Ellery Queen - Το Ματι Του Σατανα

December 27, 2017 | Author: zinas | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

ΞΚΞΒ...

Description

Κάθε έβδομάδα μπορείτε νφ διαλέγετε άηό μιά ποικιλία τίτλων καί συγγραφέων, πού κυκλοφορούν ταυτοχράνως καί Θ’ άηοτελέσουν Π Λ Η Ρ Ε ΙΣ Σ Ε ΙΡ Ε Σ μυθιστορημάτων (Αστυνομικών, κατασκοπίας, αισθηματικών), όπως έττίαης σειρές Ε λλή νω ν καί Εένων κλασικών, Ιστορικών έργων, Νομπέλ, μπέστ - σέλλερς, έπιστημονικής φαντασίας κλπ. Χ Ω Ρ ΙΣ Π Ε Ρ ΙΚ Ο Π Ε Σ , Χ Ω Ρ ΙΣ Σ Υ Ν Τ Ο Μ Ε Υ Σ Ε ΙΣ Μόλις ένα βιβλίο, στήν Ευρώπη, στήν ’Α ­ μερική ή όπουδήποτε στόν κόσμο, άποκτήση τόν τίτλο τού μπέστ - σέλλερ, θά τό βρί­ σκετε όμέσως στις σειρές τών Β ΙΠ Ε Ρ — καί όπως όλα τά Β ΙΠ Ε Ρ — υπεύθυνα κα) γλοφυρά μεταφροσμένο, χωρίς περικοπές καί συντομεύσεις. Θ Α Υ Π Α Ρ Χ Η Π Α Ν Τ Ο Τ Ε καί γιά σάς κά­ ποιο Β ΙΠ Ε Ρ — ένα καλό βιβλίο — , πού θά σάς περιμένη κάθε έβδομάδα. 'Ανάλογα μέ τή διάθεσή σος, θά σάς κροτήση συντροφιά, είτε διασκεδάΖοντάς σας μέ τΙς περιπέτειες καί τήν Αγωνία ένός Αστυνομικού ή αισθη­ ματικού μυθιστορήματος, είτε θά ικανοποίη­ ση τις Ανησυχίες σας, πλουτίζοντας τΙς γνώ ­ σεις σας μέ νέες Ιδέες, νέους συγγραφείς, τούς κλασικούς τού αύριανοϋ κόσμου.* •

• Τά β ιβ λ ία πού φ έρ ο υ ν τό σ ή μ α Β ΙΠ Ε Ρ ε ίν α ι π ό ν τ ο τ ε ύ π ευ θ ύ ν ω ς πιστή μετάφ ραο ις ώκ τ ή ς πρω τοτύπου έ κ δ ό ο ε ω ς , ά ν ε υ σ υ ν τ μ ή ο εω ς καί π ερ ικο π ώ ν.

• ’Α π α γ ο ρ ε ύ ε τ α ι αύ σ τηρ ώ ς 6 δ α ν ε ισ μ ό ς κ α ι ή μετα π ώ λ π σ ις.

I. Τό μάτι τον Σατανά

ΒΙΠΕΡ 511 ΣΕΙΡΑ ΑΣΤΥΝΟΜ ΙΚ ΟΥ Μ ΥΘ ΙΣΤΟ ΡΗ Μ Α ΤΟ Σ

ΕΛΛΕΡΥ ΚΟΥΗΝ: ΤΟ ΜΑΤΙ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ Μετάφραση: ΤΑΣΣΩ ΚΑΒΒΑΔΙΑ Τυπογραφική διόρθωση: Μ. ΜΠΕΓΖΟΥ COPYRIGH ! © ELLERY QUEEN 1951 COPYRIGH I © I*APYROS GRAPHIC ARTS S.A. 1975 Γιά τήν έλληνική γλώσσα

Τίτλος τής πρωτοτύπου έκδόσεως: THE ORIGIN OF EVIL

Ή στοιχειοθεσία καί ή έκτύπωσις έγιναν είς τάς έγκαταστάσεις τής «Πάπυρος - Γραφικοί Τέχναι Α.Ε.» Κηφισίας καί Ίωαννίδου 6 (’Αμαρούσιον), 'Υπεύθυνος Φωτοσυνθέσεως: Γεώργιος Πάσσαρης.

ΕΛΛΕΡΥ ΚΟΥΗΝ ΤΟ ΜΑΤΙ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΑΣΣΩ ΚΑΒΒΑΔΙΑ

Π Α Π ΥΡ Ο Σ - ΓΡΑΦΙΚΑΙ ΤΕΧΝΑΙ Α.Ε. Α Θ Η Ν Α Ι

1 Ό Έ λ λ ε ρ υ καθότανε άντίκρυ ατό μεγάλο παράθυρο, μέ τά πόδια άκουμπισμένα στό τραπέζι τής γραφομηχανής κι ένα ποτήρι ούίσκυ στό χέρι. Ά λ λ ο ένα πτώμα, σκέφθηκε καί άναστέναξε. Έ ν α άπό τά τόσα πτώματα πού είχε δει στή ζωή του. Μέ τή ν διαφορά πώς τούτο δέν ήταν τό πτώμα κάποιου άνθρώπου, άλλα μιας ολό­ κληρης πόλης, όπως έγραψαν οϊ έφημερίδες. Τό Χ ό λλυ γο υ ντ, λέει, είχε πεθάνει, κι όλοι έκαναν νεκρ ολο­ γίες προσπαθώντας ταυτόχρονα νά έξηγήσουν τά αίτια τού θα­ νάτου του. Ή τηλεόραση, έλεγαν, είχε σκοτώσει τό Χ όλλυ­ γουντ. Κι όμως, ή άλήθεια ήταν πολύ διαφορετική, σκέφτηκε ό 'Έ λ ­ λερυ. Στή ν θέση τού παλιού Χ όλλυ γου ντ, μέ τις μυθικές βίλες καί τή μεγάλη χλιδή, ξεπεταγόταν τώρα ένα καινούργιο, πολύ πιό μοντέρνο Χόλλυγουντ. Τό είχε δημιουργήσει ή μεγαλο­ αστική τάξη πού έφτιαχνε, συνεχώς, νέα, όμορφα προάστια, πνιγμένα στήν πλούσια βλάστηση. Ό Έ λ λ ε ρ υ συλλογίστηκε ότι βρισκόταν έκεϊ γιά νά γράψη ένα βιβλίο. Ά γ νω σ το ς , καθώς νόμιζε, μέσα οπούς άγνώστους, είχε έγκαταλείψει προσωρινά τήν δραστηριότητά του σάν ιδι­ ωτικός ντέτεκτιβ. Αρκετές έπιτυχίες είχε ώς τότε. Ό μ ω ς , τό λάθος του ήταν πώς έπέτρεψε στόν Τύπο νά το ν άνακαλύψη, φθάνοντας στό άεροδρόμιο όπου δέχθηκε έναν καταιγισμό άπό έρωτήσεις. Τό άποτέλεσμα ήταν νά μπή, τή ν άλλη μέρα, ή φωτογραφία του στήν πρώτη σελίδα όλων τών έφημερίδων... Τό ποτήρι του είχε άδειάσει. Σηκώθηκε γιά νά τό γέμιση καί βρέθηκε άντιμέτωπος μέ μιά όμορφη κοπέλα.

7

«Θά πρέπει νά είμαι γελοίος έτσι πού φοράω μόνον τά μποτί­ νια μου» συλλογίστηκε, καθώς έλεγε: - Είχα πει στήν κυρία Ούίλλιαμς ότι δέν έπρόκειτο νά δεχθώ κανέναν, σήμερα. Πώς μπήκατε έδώ μέσα; -Α π ό τό ν κήπο, άποκρίθηκε ή κοπέλα. Σκαρφάλωσα τό ν τοίχο. Προσπάθησα, πάντως, νά μήν πατήσω τά λουλούδια σας. Δ έ ν πιστεύω νά είστε θυμωμένος μαζί μου, έ; - Είμαι. Κάντε μου τή χάρη νά φύγετε. - Κι όμως πρέπει νά σάς δώ, έπέμεινε ή κοπέλα. - Ό λ ο ι θέλουν νά μέ δούνε, άλλά έγώ δέν έχω καμιά όρεξη νά δώ κανέναν - ιδίως έτσι όλόγυμνος πού είμαι, μόρφασε ό Έλλερυ. - Χρειάζεσθε ήλιοθεραπεία καί είστε πολύ άδύνατος, παρα­ τήρησε ή κοπέλα. Μετράει κανείς τά πλευρά σας. Ό τόνος τής φωνής της ήταν καλοσυνάτος. Έ τ σ ι όπως θά μιλούσε μιά άδελφή στόν άδελφό της. Ή τ α ν φανερό πώς ή γύμνια του δέν τή ν είχε ένοχλήσει κα­ θ ό λ ο υ .Ό Έ λ λ ε ρ υ τή ν κοίταξε προσεκτικά. Ή τ α ν πολύ πιό όμορφη άπ’ 6,τι είχε νομίσει. Φορούσε μιά ριγωτή κυλότα ιππα­ σίας κι ένα μπολερό πάνω άπό ένα άραχνοΰφαντο σουτιέν. Θά πρέπει νά ήταν τό πολύ δεκαεννέα χρόνω ν, σκέφθηκε καί βι­ άστηκε νά μπή στό λουτρό. Ό τ α ν βγήκε, ντυμένος μέ σπόρ πα ντελόνι καί γκρενά πουλόβερ, τή ν βρήκε καθισμένη στήν πολυθρόνα νά καπνίζη. - Σάς έτοίμασα ένα ούίσκυ, τού είπε. -Κ α λ ο σ ύ ν η σας. Δ έν θά πάρετε κι έσείς ένα; τή ν ρώτησε ψυχρά. - Ό χ ι , εύχαριστώ. Δ έν πίνω ποτέ πριν άπό τή ν δύση τού ήλιου. Ό "Ελλερυ στάθηκε άπό πάνω της καί τήν κοίταξε έχθρικά. - Δ έ ν είμαι πουριτανός, δεσποινίς..., άρχισε νά λέη. - Χίλ. Λώρελ Χίλ, συστήθηκε έκείνη. -Λ ο ιπ ό ν , δεσποινίς Χίλ, δέν είμαι πουριτανός, όταν όμως δέχομαι κάτι περίεργα κορίτσια σάν καί σένα, έδώ στό Χ όλλυγο υ ντ, μέ άδαμιαία περιθολή, θέλω νά είμαι σίγουρος ότι δέν ύπάρχει κρυμμένος πίσω άπό τις κουρτίνες κάποιος συνένο­ χος μέ καμιά φωτογραφική μηχανή. Γιατί θέλετε νά μέ δήτε; - Επειδή οί άστυνομικοί είναι βλάκες. - Ναί; Δ έν θέλησαν νά σάς άκούσουν;

8

- Μ έ άκουσαν, αλλά κατόπιν έθαλαν τά γέλια. Εγώ, όμως, δεν βρίσκω καθόλου άστεΐο ένα ψόφιο σκύλο. Δ έ ν συμφωνείς; - Γιά ποιό πράγμα; - Γιά τό ψόφιο σκύλο. Ό Έ λ λ ε ρ υ άναστέναξε. - Μήπως ρίξανε καμιά φόλα στό σκυλάκι σας; ρώτησε. -Ό χ ι . Δ έν ήταν δικό μου τό σκυλί καί δέν ξέρω κάν άν ψό­ φησε άπό φόλα. Αγαπάω, βέβαια, τά ζώα, άλλά... Πάντως, έκεϊνοι έπιμένουν ότι ήταν φάρσα καί γέλασαν μαζί μου. Έ γ ώ όμως δέν τό πιστεύω αύτό. - Ποιός σάς έστειλε σέ μένα; ρώτησε ό Έλλερ υ. - Κανένας. Είδα τή ν φωτογραφία σας στην έφημερίδα καί σκέφθηκα πώς θά μπορούσατε νά λύσετε τό πρόβλημά μου. - Σωστά, άλλά αύτό δέν λύνει τό δικό μου, μίς Λώρελ, παρα­ τήρησε ό Έ λ λ ε ρ υ . Ή ρ θ α έδώ γιά νά άπομονωθώ σέ μιάν ήσυχη γωνιά καί νά γράψω τό βιβλίο μου. Δ έ ν άναλαμθάνω ιδιωτικές ύποθέσεις. - Δ έν θέλετε ούτε νά μέ άκούσετε; είπε ή νέα καί σηκώθηκε. Αρχισε νά περπατάη πέρα-δώθε στό δωμάτιο κι ό Έ λ λ ε ρ υ συλλογίστηκε πώς ήταν, βέβαια, όμορφη, άλλά δέν ήταν ό τύ ­ πος του. - Έ ν α σωρό σκυλιά πεθαίνουν κάθε μέρα, είπε. - Δ έ ν ένδιαφέρομαι γιά τό σκυλί, άντιγύρισε έκείνη. Μέ ένδιαφέρει ό τρόπος μέ τόν οποίο πέθανε. Δηλαδή τό πώς τό βρήκαμε. Σταμάτησε γιά λίγο κι ύστερα συνέχισε μέ τά μάτια καρφω­ μένα στήν άναμμένη άκρη τού τσιγάρου της: - Τ ό βρήκαμε στό κατώφλι μας, λές καί κάποιος τό είχε άφήσει έκεί έπίτηδες έτσι, όπως άφήνουν τά δώρα οί φίλοι... Κι αύτό τό δώρο σκότωσε τό ν πατέρα μου. Πρώτη φορά άκουγε ό Έ λ λ ε ρ υ ότι ένα ψόφιο σκυλί σκότωνε έναν άνθρωπο. - Κάθησε, είπε στήν κοπέλα. Πές μου, πώς άκριβώς σκότωσε τόν πατέρα σου τό ψόφιο σκυλί; - Τ ό ν δολοφόνησε. Ό Έ λ λ ε ρ υ τή ν κοίταξε. Δ έ ν τού άρεσε ό τρόπος μέ τόν όποιο καθόταν στήν άκρη τής πολυθρόνας. - Κάτι μού κρύβεις, τής είπε. Λές ότι βρήκατε στό κατώφλι τού σπιτιού σας ένα ψόφιο σκυλί καί ότι ό πατέρας σου πέθανε.

9

ΤΙ σχέση έχουν αύτά τά δύο γεγονότα; - Τ ό ν τρόμαξε. Πέθανε άπό τόν φόβο του. - Ποιά αίτια θανάτου άναφέρει τό πιστοποιητικό τού θανάτου του; ρώτησε ό Έ λλερ υ πού κατάλαβε γιατί γέλασαν μαζί της στην άστυνομία. -Έ μ φ ρ α γμ α τής στεφανιαίας. Έ γώ , όμως, είμαι σίγουρη πώς φταίει ό σκύλος. -"Ας τά πάρουμε ένα-ένα άπό τήν άρχή, είπε ό Έ λ λ ε ρ υ καί τής πρόσφερε καινούργιο τσιγάρο. Λέγεσαι Λώρελ Χ'ιλ καί είχες έναν πατέρα. Ποιός ήταν; Πού έμενε; Τ ί δουλειά έκανε; Καί τά λοιπά. Αύτό, βέβαια, δέν σημαίνει ότι άναλαμβάνω τήν ύπόθεσή σου, άλλά σού υπόσχομαι νά σέ βοηθήσω. - Εύχαριστώ. Ό πατέρας μου λεγόταν Ληάντερ Χίλ. "Ηταν κοσμηματοπώλης. Ή έταιρεία του λεγότανε «Χ ίλ έντ Πράιαμ Χοντρική Πώληση Κοσμημάτων». - Σ τ ό Λός "Αντζελες; ρώτησε ό “Ελλερυ, πού πρώτη φορά όκουγε γ ι’ αύτή τη ν έταιρεία. - Τά κεντρικά γραφεία ήταν έδώ μέ ύποκαταστήματα στή Νέα Ύ ό ρ κ η , στό Αμστερνταμ καί στή Νότιο ’Αφρική. -Π ο ιό ς είναι ό Πράιαμ; - Ό Ρότζερ Πράιαμ ήταν συνεταίρος του. Μένουμε όλοι σ' ένα προάστιο, στό Ά ο υ τπ ο σ τ, όχι μακριά άπό'δώ, μέσα σ ’ ένα δάσος δώδεκα στρέμματα. Τό σπίτι μας καί τό σπίτι τών Πράιαμ γειτονεύουν. Ό πατέρας ύπέφερε άπό τή ν καρδιά του καί έπρεπε νά μένη χαμηλότερα. Τού άρεσε όμως τό μέρος καί δέν ήθελε νά φύγουμε άπό ’κεϊ. - Ή μητέρα σου ζή; τή ν ρώτησε παρ’ όλο πού τό ήξερε ότι ήταν άσκοπη τούτη ή έρώτηση, γιατί ή Λώρελ έδειχνε πώς ήταν ορφανή καί πώς τά έβγαζε πέρα ολομόναχη, σάν άντρας, γ ι’ αύτό καί ένιωθε νά γεννιέτα ι μέσα του γι' αύτήν μιά συμπάθεια. - Δ έ ν ξέρω, άποκρίθηκε έκείνη κάπως ένοχλημένη. Δ έν θυ­ μάμαι νά γνώρισα ποτέ μητέρα. -Έ χ ε ις μητριά; -Ό χ ι . Ό πατέρας μου δέν παντρεύτηκε ποτέ. Μέ άνάθρεψε μιά νταντά, πού πέθανε, όταν ήμουν δεκαπέντε έτών, πριν άπό τέσσερα χρόνια. Δ έν τήν συμπάθησα ποτέ καί ύποπτεύομαι πώς πέθανε μόνο καί μόνο γιά νά μέ ένοχλήση Ήμουνα... θετή κόρη τού πατέρα μου, άλλά μού φερόταν σάν νά ήμουν πραγμα­ τική του κόρη, κι έγώ τό ν άγαπούσα καί τό ν σεβόμουνα.

10

Ή μουνα ή μοναδική γυναίκα στή ζωή του. -Κ α ί πότε συνέβη τό έπεισόδιο τού σκύλου; - Πριν άπό δύο εβδομάδες. Στις 3 Ιουνίου. Ό Συμεών, ό σωφέρ, ήρθε γιά νά μάς πή ότι είχε φέρει τό αυτοκίνητο καί ότι είδε κάτι περίεργο στό κατώφλι μας. Βγήκαμε όλοι νά δούμε καί βρήκαμε ένα ψόφιο σκυλί πού στό περιλαίμιό του είχε μιά μικρή καρτέλα μέ τις λέξεις: « Γ ι ά τ ό ν Λ η ά ν τ ε ρ Χ ί λ » . Τίποτε άλλο. - Είχε διεύθυνση; -Ό χ ι . - Ό γραφικός χαρακτήρας ήταν γνωστός; - Δ έ ν πρόλαβα νά τόν δώ. Είδα μονάχα τόν πατέρα πού έσκυψε πάνω άπό τό σκυλί καί είπε: «Νά πάρη ό διάβολος, τό έχουνε στείλει σέ μένα». Ύ σ τε ρ α άνοιξε τό κουτάκι. - Τό κουτάκι; άπόρησε ό Έ λλε ρ υ . - Ναί. Στό περιλαίμιο τού σκύλου ύπήρχε κι ένα άσημένιο κουτάκι άπό αύτά πού χρησιμοποιούν γιά τά χάπια. Ό πατέρας τό άνοιξε καί βρήκε μέσα ένα διπλωμένο χαρτάκι, πού κάτι έγραφε, άλλά δέν μπόρεσα νά δώ άν ήταν γραμμένο μέ τό χέρι ή στή γραφομηχανή. Ό τ α ν τό διάβασε, τό πρόσωπό του χλώμιασε καί, πριν προλάβω νά ρωτήσω τί συνέβαινε, έβγαλε μιά πνιγμένη κραυγή καί έπεσε. Είχε πάθει καρδιακή προσβολή. Ή Λώρελ σώπασε μέ τά μάτια καρφωμένα έξω στόν κήπο. -Θ έ ς νά πιής κάτι; τήν ρώτησε ό Έ λλε ρ υ . - Ό χ ι , εύχαριστώ. - Τί ράτσα ήταν ό σκύλος; - Κυνηγόσκυλο. - Είχε σφραγίδα στό περιλαίμιό του; -Ό χ ι . Πρόσεξα μόνο πώς τό περιλαίμιο ήταν φτηνό. Δ έν θά πρέπει νά κόστιζε πάνω άπό ένα δολάριο. - Τί έγινε μετά; - Ό Συμεών καί ό Ίτσίρο, ό ύπηρέτης μας, μετέφεραν τόν πατέρα στό δωμάτιό του, έγώ πήγα νά πάρω τό κονιάκ καί ή κυρία Μόνκ, ή οικονόμος, τηλεφώνησε στόν γιατρό. Μένει κοντά μας καί ήρθε άμέσως. Έ τ σ ι ό πατέρας γλίτωσε, προσ­ ωρινά όμως... - Τί έγραφε τό χαρτί πού ήταν στό άσημένιο κουτάκι; - Δ έν ξέρω. - Πώς είναι δυνατόν;

11

-Ό τ α ν έχασε τις αίσθήσεις του κι έπεσε κάτω, κρατούσε τό χαρτί σφιγμένο καί τσαλακωμένο στή χούφτα του. Είχα τόσα νά κάνω, πού δέν σκέφθηκα νά τού τό πάρω, κι ώσπου νά φτάση ό γιατρός τό ξέχασα. Τό θυμήθηκα τό άλλο πρωί καί ρώτησα τόν πατέρα. Μόλις, όμως, τού τό άνέφερα, έκεινος χλώμιασε καί μουρμούρισε: «Δ έ ν ήταν τίποτα. Δ έν ήταν τίποτα». Βιάστηκα ν ’ άλλάξω κουβέντα καί μόνον όταν ήρθε ό Δρ Βολούτα, ό γι­ ατρός, τό ν πήρα παράμερα καί τό ν ρώτησα γιά τό σημείωμα. Εκείνος μού είπε ότι είχε άνοίξει τό χέρι τού πατέρα καί είχε τοποθετήσει τό σημείωμα στό κομοδίνο, δίπλα στό κρεβάτι, χωρίς νά τό διαθάση. Ρώτησα κατόπιν τό ν Συμεών, τό ν Ίτσίρο καί τήν οικονόμο μήπως είχαν πάρει τό χαρτί, άλλά κανένας τους δέν τό είχε δει. Ό πατέρας θά πρέπει νά τό είδε στό κο­ μοδίνο, όταν συνήλθε, καί όταν έμεινε μόνος τό ξαναπήρε. -Έ ψ α ξ ε ς νά τό θρής; - Ναι, άλλά δέν τό βρήκα καί κατέληξα στό συμπέρασμα πώς θά τό είχε καταστρέφει. Ό Έ λ λ ε ρ υ δέν έκανε κανένα σχόλιο. -Λ ο ιπ ό ν , είπε, τό σκυλί, τό περιλαίμιο, τό κουτάκι. Τί άπόγιναν όλα αύτά: - Ανησυχούσα τόσο γιά τόν πατέρα, πού δέν ήταν δυνατόν νά νοιαστώ γιά τόν σκύλο. Θυμάμαι πώς είπα στόν "Ιτσι ή στόν Σίμ νά τόν βγάλουν άπ’ τή μέση. Εννοούσα νά τόν πάρουν άπό τό κατώφλι, άλλά όταν τόν άναζήτησα τήν άλλη μέρα, ή κυρία Μόνκ μού είπε πώς είχε τηλεφωνήσει σέ κάποιο γραφείο άποκομιδής άπορριμμάτων κι έκείνοι ήρθαν καί τόν πήραν. Ό Έ λ λ ε ρ υ έμεινε γιά λίγο σκεφτικός. -Έ χ ο υ μ ε τουλάχιστον τό περιλαίμιο καί τό κουτάκι..., είπε κι ύστερα ρώτησε τήν Λώρελ: Είσαι σίγουρη πώς ό^ πατέρας σου δέν συγχύστηκε άντικρύζοντας άπλώς τό ψόφιο "σκυλί; Μήπως φοβόταν τά σκυλιά; Ή μήπως φοβότανε τόν... θάνατο; - Τ ά σκυλιά τά λάτρευε. Τόσο, πού πέρυσι όταν ψόφησε άπό γηρατειά ό σκύλος μας, δέν θέλησε νά πάρουμε άλλον γιά νά μή πικραθή ξανά. Μού έλεγε πώς δέν θά μπορούσε νά τό άντέξη. Ό σ ο γιά τό ν θάνατο, δέν νομίζω πώς τόν άπασχολούσε. Τό μόνο πού τόν ένοιαζε ήταν νά μήν ύποφέρη πεθαίνοντας. Έ λ ε γ ε πάντα πώς θά ’θελε νά πεθάνη στόν ύπνο του καί νά άποφύγη έτσι κάποια έπώδυνη άρρώ"Αρα, συνέχισε ό Κήτς, ό Δρ Βολούτα σφάλλει. Δ έ ν πρόκει­ ται γιά τροφική δηλητηρίαση άπό χαλασμένο ψάρι. Πρόκειται γιά δηλητηρίαση μέ άρσενικό, τό όποΊο προσετέθη στήν σα­ λάτα. Ή μαγείρισσα λέει ότι έβαλε τό μπώλ στό ψυγείο στίς 9.40 τό βράδυ. Ό κύριος Ούάλλας τή ν πήρε και τή ν πήγε στόν κύριο Πράιαμ, δέκα λεπτά πριν άπό τά μεσάνυχτα. Στό διά­ στημα αύτό δέν ύπήρχε κανείς στήν κουζίνα καί τό φώς άσφαλείας ήταν άναμμένο. Κι όμως, σ ’ αύτές τις δυόμισυ ώρες κά­ ποιος πρέπει νά μπήκε κρυφά γιά νά ρίξη τό δηλητήριο στήν σαλάτα. -Ό π ο ιο ς κι άν ήταν αύτός, πρέπει νά ήξερε καλά τά κατατόπια, πρόσθεσε ό Έ λ λ ε ρ υ . Ή ξ ε ρ ε ότι ύπήρχε, κάθε βράδυ, ένα μπώλ στό ψυγείο γιά τό ν κύριο Πράιαμ. Έ ν α ειδικό μπώλ, τό όποιο χρησιμοποιείται μόνον γ ι’ αύτή τήν περίσταση καί έχει γραμμένο μέ χρυσά γράμματα τό όνομα τού Ρότζερ. Είναι τό δώρο πού τού έκανε ό ’Ά λφ ρ ε ντ Ούάλλας πέρυσι τά Χριστού­ γεννα. - Τ ό έρώτημα παραμένει, είπε ό Κήτς, ποιος είναι αύτός πού προσπάθησε νά δηλητηριάση τό ν κύριο Πράιαμ. 64

Ή Ντήλια σηκώθηκε άπότομα. -Ε ίν α ι άπίστευτο, είπε και άγγιξε μ’ ένα μικρό μαντίλι τις άκρες τών ματιών της. Ή Λώρελ χαμογέλασε καί είπε: - Αύτό λέω κι έγώ, άγαπητή μου, άπό τή στιγμή πού πέθανε ό πατέρας. - Γ ι ά τ ’ όνομα τού θεού, Λώρελ, παρατήρησε ό Κρόου. Μή χαμογελάς έτσι σάν Κασσάνδρα. Τό ξέρεις καλά ότι ή μητέρα κι έγώ δεν θέλουμε μπελάδες και φασαρίες. - Δ έ ν σάς κατηγορεί κανένας, Μάκ, είπε ή Λώρελ. Αύτό πού θέλω νά πώ είναι ότι τώρα θά πρέπει πιά νά πεισθήκατε ότι δέν είμαι τρελή καί ότι τά όσα λέω δέν είναι παραμύθια. Ή Ντήλια γύρισε στόν Κήτς κι ό Έ λ λ ε ρ υ πρόσεξε ότι ό άστυνομικός τήν κοίταξε ένοχλημένος, σάν νά μή μπορούσε νά πειθαρχήση στίς αισθήσεις του. ΤΗταν ντυμένη στά άσπρα καί είχε κρεμάσει στή μέση της, άπό μιά άσημένια άλυσίδα, έναν με­ γά λο ξύλινο σταυρό. Τό φόρεμά της ήταν αύστηρό μέ μακριά μανίκια καί ψηλό γιακά - μόνο πού ή πλάτη της ήταν ολόγυμνη ώς κάτω άπό τή μέση. -Κ ύ ρ ιε ύπαστυνόμε,τόν ρώτησε, είναι άνάγκη νά άσχοληθή ή άστυνομία μ' αύτή τήν ύπόθεση; - θ ά μπορούσα νά σάς δώσω μιά άμεση άπάντηση, κυρία Πράιαμ, είπε ό Κήτς, άλλά συμβαίνει κάτι πολύ περίεργο. Ό σύζυγός σας άρνεϊται νά συνεργασθή. Δ έν έννοεί κάν νά κουθεντιάση μαζί μου. Τό μόνο πού μού είπε είναι ότι δέν σκο­ πεύει νά τήν ξαναπάθη, ότι είναι σέ θέση νά προστατεύση τόν έαυτό του καί ότι άν γύρευα τή ν πόρτα, θά έκανα καλά, βγαί­ νοντας, νά πάρω μαζί καί τό καπέλο μου. Ή Ντήλια πήγε στό παράθυρο κι έτσι καθώς κοίταζε τή ν γυ ­ μνή πλάτη της ό "Ελλερυ σκέφτηκε ότι έδειχνε μάλλον ήσυχη καί άνακουφισμένη, ίσως καί εύχαριστημένη. Είναι σφάλμα αύτό, συλλογίστηκε. Ό Κήτς έπρεπε νά τήν κρατάη διαρκώς σέ άναμμένα κάρβουνα. - Γιά πέστε μου, κυρία Πράιαμ, συνέχισε ό Κήτς, μήπως δέν είναι καλά άπό μυαλό ό σύζυγός σας; - Τ ό ίδιο άναρωτιέμαι κι έγώ, κύριε ύπαστυνόμε, μουρμού­ ρισε ή Ντήλια χωρίς νά γυρίση. - θ ά ήθελα νά προσθέσω, είπε ό Κήτς, ότι ό καθένας μπο­ ρούσε νά δηλητηριάση αύτή τήν σαλάτα. Ή πόρτα τής κουζίνας

65

δέν ήταν κλειδωμένη κι εϋκολα μπορεί κανείς νά κρυφτή ατό δάσος καί νά φτάση ώς έκει άπό τό μονοπάτι χωρίς ν ’ άφήση ’ίχνη στά χαλίκια. Τό ϊδιο εϋκολα θά μπορούσε νά μάθη άπό τό προσωπικό τΙς βραδινές συνήθειες τού κυρίου Πράιαμ. Ό λ α αυτά φαίνεται νά έχουν κάποια σχέση μέ τό παρελθόν τού Πράιαμ καί τού ΧΙλ - μέ κάποιον πού, καιρό τώρα, θέλει νά τούς έκδικηθή. Αύτό, φυσικά, είναι κάτι πού δέν μπορώ νά άγνοήσω, όπως δέν μπορώ νά άγνοήσω καί τό γε γο νό ς ότι όλα αύτά μπορεί νά είναι έπίπλαστα. Κι έδώ πού τά λέμε, έγώ δέν πιστεύω σ ’ αυτή τήν ύπόθεση τής «καθυστερημένης έκδίκησης». Κι αύτό θά ήθελα νά τό γνω ρίζετε όλοι. Τελείωσα, κύριε Κουήν, πρόσθεσε μέ τά μάτια καρφωμένα, πάντα, στή γυμνή πλάτη τής Ντήλια. «Σ έ καταλαβαίνω, άδελφέ μου» σκέφτηκε ό Έ λ λ ε ρ υ , ένώ έλεγε: -Ίσ ω ς νά έχης δίκιο, Κήτς, άλλά θά ήθελα νά υπογραμμίσω ένα περίεργο στοιχείο σ’ αύτή τήν χημική άνάλυση. Ή ποσότης τού χρησιμοποιηθέντος άρσενικού - γράφει ή έκθεση - «δέν ήταν άρκετή γιά νά προκαλέση τόν θάνατο». - Μπορεί νά έγινε κάποιο λάθος, παρατήρησε ό ύπαστυνόμος. Π ολλές φορές συμβαίνει κάτι τέτοιο. "Η χρησιμοποιούν πάρα πολύ ή πολύ λίγο. - Δ έν είναι κανόνας αύτός, άντιγύρισε ό Έ λλε ρ υ , καί τά όσα έγιναν ώς τώρα μέ κάνουν νά πιστεύω ότι πρόκειται γιά κά­ ποιον έπαγγελματία δολοφ όνο πού κινείται υπολογίζοντας προσεκτικά κάθε λεπτομέρεια. Πιστεύω, μάλιστα, πώς έθαλε σκόπιμα μιά δόση άρσενικού πού δέν μπορούσε νά έπιφέρη θάνατο. - Γιατί τό έκανε αύτό; άπόρησε ό νεαρός Μάκ Γκόουαν. - Είναι πολύ άπλό, Μάκ. ’Αργός θάνατος. Αύτό δέν έγραφε τό προειδοποιητικό σημείωμα; είπε ή Λώρελ. -Ν α ί, αύτό έχει άμεση σχέση μέ τό σημείωμα πού έλαβε ό Χίλ, συμφώνησε ό Έ λ λ ε ρ υ σκυθρωπός. Μιά βλαβερή, άλλά όχι θανατηφόρα δόση. Αρκετή νά προξενήση στόν Πράιαμ στομα­ χικές ένοχλήσεις, άλλά όχι καί νά τόν σκοτώση. « Θ ά π ε θ ά­ ν ε τ ε ά ρ γ ά κ α ί σ ί γ ο υ ρ α , κι έ κ ε ΐ ν ο ς κι έ σ ύ , καί σ τ ό ν ο ύ καί σ τ ό κορμί . . . Γι ά κ ά θ ε β ή μ α π ο ύ θά σ ά ς π η γ α ί ν η κ ο ν τ ύ τ ε ρ α σ τ ό ν θ ά ν α τ ο θ ά π α ί ρ ν ε τ ε μ ι ά π ρ ο ε ι δ ο π ο ί η σ η . . . » έγραφε τό 66

σημείωμα. Αύτή ή άπόπειρα είναι μιά δεύτερη προειδοποίηση γιά τόν Ρότζερ Πράιαμ καί άκολουθεΐ τή ν πρώτη πού πρέπει νά ύπήρχε στό κουτί πού έλαβε τό πρωί τής ήμέρας πού ό Χίλ βρήκε τό ψόφιο σκυλί στό κατώφλι του. ’Αγνοούμε τή ν ϋπ' άριθμόν ένα προειδοποίηση πού έλαβε ό Πράιαμ, άλλά ή ύπ’ άριθμόν δύο είναι: δηλητηριασμένος τόννος. - Δ έν μπορώ νά καταλάβω τί σημαίνουν όλα τούτα, παρατή­ ρησε ό Μάκ Γκόουαν. -Σ η μ α ίν ο υ ν , Μάκ, πώς οί περιστάσεις μέ υποχρεώνουν νά άναλάθω τήν ύπόθεση πού μού άνέθεσες, άλλά καί τή ν δική σας, Ντήλια, είπε ό Έ λ λ ε ρ υ . Δ έν ξέρω άν άξίζει τό ν κόπο νά χάσω τήν ώρα μου, άλλά δέν μπορώ νά κάνω διαφορετικά. Ή Ντήλια Πράιαμ πήγε κοντά του, έπιασε τά χέρια του στά δικά της, τόν κοίταξε στά μάτια καί είπε μέ προσποιητή άπλότητα: - Σ ’ εύχαριστώ, "Ελλερυ... Νιώθω τόσο... άνακουφισμένη πού θά τό χειριστής... έσύ... Τού έσφιξε τά χέρια έλαφρά, σάν νά μήν ήθελε νά δείξη τό τί ένιωθε μπροστά στόν γιό της, κι ό Έ λ λ ε ρ υ άναστατώθηκε ξανά. Ό Κήτς δάγκωνε τό σθησμένο τσιγάρο του. Ό Μάκ Γκόουαν τούς παρακολουθούσε μέ ένδιαφέρον. Κι ή Λώρελ είπε: - Τ ό τ ε , καιρός νά στρωθούμε στή δουλειά. Ή φωνή της άντήχησε ψυχρή.

3. Τό μάτι τον Σατανά

67

6 Ή νύχτα ήταν δροσερή και ή Λώ ρελ κατέθηκε βιαστική τό μονοπάτι φωτίζοντας τό ν δρόμο, μπροστά της, μέ ένα κλεφ το­ φάναρο. Ό τ α ν έφτασε στή ρίζα τή ς μεγάλης καρυδιάς, σήκωσε τή δέσμη τού φαναριού της πρός τά έπάνω. - Μάκ, είσαι ξύπνιος; φώναξε. Ή μορφή τού νεαρού ξεπρόβαλε μέσα άπό τά φύλλα. -Ε ίσ α ι τρ ελή νά τριγυρίζης στό δάσος μέσα στή νύχτα, τή ς είπε και κατέβασε τή ν άνεμόσκαλα. Θ έλεις νά πέσης θύμα κά­ ποιου μανιακού καί νά σέ γράψ ουν αύριο οί έφημερίδες; - Τ ό ν πρώτο πού θά υποψιαστούν είσαι έσύ, άποκρίθηκε ή Λώ ρελ άνεβαίνοντας τήν σχοινένια σκάλα. - Π ερίμενε ν ’ άνάψω τό ν προβολέα. - Ό χ ι , προτιμάω νά μείνουμε μ όνοι στό σκοτάδι, Μάκ. -'Ε ντά ξ ε ι. Έ σ κ υ ψ ε , τή ν βοήθησε νά άνέβη τά τελευταία σκαλοπάτια καί παίρνοντάς τη ν σ τη ν άγκαλιά του τή ν έμπασε στό μικρό δ εντρ όσπιτο. Τ ή ν άκούμπησε μαλακά στό στρώμα πού ήταν κατά­ χαμα καί τή ν ρώτησε: -Θ έ λ ε ις νά κλείσω τό ραδιόφωνο καί τή μικρή λάμπα; -Ό χ ι. - Είσαι παγωμένη. Τραβήξου λίγο νά ξαπλώσω δίπλα σου. - Ό χ ι , προτιμώ νά καθήσης στό πάτωμα, Μάκ. Θ έλω νά σού μιλήσω. Θέλω νά σέ ρωτήσω κάτι πολύ σοβαρό. - Σέ άκούω. - Γιατί άνάθεσες τή ν ύπόθεση σ τό ν Έ λ λ ε ρ υ Κουήν; - Τ ί περίεργη έρώτηση! Τού τή ν άνάθεσες κι έσύ, καί ή Ν τή λια. Γιατί νά μή τού τή ν άναθέσω κι έγώ; "Ας μιλήσουμε λοιπ όν

69

γιά κάτι άλλο. - Δ έ ν θέλω νά μιλήσουμε γιά κάτι άλλο, τού είπε ξερά. Ό νέος τήν κοίταξε. -Λ ώ ρ ε λ , τής είπε, γνωριζόμαστε άπό παιδιά και τό ξέρεις καλά πώς ποτέ δέν έκανα τίποτα κακό. - Αύτό δέν σημαίνει πώς δέν προσπάθησες, είπε ή Λώρελ γε ­ λώντας. - Πάψε πια νά μέ κοροϊδεύης, μικρή μαϊμού. Τό ξέρεις ότι εί­ μαι έρωτευμένος μαζί σου άπό τή στιγμή πού άνακάλυψα πώς γίνονται τά παιδιά. - Μάκ, άπόρησε ή Λώρελ, πρώτη φορά τό λές αύτό! - Νά, λοιπόν, πού στό είπα. Καί θά ήθελα ν ’ άκούσω τί έχεις νά πής έσύ. - Πές τό μου ξανά, Μάκ. - Αγάπη μου, σ’ άγαπώ! - Ό τόνος τής φωνής σου δέν είναι είλικρινης καί..., άρχισε νά λέη ή Λώρελ, άλλά δέν πρόλαβε νά άποσώση τή φράση της, γιατί ό νέος τήν είχε άρπάξει στήν άγκαλιά του και τήν έσφιγγε μ’ όλη του τή δύναμη. - Ανάθεμά σε, τής ψιθύρισε. Σ ’ άγαπάω! 'Εκείνη τόν κοίταξε. - Μάκ.,.,μουρμούρισε. - Σ ’ άγαπώ, ξανάπε ό Κρόου. -Ά σ ε με, Μάκ! φώναξε ή Λώρελ και μέ μιά σπρωξιά ξέφυγε άπό τά χέρια του καί στάθηκε όρθια. Φαντάζομαι ότι γι’ αύτό άνάθεσες τήν ύπόθεση στόν Έ λλε ρ υ , είπε. Γιατί μ’ άγαπάς. Ή μήπως ύπάρχει κανένας άλλος λόγος; -Α ύ τ ό έχεις μόνον νά πής σ’ έναν άνθρωπο πού σού λέει ότι σ’ άγαπάει; - Πές μου τόν λόγο, Μάκ. - Δέν μπορώ νά στόν πώ, Λώρελ, ούτε καί έχει καμιά σχέση μέ σένα. Είναι μιά δική μου τρέλα... Ή Λώρελ κάθησε ξανά στό κρεβάτι. Τόν κοίταξε. ΤΗταν ψη­ λός, μυώδης, μαυρισμένος άπό τόν ήλιο, γεροδεμένος. Έβγαλε ένα τσιγάρο άπό τό πακέτο πού είχε στήν τσέπη της καί τό άναψε. - Ό λ ο τρέλες καί μυστήρια ύπάρχουν γύρω μας, Μάκ, καί νά πού τώρα μιλάς κι έσύ γιά τήν δική σου τρέλα, είπε. ’Εκείνος άνοιξε τά μάτια καί τήν κοίταξε. "Εκανε νά σηκωθή,

70

άλλα,.ή Λώρελ τόν πρόλαβε. -Ό χ ι, Μάκ, τού είπε. Σέ παρακαλώ. Δέν έχω σκοπό νά κάνω έρωτα μαζί σου, έδώ, πάνω σ' ένα δέντρο. Ό τα ν τό άποφασίσω, θά διαλέξω ένα σπίτι χτισμένο γερά πάνω στή γή κι όχι άνάμεσα στά κλαριά καί ατά φύλλα. Στδ μεταξύ, αύτό πού μού συνέβη είναι τρομερό καί είμαι ϋποχρεωμένη νά προχωρήσω... Ό πατέρας μου ήταν γιά μένα κάτι περισσότερο άπό καλός κι ό μόνος τρόπος γιά νά ξεπληρώσω τό χρέος μου άπέναντί του είναι νά βρώ τόν δολοφόνο του καί νά φροντίσω νά πεθάνη. "Αν τόν βρή ή άστυνομία πριν άπό μένα, έχει καλώς. ’Αλλιώς... - Γιά τ ’ όνομα τού Θεού, φώναξε ό Κρόου άντικρύζοντας στο χέρι τής Λώρελ ένα μικρό περίστροφο πού τόν σημάδευε λίγο κάτω άπό τόν άφαλό. - Αν δέν τόν βρουν, θά τόν βρώ έγώ, συνέχισε έκείνη. Κι όταν τόν βρώ, Μάκ, θά τόν σκοτώσω σάν σκυλί, έστω κι άν πρόκειται νά μέ στείλουν στόν θάλαμο άερίων. - Βάλε πάλι στήν τσέπη σου αύτό τό άναθεματισμένο σύν­ εργο! φώναξε ό νέος. - Δέν μ’ ένδιαφέρει ποιος είναι, είπε ή Λώρελ χωρίς νά μετακινήση τό περίστροφο. ’Ακόμα κι άν είσαι έσύ, Μάκ, άκόμα κι άν είμαστε παντρεμένοι, κι άν έχουμε παιδιά... Τά πράσινα μάτια της έλαμπαν, καθώς πρόσθεσε: -"Αν άνακαλύψω ότι είσαι έσύ ό δολοφόνος τού πατέρα μου, στό λέω, θά σέ σκοτώσω. - Κι έγώ πού νόμιζα πώς μόνον ό Ρότζερ είναι σκληρόπετσος, παρατήρησε ό νέος. Φυσικά, άν άνακαλύψης πώς είμαι έγώ ό δολοφόνος... Στό μεταξύ, όμως... Ή Λώρελ έμπηξε μιά φωνή, καθώς τό περίστροφο βρέθηκε ξαφνικά στά χέρια τού Μάκ Γκόουαν. ’Εκείνος τό στριφογύρισε κοιτάζοντάς το προσεκτικά. - Είναι ένα πολύ έπικίνδυνο παιχνίδι, είπε ζαρώνοντας τά φρύδια. 'Ώσπου νά θεβαιωθής, όμως, πώς δέν είμαι έγώ ό έν­ οχος, σέ συμβουλεύω νά μή τό άφήσης άπό κοντά σου μέρα καί νύχτα. Τό έβαλε μόνος του στήν τσέπη της κι ύστερα τήν σήκωσε στήν άγκαλιά του, τήν ξάπλωσε στό στρώμα κι έγειρε πάνω της... Λίγο άργότερα, ή Λώρελ έλεγε μέ φωνή πού μόλις άκουγότανε.

71

- Ώ , Μάκ, δέν ήρθα έδώ γ ι’ αύτό... - Στό φύλαγα γιά έκπληξη, είπε ό νέος. - Τί γνώμη έχεις, Μάκ, γιά τόν Έ λλε ρ υ Κουήν; - Νομίζω πώς είναι προκατειλημμένος όσον άφορά τή μη­ τέρα. Χρειάζεται, όμως, νά μιλάμε γ ι’ αύτόν; - Δέν σέ ρώτησα αύτό. Θέλω νά μάθω τή γνώμη σου γιά τήν επαγγελματική του ικανότητα. - Φαίνεται καλός. -Έ λ α , τώρα, Μάκ. Μέ κοροϊδεύεις; -'Εντά ξει, θά είμαι πιο ειλικρινής. "Αν έχη έστω καί τή μισή Ικανότητα άπό αύτή πού τού άποδίδουν... -Α ύ τ ό άκριβώς μέ άπασχολεΐ, τόν διέκοψε ή Λώρελ. Τήν έχει; - Πώς μπορώ νά ξέρω; - Είναι παράξενο, άλλά κάθε φορά πού έτυχε νά περάσω άπό τό σπίτι του ή νά τού τηλεφωνήσω, ήταν πάντα έκεϊ, ολομόνα­ χος, καί καθόταν καπνίζοντας μέ τά μάτια καρφωμένα στόν ούρανό. - Είναι κι αύτός ένας τρόπος ζωής, Λώρελ, παρατήρησε ό νέος. Ό λ ο ι οί σπουδαίοι ντέτεκτιθς έτσι δουλεύουν συνήθως. Τά έχουν όλα στό μυαλό τους. -Ίσ ω ς , άλλά έγώ θά ήθελα νά τόν δώ νά κάνη κάτι, νά είναι λίγο πιό δραστήριος, είπε ή Λώρελ και σηκώθηκε όρθια. Ξέ­ ρεις κάτι, Μάκ; πρόσθεσε. Δέν άντέχω πιά αύτή τήν άπραξία. Τί θά ’λεγες άν οί δυό μας άναλαμθάναμε νά διερευνήσουμε μο­ νάχοι μας τούτη τήν ύπόθεση; - Τ ί άκριβώς θά ήθελες νά κάνουμε; -Α ύ τ ό πού θά 'πρεπε νά κάνη έκεΐνος. -Ν ά γίνουμε δηλαδή ντέτεκτιθς; άπόρησε ό Κρόου. - Δ έ ν μ’ ένδιαφέρει τί θά γίνουμε. Αύτό πού θέλω είναι νά προσπαθήσουμε νά άνακαλύψουμε μονάχοι μας τά στοιχεία πού μάς χρειάζονται ή έστω μιά κάποια ένδειξη πού θά μπο­ ρούσε κάπου νά μάς πάη. - ’Εντάξει, συμφώνησε ό νέος. -Κ ο ίτα μόνο μή · Όϋ κάνης καμιά φάρσα, είπε ή Λώρελ καρ­ φώνοντας τά μάτια της έπίμονα στά δικά του. - Γιατί νά τό κάνω αύτό; - Πρόκειται γιά σοβαρή ύπόθεση, Μάκ. Δέν είναι παιχνίδι. ”Αν θέλης νά συνεργαστούμε, θά πρέπει ν' άφήσης τις άνοησίες

72

σου, σχετικά μέ τήν συντέλεια τού κόσμου καί νά σοθαρευτής. ’Αλλιώς, θά ξεκινήσω μόνη μου. -Π ό τ ε άρχίζουμε; ρώτησε ό Κρόου άγνοώντας τήν παρατή­ ρησή της. - Θά έπρεπε νά έχουμε άρχίσει άπό καιρό, μέ έκεινο τό ψόφιο σκυλί. Ά π ό πού ήρθε, σέ ποιόν άνήκε, πώς ψόφησε και τά λοιπά. Τώρα, είναι κάπως άργά... Έπειτα πρέπει νά έρευνήσουμε τό θέμα τού άρσενικού. Αύτό είναι πιό πρόσφατο καί έχουμε άρκετά στοιχεία. Κάποιος μπήκε στήν κουζίνα και έριξε τό δηλητήριο στή σαλάτα τού Ρότζερ. Δέν είναι εύκολο νά βρής άρσενικό στήν άγορά καί, άρα, θά μπορέσουμε νά πι­ άσου με άπό κάπου τόν μίτο. - Καί πώς νομίζεις ότι θά μπορέσουμε νά τόν πιάσουμε; -Έ χ ω άρκετές ιδέες, άλλά ϋπάρχει κάτι πού θά πρέπει νά προταχθή. ’Εκείνος πού έριξε τό δηλητήριο στήν σαλάτα τό έκανε μέσα στό σπίτι καί, άρα, θά πρέπει νά ξεκινήσουμε άπό τό σπίτι. -Τ ό τ ε πάμε άμέσως έκει, είπε ό Μάκ Γκόουαν καί φόρεσε ένα θαθυγάλαζο πουλόθερ. -Τώ ρ α ; άπόρησε ή Λώρελ. - Δέν υπάρχει τίποτα καλύτερο άπό τό τώρα, άπάντησε ό νέος. * Ή κυρία Ούίλλιαμς μπήκε στό λίθινγκ-ρούμ καί στάθηκε πάνω άπό μιά πολυθρόνα. - Κύριε Κουήν, ρώτησε. Είστε έδώ; - Ναι. - Τότε γιατί δέν άνάψατε τό φώς; ’Έψαξε στά σκοτεινά νά θρή τόν διακόπτη καί, όταν τό φώς έλουσε τό δωμάτιο, είδε τόν Έ λλε ρ υ ξαπλωμένο στήν πολυ­ θρόνα μέ τά μάτια του καρφωμένα έξω άπό τό παράθυρο. - Τ ό δείπνο σας θά κρυώση, είπε ή κυρία Ούίλλιαμς. -'Αφ ήστε το στό τραπέζι τής κουζίνας. Ά ν τελειώσατε τις δουλειές σας, μπορείτε νά φύγετε, είπε ό Έ λλερ υ . -Ξ έ ρ ε τ ε κάτι, κύριε Κουήν; Σάς περιμένουν έξω ή μις Χίλ κι ό γυμνός νεαρός. Μόνο πού άπόψε ή αφεντιά του άποφάσισε νά ντυθή. - Καί δέν τό λέτε τόση ώρα! φώναξε ό ’Έλλερυ καί πετάχτηκε

73

άπό τήν πολυθρόνα του. Έ τρ ε ξ ε στήν πόρτα, τήν άνοιξε καί έμπασε στό λίθινγκ-ρούμ τήν Λώρελ καί τόν Μάκ. ΟΙ δυό νέοι μπήκαν στό δωμάτιο χαμογελαστοί και ό Έ λλε ρ υ πρόσεξε άμέσως πώς ό Μάκ είχε φορέσει άκόμα καί γραβάτα. - Καλώς σάς βρήκαμε! είπε ό Μάκ. ’Ελπίζω νά μήν διαταράσσουμε κανένα κοσμοϊστορικό γεγονός άπό αύτά πού στριμώ­ χνονται στό μυαλό σας. - Απ’ 6,τι άντιλαμθάνομαι, πρόσθεσε ή Λώρελ ένοχλημένη, ό κύριος ντέτεκτιθ στόν όποιο αναθέσαμε τήν υπόθεσή μας δέν τό έχει κουνήσει άπό τό σπίτι του έδώ και εξήντα ώρες. Ό μω ς, έμεϊς, κύριε Έ λ λ ε ρ υ , έχουμε πολύ ένδιαφέροντα νέα γιά σάς. - Νέα; Γιά μένα; - Ναί, άνακαλύψαμε κάτι ένδιαφέρον. -Τ ώ ρ α καταλαβαίνω γιατί ό Μάκ ντύθηκε, είπε ό Έλλερυ. Καθήστε λοιπόν και πέστε μου περί τίνος πρόκειται. Φαίνεται πώς οί δυό σας άποφασίσατε νά παραστήσετε τούς ντέτεκτιθς. - Ό λ η αύτή ή μηχανή ιδιωτικών ντέτεκτιθς είναι άπάτη, είπε ό νεαρός γίγας μέ άπόλυτη σιγουριά καί σοβαρότητα. Πέστου τα όλα, Λώρελ. -'Αποφασίσαμε νά ένεργήσουμε μόνοι μας, είπε ή κοπέλα. -Α ύ τ ό , γιά μένα, είναι μιά παρατήρηση κάποιου άνικανοποίητου πελάτη, μουρμούρισε ό Έ λλε ρ υ . - Αύτό άκριθώς είναι, παραδέχτηκε ή Λώρελ καί άναψε τσι­ γάρο. Καλύτερα νά μιλήσουμε ξεκάθαρα, ’Έλλερυ. Σοϋ άναθέσαμε νά θρής έναν δολοφόνο. Δέν περίμενα, βέβαια, ότι θά τόν έβρισκες μέσα σέ είκοσι τέσσερις ώρες, άλλά περίμενα ότι θά έκανες κάτι, ότι θά έδειχνες κάποιο ένδιαφέρον, μιά κάποια δραστηριότητα. Κι έσύ τί κάνεις; Κάθεσαι έδώ καί κρατάς τόν ουρανό, καπνίζοντας. - Δ έ ν είναι καί τόσο κακό αύτό τό σύστημα, Λώρελ, είπε ό ’Έλλερυ άνάθοντας τήν πίπα του. Έ τ σ ι έργάζομαι, χρόνια τώρα. - Έ , λοιπόν, έγώ δέν τό έγκρίνω. - Μέ άπολύεις; - Δέν είπα κάτι τέτοιο. -Ν ο μ ίζω πώς ή Λώρελ προσπαθεί νά σάς ξυπνήση, κύριε Κουήν, είπε ό Μάκ Γκόουαν. Νά σάς κουνήση... Δ έν πιστεύει πώς ή σκέψη μπορεί νά ύποκαταστήση τήν δράση.

74

- Τ ό καθετί πρέπει νά γίνεται στήν ώρα του, είπε ό Έ λλε ρ υ καλοκάγαθα. Χρειάζεται και ή σκέψη παράλληλα μέ τήν δράση. Καί μή νομίζετε, έδώ πού κάθομαι, δέν έχω μιά καθολική έποπτεία τού τί συμθαίνει... Γιά νά δούμε, λοιπόν, άν μπορώ νά μαντέψω σωστά... Έ κλεισ ε τά μάτια και συνέχισε: -'Υποπτεύομαι πώς αύτό πού σάς άπασχόλησε ήταν τδ νά θρήτε ποιος προμήθευσε τό άρσενικό μέ τδ όποιο δηλητηρι­ άστηκε τό φαγητό τού Πράιαμ. "Εχω δίκιο; - Σωστά, είπε ό νέος. - Πώς τό κατάλαβες; άπόρησε ή Λώρελ. - Δέν είπαμε ότι δέν πρέπει νά υποτιμάτε τήν σκέψη; χαμο­ γέλασε ό Έλλερυ. "Ας δούμε, τώρα, τί άνακαλύψατε. Κοιτάω έδώ στό νοητικό μαγικό γυαλί μου καί τί βλέπω... Βλέπω έσένα, Λώρελ, καί τόν Μάκ... νά ψάχνετε στό κελάρι τής βίλας τού Πράιαμ καί νά βρίσκετε... Γιά νά δούμε τί βρίσκετε... "Α, ναί, ένα κουτί μέ ποντικοφάρμακο... Ναι, ποντικοφάρμακο. Καί άνακαλύπτετε έπίσης πώς αύτό τό συγκεκριμένο ποντικο­ φάρμακο περιέχει άρσενικό... Δηλαδή, τό δηλητήριο πού βρέ­ θηκε στήν σαλάτα τού Πράιαμ. Πώς τά καταφέρνω ώς τώρα; - Μά πώς στήν εύχή..., άρχισε νά λέη ή Λώρελ, άλλά ό Έ λ ­ λερυ τήν σταμάτησε μ’ ένα νόημα. Πήγε στό γραφείο του, κοντά στό παράθυρο, άνοιξε ένα συρτάρι καί έβγαλε άπό μέσα μιά καρτέλα. Καί άνακαλύψατε, συνέχισε, πώς αύτό τό συγκε­ κριμένο ποντικοφάρμακο λέγεται «ντέθ-ρά τς» καί πώς άγοράστηκε στις 13 Μαρτίου, στό φαρμακείο Κέπλερ στήν Νόρθ Χάιλαντ 1723. Ή Λώρελ κοίταξε τόν Μάκ Γκόουαν πού χαμογελούσε κι ύστερα γύρισε ξανά τό βλέμμα της στον "Ελλερυ. -Πρ οφ ανώ ς, συνέχισε έκεϊνος, ρωτήσατε ή τόν ίδιο τόν κύ­ ριο Κέπλερ ή τόν βοηθό του τόν κύριο Κάντυ - σ’ αύτό τό σημείο τό μαγικό γυαλί μου είναι κάπως θολό - άλλά πάντως λέει ότι μάθατε πώς αύτό τό «ντέθ-ρά τς» τό άγόρασε ένας ψη­ λός, κομψός κύριος καί, ίσως, άπό τις φωτογραφίες πού είχατε μαζί σας καί πού δείξατε στόν φαρμακοποιό ή στόν βοηθό του, τόν έντοπίσατε... ΤΗταν ό "Αλφρεντ Ούάλλας. Σωστά, ώς έδώ, Λώρελ; - Πώς τά ξέρεις όλα αύτά; ρώτησε έκείνη νευριασμένη. -'Υπ ά ρ χουν μερικοί άνθρωποι, μικρή μου, άποκρίθηκε ό Έ λ -

75

λερυ πού μπορούν νά κάνουν όρισμένα πράγματα πιό γρήγορα καί πιό σωστά κι άπό σένα, κι άπό μένα,κι άπό τούτον έδώ τόν πρωτόγονο νεαρό. Ό ύπαστυνόμος Κήτς είχε στην διάθεσή του όλες αύτές τις πληροφορίες μέσα σέ λίγες ώρες καί μού τις διεθίθασε. Γιατί λοιπόν νά τσουρουφλίζωμαι στό λιοπύρι τής Καλιφόρνιας, ένώ μπορώ νά κάθωμαι έδώ άνετα καί νά σκέφτωμαι; Σέ συγχαίρω, πάντως, γιά τήν πρωτοβουλία σου, Λώρελ. Ή Λώρελ έπεσε άπογοητευμένη σέ μιά πολυθρόνα. - Μέ συγχωρεϊς, Έ λλε ρ υ , είπε. Σίγουρα θά μέ θεωρής άνόΠτη. - ’Ανόητη όχι, άλλα λίγο άνυπόμονη. =έρεις κάτι, Λώρελ; Ή δουλειά μου είναι υπόθεση ποδιών, μυαλού καί υπομονής. Πρέπει νά μάθης νά κάθεσαι, όταν τό μυαλό ή τά πόδια τών άλλων δουλεύουν γιά σένα. Τί άλλο άνακαλύψατε; -Τ ίπ ο τα , άποκρίθηκε ή Λώρελ. - Κ ι έγώ πού νόμιζα ότι είχαμε άνακαλύψει κάτι σπουδαίο, είπε ό Μάκ Γκόουαν. Πάντως, θά πρέπει νά έχη κάποια Ιδιαί­ τερη σημασία, κύριε Κουήν, τό ότι ό Άλφ ρεντ άγόρασε τό δη­ λητήριο πού παραλίγο νά στείλη στόν άγύριστο τόν Ρότζερ. -"Αν κατέληξες σ’ αύτό τό συμπέρασμα, είπε ό Έ λλε ρ υ σο­ βαρά, φοβάμαι ότι θάάπογοητευθής, γιατί ό Κήτς, στό μεταξύ, άνακάλυψε κάτι άλλο. - Τ ί πράγμα; - Ή μητέρα σου, Μάκ, νόμισε πώς άκουσε ποντίκια στό κε­ λάρι κι αύτή είναι πού είπε στόν Ούάλλας νά άγοράση τό πον­ τικοφάρμακο. Ό νέος τόν κοίταζε άφωνος κι ή Λώρελ χαμήλωσε τά μάτια. - Μήν άνησυχής, Μάκ, συνέχισε ό Έ λλε ρ υ , δέν πρόκειται νά προχωρήσουμε περισσότερο σ’ αύτό τόν δρόμο, έστω κι άν άποδείχτηκε πώς στό κελάρι δέν ύπήρξαν ποτέ ποντίκια,μιά καί δέν βρήκαμε ούτε τρύπες ούτε άκαθαρσίες ούτε φωλιές. Τό γεγονός, λοιπόν, παραμένει πώς δέν ύπάρχει άμεση άπόδειξη ότι τό άρσενικό πού βρέθηκε στήν σαλάτα τού Πράιαμ προήρχετο άπό τό ποντικοφάρμακο πού βρήκαμε στό κελάρι. Καί δέν ύπάρχει καμιά άπόδειξη ότι ή μητέρα σου ή ό Ούάλλας έκαναν κάτι περισσότερο άπό τό νά άπαλλαγούν άπό τά ποντίκια πού πίστεψαν ότι βρίσκονταν έκεϊ. - Τ ά βλέπεις; είπε ό νεαρός στήν Λώρελ φανερά άνακουφι-

76

σμένος. Ό λ α είναι έντάξει καί καλύτερα νά μήν τά σκαλίζουμε. -Σύμ φ ω νοι, είπε ή Λώρελ κοιτάζοντας, πάντα, τά χέρια της. Ό Έ λλε ρ υ , όμως, είχε διαφορετική γνώμη. -Ό χ ι, δέν συμφωνώ, είπε. Δέν βλάπτει καθόλου τό νά άνακατευθήτε κι έσεϊς σ’ αύτή τήν ύπόθεση. "Αλλωστε, εϊσαστε οι άμεσα ένδιαφερόμενοι. -"Αν νομίζετε πώς θ’ άρχίσω νά κατασκοπεύω τή μητέρα μου..., είπε ό Κρόου θυμωμένος. -Σ ά ν νά μοϋ φαίνεται πώς γυρίζουμε και ξαναγυρίζουμε σ' έναν φαύλο κύκλο, παρατήρησε ό Έ λλε ρ υ . Μήπως φοβάσαι ότι ή μητέρα σου προσπάθησε νά δηλητηριάση τόν πατριό σου, Μάκ; -Έ γ ώ φταίω, είπε ή Λώρελ. Συγχώρα με, Μάκ. Μπορείς νά παραιτηθής, άν θέλης. -Ό χ ι , δέν θά παραιτηθώ, είπε έντονα ό νέος. Έ χ ω τήν έντύπωση πώς τόσο έσύ όσο καί ό κύριος Κουήν διαστρέφετε κάθε μου λέξη! - Θά είχες καμιά τύψη άν ό ένοχος ήταν ό Ούάλλας; τόν ρώ­ τησε ό Έλλερυ χαμογελώντας. -Ό χ ι. Αύτός δέν έχει καμιά σημασία γιά μένα. Δ έν είναι όμως τό ’ίδιο μέ τήν Ντήλια. Τής έχω άδυναμία, κι έδώ πού τά λέμε, νομίζω πώς τής έχετε κι έσεϊς, κύριε Κουήν, πρόσθεσε ό Κρόου κοιτάζοντας τόν Έλλερυ πονηρά. -Έ χ ε ις δίκιο, παραδέχτηκε έκεϊνος καί θυμήθηκε πώς, όταν ό Κήτς τού άνέφερε έκείνη τήν πληροφορία σχετικά μέ τήν Ντήλια, τόν Ούάλλας καί τό ποντικοφάρμακο, κάτι άναστατώθηκε μέσα του. "Ας μείνουμε, όμως, πρός τό παρόν στό θέμα τού Ούάλλας, πρόσθεσε. Τί ξέρεις γ ι’ αύτόν, Μάκ; - Τίποτα. - Πόσον καιρό βρίσκεται κοντά στόν πατριό σου; -Π ε ρ ίπ ο υ ένα χρόνο. ’Έ χουν περάσει καμιά ντουζίνα άπό δαύτους. Ό Ρότζερ τούς άλλάζει πολύ συχνά. Ό Ούάλλας έτυχε νά είναι ό τελευταίος. -Θ ά ήθελα νά τόν παρακολουθής. Κι όσο γιά σένα, Λώρελ... -Θ ά παρακολουθής τήν Ντήλια, πρόλαβε νά πή ό νεαρός σαρκαστικά. -Λ ώ ρ ε λ , θά παρακολουθής τά πάντα, είπε ό Έλλερυ άδιαφορώντας γιά τήν διακοπή, καί θά μοϋ άναφέρης καθετί άσυνήθιστο πού θά τύχη νά παρατηρήσης. Μπορεί νά χρειαστή νά

77

ψάξουμε πολύ θαθιά γιά νά άνακαλύψουμε κάποτε τήν άλήθεια. - ϋ ΰ μπορούσα νά πάω πίσω στήν άρχή, μουρμούρισε ή Λώρελ, ι αί νά προσπαθήσω νά θρώ σέ ποιόν άνήκε ό σκύλος. -'Ώ σ τε δέν ξέρεις άκόμα γ ι’ αύτόν; είπε ό Έ λ λ ε ρ υ και πήγε ξανά στό γραφείο. ’Ά νοιξε τό συρτάρι κι έβγαλε μιά δεύτερη καρτέλα. -Ξ έ ρ ε ις καί γιά τόν σκύλο; άπόρησε ή Λώρελ. - Ναί. Ά νή κ ε σέ κάποιον Χέντερσον πού μένει στή Λεωφόρο Κλάινμπουρν, στήν περιοχή τής λίμνης Τολούκα. Είναι νάνος και κερδίζει τή ζωή του σάν κομπάρσος στις ταινίες. Ό σκύλος λεγόταν Φράνκ και χάθηκε τήν Ημέρα τών Πεσόντων. Ό Χέν­ τερσον άνέφερε αύτή τήν έξαφάνιση στήν Εταιρεία Προστα­ σίας τών Ζώων, άλλά ή περιγραφή ήταν κάπως άσαφής και δυσ­ τυχώς ό καημένος, ό Φράνκ, δέν είχε άριθμό μητρώου, γιατί φαίνεται πώς ό Χέντερσον μισούσε τή γραφειοκρατία. Ό τ α ν πή­ ραν τό πτώμα τού σκύλου άπό τό σπίτι σας, έφ’ όσον δέν είχαν τρόπο νά άναγνωρίσουν σέ ποιόν άνήκει, τόν κατάχωσαν καί μονάχα άργότερα ό Χέντερσον άναγνώρισε τό περιλαίμιό του τό όποιο καί τού έπέστρεψαν. Δέν έννοεϊ, φυσικά, νά τό άποχωρισθή γιά συναισθηματικούς λόγους, άλλά ό Κήτς τό εξέ­ τασε καί πιστεύει ότι δέν μπορεί νά μάς θοηθήση σέ τίποτα. Δέν έχει, άλλωστε, κανένα σημάδι πού νά δείχνη ότι έπάνω του ήταν στερεωμένο ένα μικρό άσημένιο κουτί. Στήν άπόδειξη πού ύπέγραψε ό Χέντερσον, όταν παρέλαθε τό περιλαίμιο άπό τήν Εταιρεία Προστασίας Ζώων, άναφέρεται τό άσημένιο κουτάκι, άλλά ό ίδιος λέει ότι τό πέταξε, μιά καί δέν ήταν δικό του. » Ό σ ο ν άφορά στήν αιτία τού θανάτου τού σκύλου, κάποιος άρμόδιος τής Εταιρείας θυμάται πώς είδε τό πτώμα καί πώς είχε τήν έντύπωση ότι είχαν δηλητηριάσει τό σκυλί. Ό τα ν τόν ρώ­ τησαν άν έπρόκειτο γιά δηλητηρίαση άπό άρσενικό, έκεϊνος παραδέχτηκε ότι ίσως καί νά ήταν, άλλά έφ’ όσον δέν έγινε τοξικολογική άνάλυση, ή γνώμη του είναι άχρηστη. Τό μόνο συμπέρασμα στό όποιο μπορούμε νά καταλήξουμε είναι ότι έδωσαν στό σκυλί νά φάη κάτι πού περιείχε άρσενικό, κι αύτό βέβαια, σάν ύπόθεση, είναι ένδιαφέρουσα, άλλά σάν άπόδειξη είναι άσήμαντη. Έδ ώ , λοιπόν, τελειώνει, Λώρελ, ή ιστορία τού ψόφιου σκύλου. Μπορείς, λοιπόν, νά τόν ξεχάσης. -Ε ίμ α ι, πάντως, πρόθυμη νά βοηθήσω, “Ελλερυ, όσο μπορώ,

78

είπε ή Λώρελ χαμηλόφωνα. Και σοϋ ζητάω και πάλι συγγνώμη. - Δέν ύπάρχει λόγος νά τό κάνης αύτό. Ίσω ς νά φταίω κι έγώ πού δέν σάς ένημέρωσα, έσένα και τόν Μάκ. Τήν άγκάλιασε άπό τούς ώμους χαμογελώντας καί πρόσθεσε γυρίζοντας στόν Κρόου. - Θά ήθελα νά μιλήσω Ιδιαιτέρως μέ τήν Λώρελ. Θά σέ πεί­ ραζε άν μάς άφηνες μόνους γιά λίγα λεπτά; - Σάν νά μοΰ φαίνεται ότι δέν εϊσαστε μόνο λαγωνικό, κύριε Κουήν, γκρίνιαξε ό νεαρός γίγας. Έ χ ε τ ε και αίμα λύκου μέσα σας. Καλά θά κάνετε, πάντως, νά κρατήσετε μακριά τά χέρια σας άπό τήν Λώρελ, γιατί διαφορετικά θά σάς τά κόψω... -Ά σ ε τις κουταμάρες, Μάκ, έπενέθη ή Λώρελ. -Θ έ λ ε ις νά μείνης μόνη μαζί του; τή ρώτησε έκεϊνος. - Περίμενέ με στό αύτοκίνητο. Ό Μάκ θγήκε τρέχοντος σχεδόν άπό τό δωμάτιο καί θρόντηξε πίσω του τήν πόρτα. - Τ ί θέλεις νά μοϋ πής, Έ λ λ ε ρ υ ; ρώτησε ή Λώρελ, όταν έμει­ ναν μόνοι. - Ό ύπαστυνόμος Κήτς έκανε μιά έρευνα καί στό δικό σου σπίτι. - Τί έννοεις; - Εξέτασε τήν οικονόμο, τόν σωφέρ, τόν ύπηρέτη. - Δέν μοΰ είπαν τίποτα. - Μήν ξεχνάς ότι ό Κήτς είναι άπό τούς καλύτερους άστυνομικούς καί δέν κατάλαβαν πώς τούς άνέκρινε. Φαίνεται πώς, πριν άπό μερικές έθδομάδες, έχασες ένα μικρό άσημένιο κουτάκι άπό αύτά πού βάζουν τις παστίλιες. -Σ ω σ τά , είπε μέ σταθερή φωνή, παρ’ όλο πού τό πρόσωπό της είχε χλωμιάσει. - Από τήν περιγραφή πού τού έδωσαν ή κυρία Μόνκ, ό Συ­ μεών καί ό Ίτσίρο, στούς όποιους είχες άναθέσει νά ψάξουν νά τό βρουν, τό κουτάκι αύτό ήταν ’ίδιο σέ μέγεθος καί σχήμα μ’ έκεϊνο πού, όπως μοΰ είπες, περιείχε τό προειδοποιητικό ση­ μείωμα γιά τόν πατέρα σου. Ό Κήτς θέλησε νά σέ άνακρίνη, άλλά τού είπα νά τό άφήση σέ μένα. Γιά πές μου, λοιπόν, Λώ­ ρελ, μήπως αύτό τό κουτάκι, πού βρισκόταν στό περιλαίμιο τού σκύλου καί περιείχε τό σημείωμα, ήταν δικό σου; - Δ έ ν ξέρω. - Γιατί δέν μοΰ είπες πώς είχες χάσει ένα παρόμοιο κουτάκι

79

λίγο πριν άπό τις 2 ’Ιουνίου; - Γιατί δέν ήμουν σίγουρη πώς ήταν τό ίδιο. "Αλλωστε, γιατί νά είναι τό δικό μου κουτί; Εγώ τό άγόρασα στό κατάστημα Μαίυ, άλλα νομίζω πώς υπήρχε και στό Μπρόντγουαιϋ καί σέ άλλα καταστήματα. "Ηταν γιά νά θάζη κανείς τις βιταμίνες του. Θά πρέπει νά πουλήθηκαν χιλιάδες τέτοια κουτάκια στό Λός "Αντζελες. Εγώ, πάντως, τό άγόρασα γιά νά τό χαρίσω στόν πατέρα. Έ π ρ επ ε νά παίρνη χάπια μέσα στή μέρα καί δέν μοϋ άρεσε πού τά κουβαλούσε σκόρπια στήν τσέπη του. Θά πρέπει, άσφαλώς, νά παράπεσε... - Μπορεί νά ήταν τό δικό σου τό κουτάκι; - Μπορεί. - Καί δέν βρήκες ποτέ αύτό πού έχασες; Τό ν κοίταξε άνήσυχη. - Εσύ φαντάζεσαι πώς μπορεί νά ήταν; τόν ρώτησε. - Γ ι ά τήν ώρα δέν φαντάζομαι τίποτα, Λώρελ. Προσπαθώ, άπλώς, νά βάλω τά πράγματα σέ μιά κάποια τάξη. Ό Έ λ λ ε ρ υ άνοιξε τήν πόρτα καί κοίταξε έξω. -Κ ο ίτα ξ ε , σέ παρακαλώ, νά διαβεβαίωσης τόν άθλητικό θαυ­ μαστή σου πώς δέν σού ρίχτηκα, γιατί δέν θά 'θελα νά κινδυ­ νεύσω άπό τά μυώδη χέρια του..., είπε συνοδεύοντας τήν Λώ­ ρελ στήν έξώπορτα. Τήν χαιρέτησε χαμογελαστός καί πήγε κατευθείαν στήν κου­ ζίνα. Τώρα πού οί δυό νέοι είχαν φύγει, τό χαμόγελο έσβησε μέ μιας άπό τά χείλια του. Βυθίστηκε σέ σκέψεις, τρώγοντας τό κρύο φαγητό του... * Δ έν είχε άκόμα τελειώσει, όταν άκουσε στήν πόρτα τής κου­ ζίνας ένα άπαλό χτύπημα. - ’Εμπρός, είπε. Μπήκε ή Ντήλια. Φορούσε ένα μπλέ παλτό, δεμένο στή μέση μέ μιά δερμάτινη ζώνη. -Π ε ρ ίμ ε να στόν κήπο, μέσα στό σκοτάδι, είπε. Ό τ α ν είδα τήν Λώρελ καί τόν Κρόου νά φεύγουν, έμεινα λίγο άκόμα κρυμμένη, γιατί δέν ήξερα άν ήταν έδώ ή οικονόμος σου. -Έ φ υ γ ε . - Περίφημα, είπε έκείνη καί γέλασε.

80

- Πού είναι τό άμάξι σου, Ντήλια; τή ρώτησε ό Έ λ λ ε ρ υ . - Τ ό άφησα σέ μιά πάροδο στούς πρόποδες τού λόφου. ΊΗρθα πεζή ώς έδώ. Ό μορφ η κουζίνα έχεις, Έ λλε ρ υ . - Ναί, είναι βολική. - Δ έν θά μέ καλέσης νά μπώ; - Δέν νομίζω. -Έ λ α τώρα. Περνούσα άπ’ έξω καί μπήκα γιά νά σού πώ μιά καλησπέρα καί νά μάθω πώς προχωρείς μέ τήν ύπόθεση. - Δέν ήταν καλή ή Ιδέα σου, Ντήλια. - Γιατί; - Ή πόλη είναι μικρή καί όλο αύτιά καί μάτια. Δ έν χρειάζεται πολύ, στό Χόλλυγουντ, γιά νά κακολογηθή μιά γυναίκα. -Ν α ί, σωστά, είπε κι ύστερα άπό λίγο χαμογέλασε πικρά. Έχεις δίκιο πρόσθεσε, ήταν κουτό έκ μέρους μου, άλλά καμιά φορά... Σταμάτησε καί ό "Ελλερυ τήν είδε νά άνατριχιάζη. - Καμιά φορά, τί, Ντήλια; τή ρώτησε. -Τ ίπ ο τα . Πρέπει νά πηγαίνω. Έ χ ο υ μ ε κανένα νέο; - Μόνο τό ποντικοφάρμακο. Ή Ντήλια άνασήκωσε τούς ώμους. -Ν ό μ ιζα , σ τ’ άλήθεια, ότι ύπήρχαν ποντίκια, είπε. - Φυσικά. - Καληνύχτα, Έ λλε ρ υ . -Κ α λη νύχτα , Ντήλια. Δέν προσφέρθηκε νά τή συνοδεύση ώς τό αύτοκίνητο, άλλά ούτε κι έκείνη έδειξε πώς περίμενε κάτι τέτοιο. Ό "Ελλερυ έμεινε γιά ώρα πολλή μέ τά μάτια καρφωμένα στήν πόρτα τής κουζίνας άπ’ όπου είχε φύγει κι ύστερα άνέβηκε στό λίθινγκ-ρούμ καί γέμισε ένα ποτήρι μέ ούίσκυ. * Στίς τρεις τό πρωί, ό Έλλερ υ κατάλαβε πώς ήταν μάταιο νά προσπαθή νά κοιμηθή καί σηκώθηκε άπό τό κρεβάτι. "Αναψε την πίπα του, έσβησε τό φώς κι έμεινε στό σκοτάδι κοιτάζον­ τας έξω άπό τό παράθυρο τήν φωτεινή άνταύγεια τού Χόλλυ­ γουντ. Πάντα τόν ένοχλοΰσε τό φώς, όταν έψαχνε ψηλαφητά μές στή σκοτεινιά. Καί τούτη, σ τ’ άλήθεια, ήταν μιά πολύ σκοτεινή ύπόθεση. Συλλογίστηκε ποιος μπορούσε νά είναι ό άνθρωπος πού είχε

81

γράψει τό σημείωμα. Τό περίεργο δέν ήταν ότι τούτος ό άν­ θρωπος έστελνε ψόφιους σκύλους κι έγραφε γιά άργό θάνατο. Τό περίεργο ήταν ότι είχε διατηρήσει τό μίσος του ζωντανό εί­ κοσι ολόκληρα χρόνια... Είχε πιά ξημερώσει, όταν ό Έ λ λ ε ρ υ έπεσε στό κρεβάτι. Είχε πάρει τήν άπόφαση νΰ μάθη όπωσδήποτε τί περιείχε τό κουτάκι πού είχε λάβει ό Πράιαμ... Μέσα στό όνειρό του, όμως, είδε ξανά τήν Ντήλια, λές καί ήταν μιά τίγρης τής ζούγκλας, πού έδειχνε τά άσπρα δόντια της προκλητικά, άπειλητικά...

82

7 Δυό μέρες αργότερα, έκεϊνο τό περίφημο κυριακάτικο πρω­ ινό, τά γεγονότα πήραν καί πάλι μιά άπότομη τροπή. Απ’ ο,τι μπόρεσε ό Έ λ λ ε ρ υ νά έξακριβώση έκ τών ύστερων, σύμφωνα μέ τις διηγήσεις τής Ντήλια, τού "Αλφρεντ Ούάλλας καί τού γέρο - Κόλλιερ, ή πρώτη πού ξύπνησε έκεϊνο τό πρωί ήταν ή Ντήλια, ή όποια έφυγε άμέσως γιά τήν έκκλησία. Μιά ώρα άργότερα ξύπνησε ό "Αλφρεντ Ούάλλας. Τϊς καθημερινές συν­ ήθιζε νά ξυπνάη πάντα νωρίς, άλλά τις Κυριακές, πού ό Πράιαμ ήθελε νά μένη άνενόχλητος στό δωμάτιό του γιά νά λαγοκοι­ μάται, δέν σηκωνόταν ποτέ πριν άπό τις έννέα. Ό Κόλλιερ, ό πατέρας τής Ντήλιας, ξυπνούσε πάντα μέ τήν αύγή. Έ τ σ ι, έκεϊνο τό πρωί πήρε τόν καφέ μέ τήν κόρη του καί όταν ή Ντήλια ξεκίνησε γιά τό Λός Ά ντζε λε ς , έκεϊνος βγήκε γιά νά κάνη τόν συνηθισμένο περίπατό του στό δάσος. Έπιστρέφοντας σταμάτησε κάτω άπό τήν μεγάλη καρυδιά καί προσπά­ θησε νά ξυπνήση τόν έγγονό του. Ό τ α ν τόν ακούσε νά ροχαλίζη, γύρισε στή βίλα καί πήγε κατευθείαν στή βιβλιοθήκη πού βρισκόταν στό ισόγειο, άκριβώς άπέναντι άπό τό δωμάτιο τού Ρότζερ Πράιαμ. Ή τα ν περασμένες οκτώ, καί όπως είπε ό κύ­ ριος Κόλλιερ στόν Έ λ λ ε ρ υ , άργότερα, ό γαμπρός του κοιμόταν κι ή πόρτα του ήταν κλεισμένη. Δ έν είδε φώς άπό τήν κάτω χαραμάδα της κι όλα έμοιαζαν νά είναι όπως πάντα, τά πρωινά τής Κυριακής. Έβγαλε άπό τό γραφείο τή συλλογή τών γραμ­ ματοσήμων του κι άρχισε νά τήν τακτοποιή. Λίγα λεπτά μετά τις έννέα, κατέθηκε ό Α λφ ρ ε ντ Ούάλλας. Ά π ό τήν άνοιχτή πόρτα τής βιβλιοθήκης καλημέρισε τόν γέρο Κόλλιερ καί πήγε νά πάρη τό πρωινό του χωρίς νά πλησιάση

83

καθόλου τήν πόρτα τού Πράιαμ. Τοϋ σέρβιρε τόν καφέ ή κυρία Γκουτιέρεζ και ό Ούάλλας τόν ήπιε διαβάζοντας τις κυριακάτικες εφημερίδες πού είχε άφήσει στήν πόρτα τής βίλας ό έφημεριδοπώλης. Ή υπηρέτρια καί ό σωφέρ είχαν άδεια έκείνη τήν Κυριακή και τό σπίτι ήταν άσυνήθιστα ήρεμο και σιωπηλό. Στήν κουζίνα ή κυρία Γκουτιέρεζ ετοίμαζε τό πρωινό τοϋ Ρότζερ Πράιαμ. · Λίγο πριν άπό τις δέκα, ό Αλφρεντ Ούάλλας δίπλωσε προσ­ εκτικά τις εφημερίδες καί κίνησε γιά τό δωμάτιο τοϋ Πράιαμ. Βλέποντας τή φωτισμένη χαραμάδα κάτω άπό τήν πόρτα, ό Ούάλλας τάχυνε τό βήμα του καί μπήκε στό δωμάτιο, χωρίς νά χτυπήση. Σχεδόν άμέσως, σύμφωνα μέ τήν άφήγηση τού γέρο - Κόλλιερ, άρχισε νά φωνάζη άπό τό δωμάτιο τοϋ Πράιαμ: «Κύριε Κόλλιερ! Κύριε Κόλλιερ! Ελάτε άμέσως!» Ό γέρος άφησε τά γραμματόσημά του, έτρεξε στό χώλ καί βρήκε τόν Ούάλλας στό τηλέφωνο. «Πηγαίνετε νά δήτε άν είναι καλά ό κύριος Πράιαμ», τού φώναξε, καθώς έπαιρνε έναν άριθμό κι ύστερα τόν άκουσε νά τραυλίζη πανικόβλητος στό άκουστικό κάτι γιά τήν άστυνομία καί τόν ύπαστυνόμο Κήτς. Ό Κόλλιερ μπήκε στό δωμάτιο τού Ρότζερ καί βρήκε τόν γαμπρό του ξαπλωμένο στήν άναπηρική πολυθρόνα του. Φορούσε άκόμα τις πυτζάμες του, άκουμπούσε στούς άγκώνες του καί κοίταζε γύρω του μέ μιά έκφραση φρίκης στό πρόσωπό του. Τό στόμα του ήταν άνοιχτό καί ή γενειάδα του άνεβοκατέβαινε, άλλά κανένας ήχος δέν έβγαινε άπό τά χείλια του. Ό Κόλλιερ, πού δέν μπο­ ρούσε νά καταλάθη τί ήταν αύτό πού τόν είχε τόσο τρομάξει, τόν βοήθησε νά ξαπλώση καί προσπάθησε νά τόν ήρεμήση, έκεϊνος όμως έμεινε άκίνητος μέ τά μάτια κλειστά λές καί βρι­ σκόταν σε κώμα. Έκείνη τή στιγμή γύρισε ή Ντήλια Πράιαμ άπό τήν έκκλησία. Ό Ούάλλας, πού ήταν άκόμα στό τηλέφωνο καί ό Κόλλιερ πού προσπαθούσε πάντα νά συνεφέρη τόν Πράιαμ, γύρισαν άπότομα, όταν ακόυσαν τήν πνιγμένη κραυγή της. Στεκόταν στό κατώφλι τής πόρτας καί κοίταζε μέσα στό δωμάτιο χλωμή καί σχεδόν έτοιμη νά λιποθυμήση. -Ό λ α αύτά... όλα αύτά..., τραύλιζε. - Πάρτε την άπό ’δώ, είπε ό Ούάλλας άπότομα, ένώ έκείνη φώναζε: 84

- Πεθανε... Πέθανε... Ό Κόλλιερ έτρεξε κοντά της. -Ό χ ι, όχι, κόρη μου, δέν πεθανε, τής είπε. Πήγαινε στό δω­ μάτιό σου. Θά φροντίσουμε έμεΐς τόν Ρότζερ. - Δ έ ν πεθανε; Τότε γιατί...; Πώς όλα αύτά...; -Ν τή λ ια , είπε ό γέρος καί τής χαΐδεψε τό χέρι. -Μ ή ν άγγίξης τίποτα. Τίποτα! μουρμούρισε εκείνη. - Εντάξει, κόρη μου. Εντάξει. - Δ έ ν πρέπει νά άγγίξετε τίποτα. Πρέπει νά μείνουν όλα όπως τά βρήκατε, μουρμούρισε ή Ντήλια καί παραπαίοντας πήγε στό τηλέφωνο γιά νά καλέση τόν Έλλερ υ. Φθάνοντας ό Έλλερυ βρήκε έξω άπό τή βίλα των Πράιαμ ένα περιπολικό. "Ενας νέος άστυφύλακας πού καθόταν μέσα στό αύτοκίνητο έδινε άναφορά μέ τόν άσύρματο στή διεύθυνση τής άστυνομίας. Ή τα ν φανερό πώς ό συνάδελφός του βρισκό­ ταν στό σπίτι. - Έ , πού πάς; φώναξε στόν Έλλερυ ό νεαρός άστυφύλακας καί πήδηξε έξω άπό τό αύτοκίνητο. - Είμαι φίλος τού σπιτιού, τόν πληροφόρησε ό Έ λλερ υ . Μοϋ τηλεφώνησε πριν άπό λίγο ή κυρία Πράιαμ. Τί συνέβη; - Δέν τολμώ νά τό έπαναλάθω, γιατί σίγουρα θά μέ πάρουν γιά τρελό, άποκρίθηκε. Έ χ ω δει ένα σωρό. -Ξ έ ρ ε ις άν ειδοποιήθηκε ό ύπαστυνόμος Κήτς; τόν διέκοψε ό Έλλερυ. -Ν α ί. Τό ν πέτυχαν στό σπίτι του. Θά φθάση άπό στιγμή σέ στιγμή. Ό Έ λλερ υ άνέθηκε τρέχοντος τή σκάλα καί μπαίνοντας στό χώλ έπεσε πάνω στήν Ντήλια, πού ήταν άκουμπισμένη στόν άπέναντι τοίχο, κατάχλωμη καί ντυμένη άκόμα μέ τό μαύρο ταγιέρ, τό καπέλο καί τά γάντια πού είχε φορέσει γιά τήν έκκλησία. Δίπλα της στεκόταν ό "Αλφρεντ Ούάλλας, άναμαλλιασμένος. Κρατούσε τό γαντοφορεμένο χέρι της στά δικά του καί κάτι τής ψιθύριζε. Μόλις ή Ντήλια άντίκρυσε τόν ’Έ λ ­ λερυ, κάτι μουρμούρισε χαμηλόφωνα στόν ‘Αλφρεντ, τράβηξε άπότομα τό χέρι της άπό τά δικά του, τόν άφησε σύξυλο καί έκανε δυό βήματα μπροστά. Εκείνος γύρισε ξαφνιασμένος καί τήν άκολούθησε βιαστικά λές καί φοβόταν νά μείνη μόνος. -Έ λ λ ε ρ υ , είπε ή Ντήλια. - Πώς είναι ό κύριος Πράιαμ; ρώτησε έκεϊνος.

85

- Δέν μπορεί άκόμα νά συνέλθη. “Ερχεται ό γιατρός... Ό Έ λ λ ε ρ υ , πού είχε φτάσει, στό μεταξύ, στήν πόρτα τού Πράιαμ, σταμάτησε άπότομα στό κατώφλι. Στή μέση τού δωματίου καθόταν ένας άστυφύλακας καθαλητά σέ μιά καρέκλα, ένώ άντικρύ του βρισκόταν ό Πράιαμ ξαπλω­ μένος στό κρεβάτι, άκίνητος, μέ τά μάτια καρφωμένα στό τα­ βάνι. Κι όλόγυρα, πάνω στό κορμί του, στήν κουβέρτα, στά σεντόνια, στά διάφορα ράφια τής άναπηρικής πολυθρόνας του, στά έπιπλα, στό κρεβάτι τού Ούάλλας, στά περβάζια τών παρα­ θύρων, στις γωνίες, στό τζάκι -π α ν τ ο ύ - ύπήρχαν ένα σωρό βατράχια!

Βατράχια μεγάλα καί μικρά. Εκατοντάδες βατράχια, όλων τών ειδών. Καί όλα ψόφια. Χρειάστηκε νά κάνη μεγάλη προσπάθεια ό Έ λ λ ε ρ υ γιά νά συγκρατήση τήν άναγούλα πού ένιωσε. Βατράχια! Οί άρχαϊοι Αιγύπτιοι τά χρησιμοποιούσαν γιά νά έμπνεύσουν τόν τρόμο! Πώς νά μήν πάθη ό Πράιαμ τέτοιον νευρικό κλονισμό καί πώς νά μήν κείτεται έτσι παγωμένος; Δ έν μπορούσε νά τόν κατηγορήση γ ι’ αύτό... Ό τ α ν έφτασε ό Κήτς, ό "Ελλερυ τό ν άφησε νά έρευνήση τό ύπόλοιπο σπίτι κι ό ίδιος πήγε στό λίθινγκ-ρούμ προσπαθώντας νά έξηγήση αύτό τό πρόβλημα πού τόν έξόργιζε καί ταυτό­ χρονα τό ν συγκινούσε. Δέν μπορούσε νά τό συσχετίση μέ τί­ ποτα. Ή άπόκρυφη σημασία πού ό ίδιος τού έδινε δέν ήταν προσιτή στους πολλούς. Ό Πράιαμ, όμως, θά πρέπει νά ήξερε κάτι πού οί άλλοι άγνοούσαν. Θά πρέπει νά ήξερε ποιό ήταν τό μυστήριο μέ τό όποιο συνεδέετο καί ποιά σχέση μπορούσε νά έχη μέ τά βατράχια. Ή γνώση δέν προσφέρει πάντα δύναμη ούτε καί γαλήνη, κι όσο γιά τούτη τήν ειδική περίπτωση, ήταν φανερό πώς ή γνώση προκαλούσε έναν άπερίγραπτο τρόμο έναν τρόμο ικανό νά παραλύση καί τόν πιό δυνατό άκόμα άν­ τρα. Ό Κήτς τόν βρήκε νά στέκεται σκεφτικός μέ τά μάτια μισόκλειστα. -Έ φ υ γ ε ό γιατρός, τού είπε, καί οί υπηρέτες μάζεψαν τά βα­ τράχια. Νομίζω ότι καιρός είναι νά κουβεντιάσουμε λίγο οί δυό μας. - Ναί. - Γιά σάς αύτό είναι ή τρίτη προειδοποίηση, δέν είναι έτσι;

86

- Ναι. Γιά σένα; - Γιά μένα όλα αύτά είναι μποϋρδες, είπε ξερά ό ύπαστυνόμος. - Κάνεις λάθος, είπε ήρεμα ό Έ λλε ρ υ . Ό Κήτς τό ν κοίταξε. - Δ έ ν μπορώ νά τά πιστέψω όλα αύτά, κύριε Κουήν, άκόμα κι όταν τά άντικρύζω μέ τά μάτια μου, μόρφασε. Γιά ποιο λόγο νά κάνη τόσους κόπους ό τύπος; "Ηταν φανερό πώς ό Κήτς προτιμούσε τά άπλά, ξεκάθαρα εγ­ κλήματα. Μιά σφαίρα ή μιά μαχαιριά, νά πούμε... - Πώς είναι ό Πράιαμ; ρώτησε ό Έ λ λ ε ρ υ . -Θ ά τού περάση. Τό πρόβλημα, όμως, δέν είναι αύτός άλλά ό Βολούτα, ό γιατρός. Φαίνεται πώς τόν διάκοψαν πάνω σέ κά­ ποια τρυφερή στιγμή μέ μιά ξανθούλα στό Μαλιμπού. Θεώρησε τά βατράχια σάν προσωπική προσβολή. Έ κ α νε μιά ένεση στον Πράιαμ γιά νά κοιμηθή κι έφυγε πάλι βιαστικά μέ τό άμάξι του. - Μίλησες μέ τόν Πράιαμ; -Ν α ί. 'Εκείνος όμως δέν μοϋ μίλησε. -Ο ϋ τ ε λ έ ξ η ; - Μοϋ είπε μόνον ότι, τή στιγμή πού ξύπνησε καί θέλησε νά τραβήξη τό κορδόνι μέ τό όποιο άνάβει τά φώτα, άντίκρυσε γύρω του τά βατράχια καί τρόμαξε. - Δέν προσπάθησε νά δώση μιά εξήγηση; - Φαντάζεσαι ότι ύπάρχει έξήγηση καί ότι μπορεί έκεΐνος νά τήν δώση; -Έ ν α ς παλικαράς σάν τόν Πράιαμ δέν τά κακαρώνει άντικρύζοντας γύρω άπό τό κρεβάτι καμιά έκατοστή ψόφια βατράχια. Ή άντίδρασή του δείχνει πώς ήξερε τί ύποδηλοϋν, γ ι’ αύτό καί τρόμαξε τόσο. - Κ ι έμείς, τώρα, τί κάνουμε; ρώτησε ό Κήτς. - Βρήκες τίποτα; - Τίποτα. - Ο ύτε ένα τουλάχιστον ίχνος πού νά δείχνη άπό πού μπήκε αύτός πού έφερε τά βατράχια; - Ό χ ι , κανένα. Τί ίχνος, όμως, νά θρή κανείς; 'Εσείς, κύριε Κουήν, προέρχεσθε άπό τις Δυτικές Πολιτείες*όπου όλοι εΐσαστέ καχύποπτοι. 'Εδώ, στις 'Ανατολικές Πολιτείες, έμπιστευόμαστε ό ένας τόν άλλον καί δέν κλειδώνουμε ποτέ τις πόρτες μας.

87

Ό Κήτς έμεινε γιά λίγο σκεφτικός. Ύσ τερ α ρούφηξε τόν κα­ πνό τοϋ τσιγάρου του καί πρόσθεσε: - Τό κακό μέ τόν Πράιαμ είναι ότι δέν θέλει νά μάς θοηθήση οϋτε καί νά αντιμετώπιση τά γεγονότα. Τό ν δηλητηριάζουν καί άντιδρά κουνώντας άπλώς τό κεφάλι. Τοϋ ρίχνουν ένα σωρό ψόφια βατράχια καί πάλι κουνάει τό κεφάλι. Θέλετε τήν γνώμη μου, κύριε Κουήν; Ό λ ο ι σ ’ αύτό τό σπιτικό, έξαιρουμένων φυ­ σικά τών παρόντων, είναι γιά δέσιμο. - Θ α ’θελες νά άντικρύσουμε τά γεγονότα άπό τήν πλευρά τού ένοχου; είπε ό Έ λ λ ε ρ υ . Κατ' άρχήν, ξέρουμε πώς ή πόρτα τοϋ Πράιαμ μένει ξεκλείδωτη, ώστε άν παραστή άνάγκη νά μπορέση νά μπή άμέσως ό Ούάλλας ή όποιοσδήποτε άλλος. Μπαίνει λοιπόν κάποιος μέ ένα σακούλι ή μία βαλίτσα γεμάτη ψόφια βατράχια. Ό Πράιαμ κοιμάται. Πρόσεξε: κ ο ι μ ά τ α ι , δέν είναι νεκρός. Μ όνον, όμως, ένας νεκρός δέν θά άντιλαμβανόταν πώς, μέσα στό σκοτεινό δωμάτιό του, ύπήρχε κάποιος πού σκόρπισε άνενόχλητος όλα τούτα τά βατράχια. Τί λές γι αύτό; -Λ έ ω , άποκρίθηκε ό Κήτς, πώς ξεχνάτε άτι ό Πράιαμ είχε κατεβάσει μιά μπουκάλα ούίσκυ χθές τό βράδυ καί άρα ήταν ούσιαστικά νεκρός γιά τόν κόσμο γύρω του. Ό "Ελλερυ άρχισε νά θηματίζη νευρικά μέσα στό λίβινγκρούμ. - Ας ξαναγυρίσουμε λοιπόν στά βατράχια, είπε. Πρώτα-πρώτα έχουμε ένα κουτί πού δέν ξέρουμε τί περιέχει... Αύτή είναι ή πρώτη προειδοποίηση. Ύ σ τε ρ α έχουμε τή ν τροφική δηλητηρί­ αση - είναι ή δεύτερη προειδοποίηση. Καί νά, τώρα, ή τρίτη προειδοποίηση: ένα σωρό βατράχια καί μάλιστα ψόφια. "Αν ξέ­ ραμε τουλάχιστον τί είχε τό κουτί πού άντιπροσωπεύει τήν προειδοποίηση ύπ' άριθμόν ένα... - Κ ι άν ξέραμε άτι είχε μιά ινδική καρύδα, σέ τί θά μάς βο­ ηθούσε; είπε ό Κήτς χαμογελώντας. - Ό λ α αύτό πρέπει νά έχουν κάποια σχέση, κάποιο κοινό ση­ μείο. Πρέπει νά σχηματίζουν μιά είκόνα, ένα σχέδιο... - Δηλαδή; - Δ έ ν είναι τυχαία τούτα τά βατράχια. Κάτι θά πρέπει νά ση­ μαίνουν. - Δ έ ν μπορεί νά σημαίνουν τίποτα, διαμαρτυρήθηκε ό Κήτς. ’Εμένα, άλλωστε, δέν μ’ ένδιαφέρει ή σημασία τους, άλλά τό

θβ

γεγονός ότι ό Πράιαμ τά έχει, πιά, τόσο χαμένα πού δέν λέει νά άντιδράση. - Κ ι όμως άντιδρά, παρατήρησε ό Έ λ λ ε ρ υ . Αντιδρά μέ τόν τρόπο του. Και μάλιστα μέ θάρρος, γιατί δέν θέλει νά ζητήση τήν βοήθεια κανενός. Θέλει νά διαφεντεύη ό ίδιος τή μοίρα του. Μήν λησμονής, Κήτς, ότι περνάει τή ζωή του σέ μιά άναπηρική πολυθρόνα. Κοιμάται, τώρα; - Ναι, καί τό ν προσέχει ό Ούάλλας. Είπα νά μείνη ένας άστυφύλακας, άλλά έκείνος άρνήθηκε τόσο έντονα, πού άναγκάστηκα νά υποχωρήσω. Τό μόνο πού πέτυχα ήταν νά τόν κάνω νά μού ύποσχεθή ότι στό μέλλον θά κλειδώνη τήν πόρτα του. Ό άστυνομικός έσβησε τό τσιγάρο του καί τό πέταξε στό τζάκι. - Τί ξέρουμε γιά τό παρελθόν του καί γιά τό παρελθόν τού Χίλ; ρώτησε ό Έ λλερ υ . - Δ έν μπορέσαμε νά μάθουμε τίποτα. "Εβαλα δυό άκόμη άν­ τρες νά έρευνήσουν. Ή γνώμη μου, κύριε Κουήν, είναι ότι άντιμετωπίζουμε τό όλο θέμα σάν πρωτάρηδες. Πρέπει νά κά­ νουμε τόν Πράιαμ νά μιλήση. Ασφαλώς έχει όλες τις άπαντήσεις στά έρωτήματα πού μάς άπασχολοϋν. Ξέρει ποιος είναι ό έχθρός του. Ξέρει ποιος μπορεί νά τόν μισή χρόνια τώρα. -Κ α ί φυσικά ξέρει τί περιείχε τό κουτί, μουρμούρισε ό ’Έ λ ­ λερυ. - Σωστά. Υποσχέθηκα στόν γιατρό Βολούτα νά μή τό ν ένοχλήσω σήμερα. Αύριο, όμως, θά τόν άναγκάσω νά τά ξεράση όλα... ★ Ό τ α ν ό άστυνομικος έφ υγε,ό Έ λλε ρ υ βγήκε κι αύτός στό χώλ. Ό Κρόου Μάκ Γκόουαν είχε φύγει γιά νά ένημερώση τήν Λώρελ σχετικά μέ τά βατράχια. Ή πόρτα τού Πράιαμ ήταν κλει­ στή. Ό σ ο γιά τήν Ντήλια, δέν μπόρεσε νά τήν θρή πουθενά. Είχε πει, άλλωστε, λίγο πριν φθάση ό Κήτς, ότι θά άνέθαινε στό δωμάτιό της γιά νά ξαπλώση καί νά ήρεμήση. Δ έ ν έδειχνε κα­ νένα ιδιαίτερο ένδιαφέρον γιά τήν κατάσταση τού συζύγου της, μιά καί ή ίδια δέν αίσθανόταν, όπως, είχε πει, πολύ καλά. Ό Έ λ λ ε ρ υ έτοιμάστηκε νά φ ύγη,ότα ν θυμήθηκε, ξαφνικά, τήν βιβλιοθήκη καί πήγε κατευθείαν πρός τά έκεϊ. "Ανοιξε τήν πόρτα πού ήταν άπέναντι άκριβώς άπό τήν πόρτα τού Πράιαμ.

89

Ό πατέρας τής Ντήλια καθόταν ατό γραφείο καί έξέταζε ένα γραμματόσημο μέ έναν φακό. -Π ε ρ ά σ τ ε , κύριε Κουήν, είπε ό γέρ ος,ότα ν σηκώνοντας τά μάτια άπό τήν συλλογή του άντίκρυσε στό κατώφλι τής βιβλι­ οθήκης τόν Έ λ λ ε ρ υ . Είναι όλα έντάξει; - Τ ά βατράχια, πάντως, έξαφανίσθηκαν, άποκρίθηκε ό "Ελλερυ. Ό Κόλλιερ κούνησε τό κεφάλι του. - Ό άνθρωπος είναι σκληρό ζώο, μουρμούρισε. Δ έν φτάνει πού σκοτώνουμε τούς συνανθρώπους μας, τά βάζουμε καί μέ τά δυστυχισμένα τά ζώα. -Μ ή π ω ς ξέρετε έσεϊς, κύριε Κόλλιερ, τί σημαίνουν ολα τούτα; ρώτησε ό "Ελλερυ ήρεμα. -Κ α ι βέβαια, άποκρίθηκε ό γεροντάκος. Ό λ α τούτα, κύριε Κουήν, σημαίνουν διαφθορά καί άμαρτία καί άσωτεία καί έγωισμό καί ένοχή καί βία καί μίσος καί σκληρότητα καί φόβο καί σύγχυση. Ό λ α τούτα μαζί φτιάχνουν τό ν άνθρωπο. - Εύχαριστώ, μουρμούρισε ό Έ λ λ ε ρ υ ήττημένος καί έφυγε γιά τό σπίτι του. ★ Τό άλλο πρωί, ό ύπαστυνόμος Κήτς έπιστράτευσε τόν σκλη­ ρότερο έαυτό του καί πήγε νά άντιμετωπίση τό ν Ρότζερ Πράιαμ, λές καί ή μοίρα τού Λός Ά ν τ ζε λ ε ς κρεμόταν άπό τις άπαντήσεις πού θά έπαιρνε. Φυσικά, τίποτε δέν έγινε. Ό σ ο τόν ρωτούσε, νεύριαζε όλο καί περισσότερο μέ άποτέλεσμα νά χρησιμοποιήση όρισμένες έκφράσεις τίς όποιες δέν προβλέπει ό άστυνομικός κώδιξ καί έτσι ή συνάντηση κατέληξε στό νά έξαπολύση ό Πράιαμ διάφορα άντικείμενα έναντίον του καί έναντίον τού Έ λ λ ε ρ υ , ό όποιος συνόδευε τό ν ύπαστυνόμο. Ούτε ή λογική, ούτε τά άστεια, ούτε οϊ έκκλήσεις, ούτε ό σαρκασμός, ούτε οί άπειλές, ούτε οί βλασφημίες μπόρεσαν νά κάνουν τόν Ρότζερ Πράιαμ ν' άλλάξη στάση. Καί όλη αύτή τήν ώρα, ό "Αλφρεντ Ούάλλας παρακολουθούσε τή ν συζήτηση άψ ογος,όρθιος δίπλα στήν άναπηρική πολυθρόνα τού άφεντικού του, χαμογελώντας άδιόρατα. - Καί τώρα πού πάμε; ρώτησε ό "Ελλερυ, όταν οί δυό άντρες βρέθηκαν στόν διάδρομο έξω άπό τήν κλειστή πόρτα τού Πράιαμ.

90

-Π ο ύ ; οϋρλιαξε ό άστυνομικός. Πουθενά! Είδες ότι δέν έννοεί νά μάς πή τί είχε μέσα έκεινο τό κουτ'ι οϋτε ποιός τόν κατατρέχει οϋτε γιατί τόν κατατρέχει. ’Επιμένει νά χειρίζεται τήν όλη υπόθεση μονάχος του καί νά προκαλή αύτόν πού κρύ­ βεται στό σκοτάδι νά βγή στό φώς γιά νά τό ν άντιμετωπίση σάν άντρας πρός άντρα. Πού πάμε, λοιπόν, κύριε Κουήν; - Ό λ ο καί πιό κοντά στην κατάρρευση. - Ποιά κατάρρευση; - Τ ο ύ Ρότζερ Πράιαμ. Ό λ ε ς αύτές οί φωνές καί οί άντιδράσεις τού Κήτς, μαρτυρούν, ότι φοβάται. Έ χ ε ι χάσει τό ήθικό του πολύ περισσότερο άπ’ όσο νομίζουμε. Ό λ α όσα έλεγε καί όλα όσα έκανε λίγο πρίν ήσαν άπλώς θεατρινισμοί καί, φυσικά, έγώ πιστεύω ότι ή τέταρτη προειδοποίηση θά είναι και ή τελευ ­ ταία...

91

8 Ή Λώρελ ισχυριζόταν ότι τά βατράχια είχαν μεγάλη σημασία. Ό εχθρός κάπου τή ν είχε πατήσει. Δ έν μπορεί νά είχε μαζέψει τριακόσια άπό τούτα τά ζωάκια χωρίς ν ’ άφήση κάποιο ίχνος, έλεγε. Ή δουλειά τους, τώρα, ήταν νά τό βρουν. - Τ ί ίχνος, όμως, νά άφησε; τήν ρώτησε ό Μάκ Γκόουαν, καί πού θά τό βρούμε; -Έ σ υ ,Μ ά κ , ποθ θά πήγαινες άν ήθελες μερικά βατράχια; τόν ρώτησε ή νέα. - ’Αποκλείεται νά ήθελα βατράχια, άποκρίθηκε ό Κρόου. - Δ έ ν θά πήγαινες σέ ένα άπό τά μαγαζιά πού πουλάνε βα­ τράχια; έπέμεινε ή Λώρελ. Ό νεαρός γίγας τήν κοίταξε μέ φανερό θαυμασμό. - Νά γιατί λέω ότι είσαι πιό έξυπνη άπό μένα, είπε. Ποτέ δέν θά τό σκεφτόμουνα αύτό. Πάμε, λοιπόν, σ ’ ένα βατραχοπωλεϊο... Τό κακό, όμως, ήταν ότι άνακάλυψαν πώς ύπήρχε ένα τουλά­ χιστον μαγαζί πού πουλούσε μικρά ζώα, σέ κάθε συνοικία τού Λός Ά ντζελες, καί τό Λός "Αντζελες άπαρτίζεται άπό έκατό μι­ κρές καί τριάντα έξη μεγάλες συνοικίες. - Μ ’ αύτό τόν ρυθμό δέν θά τελειώσουμε ούτε τά Χριστού­ γεννα, είπε ή Λώρελ, όταν κάθησαν στό Μπέβερλυ Χίλς νά πιούν έναν καφέ, έκεΐνο τό άπόγευμα. - Μπορείς νά τά παρατήσης, πρότεινε ό Κρόου. Έ γώ , πάν­ τως, δέν πρόκειται νά ήττηθώ άπό κάμποσο βατράχια. Θά συνεχίσω τήν έρευνα μόνος μου. - Ο ύ τ ε κι έγώ θά τήν παρατήσω, είπε ή Λώρελ. Τό μόνο πού θέλω νά προτείνω είναι νά πάψουμε νά φερόμαστε σάν έρασι-

92

τέχνες. Έ φ ’ όσον έχουμε νά καλύψουμε τόσο μεγάλο πεδίο, καλύτερα νά τό χωρίσουμε στή μέση γιά νά κερδίσουμε χρόνο. -Π ερ ίφ η μ α , συμφώνησε ό νεαρός γίγας. Καί τώρα άς φάμε κάτι. Ξέρω ένα μέρος πού φτιάχνουν θαυμάσια μπιφτέκια... ★

Τό άλλο πρωί μοίρασαν τις συνοικίες πού τούς άπέμεναν καί ξεκίνησαν, ό καθένας μόνος, άφοϋ πρώτα συμφώνησαν νά συναντηθούν στις 6.30 τό άπόγευμα στό πάρκινγκ κοντά στό Γκρώμανς Τσαϊνήζ. Ό τ α ν βρέθηκαν κατάκοποι στις έξήμισυ, συνέκριναν τίς ση­ μειώσεις τους. - Δ έ ν βρήκα τίποτα, δήλωσε ό Μάκ Γκόουαν. Έ σ ύ πώς τά πήγες; -Σ κέφ θ η κα νά πάω σ' ένα μαγαζί στήν πλατεία Έ ντσ ίν ο , άποκρίθηκε ή Λώρελ, όπου πουλάνε ζώα γιά τούς ζωολογικούς κήπους καί άνακάλυψα πώς κάποιος άπό τήν Τανζάνα είχε παραγγείλει μιά μεγάλη ποσότητα βατράχων. Πήγα άμέσως έκει καί βρήκα έναν ήθοποιό τού κινηματογράφου πού είχε άγοράσει δυό ντουζίνες βατράχια γιά τήν στέρνα του. Κι έτσι τό μόνο πού άπόκτησα ήταν ένα αύτόγραφο, τό όποιο μοΰ έδωσε χωρίς νά τού τό ζητήσω, καί μιά πρόταση νά συναντηθούμε κάπου οί δυό μας, πράγμα πού άρνήθηκα, όπως καταλαβαίνεις. - Πώς τό ν λένε; ρώτησε ό Κρόου. - Δ έν έχει σημασία. Δ έν πάμε καλύτερα ώς τό σπίτι τού Έ λ λερυ μιά καί βρισκόμαστε σέ τούτες τίς γειτονιές; πρότεινε ή Λώρελ. - Γιατί νά πάμε; - Μπορεί νά έχη κάτι νά μάς πή. Ύστερα άπό λίγο οί δυό νέοι βρίσκονταν στήν πόρτα τού Έ λ λ ε ρ υ . Ό Κρόου χτύπησε τό κουδούνι, φωνάζοντας: - “Ανοιξέ μας, κύριε Κουήν! Γιατί κλειδώθηκες; -Έ σ ύ είσαι, Μάκ; ρώτησε ό Έ λ λ ε ρ υ άπό μέσα. - Ναί, καί ή Λώρελ, άποκρίθηκε ή νέα γελώντας. - Μιά στιγμή. Ό τ α ν ό ’Έ λλερ υ ξεκλείδωσε τήν πόρτα του, έμοιαζε άναστατωμένος καί σάν άγουροξυπνημένος. -Αποκοιμήθηκα , είπε, καί ή κυρία Ούίλλιαμς βγήκε χωρίς νά μέ ξυπνήση. Περάστε μέσα. Φαίνεστε κουρασμένοι κι οί δυό

93

σας. - Δ έν λές τίποτα, μουρμούρισε ό Μάκ Γκόουαν. Έ χ ε ις κανένα άναψυκτικό; -Μ π ο ρ ώ νά χρησιμοποιήσω τό μπάνιο, Έ λ λ ε ρ υ ; είπε ή Λώ­ ρελ πηγαίνοντας πρός τή ν κρεβατοκάμαρα. -Ε ίν α ι χάλια, Λώρελ. Δ έν χρησιμοποιείς καλύτερα τήν του­ αλέτα τών ξένων; πρότεινε ό “Ελλερυ. Ό σ ο γιά σένα, Μάκ, ξέ­ ρεις φαντάζομαι πού βρίσκεται τό μπάρ... Ό τ α ν ή Λώρελ άνέβηκε ξανά στό λίθινγκ-ρούμ, έδειξε στόν Έ λλερ υ τό ν κατάλογο τών μαγαζιών πού είχαν έπισκεφθή. - Δυό μέρες τώρα παιδευόμαστε καί δέν καταφέραμε νά κά­ νουμε τίποτα, τού είπε παραπονεμένη. -Κ α λύ ψ α τε, πάντως, ένα μεγάλο πεδίο, παρατήρησε ό Έ λ ­ λερυ. -Κ α ί μάθαμε ένα - δυό πράγματα, πρόσθεσε ό Κρόου. Ε λ ά ­ χιστοι είναι έκεΐνοι πού άγοράζουν βατράχια. Πολλά άπό τά ει­ δικά αύτά καταστήματα δέν άναφέρουν κάν στόν κατάλογό τους τά βατράχια. “Εχουν βέβαια καναρίνια, παπαγάλους, τροπικά πτηνά, γάτες, σκύλους, χρυσόψαρα,μαϊμούδες, γάλους, χελώ­ νες, άκόμα καί φύκια. “Εμαθα, μάλιστα, πού μπορεί νά άγοράση κανείς έναν έλέφαντα φθηνό. Ό χ ι όμως καί βατράχια. - Πού νομίζεις πώς τή ν πατήσαμε, "Ελλερυ; ρώτησε ή Λώρελ. - Σ τ ό ό τι ξεκινήσατε βιαστικά, πριν άκόμα έντοπίσετε τό πρόβλημά σας. Ξεχάσατε ό τι έχετε νά κάνετε μέ έναν πανέξυ­ πνο άνθρωπο. Σωστά σκεφθήκατε, βέβαια, ότι άπό κάπου θά έπρεπε νά έχη προμηθευτή τά βατράχια. ’Ακολουθώντας, όμως, τή ν συνηθισμένη αύτή όδό θά άφηνε άσφαλώς ϊχνη κι αύτό ήταν κάτι πού ό φίλος μας προσπαθεί νά άποφύγη. Σκε­ φθήκατε νά άποτανθήτε στήν Υπηρεσία Θήρας καί ‘Αλιείας; Ο ί δυό νέοι τόν κοίταξαν άφωνοι. - “Αν είχατε άποτανθή σ’ αύτή τήν κρατική ύπηρεσία, συν­ έχισε ό Έ λλε ρ υ , θά είχατε μάθει πώς τό είδος τών βατράχων, πού βρήκαμε στό δωμάτιο τού Πράιαμ, ζή σέ όρισμένα έλη, έδώ τριγύρω. "Αν, λοιπόν, χρειάζεται κάποιος βατράχια καί δέν θέλει ν' άφήση ίχνη στά μαγαζιά, μπορεί νά πάη στήν γύρω έξοχή καί νά τά μαζέψη μόνος του. - Δ υ ό όλόκληρες μέρες χαμένες, άναστέναξε ό Μάκ Γκόουαν. - ’Εγώ φταίω, Μάκ, τό ν παρηγόρησε ή Λώρελ. 94

- Δ έ ν μοϋ λες. Μάκ, έπενέβη ό Έ λ λ ε ρ υ , σκεφτόμουν Μγυ πριν τό ν παππού σου. Πόσον καιρό μένει μαζί σας; - Μερικά χρόνια. Ό λ η του τή ζωή τήν πέρασε ταξιδεύοντας έδώ κι έκεϊ κι όταν κατάλαβε, πιά, πώς γέρασε, άποφάσισε νά μείνη μέ τή ν Ντήλια. Γιατί, όμως, αύτό τό ξαφνικό ένδιαφέρον γιά τόν παππού; -'Αγα πά ει πολύ τήν μητέρα σου; - Τ ή ς έχει άδυναμία. Γι' αύτό, άλλωστε, μένει στό σπίτι τού Ρότζερ. Δ έν αλλάζουμε καλύτερα κουβέντα; -'Ε σ ύ , Μάκ, τόν άγαπάς; - Τ ό ν λατρεύω, άλλά γιατί δέν λέμε τίποτε άλλο; - Μαζεύει γραμματόσημα, συνέχισε ό Έ λ λ ε ρ υ σκεφτικός, καί κάνει μακρινούς περιπάτους κυνηγώντας πεταλούδες. "Ενας άνδρας, στήν ήλικία τού κυρίου Κόλλιερ, όταν γίνεται συλλέ­ κτης, δέν σταματάει σέ ένα μόνον είδος. Τί άλλα ένδιαφέροντα έχει; Ό νέος άφησε τό ποτήρι του άπότομα πάνω στό τραπέζι. - Δ έ ν μ’ άρέσει ν ’ άκούω νά κατηγορούν τόν παππού μου, δήλωσε. Έ λα , Λώρελ, πάμε. - Γιατί αύτός ό έκνευρισμός, Μάκ; ρώτησε ό Έ λ λ ε ρ υ . - Κ ι έσεΐς γιατί μού κάνετε έρωτήσεις γιά τόν παππού μου; - Γιατί κάθομαι έδώ όλες τούτες τις μέρες καί σκέφτομαι καί μέ τήν σκέψη μου καλύπτω ένα πολύ μεγάλο πεδίο. -Δ ιά λ ε ξ ε καλύτερα άλλο πεδίο. - Ό χ ι , Μάκ. Καλύπτω όλο τό πεδίο κι αύτό είναι τό πρώτο πράγμα πού μαθαίνει κανείς στή δουλειά μας, είπε ήρεμα ό Κουήν. Ό παππούς σου ήξερε τή ν έπιστημονική όνομασία τών βατράχων κι αύτός είναι πού μού είπε ότι τούς βρίσκει κανείς στις γύρω έξοχές. Αύτό, λοιπόν, σημαίνει ότι έχει άσχοληθή μέ τό θέμα αύτό. Μήπως ξέρεις, Μάκ, άν ό παπούς σου μαζεύει καί βατράχους; Ό νεαρός είχε χλωμιάσει. - Δ έν ξέρω, άποκρίθηκε. -'Έ χ ε ι κοντά στό σπίτι μιά κλούβα γιά κουνέλια, είπε ή Λώ­ ρελ. Πάμε νά δούμε; - Ό χ ι , δέν πρόκειται νά πάμε. Θά πάω μόνος μου νά ρίξω μιά ματιά, είπε ό Κρόου καί ξέσπασε, ξαφνικά, σέ μιά κρίση θυμού. Κι άν μαζεύη βατράχια, φώναξε, τί σημασία μπορεί νά έχη αύτό; Ζούμε σέ μιά χώρα, έλεύθερη, κύριε Κουήν, καί τό είπατε

95

και μόνος σας ότι υπάρχουν ένα σωρό βατράχια στό γύρω. -Σ ω σ τά , σωστά, τό ν καθησύχασε ό Έ λ λ ε ρ υ . Έ λ α , πιές ένα άκόμα ούίσκυ. Δ έν τά ’χω μέ τόν παππού σου, τόν όποιο συμ­ παθώ Ιδιαίτερα. Γιά πές μου, Λώρελ, πρόσθεσε γυρίζοντας στή νέα κοπέλα. Τή ν πρώτη μέρα πού ήρθες έδώ, μοϋ είπες ότι ήσουνα θετή κόρη τού Ληάντερ Χίλ. - Ναι. - Καί μοϋ είπες άκόμη ότι δέν θυμόσουν τή μητέρα σου. Δ έν ξέρεις καθόλου ποιοι ήσαν οί πραγματικοί γονείς σου; -Ό χ ι. - Μέ συγχωρεϊς πού σού κάνω αύτές τις έρωτήσεις. Φοβάμαι ότι σέ στενοχωρώ. -Ε ίν α ι άπαραίτητο νά χώνετε τή μύτη σας παντού; ρώτησε θυμωμένος ό Μάκ Γκόουαν. - Δ έν μέ στενοχω ρούν καθόλου οί έρωτήσεις σου, έπενέβη ή Λώρελ γιά νά ήρεμήση τό ν νεαρό. Ή άλήθεια είναι πώς δέν ξέρω ποιοι μέ γέννησαν. Είμαι ένα άπό κείνα τά έκθετα παιδιά πού τά άφήνουν στις πόρτες. Βέβαια, ό πατέρας δέν είχε δι­ καίωμα νά μέ κρατήση, γιατί ήταν έργένης, άλλά προσέλαβε μιά γυναίκα καί αύτή μέ φρόντιζε. 'Ο λόκληρο χρόνο μέ κρά­ τησε κοντά του χωρίς νά μέ δηλώση, κι ύστερα τόν κατήγγει­ λαν γιά παράνομο παρακράτηση καί τόν έσυραν στό δικαστή­ ριο. Δ έν μπόρεσαν, πάντως, νά άνακαλύψουν τίποτα γιά μένα καί όταν δέν βρέθηκε κανένας νά μέ ζητήση, ό πατέρας κέρ­ δισε τήν δίκη καί τού έπέτρεψαν νά μέ υίοθετήση. Ό λ α αύτά, φυσικά, τά έμαθα πολύ άργότερα. Χρόνια όλόκληρα προσπά­ θησε ό 'ίδιος νά βρή τούς γονείς μου, γιατί είχε πάντα τό ν φόβο ότι μπορούσε νά έμφανισθή ξαφνικά κάποιος καί νά μέ πάρη. Δ έν άνακάλυψε, όμως, τίποτα, ούτε καί έμφανίστηκε ποτέ κα­ νένας. -Κ α τά λα β α , είπε ό Έ λ λ ε ρ υ . Σού έκανα αύτή τή ν έρώτηση, έπειδή, γιά μιά στιγμή, μοϋ πέρασε ή Ιδέα ότι όλη αύτή ή ύπόθεση, ό θάνατος τού θετού πατέρα σου κι οί άπειλές κατά τού Ρότζερ Πράιαμ μπορεί νά έχουν κάποια σχέση μέ τό δικό σου παρελθόν. Ά κόμ α καί ή έπιμονή σου νά βρής τή ν ρίζα τού κα­ κού, δέν μού φαίνεται άπόλυτα δικαιολογημένη. Θέλω νά πώ ότι μοιάζεις νά έχης μιά έσωτερική έπιθυμία, μιά δίψα γιά έκδίκηση. Ό λ α τούτα μοϋ φαίνονται κάπως παράξενα. - Δ έν μέ ξέρεις καλά, είπε ή Λώρελ.

96

- Σωστά, δέν σέ ξέρω. Α λ λ ά μιά πιθανή έξήγηση θά ήταν πώς τό πραγματικό κίνητρο σ ’ αύτή τή ν άναζήτηση δέν είναι τό νά άνακαλύψης τό ν δολοφ όνο, άλλά τδν έαυτό σου. Ίσω ς νά ύπάρχη στδ ύποσυνείδητό σου ή έλπίδα πώς άνακαλύπτοντας τόν δολοφ όνο θά λύσης ίσως και τό μυστήριο πού περιβάλλει τό ίδιο σου τό παρελθόν. - Αύτό δέν τό σκέφθηκα, είπε ή Λώρελ κουνώντας τό κεφάλι συλλογισμένη. Δ έν νομίζω πάντως πώς έχει γιά μένα Ιδιαίτερη σημασία τό νά μάθω ποιά εΐμοι καί άπό πού προέρχομαι, γιατί, ό,τι κι άν κάνω, οί πραγματικοί γονείς μου θά είναι ξένοι γιά μένα. ’Εγώ έκείνον άγάπησα σάν πατέρα, γιατί ή τ α ν πατέρας μου καί είμαι άποφασισμένη νά βρώ αύτόν πού τού προξένησε τήν καρδιακή προσβολή καί νά τό ν κάνω νά πληρώση τό έγ­ κλημά του. ★

Ό τ α ν οί δυό νέοι έφυγαν, ό Έ λ λ ε ρ υ άνοιξε τήν πόρτα τής κρεβατοκάμαράς του λέγοντας: - Εντάξει, Ντήλια. -Α ίώ ν ε ς μού φάνηκαν οί στιγμές, περιμένοντας, είπε έκείνη. - Φταίω κι έγώ λίγο. Έ γ ώ τούς κράτησα. -Ή θ ε λ ε ς νά μέ τιμωρήσης; -Ίσ ω ς . - Μ’ άρέσει τό δωμάτιό σου, είπε έκείνη χαμογελώντας. Καθόταν στό κρεβάτι του φορώντας άκόμα τό καπέλο καί τά γάντια της. - Γιατί θέλησες νά κρυφτής, Ντήλια; ρώτησε ό Έ λ λ ε ρ υ . - Γιατί δέν μ’ άρέσει νά λέω ψέματα ή νά δίνω έξηγήσεις γιά τό πού πηγαίνω καί τί κάνω. Έ ρ ιξ ε μιά ματιά γύρω της καί πρόσθεσε: -"Ενα ς άνδρας πού ζή μόνος... Δ έ ν μπορώ νά τό πιστέψω. - Γιατί ξανάρθες νά μέ δής; - Δ έ ν ξέρω. Έ νιω σ α άπλώς τήν έπιθυμία νά σέ δώ. Δ έ ν μού φαίνεσαι όμως καθόλου φιλόξενος. Δ έ ν είμαι, βέβαια, πολύ έξυπνη, άλλά υποπτεύομαι πώς δέν μέ συμπαθείς. -Ά π ό πότε έχεις αύτή τή ν έντύπωση; - Ά π ό τή ν πρώτη στιγμή πού σέ άντίκρυσα. - Θά σέ πείσω γιά τό άντίθετο, Ντήλια, όταν πάμε στό λίθινγκρούμ. 97

- Δ έ ν χρειάζεται νά μέ πείσης γιά τίποτα, είπε εκείνη καί ση­ κώθηκε άπό τό κρεβάτι. Είμαι σίγουρη ότι δέν μέ συμπαθείς, πρόσθεσε, καθώς έκεΐνος έκλεινε πίσω της τήν πόρτα τής κρε­ βατοκάμαρας. -Κ ά ν ε ις λάθος, Ντήλια, διαμαρτυρήθηκε ό Έ λ λ ε ρ υ , καί γ ι’ αύτό σοϋ λέω πώς δέν πρέπει νά έρχεσαι έδώ. Εκείνη πήγε δήθεν τυχαία ώς τό γραφείο του, πήρε μιά άπό τίς πίπες του καί άρχισε νά τή ν χαϊδεύη μέ τό άκροδάχτυλο. - Εσύ δέν νιώθεις ποτέ μοναξιά; τόν ρώτησε. Έ γ ώ έχω τήν έντύπωση πώς πεθαίνω λίγο - λίγο, κάθε μέρα, άπό τή μοναξιά. Ο ί γυναίκες μέ μισούν καί οί άνδρες... Καί οί άνδρες δέν κου­ βεντιάζουν μαζί μου, γιατί σκέπτονται μόνον πώς θά μέ άποκτήσουν... Ο ύτε καί σύ θέλεις νά κουβεντιάσης μαζί μου. Μέ βρίσκεις άραγε τόσο κουτή; Ό Έ λ λ ε ρ υ έκανε μιά μεγάλη προσπάθεια γιά νά συγκρατηθή. - Ντήλια, κάνε μου τή χάρη νά γυρίσης άμέσως στό σπίτι σου, τής είπε. - Γιατί; - ’Επειδή νιώθεις μόνη καί έπειδή έχεις έναν άνδρα παράλυτο καί άνίκανο καί έπειδή έγώ δέν είμαι παλιάνθρωπος,άλλά ούτε κι έσϋ είσαι μιά γυναίκα τού δρόμου. Γ ι’ αύτό θέλω νά φύγης, Ντήλια, γιατί,άν μείνης έδώ, πολύ φοβάμαι ό τι δέν θά σ' άφήσω νά φύγης... Τίναξε τό χέρι της καί τόν χαστούκισε τόσο ξαφνικά, πού τό κεφάλι του έγειρε πρός τά πίσω. Πισωπλάτησε, καθώς έκεΐνος έβρισκε ξανά τήν Ισορροπία του. -Σ υ γ χ ώ ρ α με, είπε μέ φωνή γεμάτη άγωνία. Συγχώρα με, ήταν άνόητο αύτό πού έκανα. Δ έν πρόκειται νά ξανάρθω. Ό "Ελλερυ τήν είδε νά 6γαίνη άπό τό σπίτι καί νά κατηφορίζη τό μονοπάτι. Κάποια στιγμή τή ν έχασε άπό τά μάτια του έτσι, όπως τήν τύλιξε ή όμίχλη. 'Εκείνη τή νύχτα ήπιε μόνος του μιά μπουκάλα ούίσκυ. Ή όμίχλη είχε πυκνώσει κι έτσι, καθώς κοίταζε έξω άπό τό παρά­ θυρο, άντίκρυζε μπροστά του μόνον τό χάος. Δ έν μπορούσε κάν νά σκεφθή. Κι όμως, στό βάθος ένιωθε περήφανος, άσφαλής καί δυνα­ τός.

98

9 Ή 29η 'Ιουνίου ήταν μιά μέρα πολύ ζεστή. Ή ζεστότερη άπ' όσες μπορούσαν νά θυμηθούν όσοι ζούσαν τά τελευταία είκοσι πέντε χρόνια στό Λός “Αντζελες. Κι όμως, ό Έ λ λ ε ρ υ περπα­ τούσε στήν Λεωφόρο τού Χ όλλυ γου ντ λές καί δέν ένιωθε τούτη τήν άφόρητη ζέστη. Περνούσε τις τελευταίες αύτές μέ­ ρες σ’ ένα όνειρο, σάν νά ζούσε σ ’ έναν άλλο πλανήτη. Ό Κήτς τόν είχε καλέσει στό γραφείο του γιά νά τού άναφέρη τά άποτελέσματα τών έρευνών του σχετικά μέ τό παρελ­ θόν τού Χίλ καί τού Πράιαμ. Βρήκε τόν άστυνομικό νά παίζη, όπως τό συνήθιζε, μ' ένα μισοσβησμένο τσιγάρο. - Αργήσατε, τού είπε. -ΊΗρθα μέ τά πόδια, άποκρίθηκε ό Έ λ λ ε ρ υ καί κάθησε. Λοι­ πόν, τί νέα έχουμε; - θά σάς ξαφνιάσω. - Γιατί; - Γιατί δέν καταφέραμε νά βρούμε κανένα άπολύτως Ιχνος. - Δ έ ν κατάφερες νά θρής τ ί π ο τ α ; άπόρησε ό Έ λ λ ε ρ υ , πού δέν μπορούσε νά τό πιστέψη. - Τίποτα πριν άπό τό 1927, τόν χρόνο πού ό Χίλ καί ό Πράιαμ έστησαν τή ν έπιχείρησή τους στό Λός “Αντζελες. Δ έν υπάρχει καμιά ένδειξη, ότι ζούσαν πριν έδώ, κι έχω κάθε λόγο νά πι­ στεύω ότι ήρθαν άπό κάποια άλλη πολιτεία. ’Αλλά άπό ποιά; Αυτό είναι άδύνατον νά τό άνακαλύψω. Ψάξαμε τούς έφοριακοϋς καταλόγους, τή ν σήμανση, τά πάντα. Φαίνεται πώς τό ποινικό μητρώο τους είναι λευκό. Τό γεγο νό ς είναι πώς έφθασαν έδώ τό 1927, άρχισαν τό έμπόριο τών κοσμημάτων, κέρδι-

4. Τό μάτι τον Σατανά

99

σαν πολλά χρήματα, πριν έπέλθη τό οικονομικό κραχ τού 1929, και κατάφεραν, μέ διάφορους έξυπνους χειρισμούς, νά βγούνε άλώβητοι. Σήμερα ή εταιρεία Χίλ έντ Πράιαμ θεωρείται μιά άπό τις μεγαλύτερες τού είδους της. Λένε ότι έχουν τό μεγαλύτερο απόθεμα πολυτίμων λίθων σ ’ όλη τήν 'Αμερική. Αύτά, όμως, δέν μάς βοηθούν σέ τίποτα, νομίζω. - Δ έ ν μπαίνει, όμως, κανείς στό χοντρεμπόριο τών κοσμημά­ των φθάνοντας άπό τόν "Αρη, άντιγύρισε ό Έ λ λ ε ρ υ . Δ έν βρή­ κατε πουθενά καμιά μνεία ότι είχαν κάποια προγενέστερη σχέση μ’ αύτή τήν δουλειά είτε κι οί δυο είτε ό ένας άπ’ αύτούς; Ίο ω ς νά ύπάρχη κάποια τέτοια ένδειξη στήν υπηρεσία διαβατηρίων. Ή Λώρελ μού είπε ότι έχουν υποκαταστήματα στό Ά μ σ τερ ντα μ καί στή Νότιο Αφρική. Αύτό σημαίνει πιστο­ ποιητικό γεννήσεω ς, μητρώο, διαβατήριο... - Σ ' αύτό βασιζόμουνα κι έγώ, τόν έκοψε ό Κήτς, άλλά Ανα­ καλύψαμε πώς τά ύποκαταστήματα δέν είναι δικά τους. "Εχουν κάνει συμφωνίες μέ όρισμένες άλλες έταιρεϊες πού είναι έγκατεστημένες έκε.Ι. Ό λ α τους τά συμφέροντα τά διαχειρίζονται έξουσιοδοτημένοι Αντιπρόσωποι. Τίποτα δέν άποδεικνύει πώς έλειψαν άπό τήν Α μ ερική, τουλάχιστον αύτά τά είκοσι τρία χρόνια. Ά νο ιξα ν τό ύποκατάστημα τής Νέας Ύ ό ρ κ η ς τό 1929 καί, γιά μερικά χρόνια, ό Πράιαμ τό διηύθυνε προσωπικά, γιατί ήθελε νά έπιλέξη τά κατάλληλα στελέχη. ‘Ύσ τερ α τό παρέδωσε στον διευθυντή, πού τό διευθύνει ώς τώρα, καί ήρθε έδώ. Κα­ τόπιν γνώρισε τήν Ντήλια Κόλλιερ - Μάκ Γκόουαν, τήν παν­ τρεύτηκε καί άμέσως μετά έμεινε παράλυτος. Ύ σ τερ α άπό αύτό, ό Χίλ άνέλαθε τό πήγαινε - έλα. - Ό Πράιαμ δέν χρειάστηκε ποτέ πιστοποιητικό γεννήσεως; -Ό χ ι. Καί στήν κατάστασή του, άλλωστε, δέν πρόκειται νά χρειαστή κάτι τέτοιο. Ποτέ δέν ψήφισε, παραδείγματος χάριν. Θά μπορούσε, βέβαια, κανείς νά άμφισβητήση τήν Αμερικανική του υπηκοότητα γιά νά τόν άναγκάση νά παρουσιάση Αποδεί­ ξεις, άλλά αύτό άπαιτεί πολύ χρόνο καί σέ τελευταία άνάλυση μάς είναι άχρηστο. Καί στον πόλεμο τί έκαναν; - Είχαν περάσει τό όριο ήλικίας, όταν κηρύχθηκε ό Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Ψάξαμε πάντως τά μητρώα, άλλά δέν βρήκαμε τά όνόματά τους. - Αρχίζεις νά μέ έκνευρίζης, ύπαστυνόμε, είπε ό Έ λ λ ε ρ υ .

100

Δ έ ν είχε κάνει άσφάλεια ζωής ό Ληάντερ Χίλ; - Ποτέ πρίν άπό τό 1927 καί στις φωτοτυπίες πού έχουν έπισυναφθή στο άσφαλιστήριο συμβόλαιο πού έκανε άργότερα δηλώνεται ως τόπος γεννήσεως τό Σικάγο. Φρόντισα νά ελέγ­ ξουν τά μητρώα της πολιτείας Ίλλινό ις , άλλά δέν ύπάρχει σ ’ αύτά κανένας Ληάντερ Χίλ. Άρα, είπε ψέματα. Ό σ ο γιά τόν Πράιαμ, αύτός δέν έκανε ποτέ άσφάλεια. Μέ άλλα λόγια, κύριε Κουήν, έχουμε κάθε λόγο νά πιστεύουμε πώς αύτοί οί δυό άπέφυγαν νά άφήσουν κάποιο ’ίχνος άπό τή ν ζωή τους, πρίν έμφανισθούν στό Λός Άντζελες. - Καί, άρα, είπε ό Έ λλερ υ , μιά καί δέν ύπάρχει κανένας Λη­ άντερ Χίλ καί κανένας Ρότζερ Πράιαμ, πρίν άπό τό 1927, αύτό σημαίνει πώς δέν είναι τά πραγματικά τους ονόματα. - Αύτή είναι καί ή δική μου γνώμη. Ό Έ λ λ ε ρ υ σηκώθηκε καί πήγε στό παράθυρο. Κοίταξε γιά μιά στιγμή τό τοπίο κι ύστερα γύρισε άπότομα. -Ύ π α σ τυ ν ό μ ε , είπε, έλέγξατε τήν παράλυση τού Ρότζερ Πράιαμ; Ό Κήτς χαμογέλασε. - Τ ό ήλεγξα κι αύτό, άποκρίθηκε, κι έχω έναν ολόκληρο φά­ κελο μέ τις υπογραφές τών έγκυρότερων γιατρών τής ’Αμερι­ κής, άλλά κι αύτοί, όπως φαίνεται, δέν μπόρεσαν νά άντλήσουν άπό τόν Πράιαμ καμιά πληροφορία σχετικά μέ τό προγενέ­ στερο ιστορικό του. - Καί γιά τόν Ούάλλας τί έμαθες; -Τ ίπ ο τ α . Ό λ α όσα κατάφερα νά βρώ άνάγονται στήν ήμερα πού άνέλαβε υπηρεσία κοντά στόν Πράιαμ, δηλαδή πρίν άπό ένα χρόνο. - Αύτό άποκλείεται! φώναξε ό "Ελλερυ. Δ έν είναι δυνατόν νά ύπάρχουν τρεις παρόμοιες περιπτώσεις. - Τ ό ξέρω καί γ ι’ αύτό τόν κάλεσα έδώ, στήν διεύθυνση τής άστυνομίας, γιά νά άπαντήση σέ ορισμένες έρωτήσεις. Δ έν φαίνεται νά ενοχλήθηκε μ’ αύτό. ’Εξάλλου είναι ή μέρα πού έχει έξοδο. - Είναι τώρα έδώ; άπό ρήσε ό Έλλερ υ. - Ναί. Κι άν θέλετε, μπορώ νά τό ν άνακρίνω μπροστά σας. - Τ ό τ ε φέρ’ τον, είπε ό Έ λ λ ε ρ υ καί παίρνοντας μιά καρέκλα κάθησε σέ μιά γωνιά τού δωματίου. Ό Ά λ φ ρ ε ντ Ούάλλας μπήκε χαμογελώντας, άψογος όπως

101

πάντα καί άτάραχος. - Εδώ ειατε, κύριε Κουήν; είπε κεφάτα. Γι' αύτό λοιπόν μέ άφησε νά περιμένω μιά όλόκληρη ώρα ό ύπαστυνόμος Κήτς. -Ν α ί, γ ι’ αύτό, συμφώνησε ό Έ λ λ ε ρ υ . -Λ υ π ά μ α ι, είπε ό Κήτς εύγενικά. Αύτό συμβαίνει, όταν κά­ νουμε άνακρίσεις γιά κάποιον φόνο. -Θ έ λ ε τ ε νά πήτε ύποτιθέμενο φόνο, κύριε ύπαστυνόμε, δι­ όρθωσε ό Ούάλλας πάντα χαμογελαστός. Ή μήπως έχετε τί­ ποτε νεότερο; - Κάτι θά μπορούσα νά έχω, παρατήρησε ό Κήτς. “Α ν άποφασίσετε εσείς, κύριε Ούάλλας, νά άπαντήσετε σέ όρισμένες έρωτήσεις. - Εγώ; άπόρησε ό Ούάλλας. Τώρα καταλαβαίνω γιατί τοποθε­ τήσατε τήν καρέκλα έτσι, ώστε νά μέ φωτίση ό ήλιος. Ό Κήτς σηκώθηκε καί, χωρίς νά πή λέξη, κατέβασε τό ρολό τού παραθύρου. - Εύχαριστώ, ύπαστυνόμε, είπε ό Ούάλλας. Τώρα είμαι στήν διάθεσή σας, πρόθυμος νά άπαντήσω στις ερωτήσεις σας, άν φυσικά μπορώ. -Φ α ντά ζομ α ι άτι ή άπάντηση στήν πρώτη μου έρώτηση θά πρέπει νά είναι πολύ εύκολη. ’Από πού κατάγεσθε; -Α υ τ ή είναι μιά έρώτηση στήν όποια δέν μπορώ νά άπαν­ τήσω. -Δ η λ α δ ή , δέν θέλετε νά άπαντήσετε. -Ό χ ι. Δ έν μπορώ. - Δ έ ν ξέρετε πού γεννηθήκατε; -Ό χ ι. -"Α ν ό κύριος Ούάλλας πρόκειται νά κρατήση αύτή τήν στάση, είπε ό "Ελλερυ άπό τή γωνιά του, καλύτερα νά σταματήση ή συζήτηση. - Μέ παρεξηγήσατε, κύριε Κουήν, είπε έκεΐνος. Δ έν τό κάνω γιά νά σάς δημιουργήσω δυσκολίες, άλλά γιατί πραγματικά δέν ξέρω πού γεννήθηκα. Είμαι μιά άπό τις σπάνιες περιπτώσεις άμνησίας πού άναφέρει ή έπιστήμη. Ό Κήτς έριξε μιά ματιά στόν "Ελλερυ καί σηκώθηκε. - Εντάξει, Ούάλλας, είπε. Τελειώσαμε. - Ό χ ι , δέν τελειώσαμε καθόλου, κύριε ύπαστυνόμε, διαμαρτυρήθηκε έκείνος. Αύτό είναι κάτι πού δέν μπορώ νά άποδείξω, άλλά μιά καί τό κουβεντιάσαμε, πρέπει νά τό άποδείξω. ’Ελπίζω

102

νά κρατάτε σημειώσεις, γιατί θέλω νά άναφερθή είδικά αύτό τό σημείο. Ό Κήτς τού έκανε νόημα νά συνέχιση. -Κ ά π ο ια μέρα, πρίν άπό ένάμιση χρόνο, συγκεκριμένα πέ­ ρυσι στις δεκαέξη ’Ιανουάριου, βρέθηκα στό Λάς Βέγκος τής Νεβάντα, στή γωνιά κάποιου δρόμου, άρχισε νά λέη ό ’’Αλφ ρεντ Ούάλλας ήρεμα. Δ έν ήξερα τό δνομά μου οΰτε άπό πού έρχόμουνα ούτε καί πώς είχα φθάσει ώς έκεϊ. Φορούσα βρώμικα ρούχα και ήμουνα κάπως ταλαιπωρημένος. Έψ αξα τις τσέπες μου, άλλά δέν βρήκα τίποτα. Οΰτε πορτοφόλι ούτε γράμματα ούτε καί κάποια ένδειξη πού θά μέ βοηθούσε νά έξακριθώσω... ποιός είμαι. Δ έν είχα πάνω μου καθόλου χρήματα. Ο ΰτε κέρ­ ματα. Πήγα σέ έναν άστυφύλακα, τού έξομολογήθηκα αύτό πού μού συνέβαινε κι έκεϊνος μέ όδήγησε στό Τμήμα. Έ κ ε ϊ, μοΰ έκαναν διάφορες έρωτήσεις κι ύστερα έφεραν έναν γιατρό γιά νά μέ έξετάση. Λεγότα ν Δρ Τζαίημς Κάμπιλ καί ή διεύθυνσή του ήταν Νόρθ Φήφθ Στρήτ 515, στό Λάς Βέγκας. Τό σημει­ ώσατε αύτό, ύπαστυνόμε; Ό Κήτς έγνεψε καταφατικά κι ό Ούάλλας συνέχισε: - Ό Δρ Κάμπιλ κατέληξε στό συμπέρασμα πώς ήμουν ένας άνθρωπος μέ κάποια μόρφωση, καλής καταγωγής, περίπου πε­ νήντα χρόνων ή καί περισσότερο. Ή προφορά μου έδειχνε πώς ίσως νά προερχόμουνα άπό τό ν Βορρά, άλλά δέν είχα κα­ νένα άλλο σημάδι στό κορμί μου καί τό μόνο πού μπόρεσε ό γιατρός νά διακριβώση ήταν πώς ίσως νά είχα κάνει μιά έγχείρηση στή μύτη, όταν ήμουνα παιδί. Οΰτε άπό τά δόντια μου δέν μπόρεσε νά άντλήση κάποια χρήσιμη ένδειξη. Μέ φωτο­ γράφισαν καί φαίνεται πώς ή άστυνομία κυκλοφόρησε τήν φω­ τογραφία μου σέ άλα τά γραφεία έξαφανισθέντων προσώπων τών 'Ηνωμένων Πολιτειών. Θά ύπάρχη άσφαλώς κάποια φωτο­ γραφία καί έδώ. - Θά τό έλέγξω, είπε ό Κήτς. Καθώς καί όλα τά άλλα πού θά μάς πήτε. -Ε ίμ α ι σίγουρος γ ι’ αύτό, ύπαστυνόμε. Πάντως, στήν άστυ­ νομία μού έδωσαν καθαρά ρούχα, μού βρήκαν μιά δουλειά σέ ένα μοτέλ γιά νά μπορώ νά τρώω καί νά κοιμάμαι κάπου. Τό μοτέλ αύτό είναι τό 711 στήν όδική άρτηρία 91, στά βόρεια τής πόλεως. Δούλεψα έκεϊ έναν περίπου μήνα βάζοντας κατά μέρος τό ν μισθό μου. Ή άστυνομία τού Λάς Βέγκας μού

103

είπε ότι κανένας δέν μέ είχε ζητήσει καί ότι κανένας μέ τήν δική μου περιγραφή δέν έφέρετο ανάμεσα σ ’ έκείνους πού εί­ χαν έξαφανισθή σ' όλη τή χώρα. Τό τε έγκατέλειψα τή δουλειά στό μοτέλ και κάνοντας ώτοστόπ έφθασα στήν Καλιφόρνια. »Τ ό ν περασμένο Απρίλιο, βρέθηκα στό Λός Αντζελες και έμεινα στό παράρτημα τής ΧΑΝ στήν Σάουθ Χόπ Στρήτ. Μέ έκπλήσσει πού δέν βρήκατε τό όνομά μου στό βιβλίο τους, έκτός κι άν δέν προσπαθήσατε νά μέ βρήτε... “Αρχισα τότε νά ψάχνω γιά δουλειά. Ανακάλυψα ότι ήξερα γραφομηχανή καί στενο­ γραφία καί ότι ήμουνα καλός στά μαθηματικά, πράγμα πού ση­ μαίνει ότι θά πρέπει νά είχα άποκτήσει κάποτε ειδικότητα στά έμπορικά, παράλληλα μέ μιά γενική μόρφωση. Ό τ α ν είδα, λο ι­ πόν, μιά άγγελία ότι ζητούσαν έναν γραμματέα - συνοδό γιά κάποιον άνάπηρο έπιχειρηματία, παρουσιάσθηκα στόν Πράιαμ καί τού διηγήθηκα τή ν ιστορία μου. Φαίνεται πώς δυσκολευόταν νά βρή κατάλληλο πρόσωπο γ ι’ αύτή τή ν θέση καί μέ προσέλαβε δοκιμαστικά γιά έναν μήνα, άφού πρώτα ήλεγξε τά όσα τού είπα. Ά π ό τότε μέ κρατάει κοντά του. - Καί πώς έτυχε νά λέγεσαι Ούάλλας, έφ’ όσον έχεις ξεχάσει έντελώς τό παρελθόν σου; ρώτησε ό Έ λ λ ε ρ υ πού τό ν είχε πα­ ρακολουθήσει σιωπηλός, όσο έκεινος μιλούσε. "Η μήπως αύτό τό θυμήθηκες; -Ό χ ι. Τό βρήκα τυχαία. - Εκτός άπό τό γιατρό πού σέ έξέτασε στό Λάς Βέγκας, δέν έτυχε νά δής κανέναν άλλον; ρώτησε ξανά ό Έ λλερ υ. Έ ν α ν ψυχίατρο, παραδείγματος χάριν; -Ό χ ι. -Έ χ ε ις άντίρρηση νά σέ έξετάση κάποιος ψυχίατρος πού θά διαλέξη ό ύπαστυνόμος Κήτς; -Κ α ί βέβαια έχω, άποκρίθηκε ό Ούάλλας. Δ έν έπιθυμώ νά μάθω ποιός είμαι. Ίσ ω ς άνακαλύψω ότι είμαι κάποιος δραπέτης κατάδικος ή ότι έχω μιά άσχημη γυναίκα καί π έ ντ’ έξη ήλίθια παιδιά. Είμαι άπόλυτα εύτυχισμένος έτσι, όπως είμαι. Βέβαια, ό Ρότζερ Πράιαμ είναι δύσκολος έργοδότης, άλλά ή θέση προσ­ φέρει καί πολλά πλεονεκτήματα. Μένω σέ βασιλικό περιβάλλον, ό μισθός μου είναι ήγεμονικός καί ή μαγείρισσα σπουδαία. ’Εξάλλου, στήν θέση αύτή έχω λύσει καί τό... πρόβλημα τού σέξ. Ή μήπως δέν θά έπρεπε νά τό άναφέρω αύτό; Μέ συγχωρείτε, κύριοι, άλλά μοϋ διέφυγε. Ελπίζω νά τό ξεχάσετε.

104

- Τ ί εννοείς, Ούάλλας; ρώτησε ό Έλλερ υ. -Έ ν α ς κύριος δέν μιλάει ποτέ γ ι’ αύτά τά πράγματα, κύριε Κουήν, άλλά έπειδή ξέρω δτι θά μέ πιέσετε, προτιμώ νά σάς τό ομολογήσω. "Εχω τήν μεγάλη εύτυχία νά μοιράζωμαι τό κρεβάτι τής γυναίκας τού άφεντικοϋ μου. Βέβαια, τό πνεύμα άνθίσταται, άλλά ή σαρξ είναι πρόθυμη και ή κυρία Πράιαμ είναι ιδιαί­ τερα γοητευτική. 'Αρκετές φορές τήν έβδομάδα περνάω τή νύ­ χτα στό δωμάτιό της κι αύτό άρχισε έδώ καί έναν χρόνο περί­ που. - Λές ψέματα, Ούάλλας καί μοϋ είναι πολύ εύκολο νά τό εξα­ κριβώσω, είπε ό Έ λλερ υ , άν καί τό ήξερε ότι ό άλλος δέν έλεγε ψέματα. Ίσω ς ή όλη ιστορία τής άμνησίας νά ήταν φτιαχτή καί νά τήν είχε εφεύρει γιά νά δημιουργήση ένα προπέτασμα καπνού γύρω άπό τό άτομό του, άλλά στό θέμα τής Ντήλια τό ήξερε ότι έλεγε τήν άλήθεια, γι' αύτό καί ένιωθε τήν έπιθυμία νά τόν στραγγαλίση μέ τά ίδια του τά χέρια. -'Ά ν σκοπεύετε νά τηλεφωνήσετε στήν κυρία Πράιαμ, τού είπε ό Κήτς, δέν πρόκειται νά μάθετε τίποτα. Σίγουρα θά άρνηθή. - Λέει ψέματα, Κήτς, έπέμεινε ό Έ λ λ ε ρ υ . - Ας παραδεχθούμε, άν τό θέλετε, κύριε Κουήν, ότι λέω ψέ­ ματα, είπε ό Ούάλλας χαμογελώντας. Μπορώ νά φύγω, κύριε ύπαστυνόμε; -Ό χ ι , Ούάλλας, άποκρίθηκε ό Κήτς. Μιά πού φθάσαμε ως έδώ, θέλω νά προχωρήσουμε καί νά μάθω τά πάντα. Είπες πώς πήρες τήν γυναίκα τού Πράιαμ έδώ καί έναν χρόνο. Ή Ντήλια Πράιαμ είναι έρωτευμένη μαζί σου; - Δ έ ν νομίζω. Ή περίπτωση τής Ντήλια θά πρέπει νά είναι όμοια μέ τήν δική μου. Μάς βολεύει αύτή ή ιστορία. -Θ ά άναφέρεσαι, άσφαλώς, σέ παλαιότερη έποχή, είπε ό Κήτς. Θά πρέπει νά έχετε σταματήσει τώρα πιά. - Γιατί νά σταματήσουμε; - Δ έ ν ντρέπεσαι, Ούάλλας; θύμωσε ό άστυνομικός. Τρώς καί πίνεις στό σπίτι ένός άνθρώπου καί κοιμάσαι μέ τή γυναίκα του, ένώ έκεινος μένει καρφωμένος στήν άναπηρική πολυ­ θρόνα του, στό κάτω πάτωμα, καί δέν είναι σέ θέση νά σέ καταχερίση; - Φαίνεται πώς δέν σάς έξήγησα καθαρά τήν κατάσταση, είπε

105

ό “Αλφ ρεντ Ούάλλας πάντα χαμογελαστός. Ό Πράιαμ ξέρει τί συμβαίνει και τώρα πού τό καλοσυλλογίζομαι, έκεινος είναι πού φρόντισε νά συμθή. - Τ ί έννοεις; - Εσείς, κύριοί μου, χαμογέλασε ό Ούάλλας, φαίνεται ότι δέν ξέρετε τί είδους άνθρωπος είναι ό Πράιαμ καί καλά θά κάνετε νά έμθαθύνετε κάπως περισσότερο στόν χαρακτήρα του μιά καί έχετε άναλάθει νά τού σώσετε τήν ζωή. Δ έ ν σάς κρύβω πώς, όταν σμίξαμε μέ τήν Ντήλια, στήν άρχή φοβόμουν τό ν Πράιαμ, άλλά έκείνη μού είπε γελώντας ότι δέν έπρεπε νά είμαι κουτός. Μέ διαθεθαίωσε, μάλιστα, ότι ό Πράιαμ τά ήξερε όλα καί ότι ευνοούσε κάτι τέτοιες καταστάσεις. Φυσικά, δέν ήταν διατε­ θειμένος νά τό όμολογήση ούτε σέ μένα ούτε καί σ’ έκείνην. Πάντως, στήν άρχή, νόμισα πώς μέ κορόιδευε, άλλά άρχισα νά τόν παρακολουθώ προσεκτικά καί, σιγά-σιγά, άνακάλυπτα όλο καί περισσότερες ένδείξεις. Παρατήρησα, μάλιστα, ότι προσ­ παθούσε νά δημιουργήση εύκαιρίες γιά νά βρίσκωμαι μόνος μέ τή γυναίκα του. Αρχισα νά συγκεντρώνω τότε πληροφορίες καί άνακάλυψα πώς ό Πράιαμ διάλεγε πάντα εύρωστους άντρες γιά συνοδούς - γραμματείς. Θυμάμαι, άκόμα, τις έρωτήσεις, πού μού έκανε, όταν παρουσιάστηκα γιά νά άναλάβω τήν δου­ λειά, καί τόν τρόπο πού μέ κοίταζε, σάν νά ήμουνα άλογο - κα­ λός μονάχα γιά έπιθήτωρ. Ό Ούάλλας σταμάτησε γιά λίγο, άναψε ένα πούρο, έγειρε πίσω στήν καρέκλα του, φύσηξε τό ν καπνό καί είπε κεφάτα: - Ή άλήθεια είναι ότι άπό λεπτότητα άπέφυγα νά ρωτήσω τήν Ντήλια σχετικά μέ τούς προηγούμενους, άλλά είμαι σίγουρος πώς όλοι τους είχαν διπλά καθήκοντα, τουλάχιστον τά τελευ­ ταία δέκα χρόνια. Ίσως αύτός ήταν ό λόγος πού άπελύοντο τόσο σύντομα, γιατί κανένας άντρας δέν είναι τόσο εύρωστος όσο φαίνεται, καί ύπάρχουν καί μερικοί δειλοί πού φοβούνται. Τό γεγονός είναι πώς ό Πράιαμ προσελάμθανε γραμματείς συνοδούς όχι μόνον γιά νά έξυπηρετούν τόν κύριο τού σπιτιού, άλλά καί τήν κυρία. - Πέταξέ τον έξω, είπε ό Έ λ λ ε ρ υ στόν Κήτς, άλλά κατάπλη­ κτος διαπίστωσε ότι έκεινος παρακολουθούσε τά λόγια τού Ούάλλας μέ μεγάλο ένδιαφέρον. - Ό Ρότζερ Πράιαμ, έλεγε τώρα ό Ούάλλας κουνώντας τό πούρο του, παρουσιάζει μιά κάπως ύπερβολικά έντονη θαναυ-

106

σότητα καί ένα Εξίσου έντονο σύμπλεγμα κατωτερότητος. Τό κλειδί γιά νά κατανοήση κανείς τόν χαρακτήρα του - καί πιστέψτε με, κύριοι, είχα πολλές εύκαιρϊες γιά νά τόν μελετήσω - είναι τό ότι νιώθει τήν όνάγκη νά έξουσιάζη τούς πάντες γύρω του. Προσπάθησε νά καταδυναστεύση άκόμα καί τόν Ληάντερ Χίλ. Παράσταινε πώς διηύθυνε τή ν έπιχείρηση άπό τό άναπηρικό του καροτσάκι. Προσπάθησε νά δυναστεύση καί τόν νεαρό Κρόου Μάκ Γκόουαν ως τήν στιγμή πού έκεινος πήρε τό πάνω χέρι, όπως λέει ή Ντήλια. Καί, φυσικά, πάντα καταδυνά­ στευε τήν γυναίκα του πού, στό κάτω-κάτω, δέν ένδιαφέρεται γιά τό ποιος τήν έξουσιάζει. Στήν άρχή τή ν έξουσίαζε σαρκικά, άλλό άπό τότε πού έμεινε παράλυτος, όπως μοΰ είπε ή Ντήλια, τήν έξουσιάζει μέ τό πρόστυχο καί βάναυσο φέρσιμό του. «Καταλαβαίνετε, συνέχισε ό Ούάλλας, τί έσήμαινε αύτή ή παράλυση γιά τόν Πράιαμ πού ήθελε πάντα νά έξουσιάζη τις γυναίκες. Σωματικό δέν ήταν, πιό άντρας, ένώ ή γυναίκα του ήταν πάντα όμορφη και ως τό σήμερα όποιος άρσενικός τήν άντικρύση άναστατώνεται. Ό Πράιαμ πού γνώριζε καλά τόν χα­ ρακτήρα της, τό ήξερε πώς ήταν θέμα χρόνου γιά νά άποκτήση τόν πρώτο της έραστή, όπότε και θά έχανε τή μάχη ολοκληρω­ τικά. Ίσω ς, μάλιστα, και νά μή τό μάθαινε, ίσως καί νά μήν ήταν σέ θέση νά έλέγξη τήν κατάσταση. Αύτή ή σκέψη τού ήταν άνυπόφορη καί γι' αύτό έδωσε μιά άλλη λύση πού ταίριαζε άπόλυτα στόν διεστραμμένο χαρακτήρα του. Κατάφερε νά έξουσιάζη τήν Ντήλια μέσω κάποιου άλλου, γι' αύτό καί διπλέ γει συνοδούς τής έμπιστοσύνης του. τούς ρίχνει υ ιό ν δρόμο τής γυναίκας του καί άφήνει τήν φύση νά μεμιμνήοη γιά ιά ύιιά λο ιπα. Ό Ούάλλας τίναξε τήν στάχτη τού πούρου του στό τασάκι πάνω στό γραφείο τού Κήτς καί συνέχισε: . - Κάποια στιγμή φαντάστηκα πώς ό Πράιαμ τά είχε άντιγράψει όλα αύτά άπό κάποιο μυθιστόρημα τού Φώκνερ ή κάποιο έπιστημονικό σύγγραμμα σχετικά μέ τήν έρωτική συμπεριφορά τών άνθρώπων, άλλά πολύ σύντομα κατάλαβα ότι δέν είχε άνοίξει βιβλίο σ' όλη του τή ζωή καί πώς τό ένστικτό του ήταν πού ύπαγόρευε τις πράξεις του. Σμίγει τόν συνοδό-γραμματέα του μέ τήν γυναίκα του καί άπό τήν στιγμή πού ξέρει ότι βρί­ σκονται στό κρεβάτι, στό έπάνω πάτωμα, έχει τήν έντύπωση πώς έλέγχει τήν κατάσταση.

107

Ό Ούάλλας σηκώθηκε χαμογελώντας. - Καί τώρα, κύριοι, πρόσθεσε άν δέν μέ χρειάζεσθε άλλο, θά μπορούσα νά άφιερώσω τό ύπόλοιπο τής έξόδου μου σέ κάτι πιό χρήσιμο. Ό Κήτς τό ν άγριοκοίταξε. - Ούάλλας, είπε, είσαι ψεύτης. Δ έν πιστεύω λέξη άπ' όλες τΙς βρωμιές πού μάς άράδειασες. Και όταν βεβαιωθώ πώς λές ψέ­ ματα, θά ξεχάσω τό έπάγγελμά μου καί θά σοΰ μαυρίσω τό μάτι κάποια νύχτα σέ κάποιο σκοτεινό δρόμο. Τ ό πρόσωπο τού Ούάλλας σκυθρώπασε, ξαφνικά, καί τό χα­ μόγελο έσβησε άπό τά χείλια του. "Απλωσε τό χέρι του στό τη ­ λέφωνο. Σήκωσε τό άκουστικό καί τό έτεινε στόν άστυνομικό. - Γιατί δέν ρωτάτε τήν Ντήλια άν λέω ψέματα ή όχι; τού είπε. -Ά δ ε ια ζ έ μου τή γωνιά, φώναξε ό Κήτς άγριεμένος. -Χ ρ ε ιά ζε σ τε , όμως, άποδείξεις, έπέμεινε έκεινος, καί άν ρω­ τήστε τή ν Ντήλια μέ κάποια διακριτικότητα,θά σάς άπαντήση, γιατί είναι στ' άλήθεια έξαιρετικά πολιτισμένη γυναίκα, κύριε ύπαστυνόμε. -Έ ξ ω άπό’δώ! Ό Ούάλλας γέλασε. Αφησε τό άκουστικό στή θέση του καί, χωρίς νά χάση τή ν ψυχραιμία του, φόρεσε τό καπέλο του καί βγήκε σφυρίζοντας κάποιον σκοπό. *

Ό Κήτς έπέμεινε νά συνοδέψη τόν Έ λ λ ε ρ υ στό σπίτι του μέ τό δικό του αύτοκίνητο. Δ έν μίλησαν καθόλου στήν διαδρομή. Ναί, σκεφτόταν ό Έ λ λ ε ρ υ , τούς είχε δει μαζί έκεινο τό πρωί πού τό ν φώναξαν έσπευσμένα καί βρέθηκε άνάμεσα στά ψό­ φια βατράχια. Ό Ούάλλας στεκόταν κοντά της, έτσι όπως στέ­ κεται ένας άντρας, όταν είναι σίγουρος ότι ή γυναίκα δίπλα του δέν θά τό ν άπωθήση. Κι έκείνη δέν τό ν είχε άπωθήσει. Στεκό­ ταν σχεδόν κολλημένος έπάνω της καί τής έσφιγγε τό χέρι καί κάτι τής ψιθύριζε στό αύτί... Θυμήθηκε άκόμη τό βράδυ πού έκείνη κρύφτηκε στήν κρεβατοκάμαρά του, όταν ήρθαν στό σπίτι του ό γιός της καί ή Λώρελ. Κι όμως, ήταν σίγουρος πώς είχε έρθει νά τού ζητήση αύτό πού ό Πράιαμ τή ν ύποχρέωνε νά παίρνη άπό τούς άλλους άντρες. Ίσω ς καί νά είχε έρθει άπό περιέργεια... Ίσως καί νά είχε θαρεθή τό ν Ούάλλας... -Φ τά σ α μ ε, κύριε Κουήν, τού είπε κάποια στιγμή ό Κήτς.

108

- Εύχαριστώ, άποκρίθηκε ό "Ελλερυ άφηρημένα. Καληνύχτα. Ό Κήτς, όμως, δέν ξεκίνησε άμέσως. - Δ έ ν είναι δικό σας τό τηλέφωνο πού χτυπάει; τό ν ρώτησε. - Ναί, και δέν καταλαβαίνω για τί δέν τό σηκώνει ή κυρία Ούίλλιαμς, άποκρίθηκε ό "Ελλερυ θυμωμένος, άλλά άμέσως γέλασε καί πρόσθεσε: Φυσικά, δέν τό σηκώνει, γιατί σήμερα τής έδωσα άδεια. Καλύτερα νά τρέξω μέσα... -Έ ρ χ ο μ α ι κι έγώ, είπε ό Κήτς καί βγήκε άπό τό αύτοκίνητο. Ίσ ω ς νά είναι γιά μένα. Ά π ό τό γραφείο μου. Τούς είπα ότι θά έρχόμουνα έδώ. Ό Ε λ λ ε ρ υ ξεκλείδωσε τή ν πόρτα καί μπήκε στό σπίτι. Ό Κήτς δρασκελοΰσε τό κατώφλι, όταν τό ν ακούσε νά λέη: « Εμ­ π ρ ό ς ;»» καί νά στυλώνεται άλαφιασμένος, λέγοντα ς: «Ναί, Ντήλια». Ό "Ελλερυ ακούσε γιά λίγο σιωπηλός κι ύστερα είπε: - Είναι μαζί μου ό Κήτς. Κρύψ' το, ώσπου νά φθάσουμε, Ν τή­ λια. Δ έν θ' άργήσουμε. Έ κ λ ε ισ ε τό τηλέφωνο καί γύρισε στόν Κήτς. - Τί είναι πάλι; ρώτησε έκεϊνος. - Λ έ ε ι ό τι βρήκε ένα δεύτερο κουτί, στό γραμματοκιβώτιο τού Πράιαμ, κοντά στην καγκελόπορτα. Θά πρέπει νά τό άφη­ σαν πριν άπό λίγη ώρα. "Εχει γραμμένο μέ τό χέρι τό όνομα τού Πράιάμ. Δ έν τού είπε άκόμα τίποτα καί ρωτάει τί πρέπει νά κάνη. "Ακόυσες τί τής άπάντησα. - Ά λ λ η μιά προειδοποίηση! είπε ό Κήτς καί έτρεξε στό αύτοκίνητό του.

109

10 Ό Κήτς σταμάτησε τό αύτοκίνητο λίγα μέτρα άπό τό γραμ­ ματοκιβώτιο τοΰ Πράιαμ κι οί δυό άντρες βγήκαν καί προχώρη­ σαν πεζή πρός τά έκει έξετάζοντας προσεκτικά τά ίχνη πού εί­ χαν άφήσει στό δρόμο οί ρόδες τών περαστικών αύτοκινήτων. Κοντά στό κουτί ξεχώριζαν εύδιάκριτα άποτυπώματα άπό γυ ­ ναικεία τακούνια. Ή πόρτα τού γραμματοκιβωτίου ήταν άνοιχτή καί τό έσωτερικό του άδειο. Ανέβηκαν τό μονοπάτι πού όδηγοϋσε στό σπίτι. Στή ν πόρτα τούς ύποδέχτηκε ή καμαριέρα. - Ή κυρία Πράιαμ σάς περιμένει έπάνω, τούς ψιθύρισε. Στό δωμάτιό της. "Εριξε μιά ματιά πάνω άπό τό ν ώμο της στήν κλειστή πόρτα τοΰ Ρότζερ Πράιαμ καί πρόσθεσε: - Είπε ν' άνεβήτε όσο μπορείτε πιό άθόρυβα γιά νά μή σάς άκούση... - ’Εντάξει, είπε ό Κήτς. Ο ί δυό άντρες περίμεναν νά έξαφανισθή ή Μάγκς πού ξεμά­ κρυνε πατώντας σ τ’ άκροδάχτυλα κι ύστερα άνέβηκαν τήν σκάλα κρατημένοι άπό τό κάγκελο. Φθάνοντας στό κεφαλόσκαλο είδαν ν ’ άνοίγη μιά πόρτα άντικρύ τους. Βιάστηκαν νά μπούν στό δωμάτιο. Ή Ντήλια Πράιαμ έκλεισε τήν πόρτα πίσω τους απαλά καί άκούμπησε έπάνω της. Φορούσε ένα αύστηρό μπλέ λινό φό­ ρεμα καί είχε τά μαλλιά της δεμένα κότσο. Τό πρόσωπό της είχε μιά παγερή χλωμάδα έτσι, όπως στεκόταν χωρίς νά τούς κοιτάη.

110

’Εκείνοι περίμεναν. Κάποια στιγμή, ή Ντήλια πήρε μιά βαθιά άνάσα καί προχώ­ ρησε στό σκαλιστό καρυδένιο μπαούλο πού βρισκόταν στά πό­ δια τού κρεβατιού της. Γονάτισε, τό άνοιξε καί έβγαλε άπό μέσα ένα άσπρο μικρό κουτί άπό φτηνό χαρτόνι, δεμένο μέ κοινό σπόγγο. Τό έδωσε στόν Κήτς. - Τ ό άνοίξατε, κυρία Πράιαμ; ρώτησε έκεϊνος. -Ό χ ι- Δ έν ξέρετε τί περιέχει; -Ό χ ι. - Πού καί πώς τό βρήκατε; - Στό γραμματοκιβώτιο πού είναι κοντά στήν καγκελόπορτα. Πήγα νά κόψω λίγα λουλούδια γιά τό τραπέζι καί πρόσεξα πώς ήταν άνοιχτό. Κοίταξα καί είδα αύτό τό κουτί. Τό πήρα,άνέβηκα έδώ, τό κλείδωσα στό μπαούλο μου καί σάς τηλεφώνησα. Τό κουτί δέν είχε καμιά τυπωμένη ένδειξη. Στόν σπόγγο ήταν δεμένη μιά απλή έτικέτα μέ τό όνομα το.ϋ Ρότζερ Πράιαμ, γραμμένο μέ μαύρο μαρκαδόρο καί καλλιγραφημένα κεφαλαία. - Ντήλια, είπε ό Έ λ λ ε ρ υ . ’Εκείνη γύρισε ξαφνιασμένη, άλλα σάν είδε τή ν έκφρασή του τράβηξε τά μάτια της. - Είδες τό κουτί πού έλαβε ό άντρας σου τό πρωί πού άφη­ σαν στό κατώφλι τού Χίλ τό ψόφιο σκυλί; Ή τ α ν όμοιο μ' αύτό; τήν ρώτησε ό Έ λλε ρ υ . -Ό χ ι. Ή τ α ν πιό μεγάλο. - Δ έν είχε καμιά τυπωμένη ένδειξη; -Ό χ ι. - Τ ά γράμματα σ' αύτήν τή ν έτικέτα μοιάζουν μ’ έκεΐνα πού είχε ή έτικέτα τού πρώτου κουτιού; - Ναί. Ά γ γ ιξ ε μέ τό χέρι της τό μπράτσο τού Έ λ λ ε ρ υ καί κοιτάζον­ τας ιό ν Κήτς είπε: Ύιισ σ τυ νόμ ε. θά ήθελα νά μιλήσω Ιδιαιτέρως μέ τό ν κύριο Κσιιήν Δέν έχω μυστικά άπό τόν Κήτς, είπε ό ’Έ λλερ υ κοιτάζοντας τό χέρι ιης ιιάνοι στό μπράτσο του. -Σ ά ς ικιμπκσλω, έ.ιιέ.μεινε έκείνη. Ό Κήκ; ιιηγι: κσΙ στάθηκε ατό άνοιχτό παράθυρο κρατώντας τό κουι!

111

-Έ λ λ ε ρ υ , φταίει αύτό πού έγινε τήν τελευταία φορά πού ήρθα σπίτι σου; ρώτησε σιγά ή Ντήλια. - Δ έ ν έγινε τίποτα, τήν τελευταία φορά πού ήρθες σπίτι μου, είπε παγερά ό Έλλερυ. -Ίσ ω ς γ ι’ άύτό..., είπε έκείνη γελώντας. - Συνέθησαν πολλά άπό τότε ώς τώρα. Τό γέλιό της έσβησε άπότομα. - Τ ί εννοείς; ρώτησε. Ό Έ λλε ρ υ άνασήκωσε τούς ώμους. - Ποιος σοϋ είπε ψέματα γιά μένα, "Ελλερυ; έπέμεινε έκείνη. - Ή πείρα μέ δίδαξε, Ντήλια, δτι όταν χαρακτηρίζουμε κάτι ώς ψέμα χωρίς νά ξέρουμε κάν τί είναι αύτό, σημαίνει ότι άποδεχόμαστε τήν άλήθεια του, είπε ξερά ό Έλλερυ. Έπιασε τό χέρι της μέ τά δυό του δάχτυλα καί τό άπομάκρυνε άπό τό μπράτσο του σάν νά ήταν κάτι σιχαμερό. Ύστερα τής γύρισε τήν πλάτη. Ό Κήτς κρατούσε, τώρα, τό κουτί κοντά στό αύτί του άπορροφημένος άπ' αύτό πού άκουγε. Κάτι μέσα θρόιζε έλαφρά. Ζύγιασε τό κουτί στην παλάμη του. -Μ ο ιά ζει νά περιέχη κάτι στέρεο, μάλλον έλαφρύ καί τυλι­ γμένο σέ τσιγαρόχαρτο, είπε κοιτάζοντας τήν Ντήλια. Δ έν έχω τό δικαίωμα νά τό άνοίξω, κυρία Πράιαμ, άλλά τίποτα δέν σάς έμποδίζει νά τό άνοίξετε έσεϊς... τώρα άμέσως. - Δ έ ν πρόκειται νά τό άγγίξω, ύπαστυνόμε, είπε έκείνη μέ φωνή πού έτρεμε. - Τ ί κάνω τώρα, ρώτησε ό Κήτς καί έδωσε τό κουτί στόν 'Έ λ ­ λερυ. Τό άφήνω σέ σάς, κύριε Κουήν. Τί θέλετε νά κάνω; -Φ ύ γ ε τ ε κι οί δυό άπό τήν κάμαρά μου! φώναξε ή Ντήλια. -Θ ά τό άνοίξω, Κήτς, είπε ό Έλλερυ άγνοώντας την, άλλά όχι έδώ. Ούτε καί τώρα άμέσως. Νομίζω ότι πρέπει νά άνοιχθή μπροστά στόν Ρότζερ Πράιαμ, παρουσία τής κυρίας Πράιαμ καί τής Λώρελ Χίλ. - Κάνετε ό,τι θέλετε χωρίς έμένα, ψιθύρισε ή Ντήλια. Φύγετε όμως άπό ’δώ. - Πρέπει νά είσαι κι έσύ παρούσα,έπέμεινε ό ’Έλλερυ. - Δέν θά μοϋ πής έσύ τί θά κάνω. -Τ ό τ ε θά πρέπει νά ζητήσω τήν βοήθεια κάποιου πού μπορεί νά σοϋ τό πή, είπε ήρεμα ό ’Έλλερυ. - Κανένας δέν μπορεί.

112

-Ο ϋ τ ε ό Ούάλλας; ρώτησε ό Έ λλε ρ υ χαμογελώντας. Οΰτε κάποιος άπό τούς άναρίθμητους προκατόχους του; Ή Ντήλια Πράιαμ σωριάστηκε στό μπαούλο άφωνη. -Έ λ α , Κήτς, είπε ό "Ελλερυ. Αρκετή ώρα χάσαμε έδώ μέσα. ★ Ή Λώρελ έφτασε ύστερα άπό δέκα λεπτά. Τό πρόσωπό της ήταν άνήσυχο. Πίσω της άκολουθοϋσε ό νεαρός Μάκ Γκόουαν. - Τί τρέχει, πάλι; ρώτησε. Κανένας δέν τού άπάντησε. Σπρωγμένος, λές, άπό κάποιο ένστικτο άγκάλιασε τή ν μη­ τέρα του άπό τούς ώμους καί τή ν φίλησε. ’Εκείνη τού χαμογέ­ λασε μέ μιά έκφραση άγωνίας στά μάτια και τού έπιασε τό χέρι. -Έ το ιμ ο ι, κύριε Κουήν; ρώτησε ό Κήτς. - Ναί, μουρμούρισε ό Έλλερυ κοιτάζοντας τόν νεαρό Μάκ Γ κόουαν. Ή Λώρελ ήξερε, σκέφτηκε, άλλά ό Κρόου λάτρευε τή μητέρα του. Περίμενε παράμερα, όσο ό Κήτς έξηγούσε στοϋς δυό νέους γιά τό κουτί. - Είναι όμοιο, είπε ή Λώρελ. Έ χ ε ι τήν ίδια έτικέτα, μ’ αύτή πού ύπήρχε στό περιλαίμιο τού ψόφιου σκύλου καί τά ίδια μαύρα γράμματα. Κοίταξε τό κουτί σκυθρωπή καί ρώτησε: - Τ ί έχει μέσα; · - Θά τό μάθουμε άμέσως, άποκρίθηκε ό Έ λλε ρ υ καί πήρε τό κουτί άπό τά χέρια τού Κήτς. Προχώρησε στήν πόρτα τού Πράιαμ καί οί άλλοι τόν άκολούθησαν. Γύρισε τό πόμολο. Ή πόρτα ήταν κλειδωμένη. Χτύπησε. - Ποιος είναι; άκούστηκε άπό μέσα ή βροντερή φωνή τού Ρότζερ Πράιαμ. -Ά π ά ντη σ έ του έσύ, Ντήλια, είπε ό "Ελλερυ. Εκείνη έγνεψε μηχανικά λέγοντας: -Ά ν ο ιξ ε τήν πόρτα, Ρότζερ. Ή φωνή της άντήχησε ήρεμη, σχεδόν καρτερική. Ακόυσαν τό άναπηρικό καροτσάκι πού πλησίαζε κι ή πόρτα άνοιξε άπότομα. - Τ ί θέλεις,Ντήλια; άρχισε νά λέη ό Πράιαμ, άλλά σταμάτησε

113

άπότομα άντικρύζοντας τούς άλλους γύρω της. Στό ράφι μπροστά του ήταν τοποθετημένο ένα κρυστάλλινο μπουκάλι μέ ούίσκυ, ένα σιφόν μέ σόδα κι ένα μισογεμάτο πο­ τήρι. Τά μάτια του ήσαν κατακόκκινα. - Τ ί τρέχει; γρύλισε κοιτάζοντας τόν Έ λ λ ε ρ υ . Νομίζω ότι σάς είπα νά μήν ξαναπατήσετε τό πόδι σας έσεϊς οί δυό στό κατώ­ φλι μου. Τά μάτια του καρφώθηκαν στό κουτί πού κρατούσε ό "Ελλερυ στό χέρι του. Τά μισόκλεισε καί κοίταξε γύρω του. Ή ματιά του πέρασε πάνω άπό τήν γυναίκα του και τόν πρόγονό του καί στάθηκε στό πρόσωπο τής Λώρελ. Στό βλέμμα του πέρασε μιά άστραπή μίσους. Ή Λώρελ έσφιξε τά χείλια. - Δ ώ σ ’ τό μου, είπε ό Πράιαμ άπλώνοντας τό χέρι στόν Έ λ ­ λερυ. - Ό χ ι , κύριε Πράιαμ, είπε ήρεμα έκείνος. - Σ τ ή ν έτικέτα γράφει τό όνομά μου. Δώσ’τό μου! -Λ υ π ά μ α ι, κύριε Πράιαμ. - Δ έ ν μπορείς νά κατακρατής κάτι πού δέν σοϋ άνήκει! - Δ έ ν έχω σκοπό νά τό κρατήσω, κύριε Πράιαμ. Θέλω μόνον νά δώ τί περιέχει. Θά είχατε τήν καλοσύνη νά οπισθοχωρήσετε στό δωμάτιο γιά νά μπούμε σάν πολιτισμένοι άνθρωποι; Ό "Ελλερυ τόν κοίταζε άτάραχος κι ό Πράιαμ άντιγύρισε ψύ­ χραιμα τό βλέμμα του. Τά χέρια του έσφιξαν τίς ρόδες τής πο­ λύ θρόγας καί τή ν έσπρωξαν πρός τά πίσω. Ό Κήτς έκλεισε τήν πόρτα απαλά. Άκούμπησε πάνω της κι έμεινε έκεί μέ τά μάτια καρφωμένα στόν Πράιαμ. Ό "Ελλερυ άρχισε νά λύνη άργά τό κουτί. Δ έν έμοιαζε νά βιάζεται. Τά χέρια τού Πράιαμ κρατούσαν άκόμα τίς ρόδες τής πολυ­ θρόνας. Είχε γείρει μπροστά συγκεντρώνοντας τήν προσοχή του στό λύσιμο τού σπόγγου. Ή γενειάδα του άνεβοκατέθαινε στόν ρυθμό τής άνάσας του. Ή Λώρελ παρακολουθούσε μέ άγωνία. Ό νεαρός Μάκ Γκόουαν ήταν άνήσυχος. Ή Ντήλια Πράιαμ στεκόταν άκίνητη. -Ύ π α σ τυ ν ό μ ε , είπε ό "Ελλερυ, ξαφνικά, καθώς έλυνε τόν κόμπο τού σπόγγου, τί φαντάζεσαι πώς θά βρούμε μέσα στό κουτί; -'Ύ σ τε ρ α άπό τά ψόφια βατράχια, άλα μπορεί νά τά περιμένη

114

κανείς, άποκρίθηκε ό Κήτς. - Είναι άνάγκη νά λύσης όλους τούς κόμπους; φώναξε ό Κρόου. "Ανοιξέ το , έπιτέλους! -'Ε σ είς , κύριε Πράιαμ, τί φαντάζεσθε πώς έχει μέσα τό κουτί; ρώτησε ό Έ λ λ ε ρ υ άγνοώντας τή ν παρατήρηση τού νεαρού. Ό Ρότζερ Πράιαμ κούνησε τά χείλια του, άλλά δέν άκούστηκε κανένας ήχος. - Σ έ παρακαλώ, ίκέτευσε ή Λώρελ. Ό “Ελλερυ άνοιξε τό σκέπασμα τού κουτιού. Ό Ρότζερ Πράιαμ έγειρε πίσω, τόσο άπότομα, πού παραλίγο νά άναποδογυρίση τήν πολυθρόνα του. Ύ σ τε ρ α , σάν κατάλαβε πόσο αύτή του ή κίνηση είχε ξαφνιάσει όλους γύρω του, συγ­ κρότησε τά νεύρα του και πήρε τό ποτήρι μέ τό ούίσκυ. Ή π ιε μιά γουλιά χωρίς ν' άφήση τό κουτί άπό τά μάτια του. - Μέ τόν τρόπο πού πηδήξατε, κύριε Πράιαμ, είπε ό Έ λ λ ε ρ υ άδιάφορα, καθένας θά μπορούσε νά πιστέψη ότι περιμένατε νά βγή άπό τό κουτί κανένας πεινασμένος κροταλίας. Τί είναι αύτό πού σάς φοβίζει; Ό Πράιαμ άφησε τό ποτήρι του μέ δύναμη πάνω στο ράφι. Τά δάχτυλά του, πού τό έσφιγγαν, ήσαν κάτασπρα. - Δ έ ν μέ φοβίζει τίποτα, φώναξε. Τίποτα καί κανένας! Τίναξε τό χέρι του πρός τά πάνω, χτύπησε τό μπουκάλι μέ τό ούίσκυ καί τό πέταξε στό πάτωμα. "Εγινε κομμάτια. Ό "Ελλερυ κρατούσε στις παλάμες του τό άντικείμενο πού είχε βρει στό κουτί. Τό κοίταζε ξαφνιασμένος. Τό ίδιο καί ό Κήτς. Τίποτα σ ’ αύτό δέν δικαιολογούσε τόν φόβο τού Πράιαμ. Ή τ α ν ένα άπλό άντρικό πορτοφόλι φτιαγμένο άπό πράσινο δέρμα σαύρας. Δ έν είχε έπάνω του κανένα σημάδι. Ή τ α ν όλοκαίνουργο. Καί άκριθό, γιατί είχε χρυσές γωνιές. Ό Έ λ λ ε ρ υ τό άνοιξε. Ή τ α ν άδειο. Στό κουτί δέν ύπήρχε ούτε σημείωμα ούτε κάρτα. - Δ ώ σ ’ μου νά τό δώ, είπε ό Κήτς. Τό κοίταξε καί σκέφτηκε ότι τούτο τό άντικείμενο δέν μπο­ ρούσε νά τρομάξη κανέναν, ούτε άντρα ούτε γυναίκα. - Δ έν έχει άρχικά, είπε. Τίποτα. Μόνο τό όνομα τού κατασκευαστού. Έ ξ υ σ ε τό μάγουλό του κοιτάζοντας ξανά τό ν Πράιαμ. - Ποιό είναι τό όνομα, ύπαστυνόμε; ρώτησε ή Λώρελ.

115

- Ποιο όνομα. Μις Χίλ; - Τού κατασκευαστού. - Δερματοτεχνική 'Εταιρεία, Χ όλλυγουντ, Καλιφόρνια. Ό Πράιαμ έγειρε τό κεφάλι καί ή γενειάδα του άκούμπησε στό στήθος του. Ή Ντήλια ήταν άκόμη πιό χλωμή άπό τόν Πράιαμ. Ά ντικρ ύζοντας τό πορτοφόλι, στά μάτια της είχε περάσει μιά αστραπή, κι ύστερα τό αίμα έφυγε άπό τό πρόσωπό της. Τά μάτια της μισόκλεισαν λές καί προσπαθούσε νά κρατήση μακριά άπ’ αύτά κάποιο φάντασμα. Είχε ξαφνιαστή, άλλά γιατί; Τί ήταν αύτό τό ξάφνιασμα; Φόβος; άναρωτήθηκε ό Έ λλε ρ υ . Ναί, ήταν φόβος, άλλά τό ξάφνιασμα άκολούθησε τόν φόβο, δέν προηγήθηκε... Ξαφνικά, ό Έ λλερ υ κατάλαβε τί ήταν. Κοίταξε πάλι τό πορτοφόλι. ΤΗταν καινούργιο. Δ έν ήταν δυ­ νατό νά τό είχε δει πριν. ’Εκτός... Ούτε καί ό Πράιαμ μπορούσε νά τό είχε ξαναδει. Νά σήμαινε, άραγε, τό ϊδιο πράγμα καί γιά τούς δυό; Ό χ ι. Οί άντιδράσεις τους ήσαν πολύ διαφορετικές. Ό Πράιαμ είχε νιώσει τήν καταστροφή νά φθάνη,ένώ ή γυναίκα του τήν παρακολουθούσε σάν ένας έκπληκτος θεατής. «Βιάζο­ μαι νά βγάλω συμπεράσματα», σκέφτηκε ό “Ελλερυ. «Δ έ ν μπο­ ρείς νά κρίνης τήν άλήθεια, άπό ένα μόνον βλέμμα, άπό μία μόνον έκφραση... “Αδικα θά προσπαθήσω νά μιλήσω μαζί της, τώρα...» Τούτη ή σκέψη τόν έκανε νά νιώση μιά άκαθόριστη χαρά. Πόσο εύκολα σκοτώνεται ό έρωτας άπό μιά βρώμικη άλήθεια! Τή ν κοίταξε. Δέν ένιωθε τίποτα γ ι’ αύτή. Ούτε κάν άποστροφή. - Πού πάς, Ντήλια; ρώτησε, καθώς τήν είδε νά πηγαίνη πρός τήν πόρτα. - Μητέρα, φώναξε ό Κρόου πού τήν είχε δει κι αύτός κι έτρεξε κοντά της. Τί τρέχει; τήν ρώτησε. ’Εκείνη έκανε προσπάθεια γιά νά μιλήση. -Ε ίν α ι όλα πολύ άνόητα, άγαπημένε μου, είπε. Καί πολύ άκατανόητα γιά μένα. Έ να πορτοφόλι! Ένα όμορφο πορτοφόλι σάν κι αύτό. Σίγουρα κάποιος νόμιζε πώς ό Ρότζερ έχει τά γε­ νέθλια του καί τό έστειλε γιά δώρο. "Αφησέ με νά φύγω, Κρόου. Πρέπει νά συνεννοηθώ μέ τήν κυρία Γκουτιέρεζ γιά τό δείπνο. - Ναί, σωστά, μουρμούρισε ό Μάκ, άνακουφισμένος. Καί ή Λώρελ; Ή Λώρελ είχε ξαφνιαστή, βλέποντας τό πορτοφόλι. Ό τα ν

116

όμως έριξε μιά ματιά στό πρόσωπο τής Ντήλια,τό δικό της σκυ­ θρώπιασε. Είχε, άραγε, άναγνωρίσει τό άντικείμενο; Ό χ ι. Δέν ήταν αύτό πού είχε προκαλέσει τήν άντίδρασή της. ΤΗταν τό ότι είχε καταλάβει αύτό πού ξάφνιασε τήν Ντήλια. ΤΗταν μιά αλυ­ σιδωτή άντίδρασή. -Ό τ α ν τό καλοσκεφτής, είπε ό Κήτς, τά δώρα πού έστάλησαν, ως τώρα, έχουν ένα κοινό στοιχείο. - Κοινό στοιχείο; ρώτησε ό Έ λλε ρ υ . Ποιό είναι αύτό, Κήτς; -'Αρσενικό, ψόφια βατράχια, ένα πορτοφόλι γιά κάποιον πού δέν βγαίνει ποτέ άπό τό σπίτι του. Είναι όλα άχρηστα. Ο "Ελλερυ γέλασε. -Ν ά μιά θεωρία, κύριε Πράιαμ, πού μόνο έσεϊς μπορείτε νά επικυρώσετε ή νά διαψεύσετε, είπε. "Ηταν καί τό πρώτο σας δώρο τό ϊδιο άχρηστο; Αύτό πού ύπήρχε στό πρώτο κουτί; Ό Πράιαμ δέν σήκωσε κάν τό κεφάλι. - Κύριε Πράιαμ! Τ ί είχε μέσα τό πρώτο κουτί; Ό Πράιαμ έκανε τάχα πώς δέν άκουσε. - Τί σημαίνουν όλα αύτά; ρώτησε ό Έ λλε ρ υ . Ό Πράιαμ δέν άπάντησε. - Μπορούμε νά κρατήσουμε αύτό τό πορτοφόλι γιά νά τό έξετάσουμε; ρώτησε ό Κήτς. Ό Πράιαμ έμεινε άκίνητος. - Πάμε, είπε ό Κήτς τυλίγοντας προσεκτικά τό πορτοφόλι μέ τό τσιγαρόχαρτο. Θά σάς άφήσω στό σπίτι σας, κύριε Κουήν, κι ύστερα θά τό πάω στό έργαστήριο Έφ υγαν άπό τό σπίτι τού Ρότζερ Πράιαμ μέ τή ν αίσθηση ότι βρίσκονταν σ' ένα άπύθμενο, σκοτεινό χάος. *

Ό Κήτς οδηγούσε άργά, μέ τά μάτια καρφωμένα μπροστά, λές και ή άπάντηση στό πρόβλημά του κρεμόταν μετέωρη στό σκοτάδι. -Έ σ φ α λα όσον άφορά τόν Πράιαμ,είπε γελώντας ό Έλλερυ. Νόμιζα ότι θά τά ξερνούσε όλα άντικρύζοντας τήν τέταρτη προειδοποίηση. Κι όμως, αύτός κλείστηκε άκόμα πιό βαθιά στό καβούκι του. "Ας έλπίσουμε πώς είναι προσωρινή τούτη ή ύποχώρηση. - Είσαι σίγουρος πώς είναι προειδοποίηση; ρώτησε ό Κήτς. Ό Έ λ λ ε ρ υ κούνησε τό κεφάλι του άφηρημένος.

117

-Έ γ ώ δέν είμαι, συνέχισε ό Κήτς. Δ έ ν μπορώ νά καταλάβω τίποτα, άπ' αύτή τή ν ύπόθεση. Είναι σάν νά προσπαθής νά πιάσης μέ τά χέρι σου ένα χέλι. Φυσικά, τό άρσενικό τό καταλα­ βαίνω. Παρ’ όλο πού κι αύτό δέν μάς όδήγησε πουθενά. Ό λ α , όμως, τά άλλα... - Δ έ ν μπορείς νά άμφισβητήσης τή ν ύπαρξή τους, Κήτς, παρατήρησε ό Έ λλερ υ . Τό ψόφιο σκυλί ήταν πραγματικό. Τά πρώτο κουτί πού έλαβε ά Πράιαμ ήταν πραγματικό, ό ,τι κι άν περιείχε. Δ έ ν ήσαν φανταστικά ούτε τά ψόφια βατράχια ούτε τό περιεχόμενο αύτοϋ τού κουτιού. Κι άκόμα περισσότερο δέν ήταν φανταστικό τό σημείωμα πού έλαβε ό Χίλ. - Εμένα μοϋ λές! γρύλισε ό άστυνομικός. - Τί νά σοϋ πώ; - Τ ό σημείωμα! Τ ί ξέρουμε γ ι ’ αύτό; Τίποτα. Δ έν είναι κάν σημείωμα. Είναι άντίγραφο ένός σημειώματος. "Αν είναι! Μπο­ ρεί νά είναι άπλώς αύτό άκριβώς πού δείχνει. Ίσω ς νά έφτιαξε ό Χίλ όλο το ύ το τό παραμύθι..* . - Τ ό άρσενικό, τά βατράχια καί τό πορτοφ όλι δέν τά ονει­ ρεύτηκε ό Χίλ, άντιγύρισε ό Έ λλε ρ υ ξερά. Ό χ ι, Κήτς, μή παρασύρεσαι άπό τό ν πειρασμό νά σκεφτής σάν λογικός άνθρω­ πος. Δ έν έχεις νά κάνης μέ κάτι λογικό. Είναι κάτι τό άπιαστο καί γιά νά τό βρής, πρέπει νά έχης πίστη. Σταμάτησε γιά λίγο. Κάρφωσε τά μάτια μπροστά του καί πρόσθεσε: - Υπάρχει κάτι πού συνδέει αύτές τις τέσσερις προειδοποι­ ήσεις. Λές καί αύτός πού έγραψε τό σημείωμα προσπαθεί νά τις συνδέση σέ μιά λογική σειρά. ’Απ οτελούν όλες ένα σύνολο, μιά ομάδα. -'Α δ ικα προσπαθείς νά συνδέσης τό δηλητηριασμένο φα­ γητό, τά ψόφια βατράχια καί τούτο τό άκριβό πορτοφ όλι, κύριε Κουήν, είπε ό Κήτς. Δ έν συνδέονται. Ό Έ λλερ υ κούνησε τό κεφάλι. - ’Αν ύπάρχη κάτι σ' αύτή τήν ύπόθεση γιά τό όποιο είμαι άπόλυτα σίγουρος, είπε, είναι ότι οί προειδοποιήσεις έχουν κάποια κοινή σημασία. Καί, πάνω άπ’ όλα, ύπάρχει μιά σημασία πρωταρχική πού τις συνδέει μέ τό παρελθόν τού Πράιαμ, τού Χίλ καί τού έχθρού τους. Καί κάτι άκόμα: ό Πράιαμ ξέρει αύτή τήν σημασία, κι αύτό άκριβώς τόν σκοτώνει. Έ τσ ι, αύτό πού πρέπει νά κάνουμε, ύπαστυνόμε, είναι νά τσακίσουμε τή ν άρ­

118

νηση τού Πράιαμ νά μιλήση δσο είναι άκόμα καιρός! Συνέχισαν τό δρόμο τους σιωπηλοί. ★ Ό Κήτς τηλεφώνησε στδν Έ λ λ ε ρ υ λίγο πρίν άπό τά μεσάνυ­ χτα, - Σκέφτηκα ότι θά θέλατε νά μάθετε τί βρήκε τό έργαστήριο έξετάζοντας τό πορτοφόλι καί τό κουτί, είπε. - Τί βρήκε; - Τίποτα. Τά μόνα δακτυλικά άποτυπώματα στό κουτί ήταν τής κυρίας Πράιαμ. Στό πορτοφόλι δέν ύπήρχε κανένα άποτύπωμα. Καί τώρα σάς άφήνω γιά νά έπιστρέψω σπίτι μου.

119

11 Ή Λώρε λ στάθηκε έξω άπό τό γκαράζ και έριξε γύρω της μιά ματιά κλεφτή. Ό Μάκ δέν βρισκόταν στήν καρυδιά, έκεϊνο τό πρω[, καί τώρα δέν τόν είδε πουθενά γύρω. Μπήκε στό γκαράζ μισοκλείνοντας τά μάτια γιά νά μπορέση νά δή στό σκοτεινό χώρο και έτρεξε στό μικρό της αύτοκίνητο. -Κ α λη μ έρ α , άκουσε μιά φωνή πίσω της. - Μάκ! Ό Κρόου Μάκ Γκόουαν ξεπρόβαλε χαμογελαστός πίσω άπό τή ν μεγάλη Πακάρ. - Τ ό διαισθάνθηκα πώς κάτι μοϋ έκρυβες χθες τήν νύχτα, όταν μοϋ είπες ότι έπρόκειτο νά κοιμηθής ώς άργά σήμερα τό πρωί, είπε στή νέα. Είχες δουλειά, έ; Ή τ α ν ντυμένος καί φαινόταν τόσο όμορφος. Φορούσε άκόμα καί καπέλο. - Δ έ ν σέ θέλω σήμερα μαζί μου, είπε ή Λώρελ. - Γιατί όχι; - Γιατί έτσι. Δ έν σέ θέλω. - Θ ά πρέπει ύά μοϋ δώσης μιά καλύτερη δικαιολογία άπ’ αύτή. - Γ ιατί δέν παίρνεις τή ν ύπόθεση άρκετά σοβαρά. ^Ν ομίζω ότι ήμουνα άρκετά σοβαρός στήν περίπτωση τών βατράχων. - Τ έ λ ο ς πάντων.... Ά ν τ ε , μπες μέσα. Ή Λώρελ όδήγησε τήν ΤΩ στιν στήν Λεωφόρο Φράνκλιν καί έστριψε πρός τά δυτικά. Ό Μάκ Γκόουαν τή ν κοίταζε ήρεμος. - Στρίψε στόν τρίτο δρόμο άριστερά κι ϋστερα πάρε τόν πρώτο δεξιά, τής είπε.

120

- Μάκ, άπόρησε έκεΐνη. -'Υπ ά ρ χει μία μόνον Δερματοτεχνική Ετα ιρεία στό Χ όλλυγου ντ, είπε ό νεαρός, καί βρίσκεται στήν ’Αγροτική Αγορά. Η Λώρελ δέν μίλησε. Έ νιω θ ε , όμως, τήν καρδιά της νά λιώνη. Σταμάτησε τό αύτοκίνητό της κοντά στό Γήπεδο Γκίλμορ. -Π ώ ς θά τό χειριστής αύτή τή φορά; ρώτησε ό Κρόου περ­ πατώντας δίπλα της. - Δ έ ν είναι δύσκολο, άποκρίθηκε ή νέα κοπέλα. Τά σχέδια τους είναι μοναδικά. Τά κάνουν όλα μόνοι τους. Δ έ ν παίρνουν άπό άλλου. Θά ζητήσω νά μοϋ δείξουν μερικά άνδρικά πορτο­ φόλια καί θά τά καταφέρω νά ζητήσω ένα άπό πράσινη σαύρα... - Κι ύστερα; ρώτησε έκεΐνος ξερά. - Τ ί ύστερα;... Θά άνακαλύψω ποιος άγόρασε ένα τέτοιο τώρα τελευταία. Δ έν μπορεί νά πουλάνε πολλά πορτοφόλια άπό πράσινη σαύρα μέ χρυσές γωνιές. "Αντε, Μάκ, πάμε. Βρίσκονταν, τώρα, έξω άπό τήν Δερματοτεχνική Εταιρεία πού είχε μιά διπλή κρυστάλλινη βιτρίνα. Πίσω άπό τό κρύ­ σταλλο είδαν νά πηγαινοέρχωνται διάφορες πωλήτριες. - Πώς φαντάζεσαι πώς θά τά καταφέρης μ' αύτές τις πιτσιρί­ κες; ρώτησε ό Κρόου. Πρώτα - πρώτα δέν είναι δυνατόν νά συγκροτούν στό κεφάλι τους τά όνόματα τών πελατών τους. Δ έν έχουν αύτοϋ τού είδους τό κεφάλι. Κι ύστερα, άσφαλώς δέν θά θελήσουν νά φυλλομετρήσουν τά διπλότυπα τών άποδείξεων γιά χάρη σου. Τί θά 'λεγες άν σ ’ άντικαθιστοϋσα έγώ; Ή Λώρελ τόν άφησε νά μπή στό κατάστημα. Στάθηκε στό δι­ πλανό καί κοίταξε τά διάφορα γεωργικά έργαλεΐα πού ήσαν άραδιασμένα στήν βιτρίνα του. Τό κατάστημα τής Δερματοτεχνικής είχε πολύ κόσμο, μιά, όμως, άπό τις πωλήτριες, πού πρόσεξε τόν Κρόου; καθώς μπήκε, βιάστηκε νά πάη κοντά του. Ή Λώρελ τούς παρακολουθούσε μέ τή ν άκρη τού ματιού της. Ή κουβέντα τους κράτησε ώρα πολλή.... Ό τ α ν ό Κρόου βγήκε άπό τό κατάστημα, προσπέρασε τήν Λώρελ κλείνοντάς της τό μάτι. Εκείνη τόν παρακολούθησε θυμωμένη, άλλά καί άνακουφισμένη. ’Έστριψ ε τήν γωνιά πού είχε στρίψει λίγο πριν καί έπεσε στήν άγκαλιά του. - Εντάξει, είπε έκεΐνος χαμογελώντας. -Ε ίσ α ι σίγουρος πώς έχεις τίς πληροφορίες πού θέλουμε, ρώτησε ή Λώρελ καί τραβήχτηκε μακριά του.

121

- Ναι. 'Άπλωσε τό χέρι του, τήν άγκάλιασε άπό τούς ώμους, τή ν οδήγησε ώς τήν ΤΩ στιν και κάθησε δίπλα της. -Φ α ίνε τα ι δτι έφτιαξαν μερικά άνδρικά πορτοφόλια άπό δέρμα σαύρας πέρισυ, τής είπε. Τά έθαψαν σέ τρία - τέσσερα διαφορετικά χρώματα. Ό λ α τά χρώματα, έκτός άπό τά πράσινο, πουλήθηκαν. Είχαν μόνον τρία πράσινα. Τά δύο άπό τά τρία πουλήθηκαν τά Χριστούγεννα, πριν έπτά μήνες, γιά δώρα. Τό ένα τό άγόρασε ένας ήθοποιός στό Μ πρόντγουαιυ γιά νά τό στείλη στόν άτζέντη του στή Νέα Ύ ό ρ κ η , τό άλλο τό πήρε ένας παραγωγός γιά κάποιον συνάδελφό του στή Γαλλία - τό ταχυ­ δρόμησε τό κατάστημα. Τό τρίτο τό πούλησαν, άλλά δέν είναι πουθενά καταχωρισμένο. -Ίσ ω ς νά είναι αυτό πού μάς ένδιαφέρει, είπε ή Λώρελ θλιμ­ μένη. Δ έν μπόρεσες νά μάθης τίποτε, Μάκ; - Ή πωλήτρια έψαξε τά διπλότυπα. Τό πλήρωσαν τοϊς μετρητοϊς καί δέν είχαν τό όνομα τού άγοραστού. - Πότε; -Φ έ τ ο ς , άλλά δέν μπορούσαν νά μού πούν ούτε ποιά μέρα ούτε ποιόν μήνα. Δ έν φαίνεται άπό τίς άποδείξεις. Θά πρέπει σίγουρα νά ξεγλίστρησε τό καρμπόν καί γ ι’ αύτό ή ήμερομηνία είναι μουντζουρωμένη. -Κ α λ ά , δέν θυμάται πώς ήταν αύτός πού τ ’ άγόρασε; Ίσως αύτό μάς βοηθήση. - Δ έ ν τό πούλησε ή κοπέλα μέ τή ν όποια μιλούσα. Τά άρχικά στά διπλότυπα τών άποδείξεων δέν ήταν τά δικά της. Ή τ α ν κά­ ποιας άλλης. - Ποιάς; Δ έν τό έμαθες; - Καί βέβαια τό έμαθα. - Τ ό τ ε γιατί δέν μίλησες μ’ αύτή; - Γιατί δέν μπορούσα νά μιλήσω. Αύτή ή πωλήτρια, πριν άπό μιά έβδομάδα, έγκατέλειψε τήν δουλειά της. - Πήρες τό όνομά της καί τήν διεύθυνσή της; -Ν α ί. Λέγεται Λάθις Λά Γκράνζ. Αλλά ή κοπέλα μέ τήν όποια μίλησα μού είπε ότι είναι σίγουρη, πώς δέν ήταν τό πραγματικό της όνομα. Ο ύτε καί ξέρει ποιό ήταν. Ό σ ο γιά τήν διεύθυνσή της, δέν μπορεί νά μάς βοηθήση γιατί ή Λάβις άποφάσισε, όπως είπε στις άλλες κοπέλες, νά έγκαταλείψη τό Χ όλλυ γου ντ καί νά έπιστρέψη στήν πατρίδα της. Ό τ α ν όμως ρώτησα ποιά

122

ήταν ή πατρίδα τής Λάβις μού είπε καί πάλι δτι δέν ήξερε. ’Ε­ ξάλλου, όπως μού είπε, άκόμα κι άν τήν βρίσκαμε, ή Λάβις σί­ γουρα δέν θά θυμοιανε. Ή μικρή μού είπε πώς ήταν κουτή σάν χήνα. - Ωραία τά καταφέραμε, μουρμούρισε ή Λώρελ άναστενάζοντας. Δ έν μπορούμε κάν ν ’ άνακαλύψουμε τό φύλο τού άγοραστού. Σπουδαίοι ντέτεκτιθς είμαστε. - Καί τώρα τί κάνουμε; ρώτησε ό Μάκ. Θά δώσουμε άναφορά στόν άφέντη μας; - Ά ν θές έσύ, μπορείς, Μάκ, άποκρίθηκε ή Λώρελ. Τι έχουμε άλλωστε νά τού άναφέρουμε; ’Ασφαλώς θά τά ξέρη όλα αύτά, πριν νυχτώση. ’Εγώ πάω σπίτι. Θέλεις νά σ ’ άφήσω στό δικό του; - Ό χ ι προτιμάω νά μείνω μαζί σου. ★

Ό νεαρός Μάκ Γκόουαν έμεινε μέ τήν Λώρελ όλη τή ν ύπόλοιπη μέρα. Στή ν πραγματικότητα, έμεινε μαζί της κι ένα μέρος τής έπομένης, γιατί, όταν έκείνη έφυγε άπό τό δενδρόσπιτο καί κατέβηκε άπό τή ν άνεμόσκαλα στό φ εγγαρολουσμένο ξέφωτο,ή ώρα ήταν δύο καί πέντε. Εκείνος τήν συνόδεψε ως τήν πόρτα της: - Είσαι ευχαριστημένη μέ μένα; τήν ρώτησε χαρούμενος. - Τά καταφέρνεις σπουδαία, είπε ή Λώρελ, πού μέ κόπο κρα­ τούσε τήν άνυπομονησία της. Άνασήκωσε τό πρόσωπό της καί τό ν φίλησε, άλλά άμέσως κατάλαβε πώς αύτό ήταν λάθος, γιατί χρειάστηκε ένα ο λό ­ κληρο τέταρτο γιά νά τό ν ξεφορτωθή. Ή Λώρελ περίμενε άκόμα δέκα λεπτά πίσω άπό τή ν κλειστή πόρτα. Ύσ τερ α βγήκε κλεφτά άπό τό σπίτι καί κατέβηκε στό δρόμο. Είχε πάρει μαζί της ένα κλεφτοφάναρο καί τό μικρό περίστροφό της. Πριν μπή στόν κήπο τών Πράιαμ, κρύφτηκε γιά λίγο στό δά­ σος. Σταμάτησε, τύλιξε τόν φακό μέ τό μαντίλι της κι ύστερα, φωτίζοντας τό μονοπάτι, προχώρησε πρός τήν βίλα τών Πράιαμ. Ή Λώρελ δέν ένιωθε τήν συγκίνηση τής περιπέτειας. Ένιω θε άηδία. Μιά άηδία γιά τόν ίδιο της τόν έαυτό. Είχε κάνει κάτι άσχημο, κάτι βρώμικο. Γιά ν ’ άποκτήση τό κλειδί τής βίλας τού

123

Πράιαμ,εΐχε δεχτή νά παραστήση τήν ερωτευμένη. Είχε έξαπατήσει τόν Μάκ.... Κι όμως, έκεΐνος ήταν τόσο γλυκός πού δέν δυσκολεύτηκε νά άνταποκριθή στόν έρωτά του. Τ ί πρόστυχη πού είμαι, συλλογίστηκε, καθώς τά δάκτυλά της έσφιγγαν τό κλειδί στήν τσέπη της. Στάθηκε πίσω άπό έναν άνθισμένο θάμνο. Τό σπίτι ήταν σκο­ τεινό. Πουθενά δέν ύπήρχε φώς. Προχώρησε στήν πρασιά κι έφθασε στήν βεράντα. Συλλογίστηκε πώς αύτό πού έκανε δέν θά ήταν τόσο βρώ­ μικο, άν δέν άφοροϋσε τή μητέρα του. Πώς ήταν δυνατόν νά ζή ό Μάκ τόσα χρόνια μέ τήν Ντήλια και νά μή βλέπη τή ν άλήθεια; Γιατί έπρεπε ή Ντήλια νά είναι μητέρα του; Ή Λώρελ γύρισε άπαλά τό πόμολο τής έξώπορτας. ΊΗταν κλειδωμένη. Τήν ξεκλείδωσε μέ τό κλειδί τού Μάκ καί σκά­ φτηκε πόσο τυχερή ήταν πού ό Πράιαμ δέν είχε σκύλους. Έ ­ κλεισε τή ν πόρτα τό ίδιο προσεκτικά, πίσω της. Φώτισε μέ τό φανάρι τό ν χώρο γύρω της γιά νά προσανατολισθή κι ύστερα τό έσβησε. Ανέβηκε άθόρυβα τή σκάλα πατώντας στ' άκροδάχτυλα, πι­ ασμένη άπό τό κάγκελο. Στό κεφαλόσκαλο άναψε καί πάλι τό φανάρι. Κόντευε τρεις. Ο ί τέσσερις πόρτες πού οδηγούσαν στις κρεβατοκάμαρες ήσαν κλειστές. Δ έν άκουγότανε κανένας ήχος σ' αύτό τό πάτωμα ούτε κι άπό τό κάτω, όπου κοιμόταν ό σωφέρ. Ή κυρία Γκουτιέρεζ καί ή Μάγκς έμεναν στό ύπόγειο, στά δωμάτια τού προσ­ ωπικού, δίπλα στήν κουζίνα. Ή Λώρελ προχώρησε κι άκούμπησε τό αύτί της σέ μιά άπό τις τέσσερις πόρτες. Ύ σ τε ρ α τήν άνοιξε γρήγορα καί άθόρυβα καί μπήκε στήν κρεβατοκάμαρα τής Ντήλια Πράιαμ. Εύτυχώς ή Ντήλια βρισκόταν σέ κάποιο φιλικό σπίτι, στήν Σάντα Μπάρμπαρα, όπου θά περνούσε τό Σαββατοκύριακο. Ά ντίκρ υσε τό χρυσαφένιο σκέπασμα τού κρεβατιού της. Σέ ποιό κρεβάτι νά κοιμότανε, άραγε, άπόψε; άναρωτήθηκε. ★

Ή Λώρελ στερέωσε τό φανάρι στήν ζώνη τής ζακέτας της κι άρχισε ν ’ άνοίγη τά συρτάρια τής σιφονιέρας. Αισθανόταν πολύ άσχημα έτσι πού ψαχούλευε τά πράγματα τής Ντήλια, μέσα στή νύχτα, στό φώς τού φαναριού. Δ έν είχε σημασία ότι δέν είχε

124

έρθει γιά νά πάρη κάτι. "Αν ό πατέρας τής Ντήλια ή ό ανομολό­ γητος "Αλφρεντ τή ν έπιαναν ατά πράσα... Γιά νά πάρη κουρά­ γιο, ή Λώρέλ έφερε στή μνήμη της τό μελανιασμένο νεκρό πρόσωπο τού Ληάντερ Χίλ. Δ έν ήταν στήν σιφονιέρα. "Ανοιξε τήν ντουλάπα. Τό άρωμα τής Ντήλια ήταν τόσο έντονο, πού ζάρωσε τή μύτη της. Δ έν τό θρήκε ούτε στήν ντουλάπα. Τή ν έκλεισε κα'ι πήρε μιά θαθιά άνάσα. Μήπως είχε κάνει λάθος; Μήπως τής δημιούρ­ γησε αύτή τή ν έντύπωση τό μίσος πού έτρεφε γιά τή ν Ντήλια; Μήπως αύτό ήταν πού τήν έκανε νό παρερμηνεύση τή ν έκ­ φραση πού άντίκρυσε στό πρόσωπό της,όταν ό Έ λ λ ε ρ υ ξετύ­ λιξε άπό τό τσιγαρόχαρτο τό πράσινο πορτοφόλι; ' Αν όμως δέν είχε γελαστή, τό ότι αύτό πού γύρευε δέν βρισκόταν στό μέ­ ρος όπου θά έπρεπε νά βρίσκεται, μπορούσε νά έχη πολύ με­ γάλη σημασία. Ή Ντήλια είχε βγή βιαστικά, σχεδόν άμέσως, άπό τό δωμάτιο τού Ρότζερ. Ίσω ς καί νά άνέβηκε κατευθείαν στήν κρεβατοκάμαρά της, νά τό πήρε άπό κεί πού τό είχε καί νά τό έκρυψε κάπου, όπου κανένας δέν θά μπορούσε νό τό θρή. Ή Μάγκς, παραδείγματος χάριν. Πού μπορεί νά τό είχε κρύψει ή Ντήλια; Ό λ ο - όλο πού ήθελέ ή Λώρελ ήταν νά τό δή και νά πεισθή γιά τήν ύπαρξή του.. Δ έν βρισκόταν στό καρυδένιο σκαλιστό μπαούλο, στό πόδια ιού κρεβατιού. Ή Λώρελ τό άδειασε κι ύστερα τό γέμισε ξανά. Συγκρότησε τρεις φορές τόν πειρασμό νά έγκαταλείψη τήν προσπάθειά της καί νά γυρίση σπίτι της. Ένιωθε τήν άνάγκη νό χωθή στό κρεβάτι της καί νά κρύψη τό κεφάλι της κάτω άπό τις κουβέρτες. Καί τότε τό θρήκε. Ή τ α ν στήν ντουλάπα, όπου φύ­ λαγε ή Ντήλια τό ρούχα πού δέν φορούσε συχνά. Ή τ α ν κρυμ­ μένο μέσα στό μανίκι μιας χειμωνιάτικης λευκής, πανάκριβης γούνας, πού ήταν τοποθετημένη μέσα σέ μιά διάφανη πλαστική θήκη. Αθώος ό κρυψώνας καί έξυπνος. Μ όνον ένας ντέτεκτιβ, σκέφτηκε ή Λώρελ, θά μπορούσε νά τό βρή. Ή μιά άλλη γυ ­ ναίκα. Δ έν ένιωσε θρίαμβο. Μ όνον έναν πόνο στήν καρδιά σάν κι αύτόν πού νιώθει, όταν σέ τσιμπάει ή βελόνα τής ένέσεως. Είχε δίκιο. Είχε δει τήν Ντήλια νά τήν κρατάη βδομάδες πριν. Ή τ α ν μιά γυναικεία τσάντα άπό πράσινο δέρμα σαύρας, μέ χρυσά τά άρχικά τού όνόματός της. Τό όνομα τού κατασκευαστού ήταν: Δερματοτεχνική Ε τα ιρ εία ,Χ ό λλυ γο υ ντ, Καλιφόρ-

125

via. Ταίριαζε άπόλυτα μέ τό πορτοφόλι πού κάποιος είχε στείλει στόν Πράιαμ. Τό συμπλήρωνε τούτη ή τέταρτη προειδοποίηση. ★

- Φαντάζομαι ότι θά έπρεπε νά σού τό είχα πει άπό χθές, είπε ή Λώρελ στόν Έ λ λ ε ρ υ , ότι ό Μάκ κι έγώ πήγαμε στήν 'Αγροτική ’Αγορά προσπαθώντας νά βρούμε τά ίχνη τού πράσινου πορ­ τοφολιού. Δ έν βρήκαμε όμως τίποτα. ’Εξάλλου, ήμουνα σί­ γουρη ό τι θά ήξερες τά πάντα σχετικά μ’ αύτό. - Μού έστειλε μιά πλήρη άναφορά ό Κήτς, είπε ό Έ λ λ ε ρ υ κοιτάζοντας τήν Λώρελ είρωνικά. Δ έν δυσκολευτήκαμε νά άναγνωρίσουμε τόν νεαρό Μάκ Γκόουαν στήν περιγραφή πού μάς έδωσε ή πωλήτρια, άλλά δέν είχαμε κανένα έπιχείρημα γιά νά στηρίξουμε μιά κατηγορία έναντίον του. -'Υ π ά ρ χ ε ι όμως κάτι πού δέν ξέρεις. -Π ρ ό κ ε ιτ α ι γιά τίποτα σοβαρό, Λώρελ; Μοιάζεις κακόκεφη. -Έ γ ώ ; γέλασε ή νέα κοπέλα. Μάλλον μπουρδουκλωμένη νι­ ώθω. ’Ανακάλυψα κάτι γιά κάποιον σ ’ αύτήν τήν ύπόθεση πού θά μπορούσε νά σημαίνη... - Τ ί νά σημαίνη; ρώτησε ό “Ελλερυ σοβαρός, όταν έκείνη σταμάτησε. - Ό τ ι βρήκα τόν άνθρωπο πού γυρεύουμε! άποκρίθηκε ή Λώ­ ρελ και τά μάτια της άστραψαν. Δ έν μπορώ, όμως, νά βγάλω άκρη άπ’ όλη τούτη τήν ιστορία. Μοιάζει τόσο φοβερό, τόσο.., “Ελλερυ, χτές τή νύχτα - δηλαδή τις πρώτες πρωινές ώρες έκανα κάτι, άνέντιμο, κάτι... φριχτό. ’Από τή ν ήμέρα πού άποπειράθηκαν νά δηλητηριάσουν τόν Ρότζερ, ό Ούάλλας κλειδώ­ νει τις πόρτες τή νύχτα. Έκλεψ α λοιπόν τό κλειδί τού Μάκ, μπήκα στό σπίτι, άνέβηκα στά κλεφτά στό έπάνω πάτωμα καί... -Κ α ί πήγες στό δωμάτιο τής Ντήλια καί τό έψαξες, συμπλή­ ρωσε ό Έ λλερ υ . - Πώς τό ξέρεις; - Γιατί πρόσεξα τή ν έκφραση πού είχε τό πρόσωπό σου προ­ χτές, όταν είδες τήν έκφραση στό πρόσωπο τής Ντήλια. Αύτό τό άντρικό πορτοφόλι άπό δέρμα σαύρας είχε γ ι’ αύτήν κάποια σημασία. Ή τό άνεγνώρισε ή τής θύμισε κάτι πού τού έμοιαζε. Ό τ α ν ξαφνιάστηκε άναγνωρίζοντάς το, είδα ταυτόχρονα ένα ξάφνιασμα στό δικό σου πρόσωπο, Λώρελ. Ή Ντήλια βγήκε 126

άμέσως άπό τό δωμάτιο καί, πριν φύγουμε, φρόντισα νά μάθω πού είχε πάει. 'Ανέβηκε κατευθείαν στην κρεβατοκάμαρά της. Χτες τό άπόγευμα έφυγε γιά τήν Σάντα Μπάρμπαρα και χτες τό βράδυ - τή ν ώρα πού έσύ άσφαλώς προσπαθούσες νά σουφρώσης τό κλειδί άπό τόν νεαρό Μόκ Γκόουαν - βρήκα μιά δικαιολογία καί έψαξα τό ύπνοδωμάτιό της. Ό Κήτς, φυσικά, δέν θά τολμούσε νά κάνη κάτι τέτοιο μιά καί δέν είχε άρκετά στοιχεία στά χέρια του γιά νά δικαιολογήση ένα νόμιμο έν­ ταλμα έρεύνης. "Αφησα τή ν τσάντα άπό δέρμα σαύρας τής Ντήλια στό μανίκι τής άσπρης γούνας όπου τήν βρήκα καί όπου, καθώς καταλαβαίνω, τήν βρήκες κι έσύ λίγες ώρες άργότερα. Ελπίζω νά άφησες τά πάντα άκριβώς όπως ήταν. - Ναι, μουρμούρισε ή Λώρελ άπογοητευμένη. Έ κ α να τόσο κόπο γιά τό τίποτα... Ό Έ λ λ ε ρ υ άναψε τσιγάρο. - Θά σού πώ κάτι πού δέν ξέρεις, Λώρελ, είπε και τά μάτια του δέν χαμογελούσαν. Αύτή ή πράσινη τσάντα τής Ντήλια άπό δέρμα σαύρας ήταν δώρο. Δ έν τήν άγόρασε μόνη της. Εύτυχώς, ή πωλήτρια πού τή ν πούλησε θυμάται πολύ καλά πώς ήταν αύτός πού τή ν άγόρασε παρ’ όλο πού πλήρωσε τοϊς μετρητοΤς. Μάς έδωσε μιά λεπτομερή περιγραφή καί, όταν δείξαμε τήν άντίστοιχη φωτογραφία, άναγνώρισε άμέσως τόν άνθρωπο πού μας είχε περιγράφει. Ή άγορά έγινε έφέτος, στά μέσα ’Απρι­ λίου, λίγες μέρες πριν άπό τά γενέθλια τής Ντήλια, καί ό άγοραστής ήταν ό Ά λ φ ρ ε ντ Ούάλλας. - Ό Ά λφ ρ εντ..., άρχισε νά λέη ή Λώρελ, άλλα σταμάτησε απότομα και δάγκωσε τά χείλια της. - Εντάξει, Λώρελ, τήν καθησύχασε ό Έ λ λ ε ρ υ . Ξέρω τά πάντα γιά τήν Ντήλια καί τόν Ούάλλας. - Δ έν ήμουν σίγουρη, μουρμούρισε ή νέα κοπέλα. Ύ σ τε ρ α τόν κοίταξε καί ρώτησε: - Τ ί φαντάζεσαι ότι σημαίνει; - Μπορεί νά σημαίνη τά πάντα, άποκρίθηκε ό Έ λ λ ε ρ υ αργά. Μπορεί, παραδείγματος χάρη, νά είναι μιά σύμπτωση, άν καί δέν πιστεύω στις συμπτώσεις. Μάλλον αύτός πού κυνηγάμε θά πρέ­ πει νά πρόσεξε τήν τσάντα τής Ντήλια καί, συνειδητά ή ύποσυνείδητα, νά διάλεξε τό δέρμα τής σαύρας σάν τέταρτη προειδο­ ποίηση γιά τόν Πράιαμ. Ή ύποπτη συμπεριφορά τής Ντήλια έχει μιά κάποια λογική έξήγηση. Μπορεί νά τήν προκάλεσε ό φόβος.

127

Ό φόβος πού νιώθει ένας άθώος άντιμετω πίζοντας τό ενδεχό­ μενο νά έμηλακή σέ κάτι δυσάρεστο. Συχνά, οΐ άθώοι φέρονται πιό ένοχα καί άπό τούς ένοχους. Μπορεί νά σημαίνη αύτό, ή... Σταμάτησε, άνασήκωσε τούς ώμους του και πρόσθεσε: - Πρέπει νά τό σκεφτώ.

128

12 Τά τελευταία διεθνή γεγο νό τα , ώστόσο, πού μεσολάβησαν, ύποχρέωσαν τόν Έ λ λ ε ρ υ Κουήν νά συγκεντρώ ση σ ’ αύτά τήν προσοχή του καί νά παραμελήση τήν υπόθεση πού τόν άπασχολούσε. Τό ίδιο φαίνεται πώς συνέθαινε καί μέ τό ν ύπαστυνόμο Κήτς. Ό Έ λ λ ε ρ υ είχε μέρες νά μάθη νέα του. Δ έν είχε μάθει τίποτα ούτε καί είχε άκούσει τίποτα άπό τήν βίλα τών Πράιαμ. “Ηξερε πώς ή Ντήλια είχε έπιστρέψει άπό τήν Σάντα Μπάρμπαρα, άλλα δέν τήν είχε δει ούτε καί τήν είχε άκούσει. Ή Λώρελ τού τηλεφώνησε μιά μόνον φορά γιά νά μάθη και όχι γιά νά τού δώση κάποια πληροφορία. ’Ανησυχούσε γιά τόν Μάκ Γκόουαν. - Κάθεται άμίλητος καί σκεφ τικός,'"Ελλερυ, τού είχε πει. Δ έν μπορώ νά τό ν καταφέρω ν ’ άνοιξη τό στόμα του. - Ό κόσμος τού παραμυθιού, όπου ζούσε, γκρεμίστηκε καί άσφαλώς αύτό είναι μιά δυσάρεστη έμπειρία γιά τό ν Κρόου, τής είχε άπαντήσει. Δ έν ύπάρχει τίποτα καινούργιο άπό τούς Πράιαμ; - Τ ά πάντα είναι ήσυχα, Έ λ λ ε ρ υ . Τ ί φαντάζεσαι νά σημαίνη αύτή ή άνάπαυλα; - Δ έν ξέρω. -Ε ίν α ι όλα τόσο μπερδεμένα μέσα μου, αύτές τις μέρες! είπε ή Λώρελ μ’ έναν λυγμό στήν φωνή. Είναι στιγμές πού σκέφτομαι ό τι αύτά πού συμβαίνουν στόν κόσμο κάνουν άνόητο καί άσήμαντο αύτό πού συνέβη σέ μένα. Νομίζω, μάλιστα, πώς έχω δίκιο. Ύ σ τε ρ α , όμως, σκέφτομαι ότι δέν είναι άνόητο καί

129

άσήμαντο. Πρέπει νά πολεμάς σέ όλα σου τά μέτωπα, άρχίζοντας άπό τά προσωπικά σου. Διαφορετικά χάνεσαι. - Ναί, είπε ό Έ λ λ ε ρ υ άναστενάζοντας. Αύτό πού λές είναι λογικό. Τ ό μόνο όμως πού θά ήθελα είναι αύτό τό ειδικό μέ­ τωπο νά ήταν κάπως λιγότερ ο... ρευστό, Λώρελ. Δ έ ν ξέρουμε πότε καί πού θά γίνη ή καινούργια έπίθεση ούτε μέ ποιό τρόπο ούτε μέ πόση δύναμη ούτε κάν τήν στρατηγική τού έχθροϋ. Τό μόνο πού μπορούμε νά κάνουμε, λοιπ όν, είναι νά περιμένουμε μέ τά μάτια όρθάνοιχτα. - Ό Θεός νά σ ’ έχη καλά, 'είπε ή Λώ ρελ βιαστικά καί έκλεισε στά γρήγορα τό τηλέφ ω νο. *

Ή έπόμενη έπίθεση τού έχθρού έγινε τή ν νύχτα τής 6ης πρός τήν 7η ’Ιουλίου κι ό "Ελλερυ τό έμαθε άπό τό ν Κρόου Μάκ Γκόουαν. Τού τηλεφ ώ νησε λίγο μετά τήν μία τό πρωί, τή ν στιγμή πού ήταν έτοιμ ος νά πάη γιά ύπνο. -Κ ο υ ή ν , τού είπε μέ φωνή κουρασμένη. Έ γ ιν ε , πρό όλίγου, κάτι πολύ περίεργο. Σκέφτηκα πώς θά ήθελες νά τό μάθης. - Τ ί πράγμα, Μάκ; - Διέρρηξαν τή ν βιβλιοθήκη. Έ σ π α σ α ν ένα άπό τά παράθυρα. Μοιάζει μέ κοινή διάρρηξη, άλλά ποτέ κανείς δέν ξέρει. - Τ ή ν βιβλιοθήκη; άπόρησε ό Έ λ λ ε ρ υ . Πήραν τίποτα; - Ά π ’ ό ,τι μπόρεσα νά δώ, όχι. - Μήν άγγίξης τίποτα. Θά είμαι έκεϊ σέ δέκα λεπτά. Ό Έ λ λ ε ρ υ τηλεφ ώ νησε στό σπίτι τού Κήτς, τόν ξύπνησε, τού είπε τά νέα καί έφυγε τρ έχο ντο ς άπό τό δικό του. Βρήκε τόν νεαρό Μάκ Γκόουαν νά τό ν περιμένη στήν καγκελόπορτα τής βίλας. Υ π ή ρ χ α ν φώτα καί στά δυό πατώματα. Μο­ νάχα οι μπαλκονόπορτες τού Ρότζερ Πράιαμ, πού έβγαιναν στήν βεράντα, ήσαν σκοτεινές. - Πριν μπής μέσα, θά έπρεπε ίσως νά σού έξηγήσω τί συν­ έβη...,τού είπε ό Κρόου. - Ποιος είναι μέσα; - Ή Ντήλια και ό Ο ύάλλας. - Λ έ γ ε , άλλά γρ ήγορα , Μάκ. - Τ\ς τελευταίες νύχτες κοιμάμαι στό παλιό μου δωμάτιο, στό σπίτι. - Μπά! Δ έν κοιμάσαι πιά στό δέντρο; τό ν έκοψε ό Έ λ λ ε ρ υ .

130

- Μοϋ είπες νά στά πώ γρήγορα, δέν είναι έτσι; γρύλισε ό νεαρός γίγαντας. Λ οιπ όν, άπόψε έπεσα νωρίς στό κρεβάτι, άλλά δέν μπορούσε νά μέ πάρη ό ύπνος. Πολύ άργότερα άκουσα κάτι θορύβους στό κάτω πάτωμα. Νόμισα πώς έρ χο ν­ ταν άπό τήν βιβλιοθήκη. Τό δωμάτιό μου είναι άκριβώς άπό πάνω. Σκάφτηκα δτι ίσως νά ήταν ό παππούς καί ένιωσα τήν άνάγκη νά μιλήσω μαζί του. Σηκώθηκα, λοιπ όν, βγήκα στό χώλ, στάθηκα στό κεφαλόσκαλο καί φώναξα; «Π α π π ο ύ;» Δ έ ν πήρα άπάντηση. Ό λ α κάτω ήσαν ήσυχα. Κάτι μ' έσπρωξε νά πάω στήν άλλη άκρη τού χώλ καί νά κοιτάξω στό δωμάτιο τού παπ­ πού. Δ έν ήταν μέσα καί τό κρεβάτι του ήταν στρωμένο. Γύρισα ξανά στό κεφαλόσκαλο καί βρήκα έκεί τόν Ούάλλας. - Τ ό ν Ούάλλας; είπε ό Έ λ λ ε ρ υ . - Ναί. Φορούσε μιά ρόμπα. Μού είπε ό τι άκουσε κάποιον θό­ ρυβο καί άτι έτοιμαζόταν νά κατέθη. Ό Μάκ Γκόουαν σταμάτησε. Ή φωνή του άντηχούσε παρά­ ξενη. Τά μάτια του είχαν ένα σκληρό βλέμμα έτσι όπως τά φώ­ τιζε τό φώς τού φεγγαριού. - Ξέρεις όμως κάτι, Κουήν; συνέχισε. Είχα μιά περίεργη έ ντύ πωση τή ν στιγμή πού είδα τό ν Ούάλλας στό κεφαλόσκαλο. Δ έν ήμουνα σίγουρος άν ετοιμαζόταν νά κατέθη... ή άν είχε μόλις άνέβη... Σταμάτησε καί κοίταξε τό ν Έ λ λε ρ υ μέ μιά πρόκληση στό βλέμμα. Έ ν α αύτοκίνητο άνέβαινε όλοταχώ ς σ τον δρόμο. - Ή ζωή είναι γεμάτη παραξενιές, Μάκ, είπε ό Έ λ λ ε ρ υ . Βρή­ κες τόν παππού σου; - Ό χ ι . Ίσως θά έπρεπε νά ρίξω μιά ματιά στό δάσος. Ό παπ­ πούς κάνει συχνά περιπάτους μέσα στήν νύχτα. Ξέρεις πώς εί­ ναι οί γέρ οι, πρόσθεσε καί ή φωνή του άντήχησε τελείω ς άδιάφορη. - Ναί, ξέρω, είπε ό Έ λ λ ε ρ υ παρακολουθώντας τόν γιό τής Ντήλια πού ξεμάκραινε πρός τό δάσος καί τό ν είδε νά θγάζη άπό τήν τσέπη του ένα κλεφτοφάναρο, καθώς χώθηκε άνάμεσα στούς κορμούς τών δέντρω ν. Τό αύτοκίνητο τού Κήτς στάθηκε λίγα μέτρα πίσω άπό τό αύ­ τοκίνητο τού Έ λ λ ε ρ υ . - Γειά σου, τού είπε έκεΐνος. - Τ ί είνάι πάλι αύτή τή ν φορά; ρώτησε ό Κήτς κακόκεφα.

5. Τό μάτι τον Σατανά

131

Ό Έ λ λ ε ρ υ τού είπε και μπήκαν μαζί στό σπίτι. Ή Ντήλια έψαχνε τό γραφείο τής βιβλιοθήκης μέ μιά παρά­ ξενη έκφραση στό πρόσωπό της. Φορούσε μιά άνοιχτόχρωμη ρόμπα τού σπιτιού πού τή ν συγκροτούσε στήν μέση της μέ μιά βαριά άλυοίδα. Τ6 μαλλιά της άνέμιζαν στήν πλάτη της και κάτω άπό τά μάτια της ύπήρχαν βαθιές σκιές. Ό Ούάλλας, μέ τήν ρόιίπα του, καθόταν άνετα σέ μιά πολυθρόνα καί κάπνιζε. Ή Ντήλια γύρισε καί ό Ούάλλας σηκώθηκε, όταν οί δυό άν­ τρες μπήκαν σ τή ν βιβλιοθήκη, άλλά κανένας τους δέν μίλησε. Ό Κήτς πήγε στό μοναδικό παράθυρο. 'Εξέτασε τή ν κλειδα­ ριά του χωρίς νά τή ν άγγίξη. "Αγγιξε κανένας σας αύτό τό παράθυρο; ρώτησε. - Φοβάμαι πώς τό άγγίξαμε όλοι, άποκρίθηκε ό Ούάλλας. Ό Κήτς μουρμούρισε κάτι μέσα άπό τά δόντια του καί βγήκε. Λίγα λεπτά άργότερα, ό Έ λ λ ε ρ υ τό ν άκουσε νά πηγαι­ νοέρχεται έξω, κάτω άπό τό άνοιχτό παράθυρο, καί είδε τό φώς τού φαναριού του. Κοίταξε γύρω του. ΤΗταν τό είδος τής βιβλιοθήκης πού τού άρεσε. Τά έπιπλα ήσαν δερμάτινα καί μαύρα,έντοιχισμένα ρά­ φια πού ήσαν γεμάτα βιβλία άπό τό πάτωμα ώς τό ταβάνι, είχαν κάτι τό φιλόξενο. ΤΗταν ένα εύρύχωρο δωμάτιο, μέ καλό φωτι­ σμό. - Δ έ ν λείπει τίποτα, Ντήλια; ρώτησε. Εκείνη κούνησε τό κεφάλι. - Δ έ ν καταλαβαίνω τίποτα, είπε. -Τχο ς νά τό ν τρομάξαμε ό Κρόου καί έγώ, παρατήρησε ό Ούάλλας καί κάθησε ξανά, καπνίζοντας πάντα. - Η συλλογή τών γραμματοσήμων τηΰ πατέρα σου; ρώτησε ό Έ λλκρ1 ..'. Δ έ ν ήξερε, γιατί σκέφτηκε τούς θησαυρούς τού γερ ο-Κ όλλιερ. Ίσ ω ς γιατί είχαν κάποια άξια. - Από ο ,τι ξέρω, δέν τή ν άγγιξε κανείς, άποκρίθηκε ή Ντήλια. Ο Έ λ λ ε ρ υ τριγύρισε μέσα στό δωμάτιο. - Ό Κρόου μοΰ είπε ότι ό κύριος Κόλλιερ δέν κοιμήθηκε στό κρεβάτι του. Μήπως ξέρεις πού βρίσκεται, Ντήλια; ρώτησε. - Οχι. Ό πατέρας μου κι έγώ δέν έλέγχουμε ό ένας τίς κινή­ σεις τού άλλου. Καί δέν θυμάμαι, κύριε Κουήν, νά σάς έδωσα τήν άδεια νά μέ άποκαλήτε μέ τό μικρό μου όνομα, πρόσθεσε ψυχρά. Θά σάς παρακαλοϋσα, λοιπ όν, νά σταματήσετε. Ό "Ελλερυ τή ν κοίταξε χαμογελώ ντας κι άρχισε νά τριγυρίζη

132

πάλι στό δωμάτιο. ’Εκείνη γύρισε άπδ τή ν άλλη μεριά. Ό Ο ύά λλας κάπνιζε. Κάποτε έπέστρεψε ό Κήτς. - Δ έν ύπάρχει τίποτα έξω, είπε άπότομα. Βρήκες έσύ τίποτα; - Νομίζω, είπε ό Έ λ λ ε ρ υ . ΤΗταν γονα τισμένος μπροστά στό τζάκι. - Γιά κοίτα, πρόσθεσε. Ή Ντήλια Πράιαμ και ό Ούάλλας γύρισαν πρός τά έκεϊ. Στη ν πέτρα τού τζακιού ύπήρχαν τά άποκαΐδια των ξύλων πού είχαν γίνει στάχτη. Πάνω όμως στήν στάχτη ύπήρχε ένα καμένο άντικείμενο Απροσδιορίστου σχήματος. -Ά κ ο ύ μ π α τά χέρι σου στό πλάι τής στάχτης, Κήτς, είπε ό Έ λλερ υ. - Είναι κρύα. - Καί τώρα άκούμπησέ το κάτω άπό αύτό τδ καμένο πράγμα. Ό άστυνομικός άπλωσε τό χέρι του καί τό τράβηξε άπότομα. - Καίει! είπε. - ’Ανάψατε φωτιά άπόψε στό τζάκι..., κυρία Πράιαμ; ρώτησε ό Έ λλερ υ. - Ό χ ι . "Ηταν άναμμένο τό πρωί, άλλά έσβησε τό μεσημέρι. -Α ύ τ ό τό άντικείμενο κάηκε έδώ, Κήτς, είπε ό Έ λ λ ε ρ υ . Πάνω στή σθησμένη στάχτη. Ό ύπαστυνόμος τύλιξε τό μαντίλι στό χέρι του καί τράβηξε προσεκτικά τό καμένο άντικείμενο. Τό άφησε πάνω στήν πλάκα τού τζακιού. - Τί νά 'ναι; είπε. - Είναι βιβλίο, είπε ό Έ λ λ ε ρ υ . - Βιβλίο; άπόρησε ό Κήτς και έριξε μιά ματιά γύρω στους το ί­ χους. ’Αναρωτιέμαι άν... - Δ έ ν μπορώ νά σοΰ πώ περισσότερα, τό ν σταμάτησε ό Ελλερυ. Ό λ α τά φύλλα είναι καμένα καί ο ,τι έχει άπομείνει άπό τό εξώφυλλο δέν δείχνει πολλά πράγματα. - Θ ά πρέπει νά έχη ξεχωριστό δέσιμο, παρατήρησε ό Κήτς. Συνήθω ς σ ’ αύτά τά δεσίματα τυπώ νουν τούς τίτλο υ ς , δέν είναι έτσι; - Ναί, έχεις δίκιο, άποκρίθηκε ό Έ λ λ ε ρ υ , άλλά αύτός πού τό έκαψε φ ρόντισε, προηγουμένω ς, νά τό καταστρέψη μέ ένα μυ­ τερό άντικείμενο. Ό Κήτς κοίταξε τή ν Ντήλια καί τόν Ούάλλας.

133

- Μήπως ξέρετε τί βιβλίο ήταν αύτό; -'Α νά θ εμ ά σας! Πάλι έδώ εϊσαστε έσεϊς οι δυό; θροντοφώ νησε ό Ρότζερ Πράιαμ άπό τό κατώφλι. Είχε όδηγήσει ώς έκει τή ν άναπηρική πολυθρόνα του. Τά μαλλιά καί τά γένια του ήταν άχτένιστα. Ή πυτζάμα του ήταν ξεκούμπωτη, λές καί είχε ντυθή βιαστικά. Ή πολυθρόνα του είχε μετατροπή σέ κρεβάτι καί τά σκεπάσματα σούρνοντα ν στό πά­ τωμα. -Χ ά σ α τ ε τή ν φωνή σας; οϋρλιαξε. Δ έ ν μπορεί πιά ένας άν­ θρωπος νά κλείση μάτι σέ τούτο τό σπίτι! Πού στό διάλο ήσουνα. "Αλφ ρεντ; Ό χ ι βέβαια στό δωμάτιό σου, γιατί θ’ άκουγες τό κουδούνι τού έσωτερικοϋ τηλεφ ώ νου! Μιλούσε χωρίς νό ρίξη ούτε μιό ματιά στή γυναίκα του. - Κάτι συνέβη έδώ, κύριε Πράιαμ, είπε ό Ούάλλας προσπα­ θώντας νά τόν καθησυχάση. - Συνέβη; Τ ίσ υ ν έ β η ; Ό Έ λ λ ε ρ υ καί ό Κήτς κοίταζαν τό ν Πράιαμ προσεκτικά. Τό γραφείο τής βιβλιοθήκης καί μιό μεγάλη καρέκλα, πού βρί­ σκονταν ά νά μ εσ α 'σ τό τζάκι καί στήν άναπηρική πολυθρόνα του, τό ν έμπόδιζαν νά δή τό καμένο βιβλίο. -Κ ά π ο ιο ς διέρρηξε τή ν βιβλιοθήκη άπόψε, κύριε Πράιαμ, είπε ό Κήτς βραχνά, καί μήν νομίζετε πώς είμαι πολύ εύχαριστημένος πού βρίσκομαι έδώ, γιατί μπορώ νά σάς βεβαιώσω ότι έχω σιχαθή αύτήν τή ν ύπόθεση όσο σιχαίνεσθε κι έσεϊς έμένα. Καί άν νομίζετε ότι μπορείτε νά μέ πετάξετε καί πάλι έξω, ξεχάστε το. Είναι παράνομο τό νά μπαίνη κανείς στό ξένα σπίτια καί άντιμετωπίζω αύτήν τή ν περίπτωση σάν άστυνομικός. Τώρα, θά μού δώσετε ορισμένες άπαντήσεις, γιατί διαφορετικά, μά τό ν Θεό, θά σάς κάνω μιά μήνυση μέ τή ν κατηγορία ότι παρεμ­ ποδίζετε τό έργο τής άστυνομίας. Γιατί κατέστρεψαν καί έκα­ ψαν αύτό τό βιβλίο; Ό Κήτς διέσχισε τό δωμάτιο κρατώντας στό χέρι του τ' άπομεινάρια τού καμένου βιβλίου καί τό κόλλησε σχεδόν στήν μύτη τού Πράιαμ. -Β ιβ λ ίο Τ6 έκαψαν; είπε έκεϊνος σάν χαμένος. Ό λ η ή όργη του είχε έξαφανιστή. Κοίταζε τώρα έκπληκτος τό καμένο αντικείμενο πού κρατούσε ό Κήτς στό χέρι του. - Τ ό άναγνωρίζετε αύτό; ρώτησε ό άστυνομικός. Ό Πράιαμ κούνησε καταφατικά τό κεφάλι του.

134

- Μπορείτε νά μάς πήτε τί είναι; -Ό χ ι . Ή λέξη βγήκε βραχνή άπό τά χείλια του. Τά μάτια του είχαν καρφωθή πάνω ατό έξώφυλλο τού βιβλίου. -Φ α ίνε τα ι πώς δέν ξέρει τίποτα, είπε ό Κήτς άηδιασμένος. Έ , λοιπόν... - Μιά στιγμή, ύπαστυνόμε, τό ν σταμάτησε ό Έ λ λ ε ρ υ πού ήταν κοντά στά ράφια καί έψαχνε άνάμεσα ατά βιβλία. ΊΗσαν όλα άκριθές εκδόσεις, μέ άκριθά, καλλιτεχνικά δεσίματα, κι οί τί­ τλοι τους έδειχναν πώς ήσαν διαλεγμένα μέ προσοχή. Χρει­ άστηκε νά ξεφυλλίση καμιά ντουζίνα βιβλία, γιά νά καταλάθη ότι τά φύλλα όλων αυτών τών βιβλίων ήσαν άκοπα. Κανένας δέν τά είχε διαβάσει ποτέ. Ά π ό τή ν στιγμή πού έφυγαν άπό τά χέρια τού βιβλιοδέτη, άλλα χέρια δέν τά άγγιξαν. - Πόσο καιρό έχετε αύτά τά βιβλία, κύριε Πράιαμ; ρώτησε. - Πόσο καιρό, είπε ό Πράιαμ καί έγλειψε τά χείλια του. Πόσο καιρό τά έχουμε, Ντήλια; - Τά άγοράσαμε λίγο μετά τό ν γάμο μας, είπε σιγά έκείνη. - Ό τ α ν έχης βιβλιοθήκη, πρέπει νά έχης καί βιβλία, μουρ­ μούρισε ό Πράιαμ κουνώντας τό κεφάλι. Κάλεσα κάποιον βιβλι­ οπώλη, τού έδειξα τά ράφια καί τού είπα νά τά γεμίση μέ ό ,τι καλύτερο ύπήρχε. Αποκτούσε έμπιστοσύνη καί σιγουριά, καθώς μιλούσε. Στή ν βαριά φωνή του ύπήρχε μιά παράξενη άλαζονεία. - Καί έκανε πολύ καλή δουλειά, μουρμούρισε ό "Ελλερυ. Τό μόνο πού δέν καταλαβαίνω, κύριε Πράιαμ, είναι γιατί είναι όλα άδιάθαστα. Κανένας δέν τά έχει άνοίξει ποτέ! - Νά τ ’ άνοιξη! Καί νά σπάση τό δέσιμο; Αυτή ή συλλογή άξίζει μιά περιουσία, κύριε. Έθα λα καί μοΰ τή ν έξετίμησαν. Δ έ ν άφήνω κανέναν νά τή διαθάση. - Μά τά βιβλία είναι φτιαγμένα γιά νά διαθάζωνται, κύριε Πράιαμ. Δ έν νιώσατε ποτέ τή ν περιέργεια νά δήτε τί ύπάρχει σ ’ αύτές τις σελίδες; -Έ χ ω ν' άνοίξω βιβλίο άπό τότε πού πήγαινα στό σχολείο, άντιγύρισε ό Πράιαμ. Τά βιβλία είναι γιά τίς γυναίκες καί γιά τούς μακρυμάλληδες. Ο ί έφημερίδες καί τά εικονογραφημένα περιοδικά, ναί, είναι πολύ διαφορετικά. Σταμάτησε, τίναξε τό κεφάλι του άπειλητικά καί ρώτησε: - Πού τό πάς;

135

- Θά ήθελα νά περάσω μιά ώρα σ ’ αυτήν έδώ, στήν βιβλι­ οθήκη, κύριε Πράιαμ, καί νά ρίξω μιά ματιά στήν σ υ λλο γή σας. Σάς δίνω τό ν λό γο μου, ό τι θ’ άγγίξω τά βιβλία σας μέ τή ν με­ γα λύτερη προσοχή. Έ χ ε τ ε καμιά άντίρρηση σ' αύτό; - Είσαι συγγραφ εύς, δέν είσαι; ■ - Ναί. -Γ ρ ά φ ε ις άρθρα σάν κι αύτά πού γράφ ουν οί κυριακάτικες έφημερίδες; - Καμιά φορά. - Μήπως θέλεις νά γράψης κανένα άρθρο γιά τή ν σ υ λλο γή τών βιβλίων τού Πράιαμ; - Εΐσθε πολύ έξυπνος, κύριε Πράιαμ, είπε ό Έ λ λ ε ρ υ χα μ ογε­ λώντας. - Δ έ ν έχω άντίρρηση, είπε έκεΐνος και τά μάγουλά του , τώρα, είχαν ξαναθρεϊ τά χρώμα τους. Α ύτός ό βιβλιοπώλης πού μοΰ τά πούλησε μού ε'ιπε ότι θά έπρεπε νά έχω καί έναν είδικό κατάλογο. Τ ό ν πλήρωσα καί μού τό ν έφτιαξε. Έ τ σ ι θά μπορέσης νά θρής ό ,τι θέλεις. Χαμογέλασε κι ύστερα είπε ξανά: - Ό χ ι , δέν έχω καμιά άντίρρηση, κύριε... Πώς σέ λένε; - Κουήν. -Ε ν τ ά ξ ε ι, κύριε Κουήν. - Είναι πολύ εύγενικό αύτό, κύριε Πράιαμ,και σάς εύχαριστώ, είπε ό Έ λ λ ε ρ υ . Γιά πέστε μου, όμως, μήπως προσθέσατε τί­ ποτα βιβλία άπό τό τε πού έγινε ό κατάλογος; - Νά προσθέσω; άπόρησε ό Πράιαμ. ’Αγόρασα ό ,τι καλό ύπήρχε. Γιατί νά θέλω κι άλλα; Π ότε θά τά κοιτάξης; - Μιά πού βρίσκομαι έδώ, γιατί νά μήν τά κοιτάξω τώρα, κύ­ ριε Πράιαμ; Έ τ σ ι κι άλλιώς κοντεύει νά ξημερώση. - Φοβάσαι μήν άλλάξω αύριο γνώ μη. Α ύτό δέν είναι; είπε ό Πράιαμ χαμογελώ ντας. Ε ν τά ξ ε ι, Κουήν. Βλέπω ό τι δέν είσαι βλάκας, παρ’ ό λο πού γράφεις βιβλία. Κάνε ό ,τι θέλεις! Τά χα μ όγελο έσβησε άπό τά χείλια του , καθώς γύρ ισε τά μά­ τια σ το ν Ο ύάλλας. - Πήγαινέ με πίσω, ’Ά λφ ρ ε ντ, είπε. Καί καλύτερα νά μείνης μαζί μου ώς τά πρωί. - Μάλιστα, κύριε Πράιαμ, είπε ό Ο ύάλλας. - Τ ί στέκεσαι καί κοιτάς,Ν τήλια; Πήγαινε στά δωμάτιό σου, είπε ό Πράιαμ σ τή ν γυναίκα του.

136

- Μάλιστα, Ρότζερ. Ό Ο ύάλλας έσπρωξε τή ν πολυθρόνα έξω άπό τη ν βιβλι­ οθήκη. Ό τ α ν έκλεισε ή πόρτα,ό Έ λ λ ε ρ υ είπε: - Δ έ ν φαντάζομαι νά έχετε άντίρρηση, κυρία Πράιαμ. Πρέπει νά μάθουμε ποιο ήταν αύτό τό βιβλίο. - Νομίζετε ό τι ό Ρότζερ είναι ά νόητος, έτσι δέν είναι; ρώτησε έκείνη. - Γιατί δέν πάτε νά κοιμηθήτε; Εκείνη στάθηκε γιά λίγο άμίλητη κι ύστερα γύρισε πρός τή ν πόρτα. Έ κ ε ι σταμάτησε άπότομα. - Πού ήσ ουν, άγαπημένε μου; είπε άντικρύζοντας τό ν γιό της στό κατώφλι. Μήν τό ξανακάνης ποτέ αύτό. Αρχισα ν ’ άνησυχώ. Βρήκες τό ν παππού σου; Ό νεαρός Μάκ Γκόουαν χαμογελούσε. - Δ έ ν μπορείς νά μαντέψης πού ήταν, είπε. Ύ σ τερ α παραμέρισε και εμφανίστηκε στην πόρτα ό γερ οΚόλλιερ. Σ τή ν μύτη του είχε μιά μουντζούρα, άλλά χαμ ογε­ λούσε εύτυχισμένος. - Τ ό ν βρήκα κάτω στό ύπόγειο, είπε ό έγγονά ς του. Στό ύπόγειο; - Ο παππούς έφτιανε έναν σκοτεινό θάλαμο, μητέρα. Ά σ χ ο λεϊται, τώρα, μέ τή ν φωτογραφία. - Χρησιμοποίησα όλη τή μέρα τή ν δική σου μηχανή, θυγαιέρα, είπε ό γερ ο-Κ όλλιερ . Ελπίζω νά μή σέ πειράζή. Έ χω πολλά άκόμα νά μάθω, πρόσθεσε κουνώ ντας τό κεφάλι του. ΟΙ φωτογραφίες μου δέν βγαίνουν καί πολύ καλές. Γειά σας! συν­ έχισε άντικρύζοντας τό ν Έ λ λ ε ρ υ καί τό ν Κήτς. Ό Κρόου μού Γ,ίπε πώς είχατε πάλι φασαρίες. - Εϊσασθε πολλή ώρα, στό ύπόγειο, κύριε Κ όλλιερ; ρώτησε ό ύπαστυνόμος Κήτς. - Κατέθηκα άμέσως μετά τό δείπνο. - Δ έ ν άκούσατε τίποτα; Κάποιος διέρρηξε τό παράθυρο. - Ναί, μού τό είπε ό έγγο νό ς μου. Ό χ ι, δέν άκουσα τίποτα, άλλά καί άν άκουγα, θά κλείδωνα τή ν πόρτα τού ύπογείου καί Οά περίμενα νά περάση ή φασαρία! Θυγατέρα, μοιάζεις άναοτατω μένη, στράφηκε στήν κόρη του. Μ ήν χάνης τό κουράγιο οου. -Έ ν ν ο ια σου καί θά έπιζήσω, πατέρα. - Ανέβα στό δωμάτιό σου. Καληνύχτα, κύριοι.

137

Ό γέρ ος βγήκε άπό τό δωμάτιο. -Κ ρ ό ο υ , είπε ή Ν τή λια σοβαρή, ό κύριος Κουήν καί ό ύπασ τυ νό μ ο ς Κήτς θά δουλέψ ουν γιά λίγ ο σ τή ν βιβλιοθήκη. Ν ο­ μίζω πώς θά ήταν καλύτερο νά μείνης κι έσύ. - Ναί, ναί, είπε ό Μάκ καί τή ν φίλησε. 'Ε κείνη βγήκε χωρίς νά ρίξη ούτε μιά ματιά στους δυό άν­ τρες. Ό Μάκ Γκόουα ν έκλεισε τή ν πόρτα πίσω της. - Τ ί τρέχει; ρώτησε τό ν "Ελλερυ παραπονεμένα. Δ έ ν τά πάτε πιά καλά έσείς οί δυό; Τ ί συνέβη; -" Α ν πρόκειται νά μάς παρακολουθήσης, Μάκ, είπε ό Έ λ λε ρ υ , άπότομα, κάθησε σ' αύτή τή ν π ολυθρ όνα τής γω νιάς γιά νά μήν είσαι στά πόδια μας. Έ λ α , Κ ήτς, άς άρχίσουμε. * Ή σ υ λλο γή τού Πράιαμ ήταν πολύ πλούσια, άλλά ό Έ λ λ ε ρ υ τή ν άντίκρυσε, όχι μέ τό ένσ τικτο τού αισθητικού, άλλά μέ τό ένσ τικ το τού έπιστήμ ονα καί μέ μιά μ εθοδολογία άσχετη έ ν τε λώς άπό τή ν τέχ νη καί τή ν ήθική. Έ θ α λ ε τό ν άστυνομικό νά τού διαθάζη ένα ν-ένα ν τούς τίτλο υ ς άπό τά βιβλία πού ήσαν άραδιασμένα στά ράφια καί το ύ ς ή λεγχε σ τόν κατάλογο. Χρειάστηκαν πάνω άπό δυό ώρες γιά νά τελειώ σ ουν καί στό μεταξύ ό Κρόου Μάκ Γκόουα ν είχε άποκοιμηθή στήν δερμάτινη π ολυθρ όνα του. Ό τ α ν , κάποια στιγμή, ό Κήτς σταμάτησε, ό Έ λ λ ε ρ υ άρχισε νά φ υλλομετράη ξανά τίς σελίδες το ύ καταλόγου. - Λ ο ιπ ό ν; ρώτησε ό Κήτς. - Παρέλειψες έναν μ ό νο ν τίτλ ο , άποκρίθηκε ό Έ λ λ ε ρ υ καί άφ ήνοντας τό ν κα τά λογο πήρε στό χέρ ι του τό καμένο βιβλίο. Τ ο ύ το έδώ πρέπει νά ήταν δεμένο μέ ακριβό δέρμα. ΤΗταν «Ο ί Ό ρ ν ιθ ε ς » τού ’Αριστοφ άνη. - Π οιανού; - Τ ο ύ 'Αριστοφ ά νη, τού μ εγα λύτερ ου σατιρικού ποιη τού, πού έζησε σ τή ν 'Αρχαία Ε λ λ ά δ α . - Μέ κοροϊδεύεις; Ό "Ελλερυ δ έν μίλησε. -Δ η λ α δ ή , τί προσπαθείς νά μοΰ πής; ρώτησε ό άστυνομικός, ό τι ή τέταρτη προειδοποίηση είναι ένα καμένο βιβλίο γρ αμ μένο άπό έναν συγγραφ έα πού πέθανε πριν άπό τρεις χιλιάδες χρ ό ­ νια;

138

-Α κ ρ ιβ ώ ς ! - Μά πώς είναι δυνα τόν; - Κ ι όμω ς, είναι, Κήτς. Δ υό το υ λά χισ το ν άπό τις π ρ οηγούμ ε­ νες προειδοποιήσεις συνεπ ά γοντα ν κάποια βία: ή τροφ ική δη­ λητηρίαση καί τά ψόφια βατράχια... Ό Έ λ λ ε ρ υ σταμάτησε καί άνακάθησε. - Τ ί τρέχει; άνησύχησε ό Κήτς. -Β ά τ ρ α χ ο ι! Έ ν α άλλο έργο τού ’Αριστοφ άνη έχει αύτόν άκριθώς τό ν τίτλ ο : « Ο ί Β άτραχοι». Ό Κήτς τό ν κοίταξε άπελπισμένος. - Θά πρέπει, όμως, νά είναι σύμπτωση, συνέχισε ό Έ λ λ ε ρ υ ... Ο ί « Ό ρ ν ιθ ε ς » » . Πώς σ υνδ έοντα ι, άραγε, όλες αύτές οί προει­ δοποιήσεις; Ή πρώτη μάς είναι άγνω στη. Κατόπιν έχουνε τή ν τροφική δηλητηρίαση, τά ψόφια βατράχια, τό άκριθό π ο ρ το ­ φόλι καί, τώρα, μιά π ο λυ τελή έκδοση το ύ έργου ένός ’Αρχαίου Έ λ λ η ν α Κλασικού πού έζησε, άν δέν κάνω λάθος, τό 414 π.Χ. - Κι έσΰ έπιμένεις πώς όλα αύτά τά ά λλοπρόσα λλα έχουν κά­ ποια σχέση μεταξύ του ς, μόρφασε ό Κήτς. - Θυμάσαι τί έγραφε τό σημείωμα πού έλαβε ό Χ ίλ; «Γ ιά κάθε βήμα πού θά σάς πηγαίνη κοντύτερα σ τό ν θάνατο, θά παίρνετε μιά προειδοποίηση... Μιά προειδοποίηση πού θά έχη Ιδιαίτερη σημασία, καί γιά σένα καί γιά κείνον καί θά σάς σημιουργή και­ νούρ γιες άπ ορίες». Θά πρέπει λο ιπ ό ν νά έχο υν κάποια σχέση, Κήτς. Νά ά π ο τελο ϋ ν τμήματα μιάς προοδευτικής σειράς... Ό Έ λ λ ε ρ υ σταμάτησε καί κούνησε τό κεφάλι. - Δ έ ν ξέρω, είπε. Δ έ ν ξέρω κάν άν ό Πράιαμ κατανοεί τή ν σημασία τους. Το ύ τη ή άποψινή προειδοποίηση μπλέκει άσχημα τά πράγματα. Ό Πράιαμ είναι άγράμματος. Πώς μπορεί, λο ιπ ό ν, νά ξέρη τί σημαίνει ή καταστροφή ένός άρχαίου έ λλη νικού έργου; - Ποιά είναι ή ύπόθεσή του ; - Τ ο ύ έρ γο υ; Α ν θυμάμαι καλά, δυό ’Αθηνα ίοι πείθουν τούς Ό ρ ν ιθ ε ς νά στή σ ουν μιά πολιτεία σ τό ν ούρανό γιά νά διαχωρί­ σουν το ύ ς θεούς άπό τό ν άνθρωπο. - Καί σέ τί μάς βοηθάει αύτό; ρώτησε ό Κήτς πού είχε άρχισει νά βαριέται όλη το ύ τη τή ν κουβέντα. Πήγε καί στάθηκε ξανά στό παράθυρο. Ή νύχτα είχε άρχίσει νά ϋποχωρή, άλλά τό δωμάτιο ήταν παγω μένο. Ό νεαρός Μάκ Γκόουαν κοιμόταν πάντα τό ν ύπνο τού δι­

139

καίου στήν πολυθρόνα του. Ό Έ λ λ ε ρ υ έμενε σιωπηλός καί ή σιωπή του κράτησε πολύ. Κάποια στιγμή ό Κήτς κουράστηκε καί γύρισε. - Τ ί στό διάβολο σ' έχει πιάσει; ρώτησε άνήσυχος. - Έ χ ο υ ν κάτι τό κοινό, Κήτς, άποκρίθηκε ό Έ λ λ ε ρ υ . - Τ ό έχεις πει πάμπολλες φορές αύτό. -Κ ι ό χ ι έ ν α , ά λ λ ά δύο. Ό Κήτς σίμωσε τό ν Έ λ λε ρ υ καί πήρε ένα τσιγάρο άπό τό πακέτο, πού είχε άφήσει στό χαμηλό τραπέζι μπροστά στό τζάκι. - Δ έ ν νομίζεις ότι θά κάναμε καλά, άν σταματούσαμε ως έδώ και γυρίζαμε στά σπίτια μας; είπε. Χρειαζόμαστε, σίγουρα, ένα ντους καί... Σταμάτησε άπότομα μέ τό άναμμένο σπίρτο μετέωρο στό χέρι του καί ρώτησε: - Τί είπες; - Ό τ ι έχουν δυό κοινά σημεία, Κήτς, άποκρίθηκε ό Έ λλε ρ υ . - Τ ά βρήκες; - Ξέρω τή ν σημασία τους, Κήτς. Τή ν ξέρω. - Ποιά είναι; Ό Έ λ λ ε ρ υ όμως δέν τό ν όκουγε πιά. "Εψαχνε νά θρή τά τσι­ γάρα στήν τσέπη του. "Εθαλε ένα στό στόμα του. Ό Κήτς τού τό άναψε κι ύστερα πήγε ξανά στό παράθυρο. Ά νά σ α νε στόν άέρα τής αύγής. - Κήτς, είπε κάποια στιγμή ό "Ελλερυ. Ό Κήτς γύρισε. - Ναι; Ό Έ λ λ ε ρ υ ήταν, τώρα, όρθιος. - Ό άνθρωπος πού είχε τό ν σκύλο, είπε. Πώς λέγεται καί ποιά είναι ή διεύθυνσή του; -Π ο ιο ς ; άπόρησε ό Κήτς. - Ό ιδιοκτήτης τού ψόφιου σκύλου πού άφησαν στήν πόρτα τού Χίλ. Πώς λέγεται; Ξέχασα τό όνομά του. -Χ έ ν τ ε ρ σ ο ν . Μ ένει στήν Λεωφόρο Κλάυμπουρν στήν Λίμνη Τολούκα. - Πρέπει νά τό ν δώ όσο πιό γρήγορα μπορώ. Εσύ θά γυρίσης στό σπίτι σου; - Ναί, άλλά... - Πήγαινε νά κοιμηθής μιά-δυό ώρες. Θά είσαι τό μεσημέρι

140

στήν άστυνομία; - Ναί, άλλά... Ό Έ λ λ ε ρ υ είχε κιόλας θγή άπό τή ν βιβλιοθήκη τοϋ Ρότζερ Πράιαμ, μέ μικρά βιαστικά βήματα, σάν ύπνοθάτης. Ό Κήτς τό ν παρακολούθησε άκίνητος. Ό τ α ν άκουσε τό αύτοκίνητο τοϋ Έ λ λ ε ρ υ νά ξεκινάη, πήρε ενα άκόμη τσιγάρο, έθαλε τό πακέτο στήν τσέπη του και μά­ ζεψε άπό τό τζάκι τό καμένο βιβλίο. Ό Κρόου Μάκ Γκόουαν ξύπνησε άπότομα. -Ε δ ώ είσαι άκόμα; ρώτησε. Πού είναι ό Κουήν; Ύ σ τερ α χασμουρήθηκε καί πρόσθεσε: - Βρήκατε τίποτα; Ό Κήτς άναψε τό τσιγάρο του καί φύσηξέ τό ν καπνό. - Ό τ α ν βρούμε κάτι,θά στό τηλεγραφήσω, άποκρίθηκε, καί βγήκε άπό τό δωμάτιο.

141

13

ΊΗταν σχεδόν όκτώ, όταν ό Έ λ λ ε ρ υ σταμάτησε μπροστά σ ’ ένα άσθεστωμένο σπίτι μέ γαλάζια παραθυρόφυλλα, στή Λ ε ­ ωφόρο Κλάυμπουρν. Στή χ λό η , μπροστά σ τή ν είσοδο, ήταν μιά φανταχτερή, πολύχρω μη πινακίδα μέ τό όνομα: Χ Ε Ν ΤΕ Ρ Σ Ο Ν . Τά κλειστά παραθυρόφυλλα είχαν κάτι τό άπ ογοητευτικό. Καθώς άνηφόρισε τό μονοπάτι, ακούσε μιά γυναικεία φωνή νά λέη: -"Α ν γυ ρ εύ ετε τό ν Χ έντερ σ ο ν, λείπει. Γύρισε καί άντίκρυσε μιά παχιά γερ οδεμένη γυναίκα, τυ λι­ γμ ένη σέ μιά πορτοκαλί ρόμπα πού έγερ νε πάνω άπό τό παρα­ πέτο τής βεράντας στό διπλανό σπίτι. - Ξέρετε πού μπορώ νά τό ν θρώ; τή ρώτησε ό Έ λλε ρ υ . - Δ ε ν μπορείτε, άποκρίθηκε έκείνη. Ό Χ έντερ σ ο ν είναι ήθοποιός τού κινηματογράφου. Παίζει σέ μιά πειρατική ταινία πού γυρίζεται κάπου σ τή ν Καταλίνα, νομίζω. "Ε λεγε ό τι θά κρατούσε τό γύρισμα άρκετές έθδομάδες. Εΐσθε δημοσιογράφος; -Θ ε ό ς φυλάξοι! μουρμούρισε ό "Ελλερυ. Μήπως έτυχε νά δήτε τό ν σκύλο τού κυρίου Χ έντερ σ ον; - Τ ό ν σκύλο τού κυρίου Χ έντερ σ ο ν; Έ κ α ν α καί τίποτε άλλο άπό τό νά τό ν βλέπω; Τ ό ν έλεγα ν Φράνκ καί περνούσε τή μέρα του κυνηγώ ντας τις γά τες σ τόν κήπο μου. Μοϋ είχε άφανίσει όλα τά λουλούδια μου. - Τ ί είδους σκύλος ήταν ό Φράνκ; ρώτησε ό Έ λ λ ε ρ υ . - Είδους; - Ναί. Τ ί ράτσα; -Δ η λ α δ ή ... δέν ήταν πολύ μεγάλος. Ο ύτε όμως καί πολύ μι­ κρός, όταν τό καλοσκεφτή κανείς... 142

- Δ έ ν ξέρ ετε τί ράτσα ήταν; - Μά νομίζω πώς ήταν κυνηγόσκυλο. - Τ ί εϊδους κυνηγόσκυλο; - Δηλαδή... - Σέττερ , ’Άιρ ις, Γκ ό ρ ντο ν, Λ έ θ ελλυ ν; - Δ έν ξέρω... Δ έ ν είμαι σίγουρη. - Τί χρώμα είχε; - Χρώμα; Κάτι άνάμεσα στό καφετί καί στό άσπρο. Ό χ ι! Μαύρο... Τώρα πού τό καλοσκέφτομαι δέν ήταν πραγματικά άσπρο. Μ άλλον, κρέμ... - Μ άλλον κρέμ. Σάς ευχαριστώ, είπε ό Έ λ λ ε ρ υ . Μπήκε στό άμάξι του καί ξεκίνησε. Πάτησε γκάζι καί σέ λίγο βρέθηκε σ ’ ένα βιβλιοπωλείο. Μπήκε σάν σίφουνας καί ζήτησε ένα βιβλίο γιά σκυλιά μέ εικόνες. Τ ό πήρε καί κατευθύνθηκε ολοταχώς στό σπίτι τής Λώρελ. Ά νη φ ό ρ ισ ε όλοταχώς τόν δρόμο τώ ν λόφω ν καί όρμησε σάν σίφουνας στό δωμάτιό της τή στιγμή άκριθώς, πού έκείνη έμπαινε ολόγυμνη στό μπάνιο της. -Φ ε ύ γ α ά π ό ’δώ, φώναξε ή Λώρελ. Είμαι γυμνή. - Κλείσε τό νερό καί έβγα έξω! - Μ ά ,Έ λλερ υ ... -Έ ν ν ο ια σου καί δέν ένδιαφέρομαι καθόλου γιά τή γύμνια σου, τή ν έκοψε ό Έ λ λ ε ρ υ . Κάλυψε τά κάλλη σου μ ’ αύτό, πρόσθεσε καί τής πέταξε ένα μπουρνούζι πού ήταν πάνω στό κρεβάτι της. Κάνε γρήγορα. Θά σέ περιμένω έδώ. Ή Λώ ρελ βγήκε σχεδόν άμέσως τυ λιγμ ένη στή γαλαζοπρά­ σινη μπουρνουζένια ρόμπα της. - Δ έν μέ νοιάζει άν ένδιαφέρεσαι ή όχι γιά τά κάλλη μου, τού είπε, άλλά κάνε μου τή χάρη τή ν έπόμενη φορά νά χτυπήσης, τουλά χιστον, τή ν πόρτα. - Ναί, ναί, είπε ό Έ λ λ ε ρ υ βιαστικά, καί τώρα άκουσέ με καλά, Λώρελ. Θέλω νά γυρίσης μέ τή φαντασία σου στή στιγμή πού άντίκρυσες εκείνο τό ψόφιο σκυλί στό κατώφλι σας. Τ ό τε πού έσύ κι ό πατέρας σου σταθήκατε στήν έξώπορτα καί τό κοιτά­ ξατε. Τό θυμάσαι έκείνο τό πρωινό; - Ναί, άποκρίθηκε ή Λώρελ. - Μπορείς νά ξαναφέρης στή μνήμη σου έκείνο τό σκυλί; - Ναί. - Μείνε σ' αύτό! είπε ό Έ λ λ ε ρ υ καί τή ν έπιασε άπό τό χέρι.

143

Τή ν οδήγησε πρός τό κρεβάτι της κι έκείνη άντίκρυσε, ξα­ φνικά, μπροστά της, πάνω στά άνακατεμένα σκεπάσματα, ένα μεγάλο βιβλίο μέ χρωματιστές εικόνες διαφόρων σκυλιών. Τά μάτια της έπεσαν σ ’ ένα λυκόσκυλο. - Μήπως έμοιαζε μ’ αύτό τό σκυλί; ρώτησε ό Έ λ λ ε ρ υ . -Ό χ ι... - Ψάξε σελίδα - σελίδα κι όταν θρής τό σκυλί τού Χ έντερ σ ον ή κάποιο πού νά τού μοιάζη, δεϊξ' τό μου, τής είπε ό Έ λ λ ε ρ υ . Ή Λώ ρελ τό ν κοίταξε καχύποπτα. -Έ λ λ ε ρ υ ! φώναξε. Κάτι βρήκες! - Ψάξε στό βιβλίο, είπε έκεϊνος σοβαρός. Ή Λώ ρελ έσκυψε κι άρχισε νά γυρίζη μία - μία τις σελίδες. - Νά το! είπε κάποια στιγμή. Ό Έ λ λ ε ρ υ τράβηξε τό βιβλίο άπό τά χέρια της. Ή εικόνα έδειχνε ένα μικρό σκυλί μέ κοντά πόδια, μακριά κρεμασμένα αύτιά καί μπουκλωτή ούρά. Τό τρίχωμά του ήταν κοντό. Τά πίσω πόδια του καί ένα μέρος τής κοιλιάς του ήταν κρέμ. Τό ίδιο καί ή μουσούδα του. Είχε όμως μαύρα αύτιά καί μαύρη πλάτη, πού συνεχιζόταν καφετιά στην ούρά. Ή λεζά ντα κάτω άπό τή ν εικόνα έγραφε: Λ α γ ω ν ι κ ό . -Λ α γ ω ν ικ ό , φώναξε ό Έ λ λ ε ρ υ καί τό πρόσωπό του έλαμψε. Λαγωνικό. Φυσικά... Δ έ ν μπορούσε νά είναι τίποτα άλλο. Ό χ ι, δέν μπορούσε νά είναι... Λαγω νικό, Λώ ρελ! Λαγωνικό! "Αρπαξε τή νέα κοπέλα, τή ν άνασήκωσε καί τή φίλησε στό μέτωπο καί στά βρεγμένα άκόμα μαλλιά της. Ύ σ τε ρ α τή ν πέταξε στό άκατάστατο κρεβάτι κι άρχισε νά χοροπηδάη μέσα στό δωμάτιο. Έ κ ε ίν η τό ν κοίταζε έκπληκτη καί κάποια στιγμή πού σταμά­ τησε τό χοροπηδητό τό ν ρώτησε: - Μά τί σχέση μπορεί νά έχη ή ράτσα τού σκύλου μέ τή ν ύπόθεσή μας, "Ελλερυ; Η μόνη σχέση πού μπορώ νά σκεφτώ είναι ή σημασία πού δίνει ό λαός σ ’ αύτή τή λέξη. Λαγωνικά δέν ό νο μάζουν τούς ντέτεκτιθ ς; Ό "Ελλερυ δέν τή ς άπάντησε κάν. Τή ν κοίταξε, τής χαμογέ­ λασε καί βγήκε άπό τό δωμάτιο σάν σίφουνας, έτσι όπως είχε μπή... ★ Είκοσι λεπτά άργότερα, ό Έ λ λ ε ρ υ καί ό ύπαστυνόμος Κήτς 144

ήταν κλεισμένοι σ ’ ένα γραφείο τής άστυνομίας καί κουβέντι­ αζαν. Ή συζήτηση κράτησε πάνω άπό ώρα. Μετά κατευθύνθηκαν στό γραφείο τού άρχηγοϋ τής άστυνο­ μίας. Ό τ α ν βγήκαν, ό Κήτς ήταν χαρούμενος. - Σ έ λίγες μέρες, όλα θά έχουν τελειώ σει, είπε. Έ σ φ ιξα ν τά χέρια καί χωρίστηκαν. Ό Έ λ λ ε ρ υ άρχισε πιά νά περιμένη ήσυχα. Ό Κήτς έθετε σέ λειτουργία τό ν μηχανισμό τή ς άστυνομίας τού Λός “Αντζελες. * Τρ εις μέρες άργότερα είχαν ήδη συγκεντρώ σει άρκετά σ τοι­ χεία. Ό "Ελλερυ καί ό Κήτς κάθονταν σ ’ ένα γραφείο στό άστυνομικό τμήμα τού Χ ό λ λ υ γ ο υ ντ προσπαθώντας νά μαντέψ ουν τά σημεία πού τούς έλειπαν καί νά συμπληρώ σουν τά κενά, όταν χτύπησε τό τηλέφ ω νο. ΤΗταν ή Λώρελ. - Σ ’ έχω παραμελήσει αύτές τις μέρες, Λώ ρελ, τής είπε ό Έ λλε ρ υ . Τ ί τρέχει; - ‘Έ κα να ένα έγκλημα, άποκρίθηκε ή Λώ ρελ κι ή φωνή της άντήχησε υστερική. - Σοβαρό; - Πώς τιμωρείται κάποιος πού παίρνει κάτι πού δέν τού άνήκει; - Τ ο ύ Πράιαμ και πάλι; ρώτησε ό "Ελλερυ σκυθρωπάζοντας. "Ακούσε κάτι σάν σούρσιμο στήν άλλη άκρη τού σύρματος κι ύστερα άντήχησε ή φωνή τού Μάκ Γκόουαν λαχανιαστή: - Κουήν, δέν τό πήρε αύτή. Έ γ ώ τό πήρα. - Ό χ ι , δέν τό πήρε! φώναξε ή Λώρελ. Δ έ ν μέ νοιάζει, Μάκ! Βαρέθηκα πιά νά κάθωμαι μέ σταυρωμένα τά χέρια καί ν ’ άντικρύζω τό άγνω στο. - Ε ί ν α ι γ ι ά τ ό ν Ρ ό τ ζ ε ρ Π ρ ά ι α μ ; ρώτησε ό ’Έ λ ­ λερυ. - Ναι, άποκρίθηκε ό Μάκ Γκόουαν. Έ ν α μεγάλο δέμα αύτή τή φορά. Τό είχαν άφήσει πάνω στό γραμματοκιβώτιο. Κουήν, δέν έχω σκοπό νά δώσω λαβή σ τό ν Ρότζερ γιά νά τά θάλη μέ τή Λώρελ. Τό πήρα έγώ, κατάλαβες; - Τό άνοιξες, Μάκ; -'Ό χ ι. - Πού βρίσκεστε; - Στό σπίτι σου.

145

- Μ είνετε έκει καί μήν τό άγγίξετε, είπε ό Έ λ λ ε ρ υ και έ­ κλεισε τό τηλέφωνο. Γύρισε στόν Κήτς καί πρόσθεσε: - Ή προειδοποίηση ύπ’ άριθμόν έξη, Κήτς! Βρήκαν τή ν Λώ ρελ καί τό ν Μάκ Γκόουαν στο λίθινγκ ροΰμ τού Έ λ λ ε ρ υ νά στέκωνται καί νά κοιτάζουν ένα δέμα πού είχε τις διαστάσεις τώ ν κουτιών πού χρησιμοποιούν τά καταστή­ ματα άνδρικών ένδυμάτω ν γιά νά παραδίδουν τά ρούχα στους πελάτες τους. Ή τ α ν τυ λιγμ ένο μέ χοντρό καφετί χαρτί καί δε­ μένο μέ γερό σπάγγο. Στό ν σπόγγο ήταν στερεωμένη ή γνω στή έτικέτα μέ τό όνομα τού Πράιαμ, γραμμένο μέ μαύρο μαρκα­ δόρο καί καλλιγραφικά κεφαλαία. Τό πακέτο δέν είχε γραμμα­ τόσημα ούτε σφραγίδες ούτε καμιά άλλη ένδειξη. -Ά ν ο ιξ έ το, είπε ό Κήτς στόν Μάκ Γκόουαν. Ό γιός τής Ντήλια έκοψε τό ν σπάγγο μέ τά χέρια του καί ξέσκισε τό χάρτινο περιτύλιγμα. Τό κουτί δέν είχε καμιά τυπωμένη ένδειξη. Ή τ α ν άπό φθηνό άσπρο χαρτόνι καί παραφουσκωμένο. Θά έλεγε κανείς ότι τό περιεχόμενό του μόλις χωρούσε μέσα. Ό Μάκ άνασήκωσε τό σκέπασμα. Τό κουτί ήταν γεμάτο μέ χαρτιά διαφόρων ειδών καί μεγε­ θών, τυπωμένα μέ χρωματιστά μελάνια. Πολλά άπ’ αύτά έμοι­ αζαν μέ τραπεζογραμμάτια. - Τ ί στό διάθολο, είπε ό Κήτς καί πήρε ένα στήν τύχη. Τού το είναι μετοχή. - Τ ό ίδιο κι αύτό, είπε ό Έ λ λ ε ρ υ . Κι αύτό... Κοιτάχτηκαν καί πρόσθεσε: - Είναι όλα μετοχές, είπε ό Έ λλε ρ υ . - Δ έν καταλαβαίνω, μουρμούρισε ό Κήτς. Το ύ το έδώ δέν ται­ ριάζει μέ τή θεωρία σου, Κουήν. Ό ’Έ λλε ρ υ σκυθρώπασε. - Σ ά ς λένε τίποτα όλα αύτά τά χαρτιά; ρώτησε τούς δυό νέ­ ους. Ή Λώ ρελ κούνησε τό κεφάλι της κοιτάζοντας ένα όνομα πού ήταν γραμμένο σ' ένα άπό τά χαρτιά. Ύ σ τ ε ρ α τό άφησε άργά πάνω στά άλλα καί τραβήχτηκε πιό πέρα. - Θά άντιπροσω πεύουν στά σίγουρα μιά περιουσία, φώναξε ό Κρόου. Μπράβο προειδοποίηση! Ό Έ λ λ ε ρ υ κοίταζε τήν Λώρελ.

146

- Θά πρέπει νά έλέγξουμε προσεκτικά τό περιεχόμενο τού κουτιού, Κήτς, είπε, κι ύστερα θά άποφασίσουμε τί θά κά­ νουμε. Σταμάτησε άπότομα καί γύρισε στήν Λώρελ. - Τ Ι έπαθες; τή ρώτησε. - Πού πάς; ρώτησε κι ό Μάκ Γκόουαν. Ή Λώρελ είχε φτάσει στήν πόρτα. Γύρισε καί τους κοίταξε. -Β α ρ έθ η κ α πιά, είπε. Βαρέθηκα όλη αύτή τή ν ιστορία. Νά περιμένης καί νά ψάχνης καί νά μή θρίσκης τίποτα...Τί είναι αύτό πού βρήκατε έσϋ κι ό ύπαστυνόμος, Έ λ λ ε ρ υ ; - Δ έ ν τελειώσαμε ακόμα τή ν έρευνα πού κάνουμε, Λώρελ. - Θ ά τελειώ σετε ποτέ; μουρμούρισε έκείνη άπελπισμένη καί βγήκε άπό τό λίθινγκ ρούμ. Έ ν α λεπτό άργότερα οί τρεις άντρες ακόυσαν τή ν μικρή ΤΩ στιν πού κατηφόριζε τό ν δρόμο όλοταχώς. ★ Στις έπτά έκεϊνο τό ίδιο βράδυ, ό ’Έ λλε ρ υ καί ό Κήτς έφτα­ σαν στή βίλα τού Πράιαμ μέ τό αύτοκίνητο τού άστυνομικού. Ό Έ λ λ ε ρ υ κρατούσε τό κουτί μέ τις μετοχές. Ό Κρόου Μάκ Γκό­ ουαν τούς περίμενε στήν έξώπορτα. - Πού είναι ή Λώρελ, Μάκ; Δ έν τής μετέδωσες τό τηλεφωνικό μου μήνυμα; ρώτησε ό Έ λ λ ε ρ υ . - Είναι σπίτι της, άποκρίθηκε ό Κρόου διατακτικά. Δ έν ξέρω τί τήν έχει πιάσει. Κατέβασε μονορούφι οκτώ μαρτίνι καί δέν μπορώ νά τή ν κάνω καλά. Πρώτη φορά βλέπω τήν Λώρελ νά φέρεται έτσι, αύτή πού δέν πίνει ούτε μιά φορά τή ν εβδομάδα. Δ έ ν μ ’ άρέσει. -Κ ά θ ε κορίτσι έχει δικαίωμα νά τά κοπανίση κάποια φορά, είπε ό Κήτς γελώ ντας. Είναι μέσα ή μητέρα σου; - Ναί. Τής μίλησα. Τί άνακαλύψατε; - Ό χ ι πολλά πράγματα. Δ έ ν ύπήρχαν πουθενά δακτυλικά άποτυπώματα. Φαίνεται πώς ό φίλος μας χρησιμοποιεί γάντια. Τό είπες στόν Πράιαμ; - Τ ο ύ είπα μόνον ότι θά έρχόσαστε έσεις οί δυο γιά κάτι σο­ βαρό. Τίποτα άλλο. Ό Κήτς έγνεψε καταφατικά καί προχώρησαν στά διαμερί­ σματα τού Ρότζερ Πράιαμ. Τ ό ν βρήκαν νά τρώη ένα φιλέτο. Ό “Αλφ ρεντ Ούάλλας έψηνε ένα δεύτερο σέ μιά φορητή σχάρα. Τό φιλέτο ήταν λουσμένο

147

σάλτσες καί καρυκεύματα και στόν δίσκο ύπήρχε μιά μπουκάλα κόκκινο κρασί άδεια κατά τά τρία τέταρτα. Ό Πράιαμ έτρωγε λαίμαργα καί άτσαλα. Σέ μιά πολυθρόνα, δίπλα του, καθόταν ή Ντήλια καί τό ν κοί­ ταζε σιωπηλή, έτσι όπως κοιτάει κανείς στους ζωολογικούς κή­ πους τά άγρια θηρία τή ν ώρα πού τά ταΐζουν. Βλέποντας τούς τρεις άντρες νά μπαίνουν στό δωμάτιο, ό Πράιαμ ξαφνιάστηκε. -Ζ η τ ά μ ε συγγνώ μη πού διακόπτουμε τό δείπνο σας, κύριε Πράιαμ, είπε ό Κήτς, άλλά πρέπει νά ξεκαθαρίσουμε κάτι. - Τ ό δεύτερο φ ιλέτο, 'Ά λφ ρ εντ, είπε ό Πράιαμ καί άπλωσε τό πιάτο του. Ό τ α ν ό Ούάλλας τοποθέτησε τό φ ιλέτο σιωπηλός, ρώτησε: - Περί τίνος πρόκειται; - Γ ι ά τήν προειδοποίηση ύπ’ άριθμόν έξη, κύριε Πράιαμ, άποκρίθηκε ό Έ λ λ ε ρ υ . Ό Πράιαμ άρχισε νά κόθη τό δεύτερο φιλέτο του. - Καταλαθαίνω ότι άδικα προσπαθώ νά κρατήσω έσάς τούς δυό μακριά άπό τις ύποθέσεις μου, μουρμούρισε κι ή φωνή του είχε ένα τό νο σχεδόν φιλικό. -Έ γ ώ τό πήρα, είπε ό Κρόου Μάκ Γκόουαν άπότομα. Τό εί­ χαν άφήσει πάνω στό γραμματοκιβώτιο καί τό πήρα. -Ν α ί; είπε ό Πράιαμ κοιτάζοντας τόν προγονό του. - Ζ ώ έδώ, όπως ξέρεις, κι άρχίζω νά βαριέμαι αύτή τή ν ύπόθεση. Θέλω νά ξεκαθαριστή. Ό Πράιαμ σήκωσε τό πιάτο του καί τό πέταξε στό κεφάλι τού Μάκ Γκόουαν. Τό πιάτο χτύπησε τό ν νεαρό γίγαντα στό αύτί, πριν γίνη κομμάτια στό πάτωμα. - Κρόου! φώναξε ή Ντήλια βλέποντας τή ν έκφραση τού γιου της. 'Εκείνος παραμέρισε τή μητέρα του καί είπε χαμηλόφωνα: -"Α ν τό ξανακάνης αύτό, Ρότζερ, θά σέ σκοτώσω. -Έ ξ ω άπό 'δώ! οϋρλιαξε ό Πράιαμ. - Ό χ ι όσο ή Ντήλια βρίσκεται έδώ. Γιά χάρη της δέν φοράω στολή. Έ ν α ς Θεός ξέρει γιατί μένει, άλλά μένει, άλλά όσο μέ­ νει, θά μείνω κι έγώ. Δ έν σοϋ χρωστάω τίποτα, Ρότζερ. Πλη­ ρώνω τό μερίδιό μου σ' αύτό τό θρωμόοπιτο κι έχω κάθε δι­ καίωμα νά μάθω τί συμβαίνει... ’Εντάξει, μητέρα, πρόσθεσε, καθώς ή Ντήλια σπούπιζε μέ τό μαντίλι της τό ματωμένο του

148

αύτί,ένώ τό πρόσωπό του ήταν γερασμένο καί σκυθρωπό. Θυ­ μήσου καλά αύτό πού σοϋ είπα, Ρότζερ, στράφηκε στον Πράιαμ. Μήν τολμήσης νά τό ξανακάνης! Ό Ούάλλας γονάτισε γιά νά μαζέψη άπό τό χαλί τά κομμάτια τού πιάτου κα'ι τό φαγητό πού είχε σκορπίσει ένα γύρω. Τά μάγουλα τού Πράιαμ ήταν κατακόκκινα. Είχε καταφέρει νά συγκρατηθή, άλλά τό θλέμμα πού έριχνε στον νεαρό Μάκ Γκόουαν έδειχνε τό μίσος πού έτρεφε γ ι’ αύτόν. -Κ ύ ρ ιε Πράιαμ, είπε ό Έ λ λ ε ρ υ κεφάτα, έτυχε νά δήτε ποτέ πριν αύτές τις μετοχές; "Αφησε τό κουτί στόν δίσκο τής άναπηρικής πολυθρόνας κι ό Πράιαμ κοίταξε γιά πολλή ώρα τον σωρό τών μετοχών, άμίλητος χωρίς νά τις άγγίζη - χωρίς νά τις θλέπη κάν, σκέφτηκε ό "Ελλερυ πού τόν παρακολουθούσε. Κάποτε τό πρόσωπό του φωτίστηκε, άπλωσε τό χέρι καί άρπαξε δυό - τρεις μετοχές. Τις κοίταξε καί τις άνακάτεψε μέ τις άλλες στό κουτί. Ξαφνικά, τά χέρια του έπαψαν νά κινούνται. Γύρισε στή γυναίκα του. - Τ ι ς θυμάμαι, είπε. Εσύ τις θυμάσαι, Ντήλια; -Έ γ ώ ; άπόρησε έκείνη. - Γ ι ά κοίτα τις. "Αν έχης καιρό νά τις δής, τούτη είναι μιά μοναδική εύκαιρία. Έ κ ε ίνη σίμωσε στήν άναπηρική πολυθρόνα, άπρόθυμα, λές καί ένιωθε πώς αύτό πού τό ν γέμιζε χαρά ήταν κάτι δυσάρεστο γιά τήν ίδια. Ή τ α ν πάντως φανερό πώς δέν τό ν φόθιζε ή έκτη προειδοποίηση. -Έ λ α , λοιπόν, Ντήλια, είπε δίνοντάς της μιά μετοχή. Δ έν δαγκώνει. - Τί έχεις πάλι κατά νού; γρύλισε ό Κρόου κι έκανε ένα βήμα μπροστά. - Τ ι ς είδες λίγο πριν, Μάκ Γκόουαν, έπενέθη ό Κήτς κι ό Κρόου σταμάτησε ένοχλημένος. Ό άστυνομικός τούς παρακολουθούσε όλους μέ τό πανέξυ­ πνο θλέμμα του... Ό λ ο υ ς , έκτος άπό τό ν Ούάλλας πού έμοιαζε νά άδιαφορή γιά τά όσα συνέθαιναν. Ασχολεϊτο μέ τή φορητή σχάρα λές καί βρισκόταν μόνος στό δωμάτιο. - Χάρθεϋ Μάκ Γκόουαν, διάβασε κάποια στιγμή ή Ντήλια μέ φωνή βραχνή. - Σωστά, ένθουσιάστηκε ό άντρας της. Αύτό είναι τό όνομα τού κατόχου τών μετοχών, Ντήλια. Χάρθεϋ Μάκ Γκόουαν. Ό

149

πατέρας σου,Κρόου, πρόσθεσε γελώ ντας σαρκαστικά. Ό Μάκ Γκόουαν τά είχε χαμένα. - Μ ητέρα,δέν πρόσεξα τό άνομα, μουρμούρισε. Ή Ντήλια έκανε μιά παράξενη χειρονομία λές και ήθελε νά τού έπιθάλη σιωπή. - Είναι όλες; ρώτησε. - Ό λ ε ς , κυρία Πράιαμ, άποκρίθηκε ό Κήτς. Σάς λένε τίποτα; - ’Ανήκαν στάν πρώτο μου σύζυγο. Είχα νά τις δώ άπό... Ούτε κι έγώ δέν ξέρω πόσα χρόνια. - Κληρονομήσατε αύτές τις μετοχές σάν τμήμα τής περιου­ σίας τού Μάκ Γκόουαν; - Ναί. “Αν είναι οί ίδιες. -Ε ίν α ι, κυρία Πράιαμ, είπε ό Κήτς ψυχρά. Τό έλέγξαμε. Σάς παρεδόθησαν μαζί μέ τή ν υπόλοιπη περιουσία τού άντρα σας. Πού τις είχατε κρύψει όλα αύτά τά χρόνια; -Ή τ α ν σ’ ένα κουτί. Ό χ ι σ’ αύτό... “Εχει περάσει τόσος και­ ρός. Δέν'θυμάμαι. -Ή σ α ν , όμως, τμήμα τών προσωπικών σας άντικειμένων. Ό τ α ν παντρευτήκατε τό ν κύριο Πράιαμ, τις φέρατε μαζί σας; Σ ’ αύτό τό σπίτι; -'Υπ ο θ έτω . ’Έφερα όλα μου τά υπάρχοντα, άποκρίθηκε προφέροντας μέ δυσκολία τις λέξεις. Ό Ρότζερ Πράιαμ κοίταζε τά χείλη της χαμογελώντας ειρω­ νικά. - Δ έ ν μπορείτε νά θυμηθήτε πού τις είχατε θάλει, κυρία Πράιαμ; έπέμεινε ό Κήτς. Είναι πολύ σημαντικό αύτό. -Ίσ ω ς στήν άποθήκη, στό ύπόγειο. "Η άνάμεσα στά μπαούλα καί στά κουτιά στή σοφίτα. -Α ύ τ ό δέν μάς βοηθάει καθόλου. - Πάψε νά τή θασανίζης, Κήτς, είπε ό νεαρός Μάκ Γκόουαν. Έ σ ύ θυμάσαι πού έθαλες τό ένδεικτικό σου τού δημοτικού σχολείου; - Δ έ ν είναι τό ’ίδιο, άντιγύρισε ό άστυνομικός. Τούτες οί με­ τοχές άντιπροσωπεύουν πάνω άπό ένα έκατομμύριο δολάρια. - Κουταμάρες, είπε ή Ντήλια. Δ έν έχουν καμιά άξια. -Σ ω σ τά , κυρία Πράιαμ. Δ έν ήμουν σίγουρος ότι τό ξέρατε. Δ έν άξίζουν ούτε τό χαρτί πού χρησιμοποιήθηκε γιά νά τυπω­ θούν. Ο ί εταιρείες πού τις έξέδωσαν πτώχευσαν. -Δ η λ α δ ή , γέλασε ό Ρότζερ Πράιαμ, είναι, πού λένε, γιά τά

150

σκυλιά. - Ό πρώτος μου άντρας είχε τή μανία νά έπενδύη όλα του τά χρήματα σέ μετοχές, άρχισε νά λέη ή Ντήλια χαμηλόφωνα. Είχε τό τα λέντο νά διαλέγη έπιχειρήσεις, πού έπρόκειτο νά πτωχεύσουν ϋστερα άπό λίγο. Αύτό τό έμαθα μόνον μετά τόν θάνατό του. Δ έν ξέρω γιατί τις κράτησα. - Γιατί; Μά γιά νά τις δείξης στόν άγαπημένο, δεύτερο άντρα σου, Ντήλια, είπε, ό Ρότζερ Πράιαμ. Κι αύτό άκριθώς έκανες. Θυμάσαι; Αμέσως μετά τόν γάμο μας. Και θυμάσαι άκόμα πού σέ συμβούλεψα νά ταπετσάρης μέ δαϋτες τό δωμάτιο τού Κρόου γιά νά θυμάται τό ν πατέρα του; Σοϋ τ'ις έπέστρεψα καί άπό τότε δέν τις ξανάδα. -Κ ά π ο υ ήταν, στό σπίτι! Κάπου όπου μπορούσε νά τις θρή όποιοσδήποτε. - Κάπου όπου τις βρήκε κάποιος, είπε ό Έ λ λ ε ρ υ . Τ ί γνώμη έχετε γι' αύτό, κύριε Πράιαμ; Πρόκειται γιά μιά άπό τις παρά­ ξενες προειδοποιήσεις πού λαβαίνετε - ή πιό παράξενη άπ’ (ίλες, θά 'λεγα. Τί έξήγηση τής δίνετε; Τό άφήνω αύτό σέ σάς, φίλοι μου, είπε ό Πράιαμ γελώντας. Ή φωνή του είχε έναν τόνο περιφρονητικό. Θά πρέπει νά είχε πείσει τό ν έαυτό του ότι ή σειρά τών άπίθανων γεγονότω ν Λέν είχε καμιά σημασία ή είχε καταφέρει νά κυριαρχήση στους φόβους του, ξέροντας ότι ήταν Ικανός νά άντιμετωπίση τήν πραγματικότητα. - Εντάξει, είπε ό ύπαστυνόμος Κήτς. Νομίζω ότι τελειώσαμε. -Έ τ σ ι νομίζετε; είπε μιά φωνή άπό τήν άλλη άκρη τού δωμα­ τίου. Ό λ ο ι γύρισαν πρός τά έκει. Ή Λώρελ Χίλ στεκόταν στή μπαλκονόπορτα. Τό πρόσωπό της ήταν χλωμό καί τά ρουθούνια της σφιγμένα. Τά θολωμένα μάτια της ήταν καρφωμένα στήν Ντήλια. Φορούσε μιά δερμάτινη ζακέτα καί κρατούσε τά χέρια στις τσέπες της. -Ώ σ τ ε τελειώσατε; είπε κι έκανε ένα βήμα μπροστά. Τρίκλισε,ξαναθρήκε τήν Ισορροπία της κι ϋστερα προχώρησε πρός τή ν Ντήλια μέ τά χέρια πάντα στις τσέπες. - Λώρελ, είπε ό Κρόου. - Μή πλησιάζης, Μάκ, είπε ή νέα. Ντήλια, πρόσθεσε, έχω κάτι νά σοϋ πώ. - Σ ’ άκούω, είπε ή Ντήλια Πράιαμ. 151

-Ό τ α ν έφτασε τό πράσινο πορτοφόλι άπό δέρμα σαύρας, κάτι μοϋ θύμισε. Κάτι πού σού άνήκε. Έψ αξα τή ν κάμαρά σου', όσο ήσουν στήν Σάντα Μπάρμπαρα και τό βρήκα. Μοϋ θύμησε μιά άπό τις τσάντες σου. Είναι φτιαγμένη άπό πράσινο δέρμα σαύρας, άπό τό ν ίδιο κατασκευαστή πού έφτιαξε καί τό πορτο­ φόλι. Έ τ σ ι σιγουρεύτηκα ότι έσύ κρυβόσουν πίσω άπό όλα αύτά, Ντήλια. - Καλύτερα νά τή βγάλετε άπό ’δώ, είπε ό "Αλφρεντ Ούάλλας ξαφνικά. Είναι μεθυσμένη. -Σ κ α σ μ ό ς , “Αλφ ρεντ, φώναξε ό Ρότζερ Πράιαμ βραχνά. - Μις Χίλ, είπε ό Κήτς. - Ό χ ι , γέλασε ή Λώρελ χωρίς νά τραβήξη τά μάτια της άπό τήν Ντήλια. Ή μ ο υ ν σίγουρη ότι έσύ κρυβόσουν πίσω άπ’ όλα αύτά, Ντήλια. ’Αλλά ό Έ λ λ ε ρ υ Κουήν είχε άλλη γνώμη καί, έπειδή θεωρείται σπουδαίος, σκέφτηκα ότι ίσως νά κάνω λάθος. Αύτές, όμως, οί μετοχές σού άνήκουν, Ντήλια. Έ σ ύ τις έκρυ­ ψες. Ή ξε ρ ε ς πού βρίσκονταν. Είσαι ή μόνη πού μπορούσε νά τις στείλη. - Λώρελ, είπε ό Έ λ λ ε ρ υ , αύτό πού λές δέν είναι καθόλου λο ­ γικό καί... - Μή μέ πλησιάζης! φώναξε ή νέα κοπέλα και τράβηξε τό χέρι άπό τή ν τσέπη της. Κρατούσε τό μικρό περίστροφό της καί ή κάννη του σημά­ δευε τή ν καρδιά τής Ντήλια. Ό νεαρός Μάκ Γκόουαν παρακολουθούσε άφωνος. - “Αν, όμως, έστειλες αύτή τήν «προειδοποίηση», θά πρέπει νά έστειλες και όλες τις άλλες, Ντήλια, συνέχισε ή Λώρελ. Καί κανένας δέν κάνει τίποτα γ ι’ αύτό. Δ έν πρόκειται όμως νά τούς άφήσω νά άδρανοΰν. ’Ασφαλώς θά τή γλίτω νες, άν είχες νά κά­ νης μόνον μέ άντρες - οί γυναίκες τού είδους σου πάντα κατα­ φέρνουν νά γλιτώ νουν - άλλά δέν έχω σκοπό νά άφήσω άτιμώρητο τό ν θάνατο τού πατέρα μου! Θά πληρώσης γ ι’ αύτόν, τώρα άμέσως, Ντήλια! Τώρα άμέσως... Ό Έ λλερ υ χτύπησε τό μπράτσο της, καθώς τό όπλο έκπυρσοκροτούσε, καί ό Κήτς τό έπιασε στόν άέρα. Ό Κρόου έπνιξε μιά κραυγή κι έκανε ένα βήμα πρός τή μητέρα του. Ή Ντήλια όμως είχε μείνει άκίνητη. Ό Ρότζερ Πράιαμ κοίταζε τό ν δίσκο μπροστά του. Ή σφαίρα είχε σπάσει τό μπουκάλι μέ τό κρασί πού βρισκόταν δίπλα, σχεδόν, στό χέρι του.

152

- Παραλίγο νά μέ πετύχη! μουρμούρισε βραχνά. -Α ύ χ ό πού κάνατε ήταν άνόητο, μις Χίλ, είπε ό Κήτς. Είμαι ύποχρεωμένος νά σάς συλλάβω γιά απόπειρα άνθρωποκτονίας. Ή Λώρελ κοίταζε σάν χαμένη μιά τό όπλο πού κρατούσε ό άστυνομικός καί μιά τή ν άκίνητη Ντήλια. Ό Έ λ λ ε ρ υ τή ν ένιωσε νά σφίγγεται καί νά κουλουριάζεται στά χέρια του, λές καί προσπαθούσε νά έξαφανιστή. -Λ υ π ά μ α ι, κυρία Πράιαμ, έλεγε τώρα ό Κήτς. Δ έ ν μπορούσα νά ξέρω ότι έχει όπλο. Θά πρέπει νά έρθετε μαζί μου γιά νά ύπογράψετε τή ν μήνυση. - Μήν είσαι άνόητος, ύπαστυνόμε, είπε ήρεμα ή Ντήλια. -Τ ί; - Δ έ ν πρόκειται νά κάνω μήνυση. - Μά, κυρία Πράιαμ, προσπάθησε νά... -Έ μ ε ν α ! ούρλιαζε ό Ρότζερ Πράιαμ. Εμένα θέλησε νά... -Ό χ ι , έμένα ήθελε νά σκοτώση, είπε ή Ντήλια Πράιαμ ήρεμα. Κάνει λάθος, άλλά τή ν καταλαβαίνω. Έ τ σ ι νιώθει κανείς, όταν χάση κάποιο άγαπημένο πρόσωπο. Μακάρι νά είχα τό δικό της θάρρος. Ά φ η σ ε αυτό τό ύφος, Κρόου, πρόσθεσε γυρίζοντας στον γιό της. Ελπίζω νά μήν άλλάξης στάση άπέναντι στήν Λώ­ ρελ. Χρειάστηκε βδομάδες γιά νά πάρη τήν άπόφασή της καί μέθυσε γιά νά μπορέση νά τήν έκτελέση. Είναι καλό κορίτσι, Κρόου. Σέ χρειάζεται καί ξέρω ότι είσαι έρωτεσμένος μαζί της. Ή Λώρελ έλιωσε ξαφνικά στά χέρια τού Έ λ λ ε ρ υ . - Νομίζω, μουρμούρισε έκεΐνος, ότι τό καλό κορίτσι λιποθύ­ μησε. Ό Μάκ Γκόουαν ζωντάνεψε μεμιάς. Ά ρπα ξε τό άναίσθητο κορμί τής Λώρελ άπό τά χέρια τού Έ λ λ ε ρ υ , έριξε γύρω του μιά άγρια ματιά κι ύστερα έφυγε τρέχοντος άπό τό δωμάτιο. Ό Ούάλλας τό ν κοίταζε άπό τή ν πόρτα χαμογελώντας. - Θ ά τής περάση, είπε ή Ντήλια Πράιαμ καί πήγε πρός τήν πόρτα. Θά τή φροντίσω έγώ. Τή ν είδαν ν ’ άνεβαίνη τή σκάλα, πίσω άπό τόν γιό της, στητή, περήφανη, μέ τό κεφάλι ψηλά.

153

14 Τή ν νύχτα τής 13ης 'Ιουλίου είχαν συγκεντρωθή όλες οί άναφορές. - Θά πρέπει νά είσαι μάγος, είπε ό Κήτς στόν Έ λ λ ε ρ υ . ’Ακόμα δέν μπορώ νά καταλάβω πώς τά άνακάλυψες όλα αύτά χωρίς νά έχης κανένα στοιχείο στά χέρια σου. Ό Έ λ λ ε ρ υ γέλασε. - Τ Ι ώρα είπες στόν Πράιαμ καί στους άλλους; ρώτησε. - Στις οκτώ. - Τ ό τ ε προλαβαίνουμε νά πιούμε κάτι. Στις όκτώ άκριθώς βρίσκονταν στή βίλα τού Πράιαμ. Ή τ α ν έκεΐ ή Ντήλια, ό πατέρας της, ό Κρόου Μάκ Γκόουαν καί ή Λώρελ άμίλητη καί χλωμή. Ό Ρότζερ Πράιαμ είχε φορέσει τά καλά του γιά τή ν περίσταση καί τά γένια καί τά μαλλιά του ήταν χτε ­ νισμένα. Ό "Αλφρεντ Ούάλλας στεκόταν παράμερα μέ τό ειρω­ νικό καί τόσο έξοργιστικό χαμόγελό του. - Θά μάς πάρη λίγη ώρα, είπε ό ύπαστυνόμος Κήτς, άλλά δέν νομίζω ό τι θά θαρεθήτε... Τό ν λόγο έχει ό κύριος Κουήν. “Εκανε ένα βήμα πίσω καί άκούμπησε τήν πλάτη του στόν τοίχο έτσι, ώστε νά μπορή νά θλέπη τά πρόσωπα όλων, - Πότε, έπιτέλους, θά καταλάβετε ότι χάνετε άδικα τόν καιρό σας, γιά νά μήν πώ τίποτα καί γιά τόν δικό μου; ρώτησε ό Ρότ­ ζερ Πράιαμ γελώντας. Δ έν ζήτησα τή θοήθειά σας. Δ έν τή θέλω κάν. Ο ύτε καί πρόκειται νά σάς δώσω καμιά πληροφορία. - Βρισκόμαστε έδώ γιά νά σάς δώσουμε έμεϊς όρισμένες πληροφορίες, κύριε Πράιαμ, είπε ό 'Έλλερυ. - ’Εσείς; -Ν α ί,κ ύ ρ ιε Πράιαμ. Γιατί γνωρίζουμε, πιά, όλη τή ν ιστορία.

154

- Ό λ η τή ν ιστορία; - Ναι. Ξέρουμε τό πραγματικό σας όνομα καί τό πραγματικό όνομα του Ληάντερ Χίλ. Ξέρουμε άπό που κατάγεσθε έσεϊς καί ό Χίλ, άπό πού ξεκινήσατε γιά νά φθάσετε στό Λός ’Αντζελες, τό 1927, καί ποιές ήταν οί έπαγγελματικές σας δραστηριότη­ τες, πριν έγκατασταθήτε στήν Καλιφόρνια. Ξέρουμε όλα αύτά κι άλλα πολλά, κύριε Πράιαμ. Παραδείγματος χάρη ξέρουμε τό όνομα τού άνθρώπου τού όποιου ή ζωή έμπλεξε μέ τή δική σας καί τού Χίλ, πριν άπό τό 1927 - τού άνθρώπου πού, σήμερα, προσπαθεί νά σάς σκοτώση. Ό Ρότζερ Πράιαμ έσφιξε τά μπράτσα τής πολυθρόνας του, άλλά τό πρόσωπό του έμεινε άτάραχο. Ό Κήτς είδε τή ν Ντήλια Πράιαμ νά γέρνη λίγο μπροστά στήν πολυθρόνα της, λές καί δέν ήθελε νά χάση μιά ένδιαφέρουσα παράσταση. Είδε, άκόμη, τή ν άστραπή τής άνησυχίας πού πέρασε στά μάτια τού γέρο Κόλλιερ, τή σοθαρότητα τού Μάκ Γκόουαν, τό κρύο χαμόγελο στά χείλια τού Ούάλλας καί τό αίμα πού έθαψε ρόδινα τά χλωμά μάγουλα τής Λώρελ. -Μ π ο ρ ώ άκόμα νά σάς πώ, συνέχισε ό Έ λ λ ε ρ υ , τί άκριθώς είχε τό κουτί πού λάθατε έκεϊνο τό πρωί πού ό Ληάντερ Χίλ θρήκε στό κατώφλι του τό ψόφιο σκυλί. - Ξέρετε τί είχε τό κουτί; άπόρησε ό Ρότζερ Πράιαμ. - Μάλιστα. - Τ ί είχε; - Κάτι πού έμοιαζε μέ ψόφιο χέλι. Ή άντίδραση τού Πράιαμ τούς ξάφνιασε. Τινάχτηκε πρός τά πίσω καί τό ούίσκυ πού κρατούσε χύθηκε πάνω στή γενειάδα του. Ό Κήτς πρόσεξε πώς όλοι οί άλλοι κοίταζαν γεμάτοι περιέρ­ γεια. Άκόμα καί ό Ούάλλας έχασε γιά μιά στιγμή τό σαρκαστικός χαμόγελό του, άλλά τό ξαναθρήκε σχεδόν άμέσως. -Ή μ ο υ ν σχεδόν πεπεισμένος, συνέχισε ό Έ λλε ρ υ , ότι αύτές οί «προειδοποιήσεις» - γιά νά χρησιμοποιήσω τό λεξιλόγιο τού σημειώματος πού έστάλη στόν Χίλ - είχαν κάποια σχέση μεταξύ τους. Ή τ α ν τμήματα κάποιου συνόλου. Αποτελούσαν τά έπί μέρους στοιχεία κάποιου σχεδίου. Καί είχα δίκιο. Τό σχέδιο εί­ ναι άσύλληπτο, φανταστικό, άλλά παρ' όλα αύτά υπάρχει καί γ ι’ αύτό προσπάθησα νά θρώ ποιά ήταν ή λύση τού αίνίγματος. Τώρα είμαι πιά σέ θέση νά σάς τή ν πώ. Δ έν ύπάρχει τίπο­ 155

τα τό τρ ελό σ’ αύτό τό αίνιγμα. * άν όλα τά αΙνίγματα, είναι άπλό, άπλούστατο, όταν καταφέρης νά συλλάθης τόν τρόπο πού σκέπτεται αυτός πού στήνει τόν σκελετό του. » Έ τ σ ι καθώς έφταναν μιά - μιά οΐ προειδοποιήσεις, προσπά­ θησα νά άνακαλύψω τό ν κοινό παρονομαστή τους. Τό τσιμέντο πού τΙς συνέδεε καί τΙς συγκροτούσε άρρηκτα δεμένες τή μιά μέ τήν άλλη. 'Αφού στάθμισα πάμπολλες φορές τΙς προειδο­ ποιήσεις, άνακάλυψα κάποιο στιγμή ότι όλες εΐχον σχέση μέ κάποιο ζώο. - ΤΙ; άπόρησε ή Λώρελ. - Δ έ ν ύπολογίζω τό ψόφιο σκυλί, συνέχισε ό Έ λλε ρ υ άγνοώντας της, γιατί αύτό χρησιμοποιήθηκε σάν προειδοποίηση γιά τό ν Χίλ. Έ φ ' όσον, λοιπόν, άπευθυνόταν σ ’ έκεινον καί όχι σέ σάς, κύριε Πράιαμ, θά πρέπει νά θεωρήσουμε τό ψόφιο σκυλί έντελώς άσχετο μέ τις προειδοποιήσεις πού λάθοτε έσεϊς. Εί­ ναι, πάντως, πολύ ένδιαφέρον τό ότι ή σειρά τών προειδοποι­ ήσεων πού είχαν γιά στόχο τους τόν Χίλ άρχιζαν κι αύτές - έφ’ όσον δέν πρόλαβαν νά τού στείλουν δεύτερη - μέ ένα ζώο. »Θ ά άφήσουμε πρός στιγμήν κατά μέρος τό περιεχόμενο τού πρώτου κουτιού πού λάβατε, κύριε Πράιαμ, καί θά προσπαθή­ σουμε νά δούμε πώς καταλήγουμε στό συμπέρασμα ότι ό κοι­ νός παρονομαστής όλων τών άλλων είναι κάποιο «ζώο·*. Ή δεύτερη προειδοποίηση ήταν μιά άπόπειρα τροφικής δηλητηριάσεως μέ μιά δόση άρσενικού. Ποιο ήταν τό ζώο; Ό τ ό ν ν ο ς , πού χρησιμοποιήθηκε σάν μέσο γιά νά σάς χορηγή­ σουν τό δηλητήριο. Ή τρίτη προειδοποίηση ήταν οί β ά τ ρ α ­ χ ο ι . Ή τέταρτη ήταν βέβαια τό πορτοφόλι, άλλά ήταν φτι­ αγμένο άπό δέρμα σ α ύ ρ α ς . Δ έν υπάρχει άμφιθολία ότι τό ζώο τής πέμπτης προειδοποιήσεως ήταν οί ό ρ ν ι θ ε ς - τού Αριστοφάνη! Κι όσο γιά τήν έκτη προειδοποίηση, κύριε Πράιαμ - μερικές άνάξιες λόγου μετοχές - θά μπορούσε νά μού δημιουργηθή μεγάλο πρόβλημα άν δέν μού είχατε δώσει έσεϊς ό ίδιος τή λύση του. Θυμάστε τή φράση μέ τήν όποια χαρακτηρί­ σατε αύτές τις μετοχές; Είπατε πώς είναι «γιά τά σκυλιά*·. Έ χ ο υ μ ε , λοιπόν, ψάρι, βατράχους, σαύρα, όρνιθες καί σκυλιά. Ό λ α ζώα. Κι αύτό άκριθώς είναι έκπληκτικό. Τί λέτε γι' αύτό, κύριε Πράιαμ; Ό Πράιαμ μουρμούρισε κάτι άκατάληπτο μέσα στά γένεια του.

156

- Φυσικά, συνέχισε ό Ε λ λ ε ρ υ , χρειάστηκε νά στύψω τό μυαλό μου γιά νά άνακαλύψω τή ν βαθύτερη σημασία αύτών των προ­ ειδοποιήσεων. Ό π ω ς σέ κάθε αίνιγμα, ή λύση του είναι άπλή, φτάνει νά συλλάθης τό κλειδί πού θά σέ θοηθήση νά τήν θρής. - Γ ι ά τ ’ όνομα τού Θεού, Κουήν, ξέσπασε ό Μάκ Γκόουαν. Πάψε πιά νά μιλάς άκαταλαβίστικα! - Γιά πές μου, Μάκ, είπε ό “Ελλερυ ήρεμα. Τί είδους ζώα είναι οί βάτραχοι; Ο Μάκ Γκόουαν τόν κοίταξε άμίλητος. -'Αμφ ίβια, είπε ά γέρο - Κόλλιερ. - Εύχαριστώ, κύριε Κόλλιερ, είπε ό “Ελλερυ χαμογελώντας. Καί ή σαύρα τί είδους ζώο είναι; -Ε ρ π ε τ ό . - Καί τά σκυλιά; - Θηλαστικά, άποκρίθηκε ό πατέρας τής Ντήλια. - Ας βάλουμε, λοιπόν, τώρα σέ μιά λογική σειρά τις γνωστές μας προειδοποιήσεις, παραλείποντας τή ν πρώτη, έφ’ όσον μό­ νον ό κύριος Πράιαμ τήν γνωρίζει. Ή δεύτερη προειδοποίηση είναι ψ ά ρ ι α , ή τρίτη ά μ φ ί θ ι α ,ή τέταρτη έ ρ π ε τ ά , ή πέμπτη π τ η ν ά καί ή έκτη θ η λ α σ τ ι κ ά . "Αν άντικρύσουμε τώρα τις προειδοποιήσεις σάν τμήματα ένός συνόλου τό όποιο ένέχει μιά Ιδιαίτερη σημασία, εύκολα μπορούμε νά κατα­ λήξουμε σ' ένα συμπέρασμα, έφ’ όσον στήν βιολογία τά είδη αύτά τών ζώων άναφέρονται σάν π ρ ο ο δ ε υ τ ι κ ά σ τ ά ­ δια σ τ ή ν έ ξ έ λ ι ξ η τ ο ύ άν θρώπο υ . Ό Ρότζερ Πράιαμ κοίταζε τό ν "Ελλερυ μέ μισόκλειστα μάτια λές καί τόν είχε τυφλώσει, ξαφνικά, κάποιο δυνατά φώς. -Ό π ω ς άντιλαμθάνεσθε, κύριε Πράιαμ, συνέχισε έκείνος, όταν κατέληξα στό ότι τά ζώα πού άντιπροσώπευαν οί προει­ δοποιήσεις άντιστόιχούσαν μέ τή ν προοδευτική έξέλιξη τού άνθρώπου, ήταν φυσικό νά σκεφτώ πώς ή πρώτη προειδοποί­ ηση πρέπει νά άντιστοιχοϋσε στό πρώτο στάδιο αύτής τής έξελίξεως. Είναι ή κατώτερη βαθμίδα τών ζώντων όργανισμών πού οί βιολόγοι χαρακτηρίζουν άσπόνδυλους, κάτι σάν χέλι, δηλαδή, πού όμως, άνήκει σέ διαφορετική συνομοταξία. Γι' αύτό ξέρω, κύριε Πράιαμ, τί άντικρύσα τε,μόλις άνοίξατε τό κουτί. - Νόμισα πώς ήταν ένα ψόφιο χέλι, είπε ό Πράιαμ ψυχρά. -Ξ έ ρ α τ ε καί τί έσήμαινε αύτά πού πήρατε γιά ψόφιο χέλι,

157

κύριε Πράιαμ; -Ό χ ι. - Δ έ ν υπήρχε κανένα σημείωμα σ ’ αύτό τδ πρώτο κουτί πού νά σάς έδινε τδ κλειδί αύτών τών προειδοποιήσεων; -Ό χ ι... - Δ έν ήταν δυνατόν νά πιστεύη αύτδς πού τδ έστειλε ότι θά κατανοούσατε τή σημασία τους άπδ τδ είδος τών προειδοποι­ ήσεων, είπε ό Έ λ λ ε ρ υ συλλογισμένος. Γιά νά μπορέση νά άκαλύψη κανείς αύτό τδ νόημα άπαιτεΐται μιά κάποια μόρφωση,ποϋ έσείς, δυστυχώς, δέν έχετε, κύριε Πράιαμ. Κι αύτό τδ ξέρει έκείνος, γιατί νομίζω ότι σάς ξέρει πολύ καλά. -Δ η λ α δ ή , έστειλε όλα αύτά τά πράγματα, φώναξε ή Λώρελ, χωρίς νά νοιάζεται άν θά μπορούσε ό άποδέκτης του νά κατανοήση τδ νόημά τους; Τή ν 'ίδια άπορία είχε καί ό ύπαστυνόμος Κήτς πού κοίταζε τδν "Ελλερυ μέ γουρλω μένα μάτια. - ’Αρχίζω νά πιστεύω, είπε έκεϊνος, ότι προτιμούσε νά μήν άντιληφθή τδ νόημά τους. Αύτό πού έπιθυμούσε ήταν νά προκαλέση τδ ν τρόμο γιά τδν τρόμο. - Π ο τ έ δέν κατάλαβα τί έσήμαιναν, μουρμούρισε δ Ρότζερ Πράιαμ, καί τδ ότι δέν ήξερα ήταν αύτό πού μέ... μέ τρόμαζε. - Τ ό τ ε , καιρός νά τδ μάθετε, κύριε Πράιαμ, είπε δ Έ λ λ ε ρ υ . Ό νοϋς πού συνέλαβε αύτή τή σειρά τών άσυνήθιστων προει­ δοποιήσεων δέν μπορεί νά άνήκη σέ κοινό άνθρωπο. Εκτός άπδ τδ κίνητρο πού τδν ώθησε νά έμπνεύση τδν φόβο, νά τιμωρήση, νά σκοτώση νοητά τδ θύμα του ξανά καί ξανά, θά πρέπει νά διαθέτη καί έναν νού ικανό νά σκεφτή όλους αύτούς τούς έπιστημονικούς όρους. Γιατί διάλεξε τά στάδια τής έξελίξεως τού άνθρώπου σάν βάση τών προειδοποιήσεών του; Πώς άκολούθησε ή σκέψη του σ' αύτήν είδικά τή ν όδό; Ο ι νοητικές μας λειτουργίες έπηρεάζονται άμεσα άπδ τις ίκανότητές μας, τή ν έκπαίδευσή μας καί τή ν πείρα πού άποκτούμε. Γιά νά βα­ σίση τή ν έκστρατεία τού τρόμου στην θεωρία τής έξελίξεως καί γιά νά τή ν έξαπολύση μέ τόσο συστηματική προσοχή, ό έχθρός τού Ληάντερ Χ ίλ καί τού Ρότζερ Πράιαμ θά πρέπει νά έχη έπιστημονική κατάρτιση. Νά είναι βιολόγος, ζωολόγος ή άνθρωπολόγος... ή φυσικός. » Ό τ α ν σκεφτή κανείς τά στάδια τής έξελίξεως, συνέχισε ό Έ λ λ ε ρ υ , αύτόματα σκέφτεται τδν Δαρβίνο, πού ήταν ό έμ-

158

πνευστής αυτής τής θεωρίας, καί όταν σκεφτή κανείς τδν Δαρθίνο και τά όσα έγραψε καί τά όσα έζησε, είναι φυσικό νά θυμηθή καί τό ιστορικό ταξίδι του, κατά τή ν διάρκεια τοΰ όποιου μελέτησε τις διάφορες φάσεις τής ζωής και κατέληξε στά συμπεράσματα πού τδν όδήγησαν στήν θεωρία του σχετικά μέ τή ν γένεση τών ζώντων όργανισμών. « ’Ακολουθώ ντας αύτόν τόν συλλογισμό δέν ήταν δυνατόν νά μήν καταλήξω σ ’ ένα άσύλληπτο άποτέλεσμα, πρόσθεσε ό Έ λ λερυ κι έσφιξε τή ν πλάτη τής πολυθρόνας πίσω άπό τή ν όποια στεκόταν. Θυμήθηκα ότι τό πλοίο μέ τό όποιο ό Δαρθίνος ξεκί­ νησε άπό τό Πλάυμουθ τής Αγγλίας, τό 1831, γ ι’ αύτό τό έπικό ταξίδι του, λεγόταν... “Λ α γ ω ν ι κ ό ” . - Λαγωνικό! τραύλισε ή Λώρελ. Τ ό ψ ό φ ι ο σ κ υ λ ί ! Ό Έ λ λ ε ρ υ γύρισε, τή ν κοίταξε, κούνησε τό κεφάλι του καί συνέχισε: - Σ τέλνοντα ς σ τον Χ ίλ ένα λαγωνικό, ειπε,ό άποστολεύς ίσως νά ήθελε νά προσφέρη τό κλειδί πού θά έλυνε τό μυστήριο τών προειδοποιήσεων πού θά άκολουθοϋσαν. Δ έν ήταν όμως δυνα­ τό ν νά εύσταθήση αύτός ό συλλογισμός - ήταν ό πρώτος πού έκανα - γιατί ούτε ό Χίλ ούτε ό Πράιαμ γνώριζαν τό όνομα τού πλοίου μέ τό όποιο ταξίδεψε ό Δαρθίνος, καί άγνοοϋσαν άκόμη καί τήν ύπαρξή του. ’Ακολούθησα μιά δεύτερη καί μιά τρίτη σειρά συλλογισμώ ν. Ό σ ο , όμως, τό σκεφτόμουν, τόσο σιγουρευόμουν ότι αύτή είδικά ή προειδοποίηση άνεφέρετο σέ κάτι συγκεκριμένο πού θά πρέπει νά είχε άμεση σχέση μέ τό παρελθόν τού Χίλ, τού Πράιαμ καί τού έχθρού τους. Ποιά μπο­ ρούσε νά είναι αύτή ή σχέση; Ποιος δεσμός μπορούσε νά ύπάρχη άνάμεσα σέ έναν φυσικό, δυό άκατάρτιστους έπιστημονικά άνθρώπους, τή ν λέξη "λα γω νικό” , καί κάτι πού συνέθη πριν είκοσι πέντε περίπου χρόνια; «Μ όλις άντιμετώπισα αύτά τά έρωτήματα, δέν δυσκολεύτηκα νά θρώ μιά άπάντηση. Ξεκίνησα άπό τή ν σκέψη ότι, πριν είκοσι πέντε περίπου χρόνια, κάποιος φυσικός νά είχε σχεδιάσει μέ τό ν Χ ίλ καί τό ν Πράιαμ ένα έξερευνητικό ταξίδι. Σήμερα, θά χρησιμοποιούσαν άεροπλάνο. Πριν είκοσι πέντε χρόνια, όμως, θά τό πραγματοποιούσαν μέ πλοίο. Παρακάλεσα, τότε, τόν ύπαστυνόμο Κήτς νά προσπαθήση νά θρή τά ίχνη ένός μικρού πλοίου, πού ναυπηγήθηκε, άγοράστηκε ή νοικιάστηκε γιά μιά έπιστημονική άποστολή - ένα πλοίο πού όνομάστηκε ή μετο­

159

νομάστηκε “ Λ α γ ω ν ι κ ό ” καί πού ξεκίνησε άπό κάποιο άμερικανικό λιμάνι γύρω στά 1925. ••Καί ό ύπαστυνόμος Κήτς μέ τή θοήθεια καί τή συνεργασία διαφόρων πρακτορείων πού λειτουρ γούν στις παράκτιες πό­ λεις, κατόρθωσε νά άνακαλύψη τά ’ίχνη κάποιου τέτοιου πλοίου. Νά προχωρήσω, κύριε Πράιαμ; Ό Έ λ λ ε ρ υ σταμάτησε καί άναψε τσιγάρο. Στό μεγάλο δωμάτιο βάραινε ή σιωπή ,'Ακουγόταν μόνο ή βα­ ριά άνάσα τού Πράιαμ. - Ά ς δεχτούμε τή σιωπή τού κυρίου Πράιαμ, σάν συγκατά­ θεση, ύπαστυνόμε, είπε ό Έ λ λ ε ρ υ , κι άς ξεκαθαρίσουμε τήν υπόθεση. Ό Κήτς έβγαλε άπό τή ν τσέπη του ένα κομμάτι χαρτί καί έκα­ νε δυό βήματα μπροστά. - Τ ό άνομα τού ανθρώπου πού γυρεύουμε, άρχισε νά λέη ό άστυνομικός, είναι Τσάρλς Λ ιούελ Ά ντα μ καί κατάγεται άπό μιά πολύ πλούσια οίκογένεια τού Βέρμοντ. ΤΗταν μοναχοπαίδι καί, όταν οί γονείς του πέθαναν, κληρονόμησε τή ν περιουσία τους. Ό μ ω ς , ό 'Α ντα μ δέν ένδιαφερόταν γιά τά χρήματα ούτε γιά τίς γυναίκες, τό ποτό ή τά γλέντια. Είχε σπουδάσει στό έξωτερικό, δέν παντρεύτηκε ποτέ καί ζούσε πολύ μόνος. ·>ΤΗταν άριστοκράτης, μέ πλατιά μόρφωση καί έρασιτέχνης έπιστήμονας. Είχε μανία μέ τή φυσική καί άφιέρωνε σ’ αύτήν όλο τόν χρόνο του. Χάρη στά χρήματα πού είχε, μπορούσε νά τριγυρίζη τό ν κόσμο καί νά μελετά, σέ απόμερες γωνιές τής γής, τά φυτά καί τά ζώα. ••Δέν είναι γνω στή ή άκριβής ήλικία του, συνέχισε ό Κήτς ρί­ χνοντας μιά ματιά στις σημειώσεις του. Τό δημαρχείο, όπου είχε δηλωθή ή γέννησή του, κάηκε τό 1910 καί δέν μπορέσαμε νά βρούμε πιστοποιητικό γεννήσεω ς. Ερευνήσαμε στό Βέρ­ μοντ, άλλά δέν βρήκαμε κανένα συγγενή του. Δ έν βρήκαμε έπίσης κανένα στοιχείο στοϋς στρατολογικούς καταλόγους τού Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Δ έ ν καταφέραμε νά τό ν άνακαλύψουμε σέ κανένα άπό τά μητρώα τού Στρατού. Τό μόνο πού ξέρουμε είναι ότι τό 1925, όταν ό Ά ντα μ οργάνωσε ένα έξερευνητικό ταξίδι στήν Γουιάνα, θά πρέπει νά ήταν μεταξύ εί­ κοσι έπτά καί τριάντα έννέα χρόνων. ••Γι’ αύτό τό ταξίδι, συνέχισε ό Κήτς, ό Ά ντα μ παρήγγειλε ένα ειδικό πλοίο, τό οποίο είχε σχεδιάσει μόνος του, έξοπλι-

160

σμένο μέ δεύτερη μηχανή και διάφορα επιστημονικά όργανα. Κανένας δέν είναι σέ θέση νά μάς πή ποιός άκριθώς ήταν ό στόχος του και τί προσπαθούσε νά άποδείξη. Τό καλοκαίρι, όμως, τού 1925, τό πλοίο τού "Ανταμ, τό “ Λ α γ ω ν ι κ ό ", ξεκί­ νησε άπό τό Μ πόστον Χάρμπορ καί έθαλε πλώρη γιά τις νότιες άκτές. ••Σταμάτησε στην Κούβα γιά επισκευές κι αύτό τού προξέ­ νησε μιά μεγάλη καθυστέρηση. Ό τ α ν οί έπισκευές τέλειωσαν, τό “ Λ α γ ω ν ι κ ό ” σαλπάρησε ξανά και άπό τότε κα­ νείς δέν τό ξανάδε ούτε άκουσε νά γίνετα ι λόγος γ ι’ αύτό ή γιά τό ν Τσάρλς Λ ιο ύελ Ά ν τ α μ ή γιά τό πλήρωμά του. Ή καθυστέ­ ρηση είχε σάν άποτέλεσμα νά πέσουν σέ κυκλώνα καί, όταν οί σχετικές έρευνες άποδείχτηκαν άκαρπες, όλοι κατέληξαν στό συμπέρασμα ότι τό “ Λ α γ ω ν ι κ ό ” είχε βουλιάξει αύτανδρο. »Τ ό πλήρωμα, συνέχισε ό ύπαστυνόμος Κήτς, άπαρτιζόταν άπό δυό άντρες, σαράντα περίπου χρόνω ν έκείνη τή ν έποχή. Ή τ α ν θαλασσόλυκοι μέ πολύχρονη πείρα, όπως καί ό Α ντα μ .Έ χο υμ ε τά όνόματά τους - τά πραγματικά τους όνόματα άλλά είναι προτιμότερο νά τούς άποκαλούμε μέ τά όνόματα πού πήραν τό 1927: Ληάντερ Χίλ καί Ρότζερ Πράιαμ. Ό Κήτς πρόφερε τά όνόματα κοιτάζοντας τό ν άνδρα πού κα­ θόταν στήν άναπηρική πολυθρόνα καί όλοι οί άλλοι στό δωμά­ τιο γύρισαν τα υτόχρονα τά μάτια τους σ τόν Πράιαμ. ’Εκείνος έσφιξε τά μπράτσα τής πολυθρόνας του καί δάγκωσε τά χείλια του, άλλά άντιγύρισε τά βλέμματά τους μέ μιά άναπάντεχη πρόκληση. -Ε ν τ ά ξ ε ι, είπε. Τώρα τό ξέρετε. Αύτό όμως δέν σημαίνει τί­ ποτα! Ή τ α ν , λές, άρπαγμένος άπό έναν βράχο καί συγκέντρω νε τις δυνάμεις του προσπαθώντας νά άντισταθή στήν καταιγίδα πού περίμενε νά ξεσπάση. - Τ ά ύπόλοιπα, είπε ό Έ λ λ ε ρ υ στόν Πράιαμ, τά άφήνουμε σέ σάς. - Σέ μένα; - Ναί. ’Εσείς θά άποφασίσετε άν θά μάς πήτε τή ν άλήθεια ή άν θά πρέπει νά τή ν άνακαλύψουμε μόνοι μας. - Προτιμώ νά τή ν άνακαλύψης, κύριε. - Δ έ ν έχετε σκοπό νά μιλήσετε; - Μιλάς έσύ τόσο πολύ, σάρκασε ό Πράιαμ.

161

- Τ ό ξέρ ετε πολύ καλά πώς δέν έχουμε στοιχεία γιά νά προ­ χω ρήσουμε, είπε ό Έ λ λ ε ρ υ κουνώ ντας τά κεφάλι σάν νά περίμενε αύτή τή ν άπάντηση. "Ισως όμως καί νά είναι άρκετά αύτά πού έχουμε. Είστε έδώ, εϊκοσι π έντε χρόνια, και ώς πρίν άπό λ ίγ ο ήταν έδώ καί ό Λ η ά ντερ Χίλ. Καί σύμφωνα μέ τά όσα έγραψε αύτός πού άφησε τό σημείωμα στδ περιλαίμιο τού ψό­ φιου σκύλου, ό Τσάρλς Λ ιο ϋ ε λ "Ανταμ έγκατελείφ θη πρίν άπό είκοσι π έντε χρόνια, σχεδόν νεκρός, ύπό συνθήκες τις όποιες ό ίδιος χαρακτηρίζει έγκληματικές, κύριε Πράιαμ...,μέ τή δια­ φορά, βέβαια, ό τι δέν πέθανε καί είναι κι αύτός έδώ. »Μ ήπω ς έσεΐς καί ό Χίλ, κύριε Πράιαμ, βουλιάξατε τό “Λ α ­ γ ω ν ι κ ό ” κάπου στά δυτικό τών Ινδιών; Μήπως έπιτεθήκατε σ το ν "Ανταμ, τό ν έγκαταλείψ ατε νεκρό, όπως πιστεύα τε, βου­ λιάξατε τό “ Λ α γ ω ν ι κ ό ” καί τό σκάσατε μέ μιά λαστιχένια σωσίβιο λέμβο, κύριε Πράιαμ; Εϊσαστε καλοί ναυτικοί κι οί δυό σας - γ ι’ αυτό, άλλω στε, σάς είχε διαλέξει ό ’ Α ντα μ - καί δέν θά σάς ήταν δύσκολο νά φθάσετε μ 'α ύτό τό καρυδότσουφ λο στήν πιό κο ντινή στεριά. » Ο ί άνθρωποι τής θάλασσας, όμως, δέν κάνουν φ όνους καί δέν βουλιάζουν τό γερ ό πλεούμενα χωρίς λ ό γ ο , κύριε Πράιαμ. Ποιος ήτα ν, λο ιπ ό ν, ό λό γο ς ; "Αν ήταν κάποιο προσωπικό θέμα ή άνταρσία ή ναυάγιο τό όποιο προεκλήθη άπό ά νικανότητα ή άμέλεια ή κάποιον ά λλο λ ό γο , έσεΐς καί ό Χ ίλ θά μπορούσατε νά έπιστρέψ ετε στό κο ντινό τε ρ ο λιμάνι καί νά άναφέρετε τή ν έξαφάνιση τού σκάφους καί τού Ιδιοκτήτου του δίνοντά ς μιά όποιαδήποτε δικαιολογία. Ό μ ω ς , δέν κάνατε κάτι τέ το ιο ; κύριε Πράιαμ. ’Εσείς καί ό Χ ίλ προτιμήσατε νά έξαφανισθήτε τα υ τό ­ χρονα μέ τό ν "Ανταμ, δημιουργώ ντας σέ όλους τή ν έντύπωση ότι πνιγή κα τε μαζί του. Κάνατε πάρα π ο λλο ύ ς κόπους γιά νά θάψετε τούς έαυτούς σας, κύριε Πράιαμ. Περάσατε δυό χρόνια πρ οετοιμάζοντα ς τις νέες σας προσω πικότητες καί τά νέα ό νό ματα μέ τά όποια άναστηθήκατε. Γιατί; Γιατί θέλατε νά κρύψετε κάτι - κ ά τ ι π ο ύ δ έ ν θ ά μ π ο ρ ο ύ σ α τ ε ν ά κ ρ ύ ­ ψ ε τ ε ά ν ε ϊ χ α τ ε έ π ι σ τ ρ έ ψ ε ι μέ τ ή ν Ι δ ι ό τ η τ ά σ α ς σ ά ν π λ ή ρ ω μ α τ ο ύ " Α ν τ α μ ; Θ έλετε νά μάς πήτε τί συνέβη, κύριε Πράιαμ; Ό Πράιαμ δέν κουνήθηκε. - Τ ό τ ε θά πρέπει νά σάς τό πώ έγώ, σ υνέχισε ό Έ λ λ ε ρ υ . Τό 1927 έσεΐς καί ό Χ ίλ έμφ ανιστήκατε στό Λός "Α ντζελες καί στή-

162

σατε μιά έπιχείρηση πού είχε σάν ά ντικείμ ενο τή ν χοντρική πώληση τώ ν κοσμημάτω ν. ΤΙ ξέρατε γ ι’ αύτό τό έμπόριο; Ξέ­ ρουμε καθετί πού άφορά σ τή ν ζωή σας και τή ζωή τού Χ ίλ, κύ­ ριε Πράιαμ, άπό τή σ τιγμή πού γε ννη θ ή κ α τε ώς τή στιγμή πού προσληφ θήκατε στό " Λ α γ ω ν ι κ ό ". Κι οΐ δυό σας δουλεύα τε στή θάλασσα άπό μικρά παιδιά. Α ε ν ύπάρχει τίποτα στό παρελ­ θόν καί τώ ν δυό σας πού νά σάς συνδέη μέ τά κοσμήματα ή μέ τό έμπόριο τώ ν κοσμημάτω ν. Και δπως οί περ ισσότερ οι ναυτι­ κοί, εϊσαστε κι οί δυό φτωχοί. Καί νά πού, δυό χρόνια άργότερα, εμφ ανίζεστε καί οί δυό έδώ καί ξεκινάτε μια μεγάλη έπι­ χείρηση πού έχει σχέση μέ τούς π ολύ τιμ ου ς λίθους. Μήπως ήταν αύτά πού δέν θά μπορούσατε νά κρύψ ετε άν έπιστρέφατε σάν πλήρωμα τού "Ανταμ; Γιατί οί άρχές, σ ’ αύτή τή ν περί­ πτωση, θά έλεγα ν: Πού βρήκαν αύτοί οί δυό φτωχοί ναυτικοί όλα αύτά τά χρήματα - ή όλα αύτά τά κοσμήματα; Κι αύτή ήταν ή έρώτηση πού δέν θέλατε νά σάς ύποθά λουν, κύριε Πράιαμ ο ύ τε έσεϊς ού τε ό Χίλ. «Ε ίνα ι, λο ιπ ό ν, λο γικό τό νά συμπεράνω, κύριε Πράιαμ, ότι τό “Λ α γ ω ν ι κ ό ” δέν θούλιαξε σ τόν τυφώνα. Ό τ ι έφτασε σ τό ν προορισμό του , κάποιο άκατοίκητο, ίσως, νησ ί καί ότι, έξερευνώ ντας τά φυτά καί τά ζώα πού τό ν ένδιέφ εραν, ό “Α ν ­ ταμ βρήκε κάτι πολύ διαφορετικό άπό τ ό ν έπιστημονικό στόχο του. Ίσ ω ς ένα παλιό σ εντο ύ κι μέ κάποιον θησαυρό, κύριε Πράιαμ, θαμμένο άπό κάποιο τσ ού ρ μ ο πειρατών άπ' αύτούς πού άρμένιζαν έκεινες τίς θάλασσες. Μ πορεί νά θρή κανείς άκόμα καί σήμερα, κύριε Πράιαμ, το ύ ς άπ ογόνους τους στίς Μπαχάμας... “Ενα παλιό σ εντούκι, κύριε Πράιαμ, γεμ ά το π ο λύ τι­ μους λίθους. Κι έσεϊς, μαζί μέ τό ν Χ ίλ, βγάλατε άπό τή μέση τό ν “Α ντα μ , ά νοιχτή κα τε μέ τό “Λ α γ ω ν ι κ ό ” στή θάλασσα, τό βουλιάξατε καί τό σκάσατε μέ τή ν λα στιχένια σωσίβια λέμβο. *>Κι έτσι βρεθήκατε μέ μιά περιουσία στά χέρια κι άναρωτηθήκατε πώς θά τά καταφέρνατε νά τή ν άπολαύσετε. Ό ένας άπό σάς είχε τή ν φαεινή Ιδέα νά θάψετε τούς παλιούς έαυτούς σας, νά έπιστρέψ ετε μέ καινούργια προσω πικότητα, σάν δυό έντελώ ς διαφ ορετικοί άνθρωποι - καί νά άσχολη θήτε μέ τό έμ­ πόριο τώ ν κοσμημάτω ν. »Κ ι αύτό άκριθώς κάνατε, έσεϊς καί ό Χ ίλ, κύριε Πράιαμ. Έ π ί δύο χρόνια μελετήσα τε τό έμπόριο τώ ν κοσμημάτω ν - δέν

6. Τό μάτ% τον Σατανά

163

μπορέσαμε νά μάθουμε πού - καί, όταν νιώσατε ό τι εϊχατε άρκετές γνώ σεις και πείρα, έγκατασταθήκατε στό Λός "Αντζε­ λες... έχοντας σάν κεφάλαιο τό σεντούκι μέ τούς πολύτιμους λίθους πού βρήκε ό "Ανταμ στό νησί καί πού γιά νά τό άποκτήσετε τό ν δολοφ ονήσατε. Τώρα πιά οί πολύτιμοι λίθοι ήσαν δικοί σας καί μπορούσατε νά τούς δ ι α θ έ σ ε τ ε φανερά, νόμιμα, καί νά π λουτίσ ετε χάρη σ ’ αύτούς. Τά μάτια τού Πράιαμ ήσαν κλειστά, λές καί κοιμόταν... Σ υ γ­ κέντρω νε, ίσως, τις δυνάμεις του , συλλογίσ τη κε ό Κήτς. - Ό Ά ν τ α μ , όμως, δέν πέθανε, είπε ό Έ λ λ ε ρ υ χαμηλόφωνα. 'Εσείς καί ό Χ Ιλ άποδειχθήκατε άδέξιοι δολοφ όνοι. Ό "Ανταμ έπέζησε. Μ όνον αύτός ξέρει πώς κατάφερε νά γίνη καλά, τί τράβηξε, πώς ξαναγύρισε σ τόν π ολιτισμένο κόσμο καί πού εί­ ναι άπό τό τε. Ό π ω ς , όμως, γράφει στό σημείωμά του, άφιέρωσε τήν.ζω ή του στό νά άνακαλύψη τά ϊχνη σας καί νά σάς παγιδεύση. Πάνω άπό είκοσι χρόνια έψαχνε νά θρή τούς δυό ναυτικούς πού τό ν είχαν έγκαταλείψ ει μισοπεθαμένο - τούς δυό δολοφ όνους του , κύριε Π ρά ιαμ.Ό "Ανταμ δέν χρειαζόταν αύτόν τό ν θησαυρό - ό 'ίδιος ήταν πάμπλουτος - άλλω στε δέν τό ν ένδιέφεραν τά χρήματα. Αύτό πού ήθελε, κύριε Πράιαμ, ήταν νά έκδικηθή, όπως γράφει καί στό σημείωμά του. Καί τό τε σάς βρήκε... Ή φωνή τού Έ λ λ ε ρ υ είχε γ ίν ε ι τώρα σκληρή. - Ό Χίλ τό ν άπογοήτευσε, συνέχισε. Ή καρδιά του δέν άντεξε στήν συγκίνηση πού ένιωσε μαθαίνοντας ό τι ό "Ανταμ ήτα ν ζωντανός - καί τά όσα συνεπ ήγετο αύτή ή πραγματικότης. Νομίζω ότι ό Χ ίλ ήταν διαφορετικός άπό σάς, κύριε Πράιαμ. ΕΤ;·.; ξεχύσει τό παρελθόν του καί είχε μεταμορφωθή σ ’ έναν έντιμ ο καί καλό πολίτη. Ίσ ω ς, μάλιστα, νά μήν ήταν τόσο δι­ εστραμμένος όσο έσεϊς, πού ύπήρξατε πάντα ό μαχητικός τής αρέας, δέν ε ίν ’ έτσι; 'Ίσως ό Χ ίλ ν ά μήν έλαβε ένεργό μέρος στό έγκλημά σας. Νά συμφώνησε μόνον σ ’ αύτό, μαγεμένος άπό τό άναπάντεχο κέρδος μέ τό όποιο καταφέρατε νά τό ν Γ?ίοετε νά ύποταχθή σέ σάς. Γιατί σάς ήταν άπαραίτητος γιά νά φ ύγετε άπό τό ν τόπο το ύ έγκλήματος. Σάς ήταν άπαραίτη­ το ς, γιατί ήταν πολύ πιό έξυπνος άπό σάς. Πάντως, άφοϋ πα­ ρασύρθηκε άπό τό ν πειρασμό καί ύποτάχτηκε σ τή ν θέλησή σας, ό Χ ίλ δημιούργησε έναν καινούργιο έαυτό, τέ το ιο ν πού μιά κοπέλα σάν τή ν Λώ ρελ έμαθε νά άγαπά καί νά σέβεται... σέ

164

σημείο πού ήταν έτοιμη νά κάνη φόνο γιά χάρη του. » Ό Χ ίλ είχε φαντασία, κύριε Πράιαμ, καί πιστεύω πώς αυτό πού τό ν σκότωσε δέν ήταν τόσο ό φόβος, όσο ή έπίδραση πού θά είχε στήν Λώ ρελ ή άποκάλυψη τή ς άλήθειας. » ’Εσείς όμως είστε φ τιαγμένος άπό άλλη πάστα, κύριε Πράιαμ. Δ έ ν άπογοητεύσατε τό ν ’Ά ντα μ . Κάθε άλλο! Το ύ δώ­ σατε τή ν εύκαιρία νά άπολαύση τή ν έκδίκησή του. 'Εξακολου­ θεί νά είναι έπιστήμων και οί μέθοδοι πού άκολουθεΐ είναι επι­ στημονικές καί ά νελέητες, όπως σ τή ν άνατομία ένός πτώμα­ τος. Δ έ ν πιστεύω ό τι καταλαβαίνετε μέ πόση δόση χιούμορ σάς έκδικεϊται ό Ά ντα μ , κύριε Πράιαμ. Ή μήπως τό καταλαβαίνετε; Ό τ α ν ό Πράιαμ μίλησε, ό λο ι είχαν τή ν έντύπωση πώς δέν είχε άκούσει τή ν ερώτηση τού Ελλερυ. Άνασηκώ θηκε καί είπε: -Π ο ιο ς είναι; Πώς λέγετα ι τώρα; Τ ό ξέρετε; - Αύτό μόνον σάς ένδιαφέρει; είπε ό "Ελλερυ χαμογελώ ντας. Ό χ ι, κύριε Πράιαμ. Δ έ ν τό ξέρουμε. Τό μ όνο πού ξέρουμε, σή­ μερα, γ ι’ αύτόν, είναι ότι ή ήλικία του κυμαίνεται άνάμεσα στά πενήντα δύο καί στά εξήντα τέσσερα. Είμαι σίγουρος ότι δέν θά τό ν άναγνω ρίσετε, γιατί θά πρέπει ό χρόνος νά τό ν άλλαξε ή μπορεί νά φ ρόντισε νά άλλάξη ό ίδιος έμφάνιση μέ κάποια πλαστική εγχείρηση. 'Αλλά άκόμα κι άν δέν είναι άλλαγμένος, άκόμα κι άν είναι άπαράλλαχτος μέ τό ν "Ανταμ έκείνης τής έποχής, δέν θά σάς ώφελοϋσε καί δέν θά μάς ώφελοϋσε σέ τίποτα, κύριε Πράιαμ. Γιατί δέν ύπάρχει λό γο ς νά βρίσκεται ό ίδιος σ τή ν σκηνή. Μπορεί νά ένεργή μέσω κάποιου άλλου. Ό Πράιαμ τό ν κοίταξε μισό κλείνοντα ς τά μάτια. - Δ έ ν είστε Ιδιαίτερα άγαπητός στοϋς άνθρώπους, κύριε Πράιαμ,συνέχισε ό "Ελλερυ, καί ύπάρχουν γύρω σας άτομα πού πρόθυμα θά βοηθούσαν κάποιον ξέροντας ότι ό στόχος του εί­ ναι νά σάς κάνη δυστυχισμένο. Γ ι’ αύτό άν νομίζετε ό τι είστε άσφαλής νομίζοντα ς ότι έχετε νά κάνετε μέ έναν μεσόκοπο άντρα όρισμένω ν διαστάσεων, καλύτερα νά άναθεωρήσετε αύτή σας τή ν σκέψη. Ό άνεπίσημος σ υνένοχος τού Ά ν τ α μ , πού έργάζεται άφιλοκερδώς καί μόνο άπό κέφι, μπορεί νά είναι είτε άντρας είτε γυναίκα... καί όχι, άπαραίτητα, μιάς όρισμένης ήλικίας... βρίσκεται έδώ, κύριε Πράιαμ, στό ίδιο σας τό σπίτι. Ό Πράιαμ έμεινε άκίνητος. Ό χ ι φ οβισμένος, άλλά φανερά έπιφυλακτικός. - ΤΙ κουβέντα είναι αύτή πού.....άρχισε νά λέη ό γιό ς τής Ντή-

165

λια. -Π ά ψ ε , Μάκ, είπε ό Κήτς χαμηλόφωνα καί ή άπειλή πού ύπήρχε σ τό ν τό ν ο του έκανε τό ν νεαρό νά τά χάση. - Λ ί γ ο πρίν, είπε ό Έ λ λ ε ρ υ , ύπογράμμισα τό χιούμ ορ τού "Ανταμ. 'Αναρω τιέμαι άν άντιλαμθάνεσθε τό ν σ τό χ ο το υ , κύριε Πράιαμ. - Τ ί ; μουρμούρισε ό Πράιαμ. - Ό λ ε ς οί προειδοποιήσεις του δέν είχαν ένα, άλλά δύο κοινά σημεία. Δ έ ν σάς έσ τειλε άπλώς ένα ζώο, άλλά ένα ζ ώ ο ν ε ­ κρό. Ό Πράιαμ τό ν κοίταξε ξαφνιασμένος. - Ή πρώτη προειδοποίηση είναι μιά ψόφια σμέρνα, ή δεύτερη ένα ψόφιο ψάρι, ή τρίτη τά ψόφια βατράχια, ή τέτα ρ τη ή σαύρα, ή πέμπτη οί όρνιθες. Σ ’ αύτήν, βέβαια, ύπάρχει κάποιος συμβολισμός. Καταστρέφ ει τό βιβλίο, γιατί μ ό νο ν μ’ αύτό τό ν τρ όπο μπορεί νό «σ κο τώ σ η » κανείς ένα έντυπ ο! ’Ακόμη καί ή τελευτα ία του προειδοποίηση, οί άχρηστες μετοχές, έχουν κάτι τό πεθα μένο μιά καί δέν μπορεί νό ύπάρξη τίπ οτα πιό « ν ε ­ κρ ό» άπό μια έπιχείρηση πού έχει πτωχεύσει. Είναι σ τ’ άλήθεια χιουμορίστας αύτός ό "Ανταμ. » ’Ομω ς, ό "Ανταμ, κύριε Πράιαμ, δέν όλοκλήρω σε άκόμη τό έρ γο το υ , κατέληξε ό "Ελλερυ καί έγειρε μπροστά. Δ έ ν άνέθηκε τή ν προοδευτική κλίμακα τού Δ αρθίνου γ ιό νά σταματήση στό τελευ τα ίο σκαλοπάτι. Γι' αύτό είναι σχεδόν βέβαιο ό τι θά φθάση ένα άκόμη δείγμα πού θά άντιπροσω πεύη τό άνώτατο πλάσμα τού γέ νο υ ς τών θηλαστικώ ν, καί, φυσικά, θά είναι κι αύτό ν ε κ ρ ό .Ό Τσά ρλς Λ ιο ϋ ε λ "Ανταμ θά στείλη έναν ν ε κ ρ ό ά ν θ ρ ω π ο , κύριε Πράιαμ. Καί τό «ά σ τε ϊο » του δέν θά ήταν άσχημο, άν αύτός ό νεκρός άνθρωπος δέν θά εϊσαστε έσεϊς, κύριε Ρ ότζερ Πράιαμ! Ό Πράιαμ δέν έκανε καμιά κίνηση. - Τ ά μελετήσα με όλα αύτά, είπε ό ύπαστυνόμος Κήτς αύστηρά, καί συμφ ω νούμε ό τι ένα πρόκειται νά γίνη : πρόκειται νά δολοφ ονη θής, Πράιαμ, καί μάλιστα πολύ σ ύντομα ,α ύρ ιο, ίσως άπόψε, ίαως σέ μιά ώρα, άλλά σέ θέλω ζω ντανό, Πράιαμ. Καί 8έΛω ζω ντανό καί τό ν Ανταμ, για τί αύτό έπιθάλει ό νόμος. Γι' αύτό, άπό αυτή τή ν στιγμή, θά φρουρήσαι μέρα-νύχτα. "Ενας άπό το ύ ς ά ντρες μου θά βρίσκεται στό δωμάτιό σου, ένας δεύτερος στήν βεράντα καί δυό σ τόν κήπο.

166

Ό Ρότζερ Πράιαμ πήρε βαθιά άνάσα καί ή φωνή του ά ντή χησε βροντερή. - Εγώ έγκληματίας; φώναξε, κουνώ ντας άπειλητικά τό χέρι του πρός τό μέρος το ύ Κήτς. Μέ ποιά... ποιες άποδείξεις; Δ έ ν παραδέχομαι οϋτε λέξη άπ' όσα άκουσα. Δ έ ν μπορείτε νά άποδείξετε τίπ οτα καί δ έν δέχομαι τή ν προστασία τή ς άστυνομίας. Κατάλαβες; - ΤΙ φοβάσαι; σάρκασε ό ά στυνομικός. Ό τ ι θά βάλουμε στό χ έ ρ ιτ ό ν Ανταμ; - Αγω νίστηκα πάντα μονάχος καί νίκησα. Θά άγω νιστώ καί θά νικήσω κι αύτή τή φορά! - Α π ό τή ν άναπηρική π ολυθρ όνα σου; - Ναί, άπό τή ν άναπηρική π ολυθρ όνα μου! Καί τώρα άδειάστε μου τή γω νιά καί μήν ξαναπατήσετε τό πόδι σας στό σπίτι μου.

167

15 Δ έ ν ξαναπάτησαν, φυσικά, τδ πόδι το υ ς στό σπίτι τού Πράιαμ καί ό λο ι θά μπορούσαν νά πιστέψ ουν ό τι είχαν πάψει νά άχολο ϋ ντα ι καί μ’ αυτόν καί μέ τις υποθέσεις του. Ό ύπαστυνόμος Κήτς π ερνούσε τις μέρες του διεκπεραιώνοντας τή ν καθημερινή ρουτίνα κι ό Έ λ λ ε ρ υ είχε καί πάλι στηθή μπροστά στή μηχανή του προσπαθώντας νά γράψη τό μυθιστόρημα πού σχεδίαζε. Κάθε τόσο ή Λώ ρελ, ό Κρόου Μάκ Γκόουαν, ό Ά λ φ ρ ε ν τ Ο ύ άλλας, ό Κ όλλιερ -ά κόμα κα'ι ή Ν τήλια Π ρά ιαμ- τού τηλεφ ω ­ νούσα ν ή περνούσαν νά τό ν δοϋν. Ό λ ο ι όμως έφ ευγαν άνήσυχοι ή ξαφνιασμένοι ή σκεφτικοί, χωρίς ποτέ νά φανερώ σουν τό τί είχαν πει σ τόν "Ελλερυ ή τί τούς είχε πει έκεϊνος. Κι ύστερα, κάποια ύγρή νύχτα, στις άρχές τή ς τέταρτης έθδομάδας τού Ιο υ λ ίο υ , λίγο μετά τά μεσάνυχτα, έφθασε τό τηλεφώ νημα πού περίμενε ό "Ελλερυ. "Ακούσε τά όσα τού είπαν, είπε μερικές λέξεις, διέκοψε τήν συνδιάλεξη καί τηλεφ ώ νησε στό σπίτι τού Κήτς. 'Εκείνος σή­ κωσε τδ άκουστικό του μέ τό πρώτο κουδούνισμα. -Έ σ ύ είσαι, Κ ουήν; ρώτησε. - Ναί. "Ελα όσο μπορείς πιό γρήγορα , άποκρίθηκε ό "Ελλερυ κι έκλεισε τό τηλέφ ω νο. "Ετρεξε στό α ύτοκίνητό του καί ξεκί­ νησε ολοταχώς. Σταμάτησε λ ίγ ο πριν άπό τό γραμματοκιβώτιο τού Πράιαμ. Τό άμάξι τού Κήτς βρισκόταν κιόλας έκεί. Προχώρησε όσο μπο­ ρούσε πιό άθόρυθα στό πλάι τού σπιτιού περπατώντας πάνω στή χ λό η , χωρίς νά χρησιμοποιήση κλεφτοφάναρο. Ό τ α ν έ­ φτασε στή σκιά πού έριχνε ή βεράντα, ένα χέρι άγγιξε τό δικό του..

168

- Γρήγορα, τού ψιθύρισε ό Κήτς στδ αύτί. Τό σπίτι ήταν σκοτεινό, ύπήρχε μ ό νο ν ένα άμυδρό φώς στδ δωμάτιο τού Ρότζερ, πού έβγαινε στή βεράντα. Ή μπαλκονόπορτα ήταν άνοιχτή καί ή βεράντα κατασκότεινη. Γονάτισαν κι οί δυό και κοίταξαν μέσα στό δωμάτιο. Ή άναπηρική πολυθρόνα τού Πράιαμ είχε μετατροπή σέ κρε­ βάτι. Εκείνος ήταν ξαπλωμένος άνάσκελα, άκίνητος, μέ τά μάπα κλειστά. Γιό μερικά λεπτά δέν έγινε τίποτα. Ύ σ τε ρ α άκούστηκε ένας άπειροελάχιστος μεταλλικός ήχος. Ο ί δυό άντρες είδαν τό πόμολο τής πόρτας,πού έβγαινε σ τόν διάδρομο,νά γυρίζη σιγά. Ό τ α ν σταμάτησε, ή πόρτα άρχισε νά άνοίγη. Κάποια στιγμή έτριξε καί σταμάτησε. Ο Πράιαμ δέν κουνήθηκε. Ή πόρτα άνοιξε και πάλι άπαλά. Τό μόνο πού μπόρεσαν νά διακρίνουν άπό τή βεράντα ήταν μιά σκιά πολύ πιό σκοτεινή άπό τό σκοτάδι. Τή ν είδαν νά προχωρη άπό τή ν πόρτα πρός τή ν πολυθρόνα - κρεβάτι τού Ρότζερ Πράιαμ. Κάτι σάν πλοκάμι τεντώ θηκε μπροστά καί κατάλαβαν ιιώς ήταν ένα χέρι πού κρατούσε περίστροφο. Ή κινούμενη σκιά σταμάτησε κοντά στήν πολυθρόνα τού I Ιράιαμ. Γό περίστροφο άνυψώθηκε έλάχιστα. Ό Κήτς άνατρίχιασε κι ό Έ λ λ ε ρ υ τού έσφιξε τό μπράτσο, γιά νά ιό ν συγκρατήση... Καί τό τε κάτι σάν άνεμοστρόθιλος ξέσπασε μέσα στό δωμάι ιο .

I ό χέρι τού Πράιαμ τινάχτηκε πρός τά έπάνω καί τά δάχτυλά ιου έσφιξαν σάν τανάλιες τό ν καρπό τού χεριού πού κρατούσε ιό περίστροφο. Ό άνάπηρος άνασηκώθηκε ούρλιάζοντας. Ακολούθησε μιά παράξενη πάλη πού, μές στό σκοτάδι, έμοιαζε μέ τή ν πάλη δυό χταποδιών στό βάθος τή ς θάλασσας. 'Ύ σ τε ρ α , άκούστηκε ένας γδούπος καί μετά σιωπή. Τή στιγμή πού ό "Ελλερυ γύριζε τόν διακόπτη τού ήλεκτρ ικού, ό Κήτς βρισκόταν κιόλας γονα τισ μένος δίπλα στήν κουλουριασμένη μορφή πού κείτοταν στό πάτωμα μέ τό ένα χέρι κρυμμένο κάτω άπό τό σώμα καί τό άλλο, πού κρατούσε τό περίστροφο, τεντω μένο. -Τ ό ν πέτυχε στό στήθος, μουρμούρισε ό Κήτς.

169

Ό Ρ ότζερ Πράιαμ κοίταζε έκπ ληκτος το ύ ς δυό άντρες. -Ε ίν α ι ό "Ανταμ, είπε βραχνά. Πώς βρεθήκατε έδώ έσεϊς οΐ δυό; ΤΗρθε γιά νά μέ σκοτώση. Είναι ό "Ανταμ. Σάς τό είπα ό τι μπορούσα νά τό ν άντιμετω πίσω μόνος μου. Γέλα σε τρ ανταχτά κι ύστερα κοίταξε τό σω ριασμένο στό πά­ τωμα κορμί κι άρχισε νά τρέμη. - Π οιός είνα ι,τραύλισε. ’Αφ ήστε με νά τό ν δώ. - Είναι ό "Αλφ ρεντ. - Ό "Αλφ ρεντ; Ό Κήτς πήγε πίσω άπό τή ν π ολυθρ όνα το ύ Πράιαμ. Σήκωσε τό άκουστικό τού τη λεφ ώ νου καί κάλεσε τή ν άστυνομία. - Ό "Αλφ ρ εντ είναι ό "Ανταμ; μουρμούριζε ό Πράιαμ σάν χα­ μένος. Ό Έ λ λ ε ρ υ σκέπασε μέ μιά κουβέρτα τό κορμί στό πάτωμα. - Είναι...; πρόφ ερε μέ δυσκολία ό Πράιαμ. Είναι νεκρός; -'Α σ τυ ν ο μ ία ; είπε ό Κήτς. Έ δ ώ Κήτς άπό τό Τμήμα τού Χ ό λλ υ γ ο υ ντ. ’Αναφέρω άνθρω ποκτονία. Ή ύπόθεση Χ ίλ - Πράιαμ. Π ρο ό λίγο υ ό Ρ ότζερ Πράιαμ π υρ οβόλη σε τό ν "Αλφ ρ εντ Ο ύ ά λλας, τό γραμματέα - νο σ ο κό μ ο του. Ναι, είναι νεκρός... Τ ό ν πέ­ τυ χε σ τή ν καρδιά. Παρακολούθησα τή σκηνή αύτοπροσώ πως, άπό τή βεράντα... -Ν ε κ ρ ό ς ; μουρμούρισε ό Πράιαμ. Είναι νεκρ ός!... Μά έπρόκειτο γιά αύτοάμυνα. Εΐσαστε μάρτυρες... Μπήκε ατά κλεφτά στό δωμάτιό μου. Τ ό ν άκουσα κι έκανα, τάχα, πώς κοιμόμουνα! Ή φωνή του τσάκισε ξαφνικά, καθώς ρώτησε: - Δ έ ν τό ν είδατε νά μέ σημαδεύη μέ τό όπ λο το υ ; Τού άρ­ παξα τό χέρι, τού τό στραμπούληξα! ΤΗταν αύτοάμυνα... - Τ ά είδαμε όλα, κύριε Πράιαμ, είπε ό Έ λ λ ε ρ υ μέ ήρεμη φωνή. - Εύτυχώ ς! Είναι νεκρός. ’Ανάθεμά το ν! Ό Ο ύά λλας... Π ροσ­ πάθησε νά μέ σκοτώση. Εύτυχώ ς, όλα τέλειω σαν. Ό λ α ! - Ναί, έ λεγε τώ ρα ό Κήτς στό τηλέφ ω νο. Π ό τε ; Ε ν τά ξ ε ι. Μ ήν βιάζεστε. -Α κ ό υ σ ε ς τ ί είπε ό κύριος Κ ουήν, ύπαστυνόμ ε; τραύλισε ό Πράιαμ. Λ έ ε ι ό τι τά είδε όλα... - Ναί, ξέρω, τό ν έκοψε ό Κήτς καί άναψε τσιγάρο. Θά πρέπει νά π ερ ιμ ένουμ ε, πρόσθεσε. Ό Έ λ λ ε ρ υ τρ ιγύρ ιζε στό δωμάτιο σκεφτικός. - Π ρέπ ει νά όμ ολογήσ ω ό τι ήταν πολύ έξυ π νο έκ μέρους του,

170

είπε ό Πράιαμ γεμ ίζο ντα ς ένα ποτήρ ι μέ ούίσκυ. Θά πρέπει νά έκανε πλαστική έγχείρηση... Δ έ ν τό ν άναγνώρισα... Δ έ ν μού πέρασε κάν άπό τό μυαλό ο τι μπορούσε νά είναι αύτός... -Κ ύ ρ ιε Πράιαμ, είπε ό Έ λ λ ε ρ υ , υπάρχει κάτι πού μέ βασανί­ ζει. Τώρα πού όλα τέλειω σα ν, θά θέλατε νά μού διαλευκάνετε κι αύτδ τό μυστήριο; Ό Πράιαμ τό ν κοίταξε κι ύστερα άπλωσε τό χέρι του καί γ έ ­ μισε ξανά τό ποτήρ ι του. -Έ ξ α ρ τ ά τ α ι, κύριε Κ ουήν, άποκρίθηκε χα μ ογελώ ντα ς, κι ύστερα, σάν νά άλλα ξε γνώ μη, σοβαρεύτηκε καί συνέχισε. Τό μό νο πού ξέρω γ ι ’ α ύτόν τό ν άνθρωπο ή τα ν οτι, κάποια στιγμή στό ταξίδι, τού έστριψ ε. ’Έ χ α σ ε κυριολεκτικά τά λογικά του. "Ενα πρωί, πάνω στό “ Λ α γω νικ ό ” , μάς ρίχτηκε σέ μένα καί σ τό ν συνά δελφ ό μου μ ’ ένα μαχαίρι. Είχαμε άράξει σέ κάποιο έρημονήσι. Πηδήξαμε στή θάλασσα κα'ι φθάσαμε κολυμπώ ντας σ τή ν άκτή. Κρυφ τήκαμε στό δάσος. 'Ε κ ε ίνο τό ίδιο βράδυ ό τυφώνας παρέσυρε τό σκάφος ατά άνοιχτά. Δ έ ν τό ξανάδαμε, ούτε και τό ν Ά ν τ α μ . Ό σ ύντροφ ός μου κι έγώ βρήκαμε τό τε τό ν θησαυρό, κρ υμμένο στό νησ ί καί καταφέραμε νά φ ύγουμε άπό 'κεϊ μέ μιά σχεδία πού φτιάξαμε μ ό νο ι μας. « Αλλάξα με τό τ ε τά όνόματά μας, για τί δ έν θέλαμε νά έμφανισθή κάποια μέρα ό ’Ά ν τ α μ άπαιτώντας τό τρ ίτο τού θησαυρού μιά πού αύτός έξερ ευ νο ϋ σ ε τό νησί. Α ύ τή είναι ή ιστορία μας, φ ίλοι μου. Ό χ ι τό έγκλημα πού έσείς φ ανταστήκατε. Τ ί ά λλο θ έλετε νά μάθετε, κύριε Κ ουήν; Ρω τήστε με καί θά σάς άπανιήσω. Έ χ ε τ ε καμιά άπορία; Ναί. Τ ό γράμμα πού έσ τειλε ό “Α ντα μ σ τό ν Λ η ά ντερ Χ ίλ, άποκρίθηκε ό Έ λ λ ε ρ υ . - Τό γράμμα; ξαφ νιάστηκε ό Π ρά ια μ .Τί στό διάβολο σάς έ νο χλεϊ αύτό; Ό Έ λ λ ε ρ υ έβγα λε άπό τή ν τσέπη το υ ένα διπλω μένο χαρτί. - Έ χ ω έδώ ένα άντίγραφ ο το ύ σημειώ ματος πού βρήκε ό Χ ίλ στό άσημένιο κουτάκι, στό περιλαίμιο το ύ ψόφιου σκύλου, είπε. Επειδή έχ ει περάσει λίγ ο ς καιρός κι ίσως νά τό έ χ ετε ξεχάσει, θά 'θελα νά σάς τό διαβάσω. -'Α κ ο ύ ω , είπε ό Πράιαμ. -«Π ισ τ ε ύ ε ις πώς είμαι ν ε κ ρ ό ς », άρχισε νά διαθάζη ό Έ λ λ ε ρ υ . «Σ κο τω μ ένο ς. Είκοσ ι π έντε χρόνια σάς ψάχνω καί σένα καί'κεί­ νο ν, καί τώρα σάς βρήκα. Ύ π ο π τ ε ύ ε σ θ ε , ίσως, τό σχέδιό μου.

171

Θά πεθάνετε! Γρήγορα; Ό χ ι. Αργά* Γιά νά πάρω πίσω τά χρόνια πού πέρασα κυνηγώ ντας σας καί διψώντας εκδίκηση. Θά πεθά­ νε τε άργά καί σίγουρα. Κι εκείνος καί σύ. Ναί, άργά καί σίγουρα. Καί στό νοϋ καί στό κορμί. Καί γιά κάθε βήμα πού θά σάς πηγαίνη κοντότερα σ το ν θάνατο, θά πα ίρνετε μιά προειδοποί­ ηση... Μιά προειδοποίηση πού θά έχη ιδιαίτερη σημασία καί γιά σένα καί γιά κείνον, καί θά σάς δημιουργή κάθε τόσο καινούρ­ γιες άπορίες. Αύτή είναι ή προειδοποίηση ύπ’ άριθμόν ένα ». - Τ ά βλέπεις; είπε ό Πράιαμ. Είναι τρ ε λό ς γιά δέσιμο. -Ν ε κ ρ ό ς , σκοτω μένος, τού θύμισε ό Κήτς. Από τό ν τυφώνα όμως, κύριε Πράιαμ; - Ν α ί, ύπαστυνόμε. Θυμάμαι πού μάς κυνηγούσε πάνω στό κατάστρωμα, στριφ ογυρίζοντας τό μαχαίρι σ τον άέρα πάνω άπό τό κεφάλι του, φωνάζοντας ότι προσπαθήσαμε νά τό ν σκο­ τώσουμε. Ή άλήθεια ήταν πώς έκεϊνος προσπαθούσε νά μάς σκοτώση. Ρωτήστε όποιονδήπ οτε νε υ ρ ο λό γο νά δήτε τί θά σάς πή. Ό Πράιαμ σταμάτησε καί γύρισε σ τον Έ λ λ ε ρ υ . - Α ύτό είναι πού σάς βασανίζει, κύριε Κουήν'; ρώτησε. - Ό χ ι , κύριε Πράιαμ, άποκρίθηκε ό Έ λ λ ε ρ υ μέ τά μάτια καρ­ φωμένα στό χαρτί. Είναι ό τρόπος μέ τό ν όποιο έκφράζεται. - Ποιος τρόπος; - Ό τρόπος μέ τό ν όποιο είναι γραμμένο τό σημείωμα. - Τ ί τό περίεργο έχει; άπόρησε ό Πράιαμ. - Πόσες λέξεις περιέχει αύτό τό σημείωμα, κύριε Πράιαμ; - Πώς μπορώ νά ξέρω; -Ε κ α τ ό ν έπτά, κύριε Πράιαμ. Ό Πράιαμ γύρισε καί κοίταξε τό ν Κήτς, έκε'ινος όμως κάπνιζε άδιάφορος λές καί ή κουβέντα τών άλλω ν δύο δέν είχε καμιά σχέση μέ τή ν ύπόθεση πού τόσο τό ν είχε άπασχολήσει ως πριν άπό λίγο. - Έ , καί λο ιπ ό ν; είπε τέλος. "Εχει έκα τόν έπτά λέξεις. Δ έ ν κα­ ταλαβαίνω πού θ έλετε νά καταλήξετε. - Γ ι’ αύτές τις έκα τόν έπτά λέξεις, κύριε Πράιαμ, έχουν χρησιμοποιηθή τετρακόσια όγδ ό ντα όκτώ γράμματα τού άλφαβήτου. - ’Εξακολουθώ νά μήν καταλαβαίνω. Τ ί προσπαθείτε νά άποδείξετε; Ό τ ι ξέρ ετε νά μετράτε; - Προσπαθώ νά άποδείξω -κ α ί μπορώ νά τό άποδείξω - κύριε

172

Πράιαμ,ότι ύπάρχει κάτι τό παράξενο σ ’ αύτό τό σημείωμα. - Παράξενο; Τ ί παράξενο; - Ή ζωή μου όλόκληρη βασίζεται στίς λέξεις, κύριε Πράιαμ, είπε ό Έ λ λ ε ρ υ . Γράφω πολύ καί διαβάζω άκόμα περισσότερο τίς λέξεις πού γράφ ουν οί άλλοι. ΓΓ αύτό πιστεύω ό τι είμαι ό μόνος ένδεδειγμένος νά κάνω τή ν άκόλουθη παρατήρηση: Πρώτη φορά στή ζωή μου διαβάζω ένα κείμενο μέ έκατόν έπτά λέξεις τις ό π ο ιε ς ά π α ρ τ ίζ ο υ ν τ ε τ ρ α κ ό σ ια ό γδ ό ντα όκτώ καί π λ ,έ ο ν γρ ά μ μ α τα , άπό τά ό π ο ια , ό μ ω ς , λ ε ί π ε ι π α ν τ ε λ ώ ς τ ό λ ά μ δ α ... - Λείπει τό λάμδα; έπανέλαβε ό Πράιαμ σάν χαμένος. - Ναί. Καί χρειάστηκε πολύ καιρό γιά νά τό έντοπίσω , κύριε Πράιαμ, άποκρίθηκε ό Έ λ λ ε ρ υ , περπατώντας γύρω άπό τό κορμί τού ’Ά λφ ρ ε ντ Ο ύάλλας. Είναι άπό αυτά πού δέν άντιλαμβάνεται κανείς άμέσως, έπειδή άκριβώς είναι τόσο φα­ νερό. "Οταν διαβάζουμε κάτι, όλοι, σχεδόν, συγκεντρώ νουμε ιή ν προσοχή μας στό νόημα τού κειμένου καί όχι σ τή ν λεκτική ά ρ χιικκτονική του. Κι αύτό είναι άπόλυτα φυσικό. Ό τ α ν κοιτάς ί'νυ κιίριο, δέν βλέπεις τά τούβ λα μέ τά όποια έχει κτισθή... Ο Ρότζερ Πράιαμ τό ν κοίταζε σάν νά ’χε μπροστά του κάιΐι h i >ν ιρελό. Ο ί ρυτίδες στό πρόσωπό του είχαν γίνε ι άκόμα πιό ΜιιΜιι γ καί τά μάτια του μισόκλεισαν, άλλά δέν μίλησε. Λίγο ιιιό κάτω, ό Κήτς κάπνιζε καί μπροστά του κείτοταν ό Λλψμε.ν ι Ούάλλας σκεπασμένος πάντα μέ τή ν κουβέρτα. Ιό θέμα φυσικά είναι, συνέχισε ό "Ελλερυ, για τί άπέφυγε νό χ|ΐΐ|οιμοποιήση τά γράμμα λάμδα αύτός πού έγραψε τό σηIιι Ιΐιίμιι Ας δούμε λοιπ όν άν μπορούμε νά καταλήξουμε σέ ένα λογικό συμπέρασμα πού θά έξηγή, τα υτόχρονα, τή ν καθ’ όλα Λικσιολογημένη άπορία μου. ΙΙΐικ; ήταν γραμμένο τό πρωτότυπο σημείωμα πού έλαβε ό ΛηάνίΓ.ρ Χίλ; Μέ τό χέρι ή μέ τή γραφ ομηχανή; Δ έ ν έχουμε Λμι ση μαρτυρία, μιά καί τό σημείωμα έξαφανίστηκε. Ή Λώ ρελ ιό γ ΙΛ γ. στά πεταχτά, όταν ό Χ ίλ τό έβγαλε άπό τό μικρό άση1 1 r νιι> κουτί, άλλά έτσι όπως μισογύρισε τή ν πλάτη του γιά νά ιό Λκιβάοη, δέν μπορεί νά μάς πή σίγουρα πώς ήταν γραμμένο. •■'Αρκεί, όμως, νά σκεφτούμε απλά γιά νά συμπεράνουμε δτι ιό σημείωμα δέν γράφτηκε μέ τό χέρι, για τί τό χέρι αύτόματα (Ιό χρησιμοποιούσε τίς λέξεις πού έχουν καί λάμδα. Θά πρέπει

173

λ ο ιπ ό ν νά γρ ά φ τηκε μέ γρ α φ ομηχανή. Εϊδατε τό σημείωμα, κύ­ ριε Πράιαμ, σάς τό έδειξε ό Χ'ιλ τό πρωί τή ς έπ όμ ενη ς μέρας ό τα ν πή γα τε νά τό ν έπισκεφ θήτε ύστερα άπό τή ν καρδιακή π ρ οσ β ολή πού είχε ύποστή. ΊΗ τα ν γρ α μ μ ένο μέ γρ α φ ομη χα νή; Ό Πράιαμ τ ό ν κοίταξε παράξενα, ά λλά δ έ ν άποκρίθηκε. - Ή τ α ν γρ α μ μ ένο μέ γρα φ ομη χα νή, είπε ό Έ λ λ ε ρ υ , και άπό τή στιγμή πού δ εχόμα σ τε αύτή τή ν άλήθεια, είναι π ολύ εύ κο λο νά σκεφ θοϋμε ό τι έλειπ ε ή είχε σπάσει τό γράμμα λάμδα άπό τή γρα φ ομη χα νή πού χρ η σιμοπ οιή θηκε γιά νά γραφ τή τό ση­ μείωμα. Ό Πράιαμ τ ό ν κοίταξε γιά λίγ ο κι ύστερα είπε: - Ό λ α αύτά είναι ύποθέσεις, κύριε Κ ουήν. - Δ έ ν προσπαθώ νά άποδείξω πόσο έξυ π νο ς είμαι, κύριε Πράιαμ, ά ντιγύ ρ ισ ε ό Έ λ λ ε ρ υ έ ν ο χ λ η μ έ ν ο ς , άλλά δ έν συμ­ φωνώ μέ τό άφ ηρημένο ούσιαστικό πού χρη σιμοποιή σα τε. Δ έ ν πρ όκειτα ι γιά ύπόθεση, πρόκειται γιά μιά π ολύ σ υγκεκρ ιμ ένη θεωρία. Ό τ α ν κα τέληξα στό συμπέρασμα ό τ ι ό άνθρω πος πού έγραψ ε τό σημείωμα χρη σ ιμοπ οίη σ ε γρα φ ομη χα νή, προσπά­ θησα νά άνακαλύψω άν ύπήρχε π ουθενά σ τό γύρω μιά γρ α φ ο­ μηχανή πού παρουσίαζε κάποια βλάβη. »Κ α ί όσο παράξενο κι άν σάς φ ανή, κύριε Πράιαμ, ύπήρχε! » Καθώς έρ χ ό μ ο υ ν έδώ τή ν πρώτη φορά, μέ τό α ύ το κίνη το τή ς Λ ώ ρ ελ Χ ίλ, τή ς έκανα ό ρ ισ μ ένες έρω τήσεις, σχετικά μέ τό ά τομό σας. Μού είπε πόσο αύτάρκης εϊσαστε καί πόσο δ έ ν σάς άρεσε νά βασίζεστε στή βοήθεια τώ ν άλλω ν. Και σάν παράδειγμα μού ά νέφ ερε ό τι τή ν π ρ ο η γο ύ μ ε νη μέρα, πού είχε βρεθή τυ ­ χαία στό σ π ίτι σας, εϊσαστε έ κ νε υ ρ ισ μ έ νο ς ,έ π ε ιδ ή έπρεπε νά ύπ α γο ρ εύ σ ετε ό ρ ισ μ ένες έμπ ορικές έ π ισ το λέ ς σ τό ν Ο ύά λλα ς, μιά καί είχαν σ τε ίλ ει τή γρα φ ομη χα νή σας γιά έπισκευή. Ό Πράιαμ στρ ιφ ογύ ρ ισ ε σ τή ν π ο λυ θ ρ ό να του κι ό Κ ήτς πού σ τεκ ό τα ν δίπλα άνασήκωσε τό ράφι τή ς γρ α φ ομη χα νής πού ή τα ν π ρ οσ α ρ μ οσ μ ένο σ ’ αύτήν. Ό Πράιαμ ξεροκατάπιε κι ό "Ε λλερ υ μέ τ ό ν Κ ήτς έσκυψαν πάνω άπό τή ν γρ α φ ομη χα νή, ά γνοώ ντα ς το ν . 'Ύ σ τε ρ α κοιτάχτηκα ν. Ό Κήτς χ τύ π η σ ε τό π λή κτρ ο πού είχε τό γράμμα λάμδα μέ τό δ ά χτυλό του . - Κύριε Πράιαμ, είπε, τό μ ό νο κα ινούρ γιο π λή κτρ ο σ ’ αύτή τή γραφ ομηχανή είνα ι τό λάμδα. Τ ό σημείω μα πού έσ τά λη σ τό ν 174

Χ Ιλ γρ ά φ τηκε έδώ , π ρ όσθεσε και χάιδεψ ε σ χ ε δ ό ν μέ σ το ρ γή τά πλήκτρα. 'Από τό ν λα ιμό το ύ Πράιαμ β γήκε ένας ή χο ς άκαθόριστος, βραχνός. Ό Κ ήτς σ τεκ ό τα ν τώρα π ο λύ κοντά το υ , σ χ ε δ ό ν δί­ πλα του. - Π οιός μπορεί νά χρη σ ιμοπ οίη σ ε τή γρα φ ομη χα νή σας γ ιό νά γράψη ένα σημείω μα, κύριε Πράιαμ; ρώ τησε ό Έ λ λ ε ρ υ μέ φιλική διάθεση. Δ έ ν χρειά ζετα ι φ ιλοσοφ ία γιά νά θρώ τή ν άπάντηση. Α κ ό μ α κι άν δ έ ν τή ν έβλεπα , θά ή μ ο υν σ ίγο υ ρ ο ς ό τι ή γραφ ομηχανή είνα ι βιδω μένη σ τό ράφι τη ς , μιά καί μ ό νο ν μ’ α ύ τό ν τό ν τρ ό π ο ν μπορεί νά σ υγκρ α τήτα ι στή θέση τ η ς καί νά μή ν πέφ τη κάθε φορά πού τό ράφι διπ λώ νετα ι πρ ός τά κάτω. ••Μήπως γρ ά φ τηκε τό σημείωμα, ό τα ν ξεβιδώ θηκε ή μηχανή γιά νά έπισκευα στή και πριν στα λή σ τό έρ γα σ τή ρ ιο γιά νά ά ντικατασταθή τό σπασμένο γράμμα λάμδα; Ό χ ι . Για τί τό σημεί­ ωμα παραδόθηκε σ τό ν Χ Ιλ δυό βδομά δες, n p lv σ τε ίλ ε τε τή γραφ ομηχανή γιά έπισκευή. Μήπως τό έγραψ ε κάποιος στή γραφ ομηχανή σας, ό τα ν δ έν βρισκόσαστε σ τή ν π ο λυ θ ρ ό να αας, Ο χ ι. Γιατί δ έν τή ν έγκαταλείψ ατε π οτέ. Δ εκ α π έ ντε χρόνια Λ ίν κουνηθήκα τε άπό α ύ τή ν, κύριε Πράιαμ. Μήπως γράφ τηκε ιό σημείωμα κάποια σ τιγμή πού κοιμ όσα στε σ τή ν π ο λυ θ ρ ό να am,. Λ ιιο κ λείετα ι για τί, ό τα ν ή π ο λυ θ ρ ό να μ ετα τρ έπ ετα ι σέ κρ Μ ίιΊιι, ιό ράφι τή ς γρα φ ομη χα νής δ έν σηκώ νεται. I r α ύ ιό , κύριε Πράιαμ, ένα είναι τό συμπέρασμα σ τό όποιο μπορούμε νά κα τα λήξουμε, είπε ό Έ λ λ ε ρ υ . ’Εσείς ό ίδ ιο ς γρ ά ψ υ ιι α ιή γραφ ομηχανή τό σημείωμα. • I οκις άπειλήσα τε τό ν συ νέτα ιρ ό σας ό τ ι θά τό ν σκοτώ σετε. ■·'() μό νο ς σας παλιός έχθ ρ ός πού ή τα ν τα υ τό χ ρ ο να καί έχΟμός τού ΧΙλ, κύριε Πράιαμ, είναι ό Ρ ότζερ Πράιαμ. ★ I ιά μερικές σ τιγμ ές κανείς δ έν μίλησε. Έ π ε ιτ α ό Έ λ λ ε ρ υ σ υνέχισ ε: Μή μέ π α ρεξη γή τε. Ό Τσ ά ρλς ’Ά ν τ α μ δ έ ν είναι φ ανταστικό πρόσωπο. Ανακαλύψ αμε ό τι ύπήρξε κάποτε. Ό ’Ά ν τ α μ έξαφανΙα ιη κε στή θάλασσα τώ ν Δ υτικώ ν ’Ινδιώ ν, είκοσι π έ ντε χρόνια ιιμ ίν, όπως γράψ ατε στό σημείωμα πού μάς έκα νε νά π ισ τέ­ ψουμε ό τι ή τα ν άκόμα ζω ντα νές. Τώ ρα πού ξέρ ο υμ ε ό τι έσεΐς γράψατε τό σημείωμα, μπ ορούμε νά συμπερ ά νουμε ό τι ό ”Α ν -

175

ταμ δ έν έπ έζη σ ε, ό τι κατά τή ν διάρκεια το ύ τα ξιδιού σας κατρφ έρατε, έσ εις καί ό Χ ίλ, νά τό ν σκοτώ σετε και ό τι ή έπανεμφ άνισή το υ έδώ , σ τή ν Ν ότιο Κ αλιφ όρνια το ύ τ ο τό καλοκαίρι, ή τα ν μιά άπάτη πού έσείς ό ίδιος κατασκευάσατε. » Τ ό ξέρ α τε καλά. Πράιαμ, ό τι ή έμφ άνιση τού "Ανταμ, θά π ρ ο ξενο ύ σ ε σ τό ν Χ ίλ, πού τό σ α χρόνια τ ό ν π ίσ τευε νε κρ ό , μιά π ολύ δυνα τή σ υγκίνησ η . ’Ιδιαίτερα μά λιστα άν έμφ α νιζότα ν μ ό νο και μ ό νο γιά νά έκδικηθή. Τό ήξερ ες ό τι μιά τέτο ια είδηση θά ή τα ν μοιραία γιά τό ν Χ ίλ πού ύπέφ ερε άπό τή ν καρδιά του. Είχε φ τιάξει μιά καινούργια ζωή γύρω του . ΤΗ ταν συνα ισθημα­ τικά δ εμ ένο ς μέ τή ν Λώ ρ ελ, τή ν υ ιο θ ε τη μ έ νη κόρη το υ , πού τό ν λά τρ ευε. «Σκά φ τη κες, λ ο ιπ ό ν , πώς θά μ π ορ ούσ ες νά τ ό ν θ γά λης άπό τή μέση πρ οξενώ ντα ς το υ μιά τέτο ια σ υ γκίνη σ η - καί πρ άγματι κατάφερες νά τό ν σκοτώ σης. Φ ρ ό ντισ ες νά διαλύσης τις τυ χ ό ν άμφ ιθολίες το ύ Χ ίλ π η γα ίνο ντα ς ό ίδιος νά τό ν δής τή ν έπομ ένη τό πρωί, έσύ πού δ εκα π έντε ό λό κλη ρ α χρόνια δ έν κούνησες άπό τό σ π ίτι σου. Είχες, βέβαια, μιά σοβαρή δικα ιολογία : τή ν τη λεφ ω νική σας συνδιά λεξη έκ ε ϊνο άκριβώς τό πρωί. Ό λ ό γ ο ς όμως ή τα ν ά λλο ς: ή θ ελες νά σ ιγο υ ρ ευ τή ς ό τ ι είχε καταστρέψ ει τό σημείω μα, για τί μ ό νο ν αύτό μπ ορούσε νά όδ η γή σ η μιά πι­ θανή άνάκριση μέχρι τή γρ α φ ομη χα νή σου. Δ έ ν ξέρω άν ό Χ'ιλ σού τό έδωσε κι έσύ τό κατέστρεψ ες ά ρ γότερα ή άν τό κατέ­ στρεψ ε ό ίδ ιος μπροστά σου. Α ύ τό όμως πού δέν ήξερ ες, Πράιαμ, καί πού δ έν σού είπε, ή τα ν ό τ ι τό είχε άντιγρ ά ψ ει καί είχε κρύψ ει τό άντίγρ α φ ο στό στρώμα το υ . Γιατί; ’Ίσω ς έπειδή ύστερα άπό τή ν πρώτη σ υ γκίνη σ η , νά τό ξα να σκέφ τηκε καί νά κα τέλη ξε στό συμπέρασμα ό τι άδικα είχε φ οβηθή. Ίσ ω ς ή διαί­ σθησή το υ νά τό ν έκανε νά σκεφ τή, πρίν άκόμα φ τάσης στό σ π ίτι το υ , ό τ ι κάτι τό στραβό ύπήρχε σ ’ αύτό. Δ έ ν ξέρω άν τό ν έπεισες ή όχι, ο ύ τε γιά ποιό πράγμα τό ν έπεισες, όση ώρα έμ εινες μαζί το υ , τό γ ε γ ο ν ό ς πά ντω ς πα ρα μένει ό τι τό ά ντί­ γραφ ο το ύ σημειώ μα τος βρισκότα ν ήδη κρ υ μ μ ένο στό στρώμα το υ καί άπό μιά έμφ υτη σύ νεσ η - παρ’ όλα σου τά έπιχειρήματα - δ έ ν σού μίλησε γ ι’ αύτό. Δ έ ν θά μά θουμ ε π ο τέ ποιές ή τα ν οί σκέψ εις πού όδ ή γη σ α ν τ ό ν Χ ίλ σ ’ αύτή του τή ν πράξη. » Τ ό κακό, όμω ς, είχε γ ίν ε ι, Πράιαμ. Ή σ υ γκίνη σ η πού τού π ρ ο ξένη σ ε τό σημείωμα είχε σάν ά π οτέλεσ μ α τ ό ν θάνατό του κι α ύτό σ η μ α ίνει ό τι ή Λ ώ ρ ε λ είχε δίκιο: ό πατέρας τη ς πέθα νε

176

άπό φόβο. T o έγκ λη μ α σου είνα ι ειδ ε χ θ έ ς, γ ια τί έ γινε έ ν ψυχρώ καί, γιά νά π ρ α γμ α τοπ οιη θ ή , χρ ειά σ τη κε π ρ ο μ ε λέ τη . Α ν α ρ ω τ ι­ έται κανείς για τί; Ό χ ι για τί δ ο λο φ ό νη σ ε ς τό ν Χ ίλ ,ά λ λ ά για τί σχεδίασες τό έγκ λη μ ά σου τό σ ο πρ οσεκτικά φ ρ ο ντίζο ντα ς νά τά καμουφ λάρης μέ τό ν «έ χ θ ρ ό πού γύ ρ ισ ε άπό τό π α ρ ε λ θ ό ν ». ·>Τό κίνη τρ ο πού σέ ό δ ή γη σ ε σ ’ α ύτή σου τή ν πράξη δέν μπορεί νά είναι τό κέρ δος, για τί ό θά να τος το ύ Χ ίλ δ έ ν σοϋ προσέφ ερε υλικά όφ έλη . Τ ό μερίδιό το υ άπό τή ν έπιχείρηση πη γα ίνει δ λο σ τή ν Λώ ρελ. Δ έ ν φ ο β ό σ ο υ ν, βέβαια, ό τι θά σέ κα­ ι η γορ οΰ σ ε γιά τ ή ν δ ο λο φ ο νία το ύ "Ανταμ, μιά και είχε γ ίν ε ι πρίν είκοσι π έ ν τε χρ ό νια καί ή τα ν κι ό 'ίδιος β ο υ τη γ μ έ νο ς σ ’ αύτήν ώς τό ν λαιμό. Καί δ έ ν τό ν σκότω σες γιά νά άποφ ύγης ιή ν κα τηγορία πού μπ ορούσε νά σοϋ προσάψ η γιά κάποιο ά λλο έγκλημ α - άς π ο ύ μ ε, τ ή ν κατάχρηση πού έκα νες στά κεφάλαια ιή ς έταιρείας σας - για τί π ο τέ σου δ έ ν π ολυ α να κα τεύτη κες ιιιή ν διαχείρισή τη ς. Ο ύ τε ο ί σ χέσεις το ύ Χ ίλ μέ τ ή ν γυνα ίκα που δ ικ α ιο λο γο ύ ν τ ή ν πράξη σ ο υ , για τί ή συμπεριφ ορά τής κιιμίπς Πράιαμ ή τα ν άψ ογη, κι έδώ πού τά λέ μ ε , ό Χ ίλ είχε περάιΐΓ.ι ιιρό π ο λλ ο ύ τ ή ν ήλικία τώ ν έρώ τω ν. • I ιο ι καταλήγω σ τό συμπέρασμα ό τι σκότω σες τ ό ν Χ ίλ γιά νά ί,Γ.φορτωθής τ ό ν σ υ νέτα ιρ ό σου. Α ύ τό , καί μ ό νο ν α ύτό, κερ­ δίζεις μέ τό ν θά να τό το υ . Έ χ ε ις μιά άρρω στημ ένη μανία, ΙΙμάιαμ, νά θέλης νά έξουσιάζης το ύ ς π ά ντε ς καί τά π ά ντα καί ιό μ ό νο ν πού δ έν ά νέχεσ α ι είνα ι ή έξά ρτησή σου άπό το ύ ς ά λ­ λ ο υ ·; Επειδή είσαι ά νά πηρος, άποζητάς τή ν δύναμη πού σού Ar.lm;i. Π ρ έπ ει νά είσαι κυρίαρχος άκόμη καί σ τή ν γυνα ίκα σου, κιιΙ ο ιή ν περίπτω σή τη ς, χ ρ η σ ιμ ο π ο ιείς κάποιον ά λ λ ο ν γιά νά έκΐΓ.λέση τά συζυγικά σου καθήκοντα. ••Μισούσες τό ν Χ ίλ, έπειδή α ύ τό ς, καί ό χι έσύ, διοικούσε τή ν έπ ιχείρ ησή σας. Τ ή ν δ ιη ύ θ υ νε δ ε κα π έ ντε χρ όνια ο λο μ ό να χο ς . Ο Ι υ π ά λλη λο ι τ ό ν ά γαπούσα ν, ένώ έσένα σέ άντιπα θούσα ν. ’Ε ­ κείνος έκανε τά πάντα, ένώ έσύ έ μ ε νε ς καρφ ω μένος καί ά νήμπορος σέ μιά π ο λυ θ ρ ό να . Κι όλα αύτά τά χρόνια κα λλιέρ γησες μέσα σου ένα μίσος πού ά ν τλο ύ σ ε τή ν τρ οφ ή του άπό τό γ ε γ ο ­ νός ό τι χρ ω σ τούσ ες τά πάντα σ ’ έ κ ε ίνο ν. ’Ακόμη κι ό τα ν άπελά μβανες το ύ ς καρπούς τώ ν προσπα θειώ ν το ύ Χ ίλ, ένιω θες μέσα σου μιά γε ύ σ η πίκρας πού τελικά σέ δ η λη τη ρία σε. ••Γι' α ύτό θ έλη σ ες τό ν θάνατό του . ••Ο τα ν ό Χ ίλ θά έφ ευγε άπό τή μέση, θά ά π ό μ ενες μ ό νο ς έσύ

177

κυρίαρχος σ τή ν έπιχείρησή σας. Φυσικά, δέν πέρασε ποτέ άπό τό μυαλό σου ό τι θά μπορούσες νά τή ν ρίξης έξω. 'Α λλά κι άν τό σκέφ τηκες, είμαι σίγουρ ος ό τι ό κίνδ υ νο ς δ έν σέ σταμά­ τησε. Γιά σένα ένα μ ό νο ν έχει σημασία: νά είσαι τό Μ εγάλο 'Α φ εντικό ... Ό Ρ ότζερ Πράιαμ έμ εινε σιωπηλός. Ό Κήτς πή γε πιό κοντά του. - Ά π ό τη σ τιγμ ή πού είδες τί έπρεπε νά κάνης, σ υ νέχισ ε ό Έ λ λε ρ υ , κατάλαβες ό τι ύπήρχε ένα π ο λύ σοβαρό έμπόδιο. Δ έ ν μπορούσες νά π η γα ινοέρ χεσα ι ά νά λογα μέ τά κέφια σου καί, έφ ’ όσ ον δ έν μπορούσες νά κουνηθ ής, δέν ή τα ν δ υ να τό ν νά κάνης ένα ν συ νη θ ισ μ ένο φόνο. Θά μπορούσες, φυσικά, νά ξεφορτωθής τ ό ν Χ Ιλ σέ το ύ το τό δω μάτιο, μιά κι έρ χότα ν συχνά γιά νά κουβ εντιά σ ετε τις δου λειές σας. Ό πρωταρχικός σου όμως σ τό χο ς δ έν ήταν ό θάνατός του . Έ π ρ ε π ε νά πεθάνη έτσι, ώστε νά σέ άφήση έλεύθ ερ ο νά διευθύνης τή ν έπιχείρηση. Έ π ρ ε π ε λ ο ιπ ό ν νά τ ό ν σκοτώσης έτσι, ώστε νά μήν θεωρηθής ύποπτος. Σκέφ τηκες, όπως έχ ο υ ν σκεφτή π ο λλο ί δ ο λο φ ό νο ι πρίν άπό σένα, ό τι ό καλύτερος τρ ό π ο ς γιά νά άποφ ύγης κάθε τυ χ ό ν υποψία ήταν νά δημιουργήσης τή ν έντύπω ση ό τι κινδύ­ νευε και ή δική σου ζωή άπό τό ν ίδιο φονιά. Μέ άλλα λόγια , έπρεπε νά δημ ιουργήσης μιά πλα στή έξω τερική άπειλή πού είχε γιά ά ντικείμ ενο ό χ ι μ ό νο ν τό ν Χ ίλ,ά λλά καί τούς δυό σας. ·>Ή σχέση σας, το ύ Χ ίλ καί ή δική σου, μέ τό ν Τσ ά ρλς Λ ιο ύ ε λ Ά ν τ α μ , πρίν άπό είκοσι π έντε χρόνια , σού πρόσφερε ένα ν βο­ λικό άν καί έπ ικίνδυνο τρόπο γιά νά δημ ιουργήσης αύτή τή ν παλστή άπειλή. "Αν ό "Ανταμ ή τα ν ζω ντα νός, θά είχε κάθε λό γο νά άποζητάη τό ν θάνατο καί τώ ν δυό σας. Ο Ι άρχές μπορού­ σαν εύκολα νά έρ ευ νή σ ο υ ν τό π α ρελθόν τού "Ανταμ ώς τή ν στιγμή πού τό “ Λ α γ ω ν ι κ ό ” βυθίστηκε αύτανδρο. Ή σημε­ ρινή θέση σας, έσένα καί το ύ Χ ίλ σ τή ν κοινω νία, καί οί νύξεις πού μπορούσες νά ρίξης στό δ ή θ εν σημείωμα τού Ά ν τ α μ , θά μπορούσαν νά ο δ η γή σ ο υ ν κάθε τυ χ ό ν έρ ευ νη τή στό συμπέρα­ σμα πού έσύ ήθελες νά καταλήξη. «'Υ π ή ρ ξ ε ς πολύ έξυπ νος, Πράιαμ. Γιά νά άποφύγης τυ χ ό ν σφάλματα, φ ρόντισες νά είναι έτσ ι γρ α μ μένο τό σημείωμα, ώστε τά πάντα νά είναι θολά. Ά π έ φ υ γε ς νά άπαντήσης στίς έρω τήσεις πού σού έκαναν ή νά δώσης όποια δήποτε πλη ροφ ο­ ρία πού θά β οηθούσε τή ν έρευνα τή ς άστυνομίας, άν καί, σέ 178

ιελευτα ία άνάλυση, αύτή άκριθώς ή άρνησή σου μάς βοήθησε ιιολύ σημαντικά. ••Χρειάστηκε, βέβαια, νά δουλέψ ουμε σκληρά γιά νά άνακαλύψ ουμε τή ν άλήθεια, έπειδή άκριθώς μάς πρόσφ ερες μιά ψεύτικη Ιστορία πού, δμως, είχε μιά περίεργη λο γική σειρά. Γιά νά τρέφη κανείς μέσα του έπί είκοσι π έ ντε χρόνια τή ν μανία τής έκδικήσεως θά πρέπει νά είναι κάπως βλα μ μένος, σκέφτηκες, άλλά, τα υτόχρονα , ό "Ανταμ, κατά τή ν γνώ μη σου, θά έπρεπε νά χρησιμοποιήση όρους πού θά άντιπροσώ πευαν τό πα ρελθόν ιου καί τή ν πείρα του. Μιά καί ήτα ν, λο ιπ ό ν, φ υσικό, δημιούρ­ γησες στοιχεία τέτοια , πού άργά ή γρ ήγορα , θά μάς όδηγούσα ν υ ιό συμπέρασμα πού ή θ ελες: δ τι «ό έχθρός πού γύρισε άπό τό παρελθόν»· ήταν ό φυσικός Τσ ά ρλς "Ανταμ. •■Τό καμουφλάζ πού χρησιμοποίησες ήταν, σ τ' άλήθεια, πα­ νέξυπ νο, Πράιαμ, καί άν δέν είχες κάνει τή ν άνοησία νά γράψης τό σημείωμα σ τή ν γραφ ομηχανή σου, άπό τή ν όποία έλειπε τό λάμδα, άσφαλώς θά φορτώναμε τό έγκλημα σέ κάιιοιον πού είχε, πράγματι, πεθά νει πρίν άπό είκοσι πέντε χρό­ νια. Τό κεφάλι τού Πράιαμ κουνήθηκε έλαφρά λές καί έγνεψ ε καπιφατικά. Δ έ ν πρόφ ερε καί πάλι καμιά λέξη ο ϋ ιι; καί έδινε τή ν ένιύπ ω ση ό τι άκουγε τά δσα τού έ λε γε ό Έ λ λ ε ρ υ Υπήρξες, πάντως, ά τυχος, Πράιαμ, συνέχισε έκεϊνος. Δ έ ν είχες καταλάβει πόσο άδύναμη ή τα ν ή καρδιά του Χίλ ή δέν ύπολύγισες τή ν έπίδραση πού θά είχε σ' α ύτόν ή χάρτινη σφαίρα υου, πού προκάλεσε τό ν θάνατό του . Έ σ τ ε ιλ ε ς ιό ίδιο έκεινο πρωί μιά προειδοποίηση σ τό ν έαυτό σου καί σκόπευες νά μοιράοης τις ύπόλοιπες άνάμεσά σας. "Οταν ό Χ ίλ πέθανε τόσο άπότομα, ήταν πιά άργά γιά νά σταματήσης. Έ νιω σ ες σάν τόν υ ιρ α τη γό πού ένώ έχει σχεδιάσει μιά πολύπλοκη μάχη έ να ντίο ν ιυυ έχθρού, άνακαλύπτει δτι μέ τή ν πρώτη του έπίθεση έπιιυ γχ ά νει τό ν σ τόχο το υ , άλλά δέν μπορεί πιά νά άνα στείλη τίς διαταγές πού έχει δώσει καί τΙς προετοιμασίες πού έχει κάνει γιά τίς έπιθέσεις πού πίστευε δτι έπρόκειτο νά διαδεχθούν τή ν πρώτη. Ο Ι προειδοποιήσεις σ τό ν έαυτό σου έπρεπε νά συ νεχι­ σ το ύ ν γιά νά γίνη πιστευτή ή ύπαρξη τού "Ανταμ πού προκά­ λεσ ε τό ν θάνατο τού Χ ίλ ... ••Έστειλες τίς έξη προειδοποιήσεις καί πίστεψ ες ό τι είχες καταφέρει νά μάς ξεγελά σης ώς πρός τή ν πη γή το ύ έγκλήμα-

179

τος. ’Ήξερες όμως, ότι άν σταματούσες στήν έκτη προειδοποί­ ηση, υπήρχε κίνδυνος νά άναρωτηθοϋμε γιατί ό ’Άνταμ ύπανεχώρησε στην δική σου περίπτωση. Καί τότε κατάλαβες ότι γιά περισσότερη άσφάλεια έπρεπε νά μάς προσφέρης ένα πειστικό τέλος. 'Ιδανικό, φυσικά, ήταν τό νά «πιάσουμε» τόν Ά ντα μ. Δ έν ήταν εύκολο τό πρόβλημα πού άντιμετώπιζες, άλλά κατάφερες νά τό λύσης κι ή λύση του είχε άμεση σχέση με μιά δυσάρεστη άλήθεια: γιά νά πραγματοποιήσης τό σχέδιό σου καί νά βγάλης άπό τή μέση τόν Χίλ χρειαζόσουν βοήθεια. Δεν άρκοΰσαν τό μυαλό καί τά χέρια σου. Χρειαζόσουν καί πόδια. Δ έν μπορούσες νά βρής μόνος σου ένα λαγωνικό ούτε νά τό δηλητηριάσης καί νά τό άφήσης στήν πόρτα τού Χίλ ούτε νά βρής κουτιά καί σπάγγο, μιά ψόφια σμέρνα, δηλητήριο καί βα­ τράχια καί όλα τά άλλα πού χρησιμοποίησες. Φυσικά, τό μικρό άσημένιο κουτί θά πρέπει νά τό ξέχασε κάποια στιγμή έδώ ή Λώρελ καί τό άρσενικό τό προμηθεύτηκες άπό τό ποντικοφάρ­ μακο πού ύπήρχε στό κελάρι σου. Τά βατράχια τά βρήκες ατούς γύρω λόφους, τό πράσινο πορτοφόλι άπό δέρμα σαύρας τό σκέφτηκες βλέποντας τήν τσάντα τής γυναίκας σου καί τό άγόρασες άπό τό ίδιο κατάστημα καί βρήκες τις άχρηστες με­ τοχές τού πρώτου συζύγου τής κυρίας Πράιαμ σέ κάποιο κουτί ή μπαούλο, στήν άποθήκη. Ό σ ο γιά τό πουλί, διάλεξες ένα άπό τά βιβλία τής βιβλιοθήκης σου. Γιά νά τά συγκεντρώσης, όμως, όλα αύτά χρειαζόσουν κάποιον πού θά άντικαθιστοϋσε τά πό­ δια σου. » Ό μόνος πού θά μπορούσε νά τά θρή καί νά τά χρησιμοποιήση άκολουθώντας τις έντολές σου ήταν ό "Αλφρεντ Ούάλλας, πού έμενε κοντά σου όλη τή μέρα καί ήταν στήν διάθεσή σου όλη τή νύχτα ... Δ έν μπορούσες, λοιπόν, νά χρησιμοποιήσης κανέναν άλλον. Ά λλ ά δέν ήταν δυνατόν νά μήν μοιραστής μέ τόν Ούάλλας τό μυστικό σου, κι έτσι μετέτρεψες τό ενεργητικό σου σέ παθητικό! »Τ ό άν έγινε ό Ούάλλας συνένοχός σου οίκειοθελώς, έπειδή τόν πλήρωνες καλά ή άν τόν άνάγκασες νά παίξη αύτό τόν ρόλο έκθιάζοντάς το ν μέ κάτι δικό του πού ήξερες, είπε ό Έ λ λερυ κοιτάζοντας τό κορμί κάτω άπό τήν κουβέρτα, αύτό, μό­ νον έσύ μπορείς νά μάς πής, Πράιαμ, τώρα πού δέν έχει πιά καμιά σημασία. Κατάφερες, πάντως, νά πείσης τόν Άλφ ρεντ νά ύποκαταστήση τά πόδια σου καί νά ένεργήση σάν προέκταση

180

τών αύτιών καί τών ματιών σου. «Κάποια στιγμή, κατάλαβες ότι δέν χρειαζόσουν πιά τόν Αλφρεντ καί σκάφτηκες ίσως - πράγμα πού σκάφτηκαν και πολλοί άλλοι δολοφόνοι πριν άπό σάνα - ότι ένα όργανο σύν τόν Ά λ φρεντ μπορούσε νά γίνη, άπό τή μιά στιγμή στην άλλη, δίκοπο μαχαίρι. Ό Ούάλλας ήταν ό μόνος πού ήξερε πώς άσύ ήσουν ό ιθύνων νούς σ' αύτό τό μακιαβελικό σχάδιο, Πράιαμ. ’Ακόμα κι άν τόν κρατούσες στό χάρι, όσο θά έμενε ζωντανός ό Ούάλ­ λας, θά ήταν γιά σένα ένας συνεχής κίνδυνος πού θά άπειλοϋσε τήν άσφάλεια καί τήν ήρεμία σου. »Κι όσο τό σκεφτόσουν αύτό, τόσο περισσότερο καταλάβαι­ νες ότι μπορούσες, καί έπρεπε, νά βγάλης άπό τή μέση τόν Ούάλλας. Ό θάνατός του θά κατέστρεφε τήν μόνη μαρτυρία τής ένοχής σου. Έπρεπε, άκόμα, νά πεθάνη, γιατί ήταν έραστής τής γυναίκας σου. Έ τ σ ι θά ικανοποιούσες τήν παράξενη ψυχολογική σου άνισορροπία. Καί πεθαμένος θά μπορούσε θαυμάσια νά μετατροπή σέ Τσάρλς Ά ντα μ. Ό Ούάλλας ήταν, περίπου, στήν ήλικία τού Ά ντα μ καί είχε τήν δική του μόρ­ φωση. Τό παρελθόν τού Ούάλλας ήταν άγνωστό λόγω τής άμνησίας του καί ή προσωπικότης του ταίριάζε μέ τήν προσ­ ωπικότητα πού θά περιμέναμε νά έχη ό Άνταμ. "Έ τσ ι, άν κατόρθωνες νά μάς κάνης νά πιστέψουμε ότι ό Ά λφ ρ εντ Ούάλλας ήταν ό Τσάρλς Ά ντα μ , θά είχες σκοτώσει μ’ ένα σμπάρο δυό τρυγόνια. Γι’ αύτό καί σχεδίασες τόν θάνατο τού Ούάλλας. ★ Ό Ρότζερ Πράιαμ άνασήκωσε τό κεφάλι. Τά μάγουλά του εί­ χαν ξαναβρεϊ τώρα τό ρόδινο χρώμα τους καί ή βαριά φωνή του άντήχησε ζωηρή. -Θ ά πρέπει νά διαβάσω μερικά άπό τά βιβλία σας, κύριε Κουήν, είπε. Τά παραμύθι πού φτιάξατε είναι, στ' άλήθεια, περίφημο. - Γ ι ά νά άνΤιγυρίσω τήν φιλοφρόνησή σου, Πράιαμ, είπε ό Έ λλε ρ υ χαμογελώντας, θά σοΰ πώ ένα άκόμη καλύτερο. Πρίν άπό λίγους μήνες έστειλες τό ν "Αλφρεντ Ούάλλας νά σοΰ άγοράση ένα όπλο. Τού έδωσες τά χρήματα, άλλά ήθελες νά τό πάρη στό όνομά του. Απόψε κάλεσες μέ τό έσωτερικό τηλέ­ φωνο τόν Ούάλλας πού βρισκότανε στό δωμάτιό του καί τού

181

είπες ότι άκουσες κάτι νά σέρνεται έξω άπό τό σπίτι. Τού είπες άκόμα νά πάρη τό όπλο, νά σιγουρευτή ότι είναι γεμάτο, νά έρθη στό δωμάτιό σου άθόρυβα καί... -Α ύ τ ό είναι ψέμα, φώναξε ό Ρότζερ Πράιαμ. - Είναι άλήθεια, έπέμεινε ό Έ λλε ρ υ . Τά χείλια τού Πράιαμ μισάνοιξαν σ’ ένα σαρκαστικό χαμό­ γελο. - Μπλοφάρεις, είπε. Ό μ ω ς , άκόμα κι άν ήταν άλήθεια - πού δέν είναι - πώς τό ξέρεις; - Γιατί μοΰ τό είπε ό Ούάλλας. Τό πρόσωπο τού Πράιαμ χλώμιασε ξαφνικά. -Β λ έ π ε ις , συνέχισε ό "Ελλερυ, όταν κατάλαβα τόν κίνδυνο πού διέτρεχε ό Ούάλλας, τού μίλησα γ ι’ αύτό καί τού είπα ότι, άν ήθελε νά σώση τό τομάρι του, θά έπρεπε νά έρθη μέ τό μέρος μας. Δ έ ν κόπιασα πολύ γιά νά τόν πείσω, Πράιαμ. Φαντά­ ζομαι πώς έχεις καταλάβει πιά, τί είδους άνθρωπος είναι. Τό προσωπικό του συμφέρον έχει πάντα τό προβάδισμα. Έ τ σ ι τόν κατάφερα νά μοΰ ύποσχεθή ότι θά μέ ένημέρωνε γιά ό,τι κι άν γινόταν έδώ και ότι, όταν θά έφτανε ή στιγμή, θά άκολουθοΰσε τις δικές μου έντολές, Πράιαμ, και όχι τις δικές σου. •Γι’ αύτό, μόλις τού μίλησες, άπόψε, στό τηλέφωνο, μοΰ τη­ λεφώνησε άμέσως. Τού είπα νά καθυστερήση νά κατέβη, ώσότου φθάσουμε ό ύπαστυνόμος κι έγώ. Δ έν μάς πήρε πολλή ώρα, Πράιαμ, γιατί μέρες τώρα περιμέναμε αύτό τό τηλεφώ­ νημα τού Ούάλλας. •Ήσουν σίγουρος ότι είχαμε βάλει κάποιον έξω νά σέ φρουρή, άλλά δέν φανταζόσουνα ότι θά έμφανιζόμαστε ό Κήτς κι έγώ. Έ κα νες, άλλωστε, τό πάν γιά νά παραστήσης τόν γε ν­ ναίο καί νά μάς πείσης ότι δέν χρειαζόσουν φρουρό, παρ’ όλο πού ήξερες ότι,ότα ν θά ξέσπαγε ή κρίση, δέν θά λαμβάναμε ύπόψη μας τή ν έπιμονή σου. Κι αύτό άκριβώς ήταν πού ήθελες άπό μάς. •Όταν ό "Αλφρεντ μπήκε άθόρυβα σέ τοΰτο τό δωμάτιο, κρατώντας στό χέρι τό όπλο, ήξερες πώς, όποιος κι άν ήταν αύτός πού σέ φρουρούσε - καί πού ήλπιζες ότι θά παρακολου­ θούσε τήν σκηνή άπό τή ν βεράντα - θά πίστευε ότι ό Ούάλλας έπρόκειτο νά σέ σκοτώση. "Αν πάλι δέν παρακολουθούσε κανέ­ νας καί ό φρουρός βρισκόταν στόν κήπο, θά άκουγε τό ν πυρο­ βολισμό καί μέσα σέ δευτερόλεπτα θά έμπαινε στό δωμάτιο καί

182

θά έβρισκε τόν Ούάλλας νεκρό, ένώ έσύ θά παράσταινες τόν μισοκοιμισμένο. Θά ήταν ύποχρεωμένος νά πιστέψη τήν ιστο­ ρία σου. Έ φ ’ όσον είχες δημιουργήσει τό παραμύθι τού έχθροΰ πού σέ άπειλοϋσε, δέν θά είχε κανένα λόγο νά μήν σέ πιστέψη. "Αν πάλι δέν ύπήρχαν φρουροί, θά τηλεφωνούσες, άμέσως, ζη­ τώντας βοήθεια. Τό όπλο είχε άγοραστή άπό τό ν Ούάλλας, κι έσύ ήσουν άνίκανος νά κινηθής μόνος σου. Είχες, λοιπόν, κάθε λόγο νά πιστεύης ότι ή ύπόθεση θά τέλειωνε έκεί. Σχεδόν τά κατάφερες, Πράιαμ. Ό Πράιαμ έκανε μιά άπειροελάχιστη κίνηση κι ύστερα είπε μέ άπόλυτα συγκρατημένη φωνή. - Ό , τ ι κι άν σάς είπε ό Ούάλλας είναι πέρα γιά πέρα ψέματα. Δ έν τού είπα νά άγοράση κανένα όπλο. Δ έν τόν κάλεσα έδώ άπόψε. Καί δέν μπορείς νά τό άποδείξης. Τό ν είδες έσύ ό ίδιος νά μπαίνη σάν τό κλέφτη στό δωμάτιο μ’ ένα όπλο γεμάτο, μέ είδες νά παλεύω γιά νά σώσω τήν ζωή μου, τόν είδες νά χάνη καί τώρα είναι ν ε κ ρ ό ς . - Φοβάμαι, Πράιαμ, ότι δέν άκουσες πολύ προσεκτικά τά όσα σοΰ είπα, άντιγύρισε ό Έ λλε ρ υ . Είπα « σ χ ε δ ό ν τά κατάφε­ ρες». Δ έν φαντάζεσαι, βέβαια, ότι θά άφηνα τόν "Αλφρεντ νά ριψοκινδυνεύση ή έστω νά τραυματισθή σοβαρά; Τόν συμβού­ λεψα νά πάρη μαζί του άπόψε ένα όπλο γεμάτο μέ άσφαιρα πυρά. Σκηνοθετήσαμε τήν σκηνή, Πράιαμ. Ό Έ λλερ υ σταμάτησε γιά λίγο κι ύστερα είπε: - Σήκω έπάνω, Ούάλλας. Ό Πράιαμ κοίταζε μέ μάτια γουρλωμένα τήν κουβέρτα νά άνασηκώνεται άπό τό πάτωμα σάν μαγικό χαλί. Μπροστά του στεκόταν, τώρα.χαμογελαστός ό Αλφρεντ Ούάλλας. Ό Ρότζερ Πράιαμ οϋρλιαξε.

183

16 Αύτό πού κανείς δέν πρόθλεψε - ούτε κι ό Έ λ λ ε ρ υ - ήταν τό πώς θά άντιδροϋσε ό Ρότζερ Πράιαμ, όταν τό ν συνέλαβαν, τόν δίκασαν καί τόν καταδίκασαν. Ή τ α ν φυσικά άδύνατο νά φανταστή κανείς ότι, άπό τή ν στιγμή πού άνεκαλύφθη τό έγκλημά του, θά φερόταν μέ τόση άξιοπρέπεια. Ά νέ λα β ε τη ν εύθύνη τών πράξεών του καί μέ τήν στάση του άπέρριψε κάθε κατηγο­ ρία συνενοχής τού "Αλφρεντ Ούάλλας καί όπως, πολύ σωστά, παρετήρησε ό Κήτς: « Ό Πράιαμ κατάφερε νά κυριαρχήση άκόμη καί κατά τήν διάρκεια τής δίκης το υ ». "Ακούσε ψύχραιμα τήν καταδίκη του καί τό ίδιο εκείνο βράδυ, στό κελλί του, κα­ τάφερε νά αύτοκτονήση καταπίνοντας δηλητήριο παρ' όλο πού έφρουρεϊτο άσταμάτητα μέρα καί νύχτα. Ή τ α ν φανερό πώς τό σαλεμένο μυαλό του είχε άποφασίσει νά διαλέξη τόν θάνατο πού τού ταίριαζε,μιά καί τό ήξερε, πιά, πώς έπρεπε νά πεθάνη. * Πρός μεγάλη έκπληξη όλων, ό "Αλφρεντ Ούάλλας βρήκε, άμέσως μετά τήν δίκη, δουλειά κοντά σέ έναν συγγραφέα άπό τις Δυτικές Πολιτείες, τόν "Ελλερυ Κουήν. Μετακόμισε μέ τήν βαλίτσα του στό μικρό σπίτι τού λόφου μέ άποτέλεσμα νά άπομακρυνθή άπό αύτό ή κυρία Ούίλλιαμς. Ό Έ λ λ ε ρ υ ήταν ένθουσιασμένος μ’ αύτή τήν άλλαγή, γιατί ό Ούάλλας άπεδείχθη πολύ καλύτερος μάγειρας άπό τήν κυρία Ούίλλιαμς παρ’ όλο πού ό ’ίδιος τό ν είχε προσλάβει γιά νά έκτελή χρέη γραμματέως. Ό λόγος πού τό ν κρατούσε άκόμα στήν Νότια Καλιφόρνια ήταν τό μυθιστόρημα πού έπρεπε νά

184

γράψη καί τώρα πού ή υπόθεση Χίλ - Πράιαμ είχε κλείσει, ό Έ λ λ ε ρ υ ήταν άποφασισμένος νά ριχτή μέ τά μούτρα στή δου­ λειά. Ό Κήτς απόρησε, όταν τού είπε τί έπρόκειτο νά κάνη. - Δ έ ν φοβάσαι, τόν ρώτησε, μή ρίξη άρσενικό στή σούπα σου; -Γ ια τ ί νά κάνη κάτι τέτοιο; άντιγύρισε ό ’Έ λλε ρ υ σοβαρός. Τό ν πληρώνω γιά νά γράφη καθ’ υπαγόρευση και νά δακτυλογραφή τά κείμενά μου. Στους δημοσιογράφους, εξάλλου, ό "Ελλερυ Κουήν εξήγησε ότι δέν άνήκε σ ’ αύτούς πού κατατρέχουν τούς άνθρώπους γιά τά παλιά τους σφάλματα. Ο Ούάλλας ζητούσε δουλειά κι ό ίδιος γύρευε γραμματέα. Αύτό ήταν όλο ... Ό σ ο γιά τόν ’ίδιο τό ν Ούάλλας, πού παρακολουθούσε καί τις δυό συζητήσεις, τά άκουγε όλα αύτά χαμογελώντας. Ή Ντήλια Πράιαμ πούλησε τή βίλα στήν πλαγιά τού λόφου καί έξαφανίστηκε. Ό γιός της είχε πει μόνον στόν Έ λλε ρ υ , έμπιστευτικά, ότι ή μητέρα του είχε άπομονωθή, κάπου κοντά στήν Σάντα Μαρία καί ό τόνος τής φωνής του έδειχνε πώς τό ήξερε ότι δέν έπρόκειτο νά τήν ξαναδή ποτέ πιά. Ό νεαρός Μάκ Γκόουαν, άλλωστε, ξεκαθάριζε τις ύποθέσεις cou γιά νά καταταγή στόν Στρατό. - Μού μένουν δέκα μέρες, είχε πει στόν ’Έ λλε ρ υ , κι έχω χίλια πράγματα άκόμα νά κάνω. Έ να άπό αύτά είναι νά παντρευτώ τήν Λώρελ, πού έπιμένει νά τό πράξω,πρίν φύγω. Ή Λώρελ έμοιαζε σάν νά βρισκόταν στήν άνάρρωση ύστερα άπό μιά βαριά άρρώστια. ΤΗταν χλωμή καί άδύνατη, άλλά γαλη­ νεμένη. Κρατούσε τό ν νεαρό γίγαντα άπό τό μπράτσο χαμογε­ λαστή, καθώς τό ν άκουγε νά μιλάη μέ τό ν "Ελλερυ. Παντρεύτηκαν, πράγματι, ένα άπόγευμα στήν Σάντα Μάνικα καί είχαν γιά μάρτυρες τόν Έ λλε ρ υ καί τό ν ύπαστυνόμο Κήτς. * Οί μήνες πέρασαν κι ένα φθινοπωρινό βράδυ τού Σεπτέμβρη τή ν στιγμή πού ό "Αλφρεντ Ούάλλας άναβε τή ν φωτιά στό τζάκι, ό ύπαστυνόμος Κήτς έφτασε άπροσκάλεστος στό σπίτι τού Έ λ λ ε ρ υ . Ζήτησε συγνώμην πού δέν είχε τηλεφωνήσει προ­ ηγουμένως, άλλά, όπως είπε, ή έπιθυμία νά τό ν έπισκεφτή γ ε ν ­ νήθηκε μέσα του, καθώς περνούσε έπιστρέφοντας άπό τή ν έρ-

185

γασία του. - Δ έν ύπάρχει λόγος νά ζητάς συγγνώμη γιά μιά πράξη φι­ λανθρωπίας, είπε ό Έ λ λ ε ρ υ γελώντας. 'Εδώ καί μιά βδομάδα, τό μόνο πρόσωπο πού άντικρύζω είναι τού Ούάλλας. -Μ π ο ρ ώ νά τηλεφωνήσω στή γυναίκα μου; ρώτησε ό άστυνομικός. -Α ύ τ ό σημαίνει ότι θά μείνης, είπε ό Έ λ λ ε ρ υ ένθουσιασμένος, καθώς κοίταζε τό κουρασμένο πρόσωπο τού Κήτς. - Γιά λίγο, είπε έκεΐνος καί βγήκε στδ χώλ όπου ήταν τό τη ­ λέφωνο. Ό τ α ν γύρισε, βρήκε νά τόν περιμένη ένα ποτήρι ούίσκυ στό χαμηλό τραπεζάκι μπροστά στό τζάκι. Στις δυό άπό τις τρεις πολυθρόνες πού ήταν τοποθετημένες γύρω άπό τή φωτιά, εί­ χαν ξαπλώσει ό Έ λ λ ε ρ υ καί ό Ούάλλας. Ό Κήτς κάθησε άνάμεσά τους καί ήπιε μιά γουλιά άπό τό ποτό του. Ό Έ λλερ υ τού πρόσφερε τσιγάρο κι έκεινος τό πήρε καί τό άναψε σιωπηλός. Ύστερα κάρφωσε τά μάτια του στις φλόγες συλλογισμένος. -Σ υ μ β α ίνει τίποτα, Κήτς; ρώτησε κάποια στιγμή ό Έ λλε ρ υ . - Δ έ ν ξέρω, άποκρίθηκε έκεινος καί πήρε τό ποτήρι του. - Κάτι σέ βασανίζει, δέν ε ιν’ έτσι; - Ν α ι ... ή ύπόθεση Πράιαμ. Έ κ λε ισ ε , βέβαια, άλλά ... - Τ ί τρέχει μέ τήν ύπόθεση Πράιαμ; ρώτησε ό Έ λ λ ε ρ υ κε­ φάτα. Ό Κήτς έκανε ένα μορφασμό καί άφησε τό ποτήρι του στό τραπεζάκι. -Ά κ ο υ σ έ με, Έ λλερ υ , είπε σοβαρός. Σκέφτηκα καί ξανασκέφτηκα άμέτρητες φορές τά όσα μοϋ είπες στδ Τμήμα καί τά όσα σέ άκουσα νά λές έκείνη τή νύχτα στό δωμάτιο τού Πράιαμ ... Δ έν ξέρω, άλλά δέν μπορώ νά τά έξηγήσω ... -Ε ν ν ο ε ίς τή λύση πού έδωσα στήν ύπόθεση; - Ναι. Ό τ α ν τήν σκέφτομαι μόνος μου, έχω τήν έντύπωση ότι κάπου χω λα ίνει... Σταμάτησε καί γύρισε στόν Ούάλλας. Ε κείνο ς άντιγύρισε τή ματιά του εύγενικά. - Μπορείς νά μιλήσης μπροστά στόν "Αλφρεντ, Κήτς, είπε ό Έ λλε ρ υ . Ξέρει τά πάντα. ’Ακόμα καί τήν άπάντηση στό έρώτημα πού σέ βασανίζει. - Δ έ ν ξέρω, άλλά, όσο τό σκέφτομαι, Έ λ λ ε ρ υ , καταλήγω στό συμπέρασμα ότι πολλά άπό τά όσα άπέδωσες στόν Πράιαμ δέν

186

ταιριάζουν. - Μέ τί; - Μέ τόν Πράιαμ. 'Εννοώ μ’ αύτό πού ήταν ό Πράιαμ. Πάρε,άν θές,τό σημείωμα πού έγραψε καί τοποθέτησε στό περιλαίμιο τού ψόφιου σκύλου πού έστειλε στον Χίλ ... - Τ ί τό στραβό βρίσκεις σ' αύτό; - Τ ά πάντα. Ό Πράιαμ ήταν άμόρφωτος. Κι όμως, γράφοντας αύτό τό γράμμα ... χρησιμοποίησε έκφράσεις πού δέν χρησιμο­ ποιούσε στή κομβέντα του. Ύστερα, δέν είναι εύκολο γιά έναν άγράμματο άνθρωπο, σάν κι αύτόν, νά βρή λέξεις χωρίς λάμδα ... λέξεις πού νά έκφράζουν τό νόημα τής φράσεως τόσο άπόλυτα ... Τό γράμμα αύτό, γιά μένα, πρέπει νά γράφτηκε άπό κάποιον πού ήξερε νά γράφη, άπό κάποιον μέ μεγάλη μόρ­ φωση. 'Ύστερα είναι καί ή στίξη του πού μέ προβλημάτισε, άκριβώς γιατί ήταν άψογη. - Καί ποιό είναι τό συμπέρασμα στό όποιο κατέληξες; ρώτησε ό Έλλερυ. Ό Κήτς στριφογύρισε στήν πολυθρόνα του χωρίς νά άπαντήση. - Ή μήπως δέν κατέληξες σέ κανένα; ξαναρώτησε ό ’Έλλερ υ - Δηλαδή ... - Δ έν πιστεύεις ότι ό Πράιαμ έγραψε αύτό τό σημείωμα; - Τ ό έγραψε στή μηχανή, άλλα είμαι σίγουρος πώς κάποιος άλλος τού τό ύπαγόρευσε. Λέξη - λέξη. Φράση - φράση. Σταμάτησε καί περίμενε τήν άντίδραση τού Έ λ λ ε ρ υ . - Συνέχισε, Κήτς, είπε έκεΐνος. Τί άλλο σέ βασανίζει; - Πολλά. Μίλησες γιά τήν έξυπνάδα τού Πράιαμ καί γιά τήν στρατηγική πού χρησιμοποίησε. Τό ν συνέκρινες μάλιστα μέ στρατηγό τήν ώρα τής μάχης. Ό Πράιαμ, όμως, δέν ήταν έξυ­ πνος ούτε καί ήξερε νά μεθοδεύη τις σκέψεις καί τις πράξεις του. Πώς ήταν, λοιπόν, δυνατόν νά μπορέση νά στήση όλο αύτό τό παραμύθι πού βασιζόταν σέ έπιστημονικές θεωρίες; Πώς μπορούσε νά ξέρη τή ν θεωρία τού Δαρβίνου ένας άνθρω­ πος πού, όπως όμολόγησε μόνος του, δέν είχε άνοίξει ποτέ στή ζωή του βιβλίο; Ο ύτε είναι δυνατόν νά γνωρίζη τόν ’Αρι­ στοφάνη καί τά έργα του γιά νά διαλέξη άνάμεσα σ' αύτά τούς «Ό ρ ν ιθ ε ς ». Ό χ ι, φίλε μου, δέν μέ πείθεις ότι όλα αύτά ήταν έργο τού Πράιαμ. »Δ έ ν άρνοϋμαι φυσικά τήν έποχή του. Δολοφ όνησε τόν

187

συνέταιρό του και τό ομολόγησε. Δ έ ν ήταν όμως αύτός ό ιθύ­ νων νους πού έστησε τή ν πλεκτάνη τών προειδοποιήσεων και σκέφτηκε τις λεπτομέρειες. Αύτό ήταν τό έργο κάποιου πού διέθετε μόρφωση καί πραγματική έξυπνάδα, τέτοια πού ποτέ δέν είχε ό Ρότζερ Πράιαμ. - Μέ άλλα λόγια, άν κατάλαθα καλά τόν συλλογισμό σου, Κήτς, μουρμούρισε ό Έ λ λ ε ρ υ , ό Πράιαμ δέν χρειαζόταν μόνον τά πόδια κάποιου άλλου, άλλά και τήν φαιά ούσία του. - ’Ακριβώς, είπε. Κι άν θές νά ξέρης, έγώ πιστεύοι πώς τό ίδιο άτομο τού τά πρόσφερε καί τά δυό. Γύρισε και κοίταξε τόν Ούάλλας πού είχε γωθή στήν πολυ­ θρόνα του καί τόν κοίταζε μέ τά χέρια σταυρωμένα στό στο­ μάχι. - Εννοώ έσένα, Ούάλλας! συνέχισε ό άστυνομικός. Τά κατάφερες φυσικά νά τήν γλιτώσης έτσι πού σέ παρουσίασε ό Πράιαμ στή δίκη: σάν έναν βλάκα πού έκανε ό ,τι τού έλεγαν ... - Τ ή ν γλίτωσε, όπως λές, Κήτς, τόν έκοψε ό Έ λ λ ε ρ υ , επειδή άκριβώς αύτός ήταν ό ρόλος πού έπαιξε κοντά στόν Πράιαμ. Τό ν άφησε νά πιστέψη ότι όλη ή πλεκτάνη ήταν προϊόν τής μεγαλοφυΐας του. Ξέροντάς τον καλά, ό Ούάλλας φρόντισε νά τού ύποδεικνύη τό καθετί μέ τέτοιο τρόπο, ώστε ό Πράιαμ νά πιστεύη ότι ό ίδιος τό είχε σκεφτή. Κι έτσι ποτέ ό Πράιαμ δέν κατάλαβε ότι ήταν όργανο στά χέρια τού Ούάλλας. Ό Κήτς κοίταξε καί πάλι τό ν άντρα πού καθόταν άνετα στήν πολυθρόνα μέ μιά έκφραση άγαλλιάσεως στό πρόσωπο. -Τ ό τ ε , έννοεϊς πώς ...,άρχισε νά λέη. Ό Έ λ λ ε ρ υ κούνησε τό κεφάλι. - Ό πραγματικός δολοφ όνος δέν ήταν ό Πράιαμ, άλλά ό Ού­ άλλας, είπε. Ό Ούάλλας άπλωσε τό χέρι καί πήρε άπό τό τραπεζάκι τό πακέτο μέ τά τσιγάρα τού Έλλερ υ. Εκείνος τού πέταξε ένα κουτί σπίρτα. Ό Ούάλλας τά πήρε καί χαμογέλασε γιά νά τόν εύχαριστήση. ’Ύστερα άναψε τό τσιγάρο του, πέταξε τό σπίρτο στό τζάκι καί βολεύτηκε ξανά στήν πολυθρόνα του Ό άστυνομικός τά είχε χαμένα. Κοίταξε τόν ’Έ λλε ρ υ , ύστερα τόν Ούάλλας καί πάλι τό ν 'Έ λλερ υ, πού κάπνιζε ήρεμος τήν πίπα του. -Δ η λ α δ ή , ό Χίλ δέν δολοφονήθηκε άπό τό ν Πράιαμ; είπε ύψώνοντας τό ν τόνο τής φωνής του.

186

-Έ ξα ρ τά τα ι άπό ποια γωνιά άντικρύζεις τό έγκλημα, είπε ό Έ λλε ρ υ . - Ό Πράιαμ πλήρωσε τόν Ούάλλας γιά νά τό έκτελέση γιά λογιαριασμό του, έπέμενε ό Κήτς. -Ό χ ι , είπε ό 'Έλλερυ. Ή ιστορία είναι πολύ πιό περιπεπλε­ γμένη καί πολύ πιό έκλεπτισμένη. Ό Πράιαμ πίστευε ότι αύτός ήταν ό Ιθύνων νους καί ότι ό Ούάλλας ήταν άπλώς τό όργανό του, ένώ τά πράγματα έγιναν άντίστροφα. Ό Πράιαμ πίστευε ότι χρησιμοποιούσε τόν Ούάλλας γιά νά δολοφονήση τόν Χίλ, ένώ ; στήν πραγματικότητα, τόν χρησιμοποιούσε ό Ούάλλας γιά τόν ίδιο άκριβώς σκοπό. Καί όταν ό Πράιαμ σχεδίασε τό πώς θά βγάλη άπό τή μέση τόν Ούάλλας - αύτό τό έπραξε μόνος τ ο υ ό Ούάλλας κατάφερε νά άντιστρέψη τό σχέδιό του έναντίον τού Πράιαμ καί νά άναγκάση τόν Πράιαμ νά αύτοκτονήση. -Δ η λ α δ ή , έσύ πιστεύεις, όρχισε νά λέη ό Κήτς, ότι αύτός ό πίθηκος πού κάθεται τώρα στήν πολυθρόνα σου, αύτός ό άν­ θρωπος πού άποκαλεϊς δολοφόνο - πού τόν πληρώνεις, πού πίνει τό ούίσκυ σου καί καπνίζει τά τσιγάρα σου κι όλα αύτά μέ τήν άδειά σου - αύτός ό Ούάλλας σχεδίασε πρώτα τόν φόνο τού Χίλ καί υστέρα τού Πράιαμ,^χρησιμοποιώντας τό ν Πράιαμ χωρίς ό ίδιος νά τό ξέρη, μέ τέτοιο τρόπο μάλιστα, πού ό Πράιαμ πίστεψε ότι ή δολοφονία ήταν δικό του έργο; Θά θελα όμως νά μάθω γ ι α τ ί . Γιατί θέλησε ό Ούάλλας νά σκοτώση τόν Χίλ καί τόν Πράιαμ; Τ ί είχε έναντίον τους; - Ξέρεις τήν άπάντηση σ’ αύτό, ύπαστυνόμε, είπε ό ’Έλλερ υ. -Ε γ ώ ; - Ποιος ήθελε άπό τήν άρχή νά σκοτώση τόν Χίλ καί τόν Πράιαμ; - Ποιος; - Ναί, ποιός είχε κάθε λόγο νά τό πράξη; Ό Κήτς άνακάθησε κι άρπάχτηκε άπό τά μπράτσα τής πολυ­ θρόνας του. Κοίταξε τόν Αλφ ρεντ Ούάλλας σάν χαμένος. - Αστειεύεσαι, είπε χαμηλόφωνα. - Καθόλου, Κήτς, είπε σοβαρά ό Έ λ λ ε ρ υ . Ό μόνος πού είχε κάθε λόγο νά σκοτώση τόν Χίλ καί τό ν Πράιαμ ήταν ό Τσάρλς Ά ν τα μ ή ό Ούάλλας. Γιατί ό Ούάλλας είναι ό Ανταμ, Κήτς. Ό αστυνομικός ξεροκατάπιε. Ό Ούάλλας σηκώθηκε καί γέ ­ μισε ξανά τά ποτήρια τους. -Λ έ ς , είπε ό Κήτς στόν "Ελλερυ, άφοϋ πρώτα ήπιε μιά γου ­

189

λιά, ότι ό Ούάλλας είναι ό "Ανταμ. Πώς τό ξέρεις; Καί πώς είναι δυνατόν νά έγινε ό Ά ν τ α μ γραμματεϋς - νοσοκόμος τού Πράιαμ; Ά π δ ποιά σύμπτωση; - Δ έν πρόκειται γιά σύμπτωση, άρχισε νά λέη ό Έ λ λ ε ρ υ , γιατί άκόμα κι αύτό τό σχεδίασε ό Ιδιος ό "Ανταμ. Είκοσι πέντε όλόκληρα χρόνια έψαχνε νά βρή τόν Πράιαμ καί τόν Χίλ. Καί κά­ ποια μέρα τούς βρήκε. Αποτέλεσμα: έγινε γραμματεϋς - νοσο­ κόμος τού Πράιαμ ... όχι σάν Ανταμ, φυσικά, άλλά σάν Α λφρεντ Ούάλλας, ένα πρόσωπο πού τό είχε δημιουργήσει ειδικά γιά τήν περίπτωση. "Εχω τήν έντύπωση ότι φρόντισε ό ίδιος νά άπολυθούν πολλοί άπό τούς προκατόχους του. Ό μόνος πού μπορεί νά άπαντήση σ ’ αύτή μου τή ν άπορία είναι ό Ούάλλας πού προτιμάει, όμως, νά μήν μιλήση έπ’ αύτοϋ. »Κατάφερε, πάντως, νά πάρη τή ν δουλειά τού γραμματέως νοσοκόμου καί νά έξαπατήση τόν Ρότζερ Πράιαμ, ό όποιος πέθανε χωρίς ποτέ νά μάθη πώς ό Ούάλλας ήταν στήν πραγματι­ κότητα ό Ανταμ, καί όχι τό ύποκατάστατο τού "Ανταιι πού ό Ιδιος πίστευε ότι είχε γλιτώ σει άπό τά νύχια τής Δικαιοσύνης. Ό Πράιαμ δέν άμφέβαλε ούτε γιά μιά στιγμή ότι τά κόκκαλα τού "Ανταμ βρίσκονταν στήν κοραλλιογενή άμμουδιά σ’ έκεΐνο τό έρημονήσι, στή θάλασσα τών Δυτικών ’Ινδιών. Ό Έ λ λ ε ρ υ κοίταξε σκεφτικός τόν Ούάλλας πού άργόπινε τό ούίσκυ του μέ άνεση άριστοκράτη. -'Αναρω τιέμαι πόσο άλλαξες, "Ανταμ, είπε. Ο ί φωτογραφίες πού καταφέραμε νά βρούμε στις έφημερίδες έκείνης τής έποχής δέν μάς βοηθάνε πολύ ... Φυσικά, είκοσι πέντε χρόνια άλλάζουν τόν άνθρωπο, άλλά είμαι σίγουρος πώς θά πρέπει νά έκανες καί κάποια πλαστική έγχείρηση, παρ' όλο πού δέν ύπάρχει κανένα σημάδι στό πρόσωπό σου. ’Ασφαλώς μέ προσ­ πάθεια καί καθημερινή έξάσκηση κατάφερες νά άλλάξης τή φωνή σου, τις χαρακτηριστικές χειρονομίες σου, τά μικρά έκεΐνα τίποτα πού διακρίνουν τό ν κάθε άνθρωπο. Κι όλα αύτά θά πρέπει νά έγιναν έναν χρόνο, πριν προσληφθής σάν γραμματεύς - νοσοκόμος τού Πράιαμ. Ό Ούάλλας χαμογέλασε χωρίς νά μιλήση. - Δ έ ν ξέρω πότε καί πώς ό Πράιαμ σέ άφησε νά καταλάθης ότι σκόπευε νά ξεωορτωθή τό ν Χίλ, συνέχισε ό Έ λ λ ε ρ υ . Ίσω ς καί νά μήν σοϋ τό είπε ποτέ ξεκάθαρα. Τουλάχιστον, στήν άρχή. ’Ή σ ο υ ν μαζί του μέρα - νύχτα καί τόν μελετούσες. Δ έ ν ήταν δυ­

190

νατόν νά μήν κατάλαβες τό μίσος πού έτρεφε ό Πράιαμ γιά τόν συνέταιρό του. Είμαι σίγουρος, Ούάλλας, ότι δέν άργησες ν ’ άρπάξης τή ν προβοσκίδα τού Πράιαμ καί νά τόν σύρης πρός τή κατεύθυνση πού έσϋ ό ίδιος ήθελες νά άκολουθήση. »Θά πρέπει νά σέ γοήτευε αύτό: ένιωθες τ'ις έπιθυμίες τού θύματός σου καί τό ν καθοδηγούσες, χωρίς έκεϊνος νά τό καταλαθαίνη, σύμφωνα μέ τΙς δικές σου. Ό τ α ν ένιωσες ότι ό Πράιαμ ήθελε νά σκοτώση τόν Χίλ, κατάλαβες ταυτόχρονα ότι χρειαζόταν κάποιον συνένοχο γιά νά μπορέση νά πραγματοποιήση τό σχέδιό του. Δ έν θά άπορρούσα άν μάθαινα, ότι κάνοντάς του μερικούς ύπαινιγμούς, π.χ. ότι δέν ήσουν άπό έκείνους πού μισούν ή φοβούνται τή βία ... ότι κάθε τόσο, μέσα ατό πέπλο τής «άμνησίας» πού τύλιγε τό μυαλό σου, έρχονταν καί παρέρχονταν άνάλογες θολές άπροσδιόριστες «άναμνήσεις» ... Ό λ α αύτά έγιναν, βέβαια, σταδιακά, άλλά κάποια μέρα τόν οδήγησες στό ποθητό τέρμα και τότε άνέλαθες νά ϋποκαταστήσης τά «πόδια » του. Ό Ούάλλας κοίταζε τις φλόγες άφηρημένος. Ό Κήτς τόν πα­ ρακολουθούσε άκούγοντας τό ν Έ λ λ ε ρ υ καί είχε τή ν παράξενη έντύπωση ότι όλα αύτά συνέθαιναν κάπου άλλού, σέ άλλους άνθρώπους. - Ό Πράιαμ είχε όρισμένα σχέδια, συνέχισε ό Έλλερ υ. Ασφαλώς θά ήταν, άνάλογα μέ τό ν χαρακτήρα του, βίαια καί πρωτόγονα καί φυσικά έσύ τό ν «θαύμασες» γ ι’ αύτά ... ’Ύστερα, σιγά - σιγά, θά πρέπει μέ τήν κουβέντα νά τόν έπεισες ότι άν ύπήρχε κάτι στό σχέδιό του, πού νά τό συνέδεε μέ τό παρελ­ θόν τους, αύτό θά τό έκανε άκόμα πιό έξυπνο. Κάποτε, κατάφερες νά τόν κάνης νά σοϋ διηγηθή τήν ιστορία τού "Ανταμ, έπειδή αύτό άκριβώς προσπαθούσες νά πετύχης. »Ύ σ τε ρ α , όλα ήταν άστεϊα γιά σένα. Ά ρκοϋσε νά ύποθάλης στόν Πράιαμ τις δικές σου Ιδέες καί νά τόν πείθης ότι αύτός ήταν πού τίς είχε γεννήσει. Ασφαλώς, μιλώντας του γιά τό δικό σου σχέδιο, τό ν έκανες νά καταλάβη ότι μ ’ αύτόν τόν τρόπο δέν θά άπέφευγε μόνον κάθε είδους ύποψία, άλλά θά τό ν θε­ ωρούσαν όλοι σάν άθώο θύμα ... Ό Έ λ λ ε ρ υ γύρισε στόν Κήτς καί συνέχισε: -Ά π ό τό σημείο αύτό τά πάντα ήταν θέμα τεχνικής. Ό Ούάλ­ λας ύπαγόρευσε τό σημείωμα γιά τό ν Χ ίλ καί ό Πράιαμ τό δα­ κτυλογράφησε. Φυσικά δέν τού έδωσε τήν έντύπωση ότι τού τό

191

υπαγορεύει. Τού έκανε άπλώς όρισμένες χρήσιμες υποδείξεις. Ό Πράιαμ τό έγραφε στήν γραφομηχανή μέ τό σπασμένο λάμδα, κι αύτό δέν ήταν οϋτε άτύχημα ούτε σύμπτωση, γιατί στήν περίπτωση τού Ούάλλας - "Ανταμ δέν ύπάρχουν οϋτε άτυχήματα οϋτε συμπτώσεις. Φρόντισε μέ κάποιον τρόπο, έν άγνοια τού Πράιαμ, νά σπάση τό πλήκτρο πού άντιστοιχούσε στό γράμμα λάμδα καί, άσφαλώς, έπεισε τό ν Πράιαμ ότι δέν διέτρεχε κανέναν κίνδυνο χρησιμοποιώντας τήν γραφομηχανή μιά καί άποτελούσε σημαντικό τμήμα τού σχεδίου του τό ότι θά φρόντιζε ό ίδιος νά καταστρέψη ό ΧΙλ τό σημείωμα, άφοϋ πρώτα θά τό διάβαζε. Φυσικά, αύτό πού ήθελε ό Ούάλλας ήταν νά ύπάρχη ένα άντίγραφο αυτού τού σημειώματος γιά μάς καί άν δέν τό άντέγραφε ό Χίλ, άσφαλώς θά φρόντιζε νά βρή κά­ ποιος άπό μάς - έσύ, έγώ ή ή Λώρελ - ένα άντίγραφο. Τελικά, τό σπασμένο λάμδα θά παγίδευε τόν Πράιαμ, μέσω τού και­ νούργιου μέ τό όποιο είχε άντικατασταθή ... έτσι άκριθώς όπως τό είχε σχεδιάσει ό Ούάλλας. Ό άντρας πού καθόταν άπέναντι σ τόν Κήτς χαμογέλασε έλαφρά, κοιτάζοντας τό ποτήρι του μέ μιά δόση μετριοφροσύ­ νης. - Καί όταν κατάλαβε ότι ό Πράιαμ ύπολόγιζε νά τό ν σκοτώση κι αύτόν ... Ό Ούάλλας χρησιμοποίησε έτσι τά γεγονότα , ώστε άντ'ι γιά θύμα νά γίνη θύτης, έξακολούθησε ό Έ λ λ ε ρ υ . Ό τ α ν τού είπα τά όσα ήξερα, βρήκε ότι συνέπιπταν άπολύτως μέ τήν τελική του κίνηση. Τό μόνο κακό ήταν - δέν ε ΐν’ έτσι,Ούάλλας; - ότι ήξερα περισσότερα άπ’ όσο έπιθυμούσε ... Ό Ούάλλας έφερε τό ποτήρι στά χείλη του πάντα άμίλητος. Ό Κήτς στριφογύρισε στήν πολυθρόνα του. Τά φρύδια του ήταν ζαρωμένα καί οί ρυτίδες αύλάκωναν τό μέτωπό του. - Φαίνεται πώς δέν είμαι σέ φόρμα, άπόψε, Κουήν, είπε. Ό λ α αύτά πού λές είναι καλά, σάν θεωρία. Πώς μπόρεσες, όμως, νά πιστέψης ό τι ό Ούάλλας είναι, σ τ’ άλήθεια, ό Ά ν τ α μ καί όχι κάποιος άλλος; -Μ π ο ρ ώ νά σοϋ άποδείξω, Κήτς, ότι δέν είναι δυνατόν νά είναι κάποιος άλλος, όπως λές, είπε ό Έ λλε ρ υ γελώ ντας. Τό όνομα ’Ά λφ ρ εντ Ούάλλας πού διάλεξε είναι τό όνομα ένός με­ γάλου φυσικού. Ό ’Ά λφ ρ εντ Ράσσελ Ούάλλας ήταν σύγχρονος τού Δαρθίνου. ΟΙ δυό τους κατέληξαν, ταυτόχρονα σχεδόν, στά συμπεράσματα τών έρευνών τους πού τούς όδήγησαν στό

192

νά διατυπώσουν τή ν θεωρία τής έξελίξεως τού άνθρωπίνου εί­ δους, παρ’ όλο πού έρευνοϋσαν άνεξάρτητα ό ένας άπό τόν άλλον. Έ φ ’ όσον ό Τσάρλς "Ανταμ βάσισε τό έγκλημά του στήν επιστημονική του κατάρτιση, ήταν φυσικό νά έπιλέξη ένα όνομα που θά συνεδέετο άμεσα μέ τό έπιστημονικό παρελθόν του. Δ έν ήταν δυνατόν νά διαλέΕ^ τό όνομα Τσάρλς Ντάρθιν, γιατί αύτό θά τό ν έβλαπτε καί τό ήξερε. Τό όνομα, όμως, τού Ά λ φ ρ ε ν τ Ούάλλας είναι άγνωστο στό πολύ κοινό. Ίσω ς όλα αύτά νά ένιναν ύποσυνείδητα, άλλά θά ήταν άσφαλώς ειρω­ νεία άν, αύτός ό άνθρωπος πού έχει κάθε λόγο νά είναι περή­ φανος γιά τό έργο του τό όποιο τό ν κάνει νά νιώθη ύπεράνθρωπος, είχε άφεθή στό ύποσυνείδητό του, πού θά μπορούσε, άν μή τι άλλο νά άποθή γ ι’ αύτόν έπιζήμιο ... Ο Κήτς σηκώθηκε τόσο άπότομα, πού άκόμα κι ό Ούάλλας ξαφνιάστηκε. -Ώ σ τ ε όταν τόν προσέλαθες γιά γραμματέα σου, ρώτησε τόν Έ λ λ ε ρ υ , κοιτάζοντας το ν αύστηρά, ήξερες ότι ήταν ό ’Ά ντα μ ένας επιτυχημένος δολοφόνος; - Ναί, Κήτς, χαμογέλασε ό ’Έ λλερ υ. - Γιατί; - Δ έν τό καταλαβαίνεις; -Ό χ ι . Καί γιατί δέν μοϋ τά είπες όλα αύτά ώς τώρα, - Γ ιατί τίποτε άπό όλα όσα σοϋ είπα δέν μπορεί νά άποτελέση άποδεικτικό στοιχείο γιά τή Δικαιοσύνη. Τό μόνο πού θά καταφέρναμε θά ήταν νά τή ν γλιτώση ίσως ό Πράιαμ μέ μιά έλαφρότερη ποινή. Προτίμησα, λοιπόν, Κήτς, ν ’ άφήσω τόν Πράιαμ νά πληρώση γιά τό έγκλημά του καί άνέθαλα γιά άργότερα τό ξεκαθάρισμα τής ύποθέσεως αύτού τού κυρίου. Τ ό ν έχω έδώ, κοντά μου, δυό σχεδόν μήνες, Κήτς, κι άκόμη δέν βρήκα τί πρέπει νά κάνω. Μήπως έχεις έσύ νά προτείνης κάτι; - Είναι δολοφ όνος, είπε ό Κήτς βραχνά. Αναγνωρίζω ότι είχε τό δίκιο μέ τό μέρος του ύστερα άπό αύτό πού έπαθε πριν εί­ κοσι πέντε χρόνια ... άλλά άπό τή ν στιγμή πού άνέλαθε αύτός τό έργο τής Δικαιοσύνης, ταυτίστηκε μ’ αύτούς τούς δυό έγκληματίες. -Σ ω σ τ ά , μουρμούρισε ό Έ λ λ ε ρ υ θλιμμένα. Έ χ ε ις άπόλυτο δίκιο, ύπαστυνόμε. Είναι κακό, πολύ κακό αύτό πού έκανε. Τό ξέρεις έσύ, τό ξέρω έγώ, τό ξέρει κι ό ίδιος. Δ έ ν έννοεΐ όμως νά μιλήση κι έμεΐς οί δυό δέν μπορούμε νά άποδείξουμε τί-

193

ποτά. -"Αν τόν είχα γιά λίγο στήν άστυνομία ... - Δ έ ν πιστεύω ότι θά πετύχαινες τίποτα, τόν έκοψε ό Έ λ λερυ. Ό χ ι, Κήτς. Ό Ούάλλας - "Ανταμ είναι ένα πολύ ειδικό πρόβλημα. Μπορούμε νά άποδείξουμε ότι έσπασε τό πλήκτρο τού λάμδα στήν γραφομηχανή τού Πράιαμ; Μπορούμε νά άπο­ δείξουμε ότι υπέβαλε στον Πράιαμ τόν φόνο τού Χίλ; Μπο­ ρούμε νά άποδείξουμε ότι είναι δικό του έργο οί άπειλητικές προειδοποιήσεις πού έλαβε ό Πράιαμ.... τ'ις όποιες άλλωστε, ό Πράιαμ όμολόγησε στό δικαστήριο ότι τις είχε στείλει ό ίδιος στον έαυτό του; Μπορούμε νά άποδείξουμε κάτι άπ’ όσα ξέ­ ρουμε πώς σχεδίασε ή ύπέθαλε ό Ούάλλας; Ό χ ι, Κήτς, δέν μπορούμε νά άποδείξουμε τίποτα! Ό Ούάλλας κοίταξε τόν ύπαστυνόμο Κήτς μέ περιέργεια και σεβασμό μαζί. Ό Κήτς άντιγύρισε τό βλέμμα του γιά ώρα πολλή. Ύστερα πήρε τό καπέλο του, τό φόρεσε καί βγήκε άπό τό δωμάτιο. Ή εξώπορτα θρόντηξε. Τό αύτοκίνητο τού Κήτς κατηφόρισε ολοταχώς τήν πλαγιά τού λόφου, σάν νά τόν κυνηγούσε ό διά­ βολος. Ό Έ λλε ρ υ άναστέναξε κι άρχισε νά γεμίζη τή πίπα του. - ’Ανάθεμά σε, Ά ντα μ , είπε. Τί θά κάνω μέ σένα; Ό άντρας άπέναντί του άπλωσε νά πάρη ένα άκόμη τσιγάρο άπό τό πακέτο τού Έ λ λε ρ υ και χαμογελώντας είπε: - Μπορείς νά μέ λές Άλφρεντ.

ΤΕΛΟΣ

194

ΕΝΑΣ ΨΟΦΙΟΣ ΣΚΥΛΟΣ... ΕΝΑΣ ΝΕΚΡΟΣ... ΜΙΑ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ... Σ υ ν θ έτ ο υ ν μ ι ά π α ρ άξ ε ν η ιστορία, στην όπ ο ια ό ΕΛΛΕΡΥ ΚΟΥΗΝ άρ χ ίζ ε ι ν ά παίζη τ ό ν ρ όλ ο του , ότ α ν ή ιστορία α υ τ ή πλησ ιάζη σ τ ή λ ύσ η τη ς - ή , π ι ό σ υ γ κ ε κ ρ ιμέν α , σ τ ή λ ύσ η π ο ύ δ ίν ε ι ό ’ί δ ιο ς ό Έ λ λ ε ρ υ . Π άν τ ω ς , κι οί άλ λ ο ι ρ όλ ο ι τ ή ς ιστορίας ήτ α ν μο ι ρ α σ μέν ο ι μ έ δια β ο λ ικ ή μα ε σ τ ρ ία , και οί χ α ρ α κ τ ήρ ε ς ήτ α ν ά ν άλ ο γ ο ι , λ έ ς και σ τ ή " δ ι α ν ο μ ή ” είχ ε έπ ιβ λ έψ ε ι τ ό μ ά τ ι τ ο ύ Σ α τα ν ά... Λ όγ ο υ χ άρ η , ή Λ ΩΡ Ι Λ ΧΙΛ έν δ ια φ ε ρ ότ α ν γ ι ά έν α ν ψ όφ ι ο σ κ ύλ ο . Ό ΡΟ ΤΖ Ε Ρ ΠΡΑΪΑΜ γ ι ά τ ή ν κ α ρ δ ιά του και τ ά χ ρ ή ­ μα τ α . Ή ΝΤΕΛΙΑ ΠΡΑΪΑΜ γ ι ά τις φ ω τ ι ές π ο ύ μπ ο ρ ο ύσ ε ν ’ ά ν ά ψ η μ έ τ ή ν ο μ ο ρ φ ι ά της. Ό ΑΛΦΡΕΝΤ ΟΥΑΛΛΑΣ γ ι ά τ ή Λ ώρ ιλ και τ ή ν Ν τέλ ια - καί γ ι ά άλ λ α π ο λ λ ά. Ό ΚΡΟΟΥ ΜΑΚΓΚΡΟΟΥ έ λ ε γ ε π ώ ς τ ό ν έ ν δ ι έ φ ε ρ ε ν ά ζ ή κ ο ν τ ά σ τ ή φ ύσ η ... Ο ί ά λ λ ο ι έλ ε γ α ν ό τ ι δ έ ν ήτ α ν έν ο χ ο ι... Ναί, ήτ α ν έν α α ίν ιγμα γ ι ά τ ό ν ' Έ λ ­ λερυ α ύ τ ή ή ιστορία. Καί τ ά αινί­ γ μα τ α τ ό ν έν δ ι έφ ε ρ α ν π άν τ ο τ ε π ο λ ύ...

Έ κ δ α σ ις ΠΑΠΥΡΟΣ ΓΡΑΦ ΙΚΑΙ

__.

K e v rp tra h

ΤΕΧΝΑΙ

A. Ε .,

‘AOfvv'CH, Π α ινεπ ιο τη ιμ ίο υ 46 , δ .ά θ ε ο ις . θες|σαιλονί|κη> ·Α γ , Μ η ν δ η >

τηλέφ. 6818.815 τ π λ έ φ . 626.813 23 8.364

View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF