Donato Carrisi - Το δικαστήριο των ψυχών.pdf

June 1, 2018 | Author: Evaggelia Tsarpali | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

Download Donato Carrisi - Το δικαστήριο των ψυχών.pdf...

Description

ΝΤΟΝΑΤΟ ΚΑΡΙΖΙ

Το δικαστήριο των ψυχών ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

ΕΦΗ ΚΑΛΛΙΦΑΤΙΔΗ

ΩΚΕΑΝΙΔΑ

Δεν υπάρχει τόσο τρομερός μάρτυρας ή τόσο αμείλικτος κατήγορος όσο η συνείδηση που ενοικεί μες στις ψυχές όλων μας. Πολύβιος

7:37 Ο νεκρός άνοιξε τα μάτια. Ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα σ’ ένα κρεβάτι. Το δωμάτιο ήταν λευκό, πλημμυρισμένο από το φως της μέρας. Στον τοίχο, ακριβώς απέναντι του, υπήρχε ένας ξύλινος Εσταυρωμένος. Κοίταξε τα χέρια του, απλωμένα στα πλάγια, πάνω στα κάτασπρα σεντόνια. Δεν τα ένιωθε δικά του, ήταν σαν να ανήκαν σε κάποιον άλλον. Σήκωσε ένα -το δεξί- και το έφερε μπροστά στα μάτια του για να το παρατηρήσει καλύτερα. Τότε άγγιξε τους επιδέσμους που

5/1081

του τύλιγαν το κεφάλι. Ήταν τραυματισμένος, αλλά συνειδητοποίησε ότι δεν ένιωθε πόνο. Γύρισε προς το παράθυρο. Το τζάμι τού επέστρεψε την αχνή αντανάκλαση του προσώπου του. Εκείνη τη στιγμή ήρθε ο φόβος. Το ερώτημα τον πόνεσε. Όμως ακόμα περισσότερο τον πόνεσε η επίγνωση ότι δεν ήξερε την απάντηση. Ποιος είμαι;

Πέντε μήνες νωρίτερα

0:03 Η διεύθυνση ήταν κάπου έξω από την πόλη. Εξαιτίας της κακοκαιρίας και του GPS που δεν κατάφερνε να βρει το δρόμο, τους πήρε πάνω από μισή ώρα για να φτάσουν σε εκείνο το ερημικό σημείο. Αν δεν ήταν το λαμπάκι που αχνόφεγγε στην μπασιά του δρόμου, θα νόμιζαν ότι το μέρος ήταν ακατοίκητο. Το ασθενοφόρο προχώρησε αργά στον εγκαταλελειμμένο κήπο. Ο προβολέας ξυπνούσε μες στο σκοτάδι αγάλματα σκεπασμένα με μούχλα, νύμφες και ακρωτηριασμένες Αφροδίτες, που

8/1081

χαιρετούσαν το πέρασμά τους με στρεβλά χαμόγελα, τεντωμένες σε στάσεις κομψές και ημιτελείς. Χόρευαν ακίνητες, μόνο για χάρη τους. Μια παλιά βίλα τούς υποδέχτηκε σαν σίγουρο λιμάνι μέσα στη θύελλα. Στο εσωτερικό της δεν διακρίνονταν φώτα. Η πόρτα όμως ήταν ανοιχτή. Το σπίτι τούς περίμενε. Ήταν τρεις. Η Μόνικα, μια νεαρή ειδικευόμενη γιατρός, που είχε εκείνη τη νύχτα εφημερία στις Πρώτες Βοήθειες. Ο Τόνι, ένας επαγγελματίας νοσοκόμος, που είχε πίσω του τεράστια εμπειρία σε επείγοντα περιστατικά. Και ο οδηγός, που έμεινε στο ασθενοφόρο, ενώ οι άλλοι αψήφησαν τη θύελλα και τράβηξαν προς το σπίτι. Προτού περάσουν το κατώφλι, φώναξαν για να τραβήξουν την προσοχή των ενοίκων του. Δεν απάντησε κανείς. Μπήκαν στο εσωτερικό.

9/1081

Μυρωδιά κλεισούρας, ένα αδύναμο πορτοκαλί φως από μια σειρά λάμπες σε ένα μακρύ δ'άδρομο με σκούρους τοίχους. Στα δεξιά, μια σκάλα οδηγούσε στον επάνω όροφο. Στο δωμάτιο που βρισκόταν στο βάθος διακρινόταν ένα άψυχο κορμί. Έτρεξαν για να του προσφέρουν βοήθεια και βρέθηκαν σε ένα σαλόνι με έπιπλα καλυμμένα από λευκά σεντόνια, εκτός από μια τριμμένη πολυθρόνα στη μέση, ακριβώς μπροστά από μια απαρχαιωμένη τηλεόραση. Όλο εκείνο το μέρος μύριζε γεράματα. Η Μόνικα γονάτισε πάνω από τον πεσμένο καταγής άνθρωπο που ανάσαινε με κόπο, και φώναξε δίπλα της τον Τόνι με όλα τα απαραίτητα. «Είναι κυανωτικός», διαπίστωσε. Ο Τόνι βεβαιώθηκε ότι οι αναπνευστικές οδοί ήταν ελεύθερες και μετά του έβαλε τη μάσκα αμπού στο στόμα, ενώ η Μόνικα έλεγχε τις ίριδές του με ένα φακό.

10/1081

Δεν φαινόταν πάνω από πενήντα χρονών και ήταν αναίσθητος. Φορούσε ριγέ πιτζάμα, δερμάτινες παντόφλες και ρόμπα. Ήταν ατημέλητος, αξύριστος εδώ και μια-δυο μέρες, με τα λιγοστά του μαλλιά ανακατωμένα. Στο ένα χέρι του συνέχιζε να σφίγγει το κινητό με το οποίο είχε καλέσει τα Επείγοντα, παραπονούμενος για έντονους πόνους στο θώρακα. Το πιο κοντινό νοσοκομείο ήταν το Τζεμέλι. Με έναν κόκκινο κωδικό ο εφημερεύων καλούσε το προσωπικό του πρώτου διαθέσιμου ασθενοφόρου. Γι’ αυτό και βρισκόταν εκεί η Μόνικα. Είδαν ένα αναποδογυρισμένο τραπεζάκι, ένα σπασμένο μπολ, γάλα και μπισκότα σκόρπια παντού, ανάκατα με ούρα. Ο άνθρωπος θα πρέπει να ένιωσε άσχημα καθώς έβλεπε τηλεόραση και τα έκανε πάνω του. Κλασική περίπτωση, σκέφτηκε η Μόνικα. Μεσήλικας άντρας που ζει μόνος, παθαίνει

11/1081

έμφραγμα και δεν καταφέρνει να καλέσει βοήθεια· συνήθως ανακαλύπτεται, νεκρός πια, όταν οι γείτονες αρχίζουν να νιώθουν τη μυρωδιά. Αλλά σ’ εκείνη την απομονωμένη βίλα δεν θα συνέβαινε κάτι τέτοιο. Αν δεν είχε κοντινούς συγγενείς, μπορεί να περνούσαν και χρόνια μέχρι να αντιληφθεί κάποιος τι είχε συμβεί. Όπως και να ’χε, η σκηνή τής ήταν γνώριμη και ένιωσε να τον λυπάται. Τουλάχιστον μέχρι να ανοίξουν το σακάκι της πιτζάμας του για να του κάνουν καρδιακές μαλάξεις. Στο θώρακά του ήταν χαραγμένες δυο λέξεις: Σκότωσε με. Η γιατρός και ο νοσοκόμος έκαναν σαν να μην τις είδαν. Το καθήκον τούς επέβαλλε να σώσουν μια ζωή. Όμως από εκείνη τη στιγμή οι κινήσεις τους απέκτησαν μια αισθητή βιασύνη.

12/1081

«Ο κορεσμός πέφτει», είπε ο Τόνι κοιτάζοντας τις ενδείξεις του οξύμετρου. Ο αέρας δεν έφτανε στους πνεύμονές του. «Πρέπει να τον διασωληνώσουμε, αλλιώς τον χάνουμε». Η Μόνικα έβγαλε το λαρυγγοσκόπιο από την τσάντα και πήγε πίσω από το κεφάλι του ασθενούς. Έτσι ελευθέρωσε το οππκό πεδίο του νοσοκόμου και διέκρινε μια ξαφνική λάμψη στα μάτια του· μια αναστάτωση που δεν μπορούσε να εξηγήσει. Ο Τόνι ήταν επαγγελματίας, μαθημένος σε κάθε λογής καταστάσεις, κι όμως κάτι τον είχε ταράξει, κάτι που βρισκόταν ακριβώς πίσω της. Στο νοσοκομείο όλοι ήξεραν την ιστορία της νεαρής γιατρού και της αδελφής της. Κανείς ποτέ δεν της είχε πει κουβέντα, μα εκείνη αντιλαμβανόταν ότι την κοιτούσαν με συμπόνια και ανησυχία, ενώ αναρωτιόνταν μέσα τους πώς ήταν δυνατόν να ζει με ένα τέτοιο βάρος.

13/1081

Εκείνη τη στιγμή το πρόσωπο του νοσοκόμου είχε ακριβώς την ίδια έκφραση, αλλά πολύ πιο τρομαγμένη. Κι έτσι η Μόνικα γύρισε φευγαλέα και αντίκρισε κι η ίδια αυτό που έβλεπε ο Τόνι. Ένα πατίνι ρόλερ παρατημένο σε μια γωνιά του δωματίου, χάτι που ερχόταν κατευθείαν από την κόλαση. Ήταν κόκκινο, με χρυσά λουράκια. Ίδιο με το ταίρι του που δεν βρισκόταν εκεί, αλλά σε ένα άλλο σπίτι, σε μια άλλη ζωή. Η Μόνικα τα έβρισκε πάντα λίγο κιτς. Αντίθετα, η Τερέζα έλεγε ότι ήταν vintage. Ήταν κι εκείνες δίδυμες, και της Μόνικα της φάνηκε ότι έβλεπε τον εαυτό της, όταν ανακαλύφθηκε το πτώμα της αδελφής της στο δασάκι κοντά στο ποτάμι, ένα κρύο πρωινό του Δεκέμβρη. Ήταν μόνον είκοσι ενός και της είχαν κόψει το λαιμό. Λένε ότι οι δίδυμοι νιώθουν ο ένας τον άλλον, ακόμα κι αν απέχουν χιλιόμετρα. Μα η

14/1081

Μόνικα δεν το πίστευε. Η ίδια δεν είχε νιώσει καμία αίσθηση φόβου ή κινδύνου την ώρα που απήγαν την Τερέζα μια Κυριακή απόγευμα, έπειτα από μια βόλτα με πατίνια με τις φίλες της. Το πτώμα της βρέθηκε ένα μήνα αργότερα, με τα ίδια ρούχα που φορούσε όταν εξαφανίστηκε. Κι εκείνο το κόκκινο πατίνι, που ήταν μια γκροτέσκα προσθήκη στο πόδι του πτώματος. Επί έξι χρόνια η Μόνικα το φυλούσε, απορώντας τι να απέγινε το άλλο και αν ποτέ θα έσμιγαν ξανά τα δυο τους. Πόσες φορές δεν είχε προσπαθήσει να φανταστεί το πρόσωπο του ανθρώπου που το είχε πάρει; Πόσες φορές δεν τον είχε αναζητήσει ανάμεσα στους αγνώστους που συναντούσε στο δρόμο; Με τον καιρό είχε γίνει σαν παιχνίδι. Και τώρα ίσως η Μόνικα να βρισκόταν μπροστά στην απάντηση. Κοίταξε τον άνθρωπο που ήταν ξαπλωμένος μπροστά της. Τα σκασμένα και χοντρά χέρια

15/1081

του, τις τρίχες που πρόβαλλαν από τα ρουθούνια του, το λεκέ από κάτουρο στον καβάλο της πιτζάμας. Δεν έμοιαζε με τέρας, όπως τον φανταζόταν πάντα. Ήταν από σάρκα. Ένα συνηθισμένο ανθρώπινο πλάσμα με, επιπλέον, αδύναμη καρδιά. Ο Τόνι την έβγαλε από τις σκέψεις της. «Ξέρω τι σου περνάει απ’ το μυαλό», είπε. «Μπορούμε να σταματήσουμε όποτε θες. Και να καθίσουμε να περιμένουμε να γίνει ό,τι είναι να γίνει... Πες μου εσύ. Δεν θα το μάθει κανείς». Το πρότεινε από μόνος του, ίσως επειδή την είδε να διστάζει με το λαρυγγοσκόπιο μετέωρο πάνω από το στόμα του ανθρώπου. Για ακόμα μια φορά η Μόνικα κοίταξε το θώρακά του. Σκότωσε με. Ίσως να ήταν το τελευταίο που αντίκρισαν τα μάτια της αδελφής της, καθώς εκείνος την έσφαζε σαν ζώο. Όχι μια ζεστή λέξη παρηγοριάς, όπως πρέπει να γίνεται με κάθε

16/1081

ανθρώπινο πλάσμα που ετοιμάζεται να εγκαταλείψει για πάντα αυτή τη ζωή. Με αυτόν τον τρόπο ο δολοφόνος της θέλησε να την κοροϊδέψει. Και το είχε απολαύσει. Ίσως και η ίδια η Τερέζα να επικαλέστηκε τον θάνατό της για να τελειώσουν όλα γρήγορα. Η Μόνικα έσφιξε οργισμένη τη λαβή του λαρυγγοσκοπίου, οι αρθρώσεις της άσπρισαν. Σκότωσε με. Αυτός ο άθλιος είχε χτυπήσει τατουάζ τις λέξεις στο στήθος του, αλλά μόλις ένιωσε άσχημα, κάλεσε τις Πρώτες Βοήθειες. Ήταν σαν όλους τους άλλους. Φοβόταν κι αυτός να πεθάνει. Η Μόνικα χάθηκε στις σκέψεις της. Όποιος είχε γνωρίσει την Τερέζα έβλεπε στη Μόνικα απλώς μια απατηλή απομίμησή της, ένα άγαλμα σε ένα μουσείο κέρινων ομοιωμάτων, το αντίγραφο μιας νεκρής. Για τους δικούς της αντιπροσώπευε αυτό που θα μπορούσε να είναι η αδελφή της και δεν θα γινόταν ποτέ.

17/1081

Την έβλεπαν να μεγαλώνει και αναζητούσαν την Τερέζα. Τώρα η Μόνικα είχε μια ευκαιρία να ξεχωρίσει από την αδελφή της και να απελευθερώσει το φάντασμα της δίδυμής της, που ζούσε μέσα της. Είμαι γιατρός, σκέφτηκε. θα ήθελε να νιώσει μια αναλαμπή οίκτου για το ανθρώπινο πλάσμα που ήταν ξαπλωμένο μπροστά της, ή το φόβο μιας ανώτερης δικαιοσύνης ή κάτι που να έμοιαζε με σημάδι. Όμως συνειδητοποίησε ότι δεν ένιωθε τίποτα. Τότε προσπάθησε απεγνωσμένα να ξετρυπώσει μια αμφιβολία, κάτι που να την έπειθε ότι αυτός ο άνθρωπος δεν είχε καμία σχέση με το θάνατο της Τερέζα. Μα όσο και να σκεφτόταν, υπήρχε μόνον ένας λόγος που εκείνο το κόκκινο ρόλερ βρισκόταν εκεί. Σκότωσε με. Και μέσα σε μια στιγμή η Μόνικα συνειδητοποίησε ότι είχε ήδη πάρει την απόφασή της.

18/1081

6:19 Η βροχή έπεφτε στη Ρώμη σαν σε θλιβερή κηδεία. Μακριές σκιές τύλιγαν τα μέγαρα του ιστορικού κέντρου, μια παράταξη από βουβές δακρύβρεχτες προσόψεις. Τα στενάκια, στριφογυριστά σαν έντερα γύρω από την πιάτσα Ναβόνα, ήταν έρημα. Μα λίγα βήματα πέρα από το Κιόστρο ντελ Μπραμάντε, οι τζαμαρίες του παλιού Καφέ ντέλα Πάτσε καθρεφτίζονταν στο γυαλιστερό δρόμο. Στο εσωτερικό του, καρέκλες ταπετσαρισμένες με κόκκινο βελούδο, τραπέζια από μάρμαρο με γκρίζα νερά, νεοαναγεννησιακά αγάλματα και οι συνηθισμένοι πελάτες. Καλλιτέχνες, κυρίως ζωγράφοι και μουσικοί, ανήσυχοι μπροστά στο ημιτελές ξημέρωμα. Αλλά και μαγαζάτορες και αντικέρ, που περίμεναν να ανοίξουν τα καταστήματά τους πιο πέρα στο δρόμο, και κάνας ηθοποιός που, έπειτα από μια νύχτα

19/1081

πρόβας στο θέατρο, περνούσε να πιει έναν καπουτσίνο προτού πάει για ύπνο. Όλοι αναζητώντας λίγη παρηγοριά γι’ αυτό το άσχημο πρωινό, όλοι πρόθυμοι για κουβέντα. Κανείς δεν έδινε σημασία στους δυο μαυροντυμένους ξένους που κάθονταν σ’ ένα τραπεζάκι μπροστά στην είσοδο. «Πώς πάνε οι ημικρανίες;» ρώτησε εκείνος που φαινόταν πιο νέος. Ο άλλος έπαψε να μαζεύει με το δάχτυλο τους κόκκους της ζάχαρης γύρω από το άδειο φλιτζανάκι και χάιδεψε ασυναίσθητα την ουλή στον αριστερό του κρόταφο. «Μερικές φορές δεν μ’ αφήνουν να κοιμηθώ, αλλά νομίζω ότι είμαι καλύτερα». «Βλέπεις ακόμα εκείνο τ όνειρο;» «Κάθε βράδυ», απάντησε ο άντρας, υψώνοντας τα μάτια του με το βαθύ και μελαγχολικό γαλάζιο χρώμα. «Θα περάσει». «Ναι, θα περάσει».

20/1081

Η σιωπή που απλώθηκε κόπηκε στα δύο από το μακρόσυρτο σφύριγμα του ατμού που άφησε η μηχανή του εσπρέσο. «Μάρκους, ήρθε η στιγμή», είπε ο πιο νέος. «Δεν είμαι ακόμα έτοιμος». «Δεν μπορούμε να περιμένουμε. Οι από πάνω με ρωτούν για σένα, αγωνιούν να μάθουν σε τι σημείο βρίσκεσαι». «Κάνω προόδους, εντάξει;» «Σωστά. Βελτιώνεσαι μέρα με τη μέρα κι αυτό με παρηγορεί, πίστεψέ με. Αλλά η αναμονή είναι μεγάλη. Από σένα εξαρτώνται αρκετά πράγματα». «Μα ποιος ενδιαφέρεται τόσο για μένα; Θα ήθελα να τους συναντήσω, να μιλήσω μαζί τους. Μόνον εσένα ξέρω, Κλεμέντε». «Τα έχουμε συζητήσει. Δεν γίνεται». «Γιατί;» «Γιατί πάντα γινόταν έτσι». Ο Μάρκους άγγιξε και πάλι την ουλή του, όπως έκανε πάντα όταν ήταν ανήσυχος.

21/1081

Ο Κλεμέντε έγειρε προς το μέρος του αναγκάζοντάς τον να τον κοιτάξει. «Είναι για την ασφάλειά σου». «Για τη δική τους, θες να πεις». «Επίσης, αν θες να το θέσεις έτσι». «Θα μπορούσα να τους φέρω σε δύσκολη θέση. Κι αυτό δεν πρέπει να συμβεί, σωστά;» Ο σαρκασμός του Μάρκους δεν ενόχλησε τον Κλεμέντε. «Τι πρόβλημα έχεις;» «Εγώ δεν υπάρχω». Η φωνή του ακούστηκε οδυνηρά σφιγμένη. «Το γεγονός ότι μόνον εγώ ξέρω το πρόσωπό σου σε κάνει ελεύθερο. Δεν καταλαβαίνεις; Εκείνοι ξέρουν μόνον τ’ όνομά σου κι όλα τ’ άλλα τ’ αφήνουν σ’ εμένα. Έτσι δεν υπάρχουν περιορισμοί στην αποστολή σου. Αν δεν ξέρουν ποιος είσαι, δεν μπορούν να σ’ εμποδίσουν». «Γιατί;» αντέτεινε ορμητικά ο Μάρκους. «Γιατί αυτό που κυνηγάμε μπορεί να διαφθείρει κι αυτούς τους ίδιους. Αν όλα τ’

22/1081

άλλα μέτρα αποτύχουν, αν τα φράγματα αποδειχτούν άχρηστα, θα υπάρχει ακόμη κάποιος να επαγρυπνεί. Είσαι η τελευταία άμυνά τους». Στα μάτια του Μάρκους άστραψε μια λάμψη πρόκλησης. «Απάντησέ μου σ’ ένα ερώτημα... Υπάρχουν άλλοι σαν κι εμένα;» Έπειτα από μια σύντομη σιωπή, ο Κλεμέντε το αποφάσισε. «Δεν ξέρω. Δεν μπορώ να το ξέρω». «Θα έπρεπε να μ’ αφήσεις σ’ εκείνο το νοσοκομείο...» «Μη μου το λες αυτό, Μάρκους. Μη μ’ απογοητεύεις». Ο Μάρκους κοίταξε έξω τους λιγοστούς περαστικούς που σε μια ανακωχή της καταιγίδας ξετρύπωναν από τα τυχαία καταφύγιά τους για να ξαναπάρουν το δρόμο τους. Είχε πολλές ερωτήσεις ακόμα για τον Κλεμέντε· πράγματα που τον αφορούσαν άμεσα, πράγματα που δεν ήξερε πια. Ο

23/1081

άνθρωπος απέναντι του ήταν η μόνη του επαφή με τον κόσμο. Ή, μάλλον, ο Κλεμέντε ήταν όλος του ο κόσμος. Ο Μάρκους δεν μιλούσε ποτέ με κανέναν, δεν είχε φίλους. Ωστόσο ήξερε πράγματα που δεν θα ήθελε να ξέρει· πράγματα για τους ανθρώπους και για το κακό που καταφέρνουν να κάνουν· πράγματα τόσο τρομερά, που σου κλονίζουν κάθε πίστη, που μολύνουν για πάντα κάθε καρδιά. Έβλεπε τους ανθρώπους γύρω του να ζουν χωρίς αυτό το φορτίο της γνώσης και τους ζήλευε. Ο Κλεμέντε τον είχε σώσει. Όμως η σωτηρία του συνέπιπτε με την είσοδό του σ’ έναν κόσμο από σκιές. «Γιατί εγώ;» ρώτησε συνεχίζοντας να κοιτάει αλλού. Ο Κλεμέντε χαμογέλασε. «Τα σκυλιά είναι δαλτωνιχά». Ήταν η φράση που χρησιμοποιούσε κάθε φορά. «Λοιπόν, είσαι μαζί μου;»

24/1081

Ο Μάρκους στράφηκε προς το μοναδικό του φίλο. «Ναι, είμαι μαζί σου». Χωρίς να πει τίποτε άλλο, ο Κλεμέντε γλίστρησε το χέρι του στο αδιάβροχο που ήταν αφημένο στη ράχη της καρέκλας. Έβγαλε ένα φάκελο, τον άφησε στο τραπέζι και τον έσπρωξε προς το μέρος του Μάρκους. Εκείνος τον πήρε και, με την προσοχή που χαρακτήριζε κάθε του κίνηση, τον άνοιξε. Μέσα υπήρχαν τρεις φωτογραφίες. Η πρώτη έδειχνε μια ομάδα νεαρών σε ένα πάρτι ρε κάποια παραλία. Σε πρώτο πλάνο δυο κοπέλες με μαγιό, που ύψωναν μπουκάλια μπίρας μπροστά σε μια φωτιά. Στη δεύτερη ήταν μόνο μία κοπέλα, με τα μαλλιά δεμένα πίσω και γυαλιά: χαμογελούσε δείχνοντας πίσω της το Μέγαρο του Ιταλικού Πολιτισμού, ενσάρκωση του νεοκλασικισμού, χτισμένο στη συνοικία EUR. Στην τρίτη φωτογραφία, η ίδια κοπέλα αγκάλιαζε έναν άντρα και μια γυναίκα, προφανώς τους γονείς της.

25/1081

«Ποια είναι;» ρώτησε ο Μάρκους. «Λέγεται Λάρα. Είκοσι τριών ετών. Σπουδάζει στη Ρώμη, αλλά δεν είναι από δω. Σχολή Αρχιτεκτονικής, τέταρτο έτος». «Τι της συνέβη;» «Αυτό είναι το πρόβλημα, κανείς δεν ξέρει. Πάει σχεδόν ένας μήνας που εξαφανίστηκε». Ο Μάρκους συγκεντρώθηκε στο πρόσωπο της Λάρα, ξεχνώντας τις φωνές κι όλα όσα υπήρχαν γύρω του. Τυπικό δείγμα επαρχιώτισσας που έρχεται στη μεγαλούπολη. Πολύ χαριτωμένη, λεπτά χαρακτηριστικά, άβαφη. Φαντάστηκε ότι είχε τα μαλλιά της πάντα αλογοουρά, γιατί δεν της περίσσευαν λεφτά για κομμωτήριο. Ίσως να πήγαινε μόνον όταν γύριζε στους δικούς της, για να κάνει οικονομία. Τα ρούχα της ήταν ένας συμβιβασμός: φορούσε τζιν και μακό για να μη χρειάζεται να συμβαδίζει με τη μόδα. Στο πρόσωπό της διακρίνονταν τα σημάδια από τις νύχτες που είχε περάσει πάνω από τα βιβλία ή

26/1081

από τα γεύματα με μια κονσέρβα τόνο, ύστατη λύση για τους επαρχιώτες φοιτητές, όταν έχουν εξαντλήσει το μηνιαίο επίδομα και περιμένουν ένα νέο σωτήριο έμβασμα από τη μαμά και τον μπαμπά. Πρώτη φορά μακριά από το σπίτι. Μια καθημερινή πάλη με τη νοσταλγία που μετριάζεται από το όνειρό της να γίνει αρχιτέκτονας. «Πες μου». Ο Κλεμέντε έπιασε ένα σημειωματάριο, παραμέρισε το φλιτζανάκι του καφέ κι άρχισε να συμβουλεύεται τις σημειώσεις του. «Τη μέρα της εξαφάνισής της η Λάρα πέρασε μέρος της βραδιάς με φίλους της σε ένα μαγαζί. Η παρέα της είπε ότι φαινόταν ήρεμη. Μίλησαν για τα συνηθισμένα, μετά κατά τις εννιά είπε ότι ήταν κουρασμένη και ήθελε να γυρίσει σπίτι της για να κοιμηθεί. Δύο απ’ αυτούς -ένα ζευγάρι- την πήγαν με το αυτοκίνητό τους και περίμεναν μέχρι να μπει στο κτίριο».

27/1081

«IΙού μένει;» «Σ’ ένα παλιό μέγαρο του κέντρου». «'Αλλοι ένοικοι;» «Καμιά εικοσαριά. Το κτίριο ανήκει σε ένα πανεπιστημιακό ίδρυμα που νοικιάζει διαμερίσματα σε φοιτητές. Το διαμέρισμα της Λάρα είναι στο ισόγειο. Έως τον Αύγουστο το μοιραζόταν με μια άλλη κοπέλα, η οποία μετά έφυγε κι έτσι η Λάρα βρισκόταν σε αναζήτηση συγκατοίκου». «Έως πού φτάνουν τα ίχνη που έχουμε;» «Η παρουσία της Λάρα στο σπίτι της τις επόμενες ώρες επιβεβαιώνεται από τις τηλεφωνικές κυψέλες της περιοχής που κατέγραψαν δύο κλήσεις από το κινητό της: μία στις 21:27 και μια δεύτερη στις 22:12. Η πρώτη κράτησε δέκα λεπτά και ήταν στη μητέρα της, η δεύτερη στην καλύτερή της φίλη. Στις 22:19 το τηλέφωνό της απενεργοποιήθηκε. Και δεν ενεργοποιήθηκε ξανά».

28/1081

Μια νεαρή σερβιτόρα πλησίασε στο τραπέζι να πάρει τα φλιτζάνια. Καθυστέρησε επίτηδες για να τους δώσει χρόνο να παραγγείλουν και κάτι άλλο. Κανείς τους όμως δεν το έκανε. Απλώς σώπασαν μέχρι να απομακρυνθεί ξανά. Ο Μάρκους ρώτησε: «Πότε δηλώθηκε η εξαφάνισή της;» «Το επόμενο βράδυ. Οι φίλες της, όταν δεν την είδαν στη σχολή, άρχισαν να την παίρνουν τηλέφωνο, μα έβγαινε ο τηλεφωνητής της. Κατά τις οχτώ πήγαν και της χτύπησαν την πόρτα, αλλά δεν απάντησε». «Τι λέει η αστυνομία;» «Μια μέρα πριν από την εξαφάνισή της η Λάρα είχε σηκώσει τετρακόσια ευρώ από το λογαριασμό της για να πληρώσει το νοίκι. Όμως ο διαχειριστής δεν πήρε ποτέ αυτό το ποσό. Σύμφωνα με τη μητέρα της, από την ντουλάπα της έλειπαν μερικά ρούχα κι ένα σακίδιο. Και το κινητό της είναι άφαντο. Έτσι

29/1081

η αστυνομία τείνει να πιστέψει ότι το έσκασε με τη θέλησή της». «Πολύ βολικό μού φαίνεται». «Ξέρεις πώς είναι αυτά τα πράγματα, ε; Αν δεν προκύψει κάποιος λόγος για να φοβηθούν το χειρότερο, έπειτα από λίγο σταματούν να ψάχνουν. Και περιμένουν». Να εμφανιστεί κάνα πτώμα, σκέφτηκε ο Μάρκους. «Η κοπέλα ζούσε μετρημένη ζωή, περνούσε πολλές ώρες στο πανεπιστήμιο, συναναστρεφόταν πάντα τα ίδια άτομα». «Οι φίλοι της τι λένε;» «Ότι η Λάρα δεν είναι από τους τύπος που κάνουν του κεφαλιού τους. Αν και τον τελευταίο καιρό ήταν λιγάκι αλλαγμένη: φαινόταν κουρασμένη και αφηρημένη». «Είχε φίλο, κάνα φλερτ;» «Από τα αρχεία κλήσεων του κινητού της δεν προκύπτουν τηλεφωνήματα εκτός του

30/1081

κύκλου των γνωστών της και κανείς δεν ανέφερε κάποιο δεσμό». «Ίντερνετ;» «Συνδεόταν από τη βιβλιοθήκη της σχολής ή από ένα net-point κοντά στο σταθμό. Κανένα ύποπτο e-mail στο ταχυδρομείο της». Εκείνη τη στιγμή η γυάλινη πόρτα του καφέ άνοιξε και μπήκε ένας νέος πελάτης. Ένα ρεύμα αέρα διέσχισε την αίθουσα. Όλοι στράφηκαν ενοχλημένοι, εκτός από τον Μάρκους, που ήταν χαμένος στις σκέψεις του. «Η Λάρα γυρίζει σπίτι της όπως όλα τα βράδια. Είναι κουρασμένη, όπως της συμβαίνει συχνά τον τελευταίο καιρό. Η τελευταία της επαφή με τον κόσμο είναι στις 22:19, όταν απενεργοποιεί το τηλέφωνό της, που στη συνέχεια εξαφανίζεται μαζί της και δεν ενεργοποιείται ξανά. Από εκείνη τη στιγμή δεν ξέρουμε πια τίποτα. Λείπουν ρούχα, χρήματα κι ένα σακίδιο. Οπότε η αστυνομία τείνει στην άποψη ότι έφυγε οικειοθελώς.

31/1081

Κανείς δεν την έχει δει». Ο Μάρκους κοίταξε τον Κλεμέντε. «Γιατί θα πρέπει να σκεφτούμε ότι της συνέβη κάτι δυσάρεστο; Με λίγα λόγια, γιατί εμείς;» Το βλέμμα του Κλεμέντε ήταν εύγλωττο. Είχαν φτάσει στο ζουμί της υπόθεσης. Ανωμαλίες, αυτό βασικά αναζητούσαν. Μικρές ρήξεις στο υφάδι της κανονικότητας. Μικρά προσκόμματα στη λογική συνέχεια μιας κοινής αστυνομικής έρευνας. Συχνά σε αυτές τις ασήμαντες ατέλειες κρυβόταν κάτι άλλο· ένα πέρασμα σε μια διαφορετική, αδιανόητη πραγματικότητα. Εκεί ξεκινούσε η δουλειά τους. «Η Λάρα δεν βγήκε ποτέ από το σπίτι, Μάρκους. Η πόρτα της ήταν κλειδωμένη από μέσα». Ο Κλεμέντε και ο Μάρκους πήγαν εκεί. Το μέγαρο βρισκόταν στη βία ντέι Κορονάρι, δύο βήματα από την πιάτσα Σαν Σαλβατόρε ιν Λάουρο με τη μικρή εκκλησία του 16ου αιώνα.

32/1081

Για να μπουν στο διαμέρισμα του ισογείου, χρειάστηκαν λίγα δευτερόλεπτα. Δεν τους πρόσεξε κανείς. Μόλις πάτησε το πόδι του στο σπίτι της Λάρα, ο Μάρκους άρχισε να κοιτάζει γύρω του. Καταρχάς, παρατήρησε την ξηλωμένη αλυσίδα. Η αστυνομία, προκειμένου να μπει στο διαμέρισμα, αναγκάστηκε να παραβιάσει την πόρτα και οι αστυνομικοί δεν είχαν προσέξει τη λεπτομέρεια της αλυσίδας που ήταν κλεισμένη από μέσα, ξηλώθηκε και τώρα κρεμόταν από την παραστάδα της πόρτας. Το διαμέρισμα ήταν το πολύ εξήντα τετραγωνικά, μοιρασμένα σε δύο επίπεδα. Το πρώτο ήταν ένας ενιαίος χώρος που περιελάμβανε κουζίνα και καθιστικό. Είχε έναν πάγκο με ηλεκτρικά μάτια και από πάνω ντουλάπια. Δίπλα, ένα ψυγείο γεμάτο πολύχρωμα μαγνητάκια και πάνω του μια γλάστρα με ξερά πια κυκλάμινα. Υπήρχε ένα τραπέζι με τέσσερις καρέκλες, ένας δίσκος με

33/1081

φλιτζάνια και τα απαραίτητα για το τσάι. Δύο καναπέδες σχημάτιζαν γωνία μπροστά σε μια τηλεόραση. Στους πράσινους τοίχους δεν κρέμονταν οι συνηθισμένοι πίνακες ή αφίσες, αλλά σχέδια φημισμένων κτιρίων ανά τον κόσμο. Υπήρχε ένα παράθυρο που, όπως όλα στο διαμέρισμα, έβλεπε στην εσωτερική αυλή και προστατευόταν από μια σιδεριά. Από κει δεν μπορούσε να μπει ή να βγει κανείς. Ο Μάρκους κατέγραφε κάθε λεπτομέρεια με το βλέμμα του. Χωρίς να πει λέξη, έκανε το σταυρό του και αμέσως ο Κλεμέντε τον μιμήθηκε. Έπειτα άρχισε να τριγυρνάει στο δωμάτιο. Δεν περιορίστηκε στο να κοιτάζει. Άγγιζε τα αντικείμενα, σχεδόν χαϊδεύοντάς τα με την παλάμη του, σαν να ήθελε να συλλάβει κάποιο υπόλειμμα ενέργειας, ένα ραδιοφωνικό σήμα, σαν να μπορούσαν να επικοινωνήσουν μαζί του, να του αποκαλύψουν εκείνο που ήξεραν ή είχαν δει. Όπως ο ραβδοσκόπος που ακούει τη φωνή του κρυμμένου στο υπέδαφος

34/1081

υδάτινου ρεύματος, ο Μάρκους βυθοσκοπούσε τη βαθιά και άψυχη σιωπή των πραγμάτων. Ο Κλεμέντε παρακολουθούσε τον άνθρωπό του - δεν επενέβαινε για να μην τον περισπάσει. Δεν πρόσεξε κανένα δισταγμό πάνω του, έδειχνε φορτισμένος και συγκεντρωμένος. Ήταν μια σημαντική δοκιμασία και για τους δυο. Ο Μάρκους θα αποδείκνυε στον εαυτό του ότι είναι και πάλι σε θέση να κάνει τη δουλειά για την οποία είχε εκπαιδευτεί. Ο Κλεμέντε θα μάθαινε ότι δεν είχε κάνει λάθος σχετικά με τη ικανότητα του Μάρκους να ανακάμψει. Τον είδε να κινείται προς το βάθος του διαμερίσματος, όπου μια πόρτα έκρυβε ένα μικρό μπάνιο. Ήταν ντυμένο με άσπρα πλακάκια και φωτιζόταν από μια λάμπα νέον. Η ντουσιέρα βρισκόταν ανάμεσα στο νιπτήρα και στη λεκάνη. Υπήρχε ένα πλυντήριο κι ένα ντουλάπι για σκούπες και απορρυπαντικά. Στο

35/1081

πίσω μέρος της πόρτας κρεμόταν ένα ημερολόγιο. Ο Μάρκους γύρισε πίσω και κατευθύνθηκε προς την αριστερή πλευρά του καθιστικού: μια σκάλα οδηγούσε στο υπερυψωμένο επίπεδο. Ανέβηκε τα σκαλιά τρία-τρία και βρέθηκε σε ένα στενό κεφαλόσκαλο απέναντι από τις πόρτες των δύο υπνοδωματίων. Το πρώτο περίμενε την άφιξη μιας νέας ενοίκου. Στο εσωτερικό του, μοναχά ένα γυμνό στρώμα, μια πολυθρονίτσα κι ένα κομό. Το άλλο ήταν το δωμάτιο της Λάρα. Τα εσωτερικά παραθυρόφυλλα ήταν ανοιχτά. Σε μια γωνιά ήταν ένα τραπεζάκι με ένα κομπιούτερ και ράφια γεμάτα βιβλία. Ο Μάρκους πλησίασε και πέρασε τα δάχτυλά του από τις ράχες των τόμων της αρχιτεκτονικής. Έπειτα χάιδεψε ένα χαρτί με το ημιτελές σχέδιο μιας γέφυρας. Πήρε ένα από τα μολύβια που βρίσκονταν σε ένα ποτήρι και το μύρισε, έκανε το ίδιο και με μια γόμα,

36/1081

νιώθοντας τη μυστική ευχαρίστηση που μόνο τα είδη χαρτοπωλείου μπορούν να προκαλέσουν. Εκείνη η μυρωδιά ήταν μέρος του κόσμου της Λάρα, αυτός ήταν ο χώρος όπου ένιωθε ευτυχισμένη. Το μικρό της βασίλειο. Άνοιξε τα φύλλα της ντουλάπας και μετακίνησε τα ρούχα στις κρεμάστρες, μερικές από τις οποίες ήταν άδειες. Τρία ζευγάρια παπούτσια ήταν βαλμένα στη σειρά στο κάτω ράφι: δύο ζευγάρια αθλητικά κι ένα ζευγάρι γόβες για τις ειδικές περιστάσεις. Μα υπήρχε χώρος και για ένα τέταρτο ζευγάρι, που έλειπε. Το κρεβάτι ήταν ημίδιπλο. Ανάμεσα από τα μαξιλάρια πρόβαλλε ένα λούτρινο αρκουδάκι. Προφανώς μάρτυρας της ζωής της Λάρα από τότε που ήταν παιδί. Όμως τώρα είχε μείνει μόνο του. Στο μοναδικό κομοδίνο υπήρχε μια κορνίζα με τη φωτογραφία της Λάρα, μαζί με τους γονείς της, και ένα τσίγκινο κουτί που περιείχε

37/1081

ένα δαχτυλιδάκι με ένα μικρό ζαφείρι, ένα βραχιόλι από κοράλλια και μερικά κοσμήματα. Ο Μάρκους κοίταξε καλύτερα τη φωτογραφία. Την αναγνώρισε. Ήταν μία από αυτές που του είχε δείξει ο Κλεμέντε στο Καφέ ντέ λα Πάτσε. Η Λάρα φορούσε μια χρυσή αλυσιδίτσα μ’ ένα σταυρό, που δεν βρισκόταν μες στην μπιζουτιέρα της. Ο Κλεμέντε τον περίμενε στη βάση της σκάλας και λίγο αργότερα τον είδε να ξανακατεβαίνει. «Λοιπόν;» Ο Μάρκους κοντοστάθηκε. «Μπορεί και να την πήραν». Μα την ίδια στιγμή που πρόφερε εκείνη τη φράση ένιωσε εντελώς βέβαιος. «Πώς μπορείς να το επιβεβαιώσεις;» «Υπάρχει υπερβολική τάξη. Λες και τα ρούχα που λείπουν και το κινητό που δεν βρίσκεται πουθενά είναι απλώς μια σκηνοθεσία. Όμως σε όποιον κι αν την έστησε ξέφυγε η λεπτομέρεια της αλυσίδας που έκλεινε την πόρτα από μέσα».

38/1081

«Μα πώς κατάφερε και...» «Θα φτάσουμε και σ’ αυτό», τον διέκοψε ο Μάρκους. Έπειτα κινήθηκε στο δωμάτιο, προσπαθώντας να εστιάσει σε ό,τι είχε συμβεί. Το μυαλό του έπαιρνε ιλιγγιώδεις στροφές. Τα κομμάτια του ψηφιδωτού άρχιζαν να ενώνονται μπροστά στα μάτια του. «Η Λάρα είχε έναν επισκέπτη». Ο Κλεμέντε ήξερε τι συνέβαινε. Ο Μάρκους είχε αρχίσει να ταυτίζεται. Αυτό ήταν το ταλέντο του: Να βλέπει αυτό που έβλεπε ο εισβολέας. «Τίταν εδώ όταν έλειπε η Λάρα. Κάθισε στον καναπέ, δοκίμασε πόσο μαλακό είναι το κρεβάτι της, έψαξε τα πράγματά της. Κοίταξε τις φωτογραφίες της, έκανε τις αναμνήσεις της δικές του. Άγγιξε την οδοντόβουρτσά της, μύρισε τα ρούχα της αναζητώντας τη μυρωδιά της. Ήπιε από το ίδιο ποτήρι που είχε αφήσει άπλυτο στο νεροχύτη». «Δεν σε παρακολουθώ...»

39/1081

«Ήξερε πώς να κινηθεί. Ήξερε τα πάντα για τη Λάρα, ωράρια, συνήθειες». «Μα τίποτα εδώ δεν δείχνει απαγωγή. Δεν υπάρχουν ίχνη συμπλοκής, κανείς στο κτίριο δεν άκουσε φωνές ή κραυγές βοήθειας. Πώς μπορείς να στηρίξεις μια τέτοια άποψη;» «Γιατί την πήρε ενώ κοιμόταν». Ο Κλεμέντε ετοιμαζόταν να πει κάτι, αλλά ο Μάρκους τον πρόλαβε. «Βοήθησέ με να βρω τη ζάχαρη». Παρόλο που δεν καταλάβαινε τι ακριβώς περνούσε από το μυαλό του Μάρκους, αποφάσισε να τον βοηθήσει. Σε ένα ντουλάπι της κουζίνας βρήκε ένα κουτί που έγραφε SUGAR, ενώ ο Μάρκους έλεγχε τη ζαχαριέρα πάνω στο τραπέζι, δίπλα στο σερβίτσιο του τσαγιού. Και τα δύο ήταν άδεια. Κοιτάχτηκαν για μερικές ατέλειωτες στιγμές κρατώντας τα αντικείμενα στα χέρια τους. Ανάμεσα τους υπήρχε μια θετική ενέργεια. Δεν

40/1081

ήταν μια απλή σύμπτωση. Ο Μάρκους δεν είχε μαντέψει στην τύχη. Διέθετε μια διαίσθηση που θα μπορούσε να επιβεβαιώσει τα πάντα. «Η ζάχαρη είναι το καλύτερο μέρος για να κρύψεις ένα ναρκωτικό: καλύπτει τη γεύση του και σου δίνει τη βεβαιότητα ότι το θύμα θα το παίρνει τακτικά». «Και η Λάρα ήταν πάντα κουρασμένη τώρα τελευταία, το λένε οι φίλοι της». Ο Κλεμέντε ένιωσε ένα ρίγος. Αυτή η λεπτομέρεια άλλαζε τα πάντα. Αλλά προς το παρόν δεν μπορούσε να πει τίποτα στον Μάρκους. «Έγινε σταδιακά, δεν υπήρχε λόγος βιασύνης», συνέχισε ο Μάρκους. «Κι αυτό μας αποδεικνύει ότι ο απαγωγέας της είχε ξανάρθει εδώ πριν από τη συγκεκριμένη νύχτα. Μαζί με τα ρούχα και το κινητό εξαφάνισε και τη ζάχαρη που περιείχε το ναρκωτικό». «Αλλά ξέχασε την αλυσίδα της πόρτας», συμπλήρωσε ο Κλεμέντε. Ήταν η παράταιρη

41/1081

λεπτομέρεια που τίναζε στον αέρα κάθε θεωρία. «Από πού μπήκε και, κυρίως, από πού βγήκαν μαζί;» Ο Μάρκους κοίταξε και πάλι γύρω του. «Πού βρισκόμαστε;» Η Ρώμη είναι η μεγαλύτερη «κατοικημένη» αρχαιολογική ζώνη του κόσμου. Η πόλη έχει αναπτυχθεί κατά στρώματα, αρκεί να σκάψεις λίγα μέτρα για να βρεις ίχνη προηγούμενων εποχών και πολιτισμών. Ο Μάρκους ήξερε καλά ότι, ακόμα και σε όσα βρίσκονταν στην επιφάνεια, η ζωή είχε διαστρωματωθεί με το πέρασμα του καιρού. Κάθε χώρος περιέκλειε πολλές ιστορίες και προοριζόταν για περισσότερες χρήσεις. «Τι είναι αυτό το κτίριο; Δεν εννοώ τι είναι τώρα, αλλά τι ήταν αρχικά: είπες ότι το μέγαρο χρονολογείται από το 18ο αιώνα». «Ήταν μία από τις κατοικίες των μαρκησίων Κοστάλντι». «Μάλιστα. Οι ευγενείς έμεναν στους επάνω ορόφους, ενώ εδώ κάτω ήταν τα εργαστήρια

42/1081

της αυλής, οι αποθήκες και οι στάβλοι». Ο Μάρκους άγγιξε την ουλή στον αριστερό του κρόταφο. Δεν μπορούσε να καταλάβει από πού προερχόταν αυτή η ανάμνηση. Πώς γινόταν να το ξέρει; Ένα σωρό πληροφορίες είχαν χαθεί για πάντα από τη μνήμη του. Άλλες, πάλι, επέστρεφαν απροσδόκητα, κουβαλώντας μαζί τους και το δυσάρεστο ερώτημα της προέλευσής τους. Υπήρχε ένας τόπος μέσα του όπου βρίσκονταν διάφορα πράγματα, αλλά παρέμεναν κρυμμένα. Κάθε τόσο αναδίνονταν, θυμίζοντάς του και την ύπαρξη εκείνου του μέρους μέσα στην ομίχλη και το γεγονός ότι δεν θα το έβρισκε ποτέ. «Έχεις δίκιο», είπε ο Κλεμέντε. «Το μέγαρο έμεινε έτσι πολύ καιρό. Πέρασε στο πανεπιστημιακό ίδρυμα ως δωρεά πριν από καμιά δεκαριά χρόνια κι αυτοί το μετέτρεψαν σε διαμερίσματα». Ο Μάρκους γονάτισε στο πάτωμα. Το δάπεδο ήταν ξύλινο, από αλουστράριστες

43/1081

χοντρές σανίδες. Οι σανίδες ήταν ίσιες. Όχι, δεν είναι εδώ, σκέφτηκε. Χωρίς να αποθαρρυνθεί, πήγε προς το μπάνιο, ενώ ο Κλεμέντε τον ακολούθησε. Πήρε έναν από τους κουβάδες που ήταν στο ντουλάπι με τις σκούπες, τον έβαλε κάτω απ’ το ντους και τον γέμισε ως τη μέση. Μετά έκανε ένα βήμα πίσω. Ο Κλεμέντε στεκόταν πίσω απ’ την πλάτη του και συνέχιζε να μην καταλαβαίνει. Ο Μάρκους έγειρε τον κουβά και άφησε το νερό να χυθεί στα πλακάκια του δαπέδου. Μια λιμνούλα απλώθηκε κάτω από τα πόδια τους. Απέμειναν να την κοιτάζουν περιμένοντας. Έπειτα από λίγο το νερό άρχισε να χάνεται. Έμοιαζε με ταχυδακτυλουργικό κόλπο, σαν εκείνο με την κοπέλα που χάνεται από ένα σπίτι κλειδωμένο από μέσα. Μόνο που αυτή τη φορά υπήρχε μια εξήγηση. Το νερό περνούσε στο υπέδαφος.

44/1081

Ανάμεσα στα πλακάκια εμφανίστηκαν φυσαλίδες αέρα που σχημάτιζαν ένα τέλειο τετράγωνο. Κάθε του πλευρά ήταν περίπου ένα μέτρο. Ο Μάρκους έπεσε στα τέσσερα και ψηλάφησε τα πλακάκια με τα δάχτυλα για να βρει μια ρωγμή. Του φάνηκε ότι την εντόπισε. Σηκώθηκε αναζητώντας κάτι για να το χρήσιμοποιήσει σαν μοχλό. Από ένα ράφι πήρε ένα μεταλλικό ψαλιδάκι. Ήταν αρκετό για να ανασηκωθεί εκείνο το πλακόστρωτο τετράγωνο. Έχωσε τα δάχτυλά του στη χαραμάδα και, σηκώνοντάς το, αποκάλυψε μια πέτρινη καταπακτή. «Περίμενε, θα σε βοηθήσω», είπε ο Κλεμέντε. Έσυραν το σκέπασμα στο πλάι και αντίκρισαν μια παλιά πέτρινη σκάλα που κατέβαινε για κάνα δυο μέτρα στο υπέδαφος και συναντούσε ένα διάδρομο.

45/1081

«Ο εισβολέας πέρασε από δω», ανακοίνωσε ο Μάρκους. «Τουλάχιστον δύο φορές: όταν μπήκε και όταν βγήκε από δω με τη Λάρα». Μετά έβγαλε το μικρό φακό που είχε πάντα μαζί του, τον άναψε και τον έστρεψε προς το άνοιγμα. «Θες να κατέβεις εκεί κάτω;» Γύρισε προς τον Κλεμέντε: «Γιατί, έχω κι άλλη επιλογή;» Κρατώντας το φακό στο ένα χέρι, ο Μάρκους κατέβηκε την πέτρινη σκάλα. Φτάνοντας στο τέρμα της, συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν σε ένα τούνελ που περνούσε κάτω από το σπίτι και ανοιγόταν σε δύο αντίθετες κατευθύνσεις. Ένα πραγματικό υπόγειο πέρασμα. Δεν καταλάβαινε πού οδηγούσε. «Όλα καλά;» τον ρώτησε ο Κλεμέντε που είχε μείνει στο διαμέρισμα.

46/1081

«Ναι», απάντησε λακωνικά ο Μάρκους. Ίσως κατά το 18ο αιώνα η στοά να ήταν οδός διαφυγής σε περίπτωση κινδύνου. Δεν του έμενε παρά να πάρει μία από τις δύο κατευθύνσεις. Διάλεξε αυτήν απ’ όπου του φαινόταν ότι άκουγε μια υπόκωφη βοή από καταιγιστική βροχή. Διέσχισε τουλάχιστον πενήντα μέτρα, γλιστρώντας δυο φορές στο λασπωμένο έδαφος. Αρουραίοι περνούσαν δίπλα από τους αστραγάλους του, αγγίζοντάς τον με τα ζεστά, λεία κορμιά τους, προτού εξαφανιστούν βιαστικά στην ασφάλεια του σκοταδιού. Αναγνώρισε το βουητό του Τίβερη, που είχε γίνει πιο δυνατό μετά τις επίμονες βροχές των τελευταίων ημερών, και τη γλυκερή μυρωδιά του ποταμού, ίδια με ζώου που έχει βαλθεί να τρέχει ασυγκράτητο. Την ακολούθησε και λίγο αργότερα είδε μια βαριά σχάρα απ’ όπου έμπαινε το γκρίζο φως της μέρας. Από εκεί δεν μπορούσε να περάσει κανείς. Γύρισε πίσω για να πάρει την αντίθετη

47/1081

κατεύθυνση. Μόλις όμως ξεκίνησε, διέκρινε κάτι που γυάλιζε μες στη λάσπη του εδάφους. Έσκυψε και το μάζεψε: ήταν μια χρυσή αλυσιδίτσα μ’ ένα σταυρό. Θυμήθηκε ότι ήταν αυτή που φορούσε η Λάρα στο λαιμό στη φωτογραφία μαζί με τους γονείς της, που είχε στο κομοδίνο. Ήταν η απόδειξη ότι ο Μάρκους είχε δει σωστά τα πάντα. Ο Κλεμέντε είχε δίκιο. Αυτό ήταν το χάρισμά του. Ηλεκτρισμένος από την ανακάλυψή του, ο Μάρκους δεν είχε αντιληφθεί το φίλο του που στο μεταξύ είχε έρθει κοντά του. Ένιωσε την παρουσία του μόνον όταν βρέθηκε δίπλα του. Του έδειξε την αλυσιδίτσα. «Κοίτα...» Ο Κλεμέντε την πήρε στα χέρια του και την κοίταξε. «Η κοπέλα μπορεί να είναι ακόμα ζωντανή», είπε ο Μάρκους ενθουσιασμένος με την ανακάλυψή του. «Έχουμε ένα στοιχείο,

48/1081

μπορούμε να βρούμε ποιος ήταν». Μα διέκρινε ότι ο φίλος του δεν συμμεριζόταν τον ενθουσιασμό του. Ίσα-ίσα, φαινόταν αναστατωμένος. «Το ξέρουμε ήδη. Ήθελα μόνο μια επιβεβαίωση... Και δυστυχώς ήρθε». «Σε τι αναφέρεσαι;» «Στο ναρκωτικό μες στη ζάχαρη». Ο Μάρκους δεν μπορούσε να καταλάβει. «Λοιπόν, τι τρέχει;» Ο Κλεμέντε τον κοίταξε σοβαρός. «Ίσως ήρθε η ώρα να γνωρίσεις τον Τζερεμάια Σμιθ». 8:40 Το πρώτο πράγμα που είχε μάθει, η Σάντρα Βέγκα ήταν ότι τα σπίτια δεν λένε ποτέ ψέματα. Οι άνθρωποι, όταν μιλούν για τον εαυτό τους, μπορούν να φτιάξουν υπερδομές γύρω τους, τις οποίες καταλήγουν ακόμα και να

49/1081

πιστέψουν. Αλλά ο χώρος όπου επιλέγουν να ζήσουν εξιστορεί αναπόφευκτα τα πάντα γι’ αυτούς. Εξαιτίας της δουλειάς της, η Σάντρα είχε επισκεφτεί πολλά σπίτια. Κάθε φορά που ετοιμαζόταν να διασχίσει ένα κατώφλι, της φαινόταν ότι έπρεπε να ζητήσει την άδεια. Κι όμως, γι’ αυτό που έπρεπε να κάνει δεν χρειαζόταν καν να χτυπήσει το κουδούνι. Πολλά χρόνια προτού ξεκινήσει αυτή τη δουλειά, όταν ταξίδευε τις νύχτες με το τρένο, κοιτούσε τα φωτισμένα παράθυρα στα κτίρια και αναρωτιόταν τι συνέβαινε πίσω απ’ αυτά τα τζάμια· ποιες ζωές, ποιες ιστορίες ξετυλίγονταν. Κάθε τόσο κατάφερνε να ξεκλέψει μικρές, αθέλητες εικόνες. Μια γυναίκα που σιδέρωνε παρακολουθώντας τηλεόραση. Έναν άντρα σε μια πολυθρόνα, που έφτιαχνε δαχτυλίδια καπνού με το τσιγάρο του. Ένα παιδί σκαρφαλωμένο σε μια καρέκλα να ψάχνει μέσα σε ένα ντουλάπι.

50/1081

Σύντομα πλάνα μιας ταινίας στο παράθυρό της. Μετά το τρένο περνούσε. Κι όμως, εκείνες οι ζωές συνέχιζαν να κυλούν, ασυναίσθητα. Πάντα προσπαθούσε να φανταστεί ότι παρατείνει εκείνη την εξερεύνηση· ότι περπατάει αόρατη ανάμεσα στα πιο αγαπημένα αντικείμενα εκείνων των ανθρώπων· ότι τους παρατηρεί στις πιο κοινότοπες ασχολίες τους, σαν να ήταν ψάρια σε ενυδρείο. Και σε όλα τα σπίτια όπου είχε μείνει η Σάντρα πάντα συνήθιζε να ρωτάει τι συνέβη μέσα σ’ εκείνους τους τοίχους προτού μπει η ίδια. Ποιες χαρές, τσακωμοί, στενοχώριες είχαν κάνει τον κύκλο τους χωρίς να αφήσουν απόηχο. Μερικές φορές σκεφτόταν τα δράματα ή τις φρικαλεότητες που φυλάγονταν κρυφές μέσα σ’ εκείνους τους χώρους. Ευτυχώς, τα σπίτια λησμονούν γρήγορα. Οι ένοικοι αλλάζουν και όλα αρχίζουν από την αρχή.

51/1081

Όσοι φεύγουν αφήνουν πότε-πότε ίχνη από το πέρασμά τους. Ένα κραγιόν ξεχασμένο στο ντουλαπάκι του μπάνιου. Ένα παλιό περιοδικό σ’ ένα ράφι. Ένα ζευγάρι παπούτσια σ’ ένα ντουλάπι. Ένα φύλλο χαρτί με το τηλέφωνο μιας γραμμής βοήθειας για θύματα βιασμού, κρυμμένο στο βάθος ενός συρταριού. Μέσα απ’ αυτά τα μικρά ίχνη είναι δυνατόν σε μερικές περιπτώσεις να αναπλάσεις εκ των υστέρων την ιστορία του καθενός. Ποτέ δεν φανταζόταν ότι αυτή η αναζήτηση των λεπτομερειών θα γινόταν το επάγγελμά της. Υπήρχε πάντως μια διαφορά: όταν κατέφτανε, οι χώροι είχαν χάσει πια για πάντα την αθωότητά τους. Η Σάντρα είχε μπει στην αστυνομία με διαγωνισμό, είχε κάνει τη βασική εκπαίδευση, είχε υπηρεσιακό όπλο και ήξερε να το χρησιμοποιεί καλά. Ωστόσο η στολή της ήταν η άσπρη ποδιά της Σήμανσης. Έπειτα από ένα

52/1081

σεμινάριο εξειδίκευσης είχε ζητήσει να ενταχθεί στην ομάδα των φωτογράφων. Έφτανε στη σκηνή του εγκλήματος με τις φωτογραφικές μηχανές της, με μοναδικό σκοπό να σταματήσει το χρόνο. Όλα πάγωναν στη λάμψη των φλας. Η στιγμή που οριζόταν από το φακό δεν θα άλλαζε πια σε τίποτα. Το δεύτερο πράγμα που είχε μάθει η Σάντρα Βέγκα ήταν ότι και τα σπίτια πεθαίνουν, όπως και οι άνθρωποι. Και η μοίρα της ήταν να παρακολουθεί τις τελευταίες στιγμές της ζωής τους, όταν οι ένοικοί τους δεν θα πατούσαν πια το πόδι τους εκεί. Σημάδια αυτού του αργού θανάτου ήταν τα άστρωτα κρεβάτια, τα πιάτα στο νεροχύτη, μια κάλτσα παρατημένη στο πάτωμα. Λες και οι ένοικοι είχαν φύγει, αφήνοντας τα πάντα άνω κάτω, προκειμένου να γλιτώσουν από το ξαφνικό τέλος του κόσμου. Όταν, στην πραγματικότητα, το τέλος του κόσμου είχε επέλθει μέσα σ’ εκείνους τους τοίχους.

53/1081

Έτσι, μόλις η Σάντρα πέρασε το κατώφλι του διαμερίσματος στον πέμπτο όροφο μιας λαϊκής πολυκατοικίας στην περιφέρεια του Μιλάνου, κατάλαβε ότι αυτό που την περίμενε ήταν μια σκηνή εγκλήματος που δύσκολα θα μπορούσε να ξεχάσει. Το πρώτο που είδε ήταν το στολισμένο δέντρο, αν και τα Χριστούγεννα αργούσαν πολύ ακόμη. Ενστικτωδώς κατάλαβε το λόγο. Και η δική της αδελφή, όταν ήταν πέντε χρονών, είχε εμποδίσει τους γονείς τους να ξεστολίσουν, όταν πέρασαν οι γιορτές. Έκλαιγε και έσκουζε ένα ολόκληρο απόγευμα και στο τέλος οι γονείς τους υποχώρησαν, ελπίζοντας ότι θα της περνούσε. 'Ομως το πλαστικό έλατο με τα φωτάκια και τις πολύχρωμες μπάλες έμεινε στη γωνιά του για όλο το καλοκαίρι και το επόμενο φθινόπωρο. Και γι’ αυτό η Σάντρα ένιωσε μεμιάς το στομάχι της να σφίγγεται. Τώρα ήξερε: στο σπίτι εκείνο υπήρχε ένα παιδί.

54/1081

Μπορούσε να νιώσει την παρουσία του στον αέρα. Γιατί το τρίτο πράγμα που είχε μάθει ήταν ότι τα σπίτια έχουν μια μυρωδιά. Ανήκει σε αυτούς που ζουν εκεί και είναι πάντα διαφορετική, μοναδική. Όταν αλλάζουν οι ένοικοι, η μυρωδιά χάνεται για να παραχωρήσει τη θέση της σε μια καινούργια. Δημιουργείται με τον καιρό, ενσωματώνοντας άλλα αρώματα, χημικά ή φυσικά -μαλακτικό και καφέ, σχολικά βιβλία και φυτά εσωτερικού χώρου, καθαριστικό για τα πατώματα και λαχανόσουπα- και γίνεται η μυρωδιά της οικογένειας, των ανθρώπων που την αποτελούν, την κουβαλούν πάνω τους και δεν τη νιώθουν καν. Και τώρα μόνον εκείνη η οσμή έκανε το διαμέρισμα που ειχε μπροστά της να ξεχωρίζει από τις κατοικίες άλλων οικογενειών με μόνο ένα εισόδημα. Τρία δωμάτια και κουζίνα. Τα έπιπλα αγορασμένα σε διαφορετικές εποχές, ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες. Οι

55/1081

φωτογραφίες στις κορνίζες έδειχναν κυρίως καλοκαιρινές διακοπές, τις μόνες που μπορούσαν να επιτρέψουν στον εαυτό τους. Μια κουβερτούλα στον καναπέ μπροστά από την τηλεόραση· εκεί κατέφευγαν κάθε βράδυ, χαζεύοντας τις εκπομπές στριμωγμένοι ο ένας δίπλα στον άλλον, μέχρι που τους έπαιρνε ο ύπνος. Η Σάντρα τακτοποιούσε στο μυαλό της αυτές τις εικόνες. Τίποτα δεν προμήνυε τι θα επακολουθούσε. Κάτι τέτοιο δεν θα περνούσε από το μυαλό κανενός. Οι αστυνομικοί τριγυρνούσαν στα δωμάτια σαν απρόσκλητοι επισκέπτες, παραβιάζοντας κάθε ιδιωτικότητα με την παρουσία τους και μόνο. Μα εκείνη είχε πάψει από καιρό να νιώθει σαν εισβολέας. Σε σκηνές εγκλήματος σαν αυτήν κανείς δεν μιλούσε. Ακόμα και η φρίκη είχε τους κώδικές της. Στη χορογραφία της σιωπής τα λόγια ήταν

56/1081

περιττά, γιατί ο καθένας ήξερε τι ακριβώς να κάνει. Μα υπήρχαν πάντα και οι εξαιρέσεις. Μία απ’ αυτές ήταν ο Φάμπιο Σέρτζι, που πράγματι ακουγόταν να μουρμουρίζει σε κάποιο σημείο του διαμερίσματος. «Γαμώ το, δεν είναι δυνατόν!» Η Σάντρα ακολούθησε τη φωνή του: ερχόταν από ένα στενόχωρο και χωρίς παράθυρα μπάνιο. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε, ενώ άφηνε στο δάπεδο του διαδρόμου τις δύο τσάντες με τον εξοπλισμό της και φορούσε τα πλαστικά καλύμματα των παπουτσιών. «Ωραία μέρα σήμερα», της απάντησε σαρκαστικά χωρίς να την κοιτάξει. Είχε βαλθεί να κοπανάει μια φορητή σόμπα υγραερίου. «Τούτο το καταραμένο δεν δουλεύει!» «Μπας και θες να μας τινάξεις όλους στον αέρα;»

57/1081

Ο Σέρτζι τής έριξε μια άγρια ματιά. Η Σάντρα δεν είπε τίποτε άλλο, ο συνάδελφός της ήταν πολύ εκνευρισμένος. Χαμήλωσε το βλέμμα της στο πτώμα του άνδρα που βρισκόταν πεσμένο ανάμεσα στην πόρτα και τη λεκάνη. Ήταν ξαπλωμένος μπρούμυτα, εντελώς γυμνός. Σαράντα χρονών, σκέφτηκε. Βάρος καμιά ενενηνταριά κιλά, ύψος ένα κι ογδόντα. Το κεφάλι ήταν γερμένο με αφύσικο τρόπο, ο κρανιακός θόλος είχε μια λοξή ρωγμή. Το αίμα είχε σχηματίσει μια σκούρα λίμνη πάνω στα ασπρόμαυρα πλακάκια. Στα χέρια του έσφιγγε ένα πιστόλι. Δίπλα στο πτώμα ήταν ένα κομμάτι από πορσελάνη που αντιστοιχούσε στην αριστερή γωνία του νιπτήρα, ο οποίος προφανώς έσπασε όταν το σώμα του άντρα χτύπησε πάνω του. «Σε τι σου χρησιμεύει η σόμπα;» ρώτησε η Σάντρα.

58/1081

«Πρέπει να αναπαραστήσω τη σκηνή. Ο τύπος έκανε ντους και την είχε φέρει μαζί του για να ζεστάνει το μπάνιο. Σε λίγο θα ανοίξω και το νερό, γι’ αυτό βιάσου να τακτοποιήσεις τα πράγματά σου», απάντησε απότομα. Η Σάντρα κατάλαβε τι είχε κατά νου ο Σέρτζι: ο ατμός θα έκανε ορατά τα αποτυπώματα από πατημασιές στο δάπεδο. Έτσι θα μπορούσαν να αναπαραστήσουν τη δυναμική των μετακινήσεων του θύματος μες στο δωμάτιο. «Χρειάζομαι ένα κατσαβίδι», αποφάνθηκε ο τεχνικός εκτός εαυτού. «Γυρίζω αμέσως. Κι εσύ κοίτα να περπατάς κολλητά στους τοίχους». Η Σάντρα δεν απάντησε, είχε συνηθίσει σε τέτοιου είδους παρατηρήσεις: οι ειδικοί των αποτυπωμάτων πίστευαν ότι ήταν οι μόνοι που μπορούσαν να διαφυλάξουν μια σκηνή εγκλήματος. Κι έπειτα, συντελούσε το γεγονός ότι ήταν μια γυναίκα είκοσι εννιά χρονών που

59/1081

λειτουργούσε σε ένα χώρο κυρίως ανδρικό: παρόμοιες πατερναλιστικές συμπεριφορές από την πλευρά των συναδέλφων της συχνά έκρυβαν μια σεξιστική προκατάληψη. Με τον Σέρτζι ήταν ακόμα χειρότερα, δεν κόλλησαν ποτέ και δεν της άρεσε να δουλεύει μαζί του. Όταν ο συνάδελφός της απομακρύνθηκε, η Σάντρα το εκμεταλλεύτηκε για να βγάλει από τις τσάντες της τη Reflex και το τρίποδο. Έβαλε τα σφουγγαράκια στα πόδια του, έτσι ώστε να μην αφήσει αποτυπώματα, μετά έστησε τη φωτογραφική μηχανή με το φακό στραμμένο ψηλά. Αφού τον σκούπισε με μια γάζα βρεγμένη με αμμωνία, ώστε να μη θολώσει από τους υδρατμούς, τη συνέδεσε με μια συσκευή Single Shot που θα της έδινε τη δυνατότητα πανοραμικής λήψης 360°. Από το γενικό στο ειδικό, αυτός ήταν ο κανόνας. Η μηχανή θα κατέγραφε όλο το σκηνικό του γεγονότος με μια σειρά αυτόματες λήψεις και

60/1081

μετά θα ολοκλήρωνε η ίδια την αναπαράσταση των συμβάντων, τραβώντας με το χέρι φωτογραφίες όλο και πιο λεπτομερείς, σημαδεύοντας τα ευρήματα με αριθμημένες ταμπέλες στάνταρ διαστάσεων, για να καταδείξει τη χρονολογική πορεία και να δώσει την αίσθηση των αναλογιών στον παρατηρητή. Η Σάντρα είχε μόλις τοποθετήσει τη Reflex στο κέντρο του χώρου, όταν είδε μια λεκανίτσα με δυο μικρές χελώνες τοποθετημένη σ’ ένα ράφι. Σφίχτηκε η καρδιά της. Σκέφτηκε το μέλος αυτής της οικογένειας που ασχολιόταν μαζί τους, που τους έδινε την τροφή από ένα κουτί εκεί δίπλα, που άλλαζε κάθε τόσο το λιγοστό νερό στο οποίο ήταν βυθισμένες, που ομόρφαινε το περιβάλλον τους με χαλικάκια κι έναν πλαστικό φοίνικα. Δεν ήταν ενήλικας, σκέφτηκε. Εκείνη τη στιγμή επέστρεψε ο Σέρτζι με το κατσαβίδι και ξανάρχισε να παλεύει με τη

61/1081

φορητή σόμπα. Έπειτα από λίγο κατάφερε να την κάνει να πάρει μπροστά. «Το ήξερα ότι στο τέλος θα νικούσα εγώ», θριαμβολόγησε. Το δωμάτιο ήταν μικρό και το πτώμα έπιανε σχεδόν όλο το χώρο. Μετά βίας χωρούσαν και οι τρεις. Θα ήταν δύσκολο να δουλέψει μ’ αυτές τις συνθήκες, σκέφτηκε η Σάντρα. «Πώς θα κινηθούμε;» «Εγώ θα ξεκινήσω εδώ μέσα με τη σάουνα», είπε ο Σέρτζι ανοίγοντας στο φουλ το ζεστό νερό του ντους. Και με σκοπό να την ξεφορτωθεί προς το παρόν, συμπλήρωσε: «Εσύ μπορείς ν’ αρχίσεις από την κουζίνα. Έχουμε ένα "αντίγραφο"...» Οι σκηνές του εγκλήματος χαρακτηρίζονται κύριες ή δευτερεύουσες, για να διακριθούν αυτές στις οποίες έγινε η εγκληματική πράξη απ’ αυτές που, αντίθετα, συνδέονται μαζί της, όπως ο τόπος της απόκρυψης ενός πτώματος ή

62/1081

ο τόπος όπου βρέθηκε το όπλο του εγκλήματος. Όταν η Σάντρα άκουσε ότι στο σπίτι υπήρχε ένα «αντίγραφο», κατάλαβε αμέσως ότι ο Σέρτζι αναφερόταν σε μια δεύτερη κύρια σκηνή. Κι αυτό δεν μπορούσε παρά να σημαίνει μόνον ένα πράγμα: κι άλλα θύματα. Η σκέψη της τότε έτρεξε ξανά στις χελώνες και στο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Έμεινε ακίνητη στο κατώφλι της κουζίνας. Για να διατηρήσει τον έλεγχο σ' αυτές τις καταστάσεις, ήταν απαραίτητο να ακολουθεί κατά γράμμα το εγχειρίδιο των φωτογράφων μικρές εντολές που θα έβαζαν σε τάξη το χάος. Τουλάχιστον αυτή η ψευδαίσθηση της χρησίμευε. Την έπειθε. Ο Σίμπα, το λιονταράκι, της έκλεισε το μάτι προτού αρχίσει να τραγουδάει μαζί με τους άλλους κατοίκους της ζούγκλας. Της ήρθε να κλείσει την τηλεόραση. Μα δεν μπορούσε.

63/1081

Αποφάσισε να μη δώσει σημασία και τακτοποίησε στη ζώνη της το κασετόφωνο στο οποίο θα περιέγραφε προφορικά την όλη διαδικασία. Τράβηξε πίσω τα μακριά καστανά μαλλιά της και τα έδεσε με ένα λαστιχάκι που είχε πάντα περασμένο στον καρπό της. Έπειτα πέρασε στο κεφάλι της το μικρόφωνο, για να έχει ελεύθερα τα χέρια με τα οποία θα χειριζόταν τη δεύτερη Reflex που έβγαλε από την τσάντα. Κοίταξε μέσα από το φακό της. Η φωτογραφική μηχανή τής επέτρεπε να βάλει μια απόσταση ασφαλείας ανάμεσα στον εαυτό της και σε αυτό που βρισκόταν μπροστά της. Η φωτογράφιση γινόταν, σύμφωνα με τους κανόνες, από τα δεξιά προς τα αριστερά και από κάτω προς τα πάνω. Έριξε μια ματιά στο ρολόι της και ξεκίνησε την ηχογράφηση. Στην αρχή κατέγραψε τα γενικά στοιχεία, τον τόπο, την ημερομηνία και την ώρα έναρξης της διαδικασίας. Άρχισε να

64/1081

τραβάει φωτογραφίες, περιγράφοντας ταυτόχρονα αυτό που έβλεπε. «Το τραπέζι είναι τοποθετημένο στο κέντρο του δωματίου. Είναι στρωμένο για το πρωινό. Μία από τις καρέκλες είναι πεσμένη στο πάτωμα και δίπλα της βρίσκεται το πρώτο πτώμα: γυναίκα, ηλικία ανάμεσα στα τριάντα και τα σαράντα». Φορούσε μια ανοιχτόχρωμη νυχτικιά που είχε ανεβεί ως τους γοφούς της, αφήνοντας τα πόδια και την ήβη της ξεδιάντροπα εκτεθειμένα. Τα μαλλιά της ήταν μαζεμένα πίσω με ένα κοκαλάκι που είχε σχήμα λουλουδιού. Είχε χάσει τη μία παντόφλα της. «Πολυάριθμα τραύματα από πυροβόλο όπλο. Στο ένα της χέρι σφίγγει ένα κομμάτι χαρτί». Έφτιαχνε τη λίστα με τα ψώνια. Το στιλό ήταν ακόμα πάνω στο τραπέζι. «Από τη στάση του πτώματος φαίνεται ότι το θύμα είχε στραφεί προς την πόρτα: θα

65/1081

πρέπει να είδε το δολοφόνο να έρχεται και να δοκίμασε να τον σταματήσει. Σηκώθηκε από το τραπέζι, αλλά μόλις που πρόλαβε να κάνει ένα βήμα». Οι ριπές της Reflex μετρούσαν έναν καινούργιο, διαφορετικό χρόνο. Η Σάντρα συγκεντρώθηκε σ’ εκείνο τον ήχο σαν μουσικός που αφήνεται να οδηγηθεί από το μετρονόμο. Και, στο μεταξύ, αφομοίωνε κάθε λεπτομέρεια της σκηνής, σιγά-σιγά, καθώς αποτυπωνόταν στην ψηφιακή μνήμη της μηχανής και στη δική της. «Δεύτερο πτώμα: αγόρι, ηλικία ανάμεσα στα δέκα και τα δώδεκα χρόνια. Κάθεται με την πλάτη γυρισμένη προς την πόρτα». Δεν είχε αντιληφθεί τι συνέβαινε. Ωστόσο η Σάντρα σκεφτόταν ότι η ιδέα ενός ασυναίσθητου θανάτου είναι ανακούφιση μόνο για τους ζωντανούς. «Φοράει γαλάζια πιτζάμα. Είναι πεσμένος πάνω στο τραπέζι, με το πρόσωπο βουτηγμένο

66/1081

σ’ ένα μπολ με κορνφλέικς. Το πτώμα φέρει βαθύ τραύμα από πυροβόλο όπλο στον αυχένα». Για τη Σάντρα ο θάνατος σ’ εκείνη τη σκηνή δεν καταδεικνυόταν από τα δύο σακατεμένα από τις σφαίρες πτώματα. Δεν υπήρχε στο αίμα που είχε πιτσιλίσει τα πάντα ή που στέγνωνε αργά στα πόδια τους. Δεν ήταν στα γυάλινα μάτια τους που συνέχιζαν να κοιτάζουν χωρίς να βλέπουν, ή στη μισοτελειωμένη κίνηση με την οποία έφυγαν απ’ τον κόσμο. Ήταν αλλού. Η Σάντρα είχε μάθει ότι το βασικό ταλέντο του θανάτου ήταν να μπορεί να κρύβεται στις λεπτομέρειες. Εκεί πήγαινε να τον ξετρυπώσει με τη φωτογραφική μηχανή της. Στον καφέ που είχε χυθεί στο μάτι, ξεχειλίζοντας από την παλιά καφετιέρα, η οποία συνέχισε να βράζει ώσπου κάποιος την έσβησε έπειτα από την αποκάλυψη της φρίκης. Στο μουρμουρητό του ψυγείου, που εξακολουθούσε απτόητο να

67/1081

διατηρεί στα σπλάχνα του τη φρεσκάδα των τροφίμων. Στην αναμμένη τηλεόραση που μετέδιδε χαρούμενα κινούμενα σχέδια. Μετά τη σφαγή η τεχνητή ζωή συνέχιζε αδιάφορη κι ανώφελη. Ο θάνατος κρυβόταν σε αυτήν ακριβώς την απάτη. «Ωραίος τρόπος να ξεκινάς τη μέρα σου, ε;» Η Σάντρα γύρισε, σβήνοντας το κασετόφωνο. Ο επιθεωρητής Ντε Μικέλις στεκόταν στο κατώφλι με τα μπράτσα σταυρωμένα κι ένα σβηστό τσιγάρο κρεμασμένο στα χείλη. «Ο άντρας που είδες στο μπάνιο δούλευε φρουρός σε μια εταιρία θωρακισμένων οχημάτων για χρηματαποστολές. Το πιστόλι ήταν νόμιμα στην κατοχή του. Ζούσαν με ένα μισθό, πλήρωναν στεγαστικό, τις δόσεις του αυτοκινήτου, ζορίζονταν να βγάλουν το μήνα. Αλλά ποιος δεν ζορίζεται;» «Γιατί το έκανε;»

68/1081

«Μιλάμε με τους γείτονες. Το αντρόγυνο καβγάδιζε συχνά, μα όχι τόσο πολύ ώστε να αναγκαστεί κάποιος να φωνάξει την αστυνομία». «Ώστε υπήρχε ένταση στην οικογένεια». «Έτσι φαίνεται. Εκείνος ασχολούνταν με το ταιλανδέζικο μποξ, ήταν τοπικός πρωταθλητής, μα είχε σταματήσει όταν αποκλείστηκε για χρήση αναβολικών». «Τη χτυπούσε;» «Αυτό θα μας το πει ο ιατροδικαστής. Πάντως ήταν πολύ ζηλιάρης». Η Σάντρα κοίταξε την πεσμένη στο πάτωμα γυναίκα, μισόγυμνη από τη μέση και κάτω. Δεν μπορείς να ζηλεύεις ένα πτώμα, σκέφτηκε. Όχι πια. «Πιστεύετε ότι είχε κάποιον άλλον;» «Ίσως, ποιος ξέρει...» Ο Ντε Μικέλις ανασήκωσε τους ώμους κι έπειτα άλλαξε θέμα: «Σε ποιο στάδιο βρίσκεστε στο μπάνιο;»

69/1081

«Έβαλα την πρώτη Reflex, παίρνει ήδη τις πανοραμικές. Περιμένω να τελειώσει ή να με φωνάξει ο Σέρτζι». «Τα πράγματα δεν έγιναν όπως φαίνονται...» Η Σάντρα κοίταξε τον Ντε Μικέλις. «Τι σημαίνει αυτό;» «Ο άντρας δεν αυτοπυροβολήθηκε. Μετρήσαμε τους κάλυκες: βρίσκονται όλοι στην κουζίνα». «Ε, τότε τι συνέβη;» Ο Ντε Μικέλις έκανε ένα βήμα μέσα στο δωμάτιο, βγάζοντας το τσιγάρο από τα χείλη του. «Έκανε ντους. Βγήκε γυμνός από το μπάνιο, πήρε το πιστόλι που ήταν στην είσοδο, χωμένο στη θήκη δίπλα στη στολή του, και μπαίνοντας στην κουζίνα, εκεί περίπου που στέκεσαι εσύ τώρα, πυροβόλησε το γιο του. Ένας πυροβολισμός στον αυχένα, εξ επαφής». Μιμήθηκε την κίνησή του. «Μετά άδειασε το

70/1081

όπλο στη γυναίκα του. Όλα τέλειωσαν μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Και όταν γύρισε στο μπάνιο, το πάτωμα ήταν μουσκεμένο ακόμα. Γλίστρησε και, πέφτοντας, χτύπησε το κεφάλι του πάνω στο νιπτήρα τόσο δυνατά, που τον έσπασε. Ο θάνατος ήταν ακαριαίος». Ο επιθεωρητής συμπλήρωσε σαρκαστικά: «Μερικές φορές ο Θεός είναι μεγαλειώδης όταν εκδικείται». Ο Θεός δεν έχει καμία σχέση, σκέφτηκε η Σάντρα παρατηρώντας το παιδί. Και σήμερα το πρωί είχε κάπου αλλού στραμμένο το βλέμμα Του. «Στις εφτά και είκοσι είχαν τελειώσει όλα». Γύρισε στο μπάνιο νιώθοντας μια τεράστια δυσφορία. Τα τελευταία λόγια του Ντε Μικέλις την είχαν ταράξει περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε. Ανοίγοντας την πόρτα, την τύλιξαν οι υδρατμοί που είχαν πλημμυρίσει το δωμάτιο. Ο Σέρτζι είχε ήδη κλείσει το νερό του ντους και

71/1081

ήταν γονατισμένος μπροστά στο βαλιτσάκι με τα αντιδραστήρια. «Τα μύρτιλλα, το πρόβλημα είναι πάντα τα μύρτιλλα...» Η Σάντρα δεν κατάλαβε τι εννοούσε ο τεχνικός. Ωστόσο φαινόταν πολύ απορροφημένος κι εκείνη αποφάσισε να μην επιμείνει, φοβούμενη την αντίδρασή του. Έλεγξε αν η Reflex είχε τραβήξει τις πανοραμικές και μετά την έβγαλε από το τρίποδο. Προτού βγει, γύρισε και πάλι προς το συνάδελφό της: «Αντικαθιστώ την κάρτα μνήμης και αρχίζουμε με τις λεπτομέρειες». Κοίταξε γύρω της. «Δεν υπάρχουν παράθυρα και το τεχνητό φως δεν μου φαίνεται αρκετό, οπότε χρειαζόμαστε κάνα δυο προβολείς χαμηλής εκπομπής, τι λες;» Ο Σέρτζι ύψωσε το βλέμμα πάνω της. «Λέω ότι μερικές φορές μου έρχεται να πάω να γαμηθώ σαν πουτανίτσα με κάναν νταγλαρά

72/1081

με μοτοσικλέτα. Αυτό μου χρειάζεται, μάλιστα». Η χυδαιότητα του Σέρτζι την ξάφνιασε. Μπορεί να ήταν καλαμπούρι, αλλά δεν το καταλάβαινε. Όμως ο τρόπος που την κοιτούσε δεν έδειχνε ότι περίμενε να γελάσει. Μετά, σαν να μην έτρεχε τίποτα, ο τεχνικός ξανάρχισε να ασχολείται με τα αντιδραστήριά του και η Σάντρα βγήκε στο διάδρομο. Προσπάθησε να διώξει από το μυαλό της τις παλαβομάρες του συναδέλφου της και άρχισε να ελέγχει τις φωτογραφίες στην οθόνη της Reflex. Οι πανοραμικές λήψεις 360° του μπάνιου είχαν βγει αρκετά καλές. Η μηχανή είχε τραβήξει έξι, ανά διαστήματα τριών λεπτών. Οι υδρατμοί είχαν φέρει στην επιφάνεια τα αποτυπώματα των γυμνών ποδιών του δολοφόνου, αλλά ήταν πολύ μπερδεμένα. Στην αρχή σκέφτηκε ότι μέσα σε εκείνο το χώρο είχε γίνει ένας καβγάς ανάμεσα στο αντρόγυνο, που στη συνέχεια

73/1081

κατέληξε στη σφαγή. Αλλά τότε θα πρέπει να υπήρχαν και πατημασιές από τις παντόφλες της γυναίκας. Παραβίαζε έναν από τους κανόνες του εγχειριδίου. Προσπαθούσε να βρει δικαιολογία. Όσο παράλογη κι αν ήταν η σφαγή, η Σάντρα έπρεπε να αναπαραστήσει τα γεγονότα με αντικειμενικό τρόπο. Δεν είχε σημασία που δεν κατάφερνε να διακρίνει το λόγο, το καθήκον της ήταν να παραμείνει αμερόληπτη. Τους τελευταίους πέντε μήνες όμως δυσκολευόταν. Από το γενικό στο ειδικό, η Σάντρα άρχισε να κάνει ζουμ στις λεπτομέρειες αναζητώντας κάποιο νόημα. Στην οθόνη: το ξυραφάκι ακουμπισμένο στο ράφι κάτω απ’ τον καθρέφτη· το αφρόλουτρο με το Γουίνι το Αρκουδάκι· το καλσόν που ήταν απλωμένο να στεγνώσει. Καθημερινές κινήσεις, μικρές συνήθειες μιας οικογένειας

74/1081

όπως όλες. Αθώα αντικείμενα που είχαν γίνει μάρτυρες ενός τρομερού γεγονότος. Δεν είναι βουβά, σκέφτηκε. Τα αντικείμενα μιας μιλούν μέσα από τη σιωπή, αρκεί να ξέρεις να τ’ ακούσεις. Ενώ οι εικόνες περνούσαν γρήγορα, η Σάντρα συνέχιζε να αναρωτιέται τι ήταν αυτό που εξαπέλυσε μια τέτοια βία. Η προηγούμενη δυσφορία της μετατράπηκε σε πραγματική αδιαθεσία, ένιωθε να την πιάνει μια παράξενη ημικρανία. Τα μάτια της θόλωσαν για μια στιγμή. Ήθελε να καταλάβει. Πώς προκλήθηκε αυτή η μικρή οικιακή Αποκάλυψη; Η οικογένεια ξυπνά λίγο πριν από τις εφτά. Η γυναίκα σηκώνεται και πάει να ετοιμάσει πρωινό για το παιδί. Ο άντρας θα χρησιμοποιήσει πρώτος το μπάνιο, πρέπει να συνοδεύσει το μικρό στο σχολείο και μετά να πάει στη δουλειά. Κάνει κρύο, παίρνει μαζί του τη σόμπα υγραερίου.

75/1081

Τι συνέβη όσο έκανε ντους; Το νερό που τρέχει, η οργή που ξεχειλίζει. Μπορεί να έμεινε ξύπνιος όλη νύχτα, σκέφτηκε η Σάντρα. Κάτι τον παίδευε. Μια σκέψη, μια έμμονη ιδέα. Ζήλια; Η ανακάλυψη ενός εραστή της γυναίκας; Καβγάδιζαν συχνά, είχε πει ο Ντε Μικέλις. Μα εκείνο το πρωί δεν είχαν τσακωθεί. Γιατί; Ο άντρας βγαίνει από το ντους, παίρνει το πιστόλι του και πάει στην κουζίνα. Καμία κουβέντα πριν από τους πυροβολισμούς. Τι λασκάρισε μες στο μυαλό του; Μια αβάσταχτη αίσθηση αγωνίας, άγχος, πανικός: τα συνηθισμένα συμπτώματα που προηγούνται μιας κρίσης. Στην οθόνη: τρία μπουρνούζια κρεμασμένα το ένα δίπλα στ’ άλλο. Από το πιο μεγάλο στο πιο μικρό. Κοντά-κοντά. Σε ένα ποτήρι, μια οικογένεια από τρεις οδοντόβουρτσες. Η Σάντρα αναζητούσε τη ρωγμή στο ειδυλλιακό

76/1081

κάδρο. Τη λεπτή χαραμάδα απ’ όπου ξεκίνησε η κατάρρευση. Στις εφτά και είκοσι όλα είχαν τελειώσει, είχε πει ο επιθεωρητής. Εκείνη την ώρα οι γείτονες ακούν τους πυροβολισμούς και ειδοποιούν την αστυνομία. Το ντους που διαρκεί το πολύ ένα τέταρτο· ένα τέταρτο για να κριθούν τα πάντα. Στην οθόνη: η λεκανίτσα με τα δυο χελωνάκια. Το κουτί με την τροφή τους. Ο πλαστικός φοίνικας. Τα βοτσαλάκια. Τα χελωνάκια, επαναλαμβάνει μέσα της. Η Σάντρα έλεγξε όλες τις πανοραμικές λήψεις, ζουμάροντας κάθε φορά σ’ εκείνη τη λεπτομέρεια. Μια φωτογραφία καθε τρία λεπτά, σύνολο έξι φωτογραφίες: ο Σέρτζι είχε ανοίξει στο φουλ το ζεστό νερό, ο χώρος είχε γεμίσει υδρατμούς... κι ομως τα χελωνάκια δεν είχαν κουνηθεί. Τα αντικείμενα μιλούν. Ο θάνατος είναι στις λεπτομέρειες.

77/1081

Η όραση της Σάντρα θόλωσε και πάλι, για μια στιγμή φοβήθηκε ότι θα λιποθυμούσε. Είδε τον Ντε Μικέλις να πλησιάζει. «Δεν νιώθεις καλά;» Εκείνη τη στιγμή η Σάντρα κατάλαβε τα πάντα. «Η σόμπα υγραερίου» είπε. «Τι;» Ο Ντε Μικέλις δεν καταλάβαινε. Όμως εκείνη δεν είχε χρόνο να του εξηγήσει. «Ο Σέρτζι... πρέπει να τον βγάλουμε αμέσως από δω». Κάτω από την πολυκατοικία ήταν σταματημένο ένα όχημα της πυροσβεστικής κι ένα ασθενοφόρο για να πάρει τον Σέρτζι. Ο τεχνικός της Σήμανσης είχε χάσει τις αισθήσεις του όταν μπήκαν στο μπάνιο. Ευτυχώς είχαν προλάβει. Στο πεζοδρόμιο μπροστά από το κτίριο η Σάντρα έδειξε στον Ντε Μικέλις την εικόνα της λεκανίτσας με τα νεκρά χελωνάκια, προσπαθώντας να ανασυστήσει την αλληλουχία των γεγονότων.

78/1081

«Όταν φτάσαμε, ο Σέρτζι προσπαθούσε να ανάψει τη σόμπα». «Ο βλάκας παραλίγο να τα τινάξει. Δεν υπήρχαν παράθυρα, οι πυροσβέστες είπαν ότι το μπάνιο ήταν γεμάτο μονοξείδιο του άνθρακα». «Ο Σέρτζι απλώς προσπαθούσε να ανασυνθέσει την κατάσταση του χώρου. Σκέψου: το ίδιο συνέβη και σήμερα το πρωί, την ώρα που ο άντρας έκανε ντους». Ο Ντε Μικέλις ζάρωσε το κούτελό του. «Συγγνώμη, αλλά δεν καταλαβαίνω». «Το μονοξείδιο του άνθρακα είναι ένα από τα αέρια καύσης. Είναι άοσμο, άχρωμο και άγευστο». «Ξέρω τι είναι... αλλά ρίχνει και με πιστόλι;» την ειρωνεύτηκε ο επιθεωρητής. «Ξέρεις τι συμπτώματα έχει η δηλητηρίαση από μονοξείδιο του άνθρακα; Πονοκέφαλο, ιλίγγους και, σε μερικές περιπτώσεις, παραισθήσεις και παράνοια... Μετά την

79/1081

έκθεσή του στο αέριο που υπήρχε στο μπάνιο, ο Σέρτζι παραληρούσε. Μου μίλησε για μύρτιλλα, έλεγε προστυχιές». Ο Ντε Μικέλις έκανε μια παράξενη γκριμάτσα· αυτή η ιστορία δεν του άρεσε. «Άκου, Σάντρα, ξέρω πού θέλεις να καταλήξεις με το συλλογισμό σου, αλλά δεν στέκει». «Κι ο πατέρας ήταν κλεισμένος στο μπάνιο προτού αρχίσει να πυροβολεί». «Δεν αποδεικνύεται». «Κι όμως, είναι μια εξήγηση! Τουλάχιστον δέξου ότι μπορεί να έγινε έτσι: ο άνθρωπος εισέπνευσε το μονοξείδιο κι έπαθε σύγχυση, παραισθήσεις, παράνοια. Δεν λιποθυμάει αμέσως, όπως συνέβη στον Σέρτζι, αλλά βγαίνει από το μπάνιο, παίρνει το πιστόλι και πυροβολεί γυναίκα και παιδί. Μετά γυρνάει στο μπάνιο και μόνον τότε η έλλειψη οξυγόνου τον κάνει να χάσει τις αισθήσεις του, οπότε πέφτει και σπάει το κεφάλι του».

80/1081

Ο Ντε Μικέλις σταύρωσε τα μπράτσα του. Η στάση του την εκνεύριζε. Αλλά ήξερε καλά ότι ο επιθεωρητής δεν μπορούσε να δώσει βάση σε μια τόσο παράτολμη θεωρία. Τον γνώριζε χρόνια, ήταν βέβαιη ότι θα ένιωθε κι ο ίδιος ανακούφιση, αν παραδεχόταν ότι γι' αυτούς τους παράλογους θανάτους ευθυνόταν ένα γεγονός ξένο προς τη θέληση του δολοφόνου. Ωστόσο είχε δίκιο: δεν υπήρχαν βάσιμα στοιχεία. «Θα θίξω το θέμα στο γραφείο του ιατροδικαστή, θα κάνουν τοξικολογική ανάλυση στο πτώμα του άνδρα». Καλύτερο απ’ το τίποτα, σκέφτηκε η Σάντρα. Ο Ντε Μικέλις ήταν σχολαστικός τύπος, καλός αστυνομικός, της άρεσε να δουλεύει μαζί του. Είχε πάθος με την τέχνη και για τη Σάντρα αυτό ήταν μια ένδειξη ευαισθησίας. Απ’ όσο ήξερε, δεν είχε παιδιά και προγραμμάτιζε τις διακοπές με τη γυναίκα του για να επισκέπτονται μουσεία. Υποστήριζε

81/1081

ότι κάθε έργο τέχνης περιείχε πολλαπλά νοήματα και όποιος το θαύμαζε είχε καθήκον να τα αναζητήσει. Έτσι, δεν ήταν το είδος του αστυνομικού που αρκείται στην πρώτη εντύπωση. «Μερικές φορές θα θέλαμε να είναι διαφορετική η πραγματικότητα. Και αν δεν μπορούμε να αλλάξουμε τα πράγματα, τότε προσπαθούμε να τα εξηγήσουμε με τον τρόπο μας. Μα δεν το καταφέρνουμε πάντα». «Ναι», είπε η Σάντρα μετανιώνοντάς το αμέσως. Εκείνη η πραγματικότητα την αφορούσε άμεσα, αλλά δεν μπορούσε να το παραδεχτεί. Έκανε να φύγει. «Περίμενε, ήθελα να σου πω...» Ο Ντε Μικέλις πέρασε το χέρι από τα γκρίζα μαλλιά του, αναζητώντας τις κατάλληλες λέξεις. «Λυπάμαι γι’ αυτό που σου συνέβη. Ξέρω ότι έχουν περάσει έξι μήνες...» «Πέντε», τον διόρθωσε εκείνη.

82/1081

«Ναι, και θα έπρεπε να το κάνω νωρίτερα, όμως...» «Μην ανησυχείς», του απάντησε με ένα βεβιασμένο χαμόγελο. «Δεν τρέχει τίποτα, ευχαριστώ». Η Σάντρα γύρισε για να πάει στο αυτοκίνητό της. Περπατούσε με γρήγορο βήμα, με εκείνη την παράξενη αίσθηση στο στέρνο, που τώρα πια δεν την εγκατέλειπε και που οι άλλοι δεν υποπτεύονταν καν. Ήταν ανησυχία, αλλά και οργή ανάμεικτη με πόνο. Είχε κολλήσει πάνω της σαν σβόλος από ρετσίνι. Η Σάντρα την είχε ονομάσει «το πράγμα». Δεν ήθελε να το παραδεχτεί, αλλά εδώ και πέντε μήνες «το πράγμα» είχε αντικαταστήσει την καρδιά της. 11:40

83/1081

Η βροχή είχε ξαναρχίσει να πέφτει με οργισμένη επιμονή. Αντίθετα με όσους συναντούσαν, ο Μάρκους κι ο Κλεμέντε διέσχιζαν τα δρομάκια της μεγάλης πανεπιστημιακής πολυκλινικής χωρίς να βιάζονται. Το Τζεμέλι ήταν το πιο σημαντικό νοσοκομείο της πόλης. «Η αστυνομία φρουρεί την κεντρική είσοδο», ανακοίνωσε ο Κλεμέντε. «Και πρέπει να αποφύγουμε τις κάμερες παρακολούθησης». Έκοψε προς τ’ αριστερά, βγαίνοντας από το δρομάκι, και οδήγησε τον Μάρκους προς ένα λευκό κτίριο. Κάτω από ένα υπόστεγο υπήρχαν βαρέλια με απορρυπαντικό και καρότσια γεμάτα με βρόμικα σεντόνια. Μια σιδερένια σκάλα οδηγούσε σε μια είσοδο υπηρεσίας. Αφού χρησιμοποίησαν ένα ασανσέρ εμπορευμάτων για να ανέβουν στο μηδέν, βρέθηκαν σε ένα στενό διάδρομο με μια πόρτα ασφαλείας. Προτού μπουν, έπρεπε

84/1081

να φορέσουν αποστειρωμένες ποδιές, μάσκες και καλύμματα στα παπούτσια τους. Όλα αυτά τα πήραν από ένα καροτσάκι. Μετά ο Κλεμέντε έδωσε στον Μάρκους μια μαγνητική κάρτα. Με εκείνη κρεμασμένη στο λαιμό κανείς δεν θα τους έκανε ερωτήσεις. Τη χρησιμοποίησαν για να ανοίξουν την ηλεκτρονική κλειδαριά και τελικά βρέθηκαν μέσα στο νοσοκομείο. Μπροστά τους ανοίχτηκε ένας μακρύς διάδρομος με γαλάζιους τοίχους. Μύριζε οινόπνευμα και απορρυπαντικό για τα πατώματα. Αντίθετα με τα άλλα τμήματα, αυτό της εντατικής θεραπείας ήταν βυθισμένο στη σιωπή. Δεν υπήρχε το αδιάκοπο σούρτα-φέρτα των γιατρών και των νοσοκόμων, το προσωπικο κινούνταν στους διαδρόμους χωρίς βιασύνη και αθόρυβα. Ο μόνος ήχος που ακουγόταν ήταν το βουητό των μηχανημάτων από τα οποία εξαρτιόταν η ζωή των ασθενών.

85/1081

Κι όμως, σ’ εκείνο το γαλήνιο μέρος διαδραματιζόταν η πιο σκληρή μάχη ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο. Όταν ένας από τους μαχητές υπέκυπτε, δεν υπήρχαν κρότοι ή ουρλιαχτά. Δεν χτυπούσαν συναγερμοί, για την αναγγελία αρκούσε να ανάψει ένα κόκκινο φωτάκι στην αίθουσα ελέγχου, που δήλωνε τόσο απλά τη διακοπή των ζωτικών λειτουργιών. Στα άλλα τμήματα ο σκοπός της σωτηρίας της ζωής επέβαλλε ένα συνεχή αγώνα ενάντια στο χρόνο. Εκεί, αντίθετα, ο χρόνος κυλούσε διαφορετικά. Απλωνόταν τόσο, που έμοιαζε να απουσιάζει. Δεν ήταν τυχαίο ότι, ενώ στη νοσοκομειακή αργκό που, για λόγους συντομίας, έκοβε τα πάντα σε ακρωνύμια, η μονάδα εκείνη ήταν ένα ΠΔΤ, ένα Πολυδύναμο Τμήμα, για όσους εργάζονταν εκεί ήταν γνωστή ως «το όριο».

86/1081

«Μερικοί επιλέγουν να το ξεπεράσουν. Άλλοι να επιστρέψουν», είπε ο Κλεμέντε εξηγώντας στον Μάρκους αυτό το όνομα. Βρίσκονταν μπροστά στο τζάμι που χώριζε το διάδρομο από μία από τις αίθουσες ανάνηψης. Ο θάλαμος είχε έξι κρεβάτια. Μόνο το ένα ήταν κατειλημμένο. Ένας άντρας καμιά πενηνταριά χρονών ήταν συνδεμένος με μια συσκευή οξυγόνου. Κοιτάζοντάς τον, ο Μάρκους σκέφτηκε τον εαυτό του, τότε που ο φίλος του τον είχε βρει σ’ ένα παρόμοιο κρεβάτι, ενώ έδινε τη μάχη του, μετέωρος στο τέρμα του φωτός. Εκείνος είχε επιλέξει να μείνει. Ο Κλεμέντε τού έδειξε πίσω από το τζάμι: «Χτες το βράδυ ένα ασθενοφόρο πήγε σε μια βίλα έξω απ’ την πόλη έπειτα από μία επείγουσα κλήση για έμφραγμα. Ο άνθρωπος που κάλεσε τα Επείγοντα είχε στο σπίτι του μερικά αντικείμενα -μια κορδέλα για τα μαλλιά, ένα βραχιολάκι από κοράλλι, ένα

87/1081

κόκκινο κασκόλ κι ένα ρόλερ-, τα οποία ανήκαν στα θύματα ενός κατά συρροήν δολοφόνου που μέχρι τώρα ήταν άγνωστος. Λέγεται Τζερεμάια Σμιθ». Τζερεμάια, ένα ήρεμο όνομα, ήταν η πρώτη σκέψη του Μάρκους. Δεν ήταν κατάλληλο για έναν κατά συρροήν δολοφόνο. Ο Κλεμέντε έβγαλε από την εσωτερική τσέπη του αδιάβροχου του ένα διπλωμένο ντοσιέ που είχε γραμμένο μόνον έναν κωδικό: c.g. 97-95-6. «Τέσσερα θύματα μέσα σε έξι χρόνια. Με κομμένο το λαιμό. Όλα γυναίκες, ηλικίας ανάμεσα στα δεκαεφτά και τα είκοσι οχτώ χρόνια». Ενώ ο Κλεμέντε απαριθμούσε αυτά τα στείρα και απρόσωπα στοιχεία, ο Μάρκους επικεντρώθηκε στο πρόσωπο του άντρα. Δεν έπρεπε να ξεγελαστεί: το σώμα εκείνο ήταν απλώς μια μεταμφίεση, ένας τρόπος για να περνάει απαρατήρητος.

88/1081

«Οι γιατροί μιλούν για κώμα», είπε ο Κλεμέντε, σχεδόν μαντεύοντας τις σκέψεις του. «Κι όμως, διασωληνώθηκε αμέσως από το προσωπικό του ασθενοφόρου που πήγε εκεί. Και μια και το ’φερε η κουβέντα...» «Τι;» «Από μια ειρωνεία της τύχης, μαζί με το νοσοκόμο ήταν και η αδελφή του πρώτου θύματος: είναι είκοσι εφτά χρονών, γιατρός». Ο Μάρκους φάνηκε να εκπλήσσεται. «Και ξέρει τίνος τη ζωή έσωσε;» «Αυτή ήταν που παρατήρησε ότι μέσα στο σπίτι υπήρχε το ρόλερ της αδελφής της, η οποία δολοφονήθηκε πριν από έξι χρόνια. Εν πάση περιπτώσει, δεν είναι κάτι συνηθισμένο και για ακόμη έναν λόγο...» Ο Κλεμέντε πήρε μια φωτογραφία από το ντοσιέ και του την έδειξε. Ήταν ο θώρακας του ανθρώπου με τις λέξεις «Σκότωσε με», «Τριγυρνούσε μες στον κόσμο μ’ αυτό το τατουάζ».

89/1081

«Συμβολίζει τη διττή του φύση», ήταν η εκτίμηση του Μάρκους. «Είναι σαν να μας λέει ότι τελικά δεν χρειάζεται και πολύ για να υπερβούμε τα φαινόμενα, μια και συνήθως στεκόμαστε στο πρώτο επίπεδο, αυτό της ενδυμασίας, για να κρίνουμε εναν άνθρωπο. Όταν η αλήθεια είναι γραμμένη πάνω στη σάρκα, είναι προσιτή σε όλους, κρυμμένη κι όμως τόσο κοντινή. Ωστόσο, κανείς δεν τη βλέπει. Για τον Τζερεμάια Σμιθ συνέβαινε το ίδιο: ο κόσμος τον άγγιζε στο δρόμο χωρίς να φαντάζεται τον κίνδυνο, κανένας δεν κατάφερνε να δει ποιος ήταν στ’ αλήθεια». «Και εκείνη η φράση εμπεριείχε μια πρόκληση: σκότωσέ με, αν μπορείς». Ο Μάρκους στράφηκε στον Κλεμέντε: «Και τώρα ποια είναι η πρόκληση;» «Η Λάρα». «Πώς ξέρουμε ότι είναι ακόμα ζωντανή;» «Τις άλλες τις κράτησε ζωντανές τουλάχιστον ένα μήνα προτού τις βρούμε».

90/1081

«Πώς ξέρουμε ότι την πήρε αυτός;» «Η ζάχαρη. Όλες οι κοπέλες είχαν ναρκωθεί. Τις πήρε όλες με τον ίδιο τρόπο: τις πλησίασε με κάποια πρόφαση στο φως της μέρας και τους πρόσφερε κάτι να πιουν. Στα ποτά υπήρχε πάντα GΗB ή, αλλιώς, Ρούφις, “το ναρκωτικό του βιασμού”. Πρόκειται για ένα ναρκωτικό με υπνωτικά αποτελέσματα, που αναστέλλει την ικανότητα κατανόησης και τη θέληση. Η Σήμανση βρήκε ίχνη σε ένα πλαστικό ποτήρι στο χώρο όπου ο Τζερεμάια συνάντησε το πρώτο του θύμα, και μετά σε ένα μπουκαλάκι που βρέθηκε κατά την τρίτη απαγωγή. Οπότε αυτή είναι η σφραγίδα του, κάτι σαν στιλιστική υπογραφή»· «Το ναρκωτικό του βιασμού», επανέλαβε ο Μάρκους. «Το κίνητρο είναι λοιπόν σεξουαλικό;» Ο Κλεμέντε κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Καμία σεξουαλική βία, κανένα ίχνος βασανισμού των θυμάτων. Τις έδενε, τις

91/1081

κρατούσε στη ζωή και τους έκοβε το λαιμό έπειτα από ένα μήνα». «Μα τη Λάρα την πήρε απ’ το σπίτι της», κατέληξε ο Μάρκους. «Πώς εξηγείται;» «Μερικοί κατά συρροήν δολοφόνοι τελειοποιούν το modus operandi τους όσο αναπτύσσεται η σαδιστική φαντασίωση που τρέφει τα ένστικτά τους. Κάθε τόσο προσθέτουν μια λεπτομέρεια, κάτι που επαυξάνει την απόλαυσή τους. Με τον καιρό, ο φόνος γίνεται μια δουλειά και προσπαθούν να βελτιώνονται». Η εξήγηση του Κλεμέντε ήταν λογική, μα δεν τον έπεισε ολότελα. Αποφάσισε να παραβλέψει προς το παρόν αυτή τη λεπτομέρεια. «Πες μου για τη βίλα του Τζερεμάια Σμιθ». «Η αστυνομία την ερευνά ακόμα, οπότε προς το παρόν δεν μπορούμε να πάμε. Μα, απ’ ό,τι φαίνεται, δεν πήγαινε εκεί τα θύματά του.

92/1081

Είχε κάποιο άλλο μέρος. Αν το βρούμε, θα βρούμε και τη Λάρα». «Όμως η αστυνομία δεν την αναζητά». «Ίσως σ’ εκείνο το σπίτι να υπάρχει κάτι που θα τον συνδέσει μαζί της». «Δεν πρέπει να τους βάλουμε στο σωστό δρόμο;» «Όχι». «Γιατί;» Ο Μάρκους δεν μπορούσε να το πιστέψει·. Ο Κλεμέντε προσπάθησε να φανεί αποφασιστικός. «Εμείς δεν λειτουργούμε έτσι». «Θα υπήρχαν περισσότερες πιθανότητες να σωθεί η Λάρα». «Οι αστυνομικοί μπορεί να μας στέκονταν εμπόδιο, πρέπει να έχεις απόλυτη ελευθερία κινήσεων». «Τι σημαίνει ελευθερία κινήσεων;» διαμαρτυρήθηκε ο Μάρκους. «Δεν ξέρω καν από πού ν’ αρχίσω!»

93/1081

Ο Κλεμέντε στάθηκε απέναντι του κοιτάζοντάς τον κατάματα. «Ξέρω ότι το θεωρείς αδύνατον, ότι όλα αυτά σου φαίνονται καινούργια. Αλλά δεν είναι η πρώτη φορά για σένα. Ήσουν καλός σ’ αυτό που έκανες και μπορείς ακόμα να είσαι καλός. Σε διαβεβαιώνω ότι, αν υπάρχει κάποιος που μπορεί να βρει την κοπέλα, αυτός είσαι εσύ. Όσο πιο γρήγορα το καταλάβεις τόσο το καλύτερο για όλους μας. Γιατί έχω την εντύπωση ότι στη Λάρα δεν μένει πολύς χρόνος ακόμα». Ο Μάρκους κοίταξε πίσω από την πλάτη του Κλεμέντε: ο ασθενής συνδεμένος με την αναπνευστική συσκευή, μετέωρος στο έσχατο όριο. Και μετά η αντανάκλαση του δικού του προσώπου στο τζάμι, να επικάθεται πάνω από εκείνη την εικόνα σαν οφθαλμαπάτη. Τράβηξε το βλέμμα ενοχλημένος. Δεν τον τάραζε η θέα του τέρατος, αλλά δεν άντεχε τους καθρέφτες:

94/1081

ακόμα δεν κατάφερνε να αναγνωρίσει τον εαυτό του. «Τι θα μου συμβεί αν αποτύχω;» «Λυτό είναι λοιπόν, ανησυχείς για τον εαυτό σου». «Δεν ξέρω πια ποιος είμαι, Κλεμέντε». «Θα το ανακαλύψεις σύντομα, φίλε μου». Του έτεινε το φάκελο της υπόθεσης. «Σου έχουμε εμπιστοσύνη. Αλλά απ’ αυτή τη στιγμή είσαι μόνος σου». 20:56 Το τρίτο μάθημα είναι ότι τα σπίτια έχουν μια μυρωδιά. Ανήκει σε αυτούς που κατοικούν εκεί και είναι πάντα διαφορετική, μοναδική. Όταν οι ένοικοι φεύγουν, η μυρωδιά χάνεται. Γι’ αυτό κάθε φορά που η Σάντρα Βέγκα έμπαινε στο διαμέρισμά της στο Ναβίλι, αναζητούσε αμέσως τη μυρωδιά του Ντέιβιντ. Άφτερσεϊβ και τσιγάρα αρωματισμένα με γλυκάνισο.

95/1081

Ήξερε ότι μια μέρα, αργά ή γρήγορα, θα γυρνούσε σπίτι, θα οσμιζόταν τον αέρα και δεν θα την ένιωθε πια. Κι όταν χανόταν η μυρωδιά, ο Ντέιβιντ στ’ αλήθεια δεν θα υπήρχε πια. Για πάντα. Η σκέψη τη δυσαρεστούσε. Γι’ αυτό και προσπαθούσε να λείπει όσο μπορούσε περισσότερο, για να μη μολύνει με την παρουσία της τους χώρους, για να μην επικρατήσει οριστικά η δική της μυρωδιά. Στην πραγματικότητα, απεχθανόταν το φτηνό άφτερσεϊβ που επέμενε να αγοράζει ο Ντέιβιντ από το σούπερ μάρκετ. Της φαινόταν επιθετικό και διαπεραστικό. Στα τρία χρόνια που συζούσαν προσπάθησε αρκετές φορές να του το αντικαταστήσει. Σε κάθε γενέθλια, Χριστούγεννα ή επέτειο, μαζί με το κανονικό δώρο τού έπαιρνε και μια καινούργια κολόνια. Εκείνος τη χρησιμοποιούσε για καμιά βδομάδα και μετά την έβαζε μαζί με τις άλλες σε ένα ραφάκι του μπάνιου. Κάθε φορά έλεγε

96/1081

την ίδια δικαιολογία: «Συγγνώμη, Τζίντζερ, αλλά δεν με αντιπροσωπεύει». Ο τρόπος που της έκλεινε το μάτι καθώς το έλεγε της έσπαγε τα νεύρα. Η Σάντρα δεν φανταζόταν ότι λίγο καιρό αργότερα θα αγόραζε είκοσι μπουκαλάκια από κείνο το άφτερσεϊβ με σκοπό να ραντίσει το διαμέρισμά της. Είχε αγοράσει τόσο πολλά με τον παράλογο φόβο ότι μια μέρα θα το έβγαζαν από την κυκλοφορία. Και είχε προμηθευτεί κι εκείνα τα απαίσια τσιγάρα με το γλυκάνισο. Τα άφηνε αναμμένα μες στα τασάκια που υπήρχαν εδώ κι εκεί. Μα η μαγική αλχημεία ήταν ατελής. Αυτό που συνέδεε ακατάλυτα εκείνες τις μυρωδιές ήταν ο Ντέιβιντ, η παρουσία του στον κόσμο. Ήταν η επιδερμίδα του, η ανάσα του, η διάθεσή του που έκαναν ιδιαίτερη εκείνη την ένωση. Έπειτα από μία ατελείωτη μέρα δουλειάς, κλείνοντας την πόρτα του σπιτιού η Σάντρα περίμενε λιγάκι, ακίνητη στο σκοτάδι. Και,

97/1081

επιτέλους, η μυρωδιά του άντρα της ήρθε να την υποδεχτεί. Άφησε τις τσάντες δίπλα στην πολυθρόνα της εισόδου: έπρεπε να καθαρίσει τον εξοπλισμό της, αλλά προς το παρόν το ανέβαλε. Θα το σκεφτόταν μετά το φαγητό. Ετοίμασε ένα ζεστό μπάνιο κι έμεινε στην μπανιέρα μέχρι που τα δάχτυλά της πάνιασαν. Φόρεσε ένα γαλάζιο μακό κι άνοιξε ένα μπουκάλι κρασί. Με αυτόν τον τρόπο έπνιγε τον πόνο της. Δεν κατάφερνε πια να ανάψει την τηλεόραση και δεν είχε την απαραίτητη συγκέντρωση για να διαβάσει. Έτσι περνούσε τις βραδιές της στον καναπέ, μ’ ένα ποτήρι Νεγκραμάρο στα χέρια και το βλέμμα χαμένο σε χίλιες σκέψεις. Ήταν μόλις είκοσι εννιά χρονών και δεν κατάφερνε να σκεφτεί τον εαυτό της ως χήρα. Το δεύτερο μάθημα που είχε πάρει η Σάντρα Βέγκα είναι ότι και τα σπίτια πεθαίνουν όπως οι άνθρωποι.

98/1081

Από τότε που πέθανε ο Ντέιβιντ, δεν είχε ποτέ αισθανθεί την παρουσία του στα αντικείμενα. Ίσως επειδή μεγάλο μέρος των πραγμάτων που υπήρχαν σε εκείνα τα δωμάτια ανήκε στην ίδια. Ο άντρας της ήταν freelance φωτορεπόρτερ, γυρνούσε τον κόσμο. Προτού τη γνωρίσει, δεν είχε ποτέ ανάγκη από ένα σπίτι, μόνο δωμάτια ξενοδοχείων και τυχαίες διανυκτερεύσεις. Της είχε πει ότι κάποτε στη Βοσνία κοιμήθηκε σ’ ένα νεκροταφείο, πίσω από έναν τάφο. Όλα τα υπάρχοντα του Ντέιβιντ ήταν στριμωγμένα σε δυο πράσινους πάνινους σάκους. Εκεί είχε την γκαρνταρόμπα του, λίγο καλοκαιρινή, λίγο χειμωνιάτικη, γιατί ποτέ δεν ήξερε πού θα τον έστελναν για ρεπορτάζ. Εκεί είχε το λεκιασμένο σημειωματάριό του, που δεν το αποχωριζόταν ποτέ, αλλά και εργαλεία κάθε λογής, ελβετικούς σουγιάδες και μπαταρίες για τα κινητά του, ακόμα και μία

99/1081

συσκευή για διύλιση των ούρων, μη τυχόν βρισκόταν σε κάποιο μέρος χωρίς πόσιμο νερό. Είχε περιορίσει τα πάντα στα εντελώς απαραίτητα. Λόγου χάρη, ποτέ του δεν είχε ένα βιβλίο. Διάβαζε πάρα πολύ, μα κάθε φορά που τέλειωνε ένα βιβλίο, το χάριζε. Λυτό το είχε κόψει μόνον όταν πήγε να ζήσει μαζί της. Η Σάντρα τού είχε φτιάξει χώρο στη βιβλιοθήκη κι εκείνου είχε αρχίσει να του αρέσει η ιδέα μιας τέτοιας συλλογής. Ήταν ο τρόπος του να αποκτήσει ρίζες. Μετά την κηδεία, οι φίλοι του πήγαν στη Σάντρα και ο καθένας τους της έδωσε ένα βιβλίο χαρισμένο από τον Ντέιβιντ. Σε εκείνες τις σελίδες υπήρχαν οι σημειώσεις του, οι γωνίες που τσάκιζε για να βάζει σημάδια, μικρά καψίματα ή λεκέδες από μηχανέλαιο. Και τότε εκείνη τον φανταζόταν να διαβάζει Καλβίνο ήρεμος, καπνίζοντας κάτω απ’ τον καυτό ήλιο μιας ερήμου, δίπλα σ’ ένα χαλασμένο τζιπ,

100/1081

περιμένοντας να έρθει κάποιος να τον βοηθήσει. Θα συνέχιζε να τον βλέπει παντού, της το έλεγαν όλοι, θα ήταν δύσκολο να απαλλαγεί από την παρουσία του. Μα δεν ήταν έτσι. Δεν της φάνηκε ποτέ ότι άκουγε τη φωνή του να την καλεί. Δεν της έτυχε ποτέ να βάλει αφηρημένη στο τραπέζι ακόμα ένα πιάτο. Αυτό όμως που πραγματικά της έλειπε ήταν η καθημερινότητα. Μικρές, επαναλαμβανόμενες στιγμές μιας αδιάφορης ρουτίνας. Συνήθως τις Κυριακές σηκωνόταν ύστερα απ’ αυτόν και τον έβρισκε καθισμένο στην κουζίνα να ξεφυλλίζει την εφημερίδα, πίνοντας την τρίτη καφετιέρα, μέσα σ' ένα σύννεφο γλυκάνισου. Ο αγκώνας στηριγμένος στο τραπέζι, το τσιγάρο στην άκρη των δαχτύλων, η στάχτη μετέωρη, τόσο απορροφημένος στην ανάγνωση, που την είχε ξεχάσει. Μόλις εκείνη εμφανιζόταν στην

101/1081

πόρτα με τη συνηθισμένη μουρτζούφλικη φάτσα της, εκείνος σήκωνε το κεφάλι με τα πυκνά ανάκατα μαλλιά και της χαμογελούσε. Προσπαθούσε να τον αγνοήσει όσο ετοίμαζε το πρωινό, αλλά ο Ντέιβιντ συνέχιζε να την κοιτάζει μ’ εκείνο το χαζό χαμόγελο, μέχρι που εκείνη δεν μπορούσε πια να συγκρατηθεί. Ήταν το σπασμένο του δόντι, ανάμνηση από ένα πέσιμο με το ποδήλατο όταν ήταν εφτά χρονών. Ήταν τα γυαλάκια του από απομίμηση ταρταρούγας, κολλημένα με σελοτέιπ, που τον έκαναν να μοιάζει με γριά Αγγλίδα κυρία. Ήταν ο Ντέιβιντ που έπειτα από λίγο θα την τραβούσε στα γόνατά του και θα της έσκαγε ένα υγρό φιλί στο λαιμό. Στην ανάμνηση εκείνη η Σάντρα άφησε το ποτήρι με το κρασί στο τραπεζάκι δίπλα στον καναπέ. Άπλωσε το χέρι για να πιάσει το κινητό και μετά σχημάτισε τον αριθμό του τηλεφωνητή.

102/1081

Η ηλεκτρονική φωνή την ειδοποίησε όπως πάντα για την ύπαρξη ενός μόνο μηνύματος, το οποίο είχε ήδη ακούσει. Ήταν πριν από πέντε μήνες. «Γεια, σε πήρα αρκετές φορές, αλλά βγαίνει πάντα ο τηλεφωνητής... Δεν έχω πολύ χρόνο, γι’ αυτό σου λέω αμέσως ποια πράγματα μου λείπουν... Μου λείπουν τα κρύα πόδια σου που με ψάχνουν κάτω απ’ τις κουβέρτες όταν έρχεσαι στο κρεβάτι. Μου λείπει που με βάζεις να δοκιμάσω το φαΐ απ’ το ψυγείο για να βεβαιωθείς ότι δεν χάλασε. Ή που με ξυπνάς ουρλιάζοντας στις τρεις το πρωί επειδή έχεις πάθει κράμπα. Και, δεν θα το πιστέψεις, μου λείπει και που παίρνεις το ξυραφάκι μου για να ξυρίσεις τα πόδια σου και δεν μου λες τίποτα... Τι να πω, εδώ στο Όσλο κάνει ψοφόκρυο και δεν βλέπω την ώρα να γυρίσω. Σ’ αγαπώ, Τζίντζερ!» Τα τελευταία λόγια του Ντέιβιντ ήταν μια σύνθεση με τέλεια αρμονία. Σαν αυτή που

103/1081

έχουν οι πεταλούδες, οι νιφάδες του χιονιού και μόνο μερικοί χορευτές κλακετών. Εδώ στο Όσλο χάνει ψοφόκρυο και δεν βλέπω την ώρα να γυρίσω. Είχε συνηθίσει τα ταξίδια του Ντέιβιντ. Ήταν η δουλειά του, η ζωή του. Το ήξερε από την αρχή. Παρόλο που μερικές φορές ένιωθε την επιθυμία να τον κρατήσει, καταλάβαινε ότι έπρεπε να τον αφήνει να φεύγει. Ήταν ο μόνος τρόπος για να επιστρέφει κοντά της. Η δουλειά του φωτορεπόρτερ τον οδηγούσε συχνά στα πιο εχθρικά μέρη του πλανήτη. Ποιος ξέρει πόσες φορές είχε ρισκάρει τη ζωή του... Μα έτσι ήταν φτιαγμένος ο Ντέιβιντ, αυτή ήταν η φύση του. Ήθελε να βλέπει τα πάντα με τα μάτια του, χωρίς φίλτρα, να τα αγγίζει με τα χέρια του. Για να περιγράψει έναν πόλεμο, ένιωθε την ανάγκη να νιώσει τη μυρωδιά του καπνού στις φωτιές, να μάθει ότι ο ήχος του βλήματος είναι διαφορετικός

104/1081

ανάλογα με το αντικείμενο στο οποίο προσκρούει. Δεν θέλησε ποτέ να δεχτεί τις προτάσεις για αποκλειστικότητα από τις μεγάλες εκδοτικές επιχειρήσεις, που παράλληλα προσπαθούσαν να τον συναγωνιστούν. Δεν ανεχόταν την ιδέα ότι κάποιος θα μπορούσε να τον ελέγξει. Και η Σάντρα είχε μάθει να παραμερίζει τις κακές σκέψεις, φυλακίζοντας το φόβο στα βάθη του μυαλού της. Προσπαθούσε να ζει με φυσιολογικό τρόπο, να παριστάνει ότι ήταν παντρεμένη με κάποιον εργάτη ή κάποιον υπάλληλο. Υπήρχε μια άγραφη συμφωνία ανάμεσα στη Σάντρα και στον Ντέιβιντ. Προϋπέθετε μια σειρά παράξενων ερωτοτροπιών. Ήταν ο δικός τους τρόπος επικοινωνίας. Έτσι, μπορεί να τύχαινε ο Ντέιβιντ να μένει στο Μιλάνο για πολύ καιρό και η σχέση τους να αρχίζει να σταθεροποιείται. Μετά, κάποιο βράδυ, εκείνη γυρνούσε σπίτι και τον έβρισκε να ετοιμάζει

105/1081

την περίφημη σούπα του με τα οστρακόδερμα, που είχε μέσα τουλάχιστον πέντε ειδών λαχανικά και τη συνόδευε με ένα αλμυρό παντεσπάνι. Ήταν η σπεσιαλιτέ του. Μα στον κώδικά τους ήταν κι ένας τρόπος να της πει ότι την άλλη μέρα θα έφευγε. Έτσι, δειπνούσαν όπως πάντα, μιλούσαν για τούτο και για κείνο, ο Ντέιβιντ την έκανε να γελά και μετά έκαναν έρωτα. Και το επόμενο πρωί ξυπνούσε μόνη στο κρεβάτι. Εκείνος μπορεί να έλειπε εβδομάδες, μερικές φορές μήνες. Μετά, μια μέρα, άνοιγε την πόρτα και όλα άρχιζαν από την αρχή. Ο Ντέιβιντ δεν της έλεγε ποτέ ποιος ήταν ο προορισμός του. Εκτός από εκείνη την τελευταία φορά. Η Σάντρα άδειασε το κρασί που είχε μείνει στο ποτήρι. Το ήπιε μονορούφι. Ανέκαθεν απόδιωχνε τη σκέψη ότι κάτι κακό θα μπορούσε να συμβεί στον Ντέιβιντ. Διέτρεχε κινδύνους. Αν ήταν να πεθάνει, θα έπρεπε να

106/1081

συμβεί σ’ έναν πόλεμο ή από το χέρι εκείνων των εγκληματιών που ερευνούσε. Της φαινόταν βλακώδες, αλλά δεν κατάφερνε να αποδεχτεί ότι είχε συμβεί με τόσο κοινότοπο τρόπο. Κόντευε να την πάρει ο ύπνος μ’ αυτές τις σκέψεις, όταν Χτύπησε το κινητό της. Κοίταξε την οθόνη, αλλά ο αριθμός ήταν άγνωστος. Η ώρα κόντευε έντεκα. «Μιλάω με τη σύζυγο του Ντέιβιντ Λεόνι;» Ο άντρας είχε μια παράξενη γερμανική προφορά. «Μάλιστα. Ποιος είναι;» «Σάλμπερ, δουλεύω για την Ιντερπόλ. Είμαστε συνάδελφοι». Η Σάντρα ανακάθισε τρίβοντας τα μάτια της. «Με συγχωρείτε για την ώρα, αλλά μόλις τώρα βρήκα τον αριθμό σας». «Και δεν μπορούσατε να περιμένετε ως αύριο;»

107/1081

Από την άλλη μεριά ακούστηκε ένα εύθυμο γέλιο. Ο Σάλμπερ, όποιος κι αν ήταν, είχε φωνή νεαρού. «Συγχωρήστε με, είναι πάνω απ’ τις δυνάμεις μου. Όταν με βασανίζει ένα ερώτημα, πρέπει να το κάνω. Αλλιώς, δεν μου κολλάει ύπνος τη νύχτα. Σ’ εσάς δεν συμβαίνει ποτέ;» Η Σάντρα δεν μπορούσε να αποκρυπτογραφήσει τον τόνο εκείνου του ανθρώπου, δεν καταλάβαινε αν ήταν εχθρικός ή απλώς αναιδής. Αποφάσισε να ξεμπερδεύει. «Πώς μπορώ να σας βοηθήσω;» «Ανοίξαμε φάκελο για το θάνατο του συζύγου σας και θα ήθελα μερικές διευκρινίσεις». Η Σάντρα σκυθρώπιασε. «Ήταν ατύχημα». Ο Σάλμπερ θα πρέπει να περίμενε αυτή την αντίδραση, γιατί παρέμεινε ήρεμος. «Διάβασα την έκθεση της αστυνομίας. Περιμένετε μια στιγμή...»

108/1081

Η Σάντρα αναγνώρισε τον ήχο των σελίδων που γυρνούσαν, καθώς ο Σάλμπερ τις συμβουλευόταν. «Εδώ γράφει ότι ο άντρας σας έπεσε από τον πέμπτο όροφο, αλλά επέζησε της πτώσης, για να πεθάνει πολλές ώρες αργότερα εξαιτίας των καταγμάτων του και της εσωτερικής αιμορραγίας...» Σταμάτησε να διαβάζει. «Θα πρέπει να είναι σκληρό για σας, φαντάζομαι. Δεν είναι κάτι που το αποδέχεται κανείς εύκολα». «Δεν ξέρετε πόσο». Η απάντησή της ακούστηκε παγερή και η Σάντρα μίσησε τον εαυτό της καθώς την ξεστόμιζε. «Σύμφωνα με την αστυνομία, ο Ντέιβιντ Λεόνι βρισκόταν σ’ εκείνη την υπό κατασκευή οικοδομή, επειδή από εκεί είχε την καλύτερη θέα για να τραβήξει μια φωτογραφία». «Ναι, έτσι είναι». «Εσείς όμως το είδατε αυτό το μέρος;» «Όχι», απάντησε ενοχλημένη.

109/1081

«Εγώ όμως πήγα». Η παύση του Σάλμπερ κράτησε λίγο περισσότερο απ’ όσο έπρεπε. «Η Canon του άντρα σας καταστράφηκε με την πτώση. Κρίμα που δεν θα δούμε ποτέ αυτή τη φωτογραφία», σχολίασε σαρκαστικά. «Από πότε η Ιντερπόλ ασχολείται με τυχαίους θανάτους;» «Για να πω την αλήθεια, είναι μια εξαίρεση για εμάς. Αλλά η περιέργειά μου δεν αφορά μόνο τις συνθήκες θανάτου του συζύγου σας». «Αλλά και τι άλλο;» «Υπάρχουν μερικά σκοτεινά σημεία. Έμαθα ότι σας έστειλαν της αποσκευές του Ντέιβιντ Λεόνι». «Δύο σάκους». Άρχιζε να εκνευρίζεται, αλλά είχε την υποψία ότι αυτός ακριβώς ήταν ο σκοπός του συνομιλητή της. «Ζήτησα άδεια να τις δω, αλλά, απ’ ό,τι φαίνεται, δεν πρόλαβα».

110/1081

«Για ποιο λόγο; Τι ενδιαφέρον μπορεί να έχουν για εσάς;» Από την άλλη μεριά επικράτησε μια σύντομη σιωπή. «Δεν είμαι παντρεμένος, αν και κόντεψα μια-δυο φορές». «Κι αυτό γιατί να με αφορά;» «Δεν ξέρω αν σας αφορά, αλλά πιστεύω πως, όταν εμπιστεύεσαι τη ζωή σου σε κάποιον, θέλω να πω κάποιον πραγματικά ιδιαίτερο όπως ένας σύζυγος... Τι να πω, παύεις να κάνεις ορισμένες ερωτήσεις. Λόγου χάρη, δεν αναρωτιέσαι τι κάνει τις ώρες που δεν είστε μαζί. Κάποιοι το ονομάζουν εμπιστοσύνη. Η αλήθεια είναι ότι μερικές φορές πρόκειται απλώς για φόβο... Φόβο για τις απαντήσεις». «Τι είδους ερωτήσεις πιστεύετε ότι θα έπρεπε να κάνω σχετικά με τον Ντέιβιντ;» Όμως η Σάντρα ήξερε πολύ καλά. 0 τόνος του Σάλμπερ έγινε σοβαρός. «Όλοι μας έχουμε μυστικά, πράκτορα Βέγκα».

111/1081

«Δεν γνώριζα τις λεπτομέρειες της ζωής του Ντέιβιντ, αλλά ήξερα τι άνθρωπος ήταν κι αυτό μου αρκούσε». «Ναι, αλλά σκεφτήκατε ποτέ ότι μπορεί να μη σας έλεγε όλη την αλήθεια;» Η Σάντρα έγινε έξω φρενών. «Ακούστε, είναι άσκοπο να ττροσπαθείτε να μου δημιουργήσετε αμφιβολίες». «Ναι, έχετε δίκιο. Γιατί σίγουρα αυτές τις αμφιβολίες τις έχετε ήδη». «Δεν ξέρετε τίποτα για μένα», διαμαρτυρήθηκε. «Οι σάκοι που στάλθηκαν πριν από πέντε ολόκληρους μήνες βρίσκονται ακόμα στις αποθήκες της αστυνομίας. Γιατί δεν πήγατε να τους πάρετε;» Η Σάντρα χαμογέλασε πικρά. «Δεν χρειάζεται να εξηγήσω σε κανέναν πόσο κακό θα μου κάνει να πάρω πίσω αυτά τα πράγματα. Γιατί, όταν το κάνω, θα είναι σαν να παραδέχομαι ότι πράγματι τέλειωσαν όλα,

112/1081

ότι ο Ντέιβιντ δεν θα ξαναγυρίσει και κανείς δεν μπορεί να κάνει τίποτα γι’ αυτό!» «Σαχλαμάρες... και το ξέρετε πολύ καλά». Η αγένεια του ανθρώπου την άφησε με ανοιχτό το στόμα. Για μια στιγμή δεν μπόρεσε να πει τίποτα. Όταν τελικά κατάφερε ν’ αντιδράσει, ξέσπασε με οργή. «Άντε γαμήσου, Σάλμπερ». Έκλεισε το τηλέφωνο. ΊΙταν έξω φρενών. Άρπαξε το άδειο ποτήρι, το πρώτο πράγμα που βρέθηκε κοντά της, και το πέταξε στον τοίχο. Ο άνθρωπος αυτός δεν είχε κανένα δικαίωμα! Ήταν λάθος της που τον άφησε να μιλήσει, θα έπρεπε να του κλείσει νωρίτερα το τηλέφωνο. Σηκώθηκε και άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω στο δωμάτιο. Μέχρι τότε δεν είχε θελήσει να το παραδεχτεί, αλλά ο Σάλμπερ είχε δίκιο: η Σάντρα φοβόταν. Το τηλεφώνημα δεν την είχε αιφνιδιάσει, ήταν λες και κάπου μέσα της το περίμενε.

113/1081

Είναι τρελό, σκέφτηκε. Ήταν ατύχημα. Ατύχημα. Έπειτα άρχισε να ηρεμεί. Κοίταξε γύρω της. Τη γωνιά της βιβλιοθήκης με τα βιβλία του Ντέιβιντ. Τα κουτιά με τα τσιγάρα του γλυκάνισου στοιβαγμένα πάνω στο γραφείο. Το φτηνιάρικο άφτερσεϊβ στο ραφάκι του μπάνιου. Την καρέκλα στην κουζίνα, όπου διάβαζε την εφημερίδα του τα κυριακάτικα πρωινά. Το πρώτο πράγμα που είχε μάθει η Σάντρα ήταν ότι τα σπίτια δεν λένε ψέματα ποτέ - εδώ στο Όσλο χάνει ψοφόκρυο και δεν βλέπω την ώρα να γυρίσω. Αλλά ίσως το σπίτι της να έλεγε ένα ψέμα, γιατί ο Ντέιβιντ σκοτώθηκε στη Ρώμη. 23:36 Ο νεκρός ξύπνησε.

114/1081

Γύρω του σκοτάδι. Ένιωθε να κρυώνει, είχε αποπροσανατολιστεί και φοβόταν. Ωστόσο, όλες μαζί αυτές οι αισθήσεις τού ήταν αλλόκοτα οικείες. Θυμόταν την πιστολιά, τη μυρωδιά του πυροβολισμού και μετά της καμένης σάρκας. Τους μυς που κατέρρευσαν μονομιάς, κάνοντάς τον να σωριαστεί στο πάτωμα. Αντιλήφθηκε ότι μπορούσε να τεντώσει το χέρι του και το έκανε. Θα έπρεπε να κείτεται μέσα σε μια λίμνη από αίμα, αλλά δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο. Θα έπρεπε να είναι νεκρός, αλλά δεν ήταν. Πρώτα-πρώτα, το όνομα. «Με λένε Μάρκους», είπε στον εαυτό του. Εκείνη τη στιγμή τον πολιόρκησε η πραγματικότητα, θυμίζοντάς του τους λόγους για τους οποίους ζούσε ακόμα. Και ότι ήταν στη Ρώμη, στο σπίτι, ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, όπου μέχρι πριν από λίγο κοιμόταν. Οι χτύποι της καρδιάς του επιταχύνθηκαν και δεν

115/1081

ήθελε να τους επιβραδύνει. Ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα κι ανάσαινε με κόπο. Πάντως για ακόμα μια φορά είχε επιβιώσει από εκείνο το όνειρο. Για να αποφύγει τον πανικό, άφηνε συνήθως το φως αναμμένο. Αλλά αυτή τη φορά το είχε ξεχάσει. Ο ύπνος τον είχε πάρει ξαφνικά, φορούσε ακόμα τα ρούχα του. Πάτησε το διακόπτη και κοίταξε την ώρα. Είχε κοιμηθεί μόλις είκοσι πέντε λεπτά. Ήταν αρκετά. Πήρε το μαρκαδόρο που είχε δίπλα στο μαξιλάρι του κι έγραψε στον τοίχο: «Σπασμένα τζάμια». Ο άσπρος τοίχος δίπλα στο ράντσο του ήταν το ημερολόγιό του. Γύρω του το δωμάτιο ολόγυμνο. Εκείνη η σοφίτα της βία ντέι Σερπέντι ήταν ο δίχως μνήμη χώρος όπου είχε διαλέξει να ζει για να μπορέσει να θυμηθεί. Δύο δωμάτια. Καθόλου έπιπλα, εκτός από ένα

116/1081

ράντσο και μια λάμπα. Τα ρούχα του πεταμένα σε μια βαλίτσα αφημένη στο πάτωμα. Κάθε φορά που αναδυόταν από τον ύπνο, έφερνε κάτι μαζί του. Μια εικόνα, μια λέξη, έναν ήχο. Αυτή τη φορά ήταν ο θόρυβος από τζάμια που έσπαζαν. Αλλά ποια τζάμια; Καρέ μιας σκηνής, πάντα της ίδιας. Έγραφε τα πάντα στον τοίχο. Την τελευταία χρονιά είχε συγκεντρώσει κάμποσες λεπτομέρειες, μα δεν ήταν ακόμα αρκετές για να ανασυνθέσουν όσα είχαν συμβεί μέσα σε εκείνο το δωμάτιο του ξενοδοχείου. Ήξερε με βεβαιότητα ότι είχε βρεθεί εκεί· και μαζί του ήταν και ο Ντέβοκ, ο πιο αγαπημένος του φίλος, ο άνθρωπος που θα έκανε τα πάντα γι’ αυτόν. Του είχε φανεί τρομαγμένος, σαστισμένος. Δεν ήξερε τι, αλλά θα πρέπει να είχε συμβεί κάτι σοβαρό. Θυμόταν μια αίσθηση κινδύνου. Ίσως ο Ντέβοκ να ήθελε να τον θέσει σε επιφυλακή.

117/1081

Αλλά δεν ήταν μόνοι. Μαζί τους ήταν κι ένα τρίτο άτομο. Ήταν ακόμα μια ακαθόριστη σκιά, μια αίσθηση. Απ’ αυτήν προερχόταν η απειλή. Ήταν άντρας, γι’ αυτό δεν είχε καμία αμφιβολία. Μα δεν ήξερε ποιος. Γιατί ήταν εκεί; Είχε πιστόλι πάνω του και, σε μια στιγμή, το έβγαλε και πυροβόλησε. Ο Ντέβοκ χτυπήθηκε. Κατέρρευσε πάνω του σαν σε αργή κίνηση. Τα μάτια του, που τον κοιτούσαν κατά τη διάρκεια αυτής της πτώσης, ήταν ήδη αδειανά. Τα χέρια σφιγμένα στο θώρακα, στο ύψος της καρδιάς. Πίδακες από μαύρο αίμα ανάμεσα στα δάχτυλά του. Ακούστηκε ένας δεύτερος πυροβολισμός. Και σχεδόν ταυτόχρονα είδε μια λάμψη. Η σφαίρα τον χτύπησε. Την ένιωσε ολοκάθαρα να χτυπάει το κρανίο του. Άκουσε το κόκαλο να τσακίζεται, ένιωσε εκείνο το ξένο σώμα να διεισδύει στον εγκέφαλό του σαν ένα πλαδαρό

118/1081

δάχτυλο, τη ζεστή και λιπαρή αιμορραγία της πληγής. Αυτή η μαύρη τρύπα στο κεφάλι του ρούφηξε μέσα της τα πάντα. Το παρελθόν του, την ταυτότητά του, τον καλύτερό του φίλο. Μα, πάνω απ’ όλα, το πρόσωπο του εχθρού του. Γιατί αυτό που πραγματικά τυραννούσε τον Μάρκους ήταν η ανικανότητά του να θυμηθεί τα χαρακτηριστικά του ανθρώπου που του έκανε κακό. Όλως παραδόξως, αν ήθελε να τον βρει, έπρεπε να μην τον αναζητήσει. Γιατί, για ν’ αποδώσει δικαιοσύνη, ήταν απαραίτητο να ξαναγίνει ο αλλοτινός Μάρκους. Και για να τα καταφέρει, δεν μπορούσε να αφεθεί να σκέφτεται αυτό που είχε συμβεί στον Ντέβοκ. Έπρεπε να αρχίσει από την αρχή, να ξαναβρεί τον εαυτό του. Και ο μόνος τρόπος ήταν να βρει τη Λάρα.

119/1081

Σκασμένα τζάμια. Λποθήκευσε την πληροφορία και ξανασκέφτηκε τα τελευταία λόγια του Κλεμέντε: «Απ’ αυτή τη στιγμή είσαι μόνος σου». Μερικές φορές αμφέβαλλε αν υπήρχε κανείς άλλος εκτός από τους δυο τους. Όταν ο μοναδικός του σύνδεσμος τον βρήκε στο κρεβάτι του νοσοκομείου -μισοπεθαμένο και χωρίς μνήμη- και του αποκάλυψε ποιος ήταν, ο Μάρκους δεν τον πίστεψε. Χρειάστηκε χρόνος για να συνηθίσει στην ιδέα. «Τα σκυλιά είναι δαλτωνικά», επανέλαβε για να πειστεί ότι όλα ήταν αλήθεια. Έπειτα πήρε το ντοσιέ για την υπόθεση του Τζερεμάια Σμιθ -c.g. 97-95-6-, ανακάθισε στο κρεβάτι κι άρχισε να μελετάει το περιεχόμενό του, αναζητώντας ένα ίχνος που θα μπορούσε να τον οδηγήσει στη χαμένη φοιτήτρια. Ξεκίνησε από το δολοφόνο και το σύντομο βιογραφικό του. Ο Τζερεμάια ήταν πενήντα χρονών, ανύπαντρος. Καταγόταν από ευκατάστατη αστική οικογένεια. Μητέρα

120/1081

Ιταλίδα και πατέρας Άγγλος, πεθαμένοι και οι δύο. Οι δικοί του ήταν ιδιοκτήτες πέντε υφασματοπωλείων στην πόλη, αλλά οι εμπορικές δράστηριότητές τους είχαν σταματήσει κάπου στη δεκαετία του ’80. Ο Τζερεμάια ήταν μοναχοπαίδι, χωρίς άλλους κοντινούς συγγενείς. Καθώς διέθετε κάποια εισοδήματα, δεν είχε εργαστεί ποτέ του. Το βιογραφικό του σταματούσε εκεί, μετά υπήρχε μια μαύρη τρύπα στην προσωπική του ιστορία. Οι τελευταίες δύο σειρές του προφίλ ανέφεραν λακωνικά ότι ζούσε εντελώς απομονωμένος στη βίλα στους λόφους της Ρώμης. Ο Μάρκους σκέφτηκε ότι δεν υπήρχαν πολλά παράξενα στην ανθρώπινη ιστορία του. Ωστόσο, δεν έλειπαν οι προϋποθέσεις για να γίνει ο Τζερεμάια αυτό που ήταν. Η μοναξιά, η συναισθηματική ανωριμότητα, η ανικανότητα να σχετιστεί με τους άλλους ανθρώπους συγκρούονταν με την επιθυμία να έχει κάποιον δίπλα του.

121/1081

Ήξερες ότι ο μόνος τρόπος να τραβήξεις την προσοχή μιας γυναίκας ήταν να την απαγάγεις και να την κρατήσεις δεμένη, έτσι δεν είναι; Βέβαια, έτσι είναι. Τι προσπαθούσες να καταφέρεις, ποιος ήταν ο σκοπός σου; Δεν τις άρπαζες για να κάνεις σεξ. Δεν τις βίαζες και δεν τις βασάνιζες. Ζητούσες απ’ αυτές μια οικογένεια. Ήταν απόπειρες συμβίωσης διά της βίας. Δοκίμασες να κάνεις το πράγμα να λειτουργήσει, να τις αγαπήσεις σαν ένας καλός σύζυγος, μα εκείνες ήταν πολύ τρομοκρατημένες και δεν μπορούσαν να σ’ το ανταποδώσουν. Κάθε φορά προσπαθούσες να είστε μαζί, αλλά έπειτα από ένα μήνα καταλάβαινες ότι δεν γινόταν. Συνειδητοποιούσες ότι ήταν μια νοσηρή, στρεβλή αγάπη που υπήρχε μόνο στο μυαλό σου. Και μετά -ας είμαστε ειλικρινείςλαχταρούσες να τους βάλεις το μαχαίρι στο λαιμό. Κι έτσι στο τέλος τις σκότωνες. Αλλά η

122/1081

αναζήτησή σου ήταν πάντα μια αναζήτηση... αγάπης. Όσο συνεπής κι αν ήταν, αυτή η θεωρία δεν τρωγόταν με τίποτα. Ωστόσο, ο Μάρκους όχι μόνον την είχε συλλάβει, αλλά κατάφερνε ακόμα και να την αποδεχτεί. Ήταν κι αυτό μέρος του ταλέντου του; Μερικές φορές το φοβόταν. Συνέχισε αναλύοντας το modus operandi του Τζερεμάια. Έδρασε ανενόχλητος επί έξι χρόνια, σκοτώνοντας τέσσερα θύματα. Κάθε φορά ακολουθούσε μια φάση ηρεμίας, που συνοδευόταν από ένα αίσθημα πληρότητας· η ανάμνηση της βίας ήταν αρκετή για να κορέσει το ένστικτο του δολοφόνου ώστε να μην ξαναχτυπήσει. Όταν χανόταν αυτή η ευεργετική επίδραση, άρχιζε η επώαση μιας νέας φαντασίωσης, που οδηγούσε σε μια νέα απαγωγή. Δεν υπήρχε τίποτα το εξωπραγματικό, ήταν μια κανονική, φυσιολογική διαδικασία.

123/1081

Τα θύματα του Τζερεμάια ήταν γυναίκες ανάμεσα στα δεκαεφτά και τα είκοσι οχτώ. Τις έψαχνε τη μέρα. Τις πλησίαζε με μια πρόφαση και μετά τους πρόσφερε ένα ποτό, βάζοντας μέσα κάτι - GHB ή Ρούφις, «το ναρκωτικό του βιασμού». Μόλις θόλωνε το μυαλό τους, ήταν πια εύκολο να τις πείσει να τον ακολουθήσουν. Μα γιατί οι κοπέλες δέχονταν να τους προσφέρει κάτι; Ο Μάρκους το έβρισκε παράξενο. Σκέφτηκε ότι ένας τύπος σαν τον Τζερεμάια -μεσήλικας και σίγουρα όχι ωραίος-θα έπρεπε να ξυπνάει στα θύματα υποψίες για τις πραγματικές προθέσεις του. Κι όμως, οι κοπέλες τον άφηναν να τις πλησιάσει. Τον εμπιστεύονταν. Ίσως να τους πρόσφερε χρήματα ή κάποια ευκαιρία. Μία από τις τεχνικές προσέγγισης πολύ συνηθισμένη στους μανιακούς και σε άλλες παρεμφερείς κατηγορίες- είναι να υπόσχονται δουλειές ή ευκαιρίες για κέρδος, ή

124/1081

τη συμμετοχή σ’ ένα διαγωνισμό ομορφιάς, στο κάστινγκ μιας ταινίας ή σε ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα. Όμως τέτοιου είδους τεχνάσματα απαιτούν ιδιαίτερη έφεση στις κοινωνικές σχέσεις. Κι αυτό ερχόταν σε άμεση αντίθεση με το χαρακτήρα του Τζερεμάια που, αντίθετα, ήταν ακοινώνητος, ένας ερημίτης. Με ποιον τρόπο τις εξαπάτησε; Κι έπειτα, πώς μπορεί να μην τον αντιλήφθηκε κανείς όταν τις πλησίασε; Πριν από τη Λάρα, τέσσερις περιπτώσεις απαγωγής σε δημόσιο χώρο και δεν υπήρχε ούτε ένας μάρτυρας. Κι όμως, για να τις φλερτάρει χρειαζόταν χρόνο. Μα ίσως το ερώτημα να εμπεριείχε ήδη την απάντηση: ο Τζερεμάια Σμιθ ήταν τόσο ασήμαντος στα μάτια των άλλων, ώστε να γίνεται αόρατος. Τριγυρνούσες ανενόχλητος ανάμεσά τους. Μα ένιωθες δυνατός γιατί κανείς δεν κατάφερνε να σε δει.

125/1081

Ξανασκέφτηκε τις λέξεις που ήταν χτυπημένες στο στήθος του. Σκότωσε με. «Είναι σαν να μας λέει ότι τελικά δεν χρειάζεται και πολυ για να υπερβούμε τα φαινόμενα», είχε πει στον Κλεμέντε και μετά είχε συνεχίσει: «Όταν η αλήθεια είναι γραμμένη πάνω στη σάρκα, είναι προσιτή σε όλους, κρυμμένη κι όμως τόσο κοντινή». Ήσουν σαν μια κατσαρίδα που τρέχει στο πάτωμα σε μια γιορτή: κανείς δεν την παίρνει είδηση, κανείς δεν ενδιαφέρεται. Πρεπει μόνο να προσέχει μην την πατήσουν. Κι εσύ έγινες πολυ ικανός σ’ αυτό. Μα με τη Λάρα αποφάσισες να αλλάξεις. Την πήρες από το σπίτι, από το κρεβάτι της. Και μόνο που ξανασκέφτηκε το όνομα της φοιτήτριας, ο Μάρκους πλημμύρισε με επώδυνα ερωτήματα. Πού βρισκόταν τώρα; Ποιος ξέρει αν ήταν ακόμα ζωντανή. Και, ακόμα κι αν ήταν, τι ένιωθε; Είχε νερό και τροφή στη φυλακή της; Πόσο μπορούσε να

126/1081

αντέξει; Είχε τις αισθήσεις της, ήταν ναρκωμένη; Ήταν τραυματισμένη; Ο δήμιός της την είχε δέσει; Ο Μάρκους απομάκρυνε από το μυαλό του αυτούς τους συναισθηματικούς περισπασμούς. Έπρεπε να σκεφτεί καθαρά, αντικειμενικά. Γιατί ήταν βέβαιος ότι υπήρχε κάποιος λόγος που ο Τζερεμάια Σμιθ είχε αλλάξει ριζικά το modus operandi του με τη Λάρα. Σχετικά με τον Τζερεμάια, ο Κλεμέντε είχε υποστηρίξει ότι μερικοί κατά συρροήν δολοφόνοι τείνουν να τελειοποιούνται προσθέτοντας λεπτομέρειες που αυξάνουν την απόλαυσή τους. Επομένως, η απαγωγή της φοιτήτριας μπορούσε να θεωρηθεί «παραλλαγή στο θέμα». Ο Μάρκους όμως δεν συμφωνούσε: η αλλαγή ήταν πολύ ριζική και αναπάντεχη. Ίσως ο Τζερεμάια να κουράστηκε να στήνει αυτή την περίπλοκη αλυσίδα από απάτες για να επιτύχει το σκοπό του, σκέφτηκε. Ή μπορεί να ήξερε ότι το παιχνιδάκι του ψαρέματος δεν

127/1081

θα έπιανε για πολύ: κάποιος μπορεί να είχε ακούσει την ιστορία των προηγούμενων θυμάτων και ίσως τον ξεσκέπαζε. Γινόταν διάσημος. Ο κίνδυνος αυξανόταν με γεωμετρική πρόοδο. Όχι. Δεν ήταν αυτός ο λόγος που άλλαξε τη στρατηγική του. Τι διαφορετικό έχει η Λάρα σε σύγκριση με τις άλλες; Αυτό που περιέπλεκε ακόμα περισσότερο τα πράγματα ήταν ότι οι τέσσερις κοπέλες που προηγήθηκαν δεν είχαν τίποτα κοινό μεταξύ τους: διαφορετικές ηλικίες και διαφορετικές φυσιογνωμίες, ο Τζερεμάια δεν είχε συγκεκριμένο γούστο στις γυναίκες. Το επίθετο που σκέφτηκε ο Μάρκους ήταν το «τυχαίο». Τις είχε επιλέξει στην τύχη, αλλιώς θα έμοιαζαν μεταξύ τους. Όσο κοιτούσε τις φωτογραφίες των νεκρών γυναικών τόσο πειθόταν ότι ο δολοφόνος τις άρπαξε απλώς επειδή βρίσκονταν εκτεθειμένες, επομένως του ήταν πιο εύκολο να τις πλησιάσει. Γι' αυτό

128/1081

και τις απήγε μέρα και από δημόσιους χώρους. Δεν τις ήξερε, σκέφτηκε. Η Λάρα όμως ήταν ιδιαίτερη. Ο Τζερεμάια δεν μπορούσε να ρισκάρει να τη χάσει. Γι’ αυτό και την άρπαξε από το σπίτι της και, κυρίως, έδρασε νύχτα. Ο Μάρκους άφησε για μια στιγμή το ντοσιέ και σηκώθηκε από το ράντσο για να πλησιάσει στο παράθυρο. Όταν έπεφτε η νύχτα, οι ακανόνιστες στέγες της Ρώμης ήταν μια φουρτουνιασμένη θάλασσα από σκιές. Αυτή η στιγμή του άρεσε περισσότερο. Μια παράξενη ηρεμία τον πλημμύριζε και του φαινόταν ότι ήταν ένας γαλήνιος άνθρωπος. Χάρη σ’ εκείνη τη γαλήνη, ο Μάρκους κατάλαβε πού έκανε λάθος. Είχε επισκεφτεί το διαμέρισμα της Λάρα στο φως της μέρας, ενώ, αντίθετα, έπρεπε να πάει βράδυ, γιατί έτσι είχε δράσει και ο απαγωγέας. Αν ήθελε να καταλάβει με τι τρόπο λειτουργούσε το μυαλό του Τζερεμάια, έπρεπε

129/1081

να ανασυνθέσει με ακρίβεια τις συνθήκες μες στις οποίες κινήθηκε. Ενώ συνειδητοποιούσε αυτό το νέο δεδομένο, ο Μάρκους πήρε το αδιάβροχο του και βγήκε τρέχοντας από τη σοφίτα. Έπρεπε να επιστρέφει στο σπίτι της βία ντέι Κορονάρι.

Ένα χρόνο νωρίτερα

Παρίσι

Ο κυνηγός γνώριζε την αξία του χρόνου. Η πρώτη του αρετή ήταν η υπομονή. Ήξερε να τη ρεγουλάρει όσο προετοιμαζόταν για τη στιγμή, απολαμβάνοντας τη γεύση της νίκης. Μια γοργή ριπή αέρα ανασήκωσε το τραπεζομάντιλο, κάνοντας να κουδουνίσουν τα ποτήρια στο διπλανό τραπεζάκι. Ο κυνηγός έφερε στα χείλη το παστίς του, απολαμβάνοντας τον τελευταίο ήλιο του απογεύματος. Στο μεταξύ, χάζευε τα αυτοκίνητα που περνούσαν μπροστά από το μπιστρό. Οι πολυάσχολοι περαστικοί δεν του έδιναν σημασία.

132/1081

Φορούσε μπλε κοστούμι με γαλάζιο πουκάμισο και μια χαλαρά δεμένη γραβάτα, έτσι που να μοιάζει με υπάλληλο που στάθηκε να πιει κάτι μόλις βγήκε από το γραφείο. Καθώς ήξερε ότι οι μοναχικοί άνθρωποι χτυπούν στο μάτι, στη διπλανή καρέκλα είχε αφήσει μια χάρτινη σακούλα απ’ όπου πρόβαλλαν μια μπαγκέτα, ένα ματσάκι μαϊντανός κι ένα σωληνάριο χρωματιστές καραμέλες: ήταν σαν είχε οικογένεια. Και επίσης φορούσε βέρα. Αλλά δεν είχε κανέναν. Με τα χρόνια είχε μειώσει τις ανάγκες του στο ελάχιστο, ζούσε μια λιτή ζωή. Του άρεσε να θεωρεί τον εαυτό του ασκητή. Είχε κατασιγάσει κάθε φιλοδοξία που δεν χρησίμευε στο μοναδικό σκοπό του, αποφεύγοντας τον περισπασμό των επιθυμιών. Είχε ανάγκη μόνο από ένα πράγμα. Ένα θήραμα.

133/1081

Έπειτα από μία μάταιη αναζήτηση, οι τελευταίες πληροφορίες που είχε το τοποθετούσαν σε αυτή την πόλη. Κι έτσι μεταφέρθηκε εκεί, χωρίς να περιμένει επιβεβαίωση. Έπρεπε να γνωρίσει την καινούργια περιοχή του. Έπρεπε να δει αυτό που έβλεπε εκείνος, να περπατήσει στους ίδιους δρόμους, να νιώσει την παράξενη αίσθηση ότι μπορούσε να τον συναντήσει από τη μια στιγμή στην άλλη, ακόμα και χωρίς να τον αναγνωρίσει. Έπρεπε να ξέρει ότι βρίσκονταν και οι δυο κάτω απ’ τον ίδιο ουρανό. Αυτό τον κέντριζε, τον έκανε να πιστεύει ότι, αργά ή γρήγορα, θα κατάφερνε να τον ξετρυπώσει. Για να μη δίνει στόχο, άλλαζε κατάλυμα κάθε τρεις μέρες, διαλέγοντας πάντα μικρά ξενοδοχεία ή ενοικιαζόμενα δωμάτια, μαρκάροντας όλο και μεγαλύτερες ζώνες της πόλης. Είχε αφήσει δολώματα ολόγυρα, αλλά τίποτα περισσότερο, πιστεύοντας ότι το

134/1081

θήραμά του θα αποκάλυπτε από μόνο του την παρουσία του. Έπειτα άρχισε να περιμένει. Εδώ και λίγες μέρες, έμενε στο Οτέλ ντε Σεν Περ, στο έκτο διαμέρισμα της πόλης. Στο δωμάτιό του στοίβες οι εφημερίδες που είχε μαζέψει μέσα σε εκείνο το μεγάλο χρονικό διάστημα, όλες τους με πυρετώδεις υπογραμμίσεις, καθώς αναζητούσε ένα ίχνος έστω και αχνό- που θα του άνοιγε ένα πέρασμα σε εκείνο τον αβάσταχτο τοίχο της σκοτεινιάς και της σιωπής. Είχαν περάσει σχεδόν εννιά μήνες που ήταν εκεί, μα δεν είχε προχωρήσει ούτε ένα βήμα. Η αυτοπεποίθησή του κλονιζόταν. Αλλά μετά, εντελώς απροσδόκητα, συνέβη το γεγονός που περίμενε. Ένα σημάδι. Κάτι που μόνον αυτός θα μπορούσε να αποκρυπτογραφήσει. Είχε αντισταθεί, έμεινε πιστός στους κανόνες που είχε επιβάλει στον εαυτό του. Και τώρα επιβραβευόταν.

135/1081

Είκοσι τέσσερις ώρες νωρίτερα, σε κάτι εκσκαφές σε ένα εργοτάξιο της οδού Μαλμεζόν στο Μπανιολέ, οι εργάτες είχαν βρει ένα πτώμα. Αντρας, ηλικίας περίπου τριάντα χρονών, χωρίς ρούχα και προσωπικά αντικείμενα. Ο θάνατός του είχε επέλθει πριν από περίπου ένα χρόνο. Περιμένοντας τα αποτελέσματα της νεκροψίας, κανείς δεν έκανε πολλές ερωτήσεις για εκείνο το πτώμα. Έπειτα από τόσο καιρό, για την αστυνομία ήταν μια ανεξιχνίαστη υπόθεση. Τα στοιχεία -αν τυχόν υπήρξαν ποτέ- είχαν πια χαθεί ή αλλοιωθεί. Το γεγονός ότι η ανακάλυψη έγινε στα προάστια δημιουργούσε την εντύπωση ότι επρόκειτο για φόνο των συμμοριών που έλεγχαν τη διακίνηση των ναρκωτικών. Για να μην τραβήξουν την προσοχή των δυνάμεων της τάξης, μπήκαν στον κόπο να κρύψουν το πτώμα.

136/1081

Από την εμπειρία τους, οι αστυνομικοί θεωρούσαν ότι αυτή η υπόθεση δεν έμπαζε από πουθενά. Και η μακάβρια λεπτομέρεια που θα έπρεπε να τους χτυπήσει το καμπανάκι δεν τους δημιούργησε καμία υποψία. Ο άνθρωπος που βρέθηκε δεν είχε πρόσωπο. Δεν ήταν μια απλή πράξη σκληρότητας ούτε η έσχατη προσβολή που επιβάλλεται σε έναν εχθρό. Είχαν καταστρέψει σχολαστικά όλους τους μυς και όλα τα οστά του προσώπου. Όποιος μπαίνει σε τέτοιο κόπο πρέπει να έχει κατ’ ανάγκη κάποιο λόγο. Και ο κυνηγός τις πρόσεχε αυτές τις λεπτομέρειες. Από τη μέρα που έφτασε στην πόλη έλεγχε τις εισαγωγές στα νεκροτομεία των μεγάλων νοσοκομείων. Έτσι έμαθε για την ανακάλυψη του πτώματος. Μια ώρα αργότερα έκλεψε μια ποδιά και μπήκε στα ψυγεία του νεκροθαλάμου του νοσοκομείου Σεντ Αντουάν. Πήρε με ένα ταμπόν τα δακτυλικά

137/1081

αποτυπώματα του πτώματος. Επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο, τα σκάναρε και τα πέρασε από ένα παράνομο πρόγραμμα που συνδεόταν με τις κυβερνητικές βάσεις δεδομένων. Ο κυνηγός ήξερε ότι, άπαξ και βγει μια πληροφορία στο ίντερνετ, δεν μπορεί μετά να ανακληθεί. Είναι σαν το ανθρώπινο μυαλό: αρκεί μια λεπτομέρεια για να πυροδοτήσει μια αλληλουχία συνάψεων που ξαναφέρνει στη μνήμη κάτι που νομίζαμε ότι είχαμε ξεχάσει. Το διαδίκτυο δεν ξεχνά. Ο κυνηγός περίμενε την απάντηση καθισμένος στο σκοτάδι- προσευχόταν και σκεφτόταν πώς έφτασε ως εκεί. Είχαν περάσει εφτά χρόνια από το πρώτο παραμορφωμένο πτώμα στο Μέμφις. Μετά, το Μπουένος Αιρες, το Τορόντο και ο Παναμάς. Κι ύστερα η Ευρώπη: Τορίνο, Βιένη, Βουδαπέστη. Και τέλος, το Παρίσι. Αυτές τουλάχιστον ήταν οι περιπτώσεις που είχε καταφέρει να εντοπίσει. Μπορεί να

138/1081

υπήρχαν πολύ περισσότερες, που δεν θα ανακαλύπτονταν ποτέ. Αυτές οι ανθρωποκτονίες είχαν πραγματοποιηθεί σε μέρη τόσο μακρινά μεταξύ τους, ώστε κανείς, εκτός από τον ίδιο, δεν τις είχε συνδέσει με τον ίδιο δράστη. Το θήραμά του ήταν κι αυτό ένας θηρευτής. Στην αρχή ο κυνηγός είχε σκεφτεί ότι ήταν ένας «περιπλανώμενος», δηλαδή ένας κατά συρροήν δολοφόνος, που ταξίδευε για να κρύψει τα εγκλήματά του. Θα του αρκούσε να εντοπίσει τη βάση του. Ασφαλώς ήταν δυτικός, κάτοικος μιας μεγάλης πόλης. Οι περιπλανώμενοι είναι κοινωνικά ενταγμένα άτομα, με οικογένεια, παιδιά και μια οικονομική επιφάνεια που τους επιτρέπει συχνές μετακινήσεις. Είναι πονηροί, συνετοί, καλύπτουν τη συμπεριφορά τους πίσω από επαγγελματικά ταξίδια. Ωστόσο στη συνέχεια πρόσεξε μια λεπτομέρεια σε εκείνη την αλυσίδα των

139/1081

εγκλημάτων λεπτομέρεια που του είχε διαφύγει στην αρχή. Και αυτή φώτισε τα πράγματα από μία εντελώς διαφορετική σκοπιά: Η ηλικία των θυμάτων ήταν όλο και μεγαλύτερη. Τότε συνειδητοποίησε ότι ο εγκληματικός νους με τον οποίο είχε να κάνει ήταν πολύ πιο περίπλοκος και τρομερός. Δεν σκότωνε για να ξαναφύγει. Σκότωνε για να μείνει. Να γιατί στο Παρίσι μπορεί να ήταν η οριστική φορά ή η μυριοστή αποτυχία. Έπειτα από μια-δυο ώρες ήρθε η απάντηση από τα κυβερνητικά αρχεία. Το απρόσωπο πτώμα των προαστίων ήταν σεσημασμένο. Δεν ήταν βαποράκι, αλλά ένας συνηθισμένος άνθρωπος που είχε διαπράξει ένα νεανικό παράπτωμα: στα δεκάξι του είχε κλέψει το μοντέλο μιας Bugatti από ένα μαγαζί

140/1081

για συλλέκτες. Εκείνη την εποχή η αστυνομία έπαιρνε αποτυπώματα και από ανηλίκους, αλλά μετά η κατηγορία αποσύρθηκε και η υπόθεση έκλεισε. Ο φάκελός του όμως, αν και δεν εμφανιζόταν στα μητρώα της γαλλικής αστυνομίας, κατέληξε στα αρχεία μιας κυβερνητικής υπηρεσίας που εκείνα τα χρόνια έκανε στατιστικές μελέτες για την εφηβική εγκληματικότητα. Αυτή τη φορά το θήραμά του είχε κάνει ένα λάθος. Το απρόσωπο πτώμα είχε ένα όνομα. Ζαν Ντουέ. Ήταν εύκολο πια να βρει και τα υπόλοιπα: τριάντα τριών χρονών, είχε χάσει και τους δύο γονείς του σε τροχαίο, κανένας κοντινός συγγενής, εκτός από μια γριά θεία στην Αβινιόν, άρρωστη από Αλτσχάιμερ. Είχε μια μικρή εμπορική δραστηριότητα στο ίντερνετ, που την ασκούσε απ’ το σπίτι του: τα εισοδήματα του προέρχονταν από την πώληση μοντέλων αυτοκινήτων σε συλλέκτες.

141/1081

Ελάχιστες ανθρώπινες σχέσεις, καμία ή κανένας σύντροφος στη ζωή του, κανένας φίλος. Πάθος για τις μινιατούρες αγωνιστικών αυτοκινήτων. Ο Ζαν Ντουέ ήταν τέλειος. Κανένας δεν θα καταλάβαινε την απουσία του. Αλλά πάνω απ’ όλα κανείς δεν θα τον αναζητούσε. Ο κυνηγός σκέφτηκε ότι αυτό το προφίλ θα πρέπει να ήταν πανομοιότυπο με εκείνα των προηγούμενων θυμάτων. Ανώνυμη όψη, κανένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Μια δουλειά που δεν απαιτούσε ιδιαίτερα χαρίσματα ή ικανότητες. Μια ζωή μοναχική, κανένας γνωστόςί ελάχιστες ανθρώπινες επαφές, στα όρια της μισανθρωπίας ή ακόμα και της ανθρωποφοβίας. Ούτε κοντινοί συγγενείς ούτε οικογένεια. Ο κυνηγός εκτίμησε την πονηριά του θηράματος του. Δίέπράττε το αμάρτημα της υπεροψίας, αλλά χαιρόταν που ανέβαινε το επίπεδο δυσκολίας της πρόκλησης.

142/1081

Κοίταξε το ρολόι του: ήταν σχεδόν εφτά. Στο μπιστρό άρχισαν να καταφθάνουν οι πελάτες που είχαν κλείσει τραπέζι για δείπνο νωρίς. Τράβηξε την προσοχή μιας σερβιτόρας και της έκανε νόημα ότι ήθελε να πληρώσει. Ένα αγόρι μοίραζε στα τραπέζια την τελευταία έκδοση της απογευματινής εφημερίδας. Ο κυνηγός πήρε ένα φύλλο, μα ήξερε καλά ότι η είδηση της ανεύρεσης του πτώματος του Ζαν Ντουέ θα κυκλοφορούσε την επόμενη μέρα, οπότε είχε ένα πλεονέκτημα απέναντι στο θήραμά του. Ένιωθε υπερδιέγερση, η αναμονή είχε επιτέλους τελειώσει. Σε λίγο θα ξεκινούσε το καλύτερο μέρος του κυνηγιού. Του χρειαζόταν μόνο μια επιβεβαίωση. Γι’ αυτό βρισκόταν εκεί, καθισμένος σε εκείνο το μπιστρό. Και πάλι το αεράκι σάρωσε το δρόμο, παρασέρνοντας ένα σύννεφο πολύχρωμα πέταλα από τον πάγκο του ανθοπώλη στη

143/1081

γωνία. Είχε ξεχάσει ότι το Παρίσι ήταν τόσο όμορφο την άνοιξη. Ένιωσε μια ανατριχίλα. Μια στιγμή ακόμα και είδε το θήραμά του να βγαίνει από τις σκάλες του μετρό, ανάμεσα σ’ ένα πλήθος κόσμου. Φορούσε ένα μπλε αντιανεμικό πάνω από ένα γκρι κοτλέ παντελόνι, αθλητικά παπούτσια κι ένα κασκετάκι με γείσο. Τον ακολούθησε με το βλέμμα, ενώ εκείνος προχωρούσε στο απέναντι πεζοδρόμιο. Είχε τα μάτια χαμηλωμένα και τα χέρια στις τσέπες. Δεν φανταζόταν ότι κάποιος τον κυνηγούσε, γι’ αυτό δεν κατέφευγε σε τεχνάσματα ούτε έπαιρνε προφυλάξεις. Υπέροχα, σκέφτηκε, ενώ το θήραμά του κατευθυνόταν ανυποψίαστο προς μια πράσινη εξώπορτα της οδού Λαμάρκ. Η σερβιτόρα πλησίασε με την απόδειξη. «Καλό ήταν το παστίς σας;» «Ναι, βέβαια», της απάντησε μ ένα χαμόγελο.

144/1081

Και ενω ο κυνηγός εβαζε το χέρι στην τσέπη ψάχνοντας το πορτοφόλι του, ο Ζαν Ντουέ, ανυποψίαστος, έμπαινε στο σπίτι. Η ηλικία των θυμάτων όλο και μεγαλώνει, επανέλαβε μέσα του. Ο κυνηγός είχε πέσει πάνω στο θήραμά του σχεδόν τυχαία: συνδέοντας μεταξύ τους αυτά τα απρόσωπα πτώματα, τα διάσπαρτα ανά τον κόσμο, συνειδητοποίησε ότι κάποιος μέσα σε αυτά τα χρόνια είχε οικειοποιηθεί την ύπαρξή τους. Καθώς ο δολοφόνος σιγά-σιγά μεγάλωνε, άλλαζε ανάλογα και η ηλικία των θυμάτων, σαν να ήταν το νούμερο ενός ρούχου. Το θήραμα ήταν ένας κατά συρροήν δολοφόνος που υποδυόταν ρόλους. Ακόμα δεν ήξερε το λόγο αυτής της αλλόκοτης συμπεριφοράς, αλλά σύντομα πολύ σύντομα- θα είχε την εξήγηση. Ο κυνηγός στάθηκε μερικά μέτρα από την πράσινη εξώπορτα, κρατώντας στα χέρια του

145/1081

τη σακούλα με τα ψώνια, περιμένοντας κάποιον ένοικο να βγει για να μπορέσει να μπει ο ίδιος στο κτίριο. Τελικά, επιβραβεύτηκε. Στην πόρτα φάνηκε ένας ηλικιωμένος κύριος που έβγαζε για βόλτα ένα κανελί κόκερ. Φορούσε βαρύ παλτό, καπέλο με πλατύ μπορ και χοντρά γυαλιά. Επιπλέον, η προσοχή του ήταν όλη στραμμένη στο σκύλο που τον τραβούσε προς το παρκάκι. Ο κυνηγός μπλόκαρε με το χέρι του την πόρτα και μπήκε χωρίς ο γέρος να τον πάρει χαμπάρι. Το κλιμακοστάσιο ήταν σκοτεινό και στενόχωρο. Στάθηκε και αφουγκράστηκε. Οι φωνές και οι θόρυβοι από τα διαμερίσματα ανακατεύονταν σε μια ενιαία βουή. Κοίταξε τα γραμματοκιβώτια: ο Ζαν Ντουέ έμενε στο 3Q. Άφησε τη σακούλα με τα ψώνια στο πρώτο σκαλοπάτι, έβγαλε την μπαγκέτα και τον μαϊντανό κι έπιασε από το βάθος την Μπερέτα M92F, μεταποιημένη σε αναισθητικό πιστόλι

146/1081

για λογαριασμό του αμερικανικού στρατού, που την είχε αγοράσει από ένα μισθοφόρο στην Ιερουσαλήμ. Για να δράσει αμέσως το ναρκωτικό, έπρεπε να σκοπεύσει στο κεφάλι, στην καρδιά ή στους βουβώνες. Χρειαζόταν πέντε δευτερόλεπτα για να βγάλει το φυσίγγι και να οπλίσει ξανά. Πάρα πολλά. Αυτό σήμαινε ότι η πρώτη βολή έπρεπε να είναι ακριβής. Ίσως και το θήραμά του να είχε όπλο, αλλά με αληθινές σφαίρες. Ο κυνηγός αδιαφορούσε: το αναισθητικό πιστόλι τού αρκούσε. Τον ήθελε ζωντανό. Δεν προλάβαινε να μελετήσει τις συνήθειές του, όμως με τα χρόνια είχε καταλάβει ότι ο κανόνας του ήταν η συνέχεια. Το θήραμά του δεν θα έπρεπε να απομακρυνθεί πολύ από το σχέδιο ζωής που είχε επιλέξει. Αν επαναλαμβάνεις σχολαστικά τις ίδιες συμπεριφορές με προκαθορισμένη σειρά, έχεις περισσότερες πιθανότητες να μη σε προσέξουν

147/1081

και, επιπλέον, μπορείς να ελέγχεις την κατάσταση: αυτό είχε διδαχτεί ο κυνηγός από το θήραμά του. Κατά βάθος, του είχε γίνει ένα είδος προτύπου. Του είχε διδάξει την αξία της πειθαρχίας και της αυταπάρνησης. Προσαρμοζόταν στις περιστάσεις, ακόμα και στις πιο αντίξοες. Όπως εκείνοι οι οργανισμοί που ζουν στα βάθη των ωκεανών, όπου δεν φτάνει φως και το κρύο και η πίεση θα σκότωναν έναν άνθρωπο στη στιγμή. Εκεί που δεν θα έπρεπε να υπάρχει ζωή, αυτά τα πλάσματα αποτελούν μια πρόκληση. Έτσι ήταν και το θήραμά του. Δεν ήξερε άλλον τρόπο για να προχωρήσει. Ο κυνηγός κατά κάποιον τρόπο τον θαύμαζε. Κατά βάθος, έδινε έναν αγώνα για επιβίωση. Κρατώντας το αναισθητικό πιστόλι, ανέβηκε τη σκάλα ως τον τρίτο. Έφτασε στην πόρτα του διαμερίσματος του Ζαν Ντουέ κι άνοιξε την κλειδαριά εύκολα. Μες στη σιωπή ακούγονταν μόνον οι χτύποι ενός εκκρεμούς.

148/1081

Το διαμέρισμα δεν ήταν μεγάλο, το πολύ ογδόντα τετραγωνικά, μοιρασμένα σε τρία δωμάτια κι ένα μπάνιο. Μπροστά του ένας μικρός διάδρομος. Ένα φως ξεχυνόταν κάτω από τη μοναδική κλειστή πόρτα. Ο κυνηγός άρχισε να προχωρεί, προσπαθώντας να ισορροπήσει το βάρος του στα βήματά του ώστε να μην κάνει θόρυβο. Έφτασε δίπλα στο πρώτο δωμάτιο. Με μια γρήγορη κίνηση πρόβαλε στο κατώφλι του σημαδεύοντας με το πιστόλι. Ήταν η κουζίνα και ήταν άδεια. Όλα τακτοποιημένα, καθαρά. Τα πιατικά στο ντουλάπι, η φρυγανιέρα, το ποτηρόπανο κρεμασμένο στο χερούλι του φούρνου. Ένιωσε μια παράξενη συγκίνηση που βρισκόταν στη φωλιά του θηράματος του, που ερχόταν σε επαφή με τον κόσμο του. Προχώρησε προς το μπάνιο. Κι εκείνο άδειο. Πλακάκια σαν σκακιέρα, άσπρα και πράσινα. Μία και μοναδική οδοντόβουρτσα. Μία χτένα

149/1081

από ιμιτασιόν ταρταρούγα. Στο διπλανό δωμάτιο ένα μεγάλο διπλό κρεβάτι. Πάπλωμα από μπορντό σατέν. Ένα ποτήρι νερό στο κομοδίνο. Δερμάτινες παντόφλες. Κι ένας τοίχος με ράφια γεμάτα από συλλεκτικά μοντέλα αυτοκινήτων: το πάθος του Ζαν Ντουέ. Ο κυνηγός βγήκε από εκείνο το δωμάτιο κι έφτασε τελικά μπροστά στην κλειστή πόρτα. Αφουγκράστηκε. Δεν ακουγόταν τίποτα από την άλλη μεριά. Χαμήλωσε το βλέμμα στο πάτωμα. Διέκρινε τη χρυσή λάμψη που απλωνόταν στα πόδια του. Αλλά καμιά σκιά δεν πέρασε να τη διακόψει: αυτό θα αποδείκνυε ότι κάποιος ήταν μέσα. Ωστόσο κάτω στο πάτωμα είδε ένα σημάδι που δεν είχε δει ποτέ του. Μια κορόνα από μικρές καστανές κηλίδες. Αίμα, σκέφτηκε. Αλλά τώρα. δεν μπορούσε να ασχοληθεί με αυτή τη λεπτομέρεια. Δεν υπήρχε χρόνος για δισταγμούς και

150/1081

περισπασμούς. Το θήραμά του ήταν ανελέητο και περίπλοκο, δεν έπρεπε να το ξεχνάει. Όσο κι αν ένιωθε γοητευμενος, ήξερε ότι η άβυσσος που ανοιγόταν στην ψυχή του δεν άφηνε καμία διαφυγή: δεν θα ήθελε να αναμετρηθεί με το κλάσμα που σκιρτούσε μέσα του. Η μόνη πιθανότητα ήταν να αντιδράσει πρώτος, να τον αιφνιδιάσει. Η στιγμή είχε φτάσει. Το κυνήγι θα τελείωνε. Μόνον αργότερα θα αποκτούσαν τα πάντα ένα νόημα. Έκανε ένα βήμα πίσω. Έπειτα έριξε μια κλοτσιά στην άκρη της πόρτας ανοίγοντάς τη. Τέντωσε το πιστόλι, ελπίζοντας να διακρίνει αμέσως το στόχο του. Μα δεν τον είδε. Η πόρτα ξαναγύρισε πίσω με φόρα κι εκείνος χρειάστηκε να τη σταματήσει με το χέρι. Μπήκε κοιτάζοντας γρήγορα γύρω του. Κανείς. Μια σανίδα σιδερώματος. Ένα έπιπλο μ’ ένα παλιό ραδιόφωνο κι ένα αναμμένο λαμπατέρ. Ένας καλόγερος με κρεμασμένα ρούχα.

151/1081

Ο κυνηγός πλησίασε. Πώς ήταν δυνατόν; Ήταν τα ίδια που φορούσε το θήραμά του όταν το είδε να μπαίνει στο κτίριο. Μπλε αντιανεμικό, γκρι κοτλέ παντελόνι, αθλητικά παπούτσια και κασκετάκι με γείσο. Ο κυνηγός χαμήλωσε το βλέμμα και είδε το μπολ σε μια γωνία. Φεντόρ, διάβασε πάνω του. Του ήρθε στο μυαλό η εικόνα του γέρου που έβγαζε βόλτα το κόκερ. «Διάολε», είπε μέσα του. Μα έπειτα, συνειδητοποιώντας την πονηριά που έκρυβε αυτή η απάτη, ξέσπασε σε γέλια. Είχε μείνει έκθαμβος από το σύστημα που χρησιμοποιούσε το θήραμά του για να προφυλάξει τα νώτα του. Κάθε μέρα γυρνούσε στο σπίτι και μεταμφιεζόταν για να βγάλει βόλτα το σκύλο στο πάρκο. Από κει επιθεωρούσε το σπίτι του.

152/1081

Αυτό σήμαινε ότι ο Ζαν Ντουέ -ή, για την ακρίβεια, το απάνθρωπο πλάσμα που είχε πάρει τη θέση του- τώρα ήξερε γι’ αυτόν.

Τέσσερις μέρες νωρίτερα

1:10 Μετά την καταιγίδα τα αδέσποτα σκυλιά γίνονταν οι αφέντες των στενών δρόμων του κέντρου. Μετακινούνταν σε αγέλες, σιωπηλά και ξυστά στους τοίχους. Ο Μάρκους τα βρήκε μπροστά του στη βία ντέι Κορονάρι, έρχονταν καταπάνω του. Αρχηγός τους ήταν ένα μπάσταρδο με κόκκινο τρίχωμα, τυφλό από το ένα μάτι. Για μια στιγμή τα βλέμματά τους συναντήθηκαν και αναγνώρισαν ο ένας τον άλλον. Μετά επέλεξαν να παραστήσουν τους αδιάφορους και τράβηξε ο καθένας το δρόμο του.

155/1081

Μερικά λεπτά αργότερα πέρασε και πάλι το κατώφλι του διαμερίσματος της Λάρα στην πολυκατοικία του πανεπιστημιακού ιδρύματος. Στα σκοτεινά, σαν τον Τζερεμάια Σμιθ. Άπλωσε το χέρι να ανάψει το διακόπτη, αλλά το ξανασκέφτηκε. Ίσως ο απαγωγέας να είχε φακό μαζί του. Έτσι έβγαλε αυτόν που είχε στην τσέπη του και άρχισε να περιεργάζεται τους χώρους. Η δέσμη του φωτός έβγαζε από το σκοτάδι τα έπιπλα και τα αντικείμενα του σπιτιού. Δεν ήξερε τι ακριβώς έψαχνε, αλλά ήταν βέβαιος ότι υπήρχε μια σύνδεση ανάμεσα στη νεαρή φοιτήτρια και στον Τζερεμαια. Η Λάρα ήταν κάτι πολύ περισσότερο από ένα απλό θύμα, ήταν ένα αντικείμενο πόθου. Ο Μάρκους έπρεπε να φτάσει σ' αυτό που τους συνέδεε, μόνον έτσι θα μπορούσε να ανακαλύψει το χώρο όπου κρατούσε αιχμάλωτη την κοπέλα. Ήταν απλώς εικασίες

156/1081

ανάμεικτες με ελπίδες, μα προς το παρόν δεν μπορούσε να απορρίψει τίποτα. Από μακριά ακούγονταν τα γαβγίσματα των αδέσποτων σκυλιών. Με εκείνη τη μελαγχολική υπόκρουση στο βάθος, άρχισε να εξερευνά το ισόγειο, από το μικρό μπάνιο με την καταπακτή απ’ όπου είχε μπει ο απαγωγέας. Δίπλα στην ντουσιέρα υπήρχε ένα ράφι, όπου ήταν τέλεια παρατεταγμένα καθ’ ύψος μερικά μπουκαλάκια με αφρόλουτρο, σαμπουάν και κρέμα μαλλιών. Η ίδια ακρίβεια υπήρχε και στη διάταξη των απορρυπαντικών δίπλα στο πλυντήριο. 0 καθρέφτης πάνω από το νιπτήρα έκρυβε ένα ντουλαπάκι: είχε καλλυντικά και φάρμακα. Το ημερολόγιο που κρεμόταν στην πόρτα ήταν γυρισμένο στη σελίδα του τελευταίου μήνα. Τα σκυλιά έξω άρχισαν να γαβγίζουν και να γρυλίζουν μεταξύ τους, σαν να είχαν μπλεχτεί σε καβγά.

157/1081

Ο Μάρκους επέστρεψε στο μικρό καθιστικό που φιλοξενούσε και την κουζίνα. Προτού ανέβει στον επάνω όροφο, ο Τζερεμάια Σμιθ φρόντισε να αδειάσει τη ζαχαριέρα που ήταν πάνω στο τραπέζι και το κουτί στο ντουλάπι που έγραφε SUGAR, για να εξαφανίσει τα ίχνη του ναρκωτικού. Έκανε όλες του τις δουλειές ήρεμα, χωρίς βιασύνη. Εκεί δεν διέτρεχε κανέναν κίνδυνο. Είχε όλο το χρόνο, ενώ η Λάρα κοιμόταν. Είσαι πολύ καλός, δεν έκανες λάθη, ωστόσο κάτι θα πρέπει να υπάρχει. Ο Μάρκους ήξερε ότι η ιστορία του κατά συρροήν δολοφόνου που λυσσάει να αποκαλύψει στον κόσμο τα κατορθώματα του και γι’ αυτό προκαλεί όποιον προσπαθεί να τον σταματήσει ηταν ενα παραμυθάκι για τα Μ ΜΕ, για να κρατάνε ζωντανή την προσοχή του κοινού. Στους κατά συρροήν δολοφόνους αρεσει αυτό που κάνουν. Ακριβώς γι’ αυτό θέλουν να συνεχισουν να το κάνουν όσο το

158/1081

δυνατόν περισσότερο. Δεν τους ενδιαφέρει η φήμη, θα τους στεκόταν εμπόδιο. Βέβαια, κάποιες φορές αφήνουν ίχνη στο πέρασμά τους. Δεν θέλουν να επικοινωνήσουν, αλλά να μοιραστούν. Τι άφησες για μένα; αναρωτήθηκε ο Μάρκους. Έστρεψε το φακό στα ντουλάπια της κουζίνας. Σε ένα ράφι είχε βιβλία με συνταγές. Πιθανόν, όσο έμενε με τους γονείς της, η Λάρα να μη χρειάστηκε ποτέ να ετοιμάσει το φαγητό της. Από τη στιγμή όμως που μετακόμισε στη Ρώμη, έπρεπε να μάθει να φροντίζει τον εαυτό της και να μαγειρεύει. Όμως ανάμεσα σε εκείνα τα βιβλία με τα πολύχρωμα εξώφυλλα ξεχώριζε ένας μαύρος τόμος. Ο Μάρκους πλησίασε κι έγειρε το κεφάλι του για να διαβάσει τον τίτλο. Ήταν μια Βίβλος. Ανωμαλία, σκέφτηκε. Την πήρε και την άνοιξε στο σημείο όπου υπήρχε ένας κόκκινος σατέν σελιδοδείκτης.

159/1081

Ήταν η επιστολή του Παύλου προς Θεσσαλονικείς. «Ή ημέρα Κυρίου ώς κλέπτης εν νυχτί ούτως ερχεταί». Μια μακάβρια ειρωνεία, και σίγουρα όχι τυχαία. Μήπως κάποιος είχε βάλει εκεί το βιβλίο; Τα λόγια αυτά αναφέρονταν στην Ημέρα της Κρίσης, μα κατά τα άλλα περιέγραφαν καλά αυτό που είχε συμβεί στη Λάρα. Κάποιος την είχε αρπάξει. Ο κλέφτης αυτή τη φορά είχε κλέψει έναν άνθρωπο. Η νεαρή φοιτήτρια δεν είχε αντιληφθεί την παρουσία του Τζερεμάια Σμιθ που τριγυρνούσε σαν σκιά γύρω της. Ο Μάρκους κοίταξε γύρω του: τον καναπέ, την τηλεόραση, τα περιοδικά στο τραπεζάκι, το ψυγείο με τα μαγνητάκια, το παλιό φθαρμένο παρκέ. Αυτό το μικρό διαμέρισμα ήταν ο χώρος όπου η Λάρα ένιωθε πιο ασφαλής. Όμως αυτό δεν ήταν αρκετό για να την προστατέψει. Πώς θα μπορούσε να το αντιληφθεί; Πώς θα μπορούσε

160/1081

να το ξέρει; Η φύση ωθεί τους ανθρώπους να είναι αισιόδοξοι, σκέφτηκε. Είναι βασικό για την επιβίωση του είδους να παραβλέπουμε τους δυνάμει κινδύνους και να επικεντρωνόμαστε μόνο στους πιο πιθανούς. Δεν μπορεί να ζει. κανείς μέσα στο φόβο. Η θετική άποψη είναι αυτό που μας βοηθάει να προ χωρήσουμε παρά τις αντιξοότητες και τον πόνο που διανθίζω την ύπαρξή μας. Έχει ένα και μοναδικό μειονέκτημα, συχνά εκεί κρύβεται το κακό. Εκείνη τη στιγμή τα αδέσποτα σταμάτησαν να γαβγίζουν. Ένα παγερό ρίγος τού άρπαξε τον αυχένα, γιατί ξαφνιχά άκουσε έναν καινούργιο θόρυβο. Ένα ανεπαίσθητο τρίξιμο στα σανίδια του πατώματος. Η Ημέρα του Κυρίου θα έρθει σαν τον κλέφτη μες στη νύχτα, υπενθύμισε στον εαυτό του, όταν συνειδητοποίησε ότι ήταν λάθος του να μην ελέγξει πρώτα τον επάνω όροφο. «Σβήσ’ τον».

161/1081

Η φωνή ερχόταν από τη σκάλα πίσω του και προφανώς αναφερόταν στο φακό που κρατούσε. Υπάκουσε χωρίς να στραφεί. Όποιος κι αν ήταν, βρισκόταν ήδη μέσα όταν ήρθε ο Μάρκους. Συγκεντρώθηκε στη σιωπή που τον περιέβαλλε. Ο άντρας βρισκόταν το πολύ δυο μέτρα παραπέρα. Ποιος ξέρει εδώ και πόση ώρα τον παρακολουθούσε. «Γύρνα», τον διέταξε η φωνή. Ο Μάρκους γύρισε αργά. Το φως της αυλής έμπαινε αδύναμο από τη σιδεριά του παραθύρου, προβάλλοντας ένα διχτυωτό πάνω στον τοίχο, σαν να ήταν κλουβί. Εκεί μέσα ήταν κλεισμένη, σαν άγριο θηρίο, μια σκούρα και απειλητική σιλουέτα. Μια σκιά χαραγμένη στη σκιά. Ο άντρας ήταν τουλάχιστον είκοσι εκατοστά πιο ψηλός από τον ίδιο και γεροδεμένος. Έμειναν ακίνητοι για πολλή ώρα, χωρίς να μιλούν. Μετά η φωνή ακούστηκε και πάλι μέσα απ’ το σκοτάδι. «Εσύ είσαι;»

162/1081

Από τη χροιά της φωνής φαινόταν λίγο μεγαλύτερος από παιδί. Στον τόνο της, ο Μάρκους αναγνώρισε την οργή, αλλ£ και το φόβο. «Εσύ είσαι, καριόλη!» Δεν ήξερε αν ήταν οπλισμένος. Σώπασε αφήνοντας τον να μιλήσει. «Σε είδα να έρχεσαι μαζί μ’ έναν άλλο χτες το πρωί». Ο Μάρκους μάντεψε ότι αναφερόταν στην πρώτη του επίσκεψη με τον Κλεμέντε. «Είναι δυο μέρες που παρακολουθώ αυτό το μέρος. Τι θέλετε από μένα;» Ο Μάρκους προσπάθησε να αποκρυπτογραφήσει αυτά τα λόγια, αλλά δεν καταλάβαινε το νόημά τους. Και δεν υπήρχε τρόπος να προβλέψει τι θα συνέβαινε μετά. «Προσπαθείτε να μου τη φέρετε;» Η σκιά έκανε ένα βήμα προς το μέρος του. Ο Μάρκους διέκρινε τα χέρια του και κατάλαβε ότι δεν κρατούσε όπλο. Τότε αποτόλμησε να πει: «Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς».

163/1081

«Για μαλάκα με περνάς;» «Ίσως θα ήταν προτιμότερο να το συζητήσουμε ήρεμα, έξω από δω», είπε δοκιμάζοντας τη λύση του διαλόγου. «Θα το συζητήσουμε τώρα». 0 Μάρκους αποφάσισε να μιλήσει ανοιχτά. «ΊΙρθες εδώ για την κοπέλα που χάθηκε;» «Δεν ξέρω τίποτα για την κοπέλα, δεν έχω καμία σχέση. Θες να μου τη φέρεις, μαλάκα;» Διαισθάνθηκε ότι ίσως έλεγε αλήθεια: αν ήταν συνένοχος του Τζερεμάια Σμιθ, γιατί να ρισκάρει να επιστρέψει; Ο Μάρκους δεν είπε τίποτα. Προτού προλάβει να βρει μια απάντηση, ο άγνωστος του ρίχτηκε, τον άρπαξε από το γιακά και τον έσπρωξε πάνω στον τοίχο. Κρατώντας τον ακίνητο, έβγαλε με το άλλο του χέρι ένα φάκελο και του τον κούνησε κάτω απ’ τη μύτη. «Εσύ μου έγραψες αυτό το κωλογράμμα;» «Δεν ήμουν εγώ». «Τότε τι κάνεις εδώ;»

164/1081

Ο Μάρκους έπρεπε πρώτα να καταλάβει πώς αυτή η κατάσταση μπορούσε να συνδέεται με την εξαφάνιση της Λάρα. «Ας μιλήσουμε γι’ αυτό το γράμμα, αν θες». Όμως ο νεαρός δεν είχε καμία διάθεση να του αφήσει τον έλεγχο της συζήτησης. «Σε στέλνει ο Ρανιέρι; Να πεις σ’ αυτό το οφχ» ότι εμείς οι δυο τελειώσαμε». «Δεν ξέρω κανέναν Ρανιέρι, πίστεψέ με». Προσπάθησε να ελευθερωθεί, αλλά ο νεαρός τον κράτησε ακίνητο. Δεν είχε τελειώσει ακόμα μαζί του. «Είσαι αστυνομικός;» «Όχι». «Και το σύμβολο τότε; Κανείς δεν ήξερε για το σύμβολο». «Ποιο σύμβολο;» «Αυτό στο γράμμα, μαλάκα». Το γράμμα και το σύμβολο: ο Μάρκους αποθήκευσε αυτές τις πληροφορίες. Δεν ήταν πολλές, μα μπορεί να του φαίνονταν χρήσιμες

165/1081

για να καταλάβει τις προθέσεις του νεαρού. Εκτός κι αν παραληρούσε. Έπρεπε να καταφέρει να χειριστεί την κατάσταση. «Παράτα με μ’ αυτή την ιστορία του γράμματος. Δεν ξέρω τίποτα». Ο νεαρός προσπάθησε να κερδίσει χρόνο. «Ποιος, διάολο, είσαι;» Ο Μάρκους δεν απάντησε, ελπίζοντας ότι ο άλλος θα ηρεμούσε. Όμως, προτού το καταλάβει, βρέθηκε σωριασμένος στο πάτωμα και ένιωθε να συνθλίβεται από το βάρος του νεαρού. Προσπάθησε να αμυνθεί, αλλά εκείνος του πίεζε το θώρακα και τον χτυπούσε με δύναμη. Σήκωσε τα μπράτσα για να προστατέψει το κεφάλι του, αλλά οι γροθιές τον ζάλισαν. Ένιωσε τη γεύση του αίματος που του γέμισε το στόμα. Νόμισε ότι θα έχανε τις αισθήσεις του, αλλά κατάλαβε οτι η οργή του άλλου είχε εξαντληθεί. Σωριασμένος κάτω, διέκρινε το νεαρό να ανοίγει την πόρτα του διαμερίσματος· Για μια στιγμή τον είδε από

166/1081

πίσω στο φως της αυλής. Μετα η πόρτα ξανάκλεισε. Άκουσε τα βήματά του να απομακρύ' νονται βιαστικά. Περίμενε λίγο και μετά δοκίμασε να σηκωθεί. Το κεφάλι του γυρνούσε και τ’ αυτιά του βούιζαν. Δεν ένιωθε πόνο. Όχι ακόμα. Θα ερχόταν όλος μαζί, το ήξερε, αλλά έπειτα από λίγο. Πάντα έτσι συνέβαινε. Θα πονούσε παντού, ακόμα κι εκεί που δεν είχε χτυπηθεί. Δεν θυμόταν ακριβώς από ποια προηγούμενη εμπειρία του πήγαζε αυτή η ανάμνηση, αλλά ήξερε ότι ήταν έτσι. Ανασηκώθηκε και κάθισε. Προσπάθησε να βάλει σε τάξη τις σκέψεις του. Τον είχε αφήσει να φύγει, ενώ θα έπρεπε να βρει έναν τρόπο να τον κρατήσει. Προσπάθησε να φανεί επιεικής με τον εαυτό του, λέγοντας ότι τελικά δεν θα κατάφερνε να τον κάνει να σκεφτεί λογικά. Εν πάση περιπτώσει, είχε καταφέρει τουλάχιστον κάτι.

167/1081

Πάνω στη συμπλοκή τους, είχε καταφέρει να αρπάξει το γράμμα. Ψηλάφησε το πάτωμα αναζητώντας το φακό που του είχε πέσει λίγο νωρίτερα. Τον βρήκε, τον χτύπησε μια-δυο φορές για να τον ανάψει και τον έστρεψε στο φάκελο. Δεν υπήρχε αποστολέας, αλλά απευθυνόταν σε κάποιον Ραφαέλε Λλτιέρι. Η ημερομηνία στην ταχυδρομική σφραγίδα ήταν τριών ημερών. Μέσα υπήρχε ένα φύλλο χαρτί όπου ήταν τυπωμένη μόνο η διεύθυνση του διαμερίσματος της Λάρα στη βία ντέι Κορονάρι. Μα αυτό που τον παραξένεψε ήταν το σύμβολο που είχε θέση υπογραφής. Τρεις κόκκινες κουκκίδες που σχημάτιζαν ένα τρίγωνο. 6:00 Δεν κατάφερε να κοιμηθεί. Μετά το τηλεφώνημα του Σάλμπερ στριφογυρνούσε

168/1081

στο κρεβάτι επί ώρες. Τέλος, το ξυπνητήρι χτύπησε στις πέντε και η Σάντρα σηκώθηκε. Ετοιμάστηκε βιαστικά και πήρε ταξί για να πάει στο αστυνομικό τμήμα, δεν ήθελε να προσέξουν οι συνάδελφοι το αυτοκίνητό της. Δεν θα της ζητούσαν βέβαια εξηγήσεις, αλλά εδώ και λίγο καιρό την ενοχλούσε ο τρόπος που την κοιτούσαν. Η χήρα. Άραγε έτσι την αποκαλούσαν; Η συμπόνια τους κολλούσε ενοχλητική πάνω της κάθε φορά που περνούσαν από δίπλα της. Το κακό ήταν ότι ορισμένοι θεωρούσαν τον εαυτό τους αναγκασμένο να της πει κάτι. Τώρα πια έκανε συλλογή από φράσεις συλλυπητηρίων. Η πιο συνηθισμένη ήταν: «Κουράγιο, ο άντρας σου ο Ντέιβιντ θα ήθελε να φανείς δυνατή». Εκείνη όμως ήθελε να τις καταγράψει όλες για να μπορέσει μετά να δείξει στον κόσμο ότι υπάρχει κάτι χειρότερο από την αδιαφορία απέναντι στον πόνο των άλλων: οι κοινοτοπίες με τις οποίες επιζητούμε να τον γιατρέψουμε.

169/1081

Αλλά ίσως να έφταιγε μόνον η ίδια και ο εκνευρισμός της. Εν πάση περιπτώσει, ήθελε να είναι στο Τμήμα Παραλαβής Προσωπικών Αντικειμένων την ώρα που θα άλλαζε η νυχτερινή βάρδια. Χρειάστηκαν είκοσι λεπτά για να φτάσει στον προορισμό της. Πρώτα πέρασε από το κυλικείο για ένα κρουασάν κι έναν καπουτσίνο. Τα πήρε μαζί της και παρουσιάστηκε στο συνάδελφο που ετοιμαζόταν να γυρίσει σπίτι του. «Γεια σου, Βέγκα», της είπε βλέποντάς τη να περνάει κάτω από τον πάγκο. «Τι κάνεις εδώ τέτοια ώρα;» Η Σάντρα προσπάθησε να υποκριθεί ένα ήρεμο χαμόγελο. «Σου έφερα πρωινό». Της πήρε με ευχαρίστηση το φορτίο από τα χέρια. «Είσαι πραγματική φίλη. Απόψε είχαμε αρκετή κίνηση: συνέλαβαν μια συμμορία Κολομβιανών που έκανε διακίνηση μπροστά στο σταθμό του Λαμπράτε».

170/1081

Η Σάντρα δεν ήθελε να χαθεί σε άσκοπες κουβέντες και μπήκε κατευθείαν στο θέμα της. «Θέλω να πάρω τους σάκους που άφησα εδώ πριν από πέντε μήνες». Ο συνάδελφός της την κοίταξε έκπληκτος, αλλά έσπευσε να την εξυπηρετήσει, χωρίς δισταγμό, «Σου τους φέρνω αμέσως». Χώθηκε στους δαιδαλώδεις διαδρόμους της αποθήκης. Η Σάντρα τον άκουγε να μιλάει στον εαυτό του καθώς έψαχνε. Ανυπομονούσε, αλλά προσπαθούσε να συγκρατηθεί. Τώρα τελευταία όλα την ενοχλούσαν. Η αδελφή της έλεγε ότι περνούσε μία από τις τέσσερις φάσεις που έπονται ενός θανάτου. Ήταν μια εξήγηση που είχε βρει σε ένα βιβλίο, αν και δεν θυμόταν καλά τη σειρά τους, οπότε δεν μπορούσε να πει σε ποια φάση βρισκόταν και αν σύντομα θα ξεπερνούσε τα πάντα. Η Σάντρα αμφέβαλλε, αλλά την άφηνε να λέει τα δικά της. Αυτό ίσχυε και για την υπόλοιπη οικογένειά της, κανένας δεν ήθελε να

171/1081

ασχοληθεί στ’ αλήθεια με αυτό που της είχε συμβεί. Όχι από αναισθησία, αλλά επειδή δεν υπήρχαν συμβουλές που να ενδείκνυνται για μια χήρα είκοσι εννιά χρονών. Έτσι, απλώς της ανέφεραν ό,τι διάβαζαν σε διάφορα περιοδικά ή της εξιστορούσαν την εμπειρία κάποιου μακρινού γνωστού. Αυτό τους αρκούσε για να αισθάνονται εντάξει απέναντι της και τελικά για την ίδια τη Σάντρα ήταν καλύτερα έτσι. Πέντε λεπτά αργότερα είδε το συνάδελφό της να επιστρέφει με τους δύο μεγάλους σάκους του Ντέιβιντ. Τους κρατούσε από τα χερούλια, όχι όπως τους κουβαλούσε ο Ντέιβιντ στους ώμους. Έναν στα δεξιά, έναν στ’ αριστερά. Τον έκαναν να περπατάει τρεκλίζοντας πέρα δώθε. «Μοιάζεις με γάιδαρο, Φρεντ». «Μα και πάλι σου αρέσω, Τζίντζερ». Βλέποντας εκείνες τις τσάντες, η Σάντρα ένιωσε σαν να είχε δεχτεί γροθιά στο στήθος. Φοβόταν αυτή την αίσθηση. Σε εκείνες τις

172/1081

αποσκευές ήταν ο δικό της Ντέιβιντ, περιείχαν όλον του τον κόσμο. Αν εξαρτιόταν από αυτήν, θα έμεναν στην αποθήκη μέχρι που κάποιος απρόσεκτος να τις στείλει να καταστραφούν μαζί με τα άλλα τεκμήρια που δεν χρησίμευαν π»α. Όμως ο Σάλμπερ το προηγούμενο βράδυ είχε προσδώσει βαρύτητα και ουσία σε ένα σύννεφο από ερωτήματα που είχαν αποτελματωθεί επικίνδυνα στην καρδιά της από τότε που ανακάλυψε ότι ο Ντέιβιντ της είχε πει ψέματα. Δεν μπορούσε να επιτρέψει σε κανέναν να αμφισβητεί τον άνθρωπό της. Μα, πάνω απ’ όλα, καταλάβαινε ότι δεν μπορούσε να το επιτρέψει στον εαυτό της. «Εδώ είμαστε», είπε ο συνάδελφος αφήνοντας τους σάκους πάνω στον πάγκο. Δεν ήταν ανάγκη να υπογράψει απόδειξη παραλαβής, στην ουσία χάρη τής έκαναν κρατώντας τους εκεί. Είχαν έρθει από την Αστυνομική Διεύθυνση της Ρώμης μετά το

173/1081

δυστύχημα. Απλώς εκείνη δεν πήγε να τους πάρει. «Θες να δεις μήπως λείπει κάτι;» «Όχι, ευχαριστώ. Όλα είναι εντάξει». Όμως ο συνάδελφος συνέχισε να την κοιτάζει με μια έκφραση που ξαφνικά είχε γίνει θλιμμένη. Μην το κάνεις, σκέφτηκε εκείνη. Κι όμως, αυτός το έκανε. «Κάνε κουράγιο, Βέγκα, ο Ντάνιελ θα ήθελε να είσαι δυνατή». Ποιος, διάολο, είναι αυτός ο... Ντάνιελ; αναρωτήθηκε, ενώ πίεζε τον εαυτό της να του χαμογελάσει. Έπειτα τον ευχαρίστησε κι έφυγε παίρνοντας μαζί της τους σάκους του Ντέιβιντ. Μισή ώρα αργότερα ήταν και πάλι σπίτι της. Ακούμπησε τους σάκους στο πάτωμα κοντά στην πόρτα και τους άφησε εκεί. Κρατήθηκε για λίγο μακριά τους, αλλά τους παρατηρούσε, έστω κι από απόσταση. Σαν το αδέσποτο σκυλί

174/1081

που τριγυρνάει γύρω από την τροφή που του δίνουν, προσπαθώντας να καταλάβει αν πρέπει να δείξει εμπιστοσύνη. Εκείνη πάντως έψαχνε το κουράγιο να δοκιμάσει. Τους πλησίαζε και μετά απομακρυνόταν ξανά. Ετοίμασε ένα τσάι κι απόμεινε να κοιτάζει τους σάκους, καθισμένη στον καναπέ και κρατώντας το φλιτζάνι στις παλάμες της. Για πρώτη φορά σκέφτηκε αυτό που είχε μόλις κάνει. Είχε ξαναφέρει τον Ντέιβιντ στο σπίτι. Ίσως κάτι μέσα της, όλους αυτούς τους μήνες, να ήλπιζε, να φανταζόταν, να πίστευε ότι αργά ή γρήγορα ο Ντέιβιντ θα ξαναγυρνούσε. Η σκέψη ότι δεν θα ξανάκαναν έρωτα την τρέλαινε. Υπήρχαν φορές που ξεχνούσε ότι ήταν νεκρός, της περνούσε κάτι απ’ το μυαλό και σκεφτόταν: Αυτό πρέπει να το πω στον Ντέιβιντ. Μια στιγμή αργότερα, η πραγματικότητα ορμούσε πάνω της, ξαναφέρνοντάς της

175/1081

μονομιάς την πίκρα. Ο Ντέιβιντ δεν υπήρχε πια. Τελεία. Η Σάντρα έφερε ξανά στο μυαλό της τη μέρα που αναμετρήθηκε για πρώτη φορά με αυτή την πραγματικότητα. Είχε συμβεί ακριβώς στην έξοδο του σπιτιού, ένα ήρεμο πρωινό σαν το σημερινό. Συνέχιζε να κρατάει τους δύο αστυνομικούς στην πόρτα, σίγουρη ότι, όσο έμεναν εκεί, όσο δεν περνούσαν το κατώφλι της, η είδηση του θανάτου του Ντέιβιντ δεν θα ήταν πραγματική. Κι εκείνη δεν θα έπρεπε να αντιμετωπίσει αυτό που ετοιμαζόταν να μπει στο σπίτι της: έναν τυφώνα που θα κατέστρεφε τα πάντα, αφήνοντάς τα ανέπαφα. Δεν πίστευε ότι θα τα κατάφερνε. Κι όμως, είμαι εδώ, σκέφτηκε. Κι αν ο Σάλμπερ ενδιαφέρεται γι’ αυτές τις αποσκευές, θα πρέπει σίγουρα να υπάρχει κάποιος λόγος.

176/1081

Άφησε το φλιτζάνι του τσαγιού στο πάτωμα και προχώρησε αποφασιστικά προς τους σάκους. Έπιασε πρώτα το λιγότερο βαρύ. Ήταν αυτός που είχε μόνο ρούχα. Τον αναποδογύρισε και τον άδειασε στο πάτωμα. Τα πουκάμισα, τα παντελόνια, τα πουλόβερ, όλα ανάκατα. Η μυρωδιά της επιδερμίδας του Ντέιβιντ την πολιόρκησε, αλλά προσπάθησε να την αγνοήσει. Θεέ μου, πόσο μου λείπεις, Φρεντ. Δεν άφησε τον εαυτό της να κλάψει. Άρχισε να ψαχουλεύει τα ρούχα με μια απελπισμένη μανία. Παρ’ όλα αυτά, τη; έρχονταν εικόνες του Ντέιβιντ όταν φορούσε αυτά τα ρούχα. Στιγμές από τη ζωή που είχαν ζήσει μαζί. Ένιωσε νοσταλγία, αλλά και θυμό και, τέλος, οργή. Δεν υπήρχε τίποτα σε αυτά τα πράγματα. Έψαξε ακόμα και τις τσέπες, εσωτερικές και εξωτερικές. Τίποτα.

177/1081

Ένιωθε εξαντλημένη. Όμως το πιο δύσκολο είχε γίνει. Τώρα έπρεπε να πιάσει το σάκο της δουλειάς. Αυτά τα αντικείμενα δεν ανήκαν στις αναμνήσεις της. Ίσα-ίσα, ήταν ο λόγος για τον οποίο ο Ντέιβιντ δεν υπήρχε πια. Οπότε, θα ήταν πιο εύκολο. Προτού αρχίσει, θυμήθηκε ότι υπήρχε ένας κατάλογος των αντικειμένων. Ήταν στο συρτάρι του κομοδίνου του άντρα της. Τον χρησιμοποιούσε για να θυμάται τι πράγματα θα έπαιρνε, κάθε φορά που ετοίμαζε τις βαλίτσες του. Η Σάντρα πήγε να τον πάρει. Και έπειτα ξεκίνησε το τσεκάρισμα. Πρώτα έβγαλε τη δεύτερη Reflex του Ντέιβιντ. Η πρώτη είχε καταστραφεί κατά την πτώση του. Ήταν μια Canon, ενώ η Σάντρα προτιμούσε τις Nikon. Στην οικογένεια γίνονταν παθιασμένες συζητήσεις γι’ αυτό το θέμα. Την έθεσε σε λειτουργία. Η μνήμη της ήταν κενή.

178/1081

Διέγραψε τη Reflex από τον κατάλογο και συνέχισε. Έβαλε τις διάφορες ηλεκτρονικές συσκευές να φορτίσουν, γιατί οι μπαταρίες τους είχαν αδειάσει έπειτα από τόσους μήνες αδράνειας. Ύστερα άρχισε να τις ελέγχει. Η τελευταία κλήση στο δορυφορικό τηλέφωνο ήταν πριν από πολύ καιρό κι έτσι δεν παρουσίαζε κανένα ενδιαφέρον. Αντίθετα, είχε ελέγξει το κινητό όταν πήγε στη Ρώμη για να αναγνωρίσει το πτώμα. Ο Ντέιβιντ το είχε χρησιμοποιήσει μόνο για να καλέσει ταξί και να αφήσει το τελευταίο μήνυμα στον τηλεφωνητή της - Εδώ στο Όσλο κάνει ψοφόκρυο. Κατά τα άλλα, ήταν σαν να ζούσε απομονωμένος από τον κόσμο. Άναψε το notebook ελπίζοντας να βρει τουλάχιστον κάτι εκεί. Αλλά στο φορητό κομπιούτερ υπήρχαν μόνο παλιοί φάκελοι χωρίς σημασία. Ακόμα και στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, τίποτα καινούργιο ή ενδιαφέρον. Σε κανένα έγγραφο ή e-mail ο Ντέιβιντ δεν

179/1081

αναφερόταν στο λόγο για τον οποίο βριζόταν στη Ρώμη. Γιατί τόση μυστικότητα; αναρωτήθηκε. Την ξανακέντρισε η αμφιβολία που την είχε κρατήσει ξάγρυπνη όλη νύχτα. Θα μπορούσε να πάρει όρκο για την εντιμότητα του άντρα της, μα μήπως αυτή η ιστορία έκρυβε κάτι σάπιο; «Αντε γαμήσου, Σάλμπερ», επανέλαβε, ενώ σκεφτόταν τον άνθρωπο που της είχε δημιουργήσει αυτή την αβεβαιότητα. Επέστρεψε στο σάκο και ξεσκάρταρε τα αντικείμενα που δεν είχαν κανένα ενδιαφέρον, όπως τον ελβετικό σουγιά και τους τηλεφακούς, κι έπιασε μια ατζέντα με δερμάτινο κάλυμμα. Ήταν τριμμένη στις άκρες και πολύ παλιά. Κάθε χρόνο ο Ντέιβιντ αντικαθιστούσε μόνο τα εσωτερικά της φύλλα. Ήταν από εκείνα τα αντικείμενα που δεν μπορούσε να αποχωριστεί με τίποτα. Όπως οι καφετιές σαγιονάρες ή το κατσιασμένο φούτερ

180/1081

που φορούσε όταν έγραφε στο κομπιούτερ. Η Σάντρα είχε προσπαθήσει αμέτρητες φορές να τα εξαφανίσει. Εκείνος για κάποιες μέρες έκανε πως δεν καταλάβαινε, αλλά μετά πάντα τα ξετρύπωνε από κει που τα είχε κρύψει εκείνη. Χαμογέλασε μ’ αυτή την ανάμνηση. Έτσι ήταν ο Ντέιβιντ. Κάποιος άλλος θα διαμαρτυρόταν έντονα, αυτός όμως δεν έφερνε καμία αντίρρηση στις μικρές της καταχρήσεις. Μόνο που μετά συνέχιζε ατάραχος να κάνει αυτό που του άρεσε. Η Σάντρα άνοιξε την ατζέντα. Σε μερικές σελίδες από την εποχή που ο Ντέιβιντ ήταν στη Ρώμη βρήκε σημειωμένες διάφορες διευθύνσεις. Οι ίδιες ήταν μαρκαρισμένες και σε ένα χάρτη της πόλης. Σύνολο, καμιά εικοσαριά. Καθώς αναρωτιόταν για τη σημασία αυτών των σημειώσεων, συνειδητοποίησε ότι μέσα στο σάκο υπήρχε ένα νέο αντικείμενο, που δεν

181/1081

αναφερόταν στον κατάλογο. Ένας ασύρματος CB. Ενστικτωδώς αναζήτησε τη συχνότητα. Κανάλι 81. Δεν της έλεγε τίποτα. Τι δουλειά είχε ο Ντέιβιντ μ’ έναν πομποδέκτη; Ωστόσο, ψαχουλεύοντας ανάμεσα σε όσα αντικείμενα απέμεναν, συνειδητοποίησε ότι κάτι έλειπε. Ήταν το μικρό μαγνητόφωνο που ο Ντέιβιντ κουβαλούσε πάντα μαζί του. Έλεγε ότι ήταν η επέκταση της μνήμης του. Αλλά δεν το είχε πάνω του τη στιγμή της μοιραίας πτώσης. Μπορεί να είχε χαθεί. Πάντως η Σάντρα κράτησε στο μυαλό της αυτή τη λεπτομέρεια. Προτού συνεχίσει, ανακεφαλαίωσε στα γρήγορα τα προσώρας αποτελέσματα της ερευνάς της. Είχε βρει διευθύνσεις σε μια ατζέντα και σημειωμένες σε ένα χάρτη της Ρώμης. Ένα ραδιοπομπό συντονισμένο σε μια μυστηριώδη συχνότητα. Και τέλος, έλειπε το μαγνητόφωνο

182/1081

που χρησιμοποιούσε ο Ντέιβιντ για να κρατάει σημειώσεις. Ενώ αναλογιζόταν αυτά τα στοιχεία, αναζητώντας ποια λογική τα συνέδεε, άρχισε να νιώθει δυσφορία. Μετά το ατύχημα, είχε ρωτήσει το Reuters και το Associated Press -τα πρακτορεία με τα οποία συνεργαζόταν συνήθως ο άντρας της- αν τυχόν είχε αναλάβει κάποια δουλειά για λογαριασμό τους στη Ρώμη. Και τα δύο είχαν απαντήσει όχι. Ήταν μόνος του σε εκείνη την επιχείρηση. Βέβαια, δεν ήταν η πρώτη φορά που έκανε ένα ρεπορτάζ ή μια έρευνα με προοπτική να τα προσφέρει μετά σε αυτόν που θα έδινε τα περισσότερα. Όμως η Σάντρα είχε το τραγικό προαίσθημα ότι αυτή τη φορά υπήρχε κάτι περισσότερο· κάτι που δεν ήταν βέβαιη ότι ήθελε να το ανακαλύψει. Για να αποδιώξει τις κακές σκέψεις, αφοσιώθηκε και πάλι στο περιεχόμενο του σάκου.

183/1081

Από το βάθος του έβγαλε τη Leica I. Ήταν μια φωτογραφική μηχανή του 1925, καρπός του πνεύματος του Όσκαρ Μπάρνακ, που στη συνέχεια τελειοποιήθηκε από τη διάνοια του Ερνστ Λάιτς. Ήταν η πρώτη φωτογραφική μηχανή που επέτρεπε να φωτογραφίζεις κρατώντας τη στο χέρι. Χάρη στον εύκολο χειρισμό της, αποτέλεσε πραγματική επανάσταση στην πολεμική φωτογραφία. Η κατασκευή της ήταν τέλεια. Οριζόντιος φωτοφράχτης από ύφασμα, χρόνοι από 1/20 ως 1/500 του δευτερολέπτου, σταθερός φακός των 50mm. Ένα πραγματικό κόσμημα για συλλέκτες. Η Σάντρα την είχε κάνει δώρο στον Ντέιβιντ στην πρώτη τους επέτειο. Θυμόταν ακόμα την έκπληξή του όταν ξετύλιξε το πακέτο. Με τα χρήματα που έβγαζαν δεν θα μπορούσαν να την αγοράσουν. Μα η Σάντρα την είχε

184/1081

κληρονομήσει από τον παππού της, που της είχε μεταδώσει το πάθος για τη φωτογραφία. Ήταν ένα οικογενειακό κειμήλιο και ο Ντέιβιντ δεν την αποχωριζόταν ποτέ. Έλεγε ότι ήταν το γούρι του. Μα δεν κατάφερε να του σώσει τη ζωή, σκέφτηκε η Σάντρα. Ήταν φυλαγμένη μες στην αρχική δερμάτινη θήκη της, όπου η Σάντρα είχε βάλει να χαράξουν τ’ αρχικά DL. Την άνοιξε κι απόμεινε να την παρατηρεί, προσπαθώντας να μιμηθεί το βλέμμα του Ντέιβιντ, του οποίου τα μάτια έλαμπαν σαν παιδιού κάθε φορά που την έπιανε στα χέρια του. Ετοιμαζόταν να τη βάλει στην άκρη, όταν συνειδητοποίησε ότι η φωτογραφική μηχανή ήταν οπλισμένη. Μέσα στη μηχανή υπήρχε φιλμ. Ο Ντέιβιντ την είχε χρησιμοποιήσει για να τραβήξει φωτογραφίες. 7:10

185/1081

Στην αργκό τις έλεγαν «καβάτζες». Ήταν σίγουρα σπίτια σκόρπια σε όλη την πόλη, που χρησίμευαν για τροφοδοσία, προσωρινό καταφύγιο ή έστω για να ξεκουραστεί κανείς για λίγο και να πάρει δυνάμεις. Συνήθως στο κουδούνι έγραφε συνηθισμένα ονόματα ανύπαρκτων εταιριών. Ο Μάρκους μπήκε σε ένα τέτοιο διαμέρισμα που το ήξερε γιατί είχε πάει εκεί μια φορά με τον Κλεμέντε. Του είχε αποκαλύψει ότι διέθεταν αμέτρητες ιδιοκτησίες στη Ρώμη. Το κλειδί για να μπει ήταν κρυμμένο σε μια χαραμάδα δίπλα στην πόρτα. Ο πόνος, όπως είχε προβλέψει, ήρθε μαζί με την αυγή. Ο Μάρκους είχε πάνω του τα σημάδια του ξυλοδαρμού. Πέρα από μερικές μελανιές στα πλευρά, που σε κάθε του ανάσα τού θύμιζαν τι είχε συμβεί εκείνη τη νύχτα, είχε ένα σκισμένο χείλι κι ένα πρησμένο ζυγωματικό, τα οποία συνόδευαν την ουλή

186/1081

στον κρόταφό του. Σκέφτηκε ότι το σύνολο θα δημιουργούσε παράξενες εντυπώσεις σε όποιον τον παρατηρούσε. Σε μια καβάτζα έβρισκε κανείς τροφή, ένα κρεβάτι, ζεστό νερό, ένα κουτί πρώτων βοηθειών, πλαστά χαρτιά κι ένα σίγουρο κομπιούτερ για να συνδεθεί στο διαδίκτυο. Όμως αυτή που είχε επιλέξει ο Μάρκους ήταν άδεια. Δεν υπήρχαν έπιπλα και τα ρολά ήταν κατεβασμένα. Σε ένα από το δωμάτια υπήρχε ένα τηλέφωνο στο πάτωμα. Η γραμμή λειτουργούσε. Ο σκοπός του διαμερίσματος ήταν να στεγάζει εκείνη τη συσκευή. Ο Κλεμέντε τού είχε εξηγήσει ότι δεν ήταν συνετό να έχουν κινητά. Ο Μάρκους δεν άφηνε ποτέ ίχνη πίσω του. «Δεν υπάρχω», είπε προτού καλέσει μια υπηρεσία τηλεφωνικών πληροφοριών. Έπειτα από λίγο, μια ευγενική τηλεφωνήτρια του έδωσε τη διεύθυνση και το

187/1081

τηλέφωνο του Ραφαέλε Αλτιέρι, του ανθρώπου που του επιτέθηκε στο σπίτι της Λάρα. Ο Μάρκους έκλεισε και τηλεφώνησε στο νεαρό. Επέμεινε αρκετή ώρα για να σιγουρευτεί ότι δεν ήταν κανείς στο σπίτι. Όταν βεβαιώθηκε, πήγε να ανταποδώσει αυτοπροσώπως την επίσκεψη εκείνης της νύχτας. Λίγο αργότερα στεκόταν κάτω από την καταρρακτώδη βροχή, στη γωνία της βία Ρούμπενς, στην αριστοκρατική συνοικία Παριόλι, παρατηρώντας μια τετραώροφη οικοδομή. Κατάφερε να μπει από το γκαράζ. Το διαμέρισμα που τον ενδιέφερε βρισκόταν στον τρίτο όροφο. Ο Μάρκους εβαλε το αυτί του στην πόρτα για να είναι απόλυτα σίγουρος ότι τη συγκεκριμένη στιγμή ήταν άδειο. Δεν ακούγονταν θόρυβοι. Αποφάσισε να το ρισκάρει: έπρεπε να μάθει ποιος ήταν ο άνθρωπος που του επιτέθηκε.

188/1081

Παραβίασε την κλειδαριά και μπήκε στο εσωτερικό. Το διαμέρισμα που τον υποδέχτηκε ήταν μεγάλο. Τα έπιπλα έδειχναν καλαισθησία, αλλά και μεγάλη οικονομική άνεση. Υπήρχαν αντίκες και ακριβοί πίνακες. Τα δάπεδα ήταν από ανοιχτόχρωμο μάρμαρο, οι πόρτες λευκή λάκα. Ο χώρος δεν είχε τίποτα το ενδιαφέρον, πέρα από το ότι δεν έμοιαζε με κατοικία ψυχοπαθούς. Ο Μάρκους άρχισε την έρευνά του. Έπρεπε να βιαστεί, μπορεί από στιγμή σε στιγμή να επέστρεφε κάποιος. Ένα από τα δωμάτια ήταν διαρρυθμισμένο σε γυμναστήριο. Είχε έναν πάγκο για μπόντι μπίλντινγκ με βάρη, μπάρες στον τοίχο, κυλιόμενο διάδρομο και διάφορα όργανα γυμναστικής. 0 Ραφαέλε Αλτιέρι ήταν λάτρης της καλής φυσικής κατάστασης. Ο Μάρκους είχε

189/1081

δοκιμάσει στον εαυτό του τα αποτελέσματα αυτού του πάθους. Η κουζίνα έδινε την αίσθηση ότι ζούσε μόνος του. Στο ψυγείο, μόνον αποβουτυρωμένο γάλα και ενεργειακά ροφήματα. Στα ντουλάπια, κουτιά με βιταμίνες και συμπληρώματα διατροφής. Το τρίτο δωμάτιο ήταν εξίσου αποκαλυπτικό για τον τρόπο ζωής του νεαρού. Είχε ένα μονό ξέστρωτο κρεβάτι. Τα σεντόνια με εικόνες από τον Πόλεμο των Άστρων. Πάνω από το κεφαλάρι, μια αφίσα του Μπρους Λι. Στους τοίχους, αφίσες με ροκ συγκροτήματα και αγωνιστικές μοτοσικλέτες. Σε ένα ράφι. υπήρχε ένα στέρεο και σε μια γωνία μια ηλεκτρική κιθάρα. Έμοιαζε με δωμάτιο εφήβου. Πόσων χρόνων μπορεί να ήταν ο Ραφαέλε; αναρωτήθηκε ο Μάρκο. Η απάντηση δόθηκε όταν πέρασε το κατώφλι του τέταρτου δωματίου.

190/1081

Είχε μια καρέκλα κι ένα γραφείο κολλημένο στον τοίχο. Αυτά ήταν τα μόνα έπιπλα. Μπροστά τους ένα κολάζ από άρθρα εφημερίδων. Το χαρτί ήταν κιτρινισμένο, μα είχαν διατηρηθεί καλά. Είχαν γραφτεί πριν από δεκαεννιά χρόνια. Ο Μάρκους πλησίασε για να τα διαβάσει. Ήταν τοποθετημένα σχολαστικά κατά ημερομηνίες, από τα αριστερά προς τα δεξιά κι από πάνω προς τα κάτω. Μια διπλή ανθρωποκτονία. Τα θύματα ήταν η Βαλέρια Αλτιέρι, η μητέρα του Ραφαέλε, και ο εραστής της. Ο Μάρκους στάθηκε στις φωτογραφίες που συνόδευαν τα ρεπορτάζ των εφημερίδων, αλλά και τα περιοδικά της εποχής. Ως συνήθως, οι εφημερίδες είχαν μετατρέψει το απαίσιο εκείνο έγκλημα σε κοσμικό κουτσομπολιό. Στην ουσία, υπήρχαν όλα τα απαραίτητα συστατικά.

191/1081

Η Βαλέρια Αλτιέρι ήταν ωραία, κομψή, κακομαθημένη και ζούσε μες στην πολυτέλεια. Ο άντρας της ήταν ο Γκουίντο Αλτιέρι, γνωστός δικηγόρος μεγάλων επιχειρήσεων, που ταξίδευε συχνά στο εξωτερικό. I ίλούσιος, αδίστακτος και πολύ ισχυρός. Ο Μάρκους τον είδε σε μια φωτογραφία στην κηδεία της γυναίκας του, σοβαρό και συγκρατημένο παρά το σαρωτικό σκάνδαλο, να κοιτάζει το φέρετρο κρατώντας από το χέρι το γιο του, τον Ραφαέλε, που εκείνη την εποχή ήταν τριών ετών. Ο περιστασιακός εραστής της Βαλέρια ήταν ένας γνωστός ιστιοπλόος, νικητής πολλών αγώνων. Ένας ζιγκολό μερικά χρόνια νεότερος από εκείνη. Το έγκλημα είχε προκαλέσει πάταγο εξαιτίας της φήμης των πρωταγωνιστών του, αλλά και για τον τρόπο που έγινε. Οι εραστές αιφνιδιάστηκαν στο κρεβάτι. Οι έρευνες έδειξαν ότι οι δολοφόνοι ήταν τουλάχιστον δύο. Όμως δεν υπήρξαν

192/1081

συλλήψεις ούτε ύποπτοι. Η ταυτότητά τους παρέμεινε άγνωστη. Μετά ο Μάρκους εντόπισε μια λεπτομέρεια που, με την πρώτη ανάγνωση, του είχε ξεφύγει. Η στυγερή ανθρωποκτονία είχε συμβεί εκεί, στο σπίτι όπου συνέχιζε να ζει ο Ραφαέλε, ακόμα και τώρα που ήταν είκοσι δύο χρονών. Ενώ κάποιοι κατακρεουργούσαν τη μητέρα του, εκείνος κοιμόταν στο κρεβατάκι του. Οι δολοφόνοι δεν τον είχαν αντιληφθεί ή είχαν αποφασίσει να μην τον σκοτώσουν. Αλλά το επόμενο πρωί το παιδί ξύπνησε. Μπήκε στην κρεβατοκάμαρα και είδε τα δύο πτώματα σφαγμένα με πάνω από εβδομήντα μαχαιριές. Ο Μάρκους φαντάστηκε ότι θα ξέσπασε σε απελπισμένα κλάματα μπροστά σε αυτό το θέαμα που ήταν ακατανόητο για τη μικρή του ηλικία. Η Βαλέρια είχε δώσει άδεια και στην υπηρέτρια προκειμένου να δεχτεί τον εραστή της και η δολοφονία αποκαλύφθηκε μόνον

193/1081

όταν ο δικηγόρος Αλτιέρι επέστρεψε στο σπίτι από ένα επιχειρηματικό ταξίδι στο Λονδίνο. Ο μικρός έμεινε μόνος με τα πτώματα για δύο ολόκληρες μέρες. Όσο κι αν προσπαθούσε, ο Μάρκους δεν κατάφερνε να φανταστεί χειρότερο εφιάλτη. Κάτι αναδύθηκε από τα βάθη της μνήμης του. Ήταν μια αίσθηση μοναξιάς και εγκατάλειψης. Δεν ήξερε πότε την είχε νιώσει, αλλά υπήρχε μέσα του. Οι γονείς του δεν ζούσαν πια για να μπορέσει να τους ρωτήσει από πού προερχόταν αυτή η ανάμνηση. Είχε ξεχάσει ακόμα και τη στενοχώρια της απώλειάς τους. Μα ίσως αυτή να ήταν μία από τις ελάχιστες θετικές πλευρές της αμνησίας του. Προσπάθησε να συγκεντρωθεί και πάλι στη δουλειά του, στρέφοντας την προσοχή του στο γραφείο. Υπήρχαν στοίβες από ντοσιέ. Ο Μάρκους θα ήθελε να καθίσει για να εξετάσει με την ησυχία του τα χαρτιά. Όμως δεν είχε χρόνο. Η

194/1081

παραμονή του σε εκείνο το σπίτι γινόταν όλο και πιο παράτολμη. Έτσι, δεν προχώρησε παραπέρα από μια επιφανειακή εξέταση, ξεφυλλίζοντάς τα γρήγορα. Υπήρχαν φωτογραφίες, αντίγραφα από τις αναφορές της αστυνομίας, κατάλογοι με στοιχεία και υπόπτους. Λυτά τα χαρτιά δεν θα έπρεπε να βρίσκονται εκεί. Μαζί με διάφορες σημειώσεις και σκέψεις γραμμένες από το χέρι του Ραφαέλε Αλτιέρι, υπήρχαν και τα αποτελέσματα ιδιωτικών ερευνών. Διέκρινε πάνω στο γραφείο την κάρτα ενός ιδιωτικού ντετέκτιβ. Ρανιέρι, είπε μέσα του διαβάζοντας το τυπωμένο όνομα. Το είχε αναφέρει ο Ραφαέλε εκείνη τη νύχτα: «Σε στέλνει ο Ρανιέρι; Να πεις σ’ αυτό το αρχίδι ότι εμείς οι δυο τελειώσαμε». Ο Μάρκους την έχωσε στην τσέπη του ως στοιχείο, μετά ύψωσε και πάλι το βλέμμα του στον τοίχο με τα άρθρα και προσπάθησε να

195/1081

συλλάβει τα πάντα με μία και μόνη ματιά. Ποιος ξέρει πόσα λεφτά μπορούσε να φάει ένας απατεώνας ιδιωτικός ντετέκτιβ από ένα νεαρό παιδί που κατατρυχόταν από μία έμμονη ιδέα: να βρει τους δολοφόνους της μητέρας του. Εκείνα τα αποκόμματα, οι αναφορές, εκείνα τα χαρτιά ήταν αποδείξεις μιας εμμονής. Ο Ραφαέλε ήθελε να δώσει ένα πρόσωπο στα τέρατα που βεβήλωσαν την παιδική του ηλικία. Τα παιδιά έχουν εχθρούς φτιαγμένους από αέρα, σκόνη και σκιές, τον μπαμπούλα ή τον κακό λύκο, σκέφτηκε ο Μάρκους. Κι αυτοί ζουν στα παραμύθια κι εμφανίζονται, προσκεκλημένοι από τους γονείς, μόνον όταν τα παιδιά είναι άταχτα. Μα μετά χάνονται για πάντα και επιστρέφουν στη σκιά που τους γέννησε. Εκείνοι του Ραφαέλε, όμως, είχαν παραμείνει.

196/1081

Υπήρχε μια τελευταία λεπτομέρεια που έπρεπε να διαλευκάνει ο Μάρκους και βάλθηκε να αναζητεί κάτι που θα του ξεκαθάριζε το θέμα του συμβόλου: τις τρεις κόκκινες κουκκίδες κάτω από το γράμμα που προσκαλούσε το νεαρό στο διαμέρισμα της Λάρα. «Και το σύμβολο τότε; Κανείς δεν ήξερε για το σύμβολο», είχε πει ο Ραφαέλε. Ο Μάρκους κατάφερε να βρει μες στα ντοσιέ το έγγραφο της Εισαγγελίας που μιλούσε για το συγκεκριμένο ζήτημα. Υπήρχαν όμως παραλείψεις. Αυτό μπορούσε να εξηγηθεί: συχνά οι ανακριτές έκρυβαν από τον Τύπο και την κοινή γνώμη ορισμένες λεπτομέρειες της υπόθεσης. Αυτό χρησίμευε για να ξεσκεπαστούν τυχόν ψευδομάρτυρες ή μυθομανείς, αλλά και για να πιστέψουν οι ένοχοι ότι η αστυνομία δεν είχε στα χέρια της τίποτα. Στην περίπτωση του φόνου της Βαλέρια Αλτιέρι, είχε βρεθεί κάτι σημαντικό

197/1081

στη σκηνή του εγκλήματος. Ένα στοιχείο που, για κάποιο λόγο, η αστυνομία είχε αποφασίσει να μην αποκαλύψει. Προς το παρόν ο Μάρκους δεν ήξερε ποια σχέση είχε αυτή η ιστορία με τον Τζερεμάια Σμιθ και την εξαφάνιση της Λάρα. Το έγκλημα είχε γίνει πριν από δεκαεννιά χρόνια και, ακόμα κι αν υπήρχαν ενδείξεις που δεν εντοπίστηκαν από τις δυνάμεις του νόμου, τώρα πια μπορούσαν να θεωρηθούν χαμένες για πάντα. Η σκηνή του εγκλήματος είχε χαθεί για πάντα. Κοίταξε την ώρα. Είχαν περάσει ήδη είκοσι λεπτά και δεν ήθελε άλλη μια προσωπική συνάντηση με τον Ραφαέλε. Ωστόσο, αποφάσισε ότι άξιζε τον κόπο να ρίξει τουλάχιστον μια ματιά στην κρεβατοκάμαρα όπου είχε δολοφονηθεί η Βαλέρια Αλτιέρι. Ποιος ξέρει τι να υπήρχε τώρα σ’ αυτό το δωμάτιο...

198/1081

'Οταν διέσχισε το κατώφλι, αμέσως ότι είχε κάνει λάθος.

κατάλαβε

Το πρώτο που είδε ήταν το αίμα. Το διπλό κρεβάτι με τα γαλάζια σεντόνια είχε ποτίσει. Υπήρχε τόσο πολύ αίμα, που μπορούσε να μαντέψει ποια ήταν η θέση των θυμάτων κατά τη διάρκεια της σφαγής. Ο ένας δίπλα στον άλλον, σφιγμένοι σε ένα απελπισμένο αγκάλιασμα, ενώ η δολοφονική μανία ξεσπούσε πάνω τους. Από το κρεβάτι, το αίμα είχε χυθεί σαν λάβα πάνω στην άσπρη μοκέτα. Είχε απλωθεί αργά, ποτίζοντας τις ίνες, βάφοντάς τες με ένα λαμπερό και ζωηρό κόκκινο χρώμια που ερχόταν σε αντίθεση με την ίδια την ιδέα του θανάτου. Οι πιτσιλιές του αίματος, σπαρμένες από το χέρι που έσειε τη λάμα και την κάρφωνε στην απροστάτευτη σάρκα, σχέδιαζαν στους τοίχους την οργή, την ταχύτητα και την

199/1081

προσπάθεια. Αυτό που εντυπώσιαζε ήταν ότι η θέση των σταγόνων μαρτυρούσε κάποια λογική και συνέπεια. Μια βέβηλη αρμονία που εξαπολύθηκε από ένα ξέφρενο μίσος. Ωστόσο, μέρος εκείνου του αίματος είχε χρησιμοποιηθεί για να γραφτεί κάτι στον τοίχο πάνω από το κρεβάτι. Μία μοναδική λέξη. EVIL Κακό, στ’ αγγλικά. Όλα ήταν πια παγιωμένα, ακίνητα. Μα και πολύ ζωντανά, πολύ πραγματικά. Λες και ο φόνος είχε μόλις συντελεστεί σε εκείνο το δωμάτιο. Ο Μάρκους είχε την εντύπωση ότι, ανοίγοντας εκείνη την πόρτα, είχε ταξιδέψει στο παρελθόν. Δεν είναι δυνατόν, σκέφτηκε. Ήταν παράλογο να έχει διατηρηθεί το δωμάτιο όπως ακριβώς ήταν εκείνη την τραγική μέρα πριν από δεκαεννιά χρόνια. Υπήρχε μόνο μία εξήγηση και επιβεβαιώθηκε, όταν ειδε τους κουβάδες με

200/1081

την μπογιά σε μια γωνία μαζί με τα πινέλα και τις φωτογραφίες της Σήμανσης που, ποιος ξέρει πώς, είχε προμηθευτεί ο Ραφαέλε και απεικόνιζαν την αυθεντική σκηνή αυτή που αντίκρισε ο άνθρωπος που πρωτοδιέσχισε εκείνο το κατώφλι, ο δικηγόρος Γκουίντο Αλτιέρι, επιστρέφοντας στο σπίτι του ένα ήρεμο πρωινό του Μάρτη. Στη συνέχεια δεν έμεινε τίποτα στη θέση του. Εξαιτίας της επέμβασης της αστυνομίας, αλλά και από αυτούς που καθάρισαν αμέσως τα πάντα, προσπαθώντας να ξαναφέρουν τους χώρους στην αρχική τους κατάσταση, για να σβήσουν την ανάμνηση του τρόμου και να τους αποδώσουν ξανά σε μια κανονικότητα. Πάντα αυτό συμβαίνει όταν υπάρχει ένας βίαιος θάνατος, σκέφτηκε ο Μάρκους. Τα πτώματα απομακρύνονται, το αίμα καθαρίζεται. Και ο κόσμος ξαναρχίζει να μπαίνει σε εκείνους τους χώρους χωρίς να

201/1081

ξέρει. Η ζωή επιστρέφει και καταλαμβάνει το χώρο που της αφαιρέθηκε. Κανείς δεν θα ήθελε να συντηρεί τέτοιες αναμνήσεις. Ούτε κι εγώ, σκέφτηκε. Ο Ραφαέλε Αλτιέρι όμως είχε αποφασίσει να αναπαραγάγει πιστά τη σκηνή του εγκλήματος. Ακολουθώντας την εμμονή του, είχε στήσει ένα ναό του τρόμου. Προσπαθώντας να φυλακίσει εκεί μέσα το κακό, είχε αιχμαλωτιστεί και ο ίδιος. Τώρα ο Μάρκους μπορούσε να επωφεληθεί από εκείνη την πιστή σκηνοθεσία για να βγάλει συμπεράσματα και να αναζητήσει, αν υπήρχαν, τις ανωμαλίες που θα του φαίνονταν χρήσιμες. Έτσι, έκανε καθυστερημένα το σταυρό του και μπήκε μέσα. Καθώς πλησίαζε σε αυτό που έμοιαζε θυσιαστήριο, κατάλαβε γιατί θα πρέπει να ήταν τουλάχιστον δύο οι δράστες της σφαγής. Τα θύματα δεν είχαν καμία δυνατότητα διαφυγής.

202/1081

Προσπάθησε να φανταστεί τη Βαλέρια Αλτιέρι και τον εραστή της να αιφνιδιάζονται στον ύπνο τους από μια έφοδο απάνθρωπης βίας. Ποιος ξέρει αν η γυναίκα ούρλιαξε ή συγκρατήθηκε για να μην ξυπνήσει το παιδί της που κοιμόταν στο διπλανό δωμάτιο. Για να μην τρέξει και δει αυτό που συνέβαινε. Για να το σώσει. Στα πόδια του κρεβατιού, στα δεξιά, είχε μαζευτεί μια λίμνη αίμα, ενώ στ’ αριστερά ο Μάρκους πρόσεξε τρία μικρά κυκλικά σημάδια. Πλησίασε και έσκυψε για να δει καλύτερα. Σχημάτιζαν ένα τέλειο ισόπλευρο τρίγωνο. Κάθε πλευρά είχε μήκος περίπου πενήντα εκατοστά. Το σύμβολο. Αναλογιζόταν τις πιθανές σημασίες εκείνου του σχεδίου, όταν, σηκώνοντας για μια στιγμή το βλέμμα, είδε αυτο που του είχε ξεφύγει με την πρώτη ματιά.

203/1081

Πάνω στη μοκέτα υπήρχαν μικροσκοπικά αποτυπώματα από ξυπόλητα ποδαράκια. Φαντάστηκε τον Ραφαέλε, μόλις τριών ετών, να χώνεται στο δωμάτιο το πρωί μετά τη σφαγή. Να βρίσκεται μπροστά σε αυτή τη φρίκη χωρίς να μπορεί να καταλάβει το νόημά της. Να τρέχει προς το κρεβάτι, πατώντας μες στη λίμνη του αίματος. Και μπροστά στην ανελέητη αδιαφορία του θανάτου, να τραντάζει απελπισμένος τη μητέρα του προσπαθώντας να την ξυπνήσει. Ο Μάρκους μπορούσε να φανταστεί ακόμα και το σχήμα εκείνου του παιδικού σώματος πάνω στα ματωμένα σεντόνια: αφού έκλαψε επί ώρες, θα πρέπει να ζάρωσε δίπλα στο πτώμα της μαμάς του και να αποκοιμήθηκε εξαντλημένος. Είχε περάσει δυο μέρες μέσα σε εκείνο το σπίτι, προτού τον βρει ο πατέρας του και τον απομακρύνει. Δυο ατέλειωτες νύχτες, προσπαθώντας να αντιμετωπίσει μόνος του τις ενέδρες του σκοταδιού.

204/1081

Τα παιδιά δεν έχουν ανάγκη από αναμνήσεις, μαθαίνουν ξεχνώντας. Εκείνες οι σαράντα οκτώ ώρες όμως ήταν αρκετές για να σημαδέψουν παντοτινά την ύπαρξη του Ραφαέλε Αλτιέρι. Ο Μάρκους δεν μπορούσε ούτε να σαλέψει. Αρχισε να παίρνει βαθιές ανάσες, φοβούμενος μια κρίση πανικού. Αυτό ηταν το ταλέντο του λοιπόν; Να καταλαβαίνει το σκοτεινό μήνυμα που κατάφερνε να αφήνει πίσω του κακό; Να ακούει τη σιωπηλη φωνη των νεκρών; Να παρακολουθεί ανήμπορος το θέαμα της κακίας των ανθρώπων; «Τα σκυλιά είναι δαλτωνικά». Γι’ αυτό καταλάβαινε μόνο εκείνος κάτι που ο κόσμος αγνοούσε σχετικά με τον Ραφαέλε. Αυτό το τρίχρονο παιδί ζητούσε ακόμα να σωθεί. 9:04

205/1081

«Υπάρχουν πράγματα που πρέπει να δεις με τα μάτια σου, Τζίντζερ». Ο Ντέιβιντ της το επαναλάμβανε κάθε φορά που γινόταν κάποια συζήτηση για τους κινδύνους της δουλειάς του. Για τη Σάντρα η φωτογραφική μηχανή ήταν ένα αναγκαίο προκάλυμμα για να αντιμετωπίζει τη σύγκρουση με τη βιαιότητα που κατέγραφε καθημερινά. Για εκείνον ήταν απλώς ένα εργαλείο. Αυτή η διαφορά τής ήρθε στο νου, ενώ ετοίμαζε έναν αυτοσχέδιο σκοτεινό θάλαμο στο WC του σπιτιού, όπως είχε κάνει πολλές φορές και ο Ντέιβιντ. Έκλεισε ερμητικά την πόρτα και το παράθυρο και αντικατέστησε τη λάμπα του καθρέφτη με μία που έβγαζε κόκκινο μη ακτινικό φως. Βρήκε στη σοφίτα το μεγεθυντή και το τανκ για την εμφάνιση και τη στερέωση των αρνητικών. Σε όλα τα υπόλοιπα αυτοσχεδίασε. Οι τρεις λεκάνες για τα

206/1081

φωτογραφικά αντίτυπα ήταν αυτές όπου έπλενε τα εσώρουχά της. Από την κουζίνα πήρε λαβίδα, ψαλίδι και μια κουτάλα. Το φωτογραφικό χαρτί και τα χημικά που είχε φυλαγμένα δεν είχαν λήξει ακόμα και έτσι μπορούσε να τα χρησιμοποιήσει. Η Leica I έπαιρνε φιλμ 135-35mm. Η Σάντρα τύλιξε το ρολό και το έβγαλε από την κάμερα. Η δουλειά που ετοιμαζόταν να κάνει απαιτούσε απόλυτο σκοτάδι. Φόρεσε γάντια και το ξετύλιξε. Λειτουργώντας από μνήμης, έκοψε με το ψαλίδι το αρχικό κομμάτι του, στρογγυλεύοντας τις γωνίες, και μετά το πέρασε στο σπιράλ του τανκ. Έριξε το υγρό εμφάνισης που είχε ήδη ετοιμάσει, και άρχισε να μετράει το χρόνο. Επανέλαβε τη διαδικασία και με το υγρό στερέωσης κι έπειτα ξέπλυνε τα πάντα κάτω από τρεχούμενο νερό, έβαλε στο τανκ μια-δυο στάλες ουδέτερο σαμπουάν, μια

207/1081

και δεν είχε διαβρέκτη, και τέλος άπλωσε το φιλμ να στεγνώσει πάνω από την μπανιέρα. Έβαλε το χρονόμετρο του ρολογιού της και ακούμπησε την πλάτη της στα πλακάκια του τοίχου. Αναστέναξε. Αυτή η αναμονή στο σκοτάδι ήταν εκνευριστική. Αναρωτιόταν γιατί ο Ντέιβιντ χρησιμοποίησε αυτή την παλιά μηχανή για να τραβήξει φωτογραφίες. Κάπου μέσα της ήλπιζε ότι δεν θα ήταν τίποτα σημαντικό, ότι εκείνη η ψευδαίσθησή της οφειλόταν στην ανικανότητά της να δεχτεί έναν παράλογο θάνατο. Η Σάντρα ήθελε να νιώσει ανόητη. Ο Ντέιβιντ είχε χρησιμοποιήσει τη Leica μόνο για να τη δοκιμάσει, σκέφτηκε. Παρότι η φωτογραφία ήταν το πάθος και η δουλειά και των δυο τους, δεν είχαν φωτογραφίες μαζί. Κάθε τόσο η Σάντρα το σκεφτόταν. Δεν της φαινόταν παράξενο όσο ζούσε ο άντρας της. Δεν τις έχουμε ανάγκη, έλεγε και ξανάλεγε. Όταν το παρόν είναι τόσο έντονο, δεν σου

208/1081

χρειάζεται ένα παρελθόν. Δεν φανταζόταν ότι θα έπρεπε να κάνει απόθεμα από αναμνήσεις, γιατί μια μέρα θα της χρησίμευαν για να επιβιώσει. Όμως όσο προχωρούσε τόσο το απόθεμά της μειωνόταν. Ήταν πολύ λίγος ο χρόνος που είχαν περάσει μαζί σε σύγκριση μ’ αυτόν που στατιστικά της απέμενε να ζήσει. Τι θα τις έκανε όλες αυτές τις μέρες; Θα μπορούσε ποτέ να νιώσει και πάλι κάτι παρόμοιο με αυτό που ένιωθε γι’ αυτόν; Ο ήχος του χρονομέτρου την επανέφερε. Επιτέλους μπορούσε να ανάψει το κόκκινο φως. Πρώτα-πρώτα, έπιασε το φιλμ που είχε κρεμάσει και το κοίταξε κόντρα στο φως. Με τη Leica είχαν τραβηχτεί πέντε φωτογραφίες. Ακόμα δεν μπορούσε να διακρίνει τι απεικόνιζε η καθεμιά τους. Βιάστηκε να τις τυπώσει. Ετοίμασε τις τρεις λεκάνες. Την πρώτη με το υγρό εμφάνισης, τη δεύτερη με νερό και οξικό οξύ για την παύση της

209/1081

εμφάνισης, και την τρίτη με το στερεωτικό, διαλυμένο κι αυτό σε νερό. Πρόβαλε με το φωτομεγεθυντή τα αρνητικά πάνω στο φωτογραφικό χαρτί όση ώρα χρειαζόταν. Μετά βύθισε το πρώτο φύλλο στη λεκάνη με το υγρό εμφάνισης. Το κούνησε απαλά και σιγά-σιγά η εικόνα αναδύθηκε μέσα από το υγρό. Ήταν σκοτεινή. Σκέφτηκε ότι είχε γίνει κάποιο λάθος στο τράβηγμα, αλλά την πέρασε έτσι κι αλλιώς από τις δύο άλλες λεκάνες και την κρέμασε πάνω από την μπανιέρα με ένα μανταλάκι. Συνέχισε τη διαδικασία και με τα άλλα αρνητικά. Η δεύτερη φωτογραφία έδειχνε την αντανάκλαση του Ντέιβιντ σ’ έναν καθρέφτη· ήταν γυμνός από τη μέση και πάνω. Με το ένα χέρι κρατούσε τη φωτογραφική μηχανή, με το άλλο χαιρετούσε. Αλλά δεν χαμογελούσε. Αντιθέτως, ήταν σοβαρός. Πίσω του υπήρχε ένα ημερολόγιο, ο μήνας ήταν αυτός του

210/1081

θανάτου του. Η Σάντρα σκέφτηκε ότι ίσως αυτή να ήταν η τελευταία εικόνα του Ντέιβιντ εν ζωή. Ο ζοφερός αποχαιρετισμός ενός φαντάσματος. Η τρίτη φωτογραφία έδειχνε ένα γιαπί. Φαίνονταν οι γυμνές κολόνες μίας υπό κατασκευήν οικοδομής. Δεν υπήρχαν τοίχοι και όλα γύρω ήταν άδεια. Η Σάντρα υπέθεσε ότι είχε τραβηχτεί στην οικοδομή απ’ όπου έπεσε ο Ντέιβιντ. Όμως προφανώς νωρίτερα. Γιατί πήγε εκεί με τη Leica; Ο θάνατος του Ντέιβιντ συνέβη νύχτα. Αντίθετα, η φωτογραφία αυτή είχε τραβηχτεί μέρα. Ίσως να είχε πάει να εξετάσει το χώρο. Η τέταρτη φωτογραφία ήταν πολύ παράξενη. Απεικόνιζε έναν πίνακα που έμοιαζε του 17ου αιώνα. Μα η Σάντρα ήταν βέβαιη ότι έδειχνε μόνον ένα τμήμα του πίνακα. Ήταν ένα παιδί, με τον κορμό στραμμένο κατά τα τρία τέταρτα, έτοιμο να το

211/1081

βάλει στα πόδια. Ωστόσο, είχε το πρόσωπό του ακόμα γυρισμένο προς τα πίσω, ανίκανο να αποτραβήξει το βλέμμα από κάτι που το τρομοκρατούσε και ταυτόχρονα το προσήλκυε. Η έκφρασή του ήταν έκπληκτη και ταραγμένη, το στόμα του ανοιχτό από τη σαστιμάρα. Η Σάντρα πίστευε ότι είχε ξαναδεί αυτή τη σκηνή, αλλά δεν της ερχόταν στο νου ποιος ήταν ο πίνακας. Θυμήθηκε το πάθος του επιθεωρητή Ντε Μικέλις για την τέχνη και τη ζωγραφική: θα ζητούσε τη γνώμη του. Για ένα ήταν βέβαιη: αυτός ο πίνακας βρισκόταν στη Ρώμη. Και εκείνη έπρεπε να πάει εκεί. Η βάρδια της άρχιζε στις 14:00, αλλά θα ζητούσε άδεια για μια-δυο μέρες. Στο κάτωκάτωΤ μετά το θάνατο του Ντέιβιντ δεν είχε εκμεταλλευτεί την άδεια που δίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις. Μπορούσε να πάρει ένα γρήγορο τρένο. Θα έφτανε σε λιγότερο από τρεις ώρες. Ήθελε να δει με τα μάτια της,

212/1081

όπως ακριβώς έλεγε ο Ντέιβιντ. Ένιωθε την ανάγκη να καταλάβει, γιατί πια ήταν σίγουρη ότι υπήρχε μια εξήγηση. Με το νου της προγραμμάτιζε το ταξίδι, ενώ ταυτόχρονα τύπωνε την τελευταία φωτογραφία του φιλμ. Οι πρώτες τέσσερις περιείχαν μόνον ερωτήματα που ακολουθούσαν όλες τις άλυτες απορίες που είχε μαζέψει έως τώρα. Ίσως στην πέμπτη να υπήρχε τουλάχιστον μια απάντηση. Δούλευε με μεγάλη προσοχή όσο η εικόνα εμφανιζόταν στο χαρτί. Ένας σκούρος λεκές πάνω σε ανοιχτόχρωμο φόντο. 'Αρχισε να ξεκαθαρίζει, λεπτομέρεια τη λεπτομέρεια. Σαν ένα ναυάγιο που αναδύεται αργά από τα βάθη, αφού πέρασε δεκαετίες ολόκληρες μες στο απόλυτο σκοτάδι. Ήταν ένα πρόσωπο. Προφίλ, τραβηγμένο απροειδοποίητα, χωρίς ο άνθρωπος να έχει αντιληφθεί ότι κάποιος

213/1081

τον φωτογράφιζε. Είχε κάποια σχέση με αυτό που έκανε ο Ντέιβιντ στη Ρώμη ή μήπως εμπλεκόταν στο θάνατό του; Η Σάντρα κατάλαβε ότι θα έπρεπε να βρει αυτόν τον άνθρωπο. Μαλλιά μαύρα, όπως και τα ρούχα που φορούσε, μάτια ανεξιχνίαστα και μελαγχολικά. Και μια ουλή στον κρόταφο, 9:56 0 Μάρκους άφησε το βλέμμα του να περιπλανηθεί στο πανόραμα της Ρώμης από την ταράτσα του κάστρου. Πίσω του υψωνόταν ο Αρχάγγελος Μιχαήλ που, με ανοιχτά φτερά και γυμνό σπαθί, αγρυπνούσε πάνω από τα ανθρώπινα πλάσματα και τις αμέτρητες δυστυχίες τους. Στ’ αριστερά του μπρούντζινου αγάλματος, η καμπάνα της ευσπλαχνίας, που με τα χτυπήματά της

214/1081

ανήγγελλε τους καταδικασμένους σε θάνατο τις σκοτεινές εποχές που το Καστέλ Σαντ' Αντζελο ήταν η παπική φυλακή. Εκείνος ο χώρος του μαρτυρίου και της απόγνωσης είχε γίνει τουριστικό αξιοθέατο. Έβγαζαν αναμνηστικές φωτογραφίες εκμεταλλευόμενοι το χλομό ήλιο που είχε προβάλει από τα σύννεφα κι έκανε τη μουσκεμένη από τη βροχή πόλη να λάμπει. Ο Κλεμέντε πλησίασε τον Μάρκους και στάθηκε δίπλα του χωρίς να αποτραβήξει το βλέμμα του από το τοπίο. «Τι συμβαίνει;» Χρησιμοποιούσαν μια υπηρεσία φωνητικών μηνυμάτων για δίνουν ραντεβού. Όταν κάποιος από τους δύο ήθελε να δει τον άλλον, άφηνε ένα μήνυμα με την ώρα και τον τόπο. Κανείς τους δεν έλειψε ποτέ από αυτές τις συναντήσεις. «Ο φόνος της Βαλέρια Αλτιέρι».

215/1081

Προτού απαντήσει, ο Κλεμέντε κοίταξε το πρησμένο πρόσωπο του Μάρκους. «Ποιος σε κατάντησε σ’ αυτά τα χάλια;» «Απόψε γνώρισα το γιο της, τον Ραφαέλε». Ο Κλεμέντε δεν επέμεινε, απλώς κούνησε το κεφάλι του. «Άσχημη ιστορία. Το έγκλημα έμεινε ανεξιχνίαστο». Το είπε σαν να γνώριζε καλά την υπόθεση, πράγμα που παραξένεψε τον Μάρκους, μια και την εποχή που συνέβη ο φίλος του θα πρέπει να ήταν λίγο παραπάνω από δέκα ετών. Επομένως, υπήρχε μόνο μία εξήγηση: είχαν ασχοληθεί κι αυτοί με την υπόθεση. «Υπάρχει κάτι στο αρχείο;» Στον Κλεμέντε δεν άρεσε να λέγονται μερικά πράγματα δημόσια. «Πρέπει να προσέχεις», τον μάλωσε. «Είναι πολύ σημαντικό. Τι ξέρεις;» «Δύο ήταν οι προσεγγίσεις που ακολουθήσαμε. Και οι δύο ενέπλεκαν τον Γκουίντο Αλτιέρι. Όταν υπάρχει δολοφονία

216/1081

μιας μοιχαλίδας, ο πρώτος ύποπτος είναι πάντα ο σύζυγος. Και ο δικηγόρος είχε τις γνωριμίες και τα μέσα για να δώσει εντολή να τη σκοτώσουν και μετά να τη βγάλει καθαρή». Αν ο Γκουίντο Αλτιέρι ήταν ένοχος, είχε αφήσει εν γνώσει του το παιδί μόνο του με τα πτώματα επί δύο μέρες για να ενισχύσει το άλλοθι του. Ο Μάρκους αδυνατούσε να το πιστέψει. «Η δεύτερη προσέγγιση;» «Ο Αλτιέρι είναι μέσα σ’ όλα κι εκείνη την εποχή βρισκόταν στο Λονδίνο για να κλείσει μια σημαντική συγχώνευση εταιριών. Στην πραγματικότητα, η υπόθεση είχε μερικές σκοτεινές πλευρές. Είχε να κάνει με πετρέλαια και εμπορία όπλων, παίζονταν υψηλότατα συμφέροντα. Η αγγλική λέξη EVIL που ήταν γραμμένη πάνω από το κρεβάτι της σφαγής θα μπορούσε να ερμηνευτεί σαν μήνυμα προς το δικηγόρο». «Μια απειλή».

217/1081

«Μα τελικά οι δολοφόνοι δεν πείραξαν το γιο του». Δυο παιδιά πέρασαν τρέχοντας δίπλα από τον Μάρκους, που τα ακολούθησε με το βλέμμα, ζηλεύοντας τον ανάλαφρο τρόπο με τον οποίο υπήρχαν στον κόσμο. «Και πώς και καμία προσέγγιση δεν οδήγησε πουθενά;» «Όσον αφορά την πρώτη, ο Γκουίντο και η Βαλέρια Αλτιέρι είχαν ήδη ξεκινήσει τη διαδικασία του διαζυγίου. Εκείνη ήταν πολύ απελευθερωμένη, ο ιστιοπλόος ήταν απλώς ο τελευταίος μιας μεγάλης λίστας. Ο δικηγόρος δεν θα πρέπει να υπέφερε πολύ από την απώλεια, μια και ξαναπαντρεύτηκε λίγους μήνες μετά το γεγονός. Από τότε έχει άλλη οικογένεια, άλλα παιδιά. Κι έπειτα, ας είμαστε ειλικρινείς, αν κάποιος σαν τον Αλτιέρι ήθελε να καθαρίσει τη γυναίκα του, θα διάλεγε ένα λιγότερο στυγερό τρόπο». «Και. ο Ραφαέλε;»

218/1081

«Πάνε χρόνια που δεν μιλιούνται. Απ’ όσο ξέρω, ο νεαρός είναι πειραγμένος, μπαινοβγαίνει σε ψυχιατρικές κλινικές. Κατηγορεί τον πατέρα για όλα όσα έγιναν». «Η υπόθεση της διεθνούς συνωμοσίας;» «Στάθηκε για λίγο, αλλά μετά κατέρρευσε λόγω έλλειψης αποδείξεων». «Δεν υπήρχαν αποτυπώματα ή άλλες ενδείξεις στον τόπο του εγκλήματος;» «Αν και έμοιαζε με σφαγή, οι δολοφόνοι ήταν πολύ ακριβείς και καθαροί». Ακόμα κι αν δεν ήταν, ο Μάρκους σκέφτηκε ότι η ανθρωποκτονία έγινε σε μια εποχή κατά την οποία οι έρευνες γίνονταν ακόμα με τις παλιές μεθόδους. Η ανάλυση του DNA εντασσόταν βαθμιαία στις πρακτικές της Σήμανσης. Επιπλέον, η σκηνή του εγκλήματος είχε «μολυνθεί» από την παρουσία του παιδιού επί σαράντα οκτώ ώρες και στη συνέχεια χάθηκε για πάντα. Σκέφτηκε το αντίγραφο που είχε φτιάξει ο Ραφαέλε Αλτιέρι

219/1081

με την ελπίδα να βρει μια απάντηση. Πριν από δεκαεννιά χρόνια η αδυναμία να εντοπιστούν αμέσως οι δράστες επηρέασε ανεπανόρθωτα τα αποτελέσματα των ερευνών. Έτσι, ήταν ακόμα πιο δύσκολο να βρεθεί ένα κίνητρο. «Υπήρχε και μια τρίτη προσέγγιση, σωστά;» Ο Μάρκους το είχε μαντέψει: γι’ αυτό το λόγο η υπόθεση είχε κινήσει κατά το παρελθόν και το δικό τους ενδιαφέρον. Δεν καταλάβαινε γιατί ο φίλος του δεν τον ανέφερε. Πράγματι, ο Κλεμέντε προσπάθησε να αλλάξει συζήτηση. «Κοίτα, τι σχέση έχουν όλα αυτά με τον Τζερεμάια Σμιθ και την εξαφάνιση της Λάρα;» «Δεν ξέρω ακόμα. Ο Ραφαέλε Αλτιέρι ήταν χτες το βράδυ στο διαμέρισμα της κοπέλας, κάποιος τον είχε προσκαλέσει εκεί με ένα γράμμα». «Κάποιος; Ποιος;» «Δεν έχω ιδέα, μα στο σπίτι της Λάρα υπήρχε μια Βίβλος στο ράφι με τα βιβλία της κουζίνας. Μια ανωμαλία που μου ξέφυγε στην

220/1081

πρώτη αυτοψία. Μερικές φορές χρειάζεται το σκοτάδι για να δεις καλύτερα τα πράγματα. ΙΥ αυτό απόψε ξαναπήγα στο διαμέρισμα. Ήθελα να αναπαραγάγω τις ίδιες συνθήκες μέσα στις οποίες κινήθηκε ο Τζερεμάια». «Μια Βίβλος;» Ο Κλεμέντε δεν καταλάβαινε. «Είχε ένα σελιδοδείκτη στην επιστολή του Παύλου προς Θεσσαλονικείς: Ή ημέρα Κυρίου ώς κλέπτης έν νυκτί ούτως έρχεται... Αν δεν ήταν παράλογο, θα έλεγα ότι κάποιος άφησε εκεί ένα μήνυμα για μας, ώστε να συναντήσουμε τον Ραφαέλε Αλτιέρι». Ο Κλεμέντε σφίχτηκε. «Κανείς δεν ξέρει για μας». «Μάλιστα», είπε ο Μάρκους. «Κανείς», επανέλαβε με πικρία. Ο Κλεμέντε τον πίεσε: «Δεν έχουμε πολύ χρόνο για να σώσουμε τη Λάρα, το ξέρεις». «Μου είπες να ακολουθήσω το ένστικτό μου, ότι μόνον εγώ μπορώ να τη βρω. Αυτό

221/1081

κάνω». Ο Μάρκους δεν είχε σκοπό να τον αφήσει ήσυχο. «Τώρα μίλα μου για την άλλη προσέγγιση· Στη σκηνή του εγκλήματος, εκτός από τη λέξη EVIL, υπήρχαν και τρία κυκλικά σημάδια που αποτελούσαν τις κορυφές ενός τριγώνου, φτιαγμένα με το αίμα των θυμάτων». Ο Κλεμέντε γύρισε προς τον μπρούντζινο αρχάγγελο, σαν να επικαλούνταν την προστασία του γι’ αυτό που ετοιμαζόταν να πει. «Είναι ένα σύμβολο του εσωτερισμού». Ο Μάρκους σκέφτηκε ότι δεν ήταν παράξενο που η αστυνομία αποφάσισε να παραλείψει αυτή τη λεπτομέρεια από τις αναφορές. Οι μπάτσοι ήταν πρακτικοί άνθρωποι, δεν θα τους άρεσε να παρεκκλίνουν οι έρευνες προς τον κόσμο του αποκρυφισμού, Ήταν ζητήματα που δύσκολα αναφέρονταν στην αίθουσα ενός δικαστηρίου και μάλιστα μπορεί να πρόσφεραν στους τυχόν

222/1081

κατηγορουμένους τη δυνατότητα να ξεφύγουν, επικαλούμενοι διανοητική αναπηρία. Κι έπειτα, υπήρχε πάντα ο κίνδυνος να τα θαλασσώσεις. Ωστόσο, ο Κλεμέντε λάμβανε σοβαρά υπόψη του αυτή την υπόθεση. «Σύμφωνα με κάποιους, σ’ εκείνο το δωμάτιο έγινε μια τελετή». Τα εγκλήματα με τελετουργικό υπόβαθρο εντάσσονταν στις ανωμαλίες με τις οποίες ασχολούνταν συνήθως. Σε αυτά αναμειγνύονταν ηδονισμός και σεξ. Περιμένοντας να του φέρει ο Κλεμέντε από το αρχείο το φάκελο της υπόθεσης Αλτιέρι, ο Μάρκους βιαζόταν να καταλάβει το νόημα του τριγωνικού συμβόλου και κατέφυγε στο μόνο χώρο όπου θα έβρισκε την απάντηση. Η Αγγελική Βιβλιοθήκη στεγαζόταν στην πρώην μονή των Αυγουστινιανών, στην πιάτσα Σαντ' Αγκοστίνο. Από το 17ο αιώνα οι μοναχοί

223/1081

ασχολούνταν με τη συλλογή, την καταγραφή και τη συντήρηση περίπου διακοσίων χιλιάδων πολύτιμων τόμων, παλιών και σύγχρονων. Ήταν η πρώτη ευρωπαϊκή βιβλιοθήκη που ανοίχτηκε για το κοινό. Ο Μάρκους καθόταν σε ένα από τα τραπέζια του αναγνωστηρίου -του επονομαζόμενου vaso Vanvitelliano, από το όνομα του αρχιτέκτονα που είχε αναστυλώσει το συγκρότημα κατά το 18ο αιώνα-, περικυκλωμένος από ξύλινα ράφια γεμάτα βιβλία. Έφτανες ως εκεί από ένα διάδρομο στολισμένο με πορτρέτα επιφανών ακαδημαϊκών, στον οποίο υπήρχαν οι κατάλογοι. Λίγο πιο πέρα ήταν η θωρακισμένη αίθουσα, όπου φυλάσσονταν οι πιο πολύτιμες μικρογραφίες. Ανά τους αιώνες η Αγγελική Βιβλιοθήκη υπήρξε πρωταγωνίστρια σε διάφορες διαμάχες θρησκευτικής φύσης, γιατί στέγαζε και πολυάριθμα απαγορευμένα κείμενα. Αυτά

224/1081

ενδιέφεραν τον Μάρκους, που είχε ζητήσει να εξετάσει μερικούς τόμους Συμβολολογίας. Φορούσε ένα λευκό βαμβακερό γάντι για να γυρνάει τις σελίδες, καθώς η επαφή με τα οξέα της επιδερμίδας θα μπορούσε να τις φθείρει. Στην αίθουσα ακουγόταν μόνον εκείνος ο ήχος, σαν το χτύπημα των φτερών μιας πεταλούδας. Την εποχή της Ιεράς Εξέτασης ο Μάρκους θα πλήρωνε με τη ζωή του την ανάγνωση εκείνων των λέξεων. Ύστερα από μια ώρα αναζήτησης, κατάφερε να φτάσει στην προέλευση του τριγωνικού συμβόλου. Γεννημένο σαν το αντίθετο του χριστιανικού σταυρού, έγινε σύντομα το έμβλημα ορισμένων σατανιστικών λατρειών. Η δημιουργία του αναγόταν στην εποχή του προσηλυτισμού του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου. Έπαψαν οι διωγμοί και οι χριστιανοί εγκατέλειψαν τις κατακόμβες. Εκεί βρήκαν καταφύγιο οι παγανιστές.

225/1081

Ο Μάρκους παραξενεύτηκε μαθαίνοντας ότι ο σύγχρονος σατανισμός κατάγεται από εκείνον ακριβώς τον παγανισμό. Μες στους αιώνες η μορφή του Σατανά αντικατέστησε τις άλλες θεότητες, διότι ήταν ο βασικός αντίπαλος του Θεου των χριστιανών. Οι μυημένοι σε αυτές τις λατρείες θεωρούνταν παράνομοι. Συναντιούνταν σε ερημικά μέρη, συνήθως υπαίθρια. Σχέδιαζαν με ένα ραβδί τους τοίχους του ναου τους στο χώμα, ώστε να μπορούν να τους σβήσουν εύκολα αν τους αιφνιδίαζαν. Ο φόνος αθώων χρησίμευε για να σφραγίσει συμφωνίες αίματος μεταξύ των πιστών. Όμως πέρα από τον τελετουργικό σκοπό, εξυπηρετούσε κι έναν πρακτικό. Αν σε βάλω να σκοτώσεις κάποιον, είσαι δεμένος μαζί μου ισόβια, κατέληξε ο Μάρκους. Όποιος εγκατέλειπε τη σέχτα κινδύνευε να κατηγορηθεί για φόνο. Στον κατάλογο της βιβλιοθήκης είχε βρει βιβλία που εξηγούσαν την ιστορική εξέλιξη

226/1081

αυτών των πρακτικών έως τη σύγχρονη εποχή. Εφόσον επρόκειτο για σύγχρονες δημοσιεύσεις, έβγαλε το προστατευτικό γάντι και βυθίστηκε στην ανάγνωση ενός κειμένου Εγκληματολογίας. Το σατανιστικό στοιχείο υπήρχε σε πολλά εγκλήματα. Όμως τις περισσότερες φορές ήταν απλώς μια πρόφαση για να βρίσκουν διέξοδο σεξουαλικές διαστροφές. Μερικοί ψυχοπαθείς δολοφόνοι ένιωθαν βέβαιοι ότι κάτι ανώτερο προσπαθούσε να επικοινωνήσει μαζί τους. Καταφεύγοντας σε μια αιματηρή τελετή, έβρισκαν έναν τρόπο να ανταποκριθούν στο κάλεσμα. Τα πτώματα γίνονταν αγγελιαφόροι. Η πιο χαρακτηριστική υπόθεση ήταν του Ντέιβιντ Ρίτσαρντ Μπέρκοβιτς -πιο γνωστού ως «Γιου του Σαμ»-, ενός κατά συρροήν δολοφόνου που είχε τρομοκρατήσει τη Νέα Τόρκη στο τέλος της δεκαετίας του ’70. Όταν τον συνέλαβαν, είπε στην αστυνομία ότι μια

227/1081

δαιμονική παρουσία, μιλώντας μέσω του σκύλου του γείτονά του, τον διέταζε να σκοτώνει. Ο Μάρκους απέκλεισε το ενδεχόμενο η υπόθεση της Βαλέρια Αλτιέρι να ήταν ένα έγκλημα με παθολογικό υπόβαθρο. Ήταν περισσότεροι από ένας οι δράστες, πράγμα που προϋπέθετε επαρκή νοητική ικανότητα. Οι δολοφονίες από ομάδες, όμως, ήταν κάτι συνηθισμένο στις περιπτώσεις σατανισμού. Γιατί μέσα στο πλήθος, τα άτομα μπορούσαν να βρουν το θάρρος να κάνουν αξιόμεμπτες πράξεις, για τις οποίες διαφορετικά θα ήταν ανίκανα. Ο συνασπισμός βοηθούσε να ξεπεράσουν τις συνηθισμένες αναστολές και η συλλογική ευθύνη δεν δημιουργούσε αισθήματα ενοχής. Υπήρχε ο σατανισμός της υποκουλτούρας, όπου οι μ,υημένοι έκαναν μαζική χρήση ναρκωτικών, πράγμα που τους καθιστούσε πιο χειραγωγήσιμους. Αυτά τα γκρουπ μπορούσες

228/1081

να τα αναγνωρίσεις εύκολα από το ντύσιμο, όπου κυριαρχούσαν το μαύρο χρώμα και τα σύμβολα σατανιστικής προέλευσης. Η έμπνευση δεν προερχόταν τόσο από ιερόσυλα κείμενα όσο από τη μουσική heavy metal. Η επιγραφή EVIL στον τοίχο της κρεβατοκάμαρας της Βαλέρια Αλτιέρι παρέπεμπε σε αυτό το είδος, σκέφτηκε ο Μάρκους. Όμως σπανίως τέτοιες ομάδες κατέληγαν να σκοτώσουν ανθρώπους, συνήθως περιορίζονταν να εκτελούν κατ’ απομίμηση μαύρες λειτουργίες και να θυσιάζουν δύστυχα ζώα. Ο πραγματικός σατανισμός δεν ήταν ποτέ τόσο θεατρινίστικος, σκέφτηκε ο Μάρκους. Θεμελιωνόταν στην πιο απόλυτη μυστικότητα. Δεν υπήρχαν αποδείξεις για την ύπαρξή του, μόνον απατηλές και αντιφατικές ενδείξεις. Πράγματι, ελάχιστες ήταν οι υποθέσεις σατανιστικών εγκλημάτων που δεν

229/1081

αποδίδονταν σε φανατικούς ή διανοητικά ασθενείς. Η πιο γνωστή είχε συμβεί στην Ιταλία και ήταν αυτή του λεγόμενου δράκου της Φλωρεντίας. Ο Μάρκους διάβασε προσεκτικά μία σύντομη περίληψη της υπόθεσης. Πληροφορήθηκε ότι οι οκτώ διπλές ανθρωποκτονίες που έγιναν ανάμεσα στο 1974 και το 1985 ήταν έργο όχι μόνο ενός ανθρώπου, αλλά μιας ομάδας δολοφόνων. Οι αστυνομικοί έφτασαν στη σύλληψη των ενόχων, χωρίς όμως να προχωρήσουν περισσότερο, έστω κι αν είχαν ενδείξεις για την ύπαρξη εντολέων συνδεδεμένων με κάποια σέχτα από το χώρο της μαγείας, η οποία δεν εντοπίστηκε ποτέ. Είχε επικρατήσει η άποψη ότι επρόκειτο για εγκλήματα κατά παραγγελία, με σκοπό να εξασφαλιστούν ανθρώπινα φετίχ, τα οποία θα χρησιμοποιούνταν σε άγνωστο ποιες τελετές.

230/1081

Ο Μάρκους βρήκε σε εκείνο το κείμενο ένα κομμάτι που θα μπορούσε να του φανεί χρήσιμο. Αναφερόταν στους λόγους για τους οποίους ο δράκος της Φλωρεντίας σκότωνε πάντα νεαρά ζευγάρια που απομονώνονταν στο ύπαιθρο. Ο πλέον ενδεδειγμένος θάνατος ήταν κατά τη διάρκεια του οργασμού, θάνατος που αποκαλούνταν και mors justi. Οι δοξασίες έλεγαν ότι εκείνη ακριβώς τη στιγμή απελευθερωνόταν μια ενέργεια που μπορούσε να αυξήσει και να ενισχύσει την αποτελεσματικότατα της σκοτεινής τελετουργίας. Στις συγκεκριμένες περιπτώσεις οι φόνοι γίνονταν βάσει συγκεκριμένων ημερομηνιών, σε μέρες που προηγούνταν χριστιανικών εορτών, κατά προτίμηση τις νύχτες με νέα σελήνη. Ο Μάρκους έλεγξε την ημερομηνία της δολοφονίας της Βαλέρια Αλτιέρι και του εραστή της. Είχε γίνει τη νύχτα της 24ης

231/1081

Μαρτίου, παραμονή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Τότε που, σύμφωνα με τα Ευαγγέλια, ο Αρχάγγελος Γαβριήλ πληροφόρησε την Παρθένο Μαρία ότι θα συλλάβει τον Υιό του Θεού. Και υπήρχε νέα σελήνη. Υπήρχαν όλα τα συστατικά ενός σατανιστικού εγκλήματος. Τώρα έπρεπε να οδηγήσει προς εκείνη την κατεύθυνση μια έρευνα που είχε σταματήσει εδώ και σχεδόν είκοσι χρόνια. Ο Μάρκους ήταν βέβαιος ότι κάποιος που ήξερε πολλά πράγματα είχε επιλέξει να σωπάσει όλο αυτό το διάστημα. Έψαξε στις τσέπες του και βρήκε το επισκεπτήριο του Ρανιέρι που είχε πάρει από το γραφείο του Ραφαέλε Αλτιέρι. Θα ξεκινούσε από τον ιδιωτικό ντετέκτιβ. Ο Ρανιέρι είχε το γραφείο του στον τελευταίο όροφο μιας πολυκατοικίας του Πράτι. Τον είδε να βγαίνει από ένα πράσινο

232/1081

Subaru. Ηταν πολύ μεγαλύτερος σε σχέση με τη φωτογραφία που είχε αναρτήσει στη σελίδα του στο ίντερνετ με σκοπό να προωθήσει τις υπηρεσίες του γραφείου του. Ο Μάρκους δεν θεωρούσε σωστό κάποιος που ασκούσε ένα επάγγελμα βασισμένο στη μυστικότητα να γνωστοποιεί το πρόσωπό του στον οποιονδήποτε. Όμως ήταν προφανές ότι τον Ρανιέρι δεν τον ένοιαζε. Προτού τον ακολουθήσει στο εσωτερικό της πολυκατοικίας, πρόσεξε ότι το παρκαρισμένο αυτοκίνητό του ήταν γεμάτο λάσπες. Παρά την αδιάκοπη βροχή των τελευταίων ωρών, ήταν απίθανο να κατάντησε σ' αυτό το χάλι μες στη Ρώμη. Συμπέρανε ότι ο ντετέκτιβ είχε βγει έξω από την πόλη. Ο θυρωρός της πολυκατοικίας ήταν βυθισμένος στην ανάγνωση μιας εφημερίδας και ο Μάρκους πέρασε από μπροστά του απαρατήρητος. Ο Ρανιέρι δεν είχε πάρει το

233/1081

ασανσέρ και, από τον τρόπο που ανέβαινε τις σκάλες, έδειχνε να βιάζεται πολύ. Μπήκε στο γραφείο του. Αντίθετα, ο Μάρκους σταμάτησε στον πρώτο όροφο, όπου υπήρχε μια κόχη κατάλληλη για να κρυφτεί και να περιμένει ανενόχλητος τον άνθρωπό του να ξανακατέβει, για να μπορέσει μετά ο ίδιος να χωθεί στο διαμέρισμά του και να ανακαλύψει γιατί είχε τόση φούρια. Ενώ έκανε τις έρευνές του στη βιβλιοθήκη εκείνο το πρωί, ο Κλεμέντε του είχε βρει, όπως είχε υποσχεθεί, το φάκελο της υπόθεσης κωδικός: c.g. 796-74-8. Περιείχε ένα λεπτομερέστατο ντοσιέ για όλους τους πρωταγωνιστές της υπόθεσης· Του τον είχε αφήσει στο γραμματοκιβώτιο μιας μεγάλης λαϊκής πολυκατοικίας. Το χρησιμοποιούσαν συχνά για να ανταλλάσσουν έγγραφα και, στην πραγματικότητα, δεν έγραφε το όνομα κανενός ενοίκου.

234/1081

Ο Μάρκους είχε την ευκαιρία να μελετήσει καλά το προφίλ του Ρανιέρι, ενώ τον περίμενε να έρθει. Ο ιδιωτικός ντετέκτιβ δεν έχαιρε μεγάλης εκτίμησης· Πάντως αυτό δεν ήταν παράξενο. Είχε αποταχτεί από την αστυνομία για ανάρμοστη συμπεριφορά. Απ’ ό,τι φαινόταν, οι έρευνες δεν ήταν η μοναδική του απασχόληση: κατά το παρελθόν είχε συμμετάσχει σε μερικές απάτες, φτάνοντας ακόμα και στο σημείο να καταδικαστεί για πλαστές επιταγές. Ο καλύτερος πελάτης του ήταν ο Ραφαέλε Αλτιέρι, από τον οποίο, μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια, είχε καταφέρει να αποσπάσει διάφορα ποσά. Ωστόσο οι σχέσεις τους διακόπηκαν απότομα. Το γραφείο στο Πράτι ήταν απλώς μια βιτρίνα για να προσελκύει αδαείς πελάτες και να τους μαδάει. Δεν είχε καν γραμματέα. Πάνω που ο Μάρκους αξιολογούσε αυτά τα στοιχεία, ένα γυναικείο ουρλιαχτό αντήχησε

235/1081

στο κλιμακοστάσιο. Φαινόταν να έρχεται από τον τελευταίο όροφο. Οι οδηγίες του ήταν σαφείς: σε τέτοιες περιπτώσεις έπρεπε να απομακρύνεται χωρίς δισταγμό. Μόλις βρισκόταν σε σίγουρο σημείο, θα μπορούσε να ειδοποιήσει τις δυνάμεις του νόμου. Το πιο σημαντικό ήταν η ανωνυμία του και έπρεπε να τη διατηρήσει οπωσδήποτε. Δεν υπάρχω, θύμισε στον εαυτό του. Περίμενε μέχρι να καταλάβει αν κάποιος στην πολυκατοικία είχε ακούσει κάτι. Αλλά κανείς δεν πρόβαλε στο κεφαλόσκαλο. Ο Μάρκους δεν κατάφερε να συγκρατηθεί: στην περίπτωση που πράγματι κινδύνευε μια γυναίκα, δεν θα συγχωρούσε τον εαυτό του αν δεν παρενέβαινε. Ετοιμαζόταν να ανέβει στον τελευταίο όροφο, όταν η πόρτα του γραφείου άνοιξε και ο Ρανιέρι άρχισε να ξανακατεβαίνει τις σκάλες. Ο Μάρκους χώθηκε και πάλι στην κόχη και ο άντρας πέρασε από μπροστά του

236/1081

χωρίς να τον αντιληφθεί. Είχε μαζί του μια δερμάτινη τσάντα. Όταν βεβαιώθηκε ότι ο ιδιωτικός ντετέκτιβ είχε βγει από την πολυκατοικία, ο Μάρκους άρχισε να ανεβαίνει τρέχοντος τις σκάλες, ελπίζοντας ότι θα προλάβαινε. Φτάνοντας στο κεφαλόσκαλο, έδωσε μια κλοτσιά στην πόρτα του γραφείου. Βρέθηκε σε μια στενόχωρη αίθουσα αναμονής. Στο βάθος του διαδρόμου υπήρχε ένα και μοναδικό δωμάτιο. Ο Μάρκους έτρεξε προς τα κει. Φτάνοντας στο κατώφλι, κοντοστάθηκε. Ακούσε χτυπήματα. Έσκυψε επιφυλακτικά προς τα μέσα και είδε ότι ήταν απλώς ένα παράθυρο που χτυπούσε από τον αέρα. Δεν υπήρχε γυναίκα. Αλλά υπήρχε και μια δεύτερη πόρτα, κλειστή. Πλησίασε προσεκτικά. Ακούμπησε την παλάμη του στο πόμολο και την άνοιξε ξαφνικά, βέβαιος ότι θα βρισκόταν μπροστά

237/1081

σε ένα τρομαχτικό θέαμα. Όμως ήταν μόνο ένα μικρό μπάνιο. Και ήταν άδειο. Πού ήταν η γυναίκα που είχε ακούσει να ουρλιάζει; Οι γιατροί τού είχαν μιλήσει για ηχητικές παραισθήσεις. Μια παρενέργεια της αμνησίας του. Του είχε ξανασυμβεί. Κάποτε του φάνηκε ότι άκουγε ένα τηλέφωνο να χτυπάει επίμονα στη σοφίτα της βία ντέι Σερπέντι. Μα εκείνος δεν είχε τηλέφωνο. Σε μια άλλη περίπτωση είχε ακούσει τον Ντέβοκ να φωνάζει το όνομά του. Δεν ήξερε αν ήταν στ’ αλήθεια η φωνή του, δεν τη θυμόταν. Πάντως συνέδεσε εκείνον τον ήχο με το πρόσωπό του, επομένως υπήρχε η ελπίδα κάποια μέρα οι αναμνήσεις του να επι,στρέψουν. Ol γιατροί έλεγαν όχι, ότι η αμνησία που προκαλείται από ένα τραύμα στον εγκέφαλο είναι μη αντιστρεπτή, ότι η κατάστασή του δεν οφειλόταν σε ψυχολογικούς λόγους. Ωστόσο, υπήρχε η

238/1081

πιθανότητα να ανακτήσει μια ενδόμυχη, αρχέγονη μνήμη. Ανέπνευσε βαθιά, προσπαθώντας να απωθήσει το ουρλιαχτό της γυναίκας. Έπρεπε να καταλάβει τι είχε συμβεί σε εκείνο το δωμάτιο. Πλησίασε στο ανοιχτό παράθυρο και κοίταξε κάτω: η θέση όπου ο Ρανιέρι είχε παρκάρει το πράσινο Subaru του ήταν κενή. Αν έφυγε με το αυτοκίνητο, ο ιδιωτικός ντετέκτιβ δεν θα επέστρεφε νωρίς, έτσι είχε χρόνο μπροστά του. Πάνω στην άσφαλτο είχε λεκέδες από λάδια. Ο Μάρκους πρόσθεσε αυτή τη λεπτομέρεια στις λάσπες που είχε παρατηρήσει στο αμάξωμα του αυτοκινήτου, κι έβγαλε το συμπέρασμα ότι ο ντετέκτιβ εκείνο το πρωί είχε επισκεφτεί ένα δυσπρόσιτο τόπο, λερώνοντας και προκαλώντας ζημιά στο αυτοκίνητό του.

239/1081

Έκλεισε το παράθυρο κι άρχισε να εξετάζει το γραφείο. Ο Ρανιέρι είχε μείνει μόνο δέκα λεπτά. Τι ήρθε να κάνει; Υπήρχε ένας τρόπος να το μάθει και ο Μάρκους θυμήθηκε ένα από τα μαθήματα του Κλεμέντε. Εγκληματολόγοι και profilers το αποκαλούσαν «το αίνιγμα του άδειου δωματίου». Ξεκινούσες με την προϋπόθεση ότι κάθε γεγονός, ακόμα και το πιο ασήμαντο, άφηνε ίχνη που με το πέρασμα των λεπτών έβγαιναν από το λήθαργο τους. Έτσι, ακόμα κι αν εκείνος ο χώρος έμοιαζε κενός, δεν ήταν. Περιείχε πολλές πληροφορίες. Ο Μάρκους όμως δεν είχε χρόνο για να τις εντοπίσει και να τις χρησιμοποιήσει ώστε να αναπαραστήσει το γεγονός. Η πρώτη προσέγγιση ήταν οπτική. Έτσι, κοίταξε γύρω του. Μια μισοάδεια βιβλιοθήκη, με περιοδικά βαλλιστικής και νομικά κείμενα. Κρίνοντας από τη σκόνη που τα σκέπαζε,

240/1081

χρησίμευαν μόνο για ντεκόρ. Ένας τριμμένος καναπές, δυο πολυθρονίτσες μπροστά από ένα γραφείο με μια περιστρεφόμενη καρέκλα. Παρατήρησε και την αντίθεση ανάμεσα σε μια τηλεόραση plasma κι ένα παλιό βίντεο. Νόμιζε ότι αυτές οι συσκευές είχαν περιπέσει σε αχρηστία. Αλλά αυτό που τον παραξένεψε περισσότερο ήταν ότι δεν υπήρχαν βιντεοκασέτες στο δωμάτιο. Καταχώρισε τη λεπτομέρεια και συνέχισε. Στους τοίχους υπήρχαν διπλώματα που πιστοποιούσαν τη συμμετοχή σε σεμινάρια εξειδίκευσης σε ερευνητικές μεθόδους. Μια άδεια που είχε λήξει. Η κορνίζα της όμως ήταν βαλμένη στραβά. Ο Μάρκους την τράβηξε αποκαλύπτοντας ένα μικρό χρηματοκιβώτιο. Η πόρτα του ήταν μισάνοιχτη. Το άνοιξε. Ήταν άδειο. Ξανασκέφτηκε τη δερμάτινη τσάντα που κουβαλούσε ο Ρανιέρι βγαίνοντας από το

241/1081

γραφείο. Μπορεί να είχε πάρει κάτι. Χρήματα; Σκεφτόταν να το σκάσει; Από τι ή από ποιον; Αρχισε να ερευνά την κατάσταση των χώρων. Όταν μπήκε, το παράθυρο ήταν ανοιχτό. Γιατί ο ντετέκτιβ το είχε αφήσει έτσι; Για να αερίσει το δωμάτιο, σκέφτηκε. Κι άρχισε αμέσως να οσμίζεται τον αέρα. Ένιωθε μια ελαφριά, αλλά παράξενη μυρωδιά καμένου. Χλωροφύλλη, σκέφτηκε. Και πήγε προς το καλάθι των αχρήστων. Υπήρχε μονάχα ένα χαρτί, ζαρωμένο από τη φωτιά. Ο Ρανιέρι όχι μόνο είχε πάρει κάτι από το γραφείο, αλλά, προτού φύγει, ξεφορτώθηκε κάτι άλλο. Ο Μάρκους έβγαλε ό,τι απέμενε από το χαρτί από το βάθος του καλαθιού. Το άφησε προσεκτικά στην επιφάνεια του γραφείου. Πήγε πάλι στο μπάνιο, έλεγξε την ετικέτα του κρεμοσάπουνου και το πήρε μαζί του. Έβρεξε το δάχτυλό του και, ξεδιπλώνοντας το χαρτί όσο καλύτερα

242/1081

μπορούσε, το πέρασε από το πιο σκούρο σημείο του, εκεί που φαινόταν να έχει γραμμένο κάτι. Έπειτα πήρε ένα σπίρτο από ένα κουτί στο τραπέζι -το οποίο πιθανότατα είχε χρησιμοποιήσει και ο Ρανιέρι λίγο νωρίτερα- κι έβαλε και πάλι φωτιά στο χαρτί. Προτού ξεκινήσει όμως, στάθηκε λίγο για να συγκεντρωθεί. Είχε στη διάθεσή του μόνο μία απόπειρα, μετά το χαρτί θα καταστρεφόταν για πάντα. Πέρα από τις ημικρανίες, τις ηχητικές παραισθήσεις και τον αποπροσανατολισμό, η αμνησία είχε τουλάχιστον ένα πλεονέκτημα: του είχε προσφέρει σημαντικές μνημονικές ικανότητες. Ο Μάρκους ήταν βέβαιος ότι η ικανότητά του να μαθαίνει γρήγορα οφειλόταν στο κενό που υπήρχε στο μυαλό του. Και είχε συνειδητοποιήσει ότι διέθετε και μια άψογη φωτογραφική μνήμη. Ας ελπίσουμε ότι θα λειτουργήσει, σκέφτηκε.

243/1081

Αναψε το σπίρτο, πήρε το χαρτί και πέρασε από κάτω του τη φλόγα, από αριστερά προς τα δεξιά, προς τη φορά της ανάγνωσης. Το μελάνι άρχισε να αντιδρά με τη γλυκερίνη που είχε το σαπούνι. Καιγόταν πιο αργά από το υπόλοιπο χαρτί, δημιουργώντας μιαν αντίθεση. Για μια στιγμή αναφάνηκαν χειρόγραφοι χαρακτήρες. Τα μάτια του έτρεξαν πάνω τους για να συλλάβουν τα γράμματα και τους αριθμούς που εμφανίστηκαν. Η εντύπωση διήρκεσε μερικά δευτερόλεπτα και τελείωσε μέσα σε μια πνοή γκρίζου καπνού. Ο Μάρκους είχε δει αυτό που ήθελε. Το κείμενο ήταν μια διεύθυνση: Βία ντέλε Κομέτε 19. Ωστόσο, προτού καούν όλα, είχε διακρίνει και τις τρεις κουκκίδες που σχημάτιζαν ένα τρίγωνο. Με εξαίρεση τη διαφορετική διεύθυνση, ήταν ολόιδιο με το σημείωμα που είχε πάρει ο Ραφαέλε Αλτιέρι.

244/1081

14:00 «Δεν νομίζω ότι ήταν καλή ιδέα». Στο τηλέφωνο ο Ντε Μικέλις τής μίλησε στα ίσια. Η Σάντρα σχεδόν μετάνιωσε που τον ανακάτεψε. Η κυκλοφορία στη Ρώμη προχωρούσε αργά εξαιτίας της βροχής και το ταξί που είχε πάρει από το σταθμό πήγαινε σαν τον κάβουρα. Ο επιθεωρητής ήθελε να τη βοηθήσει, αλλά δεν καταλάβαινε γιατί ήταν ανάγκη να πάει η ίδια στη Ρώμη. «Είσαι βέβαιη ότι κάνεις το σωστό;» Η Σάντρα είχε ετοιμάσει ένα βαλιτσάκι με τα απαραίτητα για μια-δυο μέρες, αλλά και με τις φωτογραφίες του φιλμ της Leica, την ατζέντα όπου ο άντρας της είχε σημειώσει εκείνες τις παράξενες διευθύνσεις και το ραδιοπομπό που είχε βρει μες στο σάκο του.

245/1081

«Ο Ντέιβιντ έκανε μια επικίνδυνη δουλειά. Είχαμε συμφωνήσει να μη μου λέει ποτέ ποιος ήταν ο προορισμός των ταξιδιών του». Ο άντρας της ήθελε να τη γλιτώσει από αυτό που ονόμαζε “η αγωνία της γυναίκας του στρατιώτη που είναι στο μέτωπο". «Γιατί λοιπόν να μου ξεφουρνίσει αυτό το ψέμα στον τηλεφωνητή; Ποιος ο λόγος να πει ότι βρισκόταν στο Όσλο; Το σκέφτηκα: στάθηκα πολύ μαλάκας. Δεν ήθελε να μου κρύψει κάτι, αλλά να μου επιστήσει την προσοχή». «Σύμφωνοι, ίσως να είχε ανακαλύψει κάτι και να ήθελε να σε προστατέψει, αλλά τώρα πας μόνη σου και μπλέκεις στον κίνδυνο». «Δεν νομίζω. Ο Ντέιβιντ ήξερε ότι έπαιρνε ρίσκα και, στην περίπτωση που του συνέβαινε κάτι, ήθελε να το διερευνήσω. Γι’ αυτό και μου άφησε ίχνη να ακολουθήσω». «Λναφέρεσαι σε αυτά που υπήρχαν στην παλιά φωτογραφική μηχανή;»

246/1081

«Λοιπόν, μήπως κατάλαβες σε ποιον πίνακα ανήκει η λεπτομέρεια με το παιδί που τρέχει;» «Όπως τ’ ακούω, δεν μου λέει τίποτα. Πρέπει να δω την εικόνα». «Σου την έστειλα με e-mail». «Ξέρεις ότι εγώ μ’ αυτά τα κομπιουτερίστικα... Τέλος πάντων, θα ζητήσω από ένα από τα παιδιά να μου την κατεβάσει. Θα σε ειδοποιήσω το συντομότερο». Η Σάντρα ήξερε ότι μπορούσε να βασιστεί πάνω του. Του είχε πάρει πέντε μήνες για να της πει ότι λυπόταν για το νατο του Ντέιβιντ, αλλά ήταν καλός άνθρωπος. «Επιθεωρητή...» «Ναι;» «Πόσα χρόνια είσαι παντρεμένος;» 0 Ντε Μικέλις γέλασε. «Είκοσι πέντε. Γιατί;» Η Σάντρα είχε ξανασκεφτεί τα λόγια του Σάλμπερ. «Ξέρω ότι είναι κάτι προσωπικό... Μα αμφέβαλλες ποτέ για τη γυναίκα σου;»

247/1081

Ο επιθεωρητής ξερόβηξε. «Ένα απόγευμα η Μπάρμπαρα μου είπε ότι θα συναντιόταν με μια φίλη της. Ήξερα ότι μου έλεγε ψέματα. Ξέρεις, η έκτη αίσθηση των αστυνομικών, ε;» «Ναι, νομίζω ότι την ξέρω». Η Σάντρα δεν ήταν βέβαιη ότι ήθελε να μάθει αυτή την ιστορία. «Δεν είσαι υποχρεωμένος να μου πεις τα προσωπικά σου». Ο Ντε Μικέλις συνέχισε την αφήγησή του αγνοώντας τη. «Λοιπόν, αποφάσισα να την παρακολουθήσω όπως θα έκανα με έναν κανονικό εγκληματία. Εκείνη δεν κατάλαβε τίποτα. Αλλά σε μια στιγμή σταμάτησα κι αναλογίστηκα αυτό που έκανα. Κι έτσι αποφάσισα να γυρίσω πίσω. Αν θες, πες ότι ήταν φόβος. Εγώ, πάντως, ξέρω τι ήταν. Στην πραγματικότητα, δεν με ενδιέφερε αν είχε πει ψέματα. Αν ανακάλυπτα ότι πράγματι πήγαινε στη φίλη της, θα ένιωθα σαν να την είχα προδώσει. Όπως εγώ δικαιούμουν μια πιστή

248/1081

γυναίκα, έτσι κι η Μπάρμπαρα άξιζε ένα σύζυγο που να την εμπιστεύεται». Η Σάντρα κατάλαβε ότι ο μεγαλύτερος σε ηλικία συνάδελφος της είχε εκμυστηρευτεί κάτι που πιθανότατα δεν είχε πει ποτέ σε κανέναν. Έτσι, βρήκε το κουράγιο για να του πει τα υπόλοιπα. «Ντε Μικέλις, θέλω να σου ζητήσω ακόμα μια χάρη...» «Τι είναι πάλι;» Έκανε δήθεν τον ενοχλημένο. «Χτες το βράδυ μού τηλεφώνησε κάποιος Σάλμπερ της Ιντεερπόλ. Πιστεύει ότι ο Ντέιβιντ ήταν μπλεγμένος σε κάτι ύποπτο και μου φάνηκε μεγάλος σπασαρχίδης». «Κατάλαβα, θα μαζέψω πληροφορίες γι.α λογαριασμό του. Αυτό είναι όλο;» «Ναι., ευχαριστώ», είπε η Σάντρα με ανακούφιση. Ο Ντε Μικέλις όμως δεν είχε τελειώσει. «Λύσε μου μια απορία, πού πας τώρα;»

249/1081

Εκεί που τελείωσαν όλα, θα ήθελε να του πει η Σάντρα. «Στην οικοδομή απ’ όπου έπεσε ο Ντέιβιντ». Η ιδέα να συγκατοικήσουν ήταν δική της. Όμως ο Ντέιβιντ τη δέχτηκε με χαρά. Έτσι τουλάχιστον της φάνηκε. Γνωρίζονταν μερικούς μήνες και ακόμα δεν ήταν βέβαιη ότι ερμήνευε σωστά τις αντιδράσεις του άντρα που αγαπούσε: μερικές φορές κατάφερνε να γίνεται πολύ περίπλοκος. Σε αντίθεση με την ίδια, ο Ντέιβιντ δεν ήταν ποτέ ξεκάθαρος στα συναισθήματα του. Όταν διαφωνούσαν, αυτή ήταν που ύψωνε τη φωνή και έβγαινε εκτός εαυτού. Εκείνος τηρούσε μια αόριστα συμφιλιωτική στάση, κάπως απόμακρη. Μάλιστα, θα έλεγε κανείς ότι μόνη της τσακωνόταν. Η Σάντρα δεν μπορούσε παρά να σκέφτεται ότι η στάση του Ντέιβιντ δεν ήταν αδιαφορία, αλλά μια συγκεκριμένη στρατηγική, που την οδηγούσε πρώτα να

250/1081

ξεσπάσει και μετά να απαρνηθεί τα επιχειρήματά της από απελπισία. Η πιο τρανταχτή απόδειξη της θεωρίας της ήταν αυτό που είχε συμβεί ένα μήνα αφότου ο Ντέιβιντ μετακόμισε στο διαμέρισμά της. Επί μία εβδομάδα η διάθεσή του ήταν παράξενη, καθόταν σιωπηλός και η Σάντρα είχε την εντύπωση ότι την απέφευγε, ακόμα κι όταν ήταν μόνοι τους στο σπίτι. Παρόλο που εκείνη την εποχή δεν δούλευε, είχε πάντα κάτι να κάνει. Κλεινόταν στο γραφείο ή διόρθωνε τις πρίζες ή ξεβούλωνε ένα βουλωμένο νεροχύτη. Η Σάντρα ένιωθε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, μα φοβόταν να ρωτήσει. Έλεγε μέσα της ότι έπρεπε να του δώσει χρόνο, ότι ο Ντέιβιντ όχι μόνο δεν ήταν μαθημένος να έχει ένα χώρο που να θεωρεί σπίτι του, αλλά του έλειπε και η πείρα της κοινής ζωής ενός ζευγαριού. Μαζί με το φόβο μην τον χάσει, όμως, φούσκωνε και η οργή της για εκείνη τη

251/1081

διφορούμενη συμπεριφορά του. Της ερχόταν να εκραγεί. Συνέβη μια νύχτα. Ενώ κοιμούνταν, ένιωσε το χέρι του να τη σκουντάει για να την ξυπνήσει. Μόλις συνειδητοποίησε ότι ήταν τρεις τα ξημερώματα, ζαβλακωμένη από τον ύπνο τον ρώτησε τι διάβολο ήθελε. Ο Ντέιβιντ άναψε το φως και ανακάθισε στο κρεβάτι. Το βλέμμα του περιπλανιόταν στο δωμάτιο, ενώ αναζητούσε τις λέξεις για να της πει αυτό που εδώ και λίγο καιρό τριγυρνούσε στο μυαλό του. Δηλαδή ότι δεν μπορούσε να συνεχίσει έτσι, ότι δεν ένιωθε άνετα και ότι τελικά αυτή η κατάσταση του ήταν στενόχωρη. Η Σάντρα προσπαθούσε να καταλάβει το νόημα αυτής της συζήτησης, αλλά η μόνη εξήγηση που της ερχόταν στο μυαλό ήταν: αυτός ο μαλάκας θέλει να με παρατήσει. Με πληγωμένο εγωισμό και χωρίς να μπορεί να το χωνέψει ότι δεν μπορούσε να περιμένει ως το επόμενο πρωί για να της ανοιχτεί, σηκώθηκε

252/1081

και έξω φρενών άρχισε να του επιτίθεται και να τον προσβάλλει με αχαρακτήριστες φράσεις. Μες στο θυμό της έριχνε καταγής ό,τι αντικείμενα έπεφταν στα χέρια της, ανάμεσά τους και το τηλεκοντρόλ που, πέφτοντας, άναψε την τηλεόραση. Εκείνη την ώρα έπαιζε μόνο παλιές ασπρόμαυρες ταινίες. Τη συγκεκριμένη στιγμή είχε το Top Hat με τον Φρεντ Λστέρ και την Τζίντζερ Ρότζερς σε ένα μουσικό ντουέτο. Η γλυκιά μελωδία, σε συνδυασμό με την υστερία της Σάντρα, δημιουργούσε μια σουρεαλιστική σκηνή. Κι αυτό που έκανε την κατάσταση ακόμα χειρότερη ήταν ότι ο Ντέιβιντ δεν απαντούσε και υπέμενε παθητικά με χαμηλωμένο το κεφάλι τις βρισιές της. Όταν όμως η μανία της έγινε ασυγκράτητη, η Σάντρα τον είδε να χώνει το χέρι του κάτω από το μαξιλάρι και να βγάζει ένα κουτάκι από μπλε βελούδο που το ακούμπησε στη δική της πλευρά του

253/1081

κρεβατιού με ένα πονηρό χαμόγελο. Βουβάθηκε μονομιάς κι απόμείνε να κοιτάζει το κουτάκι, αν και ήξερε καλά τι περιείχε. Ένιωσε ηλίθια και δεν κατάφερε να ελέγξει το στόμα της, που έχασκε από έκπληξη. «Αυτό που ήθελα λοιπόν να σου πω», κατέληξε ο Ντέιβιντ. «είναι ότι δεν μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι και ότι, κατά την ταπεινότατη γνώμη μου, πρέπει να παντρευτούμε. Γιατί σ’ αγαπώ, Τζίντζερ». Της το είπε -και ήταν η πρώτη φορά που της φανέρωνε τι ένιωθε, η πρώτη φορά που την αποκαλούσε έτσι- πάνω στις νότες του Φρεντ που τραγουδούσε το Cheek to cheek. Heaven, Ι' m in Heaven, and my heart beats so that I can hardly speak and I seem to find the happiness I seek when we re out together dancing cheek to cheek.

254/1081

Η Σάντρα, χωρίς καν να το συνειδητοποιεί, άρχισε να κλαίει. Ρίχτηκε στην αγκαλιά του, γιατί είχε ανάγκη να νιώσει να τη σφίγγουν. Κλαίγοντας στο στήθος του, άρχισε να γδύνεται, νιώθοντας την ανάγκη να κάνει έρωτα μαζί του. Έμειναν ξύπνιοι ως την αυγή. Δεν υπήρχαν λόγια να περιγράφει αυτό που είχε νιώσει εκείνη τη νύχτα. Καθαρή χαρά. Τότε ήταν που είχε καταλάβει ότι με τον Ντέιβιντ δεν θα υπήρχαν ήρεμες καταστάσεις. Ότι είχαν ανάγκη και οι δυο να ζήσουν ορμητικά. Όμως μέσα της είχε ήδη αρχίσει να γεννιέται ο φόβος ότι, ακριβώς γι’ αυτό, τα πάντα μπορεί να γίνονταν στάχτη από στιγμή σε στιγμή. Έτσι κι έγινε. Τρία χρόνια, πέντε μήνες και μερικές μέρες έπειτα από εκείνη την ανεπανάληπτη νύχτα, η Σάντρα βρισκόταν στο ερημικό γιαπί μιας υπό κατασκευήν οικοδομής, μπροστά στο σημείο όπου τσακίστηκε το κορμί του Ντέιβιντ -του

255/1081

δικού της Ντέιβιντ!- ύστερα από την πτώση. Δεν υπήρχε αίμα, είχε πια ξεπλυθεί από την κακοκαιρία. Θα ήθελε να του φερει ένα λουλούδι, μα προτίμησε να μην αφήσει τα συναισθήματά της να κυριαρχήσουν. Είχε έρθει προσπαθώντας να καταλάβει. Μετά την πτώση ο Ντέιβιντ είχε απομείνει εκεί ψυχομαχώντας όλη νύχτα. Ώσπου πέρασε τυχαία κάποιος με ένα ποδήλατο, τον είδε και ειδοποίησε. Πολύ αργά όμως. Πέθανε στο νοσοκομείο. Όταν οι συνάδελφοι στη Ρώμη τής περιέγραψαν το δυστύχημα, η Σάντρα δεν έκανε πολλές ερωτήσεις. Λόγου χάρη, δεν αναρωτήθηκε αν όλο εκείνο το διάστημα είχε τις αισθήσεις του. Προτιμούσε να ξέρει ότι πέθανε ακαριαία και όχι από τα πάμπολλα κατάγματα και την εσωτερική αιμορραγία. Αλλά πάνω απ’ όλα έδιωξε από το μυαλό της το πιο τρομερό ερώτημα: Αν κάποιος είχε δει νωρίτερα τον άνθρωπο που κειτόταν

256/1081

ετοιμοθάνατος, ο Ντέιβιντ θα μπορούσε να σωθεί; Η αργή αγωνία επικύρωνε την εκδοχή του ατυχήματος και την παράλογη άποψη ότι, αν υπήρχε δολοφόνος, σίγουρα θα τέλειωνε τη δουλειά. Η Σάντρα διέκρινε μια σκάλα στα δεξιά της. Άφησε το βαλιτσάκι της και άρχισε να ανεβαίνει με μεγάλη προσοχή, γιατί δεν υπήρχε κιγκλίδωμα. Στον πέμπτο όροφο έλειπαν ολότελα οι διαχωριστικοί τοίχοι. Τπήρχαν μόνον οι κολόνες που χώριζαν τους ορόφους. Πλησίασε στο παραπέτο απ’ όπου είχε πεσει ο Ντέιβιντ. Είχε πάει εκεί νύχτα. Θυμήθηκε το διάλογό με τον Σάλμπερ στο τηλέφωνο το προηγούμενο βράδυ. «Σύμφωνα με την αστυνομία, βρισκόταν σε εκείνη την υπό κατασκευήν οικοδομή επειδή από εκεί είχε την καλύτερη θέα για να τραβήξει μια φωτογραφία... Εσείς όμως το είδατε αυτό το μέρος;»

257/1081

«Οχι», είχε απαντήσει ενοχλημένη. «Εγώ όμως πήγα». «Τι θέλετε να πείτε;» Εκείνος όμως είχε προσθέσει ειρωνικά: «Η Canon του άντρα σας καταστράφηκε με την πτώση. Κρίμα που δεν θα δούμε ποτέ αυτή τη φωτογραφία». Όταν η Σάντρα είδε αυτό που ο Ντέιβιντ είχε μπροστά του εκείνη τη νύχτα, κατάλαβε το σαρκασμό του αξιωματικού της Ιντερπόλ. Ήταν μια τεράστια ασφαλτόστρωτη αλάνα και ολόγυρά της πολυκατοικίες. Ποιος ο λόγος να τραβήξει φωτογραφία; αναρωτήθηκε. Και μάλιστα στο σκοτάδι. Είχε μαζί της μία από τις πέντε φωτογραφίες που υπήρχαν στο φιλμ της Leica. Δεν έκανε λάθος: απεικόνιζε εκείνο ακριβώς το εργοτάξιο, αλλά τη μέρα. Όταν την εμφάνισε, είχε σκεφτεί ότι ο Ντέιβιντ πήγε εκεί για να κάνει κάποια αυτοψία.

258/1081

Η Σάντρα κοίταξε γύρω της: θα πρέπει σίγουρα να υπήρχε κάποιος σκοπός. Ο χώρος εκείνος ήταν εγκαταλελειμμένος, δεν φαινόταν να έχει κανένα ενδιαφέρον, με μια πρώτη ματιά τουλάχιστον. Γιατί λοιπόν ο Ντέιβιντ πήγε εκεί; Έπρεπε να σκεφτεί με άλλο τρόπο, να αλλάξει οπτική γωνία, όπως της έλεγε ο εκπαιδευτής της στη σχολή της Σήμανσης. Η αλήθεια βρίσκεται στις λεπτομέρειες, επανέλαβε μέσα της. Εκεί έπρεπε να αναζητήσει τις απαντήσεις. Έτσι ετοιμάστηκε όπως έκανε για τις σκηνές εγκλήματος που εξερευνούσε με τη φωτογραφική μηχανή της. Έπρεπε να διαβάσει τη σκηνή. Από κάτω προς τα πάνω. Από το γενικό στο ειδικό. Ως μέτρο σύγκρισης είχε τη φωτογραφία που πήρε ο Ντέιβιντ με τη Leica. Πρέπει να ελέγξω τα στοιχεία της εικόνας, σκέφτηκε. Όπως σε εκείνους τους γρίφους που

259/1081

πρέπει να βρεις τις διαφορές ανάμεσα σε δύο εικόνες που φαίνονται όμοιες. Με βάση τα όρια της φωτογραφίας, άρχισε από το δάπεδο, προχωρώντας μέτρο-μέτρο. Μετακίνησε το βλέμμα σ’ αυτό που είχε μπροστά της και μετά το μετέφερε στο ταβάνι. Έψαχνε ένα σημάδι, κάτι χαραγμένο στο τσιμέντο. Δεν υπήρχε όμως τίποτα. Πέρασε με τη σειρά το δάσος από κολόνες. Μία-μία. Μερικές είχαν πάθει μικροζημιές μέσα στους πέντε εκείνους μήνες, για τον επιπλέον λόγο ότι ήταν ασοβάτιστες και εκτεθειμένες στον καιρό. Όταν έφτασε δίπλα σε αυτή που βρισκόταν τέρμα αριστερά, κοντά στο παραπέτο, συνειδητοποίησε ότι διέφερε σε σύγκριση με τη φωτογραφία. Μια μικρή αλλά ίσως σημαντική λεπτομέρεια. Την εποχή που ο Ντέιβιντ έκανε την αυτοψία, η κολόνα είχε μια οριζόντια εσοχή στη βάση. Τώρα την είχαν κλείσει.

260/1081

Η Σάντρα έσκυψε για να κοιτάξει καλύτερα. Πράγματι υπήρχε κάτι που την έφραζε. Ήταν ένα κομμάτι γυψοσανίδα. Έμοιαζε βαλμένη επίτηδες για να κρύψει κάτι. Η Σάντρα την παραμέρισε κι αυτό που αντίκρισε την άφησε με ανοιχτό το στόμα. Μέσα στην εσοχή ήταν το μαγνητόφωνο του Ντέιβιντ. Αυτό που δεν είχε βρει στο σάκο του, αν και υπήρχε στη λίστα που ο άντρας της χρησιμοποιούσε για να ετοιμάσει τις αποσκευές του. Η Σάντρα το πήρε, το φύσηξε για να διώξει τη σκόνη. Ήταν κάπου δέκα εκατοστά, πολύ λεπτό και είχε ψηφιακή μνήμη. Το συγκεκριμένο μοντέλο είχε αντικαταστήσει τα παλιά μαγνητόφωνα. Κοιτάζοντάς το στην παλάμη του χεριού της, η Σάντρα συνειδητοποίησε ότι φοβόταν. Ένας Θεός ήξερε τι μπορεί να είχε μέσα. Ίσως ο Ντέιβιντ να το έκρυψε εκεί πέρα, υποδεικνύοντας για σιγουριά την κρυψώνα με

261/1081

τη φωτογραφία. Μετά, επέστρεψε να το πάρει κι έπεσε. Ή μπορεί να είχε ηχογραφήσει κάτι σε εκείνον ακριβώς το χώρο. Ίσως το ίδιο βράδυ που πέθανε. Η Σάντρα θυμήθηκε ότι η συσκευή μπορούσε να ενεργοποιηθεί από μακριά. Ένας θόρυβος ήταν αρκετός για να ξεκινήσει η εγγραφή. Έπρεπε να αποφασίσει, δεν γινόταν να περιμένει άλλο. Μα ο δισταγμός της βασιζόταν στην επίγνωση ότι μπορεί αυτό που θα άκουγε να άλλαζε για πάντα τη βεβαιότητα ότι ο Ντέιβιντ είχε πέσει θύμα δυστυχήματος. Το τίμημα για κάτι τέτοιο θα ήταν να μην ησυχάσει ποτέ' να αναζητεί για πάντα την αλήθεια. Και υπήρχε κίνδυνος να μην τη βρει ποτέ. Χωρίς άλλη χρονοτριβή, το έβαλε μπροστά και περίμενε. Δυο ξεροβηξίματα. Ασφαλώς ένας τρόπος για να ενεργοποιήσει την εγγραφή από μακριά. Μετά η φωνή του άντρα

262/1081

της, σκοτεινή, μακρινή, μπερδεμένη σε θορύβους. Και αποσπασματική. «...να είμαστε μόνοι... από τότε περί μένα...» Ο τόνος του ήταν ήρεμος. Αντίθετα, η Σάντρα ένιωσε άβολα ακούγοντας τη φωνή του έπειτα από τόσον καιρό. Είχε συνηθίσει στην ιδέα ότι ο Ντέιβιντ δεν θα της ξαναμιλούσε πια. Τώρα φοβόταν μήπως η συγκίνηση την τσακίσει, ενώ, αντίθετα, έπρεπε να διατηρήσει τη διαύγειά της. Προσπάθησε να συγκρατηθεί, λέγοντας στον εαυτό της ότι ήταν μια έρευνα κι έπρεπε να υιοθετήσει μια επαγγελματική προσέγγιση. «...δεν υπάρχει... έπρεπε να το φανταστώ... δυσαρέσκεια...» Οι φράσεις ήταν πολύ αποσπασματικές και δεν καταλάβαινε το θέμα της συζήτησης. «...είμαι ενήμερος... καθετί... όλον αυτόν τον καιρό... δεν είναι δυνατόν...» Για τη Σάντρα αυτές οι σκόρπιες πληροφορίες δεν είχαν κανένα νόημα. Μα

263/1081

έπειτα ακούστηκε μια πλήρης φράση, «...τον αναζητούσα πολύ καιρό, επιτέλους τον βρήκα...» Για ποιο πράγμα μιλούσε ο Ντέιβιντ και με ποιον; Δεν καταλάβαινε. Σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να δώσει την ηχογράφηση σε κάποιον τεχνικό ήχου, ο οποίος θα την καθάριζε από τα θροίσματα. Ήταν η μόνη λύση αυτή τη στιγμή. Ετοιμαζόταν να σβήσει τη συσκευή, μα μετά άκουσε μια άλλη φωνή. «...ναι, εγώ είμαι...» Η Σάντρα ένιωσε μια ξαφνική παγωμάρα. Τώρα είχε την επιβεβαίωση: ο Ντέιβιντ δεν ήταν μόνος. Γι’ αυτό και θέλησε να καταγράψει εκείνο το διάλογο. Η συνέχεια ήταν θραύσματα από φράσεις. Η κατάσταση, για κάποιο λόγο, είχε αλλάξει. Τώρα η φωνή του άντρα της ακουγόταν τρομαγμένη. «...περίμενε... δεν είναι δυνατόν... να πιστεύεις στ' αλήθεια... εγώ δεν... ό,τι μπορώ... όχι... όχι... όχι...»

264/1081

Θόρυβοι πάλης. Κορμιά που κυλιούνταν καταγής. «...Περίμενε... Περίμενε... Περίμενε...» Και μετά μια τελευταία κραυγή, γεμάτη απελπισία, που όλο και απομακρυνόταν, μέχρι που σβήστηκε στη σιωπή. Το μαγνητόφωνο της έπεσε απ’ τα χέρια και η Σάντρα ακούμπησε και τις δυο παλάμες της στο τσιμέντο. Ένας σπασμός τη συντάραξε σύγκορμη κι έκανε εμετό. Μία, δύο φορές. Ο Ντέιβιντ είχε δολοφονηθεί. Κάποιος τον είχε σπρώξει κι έπεσε. Η Σάντρα θα ήθελε να ουρλιάξει. Θα ήθελε να μη βρίσκεται εκεί. Θα ήθελε να μην είχε γνωρίσει τον Ντέιβιντ, να μην ήξερε τίποτα γι’ αυτόν. Να μην τον είχε αγαπήσει. Ήταν τρομερό αυτό που σκεφτόταν, μα ήταν αλήθεια. Θόρυβος από βήματα που πλησίαζαν. Η Σάντρα στράφηκε προς το μαγνητόφωνο. Η συσκευή δεν είχε σταματήσει και ζητούσε

265/1081

ακόμα την προσοχή της. Λες και ο δολοφόνος ήξερε τη θέση του μικροφώνου. Τα βήματα σταμάτησαν. Πέρασαν μερικές στιγμές κι έπειτα πάλι εκείνη η φωνή. Όμως αυτή τη φορά δεν μιλούσε. Τραγουδούσε. Heaven, I'm in Heaven, and my heart beats so that I can hardly speak and I seem to find the happiness I seek when we' re out together dancing cheek to cheek.

15:00 Η βία ντέλε Κομέτε ήταν στην περιφέρεια. Ο Μάρκους χρειάστηκε αρκετή ώρα για να φτάσει με τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Το λεωφορείο τον άφησε σε μια κοντινή στάση κι

266/1081

αυτός συνέχισε με τα πόδια για καμιά διακοσαριά μέτρα. Γύρω του, ακαλλιέργητα χωράφια και βιομηχανικά κτίρια. Οι λαϊκές πολυκατοικίες ήταν μακριά η μία από την άλλη, φτιάχνοντας ένα αρχιπέλαγος από τσιμέντο. Στη μέση ξεχώριζε μια εκκλησία με μοντέρνα αρχιτεκτονική, που απείχε πολύ από τη χάρη όσων στόλιζαν εδώ και αιώνες το κέντρο της πόλης. Μεγάλες λεωφόροι εξυπηρετούσαν την κυκλοφορία, που ρυθμιζόταν αποτελεσματικά από τα φανάρια. Στον αριθμό 19 ήταν μια βιομηχανική αποθήκη που φαινόταν εγκαταλελειμμένη. Προτού μπει και δει τι υπήρχε στη διεύθυνση του σημειώματος με το τριγωνικό σύμβολο που βρήκε στο γραφείο του Ρανιέρι, ο Μάρκους στάθηκε να ελέγξει την κατάσταση. Δεν ήθελε να διατρέξει ανώφελους κινδύνους. Στην απέναντι μεριά του δρόμου βρισκόταν ένα βενζινάδικο και δίπλα του ένα πλυντήριο αυτοκινήτων κι ένα μπαρ. Υπήρχε ένα συνεχές

267/1081

πηγαινέλα κόσμου. Κανείς δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται για το εργοστάσιο. Ο Μάρκους πλησίασε το βενζινάδικο κι έκανε ότι περίμενε κάποιον που είχε αργήσει. Στάθηκε εκεί παρατηρώντας τη σκηνή για κάνα μισάωρο. Στο τέλος, πείστηκε ότι ο χώρος ήταν αφύλακτος. Μπροστά στην αποθήκη υπήρχε μια αλάνα. Η βροχή την είχε κάνει σωστό τέλμα. Φαίνονταν ακόμα τα ίχνη που είχαν αφήσει τα λάστιχα των αυτοκινήτων. Πιθανότατα εκείνα από το πράσινο Subaru του Ρανιέρι, σκέφτηκε αμέσως ο Μάρκους, ενώ θυμόταν πόσο λασπωμένο ήταν το αυτοκίνητό του. Ο ντετέκτιβ είχε πάει εκεί. Μετά επέστρεψε βιαστικά στο γραφείο του για να καταστρέψει το σημείωμα. Τέλος, βγήκε παίρνοντας μαζί του κάτι από το χρηματοκιβώτιο. Ο Μάρκους προσπάθησε να συνδυάσει αυτά τα στοιχεία για να σχηματίσει μια πλήρη

268/1081

εικόνα. Αλλά το μόνο που του τριβέλιζε το μυαλό ήταν η φούρια του Ρανιέρι. Μόνο ένας άνθρωπος που φοβάται κάτι παίρνει τόσες προφυλάξεις, σκέφτηκε. Τι είδε και τρομοκρατήθηκε τόσο πολύ; Ο Μάρκους απέφυγε να χρησιμοποιήσει την κεντρική είσοδο της αποθήκης και αναζήτησε μια πλαϊνή πόρτα. Προχώρησε ανάμεσα στους θάμνους που περιέβαλλαν το χαμηλό τετράγωνο κτίριο. Με τη λαμαρινένια του σκεπή, έμοιαζε με υπόστεγο αεροσκαφών. Βρήκε μια έξοδο κινδύνου. Με αρκετό κόπο και τραβώντας το πορτόφυλλο και με τα δυο του χέρια, κατάφερε να την ανοίξει όσο να χωράει. Στο εσωτερικό, ένα σκονισμένο φως πλημμύριζε έναν τεράστιο χώρο, σχεδόν άδειο, με εξαίρεση μερικά στοιβαγμένα μηχανήματα και τις τροχαλίες που κρέμονταν από την οροφή. Η βροχή που είχε περάσει από τις

269/1081

λαμαρίνες της στέγης είχε συγκεντρωθεί σε μαύρες λιμνούλες. 0 Μάρκους προχώρησε για να κοιτάξει γύρω του, τα βήματά του αντηχούσαν. Στο βάθος του κτιρίου, μια σιδερένια σκάλα οδηγούσε σε ένα πατάρι με ένα μικρό γραφείο. Πλησίασε και αμέσως μια λεπτομέρεια του χτύπησε στο μάτι. Η κουπαστή της σκάλας δεν είχε σκόνη. Κάποιος είχε μπει στον κόπο να την καθαρίσει, ίσως για να σβήσει τα αποτυπώματά του. Ό,τι κι αν κρυβόταν σ’ εκείνο το μέρος έπρεπε να βρίσκεται εκεί πάνω. Άρχισε να ανεβαίνει, προσέχοντας πού πατούσε. Στα μισά της σκάλας ένιωσε τη μυρωδιά. Ήταν χαρακτηριστική. Αν τη μύριζες μια φορά, μπορούσες να την αναγνωρίσεις παντού. Ο Μάρκους δεν θυμόταν πού και πότε είχε πρωτοσυναντηθεί μ εκείνη τη δυσωδία, όμως ένα κομμάτι κρυμμένο μέσα του δεν την είχε ξεχάσει. Ήταν τα κόλπα της αμνησίας. Θα

270/1081

μπορούσε να θυμηθεί το άρωμα των τριαντάφυλλων ή του στήθους της μητέρας του. Πάντως αυτή ήταν ξεκάθαρα μυρωδιά πτώματος. Σκέπασε τη μύτη και το στόμα του με το μανίκι του αδιάβροχου και ανέβηκε τα τελευταία σκαλιά. Διέκρινε τα πτώματα από την είσοδο του γραφείου. Ήταν δίπλα-δίπλα. Το ένα ανάσκελα, το άλλο μπρούμυτα. Και τα δυο είχαν μια τρύπα από σφαίρα στο κρανίο. Κανονική εκτέλεση, κατεληξε ο Μάρκους. Η φωτιά είχε επιδεινώσει την ήδη προχωρημένη κατάσταση αποσύνθεσης. Κάποιος είχε προσπαθήσει να τα κάψει με οινόπνευμα ή βενζίνη, αλλά οι φλόγες είχαν τυλίξει μονο το πάνω μέρος των πτωμάτων, αφήνοντας ανέπαφο το κάτω. Όποιος κι αν ήταν, απλώς κατάφερε να τα κάνει αγνώριστα. Από μια λεπτομέρεια ο Μάρκους κατάλαβε ότι έπρεπε να είναι άτομα με ποινικό μητρώο: αν

271/1081

δεν είχαν φάκελο, γιατί να μπουν στον κόπο να αφαιρέσουν τα χέρια τους; Συγκρατώντας την αναγούλα του, πλησίασε για να κοιτάξει καλύτερα. Ήταν κομμένα στους καρπούς, οι ιστοί έμοιαζαν σκισμένοι, μα πάνω στο κόκαλο υπήρχαν κανονικές τομές, σαν αυτές που αφήνει ένα οδοντωτό εργαλείο, όπως ένα πριόνι. Ανασήκωσε το παντελόνι του ενός από τους δύο, ξεσκεπάζοντας τους αστραγάλους του. Η επιδερμίδα σε εκείνο το σημείο δεν ήταν καμένη. Από το πελιδνό χρώμα υπολόγισε κατα προσέγγιση ότι ο θάνατος είχε επέλθει πριν από περίπου μια εβδομάδά, ίσως και λίγο λιγότερο. Τα πτώματα ήταν πρησμένα, αλλα έμοιαζαν και πλαδαρά. Χαρακτηριστικό όποιου έχει περάσει τα πενήντα. Δεν ήξερε ποιοι ηταν, μπορεί και να μην το μάθαινε ποτέ, αλλά είχε μια ιδέα για την ταυτότητά τους. Κατά πάσα πιθανότητα

272/1081

βρισκόταν μπροστά στους δολοφόνους της Βαλέρια Αλτιέρι και του εραστή της. Έπρεπε να καταλάβει ποιος τους είχε σκοτώσει και γιατί έπειτα από τόσο καιρό. Όπως ακριβώς ο Ραφαέλε είχε προσκληθεί στο διαμέρισμα της Λάρα με ένα ανώνυμο γράμμα, έτσι και ο Ρανιέρι είχε προσκληθεί σε εκείνη την αποθήκη με το σημείωμα που ο Μάρκους είχε βρει στο γραφείο του. Ο ντετέκτιβ είχε βρει τους δύο άντρες, που ίσως είχαν οδηγηθεί εκεί με ένα ανάλογο σημείωμα, και τους είχε σκοτώσει. Δεν έστεκε. Ο Ρανιέρι είχε πάει εκεί πριν από λίγες ώρες και, αν αυτοί οι δύο ήταν νεκροί εδώ και μια βδομάδα, γιατί ξαναγύρισε; Ίσως για να τους βάλει φωτιά ή για να τους κόψει τα χέρια ή απλώς για να ελέγξει την κατάσταση. Όμως γιατί να διατρέξει έναν τόσο μεγάλο κίνδυνο; Και μετά, γιατί ήταν τρομοκρατημένος; Γιατί το έσκασε και από ποιον;

273/1081

Όχι , τους σκότωσε κάποιος άλλος, σκέφτηκε ο Μάρκους. Και αν δεν ξεφορτώθηκε τα πτώματα ήταν επειδή ήθελε να βρεθούν. Αυτοί οι δύο δεν θα πρέπει να μετρούσαν πολύ. Ίσως να ήταν απλώς εκτελεστές. Στο μυαλό του Μάρκους επέστρεψε η ιδέα ότι το έγκλημα Αλτιέρι είχε ένα συγκεκριμένο εντολεα. Ή ίσως περισσότερους. Παρότι δεν την απέρριπτε, η τελευταία εκδοχή δεν του άρεσε. Η τελετουργία που είχε τελεύει στην κρεβατοκάμαρα ενίσχυε την υπόθεση μιας σέχτας· μιας αποκρυφιστικής ομάδας που μπορούσε να σβήσει όλα τα ίχνη που τη συνέδεαν με κάτι τέτοιο, έστω κι αν αυτό σήμαινε ότι θα σκότωνε δύο οπαδούς της. Ο Μάρκους διαισθανόταν ότι εκείνη τη στιγμή δρούσαν δυο αντίθετες και αντίπαλες οντότητες. Μία που είχε βαλθεί να αποκαλύψει το μυστήριο στέλνοντας ανώνυμα σημειώματα και μία άλλη που πολεμούσε να

274/1081

υπερασπιστεί την ανώνυμία της και τους σκοπούς της. Το σημείο τομής τους μπορούσε να είναι μόνον ο Ρανιέρι. Ο ιδιωτικός ντετέκτιβ ήξερε κάτι, ο Μάρκους ήταν σίγουρος. Όπως ήταν βέβαιος και ότι στο τέλος θα έβρισκε κάποια σχέση με τον Τζερεμάια Σμιθ και την εξαφάνιση της Λάρα. Εδώ λειτουργούσαν παράξενες και σκοτεινές δυνάμεις. Και εκείνη τη στιγμή ο Μάρκους ένιωθε σαν πιόνι, έρμαιο των γεγονότων. Έπρεπε να καθορίσει το ρόλο του και γι’ αυτό ήταν απαραίτητο να αντιμετωπίσει τον Ρανιέρι. Αποφάσισε ότι είχε εισπνεύσει αρκετή από τη δυσωδία των πτωμάτων. Προτού κατέβει, του ήρθε ενστικτωδώς να κάνει το σταυρό του, αλλά συγκρατήθηκε. Ίσως αυτοί οι δύο να μην το άξιζαν.

275/1081

Ο Ρανιέρι είχε προσκληθεί στην αποθήκη με ένα ανώνυμο σημείωμα. Πήγε εκείνο το πρωί και είδε τα πτώματα. Μετά γύρισε στο γραφείο του για να καταστρέψει το σημείωμα. Ύστερα έφυγε τρέχοντας, παίρνοντας μαζί του κάτι που υπήρχε στο χρηματοκιβώτιο. Στο νου του Μάρκους κλωθογύριζε αυτή η σειρά των γεγονότων. Όμως ένιωθε ότι του έλειπε ένα βασικό κομμάτι. Στο μεταξύ, είχε ξαναρχίσει να βρέχει. Βγήκε από την αποθήκη και προχώρησε προς την απέναντι αλάνα. Καθώς τη διέσχιζε προσέχοντας να μη λερωθεί από τις λάσπες εκείνου του έλους, είδε μια λεπτομέρεια που προηγουμένως του είχε ξεφύγει. Κάτω στο χώμα είχε ένα σκούρο λεκέ και λίγο παραπέρα ακόμα έναν. Ήταν ίδιοι με αυτόν που είχε δει εκείνο το πρωί κάτω από το γραφείο του Ρανιέρι, πάνω στην άσφαλτο όπου ήταν παρκαρισμένο το πράσινο Subaru.

276/1081

Αφού η βροχή δεν κατάφερε να την ξεπλύνει, θα έπρεπε να είναι μια ελαιώδης ουσία. Ο Μάρκους έσκυψε για να την εξετάσει και βεβαιώθηκε ότι ήταν λάδι μηχανής. Προφανώς το αυτοκίνητο είχε σταματήσει και μπροστά στο εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο. Μα αυτό το είχε ήδη συμπεράνει από το γεγονός ότι το αμάξωμα ήταν λασπωμένο. Στην αρχή ο Μάρκους είχε πιστέψει ότι τα δύο γεγονότα συνδέονταν κι ότι ο Ρανιέρι είχε πάθει ζημιά και είχε λερώσει το αυτοκίνητό του την ίδια στιγμή. Όμως κοίταξε γύρω του και δεν είδε λακκούβες ή πέτρες που θα μπορούσαν να προκαλέσουν ζημιές. Άρα είχε συμβεί νωρίτερα, σε κάποιο άλλο μέρος. Και πού ήταν ο Ρανιέρι προτού έρθει εδώ; Ο Μάρκους έφερε το χέρι στην ουλή του κροτάφου του. Το κεφάλι του βροντούσε, ετοιμαζόταν να τον πιάσει και πάλι ημικρανία. Χρειαζόταν ένα αναλγητικό και κάτι να φάει.

277/1081

Ένιωθε ότι είχε φτάσει σε ένα τυφλό αδιέξοδο και έπρεπε να βρει έναν τρόπο να συνεχίσει. Όταν είδε το λεωφορείο να πλησιάζει στη στάση, βιάστηκε να το προλάβει. Κατάφερε να ανέβει και πήγε να καθίσει σε μία από τις τελευταίες θέσεις, δίπλα σε μία ηλικιωμένη κυρία φορτωμένη με ψώνια, που βάλθηκε να κοιτάει το πρησμένο ζυγωματικό και το σκισμένο χείλι του, προϊόντα της βίας του Ραφαέλε Αλτιέρι. Ο Μάρκους την αγνόησε, σταύρωσε τα μπράτσα του στο στήθος και άπλωσε τα πόδια κάτω από την μπροστινή θέση. Έκλεισε τα μάτια, προσπαθώντας να αγνοήσει το σφυρί που κοπανούσε μες στο κεφάλι του. Λαγοκοιμήθηκε. Οι φωνές και οι θόρυβοι γύρω του τον έκαναν να παραμένει σε αυτή τη μετέωρη κατάσταση, αλλά κυρίως δεν τον άφηναν να ονειρευτεί. Πόσες φορές είχε ανέβει σε ένα τέτοιο λεωφορείο ή σε ένα βαγόνι του μετρό και είχε αποκοιμηθεί, πηγαίνοντας μπρος πίσω από αφετηρία σε

278/1081

τέρμα, χωρίς σκοπό, για να ξεφύγει από το επαναλαμβανόμενο όνειρο, στο οποίο πέθαινε μαζί με τον Ντέβοκ; Το λεωφορείο, με την αργή πορεία του, τον νανούριζε. Του φαινόταν ότι τον είχε αναλάβει μια αόρατη δύναμη. Κι ένιωθε ασφαλής. Άνοιξε και πάλι τα μάτια γιατί εδώ και κάνα λεπτό δεν ένιωθε πια την ευχάριστη κίνηση και οι επιβάτες γύρω του έμοιαζαν ξαφνικά ταραγμένοι. Πράγματι, είχαν σταματήσει και κάποιος παραπονιόταν για το χρόνο που έχαναν στην ουρά πίσω από άλλα οχήματα. Ο Μάρκους κοίταξε από το παράθυρο προσπαθώντας να καταλάβει πού βρίσκονταν. Αναγνώρισε τις πανομοιότυπες πολυκατοικίες που πλαισίωναν την περιφερειακή. Σηκώθηκε από τη θέση του και προχώρησε στο μπροστινό μέρος του λεωφορείου. Ο οδηγός δεν είχε σβήσει τη μηχανή, αλλά καθόταν με σταυρωμένα τα μπράτσα.

279/1081

«Τι συμβαίνει;» ρώτησε. «Δυστύχημα», απάντησε εκείνος χωρίς να προσθέσει άλλες λεπτομέρειες. «Μου φαίνεται ότι θα κάνουμε αρκετή ώρα να περάσουμε». Ο Μάρκους κοίταξε όσα αυτοκίνητα υπήρχαν μπροστά τους. Περνούσαν ένα-ένα από ένα χώρο που είχε αφεθεί στο πλάι του δρόμου, δίπλα από τον τόπο του δυστυχήματος, στο οποίο έμοιαζαν να έχουν εμπλακεί αρκετά αυτοκίνητα. Το λεωφορείο προχωρούσε μέτρο-μέτρο. Όταν τελικά ήρθε η σειρά τους, ένας τροχονόμος τούς έκανε νόημα να βιαστούν. Ο οδηγός μπήκε στο στενό πέρασμα. Ο Μάρκους ήταν όρθιος πλάι του, όταν πέρασαν από το σωρό με τις τσακισμένες και καμένες λαμαρίνες. Οι πυροσβέστες έσβηναν τις τελευταίες φλόγες. Αναγνώρισε το πράσινο Subaru του Ρανιέρι από ένα κομμάτι του σασί που είχε σωθεί από

280/1081

τις φλόγες. Στο εσωτερικό του, το πτώμα του οδηγού ήταν σκεπασμένο με ένα σεντόνι. Ο Μάρκους κατάλαβε για ποιο λόγο το αυτοκίνητο του ντετέκτιβ είχε αφήσει σε κάθε στάση του κηλίδες από λιπαντικό. Είχε κάνει λάθος: δεν συνδεόταν με κάποιο χώρο που είχε επισκεφτεί ο Ρανιέρι νωρίτερα και είχε προκαλέσει ζημιά στο Subaru. Πρέπει να ήταν υγρό φρένων - κάποιος είχε βάλει το χεράκι του. Το δυστύχημα δεν μπορεί να ήταν κάτι τυχαίο. 17:07 Το τραγούδι ήταν για κείνη. Ένα σαφές μήνυμα. Ξέχνα το. Μην το ψάχνεις. Καλύτερα για σένα. Ή το εντελώς αντίθετο. Έλα να με βρεις. Το νερό του ντους τη χτυπούσε στον αυχένα. Η Σάντρα στεκόταν ακίνητη, με τα μάτια

281/1081

κλειστά, τα χέρια ακουμπισμένα στα πλακάκια. Στο κεφάλι της αντηχούσε η μελωδία του Cheek to cheek μαζί με τα τελευταία λόγια του Ντέιβιντ που είχαν γραφτεί στο μαγνητόφωνο. «Περίμενε... Περίμενε... Περίμενε...» Αποφάσισε ότι δεν θα έκλαιγε πια μέχρι να τελειώσει αυτή η ιστορία. Φοβόταν, αλλά δεν θα έκανε πίσω. Τώρα ήξερε. Κάποιος ήταν μπλεγμένος στο θάνατο του άντρα της. Η πληγωμένη καρδιά μιας γυναίκας θα μπορούσε να βασίσει σε αυτή την ανακάλυψη μια ψευδαίσθηση ότι υπήρχε γιατρειά για το ανεπανόρθωτο. Η ιδέα ότι μπορούσε να κάνει κάτι, να διορθώσει, εν μέρει τουλάχιστον, μια παράλογη και άδικη απώλεια είχε όλως παραδόξως τη δύναμη να την παρηγορεί. Είχε βρει ένα ασήμαντο ξενοδοχείο με ένα αστέρι κοντά στο σταθμό Τέρμινι, όπου κυρίως κατέλυαν ομάδες προσκυνητών που έρχονταν

282/1081

να επισκεφτούν τα μνημεία της χριστιανοσύνης. Εκεί έμεινε ο Ντέιβιντ όταν ήταν στη Ρώμη. Η Σάντρα ζήτησε το ίδιο δωμάτιο που, για καλή της τύχη, ήταν διαθέσιμο. Για να κάνει την έρευνά της, έπρεπε να αναπαραγάγει γύρω της τις ίδιες συνθήκες κάτω από τις οποίες είχε δράσει εκείνος. Μα γιατί, μετά την ανακάλυψη της ηχογράφησης, δεν πήγε αμέσως στην αστυνομία να καταγγείλει το συμβάν; Όχι από δυσπιστία απέναντι στους συναδέλφους της, γι’ αυτό ήταν σίγουρη. Είχε δολοφονηθεί ο άντρας μιας δικιάς τους, θα έδιναν προτεραιότητα στην υπόθεση. Ήταν ένας άγραφος κανόνας, ένας κώδικας τιμής. Θα μπορούσε τουλάχιστον να το αναφέρει στον Ντε Μικέλις. Συνέχιζε να λέει μέσα της ότι προτιμούσε να συγκεντρώσει αρκετές αποδείξεις για να τους κάνει πιο εύκολη τη

283/1081

δουλειά. Μα ο πραγματικός λόγος ήταν άλλος. Παρόλο που απέφευγε να τον παραδεχτεί. Βγήκε από το ντους και τυλίχτηκε στην πετσέτα. Στάζοντας νερά, επέστρεψε στο δωμάτιο, έβαλε το βαλιτσάκι της στο κρεβάτι κι άρχισε να το αδειάζει μέχρι που βρήκε αυτό που είχε τακτοποιήσει στο βάθος του. Το υπηρεσιακό της πιστόλι. Έλεγξε τη θαλάμη και την ασφάλεια και μετά το έβαλε στο κομοδίνο. Από κει και πέρα θα το κουβαλούσε πάντα μαζί της. Φόρεσε μόνο ένα σλιπάκι και άρχισε να τακτοποιεί και τα υπόλοιπα. Έβγαλε τη μικρή τηλεόραση από το ραφάκι και ακούμπησε εκεί το ραδιοπομπό, την ατζέντα του Ντέιβιντ με εκείνες τις παράξενες διευθύνσεις και το μαγνητόφωνο. Κόλλησε με σελοτέιπ στον τοίχο εκείνες τις φωτογραφίες που είχε πάρει από τη Leica. H πρώτη ήταν εκείνη του εργοταξίου και την είχε ήδη χρησιμοποιήσει. Μετά υπήρχε εκείνη που, αν και εντελώς

284/1081

σκοτεινή, αποφάσισε να την κρατήσει. Ύστερα εκείνη του ανθρώπου με την ουλή στον κρόταφο. Η λεπτομέρεια του πίνακα και, τέλος, η εικόνα του άντρα της που χαιρετούσε, ενώ ταυτόχρονα τραβούσε μια φωτογραφία του με γυμνό το θώρακα μπροστά στον καθρέφτη. Η Σάντρα στράφηκε προς το μπάνιο. Αυτή η τελευταία φωτογραφία είχε τραβηχτεί εκεί μέσα. Εκ πρώτης όψεως, μπορεί να φαινόταν σαν ένα από εκείνα τα αστειάκια που έκανε συχνά ο Ντέιβιντ, όπως τότε που της έστειλε τις εικόνες ενός γεύματος με ψητό ανακόντα στο Βόρνεο ή εκείνες όπου ήταν γεμάτος βδέλλες σε ένα έλος της Αυστραλίας. Όμως, σε αντίθεση με εκείνες τις φωτογραφίες, ο άντρας της δεν χαμογελούσε. Ωστόσο, ίσως εκείνος που στην αρχή τής είχε φανεί ο θλιβερός αποχαιρετισμός ενός φαντάσματος να έκρυβε ένα άλλο μήνυμα γι’

285/1081

αυτήν. Ίσως η Σάντρα να έπρεπε να ψάξει μέσα σε εκείνο το δωμάτιο επειδή ο Ντέιβιντ είχε κρύψει κάτι και ήθελε να το ανακαλύψει εκείνη. Άρχισε την έρευνα. Μετακίνησε τα έπιπλα, έψαξε κάτω από το κρεβάτι και στην ντουλάπα. Ψηλάφησε προσεκτικά το στρώμα και τα μαξιλάρια. Ξεβίδωσε το τηλέφωνο και το καπάκι της τηλεόρασης για να κοιτάξει μέσα τους. Έλεγξε τα πλακάκια του δαπέδου και τα σοβατέπι. Τέλος, επιθεώρησε προσεκτικά το μπάνιο. Πέρα από αποδείξεις ελλιπούς καθαριότητας, δεν βρήκε τίποτε άλλο. Είχαν περάσει πέντε μήνες, ίσως κάτι να μετατοπίστηκε ή να πετάχτηκε. Βλαστήμησε ακόμα μια φορά τον εαυτό της που περίμενε τόσο πολύ προτού να ελέγξει τους σάκους του Ντέιβιντ. Καθισμένη καταγής, μισόγυμνη ακόμα, άρχισε να κρυώνει. Κουκουλώθηκε με το

286/1081

ξεθωριασμένο κάλυμμα του κρεβατιού κι απέμεινε έτσι, προσπαθώντας να μην αφήσει την απογοήτευσή της να κυριαρχήσει στη λογική της. Εκείνη τη στιγμή άρχισε να δονείται το κινητό της. «Ώστε ακολουθήσατε τη συμβουλή μου, πράκτορα Βέγκα;» Χρειάστηκε λίγη ώρα για να αναγνωρίσει τη γερμανική προφορά που συνόδευε εκείνη την εκνευριστική φωνή. «Σάλμπερ, ήλπιζα να σας ακούσω». «Τις αποσκευές του συζύγου σας τις έχει ακόμη η αστυνομία ή μπορώ να τους ρίξω μια ματιά;» «Αν διεξάγετε κάποια έρευνα, ζητήστε άδεια από το δικαστή». «Ξέρετε καλύτερα από μένα ότι η Ιντερπόλ μπορεί μόνο να βοηθήσει τις επίσημες δυνάμεις του νόμου σε μια χώρα. Δεν θα ήθελα να φέρω σε δύσκολη θέση τους συναδέλφους

287/1081

σας, θα τους γλίτωνα ευχαρίστως από ένα τέτοιο μπλέξιμο». «Δεν έχω να κρύψω τίποτα». Αυτός ο άνθρωπος της έδινε στα νεύρα. «Πού βρίσκεστε τώρα, Σάντρα; Μπορώ να σας λέω Σάντρα, σωστά;» «Όχι, και δεν είναι δική σας δουλειά». «Εγώ είμαι στο Μιλάνο. Μπορούμε να πάμε για έναν καφέ ή για ό,τι προτιμάτε». Η Σάντρα έπρεπε οπωσδήποτε να του αποκρύψει το γεγονός ότι βρισκόταν στη Ρώμη. «Γιατί όχι; Τι λέτε για αύριο το απόγευμα; Τουλάχιστον θα ξεκαθαρίσουμε αυτή την ιστορία». Ο Σάλμπερ έσκασε στα γέλια. «Νομίζω ότι εμείς οι δυο θα τα πάμε πολύ καλά». «Μην ξεγελιέστε. Δεν μ’ αρέσει ο τρόπος σας». «Φαντάζομαι ότι θα ζητήσατε από κάποιον ανώτερο σας να βρει πληροφορίες για μένα». Η Σάντρα δεν μίλησε.

288/1081

«Καλά κάνατε. Θα σας πει ότι είμαι ένας άνθρωπος που δεν τα παρατάει εύκολα». Η φράση αυτή τής ακούστηκε σαν απειλή. Δεν μπορούσε να τον αφήνει να την τρομάζει. «Πείτε μου, Σάλμπερ, πώς και βρεθήκατε στην Ιντερπόλ;» «Δούλευα στην αστυνομία της Βιένης. Ανθρωποκτονιών, Αντιτρομοκρατική, Δίωξη Ναρκωτικών: λίγο απ’ όλα. Τους τράβηξα την προσοχή και με ζήτησε η Ιντερπόλ». «Και με τι ασχολείστε στην Ιντερπόλ;» Η παύση του Σάλμπερ προκάλεσε αίσθηση, ο παιχνιδιάρικος τόνος του χάθηκε. «Ασχολούμαι με τους ψεύτες». Η Σάντρα κούνησε το κεφάλι χαμογελώντας. «Ξέρετε κάτι; Θα έπρεπε να σας κλείσω το τηλέφωνο κατάμουτρα κι όμως είμαι περίεργη να ακούσω τι έχετε να μου πείτε». «Θέλω να σας διηγηθώ μια ιστορία». «Αν το θεωρείτε απαραίτητο...»

289/1081

«Στη Βιένη είχα ένα συνάδελφο. Κάναμε έρευνα για συμμορία Σλάβων λαθρεμπόρων, αλλά εκείνος είχε την κακή συνήθεια να μη μοιράζεται τις πληροφορίες, γιατί είχε βαλθεί να κάνει καριέρα. Πήρε μια βδομάδα άδεια και μου είπε ότι θα πήγαινε κρουαζιέρα με τη γυναίκα του. Αντίθετα, πήγε και παρεισέφρησε μες στους εγκληματίες, αλλά εκείνοι τον ξεσκέπασαν. Τον βασάνιζαν για τρεις μέρες και τρεις νύχτες, έτσι κι αλλιώς κανείς δεν θα τον αναζητούσε, και μετά τον σκότωσαν. Αν έδειχνε εμπιστοσύνη, ίσως σήμερα να ζούσε ακόμα». «Ωραία ιστορία. Πάω στοίχημα ότι τη λέτε κάθε φορά που θέλετε να κάνετε εντύπωση σε μια κοπέλα», είπε η Σάντρα σαρκαστικά. «Σκεφτείτε το, όλοι χρειαζόμαστε κάποιον. Θα σας ξαναπάρω αύριο για εκείνον τον καφέ που λέγαμε». Έκλεισε. Η Σάντρα απέμεινε να αναρωτιέται τι ήθελε να πει με την τελευταία

290/1081

του φράση. Ο μόνος άνθρωπος που χρειαζόταν εκείνη δεν υπήρχε πια. Και ο Ντέιβιντ; Ποιον χρειαζόταν εκείνος; Ήταν βέβαιη ότι ήταν εκείνη ο παραλήπτης των ενδείξεων που είχε σκορπίσει ο Ντέιβιντ προτού χαθεί για πάντα; Όσο ακόμα ζούσε, την κρατούσε μακριά από την έρευνά του, δεν της είχε δώσει να καταλάβει ότι κινδύνευε. Ήταν όμως μόνος στη Ρώμη; Στο κινητό του Ντέιβιντ δεν υπήρχαν κλήσεις από ή προς άγνωστα νούμερα. Απ’ ό,τι φαινόταν, δεν είχε έρθει σε επαφή με κανέναν. Αν όμως είχε δεχτεί κάποιου είδους βοήθεια; Αυτή η αμφιβολία έγινε πιο συγκεκριμένη όταν το βλέμμα τηζ έπεσε στο ραδιοπομπό. Αναρωτήθηκε τι τον ήθελε ο Ντέιβιντ. Και αν χρησίμευε για να έρχεται σε επικοινωνία με κάποιον; Σηκώθηκε και πλησίασε στο ράφι. Πήρε τον πομπό και τον κοίταξε με άλλο μάτι. Ήταν συντονισμένος στο κανάλι 81. Τσως να έπρεπε

291/1081

να τον κρατάει αναμμένο, μπορεί κάποιος να προσπαθούσε να έρθει σε επαφή μαζί της. Γύρισε το διακόπτη κι ανέβασε την ένταση. Δεν περίμενε βέβαια να ακούσε:, κάτι. Τον άφησε και πάλι στο ράφι και γύρισε προς τη βαλίτσα για να βγάλει τα ρούχα της. Εκείνη τη στιγμή ο πομπός άρχισε να εκπέμπει. Ήταν η ψυχρή και μονότονη φωνή μιας γυναίκας που έλεγε ότι στη βία Νομεντάνα γινόταν μια συμπλοκή ανάμεσα σε βαποράκια. Οι περίπολοι που βρίσκονταν στην περιοχή καλούνταν να επέμβουν. Η Σάντρα γύρισε και κοίταξε το ραδιοπομπό. Ήταν συντονισμένος στη συχνότητα που χρησιμοποιούσαν τα κεντρικά της αστυνομίας της Ρώμης για να επικοινωνούν με τα περιπολικά. Και τότε κατάλαβε και το νόημα εκείνων των διευθύνσεων στην ατζέντα του Ντέιβιντ.

292/1081

19:47 Ο Μάρκους γύρισε στη σοφίτα της βία ντέι Σερπέντι. Χωρίς να ανάψει φως ή να βγάλει το αδιάβροχο του, ξάπλωσε στο κρεβάτι και κουλουριάστηκε βάζοντας τα χέρια ανάμεσα στα γόνατα. Η κούραση της άγρυπνης νύχτας είχε αρχίσει να γίνεται αισθητή και πλησίαζαν τα προειδοποιητικά συμπτώματα ακόμη μίας ημικρανίας. Ο θάνατος του ιδιωτικού ντετέκτιβ ήταν ένα αδιέξοδο στην έρευνά του. Τόσος κόπος για το τίποτα. Τι είχε πάρει από το χρηματοκιβώτιο του γραφείου του εκείνο το πρωί ο Ρανιέρι; Ό,τι κι αν ήταν, θα πρέπει να καταστράφηκε στη φωτιά του Subaru. Έτσι ο Μάρκους έβγαλε από την τσέπη του το φάκελο της υπόθεσης c.g. 796-74-8. Δεν του χρησίμευε πια. Τον πέταξε κάτω και τα φύλλα σκόρπισαν στο πάτωμα. Το φεγγάρι φώτισε τα πρόσωπα

293/1081

αυτών που είχαν εμπλακεί σε ένα φόνο πριν από σχεδόν είκοσι χρόνια. Πολύς καιρός για να φτάσεις στην αλήθεια, σκέφτηκε. Θα του αρκούσε αυτή, αντί για τη δικαιοσύνη. Τώρα όμως έπρεπε να αρχίσει από την αρχή. Η προτεραιότητά του ήταν η Λάρα. Η Βαλέρια Αλτιέρι τον κοιτούσε από ένα απόκομμα εφημερίδας. Χαμογελούσε κομψότατη σε μια πρωτοχρονιάτικη φωτογραφία. Ξανθά μαλλιά, το φόρεμά της αναδείκνυε τέλεια τη σιλουέτα της. Μάτια προικισμένα με ένα μοναδικό μαγνητισμό. Είχε πληρώσει την τόση ομορφιά της με τη ζωή της. Αν ήταν μια λιγότερο εμφανίσιμη γυναίκα, ίσως ο θάνατός της να μην ενδιέφερε κανέναν. Ο Μάρκους βρέθηκε άθελά του να σκέφτεται τους λόγους για τους οποίους την είχαν επιλέξει οι δολοφόνοι. Ακριβώς όπως και τη Λάρα που, για κάποιο σκοτεινό λόγο, είχε προεπιλεγεί από τον Τζερεμάια Σμιθ.

294/1081

Έως εκείνη τη στιγμή σκεφτόταν τη Βαλέρια ως τη μαμά του Ραφαέλε. Από τη στιγμή που είδε τα ματωμένα αποτυπώματα των μικρών ποδιών πάνω στην άσπρη μοκέτα της κρεβατοκάμαρας, δεν είχε καταφέρει να επικεντρωθεί μόνο σε αυτήν. Υπάρχει πάντα ένας λόγος, σκέφτηκε, για τον οποίο τραβάμε την προσοχή των άλλων. Στον ίδιο δεν τύχαινε, ήταν αόρατος. Αλλά η Βαλέρια Αλτιέρι ήταν περίοπτη. Η λέξη EVIL γραμμένη στον τοίχο πίσω από το κρεβάτι. Οι πολυάριθμες μαχαιριές που είχαν δεχτεί τα θύματα. Ο φόνος που είχε γίνει μέσα στους τοίχους του σπιτιού. Όλα για να τραβήξουν την προσοχή. Η δολοφονία έκανε πάταγο όχι μόνο επειδή αφορούσε ένα μέλος της υψηλής κοινωνίας και τον εξίσου διάσημο εραστή της, αλλά και εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο έγινε. Έμοιαζε σκηνοθέτη μένος επί τούτου για τις σκανδαλοθηρικές φυλλάδες, αν και κανένας

295/1081

παπαράτσι δεν απαθανάτισε τη σκηνή του εγκλήματος. Ένα θέαμα τρόμου. Ο Μάρκους κάθισε στο κρεβάτι. Κάτι. είχε αρχίσει να αναδύεται στο μυαλό του. Ανωμαλίες. Αναψε το φως και πήρε από το πάτωμα το προφίλ της Βαλέρια Αλτιέρι. Αυτό το τρανταχτό επώνυμο ανήκε στο σύζυγο, το πατρικό της ήταν Κολμέτι: όνομα μάλλον ακατάλληλο για να αναρριχηθεί στο τζετ σετ. Καταγόταν από μία μικροαστική οικογένεια, ο πατέρας της ήταν υπάλληλος. Είχε φοιτήσει στην Παιδαγωγική Ακαδημία, αλλά το μεγάλο της ταλέντο ήταν η ομορφιά της. Μια φυσική τάση να κάνει τους άντρες να χάνουν το μυαλό τους. Στα είκοσι της είχε προσπαθήσει να γίνει ηθοποιός του σινεμά, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν ρόλοι κομπάρσου. Ο Μάρκους μπορούσε να φανταστεί πόσοι δοκίμασαν να την οδηγήσουν στο κρεβάτι τους με την υπόσχεση ενός σημαντικού ρόλου. Μπορεί

296/1081

στην αρχή η Βαλέρια να πήγαινε. Πόσα κομπλιμέντα με διπλό νόημα, πόσα ανεπιθύμητα ψαχουλέματα, πόσες συνευρέσεις χωρίς ηδονή αναγκάστηκε να υποστεί για να πραγματοποιήσει το όνειρό της; Κι έπειτα, μπήκε μια μέρα στη ζωή της ο Γκουίντο Αλτιέρι. Ένα ωραίο παιδί, μερικά χρόνια μεγαλύτερος της. Από γνωστή και αξιοσέβαστη οικογένεια. Δικηγόρος με σίγουρο μέλλον. Η Βαλέρια ήξερε ότι δεν θα μπορούσε να αγαπήσει αποκλειστικά έναν άντρα. Ο Γκουίντο βαθιά μέσα του γνώριζε ότι εκείνη η γυναίκα δεν θα ανήκε ποτέ σε κανέναν -ήταν πολύ εγωίστρια, ένιωθε πολύ όμορφη για να δοθεί σ’ έναν μόνον άντρα- κι όμως τη ζήτησε σε γάμο. Κι εκεί ξεκίνησαν όλα, σκέφτηκε ο Μάρκους, ενώ σηκωνόταν ψάχνοντας χαρτί και στιλό για να κρατήσει σημειώσεις. Ο γάμος ήταν απλώς η αρχή, η πρώτη πράξη μιας

297/1081

αλυσίδας γεγονότων επιφανειακά χαρούμενων και αξιοζήλευτων, αλλά που αναπόφευκτα θα οδηγούσαν στη σφαγή της κρεβατοκάμαρας. Βρήκε ένα μπλοκ. Στο πρώτο φύλλο σχεδίασε το σύμβολο του τριγώνου. Στο δεύτερο έγραψε EVIL. Η Βαλέρια Αλτιέρι αντιπροσώπευε όλα όσα ήθελαν οι άντρες, χωρίς ποτέ κανείς τους να τα έχει. Ο πόθος, ιδίως όταν είναι ανεξέλεγκτος, συχνά μας ωθεί σε κινήσεις για τις οποίες δεν θα θεωρούσαμε τον εαυτό μας ικανό. Διαφθείρει, καταστρέφει και μερικές φορές μπορεί να γίνει κίνητρο για φόνο. Ιδίως όταν μεταμορφώνεται και γίνεται κάτι επικίνδυνο. Μια εμμονή, σκέφτηκε ο Μάρκους, φέρνοντας στο νου του αυτή που τυραννούσε τον Ραφαέλε Αλτιέρι. Αν ο νεαρός κατατρυχόταν από την ιδέα μιας μητέρας που μετά βίας είχε γνωρίσει, ίσως και κάποιος άλλος να είχε νιώσει αυτή την αίσθηση. Και ποια είναι η μοναδική λύση

298/1081

σε αυτές τις περιπτώσεις; Ο Μάρκους φοβήθηκε να δώσει απάντηση. Το είπε χαμηλόφωνα. Μία και μόνη λέξη. «Αφανισμός». Εξοντώνεις το αντικείμενο που σε κατατρύχει, το καθιστάς ανίκανο να σε πληγώσει άλλο. Και βεβαιώνεσαι ότι αυτό θα ισχύει για πάντα. Για να φτάσεις στο σκοπό σου, σε μερικές περιπτώσεις δεν αρκεί ο θάνατος. Ο Μάρκους έκοψε από το μπλοκ τα φύλλα με το σύμβολο και τη λέξη. Τα κράτησε στα χέρια του, μεταφέροντας το βλέμμα του από το ένα στο άλλο, προσπαθώντας να συλλάβει το κλειδί που θα του ξεκλείδωνε εκείνο το μυστήριο. Ένιωσε πίσω του ένα ανύπαρκτο βλέμμα να τον διαπερνά. Στράφηκε και είδε ποιος τον παρατηρούσε. Ήταν η ίδια του η αντανάκλαση στο τζάμι του παραθύρου. Ωστόσο, ο

299/1081

άνθρωπος που απεχθανόταν να καθρεφτίζεται έμεινε ακίνητος αυτή τη φορά. Διάβασε την αντανάκλαση της επιγραφής -EVIL, το κακό- αλλά αντίστροφα. «Ένα θέαμα τρόμου», επανέλαβε μέσα του. Και κατάλαβε ότι το γυναικείο ουρλιαχτό που του είχε φανεί ότι ερχόταν από το γραφείο του Ρανιέρι δεν ήταν ηχητική παραίσθηση. Ήταν αληθινό. Η μεγάλη βίλα με τα κόκκινα τούβλα ήταν βυθισμένη στο πράσινο και στην ησυχία του αριστοκρατικού προαστίου Ολτζιάτα. Γύρω της ένας πυκνός κήπος με πελούζα και πισίνα. Το διώροφο σπίτι ήταν φωτισμένο. Ο Μάρκους διέσχισε το δρομάκι της εισόδου. Λίγοι ήταν οι εκλεκτοί που περνούσαν το φράχτη εκείνου του σπιτιού. Πάντως ο ίδιος δεν δυσκολεύτηκε να μπει. Κανένας συναγερμός δεν αντήχησε, κανένας ιδιωτικός φύλακας δεν τον κατάλαβε. Κι αυτό

300/1081

σήμαινε μόνον ένα πράγμα: Κάποιος στο εσωτερικό της βίλας περίμενε μια επίσκεψη. Η γυάλινη πόρτα ήταν ανοιχτή. Πέρασε το κατώφλι και βρέθηκε σε ένα κομψό σαλόνι. Καμία φωνή, κανένας θόρυβος. Στα δεξιά του υπήρχε μια σκάλα. Άρχισε να ανεβαίνει. Λπό κει και πέρα τα φώτα ήταν σβηστά, αλλά από ένα δωμάτιο στο βάθος του διαδρόμου φαίνονταν οι αναλαμπές μιας φωτιάς. Ο Μάρκους τις ακολούθησε, βέβαιος ότι στο τέλος αυτής της διαδρομής θα έβρισκε αυτό που έψαχνε. Ο άντρας ήταν στο γραφείο του' βουλιαγμένος σε μια δερμάτινη πολυθρόνα, με την πλάτη προς την πόρτα, μ' ένα ποτήρι κονιάκ στο χέρι. Δίπλα του, ένα αναμμένο τζάκι. Απέναντι του, όμως -για ακόμα μία φορά, όπως και στο γραφείο του Ρανιέρι- ο αταίριαστος συνδυασμός μιας plasma τηλεόρασης και ενός βίντεο.

301/1081

Ο άντρας κατάλαβε ότι δεν ήταν πια μόνος. «Τους έδιωξα όλους. Δεν είναι κανείς άλλος στο σπίτι». Ο δικηγόρος Γκουίντο Αλτιέρι φαινόταν να θέλει να αντιμετωπίσει ρεαλιστικά τη μοίρα του. «Πόσα θέλετε;» «Δεν θέλω χρήματα». Ο δικηγόρος έκανε να γυρίσει. «Ποιος είστε;» Ο Μάρκους τον εμπόδισε. «Αν δεν σας πειράζει, θα προτιμούσα να μη δείτε το πρόσωπό μου». Ο Αλτιέρι συμμορφώθηκε. «Δεν θέλετε να μου πείτε ποιος είστε, αλλά δεν ήρθατε για χρήματα. Τότε τι σας φέρνει στο σπίτι μου;» «Θέλω να καταλάβω». «Αν φτάσατε ως εδώ, ξέρετε ήδη τα πάντα». «Όχι ακόμα. Σκοπεύετε να με βοηθήσετε;» «Γιατί;» «Γιατί, πέρα από τη δική σας ζωή, μπορείτε να σώσετε και τη ζωή μιας αθώας».

302/1081

«Σας ακούω». «Πήρατε κι εσείς ένα ανώνυμο μήνυμα, σωστά; Ο Ρανιέρι είναι νεκρός, οι δυο δολοφόνοι εκτελέστηκαν με πιστόλι και μετά τους έκαψαν. Και τώρα, αναρωτιέστε αν ήμουν εγώ αυτός που έστειλε τα μηνύματα». «Αυτό που πήρα ανήγγελλε μια επίσκεψη για απόψε το βράδυ». «Δεν ήμουν εγώ και δεν βρίσκομαι εδώ για να σας κάνω κακό». Στο χέρι του Αλτιέρι το κρυστάλλινο ποτήρι αντανακλούσε τις φλόγες απ’ το τζάκι. Ο Μάρκους έκανε μια παύση προτού προχωρήσει στο θέμα του. «Στο φόνο μιας μοιχαλίδας ο πρώτος ύποπτος είναι πάντα ο σύζυγος». Είχε επαναλάβει τα λόγια του Κλεμέντε, αν και στην αρχή το συγκεκριμένο κίνητρο του είχε φανεί υπερβολικά προφανές. «Το έγκλημα την παραμονή μιας θρησκευτικής γιορτής, μια νύχτα με νέα σελήνη... Όλα συμπτώσεις». Οι άνθρωποι μερικές φορές

303/1081

αφήνονται να παρασυρθούν από δεισιδαιμονίες, σκέφτηκε. Και για να γεμίσουν το κενό της αμφιβολίας, είναι διατεθειμένοι να πιστέψουν σε οτιδήποτε. «Καμία τελετουργία, καμία σέχτα. Η λέξη πάνω απ’ το κρεβάτι, EVIL, δεν ήταν μια απειλή αλλά μια υπόσχεση... Αντίστροφα διαβάζεται LIVE, “ζωντανά”. Ένα αστειάκι ίσως, μα ίσως και όχι... Ένα μήνυμα που έπρεπε να φτάσει μέχρι το Λονδίνο, όπου βρισκόσασταν εσείς: η δουλειά είχε γίνει όπως ζητήθηκε, μπορούσατε να γυρίσετε σπίτι... Εκείνα τα σημάδια στη μοκέτα, το εσωτεριστικό τρίγωνο δεν ήταν διόλου σύμβολο. Κάτι είχε τοποθετηθεί πάνω στη λίμνη του αίματος δίπλα στο κρεβάτι και στη συνέχεια μετατοπίστηκε στην άλλη μεριά. Απλό. Κάτι με τρία πόδια κι ένα μόνο μάτι. Μια βιντεοκάμερα πάνω σ’ ένα τρίποδο, που άλλαζε γωνία λήψης». Ο Μάρκους ξανασκέφτηκε το ουρλιαχτό της γυναίκας που είχε ακούσει να βγαίνει από το

304/1081

γραφείο του Ρανιέρι. Δεν ήταν ηχητική παραίσθηση. Ήταν η Βαλέρια Αλτιέρι. Προερχόταν από τη βιντεοκασέτα που ο ιδιωτικός ντετέκτιβ φύλαγε στο χρηματοκιβώτιό του και είχε παρακολουθήσει προτού την πάρει μαζί του μες στη δερμάτινη τσάντα. «Ο Ρανιέρι οργάνωσε το φόνο, εσείς απλώς τον παραγγείλατε. Αλλά έπειτα από το ανώνυμο σημείωμα κι εκείνα τα πτώματα, ο ντετέκτιβ ήταν πια βέβαιος ότι κάποιος ήξερε την αλήθεια. Ένιωθε κυνηγημένος, φοβόταν ότι ήθελαν να τον καθαρίσουν. Έγινε παρανοϊκός. Επέστρεψε τρέχοντας στο γραφείο του, έκαψε το σημείωμα. Αν κάποιος είχε εντοπίσει τους δολοφόνους έπειτα από είκοσι χρόνια, μπορούσε μέχρι και να είχε αντικαταστήσει την κασέτα μέσα στο χρηματοκιβώτιο και ο Ρανιέρι βεβαιώθηκε προτού την πάρει μαζί του...

305/1081

Πείτε μου, η κασέτα που είχε ο ντετέκτιβ ήταν αντίγραφο ή το πρωτότυπο;» «Γιατί με ρωτάτε;» «Γιατί καταστράφηκε στην πυρκαγιά του αυτοκινήτου του. Και δίχως εκείνη δεν θα αποδοθεί ποτέ δικαιοσύνη». «Ένα θλιβερό παιχνίδι της μοίρας», σχολίασε σαρκαστικά ο Αλτιέρι. Ο Μάρκους παρατήρησε το βίντεο που υπήρχε κάτω την τηλεόραση. «Ήταν μια δική σας απαίτηση, σωστά; Δεν σας αρκούσε ο θάνατος της γυναίκας σας. Όχι, έπρεπε να τον δείτε. Ακόμα και με τον κίνδυνο να θεωρηθείτε κορόιδο: ο συζυγός που προδίδεται από τη σύζυγο, ενώ βρίσκεται σε ταξίδι στο εξωτερικό, μέσα στο οικογενειακό σπίτι, στο συζυγικό κρεβάτι. Θα γινόσασταν περίγελος, ρεζίλι των σκυλιών, αλλά στο τέλος θα παίρνατε την εκδίκησή σας». «Δεν καταλαβαίνετε».

306/1081

«Εδώ θα σας εκπλήξω. Για εσάς η Βαλέρια ήταν μια έμμονη ιδέα. Το διαζύγιο δεν ήταν αρκετό. Δεν θα μπορούσατε να την ξεχάσετε». «Ήταν μία από εκείνες τις γυναίκες που σου παίρνουν το μυαλό. Μερικοί άντρες γοητεύονται απ’ αυτά τα πλάσματα. Ακόμα κι αν ξέρουν ότι στο τέλος θα οδηγηθούν στην αυτοκαταστροφή. Μοιάζουν γλυκές, αξιαγάπητες, μόνο και μόνο επειδή σου χαρίζουν τ’ απομεινάρια της προσοχής τους. Κάποια στιγμή καταλαβαίνεις ότι μπορείς ακόμα να σωθείς, να έχεις στο πλευρό σου μια άλλη γυναίκα που θα σ’ αγαπά στ’ αλήθεια, παιδιά, μια οικογένεια. Αλλά τότε πρέπει να διαλέξεις: ή εσύ ή εκείνη». «Γιατί θελήσατε να το δείτε;» «Γιατί θα ήταν σαν να τη σκότωνα εγώ. Αυτό ήθελα να νιώσω». Για να επιστρέφει σαν τον απόηχο μιας ευχάριστης ανάμνησης, σκέφτηκε ο Μάρκους. «Κι έτσι, κάθε τόσο, όταν ήσασταν μόνος στο

307/1081

σπίτι, όπως τώρα, καθόσασταν σ’ αυτή την ωραία πολυθρόνα, βάζατε ένα κονιάκ και παρακολουθούσατε αυτή την κασέτα». «Οι εμμονές δεν χάνονται εύκολα». «Και κάθε φορά που τη βλέπατε, τι νιώθατε; Ηδονή;» Ο Γκουίντο Αλτιέρι χαμήλωσε τα μάτια. «Κάθε φορά μετάνιωνα... που δεν το έκανα εγώ». Ο Μάρκους κούνησε το κεφάλι, ένιωθε οργή και δεν του άρεσε. «Ο Ρανιέρι στρατολόγησε τους εκτελεστές, πιθανότατα δυο τυχαίους εγκληματίες. Η επιγραφή με το αίμα ήταν ερασιτεχνισμός, αλλά το σύμβολο στη μοκέτα ήταν μια εύνοια της τύχης. Ένα λάθος που θα μπορούσε να αποκαλύψει την ύπαρξη της βιντεοκάμερας, αλλά, αντίθετα, μεταμορφώθηκε σε ένα απρόσμενο πλεονέκτημα, περιπλέκοντας τα πάντα», Ο Μάρκους γέλασε με τον εαυτό του που σκέφτηκε το σατανισμό σαν εξήγηση εκείνης

308/1081

της ιστορίας, ενώ η αλήθεια ήταν πολύ πιο κοινότοπη. «Εσείς όμως καταλάβατε τα πάντα». «Τα σκυλιά είναι δαλτωνικά, το ξέρατε;» «Ασφαλώς, μα τι σχέση έχει αυτό;» «Ένας σκύλος δεν μπορεί να δει το ουράνιο τόξο. Και κανείς δεν θα μπορέσει ποτέ να του εξηγήσει τι είναι τα χρώματα. Αλλά εσείς κι εγώ ξέρουμε ότι υπάρχουν το κόκκινο, το κίτρινο, το μπλε. Ποιος μας λέει ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει και για τους ανθρώπους; Μπορεί να υπάρχουν πράγματα που δεν μπορούμε να δούμε. Όπως το κακό. Ξέρουμε ότι υπάρχει, μόνον όταν εκδηλώνεται και είναι πια πολύ αργά». «Κι εσείς γνωρίζετε το κακό;» «Εγώ γνωρίζω τους ανθρώπους. Και βλέπω τα σημάδια». «Ποια;» «Ξυπόλητα ποδαράκια που περπατούν στο αίμα...»

309/1081

«Ο Ραφαέλε δεν έπρεπε να βρίσκεται εκεί εκείνη τη νύχτα». Ο Αλτιέρι έκανε μια οργισμένη χειρονομία. «Έπρεπε να είχε πάει στη μητέρα της Βαλέρια, που όμως ήταν άρρωστη. Μα εγώ δεν το ήξερα». «Κι έτσι βρισκόταν μες στο σπίτι. Κι έμεινε εκεί δυο μέρες. Ολομόναχος». Ο δικηγόρος σώπασε και ο Μάρκους κατάλαβε ότι η αλήθεια τού έκανε κακό. Κάπου μέσα του χάρηκε που ο άνθρωπος αυτός μπορούσε ακόμα να εκφράζει ένα αναγνωρίσιμο ανθρώπινο συναίσθημα. «Όλα αυτά τα χρόνια ο Ρανιέρι είχε αναλάβει να παραπλανά το γιο σας που συνέχιζε να ερευνά το θάνατο της μητέρας του. Όμως κάποια στιγμή ο Ραφαέλε άρχισε να παίρνει παράξενα ανώνυμα σημειώματα που υπόσχονταν να τον οδηγήσουν στην αλήθεια». Ένα απ’ αυτά τον έφερε σε μένα, σκέφτηκε ο Μάρκους, αν και δεν ήξερε για ποιο λόγο μπλέχτηκε σε εκείνη την ιστορία.

310/1081

«Αρχικά, ο γιος σας έδιωξε τον ντετέκτιβ. Πριν από μία εβδομάδα κατάφερε να βρει τους δολοφόνους, τους παρέσυρε σ’ ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο και τους σκότωσε. Θα πρέπει να έκανε το ίδιο και με τον Ρανιέρι, σαμποτάροντας το αυτοκίνητό του. Επομένως, αυτός είναι που θα έρθει εδώ. Εγώ απλώς προηγήθηκα». «Αν δεν ήσασταν εσείς, ποιος τα μηχανεύτηκε όλα αυτά;» «Δεν ξέρω, αλλά πριν από είκοσι τέσσερις ώρες ένας κατά συρροήν δολοφόνος ονόματι Τζερεμάια Σμιθ βρέθηκε ετοιμοθάνατος μ’ ένα τατουάζ στο θώρακα που έλεγε: Σκότωσε με. Στο πλήρωμα του ασθενοφόρου που τον παρέλαβε ήταν και η αδελφή ενός από τα θύματά του. Θα μπορούσε να πάρει εκδίκηση. Πιστεύω ότι κι ο Ραφαέλε έχει την ίδια ευκαιρία». «Γιατί σας ενδιαφέρει τόσο να μου σώσετε τη ζωή;»

311/1081

«Όχι μόνον τη δική σας. Αυτός ο κατά συρροήν δολοφόνος έχει απαγάγει μια φοιτήτρια, τη Λάρα. Την κρατάει κάπου αιχμάλωτη, αλλά βρίσκεται σε κώμα και δεν μπορεί να μιλήσει». «Είναι η αθώα που αναφέρατε πριν από λίγο;» «Αν βρω ποιος τα οργάνωσε όλα αυτά, μπορώ ακόμα να τη σώσω». Ο δικηγόρος Αλφιέρι έφερε στα χείλη του το ποτήρι με το κονιάκ. «Δεν ξέρω πώς να σας βοηθήσω». «Σε λίγο ο Ραφαέλε θα είναι εδώ, πιθανόν αναζητώντας εκδίκηση. Καλέστε την αστυνομία και παραδοθείτε. Εγώ θα περιμένω το γιο σας και θα προσπαθήσω να τον πείσω να μου μιλήσει. Ίσως να ξέρει κάτι που θα μου φανεί χρήσιμο». «Θα πρέπει να τα ομολογήσω όλα στην αστυνομία;» Από τον κοροϊδευτικό τόνο του ήταν φανερό ότι ο δικηγόρος δεν είχε καμία

312/1081

τέτοια πρόθεση. «Κι εσείς ποιος είστε; Πώς να σας εμπιστευτώ αν δεν μου το πείτε;» Ο Μάρκους μπήκε στον πειρασμό να απαντήσει. Αν αυτός ήταν ο μόνος τρόπος, θα παραβίαζε τους κανόνες του. Ετοιμαζόταν να του το πει, όταν ακούστηκε ο πυροβολισμός. Γύρισε. Πίσω του, ο Ραφαέλε κρατούσε προτεταμένο το όπλο. Ήταν στραμμένο προς την πολυθρόνα όπου καθόταν ο πατέρας του. Η σφαίρα είχε διαπεράσει το δέρμα και τη γέμιση. Ο Αλτιέρι είχε γείρει μπροστά, αφήνοντας να του πέσει το ποτήρι με το κονιάκ. Ο Μάρκους ήθελε να ρωτήσει το νεαρό γιατί πυροβόλησε, αλλά κατάλαβε ότι, αντί της δικαιοσύνης, είχε προτιμήσει την εκδίκηση. «Σ’ ευχαριστώ που τον έκανες να μιλήσει», είπε ο Ραφαέλε. Και ο Μάρκους κατάλαβε ποιος ήταν ο ρόλος του στην όλη ιστορία. Αυτός ήταν ο λόγος που κάποιος τους είχε βάλει να

313/1081

συναντηθούν στο σπίτι της Λάρα. Έπρεπε να προσφέρει το κομμάτι του παζλ που έλειπε: την ομολογία του πατέρα του. 0 Μάρκους ετοιμαζόταν να τον ρωτήσει κάτι, ελπίζοντας να βρει τι συνέδεε εκείνη την εικοσάχρονη ιστορία, τον Τζερεμάια Σμιθ και την εξαφάνιση της Λάρα. Όμως πριν προλάβει να μιλήσει, άκουσε τον ήχο που ερχόταν από μακριά. 0 Ραφαέλε τού χαμογέλασε. Ήταν οι σειρήνες της αστυνομίας. Την είχε καλέσει ο ίδιος, αλλά δεν κουνήθηκε. Αυτή τη φορά θα αποδιδόταν ολοκληρωτική δικαιοσύνη. Ακόμα και σε αυτό ήθελε να είναι διαφορετικός απ’ τον πατέρα του. Ο Μάρκους ήξερε ότι του έμεναν μόνο λίγα λεπτά. Είχε πολλά ερωτήματα, αλλά έπρεπε να φύγει. Δεν έπρεπε να τον βρουν εκεί. Κανείς δεν έπρεπε να πληροφορηθεί την ύπαρξή του. 20:35

314/1081

Αφού έβαλε στην τσάντα ό,τι της χρειαζόταν, η Σάντρα κατάφερε να μπει σ’ ένα ταξί κοντά στη βία Τζολίτι. Έδωσε τη διεύθυνση στον οδηγό και μετά, καθισμένη στο πίσω κάθισμα, επανέλαβε νοερά το σχέδιό της. Διέτρεχε τεράστιο κίνδυνο. Αν ανακάλυπταν τον πραγματικό σκοπό της, σίγουρα θα την έδιωχναν από την υπηρεσία. Το αυτοκίνητο πέρασε την πιάτσα ντέλα Ρεπούμπλικα και μπήκε στη βία Νατσιονάλε. Δεν ήξερε καλά τη Ρώμη. Για κάποιον σαν κι αυτήν, γεννημένο και μεγαλωμένο στο Βορρά, η πόλη εκείνη ήταν άγνωστος τόπος. Ίσως υπερβολικά όμορφη. Κάπως σαν τη Βενετία, που πάντα της φαινόταν ότι κατοικείται μόνον από τουρίστες. Ήταν δύσκολο να σκεφτείς ότι κάποιοι ζούσαν στ’ αλήθεια σε τέτοιους τόπους· ότι δούλευαν, έβγαιναν για ψώνια, πήγαιναν τα παιδιά τους στο σχολείο, αντί να

315/1081

περνούν το χρόνο τους θαυμάζοντας τη λαμπρότητα γύρω τους. Το ταξί έστριψε στη βία Σαν Βιτάλε. Η Σάντρα κατέβηκε μπροστά στην Αστυνομική Διεύθυνση. Όλα θα πάνε καλά, είπε μέσα της. Έδειξε το σήμα της στον αστυνομικό της υποδοχής και ζήτησε να μιλήσει με τον αρμόδιο του Αρχείου. Της είπαν να περιμένει στην αίθουσα αναμονής, ενώ προσπαθούσαν να τον βρουν στο τηλέφωνο. Ύστερα από μερικά λεπτά ήρθε να την παραλάβει ένας κοκκινομάλλης συνάδελφος, με τα μανίκια του πουκαμίσου του σηκωμένα και το στόμα γεμάτο. «ΓΙώς μπορώ να σας βοηθήσω, πράκτορα Βέγκα;» είπε μασουλώντας. Από τα ψίχουλα που είχε στο πουκάμισο φαινόταν πως μάλλον έτρωγε σάντουιτς. Η Σάντρα επιστράτευσε το πιο φιλικό χαμόγελό της. «Ξέρω ότι είναι αργά, όμως ο

316/1081

προϊστάμενός μου με έστειλε στη Ρώμη σήμερα το απόγευμα. Έπρεπε να ειδοποιήσω, αλλά δεν είχα χρόνου. Ο κοκκινομάλλης συνάδελφος κούνησε το κεφάλι του μάλλον αδιάφορα. «Εντάξει, αλλά περί τίνος πρόκειται;» «Μια έρευνα». «Συγκεκριμένη υπόθεση ή...» «Μια στατιστική μελέτη για τη συχνότητα των βίαιων εγκλημάτων στον κοινωνικό ιστό και την ικανότητα επέμβασης των αστυνομικών δυνάμεων, με έμφαση στις διαφορές προσέγγισης μεταξύ Ρώμης και Μιλάνου», είπε με μια ανάσα. Ο άντρας ζάρωσε το κούτελό του. Από τη μια, δεν έδειχνε να τη ζηλεύει: ήταν το είδος των καθηκόντων που συνήθως έκρυβαν μια τιμωρία ή μια κανονική αγγαρεία από την πλευρά ενός προϊσταμένου. Από την άλλη, δεν καταλάβαινε σε τι αποσκοπούσε. «Μα ποιος ενδιαφέρεται;»

317/1081

«Δεν ξέρω, αλλά νομίζω ότι ο διευθυντής πρόκειται να συμμετάσχει σε ένα συνέδριο σε λίγες μέρες. Προφανώς θα του χρησιμέψει για την εισήγησή του». Ο αστυνομικός είχε αρχίσει να μαντεύει ότι η υπόθεση θα τραβούσε σε μάκρος και δεν ήθελε να καταστρέψει την ήρεμη νυχτερινή του βάρδια με τέτοιες αγγαρείες. Η Σάντρα το διάβασε στο πρόσωπό του. «Μπορώ να δω την υπηρεσιακή σας εντολή, πράκτορα Βέγκα;» Χρησιμοποίησε ένα γραφειοκρατικό και επιτακτικό τόνο, που προοιωνιζόταν μια άρνηση. Όμως εκείνη το είχε προβλέψει. Τον πλησίασε εμπιστευτικά και του μίλησε χαμηλόφωνα. «Άκου, συνάδελφε, μεταξύ μας, δεν μου πάει με τίποτα να περάσω όλη τη νύχτα στο Αρχείο μόνο και μόνο για να ικανοποιηθεί αυτός ο μαλάκας ο προϊστάμενός μου, ο επιθεωρητής Ντε Μικέλις». Ένιωσε τρομερά ένοχη που τον περιέγραψε με αυτόν

318/1081

τον τρόπο, μα ελλείψει υπηρεσιακής εντολής έπρεπε ν’ αναφέρει κάποιον ανώτερο. «Κοίτα τι θα κάνουμε. Θα σου αφήσω μια λίστα με όλα όσα πρέπει να ψαχτούν κι εσύ μου τα βρίσκεις μόλις μπορέσεις, με την ησυχία σου». Η Σάντρα τού έβαλε στα χέρια ένα τυπωμένο φύλλο. Στην πραγματικότητα, ήταν ένας κατάλογος με τα τουριστικά αξιοθέατα που της είχε ετοιμάσει ο θυρωρός του ξενοδοχείου. Ήξερε ότι θα ήταν αρκετό να δει ο συνάδελφός της την έκταση του για να πάψει να προβάλλει οποιοδήποτε εμπόδιο. Πράγματι, ο αστυνομικός τής επέστρεψε τη λίστα. «Περίμενε μια στιγμή». Είχε περάσει κι αυτός στον ενικό. «Εγώ δεν θα ήξερα από πού ν’ αρχίσω. Απ’ όσο κατάλαβα, πρόκειται για λεπτή έρευνα. Νομίζω ότι είσαι πιο κατάλληλη». «Μα δεν ξέρω τι μέθοδο καταλογογράφησης ακολουθείτε», τον πίεσε.

319/1081

«Δεν υπάρχει πρόβλημα, μπορώ να σου εξηγήσω πώς γίνεται, είναι πολύ εύκολο». Η Σάντρα έδειξε όλη την ενόχλησή της, υψώνοντας τα μάτια στον ουρανό και κουνώντας το κεφάλι. «Σύμφωνοι, αλλά θα ήθελα να ξαναφύγω για το Μιλάνο αύριο το πρωί ή το πολύ το απόγευμα. Γι’ αυτό, αν δεν σε πειράζει, θα ήθελα να αρχίσω αμέσως». «Μα βέβαια», συμφώνησε εκείνος, ξαφνικά πολύ συνεργάσιμος. Και της έδειξε το δρόμο. Μία ψηλοτάβανη σάλα με πλούσιες τοιχογραφίες, όπου υπήρχαν έξι γραφεία με ισάριθμα κομπιούτερ. Αυτό ήταν όλο το Αρχείο. Τα χαρτιά του Αρχείου είχαν μεταφερθεί σε μια βάση δεδομένων που βρισκόταν σε ένα σέρβερ δυο ορόφους παρακάτω, στα υπόγεια. Το μέγαρο της Αστυνομικής Διεύθυνσης χρονολογούνταν από το 19ο αιώνα. Ήταν σαν να δουλεύεις μέσα σε ένα έργο τέχνης. Ένα

320/1081

από τα πλεονεκτήματα της Ρώμης, σκέφτηκε η Σάντρα, καθώς ύψωνε το βλέμμα της στο ταβάνι. Καθόταν σε ένα από τα κομπιούτερ, τα άλλα ήταν κενά. Το μόνο φως προερχόταν από μια λάμπα που υπήρχε δίπλα της και δημιουργούσε γύρω της μια ευχάριστη σκιά. Μέσα σε εκείνη τη σιωπή, κάθε θόρυβος αναπηδούσε από τοίχο σε τοίχο, ενώ απέξω άρχιζε να ακούγεται η βουή μιας νέας καταιγίδας. Συγκεντρώθηκε στο τερματικό που είχε μπροστά της. Ο συνάδελφος με τα κόκκινα μαλλιά είχε χρειαστεί μόλις λίγα λεπτά για να της εξηγήσει πώς να μπει στο σύστημα. Αφού της έδωσε τους προσωρινούς κωδικούς ασφαλείας, έγινε καπνός. Η Σάντρα έβγαλε από την τσάντα της την παλιά ατζέντα του Ντέιβιντ με το δερμάτινο εξώφυλλο. Ο άντρας της είχε περάσει τρεις εβδομάδες στη Ρώμη και στις σελίδες που

321/1081

αναφέρονταν σε εκείνη την περίοδο μπορούσε να μετρήσει καμιά εικοσαριά διευθύνσεις, οι οποίες στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στο χάρτη της πόλης. Κάθε φορά που τα κεντρικά ειδοποιούσαν τα περιπολικά για ένα έγκλημα, ο Ντέιβιντ πιθανότατα πήγαινε επί τόπου. Γιατί; Τι έψαχνε; Η Σάντρα πήγε στη σελίδα όπου ήταν σημειωμένη η πρώτη διεύθυνση, και την έβαλε μαζί με την ημερομηνία στη μηχανή αναζήτησης του αρχείου. Χρειάστηκαν ελάχιστα δευτερόλεπτα για να εμφανιστεί η απάντηση στην οθόνη. «Βία Ερόντε Άτικο. Φόνος μίας γυναίκας από τον εραστή της». Άνοιξε το έγγραφο και διάβασε τη σύντομη περίληψη της υπόθεσης. Πάνω στον καβγά χάθηκε ο έλεγχος. Ο άντρας, ένας Ιταλός, μαχαίρωσε την Περουβιανή σύντροφό του και το έσκασε. Ακόμα τον καταζητούσαν. Χωρίς να καταλαβαίνει γιατί να ενδιέφερε τον

322/1081

Ντέιβιντ αυτή η ιστορία, η Σάντρα αποφάσισε να βάλει μια άλλη διεύθυνση μαζί με την ημερομηνία στη μηχανή αναζήτησης. «Βία ντελ’ Ασουντσιόνε. Ληστεία και φόνος άνευ προμελέτης». Μια ηλικιωμένη είχε δεχτεί επίθεση στο σπίτι της. Οι ληστές την είχαν δέσει και φιμώσει, η γυναίκα πέθανε από ασφυξία. Όσο κι αν προσπαθούσε, η Σάντρα δεν κατάφερνε να δει πώς αυτό συνδεόταν με την ιστορία της βία Ερόντε Άτικο. Χώροι και πρωταγωνιστές ήταν διαφορετικοί, όπως και οι περιστάσεις στις οποίες συνέβησαν αυτοί οι βίαιοι θάνατοι. Συνέχισε: άλλη διεύθυνση, άλλη ημερομηνία. «Κόρσο Τριέστε. Ανθρωποκτονία έπειτα από συμπλοκή». Είχε γίνει νύχτα, σε μια στάση λεωφορείου. Δύο άγνωστοι ήρθαν στα χέρια για ασήμαντη αφορμή. Έπειτα, ο ένας από τους δύο τράβηξε μαχαίρι.

323/1081

Και αυτό πού κολλάει τώρα; αναρωτήθηκε όλο και πιο σαστισμένη. Δεν κατάφερνε να βρει μια σχέση ανάμεσα στα τρία επεισόδια ούτε και με τα υπόλοιπα που ανέλυε καθώς προχωρούσε με την έρευνά της. Ήταν πάντα αιματηρές ιστορίες με ένα ή περισσότερα θύματα. Ένας παράξενος χάρτης εγκλημάτων. Μερικά είχαν διαλευκανθεί, άλλα όχι. Όλα όμως συνοδεύονταν από σειρές φωτογραφιών. Η δουλειά της ήταν να καταλαβαίνει τη σκηνή του εγκλήματος βάσει εικόνων, έτσι δεν τα πολυκατάφερνε με τη μελέτη των φακέλων και των γραπτών εκθέσεων. Προτιμούσε μια οπτική προσέγγιση και, μια και υπήρχε φωτογραφικό υλικό σε όλες τις υποθέσεις, αποφάσισε να επικεντρωθεί στις εικόνες που είχαν συγκεντρώσει οι συνάδελφοι φωτογράφοι.

324/1081

Η εξέταση δεν ήταν απλή: είκοσι ανθρωποκτονίες σήμαιναν εκατοντάδες φωτογραφίες. Άρχισε να τις κοιτάζει στο μόνιτορ. Χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει το αντικείμενο της έρευνας, θα της έπαιρνε μέρες και ο Ντέιβιντ δεν της είχε αφήσει άλλες ενδείξεις. Διάολε, Φρεντ, γιατί τόσο μυστήριο; Δεν μπορούσες να μου αφήσεις ένα γράμμα με οδηγίες; Τι θα σου κόστιζε, αγάπη μου; Ήταν εκνευρισμένη, πεινούσε, είχε είκοσι τέσσερις ώρες να κοιμηθεί και, από τη στιγμή που ήρθε στην Αστυνομική Διεύθυνση, ήθελε να κατουρήσει. Την τελευταία μέρα, ένας αξιωματικός της Ιντερπόλ είχε υπονομεύσει την εμπιστοσύνη της απέναντι στον Ντέιβιντ, είχε ανακαλύψει ότι ο άντρας της δεν πέθανε σε δυστύχημα, αλλά δολοφονήθηκε, ο δολοφόνος την είχε απειλήσει μεταμορφώνοντας το τραγούδι που συνδεόταν

325/1081

με την πιο όμορφη ανάμνηση της ζωής της σε μια μακάβρια πένθιμη ψαλμωδία. Ήταν σίγουρα πάρα πολλά για μόνο μία μέρα. Έξω ξανάρχισε να βρέχει. Η Σάντρα έγειρε κι ακούμπησε το κεφάλι στο τραπέζι. Έκλεισε τα μάτια και για μια στιγμή έπαψε να σκέφτεται. Ένιωθε πάνω της το βάρος μιας τεράστιας ευθύνης. Η απόδοση της δικαιοσύνης δεν ήταν ποτέ απλή, γι’ αυτό και είχε διαλέξει το συγκεκριμένο επάγγελμα. Όμως άλλο να αποτελείς ένα γρανάζι στο μηχανισμό, να συνεισφέρεις με τη δουλειά σου, και άλλο το αποτέλεσμα να εξαρτάται αποκλειστικά από σένα. Δεν το αντέχω, σκέφτηκε. Εκείνη τη στιγμή άρχισε να χτυπάει το κινητό της. Ο θόρυβος αντήχησε μες στο αδειανό δωμάτιο, κάνοντάς τη να τιναχτεί. «Είμαι ο Ντε Μικέλις. Ξέρω τα πάντα».

326/1081

Για μια στιγμή φοβήθηκε ότι ο προϊστάμενός της είχε πληροφορηθεί ότι χρησιμοποίησε χωρίς την έγκρισή του το όνομά του κι ότι βρισκόταν εκεί χωρίς επίσημη άδεια. «Μπορώ να σου εξηγήσω», είπε αμέσως η Σάντρα. «Τι; Όχι, περίμενε, άσε με να μιλήσω. Βρήκα τον πίνακα!» 11 ευφορία στη φωνή του επιθεωρητή κατάφερε να την ηρεμήσει. «Το παιδί που τρέχει έντρομο είναι ένα από τα πρόσωπα ενός πίνακα του Καραβάτζιο: Το μαρτύριο του αγίου Ματθαίου». Η Σάντρα ήλπιζε η λεπτομέρεια αυτή να της αποκάλυπτε κάτι. Περίμενε περισσότερα, αλλά δεν είχε το κουράγιο να παγώσει τον ενθουσιασμό του Ντε Μικέλις. «Φτιάχτηκε ανάμεσα στο 1600 και το 1601. Η αρχική παραγγελία ήταν για τοιχογραφία, αλλά μετά ο καλλιτέχνης προτίμησε λάδι σε

327/1081

μουσαμά. Αποτελεί μέρος ενός εικονογραφικού κύκλου για τον άγιο Ματθαίο, που περιλαμβάνει και την Έμπνευση και την Κλήση. Οι τρεις πίνακες βρίσκονται στη Ρώμη, στο παρεκκλήσιο Κονταρέλι, στο εσωτερικό της εκκλησίας του Σαν Λουίτζι ντέι Φραντσέζι. Μα όλα αυτά δεν τη βοηθούσαν και δεν ήταν αρκετά. Έπρεπε να μάθει περισσότερα. Άνοιξε τον browser κι έψαξε τον πίνακα στις εικόνες της Google. Εμφανίστηκε στην οθόνη της. Απεικόνιζε τη σκηνή όπου σκοτώνεται ο άγιος Ματθαίος. Ο δήμιός του τον κοιτάζει με μίσος κρατώντας ένα σπαθί. Ο άγιος είναι πεσμένος κάτω. Προσπαθεί να σταματήσει το δολοφόνο του με το ένα χέρι, μα το άλλο είναι αφημένο στο πλάι, σαν να αποδέχεται το μαρτύριο που τον περιμένει. Γύρω τους, υπάρχουν κι άλλα πρόσωπα, κι ανάμεσά τους το έντρομο παιδί.

328/1081

«Μια παράξενη λεπτομέρεια του πίνακα», συνέχισε ο Ντε Μικέλις. «Ανάμεσα σ’ αυτούς που παρακολουθούν τη σκηνή ο Καραβάτζιο ζωγράφισε και τον εαυτό του». Η Σάντρα αναγνώρισε την αυτοπροσωπογραφία του καλλιτέχνη πάνω αριστερά. Μεμιάς, της ήρθε μια έμπνευση. Η σκηνή που απεικόνιζε ο πίνακας ήταν μια σκηνή εγκλήματος. «Ντε Μικέλις, πρέπει να κλείσω». «Μα πώς, δεν θα μου πεις ούτε πώς πάνε τα πράγματα;» «Όλα καλά, ησύχασε». Ο επιθεωρητής μούγκρισε κάτι ακατάληπτο. «Θα σε πάρω αύριο. Κι ευχαριστώ, είσαι φίλος». Έκλεισε χωρίς να περιμένει απάντηση. Ήταν πολύ σημαντικό. Τώρα ήξερε τι έπρεπε να ψάξει. Η διαδικασία της φωτογράφησης προέβλεπε ότι, εκτός από τη σκηνή του

329/1081

εγκλήματος, έπρεπε να απαθανατιστούν κι άλλες συνθήκες. Η κατάσταση των χώρων και κυρίως, στις περιπτώσεις όπου ο υπεύθυνος δεν βρισκόταν ακόμα στα χέρια του νόμου, το πλήθος των περίεργων που συνήθως μαζευόταν πίσω από την ταινία της αστυνομίας. Πράγματι, μπορεί μπλεγμένος ανάμεσα στους κοινούς πολίτες, να βρισκόταν και ο δράστης του εγκλήματος, που είχε έρθει να ελέγξει την εξέλιξη των ερευνών. Το αξίωμα, βάσει του οποίου ο δολοφόνος επιστρέφει πάντα στον τόπο του εγκλήματος, μερικές φορές ίσχυε. Αρκετοί είχαν συλληφθεί χάρη σε αυτό. Η Σάντρα διέτρεξε τις φωτογραφίες των είκοσι εγκλημάτων που είχε σημειώσει ο Ντέιβιντ στην ατζέντα του και συγκεντρώθηκε ακριβώς σε εκείνες που έδειχναν τους περίεργους, αναζητώντας ένα πρόσωπο ανάμεσά τους. Κάποιον που, όπως ο

330/1081

Καραβάτζιο στον πίνακα, έκρυβε την ταυτότητά του μες στο πλήθος. Στάθηκε στη δολοφονία μιας πόρνης: η φωτογραφία απεικόνιζε τη στιγμή που ανάσερναν το πτώμα της από τη λιμνούλα της EUR. Οι διασώστες το τραβούσαν στην όχθη. Τα φανταχτερά πολύχρωμα ρούχα της γυναίκας έρχονταν σε αντίθεση με την γκριζάδα του θανάτου που ήδη είχε σκεπάσει σαν πατίνα τη νεανική επιδερμίδα της. Στην έκφραση του προσώπου της η Σάντρα νόμισε ότι διέκρινε αμηχανία και ντροπή για εκείνη την έκθεσή της στο ανελέητο φως της μέρας και στα εξεταστικά βλέμματα μιας χούφτας θεατών. Η Σάντρα μπορούσε να φανταστεί τα αιχμηρά σχόλιά τους. Πήγαινε γυρεύοντας. Αν έκανε άλλη ζωή, δεν θα καταντούσε έτσι. Και μετά τον είδε. Ο άντρας στεκόταν λίγο παράμερα ατά τους άλλους. Ήταν στο πεζοδρόμιο και το βλέμμα του δεν εξέφραζε καμία κρίση. Ήταν ουδέτερο, κατευθυνόταν

331/1081

στο κέντρο της σκηνής, ενώ το προσωπικό του νεκροτομείου ετοιμαζόταν να πάρει το πτώμα. Η Σάντρα αναγνώρισε αμέσως εκείνο το πρόσωπο: ο ίδιος άνδρας της πέμπτης φωτογραφίας της Leica, ντυμένος στα μαύρα, με την ουλή στον κρόταφο. Εσύ είσαι, καριόλη; Εσύ έσπρωξες τον Ντέιβιντ μου στο κενό; Συνέχισε να τον αναζητεί, περιμένοντας να τον δει κι αλλού. Πράγματι, τον είδε σε άλλες τρεις περιπτώσεις. Πάντα ανάμεσα στον κόσμο, πάντα παράμερα. Ο Ντέιβιντ ήλπιζε να τον εντοπίσει στους τόπους αιματηρών συμβάντων. Γι' αυτό και είχε τον πομπό συντονισμένο στη συχνότητα της αστυνομίας, τις διευθύνσεις στην ατζέντα και το χάρτη της πόλης. Γιατί έκανε έρευνες γι’ αυτό τον άνθρωπο; Ποιος ήταν; Με ποιον τρόπο εμπλεκόταν σε

332/1081

εκείνους τους στυγερούς φόνους; Και στο φόνο του Ντέιβιντ; Τώρα η Σάντρα ήξερε τι να κάνει: έπρεπε να τον βρει. Αλλά πού; Ίσως έπρεπε να χρησιμοποιήσει κι εκείνη την ίδια μέθοδο: να περιμένει μια κλήση από τα κεντρικά προς τα περιπολικά να σπεύσουν επί τόπου. Ξαφνικά, άρχισε να σκέφτεται μια πλευρά που δεν είχε εξετάσει νωρίτερα. Το ζήτημα προς το παρόν έμοιαζε άσχετο, αλλά ήταν, όπως και να ’χε, μια αμφιβολία που ζητούσε απάντηση. Ο Ντέιβιντ δεν είχε φωτογραφήσει όλο τον πίνακα του Καραβάτζιο, αλλά μόνο μία λεπτομέρειά του. Δεν έβγαινε νόημα. Αν προσπαθούσε να την κατευθύνει, γιατί να της κάνει τη ζωή δύσκολη; Η Σάντρα ενεργοποίησε ξανά την οθόνη του κομπιούτερ όπου προβαλλόταν ο πίνακας. Ο Ντέιβιντ θα μπορούσε να πάρει την εικόνα από το ίντερνετ, ακόμα και να τη

333/1081

φωτογραφίσει από την οθόνη. Αντίθετα, απαθανατίζοντας τη λεπτομέρεια του παιδιού, ήθελε να της πει ότι βρισκόταν εκεί κι ο ίδιος. «Υπάρχουν πράγματα που πρέπει να δεις με τα ίδια σου τα μάτια, Τζίντζερ». Θυμήθηκε αυτό που της είχε πει ο Ντε Μικέλις. Ο πίνακας βρισκόταν στη Ρώμη, στην εκκλησία του Σαν Λουίτζι ντέι Φραντσέζι. 23:39 Η πρώτη φορά που βρέθηκε με τον Κλεμέντε σε μια σκηνή εγκλήματος ήταν στη Ρώμη, στην EUR. Το πρώτο θύμα που κοίταξε στα μάτια ήταν μια πόρνη που ανάσερναν από τη λιμνούλα. Από τότε υπήρξαν κι άλλα πτώματα κι όλα τους είχαν το ίδιο βλέμμα. Έκρυβε ένα ερώτημα: Γιατί σ’ εμένα; Όλοι ένιωθαν το ίδιο ξάφνιασμα, την ίδια κατάπληξη. Δυσπιστία μαζί με μια

334/1081

απραγματοποίητη επιθυμία να επιστρέφουν, να τυλίξουν ξανά την ταινία, να έχουν μια δεύτερη ευκαιρία. Ο Μάρκους ήταν βέβαιος, η απορία δεν αφορούσε το θάνατο, αλλά την κεραυνοβόλα επίγνωση ότι δεν ήταν αναστρέψιμος. Αυτά τα θύματα δεν σκέφτονταν ποτέ: Θεέ μου, πεθαίνω. Αλλά: Θεέ μου, πεθαίνω και δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Ίσως η ιδέα να είχε περάσει κι από το δικό του μυαλό τότε που τον πυροβόλησαν σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου της Πράγας. Αραγε είχε νιώσει φόβο ή μια βολική αίσθηση αναπόφευκτου; Η αμνησία είχε αρχίσει να σβήνει το καθετί αντίστροφα, ξεκινώντας από την τελευταία του ανάμνηση. Η πρώτη εικόνα που καρφώθηκε στην καινούργια μνήμη του ήταν ο ξύλινος Εσταυρωμένος στο λευκό τοίχο απέναντι από το νοσοκομειακό κρεβάτι. Είχε απομείνει κοιτάζοντάς τον επί μέρες, ενώ αναρωτιόταν τι συνέβαινε στο μεταξύ γύρω

335/1081

του. Η σφαίρα δεν είχε πειράξει τις ζώνες του εγκεφάλου όπου έδρευαν τα κέντρα της ομιλίας ή της κίνησης. Έτσι, μπορούσε να μιλά και να περπατάει. Όμως δεν ήξερε τι να πει και πού να πάει. Μετά εμφανίστηκε το χαμόγελο του Κλεμέντε. Αυτό το νεανικό και λείο πρόσωπο με τα πολύ σκούρα μαλλιά και τη χωρίστρα στο πλάι, τα καλοσυνάτα μάτια. «Σε βρήκα, Μάρκους», ήταν οι πρώτες του λέξεις. Μια ελπίδα και το όνομά του. Ο Κλεμέντε δεν τον αναγνώρισε εξ όψεως, γιατί δεν τον είχε ξαναδεί. Μόνον ο Ντέβοκ ήξερε την ταυτότητά του, αυτό επέβαλλε ο κανόνας. Ο Κλεμέντε είχε απλώς ακολουθήσει τα ίχνη του ως την Πράγα. Αυτός που τον έσωσε ήταν ο φίλος και μέντοράς του, ακόμα και νεκρός. Δεν θυμόταν τίποτα από τον Ντέβοκ ούτε και από κάτι άλλο. Αλλά τώρα ήξερε ότι σκοτώθηκε. Αυτό έκανε τον Μάρκους να καταλάβει ότι ο πόνος είναι το μόνο ανθρώπινο συναίσθημα που δεν

336/1081

χρειάζεται να συνδέεται με μια ανάμνηση. Ένα παιδί θα υποφέρει πάντα για την απώλεια ενός γονιού, ακόμα κι αν συνέβη προτού γεννηθεί ή όταν ήταν πολύ μικρό για να κατανοήσει τι είναι ο θάνατος. Παράδειγμα, ο Ραφαέλε Αλτιέρι. Έχουμε ανάγκη από τη μνήμη μόνο για να είμαστε ευτυχισμένοι, είχε σκεφτεί ο Μάρκους. Ο Κλεμέντε στάθηκε πολύ υπομονετικός μαζί του. Περίμενε να συνέλθει, έπειτα τον μετέφερε στη Ρώμη. Τους μήνες που ακολούθησαν φρόντισε να του διδάξει τα λίγα που ήξερε για το παρελθόν του. Για τη χώρα καταγωγής του, την Αργεντινή. Για τους γονείς του, που ήταν πια νεκροί. Για το λόγο που βρισκόταν στην Ιταλία και, τέλος, για το καθήκον του. Ο Κλεμέντε δεν το ονόμαζε δουλειά. Τον είχε εκπαιδεύσει, όπως ακριβώς είχε κάνει και ο Ντέβοκ πριν από πολλά χρόνια.

337/1081

Δεν ήταν δύσκολο, αρκούσε να καταλάβει ότι ορισμένα πράγματα υπήρχαν ήδη μέσα του, απλώς έπρεπε να τα κάνει να αναδυθούν. «Είναι το χάρισμά σου», έλεγε. Μερικές φορές ο Μάρκους δεν ήθελε να είναι όπως ήταν. Μερικές φορές θα ήθελε να είναι φυσιολογικός. Μα αρκούσε να κοιταχτεί σε έναν καθρέφτη, για να καταλάβει ότι αυτό δεν θα γινόταν ποτέ, κι έτσι απέφευγε τους καθρέφτες. Αυτός που προσπάθησε να τον σκοτώσει του είχε αφήσει εκείνο το σουβενίρ στον κρόταφο, γιατί ο θάνατος ήταν το μόνο πράγμα που δεν θα μπορούσε να ξεχάσει ποτέ. Κάθε φορά που ο Μάρκους έβλεπε ένα θύμα, ήξερε ότι είχε βρεθεί στην ίδια κατάσταση. Ένιωθε ίδιος με αυτούς, ήταν καταδικασμένος να νιώθει την ίδια μοναξιά. Η πόρνη που ανασύρθηκε από τη λιμνούλα ήταν σαν τον καθρέφτη από τον οποίο προσπαθούσε να ξεφύγει.

338/1081

Του είχε θυμίσει αμέσως τον πίνακα του Καραβάτζιο Ο θάνατος της Παρθένου. Στον πίνακα απεικονίζεται η Παναγία άψυχη, ξαπλωμένη πάνω σε κάτι που μοιάζει με τραπέζι νεκροτομείου. Δεν υπάρχουν θρησκευτικά σύμβολα γύρω της και δεν περιβάλλεται από μυστικιστική αύρα. Αντίθετα από τις αναπαραστάσεις όπου εμφανίζεται σαν ένα πλάσμα μετέωρο ανάμεσα στο θείο και το ανθρώπινο, η Μαρία είναι ένα εγκαταλελειμμένο, ωχρό κορμί, με πρησμένη κοιλιά. Λέγεται ότι ο καλλιτέχνης εμπνεύστηκε από το πτώμα μιας πόρνης που ανασύρθηκε από ένα ποτάμι και γι’ αυτό το λόγο το έργο απορρίφθηκε από τους παραγγελιοδότες. Ο Καραβάτζιο πήρε μια σκηνή καθημερινής φρίκης και της προσέδωσε ένα θρησκευτικό νόημα. Δίνοντας στα πρόσωπα ένα διαφορετικό ρόλο, τα μετέτρεψε σε αγίους ή ετοιμοθάνατες παρθένους.

339/1081

Όταν ο Κλεμέντε οδήγησε τον Μάρκους για πρώτη φορα στην εκκλησία του Σαν Λουίτζι ντέι Φραντσέζι, του είπε να παρατηρήσει το Μαρτύριο του αγίου Ματθαίου. Μετά τον κάλεσε να αφαιρέσει από εκείνες τις μορφές κάθε στοιχείο ιερότητας, σαν να ήταν απλοί άνθρωποι σε μια σκηνή εγκλήματος. «Και τώρα τι βλέπεις;» τον ρώτησε. «Μια ανθρωποκτονία», ήταν η απάντηση. Ήταν το πρώτο μάθημα. Η εκπαίδευση, για ανθρώπους σαν αυτόν, ξεκινούσε πάντα μπροστά σε εκείνο τον πίνακα. «Τα σκυλιά είναι δαλτωνικά», είχε πει ο καινούργιος του δάσκαλος. «Εμείς, αντίθετα, βλέπουμε πάρα πολλά χρώματα, Παραμέρισέ τα, άσε να μείνουν μόνο το άσπρο και το μαύρο. Το καλό και το κακό». Ωστόσο σύντομα ο Μάρκους συνειδητοποίησε ότι έβλεπε κι άλλες αποχρώσεις· τόνους που ούτε οι σκύλοι ούτε οι

340/1081

άνθρωποι μπορούσαν να αντιληφθούν. Αυτό ήταν το πραγματικό του χάρισμα. Τώρα που το ξανασκεφτόταν, τον έπιασε μια ξαφνική νοσταλγία. Στην πραγματικότητα, δεν ήξερε για ποιο πράγμα. Όμως μερικές φορές τύχαινε να νιώθει, συναισθήματα που δεν είχε λόγο να αισθάνεται. Ήταν αργά, μα δεν ήθελε να γυρίσει σπίτι. Δεν ήθελε να κοιμηθεί και να αντιμετωπίσει ξανά εκείνο το όνειρο που τον μετέφερε πίσω, στην Πράγα, στη στιγμή που πέθανε. Γιατί πεθαίνω κάθε νύχτα, σκέφτηκε. Ήθελε να μείνει εκεί, σε εκείνη την εκκλησία που είχε γίνει το μυστικό καταφύγιό του. Εκεί επέστρεφε συχνά. Εκείνο το βράδυ δεν ήταν μόνος. Περίμενε μαζί με μια ομάδα ανθρώπων να σταματήσει η βροχή. Μόλις είχε τελειώσει ένα κονσέρτο εγχόρδων, αλλά οι ιερωμένοι και οι φύλακες δεν θέλησαν να βγάλουν στο δρόμο το λιγοστό κοινό που είχε απομεινει. Έτσι οι μουσικοί

341/1081

είχαν αρχίσει να παίζουν καινούργιες μελωδίες, παρατείνοντας απρόσμενα τη γλύκα εκείνης της βραδιάς. Ενώ η θύελλα προσπαθούσε να τους βγάλει από το καταφύγιό του, οι νότες αντιστέκονταν στον πάταγο των κεραυνών, γεμίζοντας χαρά τους παρισταμένους. Ο Μάρκους στεκόταν παράμερα, όπως πάντα. Στον Σαν Λουίτζι ντέι Φραντσέζι υπήρχε για εκείνον η επιπλέον απόλαυση του αριστουργήματος του Καραβάτζιο. Το μαρτύριο του αγίου Ματθαίου. Για μια φορά αφέθηκε να το κοιτάξει με τα μάτια ενός συνηθισμένου ανθρώπου. Στο μισοσκόταδο εκείνου του παρεκκλησιού πρόσεξε ότι το φως που φώτιζε τη σκηνή προερχόταν μέσα από τον πίνακα. Ζήλεψε το ταλέντο του Καραβάτζιο: να διακρίνει το φως εκεί που οι άλλοι έβλεπαν σκιές. Ακριβώς το αντίθετο απ’ ό,τι συνέβαινε στον ίδιο.

342/1081

Όμως καθώς απολάμβανε την αίσθηση εκείνης της επίγνωσης, έτυχε να στρέψει ελαφρά το βλέμμα του προς τ’ αριστερά. Στο βάθος του κλιτούς μια νεαρή γυναίκα, μουσκεμένη από τη βροχή, τον παρατηρούσε. Εκείνη τη στιγμή κάτι μέσα του γκρεμίστηκε. Για πρώτη φορά κάποιος παραβίαζε την ανυπαρξία του. Τράβηξε το βλέμμα του και προχώρησε βιαστικά προς το σκευοφυλάκιο. Εκείνη κινήθηκε ακολουθώντας τον. Έπρεπε να της ξεφύγει. Θυμήθηκε ότι εκεί κάπου υπήρχε μια δεύτερη πόρτα. Τράβηξε βιαστικά προς εκείνη την κατεύθυνση, αλλά άκουγε τα αθλητικά παπούτσια της που αναστέναζαν στο μαρμάρινο δάπεδο, ενώ προσπαθούσε να τον προλάβει. Μια βροντή αντήχησε πάνω από το κεφάλι του, κάνοντάς τον να χάσει εκείνη την ηχητική αναφορά. Τι μπορεί να ήθελε αυτή η γυναίκα; Μπήκε στον προθάλαμο που οδηγούσε στο πίσω μέρος της εκκλησίας και

343/1081

είδε την πόρτα. Πλησίασε, την άνοιξε κι ετοιμαζόταν να χωθεί μέσα στο σουδάρι της βροχής, όταν εκείνη του μίλησε. «Στάσου». Το είπε χωρίς να φωνάξει. Αντιθέτως, ο τόνος της ήταν ψυχρός. Ο Μάρκους σταμάτησε. «Τώρα γύρισε». Υπάκουσε. Το μόνο φως ήταν η κιτρινωπή λάμψη από τα φώτα του δρόμου που σταματούσαν στην άκρη της πόρτας. Όμως η αντανάκλαση ήταν αρκετή για να δει ότι η γυναίκα κρατούσε πιστόλι. «Με ξέρεις; Ξέρεις ποια είμαι;» Ο Μάρκους σκέφτηκε προτού απαντήσει. «Όχι». «Και τον άντρα μου τον ήξερες;» Στα λόγια της δεν υπήρχε κακία. «Εσύ τον σκότωσες;» Η φωνή της έδειχνε απελπισία. «Αν ξέρεις κάτι, πρέπει να μου το πεις. Αλλιώς ορκίζομαι ότι θα σε σκοτώσω». Ήταν ειλικρινής.

344/1081

Ο Μάρκους δεν είπε τίποτα. Στεκόταν με τα χέρια ριγμένα στο πλάι, ακίνητος. Της ανταπέδιδε το βλέμμα, αλλά δεν τη φοβόταν. Ένιωθε μάλλον συμπόνια. Τα μάτια της γυναίκας γυάλιζαν. «Ποιος είσαι;» Εκείνη τη στιγμή η λάμψη ενός πολύ κοντινού κεραυνού ανήγγειλε την έλευση μιας βροντής πιο δυνατής από τις άλλες, εκκωφαντικής. Το φως από τις λάμπες τρεμόπαιξε για λίγο, μετά έσβησε. Ο δρόμος και το σκευοφυλάκιο βυθίστηκαν στο σκοτάδι. Όμως ο Μάρκους δεν το έσκασε αμέσως. «Είμαι ιερέας». Όταν οι λάμπες ξανάναψαν, η Σάντρα είδε ότι είχε εξαφανιστεί.

Ένα χρόνο νωρίτερα

Πόλη του Μεξικού

Το ταξί προχωρούσε αργά μες στην κίνηση σε ώρα αιχμής. Η λάτιν μουσική από το ραδιόφωνο ανακατευόταν με τις αντίστοιχες των άλλων αυτοκινήτων στην ουρά, όλα με τα παράθυρα ανοιχτά εξαιτίας της ζέστης. Το αποτέλεσμα ήταν μια απίστευτη κακοφωνία, όμως ο κυνηγός παρατήρησε ότι όλοι τους και πάλι κατάφερναν να ξεχωρίσουν το τραγουδάκι τους. Είχε ζητήσει από τον οδηγό να ανάψει τον κλιματισμό, αλλά του απάντησε ότι ήταν χαλασμένος. Είχε τριάντα βαθμούς στην Πόλη του Μεξικού και η υγρασία θα ανέβαινε εκείνη τη νύχτα. Και η κατάσταση θα επιδεινωνόταν

347/1081

εξαιτίας του νέφους που σκέπαζε τη μητρόπολη. Έτσι, δεν είχε διάθεση να μείνει πολύ. Θα τελείωνε τη δουλειά του και θα έφευγε αμέσως. Παρά τη δυσφορία του, ήταν ενθουσιασμένος που βρισκόταν εκεί. Έπρεπε να δει με τα ίδια του τα μάτια. Στο Παρίσι, το θήραμά του τού ξέφυγε παρά τρίχα και μετά, όπως ήταν αναμενόμενο, τα ίχνη του χάθηκαν. Μα στην πόλη αυτή υπήρχε κάποια ελπίδα για τον κυνηγό. Αν ήθελε να ξαναρχίσει το κυνήγι, έπρεπε να μάθει καλύτερα με ποιον είχε να κάνει. Το ταξί τον κατέβασε μπροστά στην κεντρική είσοδο του Ιδρύματος Σάντα Λουτσία. Ο κυνηγός σήκωσε το βλέμμα στο πενταώροφο κτίριο, λευκό και ερειπωμένο. Όσο όμορφη κι αν ήταν η αποικιακή αρχιτεκτονική του, τα κάγκελα στα παράθυρα δεν άφηναν καμία αμφιβολία για τη χρήση του.

348/1081

Κατά βάθος, αυτός είναι ο προορισμός των ψυχιατρείων, σκέφτηκε. Όποιος έμπαινε εκεί μέσα δεν θα ξανάβγαινε ποτέ πια. Η γιατρός Φλορίντα Βαλντές ήρθε να τον παραλάβει από τον πάγκο της υποδοχής. Είχαν ανταλλάξει μερικά e-mails, όπου εκείνος είχε υιοθετήσει για πρώτη φορά την πλαστή ταυτότητα ενός καθηγητή της Ιατροδικαστικής Ψυχολογίας του Κέμπριτζ. «Χαίρετε, δόκτωρ Φόστερ», του χαμογέλασε και του έτεινε το χέρι. «Καλώς ήρθατε, Φλορίντα... Μα δεν μιλάμε στον ενικό;» Ο κυνηγός είχε καταλάβει αμέσως ότι αυτή η στρουμπουλή σαραντάρα θα γοητευόταν από τους κομψούς και ευγενικούς τρόπους του δόκτορα Φόστερ. Αν μη τι άλλο, γιατί βρισκόταν ακόμα σε αναζήτηση συζύγου. Είχε κάνει προσεκτικές έρευνες προτού έρθει σε επαφή μαζί της. «Λοιπόν, ήταν καλό το ταξίδι σου;» «Ανέκαθεν ήθελα να επισκεφτώ το Μεξικό».

349/1081

«Α, μην ανησυχείς καθόλου, έχω σχεδιάσει ένα πολύ ωραίο πρόγραμμα για το Σαββατοκύριακό μας». «Ωραία», έκανε εκείνος παριστάνοντας τον ενθουσιασμένο. «Οπότε, καλύτερα να αφοσιωθούμε στη δουλειά μας για να μας μείνει χρόνος για τα υπόλοιπα». «Α, βέβαια», τιτίβισε εκείνη χωρίς να καταλάβει τίποτα. «Θα σου δείξω το δρόμο, από δω». Ο κυνηγός είχε έρθει σε επαφή με τη Φλορίντα Βαλντές όταν παρακολούθησε στο YouTube μία παρέμβασή της σε ένα συνέδριο Ψυχιατρικής στο Μαϊάμι. Έπεσε πάνω της κατά τη διάρκεια μιας έρευνας για τις διαταραχές προσωπικότητας. Ήταν από εκείνες τις ευτυχείς συμπτώσεις που τον αντάμειβαν για την αυταπάρνησή του και τον έκαναν να πιστεύει ότι στο τέλος θα πετύχαινε το σκοπό του.

350/1081

Η εισήγηση της Βαλντές στο συνέδριο είχε τίτλο «Η περίπτωση της κοπέλας στον καθρέφτη». «Φυσικά δεν επιτρέπουμε στον καθένα να τη δει», βιάστηκε να διευκρινίσει, ενώ διέσχιζαν τους διαδρόμους του νοσοκομείου, αφήνοντάς τον να καταλάβει ότι πιθανόν περίμενε μια εξίσου ιδιαίτερη ανταπόδοση από την πλευρά του. «Ξέρεις, η περιέργεια του ερευνητή κυριάρχησε: άφησα τις αποσκευές μου στο ξενοδοχείο κι έτρεξα εδώ. Αν δεν σε πειράζει, μπορούμε να περάσουμε από κει προτού πάμε για φαγητό;» «Μα φυσικά». Κοκκίνισε περιμένοντας ποιος ξέρει ποιες εξελίξεις μέσα στη βραδιά. Όμως εκείνος δεν είχε κανένα δωμάτιο σε ξενοδοχείο. Η πτήση του έφευγε στις οκτώ. Η ευθυμία της γυναίκας ερχόταν σε αντίθεση με τους θρήνους που ακούγονταν από τα δωμάτια του νοσοκομείου. Ενώ

351/1081

περνούσαν μπροστά τους, ο κυνηγός κατάφερε να ρίξει μια ματιά στο εσωτερικό τους. Όσοι ζούσαν εκεί δεν ήταν πια άνθρωποι. Με πρόσωπα άσπρα σαν τα ρούχα που φορούσαν, τα κρανία ξυρισμένα για τις ψείρες, αθύρματα των ηρεμιστικών: τριγυρνούσαν ξυπόλητοι, σκουντουφλώντας ο ένας πάνω στον άλλον σαν ξεβράσματα από ναυάγια, ο καθένας με το δικό του φορτίο από άγχη και φαρμακευτικά δηλητήρια. Άλλοι ήταν δεμένοι με δερμάτινα λουριά σε βρομερά κρεβάτια. Τραντάζονταν ουρλιάζοντας με φωνές δαιμόνων ή στέκονταν ακίνητοι περιμένοντας ένα θάνατο που αργούσε ανελέητα. Είχε γέρους που έμοιαζαν παιδιά ή ήταν παιδιά που γέρασαν πολύ γρήγορα. Καθώς ο κυνηγός διέσχιζε την κόλασή τους, το σκοτεινό κακό που τους κρατούσε κλεισμένους στον εαυτό τους τον παρατηρούσε μέσα από τα γουρλωμένα μάτια τους.

352/1081

Έφτασαν στο τμήμα που η Βαλντές ονόμαζε «ειδικό». Ήταν μια πτέρυγα απομονωμένη από τις άλλες, όπου υπήρχαν το πολύ δύο άρρωστοι ανά θάλαμο. «Εδώ έχουμε τους πιο βίαιους ασθενείς, αλλά και τις πιο ενδιαφέρουσες κλινικές περιπτώσεις... Η Ανχελίνα είναι μία απ' αυτές», πρόσθεσε η ψυχίατρος με περηφάνια. Φτάνοντας μπροστά σε μια σιδερένια πόρτα όμοια με κελιού, η Βαλντές έκανε νόημα σε ένα νοσοκόμο να ανοίξει. Το εσωτερικό ήταν σκοτεινό, το ελάχιστο φως έμπαινε από ένα παραθυράκι ψηλά στον τοίχο και ο κυνηγός δυσκολεύτηκε λίγο να διακρίνει εκείνο το λιγνό σαν κλαράκι κορμί ζαρωμένο σε μια γωνιά ανάμεσα στον τοίχο και στο κρεβάτι. Η κοπέλα ήταν το πολύ είκοσι χρονών. Στο πρόσωπό της, που είχε σκληρύνει από τα βάσανα, μπορούσε κανείς να διακρίνει ακόμα κάποια χάρη.

353/1081

«Ορίστε, αυτή είναι η Ανχελίνα», ανακοίνωσε η γιατρός με μια πλατιά κίνηση σαν να παρουσίαζε ένα πανηγυρτζίδικο θέαμα. Ο κυνηγός έκανε μερικά βήματα, ανυπομονώντας να βρεθεί πρόσωπο με πρόσωπο με το λόγο που τον είχε φέρει εκεί. Όμως η ασθενής δεν έδειχνε να αντιλαμβάνεται την παρουσία τους. «Την ανακάλυψε η αστυνομία όταν εισέβαλε στο μπορντέλο ενός χωριού κοντά στην Τιχουάνα. Αναζητούσαν έναν έμπορο ναρκωτικών, αλλά έπεσαν πάνω σ’ αυτήν. Οι γονείς της ήταν αλκοολικοί και ο πατέρας της την πούλησε μόλις πέντε χρονών στους εμπόρους λευκής σαρκός». Στην αρχή θα πρέπει να ήταν ένα πολύτιμο κομμάτι αποκλειστικά για πελάτες διατεθειμένους να πληρώσουν ακριβά για το βίτσιο τους, σκέφτηκε ο κυνηγός. «Μεγαλώνοντας, έχασε την αξία της και οι άντρες μπορούσαν να την πάρουν για λίγα

354/1081

πέσος. Οι τύποι του μπορντέλου την είχαν για τους μεθυσμένους χωρικούς και τους φορτηγατζήδες. Μπορεί να είχε και δεκάδες επαφές σε μια μέρα». «Μια σκλάβα». «Δεν βγήκε ποτέ από κείνο το μέρος, ήταν πάντα αιχμάλωτη. Μια γυναίκα που ασχολιόταν μαζί της την κακομεταχειριζόταν. Δεν έχει μιλήσει ποτέ, αμφιβάλλω αν πράγματι καταλαβαίνει τι συμβαίνει γύρω της. Είναι σαν να βρίσκεται σε κατάσταση κατατονίας». Ό,τι πρέπει για να ξεσπούν τα χειρότερα ένστικτα εκείνων των έκφυλων, ετοιμαζόταν να σχολιάσει ο κυνηγός, αλλά συγκρατήθηκε. Έπρεπε να φανεί ότι, το ενδιαφέρον του ήταν αποκλειστικά επαγγελματικό. «Πες μου πότε αντιληφθήκατε το... χάρισμά της». «'Οταν την έφεραν εδώ, μοιραζόταν το θάλαμο με μια ηλικιωμένη ασθενή. Σκεφτήκαμε να τις βάλουμε μαζί γιατί και οι

355/1081

δύο δεν είχαν επαφή με τον κόσμο. Και πράγματι, δεν επικοινωνούσαν μεταξύ τους». Ο κυνηγός τράβηξε το βλέμμα από την κοπέλα και κοίταξε τη Βαλντές. «Και μετά τι έγινε;» «Στην αρχή η Ανχελίνα ανέπτυξε παράξενα κινητικά συμπτώματα. Οι αρθρώσεις της ήταν άκαμπτες και την πονούσαν, κινούνταν με δυσκολία. Σκεφτήκαμε ότι έπασχε από αρθρίτιδα. Αλλά μετά άρχισε να χάνει τα δόντια της». «Τα δόντια;» «Και όχι μόνο. Την υποβάλαμε σε εξετάσεις και βρήκαμε μια σοβαρή καταπόνηση των εσωτερικών οργάνων». «Και πότε καταλάβατε τελικά τι συνέβαίνε;» Μια σκιά πέρασε από το πρόσωπο της Φλορίντα Βαλντές. «Όταν άσπρισαν τα μαλλιά της». Ο κυνηγός γύρισε προς την ασθενή. Απ’ όσο μπορούσε να δει, τα μαλλιά στο σχεδόν

356/1081

ξυρισμένο κρανίο της γυναίκας είχαν σαφώς μαύρο χρώμα. «Τα συμπτώματα σταμάτησαν μόλις τη βγάλαμε από το δωμάτιο με την ηλικιωμένη γυναίκα». Ο κυνηγός παρατηρούσε την κοπέλα προσπαθώντας να μαντέψει αν υπήρχε ακόμα κάτι ανθρώπινο κρυμμένο στα βάθη των ανέκφραστων ματιών της. «Σύνδρομο του χαμαιλέοντα ή του καθρέφτη», κατέληξε. Για πολύ καιρό η Ανχελίνα ήταν αναγκασμένη να είναι αυτό που ήθελαν οι άντρες που τη βίαζαν. Το αντικείμενο της ηδονής τους, τίποτα περισσότερο. Οπότε προσαρμόστηκε. Ως αποτέλεσμα, έχασε τον εαυτό της σε εκείνες τις σχέσεις. Λίγο-λίγο κάθε φορά τής τον αφαίρεσαν. Χρόνια ολόκληρα κακομεταχείρισης έσβησαν από εκείνο το πλάσμα κάθε ίχνος ταυτότητας. Έτσι, τη δανειζόταν από τους ανθρώπους που είχε γύρω της.

357/1081

«Εδώ δεν βρισκόμαστε μπροστά σε μια περίπτωση πολλαπλής προσωπικότητας ή μπροστά σε έναν διανοητικά άρρωστο που πιστεύει ότι είναι ο Ναπολέων ή η βασίλισσα της Αγγλίας, όπως συμβαίνει στα κόμικς», γέλασε η Βαλντές. «Οι ασθενείς που προσβάλλονται από το σύνδρομο του χαμαιλέοντα τείνουν να μιμούνται απόλυτα αυτόν που έχουν απέναντι τους. Μπροστά σε ένα γιατρό γίνονται γιατροί, μπροστά σε ένα μάγειρα ισχυρίζονται ότι ξέρουν να μαγειρεύουν. Αν τους ρωτήσεις για το επάγγελμά τους, θα απαντήσουν με γενικό, μα σωστό τρόπο». Ο κυνηγός θυμόταν έναν ασθενή που ταυτιζόταν με τον καρδιολόγο με τον οποίο μιλούσε, και στην ερώτηση-παγίδα του γιατρού σχετικά με τη διάγνωση μιας συγκεκριμένης καρδιακής ανωμαλίας απάντησε ότι δεν μπορούσε να κάνει διάγνωση χωρίς ακριβείς κλινικές εξετάσεις.

358/1081

«Πάντως η συμπεριφορά της Ανχελίνα δεν μπορεί να θεωρηθεί απλή μίμηση», θέλησε να διευκρινίσει η γιατρός. «Ερχόμενη σε επαφή με την ηλικιωμένη γυναίκα, μπήκε σε μια ορατή διαδικασία γήρανσης. Το μυαλό τής επέβαλλε μια πραγματική αλλαγή στο σώμα». Τρανσφορμισμός, σκέφτηκε ο κυνηγός που ήξερε τον ακριβή όρο. «Υπάρχουν άλλες εκδηλώσεις;» «Μερικές, αλλά ασήμαντες και διαρκούν μόνο λίγα λεπτά. Το σύνδρομο εκδηλώνεται σε ασθενείς είτε εξαιτίας εγκεφαλικής βλάβης είτε, όπως στην περίπτωση της Ανχελίνα, εξαιτίας κάποιου σοκ που προκάλεσε τα ίδια αποτελέσματα». Ο κυνηγός ένιωθε ταραγμένος, αλλά και αναμφισβήτητα γοητευμένος από τις ικανότητες της κοπέλας. Ήταν η υπέρτατη απόδειξη που αναζητούσε για να αποδείξει στον εαυτό του ότι όλον αυτόν τον καιρό δεν έκανε λάθος. Οι θεωρίες που είχε διαμορφώσει

359/1081

για το θήραμά του έβρισκαν τώρα μια επιβεβαίωση. Ο κυνηγός ήξερε ότι όλοι οι κατά συρροήν δολοφόνοι δρουν ορμώμενοι από μια κρίση ταυτότητας: τη στιγμή κατά την οποία σκοτώνουν αντικατοπτρίζονται στο θύμα και αναγνωρίζουν τον εαυτό τους, δεν νιώθουν πια την ανάγκη να υποκρίνονται. Κατά τη διάρκεια της δολοφονίας, το τέρας που κατοικεί στα βάθη τους αναδύεται στην όψη τους. Ο άνθρωπος που κυνηγούσε -το θήραμά του- ήταν κάτι πολύ περισσότερο απ’ αυτό. Η πραγματική του ταυτότητα απούσιαζε, γι’ αυτό έπρεπε να τη δανείζεται συνεχώς από κάποιον άλλο. Ήταν ένα μοναδικό παράδειγμα, μια σπανιότατη περίπτωση για την Ψυχιατρική. Ένας τρανσφορμιστής κατά συρροήν δολοφόνος. Δεν του αρκούσε να μιμείται κάποιες συμπεριφορές, μεταμορφωνόταν ολόκληρος. Γι’ αυτό κανείς, εκτός από τον κυνηγό, δεν τον

360/1081

είχε εντοπίσει ποτέ. Ο απώτατος σκοπός της φύσης του δεν ήταν να πάρει τη θέση κάποιου άλλου, αλλά να γίνει αυτός ο άλλος. Ήταν αδύνατον να προβλέψεις τις κινήσεις του. Ο τρανσφορμιστής είχε μια εκπληκτική ικανότητα μάθησης, ιδίως στις γλώσσες και τις προφορές. Με τα χρόνια είχε τελειοποιήσει τη μέθοδό του. Καταρχάς επέλεγε το κατάλληλο άτομο. Έναν άνδρα με γνωρίσματα παρόμοια με τα δικά του: όχι έντονα χαρακτηριστικά, ίδιο ύψος, ιδιαίτερες χειρονομίες και νεύματα που μπορούσαν εύκολα να αντιγραφούν. Όπως ο Ζαν Ντουέ στο Παρίσι. Μα πάνω απ’ όλα έπρεπε να μην έχει παρελθόν, στενούς δεσμούς, να ζει μια επίπεδη ρουτίνα, κατά προτίμηση δουλεύοντας από το σπίτι. Ο τρανσφορμιστής σφετεριζόταν τη ζωή του. To modus operandi του ήταν πάντα το ίδιο. Τον σκότωνε και του έσβηνε το πρόσωπο, σαν να ήθελε να αφανίσει για πάντα την

361/1081

ταυτότητά του, εφαρμόζοντας το θεμελιώδη νόμο του πιο ισχυρού. Διάλεγε μόνος του τον τύπο του. Η Ανχελίνα όμως δεν ήταν απλώς μια επιβεβαίωση. Ήταν ένα δεύτερο δείγμα. Κοιτάζοντάς την, ο κυνηγός κατάλαβε ότι δεν έκανε λάθος τόσο καιρό. Ωστόσο, χρειαζόταν ακόμα μία απόδειξη, γιατί υπήρχε μία ακόμα πιο δύσκολη πρόκληση. Προσπάθησε να φανταστείς ένα τέτοιο χάρισμα σε συνδυασμό με ένα φονικό ένστικτο. Το κινητό της Φλορίντα Βαλντές άρχισε να χτυπάει. Εκείνη ζήτησε συγγνώμη και βγήκε για να απαντήσει την κλήση. Αυτή ήταν η ευκαιρία που περίμενε ο κυνηγός. Είχε κάνει έρευνες προτού πάει εκεί πέρα. Η Ανχελίνα είχε έναν πιο μικρό αδελφό. Έζησαν πολύ λίγο χρόνο μαζί, μια και στα πέντε της χρόνια την είχαν ήδη πουλήσει. Ίσως όμως να

362/1081

ήταν αρκετός για να μείνει μέσα της ένα ίχνος από εκείνη την αγάπη. Για τον κυνηγό ήταν το κλειδί για να εισχωρήσει στη φυλακή του μυαλού της. Μένοντας μόνος με την κοπέλα, πήγε μπροστά της και κάθισε στα γόνατα ώστε να μπορεί να τον κοιτάει καλά στο πρόσωπο. Μετά άρχισε να της μιλάει χαμηλόφωνα. «Ανχελίνα, θέλω να μ’ ακούσεις καλά. Πήρα τον αδελφό σου, το μικρό Πέντρο, θυμάσαι; Είναι πολύ χαριτωμένος, αλλά τώρα θα τον σκοτώσω». Η κοπέλα δεν έδειξε καμία αντίδραση. «Άκουσες τι είπα; Θα τον σκοτώσω, Ανχελίνα. Θα του ξεριζώσω την καρδιά από το στήθος και θα την αφήσω να χτυπάει στο χέρι μου μέχρι να σταματήσει». Ο κυνηγός άπλωσε την ανοιχτή του παλάμη προς το μέρος της. «Ακούς πώς χτυπάει; Ο Πέντρο θα πεθάνει. Και κανείς δεν θα τον σώσει. Και θα του κάνω

363/1081

πολύ κακό, σου τ’ ορκίζομαι. Θα πεθάνει, αλλά πρώτα θα υποφέρει με το χειρότερο τρόπο». Ξαφνικά, η κοπέλα όρμησε κι άρπαξε με τα δόντια της το χέρι που ο κυνηγός έτεινε προς το μέρος της. Αιφνιδιασμένος αυτός, έχασε την ισορροπία του. Η Ανχελίνα κάθισε πάνω του πιέζοντάς του το θώρακα. Δεν ήταν βαριά, την έκανε πέρα και κατάφερε να ελευθερωθεί από τα δόντια της. Την είδε να σέρνεται πάλι στη γωνιά της. Στο ματωμένο στόμα της διέκρινε τα σκληρά ούλα που του είχαν σκίσει τη σάρκα. Αν και χωρίς δόντια, η κοπέλα είχε καταφέρει να του κάνει μια βαθιά πληγή. Η γιατρός Βαλντές μπήκε πάλι μέσα και βρέθηκε μπροστά στη συγκεκριμένη σκηνή. Η Ανχελίνα φαινόταν ήρεμη, ενώ ο φιλοξενούμενος της προσπαθούσε να σταματήσει με το πουκάμισό του την αιμορραγία στο χέρι του. «Τι συνέβη;» φώναξε τρομαγμένη.

364/1081

«Μου επιτέθηκε», βιάστηκε να πει ο κυνηγός. «Μα δεν είναι σοβαρό, χρειάζεται μόνον ένα-δυο ράμματα». «Δεν το ’χει ξανακάνει». «Δεν ξέρω τι να πω. Απλώς πλησίασα για να της μιλήσω». Η Φλορίντα Βαλντές αρκέστηκε σ’ αυτή την εξήγηση, χωρίς να εμβαθύνει, ίσως από φόβο μη χάσει μια ερωτική ευκαιρία με το δόκτορα Φόστερ. Όσο για τον κυνηγό, δεν είχε πια λόγο να μένει εκεί: προκαλώντας την κοπέλα, είχε πάρει την απάντηση που αναζητούσε. «Ίσως είναι προτιμότερο να το δει ένας γιατρός», είπε με μια υπερβολική γκριμάτσα πόνου. Η γιατρός απογοητεύτηκε, δεν ήθελε να φύγει έτσι, αλλά δεν ήξερε και πώς να τον κρατήσει. Προσφέρθηκε να τον συνοδέψει στις Πρώτες Βοήθειες, αλλά εκείνος αρνήθηκε ευγενικά. Κυριευμένη ξαφνικά από απόγνωση,

365/1081

του είπε: «Πρέπει επίσης να σας μιλήσω και για την άλλη περίπτωση...» Η φράση είχε το αποτέλεσμα που ήλπιζε, γιατί ο κυνηγός κοντοστάθηκε στο κατώφλι. «Ποια άλλη περίπτωση;» Η γιατρός Βαλντές απάντησε, αλλά ήταν εσκεμμένα αόριστη. «Συνέβη πριν από πολλά χρόνια στην Ουκρανία. Ένα παιδί που λεγόταν Ντίμα».

Τρεις μέρες νωρίτερα

3:27 Ο νεκρός άρχισε να ουρλιάζει. Μόνον όταν άδειασαν τα πνευμόνια του και αναγκάστηκε να ξαναπάρει ανάσα, συνειδητοποίησε ότι είχε βγει από το όνειρο. Ο Ντέβοκ είχε σκοτωθεί, πάλι. Πόσες φορές θα έπρεπε να παρακολουθήσει το τέλος του; Η πιο παλιά ανάμνησή του ήταν μια σεκάνς θανάτου που επαναλαμβανόταν όποτε έκλεινε τα μάτια για να κοιμηθεί. 0 Μάρκους έχωσε το χέρι του κάτω από το μαξιλάρι ψάχνοντας το μαρκαδόρο. Όταν τον

368/1081

βρήκε, έγραψε στον τοίχο δίπλα στο κρεβάτι: «Τρεις πυροβολισμοί». Ακόμα ένα πικρό ξέσπασμα του παρελθόντος του. Ωστόσο αυτό το στοιχείο άλλαζε πολλά. Όπως την προηγούμενη νύχτα, όταν είχε ανασύρει τη λεπτομέρεια των σπασμένων τζαμιών, η αίσθηση ήταν ακουστική. Μα ήταν βέβαιος ότι αυτή τη φορά ήταν στ’ αλήθεια σημαντική. Είχε ακούσει τρεις ξεκάθαρους πυροβολισμούς. Έως τότε μετρούσε πάντα δύο. Έναν για τον ίδιο, τον άλλον για τον Ντέβοκ. Όμως στην τελευταία εκδοχή του ονείρου υπήρχε και μια τρίτη πιστολιά. Μπορεί να ήταν κάποιο παιχνίδι του υποσυνειδήτου που άλλαζε κατά βούληση τη σκηνή στο ξενοδοχείο της Πράγας. Μερικές φορές εμφάνιζε αναληθοφανείς ήχους ή άσχετα αντικείμενα, όπως ένα τζουκ μποξ ή ένα φάνκι κομμάτι. Ο Μάρκους δεν ήταν σε θέση να ελέγξει τις παραξενιές του.

369/1081

Όμως αυτή τη φορά ήταν σαν να το ήξερε από πάντα. Η λεπτομέρεια του τρίτου πυροβολισμού προστέθηκε στα θραύσματα της σκηνής. Ήταν βέβαιος ότι και αυτό θα του φαινόταν χρήσιμο για ν’ αναπαραστήσει πώς έγιναν τα γεγονότα και κυρίως για να ξαναδεί το πρόσωπο του ανθρώπου που σκότωσε το δάσκαλό του και τον ανάγκασε να ξεχάσει τον εαυτό του. Τρεις πυροβολισμοί. Μόλις πριν από μία ώρα ο Μάρκους είχε βρεθεί για άλλη μια φορά απέναντι στην απειλή ενός πιστολιού. Όμως ήταν διαφορετικό. Δεν φοβήθηκε. Η γυναίκα στον Σαν Λουίτζι ντέι Φραντσέζι θα πατούσε τη σκανδάλη, ήταν βέβαιος. Μα δεν υπήρχε μίσος στο βλέμμα της, υπήρχε απελπισία. Μόνο το στιγμιαίο μπλακάουτ τον έσωσε από την αποφασιστικότητά της. Εκείνη τη στιγμή θα μπορούσε να το σκάσει. Ωστόσο, έμεινε για να της πει ποιος ήταν.

370/1081

Είμαι ιερέας. Γιατί το έκανε; Γιατί ένιωσε την ανάγκη να της το πει; Ήθελε να της δώσει κάτι, ένα αντάλλαγμα για το μαρτύριο που ζούσε. Η ταυτότητά του ήταν το μεγαλύτερο μυστικό του, έπρεπε να το προασπιστεί ακόμα και με τη ζωή του. Ο κόσμος δεν θα καταλάβαινε. Αυτό ήταν το κήρυγμα που του επαναλάμβανε ο Κλεμέντε από την πρώτη μέρα. Κι εκείνος καταπάτησε τη δέσμευσή του. Και μάλιστα, με μιαν άγνωστη. Η γυναίκα εκείνη, όποια κι αν ήταν, είχε ένα λόγο να τον σκοτώσει, ήταν βέβαιη ότι δολοφόνησε τον άντρα που αγαπούσε. Κι όμως ο Μάρκους δεν κατάφερνε να τη θεωρήσει εχθρό. Ποια ήταν; Με ποιον τρόπο αυτή και ο άντρας της μπορεί να αποτελούσαν μέρος της προηγούμενης ζωής του; Κι αν είχε κάποιες απαντήσεις για το παρελθόν του; Σκέφτηκε ότι ίσως έπρεπε να την αναζητήσει. Ίσως επρεπε να της μιλήσει.

371/1081

Μα δεν ήταν φρόνιμο. Κι έπειτα, δεν ήξερε τίποτε άλλο για εκείνη. Δεν θα έλεγε τίποτα στον Κλεμέντε. Ήταν βέβαιος ότι δεν θα ενέκρινε την παρορμητική απόφασή του. Βρίσκονταν και οι δύο στην υπηρεσία ενός ιερού όρκου, αλλά με διαφορετικό τρόπο. Ο νεαρός του φίλος ήταν ένας πιστός και αφοσιωμένος ιερέας, ενώ μες στη δική του ψυχή κινούνταν πνεύματα που δεν ήταν σε θέση να κατανοήσει. Κοίταξε την ώρα. Του είχε αφήσει ένα μήνυμα στο συνηθισμένο τηλεφωνητή. Έπρεπε να συναντηθούν πριν από την αυγή. Αίγες ώρες νωρίτερα, η αστυνομία είχε διακόψει την έρευνα στη βίλα του Τζερεμάια Σμιθ. Τώρα ήταν η σειρά τους να επισκεφτούν το σπίτι. Ο δρόμος στριφογύριζε ανάμεσα στους λόφους στα δυτικά της Ρώμης. Αίγα

372/1081

χιλιόμετρα πιο πέρα ήταν η ακτή του Φιουμιτσίνο με την ορμητική εκβολή του Τίβερη. Το παλιό Fiat Panda παιδευόταν στην ανηφοριά, οι αδύναμοι προβολείς μόλις και φώτιζαν ένα κομμάτι του δρόμου. Γύρω τους, η εξοχή είχε αρχίσει να ξυπνάει, προφητεύοντας την αυγή. Ο Κλεμέντε οδηγούσε τεντωμένος πάνω από το τιμόνι, για να ελέγχει καλύτερα τη διαδρομή, και συχνά αναγκαζόταν να αλλάζει με θόρυβο τις ταχύτητες. Από τη στιγμή που ανέβηκε στο αυτοκίνητο κοντά στο Πόντε Μίλβιο, ο Μάρκους τού ειχε πει περιληπτικά τι συνέβη το προηγούμενο βράδυ στο σπίτι του Γκουίντο Αλτιέρι. Ο φίλος του όμως ανησυχούσε πολύ πώς θα το μετέδιδε η τηλεόραση. Κανείς δεν είχε αναφερθεί στην ύπαρξη ενός τρίτου ανθρώπου στη σκηνή του φόνου του γνωστού δικηγόρου από το γιο του. Αυτό τον καθησύχαζε: προς τo παρόν, το μυστικό τους ήταν ακόμα ασφαλές.

373/1081

Προφανώς ο Μάρκους δεν είπε κουβέντα για όσα έγιναν στη συνέχεια, για το επεισόδιο με την οπλισμένη γυναίκα στον Σαν Λουίτζι ντέι Φραντσέζι. Αντίθετα, βιάστηκε να του εξηγήσει τι αντίκτυπο είχαν τα γεγονότα των τελευταίων ωρών στην εξαφάνιση της νεαρής Λάρα. «Ο Τζερεμάια Σμιθ δεν έπαθε έμφραγμα. Δηλητηριάστηκε». «Οι τοξικολογικές εξετάσεις δεν έδειξαν την ύπαρξη ύποπτων ουσιών στο αίμα του», αντέτεινε ο Κλεμέντε. «Κι όμως, είμαι βέβαιος ότι έγινε έτσι. Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση». «Επομένως, κάποιος πρέπει να πήρε στα σοβαρά το τατουάζ στο στήθος του». Σκότωσε με, σκέφτηκε ο Μάρκους. Κάποιος δρούσε στα σκοτεινά και είχε προσφέρει στη Μόνικα, την αδελφή του πρώτου θύματος του Τζερεμάια Σμιθ, και στον Ραφαέλε Αλτιέρι την ευκαιρία να πάρουν άμεση εκδίκηση για το

374/1081

βίαιο πένθος τους. «Όταν η δικαιοσύνη δεν είναι εφικτή, η επιλογή είναι μία: άφεση ή εκδίκηση». «Οφθαλμός αντί οφθαλμού», πρόσθεσε ο Κλεμέντε. «Ναι, μα υπάρχει και κάτι άλλο». Ο Μάρκους έκανε μια παύση, προσπαθώντας να συλλάβει μια ιδέα που ωρίμαζε μέσα του από το προηγούμενο βράδυ. «Κάποιος περίμενε την παρέμβασή μας. Θυμάσαι τη Βίβλο με τον κόκκινο σατέν σελιδοδείκτη που βρήκα στο σπίτι της Λάρα;» «Η σελίδα με την επιστολή του Αποστόλου Παύλου προς Θεσσαλονικείς: Ή ημέρα Κυρίου ως κλέπτης εν νυκτί ούτως έρχεται». «Σου το ξαναλέω, κάποιος ξέρει για μας, Κλεμέντε», επανέλαβε με μεγαλύτερη πεποίθηση. «Σκέψου: Στον Ραφαέλε έστειλε ένα ανώνυμο γράμμα, για μας διάλεξε ένα ιερό βιβλίο. Ένα μήνυμα κατάλληλο για ανθρώπους της πίστεως. Σκόπιμα βρέθηκα μπλεγμένος σ’

375/1081

αυτή την ιστορία. Αλλιώς δεν εξηγείται γιατί κλήθηκε ο νεαρός στο σπίτι της Λάρα. Τελικά, εγώ ο ίδιος τον οδήγησα στην αλήθεια για τον πατέρα του. Εγώ φταίω που σκοτώθηκε ο δικηγόρος Αλτιέρι». Ο Κλεμέντε γύρισε να κοιτάξει τον Μάρκους. «Ποιος μπορεί να τα οργάνωσε όλα αυτά;» «Δεν ξέρω. Αλλά φέρνει σε επαφή τα θύματα με τους φονιάδες και ταυτόχρονα θέλει να μας εμπλέξει». Ο Κλεμέντε ήξερε ότι δεν επρόκειτο για απλή εικασία και γι’ αυτό ανησυχούσε. Στο σημείο αυτό η επίσκεψη στη βίλα του Τζερεμάια Σμιθ είχε τεράστια σημασία. Ήταν βέβαιοι ότι θα έβρισκαν εκεί ένα σημάδι που θα τους οδηγούσε στο επόμενο επίπεδο του λαβυρίνθου. Κι όλα αυτά με την ελπίδα να μπορέσουν να σώσουν τη Λάρα. Χωρίς το συγκεκριμένο στόχο δεν θα είχαν τόσο ισχυρό κίνητρο. Και ο δημιουργός εκείνου του

376/1081

αινίγματος το ήξερε, γι’ αυτό είχε βάλει ως έπαθλο τη ζωή της νεαρής φοιτήτριας. Μία περίπολος στεκόταν μπροστά στην καγκελόπορτα του κήπου. Μα το κτήμα ήταν πολύ μεγάλο και δεν μπορούσε να το ελέγξει όλο. Ο Κλεμέντε πάρκαρε το Panda σε ένα δρομάκι ένα χιλιόμετρο παρακάτω. Μετά κατέβηκαν για να συνεχίσουν με τα πόδια, αφήνοντας τη νύχτα να τους κρύψει. «Πρέπει να βιαστούμε, σε μια-δυο ώρες θα επιστρέψει η Σήμανση για να συνεχίσει με τα αποτυπώματα», τον προειδοποίησε ο Κλεμέντε επιταχύνοντας το βήμα του στο ανώμαλο έδαφος. Μπήκαν στη βίλα από ένα παράθυρο στο πίσω μέρος, σπάζοντας τις σφραγίδες. Είχαν άλλες, πλαστές, και θα τις έβαζαν στη θέση τους βγαίνοντας. Κανείς δεν θα υποψιαζόταν ότι κάποιος μπήκε. Φόρεσαν καλύμματα στα παπούτσια τους και γάντια από λατέξ. Μετά άναψαν τους φακούς που είχαν μαζί τους,

377/1081

κρατώντας μισοκαλυμμένη τη δέσμη του φωτός με την παλάμη του χεριού, ώστε να μπορούν να προσανατολιστούν χωρίς να (ραίνονται απέξω. Το σπίτι θύμιζε στιλ λίμπερτι με αρκετές μοντέρνες παραχωρήσεις. Μπήκαν σε ένα στούντιο με ένα γραφείο από μαόνι και μια μεγάλη βιβλιοθήκη. Η επίπλωση πρόδιδε ένα εύπορο παρελθόν. Ο Τζερεμάια είχε μεγαλώσει σε μια αστική οικογένεια, οι γονείς του είχαν καταφέρει να κάνουν περιουσία με το εμπόριο υφασμάτων. Ωστόσο, η αφοσίωσή τους στις επιχειρήσεις τούς εμπόδισε να αποκτήσουν κι άλλα παιδιά. Ίσως τους αρκούσε να εμπιστευτούν εκείνον ως συνεχιστή της φίρμας και του καλού ονόματος των Σμιθ. Όμως σύντομα θα πρέπει να κατάλαβαν ότι ο μοναδικός τους κληρονόμος δεν ήταν σε θέση να συνεχίσει τις προσπάθειές τους και να τους γεμίσει περηφάνια.

378/1081

Ο Μάρκους φώτισε με το φακό μια σειρά άλμπουμ φωτογραφιών πάνω σε ένα δρύινο τραπέζι. Η ιστορία της οικογένειας συμπυκνωνόταν σε εκείνες τις ξεθωριασμένες εικόνες. Ένα πικνίκ σ’ ένα λιβάδι, ο Τζερεμάια λίγων χρονών, καθισμένος στα πόδια της μητέρας του και ο πατέρας του να τους αγκαλιάζει και τους δυο προστατευτικά. Στο γήπεδο τένις της βίλας, με κάτασπρες στολές, κρατώντας ξύλινες ρακέτες. Κάποια παλιά Χριστούγεννα, ντυμένοι στα κόκκινα, ποζάροντας μπροστά από ένα στολισμένο δέντρο. Περιμένοντας την αυτόματη λήψη να εκτελέσει το καθήκον της, πάντα στημένοι σ’ ένα τέλειο τρίπτυχο, σαν φαντάσματα μιας άλλης εποχής. Κάποια στιγμή όμως οι φωτογραφίες έχαναν έναν από τους πρωταγωνιστές τους: ο έφηβος Τζερεμάια και η μητέρα του ποζάρουν με συμβατικά μελαγχολικά χαμόγελα, ο αρχηγός

379/1081

της οικογένειας τους έχει αφήσει έπειτα από μία σύντομη αρρώστια και αυτοί συνεχίζουν την παράδοση, όχι για να διαιωνίσουν μιαν ανάμνηση, αλλά σαν ένα αντίδοτο για να διώξουν μακριά τους τη σκιά του θανάτου. Μία από τις φωτογραφίες τράβηξε την περιέργεια του Μάρκους εξαιτίας της κάπως μακάβριας επιλογής να ποζάρουν με τον εκλιπόντα. Μάνα και γιος στέκονταν όρθιοι δίπλα σε ένα μεγάλο πέτρινο τζάκι, πάνω από το οποίο κρεμόταν μια ελαιογραφία που απεικόνιζε τον πατέρα σε μια αυστηρή πόζα. «Δεν βρήκαν τίποτα που να συνδέει τον Τζερεμάια Σμιθ με τη Λάρα», σχολίασε ο Κλεμέντε πίσω του. Στο δωμάτιο ήταν εμφανή τα ίχνη της αστυνομικής έρευνας. Τα αντικείμενα είχαν μετατοπιστεί, τα έπιπλα είχαν ερευνηθεί. «Να γιατί δεν ξέρουν ακόμα ότι αυτός την απήγαγε. Δεν την αναζητούν».

380/1081

«Πάψε». Ο τόνος του Κλεμέντε έγινε ξαφνικά απότομος. Ο Μάρκους παραξενεύτηκε, ο Κλεμέντε δεν τα συνήθιζε κάτι τέτοια. «Είναι απίστευτο που δεν έχεις καταλάβει ακόμα. Δεν είσαι ένας τυχαίος ερευνητής, δεν σου επιτρέπεται κάτι τέτοιο. Είσαι προετοιμασμένος με τον καλύτερο τρόπο για να τα αντιμετωπίσεις όλα αυτά. Θες να σου πω την αλήθεια; Μπορεί η κοπέλα τελικά να πεθάνει. Και, μάλιστα, θα έλεγα ότι είναι το πιο πιθανό. Αλλά δεν εξαρτάται από το τι θα κάνουμε ή δεν θα κάνουμε. Γι’ αυτό πάψε να νιώθεις ένοχος». Ο Μάρκους συγκεντρώθηκε και πάλι στη φωτογραφία του Τζερεμάια Σμιθ, που πόζαρε κάτω από το πορτρέτο του πατέρα, σοβαρός και σεμνός, σε ηλικία είκοσι ετών. «Λοιπόν, από πού θες να ξεκινήσεις;» ρώτησε ο Κλεμέντε.

381/1081

«Από το δωμάτιο ετοιμοθάνατο».

όπου

τον

βρήκαν

Στο καθιστικό υπήρχαν ίχνη από το πέρασμα των τεχνικών της Σήμανσης. Τα τρίποδα με τις λάμπες αλογόνου για να φωτίζουν τη σκηνή, σκόρπια εδώ κι εκεί υπολείμματα αντιδραστηρίων για οργανικά υγρά και αποτυπώματα, αριθμημένες καρτέλες, οι οποίες έδειχναν τη θέση των ευρημάτων που φωτογραφήθηκαν και στη συνέχεια μεταφέρθηκαν. Στο δωμάτιο βρήκαν μια γαλάζια κορδέλα μαλλιών, ένα βραχιολάκι από κοράλλι, ένα ροζ πλεχτό κασκόλ κι ένα κόκκινο ρόλερ, που ανήκαν στα τέσσερα θύματα του Τζερεμάια Σμιθ. Αυτά τα φετίχ ήταν η αδιάσειστη απόδειξη της εμπλοκής του - ήταν επικίνδυνο που τα κρατούσε. Ωστόσο ο Μάρκους μπορούσε να φανταστεί πώς ένιωθε ο δολοφόνος κάθε φορά που χάιδευε εκείνα τα

382/1081

τρόπαια. Συμβόλιζαν αυτό που κατάφερνε καλύτερα απ’ όλα - να σκοτώνει· να τα κρατάει στα χέρια του και να νιώθει ξανά εκείνη τη σκοτεινή ενέργεια: μια ζωτική εκκένωση, λες και ο βίαιος θάνατος είχε τη δύναμη να αναζωογονεί αυτόν που τον πρόσφερε. Το ρίγος μιας μυστικής ηδονής. Τα φύλαγε στο σαλόνι, επειδή ο Τζερεμάια ήθελε να τα έχει κοντά του. Έτσι, και τα κορίτσια έμοιαζαν να βρίσκονται πάντα εκεί. Βασανισμένες ψυχές, αιχμάλωτες εκείνου του σπιτιού, όπως κι ο ίδιος. Ωστόσο, από αυτά τα αντικείμενα έλειπε ένα, που έπρεπε να ανήκει στη Λάρα. Ο Μάρκους μπήκε στο δωμάτιο, ενώ ο Κλεμέντε έμεινε στο κατώφλι. Τα έπιπλα ήταν καλυμμένα με άσπρα σεντόνια - εκτός από την πολυθρόνα που βρισκόταν στο κέντρο, μπροστά σε μια παλιά τηλεόραση. Υπήρχε ένα αναποδογυρισμένο τραπεζάκι και, στο πάτωμα, ένα σπασμένο φλιτζάνι, μια άσπρη,

383/1081

στεγνή πια, κηλίδα και θρυμματισμένα μπισκότα. Τα έριξε ο Τζερεμάια, όταν ένιωσε άσχημα, σκέφτηκε ο Μάρκους. Τα βράδια έτρωγε μπροστά στην τηλεόραση γάλα και μπισκότα. Λυτή η εικόνα καθρέφτιζε τη μοναξιά του. Το τέρας δεν κρυβόταν. Το καλύτερο καταφύγιό του ήταν η αδιαφορία των άλλων. Αν ο κόσμος ενδιαφερόταν λιγάκι γι’ αυτόν, ίσως να τον είχε σταματήσει νωρίτερα. «Ο Τζερεμάια Σμιθ ήταν αντικοινωνικός, όμως μεταμορφωνόταν για να ψαρέψει τα θύματά του». Εκτός από τη Λάρa, τις άλλες τις πήρε μέρα μεσημέρι, υπενθύμισε στον εαυτό του. Ποια ήταν η τεχνική του για να τις πλησιάσει και να αποσπάσει την εμπιστοσύνη τους; Ήταν πειστικός, οι κοπέλες δεν τον φοβούνταν. Γιατί δεν χρησιμοποιούσε αυτές του τις ιδιότητες για να κάνει φίλους; Ο μόνος σκοπός που τον υποκινούσε ήταν ο φόνος. Τα πάντα οφείλονταν στο κακό, σκέφτηκε ο

384/1081

Μάρκους. Γιατί το κακό κατάφερνε να τον κάνει να φαίνεται καλός άνθρωπος, κάποιος που μπορείς να εμπιστευτείς. Όμως υπήρχε κάτι που δεν είχε προβλέψει ο Τζερεμάια Σμιθ: υπάρχει πάντα ένα αντίτιμο. Ο μεγαλύτερος φόβος κάθε ανθρώπινου πλάσματος, ακόμα κι αυτού που επέλεξε να ζει σαν ερημίτης, δεν είναι ο θάνατος, αλλά το να πεθάνει μόνος. Υπάρχει μεγάλη διαφορά. Και είναι κάτι που συνειδητοποιείς μόνον όταν σου συμβαίνει. Η ιδέα ότι κανείς δεν θα μας κλάψει, κανείς δεν θα νιώσει την απώλειά μας, κανείς δεν θα μας θυμηθεί. Και συνέβη και σ’ εμένα, σκέφτηκε ο Μάρκους. Παρατηρούσε το σημείο όπου το προσωπικό του ασθενοφόρου είχε προσπαθήσει να τον συνεφέρει: σκόρπια αποστειρωμένα γάντια, κομμάτια γάζα, σύριγγες και σωληνάκια. Όλα είχαν παγώσει, έδειχναν όπως εκείνες τις στιγμές της φρενιασμένης δραστηριότητας.

385/1081

Ο Μάρκους προσπάθησε να φανταστεί τι είχε συμβεί προτού ο Τζερεμάια Σμιθ αρχίσει να αντιλαμβάνεται τα συμπτώματα της δηλητηρίασης. «Όποιος κι αν ήταν, γνώριζε τις συνήθειές του. Συμπεριφέρθηκε όπως ακριβώς και ο Σμιθ με τη Λάρα. Μπήκε στη ζωή του και στο σπίτι του για να τον παρατηρήσει. Δεν επέλεξε τη ζάχαρη για να κρύψει το ναρκωτικό, αλλά ίσως να έβαλε κάτι στο γάλα. Ήταν σαν αντίποινα». Ο Κλεμέντε παρακολουθούσε το μαθητή του, ενώ βυθιζόταν στην ψυχή του ανθρώπου που είχε επινοήσει όλα αυτά. «Έτσι, ο Τζερεμάια νιώθει άσχημα και τηλεφωνεί στα Επείγοντα». «Το Τζεμέλι είναι το πιο κοντινό νοσοκομείο, ήταν φυσικό να παραπέμψουν την κλήση εκεί. Ο άνθρωπος που το έκανε αυτό στον Τζερεμάια Σμιθ ήξερε καλά ότι η Μόνικα, η αδελφή του πρώτου θύματος, είχε εφημερία στα ασθενοφόρα χθες. Σε

386/1081

περίπτωση επείγοντος περιστατικού, θα έμπαινε στο πρώτο ασθενοφόρο». Ο Μάρκους είχε μείνει έκπληκτος από την ε'πδεξιότητα με την οποία είχε ενορχηστρωθεί εκείνη η ευκαίρια για εκδίκηση. «Δεν δρα τυχαία, είναι σχολαστικός». Αποσυναρμολογούσε τη σκηνή του εγκλήματος. Κομμάτι-κομμάτι αποκάλυπτε την κρυφή πλοκή, τις νάιλον κλωστές, το χάρτινο σκηνικό, τα κόλπα του μάγου. «Εντάξει, φάνηκες ικανός», είπε μιλώντας στον αντίπαλο σαν να τον είχε μπροστά του. «Και τώρα, για να δούμε τι μας έχεις φυλαγμένο...» «Νομίζεις ότι υπάρχουν ενδείξεις που οδηγούν εκεί που βρίσκεται αιχμάλωτη η Λάρα;» «Όχι, είναι πολύ πονηρός. Ακόμα κι αν υπήρχαν, θα τις εξαφάνιζε. Η κοπέλα είναι ένα έπαθλο, μην το ξεχνάς. Πρέπει να το αξίζουμε».

387/1081

Ο Μάρκους άρχισε να κινείται μες στο δωμάτιο, σίγουρος ότι υπήρχε κάτι που του διέφευγε. «Τι πρέπει να αναζητήσουμε κατά τη γνώμη σου;» ρώτησε ο Κλεμέντε. «Κάτι που δεν ταιριάζει με όλα τα υπόλοιπα. Για να διαφύγει από τις έρευνες της αστυνομίας, θα πρέπει να άφησε ένα σημάδι που μόνον εμείς μπορούμε να καταλάβουμε». Θα έπρεπε να εντοπίσει το ακριβές σημείο απ’ όπου θα ξεκινούσε την παρατήρηση της σκηνής. Ήταν βέβαιος ότι από κει θα φαινόταν η ανωμαλία. Το πιο λογικό ήταν το σημείο όπου βρέθηκε αναίσθητος ο Τζερεμάια. «Τα παντζούρια», είπε στον Κλεμέντε που πήγε να κλείσει, τα δύο μεγάλα παράθυρα που έβλεπαν στο πίσω μέρος του σπιτιού. Τότε ο Μάρκους ελευθέρωσε τη δέσμη του φακού, αφήνοντάς τη να περιπλανηθεί σε όλο το δωμάτιο. Οι σκιές των αντικειμένων υψώνονταν μία-μία, σαν υπάκουα

388/1081

στρατιωτάκια, καθώς λούζονταν από το φως. Οι καναπέδες, ο μπουφές, το τραπέζι της τραπεζαρίας, η πολυθρόνα, το τζάκι πάνω στο οποίο φιγουράριζε ένας πίνακας με τουλίπες. Μεμιάς ο Μάρκους είχε μια αίσθηση deja vu. Γύρισε προς τα πίσω και φώτισε πάλι τον πίνακα με τα λουλούδια. «Δεν θα έπρεπε να είναι εδώ». Ο Κλεμέντε δεν μπορούσε να καταλάβει. Εκείνος, όμως, θυμόταν πολύ καλά το πέτρινο τζάκι, γιατί υπήρχε στη φωτογραφία που είχε δει στο γραφείο: ήταν ο Τζερεμάια και η μητέρα του κάτω από την ελαιογραφία του εκλιπόντος αρχηγού της οικογένειας. «Του άλλαξαν θέση». Ωστόσο δεν ήταν μες στο δωμάτιο. Ο Μάρκους πλησίασε τον πίνακα με τις τουλίπες, μετατόπισε την κορνίζα και βεβαιώθηκε ότι πράγματι το αποτύπωμα που είχε αφήσει ο πίνακας στον τοίχο όλα αυτά τα χρόνια ήταν διαφορετικό. Ετοιμαζόταν να τον ξαναβάλει

389/1081

στη θέση του, όταν αντιλήφθηκε ότι στο πίσω μέρος του, στο κάτω αριστερό άκρο του μουσαμά, είχε τον αριθμό «1». «Τον βρήκα». Ο Κλεμέντε τον καλούσε στο διάδρομο. Ο Μάρκους πήγε κοντά του και είδε τον πίνακα με τον πατέρα του Τζερεμάια στον τοίχο δίπλα στην πόρτα. «Οι πίνακες άλλαξαν θέσεις». Κατέβασε κι αυτόν τον πίνακα από τον τοίχο για να ελέγξει το πίσω μέρος. Αυτή τη φορά ο πίνακας είχε τον αριθμό «2». Κοίταξαν κι οι δυο ολόγυρα, κάνοντας την ίδια σκέψη. Χωρίστηκαν κι άρχισαν να κατεβάζουν όλους τους πίνακες από τους τοίχους για να εντοπίσουν τον τρίτο. «Να, εδώ είναι», ανακοίνωσε ο Κλεμέντε. Ήταν ένα βουκολικό τοπίο και βρισκόταν στο βάθος του διαδρόμου, στα πόδια της σκάλας που οδηγούσε στον πάνω όροφο. Αρχισαν να ανεβαίνουν και, στα μισά της σκάλας, βρήκαν

390/1081

και τον τέταρτο κι έτσι βεβαιώθηκαν ότι ακολουθούσαν το σωστό δρόμο. «Μας δείχνει μια διαδρομή...» είπε ο Μάρκους. Αλλά κανείς απ’ τους δύο δεν φανταζόταν σε τι θα τους οδηγούσε. Στο κεφαλόσκαλο του πρώτου ορόφου βρήκαν τον πέμπτο πίνακα. Και μετά τον έκτο σ’ ένα μικρό χολ και τον έβδομο στο διάδρομο που οδηγούσε στις κρεβατοκάμαρες. Ο όγδοος ήταν πολύ μικρός. Ήταν μια ινδική τίγρη σε τέμπερα, που εμοιάζε βγαλμένη από μυθιστόρημα του Σάλγκαρι. Βρισκόταν δίπλα σε μια πορτούλα, σε ένα δωμάτιο που θα πρέπει να ήταν το παιδικό του Τζερεμάια Σμιθ. Πάνω σε ένα ράφι στεκόταν παραταγμένος ένας λόχος από μολυβένια στρατιωτάκια, μετά υπήρχε ένα κουτί με μεκανό, μια σβούρα κι ένα κουνιστό αλογάκι. Συχνά ξεχνά κανείς ότι ακόμα και τα τέρατα υπήρξαν παιδιά, σκέφτηκε ο Μάρκους. Υπάρχουν πράγματα που κουβαλάμε από τα

391/1081

παιδικά μας χρόνια. Ποιος ξέρει, όμως, από πού προήλθε η ανάγκη να σκοτώνει. Ο Κλεμέντε άνοιξε την πορτούλα και φάνηκε μια απότομη σκάλα που, προφανώς, οδηγούσε στη σοφίτα. «Ίσως οι αστυνομικοί να μην κοίταξαν ακόμα καλά εκεί πάνω». Ένιωθαν και οι δυο σίγουροι ότι ο ένατος πίνακας θα ήταν ο τελευταίος της σειράς. Ανέβηκαν προσεκτικά τα ακανόνιστα σκαλοπάτια, η στέγη ήταν χαμηλή, αναγκάζονταν να προχωρούν σκυφτοί. Στο τέλος εκείνου του πέτρινου σωλήνα βρισκόταν ένα μεγάλο δωμάτιο, γεμάτο με παλιά έπιπλα, βιβλία και μπαούλα. Μερικά πουλιά είχαν φτιάξει τις φωλιές τους ανάμεσα στα δοκάρια της στέγης. Τρομαγμένα από την παρουσία τους, άρχισαν να φτερουγίζουν γύρω τους και να χτυπιούνται αναζητώντας ένα δρόμο διαφυγής. Τον βρήκαν σε έναν ανοιχτό φεγγίτη.

392/1081

«Δεν μπορούμε να μείνουμε πολύ, σε λίγο θα φέξει», τον πίεσε ο Κλεμέντε κοιτάζοντας την ώρα. Έτσι, βάλθηκαν αμέσως να αναζητούν τον πίνακα. Είχε διάφορα τελάρα στοιβαγμένα σε μια γωνιά. Ο Κλεμέντε πλησίασε να τα ελέγξει. «Τίποτα», είπε έπειτα από λίγο, τινάζοντας τη σκόνη από τα ρούχα του. Ο Μάρκους είδε μια επίχρυση γωνία που πρόβαλλε πίσω από ένα σεντούκι. Πέρασε από πίσω του και βρέθηκε μπροστά σε μια πλούσια στολισμένη κορνίζα που κρεμόταν στον τοίχο. Δεν χρειαζόταν να κοιτάξει το πίσω μέρος για να βεβαιωθεί ότι ήταν ο ένατος πίνακας. Το περιεχόμενό του ήταν αρκετά ασυνήθιστο ώστε να του δείξει ότι είχαν φτάσει στο τέρμα σ’ εκείνο το κυνήγι θησαυρού. Η ζωγραφιά ενός παιδιού. Φτιαγμένη με χρωματιστά μολύβια σε ένα φύλλο τετραδίου, τοποθετήθηκε στη συνέχεια

393/1081

σε εκείνη τη φανταχτερή κορνίζα, ώστε να επιβάλλεται στην προσοχή του παρατηρητή. Έδειχνε μια ανοιξιάτικη ή καλοκαιρινή μέρα, με τον ήλιο που χαμογελούσε πάνω από την καταπράσίνη φύση. Δέντρα, χελιδόνια, λουλούδια κι ένα ποταμάκι. Πρωταγωνιστές ήταν δύο παιδιά, ένα κοριτσάκι που φορούσε ένα φουστανάκι με κόκκινα πουά κι ένα αγοράκι που έσφιγγε κάτι στο χέρι του. Παρά τη ζωντάνια των χρωμάτων και την απόλυτη αθωότητα του θέματος, ο Μάρκους ένιωσε κάτι παράξενο. Τπήρχε κάτι επίβουλο σ’ εκείνη τη ζωγραφιά. Έκανε ένα βήμα μπροστά για να την παρατηρήσει καλύτερα. Μόνον τότε πρόσεξε ότι το φόρεμα του κοριτσιού δεν είχε πουά, αλλά πληγές που αιμορραγούσαν. Κι ότι το αγόρι κρατούσε ένα ψαλίδι. Διάβασε την ημερομηνία στο περιθώριο: ήταν πριν από είκοσι χρόνια. Ο Τζερεμάια

394/1081

Σμιθ ήταν ήδη πολύ μεγάλος για να το έχει ζωγραφίσει ο ίδιος. Ανήκε στην αρρωστημένη φαντασία κάποιου άλλου. Αμέσως του ήρθε στο μυαλό το Μαρτύριο του αγίου Ματθαίου του Καραβάτζιο: αυτό που είχε μπροστά του ήταν η αναπαράσταση μιας σκηνής εγκλήματος. Μα, όταν φτιάχτηκε, το αποτρόπαιο έγκλημα δεν είχε ακόμα διαπραχτεί. Ακόμα και τα τέρατα υπήρξαν παιδιά, επανέλαβε μέσα του. Αυτός που ήταν στο σχέδιο είχε στο μεταξύ μεγαλώσει. Και ο Μάρκους κατάλαβε ότι έπρεπε να τον βρει. 6:04 Την πρώτη μέρα στη Σήμανση σου μάθαιναν ότι δεν υπάρχουν συμπτώσεις σε μία σκηνή εγκλήματος. Έπειτα, συνέχιζαν να σου το επαναλαμβάνουν σε κάθε ευκαιρία, μη τυχόν και κάνεις το λάθος να το ξεχάσεις. Σου

395/1081

εξηγούσαν ότι όχι μόνον είναι παραπλανητικές, αλλά μπορούν να αποβούν επιζήμιες ή αντιπαραγωγικές. Και σου ανέφεραν διάφορες οριακές περιπτώσεις, όπου οι έρευνες είχαν υπονομευτεί ανεπανόρθωτα. Εξαιτίας αυτής της μεθοδολογίας, η Σάντρα δεν έδινε ιδιαίτερη πίστη στις συμπτώσεις. Ωστόσο, στην αληθινή ζωή δεχόταν ότι αυτές οι τυχαίες διασυνδέσεις ανάμεσα σε γεγονότα είναι μερικές φορές χρήσιμες, τουλάχιστον για να επικεντρώνουν την προσοχή μας σε γεγονότα που αλλιώς δεν θα βλέπαμε. Είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι μερικές από αυτές δεν μας αγγίζουν. Πράγματι, συνήθως τις απορρίπτουμε σαν «απλές συμπτώσεις». Άλλες φορές όμως δείχνουν ταγμένες να σφραγίσουν τη ζωή μας με τη δύναμη μιας αλλαγής. Και τότε υιοθετούμε ένα διαφορετικό όνομα γι’ αυτές. Αρχίζουμε να τις αποκαλούμε «σημεία». Συχνά μας κάνουν να

396/1081

νιώθουμε παραλήπτες ενός ιδιαίτερου μηνύματος, λες κι ο κόσμος ή ένα ανώτερο ον μάς έχει επιλέξει. Με άλλα λόγια, μας κάνουν να νιώθουμε ιδιαίτεροι. Η Σάντρα θυμόταν ότι ο Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ είχε ορίσει ως συγχρονικότητα. αυτές ακριβώς τις συμπτώσεις του τελευταίου είδους, αποδίδοντάς τους τρία βασικά χαρακτηριστικά. Έπρεπε να είναι εντελώς αναίτιες, δηλαδή να μη συνδέονται με τη σχέση αιτίου αιτιατού. Να συμπίπτουν με μια βαθιά συγκινησιακή εμπειρία. Και, τέλος, να διαθέτουν μια έντονη συμβολική αξία. Ο Γιουνγκ υποστήριζε ότι ορισμένα άτομα διάγουν την ύπαρξή τους αναζητώντας ένα βαθύτερο νόημα σε οποιοδήποτε ασυνήθιστο γεγονός τούς συμβαίνει. Εκείνη δεν ήταν έτσι. Όμως αναγκάστηκε να αναθεωρήσει. Σε αυτή την εξέλιξη είχε συντελέσει η αφήγηση του Ντέιβιντ για την

397/1081

αλληλουχία των παράξενων γεγονότων που είχαν καθορίσει τη συνάντησή τους. Ήταν δυο μέρες πριν από το Δεκαπενταύγουστο κι εκείνος βρισκόταν στο .Βερολίνο. Έπρεπε να πάει να βρει κάτι φίλους του στη Μύκονο, προγραμμάτιζαν να κάνουν μια κρουαζιέρα με ιστιοφόρο στα ελληνικά νησιά. Εκείνο το πρωί όμως το ξυπνητήρι δεν χτύπησε, ο Ντέιβιντ σηκώθηκε αργά, αλλά κατάφερε να φτάσει στο αεροδρόμιο πάνω που έκλεινε το checkin. Θυμάται ότι σκέφτηκε “Τι τύχη!”, χωρίς να ξέρει τι τον περίμενε ακόμα. Για να φτάσει στον προορισμό του, έπρεπε να πάρει ανταπόκριση από τη Ρώμη. Ωστόσο, προτού μπει στο δεύτερο αεροπλάνο, η αεροπορική εταιρία τον ειδοποίησε ότι, από λάθος, οι αποσκευές του είχαν χαθεί στο Βερολίνο. Μην έχοντας καμία πρόθεση να εγκαταλείψει την ιδέα του ταξιδιού, αφού

398/1081

αγόρασε βιαστικά μια καινούργια βαλίτσα και ρούχα από τα μαγαζιά του αεροδρομίου, εμφανίστηκε στην ώρα του στο check-in για να πάρει την πτήση για Αθήνα. Ανακάλυψε όμως ότι, εξαιτίας του πλήθους των τουριστών, ήταν σε λίστα αναμονής. Στις έντεκα το βράδυ θα έπρεπε να βρίσκεται στην πρύμνη ενός τρικάταρτου και να ρουφάει παγωμένο ούζο παρέα με μια εκθαμβωτική Ινδή μοντέλα που είχε γνωρίσει δύο βδομάδες νωρίτερα στο Μιλάνο. Αντίθετα, βρισκόταν σε μια αίθουσα αναχωρήσεων γεμάτη τουρίστες, συμπληρώνοντας ασφαλιστικά έντυπα αποζημίωσης για τις αποσκευές του. Θα μπορούσε να περιμένει την επόμενη μέρα και να φύγει με την πρώτη διαθέσιμη πτήση, αλλά ένιωθε ότι δεν άντεχε άλλο. Έτσι νοίκιασε ένα αυτοκίνητο με σκοπό να πάει στο Μπρίντεζι και να μπει σε ένα φέρι για την Ελλάδα.

399/1081

Αφού διέσχισε περίπου πεντακόσια χιλιόμετρα οδηγώντας όλη νύχτα, είδε τον ήλιο να ανατέλλει στην ακτή της Πούλια. Οι πινακίδες έδειχναν ότι κόντευε στον προορισμό του, όμως εκείνη τη στιγμή το αυτοκίνητό του άρχισε να παρουσιάζει παράξενα προβλήματα: μια προοδευτική απώλεια ισχύος, που κατέληξε στο οριστικό σταμάτημα της μηχανής. Εγκαταλελειμμένος από την αντίξοη μοίρα στην άκρη του δρόμου, ο Ντέιβιντ κατέβηκε από το αυτοκίνητο και, αντί να βλαστημήσει την ατυχία του, έστρεψε το βλέμμα στο τοπίο γύρω του. Στα δεξιά του, μια λευκή πόλη σκαρφαλωμένη πάνω σε ένα υψίπεδο. Από την άλλη μεριά, μερικές εκατοντάδες μέτρα μακριά, η θάλασσα. Περπάτησε ώσπου να φτάσει στην παραλία, που ήταν έρημη εκείνη την ώρα. Δίπλα στο κύμα έβγαλε ένα από τα τσιγάρα του με το

400/1081

γλυκάνισο και, με το τσιγάρο ανάμεσα στα χείλη, γιόρτασε την ανατολή του ήλιου. Εκείνη τη στιγμή, χαμηλώνοντας το βλέμμα, πρόσεξε μικρά αποτυπώματα ποδιών, αρμονικά και απόλυτα συμμετρικά, πάνω στην υγρή άμμο. Μεμιάς η καρδιά του τα απέδωσε σε μια γυναίκα που έκανε τζόκινγκ. Η ακτογραμμή σχημάτιζε κολπίσκους προς εκείνη την κατεύθυνση κι έτσι η γυναίκα που είχε αφήσει τα αποτυπώματά της είχε χαθεί από τα μάτια του. Ωστόσο, ένα ήταν το βέβαιο: δεν είχε περάσει πολλή ώρα, αλλιώς το κύμα θα τα είχε σβήσει όλα. Στη συνέχεια, όταν αφηγούνταν την ιστορία, δυσκολευόταν να περιγράψει τι έκανε κλικ μες στο μυαλό του εκείνη τη στιγμή. Ξαφνικά τον έπιασε η επιθυμία να ακολουθήσει εκείνα τα χνάρια. Έτσι, άρχισε να τρέχει. Όταν έφτανε σε εκείνο το σημείο της ιστορίας, η Σαντρα πάντα τον ρωτούσε πώς είχε μαντέψει ότι επρόκειτο για γυναίκα.

401/1081

«Ειλικρινά, δεν ήξερα, μπορούσα μόνο να ελπίζω. Φανταζεσαι να βρισκόμουν μπροστά σε ένα παιδάκι ή σ’ έναν κοντο άντρα;» Η εξήγηση δεν την έπειθε ποτέ ολότελα. Ήταν το αστυνομίκό της ένστικτο που την έσπρωχνε να κάνει ερωτήσεις του τύπου: «Και πώς ήξερες ότι ήταν κάποιος που έκανε τζόκινγκ;» Όμως ο Ντέιβιντ ήταν προετοιμασμένος και γι’ αυτό. «Τα αποτυπώματα στην άμμο βάθαιναν στη μύτη του ποδιού, επομένως έτρεχε». «Εντάξει, πιστευτό». Και ο Ντέιβιντ έπιανε ξανά την αφήγησή του από κει που την είχε αφήσει. Έλεγε ότι είχε τρέξει καμιά εκατοστή μέτρα και, αφού ανέβηκε έναν αμμόλοφο, διέκρινε τη σιλουέτα μιας γυναίκας. Φορούσε σορτσάκι, ένα κολλητό μακό και αθλητικά παπούτσια. Είχε ξανθά μαλλιά, δεμένα σε αλογοουρά. Δεν μπορούσε να δει το πρόσωπό της, μα και πάλι

402/1081

του ήρθε να τη φωνάξει. Ανόητη σκέψη, μια και δεν ήξερε το όνομά της. Τότε τάχυνε το βήμα του. Τι θα μπορούσε να της πει μόλις έφτανε κοντά της; Όσο την πλησίαζε τόσο καταλάβαινε ότι έπρεπε να επινοήσει κάτι για να μη φανεί εντελώς ηλίθιος. Όμως δεν του ερχόταν τίποτα. Με πολύ κόπο κατάφερε να τη φτάσει. Ήταν πολύ όμορφη. Και ακούγοντάς τον να το λέει, η Σάντρα συνήθως χαμογελούσε. Της ζήτησε συγγνώμη και την παρακάλεσε να σταματήσει. Η άγνωστη υπάκουσε ενοχλημένη, κοιτάζοντας από την κορφή ως τα νύχια εκείνον τον τρελό που προσπαθούσε να πάρει ανάσα. Δεν θα πρέπει να της έκανε καλή εντύπωση. Φορούσε τα ίδια ρούχα εδώ και είκοσι τέσσερις ώρες, ήταν ταλαιπωρημένος έπειτα από μια άγρυπνη νύχτα, ιδρωμένος από το τρεχαλητό και σίγουρα δεν ανέδιδε ευχάριστη μυρωδιά.

403/1081

«Γεια, είμαι ο Ντέιβιντ», της είπε απλώνοντάς της το χέρι. Εκείνη το κοίταξε χωρίς να του το σφίξει και ανατρίχιασε λες και της είχε προσφέρει κανένα σάπιο ψάρι. Μετά εκείνος πρόσθεσε: «Ξέρεις τι έλεγε ο Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ για τις συμπτώσεις;» Κι άρχισε να της εξιστορεί, χωρίς κανένα λόγο, όλες τις ταλαιπωρίες που πέρασε από τότε που έφυγε από το Βερολίνο την προηγούμενη μέρα. Εκείνη απέμεινε να τον ακούει χωρίς να λέει λέξη, προσπαθώντας ίσως να καταλάβει πού θα κατέληγε η συγκεκριμένη κουβέντα. Τον άφησε να τελειώσει κι αντέτεινε ότι η συνάντησή τους δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί πραγματική σύμπτωση. Γιατί, παρά την αλληλουχία των ανεξάρτητων από τη θέλησή του γεγονότων που τον είχαν φέρει σε εκείνη την παραλία, ήταν ο ίδιος που αποφάσισε να ακολουθήσει τα ίχνη της. Έτσι, η θεωρία της «συγχρονικότητας» δεν έβρισκε εφαρμογή στη συνάντησή τους.

404/1081

«Και ποιος το λέει;» «Το λέει ο Γιουνγκ». Ο Ντέιβιντ το θεώρησε εξαιρετικό αντεπιχείρημα κι απέμεινε βουβός. Μην ξέροντας τι άλλο να πει, την αποχαιρέτησε κι έκανε μεταβολή λυπημένος. Κατά τη διάρκεια της επιστροφής σκεφτόταν πόσο ωραίο θα ήταν αν εκείνη η κοπέλα αποκαλυπτόταν στ’ αλήθεια κάτι ιδιαίτερο, μακάρι η γυναίκα της ζωής του. Θα ήταν αξιομνημόνευτο να ερωτευτούν έτσι και να έχουν αυτή την ιστορία να διηγούνται στο μέλλον. Πώς μια σειρά από μικρές ατυχίες μεταμορφώνεται σε μια μεγάλη ερωτική εποποιία. Κι όλα αυτά χάρη σε μια χαμένη αποσκευή. Η κοπέλα δεν τον ακολούθησε για να του πει ότι είχε αλλάξει γνώμη. Κι εκείνος τελικά δεν έμαθε ούτε το όνομά της. Λντί γι’ αυτό, αφού περίμενε ένα μήνα να ξαναβρεί η αεροπορική εταιρία τη βαλίτσα του, πήγε στην Αστυνομική Διοίκηση του Μιλάνου για να καταγγείλει την

405/1081

κλοπή. Εκεί, μπροστά σε ένα μηχάνημα του καφέ, συνάντησε για πρώτη φορά τη Σάντρα, αντάλλαξαν δυο κουβέντες, συμπάθησαν ο ένας τον άλλον και, μερικές εβδομάδες αργότερα, κατέληξαν να ζουν μαζί. Τώρα, ξυπνώντας στο κρεβάτι του ξενοδοχείου στη Ρώμη με ένα βάρος στην ψυχή, παρότι είχε ανακαλύψει ότι ο Ντέιβιντ δολοφονήθηκε και είχε βάλει κατά νου ότι έπρεπε να βρει το δολοφόνο του, η Σάντρα δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει με αυτή τη σκέψη. Κάθε φορά που ο Ντέιβιντ διηγιόταν αυτή την ιστορία σ’ έναν καινούργιο φίλο, αυτός νόμιζε ότι η κοπέλα της παραλίας ήταν η Σάντρα. Ωστόσο, η θαυμαστή πλευρά της ιστορίας ήταν ότι η ζωή χρησιμοποιεί τις πιο κοινότοπες διαδρομές για να μας προσφέρει τις πιο μεγάλες ευκαιρίες. Γιατί η καρδιά του ανθρώπου δεν ψάχνει για «σημεία». Μερικές φορές αρκεί μόνο μια συνάντηση ανάμεσα σε εκατομμύρια ανθρώπους.

406/1081

Μπροστά σε εκείνο το μηχάνημα του καφέ, αν η Σάντρα δεν είχε ένα χαρτονόμισμα των πέντε ευρώ και ο Ντέιβιντ τα ψιλά για να της το χαλάσει, ίσως να μην είχαν λόγο να μιλήσουν. Και αφού αγγίζονταν μόλις και μετά βίας περιμένοντας τους καφέδες τους, να απομακρύνονταν σαν δυο ξένοι, αγνοώντας τον έρωτα που θα μπορούσαν να μοιραστούν και, πράγμα απίστευτο, χωρίς ποτέ να υποφέρουν γι’ αυτό. Πόσες φορές κάθε μέρα συμβαίνει το ίδιο πράγμα και δεν το ξέρουμε; Πόσοι άνθρωποι συναντιούνται τυχαία και μετά απομακρύνονται σαν να μην τρέχει τίποτα, χωρίς να μάθουν ότι θα ήταν τέλειοι ο ένας για τον άλλον; Γι’ αυτό, παρότι ο Ντέιβιντ είχε πεθάνει, εκείνη αισθανόταν προνομιούχα. Και τι ήταν το χτεσινοβραδινό; αναρωτήθηκε. Από τη συνάντηση με τον άνθρωπο με την ουλή τής έμεινε μια έκπληξη

407/1081

που ακόμα δεν κατάφερνε να διαχειριστεί. Νόμιζε ότι είχε απέναντι της ένα δολοφόνο, αλλά ανακάλυψε ότι ήταν ιερέας. Δεν αμφέβαλλε για την ειλικρίνειά του. Θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί το μπλακάουτ για να ξεφύγει αμέσως, κι όμως έμεινε για να της πει ποιος ήταν. Μπροστά σε αυτή την απρόσμενη αποκάλυψη έχασε το κουράγιο να πατήσει τη σκανδάλη. Ήταν σαν να άκουγε τη φωνή της μητέρας της να την προειδοποιεί: “Σάντρα, αγάπη μου, δεν κάνει να πυροβολήσεις έναν παπά. Δεν γίνεται”. Ήταν γελοίο. Συμπτώσεις. Ωστόσο δεν υπήρχε τρόπος να βρει τι συνέδεε τον άντρα της με αυτόν τον τύπο. Η Σάντρα σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήγε να παρατηρήσει με προσοχή τη φωτογραφία του που βρισκόταν ανάμεσα σε εκείνες που είχε εμφανίσει από τη Leica. Τι σχέση είχε ένας

408/1081

ιερέας με την έρευνα; Αντί να της αποκαλύψει κάτι, η εικόνα εκείνη περιέπλεκε τα πάντα. Το στομάχι της γουργούρισε, κι επιπλέον ένιωθε αδιάθετη. Είχε ώρες να φάει κι ίσως είχε πυρετό. Εκείνο το βράδυ είχε επιστρέφει στο ξενοδοχείο μούσκεμα από τη βροχή. Όμως στο σκευοφυλάκιο του Σαν Λουίτζι ντέι Φραντσέζι είχε συνειδητοποιήσει ότι αυτό που επιδίωκε δεν ήταν μόνον η δικαιοσύνη, ήταν μια σκοτεινή ανάγκη να πάρει ικανοποίηση. Η θλίψη έχει παράξενα αποτελέσματα. Μας εξασθενεί και μας κάνει πιο αδύναμους. Αλλά ταυτόχρονα ενισχύει μια επιθυμία που πιστεύαμε ότι την ελέγχαμε: τη λαχτάρα να προκαλέσουμε στους άλλους τον ίδιο πόνο. Λες και η εκδίκηση είναι το μόνο γιατρικό που θα κατευνάσει το δικό μας πόνο. Η Σάντρα κατάλαβε ότι θα έπρεπε να λογαριαστεί με μια σκοτεινή πλευρά της που δεν πίστευε ότι διέθετε. Δεν θέλω να γίνω έτσι,

409/1081

είπε μέσα της. Μα φοβόταν ότι κάτι είχε αλλάξει ανεπιστρεπτί. Έβαλε στην άκρη τη φωτογραφία που έδειχνε τον ιερέα με την ουλή στον κρόταφο, και συγκεντρώθηκε στις τελευταίες δύο που έμεναν να αποκρυπτογραφηθούν. Η μία σκοτεινή. Και η άλλη με τον Ντέιβιντ μπροστά στον καθρέφτη που χαιρετούσε λυπημένα με υψωμένο το χέρι. Τις κράτησε και τις δύο μπροστά της σαν να ήθελε να εντοπίσει μια σχέση. Αλλά δεν της έφερναν τίποτα στο νου. Τις χαμήλωσε νιώθοντας μπλοκαρισμένη. Το βλέμμα της έμεινε στυλωμένο στο πάτωμα. Κάτω από την πόρτα ήταν ένα χαρτί. Πέρασε μερικές στιγμές παρατηρώντας το, ακίνητη. Έπειτα αποφάσισε να πάει να το πάρει, με μια γοργή κίνηση, σαν να φοβόταν. Κάποιος θα πρέπει να το έριξε από κάτω κατά τη διάρκεια της νύχτας, τις λίγες ώρες που είχε παραδοθεί στον ύπνο. Το κοίταξε. Ήταν μια

410/1081

εικονίτσα που έδειχνε ένα δομινικανό καλόγερο. Σαν Ραϊμόντο ντι Πενιαφόρτ. Το όνομα ήταν τυπωμένο στο πίσω μέρος μαζί με μια προσευχή στα λατινικά που έπρεπε να τη λες για να μεσολαβήσει ο άγιος για χάρη σου. Μερικές φράσεις ήταν δυσανάγνωστες γιατί από πάνω τους είχε γραφτεί κάτι με κόκκινο μελάνι, κάτι που έκανε τη Σάντρα να ανατριχιάσει. Μία λέξη. Μια υπογραφή. Φρεντ. 7:00 Του χρειαζόταν ένα πολυσύχναστο μέρος. To McDonald’s κοντά στην πιάτσα ντι Σπάνια εκείνη την ώρα ήταν ιδανικό. Η πελατεία αποτελούνταν κυρίως από ξένους τουρίστες, ανίκανους να προσαρμοστούν στο ελαφρύ και γλυκό πρωινό αλά ιταλικά.

411/1081

Ο Μάρκους διάλεξε εκείνο το μέρος γιατί είχε ανάγκη να νιώσει γύρω του την παρουσία άλλων ανθρώπων· να ξέρει ότι ο κόσμος μπορούσε να προχωρήσει παρά τις φρικαλεότητες που ο ίδιος διαπίστωνε κάθε μέρα· να έχει τη βεβαιότητα ότι δεν είναι μόνος σε αυτόν τον αγώνα, γιατί οι οικογένειες που βρίσκονταν γύρω του -που έφερναν στον κόσμο παιδιά, τα μεγάλωναν με αγάπη και τα ανάτρεφαν έτσι ώστε να επαναλάβουν τα ίδια πράγματα στο μέλλον- διαδραμάτιζαν κάποιο ρόλο στη σωτηρία του ανθρώπινου είδους. Έτσι, παραμέρισε στην άκρη του τραπεζιού ένα φλιτζάνι νερουλό καφέ που δεν τον είχε αγγίξει καν, και έβαλε στο κέντρο το ντοσιέ που του είχε παραδώσει ο Κλεμέντε πριν από μισή ώρα κρύβοντάς το σε ένα εξομολογητήριο· ακόμα ένα από τα σίγουρα σημεία που χρησιμοποιούσαν για να ανταλλάσσουν πληροφορίες.

412/1081

Η παιδική ζωγραφιά με το αγοράκι με το ψαλίδι που είχε βρεθεί στη σοφίτα του Τζερεμάια Σμιθ θύμισε αμέσως στον Κλεμέντε μια ιστορία πριν από τρία χρόνια. Του την είχε διηγηθεί περιληπτικά ενώ βρίσκονταν ακόμα στη βίλα. Όταν όμως έφυγαν, έτρεξε να βρει την υπόθεση στο αρχείο. Ο κωδικός στο εξώφυλλο ήταν c.g. 554-33-1, μα όλοι την ήξεραν ως «υπόθεση Φιγκαρο», όπως είχαν βαφτίσει τα ΜΜΕ -εύστοχα μεν, αλλά με ελάχιστο σεβασμό απέναντι στα θύματα-το δράστη εκείνου του εγκλήματος. Ο Μάρκους άνοιξε το ντοσιέ και άρχισε να διαβάζει την αναφορά. Η σκηνή που εμφανίστηκε στα μάτια των αστυνομικών σε μια βιλίτσα της περιοχής Νουόβο Σαλάριο, μια Παρασκευή βράδυ, ήταν ανατριχιαστική. Ένας νεαρός είκοσι εφτά χρονών, ημιλιπόθυμος μέσα σε μια λίμνη εμετού, στη βάση της σκάλας που οδηγούσε στον πάνω όροφο του σπιτιού. Λίγο παραπέρα

413/1081

η αναπηρική πολυθρόνα που του χρησίμευε για να μετακινείται, διαλυμένη. Ο Φεντερίκο Νόνι ήταν παραπληγικός και στην αρχή οι αστυνομικοί σκέφτηκαν ότι η πτώση του ήταν ένα ολέθριο ατύχημα. Έπειτα όμως ανέβηκαν στον πρωτο όροφο κι εκεί έκαναν τη μακάβρια ανακάλυψη. Σε μία κρεβατοκάμαρα βρήκαν το καταξεσκισμένο πτώμα της αδελφής του, της Τζόρτζια Νόνι. Η εικοσιπεντάχρονη κοπέλα ήταν γυμνή και είχε βαθιές πληγές από αιχμηρό όπλο σε όλο της το σώμα. Η μοιραία πληγή, πάντως, της είχε ξεσκίσει την κοιλιά. Αναλύοντας τα τραύματα, ο ιατροδικαστής είχε καταλήξει ότι το φονικό όπλο ήταν ένα ψαλίδι. Ο Κλεμέντε τού είχε πει ότι το αντικείμενο της έρευνας ήταν δυστυχώς γνωστό στις δυνάμεις της τάξεως, διότι τρεις γυναίκες είχαν δεχτεί προηγουμένως επίθεση με τον ίδιο τρόπο από ένα μανιακό - εξ ου και

414/1081

το παρατσούκλι Φίγκαρο. Εκείνες είχαν γλιτώσει. Αλλά, απ’ ό,τι φαινόταν, ο δράστης θέλησε να κάνει ένα ποιοτικό άλμα και να γίνει δολοφόνος. Το «μανιακός» ήταν ένας ατελής ορισμός, σκέφτηκε ο Μάρκους. Γιατί το άτομο εκείνο ήταν κάτι πολύ περισσότερο. Μες στη διεστραμμένη και νοσηρή του φαντασία, αυτό που έκανε με το ψαλίδι τού ήταν απαραίτητο για να νιώσει ευχαρίστηση. Ήθελε να αισθανθεί την οσμή του φόβου στα θύματά του, ανάμεικτη με τη μυρωδιά του αίματος που έτρεχε από τις πληγές τους. Ο Μάρκους σήκωσε για μια στιγμή το βλέμμα από εκείνα τα φύλλα, είχε ανάγκη από μια γεύση φυσιολογικής ζωής. Τη βρήκε σε ένα κοριτσάκι που, μερικά τραπέζια παραπέρα, άνοιγε προσεκτικά ένα Happy Meal. Είχε τη γλωσσίτσα στα χείλη και τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό.

415/1081

Πότε αλλάζουμε; αναρωτήθηκε. Πότε η ιστορία του καθενός μας μεταβάλλεται με αμετάκλητο τρόπο; Μερικές φορές όμως δεν συμβαίνει. Μερικές φορές όλα πάνε όπως πρέπει να πάνε. Η εικόνα της μικρούλας ήταν αρκετή για να του ξαναδώσει λίγη εμπιστοσύνη στο ανθρώπινο είδος. Μπορούσε να βουλιάξει και πάλι στο βάραθρο του φακέλου που είχε μπροστά του. Αρχισε να διαβάζει στην αστυνομική αναφορά πώς εξελίχθηκαν τα γεγονότα. Ο δολοφόνος είχε μπει από την είσοδο που έμεινε ανοιχτή από απροσεξία της Τζόρτζια Νόνι όταν γύρισε από τα ψώνια. Ο Φίγκαρο συνήθιζε να διαλέγει τα θύματά του στα σούπερ μάρκετ και να τα ακολουθεί ως το σπίτι τους. Οι άλλες γυναικες, όμως, ηταν μόνες κατά τη στιγμή της επίθεσης. Αντίθετα, μαζί με την Τζόρτζια βρισκόταν και ο αδελφός της ο Φεντερίκο στο σπίτι. Ήταν πρώην

416/1081

αθλητής με μεγάλες προοπτικές, αλλά ένα συνηθισμένο ατύχημα με μοτοσικλέτα έβαλε τέλος στην καριέρα του και του στέρησε την ικανότητα να περπατάει. Σύμφωνα με όσα είπε ο νεαρός, ο Φίγκαρο τον είχε αιφνιδιάσει πισώπλατα. Αναποδογύρισε την αναπηρική πολυθρόνα, στέλνοντάς τον να σωριαστεί στο πάτωμα και να χάσει τις αισθήσεις του. Μετά, ο δολοφόνος έσυρε πάνω την Τζόρτζια κι εκεί την υπέβαλε στα μαρτύρια που επεφύλασσε σε όλες του τις γυναίκες. Ο Φεντερίκο συνήλθε και ανακάλυψε ότι η αναπηρική του πολυθρόνα ήταν ανεπανόρθωτα κατεστραμμένη. Από τις κραυγές της αδελφής του κατάλαβε ότι κάτι τρομερό συνέβαινε στον επάνω όροφο. Αφού προσπάθησε να καλέσει βοήθεια, δοκίμασε να ανεβεί τη σκάλα στηριγμένος στα μπράτσα του. Μα δεν ήταν πια γυμνασμένος όπως άλλοτε, επιπλέον ήταν ακόμα ζαλισμένος από το χτύπημα και δεν τα κατάφερε.

417/1081

Εκεί που βρισκόταν ήταν αναγκασμένος να ακούει, χωρίς να μπορεί να παρέμβει για να βοηθήσει τον άνθρωπο που αγαπούσε περισσότερο απ’ όλους στον κόσμο· την αδελφή που τον φρόντιζε και που, κατά πάσα πιθανότητα, θα συνέχιζε να τον περιποιείται τρυφερά για όλη της τη ζωή. Έμεινε εκεί να βλαστημάει, μανιασμένος και ανήμπορος, στα πόδια εκείνης της καταραμένης σκάλας. Για το συμβάν ειδοποίησε μια γειτόνισσα, η οποία άκουσε τα ουρλιαχτά που έρχονταν από το σπίτι. Ακούγοντας τη σειρήνα του περιπολικού, ο δολοφόνος το έβαλε στα πόδια χρησιμοποιώντας μια βοηθητική πόρτα που έβγαζε στον κήπο. Ενώ έφευγε, άφησε αποτυπώματα των παπουτσιών του σε ένα χωμάτινο μονοπάτι. Όταν τέλειωσε το διάβασμα, ο Μάρκους είδε ότι η μικρούλα με το Happy Meal μοιραζόταν επιδέξια ένα μάφιν σοκολάτας με τον αδελφούλη της, κάτω από το καλοσυνάτο

418/1081

βλέμμα των γονιών τους. Οι αμφιβολίες του θόλωσαν την εικόνα αυτού του ειδυλλιακού οικογενειακού κάδρου. Αυτή τη φορά ήταν ο Φεντερίκο Νόνι το θύμα που ορκίστηκε να πάρει εκδίκηση; Κάποιος τον βοηθούσε ήδη να βρει το δολοφόνο της αδελφής του, που έμεινε ατιμώρητος; Και το δικό του καθήκον ήταν να σταματήσει το νεαρό; Ενώ έθετε αυτά τα ερωτήματα, ο Μάρκους έπεσε σε μια σημείωση στο τέλος του φακέλου· μια λεπτομέρεια που ίσως ούτε ο φίλος του ο Κλεμέντε γνώριζε, γιατί την είχε παραλείψει στην περιγραφή που του είχε κάνει όσο βρίσκονταν ακόμα στη βίλα του Τζερεμάια Σμιθ. Δεν υπήρχε καμία περίπτωση για εκδίκηση, γιατί ο Φίγκαρο είχε όνομα. Και η υπόθεση είχε κλείσει με τη σύλληψή του. 7:26

419/1081

Είχε απομείνει κοιτώντας την εικονίτσα με την υπογραφή Φρεντ τουλάχιστον είκοσι λεπτά. Πρώτα ήταν η μακάβρια εκτέλεση του τραγουδιού που συμβόλιζε τον έρωτά τους με τον άντρα της, γραμμένη στο μαγνητόφωνο το κρυμμένο στην αποθήκη με τη φωνή του ανθρώπου που τον είχε σκοτώσει. Και τώρα βεβηλωνόταν άλλο ένα κομμάτι της οικειότητάς τους. Το χαϊδευτικό παρωνύμιο με το οποίο αποκαλούσε τον Ντέιβιντ δεν ανήκε πια μόνο σε αυτήν. Ήταν ο δολοφόνος του, σκέφτηκε σφίγγοντας το χαρτάκι που της είχαν ρίξει κάτω από την πόρτα. Ξέρει ότι είμαι εδώ. Τι θέλει από μένα; Στο δωμάτιο του ξενοδοχείου η Σάντρα προσπαθούσε να βρει μια εξήγηση που θα την καθησύχαζε. Πάνω στην εικονίτσα του Σαν Ραϊμόντο ντι Πενιαφόρτ, μαζί με την

420/1081

προσευχή, ήταν γραμμένος και ο τόπος της λατρείας του δομινικανού μοναχού. Ένα παρεκκλήσι στη βασιλική της Σάντα Μαρία σόπρα Μινέρβα. Η Σάντρα αποφάσισε να καλέσει τον Ντε Μικέλις για να του ζητήσει πληροφορίες. Ετοιμαζόταν να χρησιμοποιήσει το κινητό της, όμως αντιλήφθηκε ότι είχε μείνει από μπαταρία. Το έβαλε να φορτίσει κι έκανε να πιάσει το τηλέφωνο του δωματίου. Όμως σταμάτησε μια στιγμή προτού σχηματίσει τον αριθμό, παρατηρώντας το ακουστικό που κρατούσε στο χέρι. Όταν ανακάλυψε ότι ο Ντέιβιντ είχε έρθει στη Ρώμη για κάποια λεπτή έρευνα, αναρωτήθηκε μήπως είχε έρθει σε επαφή με κάποιον κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην πόλη· με έναν άνθρωπο που θα μπορούσε να του προσφέρει οποιουδήποτε είδους βοήθεια. Αλλά στο notebook του και στη

421/1081

μνήμη του κινητού του δεν υπήρχαν e-mails ή τηλεφωνήματα εκείνης της περιόδου. Αυτή η απομόνωση της είχε φανεί παράξενη. Η Σάντρα εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε ότι δεν είχε ελέγξει το τηλέφωνο του ξενοδοχείου. Έχουμε συνηθίσει τόσο πολύ στις υπερβολές της τεχνολογίας -σκέφτηκε-, ώστε δεν μπορούμε πια να σκεφτούμε με απλούστερους όρους. Έκλεισε και πήρε το 9 για να επικοινωνήσει με τη ρεσεψιόν. Ζήτησε να μιλήσει με το διευθυντή, τον οποίο ρώτησε για τον κατάλογο των τηλεφωνημάτων που είχε κάνει ο Ντέιβιντ κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο ξενοδοχείο. Για ακόμα μια φορά, επικαλέστηκε καταχρηστικά την ιδιότητά της ως δημόσιος λειτουργός, κομπάζοντας ότι έκανε μια έρευνα για το θάνατο του συζύγου της. Παρότι δεν την πίστεψε ολότελα, ο

422/1081

άνθρωπος της έκανε τη χάρη. Λίγο αργότερα, ένας πρόθυμος γκρουμ τής έφερε μια λίστα με μόνο ένα νούμερο. 0039 328 39 56 7 XXX Είχε πετύχει διάνα: ο Ντέιβιντ είχε καλέσει πολλές φορές ένα κινητό. Η Σάντρα θα ήθελε να διαπιστώσει σε ποιον ανήκε αυτός ο αριθμός, αλλά τα τρία τελευταία νούμερα ήταν κρυπτογραφημένα με ένα Χ. Ήταν φυσικό το κέντρο του ξενοδοχείου, για λόγους εχεμύθειας, να μην καταχωρίζει ολόκληρους τους αριθμούς των εισερχόμενων ή εξερχόμενων κλήσεων. Στην ουσία, το σύστημα εκείνο χρησίμευε μόνον ως απόδειξη των τηλεφωνημάτων που θα χρεώνονταν στους πελάτες. Ωστόσο, αν ο Ντέιβιντ είχε αποφασίσει να τηλεφωνήσει σε εκείνο το νούμερο από το δωμάτιο του ξενοδοχείου, σήμαινε ότι δεν φοβόταν αυτόν που βρισκόταν στην άλλη άκρη

423/1081

της γραμμής. Γιατί, λοιπόν, να τον φοβηθεί εκείνη; Παρατήρησε για ακόμα μια φορά την εικονίτσα με την υπογραφή Φρεντ. Κι αν δεν της την έστειλε ο δολοφόνος του άντρα της; Αν όλο αυτό ήταν έργο ενός μυστηριώδους συνεργάτη; Η συγκεκριμένη υπόθεση είχε κάποια βάση. Όποιος κι αν ήταν, θα έπρεπε να νιώθει ότι κινδυνεύει έπειτα από αυτό που συνέβη στον Ντέιβιντ. Έτσι, ήταν φυσιολογικό να είναι προσεκτικός. Ίσως αυτό που βρήκε κάτω από την πόρτα να ήταν μια πρόσκληση να πάει στη βασιλική της Σάντα Μαρία σόπρα Μινέρβα, γιατί εκεί υπήρχε κάτι που μπορούσε να τη βοηθήσει. Είχε υπογράψει Φρεντ για να την καθησυχάσει, δείχνοντάς της ότι ήξερε τον Ντέιβιντ. Στο κάτω-κάτω της γραφής, αν κάποιος ήθελε να της κάνει κακό, θα τον βόλευε να παραμείνει στο σκοτάδι και να τη χτυπήσει προδοτικά, δεν θα της άφηνε ένα μήνυμα.

424/1081

Η Σάντρα ήξερε ότι δεν υπήρχαν βεβαιότητες, αλλά μόνον αμφιβολίες που προστίθεντο στα άλλα ερωτήματα. Κατάλαβε ότι βρισκόταν μπροστά σε ένα σταυροδρόμι. Μπορούσε να πάρει το πρώτο τρένο και να γυρίσει στο Μιλάνο, αναζητώντας έναν τρόπο να ξεχάσει αυτή την ιστορία. Ή να διαλεξει να προχωρήσει και να το κάνει με οποιοδήποτε τίμημα. Αποφάσισε να συνεχίσει. Αλλά πρώτα έπρεπε να διαπιστώσει τι την περίμενε στο παρεκκλήσι του Σαν Ραϊμόντο ντι Πενιαφόρτ. Η βασιλική της Σάντα Μαρία σόπρα Μινέρβα βρισκόταν κοντά στο Πάνθεον και είχε χτιστεί το 1280, κοντά στον αρχαίο ναό τον αφιερωμένο στην Αθηνά Χαλκίοικο. Η Σάντρα κατέβηκε από το ταξί στην απέναντι πλατεία. Στο κέντρο της υπήρχε ένας μικρός αιγυπτιακός οβελίσκος, τοποθετημένος από τον Μπερνίνι στην πλάτη ενός μικρού

425/1081

ελέφαντα. Ένας θρύλος έλεγε ότι ο αρχιτέκτονας των παπών θέλησε να τοποθετήσει το πέτρινο ζώο με τα οπίσθια προς το κοντινό μοναστήρι των Δομινικανών, για να χλευάσει τη βλακεία τους. Η Σάντρα φορούσε τζιν κι ένα γκρι φλις με κουκούλα, την οποία μπορούσε να σηκώσει σε περίπτωση βροχής. Η καταιγίδα εκείνης της νύχτας έμοιαζε μια απλή ανάμνηση. Ο ζεστός αέρας είχε στεγνώσει τους δρόμους. Ο ταξιτζής που την έφερε είχε νιώσει υποχρεωμένος να δικαιολογηθεί για εκείνες τις ατέλειωτες μέρες κακοκαιρίας και τη διαβεβαίωσε ότι στη Ρώμη έχει πάντα ήλιο. Ωστόσο, μαύρα σύννεφα είχαν αρχίσει ήδη να απλώνονται σαν γάγγραινα στο χρυσό ουρανό. Η Σάντρα διέσχισε την πόρτα της ρωμανικού και αναγεννησιακού ρυθμού πρόσοψης και ανακάλυψε ότι το εσωτερικό έκρυβε ένα απρόσμενο γοτθικό στιλ του Μεσαίωνα, με ορισμένες αμφισβητήσιμες

426/1081

μπαρόκ διορθώσεις. Απέμεινε λίγο να χαζεύει τους θόλους με τα μπλε φρέσκο, ιστορημένους με μορφές αποστόλων, προφητών και πατέρων της Εκκλησίας. Η βασιλική είχε μόλις ανοίξει τις πόρτες της για τους πιστους. Σύμφωνα με το ημερολόγιο που ήταν κολλημένο στην είσοδο, η πρώτη πρωινή λειτουργία θα γινόταν στις δέκα. Πέρα από μία μοναχή που τακτοποιούσε λουλούδια στην κεντρική Αγία Τράπεζα, η Σάντρα ήταν η μόνη επισκέπτρια. Η παρουσία της καλόγριας, πάντως, την καθησύχαζε. Πήρε την εικονίτσα που έδειχνε τον Σαν Ραϊμόντο ντι Πενιαφόρτ και προχώρησε μέσα σε απόλυτη μοναξιά να βρει τον πίνακα. Πέρασε από τα παρεκκλήσια που ανοίγονταν στα κλιτή. Η εκκλησία είχε καμιά εικοσαριά όλα μεγαλόπρεπα. Στολισμένα με κόκκινο ίασπη, γεμάτο φλέβες που έσφυζαν σαν να ήταν ζωντανός, και πολύχρωμο μάρμαρο, που μερικές φορές έπεφτε ανάλαφρο σαν

427/1081

υφασμάτινο παραπέτασμα, σχηματίζοντας μαλακές πέτρινες καμπύλες, ή ενσαρκωνόταν σε ιερά αγάλματα με λεία και φωτεινή φιλντισένια επιδερμίδα. Το παρεκκλήσι που την ενδιέφερε ήταν το τελευταίο, στο βάθος δεξιά. Το πιο φτωχικό. Χωρίς στολίδια, στριμωγμένο σε μια σκοτεινή γωνιά, ήταν το πολύ δεκαπέντε τετραγωνικά. Δεν υπήρχαν πολύτιμα μάρμαρα να ντύνουν το γυμνό τοίχο της κατασκευής, που είχε μαυρίσει από την καπνιά. Μόνο μια σειρά ταφικά μνημεία. Η Σάντρα πήρε το κινητό της σκοπεύοντας να το φωτογραφίσει, όπως θα έκανε αν αποτύπωνε μια σκηνή εγκλήματος: από το γενικό στο ειδικό. Άρχισε να τραβάει προχωρώντας από πάνω προς τα κάτω. Έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στα εργα που υπήρχαν μέσα στο παρεκκλήσι. Ο Σαν Ραϊμόντο ντι Πενιαφόρτ, με το ράσο του δομινικανού, απεικονιζόταν μαζί με τον

428/1081

Απόστολο Παύλο στο κεντρικό τμήμα πάνω από την Αγία Τράπεζα. Στα αριστερά υπήρχε μια ελαιογραφία με τη Σάντα Αουτσία και τη Σάντ’ Άγκατα. Όμως η Σάντρα εντυπωσιάστηκε από την τοιχογραφία που βρισκόταν στα δεξιά του παρεκκλησιού. Ο Ιησούς Κριτής ανάμεσα σε δύο αγγέλους. Από κάτω ήταν αναμμένα πλήθος κεριά. Φλογιτσες που χόρευαν όλες μαζί στην πιο αχνή πνοή ανέμου, δίνοντας στο στενόχωρο παρεκκλήσι μια κοκκινωπή απόχρωση. Η Σάντρα φωτογράφιζε εκείνα τα έργα με την ελπίδα να της προσφέρουν την απάντηση που προσδοκούσε, όπως είχε συμβεί με τον πίνακα του Μαρτυρίου του αγίου Ματθαίου στον Σαν Λουίτζι ντέι Φραντσέζι. Ήταν βέβαιη ότι μέσα από το φίλτρο του φωτογραφικού φακού όλα θα της φαίνονταν πιο καθαρά. Όπως γινόταν όταν επισκεπτόταν με τη Σήμανση τη σκηνή ενός εγκλήματος. Ωστόσο, δεν κατάφερνε να λύσει το αίνιγμα. Ήταν η

429/1081

δεύτερη φορά που της συνέβαινε εκείνο το πρωί, μετά την ανακάλυψη του μυστηριώδους αριθμού του κινητού που της είχαν δώσει από το τηλεφωνικό κέντρο του ξενοδοχείου, χωρίς όμως τα τρία τελευταία νούμερά του. Ήταν αποθαρρυντικό να ξέρει ότι βρίσκεται τόσο κοντά σε μιαν αλήθεια και να μην μπορεί να κάνει το τελευταίο, αποφασιστικό βήμα. Είναι δυνατόν ανάμεσα στις φωτογραφίες του Ντέιβιντ να μην υπήρχε τίποτα που να παρέπεμπε σε αυτόν το χώρο; Ξανασκέφτηκε τις εικόνες που είχαν απομείνει. Για ακόμα μία φορά απέκλεισε τη σκοτεινή και επικεντρώθηκε στην άλλη. Ο Ντέιβιντ, γυμνός από τη μέση και πάνω, μπροστά στον καθρέφτη του ξενοδοχείου. Με το ένα χέρι τραβούσε φωτογραφία, με το άλλο χαιρετούσε προς το φακό. Η πόζα μπορεί να έμοιαζε αστεία, αλλά εξαιτίας της σοβαρής του έκφρασης η φωτογραφία δεν είχε τίποτα το κωμικό.

430/1081

Καθώς σκεφτόταν, έπαψε να τραβάει και εστίασε στο αντικείμενο που είχε στα χέρια της. Κινητό και φωτογραφία, μέχρι τότε δεν είχε κάνει ακόμα τη σύνδεση. Φωτογραφία και κινητό. «Όχι», είπε σαν να της είχε έρθει η πιο ανόητη ιδέα. «Δεν είναι δυνατόν». Η λύση ήταν μπροστά στα μάτια της και δεν την είχε ανακαλύψει νωρίτερα. Έψαξε στην τσάντα της το χαρτί με το νούμερο του κινητού που της είχαν δώσει στο ξενοδοχείο. 0039 328 39 56 7 XXX Ο Ντέιβιντ δεν χαιρετούσε προς τον καθρέφτη. Με το υψωμένο χέρι του της έδειχνε έναν αριθμό· αυτόν που έλειπε από το νούμερο που της είχαν παραδώσει. Η Σάντρα σχημάτισε τα νούμερα στο κινητό της, αντικαθιστώντας τα X που κάλυπταν τους τρεις τελευταίους αριθμούς με τη σειρά «555». Περίμενε. Έξω ο ουρανός ήταν και πάλι βαρύς. Ένα μαυριδερό φως έμπαινε κλεφτά στη βασιλική

431/1081

από τα παράθυρά της. Σερνόταν στα κλίτη και γέμιζε κάθε γωνιά, κάθε εσοχή. Το σήμα έδειξε ότι η γραμμή ήταν ελεύθερη. Μια στιγμή αργότερα, άκουσε να χτυπάει ένα κινητό μες στον αντίλαλο της εκκλησίας. Δεν μπορεί να ήταν ένας τυχαίος συγχρονισμός. Βρισκόταν εκεί. Και την παρακολουθούσε. Έπειτα από τρία χτυπήματα, ο ήχος σταμάτησε και η γραμμή έκλεισε. Η Σάντρα στράφηκε στην κεντρική Αγία Τράπεζα για να ελέγξει αν ήταν ακόμα εκεί η μοναχή που είχε δει νωρίτερα. Μα δεν ήταν. Τότε κοίταξε γύρω της, περιμένοντας να εμφανιστεί κάποιος. Δεν έγινε τίποτα. Κατάλαβε ότι κινδύνευε μια στιγμή προτού ακουστεί ένα σφύριγμα πάνω από το κεφάλι της και μετά μια πρόσκρουση στον τοίχο. Αναγνώρισε έναν πυροβολισμό με σιγαστήρα και έσκυψε, φέρνοντας το χέρι στο υπηρεσιακό πιστόλι της. Όλες της οι αισθήσεις βρίσκονταν σε συναγερμό, αλλά δεν μπορούσε

432/1081

να εμποδίσει την καρδιά της να χτυπάει πανικόβλητη. Μια δεύτερη σφαίρα ξαστόχησε για κάνα μέτρο. Δεν γινόταν να προσδιορίσει τη θέση του σκοπευτή, μα ήταν βέβαιη ότι εκεί που στεκόταν δεν μπορούσε να τη χτυπήσει. Ωστόσο, θα έπαιρνε θάρρος από το γεγονός ότι ήταν αόρατος και σύντομα θα μετακινούνταν για να μπορέσει να στοχεύσει καλύτερα. Έπρεπε να φύγει από κει. Τέντωσε το όπλο μπροστά της και στράφηκε καθισμένη στις φτερνες της, όπως της είχαν διδάξει στην αστυνομία, καλύπτοντας με το βλέμμα το γύρω χώρο. Εντόπισε μια άλλη έξοδο λίγα μέτρα πιο κει απ’ όπου βρισκόταν. Για να φτάσει, έπρεπε να εκμεταλλευτεί την κάλυψη που της πρόσφεραν οι κολόνες του κλίτους. Ήταν λάθος της που εμπιστεύτηκε την εικονίτσα. Πώς μπόρεσε να κάνει κάτι τόσο

433/1081

επιπόλαιο, ενώ ο δολοφόνος του Ντέιβιντ κυκλοφορούσε ακόμα ελεύθερος; Έδωσε στον εαυτό της δέκα δευτερόλεπτα για να φτάσει στην έξοδο. Άρχισε να μετράει και ταυτόχρονα όρμησε μπροστά. Ένα κανένας πυροβολισμός. Δύο - είχε ήδη μερικά μέτρα αβαντάζ. Τρία - το αδύναμο φως από ένα βιτρό την τύλιξε για μια στιγμή. Τέσσερα βρισκόταν και πάλι στο καταφύγιο της σκιάς. Πέντε - έλειπαν λίγα βήματα, θα τα κατάφερνε σε λιγότερο χρόνο. Έξι και εφτά - ένιωσε να την αρπάζουν από τους ώμους, κάποιος μέσα από ένα παρεκκλήσι την τράβηξε προς το μέρος του. Οχτώ, εννέα και δέκα - ήταν μια απροσδόκητη δύναμη και δεν κατάφερνε να προβάλει αντίσταση. Έντεκα, δώδεκα και δεκατρία - χτυπιόταν, πάσχιζε κι αγωνιζόταν να ξεφύγει από κείνο το αγκάλιασμα. Δεκατέσσερα - τα κατάφερε, αλλά για λίγο. Το πιστόλι τής έπεσε, κι εκείνη, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να ξαναρχίσει να

434/1081

τρέχει, γλίστρησε. Δεκαπέντε συνειδητοποίησε ότι θα χτυπούσε το κεφάλι της στο μαρμάρινο πάτωμα και, με μια παράξενη έκτη αίσθηση, ένιωσε τον πόνο μια στιγμή προτού αγγίξει το έδαφος. Έφερε μπροστά τα μπράτσα για να σταματήσει την πτώση, αλλά ήταν μάταιο. Το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να γυρίσει το κεφάλι, έτσι ώστε να μετριάσει το χτύπημα πέφτοντας με το πλάι του προσώπου. Το ζυγωματικό της χτύπησε στο κρύο πάτωμα, που σε μια στιγμή έγινε καυτό. Μια σουβλιά τη διαπέρασε σαν ηλεκτρική εκκένωση. Δεκαέξι - τα μάτια της ήταν ανοιχτά, μα ένιωθε ότι είχε χάσει τις αισθήσεις της. Ήταν μια παράξενη κατάσταση, αισθανόταν απούσα και ταυτόχρονα είχε συναίσθηση του εαυτού της. Δεκαεφτά - ένιωσε δυο χέρια που την έπιαναν από τους ώμους. Έπειτα, έπαψε να μετράει και ήρθε το σκοτάδι.

435/1081

9:00 Η φυλακή Ρετζίνα Κοέλι ήταν αρχικά μοναστήρι αφιερωμένο στην Παναγία. Η κατασκευή της ξεκίνησε το δεύτερο μισό του Που αιώνα. Από το 1881 είχε μετατραπεί σε κρατητήριο. Όμως από τον παλιό προορισμό της διατηρούσε ακόμα το όνομα, προς τιμήν της Παναγίας. Το κτίριο μπορούσε να φιλοξενήσει περίπου εννιακόσιους κρατουμένους, μοιρασμένους σε διάφορα τμήματα, ανάλογα με τα εγκλήματά τους. Στον αριθμό 8 κρατούνταν οι επονομαζόμενοι «borderline». Ήταν άτομα που είχαν ζήσει επί χρόνια φυσιολογικά, δουλεύοντας, δημιουργώντας σχέσεις, ενίοτε οικογένεια, και μετά, εντελώς ξαφνικά, είχαν διαπράξει ένα στυγερό έγκλημα που δεν συνδεόταν με ένα σαφές και καθαρό κίνητρο, θέττοντας εν αμφιβόλω την ψυχική υγεία τους.

436/1081

Δεν παρουσίαζαν τα αδιαμφισβήτητα σημάδια μιας διανοητικής ασθένειας, η ανωμαλία τους αποκαλυπτόταν μόνο μέσα από την εγκληματική συμπεριφορά τους και δεν είχε ως αποτέλεσμα νοσηρές ψυχικές εκδηλώσεις: στις περιπτώσεις αυτές, το μόνο νοσηρό ήταν το έγκλημα. Περιμένοντας να αποφανθεί κάποιο δικαστήριο για τις ικανότητες κατανόησης και βούλησής τους, έχαιραν στο μεταξύ μιας αντιμετώπισης διαφορετικής από τον υπόλοιπο πληθυσμό της φυλακής. Εδώ και ένα χρόνο το τμήμα 8 ήταν το σπίτι του Νικόλα Κόστα ή Φίγκαρο. Αφού ξεπέρασε τους τυπικούς ελέγχους, ο Μάρκους διέσχισε την είσοδο και μπήκε σε ένα μακρύ διάδρομο, χωρισμένο από κάγκελα, που μετρούσαν την πρόσβαση στην καρδιά της φυλακής σαν μια προοδευτική κάθοδο στους κύκλους της κόλασης. Για την περίσταση, είχε βάλει το ράσο του. Δεν ήταν συνηθισμένος στο λευκό κολάρο που

437/1081

του έσφιγγε το λαιμό ούτε στο ράσο που ανέμιζε όταν περπατούσε. Καθώς δεν το είχε φορέσει ποτέ του, το ιερατικό σχήμα ήταν μια μεταμφίεση. Λίγες ώρες νωρίτερα, όταν έμαθε ότι ο κατά συρροήν δολοφόνος βρισκόταν ασφαλισμένος πίσω από τα σίδερα, κατέστρωσε με τον Κλεμέντε αυτό το σχέδιο για να τον συναντήσει. Ο Νικόλα Κόστα περίμενε να αποφασίσει ένας δικαστής αν θα έπρεπε να εκτίσει την ποινή του στη φυλακή ή σε κάποιο ψυχιατρείο. Στο μεταξύ, είχε πάρει το δρόμο της μετάνοιας και της μεταστροφής. Κάθε πρωί οι φρουροί τον συνόδευαν στο εκκλησάκι της φυλακής. Εξομολογούνταν και παρακολουθούσε τη λειτουργία μόνος του. Εκείνη τη μέρα όμως ο ιερέας της φυλακής κλήθηκε εσπευσμένα από την Κουρία, το Σώμα διακυβέρνησης της Αγίας Έδρας, για κάποιον άγνωστο λόγο. Ο Κλεμέντε κατάφερε να οργανώσει τα πάντα ώστε να εξασφαλίσει

438/1081

στον Μάρκους μια άδεια να τον αντικαταστήσει προσωρινά κι έτσι να μπει ανενόχλητος στη Ρετζίνα Κοέλι. Έθεταν, βέβαια, σε κίνδυνο τη μυστικότητά τους, μα το σχέδιο που βρήκαν στη σοφίτα του Τζερεμάια Σμιθ ίσως να εξιστορούσε μια διαφορετική πραγματικότητα. Υπήρχε η πιθανότητα η υπόθεση Φίγκαρο να μην είχε κλείσει στ’ αλήθεια. Ο Μάρκους βρισκόταν εκεί για να το ανακαλύψει. Αφού άφησε πίσω του το μακρύ πέτρινο διάδρομο, βγήκε σε μια ψηλή οκταγωνική αίθουσα που καταλάμβανε όλο το ύψος του κτιρίου, στην οποία έβλεπαν οι τρεις όροφοι που φιλοξενούσαν τα κελιά. Τα μπαλκόνια ήταν κλειστά με μεταλλικά δίχτυα ως το ταβάνι, εμποδίζοντας τυχόν υποψήφιους αυτόχειρες που θα ήθελαν να ριχτούν από κει. Ένας δεσμοφύλακας τον συνόδεψε στο εκκλησάκι και τον άφησε μόνο να προετοιμάσει τη λειτουργία. Ένα από τα

439/1081

ιερατικά καθήκοντα ήταν η τέλεση της Θείας Ευχαριστίας: οι ιερείς έπρεπε να κάνουν καθημερινά τη λειτουργία. Ο Μάρκους συγκαταλεγόταν σε αυτούς που είχαν απαλλαγεί με ανάλογη εντολή από αυτό το καθήκον. Μετά τα γεγονότα της Πράγας, είχε τελέσει ορισμένες λειτουργίες υπό την καθοδήγηση του Κλεμέντε, έτσι που να εξοικειωθεί και πάλι με το τελετουργικό. Οπότε ήταν έτοιμος. Δεν είχε τρόπο να μελετήσει σε βάθος τον άνθρωπο που ετοιμαζόταν να συναντήσει, κυρίως σε σχέση με την ψυχολογική κατάστασή του. Αλλά ο ορισμός «borderline» εξέφραζε με εύγλωττο τρόπο την ιδέα ότι υπάρχει ένα λεπτότατο διάφραγμα που χωρίζει τους ανθρώπους από το κακό. Μερικές φορές αυτό το όριο είναι ελαστικό, επιτρέπει σύντομες επισκέψεις στη σκοτεινή πλευρά, εξασφαλίζοντας πάντα τη δυνατότητα να επιστρέψεις. Μα άλλες φορές, αν το

440/1081

παραβιάσεις, αυτό το φράγμα σπάει, αφήνοντας ανοιχτό ένα επικίνδυνο πέρασμα από το οποίο ορισμένα άτομα καταφέρνουν να μετακινούνται με την άνεσή τους. Μπορεί να φαίνονται εντελώς φυσιολογικά, αλλά αρκεί ένα βήμα στην άλλη μεριά και είναι ικανοί να μεταμορφωθούν σε κάτι αδιανόητο και φονικό. Σύμφωνα με τους ψυχιάτρους, ο Νικόλα Κόστα ανήκε σε αυτή την ανεξιχνίαστη κατηγορία. 0 Μάρκους ετοίμαζε την Αγία Τράπεζα, έχοντας την πλάτη γυρισμένη στην άδεια αίθουσα. Κατάλαβε ότι ερχόταν, όταν άκουσε το κουδούνισμα από τις χειροπέδες που του έδεναν τους καρπούς. Ο Κόστα μπήκε στην εκκλησία, ανάμεσα σε δύο δεσμοφύλακες, περπατώντας άγαρμπα. Φορούσε τζιν και άσπρο πουκάμισο, κουμπωμένο ως το λαιμό. Ήταν ξυρισμένος και φαλακρός, εκτός από μερικές τούφες που πετούσαν εδώ κι εκεί στο

441/1081

κρανίο του, δίνοντάς του μια αλλόκοτη όψη. Όμως αυτό που εντυπώσιαζε όποιον τον αντίκριζε ήταν μια ολοφάνερη χειλόσχιση που ζωγράφιζε στα χείλη του ένα μόνιμο επίβουλο χαμόγελο. Ο κρατούμενος σύρθηκε ως έναν από τους πάγκους. Οι δεσμοφύλακες τον βοήθησαν να καθίσει κρατώντας τον από τα μπράτσα κι έπειτα πήγαν να περιμένουν έξω. Θα έμεναν εκεί φυλάσσοντας την είσοδο, για να μην ταράξουν την ιδιαιτερότητα εκείνων των στιγμών. Ο Μάρκους περίμενε ακόμα λίγο και μετά γύρισε διαβάζοντας την έκπληξη στο βλέμμα του κρατουμένου. «Πού είναι ο παπάς;» ρώτησε εκείνος σαστισμένος. «Δεν ένιωθε καλά». Ο Κόστα κούνησε το κεφάλι και δεν είπε τίποτε άλλο. Έσφιγγε ένα ροζάριο στα χέρια του κι επαναλάμβανε χαμηλόφωνα μια

442/1081

ακατανόητη προσευχή. Κάθε τόσο αναγκαζόταν να βγάζει από το τσεπάκι του πουκαμίσου του ένα μαντιλάκι και να σκουπίζει τα σάλια που έτρεχαν από τη σχισμή των χειλιών του. «Πριν από τη λειτουργία θέλεις να εξομολογηθείς;» «Με τον άλλο ιερέα ακολουθούσα ένα είδος πνευματικής πορείας. Εγώ του μιλούσα για τις αγωνίες μου, τις αμφιβολίες μου κι εκείνος μου απαντούσε με το Ευαγγέλιο. Ίσως πρέπει να περιμένω να ξανάρθει». Ήταν πράος σαν αρνάκι, παρατήρησε ο Μάρκους. Ή έπαιζε καλά το ρόλο του. «Συγγνώμη, νόμιζα ότι θα ήθελες», είπε γυρίζοντάς του και πάλι την πλάτη. «Τι πράγμα;» ρώτησε ο Κόστα αποπροσανατολισμένος. «Να εξομολογηθείς τα κρίματά σου». Ήταν ολοφάνερο ότι η φράση τον εκνεύρισε. «Τι συμβαίνει; Δεν καταλαβαίνω».

443/1081

«Τίποτα, ηρέμησε». Έδειξε να ηρεμεί και ξανάρχισε να προσεύχεται. Ο Μάρκους φόρεσε το άμφιο για να αρχίσει τη λειτουργία. «Υποθέτω ότι κάποιος σαν εσένα δεν κλαίει ποτέ για τα θύματά του. Και μάλιστα με αυτή σου την παραμόρφωση θα φαινόταν πολύ γκροτέσκο». Αυτά τα λόγια χτύπησαν τον Κόστα σαν γροθιά, αλλά προσπάθησε να το καταπιεί. «Νόμιζα ότι οι παπάδες είναι ευγενικοί». 0 Μάρκους πλησίασε μέχρι που το πρόσωπό του βρέθηκε λίγα εκατοστά από του ανθρώπου. «Πάντως, εγώ ξέρω πώς έγινε», του ψιθύρισε. Το πρόσωπο του Κόστα έγινε ένα κέρινο προσωπείο. Το ψεύτικο χαμόγελό του αντιπάλευε τη σκληρότητα του βλέμματός του. «Εξομολογήθηκα τα κρίματά μου και είμαι έτοιμος να πληρώσω. Δεν περιμένω

444/1081

αναγνώριση, ξέρω ότι έκανα κακό. Αλλά λίγο σεβασμό τουλάχιστον». «Μάλιστα», συγκατένευσε ο Μάρκους σαρκαστικά. «Έχεις δώσει πλήρη και λεπτομερή ομολογία για τις επιθέσεις και τη δολοφονία της Τζόρτζια Νόνι». Το είπε σαν να μην έδινε ιδιαίτερη σημασία σε εκείνη την απόδειξη που συνήθως ήταν αρκετή για να κλείσει οποιαδήποτε υπόθεση. «Αλλά κανένα από τα θύματα που δέχτηκαν επιθέσεις πριν από το έγκλημα δεν μπόρεσε να δώσει ούτε μια λεπτομέρεια σχετική μ’ εσένα». «Φορούσα κουκούλα», έκανε ο Κόστα νιώθοντας την υποχρέωση να ενισχύσει τη θέση της ενοχής του. «Κι έπειτα, ο αδελφός της Τζόρτζια Νόνι με αναγνώρισε». «Αναγνώρισε μόνο τη φωνή σου», αντέτεινε ετοιμόλογος ο Μάρκους. «Είπε ότι ο δράστης είχε ένα ελάττωμα στην ομιλία». «Ο νεαρός ήταν σε κατάσταση σοκ».

445/1081

«Δεν είναι αλήθεια, ήταν εξαιτίας τού...» Ο Κόστα δεν ολοκλήρωσε τη φράση του. Ο Μάρκους τον πίεσε: «Τίνος; Θες να πεις του λαγώχειλού σου;» «Ναι», είπε ο άντρας και το έκανε με μεγάλο κοπο. Δεν του άρεσε να αναφέρεται κάποιος στο ελάττωμά του με αυτό τον προσβλητικό και οπισθοδρομικό τρόπο. «Πάντα η ίδια ιστορία, ε, Νικόλα; Δεν άλλαξε τίποτα από τότε που ήσουν παιδί. Πώς σε φώναζαν οι συμμαθητές σου: Σου είχαν βγάλει παρατσούκλι, σωστά;» Ο Κόστα μετατοπίστηκε στον πάγκο κι άφησε έναν ήχο που έμοιαζε με γέλιο. «Ααγομούρη», απάντησε όλο σαρκασμό. «Σιγά το πράμα, θα μπορούσαν να βρουν κάτι καλύτερο». «Έχεις δίκιο, καλύτερο το “Φίγκαρο”», τον προκάλεσε ο Μάρκους. Ήταν εκνευρισμένος, σκούπισε και πάλι το στόμα του με το μαντιλάκι. «Τι θες από μένα;»

446/1081

«Εγώ δεν πρόκειται να σου δώσω άφεση για τα ψεύτικα αμαρτήματά σου, Κόστα». «Θέλω να φύγω». Γύρισε για να φωνάξει τους δεσμοφύλακες. Όμως ο Μάρκους τον πλησίασε και πάλι, ακουμπώντας το χέρι στον ώμο του και κοιτάζοντάς τον στα μάτια. «Αν πάντα σ’ αποκαλούσαν τέρας, είναι εύκολο μετά να συνηθίσεις στην ιδέα. Και με τον καιρό καταλαβαίνεις ότι τελικά είναι το μόνο που σε κάνει πραγματικά ιδιαίτερο: δεν είσαι πια ένα μηδενικό. Το πρόσωπό σου είναι στις εφημερίδες. Όταν κάθεσαι στην αίθουσα του δικαστηρίου, ο κόσμος σε κοιτάζει. Άλλο να μη σε συμπαθεί κανείς κι άλλο να προκαλείς το φόβο. Ήσουν συνηθισμένος στη γενική αδιαφορία ή στην περιφρόνηση, τώρα όμως είναι αναγκασμένοι να σε δουν. Δεν γυρίζουν από την άλλη μεριά, γιατί νιώθουν την ανάγκη να κοιτάξουν αυτό που τους φοβίζει πάνω απ’ όλα. Όχι εσένα, μα το να γίνουν σαν εσένα. Κι

447/1081

όσο σε παρατηρούν τόσο πιο διαφορετικοί αισθάνονται. Έγινες το άλλοθι τους για να νιώθουν καλύτεροι. Εξάλλου, σ’ αυτό χρησιμεύουν τα τέρατα». Ο Μάρκους έβγαλε από την τσέπη του ράσου του το σχέδιο που είχε βρει στη σοφίτα. Το ξεδίπλωσε με προσοχή στην πλάτη του στασιδιού και το άφησε μπροστά από τον Νικόλα Κόστα. Το αγοράκι και το κοριτσάκι χαμογελούσαν μες στην καταπράσινη φύση. Εκείνη με το λεκιασμένο από τα αίματα φόρεμα, εκείνος με το ψαλίδι στα χέρια. «Ποιος το έκανε;» ρώτησε ο κρατούμενος. «Ο αληθινός Φίγκαρο». «Εγώ είμαι ο μοναδικός Φίγκαρο». «Όχι, εσύ είσαι ένας μυθομανής. Ομολόγησες μόνο και μόνο για να δώσεις ένα νόημα στην ανούσια ύπαρξή σου. Ήσουν καλός, έμαθες στην εντέλεια κάθε λεπτομέρεια. Ωραία και η ιδέα της στροφής στη θρησκεία, σε κάνει να φαίνεσαι πιο

448/1081

πιστευτός. Και νομίζω ότι στους αστυνομικούς ήρθε κουτί να κλείσουν μια υπόθεση που κινδύνευε να τους σκάσει μες στα χέρια: τρεις επιθέσεις σε γυναίκες, μία δολοφονία και κανένας ένοχος». «Και τότε πώς το εξηγείς ότι από τη σύλληψή μου και μετά δεν υπήρξαν άλλα θύματα;» αντέτεινε ο Κόστα, σίγουρος ότι είχε ένα ατράνταχτο επιχείρημα υπέρ του. Ο Μάρκους είχε προβλέψει αυτή την αντίρρηση. «Πέρασε μόλις ένας χρόνος, αλλά αργά ή γρήγορα θα ξαναχτυπήσει. Προς το παρόν, τον βολεύει να βρίσκεσαι εσύ εδώ μέσα. Πάω στοίχημα ότι σκέφτηκε ακόμα και να σταματήσει, μα δεν θα μπορέσει να αντισταθεί για πολύ». Ο Νικόλα Κόστα ρούφηξε τη μύτη του, ενώ τα μάτια του πήγαιναν από τη μια άκρη της εκκλησίας στην άλλη χωρίς να βρίσκουν ησυχία. «Δεν ξέρω ποιος είσαι, παπά. Ούτε

449/1081

γιατί ήρθες εδώ σήμερα. Αλλά κανείς δεν θα σε πιστέψει». «Παραδέξου το: δεν έχεις το κουράγιο που χρειάζεται για να γίνεις τέρας. Παίρνεις τα εύσημα κάποιου άλλου». Ο Κόστα έδειχνε έτοιμος να χάσει την ψυχραιμία του. «Ποιος σ’ το ’πε; Γιατί δεν θα μπορούσα να είμαι εγώ το αγόρι σ' αυτό το σχέδιο;» Ο Μάρκους έφερε το σχέδιο κοντά του, «Κοίτα το χαμόγελό του και θα καταλάβεις». Ο Νικόλα Κόστα χαμήλωσε το βλέμμα στο φύλλο του τετραδίου και είδες ότι στο πρόσωπο του παιδιού δεν υπήρχε καμία δυσμορφία. «Αυτό δεν αποδεικνύει τίποτα», είπε με σβησμένη φωνή. «Το ξέρω», απάντησε ο Μάρκους. «Για μένα όμως είναι αρκετό». 10:04

450/1081

Την ξύπνησε ένας έντονος πόνος στο δεξί ζυγωματικό. Άνοιξε αργά τα μάτια με ένα φόβο που σχεδόν την εμπόδιζε να κοιτάξει Ήταν ξαπλωμένη σ’ ένα κρεβάτι. Από κάτω της υπήρχε ένα μαλακό κόκκινο πάπλωμα. Γύρω, συνηθισμένα έπιπλα της Ikea κι ένα παράθυρο με κλειστά παντζούρια. Θα πρέπει να ήταν ακόμα μέρα, γιατί περνούσε λίγο φως. Δεν ήταν δεμένη όπως περίμενε. Φορούσε ακόμα το τζιν και το φλις, αλλά κάποιος της είχε βγάλει τα αθλητικά παπούτσια. Διέκρινε μια πόρτα στο βάθος του δωματίου. Ήταν απλώς γερτή. Είχε μια ευγένεια εκείνη η κίνηση, την ένιωσε καθαρά. Το είχαν κάνει για να μην την ενοχλήσουν. Πρώτα-πρώτα ψαχούλεψε το πλευρό της αναζητώντας το πιστόλι. Η θήκη όμως ήταν άδεια. Δοκίμασε να καθίσει, αλλά σύντομα ανακάλυψε ότι ένιωθε ίλιγγο. Αφέθηκε και πάλι να πέσει κι απέμεινε να κοιτάζει το

451/1081

ταβάνι, ώσπου τα έπιπλα και τα αντικείμενα έπαψαν να γυρίζουν. Πρέπει να φύγω από δω. Έσπρωξε τις γάμπες της στην άκρη του κρεβατιού, άφησε τη μία να πέσει, μετά την άλλη και άγγιξε το πάτωμα. Όταν βεβαιώθηκε ότι είχε πατήσει και τα δύο πόδια, προσπάθησε να στηριχτεί στα μπράτσα της για να έρθει σε όρθια θέση. Έπρεπε να κρατάει τα μάτια ανοιχτά για να μη χάσει την ισορροπία της. Δοκίμασε και κατάφερε να βρεθεί καθιστή. Τέντωσε τα χέρια για να στηριχτεί στον τοίχο και μετά χρησιμοποίησε ένα κομοδίνο για να πάρει φόρα. Ήταν όρθια. Μα δεν κράτησε πολύ. Ένιωσε τα γόνατά της να υποχωρούν κάτω από την ορμή ενός αόρατου κύματος που τη χτύπησε, κάνοντάς τη να κλυδωνιστεί. Προσπάθησε μάταια να αντισταθεί. Έκλεισε τα μάτια κι ετοιμαζόταν να σωριαστεί, κάποιος όμως την άρπαξε από πίσω και την έβαλε ξανά στο κρεβάτι.

452/1081

κ'Οχι ακόμα», είπε ο άντρας. Η Σάντρα αρπάχτηκε από εκείνα τα δυνατά μπράτσα. Όποιος κι αν ήταν, μύριζε όμορφα. Ξαναβρέθηκε μπρούμυτα, με το κεφάλι βυθισμένο σ’ ένα μαξιλάρι. «Ασε με να φύγω», μουρμούρισε. «Δεν είσαι έτοιμη. Από πότε έχεις να φας;» Η Σάντρα γύρισε. Τα μάτια της ήταν μόλις δύο σχισμές, αλλά και πάλι κατάφερε να διακρίνει την αντρική εκείνη σιλουέτα μες στη σκιά. Τα σταχτόξανθα μαλλιά, μακριά στο λαιμό. Τα λεπτά κι όμως αντρικά χαρακτηριστικά. Ήταν βέβαιη ότι είχε πράσινα μάτια, γιατί έβγαζαν ένα δικό τους φως, σαν των γάτων. Ετοιμαζόταν να τον ρωτήσει αν ήταν άγγελος, αλλά δυστυχώς αναγνώρισε την ανυπόφορη νεανική φωνη και τη γερμανική προφορά. «Σάλμπερ», είπε απογοητευμένη μπροστά στο γαλήνιο χαμόγελό του.

453/1081

«Συγγνώμη, δεν κατάφερα να σε συγκρατήσω και γλίστρησες». «Διάολε, εσύ ήσουν στην εκκλησία!» «Προσπάθησα να σ’ το πω, αλλά κλοτσούσες». «Κλοτσούσα;» Ο θυμός την έκανε να ξεχάσει την αδιαθεσία της. «Ο δολοφόνος θα σε πετύχαινε, αν δεν παρενέβαινα: ετοιμαζόσουν να περάσεις από μπροστά του, θα ήσουν ένας τέλειος στόχος». «Και ποιος ήταν;» «Δεν έχω ιδέα. Ευτυχώς που σε παρακολουθούσα». Ήταν πια έξω φρενών. «Τι έκανε, λέει; Κι από πότε;» «Ήρθα στην πόλη χτες το απόγευμα. Σήμερα το πρωί πήγα στο ξενοδοχείο όπου έμενε ο Ντέιβιντ, σίγουρος ότι θα σ’ έβρισκα εκεί. Σε είδα να βγαίνεις και να παίρνεις ταξί». «Τότε το ραντεβού για καφέ σήμερα στο Μιλάνο...»

454/1081

«Ήταν μπλόφα: ήξερα ότι είχες έρθει στη Ρώμη». «Και τα επίμονα τηλεφωνήματα, η παράκληση να ελέγξεις τους σάκους του Ντέιβιντ... με κοροΐδευες τόσον καιρό». Ο Σάλμπερ κάθισε απέναντι της στο κρεβάτι και αναστέναξε. «Έπρεπε». Η Σάντρα συνειδητοποίησε ότι ο αξιωματικός της Ιντερπόλ την είχε χρησιμοποιήσει. «Τι κρύβεται σ’ αυτή την υπόθεση;» «Προτού σου εξηγήσω, πρέπει να σου κάνω μερικές ερωτήσεις». «Όχι. Εσύ θα μου πεις τώρα αμέσως τι συμβαίνει». «Σου ορκίζομαι ότι θα το κάνω, αλλά πρέπει να καταλάβω αν διατρέχουμε ακόμα κίνδυνο». Η Σάντρα κοίταξε γύρω της, εντοπίζοντας κάτι που της φάνηκε σαν σουτιέν -ασφαλώς όχι δικό της- ριγμένο στο μπράτσο μιας

455/1081

πολυθρόνας. «Για μια στιγμή, πού βρίσκομαι; Τι είναι αυτό το μέρος;» Ο Σάλμπερ ακολούθησε το βλέμμα της και πήγε να πάρει το εσώρουχο. «Με συγχωρείς για την ακαταστασία. Είναι ένα σπίτι της Ιντερπόλ, το χρησιμοποιούμε σαν ξενώνα. Εδώ πηγαινοέρχεται συνεχώς πολύς κόσμος. Αλλά μην ανησυχείς, είμαστε σε ασφαλές μέρος». «Πώς φτάσαμε ως εδώ;» «Αναγκάστηκα να πυροβολήσω μερικές φορές, δεν νομίζω να πέτυχα το δολοφόνο, αλλά καταφέραμε να βγούμε από την εκκλησία σώοι κι αβλαβείς. Ευτυχώς έβρεχε καταρρακτωδώς και μπόρεσα να σε βάλω στο αυτοκίνητο χωρίς να μας αντιληφθεί κανείς. Θα ήταν δύσκολο να πρέπει να εξηγήσω σε κάνα τροχονόμο ή σε κανέναν περαστικό μπάτσο». «Α, αυτή ήταν η μόνη σου ανησυχία;» Μετά το σκέφτηκε: «Ένα λεπτό, γιατί να διατρέχουμε ακόμα κίνδυνο;»

456/1081

«Γιατί αυτός που προσπάθησε να σε σκοτώσει σίγουρα θα το ξαναεπιχειρήσει». «Κάποιος μου άφησε μια εικονίτσα με ένα μήνυμα κάτω από την πόρτα του ξενοδοχείου. Τι το σημαντικό υπήρχε στο παρεκκλήσι του Σαν Ραϊμόντο ντι Πενιαφόρτ;» «Τίποτα, ήταν απλώς μια παγίδα». «Κι εσύ πώς το ξέρεις;» «Ο Ντέιβιντ θα το είχε αναφέρει στα στοιχεία που σου άφησε». Αυτός ο ισχυρισμός φρέναρε μεμιάς κάθε αντίρρηση της Σάντρα. Είχε αιφνιδιαστεί. «Ξέρεις για την έρευνα του Ντέιβιντ; » «Ξέρω πολλά πράγματα, αλλά κάθε πράγμα στην ώρα του». Ο Σάλμπερ σηκώθηκε και πήγε στο διπλανό δωμάτιο. Η Σάντρα τον άκουσε να ανακατεύει πιατικά. Λίγο αργότερα μπήκε με ένα δίσκο όπου είχε αβγά στραπατσάδα, μαρμελάδα και φρυγανιές, μαζί με μια αχνιστή καφετιέρα.

457/1081

«Πρέπει να βάλεις κάτι στο στομάχι σου, αλλιώς δεν θα συνέλθεις». Πράγματι, είχε είκοσι τέσσερις ώρες να φάει. Το θέαμα του φαγητού τής άνοιξε την όρεξη. Ο Σάλμπερ τη βοήθησε να καθίσει με την πλάτη στηριγμένη σε δυο μαξιλάρια και μετά άφησε το δίσκο στην αγκαλιά της. Καθώς εκείνη έτρωγε, κάθισε δίπλα της, τέντωσε τα πόδια του στο κρεβάτι και σταύρωσε τα μπράτσα. Μέχρι πριν από λίγες ώρες οι σχέσεις τους ήταν τυπικές, τώρα έμοιαζαν να έχουν αποκτήσει οικειότητα. Η επεμβατική συμπεριφορά εκείνου του ανθρώπου την ενοχλούσε, αλλά δεν είπε τίποτα. «Το διακινδύνευσες πολύ σήμερα το πρωί. Σώθηκες μόνον επειδή το χτύπημα του κινητού μου τάραξε το δολοφόνο». «Ώστε ήσουν εσύ...» είπε με γεμάτο το στόμα. «1 Ιώς βρήκες αυτό το νούμερο; Πάντα σε έπαιρνα από άλλο τηλέφωνο».

458/1081

«Το ανακάλυψα επειδή ο Ντέιβιντ σού τηλεφωνούσε από το ξενοδοχείο». «Ο άντρας σου ήταν ξεροκέφαλος άνθρωπος και δεν τον συμπαθούσα καθόλου», αποφάνθηκε. Η Σάντρα τσατίστηκε ακούγοντάς τον να μιλάει για τον Ντέιβιντ μ’ αυτόν τον τρόπο. «Δεν μπορείς να ξέρεις τι άνθρωπος ήταν». «Ήταν σπασαρχίδης», επέμεινε εκείνος. «Αν με είχε ακούσει, θα ήταν ακόμα ζωντανός». Εκνευρισμένη η Σάντρα έβαλε στην άκρη το δίσκο και πήγε να σηκωθεί. Ο θυμός την είχε κάνει να ξεχάσει τους ιλίγγους. «Πού πας;» «Δεν μπορώ να ανεχτώ από έναν ξένο να λέει τέτοια πράγματα». Συνεχίζοντας να τρεκλίζει, έκανε το γύρο του κρεβατιού για να πάρει τα αθλητικά της παπούτσια.

459/1081

«Εντάξει, είσαι ελεύθερη να φύγεις», της είπε δείχνοντας της την πόρτα. «Αλλά δώσε μου τα στοιχεία που σου άφησε ο Ντέιβιντ». Η Σάντρα τον κοίταξε έκπληκτη. «Δεν σου δίνω τίποτα!» «Ο Ντέιβιντ δολοφονήθηκε επειδή είχε ξετρυπώσει κάποιον». «Νομίζω ότι τον έχω συναντήσει». Ο Σάλμπερ σηκώθηκε και την πλησίασε αναγκάζοντας τη να τον κοιτάξει. «Τι εννοείς τον συνάντησες;» Η Σάντρα έδενε τα παπούτσια της, αλλά σταμάτησε. «Χτες το απόγευμα». «Πού;» «Τι ερώτηση! Το μέρος όπου πιο εύκολα θα συναντήσεις έναν παπά είναι μια εκκλησία». «Ο άνθρωπος αυτός δεν είναι ένας απλός παπάς». Με αυτή του τη δήλωση, ο Σάλμπερ ξανακέρδισε την προσοχή της. «Είναι ένας πνευματικός[1]».

460/1081

Ο Σάλμπερ πλησίασε στα παντζούρια. Τα άνοιξε και είδε τα μαύρα σύννεφα που απειλούσαν να εισβάλουν και πάλι στη Ρώμη. «Ποιο είναι το μεγαλύτερο ποινικό αρχείο του κόσμου;» τη ρώτησε. Η Σάντρα έμεινε άφωνη. «Δεν ξέρω... Αυτό της Ιντερπόλ, υποθέτω». «Αάθος», απάντησε ο Σάλμπερ, γυρίζοντας μ' ένα αυτάρεσκο χαμόγελο. «Του FBI;» «Ούτε. Βρίσκεται στην Ιταλία. Και για την ακρίβεια, στο Βατικανό». Η Σάντρα δεν καταλάβαινε ακόμα. Αλλά είχε την εντύπωση ότι εξαρτιόταν από την ίδια να καταλάβει. «Τι ανάγκη έχει η Καθολική Εκκλησία από ένα ποινικό αρχείο;» Ο Σάλμπερ την κάλεσε πάλι να καθίσει, ενώ έψαχνε τις κατάλληλες λέξεις για να της εξηγήσει. «Ο χριστιανισμός είναι η μόνη θρησκευτική πίστη που προβλέπει το μυστήριο της εξομολόγησης: οι άνθρωποι εξιστορούν τις

461/1081

αμαρτίες τους σε ένα λειτουργό του Θεού και σε αντάλλαγμα παίρνουν άφεση. Μερικές φορές, όμως, η ενοχή είναι τόσο βαριά, ώστε ένας απλός ιερέας δεν μπορεί να δώσει άφεση. Λυτό συμβαίνει με τα λεγόμενα “θανάσιμα αμαρτήματα”, αυτά που αφορούν κάτι σοβαρό και τελέστηκαν συνειδητά και με απόλυτη συναίσθηση». «Όπως η ανθρωποκτονία, λόγου χάρη». «Ακριβώς. Στις περιπτώσεις αυτές, ο ιερέας μεταγράφει το κείμενο της εξομολόγησης και το μεταφέρει σε μια ανώτερη Αρχή: ένα κολέγιο αξιωματούχων της Εκκλησίας που συγκαλείται στη Ρώμη για να αποφανθεί γι’ αυτά τα ζητήματα». Η Σάντρα είχε παραξενευτεί. «Ένα Σώμα που κρίνει τα αμαρτήματα των ανθρώπων». «Το δικαστήριο των ψυχών». Το όνομα απηχεί τη σοβαρότητα της αποστολής, σκέφτηκε η Σάντρα. Ποιος ξέρει ποια μυστικά πέρασαν απ’ αυτό το Σώμα.

462/1081

Επιτέλους κατάλαβε το ενδιαφέρον του Ντέιβιντ κι αυτό που τον ώθησε να ερευνήσει. Ο Σάλμπερ συνέχισε: «Ιδρύθηκε κατά το 12ο αιώνα με τον τίτλο Paenitentiaria Apostolica, Αποστολικό Πνευματικό Δικαστήριο, με ένα λιγότερο σημαντικό σκοπό: εκείνη την εποχή υπήρχε ένα τεράστιο πλήθος προσκυνητών που συνέρρεε στην αιώνια πόλη για να επισκεφτεί τις εκκλησίες, αλλά και για να πάρει άφεση αμαρτιών». «Κάτι που θα οδηγούσε στην περίφημη ιστορική περίοδο με τα συγχωροχάρτια». «Ακριβώς. Υπήρχαν κρίσεις που ανήκαν αποκλειστικά στη δικαιοδοσία του ανώτατου Ποντίφικα, καθώς και αφέσεις και χάρες που μόνον η ανώτατη ηγεσία της Εκκλησίας μπορούσε να δώσει. Μα για τον Πάπα όλος αυτός ο φόρτος ήταν τεράστιος. Έτσι, άρχισε να τον μοιράζεται με μερικούς καρδιναλιους που, στη συνέχεια, έδωσαν ζωή στο Αποστολικό Πνευματικό Δικαστήριο».

463/1081

«Δεν καταλαβαίνω τι σχέση έχει όλο αυτό με την εποχή μας...» «Στην αρχή, άπαξ και το δικαστήριο εξέδιδε την ετυμηγορία του, τα κείμενα των εξομολογήσεων καίγονταν. Αλλά έπειτα από μερικά χρόνια, οι πνευματικοί αποφάσισαν να δημιουργήσουν ένα μυστικό αρχείο... Και το έργο τους δεν σταμάτησε ποτέ». Η Σάντρα άρχισε να καταλαβαίνει το μέγεθος εκείνου του εγχειρήματος. Ο Σάλμπερ συνέχισε: «Εδώ και σχεδόν χίλια χρόνια, εκεί φυλάσσονται τα χειρότερα εγκλήματα που διέπραξε η ανθρωπότητα. Μερικές φορές πρόκειται για εγκλήματα για τα οποία δεν έμαθε ποτέ κανείς. Σε αυτό θα πρέπει να προσθέσουμε ότι η εξομολόγηση είναι μια πράξη όχι υποκινούμενη, αλλά αυθόρμητη από την πλευρά του μετανοούντος, οπότε είναι πάντα ειλικρινής. Συνεπώς, το Αποστολικό Πνευματικό Δικαστήριο δεν είναι μια απλή βάση δεδομένων, όπου

464/1081

καταλογογραφούνται υποθέσεις, όπως μπορεί να συμβαίνει σε οποιαδήποτε αστυνομία του κόσμου». «Τι είναι λοιπόν;» Τα πράσινα μάτια του Σάλμπερ έλαμπαν. «Είναι το πιο εκτενές και ενημερωμένο αρχείο του κακού». Η Σάντρα ένιωθε μάλλον δύσπιστη. «Έχει να κάνει με το διάβολο: Τι είναι αυτοί οι ιερείς, εξορκιστές;» «Όχι, κάνεις λάθος», βιάστηκε να τη διορθώσει εκείνος. «Οι πνευματικοί δεν ενδιαφέρονται για την ύπαρξη του δαίμονα. Υιοθετούν μία επιστημονική προσέγγιση: είναι πραγματικοί profilers. Η πείρα τους ωρίμασε σταδιακά χάρη στο αρχείο. Συν τω χρόνω, μαζί με τις ομολογίες των μετανοούντων άρχισαν να συγκροτούν μια λεπτομερή περιπτωσιολογία τωv εγκληματικών πράξεων. Τις μελετούν, τις αναλυουν και προσπαθούν να

465/1081

τις αποκρυπτογραφήσουν, όπως θα έκανε ένας σύγχρονος εγκλη ματολόγος». «Θες να πεις ότι επιλύουν και υποθέσεις;» «Μερικές φορές συμβαίνει». «Και η αστυνομία δεν ξέρει τίποτα για όλα αυτά...» «Καταφέρνουν και φυλάνε καλά το μυστικό τους, στην ουσία αυτό κάνουν εδώ και αιώνες». Η Σάντρα πλησίασε στο δίσκο με το φαγητό κι έβαλε ένα ξέχειλο φλιτζάνι καφέ. «Πώς ενεργούν;» «Μόλις φτάνουν στη λύση ενός μυστηρίου, βρίσκουν τον τρόπο να το γνωστοποιήσουν ανώνυμα στις Αρχές. Αλλες φορές, πάλι, επεμβαίνουν». Ο Σάλμπερ πήγε να πάρει ένα χαρτοφύλακα, που βρισκόταν σε μια γωνιά του δωματίου, και τον άνοιξε αναζητώντας κάτι. Η Σάντρα θυμήθηκε τις διευθύνσεις στην ατζέντα του Ντέιβιντ, τις οποίες είχε βρει

466/1081

ακούγοντας τις συχνότητες της αστυνομίας: γι’ αυτό ο άντρας της αναζητούσε τον ιερέα στις σκηνές του εγκλήματος. «Ορίστε», ανακοίνωσε ο αξιωματικός της Ιντερπόλ κρατώντας ένα ντοσιέ ανάμεσα στα χέρια του. «Η υπόθεση του μικρού Ματέο Τζινέστρα στο Τορίνο. Το παιδάκι είχε εξαφανιστεί, η μητέρα νόμιζε ότι το είχε απαγάγει ο πατέρας του: ήταν χωρισμένοι και ο σύζυγος δεν συμφωνούσε με όσα είχε ορίσει ο δικαστής σχετικά με την επιμέλεια. Ο άντρας ήταν στην αρχή άφαντος, αλλά μετά αρνήθηκε ότι είχε πάρει το παιδί και το είχε κρύψει από τη μητέρα». «Ποιος ήταν λοιπόν;» «Ενώ οι αστυνομικοί ακολουθούσαν αυτό το ίχνος, το παιδάκι εμφανίστηκε ανέπαφο. Ανακάλυψαν ότι το είχε απαγάγει μια παρέα από μεγαλύτερα παιδιά, όλα τους γόνοι καλών οικογενειών. Το κρατούσαν κλεισμένο σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι, σκόπευαν να το

467/1081

σκοτώσουν. Έτσι για πλάκα ή από περιέργεια. Το παιδί είπε ότι το έσωσε κάποιος που μπήκε κρυφά στο σπίτι και το πήρε». «Μπορεί να ήταν ο οποιοσδήποτε, γιατί να είναι κάποιος ιερέας;» «Σε μικρή απόσταση από τον τόπο όπου βρέθηκε το παιδί ανακαλύφθηκαν χαρτιά που περιέγραφαν καταλεπτώς όλα όσα είχαν συμβεί. Ένας από τους εμπλεκόμενους εφήβους είχε τύψεις και το εξομολογήθηκε στον ιερέα της ενορίας του. Στα χαρτιά εκείνα υπήρχε μια ομολογία και κάποιος τα είχε παραπετάξει». Ο Σάλμπερ τής έτεινε το έγγραφο. «Διάβασε τι είναι γραμμένο στο περιθώριο». Η Σάντρα διάβασε: «Υπάρχει ένας κωδικός: c.g. 764-9-44. Τι είναι;» «Η μέθοδος ταξινόμησης των πνευματικών. Οι αριθμοί νομίζω ότι έχουν μόνο ταξινομική αξία, αλλά τα γράμματα στην αρχή σημαίνουν culpa gravis».

468/1081

«Δεν καταλαβαίνω: από πού ξεκίνησε η έρευνα του Ντέιβιντ γι' αυτούς;» «Το Reuters τον είχε στείλει στο Τορίνο για ένα ρεπορτάζ σχετικό με το συμβάν. Τα ντοκουμέντα τα βρήκε αυτός ενώ έβγαζε φωτογραφίες. Και όλα άρχισαν από κει». «Και η Ιντερπόλ τι σχέση έχει;» «Παρόλο που μπορεί να σου φαίνεται καλό, αυτό που κάνουν οι πνευματικοί είναι παράνομο. Η δραστηριότητά τους δεν γνωρίζει ούτε όρια ούτε κανόνες». Η Σάντρα πήγε να βάλει ένα δεύτερο φλιτζάνι καφέ κι άρχισε να τον ρουφάει κοιτάζοντας τον Σάλμπερ. Ίσως εκείνος να περίμενε να πει κάτι ακόμα. «Δηλαδή ο Ντέιβιντ σας άνοιξε τα μάτια, σωστά;» «Είχαμε γνωριστεί πριν από χρόνια στη Βιένη· εκείνος έκανε ένα ρεπορτάζ, εγώ του έδινα πληροφορίες. Όταν άρχισε την έρευνα για τους πνευματικούς, αντιλήφθηκε ότι η δραστηριότητά τους εκτεινόταν πέρα από τα

469/1081

ιταλικά σύνορα, επομένως μπορούσε να ενδιαφέρει την Ιντερπόλ. Μου έκανε μερικά τηλεφωνήματα από τη Ρώμη, εξηγώντας μου τι είχε ανακαλύψει έως τότε. Μετά πέθανε. Αλλά αν κατάφερε να σε κάνει να βρεις τον αριθμό μου, πάει να πει ότι ήθελε να συναντηθούμε. Μπορώ να φέρω εις πέρας το έργο του. Λοιπόν, πού είναι τα στοιχεία;» Η Σάντρα ήταν βέβαιη ότι ο Σάλμπερ την είχε ψάξει όσο ήταν λιπόθυμη και ότι, αφού της πήρε το πιστόλι, ήξερε ότι δεν τα είχε μαζί της. Αλλά δεν ήθελε να του τα παραδώσει τόσο εύκολα. «Πρέπει να συνεχίσουμε μαζί». «Δεν γίνεται, ξέχνα το. Θα πάρεις το πρώτο τρένο και θα γυρίσεις στο Μιλάνο. Κάποιος σε θέλει νεκρή και δεν είσαι ασφαλής σ’ αυτή την πόλη». «Είμαι αστυνομικός: ξέρω να φροντίζω τον εαυτό μου και ξέρω πώς γίνεται μια έρευνα, αν αυτό σε ανησυχεί».

470/1081

Ο Σάλμπερ άρχισε να βηματίζει νευρικά στο δωμάτιο. «Κινούμαι καλύτερα μόνος μου». «Αυτή τη φορά θα πρέπει να αναθεωρήσεις τις μεθόδους σου». «Ξεροκέφαλη». Στάθηκε μπροστά της και ύψωσε το δείκτη του. «Με έναν όρο». Η Σάντρα σήκωσε τα μάτια στον ουρανό. «Ναι, ξέρω, ο αρχηγός είσαι εσύ και κάνουμε πάντα αυτό που λες». Ο Σάλμπερ αιφνιδιάστηκε. «Πώς ξέρεις...» «Γνωρίζω την επίδραση της τεστοστερόνης στο εγώ των αντρών. Λοιπόν, από πού θα αρχίσουμε;» Ο Σάλμπερ πλησίασε σε ένα συρτάρι, έβγαλε το πιστόλι που της είχε πάρει και της το έδωσε πίσω. «Τους ενδιαφέρουν οι σκηνές εγκλήματος, σωστά; Χτες, όταν ήρθα στην πόλη, πήγα σε μια βίλα όπου γινόταν μια αστυνομική έρευνα. Έβαλα κοριούς, ελπίζοντας ότι οι πνευματικοί θα έδιναν σημεία ζωής μόλις η Σήμανση θα τους άδειαζε

471/1081

τη γωνία. Πριν από το ξημέρωμα κατέγραψα μια συνομιλία. Ήταν δυο άτομα, δεν ξέρω ποιοι. Στη συζήτησή τους αναφέρονταν στην υπόθεση ενός κατά συρροήν δολοφόνου με το όνομα Φίγκαρο». «Εντάξει, θα σου δείξω τα στοιχεία του Ντέιβιντ. Και μετά θα ψάξουμε να βρούμε κάτι γι’ αυτόν τον Φίγκαρο». «Το βρίσκω πολύ καλό σχέδιο». Η Σάντρα κοίταξε τον Σάλμπερ, δεν ήταν πια σε θέση άμυνας. «Κάποιος σκότωσε τον άντρα μου και προσπάθησαν να κάνουν το ίδιο και ο εμένα σήμερα το πρωί. Δεν καταλαβαίνω αν πρόκειται για το ίδιο χέρι και τι σχέση έχουν όλα αυτά με τους πνευματικούς. Ίσως ο Ντέιβιντ να προχώρησε υπερβολικά στην έρευνά του». «Αν τους βρούμε, θα μας το πουν οι ίδιοι». 12:32

472/1081

Η μόνη συντροφιά του Πιέτρο Τζίνι ήταν οι γάτες. Είχε έξι. Άραζαν στη σκιά μιας πορτοκαλιάς ή τριγυρνούσαν ανάμεσα στις γλάστρες και στα δρομάκια του μικρού περιβολιού του σπιτιού του στην καρδιά του Τραστέβερε. Η γειτονιά ήταν σαν ένα χωριό που ξαφνικά βρέθηκε περικυκλωμένο από μια ολόκληρη πόλη. Από την ορθάνοιχτη μπαλκονόπορτα του γραφείου έρχονταν οι νότες από ένα παλιό πικ απ. Η Σερενάτα εγχόρδων του Αντονίν Ντβόρζακ είχε τη δύναμη να κάνει τις κουρτίνες να χορεύουν. Όμως ο Τζίνι δεν μπορούσε να το ξέρει. Ήταν ξαπλωμένος σε μια σεζλόνγκ, απολαμβάνοντας τη μουσική και μιαν αχτίδα ήλιου που έδινε την εντύπωση ότι κατάφερε να διαπεράσει τα σύννεφα μόνο για χάρη του. Ήταν ένας γεροδεμένος εξηντάρης. Είχε το προτεταμένο στομάχι μερικών ρωμαλέων ανδρών των αρχών του 20ού αιώνα. Τα μεγάλα χέρια με τα οποία εξερευνούσε τον

473/1081

κόσμο ήταν ακουμπισμένα στην ποδιά του. Το άσπρο μπαστούνι αναπαυόταν κοντά στα πόδια του. Τα μαύρα γυαλιά του αντανακλούσαν μια περιττή πια πραγματικότητα. Από τη μέρα που έπαψε να βλέπει είχε απαρνηθεί κάθε ανθρώπινη σχέση. Περνούσε τις μέρες του μεταξύ περιβολιού και σπιτιού, βυθισμένος στη μακαριότητα των δίσκων του. Φοβόταν περισσότερο τη σιωπή, παρά το σκοτάδι. Μια γάτα σκαρφάλωσε στην ξαπλώστρα και πήγε να κουλουριαστεί πάνω του. Ο Τζίνι πέρασε τα δάχτυλά του από την πυκνή της γούνα και το ζώο τού έδειξε την ευγνωμοσύνη του γουργουρίζοντας σε κάθε χάδι. «Ωραία η μουσική, ε Σωκράτη; Ξέρω, εσύ είσαι σαν εμένα: σου αρέσουν οι συγκινητικές μελωδίες. Ενώ στον αδελφό σου αρέσει εκείνος ο φανφαρόνος ο Μότσαρτ».

474/1081

Ήταν τιγρέ καφέ και είχε μια άσπρη κηλίδα στη μουσούδα. Κάτι τράβηξε την προσοχή του, γιατί τέντωσε το κεφάλι κι αποτραβήχτηκε από τα χάδια του αφεντικού του για να φερμάρει μια μύγα. Ύστερα από λίγο έχασε το ενδιαφέρον του για το έντομο και ξανακουλουριάστηκε. Ο Τζίνι άρχισε και πάλι να τον χαϊδεύει. «Εμπρός, ρώτα με». Ο Τζίνι φαινόταν ήρεμος. Άπλωσε το χέρι του για να πιάσει ένα ποτήρι λεμονάδα από ένα τραπεζάκι δίπλα του. Ήπιε μια γουλιά. «Ξέρω ότι είσαι εδώ. Το κατάλαβα από τη στιγμή που ήρθες. Αναρωτιόμουν πότε θα έλεγες κάτι. Λοιπόν, αποφάσισες;» Ένα από τα γατιά πήγε και τρίφτηκε στα πόδια του εισβολέα. Στην πραγματικότητα, ο Μάρκους βρισκόταν εκεί τουλάχιστον είκοσι λεπτά. Είχε μπει από μια βοηθητική είσοδο και όλη αυτή την ώρα παρατηρούσε τον Τζίνι, αναζητώντας τον κατάλληλο τρόπο για να τον

475/1081

προσεγγίσει. Εύκολα καταλάβαινε τους ανθρώπους, αλλά δεν μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί τους. Το γεγονός ότι ο συνταξιούχος αστυνομικός είχε χάσει την όρασή του τον έκανε να πιστέψει ότι θα ήταν πιο εύκολο να του μιλήσει. Επιπλέον, υπήρχε το πλεονέκτημα ότι δεν θα μπορούσε να αναγνωρίσει το πρόσωπό του, η ανωνυμία του ήταν δεδομένη. Κι όμως, κατάφερνε να τον δει καλύτερα απ’ οποιονδήποτε άλλον. «Μην απατάσαι: δεν τυφλώθηκα εγώ. Απλώς ο κόσμος σβήστηκε γύρω μου». Ο άνθρωπος εκείνος ενέπνεε σταθερότητα κι εμπιστοσύνη. «Ήρθα για τον Νικόλα Κόστα». Ο Τζίνι κούνησε το κεφάλι, το πρόσωπό του σκοτείνιασε κι έπειτα χαμογέλασε. «Είσαι ένας απ’ αυτούς, ε; Όχι, μάταια ζητώ απάντηση: ξέρω ότι δεν μπορείς να μου το πεις».

476/1081

Ο Μάρκους δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ο ηλικιωμένος αστυνομικός ήξερε. «Ανάμεσα στους μπάτσους κυκλοφορούν ιστορίες. Μερικοί θεωρούν ότι είναι παραμύθια. Εγώ πάντως τις πιστεύω. Πριν από πολλά χρόνια μού ανέθεσαν μια υπόθεση. Είχαν απαγάγει και σκοτώσει μια μητέρα, αλλά υπήρχε μια πρωτοφανής και ανεξήγητη σκληρότητα στον τρόπο που ξέσπασε πάνω της ο δολοφόνος. Ένα βράδυ πήρα ένα τηλεφώνημα. Από την άλλη άκρη της γραμμής, ένας άντρας μού εξήγησε ότι ίσως κάναμε λάθος που κυνηγούσαμε ένα βιαστή και μου υπέδειξε πώς να αναζητήσω τον αληθινό δράστη. Δεν ήταν το συνηθισμένο ανώνυμο τηλεφώνημα, ήταν πολύ πειστικός. Τη γυναίκα σκότωσε κάποιος που την είχε ερωτευτεί και τον είχε αποκρούσει. Τον συλλάβαμε». «Ο Φίγκαρο είναι ακόμα ελεύθερος», προσπάθησε να τον κάνει να μιλήσει ο Μάρκους.

477/1081

Ο άντρας όμως δεν έμπαινε στο θέμα. «Ξέρεις ότι στο 94% των περιπτώσεων το θύμα γνωρίζει το δολοφόνο του; Είναι πιο πιθανό να σε σκοτώσει ένας στενός συγγενής ή ένας φίλος που ξέρεις μια ζωή, παρά ένας εντελώς άγνωστος». «Γιατί δεν μου απαντάς, Τζίνι; Δεν θέλεις να ξεμπερδεύεις το παρελθόν;» Το κομμάτι του Ντβόρζακ τελείωσε, η βελόνα του πικ απ απέμεινε να χοροπηδάει στο τελευταίο αυλακι του βινιλιου. Ο Τζίνι έγειρε προς τα μπρος, αναγκάζοντας τον Σωκράτη να γλιστρήσει στο χώμα και να πάει να βρει τους συντρόφους του. Ο αστυνομικός σταύρωσε τα μπράτσα. «Οι γιατροί μού είχαν πει από νωρίς ότι θα τυφλωνόμουν. Έτσι, είχα όλο το χρόνο να συνηθίσω στην ιδέα. Σκεφτόμουν: Όταν η αρρώστια θα αρχίσει να επηρεάζει τη δουλειά μου, θα σταματήσω την ίδια στιγμή. Στο μεταξύ, προετοιμαζόμουν:

478/1081

μάθαινα Μπράιγ, μερικές φορές τριγυρνούσα στο σπίτι με τα μάτια κλειστά για να συνηθίσω να αναγνωρίζω τα αντικείμενα με την αφή ή, πάλι, κυκλοφορούσα με το μπαστούνι. Δεν ήθελα να εξαρτώμαι από τους άλλους. Έπειτα, μια μέρα, τα πράγματα άρχισαν να μου φαίνονται θαμπά. Χάνονταν κάποιες λεπτομέρειες, ενώ άλλες αποκτούσαν απίστευτη ένταση. Το φως εξασθενούσε στις γωνίες και γινόταν πιο έντονο σε ορισμένα σχήματα, έτσι που έμοιαζαν να φωσφορίζουν. Ήταν ανυπόφορο. Εκείνες τις στιγμές παρακαλούσα να έρθει γρήγορα το σκοτάδι. Ύστερα, πριν από ένα χρόνο, εισακούστηκα». Ο Τζίνι έβγαλε τα μαύρα γυαλιά του, αποκαλύπτοντας τις ακίνητες κόρες του, αδιάφορες απέναντι στη λάμψη του ήλιου. «Νόμιζα ότι θα ήμουν μόνος εδώ κάτω. Μα ξέρεις; Δεν είμαι διόλου μόνος. Μες στο σκοτάδι υπάρχουν όλοι εκείνοι που δεν κατάφερα να σώσω κατά τη διάρκεια της

479/1081

σταδιοδρομίας μου, τα πρόσωπα των θυμάτων που με κοιτούσαν σωριασμένα στο αίμα και στα κόπρανά τους, στο σπίτι ή στο δρόμο, σε ένα χέρσο χωράφι ή σε ένα τραπέζι νεκροτομείου. Τα βρήκα εδώ, με περίμεναν. Και τώρα, ζουν μαζί μου σαν φαντάσματα». «Πάω στοίχημα ότι ανάμεσά τους είναι και η Τζόρτζια Νονι. Τι κάνει, σου μιλάει; Ή σε κοιτάζει και σωπαίνει, κάνοντας σε να ντρέπεσαι για τον εαυτό σου;» Ο Τζίνι πέταξε κάτω το ποτήρι με τη λεμονάδα, που έγινε χίλια κομμάτια. «Δεν μπορείς να καταλάβεις». «Ξέρω ότι παραποίησες τα στοιχεία της έρευνας». Ο ηλικιωμένος κούνησε το κεφάλι. «Ήταν η τελευτεία υπόθεση με την οποία ασχολήθηκα. Έπρεπε να βιαστώ, δεν μου έμενε πολύς χρόνος. Ο αδελφός της, ο Φεντερίκο, άξιζε να βρει έναν ένοχο».

480/1081

«Και γι’ αυτό έστειλες στη φυλακή έναν αθώο;» Ο αστυνομικός στύλωσε τα μάτια του στον Μάρκους σαν να μπορούσε να τον δει. «Εδώ κάνεις λάθος: ο Κόστα δεν είναι αθώος. Είχε προηγούμενο ιστορικό παρενοχλήσεων και κακοποιήσεων. Στο σπίτι του βρήκαμε σκληρή πορνογραφία, παράνομο υλικό κατεβασμένο από το ίντερνετ. Το θέμα ήταν πάντα το ίδιο: η βία με θύμα τις γυναίκες». «Οι φαντασιώσεις δεν αρκούν για να καταδικάσουν έναν άνθρωπο». «Ετοιμαζόταν να χτυπήσει. Ξέρεις πώς έγινε η σύλληψή του; Ήταν στον κατάλογο των υπόπτων της υπόθεσης Φίγκαρο, τον παρακολουθούσαμε. Ένα βράδυ τον είδαμε να ακολουθεί μια γυναίκα στην έξοδο ενός σούπερ μάρκετ, είχε μαζί του ένα σάκο γυμναστηρίου. Χρειαζόμασταν αποδείξεις, αλλά έπρεπε να δράσουμε γρήγορα. Μπορούσαμε να τον αφήσουμε να συνεχίσει,

481/1081

με κίνδυνο να κάνει κακό, ή να τον σταματήσουμε αμέσως. Επέλεξα το δεύτερο. Και είχα δίκιο». «Είχε ψαλίδι στο σάκο;» «Όχι. Μόνο μια αλλαξιά ρούχα», παραδέχτηκε ο Τζίνι. «Αλλά ήταν ολόιδια με αυτά που ήδη φορούσε. Και ξέρεις γιατί;» «Για να μην τραβήξει την προσοχή, αν τυχόν λερωνόταν με αίμα». Η λογική του σχεδίου ήταν άψογη. «Και έπειτα ομολόγησε, με λεπτομέρειες: εμένα μου ήταν αρκετό». «Κανένα από τα θύματα των επιθέσεων δεν έδωσε στοιχεία χρήσιμα για να αναγνωριστεί. Περιορίστηκαν να επιβεβαιώσουν εκ των υστέρων ότι ήταν αυτός. Οι γυναίκες που υφίστανται βία είναι συχνά τόσο ταραγμένες, ώστε, όταν η αστυνομία τούς δείχνει έναν ύποπτο, λένε αμέσως ότι είναι αυτός. Αλλά δεν λένε ψέματα, θέλουν να το πιστέψουν - ή, μάλλον, είναι βέβαιες γι’ αυτό. Δεν θα

482/1081

μπορούσαν να ζήσουν ξέροντας ότι το τέρας που τους έκανε κακό κυκλοφορεί ακόμα ελεύθερο: ο φόβος ότι όλα μπορεί να επαναληφθούν είναι πιο δυνατός από οποιοδήποτε αίσθημα δικαιοσύνης. Ένας ένοχος αξίζει όσο ένας άλλος». «Ο Φεντερίκο Νόνι αναγνώρισε τον Κόστα από τη φωνή». «Αλήθεια;» έκανε κοροϊδευτικά ο Μάρκους. «Ο νεαρός ήταν ήρεμος όταν έστρεφε το δάχτυλο εναντίον του; Σκέψου τα αλλεπάλληλα τραύματα που είχε δεχτεί τα τελευταία χρόνια». Ο Πιέτρο Τζίνι δεν μπόρεσε να απαντήσει. Η στόφα του παλιού αστυνομικού δεν είχε ξεφτίσει ακόμα, αλλά κάτι είχε σπάσει ανεπανόρθωτα στην ψυχή του. Ο άνθρωπος που κάποτε ήταν ικανός να εμπνεύσει φόβο σε έναν εγκληματία με το βλέμμα τώρα έμοιαζε α7τίστευτα εύθραυστος. Και δεν ήταν μόνον εξαιτίας της αναπηρίας του. Ίσα-ίσα, η

483/1081

αναπηρία του τον είχε κάνει πιο σοφό. Ο Μάρκους ήταν βέβαιος ότι ήξερε κάτι και ότι, όπως του τύχαινε συχνά, αρκούσε μόνο να τον αφήσει να μιλήσει. «Από τη μέρα που μου είπαν ότι θα τυφλωνόμουν, δεν έχασα πια ούτε ένα ηλιοβασίλεμα. Μερικές φορές ανέβαινα στο λόφο Τζανίκολο κι έμενα εκεί μέχρι να χαθεί εντελώς το φως. Υπάρχουν πράγματα που θεωρούμε δεδομένα και δεν τα παρατηρούμε πια, παρόλο που κάθε φορά μας εκπλήσσουν. Τα αστέρια, λόγου χάρη. Θυμάμαι πως, όταν ήμουν μικρός, μου άρεσε να πλαγιάζω στο χορτάρι και να φαντάζομαι όλους εκείνους τους μακρινούς κόσμους. Προτού τυφλωθώ, ξανάρχισα να το κάνω, αλλά δεν ήταν το ίδιο. Τα μάτια μου είχαν δει πάρα πολλά λαθεμένα και φριχτά πράγματα. Κι ανάμεσα στα τελευταία που αντίκρισα ήταν το πτώμα της Τζόρτζια Νόνι». Ο αστυνομικός άπλωσε το χέρι για να καλέσει τα γατιά κοντά του. «Είναι

484/1081

περίπλοκο να πιστεύεις ότι κάποιος μας έφερε στον κόσμο μόνο και μόνο για να μας βλέπει να υποφέρουμε. Λένε ότι, αν ο Θεός είναι καλός, δεν μπορεί να είναι παντοδύναμος, και το αντίστροφο. Ένας καλός Θεός δεν θα άφηνε τα παιδιά του να βασανίζονται, επομένως δεν είναι σε θέση να το εμποδίσει. Αν, πάλι, έχει προβλέψει τα πάντα, τότε δεν είναι καλός όπως θέλει να μας κάνει να πιστεύουμε». «Θα ήθελα να μπορούσα να σου πω ότι υπάρχει ένα σχέδιο που δεν είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε. Ότι ένας μεμονωμένος άνθρωπος δεν μπορεί να συλλάβει το τόσο μεγάλο νόημα των πραγμάτων. Αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω την απάντηση». «Το θεωρώ έντιμο εκ μέρους σου. Το εκτιμώ πολύ». Ο Τζίνι σηκώθηκε όρθιος. «Έλα, θέλω να σου δείξω κάτι». Πήρε το μπαστούνι και μπήκε στο γραφείο. Ο Μάρκους τον ακολούθησε. Το δωμάτιο ήταν

485/1081

πολύ τακτοποιημένο και καθαρό, σημάδι ότι ο Τζίνι ήταν πράγματι αυτάρκης. Ο αστυνομικός κατευθύνθηκε προς το πικ απ και έβαλε ξανά το δίσκο του Ντβόρζακ. Όσο να τελειώσει, ο Μάρκους παρατήρησε ένα κομμάτι σκοινί κάνα δυο μέτρα μακρύ, πεταμένο σε μια γωνιά του δωματίου. Ποιος ξέρει πόσες φορές ο αστυνομικός μπήκε στον πειρασμό να το χρησιμοποιήσει. «Το λάθος μου ήταν που παρέδωσα την άδεια οπλοφορίας», είπε ο Τζίνι, χωρίς να προσθέσει τίποτε άλλο, σαν να είχε μαντέψει τις σκέψεις του συνομιλητή του. Έπειτα πήγε και κάθισε σε ένα γραφείο όπου υπήρχε ένας υπολογιστής. Μπροστά στο πληκτρολόγιο δεν βρισκόταν μια συνηθισμένη οθόνη, αλλά μια οθόνη Μπράιγ και ηχεία. «Αυτό που θα ακούσεις δεν θα σου αρέσει». Ο Μάρκους άρχισε να φαντάζεται περί τίνος επρόκειτο.

486/1081

«Πρώτα όμως θέλω να σου πω ότι ο νεαρός αυτός, ο Φεντερίκο Νόνι, υπέφερε ήδη αρκετά». Ο Τζίνι έδειχνε περίλυπος. «Πριν από χρόνια, έμεινε ανάπηρος στα πόδια κι έτυχε να συμβεί σ’ αυτόν που ήταν αθλητής. Αν σου τύχει να τυφλωθείς στη δική μου ηλικία, μπορεί και να το δεχτείς. Μετά σκότωσαν απάνθρωπα την αδελφή του, ουσιαστικά μπροστά στα μάτια του. Μπορείς να συλλάβεις έστω και. την ιδέα αυτού του πράγματος; Σκέψου πόσο ανίκανος θα πρέπει να ένιωσε. 1 Ιοιος ξέρει πόσα αισθήματα ενοχής τρέφει, ακόμα κι αν δεν έκανε τίποτα κακό». «Τι σχέση έχει αυτό με όσα ετοιμάζεσαι να μου αποκαλύψεις;» «Έχει, επειδή ο Φεντερίκο δικαιούται δικαιοσύνη. Όποια κι αν είναι αυτή». Ο Πιέτρο Τζίνι σώπασε, περιμένοντας να του δείξει ο Μάρκους ότι είχε καταλάβει.

487/1081

«Μπορείς να επιβιώσεις με μιαν αναπηρία. Μα με μια αμφιβολία, όχι». Αυτό του αρκούσε. Ο αστυνομικός πλησίασε στο πληκτρολόγιο. Η τεχνολογία προσφέρει μεγάλη βοήθεια σε όσους δεν βλέπουν. Ο Τζίνι μπορούσε να καταπιάνεται με συνηθισμένες δραστηριότητες, όπως να σερφάρει στο ίντερνετ ή να τσατάρει ή να στέλνει και να λαμβάνει αλληλογραφία. Κανείς στο διαδίκτυο δεν θα παρατηρούσε τη διαφορά. Στον κυβερνοχώρο, η διαφορετικότητα ακυρώνεται. «Μου ήρθε ένα e-mail πριν από μερικές μέρες», ανακοίνωσε ο αστυνομικός. «Τώρα θα σου βάλω να τ’ ακούσεις». Στο κομπιούτερ του Τζίνι υπήρχε ένα πρόγραμμα που του διάβαζε τα e-mails. Άναψε τα ηχεία και αφέθηκε να γείρει στην πλάτη της καρέκλας, περιμένοντας. Η συνθετική ηλεκτρονική φωνή διάβασε πρώτα μια ανώνυμη διεύθυνση της Yahoo. To e-mail

488/1081

δεν είχε τίτλο. Στη συνέχεια η φωνή άρχισε να μεταφέρει το μήνυμα. «αυ-τός-δεν-εί-ναι-σαν-ε-σέ-να... ψά-ξεστο-πά-ρ-κο-της-βί-λα-γκλό-ρι». Με ένα πλήκτρο, ο Τζίνι σταμάτησε τη διαδικασία. 0 Μάρκους παραξενεύτηκε. Ο δημιουργός αυτού του αίνιγματικού μηνύματος δεν μπορεί παρά να ήταν ο άγνωστος καθοδηγητής που τον είχε φέρει ως εδώ. Γιατί απευθύνθηκε σε έναν τυφλό αστυνομικό; «“Αυτός δεν είναι σαν εσένα”, τι σημαίνει αυτό;» «Ειλικρινά, με ανησυχεί περισσότερο το δεύτερο μέρος: “Ψάξε στο Πάρκο της Βίλα Γκλόρι”». Ο Τζίνι σηκώθηκε από τη θέση του, πλησίασε τον Μάρκους πιάνοντάς τον από το μπράτσο και σχεδόν τον ικέτεψε. «Εγώ δεν μπορώ να πάω. Τώρα ξέρεις τι πρέπει να

489/1081

κάνεις. Πήγαινε να δεις τι υπάρχει σε εκείνο το πάρκο». 14:12 Στους μήνες που πέρασαν μετά το θάνατο του Ντέιβιντ, η μοναξιά ήταν ένα πολύτιμο καβούκι. Δεν ήταν μια κατάσταση, ήταν ένας χώρος ο χώρος όπου μπορούσε να συνεχίσει να μιλάει μαζί του, χωρίς να αισθάνεται σαν μια δύσμοιρη τρελή. Η Σάντρα είχε κλειστεί μέσα σε εκείνη την αόρατη φυσαλίδα θλίψης, πάνω στην οποία αναπηδούσαν τα πράγματα που έρχονταν καταπάνω της. Τίποτα και κανείς δεν μπορούσε να την αγγίξει, αν παρέμενε εκεί. Όλως παραδόξως, ο πόνος είχε τη δύναμη να την προστατεύει. Κι αυτό ίσχυε έως τους πυροβολισμούς που πέρασαν ξυστά από δίπλα της εκείνο το πρωί στο παρεκκλήσι στον Σαν Ραϊμόντο ντι Πενιαφόρτ.

490/1081

Είχε φοβηθεί μην πεθάνει. Από εκείνη τη στιγμή η φυσαλιδα εξαφανίστηκε. Ήθελε να ζήσει. Κι αυτός ήταν ο λόγος που ένιωθε ένοχη απέναντι στον Ντέιβιντ. Επί πέντε μήνες η ύπαρξή της είχε μείνει μετέωρη. Ο καιρός περνούσε, μα εκείνη έμενε ακίνητη. Τώρα όμως αναρωτιόταν μέχρι ποιου σημείου μια σύζυγος πρέπει να στέκει στο πλευρό του συζύγου της. Ήταν λάθος να επιθυμεί να ζήσει όταν εκείνος ήταν νεκρος; Θα μπορούσε να θεωρηθεί προδοσία; Ήταν μια ανόητη σκέψη, το ήξερε. Όμως για πρώτη φορά είχε απομακρυνθεί από τον Ντέιβιντ. «Πολύ ενδιαφέρον». Η φωνή του Σάλμπερ έσπασε τα μάγια της σιωπής, όπου είχε βρει καταφύγιο με τις σκέψεις της. Βρίσκονταν στο δωμάτιο του ξενοδοχείου της Σάντρα και ο αξιωματικός της Ιντερπόλ ήταν καθισμένος στο κρεβάτι, κρατώντας στα χέρια του τις φωτογραφίες που

491/1081

είχαν τραβηχτεί με τη Leica. Τις κοίταξε και τις ξανακοίταξε αρκετές φορές. «Μόνον τέσσερις είναι; Δεν υπήρχαν άλλες;» Η Σάντρα φοβήθηκε ότι είχε μαντέψει τη μικρή της απάτη: είχε αποφασίσει να μην του δείξει εκείνη που απεικόνιζε τον ιερέα με την ουλή στον κρόταφο. Ο Σάλμπερ παρέμενε πάντα αστυνομικός κι εκείνη ήξερε πώς σκέφτονται οι αστυνομικοί: δεν σου παραχωρούν ποτέ το ευεργέτημα της αμφιβολίας. «Παρόλο που μπορεί να σου φαίνεται καλό, αυτό που κάνουν οι πνευματικοί είναι παράνομο. Η δραστηριότητά τους δεν γνωρίζει όρια ούτε κανόνες», είχε πει όταν της εξήγησε ποιοι ήταν. Οπότε, για τον Σάλμπερ ο άνθρωπος εκείνος ευθυνόταν για άνομη συμπεριφορά. Τίποτα δεν θα τον έκανε να αλλάξει γνώμη.

492/1081

Στην Ακαδημία τής είχαν διδάξει ότι όλοι ήταν ένοχοι μέχρις αποδείξεως του εναντίου και όχι αντίστροφα. Επιπλέον, δεν έπρεπε να πιστεύει ποτέ της κανέναν. Λόγου χάρη, σε μια ανάκριση ένας καλός αστυνομικός πρέπει να αμφισβητεί κάθε λέξη. Κάποτε της έτυχε να πιέσει έναν εκδρομέα που είχε βρει το πτώμα μιας γυναίκας σε ένα χαντάκι. Ήταν προφανές ότι ο άνθρωπος δεν είχε καμία σχέση, απλώς είχε ειδοποιήσει. Ωστόσο εκείνη τον βομβάρδιζε με ασήμαντες ερωτήσεις. Τον έβαζε να επαναλαμβάνει τις απαντήσεις, παριστάνοντας κάθε φορά ότι δεν είχε καταλάβει, προσπαθώντας να τον κάνει να πέσει σε αντιφάσεις. Ο κακομοίρης υπέμενε το μαρτύριο με την αφελή σκέψη ότι μπορούσε να βοηθήσει να χυθεί άπλετο φως σε εκείνο το θάνατο, χωρίς να ξέρει ότι με την παραμικρή αβεβαιότητα θα μπορούσε να βρεθεί μέσα. Ξέρω τι έχεις στο μυαλό σου, Σάλμπερ. Και δεν θα σ’ αφήσω να το κάνεις. Τουλάχιστον

493/1081

μέχρι να καταλάβω αν μπορώ να σε εμπιστευτώ ολότελα. «Μόνον τέσσερις φωτογραφίες», επιβεβαίωσε η Σάντρα. Ο αξιωματικός την κοίταξε καλά-καλά, ζυγιάζοντας την απάντησή της ή ελπίζοντας να προδοθεί. Κατάφερε να αντέξει το βλέμμα του με απάθεια. Μετά, εκείνος αφοσιώθηκε ξανά στις φωτογραφίες. Η Σάντρα νόμιζε ότι είχε περάσει το τεστ, αλλά έκανε λάθος. «Πριν είπες ότι χτες το βράδυ συνάντησες έναν απ’ αυτούς. Αναρωτιέμαι πώς μπόρεσες να τον αναγνωρίσεις αν δεν τον είχες δει ποτέ». Η Σάντρα αντιλήφθηκε ότι είχε κάνει λάθος. Βλαστήμησε τον εαυτό της που του έδωσε αυτή την πληροφορία όσο βρίσκονταν στον ξενώνα της Ιντερπόλ, αλλά της είχε βγει αυθόρμητα.

494/1081

«Πήγα στον Σαν Λουιτζι ντέι Φραντσέζι για να τσεκάρω τη φωτογραφία του Ντέιβιντ με τη λεπτομέρεια από τον πίνακα του Καραβάτζιο». «Αυτό μου το είπες». «Είδα αυτό τον άνθρωπο εκεί μπροστά, δεν ήξερα ποιος ήταν. Με αναγνώρισε εκείνος και απομακρύνθηκε αμέσως», είπε ψέματα. «Εγώ απλώς τον ακολούθησα και τον σημάδεψα με το πιστόλι, ώσπου μου είπε ότι ήταν ιερέας». «Θες να πεις ότι ήξερε ποια ήσουν;» «Δεν ξέρω πώς, αλλά μου έδωσε την εντύπωση ότι με γνώρισε. Οπότε, ναι, πιστεύω ότι το ήξερε». Ο Σάλμπερ κούνησε το κεφάλι. «Καταλαβαίνω». Η Σάντρα θα έβαζε στοίχημα ότι δεν το έχαψε. Όμως προς το παρόν προτίμησε να το αφήσει να περάσει. Όπως και να χε, καλύτερα έτσι: θα ήταν αναγκασμένος να μην την αποκλείσει από την έρευνα. Δοκίμασε να

495/1081

αλλάξει θέμα: «Η σκοτεινή φωτογραφία τι νόημα λες να έχει;» Εκείνος αφαιρέθηκε για μια στιγμή, αλλά συνήλθε αμέσως «Δεν ξέρω. Προς το παρόν δεν μου λέει τίποτα». Η Σάντρα σηκώθηκε από το κρεβάτι. «Εντάξει, και τώρα πώς θα κινηθούμε;» Ο Σάλμπερ τής ξανάδωσε τις φωτογραφίες. «Ο Φίγκαρο», είπε μόνον. «Τον συνέλαβαν. Αλλά για να ενδιαφέρονται οι πνευματικοί για την υπόθεση, θα πρέπει να υπάρχει οπωσδήποτε κάποιος λόγος». «Τι σκέφτεσαι να κάνεις;» «Ο βιαστής έγινε δολοφόνος: το τελευταίο θύμα του πέθανε». «0ες ν’ αρχίσεις από εκείνη;» «Από τον αδελφό της: ήταν παρών στη δολοφονία της». «Οι γιατροί ήταν βέβαιοι ότι θα ξανάρχιζα να περπατώ σύντομα».

496/1081

Ο Φεντερίκο Νόνι είχε τα χέρια ακουμπισμένα στους μηρούς, το βλέμμα χαμηλωμένο. Είχε μέρες αξύριστος και τα μαλλιά του ήταν μακριά. Κάτω από το πράσινο μπλουζάκι διακρίνονταν ακόμα οι μύες του παλιού αθλητή. Όμως οι γάμπες ήταν ισχνές και ακίνητες μες στο παντελόνι της φόρμας, ακουμπισμένες στο υποπόδιο της αναπηρικής πολυθρόνας. Φορούσε ένα ζευγάρι Nike που οι σόλες τους ήταν πεντακάθαρες. Η Σάντρα τον παρατηρούσε και κατέγραφε αυτές τις λεπτομέρειες. Σε εκείνα τα αθλητικά παπούτσια υπήρχε όλη η ιστορία του δράματός του. Έμοιαζαν καινούργια, αλλά ποιος ξέρει από πότε τα είχε. Είχαν παρουσιαστεί με τον Σάλμπερ στην πόρτα της κρής βίλας στο Νουόβο Σαλάριο λίγα λεπτά νωρίτερα. πησαν το κουδούνι, επιμένοντας αρκετά μέχρι να τους ανοίξουν. Ο Φεντερίκο Νόνι ζούσε σαν ερημίτης και δεν ήθελε να βλέπει κανέναν. Για να τον πείσουν,

497/1081

ο Σάλμπερ είπε στη Σάντρα να του δώσει το σήμα της ιταλικής αστυνομίας και του το έδειξε από τη θυροτηλεόραση. Δήλωσε ότι ήταν επιθεωρητής. Αν και παρά τη θέλησή της, είπε και η Σάντρα ψέματα. Απεχθανόταν τις μεθόδους αυτού του ανθρώπου, την υπεροψία του και πώς χρησιμοποιούσε τους άλλους για τους δικούς του σκοπούς. Το σπίτι του νεαρού ήταν ακατάστατο. Μύριζε κλεισούρα και τα στόρια είχαν ποιος ξέρει πόσον καιρό να ανοιχτούν. Τα έπιπλα ήταν βαλμένα έτσι που να ανοίγουν περάσματα για την αναπηρική πολυθρόνα. Στο δάπεδο φαίνονταν τα ίχνη που είχαν αφήσει οι τροχοί. Η Σάντρα και ο Σάλμπερ κάθισαν σε έναν καναπέ. Ο Φεντερίκο καθόταν απέναντι τους. Πίσω του ήταν η σκάλα που πήγαινε στον επάνω όροφο. Εκεί είχε δολοφονηθεί η Τζόρτζια Νόνι. Όμως προφανώς ο αδελφός της

498/1081

δεν ανέβαινε πια. Είχε στρωμένο ένα ντιβανάκι στο καθιστικό. «Η επέμβαση πέτυχε. Με διαβεβαίωσαν ότι αρκούσε η φυσιοθεραπεία για την αποκατάστασή μου. Θα ήταν δύσκολο, αλλά θα τα κατάφερνα. Ήμουν μαθημένος στη σωματική προσπάθεια, δεν με τρόμαζε. Όμως...» 0 Φεντερίκο προσπαθούσε να απαντήσει σε μια απωθητική ερώτηση του Σάλμπερ για τα αίτια της παραπληγίας του. 0 αξιωματικός της Ιντερπόλ είχε ξεκινήσει σκόπιμα από το πιο δυσάρεστο θέμα. Η Σάντρα γνώριζε αυτή την τεχνική, ήταν η ίδια που εφάρμοζαν μερικοί συνάδελφοί της όταν άκουγαν τα θύματα ενός εγκλήματος. Ο οίκτος τούς έκανε συχνά να κλείνονται στον εαυτό τους, ενώ, για να πάρεις χρήσιμες απαντήσεις, ήταν συχνά αναγκαίο να δείχνεις αδιάφορος. «Τη στιγμή του ατυχήματος τρέχατε με τη μηχανή;»

499/1081

«Με τίποτα. Ήταν ένα γελοίο πέσιμο. Θυμάμαι ότι στην αρχή, παρά τα κατάγματα, κατάφερνα να κουνήσω τα πόδια μου. Έπειτα από μια-δυο ώρες δεν τα ένιωθα πια». Σε ένα έπιπλο υπήρχε μια φωτογραφία του Φεντερίκο Νόνι ντυμένου με στολή μοτοσικλετιστή δίπλα σε μια κατακόκκινη Ducati. Κρατούσε παραμάσχαλα ένα κράνος και χαμογελούσε στο φακό. Ωραίο παιδί, νέο κι ευτυχισμένο, με καθαρό πρόσωπο. Απ’ αυτούς που ξετρελαίνουν τις γυναίκες, σκέφτηκε η Σάντρα. «Ώστε ήσασταν αθλητής; Σε ποιο άθλημα;» «Άλμα εις μήκος». «Και ήσασταν καλός;» Ο Φεντερίκο αρκέστηκε να δείξει το ράφι με τα τρόπαια που είχε κερδίσει. «Κρίνετε μόνοι σας». Προφανώς τα είχαν προσέξει μόλις μπήκαν. Αλλά ο Σάλμπερ είχε ανοίξει αυτό το θέμα για να κερδίσει χρόνο. Ήθελε να κεντρίσει το

500/1081

νεαρό. Είχε κάποιο σχέδιο, μα η Σάντρα δεν κατάφερνε ακόμα να καταλάβει τι περίμενε να πετύχει. «Η Τζόρτζια θα πρέπει να ήταν περήφανη για σας». Και μόνον ακούγοντας το όνομα της αδελφής του, ο Φεντερίκο κοκάλωσε. «Ήταν η μόνη που μου είχε απομείνει». «Και οι γονείς σας;» Ο νεαρός ήταν απρόθυμος να μιλήσει, απάντησε βιαστικά στην ερώτηση. «Η μητέρα μου έφυγε από το σπίτι όταν ήμασταν ακόμα μικροί. Μας μεγάλωσε ο πατέρας μου. Αλλά δεν τα κατάφερε, την αγαπούσε πάρα πολύ. Πέθανε όταν ήμουν δεκαπέντε χρονών». «Τι τύπος ήταν η αδελφή σας;» «Ο πιο κεφάτος άνθρωπος που μπορείτε να φανταστείτε. Τίποτα δεν την πλήγωνε και η χαρά της ήταν μεταδοτική. Μετά το ατύχημα ανέλαβε τη φροντίδα μου. Ήξερα τι βάρος θα γινόμουν με τα χρόνια και ότι δεν ήταν σωστό

501/1081

να με φορτωθεί, αλλά εκείνη επέμενε. Εγκατέλειψε τα πάντα για χάρη μου». «Ήταν κτηνίατρος...» «Ναι, και είχε κι ένα δεσμό. Την παράτησε όταν ανακάλυψε τι ευθύνη είχε αναλάβει. Θα σας φανεί κοινότοπο, ποιος ξέρει πόσες φορές θα το έχετε ακούσει, αλλά δεν της άξιζε να πεθάνει». Η Σάντρα αναρωτήθηκε ποιο θεϊκό σχέδιο μπορεί να υπήρχε πίσω από την αλληλουχία των τραγικών γεγονότων που είχαν καταστρέψει τη ζωή δυο καλών παιδιών. Εγκαταλελειμμένα από τη μητέρα, ορφανά από πατέρα, εκείνος περιορισμένος σε μια αναπηρική πολυθρόνα, εκείνη κακοποιημένη και δολοφονημένη. Ποιος ξέρει γιατί, αλλά της ήρθε στο νου η ιστορία του Ντέιβιντ για την κοπέλα στην παραλία. Αυτή η συνάντηση έπειτα από μια σειρά αναποδιές -χαμένη βαλίτσα, πτήση πλήρης, νοικιασμένο αυτοκίνητο που χαλάει λίγα χιλιόμετρα πριν

502/1081

από το τέρμα- θα μπορούσε να καταλήξει διαφορετικά. Αν η άγνωστη που έκανε τζόκινγκ είχε βρει τον Ντέιβιντ λιγάκι ενδιαφέροντα ή του γούστου της, αυτοί οι δύο δεν θα είχαν συναντηθεί. Και ίσως τώρα να έκλαιγε κάποια άλλη για λογαριασμό του. Μπορεί ακόμα να δεχτεί κανείς ότι μερικές φορές η μοίρα αγριεύει πάρα πολύ και συχνά αυτό έχει κάποιο νόημα. Μα στην περίπτωση του Φεντερίκο και της Τζόρτζια Νόνι αυτό το νόημα της διέφευγε. Ο νεαρός προσπάθησε να απομακρύνει τη συζήτηση από τις αναμνήσεις που τον πλήγωναν. «Δεν έχω καταλάβει το λόγο της επίσκεψής σας». «Ο δολοφόνος της αδελφής σας μπορεί να επιτύχει μια σημαντική μείωση της ποινής του». «Νόμιζα ότι είχε ομολογήσει». Η είδηση φάνηκε να τον αναστατώνει.

503/1081

«Ναι, αλλά φαίνεται ότι τώρα ο Νικόλα Κόστα σκοπεύει να επικαλεστεί διανοητική αστάθεια», απάντησε ο Σάλμπερ λέγοντας ψέματα. «Γι’ αυτό το λόγο πρέπει να αποδείξουμε ότι έδρασε από την αρχή με απόλυτη επίγνωση και διαύγεια. Στις τρεις επιθέσεις και, κυρίως, στη δολοφονία». Ο νεαρός κούνησε το κεφάλι κι έσφιξε τις γροθιές. Η Σάντρα ένιωσε οίκτο και αγανάκτηση για τον τρόπο με τον οποίο τον εξαπατούσαν. Δεν είχε πει ούτε λέξη ακόμα, αλλά και μόνον η παρουσία της σε εκείνο το χώρο επικύρωνε κάθε ψέμα του Σάλμπερ, πράγμα που την έκανε να νιώθει συνένοχη. Ο Φεντερίκο σήκωσε τα μάτια του που γυάλιζαν από οργή και τους κοίταξε. «Πώς μπορώ να σας βοηθήσω;» «Πείτε μας πώς ακριβώς έγινε». «Πάλι; Ο χρόνος μπορεί να έχει αλλοιώσει τις αναμνήσεις μου».

504/1081

«Το ξέρουμε. Αλλά δεν έχουμε άλλη επιλογή, κύριε Νόνι. Αυτό το κάθαρμα ο Κόστα θα προσπαθήσει να παραποιήσει τα γεγονότα, δεν πρέπει να του το επιτρέψουμε. Εσείς είστε αυτός που τον στρίμωξε». «Φορούσε κουκούλα, αναγνώρισα μόνο τη φωνή του». «Αυτό σας κάνει το μοναδικό μάρτυρα που έχουμε. Το καταλαβαίνετε;» Ο Σάλμπερ έβγαλε ένα σημειωματάριο και ένα μολύβι, παριστάνοντας ότι ήθελε να καταγράψει κάθε κουβέντα. Ο Φεντερίκο χάιδεψε το πρόσωπό του, περνώντας το χέρι από τα αγριεμένα γένια του. Πήρε μερικές βαθιές ανάσες. Ο θώρακάς του ανεβοκατέβαινε λες και είχε το σύνδρομο του υπεραερισμού. Αρχισε να εξιστορεί τα γεγονότα. «Ήταν εφτά το απόγευμα, η Τζόρτζια πάντα γυρνούσε στο σπίτι εκείνη την ώρα. Είχε πάει για ψώνια· είχε αγοράσει υλικά για τούρτα. Μ’ αρέσουν τα γλυκά»,

505/1081

δικαιολογήθηκε, λες κι απ’ αυτή τη λεπτομέρεια εξαρτώνταν όλα όσα είχαν συμβεί μετά. «Ακουγα μουσική με ακουστικά. Δεν της έδινα σημασία. Εκείνη έλεγε ότι ήμουν σαν αρκούδα σε χειμερία νάρκη, ότι θα περίμενε ακόμα λίγο και μετά θα έβαζε τέλος στο λήθαργο μου, είτε με το καλό είτε με το ζόρι... Είναι γεγονός ότι αρνιόμουν να κάνω φυσιοθεραπεία και είχα χάσει την ελπίδα ότι θα ξανάρχιζα να περπατάω», δικαιολογήθηκε ο νεαρός. «Μετά τι έγινε;» «Θυμάμαι μόνο την πρόσκρουση με το πάτωμα που μ εκανε να χάσω τις αισθήσεις μου. Εκείνο το κάθαρμα με άρπαξε από πίσω και αναποδογύρισε την πολυθρόνα μου». «Δεν είχατε καταλάβει ότι κάποιος μπήκε στο σπίτι;» «Όχι», είπε απλά. Είχε φτάσει σε κρίσιμο σημείο. Από κει και πέρα η αφήγηση γινόταν πιο δύσκολη.

506/1081

«Σας παρακαλώ, συνεχίστε». «Όταν συνήλθα, ήμουν ζαλισμένος. Δεν κατάφερνα να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά και πονούσε η πλάτη μου. Δεν το κατάλαβα αμέσως, αλλά μετά άκουσα τα ουρλιαχτά που έρχονταν από τον επάνω όροφο...» Ένα δάκρυ κατάφερε να διαπεράσει την πανοπλία της οργής, γλιστρώντας στο πρόσωπό του, μέχρι που χάθηκε στα γένια του. «Ήμουν στο δάπεδο, η αναπηρική πολυθρόνα ήταν κάνα δυο μέτρα πιο πέρα, αλλά είχε σπάσει. Προσπάθησα να φτάσω στο τηλέφωνο, μα βρισκόταν πάνω σε ένα έπιπλο, πολύ ψηλά για μένα». Κοίταξε τα ακίνητα πόδια του. «Σ’ αυτές τις συνθήκες, ακόμα και τα πιο απλά πράγματα γίνονται αδύνατα». Ο Σάλμπερ όμως δεν τον άφησε να παρασυρθεί σε συναισθηματισμούς: «Το κινητό;» «Δεν ήξερα πού ήταν και βρισκόμουν σε πανικό». Ο Φεντερίκο γύρισε για να κοιτάξει

507/1081

προς τη σκάλα. «Η Τζόρτζια ούρλιαζε, ούρλιαζε, ούρλιαζε... Ζητούσε βοήθεια και έλεος, λες και αυτό το κάθαρμα μπορούσε στ’ αλήθεια να της δώσει κάτι απ’ τα δύο». «Κι εσείς τι κάνατε;» «Σύρθηκα προς τα σκαλιά, προσπάθησα να ανέβω στηριγμένος στα μπράτσα μου. Μα δεν είχα δυνάμεις». «Είναι δυνατόν;» Ο Σάλμπερ άφησε να του ξεφύγει ένα υπεροπτικό χαμόγελο. «Ήσασταν αθλητικός τύπος και επιπλεον προπονημένος. Μου φαίνεται δύσκολο να πιστέψω ότι ήταν τόσο κουραστικό να ανεβείτε ως εκεί πάνω». Η Σαντρα γύρισε για να τον κεραυνοβολήσει με το βλέμμα της, εκείνος όμως την αγνόησε. «Δεν μπορείτε να ξέρετε πώς ήμουν από τη στιγμή που χτύπησα το κεφάλι μου στο πάτωμα», αντέτεινε ο Φεντερίκο Νόνι, σκληραίνοντας. «Πράγματι, με συγχωρείτε». Ο Σάλμπερ το είπε χωρίς πεποίθηση, αφήνοντας σκόπιμα να

508/1081

φανεί η δυσπιστία του. Έσκυψε το κεφάλι πάνω από το σημειωματάριο, αλλά στην πραγματικότητα περίμενε να τσιμπήσει ο νεαρός το δόλωμα που του είχε ρίξει. «Τι θέλετε να πείτε;» «Τίποτα, συνεχίστε», έκανε μια χειρονομία όλο εκνευρισμό. «Ο δολοφόνος το έσκασε από μια βοηθητική πόρτα, όταν άκουσε την αστυνομία να έρχεται». «Αναγνωρίσατε τον Νικόλα Κόστα από τη φωνή, σωστά;» «Σωστά». «Δηλώσατε ότι ο δολοφόνος είχε ένα ελάττωμα στην ομιλία, πράγμα που ταίριαζε απόλυτα με τη δυσμορφία του ουρανίσκου του». «Και λοιπόν;» «Στην αρχή όμως ο τρόπος που επηρεαζόταν η άρθρωση του από τη χειλόσχιση σας φάνηκε σαν σλαβική προφορά».

509/1081

«Το λάθος το κάνατε εσείς οι αστυνομικοί, τι σχέση εχω εγώ;» Ο Φεντερίκο Νόνι είχε πια πάρει αμυντική σταση. «Εντάξει, τα ξαναλέμε». Αιφνιδιάζοντάς τους όλους, ο Σαλμπερ έτεινε το χέρι στο νεαρό κι ετοιμάστηκε να φύγει. «Περιμένετε ένα λεπτό». «Κύριε Νόνι, δεν έχω χρόνο για χάσιμο. Δεν έχει νόημα να καθόμαστε εδώ, αν δεν μας λέτε την αλήθεια». «Και ποια είναι αυτή;» Η Σάντρα διέκρινε ότι ο νεαρός ήταν ταραγμένος. Δεν ήξερε τι παιχνίδι έπαιζε ο αξιωματικός της Ιντερπόλ, αλλά ρίσκάρε να παρέμβει. «Ίσως είναι προτιμότερο να πηγαίνουμε». Ο Σάλμπερ την αγνόησε και πάλι, στάθηκε μπροστά στον Νόνι και τον σημάδεψε με το δάχτυλό του. «Η αλήθεια είναι ότι ακούσατε μόνο τη φωνή της Τζόρτζια, όχι του

510/1081

δολοφόνου. Επομένως, καμία σλαβική προφορά ή ελάττωμα στην ομιλία». «Δεν είναι αλήθεια». «Η αλήθεια είναι πως, όταν συνήλθατε, θα μπορούσατε να δοκιμάσετε να τη σώσετε ανεβαίνοντας πάνω: είστε αθλητής και θα τα καταφέρνατε». «Δεν είναι αλήθεια». «Η αλήθεια είναι ότι μείνατε εδώ κάτω, ενώ εκείνο το τέρας έκανε τα κέφια του». «Δεν είναι αλήθεια!» ούρλιαζε ο Φεντερίκο Νόνι κλαίγοντας. Η Σάντρα σηκώθηκε, έπιασε τον Σάλμπερ από το μπράτσο, δοκίμασε να τον απομακρύνει. «Φτάνει πια, άσ’ τον ήσυχο». Εκείνος όμως δεν έκανε πίσω. «Γιατί δεν μας λέτε πώς έγιναν πράγματι τα γεγονότα; Γιατί δεν πήγατε να βοηθήσετε την Τζόρτζια;» «Εγώ... εγώ...» «Τι; Εμπρός, φανείτε άντρας αυτή τη φορά».

511/1081

«Εγώ...» Ο Φεντερίκο Νόνι ψέλλιζε ανάμεσα στα δάκρυά του. «Εγώ δεν... Εγώ ήθελα...» Ο Σάλμπερ τού έκανε ανελέητη επίθεση. «Δείξε τ’ αρχίδια σου, όχι όπως έκανες εκείνο το βράδυ». «Σε παρακαλώ, Σάλμπερ», δοκίμασε να τον λογικέψει η Σάντρα. «Εγώ... φοβήθηκα». Μες στο δωμάτιο απλώθηκε μια σιωπή που έσπαζε μόνον από τους λυγμούς του νεαρού. Ο Σάλμπερ επιτέλους έπαψε να τον βασανίζει. Του γύρισε την πλάτη πηγαίνοντας προς την πόρτα. Προτού τον ακολουθήσει, η Σάντρα κοντοστάθηκε μια στιγμή κοιτάζοντας τον Φεντερίκο Νόνι που τρανταζόταν απ’ τα κλάματα, με τα μάτια στυλωμένα στα άχρηστα πόδια του. Θα ήθελε να τον παρηγορήσει, αλλά δεν κατάφερε να μιλήσει. «Λυπάμαι πολύ γι’ αυτό που σας συνέβη, κύριε Νόνι», είπε ο αξιωματικός βγαίνοντας απ’ την πόρτα. «Καλή σας μέρα».

512/1081

Καθώς ο Σάλμπερ πήγαινε βιαστικά προς το αυτοκίνητο, η Σάντρα έτρεξε ξοπίσω του και τον ανάγκασε να σταματήσει. «Μα τι σ’ έπιασε; Δεν ήταν ανάγκη να του φερθείς έτσι». «Αν δεν σου αρέσουν οι μέθοδοί μου, μπορείς πάντα να μ' αφήσεις να δουλέψω με την ησυχία μου». Ήταν περιφρονητικός και απέναντι της, δεν μπορούσε να το ανεχτεί. «Δεν μπορείς να μου συμπεριφέρεσαι έτσι!» «Σ’ το είπα ήδη: η ειδικότητά μου είναι οι ψεύτες. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτό, τους απεχθάνομαι». «Κι εσύ ήσουν ειλικρινής εκεί μέσα;» τον ρώτησε δείχνοντας το σπίτι πίσω τους. «1 Ιόσα ψέματα του είπες από τη στιγμή που μπήκαμε; Ή μήπως έχασες το λογαριασμό;» «Δεν έχεις ακούσει ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα;» Ο Σάλμπερ έχωσε το χέρι στην τσέπη

513/1081

του, έβγαλε ένα πακετάκι τσίχλες κι έβαλε μία στο στόμα του. «Και ποιος ήταν ο σκοπός, να ταπεινώσεις ένα παραπληγικό παιδί;» Άνοιξε τα μπράτσα του. «Κοίτα, λυπάμαι πολύ που η μοίρα στάθηκε σκληρή με τον Φεντερίκο Νόνι, πιθανότατα δεν του άξιζε. 'Ομως άσχημα πράγματα συμβαίνουν σε όλους, αυτό δεν αναιρεί τις ευθύνες μας. Εσύ θα έπρεπε να το ξέρεις καλύτερα από άλλους». «Θες να πεις, γι’ αυτό που συνέβη στον Ντέιβιντ;» «Μάλιστα. Εσύ δεν χρησιμοποιείς το θάνατό του σαν άλλοθι». Μασούσε την τσίχλα μ’ ανοιχτό το στόμα, της έδινε στα νεύρα. «Και πού το ξέρεις εσύ;» «Θα μπορούσες να κάθεσαι και να θρηνείς συνέχεια, κανείς δεν θα σου έλεγε τίποτα αν το έκανες, κι όμως αγωνίζεσαι. Σου σκοτώνουν τον άντρα, σε πυροβολούν, αλλά δεν κάνεις

514/1081

πίσω ούτε σπιθαμή». Της γύρισε την πλάτη για να πάει στο αυτοκίνητο, είχε αρχίσει πάλι να βρέχει. Αδιαφορώντας αν θα βρεχόταν, η Σάντρα περίμενε προτού απαντήσει. «Είσαι στ’ αλήθεια αντιπαθέστατος». Ο Σάλμπερ σταμάτησε κι έκανε μεταβολή. «Με την ψεύτικη μαρτυρία του, αυτός ο μαλάκας ο Φεντερίκο Νόνι έστειλε στη φυλακή έναν αθώο. Μόνο και μόνο για να μην παραδεχτεί ότι τα έκανε πάνω του. Αυτό δεν σε ενοχλεί;» «Κατάλαβα. Εσύ είσαι αυτός που ορίζει ποιος είναι ένοχος και ποιος όχι. Και από πότε είναι έτσι τα πράγματα, Σάλμπερ;» Εκείνος ξεφύσησε κουνώντας τα χέρια. «Κοίτα, δεν έχω διάθεση να στήσω κουβέντα μες στο δρόμο. Λυπάμαι που φάνηκα σκληρός, αλλά έτσι είμαι. Νομίζεις ότι ο θάνατος του Ντέιβιντ δεν με κάνει να νιώθω άσχημα;

515/1081

Νομίζεις ότι δεν αισθάνομαι εν μέρει υπεύθυνος που δεν τον εμπόδισα;» Η Σάντρα σώπασε. Δεν είχε σκεφτεί αυτή την πλευρά. Ίσως και η ίδια να είχε βιαστεί να κρίνει τον Σάλμπερ. «Δεν ήμασταν φίλοι, αλλά μου είχε εμπιστοσύνη, κι αυτό είναι αρκετό για να με κάνει να νιώθω ένοχος», κατέληξε εκείνος. Η Σάντρα ηρέμησε. Ο τόνος της έγινε πιο συγκρατημένος. «Τι θα κάνουμε με το νεαρό; Πρέπει να ενημερώσουμε κανέναν;» «Όχι τώρα. Έχουμε ακόμα πολλά να κάνουμε. Προς το παρόν, μπορούμε να υποθέσουμε με αρκετή σιγουριά ότι οι πνευματικοί ψάχνουν τον αληθινό Φίγκαρο. Πρέπει να τους προλάβουμε». 15:53 Μια λεπτή κι επίμονη βροχή είχε δημιουργήσει κυκλοφοριακό χάος στη Ρώμη.

516/1081

Φτάνοντας στην είσοδο του μεγάλου κήπου, ο Μάρκους στάθηκε για λίγο, ενώ ξανασκεφτόταν το e-mail που είχε πάρει ο Τζίνι. Αυτός δεν είναι σαν εσένα. Ψάξε στο Πάρκο της Βίλα Γκλόρι. Ποιος ήταν ο αληθινός Φίγκαρο; Και σε ποιον θα έπεφτε αυτή τη φορά ο ρόλος του εκδικητή; Ίσως εκεί να βρισκόταν η απάντηση. Το πάρκο ήταν ένας από τους πνεύμονες πρασίνου της πόλης. Δεν ήταν το πιο εκτεταμένο, αλλά, όπως και να 'χε, έπιανε είκοσι πέντε εκτάρια: πολύ μεγάλο για να το εξερευνήσει ολόκληρο προτού δύσει ο ήλιος. Πόσο μάλλον που ο Μάρκους δεν ήξερε τι έπρεπε να αναζητήσει. Το μήνυμα απευθυνόταν σε έναν τυφλό, σκέφτηκε. Επομένως, θα έπρεπε να είναι κάτι εμφανές, ίσως ένα ηχητικό σημάδι. Όμως αμέσως μετά άλλαξε γνώμη. Όχι, το μήνυμα απευθυνόταν στους πνευματικούς. Το γεγονός

517/1081

ότι στάλθηκε στον Τζίνι ήταν εντελώς συμπτωματικό. Το ίχνος αφέθηκε για εμάς. Πέρασε τη μεγάλη μαύρη καγκελόπορτα του πάρκου και πήρε την ανηφόρα: η Βίλα Γκλόρι ήταν πάνω σε ένα λόφο. Συνάντησε κάποιον ριψοκίνδυνο που έκανε τζόκινγκ με σορτσάκι και αδιάβροχο μπουφάν, έχοντας πίσω του ένα μπόξερ που ακολουθούσε με τέλειο συγχρονισμό. Ο Μάρκους σήκωσε το γιακά του αδιάβροχού του, είχε αρχίσει να κάνει κρυο. Κοιτούσε γύρω του, με την ελπίδα κάτι να τραβήξει την προσοχή του. Ανωμαλίες. Αντίθετα με τα άλλα πάρκα της Ρώμης, στη Βίλα Γκλόρι η βλάστηση ήταν πολύ πιο πυκνή. Δέντρα με ψηλά κλαριά ανέβαιναν προς τον ουρανό, δημιουργώντας παράξενα παιχνίδια φωτοσκιάσεων. Η βλάστηση στο έδαφος αποτελούνταν από μικρούς θάμνους και

518/1081

βάτους, το χώμα ήταν σκεπασμένο με κλαριά και ξερά φύλλα. Μια ξανθιά γυναίκα καθόταν σε ένα παγκάκι. Στο ένα της χέρι έσφιγγε μια ομπρέλα, στο άλλο κρατούσε ένα ανοιχτό βιβλίο. Γύρω της τριγυρνούσε ένα λαμπραντόρ. Το ζώο ίσως ήθελε να παίξει, αλλά η αφεντικίνα του το αγνοούσε, συνεπαρμένη από την ανάγνωση. Ο Μάρκους προσπάθησε να αποφύγει το βλέμμα της μα, όταν πέρασε από μπροστά της, η γυναίκα σήκωσε τα μάτια από το βιβλίο, προσπαθώντας να καταλάβει αν ο άγνωστος αποτελούσε πιθανό κίνδυνο. Την προσπέρασε χωρίς να κόψει ταχύτητα και ο σκύλος άρχισε να τον ακολουθεί κουνώντας την ουρά. Ήθελε να πιάσει φιλίες. Ο Μάρκους στάθηκε και τον άφησε να πλησιάσει. Του χάιδεψε το κεφάλι. «Έλα, ομορφούλη μου, γύρνα στην κυρά σου».

519/1081

Το λαμπραντόρ έδειξε να κατάλαβε κι έτρεξε προς τα πίσω. Χρειαζόταν ένα πάτημα για να κατευθύνει την ερευνά του. Και θα μπορούσε να είναι κρυμμένο μόνο στη φύση εκείνου του μέρους. Ένα δάσος με βλάστηση πιο πυκνή από τα άλλα πάρκα της Ρώμης. Όχι ιδανικό για πικνίκ, αλλά εξαιρετικό για να κάνεις τζόκινγκ ή ποδήλατο... και τέλειο για να τρέχουν τα σκυλιά. Τα σκυλιά, αυτή ήταν η απάντηση. Αν υπάρχει κάτι εδώ, σίγουρα το έχουν μυρίσει, σκέφτηκε ο Μάρκους. Ξαναπήρε το δρομάκι που ανέβαινε στην κορυφή του λόφου, κοιτάζοντας προσεκτικά το χώμα αριστερά και δεξιά από την άσφαλτο. Αφού διέσχισε καμιά εκατοστή μέτρα, είδε ότι στο λασπωμένο έδαφος ήταν χαραγμένη μια διαδρομή. Την όριζαν δεκάδες αποτυπώματα από πόδια σκύλων.

520/1081

Δεν μπορεί να οφειλόταν στο πέρασμα ενός μόνο σκύλου, αλλα πολλών που πήγαν να σκαλίσουν μες στην πυκνή βλάστηση του δάσους. Ο Μάρκους άφησε το κεντρικό δρομάκι και χώθηκε ανάμεσα στους θάμνους. Ακουγόταν μόνο ο ανεπαίσθητος θόρυβος της βροχής και των βημάτων του πάνω στα μουσκεμένα φύλλα. Προχώρησε άλλη καμιά εκατοστή μέτρα προσπαθώντας να μη χάσει από τα μάτια του τα ίχνη που, παρά τις καταιγίδες εκείνων των ημερών, είχαν ξανασχηματιστεί αμέσως. Η κίνηση ήταν συνεχής, σκέφτηκε. Όμως γύρω του δεν κατάφερνε να διακρίνει κανένα σημάδι. Το μονοπάτι με τα ίχνη σταματούσε απότομα, από κει και πέρα τα χνάρια σκορπίζονταν προς όλες τις κατευθύνσεις, σημαδεύοντας μια μεγάλη περιοχή, λες και τα ζώα είχαν χάσει το οσφρητικό ερέθισμα. Ή λες

521/1081

κι εκείνη η μυρωδιά ήταν τόσο επίμονη, ώστε δεν μπορούσαν να εντοπίσουν την πηγή της. Ο ουρανός ήταν βαρύς. Οι θόρυβοι και τα φώτα της πόλης είχαν χαθεί πίσω από τη σκούρα κουρτίνα των φυλλωμάτων. Του φαινόταν ότι βρισκόταν σε έναν τόπο πολύ μακριά από τον πολιτισμό, σκοτεινό και αρχέγονο. Ο Μάρκους έβγαλε το φακό από την τσέπη του και τον άναψε. Μετακίνησε τη δέσμη του, βλαστημώντας την τύχη του. Θα έπρεπε να ξαναγυρίσει από κει που ήρθε και να ξαναδοκιμάσει το επόμενο πρωί, με κίνδυνο να έχει πιο πολύ κόσμο το πάρκο και να μην μπορεί να φέρει σε πέρας την αποστολή του. Ετοιμαζόταν να τα παρατήσει οριστικά, όταν για μια στιγμή φώτισε ένα σημείο κάπου δυο μέτρα μακριά του. Στην αρχή το είχε περάσει για πεσμένο κλαδί. Αλλά ήταν πολύ ίσιο, πολύ τέλειο. Το κέντραρε καλύτερα με το φακό και κατάλαβε τι έπρεπε να κάνει.

522/1081

Σε ένα από τα δέντρα ήταν στηριγμένο ένα φτυάρι. Έβαλε το φακό καταγής, έτσι που να φωτίζει το κομμάτι του εδάφους όπου είχε τοποθετηθεί το εργαλείο. Μετά φόρεσε τα γάντια από λατέξ που είχε πάντα μαζί του, κι άρχισε να σκάβει. Οι θόρυβοι του δάσους μεγεθύνονταν από το σκοτάδι. Κάθε ήχος γινόταν απειλητικός, περνούσε από κοντά του σαν φάντασμα και χανόταν με τον άνεμο που τάραζε τα κλαδιά. Το φτυάρι βυθιζόταν στη μαλακή γη. Ο Μάρκους το έσπρωχνε και με το πόδι και μετά έριχνε πίσω του εκείνο το μείγμα από λάσπη και φύλλα, χωρίς να νοιάζεται πού θα πέσει. Βιαζόταν να δει τι ήταν θαμμένο εκεί κάτω, μα κάπου μέσα του ήξερε ήδη την απάντηση. Ήταν πιο κουραστικό απ’ ό,τι περίμενε. Άρχισε να ιδρώνει, τα ρούχα κολλούσαν πάνω του και κοντάνάσαινε. Όμως δεν σταματούσε. Ήθελε να διαψευστεί.

523/1081

Κύριε, κάνε να μην είναι όπως νομίζω. Μα λίγο αργότερα, άρχισε να νιώθει τη μυρωδιά. Ήταν διαπεραστική και γλυκερή. Του γέμιζε τα ρουθούνια και τα πνευμόνια με κάθε ανάσα. Είχε μια σχεδόν υγρή υφή, λες και θα μπορούσε να την πιει. Ερχόταν σε επαφή με τα γαστρικά υγρά, προκαλώντας τάσεις εμετού. Ο Μάρκους αναγκάστηκε να σταματήσει και να φέρει το μανίκι του αδιάβροχού του στο στόμα, προσπαθώντας να φιλτράρει τον αέρα. Ξαναστρώθηκε αμέσως στη δουλειά. Στα πόδια του ανοιγόταν μια μικρή τρύπα, με πλάτος περίπου πενήντα εκατοστά και βάθος ένα μέτρο. Όμως το φτυάρι συνέχισε να βυθίζεται στο λασπωμένο χώμα. Άλλο μισό μέτρο. Είχαν περάσει πάνω από είκοσι λεπτά. Και μετά εμφανίστηκε ένα μαυριδερό υγρό, παχύρρευστο σαν πετρέλαιο. Υπόλειμμα της αποσύνθεσης. Ο Μάρκους γονάτισε μπροστά στον τάφο κι άρχισε να σκάβει με τα χέρια.

524/1081

Εκείνο το σκούρο λάδι τού λέρωσε τα ρούχα, αλλά δεν τον ενοιαζε. Άρχισε να νιώθει κάτω από τα δάχτυλά του κάτι πιο στερεό από το χώμα. Ήταν λείο και ινώδες. Άγγιζε ένα κόκαλο. Προσπάθησε να καθαρίσει τον τόπο γύρω του και αποκαλυψε ένα κομμάτι μελανής σάρκας. Δεν υπήρχε αμφιβολία, ήταν ανθρώπινη. Ξαναπήρε το φτυάρι και προσπάθησε να απελευθερώσει το πτώμα όσο περισσότερο μπορούσε. Φάνηκε μια γάμπα, μετά η λεκάνη. Ήταν μια γυναίκα, γυμνή. Η σήψη ήταν προχωρημένη, παρ’ όλα αυτά το πτώμα είχε διατηρηθεί καλά. Ο Μάρκους δεν μπορούσε να καταλάβει την ηλικία της, αλλά σίγουρα ήταν νέα. Έφερε βαθιά τραύματα σε όλο το θώρακα, αλλά και στο ύψος της ήβης, που καταπώς φαινόταν είχαν προκληθεί από αιχμηρό αντικείμενο. Ψαλίδι.

525/1081

Τελικά, ο Μάρκους ηρέμησε. Αφέθηκε να πέσει προς τα πίσω, ζάρωσε παρατηρώντας εκείνη την πρόστυχη επίδειξη θανάτου και βίας, εισπνέοντας βαθιές ρουφηξιές αέρα. Σταυροκοπήθηκε κι έσμιξε τα χέρια. Άρχισε να προσεύχεται για εκείνη την άγνωστη. Μπορούσε να φανταστεί τα νεανικά της όνειρα, τη χαρά της ζωής. Στην ηλικία της, ο θάνατος έπρεπε να είναι κάτι απροσδιόριστο και μακρινό. 0 Μάρκους παρακάλεσε τον Θεό να δεχτεί εκείνη την ψυχή, χωρίς να ξέρει αν κάποιος τον άκουγε ή αν μιλούσε μόνος του. Η τρομερή αλήθεια του Μάρκους ήταν ότι, μαζί με τις αναμνήσεις, η αμνησία τού είχε στερήσει και την πίστη. Δεν ήξερε πώς έπρεπε να νιώθει ένας άνθρωπος της Εκκλησίας, ποια συναισθήματα έπρεπε να τρέφει για να είναι αυτό που ήταν. Ωστόσο η προσευχή για εκείνη τη δύστυχη ψυχή είχε τη δύναμη να τον παρηγορήσει. Γιατί η ύπαρξη του Θεού, εκείνη

526/1081

τη στιγμή, ήταν η μόνη παρηγοριά απέναντι στο κακό. Ο Μάρκους δεν μπορούσε να ορίσει με βεβαιότητα πότε είχε επέλθει ο θάνατος. Όμως εξαιτίας της φύσης του τόπου ταφής και της κατάστασης του πτώματος, δεν θα μπορούσε να είναι πολύ παλιά. Κατέληξε ότι το πτώμα που είχε μπροστά του αποδείκνυε ότι ο Νικόλα Κόστα δεν ήταν ο Φίγκαρο, διότι ο άνθρωπος με το λαγώχειλο σίγουρα βρισκόταν στη φυλακή όταν δολοφονήθηκε αυτή η κοπέλα. Ο ένοχος είναι κάποιος άλλος, σκέφτηκε. Υπάρχουν άνθρωποι που ανακαλύπτουν τυχαία την απόλαυση του ανθρώπινου αίματος και ξαναβρίσκουν ένα παμπάλαιο αρπακτικό ένστικτο, υπόλειμμα του αγώνα για την επιβίωση, απόηχος μιας αρχέγονης ανάγκης για φόνο, η οποία χάθηκε στην εξέλιξη. Έτσι ο κατά συρροήν επιτιθέμενος, με το φόνο της Τζόρτζια Νόνι, ανακάλυψε μια νέα ηδονή. Κάτι που υπήρχε μέσα του χωρίς να το ξέρει.

527/1081

Ο Μάρκους ήταν βέβαιος. Θα σκότωνε ξανά. Το τηλέφωνο χτυπούσε στην άλλη άκρη. Κρατούσε το ακουστικό στον ώμο του, ελπίζοντας ότι θα απαντούσαν σύντομα. Βρισκόταν σε ένα από τα κρησφύγετά τους, κοντά στη Βίλα Γκλόρι. Τελικά, ο Μάρκους αναγνώρισε τη φωνή του γερο-Τζίνι. «Εμπρός...» «Είναι όπως το περίμενα», είπε αμέσως. Ο αστυνομικός γρύλλισε κάτι και μετά είπε: «Εδώ και πόσο καιρό;» «Ένα μήνα, ίσως περισσότερο. Δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα, δεν είμαι ιατροδικαστής». Ο Τζίνι ζύγιασε την πληροφορία. «Αν αυτή τη φορά μπήκε στον κόπο να κρύψει το πτώμα, θα το ξανακάνει σύντομα. Νομίζω ότι πρέπει να καταγγείλω το συμβάν». «Ας προσπαθήσουμε πρώτα να καταλάβουμε». Ο Μάρκους θα ήθελε να του

528/1081

αποκαλύψει τι ήξερε και τις ανησυχίες του. Αυτό που είχαν ανακαλύψει δεν θα χρησίμευε για να αποδοθεί δικαιοσύνη. Αυτός που είχε στείλει το ανώνυμο e-mail στον Τζίνι και τοποθέτησε το φτυάρι στη Βίλα Γκλόρι, για να καταδείξει το ακριβές σημείο όπου έπρεπε να σκάψουν, έδινε στον Φεντερίκο Νόνι τη δυνατότητα να πάρει εκδίκηση. Ή η ευκαιρία δινόταν σε μία από τις τρεις γυναίκες που δέχτηκαν επίθεση πριν από το φόνο της Τζόρτζια. Ο Μάρκους ένιωθε ότι δεν του έμενε πολύς χρόνος. Έπρεπε να το πουν στην αστυνομία, ώστε να έρθουν σε επαφή με τα άλλα θύματα και να προλάβουν τα χειρότερα; Ήταν βέβαιος ότι κάποιος βρισκόταν ήδη στα ίχνη του πραγματικού Φίγκαρο. «Τζίνι, πρέπει να μάθω κάτι. Το πρώτο μέρος του μηνύματος που πήρες: “Αυτός δεν είναι σαν εσένα”. Τι σημαίνει;» «Δεν έχω ιδέα». «Μην παίζεις μαζί μου».

529/1081

Ο τυφλός αστυνομικός σώπασε για μερικές στιγμές. Σκεφτόταν. «Καλώς, έλα απόψε αργά το βράδυ». «Όχι, τώρα». «Τώρα δεν μπορώ». Μετά ο Τζίνι στράφηκε σε κάποιον που ήταν μαζί του στο σπίτι. «Μπορείτε να σερβίρετε το τσάι, έρχομαι αμέσως». «Ποιος είναι μαζί σου;» Ο Τζίνι χαμήλωσε τη φωνή του. «Μία αστυνομικός. Θέλει να μου κάνει ερωτήσεις για τον Νικόλα Κόστα, αλλά δεν μου λέει όλη την αλήθεια». Η κατάσταση περιπλεκόταν. ΓΙοια ήταν αυτή η γυναίκα; Γιατί αυτό το ξαφνικό ενδιαφέρον για μια υπόθεση που έμοιαζε κλεισμένη; Τι έψαχνε στην πραγματικότητα; «Ξεφορτώσου την», «Νομίζω ότι ξέρει πολλά πράγματα».

530/1081

«Τότε κράτα την και προσπάθησε να ανακαλύψεις τον αληθινό λόγο της επίσκεψής της». «Δεν ξέρω αν θα συμφωνήσεις, αλλά νομίζω ότι πρέπει να κάνεις κάτι. Μπορώ να σου δώσω μια συμβουλή;» «Σύμφωνοι, ακούω». 17:07 Έβαλε ένα γεμάτο φλιτζάνι τσάι και το κράτησε ανάμεσα στα χέρια της απολαμβάνοντας τη ζεστασιά του. Από την κουζίνα έβλεπε την πλάτη του Πιέτρο Τζίνι που μιλούσε στο τηλέφωνο στην είσοδο, μα δεν κατάφερνε να ακούσει τι έλεγε. Είχε καταφέρει να πείσει τον Σάλμπερ να την περιμένει στον ξενώνα της Ιντερπόλ, ήταν πιο συνετό να συναντήσει μόνη της το γέρο αστυνομικό. Ήταν συνάδελφος και δεν θα έπεφτε σε παγίδες, όπως ο Φεντερίκο Νόνι. Θα

531/1081

έκανε ένα σωρό ερωτήσεις, μαντεύοντας ότι δεν υπήρχε επίσημη έρευνα εν εξελίξει. Κι έπειτα, οι μπάτσοι δεν συμπαθούν αυτούς της Ιντερπόλ. Όταν εμφανίστηκε στην πόρτα του, του είπε απλά ότι στο Μιλάνο ασχολούνταν με μια υπόθεση ανάλογη του Φίγκαρο. Ο γεροαστυνομικός την είχε πιστέψει. Καθώς περίμενε να τελειώσει το τηλεφώνημα, η Σάντρα κοιτούσε το ντοσιέ που της είχε δώσει ο Τζίνι. Ήταν ένα αντίγραφο της επίσημης αναφοράς για τον Νικόλα Κόστα. Δεν τον ρώτησε πώς βρισκόταν στα χέρια του, αλλά εκείνος θέλησε να διευκρινίσει ότι, όταν ήταν στην υπηρεσία, είχε τη συνήθεια να κρατάει αντίγραφα όλων των ντοκουμέντων. «Δεν ξέρει ποτέ κανείς πότε θα του έρθει μια ιδέα για να λύσει μια υπόθεση», είπε για να δικαιολογηθεί. «Έτσι, πρέπει πάντα να τα έχεις όλα στη διάθεσή σου».

532/1081

Ξεφυλλίζοντας τις σελίδες, η Σάντρα συνειδητοποίησε ότι ο Τζίνι ήταν σχολαστικός άνθρωπος. Υπήρχαν πολλές σημειώσεις, αλλά τα τελευταία πρακτικά έδειχναν κάποια βιασύνη. Λες και ήθελε να επισπεύσει τη διαδικασία, ξέροντας ότι η τύφλωση πλησίαζε. Σε ορισμένα ακανθώδη σημεία, ιδίως σχετικά με τους χειρισμούς γύρω από την ομολογία του Κόστα, ήταν πολύ γενικόλογος. Οι αντιπαραβολές ήταν ελλιπείς και, χωρίς την ομολογία της ενοχής, το κατηγορητήριο θα μπορούσε να καταρρεύσει σαν πύργος από τραπουλόχαρτα. Άφησε τα πρακτικά και πέρασε απευθείας στα πορίσματα των ερευνών. Υπήρχαν οι φωτογραφίες που τραβήχτηκαν στις διάφορες σκηνές των εγκλημάτων. Πρώτα, οι επιθέσεις που είχαν προηγηθεί του φόνου. Τα τρία θύματα είχαν αιφνιδιαστεί, ενώ βρίσκονταν μόνα μες στα σπίτια τους. Όλες οι επιθέσεις είχαν γίνει αργά το απόγευμα. Ο μανιακός τις

533/1081

είχε χτυπήσει σε διάφορα σημεία του σώματος με το ψαλίδι. Οι πληγές δεν ήταν αρκετά βαθιές για να προκαλέσουν το θάνατο κι επικεντρώνονταν στα στήθη, στις γάμπες και στην ηβική χώρα. Σύμφωνα με την αναφορά των ψυχιάτρων, η επίθεση έκρυβε σεξουαλική βία. Ο σκοπός του μανιακού όμως δεν ήταν να φτάσει σε οργασμό, όπως συνέβαινε με μερικούς σαδιστές που κατάφερναν να ικανοποιηθούν μόνο με τον καταναγκασμό. Ο Φίγκαρο είχε άλλο σκοπό: να εμποδίσει αυτές τις γυναίκες να παραμείνουν ελκυστικές για τους άλλους άντρες. Αν δεν μπορώ να σας έχω εγώ, δεν θα σας έχει κανένας άλλος. Λυτό το μήνυμα μετέδιδαν τα τραύματα. Και αυτή η συμπεριφορά ήταν απολύτως συμβατή με την προσωπικότητα του Κόστα. Εξαιτίας του λαγώχειλου, το άλλο φύλο τον αποστρεφόταν. ΓΥ αυτό και δεν υπήρχε

534/1081

διείσδυση στα θύματα. Σε μία διά της βίας σωματική επαφή θα ένιωθε και πάλι την απέχθειά τους και θα ήταν μία επανάληψη της απόρριψης. Το ψαλίδι όμως αποτελούσε έναν εξαιρετικό συμβιβασμό. Του επέτρεπε να νιώσει ηδονή, αλλά ταυτόχρονα να τηρεί μια απόσταση ασφαλείας από τις γυναίκες που τον τρομοκρατούσαν σε όλη του τη ζωή. Τον ανδρικό οργασμό αντικαθιστούσε η ευχαρίστηση να τις βλέπει να υποφέρουν. Όμως αν, όπως υποστήριζε ο Σάλμπερ, ο Νικόλα Κόστα δεν ήταν ο Φίγκαρο, τότε έπρεπε να αναθεωρήσουν ριζικά το ψυχολογικό προφίλ του δράστη. Η Σάντρα πέρασε στις φωτογραφίες του φόνου της Τζόρτζια Νόνι. Το πτώμα είχε τα αναγνωρίσιμα σημάδια που ο μανιακός είχε αφήσει και στις άλλες γυναίκες. Όμως σε αυτή την περίπτωση είχε χτυπήσει για να σκοτώσει. Ο δολοφόνος είχε χωθεί στο σπίτι όπως και τις άλλες φορές. Μόνο που υπήρχε και ένας

535/1081

τρίτος άνθρωπος, ο Φεντερίκο. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, ο δολοφόνος έφυγε από μια βοηθητική πόρτα, μόλις άκουσε τη σειρήνα του περιπολικού. Τα βήματα του Φίγκαρο που το έβαζε στα πόδια είχαν αποτυπωθεί στο χώμα του κήπου. Ο φωτογράφος είχε τραβήξει κοντινά πλάνα των αποτυπωμάτων που είχαν αφήσει τα παπούτσια του. Χωρίς να ξέρει γιατί, η Σάντρα σκέφτηκε τη συνάντηση του Ντέιβιντ με την άγνωστη που έκανε τζόκινγκ στην παραλία. Συμπτώσεις, σκέφτηκε. Οδηγημένος από το ένστικτό του, ο άντρας της είχε ακολουθήσει τα βήματα στην άμμο για να ανακαλύψει σε ποιον ανήκαν. Ξαφνικά, εκείνη η συμπεριφορά τής φάνηκε να αποκτά κάποιο νόημα. Έστω κι αν ακόμα δεν καταλάβαινε ποιο ήταν. Ενώ είχε στρέψει την προσοχή της σε αυτή την ιδέα, ο Τζίνι τελείωσε το τηλεφώνημά του και επέστρεψε στην κουζίνα.

536/1081

«Αν θέλετε, μπορείτε να το πάρετε». Αναφερόταν στο ντοσιέ. «Εμένα δεν μου χρησιμεύει πια». «Ευχαριστώ. Είναι ώρα να πηγαίνω». Ο αστυνομικός κάθισε απέναντι της, ακουμπώντας τα μπράτσα του στο τραπέζι. «Μείνετε ακόμα λίγο. Δεν δέχομαι πολλές επισκέψεις, χαίρομαι όταν μπορώ να πω δυο κουβέντες». Πριν από το τηλεφώνημα, ο Τζίνι έδειχνε σαν να βιαζόταν να την ξεφορτωθεί. Τώρα της ζητούσε να μείνει. Δεν έμοιαζε να πρόκειται για μια απλή κίνηση από ευγένεια κι έτσι αποφάσισε να του κάνει το χατίρι για να ανακαλύψει τι είχε κατά νου. Στο διάβολο ο Σάλμπερ, ας περίμενε ακόμα λίγο. «Εντάξει, θα μείνω». Ο Τζίνι τής θύμιζε τον επιθεωρητή Ντε Μικέλις, ένιωθε ότι μπορούσε να έχει εμπιστοσύνη σε αυτόν τον άνθρωπο με τα μεγάλα χέρια, που τον έκαναν να μοιάζει με δέντρο.

537/1081

«Ήταν καλό το τσάι;» «Ναι, πολύ καλό». Ο τυφλός αστυνομικός σερβιρίστηκε ένα φλιτζάνι, αν και το νερό στο τσαγιερό δεν ήταν πια τόσο ζεστό. «Το έκανα πάντα με τη γυναίκα μου. Τις Κυριακές, όταν γυρίζαμε από την εκκλησία, ετοίμαζε τσάι και καθόμασταν εδώ και μιλούσαμε. Ήταν το ραντεβού μας». Χαμογέλασε. «Νομίζω ότι μέσα σε είκοσι χρόνια γάμου δεν το παραλείψαμε ποτέ». «Για τι μιλούσατε;» «Για τα πάντα, δεν είχαμε συγκεκριμένο θέμα. Αυτό ήταν το ωραίο: να ξέρεις ότι μπορείς να μοιράζεσαι τα πάντα. Μερικές φορές συζητούσαμε, γελούσαμε ή αφηνόμασταν στις αναμνήσεις μας. Δεν είχαμε την τύχη να αποκτήσουμε παιδιά και ξέραμε ότι είχαμε να αντιμετωπίσουμε καθημερινά έναν τρομερό εχθρό. Η σιωπή μπορεί να γίνει εχθρική. Αν δεν μάθεις να την κρατάς μακριά σου, μπορεί να τρυπώσει από τις ρωγμές της

538/1081

σχέσης, γεμίζει τις χαραμάδες και τις μεγαλώνει. Με τον καιρό, δημιουργεί μια απόσταση χωρίς να το καταλάβεις». «Έχασα τον άντρα μου πριν από λίγο καιρό». Η φράση τής βγήκε αυθόρμητα, χωρίς να χρειαστεί να τη σκεφτεί. «Ήμασταν παντρεμένοι μόλις τρία χρόνια». «Λυπάμαι πολύ, ξέρω πόσο σκληρό μπορεί να είναι. Εγώ, παρ’ όλα αυτά, αισθάνομαι τυχερός. Η Σούζι έφυγε όπως το ήθελε, ξαφνικά». «Θυμάμαι ακόμα όταν ήρθαν να μου πουν ότι ο Ντέιβιντ ήταν νεκρός». Η Σάντρα δεν ήθελε να το σκέφτεται. «Εσείς πώς το μάθατε;» «Ένα πρωί δοκίμασα να την ξυπνήσω». Ο Τζίνι δεν προχώρησε παραπέρα, ήταν αρκετό. «Μπορεί να ακούγεται εγωιστικό, αλλά μια ασθένεια είναι ένα πλεονέκτημα γι’ αυτόν που μένει. Τον προετοιμάζει για το χειρότερο. Αντιθέτως...»

539/1081

Η Σάντρα κατάλαβε τι εννοούσε. Το ξαφνικό κενό, το ανεπανόρθωτο, εκείνη η ανεκπλήρωτη ανάγκη να μιλήσεις, να το συζητήσεις τουλάχιστον προτού γίνουν όλα αμετάκλητα. Ο τρελός πειρασμός να παραστήσεις ότι δεν έχει συμβεί. «Τζίνι πιστεύετε στον Θεό;» «Τι με ρωτάτε ακριβώς;» «Αυτό που σας είπα», επανέλαβε η Σάντρα. «Πηγαίνατε στην εκκλησία, άρα είστε καθολικός. Δεν τα βάζετε μαζί του γι’ αυτό που συνέβη;» «Το να πιστεύεις στον Θεό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι τον αγαπάς». «Δεν σας παρακολουθώ». «Η σχέση μας μαζί του βασίζεται αποκλειστικά στην ελπίδα ότι υπάρχει κάτι μετά θάνατον. Μα αν δεν υπήρχε η αιώνια ζωή, θα αγαπούσες το ίδιο τον Θεό που σε έπλασε; Αν δεν υπάρχει η ανταπόδοση που

540/1081

σου έχουν υποσχεθεί, θα μπορούσες να γονατίσεις και να υμνήσεις τον Κύριο;» «Εσείς;» «Εγώ πιστεύω ότι υπάρχει ένας Δημιουργός, αλλά όχι κάτι έπειτα από αυτή τη ζωή. Έτσι, έχω κάθε δικαίωμα να τον μισώ». Ο Τζίνι ξέσπασε σε ένα γέλιο δυνατό και γεμάτο πίκρα. «Αυτή η πόλη είναι γεμάτη εκκλησίες. Αντιπροσωπεύουν την προσπάθεια των ανθρώπων να αντιπαρατεθούν στο αναπόφευκτο και, ταυτόχρονα, την αποτυχία τους. Ωστόσο, η καθεμιά τους κρύβει ένα μυστικό, ένα θρύλο. Η αγαπημένη μου είναι αυτή της Σάκρο Κουόρε ντελ Σουφράτζο. Ελάχιστοι το ξέρουν, αλλά φιλοξενεί το μουσείο των ψυχών του Καθαρτηρίου». Η φωνή του Τζίνι έγινε βραχνή. Έγειρε προς το μέρος της, σαν να ήθελε να της εμπιστευτεί κάτι σημαντικό. «Το 1897, λίγα χρόνια μετά το χτίσιμό της, ξέσπασε μια πυρκαγιά. Όταν έσβησαν οι φλόγες, μερικοί πιστοί

541/1081

παρατήρησαν ότι σε έναν τοίχο είχε εμφανιστεί ένα ανθρώπινο πρόσωπο, σχεδιασμένο από την καπνιά. Διαδόθηκε μεμιάς η φήμη ότι η εικόνα εκείνη ανήκε σε μια ψυχή του Καθαρτηρίου. Το ανεξήγητο γεγονός εξήψε τη φαντασία του πατρός Βικτόρ Ζουέ και τον ώθησε να αναζητήσει περισσότερα ίχνη από αυτά που αφήνουν οι νεκροί που περιπλανιούνται μάταια σ’ αυτή τη ζωή προσπαθώντας απεγνωσμένα να μπουν στον Ιίαράδεισο. Τα ευρήματα του βρίσκονται στο εν λόγω μουσείο. Είστε φωτογράφος, θα πρέπει να το επισκεφτείτε, σας αφορά άμεσα. Ξέρετε ποια ήταν η ανακάλυψή του;» «Πείτε μου, σας παρακαλώ». «Αν μια ψυχή θέλει να έρθει σε επαφή μαζί μας, δεν το κάνει με τους ήχους, αλλά με το φως». Η Σάντρα σκέφτηκε τις φωτογραφίες που είχε αφήσει ο Ντέιβιντ στη Leica και ανατρίχιασε.

542/1081

Μην ακούγοντάς την να κάνει κάποιο σχόλιο, ο Τζίνι δικαιολογήθηκε. «Δεν ήθελα να σας τρομάξω, συγχωρήστε με». «Δεν είναι τίποτα. Πρέπει να πάω, έχετε δίκιο». Ο αστυνομικός σοβάρεψε ξαφνικά. «Τότε είναι προτιμότερο να βιαστείτε. Το μουσείο ανοίγει μόνο για μία ώρα τη μέρα, μόλις τελειώνει ο εσπερινός». Από τον τόνο του Τζίνι η Σάντρα κατάλαβε ότι δεν ήταν μια απλή συμβουλή. Το νερό ξεχείλιζε από τα φρεάτια, λες και η κοιλιά της πόλης δεν μπορούσε πια να το συγκρατήσει. Τρεις μέρες δυνατών βροχών είχαν βάλει σε σκληρή δοκιμασία το αποχετευτικό σύστημα. Ωστόσο η βροχή σταμάτησε. Και τώρα είχε έρθει ο άνεμος. Σηκώθηκε απροειδοποίητα, άρχισε να σαρώνει τους δρόμους του κέντρου. Ορμητικός

543/1081

και βουερός, εισέβαλε στη Ρώμη, στα στενά και στις πλατείες της. Η Σάντρα κρατιόταν μακριά από ένα αόρατο πλήθος, λες και μια στρατιά φαντασμάτων πήγαινε καταπάνω της. Ο άνεμος ήθελε να την αναγκάσει να αλλάξει κατεύθυνση, μα αυτή συνέχιζε απτόητη. Ένιωσε τη δόνηση του κινητού στην τσάντα που έσφιγγε στο πλευρό της. Προσπάθησε με φούρια να το βγάλει και, στο μεταξύ, σκεφτόταν μια δικαιολογία να πει στον Σάλμπερ, σίγουρη ότι θα ήταν αυτός. Ήταν κατόρθωμα που τον είχε πείσει να μείνει στον ξενώνα, μπορούσε να φανταστεί τι αντιρρήσεις θα πρόβαλλε στην ιδέα ότι δεν θα επέστρεφε αμέσως να του αναφέρει την έκβαση της συζήτησής της με τον Τζίνι. Όμως είχε ήδη έτοιμη μια δικαιολογία. Τελικά, ψάρεψε τη συσκευή μέσα στο χάος των αντικειμένων που κουβαλούσε μαζί της,

544/1081

και κοίταξε την οθόνη. Είχε κάνει λάθος, ήταν ο Ντε Μικέλις. «Βέγκα, τι θόρυβος είναι αυτός;» «Περίμενε λίγο». Η Σάντρα αποτραβήχτηκε από την ανεμοθύελλα και χώθηκε στην εσοχή μιας εξώπορτας για να μπορέσει να συνεχίσει τη συνομιλία. «Τώρα μ’ ακούς;» «Κάπως καλύτερα, ευχαριστώ. Πώς είσαι;» «Έχουμε ενδιαφέρουσες εξελίξεις». Δεν ανέφερε ότι κάποιος την είχε πυροβολήσει εκείνο το πρωί. «Τώρα δεν μπορώ να σου πω πολλά, αλλά συναρμολογώ τα κομμάτια. Ο Ντέιβιντ είχε ανακαλύψει κάτι σημαντικό εδώ στη Ρώμη». «Μη με κάνεις ν' ανησυχώ. Πότε επιστρέφεις στο Μιλάνο;» «Μου χρειάζονται ακόμα δυο μέρες, ίσως και περισσότερες». «Θα φροντίσω να παρατείνω την άδειά σου».

545/1081

«Ευχαριστώ, επιθεωρητά, είσαι αληθινός φίλος. Κι εσύ, μου έχεις τίποτα νεότερο;» «Τόμας Σάλμπερ». «Ώστε βρήκες πληροφορίες». «Ασφαλώς. Μίλησα με έναν παλιό γνωστό μου που δούλευε στην Ιντερπόλ, αλλά τώρα έχει βγει στη σύνταξη. Ξέρεις, είναι λιγάκι δύσπιστοι, όταν τους ρωτάς για συναδέλφους τους. Δεν μπορούσα να του μιλήσω ανοιχτά, έτσι αναγκάστηκα να τον καλέσω σε γεύμα για να μην καταλάβει τις προθέσεις μου. Με λίγα λόγια, το πράγμα τράβηξε πολύ». Ο Ντε Μικέλις είχε την κακή συνήθεια να χάνεται στις λεπτομέρειες. Η Σάντρα τού έκοψε τη φόρα: «Τι ανακάλυψες;» «Ο φίλος μου δεν τον γνωρίζει προσωπικά, μα, όταν δούλευε για την Ιντερπόλ, είχε ακούσει να λένε ότι ο Σάλμπερ είναι από τους σκληρούς. Δεν έχει πολλούς φίλους, είναι άνθρωπος που δουλεύει μόνος του κι αυτό δεν άρεσε στα ανώτερα κλιμάκια. Αλλά ως

546/1081

μπάτσος είναι αποτελεσματικός. Δύστροπος, δύσκολος χαρακτήρας, όμως όλοι αναγνωρίζουν την ακεραιότητά του. Δεν κοιτά στα μάτια κανέναν, πριν από δύο χρόνια έκανε μία εσωτερική έρευνα για ορισμένα επεισόδια διαφθοράς. Δεν χρειάζεται να σου πω ότι απέκτησε απαίσια φήμη, αλλά κατάφερε να στριμώξει μία ομάδα από τους δικούς του που δωροδοκούνταν από εμπόρους ναρκωτικών. Είναι βράχος ηθικής!» Ο ειρωνικός και σκόπιμα υπερβολικός χαρακτηρισμός του Ντε Μικέλις την έβαλε σε σκέψεις. Τι σχέση μπορεί να είχε ένας τέτοιος αστυνομικός με τους πνευματικούς; Στην ουσία, από το βιογραφικό του ο Σάλμπερ έδειχνε να ενδιαφέρεται περισσότερο για υποθέσεις κατάφωρης αδικίας. Γιατί να τα βάλει με ιερείς που είχαν αναλάβει μία χρήσιμη αποστολή και, κατά βάθος, δεν έβλαπταν κανέναν;

547/1081

«Επιθεωρητά, τι ιδέα σχημάτισες για τον Σάλμπερ;» «Απ’ όσα άκουσα, μου δίνει την εντύπωση ότι είναι ένας ξεροκέφαλος σπασαρχίδης. Αλλά θα έλεγα ότι είναι αξιόπιστος». Τα λόγια του Ντε Μικέλις καθησύχασαν τη Σάντρα. «Ευχαριστώ, θα το λάβω υπόψη μου», «Αν με χρειαστείς τίποτε άλλο, πάρε τηλέφωνο». Πάτησε το κουμπί της συσκευής που διέκοπτε τη συνομιλία και, κάνοντας κουράγιο, ξαναβγήκε να αντιμετωπίσει το αόρατο ορμητικό ποτάμι του ανέμου. Ενώ την ξεπροβόδιζε, ο Πιέτρο Τζίνι της είχε δώσει ένα σιβυλλικό μήνυμα. Η επίσκεψη στο μουσείο των ψυχών του Καθαρτηρίου δεν έπαιρνε αναβολή. Η Σάντρα δεν ήξερε τι έπρεπε να περιμένει, αλλά ήταν βέβαιη ότι είχε καταλάβει σωστά τα λόγια του τυφλού αστυνομικού.

548/1081

Υπήρχε κάτι, και εκείνη έπρεπε να το δει. Αμέσως. Σε λίγα λεπτά έφτασε μπροστά στην εκκλησία του Σάκρο Κουόρε ντελ Σουφράτζο. Το νεογοτθικό στιλ τής θύμισε αμέσως εκείνο του Ντουόμο του Μιλάνο, αν και η κατασκευή του ναού αναγόταν στο τέλος του 19ου αιώνα. Στο εσωτερικό τελούνταν ο εσπερινός. Δεν είχε πολύ κόσμο. Ο άνεμος τράνταζε τις πόρτες, τρύπωνε από τις ρωγμές και τριγυρνούσε σφυρίζοντας στα κλίτη. Η Σάντρα βρήκε την ένδειξη για το μουσείο των ψυχών του Καθαρτηρίου και την ακολούθησε. Ανακάλυψε σύντομα ότι ήταν μία συλλογή από παράξενα λείψανα -τουλάχιστον καμιά δεκαριά- τοποθετημένα σε μία και μοναδική προθήκη στο διάδρομο που οδηγούσε στο σκευοφυλάκιο. Τίποτα περισσότερο· αντικείμενα που έφεραν τα ίχνη της φωτιάς.

549/1081

Ανάμεσα σε αυτά, ένα παλιό βιβλίο προσευχών, ανοιγμένο σε μια σελίδα που είχε το αποτύπωμα πέντε δάχτυλων, τα οποία, απ’ ό,τι έλεγαν, ανήκαν σε έναν πεθαμένο. Ή τα σημάδια που άφησε το 1864 σε μία μαξιλαροθήκη η βασανισμένη ψυχή μιας νεκρής μοναχής. ΊΙ εκείνα που έμειναν στο ράσο και στην πουκαμίσα μιας ηγουμένης, η οποία είχε δεχτεί την επίσκεψη του πνεύματος ενός ιερέα το 1731. Όταν ένιωσε το βάρος του χεριού στην πλάτη της, η Σάντρα δεν τρόμαξε. Ίσα-ίσα, κατάλαβε το λόγο για τον οποίο ο Πιέτρο Τζίνι την είχε στείλει εκεί. Γύρισε και τον είδε. «Γιατί με αναζητάτε;» ρώτησε ο άντρας με την ουλή στον κρόταφο. «Είμαι, αστυνομικός», βιάστηκε να απαντήσει εκείνη. «Δεν είναι μόνο γι’ αυτό. Δεν υπάρχει καμία επίσημη έρευνα, το κάνεις με δική σου πρωτοβουλία. Το κατάλαβα μετά τη

550/1081

συνάντησή μας στον Σαν Λουίτζι ντέι Φραντσέζι. Χτες το βράδυ δεν ήθελες να με συλλάβεις, ήθελες να μου ρίξεις». Η Σάντρα δεν απάντησε, ήταν ολοφάνερο ότι είχε δίκιο. «Είσαι στ’ αλήθεια ιερέας», δήλωσε. «Ναι, είμαι», απάντησε εκείνος. «Ο άντρας μου λεγόταν Ντέιβιντ Λεόνι, σου λέει κάτι το όνομα;» Φάνηκε να το σκέφτεται. «Όχι». «Ήταν φωτορεπόρτερ. Πέθανε πριν από λίγους μήνες πέφτοντας από μια οικοδομή. Τον σκότωσαν». «Και τι σχέση έχω εγώ;» «Έκανε μια έρευνα για τους πνευματικούς, σε είχε τραβήξει φωτογραφία σε μια σκηνή εγκλήματος». Ακούγοντας να αναφέρονται οι πνευματικοί, ο ιερέας έδειξε να ξαφνιάζεται. «Και τον σκότωσαν μόνο γι’ αυτό;»

551/1081

«Δεν ξέρω». Η Σάντρα έκανε μια παύση. «Εσύ μιλούσες στο τηλέφωνο προηγουμένως με τον Τζίνι. Γιατί θέλησες να με ξανασυναντήσεις;» «Για να σου πω να τα παρατήσεις». «Δεν μπορώ. Πρέπει πρώτα να ανακαλύψω γιατί πέθανε ο Ντέιβιντ και να βρω το δολοφόνο του. Μπορείς να με βοηθήσεις;» Ο άντρας τράβηξε τα θλιμμένα γαλάζια μάτια του από πάνω της και τα στύλωσε στην προθήκη, στο υπόλειμμα μιας ξύλινης πινακίδας που είχε σημαδευτεί με ένα σταυρό. «Σύμφωνοι. Μα πρέπει να καταστρέφεις τη φωτογραφία μου. Και όλα όσα βρήκε ο άντρας σου για το Αποστολικό Πνευματικό Δικαστήριο». «Θα το κάνω μόλις βρω τις απαντήσεις». «Ξέρει κανείς άλλος για μας;» «Όχι», του είπε ψέματα. Δεν είχε κουράγιο να του μιλήσει για τον Σάλμπερ και την Ιντερπόλ. Φοβόταν ότι, αν μάθαινε

552/1081

πως το μυστικό του κινδύνευε να αποκαλυφθεί, ο πνευματικός θα εξαφανιζόταν για πάντα. «Πώς έγινε κι έμαθες ότι ερευνούσα για τον Φίγκαρο;» «Η αστυνομία είναι ενήμερη, υπέκλεψαν τις συνομιλίες σας». Ήλπιζε ότι ο άντρας θα αρκούνταν σε αυτές τις αοριστίες. «Ηρέμησε, δεν κατάλαβαν με ποιους έχουν να κάνουν». «Εσύ όμως, ναι». «Εγώ ήξερα πώς να σας αναζητήσω. Μου το υπέδειξε ο Ντέιβιντ». Ο άντρας κούνησε το κεφάλι. «Νομίζω ότι δεν έχουμε τίποτε άλλο να πούμε». «Πώς θα μπορέσω να σε βρω;» «Θα σε βρω εγώ». Γύρισε και ετοιμάστηκε να φύγει. Η Σάντρα όμως τον σταμάτησε: «Πώς ξέρω ότι δεν μου λες ψέματα; Πώς μπορώ να σε εμπιστευτώ, αν δεν μου πεις ποιος είσαι και τι κάνεις;»

553/1081

«Ρωτάς από απλή περιέργεια. Και οι περίεργοι διαπράττουν το αμάρτημα της αλαζονείας». «Προσπαθώ απλώς να καταλάβω», δικαιολογήθηκε η Σάντρα. Ο ιερέας πλησίασε το πρόσωπό του στη βιτρίνα με τα κειμήλια. «Λυτά τα αντικείμενα αντιπροσωπεύουν μια δεισιδαιμονική αντίληψη: την προσπάθεια των ανθρώπων να κρυφοκοιτάξουν σε μια διάσταση που δεν τους ανήκει. Όλοι θέλουν να μάθουν τι θα συμβεί όταν τελειώσει ο χρόνος τους. Δεν συνειδητοποιούν ότι, αντίθετα, κάθε απάντηση που παίρνουν φέρνει μαζί της μια νέα αμφιβολία. Οπότε, ακόμα κι αν σου εξηγούσα τι κάνω, δεν θα σου ήταν αρκετό». «Τουλάχιστον πες μου γιατί το κάνεις...» Ο πνευματικός απέμεινε για λίγο σιωπηλός. «Υπάρχει ένας τόπος όπου ο κόσμος του φωτός συναντά τον κόσμο των σκιών. Εκεί συμβαίνουν τα πάντα: στον τόπο των σκιών,

554/1081

όπου τα πάντα είναι θαμπά, συγκεχυμένα, αβέβαια. Εμείς είμαστε οι φρουροί που υπερασπίζονται εκείνο το σύνορο. Μα κάθε τόσο κάτι καταφέρνει να περάσει». Γύρισε και κοίταξε τη Σάντρα. «Κι εγώ πρέπει να το ξαναστείλω στο σκοτάδι». «Ίσως μπορώ να σε βοηθήσω με τον Φίγκαρο», είπε εκείνη από ένστικτο. Και είδε ότι ο ιερέας περίμενε. Τότε έβγαλε από την τσάντα της το ντοσιέ που της είχε δώσει ο Τζίνι και του το έτεινε. «Δεν ξέρω αν θα χρησιμεύσει, αλλά νομίζω ότι ανακάλυψα κάτι σχετικά με το φόνο της Τζόρτζια Νόνι». «Πες μου, σε παρακαλώ». Η ευγένεια του πνευματικού την εξέπληξε. «Ο Φεντερίκο Νόνι είναι ο μοναδικός μάρτυρας του γεγονότος. Σύμφωνα με την κατάθεσή του, ο δράστης συνέχισε να χτυπάει την αδελφή του μέχρι που ακούστηκε η σειρήνα του περιπολικού. Μόνον τότε έφυγε». Η Σάντρα άνοιξε το ντοσιέ και του έδειξε μια

555/1081

φωτογραφία. «Αυτά είναι τα αποτυπώματα των ποδιών του Φίγκαρο καθώς απομακρυνόταν από το σπίτι, όπως έμειναν στο χώμα του κήπου, όταν βγήκε από μια βοηθητική πόρτα». Ο ιερέας τεντώθηκε για να κοιτάξει καλύτερα τη φωτογραφία από τα ίχνη των παπουτσιών σε ένα δρομάκι. «Τι το παράξενο έχουν;» «Ο Φεντερίκο Νόνι και η αδελφή του η Τζόρτζια υπήρξαν θύματα μιας σειράς τραγικών γεγονότων. Η μητέρα που τους εγκαταλείπει, ο πατέρας που τους αφήνει ορφανούς, το ατύχημά του, οι γιατροί που επιμένουν ότι θα ξαναπερπατήσει, πράγμα που όμως δεν συμβαίνει, και, τέλος, ο φόνος της κοπέλας. Πάρα πολλά». «Τι σχέση έχει αυτό με τα αποτυπώματα;» «Στον Ντέιβιντ άρεσε να λέει μια ιστορία. Τον μάγευαν οι συμπτώσεις, οι “συγχρονικότητες”, κατά τον Γιουνγκ. Πίστευε

556/1081

τόσο πολύ σε αυτές, ώστε μια φορά, έπειτα από μια σειρά απίστευτα ατυχών γεγονότων που τον οδήγησαν σε μία παραλία, βάλθηκε να ακολουθεί τα ίχνη που είχε αφήσει στην άμμο μια κοπέλα ενώ έκανε τζόκινγκ. Ήταν βέβαιος ότι το νόημα όλων των αρνητικών που του είχαν τύχει βρισκόταν ακριβώς στο τέλος εκείνης της διαδρομής και ότι η κοπέλα δεν θα μπορούσε παρά να είναι η γυναίκα της ζωής του». «Πολύ ρομαντικό». Δεν ήταν σαρκαστικός, μιλούσε σοβαρά. Η Σάντρα το μάντεψε από τον τρόπο που την κοιτούσε, γι’ αυτό και συνέχισε την αφήγησή της. «Ο Ντέιβιντ έκανε λάθος μόνο σε αυτή την τελευταία λεπτομέρεια. Τα υπόλοιπα ήταν αλήθεια». «Τι εννοείς;» «Ότι, αν δεν ξανασκεφτόμουν πρόσφατα αυτή την ιστορία, ίσως να μην μπορούσα να σου δώσω τη λύση που σε ενδιαφέρει τόσο...

557/1081

Όπως όλοι οι αστυνομικοί, είμαι δύσπιστη απέναντι στις συμπτώσεις. Έτσι, όταν ο Ντέιβιντ έλεγε την ιστοριούλα του, εγώ προσπαθούσα να την υπονομεύσω με τις τυπικές ερωτήσεις που θα έκανε ένας μπάτσος: “Πώς και ήσουν βέβαιος ότι τα ίχνη ανήκαν σε κοπέλα;” Ή: “Πώς ήξερες ότι έκανε τζόκινγκ;” Κι εκείνος μου απαντούσε ότι τα πόδια παραήταν μικρά για να ανήκουν σε άντρα ή, τουλάχιστον, έτσι ήλπιζε... και ότι τα ίχνη ήταν πιο βαθιά στη μύτη απ’ ό,τι στη φτέρνα, επομένως έτρεχε». Αυτή η τελευταία φράση είχε τη δύναμη να ξυπνήσει κάτι μες στο μυαλό του ιερέα, ακριβώς όπως το περίμενε η Σάντρα. Κοίταξε και πάλι τις φωτογραφίες του κήπου. Τα αποτυπώματα φαίνονταν πιο βαθιά στις φτέρνες. «Δεν το είχε βάλει στα πόδια... Περπατούσε».

558/1081

Είχε καταλήξει κι αυτός στο ίδιο συμπέρασμα. Τώρα η Σάντρα ήταν βέβαιη ότι δεν έκανε λάθος. «Οι πιθανότητες είναι δύο. 'Η ο Φεντερίκο Νόνι είπε ψέματα λέγοντας ότι ο δολοφόνος έφυγε την ώρα που ερχόταν η αστυνομία...» «...ή κάποιος, μετά το φόνο, είχε όλο το χρόνο να προετοιμάσει τη σκηνή του εγκλήματος για τους αστυνομικούς». «Αυτά τα αποτυπώματα αφέθηκαν σκόπιμα και μπορούν να σημαίνουν μόνον ένα πράγμα...» «...0 Φίγκαρο δεν βγήκε ποτέ από εκείνο το σπίτι». 20:38 Έπρεπε να βιαστεί. Δεν είχε χρόνο να πάει επί τόπου με τη συγκοινωνία κι έτσι σταμάτησε ένα ταξί. Κατέβηκε σε μια απόσταση από τη βιλίτσα του Νουόβο Σαλάριο και συνέχισε με τα πόδια.

559/1081

Καθώς πλησίαζε, σκεφτόταν τα λόγια της αστυνομικού, τη διαίσθηση που της είχε επιτρέψει να φτάσει στη λύση του αινίγματος. Παρόλο που ήλπιζε να κάνει λάθος, ήταν πια βέβαιος ότι τα πράγματα είχαν διαδραματιστεί όπως ακριβώς φανταζόταν. Ο άνεμος παράσερνε παλιόχαρτα και πλαστικές σακούλες που στριφογύριζαν γύρω από τον Μάρκους συνοδεύοντάς τον στον προορισμό του. Μπροστά στο σπίτι του Φεντερίκο Νόνι δεν υπήρχε κανείς. Τα φώτα στο εσωτερικό ήταν σβηστά. Περίμενε λιγάκι, σφιγμένος μες στο αδιάβροχο του, και μετά τρύπωσε στο σπίτι. Όλα ήταν ήσυχα. Υπερβολικά ήσυχα. Αποφάσισε να μη χρησιμοποιήσει το φακό και χώθηκε στα δωμάτια. Κανένας θόρυβος, κανένας ήχος. Ο Μάρκους μπήκε στο καθιστικό. Τα στόρια ήταν κατεβασμένα. Άναψε ένα πορτατίφ δίπλα στον καναπέ και το πρώτο που του χτύπησε

560/1081

στο μάτι ήταν η αναπηρική πολυθρόνα, παρατημένη στη μέση του δωματίου. Τώρα μπορούσε να διακρίνει καθαρά πώς είχαν γίνει τα πράγματα. Το ταλέντο του ήταν να μπαίνει στα αντικείμενα, να εισχωρεί στη βουβή ψυχή τους και να κοιτάζει το παρελθόν με τα αόρατα μάτια τους. Αυτή η σκηνή τον έκανε να καταλάβει το νόημα μιας φράσης του ανώνυμου e-mail που ειχε πάρει ο Τζίνι. Αυτός δεν είναι σαν εσένα. Αναφερόταν στον Φεντερίκο. Ήθελε να πει ότι δεν είχαν πληγεί με τον ίδιο τρόπο από την αναπηρία τους. Ο μικρός έπαιζε θέατρο. Μα πού ήταν τώρα ο Φίγκαρο; Αν ο Φεντερίκο ζούσε σαν ερημίτης, δεν μπορούσε να φύγει από το σπίτι από την κεντρική εξώπορτα. Θα τον έβλεπαν οι γείτονες. Πώς κατάφερνε να βγαίνει ανενόχλητος για να επιτίθεται στα θύματά του;

561/1081

Ο Μάρκους συνέχισε την έρευνα πλησιάζοντας στα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στον επάνω όροφο. Σταμάτησε μπροστά σε μια πόρτα κάτω από τη σκάλα. Την άνοιξε. Το εσωτερικό ήταν μια σκοτεινή σπηλιά. Πέρασε μέσα και σκούντηξε με το κεφάλι του κάτι που κρεμόταν από το χαμηλό ταβάνι. Μια λάμπα. Άπλωσε το χέρι και τράβηξε το κορδονάκι της για να ανάψει. Βρισκόταν σε μια στενόχωρη αποθήκη που βρομούσε ναφθαλίνη. Εκεί φυλάσσονταν παλιά ρούχα, χωρισμένα σε δύο σειρές. Στα αριστερά κρέμονταν ανδρικά ρούχα, στα δεξιά γυναικεία. Μια μακάβρια παράταξη από αδειανά κελύφη. Πιθανότατα ανήκαν στους νεκρούς γονείς του νεαρού, σκέφτηκε ο Μάρκους. Είχε και μια παπουτσοθήκη και κουτιά στοιβαγμένα στα ράφια που βρίσκονταν ψηλότερα. Πρόσεξε πεσμένα κάτω ένα γαλάζιο φόρεμα κι ένα άλλο, με κόκκινα λουλούδια, που είχαν

562/1081

γλιστρήσει από τις κρεμάστρες τους. Ίσως κάποιος να τα είχε ρίξει. Ο Μάρκους έχωσε το μπράτσο του ανάμεσα στις κρεμάστρες και τις παραμέρισε, αποκαλύπτοντας μια πόρτα. Κατάλαβε ότι η αποθήκη ήταν αρχικά ένας απλός διάδρομος. Άνοιξε την πόρτα. Έβγαλε από την τσέπη του το φακό και τον άναψε, φωτίζοντας ένα διάδρομο με φαγωμένους και λεκιασμένους από την υγρασία σοβάδες. Προχώρησε προς τα μέσα, μέχρι που έφτασε σε ένα δωμάτιο με στοιβαγμένα κουτιά και έπιπλα που δεν χρησιμοποιούνταν πια. Η δέσμη του φωτός έπεσε πάνω σε ένα αντικείμενο τοποθετημένο σε ένα τραπέζι. Ένα τετράδιο. Το πήρε και άρχισε να το ξεφυλλίζει. Τα σχέδια στις πρώτες σελίδες ήταν έργο ενός παιδιού. Στις σκηνές που αναπαριστούσαν εμφανίζονταν πάντα τα ίδια στοιχεία.

563/1081

Γυναικείες μορφές, πληγές, αίμα. Και ψαλίδια. Έλειπε ένα φύλλο, που είχε ολοφάνερα σκιστεί. Ο Μάρκους ήξερε ότι ένα από τα μακάβρια παιδικά έργα βρισκόταν κρεμασμένο στον τοίχο της σοφίτας του Τζερεμάια Σμιθ. 0 κύκλος έκλεινε. Οι επόμενες σελίδες του τετραδίου όμως αποδείκνυαν ότι εκείνη η δράση δεν είχε σταματήσει στην παιδική ηλικία. Συνέχιζε με σχέδια πιο ώριμα και περισσότερο ακριβή, που είχαν εξελιχτεί και τελειοποιηθεί με το πέρασμα του χρόνου. Οι γυναίκες ήταν πολύ πιο συγκεκριμένες, οι πληγές πιο ρεαλιστικές και σκληρές. Σημάδι ότι η διεστραμμένη και άρρωστη φαντασία είχε μεγαλώσει μαζί με το τέρας. Ο Φεντερίκο Νόνι έτρεφε ανέκαθεν αυτό το όνειρο του θανάτου. Μα δεν το είχε πραγματοποιήσει ποτέ. Ίσως αυτό που τον σταματούσε να ήταν ο φόβος. Μήπως

564/1081

καταλήξει στη φυλακή, μήπως τον κοιτάζουν όλοι σαν τέρας. Είχε φτιάξει το προσωπείο του καλού αθλητή, του καλού παιδιού και του καλού αδελφού. Αποκτούσε αξία ακόμα και στα ίδια του τα μάτια. Και μετά ήρθε το ατύχημα με τη μοτοσικλέτα. Εκείνο το γεγονός ξεμπλόκαρε τα πάντα. Αίγο νωρίτερα η αστυνομικός τού είχε αναφέρει ότι άκουσε καθαρά από τον Φεντερίκο Νόνι ότι οι γιατροί ήταν πεπεισμένοι πως θα γινόταν καλά. Μα στη συνέχεια ο ίδιος αρνήθηκε να συνεχίσει τη φυσιοθεραπεία. Η κατάσταση αυτή ήταν το τέλειο κρησφύγετο. Επιτέλους, μπορούσε να βγάλει στην επιφάνεια την αληθινή του φύση. Φτάνοντας στην τελευταία σελίδα του τετραδίου, ο Μάρκους ανακάλυψε το απόκομμα μιας παλιάς εφημερίδας. Το ξεδίπλωσε. Ήταν ενός χρόνου παλιό και

565/1081

έγραφε την είδηση της τρίτης επίθεσης του Φίγκαρο. Πάνω στο άρθρο κάποιος είχε γράψει με μαύρο μαρκαδόρο: «Τα ζέρω όλα». Η Τζόρτζια, σκέφτηκε αμέσως ο Μάρκους. Γι’ αυτό τη σκότωσε. Και τότε ο Φεντερίκο ανακάλυψε ότι το καινούργιο παιχνίδι τού άρεσε περισσότερο. Οι επιθέσεις άρχισαν αμέσως μετά το ατύχημα. Οι πρώτες τρεις τού χρησιμέυσαν για να προετοιμαστεί. Αποτελούσαν μια άσκηση, μια προγύμναση. Όμως αυτό δεν το συνειδητοποιούσε ο Φεντερίκο. Τον περίμενε ένα άλλο είδος ικανοποίησης, πολύ μεγαλύτερης: ο φόνος. Η δολοφονία της αδελφής του ήταν απροσχεδίαστη, μα αναγκαία. Η Τζόρτζια είχε καταλάβει τα πάντα και είχε γίνει, εκτός από κίνδυνος, και εμπόδιο. Ο Φεντερίκο δεν μπορούσε να την αφήσει να σπιλώνει την καθαρή φαντασία του ούτε να επικρίνει την πολύτιμη μεταμφίεσή του. Γι’ αυτό και τη

566/1081

σκότωσε. Ωστόσο του χρησίμευσε και για να καταλάβει. Το να αφαιρείς τη ζωή ήταν πολύ πιο ικανοποιητικό από μια απλή επίθεση. Γι' αυτό και δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί. Το πτώμα στο πάρκο της Βίλα Γκλόρι ήταν η απόδειξη. Όμως συμπεριφερόταν πιο συνετά, είχε διδαχτεί από την εμπειρία και το είχε θάψει. Ο Φεντερίκο Νόνι είχε εξαπατήσει τους πάντες. Ξεκινώντας από το γέρο αστυνομικό που τυφλωνόταν. Του αρκούσε να υποστηρίξει την ομολογία ενός μυθομανούς για να ξεμπερδέψει, κατά τα άλλα η έρευνα έμπαζε από παντού, βασισμένη στην εκ προοιμίου αποδοχή ότι ο ένοχος είναι πάντα, μα παντα, ένα τέρας. Ο Μάρκους άφησε το τετράδιο, γιατί διέκρινε κάτι άλλο πισω από έναν μπουφέ. Ήταν μια σιδερένια πόρτα. Πλησίασε και την άνοιξε.

567/1081

Ένας λυσσαλέος άνεμος όρμησε στο δωματιάκι. Ο Μάρκους εγειρε προς τα έξω και είδε ότι ήταν μια πόρτα που έβγαζε σ ενα ερημικό παράπλευρο δρομάκι. Κανείς δεν θα πρόσεχε ποιος έμπαινε και ποιος έβγαινε. Ίσως με τα χρόνια είχε περιπέσει σε αχρηστία, αλλά ο Φεντερίκο Νόνι κατάφερε να την εκμεταλλευτεί. Πού είναι τώρα; Πού πήγε; Το ερώτημα αντήχησε και πάλι στο μυαλό του Μάρκους. Έκλεισε ξανά την πόρτα και επέστρεψε βιαστικά στο σπίτι. Μπαίνοντας στο καθιστικό, άρχισε να ψάχνει ολόγυρά του. Δεν τον ένοιαζε μην αφήσει αποτυπώματα, φοβόταν μόνο μη δεν προλάβει. Φώτισε την αναπηρική πολυθρόνα. Στη μια μεριά είχε μια θήκη για αντικείμενα. Έβαλε το χέρι μέσα κι έβγαλε ένα κινητό. Είναι πονηρός, σκέφτηκε. Το άφησε εδώ, γιατί ξέρει ότι, ακόμα και κλειστό, μπορεί να

568/1081

χρησιμεύσει στην αστυνομία για να τον εντοπίσει. Αυτό σήμαινε ότι ο Φεντερίκο Νόνι βγήκε από το σπίτι για να αναλάβει δράση. Ο Μάρκους έλεγξε τα τελευταία τηλεφωνήματα. Υπήρχε μια εισερχόμενη κλήση πριν από μιάμιση ώρα. Αναγνώρισε το νούμερο, γιατί το είχε καλέσει κι ο ίδιος εκείνο το απόγευμα. Ο Τζίνι, σκέφτηκε. Πάτησε το κουμπί της ανάκλησης, περιμένοντας να απαντήσει ο τυφλός αστυνομικός. Μα τίποτα: χτυπούσε μάταια. Ο Μάρκους έκλεισε και, με ένα ανατριχιαστικό προαίσθημά όρμησε έξω από το σπίτι. 21:34 Καθώς κοιταζόταν στον καθρέφτη του μπάνιου στον ξενώνα της Ιντερπόλ, η Σάντρα ξανασκεφτόταν όσα είχαν συμβει εκείνο το

569/1081

απόγευμα, έπειτα από τη συνάντησή της με τον πνευματικό. Είχε περιπλανηθεί για σχεδόν μία ώρα στους δρόμους της Ρώμης, αφήνοντας τον άνεμο και τις σκέψεις της να την παρασέρνουν. Όσο ήταν ανάμεσα σε κόσμο, αισθανόταν ασφάλεια. Όταν ηρέμησε αρκετά, γύρισε στον Σάλμπερ. Περίμενε λίγο στο κεφαλόσκαλο, προτού χτυπήσει, προσπαθώντας να αναβάλει όσο περισσότερο γινόταν την αντίδραση του αξιωματικού, τις κατηγορίες και τα παράπονα για την εξαφάνισή της επί τόσες ώρες. Μόλις όμως της άνοιξε την πόρτα, διάβασε την ανακούφιση στο πρόσωπό του. Σάστισε, δεν περίμενε ότι θα μπορούσε στ’ αλήθεια να ανησυχεί για λογαριασμό της. «Δόξα τω Θεώ, δεν σου συνέβη τίποτα», ήταν τα μοναδικά του λόγια. Είχε μείνει άναυδη. Περίμενε ένα εκατομμύριο ερωτήσεις, αλλά ο Σάλμπερ

570/1081

αρκέστηκε σε ένα λακωνικό απολογισμό της επίσκεψής της στον Πιέτρο Τζίνι. Η Σάντρα τού έδωσε το φάκελο της υπόθεσης Φίγκαρο που είχε πάρει από το γέρο αστυνομικό, και ο αξιωματικός τον ξεφύλλισε αναζητώντας κάτι που θα μπορούσε να τους οδηγήσει στους πνευματικούς. Ωστόσο δεν ρώτησε να μάθει το λόγο εκείνης της παρατεταμένης καθυστέρησης. Της είπε να πλώνει τα χέρια της γιατί σε λίγο θα ήταν έτοιμο το δείπνο. Μετά ξαναμπήκε στην κουζίνα για να φέρει ένα μπουκάλι κρασί. Η Σάντρα άνοιξε το νερό στον νιπτήρα κι απέμείνε για μερικές στιγμές να κοιτάζει την αντανάκλασή της. Τα μάτια της είχαν μαύρους κύκλους και τα χείλη της ήταν σκασμένα, εξαιτίας της συνήθειάς της να τα δαγκώνει όποτε βρισκόταν σε ένταση. Πέρασε τα δάχτυλα από τα ακατάστατα μαλλιά της κι έπειτα έψαξε για καμιά χτένα στο έπιπλο. Βρήκε μία που είχε μερικές γυναικείες τρίχες,

571/1081

καστανές και πολύ μακριές. Της ήρθε στο νου το σουτιέν που είχε δει στο μπράτσο της πολυθρόνας στην κρεβατοκάμαρα του ξενώνα εκείνο το πρωί. Ο Σάλμπερ είχε δικαιολογηθεί λέγοντας ότι περνούσε διάφορος κόσμος από το διαμέρισμα, αλλά δεν της είχε διαφύγει η αμηχανία του. Ήταν βέβαιη ότι, αντίθετα, γνώριζε πολύ καλά την προέλευση εκείνου του εσωρούχου. Δεν την ενοχλούσε το γεγονός ότι στο κρεβάτι όπου είχε ξυπνήσει ήταν μια άλλη, ίσως μόνον λίγες ώρες νωρίτερα. Αυτό που την εκνεύριζε ήταν ότι ο Σάλμπερ προσπάθησε να δικαιολογηθεί, λες και το θέμα θα μπορούσε να την ενδιαφέρει. Εκείνη τη στιγμή ένιωσε ανόητη. Ζήλευε, δεν υπήρχε άλλη εξήγηση. Δεν κατάφερνε να ανεχτεί την ιδέα ότι ο κόσμος έκανε σεξ. Το να λέει αυτή τη λέξη, έστω και κρυφά μες στο νου της, ήταν λυτρωτικό. Σεξ, επανέλαβε. Ίσως γιατί αυτή η δυνατότητα της ήταν απαγορευμένη. Δεν υπήρχε ένα

572/1081

συγκεκριμένο εμπόδιο, μα κάπου μέσα της ήξερε ότι ήταν έτσι. Για ακόμα μία φορά τής φάνηκε ότι άκουγε τη φωνή της μητέρας της: «Καλή μου, ποιος θα ήθελε να πάει στο κρεβάτι με μια χήρα;» Πράγματι, φαινόταν σαν ένα είδος διαστροφής. Ξαναείπε στον εαυτό της ότι ήταν ανόητη γιατί έχανε χρόνο με τέτοιες σκέψεις. Προσπάθησε να φανεί πρακτική. Είχε μείνει πολλή ώρα στο μπάνιο και ο Σάλμπερ μπορεί να γινόταν καχύποπτος, οπότε καλύτερα να έκανε γρήγορα. Είχε δώσει μια υπόσχεση στον ιερέα και είχε σκοπό να την τηρήσει. Αν τη βοηθούσε να εντοπίσει το δολοφόνο του Ντέιβιντ, θα κατέστρεφε τα ίχνη που οδηγούσαν στους πνευματικούς. Εν πάση περιπτώσει, προς το παρόν ήταν προτιμότερο να φυλάξει τις ενδείξεις σε ένα σίγουρο μέρος.

573/1081

Στράφηκε στην τσάντα που είχε πάρει μαζί της στο μπάνιο και είχε αφήσει πάνω στη λεκάνη. Πήρε το κινητό και έλεγξε ότι υπήρχε αρκετός χώρος στη φωτογραφική του μνήμη. Είχε μέσα τις φωτογραφίες που τράβηξε στο παρεκκλήσι του Σαν Ραϊμόντο ντι Πενιαφόρτ. Ετοιμάστηκε να τις σβήσει, αλλά το μετάνιωσε. Σε εκείνο το χώρο κάποιος είχε προσπαθήσει να τη σκοτώσει. Αυτές οι εικόνες μπορούσαν να της χρησιμεύσουν για να ανακαλύψει ποιος ήταν. Έπιασε τις φωτογραφίες της Leica από την τσάντα της, μαζί με αυτήν του ιερέα με την ουλή στον κρόταφο, που είχε κρύψει από τον Σάλμπερ. Τις έβαλε στη σειρά πάνω σε ένα ράφι και μετά τις φωτογράφισε μία-μία με το κινητό: ήταν προτιμότερο να έχει ένα αντίγραφο, για κάθε ενδεχόμενο. Πήρε ένα διάφανο πλαστικό φάκελο που έκλεινε ερμητικά, κι έβαλε μέσα τις πέντε

574/1081

φωτογραφίες. Μετακίνησε το κεραμικό καπάκι από το καζανάκι και βύθισε το φάκελο στο νερό. Καθόταν εδώ και δέκα λεπτά στη μικρή κουζίνα του διαμερίσματος, κοιτάζοντας το στρωμένο τραπέζι και τον Σάλμπερ που πηγαινοερχόταν, ανασκουμπωμένος, με μια ποδιά δεμένη στη μέση κι ένα ποτηρόπανο ριγμένο στον ώμο. Σφύριζε. Γύρισε και την αιφνιδίασε έτσι όπως ήταν βυθισμένη στις σκέψεις της. «Ριζότο με βαλσαμικό ξίδι, μπαρμπούνια στη λαδόκολλα, σαλάτα με ραντίτσιο και πράσινα μήλα», ανακοίνωσε. «Ελπίζω να σου αρέσουν». «Ναι, βέβαια», απάντησε μπερδεμένη. Εκείνο το πρωί τής είχε ετοιμάσει πρωινό, μα το να φτιάχνεις δυο αβγά ομελέτα δεν σημαίνει ότι ξέρεις να μαγειρεύεις. Αντιθέτως, το συγκεκριμένο μενού έδειχνε αγάπη για το καλό φαγητό. Είχε μείνει μ’ ανοιχτό το στόμα.

575/1081

«Απόψε θα κοιμηθείς εδώ». Η ανακοίνωσή του δεν επιδεχόταν αντιρρήσεις. «Δεν είναι φρόνιμο να επιστρέψεις στο ξενοδοχείο σου». «Δεν νομίζω να μου συμβεί τίποτα. Κι έπειτα, έχω αφήσει εκεί όλα μου τα πράγματα». «Θα περάσουμε αύριο το πρωί να τα πάρουμε. Στο άλλο δωμάτιο έχει έναν πολύ βολικό καναπέ», επέμεινε χαμογελώντας. «Φυσικά, θα θυσιαστώ εγώ». Λίγο αργότερα ο Σάλμπερ έβαλε το ριζότο στα πιάτα και έφαγαν σχεδόν σιωπηλοί. Η Σάντρα απόλαυσε ακόμα και το ψάρι, ενώ το κρασί κατάφερε να την κάνει να χαλαρώσει. Όχι όπως μετά την απώλεια του Ντέιβιντ, όταν χωνόταν το βράδυ στο σπίτι της κι αποχαυνωνόταν κατεβάζοντας το ένα ποτήρι κόκκινο κρασί μετά το άλλο μέχρι να την πάρει ο ύπνος. Αυτή τη φορά ήταν διαφορετικά. Δεν πίστευε ότι ήταν πλέον ικανή να μοιραστεί ένα γεύμα της προκοπής με κάποιον.

576/1081

«Ποιος σου έμαθε να μαγειρεύεις;» Ο Σάλμπερ κατάπιε μια μπουκιά και ήπιε μια γουλιά κρασί. «Μαθαίνεις να κάνεις πολλά πράγματα όταν μένεις μόνος». «Δεν μπήκες ποτέ στον πειρασμό να παντρευτείς; Την πρώτη φορά, στο τηλέφωνο, μου είπες ότι κόντεψες μια-δυο φορές...» Κούνησε το κεφάλι. «Ο γάμος δεν είναι για μένα. Είναι θέμα προοπτικής». «Τι θες να πεις;» «Όλοι μας έχουμε μια άποψη για τη ζωή και την προβάλλουμε στο μέλλον. Καταλαβαίνεις πώς λειτουργεί, σωστά; Σαν ένας πίνακας: υπάρχουν στοιχεία που μπαίνουν σε πρώτο πλάνο, ενώ άλλα μένουν στο φόντο. Αυτά τα τελευταία είναι απαραίτητα όσο και τα πρώτα, αλλιώς η προοπτική δεν θα επιτυγχανόταν και θα είχαμε μόνο ένα επίπεδο σχήμα, συνεπώς ελάχιστα ρεαλιστικό. Λοιπόν, οι γυναίκες της ζωής μου βρίσκονται στα παρασκήνια. Είναι

577/1081

απαραίτητες, αλλά όχι τόσο ώστε να αξίζουν την πρώτη σειρά». «Και εκεί ποιος είναι; Εκτός από σένα, βέβαια», τον κέντρισε κοροϊδευτικά η Σάντρα. «Η κόρη μου». Δεν περίμενε μια τέτοια απάντηση. Ο Σάλμπερ έμεινε ικανοποιημένος μπροστά στη σαστιμάρα και τη σιωπή της, «Θες να τη δεις;» Πήρε το πορτοφόλι του κι άρχισε να ψάχνει στις θήκες του. «Μη μου πεις ότι είσαι από τους μπαμπάδες που τριγυρνούν με τη φωτογραφία της κορούλας τους στην τσέπη! Διάολε, Σάλμπερ... αποφάσισες να μου φέρεις τα πάνω κάτω», είπε ειρωνικά. Στην πραγματικότητα, ένιωθε μέσα της τρυφερότητα. Της έδειξε την ταλαιπωρημένη φωτογραφία μιας πιτσιρίκας με σταχτόξανθα μαλλιά, ολόιδια με τα δικά του. Είχε πάρει και τα πράσινα μάτια του πατέρα της. «Πόσων χρονών είναι;»

578/1081

«Οχτώ. Είναι υπέροχη, ε; Τη λένε Μαρία. Λατρεύει το μπαλέτο και πάει σε σχολή κλασικού χορού. Κάθε Χριστούγεννα ή γενέθλια, ζητάει ένα κουτάβι. Ίσως φέτος να της κάνω το χατίρι». «Καταφέρνεις να τη βλέπεις συχνά;» Ο Σάλμπερ κατσούφιασε. «Μένει στη Βιένη. Με τη μητέρα της οι σχέσεις μας δεν είναι σπουδαίες, τα έχει μαζί μου επειδή δεν την παντρεύτηκα», γέλασε. «Μα όποτε έχω λίγο χρόνο, πάω και παίρνω τη Μαρία και την πάω για ιππασία. Της μαθαίνω, όπως μου έμαθε κι εμένα ο πατέρας μου όταν ήμουν στην ηλικία της». «Είναι όμορφο εκ μέρους σου». «Κάθε φορά που επιστρέφω κοντά της, φοβάμαι ότι δεν θα είναι πια το ίδιο. 'Οτι, κατά τη διάρκεια της απουσίας μου, η σχέση μας θα έχει ψυχρανθεί. Ίσως τώρα να είναι ακόμα πολύ μικρή, αλλά τι θα γίνει όταν θα θέλει να

579/1081

βγαίνει μόνο με τους φίλους της; Δεν θέλω να της γίνω βάρος». «Δεν νομίζω ότι θα συμβεί κάτι τέτοιο», τον παρηγόρησε η Σάντρα. «Συνήθως οι κόρες επιφυλάσσουν αυτή την αντιμετώπιση στις μανάδες τους. Εγώ και η αδελφή μου τρελαινόμασταν για τον μπαμπά μας, παρόλο που εξαιτίας της δουλειάς του δεν ήμασταν πολύ μαζί. Απεναντίας, ίσως γι’ αυτό να του είχαμε αδυναμία. Κάθε φορά που ήταν να γυρίσει, μια παράξενη ευτυχία πλανιόταν στο σπίτι». Ο Σάλμπερ κούνησε το κεφάλι, ευγνώμων για την καθησυχαστική απάντησή της. Η Σάντρα σηκώθηκε και πήρε τα πιάτα να τα βάλει στο νεροχύτη. Εκείνος τη σταμάτησε. «Γιατί δεν πας στο κρεβάτι; Θα τα μαζέψω εγώ». «Και οι δυο μαζί θα κάνουμε ένα λεπτό». «Επιμένω, άσ’ τα σ’ εμένα».

580/1081

Η Σάντρα μπλόκαρε. Όλες αυτές οι φροντίδες την τρόμαζαν. Κάποιος της έδειχνε και πάλι προσοχή. Είχε ξεσυνηθίσει. «Όταν μου τηλεφώνησες, σε αντιπάθησα με την πρώτη. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι δυο βράδια αργότερα θα τρώγαμε μαζί, πόσο μάλλον ότι θα μαγείρευες για χάρη μου». «Αυτό σημαίνει ότι δεν με αντιπαθείς πια;» Η Σάντρα έγινε κατακόκκινη από ντροπή. Εκείνος έβαλε τα γέλια. «Μη με δουλεύεις, Σάλμπερ», τον προειδοποίησε. Εκείνος σήκωσε τα χέρια σαν να παραδινόταν. «Δεν το ήθελα, συγγνώμη». Εκείνη τη στιγμή τής φάνηκε απόλυτα ειλικρινής. Καμία σχέση με την αντιπαθητική εικόνα που είχε πλάσει για λογαριασμό του. «Γιατί τα έχεις βάλει με τους πνευματικούς;» Ο Σάλμπερ σοβάρεψε. «Μην κάνεις κι εσύ αυτό το λάθος»· «Τι εννοείς “κι εσύ”;»

581/1081

Έμοιαζε να μετανιώνει που είχε διατυπώσει άσχημα τη φράση του και προσπάθησε να τα μπαλώσει. «Σου εξήγησα, χυτό που κάνουν είναι παράνομο». «Δεν τα χάφτω τα περί παρανομίας, με συγχωρείς. Δεν είναι. μόνον αυτό. Λοιπόν, τι κρύβεται από κάτω;» Ήταν ολοφάνερο ότι ο Σάλμπερ προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο. Με εκείνη την επιφυλακτική στάση του απλώς της επιβεβαίωνε ότι όσα της είχε πει εκείνο το πρωί για τους πνευματικούς ήταν μόνο ένα κομμάτι της ιστορίας. «Εντάξει... Δεν είναι καμιά μεγάλη αποκάλυψη, αλλά νομίζω ότι αυτό που θα σου πω ίσως να εξηγεί για ποιο λόγο πέθανε ο άντρας σου». Η Σάντρα πάγωσε. «Λέγε». «Στην πραγματικότητα, οι πνευματικοί δεν θα έπρεπε να υπάρχουν πια ... Μετά τη Β' Βατικανή Σύνοδο, η Εκκλησία διέλυσε το

582/1081

τάγμα τους. Κατά τη δεκαετία του ’60 το Αποστολικό Πνευματικό Δικαστήριο αναδιοργανώθηκε με νέους κανόνες και νέους υπευθύνους. Το αρχείο των αμαρτημάτων κατέστη απόρρητο. Οι εγκληματολόγοι ιερείς σταμάτησαν τις δραστηριότητές τους. Ορισμένοι επανήλθαν στις τάξεις της Εκκλησίας, άλλοι διαφώνησαν και τέθηκαν σε αργία, οι αμετανόητοι αφορίστηκαν». «Λοιπόν, πώς είναι δυνατόν να...» «Περίμενε, άσε με να τελειώσω πρώτα», τη διέκοψε ο Σάλμπερ. «Πάνω που η ιστορία φάνηκε να ξεχνιέται, οι πνευματικοί ξαναεμφανίστηκαν. Συνέβη πριν από μερικά χρόνια, μέχρι που κάποιος στο Βατικανό υποψιάστηκε ότι, στην πραγματικότητα, πολλοί από αυτούς υποκρίθηκαν ότι συμμορφώθηκαν με τις επιταγές του Πάπα με μοναδικό σκοπό να συνεχίσουν το έργο τους στα κρυφά. Και ήταν αλήθεια. Επικεφαλής εκείνης της κλειστής ομάδας ήταν ένας απλός

583/1081

Κροάτης ιερέας, ο Λούκα Ντέβοκ. Αυτός έχριζε και καθοδηγούσε τους νέους πνευματικούς. Ίσως με τη σειρά του να λογοδοτούσε σε κάποιον στις ανώτατες εκκλησιαστικές σφαίρες, που είχε αποφασίσει να ανασυστήσει το Σώμα των πνευματικών. Εν πάση περιπτώσει, ήταν ο μοναδικός κάτοχος μιας σειράς μυστικών. Λόγου χάρη, ο Ντέβοκ ήταν ο μόνος που ήξερε την ταυτότητα όλων των πνευματικών. Καθένας τους αναφερόταν αποκλειστικά σ’ εκείνον και αγνοούσε ποιοι ήταν οι άλλοι». «Γιατί μιλάς στον αόριστο;» «Γιατί ο Λούκα Ντέβοκ είναι νεκρός. Συνέβη πριν από περίπου ένα χρόνο, τον πυροβόλησαν μέσα σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στην Πράγα. Εκείνη τη στιγμή φανερώθηκε η αλήθεια. Το Βατικανό βιάστηκε να περιορίσει μια κατάσταση που θα μπορούσε να αποδειχτεί επικίνδυνη και εξαιρετικά άβολη».

584/1081

«Δεν με παραξενεύει, είναι χαρακτηριστικό της Εκκλησίας να παρεμβαίνει για να κουκουλώνει τα σκάνδαλα». «Δεν επρόκειτο μόνο γι’ αυτό. Και μόνον η ιδέα ότι υπήρχε ανώτατος καρδινάλιος που κάλυπτε τον Ντέβοκ επί τόσα χρόνια τούς έκανε όλους να τρέμουν. Το να μην υπακούς σε μιαν εντολή του Πάπα ισοδυναμεί με ανίατο σχίσμα, το καταλαβαίνεις;» «Λοιπόν, πώς κατάφεραν να ξαναπάρουν τον έλεγχο της κατάστασης;» «Μπράβο», τη συγχάρηκε ο Σάλμπερ. «Βλέπω ότι αρχίζεις να καταλαβαίνεις πώς λειτουργούν ορισμένες δυναμικές. Ας πούμε ότι αντικατέστησαν αμέσως τον Ντέβοκ με έναν άνθρωπο εμπιστοσύνης, έναν Πορτογάλο, τον πατέρα Αουγκούστο Κλεμέντε. Είναι πολύ νέος, αλλά αρκετά έμπειρος. Οι πνευματικοί είναι όλοι δομινικανοί, ενώ ο Κλεμέντε είναι ιησουίτης.

585/1081

Άλλη σχολή σκέψης, πολύ πιο ρεαλιστική και λιγότερο επιρρεπής σε συναισθηματισμούς». «Οπότε, αυτός ο ιερέας είναι ο νέος αρχηγός των πνευματικών». «Και του έχουν αναθέσει επίσης να εντοπίσει τους πνευματικούς που έχρισε ο πατήρ Ντέβοκ, για να τους επαναφέρει στους κόλπους της Εκκλησίας. Προς το παρόν, έχει καταφέρει να ξετρυπώσει μόνον έναν: τον άνθρωπο που είδες στον Σαν Λουίτζι ντέι Φραντσέζι». Ωστόσο, η Σάντρα δεν μπορούσε να καταλάβει κάτι. «Επομένως, ο απώτατος σκοπός του Βατικανού είναι να παραστήσει ότι δεν υπήρξε καμία παραβίαση των κανόνων;» «Ακριβώς. Προσπαθούν πάντα να κλείνουν το ρήγμα. Λόγου χάρη, συνέβη και με τους λεφεβριανούς[2], των οποίων το κίνημα είναι εδώ και χρόνια σε διαπραγματεύσεις με την Εκκλησία για να επιστρέφουν στους κόλπους

586/1081

της ρωμαιοκαθολικής πίστης. Το ίδιο ισχύει και για τους πνευματικούς». «Το καθήκον του καλού ποιμένα είναι να μην εγκαταλείπει τα απολωλότα πρόβατα και να προσπαθεί να τα ξαναφέρει στο μαντρί», ειρωνεύτηκε η Σάντρα. «Μα εσύ πώς γίνεται και τα ξέρεις όλα αυτά;» «Τα ξέρω όπως τα ήξερε κι ο Ντέιβιντ. Αλλά είχαμε διαφορετικές απόψεις, γι' αυτό και μαλώσαμε. Όταν σε παρακάλεσα να μην κάνεις κι εσύ το λάθος να δεις τους πνευματικούς με υπερβολική επιείκεια, αναφερόμουν σ’ αυτό ακριβώς που σκεφτόταν ο Ντέιβιντ». «Γιατί είχες εσύ δίκιο κι αυτός άδικο;» Ο Σάλμπερ έξυσε το κεφάλι του και ξεφύσησε. «Γιατί κάποιος τον σκότωσε εξαιτίας όσων είχε ανακαλύψει, ενώ εγώ ζω ακόμα». Δεν ήταν απλώς άλλη μία προσβλητική φράση εις βάρος του άντρα της. Η Σάντρα

587/1081

αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι είχε δίκιο. Και η ίδια συμφωνούσε με εκείνη την εκδοχή των γεγονότων. Επιπλέον, ένιωθε ένοχη. Εκείνη η ωραία βραδιά την είχε βοηθήσει να εκτονώσει την ένταση, κι αυτό το οφείλε στον Σάλμπερ. Όχι μόνο ανοίχτηκε απέναντι της, μιλώντας της για προσωπικά ζητήματα, αλλά απάντησε και στις ερωτήσεις της χωρίς να της ζητήσει τίποτα σε αντάλλαγμα, ενώ εκείνη του είχε πει ψέματα, αποσιωπώντας τη δεύτερη συνάντησή της με τον πνευματικό. «Πώς και δεν με ρώτησες γιατί έκανα τόση ώρα να επίστρέψω από την επίσκεψή μου στον Τζίνι;» «Σου είπα, δεν μου αρέσουν τα ψέματα». «Φοβόσουν ότι δεν θα σου έλεγα την αλήθεια;» «Οι ερωτήσεις χρησιμεύουν για να δίνουν προφάσεις στους ψεύτες. Αν είχες κάτι να μου πεις, θα το έκανες μόνη σου. Δεν μου αρέσει

588/1081

να βιάζω τα πράγματα, προτιμώ να μου έχεις εμπιστοσύνη». Η Σάντρα αποτράβηξε το βλέμμα της. Πήγε στο νεροχύτη και άνοιξε τη βρύση, ώστε ο ήχος του νερού να γεμίσει τη σιωπή. Για μια στιγμή μπήκε στον πειρασμό να του τα πει όλα. Ο Σάλμπερ ήταν ένα βήμα πίσω της. Καθώς ετοιμαζόταν να πλύνει τα πιάτα, τον ένιωσε να πλησιάζει. Έριχνε την προστατευτική σκιά του πάνω της. Μετά την έπιασε από τους γοφούς και πλησίασε το θώρακά του στην πλάτη της μέχρι να αγγιχτούν. Η Σάντρα τον άφησε. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά και αισθάνθηκε την επιθυμία να κλείσει τα μάτια. Αν τα κλείσω, τελείωσε, σκέφτηκε. Ήταν φοβισμένη, αλλά δεν είχε τη δύναμη να τον απωθήσει. Εκείνος έγειρε πάνω της και της τράβηξε τα μαλλιά από το λαιμό. Ένιωσε τη ζεστή ανάσα του στην επιδερμίδα της. Ενστικτωδώς, έγειρε το κεφάλι προς τα πίσω

589/1081

σαν να υποδεχοταν εκείνο το αγκάλιασμα. Τα χέρια της, ακίνητα κάτω από τον πίδακα του νερού. Χωρίς να το καταλαβαίνει, ανασηκώθηκε ελαφρά στις μύτες των ποδιών της. Τα βλέφαρά της υπέκυψαν στη γλυκιά νάρκη. Με τα μάτια κλειστά, τρέμοντας σύγκορμη, τεντώθηκε προς το μέρος του αναζητώντας τα χείλη του. Τους τελευταίους πέντε μήνες ζούσε με αναμνήσεις. Τώρα, για πρώτη φορά, η Σάντρα ξέχασε ότι ήταν χήρα. 23:24 Η πόρτα του σπιτιού ήταν ανοιχτή και χτυπούσε. Καθολου καλό σημάδι. Καθυστέρησε όσο να φορέσει τα γάντια από λατέξ κι έσπρωξε το πορτόφυλλο. Οι γάτοι του Τζίνι ήρθαν να υποδεχτούν τον καινούργιο επισκέπτη. Ο Μάρκους κατάλαβε γιατί ο

590/1081

τυφλός αστυνομικός είχε διαλέξει τα αιλουροειδή για να του κρατούν συντροφιά. Ήταν τα μόνα ζώα που μπορούσαν να ζουν μαζί του στο σκοτάδι. Έκλεισε τον άνεμο πίσω του. Μετά τη βουή περίμενε σιωπή. Αντίθετα, άκουσε έναν ηλεκτρονικό ήχο, διαπεραστικό και συγκεκομμένο, αρκετά κοντινό. Προχώρησε ακολουθώντας τον. Έπειτα από μερικά βήματα είδε ένα ασύρματο τηλέφωνο τοποθετημένο στη βάση του, δίπλα στο ψυγείο. Το σήμα ερχόταν από τη συσκευή: ειδοποιούσε ότι η μπαταρία του κόντευε να τελειώσει. Το ίδιο τηλέφωνο καλούσε μάταια, όταν είχε πάρει το νούμερο του Τζίνι από το σπίτι του Φεντερίκο Νόνι. Όμως δεν έφταιγαν τα επίμονα κουδουνίσματά του που είχε ξεφορτιστεί: κάποιος το είχε βγάλει από την πρίζα.

591/1081

Τι λόγο είχε ο Φίγκαρο να κόψει το ρεύμα στο σπίτι ενός τυφλού; «Τζίνι!» φώναξε ο Μάρκους. Μα δεν πήρε απάντηση. Συνέχισε λοιπόν στο διάδρομο που οδηγούσε στα άλλα δωμάτια. Αναγκάστηκε να πάρει το φακό για να προσανατολιστεί. Μόλις τον άναψε, είδε ότι μερικά έπιπλα του έκλειναν το δρόμο, λες και είχαν μετατοπιστεί καθώς κάποιος προσπαθούσε να ξεφύγει. Υπήρξε άραγε καταδίωξη; Προσπάθησε να αναπαραστήσει τα γεγονότα. Η τυφλότητα είχε ανοίξει τα μάτια του Πιέτρο Τζίνι: ο αστυνομικός είχε καταλάβει. Το ανώνυμο e-mail τον είχε βάλει στο σωστό δρόμο, ξυπνώντας του ίσως μια παλιά υποψία. Αυτός δεν είναι σαν εσένα. Το πτώμα της Βίλα Γκλόρι τού είχε προσφέρει την επιβεβαίωση. Έτσι, τηλεφώνησε στον Φεντερίκο Νόνι, ίσως

592/1081

ακολούθησε λογομαχία και ο αστυνομικός απείλησε να τον καταγγείλει. Αλλά γιατί δεν το έκανε και του έδωσε το χρόνο να έρθει να τον σκοτώσει; Σε εκείνο το σπίτι ο Τζίνι είχε προσπαθήσει να ξεφύγει, αλλά προφανώς ο Φεντερίκο -που ήταν πιο δυνατός, ως πρώην αθλητής, και κυρίως επειδή έβλεπε- δεν του άφησε περιθώρια. Ο Μάρκους ήξερε στα σίγουρα ότι σ’ εκείνο το χώρο κάποιος είχε πεθάνει. Ακολουθώντας τα γατιά, κατευθύνθηκε προς το γραφείο. Ετοιμαζόταν να περάσει το κατώφλι, όταν παρατήρησε ότι τα ζώα έκαναν ένα άλμα για να μπουν. Έστρεψε το φακό προς τα κάτω και είδε κάτι να γυαλίζει λίγα εκατοστά πάνω από το δάπεδο. Μια νάιλον κλωστή ήταν τεντωμένη εκεί πέρα και μόνο τα γατιά μπορούσαν να τη δουν μες στο σκοτάδι.

593/1081

Δεν μπορούσε να εξηγήσει το λόγο γι’ αυτό το εμπόδιο. Περιορίστηκε να το περάσει και να μπει στο δωμάτιο. Ο άνεμος λυσσομανούσε έξω απ’ το σπίτι, αναζητώντας ένα πέρασμα για να μπει. Ο φακός πλανήθηκε στο δωμάτιο μετακινώντας τις σκιές που πήγαν να χωθούν κάτω από τα έπιπλα. Εκτός από μία. Αλλά δεν ήταν σκιά. Ήταν ένας άνθρωπος ξαπλωμένος στο πάτωμα, μ’ ένα ψαλίδι στο ένα χέρι κι ένα άλλο μπηγμένο στο λαιμό του. Το ένα του μάγουλο ήταν βυθισμένο σε μια λίμνη [λαύρο αίμα. Ο Μάρκους έσκυψε πάνω από τον Φεντερίκο Νόνι, που τον κοιτούσε με ανέκφραστο βλέμμα, το στόμια του είχε συσπαστεί σε μια γκριμάτσα. Ξαφνικά, συνειδητοποίησε τι πραγματικά είχε συμβεί μέσα σε εκείνους τους τοίχους. Ο Τζίνι -ένας άνθρωπος της δικαιοσύνηςείχε επιλέξει την εκδίκηση.

594/1081

Ο τυφλός ήταν αυτός που επέμεινε να συναντήσει ο Μάρκους την αστυνομικίνα. Έτσι, ενώ βρίσκονταν στο μουσείο των ψυχών του Καθαρτηρίου, το εκμεταλλεύτηκε για να βάλει σε εφαρμογή το σχέδιό του. Τηλεφώνησε στον Φεντερίκο Νόνι και του είπε ότι ήξερε την αλήθεια. Αλλά ήταν, στην ουσία, μια πρόσκληση. Κι εκείνος τσίμπησε. Περιμένοντάς τον να έρθει, ετοίμασε τα εμπόδια και την πετονιά. Κόβοντας το ρεύμα, είχε εξισορροπήσει το μειονέκτημά του. Κανείς τους δεν θα μπορούσε να δει τον άλλον. Ο αστυνομικός είχε λειτουργήσει σαν αιλουροειδές. Και ο Φεντερίκο ήταν το ποντίκι που κυνηγούσε. Ο Τζίνι ήταν πιο μεγαλόσωμος και πιο ευέλικτος στο σκοτάδι. Ήξερε το χώρο, ήξερε πώς να κινηθεί. Στο τέλος, κατάφερε να επικρατήσει. Αφού τον έκανε να σκοντάψει,

595/1081

τον κάρφωσε με το ψαλίδι. Μια κανονική ανταπόδοση. Μια εκτέλεση. Ο Μάρκους απέμεινε για λίγο κοιτάζοντας το υπνωτιστικό βλέμμα του πτώματος. Είχε κάνει άλλο ένα λάθος. Για ακόμα μια φορά πρόσφερε την ψηφίδα που έλειπε σε μια εκδίκηση. Έκανε να γυρίσει πίσω, μα αντιλήφθηκε ότι οι γάτοι είχαν μαζευτεί μπροστά στην μπαλκονόπορτα που έβγαζε στο μικρό περιβόλι. Κάτι υπήρχε εκεί έξω. Ανοιξε την πόρτα και ο άνεμος όρμησε μέσα και ξεχύθηκε στο δωμάτιο. Τα γατιά πήγαν και μαζεύτηκαν γύρω από την ξαπλώστρα όπου ήταν ο Πιέτρο Τζίνι, όπως την πρώτη φορά που τον είχε συναντήσει. Ο Μάρκους έστρεψε το φακό στα αδειανά του μάτια. Δεν φορούσε τα μαύρα του γυαλιά και είχε μια έκφραση παραίτησης στο

596/1081

πρόσωπό του. Ακουμπούσε το ένα χέρι στα γόνατά του και στην παλάμη του έσφιγγε ακόμη το πιστόλι με το οποίο είχε αυτοπυροβοληθεί στο στόμα. Θα έπρεπε να νευριάσει με τον Τζίνι. Ουσιαστικά τον είχε Χρησιμοποιήσει και, κυρίως, τον είχε παραπλανήσει. Ο νεαρός αυτός, ο Φεντερίκο Νόνι, υπέφερε ήδη αρκετά. Πριν από χρόνια έμεινε ανάπηρος στα πόδια - κι έτυχε να συμβει σ’αυτόν που ήταν αθλητής. Αν σου τύχει να τυφλωθείς στη δική μου ηλικία, μπορεί και να το δεχτείς. Μετά σκότωσαν απάνθρωπα την αδελφή του, ουσιαστικά μπροστά στα μάτια του. Μπορείς να συλλάβεις έστω και την ιδέα αυτού του πράγματος; Σκέψου πόσο ανίκανος θα πρέπει να ένιωσε. Ποιος ξέρει πόσα αισθήματα ενοχής τρέφει, ακόμα κι αν δεν έκανε τίποτα κακό. Ο αστυνομικός θα μπορούσε να καταγγείλει τον Φεντερίκο Νόνι, να αποκαταστήσει την αλήθεια και να απελευθερώσει έναν αθώο

597/1081

κρατούμενο από τη Ρετζίνα Κοέλι. Όμως ο Τζίνι ήταν πεπεισμένος ότι ο Νικόλα Κόστα είχε φτάσει στο σημείο να κάνει το «μεγάλο άλμα» όταν τον συνέλαβαν. Δεν ήταν απλώς μυθομανής, αλλά και ένας επικίνδυνος ψυχοπαθής. Η προσοχή που συγκέντρωσε μετά τη σύλληψή του κατεύνασε τα ένστικτά του. Όμως, στη ουσία, ήταν απλώς ένα καταπραϋντικό. Μέσα του υπήρχαν πολλαπλές προσωπικότητες. Η ναρκισσιστική πλευρά του δεν θα επικρατούσε για πολύ πάνω στην αιμοδιψή. Κι έπειτα, για τον Τζίνι ήταν και ζήτημα περηφάνιας. Ο Φεντερίκο Νόνι τον είχε κοροϊδέψει, φέρνοντας στην επιφάνεια μια αδυναμία του. Εξαιτίας της επικείμενης τύφλωσής του, ο αστυνομικός είχε νιώσει αλληλέγγυος με το νεαρό. Η ίδια του η συμπόνια τον εξαπάτησε, ενώ ο πρώτος κανόνας κάθε μπάτσου είναι να μην πιστεύεις ποτέ κανέναν.

598/1081

Επιπλέον, ο Φεντερίκο είχε διαπράξει το πιο στυγερό έγκλημα σκοτώνοντας την αδελφή του. Ποιο πλάσμα δολοφονεί αυτούς που αγαπά; Ο νεαρός δεν σταματούσε μπροστά σε τίποτα. Γι’ αυτό, σύμφωνα με το νόμο του Τζίνι, του άξιζε να πεθάνει. Ο Μάρκους έκλεισε την μπαλκονόπορτα σαν αυλαία σε εκείνο το θέαμα. Μες στο γραφείο εντόπισε αμέσως το κομπιούτερ με την οθόνη Μπράιγ. Αν και είχε κοπεί το ρεύμα, ήταν αναμμένο. Είχε δικό του UPS. Ήταν ένα σημάδι. Η συνθετική φωνή τούς είχε χρησιμέψει εκείνο το απόγευμα για να ακούσουν το περιεχόμενο του ανώνυμου e-mail που είχε πάρει μια μέρα νωρίτερα ο Πιέτρο Τζίνι. Μα ο Μάρκους ήταν βέβαιος ότι υπήρχαν χι άλλα σε αυτό το μήνυμα και ότι ο αστυνομικός το διέκοψε προτού το κομπιούτερ αποκαλύψει τα υπόλοιπα.

599/1081

Γι’ αυτό, μόλις εντόπισε το κατάλληλο πλήκτρο, ο Μάρκους ενεργοποίησε ξανά τη συσκευή. Η ψυχρή και απρόσωπη ηλεκτρονική φωνή άρχισε να εκφωνεί μυστηριώδεις λέξεις, που όμως τώρα ήταν σε θέση να αποκρυπτογραφήσει. «αυ-τός-δεν-εί-ναι-σαν-ε-σέ-να... ψά-ξεστο-πά-ρ-κο-της-βί-λα-γκλό-ρι». Λυτό ήταν το κομμάτι που ήξερε. Και, όπως είχε προβλέ-ψει, ήρθε και η συνέχεια. «ο-νε-α-ρός-σε-ξε-γέ-λα-σε... σύ-ντο-μα-θαέ-χεις-έ-ναν-ε-πι-σκέ-πτη». Το δεύτερο κομμάτι αναφερόταν άμεσα στον Φεντερίκο Νόνι και έμμεσα στον Μάρκους, προαναγγέλλοντας στον Τζίνι την επίσκεψή του. Όμως αυτό που τον ξάφνιασε ήταν η τελευταία στροφή του ηλεκτρονικού... τραγουδιού. «συ-νέ-βη-ή-δη... και-θα-ξα-να-συμ-βεί... c.g. 925-31-073».

600/1081

Εξαιτίας του προφητικού χαρακτήρα της συνέβη ήδη και θα ξανασυμβεί-, εξαιτίας του κωδικού που αναφερόταν σε μια άλλη περίπτωση αδικίας -925-31-073-, αλλά κυρίως για τα δύο γράμματα που προηγούνταν της ακολουθίας των αριθμών. Culpa gravis. Τώρα ο Μάρκους ήξερε - Υπάρχει ένας τόπος όπου ο κόσμος του φωτός συναντά τον κόσμο των σκιών. Εκεί συμβαίνουν τα πάντα: στον τόπο των σκιών, όπου όλα είναι θαμπά, συγκεχυμένα, αβέβαια. Εμείς είμαστε οι φρουροί που υπερασκίζονται εκείνο το όριο. Μα κάθε τόσο κάτι καταφέρνει να περάσει... Κι εγώ πρέπει να το ξαναστείλω στο σκοτάδι. Αυτός που έφερνε σε επαφή τα θύματα με τους δημίους ήταν ένας πνευματικός, όπως ο ίδιος.

601/1081

[1] ΣτΕ: Penitenziere στο πρωτότυπο. Πρόκειται για καθολικό ιερέα, ο οποίος ασκεί το λειτούργημά του σε καθεδρικούς ναούς και είναι εξουσιοδοτημένος να εξομολογεί ακόμα και σε ειδικές περιπτώσεις, που κανονικά δεν εμπίπτουν στη δικαιοδοσία ενός απλού ιερέα. [?] [2] ΣτΕ: Οπαδοί του υπερσυντηρητικού Γάλλου αρχιεπισκόπου Μαρσέλ Φρανσουά Λεφέβρ (1905-1991). Η αντίθεσή του στις προοδευτικές αποφάσεις της Β' Βατικανής Συνόδου οδήγησε τελικά
View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF