καρφιών. Μας έστειλαν ένα μάτσο φωτογραφίες». Άνοιξε το φάκελό του κι έβγαλε από μέσα μια σειρά από φωτογραφίες που έδειχναν τα κρανία των δύο αντρών, την ώρα που δύο αστυνομικοί απέκλειαν τη σκηνή του εγκλήματος απλώνοντας ταινία. «Γαλβανισμένα καρφιά των ενενήντα χιλιοστών, σφηνωμένα στον κρόταφο, ακριβώς όπως εδώ. Θα σου στείλω αντίγραφα των σχετικών εγγράφων, μόλις επιστρέψουμε στο γραφείο. Μπορούμε να τα δούμε μαζί, όταν θα έρθει και η έκθεση από το Εγκληματολογικό». Εντάξει, σκέφτηκε ο Καρλ. Το μυαλό του Χάρντι θα είχε αρκετή δουλειά.

ΕΝΟΧΗ

99

Βρήκε τη Λις έξω από το γραφείο της Ρόζε, με τα μπράτσα σταυρωμένα κάτω από το στήθος, να γνέφει καταφατικά, πλήρως απορροφημένη από τις αμπελοφιλοσοφίες της άλλης σχετικά με τη ζωή, γενικά, και με τη ζωή στο υπόγειο, ειδικά. Έπιασε μερικές σκόρπιες φράσεις –«αγέλαστος άνθρωπος», «μονίμως κακόκεφος» και «θαρρεί πως είναι ξεχωριστός»– και συμφωνούσε απολύτως, μέχρι που συνειδητοποίησε πως η Ρόζε αναφερόταν σ’ εκείνον. «Χμ, χμ», έκανε πως ξερόβηχε, ελπίζοντας πως θα αιφνιδίαζε την γκρινιάρα, δυσαρεστημένη γραμματέα του, κάνοντάς τη να σωπάσει από ντροπή, όμως εκείνη δεν μπήκε καν στον κόπο να γυρίσει να τον κοιτάξει. «Κατά φωνή», είπε, χωρίς το παραμικρό ίχνος αμηχανίας, και του έδωσε κάτι χαρτιά. «Ρίξε μια ματιά σε αυτά που υπογράμμισα στην υπόθεση της Ρίτα Νίλσεν και να ευχαριστείς την τύχη σου που έχεις συνεργάτες οι οποίοι ασχολούνται με τη δουλειά, την ώρα που κάποιοι άλλοι βολτάρουν στις εξοχές». Αμάν! Είχε επανέλθει κιόλας σε αυτό το στάδιο; Αν δεν πρόσεχαν, η –υποτίθεται– δίδυμη αδερφή της, η Ίρσα, θα επέστρεφε πριν καν προλάβουν να συνειδητοποιήσουν τι είχε συμβεί. «Μήπως πήγες πάνω και με έψαχνες;» τον ρώτησε η Λις, την ώρα που η σκιά της Ρόζε εξαφανιζόταν μέσα στο γραφείο της. «Ναι, προσπαθώ να εντοπίσω τα ίχνη του ξαδέρφου μου, του Ρόνι, αλλά δεν έβγαλα άκρη κι έλεγα μήπως...» «Α, γι’ αυτό». Για μια στιγμή, φάνηκε να απογοητεύεται. «Ο Μπακ μάς είπε μέσες άκρες τι έγινε. Τι ιστορία κι αυτή! Θα δω τι μπορώ να κάνω». Του χάρισε ένα χαμόγελο που μετέτρεψε τα γόνατά του σε ζελέ, κι ύστερα τράβηξε κατά το αρχείο. «Ένα λεπτό, Λις», είπε ξαφνικά ο Καρλ σταματώντας την. «Τι

100

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

διάολο τρέχει με την κυρία Σέρενσεν, εκεί πάνω; Εντελώς ξαφνικά, φέρεται... δεν ξέρω, ήμουν έτοιμος να πω ευγενικά...» «Ξεκίνησε σεμινάρια ΝΓΠ». «ΝΓΠ; Για θύμισέ μου τι σημαίνει αυτό...» Εκείνη τη στιγμή, όμως, χτύπησε το κινητό του Καρλ. Μόρτεν Χόλαντ, έγραφε η οθόνη. Τι τον ήθελε τέτοια ώρα ο νοικάρης του; «Ναι, τι τρέχει, Μόρτεν;» είπε, γνέφοντας απολογητικά στη Λις. «Μήπως ενοχλώ;» ακούστηκε διστακτική η φωνή του Μόρτεν. «Το παγόβουνο ενόχλησε τον Τιτανικό; Ο Βρούτος ενόχλησε τον Καίσαρα; Τι συμβαίνει; Είναι εντάξει ο Χάρντι;» «Εντάξει είναι, ναι. Ωραίο αυτό με το παγόβουνο και τον Τιτα­ νικό. Χα χα! Τέλος πάντων, ο Χάρντι θέλει να σου μιλήσει». Άκουσε το θρόισμα καθώς το τηλέφωνο έπαιρνε θέση δίπλα στο αφτί του Χάρντι, πάνω στο μαξιλάρι. Αυτά τα τηλεφωνήματα ήταν μια άσχημη συνήθεια που είχαν υιοθετήσει ο Μόρτεν και ο Χάρντι. Αρχικά, αρκούσε να τα λένε στα γρήγορα ο Καρλ με τον Χάρντι τα βράδια, όταν επέστρεφε ο Καρλ στο σπίτι, όμως προφανώς αυτό δεν ήταν αρκετό πλέον. «Έλα, με ακούς, Καρλ;» Ο Καρλ φαντάστηκε το μεγαλόσωμο άντρα που κειτόταν παράλυτος στο κρεβάτι του, με τον Μόρτεν να κρατάει το τηλέφωνο κοντά στο αφτί του. Μάτια μισόκλειστα, συνοφρυωμένο πρόσωπο, χείλη στεγνά. Ο Χάρντι ανησυχούσε για κάτι, ο Καρλ το κατάλαβε από τον τόνο της φωνής του. Το πιθανότερο ήταν πως ο Τέργε Πλουγκ είχε επικοινωνήσει ήδη μαζί του. «Τηλεφώνησε ο Πλουγκ», του επιβεβαίωσε. «Φαντάζομαι ξέρεις τι με ήθελε, σωστά;» «Ναι». «Εντάξει, τι γίνεται εκεί πέρα, Καρλ; Πες μου».

ΕΝΟΧΗ

101

«Έχει να κάνει με το ότι τα καθάρματα που μας πυροβόλησαν είναι ψυχροί δολοφόνοι, που δε διστάζουν μπροστά σε τίποτα προκειμένου να διασφαλίσουν την πειθαρχία στις τάξεις τους». «Το ξέρεις πως δεν εννοούσα αυτό». Ακολούθησε μια παύση. Μια δυσάρεστη παύση. Από αυτές που συνήθως κατέληγαν σε αντιπαράθεση. «Ξέρεις τι σκέφτομαι; Σκέφτομαι πως ο Άνκερ ήταν χωμένος μέχρι το λαιμό στα σκατά. Ήξερε πως υπήρχε ένα πτώμα σ’ εκείνο το μέρος πριν καν φτάσουμε εκεί». «Εντάξει. Και τι σε οδήγησε σε αυτό το συμπέρασμα, Χάρντι;» «Απλώς, το ξέρω. Ήταν πάρα πολύ διαφορετικός εκείνο το διά­ στημα. Άρχισε να ξοδεύει περισσότερα χρήματα απ’ ό,τι προηγουμένως. Η προσωπικότητά του άλλαξε. Κι εκείνη τη μέρα, δεν ακολούθησε τα προβλεπόμενα». «Τι θες να πεις;» «Πήγε στο γείτονα να τον ανακρίνει, πριν καν περάσει μέσα στο σπίτι του Γκέοργκ Μάντσεν. Αλλά πώς ήξερε στα σίγουρα ότι υπήρχε ένα πτώμα;» «Αφού μας τηλεφώνησε ο γείτονας». «Έλα τώρα, Καρλ, μ’ εμένα μιλάς. Πόσες φορές έχουν τηλεφωνήσει πολίτες κι έχουν καταγγείλει τέτοια πράγματα, για να αποδειχτεί στην πορεία πως η δυσοσμία προερχόταν από κάποιον ψόφιο σκύλο και οι φωνές ακούγονταν από την τηλεόραση ή το ραδιόφωνο; Ο Άνκερ πάντοτε πήγαινε να βεβαιωθεί πως δε μας είχαν κουβαλήσει άδικα, προτού αρχίσει να ψάχνει τριγύρω. Μόνο που, εκείνη τη μέρα, δεν το έκανε». «Πώς και μου τα λες όλα αυτά τώρα; Δεν ευκαιρούσες νωρίτερα, ας πούμε;» «Θυμάσαι τότε που η Μίνα κι εγώ φιλοξενήσαμε τον Άνκερ στο σπίτι μας, όταν τον πέταξε έξω η γυναίκα του;» «Όχι».

102

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

«Για λίγο έμεινε, όμως ο Άνκερ ήταν χάλια εκείνο το διάστημα. Σνιφάριζε κόκα». «Α, ναι, μου το ανέφερε εκείνος ο τρελογιατρός, ο Κρις, ο τύπος που μου φόρτωσε η Μόνα. Ιδέα δεν είχα». «Μπλέχτηκε σε καβγά, μια νύχτα που είχε βγει στην πόλη. Τα ρούχα του ήταν γεμάτα αίματα». «Και...;» «Πολλά αίματα, Καρλ. Τα πέταξε όπως ήταν στα σκουπίδια». «Και τώρα διακρίνεις κάποια σχέση ανάμεσα σε αυτό το γεγονός και το πτώμα που εντοπίστηκε σήμερα;» Η ίδια παύση. Ο Χάρντι ήταν ένας από τους καλύτερους αστυνόμους στα Κεντρικά, την εποχή που μπορούσε ακόμα να στέκεται όρθιος. «Αντίληψη και διαίσθηση», με αυτές τις λέξεις εξηγούσε τις επιδόσεις του. Ο Χάρντι και η αναθεματισμένη διαίσθησή του. «Ας περιμένουμε να δούμε πρώτα τι θα μας δείξει η νεκροψία, Χάρντι». «Το κρανίο στο κιβώτιο δεν είχε δόντια, έτσι δεν είναι;» «Ναι». «Και το πτώμα βρισκόταν σε πλήρη αποσύνθεση;» «Κάπως έτσι, ναι. Εντάξει, δεν είχε γίνει πολτός ακόμα, αλλά κόντευε». «Τότε, είναι μάλλον απίθανο να ανακαλύψουμε ποιος ήταν, σωστά;» «Δυστυχώς, δε βλέπω να μπορεί να γίνει κάτι, Χάρντι». «Αυτό είναι εύκολο για εσένα να το λες, Καρλ. Δεν είσαι εσύ που βρίσκεσαι ξάπλα όλη μέρα, με ένα σωλήνα μπηγμένο στα σωθικά σου, να κοιτάζεις το ταβάνι. Αν ο Άνκερ ήταν μπλεγμένος, τότε αυτός ο καριόλης ευθύνεται που κατέληξα εδώ πέρα. Γι’ αυτό σου τηλεφώνησα, Καρλ. Για να έχεις το νου σου σε αυτή την υπόθεση. Κι αν ο Πλουγκ αρχίσει τις μαλακίες, μην ξεχνάς πως το

ΕΝΟΧΗ

103

χρωστάς στον παλιόφιλό σου εδώ πέρα να φροντίσεις να κάνει σωστά τη δουλειά του, ακούς;» Όταν ο Μόρτεν Χόλαντ ζήτησε ξανά συγνώμη για την ενόχληση κι έκλεισε το τηλέφωνο, ο Καρλ βρέθηκε να κάθεται στην άκρη της καρέκλας του, με τα χαρτιά της Ρόζε πάνω στα γόνατά του. Πώς στην ευχή έφτασε στο γραφείο του χωρίς να το καταλάβει, ιδέα δεν είχε. Έκλεισε τα μάτια του για μια στιγμή και προσπάθησε να φέρει στο νου του τη μορφή του Άνκερ, όμως τα χαρακτηριστικά του νεκρού συνεργάτη του είχαν ήδη διαγραφεί. Πώς θα μπορούσε να θυμηθεί τις κόρες των ματιών και τα ρουθούνια του Άνκερ, τη φωνή του και όλα τα άλλα στοιχεία που πρόδιδαν έναν κοκαϊνομανή;

8

Νοέμβριος 2010 «ΕΙΔΕΣ ΤΑ ΣΗΜΕΙΑ που έχει επισημάνει η Ρόζε στην υπόθεση της Ρίτα Νίλσεν, Καρλ;» Ο Καρλ ανασήκωσε το κεφάλι και παραλίγο να πέσει ξερός από τα γέλια, βλέποντας τον Άσαντ να ανεμίζει μια χούφτα έγγραφα μπροστά του. Προφανώς, είχε βρει τρόπο να αντιμετωπίσει το στάξιμο της μύτης του. Από τα ρουθούνια του προεξείχαν δύο βύσματα βαμβακιού τόσο μεγάλα, που εξηγούσαν για ποιο λόγο η τάση του να σέρνει τα συριστικά σύμφωνα, έντονη στην καλύτερη των περιπτώσεων, τώρα ήταν ακόμα πιο χτυπητή. «Ποια σημεία; Πού;» είπε ο Καρλ, προσπαθώντας να συγκρατήσει το πλατύ χαμόγελό του. «Στην υπόθεση της γυναίκας που εξαφανίστηκε στην Κοπεγχάγη. Εκείνης της κυρίας που είχε το μπορντέλο, της Ρίτα Νίλ-

104

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

σεν». Έριξε κάμποσες φωτοτυπίες πάνω στο γραφείο. «Η Ρόζε έχει αρχίσει τα τηλεφωνήματα. Στο μεταξύ, θέλει να κοιτάξουμε αυτά εδώ». Ο Καρλ πήρε τις φωτοτυπίες στα χέρια του και έγνεψε προς το βαμβάκι στη μύτη του Άσαντ. «Βγάλε αυτά τα ρημάδια από τα ρουθούνια σου, εντάξει, Άσαντ; Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ». «Μα, θα αρχίσει να τρέχει ξανά, Καρλ». «Άσ’ τη να τρέχει, αφού δε γίνεται αλλιώς. Απλώς, φρόντισε να στάζει στο πάτωμα». Έγνεψε καταφατικά καθώς τα ταμπόν κατέληγαν στο καλάθι των αχρήστων, κι ύστερα έστρεψε την προσοχή του στα έγγραφα που είχε στείλει η Ρόζε. «Για ποια σημεία μιλάμε;» Ο Άσαντ έγειρε επικίνδυνα κοντά του και φυλλομέτρησε τις φωτοτυπίες. «Εδώ», είπε, δείχνοντας κάποιες λέξεις υπογραμμισμένες με κόκκινο μαρκαδόρο. Ο Καρλ έριξε μια γρήγορη ματιά στη σελίδα. Το κείμενο περιέγραφε με λεπτομέρειες την κατάσταση στην οποία είχε εντοπιστεί η εγκαταλελειμμένη Mercedes της Ρίτα Νίλσεν, και ο κόκκινος μαρκαδόρος της Ρόζε τόνιζε τα λιγοστά αντικείμενα που είχαν βρεθεί στο ντουλαπάκι του συνοδηγού. Ένας τουριστικός οδηγός της Βόρειας Ιταλίας, μερικές παστίλιες για το λαιμό, ένα πακέτο χαρτομάντιλα, δύο μπροσούρες για τη Φλωρεντία και τέσσερις κασέτες με τραγούδια της Μαντόνα. Οι διακινητές κλεμμένων αντικειμένων στο Νέρεμπρο προφανώς είχαν θεωρήσει πως δύσκολα θα έβρισκαν αγοραστή για τις κασέτες της Μαντόνα, σκέφτηκε ο Καρλ, παρατηρώντας πως η Ρόζε είχε υπογραμμίσει δύο φορές την πρόταση: Η κασέτα του Who’s That Girl διαπιστώθηκε ότι ήταν χωρίς περιεχόμενα. Άραγε, εννοούσαν «περιεχόμενα» ή «περιεχόμενο»; αναρωτήθηκε ο Καρλ χαμογελώντας. «Εντάξει», είπε τελικά. «Δεν είναι και ό,τι συγκλονιστικότερο,

ΕΝΟΧΗ

105

δε συμφωνείς; Βρήκαν μια άδεια κασέτα της Μαντόνα. Τι λες, θα τηλεφωνήσεις εσύ στις εφημερίδες ή να το αναλάβω εγώ;» Ο Άσαντ έμεινε να τον κοιτάζει απορημένος. «Στην επόμενη σελίδα έχει και κάποιες άλλες πληροφορίες. Α, κι αν δεν κάνω λάθος, οι σελίδες πάνε από το τέλος προς την αρχή». Έδειξε μερικές ακόμα λεπτομέρειες τις οποίες η Ρόζε είχε θεωρήσει αξιοσημείωτες. Αυτές περιλάμβαναν το τηλεφώνημα που έγινε στις 6 Σεπτεμβρίου προκειμένου να δηλωθεί η εξαφάνιση της Ρίτα Νίλσεν. Το είχε κάνει μια Λόνε Ράσμουσεν, κάτοικος Κόλινγκ, η οποία εργαζόταν για λογαριασμό της Ρίτα Νίλσεν – σήκωνε τα τηλέφωνα και κανόνιζε τα ραντεβού των συνοδών. Εκείνη ανησύχησε από το γεγονός ότι η Ρίτα Νίλσεν δεν επέστρεψε στο Κόλινγκ το Σάββατο, όπως ήταν προγραμματισμένο. Η αναφορά επισήμαινε, επίσης, ότι η Λόνε Ράσμουσεν ήταν γνωστή στην Αστυνομία λόγω της εμπλοκής της σε διάφορες υποθέσεις πορνείας και ναρκωτικών. Η βασική πρόταση που είχε υπογραμμίσει η Ρόζε ανέφερε τα εξής: Σύμφωνα με τη Λόνε Ράσμουσεν, η Ρίτα Νίλσεν είχε κάποιο σημα­ ντικό ραντεβού την Κυριακή, επειδή εκείνη η μέρα, καθώς και οι αμέσως επόμενες ήταν διαγραμμένες με διαγώνιες κόκκινες γραμμές στο ημερολό­ γιο που διατηρούσε η Ρίτα Νίλσεν στο στούντιο μασάζ, το οποίο η Λόνε Ρά­ σμουσεν επέμενε να αναφέρει ως «πρακτορείο συνοδών». «Μάααλιστα», επαναλάμβανε ο Καρλ τραβώντας τη φωνή του, καθώς διάβαζε το κείμενο. Επομένως, η Ρίτα Νίλσεν είχε κανονίσει να μην έχει δουλειές και δε θα ήταν διαθέσιμη το διάστημα μετά την εξαφάνισή της. Οι ερευνητές είχαν ψάξει το θέμα και δεν είχαν εντοπίσει κάτι που να έδειχνε τι είχε να κάνει η εξαφανισμένη γυναίκα εκείνες τις μέρες. «Νομίζω πως η Ρόζε προσπαθεί να εντοπίσει αυτή τη Λόνε Ράσμουσεν, τώρα που μιλάμε», είπε ο Άσαντ ρουφώντας τη μύτη του.

106

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Ο Καρλ αναστέναξε. Όλα αυτά είχαν συμβεί πριν από είκοσι τρία χρόνια. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ληξιαρχείου, η Λόνε Ράσμουσεν τώρα θα ήταν γύρω στα εβδομήντα πέντε, ηλικία προχωρημένη για μια γυναίκα με το δικό της παρελθόν. Κι αν, κόντρα στις προβλέψεις, η γυναίκα αυτή ζούσε ακόμα, τι θα μπορούσε να προσθέσει στη μάλλον αόριστη κατάθεσή της έπειτα από τόσα χρόνια; «Για δες κι εδώ, Καρλ». Ο Άσαντ φυλλομέτρησε ξανά τις σελίδες και στάθηκε σε μια πρόταση που τη διάβασε δυνατά, με τη φωνή του να ακούγεται πνιχτή και μονότονη από τη ρινική συμφόρηση. «Φτάνοντας στο διαμέρισμα της Ρίτα Νίλσεν κατά τη δέκατη μέρα της εξαφάνισής της, οι συνάδελφοι εντόπισαν μια γάτα σε τόσο εξασθενημένη κατάσταση, ώστε κατέστη απαραίτητη η χορήγηση ευθανασίας από κτηνιάτρους». «Αν είναι δυνατόν!» αναφώνησε ο Καρλ. «Κι εδώ, επίσης». Ο Άσαντ έδειξε ένα σημείο χαμηλά στη σελίδα. «Δεν εντοπίστηκε κανένα στοιχείο που να συνηγορούσε στην όποια εγκληματική ενέργεια. Αντίστοιχα, δεν εντοπίστηκε κανένα έγγραφο προσωπικού χαρακτήρα, ημερολόγιο ή οτιδήποτε άλλο θα συνέτεινε στο ενδεχόμενο κάποιας προσωπικής κρίσης. Η κατοικία της Ρίτα Νίλσεν εμφανίζεται τακτοποιημένη, αν και κάπως ανώριμα διακοσμημένη, με διάφορα μικροαντικείμενα και έναν ασυνήθιστα μεγάλο αριθμό κορνιζαρισμένων φωτογραφιών της Μαντόνα, προερχόμενων από περιοδικά. Συμπερασματικά, δεν προέκυψε κανένα στοιχείο είτε αυτοκτονίας είτε ανθρωποκτονίας». Εδώ, η Ρόζε είχε υπογραμμίσει και πάλι δύο φορές τη φράση: ασυνήθιστα μεγάλο αριθμό κορνιζαρισμένων φωτογραφιών της Μαντόνα, προερχόμενων από περιοδικά. Αυτό, άραγε, γιατί το είχε υπογραμμίσει; Ο Καρλ σκούπισε τη μύτη του. Μήπως είχε κολλήσει κι αυτός εκείνη τη ρημάδα τη γρίπη; Ήλπιζε πως όχι. Απόψε, τον περίμενε η Μόνα.

ΕΝΟΧΗ

107

«Δεν είμαι σίγουρος για ποιο λόγο θεωρεί η Ρόζε πως όλες αυτές οι αναφορές στη Μαντόνα έχουν τόση σημασία», είπε. «Όμως η αναφορά στη γάτα θα μπορούσε να σημαίνει κάτι». Ο Άσαντ έγνεψε καταφατικά. Οι ιστορίες που έλεγε ο κόσμος σχετικά με τις ανύπαντρες γυναίκες και τα κατοικίδιά τους σαφώς και δεν ήταν υπερβολικές. Αν είχαν γάτα, θα φρόντιζαν κάποιος να αναλάβει το ζώο προτού προχωρήσουν σε μια τόσο δραστική πράξη όπως η αυτοκτονία. Ειδάλλως, είτε «έφευγαν» μαζί είτε το κατοικίδιο αφηνόταν στη φροντίδα ενός αξιόπιστου ατόμου, όσο υπήρχε ακόμα καιρός. «Υποθέτω πως οι συνάδελφοί μας στο Κόλινγκ το σκέφτηκαν αυτό», είπε ο Καρλ, όμως ο Άσαντ έγνεψε αρνητικά. «Θεώρησαν πως πήρε ξαφνικά την απόφαση να αυτοκτονήσει», απάντησε, ρουφώντας τη μύτη του. Ο Καρλ μόρφασε κι ύστερα έγνεψε καταφατικά. Το ενδεχόμενο αυτό δεν μπορούσε να αποκλειστεί σε καμία περίπτωση. Η γυναίκα βρισκόταν μακριά, τόσο από το σπίτι όσο και από τη γάτα, οπότε ποτέ δεν μπορούσες να ξέρεις. Οι άνθρωποι έκαναν διάφορα πράγματα. Η φωνή της Ρόζε αντήχησε στο διάδρομο. «Για ελάτε από εδώ εσείς οι δύο. Και σβέλτα». Μήπως τον γελούσαν τα αφτιά του; Τι έγινε, είχε αρχίσει να τους δίνει διαταγές τώρα; Δεν της αρκούσε πια να αποφασίζει εκείνη με ποιες υποθέσεις θα ασχολούνταν; Αν πράγματι νόμιζε πως έτσι λειτουργούσαν τα πράγματα εδώ, τότε η κυρία ήταν οικτρά γελασμένη, κι ας σαλτάριζε ξανά, κι ας μεταμορφωνόταν πάλι σε Ίρσα. Ο άλλος εαυτός της Ρόζε μπορεί να μην ήταν εξίσου εύστροφος, όμως δεν ήταν και βλάκας. «Έλα, Καρλ, πάμε», είπε ο Άσαντ, τραβώντας τον από το μανίκι. Προφανώς, αυτός ήταν καλύτερα εκπαιδευμένος. Η Ρόζε στεκόταν στη μέση του γραφείου της, με την παλάμη

108

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

πάνω στο ακουστικό του τηλεφώνου, παντελώς ατάραχη από το βλοσυρό βλέμμα αποδοκιμασίας που της επιφύλασσε ο Καρλ. Ντυμένη στα μαύρα από την κορυφή έως τα νύχια, έμοιαζε με καπνοδοχοκαθαριστή. «Έχω τη Λόνε Ράσμουσεν στο τηλέφωνο», ψιθύρισε. «Θέλω να ακούσετε τι έχει να πει. Θα σας εξηγήσω μετά». Ακούμπησε το ακουστικό στο γραφείο της και ενεργοποίησε την ανοιχτή ακρόαση. «Λοιπόν, Λόνε, έχω μαζί μου τον προϊστάμενό μου, τον Καρλ Μερκ, καθώς και το βοηθό του», είπε. «Σου είναι εύκολο να επαναλάβεις αυτά που μου είπες μόλις τώρα;» Εντάξει, τον είχε αποκαλέσει προϊστάμενό της, οπότε τελικά ίσως να θυμόταν ακόμα ποιος έκανε κουμάντο εκεί κάτω. Ο Καρλ επιδοκίμασε την πρωτοβουλία της με ένα καταφατικό νεύμα. Ήταν επιτυχία ο εντοπισμός της Λόνε Ράσμουσεν. Διόλου άσχημα. «Εντάααξει», ακούστηκε μια μακρόσυρτη φωνή από την άλλη άκρη της γραμμής. Μια φωνή τραχιά, νωχελική, σαν αυτές που είχαν τα πρεζόνια εφόσον συνεχιζόταν ο εθισμός τους. Όχι πως ακουγόταν ηλικιωμένη, απλώς τσακισμένη. «Με ακούτε όλοι τώρα;» Η Ρόζε απάντησε καταφατικά. «Το λοιπόν, είπα απλώς πως την αγαπούσε εκείνη τη γάτα. Ήταν μια άλλη κοπέλα, δε θυμάμαι το όνομά της, που είχε αναλάβει να την προσέχει μια φορά, μόνο που το ξέχασε, και η Ρίτα τα πήρε άσχημα μαζί της και την έστειλε από εκεί που ’ρθε. Από τότε, κάθε φορά που έλειπε η Ρίτα, ανέθετε σ’ εμένα να ταΐζω το ζωντανό. Και όχι ό,τι να ’ναι, αλλά καλές κονσέρβες, από τις ακριβές. Αλλά η γάτα έμενε μόνη της μονάχα όταν έλειπε η Ρίτα για λίγο, μια δυο μέρες το πολύ. Έκανε την ανάγκη της όπου έβρισκε, το θυμάμαι, όμως η Ρίτα δε θύμωνε, καθάριζε το σπίτι».

ΕΝΟΧΗ

109

«Δηλαδή, αυτό που λες είναι ότι η Ρίτα δεν υπήρχε περίπτωση να αφήσει τη γάτα χωρίς να έχει κανονίσει να την προσέχει κάποιος», είπε η Ρόζε, βοηθώντας τη να μείνει στο θέμα. «Α γεια σου, αυτό! Παραξενεύτηκα πολύ όταν το έμαθα. Ιδέα δεν είχα πως η γάτα είχε απομείνει στο διαμέρισμα και η Ρίτα δε μου είχε δώσει κλειδί. Ποτέ δε μου έδινε το κλειδί, εκτός κι αν υπήρχε σοβαρός λόγος. Αλλιώς, θα ήξερα πως το δύστυχο το ζωντανό πέθαινε από την πείνα. Με πιάνεις;» «Ναι, Λόνε, καταλαβαίνουμε. Όμως το άλλο που μου ανέφερες λίγο νωρίτερα, θα μπορούσες να το επαναλάβεις, αυτό που είπες για τη Μαντόνα;» «Α, η Ρίτα ήταν τρελή και παλαβή με δαύτη. Ξετρελαμένη, τι να λέμε τώρα». «Είπες πως η Ρίτα ήταν ερωτευμένη μαζί της». «Και λίγα λες. Η ίδια δεν το παραδέχτηκε ποτέ, όμως όλες μας το ξέραμε». «Δηλαδή, η Ρίτα Νίλσεν ήταν λεσβία;» παρενέβη ο Καρλ. «Όπα, τι έγινε, σου θίξαμε τον ανδρισμό, μάστορα;» κάγχασε η γυναίκα. «Εντάξει, μωρέ, η Ρίτα δεν είχε τέτοια κολλήματα, πήδαγε τα πάντα, με πιάνεις;» Σε αυτό το σημείο, η Λόνε Ράσμουσεν έκανε ξαφνικά μια παύση, και το αποστειρωμένο γραφείο της Ρόζε κατακλύστηκε από τον ήχο που ερχόταν από την άλλη άκρη της γραμμής κι έδειχνε ότι η άλλη προσπαθούσε να σβήσει τη δίψα της. «Δε νομίζω πως είπε ποτέ της όχι στο πήδημα, για να είμαι ειλικρινής», συνέχισε έπειτα από κάμποσες γουλιές. «Μονάχα τις μέρες που το έκανε για λεφτά, και κάποιος τύπος ήταν άφραγκος». «Με άλλα λόγια, δεν πιστεύεις ότι η Ρίτα αυτοκτόνησε, σωστά;» συνέχισε ο Καρλ. Η απάντηση της γυναίκας ήταν ένα τρανταχτό γέλιο, το οποίο συνοδεύτηκε από την ξεκάθαρη δήλωση: «Πλάκα μού κάνεις».

110

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

«Και δεν έχεις ιδέα τι μπορεί να της συνέβη;» «Καμία απολύτως. Αλλόκοτη ιστορία. Πάντως, υποθέτω πως είχε να κάνει με τα λεφτά, παρότι είχε ένα σκασμό στην τράπεζα, μόλις ξεκαθάρισαν οι δικηγόροι τα περιουσιακά της. Οχτώ χρόνια τούς πήρε, αν θυμάμαι σωστά». «Και κληροδότησε τα πάντα, συμπεριλαμβανομένου και του διαμερίσματός της, στην οργάνωση Προστασία Γάτων, σωστά;» είπε η Ρόζε. Εντάξει, είναι ξεκάθαρο, σκέφτηκε ο Καρλ. Μια τέτοια γυναίκα δεν υπήρχε περίπτωση να άφηνε τη γάτα της να λιμοκτονήσει. «Ναι, χαράμι πήγε τέτοια περιουσία. Θα μπορούσε να μου είχε αφήσει κι εμένα ένα δυο εκατομμυριάκια», σχολίασε μελαγχολικά η Λόνε. «Λοιπόν», είπε ο Καρλ. «Για να συνοψίσουμε. Η Ρίτα πήγε με το αυτοκίνητο στην Κοπεγχάγη την Παρασκευή, κι εσύ είχες μείνει με την εντύπωση πως θα επέστρεφε την επόμενη μέρα, το Σάββατο. Κι αυτός ήταν ο λόγος που δε σου ζήτησε να φροντίζεις τη γάτα. Στη συνέχεια, υπέθεσες πως είχε κοιμηθεί στο σπίτι της στο Κόλινγκ τη νύχτα του Σαββάτου και πως θα ήταν απασχολημένη τις επόμενες μέρες, και πως ίσως έπρεπε να φροντίσεις τη γάτα, παρότι δεν ήσουν σίγουρη αν το ζώο βρισκόταν στο διαμέρισμα. Τα λέω καλά;» «Βασικά, ναι». «Κι αυτό ήταν κάτι που συνέβαινε συνήθως;» «Ναι, αρκετές φορές. Συνήθιζε να σηκώνεται και να φεύγει για λίγες μέρες. Ένα ταξιδάκι στο Λονδίνο, πότε πότε, για να δει τα μιούζικαλ. Της άρεσε αυτό. Θέλω να πω, σε ποιον δε θα άρεσε; Βέβαια, εκείνη ήταν φραγκάτη». Οι τελευταίες λέξεις ακούστηκαν κάπως μασημένες. Ο Άσαντ συγκεντρώθηκε για να τις καταλάβει, μισοκλείνοντας τα μάτια του

ΕΝΟΧΗ

111

λες και τον είχε αιφνιδιάσει μια ξαφνική αμμοθύελλα, όμως ο Καρλ ελάχιστα δυσκολεύτηκε να τις διακρίνει. «Κάτι τελευταίο. Η Ρίτα αγόρασε ένα πακέτο τσιγάρα με τη χρεωστική της κάρτα στην Κοπεγχάγη, την τελευταία μέρα που την είδε κάποιος ζωντανή. Μπορείς να σκεφτείς για ποιο λόγο δεν πλήρωσε με μετρητά; Μιας και μιλάμε για ένα μικρό ποσό». Η Λόνε Ράσμουσεν έσκασε στα γέλια. «Η εφορία την τσάκωσε μια φορά με εκατό χιλιάρικα σε ένα συρτάρι του σπιτιού της. Την τσάκισαν στα πρόστιμα, αμέ! Η Ρίτα δεν μπορούσε να τους πει πού είχε βρει τα λεφτά, σωστά; Από τότε, έβαζε και την τελευταία δεκάρα στην τράπεζα και δε σήκωνε ποτέ μετρητά. Πλήρωνε για τα πάντα είτε με την Dankort είτε με την Diners που είχε. Φυσικά, πολλά μαγαζιά εκείνα τα χρόνια δε δέχονταν κάρτες, όμως και να μη δέχονταν, εκείνη σηκωνόταν και πήγαινε αλλού. Δεν υπήρχε περίπτωση να ξανακάνει το ίδιο λάθος. Και δεν το ξανάκανε». «Εντάξει», είπε ο Καρλ. Οπότε, αυτό είχε μια εξήγηση. «Κρίμα που δεν πήρες κι εσύ κάποιο μέρος των χρημάτων», πρόσθεσε, και σχεδόν το εννοούσε. Το πιθανότερο ήταν πως τα λεφτά αυτά θα την είχαν στείλει στον τάφο μια ώρα αρχύτερα, όμως τουλάχιστον θα έφευγε με πάταγο. «Μωρέ, πήρα τα έπιπλα και όλα τα πράγματα από το σπίτι της. Το ίδρυμα για τις γάτες δεν τα ήθελε, κι εγώ έως τότε είχα κάτι φτηνιάρικες σαβούρες». Δεν ήταν δύσκολο για τον Καρλ να το φανταστεί. Την ευχαρίστησαν και τερμάτισαν την κλήση. Ευχαρίστως να επικοινωνούσαν ξανά μαζί της, τους είπε. Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά. Έτσι, θα είχε κι εκείνη κάτι να πει. Η Ρόζε παρατήρησε προσεκτικά τις εκφράσεις των δύο αντρών και κατάλαβε πως είχε κινήσει το ενδιαφέρον τους. Υπήρχε ψω-

112

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

μί σε αυτή την ιστορία, ήταν μια υπόθεση που φώναζε από μακριά ότι σήκωνε διερεύνηση. «Εντάξει, τι άλλο έχεις, Ρόζε;» ρώτησε ο Καρλ. «Έλα, πες το». «Δεν ξέρεις πολλά πράγματα για τη Μαντόνα, έτσι δεν είναι, Καρλ;» Εκείνος την κοίταξε άκεφα για μια στιγμή. Στα μάτια ενός ατόμου όπως η Ρόζε, που αποτελούσε κομμάτι αυτού του κόσμου πολύ λιγότερα χρόνια απ’ ό,τι ο ίδιος, οποιοσδήποτε είχε περάσει τα τριάντα έπαιρνε κιόλας την κάτω βόλτα, ενώ οι σαραντάρηδες και βάλε ήταν σαν να μην υπήρξαν ποτέ νέοι. Ρίγησε στη σκέψη τού πώς αντιλαμβάνονταν μάτια σαν τα δικά της έναν άνθρωπο που ήταν πενήντα, εξήντα, ή και μεγαλύτερος. Ανασήκωσε τους ώμους του. Παρότι τα είχε τα χρονάκια του, φυσικά γνώριζε αρκετά πράγματα για τη Μαντόνα. Όμως η Ρόζε δεν ήταν ανάγκη να ξέρει πως μία από τις άλλοτε φιλενάδες του κόντεψε να τον τρελάνει με το «Material Girl» ή ότι η Βίγκα τού είχε χορέψει γυμνή, λικνίζοντας αισθησιακά τους γοφούς της, ενώ τραγουδούσε με τη φάλτσα φωνή της τους στίχους του «Papa Don’t Preach». Ήταν μια εμπειρία την οποία, για κάποιο λόγο, δεν είχε διάθεση να τη μοιραστεί με οποιονδήποτε άλλο. «Τι να ξέρω, δηλαδή;» είπε. «Δε φαντάζομαι να κατέληξε θρησκευόμενη;» Η Ρόζε δεν εντυπωσιάστηκε από το πνεύμα του προϊσταμένου της. «Η Ρίτα Νίλσεν ξεκίνησε την επιχείρηση με τις συνοδούς και τις μασέζ στο Κόλινγκ το 1983. Στους τοπικούς κύκλους, ήταν γνωστή ως Λουίζ Τσικόνε. Δε σου θυμίζει κάτι αυτό;» Ο Άσαντ ύψωσε διστακτικά το δείκτη του. «Τσικόνε λένε κάτι ζυμαρικά, νομίζω, γεμιστά με κρέας. Πολύ νόστιμα». Η Ρόζε τον αγριοκοίταξε εκνευρισμένη. «Το πλήρες όνομα της Μαντόνα είναι Μαντόνα Λουίζ Τσικόνε. Η Λόνε Ράσμουσεν μου

ΕΝΟΧΗ

113

είπε πως έπαιζαν τους δίσκους της ασταμάτητα στο μαγαζί, τίποτε άλλο δεν ακουγόταν εκεί, και η Ρίτα προσπαθούσε συνέχεια να αντιγράψει το μακιγιάζ και τα χτενίσματα της Μαντόνα. Την εποχή που εξαφανίστηκε, είχε το ίδιο ακριβώς πλατινέ μαλλί σε στιλ Μέριλιν Μονρόε, όπως είχε κι η Μαντόνα στην περιοδεία της με τίτλο Who’s That Girl. Να, δείτε και μόνοι σας!» Άνοιξε μια εικόνα στην οθόνη του υπολογιστή της. Ήταν μια τολμηρή φωτογραφία της Μαντόνα με διχτυωτό καλσόν, μαύρο κορσέ και χαρακτηριστικό μακιγιάζ της δεκαετίας του 1980, με κατάμαυρα φρύδια και φουντωτό, ολόξανθο μαλλί, το μικρόφωνο στο χέρι και το μπράτσο της να κρέμεται άνευρα στο πλάι. Ο Καρλ τη θυμόταν πολύ καλά, λες και ήταν χτες. Μόνο που δεν ήταν. «Την ίδια εμφάνιση είχε και η Ρίτα, μου είπε η Λόνε Ράσμουσεν. Σκούρα σκιά στα μάτια, κατακόκκινα χείλη, και τα συναφή. Έτσι ήταν τη μέρα που εξαφανίστηκε. Μεγαλύτερη στα χρόνια, ίσως, αλλά και πάλι άκρως εντυπωσιακή, θα έλεγα». «Θεούλη μου», είπε ο Άσαντ, μάστορας των περιεκτικών σχολίων. «Τσέκαρα το περιεχόμενο του ντουλαπιού του συνοδηγού στο αμάξι της Ρίτα», συνέχισε η Ρόζε. «Είχε όλους τους δίσκους της Μαντόνα σε κασέτες. Ανάμεσά τους και το σάουντρακ της ταινίας Πιάστε το Κορίτσι, γιατί βρέθηκε η θήκη του, αλλά η κασέτα έλειπε. Μάλλον βρισκόταν μέσα στο ραδιοκασετόφωνο, το οποίο βούτηξαν. Επίσης, έχουμε τις μπροσούρες για τη Φλωρεντία, καθώς και τον τουριστικό οδηγό για τη Βόρεια Ιταλία. Οπότε άρχισα να σκέφτομαι πώς θα μπορούσαν να συνδέονται όλα αυτά. Για ρίξτε μια ματιά εδώ». Έφερε τον κέρσορα πάνω σε ένα εικονίδιο στην οθόνη του υπολογιστή της και το άνοιξε. Εμφανίστηκε η ίδια φωτογραφία της Μαντόνα. Ακριβώς η ίδια, με τη διαφορά πως αυτή είχε και

114

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

μια σειρά από ημερομηνίες στοιχισμένες στη μια άκρη της σελίδας. Η Ρόζε τις έδειξε. «Δεκατέσσερις και δεκαπέντε Ιουνίου, Στάδιο Νασινομίγια, Οσάκα, Ιαπωνία», διάβασε μεγαλόφωνα ο Άσαντ. Δε θα μπορούσαν να είχαν ακουστεί λιγότερο γιαπωνέζικες εκείνες οι λέξεις. Απαίσια προφορά. «Το στάδιο ονομάζεται Νισινομίγια, σύμφωνα με όλες τις άλλες πηγές μου, αλλά ποιος στέκεται σε τέτοιες λεπτομέρειες», είπε η Ρόζε, με ένα υπεροπτικό σούφρωμα των μαύρων χειλιών της. «Εδώ δείτε, όμως, στο τέλος της λίστας. Σας περιμένει μια έκπληξη». Ο Καρλ άκουσε τον Άσαντ να διαβάζει δυνατά και πάλι. «Έξι Σεπτεμβρίου, Στάδιο Κομουνάλε, Φλωρεντία, Ιταλία». «Εντάξει», είπε ο Καρλ. «Άσε με να μαντέψω για ποια χρονιά μιλάμε εδώ. Μήπως ήταν το 1987;» Η Ρόζε έγνεψε έντονα, καταφατικά. Τώρα είχε πάρει για τα καλά μπροστά. «Την ίδια Κυριακή που είχε διαγράψει στο ημερολόγιό της η Ρίτα Νίλσεν. Αν θες τη γνώμη μου, σχεδίαζε να πάει στην τελευταία συναυλία της παγκόσμιας περιοδείας της Μαντόνα. Είμαι σίγουρη. Ήθελε να επιστρέψει από την Κοπεγχάγη το συντομότερο δυνατό, για να μαζέψει τα πράγματά της και να πάει στη Φλωρεντία για να δει το είδωλό της». Ο Άσαντ και ο Καρλ κοιτάχτηκαν. Τα φυλλάδια, η εξασφάλιση ανθρώπου να φροντίζει τη γάτα, η εμμονή με τη Μαντόνα. Όλα τα επιμέρους στοιχεία ταίριαζαν. «Υπάρχει τρόπος να τσεκάρουμε αν είχε κλείσει θέση σε κάποια πτήση από το Μπίλουντ εκείνη τη μέρα;» Η Ρόζε τον κοίταξε απογοητευμένη. «Το προσπάθησα ήδη, όμως το σύστημά τους δεν πηγαίνει τόσο πίσω. Ούτε στο διαμέρισμα βρήκαν κάτι, οπότε πρέπει να υποθέσουμε πως είχε τα εισιτήρια για το αεροπλάνο και τη συναυλία μαζί της όταν εξαφανίστηκε».

ΕΝΟΧΗ

115

«Πράγμα που σημαίνει πως είναι μάλλον απίθανο να επρόκειτο για αυτοκτονία», συμπέρανε ο Καρλ, χτυπώντας πολύ απαλά τη Ρόζε στον ώμο.

Ο Καρλ διέτρεξε τις σημειώσεις της Ρόζε σχετικά με τη Ρίτα Νίλσεν. Η διασταύρωση των στοιχείων της Ρίτα πρέπει να ήταν σχετικά απλή υπόθεση, καθώς από την παιδική της ηλικία κιόλας κέντρισε την προσοχή των άγρυπνων κρατικών υπηρεσιών. Όλες ενεπλάκησαν κάποια στιγμή στη ζωή της. Η Πρόνοια, οι ψυχιατρικές υπηρεσίες, η Αστυνομία, τα νοσοκομεία, το σωφρονιστικό σύστημα. Γεννημένη την 1η Απριλίου του 1935, από ιερόδουλη μητέρα που συνέχιζε να κάνει πεζοδρόμιο όσο η Ρίτα μεγάλωνε με μια οικογένεια που βολόδερνε στα απόνερα της κοινωνίας. Συνελήφθη για κλοπή από κατάστημα στα πέντε της, ενεπλάκη σε διάφορα πταίσματα στη διάρκεια των έξι χρόνων που πήγε σχολείο. Σχολείο, ορφανοτροφείο, κι άλλες παραβάσεις. Πρώτη φορά έκανε πεζοδρόμιο στα δεκαπέντε της, έμεινε έγκυος στα δεκαεφτά της, ακολούθησε η έκτρωση, τέθηκε υπό επιτήρηση για ένα διάστημα λόγω αποκλίνουσας κοινωνικής συμπεριφοράς. Η οικογένεια είχε διαλυθεί από καιρό. Έπειτα από ένα διάστημα κοντά σε ανάδοχους γονείς, ακολούθησε νέος κύκλος εκπόρνευσης, και αργότερα πέρασε ένα μικρό διάστημα στην Ψυχιατρική Κλινική Κέλερ, στο Μπράινινγκ, όπου διαγνώστηκε ως άτομο μειωμένης ευφυΐας. Οι επανειλημμένες απόπειρες να αποδράσει, καθώς και διάφορα βίαια ξεσπάσματα την οδήγησαν στο Ίδρυμα Γυναικών στο Σπρόγκε, από το 1955 έως το 1961. Στάλθηκε εκ νέου σε ανάδοχη οικογένεια, ακολούθησαν νέες παραβάσεις του νόμου και στη συνέχεια τα ίχνη της χάνονται από το σύστημα για ένα διάστημα από το καλοκαίρι του 1963 έως τα μέσα της δεκαετία του 1970, διάστημα κατά

116

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

το οποίο μάλλον έβγαζε το ψωμί της ως χορεύτρια σε διάφορες πόλεις της Ευρώπης. Έπειτα άνοιξε ένα στούντιο μασάζ στο Όλμποργκ, κι αργότερα καταδικάστηκε ως προαγωγός. Από εκεί και μετά, τα κοινωνικά της προβλήματα φαίνεται πως έληξαν. Προφανώς, είχε πάρει το μάθημά της και είχε κατορθώσει να συγκεντρώσει ένα σεβαστό ποσό διευθύνοντας οίκο ανοχής και πρακτορείο συνοδών, χωρίς να παρέμβουν οι Αρχές. Πλήρωνε τους φόρους της και άφησε περιουσία αξίας τρεισήμισι εκατομμυρίων κορονών, ποσό το οποίο με σημερινές ισοτιμίες αντιστοιχούσε σε τουλάχιστον δέκα εκατομμύρια. Ο Καρλ προβληματιζόταν με αυτά που διάβαζε. Αν η Ρίτα Νίλσεν κρίθηκε πως αντιμετώπιζε προβλήματα ευφυΐας, τότε ο ίδιος ήξερε ένα σωρό άλλους για τους οποίους θα μπορούσε να πει το ίδιο. Εκείνη τη στιγμή ακούμπησε τον αγκώνα του σε κάτι υγρό πάνω στο γραφείο του και συνειδητοποίησε πως η μύτη του έτρεχε τόση ώρα. «Γαμώτο!» αναφώνησε, τινάζοντας το κεφάλι του πίσω και ψάχνοντας να βρει κάτι για να το χρησιμοποιήσει σαν χαρτομάντιλο. Δύο λεπτά αργότερα βρισκόταν έξω στο διάδρομο, διακόπτοντας τη Ρόζε και τον Άσαντ την ώρα που στερέωναν φωτοτυπίες των εγγράφων από την υπόθεση της Ρίτα στον πιο μικρό από τους δύο ευμεγέθεις πίνακες ανακοινώσεων που διέθεταν. Ο Καρλ έριξε μια ματιά στον άλλο πίνακα, ο οποίος αποτελούνταν από μια σειρά μαλακών μοριοσανίδων που ξεκινούσαν από την πόρτα της ποντικότρυπας του Άσαντ κι έφταναν μέχρι το γραφείο της Ρόζε. Πάνω του ήταν στερεωμένες σελίδες από κάθε εκκρεμή υπόθεση που είχε φτάσει στα χέρια τους από τη στιγμή που άρχισε να λειτουργεί ο Τομέας Q. Τοποθετημένες με χρονολογική σειρά, αρκετές από αυτές τις σελίδες συνδέονταν με χρωματιστά νήματα, τα οποία έδειχναν ότι πιθανώς να υπήρχε κά-

ΕΝΟΧΗ

117

ποια σχέση μεταξύ τους. Ήταν ένα σύστημα απλό, και το είχε σκεφτεί ο Άσαντ. Το μπλε νήμα συνέδεε τις υποθέσεις που ο Άσαντ θεωρούσε πως είχαν κοινά στοιχεία, το κόκκινο νήμα εκείνες που συνδέονταν αποδεδειγμένα. Για την ώρα, είχαν μερικά μπλε νήματα, αλλά κανένα κόκκινο. Δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία πως ο Άσαντ σκόπευε να κάνει κάτι γι’ αυτό το θέμα. Ο Καρλ έστρεψε το βλέμμα του στις υποθέσεις. Πλέον, υπήρχαν τουλάχιστον εκατό σελίδες πάνω στον πίνακα. Το δίχως άλλο, πολλές από αυτές δεν είχαν καμιά δουλειά εκεί. Ήταν σαν να έψαχναν να βρουν όχι μόνο τη βελόνα, αλλά και την κλωστή μέσα στα άχυρα, και στη συνέχεια να προσπαθήσουν να περάσουν την κλωστή στη βελόνα με τα μάτια κλειστά. «Λοιπόν, εγώ πηγαίνω», τους ανακοίνωσε. «Αν δεν κάνω λάθος, έχει αρχίσει να με πιάνει η ίδια χλαπάτσα που κουβαλάς κι εσύ, Άσαντ. Αν σκοπεύει κάποιος από εσάς να καθίσει κι άλλο εδώ, θα πρότεινα να ψάξετε να βρείτε τις εφημερίδες από την εποχή που εξαφανίστηκε η Ρίτα Νίλσεν. Πιάστε τες από την εβδομάδα πριν τις τέσσερις Σεπτεμβρίου και συνεχίστε έως τις δεκαπέντε του μήνα. Έτσι, θα έχουμε μια γενική εικόνα για το τι συνέβαινε εκείνο το διάστημα. Εγώ, μια φορά, δε θυμάμαι Χριστό». Η Ρόζε έβαλε τα χέρια στη μέση. «Δε φαντάζομαι να περιμένεις πως θα βρούμε εμείς τυχαία κάτι που ξέφυγε από τους συναδέλφους σου που ερεύνησαν ενδελεχώς την υπόθεση;» Άκου «ενδελεχώς». Τι παράταιρη λέξη, σκέφτηκε ο Καρλ, για μια σχετικά νέα γυναίκα! «Τέλος πάντων, βλέποντας και κάνοντας», απάντησε. «Με περιμένει ένας ωραίος υπνάκος και μια ψητή χήνα». Και με αυτά τα λόγια, έκανε μεταβολή κι έφυγε.

118

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

9

Αύγουστος 1987

Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΗΣ ΝΕΤΕ πάντοτε της έλεγε πως είχε άξια χέρια. Κα-

τά την άποψή της, μια μέρα η Νέτε θα έχαιρε αναμφίβολα εκτίμησης για τη δουλειά που θα μπορούσαν να κάνουν. Πέρα από το να έχει κανείς μυαλό στο κεφάλι του, δύο επιδέξια, εργατικά χέρια ήταν το σημαντικότερο εργαλείο που μπορούσε να χαρίσει ο Θεός σε έναν άνθρωπο, και ο πατέρας της καρπώθηκε τα οφέλη του χαρίσματός της μετά το θάνατο της γυναίκας του. Κάθε φορά που ξεχαρβαλώνονταν οι σανίδες του φράχτη, η Νέτε ήταν εκείνη που τις επισκεύαζε. Η Νέτε καλαφάτιζε τις ταΐστρες όταν το ξύλο έπιανε να σαπίζει. Κάρφωνε διάφορα πράγματα και τα χαλούσε όταν ερχόταν ο καιρός τους. Κι εκείνα τα δύο χέρια έμελλε να γίνουν η κατάρα της κατά το διάστημα της παραμονής της στο Σπρόγκε. Γδέρνονταν μέχρι που μάτωναν όταν τα πουρνάρια έπνιγαν τα χωράφια. Κόπιαζαν όλη μέρα χωρίς κανένα αντάλλαγμα. Χωρίς κανένα καλό αντάλλαγμα, τουλάχιστον. Όμως ήρθαν και καλύτερες εποχές, όταν έμειναν στην ησυχία τους. Τώρα, όμως, θα έπιαναν και πάλι δουλειά.

Μέτρησε το πίσω δωμάτιο στο βάθος του διαδρόμου με την ίδια μεζούρα που χρησιμοποιούσε για το ράψιμο, καταγράφοντας επακριβώς το ύψος, το πλάτος και το μήκος του. Τις εσοχές των παραθύρων και την πόρτα τα αφαίρεσε από το συνολικό εμβαδόν και στη συνέχεια κατέγραψε την παραγγελία της. Εργαλεία, χρώματα, στόκος, σιλικόνη, πηχάκια, καρφιά, ρολά, μονωτικά για πόρτες και παράθυρα, πετροβάμβακας, σανίδες και γυψοσανίδες αρκετές για δύο στρώσεις.

ΕΝΟΧΗ

119

Η ξυλαποθήκη στη Ρισγκέδε υποσχέθηκε πως θα της παρέδιδε τα πράγματα την επομένη. Κι αυτό τη βόλευε, γιατί οι συνθήκες απαιτούσαν να μην περιμένει άλλο. Κι όταν τα πάντα έφτασαν στο διαμέρισμά της, το δωμάτιο μονώθηκε και οι εργασίες ολοκληρώθηκαν στις προσεχείς μέρες, όταν ο γείτονας στο από κάτω διαμέρισμα έλειπε στη δουλειά και η γυναίκα στο διπλανό έβγαινε για ψώνια ή γυρόφερνε στις λίμνες της πόλης, συντροφιά μ’ εκείνο το μικρόσωμο θιβετιανό σκυλί Λάσα Άπσο που έσερνε μαζί της και κατουρούσε παντού. Κανείς δεν έπρεπε να ακούσει τι γινόταν στο διαμέρισμα στην αριστερή πλευρά του τετάρτου ορόφου. Κανείς δεν έπρεπε να τη δει να βαστάει σφυρί ή πριόνι. Κανείς δεν έπρεπε να εμφανιστεί, κάνοντας αδιάκριτες ερωτήσεις, καθώς είχε ζήσει ανώνυμα σ’ εκείνο το διαμέρισμα επί δύο χρόνια ήδη και σκόπευε να συνεχίσει να ζει έτσι μέχρι το τέλος της ζωής της. Άσχετα απ’ ό,τι άλλο σχεδίαζε.

Μόλις τελείωσε το δωμάτιο, στάθηκε στο κατώφλι και θαύμασε τη δουλειά της. Το ταβάνι ήταν το πιο δύσκολο να μονωθεί και να επενδυθεί, όμως ήταν και το πιο σημαντικό σημείο, μαζί με την πόρτα και το δάπεδο, το οποίο είχε ανεβάσει και μονώσει με δύο στρώματα πλαστικού, καθώς και με πυκνά φύλλα πετροβάμβακα. Στη συνέχεια, είχε ρυθμίσει την πόρτα ώστε να εξακολουθεί να ανοίγει προς τα μέσα, παρότι είχε καλύψει με μοκέτα το καινούριο δάπεδο. Πέρα από τη διαφορά στο ύψος του δαπέδου, σε σχέση με το διάδρομο, δεν υπήρχε τίποτε απολύτως που να τραβούσε την προσοχή. Το δωμάτιο ήταν έτοιμο. Τα κενά είχαν στοκαριστεί, τοίχοι και ταβάνι είχαν βαφτεί, πόρτες και παράθυρα είχαν περα-

120

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

στεί με παχύ μονωτικό υλικό. Τα έπιπλα βρίσκονταν στις ίδιες θέσεις όπως και πριν: οι ίδιες φωτογραφίες στους τοίχους, τα ίδια ψιλοπράγματα στα περβάζια, και φυσικά η τραπεζαρία στο κέντρο, με το δαντελωτό τραπεζομάντιλο και τις έξι καρέκλες της. Η δική της καρέκλα, εκείνη με τα μπράτσα, ήταν τοποθετημένη στην κεφαλή του τραπεζιού. Στράφηκε προς το φυτό στο παράθυρο κι έτριψε ελαφρά ένα από τα φύλλα του ανάμεσα στα δάχτυλά της. Η μυρωδιά ήταν βαριά, αν και όχι δυσάρεστη. Αυτή η μυρωδιά του στρύχνου ήταν που την έκανε να αισθάνεται ασφαλής.

Όλες οι κοπέλες στο Σπρόγκε ψιθύριζαν για την Γκίτε Τσαρλς όταν έφτασε εκεί με το σκάφος που μετέφερε το ταχυδρομείο, το καλοκαίρι του 1956. Κάποιες έλεγαν πως ήταν σπουδαγμένη νοσοκόμα, όμως αυτό δεν ήταν αλήθεια. Βοηθός νοσοκόμα ίσως, πάντως κανονικό δίπλωμα δε διέθετε, καθώς, πέρα από την προϊσταμένη, κανένα άλλο μέλος του προσωπικού στο νησί δεν είχε την όποια επίσημη εκπαίδευση. Κι αυτό η Νέτε το γνώριζε ήδη. Η άφιξή της προκάλεσε αίσθηση, μιας και οι κοπέλες είχαν πλέον κάτι όμορφο να χαζεύουν. Έτσι όπως κουνούσε τα χέρια της κοκέτικα, περπατώντας καμαρωτή καμαρωτή, σε κάποιες θύμιζε την Γκρέτα Γκάρμπο. Η Γκίτε Τσαρλς ανήκε όντως σε μια ξεχωριστή κατηγορία. Καμία απολύτως σχέση με τις υπόλοιπες, άθλιες κάργιες που είτε ήταν γεροντοκόρες είτε χωρισμένες ή χήρες, και γι’ αυτό το λόγο είχαν αισθανθεί την ανάγκη να αναζητήσουν δουλειά σ’ εκείνο το διαβολικό μέρος. Η Γκίτε Τσαρλς ανέδιδε περηφάνια. Ήταν ξανθιά, όπως η Νέτε, και τα μαλλιά της τα έπιανε ψηλά με θελκτικό τρόπο, έτσι που ούτε καν η προϊσταμένη τολμούσε να τα χτενίσει. Θηλυκή,

ΕΝΟΧΗ

121

με μια ζωηράδα στο βήμα της, ήταν το είδος της γυναίκας στο οποίο η Νέτε και πολλές ακόμα κοπέλες εκεί ονειρεύονταν να μοιάσουν. Οι κοπέλες έριχναν ζηλόφθονες και, σε ορισμένες περιπτώσεις, λάγνες, κλεφτές ματιές προς τη μεριά της Γκίτε Τσαρλς, όμως σύντομα ανακάλυψαν πως πίσω από το ντελικάτο παρουσιαστικό της παραφυλούσε ένας δαίμονας. Και, εκτός από τη Ρίτα, φρόντισαν να παραμένουν σε απόσταση. Όταν η Τσαρλς, όπως την έλεγαν, κουράστηκε από τη συντροφιά της Ρίτα, έστρεψε τα γαλανά μάτια της στη Νέτε, στην οποία υποσχέθηκε απαλλαγή από τις καθημερινές αγγαρείες της, προσφέροντάς της ασφάλεια και, ίσως ακόμα, την ευκαιρία να ξεφύγει από το νησί. Τα πάντα εξαρτώντο από το πόσο όμορφα θα φερόταν η Νέτε στην Τσαρλς. Και η Τσαρλς φρόντισε να της εξηγήσει τι θα συνέβαινε σε περίπτωση που η Νέτε αποφάσιζε κάποια στιγμή να αποκαλύψει τι σχέση είχαν οι δυο τους. Καλά θα έκανε να μην ξαναβάλει γουλιά στο στόμα της, έτσι και ήθελε τη ζωή της. Γιατί –ποιος ξέρει;– ίσως βρισκόταν στρύχνος μέσα στην κούπα της. Και με αυτή την απαίσια απειλή, η Τσαρλς έφερε τη Νέτε σε επαφή με το στρύχνο και τις φριχτές ιδιότητές του. «Hyoscyamus niger», είπε, μελοδραματικά και μετρημένα, έτσι ώστε να υπογραμμίσει τη βαρύτητα του θέματος. Το όνομα και μόνο ήταν αρκετό για να κάνει τη Νέτε να ανατριχιάσει. «Λένε πως τον χρησιμοποιούσαν οι μάγισσες για το καταπότι που τους επέτρεπε να πετούν», συνέχισε η Τσαρλς. «Και όταν τις έπιαναν, οι ιερείς και οι διώκτες τους χρησιμοποιούσαν το ίδιο φυτό για να μουδιάσουν τις αισθήσεις των μαγισσών στη διάρκεια των βασανιστηρίων. “Βοτάνι των μαγισσών” το ονόμαζαν, οπότε

122

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

πρέπει να είναι κανείς πολύ προσεκτικός. Ίσως θα ήταν καλύτερα να κάνεις ό,τι ακριβώς σου λέω, δε νομίζεις;» Η Νέτε υποτάχτηκε και παρέμεινε υποταγμένη για μήνες, κι εκείνο το διάστημα ήταν το χειρότερο της παραμονής της στο Σπρόγκε. Όποτε έστρεφε το βλέμμα της προς τη θάλασσα, έβλεπε τα κύματα που μπορούσαν όχι απλώς να τη μεταφέρουν μακριά από το νησί, προς την ελευθερία, αλλά και να την παρασύρουν στο βυθό. Να τη στείλουν στο σκοτάδι, εκεί όπου κανείς δε θα την έβρισκε, ούτε θα της έκανε ξανά κακό.

Οι σπόροι του στρύχνου ήταν το μοναδικό πράγμα που πήρε η Νέτε από το Σπρόγκε, όταν τελικά έφυγε από εκεί. Τίποτε άλλο, έπειτα από τέσσερα χρόνια σκληρής δουλειάς και τυραννίας. Πολύ αργότερα, όταν ειδικεύτηκε ως βοηθός εργαστηρίου, έμαθε για τις ανασκαφές σε ένα μοναστήρι, όπου είχαν βρεθεί σπόροι στρύχνου από αιώνες, και αμέσως φύτεψε τους δικούς της σε μια γλάστρα και την τοποθέτησε σε ηλιόλουστο σημείο. Τώρα, ένα υγιές πράσινο φυτό ξεπρόβαλλε σαν μετενσάρκωση του παρελθόντος, για να την υποδεχτεί όπως ένας παλιός φίλος που είχε επιστρέψει ύστερα από μακρά απουσία. Για αρκετά χρόνια είχε ευδοκιμήσει στα χώματα του Χάουνγκορ, και αυτό που έστεκε τώρα στο παράθυρο του διαμερίσματός της στο Νέρεμπρο ήταν απευθείας απόγονος εκείνων των αρχικών σπόρων. Είχε αποξηράνει το φυτό και το είχε κρύψει στα ρούχα που φορούσε τη μέρα που επέστρεψε ελεύθερη, επιτέλους, στην κοινωνία. Ήταν τα λείψανα μιας περασμένης εποχής. Φύλλα, κάψες γεμάτες σπόρους, αποξηραμένοι βλαστοί και άνυδρα υπολείμματα υπέροχων λευκών λουλουδιών με μαύρες φλέβες κι

ΕΝΟΧΗ

123

ένα ολοκόκκινο μάτι στο κέντρο. Είχε συγκεντρώσει δύο σακουλάκια με τα διάφορα μέρη του φυτού και ήξερε ακριβώς πώς να τα χρησιμοποιήσει. Ίσως ο στρύχνος και τα μυστικά του να ήταν αυτός που ώθησε τη Νέτε να συνεχίσει τις σπουδές της και να γίνει τεχνικός εργαστηρίου βιολογίας. Ίσως αυτός να ήταν που την είχε ωθήσει να αφοσιωθεί ολόψυχα στη χημεία. Όποιος κι αν ήταν ο λόγος, με τις ενισχυμένες γνώσεις της γύρω από τις ουσίες και την επίδρασή τους στον ανθρώπινο οργανισμό, ήταν κάτι παραπάνω από ικανή να κατανοήσει τη θανατηφόρα δράση του φυτού που είχε επιτρέψει η φύση να αναπτύσσεται ελεύθερα στα χώματα του Σπρόγκε. Έπειτα από μερικά πειράματα, κατόρθωσε να αποσπάσει εκχυλίσματα από τα τρία σημαντικότερα ενεργά συστατικά του, στην κουζίνα του τετάρτου ορόφου, και δοκίμασε τις επιπτώσεις στον εαυτό της, σε ελάχιστες, προσεκτικά μετρημένες δόσεις. Η υοσκυαμίνη τής προκαλούσε δυσκοιλιότητα και στέγνωνε το σάλιο της· μικρά εξογκώματα εμφανίζονταν στο πρόσωπο και το στόμα της, και η καρδιά της παρουσίαζε αρρυθμία, αλλά χωρίς να προκαλείται κάποια χειρότερη αντίδραση. Περισσότερο φοβόταν τη σκοπολαμίνη. Ήξερε πως μόλις πενήντα χιλιογραμμάρια αποτελούσαν θανάσιμη δόση. Ακόμα και σε ελάχιστες ποσότητες, η σκοπολαμίνη ήταν άκρως υπνωτική και ταυτόχρονα προκαλούσε αίσθημα ευφορίας. Διόλου παράξενο που είχε χρησιμοποιηθεί σαν ορός της αλήθειας στη διάρκεια του Βʹ Παγκοσμίου Πολέμου. Ένα άτομο στο σώμα του οποίου κυλούσε η σκοπολαμίνη έχανε την αίσθηση του τι θα μπορούσε να πει σ’ εκείνη την ονειρική, υπνωτική κατάσταση που προκαλούσε η συγκεκριμένη ουσία. Έπειτα ήταν η ατροπίνη, ένα άχρωμο κρυσταλλικό αλκαλοει-

124

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

δές, το οποίο απαντάται σε όλα τα φυτά της οικογένειας των σολανοειδών. Ίσως η Νέτε να μην είχε δείξει την ίδια προσοχή όταν χορήγησε στον εαυτό της αυτή την ουσία, όπως με τις δύο προηγούμενες. Σε κάθε περίπτωση, η ατροπίνη επηρέασε τόσο την όραση όσο και την ομιλία της, της προκάλεσε πυρετό και εξάψεις, έκανε την επιδερμίδα της να καίει και της δημιούργησε παραισθήσεις, οι οποίες οριακά δεν την οδήγησαν στη λιποθυμία. Ήταν βέβαιο πως ένα κοκτέιλ αυτών των τριών ουσιών θα μπορούσε να αποδειχτεί θανατηφόρο σε επαρκή συγκέντρωση. Η Νέτε ήξερε τι θα συνέβαινε έτσι και θέρμαινε μαζί αυτές τις ουσίες και απομάκρυνε, μέσω του βρασμού, το ενενήντα πέντε τοις εκατό του νερού που περιείχαν. Πλέον, είχε στα χέρια της ένα αρκετά μεγάλο μπουκάλι με απόσταγμα στρύχνου, ενώ όλα τα παράθυρα είχαν γεμίσει ατμούς και η ατμόσφαιρα μέσα στο διαμέρισμά της είχε διαποτιστεί από τη βαριά μυρωδιά του. Το μόνο που απέμενε ήταν να βρει την κατάλληλη δοσολογία για το αντίστοιχο σώμα.

Η Νέτε είχε να χρησιμοποιήσει τον υπολογιστή του συζύγου της από τότε που μετακόμισε. Για ποιο λόγο να το κάνει, άλλωστε; Δεν είχε σε κανέναν να γράψει, ούτε κάτι να πει, λογαριασμοί δεν υπήρχαν, ούτε επαγγελματική αλληλογραφία. Δε χρησιμοποιούσε προγράμματα ανάλυσης δεδομένων, ούτε επεξεργαστές κειμένου. Αυτές οι εποχές είχαν περάσει ανεπιστρεπτί. Όμως εκείνη την Πέμπτη, τον Αύγουστο του 1987, άνοιξε τον υπολογιστή και αφουγκράστηκε το βουητό του, την ώρα που η οθόνη άρχισε σταδιακά να πρασινίζει. Ένα μυρμήγκιασμα διέτρεξε το σώμα της, και το στομάχι της δέθηκε κόμπος από την ταραχή.

ΕΝΟΧΗ

125

Από τη στιγμή που οι επιστολές θα συντάσσονταν και θα αποστέλλονταν, δε θα υπήρχε επιστροφή. Το μονοπάτι της ζωής της Νέτε στένευε και θα κατέληγε σε αδιέξοδο. Έτσι έβλεπε τα πράγματα και έτσι ήθελε να είναι. Ετοίμασε αρκετές εκδοχές του γράμματος που θα έστελνε, όμως στην τελική του μορφή είχε ως εξής: Κοπεγχάγη, Πέμπτη 27 Αυγούστου 1987 Αγαπητέ/ή... Έχουν περάσει πολλά χρόνια από την τελευταία φορά που ειδωθή­ καμε. Χρόνια τα οποία με περηφάνια μπορώ να πω ότι σταδιακά εξελί­ χθηκαν σε μια ευχάριστη και ικανοποιητική ζωή. Όλο αυτό το διάστημα, αναλογιζόμουν τη μοίρα μου και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι ορισμένα γεγονότα στο παρελθόν ήταν αναπόφευκτα και πλέον, από το σημείο όπου βρίσκομαι, είμαι επιτέλους σε θέση να συ­ νειδητοποιήσω πως δεν ήμουν άμοιρη ευθυνών για τα όσα συνέβησαν. Ό,τι κι αν συνέβη τότε, όποια σκληρά λόγια κι αν ειπώθηκαν, όσες παρεξηγήσεις κι αν προέκυψαν, πλέον δε βασανίζομαι. Το αντίθετο, μά­ λιστα. Ανατρέχοντας στο παρελθόν, αισθάνομαι γαλήνη επειδή κατόρθω­ σα να επιβιώσω απ’ όλα αυτά, και τώρα ήρθε ο καιρός της συμφιλίωσης. Όπως ενδεχομένως γνωρίζεις από τον Τύπο, ήμουν παντρεμένη με τον Αντρέας Ρόζεν για κάποια χρόνια, και η κληρονομιά του συζύγου μου με κατέστησε μια ιδιαίτερα εύπορη γυναίκα. Τώρα, η μοίρα τα έφερε έτσι ώστε να πρέπει να νοσηλευτώ. Δυστυ­ χώς, η διάγνωση κάνει λόγο για μια ανίατη ασθένεια, και ο χρόνος που μου απομένει είναι πράγματι λιγοστός. Καθώς δεν ευτύχησα να αποκτήσω παιδιά που θα κληρονομούσαν την περιουσία μου, αποφάσισα να τη μοιράσω σε ορισμένα άτομα τα οποία συνάντησα στην πορεία της ζωής μου και με επηρέασαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.

126

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Επομένως, θα ήθελα διά της παρούσης να σε προσκαλέσω να έρθεις στο σπίτι μου, στη διεύθυνση Πέμπλινγκε Ντοσέρινγκ 23, στην Κοπεγ­ χάγη, την ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 4 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ στις...

Τη μέρα αυτή, ο δικηγόρος μου θα παρίσταται προκειμένου να σου μεταβιβαστεί απολύτως νομότυπα το ποσό των δέκα εκατομμυρίων κορο­ νών. Φυσικά, το δώρο αυτό υπόκειται σε φορολογία από τις αρμόδιες υπηρεσίες, όμως ο δικηγόρος μου θα σε ενημερώσει σχετικά με το θέμα αυτό, επομένως δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας. Αισθάνομαι βέβαιη πως, έπειτα από αυτή τη διαδικασία, θα είμα­ στε σε θέση να μιλήσουμε ελεύθερα για τον παλιό καιρό. Δυστυχώς, το μέλλον μου ελάχιστα έχει να προσφέρει. Εντούτοις, θα με χαροποιού­ σε ιδιαίτερα αν είχα την ευκαιρία να κάνω το δικό σου μέλλον κάπως ανετότερο. Μια τέτοια εξέλιξη πράγματι θα μου πρόσφερε χαρά και ηρεμία. Κατανοώ ότι η ειδοποίηση φτάνει κάπως καθυστερημένα, όμως ό,τι σχέδια κι αν έχεις για τη συγκεκριμένη ημερομηνία, είμαι σίγουρη πως θα κρίνεις ότι αξίζει ο κόπος να έρθεις μέχρι εδώ. Θα ήθελα να σου ζητήσω να έχεις αυτή την πρόσκληση μαζί σου και να φτάσεις εγκαίρως στο ραντεβού, καθώς ο δικηγόρος μου έχει ένα αρ­ κετά φορτωμένο πρόγραμμα εκείνη τη μέρα. Εσωκλείω το ποσό των δύο χιλιάδων κορονών σε δίγραμμη επιταγή προκειμένου να καλύψεις τα έξοδα μετακίνησης. Θα χαρώ να σε ξαναδώ, βέβαιη πως η συνάντησή μας θα αποδειχτεί αμοιβαία επωφελής. Με ειλικρινείς χαιρετισμούς, Νέτε Χέρμανσεν Ήταν μια καλή επιστολή, αποφάσισε, κι έτσι την έσωσε σε έξι εκδοχές, συμπληρώνοντας στην καθεμία ένα διαφορετικό όνομα

ΕΝΟΧΗ

127

και ώρα για το ραντεβού, και στη συνέχεια τις εκτύπωσε κι έβαλε την υπογραφή της. Ήταν μια προσεγμένη, σίγουρη υπογραφή, καμία σχέση με ό,τι είχαν δει έως τότε από τα χέρια της οι αποδέκτες του μηνύματος. Έξι επιστολές. Κουρτ Βεντ, Ρίτα Νίλσεν, Γκίτε Τσαρλς, Τάγκε Χέρμανσεν, Βίγκο Μόγκενσεν και Φιλίπ Νέρβιγ. Σκέφτηκε για μια στιγμή να γράψει και στους δύο εναπομείναντες αδερφούς της, όμως τελικά απέρριψε την ιδέα αυτή. Ήταν πολύ μικροί τότε και ελάχιστα τη γνώριζαν. Άλλωστε, είχαν μπαρκάρει όταν συνέβησαν όσα συνέβησαν, και ο Μαντς, ο μεγαλύτερος όλων τους, είχε πεθάνει. Όχι, αυτοί δεν έφταιγαν σε τίποτα. Έτσι, τώρα είχε μπροστά της έξι φακέλους. Κανονικά, έπρεπε να ήταν εννέα, όμως ήξερε πως ο θάνατος την είχε προλάβει σε τρεις περιπτώσεις, και τα συγκεκριμένα κεφάλαια τα είχε κλείσει ο χρόνος. Η διευθύντρια του σχολείου, ο θεράπων ιατρός και η προϊσταμένη από το Σπρόγκε είχαν φύγει ήδη από τη ζωή. Ήταν οι τρεις που της ξέφυγαν. Τρεις άνθρωποι για τους οποίους θα ήταν πανεύκολο να δείξουν έλεος. Ή, ίσως, να αφήσουν να επικρατήσει η δικαιοσύνη. Και οι τρεις είχαν διαπράξει βαρύτατες αδικίες και τρομερά σφάλματα, ενώ και οι τρεις πέρασαν από τούτο τον κόσμο πιστεύο­ ντας ακράδαντα ότι ίσχυε το αντίθετο: πως το έργο και η ζωή τους είχαν ωφελήσει όχι μόνο την κοινωνία, αλλά και τα δύσμοιρα άτομα που είχαν υπ’ ευθύνη τους. Κι αυτό ακριβώς ήταν που δεν άφηνε το μυαλό της Νέτε να ησυχάσει. Αυτό ήταν που τριβέλιζε το νου της και τη βασάνιζε.

«Νέτε, έλα μαζί μου», είπε αυστηρά η διευθύντρια. Και όταν η Νέτε δίστασε, τη βούτηξε από το αφτί και την έσυ-

128

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

ρε μέχρι την πίσω πλευρά του κτιρίου, έτσι που σήκωναν σκόνη πίσω τους. «Σιχαμένο τερατάκι. Ανόητο, χαζό παιδί, πώς τόλμησες;» της πέταξε χολωμένη, ρίχνοντας μια ανάστροφη στο πρόσωπο της Νέτε με το κοκαλιάρικο χέρι της. Και όταν η Νέτε τής έβαλε τις φωνές με δάκρυα στα μάτια, απαιτώντας να μάθει για ποιο λόγο την τιμωρούσε, η διευθύντρια τη χαστούκισε ξανά. Η Νέτε κοίταξε ολόγυρά της όπως κειτόταν στο έδαφος, με την εξοργισμένη γυναίκα να στέκεται από πάνω της. Σκεφτόταν πως το φόρεμά της θα είχε λερωθεί και ο πατέρας της θα στεναχωριόταν, γιατί του είχε στοιχίσει ένα σωρό λεφτά. Προσπάθησε να προστατευτεί και το μόνο που ήθελε ήταν να την καταπιούν τα άνθη που έπεφταν από τις μηλιές, την ώρα που το τραγούδι της σιταρήθρας αντηχούσε ζωηρό από πάνω της και τα χαρούμενα γέλια των συμμαθητών της ακούγονταν από την άλλη πλευρά του σχολείου. «Έως εδώ και μη παρέκει. Αρκετά σε ανέχτηκα, απαίσιο πλάσμα, κατάλαβες τι σου λέω; Ξετσίπωτο τσουλάκι!» Όμως η Νέτε δεν καταλάβαινε. Λίγο νωρίτερα, έπαιζε με τα αγόρια, κι εκείνα της είχαν ζητήσει να ανασηκώσει το φόρεμά της. Και όταν αυτή το έκανε, αποκαλύπτοντας μέσα στα χαχανητά τους ένα πελώριο ροζ εσώρουχο που το είχε κληρονομήσει από τη μητέρα της, τα αγόρια άρχισαν να φωνάζουν κατενθουσιασμένα, γιατί το είχε κάνει τόσο φυσικά, τόσο ξένοιαστα και πρόθυμα. Μέχρι τη στιγμή που η διευθύντρια άνοιξε δρόμο ανάμεσα από τα παιδιά και τα χαστούκισε όλα, ένα προς ένα, σκορπίζοντας την παρέα, έτσι που έμεινε εκεί μονάχα η Νέτε. «Τσουλάκι!» αλύχτησε η διευθύντρια, και η Νέτε ήξερε τι σήμαινε η λέξη, οπότε απάντησε και είπε πως σε καμία περίπτωση δεν ήταν αυτό το πράγμα, κι αν κάποια την κατηγορού-

ΕΝΟΧΗ

129

σε, τότε μάλλον σ’ εκείνη ταίριαζε ένας τέτοιος χαρακτηρισμός. Τα μάτια της διευθύντριας γύρισαν ανάποδα, καθώς η Νέτε τής πετούσε αγανακτισμένη εκείνα τα λόγια. Κι αυτός ήταν ο λόγος που είχε χτυπήσει τη Νέτε τόσο δυνατά πίσω από το κτίριο του σχολείου, αυτός ήταν ο λόγος που κλότσησε χαλίκια στο πρόσωπό της, ενώ ωρυόταν και της έλεγε πως στο εξής δεν είχε καμία θέση εκεί, κι αν ποτέ τής δινόταν η ευκαιρία, θα φρόντιζε να διδάξει σε ένα παλιόπαιδο σαν του λόγου της να μην αντιμιλάει. Έτσι όπως είχε φερθεί η Νέτε από τότε που πρωτοήρθε στο σχολείο, δεν της άξιζε τίποτα καλό στη ζωή. Και ό,τι είχε κάνει τώρα δεν υπήρχε περίπτωση να ξεχαστεί ποτέ. Η διευθύντρια θα φρόντιζε γι’ αυτό. Κι έτσι ακριβώς έκανε.

10

Νοέμβριος 2010

ΤΡΕΙΣΗΜΙΣΙ ΩΡΕΣ ΑΚΟΜΑ, και ύστερα θα εμφανιζόταν στο σπίτι της

Μόνα σιδερωμένος και περιποιημένος, έχοντας την εμφάνιση άντρα με τον οποίο θα ήθελε εκείνη να περάσει μια αξέχαστη βραδιά. Ο Καρλ κοίταξε απογοητευμένος το ωχρό πρόσωπό του στον μπροστινό καθρέφτη, την ώρα που στάθμευε το αυτοκίνητο έξω από το σπίτι του, στο τέρμα της γειτονιάς του, στο Άλερεντ. Μάλλον έτρεφε φρούδες ελπίδες. Δύο ωρίτσες ύπνου μπορεί να ήταν ό,τι έπρεπε, σκέφτηκε, όμως εκείνη τη στιγμή είδε τον Τέργε Πλουγκ να πλησιάζει με μεγάλα βήματα προς το μέρος του. «Τι έγινε πάλι, Πλουγκ;» ρώτησε αγριεμένος, καθώς έβγαινε από το αυτοκίνητο.

130

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Ο Πλουγκ ανασήκωσε τους ώμους του. «Η υπόθεση με το πιστόλι καρφιών. Έπρεπε να ακούσω τι είχε να πει ο Χάρντι». «Το έχεις ακούσει ήδη πέντε φορές, τουλάχιστον». «Σωστά, όμως σκέφτηκα πως ίσως να θυμόταν κάτι περισσότερο, μιας και είχαμε νέες εξελίξεις». Το κυνηγόσκυλο που έκρυβε μέσα του ο Πλουγκ είχε πιάσει κάτι στον αέρα, προφανέστατα. Ήταν ένας από τους πλέον συστηματικούς ερευνητές στα Κεντρικά της Αστυνομίας. Κανείς δεν έδειχνε περισσότερο πρόθυμος απ’ ό,τι εκείνος να οδηγήσει για πενήντα πέντε χιλιόμετρα προκειμένου να μαζέψει κλαδάκια που στην πορεία θα μπορούσαν να μετατραπούν σε μια πυρά υποψιών. «Και τι έγινε, θυμήθηκε;» «Ίσως». «Ίσως; Αυτό, πάλι, τι κέρατο σημαίνει;» «Ρώτα τον μόνος σου», είπε ο Πλουγκ κι ύστερα τον χαιρέτησε, φέρνοντας δυο δάχτυλα στον κρόταφό του.

Ο Μόρτεν Χόλαντ έσπευσε προς τον Καρλ με το που πέρασε το κατώφλι. Όποιες σκέψεις είχε εκείνος να απολαύσει λίγες προσωπικές στιγμές, ακυρώνονταν από τη διαρκή παρουσία του ευτραφούς νοικάρη του. Ο Μόρτεν έριξε μια ματιά στο ρολόι του. «Ευτυχώς, γύρισες στο σπίτι νωρίς, Καρλ. Έχουν γίνει ένα σωρό πράγματα εδώ. Δεν ξέρω αν θα καταφέρω να τα θυμηθώ όλα». Ακουγόταν ξέπνοος, μιλούσε βεβιασμένα. Άντε να ησυχάσεις σε τέτοιο περιβάλλον. «Εντάξει, ηρέμησε», του είπε ο Καρλ, αν και το να σταματήσει εκατόν είκοσι κιλά πάχους δεν ήταν εύκολο σε καμία περίπτωση, ειδικά από τη στιγμή που ένιωθε το λαιμό του να κλείνει. «Μιλούσα με τη Βίγκα στο τηλέφωνο επί μία ολόκληρη ώρα.

ΕΝΟΧΗ

131

Αγριεμένη ακουγόταν και είπε να της τηλεφωνήσεις αμέσως μόλις γυρίσεις». Το κεφάλι του Καρλ κρέμασε. Κι αν έως εκείνη τη στιγμή το πάλευε κάπως, πλέον αισθανόταν τελείως χάλια. Πώς διάολο κατάφερνε η σύζυγός του, με την οποία βρισκόταν σε διάσταση εδώ και χρόνια, να επηρεάζει ακόμα τόσο δραστικά το ανοσοποιητικό του σύστημα; «Και τι ήθελε;» ρώτησε αδύναμα. Όμως ο Μόρτεν αρκέστηκε στο να προτάξει τις ψωμωμένες παλάμες του, τις οποίες και βάλθηκε να κουνάει, σαν να ήθελε να αποκρούσει την επικείμενη ανάκριση. Προφανώς, ο Καρλ θα έπρεπε να μάθει την απάντηση μόνος του. Μία ακόμα δουλειά στη λίστα με τις εκκρεμότητες. «Τίποτε άλλο είχαμε, πέρα από την επίσκεψη του Τέργε Πλουγκ;» ρώτησε, αν και χρειάστηκε να πιέσει τον εαυτό του για να το κάνει. Καλύτερα να ξεμπέρδευε με τα μαντάτα, προτού πέσει ξερός από την αδυναμία. «Ναι, τηλεφώνησε ο Γέσπερ από το κολέγιο. Είπε πως του έκλεψαν το πορτοφόλι». Ο Καρλ κούνησε το κεφάλι του. Ο πανίβλακας ο προγονός του! Είχε συμπληρώσει σχεδόν τρία χρόνια στο λύκειο του Άλερεντ, προτού αποφασίσει να τα παρατήσει, λίγο πριν τις δύο τελευταίες εξετάσεις του. Χάλια βαθμοί σε όλα τα μαθήματα. Τώρα, βρισκόταν στο δεύτερο έτος του προπαρασκευαστικού κολεγίου στο Γκεντόφτε, και πηγαινοερχόταν, μονίμως διαμαρτυρόμενος, ανάμεσα στο σπιτάκι της Βίγκα στο Ίσλεου και στο σπίτι του Καρλ στο Άλερεντ. Μέρα παρά μέρα, όλο και κάποια καινούρια κοπελιά περνούσε από το δωμάτιό του, τα πάρτι δε σταματούσαν ποτέ, και γενικά κοπροσκύλιαζε. Ό,τι ακριβώς θα περίμενε κανείς σε αυτή την ηλικία. «Και πόσα χρήματα είχε μέσα;» ρώτησε ο Καρλ.

132

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Ο Μόρτεν έστρεψε τα μάτια του προς τα πάνω. Δεν μπορεί να ήταν τόσα πολλά... «Ας βγάλει άκρη μόνος του», είπε ο Καρλ περνώντας στο καθιστικό. «Όλα εντάξει, Χάρντι;» ρώτησε ήσυχα. Ίσως το χειρότερο απ’ όλα ήταν το ότι ο Χάρντι ούτε που σάλευε στο νοσοκομειακό κρεβάτι του όταν έμπαινε κάποιος στο δωμάτιο. Ένα προτεταμένο χέρι για χειραψία ή έστω ένα δάχτυλο υψωμένο σε χαιρετισμό θα βοηθούσε πάρα πολύ. Πέρασε την παλάμη του πάνω από το μέτωπο του τετραπληγικού πρώην συναδέλφου του, όπως έκανε πάντοτε, και αντίκρισε δυο γαλανά μάτια γεμάτα λαχτάρα να δουν κάτι περισσότερο πέρα από το άμεσο περιβάλλον στο καθιστικό του Καρλ. «Ειδήσεις, ε;» παρατήρησε ο Καρλ, γνέφοντας προς την τηλεόραση με την επίπεδη οθόνη στη γωνία. Το στόμα του Χάρντι στράβωσε. Τι άλλο μπορούσε να κάνει; «Πριν από λίγο ήταν εδώ κι ο Τέργε Πλουγκ», είπε. «Ναι, τον πέτυχα την ώρα που έφευγε. Φαινόταν να πιστεύει πως είχες κάτι καινούριο να προσθέσεις στην υπόθεση, σωστά κατάλαβα;» Ο Καρλ έκανε ένα βήμα πίσω, καθώς ένιωσε να του έρχεται να φτερνιστεί, όμως το γαργάλημα στη μύτη του πέρασε. «Συγνώμη, καλύτερα να μην πλησιάζω πολύ. Μου φαίνεται πως κάτι κόλλησα. Στα Κεντρικά πέφτουν κάτω σαν τις μύγες, ο ένας μετά τον άλλο». Ο Χάρντι προσπάθησε να χαμογελάσει. Το να αρπάξει ένα κρύωμα ήταν το τελευταίο πράγμα που τον απασχολούσε αυτό τον καιρό. «Ο Πλουγκ μού είπε μερικά ακόμα πράγματα για εκείνο το πτώμα που εντόπισαν σήμερα». «Ναι, ήταν σε άσχημη κατάσταση. Διαμελισμένο, χωμένο σε σακούλες σκουπιδιών. Η αποσύνθεση είχε περιοριστεί λόγω του πλαστικού, φυσικά, όμως και πάλι βρισκόταν σε αυτό που λέμε “κατάσταση προχωρημένης σήψης”».

ΕΝΟΧΗ

133

«Ο Πλουγκ λέει πως βρήκαν μια μικρότερη σακούλα, στην οποία είχε σχηματιστεί κάτι σαν κενό αέρος», παρατήρησε ο Χάρντι. «Πιστεύουν πως ο αέρας ήταν ζεστός στην αρχή, αλλά κάτι έγινε και κρύωσε γρήγορα. Τέλος πάντων, οι ιστοί στο εσωτερικό έμοιαζαν σχετικά καλά διατηρημένοι». «Μάλιστα. Αν είναι έτσι, ίσως καταφέρουν να αποσπάσουν κάποιο δείγμα DNA για να πορευτούν. Ποιος ξέρει, μπορεί να είναι μια θετική εξέλιξη αυτή, τι λες κι εσύ, Χάρντι; Μου φαίνεται πως και στους δυο μας θα ήταν χρήσιμη μια ουσιαστική πρόοδος σε αυτή την ιστορία». Ο Χάρντι τον κοίταξε κατάματα. «Είπα στον Πλουγκ να κοιτάξουν να δουν μήπως ο τύπος ανήκε σε κάποια μειονότητα». Ο Καρλ έγειρε το κεφάλι του στο πλάι κι αμέσως ένιωσε τη μύτη του να τρέχει. «Πώς κι έτσι;» «Επειδή ο Άνκερ μού είχε πει πως πλακώθηκε με κάποιον αλλοδαπό αλήτη εκείνη τη νύχτα που ήρθε γεμάτος αίματα στα ρούχα, τότε που τον φιλοξενούσαμε η Μίνα κι εγώ. Και δε μιλάω για λεκέδες από αίμα που θα περίμενες να δεις έπειτα από έναν καβγά. Τουλάχιστον, όχι μετά τους καβγάδες που έχω δει εγώ». «Και τι σχέση θα μπορούσε να έχει αυτό με την υπόθεση;» «Την ίδια ερώτηση έκανα κι εγώ στον εαυτό μου. Όμως κάτι μου λέει πως ο Άνκερ ήταν χωμένος για τα καλά στα σκατά, εντάξει; Μη λέμε πάλι τα ίδια». Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά. «Ας το συζητήσουμε ξανά το πρωί, Χάρντι. Πηγαίνω πάνω, να κοιμηθώ λιγάκι, μπας και τη σκαπουλάρω από αυτή τη ρημάδα την ίωση. Η Μόνα με προσκάλεσε απόψε σε δείπνο με χήνα και εκπλήξεις». «Μάλιστα, καλά να περάσεις», είπε ο Χάρντι. Ακούστηκε πικρόχολος.

134

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Ο Καρλ ξάπλωσε βαρύς στο κρεβάτι του και θυμήθηκε τη γιατρειά του καπέλου. Απ’ ό,τι ήξερε, ήταν μια μέθοδος την οποία ο ηλικιωμένος πατέρας του εξακολουθούσε να εφαρμόζει σε περίπτωση αρρώστιας. «Ξάπλωσε σε ένα κρεβάτι με ουρανό», έλεγε πάντοτε. «Κρέμασε ένα καπέλο στον ένα στύλο στα πόδια του και πιάσε το μπουκάλι με το ποτό που πάντοτε θα πρέπει να έχεις στο κομοδίνο σου. Συνέχισε να πίνεις μέχρι να καταφέρεις να δεις ένα καπέλο και στον άλλο στύλο. Σου το υπόσχομαι, την επόμενη μέρα θα είσαι περδίκι. Και να μην είσαι, δε θα σε νοιάζει». Η θεραπεία ήταν αλάνθαστη, όμως τι γινόταν αν έπρεπε να οδηγήσεις ένα δίωρο αργότερα; Τι γινόταν αν δεν ήθελες να εμφανιστείς εκεί όπου ήσουν καλεσμένος ζέχνοντας αλκοόλ; Το να φτάσει στο σπίτι της Μόνα τύφλα στο μεθύσι ήταν κάτι που σίγουρα εκείνη δε θα αντάμειβε με φιλιά και γλύκες. Αναστέναξε βαριά μια δυο φορές κι ένιωσε αυτολύπηση, προτού το πάρει απόφαση και πιάσει το μπουκάλι με το ουίσκι, κατεβάζοντας μερικές γουλιές. Σίγουρα δε θα έβλαπτε λίγο ποτό, σωστά; Λίγο μετά, αναζήτησε το νούμερο της Βίγκα στο κινητό του, πήρε βαθιά ανάσα και περίμενε να ακούσει τι βόμβα θα έσκαγε αυτή τη φορά. «Αχ, χαίρομαι τόσο που τηλεφώνησες», τιτίβισε η Βίγκα. Κι αυτό ήταν σίγουρο σημάδι πως τα πράγματα θα πήγαιναν κατά διαόλου από στιγμή σε στιγμή. «Λέγε τι θες, Βίγκα. Είμαι άρρωστος και κατάκοπος, δεν έχω καμία διάθεση να χασομεράω». «Είσαι άρρωστος; Α, τότε μπορεί να περιμένει». Βλακείες! Η Βίγκα ήξερε πάρα πολύ καλά πως ο Καρλ είχε επίγνωση ότι εκείνη δεν το εννοούσε πραγματικά. «Μήπως έχει κάποια σχέση με χρήματα;»

ΕΝΟΧΗ

135

«Καρλ!» αναφώνησε, φανερά ενθουσιασμένη. Ο Καρλ κατέβασε μία ακόμα γερή γουλιά από το μπουκάλι του ουίσκι. «Ο Γκουρκαμάλ μού έκανε πρόταση γάμου». Το ουίσκι, όταν βγαίνει από τα ρουθούνια, μπορεί να προκαλέσει μια πολύ δυσάρεστη αίσθηση, ανακάλυψε ο Καρλ. Παραλίγο να πνιγεί, έβηξε μερικές φορές και σκούπισε τις μύξες που είχαν μαζευτεί στην άκρη της μύτης του, προσπαθώντας να μη δώσει σημασία στα μάτια του που δάκρυζαν ασταμάτητα. «Μα, αυτό είναι διγαμία, Βίγκα, για όνομα! Είσαι ακόμα παντρεμένη μαζί μου, το ξέχασες;» Εκείνη γέλασε. Ο Καρλ ανακάθισε και ακούμπησε το μπουκάλι στο κομοδίνο. «Κοίτα, μήπως προσπαθείς με όλα αυτά να ζητήσεις διαζύγιο; Δε φαντάζομαι να περιμένεις να κάτσω στο κρεβάτι, μια κατά τα άλλα ωραιότατη Τετάρτη, και να γελάω την ώρα που μου λες πως μου πέφτει ο ουρανός στο κεφάλι, εντάξει; Δεν το σηκώνω οικονομικά να πάρω διαζύγιο, Βίγκα, το ξέρεις αυτό. Δεν υπάρχει περίπτωση να καταφέρω να κρατήσω το σπίτι, αν πιάσουμε να μοιράζουμε τα πράγματα. Μιλάμε για το ίδιο σπίτι όπου ζει ο γιος σου και στο οποίο υπάρχουν δύο ακόμα ένοικοι. Πες μου ότι δε σοβαρολογείς. Δεν μπορείτε εσύ κι αυτός ο Κουρκουμάς να βολευτείτε με μια συγκατοίκηση; Τι σ’ έπιασε και θες να το τραβήξεις έως το γάμο;» «Το ευτυχές γεγονός, το Ανάντ Καράζ, θα λάβει χώρα στην Πατιάλα, εκεί όπου ζει η οικογένειά του. Δεν είναι υπέροχο;» «Όπα, όπα, όπα, μισό λεπτό, Βίγκα. Άκουσες τι σου είπα μόλις τώρα; Πώς περιμένεις να τα βγάλω πέρα με ένα διαζύγιο τέτοια εποχή; Δεν είπαμε πως θα έπρεπε να μιλήσουμε και να συμφωνήσουμε πριν φτάσουν τα πράγματα έως εκεί; Και, τέλος πά-

136

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

ντων, τι είναι αυτό το “αναντάμ παπαντάμ” που είπες; Δε σε έπιασα». «Ανάντ Καράζ, χαζέ. Έτσι λένε την τελετή όπου υποκλινόμαστε μπροστά στο Γκουρού Γκραντ Σαχίμπ, το ιερό βιβλίο των Σιχ, προκειμένου να επισημοποιήσουμε το γάμο μας». Το βλέμμα του Καρλ στράφηκε αμέσως στον τοίχο του υπνοδωματίου, εκεί όπου εξακολουθούσαν να κρέμονται μικρές ταπισερί από την εποχή που η Βίγκα είχε φάει κόλλημα με τον ινδουισμό και τα μυστήρια του Μπαλί. Άραγε, απέμενε καμιά θρησκεία με την οποία να μην είχε φλερτάρει ασύστολα όλα εκείνα τα χρόνια; «Δε σε καταλαβαίνω καθόλου, Βίγκα. Σοβαρά τώρα, περιμένεις να σκάσω τρία ή και τέσσερα χιλιάρικα προκειμένου να σε παντρέψω με έναν τύπο που έχει ενάμισι χιλιόμετρο μαλλί μέσα στο τουρμπάνι του, για να σε τρέχει αυτός όλη μέρα;» Εκείνη γέλασε σαν κοπελίτσα που μόλις είχε πείσει τους γονείς της να την αφήσουν να βάλει σκουλαρίκι στη μύτη. Αν το συνέχιζε έτσι η Βίγκα, ο Καρλ θα τα τέζαρε. Άπλωσε το χέρι, έπιασε ένα χαρτομάντιλο από το κομοδίνο και φύσηξε τη μύτη του. Παραδόξως, χωρίς κανένα ορατό αποτέλεσμα. «Καρλ! Προφανώς δεν έχεις ιδέα από τις διδαχές του Γκουρού Νανάκ. Ο σιχισμός τάσσεται υπέρ της ισότητας των δύο φύλων, υπέρ του διαλογισμού και της εξασφάλισης των προς το ζην με αξιοπρέπεια. Υπέρ της φιλανθρωπίας και της σκληρής εργασίας. Δεν υπάρχει αγνότερος τρόπος ζωής από αυτόν που εφαρμόζουν οι Σιχ». «Κοίτα, αν το επιβάλλει η θρησκεία τους να μοιράζονται ό,τι έχουν με τους φτωχούς, τότε αυτός ο Κουρκουμάς σου μπορεί να κάνει την αρχή δίνοντας κάτι και σ’ εμένα. Ας πούμε, δύο χιλιάρικα, και είμαστε πάτσι, τι λες;» Κι άλλα γέλια, λες και η Βίγκα ήταν αποφασισμένη να μη σταματήσει. «Ηρέμησε, Καρλ. Μπορείς να δανειστείς τα χρήματα από

ΕΝΟΧΗ

137

τον Γκουρκαμάλ και να τα επιστρέψεις σ’ εμένα. Θα σου τα δώσει με χαμηλό τόκο, οπότε δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείς. Ζήτησα από ένα μεσιτικό γραφείο να εκτιμήσει την αξία του σπιτιού. Οι κατοικίες αυτού του επιπέδου στο Ρένεχολτ Παρκ πουλιούνται τώρα για 1,9 εκατομμύρια. Εξακολουθούμε να χρωστάμε εξακόσια χιλιάρικα στο δάνειο, οπότε μια χαρά θα τη βγάλεις με τα μισά του υπόλοιπου ποσού και θα κρατήσεις τα έπιπλα, επιπροσθέτως». Εξακόσιες πενήντα χιλιάδες κορόνες! Ο Καρλ έγειρε προς τα πίσω και με αργές κινήσεις έκλεισε το κινητό του. Ήταν λες και το σοκ είχε εξοντώσει τον ιό από το σώμα του και στη θέση του είχε αφήσει τριάντα δύο μολυβένια βαρίδια, κάπου στην περιοχή του στήθους του.

Μύρισε το άρωμά της προτού ακόμα εκείνη ανοίξει την πόρτα. «Πέρασε μέσα», του είπε η Μόνα, πιάνοντάς τον από το μπράτσο για να τον μπάσει στο διαμέρισμά της. Η απόλυτη ευτυχία κράτησε τρία ακόμα δευτερόλεπτα, έως τη στιγμή που η Μόνα τράβηξε κατά την τραπεζαρία και τον άφησε να στέκεται μπροστά σε μια νεαρή, ντυμένη με ένα εφαρμοστό μίνι φόρεμα, η οποία έσκυβε πάνω από το τραπέζι ανάβοντας κεριά. «Να σου συστήσω τη Σαμάνθα, τη μικρότερη κόρη μου», ανακοίνωσε η Μόνα. «Ανυπομονούσε να σε γνωρίσει». Τα μάτια του κλώνου μιας κατά είκοσι χρόνια νεότερης Μόνα δε φανέρωναν, όμως, και τόση χαρά όση άφηνε να εννοηθεί πως ένιωθε, σύμφωνα με την εισαγωγή που έκανε η μητέρα της. Τον έκοψε από πάνω μέχρι κάτω, παρατηρώντας εμφανώς την υποχώρηση των μαλλιών του στους κροτάφους, τη μάλλον τσαλακωμένη κορμοστασιά του, τον κόμπο στη γραβάτα του που ξαφνικά

138

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

ο Καρλ την αισθανόταν σαν θηλιά. Ήταν προφανές πως η Σαμάνθα δεν είχε εντυπωσιαστεί. «Γεια, Καρλ», είπε η νεαρή, εκδηλώνοντας ήδη την αποδοκιμασία της για τα αποτελέσματα της τελευταίας ψαριάς που είχε ανασύρει η μητέρα της από τα απύθμενα βάθη των «Αντρών της Κακιάς Ώρας». «Γεια, Σαμάνθα», απάντησε εκείνος, παλεύοντας να δώσει στο στόμα του μια κλίση που να έφερνε κάπως σε ενθουσιώδες χαμόγελο. Τι στα κομμάτια τής είχε πει η Μόνα όταν τον περιέγραφε, που έκανε τη γνωριμία της με τον πραγματικό άνθρωπο τόσο απογοητευτική; Η κατάσταση πήρε ακόμα χειρότερη τροπή όταν ένα αγοράκι όρμησε στο δωμάτιο και του τράβηξε μια ξεγυρισμένη στο πόδι με ένα πλαστικό σπαθί. «Είμαι ένας επικίνδυνος ληστής!» φώναξε το τερατάκι με τα κατάξανθα μαλλιά, το οποίο του σύστησαν ως Λούντβιχ και ήταν εγγονός της Μόνα. Η γρίπη δεν είχε καμία ελπίδα απέναντι σε όλα αυτά. Έτσι κι έσκαγαν και τίποτε άλλες εκπλήξεις σήμερα, ο Καρλ θα γινόταν περδίκι σε χρόνο μηδέν. Υπέμεινε το ορεκτικό χαμογελώντας, με το ύφος που είχε μάθει να παίρνει από τις αμέτρητες επαναλήψεις των ταινιών του Ρίτσαρντ Γκιρ, όμως μόλις εμφανίστηκε η χήνα, τα μάτια του Λούντβιχ παραλίγο να πεταχτούν έξω. «Η μύτη σου στάζει μέσα στη σάλτσα», ανακοίνωσε ο πιτσιρικάς, δείχνοντας το επίμαχο σημείο στο πρόσωπο του Καρλ και ενεργοποιώντας με τον τρόπο αυτό ένα ξέσπασμα σχεδόν ανεξέλεγκτων σπασμών γέλιου στην κοιλιακή χώρα της μητέρας του. Όταν η λογοδιάρροια του Λούντβιχ εστιάστηκε στο θέμα της ουλής στον κρόταφο του Καρλ, ανακοινώνοντας πως ήταν απαίσια, και στη συνέχεια δήλωσε πως δεν πίστευε ότι ο Καρλ είχε δι-

ΕΝΟΧΗ

139

κό του, αληθινό πιστόλι, τότε ο Καρλ συνειδητοποίησε πως είχε ξεμείνει από εναλλακτικές λύσεις. «Σε παρακαλώ», προσευχήθηκε βουβά, με τα μάτια στραμμένα προς τον ουρανό, «αν δε με βοηθήσεις τώρα, έχω εδώ δίπλα μου ένα παιδί που σκοπεύω να του τις βρέξω γερά σε δέκα δευτερόλεπτα». Η θεϊκή παρέμβαση που τον έσωσε δεν ήταν ούτε το σχόλιο της γοητευτικής γιαγιάς πως ο εγγονός της το είχε παρακάνει ούτε η επίπληξη της νέας μητέρας. Αντιθέτως, ήταν το βουητό του κινητού του στην πίσω τσέπη του, το οποίο θα μπορούσε να σημαίνει, δόξα τω Θεώ, πως εκείνη η βραδιά μπορεί και να είχε φτάσει στο τέλος της. «Με συγχωρείτε ένα λεπτό», είπε, υψώνοντας το ένα χέρι για να κάνουν ησυχία, ενώ έφερνε το άλλο στην τσέπη του. «Άσαντ, τι συμβαίνει;» ρώτησε βλέποντας το όνομα του βοηθού του στην οθόνη του κινητού. Εκείνη τη στιγμή, ήταν ικανός να απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση, με οποιονδήποτε τρόπο, αρκεί έτσι να κατάφερνε να το σκάσει από εκεί πέρα. «Λυπάμαι που ενοχλώ, Καρλ, όμως μπορείς να μου πεις πόσες εξαφανίσεις ανθρώπων δηλώνονται κάθε χρόνο στη Δανία;» Αόριστη εισαγωγή, στην καλύτερη των περιπτώσεων, η οποία μπορούσε να απαντηθεί μονάχα με μια εξίσου αόριστη εκτίμηση. Τέλεια. «Γύρω στις χίλιες πεντακόσιες, θα έλεγα. Πού βρίσκεσαι τώρα;» Αυτή η ερώτηση πάντοτε ακουγόταν σοβαρή. «Είμαι ακόμα στο υπόγειο, παρέα με τη Ρόζε. Και από αυτά τα χίλια πεντακόσια άτομα, πόσα υπολογίζεις πως εξακολουθούν να αγνοούνται στο τέλος της χρονιάς, Καρλ;» «Αυτό εξαρτάται. Γύρω στα δέκα, θα έλεγα». Ο Καρλ σηκώθηκε από το τραπέζι και προσπάθησε να δείξει πως τον είχε απορροφήσει απόλυτα το τηλεφώνημα.

140

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

«Είχαμε εξελίξεις στην υπόθεση;» ρώτησε. Μία ακόμα εξαιρετική ατάκα. «Δεν είμαι σίγουρος», απάντησε ο Άσαντ. «Εσύ θα μου πεις. Πάντως, την ίδια εβδομάδα που εκείνη η μαντάμ, η Ρίτα Νίλσεν, εξαφανίστηκε, δηλώθηκε η εξαφάνιση δύο ακόμα ατόμων, κι ύστερα ενός ακόμα την επόμενη εβδομάδα, και κανείς τους δε βρέθηκε από τότε. Δε το βρίσκεις πολύ παράξενο αυτό; Τέσσερις εξαφανίσεις μέσα σε τόσο λίγες μέρες, Καρλ. Τι λες κι εσύ; Σχεδόν οι μισές απ’ όσες παραμένουν ανεξιχνίαστες μέσα σε μια ολόκληρη χρονιά». «Λοιπόν, μείνε εκεί όπου είσαι, έρχομαι αυτή τη στιγμή!» Εξαιρετική ατάκα για να «την κάνει» με ελαφρά πηδηματάκια, παρότι ο Άσαντ μάλλον θα είχε σαστίσει. Πότε άλλοτε είχε δείξει ο Καρλ τέτοια προθυμία να σπεύσει στη δουλειά; Στράφηκε και πάλι στο τραπέζι. «Λυπάμαι ειλικρινά», είπε. «Μάλλον το προσέξατε κι εσείς πως είμαι κάπως αφηρημένος σήμερα. Πρώτον, γιατί βούτηξα ένα απαίσιο κρυολόγημα, οπότε ελπίζω να μην κόλλησα κάποιον εδώ». Ρούφηξε τη μύτη του για να υπογραμμίσει το πρόβλημα, όμως διαπίστωσε πως τα ρουθούνια του είχαν ξεραθεί τελείως. «Και δεύτερον, γιατί έχουμε μια υπόθεση με τέσσερα εξαφανισμένα άτομα, καθώς και μια ιδιαίτερα φριχτή δολοφονία στο Άμαρ, την οποία πρέπει να διαλευκάνουμε. Ζητώ και πάλι συγνώμη, όμως, δυστυχώς, πρέπει να πηγαίνω, δε θέλω ούτε να το σκέφτομαι πόσο θα μπερδευτεί η κατάσταση αν δεν πάω εκεί αμέσως». Κοίταξε κατάματα τη Μόνα. Εκείνη έδειχνε πραγματικά ανήσυχη. Καμία απολύτως σχέση με το ύφος που είχε όταν τον συμβούλευε με την επαγγελματική της ιδιότητα. «Η ιστορία με τους πυροβολισμούς είναι πάλι;» ρώτησε, προσπερνώντας τις θερμές ευχαριστίες του για την υπέροχη βραδιά.

ΕΝΟΧΗ

141

«Να προσέχεις, εντάξει; Εξακολουθείς να είσαι πάρα πολύ επηρεασμένος απ’ ό,τι συνέβη τότε, Καρλ». Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά. «Ναι, η ίδια παλιά υπόθεση. Μην ανησυχείς για εμένα, όμως. Δε σχεδιάζω να μπλεχτώ ξανά με την έρευνα. Και είμαι μια χαρά, αλήθεια». Η Μόνα συνοφρυώθηκε. Τι χάλια βραδιά! Δύο βήματα προς τα πίσω, αυτό ήταν. Μια ατυχής πρώτη γνωριμία με την οικογένεια, στην καλύτερη των περιπτώσεων. Η κόρη της τον αντιπάθησε αμέσως. Ο Καρλ αντιπάθησε τον εγγονό. Δεν είχε προλάβει καλά καλά να δοκιμάσει τη χήνα, προτού προσθέσει τις μύξες του στη σάλτσα, και τώρα η Μόνα σχολίαζε ξανά την υπόθεση με το πιστόλι καρφιών. Το δίχως άλλο θα του φόρτωνε ξανά το σπαστικό τρελογιατρό, τον Κρις. «Μια χαρά είμαι», επανέλαβε ο Καρλ και ύστερα ύψωσε τον αντίχειρα κι έστρεψε το δείκτη προς τον Λούντβιχ, ρίχνοντάς του χαμογελαστός μια υποτιθέμενη πιστολιά. Την επόμενη φορά, έπρεπε να φροντίσει να είναι καλύτερα ενημερωμένος ως προς τη φύση των εκπλήξεων που του επιφύλασσε η Μόνα.

11

Αύγουστος 1987

Ο ΤΑΓΚΕ ΑΚΟΥΣΕ το γραμματοκιβώτιο του να ανοιγοκλείνει και

βλαστήμησε. Από τότε που είχε βάλει εκείνο το αυτοκόλλητο που έγραφε Όχι Διαφημιστικά, οι μόνοι φάκελοι που λάμβανε είχαν αποστολέα την εφορία και σπάνια του επιφύλασσαν καλές ειδήσεις. Ποτέ του δεν μπόρεσε να καταλάβει για ποιο λόγο δεν τον άφηναν ήσυχο, με τα ψιλοποσά που έβγαζε «μαύρα» επισκευάζοντας ποδήλατα και λύνοντας τα καρμπιρατέρ των μοτοποδηλά-

142

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

των που του έφερναν διάφοροι νεαροί. Μήπως θα προτιμούσαν να πάει με το χέρι απλωμένο στις υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας στο Μίντελφαρτ, ή μήπως να το ρίξει στις διαρρήξεις των εξοχικών σπιτιών στην παραλία του Σκόρουπ, όπως οι τύποι με τους οποίους πήγαινε για καμιά μπίρα; Άπλωσε το χέρι κι έπιασε ένα από τα μπουκάλια κρασιού που έστεκαν ανάμεσα στο κρεβάτι και το αναποδογυρισμένο καφάσι από μπίρες που χρησιμοποιούσε για κομοδίνο, τσέκαρε να δει μήπως το είχε χρησιμοποιήσει στη διάρκεια της νύχτας κι ύστερα το κράτησε πάνω στον καβάλο του και κατούρησε μέσα μέχρι που το γέμισε. Σκούπισε τα χέρια του στα σκεπάσματα και με αργές κινήσεις σηκώθηκε όρθιος. Είχε αρχίσει να μπαφιάζει με την τραυλή, ποντικομούρα νοικάρισσά του, τη Μέτε. Ο βάλτος βρισκόταν ακριβώς πίσω από το δωμάτιό της στο κυρίως σπίτι, κι εδώ στο εργαστήρι όπου έμενε αυτός, οι σανίδες ήταν σαπισμένες και ο άνεμος σφύριζε όπως περνούσε από τις χαραμάδες. Ο χειμώνας θα επέστρεφε σύντομα. Έριξε μια ματιά ολόγυρα στο δωμάτιο. Αντίκρισε τις παλιές, τσαλακωμένες αφίσες των γυμνόστηθων κοριτσιών που είχαν γράσα μηχανής πασαλειμμένα πάνω στα στήθη τους. Τροχοί, λάστιχα και διάφορα ανταλλακτικά μοτοποδηλάτων ήταν πεταμένα παντού, ενώ το τσιμεντένιο πάτωμα είχε μαυρίσει από την κρούστα που σχημάτιζαν τα παλιά λάδια. Δεν ήταν ένας χώρος για τον οποίο θα αισθάνονταν περήφανοι οι περισσότεροι άνθρωποι, όμως ήταν δικός του. Άπλωσε το χέρι και διαπίστωσε πως το τασάκι που είχε αφημένο στο ράφι του τοίχου ήταν γεμάτο ωραιότατες γόπες. Διάλεξε την καλύτερη, την άναψε και τράβηξε μια γερή τζούρα. Η καύτρα κατάπιε και τα τελευταία χιλιοστά μέχρι τα λερά δάχτυλά του, προτού σβήσει το αποτσίγαρο. Σηκώνοντας το σώβρακό του, προχώρησε ακροπατώντας στο κρύο δάπεδο κι έφτασε στην πόρτα. Ένα βήμα έξω, και τα δάχτυ-

ΕΝΟΧΗ

143

λά του μπορούσαν να φτάσουν το γραμματοκιβώτιο. Ήταν ένα απλό κουτί, που το είχε σκαρώσει στο πι και φι από κοντραπλακέ, και το καπάκι του είχε φουσκώσει, καταλήγοντας να έχει διπλάσιο πάχος σε σχέση με τότε που το είχε φτιάξει, πριν από κάτι αιώνες. Κοίταξε αριστερά και δεξιά στο δρόμο, κι ευτυχώς δεν υπήρχε ψυχή. Δεν είχε καμία όρεξη να του κάνουν ξανά φασαρία επειδή στεκόταν καταμεσής στο Μπρέντερουπ με το προκοίλι του και τα βρόμικα εσώρουχά του σε κοινή θέα. «Κάτι κλώσες της μπουρζουαζίας που δεν αντέχουν το θέαμα ενός πραγματικού άντρα πάνω στα καλύτερά του», όπως είχε πει και στους φίλους τους, εκεί που κάθονταν κι έπιναν τις μπίρες τους. Ήταν μια καλή λέξη και του άρεσε να τη χρησιμοποιεί. Μπουρζουαζία. Γαλλική. Προς μεγάλη του έκπληξη, το γράμμα που έβγαλε από το κουτί δεν ήταν ένα ακόμα μπιλιέτο της εφορίας, ούτε καμιά επιστολή από τις τοπικές Αρχές· ένας κοινός λευκός φάκελος ήταν, σφραγισμένος. Χρόνια είχε να λάβει τέτοιο γράμμα. Ίσιωσε την πλάτη του, λες κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή τον παρακολουθούσε ο αποστολέας ή το ίδιο το γράμμα είχε μάτια και μπορούσε να κρίνει αν ο παραλήπτης άξιζε το μήνυμα που μετέφερε. Δεν αναγνώρισε το γραφικό χαρακτήρα, όμως είδε το όνομά του γραμμένο με προσεκτικά, καλλιγραφικά γράμματα, τα οποία έμοιαζαν να απλώνονται όλο χάρη στο χαρτί. Ωραιότατα! Ύστερα το γύρισε από την ανάποδη κι αμέσως ένιωσε ένα κύμα αδρεναλίνης να ξεχύνεται στις φλέβες του. Σαν ερωτευμένος, αισθάνθηκε τα μάγουλά του να αναψοκοκκινίζουν. Και σαν τρομοκρατημένος, τα μάτια του να γουρλώνουν. Τίποτα δε θα μπορούσε να είναι περισσότερο απρόσμενο απ’ ό,τι αυτό. Ένα γράμμα από τη Νέτε. Τη Νέτε Χέρμανσεν, την ξαδέρφη του. Με τη διεύθυνσή της και τα σχετικά. Ένα γράμμα από τη Νέτε, με την οποία πίστευε πως δεν επρόκειτο να έχει καμία απολύτως επικοινωνία, ποτέ ξανά. Κι όχι άδικα.

144

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Πήρε μια βαθιά ανάσα και για μια στιγμή σκέφτηκε να ξαναρίξει το φάκελο στο γραμματοκιβώτιο. Λες και το κοντραπλακέ του κουτιού ήταν ικανό να τον καταπιεί, να τον αποσπάσει βίαια από τα χέρια του, ώστε να μη χρειαστεί ο Τάγκε να έρθει αντιμέτωπος με το περιεχόμενό του. Τέτοια ήταν η επίδραση που του άσκησε.

Από την πρακτική εμπειρία που είχε αποκτήσει δουλεύοντας στο μικρό κτήμα του πατέρα τους, ο μεγαλύτερος αδερφός της Νέτε, ο Μαντς, είχε μάθει ότι, όπως και όλα τα άλλα πλάσματα, οι άνθρωποι χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες, αρσενικά και θηλυκά. Κι από τη στιγμή που το μάθαινε κανείς αυτό, δεν απέμεναν και πολλά άλλα πράγματα για να μάθει. Όλα τα άλλα θα έρχονταν από μόνα τους. Τα στοιχειώδη της ζωής χωρίζονταν ανάμεσα στις δύο αυτές ομάδες. Τα θέματα της δουλειάς, και όλα όσα συνέβαιναν μέσα στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού. Τα πάντα ήταν έτσι σχεδιασμένα, ώστε είτε η μία είτε η άλλη ομάδα να αναλαμβάνει το κάθε ζήτημα που προέκυπτε. Ο Μαντς συγκέντρωσε τα μικρότερα αδέρφια και τον ξάδερφό του στην αυλή μπροστά στο αγροτόσπιτο, κατέβασε το παντελόνι του κι έδειξε το όργανό του. «Αν έχετε τέτοιο κι εσείς, είστε της μιας ομάδας. Κι αν στη θέση του έχετε μια σχισμή, είστε της άλλης. Αυτό είναι όλο κι όλο». Οι αδερφοί του και ο ξάδερφος Τάγκε είχαν γελάσει, οπότε η Νέτε κατέβασε το εσώρουχό της, σαν να ήθελε να εκφράσει κάποιου είδους παιδική αλληλεγγύη και κατανόηση. Ο Τάγκε, ειδικά, βρήκε την κίνηση αυτή ενδιαφέρουσα. Στα μέρη απ’ όπου καταγόταν, το γδύσιμο ήταν κάτι που δε συνέβαινε μπροστά σε άλλους, και ποτέ έως τότε δεν είχε συλλάβει ακρι-

ΕΝΟΧΗ

145

βώς τον καθοριστικό τρόπο με τον οποίο διέφεραν οι άντρες από τις γυναίκες. Ήταν το πρώτο καλοκαίρι που περνούσε ο Τάγκε στο αγρόκτημα του θείου του. Χίλιες φορές καλύτερα από τις αφόρητα ζεστές μέρες στο λιμάνι του Άσενς και στα στενά σοκάκια όπου αυτός και τα άλλα αγόρια κρύβονταν, μαζί με τα πρώτα τους τσιγάρα, και ονειρεύονταν τη μέρα που θα μπάρκαραν για να ανοιχτούν στη θάλασσα. Τα πήγαιναν καλά η Νέτε και ο Τάγκε. Οι δίδυμοι ήταν επίσης καλοί του φίλοι, όμως η Νέτε ήταν η αγαπημένη του, παρότι οχτώ χρόνια μικρότερή του. Πολύ βολικός χαρακτήρας, και αρκούσε μια γκριμάτσα του για να την κάνει να γελάσει, ενώ ριχνόταν πρόθυμα στις πιο παλαβές καταστάσεις, πετώντας τη σκούφια της. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του Τάγκε που ένας άνθρωπος τον θαύμαζε, πράγμα που τον ενθουσίαζε. Και για το λόγο αυτό έβαζε τα δυνατά του για να βοηθάει τη Νέτε σε όποια δουλειά τής ανέθεταν. Όταν κάποια στιγμή ο Μαντς και οι δίδυμοι έφυγαν από το σπίτι, η Νέτε απέμεινε μονάχα με τον πατέρα της και, τις καλοκαιρινές μέρες, με τη συντροφιά του Τάγκε, κι εκείνος θυμόταν χαρακτηριστικά πόσο πολύ την είχε επηρεάσει αυτό· σε σχέση, μάλιστα, με τις συκοφαντίες που ακούγονταν κάθε τόσο στο χωριό, καθώς και τις ολοένα και πιο απρόβλεπτες μεταπτώσεις στη διάθεση του πατέρα της και την κατά καιρούς άδικη συμπεριφορά του. Δεν ήταν ερωτευμένοι ο Τάγκε και η Νέτε, απλώς καλοί φίλοι, κι όμως στη στενή σχέση τους αιωρούνταν όλα εκείνα τα γαργαλιστικά ερωτήματα σχετικά με τις δύο ομάδες στις οποίες κατατάσσονταν τα ανθρώπινα όντα και το πώς συμπεριφέρονταν κάποιες φορές, όταν βρίσκονταν κοντά. Κάπως έτσι κατέληξε ο Τάγκε να μάθει στη Νέτε πώς ζευγα-

146

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

ρώνουν οι άνθρωποι, κι επομένως ήταν εκείνος που, χωρίς να το θέλει, της στέρησε τα πάντα.

Κάθισε βαρύς στο κρεβάτι, έριξε μια ματιά στο μπουκάλι πάνω στον πάγκο και αναρωτήθηκε τι θα τον βοηθούσε περισσότερο, το να πιει το ποτό πριν ή μετά το διάβασμα του γράμματος; Όπως καθόταν, άκουσε τη νοικάρισσά του, τη Μέτε, να βήχει από το καθιστικό. Δεν ήταν από εκείνους τους ήχους που κανονικά θα συσχέτιζε κάποιος με μια γυναίκα, όμως ο Τάγκε ήταν μαθημένος. Άσε που, κάτω από τα σκεπάσματα, όταν έκανε κρύο, μια χαρά ήταν εκείνη, αρκεί να μην έμπαιναν στο μυαλό των κοινωνικών λειτουργών τίποτα ιδέες πως συζούσαν σαν ζευγάρι, κι έβαζαν χέρι στα επιδόματά τους. Ζύγισε το φάκελο στην παλάμη του κι έβγαλε το γράμμα από μέσα. Ένα ωραιότατο επιστολόχαρτο, διπλωμένο δύο φορές, με ζωγραφιστά λουλούδια γύρω γύρω. Περίμενε πως θα ήταν χειρόγραφο καθώς το ξεδίπλωνε, όμως διαπίστωσε πως το γράμμα είχε τυπωθεί από μηχάνημα και ήταν ευανάγνωστο. Το διάβασε μία φορά στα γρήγορα για να ξεμπερδεύει με την αγωνία του, κι ήταν έτοιμος να υποκύψει στον πειρασμό του ποτού, όταν έφτασε στο σημείο όπου η ξαδέρφη του υποσχόταν να του δώσει δέκα εκατομμύρια κορόνες αν παρουσιαζόταν μια συγκεκριμένη μέρα και ώρα στη διεύθυνσή της, στην Κοπεγχάγη. Άφησε το γράμμα από τα χέρια του και το είδε να πέφτει στο τσιμεντένιο δάπεδο. Τότε μόνο πρόσεξε την επιταγή που ήταν πιασμένη στο κάτω μέρος της σελίδας με συνδετήρες, κομμένη στο όνομά του, για το ποσό των δύο χιλιάδων κορονών. Πρώτη φορά κρατούσε τόσα πολλά χρήματα στα χέρια του τις τελευταίες μέρες του μήνα. Μονάχα αυτό μπορούσε να σκεφτεί.

ΕΝΟΧΗ

147

Τα υπόλοιπα του φαίνονταν ασύλληπτα. Τα εκατομμύρια. Η αρρώστια της Νέτε. Η όλη κατάσταση. Δύο χιλιάδες κορόνες! Ούτε καν την εποχή που ταξίδευε με τα καράβια δεν είχε πάνω του τόσα πολλά λεφτά στο τέλος του μήνα. Ούτε κι όταν είχε δουλέψει στο εργοστάσιο που έφτιαχνε καρότσες, προτού η επιχείρηση μεταφερθεί στο Νέρε Όμπι και τον απολύσουν επειδή έπινε. Τράβηξε την επιταγή από το γράμμα και την έτριψε ανάμεσα στα δάχτυλά του. Ήταν πέρα για πέρα αληθινή.

Για τη Νέτε ήταν αστείο, και για τον Τάγκε παιχνίδι. Όταν ο ταύρος οδηγήθηκε στη μοναδική αγελάδα του μικρού αγροκτήματος, η ξαδέρφη του τον ρώτησε αν μπορούσε κι εκείνου να του σηκωθεί έτσι, κι όταν της έδειξε, η Νέτε έπεσε κάτω από τα γέλια, λες κι είχε ακούσει κάποιο από τα ανέκδοτα που έλεγαν όλη την ώρα οι δίδυμοι αδερφοί της. Ακόμα κι όταν φιλήθηκαν, ήταν απλή και πειθήνια, κι αυτό ευχαρίστησε τον Τάγκε. Βρισκόταν εκεί για να δει αν θα ανταποκρινόταν η ξαδέρφη του, γιατί αυτό σκεφτόταν συνέχεια, παρότι η Νέτε μόλις είχε αρχίσει να παίρνει μορφή γυναίκας. Ο Τάγκε έδειχνε ωραίος με την καφετιά στρατιωτική στολή του, το δίκοχο πιασμένο κάτω από την επωμίδα του και το σακάκι να στενεύει στη μέση του. Και τα κατάφερε, χάρη στον ταύρο και την αγελάδα που είχαν επιδοθεί στο αναπόφευκτο, ετήσιο τελετουργικό τους. Η Νέτε έβρισκε τον Τάγκε μεγάλο και ακριβώς έτσι όπως τον ήθελε, και όταν εκείνος της ζήτησε να βγάλει τα ρούχα της στο πατάρι όπου στοίβαζαν το άχυρο και να τον κάνει ευτυχισμένο, η Νέτε δε δίστασε. Γιατί να διστάσει, άλλωστε; Όλοι έλεγαν πως έτσι γίνονταν τα πράγματα, αυτή ήταν η σχέση ανάμεσα στα αρσενικά και τα θηλυκά.

148

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Κι από τη στιγμή που δε συνέβη κάτι κακό, το έκαναν κι άλλες φορές, επαναλαμβάνοντας όσα είχαν μάθει: πως τίποτα δεν μπορούσε να συγκριθεί με τη χαρά της στενής επαφής των ανθρώπινων σωμάτων. Όταν ήταν δεκαπέντε, η Νέτε έμεινε έγκυος. Και παρότι εκείνη χάρηκε και είπε στον Τάγκε πως πλέον θα ήταν μαζί για την υπόλοιπη ζωή τους, εκείνος αρνήθηκε να αναγνωρίσει την πατρότητα. Αν πράγματι αυτός είχε σπείρει το μούλικο, φώναξε, τότε θα έμπλεκε άσχημα, γιατί η Νέτε ήταν ανήλικη και η σχέση τους παράνομη. Δεν υπήρχε περίπτωση να καταλήξει στη φυλακή για χάρη της. Ο πατέρας της Νέτε πίστεψε την εξήγηση που του έδωσε και ρήμαξε στο ξύλο τον Τάγκε, αλλά χωρίς αποτέλεσμα, γιατί ο ξάδερφός της επέμεινε να αρνείται την υπαιτιότητά του για τη δύσκολη θέση στην οποία βρισκόταν εκείνη. Και καθώς οι δικοί του γιοι πάντοτε υπέκυπταν σε αυτή τη βάναυση ανάκριση, ο πατέρας της υπέθεσε, φυσικά, πως ο νεαρός τού έλεγε την αλήθεια. Κατόπιν τούτου, ο Τάγκε δεν ξαναείδε τη Νέτε. Μάθαινε νέα της από καιρό σε καιρό, και κάποιες φορές υπέφερε από ένα βαθύ αίσθημα ντροπής. Τελικά, επέλεξε να ξεχάσει τα πάντα.

Ξόδεψε δύο μέρες για να ετοιμαστεί. Μούλιαζε τα χέρια του σε λιπαντικά λάδια κι ύστερα τα έτριβε τόσο, που η σκασμένη επιδερμίδα κοκκίνιζε και πονούσε. Ξυρίστηκε αρκετές φορές, ώσπου τα μάγουλά του έγιναν και πάλι λεία και φωτεινά. Στο κουρείο τον υποδέχτηκαν σαν άσωτο υιό, έλουσαν κι έκοψαν τα μαλλιά του, αρωματίζοντάς τον έτσι όπως μόνο οι επαγγελματίες ξέρουν. Έτριψε τα δόντια του με διττανθρακική σόδα μέχρι που μάτωσαν τα ούλα του, και όταν ολοκληρώθηκαν όλες αυτές οι προετοιμασίες, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και διέκρινε τις καλύτερες μέρες

ΕΝΟΧΗ

149

που θα έρχονταν. Αν ήταν να εισπράξει δέκα εκατομμύρια κορόνες, θα το έκανε περιποιημένος. Η Νέτε έπρεπε να τον κοιτάζει και να νομίζει πως είχε ζήσει μια άξια ζωή. Ήθελε να τον δει η ξαδέρφη του σαν τον νεαρό που την έκανε κάποτε να γελάει, και να τον πλησιάσει με περηφάνια. Έτρεμε και μόνο στη σκέψη. Ότι εκείνος, σε ηλικία σχεδόν πενήντα οχτώ χρόνων, θα μπορούσε να αναδυθεί από το βούρκο της κοινωνίας και να σταθεί όρθιος πάλι, σαν κανονικός άνθρωπος, και τα μάτια που θα καρφώνονταν πάνω του δε θα φοβούνταν πια πως θα τα έβλαπτε. Τη νύχτα ονειρεύτηκε πως τον σέβονταν και τον ζήλευαν, φαντάστηκε καλύτερες εποχές σε ένα νέο περιβάλλον. Μονάχα ένας αμετανόητος μαζοχιστής θα παρέμενε σε τούτο εδώ το απαίσιο μέρος, όπου οι άλλοι τον κοίταζαν με μισό μάτι, λες κι ήταν χολεριασμένος. Δεν υπήρχε καμία περίπτωση να καθίσει σε ένα κωλοχώρι χιλίων τετρακοσίων κατοίκων, όπου ακόμα και ο σιδηρόδρομος κόντευε να πεθάνει, και η μόνη περηφάνια τους ήταν εκείνο το εργοστάσιο που έφτιαχνε καρότσες κι είχε φύγει εδώ και χρόνια, αφήνοντας τη θέση του σε ένα ίδρυμα της πλάκας, που άκουγε στο όνομα Σκανδιναβική Σχολή Ειρήνης. Διάλεξε το μεγαλύτερο κατάστημα με αντρικά ρούχα στο Μπόενσε και αγόρασε ένα γυαλιστερό κοστούμι με μπλε ρίγα, το οποίο ο πωλητής, με ένα λοξό χαμόγελο, τον ενημέρωσε πως ήταν η τελευταία λέξη της μόδας και το οποίο, μιας και συνοδευόταν από σημαντική έκπτωση, του επέτρεψε να φυλάξει λίγα χρήματα για να βάλει βενζίνη στο μοτοποδήλατό του και να αγοράσει ένα εισιτήριο μετ’ επιστροφής από το Άιμπι στην Κοπεγχάγη. Ένιωθε λες και πλησίαζε η μεγάλη στιγμή της ζωής του καθώς διέσχιζε με το μοτοποδήλατό του την πόλη. Τα βλέμματα που προσέλκυε έμοιαζαν τελείως διαφορετικά από εκείνα στα οποία ήταν συνηθισμένος.

150

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Πρώτη του φορά αισθανόταν τόσο έτοιμος να αντιμετωπίσει το μέλλον.

12

Αύγουστος 1987

ΠΡΟΣ ΜΕΓΑΛΗ ΤΟΥ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ, ο Κουρτ Βεντ είχε δει τη Δεξιά

να αυξάνει την επιρροή της στο εκλογικό σώμα σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, και τώρα, στα τέλη Αυγούστου του 1987, τα μέσα ενημέρωσης, στο σύνολό τους σχεδόν, προέβλεπαν πως ο συντηρητικός συνασπισμός θα διατηρούνταν στην εξουσία και μετά τις εκλογές. Επρόκειτο για μια πραγματικά ευνοϊκή περίοδο για τον Κουρτ και για όσους συμμερίζονταν τις απόψεις του. Το Κόμμα της Ανατροπής εξαπέλυε σφοδρή επίθεση στο ζήτημα της μεταναστευτικής πολιτικής, ενώ ένας ολοένα και μεγαλύτερος αριθμός χριστιανικών ομάδων και εθνικιστικών οργανώσεων συσπειρωνόταν γύρω από ικανούς λαϊκιστές, οι οποίοι με τη ρητορική τους καυτηρίαζαν τα δεινά της εξαχρείωσης και της ηθικής κατάπτωσης, χωρίς να επιδεικνύουν την παραμικρή ευαισθησία απέναντι στις βασικές αρχές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο γενικός άξονας ήταν πως οι άνθρωποι δε γεννιούνταν ίσοι, ούτε προορίζονταν να είναι ίσοι, και οι ψηφοφόροι καλά θα έκαναν να συμφιλιωθούν με αυτό το γεγονός. Ευνοϊκή περίοδος, πράγματι. Αυτές οι απόψεις πλέον είχαν παρεισφρήσει στο Κοινοβούλιο και σε ορισμένες ΜΚΟ, ενώ ταυτόχρονα εισέρρεαν σημαντικά ποσά στο Κόμμα Καθαρότητας του Κουρτ, με τον ίδιο να εργάζεται σκληρά ώστε να εξασφαλίσει πως μια μέρα θα εξελισσόταν σε κανονικό πολιτικό κόμμα, διαθέτοντας ένα εκτεταμένο δίκτυο τοπικών οργανώσεων, καθώς και εκ-

ΕΝΟΧΗ

151

προσώπηση στην έδρα του Κοινοβουλίου, το Κρίνστιανσμπορ. Αυτή η μεταστροφή στις τάσεις του πληθυσμού σε θέματα ηθικής, έμοιαζε σχεδόν με επιστροφή στις δεκαετίες του ’30, του ’40 και του ’50. Σαφώς δεν είχε καμία απολύτως σχέση με την κατάπτωση της δεκαετίας του ’60 και του ’70, εποχές στις οποίες οι νεαροί διαδήλωναν με φωνές στους δρόμους, διακηρύσσοντας τις αρχές του ελεύθερου έρωτα και του σοσιαλισμού. Μια περίοδος κατά την οποία άθλια άτομα, κατακάθια της κοινωνίας, περνούσαν ζωή και κότα χάρη στα κρατικά επιδόματα, ενώ η αντικοινωνική συμπεριφορά ερμηνευόταν σαν αποτυχία τόσο της κυβέρνησης όσο και της κοινωνίας γενικότερα. Ευτυχώς, οι εποχές αυτές είχαν περάσει. Τώρα, τη δεκαετία του 1980, ο κάθε άνθρωπος ήταν αρχιτέκτονας του μέλλοντός του. Και πολλοί αποδεικνύονταν πράγματι εργατικοί, αυτό ήταν φανερό, καθώς σε καθημερινή βάση νέες εισφορές εισέρρεαν στο Κόμμα Καθαρότητας του Κουρτ Βεντ, προερχόμενες από καθωσπρέπει πολίτες, ιδρύματα και οργανισμούς. Τα αποτελέσματα ήταν εμφανή. Δύο κυρίες είχαν προσληφθεί ήδη προκειμένου να χειρίζονται τους λογαριασμούς του κόμματος και τη διανομή πληροφοριών, και τουλάχιστον τέσσερις από τις εννέα τοπικές οργανώσεις του αναπτύσσονταν με ρυθμό πέντε νέων μελών την εβδομάδα. Επιτέλους, η αποστροφή απέναντι στην ομοφυλοφιλία, στον εθισμό στις ναρκωτικές ουσίες, στα εγκλήματα των ανηλίκων, στην ανηθικότητα, τη μετανάστευση, τη χορήγηση πολιτικού ασύλου και την αναπαραγωγή ακατάλληλου γενετικού υλικού είχε αρχίσει να εδραιώνεται σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. Και σαν να ήθελε να υπογραμμίσει τη σοβαρότητα του θέματος, ο ιός του AIDS έκανε την εμφάνισή του, βοηθώντας έτσι να θυμηθούν ορισμένοι αυτό στο οποίο οι χριστιανικές κοινότητες αναφέρονταν ως «ο δάχτυλος του Θεού».

152

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Η βοήθεια που πρόσφεραν τέτοια ζητήματα στην αντιμετώπιση αυτών των δεινών μπορεί να ήταν περιττή τη δεκαετία του ’50, όμως εκείνη την εποχή υπήρχαν πολύ καλύτερα μέσα με τα οποία μπορούσες να αντεπιτεθείς. Τέλος πάντων. Η δεκαετία του 1980 ήταν πράγματι μια πολλά υποσχόμενη περίοδος. Παρότι δεν ακουγόταν ανοιχτά, η κατευθυντήρια ηθική αρχή του Κόμματος Καθαρότητας εξαπλωνόταν ταχύτατα: το σκάρτο αίμα δεν έπρεπε επ’ ουδενί να αναμειγνύεται με το υγιές.

Η ένωση για την υπεράσπιση του αμόλυντου αίματος και των ηθικών αξιών του έθνους είχε πορευτεί με τρία διαφορετικά ονόματα από τότε που ο πατέρας του Κουρτ ίδρυσε το κίνημα, στο πλαίσιο των πεισματικών προσπαθειών του να διαφυλάξει τη φυλετική καθαρότητα και τα χρηστά ήθη. Τη δεκαετία του 1940 ονομάστηκε Επιτροπή Αντιμετώπισης της Ακολασίας. Αργότερα μετονομάστηκε σε Κοινωνία των Δανών και, τελικά, σε Κόμμα Καθαρότητας. Αυτό που πήρε αρχικά μορφή στο μυαλό ενός γενικού ιατρού από το Φιν, και στην πορεία εξελίχτηκε από το γιο του, δεν αποτελούσε πλέον ιδιωτική υπόθεση. Η ένωση αριθμούσε πλέον περίπου δύο χιλιάδες μέλη, και όλα ήταν κάτι παραπάνω από πρόθυμα να καταβάλουν μια σεβαστή ετήσια συνδρομή. Τα άτομα αυτά ήταν αξιοσέβαστοι πολίτες, δικηγόροι, γιατροί και αστυνομικοί, καθώς επίσης κοινωνικοί λειτουργοί και ιερείς. Άνθρωποι που στην καθημερινότητά τους έρχονταν αντιμέτωποι με διάφορες εκφάνσεις της παρακμής και διέθεταν την αντίληψη και την ικανότητα να κάνουν κάτι γι’ αυτό. Αν ζούσε ακόμα ο πατέρας του Κουρτ, θα αισθανόταν περήφανος βλέποντας πού είχε οδηγήσει εκείνη την πρωτοβουλία ο

ΕΝΟΧΗ

153

γιος του, και θα τον ικανοποιούσε ο τρόπος με τον οποίο είχε χειριστεί αυτό που και οι δυο τους κατέληξαν να περιγράφουν ως «Σκοπό». Ήταν το πλαίσιο μέσα στο οποίο τόσο ο ίδιος όσο και οι ομοϊδεάτες υποστηρικτές του εκτελούσαν μυστικά τις παράνομες ενέργειες τις οποίες αγωνίζονταν να νομιμοποιήσουν μέσω της δράσης του Κόμματος Καθαρότητας, κυριότερη εκ των οποίων ήταν ο διαχωρισμός των εμβρύων που κρίνονταν ακατάλληλα να ζήσουν από εκείνα που κρίνονταν κατάλληλα. Ο Κουρτ Βεντ είχε μόλις ολοκληρώσει την ηχογράφηση μιας ραδιοφωνικής συνέντευξης, στην οποία είχε αναφερθεί και πάλι αναλυτικά στην επίσημη εκδοχή των ιδρυτικών αξιών του Κόμματος Καθαρότητας, όταν η σύζυγός του απόθεσε μπροστά του ένα πακέτο γράμματα, μέσα σε μια δέσμη φωτός που έπεφτε καταμεσής του δρύινου γραφείου του. Το ταχυδρομείο διέθετε πάντοτε μεγάλη ποικιλία. Οι ανώνυμες επιστολές κατέληγαν χωρίς δεύτερη κουβέντα στο καλάθι των αχρήστων. Έτσι, ξεμπέρδευαν με το ένα τρίτο περίπου των φακέλων που παραλάμβαναν. Σειρά είχαν τα γνωστά υβριστικά γράμματα και οι απειλές. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο Κουρτ φρόντιζε να σημειώνει ακριβώς τα ονόματα και τις διευθύνσεις των αποστολέων και στη συνέχεια προωθούσε τα γράμματα στο γραφείο του στην πόλη. Εφόσον οι κυρίες που εργάζονταν εκεί διαπίστωναν πως τα ίδια άτομα τους παρενοχλούσαν συστηματικά, ο Κουρτ επικοινωνούσε με τον εκπρόσωπο της τοπικής οργάνωσης, ο οποίος φρόντιζε ώστε να σταματήσει αυτό το βιολί. Καθώς οι περισσότεροι άνθρωποι είχαν μυστικά που δεν επιθυμούσαν να βγουν παραέξω, υπήρχαν πολλοί τρόποι με τους οποίους αντιμετωπίζονταν αυτά τα θέματα, ενώ οι διάφοροι δικηγόροι, γιατροί και ιερείς είχαν πρόσβαση σε μεγάλο αριθμό αρχείων. Κάποιοι θα χαρακτήριζαν την τακτική αυτή εκβιασμό. Ο Κουρτ τη θεωρούσε αυτοάμυνα.

154

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Έπειτα υπήρχαν εκείνοι που υπέβαλλαν αίτηση να γίνουν μέλη, και οι περιπτώσεις αυτές έχρηζαν ιδιαίτερης προσοχής. Η παρείσφρηση αντιπάλων στις τάξεις του κινήματος θα αποτελούσε δυσεπίλυτο πρόβλημα από τη στιγμή που θα προέκυπτε, και ως εκ τούτου έπρεπε ο Κουρτ να κινείται προσεκτικά από την πρώτη στιγμή. Γι’ αυτό, άλλωστε, άνοιγε ο ίδιος την αλληλογραφία του. Τέλος, υπήρχαν και οι πιο συνηθισμένες εκφράσεις απόψεων, οι οποίες κάλυπταν ένα ευρύ φάσμα, από την επιδοκιμασία μέχρι την γκρίνια και την οργή. Μεταξύ των τελευταίων επιστολών που έπιασε στα χέρια του εκείνη τη μέρα ο Κουρτ Βεντ, υπήρχε κι ένα γράμμα από τη Νέτε Χέρμανσεν. Δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει μόλις διάβασε το όνομα του αποστολέα στην πίσω πλευρά του φακέλου. Δεν ήταν πολλές οι υποθέσεις που προέκυψαν στην πορεία των χρόνων οι οποίες είχαν τόσο ευτυχή κατάληξη όσο η δική της. Σε δύο διαφορετικά σημεία της ζωής του είχε εμποδίσει την ανήθικη συμπεριφορά και την εξαχρείωση αυτής της γυναίκας. Αυτής της πόρνης. Όμως, τι γύρευε τώρα αυτό το άθλιο πλάσμα; Μέσα στο φάκελο τον περίμεναν δάκρυα ή κατηγορίες; Η αλήθεια ήταν πως ελάχιστα τον ενδιέφερε. Για εκείνον, η Νέτε Χέρμανσεν ήταν ένα μηδενικό. Αυτό ήταν, από την πρώτη στιγμή, και δε θα άλλαζε ποτέ. Το γεγονός πως πλέον είχε απομείνει μόνη της, καθώς εκείνος ο βλάκας ο σύζυγός της είχε σκοτωθεί σε τροχαίο την ίδια βραδιά που έπεσε πάνω της ο Κουρτ για τελευταία φορά, αντιμετωπίστηκε εκ μέρους του με ένα αδιάφορο ανασήκωμα των ώμων. Δεν της άξιζε κάτι καλύτερο. Πέταξε τον κλειστό φάκελο πάνω στη στοίβα με την ασήμαντη αλληλογραφία. Δεν είχε καν την περιέργεια να διαβάσει τι του έγραφε. Όχι όπως είχε κάνει πριν από τόσα χρόνια.

ΕΝΟΧΗ

155

Την πρώτη φορά που άκουσε το όνομα της Νέτε ήταν όταν ο πρόεδρος της σχολικής επιτροπής ήρθε στο ιατρείο του πατέρα του Κουρτ, κάνοντας λόγο για μια κοπέλα που είχε πέσει στο ρέμα του μύλου στο Πούγε, με αποτέλεσμα να παρουσιάσει αιμορραγία στην κοιλιακή χώρα. «Ενδεχομένως να απέβαλε. Πολλά στοιχεία συνηγορούν σε αυτό», είπε ο πρόεδρος. «Δε θα πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη τυχόν σχόλια πως υπεύθυνος ήταν κάποιος μαθητής του σχολείου μας. Επρόκειτο για ατύχημα, και σε περίπτωση που κληθείτε να την επισκεφτείτε στο σπίτι της, δόκτωρ Βεντ, παρακαλώ να σημειώσετε πως οιοδήποτε σημάδι βίας οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στην πτώση της κοπέλας στο ρέμα». «Πόσων χρόνων είναι;» ρώτησε ο πατέρας του. «Μόλις έγινε δεκαπέντε». «Δε νομίζω πως είναι φυσιολογικό να μένει έγκυος μια κοπέλα στην ηλικία της». «Κοιτάξτε, δεν είναι και καμιά φυσιολογική κοπέλα», απάντησε ο πρόεδρος καγχάζοντας. «Αποβλήθηκε από το σχολείο εδώ και χρόνια εξαιτίας διαφόρων αισχροτήτων. Εκδήλωνε χυδαία συμπεριφορά, επιδίωκε τη συνουσία με τα αγόρια, μιλούσε απαράδεκτα. Αργή στο νου και στις κινήσεις της, και βίαιη απέναντι στους συμμαθητές της και στη διευθύντρια του σχολείου». Ακούγοντας αυτά τα λόγια, ο πατέρας του Κουρτ έγειρε πίσω στην πλάτη της καρέκλας του κι έγνεψε καταφατικά, με πλήρη κατανόηση. «Α, για τέτοια περίπτωση μιλάμε...» είπε. «Καθυστερημένη, φαντάζομαι». «Σαφέστατα», είπε ο πρόεδρος. «Μήπως τα καλά παιδιά που αυτό το αξιοθρήνητο πλάσμα θα επιχειρούσε να κατηγορήσει περιλαμβάνουν και κάποιο άτομο που γνωρίζει προσωπικά ο πρόεδρος;»

156

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

«Συμπτωματικά, ναι», απάντησε εκείνος, απλώνοντας το χέρι για να πάρει ένα από τα πούρα που ήταν αραδιασμένα προσεκτικά στο κουτί πάνω στο γραφείο του γιατρού. «Ένα από τα αγόρια είναι ο μικρός γιος της κουνιάδας του αδερφού μου». «Μάλιστα», είπε ο πατέρας του Κουρτ. «Σύγκρουση κοινωνικών τάξεων, αυτό είναι ξεκάθαρο». Ο Κουρτ ήταν τριαντάρης εκείνη την εποχή και μόλις είχε αναλάβει το ιατρείο του πατέρα του, όμως ακόμα δεν είχε συναντήσει περίπτωση ασθενούς τέτοια όπως η εν λόγω. «Και με τι ασχολείται αυτή η κοπέλα;» ρώτησε ο Κουρτ, αποσπώντας ένα ενθαρρυντικό νεύμα από τον πατέρα του. «Δυστυχώς, δεν είμαι καλά ενημερωμένος. Όμως άκουσα πως βοηθάει τον πατέρα της στο μικρό αγρόκτημά του». «Και ο πατέρας της ποιος είναι;» ρώτησε ο πατέρας του Κουρτ. «Απ’ ό,τι θυμάμαι, ονομάζεται Λαρς Χέρμανσεν. Απλός άνθρωπος και μάλλον βίαιος, νομίζω». «Τον γνωρίζω», είπε ο πατέρας του Κουρτ. Φυσικά και τον γνώριζε. Μάλιστα, είχε βοηθήσει στη γέννηση της κοπέλας. «Κάπως ιδιότροπος, και η κατάστασή του επιδεινώθηκε μετά το θάνατο της συζύγου του. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για αλλόκοτο, μονόχνοτο τύπο. Επόμενο ήταν να βγει και η κόρη κάπως περίεργη». Κι αυτό ήταν όλο. Όπως ήταν αναμενόμενο, ο δόκτωρ Βεντ κλήθηκε στο αγρόκτημα του πατέρα της Νέτε, όπου συμπέρανε πως η κοπέλα από απροσεξία είχε γλιστρήσει κι είχε πέσει στο ρέμα, και όπως χτυπιόταν για να κολυμπήσει, τραυματίστηκε στα κλαδιά και στις πέτρες που υπήρχαν κάτω από την όχθη. Οποιαδήποτε άλλη εξήγηση κι αν έδινε η ίδια, δεν μπορεί παρά να οφειλόταν στο σοκ και στην ταραχή της. Η αιμορραγία, πάντως, ήταν δυσάρεστο γεγονός. Μήπως ήταν έγκυος; ρώτησε τον πατέρα της.

ΕΝΟΧΗ

157

Ο Κουρτ ήταν παρών, όπως και σε όλες τις κατ’ οίκον επισκέψεις του πατέρα του τον τελευταίο καιρό, και θυμόταν καθαρά τον πατέρα της κοπέλας να χλομιάζει μόλις άκουσε την ερώτηση και να κουνάει αργά το κεφάλι του πέρα δώθε. Επομένως, θα ήταν περιττό να εμπλακεί η Αστυνομία σε αυτή την ιστορία, είχε πει ο πατέρας του. Και κάπως έτσι, η υπόθεση έκλεισε.

Προς το βράδυ, οι δραστηριότητες της οργάνωσης ήταν σε εξέλιξη, και ο Κουρτ Βεντ ανυπομονούσε. Σε δέκα λεπτά, θα συναντιόταν με τρία από τα πλέον ενεργά μέλη του Κόμματος Καθαρότητας, που όχι μόνο διατηρούσαν στενές σχέσεις με διακεκριμένες προσωπικότητες των κομμάτων της Δεξιάς, αλλά παράλληλα είχαν επαφές με δημοσίους υπαλλήλους στα Υπουργεία Δικαιοσύνης και Εσωτερικών, άτομα τα οποία αντιμετώπιζαν με αποδοκιμασία την κατεύθυνση που ακολουθούσε η χώρα, ειδικά ως προς το θέμα της μετανάστευσης και των πολιτικών επανένωσης των οικογενειών. Και το κίνητρο για την εμπλοκή τους ήταν το ίδιο με όλων των υπόλοιπων μελών: τα ξένα στοιχεία ήταν υπερβολικά πολλά, άτομα ανεπιθύμητα, κατώτατου επιπέδου, τα οποία είχαν κατορθώσει να παρεισφρήσουν στη χώρα. «Αποτελούν απειλή για την κοινωνία και τους πολίτες γενικότερα», ήταν η φωνή αγωνίας που ακουγόταν από διάφορες κατευθύνσεις, και ο Κουρτ Βεντ δε θα μπορούσε να συμφωνεί περισσότερο. Επρόκειτο, τελικά, για θέμα γονιδίων, και οι άνθρωποι με σχιστά μάτια ή μελαψή επιδερμίδα δεν είχαν καμία απολύτως θέση στην εξιδανικευμένη αφήγηση που περιστρεφόταν γύρω από κατάξανθες κοπέλες και αγόρια με δυνατά, μυώδη κορμιά. Ταμίλ, Πακιστανοί, Τούρκοι, Αφγανοί, Βιετναμέζοι, όλοι αυτοί έπρεπε να αντιμετωπιστούν όπως ακριβώς θα αντιμετωπι-

158

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

ζόταν οποιαδήποτε άλλη μόλυνση. Αποτελεσματικά και χωρίς δισταγμό. Αναφέρθηκαν εκτενώς εκείνο το βράδυ στα μέτρα που θα μπορούσε να λάβει το Κόμμα Καθαρότητας, και όταν οι δύο από τους τρεις καλεσμένους του αποχώρησαν, ο Κουρτ έμεινε μ’ εκείνον που γνώριζε καλύτερα. Επρόκειτο για έναν έξοχο άνθρωπο πραγματικά, συνάδελφο γιατρό, ο οποίος διατηρούσε ένα πολύ επιτυχημένο ιατρείο βόρεια της πρωτεύουσας. «Έχουμε μιλήσει για το Σκοπό πολλές φορές ήδη, Κουρτ», είπε ο άντρας, παρατηρώντας τον με βλέμμα αποφασιστικό, προτού συνεχίσει. «Γνώριζα τον πατέρα σου, φυσικά. Εκείνος με βοήθησε να αντιληφθώ το χρέος μου όταν ήμουν ακόμα ένας νεαρός γιατρός στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο του Όδενσε. Ήταν εξαιρετικός άνθρωπος, Κουρτ. Διδάχτηκα πάρα πολλά από εκείνον, τόσο σε επαγγελματικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο ηθικών ζητημάτων». Αντάλλαξαν καταφατικά νεύματα. Είχε αποτελέσει πηγή σημαντικής ικανοποίησης για το γιο το γεγονός πως ο πατέρας του είχε ζήσει μέχρι το εξηκοστό δεύτερο έτος της ζωής του Κουρτ. Συμπληρώνονταν ήδη τρία χρόνια από τη στιγμή που υπέκυψε, τελικά, σε προχωρημένο γήρας, στην ηλικία των ενενήντα εφτά χρόνων. Ο καιρός περνούσε τόσο γρήγορα. «Ο πατέρας σου μου είπε πως θα έπρεπε να στραφώ σ’ εσένα αν κάποια στιγμή αποφάσιζα να δραστηριοποιηθώ ενεργά», είπε ο καλεσμένος του ύστερα από μια σύντομη παύση, σαν να γνώριζε πως όποιο βήμα κι αν έκανε στη συνέχεια, θα τον οδηγούσε κατευθείαν σε ένα πλαίσιο δύσκολων ερωτήσεων και επικίνδυνων παγίδων. «Χαίρομαι», είπε τελικά ο Κουρτ. «Όμως, γιατί τώρα, αν μου επιτρέπεις να ρωτήσω;» Ο άντρας ανασήκωσε τα φρύδια και άφησε στον εαυτό του ένα

ΕΝΟΧΗ

159

περιθώριο για να απαντήσει. «Οι λόγοι είναι διάφοροι. Τα όσα είπαμε εδώ, απόψε, είναι ο ένας. Ένας άλλος είναι πως και στο Βόρειο Σγιέλαν έχουμε αρχίσει να κατακλυζόμαστε από ξένους. Μετανάστες, συχνά στενούς συγγενείς, που παντρεύονται μεταξύ τους. Όπως γνωρίζουμε, οι ασθενείς απόγονοι κάθε άλλο παρά σπάνιο φαινόμενο αποτελούν σε περιπτώσεις αιμομιξίας». Ο Κουρτ έγνεψε καταφατικά. Ήταν αλήθεια. Οι ξένοι είχαν πνίξει τον τόπο. «Βασικά, θα ήθελα να συμβάλω κι εγώ στην αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος», πρόσθεσε σιγανά ο άντρας. Ο Κουρτ έγνεψε και πάλι καταφατικά. Ένας ακόμα ικανός και ευυπόληπτος πολίτης είχε ενσωματωθεί στις τάξεις τους. «Αντιλαμβάνεσαι ότι θα αναλάβεις ένα έργο το οποίο σε καμία απολύτως περίπτωση δεν πρέπει να συζητήσεις με οποιονδήποτε άλλο πέρα από τα άτομα που ρητά θα έχουμε εγκρίνει, και ότι ο περιορισμός αυτός θα συνεχίσει να ισχύει μέχρι το τέλος της ζωής σου;» «Ναι», είπε ο άλλος. «Το φαντάστηκα πως κάτι τέτοιο θα ίσχυε». «Ελάχιστα απ’ όσα κάνουμε στο πλαίσιο του Σκοπού θα άντεχαν στο φως της μέρας υπό τις παρούσες συνθήκες, όμως αυτό το γνωρίζεις, προφανώς. Διακυβεύονται πολλά». «Πράγματι». «Πολλοί θα προτιμούσαν να εξαφανιστεί από προσώπου Γης ένας άνθρωπος, παρά να ανεχτούν να συνεχίσει το έργο του χωρίς τη δέουσα προσοχή και διακριτικότητα». Ο άντρας έγνεψε καταφατικά. «Είναι απολύτως κατανοητό αυτό. Την ίδια άποψη θα είχα κι εγώ στη θέση τους, βεβαίως». «Επομένως, είσαι πρόθυμος να μυηθείς στις διαδικασίες επιλογής που εφαρμόζουμε όσον αφορά τον τερματισμό των κυοφοριών και τη στείρωση;»

160

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

«Σαφώς». «Χρησιμοποιούμε ειδική ορολογία σε τέτοιες περιπτώσεις. Έχουμε καταλόγους με διευθύνσεις και δικές μας μεθόδους αμβλώσεων, ειδικά σχεδιασμένες. Εφόσον σε μυήσουμε σε αυτές τις διαδικασίες, θα καταστείς πλήρες μέλος. Κατανοητό;» «Απολύτως. Τι απαιτείται προκειμένου να γίνω δεκτός;» Ο Κουρτ παρατήρησε εξονυχιστικά τον άντρα. Διέθετε την απαραίτητη βούληση; Θα παρέμεναν εξίσου ψύχραιμα εκείνα τα μάτια σε περίπτωση που ερχόταν αντιμέτωπος με τη φυλακή και την ατίμωση; Είχε αρκετό σθένος ώστε να αντισταθεί στις εξωτερικές πιέσεις; «Η οικογένεια και οι φίλοι σου δεν πρέπει να μάθουν το παραμικρό, εκτός κι αν έχουν ενεργή συμμετοχή στο έργο μας». «Η γυναίκα μου δεν ενδιαφέρεται στο ελάχιστο για το τι κάνω, επομένως δεν υπάρχει καμία ανησυχία επ’ αυτού». Ο καλεσμένος του χαμογέλασε. Αυτή ακριβώς ήταν η αντίδραση στην οποία ήλπιζε ο Κουρτ, στο συγκεκριμένο σημείο της συζήτησής τους. «Πολύ καλά, ας περάσουμε τότε στο ιατρείο μου. Θα βγάλεις τα ρούχα σου και θα μου επιτρέψεις να βεβαιωθώ ότι δεν έχεις πάνω σου κάποια συσκευή παρακολούθησης. Στη συνέχεια, θέλω να συμπληρώσεις ορισμένα στοιχεία για εσένα, πράγματα τα οποία δε θα ήθελες να μάθει κανείς στον κόσμο, εκτός από εμάς. Σίγουρα όλο και κάποια μυστικά θα κουβαλάς, όπως όλοι μας άλλωστε, σωστά; Τα στοιχεία αυτά προτιμότερο θα ήταν να αφορούν το ιατρικό σου έργο». Εδώ, ο άλλος έγνεψε καταφατικά. Δεν το έκαναν όλοι αυτό. «Θέλεις να σου πω μυστικά. Για να τα χρησιμοποιήσεις εναντίον μου αν δειλιάσω;» «Είμαι βέβαιος πως κάτι θα έχεις». Ο άντρας έγνεψε και πάλι καταφατικά. «Πολλά».

ΕΝΟΧΗ

161

Στη συνέχεια, αφού ο Κουρτ τον είχε ψάξει και τον είχε παρακολουθήσει να υπογράφει τη δήλωσή του, αναφέρθηκε στη δέσμευση για τήρηση αυστηρής μυστικότητας και πίστης στις δραστηριότητες και τις θεμελιώδεις αρχές του Σκοπού. Και όταν αυτοί οι όροι φάνηκε πως δεν ήταν ικανοί να αποθαρρύνουν τον άλλο, ο Κουρτ τού έκανε μια συνοπτική παρουσίαση των τρόπων με τους οποίους μπορούσε να προκληθεί ξαφνική αποβολή χωρίς να δημιουργηθούν υποψίες, προτού τον ενημερώσει, κλείνοντας, για το διάστημα που έπρεπε να μεσολαβήσει ανάμεσα σε αυτές τις επεμβάσεις, προκειμένου να μην κινηθεί η περιέργεια των επιθεωρητών υγείας και της Αστυνομίας. Κι όταν τελικά καληνυχτίστηκαν, ο Κουρτ έμεινε με την έξοχη αίσθηση πως, για μία ακόμα φορά, είχε συμβάλει στο καλό του έθνους. Έβαλε ένα μπράντι και κάθισε στο δρύινο γραφείο του, προσπαθώντας να θυμηθεί πόσες φορές είχε προχωρήσει ο ίδιος σε αυτή τη διαδικασία. Οι περιπτώσεις ήταν πολλές. Η Νέτε Χέρμανσεν, μία από αυτές. Το βλέμμα του έπεσε ξανά στο γράμμα της, πάνω στη στοίβα με τα άχρηστα. Ύστερα έκλεισε τα μάτια του, απολαμβάνοντας την ανάμνηση εκείνου του πρώτου και πραγματικά αξέχαστου περιστατικού.

13

Νοέμβριος 2010

ΑΡΓΑ ΤΟ ΒΡΑΔΥ μιας σκοτεινής μέρας του Νοεμβρίου όπως αυτή,

τα παράθυρα του αρχηγείου της Αστυνομίας είχαν κάτι το μαγικό. Σαν φωτισμένα μάτια, έμοιαζαν να φρουρούν το χώρο ολόγυ-

162

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

ρα. Πάντα υπήρχαν γραφεία άγρυπνα σε αυτό το επιβλητικό κτίριο, και οι άνθρωποι εκεί ασχολούνταν με υποθέσεις οι οποίες δεν μπορούσαν να ξεχαστούν, ούτε να περιμένουν. Κάτι τέτοιες ώρες, η πόλη γύμνωνε τα δόντια της: ο διαβάτης δεχόταν επίθεση, φιλαράκια τσακώνονταν πάνω στο ποτό και τραβούσαν μαχαίρια, συμμορίες επιδίωκαν να ξεκαθαρίσουν λογαριασμούς, πορτοφόλια κλέβονταν. Ο Καρλ είχε αναλώσει χιλιάδες ώρες σε αυτό το κτίριο, με τα φώτα στο δρόμο να του κλείνουν το μάτι, ενώ οι καθωσπρέπει πολίτες κοιμούνταν στα κρεβάτια τους, όμως όφειλε να παραδεχτεί πως είχε περάσει αρκετός καιρός από την τελευταία φορά. Μακάρι να μην είχε αποδειχτεί τόσο αφόρητη η βραδιά με τη Μόνα. Μακάρι να είχε καταφέρει να ξαπλώσει στο κρεβάτι της, χαζεύοντας τα υπέροχα μάτια της. Μακάρι να είχαν έρθει έτσι τα πράγματα, γιατί τότε δεν υπήρχε περίπτωση να τον ενδιέφερε ποιος του τηλεφωνούσε τόσο αργά. Όμως δεν είχαν έρθει έτσι τα πράγματα, και ο Άσαντ αποδείχτηκε ο σωτήρας του. Τώρα ήταν αντιμέτωπος με τις αναπόφευκτες συνέπειες. Κατέβηκε τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο υπόγειο και κούνησε το κεφάλι του, σαν να μην πίστευε στα μάτια του, καθώς η Ρόζε και ο Άσαντ έρχονταν προς το μέρος του. «Τι διάολο κάνετε εδώ κάτω εσείς οι δύο;» ρώτησε, προχωρώντας στο διάδρομο χωρίς να σταματήσει. «Έχεις καταλάβει πως δουλεύεις δεκαεννιά ώρες σερί, Άσαντ;» Έριξε μια ματιά πίσω του. Τα βήματα της Ρόζε πάνω στα ψηλοτάκουνα παπούτσια της δεν ακούγονταν ιδιαίτερα ζωηρά. «Κι εσύ, Ρόζε; Πώς και δεν έχεις φύγει ακόμα; Δε φαντάζομαι να μαζεύεις υπερωρίες για να τσιμπήσεις ρεπό;» Έριξε το παλτό του στην καρέκλα του γραφείου του. «Τι καινούριο προέκυψε στην υπόθεση της Ρίτα Νίλσεν που δεν μπορεί να περιμένει μέχρι αύριο;»

ΕΝΟΧΗ

163

Ο Άσαντ ανασήκωσε τα πυκνά φρύδια του τόσο ώστε η κοκκινίλα των ματιών του αιφνιδίασε τον Καρλ. «Εδώ είναι οι εφημερίδες που τους ρίξαμε μια ματιά», είπε, αφήνοντας έναν πάκο να πέσει πάνω στο γραφείο του προϊσταμένου του. «Μονάχα που δεν τους ρίξαμε μια απλή ματιά», πρόσθεσε η Ρόζε. Γνωρίζοντας το χαρακτήρα της, ο Καρλ υποψιάστηκε πως επρόκειτο για μια μάλλον μετριόφρονα δήλωση. Παρατήρησε το πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπο του Άσαντ. Ήταν σχεδόν βέβαιο πως είχαν ξεψαχνίσει τις εφημερίδες τόσο που το χαρτί κόντεψε να λιώσει. Πρώτα ασχολήθηκαν με τους φακέλους όλων των δηλωμένων εξαφανίσεων το Σεπτέμβριο του 1987, και ύστερα με τις εφημερίδες. Ο Καρλ γνώριζε άριστα το πώς λειτουργούσαν. «Δεν υπάρχει τίποτα εκείνη την περίοδο που να δείχνει ότι είχε προκύψει το όποιο πρόβλημα στους κύκλους της διακίνησης ναρκωτικών ή πως είχαμε άλλα επεισόδια που θα μπορούσαν να συνδεθούν με βιασμούς ή ανάλογα περιστατικά στην περιοχή», είπε η Ρόζε. «Σκέφτηκε κανείς σας την περίπτωση η Ρίτα Νίλσεν να είχε αφήσει το αυτοκίνητό της κάπου αλλού και να μην ήταν εκείνη που το στάθμευσε στην οδό Κάπελ;» ρώτησε ο Καρλ. «Ίσως δε θα έπρεπε καν να ασχολούμαστε με την Κοπεγχάγη. Σε περίπτωση που δε στάθμευσε η ίδια το αυτοκίνητο, τότε θα μπορούσε να εξαφανίστηκε οπουδήποτε, από εδώ μέχρι το πορθμείο του Στόαρμπελτ». «Το σκέφτηκα ήδη αυτό», απάντησε η Ρόζε. «Όμως το θέμα είναι πως, σύμφωνα με την αναφορά της Αστυνομίας, ο ιδιοκτήτης του περιπτέρου στο Νέρεμπρο τη θυμόταν όταν πήγαν να τον ρωτήσουν για τη συναλλαγή με την πιστωτική της κάρτα. Επομένως, η Νίλσεν ήταν στο Νέρεμπρο εκείνο το πρωί».

164

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Ο Καρλ έσφιξε τα χείλη του. «Γιατί έφυγε από το σπίτι της τόσο νωρίς; Αναρωτηθήκατε γι’ αυτό;» Ο Άσαντ έγνεψε καταφατικά. «Σίγουρα επειδή είχε κάποιο ραντεβού, νομίζω». Ο Καρλ συμφώνησε. Η ώρα της αναχώρησης της Ρίτα Νίλσεν από το σπίτι της τον προβλημάτιζε. Κανείς δε σηκώνεται να φύγει στις πέντε τα ξημερώματα, χωρίς να υπάρχει σοβαρός λόγος, και σίγουρα όχι μια γυναίκα με το επάγγελμα της Ρίτα Νίλσεν, το οποίο ήταν κατά βάση νυχτερινό. Και ήταν μάλλον απίθανο η αναχώρηση να είχε να κάνει με τα ψώνια του Σαββάτου, επομένως ποια άλλη εξήγηση θα μπορούσε να υπάρχει, πέρα από το ότι είχε κάποιο ραντεβού στο οποίο ήθελε να φανεί συνεπής; «Είτε την περίμενε κάποιος όταν έφτασε στην Κοπεγχάγη, οπότε αυτός ο κάποιος γνωρίζει περισσότερα απ’ ό,τι εμείς για την εξαφάνισή της, είτε η Νίλσεν δεν έφτασε ποτέ στην πόλη, οπότε πάλι κάποιος θα αντιλήφθηκε την απουσία της», είπε ο Καρλ. «Τι είδους προσπάθειες έγιναν για τον εντοπισμό της; Ήταν αρκετές, λέτε;» «Αρκετές;» Ο Άσαντ κοίταξε τη Ρόζε, που έμοιαζε εξίσου απορημένη. «Ναι, αρκετές ώστε το άτομο με το οποίο ήρθε σε επαφή η Νίλσεν, ή που θα έπρεπε κανονικά να έχει έρθει σε επαφή, να πληροφορηθεί την εξαφάνισή της», είπε η Ρόζε. «Όμως άκουσε, Καρλ», συνέχισε, «η Αστυνομία επί τρεις μέρες πήγαινε από πόρτα σε πόρτα. Η υπόθεση δημοσιεύτηκε σε όλες τις εφημερίδες. Απευθύνθηκαν εκκλήσεις μέσω της τηλεόρασης και των τοπικών και εθνικών ραδιοφωνικών σταθμών, όμως δεν εμφανίστηκε κανένας μάρτυρας, πέρα από τον περιπτερά». «Δηλαδή, πιστεύεις πως κάποιος ήξερε για την εξαφάνισή της, όμως προτίμησε να κρατήσει όσα ήξερε για τον εαυτό του; Και ως εκ τούτου θα μπορούσε να εμπλέκεται στην εξαφάνισή της, σωστά;»

ΕΝΟΧΗ

165

Η Ρόζε χτύπησε ζωηρά τα τακούνια της και χαιρέτησε στρατιωτικά. «Μάλιστα, κύριε». «Και τώρα, εσείς οι δύο μού λέτε πως είχαμε έναν ασυνήθιστα μεγάλο αριθμό δηλωμένων εξαφανίσεων περίπου το ίδιο διάστημα, σωστά κατάλαβα, Άσαντ;» «Ναι, και στο μεταξύ βρήκαμε μία ακόμα περίπτωση ανθρώπου που δεν εντοπίστηκε ποτέ», απάντησε ο Άσαντ. «Ζητήσαμε να μας βρουν τις εφημερίδες από μία ακόμα εβδομάδα, για να είμαστε σίγουροι πως δε μας ξέφυγε κάτι που δεν αναφέρεται στους καταλόγους που έχουμε από τις διάφορες αστυνομικές διευθύνσεις». Ο Καρλ αναλογίστηκε τις πληροφορίες του Άσαντ για λίγο. «Με άλλα λόγια, τώρα έχουμε συνολικά, πόσα, πέντε άτομα, αν βάλουμε μέσα και τη Ρίτα Νίλσεν, που τα ίχνη τους δεν εντοπίστηκαν ποτέ ξανά; Πέντε εξαφανίσεις μέσα σε δύο εβδομάδες, πέντε ανθρώπους που άνοιξε η γη και τους κατάπιε, αυτό μου λέτε;» «Αυτό ακριβώς. Σε ολόκληρη τη χώρα δηλώθηκε η εξαφάνιση πενήντα πέντε ατόμων στη διάρκεια του δεκαπενθημέρου στο οποίο έχουμε εστιάσει, και δέκα μήνες αργότερα, πέντε από αυτά τα άτομα ακόμα δεν είχαν εντοπιστεί. Και παραμένουν εξαφανισμένα, είκοσι πέντε χρόνια μετά», είπε η Ρόζε γνέφοντας καταφατικά. «Φαντάζομαι ότι πρόκειται για ρεκόρ, τόσες εξαφανίσεις μέσα σε λίγες μέρες». Ο Καρλ προσπάθησε να καταλάβει τι ήταν οι μαύρες σκιές κάτω από τα μάτια της. Κούραση ή μήπως η μάσκαρα που φορούσε είχε πασαλειφτεί στη διάρκεια της μέρας; «Για να ρίξουμε μια ματιά», είπε, διατρέχοντας με το δείκτη του τον κατάλογο που είχε ετοιμάσει η Ρόζε. Έπιασε ένα στιλό και διέγραψε ένα όνομα. «Αυτή, τουλάχιστον, μπορούμε να την ξεχάσουμε», δήλωσε, επισημαίνοντας την ηλικία της γυναίκας και τις συνθήκες εξαφάνισής της.

166

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

«Ναι, κι εμείς νομίζουμε πως παραείναι μεγάλη», συμφώνησε ο Άσαντ. «Κι αυτό το λέω παρότι η αδερφή του πατέρα μου είναι δύο χρόνια μεγαλύτερη, θα γίνει ογδόντα πέντε φέτος τα Χριστούγεννα, κι όμως περνάει όλη της τη μέρα κόβοντας καυσόξυλα». Ένα σωρό μπούρδες για το τίποτα, σκέφτηκε ο Καρλ. «Άκου να σου πω, Άσαντ! Αυτή εδώ η γυναίκα έπασχε από άνοια. Εξαφανίστηκε από το γηροκομείο όπου νοσηλευόταν, και είμαι σίγουρος πως δεν έκοβε καυσόξυλα, εντάξει; Με τα άλλα ονόματα στη λίστα, τι γίνεται; Τα τσεκάρατε; Υπάρχει κάποιο στοιχείο που θα μπορούσε να τα συνδέει με την εξαφάνιση της Ρίτα Νίλσεν;» Εδώ, οι δυο τους χαμογέλασαν πλατιά. Λες και ήταν παιδάκια. «Λοιπόν, κόψτε τα χαμόγελα, ακούω». Ο Άσαντ σκούντηξε τη Ρόζε με τον αγκώνα του. «Εντοπίσαμε ένα δικηγόρο, ονόματι Φιλίπ Νέρβιγ, ο οποίος εργαζόταν σε ένα δικηγορικό γραφείο ονόματι Νέρβιγ & Σένερσκο, στο Κορσέρ», άρχισε να εξηγεί εκείνη. «Την παραμονή του σημαντικότερου αγώνα χάντμπολ που θα έπαιζε η έφηβη κόρη του, ο Νέρβιγ τής είπε πως θα έπρεπε να πάρει μαζί της τη μητέρα της, αντί για εκείνον, παρότι της είχε υποσχεθεί πως δε θα έλειπε από το γήπεδο. Το μόνο που είπε για να εξηγήσει την αλλαγή των σχεδίων του ήταν ότι προέκυψε ένα σημαντικό ραντεβού στην Κοπεγχάγη, το οποίο ήταν αδύνατο να αναβάλει». «Και ύστερα, εξαφανίστηκε;» «Ναι, πήρε το τρένο από το Χέλσκο αργότερα το ίδιο πρωί και κανονικά θα έφτανε στον κεντρικό σταθμό της Κοπεγχάγης στις εννέα και μισή. Από εκεί κι έπειτα, τίποτα. Χάθηκε από προσώπου Γης». «Τον είδε κανείς να αποβιβάζεται από το τρένο;» «Ένας δυο επιβάτες από το Κορσέρ, που είχαν πάρει την ίδια αμαξοστοιχία, τον αναγνώρισαν. Ο Νέρβιγ συμμετείχε σε αρκε-

ΕΝΟΧΗ

167

τούς συλλόγους της πόλης, οπότε πολλοί άνθρωποι ήξεραν ποιος ήταν». «Νομίζω πως θυμάμαι την υπόθεση αυτή», είπε ο Καρλ, προτιμώντας να μη δώσει σημασία στη μύξα που ένιωθε να κυλάει αργά από το ρουθούνι του. «Εξαφάνιση διακεκριμένου δικηγόρου από το Κορσέρ. Έγινε αρκετά μεγάλος ντόρος στις εφημερίδες τότε. Δε βρήκαν το πτώμα του να επιπλέει σε κάποιο κανάλι εδώ στην Κοπεγχάγη;» «Όχι, εξαφανίστηκε τελείως, Καρλ», απάντησε ο Άσαντ. «Άλλη περίπτωση θα έχεις κατά νου». «Η υπόθεση αυτή είναι αναρτημένη στον πίνακα έξω, Άσαντ;» Ο Άσαντ έγνεψε καταφατικά. Κι αυτό σήμαινε πως, κατά πάσα πιθανότητα, ένα κομμάτι κόκκινου σπάγκου τη συνέδεε τώρα με την υπόθεση εξαφάνισης της Ρίτα Νίλσεν. «Βλέπω, Ρόζε, πως έχεις κάτι γραμμένο στο χαρτί που κρατάς. Τι λέει σχετικά με αυτό τον τύπο, τον Νέρβιγ;» «Γεννήθηκε το 1925...» ξεκίνησε εκείνη, όμως δεν πρόλαβε να συνεχίσει. «Το 1925; Αν είναι δυνατόν!» αναφώνησε ο Καρλ. «Αυτό πάει να πει ότι είχε πατήσει για τα καλά τα εξήντα το 1987. Κομματάκι μεγάλος για πατέρας μιας έφηβης αθλήτριας του χάντμπολ». «Μήπως να άκουγες και τη συνέχεια πρώτα;» είπε η Ρόζε κουρασμένα. Έτσι όπως μισόκλεινε τα μάτια της, του θύμισε ηλικιωμένη τραγουδίστρια της ροκ σκηνής που προσπαθούσε να το παίξει σέξι, έχοντας ρίξει έναν κουβά μάσκαρα στις βλεφαρίδες της. Από στιγμή σε στιγμή, θα την έπαιρνε ο ύπνος. «Γεννήθηκε το 1925», επανέλαβε εκείνη. «Πτυχιούχος Νομικής του Πανεπιστημίου του Όρχους, το 1950. Εργάστηκε ως ασκούμενος δικηγόρος στο γραφείο Λάουρσεν & Μπόντε, στο Βάλενσμπεκ, από το 1950 έως το 1954. Άνοιξε δικό του γραφείο στο

168

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Κορσέρ το 1954, απέκτησε δικαίωμα παράστασης ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου το 1965. Νυμφεύτηκε τη Σάρα Τζούλι Ένεβολντσεν το 1950. Πήρε διαζύγιο το 1973. Δύο παιδιά από τον πρώτο γάμο του. Δεύτερος γάμος με τη γραμματέα του, Μίε Χάνσεν, το 1974. Από αυτή απέκτησε ένα παιδί, μια κόρη ονόματι Σεσίλιε, η οποία γεννήθηκε την ίδια χρονιά». Ανασήκωσε το κεφάλι της, κοιτάζοντάς τον με νόημα. Να η εξήγηση για την καθυστερημένη πατρότητα. Ο τύπος είχε γκαστρώσει τη γραμματέα του. Ο Φιλίπ Νέρβιγ έδειχνε άνθρωπος που ήξερε τι ήθελε από τη ζωή. «Έθεσε υποψηφιότητα για τη θέση του προέδρου της τοπικής αθλητικής ένωσης και εξελέγη για τρεις θητείες. Λίγο καιρό αργότερα, εντάχθηκε και στο ενοριακό συμβούλιο. Μέχρι το 1982, οπότε και υποχρεώθηκε σε παραίτηση, κατηγορούμενος για ατασθαλίες στο δικηγορικό γραφείο του. Η υπόθεση έφτασε στο δικαστήριο, όμως αθωώθηκε λόγω έλλειψης στοιχείων. Σε κάθε περίπτωση, η εμπλοκή αυτή του στοίχισε πολλούς πελάτες, και μέχρι την εξαφάνισή του, πέντε χρόνια αργότερα, του αφαιρέθηκε το δίπλωμα οδήγησης, καθώς συνελήφθη να οδηγεί σε κατάσταση μέθης. Από οικονομικής άποψης, είχε πάρει επίσης την κάτω βόλτα. Έμπαινε διαρκώς μέσα». «Χμ...» Ο Καρλ γύρισε προς τα έξω το κάτω χείλος του κι ένιωσε την ανάγκη να καπνίσει. Ένα τσιγαράκι τώρα θα ήταν ό,τι έπρεπε για την εξασθενημένη υγεία του, αλλά και για τη συγκέντρωσή του. «Επ, μη διανοηθείς να ανάψεις τσιγάρο εδώ μέσα, Καρλ», είπε η Ρόζε. Ο Καρλ απέμεινε να την κοιτάζει κατάπληκτος. «Ούτε που μου πέρασε από το μυαλό, Ρόζε». Ξερόβηξε. Είχε αρχίσει να τον γδέρνει το λαρύγγι του. «Μήπως έχεις καθόλου τσάι σ’ εκείνο το μαραφέτι σου, Άσαντ;»

ΕΝΟΧΗ

169

Τα καστανά μάτια του βοηθού του φωτίστηκαν για μια στιγμή, όμως αμέσως μετά έχασαν τη λάμψη τους. «Δυστυχώς όχι, Καρλ. Όμως μπορώ να σου προσφέρω ένα ωραίο φλιτζάνι καφέ. Τι λες;» Ο Καρλ ξεροκατάπιε. Ο καφές του Άσαντ ήταν ικανός να ξεπαστρέψει οποιονδήποτε ιό. «Αρκεί να μην είναι υπερβολικά δυνατός, Άσαντ», απάντησε με ικετευτικό ύφος. Την τελευταία φορά, εκείνος ο καφές τού είχε στοιχίσει μισό ρολό χαρτί υγείας. Δεν ήθελε να ξαναπεράσει τα ίδια. «Επομένως, το μοναδικό πράγμα που συνδέει τις δύο υποθέσεις είναι πως και τα δύο άτομα εξαφανίστηκαν κάτω από τις ίδιες συνθήκες», συμπέρανε ο Καρλ. «Και τα δύο ταξίδευαν προς την Κοπεγχάγη εκείνη τη μέρα. Δεν ξέρουμε για ποιο λόγο ερχόταν εδώ η Ρίτα Νίλσεν, όμως ο Νέρβιγ ισχυρίστηκε πως είχε κάποιο ραντεβού. Δεν είναι και καμιά συγκλονιστική αφετηρία, Ρόζε». «Ξεχνάς τη χρονική συγκυρία, Καρλ. Εξαφανίστηκαν την ίδια μέρα, σχεδόν την ίδια ώρα. Εγώ, μια φορά, αυτό το βρίσκω αξιοπερίεργο». «Και πάλι, δεν ξέρω. Τι συνέβη στις άλλες δύο περιπτώσεις που έχεις στη λίστα;» Η Ρόζε κοίταξε το χαρτί που κρατούσε στα χέρια της. «Έχουμε το όνομα ενός Βίγκο Μόγκενσεν, για τον οποίο δε γνωρίζουμε τίποτα. Μόνο ότι εξαφανίστηκε. Τελευταία φορά τον είδαν στο λιμάνι του Λούντεμπορ, να ξεκινάει για να διασχίσει το Στόαρμπελτ με τη βαρκούλα του». «Ψαράς ήταν;» «Δε νομίζω. Απλώς είχε ένα μικρό σκάφος. Η αλήθεια είναι πως κάποια στιγμή διέθετε ένα αλιευτικό σκάφος, όμως κατέληξε να διαλυθεί σε κάποιο ναυπηγείο. Μάλλον εξαιτίας εκείνου του ηλίθιου ορίου στα αλιεύματα που έθεσε η Ευρωπαϊκή Ένωση».

170

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

«Το σκάφος του, βρέθηκε ποτέ;» «Ναι, στο Βαρνεμούντε της Γερμανίας. Το είχαν βουτήξει δύο Πολωνοί, οι οποίοι ισχυρίστηκαν πως ήταν παρατημένο για καιρό στο Γίλινγκε, προτού το πάρουν αυτοί. Τέλος πάντων, οι ίδιοι δεν το θεωρούσαν κλοπή». «Και στο Γίλινγκε, τι είπαν οι άνθρωποι;» «Αρνήθηκαν πως ήταν αλήθεια αυτό. Δεν είχαν δει κανένα παρατημένο σκάφος εκεί». «Μου φαίνεται ότι μάλλον του το πήραν οι Πολωνοί, κι ύστερα τον φούνταραν». «Αδύνατον. Εργάζονταν στη Σουηδία από τον Αύγουστο μέχρι τον Οκτώβριο του 1987, οπότε δε βρίσκονταν καν στη Δανία το διάστημα της εξαφάνισης». «Και για πόσο μεγάλο σκάφος μιλάμε; Θα μπορούσε να είναι δεμένο κάπου χωρίς να το αντιληφθεί κανείς;» «Αυτό πρέπει να το εξακριβώσουμε, Καρλ», είπε ο Άσαντ. Στεκόταν στο άνοιγμα της πόρτας, κρατώντας το εντυπωσιακότερο δισκάκι που φτιάχτηκε ποτέ από απομίμηση ασημιού. Ο Καρλ παρατήρησε τα μικροσκοπικά φλιτζάνια με ανησυχία. Όσο μικρότερα τα φλιτζάνια τόσο δυνατότερο το περιεχόμενο. Και τα συγκεκριμένα ήταν πολύ μικρά. «Άσπρο πάτο, Καρλ», είπε ο Άσαντ με πυρετώδη μάτια. Έμοιαζε με άνθρωπο που χρειαζόταν νοσοκομείο. Ο Καρλ κατέβασε τον καφέ του μονορούφι και συνέλαβε τον εαυτό του να σκέφτεται πως τελικά πινόταν. Ήταν μια αίσθηση η οποία διήρκεσε τέσσερα ολόκληρα δευτερόλεπτα, προτού ο οργανισμός του αρχίσει να αντιδρά λες και του είχαν χτυπήσει ένεση με κοκτέιλ καστορέλαιου και νιτρογλυκερίνης. «Καλός, ε, Καρλ;» σχολίασε ο Άσαντ. Διόλου παράξενο που τα μάτια του ήταν κατακόκκινα. «Εντάξει», κατάφερε να πει ο Καρλ βήχοντας. «Ας αφήσουμε

ΕΝΟΧΗ

171

κατά μέρος τον Βίγκο Μόγκενσεν για την ώρα. Δεν είμαι σίγουρος αν υπάρχει κάποια σχέση με την υπόθεση της Ρίτα Νίλσεν. Αυτόν τον είχαμε στον πίνακα, Άσαντ;» Ο Άσαντ έγνεψε αρνητικά. «Το συμπέρασμα της Αστυνομίας ήταν πως πιθανότατα πνίγηκε κατά λάθος. Ήταν εύθυμος άνθρωπος και του άρεσε να πίνει. Όχι κανένας αλκοολικός, απλώς του άρεσε να το σκούζει». «Να το τσούζει, Άσαντ. Η έκφραση είναι “του άρεσε να το τσούζει”, μονάχα μη με ρωτήσεις γιατί, εντάξει; Τι άλλο ξέρουμε;» Κοίταξε τον κατάλογο της Ρόζε και προσπάθησε να συγκρατήσει τη δυσφορία που αισθανόταν καθώς το καφετί υγρό έφτανε στο στομάχι του. «Έχουμε, επίσης, αυτή την περίπτωση», είπε η Ρόζε, δείχνοντας ένα ακόμα όνομα. «Γκίτε Τσαρλς, γράφει εδώ. Γεννημένη το 1934 στο Θόρσχαβν, στις Φερόες. Κόρη ενός παντοπώλη ονόματι Άλιστερ Τσαρλς. Ο πατέρας χρεοκόπησε στο τέλος του πολέμου και οι γονείς της πήραν διαζύγιο. Εκείνος επέστρεψε στο Άμπερντιν, απ’ όπου είχε έρθει, ενώ η Γκίτε μαζί με τη μητέρα και το μικρότερο αδερφό της μετακόμισαν στο Βάιλε. Για ένα διάστημα, εκπαιδευόταν ως νοσοκόμα, όμως διέκοψε και κατέληξε να εργάζεται στο ψυχιατρικό ίδρυμα στο Μπράινινγκ. Στη συνέχεια, εργάστηκε σποραδικά ως βοηθός νοσοκόμα σε διάφορα μέρη σε ολόκληρη τη χώρα, προτού καταλήξει στο νοσοκομείο που λειτουργούσε στο νησί Σάμσε». Η Ρόζε έγνεφε αργά και καταφατικά καθώς διάβαζε το κείμενο. «Αυτό που ακολουθεί είναι τόσο χαρακτηριστικό στις περιπτώσεις ανθρώπων που εξαφανίζονται από τη μια μέρα στην άλλη», είπε. «Εδώ άκου. Εργάστηκε στο νοσοκομείο του Σάμσε από το 1971 έως το 1980. Απ’ ό,τι φαίνεται, ήταν αγαπητή εκεί, παρότι συνελήφθη μια δυο φορές μεθυσμένη εν ώρα εργασίας. Ξεκινάει

172

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

θεραπεία απεξάρτησης από το αλκοόλ, και όλα εξελίσσονται καλά, ώσπου μια μέρα την τσακώνουν να βάζει χέρι στα αποθέματα χειρουργικού οινοπνεύματος. Αποδεικνύεται πως η εξάρτησή της έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο και απολύεται επιτόπου. Έπειτα από μερικούς μήνες, την προσλαμβάνει η κοινοτική υπηρεσία παροχής κατ’ οίκον βοήθειας, οπότε κυκλοφορεί με το ποδήλατο σε ολόκληρο το νησί για να επισκέπτεται ηλικιωμένους και ανήμπορους, μόνο που στην πορεία διαπιστώνουν πως κλέβει κι από εκείνους, οπότε της δίνουν τα παπούτσια στο χέρι ξανά. Από το 1984 έως τη στιγμή της εξαφάνισής της είναι άνεργη και ζει από τα επιδόματα. Δε θα το έλεγες λαμπρή σταδιοδρομία όλο αυτό». «Αυτοκτονία;» «Εκεί κατέληξαν. Την είδαν να επιβιβάζεται στο πορθμείο για το Κάλουνμπορ και να αποβιβάζεται εκεί, κι αυτό ήταν όλο. Ήταν όμορφα ντυμένη, όμως κανείς δεν της μίλησε. Η υπόθεση κατέληξε στο αρχείο». «Άρα ούτε αυτή την είχαμε στον πίνακά μας, σωστά, Άσαντ;» Ο Άσαντ έγνεψε αρνητικά. «Είναι παράξενος ο κόσμος στον οποίο ζούμε», σχολίασε. Αυτό ήταν αλήθεια. Και παράδοξος, επίσης, καθώς η γρίπη του Καρλ έμοιαζε να περνάει, την ώρα που το στομάχι του κόντευε να γονατίσει και εκλιπαρούσε για έλεος. «Έρχομαι σε μισό», είπε ξαφνικά καθώς πετάχτηκε όρθιος και βγήκε βολίδα στο διάδρομο, με κατεύθυνση την τουαλέτα. Κοφτά, συρτά βήματα, με τους γλουτούς σφιγμένους. Αυτό ήταν, δεν επρόκειτο να ξαναπιεί εκείνο το κατακάθι. Κάθισε στη λεκάνη, με το παντελόνι κατεβασμένο στους αστραγάλους και το μέτωπο ακουμπισμένο στα γόνατά του. Πώς ήταν δυνατό να αποβάλλει το σώμα του τόσο γρήγορα κάτι που του είχε πάρει τόση ώρα να το φάει; Ήταν κι αυτό ένα από τα μυστήρια που δεν είχε απολύτως καμία διάθεση να ξεδιαλύνει.

ΕΝΟΧΗ

173

Σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του και προσπάθησε να σκεφτεί κάτι άλλο. Ήταν όλα εκεί, βολικά ανακτήσιμα από τη βραχυπρόθεσμη μνήμη. Ένας ψαράς από το Φιν, μια βοηθός νοσοκόμα, μια πόρνη από το Κόλινγκ και ένας δικηγόρος από το Κορσέρ. Αν υπήρχε κάτι που να συνέδεε αυτές τις υποθέσεις, τότε εκείνος θα γινόταν αρχιμανδρίτης. Η στατιστική ήταν ιδιότροπη επιστήμη, οπότε δεν ήταν εντελώς απίθανο να εξαφανιστούν οριστικά τέσσερα άτομα μέσα στην ίδια εβδομάδα, χωρίς να έχουν απολύτως καμία σχέση μεταξύ τους. Γιατί όχι; Άλλωστε, είχαν συμβεί και πιο αλλόκοτα πράγματα. Και οι συμπτώσεις προέκυπταν εξ ορισμού εκεί που δεν τις περίμενες. «Βρήκαμε κάτι ακόμα, Καρλ», ακούστηκε μια φωνή από την άλλη πλευρά της πόρτας. «Εντάξει, Άσαντ, μισό λεπτό. Βγαίνω σε λιγάκι», απάντησε εκείνος, ξέροντας πως δεν έλεγε την αλήθεια. Δεν υπήρχε περίπτωση να σηκωθεί όρθιος προτού καταλαγιάσει ο πόνος στο στομάχι του. Καλού κακού. Ο Καρλ έμεινε για λίγο εκεί παίρνοντας βαθιές ανάσες, καθώς η εντερική κρίση έμοιαζε να περνάει. Είχαν βρει κάτι ακόμα, είχε πει ο Άσαντ. Οι σκέψεις του πάτησαν γκάζι. Κάτι περίεργο συνέβαινε εδώ, κι ας μην καταλάβαινε τι ακριβώς ήταν αυτό. Κάτι που είχε να κάνει μ’ εκείνη τη γυναίκα, την Γκίτε Τσαρλς, αλλά δεν μπορούσε να το προσδιορίσει. Ένα στοιχείο που είχε παρατηρήσει στις τέσσερις υποθέσεις ήταν οι ηλικίες των ατόμων που είχαν εξαφανιστεί. Η Ρίτα Νίλσεν ήταν πενήντα δύο χρόνων, ο Φιλίπ Νέρβιγ εξήντα δύο, η Γκίτε Τσαρλς πενήντα τριών και ο Βίγκο Μόγκενσεν πενήντα τεσσάρων. Δεν ήταν οι πλέον χαρακτηριστικές ηλικίες για άτομα που εξαφανίζονται χωρίς να αφήσουν πίσω τους το παραμικρό ίχνος. Τέτοιες περιπτώσεις καταγράφονται συνήθως νωρίτερα ηλικια-

174

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

κά, όταν οι άνθρωποι είναι νέοι, ασυγκράτητοι και παρορμητικοί. Και αργότερα, όταν οι αρρώστιες, η μοναξιά και οι απογοητεύσεις της ζωής βαραίνουν αφόρητα. Όμως οι άνθρωποι αυτοί δεν ήταν ούτε νέοι ούτε γέροι, όμως και πάλι κανένα συμπέρασμα δεν μπορούσε να προκύψει από αυτό το γεγονός. Η στατιστική ήταν πράγματι απρόβλεπτη. Μισή ώρα αργότερα, κατάφερε επιτέλους να σηκώσει το παντελόνι του και να δέσει τη ζώνη του. Ο πισινός του τον πέθαινε, και ο ίδιος αισθανόταν γύρω στα δύο κιλά ελαφρύτερος. «Εκείνος ο καφές παραήταν δυνατός, Άσαντ», σχολίασε, ενώ καθόταν βαρύς και αποκαμωμένος στην καρέκλα του γραφείου του. Το θρασίμι γέλασε. «Δε φταίει ο καφές μου, Καρλ. Κόλλησες το ίδιο πράγμα που ταλαιπωρεί κι εμάς. Βήχας, φτέρνισμα, χέσιμο λες κι είσαι οπλοπολυβόλο, μπορεί και κόκκινα μάτια. Δύο μέρες κρατάει, όμως εσύ έκοψες δρόμο, Καρλ. Οι πάντες στο κτίριο τρέχουν όλη την ώρα στις τουαλέτες, εκτός από τη Ρόζε. Αυτή έχει σιδερένια κράση, σαν καμήλα. Μια καμήλα μπορείς να την ταΐζεις πυρετό και χολέρα, και το μόνο που θα καταφέρεις είναι να την παχύνεις». «Και για να ’χουμε καλό ρώτημα, πού βρίσκεται η Ρόζε τώρα, Άσαντ;» «Κάτι ψάχνει στον υπολογιστή, όμως επιστρέφει σε ένα λεπτό». «Τι ακριβώς ήταν αυτό που ανακαλύψατε εσείς οι δύο;» Ο Καρλ ήταν επιφυλακτικός απέναντι στην ερμηνεία που έδωσε ο Άσαντ στις στομαχικές διαταραχές του, καθώς αρκούσε να ρίξει μια ματιά στο φλιτζάνι του καφέ για να νιώσει τους σπασμούς να επιστρέφουν. Κι αυτός ήταν ο λόγος που, μπροστά στον εμβρόντητο βοηθό του, κάλυψε το φλιτζάνι με μια κόλλα χαρτί. «Λοιπόν, έχει να κάνει με αυτή την Γκίτε Τσαρλς. Εργαζόταν σε ένα μέρος για άτομα με νοητική υστέρηση. Αυτό ανακαλύψαμε».

ΕΝΟΧΗ

175

Ο Καρλ έγειρε το κεφάλι του στο πλάι. «Και...;» ρώτησε, καθώς άκουγε δυο τακούνια να κροταλίζουν στο διάδρομο. Η Ρόζε όρμησε στο γραφείο, με το στόμα να χάσκει, λες και ήταν βλαμμένη. «Έχουμε βεβαιωμένη σχέση ανάμεσα στη Ρίτα Νίλσεν και την Γκίτε Τσαρλς, κι είναι αυτή ακριβώς», είπε, κατεβάζοντας το δείκτη της με δύναμη στο κέντρο ενός εκτυπωμένου χάρτη της Δανίας. Σπρόγκε.

14

Αύγουστος 1987

ΚΑΘΟΤΑΝ ΣΤΟ ΠΑΓΚΑΚΙ λες και ήταν βιδωμένη εκεί, κοιτάζοντας

προς την κατεύθυνση του παλιού πολυβολείου, πέρα από την Κόρσγκεδε. Σε λίγη ώρα θα εμφανιζόταν και ο πρεζάκιας, σέρνοντας τα βήματά του δίπλα στο κακάσχημο κοπρόσκυλό του. Σατανά, έτσι έλεγε το σκυλί, και τουλάχιστον όφειλε να του αναγνωρίσει πως το όνομα ήταν ταιριαστό. Χτες, το σκυλόμορφο τέρας είχε αρπάξει ένα κόκερ σπάνιελ, και μονάχα μια γρήγορη κλοτσιά από έναν άντρα που φορούσε ξυλοπάπουτσα στάθηκε ικανή να πείσει το αγρίμι να αφήσει το ζώο. Ο πρεζάκιας, φυσικά, είχε απειλήσει τον άντρα πως θα τον πλάκωνε στο ξύλο και θα έβαζε το σκύλο του να του ορμήσει, όμως τελικά δεν έγινε τίποτα. Πάρα πολλοί άνθρωποι υπήρξαν μάρτυρες του περιστατικού, και η Νέτε ήταν μία από αυτούς. Ένας τέτοιος σκύλος δεν έπρεπε να κυκλοφορεί ελεύθερος στην πόλη της, είχε σκεφτεί, και τώρα είχε αποφασίσει να χτυπήσει με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. Το λουκάνικο που είχε αφήσει στο τέρμα του δρόμου, δίπλα

176

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

στο παλιό, τσιμεντένιο πολυβολείο, απομεινάρι του πολέμου, είχε φάει ένεση με το απόσταγμα του στρύχνου, σε αρκετή δοσολογία για τον τωρινό σκοπό της. Ο αχόρταγος κοπρίτης δε θα μπορούσε να αντισταθεί μόλις μύριζε το σημείο όπου έκανε πάντοτε την ανάγκη του κι έπεφτε πάνω σε ένα απρόσμενο γεύμα. Έναν τέτοιο σκύλο, με τα σαγόνια του να έχουν γραπώσει μια λιχουδιά, δε θα μπορούσε να τον κάνει ζάφτι κανένας άνθρωπος. Όχι πως το αφεντικό του θα έμπαινε καν στον κόπο να το προσπαθήσει. Σίγουρα ο τύπος δεν ήταν τόσο λεπτολόγος όσο οι υπόλοιποι ιδιοκτήτες σκύλων σε ό,τι είχε να κάνει με το πού πήγαινε κι έχωνε τη μουσούδα του το ζωντανό του. Αλλά και πάλι, δεν μπορούσε να είναι κανείς απόλυτα σίγουρος. Χρειάστηκε να περιμένει λίγα μόνο λεπτά προτού εντοπίσει το λαχανιασμένο κτήνος να σέρνει τον ιδιοκτήτη του κατά μήκος της Πέμπλινγκε Ντοσέρινγκ. Του πήρε λιγότερο από δέκα δευτερόλεπτα να φερμάρει το δόλωμα, και με μια χαψιά το λουκάνικο καταβροχθίστηκε. Απ’ ό,τι πρόλαβε να δει εκείνη, το κατέβασε αμάσητο. Και όταν ο πρεζάκιας και ο σκύλος του προσπέρασαν το παγκάκι της, η Νέτε σηκώθηκε ψύχραιμα, σημειώνοντας την ώρα που έδειχνε το ρολόι της, και τους ακολούθησε κουτσαίνοντας. Ήξερε πως ο άντρας δε θα έμπαινε στον κόπο να κάνει όλη τη διαδρομή γύρω από τις τέσσερις λίμνες, και ήξερε επίσης πως το πράγμα δε θα διαρκούσε τόσο πολύ. Ο περίπατος γύρω από τη λίμνη Πέμπλινγκε θα έπαιρνε περίπου δεκαπέντε λεπτά με το ρυθμό που κινούνταν, αλλά με τη συμπυκνωμένη δόση που είχε βάλει με ένεση στο κρέας, σίγουρα δε θα έφταναν τόσο μακριά. Καθώς πλησίαζαν τη Γέφυρα της Βασίλισσας Λουίζας, ο σκύλος ξαφνικά έμοιαζε ανήμπορος να διατηρήσει την πορεία του. Ο ιδιοκτήτης του διαρκώς τραβούσε το λουρί, όμως το ζώο συνέχισε να ξεστρατίζει πότε από εδώ και πότε από εκεί.

ΕΝΟΧΗ

177

Φτάνοντας στην απέναντι πλευρά της γέφυρας, ο άντρας έστρεψε το σκύλο προς το μονοπάτι το οποίο εκτεινόταν κατά μήκος της άλλης όχθης της λίμνης και βάλθηκε να τον μαλώνει για την ανυπακοή του. Σταμάτησε, όμως, μόλις το ζώο άρχισε να γρυλίζει και στράφηκε προς το μέρος του γυμνώνοντας τα δόντια του. Στάθηκαν έτσι ακίνητοι και αντιμέτωποι για ένα λεπτό, ίσως και δύο. Η Νέτε έγειρε πάνω στην περίτεχνη κουπαστή της γέφυρας, δήθεν μαγεμένη από τη θέα της λίμνης. Στην πραγματικότητα, όμως, κάτι άλλο είχε κερδίσει την απόλυτη προσοχή της. Με την άκρη του ματιού της είδε το σκυλί να κάθεται βαρύ και να κοιτάζει ολόγυρα, σαστισμένο, λες και δεν μπορούσε πια να διακρίνει το πάνω από το κάτω. Η γλώσσα του κρέμασε έξω από το στόμα του. Η Νέτε ήξερε πως αυτό ήταν ένα από τα συμπτώματα. Από στιγμή σε στιγμή θα πηδήξει στη λίμνη για να πιει νερό, σκέφτηκε, όμως το ζώο δεν αντέδρασε έτσι. Ήταν ήδη πολύ αργά. Μονάχα όταν ο σκύλος σωριάστηκε στο πλευρό του, ασθμαίνοντας, προτού μείνει τελικά ακίνητος, αντιλήφθηκε ο ηλίθιος που κρατούσε την άλλη άκρη του λουριού πως κάτι πολύ σοβαρό συνέβαινε. Με μια έκφραση απορημένη και συνάμα ανήμπορη, τίναξε το λουρί φωνάζοντας: «Άντε, Σατανά». Όμως ο Σατανάς δεν υπήρχε περίπτωση να κουνηθεί. Το λουκάνικο και ο στρύχνος είχαν φέρει αποτέλεσμα. Δέκα λεπτά χρειάστηκαν μόνο.

Κάθισε για μία ώρα ακούγοντας κλασική μουσική από το ραδιόφωνο. Η μουσική γαλήνευε το μυαλό της και της επέτρεπε να σκέ-

178

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

φτεται δημιουργικά. Είχε δει την επίδραση του στρύχνου και δεν είχε καμία ανησυχία ως προς αυτό. Πλέον, το μόνο ζήτημα ήταν κατά πόσο οι παραλήπτες των επιστολών θα τηρούσαν τις ώρες των ραντεβού. Δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία πως θα εμφανίζονταν. Δέκα εκατομμύρια κορόνες ήταν πράγματι ένα τεράστιο ποσό, και δεν υπήρχε ένας άνθρωπος στη χώρα που να αμφέβαλλε πως η ίδια μπορούσε να διαθέσει αυτά τα χρήματα, αλλά και πολύ περισσότερα. Ω, ναι, ήταν σίγουρο πως θα εμφανίζονταν, καθησύχασε τον εαυτό της, καθώς πλησίαζε η ώρα του δελτίου ειδήσεων στο ραδιόφωνο. Οι κυριότεροι τίτλοι δεν είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ο υπουργός Εκκλησιαστικών Υποθέσεων επισκεπτόταν την Ανατολική Γερμανία, ενώ είχε μόλις ξεκινήσει η δίωξη ενός Ισραηλινού πολίτη με την κατηγορία της διαρροής απόρρητων πληροφοριών σχετικά με πυρηνικά όπλα. Η Νέτε σηκώθηκε για να πάει στην κουζίνα όπου θα ετοίμαζε κάτι για να γευματίσει, όταν άκουσε να μνημονεύεται το όνομα του Κουρτ Βεντ. Ένα ρίγος διέτρεξε το σώμα της, λες και την είχε σκουντήξει κάποιος με κάτι αιχμηρό, και κράτησε την ανάσα της, σαν να ήταν αυτή η μόνη λύση για να το ξεπεράσει. Η φωνή ακούστηκε ίδια όπως δύο χρόνια νωρίτερα. Καθαρή, σίγουρη και υπεροπτική. Το θέμα, όμως, ήταν καινούριο. «Το Κόμμα Καθαρότητας δεν περιορίζεται μονάχα στην αντιμετώπιση της υποχωρητικής στάσης που τηρούν οι πολιτικοί μας στο ζήτημα της μετανάστευσης. Το ζήτημα της γέννησης παιδιών στις πιο χαμηλές και αδύναμες κοινωνικές ομάδες είναι, επίσης, υψίστης σημασίας για εμάς. Είτε γεννιούνται με νοητική υστέρηση είτε, μεγαλώνοντας, καταλήγουν εξαρτημένα από ουσίες ή εμφανίζουν γενετική προδιάθεση προς την αντικοινωνική συμπεριφορά, τα παιδιά που έρχονται στον κόσμο από γονείς με οξεία κοι-

ΕΝΟΧΗ

179

νωνικά προβλήματα συχνά συνιστούν σημαντικό βάρος για την κοινωνία, το οποίο μας στοιχίζει δισεκατομμύρια κορόνες κατ’ έτος», υποστήριζε ο Κουρτ Βεντ, αφήνοντας ελάχιστα περιθώρια στη δημοσιογράφο που του έπαιρνε συνέντευξη να μιλήσει. «Φανταστείτε πόσους πόρους θα εξοικονομούσαμε αν άτομα με εγκληματική συμπεριφορά στερούνταν του δικαιώματος τεκνοποίησης. Οι υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας θα κατέληγαν περίπου περιττές. Ο πληθυσμός των φυλακών θα μειωνόταν. Ή σκεφτείτε τι θα συνέβαινε αν απαλλασσόμαστε από το αστρονομικό κόστος της μέριμνας για άνεργους μετανάστες, οι οποίοι έρχονται εδώ με μοναδικό σκοπό να απομυζήσουν τα δημόσια ταμεία, σέρνοντας ολόκληρες οικογένειες μαζί τους και κατακλύζοντας τα σχολεία μας με παιδιά που δεν καταλαβαίνουν ούτε τη γλώσσα ούτε τα ήθη μας. Φανταστείτε πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα αν μεγάλες οικογένειες οι οποίες συντηρούνται από τα κρατικά επιδόματα και αφήνουν τις ορδές των παιδιών τους να τα βγάζουν πέρα κακήν κακώς, ξαφνικά δεν επιτρεπόταν πλέον να πολλαπλασιάζονται με τέτοιο ρυθμό και να φέρνουν στον κόσμο απογόνους για τους οποίους αδυνατούν να μεριμνήσουν. Είναι απλώς ζήτημα...» Η Νέτε κάθισε βαριά στην καρέκλα της και κοίταξε πέρα από τις κορυφές των δέντρων. Το στομάχι της ανακατευόταν. Ποιος άνθρωπος θα ήταν εκείνος που θα αποφάσιζε κατά πόσο ο άλλος είχε δικαίωμα να ζήσει ή όχι; Ο Κουρτ Βεντ, φυσικά. Για μια στιγμή, της φάνηκε πως θα έκανε εμετό.

Η Νέτε στεκόταν μπροστά στον πατέρα της. Η όψη του είχε κάτι το σκοτεινό, μια πικρία που δεν είχε ξαναδεί. «Από την πρώτη μέρα που πήγες στο σχολείο, εγώ σε υπερασπιζόμουν, Νέτε. Το έχεις καταλάβει αυτό;»

180

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Εκείνη έγνεψε καταφατικά, καθώς ήξερε πως αυτό ήταν αλήθεια. Δεν ήθελε καν να θυμάται πόσες φορές είχαν κληθεί να παρουσιαστούν σ’ εκείνη τη θλιβερή σχολική αίθουσα, όπου ο πατέρας της βρέθηκε να διαμαρτύρεται απέναντι στις απειλές της διευθύντριας. Κάθε φορά, όμως, μαλάκωνε αρκετά ώστε να ακούσει τις κατηγορίες και να υποσχεθεί πως η κόρη του θα άλλαζε τρόπους. Θα της μάθαινε να υπακούει στο λόγο του Θεού και να βουτάει τη γλώσσα στο μυαλό της προτού ανοίξει το στόμα της. Θα την οδηγούσε στο σωστό δρόμο και θα διόρθωνε την απαράδεκτη συμπεριφορά της. Η Νέτε, όμως, ποτέ δεν μπόρεσε να καταλάβει για ποιο λόγο μπορούσε εκείνος να βρίζει τόσο πολύ, ούτε γιατί ήταν τόσο κακό να μιλάει για τα όσα έκαναν τα αρσενικά και τα θηλυκά, τη στιγμή που όπου κι αν κοίταζαν ολόγυρα στη φάρμα, αυτά έβλεπαν κάθε μέρα. «Λένε πως είσαι βρομόστομη και χαζή και πως μολύνεις τα πάντα γύρω σου», της είπε ο πατέρας της. «Σε απέβαλαν από το σχολείο, οπότε βρήκα μια κυρία να σου κάνει μαθήματα, αν και δεν ήταν καθόλου φτηνή λύση αυτή. Τουλάχιστον να είχες μάθει να διαβάζεις και να γράφεις... Όμως ούτε αυτό κατάφερες. Όπου κι αν πάω, οι άνθρωποι με κοιτάζουν λες κι είμαι σκουπίδι. Είμαι ο αγρότης που η θυγατέρα του ντροπιάζει ολόκληρο το χωριό. Ο πάστορας, το σχολείο, όλοι λένε τα χειρότερα για εσένα, άρα λένε τα χειρότερα και για εμένα. Το χρίσμα ακόμα δεν το έχεις πάρει, και σαν να μην έφτανε αυτό, πήγες και γκαστρώθηκες. Κι από πάνω, μου λες πως πατέρας είναι ο ξάδερφός σου». «Αφού αυτός είναι. Μαζί το κάναμε». «Όχι, δεν είναι αυτός, Νέτε! Ο Τάγκε λέει πως ούτε που σε έχει αγγίξει. Το λοιπόν, ποιος την έκανε τη δουλειά;» «Εγώ και ο Τάγκε, μαζί». «Πέσε στα γόνατα, Νέτε».

ΕΝΟΧΗ

181

«Μα...» «ΣΤΑ ΓΟΝΑΤΑ, ΕΙΠΑ!» Έκανε αυτό που τη διέταξε, παρακολουθώντας τον που πήγε λίγο παραπέρα κι έπιασε ένα σακούλι από το τραπέζι. «Να», είπε, καθώς άφηνε μια χούφτα ρύζι στο δάπεδο, μπροστά της. «Φάε!» Ακούμπησε μια κανάτα νερό δίπλα της. «Και πιες!» Η Νέτε έριξε μια ματιά ολόγυρα στο δωμάτιο· το βλέμμα της πέρασε πάνω από τη φωτογραφία της μητέρας της, ντελικάτης και χαμογελαστής με το νυφικό της, πάνω από το ντουλάπι με τη γυάλινη πρόσοψη, όπου είχαν τις πορσελάνες, πάνω από το ρολόι του τοίχου, που είχε πάψει να δουλεύει εδώ και καιρό. Και τίποτα στο δωμάτιο δεν ήταν ικανό να την παρηγορήσει, τίποτα δεν της έδινε κάποια διέξοδο. «Πες μου με ποιον πλάγιασες, Νέτε, αλλιώς φάε». «Με τον Τάγκε. Μονάχα με αυτόν». «Να», γρύλισε ο πατέρας της, μπουκώνοντας το στόμα της με ρύζι. Τα χέρια του έτρεμαν από την οργή. Τα σπυριά σκάλωσαν στο λαιμό της, κι ας ήπιε όσο νερό μπορούσε. Κάθε φορά που κατάπινε, της φαινόταν πως θα πνιγεί από εκείνα τα μικρά, μακρόστενα σπυριά που στοιβάζονταν στο πάτωμα. Όταν ο πατέρας της έκρυψε το πρόσωπο πίσω από τις παλάμες του και άρχισε να κλαίει με λυγμούς, ικετεύοντάς τη να του πει ποιος την είχε αφήσει έγκυο, η Νέτε πετάχτηκε πάνω, σπάζοντας την κανάτα με το νερό. Με τέσσερις δρασκελιές έφτασε στην πόρτα και βρέθηκε έξω. Στην ύπαιθρο ήταν γρήγορη και σβέλτη, και ήξερε τον τόπο καλύτερα από τον καθένα. Άκουγε τα κλάματα του πατέρα της πίσω της, και μετά τις κραυγές του, όμως δεν τη σταμάτησαν. Αυτό που την ακινητοποίησε ήταν ο πόνος στην κοιλιά της, καθώς το ρύζι άρχισε να φου-

182

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

σκώνει από το νερό και τα γαστρικά υγρά. Ένιωθε το στομάχι της να διογκώνεται, κι αυτό την έκανε να τινάξει το κεφάλι πίσω, παλεύοντας να πάρει ανάσα. «Ήταν ο Τάααγκεεε!» ούρλιαξε, με τη φωνή της να απλώνεται προς τα καλάμια και το ρυάκι που κυλούσε μπροστά της. Ύστερα έπεσε στα γόνατα και πίεσε τις γροθιές πάνω στην κοιλιά της, όσο πιο δυνατά μπορούσε. Αυτό τη βοήθησε στην αρχή, όμως το στομάχι της εξακολουθούσε να πρήζεται. Έχωσε το δείκτη μέσα στο λαρύγγι της, προσπαθώντας να προκαλέσει εμετό, όμως τίποτα δεν μπορούσε να ανακουφίσει τον πόνο της. «Ο Τάγκε ήταν! Γιατί δεν μπορείς να του δώσεις να το καταλάβει, μητέρα;» είπε με δάκρυα στα μάτια, στρέφοντας το βλέμμα της στον ουρανό. Όμως η μητέρα της δεν απάντησε. Αντιθέτως, η Νέτε βρέθηκε αντιμέτωπη με πέντε αγόρια που κρατούσαν καλάμια ψαρέματος. «Νέτε η τσουτσονοπειράχτρα!» φώναξε ένα από τα αγόρια. «Τσουτσονοπειράχτρα, τσουτσονοπειράχτρα!» επανέλαβαν μεμιάς και τα υπόλοιπα. Η Νέτε έκλεισε τα μάτια της. Τα πάντα μέσα της τα ένιωθε χάλια, το διάφραγμα και την κοιλιά της, και άλλα όργανα που έως τότε ούτε που ήξερε πως υπήρχαν. Αισθανόταν μια πίεση πίσω από τις οφθαλμικές κόχες, στους κροτάφους, μέσα στο κρανίο της. Μύριζε τον ίδιο τον ιδρώτα της. Ολόκληρο το είναι της προσπαθούσε να ουρλιάξει για να εκτονώσει τον πόνο, να συνεφέρει το σώμα της. Όμως δεν μπόρεσε να ουρλιάξει, όσο κι αν το ήθελε. Ούτε μπόρεσε να απαντήσει όταν τα αγόρια τη ρώτησαν αν θα σήκωνε το φόρεμά της για να δουν πώς ήταν εκεί κάτω. Διέκρινε την προσμονή στις φωνές τους, που φανέρωνε αυτό που πραγματικά ήταν: ανόητα αγοράκια που δεν είχαν ιδέα, που

ΕΝΟΧΗ

183

έκαναν μονάχα ό,τι τους έλεγαν οι πατεράδες τους. Η άρνησή της να απαντήσει δεν τα εξόργισε απλώς, αλλά τα ντρόπιασε, κι αυτό ήταν το χειρότερο συναίσθημα που θα μπορούσε να τους προκαλέσει κάποιος. «Μια βρόμικη γουρούνα είναι», φώναξε το ένα της παρέας. «Πετάξτε τη στο ρέμα να την καθαρίσουμε». Και χωρίς καμία προειδοποίηση, τη βούτηξαν από τα μπράτσα και τα πόδια και την έριξαν μέσα στο νερό, με όλη τους τη δύναμη. Τα αγόρια άκουσαν τον παφλασμό, αλλά και το γδούπο, καθώς η Νέτε έβρισκε με το στομάχι πάνω σε έναν κρυμμένο βράχο, και την είδαν που τίναζε τα χέρια της απεγνωσμένα, ενώ το αίμα που έτρεχε ανάμεσα στα πόδια της χρωμάτιζε το νερό. Όμως κανένα από τα αγόρια δεν έκανε το παραμικρό για να τη βοηθήσει. Αντιθέτως, το έσκασαν. Κι εκεί, μέσα στο κρύο νερό, ξέσπασε η κραυγή. Η κραυγή ήταν που την έσωσε, γιατί ο πατέρας της ακολούθησε τον ήχο, την τράβηξε στην όχθη και τη μετέφερε στο σπίτι. Δυνατά μπράτσα, τρυφερά ξαφνικά. Είχε δει κι εκείνος το αίμα και κατάλαβε πως η κόρη του δεν μπορούσε πια να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Την ξάπλωσε στο κρεβάτι και άπλωσε μια δροσερή κομπρέσα πάνω στο στομάχι της, ζητώντας να τον συγχωρέσει που έχασε την ψυχραιμία του. Εκείνη, όμως, δεν είπε λέξη. Τα περονιάσματα του πόνου στο κεφάλι και στην κοιλιά της δεν της επέτρεπαν να μιλήσει. Από εκεί και ύστερα, ο πατέρας της δεν έθιξε ποτέ ξανά το θέμα ποιος την είχε αφήσει έγκυο. Το έμβρυο δε ζούσε πια, αυτό ήταν προφανές. Η μητέρα της Νέτε είχε κάνει αποβολές, πράγμα που δεν αποτελούσε μυστικό, και τα σημάδια ήταν χαρακτηριστικά. Ακόμα και η Νέτε το καταλάβαινε.

184

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Εκείνο το βράδυ, όταν το μέτωπό της άρχισε να καίει από τον πυρετό, ο πατέρας της κάλεσε το δόκτορα Βεντ. Μία ώρα αργότερα, εκείνος εμφανίστηκε συνοδευόμενος από το γιο του, τον Κουρτ, κι έδειξε να μην εκπλήσσεται από την κατάσταση της Νέτε. Σημείωσε την εξήγηση που του έδωσε ο πατέρας της, δηλαδή πως η Νέτε είχε γλιστρήσει και είχε πέσει στο ρυάκι. Τα ίδια τού είχαν πει ήδη κι άλλοι άνθρωποι, και πλέον διαπίστωνε πως αυτή πρέπει να ήταν η αλήθεια. Κρίμα που το κορίτσι είχε αρχίσει να αιμορραγεί, είπε, και ρώτησε αν η Νέτε ήταν έγκυος, καθώς ο ίδιος δεν μπήκε καν στον κόπο να την εξετάσει. Εκείνη είδε τον πατέρα της να κουνάει το κεφάλι αρνητικά, παραλυμένος από την ντροπή και την αναποφασιστικότητα. «Θα ήταν παράνομο κάτι τέτοιο», αποκρίθηκε με σιγανή φωνή. «Φυσικά και δεν είναι. Δεν υπάρχει λόγος να φωνάξουμε την Αστυνομία. Ατυχήματα συμβαίνουν». «Θα γίνεις μια χαρά και πάλι», είπε ο γιος του γιατρού και της χάιδεψε το μπράτσο. Το άγγιγμά του ήταν κάπως παρατεταμένο, ενώ τα ακροδάχτυλά του ακούμπησαν φευγαλέα τα μικρά της στήθη. Εκείνη ήταν η πρώτη φορά που αντίκρισε τον Κουρτ Βεντ, και από τότε αισθανόταν άβολα μπροστά του. Στη συνέχεια, ο πατέρας της την κοίταξε καλά για αρκετή ώρα, προτού βάλει τις σκέψεις του σε μια σειρά και της ανακοινώσει την απόφαση που έμελλε να καταστρέψει τόσο τη δική της ζωή όσο και τη δική του. «Δεν μπορώ να σε κρατήσω άλλο εδώ, Νέτε. Πρέπει να σου βρούμε μια ανάδοχη οικογένεια. Θα μιλήσω με τους υπεύθυνους το πρωί».

ΕΝΟΧΗ

185

Μετά τη ραδιοφωνική συνέντευξη του Κουρτ Βεντ, η Νέτε έμεινε να κάθεται συνοφρυωμένη στην καρέκλα της, στη μέση του καθιστικού. Ούτε καν η Άνοιξη στο Φιν του Καρλ Νίλσεν ή τα πρελούδια του Μπαχ δεν κατάφεραν να την ηρεμήσουν. Είχαν επιτρέψει στη φωνή ενός τέρατος να ακουστεί στον αέρα. Η δημοσιογράφος είχε κάνει ό,τι μπορούσε προκειμένου να περιορίσει το μονόλογό του με τις εύστοχες ερωτήσεις της, όμως εκείνος είχε αξιοποιήσει πλήρως το χρόνο που του δόθηκε, επιδέξια και με εμετική αποτελεσματικότητα. Όλες οι απόψεις που υποστήριζε παλιά όχι μόνο παρέμεναν αναλλοίωτες, αλλά έμοιαζαν να έχουν ενισχυθεί κιόλας, σε βαθμό που η Νέτε έφριξε. Ο Κουρτ Βεντ είχε δημοσιοποιήσει τους στόχους της δράσης τόσο του ίδιου όσο και της οργάνωσης που είχε ιδρύσει, και η οποία ξεκάθαρα ανήκε σε μια περασμένη εποχή. Σε μια εποχή κατά την οποία οι άνθρωποι ύψωναν τα χέρια σε ναζιστικούς χαιρετισμούς και χτυπούσαν τα τακούνια τους, δολοφονώντας κόσμο με την παρανοϊκή πεποίθηση πως ορισμένοι λαοί γεννιούνται ανώτεροι από κάποιους άλλους και ότι το δικαίωμα του διαχωρισμού της ανθρωπότητας σε άξιους και ανάξιους ανήκε αποκλειστικά και μόνο σ’ εκείνους. Η Νέτε σκόπευε να κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι της προκειμένου το τέρας να τσιμπήσει το δόλωμα, αδιαφορώντας για τις όποιες συνέπειες για την ίδια. Το σώμα της έτρεμε καθώς αναζητούσε τον αριθμό του τηλεφώνου του, ενώ τα δάχτυλά της πάσχισαν μέχρι να τον σχηματίσει σωστά. Χρειάστηκε να προσπαθήσει τρεις φορές για να πάψει να είναι η γραμμή κατειλημμένη. Πιθανότατα εκείνος είχε κατακλυστεί από τηλεφωνήματα μετά τη συνέντευξη. Η Νέτε ήλπιζε πως αυτοί που τηλεφωνούσαν ήθελαν να εκφράσουν την αγανάκτησή τους για τα όσα είχε πει.

186

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Όμως, όταν με τα πολλά κατάφερε να πιάσει γραμμή, τίποτα στη φωνή του Κουρτ Βεντ δε μαρτυρούσε πως είχε βρεθεί αντιμέτωπος με τέτοιες αντιδράσεις. «Κόμμα Καθαρότητας, Κουρτ Βεντ, λέγετε», ανακοίνωσε ευθέως, χωρίς ίχνος ντροπής. Μόλις του συστήθηκε, εκείνος αγανάκτησε και απαίτησε να μάθει τι στην ευχή προσπαθούσε να πετύχει η Νέτε, για ποιο λόγο σπαταλούσε το χρόνο του, πρώτα μ’ εκείνο το γράμμα και τώρα με τα τηλεφωνήματά της. Ήταν έτοιμος να της κλείσει το τηλέφωνο, όταν εκείνη κατάφερε να αντλήσει όσα αποθέματα δύναμης διέθετε και να τον ενημερώσει ψύχραιμα για το λόγο που τον είχε καλέσει. «Πάσχω από ανίατη ασθένεια και ήθελα να ξέρεις πως έχω συμφιλιωθεί με τα όσα συνέβησαν ανάμεσά μας. Το γράμμα που σου έστειλα αναφέρεται στην πρόθεσή μου να παραχωρήσω ένα σημαντικό ποσό, είτε σ’ εσένα απευθείας είτε στην οργάνωση που έχεις ιδρύσει. Αν δεν το έχεις κάνει ήδη, θα πρότεινα να το διαβάσεις και να εξετάσεις σοβαρά το περιεχόμενό του. Δυστυχώς, τα χρονικά περιθώρια είναι στενά». Και χωρίς άλλη λέξη, κατέβασε το ακουστικό. Το βλέμμα της στάθηκε στο μπουκάλι με το δηλητήριο, καθώς ένιωθε τα πρώτα σημάδια της ημικρανίας. Πλέον, απέμεναν μονάχα πέντε μέρες.

15

Νοέμβριος 2010

ΜΕ ΤΟ ΜΑΓΟΥΛΟ ΝΑ ΑΚΟΥΜΠΑΕΙ στον τοίχο και μια βαριά, εξωτι-

κή μυρωδιά να πολιορκεί τα ρουθούνια του, ο Καρλ ξύπνησε και αντίκρισε δυο μάτια να τον παρατηρούν προσεκτικά κι ένα στρώ-

ΕΝΟΧΗ

187

μα κοντών, σκληρών γενιών να απλώνεται μπροστά στο πρόσωπό του. «Έλα, Καρλ», είπε ο Άσαντ, τείνοντάς του ένα φλιτζάνι που άχνιζε από κάποιο καυτό υγρό. Ο Καρλ αμέσως τινάχτηκε κι ένιωσε έναν οξύ πόνο στο σβέρκο του, λες και μια μέγκενη είχε αρπάξει ξαφνικά κάποιο μυ εκεί. Όσο για το τσάι, κανονικά δεν έπρεπε να βρομάει έτσι. Έριξε μια ματιά ολόγυρα και θυμήθηκε πως, λίγο πριν κλείσει τα μάτια του, είδε πως η ώρα είχε περάσει, και κάποια στιγμή έκρινε πως δε θα τα κατάφερνε να γυρίσει με το αυτοκίνητο στο σπίτι. Του χτύπησε τα ρουθούνια η μυρωδιά από τις μασχάλες του, κι ευχήθηκε να το είχε επιχειρήσει. «Αυθεντικό τσάι από την Αρ Ράκα», είπε ο Άσαντ με τραχιά φωνή. «Από την Αρ Ράκα», επανέλαβε ο Καρλ. «Τι απαίσιο όνομα! Τι είναι, καμιά αρρώστια; Έτσι λέτε την καταρροή στον τόπο σου;» Ο Άσαντ χαμογέλασε. «Η Αρ Ράκα είναι μια ωραιότατη πόλη, χτισμένη στον Ευφράτη». «Στον Ευφράτη; Πού ακούστηκε τσάι από τον Ευφράτη; Και, τέλος πάντων, για ποια χώρα μιλάμε;» «Για τη Συρία, φυσικά». Ο Άσαντ έβαλε δύο γεμάτες κουταλιές ζάχαρης στο φλιτζάνι και του το πρόσφερε. «Άσαντ, απ’ όσο ξέρω, στη Συρία δεν καλλιεργούν τσάι». «Θα σου κάνει καλό, Καρλ. Όλη νύχτα έβηχες». Ο Καρλ τέντωσε τους μυς του σβέρκου του, όμως μάλλον χειρότερα έκανε τα πράγματα. «Με τη Ρόζε τι έγινε, τελικά πήγε στο σπίτι της;» «Όχι, ξενύχτησε στην τουαλέτα. Είναι η σειρά της τώρα». «Τελευταία φορά που την είδα, δεν ήταν άρρωστη». «Την έπιασε αργότερα».

188

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

«Και τώρα πού βρίσκεται;» Ήλπιζε πως η απάντηση θα ήταν «κάπου μακριά». «Στη Βασιλική Βιβλιοθήκη, ψάχνει βιβλία που αναφέρονται στο Σπρόγκε. Και όποτε δεν έτρεχε στην τουαλέτα, ήταν στο διαδίκτυο και διάβαζε. Να, σου έχω εδώ αυτά», είπε ο Άσαντ, δίνοντας στον Καρλ μερικές εκτυπωμένες σελίδες, πιασμένες με συρραπτικό. «Δώσε μου ένα λεπτό να φρεσκαριστώ κάπως, εντάξει, Άσαντ;» «Φυσικά, Καρλ. Και όση ώρα διαβάζεις, μπορείς να φας όσα θες από αυτά. Προέρχονται από το ίδιο μέρος με το τσάι. Είναι πάρα πάρα πάρα πολύ νόστιμα». Ναι, καλά, σκέφτηκε ο Καρλ, καθώς παρατηρούσε το πακέτο με τα αραβικά γράμματα και μια φωτογραφία μπισκότου που ακόμα και ναυαγός θα στράβωνε τα μούτρα του βλέποντάς το. «Ευχαριστώ, Άσαντ», μουρμούρισε, καθώς τραβούσε παραπατώντας προς την τουαλέτα, για να σουλουπωθεί όπως μπορούσε. Ύστερα θα φρόντιζε για το πρωινό του. Η Λις, συνήθως, είχε φυλαγμένο κάτι νόστιμο στο γραφείο της στον τρίτο όροφο. Ανυπομονούσε ήδη.

«Κοίτα να δεις σύμπτωση, πάνω που θα σου τηλεφωνούσα», είπε η Λις, ενώ τα ελαφρώς στραβά μπροστινά της δόντια αποκαλύπτονταν σε ένα ακαταμάχητα λαχταριστό χαμόγελο. «Κατάφερα να εντοπίσω τον ξάδερφό σου, τον Ρόνι, και δεν ήταν καθόλου εύκολο, αν θες να ξέρεις. Ο τύπος αλλάζει διευθύνσεις με τη συχνότητα που εμείς αλλάζουμε πιτζάμες». Ο Καρλ έφερε στο νου του τα δύο ξεθωριασμένα μακό που φορούσε εναλλάξ τη νύχτα, προτού αποδιώξει την εικόνα κουνώντας το κεφάλι του. «Λοιπόν, πού βρίσκεται τώρα;» ρώτησε, προσπαθώντας να μοιάζει λιγότερο ατημέλητος απ’ όσο ήταν.

ΕΝΟΧΗ

189

«Νοίκιασε ένα διαμέρισμα στο Βανλούζε. Εδώ σου έχω τον αριθμό του κινητού του. Είναι καρτοκινητό, απλώς σ’ το λέω για να ξέρεις». Στο Βανλούζε! Ο Καρλ περνούσε από εκεί κάθε μέρα. Μικρός που είναι ο κόσμος. «Η ξινή πού χάθηκε; Δε φαντάζομαι να αρρώστησε κι αυτή;» ρώτησε ο Καρλ, γνέφοντας προς την κενή καρέκλα της κυρίας Σέρενσεν. «Μπα, αυτή είναι σαν κι εμένα. Δεν τη σταματάει τίποτα», απάντησε η Λις, κοιτάζοντας προς τα αποψιλωμένα γραφεία του Τμήματος Ανθρωποκτονιών. «Σε αντίθεση με τα ψοφίμια του “και καλά” ισχυρού φύλου που κυκλοφορούν εδώ πέρα. Όχι, η Κάτα είναι στο σεμινάριό της. Τελευταία μέρα σήμερα». Η Κάτα; Δεν μπορεί να έλεγαν Κάτα εκείνη τη γριά κλώσα. Μήπως του έκανε πλάκα η Λις; «Η Κάτα... η κυρία Σέρενσεν, δηλαδή;» Η Λις έγνεψε καταφατικά. «Το κανονικό της είναι Καταρίνα. Προτιμάει το Κάτα, όμως». Ο Καρλ επέστρεψε τρεκλίζοντας στο υπόγειο. Τίποτα, ήταν τρελοκομείο εκεί πάνω.

«Διάβασες τις εκτυπώσεις μου;» ρώτησε η Ρόζε, αμέσως μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία του. Έμοιαζε με όρθιο πτώμα. «Όχι ακόμα. Μήπως να γυρνούσες στο σπίτι σου, Ρόζε;» «Αργότερα, μπορεί. Πρώτα πρέπει να συζητήσουμε κάτι». «Το φοβόμουν πως αυτό θα έλεγες. Τι τρέχει με το Σπρόγκε;» «Η Γκίτε Τσαρλς και η Ρίτα Νίλσεν βρίσκονταν εκεί κατά το ίδιο διάστημα». «Και...;» είπε ο Καρλ, σαν να μην αντιλαμβανόταν τη σημασία

190

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

της σύμπτωσης, παρότι την κατανοούσε απόλυτα. Η Ρόζε είχε κάνει πρώτης τάξεως δουλειά, και αυτό το ήξεραν και οι τρεις τους. «Αυτό σημαίνει πως πρέπει να γνωρίζονταν οι δυο τους», είπε η Ρόζε. «Η Γκίτε Τσαρλς ανήκε στο προσωπικό και η Ρίτα ήταν τρόφιμος εκεί». «Τρόφιμος; Τι θες να πεις;» «Μάλλον δεν ξέρεις πολλά πράγματα για το Σπρόγκε, έτσι δεν είναι, Καρλ;» «Κοίτα, ξέρω πως είναι ένα νησάκι ανάμεσα στο Σγιέλαν και το Φιν, πως η Γέφυρα του Στόαρμπελτ περνάει από πάνω του και ότι μπορούσες να το δεις από τα πορθμεία την εποχή που λειτουργούσαν ακόμα στη γραμμή. Υπάρχει κι ένας φάρος εκεί. Κι ένας λόφος, κι ένας σκασμός χορτάρι». «Και ορισμένα κτίρια επίσης, σωστά;» «Σωστά. Από τότε που έφτιαξαν τη γέφυρα, φαίνονται αρκετά καλά, ειδικά όταν έρχεσαι από το Σγιέλαν. Κίτρινα δεν είναι;» Ο Άσαντ τούς πλησίασε. Καλοχτενισμένος και ξυρισμένος πλέον, αν και του έτρεχε αίμα από τα σημεία όπου είχε κοπεί στο πιγούνι και το λαιμό. Ίσως έπρεπε να βάλουν ρεφενέ να του αγοράσουν ένα καινούριο ξυράφι. Η Ρόζε έγειρε το κεφάλι της στο πλάι. «Φαντάζομαι πως έχεις ακούσει για το άσυλο γυναικών στο νησί, Καρλ». «Φυσικά. Για ένα διάστημα έστελναν εκεί γυναίκες που είχαν ατυχήσει στη ζωή τους, έτσι δεν είναι;» «Επίτρεψέ μου να σε διαφωτίσω. Θα είμαι σύντομη, οπότε δώσε βάση. Κι εσύ επίσης, Άσαντ». Ύψωσε το δείκτη της, σαν δασκάλα του παλιού καιρού. Αυτή ήταν η Ρόζε, στο στοιχείο της. «Η ιστορία ξεκίνησε το 1923, από κάποιον Κρίστιαν Κέλερ, ο οποίος ήταν γιατρός και ασχολούνταν με άτομα που εμφάνιζαν

ΕΝΟΧΗ

191

υστέρηση. Κάποια χρόνια είχε την ευθύνη διαφόρων ιδρυμάτων για άτομα με νοητικά προβλήματα, μεταξύ τον οποίων συγκαταλεγόταν και ένα στο Μπράινινγκ. Όλα αυτά ήταν γνωστά ως Ιδρύματα Κέλερ. Ο ίδιος ανήκε σ’ εκείνη την κατηγορία γιατρών που πιστεύουν ακράδαντα ότι διαθέτουν το αλάθητο, με αποτέλεσμα να θεωρεί ότι μπορούσε να κρίνει ποιοι άνθρωποι δε διέθεταν την ικανότητα να διαδραματίσουν αυτό που ο ίδιος ονόμαζε “κατάλληλο ρόλο” στην κοινωνία. »Οι θεωρίες του, οι οποίες οδήγησαν στη συγκρότηση του ιδρύματος στο Σπρόγκε, βασίζονταν στις ευγονικές αντιλήψεις περί κοινωνικής υγείας, οι οποίες γνώριζαν άνθιση εκείνη την περίοδο. Επρόκειτο για απόψεις περί “ανεπαρκούς γενετικού υλικού”, τον περιορισμό των εκφυλισμένων απογόνων και, γενικά, για κάτι τέτοιες μαλακίες». Ο Άσαντ χαμογέλασε. «Ευγονική! Ναι, ξέρω πολύ καλά το θέμα. Είναι αυτό που κόβεις τα μπαλάκια από τα αγόρια για να μπορούν να πιάνουν τις ψιλές νότες. Είχαμε πολλές τέτοιες περιπτώσεις στα παλιά χαρέμια της Μέσης Ανατολής». «Αυτοί είναι ευνούχοι, Άσαντ», είπε ο Καρλ, θέλοντας να τον διορθώσει, αλλά τότε παρατήρησε το πονηρό χαμόγελο στο πρόσωπο του βοηθού του. Έκανε και χιούμορ, ο κύριος. «Καρλ, αστειεύομαι τώρα. Το έψαξα χτες τη νύχτα. Η λέξη ευγονική έχει ελληνική ρίζα και σημαίνει “καλά γεννημένος”. Είναι μια θεωρία η οποία κατατάσσει τους ανθρώπους ανάλογα με την καταγωγή και το περιβάλλον τους». Χτύπησε φιλικά τον Καρλ στον ώμο. Ήταν προφανές πως είχε αρκετά καλύτερη αντίληψη του θέματος απ’ ό,τι ο προϊστάμενός του. Την επόμενη στιγμή, όμως, το χαμόγελό του εξαφανίστηκε. «Αλλά να σου πω κάτι; Τη σιχαίνομαι αυτή την ιδέα», πρόσθεσε σκυθρωπός. «Σιχαίνομαι που ορισμένοι άνθρωποι νομίζουν

192

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

πως είναι ανώτεροι από τους άλλους. Φυλετική υπεροχή, καταλαβαίνεις; Η ιδέα πως ορισμένοι άνθρωποι αξίζουν παραπάνω απ’ ό,τι οι άλλοι». Κοίταξε κατάματα τον Καρλ. Ήταν η πρώτη φορά που ο Άσαντ είχε κάνει κάποιο σχόλιο γι’ αυτά τα θέματα. «Όμως πολλοί άνθρωποι σκέφτονται έτσι», συνέχισε. «Αισθάνονται πως είναι καλύτεροι. Νομίζουν πως αυτό είναι το θέμα. Το να είσαι άνθρωπος σημαίνει να προσπαθείς να είσαι καλύτερος από τους άλλους, σωστά δε λέω;» Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά. Απ’ ό,τι καταλάβαινε, ο Άσαντ είχε γνωρίσει από πρώτο χέρι τις διακρίσεις. Φυσικά και τις είχε γνωρίσει. «Αυτό που ακολούθησε θα μπορούσε να περιγραφεί ως κομπογιαννιτισμός», συνέχισε η Ρόζε. «Οι γιατροί δεν είχαν ιδέα τι έκαναν. Εφόσον η συμπεριφορά μιας γυναίκας κρινόταν αντικοινωνική, έμπαινε στο στόχαστρο σε χρόνο μηδέν. Ειδικά οι γυναίκες που θεωρούνταν “ελαφριάς ηθικής”. Χαρακτηρίζονταν ως άτομα “χαμηλού σεξουαλικού ήθους” και στιγματίζονταν ως υπεύθυνες για την εξάπλωση αφροδίσιων νοσημάτων και τη γέννηση εκφυλισμένων παιδιών. Οι γυναίκες αυτές στέλνονταν στο Σπρόγκε επ’ αόριστον, χωρίς να έχουν καταδικαστεί για το παραμικρό. Οι γιατροί θεωρούσαν ότι μπορούσαν να ενεργούν έτσι. Θεωρούσαν πως είχαν το δικαίωμα και το καθήκον να λειτουργούν έτσι, επειδή οι γυναίκες αυτές δεν αποτελούσαν μέρος της “φυσιολογικής” κοινωνίας, στην οποία ανήκαν όλοι οι υπόλοιποι». Η Ρόζε παρέμεινε σιωπηλή για λίγο, για να προσδώσει βαρύτητα σε όσα είπε στη συνέχεια. «Έτσι όπως το βλέπω εγώ, ήταν ένα μάτσο μισαλλόδοξοι, υπερφίαλοι, φαντασμένοι τσαρλατάνοι, οι οποίοι έσπευδαν να επέμβουν κάθε φορά που κάποια ενορία ήθελε να ξεφορτωθεί

ΕΝΟΧΗ

193

όποια γυναίκα είχε θίξει τις ευαισθησίες του τοπικού άρχοντα. Οι γιατροί αυτοί νόμιζαν πως ήταν ο Θεός». Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά. «Ναι, ή αλλιώς ο ίδιος ο Σατανάς», είπε. «Ειλικρινά, όμως, πίστευα πως οι γυναίκες που κατέληγαν στο νησί υστερούσαν νοητικά. Όχι πως αυτό δικαιολογεί την αντιμετώπιση που τους επιφύλασσαν», πρόσθεσε. «Το ακριβώς αντίθετο, θα έλεγα». «Ναι, καλά...» σχολίασε περιφρονητικά η Ρόζε. «Βέβαια, τις αποκαλούσαν γυναίκες “μειωμένης νοημοσύνης”. Κι ίσως πράγματι να είχαν κάποιο θέμα, σύμφωνα με τα ηλίθια και πρωτόγονα τεστ νοημοσύνης στα οποία τις υπέβαλλαν οι γιατροί. Όμως ποιος τους έδινε το δικαίωμα να χαρακτηρίζουν έτσι αυτές τις γυναίκες, μόνο και μόνο επειδή είχαν περάσει τη ζωή τους χωρίς να τους δοθούν τα κατάλληλα ερεθίσματα; Οι περισσότερες θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι περιπτώσεις ερμηνεύσιμες με κοινωνικά κριτήρια, κι όμως αντιμετωπίζονταν σαν εγκληματίες και κατώτερα όντα. Φυσικά, κάποιες λίγες ήταν πραγματικά ψυχικά ασθενείς ή υστερούσαν κατά κάποιον τρόπο, όμως σίγουρα όχι όλες τους, ούτε για αστείο. Και, τέλος πάντων, πότε ακριβώς ποινικοποιήθηκε η βλακεία στη Δανία; Αν είχε συμβεί κάτι τέτοιο, τότε πολλοί από τους πολιτικούς μας δε θα μπορούσαν να κυκλοφορούν ελεύθεροι σήμερα, έτσι δεν είναι; Αυτό που γινόταν ήταν μια απολύτως απαράδεκτη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η Διεθνής Αμνηστία και το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δε θα ήξεραν από πού να πρωτοπιάσουν την υπόθεση, και το χειρότερο απ’ όλα είναι πως το ίδιο πράγμα εξακολουθεί να συμβαίνει μέχρι σήμερα στο μικρό βασίλειό μας. Αναλογιστείτε μόνο πόσο συχνά χρησιμοποιούνται τα δεσμά στην ψυχιατρική. Σκεφτείτε όλους εκείνους τους ανθρώπους που τους πλακώνουν στα χάπια και τα φάρμακα, για να καταλήξουν να μαραζώσουν και να πεθάνουν. Σκεφτείτε πόσοι άνθρωποι δεν παίρνουν την υπηκοότητα απλώς

194

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

και μόνο επειδή δεν μπορούν να δώσουν τη σωστή απάντηση σε ένα σωρό ηλίθιες ερωτήσεις που δεν έχουν καμία απολύτως σημασία». Η Ρόζε σχεδόν έφτυνε τα λόγια της. Είτε την έχει επηρεάσει η αϋπνία είτε πρόκειται για βαριά περίπτωση προεμμηνορροϊκού συνδρόμου, σκέφτηκε ο Καρλ, καθώς έφερνε το χέρι στην τσέπη για να βρει τα μπισκότα με τα οποία τον είχε προμηθεύσει η Λις. Πρόσφερε ένα στη Ρόζε, όμως εκείνη έγνεψε αρνητικά. Ο Καρλ είχε ξεχάσει τελείως πως η ίωση την είχε χτυπήσει στο στομάχι. Ούτε και ο Άσαντ θέλησε να πάρει μπισκότο. Τέλεια. Έτσι θα του έμεναν όλα. «Κοίτα, Καρλ. Δεν υπήρχε τρόπος διαφυγής από το Σπρόγκε. Ήταν μια επίγεια Κόλαση για εκείνες τις γυναίκες, το καταλαβαίνεις; Θεωρούνταν ασθενείς, όμως θεραπεία δεν υπήρχε, γιατί δεν επρόκειτο για νοσοκομείο. Ούτε και φυλακή ήταν, ωστόσο οι γυναίκες παρέμεναν εκεί επ’ αόριστον. Ορισμένες πέρασαν σχεδόν ολόκληρη τη ζωή τους χωρίς καμία επαφή με τις οικογένειές τους ή με οποιονδήποτε άλλο άνθρωπο έξω από το νησί. Και όλα αυτά συνεχίζονταν μέχρι το 1961. Δηλαδή, μιλάμε για τη δική σου εποχή, Καρλ, το συνειδητοποιείς αυτό;» Ήταν σαφές πως η υπόθεση αυτή είχε ξυπνήσει το περί δικαίου αίσθημα της Ρόζε. Ο Καρλ ήταν έτοιμος να διαμαρτυρηθεί πως τον φόρτωνε με παραπάνω χρόνια, όμως συνειδητοποίησε πως εκείνη καλά τα έλεγε. Όλα αυτά πράγματι συνέβαιναν όταν ο ίδιος είχε γεννηθεί. Οριακά έστω, όμως και πάλι ένιωθε κατάπληκτος. «Εντάξει». Έγνεψε καταφατικά. «Επομένως, ο Κρίστιαν Κέλερ, όπως είπες, κανόνισε να εκτοπιστούν όλες αυτές οι γυναίκες στο Σπρόγκε, επειδή έκρινε πως δεν ήταν ικανές να ζήσουν μια φυσιολογική ζωή, σωστά; Και κάπως έτσι κατέληξε στο νησί και η Ρίτα Νίλσεν;»

ΕΝΟΧΗ

195

«Ναι. Έμεινα ξύπνια όλη νύχτα διαβάζοντας για εκείνους τους απαίσιους ανθρώπους. Για τον Κέλερ και το διάδοχό του, τον Βίλενσκο, από το Μπράινινγκ. Οι δυο τους ήταν τα αφεντικά του Σπρόγκε, από το 1923 μέχρι και δύο χρόνια προτού κλείσει το ίδρυμα, το 1961. Μιλάμε για σχεδόν πενήντα χρόνια, και σε όλο αυτό το διάστημα περισσότερες από χίλιες πεντακόσιες γυναίκες στάλθηκαν στο νησί επ’ αόριστον, και δεν ήταν κατασκήνωση εκεί πέρα, αυτό μπορώ να σου το πω στα σίγουρα. Η μεταχείρισή τους ήταν σκληρή, όπως και η δουλειά. Το προσωπικό, ανεπαρκώς εκπαιδευμένο, θεωρούσε τις “κοπέλες”, όπως τις αποκαλούσαν, κατώτερες. Επιβαλλόταν άτεγκτη πειθαρχία, και οι γυναίκες βρίσκονταν υπό διαρκή παρακολούθηση. Υπήρχαν και κελιά για την τιμωρία όσων ξεπερνούσαν τα αποδεκτά όρια. Μιλάμε για μέρες ολόκληρες στην απομόνωση. Κι αν κάποιες άρχιζαν να τρέφουν ελπίδες πως θα ξέφευγαν κάποια στιγμή από εκεί πέρα, πρώτα έπρεπε να συμφιλιωθούν με την προοπτική της στείρωσης. Αναγκαστική στείρωση! Τους στερούσαν όχι μόνο τη σεξουαλικότητά τους, αλλά και τα αναπαραγωγικά τους όργανα, Καρλ». Τίναξε το κεφάλι της οργισμένα και κλότσησε τον τοίχο. «Τα καθάρματα! Είναι ασύλληπτο, ρε γαμώτο!» «Είσαι εντάξει, Ρόζε;» ρώτησε ο Άσαντ, ακουμπώντας απαλά την παλάμη του πάνω στο μπράτσο της. «Κατάχρηση εξουσίας, αυτό ήταν. Κατάχρηση του χειρίστου είδους», είπε εκείνη, έχοντας μια έκφραση που πρώτη φορά έβλεπε ο Καρλ. «Φανταστείτε, τις εκτόπιζαν σε ένα νησί και τις άφηναν εκεί να σαπίζουν. Εμείς οι Δανοί δεν είμαστε διόλου καλύτεροι από αυτούς που τάχα μου απεχθανόμαστε», είπε μέσ’ από τα δόντια της. «Το ίδιο σκάρτοι μ’ εκείνους που λιθοβολούν μοιχαλίδες ή τους Ναζί που δολοφονούσαν όσους είχαν κάποια ψυχική ή σωματική υστέρηση. Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, τα όσα συνέβησαν στο Σπρόγκε ήταν τα ίδια με αυτά που πέρασαν οι αντιφρονού-

196

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

ντες στο σοβιετικό μπλοκ στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Σκατά καλύτεροι είμαστε, ακούτε που σας λέω!» Και με αυτά τα λόγια, έκανε μεταβολή και τράβηξε γραμμή για την τουαλέτα. Προφανώς, το στομάχι της εξακολουθούσε να την ταλαιπωρεί. «Ουφ», έκανε ο Καρλ. «Έτσι ακριβώς ήταν όλη νύχτα», είπε ο Άσαντ, σχεδόν ψιθυριστά. Δεν υπήρχε περίπτωση να διακινδυνεύσει να τον ακούσει η Ρόζε. «Αν θες τη γνώμη μου, παράξενα αντιδρά. Ίσως σύντομα να μας στείλει την Ίρσα». Ο Καρλ μισόκλεισε τα μάτια του. Μια επίμονη υποψία έκανε την επανεμφάνισή της. «Λες η Ρόζε να έχει προσωπική εμπειρία από τέτοιου είδους αντιμετώπιση, αυτό εννοείς, Άσαντ;» Ο Άσαντ ανασήκωσε τους ώμους. «Το μόνο που λέω είναι πως κάτι την πληγώνει μέσα της, σαν πέτρα που έχει τρυπώσει στο παπούτσι».

Ο Καρλ στάθηκε και κοίταξε το τηλέφωνο για ένα δευτερόλεπτο, προτού σηκώσει το ακουστικό και σχηματίσει τον αριθμό του Ρόνι. Το τηλέφωνο χτύπησε για αρκετή ώρα προτού διακόψει την κλήση ο Καρλ. Περίμενε είκοσι δευτερόλεπτα και ύστερα δοκίμασε ξανά. «Ναι;» ακούστηκε μια τραχιά φωνή, ταλαιπωρημένη από τα χρόνια, το αλκοόλ και τα ξενύχτια. «Όλα εντάξει, Ρόνι;» είπε ο Καρλ. Καμία απάντηση. «Ο Καρλ είμαι». Και πάλι καμία απάντηση. Μίλησε κάπως δυνατότερα, κι ύστερα ακόμα πιο δυνατά,

ΕΝΟΧΗ

197

ώσπου αντιλήφθηκε κάποια δραστηριότητα στην άλλη άκρη της γραμμής, ένα πνιχτό ρουθούνισμα, σαν να προσπαθούσε κάποιος να ανασάνει, ένα κύμα βήχα για να φύγει το φλέγμα στο λαρύγγι έπειτα από εξήντα τσιγάρα, οι γόπες των οποίων κατέκλυζαν, κατά πάσα πιθανότητα, το τασάκι. «Πώς είπες;» ρώτησε τελικά η φωνή. «Ο ξάδερφός σου, ο Καρλ, είμαι. Πώς πάει;» Νέο κύμα βήχα, κι ύστερα: «Τι ώρα είναι;» Ο Καρλ κοίταξε το ρολόι του τοίχου. «Εννέα και τέταρτο». «Εννέα και τέταρτο! Πλάκα μού κάνεις; Ούτε φωνή ούτε ακρόαση εδώ και δέκα χρόνια, και τώρα τηλεφωνείς στις εννέα και τέταρτο, ρε γαμώτο;» Κι αμέσως μετά του έκλεισε το τηλέφωνο. Κάποια πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ. Ο Καρλ μπορούσε να τον φανταστεί. Σίγουρα θα ήταν γυμνός, φορώντας μόνο εκείνες τις κάλτσες που δεν έβγαζε με τίποτα. Με τα νύχια των ποδιών του να μην έχουν κοπεί εδώ και μήνες και το πρόσωπό του αξύριστο. Ένας μεγαλόσωμος άντρας που προτιμούσε τα σκοτεινά δωμάτια και την ελάχιστη επαφή με τον ήλιο σε όποια γωνιά του πλανήτη κι αν βρισκόταν. Κι αν πράγματι είχε αδυναμία στην Ταϊλάνδη, σίγουρα δεν είχε να κάνει με την επιθυμία του να μαυρίσει. Σε λιγότερο από δέκα λεπτά, του ξανατηλεφώνησε. «Τι νούμερο είναι αυτό, Καρλ; Πού βρίσκεσαι;» «Στο γραφείο μου, στα Κεντρικά της Αστυνομίας». «Ανάθεμα!» «Ακούω διάφορα για εσένα, Ρόνι. Πρέπει να μιλήσουμε, εντάξει;» «Σαν τι διάφορα, δηλαδή;» «Ξεφουρνίζεις κουβέντες σε κάτι καταγώγια ανά τον πλανήτη σχετικά με το θάνατο του πατέρα σου, και μπλέκεις κι εμένα». «Ποιος το λέει αυτό;»

198

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

«Κάποιοι συνάδελφοι». «Να τους πεις να πάνε να κοιταχτούν σε κανένα γιατρό». «Θα μπορούσες να περάσεις από εδώ;» «Τι, από τα Κεντρικά της Αστυνομίας; Θα αστειεύεσαι. Δε μου λες, φύρανες τελείως από την τελευταία φορά που σε είδα; Λοιπόν, αν είναι να μιλήσουμε, θα πρέπει να αξίζει ο κόπος μου». Από στιγμή σε στιγμή, θα πρότεινε κάποια συμφωνία που θα είχε να κάνει με χρήματα. Χρήματα τα οποία θα έπρεπε να βρει ο Καρλ και τα οποία θα ξοδεύονταν σε ποτά. «Το λοιπόν, κερνάς τα ποτά και κάτι για μάσα. Στο “Τίβολι Χολ”, είναι λίγο παρακάτω από εκεί όπου βρίσκεσαι τώρα». «Πρώτη φορά το ακούω». «Απέναντι από το “Ρίο Μπράβο”, ντε. Αυτό σίγουρα ξέρεις που είναι. Στη γωνία της Στόρμγκεδε». Εφόσον ήξερε πως ο Καρλ γνώριζε το «Ρίο Μπράβο», τότε για ποιο λόγο δεν πρότεινε να βρεθούν εκεί, ο ηλίθιος; Κανόνισαν την ώρα, και ο Καρλ έμεινε στη θέση του για λίγο αφότου έκλεισε το τηλέφωνο, προσπαθώντας να σκεφτεί τι θα μπορούσε να πει που θα κατάφερνε να εισχωρήσει στο χοντρό κεφάλι του πανίβλακα ξαδέρφου του. Η Μόνα θα είναι αυτή, σκέφτηκε, όταν το τηλέφωνο χτύπησε ξανά. Κοίταξε το ρολόι. Εννέα και μισή. Ικανή την είχε να τον παίρνει τέτοια ώρα. Και μόνο στη σκέψη της, το στομάχι του πετάρισε. «Γεια», είπε, όμως η φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής δεν ήταν της Μόνα και σίγουρα δεν ήταν σέξι. Περισσότερο με κλοτσιά στα δόντια έμοιαζε. «Μπορείς να έρθεις λιγάκι πάνω, Καρλ;» Ήταν ο Τόμας Λάουρσεν, ο ικανότερος τεχνικός της Σήμανσης δυτικά της Κοπεγχάγης, μέχρι που η ένταση της δουλειάς τον γονάτισε και μια επιτυχία στο λόττο, τα κέρδη της οποίας εξανεμίστηκαν σε περίερ-

ΕΝΟΧΗ

199

γες επενδύσεις, του πρόσφερε το εισιτήριο προς την ελευθερία. Πλέον είχε επιστρέψει, είχε αναλάβει την καντίνα στον τέταρτο όροφο και τα πήγαινε μια χαρά, τουλάχιστον έτσι μάθαινε ο Καρλ, και ήταν καιρός να περάσει από εκεί και να το διαπιστώσει ιδίοις όμμασι. Ιδού η ευκαιρία. «Τι σε απασχολεί, Τόμας;» «Το πτώμα που βρήκαν στο Άμαρ χτες».

Το μόνο πράγμα που θύμιζε την παλιά καντίνα προτού οι αρμόδιοι αποφασίσουν πως χρειάζονταν κάτι πιο σύγχρονο, ήταν πως εξακολουθούσε να επικρατεί ο ίδιος χαμός από κόσμο. «Όλα εντάξει;» ρώτησε ο Καρλ το θηριώδη πρώην συνάδελφό του, παίρνοντας σαν απάντηση ένα κάπως αόριστο νεύμα. «Ε, ξέρεις πώς είναι τα πράγματα. Μάλλον δε θα καταφέρω να εξοφλήσω με τη μία τη Ferrari που παρήγγειλα χτες, όμως κατά τα άλλα...» είπε ο Λάουρσεν χαμογελώντας πλατιά, ενώ τραβούσε τον Καρλ μέσα στην κουζίνα. Εδώ, το πρόσωπό του πήρε σοβαρή έκφραση. «Έχεις ιδέα πόσο δυνατά μιλούν οι άνθρωποι όση ώρα κάθονται εδώ πέρα και ντερλικώνουν, Καρλ;» ρώτησε με χαμηλή φωνή. «Εγώ, μια φορά, ούτε που μπορούσα να το φανταστώ, μέχρι που ανέλαβα αυτό το μέρος». Άνοιξε μια μπίρα και την πρόσφερε στον Καρλ. «Λοιπόν. Πώς θα σου φαινόταν αν σου έλεγα ότι άκουσα κάποιον να σχολιάζει πως εσύ και ο Μπακ κοντέψατε να αρπαχτείτε για εκείνη την υπόθεση στο Άμαρ; Αλήθεια είναι;» Ο Καρλ κατέβασε μια γουλιά από το μπουκάλι. Λες και δεν είχε αρκετές σκοτούρες ήδη. «Δεν είχε να κάνει ακριβώς μ’ εκείνη την υπόθεση. Γιατί;»

200

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

«Πέρασε ο Μπακ από εδώ χτες, κι έτσι όπως τα έλεγε, ήταν σαν εσύ να τη γλίτωσες με ύποπτο τρόπο από εκείνη την υπόθεση στο Άμαρ, ενώ ο Άνκερ σκοτώθηκε και ο Χάρντι έμεινε παράλυτος. Σαν να θεωρούσε, δηλαδή, πως εσύ ήθελες να δώσεις την εντύπωση πως χτυπήθηκες. Έλεγε πως το επιπόλαιο τραύμα στον κρόταφο δεν ήταν δυνατό να σε είχε αφήσει αναίσθητο και πως ο καθένας θα μπορούσε να είχε σκηνοθετήσει ένα τέτοιο χτύπημα από μικρή απόσταση». «Α, τον μπάσταρδο! Φταίω εγώ που τον βοήθησα με την ιστορία της αδερφής του. Το αχάριστο κάθαρμα. Και σε ποιον έλεγε όλες αυτές τις βλακείες; Ποιος θα διαδώσει αυτές τις παπαριές;» Ο Λάουρσεν έγνεψε αρνητικά. Δεν ήθελε να πει. Προφανώς, θα ήταν κακό για τη δουλειά του αν οι πελάτες του στην καντίνα αισθάνονταν πως δεν μπορούσαν να ξεσκάσουν εκεί. Πράγμα το οποίο ποσώς ενοχλούσε τον Καρλ, όσο τα κουτσομπολιά δεν αφορούσαν τον ίδιο. «Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, είναι κάτι που ακούγεται γενικά εδώ γύρω, Καρλ, δυστυχώς. Όμως δεν είναι μονάχα αυτό». «Τι άλλο;» Ο Καρλ ακούμπησε την μπίρα του πάνω σε ένα ψυγείο. Δεν ήθελε να ζέχνει αλκοόλ σε δύο λεπτά από τώρα, όταν θα βρισκόταν μπροστά στο διοικητή, για να σηκώσει το κτίριο στο πόδι. «Η Σήμανση βρήκε ορισμένα σημαντικά αντικείμενα χτες στις τσέπες του πτώματος. Πέντε δανικά νομίσματα, εκ των οποίων το ένα, της μιας κορόνας για την ακρίβεια, είχε παραχωθεί σε μια ζάρα, απ’ ό,τι κατάλαβα, και ήταν το πιο πρόσφατο». «Από πότε;» «Από το 2006. Πράγμα που σημαίνει πως το πτώμα ήταν θαμμένο εκεί πέρα για τέσσερα χρόνια, το πολύ. Όμως έχει κι άλλο». «Λογικό είναι. Τι άλλο βρήκαν;»

ΕΝΟΧΗ

201

«Δύο από τα νομίσματα ήταν τυλιγμένα σε διαφανή μεμβράνη, και υπήρχαν αποτυπώματα πάνω τους. Δύο δεξιοί δείκτες, από διαφορετικά άτομα». «Εντάξει. Και τι συμπέρασμα βγάζουν από αυτό;» «Τα αποτυπώματα είναι πολύ καθαρά και καλοδιατηρημένα, οπότε ο τρόπος που τυλίχτηκαν τα νομίσματα εξυπηρετούσε ένα σκοπό, θα έλεγα». «Και τίνος είναι τα αποτυπώματα;» «Το ένα είναι του Άνκερ Χένινγκσεν». Τα μάτια του Καρλ γούρλωσαν. Θυμήθηκε την έκφραση καχυποψίας στο πρόσωπο του Χάρντι και τον τόνο της φωνής του όταν του έλεγε για τον εθισμό του Άνκερ στην κοκαΐνη. Ο Λάουρσεν τού έδωσε ξανά την μπίρα του, προτού τον παρατηρήσει με διερευνητικό βλέμμα και πει: «Το δεύτερο αποτύπωμα είναι δικό σου, Καρλ».

16

Αύγουστος 1987

Ο ΚΟΥΡΤ ΒΕΝΤ ΚΑΘΙΣΕ για λίγο, ζυγίζοντας το γράμμα της Νέτε

στην παλάμη του, προτού ανοίξει το φάκελο με την ίδια αδιαφορία που θα επιφύλασσε σε ένα διαφημιστικό έντυπο κάποιας φαρμακευτικής εταιρείας. Κάποτε, η Νέτε ήταν η κοπέλα που είχε αφυπνίσει τις βάναυσες παρορμήσεις του, όμως έκτοτε είχαν μεσολαβήσει δεκάδες άλλες. Επομένως, ποιος ο λόγος να σπαταλήσει το χρόνο του με την περίπτωση εκείνης της ασήμαντης χωριατοπούλας; Τι ενδιαφέρον θα μπορούσαν να έχουν οι απόψεις ή οι σκέψεις της; Διάβασε το γράμμα και ύστερα το άφησε κατά μέρος, χαμογελώντας.

202

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Το τσουλάκι. Φιλανθρωπία και συγχώρεση, ποιος θα περίμενε μια τέτοια εξέλιξη; Και τι λόγο είχε εκείνος να πιστέψει έστω μία λέξη απ’ όσα του έγραφε; «Καλή προσπάθεια, Νέτε Χέρμανσεν», είπε μεγαλόφωνα. «Πρώτα, όμως, θα σε τσεκάρω». Άνοιξε το πάνω συρτάρι του γραφείου του, τραβώντας το έξω ώσπου άκουσε το κλικ, και ύστερα έσπρωξε την επιφάνεια του γραφείου για να αποκαλυφθεί η ρηχή εσοχή μέσα στην οποία φύλαγε την πολύτιμη ατζέντα του. Την άνοιξε σε μία από τις πρώτες σελίδες, πήρε ένα τηλέφωνο και συστήθηκε. «Χρειάζομαι έναν αριθμό μητρώου. Μπορείτε να με βοηθήσετε; Νέτε Χέρμανσεν, ενδεχομένως να είναι εγγεγραμμένη με το όνομα του συζύγου της, Ρόζεν. Η διεύθυνση είναι Πέμπλινγκε Ντοσέρινγκ 32, τέταρτος όροφος, στο Νέρεμπρο, Κοπεγχάγη. Ναι, αυτή είναι. Τη θυμάστε; Πράγματι, ο σύζυγός της ήταν ευφυέστατος άνθρωπος, αν και νομίζω πως η κρίση του εξασθένησε στην πορεία. Βρήκατε τον αριθμό; Τέλεια, ταχύτατη εξυπηρέτηση, οφείλω να πω». Σημείωσε το νούμερο, εξέφρασε τις ευχαριστίες του και υπενθύμισε στο συνομιλητή του πως η εξυπηρέτηση θα ανταποδιδόταν με μεγάλη χαρά οποτεδήποτε προέκυπτε ανάγκη. Έτσι συνέβαινε σε όλες τις αδελφότητες. Στη συνέχεια φυλλομέτρησε την ατζέντα του, σχημάτισε ένα δεύτερο αριθμό, έβαλε την ατζέντα πίσω στη θέση της κι έκλεισε την κρυψώνα στο γραφείο. «Σβένε, Κουρτ Βεντ εδώ», είπε. «Χρειάζομαι ορισμένες πληροφορίες για μια Νέτε Ρόζεν, έχω ήδη τον αριθμό μητρώου της. Νομίζω πως περνάει από το νοσοκομείο για θεραπεία, και είναι κάτι που πρέπει να διασταυρώσω. Στην Κοπεγχάγη, υποθέτω. Πόσο θα χρειαστείς για να με ενημερώσεις; Εντάξει, αν μπορέσεις

ΕΝΟΧΗ

203

να μου απαντήσεις μέσα στη μέρα, θα σου ήμουν ευγνώμων. Θα το προσπαθήσεις; Τέλεια, σε ευχαριστώ πάρα πολύ». Μόλις τελείωσε με το τηλεφώνημα, έγειρε στην πλάτη της καρέκλας του και διάβασε την επιστολή άλλη μία φορά. Ήταν εντυπωσιακά καλογραμμένη, χωρίς ορθογραφικά και γραμματικά λάθη. Ακόμα και η στίξη ήταν άψογη, επομένως δεν υπήρχε καμία αμφιβολία πως κάποιος την είχε βοηθήσει. Επρόκειτο για μια αργόστροφη, δυσλεξική γυναίκα χωρίς ουσιαστικές σχολικές γνώσεις. Νόμιζε πως θα μπορούσε να τον ξεγελάσει; Χαμογέλασε λοξά. Η προφανέστερη εξήγηση ήταν ότι την είχε βοηθήσει ο δικηγόρος της στη σύνταξη της επιστολής. Κάτι δεν είχε αναφέρει πως θα συμμετείχε κι ένας δικηγόρος στη συνάντηση, εφόσον αποφάσιζε να αποδεχτεί την πρόσκλησή της; Γέλασε δυνατά. Σοβαρά, τώρα, νόμιζε πως εκείνος θα πήγαινε; «Τι έγινε και γελάς μοναχός σου, Κουρτ;» Στράφηκε προς το μέρος της γυναίκας του και κούνησε το κεφάλι σαν να ήταν κάτι ασήμαντο. «Απλώς είμαι ευδιάθετος, αυτό είναι όλο», απάντησε, τυλίγοντας τα χέρια γύρω από τη μέση της, όταν εκείνη ήρθε κοντά του στο γραφείο. «Σου αξίζει, καλέ μου. Έχεις κάνει σπουδαία δουλειά». Ο Κουρτ έγνεψε καταφατικά. Πράγματι, ήταν και ο ίδιος ευχαριστημένος με τον εαυτό του.

Όταν ο πατέρας του αποχώρησε κάποια στιγμή, ο Κουρτ ανέλαβε το ιατρείο, τους ασθενείς, τα ιατρικά αρχεία του από τόσα χρόνια δουλειάς και τους φακέλους που αφορούσαν την Επιτροπή Αντιμετώπισης της Ακολασίας και την Κοινωνία των Δανών. Έγγραφα σημαντικά για τον Κουρτ, τα οποία σε λάθος χέρια μπο-

204

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

ρούσαν να αποδειχτούν φαρμακερά, αν και πολύ λιγότερο απ’ ό,τι το έργο που καλούνταν να συνεχίσει: το έργο του Σκοπού. Το έργο αυτό περιλάμβανε όχι μόνο την αναζήτηση εγκύων που τα αγέννητα παιδιά τους κρίνονταν ανάξια να έρθουν στη ζωή, αλλά και την προσεκτικότατη προσπάθεια στρατολόγησης νέων μελών, ώστε να εξασφαλιστεί η συνεχής εισροή κατάλληλων ανθρώπων. Ανθρώπων οι οποίοι θα προτιμούσαν να πεθάνουν παρά να αποκαλύψουν τους στόχους που υπηρετούσε αυτή η μυστική οργάνωση. Για κάποιο διάστημα, το ιατρείο του Κουρτ στο Φιν λειτουργούσε ικανοποιητικά ως κέντρο συντονισμού των δραστηριοτήτων του Σκοπού. Όμως, καθώς ολοένα και περισσότερες από τις εκτρώσεις της οργάνωσης πραγματοποιούνταν στην ευρύτερη περιοχή της πρωτεύουσας, ο Κουρτ αποφάσισε να αλλάξει τακτική και να μεταφερθεί στο Μπρόντμπι, ένα ήσυχο προάστιο στα δυτικά της πόλης, το οποίο, όμως, βρισκόταν στο επίκεντρο όσον αφορά τη δουλειά του. Εδώ, τα μεγαλύτερα νοσοκομεία ήταν σε απόσταση αναπνοής, υπήρχε εύκολη πρόσβαση στους πλέον ικανούς γενικούς και ειδικούς γιατρούς, που διέθεταν αξιόλογα ιατρεία, και –εξίσου σημαντικό– η τοποθεσία γειτνίαζε με τις περιοχές απ’ όπου προερχόταν η πελατεία στην οποία εστίαζε η οργάνωση. Εδώ, σε αυτή την τσιμεντένια γωνιά, γνώρισε τη σύζυγό του, την Μπεάτε, στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Θαυμάσια γυναίκα, νοσοκόμα με καλά γονίδια, αίσθηση της έννοιας του έθνους και νοοτροπία νικήτριας, που ευνόησε τον Κουρτ στα χρόνια που ακολούθησαν. Πριν ακόμα παντρευτούν, τη μύησε στο έργο του και στα οφέλη που προέκυπταν από την αφοσίωση στην οργάνωση και στους στόχους της. Υπολόγιζε πως η Μπεάτε θα εκδήλωνε κάποια διστακτικότητα ή, τουλάχιστον, επιφύλαξη, όμως εκείνη απέδειξε

ΕΝΟΧΗ

205

πως διέθετε κατανόηση, αλλά και πρωτοβουλία. Μάλιστα, σύντομα αποδείχτηκε ανεκτίμητη συνεργάτιδα στη δημιουργία επαφών με τις τάξεις των νοσοκόμων και των μαιών. Μέσα σε διάστημα ενός χρόνου είχε φέρει στην οργάνωση περισσότερες από είκοσι πέντε «ιχνηλάτισσες», όπως τις αποκαλούσε, κι από εκεί και μετά τα πράγματα πήραν το δρόμο τους. Εκείνη ήταν που πρότεινε το όνομα Κόμμα Καθαρότητας, υποστηρίζοντας πως το πολιτικό σκέλος του Σκοπού έπρεπε να ενισχυθεί παράλληλα με την καθημερινή δράση της οργάνωσης. Ήταν η ιδανική σύζυγος και μητέρα.

«Ρίξε μια ματιά εδώ, Μπεάτε». Ο Κουρτ τής έτεινε την επιστολή της Νέτε, αφήνοντάς της ένα περιθώριο για να τη διαβάσει. Εκείνη χαμογελούσε ενώ διάβαζε. Ήταν το ίδιο γοητευτικό χαμόγελο που είχε κληροδοτήσει στους δύο υπέροχους γιους τους. «Απρόσμενο, οφείλω να πω. Πώς σκέφτεσαι να της απαντήσεις, Κουρτ;» ρώτησε. «Λες να το εννοεί πραγματικά; Είναι δυνατό να διαθέτει τόσα χρήματα;» Εκείνος έγνεψε καταφατικά. «Όσο γι’ αυτό, δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία. Όμως κάτι επιδιώκει, κάτι περισσότερο από το να ενισχύσει τα οικονομικά μας, είναι παραπάνω από βέβαιο αυτό». Σηκώθηκε για να παραμερίσει μια κουρτίνα η οποία κρεμόταν στον τοίχο πίσω του, αποκαλύπτοντας πέντε μεγάλες καρτελοθήκες από λαδοπράσινο μέταλλο, τις οποίες φύλαγε σαν κόρη οφθαλμού εδώ και χρόνια. Σε ένα μήνα από τώρα, το πυρίμαχο δωμάτιο στους παλιούς στάβλους που τώρα λειτουργούσαν ως αποθήκες θα ολοκληρωνόταν, και τα πάντα θα μεταφέρονταν εκεί. Κανείς εκτός του στενού κύκλου δε θα είχε πρόσβαση.

206

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

«Θυμάμαι ακόμα τον αριθμό», είπε γελώντας πνιχτά, καθώς τραβούσε ένα συρτάρι της δεύτερης καρτελοθήκης. «Ορίστε», πρόσθεσε και πέταξε έναν γκρι φάκελο πάνω στο γραφείο. Είχε περάσει καιρός από την τελευταία φορά που είχε δει το φως της μέρας ο συγκεκριμένος φάκελος. Δεν είχε υπάρξει λόγος έως τώρα. Όμως, στη θέα του, εκείνος έγειρε το κεφάλι ελαφρά προς τα πίσω και για μια φευγαλέα στιγμή άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί στο κενό. Οι εξήντα τρεις προηγούμενοι φάκελοι, οι οποίοι περιείχαν τα στοιχεία ισάριθμων ατόμων, ανήκαν από κοινού στον ίδιο και τον πατέρα του, ωστόσο ο συγκεκριμένος ήταν αποκλειστικά δικός του. Ήταν η πρώτη επιτυχία που σημείωσε μόνος του, για την προώθηση του Σκοπού. ΦΑΚΕΛΟΣ ΑΡ. 64, έγραφε στο εξώφυλλο. «Γεννημένη στις 18 Μαΐου του 1937. Πράγμα που σημαίνει πως είναι μόλις μία εβδομάδα μεγαλύτερη από εμένα», είπε η σύζυγός του. Ο Κουρτ γέλασε. «Η διαφορά είναι πως εσύ είσαι πενήντα και μοιάζεις με τριάντα πέντε, ενώ εκείνη, κατά πάσα πιθανότητα, θα δείχνει λες και είναι εξήντα πέντε». «Βλέπω πως στάλθηκε στο Σπρόγκε. Πώς στην ευχή μπορεί ένα τέτοιο άτομο να εκφράζεται τόσο σωστά;» «Φαντάζομαι πως είχε βοήθεια». Τράβηξε τη σύζυγό του προς το μέρος του, σφίγγοντας ελαφρά το χέρι της. Αυτό που είχε πει περί εμφάνισης δεν ήταν ολότελα αλήθεια. Η Μπεάτε και η Νέτε έμοιαζαν πολύ η μία στην άλλη. Και οι δύο ανήκαν στον τύπο γυναίκας που προτιμούσε. Ξανθές, γαλανομάτες, Σκανδιναβές, με όλες τις απαραίτητες καμπύλες. Γυναίκες με λεία επιδερμίδα και χείλη ικανά να κλέψουν την ανάσα ενός άντρα. «Τι σε κάνει να υποψιάζεσαι πως κάτι σκαρώνει; Σύμφωνα με

ΕΝΟΧΗ

207

όσα αναφέρει ο φάκελός σου, υποβλήθηκε σε απόξεση το 1955. Μια συνηθισμένη περίπτωση». «Η Νέτε Χέρμανσεν εμφάνιζε ανέκαθεν διχασμένη προσωπικότητα, εκδήλωνε μια έντονη ροπή να υιοθετεί διαφορετικές συμπεριφορές, ανάλογα με την περίσταση. Όλα αυτά ήταν αποτέλεσμα της νοητικής της υστέρησης, για να μην αναφερθώ στις ψυχωτικές τάσεις και την παντελώς στρεβλή αντίληψη για τον εαυτό της. Μπορώ να την αντιμετωπίσω, εννοείται, όμως θα λάβω τα μέτρα μου πρώτα». «Δηλαδή;» «Έχω ζητήσει πληροφορίες, μέσω της οργάνωσης. Σύντομα θα ξέρω αν είναι πράγματι τόσο άρρωστη όσο θέλει να μας κάνει να πιστέψουμε με το γράμμα της».

Ο Κουρτ Βεντ έλαβε την απάντηση στο ερώτημά του το επόμενο πρωί. Ήταν μια απάντηση η οποία επιβεβαίωσε τις υποψίες του. Κανένα άτομο με το συγκεκριμένο αριθμό μητρώου δεν είχε νοσηλευτεί σε οποιοδήποτε δημόσιο νοσοκομείο μετά το τροχαίο δυστύχημα στο οποίο ενεπλάκη η Νέτε, όταν ο σύζυγός της έχασε τη ζωή του, το Νοέμβριο του 1985, ούτε εμφανίζονταν τα στοιχεία αυτού του ατόμου στα αρχεία οποιασδήποτε ιδιωτικής κλινικής. Μετά τη νοσηλεία της στο Γενικό Νοσοκομείο του Νίκαμπινγκ Φάλσταρ και δύο εξαμηνιαίους επανελέγχους, τον πρώτο εκεί και στη συνέχεια στο Νοσοκομείο Ριγκς, στην Κοπεγχάγη, δεν υπήρχε τίποτε άλλο στα αρχεία. Επομένως, τι διάολο σκάρωνε; Για ποιο λόγο έλεγε ψέματα ότι ήταν άρρωστη; Προφανώς, προσπαθούσε να τον παρασύρει σε κάποια παγίδα με τα ευγενικά της λόγια και τις φαινομενικά λογικές εξηγήσεις για την ξαφνική προσέγγιση. Όμως, τι σκόπευε να κάνει εφόσον ο Κουρτ δεν εμφανιζόταν; Τον περίμενε κάποιου

208

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

είδους τιμωρία; Ή απλώς προσπαθούσε η Νέτε να βρει κάποια αδυναμία στις αντιστάσεις του; Σοβαρά νόμιζε πως ένας άνθρωπος όπως εκείνος δεν ήξερε να προστατεύεται; Μήπως φανταζόταν πως θα μπορούσε να τον αιφνιδιάσει και να ηχογραφήσει τη συνομιλία τους, να τον καταγράψει την ώρα που αποκάλυπτε μυστικά και ομολογούσε τη δράση του; Ο Κουρτ γέλασε. Η ανόητη! Τι στην ευχή την έκανε να πιστεύει πως θα τον κατάφερνε να τσιμπήσει το δόλωμα, πως θα μπορούσε να φέρει στο φως αυτό που της είχε κάνει πριν από τόσα χρόνια; Ειδικά από τη στιγμή που ο Νέρβιγ, ο δικηγόρος, είχε διαψεύσει τους ισχυρισμούς της οριστικά. Γέλασε και πάλι με τη σκέψη αυτή. Μέσα σε λιγότερο από δέκα λεπτά μπορούσε να μαζέψει μια ομάδα γεροδεμένων νεαρών που διαπνέονταν από εθνική υπερηφάνεια και χρησιμοποιούνταν στις περιπτώσεις όπου επιβαλλόταν η άσκηση κάποιας πίεσης. Εφόσον αποδεχόταν την πρόσκληση και εμφανιζόταν στο σπίτι της Νέτε Χέρμανσεν την Παρασκευή, έχοντας τις πλάτες τους, εκείνη θα διαπίστωνε ποιος θα τιμωρούνταν και ποιος θα δοκίμαζε μια άσχημη έκπληξη. Η προοπτική αυτή ήταν πράγματι δελεαστική, όμως τη συγκεκριμένη μέρα είχε προγραμματίσει να συμμετάσχει στην εναρκτήρια συνάντηση ενός νέου κλιμακίου της οργάνωσης στο Χάδστιν, επομένως η διασκέδαση έπρεπε να παραχωρήσει τη θέση της σε σημαντικότερα ζητήματα. Έδωσε μια στην επιστολή πάνω στο γραφείο και την έστειλε στο καλάθι των αχρήστων, αποφασίζοντας, την επόμενη φορά που θα επιχειρούσε κάτι τέτοιο η Νέτε Χέρμανσεν, να της δώσει ένα καλό μάθημα σχετικά με το ποιος έκανε κουμάντο και τι σήμαινε αυτό. Πήγε στο ιατρείο και δε βιάστηκε να φορέσει την άσπρη ρό-

ΕΝΟΧΗ

209

μπα του, ισιώνοντας όλες τις ζάρες, μέχρι να βεβαιωθεί πως ήταν άψογη. Άλλωστε, αυτή ήταν η στολή του. Όταν τη φορούσε, ανέδιδε το μέγιστο κύρος και επαγγελματική αξιοπιστία. Ύστερα κάθισε πίσω από το γραφείο με τη γυάλινη επιφάνεια, έσυρε προς το μέρος του το καρνέ των ραντεβού και του έριξε μια ματιά. Η μέρα δεν ήταν φορτωμένη. Είχε μια ασθενή που του την είχαν προωθήσει για έκτρωση, τρεις επισκέψεις για θέματα γονιμότητας, μία ακόμα συστημένη ασθενή και, στη συνέχεια, τη μοναδική περίπτωση της μέρας στα πλαίσια του Σκοπού. Η πρώτη του ασθενής ήταν μια ευπαρουσίαστη και μάλλον μαζεμένη κοπέλα. Σύμφωνα με το γιατρό της, επρόκειτο για μια υγιή, καλοαναθρεμμένη μαθήτρια, η οποία ήθελε να προχωρήσει σε έκτρωση γιατί ο φίλος της την είχε εγκαταλείψει, γεγονός που, με τη σειρά του, της προκάλεσε κατάθλιψη. «Είσαι η Σόφι, σωστά;» τη ρώτησε χαμογελώντας. Τα χείλη της σφίχτηκαν. Η νεαρή ήταν ήδη έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Ο Κουρτ την παρατήρησε για λίγο αμίλητος. Η κοπέλα είχε καθαρά, γαλάζια μάτια. Ευγενικό μέτωπο. Προσεγμένα, συμμετρικά φρύδια και καλοσχηματισμένα αφτιά. Οι αναλογίες της ήταν σωστές, τα χέρια της φίνα και λεπτά. «Απ’ ό,τι κατάλαβα, ο φίλος σου σε εγκατέλειψε. Πολύ κρίμα, Σόφι. Φαντάζομαι του είχες αδυναμία». Εκείνη έγνεψε καταφατικά, χωρίς να μιλήσει. «Ήταν εντάξει τύπος και εμφανίσιμος, σωστά;» Και πάλι εκείνη έγνεψε καταφατικά. «Κι όμως, στην πράξη όλα δείχνουν πως τελικά μάλλον ένας ανόητος ήταν, δε συμφωνείς; Από τη στιγμή που επέλεξε την εύκολη λύση, αφήνοντας εσένα να τα βγάλεις πέρα με τις δυσκολίες...» Η κοπέλα διαμαρτυρήθηκε, κάτι που δεν αιφνιδίασε τον Κουρτ.

210

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

«Δεν είναι καθόλου ανόητος. Σπουδάζει στο πανεπιστήμιο, όπως σκόπευα να κάνω κι εγώ». Ο Κουρτ Βεντ εστίασε το βλέμμα του πάνω της. «Δεν είσαι χαρούμενη με αυτή την εξέλιξη, έτσι δεν είναι, Σόφι;» Εκείνη κάρφωσε τα μάτια της στο πάτωμα κι έγνεψε αρνητικά. Πλέον, έκλαιγε. «Αυτό το διάστημα εργάζεσαι στο κατάστημα υποδημάτων που διατηρούν οι γονείς σου. Δε σου αρέσει εκεί;» «Εντάξει είναι, αλλά το κάνω προσωρινά. Όπως σας είπα, σχεδιάζω κι εγώ να σπουδάσω στο πανεπιστήμιο κάποια στιγμή». «Οι γονείς σου, τι γνώμη έχουν για την έκτρωση που ετοιμάζεσαι να κάνεις, Σόφι;» «Ό,τι γνώμη έχουν την κρατούν για τον εαυτό τους. Λένε πως η απόφαση είναι δική μου. Δεν επεμβαίνουν. Τουλάχιστον, όχι αρνητικά». «Κι εσύ, είσαι απόλυτα βέβαιη πως αυτό θέλεις;» «Ναι». Ο Κουρτ πήγε και κάθισε στην καρέκλα δίπλα της, κλείνοντας το χέρι της μέσα στο δικό του. «Άκου, Σόφι. Είσαι μια υγιής, νέα γυναίκα, και το παιδί που θέλεις να ξεφορτωθείς βρίσκεται απόλυτα στο έλεος της απόφασής σου. Είμαι σίγουρος πως θα μπορούσες να προσφέρεις σε αυτό το παιδί μια υπέροχη ζωή, εφόσον άλλαζες γνώμη. Μήπως να τηλεφωνήσω στους γονείς σου, να δούμε τι έχουν να πουν, πώς αισθάνονται για το θέμα αυτό; Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, έχεις πράγματι δύο πολύ καλούς γονείς, που δε θα σε πίεζαν να κάνεις κάτι που δε θέλεις. Δε νομίζεις πως θα έπρεπε να ακούσουμε την άποψή τους; Τι λες κι εσύ;» Η νεαρή ανασήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε, σάμπως ο γιατρός να είχε πατήσει ένα κουμπί. Τον κοίταξε διστακτικά, επιφυλακτικά και γεμάτη αμφιβολίες.

ΕΝΟΧΗ

211

Ο Κουρτ Βεντ δεν είπε λέξη. Ήξερε πως εκείνη τη στιγμή έπρεπε να παραμείνει σιωπηλός.

«Πώς ήταν η μέρα σου, Κουρτ;» ρώτησε η Μπεάτε την ώρα που γέμιζε το φλιτζάνι του. Τσάι στις τρεις, έτσι το ονόμαζε. Εκείνες οι στιγμές μαζί ήταν το καλύτερο της συστέγασης του ιατρείου με το σπίτι τους. «Υπέροχη. Το πρωί κατάφερα να μεταπείσω μια θαυμάσια κοπέλα ώστε να μην προχωρήσει σε έκτρωση. Ξέσπασε σε κλάματα μόλις τη διαβεβαίωσα πως οι γονείς της θα της πρόσφεραν τη μεγαλύτερη δυνατή στήριξη. Πως μπορούσε να κρατήσει το παιδί και να συνεχίσει να εργάζεται στο κατάστημά τους όσο άντεχε. Της είπα πως θα τη βοηθούσαν να μεγαλώσει το παιδί και πως η γέννησή του δε θα εμπόδιζε τα σχέδιά της να πάει στο πανεπιστήμιο». «Μπράβο!» «Ναι, ήταν μια ωραιότατη κοπέλα. Κλασική Σκανδιναβή. Θα φέρει στον κόσμο ένα θαυμάσιο παιδί, στολίδι για τη χώρα». Η Μπεάτε χαμογέλασε. «Και τι έχει σειρά; Κάτι τελείως διαφορετικό, θα έλεγα. Ο δόκτωρ Λέμπεργκ σού παρέπεμψε τις ασθενείς που περιμένουν απέξω;» «Τόσο προφανές είναι;» Χαμογέλασε. «Ναι, αυτός τις παρέπεμψε. Ο Λέμπεργκ αποδεικνύεται χρήσιμος. Δεκαπέντε περιπτώσεις μέσα σε μόλις τέσσερις μήνες. Οι ιχνηλάτισσές σου είναι πάντοτε άκρως αποτελεσματικές, καλή μου».

Δεκαπέντε λεπτά αργότερα, η πόρτα του ιατρείου άνοιξε καθώς ο Κουρτ διάβαζε στο γραφείο του το παραπεμπτικό. Ανασήκωσε το κεφάλι και κοίταξε το ζευγάρι που μπήκε στο δωμάτιο, καλω-

212

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

σορίζοντάς το με ένα φιλικό νεύμα, ενώ συνέκρινε αυτό που έβλεπε με τα όσα έγραφε το χαρτί που κρατούσε στα χέρια του. Η συνοδευτική περιγραφή ήταν σύντομη, όμως αυτό δεν περιόριζε διόλου τη γλαφυρότητά της. Μητέρα, Καμίλα Χάνσεν, 38 ετών, έγκυος στην 5η εβδομάδα. Έξι παι­ διά από τέσσερις διαφορετικούς άντρες. Εξαρτώμενη από επιδόματα. Πέ­ ντε από τα παιδιά φοιτούν σε ειδικά σχολεία, το μεγαλύτερο νοσηλεύεται σε ίδρυμα. Πατέρας του αγέννητου, Τζόνι Χουρινάινεν, 25 ετών, εξαρ­ τώμενος από επιδόματα, καταδικασμένος τρις για αδικήματα σε βάρος ξέ­ νης περιουσίας, ναρκομανής, συμμετέχει σε πρόγραμμα μεθαδόνης. Κα­ νείς εκ των δύο δεν έχει μόρφωση πέραν της ελάχιστης υποχρεωτικής. Η Καμίλα Χάνσεν παραπονείται για πόνο κατά την ούρηση. Αιτία: χλαμύδια. Η ασθενής δεν έχει ενημερωθεί ακόμα. Προτείνεται χειρουργική παρέμβαση. Ο Κουρτ έγνεψε καταφατικά. Πράγματι, καλός άνθρωπος αυτός ο Λέμπεργκ. Ξανακοίταξε το θλιβερό ζευγάρι που είχε μπροστά του. Σαν έντομο που μοναδικός του σκοπός είναι η αναπαραγωγή, η γυναίκα καθόταν στην καρέκλα, υπέρβαρη, νευρική από τη λαχτάρα της να κάνει τσιγάρο, με μαλλιά λιπαρά και αχτένιστα, σίγουρη πως ο γιατρός θα τη βοηθούσε να φέρει στον κόσμο ένα ακόμα παντελώς άχρηστο μούλικο, σαν κι αυτά που είχε γεννήσει ήδη έξι φορές στο παρελθόν. Πως εκείνος θα επέτρεπε και σε άλλα άτομα της ίδιας αισχρής γενετικής κληρονομιάς να κατακλύσουν τους δρόμους της πρωτεύουσας. Δε θα το έκανε, όμως. Όχι εφόσον μπορούσε να το αποφύγει. Τους χαμογέλασε, πράγμα που έγινε δεκτό με νωθρά βλέμματα και χάλια δόντια. Ούτε ένα χαμόγελο της προκοπής δεν ήταν σε θέση να ανταποδώσουν. Άθλια εικόνα.

ΕΝΟΧΗ

213

«Απ’ ό,τι διαβάζω εδώ, δυσκολεύεσαι όταν πηγαίνεις στην τουαλέτα, Καμίλα. Τι λες, να ρίξουμε μια ματιά; Εσύ, Τζόνι, μπορείς να περιμένεις στην αίθουσα αναμονής. Είμαι βέβαιος πως η σύζυγός μου δε θα είχε αντίρρηση να σου φέρει ένα ωραίο φλιτζάνι καφέ, αν θέλεις». «Προτιμώ ένα αναψυκτικό», είπε εκείνος. Ο Κουρτ χαμογέλασε και πάλι. Ας έπινε το αναψυκτικό του. Και όχι ένα, αλλά πέντε ή έξι, και μέχρι να τα πιει, το θέμα με την Καμίλα θα είχε λυθεί. Θα έβγαινε δακρυσμένη από το ιατρείο, μιας και ο γιατρός θα της είχε πει πως δυστυχώς δεν υπήρχε άλλη επιλογή από την απόξεση της μήτρας, όμως μέσα στην αφέλειά της θα προσπερνούσε το γεγονός πως αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα χρειαζόταν μια τέτοια επέμβαση.

17

Νοέμβριος 2010

ΜΟΛΙΣ ΞΕΠΕΡΑΣΕ Ο ΚΑΡΛ ΤΟ ΣΟΚ από την αποκάλυψη πως ένα νό-

μισμα με τα δικά του δακτυλικά αποτυπώματα είχε βρεθεί ανάμεσα στα αποσυντεθειμένα λείψανα ενός πτώματος, έσφιξε φιλικά το μπράτσο του Τόμας Λάουρσεν και του ζήτησε να τον ενημερώσει έτσι κι έπεφταν στην αντίληψή του κι άλλες παρόμοιες πληροφορίες. Οτιδήποτε θα μπορούσε να έχει ενδιαφέρον. Νέα ιατροδικαστικά στοιχεία, για τα οποία η υπηρεσία θα άφηνε ενδεχομένως τον Καρλ στο σκοτάδι, ή κουβέντες που θα ξέφευγαν από τα χείλη διαφόρων. Ό,τι κι αν ήταν, εκείνος ήθελε να το γνωρίζει. «Πού βρίσκεται ο Μάρκους;» ρώτησε τη Λις κατεβαίνοντας στον τρίτο όροφο. «Ενημερώνει κάποιες ομάδες», ήταν το μόνο που του είπε.

214

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Άραγε, απέφευγε πράγματι να τον κοιτάξει ή μήπως ο Καρλ είχε αρχίσει να παρανοεί; Τότε, εκείνη ανασήκωσε το κεφάλι και πετάρισε παιχνιδιάρικα τις βλεφαρίδες της. «Τελικά, τι έγινε χτες βράδυ, Καρλ, τη γέμισες καλά εκείνη τη γαλοπούλα;» ρώτησε με ένα πονηρό χαμόγελο, που η λογοκρισία θα το είχε κόψει χωρίς δεύτερη κουβέντα τη δεκαετία του 1950. Καλό σημάδι. Εφόσον το μόνο που την ενδιέφερε να μάθει ήταν κατά πόσο καλοπέρασε ο Καρλ στο δείπνο, τότε οι φήμες για το νόμισμα με τα αποτυπώματά του πιθανότατα δεν αποτελούσαν αντικείμενο συζήτησης σε ολόκληρη το κτίριο, για την ώρα τουλάχιστον. Εισέβαλε στην αίθουσα όπου γινόταν η ενημέρωση, αδιαφορώντας για τα τριάντα τόσα μάτια που κόλλησαν μεμιάς πάνω του σαν βδέλλες. «Με συγχωρείς για τη διακοπή, Μάρκους», είπε στον ωχρό και καταπονημένο άντρα που είχε πάρει μια έκφραση έκπληξης, αρκετά μεγαλόφωνα ώστε να είναι βέβαιος πως τον άκουσαν όλοι. «Όμως, απ’ ό,τι μαθαίνω, υπάρχουν κάποια θέματα τα οποία πρέπει να ξεκαθαρίσουμε, προτού ξεφύγει η κατάσταση». Στράφηκε προς τους συγκεντρωμένους συναδέλφους του. Τα πρόσωπα αρκετών από αυτούς ήταν εμφανώς σημαδεμένα από την καταρροή και τις κατεπείγουσες επισκέψεις στην τουαλέτα, καθώς τα μάγουλά τους ήταν ρουφηγμένα, τα μάτια τους θολά και το βλέμμα τους μάλλον επιθετικό. «Κυκλοφορούν κάποιες φήμες σχετικά με το ρόλο μου στην υπόθεση των πυροβολισμών στο Άμαρ, οι οποίες δίνουν άσχημη εικόνα για εμένα. Επομένως, το ξεκαθαρίζω τώρα, και δε θέλω να ακούσω άλλη κουβέντα σχετικά, εντάξει; Δεν έχω την παραμικρή ιδέα για ποιο λόγο βρέθηκαν νομίσματα με τα δακτυλικά μας αποτυπώματα –τα δικά μου και του Άνκερ– στις τσέπες εκεί-

ΕΝΟΧΗ

215

νου του πτώματος. Όμως, αν αποφασίσετε να ξεχάσετε τον πυρετό και να βάλετε το μυαλό σας να δουλέψει, θα συνειδητοποιήσετε πως είναι κάτι παραπάνω από πιθανό να τοποθετήθηκαν εκεί με σκοπό να βρεθούν, αν και εφόσον ανακαλύπταμε το πτώμα. Με πιάνετε;» Κοίταξε ολόγυρα τους συναδέλφους του. Θα ήταν υπερβολή αν έλεγε πως η αντίδρασή τους υπήρξε θερμή. «Εντάξει. Συμφωνούμε ότι το πτώμα ίσως να θάφτηκε αρχικά κάπου αλλού, σωστά; Και όποιοι το έθαψαν θα μπορούσαν να το πετάξουν στο χώμα έτσι όπως ήταν. Δεν το έκαναν όμως, ναι; Πράγμα που δείχνει πως δεν τους προβλημάτιζε και τόσο η περίπτωση να το εντοπίσουμε και να το ξεθάψουμε, γιατί τότε η έρευνα θα εστίαζε σε λάθος κατεύθυνση, τα λέω καλά;» Το ακροατήριό του παρέμενε ασυγκίνητο. «Για όνομα! Το ξέρω πως όλοι σας αναρωτιέστε τι κέρατο συνέβη εκεί πέρα και για ποιο λόγο από εκεί και μετά ούτε που ξαναπλησίασα την υπόθεση». Κοίταζε κατάματα τον Τέργε Πλουγκ, ο οποίος καθόταν στην τρίτη σειρά. «Άκου μπας και καταλάβεις, Πλουγκ. Ο λόγος που δε θέλω να ασχολούμαι άλλο με αυτή την υπόθεση είναι επειδή ντρέπομαι για ό,τι συνέβη, εντάξει; Κι αν έβαζες το μυαλό σου να δουλέψει, θα συνειδητοποιούσες για ποιο λόγο ο Χάρντι βρίσκεται κατάκοιτος στο καθιστικό μου τώρα που μιλάμε. Γιατί έτσι επέλεξα να αντιμετωπίσω την κατάσταση, εντάξει; Αυτή τη φορά δεν πρόκειται να αφήσω τον Χάρντι στα ζόρια, όμως δε θα δίσταζα να δεχτώ πως μπορεί και να τα έκανα μαντάρα εκείνη τη μέρα στο Άμαρ». Κάποιοι από τους αστυνομικούς ανακάθισαν αμήχανα στις καρέκλες τους. Ίσως να ήταν σημάδι πως κάτι είχε αρχίσει να αλλάζει στη στάση τους. Ίσως, πάλι, να είχαν απλώς αιμορροΐδες. Αναθεματισμένοι δημόσιοι υπάλληλοι, αδύνατο να τους καταλάβεις. «Κάτι τελευταίο. Πώς λέτε να αισθάνεται κάποιος όταν βρί-

216

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

σκεται ξαφνικά πλακωμένος από τους καλύτερους φίλους του, μέσα στα αίματα, και από πάνω συνειδητοποιεί πως έχει χτυπηθεί και ο ίδιος; Φαντάζομαι πως αυτό θα πρέπει να το σκεφτείτε λιγάκι. Περιττό να πω ότι σου αλλάζει τα φώτα». «Κανείς δε σε κατηγόρησε, Καρλ», είπε ο Πλουγκ. Μια αντίδραση, επιτέλους. «Όπως και να ’χει, δε συγκεντρωθήκαμε εδώ γι’ αυτό το λόγο». Ο Καρλ κοίταξε τριγύρω στο δωμάτιο. Άραγε, τι σκέψεις περνούσαν από εκείνα τα ξερά κεφάλια; Αρκετοί από τους συναδέλφους του δεν άντεχαν ούτε να τον βλέπουν, αυτό το ήξερε στα σίγουρα. Τα αισθήματα, άλλωστε, ήταν αμοιβαία. Πανίβλακες. «Μάλιστα. Αφού είναι έτσι, προτείνω από τώρα και στο εξής να κοιτάξετε να βουλώσετε τo στόμα και να σκέφτεστε πριν αρχίσετε να ξεφουρνίζετε μαλακίες. Άντε γεια!» Κοπάνησε την πόρτα τόσο δυνατά πίσω του, που ο κρότος αντήχησε σε ολόκληρο το κτίριο. Απομακρύνθηκε με μεγάλες δρασκελιές και δεν ανέκοψε τη φόρα του παρά μόνο όταν κάθισε βαρύς στην καρέκλα του στο υπόγειο, ψάχνοντας να βρει σπίρτο για να ανάψει το τσιγάρο που έτρεμε ανάμεσα στα χείλη του. Είχαν εντοπίσει ένα νόμισμα με τα αποτυπώματά του στην τσέπη ενός πτώματος, κι εκείνος δεν είχε την παραμικρή υποψία για το πώς ή το γιατί βρέθηκε εκεί. Καλά ξεμπερδέματα. Το μυαλό του δεν έβρισκε ησυχία. Γιατί, γιατί, γιατί; Του ήταν αδύνατο να κλείνει άλλο τα μάτια απέναντι σε αυτή την υπόθεση. Η σκέψη και μόνο του προκαλούσε ανακάτεμα. Πήρε μια βαθιά ανάσα μέσα από τα σφιγμένα δόντια του κι ένιωσε τους σφυγμούς του να εκτοξεύονται και πάλι. «Σκέψου κάτι άλλο», είπε στον εαυτό του. Σε καμία περίπτωση δεν ήθελε να καταλήξει ξανά στο πάτωμα, να χτυπιέται από πόνους στο στήθος ικανούς να ξεκάνουν ανθρώπους με πολύ πιο γερή κράση από τη δική του.

ΕΝΟΧΗ

217

«Εστίασε αλλού», μουρμούρισε χαμηλόφωνα, κλείνοντας τα μάτια του. Εκείνη τη στιγμή, κάποιου του άξιζε να ισοπεδωθεί από τον τυφώνα που μαινόταν μέσα του, και αυτός ο κάποιος ήταν ο Μπακ. «Θα σου δείξω εγώ, μπάσταρδε», βρυχήθηκε, ενώ αναζητούσε τον αριθμό του τηλεφώνου του. «Τι κάνεις εκεί πέρα, Καρλ, γιατί κάθεσαι και μονολογείς;» ρώτησε ο Άσαντ από το κατώφλι του γραφείου. Ο βοηθός του είχε τόσες αυλακιές στο μέτωπό του, που το πρόσωπό του έμοιαζε με σανίδα πλυσίματος. «Μην ανησυχείς, Άσαντ. Ετοιμάζομαι να ξεχέσω τον Μπακ για τις μαλακίες που διαδίδει εδώ πέρα για εμένα». «Νομίζω πως πρώτα θα πρέπει να ακούσεις αυτό που έχω να σου πω, Καρλ. Μόλις τώρα μιλούσα στο τηλέφωνο με έναν τύπο ονόματι Νίλσεν, από την Ακαδημία της Αστυνομίας. Του έλεγα για τη Ρόζε». Βρήκε κι αυτός την ώρα. Πάνω που ο Καρλ είχε φορτώσει όσο έπρεπε για να σκυλοβρίσει τον άλλοτε συνάδελφό του. Τζάμπα τόσος εκνευρισμός; «Καλά, εντάξει, πες μου αφού δεν μπορεί να περιμένει. Τι σου είπε;» «Θυμάσαι όταν πρωτοήρθε να δουλέψει μαζί μας η Ρόζε, που ο Μάρκους Γιάκομπσεν μας πληροφόρησε πως δεν ήταν αστυνομικός, επειδή απέτυχε στις εξετάσεις της και οδηγούσε το αυτοκίνητο σαν τυφλή χωρίς χέρια;» «Ναι, κάτι τέτοιο είπε, Άσαντ. Και λοιπόν;» «Είναι αλήθεια πως στην οδήγηση δεν τα κατάφερε. Ο Νίλσεν είπε πως ντεραπάρισε σε μια στροφή και διέλυσε τρία εξαιρετικά αυτοκίνητα, τα έκανε σαν παράλια». «Μάλλον σμπαράλια θες να πεις, Άσαντ. Όπως και να έχει, είναι ενδιαφέρουσα πληροφορία. Τρία, είπες;»

218

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

«Ναι. Αυτό που οδηγούσε η ίδια, του εκπαιδευτή και ένα ακόμα που βρέθηκε μπροστά της». Ο Καρλ προσπάθησε να φανταστεί τη σκηνή. «Μπράβο κατόρθωμα! Μάλλον δε θα ήταν φρόνιμο να της δανείσουμε τα κλειδιά του υπηρεσιακού αυτοκινήτου για την ώρα», μουρμούρισε. «Έχει κι άλλο, Καρλ. Πάνω που συνέβαιναν όλα αυτά, η Ρόζε εμφάνισε την Ίρσα. Ενώ τα αυτοκίνητα ήταν ακόμα αναποδογυρισμένα». Ο Καρλ ένιωσε το σαγόνι του να κρεμάει, όμως οι λέξεις που βγήκαν από τα στόμα του ήταν πέρα από τον έλεγχό του: «Μα τον Άγιο Βεζούβιο!» αναφώνησε, κι ας μην ήξερε τι σήμαινε αυτό. Εφόσον η Ρόζε είχε μεταμορφωθεί στον άλλο της εαυτό, τη δήθεν δίδυμη αδερφή της, την Ίρσα, σ’ εκείνη την κατάσταση, σίγουρα δεν το έκανε για πλάκα. Σήμαινε πως είχε χάσει τελείως την επαφή της με την πραγματικότητα. «Εντάξει, αυτό δεν ήταν και τόσο καλό. Και τι έκαναν οι εκπαιδευτές στην Ακαδημία;» «Έβαλαν έναν ψυχολόγο να την εξετάσει. Μέχρι να συμβεί αυτό, η Ρόζε είχε επανέλθει». «Για όνομα! Άσαντ, μίλησες στη Ρόζε για όλα αυτά; Σε παρακαλώ, πες μου πως η απάντηση είναι “όχι”». Ο Άσαντ τον κοίταξε φανερά απογοητευμένος. Φυσικά και δεν της είχε μιλήσει. «Έχει κι άλλο, Καρλ. Εργαζόταν σε γραφείο αστυνομικού τμήματος πριν έρθει σ’ εμάς. Θυμάσαι τι είπε ο Μπράντουρ Ίσακσεν για εκείνη;» «Αμυδρά. Νομίζω ανέφερε πως έπεσε με την όπισθεν στο αμάξι κάποιου συναδέλφου και, επίσης, ότι κατέστρεψε κάποια σημαντικά έγγραφα». «Ναι, και το θέμα με το ποτό». «Α, ναι, “το έκανε” με κάποιους συναδέλφους της σε ένα χριστου-

ΕΝΟΧΗ

219

γεννιάτικο πάρτι, έχοντας πιει πολύ. Ο Μπράντουρ, τέτοιος πουριτανός που είναι, μου είπε να προσέχω μην της δώσω αλκοόλ». Για μια φευγαλέα στιγμή, οι σκέψεις του Καρλ επέστρεψαν νοσταλγικά στη Λις, την οποία γνώριζε προτού εκείνη συναντήσει αυτό τον Φρανκ με τον οποίο ήταν μαζί. Στην περίπτωσή της, σκέφτηκε, λίγη διασκέδαση τα Χριστούγεννα δε θα του έπεφτε διόλου άσχημα. Χαμογέλασε αμυδρά. «Ο Μπράντουρ απλώς ζήλευε τους τύπους προς τους οποίους εκδήλωνε η Ρόζε την ομολογουμένως ιδιαίτερη θηλυκότητά της, τι λες κι εσύ; Τέλος πάντων, το τι κάνει η Ρόζε στις χριστουγεννιάτικες μαζώξεις είναι κάτι που αφορά την ίδια και όσους άλλους εμπλέκονται. Δεν έχει καμία σχέση με τον Μπράντουρ, εμένα ή οποιονδήποτε άλλο, καλά δε λέω;» «Εγώ δεν ξέρω τίποτα για τις μαζώξεις κι αυτά τα πιπεράτα που λες, Καρλ. Αυτό που ξέρω είναι πως όταν η Ρόζε έκανε ό,τι έκανε σ’ εκείνο το πάρτι, ξαφνικά μεταμορφώθηκε και πάλι σε Ίρσα. Τώρα μόλις μιλούσα με δύο άτομα από το τμήμα, και όλοι θυμούνται το περιστατικό». Ο Άσαντ ανασήκωσε τα φρύδια. Ο Καρλ θεώρησε πως εννοούσε: «Αυτό πώς σου ακούγεται;» «Οπωσδήποτε δεν ήταν η Ρόζε, αυτό είναι βέβαιο, γιατί μιλούσε με διαφορετική φωνή και φερόταν τελείως διαφορετικά, έτσι μου είπαν. Ίσως, μάλιστα, να υπάρχει και ένα τρίτο άτομο μέσα της», σχολίασε ο Άσαντ, και η φωνή του έσβησε, καθώς τα φρύδια του επέστρεφαν στη θέση τους. Η σκέψη αυτή ήταν ασύλληπτη. Και τρίτη προσωπικότητα; Άλλο πάλι και τούτο! Ο Καρλ αισθάνθηκε πως είχε χαθεί η ένταση από το σκυλοβρίσιμο που σχεδίαζε για τον Μπέργκε Μπακ. Αυτό τον εκνεύρισε. Το καθίκι, άξιζε πέρα για πέρα ό,τι θα πάθαινε. «Ξέρουμε ποιο ακριβώς είναι το θέμα της;» ρώτησε. «Σε νοσοκομείο δε νοσηλεύτηκε ποτέ, Καρλ, αν αυτό εννοείς.

220

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Όμως βρήκα το τηλέφωνο της μητέρας της Ρόζε, οπότε θα μπορούσαμε ίσως να ρωτήσουμε εκείνη». «Της μητέρας της Ρόζε;» Ο Άσαντ σίγουρα δεν ήταν αφελής. Κατευθείαν στην καρδιά του ζητήματος, γιατί όχι; «Καλή ιδέα, Άσαντ. Γιατί δεν της τηλεφωνείς εσύ;» «Επειδή...» Έριξε μια ικετευτική ματιά στον Καρλ. «Επειδή δε θέλω να το κάνω, αυτό είναι όλο. Έτσι και το μάθει η Ρόζε, θα είναι καλύτερα αν θυμώσει μαζί σου, εντάξει;» Ο Καρλ σήκωσε τα χέρια ψηλά. Προφανώς, η συγκεκριμένη μέρα ανήκε σ’ εκείνες που βρίσκονταν τελείως έξω από τον έλεγχό του. Άπλωσε το χέρι για να πιάσει το χαρτί με τον αριθμό τηλεφώνου που του έδωσε ο Άσαντ κι έκανε νόημα στο βοηθό του να τον αφήσει μόνο του. Σχημάτισε το νούμερο και περίμενε. Ήταν ένα νούμερο από τον παλιό καλό καιρό, με κωδικό περιοχής 45. Κάπου στο Λίνγκμπι ή το Βίρουμ, απ’ όσο μπορούσε να θυμηθεί. Η μέρα μπορεί να είχε ξεκινήσει χάλια, αλλά τουλάχιστον βρέθηκε άνθρωπος να απαντήσει στο τηλεφώνημά του. «Ίρσα Κνούδσεν», είπε η φωνή από την άλλη άκρη της γραμμής. Ο Καρλ δεν μπορούσε να πιστέψει στ’ αφτιά του. «Ίρσα;» Για μια στιγμή μπερδεύτηκε, μέχρι που άκουσε τη Ρόζε να φωνάζει τον Άσαντ, λίγο παρακάτω στο διάδρομο. Επομένως, βρισκόταν ακόμα εκεί. «Α, ναι, με συγχωρείτε», συνέχισε. «Καρλ Μερκ ονομάζομαι, είμαι ο προϊστάμενος της Ρόζε. Η μητέρα της είστε;» «Ελπίζω όχι». Η γυναίκα γέλασε δυνατά. «Όχι, η αδερφή της είμαι». Αυτό κι αν ήταν ανατροπή των δεδομένων. Δηλαδή, η Ρόζε είχε πραγματικά μια αδερφή που την έλεγαν Ίρσα; Η φωνή ακουγόταν παρόμοια με της περσόνας της Ρόζε, όμως και πάλι διέφερε.

ΕΝΟΧΗ

221

«Η δίδυμη αδερφή της Ρόζε;» «Όχι». Η Ίρσα γέλασε ξανά. «Δεν υπάρχουν δίδυμες στην οικογένειά μας, όμως είμαστε τέσσερις αδερφές συνολικά». «Τέσσερις;» ψέλλισε ο Καρλ, ίσως με κάπως περισσότερη έμφαση. «Ναι. Η Ρόζε, εγώ, η Βίκυ και η Λίζε-Μαρί». «Τέσσερις αδερφές... Και η Ρόζε είναι η μεγαλύτερη. Ούτε που το ήξερα». «Έχουμε μονάχα ένα χρόνο διαφορά η μία από την άλλη. Οι γονείς μας προσπάθησαν να ξεμπερδέψουν τσάκα τσάκα, όμως από τη στιγμή που δεν έλεγε να εμφανιστεί αγόρι, η μαμά το πήρε απόφαση και τάπωσε την κάνουλα». Γέλασε δυνατά, κι ήταν ένα βαθύ, μπάσο γέλιο που κάλλιστα θα μπορούσε να ανήκει στη Ρόζε. «Μάλιστα. Κοιτάξτε, συγνώμη για την ενόχληση, όμως ήλπιζα πως θα μπορούσα να μιλήσω με τη μητέρα σας. Θα ήταν εύκολο αυτό; Εκεί βρίσκεται;» «Λυπάμαι, όχι. Η μαμά έχει πάνω από τρία χρόνια να περάσει από το σπίτι. Το διαμέρισμα του καινούριου φίλου της στην Κόστα ντελ Σολ τη βολεύει καλύτερα, προφανώς». Γέλασε ξανά. Ήταν εύθυμος χαρακτήρας, μάλλον. «Καλώς, τότε θα μπω απευθείας στο θέμα. Θα μπορούσα να μιλήσω μ’ εσάς, εμπιστευτικά; Θέλω να πω, η Ρόζε δεν πρέπει να μάθει ότι τηλεφώνησα, ώσπου να την ενημερώσω προσωπικά». «Αυτό δε γίνεται!» «Δηλαδή, θα πείτε στη Ρόζε πως τηλεφώνησα; Θα προτιμούσα να μην το κάνατε αυτό». «Όχι, δεν εννοώ κάτι τέτοιο. Δε βλέπουμε καθόλου τη Ρόζε τώρα πια. Όμως θα το πω στις άλλες αδερφές μου. Δεν έχουμε μυστικά η μία από την άλλη». Αλλόκοτη κατάσταση. Εντελώς ασυνήθιστη.

222

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

«Α, μάλιστα! Τότε, θα σας κάνω την ερώτηση που ήθελα. Η Ρόζε αντιμετώπισε κάποια στιγμή ψυχολογικά προβλήματα; Κάποια διαταραχή προσωπικότητας, ίσως; Της δόθηκε κάποια θεραπεία για κάτι σχετικό;» «Κοιτάξτε, δεν ξέρω αν θα μπορούσε να το πει κάποιος θεραπεία, πάντως κατέβασε τα περισσότερα από τα χάπια που έγραψαν οι γιατροί στη μητέρα μας, όταν πέθανε ο πατέρας μας. Για να μην αναφερθώ στα ντουμάνια από το χόρτο που κάπνιζε ή τι ουσίες πέρασαν από τα ρουθούνια της και πόσο αλκοόλ φίλτραρε το συκώτι της. Οπότε θα μπορούσατε να πείτε ότι ακολουθούσε κάποια θεραπεία, υπό μία έννοια. Δεν ξέρω κατά πόσο τη βοήθησαν όλα αυτά, πάντως». «Να τη βοήθησαν υπό ποία έννοια;» «Υπό την έννοια πως δεν ήθελε να είναι η Ρόζε, όταν την έπαιρνε από κάτω. Ήθελε να είναι κάποια από εμάς, ή κάποιο τελείως διαφορετικό άτομο». «Δηλαδή, μου λέτε πως δεν είναι καλά, αν κατάλαβα σωστά;» «Αν είναι καλά; Τι να σας πω, δεν είμαι γιατρός. Αυτό που ξέρω είναι πως δεν είναι νορμάλ άτομο». Αυτό, τουλάχιστον, δεν αποτελούσε έκπληξη. «Πάντοτε έτσι ήταν;» «Απ’ όσο τη θυμάμαι, ναι. Μονάχα που η κατάσταση επιδεινώθηκε μετά το θάνατο του πατέρα μας». «Καταλαβαίνω. Υπήρχε κάποιος συγκεκριμένος λόγος; Με συγχωρείτε, αυτό ακούστηκε κάπως, ε; Εννοώ, ήταν ασυνήθιστες οι συνθήκες θανάτου του πατέρα σας;» «Ναι, ήταν. Σκοτώθηκε σε εργατικό ατύχημα. Τον ρούφηξε ένα μηχάνημα. Κατέληξαν να συγκεντρώσουν τα κομμάτια σου σε ένα μουσαμά. Και, απ’ ό,τι μάθαμε, όταν τον παρέδωσε το πλήρωμα του ασθενοφόρου για τη νεκροψία, το μόνο που είπαν ήταν: “Να σας δούμε αν μπορείτε να ενώσετε αυτό το χάλι”».

ΕΝΟΧΗ

223

Μιλούσε με απρόσμενη ψυχραιμία. Σχεδόν κυνικά. «Λυπάμαι που το μαθαίνω. Πραγματικά, τραγικός θάνατος. Προφανώς, θα σας επηρέασε όλες βαθιά. Όμως η Ρόζε ήταν εκείνη που λύγισε τελικά, αυτό μου λέτε;» «Είχε βρει μια θερινή δουλειά στα γραφεία της χαλυβουργίας στο Φρέδερικσβερκ, εκεί όπου δούλευε και ο πατέρας μας. Τους είδε να τον βγάζουν μέσα από το μηχάνημα. Οπότε, ναι, η Ρόζε ήταν εκείνη που λύγισε». Τραγική ιστορία. Ποιος δε θα σημαδευόταν από μια τέτοια εμπειρία; «Ξαφνικά, δεν ήθελε να είναι πια ο εαυτός της. Τόσο απλά. Τη μια μέρα ήταν πανκ, την επομένη μια καθωσπρέπει κυρία ή κάποια από εμάς. Δεν ξέρω αν θα τη χαρακτήριζα άρρωστη, πάντως η Λίζε-Μαρί, η Βίκυ κι εγώ δε θέλουμε να είμαστε μαζί της όταν μεταμορφώνεται. Είμαι σίγουρη πως το καταλαβαίνετε αυτό». «Για ποιο λόγο πιστεύετε ότι επηρεάστηκε έτσι;» «Όπως σας είπα και πριν, δεν είναι νορμάλ άτομο. Πρέπει να το καταλάβατε κι εσείς αυτό, μιας και τηλεφωνήσατε». Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά. Η Ρόζε δεν ήταν το μοναδικό μέλος στην οικογένειά της με ικανότητα να εξάγει λογικά συμπεράσματα. «Και κάτι τελευταίο, απλώς για να ικανοποιήσω την περιέργειά μου. Τα μαλλιά σας είναι ξανθά και σγουρά; Έχετε προτίμηση στο ροζ και φοράτε πλισέ φούστες;» Γέλια ξέσπασαν από την άλλη άκρη της γραμμής. «Μη μου πείτε πως πρόλαβε και σας παρουσιάστηκε κιόλας έτσι; Τα ξανθά μαλλιά και οι μπούκλες ισχύουν. Και το ροζ, για να είμαι ειλικρινής. Έχω ροζ μανό αυτή τη στιγμή και φοράω ροζ κραγιόν. Πάντως, έχω χρόνια να φορέσω πλισέ φούστα». «Μια καρό, πλισέ φούστα;»

224

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

«Αυτή, ναι. Ήταν η τελευταία λέξη της μόδας την εποχή που έλαβα το χρίσμα». «Αν ρίξεις μια ματιά στην ντουλάπα σου, ή όπου αλλού την άφησες τελευταία φορά, Ίρσα, νομίζω πως θα διαπιστώσεις πως η συγκεκριμένη φούστα δε βρίσκεται πλέον στην κατοχή σου». Αφού έκλεισε το τηλέφωνο, κάθισε για λίγο, χαμογελώντας. Δε γνώριζε πολλά για τις αδερφές της Ρόζε, όμως λογάριαζε πως μαζί με τον Άσαντ θα μπορούσαν να τις αντιμετωπίσουν έτσι κι εμφανίζονταν ξαφνικά, θυμίζοντας ύποπτα τη δική τους Ρόζε.

Το «Τίβολι Χολ» βρισκόταν πράγματι στη γωνία απέναντι από το «Ρίο Μπράβο», όμως αρχοντικό δεν ήταν, όπως ενδεχομένως θα υπέθετε κάποιος από το όνομά του. Εκτός κι αν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί έτσι ένα χαμηλοτάβανο κελάρι. Ο ξάδερφος του Καρλ καθόταν προς το βάθος της αίθουσας, κοντά στις αντρικές τουαλέτες. Από τη στιγμή που έριχνε άγκυρα σε ένα τέτοιο μέρος, δε σηκωνόταν παρά μόνο για να πάει στις τουαλέτες, ώστε η κύστη του να μπορέσει να αντεπεξέλθει στις πιέσεις που της ασκούσε το ποτό. Ο Ρόνι σήκωσε το χέρι και του έκανε νόημα, λες και ο Καρλ δε θα μπορούσε να τον αναγνωρίσει. Έμοιαζε γερασμένος και είχε πάρει βάρος, όμως κατά τα άλλα, δυστυχώς, δεν έδειχνε να έχει αλλάξει στο ελάχιστο. Τα μαλλιά του ήταν χτενισμένα με άφθονη ποσότητα ζελ, κάπως ανασηκωμένα, αλλά όχι σε στιλ ροκ εν ρολ, περισσότερο θύμιζε ξεθωριασμένο γόη αμερικανικής σαπουνόπερας για καταπιεσμένες μεσοαστές νοικοκυρές. Η Βίγκα θα τον χαρακτήριζε χυδαίο. Φορούσε ένα γυαλιστερό, στενό, μαφιόζικο σακάκι κι ένα τζιν παντελόνι που δεν ταίριαζε ούτε με τα υπόλοιπα ρούχα του ούτε με τα ξεχειλωμέ-

ΕΝΟΧΗ

225

να οπίσθια και τα κοκαλιάρικα πόδια του. Όμως αυτός ήταν ο Ρόνι. Από την κορυφή έως τα μυτερά παπούτσια του. Θλιβερή εικόνα. «Παρήγγειλα ήδη», ανακοίνωσε στον Καρλ, δείχνοντας δυο άδεια μπουκάλια μπίρας. «Φαντάζομαι πως το ένα από αυτά ήταν δικό μου», υπέθεσε εκείνος, όμως ο Ρόνι έγνεψε αρνητικά. «Δύο ακόμα», φώναξε κι ύστερα έγειρε προς το μέρος του Καρλ. «Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω, ξάδερφε». Έκανε να σφίξει το χέρι του, όμως εκείνος πρόλαβε και το τράβηξε εγκαίρως. Κάποιοι θαμώνες παραδίπλα απέκτησαν θέμα συζήτησης. Κοίταξε τον Ρόνι στα μάτια, προτού συμπυκνώσει σε δύο προτάσεις τους ισχυρισμούς του Μπέργκε Μπακ σχετικά με τα όσα φερόταν να είχε πει εκείνος σε κάποιο μπαρ της Μπανγκόκ. «Και λοιπόν;» ήταν η μόνη του απάντηση. Δεν επιχείρησε καν να το αρνηθεί. «Πίνεις υπερβολικά, Ρόνι. Μήπως θα ήθελες να πω μια καλή κουβέντα για εσένα, να σου βρούμε θέση σε κάποιο πρόγραμμα αποτοξίνωσης; Όχι πως θα κάλυπτα εγώ τα έξοδα, να είμαστε εξηγημένοι, όμως έτσι και συνεχίσεις να τσαμπουνάς δημόσια πως ξεπάστρεψες τον πατέρα σου και πως είχα κι εγώ κάποια σχέση, ίσως τα βρεις σκούρα σε κάποια από τις υπέροχες φυλακές που θα σου διαθέσει το δικαστήριο». «Μαλακίες! Αυτή η υπόθεση παραγράφηκε εδώ και χρόνια». Ο Ρόνι χαμογέλασε στη σερβιτόρα που ήρθε φέρνοντας δύο ακόμα μπίρες κι ένα πιάτο με φαγητό. Είχε παραγγείλει καπνιστό μπακαλιάρο. Ο Καρλ έριξε μια ματιά στο μενού. Το ψάρι του Ρόνι στοίχιζε εκατόν ενενήντα πέντε κορόνες. Πιθανότατα ήταν το πιο ακριβό πιάτο που πρόσφεραν εκεί, όμως ο Καρλ δε σκόπευε να το πληρώσει από την τσέπη του.

226

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

«Ευχαριστώ, όμως οι μπίρες δεν είναι για εμένα», είπε, σπρώχνοντας τα δύο μπουκάλια στο τραπέζι, προς τη μεριά του Ρόνι. Πλέον, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία για το ποιος θα παραλάμβανε το λογαριασμό. «Ενημερωτικά, οι υποθέσεις δολοφονίας δεν παραγράφονται στη Δανία», συνέχισε με ξερό τόνο, αδιαφορώντας για τη σαστιμάρα της σερβιτόρας μόλις άκουσε τα λόγια του. «Άκουσε, αδερφέ», είπε ο Ρόνι, όταν έμειναν και πάλι μόνοι τους. «Κανείς δεν μπορεί να αποδείξει το παραμικρό, οπότε χαλάρωσε. Ο γέρος μου ήταν ένα κάθαρμα. Μπορεί εσένα να σου φερόταν εντάξει, όμως μ’ εμένα ήταν σκάρτος, σε περίπτωση που δεν το ήξερες. Εκείνες οι εκδρομές για ψάρεμα ήταν για να κάνει το κομμάτι του στον πατέρα σου. Χεσμένο το είχε το ψάρεμα. Με το που ξεκουμπιστήκαμε για να βρούμε τις κοπελιές, θα άραξε στην καρέκλα του, συντροφιά με τα τσιγάρα και το φλασκί του, και τα ψάρια ας πήγαιναν στο διάολο. Τα περισσότερα από εκείνα που “έπιανε” τα είχε φέρει μαζί του. Καλά, δεν το είχες καταλάβει;» Ο Καρλ έγνεψε αρνητικά. Η περιγραφή δεν ταίριαζε καθόλου με την εικόνα του άντρα στον οποίο τόση αδυναμία είχε ο πατέρας του και από τον οποίο ο ίδιος ο Καρλ είχε μάθει τόσα πολλά. «Δεν είναι αλήθεια, Ρόνι. Τα ψάρια εκείνη τη μέρα ήταν φρέσκα, και ο πατέρας σου δεν είχε πιει σταγόνα. Η ιατροδικαστική έκθεση ήταν ξεκάθαρη ως προς αυτό. Οπότε, γιατί ξεφουρνίζεις όλες αυτές τις παπαριές;» Ο Ρόνι ανασήκωσε τα φρύδια και μάσησε καλά την μπουκιά του, προτού απαντήσει: «Ένα μεγάλο παιδί ήσουν όταν έγινε ό,τι έγινε, Καρλ. Έβλεπες μονάχα αυτά που ήθελες να δεις. Κι έτσι όπως σε κόβω τώρα, παραμένεις ένα μεγάλο παιδί. Αν δε θες να ακούσεις την αλήθεια, πλήρωσε το λογαριασμό και ξεκουμπίσου».

ΕΝΟΧΗ

227

«Αφού είναι έτσι, πες μου. Πες μου πώς σκότωσες τον πατέρα σου και τι σχέση είχα εγώ με αυτό». «Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να θυμηθείς όλες εκείνες τις αφίσες στο υπνοδωμάτιό σου». Αυτή, πάλι, τι κέρατο απάντηση ήταν; «Ποιες αφίσες;» Ο Ρόνι γέλασε. «Είναι αστείο που το θυμάμαι εγώ, ενώ εσύ το έχεις ξεχάσει». Ο Καρλ πήρε μια βαθιά ανάσα. Όλο εκείνο το ποτό προφανώς είχε μουλιάσει το μυαλό του ξαδέρφου του. «Μπρους Λι, Τζον Σάξον, Τσακ Νόρις». Έριξε μερικά χτυπήματα καράτε στον αέρα. «Πάου! Πάου! Ο Κίτρινος Πράκτωρ Εναντίον της Μαφίας, Ο Κίτρινος Πράκτωρ του Χονγκ Κονγκ, Ματωμένες Γροθιές του Καράτε. Για εκείνες τις αφίσες λέω, Καρλ». «Τις αφίσες από τις ταινίες κουνγκ φου; Τις είχα για ελάχιστο διάστημα. Τις κατέβασα πολύ πριν συμβεί ό,τι συνέβη. Πού θες να καταλήξεις, δηλαδή;» «ΤΖΙΤ ΚΟΥΝ ΝΤΟΟΟΟ!» αναφώνησε ξαφνικά ο Ρόνι, φτύνοντας μασουλημένο μπακαλιάρο παντού στο τραπέζι, ενώ οι υπόλοιποι θαμώνες παραλίγο να πνιγούν με τις μπίρες τους. «Αυτή ήταν η πολεμική κραυγή σου, Καρλ. Όλμποργκ, Γιέρινγκ, Φρέντρικσχαουν, Νερεσάντμπι. Έτσι και παιζόταν ταινία του Μπρους Λι σε κάποιο από αυτά τα μέρη, εσύ φρόντιζες να είσαι εκεί. Δεν μπορεί να το έχεις ξεχάσει. Αμέσως μόλις έπιασες το όριο ηλικίας, στηνόσουν πρώτος στην ουρά για εισιτήριο. Απ’ όσο ξέρω, οι ταινίες χαρακτηρίζονταν ακατάλληλες για ανηλίκους κάτω των δεκάξι, κι εσύ ήσουν δεκαεφτά όταν πέθανε ο γέρος μου». «Τι μαλακίες είναι αυτές που λες, Ρόνι; Τι σχέση έχουν όλα αυτά με το θέμα μας;» Ο ξάδερφός του έσκυψε και πάλι πάνω από το τραπέζι. «Μου έμαθες κουνγκ φου, Καρλ. Κι από τη στιγμή που κιάλαρες εκείνες τις κοπελιές στο δρόμο, στραβώθηκες και δεν έβλεπες τίποτε

228

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

άλλο. Τότε ήταν που του τράβηξα ένα χτύπημα στο λαιμό. Όχι τίποτα ιδιαίτερο, αλλά αρκετά δυνατό ώστε να τον αφήσω αναίσθητο, ακριβώς όπως μου είχες δείξει. Έκανα από καιρό εξάσκηση στα πρόβατα που είχαμε, οπότε σημάδεψα την καρωτίδα και του την έριξα. Αμέσως μετά, του κατέφερα και μια κλοτσιά με τη φτέρνα και τον αποτελείωσα. Να, έτσι ακριβώς!» Ο Καρλ είδε το τραπέζι να τινάζεται. Ο ηλίθιος, ήθελε να κάνει και επίδειξη. «Εντάξει, δε χρειάζεται αναπαράσταση. Και θα το εκτιμούσα αν δεν έφτυνες το φαγητό σου πάνω στα ρούχα μου», είπε. «Όμως να σου πω κάτι κι εγώ, Ρόνι; Δεν υπάρχει ίχνος αλήθειας σε όλα αυτά που μου είπες μόλις τώρα, οπότε για ποιο λόγο ξεφουρνίζεις τόσες βλακείες; Είπα στον πατέρα σου πως θα τον βρίσκαμε αργότερα, κι ύστερα φύγαμε μαζί. Τόσο πολύ σε πλήγωσε ο θάνατός του, ώστε αισθάνεσαι την ανάγκη να σκαρφιστείς ένα κάρο ψέματα για να καταφέρεις να πορευτείς στη ζωή; Είναι θλιβερό αυτό». Ο Ρόνι χαμογέλασε. «Πίστεψε ό,τι θέλεις. Έχεις όρεξη για επιδόρπιο;» Ο Καρλ έγνεψε αρνητικά. «Έτσι και ακούσω ξανά ότι διαδίδεις τέτοιες γελοιότητες σχετικά με το θάνατο του πατέρα σου, θα σου εξηγήσω τι εστί βερίκοκο. Συνεννοηθήκαμε;» Και χωρίς να περιμένει απάντηση, σηκώθηκε και άφησε τον ξάδερφό του με τα υπολείμματα του ψαριού και, κατά πάσα πιθανότητα, με σοβαρούς προβληματισμούς σχετικά με το πώς θα κατάφερνε να πληρώσει το λογαριασμό. Αναμφίβολα, είχε βάλει κατά μέρος κάθε σκέψη για επιδόρπιο.

«Ο Μάρκους Γιάκομπσεν θέλει να σε δει αμέσως», είπε ο αξιωματικός υπηρεσίας, μόλις επέστρεψε ο Καρλ στα Κεντρικά.

ΕΝΟΧΗ

229

Έτσι και με περιμένει κατσάδα, του έχω έτοιμη κι εγώ μία, σκέφτηκε καθώς ανέβαινε από τη σκάλα. «Θα μπω κατευθείαν στο θέμα», είπε ο διοικητής, πριν καν προλάβει ο Καρλ να κλείσει την πόρτα πίσω του. «Και θέλω να μου απαντήσεις σταράτα. Ξέρεις κάποιον Πιτ Μπόσγουελ;» Ο Καρλ συνοφρυώθηκε. «Πρώτη φορά ακούω αυτό το όνομα», απάντησε. «Δεχτήκαμε μια ανώνυμη πληροφορία το απόγευμα, σχετικά μ’ εκείνο το πτώμα στο Άμαρ». «Τις σιχαίνομαι τις ανώνυμες πληροφορίες. Το λοιπόν, τι παίζει;» «Απ’ ό,τι φαίνεται, το θύμα είναι Βρετανός. Πιτ Μπόσγουελ, είκοσι εννέα ετών, με καταγωγή από την Τζαμάικα. Εξαφανίστηκε το φθινόπωρο του 2006. Το διάστημα εκείνο ήταν καταχωρισμένος ως ένοικος του ξενοδοχείου “Τράιτον” κι εργαζόταν σε μια εμπορική εταιρεία με την επωνυμία Εργαστήρι Κανταλού, η οποία ασχολούνταν με ινδικά, ινδονησιακά και μαλαισιανά τεχνουργήματα και έπιπλα. Σου θυμίζουν κάτι όλα αυτά;» «Τίποτε απολύτως». «Επομένως θα συμφωνήσεις πως είναι παράξενο που ο ανώνυμος φίλος μας ισχυρίζεται πως εσύ, ο Άνκερ Χένινγκσεν και αυτός ο Πιτ Μπόσγουελ συναντηθήκατε τη μέρα της εξαφάνισής του, σωστά;» «Συναντηθήκαμε;» Ο Καρλ ένιωσε το μέτωπό του να ζαρώνει. «Και τι λόγο θα είχα να συναντηθώ με έναν τύπο που εισάγει έπιπλα και μπιχλιμπίδια; Εγώ έπιπλα δεν έχω αλλάξει από τότε που μετακόμισα στο σπίτι στο Άλερεντ. Δε με παίρνει να αγοράσω καινούρια έπιπλα, και ό,τι χρειάζομαι το βρίσκω στο IKEA, όπως όλος ο κόσμος. Μου εξηγείς τι σκατά σημαίνουν όλα αυτά, Μάρκους;» «Καλά κάνεις και ρωτάς. Όμως ας περιμένουμε πρώτα να δού-

230

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

με τι θα προκύψει στη συνέχεια, τι λες κι εσύ; Κάτι τέτοια ανώνυμα τηλεφωνήματα σπάνια περιορίζονται σε μία επικοινωνία», σχολίασε ο διοικητής του Τμήματος Ανθρωποκτονιών. Κουβέντα για την εισβολή του Καρλ στην αίθουσα συσκέψεων.

18

Αύγουστος 1987

Η ΓΚΙΤΕ ΤΣΑΡΛΣ ΕΜΟΙΑΖΕ με πίνακα ζωγραφικής που αρχικά είχε

ενθουσιάσει το δημιουργό του, όμως πλέον είχε μπει στην άκρη, παραχωμένος σε μια γωνιά κάποιου μαγαζιού με αντικείμενα από δεύτερο χέρι, με την υπογραφή ξεθωριασμένη από το χρόνο. Εκεί πάνω στο Θόρσχαβν, στις Φερόες, το όνομά της και μόνο ήταν αρκετό για να την κάνει να αισθάνεται ξεχωριστή, και στην εφηβεία της είχε υποσχεθεί στον εαυτό της πως ακόμα κι αν εμφανιζόταν κάποιο πρόσωπο στη ζωή της και κατέληγε να παντρευτεί, δε θα το άλλαζε. Το παιδί που άκουγε στο όνομα Γκίτε Τσαρλς ήταν ένα ζόρικο, τολμηρό κορίτσι που αποτελούσε βασικό άξονα των αναμνήσεών της. Τα χρόνια που μεσολάβησαν, όμως, δεν είχαν τίποτα το αξιόλογο. Όταν ένας πατέρας χρεοκοπεί και εγκαταλείπει την οικογένειά του, ο κόσμος ενός παιδιού καταρρέει και τα μεγαλεπήβολα σχέδια ανατρέπονται. Αυτό ακριβώς συνέβη στην περίπτωση της Γκίτε, της μητέρας της και του μικρότερου αδερφού της. Επιστρέφοντας στη Δανία, στο Βάιλε, βρήκαν ένα ασφαλές –αν και λιγότερο ευχάριστο– υποκατάστατο του προηγούμενου σπιτιού τους, ένα διαμέρισμα χωρίς θέα στη θάλασσα ή κάποια άλλη υδάτινη έκταση, και μέσα σε σύντομο διάστημα η οικογένεια αποτελούνταν από τρία μέλη τα οποία σκόρπισαν προς διαφορε-

ΕΝΟΧΗ

231

τικές κατευθύνσεις, επιδεικνύοντας ελάχιστο ενδιαφέρον για τη ζωή ο ένας του άλλου. Είχε να δει τη μητέρα της και τον αδερφό της από τα δεκάξι της, εδώ και τριάντα εφτά χρόνια, κι αυτό ήταν κάτι με το οποίο είχε απολύτως συμφιλιωθεί. Δόξα τω Θεώ που δεν έχουν ιδέα πόσο χάλια κατέληξε η ζωή μου, σκέφτηκε η Γκίτε, καθώς τραβούσε μια γερή τζούρα από το τσιγάρο της. Δεν είχε βάλει γουλιά αλκοόλ στο στόμα της από τη Δευτέρα και κόντευε να τρελαθεί. Όχι επειδή ήταν εξαρτημένη. Δεν ήταν, κάθε άλλο. Όμως εκείνη η τόνωση, η ενέργεια που χάριζε στον εγκέφαλό της, εκείνο το κάψιμο στη γλώσσα και στο λαρύγγι της κατάφερνε, με κάποιον τρόπο, να την ανασύρει από το κενό. Έτσι και υπήρχαν χρήματα στο λογαριασμό της, που δεν υπήρχαν, μιας και πλησίαζε το τέλος του μήνα, τότε ένα μπουκάλι τζιν θα μπορούσε να κάνει θαύματα για δυο τρεις μέρες. Δε χρειαζόταν περισσότερο, επομένως δεν ήταν αλκοολική. Απλώς λιγάκι πεσμένη, αυτό ήταν όλο. Σκέφτηκε να κατεβεί με το ποδήλατο στο Τράνεμπιεργκ, για να δει μήπως υπήρχε κανείς που να τη θυμόταν από τον καιρό που βοηθούσε στο πρόγραμμα παροχής κατ’ οίκον ιατρικής φροντίδας. Ίσως κατάφερνε να εξασφαλίσει ένα φλιτζάνι καφέ κι ένα ποτηράκι λικέρ. Ίσως να τους βρισκόταν και λίγο σέρι ή πόρτο. Έκλεισε τα μάτια της και σχεδόν το γεύτηκε. Ένα ποτηράκι μονάχα, δεν είχε σημασία τι, και η αναμονή για την καταβολή του επιδόματος θα ήταν πολύ πιο εύκολη. Γιατί μεσολαβούσε τόσος πολύς καιρός ανάμεσα στις πληρωμές; Είχε προσπαθήσει να τους πείσει να της δίνουν τα χρήματα μία φορά την εβδομάδα, όμως οι κοινωνικοί λειτουργοί κατάλαβαν πού το πήγαινε. Έτσι και της έδιναν τα λεφτά κάθε εβδομάδα, θα ξαναπερνούσε από εκεί σε δυο τρεις μέρες, με τις τσέπες άδειες και την παλάμη απλωμένη, ενώ οι μηνιαίες καταβολές σήμαιναν πως θα την έβλεπαν μονάχα στο τέλος του μήνα.

232

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Αυτή ήταν η πιο πρακτική λύση για τους ίδιους, το καταλάβαινε αυτό. Δεν ήταν καμιά χαζή. Έστρεψε το βλέμμα της προς τα χωράφια και διέκρινε το φορτηγάκι του ταχυδρόμου να ανηφορίζει την οδό Μόρουπ Κίρκε, από τη μεριά της εκκλησίας του Νόρντμπι. Εκείνη την εποχή του χρόνου, το νησί ήταν ψόφιο. Όλοι οι τουρίστες είχαν φύγει, οι αδερφοί στους οποίους ανήκε σχεδόν ολόκληρη η έκταση βρίσκονταν σε μια κατάσταση περίπου χειμερίας νάρκης, και όλοι οι άλλοι κάθονταν και περίμεναν το βραδινό δελτίο ειδήσεων και την άνοιξη. Εδώ και δύο σχεδόν χρόνια ζούσε σε αυτό το βοηθητικό κτίσμα που ανήκε σε ένα αγρόκτημα, ο ιδιοκτήτης του οποίου αδιαφορούσε τελείως για εκείνη. Ήταν μοναχικά, όμως το είχε συνηθίσει. Και, σε γενικές γραμμές, αυτή ήταν η πεμπτουσία της ζωής ενός νησιώτη. Τα χρόνια που είχε περάσει στα νησιά Φερόες, αργότερα στο Σπρόγκε και τώρα στο Σάμσε ήταν πολύ καλύτερα από εκείνα που είχε περάσει στις μεγάλες πόλεις, εκεί όπου οι πάντες δε σταματούσαν στιγμή να κινούνται, κι όμως δεν είχαν χρόνο ο ένας για τον άλλο. Όχι, τα νησιά ήταν ό,τι έπρεπε για ανθρώπους σαν κι εκείνη. Ένα άτομο μπορούσε να τα φέρει βόλτα εκεί. Η ζωή είχε μια σειρά. Το φορτηγάκι σταμάτησε στον αυλόγυρο, και ο ταχυδρόμος κατέβηκε κρατώντας ένα γράμμα. Σπάνια έπαιρνε αλληλογραφία ο ιδιοκτήτης του αγροκτήματος. Τα φυλλάδια από το συνεταιριστικό κατάστημα στο γειτονικό Μόρουπ τού ήταν παραπάνω από αρκετά, και το υπόλοιπο νησί φαινόταν να έχει αποδεχτεί το γεγονός. Αλλά την αμέσως επόμενη στιγμή, εκείνη σάστισε. Ο ταχυδρόμος έριξε το γράμμα στο δικό της γραμματοκιβώτιο; Δεν μπορεί, λάθος θα έκανε. Όπως έφευγε το φορτηγάκι, η Γκίτε φόρεσε τη ρόμπα της και

ΕΝΟΧΗ

233

βγήκε γρήγορα, σέρνοντας τις παντόφλες της, για να πάει να ανοίξει το κουτί. Η διεύθυνση πάνω στο φάκελο ήταν χειρόγραφη. Χρόνια είχε να λάβει τέτοιο γράμμα. Πήρε μια βαθιά ανάσα, όλο προσμονή, γύρισε το φάκελο από την άλλη, και ένα κύμα κατάπληξης διέτρεξε το σώμα της, με το στομάχι της να δένεται κόμπος αμέσως. Αποστολέας ήταν η Νέτε Χέρμανσεν. Διάβασε το όνομα και τη διεύθυνση του αποστολέα άλλη μία φορά, κι ύστερα πάλι, για να σιγουρευτεί, ενώ καθόταν στο τραπεζάκι της κουζίνας, ψάχνοντας στα τυφλά να βρει τα τσιγάρα της. Έμεινε αρκετή ώρα να χαζεύει το φάκελο, προσπαθώντας να φανταστεί τι θα μπορούσε να περιέχει. Η Νέτε Χέρμανσεν! Είχε περάσει τόσος καιρός από τότε...

Τέλη καλοκαιριού του 1956, έξι μήνες ακριβώς μετά τα εικοστά δεύτερα γενέθλιά της, η Γκίτε επιβιβάστηκε στο ταχυδρομικό σκάφος από το Κορσέρ με προορισμό το Σπρόγκε, γεμάτη προσδοκίες αλλά ελάχιστες γνώσεις σχετικά με το μέρος που θα αποτελούσε το σπίτι της για αρκετά χρόνια. Είχε συμβουλευτεί προσωπικά έναν έμπειρο γιατρό στο Μπράινινγκ, προκειμένου να μάθει αν το μέρος ήταν κατάλληλο για εκείνη, κι αυτός την είχε κοιτάξει κατάματα πάνω από τον κοκάλινο σκελετό των γυαλιών του, με βλέμμα θερμό και σοφό, όπως πάντοτε. Ήταν η μόνη απάντηση που χρειαζόταν. Μια νεαρή, φυσιολογική, υγιής κοπέλα μονάχα καλό μπορούσε να κάνει σε ένα τέτοιο μέρος, της είχε πει ο γιατρός. Κι αυτό έκρινε τη συνέχεια. Ήταν εξοικειωμένη με τα άτομα που είχαν λειψό μυαλό. Ορισμένα από αυτά μπορούσαν να αποδειχτούν δύσκολα στο χειρισμό, όμως τα περισσότερα δε δημιουργούσαν κανένα πρόβλημα. Οι κοπέλες εκεί πέρα στο νησί δεν ήταν τόσο αλαφροΐσκιωτες όσο

234

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

εκείνες που είχε συναντήσει στον τομέα της στο Μπράινινγκ, έτσι της είπαν, κι αυτό ήταν κάτι που τη χαροποίησε. Είχαν σταθεί και την περίμεναν μαζεμένες στην αποβάθρα, με τα μακριά καρό φορέματά τους, πλατιά χαμόγελα και ζωηρά νεύματα, και η Γκίτε είχε σκεφτεί μόνο πως τα μαλλιά τους ήταν χάλια και τα χαμόγελά τους υπερβολικά πλατιά. Αργότερα έμαθε πως η γυναίκα την οποία αντικαθιστούσε θεωρούνταν η πλέον απεχθής και ότι οι κοπέλες μετρούσαν τις μέρες μέχρι να έρθει το ταχυδρομικό σκάφος για να την πάρει μακριά. Ίσως αυτός να ήταν ο λόγος που υποδέχτηκαν την ίδια με τόσο θερμές αγκαλιές και φιλικά χτυπήματα στην πλάτη. «Μου αρέσεις!» αναφώνησε μία από τις κοπέλες, τριπλάσια στο μέγεθος από τις υπόλοιπες, αγκαλιάζοντας την Γκίτε τόσο που κόντεψε να τη σκάσει. Βιόλα ήταν το όνομά της, και η χτυπητή παρουσία της σύντομα θα αποδεικνυόταν μάλλον κουραστική. Πάντως, έδειξαν στην Γκίτε πως ήταν καλοδεχούμενη και την εκτιμούσαν. «Απ’ ό,τι καταλαβαίνω από το φάκελό σου, σου άρεσε να λες ότι είσαι νοσοκόμα, εκεί στο Μπράινινγκ. Δε συμφωνώ με τη χρήση αυτού του προσδιορισμού, αλλά και δε θα διαμαρτυρηθώ αν συνεχίσεις να συστήνεσαι με αυτή την ιδιότητα. Δε διαθέτουμε πλήρως εκπαιδευμένο προσωπικό εδώ στο νησί, επομένως ίσως είναι ωφέλιμο αν οι άλλες συνάδελφοί σου πιστεύουν πως έχουν να κάνουν με μια νοσοκόμα». Στο δωμάτιο της προϊσταμένης δεν υπήρχαν χαμόγελα, όμως έξω στο προαύλιο μια παρέα κοριτσιών που χασκογελούσαν της έριχναν κλεφτές ματιές πίσω από το παράθυρο. Σκιάχτρα με μαλλιά κομμένα κοντά, λες και τα είχαν καπακώσει με γαβάθα και κούρεψαν ό,τι περίσσευε, στέκονταν κι έκαναν γκριμάτσες. «Ο φάκελός σου είναι ικανοποιητικός, όμως θα ήθελα να γνωρίζεις πως τα μακριά μαλλιά σου ενδεχομένως να προκαλέσουν

ΕΝΟΧΗ

235

δυσάρεστες επιθυμίες στις κοπέλες, επομένως πρέπει να σου ζητήσω να τα μαζεύεις σε δίχτυ όποτε βρίσκεσαι ανάμεσά τους. »Φρόντισα ώστε το δωμάτιό σου να καθαριστεί και να είναι έτοιμο. Από τώρα και στο εξής, είσαι η ίδια υπεύθυνη για τον εαυτό σου. Εδώ στο Σπρόγκε αποδίδουμε μεγαλύτερη σημασία στην τάξη και την ευπρέπεια απ’ ό,τι είχες συνηθίσει σίγουρα στο Μπράινινγκ. Καθαρά ρούχα πάντοτε. Το αυτό ισχύει και για τις κοπέλες, ενώ η πρωινή υγιεινή είναι υποχρεωτική». Έγνεψε με το κεφάλι προς επίρρωσιν των λόγων της, αναμένοντας προφανώς μια αντίστοιχη κίνηση εκ μέρους της Γκίτε, σημάδι πως είχαν συνεννοηθεί. Η Γκίτε ανταποκρίθηκε.

Πρώτη φορά αντίκρισε τη Νέτε λίγες ώρες αργότερα, καθώς τη συνόδευαν μέσα από την τραπεζαρία των τροφίμων σ’ εκείνη που χρησιμοποιούσε το προσωπικό. Η κοπέλα ήταν καθισμένη κοντά στο παράθυρο και χάζευε το νερό λες και ήταν το μοναδικό πράγμα που υπήρχε στον κόσμο. Βρισκόταν ολότελα αποκομμένη από τις φλυαρίες των άλλων κοριτσιών γύρω της, από τη θηριώδη Βιόλα που χαιρετούσε την Γκίτε σκούζοντας, ακόμα κι από το φαγητό πάνω στο τραπέζι. Το φως έπεφτε στο πρόσωπό της σχηματίζοντας σκιές, οι οποίες έμοιαζαν να αποσπούν βίαια τις πλέον μύχιες σκέψεις από το μυαλό της. Εκείνη τη φευγαλέα στιγμή, η Γκίτε την ερωτεύτηκε παράφορα. Όταν η προϊσταμένη παρουσίασε την Γκίτε στις κοπέλες, αυτές άρχισαν να χειροκροτούν και να χειρονομούν, φωνάζοντας τα ονόματά τους, καθώς προσπαθούσαν να τραβήξουν την προσοχή της. Μονάχα η Νέτε και η κοπέλα που καθόταν απέναντί της αντέδρασαν διαφορετικά. Η Νέτε στρέφοντας το κεφάλι και κοιτάζοντας την Γκίτε κατάματα, λες και πρώτα έπρεπε να διαπεράσει

236

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

κάποια αόρατη πανοπλία, και η άλλη κοπέλα πεταρίζοντας τα βλέφαρα, σαν να χάιδευε με το βλέμμα το κορμί της Γκίτε. «Πώς λένε εκείνη την ήσυχη κοπέλα που καθόταν δίπλα στο παράθυρο;» ρώτησε αργότερα, την ώρα που βρισκόταν στην τραπεζαρία μαζί με το υπόλοιπο προσωπικό. «Δεν είμαι σίγουρη πως κατάλαβα ποια εννοείς», είπε η προϊσταμένη. «Εκείνη που καθόταν απέναντι από την άλλη κοπέλα, την προκλητική». «Απέναντι από τη Ρίτα; Τη Νέτε θα εννοείς», απάντησε η γυναίκα δίπλα της. «Πάντοτε εκεί πέρα κάθεται, στη γωνία, και χαζεύει τη θάλασσα και τους γλάρους. Της αρέσει να τους βλέπει να ανοίγουν τα μύδια. Όμως, αν νομίζεις πως είναι ήσυχη, φοβάμαι πως κάνεις μεγάλο λάθος».

Η Γκίτε άνοιξε το γράμμα της Νέτε Χέρμανσεν και άρχισε να διαβάζει, ενώ τα χέρια της έτρεμαν όλο και περισσότερο καθώς προχωρούσε. Φτάνοντας στο σημείο όπου η Νέτε ανέφερε πως σκόπευε να δωρίσει στην Γκίτε δέκα εκατομμύρια κορόνες, ένιωσε να της κόβεται η ανάσα και αναγκάστηκε να αφήσει το γράμμα. Βάλθηκε να βηματίζει πέρα δώθε στην κουζίνα για αρκετά λεπτά, χωρίς να τολμάει να κοιτάξει το χαρτί. Τακτοποίησε τα τενεκεδάκια με τα τσάγια, καθάρισε με ένα βρεγμένο πανί την επιφάνεια του τραπεζιού και σκούπισε τις παλάμες πάνω στους γοφούς της, προτού στρέψει ξανά την προσοχή της στο προκείμενο. Δέκα εκατομμύρια κορόνες. Κι ύστερα διάβασε πως υπήρχε εσώκλειστη και μια επιταγή. Βούτηξε το φάκελο και κοίταξε μέσα. Ήταν αλήθεια. Δεν την είχε προσέξει νωρίτερα. Κάθισε βαριά στη θέση της και έφερε ένα γύρο τα μάτια της στο φτωχικό δωμάτιο, ενώ τα χείλη της έτρεμαν.

ΕΝΟΧΗ

237

«Η Νέτε το έστειλε», μονολόγησε αρκετές φορές, προτού βγάλει τη ρόμπα της. Το ποσό που ανέγραφε η επιταγή ήταν δύο χιλιάδες κορόνες. Πολύ περισσότερα χρήματα απ’ όσα θα στοίχιζε το ταξίδι με το πορθμείο και το τρένο μέχρι την Κοπεγχάγη, μετ’ επιστροφής. Δε θα μπορούσε να την εισπράξει στην τράπεζα στο Τράνεμπιεργκ, γιατί τους χρωστούσε παραπάνω χρήματα απ’ όσα άξιζε η επιταγή, όμως ο ιδιοκτήτης του αγροκτήματος θα της έδινε χίλιες πεντακόσιες κορόνες για να την κρατήσει αυτός. Ύστερα, η Γκίτε θα πήγαινε με το ποδήλατό της στο συνεταιριστικό κατάστημα στο Μόρουπ, όσο γρηγορότερα μπορούσε. Η κατάσταση απαιτούσε κάτι δυνατό. Και η γκάμα των αλκοολούχων ποτών που διέθετε το κατάστημα ήταν παραπάνω από επαρκής.

19

Σεπτέμβριος 1987

Η ΝΕΤΕ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕ τα φυλλάδια που ήταν αραδιασμένα με

τάξη πάνω στο τραπεζάκι του καφέ και τα ακούμπησε στο περβάζι του παραθύρου. Ήταν κάποια θελκτικά φυλλάδια της Μαγιόρκα, που παρουσίαζαν άνετα διαμερίσματα στη Σάντα Πόνσα, στο Αντράξ και το Πόρτο Κρίστο, κάποια σπιτάκια στη Σον Βίδα και την Πολένκα, καθώς κι ένα ρετιρέ στο Σαν Τέλμο. Οι τιμές ήταν λογικές, και υπήρχε μεγάλη ποικιλία για να διαλέξει. Τα όνειρά της έμπαιναν σε μια σειρά και σύντομα θα πραγματοποιούνταν. Ήθελε να βρίσκεται μακριά από τη Δανία όταν θα έφτανε ο χειμώνας, και η Μαγιόρκα φάνταζε ιδανικός προορισμός. Εκεί, σε αυτή την υπέροχη φύση, θα απολάμβανε τους καρπούς της

238

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

σκληρής δουλειάς του συζύγου της και θα γερνούσε με αξιοπρέπεια. Μεθαύριο, όταν τα πάντα θα είχαν τελειώσει, θα έκλεινε εισιτήριο για την Πάλμα ντε Μαγιόρκα και θα αποφάσιζε ποια ήταν η κατοικία που της ταίριαζε. Σε μία εβδομάδα από τώρα, θα είχε φύγει. Έβγαλε και πάλι τη λίστα με τα ονόματα και διάβασε τη σελίδα, ενώ με το νου της ανέτρεχε στην όλη διαδικασία. Τίποτα δεν μπορούσε να αφεθεί στην τύχη. Ρίτα Νίλσεν 11:00-11:45 • Συγύρισμα: 11:45-12:30 Τάγκε Χέρμανσεν 12:30-13:15 • Συγύρισμα: 13:15-13:45 Βίγκο Μόγκενσεν 13:45-14:30 • Συγύρισμα: 14:30-15:00 Φιλίπ Νέρβιγ 15:00-15:45 • Συγύρισμα: 15:45-16:15 Κουρτ Βεντ 16:15-17:00 • Συγύρισμα: 17:00-17:30 Γκίτε Τσαρλς 17:30-18:15 • Συγύρισμα: 18:15Έγνεψε καταφατικά, καθώς φανταζόταν την άφιξη καθενός από τους ανθρώπους που είχε καλέσει. Ναι, όλα έμοιαζαν εντάξει. Με το που θα έμπαινε ένας από αυτούς στο διαμέρισμα, η Νέ-

ΕΝΟΧΗ

239

τε θα πίεζε το πλήκτρο που απενεργοποιούσε το θυροτηλέφωνο. Όταν το θύμα δε θα ήταν πια σε θέση να αντισταθεί, θα το ενεργοποιούσε και πάλι. Αν ο επόμενος που είχε σειρά έφτανε νωρίς και χτυπούσε το κουδούνι, θα του ζητούσε να φύγει και να επιστρέψει τη συμφωνημένη ώρα. Κι αν κάποιος εμφανιζόταν καθυστερημένος, θα τον έστελνε στο τέλος της σειράς και θα του πρότεινε να περάσει από το εστιατόριο στις λίμνες για να φάει κάτι, με δικά της έξοδα. Δεδομένης της κατάστασης και της προοπτικής τόσο σημαντικών απολαβών, εκείνη δεν είχε καμία αμφιβολία πως θα ακολουθούσαν όλοι τις οδηγίες της. Κι αν η τύχη τα έφερνε έτσι και κάποιος από τους επισκέπτες της έπεφτε κατά τύχη πάνω σε άλλον έξω από το σπίτι, δε θα είχε ιδιαίτερη σημασία. Η Νέτε είχε φροντίσει ώστε όσοι είχαν διαδοχικά ραντεβού να μην έχουν συναντηθεί παλαιότερα. Ο Κουρτ Βεντ και η Γκίτε Τσαρλς ενδεχομένως θα μπορούσαν να είχαν συμπέσει σε κάποιο νοσοκομείο ή αντίστοιχο ίδρυμα, όμως ο κίνδυνος να μην εμφανιστεί ένας άντρας όπως ο Κουρτ Βεντ ακριβώς στην ώρα του, λογικά ήταν αμελητέος. «Σοφή απόφαση να αφήσω την Γκίτε για το τέλος», μονολόγησε. Με την Γκίτε δεν μπορούσες να ξέρεις τι θα συμβεί. Η ακρίβεια στα ραντεβού ουδέποτε την απασχόλησε ιδιαίτερα. Ναι, το σχέδιο ήταν καλό και το πρόγραμμα έτσι κανονισμένο, ώστε όλα θα πήγαιναν μια χαρά. Κανείς από τους άλλους ενοίκους δε θα άνοιγε σε κάποιον εκτός από τους δικούς του επισκέπτες, γι’ αυτό ήταν σίγουρη. Τα πρεζόνια που κυκλοφορούσαν στο Μπλόγκορντς Πλαντς και έκλεβαν για να βρουν τη δόση τους είχαν αποδείξει σε αρκετές περιπτώσεις πως κάτι τέτοιο ήταν τουλάχιστον παράτολμο. Και όταν θα ολοκληρώνονταν τα ραντεβού, η Νέτε θα είχε όλο το βράδυ και τη νύχτα για να τακτοποιήσει τις όποιες εκκρεμότητες. Το μόνο που χρειαζόταν να κάνει πλέον ήταν να βεβαιωθεί

240

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

πως το δωμάτιο ήταν πράγματι αεροστεγές. Κι αυτό απαιτούσε μια δοκιμή. Πήρε την τσάντα για τα ψώνια της κι ένα κατσαβίδι από την εργαλειοθήκη, βγήκε στο διάδρομο και στάθηκε μπροστά στην πόρτα της. Το κεφάλι της μιας βίδας ήταν φαγωμένο, όμως η Νέτε επέμεινε και, τελικά, κατάφερε να αφαιρέσει την πλακέτα με το όνομά της. Την έριξε μέσα στην τσάντα για τα ψώνια, κατέβηκε από τη σκάλα και βγήκε στο δρόμο. Πρώτα στον τσαγκάρη που φτιάχνει και κλειδιά, στη Μπλόγκορντσγκεδε, κι ύστερα στο χρωματοπωλείο στη Νέρεμπρογκεδε, αποφάσισε. «Αφήστε τη να δω τι μπορώ να κάνω», είπε ο άνθρωπος, καθώς παρατηρούσε την πλακέτα με το όνομα. «Πάντως, θα χρειαστώ το λιγότερο μία ώρα κι ένα τέταρτο. Έχω πρώτα να αλλάξω τακούνια σε κάτι παπούτσια». «Θα περάσω ξανά σε μιάμιση ώρα. Φροντίστε η χάραξη να είναι ίδια με την πρωτότυπη. Και θα προσέξετε το όνομα να είναι γραμμένο σωστά, ναι;» Έγινε κι αυτό, συλλογίστηκε προχωρώντας στο δρόμο. Το όνομα στο θυροτηλέφωνο ήταν ακόμα Νέτε Ρόζεν, όμως αυτό θα το διόρθωνε με μια αυτοκόλλητη ετικέτα κι ένα μαρκαδόρο. Από τώρα και στο εξής ήταν η Νέτε Χέρμανσεν, είχε ήδη υπογράψει και αποστείλει τα σχετικά έγγραφα. Οι άλλοι ένοικοι μπορεί να απορούσαν με την αλλαγή, όμως δεν την ενδιέφερε. «Χρειάζομαι κάτι που να έχει έντονη οσμή», είπε στο χρωματοπώλη. «Είμαι δασκάλα βιολογίας κι έχω μάθημα με τα παιδιά για το οσφρητικό σύστημα αύριο. Από ευχάριστες μυρωδιές είμαι καλυμμένη, αυτό που χρειάζομαι είναι κάτι δύσοσμο». Ο χρωματοπώλης χαμογέλασε λοξά. «Αφού είναι έτσι, θα πρότεινα νέφτι, αμμωνία και παραφίνη. Αυτά είναι αρκετά για να δακρύσουν τα μάτια οποιουδήποτε».

ΕΝΟΧΗ

241

«Μάλιστα. Θα χρειαστώ και λίγη φορμόλη. Τέσσερα με πέντε μπουκάλια». Η Νέτε χαμογελούσε καθώς παραλάμβανε τις σακούλες πάνω από τον πάγκο, κι εκεί οι δουλειές της ολοκληρώθηκαν. Δύο ώρες αργότερα, η καινούρια πλακέτα με το όνομα ΝΕΤΕ ΧΕΡΜΑΝΣΕΝ είχε βιδωθεί πάνω στην πόρτα. Πράγματι, θα ήταν λάθος οι επικείμενες πράξεις εκδίκησης να λάβουν χώρα πίσω από μια πόρτα που έφερε το όνομα Ρόζεν. Πήγε στην κουζίνα και συγκέντρωσε οχτώ μπολ, τα οποία και μετέφερε στο δωμάτιο στο βάθος του διαδρόμου. Άπλωσε εφημερίδες πάνω στο μεγάλο τραπέζι για κάθε ενδεχόμενο, και σε αυτές απόθεσε τα μπολ, γεμίζοντας το καθένα από αυτά με υγρά που είχαν έντονη μυρωδιά, ευχάριστη ή δυσάρεστη. Κολόνια, νερό λεβάντας, νέφτι, παραφίνη, βενζίνη, ξίδι, οινόπνευμα και, τέλος, αμμωνία. Η τελευταία σχημάτισε ένα αόρατο σύννεφο, το οποίο προέκυψε ξαφνικά, ερεθίζοντας τα ρουθούνια και το λαιμό της Νέτε, τόσο που έβηξε από τη μυρωδιά. Άφησε τα μπουκάλια επιτόπου και βγήκε από το δωμάτιο όσο γρηγορότερα μπορούσε, κλείνοντας την πόρτα πίσω της. Βογκώντας, έτρεξε στο μπάνιο και ξέπλυνε το πρόσωπό της με κρύο νερό. Οι συνδυασμένες αναθυμιάσεις εκείνων των ουσιών ήταν πραγματικά απαίσιες. Την έκαναν να αισθάνεται λες και διάβρωναν τη σάρκα της, λες και εισέβαλλαν στον εγκέφαλό της μέσα από τις ρινικές της μεμβράνες. Κουτσαίνοντας, πέρασε απ’ όλα τα δωμάτια του διαμερίσματος, ανοίγοντας τα παράθυρα για να φύγουν οι οσμές που είχαν ξεφύγει όταν βγήκε από το αεροστεγές δωμάτιο ή όσες είχαν καθίσει επίμονα πάνω στα ρούχα της. Έπειτα από μία ώρα έκλεισε τα παράθυρα ξανά, έβαλε τα μπουκάλια της φορμόλης στο ντουλάπι κάτω από το νεροχύτη,

242

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

βγήκε από το διαμέρισμα και πήγε να καθίσει σε ένα παγκάκι δίπλα στη λίμνη. Ένα αμυδρό χαμόγελο ανασήκωσε τις γωνίες του στόματός της. Το σχέδιο θα πετύχαινε.

Μία ώρα αργότερα, ήταν έτοιμη να επιστρέψει. Δεν ένιωθε πια τις έντονες οσμές στη μύτη της, και τα ρούχα της είχαν αεριστεί από το ευχάριστο αεράκι που φυσούσε στα τέλη του καλοκαιριού. Ήταν ωραίο που είχε φτάσει μέχρι εκεί. Την είχε πλημμυρίσει μια γαλήνη. Κι αν, κόντρα σε κάθε πρόβλεψη, η παραμικρή υποψία αναθυμιάσεων εξακολουθούσε να υπάρχει στο κλιμακοστάσιο ή στο διαμέρισμα, θα έπρεπε να πασχίσει όλη νύχτα να διορθώσει το πρόβλημα. Πλέον, ο στόχος της ήταν ξεκάθαρος. Δεν μπορούσε να ξέρει αν η φορμόλη θα ενεργούσε έτσι όπως το είχε προβλέψει, επομένως το δωμάτιο έπρεπε να είναι απολύτως αεροστεγές. Αν δεν ήταν, δε θα κατάφερνε να πάει στη Μαγιόρκα, όσο κι αν το ήθελε. Μπήκε στο χολ του κτιρίου και στάθηκε για αρκετή ώρα στη βάση της σκάλας, μυρίζοντας την ατμόσφαιρα. Υπήρχε διάχυτη μια ελαφριά μυρωδιά από το σκύλο του γείτονα, όμως τίποτε άλλο. Η όσφρησή της ήταν ανέκαθεν καλή. Επανέλαβε το ίδιο σε κάθε κεφαλόσκαλο, με τα ίδια αποτελέσματα, κι όταν έφτασε τελικά στον τέταρτο όροφο, γονάτισε μπροστά στην πόρτα της, άνοιξε τη θυρίδα για τα γράμματα και πήρε βαθιά ανάσα. Χαμογέλασε. Τίποτε ακόμα. Στη συνέχεια πέρασε στο διαμέρισμα, κι εκεί την υποδέχτηκε ο καθαρός αέρας που είχε μπει από τα ανοιχτά παράθυρα μία ώρα νωρίτερα. Στάθηκε για λίγο, με τα μάτια κλειστά, εστιάζο-

ΕΝΟΧΗ

243

ντας την προσοχή της σε αυτή τη μία αίσθηση που θα μπορούσε να καθορίσει τη διαφορά μεταξύ επιτυχίας και αποτυχίας. Αλλά και πάλι δε μύρισε κάτι. Πέρασε άλλη μία ώρα χωρίς να διαρρεύσει η παραμικρή οσμή, και τελικά άνοιξε την πόρτα του δωματίου στο βάθος του διαδρόμου. Μέσα σε λιγότερο από ένα δευτερόλεπτο, τα μάτια της έτρεχαν ποτάμι. Λες κι είχε έρθει αντιμέτωπη με χημικά αέρια, οι αποπνικτικές αναθυμιάσεις έμοιαζαν να διαποτίζουν κάθε εκτεθειμένο πόρο του κορμιού της. Έκλεισε τα μάτια της σφιχτά κι έφερε την παλάμη στο στόμα της, καθώς προχωρούσε στα τυφλά μέχρι το παράθυρο, κατορθώνοντας να το ανοίξει. Σαν άνθρωπος που κινδύνευε να πνιγεί, έβγαλε το κεφάλι της έξω και προσπάθησε να πάρει βαθιές ανάσες, βήχοντας ασταμάτητα. Δεκαπέντε λεπτά αργότερα, τα περιεχόμενα και των οχτώ μπολ είχαν χυθεί στην τουαλέτα κι είχαν παρασυρθεί από το νερό που έτρεξε αρκετές φορές από το καζανάκι, για κάθε ενδεχόμενο. Ύστερα η Νέτε άνοιξε για μία ακόμα φορά διάπλατα όλα τα παράθυρα του διαμερίσματος, προτού πλύνει προσεκτικά τα μπολ. Μέχρι να βραδιάσει, ήξερε πως είχε περάσει το τεστ που έβαλε στον εαυτό της. Άπλωσε ένα λευκό τραπεζομάντιλο πάνω στην τραπεζαρία του αεροστεγούς δωματίου, έβγαλε το καλύτερο πορσελάνινο σερβίτσιο της κι έστρωσε το τραπέζι. Κρυστάλλινα ποτήρια, ασημένια μαχαιροπίρουνα και από μια προσεκτικά γραμμένη κάρτα για τη θέση καθενός από τους καλεσμένους της. Ήταν μια λαμπρή περίσταση. Μόλις τελείωσε, έστρεψε το βλέμμα της πέρα από τις κορυφές των δέντρων, που τα φύλλα τους είχαν αρχίσει να κιτρινίζουν. Ευτυχώς, σύντομα θα έφευγε από εκεί.

244

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Θυμήθηκε να κλείσει τα παράθυρα του αεροστεγούς δωματίου προτού πέσει για ύπνο, σφραγίζοντάς τα με διάφανη σιλικόνη. Κι ύστερα έκανε πίσω και θαύμασε το έργο της. Θα περνούσε πράγματι πολύς καιρός μέχρι να ανοίξουν ξανά τα συγκεκριμένα παράθυρα.

20

Νοέμβριος 2010

ΗΤΑΝ ΛΕΣ ΚΙ ΕΝΑ ΣΤΡΩΜΑ από σύννεφα είχε κατεβεί για να πλα-

κώσει τις σκέψεις του Καρλ, μαύρο και δυσοίωνο, φορτισμένο με ηλεκτρική ενέργεια: η υπόθεση του καρφωτικού πιστολιού, οι υποψίες του Χάρντι και τα νομίσματα με τα δακτυλικά αποτυπώματα του Άνκερ και του ίδιου πάνω τους, τα σχέδια της Βίγκα για το γάμο της και το πώς αυτά θα επηρέαζαν τη δική του οικονομική κατάσταση, το παρελθόν του Άσαντ, οι ιδιοτροπίες της Ρόζε, οι βλακώδεις φλυαρίες του Ρόνι και η πλήρως απογοητευτική εξέλιξη εκείνης της βραδιάς με τη Μόνα. Πρώτη φορά στη ζωή του τον βάραιναν ταυτόχρονα τόσα διαφορετικά ζητήματα. Κιχ δεν προλάβαινε να κάνει μέχρι να σκάσει η επόμενη βόμβα. Αυτή η δυσθυμία δεν ταίριαζε ουδόλως σε έναν κατά τα άλλα ικανό υπάλληλο του κράτους, που δουλειά του ήταν να επιλύει μυστήρια μπροστά στα οποία σταματούσε ο νους όλων των άλλων. Συνέλαβε τον εαυτό του να αναρωτιέται μήπως έπρεπε να συγκροτήσουν ένα νέο τομέα, κύρια αποστολή του οποίου θα ήταν να δώσει απαντήσεις στα δικά του μυστήρια. Ο Καρλ αναστέναξε, άναψε τσιγάρο και άνοιξε την τηλεόραση για να παρακολουθήσει τις ειδήσεις. Τον βοηθούσε κάπως να βλέπει πως οι άλλοι άνθρωποι είχαν πολύ χειρότερα προβλήματα απ’ ό,τι ο ίδιος.

ΕΝΟΧΗ

245

Μία και μόνη ματιά στην επίπεδη οθόνη πάνω στον τοίχο ήταν αρκετή για να τον επαναφέρει απότομα στην πραγματικότητα. Πέντε μεγάλοι άνθρωποι λογομαχούσαν για τη φιλοσοφία της κυβέρνησης όσον αφορά τα οικονομικά. Πιο αδιάφορο θέμα δεν μπορούσαν να βρουν; Και που τα έλεγαν, μήπως άλλαζε κάτι; Ο Καρλ πήρε στα χέρια του το χαρτί που του είχε αφήσει η Ρόζε μαζί με την αναφορά της για την Γκίτε Τσαρλς, όση ώρα εκείνος ήταν πάνω με τον Μάρκους. Μισή σελίδα, χειρόγραφη. Σοβαρά, αυτά μονάχα κατάφερε να βρει; Διάβασε τις σημειώσεις και κάθε άλλο παρά ενθαρρυντικές τις βρήκε. Παρότι η Ρόζε είχε ψάξει το θέμα καλά, κανένας από την υπηρεσία παροχής κατ’ οίκον ιατρικής φροντίδας στο Σάμσε δεν μπορούσε να θυμηθεί το παραμικρό σχετικά με την Γκίτε Τσαρλς, και για το λόγο αυτό κανείς δεν είχε να πει κάτι για τις κλοπές εις βάρος ηλικιωμένων, τις οποίες διέπραττε εκείνη στη βάρδιά της. Αντίστοιχα, το πέρασμά της από το νοσοκομείο στο Τράνεμπιεργκ δεν οδήγησε σε κάποιο στοιχείο, καθώς το νοσηλευτικό ίδρυμα είχε κλείσει στα χρόνια που μεσολάβησαν και το προσωπικό του διασκορπίστηκε σε ολόκληρη τη χώρα. Η μητέρα της είχε πεθάνει προ πολλού, και ο αδερφός της, ο οποίος είχε μεταναστεύσει στον Καναδά, είχε φύγει επίσης από τη ζωή λίγα χρόνια νωρίτερα. Ο μόνος ουσιαστικός σύνδεσμος ήταν ο άντρας που της νοίκιαζε ένα δωμάτιο στην οδό Μόρουπ Κίρκε, πριν από είκοσι τρία χρόνια. Η Ρόζε τον περιέγραφε με πολλή καυστικότητα: Ο τύπος είναι χαμένο κορμί ή ίσως ένας δύστροπος γέρος. Μετά την Γκίτε Τσαρλς, νοί­ κιασε εκείνη την τρύπα (21 τετραγωνικά) σε δεκαπέντε με είκοσι άτομα ακό­ μα. Τη θυμάται καλά, αλλά δεν έχει τίποτα το αξιόλογο να πει. Είναι από εκείνους τους χωριάτες που τα παπούτσια τους βρομάνε σκατά, τα τρακτέρ τους σκουριάζουν πίσω από το σπίτι, και νομίζουν πως ο μόνος τρόπος για να βγάλουν χρήματα είναι να τα παίρνουν μαύρα.

246

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Ο Καρλ ακούμπησε το χαρτί στο γραφείο και βάλθηκε να διαβάζει την περίληψη των ερευνών σχετικά με την υπόθεση της Γκίτε Τσαρλς. Και εδώ, οι ουσιαστικές πληροφορίες ήταν λιγοστές. Η εικόνα άλλαξε μερικές φορές πάνω στην επίπεδη οθόνη, προβάλλοντας διαδοχικά δύο μεγάλες συγκεντρώσεις σε συνεδριακές αίθουσες, καθώς και τα πρόσωπα δύο ηλικιωμένων αντρών που χαμογελούσαν πλατιά σε οποιονδήποτε νοιαζόταν να τους κοιτάξει. Ο δημοσιογράφος που περιέγραφε το ρεπορτάζ ελάχιστο σεβασμό τούς έδειξε στο συνοδευτικό σχόλιό του. «Τώρα που το Κόμμα Καθαρότητας, έπειτα από μια σειρά αποτυχημένων προσπαθειών, κατόρθωσε επιτέλους να συγκεντρώσει ικανό αριθμό υπογραφών ώστε να κατέλθει στις επόμενες γενικές εκλογές, πολλοί θα διερωτώνται κατά πόσο η κατάσταση στην πολιτική σκηνή της Δανίας βρήκε, τελικά, πάτο. Από την εποχή του Κόμματος Ανατροπής έχουμε να δούμε πολιτικό σχηματισμό που να διεκδικεί φωνή στα πολιτικά πράγματα επί τη βάσει μιας τόσο αμφιλεγόμενης και, κατά την άποψη πολλών, απαράδεκτης πλατφόρμας. Στο σημερινό εναρκτήριο συνέδριο, ο ιδρυτής του κόμματος, ο φανατικός και συχνά επικρινόμενος Κουρτ Βεντ, γιατρός με ειδίκευση σε θέματα γονιμότητας, παρουσίασε τους υποψηφίους του κόμματος για τις επόμενες εκλογές, και αντιθέτως με την εποχή του Κόμματος Ανατροπής, μεταξύ αυτών των προσώπων συγκαταλέγονται αρκετοί διακεκριμένοι πολίτες, άντρες και γυναίκες, με επιστημονικό υπόβαθρο και σημαντική πορεία στον επαγγελματικό τους χώρο. Με το μέσο όρο ηλικίας των υποψηφίων να κυμαίνεται γύρω στα σαράντα, οι κατηγορίες των πολιτικών του αντιπάλων, σύμφωνα με τις οποίες το Κόμμα Καθαρότητας αποτελείται αποκλειστικά από υπερήλικες, καταρρίφθηκαν κατά τον πλέον σαφή τρόπο, παρότι ο ίδιος ο δόκτωρ Βεντ είναι ογδόντα οχτώ ετών και πολλά από τα μέλη της

ΕΝΟΧΗ

247

πολιτικής γραμματείας του κόμματος έχουν προ πολλού αποχωρήσει από τον επαγγελματικό στίβο». Ο σκηνοθέτης, στη συνέχεια, έδωσε πλάνο ενός ψηλού άντρα με λευκές φαβορίτες, ο οποίος έμοιαζε αρκετά νεότερος από ογδόντα οχτώ χρόνων. Δόκτωρ Κουρτ Βεντ, Ιατρός και Ιδρυτής του Κόμ­ ματος, έγραφε η λεζάντα στην οθόνη. «Πρόλαβες να ρίξεις μια ματιά στο σημείωμά μου και στην αναφορά για την εξαφάνιση της Γκίτε Τσαρλς;» τον διέκοψε η Ρόζε. Ο Καρλ στράφηκε και την κοίταξε. Έχοντας μιλήσει στην πραγματική αδερφή της, την Ίρσα, του ήταν δύσκολο να αξιολογήσει αυτό που έβλεπε. Μήπως και αυτός ο χαρακτήρας ήταν ένα πλαστό προσωπείο; Όλη εκείνη η μαυρίλα στα ρούχα, το βαρύ μακιγιάζ στα μάτια, τα παπούτσια που θα μπορούσαν να σουβλίσουν κόμπρα... «Α, ναι. Στο περίπου, τέλος πάντων». «Ουσιαστικά στοιχεία δεν έχουμε, πέρα από την πρώτη αναφορά που πήραμε από τη Λις. Απ’ ό,τι φαίνεται, οι ερευνητές εκείνη την εποχή δεν κατάφεραν να βγάλουν άκρη, οπότε περιορίστηκαν να δώσουν την περιγραφή της. Τόνισαν το θέμα που είχε η Γκίτε Τσαρλς με το ποτό, και παρότι ο όρος “αλκοολική”, όλως περιέργως, δεν αναφέρεται ευθέως, είναι προφανές πως κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι κατά πάσα πιθανότητα έπεσε νεκρή από το ποτό κάπου. Συγγενείς δεν υπήρχαν, ούτε συνάδελφοι, οπότε η υπόθεση μπήκε στο αρχείο. Τέρμα η Γκίτε Τσαρλς». «Κάτι διάβασα πως την είδαν κάποιοι μάρτυρες να επιβιβάζεται στο πορθμείο για το Κάλουνμπορ. Μήπως υπάρχει κάποια θεωρία ότι έπεσε στη θάλασσα;» Η Ρόζε τού έριξε ένα εκνευρισμένο βλέμμα. «Όχι, Καρλ, την είδαν και να αποβιβάζεται, σου το είπα ήδη αυτό. Δε μου λες, πόσα δευτερόλεπτα διέθεσες για να διαβάσεις την αναφορά;»

248

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Ήταν μια ερώτηση την οποία ο Καρλ επέλεξε να προσπεράσει. Είχε ειδικότητα στο σαρκασμό. «Και ο σπιτονοικοκύρης, τι είχε να πει για την εξαφάνισή της;» προτίμησε να ρωτήσει. «Δεν μπορεί να μην τον απασχόλησε, από τη στιγμή που δεν εισέπραττε το ενοίκιο». «Κι όμως, δεν τον απασχόλησε. Η Πρόνοια τον πλήρωνε απευθείας, διαφορετικά η Τσαρλς θα ξόδευε όλο το νοίκι στο ποτό. Οπότε ο σπιτονοικοκύρης, αυτό το καθίκι, δε σκόπευε να πει πουθενά πως η νοικάρισσά του είχε εξαφανιστεί, εφόσον το παραδάκι έπεφτε κανονικά. Τελικά, ο διευθυντής του τοπικού συνεταιριστικού καταστήματος ήταν εκείνος που μίλησε στην Αστυνομία. Είπε πως η Γκίτε Τσαρλς είχε περάσει από το κατάστημα όλο ύφος την τελευταία μέρα του Αυγούστου, έχοντας χίλιες πεντακόσιες κορόνες στην τσέπη της. Του ανακοίνωσε πως είχε κληρονομήσει ένα σκασμό λεφτά και έφευγε για την Κοπεγχάγη προκειμένου να τα εισπράξει. Εκείνος γέλασε, και η Τσαρλς εκνευρίστηκε». Ο Καρλ αναδεύτηκε στην καρέκλα του. «Την περίμενε κληρονομιά; Και ήταν αλήθεια αυτό;» «Κουραφέξαλα! Επικοινώνησα ήδη με τις αρμόδιες υπηρεσίες, και δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά σε κληρονομιά με δικαιούχο την Τσαρλς». «Χμ... Παραήταν καλό για να ισχύει, έτσι δεν είναι;» «Ναι, όμως άκου κι αυτό. Υπάρχει μια φράση εδώ που ίσως σε προβληματίσει». Πήρε το φάκελο από το γραφείο του και εντόπισε ένα σημείο περίπου στα μισά της αναφοράς. «Εδώ είμαστε. Ο διευθυντής του καταστήματος δήλωσε την εξαφάνισή της μία εβδομάδα αργότερα, γιατί η Τσαρλς τού έβαλε ένα χαρτονόμισμα των πεντακοσίων κορονών στο χέρι και του είπε πως αν δεν επέστρεφε με δέκα εκατομμύρια την επόμενη

ΕΝΟΧΗ

249

εβδομάδα, τα χρήματα ήταν δικά του. Και πως αν εκείνη τα έφερνε τα λεφτά, τότε θα της επέστρεφε το χαρτονόμισμα, μαζί με έναν καφέ κι ένα μπουκάλι ποτό. Ο τύπος δεν είχε κάτι να χάσει, σωστά; Και γι’ αυτό δέχτηκε το στοίχημα». «Δέκα εκατομμύρια!» αναφώνησε ο Καρλ, σφυρίζοντας. «Πάντως, όλα αυτά ήταν της φαντασίας της, σωστά;» «Κατά πάσα πιθανότητα, ναι. Όμως υπάρχει κι άλλο. Ο διευθυντής του καταστήματος βρήκε το ποδήλατό της παρατημένο στο λιμάνι μία εβδομάδα αργότερα και σκέφτηκε μήπως της είχε συμβεί κάτι». «Λογική υπόθεση μου ακούγεται. Αυτός είχε ακόμα το πεντακοσάρικο. Και, απ’ ό,τι ξέρουμε, η Τσαρλς δεν ήταν μια γυναίκα που θα σκόρπαγε έτσι τα χρήματά της», είπε ο Καρλ. «Ακριβώς. Η αναφορά γράφει το εξής: Ο διευθυντής του συνεται­ ριστικού καταστήματος, Λάσε Μπιεργκ, δήλωσε ότι εκτός κι αν η Γκίτε Τσαρλς πράγματι εισέπραξε τα δέκα εκατομμύρια, αφήνοντας πίσω την πα­ λιά ζωή της μια για πάντα, ώστε να κάνει μια νέα αρχή, πιθανότατα κάτι τρο­ μερό τής είχε συμβεί. Κι εδώ φτάνουμε στο σημείο που θέλω να δώσεις βάση: Πεντακόσιες κορόνες ήταν σημαντικό χρηματικό ποσό για την Γκίτε Τσαρλς. Για ποιο λόγο θα πετούσε στον αέρα τόσα πολλά χρήματα;» «Ίσως θα άξιζε να κάνουμε ένα ταξίδι μέχρι το Σάμσε, να τα πούμε ένα χεράκι με τον τύπο από το συνεταιριστικό κατάστημα και το σπιτονοικοκύρη, να τσεκάρουμε την κατάσταση εκεί», είπε ο Καρλ. Η αλλαγή σκηνικού θα του έκανε καλό. «Δεν πρόκειται να βγάλεις άκρη, Καρλ. Ο διευθυντής είναι τρόφιμος οίκου ευγηρίας, σε προχωρημένο στάδιο γεροντικής άνοιας, και με το σπιτονοικοκύρη μίλησα ήδη εγώ. Ο άνθρωπος είναι μεγάλο τούβλο, και τα πράγματα της Γκίτε έχουν πάρει δρόμο εδώ και καιρό. Το πιστεύεις πως πήγε και τα πούλησε όλα σε ένα παζάρι, από τη στιγμή που δεν επέστρεψε η γυναίκα; Μιλάμε ότι βγάζει από τη μύγα ξίγκι».

250

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

«Σαν να λέμε, δεν έχουμε τίποτα στα χέρια μας;» «Μηδέν εις το πηλίκον!» «Ωραία, και τώρα τι κάνουμε; Ξέρουμε πως δύο άτομα τα οποία λογικά γνωρίζονταν, εξαφανίστηκαν την ίδια μέρα χωρίς να αφήσουν το παραμικρό ίχνος. Μιλάμε για την Γκίτε Τσαρλς και τη Ρίτα Νίλσεν. Η Γκίτε Τσαρλς δεν άφησε τίποτα πίσω της, ενώ στην περίπτωση της Ρίτα Νίλσεν η άλλοτε υπάλληλός της, Λόνε Ράσμουσεν, έχει ακόμα ορισμένα προσωπικά της αντικείμενα, αν και τίποτα που θα μπορούσε να έχει σχέση με την υπόθεση». Ήταν έτοιμος να βγάλει τσιγάρο από το πακέτο, όμως τα δάχτυλά του έμειναν στον αέρα μόλις αντίκρισε το αρκτικό βλέμμα της Ρόζε. «Θα μπορούσαμε να τηλεφωνήσουμε στη Λόνε Ράσμουσεν, να ρίξουμε μια ματιά σε ό,τι άφησε πίσω της η Ρίτα, όμως ποιος σηκώνεται να οδηγήσει μέχρι το Βάιλε για το τίποτα;» «Δε ζει στο Βάιλε πλέον», είπε η Ρόζε. «Αλλά, πού;» «Στο Τίνστεδ». «Ακόμα μακρύτερα. Τέλεια». «Σου το είπα, δε ζει στο Βάιλε». Ο Καρλ ψάρεψε το τσιγάρο και ήταν έτοιμος να το ανάψει, όταν εμφανίστηκε ο Άσαντ στο κατώφλι, κάνοντας αέρα μπροστά του για να διαλύσει τον καπνό που δεν είχε σχηματιστεί ακόμα. Καλά, πότε έγιναν όλοι τους τόσο μυγιάγγιχτοι; «Συζητήσατε για την περίπτωση αυτής της Γκίτε Τσαρλς;» θέλησε να μάθει ο Άσαντ. Και οι δύο έγνεψαν καταφατικά. «Εγώ δεν πρόλαβα ακόμα να βγάλω άκρη μ’ εκείνο τον ψαρά, τον Βίγκο Μόγκενσεν», συνέχισε. «Πάντως, προχωράμε μια χαρά με τον Φιλίπ Νέρβιγ, έκλεισα ραντεβού με τη σύζυγό του. Ζει ακόμα στο σπίτι τους στο Χέλσκο». Ο Καρλ τινάχτηκε. «Όχι τώρα αμέσως, ελπίζω».

ΕΝΟΧΗ

251

Η Ρόζε ανασήκωσε τα βλέφαρά της αργά, σε ένα ύψος οριακά πάνω από τις κόρες των ματιών της. Έδειχνε κατάκοπη. «Βάλε το μυαλό σου να δουλέψει, Καρλ. Λες να μη μείναμε αρκετά στη δουλειά σήμερα;» Ο Καρλ στράφηκε και κοίταξε τον Άσαντ. «Αύριο, λοιπόν;» Ο Άσαντ το επιβεβαίωσε, υψώνοντας τον αντίχειρά του. «Έλεγα μήπως θα μπορούσα να οδηγήσω εγώ έως εκεί», έριξε την ιδέα. Αν αυτό περίμενε, καλά θα έκανε να το ξανασκεφτεί. «Το κινητό σου χτυπάει, Καρλ», είπε η Ρόζε, δείχνοντας τη συσκευή που έφερνε βόλτες πάνω στο γραφείο του. Ο Καρλ κοίταξε την οθόνη προτού απαντήσει, χωρίς να αναγνωρίσει τον αριθμό. Ήταν μια διόλου φιλική γυναικεία φωνή. «Ναι, είστε ο Καρλ Μερκ;» ρώτησε. «Σωστά». «Σε αυτή την περίπτωση, θα ήθελα να σας ζητήσω να περάσετε από το “Τίβολι Χολ” και να εξοφλήσετε το λογαριασμό που άφησε ο ξάδερφός σας». Ο Καρλ κράτησε την ανάσα του και μέτρησε έως το δέκα. «Και τι σχέση έχει αυτό μ’ εμένα;» «Κρατάω αυτή τη στιγμή στα χέρια μου μια απόδειξη με ένα ιδιόχειρο σημείωμα στην πίσω πλευρά. Γράφει: Λυπάμαι, όμως πρέ­ πει να φύγω, θα χάσω την πτήση μου. Ο ξάδερφός μου, ο επιθεωρητής Καρλ Μερκ του Τμήματος Ανθρωποκτονιών στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση, υποσχέθηκε να περάσει σε λίγο και να πληρώσει το λογαριασμό. Ξέρετε ποιος είναι. Ο τύπος που καθόταν μαζί μου στο τραπέζι. Μου ζήτησε να σας δώσω το κινητό του σε περίπτωση που έμπλεκε με τη δουλειά, ώστε να συ­ νεννοηθείτε για την εξόφληση του λογαριασμού». «Τι έκανε λέει;» αναφώνησε ο Καρλ. Μόνο αυτό κατάφερε να πει.

252

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

«Βρήκαμε το σημείωμα στο τραπέζι μετά την αναχώρησή του». «Έρχομαι αμέσως», γρύλισε και την ίδια στιγμή αποφάσισε να σταματήσει στο Βανλούζε επιστρέφοντας στο σπίτι του, για να κάνει μια επίσκεψη σε έναν τζαμπατζή ξάδερφό του και να του πει δυο κουβεντούλες.

Το διαμέρισμα που νοίκιαζε ο Ρόνι δεν ήταν αυτό που λέμε εντυπωσιακό. Για την ακρίβεια, το να το χαρακτηρίσει κανείς αχούρι θα αποτελούσε φιλοφρόνηση. Μια σκουριασμένη σιδερένια σκάλα στο πλάι του κτιρίου οδηγούσε προς τα πάνω, και στη συνέχεια ο επισκέπτης έφτανε σε ένα λερό τσιμεντένιο κεφαλόσκαλο μπροστά από μια ατσάλινη πόρτα, η οποία έμοιαζε να έχει τοποθετηθεί κάπου ανάμεσα στον πρώτο και το δεύτερο όροφο. Θύμιζε κάπως την είσοδο της αίθουσας προβολής κινηματογράφου που δε λειτουργούσε πια, μονάχα που αυτή ήταν ακόμα πιο χάλια. Κοπάνησε τη γροθιά του πάνω στην πόρτα μερικές φορές, άκουσε μια φωνή από μέσα και λίγο μετά την κλειδαριά να ανοίγει. Αυτή τη φορά ο Ρόνι ήταν ντυμένος κάπως πιο ταιριαστά, έχοντας περιοριστεί στα εσώρουχά του: σλιπάκι και φανέλα, στολισμένα και τα δύο με τον ίδιο δράκοντα που ξερνούσε φωτιά. «Έχει μπίρα, αν θες μία», είπε, οδηγώντας τον Καρλ σε ένα δωμάτιο πνιγηρό από τα αρωματικά στικ, το οποίο φώτιζαν αμυδρά κάτι λάμπες λάβας και χρωματιστά φαναράκια από ριζόχαρτο, με καυτές ερωτικές σκηνές πάνω τους. «Από εδώ η Μέι, όπως τη λέω», έκανε τις συστάσεις ο Ρόνι, γνέφοντας προς τη μεριά μιας αρκετά μικρόσωμης Ασιάτισσας, που μπροστά της έδειχνε τρεις ή τέσσερις φορές πιο ογκώδης. Η γυναίκα δε στράφηκε για να χαιρετήσει τον Καρλ. Ήταν

ΕΝΟΧΗ

253

απασχολημένη στην ηλεκτρική κουζίνα. Τα λεπτοκαμωμένα χέρια της χόρευαν πάνω από τα τηγάνια, και η ατμόσφαιρα κατακλυζόταν από εξωτικές μυρωδιές και κάτι που θύμισε στον Καρλ το δικό του μπάρμπεκιου στο σπίτι. «Ένα διαμαντάκι είναι. Το φαγητό δε θα αργήσει», είπε ο Ρόνι και άραξε σε ένα διαλυμένο καναπέ, καμουφλαρισμένο από ριχτάρια σε διάφορες αποχρώσεις του σαφράν. Ο Καρλ κάθισε απέναντί του και δέχτηκε το μπουκάλι της μπίρας που ακούμπησε ο ξάδερφός του στο εβένινο τραπεζάκι ανάμεσά τους. «Μου χρωστάς εξακόσιες εβδομήντα κορόνες, καθώς και μια εξήγηση για το πώς είναι δυνατό να τρως ξανά τόσο σύντομα, μετά το γεύμα που καταβρόχθισες στο μαγαζί όπου συναντηθήκαμε». Ο Ρόνι χαμογέλασε και χτύπησε με περηφάνια το στομάχι του. «Τα πάντα είναι θέμα εκπαίδευσης», είπε, κάνοντας την Ασιάτισσα να γυρίσει και να χαρίσει στον Καρλ το λευκότερο χαμόγελο που είχε δει ποτέ του. Δεν ήταν η συνηθισμένη εικοσιπεντάχρονη με δέρμα λείο σαν καθρέφτη, όπως οι περισσότερες άλλες κοπέλες που προέρχονταν από τη Νοτιοανατολική Ασία. Η συγκεκριμένη ήταν ώριμη, το πρόσωπό της είχε ρυτίδες γέλιου, τα μάτια της ήταν φωτεινά και ζωηρά. Ένα-μηδέν για τον Ρόνι. «Εσύ θα πλήρωνες το λογαριασμό, Καρλ, σου το είπα στο τηλέφωνο. Κανόνισες ραντεβού σε ώρα εργασίας, οπότε οι κανόνες ορίζουν πως εσύ πληρώνεις». Ο Καρλ πήρε μια βαθιά ανάσα. «Κανόνισα ραντεβού; Σε ώρα εργασίας; Θα μπορούσα να ρωτήσω τι κάνεις για να βγάζεις το ψωμί σου, Ρόνι; Ή μάλλον όχι, άσε με να μαντέψω. Επαγγελματίας ξεχειλωτής εσωρούχων, μήπως;» Είδε τη γυναίκα να τραντάζεται, καθώς προσπαθούσε να πνί-

254

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

ξει τα γέλια της πάνω από τα μάτια της ηλεκτρικής κουζίνας. Όχι μόνο καταλάβαινε τη γλώσσα, αλλά διέθετε και αίσθηση του χιούμορ. «Να ’σαι καλά, Καρλ», είπε ο Ρόνι χαμογελώντας. «Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω». «Σαν να λέμε, να μην ελπίζω πως θα μου επιστρέψεις τα χρήματά μου, σωστά;» «Όχι. Όμως μπορώ να σου προσφέρω το πιο θεσπέσιο Τομ Κα Γκάι που θα μπορούσες να φανταστείς». «Δηλητηριώδες μού ακούγεται». Η Ασιάτισσα γέλασε και πάλι πνιχτά. «Είναι πικάντικη κοτόσουπα με γάλα καρύδας, φύλλα μοσχολέμονου και μπλε πιπερόριζα», εξήγησε ο Ρόνι. «Άκου εδώ, Ρόνι», είπε ο Καρλ αναστενάζοντας. «Μου έβαλες ένα ξεγυρισμένο φέσι σήμερα, όμως αυτό ας το ξεχάσουμε. Κάτι τέτοιο δεν υπάρχει περίπτωση να ξανασυμβεί. Αυτή τη στιγμή είμαι χωμένος μέχρι τα μπούνια στη δουλειά, όμως η κουβεντούλα που είχαμε με έκανε να προβληματιστώ. Μήπως κοιτάζεις να με εκβιάσεις, Ρόνι; Γιατί αν πέρασε καμιά τέτοια σκέψη από το μυαλό σου, σου εγγυώμαι πως εσύ και η χαριτωμένη κυρία από εδώ θα βρεθείτε στο πι και φι μπροστά στο δικαστή ή στο αεροπλάνο που θα σας γυρίσει όπου τέλος πάντων γουστάρεις να αράζεις, συνεννοηθήκαμε;» Η γυναίκα στράφηκε προς το μέρος τους και άρχισε να σέρνει τα εξ αμάξης στον Ρόνι, στα ταϊλανδέζικα. Εκείνος έγνεψε αρνητικά μερικές φορές, προτού ξαφνικά το πρόσωπό του γίνει κατακόκκινο από την οργή. Τα φουντωτά φρύδια του ήταν σαν να απέκτησαν δική τους ζωή. Ύστερα αγριοκοίταξε τον Καρλ. «Δυο πραγματάκια έχω να σου πω. Πρώτον, εσύ ήσουν αυτός που μου τηλεφώνησε σήμερα το πρωί, όπως ξέρεις. Και δεύτερον, η σύζυγός μου, η Μέι-

ΕΝΟΧΗ

255

Γινγκ-Θαχάν Μερκ, μόλις σε διέγραψε από τη λίστα των καλεσμένων».

Σε λιγότερο από ένα λεπτό, ο Καρλ είχε πάρει πόδι. Προφανώς, η μικροκαμωμένη σύζυγος του Ρόνι είχε ανακαλύψει πως αν κοπανούσε τα κουζινικά της αρκετά δυνατά, οι άνθρωποι είχαν την τάση να τρέπονται σε άτακτη φυγή. «Άρα, τα μονοπάτια μας χωρίζουν και πάλι, Ρόνι», μονολόγησε ο Καρλ, αν και είχε την υποψία πως μπορεί και να έκανε λάθος. Ένιωσε το κινητό να δονείται μέσα στην τσέπη του και κατάλαβε πως ήταν η Μόνα, πριν καν το επιβεβαιώσει κοιτάζοντας την οθόνη. «Γεια σου, κούκλα», είπε, προσπαθώντας να ακουστεί σαν να είχε κρύωμα, αλλά όχι τόσο σοβαρό που θα τον εμπόδιζε να δεχτεί μια πρόσκληση. «Αν έχεις διάθεση να κάνεις μία ακόμα προσπάθεια με την κόρη μου και τον Λούντβιχ, μπορείς να περάσεις αύριο», πρότεινε εκείνη. Μια μάλλον χλιαρή πρόταση συμφιλίωσης, έτσι όπως την άκουσε. «Ευχαρίστως», απάντησε ο Καρλ, σαν να το εννοούσε πραγματικά. «Ωραία. Στις εφτά, λοιπόν, στο σπίτι μου. Και να σου θυμίσω ότι έχεις ραντεβού με τον Κρις αύριο στις τρεις, στο γραφείο του. Έχεις ξαναπεράσει από εκεί, επομένως ξέρεις πού είναι». «Αλήθεια; Δεν το θυμάμαι», είπε εκείνος ψευδόμενος ασύστολα. «Ναι, το θυμάσαι. Και να σου πω κάτι, Καρλ; Το έχεις ανάγκη. Αναγνωρίζω τα σημάδια». «Μα, θα βρίσκομαι στο Χέλσκο αύριο».

256

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

«Όχι στις τρεις, πάντως». «Μόνα, μια χαρά τα πηγαίνω. Δεν έχει απομείνει το παραμικρό ίχνος πανικού μέσα μου έπειτα από εκείνη την υπόθεση με το πιστόλι καρφιών, θέλω να με πιστέψεις». «Μίλησα με τον Μάρκους Γιάκομπσεν και μου περιέγραψε την υστερική σου εισβολή στην αίθουσα συσκέψεων σήμερα». «Υστερική εισβολή; Ποια υστερική εισβολή;» «Όπως και να ’χει, θα ήθελα να είμαι σίγουρη πως ο άντρας που πρόκειται να επιλέξω ως σταθερό εραστή μου μπορεί να ανταποκριθεί ψυχικά στο ρόλο του». Ο Καρλ έσπασε το κεφάλι του προσπαθώντας να βρει την κατάλληλη ατάκα για να απαντήσει, όμως ήταν λες και οι λέξεις χάνονταν από μπροστά του. Για να εκφράσει τα αισθήματά του με τον κατάλληλο τρόπο αυτή τη στιγμή, θα έπρεπε να το ρίξει στο τανγκό, έτσι και μπορούσε. «Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, σε περιμένουν ζόρια, δυστυχώς. Ο Μάρκους μού ζήτησε να σου πω ότι σημειώθηκαν εξελίξεις. Εντόπισαν κάτι ακόμα στο κιβώτιο μέσα στο οποίο ήταν θαμμένο το πτώμα». Τζάμπα τα όνειρα για το χορό. «Βρήκαν ένα κομμάτι χαρτί. Τη φωτοτυπία μιας φωτογραφίας τυλιγμένης σε πλαστικό, όπου εμφανίζεται το θύμα, αυτός ο Πιτ Μπόσγουελ, να στέκεται ανάμεσα στον Άνκερ κι εσένα, με τα μπράτσα περασμένα γύρω από τους ώμους σας».

21

Νοέμβριος 2010 «ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΟ ΣΕ ΒΛΕΠΩ, Καρλ. Μήπως να οδηγήσω εγώ;» είπε ο Άσαντ το επόμενο πρωί.

ΕΝΟΧΗ

257

«Είναι επειδή είμαι κουρασμένος, και δεν υπάρχει καμία περίπτωση να οδηγήσεις εσύ, Άσαντ. Όχι εφόσον είμαι κι εγώ μαζί σου». «Δεν μπόρεσες να κοιμηθείς;» Ο Καρλ δεν απάντησε. Είχε κοιμηθεί, αν και μόλις για δύο ώρες. Δεν τον άφηναν οι ταραγμένες σκέψεις του. Το προηγούμενο βράδυ, ο Μάρκους Γιάκομπσεν του είχε στείλει με e-mail τη φωτογραφία του θύματος που στεκόταν ανάμεσα στον Καρλ και τον Άνκερ, επιβεβαιώνοντας με τον τρόπο αυτό τα όσα του είχε πει νωρίτερα η Μόνα. «Έχουμε βάλει το εργαστήριο να την εξετάσει, για να εξακριβώσουμε κατά πόσο είναι γνήσια ή πλαστή. Φαντάζομαι πως συμφωνούμε ότι η δεύτερη περίπτωση θα ήταν το καλύτερο αποτέλεσμα», του είχε γράψει ο προϊστάμενός του. Αυτό κι αν ήταν ευφημισμός. Φυσικά και θα ήταν «το καλύτερο αποτέλεσμα» αν συμπέραιναν πως η φωτογραφία ήταν πλαστή, πολύ απλά γιατί ήταν πλαστή. Τι προσπαθούσε ο Γιάκομπσεν, να του αποσπάσει κάποιου είδους ομολογία; Ούτε που είχε πλησιάσει ποτέ του τον νεκρό, δεν τον γνώριζε καν, κι όμως αυτή η ιστορία τού κόστιζε τώρα πολύτιμες ώρες ύπνου. Αν οι ειδικοί δεν κατόρθωναν να αποδείξουν ότι η φωτογραφία ήταν πειραγμένη, τότε ο Καρλ θα έπρεπε να αναμένει την ειδοποίηση ότι έμπαινε σε διαθεσιμότητα από μέρα σε μέρα. Γνώριζε άριστα τον τρόπο που λειτουργούσε ο Μάρκους. Έστρεψε το βλέμμα του στις ουρές των αυτοκινήτων που εκτείνονταν μπροστά τους, ενώ δούλευε τους μυς του σαγονιού του. Αν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά, θα περίμεναν ένα μισάωρο προτού ξεκινήσουν. «Έχει πολλή κίνηση στο δρόμο», σχολίασε ο Άσαντ, πάντοτε παρατηρητικός. «Ναι, κι αν δεν αρχίσουν να κινούνται σύντομα, δε μας βλέπω να φτάνουμε στο Χέλσκο πριν τις δέκα».

258

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

«Εντάξει, έχουμε όλη τη μέρα μπροστά μας, Καρλ». «Νομίζεις. Εγώ πρέπει να βρίσκομαι πίσω το αργότερο στις τρεις». «Α, σε αυτή την περίπτωση δεν το χρειαζόμαστε αυτό», είπε, δείχνοντας το GPS. «Μπορούμε να βγούμε από τον αυτοκινητόδρομο και θα είμαστε εκεί σε χρόνο μηδέν αν σου διαβάζω εγώ το χάρτη, Καρλ». Ήταν μια πρόταση που τους κόστισε μία επιπλέον ώρα μέχρι να καταφέρουν με τα πολλά να φτάσουν στο δρομάκι μπροστά από το σπίτι του Φιλίπ Νέρβιγ, τη στιγμή ακριβώς που ξεκινούσε το δελτίο ειδήσεων των έντεκα στο ραδιόφωνο. «Διαδηλωτές συγκεντρώνονται σήμερα το πρωί έξω από το σπίτι του Κουρτ Βεντ στο Μπρόντμπι», έλεγε ο δημοσιογράφος. «Η διαμαρτυρία, την οποία συντονίζουν τοπικές οργανώσεις πολιτών, επιδιώκει να στρέψει τους προβολείς στις πεποιθήσεις πάνω στις οποίες θεμελιώνεται το Κόμμα Καθαρότητας του δόκτορος Βεντ, τις οποίες χαρακτηρίζουν αντιδημοκρατικές. Από την πλευρά του, ο Κουρτ Βεντ δήλωσε ότι...» Ο Καρλ έσβησε τον κινητήρα και πάτησε στα χαλίκια με τα οποία ήταν στρωμένο το δρομάκι.

«Αν δεν ήταν ο Χέρμπερτ...» Η Μίε Νέρβιγ έγνεψε προς τη μεριά του άντρα ο οποίος είχε μόλις μπει στο καθιστικό για να συστηθεί. Όπως κι εκείνη, έδειχνε γύρω στα εβδομήντα. «...η Σεσίλιε κι εγώ δε θα μπορούσαμε σε καμία περίπτωση να είχαμε διατηρήσει την κυριότητα του σπιτιού». Ο Καρλ χαιρέτησε ευγενικά τον άντρα καθώς καθόταν. «Το αντιλαμβάνομαι απολύτως. Πρέπει να ήταν μια ιδιαίτερα δύσκολη περίοδος», σχολίασε ο Καρλ, γνέφοντας καταφατικά.

ΕΝΟΧΗ

259

Ένας ακόμα ευφημισμός. Όχι μόνο είχε χρεοκοπήσει ο σύζυγός της, αλλά επιπλέον την είχε παρατήσει σύξυλη να τα βγάλει πέρα μόνη της με τα χάλια. «Θα σας μιλήσω ανοιχτά, κυρία Νέρβιγ». Ο Καρλ κόμπιασε ξαφνικά, καθώς μια αμφιβολία τρύπωσε στο μυαλό του. «Να υποθέσω πως αυτό εξακολουθεί να είναι το επίθετό σας;» Εκείνη έτριψε την ανάστροφη του χεριού της νευρικά. Η ερώτηση προφανώς της προκαλούσε αμηχανία. «Ναι, αυτό είναι. Βλέπετε, ο Χέρμπερτ κι εγώ δεν είμαστε παντρεμένοι. Τα δικαστήρια έκριναν ότι είχα χρεοκοπήσει μετά την εξαφάνιση του Φιλίπ, οπότε μια τέτοια κίνηση δε θα ήταν φρόνιμη». Ο Καρλ πίεσε τον εαυτό του να χαμογελάσει, ώστε να δείξει πως καταλάβαινε, παρότι δε θα μπορούσε να τον ενδιαφέρει λιγότερο το κατά πόσο ήταν παντρεμένοι ή όχι εκείνοι οι δύο. «Υπάρχει περίπτωση ο σύζυγός σας απλώς να μην μπόρεσε να αντέξει την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί και να αποφάσισε να αφήσει τα πάντα πίσω του;» «Αν εννοείτε ότι αυτοκτόνησε, όχι. Ο Φιλίπ ήταν πάρα πολύ δειλός για να επιχειρήσει κάτι τέτοιο». Το σχόλιο ακούστηκε σκληρό, όμως η γυναίκα ίσως να προτιμούσε να είχε πάρει ο άντρας της ένα σκοινί και να είχε κρεμαστεί σε κάποιο από τα δέντρα του κήπου. Μπορεί μια τέτοια εξέλιξη να ήταν προτιμότερη για την ίδια. «Αυτό που εννοώ είναι πόσο πιθανό θεωρείτε να το έσκασε προκειμένου να αποφύγει την όλη κατάσταση. Ίσως είχε καταφέρει να βάλει κάποια χρήματα στην άκρη και στη συνέχεια να εγκαταστάθηκε κάπου στο εξωτερικό, όπου κανείς δε θα μπορούσε να τον εντοπίσει». Η γυναίκα τον κοίταξε έκπληκτη. Άραγε, δεν της είχε περάσει ποτέ αυτή η σκέψη από το μυαλό; «Αδύνατον. Ο Φιλίπ απεχθανόταν τα ταξίδια. Πολλές φορές

260

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

τον πίεζα να πάμε κάπου. Μη φανταστείτε τίποτα το ιδιαίτερο, μια εκδρομή στη Γερμανία με το λεωφορείο, τέτοια πράγματα. Δυο τρεις μέρες, το πολύ. Εκείνος, όμως, δε δεχόταν με τίποτα. Σιχαινόταν τις μετακινήσεις και τις αλλαγές. Για ποιο άλλο λόγο θα άνοιγε το γραφείο του σε ένα τέτοιο άθλιο μέρος; Επειδή εδώ πέρα μεγάλωσε, αυτή είναι η εξήγηση!» «Ενδεχομένως να θεώρησε πως δεν είχε άλλη επιλογή πέρα από το να εξαφανιστεί, με την τροπή που είχαν πάρει τα επαγγελματικά του. Σε ένα ορεινό χωριό της Κρήτης, για παράδειγμα, ή ίσως κάπου στην Αργεντινή. Σε κάποιο μέρος όπου ένας άνθρωπος θα μπορούσε να ξεφύγει από τα προβλήματα στην πατρίδα του και να βολευτεί όμορφα κι ωραία, χωρίς να του κάνουν αδιάκριτες ερωτήσεις». Η Μίε Νέρβιγ ρουθούνισε κι έγνεψε αρνητικά. Η ιδέα αυτή προφανώς της ήταν αδιανόητη. Ο άντρας τον οποίο είχε συστήσει ως Χέρμπερτ παρενέβη στη συζήτηση. «Με συγχωρείτε, ίσως θα έπρεπε να προσθέσω σε αυτό το σημείο ότι ο Φιλίπ ήταν παλιός φίλος από το σχολείο του μεγαλύτερου αδερφού μου. Αυτός έλεγε πάντοτε πως ο Φιλίπ ήταν μαλθακός». Κοίταξε με νόημα τη σύντροφό του, πιθανότατα για να ενισχύσει τη θέση του ως αισθητά καταλληλότερου συντρόφου απ’ ό,τι ο προκάτοχός του. «Κάποια στιγμή, οργανώθηκε σχολική εκδρομή στο Μπόρνχολμ, και ο Φιλίπ αρνήθηκε να πάει. Είπε πως δε θα μπορούσε να καταλάβει λέξη από την τοπική διάλεκτο, οπότε δεν υπήρχε κανένας λόγος να ακολουθήσει. Οι δάσκαλοί του προσπάθησαν να του αλλάξουν γνώμη, όμως εκείνος παρέμεινε αμετάπειστος. Δεν ήταν άνθρωπος που μπορούσες να τον βάλεις να κάνει κάτι που δεν τον βόλευε». «Χμ... Η περιγραφή αυτή μάλλον δεν ταιριάζει σε άνθρωπο τον οποίο θα χαρακτήριζα μαλθακό, όμως ίσως εδώ να είστε

ΕΝΟΧΗ

261

φτιαγμένοι από πιο σκληρή πάστα. Εντάξει, ας αφήσουμε αυτή τη θεωρία κατά μέρος για την ώρα. Δεν αυτοκτόνησε, ούτε εγκαταστάθηκε στο εξωτερικό. Πράγμα που σημαίνει ότι μας απομένουν οι εκδοχές του δυστυχήματος, της ανθρωποκτονίας ή του φόνου. Ποια θεωρείτε πιθανότερη;» «Κατά τη γνώμη μου, εκείνη η αναθεματισμένη οργάνωση στην οποία ανήκε τον σκότωσε», είπε η Μίε Νέρβιγ, κοιτάζοντας τον Άσαντ. Ο Καρλ έριξε μια ματιά στο βοηθό του, που τα σκούρα φρύδια του ξαφνικά είχαν μετατοπιστεί στο βορειότατο άκρο του ζαρωμένου μετώπου του. «Έλα τώρα, Μίε», είπε ο Χέρμπερτ από τον καναπέ. «Δεν το ξέρουμε αυτό». Ο Καρλ εστίασε το βλέμμα του πάνω στην ηλικιωμένη γυναίκα. «Δεν είμαι σίγουρος ότι καταλαβαίνω. Σε ποια οργάνωση αναφέρεστε;» ρώτησε. «Δεν υπάρχει καμία αναφορά στο φάκελο της υπόθεσης ότι ο σύζυγός σας ανήκε σε οποιαδήποτε οργάνωση». «Δεν είναι κάτι το οποίο είχα αναφέρει παλαιότερα». «Μάλιστα. Μήπως θα θέλατε να μας πληροφορήσετε σχετικά τώρα;» «Αυτοαποκαλούνταν μέλη του Σκοπού». Ο Άσαντ έπιασε το σημειωματάριό του. «Του Σκοπού; Κάπως μελοδραματικό, δε βρίσκετε; Θυμίζει μυστήριο που καλείται να λύσει ο Σέρλοκ Χολμς». Προσπάθησε να χαμογελάσει, όμως η πληροφορία αυτή είχε προκαλέσει τελείως διαφορετική αντίδραση μέσα του. «Και τι ακριβώς αφορούσε αυτός ο Σκοπός;» ρώτησε. «Μίε, δε νομίζω πως θα ήταν σωστό να...» προσπάθησε να τη διακόψει ο Χέρμπερτ, όμως η Μίε Νέρβιγ τον αγνόησε. «Δε γνωρίζω πολλά, για να είμαι ειλικρινής, επειδή ο Φιλίπ δε μιλούσε ποτέ γι’ αυτό το θέμα. Απ’ ό,τι είχα καταλάβει, δεν επι-

262

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

τρεπόταν κάτι τέτοιο. Ωστόσο, τόσα χρόνια άκουγα σκόρπιες κουβέντες. Ήμουν η γραμματέας του, άλλωστε», είπε, απορρίπτοντας τις αντιρρήσεις του συντρόφου της με ένα νεύμα του χεριού της. «Σκόρπιες κουβέντες; Δηλαδή;» συνέχισε ο Καρλ. «Σχόλια σχετικά με το ότι κάποιοι άνθρωποι άξιζαν να αποκτήσουν παιδιά, ενώ κάποιοι άλλοι όχι. Ο Φιλίπ, συχνά, βοηθούσε στο να προωθούνται υποχρεωτικές στειρώσεις μέσω του συστήματος. Ήταν κάτι που έκανε ήδη αρκετά χρόνια πριν αρχίσω να εργάζομαι για λογαριασμό του. Υπήρχε μια παλιά υπόθεση στην οποία αναφέρονταν κάποιες φορές, όταν περνούσε από εδώ ο Κουρτ. Εγώ...» «Ο Κουρτ;» τη διέκοψε ο Καρλ. «Ναι, ο Κουρτ Βεντ. Ασχολείται με την πολιτική τώρα». Ο Καρλ προσπάθησε να θυμηθεί πού είχε ακούσει αυτό το όνομα, αλλά απέτυχε. «Υπόθεση Χέρμανσεν, έτσι την ονόμαζαν», εξήγησε η γυναίκα. «Νομίζω πως πρέπει να ήταν η πρώτη στην οποία συνεργάστηκαν. Αργότερα, ο Φιλίπ ενεργούσε, επίσης, ως σύνδεσμος μεταξύ γιατρών και άλλων δικηγόρων. Υπήρχε ολόκληρο δίκτυο του οποίου ήταν επικεφαλής». «Καταλαβαίνω. Όμως οι πρακτικές αυτές δεν ήταν ασυνήθιστες τότε, σωστά; Θέλω να πω, για ποιο λόγο να διακινδύνευε ο σύζυγός σας; Οι Αρχές είχαν επιτρέψει, φαντάζομαι, τη στείρωση πολλών ατόμων με νοητική υστέρηση εκείνη την εποχή». «Ναι, όμως αυτοί, πολύ συχνά, στείρωναν άτομα τα οποία δεν εμφάνιζαν νοητική υστέρηση, και μάλιστα τα έστελναν σε ιδρύματα. Ήταν μια βολική λύση, εφόσον ήθελαν να τα βγάλουν από τη μέση. Τσιγγάνες, για παράδειγμα. Γυναίκες με μεγάλες οικογένειες, επίσης, εξαρτημένες από τα επιδόματα της Πρόνοιας, ή όσες επιδίδονταν στην πορνεία. Εφόσον ο Σκοπός κατάφερνε να οδηγήσει αυτές τις γυναίκες στα χειρουργεία, συχνά έβγαιναν με

ΕΝΟΧΗ

263

τις σάλπιγγές τους δεμένες και οπωσδήποτε χωρίς τα αγέννητα παιδιά που κυοφορούσαν, αν ήταν ήδη έγκυες». «Μισό λεπτό, να δω αν σας κατάλαβα καλά. Λέτε ότι πραγματοποιούνταν δραστικές χειρουργικές επεμβάσεις παρανόμως σε αυτές τις γυναίκες, χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεσή τους;» Η Μίε Νέρβιγ σήκωσε το κουταλάκι και ανακάτεψε τον καφέ της, παρότι αυτός είχε κρυώσει από ώρα. Απάντηση δεν έδωσε. Τα υπόλοιπα θα έπρεπε να τα ανακαλύψουν μόνοι τους. «Υπάρχουν πουθενά πληροφορίες γι’ αυτή την οργάνωση, το Σκοπό; Φάκελοι, αναφορές κάποιου είδους;» «Έτσι όπως το εννοείτε, όχι. Πάντως, έχω κρατήσει τα αρχεία του Φιλίπ και τα αποκόμματα εφημερίδων που συγκέντρωνε στο υπόγειο, εκεί όπου είχε το γραφείο του». «Ειλικρινά, Μίε, το βρίσκεις φρόνιμο όλο αυτό; Θα βοηθήσει σε κάτι την κατάσταση;» παρενέβη ο Χέρμπερτ. «Θέλω να πω, δεν είναι καλύτερα να μη σκαλίζουμε αυτά τα πράγματα;» Η Μίε Νέρβιγ δεν του απάντησε. Και τότε, ο Άσαντ σήκωσε το χέρι του, αργά, με μια έκφραση πόνου να απλώνεται στο πρόσωπό του. «Με συγχωρείτε, θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω την τουαλέτα σας, παρακαλώ;»

Ο Καρλ δεν απολάμβανε ιδιαίτερα να ψάχνει στοίβες ολόκληρες από έγγραφα. Είχε βοηθούς γι’ αυτή τη δουλειά. Όμως, από τη στιγμή που ο ένας απαντούσε στο κάλεσμα της φύσης και η άλλη κρατούσε τα γραφεία τους ανοιχτά στα Κεντρικά, δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. «Από πού να ξεκινήσουμε;» ρώτησε τη Μίε Νέρβιγ, η οποία στεκόταν και κοίταζε ολόγυρα το υπόγειο γραφείο λες και ήταν κάποιος ξένος που είχε εισβάλει στο σπίτι της. Ο Καρλ αναστέναξε καθώς την είδε να τραβάει δύο συρτάρια

264

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

μιας καρτελοθήκης, αποκαλύπτοντας μια φαινομενικά ατελείωτη σειρά φακέλων, που όλοι τους ήταν παραγεμισμένοι με έγγραφα μέχρι σκασμού. Για να ασχοληθεί ουσιαστικά με όλα αυτά τα έγγραφα, θα χρειαζόταν εκατό ώρες. Κι αυτό σίγουρα ήταν κάτι που θα προτιμούσε να το αποφύγει. Η Μίε Νέρβιγ ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν έχω ασχοληθεί εδώ και πάρα πολλά χρόνια με όλα αυτά. Δε μου αρέσει να κατεβαίνω στο γραφείο του Φιλίπ από τότε που εξαφανίστηκε. Σκέφτηκα κάποια στιγμή να τα ξεφορτωθώ, φυσικά, όμως πρόκειται για εμπιστευτικά έγγραφα, τα οποία θα έπρεπε να τύχουν ανάλογης μεταχείρισης. Θα ήταν μεγάλη αναστάτωση. Προτίμησα, λοιπόν, να κλειδώσω την πόρτα και να ξεχάσω ότι υπήρχαν. Δε μας λείπει κιόλας χώρος». Έκανε μια παύση και κοίταξε αφηρημένα, για μία ακόμα φορά, ολόγυρα το δωμάτιο. «Δεν είναι καθόλου εύκολη δουλειά, οφείλω να το ομολογήσω», σχολίασε ο Χέρμπερτ. «Μήπως η Μίε κι εγώ να ρίχναμε πρώτα μια ματιά, να δούμε αν υπάρχει κάτι που θα μπορούσε να σας ενδιαφέρει; Κι αν βρούμε οτιδήποτε, σας το προωθούμε. Πώς σας φαίνεται αυτό; Φυσικά, πρώτα θα πρέπει να ξέρουμε τι ακριβώς ψάχνετε». «Εγώ ξέρω!» αναφώνησε ξαφνικά η Μίε Νέρβιγ, δείχνοντας μια μεγάλη αρχειοθήκη με ρολ-τοπ, από ανοιχτόχρωμο ξύλο, πάνω στην οποία στοιβάζονταν χαρτόκουτα γεμάτα τυπωμένους φακέλους, επαγγελματικές κάρτες και διάφορα έντυπα. Γύρισε το κλειδί της αρχειοθήκης, και το ρολ-τοπ κατέβηκε μεμιάς, σαν γκιλοτίνα. «Ορίστε», είπε, βγάζοντας από μέσα ένα μπλε σπιράλ λεύκωμα, σε μέγεθος Α3. «Το είχε ξεκινήσει η πρώτη σύζυγος του Φιλίπ. Μετά το 1973, αφότου ο Φιλίπ και η Σάρα Τζούλι πήραν διαζύγιο, τα αποκόμματα δεν κολλιούνταν πλέον, απλώς τοποθετούνταν ανάμεσα στις σελίδες». «Το έχετε φυλλομετρήσει, φαντάζομαι».

ΕΝΟΧΗ

265

«Βεβαίως. Μετά τη Σάρα Τζούλι, εγώ ήμουν εκείνη που τοποθετούσε εδώ τα άρθρα που μου ζητούσε ο Φιλίπ να κόβω από τις εφημερίδες». «Και τι ήταν αυτό που θέλατε να μου δείξετε;» ρώτησε ο Καρλ, παρατηρώντας πως ο Άσαντ είχε μόλις μπει στο δωμάτιο, χωρίς να είναι πλέον πιο χλομός απ’ ό,τι ταίριαζε σε ένα μέσο, υγιή Άραβα. Ίσως να αισθανόταν καλύτερα τώρα που είχε ξαλαφρώσει κάπως. «Όλα εντάξει, Άσαντ;» ρώτησε. «Μια μικρή υποτροπή, Καρλ». Χτύπησε ελαφρά το στομάχι του, αφήνοντας να εννοηθεί πως τα εντερικά του προβλήματα ενδεχομένως να μην είχαν περάσει οριστικά. «Ορίστε», είπε η Μίε Νέρβιγ. «Να ένα απόκομμα από το 1980. Και ιδού ο άνθρωπος που σας ανέφερα πριν», συνέχισε, δείχνοντας το άρθρο. «Ο Κουρτ Βεντ. Δεν τον άντεχα με τίποτα. Κάθε φορά που περνούσε από εδώ ή όποτε του μιλούσε ο σύζυγός μου στο τηλέφωνο, ήταν λες και ο Φιλίπ μεταμορφωνόταν. Ακουγόταν τελείως αναίσθητος. Όχι, αναίσθητος δεν είναι η κατάλληλη λέξη. Μάλλον... απαθής, σαν να μην απέμενε ίχνος συναισθήματος μέσα του. Εντελώς ξαφνικά, φερόταν τελείως ψυχρά απέναντι στην κόρη μας και σ’ εμένα, λες και είχε αποκτήσει μια εντελώς διαφορετική προσωπικότητα. Συνήθως, ήταν αρκετά ευγενικός, όμως πολλές φορές, όταν συνέβαινε αυτό, λογομαχούσαμε». Ο Καρλ διάβασε προσεκτικά το άρθρο. Το Κόμμα Καθαρότητας Συγκροτεί Παράρτημα στο Κορσέρ, έγραφε ο τίτλος. Από κάτω, υπήρχε μια φωτογραφία από την εκδήλωση. Ο Φιλίπ Νέρβιγ με τουίντ σακάκι, δίπλα σε έναν άντρα που έστεκε κομψός μέσα στο σκούρο κοστούμι του, με ένα σφιχτό κόμπο στη γραβάτα. Ο Φιλίπ Νέρβιγ και ο Κουρτ Βεντ συντόνισαν με κύρος την εκδήλωση, σχολίαζε η λεζάντα. «Γαμώτο», μουρμούρισε ο Καρλ, ρίχνοντας μια απολογητική ματιά προς τη μεριά των οικοδεσποτών. «Αυτός είναι ο τύπος που

266

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

έχουν φαγωθεί να δείχνουν στις ειδήσεις. Το Κόμμα Καθαρότητας, τώρα θυμήθηκα το όνομα». Στη φωτογραφία αποτυπωνόταν μια αρκετά νεότερη εκδοχή του Κουρτ Βεντ που είχε δει στην τηλεόραση την προηγούμενη μέρα. Κατάμαυρες φαβορίτες, ένας ψηλός, γοητευτικός άντρας στην ακμή του, και δίπλα του ένας λεπτός, νευρικός ανθρωπάκος με έντονες ζάρες στο παντελόνι του κι ένα χαμόγελο που έμοιαζε προσποιητό και σπάνια χρησιμοποιημένο. Η Μίε Νέρβιγ έγνεψε καταφατικά. «Ναι, αυτός είναι. Ο Κουρτ Βεντ». «Προσπαθεί να οδηγήσει αυτό το Κόμμα Καθαρότητας στο Κοινοβούλιο, σωστά;» Η γυναίκα έγνεψε και πάλι καταφατικά. «Δεν είναι η πρώτη του απόπειρα, σε καμία περίπτωση. Όμως, αυτή τη φορά, φαίνεται πως μπορεί και να τα καταφέρει, Θεός φυλάξοι. Ο Κουρτ Βεντ είναι ένας άνθρωπος που διαθέτει ισχυρή επιρροή και καθόλου αναστολές, και οι απόψεις του είναι νοσηρές. Ας ελπίσουμε πως η απήχησή τους θα αποδειχτεί περιορισμένη». «Μιλάς για πράγματα τα οποία δεν καταλαβαίνεις, Μίε», σχολίασε ο Χέρμπερτ, παρεμβαίνοντας ξανά. Αυτός ο τύπος χώνει τη μύτη του σε όλα, σκέφτηκε ο Καρλ. «Κι όμως, μια χαρά καταλαβαίνω», απάντησε η Μίε Νέρβιγ, φανερά ενοχλημένη. «Κι αυτό το ξέρεις πολύ καλά! Μαζί διαβάζουμε τις εφημερίδες. Θυμήσου τι έγραφε ο Λούις Πέτερσον κάποια στιγμή· το είχαμε συζητήσει. Ο Κουρτ Βεντ και όλοι εκείνοι οι πιστοί οπαδοί του έχουν εμπλακεί σε ένα σωρό απαίσιες υποθέσεις, εκτρώσεις τις οποίες είχε χαρακτηρίσει αναπόφευκτες, στειρώσεις. Μιλάμε για επεμβάσεις στις οποίες οι γυναίκες δεν ήξεραν καν ότι υποβάλλονταν». Ο Χέρμπερτ διαμαρτυρήθηκε, περισσότερο φορτισμένα απ’ ό,τι έμοιαζε απαραίτητο. «Η σύζυγός μου... η Μίε, δηλαδή, έχει

ΕΝΟΧΗ

267

βάλει στο μυαλό της πως ο Βεντ είναι υπεύθυνος για την εξαφάνιση του Φιλίπ. Η θλίψη, ενίοτε, έχει τρομερή επίδραση και...» Ο Καρλ συνοφρυώθηκε και παρατήρησε προσεκτικά την έκφραση του άντρα, την ώρα που η Μίε Νέρβιγ συνέχιζε, σίγουρη για τις απόψεις της. Ήταν λες και οι αντιρρήσεις του είχαν πάψει να έχουν βαρύτητα από καιρό. «Δύο χρόνια αφότου τραβήχτηκε αυτή η φωτογραφία, κι ενώ ο Φιλίπ είχε διαθέσει χιλιάδες ώρες εργαζόμενος για το Κόμμα Καθαρότητας, ο Βεντ τον πέταξε έξω. Αυτός ο άνθρωπος» –τίναξε το δείκτη της προς τη φωτογραφία, δείχνοντας τον Κουρτ Βεντ– «πέρασε από εδώ αυτοπροσώπως κι έδιωξε τον Φιλίπ από το κόμμα, χωρίς την παραμικρή προειδοποίηση. Ισχυρίστηκε πως ο σύζυγός μου είχε καταχραστεί κάποια ποσά, όμως αυτό δεν ήταν αλήθεια. Όπως δεν ήταν αλήθεια και οι απάτες που του καταλόγισαν στη δουλειά του. Ούτε που θα του περνούσε από το μυαλό να κάνει κάτι τέτοιο. Πολύ απλά, όταν ερχόταν αντιμέτωπος με νούμερα, πελάγωνε». «Ειλικρινά, δεν μπορώ να διακρίνω κάποιον προφανή συσχετισμό ανάμεσα στον Κουρτ Βεντ και στην εξαφάνιση του Φιλίπ, Μίε», είπε ο Χέρμπερτ, κάπως πιο συγκρατημένα αυτή τη φορά. «Μην ξεχνάς πως ο άνθρωπος αυτός ζει ακόμα. Θα μπορούσε να σε μηνύσει...» «Δε φοβάμαι πια τον Κουρτ Βεντ, σου το έχω εξηγήσει αυτό!» Ήταν ένα εμφατικό ξέσπασμα, τα μάγουλά της είχαν κοκκινίσει κάτω από το λεπτό στρώμα πούδρας που κάλυπτε το πρόσωπό της. «Μην ανακατεύεσαι άλλο σε αυτή την ιστορία, Χέρμπερτ, άφησέ με να μιλήσω. Συνεννοηθήκαμε;» Ο Χέρμπερτ υποχώρησε. Ήταν προφανές πως το θέμα αυτό θα εξακολουθούσε να αποτελεί αντικείμενο των διαφωνιών τους, πίσω από κλειστές πόρτες. «Μήπως είστε κι εσείς μέλος αυτού του Κόμματος Καθαρότη-

268

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

τας, κύριε Χέρμπερτ;» ρώτησε διερευνητικά ο Άσαντ από την άκρη του δωματίου. Το σαγόνι του άντρα σφίχτηκε, όμως άφησε την ερώτηση να περάσει αναπάντητη. Ο Καρλ κοίταξε με νόημα το βοηθό του. Ο Άσαντ έγνεψε προς ένα κορνιζαρισμένο δίπλωμα, κρεμασμένο στον τοίχο. Ο Καρλ πλησίασε. Τιμητικό Δίπλωμα, έγραφε. Απονέμεται στους Φιλίπ Νέρβιγ και Χέρμπερτ Σένερσκο, του Δικηγορικού Γραφείου Νέρβιγ & Σένερσκο, για τη χορηγία της Υποτροφίας Κορσέρ για το έτος 1972. Τα μάτια του Άσαντ μισόκλεισαν καθώς έδειχνε με ένα δεύτερο, διακριτικό νεύμα του κεφαλιού προς τη μεριά του συντρόφου της Μίε Νέρβιγ. Ο Καρλ ανταπέδωσε το νεύμα. «Καλή παρατήρηση, Άσαντ», ήταν σαν να του έλεγε. «Ώστε είστε κι εσείς δικηγόρος;» ρώτησε ο Καρλ τον Χέρμπερτ. «Ήμουν, για την ακρίβεια», απάντησε εκείνος. «Αποχώρησα το 2001. Όμως, ναι, έως τότε διατηρούσα δικαίωμα παράστασης ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου». «Κι εκτός αυτού, ήσαστε συνεταίρος του Φιλίπ Νέρβιγ, έτσι δεν είναι;» Η φωνή του Σένερσκο βάθυνε κάπως. «Πράγματι, διατηρήσαμε μια μακρά και επιτυχή επαγγελματική συνεργασία, ωσότου αποφασίσαμε να πάρει ο καθένας το δρόμο του, το 1983». «Αυτό, φαντάζομαι, συνέβη στον απόηχο των κατηγοριών που διατυπώθηκαν εις βάρος του Φιλίπ Νέρβιγ και τη ρήξη που προέκυψε στις σχέσεις του με τον Κουρτ Βεντ», συνέχισε ο Καρλ. Ο άλλος συνοφρυώθηκε. Αυτός ο μάλλον καλοστεκούμενος συνταξιούχος διέθετε χρόνια εμπειρίας στο να απαλλάσσει τους πελάτες του από τις όποιες κατηγορίες τούς βάραιναν. Μια εμπειρία την οποία τώρα αξιοποιούσε προκειμένου να προστατεύσει τον εαυτό του.

ΕΝΟΧΗ

269

«Σαφώς ναι. Ο Φιλίπ είχε εμπλακεί σε μια κατάσταση την οποία δεν ενέκρινα, όμως η λύση της συνεργασίας μας προέκυψε περισσότερο από πρακτική ανάγκη παρά για οποιονδήποτε άλλο λόγο». «Κάτι παραπάνω από πρακτική, θα έλεγα. Πήρατε όλους τους πελάτες του και τη γυναίκα του με τη μία», σχολίασε ξερά ο Άσαντ. «Ήσαστε ακόμα φίλοι όταν εξαφανίστηκε; Και πού βρισκόσαστε εκείνο το διάστημα, για να έχουμε καλό ρώτημα;» «Α, μάλιστα, ώστε η κατεύθυνση των ερευνών αλλάζει, έτσι δεν είναι;» Ο Χέρμπερτ Σένερσκο στράφηκε προς τον Καρλ. «Νομίζω πως θα ήταν καλό να ενημερώσετε το βοηθό σας ότι έχω αντιμετωπίσει πλείστους όσους αστυνομικούς στην επαγγελματική μου σταδιοδρομία και είμαι κάτι περισσότερο από συνηθισμένος στο να ακούω αυτού του είδους τους υπαινιγμούς και τις απαράδεκτες αιτιάσεις σε σχεδόν καθημερινή βάση. Δε δικάζομαι εγώ εδώ, ούτε έχω κατηγορηθεί ποτέ για το παραμικρό, είναι κατανοητό αυτό; Άλλωστε, βρισκόμουν στη Γροιλανδία το επίμαχο διά­ στημα. Διατηρούσα γραφείο εκεί επί έξι μήνες, και όταν επέστρεψα, ο Φιλίπ είχε ήδη εξαφανιστεί. Ένα μήνα πριν, αν θυμάμαι σωστά. Μπορώ να το αποδείξω, εννοείται». Μόνο τότε στράφηκε και πάλι προς τον Άσαντ, περιμένοντας πως θα αντίκριζε την αμήχανη έκφραση που σίγουρα θα είχε απλωθεί στο πρόσωπό του, έπειτα από μια τόσο εύγλωττη απάντηση. Εκείνος, όμως, δεν είχε επηρεαστεί στο ελάχιστο. «Και, φυσικά, η σύζυγος του Φιλίπ Νέρβιγ ήταν διαθέσιμη στο μεταξύ, σωστά;» συνέχισε ο Άσαντ. Παραδόξως, η Μίε Νέρβιγ απέφυγε να σχολιάσει το θράσος με το οποίο τέθηκε το ζήτημα. Μήπως η ίδια ακριβώς σκέψη είχε περάσει κι από το δικό της μυαλό; «Α, να σας πω, είναι απαράδεκτο αυτό που συμβαίνει!» Ο Χέρμπερτ Σένερσκο έμοιαζε ξαφνικά να έχει γεράσει, αν και η δύνα-

270

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

μη που το δίχως άλλο τον είχε καταστήσει ισχυρό αντίπαλο στο παρελθόν ήταν εμφανής. «Σας ανοίξαμε τις πόρτες του σπιτιού μας, σας καλοδεχτήκαμε, κι εσείς μας προσβάλλετε. Αν αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο κάνει τη δουλειά της η Αστυνομία στην εποχή μας, τότε μάλλον πρέπει να επικοινωνήσω προσωπικά με τον αρχηγό της υπηρεσίας και να του πω ορισμένα πράγματα. Πώς είπαμε ότι σε λένε; Άσαντ, αν άκουσα καλά; Και το επίθετό σου;» Ώρα να παρέμβω, σκέφτηκε ο Καρλ. Με τόσους μπελάδες που είχε αυτό τον καιρό, το τελευταίο πράγμα που χρειαζόταν ήταν να του φορτώσει ακόμα περισσότερους ένας ευερέθιστος δικηγόρος. «Σας ζητώ συγνώμη, κύριε Σένερσκο, ο βοηθός μου υπερέβη τα εσκαμμένα. Μας τον έχει παραχωρήσει ένας άλλος τομέας, όπου ήταν συνηθισμένος να έρχεται αντιμέτωπος με άτομα που δε διέθεταν την κατανόηση ενός κυρίου όπως εσείς». Στράφηκε στον Άσαντ. «Μήπως να με περίμενες στο αυτοκίνητο, Άσαντ; Έρχομαι κι εγώ σε ένα λεπτό». Ο Άσαντ ανασήκωσε τους ώμους. «Ό,τι πεις, αφεντικό. Μην ξεχάσεις, όμως, να τσεκάρεις μήπως υπάρχει κάτι σχετικό με τη Ρίτα Νίλσεν σε όλα αυτά τα συρτάρια». Έγνεψε προς μια αρχειοθήκη. «Αυτή εδώ γράφει Λ έως Ν». Έκανε επιτόπου μεταβολή και αποχώρησε, περπατώντας κάπως μαγκωμένα, λες κι είχε περάσει είκοσι ώρες πάνω σε σέλα, ή αλλιώς δεν είχε ξεμπερδέψει οριστικά με την τουαλέτα. «Πολύ σωστά», είπε ο Καρλ, κοιτάζοντας αυτή τη φορά τη Μίε Νέρβιγ. «Όπως ανέφερε μόλις τώρα ο Άσαντ, θα με ενδιέφερε πολύ να δω αν τα αρχεία που έχετε εδώ περιλαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με μια γυναίκα η οποία εξαφανίστηκε την ίδια μέρα με το σύζυγό σας. Μια γυναίκα που άκουγε στο όνομα Ρίτα Νίλσεν. Μου επιτρέπετε;» Χωρίς να περιμένει να πάρει απάντηση, τράβηξε το συρτάρι

ΕΝΟΧΗ

271

με την ετικέτα Λ έως Ν κι έριξε μια ματιά στο περιεχόμενό του. Υπήρχαν πάρα πολλοί φάκελοι με το όνομα Νίλσεν. Την αμέσως επόμενη στιγμή, ο Χέρμπερτ Σένερσκο ήρθε από πίσω κι έκλεισε το συρτάρι. «Κάπου εδώ πρέπει να σταματήσουμε, δυστυχώς. Τα έγγραφα αυτά είναι εμπιστευτικά, και σε καμία περίπτωση δεν μπορώ να σας επιτρέψω να παραβιάσετε την ανωνυμία των πελατών της εταιρείας. Πρέπει να σας ζητήσω να φύγετε αμέσως». «Μάλιστα, τότε φαίνεται πως θα πρέπει να ζητήσω ένταλμα, έτσι δεν είναι;» απάντησε ο Καρλ, βγάζοντας το κινητό από την τσέπη του. «Κάντε ό,τι νομίζετε. Πρώτα, όμως, θα φύγετε από το σπίτι». «Δεν είμαι σίγουρος πως θα ήταν καλή ιδέα αυτό. Αν πράγματι υπάρχει κάποιος φάκελος σχετικά με τη Ρίτα Νίλσεν σε αυτό το συρτάρι, ποιος ξέρει αν θα εξακολουθεί να βρίσκεται εκεί σε μία ώρα; Ένα περίεργο πράγμα, κάτι τέτοιοι φάκελοι ξαφνικά βγάζουν φτερά και πετούν». «Σας ζητάω να φύγετε αυτή τη στιγμή, έγινα αντιληπτός;» επανέλαβε ο Χέρμπερτ Σένερσκο με παγερή φωνή. «Ίσως καταφέρετε να εξασφαλίσετε ένταλμα, όμως αυτό είναι κάτι που θα το δούμε αν και εφόσον συμβεί. Ξέρω άριστα τι ορίζει ο νόμος». «Ω, σταμάτα πια, Χέρμπερτ!» Η φωνή της Μίε Νέρβιγ παρενέβη αποφασιστικά, καθιστώντας απόλυτα σαφές το ποιος φορούσε τα παντελόνια σ’ εκείνο το σπίτι. Ο Καρλ φαντάστηκε τον Σένερσκο εξορισμένο μπροστά στην τηλεόραση, να ονειρεύεται τα γεύματα που σίγουρα δε θα του σέρβιρε η σύντροφός του για την επόμενη εβδομάδα, τουλάχιστον. Να η απόδειξη ότι η συγκατοίκηση αποτελούσε μια μορφή αλληλεπίδρασης μεταξύ των ανθρώπων που εμπεριείχε τις περισσότερες ευκαιρίες επιβολής ποινών, με διαφορά. Η Μίε Νέρβιγ άνοιξε το συρτάρι, φυλλομετρώντας τους φακέ-

272

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

λους με την επιδεξιότητα που είχε αποκτήσει από τα χρόνια εμπειρίας που διέθετε. «Ορίστε», είπε, βγάζοντας έναν. «Αυτό είναι το πλησιέστερο όνομα που έχουμε στο Ρίτα Νίλσεν». Έδειξε στον Καρλ το εξώφυλλο. Έγραφε ΣΙΓΚΡΙΝΤ ΝΙΛΣΕΝ. «Μάλιστα, τώρα ξέρουμε. Ευχαριστώ». Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά προς τη μεριά του Χέρμπερτ, ο οποίος τον αγριοκοίταξε. «Θα μπορούσα να σου ζητήσω, Μίε, να δεις, επίσης, αν υπάρχει κάποιος φάκελος στο όνομα Γκίτε Τσαρλς; Κι ενός άντρα που λέγεται Βίγκο Μόγκενσεν; Δε θα σε κουράσω περισσότερο, το υπόσχομαι». Δύο λεπτά αργότερα, η εξώπορτα του σπιτιού έκλεινε πίσω του. Καμία Γκίτε Τσαρλς, ούτε κάποιος Βίγκο Μόγκενσεν.

«Δε νομίζω πως ο Χέρμπερτ θα διατηρήσει τις καλύτερες αναμνήσεις από τη γνωριμία σας, Άσαντ», σχολίασε με τραχιά φωνή ο Καρλ, καθώς έπαιρνε το δρόμο για την Κοπεγχάγη. «Ίσως όχι. Όμως όταν ένας άνθρωπος σαν και του λόγου του αρχίσει να πανικοβάλλεται, συμπεριφέρεται σαν πεινασμένη καμήλα που τρώει αγκάθια. Όλη την ώρα μασουλάει, χωρίς να τολμάει να καταπιεί. Τον είδες πόσο άβολα αισθανόταν; Μου φάνηκε πως φερόταν περίεργα». Ο Καρλ τον κοίταξε. Ακόμα και στο προφίλ ήταν εύκολο να διακρίνει το χαμόγελο που έφτανε μέχρι τα αφτιά του βοηθού του. «Δε μου λες, πήγες πραγματικά στην τουαλέτα, Άσαντ;» Ο Άσαντ γέλασε. «Όχι, Καρλ, δεν πήγα. Έριξα μια ματιά στον πάνω όροφο και βρήκα αυτό εδώ, γεμάτο φωτογραφίες». Κύρτωσε το σώμα του προς τα πίσω, ανασήκωσε τη ζώνη του παντελονιού του κι έχωσε το χέρι στον καβάλο του. «Ορίστε», είπε, βγάζοντας από μέσα ένα φάκελο. «Τον βρήκα

ΕΝΟΧΗ

273

στο ντουλάπι της Μίε Νέρβιγ στο μπάνιο. Μέσα σε ένα χαρτονένιο κουτί, από αυτά που πολύ συχνά κρύβουν ενδιαφέροντα πράγματα. Πήρα όλο το φάκελο, γιατί μου φάνηκε πως θα ήταν λιγότερο χτυπητό από το να πάρω μερικές φωτογραφίες μόνο», σχολίασε, ενώ περιεργαζόταν το περιεχόμενό του. Ακατανόητη λογική. Ο Καρλ σταμάτησε στην άκρη του δρόμου και πήρε την πρώτη από τις φωτογραφίες που του έδωσε ο Άσαντ. Ήταν μια ομαδική, τραβηγμένη προφανώς σε κάποια γιορτή. Ποτήρια σαμπάνιας υψώνονταν προς το φωτογραφικό φακό, και όλοι ήταν χαμογελαστοί. Ο Άσαντ κατέβασε τον κοντόχοντρο δείκτη του στο κέντρο της φωτογραφίας. «Αυτός εδώ είναι ο Φιλίπ Νέρβιγ, παρέα με μια γυναίκα που δεν είναι η Μίε. Νομίζω πως μπορούμε να υποθέσουμε ότι είναι η πρώτη του σύζυγος. Και για δες εδώ...» Έσυρε το δάχτυλό του προς την άκρη της συντροφιάς. «Να και ο Χέρμπερτ Σένερσκο με τη Μίε, νεότεροι βέβαια. Δε συμφωνείς πως από τότε ακόμα έδειχνε να της έχει αδυναμία;» Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά. Το μπράτσο του Σένερσκο αγκάλιαζε τρυφερά τους ώμους της γυναίκας. «Κοίτα στην πίσω πλευρά, Καρλ». Εκείνος γύρισε τη φωτογραφία. 4 Ιουλίου 1973. 5 χρόνια Νέρβιγ & Σένερσκο. «Δες κι αυτήν εδώ». Τα χρώματα ήταν ξεθωριασμένα, και η φωτογραφία δεν είχε τραβηχτεί από επαγγελματία, κατά πως έδειχνε. Μια γαμήλια φωτογραφία, έξω από το δημαρχείο του Κορσέρ. Η Μίε και ο Φιλίπ Νέρβιγ, με τη Μίε φανερά έγκυο και τον Φιλίπ να χαμογελάει θριαμβευτικά, αντιθέτως με τον Χέρμπερτ Σένερσκο, ο οποίος έσφιγγε τα χείλη του λίγο ψηλότερα στα σκαλοπάτια, πίσω από το ευτυχές ζεύγος.

274

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

«Καταλαβαίνεις τι εννοώ, Καρλ;» Εκείνος έγνεψε καταφατικά. «Ο Φιλίπ Νέρβιγ άφησε έγκυο τη γυναίκα που αγαπούσε ο Χέρμπερτ Σένερσκο. Η γραμματέας είχε σχέση και με τους δυο τους, όμως ο Νέρβιγ κατέκτησε, τελικά, το έπαθλο». «Πρέπει να τσεκάρουμε αν ο Σένερσκο βρισκόταν πράγματι στη Γροιλανδία όταν εξαφανίστηκε ο Νέρβιγ», είπε ο Άσαντ. «Ναι, όμως είμαι βέβαιος πως σε αυτό το σημείο λέει την αλήθεια. Περισσότερο με ενδιαφέρει η προσπάθειά του να υπερασπιστεί τον Κουρτ Βεντ, τον οποίο προφανώς σιχαίνεται η Μίε Νέρβιγ. Όχι πως την αδικώ, ο τύπος πρέπει να είναι περιπτωσάρα, αν θες τη γνώμη μου. Νομίζω πως πρέπει να ακολουθήσουμε το γυναικείο ένστικτο της Μίε και να πάρουμε κι ένα ψιλό κόσκινο μαζί μας». «Ψιλό κόσκινο;» «Ναι, Άσαντ. Ή, αλλιώς, κοσκινάκι. Τέλος πάντων. Θα το αναθέσουμε στη Ρόζε, έτσι και φιλοτιμηθεί να το αναλάβει, δηλαδή».

Καθώς έφταναν στην πινακίδα των McDonald’s, που προσκαλούσε τους οδηγούς να περάσουν από το εστιατόριο της αλυσίδας στο Κάρλστρουπ, τηλεφώνησε η Ρόζε. «Δε φαντάζομαι ότι έχεις την απαίτηση να σου πω με το νι και με το σίγμα τι παίζει με το μαλάκα τον Βεντ. Ο τύπος είναι δεινόσαυρος, άσε που τόσα χρόνια δεν έχει σταθεί στιγμή ήσυχος, αυτό είναι το μόνο βέβαιο». Η φωνή της ακουγόταν όλο και πιο στριγκή, ώσπου κάποια στιγμή ο Καρλ συνειδητοποίησε πως καλό θα ήταν να τη διακόψει για να την ηρεμήσει, προτού ξεφύγει τελείως η κατάσταση. «Όχι, εννοείται πως δεν περιμένω κάτι τέτοιο, Ρόζε. Τα βασι-

ΕΝΟΧΗ

275

κά θέλω να ξέρω μόνο. Στις λεπτομέρειες θα περάσουμε αργότερα, εφόσον χρειαστεί. Εσύ κοίταξε απλώς να δεις αν υπάρχει κάποια πηγή που θα μπορούσε να μας δώσει πληροφορίες εν περιλήψει. Κάποιο άρθρο εφημερίδας, κάτι τέτοιο. Σε πρώτη φάση, αυτό που θέλουμε να ξέρουμε είναι αν έχει βγει κάποια βρόμα για του λόγου του. Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, μάλλον πρόκειται για αμφιλεγόμενο άτομο». «Αν θες να μάθεις τι έχει ακουστεί για τον Κουρτ Βεντ, πρέπει να μιλήσεις σε ένα δημοσιογράφο ονόματι Λούις Πέτερσον. Αυτός σίγουρα έχει ασχοληθεί με την περίπτωσή του, πίστεψέ με». «Ναι, το όνομά του μου είναι ήδη γνωστό. Έχει γράψει κάτι σχετικό τον τελευταίο καιρό;» «Μπα, δε θα το έλεγα. Περισσότερο είχε ασχοληθεί πριν από πέντε με έξι χρόνια. Στη συνέχεια σταμάτησε». «Ίσως να μην είχε άλλο ζουμί η υπόθεση». «Εγώ, μια φορά, άλλη εντύπωση σχημάτισα. Απ’ ό,τι έχω δει, δεν ήταν λίγοι οι δημοσιογράφοι που προσπάθησαν να ανακαλύψουν τι παίζει ακριβώς με τον Κουρτ Βεντ. Όμως αυτός ο Λούις Πέτερσον ήταν ο μόνος που κέρδισε θέση στα πρωτοσέλιδα». «Μάλιστα. Και πού ζει αυτός ο Λούις Πέτερσον;» «Στο Χόλμπεκ. Γιατί ρωτάς;» «Δώσε μου εσύ το τηλέφωνό του και βλέπουμε, έλα το κορίτσι μου». «Όπα, για ξαναπές το αυτό το τελευταίο. Σαν να μην άκουσα καλά». Ο Καρλ σκέφτηκε να πετάξει κάποιο σαρκαστικό σχόλιο, όμως συγκρατήθηκε. «Είπα “έλα το κορίτσι μου”». «Άρα δε με γέλασαν τα αφτιά μου. Και μετά λένε δε συμβαίνουν θαύματα...» τον ειρωνεύτηκε, προτού του δώσει το τηλέφωνο που της ζήτησε. «Πάντως, αν σκέφτεσαι να του μιλήσεις, κα-

276

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

λύτερα να περάσεις από το “Καφέ Βιβάλντι”, στον αριθμό 42 της Έλγκεδε, γιατί εκεί είναι το στέκι του κι εκεί βρίσκεται τώρα, σύμφωνα με τη σύζυγό του». «Και πώς το ξέρεις αυτό; Του τηλεφώνησες κιόλας;» «Εννοείται! Καλά, σε ποια νομίζεις πως μιλάς;» ρουθούνισε η Ρόζε και του έκλεισε το τηλέφωνο. «Σκατά», μουρμούρισε ο Καρλ, δείχνοντας το GPS. «Άσαντ, πέρνα μια διεύθυνση: Έλγκεδε 42, Χόλμπεκ. Πάμε για ένα ποτάκι», είπε στο βοηθό του, ενώ φανταζόταν το πρόσωπο της Μόνα όταν θα της τηλεφωνούσε σε ένα λεπτό για να ακυρώσει το ραντεβού με τον ψυχολόγο φίλο της, τον Κρις. Δε θα της άρεσε καθόλου αυτό.

Ίσως να περίμενε κάποιο σκοτεινό καταγώγιο, όπου το σκληρό φως της μέρας δεν έφτανε ποτέ, ένα στέκι όπου, για λόγους ακατανόητους, κατέφευγαν οι αποκαμωμένοι δημοσιογράφοι προκειμένου να φορτίσουν τις μπαταρίες τους. Το «Καφέ Βιβάλντι», όμως, αποδείχτηκε πέρα για πέρα διαφορετικό. «Δεν περίμενα κάτι τέτοιο, Καρλ», σχολίασε ο Άσαντ, καθώς έμπαιναν στο κτίριο που διεκδικούσε τον τίτλο του εντυπωσιακότερου στο δρόμο. Μέχρι και πύργο είχε. Ο Καρλ έριξε μια ματιά ολόγυρα στην κατάμεστη σάλα, οπότε συνειδητοποίησε πως δεν είχε ιδέα πώς έμοιαζε ο άντρας τον οποίο αναζητούσαν. «Τηλεφώνησε στη Ρόζε. Ίσως ξέρει να μας δώσει μια περιγραφή», είπε, παρατηρώντας τη διακόσμηση. Γαλακτερά τζάμια, γύψινες διακοσμήσεις στο ταβάνι. Ένας χώρος φτιαγμένος με γούστο, που είχε ευχάριστο φωτισμό, άνετες καρέκλες και πάγκους, και κομψές λεπτομέρειες παντού. Στοίχημα πως αυτός εκεί είναι ο άνθρωπός μας, σκέφτηκε ο

ΕΝΟΧΗ

277

Καρλ, μόλις εντόπισε έναν άντρα ο οποίος βρισκόταν στο επίκεντρο μιας παρέας μεσηλίκων, που είχαν συγκεντρωθεί σε ένα υπερυψωμένο σημείο στο κέντρο της αίθουσας. Χαρακτηριστικά μπλαζέ ύφος, ψημένα χαρακτηριστικά και μάτια σε διαρκή εγρήγορση. Ο Καρλ στράφηκε στον Άσαντ, ο οποίος στεκόταν παραδίπλα, γνέφοντας καταφατικά στο κινητό του, καθώς μιλούσε με τη Ρόζε στην άλλη άκρη της γραμμής. «Λοιπόν, τι λες, Άσαντ; Αυτός εκεί πέρα είναι;» «Όχι». Ο Άσαντ έστρεψε το βλέμμα του στους ετερόκλητους θαμώνες, που περιλάμβαναν από νεαρές κυρίες οι οποίες έτρωγαν σαλάτα για μεσημεριανό, μέχρι ερωτευμένα ζευγάρια που αργόπιναν καπουτσίνο με τα δάχτυλα πλεγμένα, και άλλους που βρίσκονταν εκεί μόνοι τους, χωμένοι πίσω από εφημερίδες, με γεμάτα ποτήρια μπίρας μπροστά τους. «Νομίζω πως αυτός εκεί είναι», είπε τελικά, δείχνοντας έναν ξανθομάλλη άντρα με αρκετά νεανική όψη, που καθόταν σε έναν πάγκο δίπλα σε παράθυρο, παίζοντας τάβλι με έναν περίπου συνομήλικό του. Ο Καρλ ήξερε πως δεν υπήρχε περίπτωση να το μάντευε ούτε σε εκατό χρόνια. Πλησίασαν και στάθηκαν για λίγο, καθώς οι δύο άντρες μετακινούσαν τα πούλια τους, αδιάφοροι για την παρουσία τους, έως τη στιγμή που ο Καρλ ξερόβηξε. «Ο Λούις Πέτερσον; Θα μπορούσαμε να σου μιλήσουμε για λίγο;» Ο άντρας ανασήκωσε το κεφάλι, γεφυρώνοντας αστραπιαία το κενό ανάμεσα στη βαθιά συγκέντρωση του παιχνιδιού και τη φορτισμένη από την αδρεναλίνη πραγματικότητα. Μέσα σε λιγότερο από ένα δευτερόλεπτο, κατέγραψε τα χαρακτηριστικά των

278

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

δύο αντρών και υπέθεσε σωστά την ταυτότητά τους: αστυνομικοί. Το βλέμμα του επέστρεψε στο τάβλι για λίγο, κι έπειτα από δύο γρήγορες κινήσεις ζήτησε μια παύση. «Δε νομίζω πως αυτοί οι δύο ήρθαν έως εδώ για να παρακολουθήσουν το παιχνίδι μας, Μόγενς». Η ψυχραιμία του τύπου ήταν εντυπωσιακή, σκέφτηκε ο Καρλ. Ο αντίπαλός του έγνεψε καταφατικά και χάθηκε στο πλήθος που είχε συγκεντρωθεί στην άλλη πλευρά του υπερυψωμένου επιπέδου. «Δεν ασχολούμαι με το αστυνομικό ρεπορτάζ πλέον», είπε ο δημοσιογράφος, στριφογυρνώντας με αργές κινήσεις το ποτήρι με το λευκό κρασί που κρατούσε στο χέρι του. «Καλώς. Εμείς, όμως, ήρθαμε εδώ επειδή έχεις ασχοληθεί πολύ με τον Κουρτ Βεντ», εξήγησε ο Καρλ. Ο Πέτερσον χαμογέλασε. «Φαντάζομαι ότι είστε της υπηρεσίας πληροφοριών, τότε. Πάει καιρός από την τελευταία φορά που πέρασαν να μου μιλήσουν κάτι παλικάρια σαν κι εσάς». «Όχι, είμαστε από το Τμήμα Ανθρωποκτονιών της Κοπεγχάγης». Η έκφραση του άντρα άλλαξε, και από το χαλαρό ενδιαφέρον πέρασε στην απόλυτη εγρήγορση, με την εμφάνιση μόνο μιας ρυτίδας στο μέτωπό του. Αν δε διέθετε την εμπειρία τόσων χρόνων, ο Καρλ ενδεχομένως να μην το παρατηρούσε καν. Αυτή δεν ήταν η αντίδραση ενός δημοσιογράφου που κοίταζε να βγάλει λαυράκι, αφού σε μια τέτοια περίπτωση το πρόσωπό του θα είχε φωτιστεί. Η προοπτική ενός καλοπληρωμένου άρθρου που θα δημοσιευόταν σε κάποια από τις μεγάλες εφημερίδες ήταν πάντοτε δελεαστική όποτε αναφερόταν η λέξη «ανθρωποκτονία». Όμως ο συγκεκριμένος άντρας δεν είχε εκεί το μυαλό του, κι αυτό από μόνο του έλεγε πολλά στον Καρλ. «Όπως ανέφερα ήδη, θέλουμε να μάθουμε κάποια πράγμα-

ΕΝΟΧΗ

279

τα για τον Κουρτ Βεντ. Μπορείς να μας διαθέσεις ένα δεκάλεπτο;» «Βέβαια, όμως έχω πέντε χρόνια να ασχοληθώ με τον συγκεκριμένο. Ξεφούσκωσε το ενδιαφέρον μου, ας πούμε». Σε ποιον τα πουλάς αυτά; Έτσι όπως κουνάς το ποτήρι, άλλα καταλαβαίνω εγώ, σκέφτηκε ο Καρλ. «Έκανα μια μικρή έρευνα για εσένα», είπε ψέματα ο Καρλ. «Δεν τη βγάζεις με τα επιδόματα, οπότε πώς κερδίζεις τα προς το ζην αυτό τον καιρό, Λούις;» «Εργάζομαι για λογαριασμό μιας οργάνωσης», απάντησε εκείνος, προσπαθώντας να καταλάβει πόσα πράγματα γνώριζε πραγματικά ο αστυνομικός. Και για το λόγο αυτό, ο Καρλ έγνεψε καταφατικά. «Σωστή απάντηση. Θα ήθελες να μας μιλήσεις σχετικά;» «Ίσως. Από την άλλη, θα μπορούσες να κάνεις εσύ την αρχή και να μου πεις με ποια δολοφονία ασχολείστε». «Είπα εγώ ότι ασχολούμαστε με κάποια δολοφονία; Δε νομίζω πως είπα κάτι τέτοιο, έτσι δεν είναι, Άσαντ;» Ο Άσαντ έγνεψε αρνητικά. «Ηρέμησε», είπε στον Πέτερσον. «Δε θεωρείσαι ύποπτος για κάτι συγκεκριμένο». Αυτό ήταν αλήθεια, όμως ο δημοσιογράφος βρισκόταν ούτως ή άλλως σε επιφυλακή. «Και τότε, ποιος θεωρείται ύποπτος, και για ποια υπόθεση; Α, και μιας και τα λέμε όμορφα κι ωραία εδώ πέρα, δε μου δείχνετε και καμιά ταυτότητα;» Ο Καρλ έβγαλε και κράτησε την υπηρεσιακή του ταυτότητα αρκετά ψηλά, ώστε να τη δουν όλοι όσοι βρίσκονταν τριγύρω. «Μήπως θα ήθελες να δεις και τη δική μου;» ρώτησε με θράσος ο Άσαντ. Ευτυχώς, ο άλλος το θεώρησε περιττό. Ίσως ήταν καιρός να

280

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

σκαρώσουν κάποια πλαστή ταυτότητα για τον Άσαντ. Μια επαγγελματική κάρτα με κάτι που να έφερνε στο σήμα της Αστυνομίας, μάλλον θα ήταν αρκετή. «Ερευνούμε τις υποθέσεις τεσσάρων ανθρώπων που εξαφανίστηκαν», είπε ο Καρλ. «Το όνομα Γκίτε Τσαρλς σού λέει κάτι; Ήταν βοηθός νοσοκόμα, ζούσε στο Σάμσε». Ο δημοσιογράφος έγνεψε αρνητικά. «Το όνομα Ρίτα Νίλσεν, μήπως; Ή Βίγκο Μόγκενσεν;» «Όχι. Πότε εξαφανίστηκαν όλοι αυτοί;» «Αρχές Σεπτεμβρίου του 1987». Ο Πέτερσον χαμογέλασε ειρωνικά. «Εγώ ήμουν δώδεκα χρόνων τότε». «Άρα, δεν τους έφαγες εσύ», απάντησε με το ίδιο ειρωνικό χαμόγελο ο Άσαντ. «Το όνομα Φιλίπ Νέρβιγ; Μήπως αυτό σου λέει κάτι;» Ο Πέτερσον έγειρε το κεφάλι προς τα πίσω και καμώθηκε πως πάλευε να θυμηθεί, όμως ο Καρλ κατάλαβε ότι προσποιούνταν. Ο δημοσιογράφος προφανώς γνώριζε άριστα ποιος ήταν ο Φιλίπ Νέρβιγ. Ήταν λες κι είχε ανάψει μια φωτεινή επιγραφή από πάνω του. «Δικηγόρος με γραφείο στο Κορσέρ. Ζούσε στο Χέλσκο», είπε ο Καρλ, χαμογελώντας με τη σειρά του. «Παλαιότερα συμμετείχε στο Κόμμα Καθαρότητας, διαγράφηκε το 1982. Όμως εσύ ήσουν μόλις εφτά χρόνων εκείνη την εποχή, οπότε ούτε σε αυτή την υπόθεση εμπλέκεσαι». «Δε νομίζω πως τον έχω ακουστά. Γιατί, θα έπρεπε;» «Αν σκεφτούμε πόσα άρθρα έχεις γράψει για το Κόμμα Καθαρότητας, ας πούμε πως θα μου έκανε τεράστια εντύπωση αν δεν τον είχες ακουστά». «Εντάξει, μπορεί και να είχα πετύχει κάπου το όνομά του. Απλώς δεν είμαι σίγουρος, αυτό είναι όλο».

ΕΝΟΧΗ

281

Πώς κι έτσι; σκέφτηκε ο Καρλ. «Θα μπορούσαμε να το διασταυρώσουμε με τα αρχεία των εφημερίδων. Η Αστυνομία έχει μια έφεση σε κάτι τέτοιες διασταυρώσεις, μη μου πεις πως δεν το ήξερες αυτό;» Ο Πέτερσον χλόμιασε. «Τι έχεις γράψει σχετικά με το Σκοπό;» ρώτησε ο Άσαντ. Κάπως πρόωρα, αλλά όχι πολύ. Ο άντρας κούνησε το κεφάλι πέρα δώθε. Αυτό υποτίθεται ότι σήμαινε «τίποτα», κι ίσως αυτή να ήταν η αλήθεια. «Καταλαβαίνεις πως όλα αυτά θα τα ελέγξουμε, έτσι δεν είναι, Λούις; Ένα πράγμα θα σου πω μονάχα: η γλώσσα του σώματός σου μου λέει πως γνωρίζεις πολύ περισσότερα απ’ όσα παραδέχεσαι. Δεν ξέρω πόσα ακριβώς, κι ίσως να είναι άσχετα με την υπόθεση, όμως νομίζω πως καλά θα έκανες να αρχίσεις να μιλάς, αμέσως. Για λογαριασμό του Κουρτ Βεντ εργάζεσαι;» «Όλα εντάξει, Λούις;» ρώτησε ο φίλος του, ο Μόγενς, ο οποίος τους είχε πλησιάσει επιφυλακτικά. «Ναι, εγώ μια χαρά είμαι. Αυτοί οι δύο, όμως, σε λάθος μέρος ήρθαν να γυρέψουν απαντήσεις». Στράφηκε ξανά στον Καρλ. Η φωνή του ακούστηκε ψύχραιμη. «Δεν έχω καμία σχέση με τον άνθρωπο αυτό, απολύτως καμία. Εργάζομαι για μια οργάνωση που ακούει στο όνομα “Μπένεφις”. Είναι ένας ανεξάρτητος οργανισμός που χρηματοδοτείται από εθελοντικές εισφορές. Δουλειά μου είναι να συγκεντρώνω πληροφορίες για τα λάθη που διέπραξε το Κόμμα της Δανίας και ο κυβερνητικός συνασπισμός τα τελευταία δέκα χρόνια. Ας πούμε πως υπάρχει αρκετό ψωμί σε αυτή την ιστορία για να με κρατάει απασχολημένο». «Ναι, φαντάζομαι πως είσαι πολυάσχολος άνθρωπος. Εντάξει, ας το πιάσουμε αλλιώς. Οι πληροφορίες που συγκεντρώνεις, σε ποιους απευθύνονται;»

282

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

«Σε οποιονδήποτε τις ζητήσει». Ο Πέτερσον ίσιωσε την πλάτη του. «Κοιτάξτε, λυπάμαι που δεν μπορώ να βοηθήσω περισσότερο. Αν θέλετε πληροφορίες για τον Κουρτ Βεντ, έχουν γραφτεί πολλά. Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, έχετε όλα τα άρθρα μου, όμως στο μεταξύ εγώ πέρασα σε άλλα θέματα. Οπότε, αν δεν έχετε κάποια συγκεκριμένη ερώτηση σχετικά με αυτά τα άτομα που εξαφανίστηκαν, θα σας ήμουν ευγνώμων αν με αφήνατε να απολαύσω όσο μου απομένει από το ρεπό μου». «Πολύ απότομα κουμπώθηκε ο τύπος», σχολίασε ο Καρλ όταν βρέθηκαν και πάλι στο δρόμο, λίγα λεπτά αργότερα. «Το μόνο που του ζητήσαμε ήταν να μας πει πέντε πράγματα για τον Κουρτ Βεντ. Πολύ θα ήθελα να ξέρω τι βιολί βαράει αυτός ο δημοσιογράφος». «Θα σου απαντήσω σε πολύ λίγο, Καρλ», είπε ο Άσαντ. «Αυτή τη στιγμή, ο φίλος μας έχει πλακώσει τα τηλεφωνήματα. Μην κοιτάξεις, γιατί μας παρακολουθεί από το παράθυρο. Όμως νομίζω πως πρέπει να βάλουμε τη Λις να βρει σε ποιον τηλεφωνεί».

22

Σεπτέμβριος 1987

ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΠΡΩΙΝΟ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ, η Νέτε ξύπνησε στο διαμέρισμά

της με φριχτό πονοκέφαλο. Αν αυτό οφειλόταν στα οσφρητικά πειράματα της προηγούμενης μέρας ή στη σκέψη πως εκείνη την καθοριστική μέρα θα δολοφονούσε έξι ανθρώπους μέσα σε διάστημα δώδεκα ωρών, δεν μπορούσε να το ξέρει. Το μόνο που ήξερε ήταν πως αν δεν έπαιρνε τα χάπια για τις ημικρανίες της, τα πάντα θα πήγαιναν κατά διαόλου. Δύο χάπια ενδεχομένως ήταν αρκετά, όμως εκείνη πήρε τρία, και

ΕΝΟΧΗ

283

για το επόμενο δίωρο έμεινε να κοιτάζει το ρολόι, μέχρι που τα τριχοειδή αγγεία στον εγκέφαλό της χαλάρωσαν επιτέλους και το φως του ήλιου μπορούσε να πέφτει πάνω στους αμφιβληστροειδείς της χωρίς να αισθάνεται η Νέτε ότι υποβαλλόταν σε ηλεκτροσόκ. Ύστερα έβγαλε τα φλιτζάνια του τσαγιού από το μαονένιο ντουλάπι που είχε στο προσεγμένο καθιστικό της, αράδιασε τα ασημένια κουταλάκια στη σειρά και τοποθέτησε και το δοχείο με το απόσταγμα στρύχνου, ώστε να το έχει εύκαιρο όταν θα έφτανε η ώρα, για να προσφέρει στους καλεσμένους της την κατάλληλη ποσότητα με την ελάχιστη δυνατή αναστάτωση. Ανέτρεξε νοερά στη διαδικασία για δέκατη φορά, προτού καθίσει και πάλι για να περιμένει, με το αγγλικό εκκρεμές να χτυπάει ρυθμικά πίσω της. Αύριο το απόγευμα θα πετούσε με προορισμό τη Μαγιόρκα, όπου η σμαραγδένια βλάστηση της Βαλντεμόσα θα κατέκλυζε τις αισθήσεις της, διαγράφοντας το παρελθόν και όλους τους δαίμονες που φώλιαζαν στο μυαλό της. Προηγουμένως, όμως, ο νεκρικός θάλαμος ήταν έτοιμος να υποδεχτεί τους φιλοξενούμενούς του.

Η οικογένεια με την οποία επικοινώνησε ο πατέρας της μετά την αποβολή που ακολούθησε την πτώση της στο ποτάμι, υποδέχτηκε τη Νέτε σαν ξένη, και αυτό ήταν κάτι που δεν έμελλε να αλλάξει. Το δωμάτιο υπηρεσίας βρισκόταν ξέχωρα από το υπόλοιπο σπίτι, και οι δουλειές που έπρεπε να κάνει η Νέτε στη διάρκεια της μέρας ήταν κοπιαστικές, οπότε ο μόνος χρόνος που περνούσε μαζί με την οικογένεια ήταν στα γεύματα, κι αυτά μέσα σε βαθιά σιωπή. Στις λιγοστές περιπτώσεις που επιχείρησε να ανοίξει το στόμα της, της είπαν αυστηρά να σωπάσει, παρότι έβαζε τα δυ-

284

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

νατά της να εκφράζεται όμορφα. Ακόμα και η κόρη με το γιο, που ήταν σχεδόν συνομήλικοί της, συνήθως την αγνοούσαν. Η Νέτε αποτελούσε ξένο σώμα, μια παρακατιανή, κι εκείνοι την αντιμετώπιζαν λες και είχαν εξουσία ζωής και θανάτου πάνω της. Πέρα από τη δουλειά, η καθημερινότητα δεν της πρόσφερε τίποτα για να ξεχνιέται, ούτε άκουγε ποτέ της μια γλυκιά κουβέντα. Αυστηρότητα, επιπλήξεις και κανόνες ήταν το μόνο που εισέπραττε. Είκοσι χιλιόμετρα χώριζαν τη Νέτε από το σπίτι των παιδικών της χρόνων, μόλις μία ώρα δρόμος με το ποδήλατο. Όμως η Νέτε ποδήλατο δεν είχε και περνούσε τις μέρες της ελπίζοντας πως θα ερχόταν ο πατέρας της κάποια στιγμή να την επισκεφτεί. Δεν εμφανίστηκε ποτέ. Έχοντας συμπληρώσει ενάμιση χρόνο με την οικογένεια, κλήθηκε να παρουσιαστεί στο καθιστικό, εκεί όπου ο χωροφύλακας της περιοχής συνομιλούσε με τον ανάδοχο πατέρα της. Ήταν χαμογελαστός, όμως αμέσως μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία της Νέτε, η έκφρασή του άλλαξε. «Νέτε Χέρμανσεν, ήρθα για να σε ενημερώσω ότι ο πατέρας σου απαγχονίστηκε στο σπίτι του, την περασμένη Κυριακή. Επομένως, οι Αρχές αποφάσισαν πως αυτοί εδώ οι καλοί άνθρωποι θα αναλάβουν οριστικά την κηδεμονία σου. Αυτό σημαίνει ότι θα έχουν τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο έως τα εικοστά πρώτα γενέθλιά σου. Να ευχαριστείς την καλή σου τύχη. Ο πατέρας σου μονάχα χρέη άφησε πίσω του». Τόσο ξερά. Ούτε λόγια παρηγοριάς ούτε κουβέντα για την κηδεία. Της έγνεψαν κοφτά, για να δείξουν πως αυτό ήταν όλο. Η ζωή της Νέτε είχε καταρρεύσει. Η ακρόαση είχε λήξει. Πήγε στα χωράφια κι έκλαψε, και οι εργάτες εκεί ψιθύριζαν, όπως κάνουν οι άνθρωποι για εκείνους που στέκουν ξέχωρα από

ΕΝΟΧΗ

285

τους πολλούς. Κάποιες φορές, η μοναξιά της ήταν τόσο έντονη, ώστε πονούσε το κορμί της. Κι άλλες φορές ήταν εντελώς αδιάφορη. Τα πράγματα ίσως να είχαν εξελιχτεί διαφορετικά αν υπήρχε λίγη καλοσύνη, ένα χάδι στο μάγουλο μια στο τόσο. Όμως η Νέτε έμαθε να ζει χωρίς αυτά. Όταν στήθηκε πανηγύρι στη γειτονική πόλη ένα Σαββατοκύριακο, οι υπόλοιπες κοπέλες από το αγρόκτημα πήραν το λεωφορείο και πήγαν εκεί χωρίς να της πουν τίποτα. Κι αυτός ήταν ο λόγος που η Νέτε βρέθηκε στην άκρη του δρόμου, με δύο κορόνες στην τσέπη, να κάνει οτοστόπ σε όποιο όχημα τύχαινε να περνάει. Εκείνο που σταμάτησε δεν παρουσίαζε και το καλύτερο θέαμα. Ήταν ένα ταλαιπωρημένο φορτηγάκι με καθίσματα ξεχαρβαλωμένα, όμως ο οδηγός τής χαμογέλασε. Προφανώς, δεν είχε ιδέα ποια ήταν. Της είπε πως τον έλεγαν Βίγκο. Βίγκο Μόγκενσεν, κι είχε έρθει από μακριά, από το Λούντεμπορ. Μετέφερε καπνιστά ψάρια στην καρότσα για έναν τύπο που είχε πάγκο και θα τα πουλούσε στην αγορά. Δύο γεμάτα κιβώτια που μύριζαν καπνό και θάλασσα, και η Νέτε δε θυμόταν άλλη φορά άνθρωπο να μιλάει με τόσο ενθουσιασμό για τη δουλειά του. Όταν οι άλλες κοπέλες την είδαν να κάνει τη βόλτα της ανάμεσα στο καρουζέλ και στους πάγκους της σκοποβολής, κρατώντας ένα παγωτό στο χέρι κι έχοντας ένα γοητευτικό νέο άντρα στο πλευρό της, τα μάτια τους γούρλωσαν, πήραν μια έκφραση που πρώτη φορά έβλεπε η Νέτε. Αργότερα θα σκεφτόταν πως ήταν από ζήλια, όμως εκείνη την ώρα απλώς αιφνιδιάστηκε, και όχι άδικα. Έκανε ζέστη, όπως τα καλοκαίρια της συντροφιά με τον Τάγκε, και ο Βίγκο τής περιέγραφε τη ζωή στη θάλασσα και την

286

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

ελευθερία που τη συνόδευε τόσο ζωντανά, ώστε η Νέτε σχεδόν την ένιωθε δική της. Μια όλο και εντονότερη αίσθηση ευτυχίας ζέσταινε το είναι της κι έκανε τα πράγματα για τον Βίγκο πολύ ευκολότερα απ’ ό,τι θα ήταν σε άλλη περίπτωση. Τον άφησε να περάσει το χέρι του γύρω από της ώμους της καθώς την πήγαινε με το φορτηγάκι πίσω, κι εκείνη στράφηκε και τον κοίταξε με ελπίδα στην καρδιά, ενώ τα μάγουλά της κοκκίνισαν όταν αυτός σταμάτησε το φορτηγάκι πίσω από κάτι δέντρα και την τράβηξε προς το μέρος του. Και ούτε ανησύχησε καθόλου όταν ο Βίγκο φόρεσε προφυλακτικό και της είπε πως έτσι θα κρατούσαν μονάχα την απόλαυση και δε θα είχαν κανένα λόγο ανησυχίας. Ύστερα, όμως, όπως τραβήχτηκε από μέσα της και είδε πως το προφυλακτικό είχε σπάσει, η έκφρασή του άλλαξε. Εκείνη τον ρώτησε αν θα έμενε τώρα έγκυος, ίσως γιατί ήλπιζε πως θα της έλεγε πως ήταν πιθανό κάτι τέτοιο και ότι, τουλάχιστον, θα την έπαιρνε μαζί του. Παρότι το τελευταίο αποδείχτηκε φρούδα ελπίδα, η Νέτε έμεινε πράγματι έγκυος, και οι άλλες κοπέλες δεν άργησαν να το ανακαλύψουν. «Τα ξερατά στα καλαμπόκια σημαίνουν πως κάποιος φουρνίζει ψωμάκι», φώναξε μία από αυτές πίσω της. Κι όλες μαζί έβαλαν τα γέλια, μέχρι που τα μαντίλια λύθηκαν κάτω από τα πιγούνια τους. Μισή ώρα αργότερα στεκόταν μπροστά στην ανάδοχη μητέρα της, η οποία με τρεμάμενη φωνή την απειλούσε πως θα τη λιάνιζε, προτού καλέσει την Αστυνομία, έτσι και δε συμφωνούσε να ξεφορτωθεί το έμβρυο. Την ίδια μέρα, ένα ταξί σταμάτησε στον αυλόγυρο και παρέλαβε το γιο, καθώς η οικογένεια ήθελε να τον απαλλάξει από το να γίνει μάρτυρας της ντροπής που είχε προκαλέσει η Νέτε στη

ΕΝΟΧΗ

287

ζωή τους. Η Νέτε είπε πως υπεύθυνος ήταν ένας καλός νέος από το Λούντεμπορ, τον οποίο είχε γνωρίσει στο πανηγύρι, όμως οι κοπέλες που τους είχαν δει μαζί επέμεναν πως ήταν από εκείνους τους αλητήριους που εκμεταλλεύονται τα θηλυκά, με μοναδικό σκοπό να περάσουν αυτοί καλά και τίποτε άλλο. Το αποτέλεσμα ήταν να βρεθεί η Νέτε αντιμέτωπη με ένα τελεσίγραφο. Είτε θα περνούσε από τον παλιό γιατρό της για να δώσει τέλος στην εγκυμοσύνη ή αλλιώς η οικογένεια θα ζητούσε από τους ανθρώπους της Πρόνοιας στην περιοχή να ενημερώσουν σχετικά την Αστυνομία. «Το έχεις κάνει κι άλλοτε, ξέρεις πώς πάει η δουλειά», είπε η ανάδοχη μητέρα της, χωρίς το παραμικρό ίχνος συμπάθειας, και στη συνέχεια ο σύζυγος αυτής της γυναίκας την πήρε με το αμάξι και την κατέβασε έξω από το ιατρείο. Μόλις θα ξεμπέρδευε, ας έπαιρνε το λεωφορείο για να γυρίσει στο σπίτι, ο δικός του χρόνος ήταν πολύτιμος και δεν μπορούσε να χασομερήσει όλη μέρα. Απέφυγε να της ευχηθεί καλή επιτυχία, αν και ίσως να χαμογέλασε αμήχανα, μάλλον για να κρύψει τη χαρά που ένιωθε κατά βάθος. Η Νέτε δεν κατάφερε ποτέ να καταλάβει τι σκεφτόταν αυτός ο άνθρωπος.

Πέρασε κάποια ώρα καθιστή, χτυπώντας μηχανικά τα γόνατά της μεταξύ τους και γέρνοντας μπρος πίσω, ενώ περίμενε στην πράσινη αίθουσα αναμονής. Η μυρωδιά της καμφοράς και των φαρμάκων την έκανε να ζαλίζεται και να φοβάται. Ο φόβος των ιατρικών εργαλείων και του κρεβατιού εξέτασης του γιατρού την πλημμύρισε, ενώ τα λεπτά κυλούσαν βασανιστικά αργά, καθώς οι ασθενείς που έβηχαν περνούσαν ο ένας μετά τον άλλο πίσω από την κλειστή πόρτα του ιατρείου. Άκουγε τον ήχο της φωνής του

288

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

γιατρού. Ήταν βαθιά και ψύχραιμη, αλλά σε καμία περίπτωση καθησυχαστική. Όταν, τελικά, έφτασε η σειρά της, μιας και ήταν η τελευταία εκείνη τη μέρα, ένας γιατρός νεότερος από εκείνον που περίμενε να δει της έσφιξε το χέρι και την καλωσόρισε, και η φωνή του έμοιαζε να χρωματίζεται από καλοσύνη. Η φωνή του ήταν που την έκανε να ξεχάσει τις πιο άμεσες επιφυλάξεις της. Και όταν ο γιατρός πρόσθεσε πως τη θυμόταν καλά και στη συνέχεια τη ρώτησε αν ήταν χαρούμενη με την καινούρια της οικογένεια, η Νέτε έγνεψε καταφατικά, χωρίς να μιλήσει, κι αφέθηκε στα χέρια του. Δεν ανησύχησε όταν εκείνος είπε στη γραμματέα του πως μπορούσε να γυρίσει στο σπίτι της, ούτε όταν κλείδωσε την πόρτα, αν και η Νέτε αναρωτήθηκε για ποιο λόγο ήταν ο γιος κι όχι ο πατέρας που την κοίταζε τώρα λες και είχαν συναντηθεί πολλές φορές στο παρελθόν. Μονάχα μία φορά είχαν ειδωθεί, τότε που ο ηλικιωμένος γιατρός είχε περάσει από το σπίτι της, μετά την αποβολή. «Έχεις την τιμή να είσαι η πρώτη γυναικολογική ασθενής μου, Νέτε. Ο πατέρας μου μόλις πρόσφατα μου παρέδωσε το ιατρείο, οπότε πλέον εγώ είμαι αυτός που θα προσφωνείς “δόκτωρ Βεντ”». «Μα, όταν τηλεφώνησε ο κηδεμόνας μου, στον πατέρα σας μίλησε, γιατρέ. Μήπως ξέρετε τι θα γίνει τώρα;» Εκείνος στάθηκε για μια στιγμή, κοιτάζοντάς την από πάνω μέχρι κάτω με έναν τρόπο που δεν της άρεσε καθόλου. Πήγε στα παράθυρα κι έκλεισε τις κουρτίνες, κι όπως στράφηκε μετά και την αντίκρισε, η έκφρασή του έδειχνε πως το ενδιαφέρον του ήταν μάλλον προσωπικού παρά επαγγελματικού χαρακτήρα. «Βεβαίως και ξέρω», απάντησε έπειτα από λίγο, ενώ καθόταν απέναντί της κι έπαιρνε επιτέλους τα μάτια του από το κορμί της.

ΕΝΟΧΗ

289

«Δυστυχώς, ο νόμος σε αυτή τη χώρα επιβάλλει ορισμένους περιορισμούς στις εκτρώσεις, οπότε να θεωρείς τον εαυτό σου τυχερό που στο θέμα αυτό δείχνω την ίδια κατανόηση με τον πατέρα μου. Φυσικά, φαντάζομαι πως όλα αυτά τα γνωρίζεις ήδη», είπε, ακουμπώντας την παλάμη πάνω στο γόνατό της. «Αντίστοιχα φαντάζομαι πως ξέρεις ότι εσύ κι εγώ θα μπορούσαμε να μπλέξουμε άσχημα έτσι και ακούγονταν παραέξω τα όσα θα κάνουμε σήμερα». Η Νέτε έγνεψε καταφατικά, αμίλητη, και του έδωσε το φάκελο που κρατούσε. Μέσα είχε όλες τις οικονομίες της των δύο τελευταίων χρόνων –εκτός από τα πέντε νομίσματα των δύο κορονών που είχε στην τσέπη της– συν ένα χαρτονόμισμα των εκατό κορονών που της είχε δώσει η ανάδοχη μητέρα της. Τετρακόσιες κορόνες συνολικά. Το μόνο που ήλπιζε ήταν να έφταναν τα χρήματα. «Αυτό ας το αφήσουμε κατά μέρος για την ώρα, τι λες κι εσύ, Νέτε; Πρώτα, έλα να ξαπλώσεις εδώ. Άφησε το εσώρουχό σου στην καρέκλα εκεί πέρα». Έκανε αυτό που της είπε, με το βλέμμα καρφωμένο στους μεταλλικούς αναβολείς, ενώ σκεφτόταν πως δε θα μπορούσε με τίποτα να σηκώσει τα πόδια της τόσο ψηλά. Χασκογέλασε, παρότι φοβόταν. Της φαίνονταν όλα τόσο απίστευτα και κωμικά. «Λοιπόν, ξάπλωσε λιγάκι», είπε ο γιατρός, καθώς τη βοηθούσε να φέρει τα πόδια της στην κατάλληλη θέση. Κι έτσι η Νέτε βρέθηκε ανάσκελα, με τα γεννητικά της όργανα εκτεθειμένα, να αναρωτιέται πόση ώρα θα διαρκούσε η όλη διαδικασία. Ανασήκωσε το κεφάλι της κάποια στιγμή και τον είδε να κοιτάζει επίμονα, σκυμμένος ανάμεσα στα πόδια της. «Μείνε ακίνητη τώρα», είπε, τινάζοντας ελαφρά το σώμα του από τη μέση και κάτω, λες και κατέβαζε το παντελόνι του.

290

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Κι ένα δευτερόλεπτο αργότερα, η Νέτε συνειδητοποίησε πως αυτό ακριβώς είχε κάνει ο γιατρός. Πρώτα ένιωσε τους τριχωτούς μηρούς του πάνω στους δικούς της. Τη γαργάλησαν, κι αμέσως μετά ακολούθησε η διείσδυση μέσα της, τόσο δυνατά, που η Νέτε τεντώθηκε σαν τόξο. «Άου», φώναξε. Εκείνος τραβήχτηκε για μια στιγμή, κι έπειτα άρχισε να καρφώνεται μέσα της, ξανά και ξανά, κρατώντας σφιχτά τα γόνατά της, έτσι που δεν της επέτρεπε να κλείσει τα πόδια της ή να στρίψει για να ξεφύγει. Δε μιλούσε, μονάχα είχε στυλώσει τα γουρλωμένα μάτια του ανάμεσα στα μπούτια της. Η Νέτε προσπάθησε να αντιδράσει, να τον κάνει να σταματήσει, όμως η τραχεία της ήταν σαν να είχε φράξει και δεν άφηνε τις λέξεις να περάσουν. Κι ύστερα, εκείνος έριξε πάνω της όλο του το βάρος, ενώ τα μάτια του τώρα έμοιαζαν θολά και άδεια. Δεν ήταν καθόλου ωραία, όπως με τον Τάγκε και τον Βίγκο. Καμία σχέση. Η μυρωδιά του και μόνο της προκαλούσε αηδία. Έπειτα από λίγο, ανασήκωσε το κεφάλι του προς το ταβάνι, και το στόμα του άνοιξε για να βγει ένα βογκητό. Όταν τελείωσε, κούμπωσε το παντελόνι του κι έτριψε με αργές κινήσεις τα δάχτυλά του στον πονεμένο, υγρό καβάλο της. «Είσαι έτοιμη τώρα», είπε. «Έτσι γίνεται η δουλειά». Η Νέτε δάγκωσε το κάτω χείλος της. Ένα αίσθημα ντροπής ρίζωσε μέσα της και παρέμεινε εκεί από τότε. Και ακόμα η αίσθηση πως το κορμί και το μυαλό της ήταν δύο διαφορετικά πράγματα και ότι το ένα μπορούσε να στραφεί ενάντια στο άλλο. Ένιωθε απαρηγόρητη και οργισμένη και μόνη, αφόρητα μόνη. Τον είδε να ετοιμάζει τη μάσκα για τη χορήγηση της αναισθησίας, και ξαφνικά της ήρθε να τραπεί σε φυγή. Πριν προλάβει να αντιδράσει, όμως, η εμετική μυρωδιά του αιθέρα κατέκλυσε τα

ΕΝΟΧΗ

291

ρουθούνια της. Ζαλίστηκε, και η τελευταία σκέψη που έκανε ήταν πως μόλις τελείωναν όλα αυτά, θα ξόδευε τις δέκα κορόνες που της απέμεναν για να αγοράσει ένα εισιτήριο για το τρένο και να πάει στο Όδενσε, όπου θα έβρισκε εκείνο το μέρος που ονομαζόταν Συμβούλιο Άγαμων Μητέρων. Είχε ακούσει πως εκεί βοηθούσαν γυναίκες σαν κι εκείνη. Και γι’ αυτό που της είχε κάνει ο Κουρτ Βεντ, θα έπαιρνε εκδίκηση. Κάπως έτσι τέθηκαν τα θεμέλια μιας σχέσης που κατέστρεψε τη ζωή της.

Οι επόμενες μέρες τής επιφύλαξαν διαδοχικές απογοητεύσεις. Οι γυναίκες στο Συμβούλιο αρχικά φάνηκαν πρόθυμες. Της πρόσφεραν τσάι και της έσφιξαν το χέρι, κι εκείνη ένιωσε πως θα έκαναν τα πάντα προκειμένου να τη βοηθήσουν. Όμως, μόλις τους περιέγραψε το βιασμό της, την έκτρωση που ακολούθησε και τα χρήματα που είχε πληρώσει, τα πρόσωπά τους σκοτείνιασαν. «Κατ’ αρχάς, Νέτε, πρέπει να καταλάβεις πως τέτοιες κατηγορίες είναι πράγματι πολύ σοβαρές. Εκτός αυτού, δεν μπορούμε να αντιληφθούμε για ποιο λόγο πρώτα έκανες την έκτρωση και μετά στράφηκες σ’ εμάς. Εντελώς ανάποδη σειρά. Δυστυχώς, θα πρέπει να παραπέμψουμε την περίπτωσή σου στις αρμόδιες Αρχές. Μας καταλαβαίνεις, έτσι δεν είναι; Εδώ πρέπει να κινούμαστε απολύτως τυπικά». Η Νέτε σκέφτηκε να τους πει ότι οι κηδεμόνες της είχαν θελήσει να γίνουν έτσι τα πράγματα. Πως αυτό που σε καμία περίπτωση δεν επιθυμούσαν ήταν να έχουν μια κοπέλα υπ’ ευθύνη τους, η οποία επιδείκνυε αισχρή και ακόλαστη συμπεριφορά μπροστά στα παιδιά τους και στις νεαρές εργάτριες που απασχολούσαν. Όμως η Νέτε δεν είπε τίποτα, νιώθοντας πως τους χρωστούσε ευ-

292

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

γνωμοσύνη, αφού είχαν δεχτεί, τουλάχιστον, να την ακούσουν. Αλλά πλανάτο πλάνην οικτράν, όπως θα διαπίστωνε στη συνέχεια. Λίγο μετά, εμφανίστηκαν δύο ένστολοι αστυνομικοί στο γραφείο και της ζήτησαν να τους ακολουθήσει. Θα έκανε καταγγελία στο αστυνομικό τμήμα, αφού πρώτα την πήγαιναν στο νοσοκομείο, ώστε να εξακριβωθεί το κατά πόσο έλεγε την αλήθεια. Και όταν θα τελείωναν από εκεί, η Νέτε θα περνούσε τη νύχτα στην πόλη, υπό το άγρυπνο βλέμμα των κυριών του Συμβουλίου. Την εξέτασαν προσεκτικά και εντόπισαν ενδείξεις γυναικολογικής επέμβασης. Άντρες με λευκές ρόμπες έχωναν τα δάχτυλά τους μέσα της, και γυναίκες με καρτελάκια νοσοκόμων στο στήθος τη σκούπιζαν. Ακολούθησαν οι ερωτήσεις. Απάντησε με ειλικρίνεια, όσο καλύτερα μπορούσε. Τα πρόσωπα των γιατρών ήταν αυστηρά και οι ψίθυροί τους, όταν αποσύρθηκαν σε μια γωνιά του δωματίου για να συσκεφτούν, ακούγονταν φορτωμένοι ανησυχίες. Δεν αμφέβαλλε πως οι άνθρωποι αυτοί ήταν με το μέρος της, και ως εκ τούτου η απρόσμενη συνάντησή της με τον ελεύθερο και χαμογελαστό Κουρτ Βεντ στο δωμάτιο ανακρίσεων του αστυνομικού τμήματος την κατέκλυσε με φόβο. Ο γιατρός έμοιαζε να τα πηγαίνει μια χαρά με τους δύο ένστολους αστυνομικούς, και ο άντρας στο πλάι του, ο οποίος της συστήθηκε ως Φιλίπ Νέρβιγ, δικηγόρος στο επάγγελμα, προφανώς ήταν έτοιμος να της κάνει τη ζωή δύσκολη. Ζήτησαν από τη Νέτε να καθίσει κι έγνεψαν στις δύο γυναίκες που μπήκαν στο δωμάτιο. Τη μία την ήξερε από το Συμβούλιο, η δεύτερη δε συστήθηκε. «Μιλήσαμε στο δόκτορα Βεντ, και μας επιβεβαίωσε ότι προχώρησε σε μια διαδικασία η οποία ονομάζεται απόξεση, Νέτε», είπε η άγνωστη γυναίκα. «Έχουμε το φάκελό σου εδώ». Ακούμπησε το φάκελο στο τραπέζι μπροστά της. Πάνω στο

ΕΝΟΧΗ

293

εξώφυλλο υπήρχε μια λέξη που δεν την έβγαζε, κι από κάτω ο αριθμός 64. Αυτό, τουλάχιστον, το καταλάβαινε. «Θα σου διαβάσω τώρα τι έγραψε ο δόκτωρ Βεντ μετά την αποχώρησή σου από το ιατρείο του», εξήγησε ο δικηγόρος. «Αναφέρει ξεκάθαρα ότι προχώρησε στην απόξεση καθώς είχες έντονη, ακανόνιστη περίοδο, κατά πάσα πιθανότητα λόγω της αποβολής πριν από δύο σχεδόν χρόνια. Εκτός αυτού, αναφέρει πως, παρά το νεαρό της ηλικίας σου, ομολόγησες ότι είχες σεξουαλικές σχέσεις με αγνώστους, ισχυρισμό τον οποίο επιβεβαιώνουν και οι κηδεμόνες σου. Ισχύουν αυτά;» «Δεν ξέρω τι πάει να πει απόξεση, όμως αυτό που ξέρω είναι πως ο γιατρός μού έκανε πράγματα που δεν είναι σωστά». Έσφιξε τα χείλη της για να ελέγξει το τρέμουλό τους. Δε θα τους άφηνε να την κάνουν να κλάψει. «Δεσποινίς Χέρμανσεν, ως δικηγόρος του δόκτορος Βεντ, οφείλω να σας συμβουλεύσω να προσέχετε πάρα πολύ όταν προβαίνετε σε ισχυρισμούς οι οποίοι δεν επιβεβαιώνονται», είπε ο Νέρβιγ με πρόσωπο χλομό, αλλά ψύχραιμη έκφραση. «Δηλώσατε ότι ο δόκτωρ Βεντ προχώρησε σε έκτρωση στην περίπτωσή σας, κι όμως οι γιατροί εδώ στο Όδενσε δεν μπόρεσαν να επιβεβαιώσουν κάτι τέτοιο. Ο Κουρτ Βεντ είναι ένας ευσυνείδητος και ικανότατος γιατρός. Αποστολή του είναι να βοηθάει τους ανθρώπους, όχι να κάνει παράνομες εκτρώσεις. Πράγματι πραγματοποίησε την απόξεση, όμως αυτό έγινε για το δικό σας καλό, έτσι δεν είναι;» Έγειρε προς τα εμπρός, λες και ήταν έτοιμος να τη βουτήξει από το λαιμό, όμως η Νέτε δε φοβήθηκε περισσότερο απ’ όσο φοβόταν ήδη. «Ρίχτηκε πάνω μου κι έκανε σεξ μαζί μου, κι εγώ του φώναζα να σταματήσει. Αυτό συνέβη, σας το είπα». Έριξε μια ματιά στα πρόσωπα που την περιτριγύριζαν. Ήταν σαν να μιλούσε σε ντουβάρια.

294

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

«Νομίζω πως πρέπει να προσέχεις πολύ όταν λες τέτοια πράγματα, Νέτε», είπε η γυναίκα από το Συμβούλιο Άγαμων Μητέρων. «Δε βοηθάς την κατάσταση έτσι». Ο δικηγόρος κοίταξε τριγύρω με αυτάρεσκο ύφος. Η Νέτε δεν τον συμπαθούσε διόλου. «Ακριβώς. Τώρα ισχυρίζεσαι ότι ο δόκτωρ Βεντ σε βίασε», συνέχισε. «Και επ’ αυτού ο δόκτωρ Βεντ έχει την ευγενή καλοσύνη να απαντήσει πως ο αιθέρας που σου χορήγησε ως αναισθησία επέδρασε βαριά στον οργανισμό σου, και σε αυτές τις περιπτώσεις οι ασθενείς, πολύ συχνά, έχουν παραισθήσεις. Γνωρίζεις τι σημαίνει αυτή η λέξη, Νέτε;» «Όχι, και δεν έχει σημασία αν ξέρω τι σημαίνει, γιατί μου έκανε κάτι που δεν έπρεπε να είχε κάνει, κι αυτό έγινε προτού μου βάλει τη μάσκα». Οι παρευρισκόμενοι κοιτάχτηκαν με νόημα μεταξύ τους. «Επίτρεψέ μου να σου πω κάτι, Νέτε. Αν υποθέσουμε πως ένας γιατρός ήθελε να βιάσει μια ασθενή του σε μια τέτοια κατάσταση, δε νομίζεις πως θα περίμενε να το κάνει αφού της χορηγούσε την αναισθησία;» επενέβη η γυναίκα που δε γνώριζε η Νέτε. «Οφείλω να ομολογήσω πως τα όσα μας λες, πολύ δύσκολα μπορεί να τα πιστέψει κανείς». «Μα, έτσι έγινε». Η Νέτε κοίταξε ολόγυρά της, συνειδητοποιώντας πως κανείς από τους ανθρώπους εκεί δεν ήταν με το μέρος της. Σηκώθηκε, νιώθοντας ξανά ενόχληση στην κοιλιά της και μια υγρασία στο εσώρουχό της. «Θέλω να γυρίσω στο σπίτι μου», είπε. «Θα πάρω το λεωφορείο». «Λυπάμαι, αλλά δεν είναι τόσο απλό, Νέτε. Είτε θα ανασκευάσεις τους ισχυρισμούς σου είτε θα πρέπει να σου ζητήσουμε να παραμείνεις εδώ», είπε ο ένας από τους αστυνομικούς κι έσπρωξε ένα χαρτί στο τραπέζι προς το μέρος της.

ΕΝΟΧΗ

295

Η Νέτε το κοίταξε, χωρίς να καταλαβαίνει τι έγραφε, ενώ εκείνος της έδειχνε μια διακεκομμένη γραμμή στο κάτω μέρος. «Γράψε εδώ το όνομά σου και είσαι ελεύθερη να φύγεις». Η Νέτε, όμως, δε γνώριζε ούτε γραφή ούτε ανάγνωση. Το βλέμμα της πέρασε από το χαρτί στον Κουρτ Βεντ που καθόταν απέναντί της. Τα μάτια τους συναντήθηκαν, και διέκρινε στα δικά του κάτι που θεώρησε πως ήταν μια έκκληση εκ μέρους του να μην το προχωρήσει άλλο. Εκείνη, όμως, δε σκόπευε να κάνει πίσω. «Έκανε αυτό που σας είπα πως έκανε», επέμεινε. Της ζήτησαν να πάει και να καθίσει σε μια καρέκλα στη γωνία όση ώρα αυτοί θα συσκέπτονταν. Οι γυναίκες έμοιαζαν να αντιμετωπίζουν το θέμα πολύ σοβαρά, και ο Κουρτ Βεντ έγνεψε αρνητικά σε δύο περιπτώσεις, όταν του απηύθυναν το λόγο. Τελικά, σηκώθηκε όρθιος και αντάλλαξε χειραψία με όλους, τον ένα μετά τον άλλο. Τον άφησαν ελεύθερο να φύγει. Δύο ώρες αργότερα, η Νέτε καθόταν στην άκρη ενός κρεβατιού, σε ένα δωματιάκι ενός σπιτιού, του οποίου η τοποθεσία τής ήταν άγνωστη. Της είπαν πως η υπόθεση θα προχωρούσε με ταχείς ρυθμούς και ότι θα οριζόταν δικηγόρος προκειμένου να ενεργήσει εκ μέρους της. Πρόσθεσαν, επίσης, ότι οι κηδεμόνες της θα έστελναν τα πράγματά της. Πλέον, δεν ήταν ευπρόσδεκτη στο αγρόκτημα.

Πέρασαν κάποιες εβδομάδες μέχρι να φτάσει στο δικαστήριο η υπόθεση με τις κατηγορίες εις βάρος του Κουρτ Βεντ, όμως στο μεταξύ οι Αρχές και ο δικηγόρος του γιατρού δεν έχασαν χρόνο. Ο Φιλίπ Νέρβιγ αποδείχτηκε ιδιαίτερα ικανός στην από-

296

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

κρουση των κατηγοριών, και ο δικαστής τον άκουσε με προθυμία. Την υπέβαλαν σε τεστ ευφυΐας, κάλεσαν μάρτυρες, παρουσίασαν έγγραφα. Μόλις δύο μέρες πριν την προγραμματισμένη ακροαματική διαδικασία, η Νέτε είχε, επιτέλους, την πρώτη επικοινωνία με το δικηγόρο που της είχαν ορίσει. Ήταν ένας αρκετά φιλικός άντρας, εξηντάρης, κι αυτό μόνο μπορούσε να πει για εκείνον. Όταν βρέθηκε ενώπιον του δικαστηρίου, συνειδητοποίησε πλήρως ότι κανείς δεν είχε διάθεση να την πιστέψει και ότι η υπόθεση είχε πάρει πολύ σοβαρές διαστάσεις ώστε να αγνοηθεί. Ούτε ένας από τους μάρτυρες δε στράφηκε να την κοιτάξει. Η ατμόσφαιρα ανάμεσα σ’ εκείνους και τη Νέτε ήταν παγερή. Η απαίσια διευθύντρια του σχολείου στο οποίο πήγαινε κάποτε αναφέρθηκε στα ανασηκωμένα φουστάνια, στο χυδαίο λεξιλόγιο, στις αργόστροφες αντιδράσεις της Νέτε, στη νωθρότητα και τη συνολικά έκλυτη συμπεριφορά της. Ο πάστορας που είχε δώσει το χρίσμα στους συμμαθητές της έκανε λόγο για ένα πλάσμα άθεο, με διαβολικές τάσεις. Και κάπως έτσι προέκυψε το πρόωρο συμπέρασμα: προφανώς, είχαν να κάνουν με μια ξεκάθαρη υπόθεση «αντικοινωνικής καθυστέρησης». Επ’ αυτού, η Νέτε κρίθηκε όχι μόνο ηθικά, αλλά και νοητικά ανεπαρκής. Ένα απολειφάδι της κοινωνίας, από την παρουσία του οποίου οι φυσιολογικοί άνθρωποι είχαν την απαίτηση να απαλλαγούν. Ήταν ένα πλάσμα άτιμο και πονηρό, παρότι δεν ήξερε γράμματα. Αναφέρθηκαν επανειλημμένα και χωρίς ελαφρυντικά στον «έκλυτο και αισχρό χαρακτήρα» της. Την κατηγόρησαν ότι ήταν συστηματικά απείθαρχη, σε σημείο να αμφισβητεί τα πάντα. Ισχυρίστηκαν πως η επιθετική, ανερυθρίαστα ερωτική συμπεριφορά της αποτέλεσε από την πρώτη στιγμή πηγή με-

ΕΝΟΧΗ

297

γάλης αναστάτωσης για τους ανθρώπους γύρω της και ότι, αφότου μπήκε στην εφηβεία, αποτελούσε πραγματική απειλή. Μόλις αποκαλύφθηκε και το ότι ο δείκτης ευφυΐας της είχε μετρηθεί στις 72,4 μονάδες στην κλίμακα Μπινέ-Σάιμον, τότε όλοι συμφώνησαν πως ο Κουρτ Βεντ είχε πέσει θύμα κακόβουλης συκοφάντησης και πεισματικής ανειλικρίνειας, ενώ εκείνος είχε αγαθές προθέσεις. Η Νέτε διαμαρτυρήθηκε, υποστηρίζοντας πως οι ερωτήσεις που της τέθηκαν στη διάρκεια του τεστ ευφυΐας ήταν απερίγραπτα ανόητες, προσθέτοντας ότι είχε δώσει στον Κουρτ Βεντ τετρακόσιες κορόνες ακριβώς, προκειμένου να τερματίσει την εγκυμοσύνη. Αντιμέτωπος με αυτή την πληροφορία, ο ανάδοχος πατέρας της δήλωσε ενόρκως πως η Νέτε δε θα μπορούσε να είχε συγκεντρώσει τόσα πολλά χρήματα. Η Νέτε σοκαρίστηκε. Είτε εκείνος έλεγε ψέματα είτε η γυναίκα του δεν τον είχε ενημερώσει για το ποσό που της είχε δώσει. Φώναξε στο δικαστή πως αν ήθελαν να διαπιστώσουν κατά πόσο έλεγε την αλήθεια, μπορούσαν να ρωτήσουν οι ίδιοι τη σύζυγο. Όμως η γυναίκα δεν ήταν παρούσα στο δικαστήριο και, προφανώς, η θέληση να φτάσουν στην αλήθεια ήταν εξίσου απούσα. Αργότερα, εμφανίστηκε ο επικεφαλής του ενοριακού συμβουλίου, ο οποίος ήταν συγγενής ενός από τα αγόρια που την είχαν πετάξει μέσα στο ποτάμι, στο νερόμυλο του Πούγε. Ο άνθρωπος αυτός ανέβηκε στο βήμα των μαρτύρων και δήλωσε πως κάποιο ίδρυμα θηλέων –ή, ακόμα καλύτερα, κάποιο αναμορφωτήριο– θα αποτελούσε καταλληλότερο προορισμό για τη Νέτε, παρά μια νέα ανάδοχη οικογένεια. Αυτό είχε καταστεί προφανές, δήλωσε, από τη στιγμή που η κοπέλα άρχισε να συνευρίσκεται με όποιον γυρνούσε να την κοιτάξει και είχε προκαλέσει την αποβολή βουτώντας πάνω στα αιχμηρά βράχια. Η Νέτε αποτελούσε όνειδος για μια κατά τα άλλα καθωσπρέπει ενορία.

298

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Η μία μετά την άλλη, οι κατηγορίες που βάραιναν τον Κουρτ Βεντ καταρρίφθηκαν στο δικαστήριο. Κρίνοντας από την ικανοποίηση που αποτυπωνόταν στο βλέμμα του Φιλίπ Νέρβιγ, η Νέτε συνειδητοποίησε πως αυτή η υπόθεση αποτελούσε για τον ίδιο εφαλτήριο προς τα ανώτερα δικαστήρια, την ώρα που ο Κουρτ Βεντ παρακολουθούσε την ακροαματική διαδικασία με ένα αυτάρεσκο χαμόγελο στο αξιόπιστο πρόσωπό του. Και ύστερα, μία από τις τελευταίες παγερές μέρες του Φεβρουαρίου, ο δικαστής, αφού ζύγισε τα υπέρ και τα κατά, μετέφερε στον Κουρτ Βεντ τη λύπη του δικαστηρίου για το γεγονός ότι είχε υποβληθεί σε τέτοια ταλαιπωρία εξαιτίας ενός ψευδολόγου και απαίσιου παιδιού. Όπως περνούσε δίπλα από τη Νέτε, αποχωρώντας, ο Βεντ έγνεψε καταφατικά προς το μέρος της, ώστε να διαπιστώσει το δικαστήριο τη μεγαθυμία του, χωρίς να γίνει αντιληπτή η θριαμβευτική και περιφρονητική έκφραση των ματιών του. Ταυτόχρονα, ο δικαστής έδινε εντολή να τεθεί η δεκαεφτάχρονη ανήλικη υπό την εποπτεία της Εθνικής Αρχής Νοητικά Υστερούντων Ατόμων, προκειμένου να ασχοληθούν αυτοί με την κοινωνική επανένταξή της, ούτως ώστε κάποια στιγμή τα επόμενα χρόνια να επιστρέψει έχοντας βελτιωθεί, ικανή πλέον να αποτελέσει μέλος της κοινωνίας. Μεσολάβησαν δύο μέρες, και στη συνέχεια στάλθηκε στο Ίδρυμα Κέλερ, στο Μπράινινγκ. Ο υπεύθυνος εκεί την πληροφόρησε πως εκ πρώτης όψεως δεν του φαινόταν σε καμία περίπτωση καθυστερημένη και ότι θα έγραφε στο συμβούλιο της ενορίας της, προκειμένου να τους ενημερώσει πως θα έπαιρνε απολυτήριο από το ίδρυμα εφόσον τα σχετικά τεστ καταδείκνυαν ότι ήταν φυσιολογική. Όμως τα πράγματα εξελίχτηκαν διαφορετικά. Η Ρίτα φρόντισε γι’ αυτό.

ΕΝΟΧΗ

299

23

Νοέμβριος 2010

Η ΠΡΩΤΗ ΕΘΝΙΚΗ ΔΙΑΣΚΕΨΗ του Κόμματος Καθαρότητας στέ-

φθηκε με απόλυτη επιτυχία. Ο Κουρτ είχε σταθεί απέναντι στους συνέδρους με περηφάνια και μάτια υγρά, πράγμα που σπάνια συνέβαινε. Εδώ, στο λυκόφως της ζωής του, ο στόχος της δημιουργίας ενός πολιτικού κόμματος με ρεαλιστικές προσδοκίες κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης είχε επιτέλους επιτευχθεί, και τώρα σχεδόν δύο χιλιάδες ένθερμοι Δανοί πατριώτες τον χειροκροτούσαν όρθιοι, εκστατικοί. Επιτέλους, υπήρχε ελπίδα για τον τόπο που γέννησε τους γιους του. Μακάρι να γινόταν να βρίσκεται και η Μπεάτε στο πλευρό του. «Καλά έκανες και σταμάτησες εκείνο το δημοσιογράφο προτού ολοκληρώσει το φαρμακερό λογύδριό του», σχολίασε ένας από τους προέδρους των τοπικών οργανώσεων. Ο Κουρτ έγνεψε καταφατικά. Εφόσον ήταν έτοιμος να πολεμήσει για την προάσπιση απόψεων που προκαλούσαν αντιδράσεις και δημιουργούσαν εχθρούς, ήταν σημαντικό να μπορεί να υπολογίζει στη βοήθεια δυνατών ανθρώπων που θα παρενέβαιναν όπου το απαιτούσαν οι περιστάσεις. Αυτή τη φορά τα είχε καταφέρει χωρίς τη συνδρομή τους, όμως αν συνέβαινε κάτι ανάλογο ξανά, και ήταν βέβαιο πως θα συνέβαινε, θα φρόντιζε αυτοί οι άνθρωποι που κινούνταν γύρω του να αναλάβουν να τακτοποιήσουν την όποια δυσάρεστη εξέλιξη. Ευτυχώς, το συγκεκριμένο συμβάν είχε αντιμετωπιστεί άμεσα και η διάσκεψη ολοκληρώθηκε χωρίς απρόοπτα, με την έξοχη παρουσίαση του εκλογικού προγράμματος και των υποψηφίων του κόμματος. «Προσπαθείτε να δημιουργήσετε ένα φασιστικό κόμμα, έτσι

300

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

δεν είναι, δόκτωρ Βεντ;» είχε φωνάξει ο δημοσιογράφος, καθώς έσπρωχνε για να ανοίξει δρόμο μέσα από το πλήθος, κρατώντας ψηλά το κασετόφωνό του. Ο Κουρτ είχε γνέψει αρνητικά, χαμογελώντας. Αυτή ήταν η δέουσα αντίδραση, όταν υπήρχαν κοντά πολλοί άνθρωποι. «Σε καμία περίπτωση», απάντησε δυνατά. «Όμως θα σας πρότεινα να μιλήσουμε υπό καλύτερες συνθήκες. Θα σας λύσω τις όποιες απορίες και θα σας πω ό,τι θελήσετε να μάθετε». Έριξε ένα γρήγορο, αυστηρό βλέμμα στους άντρες της ασφάλειας, προλαβαίνοντας να τους σταματήσει την τελευταία στιγμή και αφήνοντας, έτσι, το πλήθος να κλείσει και πάλι γύρω από τον ταραχοποιό. Το να αποκρούουν τις λεκτικές επιθέσεις όσων διαφωνούσαν ή το να κρατούν σε απόσταση τους διάφορους παλαβούς ήταν αποδεκτό, όμως το να βγάλουν σηκωτό έξω ένα δημοσιογράφο που έκανε τη δουλειά του, δεν ήταν. Έπρεπε να φροντίσει να το αντιληφθούν αυτό οι άνθρωποί του. «Ποιος ήταν εκείνος ο άντρας;» ρώτησε τον Λέμπεργκ, μόλις έκλεισαν πίσω τους οι πόρτες της παλιάς αίθουσας συνεδριάσεων. «Δεν αξίζει να ασχολούμαστε. Είναι από τη Διεθνή Εταιρεία Ελεύθερου Τύπου, συγκεντρώνει πυρομαχικά για το κοινό του. Σέρεν Μπραντ ονομάζεται». «Αν είναι αυτός, τον ξέρω. Να τον έχετε από κοντά». «Τον έχουμε ήδη υπόψη μας». «Όχι, εννοώ να τον έχετε πραγματικά από κοντά». Ο Λέμπεργκ έγνεψε καταφατικά και ο Κουρτ τον χτύπησε φιλικά στον ώμο, προτού ανοίξει την πόρτα που οδηγούσε σε μια μικρότερη αίθουσα συνεδριάσεων. Εκεί είχαν συγκεντρωθεί περίπου εκατό επίλεκτα μέλη, τα οποία τον περίμεναν. Ανέβηκε σε ένα μικρό βήμα κι έστρεψε το βλέμμα προς τους πιστούς υποστηρικτές του, οι οποίοι σηκώθηκαν από τις θέσεις τους και άρχισαν να τον χειροκροτούν. «Λοιπόν, κύριοι», ξεκίνη-

ΕΝΟΧΗ

301

σε, «εδώ βρίσκεται η ελίτ της χώρας, αδιαφορώντας για την απαγόρευση του καπνίσματος σε κλειστούς χώρους». Πλατιά χαμόγελα εμφανίστηκαν ένα γύρο, και κάποιος από την πρώτη σειρά έτεινε το χέρι για να του προσφέρει ένα πούρο από μια μικρή, δερμάτινη θήκη. Ο Κουρτ Βεντ χαμογέλασε και ύψωσε τις παλάμες του σε μια κίνηση άρνησης. «Ευχαριστώ πολύ, όμως ο άνθρωπος πρέπει να φροντίζει την υγεία του. Ειδικά όταν έχει κλείσει τα ογδόντα προ πολλού». Το ακροατήριό του γέλασε δυνατά. Ήταν ευχάριστο να βρίσκεται ανάμεσά τους. Αυτοί ήταν οι μυημένοι. Άνθρωποι τους οποίους μπορούσε να εμπιστευτεί. Άντρες ικανοί, αφοσιωμένοι στο Σκοπό, οι οποίοι, στην πλειονότητά τους, τον συντρόφευαν εδώ και πολλά χρόνια. Αυτό που είχε να τους πει τώρα, δε θα ήταν ευχάριστο. «Η σημερινή διάσκεψη εξελίχτηκε ιδανικά, και αν η ατμόσφαιρα εκεί μέσα αντικατόπτριζε τα αισθήματα του κόσμου, νομίζω πως μπορούμε βάσιμα να προσδοκούμε την εξασφάλιση ικανού αριθμού εδρών στις επόμενες εκλογές». Οι συγκεντρωμένοι σηκώθηκαν και πάλι από τις θέσεις τους, χειροκροτώντας τον θερμά. Ο Κουρτ απόλαυσε για λίγο το χειροκρότημά τους και, στη συνέχεια, με μια κίνηση των χεριών, τους επέβαλε σιωπή, παίρνοντας βαθιά ανάσα προτού συνεχίσει. «Παρακαλώ, καθίστε. Είμαστε όλοι ίσοι εδώ. Όσοι βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή σε τούτη την αίθουσα, αποτελούμε τη ραχοκοκαλιά του Κόμματος Καθαρότητας. Εμείς φυλάξαμε Θερμοπύλες στην πορεία των χρόνων, εμείς αναλάβαμε το δύσκολο έργο. Εμείς αποτελέσαμε την ηθική προφυλακή, έτοιμοι πάντοτε να ριχτούμε στον αγώνα με διακριτικότητα και σιγουριά. “Εκείνος που μόνη του επιθυμία είναι να υπηρετήσει τον Κύριο θα λάβει τη μεγαλύτερη ανταμοιβή”, όπως έλεγε κι ο πατέρας μου».

302

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Κι άλλα χειροκροτήματα. Ένα χαμόγελο πέρασε φευγαλέα από το πρόσωπό του. «Σας ευχαριστώ. Ο πατέρας μου θα αισθανόταν περήφανος αν μπορούσε να βρίσκεται εδώ σήμερα». Έσκυψε ελαφρά το κεφάλι του για να κοιτάξει αυτούς που κάθονταν στις πρώτες σειρές. «Το έργο μας, η αποτροπή της γέννησης ατόμων ανάξιων της εθνικής μας κληρονομιάς, η διακοπή της κύησης στις γυναίκες που θα μπορούσαν να φέρουν τέτοια άτομα στη ζωή, αποτελεί τη συνέχιση μιας μακράς και υπερήφανης προσπάθειας και, μέσα από το έργο αυτό, όλοι όσοι βρισκόμαστε σήμερα εδώ καταλήξαμε να συνειδητοποιήσουμε πως η αδιαφορία δεν οδηγεί σε τίποτα καλό». Ύψωσε και πάλι τις παλάμες του, απαντώντας στις επιδοκιμασίες του ακροατηρίου του. «Όσοι βρισκόμαστε εδώ ουδέποτε υπήρξαμε αδιάφοροι». Και πάλι χειροκροτήματα αντήχησαν στην αίθουσα. «Και τώρα, από τις θεμελιώδεις αρχές μας γεννήθηκε ένα πολιτικό κόμμα, το οποίο θα αγωνιστεί για μια κοινωνία όπου το έργο που επιτελούσαμε μέχρι σήμερα μυστικά, αντιμέτωποι με τους νόμους της χώρας, σύντομα θα μπορέσει να έρθει στο φως. Όχι απλώς να νομιμοποιηθεί, αλλά να εκθειαστεί». «Μπράβο, μπράβο!» φώναξαν αρκετοί, ταυτόχρονα. «Σε κάθε περίπτωση, όμως, και μέχρι τη στιγμή που θα συμβεί αυτό, φοβάμαι πως οι δραστηριότητες αυτού του κύκλου πρέπει να διακοπούν». Τα λόγια του προκάλεσαν προβληματισμό και ανησυχία. Πολλοί πάγωσαν στις θέσεις τους, με τα πούρα να σιγοκαίνε ανάμεσα στα δάχτυλά τους. «Γίνατε όλοι μάρτυρες των προσπαθειών που κατέβαλε νωρίτερα εκείνος ο δημοσιογράφος να ρίξει σκιές πάνω μας. Θα υπάρξουν και άλλοι σαν κι αυτόν, οπότε ο πρωταρχικός στόχος μας είναι να τους κρατήσουμε υπό έλεγχο. Ως εκ τούτου, το έργο που επιτελείται από τους παρισταμένους πρέπει να περιοριστεί για

ΕΝΟΧΗ

303

κάποιο διάστημα». Ακολούθησαν μουρμουρητά από το ακροατήριο, τα οποία διακόπηκαν όταν ο Κουρτ Βεντ σήκωσε το χέρι του. «Μόλις σήμερα το πρωί λάβαμε τη θλιβερή είδηση πως ένας εκ των καλύτερων φίλων μας, ο Χανς Κρίστιαν Ντίρμαντ, από το Σένερμπορ –και βλέπω πως αρκετοί από εσάς γνωρίζατε προσωπικά τον Χανς Κρίστιαν–, οδηγήθηκε στην αυτοχειρία». Παρατήρησε τα πρόσωπα που είχε απέναντί του. Ορισμένα έδειχναν συντετριμμένα, άλλα ήταν σκεπτικά. «Γνωρίζουμε ότι, κατά τις δύο τελευταίες εβδομάδες, ο Χανς Κρίστιαν είχε βρεθεί στο στόχαστρο των ιατρικών Αρχών που ερευνούσαν το έργο του. Αφορμή υπήρξε μια περίπτωση τερματισμού εγκυμοσύνης και στείρωσης, η οποία ακούγεται πως πραγματοποιήθηκε τόσο απρόσεκτα, ώστε η συγκεκριμένη νεαρή αναγκάστηκε να καταφύγει στο Γενικό Νοσοκομείο του Σένερμπορ. Ο Χανς Κρίστιαν επέλεξε να υποστεί τις συνέπειες, καταστρέφοντας όλα τα αρχεία και τα προσωπικά έγγραφά του, για να προχωρήσει στη συνέχεια στο απονενοημένο διάβημα». Και πάλι, η αποστροφή αυτή προκάλεσε μουρμουρητά ανάμεσα στους συγκεντρωμένους, αλλά ο Κουρτ δεν μπόρεσε να καταλάβει τι σήμαιναν ακριβώς. «Σε περίπτωση που η συμμετοχή του Χανς Κρίστιαν στο Σκοπό ερχόταν στο φως, είμαι βέβαιος πως αντιλαμβάνεστε τον αντίκτυπο που θα είχε στο έργο μας. Προφανώς, ο Χανς Κρίστιαν το είχε συνειδητοποιήσει. Όλα όσα αγωνιζόμαστε τώρα να πετύχουμε εντός του πλαισίου του Κόμματος Καθαρότητας, θα είχαν καταστραφεί». Ακολούθησε παρατεταμένη σιωπή. «Μια τέτοια αδυναμία δεν μπορεί να γίνει ανεκτή στο παρόν κλίμα, σε μια στιγμή κατά την οποία το Κόμμα Καθαρότητας πρέπει να προωθηθεί και να εδραιωθεί στη συνείδηση του λαού της Δανίας», είπε.

304

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Μετά τον προσέγγισαν αρκετά μέλη, τα οποία τον ενημέρωσαν ότι σκόπευαν να συνεχίσουν τις μυστικές προσπάθειές τους, παρά την έκκληση που τους είχε απευθύνει, διαβεβαιώνοντάς τον, όμως, ότι θα έλεγχαν προσεκτικά όλα τα αρχεία τους, ώστε να βεβαιωθούν πως δεν περιείχαν το παραμικρό στοιχείο που θα μπορούσε να δημιουργήσει πρόβλημα στο Σκοπό. Κι αυτό ακριβώς επιδίωκε ο Κουρτ Βεντ. Ασφάλεια πάνω απ’ όλα. «Θα παραστείς στην κηδεία του Χανς Κρίστιαν;» τον ρώτησε ο Λέμπεργκ καθώς αποχωρούσαν. Ο Κουρτ χαμογέλασε. Ήταν καλός άνθρωπος ο Λέμπεργκ. Είχε πάντοτε το νου του για να διακρίνει τυχόν αστοχίες στην κρίση των άλλων, συμπεριλαμβανομένου ακόμα και του αρχηγού του κόμματος. «Φυσικά όχι, Βίλφριντ. Πάντως, θα μας λείψει, δε συμφωνείς;» «Πράγματι». Ο Λέμπεργκ έγνεψε καταφατικά. Κάθε άλλο παρά εύκολο είχε αποδειχτεί για τον ίδιο να πείσει έναν παλιό του φίλο πως τα υπνωτικά χάπια αποτελούσαν τη μόνη επιλογή που του απέμενε. Κάθε άλλο παρά εύκολο.

Μέχρι να επιστρέψει εκείνος στο σπίτι, η Μπεάτε είχε ήδη αποκοιμηθεί. Άνοιξε το iPhone που του είχε χαρίσει ο μεγάλος γιος του και βρέθηκε αντιμέτωπος με την πληθώρα γραπτών μηνυμάτων που είχε λάβει. Τα μηνύματα θα έπρεπε να περιμένουν μέχρι το πρωί, σκέφτηκε. Τώρα, ήταν πολύ κουρασμένος. Κάθισε για λίγο στην άκρη του κρεβατιού, παρατηρώντας το

ΕΝΟΧΗ

305

πρόσωπο της Μπεάτε με μάτια μισόκλειστα, σαν να προσπαθούσε να μετριάσει τη σκληρή επίδραση που είχε πάνω της ο χρόνος. Για εκείνον, εξακολουθούσε να είναι πανέμορφη, και προτιμούσε να αναλογίζεται αυτό το γεγονός, παρά το πόσο αδύναμη είχε καταλήξει. Φίλησε το μέτωπό της κι ύστερα πήγε στο μπάνιο και ξεντύθηκε. Κάτω από το ντους, ήταν ένας γέρος άνθρωπος. Μονάχα εκεί του ήταν αδύνατο να αγνοήσει την κατάπτωση του σώματός του. Στρέφοντας το βλέμμα προς τα κάτω, μπορούσε να δει πόσο είχαν συρρικνωθεί οι γάμπες του, πώς η επιδερμίδα του ήταν λευκή και γυμνή εκεί όπου κάποτε καλυπτόταν από πυκνές, σκούρες τρίχες. Το στομάχι του δεν ήταν πλέον σφιχτό όπως τον παλιό καιρό και τα χέρια του μετά βίας έφταναν να τρίψουν την πλάτη του. Έγειρε το κεφάλι προς τα πίσω, θέλοντας να αφήσει το νερό να παρασύρει την ξαφνική μελαγχολία του, κι ένιωσε το ζεστό πίδακα να χτυπάει το πρόσωπό του. Τα γηρατειά ήταν μια δύσκολη κατάσταση, όπως και η παράδοση των ηνίων. Παρότι πράγματι είχε καταχειροκροτηθεί από τους συνέδρους σήμερα, η στάση τους αυτή ήταν για έναν άντρα που αποχωρούσε, για έναν άνθρωπο του οποίου το έργο είχε ολοκληρωθεί. Πλέον, αποτελούσε ιστορικό ηγέτη, που απλώς θα καθόταν στο θρόνο του και τίποτα περισσότερο. Από σήμερα, άλλοι θα μιλούσαν εξ ονόματος του κόμματος. Εκείνος θα διατηρούσε ένα συμβουλευτικό ρόλο, φυσικά, όμως οι σύνεδροι είχαν εκλέξει τα άτομα που θα τους εκπροσωπούσαν στη δημόσια σκηνή, και ποιος μπορούσε να τον βεβαιώσει πως οι άνθρωποι αυτοί θα επέλεγαν πάντοτε να ακολουθούν τις συμβουλές του; Πάντοτε. Επανέλαβε τη λέξη σαν να την αναμασούσε. Τι παρά-

306

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

ξενη λέξη, όταν την πρόφερε κανείς σε ηλικία ογδόντα οχτώ ετών. Πόσο κενή περιεχομένου φάνταζε ξαφνικά. Σκουπιζόταν με την πετσέτα, προσέχοντας να μη γλιστρήσει στα πλακάκια, όταν άρχισε να χτυπάει το κινητό τηλέφωνο στην τσέπη του παντελονιού του, πάνω στο κάθισμα της λεκάνης. Το έπιασε και είπε το όνομά του, την ώρα που τα νερά σχημάτιζαν μια λιμνούλα γύρω από τα πόδια του. «Χέρμπερτ Σένερσκο», άκουσε από την άλλη άκρη της γραμμής. «Επιτέλους, από το πρωί προσπαθώ να σε βρω στο τηλέφωνο». «Ναι, το φαντάζομαι. Καιρό είχα να σε ακούσω, φίλε μου. Με συγχωρείς, είχα κλείσει το κινητό μου, μιας και είχαμε τη διάσκεψη του κόμματος στο Τάστρουπ». Ο συνομιλητής του τον συνεχάρη, αν και κάθε άλλο παρά χαρούμενος ακουγόταν. «Κουρτ, πέρασε από εδώ η Αστυνομία, έχουν ανοίξει ξανά τους φακέλους κάποιων ατόμων που εξαφανίστηκαν, συμπεριλαμβανομένης και της υπόθεσης του Φιλίπ. Ένας Καρλ Μερκ, από τα Κεντρικά στην Κοπεγχάγη. Η Μίε ανέφερε το όνομά σου σε μια δυο περιπτώσεις. Δυστυχώς, είπε και για το Σκοπό». Ο Κουρτ έμεινε ακίνητος για λίγο. «Τι ακριβώς γνωρίζει η Μίε;» «Τίποτα το ιδιαίτερο. Τουλάχιστον, εγώ δεν της έχω πει κάτι, και φαντάζομαι ούτε ο Φιλίπ τής είχε μιλήσει. Απ’ ό,τι φαίνεται, είχε ακούσει κάποιες σκόρπιες κουβέντες. Ανέφερε και τον ­Λούις Πέτερσον. Επέμενε, αν και προσπάθησα να την εμποδίσω. Φοβάμαι πως τον τελευταίο καιρό έχει γίνει κάπως ξεροκέφαλη». Αυτό δεν ήταν καλό. «Τι είπε ακριβώς; Μπορείς να θυμηθείς;» Ο Κουρτ ρίγησε από το κρύο, και οι λιγοστές τρίχες που του απέμεναν ανασηκώθηκαν. Άκουσε χωρίς να κάνει κάποιο σχόλιο όσα είχε να του πει ο Χέρμπερτ Σένερσκο. Μόνο όταν ολοκλήρωσε εκείνος, μίλησε.

ΕΝΟΧΗ

307

«Ξέρεις αν αυτός ο επιθεωρητής επιχείρησε να επικοινωνήσει με τον Λούις Πέτερσον;» «Όχι, σκέφτηκα να το ελέγξω, όμως δεν είχα το κινητό του Λούις. Δεν είναι από αυτά που τα βρίσκεις εύκολα, καλά δε λέω;» Ακολούθησε σιωπή, καθώς ο Κουρτ προσπαθούσε να εκτιμήσει τη ζημιά. Όχι, δεν ήταν καλή αυτή η εξέλιξη. Διόλου καλή. «Χέρμπερτ, το έργο μας ποτέ άλλοτε δεν εκτέθηκε σε τέτοιο κίνδυνο, οπότε προσπάθησε, σε παρακαλώ, να καταλάβεις αυτό που θα σου ζητήσω. Εσύ και η Μίε πρέπει να αναχωρήσετε για διακοπές, σύμφωνοι; Τα έξοδα τα καλύπτω εγώ. Στην Τενερίφη να πάτε. Το νησί, στη δυτική πλευρά του, έχει απόκρημνες ακτές, “Ακαντιλάδο δε Λος Γιγάντες” λέγονται». «Ω Θεέ μου», είπε άψυχα ο Σένερσκο. «Άκουσέ με, Χέρμπερτ! Δεν υπάρχει άλλη λύση. Πρέπει να φανεί σαν ατύχημα, με καταλαβαίνεις;» Άκουσε το συνομιλητή του να βαριανασαίνει από την άλλη άκρη της γραμμής. «Χέρμπερτ, διακυβεύονται πολλά. Σκέψου τον αδερφό σου, τόσους καλούς φίλους, συναδέλφους και γνωστούς. Για να μην αναφέρω εσένα. Το έργο τόσων ετών κινδυνεύει να ακυρωθεί, απειλούμαστε με πολιτική καταστροφή. Πολλοί άνθρωποι θα διαλυθούν αν δεν μπει ένα τέλος στη φλυαρία της Μίε. Μιλάμε για δικαστήρια, για μακροχρόνιες και επώδυνες ιστορίες. Για βαριές ποινές φυλάκισης. Για ατίμωση και εξευτελισμό. Όλοι οι κόποι μας προκειμένου να αποτελέσουμε μια αναγνωρισμένη πολιτική οργάνωση, θα πάνε στράφι. Αμέτρητες χιλιάδες ώρες και δωρεές ύψους εκατομμυρίων. Σήμερα πραγματοποιήθηκε η Πρώτη Εθνική Διάσκεψη του Κόμματος Καθαρότητας. Μετά τις επόμενες εκλογές, θα διαθέτουμε φωνή στο Κοινοβούλιο. Εσύ και η Μίε θα τα θέσετε όλα αυτά σε κίνδυνο, αν δε δράσεις άμεσα».

308

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Και πάλι ο Σένερσκο δεν κατόρθωσε να μιλήσει. «Θεωρώ δεδομένο ότι κατέστρεψες τους φακέλους του Φιλίπ, όπως είχαμε συμφωνήσει. Πες μου, τα αρχεία του έχουν εξαφανιστεί;» Καμία απάντηση. Ο Κουρτ έφριξε. Πλέον, θα έπρεπε να αναλάβουν τον έλεγχο της κατάστασης οι ίδιοι. «Δεν μπορώ να το κάνω, Κουρτ. Δε γίνεται να φύγουμε απλώς, μέχρι να καταλαγιάσουν τα πράγματα;» είπε ικετευτικά ο Σένερσκο. Λες και δεν ήξερε πως τα παρακάλια του ήταν μάταια. «Δύο καθωσπρέπει συνταξιούχοι με δανικά διαβατήρια, Χέρμπερτ; Πιστεύεις σοβαρά πως θα μπορούσατε να περάσετε απαρατήρητοι μέσα στο πλήθος; Η Αστυνομία θα σας εντόπιζε σε χρόνο μηδέν. Κι αν δεν το κάνει αυτή, θα το κάνουμε εμείς». «Ω Θεέ μου», επανέλαβε ο Σένερσκο. «Έχεις είκοσι τέσσερις ώρες στη διάθεσή του. Κλείσε θέσεις με τη Star Tour αύριο. Αν δεν έχουν εισιτήρια, βρες θέσεις σε κάποια πτήση με προορισμό τη Μαδρίτη, κι από εκεί πετάξτε με τοπικό αερομεταφορέα για Τενερίφη. Μόλις φτάσετε εκεί, άρχισε να παίρνεις φωτογραφίες του μέρους όπου βρίσκεστε κάθε πέντε ώρες και στέλνε τες σ’ εμένα με e-mail, για να ξέρω πού θα είστε. Το θέμα θα κλείσει εδώ, συνεννοηθήκαμε;» Η απάντηση ακούστηκε διστακτική. «Καταλαβαίνω». Αμέσως μετά, ο Κουρτ έδωσε τέλος στη συνομιλία. «Θα βεβαιωθούμε πως έχεις καταλάβει», μονολόγησε. «Κι ύστερα, θα πάρουμε εκείνα τα αναθεματισμένα αρχεία και θα τα κάψουμε». Ανέτρεξε στη λίστα με τις αναπάντητες κλήσεις, στην οθόνη του κινητού του. Ο Σένερσκο έλεγε την αλήθεια. Του τηλεφωνούσε κάθε μισή ώρα, από τις δώδεκα και μισή. Κι αργότερα, ο ­Λούις Πέτερσον είχε αρχίσει να κάνει το ίδιο. Δεκαπέντε αναπάντητες κλήσεις συνολικά.

ΕΝΟΧΗ

309

Τα πράγματα δεν εξελίσσονταν καθόλου καλά. Η όποια έρευνα για την εξαφάνιση του Φιλίπ Νέρβιγ ποσώς τον προβλημάτιζε. Ο ίδιος δεν είχε την παραμικρή σχέση μ’ εκείνη την υπόθεση. Αυτό που τον προβλημάτιζε ήταν το τι είχε αποκαλύψει η Μίε στην Αστυνομία. Και να πεις πως δεν είχε προειδοποιήσει τον Φιλίπ γι’ αυτή την αναθεματισμένη γυναίκα; Όπως και τον Χέρμπερτ, αργότερα. Όχι μία, αλλά πολλές φορές.

Πέρασε μισή ώρα ακόμα, στη διάρκεια της οποίας κάλεσε επανειλημμένα το κινητό του Λούις Πέτερσον, προτού του τηλεφωνήσει ο νεαρός δημοσιογράφος. «Ναι, με συγχωρείς, απλώς κλείνω το κινητό μου κάθε φορά που σου τηλεφωνώ, για να μην μπορεί να εντοπιστεί η κλήση», εξήγησε. «Άσε που δε θέλω να μου τηλεφωνήσουν εκείνοι οι δύο αστυνομικοί, ο Καρλ Μερκ και ο απαίσιος βοηθός του». «Πες μου με δυο λόγια τι συνέβη», ζήτησε επιτακτικά ο Κουρτ. Ο Πέτερσον υπάκουσε. «Πού βρίσκεσαι τώρα;» ρώτησε ο ηλικιωμένος άντρας, μόλις ολοκλήρωσε ο δημοσιογράφος. «Σε ένα χώρο στάθμευσης έξω από το Κίελο». «Και τι κάνεις εκεί πέρα;» «Δε θες να ξέρεις». Ο Κουρτ αποδέχτηκε την απάντησή του. «Και δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείς. Έχω μαζί μου όλους τους φακέλους της “Μπένεφις”». Σωστός. Τερμάτισαν τη συνομιλία τους, και ύστερα ο Κουρτ ντύθηκε. Ο ύπνος έπρεπε να περιμένει.

310

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Ανέβηκε στον πάνω όροφο, στο δωμάτιο με το κουζινάκι, τράβηξε ένα συρτάρι κάτω από τον πάγκο, έβγαλε έναν πλαστικό δίσκο γεμάτο βίδες και παξιμάδια και πήρε το παλιό κινητό Nokia που βρισκόταν κρυμμένο από κάτω. Τοποθέτησε μια SIM καρτοκινητής, συνέδεσε το τηλέφωνο με το φορτιστή, το άνοιξε και σχημάτισε τον αριθμό του Κάσπερσεν. Μέσα σε λιγότερο από είκοσι δευτερόλεπτα, η κλήση του είχε απαντηθεί. «Ξενυχτάς, βλέπω, Κουρτ. Πώς και τηλεφωνείς από αυτό το νούμερο;» «Προέκυψε θέμα», απάντησε εκείνος. «Σημείωσε το νούμερο που θα σου πω και τηλεφώνησέ μου από το καρτοκινητό σου. Σε πέντε λεπτά ακριβώς». Ο Κάσπερσεν ακολούθησε κατά γράμμα τις οδηγίες, ακούγοντας αμίλητος τον αρχηγό να τον ενημερώνει για τις εξελίξεις. «Ποιον έμπιστο άνθρωπο έχουμε στα Κεντρικά της Αστυνομίας;» ρώτησε ο Κουρτ, μόλις ολοκλήρωσε την περιγραφή της κατάστασης. «Κανέναν. Έχουμε, όμως, έναν στο Τμήμα Πόλης», απάντησε ο Κάσπερσεν. «Επικοινώνησε μαζί του και πες του πως έχει ξεκινήσει μια έρευνα την οποία πρέπει να σταματήσουμε. Θα αμειφθεί καλά για τον κόπο του, αρκεί να εξουδετερωθεί αυτός ο Καρλ Μερκ».

24

Νοέμβριος 2010

Ο ΚΑΡΛ ΕΡΙΞΕ ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ στην ώρα καθώς έφτανε στο χώρο στάθ-

μευσης, με τους υαλοκαθαριστήρες του στην ταχύτερη κλίμακα. Τέσσερις παρά τέταρτο· τρία τέταρτα καθυστέρηση στο ηλίθιο

ΕΝΟΧΗ

311

ραντεβού με τον Κρις, τον τρελογιατρό. Η Μόνα θα τον κατσάδιαζε για τα καλά απόψε. Πώς κέρατο στράβωναν τα πράγματα έτσι, συνέχεια; «Καλύτερα να πάρουμε κι αυτό εδώ μαζί μας», είπε ο Άσαντ, ξεθάβοντας μια σπαστή ομπρέλα από τη θήκη στην πόρτα του συνοδηγού. Ο Καρλ έσβησε τον κινητήρα. «Δεν έχω καμία διάθεση να μοιράζομαι ομπρέλες», γκρίνιαξε, όμως σύντομα μετάνιωσε για τα λόγια του, καθώς στάθηκε στην είσοδο του θλιβερού, τσιμεντένιου κτιρίου του αρχηγείου της Αστυνομίας και συνειδητοποίησε πως κάποιος είχε τραβήξει την τάπα της ουράνιας μπανιέρας, και το μόνο που έβλεπε μπροστά του ήταν ένα υδάτινο τείχος. «Έλα εδώ από κάτω, Καρλ. Μέχρι χτες ήσουν άρρωστος, το ξέχασες;» φώναξε ο Άσαντ. Ο Καρλ στράφηκε και κοίταξε με μισό μάτι την πουά ομπρέλα. Ποιος στα κομμάτια είχε πείσει κοτζάμ άντρα να αγοράσει ένα τόσο φριχτά γελοίο πράγμα; Ήταν ροζ, για όνομα! Πάντως, χώθηκε από κάτω και προσπάθησε να αποφύγει τις νερολακκούβες στο προαύλιο, χοροπηδώντας μαζί με τον Άσαντ, μέχρι τη στιγμή που ένας συνάδελφος ξεπρόβαλε ξαφνικά μέσα από τον κατακλυσμό και πέρασε από δίπλα τους χαμογελώντας πονηρά, λες κι από την πρώτη στιγμή υποψιαζόταν πως αυτοί οι δύο δεν είχαν μόνο μια αυστηρά επαγγελματική σχέση. Τι ρεζιλίκι! Ο Καρλ προτίμησε τα καρεκλοπόδαρα, ανασηκώνοντας περήφανα το πιγούνι του. Οι άντρες που κρατούσαν ομπρέλες ήταν γελοίοι, σχεδόν εξίσου ξεφτίλες μ’ εκείνους που έμεναν γυμνοί από τη μέση και πάνω στα πικνίκ. Δεν μπορούσε να έχει την παραμικρή σχέση μαζί τους. «Σαν πνιγμένος ποντικός είσαι», σχολίασε ο αξιωματικός υπηρεσίας, την ώρα που ο βρεγμένος Καρλ περνούσε από μπροστά του φουριόζος.

312

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

«Κάνε μου τη χάρη και έλεγξε ποιος βρίσκεται πίσω από την οργάνωση “Μπένεφις”, εντάξει, Ρόζε;» είπε, προσπερνώντας τα σχόλιά της για το μουσκίδι του. Στέγνωσε πρόχειρα τα ρούχα του με χαρτί υγείας, σε μια καταδικασμένη προσπάθεια, ενώ ταυτόχρονα υποσχόταν στον εαυτό του πως θα κανόνιζε να εγκατασταθεί αυτόματος στεγνωτήρας χεριών στην τουαλέτα. Κάποιο μοντέλο ικανό να επαναφέρει τη θερμοκρασία του σώματος σε φυσιολογικά επίπεδα σε χρόνο μηδέν. «Μήπως μίλησες με τη Λις, Άσαντ;» ρώτησε, τρίτα τέταρτα του ρολού αργότερα, την ώρα που ο Άσαντ ξεδίπλωνε το χαλάκι της προσευχής στην τρύπα που είχε για γραφείο. «Όλα στον καιρό τους, Καρλ. Προηγείται η προσευχή». Ο Καρλ έριξε μια ματιά στο ρολόι του. Το μισό προσωπικό του κτιρίου θα σηκωνόταν να πάει σπίτι του σε ένα λεπτό, και η Λις δε θα αποτελούσε εξαίρεση. Κάποιος έπρεπε να σεβαστεί το προβλεπόμενο ωράριο εργασίας, έστω κι αν αυτός ο κάποιος δεν ήταν ο ίδιος. Κάθισε βαρύς στην καρέκλα του γραφείου του και σχημάτισε τον αριθμό του τηλεφώνου της. «Τομέας Α. Πώς μπορώ να σας βοηθήσωωω;» ρώτησε τραγουδιστά μια φωνή, και ο Καρλ θα έπαιρνε όρκο πως ανήκε στην κυρία Σέρενσεν. «Ε, Λις;» «Η Λις είχε ραντεβού με το γυναικολόγο της. Η Κάτα είμαι». Πολλές πληροφορίες μαζεμένες. «Α, μάλιστα. Καρλ Μερκ εδώ. Μήπως κάποια από εσάς τσέκαρε αν αυτός ο τύπος, ο Λούις Πέτερσον, έκανε κάποιο τηλεφώνημα γύρω στις τρεις σήμερα το απόγευμα;» «Ναι, καλέ μου, το τσεκάραμε». Καλέ μου; Μήπως να έκλεινε κι ο Καρλ κανένα ραντεβού με

ΕΝΟΧΗ

313

ΩΡΛ; Τι σόι σεμινάρια ήταν αυτά που παρακολουθούσε η Σέρεν-

σεν; Δουλικότητας; «Τηλεφώνησε στον Κουρτ Βεντ, στο Μπρόντμπι. Μήπως θα ήθελες να σου πω τη διεύθυνσή του;»

Δύο τηλεφωνήματα στον Λούις Πέτερσον δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα, πέρα από το μήνυμα που τον ενημέρωνε πως ο συνδρομητής δεν ήταν διαθέσιμος εκείνη τη στιγμή, αλλά σάμπως περίμενε και τίποτα διαφορετικό; Ο Καρλ, πάντως, πολύ θα ήθελε να ρωτήσει το δημοσιογράφο για ποιο λόγο είχε τηλεφωνήσει σε κάποιον με τον οποίο δεν είχε την παραμικρή σχέση, όπως είχε ισχυριστεί νωρίτερα. Κοίταξε τον πίνακα ανακοινώσεων αναστενάζοντας, ενώ κατέβαζε το χαρτάκι με το τηλέφωνο του Κρις. Δεν είχε σκεφτεί να το μεταφέρει στη λίστα επαφών του κινητού του, όμως το να το χρησιμοποιήσει τώρα ήταν οπωσδήποτε θελκτικότερη επιλογή από το να βγει στον παλιόκαιρο για να φτάσει στη λεωφόρο Άνκερ Χίγκορς. «Κρις λα Κουρ», είπε η φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής. Είχε και λουλουδάτο επίθετο, για να ταιριάζει με το όλο πακέτο. «Καρλ Μερκ». «Δεν μπορώ να σου μιλήσω τώρα, Καρλ, ετοιμάζομαι να δεχτώ έναν πελάτη. Τηλεφώνησέ μου αύριο το πρωί». Σκατά. Η Μόνα καθόλου δε θα χαιρόταν με αυτή την εξέλιξη. «Ζητώ συγνώμη, Κρις», πρόλαβε να πει ο Καρλ, προτού κλείσει το τηλέφωνο ο άλλος. «Στάθηκε αδύνατο να καταφέρω να έρθω σήμερα. Όπως ξέρεις, η δουλειά μου είναι σκληρή, γεμάτη πτώματα. Δε γίνεται να με βολέψεις κάποια στιγμή τη Δευτέρα; Σε παρακαλώ. Το ξέρω πως θα μου κάνει καλό».

314

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Η σιωπή που ακολούθησε ήταν εξίσου βασανιστική με αυτή που μεσολαβούσε ανάμεσα στο «Στοχεύσατε» και το «Πυρ!» του εκτελεστικού αποσπάσματος. Ο Καρλ δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία πως εκείνο το φαντασμένο σιντριβάνι κολόνιας θα τηλεφωνούσε στη Μόνα για να της δώσει πλήρη αναφορά. «Χμ... Άραγε, το εννοείς πραγματικά αυτό;» Ποιο πράγμα, ήταν έτοιμος να ρωτήσει ο Καρλ, αλλά αμέσως μετά κατάλαβε. «Βεβαίως, χίλια τα εκατό. Είμαι πεπεισμένος πως οι συνε­ δρίες μας θα αποδειχτούν ιδιαίτερα θετικές για εμένα», είπε, έχοντας το νου του, κυρίως, στην πρόσβαση που θα του εξασφάλιζαν στο λαχταριστό κορμί της Μόνα, παρά στις όποιες απόπειρες του Κρις να ξεμπερδέψει το κουβάρι που φώλιαζε στο μυαλό του. «Τότε, λοιπόν, τα λέμε τη Δευτέρα. Στις τρεις ακριβώς, όπως σήμερα. Εντάξει;» Ο Καρλ έστρεψε τα μάτια στο ταβάνι. Εντάξει, γαμώτο. «Ευχαριστώ», είπε κι έκλεισε αμέσως το τηλέφωνο. «Δύο θεματάκια για εσένα, Καρλ», ακούστηκε μια φωνή πίσω του. Ο Καρλ είχε μυρίσει το άρωμα πριν ακόμα εκείνη ανοίξει το στόμα της. Λες κι είχε απλωθεί ένα σύννεφο μαλακτικού στο γραφείο. Αδύνατο να το αγνοήσει. Στράφηκε και αντίκρισε τη Ρόζε στο άνοιγμα της πόρτας, με μια στοίβα εφημερίδες υπό μάλης. «Τι άρωμα είναι αυτό που φοράς;» ρώτησε, γνωρίζοντας πως η απάντησή της θα μπορούσε να ισοδυναμεί με θανατηφόρα μαχαιριά, αν δεν πρόσεχε. «Αυτό; Α, της Ίρσα είναι». Δε χρειαζόταν να ακούσει κάτι άλλο. Κατά τα φαινόμενα, δε θα τους άφηνε να ξεχάσουν σύντομα τον άλλο της εαυτό. «Πρώτον, έλεγξα τον Χέρμπερτ Σένερσκο, με τον οποίο τα εί-

ΕΝΟΧΗ

315

πες ένα χεράκι στο Χέλσκο. Απ’ ό,τι φαίνεται, αλήθεια λέει όταν ισχυρίζεται πως δεν είχε σχέση με την εξαφάνιση του Νέρβιγ, γιατί βρισκόταν στη Γροιλανδία από την 1η Απριλίου έως τις 18 Οκτωβρίου του 1987. Είχε συμβόλαιο ως νομικός σύμβουλος της τοπικής κυβέρνησης εκεί». Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά, νιώθοντας το ανησυχητικό βουητό μιας θύελλας που ετοιμαζόταν να ξεσπάσει στο έντερό του. «Δεύτερον, αυτή η “Μπένεφις” που λέγαμε, είναι μια “δεξαμενή σκέψης”, η οποία χρηματοδοτείται από ιδιωτικά κεφάλαια. Εκτός από κάτι πολιτικούς αναλυτές, οι οποίοι είναι εξωτερικοί συνεργάτες, έχουν ένα δημοσιογράφο στο μόνιμο προσωπικό, τον Λούις Πέτερσον. Λειτουργούν επί τη βάσει αυτού που οι ίδιοι ονομάζουν “γρήγορη ενημέρωση”, δηλαδή παρέχουν υλικό το οποίο οι πολυάσχολοι πολιτικοί μας μπορούν να διαβάσουν σε μερικά δευτερόλεπτα. Λαϊκίστικες, υποβολιμαίες βλακείες, αν θες τη γνώμη μου». Ο Καρλ δεν αμφέβαλε στιγμή γι’ αυτό. «Και ποιος βρίσκεται από πίσω;» ρώτησε. «Μια Λιζελότε Ζίμενς, πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου. Η αδερφή της είναι γενική διευθύντρια». «Χμ... Πρώτη φορά την ακούω». «Κι εγώ το ίδιο, αλλά έλεγξα και τη δική της περίπτωση. Χρειάστηκε να πάω είκοσι πέντε χρόνια πίσω στο παρελθόν, να ψάξω όλες τις καταχωρισμένες διευθύνσεις της, μέχρι να καταφέρω να ανακαλύψω κάτι που θα μπορούσε να μας στρέψει προς τη σωστή κατεύθυνση». «Ακούω». «Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, ζούσε στην ίδια διεύθυνση με έναν πολύ γνωστό γιατρό, ειδικό σε θέματα υπογονιμότητας, στο Χέλερουπ, ονόματι Βίλφριντ Λέμπεργκ. Είναι ο πατέρας των δύο αδερφών Ζίμενς. Γεγονός μάλλον ενδιαφέρον, θα έλεγα».

316

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

«Α, ναι;» Ο Καρλ έγειρε ελαφρά προς τα εμπρός. «Και γιατί το λες αυτό;» «Επειδή ο Βίλφριντ Λέμπεργκ είναι ένας εκ των ιδρυτών του Κόμματος Καθαρότητας. Δεν τον έχεις δει στην τηλεόραση;» Ο Καρλ προσπάθησε να θυμηθεί, όμως διαπίστωσε πως το ερεθισμένο έντερό του είχε υψώσει απροσπέλαστο τείχος μπροστά από τον εγκεφαλικό φλοιό του. «Εντάξει. Και όλες αυτές τις εφημερίδες, τι τις θέλεις;» συνέχισε, γνέφοντας προς τον πάκο κάτω από το μπράτσο της Ρόζε. «Ο Άσαντ κι εγώ ψάχνουμε ξανά τα φύλλα από το διάστημα κατά το οποίο εξαφανίστηκαν τα άτομα που μας ενδιαφέρουν, μόνο που αυτή τη φορά εστιάσαμε σε διαφορετικές εφημερίδες. Πρέπει να είμαστε βέβαιοι ότι έχουμε καλύψει κάθε περίπτωση». «Καλή δουλειά, Ρόζε», απάντησε ο Καρλ, ενώ λογάριαζε πόσες δρασκελιές θα χρειαζόταν για να φτάσει στην τουαλέτα. Δέκα λεπτά αργότερα στεκόταν μπροστά στον Άσαντ κάτωχρος. «Λέω να πηγαίνω, Άσαντ. Το στομάχι μου δεν είναι καλά». Τώρα θα μου πετάξει ένα «εγώ σου τα ’λεγα», σκέφτηκε ο Καρλ. Αντιθέτως, όμως, ο βοηθός του έφερε το χέρι κάτω από το γραφείο του κι έβγαλε την ομπρέλα, την οποία και του έδωσε. «Να λυπάσαι την καμήλα που δεν μπορεί να βήχει και να χέζει ταυτόχρονα», είπε. Άντε τώρα να βγάλεις νόημα από τέτοιες αρλούμπες.

Στη διαδρομή μέχρι το σπίτι του, το πόδι του χόρευε κλακέτες πάνω στο γκάζι, ιδρώτας έσταζε από κάθε πόρο του σώματός του, ενώ στο στομάχι του η θύελλα μαινόταν. Έτσι και τον σταματούσε η Τροχαία, δε θα είχε άλλη επιλογή παρά να επικαλεστεί ανω-

ΕΝΟΧΗ

317

τέρα βία. Μάλιστα, κάποια στιγμή σκέφτηκε να ανάψει το φάρο και τη σειρήνα. Είχαν περάσει δεκαετίες από την τελευταία φορά που τα είχε κάνει πάνω του, και ο Καρλ σκόπευε να συνεχίσει αυτό το καλό σερί για αρκετό καιρό ακόμα. Έτσι, όταν έφτασε στο σπίτι και βρήκε την πόρτα κλειδωμένη, παραλίγο να την γκρεμίσει. Τι διάολο έκαναν οι συγκάτοικοί του; Πέντε λεπτά ανακούφισης στη λεκάνη της τουαλέτας, κι ένιωθε ήδη αρκετά καλύτερα. Σε δύο ώρες έπρεπε να εμφανιστεί, με ένα χαμόγελο αντάξιο διαφήμισης οδοντόπαστας, στο σπίτι της Μόνα, έτοιμος να υποδυθεί το ρόλο του καλοσυνάτου θείου απέναντι σ’ εκείνο το τερατάκι, τον εγγονό της. Ο Χάρντι ήταν ξύπνιος όταν ο Καρλ πέρασε στο καθιστικό, και παρακολουθούσε τη βροχή να ξεχειλίζει από τις υδρορροές της σκεπής. «Κωλόκαιρος», σχολίασε, ακούγοντας τον Καρλ να μπαίνει. «Και τι δε θα έδινα να στεκόμουν εκεί έξω, έστω για μισό λεπτό». «Κι εγώ χαίρομαι που σε βλέπω, κολλητέ». Ο Καρλ κάθισε στο κρεβάτι του Χάρντι και πέρασε την παλάμη του πάνω από το μάγουλο του φίλου του. «Κάθε πράγμα έχει και την άσχημη πλευρά του, ξέρεις. Εγώ φαίνεται πως τσίμπησα μια ξεγυρισμένη γαστρεντερίτιδα εξαιτίας του καιρού». «Σοβαρά μιλάς; Και τι δε θα έδινα για μια γαστρεντερίτιδα». Ο Καρλ χαμογέλασε και ακολούθησε το βλέμμα του Χάρντι προς τα κάτω. Υπήρχε ένα ανοιχτό γράμμα πάνω στο πάπλωμά του, και ο Καρλ αναγνώρισε αμέσως τη διεύθυνση του αποστολέα. Περίμενε και ο ίδιος κάτι ανάλογο, από μέρα σε μέρα. «Α, μάλιστα, ώστε βγήκε το διαζύγιό σου με τη Μίνα. Πώς σου φαίνεται, Χάρντι;»

318

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Ο Χάρντι έσφιξε τα δόντια και κατέβαλε μια σπαραξικάρδια προσπάθεια να μην παρατηρήσει την έκφραση συμπάθειας που είχε πάρει ο Καρλ. «Δε νομίζω πως μπορώ να το συζητήσω τώρα, Καρλ», απάντησε έπειτα από περίπου ένα λεπτό αβάσταχτης σιωπής. Ο Καρλ τον καταλάβαινε καλύτερα απ’ οποιονδήποτε άλλο. Ο Χάρντι είχε έναν καλό γάμο. Πιθανότατα τον καλύτερο στον κύκλο γνωριμιών του Καρλ. Υπό άλλες συνθήκες, σε λίγους μήνες θα γιόρταζε την ασημένια επέτειό του, όμως η σφαίρα που είχε φάει ο Χάρντι είχε ανατρέψει και αυτή την προοπτική, μεταξύ άλλων. Ο Καρλ συγκατένευσε. «Πέρασε η ίδια η Μίνα για να φέρει τα χαρτιά;» «Ναι. Ήταν κι ο γιος μας μαζί της. Καλά τα πηγαίνουν». Ο Χάρντι καταλάβαινε, φυσικά. Για ποιο λόγο να θαφτεί μαζί του η γυναίκα που αγαπούσε, απλώς και μόνο επειδή ο ίδιος είχε σακατευτεί; «Το αστείο είναι πως ένιωσα κάπως τις ελπίδες μου να αναπτερώνονται σήμερα». Ο Καρλ ανασήκωσε τα φρύδια, ασυναίσθητα. Χαμογέλασε απολογητικά, όμως ήταν πολύ αργά. «Εντάξει, ξέρω τι σκέφτεσαι, Καρλ. Νομίζεις πως είμαι ένας παλαβός που αρνείται να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα. Όμως, πριν από μισή ώρα, ο Μίκα μού έκανε κάτι που με τρέλανε στον πόνο. Εντάξει, δε με τρέλανε ακριβώς, αλλά ήταν αρκετό ώστε να αρχίσει ο Μόρτεν να χορεύει στο δωμάτιο, τέλος πάντων». «Ποιος είναι ο Μίκα;» «Τώρα είναι σίγουρο πως δεν κάθεσαι στο σπίτι αρκετά τον τελευταίο καιρό. Αν δεν ξέρεις ποιος είναι ο Μίκα, κάνε έναν κόπο να ρωτήσεις τον Μόρτεν. Μονάχα φρόντισε να χτυπήσεις

ΕΝΟΧΗ

319

πρώτα την πόρτα. Μην τους πετύχεις πάνω στα σορόπια, δηλαδή». Ένας γαργαριστός ήχος αναδύθηκε από το λαρύγγι του, που με λίγη καλή διάθεση θα μπορούσε να περιγραφεί ως χαχανητό.

Ο Καρλ στεκόταν ακίνητος κι αμίλητος μπροστά στην πόρτα του υπόγειου δωματίου του Μόρτεν, μέχρι τη στιγμή που ένα πνιχτό γέλιο τον παρότρυνε να χτυπήσει. Διστακτικά, πέρασε μέσα. Η σκέψη πως θα αντίκριζε το πλαδαρό κορμί του Μόρτεν σε τρυφερές περιπτύξεις με έναν τύπο ονόματι Μίκα αρκούσε για να διστάσει οποιοσδήποτε. Οι δύο άντρες στέκονταν αθώα μπροστά από την ανοιχτή πόρτα του χώρου όπου κάποτε ήταν η σάουνα, αγκαλιασμένοι από τους ώμους. «Γεια, Καρλ. Τώρα μόλις έδειχνα στον Μίκα τη συλλογή με τα Playmobil μου». Ο Καρλ ένιωσε την αμήχανη έκφραση που απλώθηκε στο πρόσωπό του. Αν πράγματι ο Μόρτεν Χόλαντ είχε καταφέρει να κατεβάσει εκείνο το μελαχρινό παίδαρο εκεί κάτω με το πρόσχημα πως θα του έδειχνε τα πλαστικά ανθρωπάκια που μάζευε, τότε η δικαιολογία αυτή έκανε σκόνη κάθε τέχνασμα που είχε σκαρφιστεί ο Καρλ για να παρασύρει ανυποψίαστες τρυφερές υπάρξεις στη δική του φωλιά. «Γεια χαρά», είπε ο Μίκα, τείνοντας ένα χέρι πιο τριχωτό απ’ ό,τι το στήθος του Καρλ. «Μίκα Γιόχανσεν. Είμαι συλλέκτης, όπως και ο Μόρτεν». «Ααα», έκανε ο Καρλ, καθώς ξαφνικά τον είχαν εγκαταλείψει όλα τα σύμφωνα. «Δε συλλέγει αβγά Kinder ή Playmobil όπως εγώ, όμως εδώ δες τι μου χάρισε».

320

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Ο Μόρτεν έδωσε στον Καρλ ένα μικρό χαρτονένιο κουτί. ­3218-A BAUARBEITER, έγραφε πάνω του. Και, πράγματι, μέσα υπήρχε ένα μπλε ανθρωπάκι με κόκκινο κράνος, κρατώντας κάτι που μάλλον υπερμεγέθης σκούπα πρέπει να ήταν. «Ωραίο είναι», σχολίασε ο Καρλ κι επέστρεψε το κουτί. «Ωραίο;» Ο Μόρτεν ρουθούνισε κι αγκάλιασε θερμά τον καλεσμένο του. «Δεν είναι απλώς ωραίο, είναι τέλειο, Καρλ. Τώρα έχω ολόκληρη τη συλλογή των εργατών από το 1974, όταν ξεκίνησε η σειρά, μέχρι σήμερα. Και το κουτί βρίσκεται σε άψογη κατάσταση. Είναι κάτι παραπάνω από τέλειο». Ο Καρλ δεν είχε δει το νοικάρη του τόσο ενθουσιασμένο από τότε που εγκαταστάθηκε στο σπίτι, πριν από τρία χρόνια. «Λοιπόν, εσύ τι συλλέγεις;» ρώτησε ο Καρλ τον Μίκα, αν και δεν ήθελε να ξέρει την απάντηση. «Παλιά βιβλία με αντικείμενο το κεντρικό νευρικό σύστημα». Ο Καρλ προσπάθησε μάταια να βρει κάποιο κατάλληλο σχόλιο. Ο μελαψός Άδωνις γέλασε. «Εντάξει, είναι παράξενο αντικείμενο, το ξέρω. Όμως είμαι εκπαιδευμένος φυσιοθεραπευτής και πτυχιούχος βελονιστής, οπότε ίσως να μην είναι και τόσο περίεργο». «Γνωριστήκαμε πριν από δύο εβδομάδες, όταν έκανα κάτι και με έπιασε ο λαιμός μου. Ούτε να στρίψω το κεφάλι δεν μπορούσα, θυμάσαι, Καρλ;» Γιατί, υπήρχε στιγμή που να μην αντιμετώπιζε κάποιο τέτοιο θέμα ο Μόρτεν; Ο Καρλ, μια φορά, δεν μπορούσε να θυμηθεί. «Στον Χάρντι μίλησες;» τον ρώτησε ο Μόρτεν. «Ναι, γι’ αυτό κατέβηκα εδώ. Είπε πως κάτι τον πέθανε στον πόνο». Στράφηκε στον Μίκα. «Τι έκανες, του έμπηξες καμιά βελόνα στο μάτι;» Έκανε να γελάσει, όμως δεν είχε παρέα. «Όχι ακριβώς. Τοποθέτησα βελόνες σε ορισμένα νεύρα τα

ΕΝΟΧΗ

321

οποία εξακολουθούν να εμφανίζουν σημάδια δραστηριότητας». «Και ο Χάρντι αντέδρασε;» «Αντέδρασε δε λέει τίποτα», είπε ο Μόρτεν. «Πρέπει να τον ανασηκώσουμε», είπε ο Μίκα. «Διατηρεί την αίσθηση σε αρκετά σημεία. Υπάρχει μια περιοχή με νευρική δραστηριότητα στον ώμο του και δύο γύρω από τη βάση του αντίχειρά του. Αυτά είναι πολύ ενθαρρυντικά σημάδια». «Τι εννοείς;» «Δε νομίζω ότι μπορεί κανείς μας να εκτιμήσει πλήρως πόσο σκληρά έχει προσπαθήσει ο Χάρντι να δραστηριοποιήσει αυτά τα σημεία. Όμως, απ’ ό,τι φαίνεται, εφόσον συνεχίσει την προσπάθεια, ενδεχομένως να καταφέρει να κινήσει τον αντίχειρά του». «Τον αντίχειρά του; Και σε τι ακριβώς θα τον βοηθούσε αυτό;» Ο Μίκα χαμογέλασε. «Σε πολλά. Σημαίνει επαφή, εργασία, μετακίνηση, ικανότητα να αναλάβει τη φροντίδα του εαυτού του». «Αναφέρεσαι σε κάποια ηλεκτροκίνητη αναπηρική καρέκλα;» Ακολούθησε μια παύση, στη διάρκεια της οποίας ο Μόρτεν χάζευε με λατρεία την καινούρια του κατάκτηση, ενώ ο Καρλ ένιωθε τη θερμοκρασία του σώματός του να ανεβαίνει και την καρδιά του να χτυπάει σαν ταμπούρλο. «Αυτό, και όχι μόνο. Έχω πάρα πολλούς γνωστούς στον τομέα της υγείας, και η περίπτωση του Χάρντι σαφώς χρήζει περαιτέρω διερεύνησης. Είμαι απολύτως πεπεισμένος πως η ζωή του θα μπορούσε να αλλάξει ριζικά στο εγγύς μέλλον». Ο Καρλ είχε μαρμαρώσει. Ένιωθε λες και το ταβάνι έπεφτε να τον πλακώσει, δεν ήξερε πού πατούσε, ούτε προς τα πού να στρέψει το βλέμμα του. Με δυο λόγια, είχε μείνει εμβρόντητος, σαν παιδί που συνειδητοποιούσε ξαφνικά πώς λειτουργούσε ο

322

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

κόσμος γύρω του. Ήταν ένα συναίσθημα ουσιαστικά άγνωστο για εκείνον, και το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν ένα βήμα μπροστά για να κλείσει το μελαχρινό άντρα στην αγκαλιά του. Ήθελε να τον ευχαριστήσει, όμως τα λόγια σκάλωσαν στο λαρύγγι του. Την επόμενη στιγμή, ένιωσε ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη, «Ναι», είπε ο Μίκα, ο άγγελος. «Καταλαβαίνω πώς αισθάνεσαι, Καρλ. Είναι σπουδαία εξέλιξη. Πραγματικά σπουδαία».

Ευτυχώς ήταν Παρασκευή, οπότε το κατάστημα παιχνιδιών στην κεντρική πλατεία του Άλερεντ δεν είχε κλείσει ακόμα. Ίσα που προλάβαινε ο Καρλ να βρει κάποια βλακεία για τον εγγονό της Μόνα, κάτι που δε θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σαν όπλο. «Γεια», έλεγε λίγη ώρα αργότερα, καθώς το αγόρι τον κοίταζε από χαμηλά, στο χολ της Μόνα, με μια έκφραση που έδειχνε ότι μπορούσε να του προκαλέσει μεγάλη ζημιά, ακόμα κι αν δεν είχε κάτι πρόχειρο να του φέρει στο κεφάλι. Ο Καρλ τού πρόσφερε το δώρο του, φροντίζοντας να παραμείνει σε απόσταση ασφαλείας. Ένα παιδικό μπράτσο τινάχτηκε με ταχύτητα κόμπρας. «Ωραία αντανακλαστικά», είπε στη Μόνα, ενώ το αγόρι εξαφανιζόταν μαζί με το δώρο. Ο Καρλ την έφερε προς το μέρος του, σφίγγοντάς την έτσι που ούτε ένα χορταράκι δε θα μπορούσε να τρυπώσει ανάμεσά τους. Ήταν πραγματικά πανέμορφη, αρωματισμένη και λαχταριστή, σχεδόν απερίγραπτα. «Τι του πήρες;» τον ρώτησε κι ύστερα τον φίλησε. Πώς διάολο περίμενε από τον Καρλ να θυμηθεί, έτσι κοντά που είχε φέρει εκείνα τα θεσπέσια, καστανά μάτια της;

ΕΝΟΧΗ

323

«Εεε... μια Τρελόμπαλα, έτσι νομίζω πως τη λένε. Μπορείς να τη ζουλήξεις μέχρι να γίνει πίτα, κι αυτή ξαναφουσκώνει από μόνη της. Έχει κάποιο χρονοδιακόπτη πάνω της... νομίζω». Η Μόνα τού έριξε μια λοξή ματιά, σαν να του έλεγε πως ο Λούντβιχ δε θα δυσκολευόταν να βρει ένα σωρό χρήσεις για το συγκεκριμένο παιχνίδι, τις οποίες ο Καρλ πιθανότατα δεν μπορούσε καν να φανταστεί. Αυτή τη φορά η κόρη της Μόνα, η Σαμάνθα, έδειχνε περισσότερο προετοιμασμένη. Έσφιξε το χέρι του και απέφυγε να καρφώσει το βλέμμα της στα λιγότερο κολακευτικά σημεία της εμφάνισής του. Είχε πάρει τα μάτια της μητέρας της. Πώς ήταν δυνατό να παρατήσει κάποιος μια τέτοια θεά, και μάλιστα με ένα παιδί που το μεγάλωνε μόνη της, ο Καρλ δεν μπορούσε καν να το διανοηθεί. Τουλάχιστον, δεν μπορούσε να το διανοηθεί έως τη στιγμή που εκείνη άνοιξε το στοματάκι της. «Ελπίζω αυτή τη φορά να μη σου πέφτουν μύξες στη σάλτσα», είπε, ξεσπώντας σε ένα ηχηρό και πέρα για πέρα άστοχο γέλιο. Ο Καρλ προσπάθησε να τη μιμηθεί, αν και το δικό του γέλιο ήταν μάλλον λιγότερο εγκάρδιο. Πήγαν και κάθισαν αμέσως στο τραπέζι. Ο Καρλ είχε προετοιμαστεί για μάχη. Με τέσσερις ταμπλέτες από το φαρμακείο είχε ταπώσει για τα καλά το σφιγκτήρα του, και το μυαλό του ήταν καθαρό κι έτοιμο να αντιμετωπίσει το χειρότερο. «Πώς σου φαίνεται η Τρελόμπαλα, Λούντβιχ;» Το αγόρι δεν απάντησε. Ίσως επειδή είχε μπουκώσει το στόμα του με δυο χούφτες τηγανητές πατάτες. «Έφυγε από το παράθυρο με την πρώτη», απάντησε η μητέρα του. «Θα κατεβείς κάτω και θα τη μαζέψεις από την αυλή μόλις φάμε, ακούς που σου μιλάω, Λούντβιχ;»

324

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Και πάλι, καμία απάντηση. Ο μικρός δεν έκανε διακρίσεις, τουλάχιστον. Ο Καρλ κοίταξε τη Μόνα, κι εκείνη απλώς ανασήκωσε τους ώμους. Προφανώς, η περίοδος αναστολής της ποινής του δεν είχε λήξει ακόμα. «Σου χύθηκαν καθόλου μυαλά από αυτή εκεί την τρύπα όταν έφαγες τη σφαίρα;» ρώτησε κάποια στιγμή το αγόρι, αφού πρώτα χλαπάκιασε μερικές ακόμα χούφτες τηγανητές πατάτες. Έδειξε την ουλή στον κρόταφο του Καρλ. «Λιγάκι, ναι», απάντησε εκείνος. «Γι’ αυτό τώρα είμαι μονάχα δύο φορές εξυπνότερος απ’ ό,τι ο πρωθυπουργός». «Εντάξει, δε λέει κάτι αυτό», σχολίασε η μητέρα του πιτσιρικά από δίπλα. «Είμαι γερός στα μαθηματικά, εσύ;» ρώτησε το αγόρι, και τα φωτεινά του μάτια κοίταξαν για πρώτη φορά καταπρόσωπο τον Καρλ. Επαφή. «Τέλειος», απάντησε ψέματα. «Το 1089 το ξέρεις;» ρώτησε το αγόρι. Ο Καρλ εντυπωσιάστηκε, δεν περίμενε πως ο μικρός θα μπορούσε να προφέρει καν έναν τόσο μεγάλο αριθμό. Πόσων χρόνων ήταν, άραγε; Πέντε; «Ίσως να χρειαστείς χαρτί για τη συνέχεια, Καρλ», είπε η Μόνα, βγάζοντας ένα σημειωματάριο κι ένα μολύβι από ένα συρτάρι του επίπλου πίσω της. «Λοιπόν», είπε το αγόρι. «Σκέψου έναν τριψήφιο αριθμό και γράψ’ τον». Έναν τριψήφιο αριθμό. Πού διάολο είχε μάθει μια τέτοια έκφραση ένα πεντάχρονο; Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά κι έκανε αυτό που του ζήτησε. 367. «Τώρα, γύρνα τον αριθμό ανάποδα». «Να τον γυρίσω ανάποδα; Τι εννοείς;»

ΕΝΟΧΗ

325

«Γράψε με την αντίστροφη σειρά τα ψηφία. Είσαι σίγουρος πως δε σου χύθηκε όλο το μυαλό από εκείνη την τρύπα;» ρώτησε η... γλυκομίλητη μητέρα του αγοριού. Ο Καρλ έγραψε τον αριθμό 763. «Τώρα αφαίρεσε το μικρό αριθμό από το μεγαλύτερο», του είπε η σγουρομάλλικη ιδιοφυΐα. 763 μείον 367. Ο Καρλ κάλυψε το χαρτί με την παλάμη του, για να μη δουν οι άλλοι πως έκανε όλες τις πράξεις λες και πήγαινε στην τρίτη δημοτικού. «Ποια είναι η απάντηση;» Τα μάτια του Λούντβιχ είχαν γουρλώσει από την προσμονή. «Ε... 396, νομίζω». «Τώρα, γράψε τον αριθμό ανάποδα και πρόσθεσέ τον στο 396. Τι άθροισμα σου δίνει;» «Εννοείς, 693 συν 396; Να προσθέσω αυτούς τους δύο αριθμούς;» «Ναι!» Ο Καρλ συγκεντρώθηκε για να κάνει την πρόσθεση, χρησιμοποιώντας και πάλι την παλάμη του για να κρύψει τους υπολογισμούς του. «1089», είπε, αφού πρώτα παιδεύτηκε λιγάκι με τα κρατούμενα. Το αγόρι έσκασε στα γέλια καθώς ο Καρλ ανασήκωσε το κεφάλι, νιώθοντας πόσο εμβρόντητος πρέπει να έδειχνε. «Ωραίο κόλπο, Λούντβιχ. Και το αποτέλεσμα θα είναι πάντοτε 1089, όποιους αριθμούς κι αν διαλέξεις;» Το αγόρι σαν να απογοητεύτηκε κάπως. «Αυτό δεν είπα λίγο πριν; Όμως, αν ξεκινήσεις με το 102, για παράδειγμα, μετά την πρώτη αφαίρεση θα έχεις υπόλοιπο 99. Τότε θα πρέπει να γράψεις 099 και όχι 99, γιατί ο αριθμός πρέπει να είναι πάντοτε τριψήφιος, το ξέχασες;» Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά, δήθεν πως είχε καταλάβει.

326

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

«Έξυπνο παιδί», είπε ξερά, χαμογελώντας στη Σαμάνθα. «Έμοιασε της μητέρας του, είμαι βέβαιος». Εκείνη δεν απάντησε, οπότε προφανώς σωστά είχε μαντέψει. «Η Σαμάνθα πρέπει να είναι μία από τις πιο χαρισματικές μαθηματικούς της χώρας. Όμως, απ’ ό,τι φαίνεται, ο Λούντβιχ θα γίνει ακόμα καλύτερος», τον ενημέρωσε η Μόνα, προτού του δώσει το σολομό. Μάλιστα, επομένως μαμά και σπόρος ήταν από την ίδια πάστα. Ένα μέρος ιδιοφυΐα, ένα μέρος φωτιά και λαύρα, κι ένα μέρος η προσωποποίηση της αγένειας. Ωραίος συνδυασμός. Άντε τώρα να βρει θέση σε μια τέτοια οικογένεια.

Έπειτα από μερικές ακόμα δοκιμασίες της ευστροφίας του, ο Καρλ τη σκαπούλαρε. Δύο ακόμα μερίδες πατάτες τηγανητές συμπληρώθηκαν από τρεις μπάλες παγωτού, οπότε το αγόρι ξεράθηκε. Η Σαμάνθα και ο Λούντβιχ αποφάσισαν πως ήταν ώρα να πηγαίνουν, κι έτσι τους καληνύχτισαν, αφήνοντας τη Μόνα να στέκεται μπροστά του με μάτια που σπινθήριζαν. «Κανόνισα καινούριο ραντεβού με τον Κρις για τη Δευτέρα», είπε ο Καρλ, καθώς ήθελε να ξεμπερδεύει γρήγορα με τη συγκεκριμένη εκκρεμότητα. «Του τηλεφώνησα για να ζητήσω συγνώμη που δεν κατάφερα να είμαι συνεπής σήμερα. Θέλω να με πιστέψεις, Μόνα, δεν έχω σταθεί στιγμή από το πρωί». «Μην ανησυχείς», είπε εκείνη αγκαλιάζοντάς τον τόσο σφιχτά, ώστε ο Καρλ κόντεψε να βράσει. «Μου φαίνεται πως είσαι έτοιμος για λίγη διασκέδαση», πρόσθεσε, κατεβάζοντας την παλάμη της στον καβάλο του παντελονιού του. Ο Καρλ πήρε μια κοφτή ανάσα σφίγγοντας τα δόντια. Η Μόνα ήταν παρατηρητική, αυτό όφειλε να της το αναγνωρίσει. Ίσως να το είχε κληρονομήσει από την κόρη της.

ΕΝΟΧΗ

327

Μετά τα προκαταρκτικά, οπότε η Μόνα πετάχτηκε μέχρι το μπάνιο για να πουδράρει τη μύτη της, ο Καρλ έμεινε να κάθεται στην άκρη του κρεβατιού με μάγουλα κατακόκκινα, χείλη πρησμένα κι ένα εσώρουχο το οποίο ξαφνικά το ένιωθε ασφυκτικά μικρό. Κι εκεί πάνω, χτύπησε το κινητό του. Είδε τον αριθμό της Ρόζε, από τα Κεντρικά. Σκατά. «Ναι, τι τρέχει, Ρόζε;» είπε ξερά στο μικρόφωνο της συσκευής. «Συντόμευε. Έχω αφήσει στη μέση κάτι πολύ σημαντικό», πρόσθεσε, καθώς ένιωθε πως το «καμάρι» του είχε αρχίσει να μαραζώνει κομματάκι. «Πετύχαμε διάνα, Καρλ». «Τι είναι αυτά που λες; Και γιατί βρίσκεσαι ακόμα στο γραφείο;» «Και οι δυο εδώ είμαστε. Γεια, Καρλ!» ακούστηκε χαρωπή η φωνή του Άσαντ από το βάθος. Μα καλά, πανηγύρι είχαν στήσει εκεί πέρα; «Εντοπίσαμε μία ακόμα υπόθεση εξαφάνισης. Δηλώθηκε ένα μήνα αργότερα, σε σχέση με τις υπόλοιπες, οπότε αρχικά δεν την προσέξαμε». «Ωραία, και τι σας κάνει να πιστεύετε πως οι υποθέσεις αυτές σχετίζονται μεταξύ τους;» «Την ονόμασαν Υπόθεση Velo Solex. Ένας τύπος από το Μπρέντερουπ, στο Φιν, καβαλάει το μοτοποδήλατό του και τραβάει για το Άιμπι, το παρατάει έξω από το σιδηροδρομικό σταθμό, και από εκείνη τη στιγμή και μετά κανείς δεν τον ξαναείδε. Έγινε καπνός». «Και πότε συνέβη αυτό;» «Στις 4 Σεπτεμβρίου του 1987. Περίμενε, όμως, έχει κι άλλο». Ο Καρλ έριξε μια ματιά προς το μπάνιο, όπου η γυναίκα που

328

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

πρωταγωνιστούσε στις ερωτικές φαντασιώσεις του είχε αρχίσει ήδη να κάνει διάφορους μελωμένους ήχους. «Άντε καμιά ώρα, τελείωνε. Τι άλλο ανακαλύψατε;» «Το όνομά του ήταν Χέρμανσεν. Τάγκε Χέρμανσεν». Ο Καρλ συνοφρυώθηκε. «Και λοιπόν;» «Χέρμανσεν, Καρλ!» αναφώνησε ο Άσαντ από το βάθος. «Καλά, δε θυμάσαι; Αυτό ήταν το όνομα που ανέφερε η Μίε Νέρβιγ σε σχέση με την πρώτη υπόθεση που είχε αναλάβει ο σύζυγός της για λογαριασμό του Κουρτ Βεντ». «Εντάξει», απάντησε ο Καρλ. «Είναι κάτι που πρέπει να το ψάξουμε. Καλή δουλειά. Λοιπόν, τραβάτε στα σπίτια σας, και οι δύο». «Τα λέμε αύριο, εντάξει, Καρλ; Στις εννέα ακριβώς το πρωί», έφτασε στ’ αφτιά του η φωνή του Άσαντ μέσα από το κινητό. «Αύριο είναι Σάββατο, Άσαντ. Καλά, δεν ξέρεις τι πάει να πει ρεπό;» Ακούστηκε ένας θόρυβος στη γραμμή, καθώς η Ρόζε περνούσε το τηλέφωνο στον Άσαντ. «Κοίτα, Καρλ. Αφού η Ρόζε κι εγώ μπορούμε να εργαστούμε στο ρεπό μας, εσύ μπορείς να πας με το αμάξι έως το Φιν, έτσι δεν είναι;» Παρά το ερωτηματικό στο τέλος, δεν ήταν ερώτηση.

25

Σεπτέμβριος 1987

Η ΡΙΤΑ ΕΣΤΡΕΨΕ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ προς τη λίμνη Πέμπλινγκε. Εξωτερι-

κά, έδειχνε χαλαρή, κατά βάθος, όμως, ήταν σφιγμένη και γεμάτη προσμονή, το σώμα της λαχταρούσε λίγη νικοτίνη. Θα έκανε δυο τσιγάρα και ύστερα θα πήγαινε στο γκρίζο, τούβλινο κτίριο,

ΕΝΟΧΗ

329

θα χτυπούσε το κουδούνι του θυροτηλεφώνου, θα άνοιγε την εξώπορτα και θα ανέβαινε τη σκάλα που θα την οδηγούσε στο παρελθόν της. Κι ύστερα, η ζωή θα ξεκινούσε από την αρχή. Χαμογέλασε σε αυτή τη σκέψη, καθώς και στο νεαρό άντρα που είχε βγει για τρέξιμο και ο οποίος ανταπέδωσε με ένα βλέμμα όλο νόημα. Παρότι η Ρίτα είχε σηκωθεί από το χάραμα, ήταν κεφάτη. Ένιωθε ανίκητη. Με το τσιγάρο ανάμεσα στα χείλη, παρατήρησε πως ο δρομέας είχε σταματήσει είκοσι μέτρα παρακάτω κι είχε αρχίσει να κάνει διατάσεις, με τα μάτια καρφωμένα στο ανοιχτό πανωφόρι και το πλούσιο στήθος της. «Μια άλλη μέρα, ίσως», του είπε με το βλέμμα της, καθώς άναβε το τσιγάρο. Το μόνο που είχε σημασία εκείνη τη στιγμή ήταν η Νέτε. Το να συναντήσει τη Νέτε ήταν πιο επείγον από ένα παιδαρέλι που είχε το μυαλό ανάμεσα στα σκέλια του. Το ερώτημα κλωθογύριζε στο μυαλό της από τη μέρα που άνοιξε το γράμμα μέχρι εκείνο το πρωί, όταν μπήκε στο αυτοκίνητό της και ξεκίνησε για την πρωτεύουσα. Για ποιο λόγο ήθελε να τη συναντήσει η Νέτε; Αφού είχαν συμφωνήσει εδώ και χρόνια να μη συναντηθούν ξανά. Το είχε καταστήσει απολύτως σαφές η Νέτε την τελευταία φορά που ειδώθηκαν. «Εσύ φταις που κατέληξα σ’ εκείνο το καταραμένο νησί. Εσύ με παρέσυρες εκείνη τη μέρα», μονολογούσε η Ρίτα, μιμούμενη το ύφος της άλλοτε φίλης της, ανάμεσα στις τζούρες που τραβούσε από το τσιγάρο της, ενώ ο νεαρός άντρας προσπαθούσε ακόμα να δει αν τον έπαιρνε να την πλησιάσει. Η Ρίτα γέλασε. Ήταν δύσκολες εκείνες οι εποχές, στο αυστηρό περιβάλλον του ασύλου, το 1955.

330

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Τη μέρα που εμφανίστηκε η Νέτε στο ίδρυμα του Μπράινινγκ, στην Ανατολική Γιουτλάνδη, τέσσερις από τις λιγότερο καθυστερημένες τροφίμους είχαν εμπλακεί σε καβγά. Οι ψηλοτάβανες αίθουσες αντηχούσαν από τις φωνές και τις κραυγές τους. Κανονικό τρελοκομείο. Η Ρίτα απολάμβανε κάτι τέτοιες μέρες, όταν συνέβαινε κάτι. Πάντοτε της άρεσε να παρακολουθεί ένα γερό ξύλο, και το προσωπικό ήξερε να επιβάλλει ανάλογες τιμωρίες. Στεκόταν δίπλα στην είσοδο την ώρα που οι δύο αστυνομικοί έφεραν μέσα τη Νέτε. Μια φευγαλέα ματιά που της έριξε ήταν αρκετή για να συνειδητοποιήσει πως επρόκειτο για μια κοπέλα που της έμοιαζε πάρα πολύ. Έξυπνο βλέμμα, σοκαρισμένο από την ασχήμια που αντίκριζε. Κι όχι μονάχα αυτό, αλλά μέσα της σιγόβραζε μια οργή. Η Νέτε ήταν άνθρωπος που ήξερε να επιβιώνει, ακριβώς όπως και η ίδια. Η Ρίτα απέδιδε μεγάλη σημασία στην οργή. Αυτή ήταν που της έδινε τη δύναμη να συνεχίζει. Να κλέβει, να απαλλάσσει τις αφελείς από τα πορτοφόλια τους, να παραμερίζει όποια τής στεκόταν εμπόδιο. Φυσικά, ήξερε πως η οργή δεν μπορούσε να αποτελεί σε καμία περίπτωση λύση, όμως για κάποιο λόγο το συναίσθημα αυτό της αρκούσε. Όταν φούντωνε μέσα της η οργή, αισθανόταν ικανή για τα πάντα. Στην καινούρια κοπέλα έδωσαν ένα δωμάτιο δυο πόρτες παρακάτω από το δικό της. Η Ρίτα αποφάσισε να την προσεγγίσει το ίδιο κιόλας βράδυ. Θα γίνονταν φίλες, σύμμαχοι, οτιδήποτε. Θα της άνοιγε τα μάτια. Λογάριαζε πως η άλλη ήταν ένα δυο χρόνια μικρότερή της. Ουσιαστικά αφελής, άτσαλα αναθρεμμένη. Σίγουρα ευφυής, όμως ακόμα δεν είχε μάθει αρκετά πράγματα για τη ζωή και την ανθρώπινη φύση, ώστε να καταλάβει πως τα πάντα λειτουργούσαν σαν παιχνίδι. Η Ρίτα θα τη μάθαινε αυτά τα πράγματα.

ΕΝΟΧΗ

331

Μόλις η κοπελιά θα βαριόταν να μαντάρει κάλτσες όλη μέρα, και οι πρώτες της συγκρούσεις με το προσωπικό θα την έβγαζαν από τα νερά της, θα ερχόταν στη Ρίτα για παρηγοριά. Και η Ρίτα θα της την προσέφερε. Προτού βγουν τα καινούρια φύλλα στις οξιές, οι δυο τους θα την έκαναν, υποσχέθηκε στον εαυτό της. Θα διέσχιζαν τη χερσόνησο της Γιουτλάνδης και θα έφταναν στη δυτική ακτή, όπου θα επιβιβάζονταν σε κάποιο αλιευτικό στο Χβίντε Σέντε που θα τις πήγαινε στην Αγγλία. Πάντοτε υπήρχαν ψαράδες πρόθυμοι να πάρουν μαζί δυο όμορφα κορίτσια. Ποιος άντρας στα συγκαλά του θα προσπερνούσε την ευκαιρία να κουνήσει τη βάρκα παρέα με τις δυο τους; Και όταν έφταναν στην Αγγλία, θα μάθαιναν τη γλώσσα και θα έπιαναν δουλειά, και μόλις ήταν έτοιμες, θα έφευγαν για την Αμερική. Η Ρίτα είχε το σχέδιο έτοιμο. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν κάποια για να το πραγματοποιήσει μαζί της.

Μεσολάβησαν λιγότερο από τρεις μέρες ώσπου να ξεκινήσουν τα προβλήματα για τη νεοφερμένη. Έκανε υπερβολικά πολλές ερωτήσεις, τόσο απλά. Και από τη στιγμή που ξεχώριζε απ’ όλες τις άλλες ανισόρροπες, απλοϊκές ψυχές που κυκλοφορούσαν εκεί πέρα, οι ερωτήσεις της δεν μπορούσαν παρά να ερμηνευτούν ως άσκηση κριτικής, ως επίθεση σε βάρος του συστήματος. «Κοίτα να μη δίνεις στόχο», της είπε η Ρίτα στο διάδρομο. «Μην αφήσεις να καταλάβουν πόσο έξυπνη είσαι. Δε θα σε βοηθήσει αυτό. Κάνε ό,τι σου λένε, χωρίς να μιλάς». Κι ύστερα τράβηξε τη Νέτε προς το μέρος της και την αγκάλιασε σφιχτά. «Θα ξεφύγουμε από εδώ πέρα, σ’ το υπόσχομαι, όμως πρώτα είναι κάτι που πρέπει να ξέρω. Υπάρχει περίπτωση να έρθει να σε επισκεφτεί κανείς εδώ πέρα;»

332

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Η Νέτε έγνεψε αρνητικά. «Σαν να λέμε, δεν έχεις άνθρωπο να πας έτσι και σε αφήσουν κάποια στιγμή να φύγεις από εδώ;» Ήταν φανερό πως η ερώτηση την τάραξε. «Τι εννοείς “έτσι και με αφήσουν κάποια στιγμή”;» «Δε φαντάζομαι να νομίζεις πως θα αφήσουν καμιά μας να βγει από εδώ πέρα; Εντάξει, τα κτίρια φαίνονται ωραία, αλλά και πάλι φυλακή είναι. Μπορεί να έχουμε το ελεύθερο να χαζεύουμε τα χωράφια και το φιόρδ, όμως ολόγυρά μας υπάρχουν αόρατα αγκαθωτά σύρματα που υψώνονται από το έδαφος. Δε θα καταφέρεις ποτέ να περάσεις αυτό το τείχος χωρίς τη βοήθειά μου, αυτό να το βάλεις καλά στο σκατοκέφαλό σου». Απρόσμενα, η Νέτε χασκογέλασε. «Ε, δεν επιτρέπεται να βλαστημάμε εδώ πέρα», τη μάλωσε σιγανά, ρίχνοντας μια πειρακτική αγκωνιά στα πλευρά της Ρίτα. Η κοπελιά ήταν εντάξει.

Αφού κάπνισε τα δυο τσιγάρα της, η Ρίτα κοίταξε το ρολόι της. Η ώρα ήταν 10:58. Ώρα να βάλει το κεφάλι της στο στόμα του λιονταριού. Ώρα να τσακίσει τα δόντια του. Στο μεταξύ, ο δρομέας είχε ακουμπήσει σε ένα δέντρο. Παραλίγο να του φωνάξει για να του πει να την περιμένει να σχολάσει από τη δουλειά της, όμως ύστερα θυμήθηκε τα πλούσια μαλλιά της Νέτε, τις καμπύλες της, και άλλαξε γνώμη. Από άντρες, άλλο τίποτα. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να κουνήσει το δαχτυλάκι της. Οπουδήποτε. Οποτεδήποτε. Η φωνή της Νέτε ακούστηκε αλλαγμένη στο θυροτηλέφωνο, όμως η Ρίτα δεν επέτρεψε σε αυτή τη λεπτομέρεια να την προβληματίσει. «Νέτε! Πόσο χαίρομαι που ακούω ξανά τη φωνή σου», είπε

ΕΝΟΧΗ

333

στο μικρόφωνο, πριν η εξώπορτα ξεκλειδώσει με ένα βουητό, σπρώχνοντας για να την ανοίξει. Τελικά, ίσως η Νέτε να ήταν πραγματικά άρρωστη. Δεν ακουγόταν καλά. Η ταραχή που την κατέλαβε φευγαλέα εξαφανίστηκε μόλις η Νέτε την υποδέχτηκε στην πόρτα του διαμερίσματος και στάθηκε μπροστά της λες κι εκείνα τα είκοσι έξι χρόνια που είχαν μεσολαβήσει δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια πνοή αέρα, που φύσηξε και πήρε όλα τα βαριά λόγια που είχαν πει μεταξύ τους. «Πέρασε μέσα, Ρίτα, μια χαρά σε βλέπω. Σ’ ευχαριστώ που ήρθες στην ώρα σου», είπε η Νέτε. Την οδήγησε στο καθιστικό και της πρότεινε να καθίσει. Τα ίδια λευκά δόντια, τα ίδια σαρκώδη χείλη. Και τα ίδια γαλανά μάτια, που ήταν ικανά να μετατραπούν από πάγο σε φωτιά στη στιγμή, όπως κανενός άλλου ανθρώπου που γνώρισε στη ζωή της η Ρίτα. Πενήντα χρόνων, κι όμως ήταν πανέμορφη, όπως πριν από τόσα χρόνια, σκέφτηκε, καθώς η Νέτε στεκόταν με την πλάτη γυρισμένη προς το μέρος της, σερβίροντας το τσάι. Εκείνα τα φίνα, λεπτά πόδια της μέσα στο καλοσιδερωμένο παντελόνι. Η εφαρμοστή μπλούζα που αγκάλιαζε τις καμπύλες των γοφών της, ο πισινός της, στητός όπως πάντα. «Μια χαρά σε βρίσκω, αγάπη μου. Ό,τι κι αν έχεις, δεν μπορώ να πιστέψω πως είναι κάτι σοβαρό. Πες μου πως δεν είναι αλήθεια. Πες μου πως έτσι το έγραψες, για να με πείσεις να έρθω έως εδώ». Η Νέτε στράφηκε με τα φλιτζάνια του τσαγιού στα χέρια και μια ζεστασιά στο βλέμμα της. Όμως δε μίλησε. Λιγομίλητη, όπως πάντα. «Ήμουν σίγουρη πως δεν ήθελες να με ξαναδείς ποτέ σου, Νέτε», συνέχισε η Ρίτα, κοιτάζοντας ολόγυρα το δωμάτιο. Δεν ήταν πολυτελές. Τουλάχιστον όχι για τα μέτρα μιας γυναίκας που, σύμ-

334

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

φωνα με τις πληροφορίες τις οποίες είχε συγκεντρώσει η ίδια, διέθετε περιουσία εκατομμυρίων. «Όπως και να ’χει, εγώ σε σκεφτόμουν συχνά, είμαι σίγουρη πως δε σου κάνει εντύπωση αυτό», πρόσθεσε, κοιτάζοντας τώρα το τσάι που είχε ακουμπήσει μπροστά της η Νέτε. Χαμογέλασε. Τα φλιτζάνια ήταν δύο και όχι τρία. Στράφηκε και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Ο δικηγόρος δε θα ερχόταν. Καλύτερα οι δυο τους.

Η Ρίτα και η Νέτε αποτελούσαν αχτύπητο δίδυμο. Αυτό ήταν κάτι που το προσωπικό το συνειδητοποίησε σχεδόν αμέσως. «Μας λείπει κόσμος στον παιδικό θάλαμο», είπαν και τις εφοδίασαν με κουτάλια. Για μερικές μέρες, τάιζαν παιδιά δεμένα με λουριά στα καλοριφέρ, επειδή ήταν νοητικά ανίκανα να καθίσουν στο τραπέζι. Ήταν μια φριχτή, βρόμικη δουλειά, την οποία εκτελούσαν κάπως παράμερα από τις υπόλοιπες τροφίμους, ώστε εκείνες να μην υποβάλλονται σε αυτό το θλιβερό θέαμα. Μόλις οι κοπέλες αποδείχτηκαν άξιες για την καινούρια ευθύνη και ικανές να κρατούν τα παιδιά σχετικά καθαρά, ανταμείφθηκαν με την επιπλέον αρμοδιότητα να κρατούν εξίσου καθαρό και το άλλο άκρο του πεπτικού τους συστήματος. Η Ρίτα ξέρναγε. Εκεί όπου είχε μεγαλώσει, τα μόνα ξένα περιττώματα που είχε αντικρίσει στη ζωή της ήταν εκείνα που ανάβλυζαν καμιά φορά από τους υπονόμους, όταν άνοιγε ο ουρανός ξαφνικά κι έριχνε καρεκλοπόδαρα. Η Νέτε, αντιθέτως, ήταν ικανή να σκουπίζει πισινούς και να αλλάζει βρόμικες πάνες λες και δεν είχε ασχοληθεί με τίποτε άλλο στη ζωή της. «Εντάξει, μωρέ, σκατά είναι», έλεγε απλά. «Εγώ μέσα στα σκατά μεγάλωσα».

ΕΝΟΧΗ

335

Περιέγραφε τις κοπριές των αγελάδων, τις ακαθαρσίες των γουρουνιών και τις σβουνιές των αλόγων, καθώς και τις κοπιαστικές μέρες της στο αγρόκτημα, οπότε η παραμονή της στο άσυλο, συγκριτικά, πρέπει να της φάνταζε σαν διακοπές. Όμως η Νέτε ήξερε πως δεν επρόκειτο για διακοπές. Αυτό ήταν φανερό από τους σκούρους κύκλους γύρω από τα μάτια της κι από τις βλαστήμιες της για το γιατρό που την είχε ξεγελάσει με το άτιμο τεστ ευφυΐας. «Κανένας από τους γιατρούς εδώ πέρα δεν ξέρει πώς είναι να σηκώνεσαι στις τέσσερις το χάραμα για να αρμέξεις αγελάδες χειμωνιάτικα, μη σου πω ούτε το καλοκαίρι», έλεγε αγριεμένη τις σπάνιες φορές που εμφανιζόταν κάποιος γιατρός με την άσπρη ρόμπα του. «Άραγε, θα μπορούσε να ξεχωρίσει τη μυρωδιά έτσι και η αγελάδα είχε μόλυνση στη μήτρα, από εκείνες που δεν περνούν; Σιγά μην το καταλάβαινε. Και τότε, εμένα γιατί με λένε χαζή που δεν ξέρω ποιος είναι ο βασιλιάς της Νορβηγίας;» Είχαν δύο εβδομάδες που σκούπιζαν στόματα και κώλους, κι είχαν διαπιστώσει πως μπορούσαν να πηγαινοέρχονται ελεύθερα στον παιδικό θάλαμο, όταν η Ρίτα ξεκίνησε τη σταυροφορία της. «Πήγες να μιλήσεις με τον υπεύθυνο, Νέτε, ή ακόμα;» τη ρωτούσε τα πρωινά. «Μήπως είδες κάποιον από τους άλλους γιατρούς; Την έγραψαν εκείνη την εισήγηση στο ενοριακό συμβούλιο; Έχουν πάρει χαμπάρι πως βρίσκεσαι εδώ;» Έκανε τις ερωτήσεις τη μία μετά την άλλη, σαν οπλοπολυβόλο. Κι αφού πέρασε μία εβδομάδα έτσι, η Νέτε δεν άντεξε άλλο. Όταν τελείωσε το μεσημεριανό εκείνη τη μέρα, κοίταξε ολόγυρά της τα ανέκφραστα πρόσωπα, τα σκεβρωμένα κορμιά, τα κοντά πόδια και τα πονηρά μάτια. Είχε αρχίσει να συνειδητοποιεί την κατάσταση. «Θέλω να μιλήσω με τον υπεύθυνο», είπε σε μία από τις νοσο-

336

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

κόμες, η οποία την προσπέρασε κουνώντας το κεφάλι. Κι αφού επανέλαβε το αίτημά της μια δυο φορές ακόμα, χωρίς να πάρει καμία απάντηση, στάθηκε στη μέση του δωματίου και το είπε ουρλιάζοντας όσο πιο δυνατά μπορούσε. Εδώ, η εμπειρία της Ρίτα τη βοήθησε. «Είναι βέβαιο πως θα συναντήσεις το διευθυντή έτσι και συνεχίσεις αυτή την τακτική. Μονάχα που, προτού φτάσεις έως εκεί, θα έχεις περάσει μέρες ολόκληρες δεμένη σε κάποιο κρεβάτι, κι εκεί θα σε πλακώσουν στις ενέσεις για να βγάλεις το σκασμό. Δεν κάνω πλάκα». Η Νέτε έγειρε το κεφάλι προς τα πίσω, για να φωνάξει τη στριγκή απαίτησή της με ακόμα περισσότερη δύναμη, όμως η Ρίτα την εμπόδισε. «Ο μόνος τρόπος για να φύγουν από εδώ πέρα κοπέλες σαν του λόγου μας, είναι να δραπετεύσουν ή, αλλιώς, να στειρωθούν. Συνειδητοποιείς πόσο γρήγορα μπορούν να αποφασίσουν ποιες θα πάνε για στείρωση και ποιες όχι; Ξέρω στα σίγουρα πως ο διευθυντής και ο προϊστάμενος γιατρός ξεχώρισαν δεκαπέντε κοπέλες μέσα σε δέκα λεπτά την περασμένη εβδομάδα. Πόσες από αυτές λες να τη σκαπούλαραν; Μη γελιέσαι, από την ώρα που οι περιπτώσεις αυτές περνούν από την επιτροπή του Υπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας, οι περισσότερες φεύγουν πακέτο για το Γενικό Νοσοκομείο του Βάιλε, προτού καλά καλά καταλάβουν τι γίνεται. Οπότε σε ρωτάω για μία ακόμα φορά, Νέτε. Υπάρχει κανείς έξω από αυτό το μέρος που θα σου λείψει; Γιατί, αν δεν υπάρχει, έλα να κόψουμε λάσπη μαζί, μόλις δώσουμε στα παιδιά το δείπνο τους».

Τα γεγονότα των δύο επόμενων εβδομάδων συνοψίζονται στα εξής: Έκλεψαν δύο λευκές μπλούζες και ασορτί φούστες την ίδια

ΕΝΟΧΗ

337

μέρα και πέρασαν από την πύλη, όπως το προσωπικό. Κρύφτηκαν στους θάμνους, περπάτησαν ώρες ολόκληρες και απομακρύνθηκαν πολύ από το άσυλο. Το επόμενο πρωί έσπασαν το παράθυρο ενός αγροτόσπιτου την ώρα που όλοι βρίσκονταν στις αποθήκες και στους στάβλους, έκλεψαν μερικά ρούχα και κάτι χρήματα, κι εξαφανίστηκαν. Έφτασαν μέχρι το Σίλκεμπορ, στο καλάθι μιας μοτοσικλέτας Nimbus, κι εκεί τις εντόπισε η Αστυνομία, ενώ στέκονταν κι έκαναν οτοστόπ στο δρόμο που οδηγούσε στο Βίμπορ. Τράπηκαν σε φυγή προς το δάσος και κατάφεραν να ξεφύγουν. Έπειτα πέρασαν τρεις μέρες σε μια κυνηγετική καλύβα, τρώγοντας σαρδέλες από κονσέρβες. Η Ρίτα δοκίμασε να πλαγιάσει με τη Νέτε τη νύχτα, κούρνιασε πάνω στην κατάλευκη επιδερμίδα της κι άπλωσε το μπράτσο στο στήθος της, όμως η Νέτε την έκανε πέρα, μουρμουρίζοντας πως υπήρχε λόγος που οι άνθρωποι ήταν δυο λογιών και πως δεν ήταν φυσικό να πλαγιάζουν οι όμοιοι μαζί. Την τρίτη μέρα, με την παγερή βροχή να πέφτει ασταμάτητα, οι προμήθειές τους τελείωσαν. Πέρασαν τρεις ώρες στο δρόμο, μέχρι που ένας φορτηγατζής λυπήθηκε τις δυο μουσκεμένες κοπέλες και τις άφησε να στεγνώσουν στην καμπίνα του οχήματός του, με κάτι πανιά που είχε εκεί. Τους έριχνε πονηρές ματιές, όμως κράτησε το λόγο του και τις πήγε στο Χβίντε Σέντε. Εκεί, βρήκαν έναν ψαρά με μάτι που έπαιζε, ακριβώς όπως το είχε προβλέψει η Ρίτα, έναν άντρα που άρπαξε μεμιάς την ευκαιρία να τις πάρει μαζί του στους ψαρότοπους. Κι αν εκείνες τού φέρονταν εντάξει, ευχαρίστως θα τις περνούσε στα ανοιχτά σε κάποιο από τα εγγλέζικα σκαριά, που τα πληρώματά τους στερούνταν εξίσου τη γυναικεία συντροφιά. Τουλάχιστον, έτσι τους είπε. Τους ζήτησε να ετοιμαστούν, για να πάρει μια πρώτη γεύση από τα καλούδια τους, όμως η Νέτε έγνεψε αρνητικά, οπότε ο ψα-

338

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

ράς βολεύτηκε μονάχα με τη Ρίτα. Κι αφού καλοπέρασε μαζί της για δυο ωρίτσες, φώναξε τον αδερφό του, ο οποίος ήταν χωροφύλακας στο Νέρε Σνέδε. Οι κοπέλες ούτε που κατάλαβαν τι είχε συμβεί, μέχρι τη στιγμή που δυο γομάρια από την Αστυνομία του Ρίνγκεμπινγκ τους πέρασαν τα «βραχιόλια» και τις οδήγησαν σε ένα περιπολικό. Όταν επέστρεψαν στο Ίδρυμα Κέλερ, στο Μπράινινγκ, τόσο η Νέτε όσο και η Ρίτα εξασφάλισαν την πολυπόθητη ακρόαση με το διευθυντή. «Είσαι μια αισχρή εγκληματίας, Ρίτα Νίλσεν», είπε εκείνος. «Όχι μόνο εκμεταλλεύτηκες την εμπιστοσύνη που σου έδειξε το προσωπικό, αλλά έβλαψες και τον εαυτό σου. Είσαι ένας απαίσιος χαρακτήρας. Ανόητη, ψεύτρα και ανώμαλη. Αν επέτρεπα σε ένα αντικοινωνικό άτομο σαν και του λόγου σου να κυκλοφορεί ελεύθερο, είναι βέβαιο πως θα συνευρισκόσουν σχεδόν με οποιονδήποτε θα έβρισκες μπροστά σου, και σύντομα η κοινωνία θα ερχόταν αντιμέτωπη με τους υπανθρώπους που θα γεννούσες. Για το λόγο αυτό, βεβαίωσα εγγράφως ότι είσαι ακατάλληλη να λάβεις οποιαδήποτε άλλη θεραπεία πέρα από αυτή την οποία σου επέβαλα πλέον υποχρεωτικά και η οποία θα έχει τέτοια διάρκεια, ώστε να σου δώσει ένα μάθημα για το οποίο είναι απίθανο να αδιαφορήσεις». Αργότερα εκείνη τη μέρα, η Ρίτα και η Νέτε βρέθηκαν μαζί στο πίσω κάθισμα ενός μαύρου Citroën, με κλειδωμένες τις πόρτες. Στο μπροστινό κάθισμα ήταν ακουμπισμένες οι έγγραφες βεβαιώσεις του διευθυντή. Οι δυο κοπέλες στέλνονταν στο Σπρόγκε. Στο νησί των απόβλητων γυναικών. «Δεν έπρεπε να σε είχα ακούσει», είπε με λυγμούς η Νέτε, καθώς διέσχιζαν το Φιν. «Εσύ φταις για όλα».

ΕΝΟΧΗ

339

«Μωρέ, κάπως πικρό είναι το τσάι, Νέτε», είπε η Ρίτα μετά την πρώτη γουλιά. «Μήπως σου βρίσκεται καθόλου καφές;» Το πρόσωπο της Νέτε πήρε αμέσως μια αλλόκοτη έκφραση, λες και η Ρίτα τής είχε προσφέρει ένα δώρο, το οποίο, όμως, άρπαξε από μπροστά της καθώς εκείνη έκανε να το πάρει. Ήταν κάτι περισσότερο από απλή απογοήτευση. Ήταν κάτι βαθύτερο. «Λυπάμαι, όχι», απάντησε η Νέτε με φωνή υποτονική, λες και ο κόσμος θα κατέρρεε από στιγμή σε στιγμή γύρω της. Τώρα θα μου προτείνει να μου φέρει ένα άλλο φλιτζάνι, σκέφτηκε η Ρίτα, που διασκέδαζε με το πόσο σοβαρά έδειχνε να παίρνει η Νέτε το ρόλο της οικοδέσποινας. Αλλά καμία τέτοια πρόταση δεν ακολούθησε. Η Νέτε δε μίλησε, απλώς έμεινε στη θέση της, λες και τα πάντα είχαν αρχίσει να εκτυλίσσονται σε αργή κίνηση. Η Ρίτα κούνησε το κεφάλι της. «Μην ανησυχείς. Αν είχες λίγο γάλα, όμως, καλά θα ήταν. Είμαι σίγουρη πως θα στρώσει έτσι», είπε, απορώντας με την ορατή ανακούφιση που απλώθηκε στο πρόσωπο της Νέτε. «Φυσικά», είπε εκείνη και σχεδόν πετάχτηκε όρθια. «Έρχομαι σε μισό λεπτό!» φώναξε από την κουζίνα. Η Ρίτα έριξε μια ματιά προς τον πάγκο όπου είχε ακουμπήσει η Νέτε την τσαγιέρα. Γιατί δεν την είχε φέρει στο τραπέζι; Ίσως αυτό όριζαν οι τύποι για μια σωστή οικοδέσποινα. Ιδέα δεν είχε. Για μια στιγμή σκέφτηκε να ζητήσει ένα ποτηράκι από το λικέρ –ή ό,τι τέλος πάντων ήταν– που περιείχε η κανάτα δίπλα στο τσάι, όμως εκείνη τη στιγμή επέστρεψε φουριόζα η Νέτε με το γάλα, σερβίροντάς τη με ένα χαμόγελο που έμοιαζε περισσότερο σφιγμένο απ’ ό,τι απαιτούσε η περίσταση. «Ζάχαρη;» ρώτησε η Νέτε. Η Ρίτα έγνεψε αρνητικά. Ξαφνικά, η Νέτε έμοιαζε πολύ πιεσμένη, λες και βιαζόταν. Αυτό προκάλεσε την περιέργεια της Ρίτα. Μή-

340

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

πως ήταν απλώς ένα τελετουργικό, κάτι που έπρεπε να ολοκληρωθεί πολύ σύντομα, προτού της τείνει, επιτέλους, η Νέτε το χέρι, λέγοντάς της πόσο χαιρόταν που είχε αποδεχτεί την πρόσκλησή της; Ή μήπως ήταν κάτι ολότελα διαφορετικό; «Λοιπόν, πού είναι εκείνος ο δικηγόρος που είπες πως θα ερχόταν, Νέτε;» ρώτησε η Ρίτα με ένα λοξό χαμόγελο στα χείλη. Ένα χαμόγελο το οποίο έμεινε χωρίς ανταπόκριση. Όχι πως περίμενε το αντίθετο. Είχε καταλάβει ήδη τι είχε κατά νου η Νέτε. Κανένας δικηγόρος δεν υπήρχε, ούτε βέβαια και τα δέκα εκατομμύρια, και η Νέτε κάθε άλλο παρά άρρωστη ήταν. Ακόμα κι έτσι, όμως, η Ρίτα σκόπευε να παίξει τα χαρτιά της σωστά, ώστε να μην πάει τελείως στράφι όλο το ταξίδι. Πρόσεξε, κάτι σκαρώνει αυτή, σκέφτηκε η Ρίτα, γνέφοντας καταφατικά μόλις της απάντησε η Νέτε πως ο δικηγόρος είχε καθυστερήσει λιγάκι, όμως θα ερχόταν από στιγμή σε στιγμή. Φούμαρα! Η Νέτε ήταν τόσο ωραία, τόσο πλούσια, αλλά και τόσο ανίκανη να κρύψει τις προθέσεις της. «Άσπρο πάτο», είπε η Νέτε, χαχανίζοντας ξαφνικά, καθώς ύψωνε το φλιτζάνι της. Απρόβλεπτη όπως πάντα, σκέφτηκε η Ρίτα κάπως απορημένη, ενώ σκηνές από το παρελθόν κατέκλυζαν ξαφνικά το μυαλό της. Άραγε, θυμόταν ακόμα η Νέτε το δικό τους τελετουργικό; Εκείνο που ακολουθούσαν οι κοπέλες στις σπάνιες περιπτώσεις που τις άφηναν χωρίς επιτήρηση την ώρα του δείπνου, όταν δεν υπήρχε κανείς να τους φωνάξει αυστηρά να σωπάσουν; Εκεί, στην τραπεζαρία, καμώνονταν πως ήταν ελεύθερες, φαντάζονταν πως βρίσκονταν στο λούνα παρκ του Ντιρεχαουσμπάκεν, με τα ποτήρια της μπίρας ψηλά, να κάνουν ό,τι τραβούσε η όρεξή τους. «Άσπρο πάτο!» έλεγε σε κάθε τέτοια ευκαιρία η Ρίτα στις υπόλοιπες, οπότε κατέβαζαν μονορούφι το νερό που είχαν μπροστά

ΕΝΟΧΗ

341

τους. Κι ύστερα, όλες γελούσαν, εκτός από τη Νέτε, που καθόταν στη γωνιά της, χαζεύοντας έξω από το παράθυρο. Αλήθεια, τα θυμόταν όλα αυτά; Η Ρίτα τής χαμογέλασε, καθώς διαισθανόταν πως, τελικά, η βραδιά μπορεί και να έπαιρνε ευχάριστη τροπή, καθώς έφερνε το φλιτζάνι στα χείλη της και άδειαζε το περιεχόμενό του μεμιάς. «Άσπρο πάτο!» είπαν ταυτόχρονα, γελώντας αυτή τη φορά, και αμέσως μετά η Νέτε πήγε στον πάγκο για να γεμίσει ξανά τα φλιτζάνια τους. «Εγώ είμαι εντάξει, ευχαριστώ», δήλωσε η Ρίτα, εξακολουθώντας να χαχανίζει. «Κοίτα να δεις που το θυμόσουν», συνέχισε, επαναλαμβάνοντας φωναχτά την πρόποση μία ακόμα φορά, για να δέσει η ανάμνηση. «Καλά τα περνούσαμε, έτσι δεν είναι;» Θυμήθηκαν κι άλλα σκηνικά, από τις φάρσες που έκαναν παρέα με κάτι άλλες κοπέλες εκεί πέρα, στο νησί. Η Ρίτα κούνησε το κεφάλι. Ήταν παράξενο που η ατμόσφαιρα στο διαμέρισμα της Νέτε ξαφνικά έφερνε στην επιφάνεια τόσες πολλές αναμνήσεις. Αλλόκοτο, επίσης, ήταν και το ότι αυτές αποδεικνύονταν τόσο ευχάριστες. Η Νέτε ακούμπησε το φλιτζάνι της στο τραπεζάκι και γέλασε ξανά, διαφορετικά από πριν, λες και η όλη κατάσταση ήταν περισσότερο αστεία απ’ ό,τι έδειχνε. Όμως, προτού προλάβει η Ρίτα να απορροφήσει εκείνη τη σκέψη, η Νέτε τής μίλησε ήρεμα, με βλέμμα διαπεραστικό και έντονο: «Για να είμαι ειλικρινής, Ρίτα, αν δεν είχες βρεθεί στο δρόμο μου, είμαι σίγουρη πως θα μπορούσα να είχα ζήσει μια απόλυτα φυσιολογική ζωή. Αν με είχες αφήσει ήσυχη, δε θα είχα καταλήξει στο Σπρόγκε. Θα είχα μάθει πώς να συμπεριφέρομαι στα ιδρύματα, ώστε να πειστούν οι γιατροί πως ήμουν φυσιολογική, για να με αφήσουν να φύγω. Αν δεν είχες καταστρέψει τα πάντα εσύ, οι

342

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

γιατροί θα είχαν καταλάβει ότι σε καμία περίπτωση δεν ήμουν αντικοινωνική, το περιβάλλον μου ευθυνόταν. Θα είχαν καταλάβει πως εγώ δεν αποτελούσα απειλή για κανέναν. Γιατί δεν μπόρεσες να με αφήσεις στην ησυχία μου;» Ώστε αυτό ήταν. Η Νέτε είχε ανάγκη να αναμετρηθεί με το παρελθόν της. Σε αυτή την περίπτωση, σε λάθος άνθρωπο είχε στραφεί. Και προτού επιστρέψει στο Κόλινγκ, η Ρίτα σκόπευε να δώσει ένα καλό μάθημα σε αυτή την κλώσα. Θα την έβαζε να πληρώσει τα έξοδα του ταξιδιού της όχι μία, αλλά δέκα φορές, και από πάνω θα της τα έψελνε κι ένα χεράκι. Η Ρίτα ξερόβηξε. Σκόπευε να της πει πως το τσάι ήταν απαίσιο, πως εκείνη δεν υπήρχε καμία περίπτωση να πάρει απολυτήριο από το Σπρόγκε ή το Μπράινινγκ χωρίς να υποστεί πρώτα στείρωση, πως ήταν ένα τσουλάκι που κάποια στιγμή έπρεπε να αναλάβει την ευθύνη των πράξεών της. Όμως, εντελώς ξαφνικά, το στόμα της είχε στεγνώσει τελείως. Έφερε την παλάμη στο λαιμό της. Αισθανόταν παράξενα, όπως αν είχε αλλεργική αντίδραση από θαλασσινά ή από τσίμπημα σφήκας. Ένα κάψιμο απλώθηκε στην επιδερμίδα της, λες και είχε τριφτεί με τσουκνίδες. Το φως πονούσε τα μάτια της. «Τι στο διάολο έβαλες μέσα στο τσάι;» βόγκηξε, κοιτάζοντας ολόγυρα το δωμάτιο, αλαφιασμένη. Τώρα, ο οισοφάγος της είχε αρχίσει να την καίει. Κάποιο άσχημο παιχνίδι τής είχε παίξει η Νέτε. Η σιλουέτα μπροστά της σηκώθηκε και πλησίασε. Η φωνή ακουγόταν κάπως πιο ευγενική τώρα, αν και περιέργως άψυχη. «Είσαι εντάξει, Ρίτα;» είπε. «Γείρε στην πλάτη της καρέκλας, γιατί αλλιώς φοβάμαι πως θα πέσεις. Πηγαίνω να τηλεφωνήσω να έρθει γιατρός, ναι; Ίσως να έπαθες εγκεφαλικό. Οι κόρες των ματιών σου κάπως περίεργες είναι». Η Ρίτα πάλευε να πάρει ανάσα. Τα μπρούντζινα σκεύη στα ράφια άρχισαν να χορεύουν μπροστά στα μάτια της, καθώς η καρ-

ΕΝΟΧΗ

343

διά της χτυπούσε, αρχικά, σαν ταμπούρλο και, σταδιακά, επιβράδυνε. Άπλωσε το χέρι της, βαρύ σαν μολύβι, προς τη μεριά της σιλουέτας μπροστά της. Για μια φευγαλέα στιγμή, θύμισε θηρίο που επιχειρούσε να σταθεί στα πίσω του πόδια, με τα νύχια γυμνωμένα. Μετά, το μπράτσο της έπεσε και η καρδιά της σχεδόν σταμάτησε. Και όταν η σιλουέτα χάθηκε από μπροστά της, μαζί της χάθηκε και το φως.

26

Νοέμβριος 2010

ΤΟΝ ΞΥΠΝΗΣΕ ΜΕ ΤΟ ΦΩΣ του ήλιου να πέφτει άπλετο ολόγυρά

της, και κάτι λακκάκια στα μάγουλά της τόσο βαθιά, που του φαινόταν πως χωρούσε να κουρνιάσει μέσα τους. «Καλά ξυπνητούρια, Καρλ! Έχεις να πας στο Φιν σήμερα παρέα με τον Άσαντ, το ξέχασες;» Τον φίλησε και τράβηξε τις κουρτίνες. Το σώμα της φάνταζε σχεδόν αιθέριο τώρα, έπειτα από τα όσα πικάντικα προηγήθηκαν τη νύχτα. Δεν είπε λέξη για τις τέσσερις φορές που ο Καρλ χρειάστηκε να τρέξει στην τουαλέτα, δεν του έριξε ούτε μια ντροπαλή ματιά εξαιτίας των διαφόρων ορίων που ενδεχομένως παραβιάστηκαν στη διάρκεια της ερωτικής τους συνεύρεσης. Η Μόνα ήταν μια γυναίκα σίγουρη για τον εαυτό της, κι όμως του είχε δείξει με τρόπο ξεκάθαρο πως πλέον του ανήκε. «Ορίστε», είπε, ακουμπώντας το δίσκο στο κρεβάτι, δίπλα του. Μια θεσπέσια ραψωδία αρωμάτων, και ανάμεσα σε όλα εκείνα υπήρχε ένα κλειδί. «Για εσένα είναι», πρόσθεσε, καθώς του σέρβιρε τον καφέ του. «Χρησιμοποίησέ το σοφά».

344

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Ο Καρλ το πήρε και το ζύγισε στην παλάμη του. Δυόμισι γραμμάρια. Ελάχιστο βάρος για κάτι που του εξασφάλιζε την είσοδο στον Παράδεισο, συνέλαβε τον εαυτό του να σκέφτεται. Γύρισε από την άλλη τη μικρή πλαστική καρτέλα που κρεμόταν από το κλειδί και διάβασε τις λέξεις που ήταν γραμμένες με κεφαλαία γράμματα εκεί: ΚΛΕΙΔΙ ΕΡΑΣΤΗ. Δεν ήταν σίγουρος πως του άρεσε αυτό. Το κλειδί έμοιαζε χρησιμοποιημένο.

Τέσσερις φορές είχαν τηλεφωνήσει στη Μίε Νέρβιγ. Και τις τέσσερις χωρίς αποτέλεσμα. «Δε μένει παρά να περάσουμε από εκεί, κι ας ελπίσουμε πως θα είναι στο σπίτι», είπε ο Καρλ, καθώς πλησίαζαν στο Χέλσκο, με τη Γέφυρα του Στόαρμπελτ να εκτείνεται παραπέρα. Φτάνοντας, βρέθηκαν μπροστά σε ένα σπίτι που θύμιζε τροχόσπιτο το οποίο είχε συμμαζευτεί για το χειμώνα. Παράθυρα κλειστά, άδειο γκαράζ. Ακόμα και η κεντρική βάνα του νερού ήταν κλεισμένη, παρατήρησε ο Καρλ, καθώς δοκίμασε να ανοίξει το λάστιχο του κήπου. «Ούτε κι εδώ βλέπω τίποτα», είπε ο Άσαντ, με τη μύτη χωμένη ανάμεσα σε δύο παντζούρια στην πίσω πλευρά. «Σκατά», πέταξε εκνευρισμένος ο Καρλ. Οι δύο ένοικοι είχαν κόψει λάσπη. «Θα μπορούσαμε να διαρρήξουμε το σπίτι», πρότεινε ο Άσαντ, βγάζοντας το σουγιά του. Καλά, δε δίσταζε μπροστά σε τίποτα ο βοηθός του; «Για όνομα, Άσαντ, μάζεψε το ρημάδι. Θα περάσουμε ξανά αργότερα, μπορεί στο μεταξύ να έχουν επιστρέψει». Το είπε έτσι για να το πει, δεν το πίστευε ούτε ο ίδιος.

ΕΝΟΧΗ

345

«Να, αυτό εκεί είναι το Σπρόγκε», είπε ο Καρλ, δείχνοντας προς το νησί που ξεπρόβαλλε ανάμεσα από τους κολοσσιαίους πυλώνες της γέφυρας. «Τώρα μοιάζει όμορφο, καμία σχέση με το πώς ήταν παλιά», σχολίασε ο Άσαντ, με τα γόνατα κολλημένα πάνω στο ντουλαπάκι του συνοδηγού. Μα ούτε να καθίσει σωστά σε ένα αυτοκίνητο δεν ήξερε; «Εδώ είμαστε», παρατήρησε ο Καρλ, καθώς πλησίαζαν στο νησί και στην έξοδο που υπήρχε στα μισά της γέφυρας. Έστριψε κι έφτασε μπροστά σε μια μπάρα, η οποία για κάποιο λόγο ήταν κατεβασμένη. «Μάλλον θα πρέπει να αφήσουμε το αυτοκίνητο σε αυτό το σημείο», είπε αναστενάζοντας. «Και μετά τι θα κάνουμε; Θα γυρίσουμε με την όπισθεν στον αυτοκινητόδρομο; Δε μου λες, το έχασες το μυαλό σου, Καρλ;» «Λοιπόν, άκου να δεις τι θα κάνουμε: θα ανάψω τα αλάρμ μόλις βάλω όπισθεν. Κανείς δε θα πέσει πάνω μας», απάντησε ο Καρλ με μάτι που γυάλιζε. «Άντε, κουνήσου, Άσαντ. Θα φάμε όλη μας τη μέρα έτσι και αρχίσουμε τα τηλεφωνήματα για να πάρουμε έγκριση». Πέρασαν λιγότερο από δύο λεπτά ωσότου συμβεί κάτι. Μια γυναίκα με κοντά μαλλιά πλησίασε με μεγάλες δρασκελιές προς το μέρος τους, φορώντας ψηλοτάκουνα παπούτσια κι ένα φωσφορίζον γιλέκο με διακριτικά πάνω του. Ιδιαίτερος συνδυασμός, τουλάχιστον. «Δεν μπορείτε να σταματήσετε εδώ, βρίσκεστε σε περιοχή ελεγχόμενης πρόσβασης! Θα σας ανοίξουμε την μπάρα και μπορείτε να συνεχίσετε είτε με προορισμό το Φιν είτε να ακολουθήσετε το δρόμο κάτω από τη γέφυρα για να επιστρέψετε στο Σγιέλαν χωρίς άλλη καθυστέρηση. Αυτό πάει να πει αμέσως!» «Καρλ Μερκ, Τομέας Q», απάντησε ξερά ο Καρλ, δείχνοντας

346

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

το σήμα του. «Κι από εδώ, ο βοηθός μου. Κάνουμε έρευνα για μια δολοφονία. Έχετε τα κλειδιά γι’ αυτό το μέρος;» Η αντίδραση του Καρλ είχε σαφώς αποτέλεσμα, όμως ήταν φανερό πως και η γυναίκα διέθετε κάποια εξουσία. Υποχώρησε μερικά βήματα κι έφερε έναν ασύρματο στο αφτί της. Αντάλλαξε μερικές κουβέντες και, στη συνέχεια, στράφηκε προς το μέρος τους με ύφος. «Ορίστε», είπε, δίνοντας στον Καρλ τον ασύρματο. «Καρλ Μερκ, Τομέας Q, Αστυνομία της Κοπεγχάγης. Με ποιον μιλάω;» Ο άντρας στην άλλη άκρη της γραμμής συστήθηκε. Ήταν κάποιο πομπώδες στέλεχος από τα γραφεία της εταιρείας η οποία διαχειριζόταν τη γέφυρα, με έδρα το Κορσέρ. «Δεν μπορείτε να μπείτε στο Σπρόγκε χωρίς προηγούμενη έγκριση. Είναι κατανοητό αυτό;» είπε αγριεμένα ο τύπος. «Φυσικά και δεν μπορώ. Όπως δεν μπορώ να τραβήξω το πιστόλι μου και να σημαδέψω έναν τρελαμένο οπλοφόρο αν δεν είμαι εκπαιδευμένος αστυνομικός εν ώρα υπηρεσίας. Δεν το αξίζει η δουλειά μας, καλά δε λέω; Το θέμα είναι ότι εδώ πέρα δεν ήρθαμε για τουρισμό. Ερευνάμε μια πολύ άσχημη υπόθεση, η οποία φαίνεται πως συνδέεται με κάποια πράγματα που συνέβαιναν εδώ, στο Σπρόγκε». «Σαν τι είδους πράγματα;» «Δεν μπορώ να σας πω, δυστυχώς. Φυσικά, εσείς μπορείτε να τηλεφωνήσετε στο γενικό αστυνομικό διευθυντή, στην Κοπεγχάγη. Θα πάρετε την έγκριση που γυρεύετε μέχρι να πείτε κύμινο». Αυτό ήταν κάπως υπερβολικό. Υπήρχαν φορές που χρειαζόταν ακόμα κι ένα τέταρτο για να καταφέρεις να μιλήσεις με τη γραμματεία του γενικού αστυνομικού διευθυντή. Πνίγονταν στη δουλειά αυτό τον καιρό. «Αν είναι έτσι, τηλεφωνώ αμέσως». «Καλοσύνη σας. Ευχαριστώ πολύ, πραγματικά. Δε θα ξεχάσω

ΕΝΟΧΗ

347

τη βοήθεια που μας προσφέρατε», είπε ο Καρλ καθώς έκλεινε τον ασύρματο και τον επέστρεφε. «Μας άφησε είκοσι λεπτά περιθώριο», δήλωσε στη γυναίκα με το φωσφορίζον γιλέκο. «Προλαβαίνουμε σε τόση ώρα να μας ξεναγήσετε; Θέλουμε να μας πείτε ό,τι ξέρετε γι’ αυτό το μέρος τότε που λειτουργούσε ως ίδρυμα υποδοχής γυναικών, εντάξει;»

Από την αρχική διάταξη των κτιρίων, ελάχιστα πράγματα απέμεναν, καθώς στην πορεία έγιναν διάφορες μετατροπές και παρεμβάσεις, τους εξήγησε η ξεναγός τους. «Προς την απέναντι πλευρά του νησιού υπήρχε ένα μικρό κτίσμα, το Ησυχαστήριο, όπου οι γυναίκες μπορούσαν να μένουν μόνες τους επί μία εβδομάδα, στη διάρκεια της μέρας. Ήταν, κατά μία έννοια, οι διακοπές τους. Αρχικά, το κτίριο είχε χτιστεί για να μπαίνουν σε καραντίνα οι ναύτες που ήταν φορείς πανώλης. Δεν απομένει τίποτε από εκείνο το κτίριο, όμως», τους είπε, καθώς τους οδηγούσε σε ένα κλειστό προαύλιο, όπου ένα δέντρο δέσποζε πάνω από τις πλάκες. Ο Καρλ κοίταξε τριγύρω τα τέσσερα κτίρια που υψώνονταν γύρω γύρω. «Πού βρίσκονταν οι κοιτώνες των τροφίμων;» ρώτησε. Η γυναίκα τού έδειξε. «Στον πάνω όροφο, εκείνα τα παραθυράκια στη στέγη. Τα κτίρια έχουν ανακατασκευαστεί πλήρως. Πλέον, χρησιμοποιούνται για σεμινάρια και εκπαιδευτικά προγράμματα, για τέτοιες δραστηριότητες, γενικά». «Και τι έκαναν οι κοπέλες στο διάστημα που βρίσκονταν εδώ; Είχαν κάποιο λόγο για τη ζωή τους;» Η ξεναγός τους ανασήκωσε τους ώμους. «Αμφιβάλλω. Καλλιερ­ γούσαν λαχανικά, τσάπιζαν τα χωράφια, φρόντιζαν τα ζώα. Εκεί μέσα είχαν ένα δωμάτιο ραπτικής», είπε, δείχνοντας προς την

348

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

ανατολική πτέρυγα. «Απ’ ό,τι φαίνεται, εκείνες που παρουσίαζαν νοητική υστέρηση ήταν αρκετά επιδέξιες». «Δηλαδή, οι κοπέλες παρουσίαζαν πράγματι νοητική υστέρηση;» «Τι να σας πω, έτσι λένε. Μάλλον δεν ίσχυε αυτό, όμως. Τουλάχιστον, όχι σε όλες τις περιπτώσεις. Θέλετε να δείτε το κελί τιμωρίας; Υπάρχει ακόμα». Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά. Σίγουρα ήθελε να το δει. Πέρασαν από μια τραπεζαρία με ψηλή, ξύλινη επένδυση στους τοίχους και ωραιότατη θέα προς τη θάλασσα. Η ξεναγός τούς έδειξε με το χέρι της ολόγυρα την αίθουσα. «Εδώ γευμάτιζαν οι κοπέλες. Το προσωπικό έτρωγε στο διπλανό δωμάτιο. Φρόντιζαν να έχουν ξεχωριστούς χώρους. Στην άλλη πλευρά αυτού του κτιρίου έμενε η προϊσταμένη και η αναπληρώτριά της, όμως κι εκείνοι οι χώροι έχουν ανακατασκευαστεί στο μεταξύ. Ακολουθήστε με». Τους οδήγησε σε μια σκάλα που κατέληγε σε έναν πιο ταπεινό χώρο. Μια μακριά, ενιαία γούρνα από μωσαϊκό εκτεινόταν κατά μήκος της μιας πλευράς του στενού διαδρόμου. Στην απέναντι υπήρχαν αρκετές πόρτες. «Πρέπει να ήταν μάλλον στενάχωρα, καθώς κάθε δωμάτιο το μοιράζονταν δύο», είπε η γυναίκα, ενώ τους έδειχνε ένα χαμηλοτάβανο δωμάτιο με κεκλιμένους τοίχους. Ύστερα άνοιξε μια πόρτα που οδηγούσε σε μια μακρόστενη σοφίτα, μέσα στην οποία υπήρχαν διάφορα παλιά έπιπλα, ράφια και αριθμημένοι γάντζοι για ρούχα. «Οι κοπέλες άφηναν εδώ όσα πράγματα δε χωρούσαν στα δωμάτιά τους», εξήγησε η ξεναγός τους. Η γυναίκα με το φωσφορίζον γιλέκο τούς οδήγησε και πάλι στο διάδρομο και τους έδειξε μια χαμηλή πόρτα εφοδιασμένη με δύο βαριές μπάρες.

ΕΝΟΧΗ

349

«Αυτό είναι το κελί τιμωρίας. Εδώ έριχναν τις κοπέλες, όταν ήταν απείθαρχες». Ο Καρλ προχώρησε και μπήκε μέσα, σκύβοντας για να περάσει από τη βαριά, ξύλινη πόρτα, και βρέθηκε σε ένα χώρο τόσο μικρό, ώστε μετά βίας θα μπορούσε να ξαπλώσει και να τεντωθεί. «Υπήρχαν φορές που τις άφηναν εδώ για μέρες. Σε κάποιες περιπτώσεις, οι κοπέλες ήταν δεμένες, κι αν δυσκόλευαν το προσωπικό, τους χορηγούσαν ακόμα και ηρεμιστικά. Δεν αστειεύονταν καθόλου». Αυτό κι αν ήταν ευφημισμός, σκέφτηκε ο Καρλ. Στράφηκε στον Άσαντ, ο οποίος είχε συνοφρυωθεί κι έδειχνε φανερά ταραγμένος. «Είσαι εντάξει, Άσαντ;» Εκείνος έγνεψε καταφατικά. «Έχω ξαναδεί κάτι τέτοια σημάδια». Έδειξε την εσωτερική πλευρά της πόρτας, το πρόσφατο βάψιμο της οποίας δεν είχε σταθεί αρκετό για να κρύψει αρκετά ακανόνιστα αυλάκια πάνω στο ξύλο. «Αυτά τα σημάδια τα άφησαν άνθρωποι που έξυναν με τα νύχια τους το ξύλο, Καρλ. Πίστεψέ με». Βγήκε αμέσως από το δωμάτιο κι έγειρε για μια στιγμή πάνω στον τοίχο. Ίσως κάποια μέρα να εξηγούσε για ποιο λόγο είχε αντιδράσει έτσι. Ένας βόμβος ακούστηκε από τον ασύρματο της ξεναγού τους. «Ναι;» είπε, και η έκφρασή της άλλαξε μέσα σε δευτερόλεπτα. «Κατάλαβα. Εντάξει, θα ενημερώσω». Κούμπωσε τη συσκευή ξανά στη ζώνη της και τους κοίταξε απογοητευμένη. «Ο προϊστάμενός μου λέει πως δεν κατάφερε να επικοινωνήσει με το γενικό αστυνομικό διευθυντή και ότι κάποιοι συνάδελφοί μου μας είδαν να κυκλοφορούμε στο χώρο από τις οθόνες

350

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

τους. Ζήτησε να αποχωρήσετε αμέσως. Με άλλα λόγια τώρα, αν δεν ήμουν αρκετά σαφής». «Λυπάμαι που το ακούω. Πείτε τους πως σας ξεγέλασα για να μας φέρετε εδώ. Πάντως, ευχαριστούμε, είδαμε αρκετά».

«Είσαι εντάξει, Άσαντ;» ρώτησε ο Καρλ, αφού είχε περάσει ώρα χωρίς να μιλούν, καθώς διέσχιζαν τη γέφυρα προς το Φιν. «Ναι, μην ανησυχείς, Καρλ». Ο Άσαντ ανασηκώθηκε στο κάθισμά του. «Βγες από τον αυτοκινητόδρομο στην έξοδο 55», είπε, δείχνοντας το GPS. Ο Καρλ ήταν σίγουρος πως η συσκευή θα τους ενημέρωνε από μόνη της σε λίγο. «Σε εξακόσια μέτρα, στρίψτε δεξιά», ανακοίνωσε η ψιλή φωνή. «Δεν υπάρχει λόγος να δίνεις οδηγίες, Άσαντ. Το GPS μάς ειδοποιεί αυτόματα». «Κι από εδώ παίρνουμε τη διαδρομή 329 με προορισμό το Χίντεβεδ», συνέχισε ο βοηθός του απτόητος. «Θέλουμε γύρω στα δέκα χιλιόμετρα από εκεί μέχρι το Μπρέντερουπ». Ο Καρλ αναστέναξε. Αυτή τη στιγμή, τα δέκα χιλιόμετρα φάνταζαν έτη φωτός μακριά. Κάθε είκοσι δευτερόλεπτα, ο Άσαντ έκανε και κάποιο καινούριο σχόλιο, μέχρι να πει επιτέλους πως έφτασαν στον προορισμό τους. «Αυτό είναι το σπίτι όπου ζούσε ο Τάγκε», είπε, προλαβαίνοντας το GPS για δύο δευτερόλεπτα. Η λέξη «σπίτι» ήταν μάλλον υπερβολική. Περισσότερο με παράπηγμα έμοιαζε, μαυρισμένο από τον καιρό και χτισμένο από διάφορα περισσευούμενα υλικά, από τσιμεντότουβλα μέχρι κομμάτια τσίγκου. Σε διάφορα σημεία του κτιρίου υπήρχαν ορατά σημάδια, σαν να είχαν γίνει προσθήκες σταδιακά, από τα θεμέλια μέχρι την πολυκαιρισμένη, μεταλλική στέγη. Σίγουρα δεν

ΕΝΟΧΗ

351

ομόρφαινε την περιοχή, σκέφτηκε ο Καρλ, ενώ κατέβαινε από το αυτοκίνητο ανασηκώνοντας το παντελόνι του. «Είσαι βέβαιος πως δεν ήρθαμε απροειδοποίητα;» ρώτησε το βοηθό του, καθώς χτυπούσε το κουδούνι της πόρτας για πέμπτη φορά. Ο Άσαντ έγνεψε καταφατικά. «Α, ναι. Μίλησα με μια πολύ ευγενική κυρία στο τηλέφωνο», είπε. «Τραυλίζει, όμως το ραντεβού είναι κανονισμένο, Καρλ». Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά. Μια πολύ ευγενική κυρία. Ο Άσαντ είχε αρχίσει να ακούγεται λες και επαναλάμβανε φράσεις από βιβλίο για εκμάθηση της γλώσσας. Άκουσαν τον ξεγυρισμένο βήχα πριν τα βήματα, όμως τουλάχιστον υπήρχε ζωή εκεί μέσα. Ο βήχας ήταν συνδυασμός του εμφυσήματος που είχε προκαλέσει το κάπνισμα, των τριχών από τις γάτες που ζούσαν εκεί και των συμπυκνωμένων αναθυμιάσεων αλκοόλ, όμως παρά τις προφανείς δυσκολίες και την εμφανή ακαταλληλότητα του οικήματος, τουλάχιστον ως ανθρώπινης κατοικίας, το ηλικιωμένο άτομο που τους συστήθηκε ως Μέτε Σμαλ κατόρθωνε να κινείται στο χώρο με τη χάρη και την κομψότητα που θα περίμενε κανείς από την κυρία κάποιας έπαυλης. «Με τον Τάγκε δ-δ-δεν παντρευτήκαμε ποτέ, όμως ο δ-δ-δι­ κηγόρος ήταν σίγουρος πως έτσι κι έδ-δ-δινα μια προσφορά για το σπίτι, θα ήταν πολύ δ-δ-δίκαιο να μου το άφ-φ-φηναν». Άναψε τσιγάρο. Δεν ήταν το πρώτο της εκείνη τη μέρα, χίλια τα εκατό. «Δ-δ-δέκα χιλιάδες κ-κ-κορόνες. Πολλά λ-λ-λεφτά, εκείνα τα χρόνια. Π-π-πήγε χίλια εν-ν-νιακόσια εν-ν-νενήντα τέσσερα μέχρι να κ-κ-κανονιστεί». Ο Καρλ κοίταξε ολόγυρα. Απ’ όσο μπορούσε να θυμηθεί, δέκα χιλιάρικα έκανε πάνω κάτω μια βιντεοκάμερα τότε, ποσό το οποίο μπορεί να ήταν μεγάλο για βιντεοκάμερα, αλλά σε καμία

352

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

περίπτωση δεν ήταν πολλά για σπίτι. Βέβαια, ποιος θα προτιμούσε μια βιντεοκάμερα από αυτό το σωρό χαλασμάτων; «Εδώ πέρα ήταν η φ-φ-φωλιά του Τάγκε», είπε η γυναίκα, παραμερίζοντας ευγενικά δυο γάτες, οι ουρές των οποίων στέκονταν όρθιες σαν κοντάρια. «Δ-δ-δεν μπαίνω ποτέ εκεί μέσα. Μου φαίνεται πως δε θα ήταν σ-σ-σωστό». Έσπρωξε μια πόρτα καλυμμένη με παλιές διαφημιστικές αφίσες για διάφορα λιπαντικά κινητήρων, και βρέθηκαν σε ένα χώρο απείρως πιο δύσοσμο απ’ ό,τι αυτός που είχαν μόλις αφήσει πίσω τους. Ο Άσαντ ήταν εκείνος που βρήκε τρόπο να μπει λίγος καθαρός αέρας στο δωμάτιο, και στη συνέχεια εντόπισε την πηγή της πνιγηρής οσμής. Πέντε μπουκάλια κρασιού σε μια γωνιά πίσω από το κρεβάτι, καθένα από τα οποία περιείχε ούρα κάποτε. Κρίνοντας από την κατάσταση των μπουκαλιών, πρέπει να ήταν ξέχειλα, γιατί το γυαλί πλέον είχε γίνει τελείως αδιαφανές, έχοντας θαμπώσει απ’ ό,τι ήταν αυτό που απέμενε μετά την εξάτμιση των ούρων. «Έπρεπε να είχαν π-π-πεταχτεί εδώ και χρόνια», είπε η ιδιοκτήτρια του σπιτιού, καθώς τα έριχνε στα αγριόχορτα πίσω από το σπίτι. Το δωμάτιο μέσα στο οποίο στέκονταν ήταν ένα εργαστήρι επισκευής ποδηλάτων και μοτοποδηλάτων. Υπήρχαν διάφορα εργαλεία και παλιά σκουπίδια, και καταμεσής αυτού του χαμού βρισκόταν ένα κρεβάτι, τα σκεπάσματα του οποίου είχαν περίπου το ίδιο χρώμα με το λαδωμένο πάτωμα. «Δε σας είπε ο Τάγκε τι σκόπευε να κάνει εκείνη τη μέρα που σηκώθηκε κι έφυγε;» «Όχι. Λ-λ-λέξη δεν του έπαιρνες, τελείως ξ-ξ-ξαφνικά». «Εντάξει. Πειράζει να ρίξουμε μια ματιά;» Η γυναίκα έγνεψε προς το δωμάτιο, δίνοντάς τους το ελεύθερο. «Δ-δ-δεν έχει πατήσει κανείς εδώ από τότε που π-π-πέρασαν

ΕΝΟΧΗ

353

οι αστυνομικοί, τ-τ-τον καιρό που χ-χ-χάθηκε ο Τάγκε», είπε, στρώνοντας αφηρημένα τα σκεπάσματα. Όχι πως έκανε κάποια διαφορά αυτό. «Όμορφες κυρίες», σχολίασε ο Άσαντ, γνέφοντας προς τις αφίσες με τα ημίγυμνα μοντέλα. «Ναι, από εκείνες τις εποχές που δεν υπήρχαν σιλικονάτα στήθη, τατουάζ και αποτριχωτικές μηχανές», σχολίασε δύσθυμα ο Καρλ, καθώς έπιανε μια στοίβα από διάφορα χαρτιά, τα οποία ισορροπούσαν οριακά πάνω σε μια χαρτονένια θήκη για αβγά, γεμάτη ρουλεμάν. Πραγματικά, ήταν δύσκολο να σκεφτούν ότι κάποια από τα σκουπίδια που κατέκλυζαν το χώρο θα τους έδιναν την παραμικρή πληροφορία σχετικά με την τύχη του Τάγκε Χέρμανσεν. «Μιλούσε ποτέ ο Τάγκε για κάποιον άντρα ονόματι Κουρτ Βεντ;» ρώτησε ο Άσαντ. Η γυναίκα έγνεψε αρνητικά. «Τέλος πάντων, ποιον ανέφερε; Θυμάστε κάποιο όνομα;» Και πάλι αρνητική απάντηση. «Κανένα, βασικά. Κ-κ-κυρίως τον ενδιέφεραν τα K-k-kreidler-Florettes, τα P-p-puchs και τα SCO». Ο Άσαντ δεν κατάλαβε. «Μοτοποδήλατα, Άσαντ. Ξέρεις, βρουμ βρουμ», εξήγησε ο Καρλ, στρίβοντας δύο αόρατα γκάζια. «Μήπως άφησε τίποτα χρήματα ο Τάγκε;» συνέχισε. «Ούτε δ-δ-δεκάρα». «Υπάρχει περίπτωση να είχε εχθρούς;» Η γυναίκα γέλασε, γεγονός που της προκάλεσε αμέσως δυνατό βήχα. Όταν κάποια στιγμή συνήλθε και σκούπισε τα μάτια της, κοίταξε τον Καρλ με νόημα. «Εσύ τι λ-λ-λες;» Έδειξε με το χέρι της τριγύρω. «Σου φαίνεται για μ-μ-μέρος όπου μπορεί να δεχτεί κανείς φ-φ-φίλους;»

354

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

«Εντάξει, χρειάζεται ένα συγυρισματάκι, όμως φαντάζομαι πως ο χώρος δεν έχει αλλάξει και τόσο από τότε, επομένως μάλλον είναι απίθανο να εξαφανίστηκε γι’ αυτό το λόγο, καλά δε λέω; Μήπως έχετε κάποια υποψία σχετικά με το τι του συνέβη, κυρία Σμαλ;» «Κ-κ-καμία». Ο Καρλ αντιλήφθηκε τον Άσαντ να ψαχουλεύει τα περιοδικά με τις κοπέλες. Μήπως σχεδίαζε να πάρει μερικά μαζί του; Στράφηκε και βρέθηκε μπροστά σε ένα φάκελο τον οποίο κρατούσε ο Άσαντ σε απόσταση αναπνοής. «Εκεί πέρα ήταν». Έδειξε προς ένα κομμάτι νοβοπάν, πάνω από μία από τις ημίγυμνες κοπέλες που κρατούσαν συντροφιά στον Τάγκε. «Ο φάκελος ήταν πιασμένος με δύο πινέζες, φαίνονται οι τρύπες. Δες και μόνος σου». Ο Καρλ κοίταξε προσεκτικά το νοβοπάν. Αφού το έλεγε ο Άσαντ, πιθανότατα είχε δίκιο. «Η δεύτερη πινέζα πρέπει να έπεσε, κι έτσι ο φάκελος γλίστρησε πίσω από την αφίσα, πιασμένος ακόμα από τη μία πλευρά». «Και λοιπόν;» ρώτησε ο Καρλ, καθώς έπαιρνε το φάκελο από τα χέρια του Άσαντ. «Άδειος είναι, όμως δες τι γράφει πίσω». Ο Καρλ διάβασε: Νέτε Χέρμανσεν, Πέμπλινγκε Ντοσέρινγκ 32, 2200, Κοπεγχάγη. «Εντάξει, Καρλ. Τώρα γύρνα τον από την άλλη και κοίτα τη σφραγίδα του ταχυδρομείου». Αυτό έκανε. Ήταν αρκετά ξεθωριασμένη, όμως φαινόταν ακόμα η ημερομηνία. 28-8-1987. Μόλις μία εβδομάδα πριν την εξαφάνιση του Τάγκε. Όχι πως αυτό σήμαινε κάτι απαραίτητα. Συχνά εμφανίζονταν στοιχεία τα οποία συσχετίζονταν χρονικά με την εξαφάνιση του

ΕΝΟΧΗ

355

ιδιοκτήτη τους. Ελάχιστοι άνθρωποι κάθονταν να συγυρίσουν προτού εξαφανιστούν. Τουλάχιστον, όχι χωρίς να έχουν σοβαρό λόγο. Όπως, για παράδειγμα, όταν ξέρουν πως δεν πρόκειται να επιστρέψουν. Ο Καρλ κοίταξε τον Άσαντ. Το μυαλό του βοηθού του δούλευε πυρετωδώς, αυτό ήταν προφανές. «Θα τηλεφωνήσω στη Ρόζε», μουρμούρισε, σχηματίζοντας τον αριθμό της. «Πρέπει να της πω για το φάκελο. Αυτή θα βγάλει άκρη, το αισθάνομαι». Ο Καρλ κοίταξε τριγύρω το εργαστήρι. Αφού βρέθηκε ο φάκελος, κάπου πρέπει να ήταν παραχωμένο και το γράμμα. Ίσως να είχε πέσει κι αυτό πίσω από την αφίσα. Ίσως να βρισκόταν κάτω από το κρεβάτι ή μέσα στο καλάθι των αχρήστων. Έπρεπε να ψάξουν καλά. «Ξέρετε ποια είναι αυτή η Νέτε Χέρμανσεν, κυρία Σμαλ;» ρώτησε. «Μ-μ-μπα, όχι. Σ-σ-συγγενής θα είναι, μ-μ-άλλον. Από το όνομα».

Έπειτα από μία ώρα μάταιης αναζήτησης στα πράγματα του Τάγκε και τρίτα τέταρτα στο αυτοκίνητο, ξεπρόβαλε μπροστά τους και πάλι η κολοσσιαία Γέφυρα του Στόαρμπελτ, η οποία συνέδεε τα νησιά Φιν και Σγιέλαν, με τους πελώριους πυλώνες της να μοιάζουν λες και άγγιζαν τα σύννεφα. «Να το πάλι το καταραμένο νησάκι μας», σχολίασε ο Άσαντ, δείχνοντας το Σπρόγκε όπως αναδυόταν παρακάτω, μέσα από την ομίχλη. Έμεινε να το κοιτάζει αμίλητος για λίγο, κι ύστερα στράφηκε στον Καρλ. «Τι κάνουμε έτσι και ο Χέρμπερτ Σένερσκο και η Μίε Νέρβιγ δεν είναι πάλι στο σπίτι, Καρλ;»

356

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Ο Καρλ έριξε μια ματιά στο νησί καθώς περνούσαν από δίπλα του. Έμοιαζε γαλήνιο. Το ένα άκρο του αγκάλιαζε τον αυτοκινητόδρομο στη μετάβαση από το χαμηλό, δυτικό επίπεδο της γέφυρας προς την κρεμαστή πλευρά της στα ανατολικά, ο φάρος έστεκε κατάλευκος πάνω στον πράσινο λόφο και τα όμορφα κίτρινα κτίσματα βρίσκονταν στο απάγκιο, ενώ στα λιβάδια φύτρωναν αγριόχορτα. Μια επίγεια Κόλαση, έτσι είχε χαρακτηρίσει εκείνο το μέρος η Ρόζε, κι αμέσως ο Καρλ είχε την αίσθηση πως το παλιό κακό γκρέμιζε τις προστατευτικές μπάρες του αυτοκινητόδρομου και τα φαντάσματα του παρελθόντος ξεπρόβαλλαν μπροστά του, ψυχές ρημαγμένες, στέρφες μήτρες, σημαδεμένες για μια ζωή. Άραγε, πράγματι είχε επιτρέψει η Δανία, και μάλιστα είχε ενθαρρύνει, τη διάπραξη τέτοιων επεμβάσεων από τους καλά εκπαιδευμένους γιατρούς της κι εκείνους που υποτίθεται ότι μεριμνούσαν για τις γυναίκες αυτές; Η ιδέα τού φαινόταν ασύλληπτη. Κι όμως, οι διακρίσεις πάντοτε υπήρχαν, ακόμα και τώρα, έστω κι αν στις περισσότερες περιπτώσεις δεν προκαλούσαν σκάνδαλο. Κούνησε το κεφάλι και πάτησε γκάζι. «Τι είπες, Άσαντ, δε σε άκουσα;» «Ρώτησα τι θα κάνουμε έτσι και δεν έχουν επιστρέψει ο Χέρμπερτ Σένερσκο και η Μίε Νέρβιγ». Ο Καρλ στράφηκε και τον κοίταξε. «Να σου πω, τον έχεις ακόμα πρόχειρο εκείνο το σουγιά;» Ο Άσαντ έγνεψε καταφατικά. Κανονίστηκε κι αυτό. Θα έριχναν μια καλή ματιά στα αναθεματισμένα αρχεία, για να δουν τι αφορούσε η υπόθεση Χέρμανσεν, στην οποία είχε αναφερθεί η Μίε Νέρβιγ. Έστω και χωρίς ένταλμα. Όχι πως υπήρχε περίπτωση να το εξασφαλίσουν, ακόμα κι αν υπέβαλλαν σχετικό αίτημα. Εκείνη τη στιγμή, χτύπησε το κινητό του Καρλ. Το έβαλε σε ανοιχτή ακρόαση. «Ναι, Ρόζε, τι είναι;» είπε.

ΕΝΟΧΗ

357

«Πήγα στα Κεντρικά όταν τηλεφώνησε ο Άσαντ. Καλύτερα εκεί, παρά να χαζεύω από τα παράθυρο του σπιτιού μου. Τέλος πάντων, έψαξα λιγάκι την υπόθεση». Ακουγόταν ενθουσιασμένη. «Λοιπόν, θα μπω κατευθείαν στο θέμα και θα σου πω πως με περίμενε ένα γερό σοκ. Θα μπορούσες να το πιστέψεις πως υπάρχει ακόμα κάποια Νέτε Χέρμανσεν καταχωρισμένη στη διεύθυνση που μου έδωσες, στο Νέρεμπρο; Τέλειο, ε;» Ο Άσαντ ύψωσε και τους δύο αντίχειρες. «Εντάξει, όμως θα είναι κάπως ηλικιωμένη τώρα πια, σωστά;» «Μάλλον, δεν τσέκαρα ακόμα τα στοιχεία της, όμως βλέπω εδώ πέρα ότι ζούσε στο ίδιο μέρος με το όνομα Νέτε Ρόζεν. Ωραίο επίθετο, δε βρίσκεις; Μήπως να έκανα έτσι και το δικό μου; Ρόζε Ρόζεν. Καλό δεν ακούγεται; Θα μπορούσε να με υιοθετήσει κιόλας. Αποκλείεται να είναι χειρότερη από τη δική μου μάνα». Ο Άσαντ γέλασε πνιχτά, ενώ ο Καρλ απέφυγε να κάνει κάποιο σχόλιο. Επισήμως, δε γνώριζε το παραμικρό για την προσωπική ζωή της Ρόζε. Έτσι και μάθαινε εκείνη πως είχε σκαλίσει το παρελθόν της και είχε μιλήσει στην αδερφή της, την πραγματική Ίρσα, θα γινόταν το έλα να δεις. «Καλή δουλειά, Ρόζε. Θα το κοιτάξουμε αργότερα. Στο μεταξύ, θέλω θα ψάξεις τι άλλα στοιχεία έχουμε για τη γυναίκα αυτή, εντάξει; Εμείς πηγαίνουμε τώρα στο Χέλσκο, για να ρίξουμε μια ματιά στα αρχεία του Νέρβιγ. Υπάρχει κάτι άλλο που πρέπει να ξέρουμε;» «Κοίτα, έχουμε κάπως καλύτερη εικόνα τώρα για τις δραστηριότητες του Κουρτ Βεντ. Μίλησα με ένα δημοσιογράφο ονόματι Σέρεν Μπραντ. Έχει συγκεντρώσει πολλές πληροφορίες σχετικά με το κόμμα που έχει ιδρύσει ο Βεντ». «Το Κόμμα Καθαρότητας;» «Αυτό. Απ’ ό,τι φαίνεται, όμως, η προσωπική ζωή του δεν εί-

358

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

ναι και τόσο καθαρή. Καθόλου ευχάριστος άνθρωπος, όπως προκύπτει. Έχουν γίνει ένα σωρό καταγγελίες εις βάρος του όλα αυτά τα χρόνια, με βαριές κατηγορίες, όμως ο τύπος, όλως παραδόξως, ουδέποτε καταδικάστηκε για το παραμικρό». «Τι εννοείς;» «Έχει μπλέξει σε ένα σωρό καταστάσεις, όμως δεν το έχω ψάξει διεξοδικά το θέμα. Αυτός ο Σέρεν Μπραντ είπε πως θα μου στείλει περισσότερες πληροφορίες. Προς το παρόν παλεύω να βγάλω άκρη από τα έγγραφα των παλιών υποθέσεων και νομίζω πως μπορείς να καταλάβεις ότι κάπως αλλιώς θα προτιμούσα να περνάω την ώρα μου, έτσι δεν είναι;» Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά. Ούτε κι αυτός θα πετούσε από τη χαρά του αν βρισκόταν στη θέση της. «Υπάρχει μια παλιά κατηγορία για βιασμό, από το 1955. Καμία άλλη πληροφορία, πέραν του ότι ο Κουρτ Βεντ αθωώθηκε. Έπειτα έχουμε τρεις διαφορετικές υποθέσεις με τις οποίες ασχολήθηκε η Υπηρεσία Νομικής Βοήθειας. Το 1967, το 1974 και, πιο πρόσφατα, το 1996. Υποβλήθηκαν καταγγελίες εις βάρος του για ρατσιστικά σχόλια σε διάφορες περιπτώσεις, καθώς και για πρόκληση μίσους, παραβίαση ιδιωτικού χώρου, συκοφαντία. Καμία από τις καταγγελίες αυτές δεν οδήγησε σε καταδίκη, αν και οι περισσότερες επέσυραν, σύμφωνα με όσα υποστηρίζει ο Σέρεν Μπραντ. Έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων, κυρίως». «Κάποια αναφορά σε ανθρωποκτονία ή κάτι ανάλογο;» «Όχι ακριβώς, αλλά στο περίπου. Σε αρκετές περιπτώσεις κατηγορήθηκε ότι προχώρησε σε εκτρώσεις ενάντια στη θέληση των εγκύων. Εγώ αυτό θα το ονόμαζα δολοφονία, δεν ξέρω για εσένα». «Ε... τι να σου πω; Ίσως. Σαφώς εγείρεται θέμα αν οι γυναίκες δεν του είχαν δώσει τη συγκατάθεσή τους». «Τέλος πάντων, όπως και να ’χει, μιλάμε για ένα άτομο που

ΕΝΟΧΗ

359

συστηματικά ξεχώριζε τους ανθρώπους σε άξιους και ανάξιους, σε πολίτες ανώτερης και κατώτερης κατηγορίας. Ήταν ένας ιδιαίτερα ικανός γιατρός όταν τον προσέγγιζαν καθωσπρέπει άνθρωποι και ζητούσαν τη βοήθειά του προκειμένου να αποκτήσουν παιδιά, όμως αποδεικνυόταν το ακριβώς αντίθετο όποτε του χτυπούσαν την πόρτα τα... ανθρωπάκια». «Τι συνέβαινε σε αυτές τις περιπτώσεις, δηλαδή;» Ο Καρλ κάτι υποψιαζόταν ήδη απ’ όσα είχε υπαινιχθεί η Μίε Νέρβιγ. Ίσως οι υποψίες του να επιβεβαιώνονταν τώρα. «Κοίτα, όπως σου είπα, ουδέποτε καταδικάστηκε για κάτι, όμως οι αρμόδιες υπηρεσίες έχουν επισκεφτεί το ιατρείο του ουκ ολίγες φορές, προκειμένου να διερευνήσουν καταγγελίες ότι προχωρούσε σε εκτρώσεις χωρίς την απαραίτητη συγκατάθεση, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις οι γυναίκες που υποβάλλονταν στις επεμβάσεις δεν ήξεραν καν τι επρόκειτο να κάνει». Ο Καρλ ένιωσε τον Άσαντ να αναδεύεται στη θέση του. Αναρωτήθηκε αν είχε δεχτεί κι εκείνος μειωτικούς χαρακτηρισμούς. «Εντάξει, ευχαριστώ, Ρόζε. Θα μιλήσουμε ξανά για το θέμα μόλις επιστρέψουμε». «Μισό λεπτό, Καρλ. Κάτι τελευταίο. Ένας από τους υποστηρικτές του Κόμματος Καθαρότητας, ονόματι Χανς Κρίστιαν Ντίρμαντ, μόλις αυτοκτόνησε. Έτσι ήρθα σε επικοινωνία με τον Σέρεν Μπραντ, το δημοσιογράφο. Έγραψε στο ιστολόγιό του πως θα μπορούσε κάλλιστα να υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα στα όσα έκανε ο Κουρτ Βεντ στο παρελθόν και σε αυτό που έκανε ο Ντίρμαντ στον εαυτό του». «Μεγάλο καθίκι αυτός ο τύπος!» αναφώνησε ξαφνικά ο Άσαντ. Και ήταν πράγματι βαριά κουβέντα, ειδικά όταν την έλεγε ένας άνθρωπος τόσο μετρημένος.

360

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Το σπίτι στο Χέλσκο ήταν κλειστό και έρημο, όπως ακριβώς το είχαν αφήσει το πρωί. Ο Άσαντ έφερε το χέρι στην τσέπη του και προχωρούσε ήδη προς την πίσω πλευρά, όταν ο Καρλ τον σταμάτησε. «Στάσου λίγο, Άσαντ. Γύρνα στο αυτοκίνητο», είπε κι ύστερα κατευθύνθηκε προς το μπανγκαλόου που υπήρχε στην απέναντι πλευρά του ήσυχου δρόμου. Έδειξε το σήμα του, και η γειτόνισσα που στεκόταν μπροστά στο σπίτι της απέμεινε να το κοιτάζει εμβρόντητη. Κάποιες φορές, αυτή ήταν η αντίδραση των ανθρώπων, όταν δεν το έφτυναν. «Όχι, ιδέα δεν έχω πού μπορεί να πήγαν ο Χέρμπερτ και η Μίε», απάντησε αμέσως μόλις τη ρώτησε. «Τους γνωρίζετε προσωπικά;» Εκείνη σαν να μαλάκωσε κάπως. «Ναι, είμαστε καλοί φίλοι, τα πηγαίνουμε μια χαρά. Παίζουμε και χαρτιά μία φορά στις δεκαπέντε, ξέρετε, τα γνωστά». «Και δεν έχετε την παραμικρή υποψία για το πού μπορεί να βρίσκονται τώρα; Μήπως είναι σε κάποιο εξοχικό, μήπως πήγαν να επισκεφτούν τα παιδιά τους, να περάσουν ένα Σαββατοκύριακο κοντά στη θάλασσα;» «Τι να σας πω, δεν ξέρω. Η αλήθεια είναι πως κάθε τόσο τα κάνουν τα ταξιδάκια τους. Εγώ και ο άντρας μου αναλαμβάνουμε να τους ποτίζουμε τα φυτά, όταν δεν είναι στο σπίτι η κόρη τους. Μας εξυπηρετούν κι αυτοί όποτε χρειάζεται, καταλαβαίνετε. Έχουμε κι εμείς φυτά που χρειάζονται φροντίδα, όταν απουσιάζουμε». «Βλέπω πως το σπίτι είναι κλειστό από παντού. Λογικά, αυτό σημαίνει πως θα λείψουν για περισσότερο από δυο τρεις μέρες, έτσι δεν είναι;» Η γυναίκα έξυσε το λαιμό της. «Ναι, τώρα που το λέτε, μας προβλημάτισε κι εμάς αυτό. Δε φαντάζομαι να τους έτυχε κάτι άσχημο;»

ΕΝΟΧΗ

361

Ο Καρλ έγνεψε αρνητικά και την ευχαρίστησε για τη βοήθειά της. Εκείνη θα καθόταν τώρα σε αναμμένα κάρβουνα από την περιέργειά της και σίγουρα θα είχε το νου της να δει τι έκαναν αυτοί οι δύο απέναντι. Επέστρεψε στο αυτοκίνητο, όμως διαπίστωσε πως ο Άσαντ δε βρισκόταν εκεί. Λίγες στιγμές αργότερα παρατήρησε πως οι γρίλιες του καθιστικού, στην πίσω πλευρά του σπιτιού, ήταν πειραγμένες και το παράθυρο πίσω τους μισάνοιχτο. Δεν υπήρχε το παραμικρό σημάδι, ούτε γρατσουνιά. Προφανώς, ο Άσαντ είχε ξανακάνει κάτι ανάλογο. Κι όχι μονάχα μία φορά. «Πήγαινε στην πόρτα του υπογείου, Καρλ», του ζήτησε ο βοηθός του από μέσα.

Ευτυχώς, οι αρχειοθήκες βρίσκονταν ακόμα εκεί, πράγμα που σήμαινε πως η εξαφάνιση των ενοίκων του σπιτιού δεν είχε καμία σχέση με την επίσκεψή τους την προηγούμενη μέρα. «Χέρμανσεν, αυτό είναι το πρώτο επίθετο που πρέπει να τσεκάρουμε», είπε ο Καρλ. Δεν πέρασαν ούτε είκοσι δευτερόλεπτα, και ο Άσαντ επέστρεψε κρατώντας ένα φάκελο στο χέρι του. «Ήταν κανονικά στη θέση του. Όμως ο Χέρμανσεν που γράφει εδώ δεν είναι ο Τάγκε Χέρμανσεν». Έδωσε το φάκελο στον Καρλ. ΚΟΥΡΤ ΒΕΝΤ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΝΕΤΕ ΧΕΡΜΑΝΣΕΝ, έγραφε στο εξώφυλλο, και ο φάκελος περιείχε έγγραφα από την υπόθεση που οδηγήθηκε στο δικαστήριο το 1955, καταχωρισμένα με χρονολογική σειρά. Τα έγγραφα ήταν σφραγισμένα από το περιφερειακό δικαστήριο, καθώς και από το δικηγορικό γραφείο του Φιλίπ Νέρβιγ. Μια γρήγορη ματιά στο περιεχόμενο αποκάλυψε φράσεις όπως «κατηγορία βιασμού», «ισχυρισμός ότι κατέβαλε ποσό για

362

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

τον τερματισμό της εγκυμοσύνης», και όλα αυτά έδειχναν πως η απόδειξη των καταγγελιών βάραινε αποκλειστικά τη Νέτε Χέρμανσεν. Η υπόθεση είχε κλείσει με την αθώωση του Βεντ, αυτό ήταν φανερό από τα αρχεία, όμως το τι απέγινε στη συνέχεια η Νέτε Χέρμανσεν παρέμενε μυστήριο. Το κινητό του Καρλ άρχισε να χτυπάει. «Δεν είναι η κατάλληλη στιγμή, Ρόζε», είπε. «Εγώ, πάλι, νομίζω πως είναι. Λοιπόν, άκουσε: η Νέτε Χέρμανσεν ήταν τρόφιμος στο Σπρόγκε. Παρέμεινε εκεί από το 1955 έως το 1959. Τι έχεις να πεις τώρα;» «Δε θα έλεγα πως με εκπλήσσει», απάντησε εκείνος, ενώ ζύγιζε το φάκελο στην παλάμη του. Ήταν ελαφρύς σαν πούπουλο.

Ένα τέταρτο αργότερα είχαν τελειώσει με το φόρτωμα όλων των αρχείων στο αυτοκίνητο. Καθώς έκλειναν το πορτμπαγκάζ, ένα πράσινο φορτηγάκι φάνηκε από το λόφο, κινούμενο προς το μέρος τους. Δεν ήταν τόσο το φορτηγάκι που τράβηξε την προσοχή του Καρλ όσο ο τρόπος που επιβράδυνε ξαφνικά. Ίσιωσε το κορμί του και εστίασε πάνω του. Ο οδηγός σαν να δίσταζε, δεν ήξερε αν έπρεπε να πλησιάσει ή να απομακρυνθεί. Αυτό που έκανε, τελικά, ήταν να ρίξει μια κλεφτή ματιά προς το σπίτι, καθώς περνούσε από μπροστά. Ίσως να έψαχνε κάποιο συγκεκριμένο αριθμό, όμως σε μια προσεγμένη γειτονιά όπως αυτή, οι αριθμοί όλων των σπιτιών φαίνονταν καθαρά, οπότε ποιο ήταν το πρόβλημα; Ο οδηγός απέστρεψε το πρόσωπό του προσπερνώντας. Το μόνο που είδε ο Καρλ φευγαλέα ήταν κάτι λευκά, κυματιστά μαλλιά.

ΕΝΟΧΗ

363

27

Σεπτέμβριος 1987

ΑΙΣΘΑΝOΤΑΝ ΣΑΝ ΒΑΣΙΛΙΑΣ, έτσι όπως έβλεπε το Σγιέλαν να περ-

νάει έξω από τα παράθυρα του τρένου. Επρόκειτο για ένα ταξίδι με προορισμό τον Παράδεισο, σκεφτόταν, κι έδωσε σε ένα ζητιανάκι στο βαγόνι ένα νόμισμα. Ήταν μια λαμπρή μέρα, μια στέψη. Η μέρα κατά την οποία θα πραγματοποιούνταν τα πιο τρελά του όνειρα. Φανταζόταν τη Νέτε να στρώνει τα μαλλιά της και να τον προσκαλεί συνεσταλμένα να περάσει μέσα. Ένιωθε ήδη την πράξη μεταβίβασης των χρημάτων στην παλάμη του. Το χαρτί που θα του απέφερε δέκα εκατομμύρια κορόνες, προς μεγάλη χαρά της εφορίας και αιώνια ευτυχία του ίδιου. Όμως, όταν βρέθηκε τελικά στον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό της Κοπεγχάγης και συνειδητοποίησε πως του απέμενε λιγότερο από μισή ώρα για να εντοπίσει τη διεύθυνση της Νέτε, μια ξαφνική ανησυχία τον κατέκλυσε. Άνοιξε μεμιάς την πόρτα ενός ταξί και ρώτησε τον οδηγό πόσο θα του στοίχιζε η διαδρομή. Και μόλις πληροφορήθηκε πως το κόμιστρο θα έβγαινε μερικές κορόνες παραπάνω απ’ ό,τι του επέτρεπαν τα οικονομικά του, ζήτησε από τον ταξιτζή να τον μεταφέρει όσο μακρύτερα μπορούσε για τα χρήματα που είχε στις τσέπες του. Έβαλε τα νομίσματα στη χούφτα του οδηγού κι έφτασε εφτακόσια μέτρα παρακάτω, στη Βέστερμπρος Τορ, όπου κατέβηκε, για να διασχίσει το Τεατερπασέζεν και να προχωρήσει κατά μήκος των λιμνών. Έπρεπε να βιαστεί. Ο Τάγκε δεν ήταν μαθημένος να περπατάει. Ο σάκος που είχε κρεμασμένο στον ώμο του αναπηδούσε βαρύς πάνω στο γοφό του, την ώρα που ο ιδρώτας πότιζε τα καινούρια ρούχα του, αφήνοντας μαύρα σημάδια στις μασχάλες του σακακιού του.

364

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Θα αργήσεις, θα αργήσεις, επαναλάμβανε στον εαυτό του, κι εκείνα τα λόγια αντηχούσαν μέσα του καθώς άνοιγε το βήμα του στο μονοπάτι, ενώ δρομείς κάθε ηλικίας τον προσπερνούσαν. Κάθε τσιγάρο που είχε κάνει στη ζωή του, προκαλούσε συριγμό τώρα στα πνευμόνια του, κάθε μπουκάλι μπίρας, κάθε ποτήρι ουίσκι που είχε πιει, τάνυζε τους μυς των ποδιών του. Ξεκούμπωσε το σακάκι του και προσευχήθηκε στο Θεό να φτάσει εγκαίρως, κι όταν με τα πολλά κατάφερε να βρει τη διεύθυνση, η ώρα ήταν 12:35. Πέντε λεπτά καθυστέρηση. Για το λόγο αυτό, δάκρυα ευγνωμοσύνης ανάβλυσαν στα μάτια του όταν τον άφησε η Νέτε να περάσει μέσα, κι εκείνος της παρέδωσε την πρόσκληση, σύμφωνα με τις οδηγίες του γράμματος. Αισθανόταν άθλιος μέσα σ’ εκείνο το έξοχο σπίτι, έτσι όπως στεκόταν μπροστά στην καλύτερη σύντροφο που είχε στη ζωή του, μεσήλικη γυναίκα πλέον, που τον καλωσόριζε με ανοιχτές αγκάλες. Του ήρθε να βάλει τα κλάματα όταν τον ρώτησε αν ήταν καλά κι αν θα ήθελε ένα φλιτζάνι τσάι, προσφέροντάς του κι ένα δεύτερο, λίγα λεπτά αργότερα. Κι εκείνος θα είχε τόσα πολλά να της πει, αν ξαφνικά δεν αισθανόταν απαίσια. Θα της είχε πει πως ποτέ δεν έπαψε να την αγαπάει. Πως η ντροπή που την εγκατέλειψε παραλίγο να τον καταστρέψει. Θα είχε πέσει στα γόνατα για να την ικετέψει να τον συγχωρέσει, αν το αίσθημα ναυτίας δεν είχε θεριέψει τόσο απότομα μέσα του, ώστε χωρίς να το καταλάβει άρχισε να ξερνάει χολή πάνω στο ωραίο, καινούριο σακάκι του. Η Νέτε τον ρώτησε αν ένιωθε καλά, αν θα ήθελε ένα ποτήρι νερό ή λίγο ακόμα τσάι. «Ζέστη που κάνει εδώ μέσα», βόγκηξε εκείνος, προσπαθώντας να πάρει ανάσα, όμως οι πνεύμονές του δεν τον υπάκουαν. Κι ενώ

ΕΝΟΧΗ

365

η Νέτε πήγε να του φέρει λίγο νερό, ο Τάγκε έφερε το χέρι στο μέρος της καρδιάς, συνειδητοποιώντας πως πέθαινε.

Η Νέτε παρατήρησε τον άντρα που είχε καταρρεύσει στην καρέκλα μπροστά της, ντυμένος μ’ εκείνο το απαίσιο κοστούμι. Ήταν πολύ πιο μεγαλόσωμος απ’ ό,τι φανταζόταν. Το βάρος του σώματός του από τη μέση και πάνω παραλίγο να τη γονατίσει, καθώς τον έγειρε προς το μέρος της, προκειμένου να τον πιάσει από τις μασχάλες. «Ω Θεέ μου», βόγκηξε, ρίχνοντας μια ματιά προς το εκκρεμές που κινούνταν πέρα δώθε μέσα στο παλιό ρολόι. Θα έχανε πάρα πολύ χρόνο έτσι. Τράβηξε τα χέρια της, αφήνοντας το σώμα να πέσει προς τα εμπρός. Ακούστηκε ένας απαίσιος γδούπος, καθώς η μύτη και το μέτωπο του Τάγκε έσκαγαν στο πάτωμα. Η Νέτε ήλπιζε πως ο θόρυβος δε θα αναστάτωνε τη γυναίκα στον κάτω όροφο. Ύστερα έπεσε στα τέσσερα και κατάφερε να σπρώξει το σώμα, να το γυρίσει στο πλάι στη μέση του περσικού χαλιού της και, βάζοντας όλη της τη δύναμη, να το φέρει μέχρι την πόρτα που έβγαζε στο διάδρομο, όπου κοντοστάθηκε απελπισμένη. Γιατί δεν το είχε σκεφτεί νωρίτερα αυτό; Μια τραχιά μοκέτα κάλυπτε όλο το χώρο. Δεν υπήρχε περίπτωση να σύρει το πτώμα πάνω της, ακόμα κι αν το τραβούσε με το χαλί. Υπερβολική τριβή. Έσπρωξε το σώμα όσο μπορούσε, καταφέρνοντας να το περάσει από την πόρτα, προτού εγκαταλείψει απρόθυμα το σχέδιό της. Έσφιξε τα χείλη της. Η Ρίτα αποδείχτηκε μπελάς, κι ας μην ήταν τόσο βαριά. Εκείνης το σώμα έμοιαζε να μην έχει αρθρώσεις, λες και ξεφύτρωναν άκρα ανάμεσα από κάθε πλευρό της. Ένα σωρό φορές σταμάτησε για να φέρει τα χέρια της Ρίτα πάνω

366

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

στο στομάχι, και τελικά αναγκάστηκε να τα δέσει εκεί για να καταφέρει να ολοκληρώσει το έργο της. Κοίταξε τον Τάγκε με αηδία. Τι τρομερή διαφορά ανάμεσα στον νεαρό με τον οποίο είχε πλαγιάσει κι αυτό τον άντρα με το πρησμένο, ιδρωμένο πρόσωπο και τα πλαδαρά μπράτσα. Κατάφερε να τον ανασηκώσει σε καθιστή θέση, οπότε το κεφάλι και ο κορμός του έγειραν προς τα εμπρός, λες και ήταν ένας παχύσαρκος ακροβάτης που ετοιμαζόταν να κάνει κωλοτούμπα. Έτσι, κατάφερε να κερδίσει γύρω στο μισό μέτρο. Έστρεψε το βλέμμα της προς το διάδρομο. Με αυτό το ρυθμό, θα της έπαιρνε τουλάχιστον δέκα λεπτά για να τον μεταφέρει στο αεροστεγές δωμάτιο, όμως δεν μπορούσε να σταματήσει τώρα. Πίεσε το κεφάλι του στο πάτωμα, τον κύλησε λες και ήταν βαρέλι μία φορά και επανέλαβε την ίδια κίνηση αργά, διαπιστώνοντας πως το μόνο που χρειαζόταν ήταν να βάλει αρκετή δύναμη ώστε να διατηρήσει τη φόρα της. Αλλά δυσκολευόταν. Το σακατεμένο πόδι της, ο γοφός και η σπονδυλική της στήλη την πέθαιναν στον πόνο, ολόκληρο το νευρικό της σύστημα βρισκόταν σε κατάσταση συναγερμού. Όταν κατάφερε με τα πολλά να τον φέρει στο δωμάτιο, στην τραπεζαρία με τις επτά καρέκλες, εγκατέλειψε το σχέδιο να τον καθίσει δίπλα στο πτώμα της Ρίτα, το οποίο είχε τοποθετήσει στην καρέκλα μπροστά από το αντίστοιχο καρτελάκι, με το κεφάλι γερμένο πάνω στον ώμο και τον κορμό στερεωμένο στην πλάτη του καθίσματος με σκοινί. Κοίταξε τον Τάγκε στο πάτωμα, εκεί όπου κειτόταν με τα μάτια ορθάνοιχτα και τα δάχτυλα αγκυλωμένα, γαμψά. Αξιοθρήνητη εικόνα. Θα έπρεπε να τον βάλει στη θέση του μέχρι το τέλος της μέρας. Τότε, κάτι τράβηξε την προσοχή της. Η τσέπη στο στήθος του

ΕΝΟΧΗ

367

εμετικά γυαλιστερού κοστουμιού του Τάγκε ήταν σκισμένη, και μια μικρή λωρίδα υφάσματος έλειπε. Δεν μπορεί να ήταν έτσι από την πρώτη στιγμή, σωστά; Έπρεπε να βεβαιωθεί. Η ώρα ήταν δύο παρά είκοσι. Ο Βίγκο θα ερχόταν σε πέντε λεπτά. Έκλεισε την πόρτα του δωματίου κι έψαξε στο διάδρομο, χωρίς να καταφέρει να εντοπίσει πουθενά το ύφασμα. Τελικά, ίσως να ήταν σκισμένο από την αρχή. Απλώς δε θα το είχε παρατηρήσει η ίδια. Δεν είχε τραβήξει καθόλου το βλέμμα της από το πρόσωπο του Τάγκε από τη στιγμή που εκείνος κάθισε. Η Νέτε πήρε μια βαθιά ανάσα και πήγε στο μπάνιο για να φρεσκαριστεί. Παρατήρησε το ιδρωμένο της πρόσωπο στον καθρέφτη με ικανοποίηση. Τα πήγαινε καλά, παρά τα εμπόδια. Το απόσταγμα στρύχνου λειτουργούσε ακριβώς όπως έπρεπε, και όλα εκτυλίσσονταν σύμφωνα με το σχέδιο. Βέβαια, θα ήταν απόλυτα φυσιολογικό αν βίωνε κάποια αντίδραση εκείνο το βράδυ, όταν τα πάντα θα είχαν τελειώσει. Ίσως ξαφνικά να έβλεπε όλους αυτούς τους ανθρώπους μέσα από ένα νέο πρίσμα. Ίσως, παρότι θα έβαζε τα δυνατά της προκειμένου να το αποφύγει, να αναλογιζόταν πως ακόμα κι εκείνοι κάποτε ζούσαν ανάμεσα σε συγγενείς και φίλους που τους αγαπούσαν και ήθελαν το καλύτερο στη ζωή τους. Όμως αυτό ήταν κάτι που η Νέτε δεν ήθελε να την προβληματίσει τώρα. Έστρωσε τα μαλλιά της και σκέφτηκε εκείνους που θα έρχονταν στη συνέχεια. Άραγε, ο Βίγκο είχε παχύνει όπως ο Τάγκε; Αν πράγματι έτσι είχε καταλήξει, τότε έπρεπε οπωσδήποτε να φτάσει στην ώρα του. Η Νέτε δεν τολμούσε καν να διανοηθεί τις συνέπειες αν καθυστερούσε ο επισκέπτης της. Εκείνη τη στιγμή ήταν που αναλογίστηκε το πανύψηλο κορμί του Κουρτ Βεντ και το πόσο θα ζύγιζε λογικά. Και τότε παρατή-

368

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

ρησε πως το παλτό της Ρίτα εξακολουθούσε να κρέμεται από το γάντζο στο διάδρομο. Το άρπαξε και το πέταξε πάνω στο κρεβάτι, εκεί όπου ήταν αφημένη και η τσάντα της. Τα τσιγάρα της έπεσαν από την τσέπη. Έμεινε να τα κοιτάζει για μια στιγμή. Τα ρημάδια, σκέφτηκε. Θα είχε ξοδέψει ένα σωρό λεφτά η Ρίτα γι’ αυτή την απαίσια συνήθεια.

28

Νοέμβριος 2010 «Ο ΣΥΝΤΗΡΗΤΗΣ ΕΙΠΕ πως δε θα μπορέσετε να χρησιμοποιήσετε την αντρική τουαλέτα στο διάδρομο μέχρι την Τετάρτη, που θα έχει χρόνο για να περάσει να τη φτιάξει», τους πληροφόρησε η Ρόζε με τα χέρια στη μέση. «Κάποιος χρησιμοποίησε τόσο πολύ χαρτί χτες, που έφραξε η αποχέτευση. Ποιος την έκανε τη λαδιά;» Έτσι όπως ήταν γυρισμένη προς τον Άσαντ, στράφηκε και αγριοκοίταξε τον Καρλ, με τα φρύδια ανασηκωμένα τόσο που σχεδόν άγγιζαν τα κατάμαυρα μαλλιά της. Ο Καρλ σήκωσε τα χέρια ψηλά. Στη διεθνή γλώσσα του σώματος αυτό σήμαινε «πού θες να ξέρω εγώ;» Στη δική του, προσωπική διάλεκτο, η μετάφραση ήταν «κι εσένα τι λόγος σου πέφτει;» Δεν είχε καμία διάθεση να μοιραστεί τις συνήθειές του στην τουαλέτα και τα εντερικά του προβλήματα με μια υφισταμένη του αντίθετου φύλου. Σε καμία περίπτωση. «Οπότε, όταν θα πηγαίνετε στη γυναικεία, να φροντίζετε είτε να κάθεστε όταν κατουράτε είτε να σηκώνετε το κάθισμα και ύστερα να το κατεβάζετε όταν τελειώσετε. Συνεννοηθήκαμε;» Ο Καρλ συνοφρυώθηκε. Η συζήτηση είχε αρχίσει να παίρνει πολύ προσωπικές διαστάσεις.

ΕΝΟΧΗ

369

«Τσέκαρε ό,τι ξέρουμε για τη Νέτε Χέρμανσεν και ετοίμασέ μου μια λίστα. Πρώτα, όμως, δώσε μου το τηλέφωνο εκείνου του δημοσιογράφου που βρήκες, του Σέρεν Μπραντ», ήταν η απάντησή του. Αν ήθελε να τον κουρντίσει, μπορούσε να το επιχειρήσει κάποια άλλη στιγμή, όχι το Σαββατοκύριακο. Στο κάτω κάτω, υπήρχαν και όρια. «Μιας και τον ανέφερες, τώρα μιλούσα με τον Μπραντ, Καρλ», είπε ο Άσαντ, καθώς έφερνε στα χείλη του ένα αχνιστό φλιτζάνι που περιείχε ένα εμετικά αρωματικό, καραμελένιο υγρό. Ο Καρλ τον κοίταξε λοξά. Απίστευτο. «Τώρα του μιλούσες;» Συνοφρυώθηκε ξανά. «Δε φαντάζομαι να του είπες πως βουτήξαμε όλους εκείνους τους φακέλους, σωστά;» Ήταν η σειρά του Άσαντ να του τα χώσει. «Θαρρείς πως η καμήλα βουτάει τα πόδια της στη λίμνη απ’ όπου πίνει;» «Του το είπες, έτσι δεν είναι;» Ο Άσαντ μαζεύτηκε. «Μπορεί να του είπα κάτι. Του ανέφερα πως είχαμε κάποια στοιχεία για τον Κουρτ Βεντ». «Και τι άλλο;» «Και κάτι πραγματάκια για τον Λέμπεργκ, του Κόμματος Καθαρότητας». «Τι ακριβώς πραγματάκια;» «Ο φάκελός του ήταν στο Λ. Ο Νέρβιγ είχε αναλάβει κάποιες υποθέσεις για λογαριασμό του». «Εντάξει, θα το δούμε αργότερα αυτό. Και τι είπε ο Σέρεν Μπραντ;» «Είπε πως είχε ακουστά το Σκοπό. Μάλιστα, είχε μιλήσει με την πρώτη σύζυγο του Νέρβιγ, κι εκείνη του είχε αποκαλύψει πως νοσοκόμες και γιατροί επί χρόνια προωθούσαν έγκυες προερχόμενες από ακατάλληλο κοινωνικό πλαίσιο για γυναικολογικές εξετάσεις σε μέλη της οργάνωσης. Οι γυναίκες δεν ήξεραν τι συνέ-

370

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

βαινε, και πολύ συχνά κατέληγαν σε έκτρωση. Ο Σέρεν Μπραντ έχει πληροφορίες και είναι πρόθυμος να τις ανταλλάξει με αντίγραφα των φακέλων που έχουμε εμείς». «Για όνομα του Θεού, Άσαντ! Καταλαβαίνεις τι προσπαθείς να κάνεις; Θα μας πετάξουν με τις κλοτσιές από εδώ πέρα έτσι και μαθευτεί πως διαρρήξαμε σπίτι για να βρούμε στοιχεία! Δώσε μου το τηλέφωνό του». Ο Καρλ σχημάτισε τον αριθμό ανήσυχος. «Ναι, μιλούσα λίγο νωρίτερα με το συνάδελφό σου», είπε ο Σέρεν Μπραντ μετά τις συστάσεις. Ακουγόταν νέος και πρόθυμος. Ο χειρότερος συνδυασμός. «Αν κατάλαβα σωστά, με τον Άσαντ συζητήσατε την περίπτωση μιας ανταλλαγής». «Πράγματι, και ειλικρινά θα σας ήμουν ευγνώμων. Προσπαθώ ακόμα να βρω στοιχεία που να συνδέουν το Κόμμα Καθαρότητας με το Σκοπό. Φανταστείτε να καταφέρναμε να κόψουμε το βήχα αυτών των παρανοϊκών, προτού αποκτήσουν ουσιαστική επιρροή». «Κοίτα, λυπάμαι που σε απογοητεύω, όμως δυστυχώς ο Άσαντ υποσχέθηκε πράγματα τα οποία δεν μπορεί να κάνει. Το υλικό που έχουμε θα το προωθήσουμε στην Εισαγγελία». Ο δημοσιογράφος ρουθούνισε. «Χαμένος κόπος, όμως σε καταλαβαίνω, πρέπει να κοιτάξεις κι εσύ να φυλαχτείς. Οι δουλειές σπανίζουν στην εποχή μας, ποιος θέλει να τρέχει; Πάντως, μην ανησυχείς. Με τίποτα δε θα σας έδινα, που να με ρίχνανε στα λιοντάρια». Ήταν λες κι άκουγε τον εαυτό του να μιλάει. «Άκουσε, Μερκ. Οι άνθρωποι του Βεντ είναι φανατικοί. Σκοτώνουν αγέννητα παιδιά χωρίς τον παραμικρό δισταγμό. Έχουν στήσει ολόκληρο σύστημα, άψογο, για να καλύπτουν όλα τα ίχνη. Έχουν εκατομμύρια κορόνες στη διάθεσή τους, από καταπιστεύ-

ΕΝΟΧΗ

371

ματα και ιδρύματα. Πληρώνουν και κάτι γομάρια να καθαρίζουν για πάρτη τους, άτομα με τα οποία δε θες να έχεις πάρε δώσε. Τι νομίζεις, πως κι εγώ ζω στη διεύθυνση όπου είμαι δηλωμένος; Ναι, καλά. Φυλάγομαι, γιατί αυτούς τους τύπους δεν τους σταματάει τίποτα έτσι και πει κακή κουβέντα κάποιος για τη διεστραμμένη αντίληψη που έχουν για την κοινωνία και τις πολιτικές τους επιδιώξεις, πίστεψέ με. Πάρε, για παράδειγμα, εκείνο το γιατρό, τον Χανς Κρίστιαν Ντίρμαντ. Αν θες τη γνώμη μου, δεν αποφάσισε από μόνος του να πλακωθεί στα ηρεμιστικά για να δει τα ραδίκια ανάποδα. Οπότε κρατάω το στόμα μου κλειστό, κατάλαβες;» «Μέχρι να δημοσιοποιήσεις την έρευνά σου;» «Ακριβώς. Και είμαι διατεθειμένος να πάω στη φυλακή προκειμένου να προστατέψω τις πηγές μου, μην αμφιβάλλεις ούτε στιγμή γι’ αυτό. Αρκεί να γκρεμίσω τον Βεντ και τα καθίκια που τον ακολουθούν». «Εντάξει. Σε αυτή την περίπτωση, μπορώ να σου πω ότι ερευνάμε μια σειρά από εξαφανίσεις οι οποίες, απ’ ό,τι φαίνεται, σχετίζονται με μια γυναίκα από εκείνο το ίδρυμα που λειτουργούσε παλιά στο Σπρόγκε. Θα ήταν λογικό αν υποθέταμε πως ο Κουρτ Βεντ είχε κάποιου είδους εμπλοκή στην πορεία; Μιλάμε για μια ιστορία πενήντα χρόνων, όμως μήπως ξέρεις κάτι σχετικά;» Άκουγε τον άντρα να ανασαίνει για λίγο, και ξαφνικά έπεσε σιωπή. «Έλα, με ακούς;» «Ναι, εδώ είμαι», απάντησε ο Μπραντ. «Απλώς ήθελα για μια στιγμή να ηρεμήσω. Η θεία της μητέρας μου υπήρξε τρόφιμος στο Σπρόγκε. Μας έλεγε κάτι ανατριχιαστικές ιστορίες. Όχι ειδικά για τον Κουρτ Βεντ, αλλά για κάτι άλλους γιατρούς σαν και του λόγου του. Δεν ξέρω τι σχέση μπορεί να είχε εκείνος με όλα

372

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

αυτά, όμως δε θα μου έκανε την παραμικρή εντύπωση αν ήταν μπλεγμένος». «Εντάξει. Μίλησα και με έναν άλλο δημοσιογράφο, έναν τύπο ονόματι Λούις Πέτερσον. Κάποια στιγμή είχε γράψει ορισμένα επικριτικά άρθρα για τον Κουρτ Βεντ. Τον ξέρεις;» «Ακουστά τον έχω. Τα άρθρα του τα έχω διαβάσει, εννοείται. Είναι από εκείνους τους τύπους που οι κανονικοί δημοσιογράφοι δεν τους χωνεύουν. Είχε δουλέψει ως ανεξάρτητος για ένα διάστημα και φαινόταν πως κάτι είχε καταφέρει να ξεθάψει, όμως στην πορεία μάλλον ο Βεντ τον έκανε να αλλάξει στρατόπεδο, τον έμπλεξε με την “Μπένεφις”, το πουλημένο ειδησεογραφικό πρακτορείο που έχει στήσει. Κατά πάσα πιθανότητα, του τα σκάνε χοντρά. Τέλος πάντων, το ρεζουμέ είναι πως όλα τα επικριτικά κείμενα σταμάτησαν από τη μια μέρα στην άλλη». «Εσένα σου έκανε κανείς κάποια τέτοια πρόταση;» Ο Σέρεν Μπραντ γέλασε. «Όχι ακόμα, όμως με αυτές τις ύαινες ποτέ δεν ξέρεις. Η αλήθεια είναι πως εκνεύρισα τον Κουρτ Βεντ και τον Λέμπεργκ στη διάσκεψη του Κόμματος Καθαρότητας, χτες». «Αυτός ο Λέμπεργκ, τι ξέρεις για την περίπτωσή του;» «Βίλφριντ Λέμπεργκ. Δεξί χέρι του Βεντ, προστατευόμενός του. Πατέρας της τύποις προέδρου της “Μπένεφις”, ιδρυτικό στέλεχος του Κόμματος Καθαρότητας και ιδιαίτερα δραστήριο μέλος του Σκοπού. Οπότε, ναι, θα φρόντιζα να τον ζαλίσω λιγάκι, αν ήμουν στη θέση σου. Βάλε τον Λέμπεργκ και τον Βεντ μαζί, κι έχεις τη μετενσάρκωση του Γιόζεφ Μένγκελε».

Είδαν τη λάμψη της φωτιάς πολύ πριν φτάσουν στο σπίτι. Ένα τέτοιο σκοτεινό απόγευμα του Νοεμβρίου θα ήταν δύσκολο να διαφύγει την προσοχή τους.

ΕΝΟΧΗ

373

«Εύπορη γειτονιά», σχολίασε ο Άσαντ, γνέφοντας προς τα πολυτελή σπίτια. Το σπίτι του Λέμπεργκ δε διέφερε από τα υπόλοιπα που εκτείνονταν κατά μήκος του ήσυχου δρόμου, υψωνόταν λευκό και επιβλητικό, με μεγάλα παράθυρα και μια στέγη από μαύρα, γυαλιστερά κεραμίδια. Ήταν χτισμένο λίγο πιο πίσω σε σχέση με τα γειτονικά, και ο θόρυβος που έκαναν τα βήματά τους καθώς ανηφόριζαν το χαλικόστρωτο μονοπάτι ήταν αρκετός για να ανακοινώσει την άφιξή τους. «Τι γυρεύετε στην ιδιοκτησία μου;» ρώτησε επιτακτικά μια φωνή. Κοίταξαν πίσω από ένα πυξάρι και είδαν έναν ηλικιωμένο άντρα που φορούσε καφέ ποδιά και χοντρά γάντια κηπουρικής. «Τι δουλειά έχετε εδώ;» είπε θυμωμένα, περνώντας μπροστά από το φλεγόμενο μεταλλικό βαρέλι, το οποίο τάιζε με χαρτιά από το καρότσι που βρισκόταν δίπλα του. «Οφείλω να σας ενημερώσω ότι η αποτέφρωση απορριμμάτων σε υπαίθριο χώρο είναι παράνομη», είπε ο Καρλ μισοκλείνοντας τα μάτια, σε μια προσπάθεια να διακρίνει την προέλευση των χαρτιών. Φάκελοι και έγγραφα, κατά πάσα πιθανότητα, σχετικά με όλες εκείνες τις αθλιότητες στις οποίες ήταν μπλεγμένος ο Λέμπεργκ και το σινάφι του. «Αλήθεια; Σε ποιο νόμο αναφέρεστε, δηλαδή;» «Ευχαρίστως να μπούμε στον κόπο να ειδοποιήσουμε τον Πυροσβεστικό Σταθμό του Γκεντόφτε προκειμένου να αποσαφηνίσουμε τι ορίζουν οι κανονισμοί του δήμου». Στράφηκε στον Άσαντ. «Θα σου ήταν εύκολο να το αναλάβεις, Άσαντ;» Ο ηλικιωμένος άντρας τίναξε το κεφάλι. «Μα πώς κάνετε έτσι; Χαρτιά είναι. Γιατί να ενοχληθεί κάποιος;» Ο Καρλ έδειξε το σήμα του. «Φαντάζομαι πως αρκετοί άνθρωποι θα ενοχλούνταν, εφόσον αποδεικνυόταν πως αυτά που καταστρέφετε εδώ είναι αποδεικτικά στοιχεία τα οποία θα απαντού-

374

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

σαν σε πολλά ερωτήματα σχετικά με τη δράση τη δική σας και του Κουρτ Βεντ». Αυτό που συνέβη στα επόμενα δευτερόλεπτα ήταν κάτι το οποίο ο Καρλ, ακόμα και στα πιο τρελά του όνειρα, δε θα μπορούσε να πιστέψει πως θα επιχειρούσε με τόση ταχύτητα και αποτελεσματικότητα ένας άνθρωπος της ηλικίας και του σωματότυπου του Λέμπεργκ. Με μια αστραπιαία κίνηση, εκείνος σήκωσε ολόκληρη τη στοίβα των εγγράφων από το καροτσάκι και τα έριξε μέσα στο μεταλλικό βαρέλι, άρπαξε ένα πλαστικό μπουκάλι με παραφίνη που είχε στα πόδια του, αφαίρεσε το καπάκι και το πέταξε ολόκληρο στη φωτιά. Το αποτέλεσμα ήταν εκρηκτικό και άμεσο. Ο Καρλ και ο Άσαντ πετάχτηκαν πίσω, καθώς μια πύρινη στήλη υψώθηκε στον αέρα, φτάνοντας σχεδόν στη φυλλωσιά της ψηλής σημύδας που έστεκε επιβλητική στη μέση του κήπου. «Ορίστε», είπε ο άντρας. «Τώρα μπορείτε να καλέσετε την Πυροσβεστική. Πόσο να είναι το πρόστιμο; Πέντε χιλιάδες; Δέκα. Πολύ που με νοιάζει». Ήταν έτοιμος να επιστρέψει στο σπίτι, όταν ο Καρλ τον σταμάτησε, ακουμπώντας την παλάμη πάνω στον ώμο του. «Η κόρη σου, η Λιζελότε, ξέρει με τι είδους εμετικές υποθέσεις συσχετίζει το όνομά της, Λέμπεργκ;» «Η Λιζελότε; Τι εμετικές υποθέσεις; Αν αναφέρεσαι στην προεδρία της “Μπένεφις”, τότε μπορώ να σε διαβεβαιώσω πως έχει λόγους να αισθάνεται περήφανη». «Α, έτσι λες, ε; Δηλαδή, είναι περήφανη για το Σκοπό και όλες τις παράνομες εκτρώσεις, ή μήπως απέφυγες να της το αναφέρεις αυτό; Συμμερίζεται κι εκείνη τις αρρωστημένες απόψεις σου; Συμφωνεί με τη δολοφονία αθώων παιδιών; Είναι περήφανη και γι’ αυτό, ή της έχεις αποκρύψει την αλήθεια;»

ΕΝΟΧΗ

375

Ο Λέμπεργκ τον αγριοκοίταξε. Τα μάτια του ήταν δυο κομμάτια πάγου που καμία φωτιά δε θα μπορούσε να λιώσει. «Δεν έχω ιδέα σε ποιο πράγμα αναφέρεσαι. Αν έχεις κάτι ουσιαστικό που θέλεις να συζητήσεις, θα πρότεινα να επικοινωνήσεις με το δικηγόρο μου, το πρωί της Δευτέρας. Το γραφείο του ανοίγει στις οχτώ και μισή. Κάσπερσεν ονομάζεται. Θα τον βρεις στον κατάλογο». «Α, μάλιστα, ο Κάσπερσεν», είπε ο Άσαντ, λίγο παραπίσω. «Τον ξέρουμε από την τηλεόραση. Είναι κι αυτός μέλος του Κόμματος Καθαρότητας, σωστά; Πάρα πολύ θα θέλαμε να είχαμε το τηλέφωνό του. Σας ευχαριστούμε θερμά, πράγματι». Η άνεση του Άσαντ φάνηκε για μια στιγμή να περιορίζει την υπεροψία του Λέμπεργκ. Ο Καρλ έφερε το πρόσωπό του σε απόσταση αναπνοής από τον ηλικιωμένο άντρα και σχεδόν ψιθύρισε τα τελευταία λόγια: «Ευχαριστούμε πολύ, Λέμπεργκ. Νομίζω πως πλέον έχουμε αρκετά στοιχεία για να προχωρήσουμε. Τα χαιρετίσματά μου στον Κουρτ Βεντ και να του πεις πως πάμε να μιλήσουμε με μια παλιά του γνώριμη στο Νέρεμπρο. Υπόθεση Χέρμανσεν, έτσι δεν την είχατε ονομάσει εκείνη την εποχή;»

Το Νέρεμπρο ήταν εμπόλεμη ζώνη. Οι τσιμεντένιες πολυκατοικίες που είχαν σηκωθεί από τη μια μέρα στην άλλη παρείχαν τις ιδανικές συνθήκες για ένα πλήθος κοινωνικών προβλημάτων, λειτουργώντας σαν εκκολαπτήριο για τα εγκλήματα, τη βία και το μίσος. Καμία σχέση με τον παλιό καιρό, τότε που το κοινωνικό έργο στην περιοχή αφορούσε αποκλειστικά την παροχή βοήθειας στους σκληρά εργαζόμενους ανθρώπους, προκειμένου να έχουν μια αξιοπρεπή διαβίωση. Μονάχα όταν προχωρούσε κανείς προς τη γειτονιά κατά μήκος των λιμνών, ξεπρόβαλλε το μεγαλείο των αλλοτινών εποχών.

376

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

«Οι λίμνες εξακολουθούν να είναι το καλύτερο σημείο της πόλης», συνήθιζε να λέει ο Άντονσεν, που υπηρετούσε στο Ρεδόβρε. Ήταν αλήθεια. Από εκείνο το μέρος, κοιτάζοντας τη σειρά των επιβλητικών κτιρίων που φώλιαζαν πίσω από τις καστανιές, με τη θέα προς τα ήσυχα νερά και τους κύκνους που έμοιαζαν να γλιστρούν στην επιφάνειά τους, φάνταζε αδιανόητο το ότι, σε απόσταση λίγων εκατοντάδων μέτρων, συμμορίες μεταναστών και μηχανόβιων έκαναν απόλυτο κουμάντο και οι άνθρωποι καλό θα ήταν να έχουν το νου τους όταν περνούσαν από εκεί μετά το σούρουπο. «Μου φαίνεται πως είναι στο σπίτι, Καρλ», είπε ο Άσαντ, δείχνοντας τα παράθυρα στον τελευταίο όροφο. Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά. Όπως και όλα τα άλλα παράθυρα στην γκρίζα πολυκατοικία, ήταν φωτισμένα. «Η Νέτε Χέρμανσεν; Αστυνομία», είπε στο θυροτηλέφωνο. «Θα ήθελα να σας κάνω ορισμένες ερωτήσεις. Θα είχατε την καλοσύνη να μου ανοίξετε;» «Τι είδους ερωτήσεις;» «Τίποτα το ασυνήθιστο. Ρουτίνας». «Έχει να κάνει με τους πυροβολισμούς στην Μπλόγκορντσγκεδε, τις προάλλες; Η αλήθεια είναι πως κάτι άκουσα, ναι. Αν θέλετε, κάντε λίγο πίσω και δείξτε μου το σήμα σας. Πρέπει να προσέχει κανείς στις μέρες μας». Ο Καρλ έκανε νόημα στον Άσαντ να περιμένει στην πόρτα, κι ύστερα οπισθοχώρησε στο χώρο ανάμεσα στα μικρά παρτέρια του ισογείου, έτσι που το φως έπεφτε πάνω στο πρόσωπό του. Πέρασαν μερικές στιγμές προτού ανοίξει ένα παράθυρο στον τελευταίο όροφο και ξεπροβάλει ένα κεφάλι. Ο Καρλ σήκωσε το σήμα του όσο πιο ψηλά μπορούσε. Τριάντα δευτερόλεπτα αργότερα, ακούστηκε ένα βουητό από το θυροτηλέφωνο.

ΕΝΟΧΗ

377

Έπειτα από μια φαινομενικά ατελείωτη και ολοένα πιο ξέπνοη ανάβαση μέχρι τον τέταρτο όροφο, βρήκαν την πόρτα του διαμερίσματος ορθάνοιχτη, οπότε η ένοικος προφανώς δεν ήταν και τόσο προσεκτική. «Ω!» αναφώνησε, καθώς τρόμαξε βλέποντας τον Καρλ να μπαίνει στο ελαφρώς πνιγηρό χολ, με τον Άσαντ να στέκει ακριβώς πίσω του. Η διαρκής απειλή από τις συμμορίες μεταναστών του Νέρεμπρο είχε αφήσει το αποτύπωμά της και εδώ. «Α, με συγχωρείτε, όμως δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείτε, ο βοηθός μου είναι. Τελείως άκακος άνθρωπος», είπε ο Καρλ. Ο Άσαντ έτεινε το χέρι του. «Πώς είστε, κυρία Χέρμανσεν;» Έκανε μια υπόκλιση σαν σχολιαρόπαιδο του παλιού καιρού που ζητούσε από μια συμμαθήτριά του να χορέψουν στη γιορτή με την οποία έκλεινε η χρονιά. «Χαφέζ αλ-Άσαντ, όμως μπορείτε να με λέτε Άσαντ. Χαίρω πολύ για τη γνωριμία». Η γυναίκα δίστασε για λίγο, προτού σφίξει το χέρι του. «Μήπως θα θέλατε ένα φλιτζάνι τσάι;» ρώτησε, σαν να μην έβλεπε τον Καρλ που κουνούσε επίμονα το κεφάλι σε άρνηση. Το καθιστικό ήταν όπως θα περίμενε κανείς για μια κυρία της ηλικίας και της κοινωνικής της τάξης. Ένα συνονθύλευμα από βαριά έπιπλα και αναμνηστικά μιας πολύχρονης ζωής. Μονάχα η απουσία κορνιζαρισμένων οικογενειακών φωτογραφιών φάνταζε παράξενη. Ο Καρλ θυμήθηκε τη σύντομη ενημέρωση που του έκανε η Ρόζε για τη ζωή της Νέτε Χέρμανσεν. Υπήρχαν σοβαροί λόγοι για την απουσία τέτοιων φωτογραφιών. Η ηλικιωμένη γυναίκα ήρθε με το τσάι πάνω σε ένα δίσκο, κουτσαίνοντας ελαφρά, όμως ήταν εμφανίσιμη, παρά τα εβδομήντα τρία χρόνια της. Ξανθά μαλλιά, προφανώς βαμμένα, και κουρεμένα με πολύ κομψό τρόπο. Ήταν φανερό πως η οικονομική άνεση είχε βελτιώσει τη ζωή της, παρά τις ατυχίες που της είχαν συμβεί. Τα χρήματα, γενικά, είχαν αυτό το πλεονέκτημα.

378

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

«Τι υπέροχο φόρεμα!» σχολίασε ο Άσαντ. Εκείνη δεν είπε τίποτα, μόνο τού σέρβιρε το τσάι. «Για τους πυροβολισμούς στη Μπλόγκορντσγκεδε έχετε έρθει, έτσι δεν είναι;» ρώτησε, καθώς καθόταν ανάμεσά τους κι έσπρωχνε ένα πιατάκι με μπισκότα προς το μέρος του Καρλ. Ο Καρλ αρνήθηκε το κέρασμα και ανακάθισε στην πολυθρόνα του. «Για την ακρίβεια, όχι, άλλος είναι ο λόγος. Το 1987, ορισμένοι άνθρωποι εξαφανίστηκαν, και από τότε δεν έδωσαν σημεία ζωής. Αυτό που ελπίζουμε, Νέτε...» Έκανε μια παύση. «Μου επιτρέπεις να σε λέω Νέτε;» Η γυναίκα έγνεψε καταφατικά. Κάπως διστακτικά ίσως, αν και δε θα το έλεγε κανείς με σιγουριά. «Αυτό που ελπίζουμε είναι πως θα μπορούσες εσύ να μας βοηθήσεις να ανακαλύψουμε τι απέγιναν». Δύο λεπτές ρυτίδες σχηματίστηκαν στο μέτωπό της. «Εντάξει, αν μπορώ να φανώ χρήσιμη». «Έχω εδώ μια περίληψη που αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη περίοδο της ζωής σου. Βλέπω ότι αντιμετώπισες κάποιες σημαντικές δυσκολίες. Θα ήθελα να ξέρεις πως εμείς που συμμετέχουμε στην έρευνα αυτή ειλικρινά αγανακτούμε με την κακοποίηση που υπέστησαν γυναίκες όπως εσύ». Η ηλικιωμένη ανασήκωσε το ένα φρύδι της. Μήπως όλα αυτά την έκαναν να αισθάνεται άβολα; Το πιθανότερο. «Λυπάμαι που είμαι αναγκασμένος να ανοίξω παλιές πληγές, όμως δεν παύει να αποτελεί γεγονός ότι αρκετά από τα αγνοούμενα άτομα συνδέονταν με το ίδρυμα που λειτουργούσε στο Σπρόγκε. Θα επανέλθω σε αυτό σε πολύ λίγο». Ήπιε μια γουλιά από το τσάι του. Κάπως πικρό για τα γούστα του, αλλά χίλιες φορές καλύτερο από την ψαρόκολλα που έφτιαχνε ο Άσαντ. «Ο βασικός λόγος που ήρθαμε εδώ είναι επειδή κάνουμε έρευνα για την εξα-

ΕΝΟΧΗ

379

φάνιση του ξαδέρφου σου, του Τάγκε Χέρμανσεν, το Σεπτέμβριο του 1987». Εκείνη τούς κοίταξε λοξά. «Ο ξάδερφός μου, ο Τάγκε; Εξαφανίστηκε; Χρόνια έχω να του μιλήσω, όμως λυπάμαι που το μαθαίνω. Δεν το ήξερα». «Καταλαβαίνω. Περάσαμε νωρίτερα σήμερα από το συνεργείο του, στο Μπρέντερουπ. Εκεί βρήκαμε αυτό το φάκελο». Τον έβγαλε από την πλαστική θήκη του και της τον έδειξε. «Ναι, το θυμάμαι. Είχα γράψει στον Τάγκε, τον προσκάλεσα να έρθει να με επισκεφτεί. Τώρα καταλαβαίνω γιατί δε μου απάντησε ποτέ». «Δε φαντάζομαι να έχεις κάποιο αντίγραφο εκείνου του γράμματος; Κάποια φωτοτυπία ή αντίγραφο από καρμπόν, ίσως;» Η γυναίκα χαμογέλασε. «Λυπάμαι, όχι. Ήταν ένα απλό, χειρόγραφο γράμμα». Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά. «Βρέθηκες σ’ εκείνο το ίδρυμα το ίδιο διάστημα με μια νοσοκόμα ονόματι Γκίτε Τσαρλς. Μήπως τη θυμάσαι;» Οι ρυτίδες στο μέτωπό της εμφανίστηκαν ξανά. «Ναι, βεβαίως και τη θυμάμαι. Δε θα ξεχάσω ποτέ κανένα πρόσωπο από το Σπρόγκε». «Η Γκίτε Τσαρλς επίσης εξαφανίστηκε, το ίδιο περίπου διάστημα με τον ξάδερφό σου». «Τι παράξενο». «Και η Ρίτα Νίλσεν». Αυτή η πληροφορία σαν να αιφνιδίασε κάπως τη Νέτε. Το μέτωπό της έστρωσε, και ίσιωσε τους ώμους. «Η Ρίτα; Πότε συνέβη αυτό;» «Το τελευταίο πράγμα που γνωρίζουμε είναι ότι αγόρασε ένα πακέτο τσιγάρα από ένα περίπτερο, εδώ παραπάνω στη Νέρεμπρογκεδε, στις 4 Σεπτεμβρίου του 1987, στις δέκα και δέκα το

380

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

πρωί. Εκτός αυτού, η Mercedes της εντοπίστηκε στην οδό Κάπελ. Κάπου εδώ κοντά δε βρίσκεται κι αυτή;» Τα χείλη της γυναίκας σφίχτηκαν. «Είναι τρομερό αυτό που μου λέτε. Η Ρίτα πέρασε από εδώ εκείνη τη μέρα. Στις 4 Σεπτεμβρίου, είπατε; Θυμάμαι πως ήταν κάπου στα τέλη του καλοκαιριού, αλλά όχι την ακριβή ημερομηνία. Είχα φτάσει σε ένα σημείο της ζωής μου όπου έκρινα πως έπρεπε να αντιμετωπίσω το παρελθόν μου. Λίγα χρόνια νωρίτερα είχα χάσει το σύζυγό μου και μου ήταν αδύνατο να προχωρήσω. Αυτός ήταν και ο λόγος που προσκάλεσα τη Ρίτα και τον Τάγκε». «Ώστε η Ρίτα Νίλσεν σε επισκέφτηκε;» «Ναι, βεβαίως». Έγνεψε προς το τραπέζι. «Καθίσαμε εκεί και ήπιαμε τσάι. Από τα ίδια φλιτζάνια που χρησιμοποιούμε και τώρα. Έμεινε εδώ μια δυο ώρες. Θυμάμαι χαρακτηριστικά πόσο παράξενο ήταν να τη βλέπω ξανά. Ξεκαθαρίσαμε κάποια πράγματα, καταλαβαίνετε. Δεν είχαμε και τις καλύτερες σχέσεις στο ίδρυμα». «Μετά την εξαφάνισή της, οι Αρχές απηύθυναν έκκληση στους πολίτες για πληροφορίες. Η υπόθεση ακούστηκε πολύ στα μέσα ενημέρωσης. Πώς και δεν επικοινώνησες με την Αστυνομία, Νέτε;» «Αχ, τι τρομερό! Μα, τι μπορεί να της συνέβη;» Η ηλικιωμένη γυναίκα έμεινε να κοιτάζει το κενό για λίγο. Κι αν δεν απάντησε στην ερώτηση του Καρλ ήταν επειδή κάτι δεν πήγαινε καλά. «Γιατί δεν επικοινώνησα με την Αστυνομία;» επανέλαβε τελικά. «Δεν μπορούσα, βλέπετε. Αναχώρησα με προορισμό τη Μαγιόρκα την επομένη της επίσκεψής της, προκειμένου να αγοράσω ένα σπίτι εκεί. Νομίζω πως πέρασαν έξι μήνες, μπορεί και παραπάνω, μέχρι να ξαναδώ δανική εφημερίδα. Το σπίτι βρίσκεται στη Σον Βίδα. Πηγαίνω το χειμώνα. Ο μόνος λόγος που δε βρί-

ΕΝΟΧΗ

381

σκομαι τώρα εκεί είναι επειδή είχα κάποιες ενοχλήσεις από πέτρες στα νεφρά, και προτιμώ να αντιμετωπιστεί το θέμα εδώ». «Φαντάζομαι έχεις τα συμβόλαια αυτού του σπιτιού». «Φυσικά. Όμως τώρα έχω την αίσθηση πως με ανακρίνετε. Αν με υποψιάζεστε για οτιδήποτε, θα σας παρακαλούσα να είστε ειλικρινής απέναντί μου». «Κάθε άλλο, Νέτε. Όμως πρέπει να διασταυρώσουμε ορισμένα πράγματα, κι ένα από αυτά είναι ο λόγος που δεν υπήρξε κάποια αντίδραση εκ μέρους σου όταν δημοσιοποιήθηκε η εξαφάνιση της Ρίτα Νίλσεν. Θα μπορούσαμε να δούμε εκείνα τα συμβόλαια;» «Μάλιστα. Ευτυχώς που δεν τα έχω αφήσει στη Μαγιόρκα, σωστά;» είπε ελαφρώς θιγμένη. «Εκεί τα είχα, βέβαια, μέχρι πέρυσι, όταν σημειώθηκαν αρκετές διαρρήξεις στην περιοχή. Πρέπει να προσέχει κανείς στις μέρες μας». Ήξερε ακριβώς πού βρίσκονταν τα έγγραφα, τα ακούμπησε μπροστά στον Καρλ και του υπέδειξε την ημερομηνία της αγοράς. «Αγόρασα το σπίτι στις 30 Σεπτεμβρίου του 1987, όμως ήδη έψαχνα τρεις εβδομάδες κάποιο κατάλληλο ακίνητο και διαπραγματευόμουν την τιμή. Ο ιδιοκτήτης προσπαθούσε να μου τη φέρει. Απέτυχε, φυσικά». «Όμως...» «Ναι, μεσολάβησε κάποιο διάστημα από τις τέσσερις του μήνα, το αντιλαμβάνομαι αυτό, ωστόσο έτσι έγιναν τα πράγματα. Αν είστε τυχερός, ίσως να έχω κάπου φυλαγμένα και τα αεροπορικά εισιτήρια. Οπότε θα διαπιστώσετε πως δε βρισκόμουν στη χώρα. Αυτά, όμως, θα χρειαστώ περισσότερη ώρα για να τα βρω». «Η σφραγίδα στο διαβατήριο ή σε κάποιο άλλο ταξιδιωτικό έγγραφο μας κάνει επίσης», είπε ο Καρλ. «Φαντάζομαι πως έχεις φυλαγμένα τα παλιά διαβατήρια και σίγουρα κάποιου είδους

382

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

σφραγίδα θα υπάρχει που να αποδεικνύει την ημερομηνία του ταξιδιού, έτσι δεν είναι;» «Σίγουρα τα έχω φυλαγμένα, όμως θα πρέπει να περάσετε κάποια άλλη στιγμή, δυστυχώς. Θα πρέπει να τα ψάξω». Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά. Ήταν σχεδόν βέβαιος πως η ηλικιωμένη γυναίκα έλεγε την αλήθεια. «Τι είδους σχέση είχες με την Γκίτε Τσαρλς, Νέτε; Αυτό θα μπορούσες να μου το πεις;» «Κι εσάς τι σας νοιάζει;» «Ζητώ συγνώμη, έχεις δίκιο. Έπρεπε να είχα θέσει διαφορετικά την ερώτησή μου. Το θέμα είναι πως έχουμε ελάχιστες πληροφορίες σχετικά με την περίπτωση της Γκίτε. Δυστυχώς, όσοι τη γνώριζαν δε βρίσκονται εν ζωή, οπότε είναι δύσκολο να σχηματίσουμε εικόνα για το τι είδους άτομο ήταν και για ποιο λόγο εξαφανίστηκε. Πώς θα την περιέγραφες;» Ήταν προφανές ότι επρόκειτο για μια τραυματική σχέση. Πώς θα μπορούσε μια κρατούμενη να περιγράψει θετικά τη δεσμοφύλακά της; Σαφώς θα είχε δίλημμα. «Σου φέρθηκε σκληρά; Γι’ αυτό δυσκολεύεσαι να απαντήσεις;» πετάχτηκε ο Άσαντ. Η Νέτε Χέρμανσεν έγνεψε καταφατικά. «Μου είναι αρκετά δύσκολο, οφείλω να το ομολογήσω». «Επειδή το Σπρόγκε ήταν άσχημο μέρος; Κι αυτή ήταν μία από τις γυναίκες που σε κράτησαν εκεί πέρα, ναι;» συνέχισε ο Άσαντ με το βλέμμα καρφωμένο πάνω στο πιατάκι με τα μπισκότα. Εκείνη έγνεψε και πάλι καταφατικά. «Χρόνια είχα να τη φέρω στο νου μου, για να είμαι ειλικρινής. Όπως και το Σπρόγκε, άλλωστε. Τα όσα συνέβησαν εκεί δε θέλω ούτε να τα σκέφτομαι. Μας κρατούσαν τελείως απομονωμένες από τον έξω κόσμο, μας κατέστησαν στείρες. Έλεγαν πως υστερούσαμε νοητικά. Ούτε που ξέρω γιατί. Και παρότι η Γκίτε Τσαρλς δεν ήταν η χειρότερη, σε

ΕΝΟΧΗ

383

καμία περίπτωση, ποτέ δε με βοήθησε να ξεφύγω από εκείνο το μέρος». «Κι από τότε, δεν είχες καμία άλλη επικοινωνία μαζί της;» «Καμία, δόξα τω Θεώ». «Έχουμε, επίσης, την περίπτωση ενός Φιλίπ Νέρβιγ. Τον θυμάσαι, έτσι δεν είναι;» Η γυναίκα έγνεψε καταφατικά, αδύναμα. «Κι αυτός εξαφανίστηκε εκείνη τη μέρα». Ήταν και πάλι η σειρά του Καρλ να πάρει το λόγο. «Από τη χήρα του μάθαμε πως είχε λάβει μια πρόσκληση να έρθει στην Κοπεγχάγη. Μας είπες λίγο πριν πως είχες φτάσει σε ένα στάδιο της ζωής σου όπου είχες ανάγκη να αντιμετωπίσεις το παρελθόν σου. Υπό μία έννοια, ο Φιλίπ Νέρβιγ ήταν υπεύθυνος για την ταλαιπωρία που υπέστης, έτσι δεν είναι; Εξαιτίας του έχασες την υπόθεση εις βάρος του Κουρτ Βεντ, σωστά; Εκείνος, λοιπόν, δεν ήταν ένας από τους ανθρώπους με τους οποίους έπρεπε να ξεκαθαρίσεις τη σχέση σου, Νέτε; Η πρόσκληση που έλαβε, από εσένα ήταν;» «Όχι, σε καμία περίπτωση. Εγώ προσκάλεσα μονάχα τον Τάγκε και τη Ρίτα, κανέναν άλλο». Κούνησε το κεφάλι της. «Δεν καταλαβαίνω. Τόσοι άνθρωποι μαζί, κι εγώ τους γνώριζα όλους. Τι στην ευχή μπορεί να συνέβη;» «Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που ενεπλάκη ο Τομέας Q. Εκκρεμείς υποθέσεις, περιπτώσεις που απαιτούν ειδική έρευνα, αυτό είναι το αντικείμενό μας. Όλες αυτές οι ταυτόχρονες εξαφανίσεις, και μάλιστα από τη στιγμή που συνδέονται, μας δείχνουν πως έχουμε να κάνουμε με κάτι εξαιρετικά ασυνήθιστο, όπως άλλωστε είπες κι εσύ». «Ερευνάμε την περίπτωση ενός γιατρού, Κουρτ Βεντ ονομάζεται», παρενέβη ο Άσαντ. Κάπως νωρίτερα απ’ ό,τι θα ήθελε ο Καρλ, όμως δεν ήταν η πρώτη φορά που βιαζόταν ο βοηθός του.

384

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

«Υπάρχουν πολλά στοιχεία για τον άνθρωπο αυτό, που φαίνεται πως τον συνδέουν με τους αγνοούμενους», συνέχισε ο Άσαντ. «Ειδικά στην περίπτωση του Νέρβιγ». «Ο Κουρτ Βεντ!» Η ηλικιωμένη γυναίκα ανασήκωσε το κεφάλι λες και ήταν γάτα που είχε εντοπίσει ένα πουλί πολύ κοντά της. «Ναι, καταλαβαίνουμε πως κατά πάσα πιθανότητα ο άνθρωπος αυτός είναι η αφετηρία για όλα τα δεινά που πέρασες», είπε ο Καρλ. «Διαβάσαμε τα αρχεία του Νέρβιγ και είδαμε τον τρόπο με τον οποίο απέκρουσε τις κατηγορίες εις βάρος του πελάτη του και πώς τελικά τις έστρεψε εναντίον σου. Λυπάμαι που είμαι αναγκασμένος να σου θυμίσω αυτές τις καταστάσεις, όμως αν θα μπορούσες να μας δώσεις μια ιδέα για το πώς συνδέεται ενδεχομένως ο Κουρτ Βεντ με την εξαφάνιση αυτών των ανθρώπων, θα σου ήμαστε πραγματικά ευγνώμονες». Η γυναίκα έγνεψε καταφατικά. «Θα το σκεφτώ, σαφώς». «Η δική σου υπόθεση, κατά πάσα πιθανότητα, ήταν η πρώτη μιας μακράς σειράς, όπου ο Κουρτ Βεντ κατόρθωσε να εξευτελίσει κάθε έννοια της αλήθειας και να παρουσιάσει τα πράγματα έτσι όπως βόλευαν τον ίδιο, αδιαφορώντας για την αδικία που προκαλούσε με τον τρόπο αυτό. Εφόσον απαγγέλλονταν, κάποια στιγμή, κατηγορίες εναντίον του, ενδεχομένως θα σε καλούσουν ως μάρτυρα. Πώς θα σου φαινόταν κάτι τέτοιο;» «Το να καταθέσω εις βάρος του Κουρτ Βεντ; Α, όχι, αυτό δε θα το ήθελα σε καμία περίπτωση. Για εμένα, όλα αυτά ανήκουν οριστικά στο παρελθόν. Η δικαιοσύνη θα καταφέρει να τον αντιμετωπίσει και χωρίς τη δική μου εμπλοκή. Ο Βελζεβούλης τρίβει, κατά πάσα πιθανότητα, τα χέρια του πανευτυχής, αυτή τη στιγμή που μιλάμε». «Σε καταλαβαίνουμε απόλυτα, Νέτε», είπε ο Άσαντ γέρνοντας προς τα εμπρός, με ένα ύφος σαν να ετοιμαζόταν να γεμίσει ξανά το φλιτζάνι του.

ΕΝΟΧΗ

385

Ο Καρλ τον σταμάτησε με μια κίνηση του χεριού του. «Ίσως μας δοθεί η ευκαιρία να τα πούμε και πάλι, σύντομα, Νέτε. Ευχαριστούμε για το τσάι και τη φιλοξενία», είπε, ενημερώνοντας τον Άσαντ με ένα νεύμα πως η επίσκεψη είχε λήξει. Αν έκαναν γρήγορα, μπορεί και να προλάβαινε να πεταχτεί από το σπίτι του για να αλλάξει ρούχα, προτού δοκιμάσει το κλειδί για το διαμέρισμα της Μόνα. Ο Άσαντ ευχαρίστησε με τη σειρά του, τσιμπώντας με τρόπο ένα ακόμα μπισκότο, την ποιότητα του οποίου επαίνεσε, προτού σηκώσει ξαφνικά το δείκτη του στον αέρα. «Μισό λεπτό, Καρλ. Είναι ένα ακόμα άτομο για το οποίο δε ρωτήσαμε». Στράφηκε και κοίταξε τη Νέτε Χέρμανσεν. «Εξαφανίστηκε κι ένας ψαράς από το Λούντεμπορ. Το όνομά του ήταν Βίγκο Μόγκενσεν. Μήπως κατά τύχη τον είχες γνωρίσει κάποια στιγμή; Το Λούντεμπορ δεν είναι μακριά από το Σπρόγκε με σκάφος». Η ηλικιωμένη γυναίκα χαμογέλασε. «Όχι, δυστυχώς το όνομα αυτό μου είναι παντελώς άγνωστο».

«Κάπως σκερτσικός φαίνεσαι, Καρλ; Τι γυροφέρνει εκεί μέσα στο μυαλό σου;» «Σκεπτικός, Άσαντ. Δεν υπάρχει η λέξη σκερτσικός. Όμως, τέλος πάντων, έχουμε πολλά πράγματα να σκεφτούμε, δε συμφωνείς;» «Αυτό θα έλεγα κι εγώ, ναι. Δεν μπορώ να καταλάβω τι γίνεται με αυτή την υπόθεση, Καρλ. Αν εξαιρέσουμε τον Βίγκο Μόγκενσεν, είναι λες κι έχουμε να κάνουμε με δύο υποθέσεις σε μία: η Ρίτα, η Γκίτε, ο Κουρτ Βεντ, ο Νέρβιγ και η Νέτε από τη μια μεριά. Εδώ, ο ξάδερφος, ο Τάγκε, σαν να μην ταιριάζει, δεν έχει καμία σχέση με το Σπρόγκε, απ’ ό,τι ξέρουμε. Από την άλλη, έχουμε τον Τάγκε και τη Νέτε. Κι αυτό σημαίνει πως είναι η μόνη που έχει κάποια σχέση με όλα αυτά τα πρόσωπα».

386

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

«Ναι, ίσως και να έχεις δίκιο, Άσαντ, αν και δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι γι’ αυτό. Μπορεί να είναι ο Κουρτ Βεντ εκείνος που συνδέεται με όλες τις περιπτώσεις. Με αυτόν πρέπει να ασχοληθούμε τώρα. Η πιθανότητα μιας ομαδικής αυτοκτονίας ή μιας σύμπτωσης που έχει να κάνει με ταυτόχρονα, δυσερμήνευτα ατυχήματα, για κάποιο λόγο έπαψε να βρίσκεται ψηλά στην ατζέντα μου». «Για ξαναπές το αυτό, Καρλ. Η ατζέντα σου και τι ατυχήματα;» «Ξέχνα το, Άσαντ. Θα το συζητήσουμε αργότερα».

29

Σπρόγκε 1955/Κοπεγχάγη, Σεπτέμβριος 1987

ΕΝΑ ΣΜΑΡΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ στεκόταν στην προβλήτα, χαιρετώντας λες

και η Νέτε με τη Ρίτα ήταν φίλες που είχαν λαχταρίσει να ξαναδούν. Οι γυναίκες θύμιζαν παιδιά, έτσι που έκαναν φασαρία και χασκογελούσαν, καθαρές και περιποιημένες. Και η Νέτε δεν μπορούσε να καταλάβει. Τι λόγο είχαν να χαμογελούν; Το σκάφος από το Νίμπορ δεν ήταν κάποιου είδους σωστική λέμβος που είχε έρθει να τις γλιτώσει. Δεν ήταν η Κιβωτός του Νώε που θα τις μετέφερε σε μέρος ασφαλές. Το αντίθετο, απ’ ό,τι είχε ακούσει. Το σκάφος ήταν κατάρα. Η Νέτε κοίταξε πέρα από την κουπαστή, προς τη μεριά του λόφου και του φάρου πάνω του, κι ύστερα παραπίσω, προς το συγκρότημα των κτιρίων με τις κόκκινες κεραμιδένιες σκεπές και τους κίτρινους τοίχους, έτσι που τα παράθυρά τους έμοιαζαν με μάτια που παρακολουθούσαν το νησιωτικό τοπίο και τις δύστυχες ψυχές που γυρόφερναν εκεί. Μια μεγάλη μπαλκονόπορτα στο

ΕΝΟΧΗ

387

μεσαίο κτίριο άνοιξε διάπλατα και μια βραχύσωμη, στητή σιλουέτα ξεπρόβαλε, με το ένα χέρι να στηρίζεται πάνω στο χερούλι. Ένας ναύαρχος που είχε βγει για να καλωσορίσει το στόλο, ή, πιο σωστά, η βασίλισσα του Σπρόγκε που επέβλεπε την επικράτειά της. Η γυναίκα που έκανε απόλυτο κουμάντο σε αυτό το μέρος. «Μήπως φέρατε τσιγάρα;» ήταν το πρώτο πράγμα που τους φώναξαν οι κοπέλες. Μάλιστα, μία από αυτές σκαρφάλωσε πάνω στους ξύλινους πασσάλους, τεντώνοντας τα χέρια της. Έτσι κι είχαν φέρει, θα έπιανε πρώτη σειρά. Οι κοπέλες γυρόφερναν τις νεοφερμένες σαν κοπάδι από θορυβώδεις χήνες. Ονόματα αντηχούσαν στον αέρα, παλάμες αποζητούσαν μια επαφή. Η Νέτε έριξε μια ανήσυχη, κλεφτή ματιά στη Ρίτα, όμως εκείνη βρισκόταν στο στοιχείο της. Εκείνη είχε μαζί της τσιγάρα, και τα τσιγάρα ήταν το μονοπάτι προς την κορυφή της ιεραρχίας. Σήκωσε τα πακέτα ψηλά πάνω από το κεφάλι της για να τα δουν οι κοπέλες, κι ύστερα εξίσου γρήγορα τα έχωσε στην τσέπη της. Διόλου παράξενο που η προσοχή όλων στράφηκε προς το μέρος της.

Στη Νέτε παραχωρήθηκε ένα δωμάτιο κάτω από τη στέγη ενός κτιρίου. Ένας και μοναδικός φεγγίτης αποτελούσε το παράθυρό της προς τον κόσμο. Ο χώρος ήταν ψυχρός, ο άνεμος τρύπωνε από το ξεχαρβαλωμένο κούφωμα του παραθύρου. Υπήρχαν δύο κρεβάτια και μια μικρή βαλίτσα που ανήκε στη συγκάτοικό της. Αν δεν ήταν ο Εσταυρωμένος και δυο μικρές φωτογραφίες αστέρων του κινηματογράφου που η Νέτε δεν αναγνώρισε, το μέρος θα έμοιαζε με κελί φυλακής. Το δωμάτιο ήταν ένα από τα πολλά στη σειρά, κι έξω από την πόρτα υπήρχε μια μακριά γούρνα από μωσαϊκό, στην οποία πλένονταν.

388

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Σε όλη την παιδική της ηλικία, η Νέτε κόπιαζε για να καθαρίσει από τις σβουνιές τους στάβλους, όμως πάντοτε πρόσεχε πολύ την προσωπική της υγιεινή, έτριβε καλά μπράτσα και παλάμες με μια σκληρή βούρτσα, και το υπόλοιπο κορμί της με το σφουγγάρι. «Πρέπει να είσαι το καθαρότερο παιδί σε όλο τον κόσμο», της έλεγε πάντοτε ο Τάγκε. Εδώ, όμως, η καθαριότητα λάμβανε χώρα στη γούρνα, ενώ ολόγυρα επικρατούσε πανζουρλισμός, κι έτσι ήταν δύσκολο να πλυθεί κανείς σωστά. Οι κοπέλες μαζεύονταν όλες μαζί εκεί πέρα, γδύνονταν μέχρι τη μέση και πλένονταν σαν φρενιασμένες, καθώς είχαν περιθώριο μόλις πέντε λεπτών. Χρησιμοποιούσαν τις ίδιες νιφάδες σαπουνιού όπως και στο Μπράινινγκ, που έκαναν τα μαλλιά τους άκαμπτα σαν κράνη, κι εξίσου άσχημα. Και όχι μόνο αυτό, αλλά, όταν τις χρησιμοποιούσαν, μύριζαν χειρότερα απ’ ό,τι προτού πλυθούν. Η υπόλοιπη μέρα περνούσε με τους χτύπους της καμπάνας, την τήρηση ενός συγκεκριμένου ωραρίου και αυστηρή πειθαρχία. Η Νέτε σιχαινόταν αυτό το μέρος και φρόντιζε να μην έχει πολλά πάρε δώσε με τις υπόλοιπες, όπως είχε κάνει και στο σπίτι της ανάδοχης οικογένειας. Το πλεονέκτημα ήταν πως έτσι μπορούσε να κλαίει τη μοίρα της με την ησυχία της, όμως μια σκιά κυριαρχούσε, μια σκιά που σκέπαζε τα πάντα: το Σπρόγκε ήταν νησί, απ’ όπου η διαφυγή φάνταζε αδύνατη. Ίσως κάποια φιλική ψυχή στις τάξεις του προσωπικού ή κάποια καλή φίλη ανάμεσα στις υπόλοιπες κοπέλες να είχε καταστήσει την παραμονή εκεί περισσότερο υποφερτή, όμως οι γυναίκες που τις επιτηρούσαν ήταν αυστηρές και δύστροπες, και η Ρίτα είχε πολλά να κάνει, καθώς τριγύριζε κι έκλεινε συμφωνίες προκειμένου να σκαρφαλώσει στην κλίμακα της ιεραρχίας, μέχρι τελικά να κάνει κουμάντο εκεί πέρα, κυβερνώντας τις απλοϊκές υποτακτικές της καθισμένη στο θρόνο της.

ΕΝΟΧΗ

389

Το κρεβάτι απέναντι από της Νέτε ανήκε σε μια κοπέλα με λιγοστό μυαλό, που όλη την ώρα φλυαρούσε κι έλεγε κάτι για παιδάκια. Ο Χριστός τής είχε χαρίσει μια κούκλα, κι αν εκείνη κατάφερνε να τη φροντίσει αρκετά καλά, τότε μια μέρα θα ανταμειβόταν με ένα δικό της παιδί, όπως επέμενε να ισχυρίζεται. Η Νέτε δεν μπορούσε να βγάλει άκρη μαζί της, ωστόσο πολλές από τις υπόλοιπες κοπέλες ήταν αρκετά έξυπνες. Μία από αυτές λαχταρούσε όσο τίποτα να μάθει να διαβάζει, όμως το προσωπικό την ειρωνευόταν, η επιθυμία της χαρακτηριζόταν «πολυτέλεια», και την ξαπόστελναν να δουλέψει. Και η Νέτε δούλευε. Είχε ζητήσει να τη στείλουν στους στάβλους, όμως το αίτημά της απορρίφθηκε. Κι ενώ η Ρίτα περνούσε τις μέρες της στο πλυσταριό, βράζοντας ρούχα και καλαμπουρίζοντας με τις υπόλοιπες, η Νέτε ήταν στην κουζίνα, καθάριζε λαχανικά κι έτριβε κατσαρόλες. Κι όταν κουραζόταν και δούλευε πιο αργά, κάνοντας μια παύση για να χαζέψει έξω από το παράθυρο, γινόταν εύκολος στόχος. Το προσωπικό και οι υπόλοιπες κοπέλες τής κολλούσαν. Κάποια φορά, μία από τις κοπέλες την απείλησε με μαχαίρι και την πέταξε στο πάτωμα, και η Νέτε απάντησε στην πρόκληση εκσφενδονίζοντας ένα καυτό καπάκι στο πρόσωπο της άλλης και ρίχνοντας κλοτσιά σε ένα τηγάνι που στράβωσε. Κάπως έτσι κλήθηκε να παρουσιαστεί στο γραφείο της προϊσταμένης. Η προϊσταμένη και το γραφείο της ήταν λες και αποτελούσαν ενιαίο οργανισμό. Εκείνη ήταν απόμακρη, το δωμάτιο ψυχρό και απρόσωπο, το περιεχόμενό του τακτοποιημένο συστηματικά. Ράφια με φακέλους στη μια πλευρά, αρχειοθήκες στην απέναντι. Μέσα σ’ εκείνα τα αρχεία, τα πεπρωμένα δεκάδων γυναικών έστεκαν στη σειρά, έτοιμα να εγκαταλείψουν για λίγο τη θέση τους, να αξιολογηθούν και να απορριφθούν. «Λένε πως προκαλείς φασαρίες στην κουζίνα», είπε η προϊσταμένη, κουνώντας δασκαλίστικα το δείκτη της.

390

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

«Άμα είναι έτσι, στείλτε με στους στάβλους. Εκεί θα είμαι φρόνιμη», απάντησε η Νέτε, παρακολουθώντας τα χέρια της γυναίκας να κινούνται νευρικά πάνω στο γραφείο. Εκείνα τα χέρια ήταν ένα παράθυρο. Μέσα από αυτά μπορούσε κανείς να διαβάσει τις σκέψεις της προϊσταμένης, έλεγε η Ρίτα. Κι εκείνη κάτι θα ήξερε που το έλεγε, τόσες φορές που είχε κληθεί να παρουσιαστεί μπροστά της. Δυο διαπεραστικά μάτια την αγριοκοίταξαν. «Ένα πράγμα πρέπει να καταλάβεις, Νέτε. Δεν είμαστε εδώ για να παραχωρούμε προνόμια που διευκολύνουν τη ζωή των τροφίμων. Παρότι έχετε όλες σας άθλιους χαρακτήρες και λειψά μυαλά, στόχος μας είναι να σας διδάξουμε πως ακόμα και πράγματα τα οποία δεν προσφέρουν καμία απολύτως απόλαυση στη ζωή, μπορούν να παρέχουν σπουδαία οφέλη. Εδώ βρίσκεστε προκειμένου να μάθετε να φέρεστε ως ανθρώπινα όντα και όχι σαν τα ζώα στα οποία προσομοιάζατε έως τώρα. Είναι κατανοητό αυτό;» Η Νέτε κούνησε το κεφάλι αρνητικά, σχεδόν ανεπαίσθητα, τόσο που και η ίδια παραλίγο να μην αντιληφθεί την κίνηση. Όμως η προϊσταμένη βρισκόταν σε εγρήγορση, και ξαφνικά τα χέρια της κοκάλωσαν. «Θα μπορούσα να ερμηνεύσω αυτή την αντίδραση ως αυθάδεια, Νέτε, όμως επί του παρόντος θα θεωρήσω πως είναι απλώς σημάδι ότι είσαι ηλίθια, απλοϊκή και κουφιοκέφαλη». Ίσιωσε την πλάτη όπως καθόταν στην καρέκλα της. Το σώμα της, από τη μέση και πάνω, ήταν ευτραφές. Οπωσδήποτε δεν αποτελούσε αντικείμενο πόθου για την πλειονότητα των αντρών. «Θα προτιμήσω να σε στείλω για ραπτική. Μερικούς μήνες νωρίτερα απ’ ό,τι είναι σωστό και πρέπον, όμως στην κουζίνα δε σε θέλουν άλλο». «Μάλιστα, προϊσταμένη», είπε η Νέτε, με το βλέμμα καρφωμένο στο πάτωμα.

ΕΝΟΧΗ

391

Η ραπτική δε θα μπορούσε να είναι χειρότερη, σκέφτηκε, όμως έκανε λάθος. Αν και η Νέτε δεν τα κατάφερνε ιδιαίτερα με τις δαντέλες και τα γαζιά στα σεντόνια, η δουλειά ήταν εντάξει. Το άσχημο ήταν η συνύπαρξη με τις άλλες κοπέλες. Το ότι βρισκόταν κλεισμένη μαζί τους σε ένα δωμάτιο, αναγκασμένη να ακούει τις φλυαρίες και τις ανοησίες τους. Τη μια στιγμή ήταν κολλητές φιλενάδες, την άλλη έτοιμες να σκοτωθούν. Η Νέτε καταλάβαινε πως υπήρχαν πολλά πράγματα στη ζωή για τα οποία είχε άγνοια. Δεν ήξερε γεωγραφία και ιστορία, δεν είχε γενικές γνώσεις. Και το ότι δυσκολευόταν τόσο πολύ με τα γράμματα και τους αριθμούς σήμαινε πως ήταν υποχρεωμένη να δίνει βάση στις όποιες πληροφορίες έφταναν προφορικά σ’ εκείνη, και η Νέτε είχε γνωρίσει ελάχιστους ανθρώπους στη ζωή της που είχαν κατορθώσει να κεντρίσουν την προσοχή της κατ’ αυτό τον τρόπο. Είχε εξασκηθεί αρκετά στην τέχνη τού να μην ακούει, όμως στο δωμάτιο ραπτικής δεν είχε πια αυτή την επιλογή. Οι ανού­σιες φλυαρίες κατέκλυζαν το χώρο και της τσάκιζαν τα νεύρα. Δέκα ώρες κάθε μέρα. «Γκρέτε, έλα, καλή μου, πέρασέ μου την κλωστή», μπορεί να έλεγε μια, κι αμέσως η Γκρέτε απαντούσε χολωμένη: «Τι θαρρείς πως είμαι, η χαζή δούλα σου; Η υπηρέτριά σου;» Κάπως έτσι άλλαζε το κλίμα, από τη μια στιγμή στην άλλη. Και όλες τους, εκτός από τη Νέτε και την κοπέλα που άκουγε τα παράπονα, έσκαγαν στα γέλια, ενώ βρισιές εκτοξεύονταν στον αέρα, ώσπου το ίδιο ξαφνικά φίλιωναν πάλι, και οι φλυαρίες συνεχίζονταν, οι ίδιες επαναλαμβανόμενες ιστορίες. Όμως, εκτός από την έλλειψη τσιγάρων, τις φήμες για γοητευτικούς άντρες σε καΐκια και τις τρομακτικές διηγήσεις για το χειρουργό και το νυστέρι του, πέρα στο Κορσέρ, ελάχιστα θέματα συζήτησης υπήρχαν.

392

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

«Κοντεύω να τρελαθώ εδώ πέρα», ψιθύρισε στη Ρίτα μια μέρα, όταν την πέτυχε στο προαύλιο, λίγο πριν το μεσημεριανό. Η Ρίτα την κοίταξε από την κορυφή μέχρι τα νύχια, λες και ήταν εμπόρευμα στο ράφι ενός μπακάλικου. «Θα φροντίσω να μας βάλουν στο ίδιο δωμάτιο. Έτσι θα μπορέσω να σου φτιάξω κάπως το κέφι». Το ίδιο εκείνο βράδυ, η συγκάτοικος της Νέτε υπέστη έγκαυμα και χρειάστηκε να μεταφερθεί με το σκάφος στο νοσοκομείο του Κορσέρ. Ακούστηκε πως πλησίασε πολύ το καζάνι στο πλυσταριό και πως από απροσεξία το έπαθε. Ήταν χαζή και αδέξια και το κούφιο κεφάλι της είχε χώρο μονάχα για τις ανοησίες που έλεγε για εκείνη τη μικρή κούκλα της. Οι κραυγές της ακούστηκαν μέχρι το δωμάτιο ραπτικής. Η Νέτε δεν ήξερε τι να σκεφτεί.

Η Ρίτα εγκαταστάθηκε στο δωμάτιο της Νέτε, και το γέλιο επέστρεψε στη ζωή της, για ένα σύντομο διάστημα, τουλάχιστον. Οι αστείες ιστορίες ακούγονταν ακόμα πιο αστείες όταν τις διηγούνταν η Ρίτα, κι εκείνη ήταν καλή στο να τις συγκεντρώνει. Όμως η συντροφιά της Ρίτα είχε και το τίμημά της, και η Νέτε ανακάλυψε ποιο ήταν αυτό από την πρώτη κιόλας νύχτα. Αντέδρασε, όμως η Ρίτα ήταν δυνατή και την έβαλε κάτω με το ζόρι. Και όταν μια πνιχτή κραυγή ηδονής ξέφυγε από τα χείλη της Νέτε, αφέθηκε σε αυτή την κατάσταση. «Κράτα το στόμα σου κλειστό, Νέτε. Έτσι και μαθευτεί παραέξω τι κάνουμε, είσαι τελειωμένη, κατάλαβες;» είπε με σφιγμένα δόντια η Ρίτα. Και η Νέτε κατάλαβε. Η Ρίτα δεν ήταν δυνατή μονάχα στο σώμα, αλλά και στο μυαλό, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι η Νέτε. Και παρότι η Ρίτα απεχθα-

ΕΝΟΧΗ

393

νόταν που βρισκόταν στο νησί, δεν έδειχνε να αμφιβάλλει στιγμή πως κάποιο φωτεινότερο μέλλον την περίμενε. Ήταν πεπεισμένη πως μια μέρα θα έβρισκε τρόπο να δραπετεύσει, και μέχρι να έρθει εκείνη η μέρα, ήξερε καλύτερα από κάθε άλλη πώς να κάνει τη ζωή της άνετη. Κατάφερνε να εξασφαλίζει τις καλύτερες δουλειές, και στην τραπεζαρία πάντοτε σερβιριζόταν πρώτη. Κάπνιζε τσιγάρα πίσω από την αποθήκη, τη νύχτα πλάγιαζε με τη Νέτε και τη μέρα ήταν η αντιβασίλισσα του νησιού. «Τέλος πάντων, αυτά τα τσιγάρα πού τα βρίσκεις;» τη ρωτούσε κάθε τόσο η Νέτε, κι απάντηση δεν έπαιρνε, μέχρι που μια ανοιξιάτικη νύχτα αντιλήφθηκε τη Ρίτα να σηκώνεται από το κρεβάτι, να φοράει τα ρούχα της και να τραβάει το μάνταλο της πόρτας τελείως αθόρυβα. Από στιγμή σε στιγμή θα χτυπήσει συναγερμός, σκεφτόταν η Νέτε. Σε όλες τις πόρτες υπήρχε μια μικρή περόνη, η οποία πεταγόταν μόλις άνοιγε η πόρτα, ενεργοποιώντας ένα κουδούνι το οποίο συγκέντρωνε στη στιγμή τα μέλη του προσωπικού, τα οποία ξυλοφόρτωναν την απείθαρχη τρόφιμο και την έβαζαν να ηρεμήσει σε ένα από τα δωμάτια σκέψης, όπως ονόμαζαν τα κελιά τιμωρίας. Όμως το κουδούνι δε χτύπησε, γιατί η Ρίτα είχε φρακάρει το μηχανισμό. Μόλις η Ρίτα εξαφανίστηκε στο διάδρομο, η Νέτε σηκώθηκε για να δει τι είχε κάνει, και ανακάλυψε ένα κομμάτι σύρμα, ευφυώς λυγισμένο, το οποίο έπιανε στην τρύπα της περόνης όταν άνοιγε η πόρτα. Τόσο απλό. Η Νέτε χρειάστηκε λιγότερο από δέκα δευτερόλεπτα για να βάλει το φόρεμά της και να βγει ακροπατώντας στο διάδρομο, ώστε να ακολουθήσει τη συγκάτοικό της, ενώ η καρδιά της χτυπούσε σαν ταμπούρλο. Ένα τρίξιμο μιας σανίδας στο πάτωμα ή ενός αλάδωτου μεντεσέ αρκούσε για να ανοίξουν οι πύλες της Κόλασης. Όμως η Ρίτα τής είχε δείξει το δρόμο.

394

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Φτάνοντας στην εξωτερική πόρτα, η Νέτε τη βρήκε ξεκλείδωτη, καθώς η Ρίτα και πάλι είχε εξουδετερώσει τα μέτρα ασφαλείας. Από κάποια απόσταση είδε τη σιλουέτα της να περνάει μπροστά από το κοτέτσι και να κατηφορίζει στο λιβάδι, σαν να ήξερε πού βρισκόταν κάθε πέτρα και κάθε λασπόλακκος μέσα στο σκοτάδι. Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία πως η Ρίτα τραβούσε προς το Ησυχαστήριο, όπως έλεγαν το πιο απομακρυσμένο σπιτάκι, που έβλεπε προς τα δυτικά. Εκεί επέτρεπαν στις κοπέλες με την καλύτερη συμπεριφορά να περνούν τις ώρες της μέρας, στη διάρκεια μιας εβδομάδας διακοπών, όπως τις αποκαλούσαν. Τον παλιό καιρό, το κτίριο ονομαζόταν «Σπίτι της Πανούκλας», κι εκεί έστελναν σε καραντίνα τους ναύτες που κουβαλούσαν μεταδοτικές αρρώστιες. Αλλά όπως ανακάλυψε η Νέτε εκείνο το βράδυ, η πανούκλα εξακολουθούσε να φωλιάζει εκεί πέρα. Κάποια μικρά σκάφη φορτωμένα με δίχτυα και ψαροκασέλες ήταν αραγμένα στην ακτή, και μέσα στο Ησυχαστήριο τρεμόπαιζε το αδύναμο φως από δύο λάμπες παραφίνης. Η Νέτε πλησίασε με προσοχή κι έριξε μια κλεφτή ματιά από το παράθυρο. Το θέαμα που αντίκρισε την άφησε εμβρόντητη. Στη μια άκρη του μικρού τραπεζιού όπου γευμάτιζαν οι κοπέλες, στοιβάζονταν αρκετές κούτες τσιγάρων, και σκυμμένη στην άλλη άκρη, με τις παλάμες πάνω στην επιφάνεια του τραπεζιού, ήταν η Ρίτα, γυμνή και με τα οπίσθια τουρλωμένα, ώστε να διευκολύνει τον άντρα που στεκόταν από πίσω να μπει μέσα της. Δύο ακόμα άντρες περίμεναν τη σειρά τους. Τα πρόσωπά τους ήταν ξαναμμένα, τα γουρλωμένα μάτια τους καρφωμένα στο θέαμα μπροστά τους. Τρεις ψαράδες. Και η Νέτε γνώριζε πολύ καλά εκείνον που έστεκε στα δεξιά. Ήταν ο Βίγκο Μόγκενσεν.

ΕΝΟΧΗ

395

Αναγνώρισε τη φωνή του Βίγκο στο θυροτηλέφωνο αμέσως. Αυτή τη φορά, η καρδιά της χτυπούσε δυνατά καθώς αφουγκραζόταν τα βήματα που αντηχούσαν στη σκάλα. Και όταν άνοιξε την πόρτα, κατάλαβε αμέσως πως τα πράγματα θα ήταν δυσκολότερα αυτή τη φορά. Ο Βίγκο τη χαιρέτησε με βαθιά, θερμή φωνή και πέρασε από δίπλα της για να βρεθεί στο διάδρομο, λες κι ερχόταν συχνά στο σπίτι. Εξακολουθούσε να είναι γοητευτικός άντρας, ικανός να ξυπνήσει τα αισθήματα μιας γυναίκας, ακριβώς όπως είχε κάνει κι εκείνη τη μέρα στο πανηγύρι. Η επιδερμίδα του, που παλιά ήταν τόσο τραχιά, τώρα έμοιαζε πιο λεία, τα γκρίζα μαλλιά του ήταν περιποιημένα και πιο μαλακά απ’ ό,τι τα θυμόταν η Νέτε. Τόσο μαλακά, που σκέφτηκε πως ίσως και να περνούσε τα δάχτυλά της ανάμεσά τους, αφού τον σκότωνε.

30

Νοέμβριος 2010

Ο ΚΑΡΛ ΞΥΠΝΗΣΕ ΑΛΑΦΙΑΣΜΕΝΟΣ, χωρίς να ξέρει ούτε τι μέρα ήταν

ούτε γιατί το υπνοδωμάτιο του θύμισε παζάρι σε κάποιο τσιμεντένιο γκέτο μεταναστών. Άραγε, η μυρωδιά που τρύπωνε στα ρουθούνια του ήταν από τα σιροπιαστά, καυτά ροφήματα που ετοίμαζε ο Άσαντ και απ’ ό,τι κεράσματα του είχαν περισσέψει, συνδυασμένη με μια δύσοσμη υποψία χειρουργείου; Άπλωσε το χέρι να πιάσει το ρολόι του και διαπίστωσε πως η ώρα ήταν εννέα και είκοσι πέντε πρώτα λεπτά. «Σκατά!» αναφώνησε πάνω στη σαστιμάρα του, καθώς πετούσε πέρα το πάπλωμα. Γιατί δεν τον είχε ξυπνήσει κανείς; Τώρα, ο Γέσπερ θα αργούσε. Όπως και ο ίδιος, άλλωστε. Του πήρε λιγότερο από πέντε λεπτά για να απαλλαγεί από τη

396

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

βρόμα της προηγούμενης μέρας και να ρίξει πάνω του κάποια σχετικά καθαρά ρούχα. «Άντε, κουνήσου, Γέσπερ!» φώναξε, ενώ κοπανούσε για δεύτερη φορά την πόρτα του θετού του γιου. «Έχεις αργήσει, και δε σου φταίει κανείς γι’ αυτό». «Τι τρέχει, Καρλ; Για την εκκλησία ετοιμάζεσαι; Στις δέκα ξεκινάει η λειτουργία, προλαβαίνεις», σχολίασε κάπως επιφυλακτικά ο Μόρτεν. Στεκόταν μπροστά στην κουζίνα, φορώντας τις πιτζάμες και την αγαπημένη του ποδιά, θυμίζοντας χαρακτήρα βγαλμένο από τις σελίδες κάποιου κόμικ. «Καλημέρα, Καρλ», ακούστηκε μια φωνή από το καθιστικό. «Ωραίο πράγμα το χουζούρι, ε;» Ένας χαλαρός και άνετος Μίκα, ντυμένος από την κορυφή έως τα νύχια στα άσπρα, του χαμογελούσε πλατιά. Μπροστά του, ο Χάρντι ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, όχι πως είχε κι άλλη επιλογή, ενώ στο τροχήλατο τραπεζάκι στο πλευρό του υπήρχαν δύο αχνιστές κούπες που περιείχαν ένα υγρό στο οποίο βουτούσε κάτι πανιά ο Μίκα κι έβαζε κομπρέσες πάνω στο παράλυτο κορμί του μεγαλόσωμου άντρα. «Φρεσκάρουμε λιγάκι τον Χάρντι. Είπε πως του φαινόταν πως μύριζε κάπως, οπότε χρησιμοποιούμε ένα συνδυασμό καμφοράς και μενθόλης. Έτσι θα είναι και πάλι μυρωδάτος, καλά δε λέω, Χάρντι;» «Μέρα, Καρλ», είπε το κεφάλι στην άκρη του ωχρού, ισχνού κορμιού. Ο Καρλ συνοφρυώθηκε, ενώ την ίδια στιγμή που ο Γέσπερ βρυχάτο από το δωμάτιο του πάνω ορόφου πως ο Καρλ ήταν ο μεγαλύτερος παπάρας σε ολόκληρο τον πλανήτη, συνειδητοποίησε μια μικρή λεπτομέρεια που είχε να κάνει με το Γρηγοριανό ημερολόγιο. «Είναι Κυριακή, ηλίθιε!» έβρισε τον εαυτό του, κρύβοντας το πρόσωπο πίσω από τις παλάμες του. «Δε μου λέτε, τι γίνεται εδώ

ΕΝΟΧΗ

397

πέρα; Μαγέρικο σκέφτεσαι να ανοίξεις, Μόρτεν;» ρώτησε, αναφερόμενος στις μυρωδιές από φαγητά που κατέκλυζαν το σπίτι. Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να μη σκέφτεται πόσο άσχημα πήρε την κάτω βόλτα η κουβέντα που είχε με τη Μόνα το προηγούμενο βράδυ. Όχι, δυστυχώς δε θα μπορούσε να περάσει από το σπίτι της, γιατί έφευγε για να επισκεφτεί τη Ματίλντε, του είχε πει. «Τη Ματίλντε;» ρώτησε εκείνος. «Και ποια είναι αυτή η Ματίλντε που πρέπει να επισκεφτείς;» Του ήρθε να ρίξει γροθιά στη μύτη του που έκανε μια τόσο ηλίθια ερώτηση. «Η Ματίλντε; Η Ματίλντε τυγχάνει να είναι η μεγαλύτερη κόρη μου», του απάντησε, με μια φωνή τόσο παγερή, που συνέχιζε να του προκαλεί ρίγος μέχρι τα χαράματα, καθώς στριφογύριζε στο κρεβάτι του. Γαμώτο. Του είχε αναφέρει μήπως κάποια στιγμή πως την άλλη κόρη της την έλεγαν Ματίλντε; Εκτός αυτού, είχε ενδιαφερθεί ο ίδιος να ρωτήσει; Φυσικά και όχι. Και τώρα, η ζημιά είχε γίνει. Άκουσε τον Μόρτεν να τιτιβίζει χαρωπά στο βάθος, όμως δεν έδωσε σημασία σε ό,τι ενδεχομένως του έλεγε. «Για επανάλαβέ το αυτό», του είπε έπειτα από λίγο. «Είπα “το πρωινό είναι έτοιμο”, Καρλ», απάντησε ο νοικάρης του. «Ένα ωραίο, χορταστικό πρωινό για πεινασμένες κοιλίτσες και δύο αγόρια τρελά ερωτευμένα». Οι βλεφαρίδες του πετάριζαν καθώς το ανέφερε. Ο τύπος είχε δαγκώσει άσχημα τη λαμαρίνα, σκέφτηκε ο Καρλ. Καιρός ήταν. Ο Μόρτεν αράδιασε τις γαστριμαργικές δημιουργίες του στο τραπέζι τις κουζίνας. «Έτοιμοι. Τηγανητό σκόρδο πάνω σε φέτες καπνιστού αρνίσιου λουκάνικου και κατσικίσιο τυρί. Χυμός λαχανικών και τσάι κυνόροδου με μέλι».

398

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

«Ο Χριστός και η Παναγία», μουρμούρισε ο Καρλ και σκέφτηκε μήπως θα ήταν καλύτερα να επέστρεφε στο κρεβάτι του. «Σήμερα ξεκινάμε το πρόγραμμα ενδυνάμωσης του Χάρντι», ανακοίνωσε ο Μίκα από το καθιστικό. «Και κάποια στιγμή θέλουμε να πονέσουμε, έτσι δεν είναι, Χάρντι;» «Θα ήταν θαυμάσιο αυτό», απάντησε εκείνος. «Χωρίς να καλλιεργούμε υπερβολικές προσδοκίες, βεβαίως». «Τίποτα δεν προσδοκώ· το μόνο που κάνω είναι να ελπίζω». Ο Καρλ στράφηκε προς το μέρος του και ύψωσε τον αντίχειρά του. Πώς ήταν δυνατό να κάθεται και να λυπάται τον εαυτό του, την ώρα που ο Χάρντι επιδείκνυε τέτοια στωικότητα; «Μην ξεχάσεις να τηλεφωνήσεις στη Βίγκα, Καρλ», είπε ο Μόρτεν. Μάλιστα. Να και η απάντηση.

Ο Καρλ καθόταν και μουρμούραγε πάνω από το λουκάνικό του, χωρίς να ασχολείται με τον Γέσπερ που είχε κατεβάσει κάτι μούτρα μέχρι το πάτωμα. Αυτή η ιστορία με τη Βίγκα δε θα είχε καλή κατάληξη. Μάλιστα, είχε αποφασίσει να μην ασχοληθεί άλλο, όταν η λύση αποκαλύφθηκε ξαφνικά μπροστά του, λογικότατη και απλούστατη, μια επιφοίτηση που τον οδήγησε να ευχαριστήσει ευγενικά τον Μόρτεν για το πρωινό, παρότι δυσκολευόταν να θυμηθεί αν είχε δοκιμάσει ποτέ άλλοτε στη ζωή του κάτι τόσο αηδιαστικό. «Χαίρομαι που τηλεφώνησες», είπε η Βίγκα. Ήταν από τις σπάνιες φορές που ακουγόταν σφιγμένη. Γενικά, επρόκειτο για μια γυναίκα η οποία είχε την τάση να κινείται έχοντας ως αφετηρία την πεποίθηση πως ο κόσμος όφειλε να προσαρμόζεται στις ανάγκες της. Όμως δεν έφταιγε ο Καρλ που η Βίγκα σχεδίαζε να παντρευτεί πριν ακόμα πάρουν διαζύγιο.

ΕΝΟΧΗ

399

«Μίλησες με την τράπεζα, Καρλ;» τον ρώτησε, μπαίνοντας κατευθείαν στο ψητό. «Καλή σου μέρα κι εσένα, Βίγκα. Όχι, δε μίλησα με καμία τράπεζα. Δεν υπήρχε λόγος». «Μάλιστα. Δηλαδή, τώρα θα μου πεις ότι μπορείς να συγκεντρώσεις εξακόσιες πενήντα χιλιάδες χωρίς να χρειαστεί να πάρεις δάνειο; Μήπως θα σε βοηθήσει ο Χάρντι;» Ο Καρλ γέλασε. Ο σαρκασμός της θα ξεθύμαινε σε ένα λεπτό. «Δεν έχω την παραμικρή αντίρρηση για το ποσό που ζητάς, Βίγκα. Άλλωστε, το μισό σπίτι είναι δικό σου». «Καρλ, ειλικρινά δεν ξέρω τι να πω...» Είχε μείνει άφωνη. Ο Καρλ κάγχασε από μέσα του. Δεν είχε ολοκληρώσει αυτό που θα έλεγε. «Όμως, πέρα από αυτό, υπάρχουν και ορισμένοι εκκρεμείς λογαριασμοί. Κάθισα και υπολόγισα κάποια πραγματάκια». «Εκκρεμείς λογαριασμοί;» «Ακριβώς, γλυκιά μου. Εσύ μπορεί να εξακολουθείς να ζεις στην εποχή των χίπηδων, όμως δυστυχώς εμείς, οι κοινοί θνητοί, δεν κατοικούμε πλέον στον κόσμο των λουλουδιών και του ελεύθερου έρωτα. Ζούμε στην εποχή του εγωισμού, και τώρα πια τα πάντα αποτιμώνται σε κορόνες και κεφάλαια». Απόλαυσε τη σιωπή που ακολούθησε. Ποιος θα το φανταζόταν πως η Βίγκα ήταν ικανή να το βουλώσει. Ο Καρλ ένιωθε λες κι είχε δύο μέρες ρεπό για τα Χριστούγεννα. «Λοιπόν, άκου. Πρώτα απ’ όλα, έχουμε τα πέντε με έξι χρόνια που ζει ο Γέσπερ εδώ, μαζί μου. Τρία χρόνια στο λύκειο δεν ήταν φτηνά, άσχετα αν κατάφερε να αποφοιτήσει ή όχι. Και το κολέγιό του στοιχίζει ένα σωρό λεφτά. Όμως, ας πούμε πως θα μοιραστούμε τα έξοδα στη μέση, ογδόντα χιλιάρικα το χρόνο. Το δικαστήριο σίγουρα θα το έβρισκε απόλυτα λογικό αυτό».

400

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

«Για μισό λεπτό», πετάχτηκε εκείνη. Όπως ακούστηκε, ο καβγάς μάλλον είχε ξεκινήσει. «Δεν έπαψα στιγμή να πληρώνω για τα έξοδα του Γέσπερ. Δύο χιλιάδες κορόνες το μήνα». Τώρα, ήταν η σειρά του Καρλ να αιφνιδιαστεί. «Τι έκανε λέει; Ελπίζω να έχεις τις αποδείξεις, γιατί εγώ δεν είδα δεκάρα τσακιστή από τα λεφτά που ανέφερες». Φαρμακερή απάντηση. Η Βίγκα σώπασε και πάλι. «Λοιπόν, Βίγκα. Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, την ίδια σκέψη κάνουμε. Το αγγελούδι σου τσέπωνε τα λεφτά όλο αυτό το διάστημα». «Το σκατόπαιδο», είπε αγριεμένα εκείνη. «Εντάξει, Βίγκα, άκουσέ με. Τώρα πια, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα επ’ αυτού. Το αφήνουμε πίσω μας και προχωράμε. Θες, απ’ ό,τι κατάλαβα, να στεφανωθείς εκείνο τον τύπο, τον Κουρκουμά, στο Πιλαφιστάν, σωστά; Σου προτείνω, λοιπόν, το εξής: εγώ σου δίνω τα εξακόσια πενήντα χιλιάρικα κι εσύ μου δίνεις σαράντα χιλιάρικα επί έξι φορές για τα δίδακτρα του Γέσπερ – τα τέσσερα χρόνια στο ενιαίο σχολείο και τα δύο χρόνια που έχει ακόμα στο κολέγιο. Αν δε θες να πληρώσεις για το κολέγιο, τότε μου δίνεις απλώς εκατόν πενήντα χιλιάρικα και τον παίρνεις να ζήσει μαζί σου μέχρι να ολοκληρώσει την προετοιμασία ώστε να πάει στο πανεπιστήμιο, ή δεν ξέρω πού αλλού. Εσύ αποφασίζεις». Η σιωπή της ήταν αποκαλυπτική. Με δυο λόγια, ο Κουρκουμάς και ο Γέσπερ δεν ήταν αυτό που λέμε κολλητοί. «Εκτός αυτού, έχουμε και τα δικά σου περιουσιακά στοιχεία. Έριξα μια πρόχειρη ματιά στο διαδίκτυο και βρήκα πως εκείνο το καλύβι σου εκτιμάται στα πεντακόσια χιλιάρικα, πράγμα που σημαίνει πως τα διακόσια πενήντα χιλιάρικα είναι δικά μου. Οπότε, συνολικά, σου δίνω εξακόσια πενήντα χιλιάρικα, μείον διακόσια σαράντα χιλιάρικα που μου χρωστάς εσύ για τον Γέσπερ, μείον διακόσια πενήντα χιλιάρικα από το σπίτι σου, οπότε μένουν εκατόν εξήντα χιλιάδες κορόνες, συν τα μισά αντικείμενα του σπι-

ΕΝΟΧΗ

401

τιού, φυσικά. Μπορείς να περάσεις να τα παραλάβεις όποτε σε εξυπηρετεί». Έριξε μια ματιά ολόγυρα στα έπιπλα και σχεδόν δαγκώθηκε για να μη γελάσει. «Είσαι σίγουρος πως υπολόγισες τα ποσά σωστά;» τον ρώτησε τελικά η Βίγκα. «Θα σου στείλω με το ταχυδρομείο ένα κομπιουτεράκι, σε περίπτωση που ο Κουρκουμάς δυσκολεύεται να προσθέσει με το νου του τόσο μεγάλα νούμερα», προσφέρθηκε ο Καρλ. «Το θετικό, βέβαια, είναι πως δε θα χρειάζεται να δίνεις τα δύο χιλιάρικα κάθε μήνα για τον Γέσπερ. Ό,τι λεφτά ήταν να τσεπώσει το καμάρι σου, τα τσέπωσε. Κι εγώ θα κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ ώστε να ολοκληρώσει το προπαρασκευαστικό πρόγραμμα του κολεγίου. Πώς σου ακούγεται η συμφωνία;» Ακολούθησε μια παύση τόσο παρατεταμένη, ώστε ο Καρλ ήταν σίγουρος ότι η τηλεφωνική εταιρεία θα έτριβε τα χέρια της, βλέποντας το λογαριασμό να ανεβαίνει. «Δε μου αρέσει», είπε έπειτα από λίγο. «Η απάντηση είναι “όχι”». Ο Καρλ κούνησε το κεφάλι του. Φυσικό κι επόμενο ήταν. «Μήπως θυμάσαι εκείνη την ευγενέστατη δικηγόρο στο Λίνγκμπι, εκείνη που ανέλαβε τη χαρτούρα όταν αγοράσαμε το σπίτι;» Η Βίγκα μούγκρισε. «Που λες, από τότε εξελίχτηκε πολύ, πλέον έχει δικαίωμα παράστασης ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στείλε σε αυτή τις διεκδικήσεις σου. Και να θυμάσαι κάτι, Βίγκα: ο Γέσπερ δεν είναι αίμα μου. Οπότε, στην παραμικρή αναστάτωση, σου τον έστειλα πακέτο. Και τα ποσά παραμένουν τα ίδια». Για μία ακόμα φορά, τα ταμεία της τηλεφωνικής εταιρείας ρούφηξαν τα χρήματά του. Ο Καρλ άκουγε στο βάθος φωνές, περισσότερο φορτισμένες απ’ ό,τι συνήθως.

402

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

«Εντάξει, Καρλ. Ο Γκουρκαμάλ δέχεται, το ίδιο κι εγώ». Ο Θεός να έχει καλά τον κοντοστούπη Σιχ της και να ευλογεί τα γένια του. «Όμως θέλω να ξεκαθαρίσουμε ένα πράγμα», συνέχισε η Βίγκα εκνευρισμένη. «Έχει να κάνει με τη συμφωνία μας σχετικά με τη μητέρα μου. Συμφωνήσαμε πως θα την επισκεπτόσουν τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα, και δεν το έχεις κάνει. Αυτή τη φορά, θέλω να δω ότι την επισκέφτηκες γραπτώς. Έτσι και δεν την επισκεφτείς πενήντα δύο φορές το χρόνο, θα σου στοιχίζει από ένα χιλιάρικο κάθε φορά. Συνεννοηθήκαμε;» Ο Καρλ έφερε στο νου του την πεθερά του. Άλλοι άνθρωποι που υπέφεραν από άνοια δεν είχαν σοβαρές προοπτικές για το μέλλον, όμως με την Κάρλα Άλσινγκ ποτέ δεν ήξερες. Αυτός ο συμβιβασμός μπορούσε να αποδειχτεί επώδυνος οικονομικά. «Θέλω να συμπεριλάβουμε και δώδεκα εβδομάδες διακοπών μέσα στη συμφωνία», αποτόλμησε ο Καρλ. «Δώδεκα εβδομάδες; Δεν είσαι βουλευτής, ξέρεις. Κανένας απλός άνθρωπος δεν έχει δώδεκα εβδομάδες διακοπών. Να αρκεστείς σε πέντε, όπως όλος ο κόσμος!» «Δέκα», αντιπρότεινε εκείνος. «Αποκλείεται. Εφτά, και ούτε μία παραπάνω». «Οχτώ, αλλιώς βγάλε άκρη μ’ εκείνη τη δικηγόρο στο Λίνγκμπι». Νέα παύση. «Εντάξει, οχτώ», απάντησε τελικά η Βίγκα. «Όμως θα κάθεσαι τουλάχιστον μία ώρα τη φορά, ξεκινώντας από σήμερα. Όσο για τα πράγματα του σπιτιού, δε θέλω τίποτε από το σκουπιδαριό σου, να ’σαι καλά. Ποιος θα ήθελε ένα ραδιόφωνο Bang & Olufsen από το 1982, τη στιγμή που ο Γκουρκαμάλ έχει ένα Samsung με έξι ηχεία, τελευταίας τεχνολογίας; Οπότε, όχι, ξέχνα το».

ΕΝΟΧΗ

403

Φανταστική εξέλιξη. Απίστευτη, σχεδόν. Τα είχε κανονίσει έτσι ώστε το διαζύγιο με τη Βίγκα θα του στοίχιζε μόλις εκατόν εξήντα χιλιάδες κορόνες. Δε θα υποχρεωνόταν καν να πάρει δάνειο. Κοίταξε το ρολόι του και σκέφτηκε πως, λογικά, θα μπορούσε να τηλεφωνήσει τώρα στη Μόνα, άσχετα με το μέχρι πόσο αργά είχε μείνει εκείνη στο σπίτι της Ματίλντε. Όταν του απάντησε τελικά, δεν ακούστηκε ιδιαίτερα χαρούμενη. «Μήπως σε ξύπνησα;» τη ρώτησε. «Όχι, εμένα όχι. Ξύπνησες τον Ρολφ». Ποιος κέρατο ήταν ο Ρολφ; Ο Καρλ ένιωσε λες και του είχαν σκάσει πακέτο οι κυριακάτικες καταθλίψεις μιας ολόκληρης χρονιάς. Τον πήρε η κάτω βόλτα με τη μία, και τώρα έχανε τον έλεγχο τελείως. «Ο Ρολφ;» έσκουξε. «Ποιος είναι ο Ρολφ;» «Μην ανησυχείς, Καρλ. Θα το συζητήσουμε κάποια άλλη στιγμή». Α, σοβαρά; «Τέλος πάντων, γιατί μου τηλεφώνησες; Για να ζητήσεις συγνώμη που δεν ήξερες το όνομα της κόρης μου;» Κατευθείαν στην καρωτίδα. Μπορεί να του είχε παραχωρήσει η Μόνα το κλειδί του εραστή, όμως ποιος μπορούσε να τον διαβεβαιώσει πως δεν είχε μπάσει άλλον άντρα στο σπίτι; Έναν τύπο ονόματι Ρολφ, για παράδειγμα; Τα ευχάριστα νέα που σκόπευε να της ανακοινώσει, ξαφνικά φάνταζαν ολότελα ασήμαντα. Ρολφ. Τι γελοίο όνομα κι αυτό, σκέφτηκε, προσπαθώντας να διώξει την εικόνα ενός καλοσχηματισμένου αντρικού κορμιού να καλοπερνάει στα δικά του χωράφια. «Όχι, δεν είναι αυτός ο λόγος. Απλώς σκέφτηκα να σε ενημερώσω πως με τη Βίγκα καταλήξαμε σε συμφωνία σχετικά με το

404

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

διαζύγιο. Τηλεφώνησα για να σου πω πως σύντομα θα είμαι ελεύθερος». «Αλήθεια;» απάντησε εκείνη με ελάχιστο ενθουσιασμό. «Χαίρομαι για εσένα, Καρλ». Κάποια στιγμή, ο Καρλ τερμάτισε τη συζήτηση κι απέμεινε να κάθεται στην άκρη του κρεβατιού, με το κινητό να κρέμεται στην παλάμη του. Αυτό ήταν το περίφημο ξενέρωμα. «Γιατί έχεις τέτοια μούτρα, Κάρλο;» ρώτησε ο Γέσπερ από το διάδρομο. Απ’ όλες τις βλακώδεις ερωτήσεις που θα μπορούσε να του είχε κάνει εκείνος ο αναιμικός έφηβος, η συγκεκριμένη πρέπει να ήταν η χειρότερη. «Η μητέρα σου κι εγώ παίρνουμε διαζύγιο», απάντησε. «Ωραία, και λοιπόν;» «Τι εννοείς “και λοιπόν;” Δε σημαίνει τίποτα για εσένα αυτό, Γέσπερ;» «Όχι, τι σχέση έχει μ’ εμένα αυτή η γελοία υπόθεση;» «Θα σου εξηγήσω τι ακριβώς σχέση έχει μ’ εσένα, νεαρέ μου. Το διαζύγιο σημαίνει πως τα δύο χιλιάρικα που τσέπωνες κάθε μήνα αυτά τα τελευταία χρόνια, σου κουνάνε μαντίλι από αυτή τη στιγμή. Να ποια σχέση έχει μ’ εσένα!» Ο Καρλ χτύπησε τις παλάμες του με δύναμη, ώστε να δει ο θετός γιος του το κουτί με τα λεφτά να κλείνει μπροστά στα μάτια του. Παραδόξως, ο κατά τα λοιπά ετοιμόλογος έφηβος δεν κατόρθωσε να αρθρώσει ούτε μια βρισιά για να ανταποδώσει το χτύπημα που του είχε καταφέρει ο Καρλ, κι έτσι περιορίστηκε στο να κοπανάει κάθε πόρτα του σπιτιού καθώς έφευγε.

ΕΝΟΧΗ

405

Έτσι δυστυχής που ένιωθε ο Καρλ, σκέφτηκε πως ήταν μια ευκαιρία να ξεμπερδέψει από την αγγαρεία και να επισκεφτεί τη γυναίκα που σύντομα θα είχε τη χαρά να αποκαλεί πρώην πεθερά του. Βγαίνοντας, παρατήρησε ένα νεαρό άντρα με γκρι-μπλε κοστούμι να γέρνει πάνω στην πόρτα ενός αυτοκινήτου στο χώρο στάθμευσης, όμως με μόνη εξαίρεση το γεγονός πως ο τύπος απέστρεψε το πρόσωπό του όπως πέρασε από μπροστά του ο Καρλ, θα μπορούσε να ήταν ένας ακόμα φέρελπις νέος που περίμενε τα τσιμεντένια κάστρα να αμολήσουν τις όμορφες δεσποσύνες τους στον κόσμο, για να καλοπεράσουν κομματάκι, μιας κι ήταν Κυριακή. Όμως ο Καρλ δεν έδινε δεκάρα για το παραμικρό από τη στιγμή που είχε ξυπνήσει τον Ρολφ, κι από πάνω η Μόνα είχε το θράσος να του κάνει και παράπονα. Πόσο χαμηλά ήταν ικανή να πέσει; Οδήγησε τα δεκαπέντε χιλιόμετρα μέχρι τον οίκο ευγηρίας στο Μπάγκσβεαρ σε κατάσταση αφασίας, χωρίς να αντιλαμβάνεται την κίνηση στο δρόμο. Και όταν μια νοσοκόμα τού άνοιξε για να περάσει, μετά βίας γύρισε να της ρίξει μια ματιά. «Ήρθα για να επισκεφτώ την Κάρλα Άλσινγκ», είπε σε ένα άλλο μέλος του προσωπικού, στην πτέρυγα άνοιας. «Κοιμάται», ήρθε μεμιάς η απάντηση. Μια χαρά τον βόλευε αυτό. «Λυπάμαι που το λέω, όμως είναι αρκετά δύσκολη αυτό το διάστημα», συνέχισε η εκνευρισμένη γυναίκα. «Καπνίζει στο δωμάτιό της, παρότι ξέρει πάρα πολύ καλά ότι δεν επιτρέπεται. Πουθενά δεν επιτρέπεται το κάπνισμα στους χώρους μας. Δεν ξέρουμε πού βρίσκει τα τσιγάρα. Μήπως ξέρετε εσείς κάτι;» Ο Καρλ δήλωσε απόλυτα αθώος. Μήνες είχε να περάσει από εκεί. «Τέλος πάντων, το θέμα είναι πως χτες αναγκαστήκαμε να κατασχέσουμε ένα πακέτο πουράκια. Ειλικρινά, είναι πρόβλημα για εμάς. Μήπως θα μπορούσατε να την ενθαρρύνετε να παίρνει τα

406

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

χάπια νικοτίνης που της έχουμε δώσει, όταν της έρχεται διάθεση να καπνίσει; Η μόνη ζημιά που μπορούν να προκαλέσουν αυτά, είναι στην τσέπη της». «Θα της το πω», τη διαβεβαίωσε ο Καρλ, παρότι μετά βίας άκουγε τι του έλεγε. «Γεια σου, Κάρλα», είπε μπαίνοντας στο δωμάτιο, χωρίς να περιμένει κάποια απάντηση. Η άλλοτε σερβιτόρα, που έζησε από κοντά δύο ολόκληρες εποχές της νυχτερινής ζωής της Κοπεγχάγης, ήταν ξαπλωμένη στον καναπέ της με τα μάτια κλειστά και τα κοκαλιάρικα μπούτια της εκτεθειμένα σε κοινή θέα, φορώντας ένα κιμονό το οποίο ο Καρλ είχε δει και παλιότερα, αν και ποτέ έως τότε τόσο ανοιχτό. «Αχ, καλέ μου», απάντησε εκείνη, προς μεγάλη του έκπληξη, ανοίγοντας τα μάτια, κι αμέσως πετάρισε τις βλεφαρίδες της τόσο αθώα ώστε, συγκριτικά, ο Μπάμπι το ελαφάκι έμοιαζε με δαίμονα. «Ναι... ο Καρλ είμαι, ο γαμπρός σου». «Ο υπέροχος, γεροδεμένος αστυνόμος μου. Πώς και ήρθες να με δεις; Τι θαυμάσια έκπληξη!» Ο Καρλ σκόπευε να την ενημερώσει πως στο εξής θα περνούσε πιο συχνά για να την επισκέπτεται, όμως ήταν δύσκολο, ως συνήθως, να αρθρώσει λέξη δίπλα στη γυναίκα που είχε μάθει τη Βίγκα να εκφράζεται με φράσεις τόσο μεγάλες, ώστε ήταν να απορεί κανείς πώς και δε λιποθυμούσε από την έλλειψη οξυγόνου. «Μήπως θα ήθελες ένα πουράκι, Καρλ;» ρώτησε εκείνη, εμφανίζοντας ένα πακέτο κι έναν πλαστικό αναπτήρα πίσω από ένα μαξιλάρι. Άνοιξε το πακέτο με απόλυτα έμπειρο τρόπο και του πρόσφερε ένα. «Κανονικά, δεν επιτρέπεται να καπνίζεις εδώ, Κάρλα. Πού τα βρήκες αυτά;» Εκείνη έγειρε προς το μέρος του, έτσι που το κιμονό της κρέ-

ΕΝΟΧΗ

407

μασε, αποκαλύπτοντας και τις υπόλοιπες από τις άλλοτε θηλυκές χάρες της. Ο Καρλ δεν ήξερε πού να σταθεί. «Κάνω κάτι χατίρια του κηπουρού», είπε η Κάρλα, σκουντώντας τον με τον κοκαλιάρικο αγκώνα της στα πλευρά. «Προσωπικού χαρακτήρα, ξέρεις εσύ». Δεύτερη αγκωνιά. Ο Καρλ δεν ήταν σίγουρος αν έπρεπε να κάνει το σταυρό του ή να γονατίσει με δέος μπροστά στη γηριατρική λίμπιντο της πεθεράς του. «Και δε χρειάζεται να μου πεις να παίρνω τα χάπια νικοτίνης. Το ξέρω πολύ καλά». Έβγαλε το πακέτο κι έριξε ένα στο στόμα της. «Ξεκίνησαν να μου δίνουν τις τσίχλες, όμως δεν έβγαινε άκρη με δαύτες. Όλη την ώρα κολλούσαν στις μασέλες μου και μου έπεφταν. Τώρα, παίρνω τα χαπάκια». Έπειτα χτύπησε ελαφρά το πακέτο με τα πουράκια για να βγάλει ένα, που το άναψε. «Και να σου πω κάτι, Καρλ; Ωραία είναι να μασουλάς ένα χαπάκι, την ώρα που κάνεις το τσιγάρο σου».

31

Σεπτέμβριος 1987 «ΟΧΙ, ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ. Δε μου αρέσει το τσάι», είπε ο Βίγκο. Η Νέτε ήταν έτοιμη να σερβίρει. Στράφηκε προβληματισμένη προς το μέρος του. Και τώρα; «Δε θα έλεγα όχι σε ένα φλιτζάνι καφέ, πάντως. Δύο ώρες ταξίδι, κουράζεται ο άνθρωπος και χρειάζεται κάτι να τον τονώσει». Η Νέτε κοίταξε το ρολόι. Ανάθεμα, δεύτερη φορά που ένας από τους επισκέπτες της δεν έπινε τσάι. Πώς στην ευχή δεν είχε προβλέψει μια τέτοια περίπτωση; Είχε υποθέσει πως οι πάντες

408

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

έπιναν τσάι τώρα πια, είχε γίνει της μόδας. Τσάι κυνόροδου, τσάι με βότανα, τσάι μέντας, τελειωμό δεν είχαν οι ποικιλίες που κατανάλωναν οι άνθρωποι, κι αυτό ήταν πράγματι καλό, γιατί το τσάι έκρυβε ιδανικά τη μυρωδιά του στρύχνου. Βέβαια, και ο καφές μια χαρά βόλευε. Γιατί δεν είχε αγοράσει από το σούπερ μάρκετ, όταν πέρασε από εκεί; Έφερε την παλάμη στο στόμα της, για να μην ακούσει ο Βίγκο πόσο βαριά ανάσαινε. Τώρα, τι θα έκανε; Δεν προλάβαινε να πεταχτεί έξω για να αγοράσει καφέ, να βράσει νερό, να ετοιμάσει το ρόφημα και να προσθέσει το εκχύλισμα. «Και λίγο γάλα, αν έχεις», πρόσθεσε ο Βίγκο από την καρέκλα του. «Το στομάχι μου δεν είναι γερό όπως παλιά», σχολίασε και γέλασε έτσι όπως είχε γελάσει πριν από τόσα χρόνια, μ’ εκείνο τον τρόπο που έκανε τη Νέτε να αφεθεί στην αγκαλιά του. «Μισό λεπτό», είπε η Νέτε κι έτρεξε στην κουζίνα για να βάλει το νερό να βράζει. Πήγε στην αποθήκη και διαπίστωσε πως σωστά θυμόταν. Είχε ξεμείνει τελείως από καφέ. Έστρεψε το βλέμμα στην εργαλειοθήκη, άνοιξε το καπάκι και έμεινε να κοιτάζει το σφυρί. Αν σκόπευε να το χρησιμοποιήσει, θα έπρεπε να βάλει δύναμη στο χτύπημα. Μετά, θα είχε και τα αίματα. Μπορεί να γέμιζε ο τόπος. Άρα, μάλλον δεν ήταν αυτή η λύση. Έτσι, πήρε το πορτοφόλι της αποφασιστικά από τον πάγκο, άνοιξε την εξώπορτα του διαμερίσματος και πέρασε στην απέναντι πλευρά, στο διαμέρισμα της γειτόνισσάς της. Πάτησε το κουδούνι για αρκετή ώρα και περίμενε ανυπόμονα, καθώς άκουγε μονάχα τα γρυλίσματα του μικρόσωμου σκύλου πίσω από την πόρτα. Φυσικά, θα μπορούσε να τυλίξει μια πετσέτα φαγητού γύρω από το σφυρί και να καταφέρει το χτύπημα στη βάση του λαιμού του. Αυτό, σχεδόν μετά βεβαιότητας, θα τον έριχνε αναίσθητο, κι έτσι θα μπορούσε να ρίξει το

ΕΝΟΧΗ

409

απόσταγμα του στρύχνου κατευθείαν στο λαρύγγι του, με την άνεσή της. Η Νέτε έγνεψε καταφατικά. Δεν της ήταν ευχάριστη αυτή η προοπτική, όμως αναγκαστικά αυτό έπρεπε να κάνει. Όμως, όπως στράφηκε για να επιστρέψει στο διαμέρισμά της και να ξεμπερδεύει, η πόρτα πίσω της άνοιξε. Η Νέτε, ουσιαστικά, δεν είχε προσέξει ποτέ μέχρι τότε τη γειτόνισσά της. Και τώρα, έτσι όπως έστεκαν η μία απέναντι στην άλλη, αντίκρισε τα κουρασμένα χαρακτηριστικά και το δύσπιστο βλέμμα πίσω από τους χοντρούς φακούς των γυαλιών που φορούσε η ηλικιωμένη γυναίκα. Της πήρε μια στιγμή να συνειδητοποιήσει πως εκείνη δεν την αναγνώρισε. Κατανοητό αυτό. Μια δυο φορές μονάχα είχαν χαιρετηθεί τυπικά όταν συναντήθηκαν στη σκάλα, και, απ’ ό,τι φαινόταν, πρέπει να ήταν τελείως στραβή. «Συγνώμη για την ενόχληση. Η γειτόνισσά σας είμαι, Νέτε Χέρμανσεν ονομάζομαι», της είπε, έχοντας στραμμένο το βλέμμα στο σκυλί που γρύλιζε δίπλα στα πόδια της κυράς του. «Δυστυχώς μου τελείωσε ο καφές κι έχω επισκέπτη στο σπίτι, δε θα μείνει για πολύ, οπότε έλεγα μήπως θα μπορούσατε να...» «Η γειτόνισσά μου ονομάζεται Νέτε Ρόζεν», τη διέκοψε η ηλικιωμένη γυναίκα όλο δυσπιστία. «Το γράφει στην πόρτα της». Η Νέτε πήρε μια βαθιά ανάσα. «Ναι, συγνώμη, δεν το διευκρίνισα. Χέρμανσεν είναι το πατρικό μου, βλέπετε. Έπαψα να χρησιμοποιώ το επίθετο του συζύγου μου. Το άλλαξα και στην πόρτα τώρα». Καθώς η άλλη έσκυβε μπροστά για να βεβαιωθεί, η Νέτε ανασήκωσε τα φρύδια και πήρε χαρωπή έκφραση, προσπαθώντας να δείχνει αξιόπιστη, όπως θα ταίριαζε σε μια καλή γειτόνισσα. Μέσα της, όμως, η απόγνωση τη ρήμαζε. «Θα σας πληρώσω, εννοείται», πρότεινε, καταφέρνοντας να

410

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

ελέγξει την αναπνοή της, καθώς άνοιγε το πορτοφόλι για να πάρει από μέσα ένα χαρτονόμισμα των είκοσι κορονών. «Λυπάμαι, όμως δεν έχω φρέσκο καφέ», απάντησε η ηλικιωμένη γυναίκα. Η Νέτε χαμογέλασε βεβιασμένα, την ευχαρίστησε και έκανε να μπει στο διαμέρισμά της. Αναγκαστικά, θα έπιανε το σφυρί. «Μου βρίσκεται λίγος στιγμιαίος, όμως», ακούστηκε η φωνή πίσω της.

«Επιστρέφω σε μισό λεπτάκι», φώναξε η Νέτε από την κουζίνα, ενώ σέρβιρε το γάλα σε μια γαλατιέρα. «Υπέροχο το σπίτι σου, Νέτε», σχολίασε ο Βίγκο από το άνοιγμα της πόρτας. Το φλιτζάνι παραλίγο να πέσει από τα χέρια της Νέτε, καθώς ο Βίγκο άπλωσε το χέρι για να το πάρει. Δεν έπρεπε να συμβεί αυτό τόσο νωρίς. Πρώτα είχε να προσθέσει το απόσταγμα στρύχνου. Κρατώντας ακόμα το φλιτζάνι, πέρασε από μπροστά του. «Άσε με να σε σερβίρω εγώ. Έλα, κάθισε», του είπε. «Έχουμε πολλά να πούμε μέχρι να έρθει ο δικηγόρος». Τον άκουσε να την ακολουθεί με βαριά βήματα και να κοντοστέκεται στο κατώφλι του καθιστικού. Έριξε μια ματιά προς το μέρος του κι ένιωσε το κορμί της να τινάζεται καθώς ο Βίγκο έσκυβε προς τον κάτω μεντεσέ της πόρτας για να δει τι ήταν αυτό που είχε σκαλώσει εκεί. Η Νέτε κατάλαβε αμέσως. Ώστε εκεί είχε σκιστεί το σακάκι του Τάγκε. «Τι να είναι αυτό;» αναρωτήθηκε χαμογελαστός εκείνος, κρατώντας το σκισμένο ύφασμα. Η Νέτε έδειξε ότι δεν είχε ιδέα κι ύστερα ακούμπησε τη γα-

ΕΝΟΧΗ

411

λατιέρα στο τραπεζάκι, δίπλα στο δοχείο όπου είχε το απόσταγμα στρύχνου. Σε λίγο, ο καφές ήταν έτοιμος. Το γάλα μπορούσε να προστεθεί αργότερα. «Μήπως θα ήθελες λίγη ζάχαρη;» τον ρώτησε, γυρνώντας προς το μέρος του με το φλιτζάνι στο χέρι. Ο Βίγκο στεκόταν μόλις ένα βήμα μπροστά της. «Ελπίζω να μη σου σκίστηκε κάποια φούστα εκεί;» Η Νέτε έκανε να πλησιάσει, δήθεν απορημένη. Τότε, γέλασε σιγανά. «Θεούλη μου, όχι. Ποιος θα φορούσε ρούχο από τέτοιο ύφασμα;» Ο Βίγκο συνοφρυώθηκε, γεγονός που την προβλημάτισε. Αμέσως μετά, πήγε και στάθηκε στο φως των παραθύρων, όπου παρατήρησε για λίγο την υφασμάτινη λωρίδα. Για υπερβολικά πολλή ώρα, με υπερβολική ένταση. Το φλιτζάνι που κρατούσε η Νέτε άρχισε να κουδουνίζει στο πιατάκι του. Ο Βίγκο στράφηκε προς το μέρος της, εντοπίζοντας την πηγή του ήχου. «Νευρική μοιάζεις, Νέτε», είπε, παρατηρώντας το τρεμάμενο χέρι της. «Συμβαίνει κάτι;» «Όχι, τίποτε απολύτως. Τι να συμβαίνει;» Ακούμπησε το φλιτζάνι στο τραπεζάκι δίπλα στην πολυθρόνα. «Κάθισε, Βίγκο. Πρέπει να μιλήσουμε για το λόγο που σου ζήτησα να έρθεις σήμερα εδώ, και δυστυχώς δεν έχω πολύ χρόνο στη διάθεσή μου. Πιες τον καφέ σου και θα σου εξηγήσω πώς έχουν τα πράγματα». Θα σταματούσε, επιτέλους, εκείνος να παρατηρεί το παλιούφασμα; Ο Βίγκο την κοίταξε κατάματα. «Κάπως αναστατωμένη μού φαίνεσαι, Νέτε. Καλά δε λέω;» ρώτησε, γέρνοντας το κεφάλι στο πλάι, όλο απορία, καθώς η Νέτε του έγνεφε να καθίσει.

412

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Τόσο προφανές ήταν, δηλαδή; Θα έπρεπε να ελέγξει καλύτερα τις αντιδράσεις της στη συνέχεια. «Ναι, μάλλον», απάντησε. «Αντιμετωπίζω κάποια θέματα με την υγεία μου, καταλαβαίνεις». «Λυπάμαι που το ακούω», απάντησε ο Βίγκο με ουδέτερη φωνή, ενώ της παρέδιδε το σκισμένο ύφασμα. «Θα έλεγα πως αυτό εδώ είναι κομμάτι από την τσέπη ενός σακακιού. Πώς στην ευχή θα μπορούσε να σκαλώσει ένα τέτοιο κομμάτι ύφασμα στον κάτω μεντεσέ μιας πόρτας;» Η Νέτε πήρε το ύφασμα από το χέρι του και το παρατήρησε προσεκτικότερα. Τι θα μπορούσε να απαντήσει; «Νομίζω πως έχω μια υποψία από πού θα μπορούσε να προέρχεται, αν κι εμένα παράξενο μου φαίνεται». Ανασήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε ανήσυχη. Τι συμβαίνει εδώ πέρα; Πόσα έχει καταλάβει; αναρωτήθηκε. Ο Βίγκο συνοφρυώθηκε. «Κάπως έκπληκτη μου φάνηκες τώρα δα, Νέτε». Πήρε ξανά το σκισμένο ύφασμα και, σαν να το ζύγιζε στην παλάμη του, κάρφωσε το βλέμμα του πάνω της, καθώς οι ρυτίδες στο μέτωπό του βάθαιναν. «Έφτασα μισή ώρα νωρίτερα εδώ, Νέτε. Στάθηκα κάτω από τις καστανιές κι έκανα ένα δυο τσιγάρα για να περάσει η ώρα. Και ξέρεις τι είδα;» Εκείνη έγνεψε αρνητικά, όμως οι ρυτίδες δε χάθηκαν από το μέτωπό του. «Είδα ένα χοντρό άντρα να πλησιάζει, περπατώντας άχαρα σαν πάπια και φορώντας ένα φτηνιάρικο κοστούμι. Και να σου πω κάτι ακόμα; Θα έλεγα πως το κοστούμι ήταν φτιαγμένο από το ίδιο ακριβώς ύφασμα με αυτό εδώ. Τι σύμπτωση, δε συμφωνείς; Και όχι μονάχα αυτό, αλλά ο τύπος χτύπησε το κουδούνι σου. Δεν το βρίσκεις παράξενο, Νέτε;» Ο Βίγκο έγνεψε καταφατικά, σαν να επιβεβαίωνε έτσι τις υπο-

ΕΝΟΧΗ

413

ψίες του. Και τότε, η έκφρασή του άλλαξε. Η Νέτε συνειδητοποίησε πως η επόμενη ερώτηση θα μπορούσε να αποδειχτεί μοιραία. «Το γράμμα έγραφε πως έπρεπε να είμαστε ακριβώς στην ώρα μας. Επειδή είχες κι άλλες υποχρεώσεις, όπως ανέφερες. Θεώρησα πως αυτό σήμαινε πως περίμενες και άλλους επισκέπτες. Μήπως ο άντρας με το φριχτό κοστούμι ήταν ένας από αυτούς; Κι αν ναι, πώς και δεν τον είδα να φεύγει; Μήπως βρίσκεται ακόμα εδώ;» Η Νέτε καταλάβαινε πως η παραμικρή άστοχη αντίδραση θα του έδινε την απάντηση στην ερώτησή του, οπότε το μόνο που έκανε ήταν να χαμογελάσει, καθώς σηκώθηκε όρθια, πήγε στην κουζίνα, άνοιξε την πόρτα της αποθήκης, έσκυψε πάνω από την εργαλειοθήκη και πήρε το σφυρί. Δεν πρόλαβε να το τυλίξει μέσα σε κάποια πετσέτα φαγητού, γιατί ο Βίγκο βρέθηκε πίσω της, επαναλαμβάνοντας την ερώτησή του. Αυτό ήταν το σινιάλο. Με μια αστραπιαία κίνηση, στράφηκε προς το μέρος του και κατέβασε το σφυρί με δύναμη πάνω στον κρόταφό του, τόσο που ακούστηκε ένας δυνατός, ξερός ήχος, σαν κάτι να έσπασε. Ο Βίγκο σωριάστηκε στο πάτωμα τέζα. Το αίμα δεν ήταν πολύ. Μόλις συνειδητοποίησε η Νέτε πως ο άντρας εξακολουθούσε να αναπνέει, επέστρεψε στο καθιστικό κι έφερε τον καφέ του. Εκείνος πνίγηκε καθώς του άνοιγε το στόμα κι έχυνε το ζεστό υγρό μέσα του. Όμως αυτό ήταν όλο. Για μια στιγμή, η Νέτε στάθηκε να τον κοιτάζει. Αν δεν είχε υπάρξει ποτέ ο Βίγκο, η ζωή της θα είχε πάρει διαφορετική πορεία. Τώρα, δεν υπήρχε πια.

414

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Η ντροπή και η αηδία από τα όσα είχε δει να συμβαίνουν εκείνη τη νύχτα στο Ησυχαστήριο τη βάραιναν τόσο πολύ, ώστε τελικά η Νέτε δεν κατάφερε να το κρύψει άλλο. Η Ρίτα τη ρώτησε μερικές φορές τι συνέβαινε, όμως η Νέτε απλώς τραβιόταν από κοντά της. Μονάχα στο σκοτάδι, κάτω από τα σκεπάσματα, την ώρα που έπαιρνε ο ύπνος τη Νέτε, υπήρχε κάποια επαφή μεταξύ τους. Εκείνο το είδος της επαφής που απαιτούσε η Ρίτα, σε αντάλλαγμα για τη φιλία της. Λες και η Νέτε χρειαζόταν άλλο τη φιλία της. Μια ματιά ήταν αυτή που την πρόδωσε τελικά. Κάποιες από τις κοπέλες που δούλευαν στα χωράφια, ντυμένες με φόρμες, είχαν φέρει ένα από τα γουρούνια στο προαύλιο για να το σφάξουν, οπότε η Ρίτα βγήκε από το πλυσταριό για να δει τι συνέβαινε, όπως και η Νέτε από το δωμάτιο ραπτικής, θέλοντας να ανασάνει λίγο καθαρό αέρα. Η Ρίτα αντιλήφθηκε την παρουσία της κι έστρεψε το κεφάλι προς το μέρος της, έτσι που τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν, την ώρα που το ζώο έσκουζε και γρύλιζε φοβισμένο. Ήταν μία από εκείνες τις μέρες που η ραπτική είχε σπάσει τα νεύρα της Νέτε. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να κλάψει με λυγμούς, και η λαχτάρα της για μια καλύτερη ζωή την έκανε πικρόχολη και θυμωμένη. Έτσι, το βλέμμα που έριξε στη Ρίτα φανέρωνε τα συναισθήματά της, και η Ρίτα το ανταπέδωσε με ένα βλέμμα γεμάτο ανησυχία και δυσπιστία. «Λοιπόν, θα μου πεις, επιτέλους, τι τρέχει;» τη ρώτησε επιτακτικά στο δωμάτιό τους, εκείνη τη νύχτα. «Πηδιέσαι με άντρες για να παίρνεις τσιγάρα, σε είδα με τα ίδια μου τα μάτια. Και ξέρω γιατί το έχεις αυτό εδώ». Έχωσε το χέρι της κάτω από το στρώμα της Ρίτα κι έβγαλε το σύρμα που χρησιμοποιούσε εκείνη για να εξουδετερώνει το συναγερμό. Αν ήταν ικανή η Ρίτα να αντιδράσει με ταραχή σε κάτι, το έδει-

ΕΝΟΧΗ

415

χνε τώρα. «Έτσι κι ακούσω πως μίλησες πουθενά γι’ αυτό, θα το πληρώσεις». Τίναξε το δείκτη προς το μέρος της. «Αν με προδώσεις ή με βάλεις σε μπελάδες, θα σε κάνω να φτύσεις το γάλα που βύζαξες, με κατάλαβες;» την προειδοποίησε, με μάτια που γυάλιζαν από οργή. Κι έτσι έγινε. Η Ρίτα πραγματοποίησε την απειλή της, και οι συνέπειες αποδείχτηκαν βαρύτατες και για τις δυο τους. Τώρα, είκοσι πέντε χρόνια αργότερα, η Νέτε είχε κατορθώσει, επιτέλους, να πάρει εκδίκηση, και η Ρίτα με τον Βίγκο βρίσκονταν νεκροί στο αεροστεγές δωμάτιο του διαμερίσματός της. Ένα κομμάτι σκοινί τούς συγκρατούσε στη θέση τους, και τα άλλοτε ζωηρά βλέμματά τους ατένιζαν τώρα το κενό.

32

Νοέμβριος 2010

Ο ΚΟΥΡΤ ΒΕΝΤ ΑΝΗΣΥΧΟΥΣΕ. Από τη στιγμή που πέρασε η Αστυ-

νομία για να μιλήσει με τον Χέρμπερτ Σένερσκο, τη Μίε Νέρβιγ και τον Λούις Πέτερσον, τα πάντα είχαν στραβώσει. Το δίχτυ ασφαλείας που με τόση επιμέλεια είχαν στήσει αυτός και οι ομοϊδεάτες του στην πορεία των χρόνων, ξηλωνόταν ταχύτερα απ’ ό,τι θα μπορούσε να προβλέψει. Ανέκαθεν είχε απόλυτη επίγνωση ότι οι δραστηριότητές του απαιτούσαν τη μέγιστη προσοχή και διακριτικότητα, και για το λόγο αυτό αισθανόταν βέβαιος πως με το που θα προέκυπτε η παραμικρή απειλή, θα ήταν εύκολο για τους ανθρώπους του να την εξουδετερώσουν πριν προλάβει να πάρει διαστάσεις. Αυτό που δεν μπορούσε να προβλέψει ήταν πως κάποια γεγονότα από το μακρινό παρελθόν θα έκαναν πάλι την παρουσία τους για να τον στοιχειώσουν.

416

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Όμως, τι ακριβώς ερευνούσαν εκείνοι οι δύο αστυνομικοί; Κάτι που είχε να κάνει με κάποιο εξαφανισμένο άτομο, του είχε πει ο Χέρμπερτ Σένερσκο. Πώς στην ευχή αμέλησε να ξεψαχνίσει τον Χέρμπερτ σχετικά με το θέμα αυτό, όσο είχε την ευκαιρία; Μήπως ήταν η αστοχία αυτή ένα πρώτο σημάδι γεροντικής άνοιας; Μακάρι όχι. Και τώρα, ο Χέρμπερτ και η Μίε είχαν εξαφανιστεί από προσώπου Γης. Ο Χέρμπερτ δεν είχε στείλει ούτε μία φωτογραφία από το μέρος όπου βρίσκονταν, όπως του είχε ζητήσει να κάνει ο Κουρτ, και το ότι δεν είχε ανταποκριθεί σε αυτό, μονάχα μία εξήγηση θα μπορούσε να έχει. Σε τελική ανάλυση, θα έπρεπε να το είχε προβλέψει. Έπρεπε να είχε καταλάβει από την πρώτη στιγμή πως εκείνος ο φαφλατάς χαρτογιακάς δε θα είχε τα κότσια να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων όταν θα ερχόταν η ώρα. Τράβηξε χειρόφρενο στις σκέψεις του και κούνησε το κεφάλι. Πάλι τα ίδια, επέτρεπε στο μυαλό του να τον παρασύρει. Παλιά, δεν υπέκυπτε έτσι εύκολα. Έπρεπε οπωσδήποτε να διατηρήσει την αυτοκυριαρχία του. Να συγκρατήσει τις αντιδράσεις του. Μπορούσε να πει κανείς με βεβαιότητα πως ο Χέρμπερτ δεν είχε το κουράγιο να ξεφορτωθεί τη Μίε; Άλλωστε, υπήρχαν ένα σωρό άλλοι τρόποι για να δοθεί οριστική λύση στο πρόβλημα, πέρα από τη μέθοδο που είχε απαιτήσει αυτός να εφαρμοστεί. Ίσως μια μέρα να εντοπίζονταν τα αποσυντεθειμένα λείψανα του Χέρμπερτ και της Μίε, πιασμένων χέρι χέρι, σε κάποιο χαντάκι δίπλα σε ένα δρόμο. Μήπως η αυτοκτονία δεν ήταν η καλύτερη λύση στην περίπτωσή τους; Η ιδέα αυτή είχε περάσει και από το μυαλό του Κουρτ, ειδικά αν η χαοτική κατάσταση που είχε δημιουργηθεί εξακολουθούσε να επιδεινώνεται και άρχιζε να αγγίζει και τον ίδιο. Εφόσον τα πράγματα έφταναν εκεί, γνώριζε πολλούς ανώδυνους τρόπους με τους οποίους μπορούσε ο άνθρωπος να εγκαταλείψει το σαρκίο του.

ΕΝΟΧΗ

417

Τι διαφορά θα είχε, άλλωστε; Αυτός ήταν γέρος και η Μπεάτε άρρωστη. Οι γιοι του πατούσαν γερά στα πόδια τους και μπορούσαν να φροντίσουν τον εαυτό τους. Το σπουδαιότερο ήταν το Κόμμα Καθαρότητας, τελικά. Η αντιμετώπιση της κατάπτωσης και της παρακμής που απειλούσε τη δανική κοινωνία. Αυτό δεν ήταν το έργο της ζωής του; Το κόμμα και ο Σκοπός; Αποτελούσε ηθική του υποχρέωση να συνεχίσει να διαφυλάσσει τις αξίες που πρέσβευε, στο λιγοστό χρόνο που του απέμενε. Το να δει το έργο του να ακυρώνεται θα ήταν σχεδόν σαν να μην είχε ζήσει. Σαν να εγκατέλειπε τον κόσμο χωρίς να αφήσει πίσω του απογόνους, χωρίς να αφήσει το σημάδι του. Όλα τα ιδεώδη και τα οράματά του θα αποδεικνύονταν μάταια. Όλοι οι κίνδυνοι και οι ευγενείς φιλοδοξίες θα έχαναν το νόημά τους. Ήταν μια σκέψη αφόρητη για εκείνον, κι έτσι ετοιμάστηκε να δώσει μάχη. Θα χρησιμοποιούσε κάθε μέσο προκειμένου να εμποδίσει την έρευνα της Αστυνομίας, η οποία θα μπορούσε να ανακόψει την πορεία του Κόμματος Καθαρότητας προς το Κοινοβούλιο. Κάθε μέσο. Γι’ αυτό τώρα λάμβανε τα μέτρα του και άρχισε να στέλνει, το ένα μετά το άλλο, γραπτά μηνύματα, που υποχρέωναν τα μέλη του Σκοπού να εφαρμόσουν την απόφαση που λήφθηκε στη συνάντηση μετά την εθνική διάσκεψη. Τα πάντα έπρεπε να καούν! Φάκελοι, παραπεμπτικά, αλληλογραφία, όλα! Τα έγγραφα όπου καταγραφόταν μια προσπάθεια πενήντα χρόνων έπρεπε να γίνουν καπνός, την ίδια κιόλας μέρα. Για τα δικά του αρχεία, δεν είχε κανένα λόγο να ανησυχεί. Οι φάκελοί του βρίσκονταν ασφαλείς στο θωρακισμένο δωμάτιο του βοηθητικού κτιρίου. Σε περίπτωση θανάτου του, είχε αφήσει οδηγίες στον Μίκαελ σχετικά με το τι έπρεπε να τα κάνει. Είχε τακτοποιήσει και αυτή την εκκρεμότητα. Εν ολίγοις, είχε φροντίσει για τη διαδικασία αποτέφρωσης, και

418

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

αυτό ήταν το καλύτερο, σκέφτηκε αργότερα το ίδιο εκείνο απόγευμα του Σαββάτου, όταν χτύπησε το σταθερό του τηλέφωνο. Ήταν ο Κάσπερσεν. «Μίλησα με τον άνθρωπό μας στο Τμήμα Πόλης. Μας έδωσε κάποιες πληροφορίες σχετικά με τους δύο αστυνομικούς που σκάλιζαν το σπίτι του Νέρβιγ. Δεν είναι ευχάριστα τα πράγματα, δυστυχώς». Του εξήγησε πως ο Καρλ Μερκ και ο βοηθός του, ο Χαφέζ αλΆσαντ, ήταν τοποθετημένοι στον επονομαζόμενο Τομέα Q του αρχηγείου της Αστυνομίας. Ο αλ-Άσαντ, απ’ ό,τι φαινόταν, δεν είχε εκπαιδευτεί από την Αστυνομία, όμως διέθετε εκπληκτική διαίσθηση και το όνομά του είχε ακουστεί στα αστυνομικά τμήματα της ευρύτερης περιοχής της πρωτεύουσας. Ο Κουρτ κούνησε το κεφάλι. Ένας Άραβας! Πόσο σιχαινόταν τη σκέψη πως ένας τέτοιος υπάνθρωπος έχωνε τη μύτη του στις υποθέσεις του! Αίσχος! «Σύμφωνα με τον άνθρωπό μας, ο Τομέας Q όπου προΐσταται ο Καρλ Μερκ, ή αλλιώς Τομέας Διερεύνησης Αρχειοθετημένων Υποθέσεων, για να χρησιμοποιήσω την κάπως ανησυχητική επίσημη ονομασία του, ενδεχομένως να αποδειχτεί σοβαρή απειλή. Οι τύποι ειδικεύονται στις ξεχασμένες υποθέσεις και, παρότι ο άνθρωπός μας δεν ήθελε να το παραδεχτεί, έχουν αποδειχτεί ιδιαίτερα αποτελεσματικοί. Το θετικό είναι πως δουλεύουν κυρίως μόνοι τους, οπότε οι υπόλοιποι τομείς πιθανότατα δεν έχουν ιδέα με ποια υπόθεση ασχολούνται ανά πάσα στιγμή». Οι πληροφορίες ανησύχησαν τον Κουρτ Βεντ, και ιδίως το γεγονός πως αυτός ο Τομέας Q ειδικευόταν στο να σκαλίζει βρομιές από το παρελθόν. Ο Κάσπερσεν συνέχισε εξηγώντας ότι είχε ρωτήσει να μάθει πόσο ευάλωτοι θα μπορούσαν να αποδειχτούν εκείνοι οι δύο άντρες, και ο άνθρωπός τους τον είχε ενημερώσει πως, παρότι ο Καρλ

ΕΝΟΧΗ

419

Μερκ κουβαλούσε μια παλιά ιστορία που σκίαζε την πορεία του, μια ιστορία η οποία, στη χειρότερη εκδοχή της, θα μπορούσε να του στοιχίσει μια διαθεσιμότητα, η υπόθεση αυτή πλέον βρισκόταν στα χέρια ικανών συναδέλφων του στα Κεντρικά, και για το λόγο αυτό θα ήταν δύσκολο να υπάρξουν εξωτερικές παρεμβάσεις. Ακόμα κι αν κάτι τέτοιο ήταν εφικτό, θα χρειαζόταν τουλάχιστον μία εβδομάδα για να βγει ο Μερκ εκτός υπηρεσίας, περιθώριο το οποίο, κατά πάσα πιθανότητα, δε διέθεταν οι ίδιοι. Εναλλακτικά, θα μπορούσαν να σκαλίσουν τους όρους απασχόλησης του Χαφέζ αλ-Άσαντ, ώστε να εντοπίσουν κάποιο χρήσιμο στοιχείο εκεί, όμως κι αυτό θα απαιτούσε χρόνο. Χρόνο που και πάλι δε διέθεταν. Ο Κάσπερσεν είχε δίκιο. Αν ήταν να αντιδράσουν, έπρεπε να το κάνουν άμεσα. «Ζήτησε από τον άνθρωπό μας να μου στείλει με e-mail κάποιες φωτογραφίες και των δυο τους», είπε ο Κουρτ κι ύστερα έκλεισε το τηλέφωνο. Το e-mail έφτασε μέσα στην επόμενη ώρα. Εκείνος το άνοιξε και παρατήρησε τα πρόσωπα. Δύο άντρες που χαμογελούσαν λοξά, λες και ο φωτογράφος είχε μόλις κάνει κάποιο βλακώδες αστείο, όμως ίσως και να ήταν χαμόγελα υπεροψίας. Οι δυο τους διέφεραν όπως η μέρα με τη νύχτα. Αμφότεροι απροσδιορίστου ηλικίας, αν και ο Καρλ Μερκ, κατά πάσα πιθανότητα, ήταν μεγαλύτερος από το βοηθό του. Η ηλικία των Αράβων πάντα αποτελούσε ζήτημα για τον Κουρτ Βεντ. «Γελοίοι, δεν πρόκειται να μας εμποδίσετε», είπε μεγαλόφωνα, χτυπώντας την παλάμη του πάνω στην οθόνη, τη στιγμή που το απόρρητο κινητό του άρχισε να χτυπάει. Ήταν ο οδηγός του. «Ναι, Μίκαελ, τι έγινε; Κατάφερες να πάρεις τα αρχεία του Νέρβιγ;» «Δυστυχώς όχι, κύριε Βεντ».

420

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Εκείνος συνοφρυώθηκε. «Τι πάει να πει αυτό;» «Δύο άντρες που επέβαιναν σε ένα σκούρο μπλε Peugeot 607 έφτασαν πρώτοι εκεί. Αστυνομικοί πρέπει να ήταν. Έκοβες τις φάτσες τους από ένα χιλιόμετρο μακριά». Ο Κουρτ κούνησε το κεφάλι με απόγνωση. Δεν μπορεί να συνέβαινε αυτό. «Μήπως ο ένας ήταν Άραβας;» ρώτησε, αν και ήταν ήδη βέβαιος για την απάντηση. «Έτσι μου φάνηκε, ναι». «Περίγραψέ τους». Παρατηρούσε προσεκτικά τα χαρακτηριστικά των δύο αντρών στην οθόνη του υπολογιστή του, την ώρα που ο Μίκαελ τα απαριθμούσε. Είχε κοφτερό μάτι ο Μίκαελ. Η περιγραφή ταίριαζε απόλυτα. Καταστροφή. «Τι μέρος των αρχείων πήραν μαζί τους;» «Τι να σας πω, δεν είμαι σίγουρος. Πάντως, οι τέσσερις αρχειοθήκες που μου είπατε, ήταν άδειες». Κι άλλα άσχημα νέα. «Εντάξει, Μίκαελ. Πρέπει να βρούμε κάποιον τρόπο να ανακτήσουμε αυτά τα αρχεία. Κι αν δεν το καταφέρουμε, πρέπει να φροντίσουμε ώστε οι δύο φίλοι μας να πάθουν κάποιο ατύχημα. Κατανοητό;» «Θα το πω στα παιδιά, θα φροντίσουμε να είμαστε έτοιμοι». «Ωραία. Μάθε πού ακριβώς μένουν και θέσε τους υπό παρακολούθηση σε εικοσιτετράωρη βάση, ώστε να μπορέσουμε να κινηθούμε σε πρώτη ευκαιρία. Τηλεφώνησέ μου να σου δώσω την τελική έγκριση, μόλις έρθει η ώρα».

Ο Κάσπερσεν εμφανίστηκε στο σπίτι του Κουρτ Βεντ λίγες ώρες αργότερα. Πρώτη φορά έδειχνε τόσο ταραγμένος αυτός ο αχρείος δικηγόρος, που δε θα δίσταζε να αποσπάσει και την τελευταία δε-

ΕΝΟΧΗ

421

κάρα από μια πάμφτωχη μητέρα πέντε παιδιών και να την παραδώσει στο βίαιο πρώην σύζυγό της. «Φοβάμαι πως από τη στιγμή που η Μίε Νέρβιγ και ο Χέρμπερτ Σένερσκο δε βρίσκονται εδώ για να υποβάλουν προσωπικά καταγγελία στην Αστυνομία, οι πιθανότητές μας να ανακτήσουμε τα αρχεία είναι λιγοστές, Κουρτ. Δε φαντάζομαι να τράβηξε ο Μίκαελ φωτογραφίες την ώρα που διαπραττόταν αυτή η παρατυπία;» «Όχι, όταν έφτασε, η δουλειά είχε γίνει ήδη. Αλλιώς θα μου τις είχε παραδώσει, δε νομίζεις;» «Καταφέραμε να μάθουμε κάτι από τη γειτόνισσα; Είχε να μας δώσει κάποια πληροφορία;» «Μόνο ότι επρόκειτο για δύο αστυνομικούς από την Κοπεγχάγη. Πάντως, είναι σε θέση να τους αναγνωρίσει, εννοείται, εφόσον χρειαστεί. Έχουν φάτσες που ξεχωρίζουν, απ’ ό,τι μπορώ να καταλάβω». «Ακριβώς. Όμως, μέχρι να καταφέρουμε να ανακτήσουμε αυτά τα αρχεία, όλοι οι φάκελοι θα έχουν εξαφανιστεί στα υπόγεια του αρχηγείου της Αστυνομίας, να είσαι βέβαιος γι’ αυτό. Και δεν έχουμε καμία ξεκάθαρη απόδειξη πως αυτοί οι δύο ήταν υπεύθυνοι για τη διάρρηξη». «Δακτυλικά αποτυπώματα δεν άφησαν;» «Θα μας ήταν παντελώς άχρηστα», απάντησε ο Κάσπερσεν. «Οι δυο τους πέρασαν από το σπίτι των Νέρβιγ την προηγούμενη μέρα, δικαιολογημένα. Απ’ όσο γνωρίζω, η επιστήμη δεν έχει προχωρήσει τόσο ώστε να προσδιορίζει τη χρονική στιγμή που σχηματίστηκε ένα δακτυλικό αποτύπωμα». «Τι να πω, απ’ ό,τι φαίνεται θα πρέπει να καταφύγουμε σε πιο δραστικά μέσα προκειμένου να ξεμπλέξουμε από αυτή την ιστορία. Ενεργοποίησα ήδη αυτή τη διαδικασία. Το μόνο που χρειάζεται να κάνω πλέον, είναι να δώσω το σήμα».

422

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

«Δε φαντάζομαι να υπονοείς πως θα σκοτωθούν άνθρωποι, Κουρτ; Αν αυτό λες, λυπάμαι, όμως δεν μπορώ να συμμετάσχω άλλο σε αυτή τη συζήτηση». «Ηρέμησε, Κάσπερσεν. Θα σε αφήσω απέξω, μην ανησυχείς. Πάντως, να ξέρεις πως τα πράγματα μπορεί να ακολουθήσουν αρκετά βίαιη πορεία για ένα διάστημα, και καλά θα κάνεις να είσαι έτοιμος ώστε να αναλάβεις τα ηνία». «Αυτό, πάλι, τι σημαίνει;» «Αυτό ακριβώς που σου είπα. Εφόσον αυτή η ιστορία καταλήξει έτσι όπως δείχνει τώρα, τότε εκτός από ένα πολιτικό κόμμα, θα έχεις να διαχειριστείς και μια περιουσία εδώ, στην οδό Μπρόντμπιοστερ. Δε θα υπάρχουν ίχνη, και ως εκ της φύσεως των πραγμάτων δε θα είμαι σε θέση να παραστώ σε κανένα δικαστήριο, εφόσον καταλήξουμε εκεί. Alea iacta est. Ο κύβος ερρίφθη». «Θεός φυλάξοι, Κουρτ. Ας προσπαθήσουμε σε πρώτη φάση να επικεντρωθούμε στην ανάκτηση των αρχείων του Νέρβιγ, εντάξει;» απάντησε ο Κάσπερσεν, ακολουθώντας το χρυσό κανόνα όλων των δικηγόρων: ό,τι δεν έχει συζητηθεί, είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ. «Θα επικοινωνήσω με τον άνθρωπό μας στην Αστυνομία. Νομίζω πως μπορούμε να υποθέσουμε με ασφάλεια πως οι φάκελοι βρίσκονται στα Κεντρικά, αυτή τη στιγμή που μιλάμε. Ο Τομέας Q στεγάζεται στο υπόγειο, απ’ ό,τι πληροφορήθηκα. Τη νύχτα δεν υπάρχει ψυχή εκεί κάτω, οπότε είμαι βέβαιος πως δε θα ήταν ιδιαίτερα δύσκολο για έναν αστυνομικό να απομακρύνει το αρχειακό υλικό του Νέρβιγ». Ο Κουρτ τον κοίταξε ανακουφισμένος. Αν είχε δίκιο ο Κάσπερσεν, ουσιαστικά ο σκόπελος είχε ξεπεραστεί. Ήταν μια αισιόδοξη σκέψη, η οποία κατέρρευσε σχεδόν αμέσως μόλις χτύπησε το τηλέφωνό του κι ένας εξοργισμένος Βίλφριντ Λέμπεργκ τον ενημέρωσε πως οι δύο αστυνομικοί είχαν εμφανιστεί στο σπίτι του.

ΕΝΟΧΗ

423

Ο Κουρτ έβαλε την ανοιχτή ακρόαση, ώστε να παρακολουθεί και ο Κάσπερσεν τα διαμειβόμενα. Άλλωστε, τα συμφέροντά του απειλούνταν το ίδιο. «Εμφανίστηκαν τελείως απροειδοποίητα. Με πέτυχαν πάνω που έκαιγα έγγραφα. Αν δεν είχα αντιδράσει γρήγορα, πετώντας τα στη φωτιά, θα είχαμε μπλέξει πολύ άσχημα. Να έχεις το νου σου με δαύτους, Κουρτ. Πριν το καταλάβεις, θα τους βρεις μπροστά στην πόρτα σου ή στην πόρτα κάποιου άλλου δικού μας. Πρέπει να ειδοποιήσεις τους φίλους μας, να είναι προετοιμασμένοι». «Και τι ήθελαν;» «Ιδέα δεν έχω. Νομίζω πως απλώς προσπαθούσαν να με ταράξουν. Πράγμα που μάλλον το κατάφεραν, θα έλεγα. Τώρα ξέρουν σίγουρα πως κάτι συμβαίνει». «Στέλνω αμέσως νέα σειρά γραπτών μηνυμάτων», είπε ο Κάσπερσεν, υποχωρώντας ελαφρά. «Ήρθαν προετοιμασμένοι, Κουρτ. Έμεινα με την αίσθηση πως βασικά εσένα έχουν στο στόχαστρο, όμως πίστεψέ με όταν σου λέω πως ξέρουν περισσότερα απ’ όσα θα θέλαμε, για πολλά ακόμα θέματα. Όχι πως αναφέρθηκαν σε κάτι συγκεκριμένα, όμως κάποια στιγμή ανέφεραν την “Μπένεφις” και μια γυναίκα, ονόματι Νέτε Χέρμανσεν. Σου θυμίζει κάτι αυτό το όνομα; Απ’ ό,τι κατάλαβα, θα περνούσαν από το Νέρεμπρο μετά, προκειμένου να της μιλήσουν. Ίσως να βρίσκονται ήδη εκεί». Ο Κουρτ έτριψε το μέτωπό του. Εντελώς ξαφνικά, η ατμόσφαιρα στο δωμάτιο είχε γίνει πνιγηρή. «Ναι, ξέρω ποια είναι η Νέτε Χέρμανσεν, αν και οφείλω να ομολογήσω πως μου κάνει εντύπωση το ότι ζει ακόμα. Όπως και να ’χει, αυτό είναι κάτι που διορθώνεται. Ας περιμένουμε να δούμε πρώτα τι θα συμβεί μέσα στις επόμενες είκοσι τέσσερις ώρες. Νομίζω πως έχεις δίκιο, για εμένα ενδιαφέρονται κυρίως. Δεν ξέρω γιατί, αλλά δε χρειάζεται και να το μάθω».

424

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

«Τι εννοείς; Δεν μπορεί να μη σε ενδιαφέρει να μάθεις το γιατί, έτσι δεν είναι;» «Αυτό που εννοώ είναι πως, πολύ απλά, τα πάντα ενδεχομένως να τελειώσουν πάρα πολύ σύντομα. Εσύ έχε το νου σου στο κόμμα κι άφησε εμένα να τακτοποιήσω τα υπόλοιπα». Αφού αποχώρησε ο Κάσπερσεν, προφανώς καταπτοημένος από τις τελευταίες εξελίξεις, ο Κουρτ τηλεφώνησε και πάλι στον Μίκαελ και του είπε ότι, αν κινούνταν αμέσως, ίσως και να προλάβαιναν τους δύο αστυνομικούς στο Πέμπλινγκε Ντοσέρινγκ, ώστε να τους παρακολουθήσουν από εκεί και μετά. Μιάμιση ώρα αργότερα, ο Μίκαελ τηλεφώνησε προκειμένου να τον ενημερώσει πως είχαν φτάσει πολύ αργά, αλλά πλέον είχαν αφήσει άνθρωπο στο χώρο στάθμευσης έξω από το σπίτι του Καρλ Μερκ, και ότι ο επιθεωρητής μόλις είχε φτάσει εκεί. Ο Χαφέζ αλ-Άσαντ, όμως, είχε καταφέρει να τους ξεγλιστρήσει. Σε κάθε περίπτωση, το διαμέρισμα στη Χάιμνταλσγκεδε που είχε δηλωθεί στο όνομά του, ήταν τελείως άδειο.

Νωρίς το πρωί της Κυριακής, ο Κουρτ τηλεφώνησε στο γιατρό. Το αγκομαχητό και η ακανόνιστη αναπνοή της Μπεάτε, δίπλα του στο κρεβάτι, είχαν επιδεινωθεί πολύ τις τελευταίες δύο ώρες. «Λοιπόν, Κουρτ», είπε ο γιατρός, ο οποίος ήταν ένας εξαιρετικός επιστήμονας από το Χβιδόβρε. «Όπως καταλαβαίνεις κι εσύ ως συνάδελφος, κρίνοντας από αυτά που μου λες από το τηλέφωνο, φοβάμαι πως δεν απομένει πολύς χρόνος στη σύζυγό σου. Η καρδιά της είναι καταπονημένη, πολύ απλά. Θα έλεγα ότι μιλάμε για μέρες πλέον, αν όχι για ώρες. Είσαι σίγουρος ότι δε θέλεις να καλέσω ασθενοφόρο;» Ο Κουρτ ανασήκωσε τους ώμους. «Σε τι θα ωφελούσε;» είπε.

ΕΝΟΧΗ

425

«Όχι, νομίζω πως προτιμώ να είμαι μόνος μαζί της, μέχρι το τέλος. Όπως και να ’χει, ευχαριστώ». Μόλις έκλεισε το τηλέφωνο, ξάπλωσε στο κρεβάτι δίπλα της κι έπιασε το χέρι της. Εκείνο το ντελικάτο χέρι που τόσες φορές είχε χαϊδέψει το μάγουλό του. Εκείνο το λατρεμένο χέρι. Άφησε το βλέμμα του να ταξιδέψει πέρα από το μπαλκόνι, προς την αυγή, κι ευχήθηκε για μια στιγμή να πίστευε σε κάποιο θεό. Έτσι, θα μπορούσε να πει μια ήσυχη προσευχή για την αγαπημένη του, τις τελευταίες ώρες της. Τρεις μέρες νωρίτερα, αισθανόταν έτοιμος γι’ αυτή την αναπόφευκτη εξέλιξη, έτοιμος να αντιμετωπίσει τον απόηχό της. Τώρα, τα πάντα είχαν αλλάξει. Έριξε μια ματιά στο μπουκαλάκι με τα υπνωτικά χάπια. Ισχυρά και εύκολα στην κατάποση. Θα χρειάζονταν είκοσι δευτερόλεπτα, το πολύ. Χαμογέλασε. Κι ένα λεπτό για να πάει να φέρει ένα ποτήρι νερό, φυσικά. «Τι λες, θα ήταν καλύτερα να τα πάρω τώρα, αγάπη μου;» ψιθύρισε, σφίγγοντας ελαφρά την παλάμη της. Μακάρι να μπορούσε η Μπεάτε να του απαντήσει. Ένιωθε τόσο μόνος. Χάιδεψε τρυφερά τα λεπτά μαλλιά της. Πόσες φορές δεν τα είχε θαυμάσει, την ώρα που εκείνη καθόταν και τα βούρτσιζε μπροστά στον καθρέφτη, έτσι που έλαμπαν στο φως. Πόσο γρήγορα είχε περάσει η ζωή. «Αχ, Μπεάτε. Σε αγάπησα με όλη μου την καρδιά. Ήσουν το φως μου. Αν γινόταν να ζήσω ξανά μαζί σου, θα το έκανα. Κάθε στιγμή. Μακάρι να μπορούσα να σε ξυπνήσω για λίγο, για να σου το πω, πολυαγαπημένη μου». Ύστερα στράφηκε προς το μέρος της και κούρνιασε κοντά στο κορμί της που ανάσαινε αδύναμα, το πιο θεσπέσιο κορμί που είχε γνωρίσει στη ζωή του.

426

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Η ώρα κόντευε δώδεκα όταν ξύπνησε από το κουδούνισμα ενός τηλεφώνου, που όμως σταμάτησε ξαφνικά. Ανασήκωσε ελαφρά το κεφάλι και διαπίστωσε, χωρίς ίχνος ανακούφισης, πως η Μπεάτε εξακολουθούσε να αναπνέει. Δεν μπορούσε να πεθάνει χωρίς να είναι εκείνος αναγκασμένος να την παρακολουθεί; Κούνησε το κεφάλι στη σκέψη αυτή. «Σύνελθε, Κουρτ», μάλωσε τον εαυτό του. Η Μπεάτε δεν υπήρχε περίπτωση να πεθάνει μόνη της, όσο κι αν του στοίχιζε αυτό. Αρνιόταν να επιτρέψει να συμβεί κάτι τέτοιο. Κοίταξε από την μπαλκονόπορτα που έβγαζε στη βεράντα. Ο ουρανός είχε το γκρίζο χρώμα του Νοεμβρίου και ο άνεμος σφύριζε όπως περνούσε ανάμεσα από τα γυμνά κλαδιά των δέντρων. Δεν ήταν καλή μέρα, σκέφτηκε, πιάνοντας και τα δύο κινητά του. Κανένα από τα δύο δεν είχε καταγράψει κάποια αναπάντητη κλήση, όμως στη συνέχεια κοίταξε την οθόνη του σταθερού τηλεφώνου και εκεί είδε έναν άγνωστο αριθμό. Ενεργοποίησε τη λειτουργία κλήσης, αν κι αμέσως διαισθάνθηκε πως δεν έπρεπε να το είχε κάνει. «Σέρεν Μπραντ», είπε μια φωνή που εκείνος δεν είχε καμία διάθεση να ακούσει. «Δεν έχουμε τίποτα να πούμε εμείς οι δύο», είπε απότομα ο Κουρτ. «Δε θα ήμουν και τόσο σίγουρος στη θέση σου. Θα μπορούσα να ρωτήσω αν διάβασες την ανάρτηση στο ιστολόγιό μου σχετικά με την αυτοκτονία του Χανς Κρίστιαν Ντίρμαντ;» Ο άντρας στην άλλη άκρη της γραμμής περίμενε λίγο, για να δει αν θα έπαιρνε κάποια απάντηση. Μάταια. Το κάθαρμα. Το αναθεματισμένο διαδίκτυο.

ΕΝΟΧΗ

427

«Μίλησα με τη χήρα του Ντίρμαντ», συνέχισε ο αλήτης ο δημοσιογράφος. «Δεν μπορεί να καταλάβει πώς συνέβη αυτό το πράγμα. Μήπως έχεις κάποιο σχόλιο επ’ αυτού;» «Κανένα απολύτως. Ελάχιστα γνώριζα τον άνθρωπο. Και τώρα, άκουσέ με προσεκτικά. Είμαι σε κακή κατάσταση αυτές τις ώρες. Η σύζυγός μου είναι ετοιμοθάνατη. Οπότε ελπίζω να έχεις τη στοιχειώδη ανθρωπιά να με αφήσεις στην ησυχία μου, και θα τα πούμε κάποια άλλη στιγμή εμείς οι δύο». «Λυπάμαι που το ακούω. Ετοιμαζόμουν να σου πω ότι έφτασαν στα χέρια μου πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες έχεις μπει στο στόχαστρο της Αστυνομίας σχετικά με μια υπόθεση εξαφάνισης. Όμως έχω την αίσθηση πως δεν πρόκειται να κάνεις κάποιο σχόλιο, σωστά;» «Ποια υπόθεση εξαφάνισης;» Πραγματικά, δεν είχε την παραμικρή ιδέα σε τι αφορούσε αυτή η ιστορία, και ήταν η δεύτερη φορά που του έθιγε κάποιος το συγκεκριμένο ζήτημα. «Αυτό είναι κάτι ανάμεσα σ’ εσένα και την Αστυνομία, έτσι δεν είναι; Πάντως, απ’ ό,τι γνωρίζω, πολύ θα ήθελαν να ανταλλάξουν μαζί μου πληροφορίες σχετικά με το Σκοπό και τις προφανώς εγκληματικές δραστηριότητές του. Επομένως, η τελευταία μου ερώτηση επί του παρόντος είναι κατά πόσο εσύ και ο Βίλφριντ Λέμπεργκ σκοπεύετε να εντάξετε ανάλογες δραστηριότητες, όπως λόγου χάρη οι αναγκαστικές εκτρώσεις, στο επίσημο πρόγραμμα του Κόμματος Καθαρότητας». «Αρκετά με τις συκοφαντίες! Θα ξεκαθαρίσω το θέμα με την Αστυνομία, μην έχεις την παραμικρή αμφιβολία επ’ αυτού. Κι αν δημοσιεύσεις έστω μία λέξη χωρίς αποδείξεις, σου υπόσχομαι πως θα φροντίσω να το πληρώσεις πολύ ακριβά». «Καλώς. Οι αποδείξεις δεν αποτελούν πρόβλημα, μιας και τις ανέφερες, πάντως ευχαριστώ για τα σχόλια. Είναι πάντοτε χρήσιμο να έχεις μια δυο δηλώσεις».

428

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Κι αμέσως μετά έκλεισε το τηλέφωνο. Ο δημοσιογράφος τού έκλεισε το τηλέφωνο. Ο Κουρτ Βεντ ήταν εξαγριωμένος. Σε τι είδους αποδείξεις αναφερόταν; Είχαν διαδοθεί ήδη τόσο πολύ οι πληροφορίες για τα αρχεία του Νέρβιγ; Αυτή η ιστορία θα ήταν η ταφόπλακα του Μπραντ. Το καθίκι! Έπιασε το απόρρητο κινητό του και σχημάτισε τον αριθμό του Κάσπερσεν. «Πού βρισκόμαστε με την επιχείρηση που συζητούσαμε νωρίτερα, Κάσπερσεν;» «Δεν τα πήγαμε καλά, δυστυχώς. Ο άνθρωπός μας μπήκε στα Κεντρικά της Αστυνομίας χωρίς να συναντήσει καμία δυσκολία, όμως μόλις κατέβηκε στο υπόγειο, έπεσε πάνω στον Χαφέζ αλΆσαντ. Απ’ ό,τι φαίνεται, ο τύπος κοιμάται εκεί κάτω». «Να πάρει! Φυλάει το αρχείο του Νέρβιγ, δηλαδή;» «Έτσι φαίνεται, ναι». «Και γιατί δε μου τηλεφώνησες να με ενημερώσεις;» «Σου τηλεφώνησα, Κουρτ. Όχι μία, αλλά πολλές φορές, σήμερα το πρωί. Όχι σε αυτό το νούμερο, στο άλλο». «Δε χρησιμοποιώ το iPhone επί του παρόντος. Για λόγους ασφαλείας». «Μα, και στο σταθερό σού τηλεφώνησα». Άπλωσε το χέρι και κοίταξε την οθόνη της συσκευής. Ο Κάσπερσεν είχε δίκιο. Υπήρχαν αρκετές αναπάντητες κλήσεις πριν από εκείνη του Σέρεν Μπραντ. Ο Κάσπερσεν του τηλεφωνούσε κάθε είκοσι λεπτά από τις οχτώ και μετά. Τόσο βαθιά είχε κοιμηθεί στο πλευρό της Μπεάτε; Μήπως ήταν αυτές οι τελευταίες ώρες της κοινής τους ζωής; Έκλεισε το τηλέφωνο και κοίταξε την Μπεάτε, καθώς σκεφτόταν τι έπρεπε να κάνει. Και οι τρεις έπρεπε να βγουν από τη μέση, δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Ο Άραβας, ο Μερκ και ο Μπραντ. Την τύχη της Νέτε Χέρ-

ΕΝΟΧΗ

429

μανσεν θα την αποφάσιζε αργότερα. Εκείνη δεν ήταν τόσο επικίνδυνη όσο οι άλλοι τρεις. Σχημάτισε τον αριθμό του Μίκαελ από το απόρρητο κινητό του. «Μπορούμε να εντοπίσουμε τον Σέρεν Μπραντ;» «Λογικά, ναι. Επί του παρόντος, βρίσκεται σε ένα εξοχικό σπίτι στο Χέβε». «Πώς το ξέρουμε αυτό;» «Το ξέρουμε επειδή τον παρακολουθούμε από τη στιγμή που έκανε φασαρία στην εθνική διάσκεψη». Ο Κουρτ χαμογέλασε. Ήταν η πρώτη φορά εκείνη τη μέρα. «Εντάξει, Μίκαελ, μπράβο. Με τον Καρλ Μερκ, τι γίνεται; Γνωρίζουμε τις κινήσεις του;» «Βεβαίως. Αυτή τη στιγμή διασχίζει το χώρο στάθμευσης κοντά στο σπίτι του. Ο άνθρωπός μας τον παρακολουθεί. Αν υπάρχει κάποιος που να ξέρει τι κάνει ο τύπος, είναι ο δικός μας. Πρώην στέλεχος της Ασφάλειας. Ακόμα δε γνωρίζουμε πού βρίσκεται ο Άραβας, όμως». «Επ’ αυτού μπορώ να σε διαφωτίσω εγώ. Βρίσκεται στο υπόγειο του αρχηγείου της Αστυνομίας. Μπορείς να στείλεις έναν δικό σου να σταθεί έξω από το ταχυδρομείο, στην απέναντι πλευρά του δρόμου, για να ξέρουμε πότε θα φύγει από εκεί. Κάτι ακόμα, Μίκαελ». «Ναι;» «Όταν θα έχουν πέσει όλοι για ύπνο στο σπίτι του Καρλ Μερκ απόψε, θα συμβεί ένα ατύχημα. Είναι σαφές αυτό;» «Μια φωτιά;» «Ναι. Η οποία θα ξεκινήσει από την κουζίνα. Φρόντισε να πάρει εκρηκτικές διαστάσεις. Μια πυρκαγιά με πολύ καπνό. Πες στους ανθρώπους μας να φροντίσουν να απομακρυνθούν από εκεί χωρίς να γίνουν αντιληπτοί».

430

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

«Θα το αναλάβω προσωπικά, μάλλον». «Ωραία. Κάλυψε τα νώτα σου και απομακρύνσου γρήγορα». «Αυτό θα κάνω. Με τον Σέρεν Μπραντ, τι θα γίνει;» «Βάλε τους ανθρώπους σου να τον κανονίσουν, αμέσως».

33

Νοέμβριος 2010

Ο ΚΑΡΛ ΞΥΠΝΗΣΕ, καθώς κάποιος τον ταρακουνούσε.

Άνοιξε τα μάτια του και διέκρινε θολά μια σιλουέτα σκυμμένη από πάνω του. Δοκίμασε να σηκωθεί, όμως του ήρθε ζαλάδα, κι έτσι ξαφνικά, όσο και ανεξήγητα, βρέθηκε πεσμένος στο πάτωμα, δίπλα στο κρεβάτι του. Κάτι δεν πήγαινε καλά, καθόλου καλά. Σαστισμένος, ένιωσε τον αέρα να εισβάλλει ορμητικά στο δωμάτιο από κάποιο ανοιχτό παράθυρο και μύρισε γκάζι. «Εντάξει, κατάφερα να ξυπνήσω τον Γέσπερ», φώναξε κάποιος από το διάδρομο. «Τον έχει πιάσει εμετός. Τι να κάνω;» «Γύρνα τον στο πλάι. Άνοιξες το παράθυρο;» είπε το ίδιο δυνατά η σκοτεινή φιγούρα στο πλευρό του Καρλ. Ένιωσε ένα δυνατό χαστούκι στο μάγουλό του, κι αμέσως μετά ένα δεύτερο. «Καρλ, κοίταξέ με. Συγκεντρώσου. Είσαι εντάξει;» Εκείνος έγνεψε καταφατικά, αν και δεν ήταν σίγουρος. «Πρέπει να κατεβείς στο ισόγειο, Καρλ. Εδώ πάνω εξακολουθεί να είναι πάρα πολύ το αέριο. Μπορείς να περπατήσεις;» Σηκώθηκε όρθιος με αργές κινήσεις, έφτασε παραπατώντας έως το διάδρομο και με ασταθή βήματα κατέβηκε τη σκάλα. Ένιωθε λες κι έπεφτε σε μια τρύπα. Μόνο όταν βρέθηκε να κάθεται σε μια καρέκλα, μπροστά στην πόρτα του κήπου, τα θολά

ΕΝΟΧΗ

431

περιγράμματα ξεδιάλυναν αρκετά, ώστε να αρχίσει να καταλαβαίνει τι συνέβαινε. Ανασήκωσε το κεφάλι και κοίταξε το σύντροφο του Μόρτεν, ο οποίος στεκόταν στο πλάι του. «Τι κέρατο;» μουρμούρισε. «Εδώ είσαι ακόμα; Τι έγινε, μένεις κι εσύ στο σπίτι τώρα;» «Αν το αποφάσισε, όλοι μας θα πρέπει να του είμαστε ιδιαίτερα ευγνώμονες», ακούστηκε ένα ξερό σχόλιο από το κρεβάτι του Χάρντι. Ο Καρλ έστρεψε το κεφάλι προς το μέρος του, ζαλισμένος ακόμα. «Τι συνέβη;» Ακούστηκε μια φασαρία, καθώς ο Μόρτεν κατέβαζε με τα χίλια ζόρια τον Γέσπερ από τη σκάλα. Ο θετός γιος του Καρλ ήταν σε χειρότερα χάλια ακόμα κι από εκείνη τη φορά που είχε επιστρέψει έπειτα από δύο εβδομάδες ξέφρενου γλεντιού στην Κω. Ο Μίκα έγνεψε προς την κουζίνα. «Κάποιος μπήκε στο σπίτι. Όποιος κι αν ήταν, δε μας συμπαθεί». Με δυσκολία, ο Καρλ σηκώθηκε και πήγε να δει. Το μάτι του έπεσε αμέσως στη φιάλη του γκαζιού, ήταν από εκείνες τις καινούριες, τις έφτιαχναν από σκληρό πλαστικό τώρα πια. Ο ίδιος δε χρησιμοποιούσε τέτοιες στο σπίτι. Προτιμούσε τις παλιές για την ψηστιέρα γκαζιού· μια χαρά έκαναν τη δουλειά τους. Και, τέλος πάντων, τι δουλειά είχε αυτή η φιάλη εδώ, και μάλιστα με ένα κομμάτι λάστιχο προσαρμοσμένο στην παροχή; «Πού βρέθηκε αυτό το ρημάδι εδώ;» ρώτησε, τόσο ζαλισμένος ακόμα, που δεν μπορούσε να θυμηθεί το όνομα του άντρα που στεκόταν δίπλα του. «Πάντως δεν ήταν εδώ στις δύο το πρωί, όταν πέρασα να δω πώς είναι ο Χάρντι», απάντησε ο τύπος. «Ο Χάρντι;» «Ναι, είχε μια αντίδραση στη θεραπεία του χτες. Εμφάνισε

432

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

εξάψεις, πονοκεφάλους. Είναι καλό σημάδι το ότι αντιδρά τόσο έντονα στα ερεθίσματα. Συν του ότι, κατά πάσα πιθανότητα, αυτό ήταν που μας έσωσε τη ζωή». «Όχι, αυτό το έκανες εσύ, Μίκα», φώναξε ο Χάρντι από το κρεβάτι του. Α, γεια σου! Μίκα τον έλεγαν. «Εξήγησε», διέταξε ο Καρλ, καθώς το αστυνομικό του ένστικτο αναλάμβανε δράση. «Παρακολουθούσα τον Χάρντι κάθε δύο ώρες από χτες το βράδυ. Θα μείνω εδώ για μια δυο μέρες, ώστε να μπορώ να δω πώς ακριβώς αντιδρά. Τέλος πάντων, πριν από μισή ώρα χτύπησε το ξυπνητήρι μου, και όταν σηκώθηκα, μου μύρισε γκάζι. Η οσμή ήταν ιδιαίτερα έντονη στο υπόγειο και παραλίγο να με ρίξει λιπόθυμο όταν ανέβηκα εδώ στο ισόγειο. Έκλεισα τη βάνα της φιά­λης και άνοιξα όλα τα παράθυρα, και τότε παρατήρησα πως υπήρχε ένα τηγανάκι πάνω στο μάτι της κουζίνας, το οποίο κάπνιζε. Όταν πλησίασα, κατάλαβα πως ήταν σχεδόν στεγνό, εκτός από μια μικρή ποσότητα ελαιολάδου στον πάτο και ένα καψαλισμένο κομμάτι χαρτιού κουζίνας. Από εκεί έβγαινε ο καπνός». Έγνεψε προς το παράθυρο. «Το πέταξα έξω όσο πιο γρήγορα μπόρεσα. Μια στιγμή ακόμα, και το χαρτί θα είχε πιάσει φωτιά».

Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά στο συνάδελφό του από τον Τομέα Διερεύνησης Πυρκαγιών, Έρλινγκ Χολμ. Τυπικά, η υπόθεση αυτή δεν ανήκε στην αρμοδιότητά του, όμως ο Καρλ δεν ήθελε να εμπλακεί η Αστυνομία του Χίλερεδ, κι εκτός αυτού ο Έρλινγκ ζούσε σε απόσταση μόλις πέντε χιλιομέτρων από το σπίτι του Καρλ, στο Λίνγκε. «Πολύ άσχημη ιστορία, Καρλ. Άλλα είκοσι με τριάντα δευτερόλεπτα ήθελε, και το χαρτί κουζίνας θα είχε πιάσει φωτιά, προ-

ΕΝΟΧΗ

433

καλώντας έκρηξη. Κι απ’ όσο μπορώ να κρίνω από το βάρος της φιάλης, ήδη είχε διαρρεύσει μεγάλη ποσότητα. Με τη βάνα και το φαρδύ ακροφύσιο που διαθέτει, υπολογίζω πως δε θα χρειάστηκαν πάνω από είκοσι λεπτά για να γεμίσει αέριο το σπίτι». Κούνησε το κεφάλι. «Αυτός ήταν και ο λόγος που όποιος έστησε αυτή τη δουλειά δεν άναψε το μάτι στο τέρμα. Ήθελε να έχει γεμίσει το σπίτι αέριο για να γίνει το μπαμ». «Και δε χρειάζεται ιδιαίτερη φαντασία για να μαντέψουμε ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα, σωστά, Έρλινγκ;» «Ας το θέσουμε ως εξής: ο Τομέας Q θα έπρεπε να αναζητήσει καινούριο προϊστάμενο». «Μιλάμε για μεγάλη έκρηξη, δηλαδή;» «Ναι και όχι. Αποτελεσματική, σε κάθε περίπτωση. Όλα τα δωμάτια και ό,τι υπάρχει μέσα σε αυτά θα έπιαναν φωτιά στη στιγμή». «Μα ο Γέσπερ, ο Χάρντι κι εγώ θα είχαμε πεθάνει από την εισπνοή του αερίου πριν προκληθεί η έκρηξη, έτσι δεν είναι;» «Δε θα το έλεγα. Δεν είναι τόσο δηλητηριώδες. Μπορεί να σας προκαλούσε πονοκέφαλο, όμως». Γέλασε. Χωρατατζήδες αυτοί οι τύποι του Τομέα Διερεύνησης Πυρκαγιών. «Θα καιγόσαστε ακαριαία, και όσοι βρίσκονταν στο υπόγειο δε θα μπορούσαν να διαφύγουν. Το πιο σατανικό, όμως, είναι πως τα παιδιά από τον τομέα μας δε θα ήταν σε θέση να εξακριβώσουν αν επρόκειτο για εγκληματική ενέργεια. Κατά πάσα πιθανότητα, θα εντόπιζαν την αιτία της πυρκαγιάς, δηλαδή τη φιάλη και το τηγάνι στην κουζίνα, όμως κάλλιστα θα μπορούσε να θεωρηθεί ατύχημα. Αποτέλεσμα απροσεξίας. Αντιμετωπίζουμε συχνά τέτοιες καταστάσεις πλέον, τώρα που οι πάντες διαθέτουν μπάρμπεκιου. Για να είμαι ειλικρινής, αυτός που έστησε τη δουλειά πιθανώς να τη σκαπουλάρει».

434

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

«Σιγά μην τη σκαπουλάρει, αποκλείεται όσο περνάει από το χέρι μου». «Κάποια σκέψη για το ποιος μπορεί να το έκανε, Καρλ;» «Ναι. Κάποιος που διαθέτει επαγγελματικά αντικλείδια. Η κλειδαριά της εξώπορτας έχει κάμποσα σημάδια. Κατά τα άλλα, ιδέα δεν έχω». «Υποψίες, έστω;» «Η ζωή μου είναι γεμάτη από δαύτες». Ο Καρλ τον ευχαρίστησε και διαβεβαίωσε τον Έρλινγκ πως όλοι στο σπίτι ήταν εντάξει, προτού κάνει μια γρήγορη βόλτα από τους γείτονες για να διαπιστώσει αν κάποιος είχε δει κάτι. Μερικοί ενοχλήθηκαν. Ποιος δε θα ενοχλούνταν αν του χτυπούσαν την πόρτα στις πέντε το πρωί; Γενικά, όμως, οι περισσότεροι φάνηκαν να σοκάρονται πραγματικά, αν και κανείς δεν είχε αντιληφθεί κάποια ύποπτη κίνηση.

Χρειάστηκε λιγότερο από μία ώρα για να καταφθάσει η Βίγκα αναμαλλιασμένη, συνοδευόμενη από τον Γκουρκαμάλ με το τουρμπάνι, τα μεγάλα άσπρα δόντια και τη μακριά γενειάδα του. «Ω Θεέ μου!» αναφώνησε ξέπνοα εκείνη. «Πες μου πως ο Γέσπερ είναι εντάξει». «Μια χαρά είναι. Ξέρασε στον καναπέ και στο κρεβάτι του Χάρντι, όμως κατά τα άλλα δεν έχει το παραμικρό. Πάντως, πρώτη φορά εδώ και χρόνια τον άκουσα να λέει πως ήθελε τη μανούλα του». «Αχ, το χρυσούλι μου!» Ούτε κουβέντα για το πώς ένιωθε ο Καρλ. Η διαφορά ανάμεσα στον οσονούπω πρώην σύζυγο και το γιο της ήταν κάτι περισσότερο από προφανής. Ο Καρλ την άκουγε να κανακεύει το καμάρι της κάπου παραπίσω, όταν χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας.

ΕΝΟΧΗ

435

«Αν είναι ο τύπος με το γκάζι, πες του πως μας περίσσεψε λίγο από την πρώτη φιάλη», φώναξε ο Χάρντι από το κρεβάτι του. «Ας περάσει την άλλη εβδομάδα». Τι στην ευχή τού είχε κάνει ο Μίκα και τον άλλαξε έτσι; αναρωτήθηκε ο Καρλ, ανοίγοντας την πόρτα. Η κοπέλα που στεκόταν μπροστά του ήταν χλομή από την αϋπνία. Είχε σκούρους κύκλους γύρω από τα μάτια, έναν κρίκο περασμένο στο χείλος της και δεν πρέπει να ήταν μεγαλύτερη από δεκάξι χρόνων. «Γεια», είπε. Έδειξε με τον αντίχειρα πάνω από τον ώμο της, προς το σπίτι του γείτονά του, του Κεν, κι έτσι όπως έκανε διάφορα σπαστικά από αμηχανία, κινδύνευε να πάθει καμιά εξάρθρωση. «Βγαίνω με τον Πίτερ, εκεί πέρα μένει, κι είχαμε πάει σε ένα πάρτι, στη Λέσχη Νέων. Έμεινα να κοιμηθώ στο σπίτι του, γιατί το δικό μου είναι στο Μπλόουστρεδ, και δεν έχει λεωφορεία τη νύχτα. Γυρίσαμε πριν από δυο τρεις ώρες, και ο Κεν κατέβηκε να δει αν ήμαστε εντάξει, μετά που περάσατε και ρωτήσατε αν είχε παρατηρήσει κανείς κάποια περίεργη κίνηση κοντά στο σπίτι σας χτες τη νύχτα. Μας είπε τι συνέβη, κι εμείς του είπαμε πως κάτι είχαμε δει την ώρα που γυρνούσαμε στο σπίτι, οπότε ο Κεν μού ζήτησε να έρθω και να σας το πω». Ο Καρλ ανασήκωσε το ένα φρύδι. Προφανώς, δεν ήταν τόσο νυσταγμένη όσο έδειχνε, με τέτοια λογοδιάρροια που την είχε πιάσει. «Μάλιστα. Και τι είδατε, λοιπόν;» «Ήταν ένας άντρας στην πόρτα σας, την ώρα που περνούσαμε από εδώ. Ρώτησα τον Πίτερ αν τον γνώριζε, όμως εκείνος είχε αλλού το μυαλό του». Χαχάνισε. Ο Καρλ επέμεινε. «Πώς έμοιαζε αυτός ο άντρας; Μπόρεσες να διακρίνεις κάτι;» «Ναι, στεκόταν στο φως δίπλα στην πόρτα. Σαν να σκάλιζε την

436

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

κλειδαριά μού φάνηκε, όμως δε γύρισε προς το μέρος μας, οπότε δεν τον είδα από μπροστά». Ο Καρλ ένιωσε τους ώμους του να κρεμάνε κάμποσες μοίρες. «Ήταν σχετικά ψηλός, αρκετά γεροδεμένος απ’ ό,τι μπόρεσα να καταλάβω, και τα ρούχα του ήταν όλα σκούρα. Φορούσε παλτό ή κάποιο φαρδύ αδιάβροχο, κάτι τέτοιο. Κι ένα μαύρο, πλεχτό σκούφο, σαν του Πίτερ. Παρατήρησα τα μαλλιά του, όμως. Πολύ ανοιχτά ξανθά, σχεδόν άσπρα. Κι είχε μια φιάλη γκαζιού στο έδαφος, δίπλα του». Σχεδόν λευκά. Η πληροφορία αυτή, από μόνη της, ήταν σχεδόν αρκετή. Αν είχε καταλάβει σωστά ο Καρλ, ο ξανθομάλλης γορίλας που είχε στη δούλεψή του ο Κουρτ Βεντ, ο άντρας που είχαν δει στο Χέλσκο, διέθετε κι άλλες ικανότητες, πέρα από το να οδηγεί φορτηγάκι. «Ευχαριστώ», είπε. «Είσαι πολύ παρατηρητική και με βοήθησες πραγματικά. Καλά έκανες και ήρθες». Η κοπέλα άρχισε πάλι τα σπαστικά. «Μήπως παρατήρησες αν φορούσε γάντια;» «Α, το ξέχασα αυτό», είπε εκείνη, σταματώντας για μια στιγμή να δοκιμάζει διάφορες συστροφές του σώματός της. «Φορούσε, ναι. Από εκείνα που έχουν τρύπες στις αρθρώσεις». Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά. Σε αυτή την περίπτωση, δε χρειαζόταν να μπει στον κόπο να τσεκάρει την κλειδαριά για αποτυπώματα. Το ζήτημα ήταν αν θα μπορούσαν να εντοπίσουν την προέλευση του ρυθμιστή ροής της φιάλης, που έδειχνε ιδιαίτερος, αν και ο Καρλ πολύ αμφέβαλλε ότι θα οδηγούσε κάπου αυτή η πληροφορία, καθώς λογικά θα υπήρχαν ένα σωρό τέτοιες συσκευές στο εμπόριο. «Λοιπόν, εφόσον όλα είναι εντάξει εδώ, λέω να περάσω από τα Κεντρικά», ανακοίνωσε στους συγκεντρωμένους ενοίκους και

ΕΝΟΧΗ

437

επισκέπτες, λίγες στιγμές αργότερα, οπότε η Βίγκα τον βούτηξε από το μανίκι. «Υπόγραψε αυτό το χαρτί πρώτα. Έχω φέρει ένα αντίγραφο για εσένα, ένα για το δήμο και ένα είναι για εμένα», τον ενημέρωσε, καθώς αράδιαζε και τα τρία πάνω στον πάγκο της κουζίνας. Συμφωνία Διαμοιρασμού Περιουσίας, έγραφε στην κορυφή. Ο Καρλ το διάβασε στα γρήγορα. Το κείμενο ανέφερε ακριβώς όλα όσα είχαν συμφωνήσει την προηγούμενη μέρα. Έτσι, δε θα χρειαζόταν να το ετοιμάσει ο ίδιος. «Μια χαρά το βλέπω, Βίγκα. Τα αναφέρει όλα εδώ, εντάξει. Ακόμα και τις επισκέψεις στη μητέρα σου. Είμαι σίγουρος πως οι Αρχές θα χαρούν να μάθουν πως μου άφησες οχτώ εβδομάδες δια­ κοπών από τη συγκεκριμένη υποχρέωση. Πολύ γενναιόδωρο εκ μέρους σου». Γέλασε σαρκαστικά και υπέγραψε δίπλα στη δική της, ανοικονόμητη υπογραφή. «Έπειτα, είναι και η αίτηση διαζυγίου», είπε η Βίγκα, βάζοντας ένα ακόμα έγγραφο μπροστά του. Ο Καρλ το υπέγραψε χωρίς κανένα δισταγμό. «Ευχαριστώ, αγάπη». Η Βίγκα έμοιαζε σχεδόν συγκινημένη. Καλοσύνη της που τον είπε έτσι, όμως η λέξη τού έφερε στο μυαλό τον Ρολφ της Μόνα, κι αυτός δεν ήταν ο πλέον επιθυμητός συνειρμός. Τον περίμενε ακόμα μακρύς δρόμος για να αποδεχτεί την τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα. Η Μόνα δεν ήταν κάποια τυχαία γυναίκα. Θα του έπαιρνε καιρό για να την ξεπεράσει. Ρουθούνισε. Αγάπη. Κάπως υπερβολική προσφώνηση για να πέσει η αυλαία της σχέσης τους, δεδομένου του πόσο θυελλώδης είχε αποδειχτεί ο γάμος τους. Παρέδωσε τα έγγραφα στον Γκουρκαμάλ, που χαμογελούσε, και ο οποίος υποκλίθηκε ελαφρά, προτού τείνει το χέρι του. «Ευχαριστώ για τη σύζυγό σου», είπε εκείνος, μάλλον με την προφορά των Σιχ, όπως υπέθεσε ο Καρλ. Η συμφωνία έκλεισε.

438

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Η Βίγκα είχε ένα χαμόγελο μέχρι τα αφτιά. «Τώρα που κανονίστηκε και το τυπικό σκέλος, μπορώ να σε πληροφορήσω ότι μετακομίζω στο σπίτι του Γκουρκαμάλ, πάνω από το κατάστημά του, την ερχόμενη εβδομάδα». «Ελπίζω να είναι πιο ζεστά εκεί απ’ ό,τι στο προηγούμενο», σχολίασε ο Καρλ. «Α, μιας και το ανέφερες, το πούλησα χτες για εξακόσιες χιλιάδες. Εκατό χιλιάδες παραπάνω απ’ ό,τι υπολογίσαμε την αξία του στη συμφωνία μας. Σκέφτηκα να κρατήσω εγώ τη διαφορά, αν δεν έχεις αντίρρηση». Ο Καρλ έμεινε άφωνος. Εκείνος ο Κουρκουμάς σίγουρα της είχε μάθει ένα δυο πραγματάκια σχετικά με το πώς γίνονται αυτές οι δουλειές. Ο τύπος έπαιρνε στροφές γρηγορότερα απ’ ό,τι χέζει μια καμήλα, όπως κατά πάσα πιθανότητα θα έλεγε ο Άσαντ.

«Ευτυχώς που σε πέτυχα, Καρλ», είπε ο Λάουρσεν, όταν συναντήθηκαν στα σκαλοπάτια της εισόδου, στα Κεντρικά. «Έρχεσαι πάνω μια στιγμή;» «Θα ανέβαινα ούτως ή άλλως, για να μιλήσω με τον Μάρκους Γιάκομπσεν». «Τώρα μόλις του πήγα το μεσημεριανό. Βρίσκεται σε σύσκεψη. Όλα εντάξει;» «Μια χαρά», απάντησε ο Καρλ. «Αν εξαιρέσουμε το γεγονός πως είναι Δευτέρα, με έγδαρε οικονομικά η οσονούπω πρώην μου, η φιλενάδα μου πηδιέται με κάποιον άλλο, μας δηλητηρίασαν όλους με γκάζι χτες τη νύχτα και το σπίτι παραλίγο να τιναχτεί στον αέρα. Πρόσθεσε σε όλα αυτά τα ζόρια και την πίεση που μου φορτώνει αυτό εδώ το μέρος, και δε θα μπορούσα να είμαι καλύτερα. Κατάφερα να ξεφορτωθώ και τη διάρροια».

ΕΝΟΧΗ

439

«Μια χαρά, λοιπόν», είπε ο Λάουρσεν, τρία σκαλοπάτια μπροστά του. Τίποτα δεν είχε ακούσει. «Πρόσεξέ με», είπε όταν κάθισαν στο δωματιάκι πίσω από την κουζίνα της καντίνας, κυκλωμένοι από ψυγεία και προμήθειες λαχανικών. «Υπήρξε κάποια εξέλιξη στην υπόθεση με το πιστόλι καρφιών. Έχει να κάνει μ’ εκείνη τη φωτογραφία όπου εμφανιζόσουν εσύ και ο Άνκερ, παρέα με τον τύπο που βρέθηκε παραχωμένος στο κιβώτιο. Έβαλαν διάφορα εργαστήρια να την αναλύσουν, και πιστεύω θα ανακουφιστείς όταν σου πω ότι τα περισσότερα θεωρούν πως πρόκειται για ψηφιακά αλλοιωμένη φωτογραφία, φτιαγμένη από διά­φορες πηγές». «Φυσικά και είναι αλλοιωμένη, αυτό τους έλεγα από την πρώτη στιγμή. Στημένη ιστορία. Ίσως να το έκανε κάποιος που στράβωσε μαζί μου κάποτε. Ξέρεις πόσο εκδικητικά είναι ορισμένα από αυτά τα καθάρματα. Κάθονται στις φυλακές χρόνια ολόκληρα και σκέφτονται πώς θα σου τη φέρουν μια μέρα. Λογικό είναι να συμβαίνει αυτό μία στο τόσο. Πάντως, ένα πράγμα μπορώ να σου πω στα σίγουρα: ούτε που ήξερα ποιος ήταν αυτός ο Πιτ Μπόσγουελ, με τον οποίο προσπαθούν να με μπλέξουν». Ο Λάουρσεν έγνεψε καταφατικά. «Η φωτογραφία δεν εμφανίζει μεσοτονικές κουκκίδες. Είναι λες κι έχουν συνενωθεί όλα τα στοιχεία, ακόμα και τα πιο μικρά. Πρώτη φορά συναντώ τέτοια περίπτωση». «Τι σημαίνει αυτό;» «Σημαίνει πως δεν μπορείς να διακρίνεις τη συρραφή, βασικά. Ενδεχομένως χρησιμοποιήθηκαν διάφορες φωτογραφίες, οι οποίες ελήφθησαν σταδιακά, όπως προχωρούσε η επεξεργασία, με κάποια μηχανή Polaroid, για παράδειγμα, κι έπειτα η συνολική εικόνα φωτογραφήθηκε από κάποια αναλογική κάμερα με κανονικό φιλμ, το οποίο δόθηκε για εμφάνιση στη συνέχεια. Ή μπορεί να χρησιμοποιήθηκε κάποιο πρόγραμμα ψηφιακής επεξερ-

440

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

γασίας πάνω στη συρραφή, προτού εκτυπωθεί η φωτογραφία. Δεν είναι σίγουροι. Ούτε μας λέει κάτι το χαρτί». «Ανάθεμα κι αν κατάλαβα πώς γίνονται όλα αυτά». «Εντάξει, οι δυνατότητες είναι αμέτρητες στην εποχή μας. Ή, πιο σωστά, πριν από λίγα χρόνια, όταν ο Πιτ Μπόσγουελ ζούσε ακόμα». «Οπότε τα πράγματα έχουν πάρει το δρόμο τους και όλα θα πάνε καλά, αυτό δε μου λες;» «Κοίτα, γι’ αυτό ζήτησα να σου μιλήσω». Ο Λάουρσεν πρόσφερε μια μπίρα στον Καρλ, την οποία εκείνος αρνήθηκε. «Δεν έχουν καταλήξει ακόμα σε κάποιο συμπέρασμα, όμως το θέμα είναι πως δε θεωρούν όλοι στα εργαστήρια πως η φωτογραφία είναι πλαστή. Σε τελική ανάλυση, αυτά που σου ανέφερα δεν αποδεικνύουν τίποτα, πέρα από το ότι αυτή η ιστορία είναι κάπως ύποπτη. Όμως, απ’ ό,τι έχω ακούσει, οι περισσότεροι πιστεύουν πως κάποιος έβαλε τα δυνατά του για να στήσει μια φωτογραφία που μοιάζει γνήσια». «Και η δική μου θέση ποια είναι; Εξακολουθούν να θέλουν να με βγάλουν στη σέντρα; Προσπαθείς να μου πεις να περιμένω το μπιλιέτο για τη διαθεσιμότητα;» «Όχι, με παρεξήγησες. Αυτό που προσπαθώ να σου πω είναι ότι η όλη ιστορία θα πάρει χρόνο. Όμως νομίζω πως ο Τέργε είναι ο αρμόδιος για να σε ενημερώσει». Έγνεψε προς την τραπεζαρία. «Ο Τέργε Πλουγκ είναι εδώ;» «Ναι, έρχεται κάθε μέρα την ίδια ώρα, αν δεν έχει τρεχάματα εκτός κτιρίου. Είναι ένας από τους τακτικότερους πελάτες μου, αλήθεια, οπότε προσπάθησε να του μιλήσεις όμορφα». Βρήκε τον Πλουγκ να κάθεται σε μια γωνιά της αίθουσας. «Κρυφτούλι παίζουμε, Τέργε;» αστειεύτηκε ο Κάρλ, όπως καθόταν και ακουμπούσε τους αγκώνες του πάνω στο τραπέζι, σε μικρή απόσταση από το αφόρητα υγιεινό πιάτο με λαχανικά που είχε μπροστά του ο Πλουγκ.

ΕΝΟΧΗ

441

«Χαίρομαι που σε βλέπω, Καρλ. Ακριβοθώρητος είσαι τον τελευταίο καιρό. Σου είπε ο Λάουρσεν τι έγινε με τη φωτογραφία;» «Ναι, κάτι μου ανέφερε. Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, δεν έχω ξεμπερδέψει τελείως ακόμα». «Να ξεμπερδέψεις; Μα κανείς δε σε κατηγορεί για κάτι, απ’ όσο γνωρίζω. Λάθος κάνω;» Ο Καρλ τίναξε το κεφάλι προς τα πίσω. «Επισήμως, όχι». «Άρα, είμαστε εντάξει. Τέλος πάντων, έτσι έχει η κατάσταση επί του παρόντος. Θα μαζευτούμε για να συζητήσουμε τις εξελίξεις κάποια στιγμή. Δηλαδή εγώ, οι συνάδελφοι που ερευνούν τους φόνους στο μηχανουργείο στο Σόρε, καθώς και τα παλικάρια από την Ολλανδία που ασχολούνται με τις δολοφονίες που έγιναν στο Σχίνταμ. Σε μερικές εβδομάδες, ίσως σε κάνα δυο μήνες, θα τα βάλουμε κάτω να δούμε τι έχουμε σχετικά με αυτές τις υποθέσεις όπου εμπλέκεται πιστόλι καρφιών. Γεγονότα, αποδεικτικά στοιχεία, συνοδευτικό υλικό, τα πάντα». «Και κάπου τώρα θα μου πετάξεις πως πρόκειται να κληθώ ως μάρτυρας». «Όχι, το αντίθετο μάλιστα. Δεν πρόκειται να κληθείς». «Και γιατί όχι; Επειδή θεωρούμαι ύποπτος;» «Ηρέμησε, Καρλ. Κάποιος θέλει να σου προκαλέσει πρόβλημα, το καταλαβαίνουμε αυτό. Και όχι, δε θεωρείσαι ύποπτος. Όμως, μόλις φτάσουμε στο σημείο να ετοιμάσουμε το κείμενο της κοινής αναφοράς, θα θέλαμε να το αξιολογήσεις». «Μάλιστα. Και όλα αυτά παρότι τα δακτυλικά μου αποτυπώματα βρέθηκαν στα νομίσματα, παρά την πειραγμένη φωτογραφία και παρά το γεγονός ότι ο Χάρντι θεωρεί πως ο Άνκερ ήταν μπλεγμένος με τον Τζαμαϊκανό φίλο μας, κι εγώ ενδεχομένως να γνώριζα τον Γκέοργκ Μάντσεν;» «Παρ’ όλα αυτά, ναι. Όπως το βλέπω εγώ, εσύ είσαι αυτός που

442

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

θα βγει περισσότερο κερδισμένος από την όσο το δυνατόν λεπτομερέστερη διερεύνηση αυτής της υπόθεσης». Χτύπησε φιλικά τη ράχη της παλάμης του Καρλ. Ήταν μια μάλλον συγκινητική χειρονομία.

«Μιλάμε για έναν καλό, έντιμο αστυνομικό που προσπαθεί να κάνει τη δουλειά του όπως πρέπει, και νομίζω πως οφείλουμε να σεβόμαστε τον Τέργε γι’ αυτό, Καρλ», είπε ο διοικητής. Το γωνιακό γραφείο του Γιάκομπσεν έζεχνε ακόμα από το «Πιάτο Ημέρας» που σέρβιρε ο Λάουρσεν. Τι είχε πάθει η κυρία Σέρενσεν και είχε επιτρέψει να υπάρχουν τριγύρω βρόμικα πιάτα και μαχαιροπίρουνα για περισσότερο από πέντε λεπτά; «Ναι, αν το δεις από αυτή τη σκοπιά». Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά. «Πάντως, είμαι ακόμα στην τσίτα. Αυτή η ιστορία έχει αρχίσει να μου τη δίνει». Ο Μάρκους ανταπέδωσε το καταφατικό νεύμα. «Μίλησα με τον Έρλινγκ, από τον Τομέα Διερεύνησης Πυρκαγιών. Έμαθα πως είχες επισκέψεις χτες τη νύχτα». «Δεν έγινε τίποτα». «Όχι, και δόξα τω Θεώ να λέμε! Όμως για ποιο λόγο συνέβη αυτό, Καρλ;» «Επειδή κάποιος θέλει να με βγάλει από τη μέση. Και δε νομίζω πως αυτός ο κάποιος είναι μια από τις γκόμενες που παράτησε ο θετός γιος μου». Προσπάθησε να χαμογελάσει. «Τότε, ποιος μπορεί να είναι;» «Κατά πάσα πιθανότητα, κάποιος από τους ανθρώπους του Κουρτ Βεντ. Ξέρεις, από το Κόμμα Καθαρότητας». Ο Γιάκομπσεν έγνεψε και πάλι καταφατικά. «Του δημιουργούμε πρόβλημα. Αυτός είναι και ο λόγος που πέρασα να σε δω. Θέλω να μπει κοριός στο τηλέφωνό του. Το ίδιο

ΕΝΟΧΗ

443

και στο τηλέφωνο ενός κυρίου ονόματι Βίλφριντ Λέμπεργκ, καθώς κι ενός δημοσιογράφου, του Λούις Πέτερσον». «Δυστυχώς, δεν μπορώ να εγκρίνω μια τέτοια κίνηση, Καρλ». Ο Καρλ θέλησε να μάθει το γιατί, ενοχλημένος αρχικά, ενώ στην πορεία κρέμασε μούτρα, προτού τελικά εγκαταλείψει την προσπάθεια, ανασηκώνοντας τους ώμους, αφού δεν κατάφερε τίποτα. Το μόνο που απέσπασε από αυτή τη συνάντηση ήταν μια προειδοποίηση να έχει το νου του, καθώς και ρητές οδηγίες να ενημερώσει σε περίπτωση που συνέβαινε οτιδήποτε το ασυνήθιστο. Ασυνήθιστο. Άντε τώρα να βγάλεις άκρη με αυτή τη λέξη εκεί πέρα. Τα πάντα στη δουλειά τους ασυνήθιστα ήταν, ευτυχώς δηλαδή. Ο Καρλ σηκώθηκε από την καρέκλα του. Ασυνήθιστο. Αναρωτήθηκε τι θα έλεγε ο προϊστάμενός του έτσι και ήξερε για τους φακέλους που στοιβάζονταν στα μισοσκότεινα γραφεία του Τομέα Q, το αρχειακό υλικό που είχαν εξασφαλίσει με έναν τρόπο που, ακόμα και για τα δικά τους μέτρα, ήταν ασυνήθιστα αμφιλεγόμενος.

Για πρώτη φορά, και οι δύο γραμματείς τού έγνεψαν εύθυμα πίσω από το γραφείο τους, την ώρα που έβγαινε. «Γεια, Καρλ», είπε η Λις, με σοροπιαστή φωνή, και το επόμενο δευτερόλεπτο η κυρία Σέρενσεν τιτίβισε τον ίδιο ακριβώς χαιρετισμό. Ίδια λόγια, ίδιος τόνος, ίδιο θελκτικό χαμόγελο. Αυτό κι αν ήταν ανατροπή. «Εεε... Κάτα!» τραύλισε, απευθυνόμενος στη γυναίκα της ­οποίας η παρουσία μέχρι πρότινος ήταν αρκετή για να αναγκάζει ολόκληρες ομάδες σκληροτράχηλων αστυνομικών, μεταξύ των ­οποίων και τον ίδιο τον Καρλ, να προτιμούν να κάνουν μεγάλες παρακάμψεις, μόνο και μόνο για να αποφύγουν να περάσουν από μπρο-

444

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

στά της. «Μήπως θα ήθελες να μου πεις τι ακριβώς αφορούσαν εκείνα τα σεμινάρια που έκανες; Δε φαντάζομαι να είναι τίποτα κολλητικό;» Η γυναίκα ανασήκωσε τους ώμους, ενδεχομένως σε μια κίνηση που σκοπό είχε να εκφράσει τη χαρά της που της έγινε αυτή η ερώτηση, και ύστερα χαμογέλασε πλατιά στη Λις, προτού πλησιά­ σει ανησυχητικά κοντά στον Καρλ. «Σεμινάρια νευρογλωσσικού προγραμματισμού», είπε με μια φωνή που ξαφνικά ακουγόταν διαποτισμένη από μυστήριο, λες κι ετοιμαζόταν να ξελογιάσει κάποιον Άραβα σεΐχη. «Είναι κάπως δύσκολο να σου το εξηγήσω ακριβώς, όμως επίτρεψέ μου να σου δώσω ένα παράδειγμα». Νέο ανασήκωμα των ώμων, σαν μια μικρή πρόγευση των όσων τον περίμεναν στη συνέχεια. Εκείνη έπιασε την τσάντα της και βάλθηκε να την ψαχου­λεύει, οπότε κάποια στιγμή έβγαλε ένα κομμάτι κιμωλίας. Ασυνήθιστο αντικείμενο για γυναικεία τσάντα. Έπειτα έσκυψε και σχεδίασε δύο κύκλους στο πάτωμα, γεγονός που από μόνο του θα ήταν αρκετό για να την κάνει να λιποθυμήσει, λίγες μόλις εβδομάδες νωρίτερα. Και άλλους, επίσης. Στη συνέχεια σχεδίασε ένα – στον ένα κι ένα + στον άλλο. «Ορίστε, Καρλ. Ένας θετικός κύκλος κι ένας αρνητικός. Τώρα θέλω να σταθείς πρώτα στον ένα και ύστερα στον άλλο, και να πεις την ίδια ακριβώς πρόταση. Στον αρνητικό κύκλο φαντάσου πως μιλάς σε κάποιο άτομο που αντιπαθείς και στο θετικό κύκλο σε κάποιο άτομο που του έχεις αδυναμία». «Μάλιστα. Δηλαδή, αυτό ήταν το αποτέλεσμα των σεμιναρίων; Γιατί αυτό που λες, το καταφέρνω ήδη μια χαρά». «Έλα, λοιπόν, για να σε ακούσουμε», τον παρότρυνε η Λις, σταυρώνοντας τα μπράτσα μπροστά στο λαχταριστό στήθος της, πλησιάζοντας.

ΕΝΟΧΗ

445

Ποιος θα μπορούσε να αρνηθεί; «Διάλεξε μια απλή φράση, όπως για παράδειγμα το “βλέπω πως άλλαξες χτένισμα”. Πρώτα πες την ευγενικά, κι ύστερα όχι και τόσο ευγενικά». «Δεν καταλαβαίνω», είπε ο Καρλ ψέματα, καθώς παρατηρούσε τα κοντοκουρεμένα μαλλιά και των δύο γυναικών. Η δοκιμασία προμηνυόταν πανεύκολη. Ο θάμνος της κυρίας Σέρενσεν δε συγκρινόταν με τα μαλλιά της Λις, αν έπρεπε να το σχολιάσει. «Εντάξει, εγώ θα δώσω το θετικό παράδειγμα», είπε η Λις. «Κι ύστερα η Κάτα θα αναλάβει το αρνητικό». Για μισό λεπτό, ανάποδα έπρεπε να το κάνουν, σκέφτηκε ο Καρλ, διαγράφοντας αφηρημένα ένα μικρό κύκλο με το πόδι του. «Βλέπω πως άλλαξες χτένισμα!» είπε χαμογελαστή η Λις. «Έτσι μιλάς σε έναν άνθρωπο που συμπαθείς. Σειρά σου τώρα, Κάτα». Η κυρία Σέρενσεν γέλασε, κι ύστερα ετοιμάστηκε. «Βλέπω πως άλλαξες χτένισμα!» είπε χολωμένα, με ζήλια. Έδειχνε πραγματικά φοβερή. Ακριβώς όπως τον παλιό, καλό καιρό. Και οι δύο γυναίκες ξεράθηκαν στα γέλια. Πολύ κοριτσίστικο. «Τι, αυτό ήταν; Εντάξει, δεν επρόκειτο και για καμιά κοσμογονική διαφορά, καλά δε λέω; Τι υποτίθεται πως πρέπει να καταλάβω απ’ όλη αυτή την ιστορία;» Η κυρία Σέρενσεν σοβαρεύτηκε. «Το θέμα είναι πως αυτού του είδους οι ασκήσεις σε μαθαίνουν να καταλαβαίνεις τον τρόπο με τον οποίο μικρές μεταβολές στον τόνο της φωνής μπορούν να επηρεάσουν το περιβάλλον σου με διάφορους τρόπους. Αντιλαμβάνεσαι, έτσι, την επίδραση που έχουν τα όσα λες και το είδος των μηνυμάτων που στέλνεις. Και βέβαια, ως επιπλέον μπόνους, το πώς επηρεάζουν όλα αυτά τον εαυτό σου». «Σαν να λέμε, “όπως φέρεσαι θα σου φέρονται”».

446

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

«Θα μπορούσες να το πεις κι έτσι. Εσύ ξέρεις πώς επιδράς στο περιβάλλον σου, Καρλ; Να τι μπορούν να σου διδάξουν τα σεμινάρια». Αυτά τα πράγματα τα έμαθα όταν ήμουν εφτά χρόνων, σκέφτηκε εκείνος. «Μερικές φορές, τα σχόλια που κάνεις ακούγονται κάπως σκληρά, Καρλ», συνέχισε η κυρία Σέρενσεν. Ευχαριστώ για τη φιλοφρόνηση. Για δες ποιος μιλάει, σκέφτηκε. «Λοιπόν, σας ευχαριστώ και τις δύο που είχατε την καλοσύνη να διευρύνετε τους ορίζοντές μου», ήταν το σχόλιο που έκανε τελικά, ανυπομονώντας πλέον να φύγει από εκεί πέρα. «Σίγουρα θα τα σκεφτώ όλα αυτά». «Δοκίμασε πρώτα την άσκηση, Καρλ. Πάρε θέση στον ένα από τους κύκλους», τον παρότρυνε η κυρία Σέρενσεν, γνωστή πλέον και ως Κάτα. Έκανε να του υποδείξει τον κύκλο με τον οποίο θα έπρεπε να ξεκινήσει, όμως διαπίστωσε πως ο Καρλ είχε καταφέρει να σβήσει το μεγαλύτερο μέρος με τη μύτη του παπουτσιού του, όση ώρα εκείνες χαζολογούσαν. «Ουπς», έκανε ο Καρλ. «Λυπάμαι ειλικρινά». Απομακρύνθηκε από την αύρα τους. «Καλό σας απόγευμα, κυρίες μου. Κοιτάξτε να μη χάσετε το κέφι σας, εντάξει;»

34

Σεπτέμβριος 1987

ΕΤΣΙ ΟΠΩΣ ΣΤΕΚΟΤΑΝ και χάζευε έξω από το παράθυρο, ένα μέ-

ρος του μίσους που ένιωθε είχε εξανεμιστεί, λες και το χτύπημα στον κρόταφο του Βίγκο και οι τελευταίες ανάσες που πήρε εκείνος αφού του έδωσε να πιει το απόσταγμα στρύχνου, είχαν αφαιρέσει μια σκλήθρα από το μυαλό της.

ΕΝΟΧΗ

447

Το βλέμμα της ακολούθησε την Πέμπλινγκε Ντοσέρινγκ και τα πλήθη των ανθρώπων που απολάμβαναν τις τελευταίες μέρες του καλοκαιριού. Άνθρωποι απλοί, καθένας με τη δική του ζωή και μοίρα, και οι περισσότεροι έκρυβαν, κατά πάσα πιθανότητα, κάποια μυστικά από το παρελθόν τους. Τα χείλη της άρχισαν να τρέμουν. Εντελώς ξαφνικά, ένιωσε να λυγίζει από τη συναισθηματική φόρτιση. Ακόμα και ο Τάγκε, η Ρίτα και ο Βίγκο άνθρωποι ήταν στα μάτια του Θεού, και τώρα κείτονταν νεκροί, από το δικό της χέρι. Έκλεισε τα μάτια της και θυμήθηκε όλα όσα είχαν προηγηθεί. Το πρόσωπο του Βίγκο εξέπεμπε τόση ζεστασιά όταν του άνοιξε την πόρτα. Ο Τάγκε έμοιαζε πραγματικά ευγνώμων. Και τώρα ήταν η σειρά του Νέρβιγ. Του δικηγόρου που αρνήθηκε να την ακούσει, όταν εκείνη χρειαζόταν απεγνωσμένα λίγη βοήθεια. Του ανθρώπου που είχε διαφυλάξει με λύσσα το καλό όνομα του Κουρτ Βεντ, αδιαφορώντας για την τύχη της ίδιας. Όμως είχε, άραγε, δικαίωμα η Νέτε να του κάνει ό,τι της είχε κάνει κι εκείνος; Να του στερήσει τη ζωή; Η αμφιβολία εξακολουθούσε να φωλιάζει μέσα της όταν εντόπισε τη νευρώδη σιλουέτα του δίπλα στη λίμνη, μπροστά από το κτίριο όπου είχε το διαμέρισμά της. Παρότι είχαν περάσει πάνω από τριάντα χρόνια, τον αναγνώρισε αμέσως. Εξακολουθούσε να έχει αδυναμία στα ­τουίντ σακάκια με τα δερμάτινα κουμπιά. Κρατούσε πάντα εκείνο τον καφετή χαρτοφύλακα κάτω από το μπράτσο του. Φαινομενικά, έδειχνε ίδιος κι απαράλλακτος, κι όμως η Νέτε διαισθανόταν από τη γλώσσα του σώματός του πως ίσως να μην ήταν τα πάντα όπως παλιά. Ο άντρας έκανε μερικά βήματα πέρα δώθε κάτω από τις καστανιές, κοιτάζοντας κάθε τόσο προς τη λίμνη. Έβγαλε ένα μαντίλι από την τσέπη του και το έφερε πάνω στο πρόσωπό του, σαν να σκούπιζε τον ιδρώτα, ή ίσως τα δάκρυά του.

448

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Και τότε, η Νέτε παρατήρησε πως το σακάκι τού έπεφτε μεγάλο, το ίδιο και το παντελόνι του. Κρέμαγαν στους ώμους και στα γόνατα, αντίστοιχα. Ήταν ρούχα αγορασμένα σε καλύτερες εποχές, για ένα σώμα σε καλύτερη κατάσταση. Για μια στιγμή λυπήθηκε τον άνθρωπο, ο οποίος ήταν ανύποπτος καθώς πλησίαζε στον τάφο του. Κι αν είχε παιδιά που τον αγαπούσαν; Εγγόνια; Η σκέψη και μόνο ήταν αρκετή για να την κάνει να σφίξει τις γροθιές της. Τα βλέφαρά της τρεμόπαιξαν. Μήπως η ίδια κατάφερε να αποκτήσει παιδιά που θα την αγαπούσαν; Και ποιος έφταιγε γι’ αυτό; Όχι. Έπρεπε να κοιτάξει τον εαυτό της και να παραμείνει συγκεντρωμένη. Αύριο το απόγευμα θα άφηνε πίσω της αυτή τη ζωή. Πρώτα, όμως, έπρεπε να ολοκληρώσει ό,τι είχε ξεκινήσει. Είχε υποσχεθεί σε αυτό τον άντρα, δικηγόρο στο επάγγελμα, πως θα του παραχωρούσε δέκα εκατομμύρια κορόνες. Το είχε κάνει εγγράφως, κι ένας τέτοιος άνθρωπος δεν υπήρχε περίπτωση να της επιτρέψει να υπαναχωρήσει. Ειδικά ο Φιλίπ Νέρβιγ.

Στεκόταν μπροστά της, όχι τόσο ψηλός όσο τον θυμόταν, κοιτάζοντάς τη σαν μετανιωμένο κουτάβι, με φρύδια ανασηκωμένα. Λες κι εκείνη η συνάντηση μαζί της ήταν μεγίστης σημασίας για τον ίδιο, και ζωτικής σημασίας η πρώτη εντύπωση που θα της έδινε. Τα μάτια του ήταν πολύ πιο ψυχρά τότε που έλεγε ψέματα στο δικαστήριο και την παρέσερνε ώστε να δώσει αφελείς απαντήσεις. Δε δίστασε στιγμή, ούτε επέτρεψε στον εαυτό του να συγκινηθεί από τα φορτισμένα ξεσπάσματά της. Οι λυγμοί της δεν άγγιξαν τα κουφά αφτιά του, ακριβώς όπως τα δάκρυά της δεν άγγιξαν τα τυφλά μάτια του.

ΕΝΟΧΗ

449

Ήταν δυνατόν αυτά τα μάτια που με τόση ταπεινότητα χαμήλωσαν, καθώς του άνοιγε την πόρτα, να ήταν εκείνα τα ασυγκίνητα μάτια που αντίκρισε στο δικαστήριο; Η ίδια ανελέητη φωνή ήταν αυτή που τώρα την ευχαριστούσε για την πρόσκλησή της; Τον ρώτησε αν θα ήθελε λίγο τσάι, κι εκείνος δέχτηκε ευχαρίστως, ενώ πάλευε να πάρει το βλέμμα του από το πάτωμα και να την κοιτάξει καταπρόσωπο. Η Νέτε τού έδωσε το φλιτζάνι και τον παρακολούθησε καθώς άδειαζε το περιεχόμενό του. Το μέτωπό του ζάρωσε φευγαλέα. Ίσως να μην του άρεσε η γεύση, σκέφτηκε αρχικά εκείνη, όμως λίγο μετά ο Νέρβιγ έτεινε το φλιτζάνι του και ζήτησε λίγο ακόμα τσάι. «Φοβάμαι πως χρειάζομαι βοήθεια για να στυλωθώ, κυρία Χέρμανσεν. Είναι τόσα πολλά αυτά που πρέπει να σας πω». Επιτέλους, ανασήκωσε το κεφάλι και την κοίταξε. Και τότε, λόγια τα οποία δε θα έπρεπε να είχαν ειπωθεί ποτέ άρχισαν να ρέουν ασυγκράτητα από τα χείλη του. Όμως η στιγμή για μια τέτοια εξομολόγηση είχε παρέλθει προ πολλού. «Μόλις έλαβα το γράμμα σου, Νέτε...» Έκανε μια παύση. «Με συγχωρείς, μου επιτρέπεις να σου μιλώ στον ενικό;» Εκείνη έγνεψε καταφατικά, σχεδόν ανεπαίσθητα. Δεν είχε κανένα πρόβλημα να της μιλάει στον ενικό πριν από τόσα χρόνια, οπότε γιατί προβληματιζόταν τώρα; «Μόλις έλαβα το γράμμα σου, βρέθηκα ξαφνικά αντιμέτωπος με κάτι που με κατέτρωγε εδώ και πάρα πολύ καιρό. Κάτι για το οποίο θα ήθελα να εξιλεωθώ, αν πράγματι είναι εφικτό αυτό. Οφείλω να ομολογήσω πως ήρθα στην Κοπεγχάγη σήμερα με σκοπό να σώσω όχι μόνο τη δική μου ζωή, αλλά και αυτή της οικογένειάς μου. Τα χρήματα δε μου είναι αδιάφορα, οφείλω να το παραδεχτώ, όμως παράλληλα ήρθα εδώ για να ζητήσω συγνώμη».

450

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Ξερόβηξε και ήπιε μία ακόμα γερή γουλιά από το τσάι του. «Τα τελευταία χρόνια, πολλές φορές ήρθε στο νου μου η εικόνα εκείνης της απελπισμένης κοπέλας που αναζήτησε το δίκιο της στο δικαστήριο, για να καταλήξει έγκλειστη στο άσυλο του Μπράινινγκ. Και αναρωτήθηκα τι διάολο με έπιασε τότε να αποκρούσω τις κατηγορίες που απηύθυνες εις βάρος του Κουρτ Βεντ. Ήξερα, βέβαια, πως τα όσα έλεγες ενδεχομένως ήταν αλήθεια. Όλη εκείνη η ιστορία, πως δήθεν ήσουν λειψή στο μυαλό κι επικίνδυνη, προφανώς καμία σχέση δεν είχε με την κοπέλα που στεκόταν μπροστά μου στη θέση του μάρτυρα και αγωνιζόταν για τη ζωή της». Έσκυψε το κεφάλι για μια στιγμή. Και όταν το ξανασήκωσε, η επιδερμίδα του έμοιαζε ακόμα πιο πανιασμένη απ’ ό,τι πριν. «Μόλις έληξε η δίκη, πίεσα τον εαυτό μου και σε έβγαλα από το μυαλό μου. Και τα κατάφερα, σε είχα διαγράψει από τη μνήμη μου, έως τη μέρα που διάβασα για εσένα στα περιοδικά. Έμαθα πως είχες παντρευτεί τον Αντρέας Ρόζεν. Μια τόσο ευφυής, πανέμορφη γυναίκα». Έγνεψε καταφατικά, σαν να αναγνώριζε την αλήθεια. «Αναγνώρισα το πρόσωπό σου αμέσως. Μεμιάς, οι αναμνήσεις με κυρίευσαν, και ντράπηκα για τον εαυτό μου». Ήπιε ξανά μια γουλιά από το τσάι του, ενώ η Νέτε κοίταζε με τρόπο το ρολόι. Από στιγμή σε στιγμή, το δηλητήριο θα επιδρούσε. Μονάχα που τώρα δεν ήθελε να συμβεί αυτό, όχι ακόμα. Μακάρι να μπορούσε να σταματήσει το χρόνο. Αυτή ήταν η στιγμή της δικαίωσής της. Πώς μπορούσε να τον αφήνει να πίνει το τσάι; Εκείνος είχε μετανιώσει, ήταν ολοφάνερο. Απέστρεψε το βλέμμα της, ενώ ο Νέρβιγ συνέχιζε να μιλάει. Το κακό που διέπραττε την έκανε να αισθάνεται άσχημα όταν κοίταζε τα μάτια του, που την αντίκριζαν με εμπιστοσύνη. Ποτέ της δεν είχε φανταστεί πως ένα τέτοιο συναίσθημα θα μπορούσε να ξυπνήσει μέσα της. Της ήταν αδιανόητο.

ΕΝΟΧΗ

451

«Εκείνη την εποχή, είχα ήδη αρκετά χρόνια που εργαζόμουν για λογαριασμό του Κουρτ Βεντ. Είχα παρασυρθεί, το ομολογώ. Οφείλω να αναγνωρίσω ότι δεν τον πλησιάζω σε δύναμη χαρακτήρα». Κούνησε το κεφάλι κι έφερε ξανά το φλιτζάνι στα χείλη του. «Όμως, μόλις σε είδα στο εξώφυλλο εκείνου του περιοδικού, αποφάσισα να επανεξετάσω το παρελθόν μου, και ξέρεις τι συνειδητοποίησα;» Δεν περίμενε την απάντησή της, ούτε παρατήρησε πως με αργές κινήσεις εκείνη στράφηκε ξανά προς το μέρος του, κουνώντας το κεφάλι της. «Συνειδητοποίησα πως είχα πέσει θύμα εκμετάλλευσης και παραπλάνησης, και πως εκείνο το διάστημα συνέβησαν πολλά πράγματα, για τα οποία μετάνιωσα. Μου ήταν δύσκολο να αναγνωρίσω τα σφάλματά μου. Θέλω να το ξέρεις αυτό. Όμως, όπως ανέτρεχα στα αρχεία μου, έβλεπα πως ο Κουρτ Βεντ με είχε εξαπατήσει όχι μία, αλλά πολλές φορές, με τα ψέματα και τις ανακρίβειές του, με τον τρόπο που κατέπνιγε την αλήθεια. Συνειδητοποίησα πως με είχε εκμεταλλευτεί με συστηματικό τρόπο». Έτεινε το φλιτζάνι του, ζητώντας κι άλλο τσάι, πράγμα που έκανε τη Νέτε να αναρωτηθεί μήπως είχε ξεχάσει να προσθέσει το απόσταγμα. Του σέρβιρε λίγο ακόμα, και τότε παρατήρησε πως ο επισκέπτης της είχε αρχίσει να ιδρώνει, η αναπνοή του γινόταν ολοένα και πιο βαριά, δυσφορούσε. Ο ίδιος έμοιαζε να μην το έχει αντιληφθεί. Είχε ένα σωρό πράγματα στο μυαλό του. «Η αποστολή του Κουρτ Βεντ σε όλη του τη ζωή ήταν, ή πιο σωστά είναι, να καταστρέψει εκείνους που κρίνει ανάξιους να μοιράζονται αυτή τη χώρα με τον ίδιο και τους αποκαλούμενους φυσιολογικούς, καθωσπρέπει ανθρώπους. Ντρέπομαι που το λέω, όμως πλέον είμαι σε θέση να βεβαιώσω ότι η στάση του είχε ως αποτέλεσμα να προβεί σε περισσότερες από πεντακόσιες εκτρώ-

452

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

σεις, συχνά χωρίς να το γνωρίζουν οι έγκυες και σχεδόν πάντοτε παρά τη θέλησή τους, και εκτιμώ ότι συνειδητά προκάλεσε ανήκεστη στειρότητα με χειρουργική επέμβαση σε σχεδόν ισάριθμες περιπτώσεις». Την κοίταζε λες και το νυστέρι το κρατούσε ο ίδιος. «Θεέ μου, είναι τρομερό. Όπως και να ’χει, όμως, εγώ αισθάνομαι την ανάγκη να ομολογήσω τα πάντα». Τα λόγια του Νέρβιγ συνοδεύτηκαν από έναν αναστεναγμό που θέριευε στα σωθικά του χρόνια ολόκληρα. «Μέσα από τη δράση μιας οργάνωσης που αποκαλείται “Σκοπός”, το νομικό σκέλος της οποίας χειριζόμουν επί αρκετά χρόνια, ο Βεντ ήρθε σε επαφή με δεκάδες γιατρούς οι οποίοι συμμερίζονταν τις πεποιθήσεις και την αποφασιστικότητά του. Δεν μπορείς καν να φανταστείς για τι κλίμακα μιλάμε». Η Νέτε προσπάθησε, και δε δυσκολεύτηκε ιδιαίτερα. Ο Νέρβιγ έσφιξε τα χείλη του, καθώς πλέον δυσκολευόταν να συγκρατήσει τα δάκρυα που ανάβλυζαν στα μάτια του. «Βοήθησα στη δολοφονία χιλιάδων αγέννητων παιδιών, Νέτε». Ένα πνιχτό επιφώνημα ξέφυγε από το στόμα του, κι ύστερα συνέχισε με τρεμάμενη φωνή: «Κατέστρεψα τη ζωή ισάριθμων αθώων γυναικών. Πόνο και δυστυχία, αυτά προκάλεσα, Νέτε. Αυτό είναι το έργο μου». Η φωνή του έτρεμε τόσο, ώστε αναγκάστηκε να σταματήσει. Έστρεψε το βλέμμα του σ’ εκείνη, ζητώντας συγχώρεση. Ήταν ολοφάνερο, και η Νέτε δεν ήξερε πια τι να πει ή τι να κάνει. Πίσω από την ψύχραιμη όψη της, κατέρρεε. Άραγε, ήταν πραγματικά δίκαιο αυτό που έκανε σ’ εκείνο τον άντρα; Ναι ή όχι; Για μια στιγμή, της ήρθε να πιάσει το χέρι του. Να του προσφέρει τη συγχώρεση που γύρευε και να ελαφρύνει το βάρος του, καθώς έχανε τις αισθήσεις του. Όμως δεν μπορούσε. Ίσως επειδή και η ίδια ντρεπόταν. Ίσως επειδή πολύ απλά το χέρι της είχε δική του βούληση.

ΕΝΟΧΗ

453

«Πριν από λίγα χρόνια, αποφάσισα να μιλήσω για όλα όσα γνώριζα. Η πίεση είχε καταλήξει να είναι αφόρητη, όμως ο Κουρτ Βεντ παρενέβη και μου στέρησε τα πάντα. Τη δουλειά μου, την τιμή μου, τον αυτοσεβασμό μου. Είχα ένα συνεταίρο, ονόματι Χέρμπερτ Σένερσκο. Ο Κουρτ τον έπεισε να αποκαλύψει κάποιες πληροφορίες για εμένα που θα μου προκαλούσαν ανεπανόρθωτη ζημιά. Λογομάχησα και με τους δύο, απείλησα να αποκαλύψω τα πάντα για το Σκοπό. Αυτοί απάντησαν επικοινωνώντας ανώνυμα με την Αστυνομία, την οποία ενημέρωσαν πως είχα υπεξαιρέσει ποσά από τους λογαριασμούς των πελατών μου. Και παρότι αυτό δεν ήταν αλήθεια, έστησαν την καταγγελία έτσι ώστε να μοιάζει αληθινή. Είχαν πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα, διέθεταν τις κατάλληλες επαφές και σαφώς τα μέσα για να κάνουν ό,τι έκριναν σκόπιμο». Ο Νέρβιγ χαμήλωσε το κεφάλι του. Τα βλέφαρά του άρχισαν να τρεμοπαίζουν. «Ο Χέρμπερτ, το κάθαρμα! Από την πρώτη στιγμή είχε βάλει στο μάτι τη γυναίκα μου. Είπε πως αν δεν κρατούσα το στόμα μου κλειστό για πάντα, θα φρόντιζαν να καταλήξω στη φυλακή». Κούνησε το κεφάλι. «Είχα μια κόρη, δε θα άντεχε την ταπείνωση. Δεν μπορούσα να κάνω το παραμικρό. Ο Βεντ ήταν επικίνδυνος, κι εξακολουθεί να είναι. Νέτε... ακούς; Πρέπει να μείνεις μακριά από αυτό τον άνθρωπο». Και τότε, κρέμασε προς τα εμπρός, ενώ συνέχιζε να μιλάει, αν και τα λόγια του έβγαιναν μασημένα. Κάτι έλεγε για τον πατέρα του Βεντ, που νόμιζε πως ήταν ο ίδιος ο Θεός. Για κάποιους ασυνείδητους, υπερόπτες, κυνικούς ανθρώπους. Για κάτι ψυχοπαθείς. «Η γυναίκα μου με συγχώρεσε που χρεοκόπησα», είπε, καθώς η φωνή του καθάρισε ξαφνικά. «Ευχαριστώ το Θεό που μου έδειξε...» –προσπάθησε να βρει τις κατάλληλες λέξεις, ενώ το στόμα

454

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

του γέμιζε σάλια και πάλευε να καταπιεί– «...που μου έδειξε ­έλεος και μου επέτρεψε να σε συναντήσω σήμερα, Νέτε. Και υπόσχομαι πως από σήμερα δε θα ξεστρατίσω στιγμή από το δρόμο του Θεού. Με τα χρήματά σου, Νέτε, η οικογένειά μου κι εγώ...» Και με αυτά τα λόγια σωριάστηκε στο πάτωμα, ενώ ο αγκώνας του χτυπούσε στο μπράτσο της πολυθρόνας. Για μια στιγμή φάνηκε ότι θα έκανε εμετό, αναγούλιαζε, τα μάτια του είχαν γουρλώσει σαστισμένα. Την επόμενη στιγμή, ξαφνικά ανακάθισε. «Γιατί μαζεύτηκαν τόσοι άνθρωποι εδώ πέρα, Νέτε;» Ακουγόταν φοβισμένος τώρα. Εκείνη προσπάθησε να πει κάτι, όμως δεν μπόρεσε να αρθρώσει ούτε μία λέξη. «Γιατί με κοιτάζουν έτσι όλοι τους;» μουρμούρισε ο Νέρβιγ, ενώ τα μάτια του, που αναζητούσαν λίγο φως, στράφηκαν προς το παράθυρο. Άρχισε να κλαίει, ενώ άπλωνε τα χέρια του για να ψηλαφίσει τον αέρα. Και η Νέτε έκλαψε μαζί του.

35

Νοέμβριος 2010

ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΕΜΟΙΑΖΑΝ τόσο πολύ στην όψη ο Άσαντ και η Ρόζε.

Σκοτεινές, βλοσυρές ματιές και μια πλήρης απουσία έκφρασης που θα μπορούσε να θυμίζει, έστω και αμυδρά, χαμόγελο. «Παράφρονες», αναφώνησε η Ρόζε. «Κανονικά, έπρεπε να τους βάλουν στη σειρά και να τους αναγκάσουν να ρουφήξουν το γκάζι, μέχρι να πρηστούν σαν μπαλόνια, να απογειωθούν και να εξαφανιστούν μια και καλή. Πόσο παρακάτω μπορεί να πέσει κάποιος από το να προσπαθήσει να κάψει πέντε ανθρώπους, μόνο

ΕΝΟΧΗ

455

και μόνο για να σου κλείσει το στόμα, Καρλ; Είναι αδιανόητο αυτό που συνέβη». «Το στόμα σου, Καρλ, τόσο κατάφεραν να το κλείσουν τελικά». Ο Άσαντ σχημάτισε ένα μηδενικό με το δείκτη και τον αντίχειρά του. «Τώρα ξέρουμε ότι βρισκόμαστε στο σωστό δρόμο. Αυτά τα γουρούνια κρύβουν πολλές βρομιές κάτω από τα χαλιά τους, αυτό το ξέρουμε τώρα πια». Κατέβασε τη σφιγμένη γροθιά του πάνω στην παλάμη του άλλου χεριού του. Θα πονούσε τρομερά έτσι και είχε βρεθεί κάποιος μπροστά της. «Θα τους κάνουμε να πληρώσουν, Καρλ», συνέχισε. «Θα δουλέψουμε μέρα και νύχτα, και τελικά θα βάλουμε λουκέτο στο Κόμμα Καθαρότητας, θα τσακίσουμε το Σκοπό και ό,τι άλλο έχει στήσει ο Κουρτ Βεντ». «Να ’σαι καλά, Άσαντ. Όμως φοβάμαι πως δε θα είναι και τόσο εύκολο, και σίγουρα όχι ακίνδυνο. Νομίζω πως καλό θα ήταν εσείς οι δύο να μείνετε εδώ για τις επόμενες μέρες, μην το κουνήσετε ρούπι». Χαμογέλασε. «Αν και φαντάζομαι πως αυτό σχεδιάζατε, ούτως ή άλλως». «Τουλάχιστον σταθήκαμε τυχεροί που ήμουν εδώ τη νύχτα του Σαββάτου», πρόσθεσε ο Άσαντ. «Κάποιος γυρόφερνε εδώ κάτω. Φορούσε στολή αστυνομικού, όμως τον τρόμαξα μόλις βγήκα από το γραφείο μου». Γιατί, ποιος δε θα τρόμαζε έτσι κι ερχόταν αντιμέτωπος με τα γουρλωμένα μάτια του Άσαντ νυχτιάτικα; αναρωτήθηκε ο Καρλ. «Τι γύρευε εδώ;» ρώτησε. «Και από πού ήταν; Κατάφερες να μάθεις;» «Βλακείες μού έλεγε, Καρλ. Κάτι μουρμούραγε για το κλειδί του δωματίου όπου έχουμε τα αρχεία, και ένα σωρό τέτοιες ανοη­ σίες. Κάτι δικό μας γύρευε εδώ κάτω, είμαι σίγουρος. Προς το γραφείο σου πήγαινε, Καρλ».

456

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

«Απ’ ό,τι φαίνεται, έχουμε να κάνουμε με οργάνωση που έχει παρακλάδια παντού», είπε εκείνος. Στράφηκε στη Ρόζε. «Τι έκανες με τα αρχεία του Νέρβιγ, Ρόζε;» «Στην αντρική τουαλέτα είναι. Α, τώρα που το θυμήθηκα. Εφόσον πρέπει να πάτε για την ανάγκη σας στη γυναικεία, μην ξεχνάτε να κατεβάζετε το ρημάδι το κάθισμα μόλις τελειώσετε, εντάξει;» «Γιατί;» ρώτησε ο Άσαντ. Άρα εκείνος είχε κάνει τη λαδιά. «Αν ήξερες πόσες φορές αναγκάστηκα να κάνω αυτή την κουβέντα, Άσαντ, θα προτιμούσες να σφύραγες αδιάφορα στην κατασκήνωση των προσκόπων στο Λάνγκελαν αυτή τη στιγμή, πίστεψέ με». Ήταν προφανές από την έκφραση του Άσαντ πως δεν είχε καταλάβει γρι απ’ όσα είχε πει η Ρόζε. Ούτε και ο Καρλ είχε καταλάβει, άλλωστε. «Λοιπόν, άκου να δεις πώς έχει το πράγμα. Ξεχνάς να κατεβάσεις το κάθισμα αφού κάνεις το ψιλό σου, εντάξει;» Ύψωσε το δείκτη της στον αέρα. «Πρώτον, όλα τα καθίσματα είναι σιχαμερά από κάτω, για τον ένα ή τον άλλο λόγο. Κάποιες φορές, και το “σιχαμερά” λίγο είναι για να τα περιγράψει. Δεύτερον, όταν πρέπει να χρησιμοποιήσει μια γυναίκα την τουαλέτα και το κάθισμα είναι σηκωμένο, τα δάχτυλά της πρέπει να το αγγίξουν προτού καθίσει. Τρίτον, τα δάχτυλά μας γεμίζουν με ένα σωρό αηδιαστικά μικρόβια όταν σκουπιζόμαστε, τα οποία μεταφέρονται στο κάθισμα όταν το πιάνουμε, πράγμα που δεν είναι καθόλου καλό. Ή μήπως δεν έχεις ακουστά τις ουρολοιμώξεις; Τέταρτον, ποιος ο λόγος να πρέπει να πλένουμε τα χέρια μας δύο φορές, επειδή κάποιος βαριέται να κάνει κάτι τόσο απλό όπως το να κατεβάσει το κάθισμα της λεκάνης; Είναι λογικό αυτό; Όχι, δεν είναι!» Έβαλε τα χέρια στη μέση της. «Έτσι και μαθαίνατε εσείς να κατεβάζετε το κάθισμα αφού κάνετε το ψιλό σας, δε θα κολλούσαμε εμείς μικρόβια, και κατ’ επέκτα-

ΕΝΟΧΗ

457

ση ούτε κι εσείς, γιατί θα πλένατε τα χέρια σας μετά, ούτως ή άλλως. Δηλαδή, θέλω να ελπίζω πως θα τα πλένατε». Ο Άσαντ έμεινε για λίγο σκεπτικός. «Νομίζεις πως θα ήταν καλύτερα να σηκώσω το κάθισμα πριν κάνω το ψιλό μου; Γιατί τότε εγώ θα έχω τα μικρόβια, και θα πρέπει να πλύνω τα χέρια μου πριν κάνω τη δουλειά μου». Η Ρόζε ύψωσε και πάλι το δείκτη της. «Πρώτον, αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που εσείς οι άντρες καλό θα ήταν να κάθεστε όταν πάτε να ουρήσετε. Δεύτερον, αν περνιέστε για τόσο άντρακλες που δε σας παίρνει να καθίσετε, μην ξεχνάτε πως οι άντρες που έχουν νορμάλ έντερο χρειάζεται να καθίσουν έτσι κι αλλιώς κάθε τόσο για να κάνουν τη δουλειά τους, οπότε πρέπει να κατεβάζετε το κάθισμα. Αν υποθέσουμε, δηλαδή, πως δεν κάνετε και το χοντρό σας όρθιοι». «Μα δε χρειάζεται να κατεβάσουμε το κάθισμα έτσι κι έχει περάσει από την τουαλέτα μια κυρία προηγουμένως, γιατί το κάθισμα θα είναι ήδη κατεβασμένο», απάντησε ο Άσαντ. «Και να σου πω και κάτι άλλο, Ρόζε; Μου φαίνεται πως θα πάω να βρω τα ωραία, πράσινα λαστιχένια γάντια μου, για να φτιάξω την τουαλέτα των αντρών μαζί με τους δύο εξαίρετους βοηθούς μου». Σήκωσε τα χέρια του. «Αυτοί θα πιάσουν το κάθισμα και θα χωθούν στους σωλήνες. Ευτυχώς, ορισμένοι εδώ πέρα δε διστάζουμε να λερωθούμε, σιχασιάρα φίλη μου». Ο Καρλ παρατήρησε τα μάγουλα της Ρόζε, τα οποία είχαν αρχίσει να κοκκινίζουν με ταχύ ρυθμό, πράγμα που σήμαινε ότι ήταν έτοιμη να εξαπολύσει ένα ξεγυρισμένο σιχτίρισμα. Ενστικτωδώς, πήρε θέση ανάμεσα στα δύο αντίπαλα στρατόπεδα. Τέρμα αυτή η συζήτηση. Ευτυχώς, η εκπαίδευσή του στο συγκεκριμένο θέμα ήταν όπως έπρεπε. Πώς θα μπορούσε να μην ήταν, άλλωστε, σε ένα σπίτι όπου το καπάκι της λεκάνης είχε ένα χνουδωτό πορτοκαλί κάλυμμα;

458

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

«Λοιπόν, ας ασχοληθούμε λιγάκι και με τη δουλειά μας», παρενέβη. «Στο σπίτι μου είχαμε απόπειρα εμπρησμού, κι εδώ στο υπόγειο εμφανίστηκε ένας τύπος που μάλλον κοίταζε να βουτήξει τα αποδεικτικά στοιχεία που συγκεντρώσαμε. Οποιοσδήποτε μπορεί να μπει στην αντρική τουαλέτα, όπου παράχωσες τα αρχεία του Νέρβιγ, Ρόζε, οπότε το βρίσκεις σωστό να τα φυλάμε εκεί; Δε φαντάζομαι να νομίζεις πως μια πινακίδα που γράφει Εκτός Λειτουργίας θα εμποδίσει ένα διαρρήκτη, σωστά;» Εκείνη έβγαλε ένα κλειδί από την τσέπη της. «Όχι, αυτό εδώ, όμως, ίσως και να τον δυσκολέψει. Και μιας και αναφέρθηκες σε θέματα ασφαλείας, δε νομίζω πως θα περιφέρομαι εδώ πέρα περισσότερο απ’ ό,τι είναι απαραίτητο. Θέλω να πω, δεν είναι και τόσο ευχάριστα εδώ κάτω. Στην τσάντα μου έχω διάφορα αντικείμενα με τα οποία θα μπορέσω να αμυνθώ, αν χρειαστεί, αλλά και πάλι...» Ο Καρλ συνέλαβε τον εαυτό του να σκέφτεται σπρέι πιπεριού και πιστόλια που προκαλούσαν ηλεκτροσόκ, διάφορα ζόρικα αντικείμενα τα οποία η Ρόζε σε καμία περίπτωση δεν είχε άδεια να χρησιμοποιήσει. «Εντάξει, όμως να έχεις το νου σου, Ρόζε». Η γραμματέας του πήρε άγρια έκφραση. Ήταν σχεδόν ένα όπλο κι αυτό. «Έριξα μια πρώτη ματιά σε όλους τους φακέλους του Νέρβιγ και πέρασα τα ονόματα όλων των εναγομένων στη βάση δεδομένων». Ακούμπησε αρκετές σελίδες, πιασμένες με συρραπτικό, στο γραφείο μπροστά του. «Ορίστε και η σχετική λίστα. Υπόψη πως ορισμένες από τις αναφορές είναι υπογεγραμμένες από ένα συμβολαιογράφο ονόματι Άλμπερτ Κάσπερσεν. Σε περίπτωση που κάποιος εδώ μέσα δε γνωρίζει το όνομα, να ενημερώσω ότι μιλάμε για ένα κορυφαίο στέλεχος του Κόμματος Καθαρότητας, που θεωρείται βέβαιο ότι θα διαδεχτεί τον Βεντ στην αρχηγία».

ΕΝΟΧΗ

459

«Δηλαδή, εργαζόταν στην εταιρεία του Νέρβιγ;» «Στο δικηγορικό γραφείο Νέρβιγ & Σένερσκο, ναι. Αργότερα, όταν αυτοί οι δύο διέλυσαν τη συνεργασία τους, ο Κάσπερσεν συνέχισε σε ένα άλλο γραφείο, στην Κοπεγχάγη». Ο Καρλ κοίταξε στα γρήγορα τις σελίδες. Η Ρόζε είχε σχηματίσει τέσσερις στήλες για κάθε υπόθεση. Μία με το όνομα του πελάτη που υπερασπιζόταν το γραφείο, μία με το όνομα του ενάγοντα, και δύο ακόμα με την ημερομηνία και το είδος της υπό­ θεσης. Η τέταρτη στήλη περιλάμβανε έναν ασυνήθιστα μεγάλο αριθμό αγωγών που αφορούσαν κατάχρηση των τεστ ευφυΐας, γενική ιατρική αμέλεια και, το σημαντικότερο, υποθέσεις για «ανεπιτυχείς» ή περιττές γυναικολογικές επεμβάσεις. Η στήλη με τίτλο «Όνομα» περιλάμβανε συνηθισμένα δανικά επίθετα, καθώς και αρκετά που έμοιαζαν να έχουν ξένη προέλευση. «Διάλεξα ορισμένες από τις υποθέσεις και τις μελέτησα με προσοχή», είπε η Ρόζε. «Προσωπικά, θεωρώ πως έχουμε να κάνουμε με μία από τις χειρότερες περιπτώσεις συστηματικής κατάχρησης εξουσίας που έχω συναντήσει ποτέ μου. Μιλάμε για ωμές φυλετικές διακρίσεις, για μια αισχρή νοοτροπία στο στιλ της αρίας φυλής. Κι αν πράγματι πρόκειται απλώς για την κορυφή του παγόβουνου, τότε οι άνθρωποι αυτοί είναι ένοχοι για αμέτρητα εγκλήματα εις βάρος γυναικών και αγέννητων παιδιών». Έδειξε τα πέντε ονόματα που εμφανίζονταν συχνότερα. Κουρτ Βεντ, Βίλφριντ Λέμπεργκ και τρεις ακόμα. «Αν κοιτάξεις στην ιστοσελίδα του Κόμματος Καθαρότητας, τα τέσσερα από αυτά τα ονόματα παρουσιάζονται ως σημαίνοντα μέλη, ενώ ο πέμπτος είναι πλέον νεκρός. Πώς σας φαίνονται όλα αυτά, κύριοι; Ή, διαφορετικά, meine Herren, όπως θα έλεγαν και οι Ναζί». «Έτσι και καταφέρει αυτό το κάθαρμα να αποκτήσει λόγο στη

460

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Δανία, Καρλ, θα έχουμε πόλεμο, να μου το θυμηθείς», σχολίασε αγριεμένα ο Άσαντ, αδιαφορώντας για το σαματά που έκανε το τηλέφωνο του γραφείου του. Ήταν η πολλοστή φορά που το απαίσιο κουδούνισμά του είχε επιτεθεί στα τύμπανα των αφτιών τους εκείνο το πρωί. Ο Καρλ κοίταξε τον Άσαντ προβληματισμένος. Αυτή η υπόθεση τον είχε επηρεάσει περισσότερο απ’ οποιαδήποτε άλλη στην οποία είχαν δουλέψει μαζί. Το ίδιο ίσχυε και για τη Ρόζε. Ήταν λες και τους πλήγωνε βαθιά το συγκεκριμένο θέμα. Πράγμα που δεν προκαλούσε έκπληξη, βέβαια, καθώς οι δύο αυτοί άνθρωποι που ο Καρλ είχε ρίξει στη μάχη ήταν βαθιά πληγωμένοι, ο καθένας με το δικό του τρόπο. Ακόμα κι έτσι, όμως, ο Καρλ έβρισκε παράξενο το γεγονός πως ο Άσαντ είχε αφοσιωθεί τόσο πολύ σε μια υπόθεση που τον τάραζε βαθιά. «Αν μπορεί ένας άνθρωπος να εκτοπίζει γυναίκες σε κάποιο νησί και να μη δίνει λόγο πουθενά», συνέχισε ο Άσαντ, με τα μαύρα φρύδια του να σμίγουν, «να αφαιρεί τη ζωή τόσων αγέννητων παιδιών και να στειρώνει τόσες γυναίκες, τότε νομίζω πως θα μπορούσε να μείνει ατιμώρητος για οτιδήποτε, Καρλ. Και νομίζω πως κάτι τέτοιο δε θα ήταν καλό, έτσι και ο άνθρωπος αυτός κατέληγε να γίνει μέλος του Κοινοβουλίου της χώρας του». «Λοιπόν, ακούστε με και οι δύο. Βασικά, αυτό που ερευνάμε είναι η εξαφάνιση πέντε ανθρώπων, εντάξει; Της Ρίτα Νίλσεν, της Γκίτε Τσαρλς, του Φιλίπ Νέρβιγ, του Βίγκο Μόγκενσεν και του Τάγκε Χέρμανσεν. Όλοι τους εξαφανίστηκαν ταυτόχρονα, και κανείς τους δεν έδωσε έκτοτε σημεία ζωής. Αυτό, από μόνο του, αρκεί για να υποψιαστούμε πως έχουμε να κάνουμε με κάποια εγκληματική ενέργεια. Από τη μια μεριά, καταλήξαμε ότι κοινοί παρονομαστές είναι η Νέτε Χέρμανσεν και το άσυλο του Σπρόγκε. Από την άλλη, έχουμε ένα σωρό παραμέτρους που συνδέονται με τον Κουρτ Βεντ και τις δραστηριότητές του, τις οποίες σα-

ΕΝΟΧΗ

461

φέστατα αξίζει να διερευνήσουμε. Μπορεί αυτός και το έργο του να έπρεπε να είναι ο στόχος μας, αλλά μπορεί και όχι. Όπως και να ’χει, πρωταρχικό μέλημά μας πρέπει να είναι η διαλεύκανση των υποθέσεων που αφορούν αυτά τα εξαφανισμένα άτομα. Τα υπόλοιπα μάλλον πρέπει να τα προωθήσουμε στην Ασφάλεια ή στο Εθνικό Κέντρο Ερευνών. Εμείς δεν μπορούμε να χειριστούμε μια τόσο μεγάλη υπόθεση, ξεφεύγει από τις δυνατότητες τριών ανθρώπων, για να μην αναφερθώ στις ενδεχομένως εκρηκτικές διαστάσεις που θα μπορούσε να πάρει». Ήταν φανερό πως η προοπτική αυτή δυσαρεστούσε τον Άσαντ. «Είδες κι εσύ εκείνες τις χαρακιές που υπήρχαν στην πόρτα του κελιού στο Σπρόγκε, Καρλ. Με τα ίδια σου τα αφτιά άκουσες τι είχε να πει η Μίε Νέρβιγ σχετικά με τον Κουρτ Βεντ, και με τα ίδια σου τα μάτια μπορείς να διαβάσεις τι γράφει αυτή η λίστα. Πρέπει να πάμε να ανακρίνουμε τον παλιόγερο για όλα τα απαίσια εγκλήματα που διέπραξε. Δεν έχω να πω κάτι άλλο». Ο Καρλ ύψωσε το χέρι του. Το κινητό του είχε αρχίσει να χτυπάει, και ήταν μια βολική διακοπή στη διαφωνία που είχαν. Τουλάχιστον, έτσι νόμιζε, μέχρι που είδε πως του τηλεφωνούσε η ­Μόνα. «Ναι, Μόνα, τι συμβαίνει;» είπε, με κάπως πιο αποστασιοποιημένο τόνο απ’ ό,τι σκόπευε αρχικά. Η ζεστασιά της φωνής της, όμως, ήταν τόση όση είχε ελπίσει. «Χαθήκαμε τις τελευταίες μέρες, Καρλ. Τι έγινε, μήπως έχασες το κλειδί σου;» Ο Καρλ βγήκε στο διάδρομο. «Όχι, απλώς δεν ήθελα να ενοχλήσω. Σκέφτηκα πως ίσως ο Ρολφ να ήθελε να χουζουρέψει λίγο ακόμα». Η σιωπή που ακολούθησε δεν ήταν και τόσο βαριά, όμως ήταν αρκετή για να του χαλάσει τη διάθεση. Δεν υπήρχαν άπειροι τρόποι για να πεις σε μια γυναίκα για την οποία ήσουν τρελός και πα-

462

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

λαβός πως δεν ήθελες να τη μοιράζεσαι με κανέναν άλλο. Και το αποτέλεσμα, σχεδόν πάντοτε, ήταν ο χωρισμός. Ο Καρλ άρχισε να μετράει τα δευτερόλεπτα και ήταν έτοιμος να κλείσει το τηλέφωνο από τα νεύρα του, όταν ένας χείμαρρος από τρανταχτά γέλια παραλίγο να σπάσει το τύμπανο του αφτιού του. «Αχ, Θεέ μου, είσαι ένας γλύκας, Καρλ. Ζηλεύεις ένα σκύλο, αγάπη μου! Η Ματίλντε με έπεισε να αναλάβω να φροντίζω το κουταβάκι της, ένα τεριέ, όσο εκείνη θα λείπει σε κάτι σεμινάρια». «Σκύλο;» Ο Καρλ ένιωσε να ξεφουσκώνει σαν κλαταρισμένη σαμπρέλα. «Και τότε, πώς σου ήρθε να μου πετάξεις τη φράση: “Μην ανησυχείς, θα το συζητήσουμε κάποια άλλη στιγμή”, όταν σου τηλεφώνησα; Κόντεψα να τρελαθώ». «Άκουσέ με, χαζέ. Ίσως έτσι μάθεις πως ορισμένες γυναίκες ίσως να μην έχουν διάθεση για κουβεντούλα με τους φίλους τους πριν περάσουν ένα μισάωρο μπροστά στον καθρέφτη». «Σαν να μου λες, δηλαδή, πως ήταν μια δοκιμασία όλο αυτό». Η Μόνα γέλασε. «Τελικά, είσαι καλός αστυνομικός, ε; Ένα ακόμα μυστήριο διαλευκάνθηκε». «Πώς τα πήγα;» «Θα το συζητήσουμε απόψε. Αν δεν έχεις αντίρρηση, βέβαια, που θα είναι και ο Ρολφ εδώ, δηλαδή».

Άφησαν την οδό Ρόσκιλε κι έστριψαν στην οδό Μπρόντμπιοστερ, όπου πυκνοχτισμένες πολυκατοικίες υψώνονταν και στις δύο πλευρές του δρόμου. «Γνωρίζω αυτές τις γειτονιές του Μπρόντμπι αρκετά καλά», είπε ο Άσαντ. «Εσύ, Καρλ;»

ΕΝΟΧΗ

463

Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά. Πόσες φορές είχε βγει για περιπολία εδώ; Έλεγαν πως το Μπρόντμπιοστερ αποτελούσε κάποτε μια κοινότητα γεμάτη ζωή, με τρεις πολυσύχναστες πλατείες, ένα μέρος που είχε άφθονες θετικές προοπτικές. Καλές γειτονιές, κατοίκους με αγοραστική δύναμη. Κάποια στιγμή, όμως, εμφανίστηκαν τα εμπορικά κέντρα, το ένα μετά το άλλο: Ρεδόβρε Σέντρουμ, Γκλόστρουπ Σέντρετ, Χβιδόβρε Σέντρετ, καθώς και τα κολοσσιαία σούπερ μάρκετ «Μπίλκα», στο Ίσχεϊ και το Χούντινγκε. Αυτή ήταν και η αρχή του τέλους. Τα μικρά καταστήματα άρχισαν να κλείνουν το ένα μετά το άλλο, λες κι είχε πέσει πανούκλα. Ήταν καλά μαγαζιά, με σοβαρούς ιδιοκτήτες, και τώρα δεν απέμενε τίποτα. Το Μπρόντμπι έμοιαζε με πόλη αφημένη στη μοίρα της. Πού είχε πάει ο πεζόδρομος, πού ήταν οι μπουτίκ και τα άλλα καταστήματα, ο κινηματογράφος, οι δημοτικές εγκαταστάσεις; Τώρα, οι μόνοι άνθρωποι που ζούσαν εκεί ήταν αυτοί που διέθεταν μέσο να μετακινούνται ώστε να ψωνίζουν αλλού ή όσοι αρκούνταν σε ελάχιστα. Η όλη κατάσταση αποτυπωνόταν ξεκάθαρα στις πλατείες Μπρόντμπιοστερ Τορ και Νίγκορντς Πλαντς. Πέρα από την ποδοσφαιρική του ομάδα, το Μπρόντμπι ελάχιστα πράγματα είχε για να αισθάνεται περήφανο. Ήταν μια πόλη που είχε οδηγηθεί σε αδιέξοδο, και το βορειότερο άκρο της, το Μπρόντμπι Νορ, αποτελούσε χαρακτηριστικό παράδειγμα. «Ναι, το ξέρω καλά αυτό το μέρος, Άσαντ. Γιατί ρωτάς;» «Είμαι σίγουρος πως ελάχιστες έγκυες γυναίκες στο Μπρόντμπι Νορ θα κατάφερναν να ξεφύγουν από τα δίχτυα που είχε απλώσει ο Κουρτ Βεντ. Μου θυμίζει τους γιατρούς στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, που στέκονταν στα βαγόνια και αποφάσιζαν για την τύχη των εβραίων», είπε. Ίσως να ήταν κάπως υπερβολική η παρομοίωση, όμως ο Καρλ έγνεψε καταφατικά, ενώ κοίταζε μπροστά του, πέρα από τη γέ-

464

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

φυρα που υψωνόταν πάνω από τις γραμμές του τρένου. Λίγο παρακάτω στο δρόμο, ξεπρόβαλε το παλιό χωριό. Μια όαση μέσα στη ζούγκλα της ασφάλτου. Γραφικά σπιτάκια με αχυροσκεπές και καρποφόρα δέντρα που δεν καλλιεργούνταν μαζικά. Εδώ, υπήρχε χώρος για να ανασαίνουν οι άνθρωποι. «Πρέπει να πάρουμε τη λεωφόρο Βέστρε», είπε ο Άσαντ, κοιτάζοντας το GPS. «Η Μπρόντμπιοστερ είναι μονόδρομος, οπότε θα πρέπει να κατεβείς μέχρι το Άλε Παρκ και να γυρίσεις από εκεί». Ο Καρλ κοίταξε τις πινακίδες. Καλά τα έλεγε. Και τότε, πάνω που έμπαιναν στο χωριό, είδε τη σκιά ενός φορτηγού να κινείται καταπάνω τους με ταχύτητα, βγαίνοντας από έναν παράδρομο. Πριν προλάβει να αντιδράσει, το φορτηγό έσκασε στην πίσω πλευρά του Peugeot με τόση δύναμη, ώστε το αυτοκίνητο εκσφενδονίστηκε πάνω στο πεζοδρόμιο, όπου την πορεία του ανέκοψε ένας πυκνός φράχτης από πυξάρι. Τα δευτερόλεπτα που μεσολάβησαν έμοιαζαν με λεπτά, ενώ ολόγυρα έσπαζαν γυαλιά, μέταλλα συνθλίβονταν και οι αερόσακοι άνοιγαν πάνω στα πρόσωπά τους. Λίγο μετά, τα πάντα τελείωσαν. Άκουσαν τη μηχανή να σφυρίζει, σπασμένη, και τις φωνές των ανθρώπων που πλησίαζαν. Αυτό ήταν όλο. Κοιτάχτηκαν, ταραγμένοι αλλά ανακουφισμένοι, καθώς οι αερόσακοι άρχισαν να ξεφουσκώνουν. «Εδώ δείτε τι κάνατε στο φράχτη μου!» αναφώνησε ένας ηλικιωμένος άντρας, όπως έβγαιναν ζαλισμένοι από το αυτοκίνητο. Ούτε μια κουβέντα για να δείξει πως τον ενδιέφερε η κατάστασή τους. Ευτυχώς, ήταν και οι δύο εντάξει. Ο Καρλ ανασήκωσε τους ώμους. «Να μιλήσετε με την ασφαλιστική σας εταιρεία. Να ζητήσετε το Γραφείο Περιβαλλοντικής Αποκατάστασης». Έριξε μια ματιά τριγύρω, στους πλησιέστερους περαστικούς. «Μήπως είδε κανείς τι συνέβη;»

ΕΝΟΧΗ

465

«Ένα φορτηγό ήταν, έτρεχε σαν τρελό ανάποδα στο μονόδρομο και ύστερα έπιασε ξανά την Μπρόντμπιοστερ. Ο τύπος συνέχισε προς τη λεωφόρο Χόιστενς, αν είδα καλά», είπε ένας. «Από το Μπρόντμπιτοφτεν ήρθε. Ήταν αρκετή ώρα παρκαρισμένο εκεί. Δεν ξέρω να σας πω τι μάρκα ήταν το φορτηγό, μονάχα πως είχε μπλε χρώμα θυμάμαι», πρόσθεσε ένας άλλος. «Σιγά μην ήταν μπλε, γκρι ήταν», πετάχτηκε ένας τρίτος. «Δε φαντάζομαι να κατάφερε κανείς σας να σημειώσει τον αριθμό κυκλοφορίας;» ρώτησε ο Καρλ, ενώ κοίταζε τις ζημιές. Το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να επικοινωνήσει με τον όρχο και να τους ενημερώσει για το τι είχε συμβεί. Κι επειδή ήξερε τι εξυπηρετικοί ήταν οι άνθρωποι εκεί, υπολόγιζε πως με τον Άσαντ θα έπαιρναν το τρένο για να επιστρέψουν. Κι αν το ένστικτό του αποδεικνυόταν σωστό, πολύ που θα τους βοηθούσε αν προσπαθούσαν να ρωτήσουν στη βιομηχανική ζώνη του Μπρόντμπιτοφτεν μήπως είχε δει κανείς εκεί γύρω εκείνο το φορτηγό. Ήταν μια απροκάλυπτη απόπειρα να τους ξεκάνουν. Σίγουρα όχι ατύχημα.

«Θα το πίστευες αν σου το έλεγε κάποιος; Το σπίτι του Κουρτ Βεντ βρίσκεται ακριβώς απέναντι από την Ακαδημία της Αστυνομίας. Δεν μπορώ να σκεφτώ καλύτερο τρόπο να κρύψει κάποιος τις ατιμίες του, τι λες κι εσύ, Άσαντ; Ποιος θα σκεφτόταν να ψάξει εδώ πέρα;» Ο Άσαντ έδειξε μια μπρούντζινη πλακέτα βιδωμένη στον κίτρινο, τούβλινο τοίχο, δίπλα στην εξώπορτα. «Εδώ δε γράφει το όνομά του, Καρλ. Λέει Καρλ-Γιόχαν ­Χένρικσεν, Μαιευτήρας-Γυναικολόγος». «Το ξέρω, ο Βεντ έχει πάρει σύνταξη. Δες, έχει δύο κουδούνια στην πόρτα, Άσαντ. Τι λες να χτυπήσουμε το πάνω;»

466

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Άκουσαν μια πνιχτή εκδοχή του Μπιγκ Μπεν κάπου μέσα στο σπίτι. Κι αφού δεν εμφανίστηκε κανείς έπειτα από επανειλημμένες προσπάθειες και με τα δύο κουδούνια, πέρασαν από το δρομάκι που υπήρχε ανάμεσα στο σπίτι κι ένα ασβεστωμένο κτίριο –μάλλον στάβλοι άλλοτε– με κεραμιδένια σκεπή, το οποίο έμοιαζε με απομεινάρι από την εποχή του βασιλιά Κνουτ. Ο κήπος ήταν ένα μικρό παραλληλόγραμμο, που περιβαλλόταν από αγιόκλημα κι έναν ξύλινο φράχτη. Υπήρχαν και μερικά παρτέρια τα οποία έδειχναν σχετικά φροντισμένα, καθώς κι ένα υπόστεγο μάλλον παραμελημένο. Προχώρησαν στο μέσον του γρασιδιού και αντίκρισαν το πρόσωπο ενός ηλικιωμένου άντρα, ο οποίος τους παρατηρούσε πίσω από το παράθυρο του δωματίου όπου πρέπει να βρισκόταν το καθιστικό. Ήταν ο Κουρτ Βεντ, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία. Εκείνος έγνεψε αρνητικά με το κεφάλι. Ο Καρλ έστρεψε το σήμα του προς το παράθυρο, πράγμα που απλώς έκανε τον Βεντ να επαναλάβει το αρνητικό νεύμα. Προφανώς, δεν είχε σκοπό να τους ανοίξει. Τότε, ο Άσαντ ανέβηκε τα σκαλοπάτια και χτύπησε με δύναμη την πίσω πόρτα. Λίγο μετά, αυτή άνοιξε. «Κουρτ Βεντ», είπε στο κατώφλι. «Μπορούμε να περάσουμε;» Ο Καρλ παρακολουθούσε από το παράθυρο. Η έκφραση του ηλικιωμένου άντρα φανέρωνε οργή, αν και ο Καρλ δεν μπόρεσε να ακούσει την απάντησή του. «Ευχαριστώ πάρα πολύ», είπε ο Άσαντ και τρύπωσε μέσα. Έχει θράσος ο μπαγάσας, σκέφτηκε ο Καρλ και τον ακολούθησε. «Εισέρχεστε παράνομα σε ιδιωτικό χώρο. Είμαι υποχρεωμένος να σας ζητήσω να αποχωρήσετε αμέσως», διαμαρτυρήθηκε ο Βεντ. «Η σύζυγός μου βρίσκεται στα τελευταία της στον πάνω όροφο, δεν έχω καμία διάθεση για επισκέψεις».

ΕΝΟΧΗ

467

«Τι σύμπτωση, κι εμείς κακή διάθεση έχουμε», του απάντησε μεμιάς ο Άσαντ. Ο Καρλ τον έπιασε από το μανίκι. «Λυπούμαστε για τη σύζυγό σας, κύριε Βεντ. Δε θα σας απασχολήσουμε πολύ, έχετε το λόγο μου». Κάθισε χωρίς να του το προτείνουν σε ένα ρουστίκ καναπέ, παρότι ο οικοδεσπότης παρέμενε όρθιος. «Νομίζω πως ξέρετε για ποιο λόγο βρισκόμαστε εδώ, κρίνοντας από τα παιχνίδια που παίζετε μαζί μας από το πρωί. Όμως επιτρέψτε μου να σας κάνω μια σύντομη περίληψη». Ο Καρλ έκανε μια παύση, προκειμένου να παρατηρήσει την αντίδραση του Βεντ στον υπαινιγμό πως εμπλεκόταν στις δύο απόπειρες εις βάρος της ζωής τους, όμως εκείνος δεν έκανε κανένα σχόλιο. Η γλώσσα του σώματός του, εντούτοις, έδειχνε πως δεν ήταν ευπρόσδεκτοι και καλά θα έκαναν να φύγουν το συντομότερο. «Πέραν του ότι ρίξαμε μια πρώτη ματιά στις δραστηριότητές σας στο πλαίσιο διαφόρων οργανισμών και πολιτικών κομμάτων, ο λόγος που βρισκόμαστε εδώ είναι επειδή θα θέλαμε να ξέρουμε αν έχετε κάποια σχέση με την εξαφάνιση ορισμένων ατόμων στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1987. Όμως, προτού σας θέσω συγκεκριμένες ερωτήσεις, μήπως θα θέλατε εσείς να μας πείτε κάτι σχετικά με αυτό το θέμα;» «Ναι. Σας λέω ότι θέλω να φύγετε». «Δεν καταλαβαίνω», είπε ο Άσαντ. «Θα έπαιρνα όρκο πως τώρα δα μας είπατε να περάσουμε». Το βλέμμα του Άσαντ δεν είχε ίχνος από τη συνηθισμένη λάμψη του. Εκείνος έμοιαζε να έχει πεισμώσει και ισορροπούσε στα όρια της επιθετικότητας. Ο Καρλ καταλάβαινε πως θα έπρεπε να τον έχει από κοντά. Ο ηλικιωμένος άντρας έκανε να διαμαρτυρηθεί, όμως ο Καρλ

468

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

ύψωσε το χέρι του. «Όπως σας είπα ήδη, λίγες σύντομες ερωτήσεις έχουμε. Κι εσύ, Άσαντ, μη μιλάς για λίγο». Ο Καρλ έριξε μια ματιά τριγύρω στο χώρο. Υπήρχε μια πόρτα που έβγαζε στον κήπο, μια δεύτερη που οδηγούσε σε ένα δωμάτιο που έμοιαζε με τραπεζαρία και, επίσης, μια δίφυλλη πόρτα κλειστή. Ήταν όλες φτιαγμένες από κόντρα πλακέ, βερνικωμένες στα χρώματα του τικ. Κλασική αισθητική της δεκαετίας του 1960. «Να υποθέσω πως πίσω από εκεί βρίσκεται το ιατρείο του Καρλ-Γιόχαν Χένρικσεν; Δε δέχεται επισκέψεις αυτή την ώρα;» Ο Κουρτ Βεντ το επιβεβαίωσε με ένα νεύμα του κεφαλιού. Ο Καρλ καταλάβαινε πως ο ηλικιωμένος άντρας βρισκόταν σε επιφυλακή και πρόσεχε τις αντιδράσεις του, όμως η οργή του σίγουρα θα ξεσπούσε μόλις οι ερωτήσεις γίνονταν πιο επιθετικές. «Δηλαδή, κάποιος που θα ερχόταν από την εξώπορτα, θα είχε τρεις κατευθύνσεις για να κινηθεί. Να ανεβεί στον πάνω όροφο, όπου βρίσκεται η σύζυγός σας, να πάει αριστερά στο ιατρείο και δεξιά, περνώντας από την τραπεζαρία, στην κουζίνα. Σωστά;» Ο Κουρτ Βεντ έγνεψε καταφατικά, καθώς μάλλον προσπαθούσε να καταλάβει πού ήθελε να καταλήξει ο Καρλ, όμως σε κάθε περίπτωση επέλεξε να παραμείνει σιωπηλός. Ο Καρλ κοίταξε και πάλι τις πόρτες. Αν επρόκειτο να δεχτούν επίθεση, λογικά αυτή θα εκδηλωνόταν από τη δίφυλλη πόρτα του ιατρείου, σκέφτηκε. Έτσι, είχε το νου του προς τα εκεί και τη μια παλάμη στην περιοχή του πιστολιού του. «Σε ποιες εξαφανίσεις αναφέρεστε;» ρώτησε τελικά ο οικοδεσπότης. «Σε κάποιον Φιλίπ Νέρβιγ. Ξέρουμε ότι είχε εργαστεί για λογαριασμό σας». «Μάλιστα. Έχω να τον δω είκοσι πέντε χρόνια. Όμως δεν είναι μόνο η δική του περίπτωση, είπατε. Ποιοι άλλοι εξαφανίστηκαν;»

ΕΝΟΧΗ

469

Εντάξει, φαινόταν πως είχε αρχίσει να ηρεμεί κάπως. «Άτομα τα οποία σχετίζονταν με το Σπρόγκε, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο», απάντησε ο Καρλ. «Λυπάμαι, δεν μπορώ να σας βοηθήσω σε αυτό. Εγώ κατάγομαι από το Φιν», απάντησε ο Βεντ, χαμογελώντας ειρωνικά. «Κι όμως, οι επαγγελματικές σας αξιολογήσεις είχαν ως συνέπεια να καταλήξουν πάρα πολλές γυναίκες στο νησί. Εκτός αυτού, ήσαστε επικεφαλής μιας δραστήριας και πολύ καλά δομημένης οργάνωσης, η οποία έστελνε γυναίκες στο ίδρυμα που λειτουργούσε εκεί, στο διάστημα από το 1955 έως το 1961. Παράλληλα, η οργάνωση αυτή φαίνεται πως εμπλέκεται σε έναν εντυπωσιακά μεγάλο αριθμό περιπτώσεων αναγκαστικών εκτρώσεων και παράνομων στειρώσεων». Το χαμόγελο του ηλικιωμένου άντρα πλάτυνε. «Και πόσες καταδίκες προέκυψαν από αυτή την υποτιθέμενη δράση; Καμία απολύτως. Φούμαρα και ανοησίες όλα αυτά που ισχυρίζεστε. Σοβαρά, ήρθατε μέχρι εδώ για να μου πείτε για εκείνες τις κοπέλες με τα νοητικά προβλήματα από το Σπρόγκε; Δεν μπορώ να καταλάβω τι σχέση θα μπορούσε να έχει αυτό με τις υποθέσεις που ερευνάτε. Ίσως θα έπρεπε να μιλήσετε με τον Νέρβιγ, αντί μ’ εμένα». «Ο Νέρβιγ εξαφανίστηκε το 1987». «Ναι, το αναφέρατε κι αυτό. Όμως ενδεχομένως να είχε σοβαρούς λόγους που το έκανε. Ίσως εκείνος να κρυβόταν πίσω από την υπόθεση που σας ενδιαφέρει, όποια κι αν είναι αυτή τελικά. Προσπαθήσατε να τον εντοπίσετε;» Το θράσος του ανθρώπου ήταν απερίγραπτο. «Δεν ανέχομαι να συνεχιστεί αυτό, Καρλ». Ο Άσαντ στράφηκε και κοίταξε κατάματα τον Κουρτ Βεντ. «Ήξερες πως ερχόμαστε εδώ, έτσι; Δεν πήγες καν στην πόρτα να δεις ποιος είναι. Ήξερες πως το φορτηγό που είχες βάλει να μας περιμένει απέτυχε να μας σταματήσει. Και τώρα, την έχεις άσχημα».

470

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Ο Άσαντ πλησίασε τον ηλικιωμένο άντρα. Τα πράγματα έπαιρναν περίεργη τροπή, και γρήγορα. Εξακολουθούσαν να τους λείπουν ένα σωρό στοιχεία, τα οποία έπρεπε να εκμαιεύσουν από αυτόν. Έτσι όπως αντιδρούσε ο Άσαντ, ο Βεντ θα έκλεινε το στόμα του, και δε θα του έπαιρναν λέξη. «Όχι, Καρλ, περίμενε», είπε ο Άσαντ, μόλις συνειδητοποίησε ότι ο προϊστάμενός του ετοιμαζόταν να παρέμβει. Και τότε, έδεσε τα μπράτσα του γύρω από τη μέση του ηλικιωμένου άντρα, ο οποίος ήταν ένα κεφάλι ψηλότερός του, τον σήκωσε και στη συνέχεια τον έβαλε να καθίσει με το ζόρι σε μια πολυθρόνα δίπλα στο τζάκι. «Καλύτερα εδώ. Χτες τη νύχτα προσπάθησες να σκοτώσεις τον Καρλ και τους φίλους του, βάζοντας φωτιά στο σπίτι του. Προχτές τη νύχτα προσπάθησες να κλέψεις αποδεικτικά στοιχεία από τη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση. Κάποια άλλα έγγραφα ρίχτηκαν στη φωτιά. Έγγραφα που είχαν να κάνουν με τις βρομοδουλειές των ανθρώπων σου. Νομίζεις πως θα σου φερθώ καλύτερα απ’ ό,τι μας έχεις φερθεί εσύ; Γιατί αν αυτό νομίζεις, είσαι πολύ γελασμένος!» Ο Κουρτ Βεντ καθόταν και χαμογελούσε στον Άσαντ, ψύχραιμος και συγκροτημένος. Ο τύπος σχεδόν πήγαινε γυρεύοντας. Ο Καρλ υιοθέτησε τον ίδιο επιθετικό τόνο. «Μήπως να μας έλεγες πού μπορεί να έχει πάει ο Λούις Πέτερσον;» «Ποιος;» «Άσε τα σάπια. Ξέρεις πάρα πολύ καλά ποιους ανθρώπους έχεις στη δούλεψή σου μέσω της “Μπένεφις”». «Της “Μπένεφις”; Τι είναι αυτό;» «Εντάξει, εξήγησέ μου, λοιπόν, πώς και σου τηλεφώνησε ο Λούις Πέτερσον αμέσως μετά που τον ρωτήσαμε να μας πει για εσένα, σε ένα μπαρ στο Χόλμπεκ». Το χαμόγελο φάνηκε κάπως πιο μαγκωμένο. Ο Καρλ είδε πως και ο Άσαντ το παρατήρησε. Με την πρώτη αναφορά σε κάτι συ-

ΕΝΟΧΗ

471

γκεκριμένο, το οποίο θα μπορούσε να συνδεθεί με τον ίδιο προσωπικά, ο Βεντ είχε αντιδράσει. Διάνα! «Και για ποιο λόγο σού τηλεφώνησε ο Χέρμπερτ Σένερσκο νωρίτερα; Σύμφωνα με τις πληροφορίες μας, αυτό έγινε αμέσως μετά που περάσαμε να μιλήσουμε στον ίδιο και τη Μίε Νέρβιγ, στο Χέλσκο. Κάποιο σχόλιο;» «Κανένα». Ο Κουρτ Βεντ ακούμπησε τις παλάμες του σταθερά πάνω στα μπράτσα της πολυθρόνας, για να τους δείξει πως από εκείνη τη στιγμή και μετά έπαυε να απαντάει στις ερωτήσεις τους. «Μίλησέ μου για το Σκοπό», συνέχισε ο Καρλ. «Ενδιαφέρουσα περίπτωση αυτή η οργάνωση. Σύντομα, οι εφημερίδες θα στήσουν πάρτι. Τα πάντα θα βγουν στο φως. Πώς αισθάνεσαι γι’ αυτό; Άλλωστε, εσύ είσαι ο ιδρυτής, σωστά;» Καμία απάντηση. Οι παλάμες του Βεντ έσφιξαν τα μπράτσα της πολυθρόνας. «Είσαι έτοιμος να ομολογήσεις το ρόλο σου στην εξαφάνιση του Φιλίπ Νέρβιγ; Γιατί, αν μιλήσεις, ενδεχομένως να μπορέσουμε να εστιάσουμε τις προσπάθειές μας σε αυτή την υπόθεση, αντί να ασχολούμαστε με όλες τις άλλες περίεργες ιστορίες που έχεις σκαρώσει με πολιτικά κόμματα και μυστικές οργανώσεις». Η αντίδραση του ηλικιωμένου άντρα σε αυτό το σημείο ήταν καθοριστική. Η μακρά εμπειρία του Καρλ αυτό τού έλεγε. Γιατί, όσο ανεπαίσθητη κι αν ήταν αυτή η αντίδραση, θα αποτελούσε τον οδηγό του για τη στρατηγική που θα έπρεπε να ακολουθήσει προκειμένου να αντιμετωπίσει αυτό τον απολιθωμένο εγκληματία. Άραγε, θα άρπαζε την ευκαιρία να πει την αλήθεια και να σώσει το κόμμα ή θα επιχειρούσε να γλιτώσει το τομάρι του; Αν έπρεπε να μαντέψει, ο Καρλ θα επέλεγε το δεύτερο ενδεχόμενο. Όμως ο Κουρτ Βεντ δεν αντέδρασε στο ελάχιστο. Ο Καρλ κοίταξε τον Άσαντ. Την ίδια σκέψη είχε κάνει κι εκεί-

472

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

νος. Δηλαδή, ότι στο μυαλό του Κουρτ Βεντ, το να κλείσει μια συμφωνία για την υπόθεση Νέρβιγ δεν άξιζε το παραμικρό απέναντι στο Σκοπό. Δε σκόπευε να συμβιβαστεί για να περιοριστεί η έρευνα στο μικρότερο έγκλημα, ακόμα κι αν έτσι, ενδεχομένως, γλίτωνε τις συνέπειες για το μεγαλύτερο. Πωρωμένοι εγκληματίες δε θα είχαν διστάσει ούτε στιγμή, αν ήταν στη θέση του, να μιλήσουν, όμως εκείνος δε νοιαζόταν για την όποια συμφωνία. Μήπως, τελικά, δεν είχε καμία σχέση με τις εξαφανίσεις εκείνων των ανθρώπων; Η περίπτωση αυτή δεν μπορούσε να αποκλειστεί. Ή μήπως ήταν πολύ πιο ευφυής απ’ ό,τι είχαν θεωρήσει; Για την ώρα, καμία πρόοδος δεν είχε σημειωθεί. «Ο Κάσπερσεν εξακολουθεί να εργάζεται για λογαριασμό σου, έτσι δεν είναι; Όπως και την εποχή που μαζί με τον Λέμπεργκ και αρκετά ακόμα μέλη του Κόμματος Καθαρότητας καταστρέψατε τη ζωή όλων εκείνων των αθώων γυναικών». Ο ηλικιωμένος άντρας παρέμεινε απαθής. Ο Άσαντ, αντιθέτως, ήταν έτοιμος να εκραγεί. «Καταλαβαίνεις, βέβαια, πως καθαρότητα σημαίνει να είσαι καθαρός, ειδικά στο ήθος. Ηλίθιε γέρο!» είπε κι έμοιαζε να βράζει. Ο Καρλ παρατήρησε πως μπορεί αυτό για το οποίο είχε κατηγορήσει ο Άσαντ τον Βεντ να ήταν ένα τίποτα συγκριτικά με τα υπόλοιπα, όμως είχε βρει στόχο. Το σχόλιο φάνηκε να εξοργίζει τον ηλικιωμένο άντρα περισσότερο απ’ όλα τα προηγούμενα μαζί. Το να του κάνει μάθημα σημειολογίας αυτός ο αυθάδης ξένος ήταν μια απερίγραπτη πρόκληση, προφανώς. «Πώς ονομάζεται ο οδηγός σου, εκείνος με τα άσπρα μαλλιά, που άφησε τη φιάλη του γκαζιού στο σπίτι μου;» συνέχισε ο Καρλ, θέλοντας να αυξήσει την πίεση. Κι αμέσως μετά: «Θυμάσαι τη Νέτε Χέρμανσεν;» Ο Βεντ ανακάθισε. «Θα σας ζητήσω και πάλι να φύγετε αυτή

ΕΝΟΧΗ

473

τη στιγμή». Ώστε το γύρναγε και πάλι στους τύπους. «Η σύζυγός μου είναι ετοιμοθάνατη, σας ζητώ να αποχωρήσετε αμέσως και να σεβαστείτε το γεγονός πως αυτές είναι οι τελευταίες ώρες που θα περάσουμε μαζί». «Όπως σεβάστηκες κι εσύ τη Νέτε όταν έβαλες να τη στείλουν σ’ εκείνο το νησί; Όπως σεβάστηκες τις γυναίκες που δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στα αρρωστημένα, παρακμιακά πρότυπά σου, εκείνες τις γυναίκες που δολοφόνησες τα παιδιά τους προτού γεννηθούν;» Ο Καρλ πέταξε αυτά τα λόγια έχοντας το ίδιο ειρωνικό χαμόγελο το οποίο είχε υιοθετήσει νωρίτερα ο Κουρτ Βεντ. «Πώς τολμάς να με συγκρίνεις με αυτά τα άτομα;» Ο ηλικιωμένος άντρας σηκώθηκε όρθιος. «Αρκετά ανέχτηκα όλη αυτή την υποκρισία». Κινήθηκε προς τον Άσαντ. «Κι εσύ φαντάζεσαι πως μπορείς να φέρεις στον κόσμο τα άθλια, μαυριδερά χαμίνια σου και να τα ονομάζεις Δανούς; Χάσου από μπροστά μου, άθλιο πλάσμα!» «Α, μάλιστα, εδώ είμαστε». Ο Άσαντ χαμογέλασε. «Το κτήνος ξεπρόβαλε. Να και η άσχημη πλευρά του καθωσπρέπει Κουρτ Βεντ». «Τσακίσου χάσου από μπροστά μου, σιχαμένε υπάνθρωπε! Τράβα πίσω στη χώρα σου, εκεί όπου είναι η θέση σου!» Στράφηκε προς τον Καρλ. «Ναι, έπαιξα κάποιο ρόλο στο να οδηγηθούν αντικοινωνικές, καθυστερημένες κοπέλες με παρεκκλίνουσες σεξουαλικές ροπές στο Σπρόγκε. Ναι, εκεί στειρώθηκαν. Και καλά θα έκανες να με ευχαριστήσεις, αφού τώρα δεν είσαι αναγκασμένος να αντιμετωπίζεις τα μούλικά τους, που θα είχαν αμοληθεί σαν τα ποντίκια στους δρόμους, γιατί μπορώ να σε διαβεβαιώσω πως η Αστυνομία δε θα ήξερε τι να κάνει για να αντιμετωπίσει την ανεξέλεγκτη συμπεριφορά τους. Στο διάολο να πάτε και οι δυο σας! Αν ήμουν νεότερος, ειλικρινά δεν ξέρω τι...»

474

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Ύψωσε τις γροθιές του προς το μέρος τους. Ο Άσαντ προφανώς είχε διάθεση να τον αφήσει να επιχειρήσει κάτι. Τώρα, ο Βεντ έδειχνε πολύ αδύναμος σε σχέση με τις εμφανίσεις του στην τηλεόραση. Το θέαμα ήταν σχεδόν κωμικό. Αυτός ο ηλικιωμένος άντρας να παίρνει θέση για να παίξει μπουνιές σε ένα καθιστικό επιπλωμένο με τις διαφορετικές επιλογές μιας ολόκληρης ζωής. Όμως ο Καρλ ήξερε πως δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Τα φαινόμενα απατούσαν, και η αδυναμία του Κουρτ Βεντ περιοριζόταν μονάχα στο σώμα του. Το όπλο του ήταν το μυαλό του, κι αυτό παρέμενε άθικτο. Ο τύπος ήταν αδίστακτος και μοχθηρός. Οπότε ο Καρλ έπιασε το βοηθό του από το γιακά και τον έσυρε μαζί του, φεύγοντας από την πίσω πόρτα. «Θα τον τσακώσουν, αργά ή γρήγορα, Άσαντ, μην ανησυχείς», τον διαβεβαίωσε, καθώς προχωρούσαν κατά μήκος της οδού Μπρόντμπιοστερ, προς το σταθμό του τρένου. Όμως ο Άσαντ δεν άκουγε τίποτα. «Ποιοι θα τον τσακώσουν; Γιατί λες θα τον τσακώσουν και όχι θα τον τσακώσουμε; Ποιοι είναι αυτοί που θα τον σταματήσουν; Ο Κουρτ Βεντ είναι ογδόντα οχτώ ετών, Καρλ. Κανείς δεν πρόκειται να τον τσακώσει προτού τον περιλάβει ο Αλλάχ, εκτός κι αν το κάνουμε εμείς».

Δε μίλησαν πολύ στο δρόμο της επιστροφής. Ήταν και οι δύο χαμένοι στις σκέψεις τους. «Πρόσεξες τι θράσος είχε το κάθαρμα; Ούτε συναγερμό δε δια­θέτει το σπίτι του», σχολίασε ο Άσαντ κάποια στιγμή. «Θα μπορούσε να τρυπώσει κάποιος εκεί μέσα στο πι και φι. Και όχι μόνο θα μπορούσε, αλλά θα έπρεπε να το κάνει, προτού καταστρέψει ο Βεντ σημαντικά αποδεικτικά στοιχεία. Νομίζω πως σίγουρα αυτό θα κάνει, Καρλ».

ΕΝΟΧΗ

475

Δε διευκρίνισε ποιος θα μπορούσε να είναι αυτός ο κάποιος. «Ούτε να το σκέφτεσαι, Άσαντ», του απάντησε ο Καρλ. «Μία διάρρηξη την εβδομάδα είναι παραπάνω από αρκετή». Δεν υπήρχε λόγος να επεκταθεί περισσότερο, οπότε άφησε το θέμα εκεί. Δεν είχαν περάσει πάνω από πέντε λεπτά που είχαν επιστρέψει στα Κεντρικά, όταν εμφανίστηκε η Ρόζε στο γραφείο του Καρλ, κρατώντας ένα χαρτί στο χέρι. «Το βρήκα στο φαξ. Για τον Άσαντ είναι», είπε. «Από τη Λιθουανία, απ’ όσο μπορώ να καταλάβω. Ανατριχιαστική φωτογραφία, δε βρίσκεις; Ξέρεις μήπως για ποιο λόγο την έστειλαν σ’ εμάς;» Ο Καρλ έριξε μια ματιά στο χαρτί κι ένιωσε το αίμα του να παγώνει. «Άσαντ, έλα εδώ αυτή τη στιγμή!» βρυχήθηκε. Χρειάστηκε λίγο περισσότερος χρόνος απ’ ό,τι συνήθως για να έρθει ο βοηθός του. Είχε προηγηθεί μια δύσκολη μέρα. «Ναι, τι είναι;» ρώτησε, όταν εμφανίστηκε τελικά στο γραφείο. Ο Καρλ τού έδειξε το φαξ. «Αναγνωρίζεις το τατουάζ, Άσαντ;» Ο Άσαντ παρατήρησε το δράκο που είχε κοπεί στα δύο, από το σχεδόν πλήρη αποκεφαλισμό του Λίνας Βερσλόβας. Το πρόσωπο του άντρα που είχε παραμορφώσει την αδερφή του Μπέργκε Μπακ, όταν της επιτέθηκε με βιτριόλι, είχε φωτογραφηθεί με μια έκφραση φόβου ανάμεικτου με κατάπληξη. Ο Άσαντ, αντιθέτως, φάνηκε πιο συγκρατημένος στις αντιδράσεις του. «Ατυχής εξέλιξη», είπε. «Όμως εγώ δεν έχω καμία σχέση με αυτό που συνέβη». «Σαν να λέμε, δε θεωρείς πως έχεις κάποια ευθύνη γι’ αυτή την κατάληξη, άμεσα ή έμμεσα;» ρώτησε ο Καρλ, κοπανώντας το φαξ πάνω στο γραφείο. Και τα δικά του νεύρα ήταν τεντωμένα. Διόλου παράξενο.

476

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

«Για το έμμεσα, κανείς δεν ξέρει. Όμως αυτό εδώ δεν είναι κάτι που το έκανα επίτηδες». Ο Καρλ άρχισε να ψαχουλεύει τριγύρω, για να βρει τα τσιγάρα του. Είχε ανάγκη να καπνίσει, τώρα αμέσως. «Όχι, ούτε κι εγώ πιστεύω πως το έκανες επίτηδες, Άσαντ. Όμως μου εξηγείς πώς στο διάολο η Αστυνομία της Λιθουανίας, ή όποιος κερατάς έστειλε αυτό το ρημάδι, θεώρησε πως έπρεπε να ενημερωθείς σχετικά; Και πού εξαφανίστηκε ο αναπτήρας μου, τον πήρε πουθενά το μάτι σου;» «Δεν ξέρω για ποιο λόγο θα έπρεπε να ενημερωθώ σχετικά, Καρλ. Μήπως να τους τηλεφωνήσω και να ρωτήσω;» Ήταν μια ερώτηση που έγινε με τόνο πιο σαρκαστικό απ’ όσο ταίριαζε στην περίσταση. «Να σου πω κάτι, Άσαντ; Νομίζω πως αυτό μπορεί να περιμένει. Για την ώρα, καλό θα ήταν να γυρίσεις στο σπίτι σου, ή όπου τέλος πάντων πηγαίνεις όταν δε βρίσκεσαι εδώ, και να προσπαθήσεις να καθαρίσεις το μυαλό σου. Γιατί, έτσι όπως σε κόβω, θα εκραγείς όπου να ’ναι». «Παράξενο, λοιπόν, που δεν έχεις πάει κι εσύ στο σπίτι σου, Καρλ. Όμως, αφού επιμένεις, θα φύγω». Δεν το έδειχνε, ωστόσο ήταν πιο θυμωμένος από κάθε άλλη φορά. Και τότε, έκανε μεταβολή και βγήκε, με τον αναπτήρα του Καρλ να ξεπροβάλλει επιδεικτικά από την πίσω τσέπη του παντελονιού του. Δεν ήταν καλά σημάδια αυτά.

36

Σεπτέμβριος 1987

ΜΟΛΙΣ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΤΟΥ ΝΕΡΒΙΓ κρέμασε πάνω στο στήθος του, ο κό-

σμος της Νέτε κατακλύστηκε από τη σιωπή. Ο ίδιος ο θάνατος εί-

ΕΝΟΧΗ

477

χε ξεπροβάλει λίγο νωρίτερα μπροστά της, γνέφοντάς της να πέσει στις φλόγες της Κόλασης. Όμως τώρα ήταν και πάλι ολομόναχη. Ποτέ άλλοτε δεν είχε νιώσει τόσο κοντά στο τέλος. Ούτε καν όταν είχε πεθάνει η μητέρα της. Ούτε κι όταν κειτόταν στο κρεβάτι του νοσοκομείου, ενώ της ανακοίνωναν πως ο σύζυγός της είχε σκοτωθεί στο τροχαίο. Γονάτισε μπροστά στην καρέκλα όπου το σώμα του Φιλίπ Νέρβιγ στεκόταν σαν σακί, με τα ανοιχτά του μάτια κόκκινα από το κλάμα, χωρίς να αναπνέει πλέον. Και τότε, άπλωσε τα τρεμάμενα χέρια της για να αγγίξει τα σφιγμένα δάχτυλά του, αναζητώντας λέξεις που ήταν αδύνατο να βρεθούν. Ίσως απλώς να ήθελε να πει «συγνώμη», όμως για κάποιο λόγο αυτό έμοιαζε λίγο. Έχει μια κόρη, σκέφτηκε, κι ένιωσε το ανακάτεμα στο στομάχι της να απλώνεται και στο υπόλοιπο σώμα της. Είχε μια κόρη. Αυτές οι άψυχες παλάμες δε θα χάιδευαν ποτέ ξανά το μάγουλό της στοργικά. «Σταμάτα, Νέτε!» φώναξε ξαφνικά, καθώς διαισθάνθηκε πού οδηγούσε τον εαυτό της. «Κάθαρμα!» γρύλισε στο πτώμα του Νέρβιγ. Ποιος θαρρούσε πως ήταν κι εμφανίστηκε εκεί, μετανιωμένος, νομίζοντας πως η ζωή της θα βελτιωνόταν χάρη σε αυτή τη μεταστροφή; Δεν του έφταναν όσα της είχε κάνει, τώρα ήθελε να της στερήσει και τη χαρά της εκδίκησης; Πρώτα τής αρνήθηκε την ελευθερία της, τη γονιμότητα και τη μητρότητα, και τώρα επιχειρούσε να της κλέψει και το θρίαμβό της; «Έλα εδώ», μουρμούρισε, καθώς έδενε τα μπράτσα της γύρω από τον κορμό του, αναγνωρίζοντας αμέσως τη μυρωδιά που κατέκλυσε τα ρουθούνια της. Ο Νέρβιγ είχε χάσει τον έλεγχο του σφιγκτήρα του τη στιγμή του θανάτου του. Κι άλλη δουλειά που έπρεπε να γίνει, ενώ τα χρονικά περιθώρια ήταν στενά.

478

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Κοίταξε το ρολόι: 4 μ.μ. Σε δεκαπέντε λεπτά ήταν η σειρά του Κουρτ Βεντ. Και παρότι στη συνέχεια θα ερχόταν η Γκίτε, ο Κουρτ θα αποτελούσε την κορυφαία στιγμή του εγχειρήματός της. Σήκωσε τον Νέρβιγ από την καρέκλα και είδε το δύσοσμο, καφετή λεκέ από τις ακαθαρσίες του πάνω στο ύφασμα. Ο Νέρβιγ είχε αφήσει ένα τελευταίο σημάδι στη ζωή της.

Αφού έβαλε στο επίμαχο σημείο μια πετσέτα του μπάνιου και έσυρε τον άντρα μέχρι το αεροστεγές δωμάτιο, γονάτισε μπροστά στην πολυθρόνα, τρίβοντας το ύφασμα με δύναμη, ενώ όλα τα παράθυρα στο καθιστικό και στην κουζίνα ήταν ορθάνοιχτα. Τόσο ο λεκές όσο και η μυρωδιά αρνούνταν να φύγουν, και τώρα, δεκατέσσερα λεπτά μετά τις τέσσερις, τα πάντα στο χώρο, ακόμα και το μικρότερο μπιμπελό, έμοιαζαν να της φωνάζουν πως κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά στο διαμέρισμα. Δύο λεπτά αργότερα, η πολυθρόνα είχε οδηγηθεί σε μια γωνιά του αεροστεγούς δωματίου, ενώ η θέση που καταλάμβανε κανονικά παρέμενε χτυπητά άδεια. Για μια στιγμή, η Νέτε σκέφτηκε να φέρει μια καρέκλα από την τραπεζαρία, όμως τελικά άλλαξε γνώμη. Δεν είχε κανένα άλλο έπιπλο που να ταίριαζε εκεί. Αναγκαστικά, ο Κουρτ Βεντ θα είναι καθισμένος στον καναπέ, δίπλα στο βοηθητικό τραπέζι, όση ώρα εγώ θα αναμειγνύω το τσάι με το απόσταγμα, σκέφτηκε. Απλώς θα πρέπει να σταθώ ανάμεσα, ώστε να μη δει τι κάνω. Η ώρα περνούσε, και η Νέτε βάλθηκε να παρακολουθεί το δρόμο. Όμως ο Κουρτ Βεντ δεν εμφανίστηκε.

Η Νέτε είχε περάσει περισσότερους από δεκαοχτώ βασανιστικούς μήνες στο νησί, όταν εμφανίστηκε μια μέρα ένας άντρας σε μια

ΕΝΟΧΗ

479

γωνιά του προαυλίου, ο οποίος στεκόταν και φωτογράφιζε τη θέα προς τη θάλασσα. Ένα σωρό κοπέλες του Σπρόγκε είχαν συγκεντρωθεί ολόγυρά του, ψιθυρίζοντας και χαχανίζοντας, κόβοντάς τον από πάνω μέχρι κάτω, λες και τις έπαιρνε να τον καλοβλέπουν. Όμως ο άντρας ήταν μεγαλόσωμος και γεροδεμένος, και όσα χέρια επιχείρησαν να τον αγγίξουν, αποκρούστηκαν αποφασιστικά. Έμοιαζε με εντάξει άνθρωπο, όπως θα έλεγε και ο πατέρας της. Ήταν ροδαλός σαν αγρότης, τα μαλλιά του έλαμπαν από υγεία κι έδειχνε να πλένεται με κάτι άλλο, και όχι μ’ εκείνες τις σκληρές νιφάδες σαπουνιού. Τέσσερις από τις γυναίκες που επιτηρούσαν τις τροφίμους βγήκαν για να τον έχουν από κοντά, και όποτε τα πράγματα έμοιαζαν να ξεφεύγουν, φώναζαν στις κοπέλες και τις έδιωχναν, στέλνοντάς τες πίσω στις αγγαρείες τους. Στο μεταξύ, η Νέτε είχε κρυφτεί πίσω από το ψηλό δέντρο καταμεσής του προαυλίου, περιμένοντας να δει τι θα συνέβαινε στη συνέχεια. Ο άντρας περιέφερε το βλέμμα του στο χώρο, παρατηρούσε και κάθε τόσο έβγαζε ένα σημειωματάριο και κατέγραφε τις εντυπώσεις του. «Θα μπορούσα μήπως να μιλήσω σε κάποια από τις κοπέλες;» τον άκουσε η Νέτε να ρωτάει. Μία από τις υπαλλήλους γέλασε και του είπε πως, αν ήθελε να διαφυλάξει την τιμή του, καλά θα έκανε να αφήσει τις κοπέλες στην ησυχία τους και να μιλήσει καλύτερα στις ίδιες. «Εγώ θα είμαι φρόνιμη», είπε η Νέτε καθώς πλησίαζε, έχοντας στο πρόσωπο εκείνο το χαμόγελο που ο πατέρας της έλεγε πάντοτε πως ήταν το «φως» της. Αμέσως είδε στα βλέμματα των υπαλλήλων την τιμωρία που την περίμενε για την αυθάδειά της. «Τράβα πίσω στη δουλειά σου», είπε εκείνη που τη φώναζαν

480

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Νυφίτσα, η πιο μικρόσωμη από τις τέσσερις γυναίκες, η βοηθός της προϊσταμένης. Προσπάθησε να ακουστεί συγκρατημένη, όμως η Νέτε δεν ξεγελιόταν. Η Νυφίτσα ήταν μια σκληρή γυναίκα, όπως και οι συναδέλφισσές της, ένα άτομο που φαινόταν να μη διαθέτει πια τίποτε άλλο πέρα από αυστηρά λόγια και πικρία. «Κανείς άντρας στα λογικά του δε θα ήθελε μια τέτοια γυναίκα», έλεγε πάντοτε η Ρίτα. «Είναι από αυτές που χαίρονται με τις δυστυχίες των άλλων». «Όχι, σταθείτε», είπε ο άντρας. «Θα ήθελα να της μιλήσω. Άκακη δείχνει». Η Νυφίτσα ρουθούνισε ειρωνικά, όμως δε μίλησε. Ο άντρας πλησίασε. «Είμαι συνεργάτης του περιοδικού Photo Report. Θα σε πείραζε να μιλούσαμε λιγάκι;» Η Νέτε αμέσως έγνεψε ζωηρά, παρότι ένιωθε τέσσερα ζευγάρια μάτια να την αγριοκοιτάζουν. Ο άντρας στράφηκε προς τις υπαλλήλους. «Δέκα λεπτά μόνο. Κάτω στην προβλήτα. Μερικές ερωτήσεις θα κάνω και θα τραβήξω δυο τρεις φωτογραφίες. Αν θέλετε, μπορείτε να κατεβείτε κι εσείς για να παρέμβετε, αν αποδειχτεί πως είμαι ανήμπορος να υπερασπιστώ τον εαυτό μου», πρόσθεσε με ένα πνιχτό γέλιο. Καθώς οι υπάλληλοι απομακρύνονταν, η μία από αυτές τράβηξε προς το γραφείο της προϊσταμένης, έπειτα από νεύμα που της έκανε η Νυφίτσα. Μια στιγμή έχεις μονάχα, σκέφτηκε η Νέτε, προχωρώντας μπροστά από το δημοσιογράφο στο πέρασμα ανάμεσα από τα κτίρια, που οδηγούσε στη θάλασσα. Το φως φάνταζε ασυνήθιστα λαμπερό εκείνη τη μέρα, και στην προβλήτα ήταν δεμένη η βάρκα που είχε φέρει τον άντρα στο νησί. Η Νέτε είχε δει κι άλλοτε το βαρκάρη, που της χαμογέλασε και τη χαιρέτησε από μακριά.

ΕΝΟΧΗ

481

Εκείνη ευχαρίστως θα έδινε κάποια χρόνια από τη ζωή της προκειμένου να έφευγε από εκεί με αυτή τη βάρκα. «Δεν είμαι καθυστερημένη, ούτε ανώμαλη», εξήγησε βιαστικά στο δημοσιογράφο, γυρίζοντας να τον κοιτάξει. «Με έστειλαν εδώ επειδή έπεσα θύμα βιασμού. Από ένα γιατρό ονόματι Κουρτ Βεντ. Μπορείς να βρεις το όνομά του στον τηλεφωνικό κατάλογο». Αμέσως ο άντρας τέντωσε τα αφτιά του. «Θύμα βιασμού, είπες;» «Ναι». «Από γιατρό; Κάποιον Κουρτ Βεντ;» «Ναι. Μπορείς να ψάξεις τα πρακτικά της δίκης. Έχασα την υπόθεση». Ο άντρας έγνεψε αργά, σοβαρά, αν και δεν κρατούσε σημειώ­ σεις. Γιατί δεν έγραφε κάτι απ’ όσα του έλεγε; «Και πώς σε λένε;» «Νέτε Χέρμανσεν». Αυτό το έγραψε στο σημειωματάριό του. «Λες πως είσαι απολύτως φυσιολογική, όμως εγώ ξέρω πως όλες οι γυναίκες που βρίσκονται εδώ έχουν διαγνωστεί με κάποιο πρόβλημα. Ποια είναι η δική σου διάγνωση;» «Διάγνωση;» Δεν ήξερε τι σήμαινε αυτή η λέξη. Ο άντρας χαμογέλασε. «Νέτε, ξέρεις να μου πεις το όνομα της τρίτης μεγαλύτερης πόλης της Δανίας;» Η Νέτε έστρεψε το βλέμμα προς το λοφίσκο με τα οπωροφόρα δέντρα, καθώς ήξερε πολύ καλά προς τα πού πήγαινε το πράγμα. Τρεις ακόμα ερωτήσεις, και η ετυμηγορία θα έβγαινε. «Ξέρω πως δεν είναι η Όδενσε, γιατί αυτή είναι η δεύτερη μεγαλύτερη», απάντησε. Ο άντρας έγνεψε καταφατικά. «Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, από το Φιν κατάγεσαι κι εσύ». «Ναι. Κοντά στο Άσενς γεννήθηκα».

482

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

«Τότε, ίσως μπορείς να μου πεις κάτι για το σπίτι όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, στην Όδενσε. Τι χρώμα έχει;» Η Νέτε κούνησε το κεφάλι. «Δεν μπορείς να με πάρεις από εδώ πέρα; Θα σου πω ένα σωρό πράγματα που αλλιώς δεν πρόκειται να τα μάθεις. Πράγματα που κανείς δεν ξέρει». «Για παράδειγμα;» «Να, για τις γυναίκες που μας φυλάνε. Έτσι και μας φερθεί καλά κάποια, τη διώχνουν από το νησί. Κι αν είμαστε ανυπά­κουες, μας δέρνουν και μας κλειδώνουν στα δωμάτια σκέψης». «Τι είναι τα δωμάτια σκέψης;» «Κελιά τιμωρίας. Έχουν ένα κρεβάτι εκεί μέσα, και τίποτε άλλο». «Εντάξει, όμως εδώ πέρα δεν ήρθατε για διακοπές, σωστά;» Η Νέτε απογοητεύτηκε. Ο άντρας δεν καταλάβαινε. «Ο μόνος τρόπος για να φύγουμε από εδώ είναι να μας ανοίξουν με τα νυστέρια τους και να μας στειρώσουν». Εκείνος έγνεψε καταφατικά. «Ναι, το γνωρίζω αυτό. Το κάνουν για να μη φέρετε στον κόσμο παιδιά τα οποία μετά δεν μπορείτε να φροντίσετε. Δε θεωρείς πως είναι καλοπροαίρετο αυτό;» «Καλοπροαίρετο;» «Ξέρεις, ευγενικό». «Γιατί να μην επιτρέπεται να κάνω παιδιά; Τα δικά μου παιδιά αξίζουν λιγότερο απ’ ό,τι των άλλων;» Ο δημοσιογράφος κοίταξε πίσω από τη Νέτε τις τρεις υπαλλήλους που τους είχαν ακολουθήσει τελικά, προσπαθώντας να κρυφακούσουν τι έλεγαν. «Σε χτυπάει κάποια από αυτές τις γυναίκες;» ρώτησε. Η Νέτε στράφηκε προς το μέρος τους. «Όλες με χτυπούν, όμως η κοντή είναι η χειρότερη. Μας βαράει στο λαιμό, κάνει μέρες να περάσει ο πόνος».

ΕΝΟΧΗ

483

«Μάλιστα. Κοίτα, έρχεται η προϊσταμένη, οπότε έχω μια τελευταία ερώτηση. Πες μου κάτι που δεν επιτρέπεται να κάνετε εδώ πέρα». «Το προσωπικό φυλάει τα βότανα και τα μπαχαρικά, τα θέλουν για τις ίδιες. Εμείς επιτρέπεται να βάζουμε μονάχα αλάτι, πιπέρι και ξίδι». Ο άντρας χαμογέλασε. «Εντάξει, αν αυτό είναι το χειρότερο που μπορείς να σκεφτείς, θα έλεγα πως μια χαρά τα πάτε. Το φαγητό είναι αρκετά καλό. Το δοκίμασα». «Το χειρότερο είναι πως μας μισούν. Δε μας νοιάζονται και μας αντιμετωπίζουν λες κι είμαστε κατώτερες. Ποτέ δεν ακούν αυτά που τους λέμε». Ο δημοσιογράφος γέλασε. «Πρέπει να γνωρίσεις τον αρχισυντάκτη μου. Μου φαίνεται πως τον περιέγραψες στην εντέλεια». Η Νέτε άκουσε τις υπαλλήλους να σκορπάνε πίσω της, ενώ λίγο προτού η προϊσταμένη τη βουτήξει από το μπράτσο και τη σύρει μαζί της, παρατήρησε πως ο βαρκάρης είχε ανάψει τσιγάρο και είχε βαλθεί να μπαλώνει τα δίχτυα του. Δεν είχε καταφέρει να ακουστεί, τουλάχιστον όχι όπως θα έπρεπε. Οι προσευχές της δεν εισακούστηκαν. Ήταν εξίσου αδιά­ φορη και ασήμαντη με μια τούφα χορτάρι.

Στην αρχή, έβαλε τα κλάματα, όπως ήταν ξαπλωμένη στο κελί τιμωρίας. Και από τη στιγμή που αυτό δε βοήθησε, άρχισε να ουρλιάζει όσο πιο δυνατά μπορούσε, ζητούσε να της ανοίξουν να βγει, κλοτσούσε κι έγδερνε την πόρτα. Τελικά, όταν κουράστηκαν από τις φωνές της, δύο από τις υπαλλήλους μπήκαν στο κελί, της πέρασαν τα χέρια στο ζουρλομανδύα και την έδεσαν στο κρεβάτι. Ώρες ολόκληρες κράτησε η ταραχή της, έκλαιγε ασταμάτητα με λυγμούς κι εκλιπαρούσε το λερό τοίχο να γκρεμιστεί και να της

484

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

φανερώσει το δρόμο προς την ελευθερία. Κάποια στιγμή, η πόρτα άνοιξε, και η προϊσταμένη πέρασε μέσα, ακολουθούμενη από εκείνη τη φαρμακερή, μπασμένη βοηθό της. «Μίλησα με τον κύριο Γουίλιαμ από το Photo Report και, ευτυχώς για εσένα, δεν πρόκειται να δημοσιεύσει τίποτε από εκείνα τα γελοία παραμύθια που του ξεφούρνισες». «Δεν του είπα παραμύθια, ούτε λέω ποτέ μου ψέματα». Η Νέτε δεν είδε την παλάμη που έσκισε τον αέρα και τη χτύπησε στο στόμα, όμως ήταν προετοιμασμένη όταν η Νυφίτσα σήκωσε το χέρι της για δεύτερη φορά. «Εντάξει, δεσποινίς Γέσπερσεν, νομίζω πως τόσο αρκεί», είπε η προϊσταμένη. Κοίταξε και πάλι τη Νέτε. Απ’ όλα τα μέλη του προσωπικού, η προϊσταμένη μπορεί να είχε τα πιο καλοσυνάτα μάτια, όμως εκείνη τη στιγμή ήταν ψυχρά σαν πάγος. «Τηλεφώνησα στο δόκτορα Βεντ και τον ενημέρωσα ότι εξακολουθείς να προβάλλεις εξωφρενικούς και παντελώς αστήρικτους ισχυρισμούς εις βάρος του. Άκουσα με ενδιαφέρον την άποψή του σχετικά με το πώς θα έπρεπε να σε αντιμετωπίσω. Θεωρεί πως λόγω του πεισματικού και μυθομανή χαρακτήρα σου, ο εγκλεισμός δεν είναι επαρκής τιμωρία». Χάιδεψε τη Νέτε στο κεφάλι. «Φυσικά, αυτό είναι κάτι που δεν το αποφασίζει εκείνος, όμως σε κάθε περίπτωση αποφάσισα να ακολουθήσω τη συμβουλή του. Σε πρώτο στάδιο, θα παραμείνεις εδώ επί μία εβδομάδα, και θα δούμε πώς θα συνεχίσουμε. Εφόσον φερθείς φρόνιμα και δεν κάνεις φασαρία, θα σου βγάλουμε το μανδύα αύριο. Τι λες κι εσύ, Νέτε; Είμαστε σύμφωνες;» Η Νέτε έστριψε ελαφρά το κορμί της, έτσι όπως ήταν σφιγμένη με τη ζώνη. Μια σιωπηρή διαμαρτυρία.

ΕΝΟΧΗ

485

Πού στην ευχή είχε πάει; αναρωτήθηκε η Νέτε. Μήπως, τελικά, ο Κουρτ Βεντ είχε αποφασίσει να μην έρθει; Σοβαρά, ήταν τόσο υπερόπτης ώστε ακόμα και η προοπτική να εισπράξει δέκα εκατομμύρια κορόνες δεν ήταν ικανή να τον ξετρυπώσει από το λαγούμι του; Επρόκειτο για μια εξέλιξη την οποία δεν είχε προβλέψει. Κούνησε το κεφάλι απελπισμένη. Αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που της χρειαζόταν. Παρότι είχε κλείσει τα μάτια της, το πτώμα του ξερακιανού δικηγόρου εξακολουθούσε να την κοιτάζει μ’ εκείνο το αξιοθρήνητο ύφος, όμως ο Νέρβιγ δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένας λακές, κι εφόσον δε χαρίστηκε σε αυτόν, δεν υπήρχε καμία περίπτωση να δείξει έλεος στον Κουρτ Βεντ. Έσφιξε τα χείλη της και κοίταξε το εκκρεμές του μεγάλου ρολογιού, το οποίο συνέχιζε να ταλαντεύεται ασταμάτητα. Θα μπορούσε να φύγει για τη Μαγιόρκα, από τη στιγμή που το έργο της δεν είχε ολοκληρωθεί; Δε θα μπορούσε, ήταν σίγουρη γι’ αυτό. Ο Κουρτ Βεντ ήταν το σημαντικότερο από τα άτομα που είχε θέσει στο στόχαστρό της. «Έλα, άντε, φανερώσου, γουρούνι!» μουρμούρισε εκνευρισμένη, καθώς έπιασε τις βελόνες της και άρχισε να πλέκει με μανία. Και κάθε φορά που οι βελόνες διασταυρώνονταν, έστρεφε το βλέμμα της πέρα από τα ανοιχτά παράθυρα, προς το μονοπάτι δίπλα στη λίμνη, και αγρίευε περισσότερο. Μήπως ήταν αυτός; Εκείνη η ψηλή φιγούρα δίπλα στο πολυβολείο; Ή μήπως εκείνος ο άλλος, από πίσω; Όμως κανείς από τους δύο δεν ήταν ο Βεντ. Και τώρα, τι γινόταν; Εκείνη τη στιγμή, χτύπησε το κουδούνι της πόρτας. Όχι το θυροτηλέφωνο, αλλά το κουδούνι της πόρτας του διαμερίσματός της. Η Νέτε τρόμαξε κι ένιωσε ένα ρίγος να διατρέχει το σώμα της. Άφησε κάτω το πλεχτό της κι έριξε μια ματιά τριγύρω, διαπιστώνοντας με ικανοποίηση πως όλα ήταν έτοιμα.

486

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Το απόσταγμα στη θέση του. Η τσαγιέρα μέσα στο κάλυμμά της. Τα έγγραφα με τα πλαστά στοιχεία του ανύπαρκτου δικηγόρου ήταν αραδιασμένα πάνω στο δαντελωτό τραπεζομάντιλο του τραπεζιού μπροστά στον καναπέ. Οσμίστηκε την ατμόσφαιρα. Απ’ όσο μπορούσε να καταλάβει, η βρόμα από το θάνατο του Νέρβιγ είχε διαλυθεί. Ύστερα πήγε στην πόρτα, ευχόμενη να είχε τοποθετήσει εκεί «ματάκι». Πήρε βαθιά ανάσα και ανασήκωσε το κεφάλι, έτοιμη να αντικρίσει κατάματα τον Κουρτ Βεντ μόλις του άνοιγε. «Ανακάλυψα πως, τελικά, είχα και φρέσκο καφέ. Μου πήρε κάμποση ώρα, με τη στραβομάρα που με δέρνει», είπε μια φωνή περίπου μισό μέτρο χαμηλότερα από εκεί όπου περίμενε να την ακούσει η Νέτε. Η γειτόνισσα της έτεινε το πακετάκι που κρατούσε, ενώ τέντωνε το λαιμό της για να κοιτάξει προς το βάθος του διαμερίσματος της Νέτε. Τι πιο συναρπαστικό από μια κλεφτή ματιά στον άγνωστο κόσμο ενός γείτονα; Όμως η Νέτε απέφυγε να της προτείνει να περάσει μέσα. «Σας ευχαριστώ πάρα πολύ», είπε, καθώς παραλάμβανε τον καφέ. «Και ο στιγμιαίος εντάξει ήταν, όμως αυτός είναι ανώτερος, φυσικά. Θα μου επιτρέψετε να σας πληρώσω τώρα; Δυστυχώς, δε θα είμαι σε θέση να ανταποδώσω με ανάλογο τρόπο τις επόμενες εβδομάδες. Θα λείψω για ένα διάστημα, βλέπετε». Η γυναίκα έγνεψε καταφατικά, και η Νέτε έσπευσε να επιστρέψει στο καθιστικό, όπου πήρε το πορτοφόλι από την τσάντα της. Στο μεταξύ, η ώρα είχε πάει 4:35 μ.μ., και ο Κουρτ Βεντ ακόμα να εμφανιστεί. Η γειτόνισσα έπρεπε οπωσδήποτε να μη βρίσκεται εκεί σε περίπτωση που ακουγόταν το θυροτηλέφωνο. Η Νέτε δεν ήθελε καν να σκέφτεται τι θα συνέβαινε έτσι και ανακοινωνόταν κάποια εξαφάνιση μέσω των εφημερίδων ή της τηλεόρασης. Κάτι γυναίκες σαν τη γειτόνισσά της κάθονταν όλη μέρα

ΕΝΟΧΗ

487

μπροστά στο χαζοκούτι. Μάλιστα, η Νέτε άκουγε το ασταμάτητο βουητό της τηλεόρασης από δίπλα, μόλις κόπαζε ο θόρυβος των αυτοκινήτων τις ώρες αιχμής. «Ωραίο το έχεις φτιάξει το διαμέρισμά σου», είπε η γυναίκα από πίσω της. Η Νέτε έστριψε σαν σβούρα. Η άλλη την είχε ακολουθήσει και τώρα στεκόταν στο καθιστικό, κοιτάζοντας ολόγυρα με περιέργεια. Τα ανοιχτά παράθυρα και τα έγγραφα πάνω στο τραπεζάκι του καφέ τράβηξαν αμέσως την προσοχή της. «Ναι, καλό είναι», απάντησε η Νέτε, ενώ της έδινε ένα χαρτονόμισμα των δέκα κορονών. «Σας ευχαριστώ για την εξυπηρέτηση, πολύ ευγενικό εκ μέρους σας». «Ο επισκέπτης σου πού πήγε;» ρώτησε εκείνη. «Α, είχε κάτι δουλειές στην πόλη». «Μήπως να πίναμε ένα καφεδάκι όση ώρα περιμένεις;» πρότεινε η γυναίκα. Η Νέτε έγνεψε αρνητικά. «Λυπάμαι, δεν ευκαιρώ. Κάποια άλλη στιγμή, ευχαρίστως. Έχω κάποια έγγραφα που πρέπει να τακτοποιήσω». Έγνεψε φιλικά στη γυναίκα, παρατηρώντας την έκφραση απογοήτευσης στο πρόσωπό της, προτού την πιάσει από το μπράτσο και την οδηγήσει έξω στο διάδρομο. «Ευχαριστώ και πάλι για την εξυπηρέτηση», είπε σαν κατακλείδα κι έκλεισε την πόρτα πίσω της. Στάθηκε εκεί για τριάντα δευτερόλεπτα, ή και περισσότερο, περιμένοντας μέχρι που σιγουρεύτηκε πως η γειτόνισσα είχε επιστρέψει στο διαμέρισμά της. Τι θα έκανε έτσι κι εμφανιζόταν ξανά η γυναίκα αυτή, την ώρα που βρισκόταν εκεί ο Κουρτ Βεντ ή η Γκίτε Τσαρλς; Μήπως θα έπρεπε να τη βγάλει κι αυτή από τη μέση; Η Νέτε κούνησε το κεφάλι πέρα δώθε μόλις αναλογίστηκε τους

488

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

αστυνομικούς που θα κατέκλυζαν την πολυκατοικία και όλες τις ερωτήσεις που θα έκαναν. Παραήταν ριψοκίνδυνη μια τέτοια κίνηση. Σε παρακαλώ, Θεέ μου, κάνε να μην επιστρέψει, προσευχήθηκε από μέσα της. Όχι πως πίστευε πως Εκείνος θα ασχολούνταν για να τη βοηθήσει. Άλλωστε, οι προσευχές της ποτέ δεν αρκούσαν. Αυτό είχε αποδειχτεί στο παρελθόν.

Η τέταρτη μέρα με ψωμί σίκαλης και νερό αποτέλεσε μεγάλη δοκιμασία. Ο κόσμος της Νέτε είχε συρρικνωθεί, δεν υπήρχε πλέον περιθώριο για δάκρυα, ούτε για τις προσευχές που ανέπεμπε στον Κύριο μέρα και νύχτα. Κυρίως τη νύχτα. Αντιθέτως, ούρλιαζε, ζητούσε αέρα και την ελευθερία της. Και, πάνω από όλα, τη μητέρα της. «Έλα να με βοηθήσεις, μητέρα! Αγκάλιασέ με, μείνε μαζί μου για πάντα», οδυρόταν. Αχ, και να μπορούσε να καθόταν τώρα παρέα με τη μητέρα της στο κηπάκι του σπιτιού τους, καθαρίζοντας αρακά. Μακάρι να γινόταν... Σταμάτησε όταν άρχισαν να κοπανάνε γροθιές πάνω στην πόρτα και κάποιες φωνές τής έλεγαν να βγάλει το σκασμό. Δεν ήταν οι υπάλληλοι, αλλά ορισμένες από τις κοπέλες που τα δωμάτιά τους βρίσκονταν παρακάτω στο διάδρομο. Και το κουδούνι του διαδρόμου χτυπούσε γιατί είχαν βγει νύχτα. Οι κραυγές, οι φωνές και ο σαματάς κόπασαν μόλις ακούστηκαν οι αυστηρές προειδοποιήσεις της προϊσταμένης και το σύρσιμο της μπάρας που ασφάλιζε την πόρτα του κελιού της. Δευτερόλεπτα αργότερα, η Νέτε απωθούνταν και πάλι πίσω στο στενάχωρο δωμάτιο. Τίναξε το κεφάλι και ούρλιαξε καθώς η μακριά βελόνα καρφωνόταν στη σάρκα της, και λίγο μετά το δωμάτιο άρχισε να γυρίζει μπροστά στα μάτια της.

ΕΝΟΧΗ

489

Όταν συνήλθε, με τα χέρια της ακινητοποιημένα από λουριά, δεν είχε δύναμη να φωνάξει. Κι έτσι, έμεινε ξαπλωμένη στο κρεβάτι όλη μέρα, χωρίς να αρθρώσει λέξη. Όταν προσπάθησαν να την ταΐσουν, απέστρεψε το πρόσωπό της και φαντάστηκε το καταφύγιό της εκεί έξω, πέρα από το λοφίσκο με τις δαμασκηνιές, εκεί όπου το λαμπερό φως του ήλιου φιλτραριζόταν ανάμεσα από τα φύλλα. Κάπως έτσι θυμήθηκε και τα αποτυπώματα που είχαν αφήσει τα κορμιά της στα άχυρα, όταν έκανε έρωτα με τον Τάγκε στο στάβλο. Φρόντιζε να είναι συγκεντρωμένη και σε εγρήγορση, γιατί, αν δεν πρόσεχε, το αυτάρεσκο πρόσωπο του Κουρτ Βεντ θα εισέβαλλε στη σκέψη της. Κι αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που ήθελε. Δεν ήθελε να τον σκέφτεται. Εκείνος ο απαίσιος άντρας είχε καταστρέψει τη ζωή της, και η Νέτε δε θα κατάφερνε να φύγει από το νησί έτσι όπως ήταν όταν ήρθε. Αυτό το ήξερε σίγουρα, πλέον. Η ζωή την είχε προσπεράσει, και κάθε φορά που οι πνεύμονές της γέμιζαν με αέρα, ευχόταν να σταματούσε η αναπνοή της. Το τελευταίο της γεύμα το είχε φάει και το είχε χωνέψει ήδη, σκέφτηκε. Ο Κουρτ Βεντ, ο ίδιος ο διάολος, και όλο το κακό που κουβαλούσε μαζί του, δεν της άφηναν κανένα περιθώριο να φανταστεί κάποια ζωή μετά. Κι όταν πέρασαν αρκετές μέρες χωρίς να φάει, και στο έντερό της δεν απέμενε τίποτα για να αποβάλει, φώναξαν το γιατρό από την ηπειρωτική χώρα. Αυτός υποτίθεται πως ήταν ο σωτήρας της, αποκαλώντας τον εαυτό του φίλο της, όμως η βοήθεια που της πρόσφερε ήταν μια ένεση στο μπράτσο κι ένα ταξίδι μέχρι το νοσοκομείο του Κορσέρ. Εκεί την είχαν υπό διαρκή παρακολούθηση και δε θέλησαν να

490

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

την ακούσουν όταν άρχισε να τους ικετεύει να τη λυπηθούν και να πιστέψουν πως ήταν μια κοπέλα όπως όλες οι άλλες, που απλώς την είχε βρει μια τρομερή ατυχία. Μονάχα μία φορά εμφανίστηκε κάποιος που ενδεχομένως να την άκουσε, όμως η Νέτε ήταν τόσο ζαλισμένη από τα φάρμακα, ώστε πέρασε σχεδόν όλη τη μέρα σε κατάσταση νάρκης. Ο άνθρωπος αυτός ήταν ένας άντρας, εικοσιπεντάρης περίπου, ο οποίος είχε έρθει να επισκεφτεί ένα κοριτσάκι με δυσκολία στην ακοή, το οποίο τον είχαν φέρει στο δωμάτιο εκείνο το πρωί και τώρα ήταν ξαπλωμένο στο κρεβάτι απέναντι από της Νέτε, πίσω από μια τραβηγμένη κουρτίνα. Η Νέτε άκουσε να λένε πως το κοριτσάκι έπασχε από λευχαιμία, και παρότι δεν ήξερε τι ακριβώς αρρώστια ήταν αυτή, συνειδητοποίησε πως το παιδί πέθαινε. Παρά τη ζάλη της, το διέκρινε στο βλέμμα των γονιών του, όπως έφευγαν. Η Νέτε ζήλευε πολύ εκείνο το κοριτσάκι. Είχε απαλλαγεί από τη δυστυχία του κόσμου, κι όμως περιτριγυριζόταν από ανθρώπους που το αγαπούσαν. Τι ευτυχία! Και ήταν κι αυτός ο άντρας, που ήρθε για να απαλύνει τις τελευταίες του ώρες, διαβάζοντάς του ή αφήνοντας το κοριτσάκι να του διαβάσει ­κάτι. Η Νέτε έκλεισε τα μάτια και άκουγε, καθώς η καθησυχαστική φωνή του άντρα βοηθούσε το παιδί να αρθρώσει τις συλλαβές, τις λέξεις και τις προτάσεις, μέχρι που αυτές αποκτούσαν νόημα, και το έκανε αρκετά αργά, ώστε η Νέτε, παρά τη ζάλη της, μπορούσε να παρακολουθεί και η ίδια. Εκείνος τής χαμογέλασε θερμά περνώντας μπροστά από το κρεβάτι της. Ήταν ένα χαμόγελο που σκλάβωσε την καρδιά της και την ώθησε να κατεβάσει μια μπουκιά φαγητό το ίδιο βράδυ. Δύο μέρες αργότερα, το κοριτσάκι πέθανε και η Νέτε πήρε το δρόμο της επιστροφής για το Σπρόγκε, πιο σιωπηλή και εσωστρε-

ΕΝΟΧΗ

491

φής από ποτέ. Ακόμα και η Ρίτα την άφησε ήσυχη εκείνη τη νύχτα, όμως τώρα πια είχε δικά της προβλήματα να αντιμετωπίσει. Όλες τους είχαν προβλήματα. Κι αυτό γιατί το ίδιο σκάφος που οδήγησε τη Νέτε πίσω στο νησί, έφερε μαζί του την Γκίτε Τσαρλς.

37

Νοέμβριος 2010

ΟΠΩΣ ΗΤΑΝ ΞΑΠΛΩΜΕΝΟΣ ο Κουρτ στο πλάι, πάνω στο διπλό κρε-

βάτι, και χάζευε τα σχεδόν διάφανα βλέφαρα της αγαπημένης του, τα οποία δεν είχαν ανοίξει εδώ και τρία μερόνυχτα, είχε όσο χρόνο ήθελε προκειμένου να αναλογιστεί, εξοργισμένος, τα γεγονότα των τελευταίων ημερών. Τα πάντα κατέρρεαν. Το σύστημα ασφαλείας, το οποίο είχε στηθεί για να απομακρύνει κάθε εμπόδιο, είχε διαπράξει μοιραία λάθη, και άνθρωποι οι οποίοι κάποτε σώπαιναν, τώρα δεν έβαζαν γλώσσα μέσα. Ήταν λες και, παρά τους πρόσφατους θριάμβους του Κόμματος Καθαρότητας, διάφορες καταστροφές έπαιρναν σειρά για να συμβούν, η μία μετά την άλλη, αλυχτώντας γύρω από τα θεμέλια της ζωής του σαν λυσσασμένα σκυλιά. Γιατί είχαν αποτύχει να σταματήσουν εκείνους τους δύο αστυνομικούς; Ήταν κάτι που έπρεπε να γίνει οπωσδήποτε. Ο Μί­καελ, ο Λέμπεργκ και ο Κάσπερσεν, όλοι τους είχαν υποσχεθεί να κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούσαν, κι όμως είχαν αποτύχει. Το πρόσωπο της Μπεάτε συσπάστηκε σχεδόν ανεπαίσθητα, όμως κι αυτό ήταν αρκετό για να τον κάνει να τιναχτεί. Κοίταξε το αποστεωμένο χέρι του καθώς χάιδευε τρυφερά το μάγουλό της, κι αισθάνθηκε αλλόκοτα ξεκομμένος από τον εαυ-

492

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

τό του. Ήταν σχεδόν σαν να χανόταν το χέρι του πάνω στην επιδερμίδα της, τόσο ελάχιστη ήταν η διαφορά ανάμεσα στα δικά του γηρατειά και τη δική της εικόνα. Όμως, σε λίγες ώρες, η Μπεάτε θα ήταν νεκρή, ενώ εκείνος ζωντανός. Αυτό ήταν το ζήτημα που έπρεπε να αντιμετωπίσει, αν πράγματι τον ενδιέφερε να ζήσει. Πάντως, τη συγκεκριμένη στιγμή, δεν τον ενδιέφερε. Υπήρχαν εκκρεμότητες οι οποίες έπρεπε να τακτοποιηθούν, και μόλις έκλεινε αυτό το θέμα, ο Κουρτ σκόπευε να βρει μια ταφόπλακα, όπου ο μαρμαράς θα σκάλιζε όχι ένα, αλλά δύο ονόματα. Ένας ξαφνικός, επιτακτικός ήχος ακούστηκε από το κομοδίνο του. Ήταν το iPhone, όχι το απόρρητο νούμερο που χρησιμοποιούσε κατά κύριο λόγο πλέον. Στράφηκε, έπιασε το κινητό και είδε ότι είχε φτάσει ένα μήνυμα. Ήταν από τον Χέρμπερτ Σένερσκο. Επομένως, είχε υπακούσει στις εντολές του, σκέφτηκε ο Κουρτ, ικανοποιημένος με την προοπτική αυτή. Ένα λιγότερο άτομο που τον απειλούσε με τη φλυαρία του. Άνοιξε το μήνυμα και περίμενε λίγο μέχρι να εμφανιστεί η φωτογραφία. Κι όταν αυτό συνέβη, ο Κουρτ πετάχτηκε όρθιος, ανήσυχος. Στη φωτογραφία, ο Χέρμπερτ και η Μίε, χαμογελαστοί, τον χαιρετούσαν μπροστά από ένα πλούσιο, κατάφυτο φόντο. Πάνω από την εικόνα υπήρχε μια σύντομη λεζάντα: Δεν πρόκειται να μας βρεις ποτέ.

Μόλις μετέφερε το αρχείο στο φορητό υπολογιστή του, το άνοιξε ξανά και μεγέθυνε τη φωτογραφία, έτσι που κάλυπτε ολόκληρη την οθόνη. Είχε τραβηχτεί πριν από μόλις δέκα λεπτά, και ο ουρανός πάνω από το χαμογελαστό ζευγάρι ήταν κατακόκκινος, λίγες στιγμές πριν τη δύση. Πίσω τους υψώνονταν φοινικόδεντρα

ΕΝΟΧΗ

493

και, παραπίσω, διακρίνονταν σκούρα πρόσωπα και το απέραντο γαλάζιο του ωκεανού. Άνοιξε την εφαρμογή «Πλανήτες» στο iPhone του και επέλεξε «Υδρόγειος», ώστε να δει πού ακριβώς βρισκόταν ο ήλιος εκείνη τη στιγμή. Μελέτησε τα δεδομένα και διαπίστωσε πως η μόνη τροπική τοποθεσία όπου ο ήλιος είχε δύσει πριν από δέκα λεπτά ήταν το νότιο άκρο της Μαδαγασκάρης. Όλες οι άλλες περιοχές ήταν σημεία της ανοιχτής θάλασσας, έρημοι της Μέσης Ανατολής και εύκρατες ζώνες της πρώην ΕΣΣΔ. Κι εφόσον στέκονταν με τις πλάτες στο ηλιοβασίλεμα, θα πρέπει να βρίσκονταν στη δυτική πλευρά του νησιού. Η Μαδαγασκάρη ήταν μεγάλη, βέβαια, όχι όμως αρκετά μεγάλη ώστε να τους κρύψει για πάντα. Εφόσον έστελνε τον Μίκαελ εκεί κάτω να μάθει πού κυκλοφορούσαν δύο ηλικιωμένοι, γκριζομάλληδες Σκανδιναβοί, θα τους εντόπιζε σε χρόνο μηδέν. Ένα λάδωμα εδώ κι εκεί πάντοτε έκανε θαύματα, και δεν έλειπαν οι καρχαρίες σ’ εκείνα τα νερά για να εξαφανίσουν κάθε ίχνος. Ήταν η πρώτη καλή είδηση της μέρας. Χαμογέλασε κι ένιωσε τις δυνάμεις του να επιστρέφουν. «Τίποτα δεν καταβάλλει τον άνθρωπο όσο η λιποψυχία», έλεγε πάντοτε ο πατέρας του. Σοφός άνθρωπος, πραγματικά. Έγειρε το μαγκωμένο κορμί του προς τα πίσω και κοίταξε τους δόκιμους αστυνομικούς που έπαιζαν τα παιχνιδάκια τους κάτω από τα δέντρα στους κήπους της Ακαδημίας, στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Με αηδία διαπίστωσε πως αρκετοί από τους ένστολους νέους ήταν μελαψοί. Κι εκείνη τη στιγμή, άρχισε να χτυ­ πάει το Nokia πάνω στο κομοδίνο. «Ο Μίκαελ είμαι. Έχω εδώ έναν από τους ανθρώπους μας. Δε χρειάζεται να ξέρετε το όνομά του. Πριν από εφτά λεπτά, εντοπίσαμε τον Χαφέζ αλ-Άσαντ να αποχωρεί από τα Κεντρικά της Αστυνομίας. Αυτή τη στιγμή κατεβαίνει τα σκαλοπάτια της Γέφυ-

494

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

ρας Τίτγκενς προς τις αποβάθρες του κεντρικού σιδηροδρομικού σταθμού. Τι θέλετε να κάνουμε;» Τι ήθελε να κάνουν; Ήταν προφανές. «Ακολουθήστε τον. Αν σας δοθεί η ευκαιρία, χωρίς να γίνετε αντιληπτοί, βουτήξτε τον και πάρτε τον μαζί σας. Κράτα το τηλέφωνο ανοιχτό για να ακούω. Και φρόντισε να μη σας καταλάβει». «Όπως σας είπα, είμαστε δύο. Κρατάμε αποστάσεις, δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείτε». Ο Κουρτ χαμογέλασε. Δεύτερη ευχάριστη εξέλιξη. Τελικά, ίσως τα πράγματα να είχαν αρχίσει να φτιάχνουν. Ξάπλωσε και πάλι στο πλευρό της ετοιμοθάνατης συζύγου του, με το αφτί κολλημένο στο κινητό που είχε ακουμπήσει στο μαξιλάρι. Ζωή και θάνατος, αντικριστά. Και όπως ήταν ξαπλωμένος εκεί κι άκουγε για κάμποσα λεπτά, παρατηρώντας πως η αναπνοή της Μπεάτε κόντευε να σταματήσει, στο αφτί του έφτασε ένας ψίθυρος. «Βρισκόμαστε μέσα στο τρένο, με κατεύθυνση το Τάστρουπ. Ίσως και να μας οδηγήσει στην πραγματική του διεύθυνση. Έχουμε πιάσει θέσεις στις δύο άκρες του βαγονιού, κοντά στις πόρτες, οπότε δεν πρόκειται να μας ξεγλιστρήσει, να είστε σίγουρος». Ο Κουρτ επαίνεσε τον Μίκαελ και στράφηκε στην Μπεάτε. Ακούμπησε τα ακροδάχτυλά του πάνω στο λαιμό της. Έπιανε ακόμα σφυγμό, όμως ήταν αδύναμος και απρόβλεπτος, όπως ο θάνατος. Έκλεισε τα μάτια για μια στιγμή, και το μυαλό του κατακλύστηκε από τις αναμνήσεις ροδαλών μάγουλων και γέλιων που έδιωχναν κάθε έγνοια. Άραγε, υπήρξε κάποτε τόσο νέος; αναρωτήθηκε. «ΔΕΞΙΑ!» Ο Κουρτ τινάχτηκε, ακούγοντας ξαφνικά τη δυνατή φωνή στο κινητό του. «Κατέβηκε από το τρένο στη Μπρόντμπιοστερ. Μου φαίνεται πως έρχεται προς το σπίτι σας, κύριε Βεντ». Μήπως τον είχε πάρει ο ύπνος; Κούνησε το κεφάλι σαστισμέ-

ΕΝΟΧΗ

495

νος κι ανακάθισε στο κρεβάτι, με το κινητό στο αφτί. «Μείνετε σε απόσταση. Θα είμαι έτοιμος να τον υποδεχτώ μόλις φτάσει εδώ. Εσείς κινηθείτε διακριτικά. Οι δόκιμοι εδώ απέναντι, στη σχολή, έχουν αμοληθεί στον κήπο λες και παίζουν καουμπόηδες και ινδιάνους». Χαμογέλασε. Σκόπευε να ετοιμάσει θερμή υποδοχή σ’ εκείνο τον τύπο, τον Άσαντ. Αναγκαστικά, έπρεπε να αφήσει την Μπεάτε για μερικά λεπτά. Στράφηκε να της ζητήσει να κάνει υπομονή, όμως βρέθηκε να κοιτάζει τα ορθάνοιχτα μάτια της, ενώ το κεφάλι της ήταν γερμένο στο πλάι. Κράτησε την ανάσα του κι ύστερα την άφησε, αντικρίζοντας το θολό, άψυχο βλέμμα της. Έμοιαζε να έχει καρφώσει τα μάτια της στο σημείο όπου λίγο νωρίτερα ήταν ξαπλωμένος ο Κουρτ, λες κι εκείνες τις τελευταίες στιγμές είχε αναζητήσει μια επαφή. Κι εκείνος κοιμόταν. Ταράχτηκε. Την είχε εγκαταλείψει τη στιγμή που τον χρειαζόταν περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Ένιωσε το στομάχι του να δένεται κόμπος, κι ύστερα μια αίσθηση σαν να είχε φάει γροθιά απλώθηκε στο στήθος του, κάνοντάς τον να διπλωθεί. Ένας τραχύς, λαρυγγικός ήχος έγδαρε το λαιμό του. Το πρόσωπό του συσπάστηκε, κι ένα μακρόσυρτο, σχεδόν βουβό ουρλιαχτό συνόδευσε τους λυγμούς του. Έμεινε σε αυτή τη στάση για μερικά λεπτά, κρατώντας το χέρι της, ώσπου τελικά της έκλεισε τα μάτια και σηκώθηκε να φύγει, χωρίς να κοιτάξει πίσω. Στο δωμάτιο δίπλα στην τραπεζαρία βρήκε το ρόπαλο με το οποίο οι γιοι του είχαν αλλάξει τα φώτα σε αμέτρητες μπάλες του μπέιζμπολ. Το ζύγισε στο χέρι του, διαπιστώνοντας πως ήταν αρκετά βαρύ, κι ύστερα βγήκε στον κήπο για να παραφυλάξει πίσω από το βοηθητικό κτίριο. Άκουγε τις δυνατές φωνές που έρχονταν από την απέναντι

496

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

πλευρά του δρόμου, εκεί όπου οι δόκιμοι αστυνομικοί επιβεβαίωναν τα νεανικά ιδεώδη τους, νομίζοντας πως μπορούσαν να ξεχωρίσουν τους καλούς από τους κακούς. Αυτό ακριβώς σκόπευε να κάνει τώρα και ο Κουρτ. Θα κατέφερε ένα συντριπτικό χτύπημα στο σβέρκο του Χαφέζ αλ-Άσαντ, κι ύστερα θα τον έσερνε γρήγορα σε ασφαλές σημείο μέσα στο βοηθητικό κτίριο. Και μόλις έφταναν εκεί οι άλλοι δύο, θα τον βοηθούσαν να βάλει το πτώμα στο θωρακισμένο δωμάτιο. Το κινητό άρχισε να δονείται μέσα στην τσέπη του. «Ναι;» ψιθύρισε. «Πού βρίσκεστε τώρα;» «Στη συμβολή της λεωφόρου Βέστρε με την οδό Μπρόντμπιοστερ. Μας ξέφυγε». Ο Κουρτ συνοφρυώθηκε. «Τι έκανε, λέει;» «Χώθηκε ξαφνικά σε ένα εργοτάξιο και χάσαμε τα ίχνη του». «Χωριστείτε και κοιτάξτε να τον βρείτε, αμέσως». Έκλεισε εκνευρισμένος το κινητό και κοίταξε ολόγυρα. Αισθανόταν απόλυτα ασφαλής στη γωνία του κήπου, καθώς πίσω του υπήρχε ένας ψηλός μαντρότοιχος που έβλεπε προς το Τβέαργκεδεν. Ο εισβολέας μόνο από μία κατεύθυνση μπορούσε να έρθει, δηλαδή από το δρομάκι που έβγαζε στο σπίτι κι έβαινε παράλληλα με το βοηθητικό κτίριο, στην άκρη του οποίου είχε κρυφτεί εκείνος. Ήταν έτοιμος. Είχαν περάσει μόλις λίγα λεπτά όταν άκουσε βήματα. Προσεκτικά, διστακτικά βήματα στο δρομάκι, που πλησίαζαν μέτρο το μέτρο. Έσφιξε τις παλάμες γύρω από το ρόπαλο και προχώρησε με προφυλάξεις μέχρι τη γωνία του κτιρίου. Πήρε μια βαθιά ανάσα και την κράτησε, μέχρι που είδε ένα κεφάλι να ξεπροβάλλει. Στο κλάσμα δευτερολέπτου που μεσολάβησε μέχρι να κατεβάσει με όλη του τη δύναμη το ρόπαλο, το κεφάλι πρόλαβε και τραβήχτηκε.

ΕΝΟΧΗ

497

«Εγώ είμαι, κύριε Βεντ!» είπε μια φωνή, τελείως αλλιώτικη από του Άραβα. Ένας άντρας βγήκε από τη γωνία, κι ήταν από τους δικούς του. Τον χρησιμοποιούσε ο Μίκαελ μία στο τόσο, σε κάποιες από τις δράσεις τους. «Πανηλίθιε!» σφύριξε ο Κουρτ. «Τσακίσου φύγε, θα τον τρομάξεις. Τράβα πίσω στο δρόμο, και κοίτα να μη σε καταλάβει». Στάθηκε για λίγο εκεί, με την καρδιά να χτυπάει σαν ταμπούρλο στο στήθος του, ενώ αναθεμάτιζε τους βλάκες που τον περιτριγύριζαν. Άντε λοιπόν, καμηλιέρη, σκεφτόταν, την ώρα που οι θόρυβοι από τις ασκήσεις των δοκίμων έσβηναν. Έλα να τελειώ­ νουμε. Δεν είχε προλάβει να ολοκληρώσει τη σκέψη του για την επικείμενη αναμέτρηση, όταν ακούστηκε ένας γδούπος πίσω του. Έριξε μια ματιά προς τα εκεί και πρόλαβε να δει δυο χέρια να ακουμπούν στην κορυφή του μαντρότοιχου. Όπως έκανε να γυρίσει, ο άντρας προσγειώθηκε σαν γάτα, πέφτοντας στα τέσσερα και αγριοκοιτάζοντάς τον με δυο μάτια που είχαν εστιάσει πάνω στο θήραμά τους. «Πρέπει να μιλήσουμε, Βεντ», είπε αμέσως ο Άραβας, όμως εκείνος σήκωσε το ρόπαλο και το κατέβασε με δύναμη. Με μια σβέλτη κίνηση, ο βραχύσωμος, στιβαρός άντρας πετάχτηκε στο πλάι κι αμέσως σηκώθηκε όρθιος, τινάζοντας τα δυνατά του πόδια. Και καθώς το ρόπαλο έσκαγε στο έδαφος με ένα βαρύ γκουπ, όρμησε και ακινητοποίησε τον αντίπαλό του, πλέκοντας τα μπράτσα γύρω από τον κορμό του. «Τώρα θα πάμε μέσα, συνεννοηθήκαμε;» ψιθύρισε. «Έχεις ξαμολήσει πάρα πολλές ύαινες εκεί έξω». Έσφιξε τα μπράτσα του τόσο, που ο Κουρτ Βεντ ένιωσε να του κόβεται η ανάσα. Ήθελε να καλέσει σε βοήθεια, όμως δεν μπορούσε να στείλει αέρα στους πνεύμονές του.

498

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Ο Άραβας τον κουβάλησε γρήγορα στην αυλή, κι από εκεί στην πίσω πόρτα. Λίγα δευτερόλεπτα ακόμα και θα περνούσαν μέσα στο σπίτι. Τότε, όμως, ακούστηκαν βήματα, ποδοβολητό στο δρομάκι, και την επόμενη στιγμή εμφανίστηκε ο Μίκαελ, ο οποίος κοκάλωσε κι έμεινε να τους κοιτάζει εμβρόντητος. Ο Άσαντ έσφιξε ακόμα περισσότερο τα μπράτσα του, τόσο που ο γέρος παραλίγο να λιποθυμήσει. Την επόμενη στιγμή, τον άφησε ελεύθερο. Ο Βεντ έμεινε για μια στιγμή πεσμένος μπρούμυτα στο έδαφος. Πίσω του, άκουγε φωνές. Χτυπήματα, βρισιές σε δύο γλώσσες. Με δυσκολία κατάφερε να σταθεί στα πόδια του και παραπατώντας έφτασε μέχρι το βοηθητικό κτίριο, εκεί όπου ήταν ακόμα πεσμένο το ρόπαλο. Έσκυψε να το πιάσει και, όπως ανασηκώθηκε, αντίκρισε τον Άραβα που στεκόταν μπροστά του. Ενστικτωδώς, έριξε μια ματιά προς το γρασίδι, εκεί όπου ο ­Μίκαελ κειτόταν αναίσθητος. Μα ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος; «Άφησέ το κάτω αυτό», είπε ο Χαφέζ αλ-Άσαντ, σαν να τον προκαλούσε να τον αψηφήσει. Ο ήχος που έκανε το ξύλινο ρόπαλο πέφτοντας στις πλάκες έμοιαζε με την αίσθηση που είχε ο Κουρτ Βεντ στο στομάχι του. «Τι γυρεύεις από εμένα;» ρώτησε. «Κάτι άτομα σαν και του λόγου σου τα ξέρω καλύτερα απ’ ό,τι νομίζεις, και δε θα τη γλιτώσεις», απάντησε ο Άραβας. «Θέλω να μάθω τα πάντα για τις δραστηριότητές σου, κι είμαι σίγουρος πως όλα όσα χρειαζόμαστε για να αποδείξουμε τις κατηγορίες βρίσκονται μέσα σε αυτό το σπίτι. Είσαι ένας δολοφόνος, Κουρτ Βεντ». Έπειτα τον άρπαξε από τον καρπό και τον ανάγκασε να τον ακολουθήσει. Έφτασαν στην πίσω πόρτα, όταν κάτι έσκισε τον αέρα κι έσκα-

ΕΝΟΧΗ

499

σε πάνω στο κεφάλι του Άραβα, βγάζοντας έναν απαίσιο, ξερό ήχο. Ο Άσαντ σωριάστηκε στο έδαφος. «Ναι, ρε!» είπε μια φωνή από πίσω. Ήταν ο άνθρωπος του Μίκαελ. «Τέρμα τα δίφραγκα».

Λίγο μετά το τηλεφώνημά του στο νεαρό γιατρό στον οποίο είχε παραχωρήσει το ιατρείο του, ο Κουρτ Βεντ άκουσε το κλειδί στην πόρτα του ισογείου. «Ευχαριστώ που ήρθες τόσο γρήγορα, Καρλ-Γιόχαν», είπε και τον οδήγησε στο υπνοδωμάτιο. Ο Καρλ-Γιόχαν Χένρικσεν έκανε τα προβλεπόμενα, κι ύστερα κατέβασε το στηθοσκόπιο και κοίταξε τον ηλικιωμένο άντρα σκυθρωπός. «Λυπάμαι πολύ», μουρμούρισε. «Όμως τώρα θα ησυχάσει». Συμπλήρωσε το πιστοποιητικό θανάτου με τρεμάμενα χέρια, λες και είχε επηρεαστεί περισσότερο από την όλη κατάσταση απ’ ό,τι ο ίδιος ο σύζυγος. «Τι θα κάνεις τώρα, Κουρτ;» «Συνεννοήθηκα με έναν υποστηρικτή μας, έναν εξαιρετικό εργολάβο κηδειών στο Καρλσλούνε. Πριν από λίγο μιλούσα μαζί του, θα βρεθούμε απόψε. Αύριο θα τηλεφωνήσω στον πάστορα. Η Μπεάτε θα αναπαυτεί στο παλιό κοιμητήριο, εδώ, στην εκκλησία του Μπρόντμπιοστερ». Ο Βεντ παρέλαβε το πιστοποιητικό θανάτου και δέχτηκε τα συλλυπητήρια του Καρλ-Γιόχαν Χένρικσεν. Αντάλλαξαν χειραψία. Και κάπως έτσι, ένα μακρύ και φαινομενικά ατελείωτο κεφάλαιο έφτασε στο τέλος του. Ήταν μια πραγματικά δύσκολη μέρα. Κάθισε για λίγο στο πλευρό της συζύγου του και παρατήρησε ότι το σώμα της είχε κρυώσει κιόλας. Πόσο γρήγορα χανόταν η ζωή!

500

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Ύστερα την τακτοποίησε και συγύρισε το δωμάτιο. Πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου του, πέρασε στο βοηθητικό κτίριο, άνοιξε το θωρακισμένο δωμάτιο και διαπίστωσε πως, εντούτοις, υπήρχε ακόμα ζωή στο μελαψό σώμα που κειτόταν στο τσιμεντένιο δάπεδο. «Όνειρα γλυκά, ανόητε καμηλιέρη. Κι αν δεν έχεις φύγει από αυτό τον κόσμο όταν επιστρέψω από το γραφείο τελετών, ευχαρίστως θα σε βοηθήσω να ξεκινήσεις το τελευταίο ταξίδι».

38

Σεπτέμβριος 1987

ΟΣΟ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΠΛΗΣΙΑΖΕ η Γκίτε στην Κοπεγχάγη τόσο πιο ξε-

κάθαρη μορφή αποκτούσε το σχέδιό της. Δέκα εκατομμύρια ήταν πολλά χρήματα, όμως η Νέτε είχε περισσότερα, πολύ περισσότερα. Η Γκίτε ήταν μόλις πενήντα ­τριών χρόνων, και δέκα εκατομμύρια κορόνες δύσκολα θα της έφταναν για μια ολόκληρη ζωή. Τουλάχιστον, όχι με τους ρυθμούς που ξόδευε τα χρήματα και όλα εκείνα τα όνειρα που είχε στο μυαλό της. Έτσι και φρόντιζε τον εαυτό της και περιόριζε το ποτό, άνετα είχε ακόμα τριάντα με σαράντα χρόνια μπροστά της. Και, σε μια τέτοια περίπτωση, δε χρειαζόταν να είναι κανείς λογιστής για να καταλάβει πως τα δέκα εκατομμύρια δεν ήταν αρκετά. Το σχέδιο, επομένως, ήταν να θέσει υπό τον έλεγχό της η Γκίτε ολόκληρη την περιουσία της Νέτε. Για την ώρα, δεν είχε αποφασίσει ακόμα πώς θα το κατάφερνε αυτό. Ήταν κάτι που εξαρτιόταν από την τροπή που θα έπαιρναν τα πράγματα. Το ιδανικό θα ήταν να αποδεικνυόταν η Νέτε ευεπηρέαστη, όπως παλιά. Όμως, αν πράγματι ήταν τόσο άρρωστη όσο άφηνε να εννοηθεί, τότε η Γκίτε απλώς θα έπρεπε να της καταστεί απαραίτητη, μέ-

ΕΝΟΧΗ

501

χρι να σβήσει το καντήλι της. Η διαθήκη της Νέτε και οι υπογραφές που θα χρειάζονταν ήταν ένα εμπόδιο το οποίο η Γκίτε αισθανόταν σίγουρη πως θα κατόρθωνε να ξεπεράσει. Κι αν η Νέτε δεν ήταν συνεργάσιμη, τότε υπήρχε πάντοτε η επιλογή περισσότερο δραστικών μέτρων. Δεν επιθυμούσε κάτι τέτοιο η Γκίτε, όμως ταυτόχρονα δεν το απέκλειε, σε καμία περίπτωση. Το είχε κάνει κι άλλοτε, στέλνοντας ανίατα ασθενείς στον άλλο κόσμο γρηγορότερα απ’ ό,τι ήταν γραφτό τους.

Η Ρίτα Νίλσεν ήταν εκείνη που πρώτη ανακάλυψε την αδυναμία της Γκίτε στις γυναίκες. Με τα απαλά χείλη και τα βρεγμένα μαλλιά της που έπεφταν μπροστά στα μάτια της, έκανε τα γόνατα της Γκίτε να λυγίζουν. Κάτι τέτοιο απαγορευόταν, φυσικά, όμως όταν η μπλούζα της Ρίτα αγκάλιαζε το κορμί της μέσα στους ατμούς του πλυσταριού, και ταυτόχρονα η Γκίτε διέθετε την εξουσία να τη διατάξει να κατεβεί στο λιβάδι ό,τι ώρα ήθελε, η Γκίτε ήταν εκείνη που πήρε την πρωτοβουλία. Η Ρίτα Νίλσεν ήταν κάτι περισσότερο από πρόθυμη. Το απαλό, ζεστό κορμί της λαχταρούσε την ηδονή, και η Γκίτε της την πρόσφερε. Η σχέση τους συνεχίστηκε για όσο διάστημα η Ρίτα ήταν συνεργάσιμη, όμως μια νύχτα σηκώθηκε και κατέβασε την μπλούζα της, καλύπτοντας το στήθος της, κι εκεί τελείωσαν όλα. «Θέλω να φύγω από εδώ, κι εσύ θα με βοηθήσεις», της ανακοίνωσε. «Θα πεις στην προϊσταμένη ότι έχω σωφρονιστεί και θα προτείνεις να πάρω απολυτήριο. Συνεννοηθήκαμε;» Η Γκίτε δεν ήταν συνηθισμένη να της μιλούν με τέτοιο τρόπο οι κοπέλες του Σπρόγκε και δεν ήταν διατεθειμένη να το ανεχτεί. Οι κοπέλες σκόρπιζαν μόλις έδινε εντολή η Γκίτε, κι έτσι ακριβώς σκόπευε να συνεχίσει. Τη σέβονταν και την έτρεμαν, γιατί

502

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

ήταν ικανή να μετατραπεί σε τύραννο όποτε την εξυπηρετούσε αυτό. Καμία υπάλληλος δεν έστελνε στα δωμάτια σκέψης τόσες πολλές κοπέλες όσες η Γκίτε. Καμία δεν έβαζε τέτοιες φωνές έτσι και ήταν ανυπάκουη κάποια. Τα υπόλοιπα μέλη του προσωπικού θεωρούσαν τη συμπεριφορά της αξιέπαινη και τη θαύμαζαν, γιατί ήταν εκπαιδευμένη νοσοκόμα κι επιπλέον εμφανίσιμη. Η Γκίτε σκέφτηκε να ρίξει μια ανάστροφη στη Ρίτα για να την τιμωρήσει για την αυθάδειά της, όμως δίστασε για μια στιγμή, κι έτσι δέχτηκε εκείνη ένα χαστούκι στο πρόσωπο, το οποίο παραλίγο να της κόψει την ανάσα και την έκανε να παραπατήσει και να σωριαστεί κάτω. Πώς τόλμησε εκείνη η λειψή στο μυαλό κοπέλα να σηκώσει χέρι πάνω της; «Το ξέρεις πολύ καλά ότι μπορώ να σε καταστρέψω. Είμαι σε θέση να περιγράψω το σώμα σου με κάθε λεπτομέρεια, και θα το κάνω, μπροστά στην προϊσταμένη, εκτός κι αν με βοηθήσεις», εξήγησε ψύχραιμα η Ρίτα, καθώς στεκόταν από πάνω της. «Και μόλις της πω ότι με ανάγκασες να σε ικανοποιήσω, οι περιγραφές μου θα είναι από μόνες τους αρκετές για να πειστεί ότι λέω την αλήθεια. Οπότε κανόνισε να με στείλεις πίσω στην ηπειρωτική χώρα. Το ξέρω πως αυτά τα αποφασίζουν οι γιατροί, όμως θα βρεις τρόπο εσύ». Το βλέμμα της Γκίτε ακολούθησε ένα σμήνος από χήνες που πετούσε στον ουρανό. Λίγο μετά, έγνεψε καταφατικά, σχεδόν ανεπαίσθητα. Η Ρίτα θα επέστρεφε πράγματι στην ηπειρωτική χώρα, όχι όμως πριν το αποφασίσει η Γκίτε. Ούτε μία στιγμή νωρίτερα.

Το επόμενο πρωί, η Γκίτε τσίμπησε με δύναμη τα μάγουλά της, προτού χτυπήσει αποφασιστικά την πόρτα της προϊσταμένης και

ΕΝΟΧΗ

503

περάσει μέσα, όπου βρέθηκε αντιμέτωπη με την άμεση όσο και ταραγμένη αντίδραση της γυναίκας πίσω από το γραφείο. «Χριστός και Απόστολος, Γκίτε! Τι στην ευχή σού συνέβη;» Η Γκίτε κράτησε την αναπνοή της κι έστριψε ελαφρά το σώμα της, ώστε να δει η προϊσταμένη όχι μόνο ότι η λευκή ποδιά της είχε σκιστεί, αλλά και ότι δε φορούσε εσώρουχα. Της περιέγραψε εν συντομία το πώς εκείνη η ανισόρροπη, σεξουαλικά ανώμαλη ψυχοπαθής, η Ρίτα Νίλσεν, της είχε σκίσει τα ρούχα πίσω από το πλυσταριό, όπου την έριξε στο έδαφος και την ανάγκασε να ανοίξει τα πόδια της. Έκανε τη φωνή της να πάλλεται, δήθεν από ταραχή, και κοίταζε ντροπιασμένη το πάτωμα όση ώρα τής περιέγραφε την επίθεση και τις μάταιες προσπάθειές της να αμυνθεί. «Προτείνω η Ρίτα Νίλσεν να οδηγηθεί σε κελί τιμωρίας για δέκα μέρες κι επιπλέον να της αφαιρεθούν όλα τα προνόμια», είπε, συμπεραίνοντας από τον τρόπο που έτρεμαν οι παλάμες της προϊ­ σταμένης και τη σοκαρισμένη της έκφραση πως το αίτημά της θα γινόταν αποδεκτό. «Εκτός αυτού, νομίζω πως θα ήταν σκόπιμο να εξετάσουμε το ενδεχόμενο της στείρωσης και, στη συνέχεια, της απομάκρυνσής της από εδώ. Η κοπέλα είναι σεξομανής και, κατά την άποψή μου, θα αποτελούσε αφόρητο βάρος για την κοινωνία αν δε λάβουμε εγκαίρως τα μέτρα μας». Η προϊσταμένη έσφιξε τις παλάμες της σε γροθιά, και οι κλειδώσεις της άσπρισαν καθώς κοίταζε μαγκωμένη τα σημάδια στο λαιμό της Γκίτε. «Φυσικά», είπε και σηκώθηκε όρθια.

Η Ρίτα έκανε μεγάλη φασαρία, όμως οι κατηγορίες που εξαπέλυσε κατά της Γκίτε απορρίφθηκαν συνολικά. Ήταν φανερό πως είχε σοκαριστεί, όχι μόνο που το σχέδιό της είχε αποτύχει, αλλά και

504

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

με το γεγονός πως τελικά εφαρμόστηκε εις βάρος της. Η Γκίτε το απολάμβανε. «Φυσικά και μπορείς να μου περιγράψεις το σώμα της Γκίτε», είπε η προϊσταμένη. «Αφού εσύ η ίδια τής επιτέθηκες. Έτσι πωρωμένη και κακόβουλη που είσαι, δεν αμφιβάλλω πως θα επιχειρούσες να παρουσιάσεις την όποια κατάσταση όπως σε συμφέρει, όμως δυστυχώς εμένα δεν μπορείς να με ξεγελάσεις, νεαρή μου. Τι άλλο να περιμένει κανείς από μια κοπέλα με λειψό μυαλό και ένα αισχρό ιστορικό, όπως στη δική σου περίπτωση;» Η είδηση πως προέκυψαν αυτές οι εξελίξεις εξαπλώθηκε σαν φωτιά σε ξερά χόρτα, και προτού νυχτώσει, τα κουτσομπολιά είχαν φτάσει ήδη στους στάβλους, στα χωράφια, στα κοτέτσια και σε κάθε πιθανή κι απίθανη γωνιά ενός των τειχών του ιδρύματος. Η Ρίτα ούρλιαζε και χτυπιόταν μέσα στο κελί της, οπότε ανέλαβαν δράση τα ηρεμιστικά. Πολλές από τις συναδέλφους της Γκίτε, αλλά και αρκετές από τις κοπέλες, δεν έκρυβαν τη χαρά τους. Η επιστροφή της στους χώρους της υπόλοιπης κοινότητας αποδείχτηκε σύντομη, καθώς η Ρίτα ήταν σκληρό καρύδι και δυσκολευόταν να συμμαζέψει τη γλώσσα της. Μόλις μία εβδομάδα αργότερα, βρέθηκε και πάλι κλεισμένη σε κελί τιμωρίας, δεμένη στο κρεβάτι, να ωρύεται σαν δαιμονισμένη. «Η Νέτε Χέρμανσεν είναι καλή κοπέλα. Δεν είναι σωστό να μοιράζεται το ίδιο δωμάτιο μ’ εκείνο το τέρας», είπε η Γκίτε στην προϊσταμένη. Κι έτσι, απομάκρυναν όλα τα πράγματα της Ρίτα κι άφησαν τη Νέτε να έχει όλο το δωμάτιο δικό της. Αυτό έκανε τη Νέτε να δει την Γκίτε μέσα από ένα διαφορετικό πρίσμα, γεγονός το οποίο η Γκίτε διαισθάνθηκε αμέσως. Η Νέτε ήταν εκείνη που πήρε την πρωτοβουλία. Αφελής, γεμάτη ελπίδα και τόσο ακαταμάχητα θελκτική. Τις είχαν βάλει να ξεφορτώσουν κάτι σακιά με κάρβουνα από

ΕΝΟΧΗ

505

το σκάφος, οπότε μία από τις κοπέλες στραμπούλιξε τον αστράγαλό της κι έπεσε, σκούζοντας σαν δαρμένο σκυλί. Όλες μαζεύτηκαν γύρω της, παρότι οι φύλακες φώναζαν και τις χτυπούσαν, και πάνω στην αναστάτωση η Νέτε και η Γκίτε βρέθηκαν να στέκονται η μία δίπλα στην άλλη, σε μικρή απόσταση. «Από λάθος κατέληξα εδώ», ψιθύρισε η Νέτε, με βλέμμα φωτεινό και καθαρό. «Δεν είμαι χαζή και ξέρω πως κι άλλες κοπέλες εδώ δεν είναι χαζές, ούτε κανένα τσουλί είμαι, όπως με κατηγορούν. Δε γίνεται να εξετάσουν πάλι την περίπτωσή μου;» Ήταν πανέμορφη. Σαρκώδη χείλη κι ένα κορμί σφιχτό και σαγηνευτικό όσο καμιάς άλλης στο νησί. Η Γκίτε την ήθελε, και το ήξερε εδώ και καιρό. Τώρα ήταν η ευκαιρία της. Στάθηκαν για λίγο εκεί, ενώ γύρω τους έπεφταν χτυπήματα, και φωνές κατέκλυζαν τον αέρα. Η κατάσταση ήταν τέτοια, που η Νέτε άρχισε να κλαίει. Τότε, όμως, η Γκίτε την πήρε από το χέρι και την απομάκρυνε. Το αποτέλεσμα ήταν μαγικό. Ένα ρίγος διέτρεξε το σώμα της κοπέλας, λες και το άγγιγμα και το ενδιαφέρον της Γκίτε ήταν το κλειδί για ό,τι λαχταρούσε. Και η Γκίτε σκούπισε τα δάκρυα της Νέτε, καθώς την οδηγούσε προς το βάλτο και έγνεφε καταφατικά, με κατανόηση, στα κατάλληλα σημεία, όσο η κοπέλα τής εξομολογούνταν τους καημούς της. Ήταν μια ολότελα αθώα κατάσταση. Μέσα σε δέκα λεπτά, η Γκίτε είχε κερδίσει την απόλυτη εμπιστοσύνη της. «Θα κάνω ό,τι μπορώ, αν και δεν μπορώ να σου υποσχεθώ κάτι», της είπε. Πρώτη φορά στη ζωή της αντίκρισε ένα τόσο πλατύ χαμόγελο.

Τα πράγματα δεν εξελίχτηκαν όσο εύκολα λογάριαζε η Γκίτε. Παρότι μιλούσαν ανοιχτά στη διάρκεια των περιπάτων τους μέχρι το βάλτο, η Νέτε έμοιαζε απρόθυμη να αφεθεί.

506

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Κατά έναν περίεργο τρόπο, ήταν ο γάτος του φαροφύλακα που βοήθησε, τελικά, την Γκίτε. Η έντονη αντιπαλότητα ανάμεσα σε δύο κοκόρια στο κοτέτσι του φαροφύλακα είχε καταστρέψει τον ύπνο του επί αρκετές δια­ δοχικές νύχτες, ενώ οι υπαίτιοι κατόρθωναν έως τότε να διαφεύγουν κάθε προσπάθεια σύλληψής τους. Ως εκ τούτου, ο βοηθός του φαροφύλακα στάλθηκε στο λιβάδι προκειμένου να μαζέψει ξερούς στρύχνους, ώστε να αναισθητοποιηθεί ολόκληρος ο πληθυσμός του κοτετσιού με τον καπνό από το καιόμενο φυτό, διευκολύνοντας με τον τρόπο αυτό τη σύλληψη και, στη συνεχεία, το καρύδωμα του ενός από τα προβληματικά πουλερικά. Μερικά από αυτά τα φυτά πετάχτηκαν σε ένα νερόλακκο, όπου κι έμειναν να σαπίζουν για ένα διάστημα, ώσπου ο γάτος, το όνομα του οποίου ήταν Μίκυ, προσελκύστηκε από τη μυρωδιά κι έβαλε διστακτικά τη γλώσσα του στο νερό που λίμναζε, για να δει τι ήταν. Λίγη ώρα αργότερα, ο απορημένος φαροφύλακας και ο βοηθός του είδαν το αιλουροειδές να ανεβοκατεβαίνει σαν τρελό σε κάτι δέντρα, προτού σωριαστεί έξω από την αποθήκη, όπου έφερε μια δυο τούμπες και, τελικά, τα τέζαρε. Όλοι, εκτός από τη σύζυγο του φαροφύλακα, θεώρησαν πως η ιστορία ήταν ξεκαρδιστική, και κάπως έτσι η Γκίτε έμαθε για το σπάνιο φυτό που φύτρωνε στο Σπρόγκε και οι ιδιότητές του προκαλούσαν περίεργες αντιδράσεις σε όσους το κατανάλωναν. Η Γκίτε παρήγγειλε βιβλία από την ηπειρωτική χώρα και σύντομα είχε αποκτήσει αρκετές γνώσεις ώστε να είναι σε θέση να κάνει τα δικά της πειράματα. Τη γοήτευε η προοπτική να αποκτήσει τον έλεγχο πάνω στη ζωή των άλλων. Ήταν μια έλξη η οποία παραλίγο να αποδειχτεί μοιραία για μία από τις κοπέλες, την οποία η Γκίτε έβρισκε ιδιαίτερα αυθάδη. Κάποια στιγμή, βούτηξε ένα τσιγάρο στο απόσταγμα του φυτού και το άφησε να στεγνώσει. Και όταν ήρθε η

ΕΝΟΧΗ

507

κατάλληλη στιγμή, το άφησε με τρόπο στην τσέπη του καρό φορέματος της κοπέλας. Την άκουσαν που άρχισε να ουρλιάζει και να ξεστομίζει διάφορες ασυναρτησίες την ώρα που βρισκόταν κάτω στη Στήλη, στο σωρό από πέτρες που σημάδευε το μέσο της απόστασης ανάμεσα στο Σγιέλαν και το Φιν, εκεί όπου κατέβαινε συχνά η κοπέλα για να κάνει ένα τσιγάρο μόνη της. Κι όμως, δεν ανησύχησαν ιδιαίτερα όταν ξαφνικά σώπασε. Η κοπέλα επιβίωσε, αν και δεν ήταν πια το απείθαρχο πλάσμα όπως παλιά. Ο φόβος του θανάτου την είχε γραπώσει για τα καλά. Η Γκίτε ικανοποιήθηκε με το αποτέλεσμα, καθώς πλέον διέθετε τον τρόπο να κάνει τη Νέτε συνεργάσιμη. Οι απειλές της πως θα την τρέλαινε, ή ακόμα και θα τη σκότωνε, σε συνδυασμό με το ότι η Νέτε ήξερε τι πραγματικά ήθελε η Γκίτε από εκείνη, τη σόκαραν σε τέτοιο βαθμό, ώστε ούτε καν να κλάψει δεν μπορούσε. Ήταν λες και όλη η κακία του κόσμου είχε φωλιάσει μέσα στη γυναίκα που θεωρούσε σωτήρα της, και πλέον όλα τα όνειρα που είχε κάνει για την επιστροφή σε μια φυσιολογική ζωή, έσβησαν μεμιάς. Η Γκίτε αντιλήφθηκε αυτή την αντίδραση, η οποία τη βόλευε μια χαρά. Τη διαβεβαίωσε πως, εφόσον ήταν πρόθυμη να την ικανοποιεί, εκείνη θα έκανε ό,τι μπορούσε για να πείσει την προϊσταμένη να επανεξετάσει την περίπτωσή της. Κι έτσι, η Νέτε υπέκυψε και, παρότι η Γκίτε δεν ήθελε να το παραδεχτεί, άρχισε να εξαρτιέται από τη σχέση τους. Αυτή ήταν που καθιστούσε υποφερτή τη ζωή της ανάμεσα σ’ εκείνες τις χολωμένες, εκδικητικές και απαίσιες γυναίκες, που τόσο πολύ διέφεραν από την ίδια. Μάλιστα, έφτασε στο σημείο να πιστέψει πως δεν ήθελε να αλλάξει το παραμικρό. Με τη Νέτε να πλαγιάζει στο πλευρό της ανάμεσα στα ψηλά

508

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

χορτάρια, μπορούσε να ξεχνάει κάθε της έγνοια και να αναπνέει ελεύθερα στη νησιωτική φυλακή της.

Όπως ήταν αναμενόμενο, η Ρίτα μπήκε σφήνα ανάμεσά τους, αν και η Γκίτε το έμαθε αυτό αργότερα. Μέχρι να λάβει τέλος η απομόνωση της Ρίτα στο δωμάτιο σκέψης, η προϊσταμένη είχε αρχίσει να αμφιταλαντεύεται όσον αφορά την περίπτωσή της. «Σε θέματα που αφορούν τη στείρωση των τροφίμων, είμαι υποχρεωμένη να συμβουλευτώ τον προϊστάμενο γιατρό», δήλωσε. «Θα έρθει σύντομα στο νησί, οπότε ας περιμένουμε να ακούσουμε και τη δική του γνώμη». Όμως τα διαστήματα που μεσολαβούσαν ανάμεσα στις επισκέψεις του γιατρού ήταν μεγάλα, και η Ρίτα εκμεταλλεύτηκε αυτό το χρόνο προκειμένου να σχεδιάσει την εκδίκησή της, ανοίγοντας τα μάτια της Νέτε και πείθοντάς την πως η Γκίτε Τσαρλς σε καμία περίπτωση δεν ήταν αξιόπιστη, και ότι η μόνη διέξοδος για τις δυο τους ήταν να δραπετεύσουν. Έκτοτε τα πράγματα πήγαν πολύ στραβά.

39

Νοέμβριος 2010 «ΤΟΥ ΕΧΩ ΤΗΛΕΦΩΝΗΣΕΙ εκατό φορές ήδη, Καρλ, δεν απαντάει. Είμαι σίγουρη πως έχει κλείσει το κινητό του. Μα γιατί να το κάνει αυτό; Ποτέ άλλοτε δεν είχε αντιδράσει έτσι». Η Ρόζε ακουγόταν πραγματικά ανήσυχη. «Εσύ φταις για όλα, γομάρι. Λίγο πριν φύγει, είπε πως τον κατηγόρησες για τη δολοφονία εκείνου του Λιθουανού, του Βερσλόβας».

ΕΝΟΧΗ

509

Ο Καρλ έγνεψε αρνητικά. «Όχι, δεν είναι έτσι, Ρόζε. Όπως και να ’χει, όμως, το φαξ που μας έστειλαν εγείρει ορισμένα ερωτήματα. Κανείς μας δεν είναι υπεράνω υποψίας σε αυτά τα θέ­ ματα». Η Ρόζε στάθηκε μπροστά του, με τις γροθιές πάνω στους γοφούς της. «Για άκου να σου πω. Δεν ισχύει κάτι τέτοιο εδώ πέρα. Εφόσον ο Άσαντ λέει πως δεν είχε καμία σχέση με την κατάληξη του ψυχάκια του Βερσλόβας, σημαίνει πως είναι αλήθεια, εντάξει; Το θέμα, Καρλ, είναι ότι μας πιέζεις χωρίς να νοιάζεσαι για το πώς αισθανόμαστε. Αυτό είναι το πρόβλημά σου». Ένα κάρο ασυναρτησίες. Η κοπέλα είχε καταφέρει να φέρει τούμπα τα πάντα, πράγμα που οπωσδήποτε ήταν ένα από τα ατού της στο πλαίσιο των ερευνών, όμως αποτελούσε σημαντικό μειονέκτημα σε ό,τι είχε να κάνει με τις διαπροσωπικές σχέσεις. Σε κάθε περίπτωση, δεν του χρειαζόταν να ακούει αυτές τις κατηγορίες. «Λοιπόν, Ρόζε, για να ηρεμήσουμε λιγάκι. Απ’ όσο μπορώ να κρίνω, εσύ και ο Άσαντ φροντίζετε μια χαρά τα συναισθηματικά σας ζητήματα. Να με συγχωρείς, όμως ειλικρινά δεν ευκαιρώ αυτή τη στιγμή να ακούσω όλα αυτά τα μελοδραματικά. Με περιμένει ο Μάρκους Γιάκομπσεν για να μου σούρει τον εξάψαλμο».

«Θες να πεις πως είναι για τα παλιοσίδερα πλέον; Και ζητάς καινούριο αυτοκίνητο;» Ο διοικητής του Τμήματος Ανθρωποκτονιών είχε απομείνει να τον κοιτάζει εμβρόντητος. «Έχουμε Νοέμβριο, Καρλ. Μήπως έχεις ακουστά κάτι που λέγεται προϋπολογισμός;» «Κοίτα να δεις σύμπτωση, κι εγώ για τον προϋπολογισμό έλεγα να σου μιλήσω, Μάρκους. Είμαι απόλυτα ενήμερος, ξέρεις. Για τον Τομέα Q προβλέφθηκαν οχτώ εκατομμύρια κορόνες φέτος, σωστά; Πού κέρατο κατέληξαν όλα αυτά τα χρήματα;» Οι ώμοι του Μάρκους Γιάκομπσεν κρέμασαν. «Σοβαρά, θα κά-

510

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

νουμε πάλι αυτή την κουβέντα, Καρλ; Το ξέρεις πάρα πολύ καλά πως τα χρήματα αυτά μοιράζονται ανάμεσά μας». «Αναφέρεσαι στον προϋπολογισμό του δικού μου τομέα, Μάρκους, κι εγώ τελικά από αυτά τα χρήματα ζήτημα είναι να βλέπω το ένα πέμπτο. Έτσι δεν είναι; Μάλλον φτηνά τής έρχεται της χώρας το υπόγειο, τι λες κι εσύ;» «Μπορεί. Πάντως, καινούριο αυτοκίνητο δεν πρόκειται να πάρεις, σ’ το λέω να το ξέρεις. Δεν υπάρχουν χρήματα, τόσο απλά. Δεν έχεις ιδέα πόσες υποθέσεις έχουμε αυτή τη στιγμή, που καταπίνουν τους πόρους μας». Ο Καρλ δεν απάντησε. Ήξερε πως ήταν αλήθεια αυτό, έστω κι αν δεν είχε σχέση με το θέμα τους. Ο Μάρκους πήρε μία ακόμα τσίχλα νικοτίνης από το πακέτο. Το στόμα του κόντευε να μπουκώσει. Μπράβο του που είχε αφήσει κατά μέρος τα τσιγάρα, όμως οι τεράστιες ποσότητες του υποκατάστατου που μασούλαγε τον είχαν μονίμως στην πρίζα από τη στιγμή που πέρασε το κρύωμά του. «Νομίζω πως υπάρχει ένα ακόμα Peugeot 607 στον όρχο», είπε τελικά. «Θα πρέπει να το μοιράζεσαι, όμως. Δυστυχώς, δε βλέπω άλλη λύση μέχρι το νέο οικονομικό έτος, Καρλ». «Καλά, νομίζεις». Ο διοικητής αναστέναξε κουρασμένα. «Εντάξει, πες μου τι ακριβώς συνέβη. Έχεις πέντε λεπτά». «Πέντε λεπτά δεν είναι αρκετά». «Κάνε μια προσπάθεια». Ένα τέταρτο της ώρας αργότερα, ο Μάρκους κόντευε να γίνει πύραυλος. «Πρώτα κάνεις διάρρηξη στο σπίτι του Νέρβιγ και κλέβεις τα αρχεία του. Ύστερα εισβάλλεις με το έτσι θέλω στο σπίτι ενός γνωστού πολιτικού, την ώρα που η γυναίκα του πεθαίνει. Για να μην αναφερθώ σε καμιά εκατοστή ακόμα παραβάσεις των κανονισμών».

ΕΝΟΧΗ

511

«Δεν ξέρουμε αν πράγματι η σύζυγος πεθαίνει. Ή θες να μου πεις πως εσύ δε χρησιμοποίησες ποτέ αυτή τη δικαιολογία; Δεν έχεις πει ποτέ ότι είχες να πας στην κηδεία μιας ανύπαρκτης ­θείας, κάποια μέρα που σου ήρθε διάθεση για ένα ρεπό;» Ο Μάρκους παραλίγο να πνιγεί από εκείνη τη μάζα από τσίχλες που είχε στο στόμα. «Σε καμία περίπτωση, κι ελπίζω ειλικρινά να μην έχεις κάνει κάτι αντίστοιχο εσύ, τουλάχιστον όχι όσο καιρό είμαι εγώ προϊστάμενός σου. Όμως άκουσε να σου πω κάτι, Καρλ. Θέλω να έρθουν εδώ τα αρχεία του Νέρβιγ, και σβέλτα. Κι αμέσως μόλις επιστρέψει ο Άσαντ, θα του εξηγήσεις πως όπως ήρθε, έτσι θα τα μαζέψει και θα φύγει. Εκτός αυτού, παύεις να ασχολείσαι με αυτή την υπόθεση από τώρα! Αλλιώς, σε βλέπω να μπλέκεις πάλι σε καταστάσεις από τις οποίες δε θα μπορέσω να σε γλιτώσω». «Τι μου λες; Λοιπόν, σκέψου ένα πράγμα: έτσι και παρατήσουμε αυτή την υπόθεση, εσύ θα έχεις 6,8 εκατομμύρια λιγότερα για τον προϋπολογισμό της επόμενης χρονιάς». «Δηλαδή;» «Δηλαδή, ποιος ο λόγος να υπάρχει ο Τομέας Q, αν είναι να κωλώνουμε στα ζόρια;» «Καρλ, προσπαθώ να σου εξηγήσω πως αυτή τη στιγμή πατάς πάνω σε πολύ λεπτό πάγο, και το θέτω κομψά. Οπότε μείνε μακριά, εκτός κι αν καταφέρεις από τη σχετική ασφάλεια του γραφείου σου να βρεις κάποιες αδιάσειστες αποδείξεις πως ο Κουρτ Βεντ και κάποια άλλα ηγετικά μέλη του Κόμματος Καθαρότητας έχουν διαπράξει εγκληματικές πράξεις. Μέχρι τότε, τέρμα οι στενές επαφές μαζί τους. Συνεννοηθήκαμε;» Ο Καρλ συγκατένευσε απρόθυμα. Μάλιστα. Τελικά, τα πάντα σε αυτό τον κόσμο είναι θέμα πολιτικής; «Κάτι λέγαμε για ένα αυτοκίνητο», είπε, αλλάζοντας γραμμή πλεύσης.

512

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

«Καλά, εντάξει, θα δω τι μπορώ να κάνω. Στο μεταξύ, εσύ κατέβα στο υπόγειο και φέρε εδώ πάνω εκείνους τους φακέλους». Ο Καρλ έβγαζε καπνούς από τα αφτιά όταν έφυγε από το γραφείο του διοικητή. «Νευράκια, νευράκια, Καρλ;» σχολίασε η Λις, καθώς έδινε έναν πάκο έγγραφα από τον πάγκο σε ένα μελαψό άντρα με μαύρα, σγουρά μαλλιά, ο οποίος φορούσε ένα από τα χειμερινά μπουφάν που χορηγούσε η υπηρεσία. Εκείνος στράφηκε προς τον Καρλ και τον χαιρέτησε με ένα νεύμα του κεφαλιού. Γνωστή η φάτσα του. «Σαμίρ», θυμήθηκε ξαφνικά ο Καρλ. Ο γνωστός του Άσαντ αυτοπροσώπως. «Τι έγινε, κεσάτια έχετε στο Ρεδόβρε;» είπε δηκτικά. «Αποφάσισε ο Άντονσεν να βγει στη σύνταξη και πήρε τα πάντα μαζί του στο σπίτι;» Γέλασε με το αστείο του, και ήταν ο μόνος. «Έχουμε πολλή δουλειά για να μας κρατάει απασχολημένους, όμως να είσαι καλά για το ενδιαφέρον. Απλώς έπρεπε να ανταλλάξουμε κάτι έγγραφα», απάντησε ο Σαμίρ, ζυγίζοντας τον πάκο στην παλάμη του. «Να σου πω ένα λεπτάκι, Σαμίρ, μιας και σε πέτυχα εδώ; Τι τρέχει μ’ εσένα και τον Άσαντ; Και μη μου πεις πως δεν τρέχει τίποτα. Θέλω να μάθω τι συμβαίνει, αυτό είναι όλο. Θα με βοηθούσε αν καταλάβαινα». «Το μόνο πράγμα που μπορεί να σε βοηθήσει είναι να συνειδητοποιήσεις πόσο δυσλειτουργικό άτομο είναι». «Δυσλειτουργικό; Δε σε καταλαβαίνω. Ο Άσαντ δεν είναι δυσ­ λειτουργικός. Γιατί το λες αυτό το πράγμα;» «Ρώτα τον να σου πει ο ίδιος, εγώ δεν πρόκειται να ανακατευτώ. Έχει σαλτάρει, κι εγώ του το έχω πει. Η αλήθεια είναι, κι απλώς δεν μπορεί να τη χειριστεί». Ο Καρλ τον έπιασε από το μπράτσο. «Άκουσε, Σαμίρ. Δεν έχω ιδέα τι μπορεί και τι δεν μπορεί να χειριστεί ο Άσαντ, όμως έχω

ΕΝΟΧΗ

513

την υποψία πως εσύ μια χαρά μπορείς να το χειριστείς. Κι αν δεν ανοίξεις το στοματάκι σου να μου εξηγήσεις τι παίζει, ίσως και να αναγκαστώ να σε κάνω να μιλήσεις με το ζόρι, όταν έρθει η ώρα. Το ίδιο ισχύει και για τον Άσαντ, βέβαια. Με πιάνεις;» «Όπως νομίζεις, Μερκ. Προσπάθησε». Ελευθερώθηκε από τη λαβή του κι έφυγε εκνευρισμένος προς το διάδρομο. Η Λις κοίταξε τον Καρλ με συμπάθεια και ταυτόχρονα με ανησυχία. «Μη στεναχωριέσαι για το αυτοκίνητο, Καρλ. Κάποια λύση θα βρεθεί», είπε. Οι φήμες εξαπλώνονταν εκεί μέσα εν ριπή οφθαλμού.

«Κανένα νέο από τον Άσαντ;» Η Ρόζε έγνεψε αρνητικά. Ήταν φανερό ότι ανησυχούσε ­πλέον. «Δε μου λες, πώς και νοιάζεσαι ξαφνικά τόσο πολύ γι’ αυτόν;» «Νοιάζομαι επειδή τον τελευταίο καιρό τον είδα ταραγμένο μια δυο φορές. Δεν ήταν έτσι παλιά». Ο Καρλ κατάλαβε τι εννοούσε ακριβώς η Ρόζε. Τίποτα δεν της ξέφευγε. «Θα πρέπει να ανεβάσουμε τα αρχεία του Νέρβιγ στον τρίτο όροφο». «Σαν να λέμε, σε περιμένει τρελό κουβάλημα, ε;» Ο Καρλ έσκυψε ελαφρά το κεφάλι, για να διώξει λίγο από το αίμα που είχε ανέβει εκεί. «Δε μου λες, γιατί είσαι έτσι τσατισμένη, Ρόζε;» «Μη χαλάς τη ζαχαρένια σου», απάντησε εκείνη. «Άλλωστε, εσύ δεν ευκαιρείς να ακούσεις» –εδώ έβαλε εισαγωγικά με τα δάχτυλά της– «“όλα αυτά τα μελοδραματικά”, σωστά; Μόνος σου το είπες».

514

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Ο Καρλ κατέβαλε προσπάθεια για να διατηρήσει την ψυχραιμία του και να την πληροφορήσει πως αν δεν τσακιζόταν να σηκωθεί από το γραφείο της για να αρχίσει να ανεβάζει εκείνους τους καταραμένους φακέλους στον τρίτο, θα της ζητούσε να γυρίσει στο σπίτι της και να στείλει την Ίρσα στη θέση της. Και το εννοούσε, πραγματικά. Η Ρόζε συνοφρυώθηκε. «Να σου πω κάτι, Καρλ; Δεν πρέπει να στέκεις και πολύ στα καλά σου». Την άκουγε που έκανε θόρυβο, ενώ εκείνος καλούσε κατ’ επανάληψη τον αριθμό του Άσαντ, κουνώντας νευρικά το πόδι κάτω από το γραφείο του. Ο Άσαντ είχε βουτήξει τον αναπτήρα του, και αν δεν άναβε τσιγάρο μέσα στο επόμενο λεπτό, οι μύες της γάμπας του θα πάθαιναν κράμπα. «Τα λέμε αργότερα», ακούστηκε η στριγκή φωνή της Ρόζε από το διάδρομο. Ο Καρλ έστρεψε το πρόσωπο προς το άνοιγμα της πόρτας και την είδε να φεύγει φουρκισμένη, φορώντας ήδη το πανωφόρι της κι έχοντας κρεμασμένη στον ώμο τη ροζ τσάντα της. Ώστε αυτό ήταν. Γαμώτο! Στ’ αλήθεια την είχε κάνει; Ο Καρλ παραλίγο να βάλει τα κλάματα, καθώς αναλογιζόταν τις συνέπειες. Η Ρόζε θα έστελνε τον άλλο της εαυτό το πρωί, την Ίρσα. Στην καλύτερη των περιπτώσεων. Το κινητό του άρχισε να χτυπάει και να δονείται πάνω στο γραφείο. Ήταν η Λις. «Λοιπόν, τακτοποίησα το θέμα με το αμάξι. Αν θέλεις να περάσεις από το γκαράζ του Εθνικού Κέντρου Ερευνών, θα στείλω κάποιον να σου φέρει τα κλειδιά. Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά. Επιτέλους. Τώρα, το μόνο που είχε να κάνει ήταν να βρει τον Άσαντ. Η Ρόζε είχε καταφέρει να τον κουρντίσει άσχημα.

ΕΝΟΧΗ

515

Δύο λεπτά αργότερα, στεκόταν στον όρχο και κοίταζε ολόγυρα, μάταια. Ούτε αμάξι ούτε κανένας άνθρωπος με κλειδιά. Συνοφρυώθηκε κι ετοιμαζόταν να τηλεφωνήσει στη Λις, όταν δύο προβολείς αναβόσβησαν προς το μέρος του, από το βάθος. Πλησίασε και διαπίστωσε πως ήταν η Ρόζε, με τη φωσφορίζουσα τσάντα της στα πόδια, καθισμένη στη θέση του συνοδηγού ενός αυτοκινήτου μικρότερου κι από την τσέπη του παντελονιού του. Ο Καρλ ξεροκατάπιε, προσπαθώντας να χωνέψει το θέαμα. Το χρώμα του αυτοκινήτου ήταν από μόνο του αρκετό να τον γονατίσει. Του θύμιζε ένα κομμάτι ροκφόρ που το είχε παραχώσει στο ψυγείο πριν από κάτι μήνες και στην πορεία το ξέχασε τε­ λείως. «Τι κέρατο είναι αυτό, και τι δουλειά έχεις εσύ εδώ, Ρόζε;» ρώτησε εκνευρισμένος, καθώς άνοιγε την πόρτα από την πλευρά του οδηγού. «Είναι ένα Ford Ka, κι εσύ σκόπευες να πας να βρεις τον Άσαντ, σωστά;» Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά. Όφειλε να της το αναγνωρίσει. Από διαίσθηση έσκιζε. «Λοιπόν, θα έρθω μαζί σου. Κι αυτό είναι το αυτοκίνητο που κανόνισε για εσένα ο Μάρκους Γιάκομπσεν για το υπόλοιπο της χρονιάς». Κατάφερε να πνίξει ένα γέλιο, κι ύστερα πήρε και πάλι σοβαρό ύφος. «Άντε, Καρλ, ξεκίνα. Νυχτωθήκαμε».

Γονάτισαν ο ένας μετά τον άλλο και κοίταξαν μέσα από τη θυρίδα αλληλογραφίας, στην πόρτα του διαμερίσματος της Χάιμνταλσγκεδε, και όπως ακριβώς περίμενε ο Καρλ, δεν είδαν ούτε έπιπλα ούτε κάποιο άλλο ίχνος του Άσαντ. Την τελευταία φορά που είχε βρεθεί εδώ ο Καρλ, είχε έρθει αντιμέτωπος με δύο αδερφούς που είχαν εκτεταμένα τατουάζ στο

516

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

κορμί, ξενικά ονόματα και δικέφαλους μεγάλους σαν καρύδες. Αυτή τη φορά θα βολευόταν με το γενικό σαματά από τους οικογενειακούς καβγάδες που βρίσκονταν σε εξέλιξη, σε κάτι γλώσσες που θα μπορούσαν να είναι σερβοκροατικά ή σομαλικά. Ήταν αυτό που λέμε «ζωντανή γειτονιά». «Ζει σε ένα σπίτι στο Κόνγκεβαϊεν εδώ και λίγο καιρό. Μη μου ζητήσεις να σου εξηγήσω το πώς και το γιατί», είπε ο Καρλ, καθώς έπαιρνε ξανά θέση στο κινούμενο σπιρτόκουτο. Οδήγησε επί ένα τέταρτο χωρίς να ανταλλάξει κουβέντα με τη Ρόζε, ώσπου βρέθηκαν να στέκονται μπροστά σε ένα ασβεστωμένο σπιτάκι, το οποίο έμοιαζε να έχει γίνει ένα με το δάσος, στο σημείο όπου ο δρόμος για το Μπίστρουπ άνοιγε προς το Κόνγκεβαϊεν. «Κι αυτό ακατοίκητο μου φαίνεται, Καρλ», είπε η Ρόζε. «Είσαι σίγουρος πως ήρθαμε στη σωστή διεύθυνση;» «Τι να σου πω, αυτή μου έδωσε». Κοίταξαν την πλακέτα δίπλα στην πόρτα. Πάνω της ήταν χαραγμένα δύο τυπικά δανικά γυναικεία ονόματα. Ίσως να είχαν υπενοικιάσει το σπίτι στον Άσαντ. Με την αγορά ακινήτων να έχει πιάσει πάτο, οι πάντες γνώριζαν πλέον κάποιον που ξαφνικά βρέθηκε με δύο σπίτια στα χέρια και άμεση ανάγκη για μετρητά. Οι συναρπαστικές μέρες όπου οι υπουργοί Οικονομικών βολεύονταν από μυαλό με τα σκατά που κουβαλούσαν στο κεφάλι τους και οι τράπεζες κονομούσαν εις βάρος των απλών πολιτών, δεν είχαν περάσει ακόμα, σε καμία περίπτωση. Λίγες στιγμές αργότερα, η πρόσχαρη μαυρομάλλα γυναίκα που άνοιξε την πόρτα τον διαβεβαίωνε πως αν αυτός ο φίλος του, ο Άσαντ, ήταν άστεγος, ευχαρίστως να την έβγαζε δυο τρία βράδια στον καναπέ τους, θα του έκαναν και καλή τιμή. Κατά τα άλλα, όμως, ούτε η ίδια ούτε η σύντροφός της τον είχαν ακουστά. Τζίφος.

ΕΝΟΧΗ

517

«Καλά, δεν ξέρεις πού μένουν οι άνθρωποι που δουλεύουν για εσένα;» ρώτησε δηκτικά η Ρόζε, καθώς επέστρεφαν στο αυτοκίνητο. «Εγώ νόμιζα πως άφηνες τον Άσαντ στο σπίτι του μία στο τόσο, αφού ξέρω πόσο σου αρέσει να χώνεις τη μύτη σου στις δουλειές των άλλων». Ο Καρλ αναλογίστηκε την προσβολή για λίγο, προτού περάσει στην αντεπίθεση. «Ωραία, λοιπόν, δεσποινίς Ξερόλα. Για πες, εσύ τι ξέρεις σχετικά με την οικογενειακή ζωή του Άσαντ;» Η Ρόζε κοίταξε πέρα από το παρμπρίζ, χωρίς να εστιάζει κάπου συγκεκριμένα. «Όχι και πολλά. Παλιότερα, ανέφερε μία στο τόσο τη γυναίκα και τις δύο κόρες του, όμως έχει περάσει καιρός από την τελευταία φορά. Για να είμαι ειλικρινής, δε νομίζω ότι εξακολουθεί να ζει μαζί τους». Ο Καρλ συγκατένευσε προβληματισμένος. Την ίδια σκέψη είχε κάνει και ο ίδιος. «Από φίλους, πώς πάει; Έχει αναφέρει κανένα όνομα; Ίσως να πήγε στο σπίτι κάποιου γνωστού του». Η Ρόζε κούνησε το κεφάλι πέρα δώθε. «Θα με περάσεις για χαζή τώρα, όμως κάτι μου λέει πως ο Άσαντ δεν έχει δικό του ­σπίτι». «Γιατί το λες αυτό;» «Εδώ και καιρό μού έχει δημιουργηθεί η αίσθηση πως τη βγάζει στο γραφείο του. Σκέφτομαι ότι ίσως να φεύγει για μερικές ώρες τη νύχτα, για να μην κινήσει υποψίες. Όμως δε χτυπάμε κάρτα στη δουλειά, σωστά; Οπότε είναι δύσκολο να το πούμε με βεβαιότητα». «Κι από ρούχα, πώς βολεύεται; Δε φοράει τα ίδια κάθε μέρα, έτσι δεν είναι; Οπότε κάπου πρέπει να έχει μια βάση». «Φαντάζομαι πως θα μπορούσαμε να ελέγξουμε τα ντουλάπια και τα συρτάρια του στα Κεντρικά. Ίσως εκεί μέσα να έχει παραχώσει όλα τα πράγματά του. Τα άπλυτά του μπορεί να τα πηγαίνει στο καθαριστήριο. Τώρα που το σκέφτομαι, τον έχω πετύχει

518

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

να κουβαλάει κάτι σάκους κάθε τόσο. Νόμιζα πως έβαζε εκεί μέσα όλα εκείνα τα αλλόκοτα σνακ που αγοράζει από τα μαγαζιά των μεταναστών». Ο Καρλ αναστέναξε. Ό,τι κι αν περιείχαν οι σάκοι του Άσαντ, δεν τους βοηθούσαν σε τίποτα τώρα. «Μάλλον πήγε κάπου να ξεσκάσει. Θα δεις, το πιθανότερο είναι πως μας περιμένει στο γραφείο αυτή τη στιγμή. Δεν του κάνεις πάλι ένα τηλεφώνημα, Ρόζε;» Εκείνη ανασήκωσε τα φρύδια. Η κλασική αντίδρασή της που σήμαινε «γιατί δεν το κάνεις μόνος σου;» Τελικά, όμως, έβγαλε το κινητό της και τηλεφώνησε. «Το ήξερες πως έχει βάλει αυτόματο τηλεφωνητή στο καινούριο τηλέφωνό του, Καρλ;» ρώτησε, με το αφτί κολλημένο στο κινητό της. «Έχει ηχογραφήσει και μήνυμα». Ο Καρλ έκανε ένα νεύμα με το κεφάλι. «Τι λέει;» «Λέει πως απουσιάζει από το γραφείο για υπηρεσιακούς λόγους, αλλά θα βρίσκεται πίσω στις έξι». «Και πόσο έχει πάει τώρα;» «Κοντεύει εφτά». Ο Καρλ έπιασε το δικό του κινητό και κάλεσε το γραφείο του αξιωματικού υπηρεσίας στα Κεντρικά. Ούτε εκεί τον είχαν δει. Υπηρεσιακοί λόγοι, ανέφερε το μήνυμα του Άσαντ. Παράξενο. Η Ρόζε έκλεισε το κινητό της κι έμεινε για λίγο συλλογισμένη. «Μήπως σκέφτεσαι αυτό που σκέφτομαι κι εγώ, Καρλ; Ικανό τον έχω, έτσι διαολισμένος που ήταν». Ο Καρλ έμεινε να κοιτάζει με μάτια μισόκλειστα τα φώτα των αυτοκινήτων που περνούσαν με ταχύτητα από τον πολυσύχναστο δρόμο. «Φοβάμαι πως μπορεί και να έχεις δίκιο», είπε τελικά.

ΕΝΟΧΗ

519

Άφησαν το απολειφάδι με τους τέσσερις τροχούς στο Τβέαργκεδεν, απέναντι από την Ακαδημία της Αστυνομίας. Το σπίτι του Κουρτ Βεντ βρισκόταν είκοσι πέντε μέτρα παρακάτω, στο τέρμα ενός αρκετά όμορφου δρόμου. Απ’ όσο μπορούσαν να διακρίνουν από εκείνη την απόσταση, το σπίτι ήταν σκοτεινό πίσω από τον ψηλό, ξύλινο φράχτη. «Δεν τα βλέπω καλά τα πράγματα», είπε ο Καρλ. «Ακόμα δεν ξέρουμε», απάντησε η Ρόζε. «Χαίρομαι μονάχα που έχουμε όπλα μαζί μας, γιατί η διαίσθησή μου έχει χτυπήσει κόκκινο εδώ πέρα». Ο Καρλ άγγιξε το υπηρεσιακό του όπλο. «Εγώ μια χαρά οπλισμένος είμαι. Εσύ, όμως, τι έχεις μέσα στην τσάντα σου;» Έγνεψε προς το ανοικονόμητο, ροζ τερατούργημα που η Ρόζε, κατά πάσα πιθανότητα, είχε βουτήξει από την αδερφή της, την πραγματική Ίρσα. Εκείνη δεν απάντησε. Αρκέστηκε να φέρει την τσάντα μία φορά γύρω από το κεφάλι της, κι ύστερα να την κατεβάσει με έναν τρομερό γδούπο πάνω στον πράσινο κάδο απορριμμάτων που υπήρχε στο πεζοδρόμιο. Μόλις είδαν τι έπαθε ο κάδος, ο οποίος είχε κυλήσει και τώρα κειτόταν μπροστά στο γειτονικό σπίτι, έχοντας σκορπίσει πίσω του ένα μονοπάτι από σκουπίδια, έκαναν αμέσως μεταβολή κι έκοψαν λάσπη. Μέχρι να ανάψει το φως της εξώπορτας, είχαν γίνει άφαντοι. «Δε μου λες, τι κέρατο έχεις βάλει εκεί μέσα; Κοτρόνες;» ρώτησε ξέπνοα ο Καρλ, καθώς σταμάτησαν μπροστά στο δρομάκι που κατέληγε στο σπίτι του Κουρτ Βεντ, στην οδό Μπρόντμπιοστερ. «Τα άπαντα του Σαίξπηρ. Δερματόδετα».

520

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Ένα λεπτό αργότερα, ο Καρλ στεκόταν στον κήπο του Βεντ για δεύτερη φορά εκείνη τη μέρα, κοιτάζοντας μέσα στο σπίτι από το παράθυρο του καθιστικού, ενώ η Ρόζε περίμενε σε ασφαλή απόσταση, έχοντας το νου της μήπως φανεί κανείς. Είχε περάσει καιρός από την τελευταία φορά που τους είχε ακολουθήσει εκτός γραφείου και φαινόταν νευρική με τόση μαυρίλα γύρω της. Ακόμα και τα αστέρια στον ουρανό έμοιαζαν να την έχουν κάνει με ελαφρά πηδηματάκια εκείνη τη νύχτα. Ο Καρλ πλησίασε στην πίσω πόρτα και δοκίμασε να την ανοίξει. Ήταν κλειδωμένη, όμως το κούφωμα δεν έδειχνε σε καλή κατάσταση. Αναρωτήθηκε τι θα έκανε ο Άσαντ αν βρισκόταν στη θέση του κι ύστερα έσπρωξε την πόρτα με τόση δύναμη, ώστε το κούφωμα έτριξε δυνατά. Γράπωσε το ατσάλινο χερούλι καλύτερα, πήρε δυο βαθιές ανάσες για να συγκεντρώσει δυνάμεις, έβαλε το ένα πέλμα κόντρα στα τούβλα και τράβηξε την πόρτα τόσο απότομα, ώστε αμέσως ένιωσε σαν να είχε πάθει θλάση στον ώμο. Έχασε την ισορροπία του και έπεσε προς τα πίσω, καταλήγοντας με τον πισινό στο γρασίδι, το χερούλι στο χέρι κι έναν πόνο στα πλευρά. «Ωραίος», σχολίασε η Ρόζε, παρατηρώντας ότι, ενώ η πόρτα και η κλειδαριά παρέμεναν στη θέση τους, το τζάμι είχε ραγίσει και μια μακριά ρωγμή εκτεινόταν κατά μήκος του ξύλου, συνοδευόμενη από αμέτρητες μικρότερες που έμοιαζαν με παραπόταμους. Ανασήκωσε το πόδι της και πίεσε ελαφρά τη σόλα της μπότας της πάνω στο γυαλί. Ακούστηκε ο χαρακτηριστικός θόρυβος καθώς το τζάμι ξεκολλούσε κι έπεφτε από μέσα. Ο Καρλ μετρούσε τα δευτερόλεπτα, ελπίζοντας πως ο Άσαντ είχε δίκιο στην παρατήρηση που έκανε πως το σπίτι δε διέθετε συναγερμό. Σίγουρα δεν είχε καμία διάθεση να προσπαθήσει να εξηγήσει σε τίποτα σεκιουριτάδες πως

ΕΝΟΧΗ

521

οι σειρήνες άρχισαν να ουρλιάζουν όταν η πόρτα διαλύθηκε ξαφνικά από μόνη της. «Πώς και δεν υπάρχει συναγερμός;» ψιθύρισε η Ρόζε. «Στο σπίτι στεγάζεται κι ένα ιατρείο». «Σ’ εκείνη την πλευρά του σπιτιού θα υπάρχει συναγερμός, πίστεψέ με», απάντησε επίσης ψιθυριστά ο Καρλ. Αυτό που επιχειρούσαν να κάνουν φάνταζε γελοίο. Ποιος ο λόγος να διαρρήξουν ένα σπίτι, τη στιγμή που ο Άσαντ προφανέστατα δε βρισκόταν εκεί; αναρωτήθηκε. Μήπως προσπαθούσε κάτι να του πει η διαίσθησή του; Ή απλώς τον ωθούσε η επιθυμία του να κάνει τον αχρείο γέρο να πληρώσει για τις πράξεις του; «Τι κάνουμε τώρα, Καρλ;» ρώτησε η Ρόζε. «Θέλω να δω τι υπάρχει στον πάνω όροφο. Έχω την αίσθηση πως κάτι θα ανακαλύψουμε εκεί, ίσως κάτι που να αποδεικνύει την εμπλοκή του σε αυτό που συνέβη στο δικό μου σπίτι. Ο Βεντ προσπάθησε να μας διώξει λέγοντας πως η γυναίκα του ήταν στα τελευταία της. Όμως αυτός δε θα βρισκόταν εδώ τώρα, αν έλεγε την αλήθεια; Θέλω να πω, τι σόι άνθρωπος θα παρατούσε την ετοιμοθάνατη γυναίκα του ολομόναχη σε ένα άδειο σπίτι; Όχι, πιστεύω πως κάτι κρύβει εκεί πάνω. Έχω ένστικτο». Ο Καρλ άναψε το φακό του, φωτίζοντας το δρόμο τους μέσα από το καθιστικό και ύστερα το διάδρομο, όπου μια εμπριμέ κουρτίνα πίσω από το τζάμι της εξώπορτας εμπόδιζε τις ματιές στο εσωτερικό. Δοκίμασε να ανοίξει την πόρτα του ιατρείου. Ήταν ασφαλείας, ακριβώς όπως το είχε υποθέσει, και πιθανότατα ενισχυμένη με ατσάλι, ενώ λογικά υπήρχε και συναγερμός, ο οποίος θα ενεργοποιούνταν αμέσως μόλις την παραβίαζε κάποιος. Κοίταξε προς τη μεριά της σκάλας, με το γωνιακό ντουλάπι στο κεφαλόσκαλο, τη στρογγυλεμένη, ξύλινη κουπαστή και την γκρίζα μοκέτα. Την ανέβηκε γρήγορα γρήγορα. Ο πάνω όροφος δεν ήταν εξίσου περιποιημένος με το ισόγειο.

522

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Ένας μακρύς, σκοτεινός διάδρομος με εντοιχισμένες ντουλάπες και δωμάτια τα οποία έδιναν την εντύπωση πως τα παιδιά που έμεναν εκεί δεν είχαν αποχωρήσει πρόσφατα: παμπάλαιες αφίσες ειδώλων πάνω στους κεκλιμένους τοίχους και φτηνοί εμπριμέ καναπέδες που μετατρέπονταν σε κρεβάτια. Και τότε, παρατήρησε ένα αδύναμο φως που έφεγγε κάτω από μια πόρτα στο βάθος του διαδρόμου. Έσβησε το φακό κι έπιασε τη Ρόζε από το μπράτσο. «Ο Κουρτ Βεντ ίσως να βρίσκεται εδώ, αν και μάλλον λείπει», ψιθύρισε, τόσο κοντά στο αφτί της Ρόζε, ώστε τα χείλη του το άγγιξαν. «Αν ήταν εδώ, θα είχε κατέβει αμέσως μόλις σπάσαμε το τζάμι, όμως ποτέ δεν ξέρεις. Ίσως να είναι από εκείνους τους τύπους που προτιμούν να στήσουν καρτέρι κρατώντας καραμπίνα. Τώρα που το σκέφτομαι, αυτό θα του ταίριαζε περισσότερο. Στάσου από πίσω μου και να είσαι έτοιμη να πέσεις κάτω». «Αν βρίσκεται στο σπίτι και δεν είναι οπλισμένος, πώς θα του εξηγήσεις τι κάνουμε εδώ πέρα;» «Θα του πω ότι λάβαμε ένα τηλεφώνημα πως κάποιος είχε εισβάλει», απάντησε ψιθυριστά ο Καρλ, ελπίζοντας πως δε θα χρειαζόταν να επαναλάβει αυτή τη δικαιολογία στον Μάρκους Γιάκομπσεν κάποια στιγμή στη συνέχεια. Πλησίασε τη λουστραρισμένη πόρτα και κράτησε την ανάσα του για μια στιγμή, ενώ η παλάμη του γλιστρούσε προς τη λαβή του πιστολιού του. Μέτρησε από μέσα του έως το τρία κι ύστερα άνοιξε την πόρτα κλοτσώντας την. Αμέσως μετά έκανε στο πλάι και καλύφθηκε πίσω από τον τοίχο. «Αστυνομία, Βεντ. Λάβαμε τηλεφώνημα πως κάποιος...» άρχισε να λέει, διατηρώντας τη φωνή του όσο πιο ήρεμη μπορούσε, και τότε παρατήρησε πως το φως τρεμόπαιζε, σαν να προερχόταν από κάποιο κερί.

ΕΝΟΧΗ

523

Προσεκτικά, έσκυψε προς τα εμπρός κι έριξε μια γρήγορη ματιά στο δωμάτιο, καταλαβαίνοντας αμέσως πόσο ανόητη ήταν αυτή η κίνηση, και το μόνο που εντόπισε ήταν μια μικρόσωμη γυναίκα ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Το κεφάλι της ήταν ακάλυπτο, ενώ ένα άσπρο σεντόνι σκέπαζε το σώμα της κι ένα μαραμένο μπουκέτο λουλούδια ήταν τοποθετημένο ανάμεσα στα σταυρωμένα χέρια της. Τη φώτιζε μονάχα το κερί που είχε ακουμπήσει στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι ο αφοσιωμένος σύζυγός της. Η Ρόζε πέρασε μέσα στο δωμάτιο. Επικρατούσε απόλυτη ­σιωπή. Έτσι συνέβαινε με το θάνατο. Έμειναν να κοιτάζουν τη νεκρή για λίγο, και τελικά η Ρόζε αναστέναξε σιγανά. «Μου φαίνεται πως αυτή ήταν η νυφική ανθοδέσμη της, Καρλ», είπε. Ο Καρλ ξεροκατάπιε δύο φορές.

«Έλα, πάμε να φύγουμε από εδώ, Ρόζε. Αυτό που κάναμε μόλις τώρα ήταν τεράστια βλακεία», είπε ο Καρλ όπως έβγαιναν από το σπίτι και κοντοστέκονταν στη διαλυμένη πόρτα. Μάζεψε το μεταλλικό χερούλι από εκεί όπου το είχε ρίξει, στο γρασίδι, σκουπίζοντάς το προσεκτικά με το μαντίλι του, προτού το πετάξει και πάλι κάτω. «Ελπίζω να μην έπιανες ό,τι έβρισκες μπροστά σου εκεί μέσα». «Εννοείται πως όχι. Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν πώς θα προλάβαινα να ρίξω μια ξεγυρισμένη με την τσάντα μου, έτσι κι έτρωγες καμιά σφαίρα κατάστηθα», απάντησε. Τι καλοσύνη εκ μέρους της! «Δώσε μου το φακό», είπε επιτακτικά η Ρόζε. «Δε μου αρέσει να σε ακολουθώ. Δε βλέπω τίποτα έτσι». Βάλθηκε να στριφογυρίζει τη δέσμη, λες και ήταν σχολιαρόπαιδο που είχε ξεμυτίσει νυχτιάτικα για να κάνει σκανταλιές, κι

524

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

έτσι όποιος τύχαινε να βρίσκεται εκεί τριγύρω να μην έχει την παραμικρή αμφιβολία πως βρισκόταν σε εξέλιξη κάποια διάρρηξη. Ο Καρλ ήλπιζε πως ο τύπος που του είχαν ρημάξει το σκουπιδοτενεκέ δε θα έψαχνε ακόμα ποιος τού έκανε τη λαδιά. «Κράτα χαμηλά το φακό, Ρόζε», τη διέταξε. Η Ρόζε υπάκουσε. Και την αμέσως επόμενη στιγμή πάγωσε. Η κηλίδα από αίμα στο γρασίδι δεν ήταν μεγάλη, όμως φαινόταν καθαρά. Έστρεψε το φακό ολόγυρα και εντόπισε μια δεύτερη στο μονοπάτι. Κι ύστερα, μια ολόκληρη σειρά από μικρές σταγόνες που μετά βίας διακρίνονταν και οδηγούσαν προς το βοη­ θητικό κτίριο. Το ένστικτο του Καρλ έκανε δυναμική επάνοδο. Ένας κόμπος στο στομάχι του. Αν είχαν εντοπίσει το αίμα προτού διαρρήξουν το σπίτι, θα είχε καλέσει ενισχύσεις. Τώρα, τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά. Ζύγισε για λίγο την κατάσταση με το νου του. Ίσως να κατάφερναν να δικαιολογηθούν. Είχαν δει αρκετά στοιχεία στο χώρο, που συνηγορούσαν στο ότι κάτι ύποπτο συνέβαινε ενδεχομένως εκεί. Αυτό θα μετρούσε υπέρ τους, σωστά; Άλλωστε, ποιος θα μπορούσε να αποδείξει πως αυτοί ήταν υπεύθυνοι για τη διάρρηξη; Δεν υπήρχε λόγος, βέβαια, να το ομολογήσουν σε κανέναν. «Θα τηλεφωνήσω στην Αστυνομία του Γκλόστρουπ», είπε ο Καρλ. «Καλό θα ήταν να κινηθούμε πιο επίσημα από εδώ και ­πέρα». «Εσύ δεν έλεγες πως ο Μάρκους Γιάκομπσεν σου ξεκαθάρισε πως δεν έπρεπε να πλησιάσεις ξανά τον Κουρτ Βεντ;» ρώτησε η Ρόζε, ενώ η δέσμη του φακού της σάρωνε τις τρεις πόρτες του βοη­ θητικού κτιρίου. «Ναι, αυτό είναι αλήθεια».

ΕΝΟΧΗ

525

«Και τότε, τι δουλειά έχεις εδώ, στο σπίτι του;» «Σωστό κι αυτό, όμως εγώ θα ειδοποιήσω το Γκλόστρουπ όπως και να ’χει», απάντησε εκείνος, ενώ έβγαζε το κινητό από την τσέπη του. Οι συνάδελφοι από το τοπικό τμήμα θα μπορούσαν να του πουν τι αυτοκίνητο είχε ο Κουρτ Βεντ και να ενημερώσουν άμεσα τα περιπολικά να βρίσκονται σε επιφυλακή. Ίσως το αμάξι του Βεντ να βρισκόταν κάπου εκεί έξω, με έναν τραυματία στο πορτμπαγκάζ, και ο τραυματίας αυτός να ήταν ο Άσαντ. Ο Καρλ έβαζε διάφορα με το μυαλό του. «Στάσου», είπε ξαφνικά η Ρόζε. «Κοίτα!» Έστρεψε το φακό της πάνω στο λουκέτο που κρεμόταν από τη μεσαία πόρτα των παλιών στάβλων. Ένα κοινό λουκέτο, από εκείνα που έβρισκες με δέκα κορόνες στην αγορά. Μόνο που το συγκεκριμένο, αν το παρατηρούσε κανείς προσεκτικά, είχε πάνω του δύο σημάδια που δε θα μπορούσαν να είναι τίποτε άλλο πέρα από δακτυλικά αποτυπώματα. Η Ρόζε έτριψε λίγο σάλιο πάνω τους κι ύστερα πιπίλισε το δάχτυλό της. Είχε γεύση αίματος. Ο Καρλ παρατήρησε προσεκτικότερα το λουκέτο και ύστερα τράβηξε το πιστόλι από τη θήκη του. Η ευκολότερη λύση θα ήταν να διαλύσει το λουκέτο με μια σφαίρα, όμως επέλεξε τη λιγότερο θεαματική μέθοδο, κοπανώντας το λουκέτο με τη λαβή του όπλου του, μέχρι που τα δάχτυλά του άρχισαν να πονούν. Η Ρόζε τον χτύπησε επιδοκιμαστικά στην πλάτη, όταν τελικά το λουκέτο υποχώρησε. «Τώρα πια δεν υπάρχει λόγος να φυλαγόμαστε», είπε, καθώς ψηλάφιζε την εσωτερική πλευρά του τοίχου δίπλα στην πόρτα, αναζητώντας κάποιο διακόπτη για τα φώτα. Ανοιγόκλεισαν τα μάτια τους μερικές φορές, καθώς οι λάμπες φθορισμού άναβαν, αποκαλύπτοντας ένα χώρο που θα μπορούσε

526

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

να ανήκει σε οποιοδήποτε βοηθητικό κτίριο της πόλης όπου είχε μεγαλώσει ο Καρλ. Ράφια στον ένα τοίχο, με γλάστρες για λουλούδια πάνω τους, παλιά τηγάνια και δοχεία, καθώς και σταφιδιασμένους βολβούς λουλουδιών που είχαν να φυτευτούν σε χώμα εδώ και χρόνια. Στην απέναντι πλευρά υπήρχε ένας καταψύκτης που βούιζε, μπροστά από μια ατσάλινη σκάλα η οποία περνούσε μέσα από μια καταπακτή και κατέληγε στη σοφίτα, όπου ο Καρλ μπορούσε να διακρίνει μια γυμνή λάμπα που φώτιζε αδύναμα το χώρο, 25 βατ το πολύ. Ανέβηκε από τη σκάλα και κοίταξε ολόγυρα ένα δωμάτιο που ξεχείλιζε από κορνιζαρισμένες φωτογραφίες, παλιά στρώματα και βουνά από μαύρες σακούλες σκουπιδιών, μέσα από τις οποίες ξεπηδούσαν παλιά ρούχα. Έστρεψε το φακό προς τους κεκλιμένους τοίχους, που καλύπτονταν από λινάτσα, και έπιασε τον εαυτό του να σκέφτεται πως ο χώρος αυτός πρέπει να αποτέλεσε πρώτης τάξεως λημέρι για τους νεαρούς που είχαν μεγαλώσει εκεί. «Ω Θεέ μου! Καρλ!» αναφώνησε ξαφνικά η Ρόζε από κάτω. Στεκόταν μπροστά στον καταψύκτη, με το καπάκι ανασηκωμένο και μια έκφραση αηδίας. Η καρδιά του Καρλ άρχισε να χτυπάει σαν ταμπούρλο. «Τι σίχαμα είναι αυτό!» είπε εκείνη, στρέφοντας αλλού το πρόσωπό της. Εντάξει, σκέφτηκε ο Καρλ. Έτσι και είχε ανακαλύψει τον Άσαντ χωμένο εκεί μέσα, κάτι άλλο θα είχε πει. Κατέβηκε και κοίταξε μέσα στον καταψύκτη. Εκεί υπήρχαν αρκετές διαφανείς πλαστικές σακούλες, μέσα στις οποίες βρίσκονταν ανθρώπινα έμβρυα. Μέτρησε οχτώ συνολικά. Οχτώ μικρές ζωές που δεν αντίκρισαν ποτέ τον κόσμο. Ο ίδιος δεν έβρισκε το θέαμα σιχαμερό. Η εικόνα που αντίκριζε προκαλούσε μέσα του κάποια εντελώς διαφορετικά συναισθήματα.

ΕΝΟΧΗ

527

«Δε γνωρίζουμε τι ακριβώς συνέβη εδώ, Ρόζε». Εκείνη έγνεψε αρνητικά κι έσφιξε τα χείλη της. Ήταν προφανές πως είχε επηρεαστεί βαθιά. «Το αίμα που είδαμε εκεί έξω θα μπορούσε να έτρεξε από κάποια από αυτές τις σακούλες. Ίσως να έπεσε μία από τα χέρια του καινούριου γιατρού, να τρύπησε και να έσταζε στις πλάκες. Έτσι θα μπορούσαν να εξηγηθούν και τα δακτυλικά αποτυπώματα». Η Ρόζε έγνεψε και πάλι αρνητικά. «Όχι, το αίμα στην πόρτα είναι φρέσκο, κι αυτά εδώ τα έμβρυα έχουν κοκαλώσει». Έδειξε με το χέρι προς το περιεχόμενο του καταψύκτη. «Βλέπεις εσύ καμιά τρύπα σε κάποια από τις σακούλες;» Έξοχη παρατήρηση. Επί του παρόντος, ο Καρλ έμοιαζε να υστερεί σε σχέση μ’ εκείνη. «Κοίτα, άκρη δεν πρόκειται να βγάλουμε χωρίς βοήθεια», της είπε. «Έτσι όπως το βλέπω εγώ, τρεις επιλογές υπάρχουν. Είτε σηκωνόμαστε και φεύγουμε όσο προλαβαίνουμε ακόμα, είτε τηλεφωνούμε στο τμήμα του Γκλόστρουπ και τους ενημερώνουμε για τις υποψίες μας, πράγμα που νομίζω πως θα ήταν και το καλύτερο, είτε καλούμε ξανά το τηλέφωνο του Άσαντ στο γραφείο», πρόσθεσε. «Ίσως να έχει επιστρέψει στο μεταξύ, δεν το ξέρουμε». Έγνεψε καταφατικά, σαν να επιχειρούσε να πείσει τον εαυτό του. «Μπορεί να φόρτισε, στο μεταξύ, και το κινητό του». Έβγαλε το τηλέφωνό του. Η Ρόζε και πάλι διαφωνούσε. «Καλά, δε σου μυρίζει κάτι να καίγεται;» ρώτησε. Ο Καρλ δε μύριζε κάτι. Στο μεταξύ, το ηχογραφημένο μήνυμα του Άσαντ ακουγόταν από τον τηλεφωνητή της σταθερής γραμμής. «Κοίτα», είπε η Ρόζε. «Εκεί». Έδειξε προς το ταβάνι. Ο Καρλ έριξε μια ματιά προς τα πάνω, καθώς σχημάτιζε τον αριθμό του κινητού του Άσαντ. Καπνός ήταν αυτό που έβλεπε εκεί ή απλώς σκόνες που χόρευαν στο λιγοστό φως;

528

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Παρακολούθησε τα λικνιζόμενα οπίσθια της Ρόζε να εξαφανίζονται όπως ανέβαινε τη σκάλα, ενώ το μήνυμα της εταιρείας κινητής τηλεφωνίας τον ενημέρωνε ότι ο συνδρομητής δεν ήταν διαθέσιμος. «Πράγματι, κάτι σιγοκαίει εδώ πάνω», του φώναξε από ψηλά η Ρόζε. «Όμως έρχεται από εκεί όπου είσαι εσύ». Κατέβηκε τη σκάλα σε χρόνο μηδέν. «Η σοφίτα είναι μακρύτερη απ’ ό,τι ο χώρος εδώ κάτω. Πρέπει να υπάρχει κι άλλο δωμάτιο πίσω», είπε, δείχνοντας προς τον τοίχο. «Κι αυτή τη στιγμή, βγαίνει καπνός από κάτι που καίγεται εκεί μέσα». Ο Καρλ παρατήρησε αμέσως ότι ο τοίχος έμοιαζε να αποτελείται από δύο μεγάλες γυψοσανίδες. Αν υπήρχε πράγματι κάποιο δωμάτιο πίσω από εκείνο τον τοίχο, δεν μπορούσαν να μπουν από το σημείο όπου βρίσκονταν, σκέφτηκε, και τότε είδε τις πρώτες τούφες καπνού να ξεφεύγουν από εκεί. Η Ρόζε πετάχτηκε μπροστά και άρχισε να χτυπάει διερευνητικά τη γροθιά της πάνω στα διάφορα μέρη του τοίχου. «Άκου! Αυτό εδώ είναι μάλλον συμπαγές, όμως τούτο ακούγεται κούφιο», είπε ενθουσιασμένη. «Σαν να είναι φτιαγμένο από κάποιο μέταλλο. Κάπου εδώ υπάρχει μια συρόμενη πόρτα, Καρλ, είμαι σίγουρη». Εκείνος έγνεψε καταφατικά και κοίταξε τριγύρω. Εκτός κι αν η πόρτα άνοιγε με τηλεχειριστήριο, κάπου μέσα στο δωμάτιο πρέπει να υπήρχε κάτι για να την ανοίγει. «Τι ψάχνουμε;» ρώτησε η Ρόζε. «Κάποιο διακόπτη, καλώδια, οτιδήποτε πάνω στον τοίχο που να μοιάζει παράταιρο», απάντησε εκείνος, ενώ η ταραχή θέριευε μέσα του. «Μήπως εκεί πέρα;» πρότεινε η Ρόζε, δείχνοντας τον τοίχο πάνω από τον καταψύκτη. Τα μάτια του Καρλ σάρωσαν την επιφάνεια, ώσπου εντόπισε

ΕΝΟΧΗ

529

αυτό που είχε δει εκείνη. Η Ρόζε είχε δίκιο. Υπήρχε μια γραμμή εκεί, μια ρωγμή που μάλλον φανέρωνε πως κάποιου είδους επισκευή είχε γίνει. Με το βλέμμα του ακολούθησε τη διαδρομή της, καταλήγοντας σε ένα παλιό, μπρούντζινο εξάρτημα πάνω από τον καταψύκτη, το οποίο έμοιαζε σαν να ανήκε αρχικά σε κάποιο πλοίο ή σε κάποιο μεγάλο μηχάνημα. Το ανασήκωσε από το καρφί απ’ όπου κρεμόταν και πίσω του ανακάλυψε ένα μικρό μεταλλικό πορτάκι, το οποίο και άνοιξε. «Σκατά!» αναφώνησε αιφνιδιασμένος, καθώς ο καπνός που ξέφευγε ανάμεσα από τις γυψοσανίδες πύκνωνε. Αντί για κάποιο δια­ κόπτη, ο χώρος πίσω από το πορτάκι φιλοξενούσε μια οθόνη και ένα πληκτρολόγιο με γράμματα και αριθμούς. Το να ανακαλύψουν το συνδυασμό που θα ενεργοποιούσε το μηχανισμό και θα άνοιγε τη συρόμενη πόρτα φάνταζε κάτι παραπάνω από απίθανο. «Οι άνθρωποι χρησιμοποιούν διάφορες πηγές έμπνευσης για τους κωδικούς τους: τα ονόματα των παιδιών τους, τους αριθμούς μητρώου, τα γενέθλια των συζύγων, τυχερά νούμερα. Άντε τώρα να βγάλεις άκρη», είπε εκνευρισμένος ο Καρλ και βάλθηκε να κοιτάζει τριγύρω, αναζητώντας κάτι με το οποίο θα μπορούσε να δοκιμάσει να γκρεμίσει τον τοίχο. Στο μεταξύ, η Ρόζε είχε προτιμήσει να στραφεί στη συστηματική λογική της. «Ξεκινάμε με όσα μπορούμε να θυμηθούμε, Καρλ», είπε, πλησιάζοντας το πληκτρολόγιο. «Δηλαδή, σχεδόν τίποτα, στην περίπτωσή μου. Ο τύπος ονομάζεται Κουρτ Βεντ και είναι ογδόντα οχτώ χρόνων. Αυτά μονάχα θυμάμαι». «Εντάξει, μωρέ, πώς κάνεις έτσι; Κατάλαβα», του πέταξε εκείνη. Πληκτρολόγησε ορισμένα γράμματα: Κ-Ο-Μ-Μ-Α-Κ-Α-Θ-Α-ΡΟ-Τ-Η-Τ-Α-Σ. Τίποτα. Σ-Κ-Ο-Π-Ο-Σ. Τίποτα.

530

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Δοκίμασε χωρίς αποτέλεσμα διάφορα ονόματα και στοιχεία από τα αρχεία και τα αποκόμματα που μελετούσε σχετικά με τον Κουρτ Βεντ τις τελευταίες μέρες. Ακόμα και η ημερομηνία των γενεθλίων της γυναίκας του είχε αποτυπωθεί στη μνήμη της. Τελικά, έκανε μια παύση για να σκεφτεί, την ώρα που η προσοχή του Καρλ μοιραζόταν ανάμεσα στον καπνό που έβγαινε πίσω από τον τοίχο και στα φώτα των αυτοκινήτων που σάρωναν κάθε τόσο το κτίριο. Ξαφνικά, η Ρόζε στράφηκε και τον κοίταξε με τέτοιον τρόπο, που του έδωσε να καταλάβει πως πίσω από την γκόθικ όψη της είχε αρχίσει να παίρνει μορφή μια ιδέα που φάνταζε τόσο λογική, όσο και πιθανή. Ο Καρλ παρακολούθησε τα δάχτυλά της καθώς σχημάτιζαν ένα όνομα: Χ-Ε-Ρ-Μ-Α-Ν-Σ-Ε-Ν. Αμέσως ακούστηκε ένα κλικ. Τα δύο κομμάτια του τοίχου παραμέρισαν, αποκαλύπτοντας ένα μυστικό δωμάτιο το οποίο είχε κατακλυστεί από καπνό, που τώρα απλώθηκε ορμητικά προς το μέρος τους. Την ίδια στιγμή, η απότομη εισροή οξυγόνου έστειλε μια πελώρια φλόγα να πεταχτεί ψηλά. «Γαμώτο!» αναφώνησε ο Καρλ. Βούτηξε το φακό από το χέρι της Ρόζε και χώθηκε στο δωμάτιο. Εκεί εντόπισε έναν ακόμα καταψύκτη, καθώς και ράφια που έμοιαζαν να φιλοξενούν κάποιο αρχείο. Όμως το ακίνητο κορμί που κειτόταν στο πάτωμα ήταν αυτό πάνω στο οποίο εστίασε το βλέμμα και όλες τις αισθήσεις του. Η φωτιά έγλειφε τα μπατζάκια του Άσαντ. Ο Καρλ τον έσυρε έξω, ενώ ταυτόχρονα φώναζε στη Ρόζε να ρίξει το παλτό της πάνω στο συνάδελφό τους, για να σβήσει τις φλόγες. «Ω Θεέ μου, Θεέ μου, Θεέ μου, μετά βίας αναπνέει», τραύλιζε η Ρόζε ταραγμένη, ενώ ο Καρλ έριξε μια ματιά προς το δωμάτιο

ΕΝΟΧΗ

531

και διαπίστωσε πως η φωτιά είχε εξαπλωθεί τόσο πολύ, ώστε κάθε σκέψη να περισώσει οτιδήποτε από εκεί μέσα ήταν άσκοπη. Το τελευταίο πράγμα που παρατήρησε προτού απομακρύνουν τον Άσαντ, ήταν οι λέξεις που είχαν γραφτεί με αίμα σχεδόν σε κάθε διαθέσιμη επιφάνεια εκείνου του περιορισμένου χώρου: Ο ΑΣΑΝΤ ΗΤΑΝ ΕΔΩ! Κι ύστερα, στο πάτωμα δίπλα στον καταψύκτη, τα λιωμένα απομεινάρια ενός αναπτήρα ο οποίος έμοιαζε εντυπωσιακά μ’ εκείνον που είχε αφήσει ο Καρλ πάνω στο γραφείο του, λίγες μόλις ώρες νωρίτερα.

Πρώτο έφτασε το ασθενοφόρο, και το πλήρωμά του ανέλαβε να φροντίσει τον Άσαντ. Τον έβαλαν σε ένα φορείο και του τοποθέτησαν μια μάσκα οξυγόνου, η οποία διοχέτευε και πάλι ζωή στους πνεύμονές του. Η Ρόζε είχε βουβαθεί. Κρίνοντας από την όψη της, ήταν πιθανό να καταρρεύσει από στιγμή σε στιγμή. «Θα γίνει καλά, ναι;» ρώτησε ο Καρλ τους διασώστες, ενώ πάλευε να ανακόψει το χείμαρρο των συναισθημάτων που ξεσπούσαν μέσα του, συναισθήματα τα οποία του ήταν σχεδόν άγνωστα μέχρι τότε. Τρεμόπαιξε τα βλέφαρα, σε μια αδύναμη προσπάθεια να συγκρατήσει τα δάκρυά του, όμως εκείνα κύλησαν τελικά. «Έλα, ρε Άσαντ. Μην τα παρατάς, φίλε!» «Ζει ακόμα», απάντησε ένας από το πλήρωμα του ασθενοφόρου. «Όμως τα περιστατικά εισπνοής καπνού, όπως αυτό, συχνά αποδεικνύονται μοιραία. Ενδεχομένως να έχουν προκληθεί βλάβες από τη θερμότητα, εγκαύματα στο αναπνευστικό σύστημα, δηλητηρίαση. Καλό θα ήταν να είστε προετοιμασμένοι για το χειρότερο. Αλλά και το χτύπημα στην πίσω πλευρά του κεφαλιού δεν είναι αστεία υπόθεση. Μπορεί να έχει υποστεί κάταγμα στο κρανίο και εσωτερική αιμορραγία. Τον ξέρετε καλά;»

532

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά. Η κατάσταση ήταν επώδυνη για τον ίδιο, όμως το πώς αισθανόταν δε συγκρινόταν με το πόσο βαριά το είχε πάρει η Ρόζε. «Ελπίδα πάντοτε υπάρχει», συνέχισε ο άντρας που τους εξηγούσε, την ώρα που οι πυροσβέστες φώναζαν οδηγίες ο ένας στον άλλο ξετυλίγοντας τις μάνικες. Ο Καρλ πέρασε το μπράτσο του γύρω από τους ώμους της Ρόζε και ένιωσε το τρέμουλό της. «Όλα θα πάνε καλά, Ρόζε. Θα τα καταφέρει, είμαι σίγουρος», της είπε, αν και συνειδητοποιούσε πόσο ανούσια ακούγονταν τα λόγια του. Μόλις έφτασε ο γιατρός, λίγες στιγμές αργότερα, έσκισε αμέσως το πουκάμισο του Άσαντ, προκειμένου να σχηματίσει μια πρώτη εικόνα για τους σφυγμούς και την αναπνοή του, όμως κάτι υπήρχε εκεί που τον εμπόδιζε. Έσκισε το ύφασμα λίγο ακόμα, οπότε έβγαλε κάτι χαρτιά που ήταν χωμένα μέσα από τα ρούχα του Άσαντ και τα πέταξε στο έδαφος. Ο Καρλ τα μάζεψε από κάτω. Τα χαρτιά ήταν μοιρασμένα σε δύο δέσμες. Η μία αποτελούνταν από κάποιες σελίδες πιασμένες με συρραπτικό. Στην μπροστινή έγραφε: ΣΚΟΠΟΣ - ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΜΕΛΩΝ. Η δεύτερη δέσμη ήταν μέσα σε ένα λεπτό ντοσιέ: ΦΑΚΕΛΟΣ ΑΡ. 64.

40

Σεπτέμβριος 1987

Η ΩΡΑ ΕΙΧΕ ΠΑΕΙ ΠΕΝΤΕ και είκοσι πέντε, και η Νέτε είχε πλέξει

ήδη πάμπολλες σειρές. Κάτω από τα ορθάνοιχτα παράθυρα περνούσαν κάθε λογής

ΕΝΟΧΗ

533

άνθρωποι, και μάλιστα κάποιοι κοντοστέκονταν για μια στιγμή μπροστά στο κτίριο. Όμως ο Κουρτ Βεντ εξακολουθούσε να είναι άφαντος. Η Νέτε προσπάθησε να θυμηθεί την τελευταία επικοινωνία που είχε μαζί του. Τη στιγμή που κατέβασε το ακουστικό του τηλεφώνου, είχε μείνει με την εντύπωση ότι εκείνος είχε πέσει στην παγίδα της. Κι όμως, αποδεικνυόταν πως λάθος είχε καταλάβει. Ή μήπως όχι; Ίσως ο Βεντ να στεκόταν εκεί κάτω, πίσω από τα δέντρα, παρακολουθώντας το κτίριο. Μήπως είχε δει τον Φιλίπ Νέρβιγ να μπαίνει, αλλά να μην ξαναβγαίνει; Αυτό είχε συμβεί; Έτριψε τον αυχένα της προβληματισμένη. Χωρίς τον Κουρτ Βεντ, θρίαμβος δε θα μπορούσε να υπάρξει, ούτε γαλήνη, και τώρα ένιωθε την ένταση που συσσωρευόταν μέσα της να ξεσπάει σε πονοκέφαλο. Αν δεν έπαιρνε τα φάρμακά της αμέσως, θα την έπιανε ημικρανία, και τώρα δεν είχε ούτε το χρόνο ούτε τη δύναμη να την αντιμετωπίσει. Εκείνη τη στιγμή, ήταν ανάγκη περισσότερο από ποτέ να σκέφτεται καθαρά και να βρίσκεται σε εγρήγορση. Πήγε στο μπάνιο, ενώ το κεφάλι της είχε αρχίσει ήδη να πονάει άσχημα, πήρε το κουτί με τα χάπια της από το ντουλαπάκι του φαρμακείου και συνειδητοποίησε πως απέμενε μονάχα ένα. Δεν πειράζει, έχω κι άλλο κουτί στο ντουλάπι με τα τραπεζομάντιλα, σκέφτηκε. Επέστρεψε στο διάδρομο και κοίταξε προς το βάθος, την κλειστή πόρτα της τραπεζαρίας. Αναγκαστικά θα έπρεπε να ξαναπάει εκεί, για να αντικρίσει και πάλι τα ασημένια μαχαιροπίρουνα, την κανάτα, τα κρυστάλλινα ποτήρια και τα πτώματα που έτρωγαν τώρα το τελευταίο τους δείπνο. Αποφασισμένη, άνοιξε την πόρτα του αεροστεγούς δωματίου όσο πιο γρήγορα μπορούσε και την έκλεισε πίσω της εξίσου γρήγορα. Ήδη η ατμόσφαιρα ήταν δύσοσμη, κυρίως εξαιτίας του Φιλίπ Νέρβιγ.

534

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Κοίταξε με δυσφορία το πτώμα του. Την περίμενε δύσκολη δουλειά με αυτόν, όταν θα έφτανε η ώρα να ετοιμαστούν τα πτώματα. Ίσως όλοι τους να τη δυσκόλευαν, σκέφτηκε, καθώς έβρισκε το κουτί με τα χάπια. Κάθισε στην κεφαλή του τραπεζιού και παρατήρησε τα θύματά της, το ένα μετά το άλλο. Εκτός από τον Τάγκε, ο οποίος εξακολουθούσε να κείτεται στο πάτωμα σαν θαλάσσιος ελέφαντας που είχε εξοκείλει, οι υπόλοιποι ήταν ωραία καθισμένοι στη σειρά. Η Ρίτα, ο Βίγκο και ο Φιλίπ. Έβαλε νερό σε ένα ποτήρι για να πιει, έφερε τρία χάπια στο στόμα της, κι ας ήξερε πως δύο θα ήταν αρκετά, κι ύστερα ύψωσε το ποτήρι προς τα θολά μάτια και τα κρεμασμένα κεφάλια. «Εις υγείαν, κυρίες και κύριοι», είπε και κατάπιε τα χάπια. Γέλασε πνιχτά με την πρόποση που έκανε και σκέφτηκε πόση φορμόλη θα έριχνε σύντομα στα λαρύγγια των βουβών καλεσμένων της. Έτσι, θα περιοριζόταν αρκετά η αποσύνθεσή τους. «Λίγη υπομονή, παρακαλώ. Σύντομα θα πιείτε κι εσείς. Άσε που σε λίγο θα έχετε και παρέα. Κάποιοι από εσάς τη γνωρίζετε ήδη. Γκίτε Τσαρλς ονομάζεται. Καλά ακούσατε. Εκείνη η απαίσια ξανθιά γυναίκα που έκανε τη ζωή κόλαση σε ορισμένες από εμάς, σ’ εκείνο το καταραμένο νησί. Παλιά, ήταν πολύ καθωσπρέπει, οπότε δεν μπορούμε παρά να ελπίζουμε ότι διατήρησε κάποια ποιότητα. Δε θέλουμε να μας ρίξει το επίπεδο, έτσι δεν ­είναι;» Γέλασε με την καρδιά της, ώσπου ο πονοκέφαλος της έδωσε να καταλάβει πως έφτανε τόσο. Ύστερα σηκώθηκε, έκανε μια μικρή υπόκλιση στους καλεσμένους της και βγήκε γρήγορα έξω. Δεν ήθελε να αφήσει την Γκίτε Τσαρλς να περιμένει.

ΕΝΟΧΗ

535

Μετά το πρωινό, η Ρίτα Νίλσεν την πήρε κατά μέρος. «Άκουσε, Νέτε. Μόλις σε βαρεθεί η Γκίτε, θα σε παρατήσει, και τότε θα αρχίσουν τα πραγματικά προβλήματά σου. Είδες τι έπαθα εγώ». Άπλωσε το μπράτσο της κι έδειξε στη Νέτε τα τρυπήματα από τις βελόνες. Πέντε συνολικά, μέτρησε η Νέτε. Τέσσερα περισσότερα απ’ όσα είχε η ίδια. «Η ζωή μου είναι εφιάλτης εδώ πέρα, τώρα πια», συνέχισε η Ρίτα, κοιτάζοντας ανήσυχη γύρω της. «Εκείνες οι άτιμες που μας φυλάνε, όλη την ώρα μού λένε να το βουλώσω και με πλακώνουν στις σφαλιάρες έτσι και ξεχαστώ. Με βάζουν να καθαρίζω τις τουαλέτες, να πλένω τα πανιά που χρησιμοποιούν στις μέρες τους οι κοπέλες, να αδειάζω τα αποφάγια της κουζίνας. Τις χειρότερες δουλειές με βάζουν να κάνω, μαζί με τις πιο ηλίθιες εδώ πέρα, όλη μέρα. Στιγμή δε με αφήνουν σε ησυχία. “Μην κάνεις αυτό, μην κάνεις το άλλο” και “Σ’ το είπαμε ήδη μία φορά”. Είναι λες και με έχουν βάλει στο στόχαστρο τώρα πια. Και γι’ αυτό φταίει η Γκίτε. Εδώ δες». Η Ρίτα τής γύρισε την πλάτη, χαλάρωσε τις τιράντες της φόρμας της και την κατέβασε μέχρι κάτω, αποκαλύπτοντας αμέτρητες μελανιές στην πίσω πλευρά των μηρών της, ακριβώς κάτω από τους γλουτούς. «Δε φαντάζομαι να νομίζεις πως αυτές εδώ βγήκαν από μόνες τους;» Στράφηκε ξανά προς τη Νέτε, με το δείκτη τεντωμένο. «Και το ξέρω πως την επόμενη φορά που θα περάσει από εδώ ο γιατρός, θα τον πείσουν να με στειρώσει. Γι’ αυτό πρέπει να την κάνω τώρα αμέσως, κι εσύ θα έρθεις μαζί μου, ακούς; Σε χρειάζομαι». Η Νέτε έγνεψε καταφατικά. Οι απειλές της Γκίτε Τσαρλς να τη δηλητηριάσει με στρύχνο κάπως παλεύονταν, όμως η συμπεριφορά της απέναντι στις άλλες κοπέλες ήταν άλλη υπόθεση. Την εξόργιζε ο τρόπος που έσκαγε στα γέλια όποτε περιέγραφε το πώς τους φερόταν, ανάλογα με τα κέφια της, προτείνοντας για στεί-

536

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

ρωση όποια ήθελε, όσο πρόθυμη κι αν ήταν εκείνη να την ευχαριστήσει. Οπότε και η Νέτε είχε καταλήξει να φοβάται την κυκλοθυμική Γκίτε. «Και πώς θα διασχίσουμε το θαλάσσιο πέρασμα;» ρώτησε η Νέτε. «Άφησέ το πάνω μου αυτό». «Εμένα, τότε, τι με χρειάζεσαι;» «Για να εξασφαλίσουμε χρήματα». «Χρήματα; Πώς;» «Θα κλέψεις τις οικονομίες της Γκίτε. Τον καιρό που είχε εμένα για σκυλάκι της, καυχιόταν πως είχε μαζέψει κάμποσα. Ξέρω πού τα φυλάει». «Πού;» «Στο δωμάτιό της, χαζούλα». «Και γιατί δεν πας να τα πάρεις μόνη σου;» Η Ρίτα χαμογέλασε κι έδειξε τη φόρμα της. «Νομίζεις πως αφήνουν εμάς που φοράμε φόρμες να κυκλοφορούμε ελεύθερα στους διαδρόμους του κτιρίου;» Το πρόσωπό της σοβάρεψε ξανά. «Πρέπει να γίνει μέρα, την ώρα που η Γκίτε θα γκαζώνει εμάς εκεί έξω. Ξέρεις πού φυλάει το κλειδί της. Μόνη σου το είπες». «Τι, θες να το κάνω μέρα μεσημέρι; Δε γίνεται αυτό». Η Ρίτα έσφιξε τη γροθιά της και την πίεσε με δύναμη πάνω στο πιγούνι της Νέτε. Το πρόσωπό της είχε ασπρίσει, οι μύες στα μάγουλά της ήταν σφιγμένοι. «Γίνεται, και θα το κάνεις, αν δε θες να έχεις χειρότερα τρεχάματα, συνεννοηθήκαμε; Κι όχι μόνο γίνεται, αλλά θα το κάνεις αυτή τη στιγμή. Μπορούμε να το σκάσουμε απόψε».

ΕΝΟΧΗ

537

Το δωμάτιο της Γκίτε βρισκόταν πάνω από το δωμάτιο ραπτικής. Η Νέτε πέρασε το μεγαλύτερο μέρος του πρωινού με σταγόνες ιδρώτα στο πάνω χείλος της, περιμένοντας την κατάλληλη ευκαιρία να ξεγλιστρήσει απαρατήρητη και να λείψει για μερικά λεπτά. Όμως η ευκαιρία δεν έλεγε να παρουσιαστεί. Η δουλειά ήταν εύκολη εκείνη τη μέρα, και η φύλακας καθόταν ήσυχα στο παράθυρο με το κέντημά της. Γενικά, επικρατούσε μια ασυνήθιστη ηρεμία στο χώρο. Μια μέρα χωρίς φασαρίες και χωρίς θελήματα που έπρεπε να γίνουν. Η Νέτε κοίταξε τριγύρω. Έπρεπε να προκληθεί αναστάτωση. Το ερώτημα ήταν πού και πώς. Και τότε, της ήρθε μια ιδέα. Μπροστά της κάθονταν δύο κοπέλες οι οποίες, πριν τις στείλουν εδώ, ήταν πόρνες, έκαναν πιάτσα στην παλιά συνοικία του Πίσερενεν, στο κέντρο της Κοπεγχάγης. Ήταν γνωστές ως Μπέτι και Μπέτι, λόγω του ότι όλη την ώρα μιλούσαν για την Μπέτι Ντέιβις και την Μπέτι Γκρέιμπλ, τις οποίες θαύμαζαν κι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τους μοιάσουν. Η Νέτε δεν είχε ιδέα ποιες ήταν αυτές οι δύο πρωταγωνίστριες του Χόλιγουντ, καθώς ποτέ στη ζωή της δεν είχε πάει στον κινηματογράφο, ενώ η ασταμάτητη φλυαρία των δύο Μπέτι είχε αρχίσει από καιρό να της δίνει στα νεύρα. Επίσης, υπήρχε μια τρίτη ιερόδουλη, η Πία από το Όρχους, η οποία καθόταν πίσω από τη Νέτε, με το υφαντό της. Η Πία ήταν λιγότερο ομιλητική απ’ ό,τι οι περισσότερες κοπέλες, ίσως επειδή ήταν κάπως αργόστροφη, ανήκε στην παλιότερη γενιά των ιερόδουλων και είχε χρόνια στο κουρμπέτι – τόσα που είχε κάνει σχεδόν ό,τι ήταν δυνατό να κάνει σε έναν άντρα. Μαζί με την Μπέτι και την Μπέτι είχαν ένα σωρό ιστορίες να ανταλλάξουν γύρω από το επάγγελμά τους, όμως σπάνιζαν οι ευκαιρίες, καθώς έπρεπε να περιμένουν ώστε να μην είναι εκεί κοντά η γυναίκα που τις

538

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

πρόσεχε. Οι ιστορίες αυτές αφορούσαν τις αρρώστιες του επαγγέλματος, το πόσο χρέωναν για τις διάφορες υπηρεσίες, τους βρόμικους άντρες και το πόσο αποτελεσματική ήταν μια καλοζυγισμένη κλοτσιά στους όρχεις, όταν έπρεπε να πείσουν κάποιον απρόθυμο πελάτη να σκάσει το παραδάκι. Η Νέτε έριξε μια ματιά πίσω της. Η κοπέλα από το Όρχους ανασήκωσε το κεφάλι και της χαμογέλασε. Είχε τρεις εγκυμοσύνες στο παρελθόν της, και όλα τα παιδιά της τα είχαν πάρει οι Αρχές με το ζόρι για να τα δώσουν για υιοθεσία αμέσως μόλις γεννήθηκαν. Το ιστορικό της οδηγούσε στο συμπέρασμα πως, κατά πάσα πιθανότητα, σύντομα θα έπαιρνε το δρόμο για να στειρωθεί στο νοσοκομείο του Κορσέρ. Η Νέτε ήξερε πολύ καλά τι συνέβαινε εκεί, καθώς οι φήμες έδιναν κι έπαιρναν ανάμεσα στις τροφίμους. Κατόπιν αιτήματος των αρμόδιων γιατρών από τα διάφορα άσυλα, το Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας έστελνε πολλές κοπέλες για στείρωση, χωρίς εκείνες να το γνωρίζουν. Ήταν μια ωρολογιακή βόμβα που τις απειλούσε μονίμως και ήταν πιθανό να εκραγεί ανά πάσα στιγμή. Όλες τους το ήξεραν, συμπεριλαμβανομένης και της Πία από το Όρχους. Για το λόγο αυτό, δε μιλούσε πολύ και προτιμούσε να ονειροπολεί. Όλες στο νησί είχαν κάποια όνειρα, που τα περισσότερα σχετίζονταν με οικογένεια και παιδιά. Η Πία και η Νέτε δεν αποτελούσαν εξαίρεση. Η Νέτε στράφηκε προς το μέρος της και έφερε την παλάμη στο στόμα της, καθώς ψιθύριζε: «Λυπάμαι που σου το λέω, όμως η Μπέτι και η Μπέτι λένε διάφορα. Τις άκουσα να λένε στη φύλακα πως τους είπες ότι μπορούσες να βγάλεις εκατό κορόνες σε ένα πρωινό παίρνοντας τσιμπούκια και πως αυτό σκόπευες να ξανακάνεις έτσι και σε άφηναν να φύγεις κάποια στιγμή. Απλώς, σ’ το λέω για να ξέρεις. Μου φαίνεται πως η Γκίτε Τσαρλς κάτι έχει ακούσει ήδη. Λυπάμαι πάρα πολύ που το μαθαίνεις από εμένα, όμως έτσι είναι».

ΕΝΟΧΗ

539

Ο ήχος του αργαλειού σταμάτησε, και η Πία έφερε τις παλάμες πάνω στα γόνατά της. Χρειαζόταν να κάνει παύση για να χωνέψει αυτό που της είχε πει η Νέτε. Να αντιληφθεί τις συνέπειες, να συνειδητοποιήσει το μέγεθος της προδοσίας της Μπέτι και της Μπέτι. «Έλεγαν, επίσης, πως σκοπεύεις να καρφώσεις ένα ψαλίδι στην Γκίτε Τσαρλς», ψιθύρισε η Νέτε. «Αλήθεια είναι;» Και τότε, κάτι έσπασε μέσα στην άλλη, και λίγα δευτερόλεπτα αργότερα πετάχτηκε όρθια και τους έδωσε να καταλάβουν πόσο ζόρικη αντίπαλος μπορούσε να αποδειχτεί μια γυναίκα που έκανε πεζοδρόμιο στο Όρχους. Η Νέτε αποτραβήχτηκε και βγήκε από το δωμάτιο την ώρα που η φύλακας καλούσε σε βοήθεια και η φασαρία που είχε ξεκινήσει από τις τρεις κοπέλες εξαπλωνόταν και στις υπόλοιπες. Από την κουζίνα και τις αποθήκες έβγαιναν τρέχοντας φύλακες, ενώ κάποια χτύπησε το καμπανάκι που κρεμόταν έξω από το γραφείο της προϊσταμένης. Μέσα σε ελάχιστες στιγμές, μία κατά τα άλλα ήσυχη μέρα κατακλύστηκε από ουρλιαχτά και φωνές, ενώ παντού αντηχούσαν λέξεις τις οποίες οι καθωσπρέπει κοπέλες δε θα έπρεπε ποτέ τους να ξεστομίσουν. Η Νέτε βρέθηκε στη σκάλα κι από εκεί στο δωμάτιο της Γκίτε μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, εντοπίζοντας το κλειδί στο ανώφλι της πόρτας. Δεν είχε μπει άλλοτε εκεί, όμως τώρα έβλεπε πόσο προσεγμένος ήταν ο χώρος, με τους όμορφους πίνακες στους τοίχους και το προσεκτικά στρωμένο κρεβάτι. Η Γκίτε είχε ελάχιστα πράγματα σε μια μικρή συρταριέρα, καθώς κι ένα ζευγάρι γερά παπούτσια περιπάτου, τα οποία η Νέτε δεν την είχε δει ποτέ να φο­ράει. Μέσα στα παπούτσια βρήκε σχεδόν πεντακόσιες κορόνες, κα-

540

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

θώς κι ένα δαχτυλίδι με μια αφιέρωση χαραγμένη: Ο Άλιστερ Τσαρλς στην Ολίνε Γένσεν, Θόρσχαβν, 7 Αυγούστου 1929. Άφησε το δαχτυλίδι στη θέση του.

Εκείνο το βράδυ, τόσο το κελί τιμωρίας στο υπόγειο όσο κι εκείνο στον πάνω όροφο φιλοξενούσαν τις κοπέλες που είχαν πιαστεί στα χέρια στο δωμάτιο ραπτικής. Ήταν μία από εκείνες τις μέρες όπου δεν ακούστηκε λέξη την ώρα του βραδινού φαγητού. Καμία από τις κοπέλες δεν είχε διάθεση να στρέψει τα βλέμματα πάνω της, από τη στιγμή που αρκετές από τις φύλακες έφεραν ακόμα σημάδια και μελανιές από τον καβγά που είχε ξεσπάσει. Η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη. Η Ρίτα κοίταξε επίμονα τη Νέτε και κούνησε το κεφάλι. Η πρόκληση μιας τέτοιας αναστάτωσης δεν ήταν αυτό που είχε κατά νου. Σήκωσε και τα δέκα δάχτυλα στον αέρα κι ύστερα δύο μόνα τους. Αυτό σήμαινε πως θα δραπέτευαν τα μεσάνυχτα, αν και η Νέτε δεν είχε ιδέα πώς στην ευχή θα κατάφερναν να ξεφύγουν από εκεί πέρα. Πάντως, σε καμία περίπτωση δε θα μπορούσε να μαντέψει πως η Ρίτα θα έβαζε φωτιά στο κρεβάτι της συγκατοίκου της. Εννοείται πως τα σπίρτα ήταν ένα αντικείμενο το οποίο το προσωπικό φρόντιζε πολύ να μην πέσει στα χέρια των τροφίμων, όμως η Ρίτα ήταν διαόλου κάλτσα και το μόνο που χρειαζόταν ήταν ένα σπίρτο κι ένα τόσο δα κομματάκι από την τραχιά επιφάνεια ενός σπιρτόκουτου, τα οποία και έκλεψε από την κουζίνα. Αυτά τα δύο αντικείμενα πέρασαν το μεγαλύτερο μέρος της μέρας κρυμμένα στο στήθος της, περιμένοντας την ώρα που θα χρησιμοποιούνταν, την ώρα που η πανηλίθια συγκάτοικος θα κοιμόταν. Αυτή η συγκάτοικος ήταν που σήμανε συναγερμό, όταν ξύπνη-

ΕΝΟΧΗ

541

σε και είδε την κουβέρτα της να καίγεται και το δωμάτιο να έχει γεμίσει καπνούς. Φύλακες και τρόφιμοι πετάχτηκαν από τα κρεβάτια τους στη στιγμή, γιατί ανάλογα περιστατικά είχαν συμβεί και παλιότερα. Οι στάβλοι είχαν πιάσει φωτιά σε αρκετές περιπτώσεις, ενώ πριν από κάμποσα χρόνια ολόκληρο το άσυλο είχε παραδοθεί στις φλόγες. Ο φαροφύλακας και ο βοηθός του έσπευσαν να βοηθήσουν κι αυτοί, με τα πουκάμισα να κρέμονται και τα παντελόνια να τους πέφτουν στους γοφούς, καθώς οργάνωναν τις αντλίες και τους κουβάδες κι έδιναν οδηγίες στις κοπέλες που κουβαλούσαν το νερό. Η Ρίτα και η Νέτε συναντήθηκαν πίσω από το παρτέρι με τα βότανα και κοίταξαν προς τα πίσω τη φωτιά, που έκανε το φεγγίτη στο δωμάτιο της Ρίτα να τιναχτεί ξαφνικά στον αέρα με κρότο, στέλνοντας μια στήλη καπνού στον ανέφελο, νυχτερινό ου­ρανό. Δε θα περνούσε πολλή ώρα μέχρι να πέσουν οι υποψίες στη Ρίτα και να ξεκινήσει έρευνα, οπότε τα περιθώρια ήταν στενά. Όπως είχε μαντέψει η Νέτε, τις περίμεναν κάποιοι βαρκάρηδες κάτω από τη λάμψη της λάμπας παραφίνης που έκαιγε στο Ησυχαστήριο. Αυτό που δεν περίμενε ήταν πως ο Βίγκο θα βρισκόταν ανάμεσά τους και ότι δε θα κατόρθωνε να την αναγνω­ ρίσει. Την έκοψε από πάνω μέχρι κάτω με το ίδιο λάγνο βλέμμα που είχε τότε που τον είδε η Νέτε μαζί με ένα φίλο του να παρακολουθούν έναν τρίτο άντρα να παίρνει από πίσω τη Ρίτα. Ήταν ένα βλέμμα που μια γυναίκα ενδεχομένως να ήθελε από τον εραστή της, όχι όμως από έναν ξένο, κι αυτό ακριβώς ήταν πλέον ο Βίγκο. Μόλις του είπε πως ήταν η κοπέλα από το πανηγύρι, εκείνος δεν μπορούσε καν να θυμηθεί το περιστατικό. Γέλασε και απάντησε πως αφού είχαν κυλιστεί ήδη μία φορά στα άχυρα, θα μπορούσαν να το ξανακάνουν. Η Νέτε ένιωσε την καρδιά της να σκίζεται στα δύο.

542

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Ένας άλλος βαρκάρης είχε μετρήσει τα χρήματα και τώρα αποφαινόταν πως δεν ήταν αρκετά. Οι κοπέλες έπρεπε να ξαπλώσουν στο τραπέζι και να ανοίξουν τα πόδια τους για να καλύψουν τη διαφορά. Προφανώς, αυτό δεν ήταν μέρος της συμφωνίας. Η Ρίτα άρχισε να κάνει φασαρία, φωνάζοντας θυμωμένη. Κι αυτό, σύντομα, αποδείχτηκε λάθος απόφαση. «Αφού είσαι έτσι, να μείνεις εδώ πέρα», είπε ο άντρας κι ύστερα τη χαστούκισε στο πρόσωπο. «Στα τσακίδια». Η Νέτε έριξε μια ματιά στον Βίγκο, ελπίζοντας πως θα διαμαρτυρόταν, όμως εκείνος παρέμεινε απαθής. Της είπε πως δεν έκανε αυτός κουμάντο και δεν είχε κανένα πρόβλημα να ακολουθεί τις οδηγίες των άλλων. Η Ρίτα άλλαξε γνώμη. Ανασήκωσε το φόρεμά της, όμως οι άντρες δεν ενδιαφέρονταν πια. Ποιος ο λόγος να ασχοληθούν με ένα θρασύ τσουλάκι, που άλλωστε το είχαν πηδήξει αμέτρητες φορές, τη στιγμή που μπορούσαν να γλεντήσουν μια καινούρια κοπέλα; Έτσι ακριβώς το έθεσαν. «Έλα, Νέτε, πάμε να φύγουμε. Δώστε μας πίσω τα λεφτά μας», είπε αυστηρά η Ρίτα. Το μόνο που κατάφερε ήταν να κάνει τους άντρες να γελάσουν ακόμα πιο δυνατά, όπως μοιράζονταν τα χρήματα. Η Νέτε είχε φρίξει. Η Γκίτε Τσαρλς θα καταλάβαινε πως εκείνη τής είχε κλέψει τις οικονομίες της. Πώς θα μπορούσε να επιστρέψει στο άσυλο απόψε; Θα ήταν εφιάλτης. «Μ-μπορείτε να το κάνετε μαζί μου», τραύλισε, σκαρφαλώνοντας στο τραπέζι, ενώ οι άντρες έβγαζαν σηκωτή τη Ρίτα από το καλύβι. Άκουσε τη Ρίτα να βλαστημάει απέξω, όμως ύστερα επικράτησε σιωπή, εκτός από τα βογκητά του αγνώστου που καρφωνόταν μέσα της.

ΕΝΟΧΗ

543

Μόλις τελείωσε αυτός και ήταν η σειρά του Βίγκο, η Νέτε σκέφτηκε πως δε θα κατάφερνε να κλάψει ποτέ ξανά και πως η ζωή είχε πετάξει μέσα από τα χέρια της, οριστικά και αμετάκλητα. Ποτέ της δεν είχε φανταστεί πως θα ήταν δυνατό να φερθεί κάποιος τόσο άτιμα, με τέτοια μοχθηρία. Και όση ώρα ο Βίγκο μπαινόβγαινε μέσα της, τα μάτια της πλανιούνταν στο μικρό δωμάτιο, σαν να αποχαιρετούσαν όχι μονάχα το Σπρόγκε, αλλά και τον παλιό της εαυτό. Τη στιγμή που το κορμί του Βίγκο σφίχτηκε, πλησιάζοντας στην κορύφωση, και ο φίλος του χαμογελούσε πονηρά στη γωνία, η πόρτα άνοιξε διάπλατα και η Νέτε βρέθηκε αντιμέτωπη με το δείκτη της Ρίτα που ήταν στραμμένος πάνω της και το διαπεραστικό βλέμμα της Γκίτε Τσαρλς. Οι άντρες εξαφανίστηκαν στη στιγμή, αφήνοντας τη Νέτε εκεί, λες και ήταν βιδωμένη στο τραπέζι, με τα γεννητικά της όργανα σε κοινή θέα. Από εκείνη τη στιγμή, το μίσος της Νέτε για τις δύο γυναίκες, καθώς και για τον Βίγκο, ο οποίος έλεγε πως ήταν άντρας, όμως στην πραγματικότητα ήταν χειρότερος κι από γουρούνι, δε γνώριζε όρια.

41

Νοέμβριος 2010

ΠΑΙΡΝΟΝΤΑΣ ΤΗ ΣΤΡΟΦΗ μπροστά στην εκκλησία του Μπρόντ­ μπιοστερ, ο Κουρτ Βεντ αιφνιδιάστηκε βλέποντας τόση κίνηση εκεί, καθώς ένα πλήθος ανθρώπων είχε συγκεντρωθεί μέσα στο κρύο και παρακολουθούσε με περιέργεια. Ένα ρίγος διέτρεξε τη σπονδυλική του στήλη μόλις συνειδητοποίησε ότι ο κόσμος στεκόταν έξω από το σπίτι του. Μπλε φά-

544

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

ροι αναβόσβηναν, φωνές ακούγονταν, παράλληλα με το βουητό από τις πυροσβεστικές αντλίες. Πραγματικός εφιάλτης. «Είμαι ο ιδιοκτήτης. Τι συνέβη εδώ;» ρώτησε αγριεμένα, με τους μηχανισμούς του άμυνας έτοιμους να αντιδράσουν. «Ρωτήστε την Αστυνομία. Εδώ ήταν πριν από μερικά λεπτά», του φώναξε ένας πυροσβέστης, καθώς κατέβρεχε τα τελευταία αποκαΐδια στο εσωτερικό του βοηθητικού κτιρίου. «Να δεις πώς τον έλεγαν τον αστυνόμο που ήταν εδώ πέρα... Μήπως θυμάσαι;» στράφηκε σε ένα συνάδελφό του που είχε βαλθεί να μαζεύει τις μάνικες. «Μερκ, νομίζω», είπε εκείνος. Κούνησε το κεφάλι, δεν ήταν σίγουρος, όμως η απάντηση αυτή αρκούσε. Ο Κουρτ δε χρειαζόταν να ακούσει τίποτε άλλο. Καθόλου καλή εξέλιξη. «Σταθήκατε τυχερός, κύριε, ειλικρινά», συνέχισε ο δεύτερος πυροσβέστης. «Λίγα λεπτά ακόμα και το κτίριο θα καταστρεφόταν από τη φωτιά, και κατά πάσα πιθανότητα θα έπαιρνε μαζί του κι εκείνο το κτίσμα με την αχυροσκεπή, στην απέναντι πλευρά του Τβέαργκεδεν. Δυστυχώς, εντοπίστηκε ένας βαριά τραυματίας εκεί μέσα. Με τσιγγάνο έμοιαζε. Ίσως να ήταν κάποιος άστεγος που βρήκε μέρος να περάσει τη νύχτα. Απ’ ό,τι φαίνεται, αυτός πρέπει να προκάλεσε τη φωτιά, αν και δεν το έχουμε εξακριβώσει ακόμα. Πρέπει να έβαλε φωτιά σε κάτι χαρτιά που βρήκε, μάλλον για να ζεσταθεί, όμως για την ώρα όλα αυτά είναι εικα­ σίες. Θα σας πρότεινα να επικοινωνήσετε με την Αστυνομία». Ο ηλικιωμένος άντρας δεν απάντησε. Αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που σκόπευε να κάνει. Έστρεψε το φακό του προς το βοηθητικό κτίριο και είδε πως η συρόμενη πόρτα του θωρακισμένου δωματίου ήταν ανοιχτή και ότι το πάτωμα από πίσω είχε μετατραπεί σε πολτό από μουσκεμένες στάχτες. Ήταν ένα θέαμα που τον σόκαρε.

ΕΝΟΧΗ

545

Περίμενε πρώτα να φύγουν οι πυροσβέστες κι ύστερα τσαλαβούτησε μέσα στα βρεγμένα αποκαΐδια κι έφτασε στο αρχείο, από το οποίο συνειδητοποίησε ότι δεν είχε απομείνει το παραμικρό. Αυτό που είχε γλιτώσει από τη φωτιά, όμως, ήταν κάτι γράμματα ολόγυρα στους τοίχους. Ο ΑΣΑΝΤ ΗΤΑΝ ΕΔΩ! Σχεδόν κατέρρευσε.

«Τίποτα δε γλίτωσε», είπε στον Λέμπεργκ, μιλώντας του από το απόρρητο νούμερο. «Τίποτα. Αρχεία, αποκόμματα, καταστατικά έγγραφα, κατάλογοι μελών, φάκελοι ασθενών. Η φωτιά κατέστρεψε τα πάντα!» «Ελπίζω να έχεις δίκιο», είπε εκείνος. «Είναι τρομερό, φυσικά, όμως δεν μπορούμε παρά να ελπίσουμε πως πράγματι δεν απέμεινε το παραμικρό. Είπες πως αυτός ο Χαφέζ αλ-Άσαντ ζούσε ακόμα όταν τον άφησες εκεί, όμως ξέρουμε πώς κατάφερε να τον εντοπίσει η Αστυνομία; Μήπως τους οδήγησε έως εκεί το κινητό του;» «Όχι, του το πήραμε και το κλείσαμε. Ο Μίκαελ και οι δικοί του ψάχνουν στη μνήμη του για να δουν μήπως περιέχει κάποιο χρήσιμο στοιχείο. Όμως το τηλέφωνο ήταν κλειστό από τη στιγμή που πέρασε στην κατοχή μας. Οπότε, όχι, δεν μπορώ καν να φανταστώ πώς κατάφερε να τον εντοπίσει ο Μερκ». «Εντάξει, δώσε μου δέκα λεπτά για να τσεκάρω τι γίνεται στα νοσοκομεία. Θα σου τηλεφωνήσω εγώ». Ο Κουρτ έτρεμε από οργή και οδύνη. Αν είχε αναβάλει την επίσκεψη στο γραφείο τελετών μέχρι αύριο, αν δε γνώριζε τον ιδιοκτήτη από τις έξοχες υπηρεσίες που είχε προσφέρει στο κόμμα, τίποτε απ’ όλα αυτά δε θα είχε συμβεί. Κούνησε το κεφάλι σκασμένος. Ήταν ανάγκη να πιει κι εκεί-

546

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

νο το δεύτερο καφέ; Έπρεπε να τον πιάσει στην πάρλα η γυναίκα του ιδιοκτήτη για να του εκφράσει τα συλλυπητήριά της; Όμως σε τι ωφελούσε να τα σκέφτεται όλα αυτά τώρα; Σε τι ­χρησίμευαν όλα εκείνα τα «αν»; Το κακό έγινε, δεν άλλαζε κάτι. Πλέον, αυτό που έπρεπε να κάνουν ήταν να ακολουθήσουν το σχέδιο. Ήταν αρκετά απλό. Από τη στιγμή που θα έβγαζαν από τη μέση τον Άραβα, θα κινούνταν άμεσα εναντίον του συνεργάτη του. Κι από τη στιγμή που θα τον τακτοποιούσαν κι εκείνον, πράγμα το οποίο θα μπορούσε να συμβεί ακόμα και την επόμενη μέρα, θα έστελναν τον άνθρωπό τους από το Τμήμα Πόλης ξανά στα Κεντρικά, προκειμένου να πάρει τους φακέλους του Νέρβιγ. Με τον τρόπο αυτό, η πιο άμεση απειλή για το κόμμα θα έπαυε να υφίσταται. Αυτός ήταν ο πρωταρχικός στόχος. Βέβαια, υπήρχε και μια γυναίκα βοηθός στον τομέα. Δεν ήταν κανένα ξεφτέρι, όπως τους είχε ενημερώσει ο πληροφοριοδότης τους, οπότε το συγκεκριμένο εμπόδιο εύκολα θα ξεπερνιόταν. Κι αν ο άνθρωπός τους έκανε λάθος, θα έπρεπε να βρουν άμεσα έναν τρόπο να της δημιουργήσουν πρόβλημα και να την απομακρύνουν από το σύστημα σε χρόνο μηδέν. Αυτό ήταν το μόνο βέβαιο. Στο μεταξύ, ο Σέρεν Μπραντ είχε πάψει να αποτελεί πρόβλημα, απ’ ό,τι είχε πληροφορηθεί. Και ο Μίκαελ σύντομα θα αναχωρούσε με προορισμό τη Μαδαγασκάρη, προκειμένου να τακτοποιήσει τη Μίε Νέρβιγ και τον Χέρμπερτ Σένερσκο. Έτσι, μονάχα μία πιθανή πηγή προβλημάτων θα απέμενε. Η Νέτε Χέρμανσεν. Ο θάνατός της έπρεπε πάση θυσία να φανεί φυσικός. Ένα γρήγορο πιστοποιητικό θανάτου και μια κηδεία χωρίς πολλά πολλά, και το θέμα θα έκλεινε εκεί. Οριστικά, όπως ήλπιζε.

ΕΝΟΧΗ

547

Πλέον, το αρχείο του είχε καταστραφεί από τις φλόγες, ακριβώς όπως οι σύντροφοί του στο Σκοπό είχαν καταστρέψει τα δικά τους αρχεία, και με την επικείμενη εξόντωση του Καρλ Μερκ και του Χαφέζ αλ-Άσαντ η αστυνομική έρευνα, κατά πάσα πιθανότητα, θα έπαυε να αποτελεί απειλή, από τη στιγμή που, όπως τον είχαν ενημερώσει, ο Τομέας Q προτιμούσε να λειτουργεί αποκομμένος από την υπόλοιπη Αστυνομία. Έτσι, σύντομα το κόμμα θα ήταν ελεύθερο να εδραιώσει τη θέση του, κι επομένως το έργο μιας ολόκληρης ζωής θα καρποφορούσε. Ο Κουρτ έγνεψε καταφατικά. Τώρα που είχε σκεφτεί ψύχραιμα τα πράγματα, αισθανόταν σίγουρος πως δεν είχε προκληθεί η παραμικρή ζημιά. Το αντίθετο, μάλιστα. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να περιμένει την ενημέρωση του Λέμπεργκ από το νοσοκομείο όπου είχε μεταφερθεί ο Άραβας. Ανέβηκε στον πάνω όροφο και ξάπλωσε για λίγο δίπλα στην πολυαγαπημένη του. Η επιδερμίδα της έμοιαζε σαν το χιόνι και ήδη είχε κρυώσει. «Άφησέ με να σε ζεστάνω, λατρεμένη μου Μπεάτε», είπε, τραβώντας προς το μέρος του τη σορό της. Δεν ήταν χαλαρή πλέον. Η νεκρική ακαμψία είχε κάνει την εμφάνισή της όση ώρα εκείνος έπινε καφέ συντροφιά με ανθρώπους που δε σήμαιναν τίποτα για τον ίδιο. Πώς το είχε κάνει αυτό το πράγμα; Το κινητό του άρχισε να χτυπάει. «Έλα, Λέμπεργκ. Τον εντόπισες;» «Στο Χβιδόβρε τον μετέφεραν, σε κρίσιμη κατάσταση. Δεν τα πάει καθόλου καλά, απ’ ό,τι μαθαίνω». Ο Κουρτ αναστέναξε με ανακούφιση. «Ποιος είναι μαζί του;» «Ο Καρλ Μερκ». «Μάλιστα. Ξέρουμε αν κατάφερε να αφαιρέσει κάτι από το θωρακισμένο δωμάτιο;»

548

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

«Αμφιβάλλω. Αλλά και κάτι να αφαίρεσε, δεν μπορεί να είναι τίποτα το ιδιαίτερο. Έχουμε μάτια και αφτιά στην αίθουσα αναμονής, απέναντι από τον Μερκ, αυτή τη στιγμή που μιλάμε. Θα ρωτήσω τη γυναίκα που έχω στο άλλο τηλέφωνο αν ξέρει κάτι. Μισό λεπτό». Άκουσε τη φωνή του Λέμπεργκ στο βάθος, κι ύστερα ένα θρόισμα καθώς εκείνος επανήλθε στη γραμμή. «Τελικά, δεν είναι και τόσο απλό. Δεν μπορεί να τον πλησιάσει αρκετά ώστε να δει. Ο Μερκ κάτι κρατάει που μοιάζει με λίστα, όμως ίσως να είναι απλώς οι πληροφορίες που δίνει το νοσοκομείο στους συγγενείς και τους φίλους των ασθενών». «Λίστα, είπες;» «Ναι, όμως μην ταράζεσαι, Κουρτ, πιθανότατα δεν είναι κάτι σημαντικό. Η μπόρα πέρασε, φίλε μου. Από ιστορικής πλευράς είναι κρίμα, προφανώς, που χάσαμε όλα τα έγγραφα όπου καταγραφόταν η ίδρυση του Σκοπού και του Κόμματος Καθαρότητας. Όμως, ακριβώς όπως όταν ρίξαμε τους φακέλους των ασθενών μας στις φλόγες, ίσως αποδειχτεί, τελικά, πως ήταν καλύτερα που καταστράφηκαν και τα δικά σου αρχεία. Τέλος πάντων, εσύ πώς είσαι; Όλα εντάξει εκεί;» «Όχι». Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Η Μπεάτε είναι νεκρή». Ακολούθησε μια παρατεταμένη σιωπή. Ο Κουρτ γνώριζε την άποψη που είχε ο Λέμπεργκ, καθώς και αρκετά από τα παλαιότερα μέλη της οργάνωσης, σχετικά με την Μπεάτε. Την εκτιμούσαν όχι μόνο ως εξαιρετική συντονίστρια και ως άτομο που λειτουργούσε συνεκτικά, αλλά ταυτόχρονα και ως γυναίκα. Η Μπεάτε ήταν πραγματικά μοναδική. «Ζωή σε λόγου σου», ήταν το μόνο που μπόρεσε να πει ο Λέμπεργκ.

ΕΝΟΧΗ

549

Η συμφωνία με τον εργολάβο κηδειών ήταν πως εκείνος και ο βοη­θός του θα περνούσαν για να παραλάβουν τη σορό της Μπεάτε στις δέκα ακριβώς το επόμενο πρωί. Η διαδικασία δεν μπορούσε να καθυστερήσει άλλο, όπως τον ενημέρωσαν. Ο Κουρτ την κοίταζε θλιμμένος. Νωρίτερα, είχε αποφασίσει πως θα την ακολουθούσε την ίδια νύχτα. Όταν θα έφταναν οι άνθρωποι από το γραφείο τελετών, θα διαπίστωναν πως θα έπρεπε να κάνουν δύο διαδρομές. Οι εξελίξεις, όμως, είχαν επιβάλει την αλλαγή των σχεδίων του. Πρώτα έπρεπε να βεβαιωθεί πως ο Καρλ Μερκ και ο Χαφέζ αλ-Άσαντ είχαν βγει από τη μέση, και ότι η λίστα που καθόταν και διάβαζε εκείνη τη στιγμή ο αστυνόμος στη στενάχωρη αίθουσα αναμονής δεν ήταν αυτό που φοβόταν ο ίδιος. Σχημάτισε τον αριθμό του Μίκαελ. «Δυστυχώς, ο Χαφέζ αλ-Άσαντ επιβίωσε από το χτύπημα στο κεφάλι και κατάφερε να βάλει φωτιά στο αρχείο», τον ενημέρωσε. «Όμως, απ’ ό,τι φαίνεται, δε θα τη γλιτώσει. Προσπαθούμε να μείνουμε ενήμεροι για τις εξελίξεις με τη βοήθεια μιας καλής και έμπιστης επαφής που έχουμε στο νοσοκομείο. Πρόκειται για μια νοσοκόμα η οποία μας έχει συνδράμει αρκετές φορές στο παρελθόν και δε θα δίσταζε να το κάνει ξανά. Τελικά, δε νομίζω ότι χρειάζεται να ανησυχούμε ιδιαίτερα για τον Άραβα. Το πρόβλημά μας τώρα είναι ο Καρλ Μερκ». «Εντάξει», ήρθε η απάντηση από την άλλη άκρη της γραμμής. «Αυτή τη φορά δε θα τον αφήσεις από τα μάτια σου ούτε στιγμή, Μίκαελ. Θα τον βρεις στο νοσοκομείο του Χβιδόβρε. Θέλω να τον έχεις από κοντά, όπου κι αν πάει, κατάλαβες; Θέλω να βγει από τη μέση με την πρώτη ευκαιρία που θα παρουσιαστεί. Παράσυρέ τον με το φορτηγάκι, κάνε ό,τι χρειαστεί. Πάντως, κλείσε αυτή την εκκρεμότητα χωρίς άλλη καθυστέρηση».

550

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

42

Νοέμβριος 2010

ΕΤΣΙ ΟΠΩΣ ΣΤΕΚΟΤΑΝ Η ΡΟΖΕ με το βλέμμα καρφωμένο πάνω στο

κάτωχρο πρόσωπο του Άσαντ και τα νεύρα τεντωμένα, την ώρα που τον κατέβαζαν από το ασθενοφόρο μπροστά στα Επείγοντα, ο Καρλ σκέφτηκε πως μια μακριά νύχτα αναμονής, για κάποια ενημέρωση σχετικά με την κατάσταση του συναδέλφου τους, θα της έπεφτε πολύ. «Μπορείς να οδηγήσεις για να γυρίσεις στο σπίτι σου;» τη ρώτησε, καθώς τους φώτιζαν οι μπλε φάροι που αναβόσβηναν. Της έδωσε το κλειδί του αυτοκινήτου, αλλά αμέσως θυμήθηκε πόσο τραγικά κακή οδηγός ήταν. Πολύ αργά πλέον. «Ευχαριστώ», είπε εκείνη και τον αγκάλιασε για μια φευγαλέα, υπερβατική στιγμή, προτού νεύσει θλιβερά προς το φορείο όπου κειτόταν ο Άσαντ και πάρει το δρόμο για το Ford Ka. Τουλάχιστον δεν έχει ιδιαίτερη κίνηση στους δρόμους τέτοια ώρα, σκέφτηκε ο Καρλ. Έτσι και πάθαινε τίποτα και η Ρόζε, το πρώτο πράγμα που θα έκανε την επόμενη μέρα ήταν να φύγει από τη δουλειά. Ίσως αυτό να έκανε, ούτως ή άλλως.

Είχαν περάσει ώρες αφότου μπήκε ο Άσαντ στο χειρουργείο, ώσπου τελικά ένας γιατρός με θλιμμένη όψη εμφανίστηκε μπροστά στον Καρλ στην αίθουσα αναμονής και τον ενημέρωσε ότι οι πνεύμονες του βοηθού του ευτυχώς έδειχναν εντάξει, όμως το τραύμα που είχε υποστεί στο κρανίο και η αιμορραγία που ακολούθησε ήταν τέτοια ώστε δεν μπορούσε να του υποσχεθεί το παραμικρό. Μάλιστα, η κατάσταση του Άσαντ ήταν τόσο σοβαρή, ώστε σκόπευαν να τον μεταφέρουν στο Νοσοκομείο Ριγκς, όπου

ΕΝΟΧΗ

551

το Κέντρο Αποκατάστασης Πολυτραυματιών προετοιμαζόταν ήδη για την άφιξή του. Εκεί, θα υποβαλλόταν σε λεπτομερείς εξετάσεις και, κατά πάσα πιθανότητα, θα οδηγούνταν στο χειρουργείο πάλι, προτού νοσηλευτεί στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας. Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά, την ώρα που μέσα του η οργή πάλευε με την οδύνη. Μάλλον θα ήταν καλύτερα να μην ενημερώσει ακόμα τη Ρόζε. Έσφιξε πάνω στο στήθος του ένα από τα χαρτιά που είχε κρύψει ο Άσαντ μέσα από το πουκάμισό του. Ο Κουρτ Βεντ θα πλήρωνε γι’ αυτό. Κι αν δεν κατάφερναν να τον στριμώξουν νόμιμα, υπήρχαν ­κι άλλοι τρόποι. Πλέον, δεν έδινε δεκάρα για τις όποιες συνέπειες. «Τώρα μόλις το έμαθα», ακούστηκε μια γνώριμη φωνή από το διάδρομο, καθώς ο Μάρκους Γιάκομπσεν ερχόταν τρέχοντας προς το μέρος του. Ήταν τόσο θλιβερό και συνάμα συγκινητικό, ώστε ο Καρλ χρειάστηκε να σκουπίσει τα μάτια του.

«Καλύτερα να γυρίσουμε πίσω στα Κεντρικά, Μάρκους», πρότεινε ο Καρλ. «Δεν αντέχω να πάω στο σπίτι, κι εκτός αυτού έχω ένα σωρό πράγματα να τακτοποιήσω πρώτα στη δουλειά». Ο Μάρκους Γιάκομπσεν έστρεψε το βλέμμα του στον μπροστινό καθρέφτη και τον ίσιωσε ελαφρά. «Περίεργο, είναι ένα αυτοκίνητο που μας έχει πάρει από πίσω εδώ και ώρα», είπε και ύστερα κοίταξε τον Καρλ. «Εντάξει, καταλαβαίνω. Όμως δε θα μπορέσεις να βοηθήσεις κανέναν αν είσαι άυπνος και με άδειο στομάχι». «Ωραία, μπορείς να με κεράσεις ένα ουίσκι μόλις φτάσουμε. Ο ύπνος θα χρειαστεί να περιμένει». Ενημέρωσε τον Μάρκους σχετικά με τα όσα είχαν συμβεί στη διάρκεια της μέρας. Δε γινόταν να το αποφύγει.

552

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

«Αν θυμάμαι καλά, σε διέταξα να μην πλησιάσετε τον Κουρτ Βεντ, Καρλ. Με έγραψες εκεί όπου δεν πιάνει μελάνι, και δες τώρα πού καταλήξαμε». Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά. Δεν είχε άδικο που του τα έψελνε. Αναπόφευκτο ήταν. «Όπως και να ’χει, ευτυχώς που επέμεινες», πρόσθεσε ο διοικητής. Ο Καρλ στράφηκε προς το μέρος του. «Ευχαριστώ, Μάρκους». Εκείνος δίστασε για μια στιγμή, προτού ρίξει τη βόμβα. «Πρώτα πρέπει να μιλήσω με κάποιους ανθρώπους, προτού σου επιτρέψω να συνεχίσεις με όλη αυτή την ιστορία, Καρλ». «Είμαι σίγουρος. Όμως, έτσι όπως έχουν τα πράγματα, δε βλέπω την ώρα να συνεχίσω». «Κι αν σκαλώσει η υπόθεση, δε θα έχω άλλη επιλογή από το να σε θέσω σε διαθεσιμότητα». «Αν το κάνεις, αυτά τα καθάρματα θα τη σκαπουλάρουν». «Να τη σκαπουλάρουν από τι ακριβώς, Καρλ; Από το ότι επιχείρησαν να κάψουν το σπίτι σου; Από το ότι επιτέθηκαν στον Άσαντ; Ή απ’ όλα εκείνα τα παλιά εγκλήματα και το πώς κατάφεραν να ιδρύσουν το κόμμα τους;» «Απ’ όλα!» «Ένα πράγμα θα σου πω, Καρλ. Αν δεν ηρεμήσεις μέχρι να συζητηθεί το θέμα από τους υψηλά ιστάμενους, ο Κουρτ Βεντ και οι άνθρωποί του τελικά θα καταφέρουν να γλιτώσουν, παρά τα εγκλήματά τους. Είναι παράλογο να επιτρέψεις να συμβεί κάτι τέτοιο. Οπότε ας συμφωνήσουμε επί του παρόντος ότι θα καθίσεις ήσυχος μέχρι να σου πω, εντάξει;» Ο Καρλ ανασήκωσε τους ώμους, καθώς αποφάσισε πως ήταν καλύτερα να μη δεσμευτεί για κάτι. Άφησαν το αυτοκίνητο στο χώρο στάθμευσης κι ύστερα στάθηκαν για λίγο κοιτάζοντας απέναντι το αυστηρό, τσιμεντένιο κτί-

ΕΝΟΧΗ

553

ριο του αρχηγείου της Αστυνομίας, καθώς αναλογίζονταν τα γεγονότα εκείνης της μέρας. «Δε φαντάζομαι να σου βρίσκεται κανένα τσιγάρο, ε, Καρλ;» ρώτησε εντελώς ξαφνικά ο Μάρκους. Ο Καρλ χαμογέλασε, βλέποντας να κλονίζεται η δύναμη θέλησης του προϊσταμένου του. «Τσιγάρο μού βρίσκεται. Αναπτήρα δεν έχω, αυτό είναι το θέμα». «Μισό λεπτό», είπε ο Μάρκους. «Έχω έναν αναπτήρα στο ντουλαπάκι του συνοδηγού». Έκανε μεταβολή και δεν είχε προλάβει να προχωρήσει μερικά βήματα, όταν ένα σκουρόχρωμο αυτοκίνητο το οποίο περίμενε με τα φώτα σβηστά λίγο πιο πέρα από τα Κεντρικά, στην απέναντι πλευρά του δρόμου, ξαφνικά επιτάχυνε προς το μέρος τους. Πετάχτηκε και πήρε κλίση όπως βρήκε στο κράσπεδο, και ο διαπεραστικός ήχος μετάλλου που έβρισκε κάτω τρύπησε τα αφτιά του Καρλ τη στιγμή που βουτούσε στο πλάι και κυλιόταν στο πεζοδρόμιο. Το αυτοκίνητο φρέναρε στριγκλίζοντας, ο οδηγός έβαλε όπισθεν καρφωτή, και η βαριά οσμή καμένου ελαστικού κατέκλυσε τον αέρα, καθώς οι ρόδες σπινάριζαν. Άκουσαν τον πυροβολισμό, όμως δεν είχαν ιδέα από πού προερχόταν. Το μόνο πράγμα που κατέγραψαν στα επόμενα κλάσματα δευτερολέπτου ήταν η πορεία του οχήματος, το οποίο βρισκόταν πλέον φανερά εκτός ελέγχου, καθώς ορμούσε και πάλι στο δρόμο κι έπεφτε με ταχύτητα πάνω σε ένα σταθμευμένο περιπολικό. Τότε μόνο είδαν το μοτοσικλετιστή αστυνομικό που ερχόταν τρέχοντας από τα Κεντρικά με το πιστόλι του υψωμένο, και τότε μόνο αντιλήφθηκε ο Καρλ πόσες βρισιές είχε καταφέρει να εξαπολύσει ο προϊστάμενός του με μία ανάσα.

554

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Όση ώρα ο Μάρκους Γιάκομπσεν και ο υπεύθυνος Τύπου κρατούσαν τους δημοσιογράφους και τους ανθρώπους της τηλεόρασης απασχολημένους, ο Καρλ έλεγχε τα στοιχεία του άντρα που τους είχε επιτεθεί. Προφανώς, δεν κουβαλούσε ταυτότητα πάνω του, όμως το μόνο που χρειάστηκε να κάνει ο Καρλ ήταν μια γρήγορη επίσκεψη στους συναδέλφους του στο Εγκληματολογικό, προτού η φωτογραφία του νεκρού οδηγού, σωριασμένου μέσα στο αμάξι με μια τρύπα στο λαιμό, φέρει αποτέλεσμα. Τα παιδιά στον Τομέα C δεν ήταν τεμπελόσκυλα, αυτό όφειλε να τους το αναγνωρίσει. «Ο τύπος είναι ο Όλε Κρίστιαν Σμιντ», είπε ένας, χωρίς τον παραμικρό δισταγμό. Ο Καρλ είχε μάθει αυτό που ήθελε. Ο νεκρός είχε ποινικό μητρώο ως ακροδεξιός ακτιβιστής και είχε αποφυλακιστεί πρόσφατα, αφού εξέτισε ποινή δυόμισι ετών για πρόκληση βαριών σωματικών βλαβών σε βάρος στελέχους της εκτελεστικής επιτροπής του Σοσιαλιστικού Κόμματος κι ενός νεαρού μετανάστη, οι οποίοι απλώς περπατούσαν στο δρόμο, χωρίς να ενοχλούν κανέναν. Ίσως να μην ήταν και ό,τι χειρότερο θα μπορούσε να είχε κάνει, πάντως σίγουρα προβλημάτιζε ως προς το ποια θα ήταν η μελλοντική πορεία του συγκεκριμένου ατόμου. Ο Καρλ έριξε μια ματιά στο ειδησεογραφικό κανάλι της τηλεόρασης, το οποίο έπαιζε στην επίπεδη οθόνη από τη στιγμή που είχε καθίσει στο γραφείο του. Η ενημέρωση των δημοσιογράφων σχετικά με το επεισόδιο έξω από τα Κεντρικά και τον πυροβολισμό φαίνεται πως είχε ­πάει καλά. Λέξη δεν ακούστηκε σχετικά με τη συνεχιζόμενη έρευνα, ούτε υπήρξε η παραμικρή αναφορά στο πιθανό κίνητρο. Το μόνο που κατόρθωσαν να μάθουν οι δημοσιογράφοι ήταν πως το περιστατικό θεωρούνταν μεμονωμένο, ο δράστης άτομο με προβληματικό χαρακτήρα, ενώ το ότι οι δύο αστυνόμοι ήταν σώοι και

ΕΝΟΧΗ

555

αβλαβείς αποδιδόταν στη θεία πρόνοια και την αετίσια όραση ενός μοτοσικλετιστή της Αστυνομίας. Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά. Αυτό που είχε συμβεί φανέρωνε πέρα από κάθε αμφιβολία πως ο Κουρτ Βεντ βρισκόταν σε απόγνωση και, κατά πάσα πιθανότητα, δε θα σταματούσε εκεί. Μόλις επέστρεφε ο Μάρκους στο γραφείο του, θα έπρεπε να συζητήσουν ποιος ήταν ο καλύτερος τρόπος για να προχωρήσουν γρήγορα σε ορισμένες συλλήψεις. Τότε, η εικόνα στην οθόνη άλλαξε και εμφανίστηκε ο παρουσιαστής από το στούντιο του καναλιού, ο οποίος αναφέρθηκε εν συντομία στις διακρίσεις του Μάρκους Γιάκομπσεν, ενημερώνοντας τους τηλεθεατές ότι τα ονόματα του νεκρού και του αστυνομικού που τον είχε σκοτώσει δεν είχαν δημοσιοποιηθεί ακόμα. Ο σκηνοθέτης πέρασε σε άλλη κάμερα, όμως η έκφραση στο πρόσωπο του παρουσιαστή παρέμεινε η ίδια ακριβώς στο κλάσμα δευτερολέπτου που μεσολάβησε. «Πτώμα νέου άντρα εντοπίστηκε στα ανοιχτά του Σέγερε σήμερα το πρωί από ιστιοπλόο, ο οποίος κατευθυνόταν στο νησί από το Χάουνσε. Σύμφωνα με πληροφορίες μας, ο νεκρός, ο οποίος πιστεύεται ότι πνίγηκε, είναι ο Σέρεν Μπραντ, δημοσιογράφος, ετών τριάντα ένα. Η Αστυνομία ανακοίνωσε πως ενημερώθηκαν ήδη οι συγγενείς του». Ο Καρλ κατέβασε τον καφέ του κι έμεινε να κοιτάζει τη φωτογραφία ενός χαμογελαστού Σέρεν Μπραντ, καθώς αυτή κατέκλυζε την οθόνη. Δεν υπήρχε τελειωμός σε αυτή την ιστορία;

«Με τον Μάντβιγκ γνωρίζεστε από παλιά, έτσι δεν είναι, Καρλ;» είπε ο Μάρκους, ενώ πρότεινε στους δύο άντρες να καθίσουν.

556

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά και αντάλλαξε χειραψία με τον άλλο. Ήταν ο Καρλ Μάντβιγκ, ένα από τα πιο ζόρικα στελέχη της Ασφάλειας. Ο Καρλ τον γνώριζε καλύτερα απ’ ό,τι οι περισσότεροι συνάδελφοί του. «Καιρό είχαμε να συναντηθούμε, Μερκ», είπε ο Μάντβιγκ. Δεν υπερέβαλλε. Τα μονοπάτια τους δεν είχαν διασταυρωθεί από την εποχή που φοιτούσαν στην ίδια τάξη της Ακαδημίας της Αστυνομίας, καθώς στη συνέχεια ο Μάντβιγκ επιδόθηκε στο κυνήγι μιας πραγματικά λαμπρής σταδιοδρομίας στον τομέα της συλλογής πληροφοριών. Παλιά, ήταν αρκετά ευχάριστος τύπος, όμως οι φήμες τον ήθελαν να έχει χάσει στην πορεία των χρόνων το μεγαλύτερο μέρος της φυσικής γοητείας του. Ίσως να έφταιγε το σκούρο κοστούμι που φορούσε πάντοτε, ή ενδεχομένως να είχε καβαλήσει το καλάμι. Ό,τι και αν ήταν, πολύ που τον ένοιαζε τον Καρλ. «Όλα καλά, Τσούχτρα;» ρώτησε, απολαμβάνοντας τη φανερή δυσφορία του άλλου μόλις άκουσε το παλιό του παρατσούκλι να αναδύεται ξαφνικά μέσα από την αχλή της λήθης. «Προφανώς, στην υπόθεση εμπλέκεται πλέον και η Ασφάλεια», πρόσθεσε, ρίχνοντας ένα βλέμμα όλο νόημα προς την κατεύθυνση του Μάρκους. Ο προϊστάμενός του βάλθηκε να ψαχουλεύει στην τσέπη του για να βρει τις τσίχλες νικοτίνης. «Καρλ, ο Μάντβιγκ είναι επικεφαλής των ερευνών της Ασφάλειας σχετικά με το Κόμμα Καθαρότητας και όλα τα πρωτοκλασάτα στελέχη του, συμπεριλαμβανομένου και του Κουρτ Βεντ. Τους παρακολουθούν εδώ και τέσσερα χρόνια, οπότε είμαι σίγουρος πως κι εσύ θα συμφωνήσεις ότι...» «Κατάλαβα», είπε ο Καρλ, γυρνώντας προς τον Μάντβιγκ. «Είμαι όλος δικός σου, Τσούχτρα. Ακούω!» Ο Μάντβιγκ έγνεψε καταφατικά και ξεκίνησε εκφράζοντας τα... συλλυπητήριά του γι’ αυτό που είχε συμβεί στο βοηθό του

ΕΝΟΧΗ

557

Καρλ. Με τη σειρά του, ο Καρλ ευχήθηκε να είχε χρησιμοποιήσει λάθος λέξη ο Μάντβιγκ. Ενημερώθηκε σχετικά με τα όσα γνώριζε η Ασφάλεια για την υπόθεση. Ο Μάντβιγκ αποδείχτηκε ειλικρινής και αρκετά παθιασμένος στην παρουσίασή του. Ήταν προφανές πως η υπόθεση αυτή σήμαινε πολλά για τον ίδιο. Είχε τσαλαβουτήσει κι αυτός στο βούρκο και είχε ανακαλύψει τι ήταν ικανοί να κάνουν εκείνοι οι φαινομενικά αξιοπρεπείς άνθρωποι. «Έχουμε θέσει σημαίνοντα μέλη του Κόμματος Καθαρότητας, καθώς και αρκετά άτομα που εμπλέκονται στο Σκοπό, υπό συστηματική παρακολούθηση, ή όσο συστηματική, τέλος πάντων, επέτρεψαν οι συνθήκες, και ήδη ξέρουμε πολλά για τα ζητήματα σχετικά με τα οποία ενημέρωσες τον Μάρκους ­Γιάκομπσεν. Εννοείται πως διαθέτουμε καταθέσεις μαρτύρων και έγγραφα προκειμένου να τεκμηριώσουμε τα συμπεράσματά μας. Μπορούμε να ανατρέξουμε σε αυτά αν και εφόσον καταστεί απαραίτητο. Πάντως, τα αρχεία που “βρήκατε”» –έκλεισε με τα δάχτυλά του τη λέξη μέσα σε εισαγωγικά– «μαζί με το βοηθό σου στο σπίτι του Νέρβιγ δεν αποκάλυψαν κάτι που δεν το γνωρίζαμε ήδη. Όλες εκείνες οι παλιές υποθέσεις που κατέληξαν στα δικαστήρια, με κατηγορούμενους μέλη του Σκοπού, είναι ελεύθερα διαθέσιμες από τις αντίστοιχες αστυνομικές διευθύνσεις. Αυτό που δε γνωρίζαμε, όμως, είναι οι πολύ πρόσφατες ενδείξεις πως οι άνθρωποι του Κουρτ Βεντ εμπλέκονται σε ξεκάθαρα εγκληματικές δραστηριότητες, πράγμα το οποίο, υπό μία έννοια, είναι θετικό. Με αυτή την πληροφορία, δεν υπάρχει αμφιβολία πως θα είναι πολύ ευκολότερη η προσπάθειά μας να πείσουμε τους αρμόδιους ότι πρέπει να μπει ένα οριστικό τέλος στη δράση αυτών των ατόμων». «Πράγματι», παρενέβη ο διοικητής του Τμήματος Ανθρωποκτονιών. «Έχεις κάθε δικαίωμα να αγανακτήσεις που δε σε είχα

558

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

ενημερώσει για τις έρευνες της Ασφάλειας νωρίτερα, Καρλ, όμως ήταν επιτακτική ανάγκη να μη διαρρεύσει το παραμικρό. Σκέψου μόνο το σάλο, έτσι και μάθαιναν οι δημοσιογράφοι πως ένα καινούριο και φαινομενικά δημοκρατικό κόμμα βρισκόταν υπό παρακολούθηση, και πως ενδεχομένως στις τάξεις του είχαν παρεισφρήσει άνθρωποι της Αστυνομίας. Φαντάζεσαι τα πρωτοσέλιδα;» Διέγραψε ένα τόξο στον αέρα με την παλάμη του. «Αστυνομικό Κράτος, Καταστολή, Φασισμός. Μιλάμε για κατηγορίες οι οποίες θα αδικούσαν κατάφωρα τις μεθόδους μας και σε καμία περίπτωση δεν ανταποκρίνονται στο στόχο όλων αυτών των ερευνών». Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά. «Ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη. Πάντως, είμαι σίγουρος πως θα μπορούσαμε να κρατήσουμε το στόμα κλειστό. Τέλος πάντων. Μάθατε πως τα καλόπαιδα καθάρισαν τον Σέρεν Μπραντ στο μεταξύ;» Ο Μάρκους και ο Μάντβιγκ κοιτάχτηκαν. «Ώστε δεν το ξέρετε. Ο Σέρεν Μπραντ ήταν ένας από τους πληροφοριοδότες μου. Το πτώμα του εντοπίστηκε σήμερα το πρωί να πλέει ανοιχτά του Σέγερε. Φαντάζομαι, όμως, πως γνωρίζετε ποιος ήταν, σωστά;» Οι δύο άλλοι τον κοίταξαν με πανομοιότυπα ενοχλημένες εκφράσεις. Προφανώς και ήξεραν. «Τον έφαγαν, πιστέψτε με. Ο Μπραντ φοβόταν για τη ζωή του. Είχε κρυφτεί κάπου, αρνήθηκε να μου πει πού. Όχι πως τον βοήθησε ιδιαίτερα αυτό, τελικά». Ο Μάντβιγκ έστρεψε το βλέμμα του έξω από το παράθυρο. «Μάλιστα, ώστε σκότωσαν ένα δημοσιογράφο», μουρμούρισε, καθώς αναλογιζόταν τις συνέπειες. «Σε αυτή την περίπτωση, οι συνάδελφοί του θα ταχθούν με το μέρος μας. Κανείς στη χώρα δεν πρόκειται να ανεχτεί δολοφονίες δημοσιογράφων, όπως συμβαίνει στην Ουκρανία και τη Ρωσία. Θα προχωρήσουμε σε ανακοι-

ΕΝΟΧΗ

559

νώσεις σύντομα», είπε, γυρνώντας και πάλι προς τους δύο άντρες, με μια υποψία χαμόγελου στο πρόσωπό του. Αν το θέμα δεν ήταν τόσο τραγικό, πιθανότατα να χτυπούσε τις παλάμες πάνω στους μηρούς του από χαρά. Ο Καρλ παρατήρησε τον Μάντβιγκ και τον Γιάκομπσεν για λίγο, προτού ρίξει στο τραπέζι τον άσο που κρατούσε. «Έχω μια πληροφορία που θα ήθελα να θέσω υπόψη σας, όμως σε αντάλλαγμα ζητάω απόλυτη ελευθερία κινήσεων για να ολοκληρώσω την υπόθεση πάνω στην οποία δουλεύουμε στο υπόγειο. Εκτιμώ πως, εφόσον τη διαλευκάνουμε, θα ενισχυθούν σημαντικά οι κατηγορίες εις βάρος του Κουρτ Βεντ, καθώς υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να είναι υπεύθυνος για την εξαφάνιση αρκετών ανθρώπων τη δεκαετία του 1980. Είμαστε σύμφωνοι;» «Αυτό εξαρτάται από το τι έχεις να μας πεις, έτσι δεν είναι; Άλλωστε, δεν μπορούμε να επιτρέψουμε να μπει σε κίνδυνο η δική σου ζωή, αλλά και των συνεργατών σου, στην προσπάθειά σας να τσακώσετε τον Κουρτ Βεντ», απάντησε ο Γιάκομπσεν, έχοντας ένα ύφος σαν να του έλεγε: «Αποκλείεται»! Ο Καρλ τούς έδειξε κάμποσες σελίδες πιασμένες με συρραπτικό. «Ορίστε», είπε. «Αυτός είναι ο κατάλογος με όλα τα μέλη του Σκοπού». Τα μάτια του Μάντβιγκ παραλίγο να πεταχτούν έξω από τις κόχες τους. Δε θα τολμούσε ποτέ να φανταστεί πως υπήρχε ένας τέτοιος κατάλογος, ούτε καν στα πιο τρελά του όνειρα. «Έχει μεγάλο ενδιαφέρον, σας διαβεβαιώ. Εδώ περιλαμβάνονται τα ονόματα γνωστών γιατρών, αρκετών αστυνομικών, μεταξύ των οποίων και ενός από το Τμήμα Πόλης, νοσοκόμων, κοινωνικών λειτουργών. Απ’ όλα έχει ο μπαξές. Και όχι μονάχα αυτό, αλλά υπάρχουν, επίσης, λεπτομερείς πληροφορίες για τον καθένα ξεχωριστά και για εκείνους που αμολάει ο Βεντ να κάνουν τη βρόμικη δουλειά. Μια ολόκληρη στήλη αφιερωμένη στις αφεντιές τους».

560

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Πέρασε τα δάχτυλά του πάνω από τον κατάλογο. Δίνοντας μεγάλη προσοχή στη λεπτομέρεια, ο Κουρτ Βεντ είχε καταχωρίσει όχι μόνο τις διευθύνσεις κατοικίας, τα ονόματα των συζύγων, τους εργοδότες, τις διευθύνσεις ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, τους αριθμούς μητρώου, τηλεφώνων και φαξ, αλλά και το ρόλο του κάθε ατόμου μέσα στην οργάνωση. Πληροφορίες, Παραπομπές, Έρευνα, Παρεμβάσεις, Αποτεφρώσεις, Νομική Υποστήριξη ήταν λίγες μόλις από τις πάμπολλες επιμέρους κατηγορίες. Και στο τέλος: Πρακτικά Μέτρα. Δε χρειαζόταν να είναι κανείς δαιμόνιος ντετέκτιβ προκειμένου να καταλάβει τι σήμαινε αυτό. «Στη στήλη Πρακτικά Μέτρα έχουμε και το όνομα του Όλε Κρίστιαν Σμιντ, για να σας δώσω ένα απλό παράδειγμα», συνέχισε ο Καρλ, χτυπώντας με το δείκτη του τον κατάλογο. «Μην παίρνεις τόσο σαστισμένο ύφος, Μάρκους. Είναι ο τύπος που παραλίγο να μας φάει λάχανο σήμερα το πρωί». Ο Μάντβιγκ έδειχνε ότι καθόταν στα καρφιά. Ο Καρλ τον φανταζόταν να επιστρέφει σφαίρα στη μονάδα του και να ανακοινώνει τις καθοριστικές εξελίξεις. Όμως δεν μπορούσε να συμμεριστεί τον προφανή ενθουσιασμό του συναδέλφου του, καθώς η εξασφάλιση εκείνων των πληροφοριών είχε στοιχίσει πολύ ­ακριβά. Ο Άσαντ έδινε μάχη να κρατηθεί στη ζωή, στο Νοσοκομείο Ριγκς. «Κρίνοντας από τους αριθμούς μητρώου των ατόμων που βρίσκονται στη στήλη Πρακτικά Μέτρα, διαπιστώνουμε ότι ανήκουν σε διαφορετική ηλικιακή ομάδα απ’ ό,τι εκείνοι που πραγματοποιούν τις εκτρώσεις, για παράδειγμα», συνέχισε. «Κανείς δεν είναι πάνω από τριάντα. Αυτό που προτείνω είναι να στείλουμε δικούς μας από τα Κεντρικά, ώστε να προχωρήσουμε στην προληπτική σύλληψη όλων τους, και ύστερα να τους ζορίσουμε για να

ΕΝΟΧΗ

561

μάθουμε πού κινήθηκαν και τι έκαναν τις τελευταίες μέρες. Με τον τρόπο αυτό, σίγουρα δε θα έχουμε άλλες δολοφονίες, ούτε και απόπειρες, για την ώρα τουλάχιστον. Στο μεταξύ, εσείς από την Ασφάλεια μπορείτε να αναλάβετε το γραφειοκρατικό κομμάτι». Τράβηξε τον κατάλογο των μελών προς το μέρος του. «Η εξασφάλιση αυτών εδώ των πληροφοριών ενδεχομένως να στοίχισε τη ζωή ενός καλού φίλου και συνεργάτη μου, οπότε δεν πρόκειται να τη δώσω πουθενά, εκτός κι αν συμφωνήσουμε σε αυτό που ζήτησα. Ξεκάθαρες κουβέντες». Μεσολάβησαν μερικές ακόμα στιγμές, καθώς ο Μάντβιγκ και ο Γιάκομπσεν κοιτάζονταν και πάλι.

«Ήθελα να σε ενημερώσω πως ο Άσαντ ανέκτησε για λίγο τις αισθήσεις του, Ρόζε», είπε ο Καρλ στο τηλέφωνο. Από την άλλη άκρη της γραμμής δεν υπήρξε αντίδραση. Η πληροφορία αυτή δεν αρκούσε για να την καθησυχάσει, ο Καρλ το καταλάβαινε. «Οι γιατροί είπαν ότι άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε τριγύρω. Κι ύστερα χαμογέλασε και ψιθύρισε: “Με βρήκαν. Πολύ ωραία!” Μετά, έχασε τις αισθήσεις του και πάλι». «Ω Θεέ μου!» ψέλλισε η Ρόζε. «Λες να τα καταφέρει, Καρλ;» «Τι να σου πω, δεν ξέρω. Πρέπει να περιμένουμε, να δούμε πώς θα εξελιχτεί η κατάσταση. Στο μεταξύ, εγώ συνεχίζω να ασχολούμαι με την υπόθεση. Εσύ μπορείς να πάρεις μία εβδομάδα άδεια, Ρόζε. Ούτως ή άλλως, καιρός ήταν να ξεκουραστείς λίγο. Θα σου κάνει καλό. Ήταν πολύ δύσκολα τα πράγματα τις τελευταίες μέρες». Άκουσε την αναπνοή της να βαραίνει. «Μπορεί, όμως άκου. Ανακάλυψα κάτι το οποίο δεν ταιριάζει με τα όσα υποθέταμε, Καρλ».

562

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

«Τι εννοείς;» «Ο φάκελος που πήρε ο Άσαντ από το αρχείο του Κουρτ Βεντ έμεινε στο αυτοκίνητο, τον είδα όταν έφτασα στο σπίτι. Κάθισα το πρωί και του έριξα μια ματιά. Φάκελος αρ. 64, τον ξέρεις». «Σε ποια υπόθεση αναφέρεται;» «Τώρα καταλαβαίνω για ποιο λόγο ο Άσαντ τον θεώρησε τόσο σημαντικό ώστε τον παράχωσε στο πουκάμισό του, προτού βάλει φωτιά εκεί μέσα. Πρέπει να έψαξε ολόκληρο το αρχείο, μιας και ξεχώρισε ειδικά τον συγκεκριμένο, καθώς και τον κατάλογο των μελών που πήρες εσύ. Ευτυχώς που σου βούτηξε τον αναπτήρα, αλλιώς δε θα μπορούσε να δει τη μύτη του εκεί μέσα». «Ο φάκελος, σε τι αναφέρεται, Ρόζε;» «Είναι το αρχείο που κράτησε ο Κουρτ Βεντ από τις δύο εκτρώσεις της Νέτε Χέρμανσεν». «Δύο;» «Ναι, ήταν δεκαπέντε ετών την πρώτη φορά. Κάλεσαν το γιατρό γιατί εκείνη είχε αρχίσει να αιμορραγεί έπειτα από μια πτώση στο ποτάμι. Σύμφωνα με το αρχείο, επρόκειτο για αποβολή. Και ξέρεις ποιος ήταν ο γιατρός που κάλεσαν; Ο πατέρας του Κουρτ Βεντ». «Τη δύστυχη! Σε τέτοια ηλικία! Πρέπει να ήταν πολύ ντροπιαστικό, εκείνη την εποχή». «Πιθανόν, όμως η υπόθεση που μου κίνησε εμένα το ενδιαφέρον είναι αυτή που γνωρίζαμε ήδη από το αρχείο του Νέρβιγ. Τότε που η Νέτε Χέρμανσεν κατηγόρησε τον Κουρτ Βεντ ότι τη βίασε και πήρε χρήματα για να προχωρήσει στην παράνομη έκτρωση του εμβρύου που κυοφορούσε». «Δε φαντάζομαι να γράφει πολλά ο φάκελος που έχεις σχετικά με αυτή την ιστορία». «Σωστά, όμως υπάρχει μια άλλη πληροφορία, η οποία είναι ακόμα πιο ενδιαφέρουσα».

ΕΝΟΧΗ

563

«Δηλαδή, Ρόζε; Θα με σκάσεις!» «Αναφέρεται το όνομα του τύπου που την άφησε έγκυο». «Και ποιος ήταν;» «Ο Βίγκο Μόγκενσεν. Εκείνος που η Χέρμανσεν ισχυρίστηκε πως δεν είχε καν ακουστά, όταν περάσατε από το σπίτι της τις προάλλες».

43

Σεπτέμβριος 1987

Η ΝΕΤΕ ΕΝΤΟΠΙΣΕ την Γκίτε Τσαρλς τη στιγμή που η σιλουέτα

της ξεπρόβαλε στο βάθος, στο μονοπάτι που ερχόταν από τις λίμνες. Εκείνο το χαρακτηριστικό βήμα, ο τρόπος που κουνούσε τα χέρια της, φέρνοντας ανατριχίλα στη Νέτε. Για πάνω από τριάντα χρόνια είχε απωθήσει αυτή την εικόνα, που τώρα την έκανε να σφίξει τις γροθιές της και να κοιτάξει ολόγυρα στο δωμάτιο, προκειμένου να βεβαιωθεί πως όλα ήταν έτοιμα ώστε να ολοκληρωθεί ο φόνος με τη μικρότερη δυνατή αναστάτωση. Αυτή τη φορά όλα έπρεπε να εξελιχτούν ομαλά, καθώς η ημικρανία της συνεχιζόταν με την ίδια ένταση, λες κι ένα ξυράφι έσκιζε τον εγκέφαλό της, και ήταν μια αίσθηση τόσο αφόρητη, ώστε της ερχόταν να κάνει εμετό. Αναθεμάτισε βουβά την κατάσταση που την ταλαιπωρούσε, ελπίζοντας πως θα ηρεμούσε κάπως από τη στιγμή που θα ξέφευγε απ’ όλα εκείνα που της θύμιζαν τον τρόπο που είχε κατακερματιστεί η ζωή της. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να φύγει για μερικούς μήνες, και τα πάντα θα άλλαζαν. Ίσως, μάλιστα, κατόρθωνε να συμφιλιωθεί με τη συνεχιζόμενη παρουσία του Κουρτ Βεντ σε αυτό τον κόσμο.

564

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Έτσι όπως ενεργούσε εκείνος, το παρελθόν του ήταν βέβαιο πως θα τον ακολουθούσε και κάποια στιγμή θα τον κατέστρεφε, σκέφτηκε η Νέτε. Και η σκέψη αυτή ήταν καθοριστική. Διαφορετικά, δε θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να βρει τη δύναμη να σκοτώσει την Γκίτε Τσαρλς.

Τέσσερις μέρες μετά τον εμπρησμό και την αποτυχημένη απόπειρα απόδρασης, δύο ένστολοι αστυνομικοί εμφανίστηκαν και παρέλαβαν τη Ρίτα και τη Νέτε. Δεν τους είπαν λέξη σχετικά με το τι επρόκειτο να συμβεί, όμως δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία. «Νοητικά καθυστερημένη, αχρεία πυρομανής» δεν ήταν μια περιγραφή που θα χάριζε πόντους σε οποιαδήποτε τρόφιμο του Σπρόγκε, ενώ η εκδίκηση της Γκίτε Τσαρλς αποδείχτηκε ακριβής και αποφασιστική. Έτσι, η Ρίτα και η Νέτε οδηγήθηκαν στην απέναντι στεριά, και από εκεί μεταφέρθηκαν με ασθενοφόρο στο νοσοκομείο του Κορσέρ, δεμένες με λουριά σε όλη τη διαδρομή, λες και ήταν μελλοθάνατες που οδηγούνταν στο ικρίωμα. Ήταν μια αίσθηση η οποία ενισχύθηκε από τους γεροδεμένους νοσοκόμους, που κινήθηκαν με μεγάλες δρασκελιές προς το μέρος τους μόλις έφτασαν εκείνες και τις άρπαξαν, κάνοντας τη Νέτε και τη Ρίτα να ουρλιάζουν και να κλοτσούν καθώς τις οδηγούσαν μέσα από τους διαδρόμους και, τελικά, τις πέταξαν σε ένα θάλαμο. Εκεί, τις έδεσαν σε διπλανά κρεβάτια, όπου άρχισαν να κλαψουρίζουν και να προσεύχονται για τα αγέννητα παιδιά τους. Το προσωπικό έμοιαζε να αδιαφορεί. Είχαν έρθει αντιμέτωποι με πάρα πολλά από εκείνα τα «εξαχρειωμένα» άτομα, οπότε τα δάκρυα της Νέτε και οι απεγνωσμένες φωνές της για βοήθεια τους άφηναν ασυγκίνητους. Τελικά, ακόμα και η Ρίτα άρχισε να ωρύεται. Στην αρχή απαι-

ΕΝΟΧΗ

565

τούσε να μιλήσει με τον επικεφαλής γιατρό, ύστερα με την Αστυνομία και, τελικά, με τον ίδιο το δήμαρχο του Κορσέρ, μάταια όμως. Στο μεταξύ, η Νέτε είχε περιπέσει σε κατάσταση σοκ. Δύο γιατροί και δύο νοσοκόμες μπήκαν αμίλητοι στο θάλαμο και στάθηκαν δίπλα στα κρεβάτια τους, καθώς ετοίμαζαν τις ενέσεις. Προσπάθησαν να τις ηρεμήσουν, λέγοντάς τους πως ό,τι γινόταν ήταν για το δικό τους καλό και ότι στη συνέχεια θα μπορούσαν να ζήσουν μια φυσιολογική ζωή. Όμως η καρδιά της Νέτε χτυπούσε σαν τρελή από την αγωνία για τις ζωούλες που δε θα έφερνε στον κόσμο. Και μόλις κάρφωσαν τη βελόνα στη φλέβα της, η καρδιά της ήταν σαν να σταμάτησε τελείως, έτσι που αφέθηκε κι εγκατέλειψε κάθε ελπίδα. Όταν συνήλθε, μερικές ώρες αργότερα, μονάχα ο πόνος στην κοιλιά απέμενε. Όλα τα άλλα τής τα είχαν στερήσει. Επί δύο μέρες, η Νέτε παρέμεινε αμίλητη. Δε μίλησε ούτε όταν την οδήγησαν μαζί με τη Ρίτα πίσω στο Σπρόγκε. Η οδύνη και η απόγνωση ήταν οι μόνες της σύντροφοι πλέον. «Η χαμένη, κατάπιε τη γλώσσα της. Ίσως να το πήρε το μάθημά της τώρα πια», σχολίαζαν οι φύλακες. Εκείνη τις άκουγε, και ήξερε πως ήταν αλήθεια. Επί έναν ολόκληρο μήνα αρνιόταν να μιλήσει. Σε τι θα την ωφελούσε, άλλωστε; Κι ύστερα, πήρε απολυτήριο. Η Ρίτα παρέμεινε στο νησί. Υπήρχε όριο στο ποιες γυναίκες μπορούσαν να επιστρέψουν και πάλι στην κοινωνία, της είπαν. Η Νέτε στάθηκε στην πρύμνη του σκάφους κι έβλεπε το νησί να χάνεται πίσω από τα κύματα, τον ορίζοντα να καταπίνει το φάρο σταδιακά. Και όλη την ώρα σκεφτόταν ότι κάλλιστα θα μπορούσε να είχε μείνει εκεί, γιατί η ζωή της τώρα πια δεν είχε κανένα νόημα.

566

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Η πρώτη οικογένεια όπου στάλθηκε ήταν ενός σιδερά και της γυναίκας του, οι οποίοι είχαν τρεις γιους, μηχανικούς αυτοκινήτων, που η ζωή τους ήταν μεροδούλι-μεροφάι από διάφορες δουλειές ή από τα επιδόματα. Καμία άλλη οικογένεια δε χρειαζόταν περισσότερο μια κοπέλα για να της βάζει τις φωνές και να την αγγαρεύει όλη μέρα. Ήταν μια ανάγκη η οποία καλύφθηκε με το παραπάνω, όταν κατέληξε εκεί η Νέτε. Την είχαν για να κάνει τα πάντα, από το να τακτοποιεί τη μάντρα που ήταν γεμάτη σκουριασμένα παλιοσίδερα, μέχρι να κάνει την υπηρέτρια σε μια αναίσθητη, ασυγκίνητη μάνα, της οποίας η μοναδική απόλαυση ήταν το να τυραννάει τους πάντες γύρω της, και ιδίως τη Νέτε. «Χαμένο κορμί», της έλεγε χολωμένη η γυναίκα. «Ηλίθια τσούλα». Δεν έχανε ευκαιρία να τη βρίζει και να τη μειώνει. «Καθυστερημένη. Δεν ξέρεις να διαβάζεις, βλαμμένη;» της φώναξε μια μέρα, δείχνοντας την πίσω πλευρά της συσκευασίας ενός απορρυπαντικού. Και μόλις η Νέτε ομολόγησε πως δεν ήξερε ανάγνωση, η ντροπή της συνοδεύτηκε από μια σφαλιάρα στο σβέρκο. «Δανικά δεν καταλαβαίνεις, πανίβλακα;» ήταν η φράση με την οποία συνόδευε η γυναίκα κάθε της κουβέντα, και η Νέτε μαράζωνε. Οι γιοι χούφτωναν το στήθος της, ενώ ο πατέρας απειλούσε να προχωρήσει ακόμα περισσότερο. Όποτε πλενόταν, έρχονταν ο ένας μετά τον άλλο και μύριζαν το χώρο λες κι ήταν λαγωνικά, στέκονταν έξω από την πόρτα, αλυχτούσαν και διατυμπάνιζαν ξεδιάντροπα τις προθέσεις τους. «Άνοιξέ μας, Νέτε. Θα σε κάνουμε να σκούξεις σαν γουρούνι που είσαι», κάγχαζαν. Κάπως έτσι περνούσαν οι μέρες, όμως οι νύχτες ήταν ακόμα χειρότερες. Η Νέτε έκλεινε καλά την πόρτα του δωματίου της, έστηνε μια καρέκλα κάτω από το χερούλι και έστρωνε να κοιμηθεί στο πάτωμα, δίπλα στα πόδια του κρεβατιού. Έτσι και κατά-

ΕΝΟΧΗ

567

φερνε κάποιος να μπει στο δωμάτιο, η Νέτε θα φρόντιζε να τον περιμένει μια δυσάρεστη έκπληξη. Κι αυτό γιατί θα έβρισκε το κρεβάτι άδειο, ενώ η σιδερένια μπάρα που είχε βρει στη μάντρα ήταν κάτι παραπάνω από βαριά. Κι αν έφταναν τα πράγματα μέχρι εκεί, ούτε που την ενδιέφερε αν αυτός που θα χτυπούσε θα κατέληγε αναίσθητος ή ακόμα και νεκρός. Τι θα μπορούσε να της συμβεί που θα ήταν χειρότερο απ’ ό,τι της είχαν κάνει ήδη; Κάθε τόσο σκεφτόταν να ρίξει στο βραδινό ρόφημα της οικογένειας λίγο από το στρύχνο που είχε φέρει μαζί της από το νησί. Όμως κάθε φορά έχανε το θάρρος της και δεν το αποφάσιζε. Τελικά, όμως, μια μέρα η γυναίκα έριξε στον άντρα της ένα ακόμα τσουχτερό χαστούκι στο πρόσωπο, από τα πολλά που συνήθιζε να του ρίχνει, οπότε ο τύπος πήγε και πήρε την καραμπίνα του, τινάζοντας τα μυαλά της και την οικογένειά του στον αέρα. Η Νέτε έμεινε για ώρες ολομόναχη στην κουζίνα, πηγαίνοντας ασταμάτητα μπρος πίσω όση ώρα οι τεχνικοί της Σήμανσης αφαιρούσαν σκάγια και εγκεφαλική ουσία από τους τοίχους. Είχε βραδιάσει ήδη όταν ξεκαθάρισε το μέλλον της. Ένας νεαρός άντρας με ίσια πλάτη, που δεν πρέπει να ήταν πάνω από έξι εφτά χρόνια μεγαλύτερός της, στάθηκε με το χέρι απλωμένο προς το μέρος της και της συστήθηκε. «Ονομάζομαι Έρικ Χάνστχολμ, και από εδώ είναι η σύζυγός μου, η Μαριάνε. Μας ζήτησαν να σε φροντίσουμε». Η έννοια της «φροντίδας» τής ακουγόταν ολότελα ξένη. Σαν αδύναμος απόηχος μιας μουσικής από μια ξεχασμένη εποχή. Παράλληλα, όμως, αποτελούσε πηγή ανησυχίας. Αντίστοιχες υποσχέσεις τής είχαν προσφέρει ελπίδα πολλές φορές στο παρελθόν, ελπίδα η οποία τελικά αποδείχτηκε φρούδα. Όμως εδώ, σε αυτό το απαίσιο σπίτι, όπου ο κρότος από τη μοιραία μπαταριά αντηχούσε ακόμα, η ελπίδα για πρώτη φορά φάνταζε βάσιμη. Έστρεψε το βλέμμα της στον άντρα και παρατήρησε το πρό-

568

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

σωπό του. Έδειχνε ευγενικός, όμως η Νέτε απέρριψε αμέσως τη σκέψη. Πόσες φορές δεν την είχαν αναλάβει άντρες που εκείνη τούς νόμιζε «ευγενικούς»; «Όπως θέλετε», είπε ανασηκώνοντας τους ώμους, γιατί τι άλλο θα μπορούσε να πει; Η ίδια δεν είχε λόγο στις αποφάσεις. «Η Μαριάνε κι εγώ έχουμε αναλάβει να διδάσκουμε τους κωφούς στο Μπρέντεμπρο. Στη “σκοτεινή Γιουτλάνδη”». Εκείνος γέλασε πνιχτά με την έκφραση που χρησιμοποίησε. «Ελπίζαμε πως θα ήθελες να μας συνοδεύσεις». Τότε μόνο τον κοίταξε η Νέτε στα μάτια. Είχε αφήσει κανείς έως τότε να εννοηθεί πως η ίδια ενδεχομένως είχε λόγο για το μέλλον της; Απ’ όσο μπορούσε να θυμηθεί, τέτοιο πράγμα δεν είχε συμβεί ποτέ. Και πόσες φορές τής είχε πει κάποιος «ελπίζαμε πως θα ήθελες»; Ούτε μία απ’ όταν πέθανε η μητέρα της, γι’ αυτό ήταν σίγουρη. «Συναντηθήκαμε μια φορά παλιότερα, έχουν περάσει πολλοί μήνες από τότε», είπε ο άντρας. «Διάβαζα ένα βιβλίο σε ένα κοριτσάκι που είχε πρόβλημα με την ακοή του κι ήταν βαριά άρρωστο από λευχαιμία. Στο νοσοκομείο του Κορσέρ, κι εσύ βρισκόσουν στο απέναντι κρεβάτι. Θυμάσαι;» Εκείνος έγνεψε καταφατικά μόλις είδε τη σαστιμάρα της, τον τρόπο που η Νέτε άρχισε να ανοιγοκλείνει τα μάτια, σαν να προσπαθούσε να προστατευτεί από το διαπεραστικό βλέμμα του. Στ’ αλήθεια ήταν ο ίδιος άνθρωπος; «Νομίζεις πως δεν κατάλαβα πως μας άκουγες; Βεβαίως και κατάλαβα. Πώς θα μπορούσε να ξεχάσει κανείς δυο υπέροχα γαλανά μάτια σαν τα δικά σου;» Και τότε έτεινε το χέρι του ήρεμα, χωρίς να πιάσει το δικό της, κι απλώς περίμενε, με το χέρι απλωμένο προς το μέρος της. Ώσπου και η Νέτε άπλωσε το δικό της και το έπιασε.

ΕΝΟΧΗ

569

Ολόκληρος ο κόσμος της Νέτε ήρθε ανάποδα λίγες μόλις μέρες αργότερα, στο σπίτι που πρόσφεραν στο ζευγάρι, μαζί με τη δουλειά στο Μπρέντεμπρο. Η Νέτε είχε παραμείνει ξαπλωμένη στο κρεβάτι της από την ώρα που εγκαταστάθηκαν εκεί, περιμένοντας να αρχίσει η σκλαβιά της. Περιμένοντας τα σκληρά λόγια και την προδοσία, που ήταν σαν να την ακολουθούσαν παντού, σαν σκιά. Η νεαρή σύζυγος του Έρικ Χάνστχολμ, η Μαριάνε, ήταν εκείνη που ήρθε να την πάρει από το δωμάτιό της για να την κατεβάσει στο γραφείο, όπου της έγνεψε προς έναν πίνακα με την αλφαβήτα. «Θέλω να συγκεντρωθείς, Νέτε. Θα σου θέσω ορισμένες ερωτήσεις. Έχεις όσο χρόνο θέλεις για να απαντήσεις. Μπορείς να μου κάνεις αυτή τη χάρη;» Η Νέτε κοίταξε τα γράμματα. Από στιγμή σε στιγμή, ο κόσμος της θα κατέρρεε, καθώς ήξερε πολύ καλά πού θα οδηγούσε όλο αυτό. Η αλφαβήτα ήταν η κατάρα της, από την εποχή που πήγαινε στο σχολείο του χωριού. Το σφύριγμα της βέργας καθώς έπεφτε πάνω στον πισινό της, το χτύπημα του χάρακα πάνω στις παλάμες της, θα τη συνόδευαν για το υπόλοιπο της ζωής της. Και μόλις αυτή η γυναίκα που στεκόταν τώρα μπροστά της ανακάλυπτε πως η Νέτε μπορούσε να αναγνωρίσει, στην καλύτερη των περιπτώσεων, ένα στα τέσσερα γράμματα, κι επιπλέον της ήταν αδύνατο να τα συνδυάσει ώστε να βγάζουν νόημα, θα κατέληγε και πάλι στο βούρκο, όπου οι πάντες έλεγαν ότι ανήκε. Η Νέτε έσφιξε τα χείλη της. «Θα το ήθελα, κυρία Χάνστχολμ. Όμως δεν μπορώ». Κοιτάχτηκαν για λίγο, χωρίς να μιλήσουν. Η Νέτε αναρωτιόταν πότε θα έτρωγε τη σφαλιάρα, όμως η Μαριάνε Χάνστχολμ απλώς χαμογέλασε. «Πίστεψέ με, καλή μου. Μπορείς, αλλά όχι ακόμα. Θα ήθελες

570

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

να μου πεις ποια από τα γράμματα αναγνωρίζεις; Αυτό θα με ευχαριστούσε πολύ». Η Νέτε συνοφρυώθηκε. Και από τη στιγμή που δε συνέβη τίποτε άλλο, και η κυρία απέναντί της συνέχιζε να της χαμογελάει ενθαρρυντικά, σηκώθηκε διστακτικά και πλησίασε τον πίνακα. «Ξέρω αυτό εδώ», είπε. «Είναι το Ν, όπως λέμε Νέτε». Η κυρία Χάνστχολμ χειροκρότησε και γέλασε. «Να, λοιπόν, κάναμε ωραιότατη αρχή, τι λες κι εσύ;» αναφώνησε, καθώς πετάχτηκε πάνω και αγκάλιασε τη Νέτε. «Θα τους δείξουμε εμείς, περίμενε και θα δεις». Έτσι όπως την έκλειναν μέσα τους εκείνα τα ζεστά μπράτσα, η Νέτε άρχισε να τρέμει, όμως η Μαριάνε Χάνστχολμ συνέχισε να την κρατάει σφιχτά και να της μουρμουρίζει στο αφτί πως όλα θα καλυτέρευαν τώρα. Η Νέτε δεν τολμούσε να πιστέψει αυτό που συνέβαινε. Συνέχιζε να τρέμει, κι ύστερα έβαλε τα κλάματα. Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο δωμάτιο ο Έρικ Χάνστχολμ, που είχε ακούσει τα επιφωνήματα, και αμέσως έγινε φανερή η συγκίνησή του βλέποντας τα δάκρυα στα μάτια της Νέτε και τον τρόπο που είχε γραπωθεί από τη νεαρή σύζυγό του. «Όλα καλά, Νέτε. Κλάψε να ξεσπάσεις. Βγάλε ό,τι σε βαραίνει, γιατί από σήμερα δεν πρόκειται να υποστείς ξανά αυτό τον πόνο», της είπε. Και τότε, της ψιθύρισε τρυφερά τα λόγια που από εκείνη τη στιγμή έδιωξαν από τη ζωή της όλη την κακία που είχε βιώσει έως τότε. «Είσαι άξια, Νέτε. Αυτό να το θυμάσαι πάντοτε: είσαι άξια».

Η Νέτε έπεσε πάνω στη Ρίτα έξω από ένα φαρμακείο στο Μπρέντεμπρο, το φθινόπωρο του 1961. Εκείνη τής ανακοίνωσε μεμιάς την είδηση, πριν καν προλάβει η Νέτε να αντιδράσει στη συμπτωματική τους συνάντηση.

ΕΝΟΧΗ

571

«Έκλεισαν το ίδρυμα στο Σπρόγκε», της είπε η Ρίτα, γελώντας με τη σαστισμένη έκφρασή της. Την αμέσως επόμενη στιγμή, σοβάρεψε και πάλι. «Τις περισσότερες μας έστειλαν να δουλέψουμε για να καλύπτουμε τα έξοδά μας, οπότε, ως προς αυτό, τίποτα δεν έχει αλλάξει. Αγώνας, από το χάραμα μέχρι το σούρουπο, και ούτε μία δεκάρα για αμοιβή. Κάποια στιγμή κουράζει όλο αυτό, Νέτε». Η Νέτε έγνεψε καταφατικά. Ήξερε πολύ καλά αυτή την κατάσταση. Και τότε δοκίμασε να κοιτάξει τη Ρίτα στα μάτια. Της ήταν δύσκολο. Ποτέ δεν της είχε περάσει από το νου ότι θα τα ξανάβλεπε. «Τι κάνεις εδώ πέρα;» τη ρώτησε τελικά, κι ας μην ήταν σίγουρη πως ήθελε να ξέρει την απάντηση. «Δουλεύω σε ένα γαλακτοκομείο, είκοσι χιλιόμετρα από εδώ. Η Πία, εκείνη η παλιά πουτάνα από το Όρχους, είναι επίσης εκεί. Από τις πέντε τα χαράματα μέχρι αργά, ιδροκοπάμε. Σκέτη δυστυχία. Οπότε την κοπάνησα και ήρθα να ρωτήσω αν θέλεις να με ακολουθήσεις τώρα που φεύγω». Η σκέψη τής ήταν ολότελα ξένη. Η Νέτε δεν ήθελε καν να το διανοηθεί. Όλο της το είναι είχε αντιδράσει στη θέα της Ρίτα. Πώς τολμούσε να εμφανιστεί εκεί, έπειτα από αυτό που της είχε κάνει; Αν δεν είχε αποδειχτεί ζηλιάρα κι εγωίστρια η Ρίτα, τα πάντα θα είχαν εξελιχτεί διαφορετικά. Η Νέτε θα είχε καταφέρει να δραπετεύσει από το νησί, έχοντας ακόμα τη δυνατότητα να αποκτήσει παιδιά. «Έλα, φιλενάδα. Πάμε να την κάνουμε εσύ κι εγώ. Να πάνε να πνιγούν όλοι τους. Θυμάσαι τα σχέδια που είχαμε; Πρώτη στάση Αγγλία, ύστερα Αμερική. Κάπου όπου δε θα μας ξέρει κανείς». Η Νέτε απέστρεψε το βλέμμα της. «Πώς ήξερες πού να με βρεις;» Ένα ξερό, λαρυγγικό γέλιο που φανέρωνε χρόνια καπνίσμα-

572

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

τος ξέφυγε από τα χείλη της Ρίτα. «Νομίζεις πως η Γκίτε Τσαρλς δεν παρακολουθούσε τις κινήσεις σου, ανόητο πλάσμα; Η κάργια με βασάνιζε μέρα και νύχτα, με τυραννούσε, περιγράφοντάς μου πού βρισκόσουν και πώς είχε αλλάξει η ζωή σου». Η Γκίτε Τσαρλς! Η Νέτε έσφιξε τις γροθιές της στο άκουσμα του ονόματος. «Η Τσαρλς! Και πού βρίσκεται τώρα αυτή;» «Έτσι και το ήξερα, θα την περίμενε μια άσχημη έκπληξη», απάντησε η Ρίτα. Η Νέτε την παρατήρησε για λίγο. Είχε δει τι ήταν ικανή να κάνει η Ρίτα. Την είχε δει να περιλαβαίνει με τις ξύλινες λαβίδες του πλυσταριού όσες κοπέλες δεν πλήρωναν για τα τσιγάρα, να τους αλλάζει τα φώτα, φροντίζοντας ώστε οι μελανιές να φαίνονται μονάχα όταν οι κοπέλες έβγαζαν τα ρούχα τους. «Θέλω να φύγεις όπως ήρθες, Ρίτα», της είπε με ήρεμη φωνή. «Δε θέλω να σε ξαναδώ ποτέ μπροστά μου, κατάλαβες;» Η Ρίτα ανασήκωσε το πιγούνι της και την κοίταξε υπό γωνία. «Σαν να λέμε, δε σου κάνω τώρα ποια, έτσι δεν είναι; Χαμένο κορμί!» Η Νέτε έγνεψε αποφασιστικά. Η ζωή τής είχε μάθει να σέβεται δύο οικουμενικές αλήθειες. Η πρώτη ήταν η παρατήρηση του αδερφού της σχετικά με τα δύο είδη πλασμάτων: τα αρσενικά και τα θηλυκά. Η άλλη ήταν πως η πορεία του ανθρώπου είναι μια διαρκής προσπάθεια ισορροπίας, μια διαδρομή πάνω σε τεντωμένο σκοινί πάνω από το κενό, όπου παραφυλάνε οι πειρασμοί, και πως οι συνέπειες της αδυναμίας να μείνει κανείς πάνω στο σκοινί ήταν ανυπολόγιστες. Εκείνη τη στιγμή, η Νέτε μπήκε στον πειρασμό να χρησιμοποιήσει τη γροθιά της για να σβήσει το αυτάρεσκο χαμόγελο από το πρόσωπο της Ρίτα, όμως ήταν ένας πειρασμός στον οποίο αντιστάθηκε. Αν ήταν να πέσει κάποια στο κενό, σίγουρα δε θα ήταν αυτή. «Να προσέχεις τον εαυτό σου, Ρίτα», της είπε κάνοντας μεταβολή.

ΕΝΟΧΗ

573

Όμως η Ρίτα δεν είχε τελειώσει ακόμα. «Για στάσου», είπε χολωμένη, αρπάζοντάς την από το μπράτσο, και την επόμενη στιγμή αγριοκοίταξε δύο σαστισμένες νοικοκυρές, οι οποίες περνούσαν τυχαία από εκεί με τα ψώνια τους. «Εμάς που μας βλέπετε, είμαστε τσούλες από το Σπρόγκε, που πηγαίνουμε με τους άντρες σας για δέκα κορόνες, και τούτη εδώ είναι η χειρότερη», φώναξε, πιάνοντας τη Νέτε από τα μάγουλα και αναγκάζοντάς τη να στρέψει το πρόσωπό της προς τις δύο εμβρόντητες γυναίκες. «Κοιτάξτε τη. Δε συμφωνείτε πως οι άντρες σας θα προτιμούσαν να πηδήξουν αυτή, παρά δυο σκυλομούρες σαν και του λόγου σας; Εδώ, στην πόλη σας ζει, οπότε στη θέση σας θα είχα το νου μου!» Η Ρίτα στράφηκε ξανά προς τη Νέτε με μάτια μισόκλειστα. «Λοιπόν, θα έρθεις μαζί μου, ναι ή όχι; Γιατί, αν δεν έρθεις, θα καθίσω εδώ και θα ουρλιάζω μέχρι να έρθει η Αστυνομία. Δε νομίζω πως αυτό θα σου διευκολύνει τη ζωή, τι λες κι εσύ;»

Αργότερα, ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα του δωματίου της, εκεί όπου καθόταν κι έκλαιγε η Νέτε. Ο ανάδοχος πατέρας της μπήκε διστακτικά μέσα. Το πρόσωπό του ήταν σκυθρωπό, και για πολλή ώρα δεν είπε λέξη. Τώρα θα μου ζητήσει να τα μαζέψω και να φύγω, σκέφτηκε η Νέτε. Και θα με στείλουν σε κάποια οικογένεια που θα με κρατήσει μακριά από τους κανονικούς ανθρώπους. Σε μια οικογένεια που δε θα ντρέπεται, γιατί δε θα ξέρει καν τι σημαίνει ντροπή. Ο Έρικ Χάνστχολμ ακούμπησε απαλά την παλάμη του πάνω στο χέρι της. «Νέτε, θέλω να ξέρεις πως το μοναδικό πράγμα που σχολιάζουν οι άνθρωποι στην πόλη είναι το πώς κατάφερες να δια­τηρήσεις την αξιοπρέπειά σου. Έσφιγγες τις γροθιές σου, το είδαν αυτό. Όμως δεν προσπάθησες να επιτεθείς. Προτίμησες να

574

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

αμυνθείς με τις λέξεις, και γι’ αυτό πραγματικά σου αξίζουν συγχαρητήρια». «Ναι, αλλά τώρα όλοι ξέρουν», είπε η Νέτε. «Τι ξέρουν; Το μόνο πράγμα που ξέρουν είναι πως δεν υποχώρησες και της είπες: “Έχεις το θράσος να αποκαλείς εμένα τσούλα; Να σου πω κάτι, Ρίτα; Την επόμενη φορά που θα με μπερδέψεις με τη δίδυμη αδερφή σου, νομίζω πως οι άνθρωποι εδώ ευχαρίστως θα σε παραπέμψουν στο πλησιέστερο κατάστημα οπτικών. Φύγε και μην ξανάρθεις, αλλιώς θα καλέσω την Αστυνομία. Με κατάλαβες;”» Έγνεψε καταφατικά. «Αυτό ξέρουν, Νέτε. Και σε τιμάει». Την κοίταξε χαμογελώντας, ώσπου χαμογέλασε κι εκείνη. «Α, μην το ξεχάσω. Σου έφερα κάτι». Έφερε το χέρι πίσω από την πλάτη του. «Ορίστε», είπε και της έδωσε ένα δίπλωμα, γραμμένο με μεγάλα γράμματα. Η Νέτε το διάβασε αργά, λέξη προς λέξη. Όποιος είναι σε θέση να το διαβάσει αυτό δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αναλφάβητος, έγραφε. Εκείνος τής έσφιξε το μπράτσο. «Κάνε υπομονή, Νέτε. Μόλις διαβάσεις όλα τα βιβλία που έχουμε στο σπίτι και καταφέρνεις να λύνεις όλες τις ασκήσεις μαθηματικών που κάνουμε με τους κωφούς, θα σε στείλουμε στο σχολείο».

Τα πάντα πέρασαν στο παρελθόν προτού καλά καλά το συνειδητοποιήσει. Το σχολείο, το τεχνικό κολέγιο, η εκπαίδευσή της ως βοηθός εργαστηρίου, η πρόσληψή της από την Ίντερλαμπ, ο γάμος της με τον Αντρέας Ρόζεν. Ένα υπέροχο παρελθόν, το οποίο η Νέτε θεωρούσε ως δεύτερη ζωή της. Εκείνα τα χρόνια προτού σκοτωθεί ο Αντρέας, πολύ πριν βρεθεί να κάθεται σε αυτό το δια­ μέρισμα, έχοντας τέσσερις φόνους στη συνείδησή της.

ΕΝΟΧΗ

575

Μόλις βγει από τη μέση η Γκίτε, θα ξεκινήσει η τρίτη ζωή μου, σκέφτηκε. Κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ακούστηκε το θυροτηλέφωνο. Όταν άνοιξε την πόρτα η Νέτε, βρήκε την Γκίτε να στέκεται μπροστά της, ένα μαρμάρινο άγαλμα ρημαγμένο από τα χρόνια, που όμως διατηρούσε την ομορφιά του, κομψό όπως πάντα. «Σ’ ευχαριστώ για την πρόσκληση, Νέτε», είπε εκείνη, κι αμέσως πέρασε μέσα, σαν φίδι που τρυπώνει στη φωλιά ποντικού. Η Γκίτε έριξε μια ματιά τριγύρω όπως στεκόταν στο χολ, έδωσε το παλτό της στη Νέτε και προχώρησε στο καθιστικό. Κάθε ασημένιο κουταλάκι καταγράφηκε και κάθε πίνακας στους τοίχους αξιολογήθηκε από το κοφτερό μάτι της. Τελικά, στράφηκε προς το μέρος της οικοδέσποινας. «Λυπήθηκα πάρα πολύ όταν έμαθα πόσο άρρωστη είσαι, Νέτε. Καρκίνος;» Η Νέτε έγνεψε καταφατικά. «Και δεν μπορούν να σε βοηθήσουν άλλο;» Η Νέτε έγνεψε και πάλι καταφατικά, έτοιμη να προτείνει στην Γκίτε να καθίσει, όμως ήταν παντελώς απροετοίμαστη γι’ αυτό που της επιφύλασσε η καλεσμένη της. «Όχι, δεν υπάρχει λόγος να κουράζεσαι εσύ, Νέτε. Θα αναλάβω εγώ. Βλέπω πως έφτιαξες τσάι. Έλα, θα σου ετοιμάσω ένα φλιτζάνι». Έσπρωξε τη Νέτε προς τα πίσω, την κάθισε στον καναπέ και στράφηκε προς το τραπεζάκι. «Ζάχαρη θέλεις;» ρώτησε. «Ευχαριστώ, όχι», απάντησε η Νέτε, όπως σηκωνόταν ξανά. «Πάω να βάλω νερό να βράσει· το τσάι εδώ θα έχει κρυώσει. Το ετοίμασα γιατί είχα και νωρίτερα επισκέψεις». «Είχες νωρίτερα επισκέψεις; Θες να πεις ότι κάλεσες κι άλλο

576

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

κόσμο;» Η Γκίτε την κοίταξε με ενδιαφέρον, κι ύστερα άρχισε να σερβίρει το τσάι, παρά τις αντιρρήσεις της Νέτε. Ξαφνικά, δεν αισθανόταν καθόλου σίγουρη για τον εαυτό της. Μήπως η Γκίτε είχε αρχίσει να φυλάγεται; Μήπως υποψιαζόταν πως κάτι δεν πήγαινε καλά; Η Νέτε την είχε δει να έρχεται από τις λίμνες, οπότε η πιθανότητα να είχε συναντήσει τυχαία κάποιον από τους προηγούμενους πρέπει να ήταν μηδαμινή. «Ναι, πέρασαν ένας δυο ακόμα, νωρίτερα. Εσύ είσαι η τελευταία». «Μάλιστα». Η Γκίτε έδωσε στη Νέτε το τσάι της κι ετοίμασε ένα φλιτζάνι για την ίδια. «Όλοι εμείς, για τον ίδιο λόγο κληθήκαμε εδώ;» «Όχι, όχι όλοι. Ο δικηγόρος, παρεμπιπτόντως, πετάχτηκε για λίγο έξω. Είχε κάτι δουλειές να κάνει, προτού κλείσουν τα μαγαζιά, οπότε θα πρέπει να περιμένεις για λίγη ώρα, δυστυχώς. Μήπως βιάζεσαι;» Η ερώτηση προκάλεσε ένα παράξενο ξέσπασμα γέλιου. Λες και η περίπτωση να βιάζεται ήταν το τελευταίο πράγμα που θα μπορούσε να φανταστεί η Γκίτε. Θα συνεχίσω την κουβέντα μέχρι να αφήσει εμένα να σερβίρω, σκέφτηκε η Νέτε. Πώς θα το κατάφερνε αυτό, όμως; Έσπαγε το κεφάλι της, ενώ η ημικρανία συνέχιζε να της δίνει σουβλιές. Ένιωθε λες και είχε φορέσει ένα κράνος επενδυμένο με καρφιά, το οποίο είχε δέσει σφιχτά πάνω στο κρανίο της. «Πραγματικά, είναι δύσκολο να φανταστώ ότι είσαι άρρωστη, Νέτε. Ο χρόνος στάθηκε τόσο ευγενικός μαζί σου», σχολίασε η Γκίτε ανακατεύοντας το τσάι της. Η Νέτε κούνησε το κεφάλι πέρα δώθε. Απ’ όσο μπορούσε να κρίνει, οι δυο τους έμοιαζαν πολύ, από πολλές απόψεις, και η λέξη «ευγενικός» δε φάνταζε κατάλληλη για να περιγράψει το πώς είχε σταθεί ο χρόνος απέναντί τους. Ρυτίδες, άτονη επιδερμίδα

ΕΝΟΧΗ

577

και γκρίζες τρίχες αποτελούσαν εδώ και καιρό μέρος της εμφάνισής τους. Όχι, ήταν προφανές πως η ζωή είχε επιφυλάξει αρκετές δοκιμασίες και για τις δυο τους. Η Νέτε προσπάθησε να θυμηθεί το διάστημα που ήταν μαζί στο νησί. Της φαινόταν τόσο παράξενο τώρα που ήξερε ότι οι ρόλοι τους είχαν αντιστραφεί. Πέρασαν λίγη ώρα συζητώντας περί ανέμων και υδάτων, κι έπειτα η Νέτε σηκώθηκε, πήρε το φλιτζάνι της, καθώς και το φλιτζάνι της Γκίτε, και πήγε στο τραπεζάκι, όπου στάθηκε με την πλάτη γυρισμένη στην καλεσμένη της, ακριβώς όπως είχε κάνει τέσσερις φορές νωρίτερα. «Λίγο τσάι ακόμα;» ρώτησε. «Ευχαριστώ, εγώ είμαι εντάξει», απάντησε η Γκίτε. «Όμως εσύ πιες όσο θέλεις». Η Νέτε προσπέρασε την άρνηση και γέμισε το φλιτζάνι της καλεσμένης της ξανά, προσθέτοντας αρκετές σταγόνες από το απόσταγμα. Πόσες και πόσες φορές δεν της είχε επιβληθεί η Γκίτε Τσαρλς σ’ εκείνο το απαίσιο νησί; Ακούμπησε το φλιτζάνι στο τραπεζάκι μπροστά της, χωρίς να ξαναγεμίσει το δικό της, ενώ η ημικρανία έκανε τα μηνίγγια της να χτυπούν. Ακόμα και η μυρωδιά του τσαγιού τής προκαλούσε ναυτία. «Σε πειράζει αν αλλάξουμε θέσεις, Γκίτε;» είπε νιώθοντας αναγούλα. «Έχω έναν τρομερό πονοκέφαλο και, δυστυχώς, δεν αντέχω το φως από το παράθυρο απέναντί μου». «Αχ, έχεις και πονοκεφάλους; Καημενούλα μου!» της είπε η Γκίτε συμπονετικά και σηκώθηκε, ενώ η Νέτε μετακινούσε το δικό της φλιτζάνι στην απέναντι πλευρά του τραπεζιού. «Για να είμαι ειλικρινής, δεν μπορώ να μιλήσω τώρα», αποκρίθηκε η Νέτε. «Πρέπει να κλείσω τα μάτια μου για λίγο». Άλλαξαν θέσεις, και η Νέτε έκλεισε τα μάτια, βάζοντας τα δυνατά της για να σκεφτεί. Αν η πρώην βασανίστριά της δεν έπινε το τσάι της, θα αναγκαζόταν να καταφύγει και πάλι στο σφυρί.

578

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Θα της πρότεινε να ετοιμάσει καφέ, θα έφερνε το σφυρί και θα το κατέβαζε με δύναμη στο σβέρκο της, κι ύστερα θα καθόταν και θα περίμενε να περάσει ο πολύς πονοκέφαλος. Βέβαια, θα υπήρχε αίμα, όμως τι σημασία είχε, από τη στιγμή που η Γκίτε ήταν η τελευταία; Η Νέτε θα έπλενε τα χαλιά αφού έσερνε το πτώμα στο δωμάτιο όπου βρίσκονταν και τα υπόλοιπα. Άκουσε την καλεσμένη της να πλησιάζει, όμως αιφνιδιάστηκε μόλις ένιωσε τις παλάμες της Γκίτε πάνω στο λαιμό και στους ώμους της. «Μείνε ακίνητη, Νέτε. Εγώ είμαι καλή σε αυτό, αν κι εσύ κάθεσαι κάπως άβολα. Θα ήταν πολύ καλύτερα αν καθόσουν στην πολυθρόνα», ακούστηκε η φωνή της από πίσω, ενώ τα δάχτυλά της πίεζαν και μάλαζαν τους μυς στο λαιμό της Νέτε. Εκείνη άκουγε τη φωνή να φλυαρεί, όμως οι λέξεις ξεθώριαζαν. Είχε νιώσει και άλλοτε το ίδιο άγγιγμα, υπό πολύ διαφορετικές συνθήκες. Ήταν διεγερτικό, εσκεμμένα αισθησιακό, και το σιχαινόταν. «Καλύτερα να σταματήσεις», είπε και τραβήχτηκε. «Αλλιώς, μπορεί να μου έρθει εμετός. Άφησέ με να καθίσω εδώ για λίγο. Πήρα ένα χάπι και σύντομα θα είμαι εντάξει. Πιες το τσάι σου, Γκίτε. Ύστερα θα καθίσουμε να μιλήσουμε, μόλις επιστρέψει και ο δικηγόρος». Άνοιξε τα μάτια της μια ιδέα κι ένιωσε τα δάχτυλα της Γκίτε να αποτραβιούνται, λες κι είχαν αγγίξει κάτι ηλεκτροφόρο. Η Νέτε διαισθάνθηκε την κίνηση της καλεσμένης της γύρω από τον καναπέ, προτού καθίσει προσεκτικά δίπλα της. Έπειτα από μια δυο στιγμές, ακούστηκε το σιγανό κουδούνισμα του φλιτζανιού πάνω στο πιατάκι του. Η Νέτε έγειρε το κεφάλι της ελαφρά προς τα πίσω και διέκρινε μέσα από τις βλεφαρίδες των μισόκλειστων ματιών της την Γκίτε να φέρνει το φλιτζάνι στα χείλη της. Έδειχνε σφιγμένη και ανή-

ΕΝΟΧΗ

579

συχη, τα ρουθούνια της φούσκωσαν όπως μύρισε το τσάι, προτού πιει μια γουλιά. Ξαφνικά, τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα, με καχυποψία, κι όλο της το είναι φάνηκε να τίθεται σε κατάσταση συναγερμού. Έριξε μια κοφτή, διαπεραστική ματιά στη Νέτε και μύρισε το τσάι της ξανά. Μόλις άφησε κάτω το φλιτζάνι, η Νέτε άνοιξε σιγά σιγά τα μάτια της. «Αχ», έκανε, προσπαθώντας να καταλάβει τι σκέψεις περνούσαν από το μυαλό της Γκίτε. «Κάπως καλύτερα αισθάνομαι ήδη. Ήταν υπέροχο το μασάζ, Γκίτε. Είσαι πολύ καλή». Σήκω αμέσως, διέταξε τον εαυτό της. Φέρε το σφυρί και τελείωνε με αυτή την ιστορία. Μετά, άδειασε τη φορμόλη στο λαρύγγι της και πήγαινε να ξαπλώσεις. «Μου φαίνεται πως χρειάζομαι ένα ποτήρι νερό», είπε, ενώ σηκωνόταν με δυσκολία. «Τα χάπια μού στεγνώνουν το στόμα». «Γιατί δεν πίνεις μια γουλιά τσάι;» αντιπρότεινε η Γκίτε, προσφέροντάς της το φλιτζάνι της. «Όχι, δε μου αρέσει αν δεν είναι πολύ ζεστό. Θα βάλω νερό να βράσει, να ετοιμάσω λίγο ακόμα. Είμαι σίγουρη πως ο δικηγόρος θα επιστρέψει όπου να ’ναι». Πήγε στην κουζίνα και άνοιξε το ντουλάπι, κι όπως έσκυβε για να πάρει το σφυρί, τρόμαξε ακούγοντας τη φωνή της Γκίτε πίσω της. «Αν θα έπρεπε να μαντέψω, Νέτε, θα έλεγα πως δεν υπάρχει κανένας δικηγόρος».

44

Νοέμβριος 2010

ΤΟ ΑΡΧΗΓΕΙΟ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ήταν ένας μηχανισμός όπου ακό-

μα και η παραμικρή κίνηση του πιο μικροσκοπικού γραναζιού

580

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

στις εσχατιές του κτιρίου καταγραφόταν. Έμοιαζε με μυρμηγκοφωλιά, όπου τα σήματα μεταδίδονταν με τέτοια ταχύτητα, ώστε να αψηφούν κάθε ερμηνεία. Κάθε φορά που κάποιο άτομο υπό κράτηση επιχειρούσε να το σκάσει, κάθε φορά που εξαφανιζόταν κάποιο στοιχείο, κάθε φορά που κάποιος συνάδελφος αρρώσταινε σοβαρά ή ο γενικός αστυνομικός διευθυντής είχε μπλεξίματα με τους πολιτικούς, τα νέα εξαπλώνονταν παντού. Μια τέτοια μέρα ήταν και η σημερινή. Η ατμόσφαιρα ήταν φορτισμένη. Στο γραφείο του αξιωματικού υπηρεσίας είχαν εμφανιστεί επισκέπτες, στον όροφο όπου στεγαζόταν το γραφείο του γενικού αστυνομικού διευθυντή επικρατούσε οργασμός, σύμβουλοι και ανώτερα στελέχη από την Εισαγγελία είχαν κατακλύσει το χώρο. Και ο Καρλ ήξερε το γιατί. Το ζήτημα του Σκοπού και των ατόμων που κρύβονταν πίσω του ήταν εκρηκτικό, και τα εκρηκτικά υπήρχε κίνδυνος να εκραγούν, εκτός κι αν μουσκεύονταν με άφθονες ποσότητες νερού. Οπότε οι πάνω όροφοι είχαν πλημμυρίσει. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, μέχρι το τέλος της μέρας θα απαγγέλλονταν κατηγορίες σε περίπου σαράντα άτομα, και καθεμία από αυτές τις περιπτώσεις απαιτούσε άμεση κινητοποίηση για τη συγκέντρωση στοιχείων που θα έδεναν την υπόθεση. Οι διαδικασίες είχαν ξεκινήσει, και οι αστυνομικοί εκείνοι που τα ονόματά τους εμφανίζονταν στον κατάλογο μελών από το αρχείο του Κουρτ Βεντ είχαν οδηγηθεί ήδη στα Κεντρικά για ανάκριση. Έτσι και διέρρεε το παραμικρό πριν να είναι τα πάντα έτοιμα, η κατάσταση θα ξέφευγε από κάθε έλεγχο. Ο Καρλ ήξερε πως οι διάφοροι τομείς είχαν διαθέσει τους κατάλληλους ανθρώπους γι’ αυτή τη δουλειά. Το είχαν αποδείξει σε τόσες περιπτώσεις μέχρι τώρα. Ταυτόχρονα, όμως, ήταν εξίσου βέβαιος πως ακόμα και σε αυτό τον προσεκτικά πλεγμένο ιστό από ακλόνητες και έμμεσες αποδείξεις θα εμφανίζονταν κενά, μέσα

ΕΝΟΧΗ

581

από τα οποία θα μπορούσε να ξεγλιστρήσει κάποιος. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν δύναμη, και οι άνθρωποι που είχε βάλει στο στόχαστρό της η Αστυνομία διέθεταν άφθονη. Δεν τον ενδιέφεραν οι τραμπούκοι. Δεν τον ενδιέφεραν οι γορίλες του Κουρτ Βεντ. Δεν τον ενδιέφεραν οι εκτελεστές. Αυτοί δεν επρόκειτο να ξεφύγουν, του το είχε διδάξει η εμπειρία. Εκείνοι που χάραζαν τη στρατηγική και την τακτική της οργάνωσης ήταν ο ουσιαστικός στόχος. Τους περίμεναν ώρες ατελείωτες υπομονετικής ανάκρισης των μαρίδων, ώστε τελικά να φτάσουν και στα μεγάλα ψάρια, όμως αυτό προϋπέθετε πως οι αστυνομικοί θα έκαναν σωστά τη δουλειά τους. Μόνο που ο Καρλ ήταν περισσότερο ανυπόμονος απ’ ό,τι οι περισσότεροι συνάδελφοί του, ειδικά τώρα. Τα ανακοινωθέντα σχετικά με την υγεία του Άσαντ ανέφεραν τα ίδια: θα θεωρούνταν τυχερός έτσι και κατόρθωνε να επιβιώσει. Ποιος μπορούσε να δείξει υπομονή σε μια τέτοια κατάσταση; Κάθισε για λίγο στο γραφείο του, καθώς αναρωτιόταν ποιος ήταν ο καλύτερος τρόπος για να κινηθεί στη συνέχεια. Έτσι όπως έβλεπε τα πράγματα, δύο ήταν τα θέματα που ενδεχομένως συνδέονταν, αλλά όχι απαραίτητα. Από τη μια, οι εξαφανίσεις το 1987. Από την άλλη, οι αδικίες που διαπράχτηκαν εις βάρος ενός μεγάλου αριθμού γυναικών, καθώς και οι επιθέσεις εναντίον του Άσαντ και του ίδιου. Η Ρόζε τον είχε μπερδέψει. Μέχρι να του δώσει εκείνη την τελευταία αναφορά, όλες οι προσπάθειές τους επικεντρώνονταν στον Κουρτ Βεντ, ενώ η Νέτε Χέρμανσεν έμοιαζε να είναι απλώς ένα θύμα, ένας παράξενος αλλά αθώος συνδετικός κρίκος μεταξύ των εξαφανισμένων ατόμων. Όμως, έπειτα απ’ όσα είχε ανακαλύψει η Ρόζε, προειδοποιητικά λαμπάκια είχαν αρχίσει να ανάβουν παντού. Για ποιο λόγο η Νέτε Χέρμανσεν είχε πει ψέματα στον Καρλ και τον Άσαντ; Για ποιο λόγο είχε αναγνωρίσει ότι συνδεόταν με όλα τα

582

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

υπόλοιπα αγνοούμενα πρόσωπα εκτός από τον Βίγκο Μόγκενσεν; Αφού είχε προκύψει πως αυτός μάλλον ήταν υπεύθυνος για την αρχή των ατυχών, αλυσιδωτών γεγονότων που τόσο βαθιά σημάδεψαν τη ζωή της: απρόβλεπτη εγκυμοσύνη, έκτρωση, βιασμός, άδικος εγκλεισμός σε ψυχιατρικό άσυλο, αναγκαστική στείρωση. Ο Καρλ δεν μπορούσε να βγάλει άκρη. «Πες στον Μάρκους Γιάκομπσεν-πως αν θελήσει κάτι από εμέ να, θα με βρει στο κινητό μου», είπε βιαστικά στον αξιωματικό υπηρεσίας, όταν κάποια στιγμή αποφάσισε να αναλάβει δράση. Τα πόδια του τον οδηγούσαν προς την κατεύθυνση του όρχου, όμως το μυαλό του συνειδητοποίησε το λάθος. Σκατά, είχε παραχωρήσει τον κουβά με τις τέσσερις ρόδες στη Ρόζε. Έριξε μια ματιά προς το σταθμό του τρένου, ενώ χαιρετούσε με ένα νεύμα δύο συναδέλφους με πολιτικά, οι οποίοι ξεκινούσαν για κάπου πεζοί. Και γιατί να μην περπατήσει; Μπορούσε να τα καταφέρει. Τι ήταν δύο χιλιόμετρα για έναν άντρα στα καλύτερά του; Κατευθύνθηκε προς τον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό, ο οποίος βρισκόταν μερικές εκατοντάδες μέτρα πιο πέρα, προτού νιώσει τα πόδια του να λυγίζουν, οπότε αποφάσισε να τα παρατήσει και να πάρει ταξί. «Στο τέρμα της Κόρσγκεδε, στις λίμνες», είπε στον οδηγό. Οι δρόμοι της πόλης ήταν γεμάτοι κόσμο. Ο Καρλ κοίταξε πάνω από τον ώμο του, όμως δεν μπορούσε να καταλάβει αν κάποιος τον ακολουθούσε. Έλεγξε ότι είχε μαζί το πιστόλι του. Αυτή τη φορά δεν υπήρχε περίπτωση να τον πιάσουν απροετοίμαστο.

Η ηλικιωμένη γυναίκα ακούστηκε έκπληκτη στο θυροτηλέφωνο, όμως αναγνώρισε τη φωνή του και του ζήτησε να ανέβει και να περιμένει έξω από την πόρτα της για λίγο.

ΕΝΟΧΗ

583

Εκείνος στάθηκε μερικά λεπτά εκεί, ώσπου τελικά η πόρτα άνοιξε, και η Νέτε Χέρμανσεν τον καλωσόρισε, φορώντας μια πλισέ φούστα κι έχοντας τα μαλλιά της προσεκτικά βουρτσισμένα. «Ελπίζω να μην ενοχλώ», της είπε, ενώ τα ρουθούνια του κατέγραφαν μια μυρωδιά η οποία φανέρωνε, ακόμα περισσότερο απ’ ό,τι την προηγούμενη φορά που είχε βρεθεί εδώ, πως απέναντί του είχε μια γυναίκα η οποία ενδεχομένως δεν είχε την τάση να αερίζει το διαμέρισμά της όσο συχνά θα έπρεπε. Έστρεψε το βλέμμα του προς το διάδρομο. Η μοκέτα δίπλα στη βιβλιοθήκη, στο βάθος, είχε ανασηκωθεί, σχηματίζοντας ένα μικρό δίπλωμα. Στράφηκε προς την πλευρά του καθιστικού. Σημάδι ότι δε σκόπευε να αποχωρήσει άμεσα. «Λυπάμαι που σε απασχολώ χωρίς να ενημερώσω νωρίτερα, Νέτε, όμως έχω ορισμένες ερωτήσεις να σου θέσω». Η ηλικιωμένη γυναίκα έγνεψε καταφατικά και τον οδήγησε στο καθιστικό, όμως τινάχτηκε μόλις ακούστηκε ένα ξαφνικό κλικ από την κουζίνα, ένας ήχος που στο σπίτι του Καρλ σήμαινε πως το νερό στο βραστήρα ήταν έτοιμο. «Θα ετοιμάσω να πιούμε ένα ωραίο τσαγάκι», πρότεινε η οικοδέσποινα. «Ώρα του ήταν, έτσι κι αλλιώς». Ο Καρλ ανασήκωσε το κεφάλι. «Θα προτιμούσα καφέ, αν δε σου κάνει κόπο», είπε, καθώς θυμήθηκε τη λιωμένη πίσσα που έφτιαχνε ο Άσαντ, την οποία, όμως, αυτή τη φορά, ευχαρίστως θα δεχόταν από τα χέρια του. Η σκέψη πως ενδεχομένως ο βοηθός του να μην του την πρόσφερε ποτέ ξανά, τον διέλυσε. Δύο λεπτά αργότερα, η ηλικιωμένη γυναίκα στεκόταν πίσω του, στο βοηθητικό τραπεζάκι του καθιστικού, σερβίροντάς του στιγμιαίο καφέ. Του πρόσφερε το φλιτζάνι χαμογελαστή, έβαλε τσάι για την

584

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

ίδια και ύστερα κάθισε απέναντί του, με τα χέρια σταυρωμένα πάνω στα πόδια της. «Λοιπόν, πώς θα μπορούσα να σας βοηθήσω;» ρώτησε. «Θυμάσαι την προηγούμενη φορά που πέρασα από εδώ και μιλήσαμε για εκείνους τους αγνοούμενους ανθρώπους, κι εγώ ανέφερα κάποιον Βίγκο Μόγκενσεν;» «Βεβαίως και το θυμάμαι», είπε χαμογελώντας εκείνη. «Μπορεί να είμαι εβδομήντα τριών, όμως δεν έχω ξεκουτιάνει ακόμα». Ο Καρλ ανταπέδωσε το χαμόγελο. «Είπες ότι δεν τον γνώριζες. Μήπως έκανες κάποιο λάθος;» Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους. Πού ήθελε να καταλήξει; «Γνώριζες όλους τους άλλους, πράγμα διόλου παράξενο, δεδομένων των συνθηκών. Τον Νέρβιγ, το δικηγόρο που υπερασπίστηκε τον Κουρτ Βεντ απέναντι στις κατηγορίες που του προσήψες. Τον ξάδερφό σου, τον Τάγκε. Την Γκίτε Τσαρλς, τη νοσοκόμα που εργαζόταν στο ίδρυμα του Σπρόγκε. Τη Ρίτα Νίλσεν, η οποία ήταν τρόφιμος εκεί το ίδιο διάστημα μ’ εσένα. Προφανώς, δε θα σε ωφελούσε σε κάτι αν έλεγες πως δεν τους γνώριζες». «Όχι, φυσικά. Γιατί να το αρνηθώ; Αν και –οφείλω να το αναγνωρίσω– πράγματι κάπως μαζεμένες έπεσαν όλες αυτές οι συμπτώσεις». «Κι όμως, ένα από τα αγνοούμενα άτομα δεν το γνώριζες καθόλου. Αυτό μου είπες, και υποθέτω πως με τον τρόπο αυτό θεώρησες ότι ενδεχομένως να στρέφαμε την προσοχή μας αλλού». Καμία αντίδραση. «Όταν ήρθαμε να σου μιλήσουμε, το περασμένο Σάββατο, είπα ότι ερευνούσαμε την περίπτωση του Κουρτ Βεντ. Για το λόγο αυτό, νομίζω πως μάλλον θεώρησες πως είχες ξεμπερδέψει», είπε ο Καρλ απότομα. «Όμως να σου πω κάτι, Νέτε; Πλέον ξέρου-

ΕΝΟΧΗ

585

με ότι μας είπες ψέματα. Η αλήθεια είναι πως γνώριζες τον Βίγκο Μόγκενσεν, και μάλιστα πολύ καλά. Αυτός ήταν η αιτία όλης της δυστυχίας σου. Είχες σχέση μαζί του και σε άφησε έγκυο, πράγμα που σε οδήγησε κατευθείαν στα χέρια του Κουρτ Βεντ, ο οποίος προχώρησε σε παράνομη έκτρωση. Αυτό το εξακριβώσαμε από το αρχείο του ίδιου, το οποίο σε πληροφορώ ότι πλέον βρίσκεται στα χέρια μας». Σε αυτό το σημείο, ο Καρλ περίμενε να τη δει να αντιδρά, ίσως μάλιστα να καταρρέει και να βάζει τα κλάματα. Όμως αποδείχτηκε πως έκανε λάθος. Εκείνη έγειρε ελαφρά στην πλάτη της καρέκλας της, ήπιε ήσυχα το τσάι της και κούνησε το κεφάλι αργά, αρνητικά. «Τι να σας πω κι εγώ, τώρα;» απάντησε. «Λυπάμαι που δε σας είπα την πάσα αλήθεια. Αυτά που αναφέρατε ισχύουν, φυσικά. Πράγματι, γνώριζα τον Βίγκο Μόγκενσεν. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά ορθά υποθέτετε ότι δεν είχα άλλη επιλογή πέρα από το να ισχυριστώ το αντίθετο». Τον κοίταξε με μάτια που είχαν χάσει τη λάμψη τους. «Το θέμα είναι πως εγώ δεν έχω την παραμικρή σχέση με όλες αυτές τις εξαφανίσεις και ότι, όπως ορθά επισημαίνετε, θεώρησα πως για κάποιο λόγο όλα τα στοιχεία συνέκλιναν σ’ εμένα. Τι άλλο θα μπορούσα να κάνω, πέρα από το να προσπαθήσω να στρέψω το ενδιαφέρον σας αλλού; Σας διαβεβαιώ ότι είμαι παντελώς αθώα και δεν έχω καμία απολύτως σχέση με ό,τι συνέβη σ’ εκείνους τους δυστυχείς». Αναστέναξε θιγμένη, σαν να ήθελε να υπογραμμίσει την αθωότητά της, και ύστερα έγνεψε προς το φλιτζάνι του Καρλ. «Πιείτε τον καφέ σας και εξηγήστε μου πάλι πώς έχει η υπόθεση. Με την άνεσή σας, μη βιαστείτε». Ο Καρλ συνοφρυώθηκε. Η Νέτε Χέρμανσεν διέθετε ασυνήθιστη αυτοπεποίθηση για γυναίκα της ηλικίας της. Σχεδόν χωρίς να το σκεφτεί, έμοιαζε απόλυτα σίγουρη για όσα έλεγε. Καλοσχημα-

586

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

τισμένες προτάσεις κι ούτε ένα ερωτηματικό. Ήταν όλα απολύτως σαφή. Εξηγήστε μου πάλι. Γιατί να χρειάζεται κάτι τέτοιο; Και γιατί να μη βιαστεί ο Καρλ; Μήπως προσπαθούσε να τον καθυστερήσει; Αυτό ήταν; Γιατί τον είχε αφήσει τόση ώρα να στέκεται έξω από την πόρτα; Μήπως είχε τηλεφωνήσει σε κάποιον; Σε κάποιον που θα μπορούσε να τη βοηθήσει να βγει από μια δύσκολη θέση; Ο Καρλ δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε. Μήπως είχε ενώσει τις δυνάμεις της πλέον με τον ορκισμένο εχθρό της, τον Κουρτ Βεντ; Μονάχα ερωτήσεις φαινόταν να έχει. Απλώς, δεν ήταν σίγουρος ποιες ακριβώς ήταν αυτές. Έξυσε το πιγούνι του. «Θα είχες αντίρρηση να ερευνούσαμε το διαμέρισμά σου, Νέτε;» Αυτή τη φορά, εκείνη αλαφιάστηκε κάπως. Ήταν μια απειροελάχιστη, σχεδόν ανεπαίσθητη απόκλιση από το εδώ και τώρα. Ο Καρλ είχε διακρίνει την ίδια αντίδραση και άλλοτε, εκατοντάδες φορές, και του φανέρωνε πολύ περισσότερα απ’ ό,τι οι λέξεις. Τώρα, θα του έλεγε «όχι». «Κοιτάξτε, αν το θεωρείτε απαραίτητο, δε νομίζω να πείραζε αν ρίχνατε μια ματιά. Αρκεί να μη μου αναστατώσετε το σπίτι». Προσπάθησε να δείξει χαλαρή, όμως απέτυχε. Ο Καρλ έγειρε προς το μέρος της. «Αφού είναι έτσι, μου φαίνεται πως αυτό θα κάνω. Όμως οφείλω να σε ενημερώσω πως η απάντηση αυτή συνιστά συγκατάθεση να ερευνήσω το σύνολο του διαμερίσματος καθ’ οιονδήποτε τρόπο κρίνω συναφή προς τις έρευνές μας. Θα είναι μια συστηματική έρευνα και ίσως πάρει κάποιο χρόνο. Το λέω για να μην υπάρξουν παρεξηγήσεις». Η ηλικιωμένη γυναίκα χαμογέλασε. «Πιείτε τον καφέ σας. Μου φαίνεται πως θα χρειαστείτε ενέργεια. Δεν είναι μικρό το διαμέρισμα, σε καμία περίπτωση, όπως σίγουρα έχετε καταλάβει».

ΕΝΟΧΗ

587

Ο Καρλ ήπιε μια γουλιά. Ο καφές του είχε απαίσια γεύση, άφησε το φλιτζάνι κάτω. «Θα τηλεφωνήσω στον προϊστάμενό μου, ώστε να του επιβεβαιώσεις τα όσα συμφωνήσαμε μόλις τώρα, εντάξει;» Η οικοδέσποινα του έγνεψε καταφατικά κι ύστερα σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα. Τελικά, ίσως και να χρειαζόταν να ανακτήσει την αυτοκυριαρχία της. Πλέον, ο Καρλ ήταν βέβαιος. Κάτι δεν πήγαινε καλά. «Ναι, γεια, Λις», είπε, μόλις κατάφερε με τα πολλά να πιάσει γραμμή. «Θέλω να βρεις τον Μάρκους...» Διαισθάνθηκε τη σκιά πίσω του. Αιφνιδιασμένος, στράφηκε να κοιτάξει. Και τότε είδε πως το σφυρί που σημάδευε το σβέρκο του απείχε ελάχιστα από το να τον βρει γεμάτα.

45

Νοέμβριος 2010

ΕΙΧΕ ΚΡΑΤΗΣΕΙ ΤΟ ΧΕΡΙ της πολυαγαπημένης του όλη τη νύχτα και

το πρωί. Το έσφιγγε, το φιλούσε και το χάιδευε, ώσπου εμφανίστηκε ο εργολάβος κηδειών. Ο Κουρτ έτρεμε από τη συγκίνηση όταν τον κάλεσαν να έρθει στο καθιστικό και την είδε ξαπλωμένη μέσα στο φέρετρο, ντυμένη με ολόλευκο μετάξι και τα χέρια σταυρωμένα πάνω στη νυφική ανθοδέσμη της. Εδώ και μήνες ήξερε πως αυτή η ώρα θα ερχόταν, κι όμως στην πράξη αποδεικνυόταν αφόρητη. Το φως της ζωής του, η μητέρα των παιδιών του. Κειτόταν νεκρή εκεί πέρα. Είχε φύγει από τον κόσμο, είχε φύγει από κοντά του. «Αφήστε με μια στιγμή μαζί της», είπε και ακολούθησε με το βλέμμα του τον κοστουμαρισμένο εργολάβο και το βοηθό του,

588

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

καθώς αποχωρούσαν από το δωμάτιο και έκλειναν την πόρτα πίσω τους. Έσκυψε από πάνω και χάιδεψε τα μαλλιά της για μια τελευταία φορά. «Αχ, λατρεμένη μου», μουρμούρισε, βρίσκοντας μετά βίας τη φωνή του. Σκούπισε τα μάτια του, όμως τα δάκρυα είχαν δική τους βούληση. Ξερόβηξε, όμως δεν κατάφερε να απαλλαγεί από την οδύνη που τον έπνιγε. Ύστερα, έκανε το σημάδι του σταυρού πάνω από το πρόσωπό της και φίλησε τρυφερά το παγωμένο μέτωπό της. Ο σάκος στο πάτωμα δίπλα του περιείχε όλα όσα χρειαζόταν. Δώδεκα αμπούλες προποφόλης των 20 ml, από τις οποίες το περιεχόμενο τριών βρισκόταν ήδη μέσα σε σύριγγες. Αρκετό αναισθητικό για να τερματίσει τη ζωή πέντε έξι ατόμων. Όμως στο σάκο είχε και φλουμαζενίλη, ώστε να αντιμετωπίσει την επίδραση της προποφόλης, εφόσον το απαιτούσε η κατάσταση. Ήταν καλά προετοιμασμένος. «Απόψε θα ανταμώσουμε ξανά, αγάπη μου», ψιθύρισε, προτού ισιώσει την πλάτη του. Έτσι όπως τα είχε σχεδιάσει, δύο ακόμα άνθρωποι θα πέθαιναν, προτού έρθει η δική του σειρά. Περίμενε απλώς να τον ειδοποιήσουν. Πού ήταν ο Καρλ Μερκ;

Ο πληροφοριοδότης του τον συνάντησε δύο κτίρια πριν από εκείνο όπου βρισκόταν το διαμέρισμα της Νέτε, στην Πέμπλινγκε Ντοσέρινγκ. Ήταν ο ίδιος άντρας που είχε εξουδετερώσει τον ­Χαφέζ αλ-Άσαντ. «Νόμιζα πως θα ερχόταν με τα πόδια, οπότε τον παρακολουθούσα διακριτικά. Βρισκόμουν ακριβώς πίσω του, μέχρι που έφτασε στον κεντρικό σταθμό», είπε, ανασηκώνοντας απολογητι-

ΕΝΟΧΗ

589

κά τους ώμους. «Εκεί είναι βολικό μέρος, αν θες να σπρώξεις κάποιον μπροστά σε ένα λεωφορείο, όμως ξαφνικά χώθηκε μέσα σε ένα ταξί. Πήρα το επόμενο στην πιάτσα και τον ακολούθησα από κάποια απόσταση, αλλά έμπαινε ήδη μέσα στο κτίριο την ώρα που έφτανα στη στροφή». Ο Κουρτ Βεντ έγνεψε καταφατικά. Ένας ακόμα ηλίθιος, ανίκανος να κάνει σωστά τη δουλειά του. «Πόση ώρα έχει που μπήκε μέσα;» Ο άλλος έριξε μια ματιά στο ρολόι του. «Έχει μία ώρα κι ένα τέταρτο ήδη». Ο ηλικιωμένος άντρας έστρεψε το βλέμμα του προς τα παράθυρα του διαμερίσματος. Απ’ ό,τι φαινόταν, η Νέτε ζούσε εκεί από τότε που του έστειλε εκείνη την πρόσκληση, πριν από τόσα χρόνια. Και ποιος θα μπορούσε να την κατηγορήσει; Ήταν ένα επιβλητικό κτίριο με εντυπωσιακή θέα, σε κεντρικό σημείο, όπου η πόλη έσφυζε από ζωή. «Έφερες αυτά που σου ζήτησα;» ρώτησε. «Ναι, όμως ο μηχανισμός κάπου σκαλώνει. Καθίστε να σας δείξω». Ο Κουρτ έγνεψε καταφατικά και τον ακολούθησε στην εξώπορτα. Τα βασικά τα γνώριζε ήδη. «Η κλειδαριά εδώ έχει έξι πείρους και μοιάζει αρκετά δύσκολη, όμως δεν είναι», εξήγησε ο άνθρωπός του. «Μπορούμε να υποθέσουμε πως κάτι αντίστοιχο έχει και στην πόρτα του διαμερίσματός της. Θα έλεγα πως μάλλον άλλαξαν παντού κλειδαριές όταν εγκατέστησαν το θυροτηλέφωνο». Έβγαλε μια μικρή δερμάτινη θήκη με εργαλεία διάρρηξης κι έριξε μια ματιά τριγύρω. Πέρα από ένα νεαρό ζευγάρι που προχωρούσε αγκαζέ στο μονοπάτι, δεν υπήρχε ψυχή. «Βάζουμε αυτό το λαμάκι εδώ», είπε, καθώς το τοποθετούσε μέσα στην κλειδαριά. «Το γυρνάμε απαλά δεξιά αριστερά μέχρι

590

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

να βρούμε το σημείο όπου ξεκλειδώνει η πρώτη στροφή –να το–, και έτσι συνεχίζουμε με τις υπόλοιπες. Εντάξει;» Η πόρτα άνοιξε σχεδόν αμέσως. Έγνεψε καταφατικά και παρέδωσε τα εργαλεία στον Βεντ. «Τώρα μπαίνετε ελεύθερα. Θα τα καταφέρετε πάνω ή μήπως θέλετε να έρθω μαζί σας;» Ο ηλικιωμένος άντρας έγνεψε αρνητικά. «Όχι, εντάξει θα είμαι. Μπορείς να γυρίσεις στο σπίτι σου». Από εδώ και πέρα, προτιμούσε να χειριστεί την κατάσταση μόνος του.

Στη σκάλα δε συνάντησε κανέναν. Πέρα από το σιγανό ήχο κάποιας τηλεόρασης, δεν υπήρχε καμία ένδειξη πως βρισκόταν οποιοσδήποτε άλλος σπίτι του σε όλο το κτίριο. Ακούμπησε το αφτί του πάνω στην πόρτα της Νέτε, περιμένοντας να ακούσει φωνές από μέσα, όμως δεν ακουγόταν το παραμικρό. Έχωσε το χέρι μέσα στο σάκο του, βγάζοντας από μέσα δύο σύριγγες. Βεβαιώθηκε πως οι βελόνες ήταν σωστά τοποθετημένες και ύστερα τις έριξε στην τσέπη του παλτού του. Η πρώτη του απόπειρα με το αντικλείδι απέτυχε. Θυμήθηκε τις οδηγίες και προσπάθησε ξανά. Παρότι ήταν παλιά, η κλειδαριά αποδείχτηκε αρκετά ανθεκτική, όμως αφού στριφογύρισε μερικές φορές το λαμάκι, ένιωσε τους πείρους να μετακινούνται τελικά, και η πόρτα άνοιξε. Μια αλλόκοτη, βαριά μυρωδιά κατέκλυσε τα ρουθούνια του. Σαν μουχλιασμένα βιβλία ή ντουλάπια που είχαν χρόνια να ανοιχτούν. Παλιά ρούχα και ναφθαλίνη. Ένα μαγαζί μεταχειρισμένων ρούχων χωρίς πελάτες. Μπροστά του εκτεινόταν ένας μακρύς διάδρομος, με πόρτες

ΕΝΟΧΗ

591

που οδηγούσαν σε άλλα δωμάτια. Στο βάθος ήταν σκοτεινά, όμως από τα δύο κοντινότερα δωμάτια έβγαινε φως. Κρίνοντας από το ψυχρό φως που αναβόσβηνε στα δεξιά του, η κουζίνα είχε λάμπες φθορισμού, ενώ η θερμή λάμψη στα αριστερά του, κατά πάσα πιθανότητα, προερχόταν από αρκετούς λαμπτήρες πυράκτωσης, την κατοχή των οποίων η Ευρωπαϊκή Ένωση μόνο που δεν την είχε ποινικοποιήσει πλέον. Έκανε ένα βήμα στο διάδρομο, ακουμπώντας το σάκο του στο πάτωμα, ενώ έπιανε τη μία σύριγγα στην τσέπη του παλτού του. Αν βρίσκονταν και οι δυο τους στο διαμέρισμα, θα έπρεπε να κινηθεί πρώτα εναντίον του αστυνόμου. Ένα γρήγορο τρύπημα στη φλέβα του λαιμού του, και θα έπεφτε ξερός πολύ σύντομα. Αν κατέληγαν να πιαστούν στα χέρια, θα έπρεπε να καρφώσει τη βελόνα κατευθείαν στην καρδιά του Μερκ, παρότι αυτή ήταν μια λύση την οποία θα προτιμούσε να αποφύγει. Οι νεκροί δε φημίζονται για την ομιλητικότητά τους, και ο Κουρτ ήθελε να αποσπάσει πρώτα πληροφορίες. Πληροφορίες οι οποίες ενδεχομένως είχαν διαρρεύσει και θα μπορούσαν να προκαλέσουν ανεπανόρθωτη ζημιά στο Κόμμα Καθαρότητας, καταστρέφοντας παράλληλα το ζωτικής σημασίας έργο που επιτελούσε ο Σκοπός. Η Νέτε σχεδίαζε να τον εκδικηθεί με κάποιον τρόπο, δεν έτρεφε την παραμικρή αμφιβολία. Όλα τα στοιχεία σε αυτό συνηγορούσαν. Εκείνη η αλλόκοτη πρόσκληση, πριν από τόσα χρόνια, και τώρα οι επαφές της με τον Καρλ Μερκ. Ήταν επιτακτική ανάγκη να εξακριβώσει μια και καλή αν υπήρχε σε αυτό το διαμέρισμα κάτι που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο το έργο μιας ολόκληρης ζωής. Και από τη στιγμή που θα έθετε και τους δυο τους υπό έλεγχο, ήταν βέβαιο πως θα μιλούσαν. Οι πληροφορίες που θα του έδιναν θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν από άλλα μέλη της οργάνωσης. Άκουσε ένα θόρυβο από το δωμάτιο στα αριστερά του. Ελα-

592

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

φριά, μάλλον συρτά βήματα, τα οποία σίγουρα δεν ανήκαν σε έναν άντρα με το σώμα του Μερκ. Πλησίασε κι έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο της γυναίκας, η οποία σάστισε μόλις ξεπρόβαλε μπροστά της. Εκείνος έλεγξε στα γρήγορα το καθιστικό και διαπίστωσε πως ήταν άδειο. «Καλησπέρα, Νέτε», είπε, στρέφοντας το βλέμμα του πάνω στο πρόσωπό της. Τα μάτια της ήταν πιο θαμπά απ’ ό,τι τα θυμόταν, γκρίζα και άτονα. Είχε χάσει τη σπιρτάδα της, τα χαρακτηριστικά του προσώπου της δεν ήταν τόσο φίνα και καλοσχηματισμένα όπως παλιά, οι αναλογίες είχαν αλλοιωθεί από το πέρασμα του χρόνου. Αναμενόμενο, άλλωστε. «Λυπάμαι που μπήκα έτσι στο σπίτι σου, όμως η πόρτα ήταν ανοιχτή και είπα να πάρω το θάρρος. Είμαι σίγουρος πως δε σε πειράζει. Χτύπησα, βέβαια, αλλά μάλλον δεν άκουσες». Εκείνη κούνησε αργά το κεφάλι. «Είμαστε παλιοί φίλοι εμείς οι δύο, έτσι δεν είναι, Νέτε; Ο Κουρτ Βεντ θα είναι πάντοτε ευπρόσδεκτος στο σπίτι σου, σωστά;» Χαμογέλασε, ενώ η γυναίκα τον κοίταζε εμβρόντητη, κι ύστερα παρατήρησε προσεκτικότερα το δωμάτιο. Τίποτα το ασυνήθιστο εδώ, απ’ ό,τι έβλεπε, πέραν του ότι στο τραπέζι τα φλιτζάνια ήταν δύο, και ο Καρλ Μερκ δε φαινόταν πουθενά. Εστίασε το βλέμμα του πάνω στα φλιτζάνια. Το ένα ήταν γεμάτο. Σκέτος καφές, σχεδόν έως το χείλος. Το άλλο φλιτζάνι ήταν μισοάδειο. Ο Κουρτ πλησίασε στο τραπέζι, ενώ φρόντιζε να ελέγχει πως η Νέτε παρέμενε στη θέση της. Άπλωσε το χέρι κι έβαλε το δείκτη στο πρώτο φλιτζάνι. Ο καφές ήταν χλιαρός, όχι ζεστός. «Πού βρίσκεται ο Καρλ Μερκ;» ρώτησε. Εκείνη έμοιαζε φοβισμένη. Λες και ο Μερκ ήταν κρυμμένος σε κάποια γωνιά και τους παρακολουθούσε. Ο Κουρτ κοίταξε ξανά τριγύρω στο δωμάτιο.

ΕΝΟΧΗ

593

«Πού βρίσκεται;» επανέλαβε. «Έφυγε πριν από λίγο». «Όχι, δεν έφυγε, Νέτε. Θα τον είχαμε δει αν έβγαινε από το κτίριο. Οπότε σε ρωτάω ξανά. Πού βρίσκεται; Καλά θα κάνεις να μου απαντήσεις». «Έφυγε από την πίσω σκάλα. Δεν ξέρω γιατί». Ο ηλικιωμένος άντρας έμεινε ακίνητος για λίγο. Μήπως ο Μερκ είχε αντιληφθεί τον άνθρωπο που τον παρακολουθούσε; Μήπως βρισκόταν ένα βήμα μπροστά τους, από την πρώτη στιγμή; «Δείξε μου πού είναι η πίσω πόρτα», διέταξε, γνέφοντάς της να προπορευτεί. Εκείνη έφερε την παλάμη στο στήθος της και πέρασε διστακτικά από μπροστά του, κι από εκεί στην κουζίνα. «Εδώ», είπε, δείχνοντας προς την πόρτα στη γωνία, φανερά αμήχανη. Ο Κουρτ το έβρισκε λογικό ότι έμοιαζε έξω από τα νερά της. «Ώστε έφυγε από εδώ; Δηλαδή, μετακίνησε όλα αυτά τα μπουκάλια, το καλάθι των λαχανικών και τη σακούλα των σκουπιδιών, και προτού φύγει τα ξανάβαλε στη θέση τους; Λυπάμαι, Νέτε, όμως δε νομίζω πως σε πιστεύω». Ακούμπησε τις παλάμες πάνω στους ώμους της και την έστριψε απότομα προς το μέρος του. Το βλέμμα της καρφώθηκε στο πάτωμα – διόλου απρόσμενο. Εκείνη η ανόητη τσούλα ήταν γεννημένη ψεύτρα. Μια ζωή, έτσι ήταν. «Πού βρίσκεται ο Καρλ Μερκ;» επανέλαβε, καθώς έβγαλε τη μία σύριγγα από την τσέπη του, αφαίρεσε το καπάκι ασφαλείας και ακούμπησε τη βελόνα πάνω στο λαιμό της. «Έφυγε από την πίσω σκάλα», επανέλαβε εκείνη ψιθυριστά. Και τότε, ο Κουρτ κάρφωσε τη βελόνα στο λαιμό της και πίεσε το έμβολο, φέρνοντάς το μέχρι τη μέση.

594

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Μέσα σε δευτερόλεπτα, η ηλικιωμένη γυναίκα έχασε την ισορροπία της και κατέρρευσε σαν πάνινη κούκλα. «Λοιπόν, τώρα σε κρατάω, Νέτε Χέρμανσεν. Αν υπάρχει κάτι που θέλεις να εξομολογηθείς, σε διαβεβαιώ πως θα μείνει μεταξύ μας. Συνεννοηθήκαμε;» Την άφησε σωριασμένη στο πάτωμα κι επέστρεψε στο διάδρομο, όπου στάθηκε για λίγο, με τα αφτιά τεντωμένα, ώστε να ακούσει τον παραμικρό ήχο, οτιδήποτε θα μπορούσε να τον θέσει σε επιφυλακή. Τον ήχο ανάσας, το τρίξιμο κάποιας σανίδας του πατώματος, πνιχτές κινήσεις. Όμως δεν ακουγόταν το παραμικρό. Επέστρεψε στο καθιστικό. Παλιά, ήταν δύο δωμάτια, τα οποία είχαν ενωθεί. Εύκολα μπορούσε να το διακρίνει, ακολουθώντας το γύψινο περιμετρικά του ταβανιού. Θα πρέπει να υπήρχε μια πόρτα στη γωνία, στο βάθος του δεύτερου δωματίου, που έβγαζε στο διάδρομο, όμως τώρα πια είχε χτιστεί. Γενικά, ήταν ένα σπίτι το οποίο ταίριαζε με την ηλικία και την κοινωνική θέση της Νέτε. Ούτε υπερβολικά παλιομοδίτικο ούτε υπερβολικά μοντέρνο. Ένα επιδαπέδιο ρολόι με εκκρεμές χτυπούσε δίπλα σε ένα CD player. Εκεί υπήρχαν κάποια CD κλασικής μουσικής, αλλά και ένα δυο πιο μοντέρνα, που δεν ταίριαζαν στα γούστα του. Κοίταξε και πάλι τα φλιτζάνια στο τραπέζι κι ύστερα κάθισε. Προσπάθησε να φανταστεί τι μπορεί να είχε απογίνει ο Καρλ Μερκ και τι θα έπρεπε να κάνουν προκειμένου να τον εντοπίσουν ξανά, κι έτσι όπως σκεφτόταν, πήρε το πρώτο φλιτζάνι και ήπιε. Ο καφές ήταν πικρός και τον άφησε κάτω αηδιασμένος. Έφερε το χέρι στην τσέπη του παντελονιού του για να πιάσει το απόρρητο κινητό του. Ίσως έπρεπε να στείλει κάποιον δικό του στα Κεντρικά της Αστυνομίας προκειμένου να διαπιστώσει μήπως με κάποιον ανεξήγητο τρόπο ο Μερκ είχε εμφανιστεί εκεί. Κοίταξε το ρολόι του. Ίσως, πάλι, να ήταν καλύτερα να στείλει

ΕΝΟΧΗ

595

κάποιον στο σπίτι του Μερκ, στο Άλερεντ. Η ώρα ήταν περα­ σμένη. Το κεφάλι του κρέμασε για μια στιγμή. Αισθανόταν αποκαμωμένος. Τα χρόνια είχαν αρχίσει να τον βαραίνουν. Και τότε παρατήρησε ένα μικροσκοπικό σημάδι στο χρυσοκόκκινο μοτίβο του χαλιού, στα πόδια του. Έδειχνε πρόσφατο. Παράξενο, σκέφτηκε, και το άγγιξε με το δείκτη του, για να δει μήπως ήταν ξεραμένος λεκές. Δεν ήταν. Κοίταξε σαστισμένος την άκρη του δαχτύλου του, προσπαθώντας να αντιληφθεί τι συνέβαινε εκεί. Για ποιο λόγο να υπάρχει φρέσκο αίμα πάνω στο χαλί της Νέτε Χέρμανσεν; Τι θα μπορούσε να είχε συμβεί; Μήπως ο Μερκ βρισκόταν ακόμα στο διαμέρισμα; Απότομα, σηκώθηκε, επέστρεψε στην κουζίνα και κοίταξε τη Νέτε που κειτόταν στο δάπεδο. Ένιωσε το στόμα του ξερό, και την επόμενη στιγμή μια ξαφνική ναυτία. Έτριψε τα μάγουλά του, ήπιε νερό κατευθείαν από τη βρύση, έβρεξε το μέτωπό του, ενώ στηριζόταν πάνω στον πάγκο. Δεν ήταν παράξενο που οι απαί­σιες ώρες τις οποίες είχε περάσει εκείνο το τελευταίο μερόνυχτο τον επηρέαζαν πλέον. Συνήλθε κάπως κι έπιασε τη δεύτερη σύριγγα με την προποφόλη, για να βεβαιωθεί πως ήταν έτοιμη για χρήση, προτού την ξαναβάλει στην τσέπη του. Αν χρειαζόταν, θα μπορούσε να την καρφώσει μέσα σε δευτερόλεπτα σε όποιον επιχειρούσε να του επιτεθεί. Προσεκτικά, βγήκε στο διάδρομο, προχωρώντας με αργά βήματα και ανοίγοντας μια ιδέα την πρώτη πόρτα, για να βρεθεί αντιμέτωπος με ένα άστρωτο κρεβάτι, καθώς και σωρούς από παπούτσια και εσώρουχα. Συνέχισε στη δεύτερη πόρτα, κι εκεί αντίκρισε έναν πραγμα-

596

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

τικό θησαυρό από υπολείμματα μιας προηγούμενης ζωής: φορέματα, τσάντες, παλτά. Ό,τι επιθυμούσε μια κυρία της καλής κοινωνίας, αραδιασμένα πάνω σε ράφια, κρεμάστρες και γάντζους. Τίποτα κι εδώ, αποφάσισε, κλείνοντας την πόρτα πίσω του, και τότε του χτύπησε τα ρουθούνια, για μία ακόμα φορά, εκείνη η αηδιαστικά γλυκερή μυρωδιά που ένιωσε όταν πρωτομπήκε στο δια­ μέρισμα, μονάχα που τώρα ήταν εντονότερη. Πολύ εντονότερη. Κοντοστάθηκε, μυρίζοντας τον αέρα. Οι αισθήσεις του τον έστρεψαν προς τη βιβλιοθήκη στο βάθος του διαδρόμου. Περιέργως, ήταν σχεδόν άδεια. Μερικά παμπάλαια τεύχη του Reader’s Digest και κάτι ξεχασμένα εβδομαδιαία περιοδικά, κατά τα άλλα δεν είχε τίποτα. Δε θα μπορούσε να είναι αυτή η πηγή μιας τόσο έντονης οσμής. Πήρε βαθιά ανάσα. Ήταν δύσκολο να την προσδιορίσει ακριβώς, έμοιαζε με ένα λεπτό πέπλο στην ατμόσφαιρα, σαν την επίμονη μυρωδιά ψαριού ή μπαχαρικών από το χτεσινοβραδινό φαγητό. Πιθανότατα κάποιο ποντίκι είχε ψοφήσει κάπου εκεί γύρω. Τι άλλο να ήταν; Όπως έκανε μεταβολή για να ερευνήσει περαιτέρω το καθιστικό, σκόνταψε και παραλίγο να πέσει. Κοιτάζοντας στο δάπεδο για να εντοπίσει την αιτία, είδε ένα δίπλωμα στη μοκέτα. Η γωνία που σχημάτιζε, τον έκανε να απορήσει. Λες και η πόρτα είχε ανοίξει, παρασέρνοντας μαζί της το υλικό που κάλυπτε το πάτωμα. Κι εκεί, στη μέση, υπήρχε αίμα. Όχι παλιό, ξεραμένο αίμα, αλλά σκουροκόκκινο, φρέσκο. Στράφηκε προς τη βιβλιοθήκη και κοίταξε ξανά τη μοκέτα. Τότε, έπιασε γερά τη μια πλευρά της βιβλιοθήκης και την τράβηξε, απομακρύνοντας την από τον τοίχο. Δεν ήταν βαριά. Βρέθηκε να κοιτάζει την πόρτα που κάλυπτε. Μια βαριά, ξύλινη πόρτα με σύρτη.

ΕΝΟΧΗ

597

Η καρδιά του άρχισε να χτυπάει δυνατά. Αισθανόταν μια παράξενη έξαψη. Λες και η πόρτα αυτή αντιπροσώπευε το σύνολο όλων των παράνομων, μυστικών δραστηριοτήτων που είχαν διαμορφώσει ολόκληρη την ενήλικη ζωή του. Τα μυστικά των παιδιών που δε γεννήθηκαν ποτέ, των ζωών που τερματίστηκαν πρόωρα. Πράξεις για τις οποίες ήταν περήφανος. Ορισμένοι μπορεί να θίγονταν από μια τέτοια στάση, όμως εκείνος έτσι αισθανόταν. Μπροστά σε αυτή την κρυμμένη πόρτα, για κάποιο λόγο, ένιωθε χαλαρός, παρότι η ξηρότητα στο στόμα του συνεχιζόταν, όπως και η ζαλάδα. Απέδωσε αυτά τα συμπτώματα στην κόπωση και τράβηξε το σύρτη. Γλίστρησε εύκολα, και η πόρτα μετακινήθηκε από το πλαίσιο με έναν ελαφρύ ήχο σαν να ξεκολλούσε. Μια βαριά μυρωδιά άρχισε να κατακλύζει τα ρουθούνια του. Τα μάτια του ακολούθησαν τις γραμμές του κουφώματος, διαπιστώνοντας πως έφερε γύρω γύρω μονωτικό λάστιχο. Έσπρωξε την πόρτα. Του φάνηκε βαριά, τελείως διαφορετική από τις υπόλοιπες στο διαμέρισμα, και δεν έμοιαζε να έχει μείνει αχρησιμοποίητη για μεγάλο διά­ στημα. Ξαφνικά, οι αισθήσεις του τέθηκαν σε κατάσταση συναγερμού. Έβγαλε από την τσέπη του τη σύριγγα. «Μερκ;» είπε σιγανά, χωρίς να περιμένει κάποια απάντηση. Τότε άνοιξε την πόρτα διάπλατα, και το θέαμα που αντίκρισε παραλίγο να κάνει τα γόνατά του να λυγίσουν. Εδώ βρισκόταν η πηγή της μυρωδιάς, και η εξήγηση ήταν ολοφάνερη. Τα μάτια του σάρωσαν την αλλόκοτη σκηνή που αποκαλυπτόταν μπροστά του. Το ακίνητο σώμα του Καρλ Μερκ στο πάτωμα, τα απαίσια, μουμιοποιημένα κεφάλια με τα σκονισμένα, εύθρυπτα μαλλιά, τα ζαρωμένα χείλη και τα μαυρισμένα δόντια. Σταφιδιασμένα, σκεβρωμένα πτώματα, ντυμένα με τα καλά τους, με

598

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

πρόσωπα παγωμένα, να περιμένουν το τελευταίο δείπνο. Δεν είχε ξαναδεί κάτι τέτοιο. Άδειες κόχες ατένιζαν κρύσταλλα και ασημικά. Διάφανες επιδερμίδες κάλυπταν κόκαλα που προεξείχαν και χοντρούς τένοντες. Αγκυλωμένα δάχτυλα με κίτρινα νύχια, ακουμπισμένα στην άκρη του τραπεζιού. Χέρια τα οποία δεν επρόκειτο να απλωθούν για να αγγίξουν, ποτέ ξανά. Ο Βεντ ξεροκατάπιε και πέρασε μέσα στο δωμάτιο. Η μυρωδιά ήταν αποπνικτική, αν και σε καμία περίπτωση τόσο απαίσια όσο της σαπρής σάρκας, και τώρα την αναγνώριζε, καθώς θυμόταν εκείνη τη φορά που είχε ανοίξει μια γυάλινη προθήκη η οποία περιείχε βαλσαμωμένα πουλιά. Θάνατος και αιωνιότητα ­αντάμα. Πέντε μούμιες και δύο κενές θέσεις. Κοίταξε την πρώτη και είδε το όνομα ΝΕΤΕ ΧΕΡΜΑΝΣΕΝ προσεκτικά γραμμένο πάνω στην κάρτα. Δεν ήταν δύσκολο να φανταστεί για ποιον ήταν κρατημένη η δεύτερη θέση. Το όνομα στην κάρτα, σχεδόν μετά βεβαιότητος, θα ήταν το δικό του. Τι σατανική γυναίκα! Έσκυψε για να παρατηρήσει το ακίνητο σώμα του Μερκ. Τα μαλλιά στον κρόταφο και την πίσω πλευρά του κρανίου του είχαν κολλήσει από το αίμα που έτρεχε από το τραύμα. Κατά πάσα πιθανότητα, ο αστυνομικός εξακολουθούσε να ζει. Έφερε δύο δάχτυλα πάνω στην καρωτίδα του άντρα κι έγνεψε καταφατικά, ευχαριστημένος, εν μέρει επειδή η Νέτε τον είχε δέσει χειροπόδαρα με πολύ αποτελεσματικό τρόπο, χρησιμοποιώντας μονωτική ταινία, και εν μέρει επειδή ο σφυγμός ήταν φυσιολογικός. Ούτε είχε χάσει πολύ αίμα. Το χτύπημα ήταν άσχημο, βέβαια, αλλά όχι τόσο που να του στοιχίσει κάτι περισσότερο από μια ελαφρά διά­ σειση. Κοίταξε ξανά την κενή θέση που προοριζόταν για τον ίδιο. Τι ευτύχημα που είχε αγνοήσει την πρόσκλησή της πριν από τόσα

ΕΝΟΧΗ

599

χρόνια! Προσπάθησε να υπολογίσει πόσος καιρός είχε περάσει ακριβώς, όμως έχασε το μέτρημα. Πρέπει να ήταν τουλάχιστον δύο δεκαετίες. Διόλου παράξενο που οι καλεσμένοι έμοιαζαν κουρασμένοι. Γέλασε πνιχτά με το μαύρο χιούμορ του, καθώς επέστρεφε στο διάδρομο και από εκεί στην κουζίνα, όπου έπιασε γερά την αναίσθητη οικοδέσποινα, κάτω από τις μασχάλες. «Έλα, Νέτε, σήκω. Ώρα να έρθεις κι εσύ στο πάρτι που οργάνωσες, επιτέλους». Την έσυρε στο κρυφό, σφραγισμένο δωμάτιο και με αρκετό κόπο κατάφερε να την καθίσει στην κεφαλή του τραπεζιού, στη θέση που είχε φυλάξει για τον εαυτό της. Και πάλι αισθάνθηκε μια αδιαθεσία, οπότε στάθηκε για λίγο παίρνοντας βαθιές ανάσες, προτού συνέλθει κάπως και φέρει το σάκο που είχε αφήσει μέσα από την εξώπορτα. Ύστερα επέστρεψε στο δωμάτιο κι έκλεισε την πόρτα πίσω του. Με την ανεμελιά του γιατρού μπροστά στο θάνατο, πέταξε το σάκο πάνω στο τραπέζι κι έβγαλε από μέσα μια αχρησιμοποίητη σύριγγα, καθώς και μια αμπούλα φλουμαζενίλης. Μια μικρή δόση από το αντίδοτο, και η Νέτε θα επέστρεφε στο παρόν. Η γυναίκα ρίγησε ελαφρά καθώς εκείνος πίεζε μέχρι τέλους το έμβολο, και άνοιξε διστακτικά τα μάτια της, λες και είχε συνειδητοποιήσει από την πρώτη στιγμή την αφόρητη πραγματικότητα με την οποία θα ερχόταν αντιμέτωπη. Εκείνος τής χαμογέλασε και της έδωσε ένα χαστουκάκι στο μάγουλο. Σε μερικά λεπτά θα είχε συνέλθει αρκετά ώστε να μιλήσει. «Και τώρα τι θα κάνουμε με τον Καρλ Μερκ;» αναρωτήθηκε μεγαλόφωνα, καθώς κοίταζε τριγύρω στο δωμάτιο. «Α», παρατήρησε. «Μια επιπλέον καρέκλα». Έγνεψε ευγενικά προς τη μουμιο­ ποιημένη παρέα, καθώς έφερνε την καρέκλα από τη γωνία.

600

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Πάνω στην ταπετσαρία της υπήρχε ένας σκούρος λεκές. «Κυρίες και κύριοι, με ιδιαίτερη χαρά ανακοινώνω την άφιξη ενός νέου καλεσμένου στη συντροφιά. Παρακαλώ να τον κάνετε να αισθανθεί σαν στο σπίτι του, σύμφωνοι;» είπε με θεατρινίστικο ύφος, καθώς σήκωνε την καρέκλα με μια σβέλτη κίνηση και την ακουμπούσε δίπλα σ’ εκείνη της Νέτε, στην κεφαλή του τραπεζιού. Ύστερα έσκυψε κι έπιασε γερά τον πεισματάρη αστυνομικό που τόσα προβλήματα του είχε προκαλέσει, καταφέρνοντας να καθίσει το αναίσθητο σώμα του πάνω στην καρέκλα. «Με συγχωρείτε», είπε, καθώς τεντωνόταν πάνω από το τραπέζι, γνέφοντας εν είδει συγνώμης στη μούμια που κάποτε ανήκε σε κάποιον άντρα. «Ο καλεσμένος μας μάλλον χρειάζεται κάτι να τον δροσίσει». Σήκωσε την κανάτα πάνω από το κεφάλι του Καρλ, αφαίρεσε το καπάκι και τον έλουσε με νερό είκοσι χρόνων, το οποίο σχημάτισε κόκκινα δέλτα πάνω στο χλομό πρόσωπό του.

46

Νοέμβριος 2010

Ο ΚΑΡΛ ΣΥΝΗΛΘΕ μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, αλλά αυτό έγινε

σταδιακά. Πρώτα το νερό στο πρόσωπό του, ύστερα ο οξύς πόνος που διέτρεξε το κρανίο του, η ενόχληση στον αγκώνα και τον πήχη του, όπως είχε υψώσει το χέρι για να αποκρούσει το χτύπημα. Το κεφάλι του κρέμασε προς τα εμπρός, ενώ τα μάτια του παρέμεναν κλειστά. Λιποθύμησε για λίγο, ύστερα ανέκτησε ξανά τις αισθήσεις του, νιώθοντας μια γενικότερη δυσφορία, που όμοιά της δε μπορούσε να θυμηθεί άλλοτε. Το λαρύγγι του ήταν στεγνό, διάφορες εικόνες περνούσαν από το μυαλό του, φωτεινές

ΕΝΟΧΗ

601

δίνες και χρωματιστά κύματα. Αισθανόταν απαίσια, τα πάντα γύριζαν γύρω του, αμέτρητες φωνούλες τον προειδοποιούσαν πως έτσι και άνοιγε τα μάτια του, η κατάσταση θα γινόταν ακόμα χειρότερη. Και τότε, μια φωνή ακούστηκε πιο καθαρά από τις υπόλοιπες. «Άντε, Μερκ, σύνελθε καμιά ώρα». Μια φωνή η οποία δεν ανήκε στο χώρο όπου πίστευε πως βρισκόταν ακόμα. Αργά, άνοιξε τα μάτια του και αντίκρισε μια θολή φιγούρα, η οποία σταδιακά άρχισε να παίρνει σχήμα, μέχρι που ξαφνικά βρέθηκε να κοιτάζει ένα μουμιοποιημένο ανθρώπινο πτώμα, με το σαγόνι ορθάνοιχτο, σε μια βουβή κραυγή. Η εικόνα τον συνέφερε κι έβγαλε ένα πνιχτό επιφώνημα, ενώ τα μάτια του προσπαθούσαν να εστιάσουν, καθώς κινούνταν από το ένα σταφιδιασμένο κουφάρι στο άλλο. «Έξοχη συντροφιά, τι λέτε κι εσείς, επιθεωρητά;» σχολίασε η φωνή από πάνω του. Ο Καρλ προσπάθησε να κουνήσει το κεφάλι, δοκιμάζοντας τους μυς του λαιμού του, όμως ο πόνος τον σταμάτησε. Τι διάολο συνέβαινε εκεί πέρα; Γυμνά δόντια και νεκρή σάρκα ολόγυρα. Πού βρισκόταν; «Επιτρέψτε μου», είπε η φωνή, οπότε ένιωσε μια παλάμη να τον βουτάει από τα μαλλιά και να τραβάει πίσω το κεφάλι του απότομα. Ο Καρλ ένιωσε λες και όλες οι νευρικές απολήξεις του ούρλιαξαν μεμιάς. Ο ηλικιωμένος άντρας, το πρόσωπο του οποίο αντίκριζε τώρα, δε διέφερε και τόσο από τα πτώματα γύρω από το τραπέζι. Η επιδερμίδα του ήταν στεγνή και ζαρωμένη, το χρώμα είχε χαθεί από τα μάγουλά του εδώ και χρόνια, τα μάτια του, άλλοτε τόσο ζωηρά, τώρα έμοιαζαν να στεφανώνονται από το θάνατο. Μό-

602

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

λις μία μέρα είχε μεσολαβήσει, κι όμως ο Κουρτ Βεντ είχε αλλάξει. Αμέτρητες ερωτήσεις συσσωρεύονταν στο μυαλό του. Ερωτήσεις σχετικά με το τι γύρευε ο ηλικιωμένος άντρας εκεί και κατά πόσο εκείνος και η Νέτε ήταν, τελικά, συνεργοί. Όμως ο Καρλ δεν κατάφερε να αρθρώσει λέξη. Άλλωστε, ποιος ο λόγος να το κάνει; Η παρουσία του Κουρτ Βεντ ήταν από μόνη της υπεραρκετή. «Καλώς όρισες στο πάρτι», είπε εκείνος, αφήνοντας απότομα το κεφάλι του Καρλ, που έπεσε στο πλάι. «Όπως βλέπεις, έχεις για παρέα την οικοδέσποινά μας. Μάλιστα, εξακολουθεί να αναπνέει, οπότε είμαι σίγουρος πως θα τα περάσουμε περίφημα». Ο Καρλ έμεινε να κοιτάζει το πρόσωπο της Νέτε Χέρμανσεν. Χαρακτηριστικά χαλαρά, στόμα που έχασκε. Έπειτα τα μάτια του παρατήρησαν και το υπόλοιπο σώμα. Ήταν δεμένη όπως ο ίδιος, ο κορμός της στηριγμένος στην καρέκλα με μονωτική ταινία, χέρια και πόδια να κρέμονται. «Δεν κάθεσαι άνετα, Νέτε», είπε ο Κουρτ Βεντ, πιάνοντας το ρολό ξανά. Ακολούθησε μια σειρά από κοφτά σκισίματα, καθώς εκείνος έδενε τα χέρια της πάνω στα μπράτσα της πολυθρόνας. «Ευτυχώς που είχες φυλάξει την καλύτερη θέση για τον εαυτό σου», πρόσθεσε γελώντας και κάθισε στη μοναδική καρέκλα που παρέμενε ελεύθερη. «Κυρίες και κύριοι, επιτρέψτε μου να σας καλωσορίσω θερμά, έναν προς έναν. Το δείπνο έχει σερβιριστεί. Καλή όρεξη!» Ύψωσε το άδειο ποτήρι του, γνέφοντας με τη σειρά προς όλους τους συνδαιτυμόνες. «Μήπως θα ήθελες να με συστήσεις στους καλεσμένους σου, Νέτε;» πρότεινε, δείχνοντας με ένα νεύμα του κεφαλιού το αποστεωμένο κουφάρι με το σκονισμένο, σκοροφαγωμένο σακάκι,

ΕΝΟΧΗ

603

που είχε τοποθετηθεί στην απέναντι πλευρά του τραπεζιού. «Γνωρίζω τον Φιλίπ, φυσικά». Ύψωσε και πάλι το ποτήρι του. «Εις υγείαν, παλιέ μου φίλε. Κανένας λόγος ανησυχίας εφόσον βρίσκεται ο Νέρβιγ στην κεφαλή της σύσκεψης, έτσι δε λέγαμε εκείνα τα χρόνια;» Ξέσπασε σε παρανοϊκά γέλια. Ο Καρλ ένιωθε πως του ερχόταν εμετός. Ο Κουρτ Βεντ στράφηκε προς το μέρος της οικοδέσποινας. «Αχ, καλή μου Νέτε, μήπως αισθάνεσαι κάπως αδιάθετη; Θα ήθελες λίγη ακόμα φλουμαζενίλη; Σίγουρα κάπως πεσμένη δείχνεις. Σε έχω δει και πολύ καλύτερα, οφείλω να το ομολογήσω». Εκείνη κάτι απάντησε ψιθυριστά, το οποίο, όμως, ο Καρλ δεν άκουσε ακριβώς. Του φάνηκε πως είπε: «Έτσι νομίζεις». Ούτε και ο Βεντ έδειξε να άκουσε, όμως η έκφρασή του άλλαξε. «Αρκετά με τους χαριεντισμούς. Βλέπω πως είχες καταστρώσει σχέδια για όλους μας, Νέτε, και, δεδομένων των προθέσεών σου, χαίρομαι ακόμα περισσότερο που βρίσκομαι σήμερα εδώ με τους δικούς μου όρους. Λοιπόν, για τη συνέχεια, εσείς οι δύο θα με ενημερώσετε εν συντομία για το πόσες πληροφορίες προωθήσατε σε τρίτους όσον αφορά το έργο μου. Επ’ αυτής της βάσης θα είμαι σε θέση να εκτιμήσω την έκταση της ζημιάς και να σκεφτώ τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποί μου θα μπορέσουν να επαναφέρουν την τάξη και να ανανεώσουν την πίστη στην αποστολή μας, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο». Ο Καρλ τον αγριοκοίταξε με βλέμμα θολό, καθώς ακόμα προσπαθούσε να συνέλθει. Δοκίμασε να αναπνέει όσο το δυνατόν πιο φυσιολογικά, όμως μόνο όταν άρχισε να παίρνει ανάσες από το στόμα αισθάνθηκε κάποια βελτίωση, σαν να έθετε υπό μερικό έλεγχο τις αλλόκοτες αισθήσεις που διέτρεχαν το σώμα του. Ένιωθε περισσότερο τις κινήσεις που έκανε για να καταπιεί, το μού-

604

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

διασμα στο λαιμό και τον ουρανίσκο του να μετριάζεται. Μπορούσε να πάρει βαθύτερες ανάσες τώρα. «Είσαι μεγάλο κάθαρμα», του πέταξε. Ο ηλικιωμένος άντρας τον άκουσε, όμως απλώς χαμογέλασε. «Α, μίλησες. Τι θαυμάσια εξέλιξη! Δεν υπάρχει καμία βιασύνη, όμως ας ξεκινήσουμε από εσένα, σύμφωνοι, Καρλ;» Κοίταξε με νόημα το σάκο πάνω στο τραπέζι. «Δε θα επιχειρήσω να χρυσώσω το χάπι. Η αποψινή βραδιά είναι η τελευταία σου. Περιττό να διευκρινίσω πως αυτό ισχύει εξίσου και για τους δυο σας. Εντούτοις, μπορώ να σας υποσχεθώ πως, εφόσον συνεργαστείτε μαζί μου, ο θάνατος θα είναι ανώδυνος και γρήγορος. Αν όχι...» Έχωσε το χέρι μέσα στο σάκο κι έβγαλε από μέσα ένα νυστέρι. «Χρειάζεται να πω κάτι περισσότερο; Είμαι βέβαιος ότι γνωρίζετε πως το εργαλείο αυτό ξέρω να το χειρίζομαι πολύ ­καλά». Και πάλι η Νέτε δοκίμασε να μιλήσει, αλλά κατά τα φαινόμενα ήταν ακόμα πολύ ζαλισμένη. Ο Καρλ εστίασε το βλέμμα του πάνω στο νυστέρι και προσπάθησε να βάλει σε μια σειρά τις σκέψεις του. Έστριψε τους καρπούς του, δοκιμάζοντας τις αντοχές της μονωτικής ταινίας, όμως δεν είχε ίχνος δύναμης μέσα του. Επιχείρησε να μετατοπίσει το βάρος του στην καρέκλα, όμως το σώμα του έμοιαζε να αρνείται πεισματικά να αντιδράσει στο ελάχιστο. Δεν ήξερε αν έπρεπε να γελάσει ή να κλάψει. Τι κέρατο έχω πάθει; αναρωτήθηκε. Άραγε, έτσι ήταν η διάσειση; Αυτό τού συνέβαινε; Κοίταξε τον Κουρτ Βεντ. Ιδρώτας ήταν αυτό που διέκρινε να κυλάει πάνω στη μύτη του ηλικιωμένου άντρα; Η κούραση έκανε τα χέρια του να τρέμουν; «Πείτε μου πώς συναντηθήκατε. Επικοινώνησες με την Αστυνομία, Νέτε;» Ο Βεντ σκούπισε το μέτωπό του και γέλασε. «Όχι,

ΕΝΟΧΗ

605

δε νομίζω πως θα έκανες κάτι τέτοιο. Άλλωστε, έχεις αρκετά πράγματα εδώ πέρα που θα ήθελες να κρατήσεις κρυφά, καλά δε λέω;» Έδειξε με το χέρι ολόγυρα, τη μακάβρια σκηνή. «Και ποιοι είναι οι υπόλοιποι από αυτούς τους δυστυχείς, αυτά τα άτυχα άτομα μαζί με τα οποία σκόπευες να με βάλεις; Αυτός εκεί πέρα, για παράδειγμα; Τι είδους σκουλήκι ήταν; αναρωτιέμαι». Τίναξε το δείκτη του προς το πτώμα ακριβώς απέναντί του. Όπως και τα υπόλοιπα, ήταν γερά δεμένο με σκοινί στην καρέκλα, αν και πλέον δε βρισκόταν σε τελείως ίσια στάση. Ένα άμορφο κουφάρι, του οποίου ο παλιός όγκος, όμως, εξακολουθούσε να διακρίνεται εύκολα, παρά το πέρασμα του χρόνου. Ο Κουρτ Βεντ χαμογέλασε, όμως αμέσως έπιασε το λαιμό του, με μια αντανακλαστική κίνηση, λες και πήγαινε να φτύσει χολή, ή για κάποιο λόγο τού είχε κοπεί η ανάσα. Ο Καρλ θα είχε κάνει το ίδιο, αν κατάφερνε να λύσει τα χέρια του. Ο ηλικιωμένος άντρας ξερόβηξε μερικές φορές και σκούπισε ξανά το μέτωπό του. «Πες μου ποια έγγραφα έχεις στα χέρια σου, Μερκ. Βρήκες μήπως κάτι ενδιαφέρον στο αρχείο μου;» Σήκωσε το νυστέρι κι έσκισε το τραπεζομάντιλο. Το εργαλείο ήταν ανατριχιαστικά κοφτερό. Ο Καρλ έκλεισε τα μάτια. Δεν είχε καμία πρόθεση να εγκαταλείψει τα εγκόσμια ακόμα, και σίγουρα όχι με τέτοιον τρόπο. Όμως, εφόσον είχε έρθει η ώρα του, ήταν έτοιμος να φύγει με το κεφάλι ψηλά. Ο Βεντ δεν επρόκειτο να του πάρει λέξη, πέρα απ’ ό,τι θα αποφάσιζε ο ίδιος να του πει. «Ώστε προτιμάς να κρατήσεις το στόμα σου κλειστό. Πολύ καλά. Όταν θα έχω σχολάσει και με τους δυο σας, θα καλέσω τους ανθρώπους μου και θα τους ζητήσω να απομακρύνουν τα πτώματά σας, αν και...» Κοίταξε αφηρημένα το κενό μπροστά του και πήρε μερικές βαθιές ανάσες. Δεν αισθανόταν καθόλου καλά. Ξεκούμπωσε το γιακά του πουκαμίσου του. «...Αν και εί-

606

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

ναι κρίμα να διαλυθεί μια τόσο ευχάριστη συντροφιά», ολοκλήρωσε. Ο Καρλ δεν τον άκουγε. Εστίαζε τις δυνάμεις του στην προσπάθεια να αναπνεύσει. Εισπνοή με το στόμα, εκπνοή από τη μύτη. Έτσι, το δωμάτιο έμοιαζε να περιστρέφεται κάπως λιγότερο. Είχε τα χάλια του, και το ήξερε. Εκείνη τη στιγμή, η Νέτε Χέρμανσεν ζωντάνεψε και ξεστόμισε μια ξαφνική, απρόσμενη φράση. «Ήπιες τον καφέ!» είπε με φωνή τραχιά, σχεδόν πνιχτή, καθώς κοίταζε με παγερό βλέμμα το βασανιστή της. Εκείνος μαγκώθηκε για μια στιγμή και ύστερα κατάπιε με δυσκολία λίγο νερό και γέμισε με αέρα τους πνεύμονές του. Έδειχνε καταπονημένος και ασταθής, και ο Καρλ τον ένιωθε απόλυτα. Η Νέτε έβγαλε μερικούς ήχους που θα μπορούσαν να εκληφθούν σαν γέλιο. «Βλέπω πως είναι ακόμα δραστικό. Είχα ορισμένες αμφιβολίες». Ο ηλικιωμένος άντρας χαμήλωσε το κεφάλι και την κάρφωσε με ένα διαπεραστικό βλέμμα που κάθε άλλο παρά αδυναμία μαρτυρούσε. «Τι έριξες στον καφέ, Νέτε;» ρώτησε. Η απάντησή της συνοδεύτηκε και πάλι από τους προηγούμενους ήχους. «Άφησέ με ελεύθερη και θα σου πω. Αν και δεν είμαι σίγουρη πως θα σε βοηθήσει αυτό». Ο Κουρτ Βεντ έφερε το χέρι στην τσέπη του, έβγαλε ένα κινητό και πάτησε ένα νούμερο, με το βλέμμα συνεχώς καρφωμένο σ’ εκείνη. «Πες μου τι έριξες στον καφέ, διαφορετικά θα με αναγκάσεις να χρησιμοποιήσω το νυστέρι. Κατάλαβες; Σε πολύ λίγο, ένας άνθρωπός μου θα βρίσκεται εδώ για να μου χορηγήσει το αντίδοτο. Πες μου τι έβαλες στον καφέ και θα σε αφήσω ελεύθερη. Έτσι, θα είμαστε πάτσι». Κάθισε για λίγο, περιμένοντας να απαντηθεί η κλήση του, και τελικά έκλεισε απότομα το κινητό και δοκίμασε ξανά. Κι όταν δεν

ΕΝΟΧΗ

607

κατάφερε και πάλι να μιλήσει με τον άνθρωπο στον οποίο τηλεφωνούσε, η ταραχή του ήταν φανερή, ενώ καλούσε έναν άλλο αριθμό. Χωρίς αποτέλεσμα. Ο Καρλ ένιωσε το διάφραγμά του να σφίγγεται. Πήρε μια κοφτή ανάσα, όσο πιο βαθιά μπορούσε. Ο πόνος ήταν εφιαλτικός, όμως καθώς έβγαζε την ανάσα, κόντρα στη βασανιστική κράμπα που είχε μουδιάσει τη γλώσσα και τους μυς του λάρυγγά του, σαν να υποχώρησε κάπως, και αισθάνθηκε ανακούφιση. «Αν προσπαθείς να επικοινωνήσεις με τους γορίλες σου, θα χρειαστεί να περιμένεις πολύ», πέταξε χολωμένος, κοιτάζοντας τον Βεντ κατάματα. Ήταν προφανές πως ο ηλικιωμένος άντρας δεν καταλάβαινε τι εννοούσε. Ο Καρλ χαμογέλασε. Ήταν δύσκολο να το αποφύγει. «Έχουν συλληφθεί όλοι. Εντοπίσαμε τον κατάλογο των μελών του Σκοπού στο θωρακισμένο δωμάτιο που είχες φτιάξει». Μια σκιά πέρασε από το πρόσωπο του άλλου, κι έκανε ένα μορφασμό. Ξεροκατάπιε μια δυο φορές, ενώ τα μάτια του στρέφονταν ταραγμένα ολόγυρα στο δωμάτιο και το ύφος της απόλυτης σιγουριάς έσβηνε από το πρόσωπό του. Έβηξε και ύστερα ανασήκωσε το κεφάλι και αγριοκοίταξε τον Καρλ, με βλέμμα που φλεγόταν από το μίσος. «Φοβάμαι πως πρέπει να ξεπαστρέψω έναν από τους καλεσμένους σου, Νέτε», γρύλισε. «Και μόλις τελειώσω, θα μου πεις με τι με δηλητηρίασες. Συνεννοηθήκαμε;» Ίσιωσε το μακρύ, κοκαλιάρικο σώμα του κι έγειρε πίσω στην καρέκλα. Το νυστέρι φώλιαζε γερά στην παλάμη του, οι αρθρώσεις του είχαν ασπρίσει όπως το έσφιγγε. Ο Καρλ χαμήλωσε το βλέμμα του, καθώς δεν ήθελε να δώσει σ’ εκείνο το χασάπη την ικανοποίηση να τον κοιτάζει στα μάτια μόλις θα άρχιζε να τον πετσοκόβει. «Πώς τολμάς να με αποκαλείς με το μικρό μου;» ακούστηκε

608

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

τραχιά η φωνή της Νέτε στο πλευρό του. «Η οικειότητα αυτή είναι απαράδεκτη, Κουρτ Βεντ. Δε με γνωρίζεις. Ιδέα δεν έχεις ποια είμαι πραγματικά». Η αναπνοή της ήταν ακανόνιστη, όμως η φωνή της ακουγόταν καθαρά πλέον. «Προτού σηκωθείς, νομίζω πως πρέπει να συστηθείς κανονικά στην κυρία δίπλα σου, όπως θα όφειλε να κάνει ένας αληθινός τζέντλεμαν». Ο ηλικιωμένος άντρας την κάρφωσε με το ψυχρό βλέμμα του κι έπειτα στράφηκε και παρατήρησε την κάρτα με το όνομα. Κούνησε το κεφάλι του. «Γκίτε Τσαρλς. Το όνομα δε μου λέει κάτι, λυπάμαι». «Αν δε σου λέει κάτι, μάλλον πρέπει να κοιτάξεις καλύτερα. Κοίταξέ την, κτήνος». Ο Καρλ ανασήκωσε το κεφάλι και είδε τον Βεντ να στρέφει το πρόσωπό του προς το πτώμα, σαν σε αργή κίνηση, σκύβοντας προς τα εμπρός και στρίβοντας τον κορμό του πάνω από το τραπέζι, προκειμένου να παρατηρήσει καλύτερα τα χαρακτηριστικά της γυναίκας. Με τα γαμψά δάχτυλά του έπιασε το κεφάλι της μούμιας και το γύρισε προς το μέρος του. Ακούστηκε ένας ξερός ήχος, σαν κάτι να έσπασε. Και τότε, το άφησε. Αργά, έγειρε στην πλάτη της καρέκλας του, με το στόμα να χάσκει και τα μάτια θολά, χωρίς να εστιάζουν κάπου. «Μα... είναι η Νέτε», ψέλλισε, σφίγγοντας ξαφνικά το στήθος του. Και τότε ήταν που φάνηκε να χάνει κάθε έλεγχο των μυών του προσώπου του. Η έκφρασή του άλλαξε απότομα, τα χαρακτηριστικά του σχεδόν παραμορφώθηκαν. Οι ώμοι του κρέμασαν, και ό,τι απέμενε από το κύρος και τη σιγουριά του Κουρτ Βεντ φάνηκε να καταρρέει μαζί τους. Το κεφάλι του έγειρε στο στήθος, καθώς πάλευε να πάρει ανάσα. Και τότε, έπεσε πάνω στο τραπέζι.

ΕΝΟΧΗ

609

Έμειναν να τον παρακολουθούν βουβοί, καθώς οι σπασμοί υποχωρούσαν. Ο Βεντ εξακολουθούσε να αναπνέει, αλλά δε θα ήταν για πολύ. «Εγώ είμαι η Γκίτε Τσαρλς», είπε η γυναίκα κοιτάζοντας τον Καρλ. «Το μοναδικό άτομο που σκότωσα σε αυτό το τραπέζι είναι η Νέτε Χέρμανσεν. Αν δεν το έκανα, θα με σκότωνε εκείνη, ήταν αυτοάμυνα. Ένα χτύπημα με το σφυρί στάθηκε αρκετό, με το ίδιο σφυρί που σκόπευε να με σκοτώσει». Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά, καθώς συνειδητοποιούσε πως δεν είχε μιλήσει ποτέ με τη Νέτε. Κι αυτό εξηγούσε πολλά. Κάθισαν για λίγο έτσι, αμίλητοι, κοιτάζοντας τον Κουρτ Βεντ που ανοιγόκλεινε θλιβερά τα μάτια του, καθώς βαριανάσαινε. «Νομίζω πως ξέρω ποιοι είναι όλοι αυτοί οι άνθρωποι», είπε τελικά ο Καρλ. «Εσύ, όμως, από αυτούς ποιους γνώριζες;» ρώ­ τησε. «Πέρα από τη Νέτε, μονάχα τη Ρίτα». Υπέδειξε με το βλέμμα της το σταφιδιασμένο πτώμα στο πλευρό του Καρλ. «Μόνο όταν πέρασες να με ανακρίνεις συνειδητοποίησα τη σχέση ανάμεσα στα ονόματα πάνω στις κάρτες και τα άτομα που είχαν βρεθεί στο δρόμο της Νέτε. Κι εγώ ήμουν απλώς ένα από αυτά». «Έτσι και γλιτώσουμε από εδώ πέρα, θα πρέπει να σε συλλάβω. Προσπάθησες να με σκοτώσεις με το σφυρί, και όχι μόνο, απ’ ό,τι κατάλαβα», της είπε ο Καρλ. «Δεν ξέρω τι έριξες στον καφέ μου, όμως ίσως να είμαι ήδη τελειωμένος». Έγνεψε προς τη μεριά του Βεντ, που τα σχεδόν ακίνητα βλέφαρα του φανέρωναν πως η ζωή μέσα του κόντευε να σβήσει. Ο συνδυασμός του δηλητη­ ρίου, της προχωρημένης ηλικίας και του σοκ σύντομα θα αποδεικνυόταν θανάσιμος. Ο χρόνος τελειώνει, σκέφτηκε ο Καρλ, όμως τι σημασία έχει αυτό; Ο Κουρτ Βεντ πλήρωσε με τη ζωή του για ό,τι έκανε στον Άσαντ. Ήταν κι αυτό μια μορφή δικαιοσύνης.

610

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Η γυναίκα δίπλα του έγνεψε αρνητικά με το κεφάλι. «Ελάχιστο καφέ ήπιες. Είμαι βέβαιη πως δεν πρόκειται να σε σκοτώσει. Το απόσταγμα ήταν παλιό». Ο Καρλ την κοίταξε απορημένος. «Γκίτε, ζούσες τη ζωή της Νέτε τα τελευταία είκοσι τρία χρόνια. Πώς τα κατάφερες;» Εκείνη προσπάθησε να γελάσει. «Ανέκαθεν υπήρχε μια κάποια ομοιότητα ανάμεσά μας. Εγώ ήμουν μεγαλύτερη, φυσικά, λίγα χρόνια, και αρκετά ταλαιπωρημένη όταν συνέβη ό,τι συνέβη. Σύντομα, όμως, κατάφερα να μπω σε μια σειρά. Μερικοί μήνες στη Μαγιόρκα ήταν αρκετοί για να στρώσω, ας πούμε. Ξάνθυνα τα μαλλιά μου, απέκτησα ωραία ρούχα για την γκαρνταρόμπα μου. Μια χαρά με βόλευε. Η ζωή της Νέτε ήταν απείρως προτιμότερη από τη δική μου. Εννοείται πως ανησυχούσα πως θα με καταλάβαιναν όταν θα περνούσα από τον έλεγχο διαβατηρίων. Το ίδιο και στην τράπεζα, αλλά και σε πολλά άλλα μέρη. Όμως, ξέρεις κάτι; Διαπίστωσα πως κανείς στην Κοπεγχάγη δε γνώριζε πραγματικά τη Νέτε. Από τη στιγμή που θυμόμουν να κουτσαίνω λιγάκι, αυτό ήταν το μοναδικό πράγμα που παρατηρούσαν οι άνθρωποι. Και οι καλεσμένοι μου εδώ δεν επρόκειτο να με μαρτυρήσουν. Βρήκα μια μεγάλη ποσότητα φορμόλης στην κουζίνα, οπότε δεν ήταν δύσκολο να καταλάβω τι σκόπευε να κάνει η Νέτε. Θα την άδειαζε μέσα τους για να τους εμποδίσει να σαπίσουν, και ιδού το αποτέλεσμα. Όλοι τους κάθονται όμορφα κι ωραία, ακριβώς στις θέσεις τους. Τι άλλο θα μπορούσα να κάνω; Να τους κόψω και να τους πετάξω στα σκουπίδια, κινδυνεύοντας να με εντοπίσουν οι Αρχές, έστω τυχαία; Αποφάσισα πως η Νέτε είχε βρει την ιδανική λύση. Και τώρα, είμαστε εδώ, μαζί της, ανήμποροι να φύγουμε». Άρχισε να γελάει υστερικά. Ήταν εύκολο να καταλάβει κανείς το γιατί. Τα είχε καταφέρει, είχε ζήσει τη ζωή μιας άλλης για πε-

ΕΝΟΧΗ

611

ρισσότερες από δύο δεκαετίες. Αλλά σε τι θα την ωφελούσε αυτό τώρα; Είχε καταλήξει δεμένη σε ένα δωμάτιο, αποκλεισμένη από τον υπόλοιπο κόσμο. Δεν είχε σημασία πόσο δυνατά θα φώναζαν, κανείς δεν επρόκειτο να τους ακούσει. Τελικά, ποιος θα τους ανακάλυπτε εκεί μέσα; Και πότε; Η Ρόζε ήταν ο μοναδικός άνθρωπος ο οποίος γνώριζε πού θα μπορούσε ενδεχομένως να βρίσκεται ο Καρλ, όμως λίγο νωρίτερα της είχε δώσει άδεια μίας εβδομάδας. Και μετά λένε για τις συμπτώσεις. Ο Καρλ στράφηκε και κοίταξε τον Κουρτ Βεντ, ο οποίος ξαφνικά κάρφωσε τα ορθάνοιχτα μάτια του πάνω τους. Ένα ρίγος διέτρεξε το σώμα του, σαν να προσπαθούσε να συγκεντρώσει τις ελάχιστες δυνάμεις που του απέμεναν. Την επόμενη στιγμή, γύρισε στο πλάι και τίναξε το χέρι του προς το μέρος της Γκίτε Τσαρλς, με έναν ύστατο, αγωνιώδη σπασμό. Ο Καρλ άκουσε τον Βεντ να πεθαίνει. Ήταν ένας σύντομος, αδύναμος ρόγχος. Μια σχεδόν ανεπαίσθητη εκπνοή. Κι ύστερα, ο ηλικιωμένος άντρας απέμεινε ακίνητος, με το βλέμμα καρφωμένο στο ταβάνι. Εκεί στάθηκαν τελικά τα μάτια που είχαν ατενίσει την ανθρωπότητα και χώρισαν τους συνανθρώπους του σ’ εκείνους που ήταν άξιοι να ζήσουν και σ’ εκείνους που ήταν ανάξιοι. Ο Καρλ πήρε μια βαθιά ανάσα. Ίσως από ανακούφιση ή μπορεί κι από απόγνωση. Δεν ήταν σίγουρος τι από τα δύο. Έστρεψε το κεφάλι προς τη γυναίκα στο πλευρό του. Το νυστέρι είχε καρφωθεί στο λαρύγγι της. Η Γκίτε Τσαρλς δεν είχε κάνει ούτε κιχ. Η σιωπή ήταν το μόνο που απέμενε.

Επί δύο νύχτες έμεινε ενταφιασμένος σ’ εκείνο το μαυσωλείο με τα εφτά πτώματα. Και κάθε στιγμή, οι σκέψεις του ταξίδευαν αλλού. Στους ανθρώπους που πλέον συνειδητοποιούσε πως αγαπού-

612

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

σε περισσότερο απ’ ό,τι φανταζόταν. Τον Άσαντ, τη Μόνα και τον Χάρντι. Ακόμα και τη Ρόζε. Όταν η τρίτη νύχτα απλώθηκε για να σκεπάσει τις άψυχες μορφές ολόγυρά του, ο Καρλ αφέθηκε, άφησε να τον παρασύρει η λήθη. Δεν ήταν δύσκολο. Θα τον έπαιρνε ο ύπνος μαζί του για πάντα. Ξύπνησε από κάτι δυνατές φωνές, καθώς ανθρώπινα χέρια τον ταρακουνούσαν. Δεν ήξερε ποιοι ήταν, όμως του εξήγησαν ότι ήταν της Ασφάλειας. Ο ένας ακούμπησε τα δάχτυλα πάνω στο λαιμό του, για να πιάσει το σφυγμό του, κι αμέσως αντιλήφθηκε πόσο αδύναμος ήταν. Μόνο όταν του έδωσαν να πιει νερό, ο Καρλ αισθάνθηκε την απερίγραπτη ανακούφιση της αναζωογόνησης. «Πώς;» κατάφερε να ψελλίσει με τεράστια προσπάθεια, καθώς αφαιρούσαν τη μονωτική ταινία από τα πόδια του. «Εννοείς, πώς καταφέραμε να σε βρούμε; Τις τελευταίες μέρες έχουμε συλλάβει ένα σωρό άτομα. Ο τύπος που σε ακολούθησε μέχρι εδώ και το σφύριξε στον Κουρτ Βεντ, ξαφνικά αποφάσισε να κελαηδήσει», απάντησε μια φωνή. Με ακολούθησε; Επανέλαβε από μέσα του ο Καρλ. Είχε επιτρέψει σε κάποιον να τον παρακολουθήσει χωρίς να το πάρει χαμπάρι; Είχε αρχίσει να γερνάει, δεν τον σήκωνε πια αυτή η δουλειά.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Δεκέμβριος 2010

ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΑΠΟ ΕΚΕΙΝΕΣ τις μέρες που ο Καρλ πραγματικά τις σι-

χαινόταν όσο τίποτε άλλο. Τα λασπωμένα χιόνια του Δεκεμβρίου κάλυπταν τους δρόμους και τα χριστουγεννιάτικα φωτάκια στράβωναν τους πάντες. Και, τέλος πάντων, προς τι τόση έκσταση για το νερό που πάγωνε και για την ανερυθρίαστη κατασπατάληση των ολοένα και λιγότερων ενεργειακών πόρων του πλανήτη από τα πολυκαταστήματα; Κουραφέξαλα ήταν όλα αυτά, κι επιπλέον η διάθεσή του είχε πάρει την κάτω βόλτα από ώρα. «Έχεις επισκέψεις», ανακοίνωσε η Ρόζε από το άνοιγμα της πόρτας. Στράφηκε απότομα προς τα εκεί, έτοιμος να ξεσπάσει τον εκνευρισμό του. Τι διάολο, δεν είχαν τρόπους οι άνθρωποι; Δεν μπορούσαν να ρίξουν πρώτα ένα τηλεφώνημα; Ήταν ένα συναίσθημα το οποίο επιδείνωσε η εμφάνιση του Μπέργκε Μπακ στο γραφείο του. «Τι κέρατο θες εδώ πέρα; Βρήκες καινούριο στιλέτο για να με μαχαιρώσεις πισώπλατα; Και για να έχουμε καλό ρώτημα, πώς μπόρεσες να περάσεις...» «Έφερα και την Έστερ μαζί μου», είπε ο Μπακ. «Ήθελε να σε ευχαριστήσει». Ο Καρλ άφησε τη φράση του στη μέση και κάρφωσε τα μάτια

614

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

του στη γυναίκα, καθώς περνούσε μπροστά από τον αδερφό της. Φορούσε ένα στιλάτο φουλάρι γύρω από το κεφάλι και το λαιμό της, και σταδιακά τού επέτρεψε να δει το πρόσωπό της. Πρώτα την πλευρά που ήταν ελαφρώς αποχρωματισμένη και πρησμένη κι ύστερα την πλευρά πάνω στην οποία είχαν δουλέψει τόσο εντατικά οι πλαστικοί χειρουργοί, και η οποία εξακολουθούσε να είναι μια μαυρισμένη επιφάνεια γεμάτη καύκαλα, εν μέρει καλυμμένη με γάζες. Η γυναίκα τον κοίταξε με ένα μάτι που έλαμπε. Το άλλο ήταν κλειστό. Το άνοιξε αργά, σαν να μην ήθελε να τον τρομάξει. Ήταν γαλακτερό και τυφλό, η λάμψη του είχε χαθεί. Κι όμως, ο Καρλ διαισθάνθηκε ένα χαμόγελο στο βλέμμα της. «Ο Μπέργκε μού εξήγησε πως φροντίσατε να εξαφανιστεί ο Λίνας Βερσλόβας. Ήθελα να σας ευχαριστήσω. Θα μου ήταν αδύνατο να αισθανθώ και πάλι ασφαλής εφόσον εξακολουθούσε να κυκλοφορεί εδώ γύρω». Στεκόταν με ένα μπουκέτο λουλούδια στο χέρι. Ο Καρλ έκανε να τα παραλάβει, με τη δέουσα μετριοφροσύνη, όταν η γυναίκα ρώτησε αν θα μπορούσε να μιλήσει με τον Άσαντ. Ο Καρλ έγνεψε στη Ρόζε, και ενόσω εκείνη πήγε να τον φέρει, επικράτησε σιωπή. Ευχαριστώ, σου λέει μετά. Ο Άσαντ ήρθε στο γραφείο και δεν είπε λέξη καθώς η γυναίκα συστηνόταν και του εξηγούσε για ποιο λόγο είχε έρθει. «Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ, Άσαντ», κατέληξε, προσφέροντάς του τα λουλούδια. Μεσολάβησε μια στιγμή προτού απλώσει το αριστερό του χέρι ο Άσαντ, και μία ακόμα μέχρι να καταφέρει να πιάσει καλά το μπουκέτο. «Με κάνει πολύ χαρούμενο αυτό, αλήθεια», είπε. Το κεφάλι

ΕΝΟΧΗ

615

του εξακολουθούσε να τρέμει ελαφρά όταν μιλούσε, όμως η κατάσταση βελτιωνόταν. Χαμογέλασε αμήχανα και προσπάθησε να σηκώσει και το δεξί του χέρι, για να ευχαριστήσει για τη χειρονομία, όμως του στάθηκε αδύνατο. «Άφησε να τα βάλω εγώ σε λίγο νερό, Άσαντ», προσφέρθηκε ευγενικά η Ρόζε, την ώρα που η Έστερ Μπακ τον αγκάλιαζε και αποχαιρετούσε και τους δυο τους με ένα νεύμα. «Τα λέμε σύντομα. Ξαναπιάνω δουλειά την 1η Ιανουαρίου, στη φύλαξη κλεμμένων αντικειμένων. Είναι κι αυτό μια επαφή με το αντικείμενό μας, φαντάζομαι. Το να καταγράφω τι βούτηξαν οι διαρρήκτες», ήταν τα λόγια με τα οποία τους άφησε ο Μπακ. Χριστέ μου! Ο Μπέργκε Μπακ στο υπόγειο του Καρλ. «Να και το ταχυδρομείο σου, Καρλ. Μέχρι και καρτ ποστάλ έχεις σήμερα. Θα σου αρέσει, είμαι σίγουρη. Και μόλις ξεμπερδέψεις με αυτό, να κάνουμε και καμιά δουλειά εδώ πέρα, εντάξει;» Η Ρόζε τού έδωσε την κάρτα. Την καταλάμβαναν δύο τεράστια, μαυρισμένα στήθη, καλυμμένα στα επίμαχα σημεία από τη λεζάντα που έγραφε Όμορφες Μέρες στην Ταϊλάνδη. Γύρω γύρω, ένας αχταρμάς από παραλίες, φοινικόδεντρα και χρωματιστά φαναράκια. Ο Καρλ τη γύρισε από την ανάποδη, κάπως νευρικά. Τι χαμπάρια, Καρλ! Ο ξαδερφάκος σου είμαι και σου στέλνω χαιρετίσματα από την Πατάγια, για να σε ενημερώσω πως ολοκλήρωσα τη συγγραφή της ιστο­ρίας μου (μας) σχετικά με το θάνατο του γέρου. Το μόνο που χρειάζομαι είναι ένα συμβόλαιο για την έκδοσή της. Μήπως ξέρεις κανέναν ενδιαφερόμενο; Να ’σαι καλά! Ρόνι

616

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

Ο Καρλ κούνησε το κεφάλι. Το χάρισμα του Ρόνι να σκορπίζει χαρά προφανώς δεν είχε όρια. Πέταξε την κάρτα στο καλάθι των αχρήστων και σηκώθηκε από το γραφείο του. «Γιατί πρέπει οπωσδήποτε να βγούμε έξω, Ρόζε; Δε βλέπω το λόγο, αν θες τη γνώμη μου». Εκείνη είχε σταθεί πίσω από τον Άσαντ στο διάδρομο και τον βοηθούσε να φορέσει το μπουφάν του. «Επειδή είναι κάτι που πρέπει να κάνουμε ο Άσαντ κι εγώ, εντάξει;» «Εσύ κάθεσαι πίσω», τον διέταξε πέντε λεπτά αργότερα, αφού είχε παραλάβει το μικροσκοπικό Ford και είχε καβαλήσει το μισό πάνω στο πεζοδρόμιο, μπροστά από το κτίριο της Αστυνομίας. Ο Καρλ βλαστήμησε την τύχη του και όχι μόνο, καθώς χρειάστηκε να προσπαθήσει δύο φορές μέχρι να καταφέρει να χωρέσει στον τροχήλατο κουβά. Ο Μάρκους Γιάκομπσεν έφταιγε, αυτός και ο καταραμένος προϋπολογισμός του. Η διαδρομή κράτησε δέκα λεπτά, αρκετά για να κάνουν τα νεύρα του Καρλ τσατάλια, καθώς ο δρόμος κατακλυζόταν από αυτοκίνητα, τα οποία πάντως φρόντιζαν να τους κάνουν χώρο, καθώς η Ρόζε πειραματιζόταν με ορισμένους καινοφανείς κανόνες οδήγησης, αλλάζοντας άγαρμπα ταχύτητες. Με τα πολλά, έκοψε απότομα στην οδό Κάπελ, παρκάροντας σχεδόν με τις μπάντες το αμάξι στο κενό που υπήρχε ανάμεσα σε δύο παράνομα σταθμευμένα αυτοκίνητα, και χαμογέλασε καθώς τράβηξε το κλειδί από τη μίζα και τους ανακοίνωνε πως είχαν φτάσει στον προορισμό τους: το Κοιμητήριο Ασίστενς. Δόξα τω Θεώ, σκέφτηκε ο Καρλ, καθώς πάλευε να ξεκολλήσει μέσα από το Ford. «Εδώ πέρα είναι», δήλωσε η Ρόζε, παίρνοντας τον Άσαντ αλά μπρατσέτα.

ΕΝΟΧΗ

617

Εκείνος δυσκολευόταν να περπατήσει στο χιόνι, όμως τις δύο τελευταίες εβδομάδες είχε σημειώσει πρόοδο και σε αυτό τον τομέα. «Ορίστε», είπε η Ρόζε, μόλις εντόπισε τον τάφο από απόσταση. «Κοίτα, Άσαντ, έχουν τοποθετήσει και την πλάκα». «Χαίρομαι», απάντησε εκείνος. Ο Καρλ έγνεψε καταφατικά. Η υπόθεση της Νέτε Χέρμανσεν είχε αφήσει τα σημάδια της και στους τρεις τους. Τώρα που το σκεφτόταν ξανά, καταλάβαινε πως είχαν ανάγκη από ένα είδος επιλόγου. Ο φάκελος αρ. 64 θα έμπαινε οριστικά στο αρχείο, και η Ρόζε είχε αποφασίσει πως αυτό έπρεπε να γίνει με ένα χριστουγεννιάτικο στεφάνι καμωμένο από έλατο, κουκουνάρια και κόκκινη κορδέλα. Τι άλλο; «Αναρωτιέμαι ποια να είναι αυτή;» είπε, γνέφοντας προς το μέρος μιας ασπρομάλλας γυναίκας η οποία πλησίαζε τον τάφο από ένα διπλανό μονοπάτι. Σε άλλες εποχές, η γυναίκα πρέπει να ήταν αρκετά ψηλότερη, όμως τα χρόνια και τα βάρη της ζωής είχαν καμπουριάσει τη ραχοκοκαλιά της, τόσο που ο λαιμός της έβγαινε σχεδόν κατευ­θείαν από τους ώμους της. Οι τρεις τους κοντοστάθηκαν και την παρακολούθησαν να ψαχουλεύει μέσα στην τσάντα της, βγάζοντας από μέσα κάτι που, από εκείνη την απόσταση, έμοιαζε με το καπάκι ενός μικρού κουτιού. Έπειτα έσκυψε και ακούμπησε ό,τι ήταν αυτό που κρατούσε πάνω στην πλάκα του μνήματος. «Μα, τι κάνει εκεί πέρα;» αναφώνησε η Ρόζε, τραβώντας μαζί της τους δύο άντρες. Διέκριναν την επιγραφή από δέκα μέτρα μακριά: Νέτε Χέρμανσεν, 1937-1987. Τίποτε άλλο. Καμία αναφορά στο όνομα του συζύγου της. Ούτε καν ένα ενθάδε κείται. Αυτό ήταν το μόνο που απο-

618

ΓΙΟΥΣΙ ΑΝΤΛΕΡ-ΟΛΣΕΝ

φάσισαν να χαραχτεί στην πλάκα οι διαχειριστές της περιουσίας της. «Τη γνωρίζατε;» ρώτησε η Ρόζε την ηλικιωμένη γυναίκα. Εκείνη έγνεψε καταφατικά, καθώς παρατηρούσε τα λασπερά, λιωμένα χιόνια πάνω στον τάφο. «Υπάρχει θέαμα πιο θλιβερό απ’ ό,τι ένας τάφος χωρίς λουλούδια;» απάντησε. Η Ρόζε την πλησίασε. «Ορίστε», είπε, παραδίδοντάς της το αταίριαστα φανταχτερό στεφάνι με την κιτς κορδέλα του. «Χριστούγεννα έχουμε, κι έτσι σκέφτηκα πως δε θα πείραζε», εξή­ γησε. Η άλλη χαμογέλασε κι έσκυψε όσο περισσότερο μπορούσε για να το αποθέσει πάνω στην πλάκα. «Με συγχωρείτε, ρωτήσατε αν γνώριζα τη Νέτε. Ονομάζομαι Μαριάνε Χάνστχολμ και ήμουν η δασκάλα της. Την αγαπούσα πολύ. Γι’ αυτό έπρεπε να έρθω. Διάβασα το τι συνέβη στις εφημερίδες. Όλοι εκείνοι οι απαίσιοι άνθρωποι που συνελήφθησαν, και ο ιθύνων νους, που τελικά ήταν υπεύθυνος για τη δυστυχία της Νέτε. Μακάρι να είχαμε ξαναβρεθεί, όμως κάποια στιγμή χάσαμε την επαφή μας». Άπλωσε τα αδύναμα χέρια της σε μια κίνηση παραίτησης. «Έτσι είναι η ζωή. Εσείς ποιοι είστε;» Έγνεψε προς το μέρος τους, με βλέμμα καλοσυνάτο κι ένα θερμό χαμόγελο στα χείλη. «Είμαστε αυτοί που την ξαναβρήκαμε», είπε η Ρόζε. «Θα μπορούσα να ρωτήσω τι ήταν αυτό που αφήσατε στο μνήμα, λίγο πριν;» ρώτησε ο Άσαντ πλησιάζοντας στον τάφο. «Α, ένα μικρό ενθύμιο, το οποίο θεώρησα πως θα ήθελε να έχει μαζί της». Η ηλικιωμένη γυναίκα έσκυψε ξανά με δυσκολία, σηκώνοντας από κάτω ένα μικρό, ξύλινο πίνακα, ο οποίος με μια πρώτη ματιά θύμιζε επιφάνεια κοπής, πάνω στην οποία ήταν κάτι γραμμένο.

ΕΝΟΧΗ

619

Η Μαριάνε Χάνστχολμ έστριψε το ξύλο στα χέρια της και το γύρισε προς το μέρος τους. ΕΙΜΑΙ ΑΞΙΑ! Ο Καρλ συγκατένευσε. Δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία πως η Νέτε ήταν άξια. Κάποτε.

ΕΝΟΧΗ

621

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Ένα θερμό «ευχαριστώ» στη Χάνε Άντλερ-Όλσεν, για την καθημερινή έμπνευση, ενθάρρυνση και τις ευφυείς, εύστοχες παρατηρήσεις της. Ευχαριστώ, επίσης, τους Φρέντι Μίλτον, Έντι Κίραν, Χάνε Πίτερσεν, Μίσια Σμάλστιγ και Κάρλο Άντερσεν, για τα άκρως απαραίτητα και λεπτομερή σχόλιά τους, καθώς και την ­Άννε Κ. Άντερσεν για το κοφτερό μάτι και την αστείρευτη ενέργειά της. Ευχαριστώ τους Νιλς και Μαριάνε Χόρμπο, τους Γκίτε και Πίτερ Κ. Ράνες, καθώς και το Δανικό Κέντρο Συγγραφέων και Μεταφραστών στο Χελδ Χόβεντγκαρ, για τη φιλοξενία. Ευχαριστώ τον επιθεωρητή Λάιφ Κρίστενσεν, ο οποίος είχε την ευγενή καλοσύνη να μοιραστεί μαζί μου τις εμπειρίες του και να επισημάνει αστοχίες σε θέματα σχετικά με τις διαδικασίες της Αστυνομίας. Ευχαριστώ την εταιρεία της Γέφυρας του Στόαρμπελτ, το Δανικό Ραδιοφωνικό Αρχείο, τους Μαριάνε Φριδ, Κουρτ Ρέιντερ, Μπίρτε Φριτ-Νίλσεν, Ούλα Ίδε, Φρίντα Τόρουπ, Γκίριτ Κόμπερ, Καρλ Ράουν και Σες Νοβέλια για τη συνεισφορά τους στην έρευνά μου σχετικά με το Ίδρυμα Γυναικών του Σπρόγκε.

ΕΝΟΧΗ

1

View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF