David Gibbins - ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΟΥ ΜΥΣΤΙΚΟΥ

December 24, 2017 | Author: SIRENAPELLIROJA | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

NOVEL...

Description

Από τον ίδιο συγγραφέα: ΤΟ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ ΑΤΛΑΝΤΙΣ Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΩΝ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΩΝ

DAVID GIBBINS

Οι Φυλακές TOY Μυστικού Μετάφραση Γιώργος Μπαρουξής

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΟΠΤΡΑ

Τίτλος Πρωτοτύπου THE TIGER WARRIOR © 2009 David Gibbins © Για την ελληνική γλώσσα σε όλο τον κόσμο: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΟΠΤΡΑ, 2010 Εκδίδεται κατόπιν συμφωνίας με το Intercontinental Literary Agency. Απαγορεύεται η αναπαραγωγή ή ανατύπωση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου, σε οποιαδήποτε μορφή, χωρίς την έγγραφη άδεια του εκδότη. ISBN: 978-960-364-413-2 Πρώτη ελληνική έκδοση: Ιούνιος 2010 Μετάφραση: Γιώργος Μπαρουξής Επιμέλεια-Διόρθωση: Αλέξανδρος Φιλίππου ΕΔΡΑ: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΟΠΤΡΑ Αγ. Παρασκευής 40 121 32 Περιστέρι Τηλ.: 210 380 52 28 Fax: 210 330 04 39

DIOPTRA PUBLISHING 40, Ag. Paraskevis Str. 121 32 AthensGreece Tel.: 210 380 52 28 Fax: 210 330 04 39 STOA tou BIBLIOU 5 Pesmazoglou str. 105 64 Athens-Greece tel.: 210 330 07 74

ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑ: Στοά τού Βιβλίου Πεσμαζόγλου 5 105 64 Αθήνα Τηλ.: 210 330 07 74

http://www.dioptra.gr e-mail: [email protected] [email protected]

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

Είμαι ευγνώμων στον λογοτεχνικό μου πράκτορα, τον Λουίτζι Μπονόμι της LBA, και στους επιμελητές μου, Χάριετ Έβανς στην Headline και Κέιτλιν Αλεξάντερ στην Bantam Dell· στους Γκάια Μπανκς, Αλεξάντρα Μπάρλοου, Άλισον Μπονόμι, Τσεν Χουιτζίν Τσέριλ, Ρέιγουιν Ντέιβις, Ντάραγκ Ντίρινγκ, Σαμ Εντενμπόροου, Μαίρη Εσντέιλ, Παμ Φαϊνστάιν, Έμιλι Φέρνις, Τζορτζ Γκαμπλ, Τέσα Γκίρβαν, Τζάνετ Χάρον, Τζένι Κάρατ, Σε- λίν Κέλι, Νίκι Κένεντι, Λούσι Λε Ποϊντεβίν, Στέισι Λέβιτ, Κιμ Μακάρθουρ, Τόνι Μαγκράθ, Τάριν Μανάιας, Πίτερ Νιούσομ, Αμάντα Πρέστον, Τζένι Ρόμπσον, Μπάρι Ραντ, Τζον Ρας,Έμμα Ράσερ, Τζέιν Σέλεϊ, Μόλι Στέρλινγκ, Ατζα Βουσίσεβιτς, Κάθριν Γουέστ και Αία Γούντμπερν σε όλα τα τιμ της Headline και της Bantam Dell, και στους πολλούς εκδότες μου σε άλλες γλώσσες. Οφείλω πολλά στην Ανν Βέριντερ Γκίμπινς και στην Άντζι και τη Μόλι, καθώς και στον αδελφό μου Άλαν για τη βοήθειά του με την ιστοσελίδα μου www.davidgibbins.com Για την έρευνα πεδίου που συνδέεται με αυτό το μυθιστόρημα είμαι ιδιαίτερα ευγνώμων στον αείμνηστο Άλαν Χολ, του Βρετανικού Ινστιτούτου Αρχαιολογίας στην Άγκυρα- στον επικεφαλής της Επιτροπής Επιστημών Ζωής του ΝΑΤΟ, που με προσκάλεσε στο Κιργιστάν και στον Έφορο του Μουσείου υπαίθριων λιθογλυφικών του Τσόλπον-Άτα δίπλα στη Λίμνη Ισίκ Κουλ. Το μεγάλο ενδιαφέρον μου για τον Περίπλου της Ερυθράς Θαλάσσης χρονολογείται στο διάστημα που ήμουν μεταπτυχιακός φοιτητής στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ- οφείλω πολλά στα ερεθίσματα του αείμνηστου Δρα Τζέιμς Κέρκμαν, Ο.Β.Ε., F.S.A., πρώην Εφόρου του Μουσείου Φορτ Τζίζους στην Μομπάσα, και στον παππού μου, λοχαγό Λόρανς Γουίλφριντ Γκίμπινς, που πέρασε μια ολόκληρη ζωή ταξιδεύοντας στις ίδιες θαλάσσιες διαδρομές προς την Ινδία, που χρησιμοποιούσαν και οι αρχαίοι ναυτικοί του Περίπλου. Και οι δύο με βοήθησαν να σχηματίσω μια εικόνα του εκπληκτικού θαλάσσιου εμπορίου πριν από δύο χιλιάδες χρόνια. Είμαι ευγνώμων στον Δρα Γκουοντόνγκ Λίου για τις συμβουλές του σχετικά με τα κινέζικα ονόματα. Για την απόκτηση και τη χρήση ενός τουφεκιού Σνάιντερ-Ένφιλντ είμαι ευγνώμων στον Τζον Ντένερ και τον Ντέιβιντ Χέρλμπατ. Για τις έρευνές μου γύρω από την εξέγερση του Ράμπα το 1879, είμαι ευγνώμων στο προσωπικό του τμήματος Συλλογών της

Ανατολής και του Γραφείου Ινδίας της Βρετανικής Βιβλιοθήκης, στο Μουσείο και τη Βιβλιοθήκη του Βασιλικού Μηχανικού στο Τσάταμ, στα Εθνικά Αρχεία του Ηνωμένου Βασιλείου και στο Τμήμα Νοτιοανατολικής Ασίας της Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν στον αντισυνταγματάρχη Πραμπάτ Κουμάρ του Μουσείου και Αρχείου Σκαπανέων του Μαδράς στο Μπανγκαλόρ· στον απόστρατο αντισυνταγματάρχη Έντουαρντ ντε Σάντις, του Αμερικανικού Σώματος Μηχανικού και για τη φιλία του όταν ήμουν μικρός, στον αείμνηστο αντισυνταγματάρχη Τζον Ανκρουμ Κάμερον, του Βασιλικού Μηχανικού, Σκαπανέα του Μαδράς από το 1927 μέχρι το 1948, ο οποίος μου προσέφερε μια ζωντανή σύνδεση με την εποχή του προ-προπάππου μου, του συνταγματάρχη Γουόλτερ Άντριου Γκέιλ, του Βασιλικού Μηχανικού, Σκαπανέα του Μαδράς και βετεράνου της εξέγερσης Ράμπα, του οποίου το ξίφος πάτα αποτέλεσε έμπνευση γι’ αυτή την ιστορία. Τέλος, οφείλω ιδιαίτερη ευγνωμοσύνη στην αείμνηστη Ρόζμαρι Χομπς, της οποίας το κληροδότημα μου επέτρεψε να αποκτήσω τις πρώτες εκδόσεις του βιβλίου του Τζον Κάμπελ, Μια Προσωπική Αφήγηση Δεκατριών Ετών Υπηρεσίας ανάμεσα στις Άγριες Φυλές του Κοντιστάν, και του βιβλίου του Τζον Γουντ, Μια Προσωπική Αφήγηση ενός Ταξιδιού στην Πηγή τον Ποταμού Ώξου, και για όλη την υποστήριξή της στις αποστολές και τις περιπέτειές μου για πολλά χρόνια.

(...) Μετά από αυτά, πλέοντας προς τα ανατολικά και με τον ωκεανό δεξιά, προς τα αριστερά δε τα υπόλοιπα μέρη που παραπλέεις, συναντάς τη γη του Γάγγη· σε αυτή την περιοχή υπάρχει ένας ποταμός, που ονομάζεται και ο ίδιος Γάγγης, ο οποίος είναι ο μεγαλύτερος απ’ όλους τους ποταμούς της Ινδίας και η στάθμη του ανεβαίνει και κατεβαίνει όπως και του Νείλου. Κοντά σε αυτό τον ποταμό υπάρχει ένα νησί στον ωκεανό, το απώτερο άκρο του κατοικημένου κόσμου προς τα ανατολικά, κάτω από τον ίδιο τον ανατέλλοντα ήλιο- λέγεται Χρυσή, η γη του χρυσού. Πέρα από αυτή τη γη, στο πιο βόρειο πλέον σημείο -όπου η θάλασσα τελειώνει σε κάποιο μέρος στα απώτατα όρια- υπάρχει μια τεράστια μεσόγειος πόλη που λέγεται Θίνα. Από εκεί, μαλλί, νήμα και μετάξι μεταφέρονται διά ξηράς μέσω της Βακτρίας στα Βαρύγαζα, και μέσω του ποταμού Γάγγη πίσω στη Λιμυρική. Όσο γι’ αυτή την πόλη, τη Θίνα, δεν είναι καθόλου εύκολο να φτάσεις εκεί, γιατί οι άνθρωποι σπάνια έρχονται από αυτή, κι όταν έρχονται, μικρός είναι ο αριθμός τους. Βρίσκεται ακριβώς κάτω από τη Μικρή Άρκτο και λέγεται ότι συνδέεται με μέρη της Μαύρης Θάλασσας και της Κασπίας Θάλασσας, εκεί που στρέφονται αλλού... Το τι βρίσκεται πέρα από αυτούς τους τόπους, εξαιτίας των σφοδρών καταιγίδων, του τρομερού κρύου και του αδιάβατου εδάφους, ή και λόγω κάποιας δύναμης των θεών, δεν έχει εξερευνηθεί... Από τον Περίπλου της Ερυθράς Θαλάσσης Αιγυπτιακά Ελληνικά, περίπου 1ος αιώνας μ.Χ. Τον ένατο μήνα ο Πρώτος Αυτοκράτορας ενταφιάστηκε στο Όρος Λι. Όταν ο αυτοκράτορας ανέβηκε στο θρόνο άρχισε να σκάβει και να διαμορφώνει το Όρος Λι. Αργότερα, όταν ενοποίησε την αυτοκρατορία, έβαλε και μετέφεραν σ’ εκείνο το σημείο πάνω από 700 χιλιάδες άντρες απ’ όλη την αυτοκρατορία. Έσκαψαν μέχρι το τρίτο στρώμα των υπόγειων πηγών κι έριξαν μέσα μπρούντζο για να φτιάξουν το εξωτερικό φέρετρο. Μετέφεραν αντίγραφα παλατιών, γραφικών πύργων και τους εκατό αξιωματούχους, καθώς. και σπάνια σκεύη και υπέροχα αντικείμενα, για να γεμίσουν τον τάφο. Πρόσταξαν τεχνίτες να στήσουν βαλλίστρες και βέλη τοποθετημένα έτσι ώστε να καρφώσουν στη στιγμή όποιον θα προσπαθούσε να μπει μέσα. Χρησιμοποίησαν υδράργυρο για να κατασκευάσουν απομιμήσεις των εκατό ποταμών, του Κίτρινου Ποταμού και του Γιανγκτσέ, και των θαλασσών, και ήταν όλα κατασκευασμένα με τέτοιον τρόπο που έμοιαζαν να κυλούν. Από

πάνω δέσποζαν αναπαραστάσεις όλων των ουράνιων σωμάτων, και από κάτω τα χαρακτηριστικά της γης... Αφού είχε ολοκληρωθεί ο ενταφιασμός, κάποιος επισήμανε ότι οι τεχνίτες και οι εργάτες που είχαν κατασκευάσει τον τάφο γνώριζαν τι ήταν θαμμένο εκεί, και ότι θα ήταν σοβαρό αν διέρρεαν πληροφορίες στον κόσμο για τους θησαυρούς. Αφού λοιπόν τοποθετήθηκαν τα αντικείμενα στον τάφο, η εσωτερική πύλη κλείστηκε και η εξωτερική πύλη κατεβάστηκε, ώστε όλοι οι τεχνίτες και οι εργάτες κλείστηκαν στον τάφο απ’ όπου δεν μπόρεσαν να βγουν. Φυτεύτηκαν δέντρα και θάμνοι για να δοθεί η εικόνα βουνού... Σίμα Κιάν, Αρχεία του Μεγάλου Ιστορικού 2ος αιώνας π.Χ.

Πρόλογος

Λίμνη Ισίκ Κονθ, Κεντρική Ασία, φθινόπωρο τον 19πΧ. Ο ήλιος ξεπρόβαλε στον ουρανό ανατολικά, θολός και κόκκινος από ένα στρόβιλο σκόνης που υψωνόταν από την έρημο. Ο άντρας έφτασε στην κορυφή του λόφου, κι εκεί ίσιωσε το θώρακα στους ώμους του και το μεγάλο ξίφος στην πλάτη του. Από κάτω απλωνόταν μια ακτή γεμάτη βράχια και μια μεγάλη έκταση νερού που έμοιαζε να απλώνεται ως το άπειρο. Είχε γευτεί το νερό και ήταν πιο πολύ γλυκό παρά αλμυρό- δεν είχαν φτάσει λοιπόν στον Ωκεανό, και ο ορίζοντας μπροστά τους δεν ήταν η πύρινη άκρη του κόσμου. Μισόκλεισε τα μάτια για να δει το σημείο όπου η λίμνη στένευε και τα πανύψηλα χιονισμένα βουνά χαμήλωναν, σχηματίζοντας ένα πέρασμα που οδηγούσε πέρα από την οροσειρά, κάτω από τον ήλιο που ανέτελλε. Ο έμπορος του τα είχε περιγράψει όλα αυτά, αλλά ακόμη δεν ήταν σίγουρος. Μήπως ήταν ήδη νεκροί; Μήπως είχαν περάσει τον ποταμό Στύγα; Μήπως αυτά που έβλεπαν ήταν τα Ηλύσια Πεδία; Για πρώτη φορά αισθάνθηκε φόβο. Το καταλαβαίνουν οι νεκροί ότι έχουν περάσει στον άλλο κόσμο; «Λικίνιε!» ακούστηκε μια βροντερή φωνή. «Τσακίσου γύρνα πίσω!» Ο άντρας χαμογέλασε κουρασμένα. Σήκωσε το χέρι και κοίταξε κάτω τους άλλους. Τον περίμεναν από την άλλη όχθη ενός παγωμένου χειμάρρου, όπου τα νερά από τα λιωμένα χιόνια που γέμιζαν τη λίμνη περνούσαν ορμητικά από ένα επικίνδυνο φαράγγι. Είχαν διασχίσει το φαράγγι το προηγούμενο βράδυ και τώρα ο ίδιος είχε περάσει πάλι το

χείμαρρο αντίστροφα για να ανεβεί ως εδώ. Νωρίτερα εκείνο το πρωί ο έμπορος τον είχε οδηγήσει στο μυστικό μέρος όπου ήταν κρυμμένο το σκάφος. Ο έμπορος. Ο Λικίνιος είχε την αίσθηση ότι τον μύριζε ακόμη, ότι μύριζε το φόβο του. Τον είχε αλυσοδέσει σε ένα βράχο πίσω από το λόφο. Δεν θα ζούσε για πολύ ακόμη. Θυμήθηκε αυτό που του είχε πει ο έμπορος ξανά και ξανά, απελπισμένα, καθώς τον έσερνε. Ότι ήξερε πού είναι ο μεγαλύτερος θησαυρός του κόσμου. Ο τάφος ενός αυτοκράτορα, ο μεγαλύτερος που είχε δει ποτέ ο κόσμος, κάπου πέρα από τον ανατολικό ορίζοντα. Θα τους έδειχνε το δρόμο. Θα έβρισκαν βασιλικά πλούτη. Θα ζούσαν σαν αυτοκράτορες όλοι τους. Θα έβρισκαν την αθανασία. Την αθανασία. Ο Λικίνιος δεν είχε πειστεί. Οι άλλοι είχαν μαγευτεί από την ιστορία του. Ήταν αυτό που ήθελαν να ακούσουν, το δέλεαρ που είχε οδηγήσει τόσο πολλούς στο θάνατο σε αυτή τη διαδρομή. Όμως ο Λικίνιος ακόμη δεν ήταν σίγουρος. Κοίταξε πάλι στον ορίζοντα- μετά γύρισε νότια. Είχε πάρει τη σωστή απόφαση; Κοίταξε ξανά την ακτή της λίμνης. Από την απέναντι πλευρά ήταν το στρατόπεδό τους, ορθογώνιο, περικυκλωμένο από μυτερούς πασσάλους στραμμένους προς τα έξω. Το έδαφος ήταν σκληρό σαν βράχος, και το προηγούμενο βράδυ παρότι όλοι τους ήταν εξουθενωμένοι, έσκαψαν ένα χαντάκι και στοίβαξαν το πετρώδες έδαφος σε ανάχωμα, όπως είχαν εκπαιδευτεί να κάνουν. Και είχαν βάσιμους λόγους γι’ αυτό. Αντιμετώπιζαν έναν νέο, τρομακτικό εχθρό, ο οποίος άρχισε να τους καταδιώκει για πρώτη φορά αφού επιτέθηκαν στους Σογδιανούς1 και έπιασαν τον έμπορο. Ήταν ένας εχθρός που τον άκουγαν αλλά δεν τον έβλεπαν, και είχαν συγκρουστεί μαζί του μέσα στο τρομερό σκοτάδι που αγκάλιαζε το φαράγγι το προηγούμενο βράδυ. Ένας εχθρός που είχε δοκιμάσει όλη τους τη στρατιωτική δύναμη και την πονηριά. Τη δύναμη και την πονηριά Ρωμαίων λεγεωνάριων. Έκαναν πορεία εδώ κι εβδομάδες. Σαράντα χιλιόμετρα καθημερινά, όταν το επέτρεπε το έδαφος. Όμως αυτός ο εφιάλτης είχε αρχίσει πολύ πιο παλιά, πριν από μια ολόκληρη ζωή. Τριακόσια χιλιόμετρα ανατολικά από την ακτή της Μεσογείου, στο πεδίο της μάχης των Καρρών. Από εκεί έκαναν πάνω από δύο χιλιάδες χιλιόμετρα μέχρι το Μερβ, την πόλη των Πάρθων. Έκαναν πορεία αλυσοδεμένοι, ενώ οι νικητές τούς μαστίγωναν. Αν κάποιος σκόνταφτε, τον αποκεφάλιζαν επιτόπου. Γι’ αυτό, είχαν μείνει 1 Κάτοικοι της αρχαίας Σογδιανής, περιοχής ανάμεσα στον ποταμό Ώξο (τον σημερινό Αμού Ντάρια) και τον ποταμό Ιαξάρτη (τον Σιρ Ντάρια), στο σημερινό Ουζμπεκιστάν και Τατζικιστάν. (ΣτΜ)

μόνο οι πιο ανθεκτικοί. Και τώρα, τριάντα τέσσερα χρόνια αργότερα, είχαν αποδράσει και έκαναν πορεία πάλι, χίλια εξακόσια χιλιόμετρα μέσα από έρημο και βουνά, μέσα στην καυτή ζέστη και το παγερό κρύο, μέσα από αμμοθύελλες και χιονοθύελλες που σκέπαζαν το παρελθόν τους και το έκαναν σκιά. Είχαν ακολουθήσει τη διαδρομή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Στα άκρα του έρημου κάμπου πέρα από το Μερβ είχαν περάσει τον τελευταίο από τους βωμούς του Αλέξανδρου, ένα μεγάλο μνημείο που σημείωνε το ανατολικό όριο της κατάκτησής του. Είχαν σκάψει εκεί αναζητώντας κάποιο θησαυρό, αδιαφορώντας πια για την οργή των θεών. Είχαν βρει μερικά νομίσματα, αλλά τίποτε άλλο. Μπροστά τους υψωνόταν ένα τρομερό τείχος από βουνά και η διαδρομή των καραβανιών. Άλλοι από το Μερβ είχαν αποδράσει από αυτόν το δρόμο πριν από είκοσι χρόνια σχεδόν και είχαν φτάσει ειδήσεις, φήμες που διαδόθηκαν ανάμεσα στους φυλακισμένους σαν πυρκαγιά, για μεγάλες στρατιές που πολεμούν πέρα από τα βουνά, στρατιές που θα πλήρωναν βασιλικές αμοιβές για μισθοφόρους, για στρατιώτες που είχαν πολεμήσει κάποτε για τη Ρώμη. Τώρα όμως υπήρχε κι ένας άλλος λόγος. Ο Λικίνιος θυμήθηκε τι του είχε πει ο έμπορος. Ένας μεγάλος τάφος, θαμμένος κάτω από μια χωμάτινη πυραμίδα, φτιαγμένος από εβδομήντα χιλιάδες σκλάβους. Ένας τάφος που ο έμπορος μπορούσε να τους τον ανοίξει. Ο τάφος του μεγαλύτερου αυτοκράτορα που είχε γνωρίσει ποτέ ο κόσμος, ενός αυτοκράτορα που θα τους έκανε να ξεχάσουν τον Αλέξανδρο! Ένας τάφος με όλα τα πλούτη του κόσμου, πλούτη που θα γίνονταν δικά τους, για να ζήσουν σε ένα μέρος όπου θα τους είχαν για θεούς. Ήταν πενήντα άτομα συνολικά όταν κατάφεραν να ξεφύγουν από την πόλη. Πέρασαν μέσα από ένα άνοιγμα που έκαναν στα τείχη και πήραν μαζί τους όλο το χρυσάφι που μπορούσαν να κουβαλήσουν. Οι μισοί είχαν σκοτωθεί πριν απομακρυνθούν πολύ. Η διαδρομή των καραβανιών, η διαδρομή των εμπόρων, ήταν ελικοειδής, μπερδεμένη, όχι ένας δρόμος αλλά πολλοί, και αρκετές φορές είχαν φτάσει σε αδιέξοδο, ανεβαίνοντας όλο και πιο ψηλά στο βουνό, μέσα από όλο και πιο στενά περάσματα, ώσπου έφταναν σε μέρη με χιόνι, μέρη τόσο ψηλά ώστε να μην πετά εκεί ούτε αετός και η φωτιά να καίει με μια χλωμή φλόγα, όπου αγκομαχούσαν προσπαθώντας να πάρουν ανάσα, νιώθοντας έντονα τη θνητή τους φύση καθώς παραβίαζαν τον οίκο των θεών. Κατέβαιναν κάτω πάλι, και συνέχιζαν την πορεία τους. Έπρεπε να βρουν έναν οδηγό. Και χρειάζονταν τροφή. Η απεγνωσμένη, αχόρταγη πείνα τους τους έκανε να μοιάζουν σαν τα αγριόσκυλα που ρίχνονταν στους ταξιδιώτες σε αυτά τα μέρη, πιο πολύ

στους ετοιμοθάνατους και σε όσους ξέκοβαν από τα καραβάνια. Και η μοίρα έκανε τα σκοτεινά της μάγια πρώτα στον ένα σύντροφό του και μετά στον άλλο. Είχαν δεχτεί ξανά τέτοιες επιθέσεις από άλλες συμμορίες που χτυπούσαν τα καραβάνια, τώρα όμως τους ακολουθούσε κάποια διαφορετική σκοτεινή δύναμη, τους κυνηγούσε από τη στιγμή που έσπρωξαν τον έμπορο μπροστά και του είπαν να βρει ένα δρόμο για να βγουν από αυτό το εφιαλτικό μέρος. Ο Λικίνιος είδε τον Φάβιο να ανεβαίνει στο λόφο. Κοίταξε τους άλλους που πήγαιναν στο σκάφος κουβαλώντας τα σακιά με τα λάφυρα, με επικεφαλής τον Μάρκο, το ναυπηγό από την Ακουιλία, που θα πρόσεχε να μην το βουλιάξουν από το βάρος. Ψηλάφισε το πουγκί του, νιώθοντας το σχήμα του. Το είχε πάρει από τον έμπορο όταν τον βρήκαν. Υπήρχε άλλο ένα πουγκί, ίδιο ακριβώς, και ο Λικίνιος το είχε δώσει στον Φάβιο. Ο έμπορος τους ικέτεψε να μην ανοίξουν τα πουγκιά και να τα κρατήσουν ξεχωριστά. Του έκαναν το χατίρι γιατί τον χρειάζονταν. Ο Λικίνιος δεν ήξερε ακόμη τι υπήρχε μέσα στο πουγκί. Θα το άνοιγε αφού πρώτα τελείωνε με τον έμπορο κι έβρισκε κάπου ένα μέρος να κοιμηθούν εκείνη τη νύχτα. Τα υπόλοιπα λάφυρα τα είχαν πάρει από τους Σογδιανούς. Οι έμποροι διέσχιζαν τον κάμπο προς τα δυτικά, με καμήλες φορτωμένες σακιά γεμάτες πολύτιμα πετράδια, υφάσματα, ένα πανί που λαμπύριζε και το ονόμαζαν σηρικόν.2 Οι λεγεωνάριοι τους σκότωσαν όλους, εκτός από έναν. Πάντα σκότωναν όλους όσους συναντούσαν. Αυτή ήταν η δουλειά τους. Μετά, άναψαν μια μεγάλη πυρά κι έριξαν τα πτώματα, τα υφάσματα, τα πάντα, κι έφαγαν σε σημείο σκασμού. Ήταν τόσο πεινασμένοι που ροκάνιζαν τα κόκαλα σαν σκυλιά. Είχαν βρει ασκιά με κρασί και αφού μέθυσαν, έκοψαν τα χαλινάρια από τις καμήλες κι έφτιαξαν χοντροκομμένα σίδερα για σημάδεμα. Και σημαδεύτηκαν. Ο Λικίνιος θυμόταν ακόμη την οσμή της καμένης σάρκας. Κοίταξε το χέρι του, το έσφιξε και παρατήρησε το αίμα που ανάβλυσε και γρήγορα έπηξε. Το έγκαυμα θα άφηνε μια καλή ουλή που θα έσβηνε όλες τις άλλες ουλές από τα μαστιγώματα και τους ξυλοδαρμούς και τις παλιές ουλές της μάχης. Πονούσε σαν τον Άδη, αλλά του άρεσε ο πόνος. Τον βοηθούσε να εστιάσει. Έτσι είχαν εκπαιδευτεί. Έτσι είχαν επιβιώσει, τριάντα τέσσερα χρόνια υποδουλωμένοι, να τους μαστιγώνουν την ημέρα και να τους αλυσοδένουν τη νύχτα, ενώ έχτιζαν τα τείχη της πόλης των Πάρθων. Οι περισσότεροι είχαν πεθάνει. Εκείνοι που απέμειναν ήταν οι πιο σκληροί. Έσφιξε δυνατά τη γροθιά του και γρύλισε. 2 Μεταξωτό (ΣτΜ)

Το σημάδι με το οποίο σφραγίστηκαν ήταν ένας αριθμός χαραγμένος ανεξίτηλα στην ίδια την ψυχή τους: XV. Δέκατη Πέμπτη Απολλώνια. Η χαμένη λεγεώνα. Μια λεγεώνα φαντασμάτων. Η δική τους λεγεώνα. Ήταν λες κι οι ψυχές τους είχαν παγώσει μέσα τους τα τελευταία τριάντα τέσσερα χρόνια. Δέκα χιλιάδες είχαν φύγει από το πεδίο της μάχης στις Κάρρες. Είχαν απομείνει μόνο εννιά τώρα, ένας λιγότερος από την προηγούμενη μέρα. «Αδελφέ», ψιθύρισε φέρνοντας στο νου του τον Άππιο. «Χαίρε και αντίο. Θα ξανασυναντηθούμε στα Ηλύσια Πεδία». Είχαν περάσει τη νύχτα σε ένα τρομερό μέρος γεμάτο απότομες χαράδρες και αδιέξοδα, που το διαπερνούσαν τα βογκητά και τα ουρλιαχτά των πνευμάτων που παραμόνευαν εκεί. Ο ουρανός μαύρισε και άρχισε να μπουμπουνίζει και να αστράφτει, λες κι ο ίδιος ο Δίας κομμάτιαζε τον ουρανό. Ο άνεμος ούρλιαζε πίσω τους σαν δράκοντας που ξερνάει φωτιά μέσα στις χαράδρες, με τις γλώσσες της δηλητηριασμένης ανάσας του να τους γυρεύουν φτάνοντας σε κάθε γωνιά κι εσοχή. Ζάρωσαν κάτω από τις ενωμένες ασπίδες τους, κάνοντας το σχηματισμό της χελώνας όπως είχαν εκπαιδευτεί, προστατευμένοι από τις τετράγωνες ασπίδες που είχαν κατασκευάσει μόνοι τους, ενώ η βροχή έπεφτε σαν καταρράκτης και ταυτόχρονα τους σφυροκοπούσαν τα βέλη του εχθρού. Ο Άππιος μισοτρελάθηκε, άρχισε να ουρλιάζει στους εχθρούς να ξεμυτίσουν, να πολεμήσουν σαν άντρες. Βγήκε από το σχηματισμό και τον χτύπησε ένα βέλος. Ο Λικίνιος τον έσυρε πάλι πίσω, ενώ ο Άππιος, με τα μάτια γουρλωμένα, έβγαζε κιόλας τον επιθανάτιο ρόγχο. Και συνέχισε να τον σφίγγει με όλη του τη δύναμη, ακόμη και αφού είχε πεθάνει μέσα σε τρέμουλο και σπασμούς. Ο θάνατος στη μάχη όπως πραγματικά ήταν, όχι όπως τον απεικόνιζε κάποτε ο Λικίνιος σε πέτρινα γλυπτά για τους πελάτες του στη Ρώμη. Του είχε μισοσαλέψει και του ίδιου- πασάλειψε το σώμα του με το αίμα, γκρέμισε τον τοξότη από το άλογο μουγκρίζοντας από μανία, τον άρπαξε από το λαιμό και του τον έστριψε- του ξέσκισε τα μάτια. Ήταν άνθρωποι και όχι δαίμονες, φώναξε στους συντρόφους τους, και αφού ήταν άνθρωποι μπορούσαν να τους νικήσουν. Ξεκόλλησε από τα χέρια του καβαλάρη ένα μεγάλο ξίφος με λαβή-γάντι σε σχήμα τίγρης και του έβγαλε τον φολιδωτό θώρακα και τον έριξε στην πλάτη του. Μετά, σήκωσε το κομμένο κεφάλι από τα μακριά μαλλιά πλεγμένα κότσο. Όμως οι άλλοι λεγεωνάριοι είχαν φύγει κιόλας, παίρνοντας μαζί τους το πτώμα του Άππιου και αφήνοντάς τον να παλεύει πίσω, ώσπου τελικά γλίστρησε και του έπεσε το κεφάλι στο χάος ενός μεγάλου καταρράκτη. Βρήκε την αποδεκατισμένη ομάδα του ώρες αργότερα, στην άκρη της

λίμνης, να σέρνει ξοπίσω της τον έμπορο. Είχαν βρει ογκόλιθους με μυστηριώδη σκαλίσματα και είχαν βάλει εκεί τον Άππιο με το όπλο του, έναν σπασμένο μπρούντζινο ξιφοπέλεκυ. Είχαν βάλει νομίσματα πάνω στα μάτια του, το ένα από το βωμό του Μεγάλου Αλεξάνδρου, το άλλο ένα παράξενο νόμισμα με μια τετράγωνη τρύπα, που είχαν πάρει από τους Σογδιανούς. Δεν μπορούσαν να ρισκάρουν τον καπνό μιας φωτιάς, αλλά ο Λικίνιος, ο πρώην γλύπτης, με μια σμίλη που είχε φτιάξει, χάραξε μερικά λόγια σε ένα βράχο δίπλα στο πτώμα. Έγραψε στην πέτρα τον ιερό αριθμό της λεγεώνας τους, ώστε ο Χάρος να γνωρίζει πού να πάει τον Άππιο όταν θα ερχόταν να τον πάρει, για να βρει και όλους τους άλλους, τη λεγεώνα των φαντασμάτων. Ο Φάβιος έφτασε στην κορυφή του λόφου και ήρθε και κάθισε κάτω, στραμμένος προς τα ανατολικά. Ο Λικίνιος κάθισε κι αυτός, παραμερίζοντας το σπαθί στην πλάτη του, με το γυαλιστερό μεταλλικό γάντι σε σχήμα τίγρης να ξεπροβάλλει πάνω από τον ώμο του. Ο Φάβιος ήταν από τις Άλπεις, ψηλός, με γαλανά μάτια και κόκκινα μαλλιά που διακρίνονταν ακόμη παρά το γκριζάρισμα. Για λίγο δεν μίλησαν. Ήταν αδελφοποιτοί, οι τελευταίοι από το contubernium,3 τους οκτώ που απάντησαν στην κλήση στα όπλα όταν ο Ιούλιος Καίσαρας εκστράτευσε κατά της Γαλατίας. Έτρωγαν, στρατοπέδευαν και πολεμούσαν μαζί εκείνες τις ένδοξες ημέρες της λεγεώνας. Το ίδιο και ο Άππιος. Ο Λικίνιος κοίταξε στο μέρος όπου τον είχαν βάλει, μια θλιβερή ερημιά γεμάτη βράχους. Μετά, έβγαλε κάτι από ένα πουγκί στη ζώνη του και το έδωσε στον Φάβιο. Ήταν μια μικρή λεία πέτρα, ελαφριά, με μια τρύπα στη μέση. Ο Φάβιος την πήρε και την κοίταξε. «Έχει το χρώμα του μελιού», είπε. «Κάτι έχει μέσα. Ένα κουνούπι». «Την πήρα από το σώμα του Άππιου», είπε ο Λικίνιος. «Ήταν κειμήλιο, του το είχε δώσει η μητέρα του. Είναι μια παράξενη πέτρα που την έλεγε καυσόλιθο. Είναι από τις ακτές της θάλασσας στη βόρεια Γερμανία. Θυμάσαι τα σχήματα που είχαν στις ασπίδες τους οι Γαλάτες που πολεμήσαμε στην Αλέσια, τα ζώα που στροβιλίζονταν; Βλέπεις, εδώ έχει τα ίδια σχήματα χαραγμένα πάνω στην πέτρα. Η μητέρα του Άππιου ήταν Γερμανίδα, ξέρεις. Έλεγε πως αυτή η πέτρα είναι για τα παιδιά. Τους φέρνει καλοτυχία. Και ο Άππιος ήλπιζε μια μέρα να κάνει παιδί. Του είχα υποσχεθεί ότι αν σκοτωθεί κι εγώ ζήσω, θα την πάρω. Με κάποιον άγνωστο τρόπο την κράτησε, όλα εκείνα τα χρόνια στα λατομεία». 3 Η μικρότερη οργανωμένη ομάδα του ρωμαϊκού στρατού, με περίπου δέκα άντρες που μοιράζονταν το ίδιο αντίσκηνο. (ΣτΜ)

«Δεν θέλω ούτε να σκέφτομαι πού την έκρυψε», είπε ο Φάβιος. «Σίγουρα σε δύσκολο μέρος». «Θα μας λείψει». «Μέχρι τα Ηλύσια Πεδία». Ο Λικίνιος σφάλισε το πουγκί. «Είναι δικό σου. Είμαστε γέροι, όχι όμως χούφταλα, και μπορεί μια μέρα να ξεφύγεις απ’ όλα αυτά και να βρεις μια γυναίκα και να κάνεις παιδί. Η δική μου ηλικία είναι πια περασμένη για τέτοια πράγματα. Είχα ένα παιδί κάποτε, ένα αγόρι που τώρα πια τα μαλλιά του θα είναι γκρίζα, και δεν πρόκειται να κάνω άλλο. Κράτα την για να θυμάσαι τον Άππιο. Να με θυμάσαι, αδελφέ. Να μας θυμάσαι όλους, σήμερα». Ο Φάβιος πήρε την πέτρα χωρίς να πει τίποτα. Ο Λικίνιος τον κοίταξε καλά-καλά. Ο Μακρόβιος, ο δερματοποιός, τους είχε φτιάξει σανδάλια από δέρμα καμήλας, καλά, ανθεκτικά σανδάλια για πορεία, που έδεναν στις κνήμες τους μέχρι τα γόνατα. Με αυτά μπορούσαν να πάνε παντού. Κι αν εξαιρούσες αυτά τα σανδάλια, έμοιαζαν σαν βάρβαροι. Ο Φάβιος κρατούσε όπλα που τα είχε αρπάξει στην πορεία, όπως και τα ρούχα του, ένα θώρακα κι ένα δερμάτινο χιτώνιο σκληρό από το ξεραμένο αίμα, πάνω στο οποίο είχε ράψει όπως-όπως κομμάτια από έναν αλυσιδωτό θώρακα των Πάρθων. Ο θώρακας ήταν φτιαγμένος με τον ρωμαϊκό τρόπο και χρησίμευε περισσότερο για να τον προστατεύει από τα ξίφη, ενώ το καινούριο χιτώνιο του Λικίνιου ήταν από τετράγωνα μεταλλικά κομμάτια που σταματούσαν μερικά από τα βέλη και τον προστάτευαν κάπως από τον άνεμο. Ο Φάβιος είχε το καλύτερο όπλο τους, ένα κοντό μπρούντζινο σπαθί, κατάλληλο για να καρφώνεις τον αντίπαλο, σκεπασμένο με περίτεχνα ξένα σχήματα, δράκοντες και τίγρεις και δαίμονες. Ήταν σαν τον ρωμαϊκό gladius, τέλειο για μάχη από κοντά. Το μακρύ ξίφος στην πλάτη του Λικίνιου ήταν κατάλληλο για να χτυπάς τον εχθρό με τη λεπίδα, και ήταν τρομερά κοφτερό. Το προηγούμενο βράδυ είχε κόψει το κεφάλι του εχθρού σαν να ήταν λάχανο. Όμως τα χτυπήματα με το πλάι της λεπίδας αφήνουν το σώμα εκτεθειμένο, και οι Ρωμαίοι δεν ήταν συνηθισμένοι να πολεμούν έτσι. Θα έβαζε τον Ρούφο, το μεταλλουργό, να το κοντύνει. Μετά όμως θυμήθηκε ότι και ο Ρούφος ήταν νεκρός. Δεν είχε σημασία τώρα. Άπλωσε τα γυμνά του χέρια. «Κοίτα πώς είμαστε. Σχεδόν δεν νιώθω πια το κρύο. Το δέρμα μου έχει γίνει σαν πετσί καμήλας. Κι όταν σκοτώνω τώρα, το κάνω με γυμνά χέρια». «Μπορεί να γινόμαστε θεοί». «Θεοί είναι οι αδελφοί μας που έφυγαν».

Όταν ο Λικίνιος άκουγε τον Φάβιο να μιλά, ηχούσε ακόμη στ’ αυτιά του η φωνή ενός νέου, αλλά όταν κοίταζε έβλεπε έναν άντρα γερασμένο, με γκρίζα γένια και λευκά μαλλιά, ήδη στα μισά του δρόμου για τα Ηλύσια Πεδία. Την προηγούμενη μέρα, όταν ήταν τύφλα στο μεθύσι και αφού είχαν σημαδευτεί, έκοψαν τα μαλλιά και τις γενειάδες τους σε μια ετοιμασία για την τελική μάχη. Δεν περίμεναν να επιζήσουν από τη χαράδρα και ήθελαν να είναι περιποιημένοι όταν θα έβρισκαν τους συντρόφους τους στα Ηλύσια Πεδία. Ο Λικίνιος έπιασε το κρανίο του. Ήταν τραχύ, σκληρό, όπως και όλα τα άλλα μέρη του σώματός του, σαν το φρεσκοκομμένο μάρμαρο που ψηλάφιζε κάποτε στο εργαστήριό του στη Ρώμη. Έπιασε τις ουλές γύρω από τους καρπούς του, χοντρές σαν πετσί ελέφαντα. Τριάντα τέσσερα χρόνια αλυσοδεμένοι. Είχαν καταφέρει να επιβιώσουν, αλλά ένιωθε σαν να ήταν όλοι τους ζωντανά φαντάσματα, άντρες που οι ψυχές τους τους είχαν εγκαταλείψει από καιρό, από εκείνη την ημέρα στο πεδίο της τρομερής μάχης στις Κάρρες. «Θυμάσαι τη μάχη;» ρώτησε ο Φάβιος. «Πάντα». Εκείνη η εκστρατεία ήταν καταδικασμένη από την αρχή. Στρατηγός τους ήταν ο Κράσσος· ο Κράσσος που θεωρούσε τον εαυτό του ισάξιο του Καίσαρα. Ο Λικίνιος ξεφύσηξε. Ο Κράσσος ο τραπεζίτης, ο Κράσσος που ήθελε μόνο χρυσάφι. Τον απεχθάνονταν, τον μισούσαν περισσότερο κι από τους Πάρθους εχθρούς τους. Όταν πέρασαν τον Ευφράτη, ξέσπασαν κεραυνοί και αστραπές, κι ένας τρομερός άνεμος, μισός ομίχλη μισός θύελλα. Και μετά, το ιερό λάβαρο του αετού της λεγεώνας γύρισε από την άλλη μεριά από μόνο του. Από μόνο του. Σαν να τους έλεγε να γυρίσουν πίσω. Αυτοί όμως συνέχισαν την πορεία. Το αβάσταχτο δεν ήταν η ήτταήταν η ήττα χωρίς τιμή. Ο Κράσσος ήταν πολύ αδύναμος χαρακτήρας για να πεθάνει από το ίδιο του το ξίφος και χρειάστηκε να τον σκοτώσει ο ίδιος του ο τριμπούνος.4 Ο καημένος ο Γάιος Πακκιανός, o primus pilus5 της πρώτης κοόρτης,6 που έτυχε να μοιάζει περισσότερο με τον Κράσσο, πιάστηκε από τους Πάρθους. Αυτοί του φόρεσαν κόκκινο γυναικείο φόρεμα και τον διαπόμπευσαν έτσι, με σαλπιγκτές και ραβδούχους σε καμήλες μπροστά του, και κομμένα κεφάλια Ρωμαίων να κρέμονται από πελέκεις γύρω του. Οι Πάρθοι του γέμισαν το λαιμό με λιωμένο χρυσάφι 4 Ένας από τους έξι αξιωματικούς, που εναλλάσσονταν στη διοίκηση μιας λεγεώνας κατ’ έτος. (ΣτΜ) 5 Στρατιωτική μονάδα του ρωμαϊκού στρατού, το ένα δέκατο της λεγεώνας. 6 «Πρώτος στίχος», ο ανώτατος εκατόνταρχος μιας λεγεώνας και διοικητής της πρώτης κοόρτης, που ήταν στρατιωτικός καριέρας και σύμβουλος του λεγάτου. (ΣτΜ)

χλευάζοντας τον Κράσσο, τον άνθρωπο που νόμιζε πως η πληρωμή και οι υποσχέσεις του χρυσού είναι η μοναδική εγγύηση της αφοσίωσης ενός στρατιώτη. Το χειρότερο όμως δεν ήταν αυτό. Το ακόμη χειρότερο ήταν ότι έχασαν τον αετό, που οι Πάρθοι τους τον άρπαξαν μπροστά στα μάτια τους. Και από τότε, ήταν όλοι τους φαντάσματα, και οι ζωντανοί και οι νεκροί. «Έχει ο έμπορος τίποτα νέα από τη Ρώμη;» ρώτησε σιγανά ο Φάβιος. «Είσαι ο μόνος που μιλάει ελληνικά. Και άκουσα ελληνικούς ήχους καθώς μας ικέτευε». «Έχει πάει πολλές φορές στα Βαρύγαζα, ένα μέρος στην Ερυθρά Θάλασσα, όπου έρχονται οι έμποροι από την Αίγυπτο. Εκεί πήγαινε το σογδιανό καραβάνι και εκεί έμαθε κι αυτός ελληνικά». Ο Λικίνιος δίστασε για μια στιγμή· δεν ήξερε πώς θα το πάρει ο Φάβιος. «Υπάρχουν κάποια νέα για τη Ρώμη, φίλε μου». «Α!» Ο Φάβιος έσκυψε μπροστά. «Ένδοξα νέα, ελπίζω». «Λέει ότι οι πόλεμοι έχουν πάψει από καιρό. Λέει ότι υπάρχει μια νέα ειρήνη». Έβαλε το χέρι του στον ώμο του Φάβιου. «Και ότι η Ρώμη κυβερνιέται τώρα από έναν αυτοκράτορα». «Αυτοκράτορα;» Ο Φάβιος τον κοίταξε διαπεραστικά, με μάτια που άστραφταν. «Ο Ιούλιος Καίσαρας. Ο στρατηγός μας. Είναι ο μόνος που θα μπορούσε να γίνει αυτοκράτορας. Πρέπει να είναι αυτός». Ο Λικίνιος έκανε ένα αρνητικό νεύμα. «Ο Καίσαρας έχει πεθάνει από καιρό. Το ξέρεις κι εσύ κι εγώ μέσα στην καρδιά μας. Αν ήταν αυτοκράτορας, θα μας αναζητούσε. Όχι, είναι κάποιος άλλος. Η Ρώμη έχει αλλάξει». Ο Φάβιος σκυθρώπιασε. «Τότε, θα αναζητήσω τον Καίσαρα στα Ηλύσια Πεδία. Δεν θα υπηρετήσω άλλον αυτοκράτορα. Έχω δει τι κάνουν οι αυτοκράτορες, στην Παρθία. Είμαστε πολίτες-στρατιώτες». Ο Λικίνιος άπλωσε πάλι τα χέρια του, ροζιασμένα, γεμάτα ουλές, σκεπασμένα από ξεραμένο αίμα και βρομιές, με δύο ακροδάχτυλα κομμένα. «Πολίτες...» είπε θλιμμένα. «Πριν από τριάντα πέντε χρόνια, ίσως. Είναι αυτά ακόμη χέρια γλύπτη;» Ο Φάβιος έσκυψε προς το μέρος του. «Θυμάσαι τον Κουίντο Βάριο, αυτόν που τον έκαναν οι Πάρθοι επιστάτη στο νότιο τμήμα των τειχών; Τον πρώτο εκατόνταρχο της τρίτης κοόρτης; Ήταν χτίστης στον Κόλπο της Νεάπολης πριν καταταχθεί και ήξερε να δουλεύει καλά το κονίαμα. Έπεισε τον Πάρθο βεζίρη πως η σκόνη που μας έπνιγε όλους μας τόσα χρόνια είναι βασικό συστατικό του κονιάματος, σαν την ηφαιστειακή σκόνη στη

Νεάπολη. Φυσικά, δεν ήταν τίποτα τέτοιο. Ο Βάριος εκτελέστηκε πριν από χρόνια για κάποια ασήμαντη αφορμή, αλλά από τότε βάζαμε τη σκόνη στο κονίαμα. Αυτά τα τείχη που χτίζαμε για τριάντα τέσσερα χρόνια δεν θα αντέξουν ούτε δέκα. Να το θυμάσαι αυτό. Θα θρυμματιστούν και θα γίνουν σκόνη. Αυτός είναι ο πολίτης-στρατιώτης. Χρησιμοποιεί όλες τις ικανότητές του ως πολίτη στον πόλεμο». «Και ένας πολίτης-στρατιώτης μπορεί να επανέλθει στην πολιτική ζωή». «Τι σκέφτεσαι;» «Ο έμπορος είπε και κάτι άλλο». «Λέγε, Λικίνιε». «Είπε ότι ο αυτοκράτορας διαπραγματεύτηκε ειρήνη με τους Πάρθους. Είπε ότι έχει δει ένα νέο νόμισμα που έβγαλαν για τον εορτασμό της ειρήνης. Τη γιόρτασαν σαν να είναι μεγάλος θρίαμβος. Και είπε πως οι αετοί επιστράφηκαν». Ο Φάβιος κούνησε θυμωμένος το κεφάλι. «Αδύνατον! Σου λέει παραμύθια. Ήξερε ποιοι είμαστε, ήξερε για τον λεηλατημένο θησαυρό των Πάρθων. Πρέπει τα νέα για εμάς να διαδόθηκαν στη διαδρομή των καραβανιών. Ήθελε να σε ευχαριστήσει και σκέφτηκε πως ένα ψέμα περί αυτοκράτορα θα μας κάνει να χαρούμε. Ε λοιπόν, έκανε λάθος. Έπρεπε να τον είχαμε πετσοκόψει μαζί με τους άλλους». «Τότε όμως δεν θα φτάναμε ποτέ εδώ. Αυτός μας οδήγησε μέσα από τη χαράδρα». «Θα είχαμε πεθάνει πολεμώντας. Θάνατος με τιμή». «Αν επιστράφηκαν οι αετοί, τότε μπορούμε να επιστρέφουμε κι εμείς, με τιμή». Ο Φάβιος δίστασε. «Η επιστροφή των αετών θα ήταν θρίαμβος αυτού του αυτοκράτορα, όχι δικός μας. Εμείς θα ήμαστε ανεπιθύμητοι». Κοίταξε έντονα τον Λικίνιο. «Όμως σε ξέρω πολύ καλά, αδελφέ. Σκέφτεσαι το γιο σου». Ο Λικίνιος δεν μίλησε. Μισοκλείνοντας τα μάτια κοίταξε τον ήλιο που ανέβαινε πάνω από τον ανατολικό ορίζοντα, ρίχνοντας μια πορτοκαλί λάμψη στην επιφάνεια της λίμνης. Ο γιος του. Ένας γιος που δεν θα τον γνώριζε, που δεν ήταν παρά ένα μωρό της αγκαλιάς όταν είχε φύγει για την εκστρατεία. Ένας γιος που θα συνέχιζε την τέχνη του πατέρα του, όπως είχαν κάνει πολλές γενιές πριν από αυτόν. Σκέφτηκε αυτό που είχε πει ο Φάβιος. Έχω δει τι κάνουν οι αυτοκράτορες. Όμως οι αυτοκράτορες δεν υποδουλώνουν μόνο και τρομοκρατούν. Χτίζουν επίσης παλάτια, ναούς. Θα υπήρχε δουλειά για ένα γλύπτη σε αυτή τη νέα Ρώμη.

«Μην τρέφεις αυταπάτες», είπε ο Φάβιος. «Αν αυτά που λέει ο έμπορος είναι αλήθεια, ο κόσμος έχει αλλάξει. Η Ρώμη μάς ξέχασε. Έχουμε μόνο τον εαυτό μας. Αυτή την ομάδα των συντρόφων, των αδελφών. Όλα τα άλλα έχουν χαθεί». «Ο γιος μου μπορεί να ζει ακόμη». «Ο γιος σου κατά πάσα πιθανότητα είναι ήδη στα Ηλύσια Πεδία. Μπορεί να έγινε κι αυτός πολίτης-στρατιώτης, να πολέμησε και να πέθανε με τιμή. Σκέψου κι αυτό». Ακούστηκε ένα πνιχτό ξεφωνητό από κάπου πίσω από το λόφο. Ο Φάβιος άρπαξε τη λαβή του ξίφους του, αλλά ο Λικίνιος τον σταμάτησε. «Ο έμπορος είναι. Είναι αλυσοδεμένος». «Νόμιζα ότι τον σκότωσες. Αυτό ήρθες να κάνεις εδώ». «Ήθελα να δω αν λέει την αλήθεια. Να βεβαιωθώ ότι το σκάφος δεν είναι κανένα ναυάγιο». «Πες μου πάλι τι είπε. Πρέπει να ξεκινήσουμε τώρα. Έχει πια χαράξει». «Είπε ότι εκεί που υψώνεται λάμποντας ο ήλιος είναι η Χρυσή, η χώρα του χρυσού. Για να φτάσεις εκεί, πρέπει πρώτα να περάσεις τη λίμνη, μετά να διασχίσεις ένα πέρασμα, έπειτα να περάσεις την έρημο, ένα μέρος χειρότερο απ’ όλα όσα έχουμε αντέξει ως τώρα, που ρουφάει τους ανθρώπους και τους καταπίνει για πάντα. Ακολουθείς τα καραβάνια ανατολικά και φτάνεις σε μια μεγάλη πόλη που λέγεται Θίνα. Και εκεί, οι πιο γενναίοι θα βρουν την αυτοκρατορία του ουρανού, όλα τα πλούτη του κόσμου, που περιμένουν όποιους μπορέσουν να νικήσουν τους δαίμονες που καταδίωξαν τον έμπορο. Εκεί μας περιμένει ένας θησαυρός για να γίνει δικός μας». Ο έμπορος μιλούσε πολύ. Τους είχε πει όλα όσα ήθελαν να ακούσουν. Δεν είχε κρύψει τίποτα. Αυτό ήταν το λάθος του. Δεν ήταν συνηθισμένος να παζαρεύει με τη Μοίρα. Ο έμπορος είχε πει και κάτι άλλο στον Λικίνιο καθώς τον αλυσόδενε. Προς Νότο υπήρχε μια άλλη διαδρομή. Πρώτα έβρισκες μεγάλα βουνά και μετά το βασίλειο της Βακτρίας. Και μετά από αυτό, έναν μεγάλο ποταμό, που τον είχε περάσει ο Μέγας Αλέξανδρος. Και νότια από κει, αμέτρητα χιλιόμετρα, περνώντας μέσα από τη ζούγκλα και ακολουθώντας την ακτή, υπήρχε μια διαδρομή προς ένα μέρος που λέγεται Ραμάγια· και εκεί υπήρχαν Ρωμαίοι. Η διαδρομή έκρυβε ανείπωτους κινδύνους. Να προσέχετε πάντα τον τίγρη, είχε πει. Όμως από αυτό το μέρος, όπως και από τα Βαρύγαζα, τα εμπορεύματα μεταφέρονταν με πλοία στην Ερυθρά Θάλασσα -πλούτη από τη Χρυσή και τη Θίνα, σηρικό και πολύτιμα

πετράδια, νεφρίτης και κασσία και μαλάβαθρο7- και από κει έφταναν στη Ρώμη. Στη Ρώμη. Ο Λικίνιος έσφιξε το χέρι του Φάβιου δυνατά, όσο πιο δυνατά μπορούσε - μια χειρονομία σύνδεσης ανάμεσά τους, από τότε που πάλευαν όντας νεαροί νεοσύλλεκτοι. Χαλάρωσαν και οι δύο κι αγκαλιάστηκαν, και μετά έσπρωξαν απότομα ο ένας τον άλλο. Γέροι, που έπαιζαν σαν παιδιά. Ο Λικίνιος χούφτωσε το πουγκί που είχε πάρει από τον έμπορο κι έδειξε το άλλο στη ζώνη του Φάβιου. «Πριν φύγουμε... Δεν χρειάζεται να καθησυχάζουμε πια τον έμπορο με υποσχέσεις. Μπορούμε λοιπόν να δούμε τι του κλέψαμε». Ο Φάβιος πετάχτηκε όρθιος και τράβηξε τη ζώνη του για να μοιράσει το βάρος του αλυσιδωτού θώρακα. «Έχουμε ώρα γι’ αυτό αργότερα». Έδειξε την παραλία όπου οι άλλοι ήταν καθισμένοι στα κουπιά και τους έκαναν νεύματα. «Το σκάφος είναι έτοιμο». «Το σκάφος για τον άλλο κόσμο μάς περιμένει πολύ καιρό τώρα, αδελφέ». «Δεν εννοώ το Χάροντα, ανόητε. Εννοώ το δικό μας σκάφος. Το σκάφος για την ελευθερία. Το σκάφος που θα μας οδηγήσει στα αμύθητα πλούτη. Θα πάμε ανατολικά, στη Χρυσή». «Πήγαινε εσύ. Εγώ πρέπει να τελειώσω με τον έμπορο. Ήρθε η ώρα του». «Χαίρε και αντίο, αδελφέ! Είτε σε αυτό τον κόσμο είτε στον επόμενο». Ο Λικίνιος τον κοίταξε. Ο φίλος τον είχε καταλάβει. Ο Φάβιος κατέβηκε τρέχοντας το λόφο χωρίς να κοιτάξει πίσω. Ο Λικίνιος σηκώθηκε και πήγε προς την άλλη κατεύθυνση, προς το μέρος όπου είχε αφήσει τον έμπορο. Ο ουρανός στα δυτικά σκούραινε πάλι και φωτιζόταν από αστραπές πάνω από το πέρασμα από το οποίο είχαν περάσει, και ο Λικίνιος αισθάνθηκε τις πρώτες σταγόνες της βροχής. Ο αέρας ήταν παράξενα ακίνητος, όπως πριν ξεσπάσει η θύελλα την προηγούμενη νύχτα. Θα τους προλάβαινε, αν δεν ξεκινούσαν τώρα. Ήξερε ότι ο Φάβιος δεν θα καθυστερούσε και οι άλλοι θα τον ακολουθούσαν. Ήταν ο εκατόνταρχος τους. Και ο Φάβιος ήξερε ότι δεν είχαν χρόνο για χάσιμο. Θα υπήρχαν κι άλλα σκάφη κρυμμένα όπως αυτό που είχαν βρει, σκάφη που είχαν αφήσει άλλοι ταξιδιώτες. Ήταν και η διαδρομή γύρω από τις ακτές. Ο εχθρός τους είχε άλογο και θα κινούνταν γρήγορα. Ο Λικίνιος κοίταξε πάλι το πέρασμα και είδε τις απόκρημνες ράχες της χαράδρας να διαγράφονται στο φως από τις μακρινές αστραπές. Η βροχή δυνάμωσε 7 Φύλλα του φυτού Cinnamomum tamala, του ίδιου γένους με την κανέλα και την κασσία, από τα οποία παρασκευαζόταν ένα αρωματικό έλαιο. (ΣτΜ)

ξαφνικά και ο Λικίνιος κατέβηκε γλιστρώντας την πλαγιά. Η βάρκα είχε κρυφτεί από το λόφο τώρα και προς Νότο έβλεπε μόνο τους πρόποδες των βουνών σκεπασμένους από ομίχλη. Γύρισε προς το κοίλωμα. Ο έμπορος ήταν ακόμη εκεί, ξαπλωμένος στο έδαφος, με τα χέρια του αλυσοδεμένα πάνω από το κεφάλι του γύρω από ένα βράχο. Ο Λικίνιος τράβηξε το μεγάλο ξίφος από τους δερμάτινους βρόχους που το κρατούσαν στην πλάτη του, έβαλε το χέρι του μέσα στο χρυσό γάντι κι έπιασε την εγκάρσια λαβή. Κοίταξε την εικόνα της τίγρης και μετά σκούπισε τη λεπίδα στον πήχη του. Βρήκε μια ρωγμή στο βράχο, έβαλε μέσα τη λεπίδα και μετά τη λύγισε ώσπου έσπασε. Τώρα η λεπίδα είχε μήκος λίγο πάνω από μισό μέτρο και κατέληγε σε μια ακανόνιστη μύτη. Πολύ καλύτερα έτσι. Έμοιαζε περισσότερο με το ρωμαϊκό ξίφος, το gladius. Στράφηκε στον έμπορο. Είχε πιστέψει πως υπήρχε μία πιθανότητα να σωθεί, γι’ αυτό τους οδήγησε μέσα από τη χαράδρα σε αυτό το μέρος. Τώρα όμως καταλάβαινε πως είχε φτάσει το τέλος του. Ο Λικίνιος γονάτισε- ήταν τόσο κοντά που του μύριζαν οι μασχάλες του άλλου, η ανάσα του, έτσι όπως μυρίζουν τα ζώα όταν στριμώχνονται, παγιδεύονται. Έβαλε τη σπασμένη μύτη της λεπίδας κάτω από το στήθος του εμπόρου. Έβλεπε την καρδιά του να βροντάει. Εδώ, δεν υπήρχε σωστό και λάθος. Σκότωναν. Αυτή ήταν η δουλειά τους. Ο έμπορος σήκωσε το κεφάλι. Ο Λικίνιος θυμήθηκε το γιο του. Ήταν σαν να έβλεπες ένα παιδί- ο έμπορος ήταν το ίδιο ανήμπορος. Αυτό όμως ήταν διαφορετικό. Ο έμπορος κοντανάσαινε βραχνά, με το πρόσωπό του παραμορφωμένο από τρόμο, το στόμα του μισάνοιχτο, να τρέχει σάλια. Ο Λικίνιος μύρισε μια απαίσια δυσωδία από χαμηλά και γύρισε το κεφάλι του από την άλλη νιώθοντας ναυτία. Γονάτισε για να ρίξει το βάρος του στο ξίφος, και για πρώτη φορά είδε ότι ο έμπορος ήταν διαφορετικός από τους άλλους Σογδιανούς. Τα μάτια του ήταν λιγότερο λοξά, τα ζυγωματικά του πιο ψηλά, και είχε ένα αραιό μουστάκι. Είχε δέρμα κατοίκου της πόλης, όχι νομάδα της ερήμου. Μετά, θυμήθηκε τι του είχε πει. Ότι καταγόταν από μια χώρα μακρινή, προς τα ανατολικά, από μια μεγάλη πόλη. Είπε πως ήξερε για τον τάφο. Ότι ήξερε πώς να μπουν μέσα. Ότι ήταν ο επιστάτης του τάφου. Μιλούσε ασταμάτητα, σε μια απελπισμένη προσπάθεια να τον μεταπείσει. Ο έμπορος προσπαθούσε να μιλήσει πάλι τώρα, κοιτάζοντας το πουγκί που του είχε πάρει ο Λικίνιος. Μιλούσε με βραχνό ψίθυρο, και τα ελληνικά του είχαν τόσο βαριά ξενική προφορά ώστε ο Λικίνιος σχεδόν δεν τα

καταλάβαινε. Ο παππούς του το είδε και το άρπαξε, το μεγαλύτερο άστρο στον ουρανό. Ο παππούς του, διακοσίων χρόνων, είχε κρατήσει το μυστικό. Αυτός, ο Λίου Τζιαν, το πήρε για να το επιστρέψει στη θέση του, αλλά τον καταδίωξαν. Και τώρα, θα καταδιώξουν κι εσένα. Ο έμπορος προσπάθησε να σηκώσει το κεφάλι του από το έδαφος. Τα ελληνικά του ακούστηκαν καθαρά ξαφνικά, σαν να ήξερε πως αυτά τα λόγια θα ήταν τα τελευταία του. «Πήρε το ουράνιο κόσμημα. Η θέση του είναι πάνω από τον τάφο του αυτοκράτορα. Είναι χωρισμένο σε δύο μέρη. Το ένα μέρος είναι μπλε, λάπις λάζουλι από τα βουνά της Βακτρίας· το άλλο είναι πράσινο, περίδοτο, από το νησί στην Ερυθρά Θάλασσα. Πρέπει αυτό που έχεις να το πας στα ορυχεία λάπις λάζουλι και να το κρύψεις εκεί. Αυτό είναι το μόνο μέρος όπου δεν θα γίνεται αισθητή η δύναμη της πέτρας. Δεν πρέπει ποτέ να ενώσεις τις δύο πέτρες μεταξύ τους για να γίνει ολόκληρο το κόσμημα. Μόνο ο αυτοκράτορας πρέπει να έχει αθανασία. Εκείνοι που ακολουθούν θα σε καταδιώξουν ανελέητα. Δεν πρέπει ποτέ να τους επιτραπεί να αποκτήσουν τη δύναμη». Ο έμπορος έπεσε πίσω, με τα χείλη του να τρέμουν. Ο Λικίνιος παρέμεινε ακίνητος. Ξαφνικά, κατάλαβε. Ο θησαυρός για τον οποίο φλυαρούσε ο έμπορος την προηγούμενη μέρα, ο θησαυρός από τον τάφο του αυτοκράτορα, δεν ήταν σε κάποιο μακρινό μέρος στα ανατολικά. Ήταν εδώ. Έπιασε το πουγκί στη μέση του και ψηλάφισε το σχήμα μέσα. Πετάχτηκε πάνω, ανέβηκε σκοντάφτοντας στο χείλος του κοιλώματος και κοίταξε στη λίμνη. Ήταν πολύ αργά. Οι άλλοι είχαν απομακρυνθεί κιόλας από την ακτή, κωπηλατώντας με όλη τους τη δύναμη. Είχαν δει την καταιγίδα που ερχόταν. Ο Φάβιος δεν θα το μάθαινε ποτέ. Ο Λικίνιος γύρισε πάλι στον έμπορο. Αισθανόταν άδειος μέσα του, μετέωρος. Είχε χάσει τον μεγαλύτερο θησαυρό απ’ όλους, την αθανασία, για το ανέλπιδο όνειρο να βρει το γιο του; Γύρισε προς τη σκοτεινή καταιγίδα που ζύγωνε. Ο άνεμος έκανε τα μάτια του να τσούζουν. Ήταν γεμάτος από την κόκκινη σκόνη που στροβιλιζόταν γύρω από τη λίμνη από τα ανατολικά, και τώρα είχε σηκωθεί από τον μανιασμένο αέρα της καταιγίδας που πλησίαζε από το πέρασμα. Και ξαφνικά, τον άκουσε πάνω από τα μακρινά μπουμπουνητά. Στην αρχή, μόλις που διακρινόταν, σαν το βρόντο των σφυγμών στ’ αυτιά του, και μετά έγινε πιο δυνατός, πιο επίμονος. Ένας τυμπανισμός. Θυμήθηκε το προηγούμενο βράδυ. Άλογα να ορθώνονται στα πίσω πόδια, μαύρα άλογα με

κίτρινα μάτια, με την κόκκινη σκόνη να μπαινοβγαίνει στροβιλίζοντας στα ρουθούνια τους. Άλογα που γυάλιζαν από αίμα, το ίδιο τους το αίμα, λες κι έτρεχε από πάνω τους σαν ιδρώτας. Άλογα που τραβούσαν άρματα, τοξότες με βαλλίστρες που μόλις διακρίνονταν, και μπροστά τους ο καβαλάρης, με το τομάρι του θηρίου τυλιγμένο γύρω από την πανοπλία του και το πρόσωπο με τα άγρια δόντια, ένα σκοτεινό κενό. Και τώρα έρχονταν πάλι. Ο Λικίνιος γύρισε πίσω στον έμπορο και κάρφωσε το ξίφος με δύναμη, διαπερνώντας με ένα τρίξιμο ακόμη και τη σπονδυλική στήλη. Ο έμπορος πέθανε με τα μάτια διάπλατα, και το αίμα από τον τελευταίο χτύπο της καρδιάς του να τινάζεται από την πληγή. Το σώμα έκανε ένα σπασμό, οι μύες έσφιξαν τη λεπίδα και ο Λικίνιος σηκώθηκε κι έβαλε το πόδι πάνω του για να τη βγάλει. Μετά, στάθηκε εκεί με το ξίφος να στάζει αίμα και κοίταξε πίσω, μέσα από το σκοτάδι και τη βροχή. Και τότε τον είδε. Μια σιλουέτα πάνω σε μια ράχη, να κοιτάζει προς το μέρος του. Οπλές που χτυπούσαν το έδαφος, δέρμα που γυάλιζε κόκκινο, εκπνέοντας τη σκόνη που έλαμπε από τον ήλιο, το κεφάλι με το διάπλατο στόμα και τα μυτερά δόντια από πάνω, κι ένα μακρύ ξίφος που γυάλιζε καθώς το κρατούσε ψηλά. Θυμήθηκε πώς τον είχε πει ο έμπορος. Ο πολεμιστής της τίγρης. Ο Λικίνιος γύρισε νότια. Άρχισε να τρέχει.

1

Ερυθρά θάλασσα, σήμερα «Τζακ, δεν θα πιστέψεις τι βρήκα». Η φωνή ακούστηκε από την ενδοσυνεννόηση, προερχόμενη από κάπου μέσα στο γαλάζιο κενό μπροστά του, όπου ένα ασημί σύννεφο από φυσαλίδες υψωνόταν πίσω από ένα βράχο στον πυθμένα της θάλασσας, για να φτάσει ως την επιφάνειά της, σχεδόν πενήντα μέτρα πιο ψηλά. Ο Τζακ Χάουαρντ έριξε μια τελευταία ματιά σε μια άγκυρα σκεπασμένη από κοράλλια και έστειλε μια ποσότητα αέρα στο ρυθμιστή πλευστότητας, ανεβαίνοντας πάνω από το πυκνό στρώμα των φυκιών που λύγιζαν στο ρεύμα σαν ψηλά χόρτα στον άνεμο. Κινήθηκε μπροστά χτυπώντας με τα πτερύγια, και μετά άπλωσε χέρια και πόδια σαν αλεξιπτωτιστής ελεύθερης πτώσης και βυθίστηκε πιο βαθιά πίσω από το βράχο. Η θέα από κάτω ήταν εκπληκτική. Σε όλη την υποβρύχια πλαγιά είχε δει κομμάτια από αρχαία κεραμικά, ισλαμικά, ναβαταιικά,8 αιγυπτιακά, όμως τώρα είχαν εντοπίσει την κεντρική πηγή. Για πολλά χρόνια υπήρχαν φήμες γύρω από ένα νεκροταφείο πλοίων στην προσήνεμη πλευρά του υφάλου, αλλά δεν ήταν παρά λόγια, ώσπου εκείνη την άνοιξη, τα πολύ ισχυρά παλιρροϊκά ρεύματα στην Ερυθρά Θάλασσα καθάρισαν το πλάτωμα και αποκάλυψαν τα ευρήματα που απλώνονταν μπροστά του. Τότε είχε ακουστεί η φήμη που έκανε την καρδιά του Τζακ να χτυπήσει δυνατά, η φήμη ενός ρωμαϊκού 8 Ναβαταίοι: αρχαίος αραβικός λαός (ΣτΜ)

ναυαγίου που ήταν τέλεια διατηρημένο κάτω από την άμμο. Τώρα, καθώς έβλεπε τις μορφές να αναδύονται από τα ιζήματα, απανωτές σειρές από αρχαίους αμφορείς με τις χειρολαβές τους να υψώνονται ως τα πλατιά τους χείλη, έβγαλε μια δυνατή εκπνοή και βυθίστηκε πιο γρήγορα, νιώθοντας τη γνωστή έξαψη να τον κατακλύζει. Πρόφερε σιωπηλά τις λέξεις όπως έκανε πάντα: Ο τυχερός Τζακ. Ακούστηκε πάλι η φωνή στην ενδοσυνεννόηση. «Δεκαπέντε χρόνια καταδύσεις μαζί σου, και νόμιζα ότι τα είχα δει όλα. Αυτό όμως παίρνει σίγουρα το βραβείο». Ο Τζακ γύρισε προς την άλλη άκρη του πλατώματος. Έβλεπε τον Κώστα τώρα να αιωρείται ακίνητος μπροστά σε έναν κοραλλιογενή όγκο με μέγεθος μικρού φορτηγού, με τις εκβλαστήσεις των κοραλλιών να φτάνουν αρκετά μέτρα πιο ψηλά από το σώμα του. Δύο ακόμη όγκοι κοραλλιών υψώνονταν πίσω από τον πρώτο, ο ένας πίσω από τον άλλο. Πιο πέρα, τα νερά ήταν πολύ βαθιά για να ζήσουν κοράλλια, και ο Τζακ έβλεπε την αμμώδη πλαγιά να χαμηλώνει και να χάνεται στην άβυσσο. Άναψε τον προβολέα του κράνους του και κολύμπησε προς τον Κώστα, σταματώντας μερικά μέτρα μπροστά του και στρέφοντας το φως στον πυθμένα. Ήταν μια έκρηξη χρωμάτων - κόκκινα σφουγγάρια, θαλάσσιες ανεμώνες, μαλακά ακόμη κοράλλια σε ανάπτυξη, με ψάρια-παλιάτσους να τριγυρίζουν ανάμεσα στις εσοχές και τις ρωγμές των βράχων. Ένα χέλι ξεπρόβαλε από μια τρύπα, τον κοίταξε ανοιγοκλείνοντας το στόμα και μετά τραβήχτηκε πάλι μέσα. Ο Τζακ κοίταξε κάτω, μέσα από τα θαλάσσια φυτά που λικνίζονταν στο νερό, και είδε κομμάτια από αμφορείς σκεπασμένα από τόσα όστρακα που τους έκαναν αγνώριστους. Κοίταξε πάλι και η ματιά του σταμάτησε σε μια χειρολαβή με ψηλή καμπύλη και χαρακτηριστικό χείλος. Γύρισε στον Κώστα και ο προβολέας του φώτισε το κίτρινο κράνος του φίλου του και την εξάρτυση στην πλάτη με το αναπνευστικό μείγμα. «Ωραίο εύρημα», είπε. «Είδα τέτοια θραύσματα να κατρακυλούν στην πλαγιά. Αμφορείς με κρασί από τη Ρόδο, δεύτερος αιώνας π.Χ.» «Σβήσε τον προβολέα του κράνους σου». Ο Κώστας έδειχνε προσηλωμένος σε κάτι μπροστά του. «Ρίξε άλλη μια ματιά. Και ξέχνα τους αμφορείς». Ο Τζακ ανυπομονούσε να κατεβεί στο ναυάγιο που είχε δει στην άμμο. Έμεινε όμως μπροστά από τον όγκο του κοραλλιού, κοιτάζοντας τα εντυπωσιακά χρώματα και τη μαγευτική κίνηση. Θυμήθηκε κάτι που του είχε πει ο καθηγητής Ντίλεν πριν από κάμποσα χρόνια στο Κέμπριτζ:

Αρχαιολογία σημαίνει λεπτομέρεια, αλλά μην αφήνεις τη λεπτομέρεια να σου κρύβει την ευρύτερη εικόνα. Ήταν κάτι που ο Τζακ γνώριζε ήδη από τότε που έψαχνε για τεχνουργήματα όταν ήταν μικρό παιδί. Και αυτό ήταν πάντα το ξεχωριστό του χάρισμα - να βλέπει την ευρύτερη εικόνα- και να βρίσκει πράγματα. Ο τυχερός Τζακ. Έκλεισε τα μάτια του, έσβησε το φως του κράνους και τα άνοιξε πάλι. Ήταν σαν να είχε βρεθεί σε ένα διαφορετικό σύμπαν. Το πλήθος των χρωμάτων είχε αντικατασταθεί από ένα μονότονο μπλε, με σκούρες αποχρώσεις εκεί όπου πριν υπήρχαν έντονα μοβ και κόκκινα. Ήταν σαν να κοιτάζεις ένα σκίτσο με κάρβουνο από το οποίο έχουν αφαιρεθεί όλα τα χρώματα, κι έτσι το μάτι πήγαινε όχι στη λεπτομέρεια αλλά στη μορφή, στο συνολικό σχήμα. Στην ευρύτερη εικόνα. Και τότε, το είδε. «Θεέ και Κύριε!» Ανοιγόκλεισε τα μάτια του και κοίταξε πάλι. Όχι, δεν έκανε λάθος. Όχι ένας αλλά δύο, ξεπρόβαλλαν από την άμμο, καμπυλώνοντας προς τα πάνω, δεξιά κι αριστερά από τον κοραλλιογενή όγκο, συμμετρικοί, κατάλευκοι από τους αιώνες της ταφής τους μέσα στο ίζημα του πυθμένα. Θυμήθηκε πού βρίσκονταν. Ερυθρά Θάλασσα. Το ανατολικό άκρο της Αιγύπτου, τα απώτατα όρια του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Πέρα από εδώ, απλώνονταν χώρες μυθικές, μέρη τρομερά και σαγηνευτικά, με αμύθητους θησαυρούς και κινδύνους, με φυλές γιγάντων και πυγμαίων, και με μεγάλα αργοκίνητα ζώα που τα χρησιμοποιούσαν στο κυνήγι και τον πόλεμο, ζώα που μόνο οι πιο γενναίοι μπορούσαν να τιθασεύσουν και που έκαναν έναν άνθρωπο βασιλιά. Ήταν δύο χαυλιόδοντες. «Περιμένω, Τζακ. Να δω πώς θα το εξηγήσεις αυτό». Ο Τζακ ξεροκατάπιε. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά από την έξαψη. Μίλησε ήρεμα, προσπαθώντας να διώξει το τρέμουλο από τη φωνή του. «Είναι ελεφαντηγός». «Τι πράγμα;» «Ελεφαντηγός». «Ωραία. Δηλαδή ελέφαντας. Άγαλμα ελέφαντα». «Όχι. Ελεφαντηγός». «Έλα τώρα, Τζακ. Ποια είναι η διαφορά;» «Υπάρχει μια εκπληκτική επιστολή σε πάπυρο που βρέθηκε στην αιγυπτιακή έρημο», είπε ο Τζακ. «Ο Μορίς Χιμπερμάγερ μου την έστειλε με email στον Θαλάσσιο Ιχνηλάτη II καθώς ερχόμασταν εδώ. Του ζήτησα

οτιδήποτε έχει βρεθεί στα αιγυπτιακά αρχεία των παπύρων, που να αναφέρεται σε κάποιο ναυάγιο. Είναι σχεδόν σαν να είχα προαίσθημα ότι θα βρίσκαμε κάτι τέτοιο». «Δεν θα ήταν η πρώτη φορά», είπε ο Κώστας. «Ο Χιμπερμάγερ είναι παράξενος τύπος, αλλά πρέπει να τον παραδεχτώ σε κάτι τέτοια». Το μυαλό του Τζακ έτρεχε. Άπλωσε το χέρι και άγγιξε τη μύτη του κοντινότερου χαυλιόδοντα. Ήταν λεία σαν μετάξι αλλά και εύθρυπτη σαν κιμωλία. «Η επιστολή αναφέρει ένα ναυάγιο. Είναι ένα από τα ελάχιστα αρχαία έγγραφα που μιλούν για κάποιο ναυάγιο στην Ερυθρά Θάλασσα. Ο Μορίς ήξερε ότι σχεδιάζαμε να κάνουμε κατάδυση εδώ, πηγαίνοντας για τις ανασκαφές του στη Βερενίκη». «Τζακ, είμαι όλος αυτιά!» «Η επιστολή μιλά για ένα πλοίο που έφυγε από το λιμάνι της Βερενίκης και βούλιαξε. Ο προορισμός της επιστολής ήταν ένα μέρος που ονομάζεται Πτολεμαΐς Θηρών. Ήταν ένα απομακρυσμένο μέρος, νότια από δω, στις ακτές της Ερυθραίας. Εκεί αγόραζαν οι Αιγύπτιοι τα άγρια ζώα τους. Εξαιτίας του ναυαγίου, οι κάτοικοι της Πτολεμαΐδας δεν πήραν το σιτάρι που περίμεναν. Η επιστολή τούς διαβεβαιώνει ότι στη Βερενίκη κατασκευάζεται μια άλλη ελεφαντηγός και γρήγορα θα φτάσει με τα εφόδια που χρειάζονται». «Ελεφαντηγός», μουρμούρισε ο Κώστας. «Θέλεις να πεις...» «Πλοίο που μετέφερε ελέφαντες». «Τζακ, αρχίζει να με πιάνει μια παράξενη αίσθηση πάλι. Αυτή που με πιάνει πάντα όταν κάνω καταδύσεις μαζί σου. Λέγεται δυσπιστία». «Κοίταξες καθόλου πιο πέρα; Υπάρχουν άλλοι δύο κοραλλιογενείς όγκοι. Ακριβώς στο ίδιο μέγεθος. Τρεις στη σειρά. Ακριβώς ο αριθμός που θα περιμέναμε. Ελέφαντες δεμένοι με αλυσίδες και σχοινιά στο αμπάρι». «Δηλαδή, μου λες ότι αυτό το πράγμα μπροστά μου είναι ελέφαντας. Πραγματικός ελέφαντας. Όχι άγαλμα». «Το ξέρουμε ότι το ελεφαντόδοντο αντέχει στο νερό- σωστά; Έχουμε βρει χαυλιόδοντες και δόντια ιπποπόταμων στη Μεσόγειο. Και τα κοράλλια εδώ γύρω μεγαλώνουν πολύ γρήγορα, πιο γρήγορα απ’ όσο θα χρειαζόταν ένας σκελετός ελέφαντα για να θρυμματιστεί. Μπορεί να μην έχουν οστά μέσα τώρα, αλλά το κοράλλι διατηρεί το σχήμα». «Κάτσε μια στιγμή για να καταλάβω, Τζακ. Μην ξεχνάς ότι είμαι ένας απλός μηχανικός. Πρέπει να το δω αυτό το πράγμα κατάφατσα. Αυτή μπορεί να είναι η αρχαιολογική ανακάλυψη που θα με σοκάρει. Έτσι μου ’ρχεται να βάλω τα κλάματα».

«Μην ανησυχείς, θα το αντέξεις!» Ο Τζακ έκανε λίγο πίσω και κοίταξε τον όγκο που υψωνόταν μπροστά τους - ένα από τα πιο απίστευτα θεάματα που είχε δει ποτέ κάτω από το νερό. Άνοιξε πάλι το φως του κράνους του. «Αυτοί οι χαυλιόδοντες δεν θα αντέξουν πολύ. Πρέπει να τους ξαναβάψουμε. Πριν από αυτό όμως πρέπει να κατεβάσουμε επειγόντως ένα κινηματογραφικό συνεργείο εδώ. Μιλάμε για είδηση που θα γίνει πρωτοσέλιδο». «Ας’ το πάνω μου, Τζακ. Έχω ανοιχτό κανάλι με τον Θαλάσσιο Ιχνηλάτη II». Ο Τζακ κοίταξε το κομπιούτερ στον καρπό του. «Μας μένουν επτά λεπτά. Θέλω να ρίξω μια ματιά σ’ εκείνους τους αμφορείς στην άμμο. Θα είμαι σε ακτίνα οπτικής επαφής». «Εγώ νομίζω ότι μου φτάνει η έξαψη για μία κατάδυση». «Θα σε βρω στα μισά της ανόδου». «Έγινε». Ο Τζακ χαμήλωσε προς το αμμώδες πλάτωμα, αφήνοντας το ρεύμα να τον παρασύρει. Το ρεύμα είχε δυναμώσει λίγο στη διάρκεια της κατάδυσης, υψώνοντας μια ποσότητα λεπτής άμμου που αιωρούνταν κάπου ένα μέτρο πάνω από τον πυθμένα, κρύβοντας για λίγο τους αμφορείς. Μπροστά του, ένα κοπάδι υαλόψαρα αιωρούνταν στο νερό σαν διάφανο πέπλο, που άνοιξε για να αποκαλύψει έναν καρχαρία που κολυμπούσε νωχελικά μπροστά στην υποβρύχια πλαγιά. Άκουσε το πνιγμένο μουγκρητό του Ζόντιακ στην επιφάνεια, που γκάζωνε τις εξωλέμβιες μηχανές του και κινούνταν για να διατηρήσει τη θέση του. Μετά, ακούστηκε ένας βρόντος από το σκάφος - η προειδοποίηση των πέντε λεπτών. Κοίταξε πάλι τον Κώστα, που τώρα απείχε γύρω στα είκοσι μέτρα, και μετά χαμήλωσε μέσα στο στρώμα του ανασηκωμένου ιζήματος. Μπορεί ο Κώστας να μην είχε οπτική επαφή μαζί του, θα έβλεπε όμως καθαρά τις φυσαλίδες του. Κοίταξε μπροστά, συγκεντρωμένος στο στόχο του, με τα χέρια τεντωμένα και ενωμένα μπροστά του και τα πόδια του να κινούνται αργά σε κίνηση πρόσθιου. Είχε τέλειο έλεγχο πλευστότητας. Ξαφνικά, τους είδε - μια σειρά από τέσσερις αμφορείς, άθικτους, γερμένους στην άμμο, και άλλη μια σειρά να ξεπροβάλλει από τον πυθμένα πιο κάτω. Έβγαλε τον αέρα από τα πνευμόνια του, γνωρίζοντας ότι στηριζόταν στον εξοπλισμό του για την επόμενη ανάσα που θα τον διατηρούσε στη ζωή. Υπήρχε πάντα αυτό το στοιχείο του κινδύνου, γι’ αυτό εξάλλου οι καταδύσεις ήταν το πάθος του. Χαμήλωσε κι άλλο, και μετά εισέπνευσε ακριβώς πάνω από τον πυθμένα, διατηρώντας ουδέτερη πλευστότητα. Οι αμφορείς ήταν σκεπασμένοι από

ένα λεπτό ίζημα και άστραφταν στο φως του ήλιου που ερχόταν από την επιφάνεια του νερού, σαράντα πέντε μέτρα πιο πάνω. Είδε κι άλλες σειρές από αμφορείς, και μετά ένα κανάλι στον πυθμένα δημιουργημένο από τα ρεύματα, από το οποίο προεξείχαν σκούρα ξύλα. Πήρε μια ανάσα. «Απίστευτο!» «Βρήκες τίποτα;» ακούστηκε η φωνή του Κώστα. «Απλώς άλλο ένα αρχαίο ναυάγιο». «Δεν μπορεί να είναι καλύτερο από την ελεφαντηγό», απάντησε ο Κώστας. «Τη δική μου ελεφαντηγό». «Μόνο μερικοί παλιοί αμφορείς», είπε ο Τζακ. «Εσύ δεν τους βλέπεις ποτέ για παλιούς αμφορείς. Σε έχω δει να αδειάζεις το χρυσάφι που έχουν μέσα για να δεις τον αμφορέα. Τυπικός αρχαιολόγος». «Η ιστορία είναι αποτυπωμένη στους αμφορείς». «Μου το έχεις πει πολλές φορές αυτό. Προσωπικά, θα προτιμούσα ένα σακί δουβλόνια9 στη θέση ενός αμφορέα. Λοιπόν, τι βρήκες;» «Αμφορείς κρασιού, γύρω στους δύο αιώνες μεταγενέστεροι από τους Ροδιακούς της ελεφαντηγού. Αυτοί είναι από την εποχή του Αυγούστου, του πρώτου Ρωμαίου αυτοκράτορα. Έχουν έρθει από την Ιταλία». Ο Τζακ κινήθηκε προς τη σειρά των αμφορέων. Η έξαψή του μεγάλωνε. «Αυτοί μεταφέρονταν από την Ιταλία κάπου αλλού- καμία αμφιβολία γι’ αυτό. Έχουν ακόμη τις σφραγίσεις από κονίαμα στα σκεπάσματα, με τη σφραγίδα των ιταλικών πόλεων που τους κατασκεύασαν. Αυτό είναι Φαλερνιανό,10 παλιό καλό κρασί. Κώστα, νομίζω ότι πέσαμε σε φλέβα χρυσού». Κοίταξε πίσω του. Ο Κώστας είχε ανεβεί πιο ψηλά και αιωρούνταν στο νερό, στο μέσο της απόστασης ως την επιφάνεια. «Ώρα να του δίνουμε, Τζακ. Δύο λεπτά μέχρι το σημείο μηδέν». «Ελήφθη». Ο Τζακ κοίταζε γύρω του, προσέχοντας τα πάντα αυτές τις τελευταίες στιγμές προτού σημάνει συναγερμός. «Ο καθένας από αυτούς τους αμφορείς με κρασί άξιζε όσο ένας σκλάβος. Υπάρχουν εκατοντάδες. Είναι φορτίο μεγάλης αξίας. Ρωμαϊκό πλοίο που πήγαινε στην Ινδία». «Στην Ινδία;» Ο Κώστας άναψε το φακό του κράνους του, ζωντανεύοντας τα χρώματα του πυθμένα γύρω από τον Τζακ. «Αυτό σημαίνει πολύτιμα μέταλλα; Θησαυρό;» Ο Τζακ άγγιξε έναν από τους αμφορείς. Αισθάνθηκε το ρίγος που τον διαπερνούσε κάθε φορά που άγγιζε ένα τεχνούργημα που είχε παραμείνει 9 Παλαιά χρυσά ισπανικά νομίσματα (ΣτΕ) 10 Γνωστό κρασί της αρχαιότητας, που παραγόταν στις πλαγιές του όρους Φαλέρνο στην Καμπανία. (ΣτΜ)

προστατευμένο από ανθρώπινα χέρια, από την αρχαία εποχή. Και τα ναυάγια ήταν τα πιο συναρπαστικά ευρήματα απ’ όλα. Ήταν σαν ζωντανοί οργανισμοί, που χάθηκαν σε μια στιγμή καταστροφής στη διάρκεια μιας μεγάλης περιπέτειας. Μια περιπέτεια που είχε πάντα κινδύνους - και στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα πράγματα είχαν έρθει ανάποδα. Αυτό το πλοίο κατευθυνόταν προς τους επικίνδυνους μουσώνες, για ένα ταξίδι χιλιάδων μιλίων στον Ινδικό Ωκεανό. Ο Τζακ ήξερε την έλξη που ασκούσε η Ανατολή - την ήξερε από τους ίδιους τους προγόνους του, που είχαν πάει εκεί την εποχή της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών. Το είχαν ονομάσει «Εγχείρημα των Ινδιών» και ήταν η μεγαλύτερη περιπέτεια απ’ όλες. Αμύθητοι θησαυροί. Ανείπωτοι κίνδυνοι. Και για τους αρχαίους, το στοίχημα ήταν ακόμη μεγαλύτερο. Γι’ αυτούς, κάπου εκεί έξω υπήρχε η πύρινη άκρη του κόσμου. Όμως μέσα σε αυτή την περίμετρο μπορεί να έβρισκες πλούτη που θα ντρόπιαζαν ακόμη και έναν πανίσχυρο αυτοκράτορα, και θα τον έφερναν αντιμέτωπο με τα μεγαλύτερα μυστικά του κόσμου, με ιερά ελιξίρια, με την αλχημεία, με το μυστικό της αθανασίας. Ακούστηκε ο συναγερμός, μια σκληρή επίμονη κλαγγή που έμοιαζε να κατακλύζει τα πάντα ολόγυρα. Ο Τζακ πήρε μια βαθιά ανάσα και υψώθηκε μερικά μέτρα πάνω από τους αμφορείς. Μετά, άρχισε να κολυμπάει ανεβαίνοντας προς τον Κώστα. Θα έκαναν ανασκαφές. Πολλά από αυτά που αποκάλυπτε η αρχαιολογία ήταν κρυμμένα κάτω από το ραντάρ της καταγεγραμμένης ιστορίας, που ασχολείται με τα πιο σημαντικά γεγονότα -αυτά που αναφέρονταν στα πεζά κατάλοιπα της καθημερινής ζωής. Εδώ όμως είχαν βρει κάτι μνημειώδες. Ένα ναυάγιο που μπορεί να αποτελούσε ένα σημείο καμπής στην ιστορία, που μπορεί να καθόρισε αν η Ρώμη θα κυβερνούσε ποτέ πέρα από τον Ινδικό Ωκεανό. Κοίταξε τον Κώστα και τον είδε να εστιάζει στο σημείο όπου ο προβολέας του κράνους του φώτιζε τον πυθμένα κάνοντας αντανάκλαση στην άμμο. Ο Τζακ έριξε μια ματιά στον υπολογιστή κατάδυσης στον καρπό του και μετά πρόσεξε ότι ο Κώστας κοίταζε ακόμη κάτω αποσβολωμένος. Ακολούθησε το βλέμμα του κοιτάζοντας κι αυτός τον πυθμένα. Και τότε, το είδε. Κίτρινο, γυαλιστερό. Άμμος, αλλά όχι μόνο άμμος. Μια απίστευτη εικόνα. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του και μετά έκανε εκπνοή και βούλιαξε πάλι ώσπου τα γόνατά του ακούμπησαν στον πυθμένα. Δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που έβλεπε. Και τότε, θυμήθηκε το θρήνο ενός Ρωμαίου αυτοκράτορα πριν από δύο χιλιάδες χρόνια. Όλα τα χρήματά μας κατέληξαν στην Ανατολή, για μπαχαρικά και στολίδια. Κοίταξε πάνω, προς τον Κώστα. Μετά, κοίταξε κάτω ξανά.

Ο πυθμένας της θάλασσας ήταν στρωμένος με χρυσάφι. Σήκωσε ένα γυαλιστερό νόμισμα και το έφερε κοντά στη μάσκα του. Ήταν χρυσό, aureus, σε άριστη κατάσταση, ακυκλοφόρητο. Το κεφάλι ενός νέου, δυνατό, γεμάτο σιγουριά, ενός ανθρώπου που πίστευε πως η Ρώμη μπορούσε να κυριαρχήσει στον κόσμο. Ο αυτοκράτορας Αύγουστος. «Χριστέ μου!» είπε ο Κώστας. «Πες μου πως είναι αλήθεια». «Νομίζω», είπε ο Τζακ με φωνή που ακουγόταν βραχνή, «ότι βρήκαμε το θησαυρό σου». «Πρέπει να ασφαλίσουμε την περιοχή», είπε με έξαψη ο Κώστας, πατώντας ένα διακόπτη στο πλάι του κράνους του. «Διακόπτεται όλη η εξωτερική επικοινωνία. Δεν είναι ανάγκη να ακούσει κανείς τι λέμε. Ούτε από το πλοίο. Υπάρχει αρκετό χρυσάφι εδώ πέρα για να χρηματοδοτήσεις έναν μικρό πόλεμο». «Ελήφθη!» Ο Τζακ έκλεισε κι αυτός τον δικό του διακόπτη. Απόλαυσε τη στιγμή καθώς κρατούσε το χρυσό νόμισμα, κοιτάζοντας το αστραφτερό θέαμα μπροστά του, τις σειρές των αμφορέων στο βάθος. Ο Κώστας είχε δίκιο. Ο Τζακ ήταν αρχαιολόγος, όχι κυνηγός θησαυρών, αλλά στην πραγματικότητα είχε αλωνίσει όλο τον κόσμο αναζητώντας μια τέτοια ανακάλυψη, έναν καλό, παραδοσιακό θησαυρό, λύτρα αυτοκράτορα σε χρυσάφι. Και ο θησαυρός ήταν ρωμαϊκός. Κοίταξε πάνω και είδε το Ζόντιακ στην επιφάνεια. Η πιο σκούρα σκιά του Θαλάσσιου Ιχνηλάτη II απείχε μερικές εκατοντάδες μέτρα από την ακτή. Έκανε ένα σήμα O.K. στον Κώστα δείχνοντας με τον αντίχειρα προς τα πάνω. Οι δύο άντρες άρχισαν να ανεβαίνουν δίπλα-δίπλα. Ο Τζακ κοίταξε πάλι τον πυθμένα που απομακρυνόταν, με τις λεπτομέρειες χαμένες τώρα μέσα στην άμμο, τους αμφορείς να μη διακρίνονται ανάμεσα στα βράχια και τα κοράλλια. Το ονειρευόταν για χρόνια αυτό, να βρει ένα ναυάγιο που να τον οδηγήσει πίσω στο παρελθόν, στη μεγαλύτερη περιπέτεια που είχε γνωρίσει ποτέ ο αρχαίος κόσμος, την αναζήτηση θησαυρών αμύθητης αξίας, θησαυρών που ήταν ακόμη πρόκληση για τους εξερευνητές μέχρι και σήμερα. Τον είχε πλημμυρίσει βαθιά έξαψη. Αυτή ήταν η κατάδυση της ζωής του. Είχαν βρει το πρώτο ναυάγιο με θησαυρό από την αρχαία εποχή. Είδε τον Κώστα να τον κοιτάζει μέσα από το κράνος του, με τα μάτια του φωτισμένα από ένα χαμόγελο. Ψιθύρισε πάλι: Ο τυχερός Τζακ.

2

Τρεις, ώρες αργότερα, ο Τζακ σήκωσε το ελικόπτερο Λυγξ από το ελικοδρόμιο του Θαλάσσιου Ιχνηλάτη II, έκανε μια ανοιχτή στροφή και χαμήλωσε τη μύτη. Ρύθμισε τον υπολογιστή πλοήγησης για την αιγυπτιακή ακτή γύρω στα τριάντα πέντε ναυτικά μίλια προς τα βορειοδυτικά. Θα πετούσαν χαμηλά, για να αποφύγουν το σχηματισμό φυσαλίδων αζώτου στο αίμα τους, που θα τους προκαλούσε τη νόσο των δυτών. Κοίταξε πέρα από τον Κώστα που καθόταν στη θέση του συγκυβερνήτη με το κράνος του, εστιάζοντας το βλέμμα στον Θαλάσσιο Ιχνηλάτη II. Στην πρύμνη υπήρχε η λέξη Τρούρο, το κοντινότερο λιμάνι νηολόγησης στο Διεθνές Πανεπιστήμιο Ωκεανογραφίας στην Κορνουάλη της Αγγλίας. Από πάνω κυμάτιζε η σημαία του ΔΠΩ, μια ασπίδα με μια άγκυρα από πάνω, θυρεός που προερχόταν από το οικόσημο της οικογένειας του Τζακ. Αυτό ήταν το κύριο ερευνητικό τους σκάφος, ειδικά κατασκευασμένο λιγότερο από δύο χρόνια πριν, σε αντικατάσταση του Θαλάσσιου Ιχνηλάτη, που είχε βυθιστεί στη Μαύρη Θάλασσα. Από κάποια απόσταση έμοιαζε με πολεμικό πλοίο υποστήριξης. Στο πρωραίο κατάστρωμα ο Τζακ είδε μια ομάδα με λευκές φόρμες δίπλα στο πυροβόλο Μπρέντα των 40 χιλιοστών. Το είχαν ανεβάσει από την εσοχή απόκρυψης για να κάνουν εξάσκηση βολών με πραγματικά πυρά. Αρκετά μέλη του πληρώματος ανήκαν παλιότερα στις Ειδικές Δυνάμεις Σκαφών, την ελίτ των θαλάσσιων εξειδικευμένων δυνάμεων της Βρετανίας, τους οποίους είχε γνωρίσει ο Τζακ στο Βασιλικό Ναυτικό. Βρίσκονταν κοντά στις ακτές της Σομαλίας, όπου υπήρχε πάντα ο κίνδυνος πειρατείας, και σε μερικές ημέρες θα έφευγαν για τη σπαρασσόμενη από τον πόλεμο Σρι Λάνκα. Από κάθε άλλη άποψη όμως, ο Θαλάσσιος Ιχνηλάτης II ήταν ένα υπερσύγχρονο ερευνητικό σκάφος, με καταδυτικό και ανασκαπτικό εξοπλισμό κορυφαίας τεχνολογίας, πληρέστατο εργαστήριο

και χώρους για πλήρωμα τριάντα ατόμων. Ήταν δημιούργημα συσσωρευμένης πείρας δεκαετιών. Μετά από πολλές μελέτες, είχαν καταλήξει σε ένα σχέδιο για το ιδανικό σκάφος. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Τζακ ευχαρίστησε σιωπηρά τον ευεργέτη τους, τον Εφραίμ Γιακόμποβιτς, μεγιστάνα του λογισμικού και παθιασμένο δύτη, που είχε δει τις προοπτικές του οράματος του Τζακ και είχε κάνει τη δωρεά που χρηματοδοτούσε τις εξερευνήσεις τους σε όλο τον κόσμο. «Κλειδώσαμε στο στόχο», είπε ο Τζακ στην ενδοσυνεννόηση. «Φύγαμε». Ο Κώστας έδειξε στον ορίζοντα. «Εκκίνηση». Ο Τζακ χαμογέλασε. Έσπρωξε το κυκλικό χειριστήριο μπροστά για να χαμηλώσει πάλι τη μύτη και μετά ενεργοποίησε τον αυτόματο πιλότο. Καθώς ανέβαινε η ταχύτητα, κοίταξε στο πλάι της γέφυρας και είδε τον Σκοτ Μακάλιστερ, πρώην πλοίαρχο της καναδικής ακτοφυλακής και σημερινό κυβερνήτη του Θαλάσσιου Ιχνηλάτη II. Δίπλα του στεκόταν μια ψηλή λεπτή κοπέλα με μακριά καστανά μαλλιά που ανέμιζαν. Σκίαζε τα μάτια της από τον ήλιο και τους κουνούσε το χέρι. «Η Ρεβέκκα δείχνει να τα πηγαίνει καλά», είπε ο Κώστας. «Είναι η πρώτη της αποστολή και δεν μπορώ να το πιστέψω πόσο καλά έχει προσαρμοστεί», απάντησε ο Τζακ. «Σχεδόν κάνει κουμάντο πια. Πολύ εντυπωσιακό για ένα κορίτσι δεκάξι χρόνων». «Πρέπει να το έχει στο αίμα της, Τζακ». Έβλεπαν τον ύφαλο τώρα, το σκούρο μπλε της αβύσσου να αναλύεται σε αποχρώσεις του τιρκουάζ, ώσπου φάνηκαν οι κοραλλιογενείς όγκοι στην κορυφή της υποβρύχιας πλαγιάς, με μερικούς από αυτούς να ξεπροβάλλουν σχεδόν από την επιφάνεια του νερού. Πέρασαν πάνω από δύο μικρά βαθυσκάφη, τις κυματιστές κίτρινες μορφές δύο Άκουαποντ, που ετοιμάζονταν να καταδοθούν στο νεκροταφείο των αρχαίων ναυαγίων στα πενήντα μέτρα βάθος. Μέσα σε μερικές ώρες, τα Άκουαποντ θα είχαν ολοκληρώσει μια πλήρη φωτογραφική επισκόπηση και χαρτογραφική αποτύπωση της περιοχής με λέιζερ, κάτι που στην αρχή της καριέρας του Τζακ θα απαιτούσε εβδομάδες καταδύσεων και κοπιαστικών μετρήσεων με το χέρι. Όταν ολοκλήρωσαν την κατάδυσή τους και επέστρεψαν στον Θαλάσσιο Ιχνηλάτη II, έκανε αμέσως μια εντατική τηλεδιάσκεψη με τις αιγυπτιακές αρχές αρχαιοτήτων, το αιγυπτιακό ναυτικό και το προσωπικό του Αρχαιολογικού Ινστιτούτου του φίλου του, Μορίς Χιμπερμάγερ, στην Αλεξάνδρεια. Ο Θαλάσσιος Ιχνηλάτης II είχε ανειλημμένες υποχρεώσεις για ένα ταξίδι στον Ειρηνικό, γι’ αυτό θα αναλάμβανε την ανασκαφή ένα άλλο

σκάφος του ΔΠΩ. Μια φρεγάτα του αιγυπτιακού ναυτικού θα ήταν παρούσα σε εκείνο το σημείο, σε όλη τη διάρκεια της έρευνας. Η ανασκαφή θα ολοκλήρωνε μια εντυπωσιακή σειρά ερευνών αρχαίων ναυαγίων από το ΔΠΩ τα τελευταία χρόνια: Ένα μινωικό ναυάγιο της Εποχής του Ορείχαλκου στο Αιγαίο, το ναυάγιο του Αποστόλου Παύλου έξω από τη Σικελία και τώρα αυτό το εύρημα. Ο Τζακ είχε την ελπίδα να γυρίσει έγκαιρα για να μπορέσει να δουλέψει κι αυτός στην ανασκαφή, αλλά για την ώρα ήταν ενθουσιασμένος μόνο και μόνο επειδή έβαλε τους τροχούς σε κίνηση. Χαλάρωσε στο κάθισμά του, εκπνέοντας το άζωτο από το αίμα του και νιώθοντας το σώμα του να ξαναβρίσκει τις δυνάμεις του μετά την εξαντλητική κατάδυση. Ήταν κουρασμένος αλλά και πολύ χαρούμενος. Ανυπομονούσε να φτάσουν στον προορισμό τους για να ανακαλύψει τι είχε να του δείξει ο Χιμπερμάγερ στην ανασκαφή του στην αιγυπτιακή έρημο, κάτι για το οποίο τον πίεζε εδώ και μήνες. «Κοίτα εκείνο το νησί». Ο Κώστας έδειξε έναν γυμνό απόκρημνο βράχο στη θάλασσα από κάτω. Είχε γύρω στα δύο χιλιόμετρα μήκος και μια κορυφή μερικών εκατοντάδων μέτρων. Τα βράχια ήταν κατάλευκα κάτω από τον δυνατό ήλιο και η βλάστηση ελάχιστη. Έδειχνε αφιλόξενο περιβάλλον, σχεδόν έδινε την αίσθηση ότι δεν μπορούσε να συντηρήσει ζωή. «Αυτό εκεί είναι το Ζαμπαργκάντ, γνωστό και ως νησί του Αγίου Ιωάννη», είπε ο Τζακ. «Οι αρχαίοι Έλληνες το έλεγαν Τοπάζιο». «Βλέπω απορρίμματα παλιών μεταλλείων στην άκρη του βουνού», είπε ο Κώστας. «Ήταν η μοναδική αρχαία πηγή περίδοτου, ενός διάφανου πράσινου πολύτιμου λίθου που λέγεται και ολιβίνης», είπε ο Τζακ. «Αυτό το νησί είναι ο παράδεισος του ορυκτολόγου, μια επώθηση11 του φλοιού της γης. Οι Κινέζοι θεωρούσαν πολύτιμο το περίδοτο επειδή μοιάζει με το νεφρίτη, πέτρωμα που θεωρούσαν ιερό. Πίστευαν πως έχει θεραπευτικές ιδιότητες. Τα καλύτερα πετράδια κατέληγαν στα θησαυροφυλάκια των αυτοκρατόρων». «Το εξόρυσσαν κατάδικοι;» ρώτησε ο Κώστας. «Μάγος είσαι; Η χειρότερη απ’ όλες τις αποικίες καταδίκων», είπε ο Τζακ. «Για τους περισσότερους φυλακισμένους εδώ, αυτό ήταν το τέλος της γης». Ο Κώστας πήρε βαθιά ανάσα. «Μου θυμίζει το Αλκατράζ». «Η απόσταση για να κολυμπήσεις ως την ακτή εδώ είναι μεγαλύτερη απ’ 11 Ανοδική μετατόπιση μέρους του φλοιού της γης (ΣτΜ)

ό,τι στον κόλπο του Σαν Φρανσίσκο, και υπάρχουν κάμποσοι καρχαρίες παραπάνω». «Δραπέτευσε ποτέ κανείς;» «Πριν πάρεις απάντηση σε αυτό, κοίτα εδώ». Ο Τζακ έβαλε το χέρι στην μπροστινή τσέπη του κι έβγαλε έναν μικρό φάκελο. Τον έδωσε στον Κώστα. Αυτός άδειασε στην παλάμη του το μικρό αντικείμενο που υπήρχε μέσα. Ήταν το χρυσό νόμισμα που είχε πάρει ο Τζακ από τον πυθμένα στο ναυάγιο, γυαλιστερό και αψεγάδιαστο, λες κι ερχόταν ολόισια από το νομισματοκοπείο. «Τζακ...» «Το δανείστηκα. Ένα δείγμα. Έπρεπε να έχω κάτι για να δείξω στον Μορίς. Από τότε που ήμαστε παιδιά στο σχολείο, μου έλεγε ότι δεν υπάρχει τίποτα που να συγκρίνεται με τους θησαυρούς των αιγυπτιακών τάφων». «Ο δόκτωρ Τζακ Χάουαρντ, ο μεγαλύτερος θαλάσσιος αρχαιολόγος του κόσμου, λεηλατεί την ίδια του την ανασκαφή. Τι θα πουν οι αιγυπτιακές αρχές όταν τους το πω;» «Οι αρχές; Εννοείς τον καθηγητή Μορίς Χιμπερμάγερ, τον μεγαλύτερο εν ζωή αιγυπτιολόγο; Μάλλον θα μου ρίξει ένα βλέμμα οίκτου και θα μου δείξει μια μούμια σκεπασμένη από πολύτιμα πετράδια». «Νόμιζα ότι σ’ εσάς τους αρχαιολόγους αρέσουν μόνο τα σπασμένα κεραμικά». Ο Κώστας χαμογέλασε και κράτησε το νόμισμα προσεκτικά ανάμεσα στα δύο δάχτυλα. «Εντάξει- και γιατί μου το δείχνεις αυτό τώρα;» «Το πορτρέτο στην κύρια όψη είναι ο Οκταβιανός Αύγουστος, ο πρώτος Ρωμαίος αυτοκράτορας. Τώρα κοίτα από την άλλη». Ο Κώστας γύρισε το νόμισμα. Ο Τζακ είδε μια ασπίδα στη μέση και ένα λάβαρο δεξιά κι αριστερά. Το λάβαρο δεξιά είχε στην κορυφή μια σφαίρα, που σήμαινε τη ρωμαϊκή κυριαρχία στον κόσμο. Το αριστερό είχε τον aquila, τον ιερό αετό, που οι λεγεωνάριοι έδιναν τη ζωή τους για να τον προστατέψουν. Ήταν τα signa militaria, τα στρατιωτικά εμβλήματα των Ρωμαίων λεγεωνάριων. Ο Τζακ έδειξε την επιγραφή στο κέντρο. «Εντάξει. Και τώρα διάβασε τι λέει εδώ». Ο Κώστας μισόκλεισε τα μάτια. «Signis Receptis». «Αυτό σημαίνει “Τα Λάβαρα Επέστρεψαν”. Αυτό το νόμισμα ήταν μία από τις πολυτιμότερες εκδόσεις του Αυγούστου, γύρω στο 19 π.Χ., μόλις μερικά χρόνια αφού έγινε αυτοκράτορας. Ο Οκταβιανός Αύγουστος εδραίωσε την αυτοκρατορία μετά από δεκαετίες εμφυλίων πολέμων. Ο γιος του, ο Τιβέριος, μόλις είχε ολοκληρώσει μια συνθήκη ειρήνης με τους

Πάρθους, που εξουσίαζαν τη σημερινή περιοχή του Ιράν και του Ιράκ. Συμφώνησαν να του επιστρέφουν τα λάβαρα που είχαν πάρει όταν νίκησαν τις ρωμαϊκές λεγεώνες πριν από χρόνια. Ο Αύγουστος έδωσε σε αυτή την επιστροφή χροιά προσωπικού θριάμβου και περιέφερε τα λάβαρα θριαμβευτικά σε όλη τη Ρώμη. Ήταν μια τεράστια επιτυχία από πλευράς προπαγάνδας - αν και όταν έγινε αυτό, ήταν πια πολύ αργά για να βοηθήσουν τους άντρες που είχαν πολεμήσει κάτω από αυτά τα λάβαρα και είχαν την ατυχία να μη σκοτωθούν στο πεδίο της μάχης». «Τι σχέση έχει αυτό με τους κατάδικους που συζητούσαμε;» «Γύρνα πίσω, στο 53 π.Χ. Η Ρώμη είναι ακόμη δημοκρατία και κυβερνιέται από την τριανδρία Ιούλιου Καίσαρα, Πομπήιου και Κράσσου. Τα πράγματα έχουν αρχίσει ήδη να καταρρέουν, με προσωπικές αντιζηλίες και φιλοδοξίες που θα οδηγούσαν σε εμφύλιο πόλεμο. Το στρατιωτικό γόητρο είναι πολύ σημαντικό. Ο Πομπήιος έχει το δικό του γιατί καθάρισε τη θάλασσα από τους πειρατές. Ο Ιούλιος Καίσαρας αποκτά επίσης το δικό του κάνοντας εκστρατεία στη Γαλατία. Ο Κράσσος είναι ο μόνος που έχει απομείνει. Αποφασίζει να δοξαστεί στην Ανατολή, αναζητώντας χρυσάφι. Η διαφορά ήταν ότι ο Πομπήιος και ο Καίσαρας ήταν έμπειροι στρατηγοί. Ο Κράσσος δεν ήταν παρά τραπεζίτης». «Νομίζω ότι μπορώ να μαντέψω τι έγινε». «Εκείνο που έγινε ήταν η Μάχη των Καρρών, κοντά στο σύγχρονο Χαράν στη νότια Τουρκία. Μία από τις πιο δεινές ήττες που υπέστη ποτέ ρωμαϊκός στρατός. Ο Κράσσος ήταν άχρηστος στρατηγός, αλλά οι λεγεώνες του πολεμούσαν για τη Ρώμη και για τη δική τους τιμή. Πολέμησαν σκληρά, αλλά τους κατατρόπωσε το παρθικό ιππικό. Τουλάχιστον είκοσι χιλιάδες εξολοθρεύτηκαν και οι τραυματίες εκτελέστηκαν όλοι. Ο Κράσσος σκοτώθηκε, αλλά οι Πάρθοι έντυσαν έναν Ρωμαίο στρατιώτη στη θέση του και τον ανάγκασαν να πιει λιωμένο χρυσάφι». «Ταιριαστό τέλος για τραπεζίτη». «Τουλάχιστον δέκα χιλιάδες Ρωμαίοι στρατιώτες αιχμαλωτίστηκαν. Εκείνοι που δεν εκτελέστηκαν στάλθηκαν στο Μερβ, πόλη των Πάρθων, και κατά πάσα πιθανότητα χρησιμοποιήθηκαν ως δούλοι για την κατασκευή των τειχών της πόλης. Αυτή είναι η σύνδεση. Ορυχεία, λατομεία, δουλική εργασία. Αυτή ήταν η μοίρα των αιχμαλώτων πολέμου στην αρχαιότητα. Το Μερβ δεν ήταν αποκομμένο από τη θάλασσα όπως το Νησί του Αγίου Ιωάννη, αλλά βρισκόταν στη μέση μιας ερήμου στο σημερινό Τουρκμενιστάν. Εκείνη την εποχή, σχεδόν κανείς δεν ήξερε τι βρίσκεται πέρα από τις εκτάσεις που είχε κατακτήσει ο Μέγας Αλέξανδρος

τον τέταρτο αιώνα π.Χ., πιο πέρα από τον Ινδό ποταμό και το Αφγανιστάν». Ο Τζακ άνοιξε την οθόνη του κομπιούτερ ανάμεσα στα δύο καθίσματα και άρχισε να χειρίζεται το ποντίκι ώσπου εμφανίστηκε μια εικόνα. Έδειχνε ένα φλογισμένο τοπίο με ερείπια και σκονισμένα μονοπάτια, και γύρω του ένα γκρεμισμένο οχυρό που σε μερικά σημεία είχε ισοπεδωθεί και θύμιζε περισσότερο λοφίσκο. «Αυτό είναι ό,τι έχει απομείνει από το Μερβ», είπε. «Αυτά είναι τα τείχη της αρχαίας Μαργιάνας. Έτσι λεγόταν η πόλη την εποχή των Πάρθων». «Τα τείχη δείχνουν χωμάτινα, όχι πέτρινα». «Ήταν φτιαγμένα από λασπότουβλα, σε επάλληλες στρώσεις. Έχτιζαν ένα καινούριο τείχος επάνω στα διαβρωμένα υπολείμματα του προηγούμενου. Όμως σε κάποιο σημείο μπορεί να έγινε κάποιο αποτυχημένο πείραμα με κονίαμα. Βρήκαμε ένα τμήμα που αποκαλύφθηκε πρόσφατα, όπου είχε καταρρεύσει ένα τμήμα του τείχους και ήταν γεμάτο από μια υπόλευκη ουσία σαν σκόνη. Σχεδόν σαν τσιμέντο που δεν έδεσε σωστά». «Πότε είχες πάει εκεί;» «Στο Συνέδριο της Υπερωξιανής12 τον Απρίλιο», είπε ο Τζακ. «Ώξος ήταν το αρχαίο όνομα του μεγάλου ποταμού που διασχίζει την περιοχή, από το Αφγανιστάν προς τη Λίμνη Αράλη. Οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι το θεωρούσαν το όριο του κόσμου τους. Το συνέδριο εξέταζε τις επαφές ανάμεσα στη Δύση και την Κεντρική Ασία». «Εννοείς το Δρόμο του Μεταξιού;» «Ναι. Ήταν η εποχή που οι Κινέζοι και οι Κεντρασιάτες έμποροι εμφανίστηκαν για πρώτη φορά σε μέρη όπως το Μερβ, λίγο μετά το πέρασμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου από την περιοχή». Ο Κώστας παρατήρησε την εικόνα στην οθόνη. «Μια στιγμή! Ποια είναι αυτή; Τη γνωρίζω». «Την έβαλα στο πλάνο για να φαίνεται η κλίμακα». «Τζακ! Αυτή είναι η Κάτια!» «Ήταν από τους προέδρους του συνεδρίου. Το θέμα εμπίπτει στον τομέα της. Μελετούσε τις αρχαίες επιγραφές κατά μήκος του Δρόμου του Μεταξιού. Αυτή με κάλεσε. Δεν είχαμε καταδύσεις τον Απρίλιο, κι έτσι δεν μπορούσα να πω όχι». «Βρε βρε βρε... Ώστε βλέπεις την Κάτια πάλι. Περί αυτού πρόκειται τελικά, ε; Ο Τζακ Χάουαρντ, υποβρύχιος αρχαιολόγος, να μπουκώνεται ένα 12 Η περιοχή πέρα από τον ποταμό Ώξο. Αρχαία ονομασία της περιοχής που σήμερα καλύπτεται από το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν και το νότιο Καζακστάν. (ΣτΜ)

σωρό σκόνη στη μέση της ερήμου. Τουρκμενιστάν, ε; Δεν νομίζω να μπορείς να βρεις πιο μακρινό μέρος από ένα ναυάγιο». «Απλώς διατηρώ επαφή με παλιούς συναδέλφους». Ο Τζακ χαμογέλασε πλατιά κι έκλεισε την οθόνη. Ο Κώστας γρύλισε. «Τέλος πάντων. Αυτοί οι Ρωμαίοι αιχμάλωτοι πολέμου. Σε ρώτησα αν απέδρασε ποτέ κανείς από δαύτους». «Από το Νησί του Αγίου Ιωάννη, αμφιβάλλω. Από το Μερβ είναι άλλο θέμα. Είναι πολύ δύσκολο να είχαν επιζήσει λεγεωνάριοι του Κράσσου την εποχή που έφερε πίσω τα λάβαρα ο Αύγουστος, πάνω από τριάντα χρόνια μετά τη μάχη. Όμως υπήρχαν σχετικές φήμες στη Ρώμη για αρκετές γενιές μετά». «Τι σόι φήμες;» «Από αυτές που ακούς αλλά δεν μπορείς ποτέ να βρεις την πηγή τους. Φήμες για μια ομάδα αιχμαλώτων που δραπέτευσε. Λεγεωνάριοι που είχαν πιαστεί στις Κάρρες. Δραπέτες που δεν πήγαν δυτικά, για να επιστρέψουν στον κόσμο που τους είχε ξεχάσει, αλλά ανατολικά». «Και το πιστεύεις αυτό;» «Αν επέζησαν μετά από τόσα χρόνια μόχθου στην πρωτεύουσα των Πάρθων, πρέπει να ήταν σκληροτράχηλοι. Και ήταν Ρωμαίοι λεγεωνάριοι. Ήξεραν να κάνουν πορεία». «Ας το δούμε. Πήγαν ανατολικά, λες. Δηλαδή στο Αφγανιστάν, στην Κεντρική Ασία;» «Μερικές από τις φήμες έρχονται από πολύ πιο ανατολικά. Από τα πανάρχαια αρχεία των Κινέζων αυτοκρατόρων. Όμως αυτό είναι ένα θέμα που πρέπει να περιμένει. Φτάνουμε». Ο Τζακ έδειξε μπροστά μια μεγάλη γλώσσα γης που προεξείχε μέσα στην Ερυθρά Θάλασσα. «Αυτό είναι το Ρας Μπανάς. Έχει σχήμα κεφαλιού ελέφαντα. Σκέφτηκα ότι θα σου άρεσε αυτό». «Και βέβαια», μουρμούρισε ο Κώστας. «Η ελεφαντηγός μου. Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα έβρισκα αρχαίους ελέφαντες μέσα στη θάλασσα». «Όταν κάνεις καταδύσεις μαζί μου, όλα είναι πιθανά». «Μόνο αν παρέχω εγώ την τεχνολογία». «Ναι, αυτό πρέπει να σου το αναγνωρίσω». Ο Τζακ χαμήλωσε το κοινό χειριστήριο και το ελικόπτερο άρχισε να κατεβαίνει. «Βλέπω την ανασκαφή από δω. Ναι, βλέπω ακόμη και τον Μορίς. Αυτά τα σορτς που φοράει είναι σαν παντιέρα για σήματα. Θα το προσγειώσω σε ένα πετρώδες σημείο μόλις περάσουμε την ακτή, για να μη

σηκώσω αμμοθύελλα. Κρατήσου». Όταν βγήκαν από το ελικόπτερο αντίκρισαν μπροστά τους μια εικόνα ερήμωσης: τεράστιες εκτάσεις γης ψημένες από τον ήλιο, με τη θάλασσα να αστράφτει από πίσω. Παρά τις προσπάθειες του Τζακ, είχαν σηκώσει έναν ανεμοστρόβιλο άμμου με την προσγείωση και τώρα έβλεπαν τα πάντα μέσα από ένα πέπλο κόκκινης σκόνης, λες κι ο ίδιος ο αέρας είχε πυρακτωθεί από τη ζέστη. Προς τη στεριά στα δυτικά, ο Τζακ μόλις διέκρινε μια σειρά από χαμηλά βουνά που σηματοδοτούσαν τα άκρα της παραλιακής ερήμου στο δρόμο προς τον Νείλο. Στα ανατολικά, η κακοτράχαλη χερσόνησος του Ρας Μπανάς εισχωρούσε καμπυλώνοντας στη θάλασσα. Φωλιασμένες στην κεφαλή του κόλπου, μερικές εκατοντάδες μέτρα μακριά, ήταν οι ετοιμόρροπες καλύβες του αιγυπτιακού τελωνείου, και πιο πέρα μια ρηχή λιμνοθάλασσα γύρω στο ένα χιλιόμετρο πλάτος, που περικλειόταν από ένα λεπτό αμμώδες ανάχωμα από την πλευρά της θάλασσας. Ήταν ένα μέρος στα απώτατα άκρα της ανθρώπινης ύπαρξης, τσουρουφλισμένο από την αφόρητη ζέστη του αιγυπτιακού ήλιου. Ο Κώστας στεκόταν δίπλα στον Τζακ φορώντας ψάθινο καπέλο και κραυγαλέα γυαλιά-μάσκα ηλίου με χοντρό σκελετό ολόγυρα. Σκούπισε τη σκόνη και τον ιδρώτα από το μέτωπό του κι έδειξε μέσα στη σκόνη. «Έρχεται». Μια εύσωμη φιγούρα κατέβαινε τον μικρό λόφο δίπλα τους, με το χέρι ήδη απλωμένο. Ήταν πιο κοντός από τον Τζακ, λίγο ψηλότερος από τον Κώστα, αλλά ενώ ο Κώστας είχε τον βαρελίσιο θώρακα και την ευρωστία της ελληνικής νησιώτικης καταγωγής του, ο Χιμπερμάγερ δεν είχε καταφέρει να αποτινάξει ποτέ από πάνω του την αίσθηση ότι όλη του η ύπαρξη περιστρεφόταν γύρω από τα γερμανικά λουκάνικα και το λάχανο τουρσί. Όμως ο Τζακ ήξερε πως αυτό ήταν μια ψευδαίσθηση, γιατί ο Χιμπερμάγερ ήταν αεικίνητος και είχε την ενεργητικότητα μικρού στρατού. «Βλέπω ότι φοράει ακόμη τα σορτς κρεμασμένα», μουρμούρισε ο Κώστας. «Μην πεις τίποτα. Μην ξεχνάς ότι εγώ του τα χάρισα αυτά τα σορτς. Είναι ένα ιερό μέρος της αρχαιολογικής κληρονομιάς μας. Μια μέρα θα εκτίθενται στο Ινστιτούτο Σμιθσόνιαν».Έριξε μια ματιά στο φαρδύ σορτς του Κώστα και στο ζωηρόχρωμο πουκάμισο. «Εξάλλου, δεν είσαι σε θέση να μιλάς, Χαβάη Πέντε-Μηδέν!» «Απλώς ετοιμάζομαι», σχολίασε ο Κώστας. «Για το μέρος όπου θα πάμε. Στον Ειρηνικό. Το θυμάσαι; Θα κάνουμε διακοπές. Σκέφτηκα να

προετοιμαστώ από τώρα». «Ναι... Ξέρεις, σχετικά με αυτό...» Ο Τζακ ξερόβηξε καθώς ο Χιμπερμάγερ πλησίασε και του έσφιξε εγκάρδια το χέρι, και μετά έδωσε χειραψία στον Κώστα. «Ελάτε», είπε και συνέχισε να κατεβαίνει το λόφο χωρίς στην ουσία να σταματήσει. «Δεν του αρέσει το κουβεντολόι, βλέπω», είπε ο Κώστας, πίνοντας νερό από ένα μπουκάλι. «Ήθελε να μου δείξει αυτό το μέρος εδώ και μήνες», είπε ο Τζακ. Έριξε στον ώμο τον ξεθωριασμένο χακί σάκο και ακολούθησε τον Χιμπερμάγερ. «Κι εγώ ανυπομονώ». «Εντάξει, εντάξει». Ο Κώστας έριξε το μπουκάλι μέσα στο ελικόπτερο και ακολούθησε τους δύο άλλους στην κατηφορική πλαγιά. Τους πρόλαβε γύρω στα πενήντα μέτρα από τη θάλασσα. Ο Χιμπερμάγερ έβγαλε τα μικρά στρογγυλά γυαλιά του, τα σκούπισε και μετά άνοιξε διαχυτικά τα χέρια. «Καλώς ήρθατε στην αρχαία Βερενίκη, το θέρετρο στην άκρη του σύμπαντος!» Έδειξε πάνω στην πλαγιά προς τη στεριά. «Εκεί πάνω είναι ο Ναός του Σέραπι. Εδώ κάτω είναι ο decumanus, ο κύριος δρόμος της πόλης με ανατολική-δυτική κατεύθυνση. Η πόλη ιδρύθηκε από τον Πτολεμαίο Β', το γιο του στρατηγού του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που κυβέρνησε την Αίγυπτο τον τρίτο αιώνα π.Χ. και ονόμασε την πόλη Βερενίκη από τη μητέρα του. Άκμασε κυρίως υπό τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Αύγουστο και στη συνέχεια έπεσε σε παρακμή». «Και πού είναι το αμφιθέατρο;» Ο Κώστας κοίταξε γύρω του. «Δεν βλέπω τίποτα». «Κοίτα κάτω». Ο Κώστας κλότσησε το έδαφος. «Εντάξει, κάτι θραύσματα αγγείων». «Τώρα, έλα δω». Ακολούθησαν τον Χιμπερμάγερ μερικά μέτρα πιο κάτω, προς την ακτή. Τους είχε οδηγήσει στην άκρη ενός σκάμματος σαν μεγάλη πισίνα. Ήταν λες κι είχαν γδάρει το έδαφος. Είδαν τραχείς τοίχους από κοράλλι και ψαμμίτη, που σχημάτιζαν μικρά δωμάτια και δρόμους. Ήταν τα θεμέλια μιας αρχαίας πόλης, όχι μιας άψογα χωροθετημένης ρωμαϊκής πόλης όπως η Πομπηία ή η Ηράκλεια, αλλά ενός μέρους χωρίς αρχιτεκτονικές φιλοδοξίες, όπου οι τοίχοι και τα δωμάτια είχαν προστεθεί «οργανικά», όπως και όταν χρειαζόταν. Ο Χιμπερμάγερ πήδησε με απρόσμενη ευκινησία πάνω σε μια σανιδόσκαλα που ήταν απλωμένη κατά μήκος του σκάμματος. Πήγε στην απέναντι πλευρά και τράβηξε έναν μεγάλο μουσαμά. Μετά, έκανε μια θριαμβευτική χειρονομία. «Ορίστε, Τζακ. Σκέφτηκα ότι θα σου άρεσε αυτό».

Ήταν μια σειρά από ρωμαϊκούς αμφορείς, ακριβώς σαν εκείνους που είχαν δει στο ναυάγιο το πρωί, μόνο που αυτοί ήταν φθαρμένοι και πολλοί είχαν σπασμένα στόμια. «Όλοι ξαναχρησιμοποιημένοι, όπως βλέπεις», είπε ο Χιμπερμάγερ. «Υποψιάζομαι ότι αυτοί έφτασαν μέχρι την Ινδία γεμάτοι με κρασί και μετά επέστρεψαν άδειοι και ξαναχρησιμοποιήθηκαν ως δοχεία νερού. Το νερό είναι πολύτιμο αγαθό εδώ. Η κοντινότερη πηγή είναι στους πρόποδες των βουνών, χιλιόμετρα μακριά. Δεν έχουμε καν ηλεκτρισμό. Χρησιμοποιούμε ηλιακούς συσσωρευτές για τους υπολογιστές μας. Και είμαστε αναγκασμένοι να φέρνουμε τα τρόφιμα από την κοιλάδα του Νείλου, όπως ακριβώς έκαναν στην αρχαία εποχή. Σε κάνει πραγματικά να νιώθεις το παρελθόν». «Ακούγεται σαν αποικία στο φεγγάρι», μουρμούρισε ο Κώστας. Ο Χιμπερμάγερ έβαλε το μουσαμά στη θέση του και τράβηξε έναν άλλο δίπλα του, αποκαλύπτοντας μια στοίβα σκούρες πέτρες στο μέγεθος μπάλας ποδοσφαίρου. «Έρμα», είπε. «Είναι βασάλτης, ηφαιστειογενής. Δεν έχει καμία σχέση με αυτή την περιοχή». «Έρμα», επανέλαβε ο Κώστας. «Γιατί;» «Ένα πλοίο που έφευγε από δω φορτωμένο με χρυσό και κρασί θα ταξίδευε μια χαρά. Όταν γύριζε όμως φορτωμένο με κόκκους πιπέρι, θα αναπηδούσε στα κύματα σαν φελλός. Χρειάζονταν έρμα. Αυτή η πέτρα έχει βγει από τη νότια Ινδία». «Μορίς», είπε ο Τζακ, και τον χτύπησε στην πλάτη. «Να δεις που σιγάσιγά θα σε κάνουμε ναυτικό αρχαιολόγο». «Ινδία», είπε ο Κώστας. «Μπορεί κάποιος να με διαφωτίσει, παρακαλώ;» Ο Τζακ γύρισε προς το μέρος του. «Εδώ και χιλιετίες, οι αρχαίοι Αιγύπτιοι έπαιρναν αγαθά από τόπους πέρα από την Ερυθρά Θάλασσα, πάντα όμως με τη μεσολάβηση μεσαζόντων. Μετά όμως, λίγο καιρό αφότου ο Αλέξανδρος κατέκτησε την Αίγυπτο και εμφανίστηκαν οι πρώτο Έλληνες έμποροι σε αυτή την ακτή, κάποιος έμαθε στους Αιγύπτιους και τους Έλληνες πώς να διασχίζουν τον Ινδικό Ωκεανό χρησιμοποιώντας τους μουσώνες. Έφευγαν από την Αίγυπτο με τον βορειοανατολικό μουσώνα και γύριζαν με τον νοτιοδυτικό, κάνοντας έτσι ένα ταξίδι αλέρετούρ στο χρόνο. Ήταν επικίνδυνο και τρομακτικό, αλλά οι άνεμοι ήταν προβλέψιμοι όπως και οι εποχές. Έτσι, άρχισε μια εκπληκτική εποχή θαλάσσιων ανακαλύψεων. Οι πρώτοι Έλληνες έμποροι έφτασαν στην Ινδία λίγο μετά την ίδρυση της Βερενίκης. Αφού οι Ρωμαίοι κατέλαβαν την Αίγυπτο το 31 π.Χ., όλα επιταχύνθηκαν. Όταν ήταν αυτοκράτορας ο Αύγουστος, έφευγαν μέχρι και τριακόσια πλοία το χρόνο από δω. Ήταν μεγάλες επενδύσεις με

μεγάλους κινδύνους, ακριβώς όπως έγινε με τους Ευρωπαίους και τις Ανατολικές Ινδίες ύστερα από χίλια πεντακόσια χρόνια. Έκαναν εξαγωγή σε χρυσό, ασήμι, κρασί, και εισαγωγή πολύτιμους λίθους, μπαχαρικά, πιπέρι». «Και όχι μόνο αυτό», είπε ο Χιμπερμάγερ. Βγήκε από το σκάμμα και σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του. «Ώρα γι’ αυτό που ήθελα πραγματικά να δεις. Ακολούθησε με ως επάνω στο λόφο». Μια ριπή καυτού ανέμου τους έτσουξε τα μάτια. Ο Κώστας γύρισε την πλάτη και μετά ανέβηκε πίσω από τους άλλους. «Μιλούσαμε για τη Μάχη των Καρρών και τις χαμένες λεγεώνες του Κράσσου», είπε ο Τζακ. «Είμαι πάντα πρόθυμος να ακούσω για μια ρωμαϊκή ήττα», παρατήρησε ο Χιμπερμάγερ χαμογελώντας. «Έλα τώρα! Οι Ρωμαίοι δεν κυβέρνησαν τόσο άσχημα την Αίγυπτο. Αν δεν ήταν αυτοί, δεν θα ήσουν κι εσύ εδώ, να λιάζεσαι δίπλα στην Ερυθρά Θάλασσα. Αυτή εδώ ουσιαστικά είναι ρωμαϊκή πόλη». «Θα προτιμούσα να είμαι στην Κοιλάδα των Βασιλέων», είπε περιφρονητικά ο Χιμπερμάγερ. «Η συζήτηση με τον Κώστα για τις Κάρρες μου θύμισε και μια άλλη ρωμαϊκή ήττα», είπε ο Τζακ. «Μια ήττα που δεν ξέχασαν ποτέ οι αυτοκράτορες. Τις χαμένες λεγεώνες του Βάρου, που ηττήθηκε το 9 μ.Χ. στον Τευτοβούργιο Δρυμό». Ο Χιμπερμάγερ σταμάτησε απότομα. «Αυτή ήταν η πρώτη μου πραγματική επαφή με την αρχαιολογία, όταν ήμουν μικρός. Έψαχνα για αντικείμενα στο πεδίο αυτής της μάχης. Η οικογένειά μου είχε ένα σπίτι εκεί κοντά, έξω από το Όσναμπρουκ, στην Κάτω Σαξονία». Ο Τζακ σκίασε τα μάτια του και κοίταξε τον Κώστα. «Οι Ρωμαίοι είχαν εισβάλει στη Γερμανία. Ηταν εκείνες οι ένδοξες ημέρες του Οκταβιανού Αυγούστου. Οι δυνατότητες έδειχναν απεριόριστες. Και μετά, όλα πήγαν στραβά. Ο Βάρος ήταν άπειρος, όπως και ο Κράσσος, και οδήγησε τρεις λεγεώνες σε άγνωστη περιοχή. Οι Γερμανοί τους έστησαν ενέδρα και τους εξολόθρευσαν, τουλάχιστον είκοσι χιλιάδες άντρες». «Πού θέλεις να καταλήξεις;» ρώτησε ο Χιμπερμάγερ, ανεβαίνοντας αργά την πλαγιά. «Στην παρακμή της Βερενίκης, μετά τον Οκταβιανό Αύγουστο. Είναι παράξενο- στο αποκορύφωμα της αυτοκρατορίας, όταν η ρωμαϊκή οικονομία βρισκόταν σε άνθηση. Το αντίστοιχο θα ήταν αν η βρετανική κυβέρνηση αποσυρόταν ξαφνικά από τη συνεργασία της με την Εταιρεία

Ανατολικών Ινδιών στα τέλη του δέκατου όγδοου αιώνα, όταν δημιουργούνταν οι μεγαλύτερες περιουσίες». «Η ήττα σταμάτησε τους Ρωμαίους», είπε ο Χιμπερμάγερ. «Ο Ρήνος έγινε το σύνορο της Ρώμης. Ο Αύγουστος κόντεψε να τρελαθεί μ’ εκείνες τις χαμένες λεγεώνες». Ο Τζακ κατένευσε. «Αναρωτιέμαι μήπως ο Αύγουστος το ξανασκέφτηκε. Κοίταξε ανατολικά, στην Αραβία, την Ινδία, σε μακρινά μέρη όπου όλα ήταν ώριμα για μια κατάκτηση. Κοίταξε και είπε όχι. Η αυτοκρατορία ήταν ήδη αρκετά μεγάλη. Δεν είχαν τα περιθώρια για μια νέα ήττα. Και ο κίνδυνος εδώ, το κόστος της αποτυχίας, ήταν τεράστιο». «Και όχι μόνο από στρατιωτική άποψη», είπε ο Κώστας. «Δηλαδή;» «Μιλάμε για τεράστιες περιουσίες· έτσι δεν είναι; Πλοία φορτωμένα με χρυσό και ασήμι. Αυτό σημαίνει ότι συμμετείχαν μόνο οι πλουσιότεροι επενδυτές, ανάμεσά τους και ο ίδιος ο αυτοκράτορας. Ποιες είναι οι πιθανότητες ναυαγίου σε ένα τέτοιο ταξίδι; Μία στις τρεις, μία στις τέσσερις; Ας πούμε ότι συμβαίνει ένα τέτοιο ναυάγιο και ο αυτοκράτορας χάνει ένα τεράστιο ποσό. Δικά του χρήματα. Μια επένδυση υψηλού κινδύνου που απέτυχε. Και μετά, εξολοθρεύονται κι εκείνες οι λεγεώνες. Αυτό ήταν η τελευταία σταγόνα. Έτσι, κόβει πλέον τα ταξίδια προς την Ινδία». Ο Τζακ σταμάτησε. «Αυτή είναι καταπληκτική ιδέα». «Σου την πουλάω για μια κρύα μπίρα», είπε ο Κώστας σκουπίζοντας το μέτωπό του. «Βρες μου ένα ναυάγιο γεμάτο φρεσκοκομμένα αυτοκρατορικά χρυσά νομίσματα και μπορεί να σε πιστέψω», είπε ο Χιμπερμάγερ συνεχίζοντας να ανεβαίνει σταθερά την πλαγιά μπροστά τους. Ο Κώστας κοίταξε ερωτηματικά τον Τζακ. Αυτός χαμογέλασε και ακολούθησε τον Χιμπερμάγερ. «Με την ευκαιρία, Μορίς, μιας και μιλάμε για ναυάγια, ευχαριστώ για την πληροφορία», είπε ο Τζακ δυνατά, προλαβαίνοντας τον Χιμπερμάγερ. «Τι πράγμα;» «Εκείνη η μετάφραση που μου έστειλες με το email. Από το αρχείο της Κόπτου. Για το αρχαίο ναυάγιο. Την ελεφαντηγό». «Α. Ναι». «Βρήκαμε μία». «Α. Ωραία». «Βρήκαμε μια ελεφαντηγό».

«Α. Ναι. Ωραία». Ο Χιμπερμάγερ σταμάτησε, αλλά ήταν φανερό ότι τον απασχολούσε κάποια άλλη σκέψη. Έκανε ένα βαθυστόχαστο καταφατικό νεύμα και συνέχισε να περπατάει. Μετά από μερικές στιγμές σταμάτησε ξαφνικά και κοίταξε τον Τζακ με ανοιχτό το στόμα. Ο Τζακ περιορίστηκε να ρίξει μια ματιά στον Κώστα, και οι δυο τους συνέχισαν να ανεβαίνουν την πλαγιά. Ο Χιμπερμάγερ τους ακολούθησε ώσπου έφτασαν στην άκρη ενός άλλου μεγάλου σκάμματος, όπου ξαφνικά τον απορρόφησε η σκηνή της έντονης δραστηριότητας μπροστά τους. Έκανε νεύμα σε μια ομάδα φοιτητών και Αιγύπτιων εργατών που δούλευαν κάτω από μια τέντα στη μια άκρη. Μια μελαψή Αιγύπτια πλησίασε γρήγορα και βγήκε από το σκάμμα μπροστά τους, με τα μαλλιά δεμένα πίσω, κάτω από ένα πλατύγυρο καπέλο. Μίλησε στον Χιμπερμάγερ στα γερμανικά. Αυτός της απάντησε με ένα νεύμα και μετά γύρισε στον Τζακ: «Θυμάσαι την Αϊσά; Δούλεψε μαζί μου στη νεκρόπολη του Φαγιούμ. Είναι επικεφαλής εκεί τώρα, αλλά την έφερα εδώ μόλις αρχίσαμε να βρίσκουμε αυτό που θα δείτε». «Συγχαρητήρια για το διδακτορικό σου». Ο Τζακ της έσφιξε εγκάρδια το χέρι. «Και για τη θέση της υποδιευθύντριας στο Ινστιτούτο στην Αλεξάνδρεια», συμπλήρωσε ο Κώστας. «Κάποιος έπρεπε να φροντίζει τον Μορίς». Ο Τζακ χαμογέλασε. Πριν από δύο χρόνια η Αϊσά ήταν η καλύτερη μεταπτυχιακή φοιτήτρια του Χιμπερμάγερ, μια προικισμένη αρχαιολόγος που είχε μεγαλύτερη υπομονή από τον Μορίς για τις λεπτομέρειες μιας ανασκαφής. Ήταν ικανή να περάσει ώρες αναλύοντας ένα κομμάτι περιτύλιξης από κάποια μούμια, εκεί που αυτός θα πελάγωνε γρήγορα. Δεν του φερόταν ποτέ δουλικά- αντίθετα, φρόντιζε να διατηρεί πάντα τον έλεγχο της κατάστασης, με κάποιο τακτ βέβαια. Με την παρουσία της δίπλα του, η Αϊσά αναδείκνυε τα επιτεύγματα του Χιμπερμάγερ και αυτός δεν γινόταν ποτέ πομπώδης μαζί της. Ο Τζακ τους φαντάστηκε μαζί για μια στιγμή, αλλά μετά απομάκρυνε τη σκέψη. Ήταν αδύνατον. Ο Μορίς δεν θα επέτρεπε ποτέ κάτι που θα του αποσπούσε την προσοχή από τη δουλειά του. «Πρέπει να σου λείπει η Νέα Υόρκη», είπε ο Κώστας. «Εγώ γυρίζω όποτε μπορώ». «Όταν τελείωσα το Κολούμπια, κράτησα το διαμέρισμα», είπε η Αϊσά. «Όταν κλείνει η ανασκαφή για τη σεζόν, γυρίζω στη Νέα Υόρκη με εκπαιδευτική άδεια. Σε αυτό το διαμέρισμα κανονίσαμε με τους κηδεμόνες

της Ρεβέκκας να γίνει η πρώτη της συνάντηση με τον Τζακ. Έμειναν εκεί μαζί την άνοιξη». «Ευχαριστώ και πάλι γι’ αυτό, Αϊσά», είπε ο Τζακ χαμογελώντας. «Ξέρεις ότι είναι μαζί μας στον Θαλάσσιο Ιχνηλάτη II;» «Φυσικά. Μου έστειλε email σήμερα το πρωί. Μου μεταφέρει τα φρικτά αστεία του φίλου σου σε ζωντανή αναμετάδοση». «Όταν γυρίσεις πίσω στο Κουίνς, χαιρέτα εκ μέρους μου τον κουρέα μου, τον Αντόνιο», είπε μελαγχολικά ο Κώστας. «Γωνία Δέκατης Τέταρτης και Εικοστής Δεύτερης. Μου έκοβε τα μαλλιά για μια δεκαετία. Όταν ήμουν στο σχολείο. Πέντε δολάρια το κούρεμα. Μου έκανε και το πρώτο μου ξύρισμα. Αυτός μου έμαθε όλα όσα ξέρω». «Φυσικά, Κώστα», είπε η Αϊσά χαμογελώντας. «Την επόμενη φορά θα κλείσω ραντεβού για ένα φορμάρισμα». «Δεν χρειάζεται ραντεβού. Πήγαινε έτσι». Ο Τζακ γέλασε, αλλά ο Χιμπερμάγερ χτύπησε εκνευρισμένος το πόδι του. Ο Τζακ πρόσεξε την ανυπόμονη έκφρασή του. «Εντάξει, Μορίς, τι τρέχει;» Ο Χιμπερμάγερ έκανε ένα νεύμα στην Αϊσά, που τους οδήγησε στην άκρη του σκάμματος. «Είναι μια ρωμαϊκή βίλα», είπε. «Ή ίσως θα έπρεπε να πω, κάτι που έμοιαζε με βίλα σε αυτό το μέρος. Ο ιδιοκτήτης χρησιμοποίησε τα καλύτερα διαθέσιμα υλικά και έκανε αρκετά έξοδα. Οι τοίχοι είναι φτιαγμένοι από πετρώματα απολιθωμένου κοραλλιού, που είναι το κύριο δομικό υλικό της περιοχής, αλλά είναι επικαλυμμένοι με πλάκες γύψου, που πρέπει να τις έφερε με καραβάνι από τον Νείλο. Οι μικροί κίονες είναι αιγυπτιακός γκρίζος γρανίτης, που εξορύσσεται στα βουνά δυτικά από δω. Εκείνο που είναι πραγματικά συναρπαστικό είναι ότι έχει γυαλισμένο ξύλινο πάτωμα, κάτι που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη ρωμαϊκή παράδοση. Το ξύλο είναι τικ, από τη νότια Ινδία. Είναι ξαναχρησιμοποιημένη ξυλεία πλοίου». «Και βλέπω και μερικές σύγχρονες ανέσεις», είπε ο Τζακ, δείχνοντας σε μια γωνία του σκάμματος όπου δούλευαν εργάτες. «Είναι δεξαμενή νερού, σκαμμένη στο βράχο και με εσωτερική επένδυση από αδιαπέραστο κονίαμα. Δίπλα της υπάρχει ένα ρωμαϊκό λουτρό σε οικονομική εκδοχή. Έχει φτιάξει επίσης frigidarium,13 με επένδυση από κεραμικούς σωλήνες για μόνωση, και ένα εξαιρετικά επινοητικό σύστημα για να διατηρεί το δωμάτιο υγρό». «Σίγουρα θα έμενε συνεχώς εκεί μέσα», γκρίνιαξε ο Κώστας 13 Λουτρό με κρύο νερό. (ΣτΜ)

σκουπίζοντας τον ιδρώτα από το πρόσωπό του. «Δεν ξέρω πώς μπορεί να αντέξει κανείς αυτή τη ζέστη». «Τον μισό χρόνο, η ζέστη δεν ήταν τόσο έντονη», είπε η Αϊσά. «Αυτό το μέρος ήταν ουσιαστικά εγκαταλειμμένο για μήνες ολόκληρους, από τότε που έφευγαν από δω τα πλοία για να προλάβουν τον βορειοανατολικό μουσώνα και μέχρι να γυρίσουν πίσω με τον νοτιοδυτικό. Νομίζω πως αυτός ο άνθρωπος ήταν έμπορος που ταξίδευε, και έμενε εδώ όσο ήταν στην πόλη. Πρέπει να είχε άλλο ένα σπίτι στην Ινδία». «Στην Ινδία!» απόρησε ο Κώστας. «Αϊσά, δείξ’ τους, σε παρακαλώ», είπε ο Χιμπερμάγερ. Ήταν φανερό ότι απολάμβανε τη στιγμή. Η Αϊσά τους οδήγησε κάτω από μια τέντα δίπλα στο σκάμμα. Πάνω σε ένα τραπέζι υπήρχαν δίσκοι γεμάτοι με ευρήματα, κυρίως θραύσματα κεραμικών. «Μερικά από αυτά είναι ινδικά, Ταμίλ», είπε, δίνοντας στον Τζακ ένα θραύσμα μέσα σε πλαστική σακούλα. «Αυτό έχει μια επιγραφή στα Ταμίλ πάνω, μάλλον τη λέξη Ραμάγια. Μπορεί να είναι το όνομα του ίδιου του εμπόρου, αλλά νομίζω πως είναι το όνομα της ρωμαϊκής κοινότητας στη νότια Ινδία, το όνομα που της έδωσαν οι ντόπιοι». «Νομίζεις ότι αυτός ο έμπορος ήταν Ινδός;» ρώτησε ο Κώστας. «Ή η γυναίκα του», απάντησε η Αϊσά. «Ρίξε μια ματιά σε αυτό». Έδειξε ένα κομμάτι ψαμμίτη γύρω στα τριάντα εκατοστά, φαγωμένο σχεδόν από τη διάβρωση. Στη μία επιφάνεια διακρινόταν ακόμη ένα σκάλισμα. Έδειχνε μια γυναίκα με τονισμένα χείλη και μεγάλο στήθος, σε μια κίνηση στροβίλου σαν να χόρευε, ανάμεσα σε κίονες με σπειροειδείς αυλακώσεις και διακοσμητικό επιστήλιο στην κορυφή. «Όταν τη βρήκαμε, ο Βρετανός βοηθός μου την ονόμασε Αφροδίτη της Βερενίκης», είπε η Αϊσά. «Τυπική δυτική νοοτροπία. Προσωπικά πιστεύω πως είναι Ινδή. Ο στροβιλισμός και η διακόσμηση παραπέμπουν σαφώς στη νότια Ινδία. Νομίζω ότι δεν είναι κλασική θεά, αλλά μια γιάκσι, ινδικό θηλυκό πνεύμα. Θα μπορούσες να το βρεις αυτό σε ένα σπήλαιο-ναό στο Ταμίλ Ναντού, το μακρινότερο σημείο που γνωρίζουμε ότι επισκέφθηκαν Ρωμαίοι μισθοφόροι στις ακτές της Ινδίας, στον Κόλπο της Βεγγάλης». «Και κοίτα εδώ». Ο Χιμπερμάγερ έδειξε ένα αεροστεγές κιβώτιο με θερμοστάτη. «Αυτό είναι μετάξι». «Μετάξι;» είπε ο Κώστας. «Εννοείς από την Κίνα;» «Έτσι νομίζουμε», απάντησε με έξαψη η Αϊσά. «Πιστεύουμε ότι αυτό δείχνει πως το μετάξι δεν έφτανε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μόνο μέσω της χερσαίας οδού από την Περσία. Έφτανε επίσης από τη θάλασσα, από

τα λιμάνια της Ινδίας. Και αυτό σημαίνει ότι οι έμποροι άφηναν το Δρόμο του Μεταξιού κάπου στην Κεντρική Ασία και κατέβαιναν νότια μέσω του Αφγανιστάν και κατόπιν του Ινδού και του Γάγγη, κι έφταναν στα λιμάνια όπου έβρισκαν εμπόρους σαν αυτόν εδώ. Και, ναι, Κώστα. Αυτό φέρνει την Κίνα ένα βήμα πιο κοντά στον ρωμαϊκό κόσμο». «Ίσως εκεί πήγαινε όλο το χρυσάφι», είπε ο Κώστας. «Όχι για πιπέρι, αλλά για μετάξι». «Άλλη μια καλή ιδέα», μουρμούρισε ο Τζακ. «Βρες ένα τέτοιο ναυάγιο και θα άξιζε τον κόπο να ανασύρεις το φορτίο», είπε ο Χιμπερμάγερ. «Ακόμη κι εγώ το δέχομαι αυτό. Βρες ένα αρχαίο σκάφος που έκανε εμπόριο με την Ινδία». «Νομίζω ότι μπορεί να σε προλάβαμε, παλιόφιλε», απάντησε ο Κώστας, κλοτσώντας μια πέτρα με ένα γρήγορο βλέμμα προς τον Τζακ. Όμως ο Χιμπερμάγερ απομακρύνθηκε προς την άλλη άκρη του σκάμματος, όπου σήκωσε μια αλουμινένια θήκη και την έφερε με προσοχή, λουσμένος τώρα στον ιδρώτα. Ο Κώστας σήκωσε την πέτρα που είχε κλοτσήσει και την κράτησε ψηλά. Ήταν πολύτιμος λίθος, άκοπος, με βαθύ μπλε χρώμα και χρυσά στίγματα. «Κοιτάξτε εδώ». Η Αϊσά κοίταξε και της ξέφυγε ένα επιφώνημα κατάπληξης. «Είναι λάπις λάζουλι! Μορίς, κοίτα! Ο Κώστας βρήκε ένα κομμάτι λάπις λάζουλι!» Ο Χιμπερμάγερ άφησε κάτω τη θήκη και πήρε την πέτρα από τον Κώστα. Σήκωσε τα γυαλιά του και την εξέτασε προσεκτικά ενώ τη γύριζε απ’ όλες τις πλευρές και τη σκούπιζε. «Θεέ μου!» μουρμούρισε. «Είναι της καλύτερης ποιότητας. Από το Αφγανιστάν. Αυτό είναι άλλο ένα κομμάτι του παζλ. Εμπορεύονταν και λάπις λάζουλι- άξιζε μια περιουσία». «Μήνες προσεκτικής ανασκαφής και δεν θα το είχατε βρει», είπε ο Κώστας κοιτάζοντας τον Χιμπερμάγερ εντελώς αγέλαστος. Τα μάτια του Χιμπερμάγερ στένεψαν. «Μπορώ να ρωτήσω πού το βρήκες αυτό;» Ο Κώστας έδειξε κάτω χαμογελώντας. «Πρέπει απλώς να ξέρεις πού να κοιτάξεις». Ο Χιμπερμάγερ ξεφύσηξε κι έβαλε προσεκτικά την πέτρα σε ένα δίσκο ευρημάτων. «Φαίνεται πως έχεις κολλήσει λίγη από την τύχη του Τζακ. Και τώρα, ο πραγματικός θησαυρός». «Υπάρχουν κι άλλα;» ρώτησε ο Τζακ. Ο Χιμπερμάγερ χτύπησε τη θήκη. «Περίμενα να έρθει ο Θαλάσσιος Ιχνηλάτης II. Χρειαζόμαστε πλήρες εργαστήριο, υπέρυθρες ακτίνες,

\ πολυφασματικές εικόνες. Χρειαζόμαστε ένα μέρος για να τα εξετάσουμε αυτά- όχι εδώ, σε αυτόν το φούρνο», είπε σκουπίζοντας το πρόσωπό του. «Τελειώσαμε εδώ για τη σεζόν. Έχει ανεβεί πολύ η θερμοκρασία. Ο Αιγύπτιος επιστάτης θα κλείσει την ανασκαφή. Η Αϊσά κι εγώ έχουμε αποχαιρετήσει ήδη την ομάδα κι έχουμε μαζέψει τα πράγματά μας». «Με άλλα λόγια, θέλετε να έρθετε τώρα;» ρώτησε ο Τζακ. «Ναι. Έχετε δύο ελεύθερες καμπίνες- έτσι δεν είναι;» «Φυσικά. Θα ειδοποιήσω τον καπετάνιο. Μπορείτε να έρθετε μαζί μας για μια κρουαζιέρα στον Ινδικό Ωκεανό». Ο Κώστας κοίταξε με αμφιβολία τον Χιμπερμάγερ. «Σε πειράζει η θάλασσα; Μπορεί να πέσουμε πάνω στο μουσώνα». «Εμένα δεν με πειράζει καθόλου». Ο Χιμπερμάγερ κοίταξε με νόημα τον Τζακ. «Ανησυχώ γι’ αυτόν, όμως». «Αυτό έχει χρόνια να συμβεί», είπε θιγμένος ο Τζακ. «Από τότε που ήμαστε μικρά παιδιά, Μορίς. Και ήμαστε σε ένα σκάφος με πανί, που το είχες φτιάξει εσύ. Και μάλιστα δεν ήταν της προκοπής». Η Αϊσά κοίταζε με διάπλατα μάτια τον Τζακ με μια υποψία χαμόγελου στα χείλη της. «Ακούω καλά; Ο διάσημος Τζακ Χάουαρντ παθαίνει ναυτία;» «Ναι», απάντησε ο Κώστας. «Το λέει σύνδρομο του Νέλσονα. Από το Λόρδο Νέλσονα, τον μεγαλύτερο ναύαρχο της Αγγλίας. Ξερνοβολούσε κάθε φορά που έβγαινε στ’ ανοιχτά». «Δεν παθαίνω ναυτία», είπε ο Τζακ. «Απλώς ταυτίζομαι με τους ήρωές μου». «Αυτό είναι καλό», είπε ο Χιμπερμάγερ. «Γιατί με αυτό που έχουμε στη θήκη δεν θα έχεις πολύ χρόνο να κοιτάζεις στον ορίζοντα. Θα μας πας όντως στο Αρικαμεντού;» «Πού;» Ο Κώστας κοίταξε καχύποπτα τον Τζακ. «Έχεις εκείνο το ύφος πάλι». Ο Τζακ ξερόβηξε. «Είναι ένα μέρος στη νοτιοανατολική Ινδία όπου πήγαιναν Ρωμαίοι που έφευγαν από δω. Εκπληκτικός αρχαιολογικός χώρος. Η Αρχαιολογική Υπηρεσία της Ινδίας προγραμματίζει μια νέα ανασκαφή. Είμαι επίσημος σύμβουλος της υποβρύχιας μονάδας τους και υποσχέθηκα να έρθω σε επαφή μαζί τους όταν ο Θαλάσσιος Ιχνηλάτης II θα βρεθεί στον Ινδικό Ωκεανό. Ο Μορίς και η Αϊσά δεν έχουν πάει ποτέ εκεί, και θα ήταν σκέτη τρέλα να μην τους δώσουμε την ευκαιρία, αφού θα είναι μαζί μας έτσι κι αλλιώς. Επικοινώνησα ήδη με τον άνθρωπό μας στο Αρικαμεντού και τον προετοίμασα». «Εγώ νόμιζα ότι θα πηγαίναμε στη Χαβάη για να δοκιμάσουμε το

καινούριο μου βαθυσκάφος», γκρίνιαξε ο Κώστας. «Και για να βρούμε μια παραλία. Και να στήσουμε ένα ωραίο μπαρ από φοίνικες». «Απλώς μια μικρή παράκαμψη πρώτα», είπε ο Τζακ. Ο Κώστας στύλωσε πάνω του τη ματιά του. «Ναι. Μια μικρή παράκαμψη. Τώρα, σε πιστέψαμε!» Ο Τζακ κοίταξε το σκάλισμα του θηλυκού πνεύματος και μετά το κομμάτι με την επιγραφή Ταμίλ. Ραμάγια. Τα άφησε πάλι προσεκτικά στο τραπέζι και κοίταξε τους άλλους. «Λοιπόν, αν είστε έτοιμοι, νομίζω ότι μπορούμε να πηγαίνουμε. Όσο πιο γρήγορα ξεκινήσουμε τόσο πιο γρήγορα θα μάθουμε τι κρύβεται σε αυτή τη θήκη». Ο Χιμπερμάγερ σήκωσε τη θήκη και ο Τζακ με τον Κώστα έριξαν στους ώμους τους από ένα σακίδιο έτοιμο δίπλα στο αντίσκηνο. Η Αϊσά πήρε ένα χαρτοφύλακα και σήκωσε μια μικρότερη βαλίτσα. Κούνησαν το χέρι σε αυτούς που δούλευαν στο σκάμμα και άρχισαν να κατεβαίνουν την πλαγιά προς το ελικόπτερο. Ο Χιμπερμάγερ έδειχνε χαμένος σε σκέψεις πάλι. Ξαφνικά σταμάτησε, άφησε τη θήκη και κοίταξε τον Τζακ. «Μόλις το θυμήθηκα. Βασικά, μου το θύμισε αυτό που είπες για τον Θαλάσσιο Ιχνηλάτη II. Και το ότι πηγαίνουμε στη νότια Ινδία. Έχεις οικογενειακή ιστορία εκεί κάτω- έτσι δεν είναι; Ο προ-προ- πάππος σου, ο στρατιωτικός; Κάτι είχε βρει στη ζούγκλα τότε, τον δέκατο ένατο αιώνα. Το συζητούσες στο σχολείο. Έλεγες πόσο θα ήθελες να πας εκεί. Απ’ ό,τι θυμάμαι, ήταν κάπου στο Ταμίλ Ναντού, στα ανατολικά όρη Γκατς. Αν πας στο Αρικαμεντού, δεν θα είσαι τόσο μακριά». Ο Τζακ κοίταξε διαπεραστικά τον Χιμπερμάγερ. «Πάντα ήθελα να δω αν θα μπορούσα να βρω κάτι περισσότερο γι’ αυτή την υπόθεση. Είναι κάτι που με παθιάζει. Κι έχεις δίκιο, αυτή η ευκαιρία είναι πολύ καλή και δεν θέλω να τη χάσω. Νομίζω ότι μπορώ να το κανονίσω με την Αρχαιολογική Υπηρεσία της Ινδίας. Και υπάρχει κάποια σύνδεση με τους Ρωμαίους- είμαι σίγουρος γι’ αυτό. Έχω ένα προαίσθημα». «Ωχ!» είπε ο Κώστας σταματώντας δίπλα τους. «Δεν είναι απλώς μια παράκαμψη. Τώρα έχει και προαίσθημα. Σοβαρεύουν τα πράγματα». Ο Τζακ χαμογέλασε. Άφησε κάτω το σακίδιο, έβαλε το χέρι στον σάκο του κι έβγαλε από μέσα έναν μικρό καφέ φάκελο. Πήρε το χέρι του Χιμπερμάγερ, του άνοιξε την παλάμη και άδειασε απαλά πάνω της το χρυσό νόμισμα. Η Αϊσά άφησε ένα πνιχτό ξεφωνητό. Ο Χιμπερμάγερ σήκωσε το νόμισμα ψηλά. Η εικόνα του αυτοκράτορα άστραψε εκτυφλωτικά. «Είχα υποψιαστεί ότι βρήκες κάτι τέτοιο, Τζακ. Είχες αφήσει πολλά υπονοούμενα. Σε ξέρω πολύ καλά». Κοίταξε το νόμισμα. «Είναι

φανταστικό!» μουρμούρισε. «Αυτοί οι γκρεμισμένοι τοίχοι, αυτά τα απομεινάρια της αρχαίας Βερενίκης, αφηγούνται μια ανθρώπινη ιστορία. Όμως αυτό το μέρος ήταν κυρίως κέντρο διέλευσης από το οποίο είχαν περάσει τα αμύθητα πλούτη της αυτοκρατορίας. Για να καταλάβεις τι πραγματικά συνέβαινε εδώ, πρέπει να πιάσεις αυτό το νόμισμα. Να κρατήσεις ένα θησαυρό. Αυτό τροφοδοτούσε τη ζωή της Βερενίκης θησαυροί αδιανόητου μεγέθους». «Και η θάλασσα παγίδεψε ένα φορτίο στο δίχτυ της», είπε ο Κώστας. «Υπάρχουν δηλαδή κι άλλα τέτοια νομίσματα;» ρώτησε ο Χιμπερμάγερ. «Χιλιάδες», απάντησε ο Τζακ. «Όλα φρεσκοκομμένα. Όλα αυτοκρατορικός χρυσός». «Χτυπήσαμε φλέβα», είπε ο Κώστας. Ο Χιμπερμάγερ χαλάρωσε τους ώμους του, χαμογέλασε πλατιά κι έβαλε το άλλο χέρι του στον ώμο του Τζακ. «Συγχαρητήρια, Τζακ! Θυμάσαι πώς σε έλεγα όταν ήμαστε παιδιά; Ο τυχερός Τζακ». Του επέστρεψε το νόμισμα, πήρε πάλι τη θήκη και μετά έπιασε τον Κώστα αγκαζέ και τον οδήγησε στην πλαγιά προς το ελικόπτερο. «Και τώρα πες μου γι’ αυτούς τους ελέφαντες». «Δεν θα το πιστέψεις». «Θα προσπαθήσω».

3

Τρεις ημέρες αργότερα ο Τζακ στεκόταν έξω στη γέφυρα του Θαλάσσιου Ιχνηλάτη II, ακουμπισμένος στην κουπαστή, και κοίταζε προς τον ανατολικό ορίζοντα. Ο ήλιος είχε ανατείλει σε καθαρό ουρανό για πρώτη φορά αφότου άφησαν πίσω τους την Ερυθρά Θάλασσα, και ο Τζακ απολάμβανε τη ζεστή του λάμψη. Αυτές οι τρεις ημέρες δεν ήταν και τόσο ευχάριστες. Ο μουσώνας τους χτύπησε αμέσως μόλις παρέκαμψαν την Αραβία και κατευθύνθηκαν προς το νότιο άκρο της Ινδίας διασχίζοντας τον ανοιχτό ωκεανό. Το μόνο που έσωζε λίγο την κατάσταση ήταν η ταχύτητα των είκοσι κόμβων με τον άνεμο πίσω τους. Ο Τζακ δεν μπορούσε να καταλάβει πώς τα κατάφερναν οι αρχαίοι Έλληνες και Αιγύπτιοι ναυτικοί να αδειάζουν νερό με τους κουβάδες μέσα στην τρικυμία, εκατοντάδες μίλια από την πιο κοντινή ακτή, με μοναδικό βοήθημα πλοήγησης την κατεύθυνση του μουσώνα. Ήταν ένας εκπληκτικός άθλος θάρρους και ο χειρότερος εφιάλτης τους θα ήταν όταν απομακρύνονταν τόσο ώστε να μη βλέπουν πια τη στεριά. Πολύ περισσότερο αν τους έπιανε ναυτία. Ο Τζακ ξεροκατάπιε, προσπαθώντας να ξεχάσει τις τελευταίες εβδομήντα οκτώ ώρες. Το καλό ήταν ότι δεν είχε συμβεί το χειρότερο, λίγο ακόμη όμως και θα συνέβαινε. Αισθανόταν εξουθενωμένος, αλλά και σαν να είχε επιζήσει από μια σχεδόν μοιραία ασθένεια και είχε πάρει τώρα μια νέα παράταση ζωής. Παράλληλα, ήταν μια υπέροχη, αναζωογονητική εμπειρία οι ώρες που είχε περάσει καθηλωμένος σε αυτό το σημείο, να τον δέρνει ο άνεμος και ο αφρός των κυμάτων, με τα μάτια του να ψάχνουν απεγνωσμένα τη γραμμή του ορίζοντα μέσα στον αναβρασμό της τρικυμίας και τις

αναλαμπές από τις αστραπές να σπάνε στιγμιαία ένα σκοτάδι που έμοιαζε απέραντο. Η πόρτα της γέφυρας άνοιξε και ξεπρόβαλε το πρόσωπο του καπετάνιου και ένα χέρι που κρατούσε μια αχνιστή κούπα. «Μπαίνουμε στον Πορθμό του Παλκ. Θα έρθει ένας ντόπιος πλοηγός να μας περάσει από τα στενά και θα θέσω το πλοίο σε επιφυλακή. Έξω από το βόρειο ακρωτήριο γίνεται ναυμαχία ανάμεσα στο ναυτικό της Σρι Λάνκα και σκάφη που ανήκουν στους Τίγρεις Ταμίλ, και θα είμαστε εντός βεληνεκούς». «Εντάξει. Ευχαριστώ». Ο Τζακ πήρε με ευγνωμοσύνη την κούπα και γύρισε πάλι προς τη θάλασσα. Παρακολούθησε την άκατο που μετέφερε τον πλοηγό να προσεγγίζει δίπλα τους και να προσαρμόζει επιδέξια την ταχύτητά της στη δική τους. Ο πλοηγός ήταν ασφαλισμένος σε ένα κάθισμα, που το ανέβασαν στο πλοίο με το βίντσι. Έβλεπαν στεριά και από τις δύο πλευρές τώρα - το νότιο άκρο της Ινδίας και τη βορειοδυτική ακτή της Σρι Λάνκα. Τα στενά μπροστά τους ήταν ένα ακόμη εμπόδιο, που αντιμετώπιζαν οι αρχαίοι ναυτικοί, ύπουλα ρηχά σημεία και ύφαλοι που μόνο τα ντόπια σκάφη μπορούσαν να διαπλεύσουν. Όμως, αν κατάφερναν να περάσουν από δω, βρίσκονταν πια κοντά στο τέλος του ταξιδιού τους, στο μέρος όπου συναντούσαν εμπόρους από τα ανατολικά, από τη Χρυσή, τη σχεδόν μυθική χώρα του χρυσού, τα πιο μακρινά μέρη που ήταν γνωστά στους Δυτικούς. Κοίταξε το ρολόι του. Ο Μορίς είχε υποσχεθεί ότι αυτό το πρωί θα αποκάλυπτε το εύρημά του, πριν φτάσουν στη ρωμαϊκή Αρικαμεντού. Όλες αυτές τις ημέρες ήταν κλειδωμένος με την Αϊσά στο εργαστήριο του πλοίου και συναρμολογούσαν το εύρημα που είχε φέρει ο Μορίς στο πλοίο από την ανασκαφή στην Αίγυπτο - ό,τι κι αν ήταν αυτό. Ο Τζακ ανυπομονούσε να πάει κι αυτός στο εργαστήριο. Θα πήγαινε να δει τι συμβαίνει όταν τελείωνε τον καφέ του. Ιδιαίτερα τώρα που οι κλειστοί χώροι κάτω από το κατάστρωμα ήταν ένας ανεκτός προορισμός και όχι ο φρικτός εφιάλτης των τριών τελευταίων ημερών. Ένα χέρι τον άγγιξε στο μπράτσο και γυρίζοντας είδε τη Ρεβέκκα. Φορούσε τζιν κι ένα μπλουζάκι του ΔΠΩ. «Νιώθεις καλύτερα;» τον ρώτησε. Ο Τζακ κατένευσε χαμογελώντας. Η προφορά της ήταν αμερικάνικη και η φωνή της είχε αρχίσει να αναπτύσσει εκείνο το βάθος που τον είχε προσελκύσει στη μητέρα της. Τα μαλλιά της ήταν μαύρα, όπως και της Ελίζαμπεθ, αλλά είχε τα γαλάζια μάτια του Τζακ. Και διέκρινες μια θλίψη σε αυτά τα μάτια, μια θλίψη θαρρείς μόνιμη. Ο Τζακ ένιωσε μια βαθιά τρυφερότητα γι’ αυτό το παιδί που βίωσε το χαμό της μητέρας του και μεγάλωσε μακριά από τους γονείς του. Είχε μάθει πως είναι πατέρας

λιγότερο από ένα χρόνο πριν, μετά την εξαφάνιση της Ελίζαμπεθ και το θάνατό της στη Νάπολη. Η Ελίζαμπεθ τον είχε αφήσει πριν από δεκάξι χρόνια, όταν αναγκάστηκε να υποκύψει στην οικογενειακή πίεση και να επιστρέψει στη Νάπολη. Πρέπει να είχε αντιληφθεί πως ήταν έγκυος, αφού υποχρεώθηκε να ξαναγυρίσει στον σκοτεινό υπόκοσμο από τον οποίο δεν είχε βρει ποτέ τρόπο να ξεφύγει. Δεν ήθελε να μεγαλώσει την κόρη της σε αυτό τον κόσμο, γι’ αυτό την έστειλε στη Νέα Υόρκη. Η Ρεβέκκα μεγάλωσε κι έγινε δυνατή και σίγουρη για τον εαυτό της, κάτω από την κηδεμονία των φίλων της μητέρας της. Και όταν η Ελίζαμπεθ της εξήγησε τους λόγους, το σκοτεινό φόντο της ζωής της στη Νάπολη, η Ρεβέκκα κατάλαβε όπως μπορεί να καταλάβει μόνο ένα παιδί που είναι απορροφημένο από την έξαψη της δικής του ζωής. Όμως ο θάνατος της μητέρας της ήταν μια τρομερή εμπειρία, και όταν ο Τζακ γνώρισε για πρώτη φορά τη Ρεβέκκα στη Νέα Υόρκη, οι φίλοι του από το ΔΠΩ έγιναν δεύτερη οικογένεια γι’ αυτήν. Ο Τζακ είχε πάει μαζί της στη Νάπολη για το μνημόσυνο που έκαναν οι συνάδελφοι της μητέρας της από την Εφορεία Αρχαιοτήτων στις πλαγιές του Βεζούβιου, σε ένα σημείο που έβλεπε την ανασκαφή η οποία ήταν έργο ζωής για την Ελίζαμπεθ, αλλά και τη σύγχρονη πόλη, που τα σκοτεινά πλοκάμια της είχαν αφαιρέσει τη ζωή της. Ο Τζακ ήξερε πως εκείνοι που τη χρησιμοποίησαν και την εξουθένωσαν ζούσαν ακόμη, μερικοί μάλιστα ήταν μέλη της ίδιας της οικογένειάς της, αλλά δεν θα υπήρχε εκδίκηση. Αυτός ο κύκλος της βίας ήταν το δηλητήριο που την είχε σκοτώσει. Η επιλογή του, αυτό που θα ήθελε και η Ελίζαμπεθ να κάνει, ήταν να φύγει και να πάρει την κόρη τους μαζί του και να δημιουργήσει για τη Ρεβέκκα έναν καινούριο, συναρπαστικό κόσμο που θα τη βοηθούσε να απομακρυνθεί από το παρελθόν και να ζήσει σε έναν κόσμο που δεν θα την απειλούσε ποτέ πια. Ο Τζακ δεν θα μάθαινε ποτέ αν η Ελίζαμπεθ σκόπευε να του μιλήσει για την κόρη τους· αυτό όμως ήταν κάτι που δεν είχε περιθώρια να το σκέφτεται. Η ευθύνη του τώρα ήταν να εξασφαλίσει την ευτυχία της Ρεβέκκας. Έβαλε το χέρι του πάνω στο δικό της. «Νιώθω μια χαρά», είπε. «Απλώς χρειαζόμουν λίγη ξεκούραση». «Για τρεις ημέρες; Εσύ; Έλα τώρα, μπαμπά». Μόλις πρόσφατα είχε αρχίσει να τον αποκαλεί έτσι. «Μ’ εμένα μιλάς. Δεν χρειάζεται να παριστάνεις τον ήρωα». Ο Τζακ της έδειξε αυτό που κρατούσε. «Ποιο βιβλίο είναι αυτό;» «Είναι ενός τύπου που λέγεται Κοσμάς Ινδικοπλεύστης. Δηλαδή, που έπλευσε στον Ινδικό Ωκεανό. Ήταν ένας Αιγύπτιος μοναχός που ήρθε εδώ στον έκτο αιώνα μ.Χ. Προσπαθώ να ενημερωθώ, όπως μου είπες, αφού

\ είμαι ερευνητική βοηθός σου. Το βρήκα στη βιβλιοθήκη σου». «Τι λέει για τη Σρι Λάνκα;» Η Ρεβέκκα άνοιξε το βιβλίο και διάβασε: «Καθώς η νήσος βρίσκεται σε κεντρική θέση, δέχεται πολλά πλοία απ’ όλα τα μέρη της Ινδίας και από την Περσία και την Αιθιοπία, και στέλνει επίσης και αυτή πολλά δικά της. Και από τις πιο μακρινές χώρες, και εννοώ την Τζινίστα, δέχεται μετάξι, αλόη, καρυόφυλλο14 και άλλα προϊόντα, και αυτά μεταφέρονται σε αγορές από αυτή την πλευρά. Και η νήσος δέχεται εισαγωγές απ’ όλες αυτές τις αγορές που αναφέραμε και τις μεταφέρει σε μακρινά λιμάνια, ενώ ταυτόχρονα εξάγει τα προϊόντα της και προς τις δύο κατευθύνσεις. Και πιο μακριά είναι η χώρα του καρυόφυλλου, μετά η Τζινίστα, που παράγει το μετάξι. Πέρα από αυτή δεν υπάρχει άλλη χώρα, γιατί ο Ωκεανός την περιβάλλει από τα ανατολικά». Η Ρεβέκκα έκλεισε το βιβλίο. «Εντάξει. Η Τζινίστα είναι η Κίνα, η χώρα του καρυόφυλλου είναι η Ινδονησία. Αυτό που λέει είναι ότι η Σρι Λάνκα ήταν κάτι σαν εμπορικό κέντρο ανάμεσα στους δύο κόσμους. Ο πλοίαρχος Μακάλιστερ με συμβούλεψε να κοιτάξω τον ναυτικό χάρτη. Είδα πόσο επικίνδυνος είναι αυτός ο πορθμός, μια θανάσιμη παγίδα για τα μεγάλα πλοία. Αυτό λοιπόν που λέει ο Κοσμάς είναι ότι τα πλοία από την Αίγυπτο έφταναν εδώ, ξεφόρτωναν τα εμπορεύματά τους σε τοπικά σκάφη και περίμεναν. Τα τοπικά σκάφη τα περνούσαν από τον πορθμό στην άλλη πλευρά και τα φόρτωναν σε μεγάλα πλοία που έρχονταν από τον Κόλπο της Βεγγάλης, την Ινδονησία, ακόμη και την Κίνα. Και το ίδιο πράγμα γινόταν αντίστροφα. Μπορείς να το φανταστείς να γίνεται αυτό εδώ, μεγάλα ρωμαϊκά πλοία με φαρδύ κύτος από την πλευρά που είμαστε τώρα, και από την άλλη πλευρά κινέζικα ιστιοφόρα, τζόγκες, με ένα σωρό κανό και καταμαράν ενδιάμεσα. Φοβερό, ε;» «Φοβερό», συμφώνησε ο Τζακ χαμογελώντας. «Ο Κοσμάς έγραψε πεντακόσια χρόνια μετά τους Ρωμαίους εμπόρους της Βερενίκης, βασικά όμως είναι το ίδιο σενάριο, το οποίο συνεχίστηκε ώσπου οι Άραβες κατέλαβαν τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, κι έτσι έκλεισαν οι θαλάσσιες οδοί προς την Ινδία. Ο Κοσμάς δίνει την πιο λεπτομερή περιγραφή που έχουμε για το αρχαίο εμπόριο που γινόταν εδώ. Καλή δουλειά, ερευνητική βοηθέ μου». «Πρέπει να σκέφτεσαι έξω από την πεπατημένη. Αυτό λέει ο θείος Κώστας». «Ο θείος Κώστας...» είπε ο Τζακ. 14 Γαρύφαλλο (μπαχαρικό) [ΣτΜ]

«Ναι. Και ο Χίμπι λέει ότι σου μοιάζω πολύ. Δεν ξέρω αν αυτό είναι έπαινος ή όχι». «Ποιος;» «Ο Χίμπι. Ξέρεις, ο παλιός σου φίλος. Ο χερ προφέσορ Δόκτωρ Χιμπερμάγερ. Έτσι τον φωνάζει η Αϊσά. Χίμπι». «Φυσικά», είπε ο Τζακ. «Χίμπι». «Η Αϊσά είναι ερωτευμένη μαζί του, ξέρεις». «Μια στιγμή...Ένα-ένα». «Απλώς, είπα να σε ενημερώσω. Πέρασες τις τελευταίες τρεις ημέρες αφημένος στην ονειροπόληση». Ο Τζακ γέλασε. «Βασικά, περίμενα. Ο Χίμπι έχει τρυπώσει στο εργαστήριο όπως ο Καράκτακους ΓΙοτς ενώ δούλευε το Τσίτι Τσίτι Μπανγκ Μπανγκ. Έτσι έκανε από τότε που ήμαστε στο σχολείο. Κάθε φορά που με καλεί για να μου δείξει μια νέα ανακάλυψη, επιμένει να έρθω να τη δω- εγώ πηγαίνω, και μετά συνειδητοποιεί ότι χρειάζεται κι άλλο χρόνο για να βεβαιωθεί. Γι’ αυτό, πριν πάω, συνήθως περιμένω να με καλέσει προσωπικά τρεις φορές. Τότε, ξέρω πως είναι έτοιμος. Είναι υψηλή τέχνη». «Με έχει ορκίσει να μην πω λέξη. Θα μπορούσα να σου πω τι είναι, αλλά δεν γίνεται. Αυτή ήταν η προϋπόθεση για να μου επιτρέπει να τους βοηθήσω στο εργαστήριο». «Είναι κι αυτό μέρος του παιχνιδιού». Την κοίταξε στα μάτια, έμεινε για λίγο σκεφτικός και μετά μίλησε προσεκτικά. «Σκεφτόμουν πολύ τη μητέρα σου τις τελευταίες ημέρες. Ξέρεις ότι δεν είχα επαφή μαζί της πριν από τη γέννησή σου ακόμη, και μετά την είδα για πρώτη φορά πέρσι. Αλλά και τότε, ήταν μόνο για μερικές στιγμές στον αρχαιολογικό χώρο της Ηράκλειας. Έχω όμως μια υπέροχη ανάμνηση από την εποχή που ήμαστε μαζί, πριν από πολλά χρόνια. Είναι σαν μια αγαπημένη παλιά ταινία που δεν αλλάζει ποτέ. Είσαι κι εσύ σε αυτή την ταινία τώρα. Είναι σαν να είμαστε οικογένεια όλοι μαζί. Και βλέπω πολλά δικά της στοιχεία πάνω σου». «Όταν μου μίλησε για σένα την τελευταία φορά που την είδα, είπε το ίδιο πράγμα για σένα, ότι βλέπει δικά σου στοιχεία πάνω μου», παρατήρησε η Ρεβέκκα. «Σκόπευε να επικοινωνήσει μαζί σου αφού θα έκλεινα τα δεκάξι, ξέρεις. Μου είπε ότι πάντα ήθελε να το κάνει αφού θα ήμουν πια αρκετά μεγάλη για να μπορώ να φροντίζω τον εαυτό μου. Τα γενέθλιά μου ήταν ένα μήνα μετά την εξαφάνισή της». Η Ρεβέκκα τον κοίταξε με ανεξιχνίαστα μάτια- μετά, τον αγκάλιασε και ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του. Ο Τζακ την έσφιξε και χαμογέλασε. «Μπορεί να είχε δίκιο», της είπε. «Μπορεί

να υπάρχουν κάποια δικά μου στοιχεία πάνω σου». «Όχι η ναυτία, ελπίζω». «Δεν παθαίνω ναυτία». «Ναι, σίγουρα». Η Ρεβέκκα ακούμπησε στην κουπαστή και φώναξε: «Ο δόκτωρ Τζακ Χάουαρντ, φημισμένος υποβρύχιος αρχαιολόγος και φοβερός καταδρομέας, παθαίνει ναυτία». «Ώρα να γυρίσεις πίσω στο σχολείο», μουρμούρισε γκρινιάρικα ο Τζακ. «Χα! Αυτή τη στιγμή είμαστε σε διεθνή ύδατα. Διάβασα μερικά πράγματα γι’ αυτό. Εδώ δεν ισχύουν οι νόμοι». Ένα χέρι την έπιασε από τον ώμο. Ήταν ο Σκοτ Μακάλιστερ, που χαμογέλασε στον Τζακ. «Νεαρή μου δεσποσύνη, στα διεθνή ύδατα ισχύει μόνο ένας νόμος, κι αυτός είναι ο νόμος του καπετάνιου. Όταν βρίσκεται στο πλοίο μου κάποιος κάτω των δεκαοκτώ, είναι προσωπική μου ευθύνη». Της έβαλε στα χέρια έναν παλιό μπρούντζινο εξάντα. «Μάθημα πλοήγησης στις τέσσερις το απόγευμα ακριβώς». Εκείνη τη στιγμή έκανε την εμφάνισή του ένα λευκό σύννεφο μερικές εκατοντάδες μέτρα από τη δεξιά πλευρά του σκάφους. «Τροχιοδεικτικά», είπε. «Όλοι μέσα, τώρα». Τους οδήγησε μέσα στη γέφυρα κι έκλεισε την πόρτα, κατεβάζοντας μια χαλύβδινη πλάκα πάνω από το παράθυρο. Μετά, πήρε τα κιάλια του και κοίταξε μέσα από το αλεξίσφαιρο γυαλί στα μπροστινά παράθυρα. «Αυτή η βολή ήταν από τη μάχη που γίνεται σε μερικά μίλια απόσταση. Καλύτερα να πάρουμε τα μέτρα μας». «Ο Μπεν με μαθαίνει να ρίχνω με ένα τουφέκι των είκοσι δύο», είπε η Ρεβέκκα. «Δεν νομίζω ότι θα μπορέσεις να αντιμετωπίσεις τους Τίγρεις Ταμίλ με ένα εικοσιδυάρι», μουρμούρισε ο Μακάλιστερ κοιτάζοντας ακόμη με τα κιάλια. «Ελπίζω να φοράς ωτασπίδες», είπε ο Τζακ. «Δεν είμαι μωρό!» Η Ρεβέκκα γύρισε και πήγε προς την πίσω πόρτα της γέφυρας, που οδηγούσε κάτω. «Ίσως να έχει κάτι από μένα», μουρμούρισε ο Τζακ, με μια απολογητική ματιά στον Μακάλιστερ. «Έφηβοι». «Έλα, μπαμπά», φώναξε η Ρεβέκκα. «Είναι έτοιμοι για σένα στο εργαστήριο. Αυτό ανέβηκα να σου πω. Βοήθησα την Αϊσά με τα τελευταία κομμάτια. Θα σου αρέσει πολύ. Είναι το δώρο μου επειδή με έσωσες από το σχολείο». Ο Τζακ αισθάνθηκε ένα κύμα έξαψης. Γύρισε στον Μακάλιστερ. «Εντάξει, Σκοτ. Ειδοποίησέ με όταν περάσουμε τον πορθμό- εντάξει; Και θέλω να

είναι έτοιμο ένα Ζόντιακ. Η συνάντησή μας με τους ανθρώπους της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας της Ινδίας στο Αρικαμεντού είναι στις τρεις το μεσημέρι και θέλω μέχρι το βράδυ να έχω γυρίσει εδώ για να συνεχίσουμε το ταξίδι μας». «Εντάξει, Τζακ». Ο Μακάλιστερ έδειξε με ένα νεύμα την πόρτα. «Πήγαινε τώρα, σε φωνάζει το αφεντικό». Το κύριο εργαστήριο του Θαλάσσιου Ιχνηλάτη II είχε το μέγεθος σχολικής αίθουσας και βρισκόταν κάτω από τις καμπίνες και πάνω από τη μηχανή. Ο καθαρισμός και η συντήρηση των ευρημάτων από το νερό γινόταν σε ένα δωμάτιο πίσω, όπου υπήρχε μια σειρά δεξαμενών αφαλάτωσης για τα ξύλα και άλλα τεχνουργήματα που ήταν πολύ ευαίσθητα για να βγουν από το νερό. Ο Τζακ παραλλήλιζε όλο αυτό το σύμπλεγμα του εξοπλισμού τους με «νοσοκομείο» για τη σταθεροποίηση των ευρημάτων που θα μεταφέρονταν μετά για μακροχρόνια επεξεργασία στο μουσείο του ΔΠΩ στην Καρχηδόνα στη Μεσόγειο ή στο ίδιο το πανεπιστήμιο στην Αγγλία. Στο εργαστήριο γινόταν ο στεγνός καθαρισμός ευρημάτων όπως τα πήλινα θραύσματα που μπορούν να βγουν χωρίς κίνδυνο από το νερό για μικρά διαστήματα. Πιο μπροστά υπήρχαν αίθουσες για ανάλυση, που περιλάμβαναν πολυφασματικές εικόνες, λιθολογία λεπτής τομής και φασματομετρία μάζας. Το σύμπλεγμα ήταν σχεδιασμένο έτσι ώστε να επιτρέπει την απάντηση σε βασικά ερευνητικά ερωτήματα στη διάρκεια μιας ανασκαφής, όταν συνέβαινε να υπάρχει πίεση χρόνου. Ο Τζακ ακολούθησε τη Ρεβέκκα στο εργαστήριο. Μέσα, τέσσερα μακρόστενα τραπέζια είχαν τοποθετηθεί μαζί για να σχηματίσουν μία επιφάνεια, με τα πόδια τους στερεωμένα σε αυλάκια στο δάπεδο. Από πάνω τους, μια σειρά προβολείς βολφραμίου έλουζαν τα τραπέζια με μια ζεστή λάμψη. Η Αϊσά και ο Χιμπερμάγερ ήταν σκυμμένοι μαζί πάνω από μια κάμερα. Η Αϊσά τοποθετούσε κάτι κάτω από το φακό και ο Χιμπερμάγερ ήταν σκυμμένος πάνω από το σκόπευτρο και κρατούσε το τηλεχειριστήριο της φωτογραφικής μηχανής. Έμοιαζαν σαν αγκαλιασμένοι. Η Ρεβέκκα έριξε μια ματιά στον Τζακ και του έδειξε το ζευγάρι, σαν να ήταν αυτή η εικόνα η προφανής απόδειξη του ισχυρισμού της. Περίμεναν και οι δύο σιωπηλοί ώσπου ο Χιμπερμάγερ πάτησε το κουμπί και μετά η Αϊσά μετακίνησε πάλι το αντικείμενο στο τραπέζι. Ο Χιμπερμάγερ γύρισε προς το μέρος τους. «Τζακ!» Μέσα στο φως των προβολέων το πρόσωπό του έμοιαζε να έχει μια λάμψη πυρετού- τα μάτια του ήταν κόκκινα. «Με συγχωρείς που σε κράτησα στο σκοτάδι τόσες ημέρες. Απλώς, ήθελα να

είμαι απολύτως σίγουρος». Η Ρεβέκκα πήγε στην άλλη πλευρά του τραπεζιού και κάθισε σε ένα σκαμνί, περικυκλωμένη από τα βιβλία και τα σημειωματάρια που είχε συγκεντρώσει τις τελευταίες ημέρες. Είχαν καλέσει και τον Κώστα, που μπήκε από την πόρτα πίσω από τον Τζακ και πήγαν μαζί στο τραπέζι. Πάνω στην επιφάνειά του υπήρχαν εκατοντάδες θραύσματα αγγείων, μερικά μικροσκοπι- κά, με μόλις ένα ή δύο εκατοστά μήκος, και άλλα με μέγεθος μικρού πιάτου. «Παίζουμε παζλ;» πρότεινε ο Κώστας. Η καρδιά του Τζακ είχε αρχίσει να χτυπάει πιο γρήγορα. «Όστρακα!» είπε. Έσκυψε πάνω από το τραπέζι. Η Αϊσά οδήγησε τον Κώστα σε ένα σκαμνί. «Έτσι ονομάζονταν τα θραύσματα πήλινων αντικειμένων», του εξήγησε. «Στην αρχαιολογία όμως αυτός ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως για τα κομμάτια που έχουν επιγραφές επάνω τους, δηλαδή το πήλινο αντικείμενο έχει χρησιμοποιηθεί ως επιφάνεια γραφής. Στον αρχαίο κόσμο, ο πάπυρος ήταν μάλλον πολύτιμο αγαθό και τον χρησιμοποιούσαν μόνο για τα τελικά αντίγραφα. Αν ήθελες μια επιφάνεια γραφής για καθημερινή χρήση, για να γράφεις σημειώσεις, για επιστολές, για να γράψεις ένα πρόχειρο κείμενο, απλώς έβρισκες τον κοντινότερο παλιό αμφορέα και τον έσπαγες». Ο Τζακ έκανε τον κύκλο του τραπεζιού κοιτάζοντας τα θραύσματα, ενώ το μυαλό του έτρεχε. «Είναι κομμάτια από ρωμαϊκούς αμφορείς, ιταλικούς, πρώτος αιώνας π.Χ. ή πρώτος μ.Χ. Ίδιος τύπος με τους αμφορείς κρασιού που είδαμε στη Βερενίκη. Και η γραφή είναι ελληνική, όπως θα περίμενες στην Αίγυπτο αυτής της εποχής. Τα ελληνικά ήταν η οικουμενική γλώσσα από τότε που ο Αλέξανδρος κατέλαβε την Αίγυπτο. Η γραφή φαίνεται να έχει γίνει από το ίδιο χέρι. Υποθέτω ότι βρήκατε όλα αυτά τα θραύσματα στο σπίτι του εμπόρου όπου κάνατε την ανασκαφή;» Τα μάτια του Χιμπερμάγερ άστραφταν. «Είναι εκπληκτικό. Ακόμη δεν μπορώ να το πιστέψω». Έκανε μια παύση κοιτάζοντας τον Τζακ σταθερά στα μάτια. «Είσαι έτοιμος; Εντάξει. Λοιπόν, αυτό είναι το μοναδικό γνωστό αρχαίο κείμενο του Περίπλου της Ερυθράς Θαλάσσης, το μοναδικό που χρονολογείται στη ρωμαϊκή περίοδο που γράφτηκε». Ο Τζακ τον κοίταξε με ανοιχτό το στόμα. Ο Περίπλους της Ερυθράς Θαλάσσης. Ο μεγαλύτερος ταξιδιωτικός οδηγός που υπήρχε ακόμη από την αρχαιότητα. Ήταν ακριβώς αυτό που θα περίμενες να βρεις στη Βερενίκη, ένα προχωρημένο «φυλάκιο» της αυτοκρατορίας. Δεν ήταν μεγάλο λογοτεχνικό έργο, ούτε κάποιο κομμάτι χαμένης ιστορίας, ούτε ποίηση,

αλλά ένας ταξιδιωτικός οδηγός για καπετάνιους και εμπόρους. Ξερόβηξε. «Αντίγραφο ή προσχέδιο;» «Προσχέδιο». Ο Τζακ πήρε μια βαθιά ανάσα. Προσχέδιο. Αυτό ήταν ακόμη πιο ασυνήθιστο. Ένα προσχέδιο σήμαινε διορθώσεις, υλικό που ίσως είχε διαγράφει από την τελική μορφή του κειμένου. Όλες οι σημειώσεις που παραλείφθηκαν. Πολύτιμες λέξεις και φράσεις. Κοίταξε τον Χιμπερμάγερ. «Σχεδόν δεν τολμώ να ρωτήσω. Υπάρχει τίποτα καινούριο;» Ο Χιμπερμάγερ κόντευε να σκάσει από τον ενθουσιασμό. «Το είδα μερικές μόλις ημέρες αφότου άρχισα την ανασκαφή στη Βερενίκη. Θυμάσαι που δοκίμασα να σου μιλήσω στην Κωνσταντινούπολη; Όμως τότε δεν ήξερα πόσα θραύσματα θα βρούμε ακόμη, ούτε πόσο χρόνο θα μας έπαιρνε. Αυτή η ανασκαφή ήταν μια άσκηση υπομονής. Δεν θα τα κατάφερνα χωρίς την Αϊσά». Γύρισε και την κοίταξε, κι αυτή έκανε ένα νεύμα. Ο Χιμπερμάγερ άπλωσε το χέρι και ενεργοποίησε έναν πίνακα ελέγχου. Η οθόνη πλάσμα στον τοίχο δίπλα στο τραπέζι έδειξε μια εικόνα με τα θραύσματα σε τρισδιάστατη απεικόνιση, ανακατεμένα. «Έτσι ήταν στην ανασκαφή, στην αρχαία βίλα. Ονομάσαμε το χώρο δωμάτιο αρχείου, στην πραγματικότητα όμως ήταν περισσότερο ένα γραφείο. Πιστεύουμε ότι ο συγγραφέας έγραφε ένα προσχέδιο κάθε φράσης σε ένα μεγάλο κομμάτι αμφορέα και μετά τη μετέφερε στον πάπυρο και πετούσε τα κομμάτια σε μια γωνία. Μερικά διασώθηκαν σχεδόν άθικτα, άλλα έσπασαν. Κατάλαβα ότι έπρεπε να καταγράψουμε με ακρίβεια τις θέσεις όπου βρέθηκαν, για να μπορέσουμε να τα συνδυάσουμε μετά μεταξύ τους. Αυτή ήταν η δουλειά της Αϊσά. Και την έκανε υπέροχα». «Μπορεί να με διαφωτίσει κάποιος;» είπε ο Κώστας. «Ερυθρά Θάλασσα για τους αρχαίους ήταν όλες οι θάλασσες ανατολικά της Αίγυπτου - η Ερυθρά Θάλασσα, ο Ινδικός Ωκεανός και ακόμη παραπέρα. Η λέξη περίπλους δείχνει ότι ήταν μια θαλάσσια περιήγηση, ένας ναυτικός οδηγός». «Ο ναυτικός οδηγός της Ερυθράς Θάλασσας», μουρμούρισε ο Κώστας. «Είναι πραγματικά ένα από τα πιο εκπληκτικά έγγραφα της αρχαιότητας που διασώθηκαν», είπε ο Τζακ. «Ο Περίπλους δεν γράφτηκε από κάποιον αριστοκράτη, ούτε από έναν Κλαύδιο ή έναν Πλίνιο Πρεσβύτερο, αλλά από έναν εργαζόμενο άνθρωπο που πατούσε γερά στη γη. Όμως μας μιλάει για ένα ταξίδι πολύ μεγαλύτερο από κάθε φαντασία του Οδυσσέα ή του Αινεία, μια γνήσια περιγραφή εξερευνήσεων και εμπορικών ταξιδιών στις πιο μακρινές περιοχές του αρχαίου κόσμου. Όλα όσα έλεγε ο Περίπλους

έδειχναν απίστευτα, ώσπου οι αρχαιολόγοι άρχισαν να βρίσκουν ελληνικά και ρωμαϊκά ερείπια εδώ που είμαστε τώρα, στη νότια Ινδία». «Δηλαδή ο τύπος που είχε τη βίλα, ο έμπορος, ήταν ο συγγραφέας;» ρώτησε ο Κώστας. «Είμαι απόλυτα σίγουρος γι’ αυτό». Ο Χιμπερμάγερ πάτησε πάλι ένα κουμπί στην κονσόλα, αποκαλύπτοντας μια αεροφωτογραφία του ανεσκαμμένου σπιτιού στη Βερενίκη, που είχαν επισκεφθεί πριν από τέσσερις ημέρες. Έδειχνε επίσης το αρχαίο λιμάνι και την Ερυθρά Θάλασσα. «Γνωρίζουμε από ένα ρωμαϊκό νόμισμα που βρέθηκε στα θεμέλια, ότι το δωμάτιο αρχείου χτίστηκε λίγο μετά το 10 π.Χ., και το σπίτι εγκαταλείφθηκε γύρω στο 20 μ.Χ. Επειδή τα θραύσματα δεν είχαν πεταχτεί έξω από το σπίτι, εικάζουμε ότι το κείμενο χρονολογείται στην περίοδο λίγο πριν εγκαταλειφθεί το σπίτι, στις αρχές της βασιλείας του Τιβέριου». «Θέλεις να πεις ότι το εμπόριο άρχισε να παρακμάζει;» ρώτησε ο Κώστας. «Αυτά που λέγαμε πριν από μερικές ημέρες στην Αίγυπτο, ότι το σταμάτησε ο αυτοκράτορας;» «Ακριβώς. Δεν νομίζω όμως ότι το σπίτι εγκαταλείφθηκε γι’ αυτόν το λόγο. Όλα δείχνουν ότι αυτός ο άνθρωπος ήταν ηλικιωμένος, ότι είχε αποσυρθεί από την ενεργό δράση. Αϊσά;» «Ευτυχώς, έχουμε πολλά στοιχεία στα οποία μπορούμε να στηριχτούμε», συνέχισε η Αϊσά. «Πριν από αυτό το εύρημα, το αρχαιότερο διασωζόμενο κείμενο του Περίπλου ήταν ένα μεσαιωνικό αντίγραφο από τον δέκατο αιώνα μ.Χ., το οποίο οι ερευνητές μελετούν σε μετάφραση από τον δέκατο ένατο αιώνα. Αυτά που βρήκαμε εδώ επιβεβαιώνουν όσα πίστευαν πολλοί μελετητές, προσθέτουν όμως και μια συναρπαστική νέα διάσταση. Πρώτα απ’ όλα, είναι σαφές από το λεξιλόγιο, από τις παρομοιώσεις, ότι ο συγγραφέας ήταν Έλληνας της Αιγύπτου. Δεύτερον, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έχει ταξιδέψει ο ίδιος στις διαδρομές που περιγράφει στον Περίπλου, φτάνοντας προς Νότο μέχρι τη Ζανζιβάρη στην Αφρική, και προς τα ανατολικά μέχρι τη βορειοδυτική Ινδία περιπλέοντας την Αραβία, και μέχρι τη νότια Ινδία χρησιμοποιώντας τη διαδρομή του μουσώνα. Είχε κάνει το ταξίδι αρκετές φορές ώστε να γνωρίζει πολλά πάνω σε θέματα πλοήγησης, αλλά είναι επίσης φανερό πως ήταν έμπορος, όχι καπετάνιος. Τον ενδιαφέρει κυρίως να κατονομάσει τα λιμάνια, να εξηγήσει πώς φτάνεις στο καθένα και να καταγράψει τα αγαθά που εμπορεύονται εκεί. Στη νότια Ινδία είναι κυρίως πολύτιμα μέταλλα, δηλαδή χρυσά και ασημένια ρωμαϊκά νομίσματα, που τα αντάλλασσαν με πιπέρι και ένα τεράστιο φάσμα από άλλα μπαχαρικά και εξωτικά προϊόντα,

μερικά από τα οποία έφταναν και στην ίδια την Ινδία από μακρινά μέρη». «Έχετε καμιά ιδέα για την εξειδίκευση του εμπόρου;» ρώτησε ο Κώστας. «Θυμάσαι εκείνο το κομμάτι μεταξιού που σου δείξαμε στην ανασκαφή; Νομίζω πως αυτή ήταν η εξειδίκευσή του. Πρέπει να είχε επαφές με τα απώτατα άκρα των εμπορικών διαδρομών της εποχής, με εμπόρους που είχαν έρθει δυτικά περνώντας από τον Πορθμό Μάλακα από τη Θάλασσα της Νότιας Κίνας, και νότια μέσα από τη Βακτρία, το σημερινό Αφγανιστάν, ξεκινώντας από την Κεντρική Ασία. Από το Δρόμο του Μεταξιού». «Νομίζω ότι σε κατάλαβα», είπε ο Κώστας. «Έγραψε αυτό το βιβλίο αφού έπαψε να δουλεύει. Το τελείωσε, τα τίναξε και το σπίτι βγήκε στην αγορά, αλλά δεν υπήρχαν αγοραστές». «Εύγλωττος όπως πάντα». Ο Χιμπερμάγερ έσπρωξε τα μικρά στρογγυλά γυαλιά πιο ψηλά στη μύτη του. «Ο έμπορός μας, αφού αποσύρθηκε από την ενεργό δράση, δεν πήγε να ζήσει στην Αλεξάνδρεια ή τη Ρώμη, πράγμα ασυνήθιστο για έμπορο της Ερυθράς Θάλασσας. Φαίνεται πως έμεινε στο αιγυπτιακό λιμάνι, που μάλλον ήταν η βάση του σε όλη την εργασιακή ζωή του. Μπορεί να του έδωσαν κάποιον διοικητικό ρόλο, ίσως του ντουοβίρ, του έπαρχου της πόλης, για να την επιβλέπει στη νεκρή περίοδο, όταν ήταν σε μεγάλο βαθμό εγκαταλειμμένη. Όμως είναι ελάχιστοι οι πλούσιοι που, παρότι ήταν σε θέση να αποκτήσουν μια βίλα, προτιμούσαν να ζουν στη Βερενίκη. Επιπλέον, αυτό το σπίτι δεν ήταν πρακτικό, ιδιαίτερα αφού το εμπόριο είχε αρχίσει να μειώνεται». «Μπορεί να μην πέθανε εκεί», είπε η Ρεβέκκα. Κοίταξε την Αϊσά, η οποία της έκανε ένα ενθαρρυντικό νεύμα. «Η Αϊσά πιστεύει πως ήταν παντρεμένος και η γυναίκα του ήταν Ινδή. Ένα θραύσμα είχε πάνω ένα γυναικείο ινδικό όνομα, Αμρίτα. Μου έδειξε φωτογραφίες από μερικά πράγματα που βρήκαν, άλλα θραύσματα με επιγραφές Ταμίλ, κομμάτια ινδικών υφασμάτων, κεραμικά από τη νότια Ινδία. Μπορεί ο Περίπλους να ήταν το τελευταίο του έργο ως εμπόρου και αφού το τελείωσε να πήρε την οικογένεια του και να έφυγε για ένα τελευταίο ταξίδι στα ανατολικά, για να μην ξαναγυρίσει ποτέ». Ο Κώστας έτριψε το πιγούνι του. «Καλή σκέψη. Μπορεί μετά από τόσον καιρό εμπορικών σχέσεων με την Ινδία να αποφάσισε να ζήσει εκεί». Ο Τζακ ήταν απορροφημένος από μια ομάδα μικρών θραυσμάτων που ήταν τοποθετημένα κοντά-κοντά. Προφανώς ήταν τα υπολείμματα δύο μεγάλων θραυσμάτων που είχαν σπάσει. «Κοιτάξτε εδώ», είπε. «Εκπληκτικό. Διαβάζω τις λέξεις Πτολεμαΐς Θηρών. Αυτό είναι το λιμάνι των ελεφάντων στην Ερυθρά Θάλασσα, Κώστα. Και εδώ, Ρεβέκκα, σε αυτό το

άλλο θραύσμα, βλέπω τη λέξη Ταπροβάνη. Έτσι έλεγαν τη Σρι Λάνκα πεντακόσια χρόνια πριν φτάσει εκεί ο Κοσμάς ο Ινδικοπλεύστης». Ορθώθηκε και κοίταξε τον Χιμπερμάγερ. «Λοιπόν; Όλα αυτά είναι φανταστικά, αλλά σε ξέρω καλά. Τι ήθελες να μου δείξεις πραγματικά;» «Ξέρνα τα όλα, Χίμπι», είπε ο Κώστας. Ο Χιμπερμάγερ τον κοίταξε διαπεραστικά. Μετά, γύρισε στον Τζακ. «Σε αυτά τα θραύσματα έχουμε κάτι λιγότερο από το ένα τρίτο του Περίπλου, γύρω στις χίλιες λέξεις. Μοιάζει πολύ με το αντίγραφο του δέκατου αιώνα, με ελάχιστες διαφορές στη διατύπωση και τη γραμματική. Με μία εξαίρεση». «Συνέχισε», είπε ο Τζακ. Ο Χιμπερμάγερ έδειξε ένα μεγάλο θραύσμα δίπλα στη Ρεβέκκαμαζεύτηκαν όλοι γύρω του. Είχε περίπου το μέγεθος πιάτου και πάνω του ήταν γραμμένες δεκαπέντε γραμμές με μικρά γράμματα. Σε κάποια σημεία το μελάνι μόλις που διακρινόταν πάνω στη λευκή κεραμική επιφάνεια. Το κείμενο ήταν όλο μέσα στο θραύσμα, χωρίς να λείπει τίποτε από τα άκρα. «Είναι ένα άθικτο τμήμα, σαν μια παράγραφος», είπε ο Χιμπερμάγερ. «Εδώ περιγράφει το ταξίδι πέρα από τον Περσικό Κόλπο, όταν πλησιάζει στην Ινδία, λίγο πριν φτάσει στα Βαρύγαζα, στις εκβολές του Ινδού». «Εννοείς το τμήμα όπου γίνεται αρχαιολόγος», μουρμούρισε ο Τζακ. Ο Χιμπερμάγερ κατένευσε. «Γενικά απομακρυνόταν από το θέμα του μόνο όταν μπορούσε να δώσει κάποιες πληροφορίες πρακτικής αξίας. Για παράδειγμα, μπορεί να ανέφερε ότι πρέπει να αποφύγει κανείς μια ορισμένη τοπική φυλή ή να περιέγραφε μια περιοχή στην ενδοχώρα για να δώσει μια ιδέα από πού προέρχονται κάποια εμπορεύματα. Υπάρχουν δύο συναρπαστικές εξαιρέσεις και αναφέρονται και οι δύο στον Μέγα Αλέξανδρο. Σε ένα σημείο περιγράφει πώς διείσδυσε ο Αλέξανδρος μέχρι τον Γάγγη, αλλά χωρίς να κινηθεί προς τα νότια της Ινδίας. Αναφέρει ότι στην αγορά των Βαρυγάζων, κοντά στις εκβολές του Ινδού, βρίσκεις νομίσματα, παλιές δραχμές, με επιγραφές βασιλέων που βασίλεψαν μετά τον Αλέξανδρο». «Ο Απολλόδωτος και ο Μένανδρος, οι πρώτοι Σελευκίδες», είπε ο Τζακ. Ο Χιμπερμάγερ κατένευσε. «Οι δυτικοί έμποροι που πήγαιναν στην Ινδία θα γνώριζαν καλά την ιστορία του Αλέξανδρου και σίγουρα υπήρχαν ντόπιοι που θα προσπαθούσαν να βγάλουν εύκολα λεφτά παρουσιάζοντας τα νομίσματα των Σελευκιδών ως αρχαία. Ο Αλέξανδρος έζησε τον τέταρτο αιώνα π.Χ., τριακόσια χρόνια πριν γραφεί ο Περίπλους, αλλά εκείνα τα γεγονότα ήταν τόσο συνταρακτικά ώστε όσοι έρχονταν εδώ μπορεί να

ένιωθαν ότι ο κουρνιαχτός της κατάκτησης δεν είχε κατακαθίσει ακόμη εντελώς. Ο έμπορός μας ήξερε τα τεχνάσματα των ντόπιων και προειδοποιούσε τους αναγνώστες του ότι τα νομίσματα ήταν ψεύτικα. Δεν ήταν από τους ανθρώπους που ξεγελιόταν από αυτές τις ιστορίες. Αυτό με κάνει να πιστεύω ότι πρέπει να πάρουμε στα σοβαρά τη δεύτερη αναφορά του, την οποία βλέπεις σε αυτό το θραύσμα». «Είχα διακρίνει τη λέξη Αλέξανδρος», είπε ο Κώστας κοιτάζοντας. «Δεν θυμάμαι πολύ καλά τα αρχαία ελληνικά μου». «Να η μετάφραση». Ο Χιμπερμάγερ πήρε ένα χαρτί γραμμένο με τον δυσανάγνωστο γραφικό χαρακτήρα του. «Αμέσως μετά τη Βαράκη είναι ο κόλπος των Βαρυγάζων και η ακτή της Αριακής, η αρχή του βασιλείου της Μαμβάρου και όλης της Ινδίας. Το μέρος της ενδοχώρας, που συνορεύει με τη Σκυθία, ονομάζεται Αβιρία, ενώ το παραθαλάσσιο Συραστρηνή. Η περιοχή είναι πολύ γόνιμη και παράγει σιτάρι και ρύζι και σησαμέλαιο και βούτυρο και βαμβάκι, και τα ινδικά ρούχα που παράγονται από αυτό, τα οποία είναι συνηθισμένης ποιότητας. Υπάρχουν πολλά κοπάδια γελάδια και οι άντρες είναι πολύ μεγαλόσωμοι και έχουν πολύ σκούρο δέρμα. Μέχρι σήμερα σώζονται γύρω από αυτή την περιοχή ίχνη της εκστρατείας του Αλέξανδρου, αρχαϊκοί βωμοί, θεμέλια στρατοπέδων και τεράστια φρέατα». Ο Τζακ κατένευσε. «Αρχαϊκοί βωμοί. Αυτό ακούγεται σαν το γνωστό κείμενο». «Όχι όμως και η επόμενη πρόταση», παρατήρησε ο Χιμπερμάγερ. Έκανε μια παύση και έσπρωξε προς τα πάνω τα γυαλιά του. «Και από τη Μαργιάνα, την πόλη της Παρθίας στα βόρεια από εδώ, οι Ρωμαίοι λεγεωνάριοι που αιχμαλωτίστηκαν στις Κάρρες, απέδρασαν προς ανατολάς, παίρνοντας τον παρθικό θησαυρό μαζί τους προς τη Χρυσή, τη χώρα του χρυσού». Ο Τζακ ταλαντεύτηκε σαν να είχε δεχτεί χτύπημα. «Αυτό είναι απίστευτο», είπε σχεδόν ψιθυριστά. «Αυτό δεν υπάρχει στον Περίπλου». «Γι’ αυτό δεν μου μιλούσες στο ελικόπτερο, Τζακ;» είπε ο Κώστας. «Για τον Κράσσο και τις χαμένες λεγεώνες του;» «Ήταν όλα φήμες», μουρμούρισε ο Τζακ. «Μέχρι τώρα». Πήρε βαθιά ανάσα και κοίταξε τη Ρεβέκκα, που παρακολουθούσε με ερωτηματικό βλέμμα. «Μετά την ήττα των Ρωμαίων στις Κάρρες, το 53 π.Χ., οι Πάρθοι αιχμαλώτισαν πάρα πολλούς λεγεωνάριους, ίσως μέχρι και δέκα χιλιάδες. Η μοίρα τους ήταν ένα συναρπαστικό θέμα για τους Ρωμαίους για ολόκληρες γενιές. Ο ποιητής Οράτιος έγραψε γι’ αυτό το θέμα σε μια από τις ωδές του. Αναρωτιόταν αν οι Ρωμαίοι βετεράνοι παντρεύτηκαν ντόπιες γυναίκες και πολέμησαν ως μισθοφόροι για κάποιον τοπικό βασιλιά. Μετά,

ο γιος του Αυγούστου, ο Τιβέριος, έκανε ειρήνη με τους Πάρθους, οι οποίοι επέστρεψαν τα λάβαρα της λεγεώνας καθώς τα είχαν ακόμη στην κατοχή τους. Ήταν ένας μεγάλος θρίαμβος για τον Αύγουστο, που έκλεισε το κεφάλαιο αυτής της ήττας». «Ο Τζακ σου έδειξε το νόμισμα από το ναυάγιο- έτσι δεν είναι, Ρεβέκκα;» είπε ο Κώστας. «Αυτό το νόμισμα κυκλοφόρησε για να τιμήσει την επιστροφή των αετών, των ιερών λαβάρων της λεγεώνας». Ο Τζακ κατένευσε. «Η μόνη άλλη νύξη από ρωμαϊκές πηγές είναι από τη Φυσική Ιστορία του Πλίνιου του Πρεσβύτερου, ο οποίος γράφει ότι οι αιχμάλωτοι λεγεωνάριοι μεταφέρθηκαν στη Μαργιάνα, την παρθική πρωτεύουσα, στο σημερινό Τουρκμενιστάν». «Αυτό ακριβώς είναι που κάνει τόσο πιστευτό τον Περίπλου», είπε ο Χιμπερμάγερ. «Και δείτε επίσης την αναφορά στον Αλέξανδρο. Μας λέει μόνο αυτά που είναι σε θέση να επαληθεύσει. Είναι γνωστό σε όλους ότι ο Αλέξανδρος έφτιαχνε βωμούς στα μέρη που κατακτούσε. Μπορεί να υπήρχαν τέτοιοι βωμοί και στις περιοχές από τις οποίες πέρασε ο στρατός του Αλέξανδρου από την έρημο του Τουρκμενιστάν προς την Κεντρική Ασία». «Φυσικά», συμφώνησε ο Τζακ. «Ο Αλέξανδρος πέρασε από τη Μαργιάνα, το σημερινό Μερβ. Και αν οι αιχμάλωτοι δραπέτευσαν και πήγαν ανατολικά από το Μερβ, μπορεί να πέρασαν αυτούς τους βωμούς στο δρόμο τους προς την Κεντρική Ασία. Όλα ταιριάζουν». «Γιατί να διαγράφει αυτή την αναφορά ο συγγραφέας;» ρώτησε ο Κώστας. «Μάλλον ήταν κάτι που πίστευε πως ήταν αλήθεια αλλά δεν μπόρεσε ποτέ να τεκμηριώσει», είπε η Αϊσά. «Τα αρχαία νομίσματα μπορείς να τα κρατήσεις στο χέρι σου, τους βωμούς μπορείς να τους δεις, αλλά οι ιστορίες είναι απλώς ιστορίες. Εικάζουμε ότι την ιστορία αυτή μπορεί να του την αφηγήθηκε ένας έμπορος, ίσως ένας Βακτριανός ή Σογδιανός μεσάζοντας που του έφερνε μετάξι. Όμως αυτός ο έμπορος στη συνέχεια μπορεί να διέκοψε κάθε επαφή, να εξαφανίστηκε χωρίς να αφήσει ίχνη, όπως συνέβαινε τόσο συχνά στο Δρόμο του Μεταξιού. Μπορεί ακόμη ο συγγραφέας, ηλικιωμένος πια, να είχε αμφιβολίες για τη μνήμη του. Η ιστορία του θησαυρού στο Δρόμο του Μεταξιού μπορεί να έμοιαζε με φήμες σαν αυτές που συντηρούσαν και διέδιδαν οι τυχοδιώκτες. Τελικά, οι αμφιβολίες ήταν τόσες ώστε να σβήσει αυτή τη φράση από το θραύσμα και να το πετάξει στη στοίβα. Ήταν μια αφήγηση που είχε διαδοθεί από στόμα σε στόμα και μπορεί μια μέρα να έφτανε στ’ αυτιά ενός

εγκυκλοπαιδιστή όπως ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, ο οποίος τη συμπεριέλαβε στη Φυσική Ιστορία του, αυτό το συνονθύλευμα γεγονότων και διαδόσεων». «Ή μπορεί αυτό να έγινε μόνο για ένα μικρό μέρος της ιστορίας - την αναφορά του Πλίνιου στους αιχμαλώτους του Μερβ, στην οποία όμως δεν περιλαμβάνεται τίποτα για μια απόδρασή τους προς τα ανατολικά», είπε ο Τζακ. «Όμως μου μίλησες γι’ αυτό το θέμα στο ελικόπτερο, Τζακ», είπε ο Κώστας. «Μου είπες ότι οι Ρωμαίοι λεγεωνάριοι μπορεί να έφτασαν στην Κίνα. Μου είπες για στοιχεία που υπάρχουν στα κινέζικα χρονικά». «Ναι, είναι κάτι που με απασχολεί εδώ και μήνες, από τότε που είδα την Κάτια». «Στο Συνέδριο για την Υπερωξιανή;» ρώτησε ο Χιμπερμάγερ. «Η Κάτια είναι το καινούριο του κορίτσι», είπε άχρωμα η Ρεβέκκα. «Δηλαδή, όχι ακριβώς καινούριο. Τη γνώρισε όταν έψαχνε για την Ατλαντίδα στη Μαύρη Θάλασσα, αλλά μετά η Κάτια είχε ανάγκη να μείνει λίγο μόνη. Τότε, ο μπαμπάς άρχισε λίγο-πολύ να βλέπει κάποια άλλη για ένα διάστημα, αλλά έπαθε κι αυτή κάτι γιατί έβλεπε ταυτόχρονα έναν άλλο τύπο που τον έπιασαν κάποιοι και τον είχαν δεμένο χειροπόδαρα, ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Το θέμα είναι ότι χρειαζόταν κι αυτή να μείνει λίγο χρόνο με τον εαυτό της». Ο Κώστας ξερόβηξε και ο Τζακ κάρφωσε το βλέμμα του κάτω, προσπαθώντας να μείνει σοβαρός. Ξερόβηξε. «Όπως έλεγα, λοιπόν», είπε ρίχνοντας ένα βλέμμα στη Ρεβέκκα, «η σύνδεση των Ρωμαίων με την Κίνα. Στη δεκαετία του 1950, ένας μελετητής της Οξφόρδης δημοσίευσε μια ριζοσπαστική θεωρία, ότι λεγεωνάριοι μισθοφόροι είχαν χρησιμοποιηθεί σε έναν κινέζικο συνοριακό πόλεμο με τους θύννους της Μογγολίας κατά την περίοδο Χαν, την κινέζικη δυναστεία της εποχής του Περίπλου. Το στοιχείο που τον οδήγησε σε αυτό το συμπέρασμα ήταν μια αναφορά σε ένα σχηματισμό που έμοιαζε με τη ρωμαϊκή χελώνα, στην οποία οι στρατιώτες τοποθετούν τις ασπίδες ενωμένες από πάνω τους. Η μάχη έγινε το 36 π.Χ. Μετά, μια μελέτη των αρχείων της δυναστείας Χαν έδειξε ότι Ρωμαίοι αιχμάλωτοι από τη μάχη είχαν εγκατασταθεί σε μια κωμόπολη του Γκανσού, στο τελικό σκέλος του Δρόμου του Μεταξιού προς το Ξιάν. Κάποιος πρόσεξε ότι ο πληθυσμός του χωριού σήμερα περιέχει ένα ποσοστό ξανθών κατοίκων, κι έτσι εξυφάνθηκε ο θρύλος των Ρωμαίων λεγεωνάριων στην Κίνα». «Ποια ήταν τα αρχαιολογικά στοιχεία;» ρώτησε ο Κώστας.

«Δεν υπάρχει τίποτα σίγουρο», απάντησε ο Τζακ. «Αλλά είναι φυσικό να μην υπάρχει. Μια ομάδα Ρωμαίων στρατιωτών μετά από δεκαετίες στη φυλακή θα είχε ελάχιστα πράγματα μαζί της που θα μπορούσαν να αναγνωριστούν ως ρωμαϊκά. Οι δραπέτες μπορεί να έφτιαξαν μόνοι τους σανδάλια πορείας και ίσως και ορθογώνιες ξύλινες ασπίδες, που μπορεί να είναι η βάση για τη θεωρία του σχηματισμού της χελώνας. Όμως κατά τα άλλα θα είχαν μαζέψει ό,τι μπορούσαν στο δρόμο τους - όπλα, θώρακες, ρούχα, τα οποία μπορεί να πήραν από Πάρθους, Βακτριανούς, Σογδιανούς ή Κινέζους. Όμως κάτι που μπορεί να έκαναν θα ήταν να αφήσουν επιγραφές σε πέτρες. Αυτό ήταν που κίνησε το ενδιαφέρον της Κάτιας. Αυτός ακριβώς είναι ο τομέας της. Οι Ρωμαίοι έφτιαχναν παντού επιγραφές, σε οδοδείκτες, σε τάφους. Ήταν μια σφραγίδα εξουσίας στις περιοχές που κατακτούσαν. Και εδώ είναι που μπαίνει στο παιχνίδι η αρχαιολογία. Πριν από μερικά χρόνια βρέθηκε μια λατινική επιγραφή σε ένα σύμπλεγμα σπηλαίων στο νότιο Ουζμπεκιστάν, τριακόσια χιλιόμετρα ανατολικά του Μερβ, κοντά στα σύνορα με το Αφγανιστάν». Ο Τζακ ξεφύλλισε ένα σημειωματάριο που έβγαλε από την τσέπη του, και το άνοιξε σε μια σελίδα με ένα σκίτσο πάνω. «Αυτό μου το σχεδίασε η Κάτια». Τους έδειξε τα γράμματα: LIC AP.LG «Συναρπαστικό», μουρμούρισε ο Χιμπερμάγερ. «Η πρώτη γραμμή είναι κάποιο όνομα, ίσως Λικίνιος. Και η δεύτερη πρέπει να σημαίνει Apollinaris Legio· έτσι δεν είναι; Η λεγεώνα που ήταν αφιερωμένη στον Απόλλωνα. Ήταν η Δέκατη Πέμπτη Λεγεώνα που είχε δημιουργηθεί από τον Αύγουστο· σωστά;» Ο Τζακ κατένευσε. «Τα θυμάσαι πολύ καλά για Αιγυπτιολόγος. Αλλά θυμάμαι ότι το παιδικό σου πάθος ήταν ο ρωμαϊκός στρατός στη Γερμανία. Όμως εδώ δεν μιλάμε για τον Αύγουστο όταν ήταν αυτοκράτορας. Δημιούργησε τη λεγεώνα πριν γίνει αυτοκράτορας, όταν ονομαζόταν Οκταβιανός, ως θετός γιος και διάδοχος του Ιούλιου Καίσαρα. Η Δέκατη Πέμπτη Απολλώνια Λεγεώνα χρονολογείται στο 41 π.Χ., λίγο μετά τη δολοφονία του Καίσαρα, δηλαδή δώδεκα χρόνια μετά τη μάχη των Καρρών. Μέσα στους επόμενους τρεις αιώνες η λεγεώνα πολέμησε πολλές φορές με τους Πάρθους στα ανατολικά σύνορα της αυτοκρατορίας. Μια θεωρία υποστηρίζει πως η επιγραφή έγινε από ένα λεγεωνάριο που αιχμαλωτίστηκε από τους Πάρθους και χρησιμοποιήθηκε ως συνοριακός

φρουρός στα ανατολικά άκρα της παρθικής αυτοκρατορίας». «Αλλά...;» είπε ο Κώστας. «Δεν με έπεισε ποτέ αυτή η θεωρία, ότι μπορεί να έκαναν τους αιχμαλώτους συνοριακούς φρουρούς, και πολύ περισσότερο ότι κάποιος από αυτούς χάραξε την επιγραφή. Η Κάτια κι εγώ το συζητήσαμε μια μέρα καθώς περπατούσαμε στα τείχη του Μερβ και καταλήξαμε σε μια άλλη θεωρία. Και αυτή η φράση από τον Περίπλου της δίνει περισσότερο βάρος». «Λέγε, Τζακ». «Την εποχή του Κράσσου, οι περισσότερες λεγεώνες δημιουργούνταν για συγκεκριμένες εκστρατείες και συνήθως διαλύονταν μετά από έξι χρόνια. Είναι ελάχιστες οι λεγεώνες που τις γνωρίζουμε με αριθμό ή όνομα, και μπορεί οι ίδιοι αριθμοί να χρησιμοποιήθηκαν επανειλημμένα. Ο Πλούταρχος και ο Δίων ο Κάσσιος, οι κύριες πηγές μας για τη μάχη των Καρρών, δεν μας δίνουν τα ονόματα των λεγεώνων που έλαβαν μέρος. Όμως μερικές λεγεώνες είχαν γίνει ήδη θρυλικές. Ήταν αυτές που είχαν υπηρετήσει με τον Ιούλιο Καίσαρα στη Γαλατία και τη Βρετανία, στα χρόνια πριν από τις Κάρρες. Αρκετές από αυτές συνέχισαν να υπάρχουν και έγιναν οι πιο φημισμένες του αυτοκρατορικού στρατού. Ο Αύγουστος τις θεωρούσε πολύτιμες λόγω της σύνδεσής τους με τον Καίσαρα. Η Έβδομη Κλαυδία, η Όγδοη Αυγούστα, η Δέκατη Τζέμινα». «Και υποστηρίζεις ότι η Δέκατη Πέμπτη ήταν μία από αυτές;» «Η Δέκατη Πέμπτη ιδρύθηκε το 41 π.Χ., σωστά; Δηλαδή, μερικά χρόνια πριν από τη δολοφονία του Καίσαρα. Ο νεαρός Οκταβιανός προσπαθούσε να εδραιώσει την εξουσία του και αρπαζόταν απ’ οτιδήποτε συνδεόταν με τον λαμπρό θετό του πατέρα. Οι ιστορικοί μάς λένε ότι χίλιοι ιππείς στις Κάρρες ήταν βετεράνοι από τις εκστρατείες του Καίσαρα. Γιατί να μην ίσχυε το ίδιο και για κάποια από τις λεγεώνες; Η θεωρία μας είναι ότι η Δέκατη Πέμπτη Απολλώνια δεν ιδρύθηκε το 41 π.Χ., αλλά επανιδρύθηκε. Υποστηρίζουμε ότι ο Οκταβιανός σκόπιμα επανίδρυσε μία από τις σεβαστές λεγεώνες του Καίσαρα, η οποία είχε χαθεί επαίσχυντα εξαιτίας της ανικανότητας του Κράσσου. Θα ήταν μια χειρονομία που έδειχνε μεγάλη σιγουριά αλλά και σεβασμό για τη δόξα του παρελθόντος - κάτι που μπορεί κάλλιστα να έκανε ο Οκταβιανός». «Δεν ήταν όμως τόσο καλό για τους λεγεωνάριους που είχαν επιζήσει και ήταν αλυσοδεμένοι στο Μερβ», είπε ο Κώστας. «Με μια τέτοια κίνηση, τους ξέγραφε». «Ήταν πολύ αργά γι’ αυτούς, έτσι κι αλλιώς», είπε ο Χιμπερμάγερ. «Ακόμη κι αν ο λαός ήξερε πως η ήττα οφειλόταν στην ανικανότητα του

Κράσσου, οι επιζήσαντες και πάλι δεν μπορούσαν να κρατήσουν το κεφάλι ψηλά. Θα αισθάνονταν ήδη κοντά στους νεκρούς συμπολεμιστές τους και θα ήθελαν μόνο να πεθάνουν με τιμή ώστε να τους ξαναβρούν στα Ηλύσια Πεδία». «Υποστηρίζεις όμως ότι κάποιος αιχμάλωτος που απέδρασε χάραξε το όνομα της λεγεώνας του σε ένα σπήλαιο στο ταξίδι του προς ανατολάς», είπε ο Κώστας. «Για τους επιζήσαντες, το όνομα της λεγεώνας τους θα ήταν ακόμη η μοναδική δύναμη που τους έδενε μεταξύ τους, έστω κι αν είχε χαθεί το ιερό λάβαρο του αετού». «Δηλαδή, ήταν ακόμη πιστοί στη Ρώμη». «Πολεμούσαν πια για τον εαυτό τους, για τους συντρόφους τους, όπως κάνουν πάντα οι στρατιώτες. Ήταν περήφανοι που ήταν πολίτεςστρατιώτες, που είχαν πολιτικά επαγγέλματα. Ήταν περήφανοι να πολεμήσουν για ένα διοικητή, αν τον σέβονταν, αν ήταν ένας από αυτούς, primus inter pares.15 Πολέμησαν για τον Καίσαρα. Πολέμησαν για τις οικογένειές τους. Το κατά πόσο θα πολεμούσαν για τη Ρώμη ως αυτοκρατορία, ήταν άλλο θέμα». «Και η λεγεώνα;» ρώτησε ο Κώστας. «Η λεγεώνα ήταν ιερή», απάντησε ο Χιμπερμάγερ. «Στη λεγεώνα ήταν αφοσιωμένοι. Και μέσα στη λεγεώνα, ήταν αφοσιωμένοι στην κοόρτη, στην εκατονταρχία, στο contubernium, την ομάδα των οκτώ ή δέκα ή δώδεκα αντρών, όπου μάλιστα ο ένας αποκαλούσε τον άλλο frater, αδελφό». «Το ότι έχασαν λοιπόν τον αετό ήταν άσχημο, πολύ άσχημο», είπε η Ρεβέκκα. «Ό,τι χειρότερο γι’ αυτούς. Μια μάχη μπορεί να την έχαναν, και για τον Κράσσο δεν τους ένοιαζε καθόλου, αλλά να χάσουν τον αετό; Μια λεγεώνα που έχανε τον αετό της ήταν μια λεγεώνα νεκρών, που δεν θα μπορούσε να εμφανιστεί ξανά ποτέ στη Ρώμη. Ούτε καν στις οικογένειές τους». «Πιστεύεις ότι αυτοί σκότωσαν τον Κράσσο;» ρώτησε ο Κώστας. «Ο Κράσσος υπέγραψε μόνος του τη θανατική του καταδίκη τη στιγμή που τους έριξε στη μάχη. Κατά πάσα πιθανότητα, θα το θεώρησαν υποβοηθούμενη αυτοκτονία». «Αυτοί οι άντρες, αν όντως επέζησαν και απέδρασαν, πρέπει να ήταν πολύ σκληρά καρύδια», είπε η Αϊσά. 15 «Πρώτος μεταξύ ίσων» (ΣτΜ)

«Υπάρχουν πάντα λίγοι αυτής της κατηγορίας», είπε ο Τζακ. «Εκείνοι που αποφεύγουν την εκτέλεση, που επιζούν από τους ξυλοδαρμούς και τα βασανιστήρια, που έχουν το ψυχικό σθένος να αντέξουν. Και μερικοί από τους λεγεωνάριους του Κράσσου ήταν άντρες που είχαν στρατολογηθεί πριν από πέντε χρόνια και είχαν πολεμήσει με τον Καίσαρα στη Γαλατία. Μπορεί να ήταν πολίτες-στρατιώτες, ήταν όμως από τους πιο ανελέητους φονιάδες που είχε γνωρίσει ποτέ ο κόσμος. Άνθρωποι που σκότωναν με τη λόγχη, με το ξίφος, με γυμνά χέρια». «Και με τη λεγεώνα να είναι μια άδεια ανάμνηση, δεν υπήρχε τίποτα που να τους συγκρατεί», συμπλήρωσε ο Κώστας. Ο Τζακ κατένευσε. «Μερικοί από αυτούς τους λεγεωνάριους στην ύστερη περίοδο της δημοκρατίας πολέμησαν πολύ περισσότερο από τους διαδόχους τους, τους επαγγελματίες λεγεωνάριους της αυτοκρατορίας, και η ιδέα της πολιτικής ζωής τους, της δουλειάς που έκαναν πριν στο στρατό, έγινε κάτι σαν μύθος. Όμως αν περνάς τη ζωή σου σκοτώνοντας, ποιος ξέρει πού βρίσκονται τα όρια; Όταν έρθει η ώρα, αν έρθει ποτέ, πώς καταφέρνεις να πάψεις να είσαι στρατιώτης και να γίνεις πάλι πολίτης;» «Ένα πανάρχαιο πρόβλημα», μουρμούρισε ο Χιμπερμάγερ. «Αν όντως απέδρασαν, το νέο θα διαδόθηκε στο Δρόμο του Μεταξιού», είπε ο Τζακ. «Η περιοχή ήταν γεμάτη ληστές, αλλά ακόμη κι εκεί η φήμη των Ρωμαίων θα είχε προηγηθεί. Δεν θα ήθελες να συναπαντήσεις αυτούς τους τύπους». «Και τι γίνεται με το Δρόμο του Μεταξιού;» ρώτησε ο Κώστας. «Υπάρχουν άλλες επιγραφές;» «Η Κάτια ψάχνει για τέτοιες επιγραφές τα δύο τελευταία χρόνια. Ένα μεγάλο μέρος της περιοχής έχει μείνει ακόμη ανεξερεύνητο». «Και είναι ακόμη περιοχή ληστών», είπε ο Χιμπερμάγερ. «Σαν να θυμάμαι ότι η Κάτια ξέρει να χρησιμοποιεί Καλάσνικοφ», μουρμούρισε ο Κώστας. Ο Τζακ άνοιξε πάλι το σημειωματάριό του. «Πριν από μερικούς μήνες βρήκε κάτι σημαντικό σε ένα μέρος που λέγεται Τσόλπον Άτα, στη δυτική ακτή της Λίμνης Ισίκ Κουλ στο Κιργιστάν. Αυτό βρίσκεται εκατοντάδες χιλιόμετρα ανατολικά από το μέρος με την επιγραφή της Δέκατης Πέμπτης Λεγεώνας, στον βόρειο Δρόμο του Μεταξιού, στις παρυφές των βουνών Τιεν Σαν και το πέρασμα που οδηγεί στην Έρημο του Τακλαμακάν και την Κίνα. Πολλά χρόνια τώρα οι αρχαιολόγοι γνώριζαν γι’ αυτό το μέρος, έναν ερημότοπο γεμάτο βράχια όπου υπάρχουν εκατοντάδες, ίσως και χιλιάδες λιθογλυφικά, ρηχά σκαλίσματα στα βράχια που απεικονίζουν

ίβηκες,16 άλλα ζώα, κυνηγούς. Τα περισσότερα έχουν σκαλιστεί από Σκύθες νομάδες. Όμως αυτή η περιοχή θα ήταν επίσης μια ενδιάμεση στάση στο Δρόμο του Μεταξιού για εκείνους που είχαν επιζήσει από το ταξίδι από τα δυτικά, πριν επιβιβαστούν σε σκάφη για την Κίνα». «Πόσο μεγάλη είναι αυτή η λίμνη;» ρώτησε η Ρεβέκκα. «Η δεύτερη μεγαλύτερη ορεινή λίμνη στον κόσμο, μετά την Τιτικάκα. Υπάρχουν πολλές ιστορίες για βουλιαγμένους οικισμούς, για θησαυρούς. Υπάρχουν πολλά ευρήματα εκεί. Οι Σοβιετικοί χρησιμοποιούσαν τη λίμνη για να κάνουν δοκιμές σε υποβρύχια και τορπίλες». «Μπορούμε να πάμε;» ρώτησε η Ρεβέκκα. «Θέλω να γνωρίσω την Κάτια». Ο Τζακ χαμογέλασε. «Θα γίνει κι αυτό. Πέρσι η Κάτια βρήκε ένα βράχο που μπορεί να είχε μια γραπτή επιγραφή πάνω του. Ο βράχος ήταν θαμμένος σχεδόν όλος και μόλις πρόσφατα, όταν έγινε το συνέδριο, πήρε την άδεια για ανασκαφή. Εκεί είναι τώρα». «Όχι μόνη, ελπίζω», είπε η Αϊσά. «Έχει βοήθεια από τους Κιργίζιους», είπε ο Τζακ. «Αυτό σημαίνει έναν τύπο κι ένα παλιό, σκουριασμένο τρακτέρ, απ’ όσο μπόρεσα να καταλάβω». «Μίλησες μαζί της πρόσφατα;» ρώτησε ο Κώστας κοιτάζοντάς τον καλάκαλά. «Σήμερα το πρωί». «Χμμ», έκανε ο Κώστας. «Τότε, ίσως μπορέσουμε να ενώσουμε μερικές τελείες». «Υπάρχει και κάτι άλλο. Μια πραγματικά συναρπαστική ιδέα». «Την ακούμε». «Οι τελείες μπορεί να μην οδηγούν μόνο ανατολικά. Μπορεί να οδηγούν και νότια». «Φέρε ένα χάρτη, Τζακ», είπε ο Κώστας. Η Αϊσά ξετύλιξε έναν παγκόσμιο χάρτη πάνω σε ένα πλαϊνό τραπέζι. Ο Τζακ άρχισε να δείχνει καθώς μιλούσε. «Ο Δρόμος του Μεταξιού εκτείνεται στην κατεύθυνση ανατολής-δύσης, από το Μερβ της Παρθίας στο Ξιάν της Κίνας, περνώντας μέσα από τα βουνά της Κεντρικής Ασίας. Η Λίμνη Ισίκ Κουλ βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο αυτού του ορεινού όγκου και έχεις να διαβείς μόνο ένα μεγάλο πέρασμα πριν φτάσεις στην Κίνα. Όμως μπορείς επίσης να βγεις από αυτή τη διαδρομή και να στρίψεις νότια. Αν το κάνεις αυτό στη Λίμνη Ισίκ Κουλ, έχεις να περάσεις έναν τεράστιο όγκο 16 Είδος αίγαγρου (ΣτΜ)

βουνών στο ανατολικό Αφγανιστάν, πολύ επικίνδυνα μέρη, αλλά μετά μπαίνεις στο βόρειο Πακιστάν και στις ζούγκλες της Ινδίας. Από εκεί, αν ήσουν ταξιδιώτης από τη Δύση στον πρώτο αιώνα π.Χ., και πάλι θα είχες πρόσβαση στον ρωμαϊκό κόσμο». Ο Κώστας μισόκλεισε τα μάτια του. «Δηλαδή, υποστηρίζεις ότι οι Ρωμαίοι αιχμάλωτοι που απέδρασαν μπορεί να ακολούθησαν αυτή τη διαδρομή;» Ο Τζακ έκανε μια παύση. «Ένας από τους συναδέλφους της Κάτιας, κάποιος Χάι Τσεν, είναι ανεξάρτητος μελετητής με έδρα το Ξιάν και μελετά σε όλη του τη ζωή τη σύνδεση με τους Ρωμαίους. Αυτός συμβούλεψε την Κάτια να εξερευνήσει τα λιθογλυφικά του Ισίκ Κουλ. Πιστεύει παθιασμένα την ιστορία των χαμένων λεγεωνάριων του Κράσσου, αλλά με μια παραλλαγή. Είναι κατά κύριο λόγο γλωσσολόγος, ειδικός στην ανάλυση ιστοριών γύρω από ιδρύσεις και μυθολογίες σε λαούς με ισχυρή προφορική παράδοση. Όταν ήταν νέος, πέρασε αρκετά χρόνια στο Τσιτράλ, ένα είδος Σάνγκρι-Λα 17 στο βορειοδυτικό Πακιστάν, το πρώτο μέρος όπου θα έφτανες αφού περνούσες τα βουνά στα βόρεια». «Τσιτράλ. Εκεί ζουν εκείνοι που πιστεύουν ότι κατάγονται από τον Μέγα Αλέξανδρο», μουρμούρισε ο Χιμπερμάγερ. «Οι μυθολογίες της περιοχής —βεδικές, ινδουιστικές, βουδιστικές- είναι γεμάτες ιστορίες ταξιδιωτών που έρχονται από μακριά, πρίγκιπες, προσκυνητές, αγίους που μοιράζουν σοφία. Μερικές φορές βρίσκονται σε ένα ταξίδι αναζήτησης για κάτι, ή είναι πρίγκιπες και κάνουν ένα ταξίδι μετασχηματισμού, όπως ο ίδιος ο Βούδας. Φανταστείτε τις Ιστορίες του Καντέρμπουρι, τον σερ Γκάουεν18 και τον Πράσινο Ιππότη, τους Άθλους του Ηρακλή, τον Μωυσή στην έρημο. Μερικές φορές ο ταξιδιώτης εκπληρώνει κάποια τοπική προφητεία και γίνεται βασιλιάς». «Ο Φα-χσιέν ήρθε από τα βουνά- έτσι δεν είναι;» είπε ο Χιμπερμάγερ. Ο Τζακ κατένευσε και κοίταξε τον Κώστα. «Ο Φα-χσιέν ήταν βουδιστής μοναχός που ήρθε στην Ινδία στις αρχές του πέμπτου αιώνα μ.Χ. αναζητώντας ιερά κείμενα της θρησκείας του. Το έργο του Μια Περιγραφή των Βουδιστικών Βασιλείων είναι ένα από τα μεγάλα πρώιμα ταξιδιωτικά βιβλία. Έφτασε ως την Γκαντάρα, το αρχαίο βουδιστικό κράτος της βόρειας Ινδίας. Όμως ο συνάδελφος της Κάτιας, ο Χάι Τσεν, δεν ακολουθούσε τα ίχνη ενός βουδιστή μοναχού. Είχε ακούσει για κάποιον άλλο ταξιδιώτη, που αναφερόταν στις προφορικές ιστορίες ως γιαβάνας, που σημαίνει Δυτικός. Κι αυτός ο γιαβάνας δεν ήταν μοναχός αλλά πολεμιστής, και κυβερνούσε με 17 Φανταστικός κρυφός επίγειος παράδεισος. (ΣτΜ) 18 Ιππότης της Στρογγυλής Τραπέζης, ανιψιός του Αρθούρου. (ΣτΜ)

χρυσό χέρι. Έμεινε στο Τσιτράλ για λίγο και μετά έφυγε. Πιο νότια, ο Χάι Τσεν άκου- σε έναν άλλο θρύλο για ένα βασιλιά-θεό που λεγόταν Χάλτζιτ Σινγκ, Χέρι της Τίγρης. Έφυγε κι αυτός και πήγε νότια». «Πού θέλεις να καταλήξεις με όλα αυτά;» ρώτησε ο Κώστας. «Αν είσαι ο Ρωμαίος μας, μόλις περάσεις τα βουνά του Αφγανιστάν και το Τσιτράλ, έχεις πλέον ανοιχτό το δρόμο μπροστά σου για να φτάσεις στη Δύση. Έχεις δύο δυνατότητες. Μπορείς να κατεβείς την κοιλάδα του Ινδού νοτιοδυτικά μέχρι τον Ινδικό Ωκεανό, το λιμάνι των Βαρυγάζων, κοντά στο σύγχρονο Καράτσι στο Πακιστάν. Από εκεί μπορείς να πας με πλοίο στην Αραβία και μετά να ανεβείς την Ερυθρά Θάλασσα προς τη Ρώμη. Όμως υπάρχει και μια άλλη δυνατότητα. Αν θέλεις να έρθεις σε επαφή με άλλους γιαβάνας, άλλους Ρωμαίους στην Ινδία, μια καλύτερη πορεία θα ήταν να πας νοτιοανατολικά, να κατεβείς την κοιλάδα του Γάγγη μέχρι τον Κόλπο της Βεγγάλης. Θα περάσεις μεγάλες εκτάσεις ζούγκλας στην ανατολική Ινδία. Δείτε τα ταξίδια του Κινέζου μοναχού Φα-χσιέν. Ακολούθησε κι αυτός τη συγκεκριμένη πορεία και μετά ταξίδεψε νότια με πλοίο μέχρι τη Σρι Λάνκα. Και μετά, δείτε τον Περίπλου. Περιγράφει την ίδια διαδρομή, αλλά από την αντίθετη κατεύθυνση. Ακούστε εδώ». Ο Τζακ πήρε τη σύγχρονη έκδοση του Περίπλου από το τραπέζι και την ξεφύλλισε ώσπου βρήκε τη σελίδα που ήθελε. «Μετά από αυτά, πλέοντας προς τα ανατολικά και με τον ωκεανό στα δεξιά, προς τα αριστερά δε τα υπόλοιπα μέρη που παραπλέεις, συναντάς τη γη του Γάγγη· σε αυτή την περιοχή υπάρχει ένας ποταμός, που ονομάζεται και ο ίδιος Γάγγης, ο οποίος είναι ο μεγαλύτερος απ’ όλους τους ποταμούς της Ινδίας και η στάθμη του ανεβαίνει και κατεβαίνει όπως και του Νείλου». Ο Τζακ έδειξε προς το φινιστρίνι, απ’ όπου μόλις διακρινόταν στεριά. «Ο συγγραφέας του Περίπλου βρίσκεται εδώ, έξω από τη νότια Ινδία, και κοιτάζει προς βορρά. Κατά πάσα πιθανότητα, ήταν το πιο μακρινό ταξίδι που έκανε ποτέ. Ξέρει όμως άλλους που είχαν έρθει στο ίδιο σημείο από άλλα μακρινά μέρη, ίσως Ινδούς μεσάζοντες από την Γκαντάρα, ίσως ακόμη εμπόρους που είχαν έρθει από την Κεντρική Ασία: Βακτριανούς, Σογδιανούς, ακόμη και Κινέζους από τη δυτική Κίνα». «Και ένας από αυτούς τους εμπόρους μπορεί να είπε στον γιαβάνας, τον δραπέτη Ρωμαίο μας, προς τα πού να πάει», είπε η Αϊσά. «Ο οποίος έμπορος όμως, κατά πάσα πιθανότητα, δεν θα έζησε αρκετά για να τον οδηγήσει εδώ», είπε ο Τζακ. «Το μόνο που χρειαζόταν ένας λεγεωνάριος ήταν ένα γερό ζευγάρι σανδάλια και μια ανεμπόδιστη θέα του ήλιου και των άστρων. Αν τα είχε αυτά, ήταν εντάξει. Ένας οδηγός δεν θα

κατάφερνε ποτέ να ακολουθήσει το ρυθμό του». «Το ζήτημα εξαρτάται από τους μουσώνες· έτσι δεν είναι;» είπε ο Κώστας. «Τι εννοείς;» «Γιατί ένας λεγεωνάριος που αναζητά άλλους Ρωμαίους να μην πάει σε αυτό το μέρος στις εκβολές του Ινδού, τα Βαρύγαζα», είπε ο Κώστας δείχνοντας στο χάρτη. «Είναι πολύ πιο κοντά στην Αίγυπτο. Όμως τα πλοία μπορούν λίγο-πολύ να φτάσουν εδώ από την Ερυθρά Θάλασσα όλο το χρόνο, ακολουθώντας την παραλία, και μερικές φορές χαράζοντας μια πιο ευθεία διαδρομή στην εποχή των μουσώνων. Δεν υπήρχε ανάγκη για μόνιμη παρουσία των Ρωμαίων στα Βαρύγαζα, για να συντηρούν το λιμάνι όταν τελείωνε η εμπορική σεζόν. Αυτό μπορούσαν να το κάνουν οι ντόπιοι έμποροι. Όμως η νότια Ινδία ήταν διαφορετική ιστορία. Να συμπεράνω ότι οι Αιγύπτιοι ναυτικοί πήγαιναν εκεί και γύριζαν μόνο στην εποχή των μουσώνων, διασχίζοντας σε ευθεία γραμμή τον Ινδικό Ωκεανό;» Ο Τζακ κατένευσε. «Η παράκτια διαδρομή μέχρι τη δυτική Ινδία ήταν πολύ επικίνδυνη. Ο συγγραφέας του Περίπλου το ξεκαθαρίζει αυτό. Ήταν σαν την Ακτή των Σκελετών στη Δυτική Αφρική, γεμάτη υφάλους και πειρατές». «Έτσι, τη μισή χρονιά αυτό το μέρος, το Αρικαμεντού, και τα λιμάνια της νότιας Ινδίας, δεν είχαν δουλειά. Ήταν όμως σημαντικό να λειτουργούν την εποχή των ταξιδιών. Στη νεκρή εποχή χρειάζεσαι ανθρώπους, δικούς σου ανθρώπους που να μπορείς να τους εμπιστευτείς. Αυτό θέλω να πω. Αν έχεις να ψάξεις για Ρωμαίους στην Ινδία, πηγαίνεις νότια, όχι δυτικά. Αυτό θα είπαν στον ταξιδιώτη μας. Και εκεί μας οδηγεί όλη αυτή η υπόθεση· έτσι δεν είναι; Μιλάμε για έναν ηλικιωμένο γκριζομάλλη λεγεωνάριο που θέλει να βρει τους συμπατριώτες του. Μπορεί επίσης να ντρέπεται να γυρίσει στην πατρίδα, αλλά κάτι τον σπρώχνει να προσπαθήσει, κάποια ελπίδα, κάποιο όνειρο». «Μπορεί να είχε οικογένεια πριν από πολλά χρόνια στη Ρώμη, πριν φύγει για τον πόλεμο», είπε η Αϊσά. «Ήταν πολίτες- στρατιώτες. Είχαν πολιτική ζωή πριν καταταγούν στο στρατό». «Μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε», είπε ο Τζακ. «Μπορεί να είχε κάποιο όνειρο που το θέρμαινε όλα αυτά τα χρόνια της αιχμαλωσίας. Αν έφτανε στα Βαρύγαζα θα μπορούσε να πάρει ένα πλοίο για την Αίγυπτο, χωρίς όμως να γνωρίζει τι μπορεί να τον περίμενε εκεί. Έτσι, θα ήταν υποχρεωμένος να ανακαλύψει μια αλήθεια που μπορεί να μην του άρεσε. Αν όμως πήγαινε στη νότια Ινδία, στο Αρικαμεντού, θα ερχόταν σε απευθείας επαφή με άλλους Ρωμαίους. Αυτοί θα του έλεγαν για τους

εμφυλίους πολέμους, για τη νέα τάξη πραγμάτων, για την εξαφάνιση όσων γνώριζε. Θα μάθαινε πως η Ρώμη που ήξερε δεν υπήρχε πια. Μπορεί να είχε πληροφορηθεί ήδη κάποια πράγματα από εμπόρους που συνάντησε στο Δρόμο του Μεταξιού, αλλά ήθελε να ξέρει σίγουρα. Μπορεί να γνώριζε από την αρχή ότι ένα ταξίδι για τη Ρώμη δεν ήταν παρά μια φαντασίωση που θα οδηγούσε σε απογοήτευση και θλίψη. Όμως και πάλι ήθελε να βρει δικούς του, είχε μια λαχτάρα που θα μπορούσε να ικανοποιηθεί μόνο μιλώντας με ανθρώπους που προέρχονταν από τον κόσμο που είχε αφήσει». Ο Χιμπερμάγερ κοίταξε καλά-καλά τον Τζακ. «Απ’ ό,τι μας είπες, ο συνάδελφος της Κάτιας μπορεί να ακολουθούσε αυτή τη διαδρομή. Κατέβηκε πιο νότια;» Ο Τζακ έσφιξε τα χείλη του. «Σχεδίαζε μια αποστολή στις φυλές της ανατολικής Ινδίας. Η Κάτια είπε ότι του είχε έρθει μια ιδέα για κάποιο χαρακτήρα της ινδικής μυθολογίας, μια ρωμαϊκή σύνδεση. Έδειχνε να γνωρίζει πού ακριβώς πρέπει να πάει. Αλλά ήταν μυστικοπαθής, δεν ήθελε να την αναμείξει. Η Κάτια πιστεύει ότι θα πήγαινε εδώ, στο δέλτα του ποταμού Γκονταβάρι». Ο Τζακ έδειξε ένα σημείο βόρεια του Αρικαμεντού, λίγο μέσα από την ανατολική ακτή της Ινδίας. «Θα αποκάλυπτε τα πάντα στην Κάτια όταν γύριζε. Υποτίθεται ότι θα ερχόταν στο Συνέδριο της Υπερωξιανής, αλλά δεν τα κατάφερε. Αυτό έγινε πριν από τέσσερις μήνες». «Έχει δημοσιευτεί κάτι από τις έρευνές του;» ρώτησε ο Χιμπερμάγερ. «Όχι. Ήταν πάντα μυστικοπαθής. Η Κάτια είπε ότι έδειχνε πάντα να το μετανιώνει όταν αποκάλυπτε κάτι. Υποψιαζόταν τους πάντες γύρω του. Και δεν ήταν απλώς ένας μελετητής με ανορθόδοξες ιδέες που πολεμούσε το ακαδημαϊκό κατεστημένο. Πίστευε ότι τον παρακολουθούν και έκανε διαρκώς κινήσεις για να ξεφύγει. Η Κάτια είπε ότι ήταν έτσι από τότε που τον θυμάται». «Πώς μπορούμε λοιπόν να εμπιστευτούμε αυτά που είπε στην Κάτια;» ρώτησε ο Χιμπερμάγερ. «Επειδή είναι θείος της», απάντησε ο Τζακ. «Θείος της!» αναφώνησε ο Κώστας. «Θεέ και Κύριε! Το μυστήριο πυκνώνει. Οι θείοι λένε στις ανιψιές τους διάφορα πράγματα- έτσι δεν είναι; Και είναι και οι δύο αρχαιολόγοι, γλωσσολόγοι. Πρέπει να της έχει πει μερικά πράγματα παραπάνω για το μυστικό του. Δεν σου είπε τίποτα η Κάτια;» «Είπε ότι ο θείος της ήταν σαν εκείνους τους εξερευνητές του Δρόμου του Μεταξιού πριν από εκατό χρόνια. Σαν να αναζητούσε ένα θησαυρό που δεν μπορούσε να βρει ποτέ».

«Τι θησαυρό, Τζακ;» Ο Τζακ δίστασε. «Έχεις δίκιο. Η Κάτια ήξερε περισσότερα απ’ όσα μου είπε, αλλά δεν ήθελα να την πιέσω. Συνέβη όμως κάτι. Στο ξενοδοχείο, στο συνέδριο, μου έδειξε τη δουλειά του θείου της για το Τσιτράλ. Ήταν η διδακτορική διατριβή του - μία από τις λίγες φορές που είχε γράψει κάτι. Μέχρι τότε, η Κάτια δεν είχε διαβάσει το τμήμα της διατριβής για το θεόβασιλιά που λεγόταν Χάλτζιτ Σινγκ. Όταν το διάβασε, έχασε το χρώμα της. Της είπα για ένα τεχνούργημα που είχα και για το μέρος απ’ όπου προέρχεται, και κόντεψε να πάθει αποπληξία. Και από εκείνο το σημείο, δεν ξαναείπε τίποτα. Συζήτηση τέλος! Ήταν όμως πιο προβληματισμένη από το συνηθισμένο. Νομίζω ότι υπάρχουν κάποιες σκοτεινές δυνάμεις σε αυτή την υπόθεση. Κάποιος που θέλει να σταματήσει τον θείο της. Και τότε ήταν που η Κάτια άρχισε να ανησυχεί σοβαρά για το πού βρίσκεται ο θείος της». «Ώστε αυτός είναι ο πραγματικός λόγος που πηγαίνουμε στη ζούγκλα, Τζακ; Για να βρούμε τον θείο της Κάτιας; Για να βρούμε αυτό που αναζητούσε; Το θησαυρό;» Ο Τζακ άφησε τη ματιά του για μια στιγμή στο χάρτη και μετά κοίταξε από την ανοιχτή πόρτα του εργαστηρίου την πόρτα της καμπίνας του. «Δεν είναι μόνο αυτό. Υπάρχουν κι άλλα, πολύ περισσότερα». Συμβουλεύτηκε το ρολόι του. «Πρέπει να είμαστε στο Αρικαμεντού σε δύο ώρες. Πριν γίνει αυτό όμως, υπάρχει κάτι που θέλω να δείτε όλοι σας. Έναν δικό μου μικρό θησαυρό».

4

Οι μεγάλες μπρούντζινες πόρτες του θαλάμου έκλεισαν και η ζέστη και η οσμή της ερήμου χάθηκαν αμέσως. Ο άντρας μέσα στο θάλαμο πίεσε το τηλεχειριστήριο και μια λεπτή ακτίνα φωτός φώτισε το μακρόστενο μαύρο τραπέζι και τις εσοχές της οροφής από πάνω. Μετά, χάθηκε κι αυτή, και τον τύλιξε σκοτάδι- ένα σκοτάδι τόσο απόλυτο που έμοιαζε να συμπιέζει το ίδιο του το είναι, να τον κάνει ένα με τη στοιχειακή δύναμη της φύσης γύρω του. Καθόταν σταυροπόδι πάνω στο κρύο μαρμάρινο δάπεδο, με τις παλάμες του στραμμένες προς τα πάνω, στη στάση του λωτού, και το μετάξι της ρόμπας του να γλιστρά πάνω στο δέρμα όταν άπλωσε το χέρι στο τηλεχειριστήριο. Για χρόνια έπαιζε και δημιουργούσε μπροστά σε μια οθόνη λαχταρώντας πάντα να μπει μέσα της, και τώρα βρισκόταν εδώ και μπορούσε να ελέγξει τον κόσμο των εικόνων και των αισθήσεων, που έμοιαζε να απέχει ένα μόνο βήμα από την ουράνια ύπαρξη που θα γινόταν γρήγορα δική του. Είχε θέσει ήδη σε κίνηση την αλληλουχία. Θα τον προετοίμαζε για ό,τι θα ερχόταν, θα τον εξάγνιζε, θα τον εστίαζε, όπως είχε κάνει αμέτρητες φορές στο παρελθόν, όταν είχε έρθει σε αυτό το μέρος. Από κάπου μέσα στο σκοτάδι ήρθε ένας ήχος σαν κελάρυσμα και μετά ο θόρυβος ενός μικρού καταρράκτη που κάλυψε τον ήχο της ανάσας του και εξάλειψε κάθε αίσθηση του εαυτού του. Αισθάνθηκε τη δύναμη να τον διαπερνά, σουίντ, η δύναμη του νερού. Έκλεισε τα μάτια του και τα αισθάνθηκε όλα, γου ντε, τις πέντε δυνάμεις, τη γη, το ξύλο, το μέταλλο, τη φωτιά, το νερό, την

καθεμία να υπερνικά την προηγούμενη, όπως η δυναστεία των Κιν είχε υπερνικήσει τους ποταπούς Ζου - η δύναμη του νερού έσβησε τη δύναμη της φωτιάς. Μαζί με τη δύναμη του νερού είχε έρθει και το σκοτάδι, μια περίοδος με χαώδεις μορφές, ατελείωτο χειμώνα, θάνατο και την καταστροφή όσων είχαν υπάρξει στο παρελθόν. Και μέσα σε αυτό το κενό είχε εμφανιστεί ο Σιχουάνγκντι, ο Πρώτος Αυτοκράτορας, ο Ουράνιος, που ανάπλασε το σύμπαν κατ’ εικόνα και ομοίωσή του, ένα σύμπαν όπου η θέλησή του γινόταν αισθητή σε κάθε γωνία της ύπαρξης, μια θέληση από την οποία κανείς δεν μπορούσε να ξεφύγει. Τώρα, η αδελφότητα, που βρισκόταν στην εξηκοστή έκτη γενιά μετά το κλείσιμο του τάφου, προετοιμαζόταν για τη στιγμή που το ουράνιο σύμπαν του Σιχουάνγκντι θα ξεδιπλωνόταν και θα διείσδυε στην πραγματικότητα, και οι χωμάτινοι πολεμιστές θα ζωντάνευαν πάλι. Όμως, πριν γίνει αυτό, είχαν ένα τελευταίο έργο. Γι’ αυτό είχε καλέσει τους άλλους εδώ σήμερα. Ο άντρας άνοιξε τα μάτια του. Είχε αισθανθεί μια δροσερή ορεινή αύρα που έφερνε μαζί της το γλυκό άρωμα λουλουδιών. Το σκοτάδι είχε χαθεί, δίνοντας τη θέση του σε ένα λεπτό θαμπό φως, και είχε την αίσθηση ότι υψώνεται ψηλά στον ουρανό, ότι αιωρείται. Εμφανίστηκε η εικόνα ενός ορεινού τοπίου που έμοιαζε να τυλίγεται γύρω του - απότομοι πέτρινοι πύργοι που ξεπρόβαλλαν μέσα από μια θάλασσα από σύννεφα από κάτω, με πυκνές κορυφές να διακρίνονται από μακριά, λαδί και παστέλ καστανό, και γύρω τους φυλλωμένα καταπράσινα δάση μέσα στα οποία φαίνονταν εξαίσιες βίλες και αυλές και παγόδες, οικοδομήματα που εναρμονίζονταν με το περιβάλλον σαν να ήταν φυσικές προεξοχές του βράχου. Αυτό είχε δει ο Πρώτος Αυτοκράτορας. Ο Σιχουάνγκντι, αυτός που ανέβηκε στις ψηλότερες κορυφές του βασιλείου του, που διεκδίκησε το χώρο ανάμεσα στον ουρανό και τη γη ως δικό του, που χάραξε στο βράχο τα επιτεύγματά του, που διακήρυξε τη δύναμή του στη γη και το σύμπαν. Η εικόνα υποχώρησε στο φόντο και τη θέση της πήρε μια επιγραφή, γραμμές από λευκά κινέζικα σύμβολα πάνω σε σκούρο φόντο. Ο άντρας άρχισε να ψιθυρίζει τα λόγια, που ήταν ιερές εκφράσεις δύναμης: Μεγάλη είναι η αρετή τον Αυτοκράτορα μας Ο οποίος ειρηνεύει όλες τις γωνίες της γης, Ο οποίος τιμωρεί τους προδότες, ξεριζώνει τους κακούς Και με επικερδή μέτρα φέρνει την ευημερία. Οι εργασίες γίνονται στη σωστή εποχή, Όλα τα πράγματα ανθίζουν και μεγαλώνουν

Ο λαός γνωρίζει την ειρήνη Κι έχει αφήσει τα όπλα και την πανοπλία Συγγενείς φροντίζουν ο ένας τον άλλο, Και δεν υπάρχουν ληστές ή κλέφτες Οι άνθρωποι αγαλλιούν με τη διακυβέρνησή του Κατανοώντας όλοι το νόμο και την πειθαρχία. Όλο το σύμπαν Είναι η σφαίρα του Αυτοκράτορά μας... Επανέλαβε την τελευταία φράση. Όλο το σύμπαν είναι η σφαίρα του Αυτοκράτορα μας. Η κοφτή προφορά του και ο ακριβής τρόπος που πρόφερε τα φωνήεντα ταίριαζε με το μήνυμα - όλα τακτικά, στη θέση τους, κάτω από έλεγχο. Πήρε μια αργή εισπνοή και μετά χαλάρωσε εντελώς. Σχεδόν δεν χρειαζόταν να αναπνέει. Αισθάνθηκε το αίμα να στραγγίζει από την καρδιά του. Η δύναμη ήταν μέσα του, η δύναμη του σουίντ. Αισθάνθηκε να αιωρείται πάλι, πολύ πάνω από τα σύννεφα και τις κορυφές, φτάνοντας ως τις παρυφές του ίδιου του χώρου, στην οριακή ζώνη ανάμεσα στον ουρανό και τη γη. Από πάνω του απλωνόταν σκοτάδι, που ξαφνικά πλημμύρισε από ένα εκατομμύριο λαμπρά αστέρια, τους αστερισμούς που περιστρέφονταν σε αργή κίνηση. Από κάτω, η γη είχε μετατραπεί σε μια σφαίρα χωρίς χαρακτηριστικά. Μετά όμως, καθώς παρακολουθούσε, η επιφάνεια άρχισε να αστράφτει και ξαφνικά γέμισε ποταμούς, ρυάκια από υδράργυρο. Οι εκατό ποταμοί, ο Κίτρινος Ποταμός και ο Γιανγκτσέ, και οι θάλασσες που τους περιβάλλουν. Η λάμψη ερχόταν από χίλια παλάτια και ναούς, από ένα εκατομμύριο πολύτιμους θησαυρούς. Αισθάνθηκε να χαμηλώνει και να αιωρείται πάνω από ένα ποτάμι σκεπασμένο από ομίχλη, ανάμεσα σε χήνες και κύκνους, γερανούς και ερωδιούς, με μια μουσική από αιολική άρπα να ακούγεται στο βάθος. Μετά, η σκηνή έσβησε και φάνηκαν οι πολεμιστές παντού γύρω του, να απλώνονται σε στοίχους ως εκεί που έφτανε το μάτι, περιμένοντας. Μερικοί κρατούσαν λόγχες, άλλοι φορούσαν πανοπλία. Στρατηγοί στέκονταν μπροστά από τους πεζικάριους, ιππείς κρατούσαν τα άλογά τους. Οι προστάτες του σύμπαντος. Ο στρατός των Κιν. Αυτοί που θα ζωντάνευαν πάλι, που θα προήλαυναν όταν ο ουρανός και η γη θα γίνονταν ένα, όταν η δύναμη του νερού θα έδινε τη θέση της στη δύναμη του φωτός. Τη δύναμη που θα ήταν δική του. Ο άντρας αισθάνθηκε το σώμα του να σφίγγεται από προσμονή. Ακολούθησε μια εκτυφλωτική πράσινη λάμψη, μετά μια μπλε, λες κι ο

ήλιος είχε παγιδευτεί μέσα σε ένα γιγάντιο περιστρεφόμενο πρίσμα μέσα στο σκοτάδι από πάνω. Μετά, τα δύο χρώματα φάνηκαν να αναμειγνύονται και να γίνονται ένα εκτυφλωτικό λευκό. Οι ποταμοί του υδράργυρου άρχισαν να κυλούν πάλι, αστράφτοντας και λαμπυρίζοντας. Καλάμια υψώθηκαν δίπλα τους, καταπράσινα, τρέμοντας από ζωή. Πουλιά τέντωναν το λαιμό τους προς τα πάνω ρουφώντας το φως. Και παντού γύρω του ο στρατός των πολεμιστών αναδευόταν, με το μονότονο γκρίζο να παίρνει παστέλ αποχρώσεις, τα χρώματα να γίνονται πιο συγκεκριμένα κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε - η σάρκα να λάμπει, ενδύματα με έντονο μπλε χρώμα, οι ασημί πανοπλίες να λαμπυρίζουν, κόκκινες σημαίες με τη χρυσή βρυχώμενη τίγρη να ξετυλίγονται και να θροΐζουν σαν τα καλάμια στους ποταμούς. Αισθανόταν τη θερμότητα. Άπλωσε τα χέρια γεμάτος αγαλλίαση. Και μετά, όλα χάθηκαν. Ήταν πάλι καθισμένος μέσα στον σκοτεινό θάλαμο, μόνος μπροστά σε ένα χαμηλό τραπέζι σαν υπερυψωμένο τάφο. Άφησε τα χέρια του να πέσουν στην επιφάνειά του. Ήταν κρύα, σκληρή, πραγματική. Όλα όσα είχε δει ήταν παραίσθηση. Μια παραίσθηση που είχε δημιουργήσει ο ίδιος. Ήταν όμως και ένα προαίσθημα όσων θα συνέβαιναν. Το ουράνιο πετράδι θα έλαμπε πάλι. Κοίταξε το χαμηλό τραπέζι, τη γυαλιστερή του επιφάνεια. Έβλεπε τους κινέζικους χαρακτήρες που ήταν σκαλισμένοι μπροστά σε κάθε θέση, έξι από τη μια πλευρά, έξι από την άλλη. Ξου, Ταν, Τζου, Ζόνγκλι, Γιουνγιάν, Τουκίου, Τζιανγκλιάνγκ, Χουάνγκ, Τζιάνγκ, Ξιούγιου, Μπαϊμίνγκ, Φεϊλιάν. Άπλωσε τα χέρια του και άγγιξε τις γραμμές. Ήταν άψογα κομμένες στο μάρμαρο με λέιζερ. Ήταν οι δώδεκα, η αδελφότητα, οι έμπιστοι φύλακες του πρώτου Αυτοκράτορα Σιχουάνγκντι, εκείνοι που περίμεναν την επιστροφή. Μία θέση θα ήταν άδεια, του Χουάνγκ. Έσφιξε τις γροθιές του ώσπου οι κλειδώσεις άσπρισαν. Αυτός που είχε παραστρατήσει. Αυτός που είχε υποκύψει στον πειρασμό να αναζητήσει το πετράδι μόνος του, που είχε υποκύψει στην απληστία του, βγαίνοντας από τον σωστό δρόμο. Τον είχαν κυνηγήσει, όπως είχαν κυνηγήσει όλους εκείνους που δεν ακολουθούσαν το δρόμο του Σιχουάνγκντι. Χαλάρωσε τα χέρια κι έκλεισε τα μάτια του, πλημμυρισμένος από τη δύναμη του Κιν που αγκαλιάζει τα πάντα. Γρήγορα η άδεια θέση στο τραπέζι θα συμπληρωνόταν ξανά. Είχαν βρει έναν άλλο, ένα βλαστό του φέουδου των Χουάνγκ, που καταγόταν από εκείνους που είχαν διασχίσει πάνοπλοι τη στέπα από την πατρίδα τους μέχρι το Ξιάν, δίπλα σε εκείνον που θα γινόταν ο Σιχουάνγκντι, ο Πρώτος Αυτοκράτορας. Είχε ήδη διδαχτεί

το ζισάου, την ξιφασκία του Κιν, πώς να προκαλεί θανάσιμο φόβο στην καρδιά των εχθρών του Σιχουάνγκντι, πώς να τους εξολοθρεύει. Και θα ολοκλήρωνε το φονικό έργο που θα του εξασφάλιζε τη θέση του στο τραπέζι. Τη θέση του πολεμιστή της τίγρης. Ο άντρας άγγιξε τον πίνακα ελέγχου και η λεπτή δέσμη φωτός διευρύνθηκε αποκαλύπτοντας δύο σταυρωμένα ξίφη μπροστά του, με τις λεπίδες τους να αστράφτουν σαν να ήταν διάστικτες από χιλιάδες πετράδια. Έβαλε τα χέρια του μέσα στα γυαλιστερά μεταλλικά γάντια της λαβής και τα έσφιξε, νιώθοντας τη δύναμη των λεπίδων που εκτείνονταν από τις βρυχώμενες τίγρεις οι οποίες προστάτευαν την κάθε γροθιά. Αισθάνθηκε μια ένταση και ξαφνικά βρέθηκε εκεί, ανάμεσα στα ουράνια άλογα που διέσχιζαν με το βροντερό ποδοβολητό τους τη στέπα, γεμάτα αφρούς, με τον κατακόκκινο ματωμένο ιδρώτα να κυλά από το λαιμό τους. Αισθάνθηκε την έξαρση του πολεμιστή, τη γνώση ότι θα σάρωνε τα πάντα στο πέρασμά του. Αισθάνθηκε τον εαυτό του να φωνάζει, και τα πάντα ήταν κατακόκκινα, και άκουγε μόνο λαχανιάσματα και το ποδοβολητό των ουράνιων αλόγων. Μετά, η εικόνα χάθηκε. Τεντώθηκε πίσω, αφήνοντας τα ξίφη. Γρήγορα θα ερχόταν η έκτη δύναμη. Η δύναμη τον φωτός. Όπως το νερό είχε κατακτήσει τη φωτιά, έτσι και το φως θα κατακτούσε το σκοτάδι, το φως του ουράνιου πετραδιού, το φως της ίδιας της ψυχής του, της ψυχής του ξαναγεννημένου αυτοκράτορα. Πήρε μια βαθιά ανάσα και τράβηξε τα ξίφη. Μπροστά του εμφανίστηκε μια χαραμάδα φωτός στην είσοδο και είδε σκοτεινές μορφές να μπαίνουν μέσα και να παίρνουν σιωπηλά τις θέσεις τους στο τραπέζι. Η αδελφότητα είχε σμίξει ξανά. Το πετράδι θα βρισκόταν. Ο πολεμιστής της τίγρης θα πολεμούσε ξανά. Ο Τζακ ήταν καθισμένος στην καμπίνα του κάτω από τη γέφυρα του Θαλάσσιου Ιχνηλάτη II με τα χέρια πλεγμένα πίσω από το κεφάλι και κοίταζε το παλιό ξύλινο σεντούκι μπροστά του. Είχε βγάλει το ξύλινο πλαίσιο με το οποίο ασφάλιζαν το σεντούκι στη διάρκεια του μουσώνα και είχε ανοίξει το τρίτο συρτάρι για να βλέπει το περιεχόμενό του. Ήταν ένα από τα πιο πολύτιμα πράγματά του, ένα ταξιδιωτικό σεντούκι αξιωματικού από τον δέκατο όγδοο αιώνα, φτιαγμένο από ξύλο καμφοράς που ανάδινε ακόμη μια αμυδρή οσμή Ανατολής. Για οκτώ γενιές οι πρόγονοί του έπαιρναν αυτό το σεντούκι μαζί τους όταν ταξίδευαν στη θάλασσα, από τους εμπόρους τυχοδιώκτες που είχαν δημιουργήσει την περιουσία της οικογένειας Χάουαρντ στα πρώτα χρόνια της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών,

μέχρι τον παππού του, που το είχε πάρει μαζί του στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και το είχε ξαναβγάλει για τελευταία φορά στη στεριά πάνω από σαράντα χρόνια πριν. Κανένας Χάουαρντ δεν είχε ναυαγήσει ποτέ μέχρι τη βύθιση του πρώτου σκάφους, του Θαλάσσιου Ιχνηλάτη, στη Μαύρη Θάλασσα πριν από δύο χρόνια, και όταν κατασκευαζόταν το νέο σκάφος ο Τζακ πήρε την απόφαση να τοποθετήσει το σεντούκι στην καμπίνα του. Όμως το σεντούκι δεν ήταν μόνο σύμβολο καλοτυχίας γι’ αυτόν. Περιείχε επίσης χρήσιμα στοιχεία για μια αναζήτηση που ο Τζακ λαχταρούσε να κάνει από τότε που ήταν μικρό παιδί, όταν ο παππούς του του έδειξε για πρώτη φορά το περιεχόμενο του συρταριού. Ένιωσε ένα κύμα έξαψης καθώς το κοίταζε τώρα. Στον τοίχο πίσω από το σεντούκι κρεμόταν ένα παλιό μουσκέτο της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών και από κάτω απλωνόταν η καμπυλωτή ατσάλινη λεπίδα ενός τουλβάρ, ινδικού ξίφους με χαρακτηριστική σφαιρική άκρη στη λαβή και προστατευτικό για το χέρι. Και τα δύο ανήκαν στον πρώτο Χάουαρντ που έζησε στην Ινδία, το συνταγματάρχη ενός συντάγματος του Στρατού της Βεγγάλης την εποχή των Ναπολεόντειων Πολέμων. Κάτω από το ξίφος υπήρχαν δύο βικτοριανές φωτογραφίες, η μία με μια γυναίκα κι ένα παιδί, η άλλη με έναν καλοντυμένο νέο με μελαψά χαρακτηριστικά, σαρκώδη χείλη και μια εύθυμη λάμψη στα μάτια. Τα χαρακτηριστικά του προέρχονταν από την Πορτογαλίδα Εβραία γιαγιά του, τη γυναίκα του συνταγματάρχη του Στρατού της Βεγγάλης. Κάτω από τη φωτογραφία έγραφε με αριστοκρατικό γραφικό χαρακτήρα, Βασιλική Στρατιωτική Ακαδημία 1875, Υπολοχαγός Τζον Χάουαρντ, Βασιλικό Μηχανικό. Ήταν η φωτογραφία αποφοίτησης ενός νεαρού που ξεχείλιζε από βικτοριανή αυτοπεποίθηση και ετοιμαζόταν να ξεκινήσει για τη μεγαλύτερη περιπέτεια της ζωής του. Όμως μόλις τέσσερα χρόνια αργότερα θα γινόταν κάτι που θα μεταμόρφωνε αυτά τα μάτια και θα τους έδινε την ανεξιχνίαστη έκφραση που ο Τζακ έβλεπε μερικές φορές στα μάτια της κόρης του. Το να βρει τι είχε συμβεί στον προ-προπάππο του ήταν μια προσωπική αναζήτηση του Τζακ από τότε που θυμόταν τον εαυτό του. Κοίταξε στο ανοιχτό συρτάρι. Από τη μία πλευρά υπήρχε μια μικρή στοίβα δερματόδετα βιβλία κι ένα σημειωματάριο, με τον ίδιο γραφικό χαρακτήρα στις ράχες τους. Από την άλλη ήταν δύο κουτιά αρχείου με ένα σωρό χαρτιά, επιστολές, χειρόγραφα - σε μερικές περιπτώσεις υλικό που ο Τζακ δεν είχε αρχίσει καλά-καλά να εξετάζει. Και ανάμεσά τους ήταν τα τεχνουργήματα που ξετύλιγε τώρα. Πήρε ένα μικρό κόκκινο κουτί με ένα μπρούντζινο τηλεσκόπιο τσέπης, που το φιλντισένιο περίβλημα του

κυλίνδρου είχε συρρικνωθεί από τα χρόνια. Για χιλιοστή φορά από τα παιδικά του χρόνια άνοιξε το τηλεσκόπιο σε όλο του το μήκος, που ήταν μερικά εκατοστά, και κοίταξε από μέσα. Και όπως έκανε πάντα, προσπάθησε να φανταστεί τι είχε δει ο Τζον Χάουαρντ μέσα από το φακό του εκείνη τη μοιραία μέρα στη ζούγκλα. Έκλεισε τα μάτια του, κλείνοντας ταυτόχρονα το νου του στο παρόν. Μετά τα άνοιξε πάλι, αλλά η θέα παρέμεινε ίδια. Όμως τώρα ήξερε ότι βρισκόταν στα πρόθυρα του μυστηρίου. Μόνο ένα ταξίδι με ελικόπτερο τον χώριζε από το μέρος όπου μπορούσε επιτέλους να ζωντανέψει το περιστατικό που για χρόνια προσπαθούσε τόσο έντονα να φανταστεί. «Ωραίο τηλεσκόπιο». Η Ρεβέκκα είχε μπει αθόρυβα στο δωμάτιο και στεκόταν δίπλα του. Της το έδωσε, και αυτή κοίταξε από μέσα. «Αυτό ήταν του προ-προ-προπάππου σου», της είπε. «Το έφερε από την Ινδία, όπου το χρησιμοποίησε σε έναν πόλεμο στη ζούγκλα, όχι μακριά από το ρωμαϊκό Αρικαμεντού που θα επισκεφθούμε αύριο το πρωί». Η Ρεβέκκα κοίταξε τις φωτογραφίες. «Αυτός είναι- σωστά; Και η οικογένειά του. Του μοιάζεις. Νιώθω πολύ έντονα την παρουσία του τώρα που κρατώ το τηλεσκόπιο. Ξέρεις, όταν πηγαίνουμε εκπαιδευτικές εκδρομές σε μουσεία στο σχολείο, θέλω πάντα να αγγίζω τα αντικείμενα. Μια φορά βρήκα μεγάλο μπελά στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης. Και δεν χρειάζεται να είναι μεγάλα έργα τέχνης, μου φτάνουν και μικροπράγματα. Είναι σαν να με γυρίζουν πίσω στο παρελθόν». Ο Τζακ της χαμογέλασε. «Κοίτα γύρω σου σε αυτό το δωμάτιο. Υπάρχουν τεχνουργήματα απ’ όλες σχεδόν τις αποστολές στις οποίες έχω πάρει μέρος. Τα περισσότερα είναι μικροπράγματα, θραύσματα αγγείων, φθαρμένα παλιά νομίσματα. Όμως χάρη σε αυτά αποκτούν πραγματική υπόσταση για μένα. Όταν κάθομαι εδώ και γράφω, έχω πάντα κάτι στο χέρι μου». «Ο θείος Κώστας λέει πως είσαι σαν τις κουρούνες. Και ότι στην πραγματικότητα είσαι κυνηγός θησαυρών». Του έδωσε πίσω το τηλεσκόπιο και άγγιξε το θυρεό που ήταν σκαλισμένος μπροστά στο σεντούκι- μια άγκυρα πάνω από μια ασπίδα και τις λατινικές λέξεις Depressus Extollor 19 σκαλισμένες από κάτω. Ο Τζακ γέλασε. «Ο θείος Κώστας καλά θα κάνει να προσέχει τι λέει». «Ο θείος Κώστας λέει ότι χωρίς αυτόν δεν θα κατάφερνες τίποτα- δεν θα είχες παρά μια βάρκα με κουπιά». 19 «Καταπιεσμένος, εξυψώνομαι». (ΣτΜ)

«Και ο θείος Κώστας χωρίς εμένα θα ήταν κολλημένος σε ένα γραφείο σε κάποιο τεχνολογικό πάρκο της Καλιφόρνιας». «Όχι, λέει ότι χωρίς εσένα θα ήταν διακοπές στη Χαβάη». «Από τότε που σχεδιάσαμε το ταξίδι στον Ειρηνικό, του έχει σφηνωθεί η Χαβάη. Όλα τα άλλα στο δρόμο μας, η Αίγυπτος, η Ινδία, είναι απλώς μια παράκαμψη γι’ αυτόν, και τα ανέχεται μόνο επειδή είμαι ο σύντροφός του στις καταδύσεις και μερικές φορές του σώζω τη ζωή». «Το συζητήσαμε ήδη αυτό. Λέει ότι σου δίνει δύο μέρες, και μετά θα ζητήσει να τον αφήσουμε στο κοντινότερο διεθνές αεροδρόμιο. Χρειάζεται μια βδομάδα πριν φτάσουμε κι εμείς για να ετοιμάσει το βαθυσκάφος για τις δοκιμές». «Εννοεί ότι χρειάζεται μια βδομάδα για να δοκιμάσει τις σεζλόνγκ στο Γουακίκι. Κατά βάθος, του αρέσει να αλητεύει στις παραλίες». Εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα ο Κώστας με πηδηχτό βήμα. Φορούσε ένα χτυπητό λουλουδάτο πουκάμισο, φαρδύ σορτς μπάγκι και γυαλιά-μάσκα ηλίου ανεβασμένα στο μέτωπό του. «Αλόχα!» «Αλόχα!» απάντησε η Ρεβέκκα, χαμογελώντας πειραχτικά στον Τζακ. «Σκέφτηκα να ετοιμαστώ», είπε ο Κώστας. «Μπορεί να μην έχουμε χρόνο να αλλάξουμε». «Εντάξει, κατάλαβα», είπε ο Τζακ. Ο Κώστας είδε το αντικείμενο που μόλις είχε ξετυλίξει ο Τζακ. «Ένας ελέφαντας! Ευτυχώς, γιατί είχα αρχίσει να παθαίνω στερητικό σύνδρομο». Ο Τζακ του τον έδωσε και ο Κώστας τον ανασήκωσε προσεκτικά στο φως. «Είναι από λάπις λάζουλι», είπε ο Τζακ. «Το ίδιο πέτρωμα μ’ εκείνο το θραύσμα που βρήκες στη Βερενίκη. Επίσης, είναι της καλύτερης ποιότητας, από τα ορυχεία στο Αφγανιστάν. Βλέπεις το σπινθήρισμα του πυρίτη μέσα στα στρώματα του μπλε; Είναι αντικείμενο που το κρατούσαν συχνά, έπαιζαν με αυτό. Ήταν ανάμεσα στα πράγματα του προ-προπάππου μουτου τον είχαν δώσει όταν ήταν μικρός. Ήθελε να τον δώσει στον πρωτότοκο γιο του όταν θα έκλεινε τα δύο. Αλλά δεν μπόρεσε». «Είναι υπέροχο», είπε η Ρεβέκκα με δέος. Πήρε τον ελέφαντα από τον Κώστα και χάιδεψε την προβοσκίδα. «Μπορώ να τον πάρω; Εννοώ, να τον δανειστώ και να τον έχω στην καμπίνα μου; Είναι κρίμα να τον έχεις κρυμμένο σε αυτό το παλιό σεντούκι». Ο Κώστας κούνησε το δάχτυλο στη Ρεβέκκα. «Πρόσεχε τα λόγια σου γι’ αυτό το σεντούκι. Το παίρνει παντού μαζί του. Τον κάνει να νιώθει σαν παλιός θαλασσόλυκος. Όποτε έχει ελεύθερο χρόνο, έρχεται και κάθεται

δίπλα του». Μπήκαν μέσα ο Χιμπερμάγερ και η Αϊσά, και κάθισαν όλοι στις καρέκλες που είχε στήσει ο Τζακ κυκλικά γύρω από το σεντούκι. Ο Κώστας κοίταξε μέσα στο ανοιχτό συρτάρι και έδειξε ένα άλλο αντικείμενο που υπήρχε μέσα- ένα παλιό περίστροφο. «Άγρια Δύση;» Ο Τζακ έριξε ένα λοξό χαμόγελο. «Σωστή περίοδος, λάθος ήπειρος. Η περίοδος για την οποία μιλάμε, η δεκαετία του 1870, είδε μεγάλες συγκρούσεις σε όλο τον κόσμο: ο Γαλλοπρωσικός Πόλεμος, που κόντεψε να καταστρέψει την Ευρώπη· ο Πόλεμος του Αφγανιστάν, που έφερε τη Βρετανία αντιμέτωπη με τη Ρωσία. Υπήρξαν όμως και πολλές αποικιακές συγκρούσεις. Μέσα σε διάστημα λίγων ετών, έχουμε τη μάχη του Κάστερ στο Λιτλ Μπιγκ Χορν, τον Πόλεμο των Ζουλού στη Νότια Αφρική και την εξέγερση της ζούγκλας στην Ινδία. Και σε όλες τις περιπτώσεις, δεν ήταν ξεκάθαρο ποια από τις δύο πλευρές ωφελήθηκε». «Ο πρόγονός σου, ο Τζον Χάουαρντ», είπε η Αϊσά, καθώς ο Κώστας έβγαζε προσεκτικά το περίστροφο από το συρτάρι για να το περιεργαστεί, «ήταν Βρετανός αξιωματικός;» «Ναι», απάντησε ο Τζακ. «Τώρα που είμαστε όλοι εδώ, θέλω να σας πω μερικά πράγματα γι’ αυτόν. Το 1879 ήταν υπολοχαγός στο Βασιλικό Μηχανικό και δεν ήταν πολύς καιρός που είχε τοποθετηθεί στην Ινδία, ως κατώτερος αξιωματικός στο Βασιλικό Σύνταγμα Σκαπανέων και Ορυκτών του Μαδράς. Αυτό ήταν ένα από τα κορυφαία συντάγματα του Ινδικού Στρατού. Έδρευε στο Μπανγκαλόρ, στη νότια Ινδία, αλλά το χρησιμοποιούσαν σε εκστρατείες σε όλη την Ινδία και τα σύνορα. Ήταν τοπογράφοι και μηχανικοί, αλλά είχαν επίσης εκπαίδευση πεζικού, κι έτσι ήταν από τα πιο χρήσιμα συντάγματα. Καθένας από τους δέκα λόχους είχε δύο Βρετανούς αξιωματικούς και αρκετούς Βρετανούς υπαξιωματικούς, αλλά οι σκαπανείς ήταν όλοι από το Μαδράς, ανάμεσα τους και οι ντόπιοι αξιωματικοί -οι τζεμαντάρ και οι σουμπαντάρ- και οι ντόπιοι υπαξιωματικοί, οι χαβιλντάρ και οι ναΐκ. Οι άντρες του Μαδράς ήταν περήφανοι, κάστα πολεμιστών. Για έναν νεαρό Βρετανό αξιωματικό, η υπηρεσία σε ένα σύνταγμα σαν τους Σκαπανείς του Μαδράς ήταν η καλύτερη στρατιωτική εμπειρία που θα μπορούσε να έχει. Οι υπολοχαγοί διοικούσαν λόχους και οι λοχαγοί είχαν ευθύνες αντίστοιχες με αυτές που θα είχε ένας ταγματάρχης σήμερα. Όλοι οι αξιωματικοί του Βασιλικού Μηχανικού είχαν βγάλει το αντίστοιχο ενός σημερινού μεταπτυχιακού προγράμματος μηχανικής προτού πάνε στην Ινδία». «Το κλίμα εκεί πρέπει να ήταν μεγάλο σοκ γι’ αυτόν, μετά την κρύα και

βροχερή Αγγλία», είπε ο Κώστας. «Όχι για τον Χάουαρντ», είπε ο Τζακ. «Είχε σπουδάσει στην Αγγλία αλλά ήταν γεννημένος στην Ινδία το 1855, λίγο πριν ξεσπάσει η Ινδική Ανταρσία, στα τελευταία χρόνια της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών, πριν αναλάβει τον έλεγχο το Βρετανικό Στέμμα. Ο πατέρας του είχε μια φυτεία ινδικοφόρου 20 στο Μπιχάρ, στα σύνορα με τα Ιμαλάια και το Θιβέτ, και ο παππούς του ήταν συνταγματάρχης στο Στρατό της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών. Η Ινδία λοιπόν κυλούσε στο αίμα του. Έτσι εξηγείται ίσως πώς επέζησε στις συνθήκες της ζούγκλας». «Σε αυτό το μέρος όπου πάμε τώρα», είπε ο Κώστας. «Αφού είχαν περάσει πάνω από δύο δεκαετίες ειρήνης μετά την Ανταρσία, η Ινδία είχε αρχίσει να ξεσηκώνεται πάλι», είπε ο Τζακ. «Ξέσπασε πάλι πόλεμος με το Αφγανιστάν, για πρώτη φορά μετά από σαράντα χρόνια. Οι περισσότεροι αξιωματικοί των Σκαπανέων του Μαδράς αναπτύχθηκαν εκεί, όχι όμως και ο Χάουαρντ. Ο λόγος ήταν μια άλλη σύγκρουση, μια εξέγερση φυλών που ξέσπασε το 1879 στη ζούγκλα του βόρειου Μαδράς, στους πρόποδες των ανατολικών Γκατς κατά μήκος του ποταμού Γκονταράβι». Ο Τζακ έδειξε στο χάρη πάνω από το γραφείο του. «Μετά την Ανταρσία, η ινδική κυβέρνηση είχε καταστείλει με σιδερένια πυγμή κάθε υπόνοια εσωτερικής εξέγερσης. Έτσι, στάλθηκε στη ζούγκλα μια ταξιαρχία, που περιλάμβανε και δύο λόχους σκαπανέων. Όμως αυτές οι εκστρατείες θεωρούνταν αστυνόμευση, γι’ αυτό δεν υπήρχε ούτε στρατιωτική δόξα ούτε και μετάλλια για τους αξιωματικούς, παρά τις σκληρές συνθήκες. Και αυτή η εξέγερση, που ονομάστηκε εξέγερση Ράμπα, από το όνομα της περιοχής, τράβηξε σχεδόν δύο χρόνια περισσότερο απ’ όλη την εκστρατεία του Αφγανιστάν. Όμως ο Χάουαρντ ήταν εκεί σχεδόν από την αρχή μέχρι το τέλος». «Πρέπει να ήταν φρικτά, ιδιαίτερα την εποχή των μουσώνων», είπε ο Χιμπερμάγερ. Ο Τζακ κατένευσε. «Η εξέγερση Ράμπα είχε όλες τις ακραίες συνθήκες του πολέμου στη ζούγκλα, αυτές που είδαμε σε άλλες τέτοιες εκστρατείες τον επόμενο αιώνα, στην Μπούρμα, τη Μαλαισία, το Βιετνάμ. Η ελονοσία ήταν τρομερό πρόβλημα. Μερικά χρόνια αργότερα, επίατρος21 των Σκαπανέων του Μαδράς ήταν ο Ρόναλντ Ρος, που αργότερα έγινε σερ Ρόναλντ Ρος, ο άνθρωπος που επιβεβαίωσε τη σύνδεση ανάμεσα στα κουνούπια και την ελονοσία. Όμως την εποχή της εξέγερσης δεν ήταν γνωστή η προέλευση 20 Φυτό από το οποίο προέρχεται το λουλάκι. (ΣτΜ) 21 Στρατιωτικός γιατρός με βαθμό ταγματάρχη. (ΣτΜ)

της νόσου που θέριζε τις τάξεις του στρατού. Και εδώ έπαιξε ρόλο η ινδική καταγωγή του Χάουαρντ. Είχε κάποια αντίσταση στον πυρετό, και αυτό πρέπει να έπαιξε ρόλο στο γεγονός ότι υπηρετούσε συνεχώς. Ήταν ο μόνος αξιωματικός που ήταν υγιής». Ο Κώστας πήρε το παλιό περίστροφο από το συρτάρι, ένα μακρύ εντυπωσιακό όπλο που είχε πάρει δαμασκηνί χρώμα στα σημεία απ’ όπου είχε φύγει το βάψιμο του χάλυβα. «Κολτ του Ναυτικού, του 1851, φτιαγμένο στο Λονδίνο», είπε. «Παλιά, έριχνα με ένα τέτοιο μαζί με έναν θείο μου στο Βερμόντ, που ήταν λάτρης της μαύρης πυρίτιδας». Γύρισε το πιστόλι από την άλλη και πέρασε τα δάχτυλά του πάνω από τα γράμματα και τους αριθμούς που ήταν αποτυπωμένα στην ξύλινη λαβή. «Διακριτικά του στρατού;» «Αυτά εδώ είναι ΑΚ, Άνω Καναδάς. 22 Το Α συμβολίζει τον Ουλαμό Φρόντενακ, αριθμός 50», εξήγησε ο Τζακ. «Είναι ένα από τα περίστροφα που αγοράστηκαν από το εργοστάσιο του Κολτ στο Λονδίνο για τους ιππείς του καναδικού στρατού στο Κίνγκστον, στη Λίμνη Οντάριο. Ο γιατρός των Σκαπανέων του Μαδράς, ο δόκτωρ Γουόκερ, είχε μεγαλώσει στο Κίνγκστον. Υπηρέτησε και ο ίδιος στο στρατό και αγόρασε αυτό το πιστόλι από τα στρατιωτικά πλεονάσματα στη δεκαετία του 1870, όταν ο στρατός άρχισε να χρησιμοποιεί περίστροφα με φυσίγγια. Ο Γουόκερ το πήρε μαζί του στην Ινδία και το χάρισε στον Χάουαρντ, ο οποίος είχε ήδη ένα ολόιδιο περίστροφο Κολτ. Το είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του, ο οποίος το είχε στην Ινδική Ανταρσία. Είναι πάντα καλύτερο να έχεις δύο περίστροφα με καψούλι γιατί χρειάζεσαι χρόνο για να τα γεμίσεις». «Πού είναι το άλλο;» «Το πήρε μαζί του ο Χάουαρντ όταν εξαφανίστηκε». «Εξαφανίστηκε;» «Μια μέρα, πολλά χρόνια αργότερα, μάζεψε τη βαλίτσα του κι έφυγε, και δεν ξαναγύρισε ποτέ. Κανείς δεν ξέρει σίγουρα πού πήγε ή τι του συνέβη. Αυτή η ιστορία μού έχει γίνει έμμονη ιδέα από τότε που την άκουσα για πρώτη φορά όταν ήμουν μικρός. Διάβαζα Κίπλινγκ και ιστορίες για εξερευνητές του Δρόμου του Μεταξιού, και τον φανταζόμουν σε κάποια μεγάλη τελική περιπέτεια. Τον είχα πάντα στο νου μου όταν πήγαινα σε δικές μου αποστολές. Τώρα που είμαστε τόσο κοντά στη ζούγκλα και στα μέρη όπου έζησε, θα ήθελα να μάθω τι απέγινε. Όμως θα σας πω περισσότερα γι’ αυτό αργότερα. Ας μη βιαζόμαστε». 22 Το σημερινό Οντάριο. (ΣτΜ)

«Βρήκα κάτι σχετικό με την εξέγερση», είπε η Ρεβέκκα, σηκώνοντας ένα σημειωματάριο με βικτοριανό μαρμαρογραφημένο εξώφυλλο και μια επιγραφή από ξεθωριασμένο μελάνι στην ετικέτα. «Η Αποστολή Ράμπα 1879, του Τζον Χάουαρντ, Υπολοχαγού, ΒΜ». «Αυτό είναι το ημερολόγιό του», είπε ο Τζακ. «Είναι η μοναδική προσωπική αφήγηση που έχει διασωθεί από την εξέγερση. Σχεδόν όλα τα άλλα τα έμαθα από τα αρχεία των συλλογών του Γραφείου Ινδίας στη Βρετανική Βιβλιοθήκη, και από τα στρατιωτικά και δικαστικά αρχεία της κυβέρνησης του Μαδράς η οποία επέβλεπε τις περιοχές της ζούγκλας. Η εξέγερση επισκιάστηκε από τον Αφγανικό Πόλεμο, και λίγο-πολύ πέρασε απαρατήρητη από την ιστορία». Η Ρεβέκκα άνοιξε προσεκτικά μια σελίδα και άρχισε να διαβάζει. «Οι δυσκολίες της χαρτογράφησης αρχίζουν ουσιαστικά όταν επεκτείνεται σε άγνωστη περιοχή, ιδιαίτερα αν οι χαρτογράφοι παρεμποδίζονται από το γεγονός ότι πρέπει να συνεργάζονται με στρατεύματα, και αν η όρασή τους περιορίζεται από τον κακό καιρό». Ο Τζακ κατένευσε. «Η ειδικότητά του ήταν η χαρτογράφηση. Μόλις είχε τελειώσει τη Σχολή Στρατιωτικής Μηχανικής στο Τσάταμ, ύστερα από δύο χρόνια εντατικών σπουδών. Υπάρχει πολύς νεανικός ενθουσιασμός στις πρώτες σελίδες του ημερολογίου. Όμως αυτό γρήγορα αλλάζει». Η Ρεβέκκα διάβασε άλλο ένα τμήμα προς το τέλος. «Τα αίτια της εξέγερσης περιγράφηκαν πλήρως. Η διοίκηση ήταν χαλαρή οι αξιωματικοί μας κώφευσαν στις διαμαρτυρίες ενός καταπιεσμένου λαού, και το αρχαίο πνεύμα της προσφυγής στο ξίφος τελικά κυριάρχησε μέσα σε μια γενναία και θαρραλέα ορεσίβια φυλή. Από τη στιγμή που θα αφυπνιστεί αυτό το πνεύμα και θα υποχρεωθούμε να εκστρατεύσουμε σε μια άγρια και δύσκολη περιοχή που πλήττεται από ελονοσία, κανείς δεν μπορεί να πει πόσο θα διαρκέσουν οι αψιμαχίες ή ποια άλλα αδρανή ακόμη στοιχεία αναταραχής θα εξεγερθούν εναντίον μας. Το μόνο που μπορεί να προβλέψει κανείς είναι ότι σπάνια θα βλέπουμε τον εχθρό, ότι τα νοσοκομεία του συντάγματος θα γεμίσουν από θύματα του πυρετού, και πως όταν έρθει επιτέλους η ειρήνη, θα είναι η ειρήνη της ερήμωσης. Το μόνο που ζητούν από εμάς αυτές οι φυλές των λόφων είναι να τους προστατέψουμε στην ήρεμη απόλαυση των λίγων περιορισμένων και απλών αντικειμένων προσωπικής ελευθερίας και άνεσης που αποτελούν τις κύριες πηγές της ευτυχίας τους». «Υπέροχη γλώσσα», μουρμούρισε ο Κώστας. «Αυτό συνοψίζει καλά την κατάσταση», είπε ο Τζακ. «Χρόνια αργότερα, το ινδικό εθνικιστικό κίνημα προσπάθησε να εμφανίσει την εξέγερση ως

μέρος μιας εθνικιστικής επανάστασης κατά των Βρετανών, αλλά αυτό είναι διαστρέβλωση της ιστορίας στη χειρότερη μορφή της. Αυτοί ήταν λαοί της ζούγκλας που βασικά ήθελαν να τους αφήσουν ήσυχους. Οι περισσότεροι δεν είχαν ξαναδεί Ευρωπαίους ως τότε. Η κύρια επαφή τους με τον έξω κόσμο ήταν οι κάτοικοι των κάμπων, οι διεφθαρμένοι Ινδοί χωροφύλακες και οι έμποροι που τους αποσπούσαν εκβιαστικά αυτά που ήθελαν. Το οικονομικό κέρδος των Βρετανών από τη ζούγκλα ήταν μηδαμινό, γι’ αυτό τοποθετούσαν σε αυτές τις θέσεις λιγότερο ικανούς αξιωματικούς, άτομα χαμηλότερου επιπέδου, που σπάνια έκαναν τον κόπο να επιθεωρήσουν την περιοχή. Μετά, ψηφίστηκε ο Ινδικός Δασικός Νόμος, ο οποίος παρεμπόδιζε την παραδοσιακή γεωργία που στηριζόταν στην κοπή και καύση της βλάστησης της ζούγκλας. Όμως η σπίθα ήταν ότι κάποιος κατώτερος αξιωματούχος στην Καλκούτα δεν φρόντισε να εξαιρέσει τους λαούς των λόφων από το φόρο αμπκάρι στο αλκοόλ. Οι φυλές της ζούγκλας ζούσαν για το τόντι, το ποτό που έφτιαχναν από φοινικόδεντρα και τους βοηθούσε να περνούν τους μήνες των μουσώνων, όταν δεν είχαν τίποτε άλλο να κάνουν». «Κατάλαβα τι εννοείς», μουρμούρισε ο Κώστας. «Δεν θα μπορούσες να τον ονομάσεις ένδοξο πόλεμο. Απέχει πολύ από τη γεωπολιτική κατάσταση στο Αφγανιστάν». «Όμως ο πόλεμος δεν παύει να είναι πόλεμος», είπε ο Τζακ. «Αν εξαιρέσεις τον ευρύτερο στρατηγικό σκοπό, αρχίζεις να αμφισβητείς πολύ περισσότερα. Και αυτοί οι αξιωματικοί απείχαν πολύ από την καρικατούρα του στενόμυαλου και απαθούς Εγγλέζου. Το Βασιλικό Μηχανικό προσήλκυε άτομα με υψηλή νοημοσύνη και περιέργεια. Σήμερα, αυτοί οι άνθρωποι θα ήταν επιστήμονες, πολιτικοί μηχανικοί, ερευνητές. Πολλά από αυτά που γνωρίζουμε σήμερα για την ανθρωπολογία και τη φυσική ιστορία της Ινδίας προέρχονται απ’ όσα έκαναν αυτοί οι άνθρωποι στον ελεύθερο χρόνο τους. Και ένα μεγάλο μέρος της δουλειάς τους δεν ήταν να πολεμούν, αλλά να τοπογραφούν και να χαρτογραφούν, να κατασκευάζουν δρόμους, γέφυρες, φράγματα, υδραγωγεία και συστήματα άρδευσης, σιδηροδρόμους, δημόσια μνημεία, την υποδομή της χώρας που υπάρχει μέχρι και σήμερα. Για να μπορείς να λειτουργείς αποτελεσματικά στην Ινδία έπρεπε να μιλάς τη γλώσσα, και πολλοί από αυτούς τους αξιωματικούς ήταν προικισμένοι γλωσσομαθείς, που καταλάβαιναν τους στρατιώτες τους και τους κατοίκους της χώρας. Το βλέπεις αυτό στο ημερολόγιο. Ο τόνος μπορεί να μας φαίνεται λίγο “υψηλόφρων” σήμερα, αλλά τα άτομα σαν τον Χάουαρντ έβλεπαν ανθρώπους στα

σκόπευτρα των όπλων τους, όχι πρωτόγονους ιθαγενείς. Ήταν σκληροί στρατιώτες, απαρέγκλιτα αφοσιωμένοι στο Βρετανικό Στέμμα και ήταν ικανοί να σκοτώσουν χωρίς δισταγμό, ξέροντας ωστόσο ότι δεν είχαν πάντα την ηθική υπεροχή». «Υπάρχει μια αναφορά σε ένα βιβλίο εδώ, στην τελευταία σελίδα του ημερολογίου», είπε η Ρεβέκκα. «Αλλά έχει μια μαύρη μουντζούρα». Σήκωσε το ημερολόγιο, το μύρισε και έκανε μια γκριμάτσα. «Βρομάει σαν κλούβιο αβγό». «Κατάλοιπα μαύρης πυρίτιδας», είπε ο Τζακ. «Πρέπει να είχε μπαρούτι στα χέρια του όταν το έγραψε. Φαίνεται ότι μόλις είχε πυροβολήσει. Κοίτα την ημερομηνία. Είκοσι Αυγούστου, 1879. «Με δυσκολία διακρίνεται, αλλά η σημείωση λέει Κάμπελ, Άγριες Φυλές του Κοντιστάν, 23 σελίδα 177. Και μετά λέει Θεέ μου, βοήθησέ με!» Ο Τζακ πήρε έναν από τους δύο δερματόδετους τόμους από το συρτάρι και τον άνοιξε σε μια σημειωμένη σελίδα. «Αυτό είναι το βιβλίο που αναφέρει. Το είχε μαζί του όταν έκανε αυτή την εγγραφή στο ημερολόγιο. Στο περιθώριο του βιβλίου σε αυτή τη σελίδα έχει γράψει: Ο λοχαγός Φράι, ένας αξιοθαύμαστος αξιωματικός και πρώτης τάξεως μελετητής της Ανατολής, που εργάστηκε με μεγάλο ζήλο για την εκμάθηση της γλώσσας των Κοντ. Είναι φανερό ότι αυτό το είχε γράψει πριν από αρκετό καιρό, ίσως όταν διάβασε για πρώτη φορά το βιβλίο, πριν πάει στη ζούγκλα. Όμως το κείμενο δίπλα στη σημείωση είναι κυκλωμένο με το ίδιο μελάνι που υπάρχει στην τελευταία εγγραφή του ημερολογίου, λιγάκι μουντζουρωμένο. Πρέπει να το διάβασε πάλι εκείνη την ημέρα στη ζούγκλα. Ακούστε: «Κάτι περίεργο συνέβη σε αυτό τον εξαιρετικό αξιωματικό όταν ήταν στους λόφους. Μια μέρα, τον πληροφόρησαν για μια θυσία την προηγουμένη της εκτέλεσής της. Το θύμα ήταν ένα όμορφο κορίτσι δεκαπέντε ή δεκάξι χρόνων. Χωρίς να διστάσει στιγμή, έσπευσε με ένα μικρό σώμα οπλισμένων αντρών στο σημείο που του είχαν υποδείξει, και φτάνοντας βρήκε τους Κοντ να έχουν συγκεντρωθεί ήδη με τον ιερέα της θυσίας και να έχουν προετοιμάσει το θύμα για την πρώτη πράξη της τραγωδίας. Απαίτησε αμέσως να του παραδώσουν την κοπέλα. Οι Κοντ, μισοτρελαμένοι από έξαψη, δίστασαν για μια στιγμή, αλλά βλέποντας τη μικρή δύναμή του να παίρνει θέσεις μάχης, παρέδωσαν την κοπέλα. Βλέποντας τα αγριεμένα και θυμωμένα βλέμματά τους, ο λοχαγός Φράι έκρινε πολύ συνετά ότι δεν ήταν κατάλληλη η στιγμή για να συζητήσει 23 Η περιοχή της ζούγκλας στην ανατολική Ινδία. Οι κάτοικοί της λέγονταν Κοντ. (ΣτΜ)

μαζί τους, κι έτσι πήρε την κοπέλα και επέστρεψε στο παλιό του στρατόπεδο». «Ανθρωποθυσία;» είπε ο Κώστας με φρίκη. «Στην Ινδία; Το 1879;» «Αυτό το βιβλίο εκδόθηκε το 1864, δεκαπέντε χρόνια πριν από την εξέγερση του Ράμπα. Ο πλήρης τίτλος είναι Μια Προσωπική Αφήγηση Δεκατριών Ετών Υπηρεσίας ανάμεσα στις Άγριες Φυλές του Κοντιστάν για την Καταστολή των Ανθρωποθυσιών. Ο συγγραφέας, ο Τζον Κάμπελ, ήταν ένας αξιωματικός στον οποίο είχαν αναθέσει αυτό το έργο, και ο Φράι ήταν ο βοηθός του». «Απέτυχαν, όμως». Ο Τζακ έσφιξε τα χείλη. «Όχι· πέτυχαν. Ή τουλάχιστον έτσι το εμφάνισαν οι αρχές. Οι Βρετανοί δεν παρενέβαιναν πολύ στις τελετουργίες των Ινδών, αλλά απαγόρεψαν τις ανθρωποθυσίες και τις βρεφοκτονίες κοριτσιών. Εκείνο όμως που κατάφεραν στην πραγματικότητα ήταν ότι ανάγκασαν όσους ασκούσαν αυτές τις πρακτικές να το κάνουν κρυφά. Ποιος ήξερε τι γινόταν στα βάθη της ζούγκλας, χιλιόμετρα μακριά από τα αδιάκριτα μάτια; Ακόμη και σήμερα εξακολουθεί να υπάρχει η τελετή της θυσίας ανάμεσα στις φυλές, αν και χρησιμοποιούν κότες αντί για ανθρώπους. Ή έτσι μας λένε τουλάχιστον». «Και το 1879;» «Ο αρχηγός της εξέγερσης, ο Τσεντράγια, εκτέλεσε απροκάλυπτα αρκετούς ντόπιους αστυνομικούς που είχε αιχμαλωτίσει, δίνοντας στις εκτελέσεις τη μορφή ανθρωποθυσίας για να δείξει ότι αψηφούσε τους Βρετανούς. Σε μία περίπτωση χρησιμοποίησε ξίφος, ίσως ένα τουλβάρ σαν αυτό στον τοίχο εκεί». Ο Τζακ άνοιξε το βιβλίο σε μια γκραβούρα απέναντι από τη σελίδα του τίτλου του βιβλίου. Έδειχνε μια ημίγυμνη γυναίκα δεμένη σε έναν πάσσαλο με έναν ιερέα μπροστά της και ένα πλήθος να συνωστίζεται γύρω της κραδαίνοντας μαχαίρια. «Όμως υπάρχουν ενδείξεις ότι έκαναν και κανονικές ανθρωποθυσίες. Το θύμα, που το ονόμαζαν μέριαχ, ήταν άντρας ή γυναίκα, ή και παιδί ακόμη. Το αγόραζε για δούλο η φυλή, το τάιζε και του φερόταν καλά για μήνες, και μετά το μεθούσε με τόντι και το έδενε σε έναν πάσσαλο». «Τι ακριβώς έκαναν;» ρώτησε σιγανά η Ρεβέκκα. «Ήταν πολύ βάρβαρο. Ξέσκιζαν το θύμα με γυμνά χέρια και μαχαίρια. Ο καθένας έπαιρνε ένα κομμάτι σάρκας και το έθαβε στο έδαφος του, πριν πέσει η νύχτα, ως προσφορά γονιμότητας». Η Ρεβέκκα είχε χλομιάσει. Ο Κώστας πήρε το βιβλίο. «Γιατί το έκαναν αυτό; Ποιος ήταν ο θεός τους;» «Θα έρθω και σε αυτό».

«Και αυτή η ημερομηνία; Είκοσι Αυγούστου 1879;» «Αυτή είναι μια καθοριστική ημερομηνία για την εξέγερση, και επίσης, για κάποιο λόγο, για τη ζωή του Χάουαρντ. Κάτι συνέβη εκείνη την ημέρα, κάτι που προσπαθώ να ανακαλύψω από τότε που είδα για πρώτη φορά αυτό το ημερολόγιο, όταν ήμουν μικρό παιδί». Ο Τζακ πήρε το ημερολόγιο. «Να τι γνωρίζω. Εκείνη την ημέρα, μια ομάδα τριάντα σκαπανέων οδηγήθηκε σε ενέδρα και αντιμετώπισε τετρακόσιους αντάρτες που ήταν οπλισμένοι με τόξα και δηλητηριασμένα βέλη, μουσκέτα με φιτίλι, και κάτι παλιά μουσκέτα της Εταιρείας, που είχαν κλέψει από την αστυνομία. Οι σκαπανείς οπισθοχώρησαν πολεμώντας μέσα στη ζούγκλα και έφτασαν στο ποτάμι. Ήταν μια από τις μεγαλύτερες μάχες της εξέγερσης, με δεκάδες νεκρούς και τραυματίες. Σκοτώθηκε επίσης ένας Βρετανός αξιωματούχος, ένας δημόσιος υπάλληλος που ήταν υπεύθυνος γι’ αυτή την περιοχή και είχε συνοδεύσει τους σκαπανείς. Το περιστατικό πήρε δημοσιότητα, έγραψαν γι’ αυτό οι Τάιμς του Λονδίνου και οι Νιου Γιορκ Τάιμς, αναφέροντας και το όνομα του αξιωματικού που ήταν επικεφαλής της ομάδας των σκαπανέων, του υπολοχαγού Χάμιλτον. Η περιγραφή της μάχης από τον Χάμιλτον βρίσκεται στα Στρατιωτικά Αρχεία του Μαδράς. Δεν υπάρχουν άλλες πληροφορίες από αυτόπτες μάρτυρες εκείνη την ημέρα. Είμαι όμως σίγουρος ότι συνέβη και κάτι άλλο». «Εκτελέσεις;» μουρμούρισε ο Κώστας. «Ανθρωποθυσία;» Ο Τζακ κοίταξε το βιβλίο. «Η αποστολή του Χάμιλτον ξεκίνησε από ένα ποταμόπλοιο, το Σάμροκ, το οποίο ανέβηκε το ποτάμι ως ένα σημείο όπου οι σκαπανείς θα άρχιζαν να ανοίγουν δρόμο μέσα στη ζούγκλα. Ο υπολοχαγός Χάουαρντ, ο προ- προπάππος μου, είχε τη γενική διοίκηση καθώς ήταν ο ανώτερος αξιωματικός της αποστολής. Εκτός από τον ίδιο και τον υπολοχαγό Χάμιλτον, υπήρχε άλλος ένας αξιωματικός των σκαπανέων, ο Ρόμπερτ Γουόχοουπ, που μόλις είχε έρθει από το Αφγανιστάν, ένας Ιρλανδό-Αμερικανός, στενός φίλος του Χάουαρντ. Έχουμε συναντήσει ήδη το γιατρό Γουόκερ, τον Καναδό. Σίγουρα θα είχε πολλή δουλειά, πολλούς στρατιώτες με πυρετό της ζούγκλας. Έχω εντοπίσει πού βγήκε η ομάδα του Χάμιλτον από τη ζούγκλα στην όχθη του ποταμού, το σημείο όπου πρέπει να ήταν το Σάμροκ. Σ’ εκείνο το μέρος υπήρχε ένα χωριό των ιθαγενών. Οι αντάρτες συγκεντρώθηκαν εκεί και έδωσαν μια παράσταση για τους Βρετανούς. Πολύ θεαματική παράσταση. Ο Χάουαρντ ήταν πάνω στο ποταμόπλοιο. Εκεί είδε κάτι ή έκανε κάτι που τον επηρέασε βαθιά σε όλη την υπόλοιπη ζωή του». «Τι εννοείς;»

Ο Τζακ έκανε μια παύση. «Ο Χάουαρντ ήταν ο καλύτερος φοιτητής της τάξης του στην Ακαδημία του Βασιλικού Μηχανικού. Περίμεναν μεγάλα πράγματα από αυτόν, ίσως να φτάσει στο βαθμό του διοικητή του στρατού σαν το Λόρδο Κίτσενερ, που ήταν κι αυτός του Βασιλικού Μηχανικού. Όμως μετά τη ζούγκλα ήταν σαν να έκανε ό,τι μπορούσε για να αποφύγει την ενεργό υπηρεσία. Ενώ είχε αποσπαστεί στην Εκστρατευτική Δύναμη Κάιμπερ στο Αφγανιστάν, τελικά τοποθετήθηκε στο Ράμπα και παρέμεινε εκεί μέχρι το τέλος. Μετά, έφυγε από τους Σκαπανείς του Μαδράς και αποσπάστηκε στο Ινδικό Υπουργείο Δημοσίων Έργων και στη συνέχεια γύρισε στην Αγγλία όπου πέρασε δέκα χρόνια διδάσκοντας τοπογραφία και έχοντας την αρχισυνταξία του περιοδικού της Σχολής Στρατιωτικής Μηχανικής. Αυτές ήταν ευυπόληπτες κινήσεις σταδιοδρομίας για έναν αξιωματικό του Βασιλικού Μηχανικού, αλλά όχι για κάποιον με τις φιλοδοξίες που είχε κάποτε ο Χάουαρντ. Ακόμη και αφού επέστρεψε στην Ινδία ως μηχανικός φρουράς στη δεκαετία του 1890, απέφυγε τις ευκαιρίες να λάβει μέρος σε εκστρατείες. Μόνο προς το τέλος της καριέρας του τοποθετήθηκε πάλι σε ενεργό υπηρεσία, στα σύνορα του Αφγανιστάν, είκοσι πέντε χρόνια μετά την εξέγερση του Ράμπα». «Μήπως το έκανε από αφοσίωση στην οικογένεια του;» ρώτησε η Ρεβέκκα. Ο Τζακ κοίταξε την ξεθωριασμένη φωτογραφία πάνω από το σεντούκι. Μια γυναίκα με μαύρο φόρεμα που κρατούσε ένα μωρό, με το πρόσωπό της στραμμένο προς το μέρος του, ανεξιχνίαστο. Γύρισε στη Ρεβέκκα με ένα αργό νεύμα. «Ο Χάουαρντ παντρεύτηκε νέος, αμέσως μόλις βγήκε από την Ακαδημία. Είχαν ένα αγοράκι που το λάτρευαν. Έζησαν στην επισταθμία 24 του Μπανγκαλόρ, όπου ήταν το διοικητήριο των Σκαπανέων του Μαδράς. Το παιδί πέθανε όσο ο Χάουαρντ ήταν στη ζούγκλα, αρκετούς μήνες ύστερα από εκείνη την ημέρα του Αυγούστου. Ένα πρωί έπαθε σπασμούς και μέχρι το βράδυ το είχαν θάψει. Πέρασαν εβδομάδες μέχρι να το μάθει ο Χάουαρντ. Η γυναίκα του δεν το ξεπέρασε ποτέ, αν και έκαναν άλλα τρία παιδιά. Ο Χάουαρντ τους ήταν βαθιά αφοσιωμένος και αποφάσισε να πιάσει αυτή τη δουλειά στη Σχολή Στρατιωτικής Μηχανικής στην Αγγλία για να τους απομακρύνει από τις ασθένειες που είχαν σκοτώσει τον αδελφό τους και να για να είναι μαζί τους όσο θα πήγαιναν σχολείο». «Έβαλε την οικογένεια πάνω από την καριέρα», είπε η Αϊσά. «Δεν είναι 24 Προσωρινή στρατοπέδευση σε στεγασμένους χώρους κατά τη διάρκεια εκστρατείας. (ΣτΕ)

κακό αυτό». Ο Τζακ έσφιξε τα χείλη του. «Πρέπει όμως να υπήρχε και κάτι άλλο. Ακόμη και αφού τα παιδιά μεγάλωσαν και αυτός επέστρεψε στην Ινδία, συνέχισε να αποφεύγει τις ευκαιρίες. Είμαι σίγουρος ότι κάτι συνέβη εκείνη την ημέρα, στις 20 Αυγούστου του 1879». «Ίσως κάτι που του άφησε τραύμα», είπε ο Κώστας. «Υπάρχει και κάτι άλλο». Ο Τζακ έσκυψε και άνοιξε το κάτω συρτάρι του σεντουκιού. «Θυμάστε που είπα πως όταν μίλησα με την Κάτια και είδαμε την αναφορά του θείου της στο θεό- βασιλιά Χάλτζιτ Σινγκ, το Χέρι της Τίγρης, της ανέφερα ένα τεχνούργημα. Και όταν το άκουσε, κόντεψε να λιποθυμήσει. Ήταν αυτό εδώ». Έβγαλε ένα γυαλιστερό μπρούντζινο αντικείμενο, μακρύ σχεδόν όσο ο πήχης του χεριού, και το έβαλε προσεκτικά στο τραπέζι ανάμεσά τους. Ήταν ημικυλινδρικό και η μία άκρη είχε το σχήμα κεφαλιού με πεταχτά αυτιά και διάπλατο στόμα. «Ο Χάουαρντ το έφερε αυτό από το Ράμπα. Αυτό, το περίστροφο, το μικρό τηλεσκόπιο και μερικά πρωτόγονα όπλα που πήραν από τους αντάρτες, είναι τα μοναδικά τεχνουργήματα που προέρχονται από εκείνη την εκστρατεία. Ξέρει κανείς τι είναι;» Ο Χιμπερμάγερ σήκωσε τα γυαλιά του και έσκυψε πάνω από το τραπέζι. Ανασήκωσε προσεκτικά το αντικείμενο για να το δει από κάτω. «Προφανώς είναι προστατευτικό για τον πήχη και το χέρι», είπε. «Στην εσοχή κάτω από το κεφάλι υπάρχει μια εγκάρσια λαβή και το στόμα έχει μια τρύπα στο μέγεθος λεπίδας. Η γνώμη μου είναι ότι κάποτε ήταν μεταλλικό προστατευτικό γάντι για χέρι και είχε στην άκρη ένα εγχειρίδιο ή ξίφος». «Μπράβο», είπε ο Τζακ. «Δεν ήταν κοντό ξίφος για να καρφώνεις, αλλά μακρύ και εύκαμπτο, για να κόβεις με μεγάλες κινήσεις. Θα ήταν δύσχρηστο αν κάποιος δεν ήξερε καλά τη χρήση του, αλλά με το προστατευτικό και την εγκάρσια εσωτερική λαβή, αντί για τη συμβατική λαβή του ξίφους, η λεπίδα θα γινόταν σαν προέκταση του χεριού. Ο ξιφομάχος θα μπορούσε να δίνει τρομερά χτυπήματα ικανά να κόψουν ένα ολόκληρο σώμα στα δύο, αν η λεπίδα ήταν ακονισμένη καλά. Ήταν τρομερά όπλα, σχεδιασμένα για να χρησιμοποιούνται από άλογο». Η Ρεβέκκα άγγιξε τη μύτη. «Αυτά τα μάτια δείχνουν κινέζικα». «Λέγεται πάτα, ξίφος με προστατευτικό γάντι», είπε ο Τζακ. «Αυτά είναι μοναδικά, και υπάρχουν ελάχιστα άλλα μπρούντζινα. Τα ατσάλινα πάτα χρησιμοποιούνταν από τους Μαράθα, τους πρίγκιπες-πολεμιστές με τους οποίους πολέμησαν οι Βρετανοί στη νότια και κεντρική Ινδία κατά τον

δέκατο όγδοο αιώνα. Όμως ο Βρετανός λόγιος που μελέτησε πρώτος τα πάτα πίστευε πως είχαν δημιουργηθεί πολύ νωρίτερα, από τους Τατάρους προγόνους των Μογγόλων στη βόρεια Κίνα. Μπορεί να μπήκαν στην Ινδία μαζί με τους Μογγόλους εισβολείς, με τον Τιμούρ τον Μέγα στον δέκατο τέταρτο αιώνα, ή με τον Τζένγκις Χαν. Ή μπορεί κάποιο να είχε φτάσει πολύ νωρίτερα από το Δρόμο του Μεταξιού και να το αντέγραψαν. Τα περισσότερα ινδικά πάτα του δέκατου έβδομου ή δέκατου όγδοου αιώνα είναι από ατσάλι, αλλά δεν έχουν αυτή τη διακόσμηση, το σφυρήλατο κεφάλι. Το ένστικτό μου μου λέει ότι αυτό είναι παλιότερο, πολύ παλιότερο, ίσως ακόμη και αρχαίο». «Και ποια είναι η σύνδεση;» είπε ο Κώστας. «Ρωτήσατε για τον θεό, αυτόν στον οποίο έκαναν τις θυσίες στη ζούγκλα», απάντησε ο Τζακ. «Υπήρχαν αρκετοί. Ένας από αυτούς ήταν μια θεά της γης, ένας άλλος ήταν θεός του πολέμου. Όμως σήμερα γνωρίζουμε μόνο ένα ναό τους, και αυτός είναι αφιερωμένος στον Ράμα, τον θεό που έδωσε το όνομά του στην περιοχή. Ο θρύλος του Πρίγκιπα Ράμα είναι επηρεασμένος από την ινδική μυθολογία, αλλά η μορφή του Ράμα που λάτρευαν στη ζούγκλα ήταν διαφορετική, πιθανόν πολύ παλιάς προέλευσης. Ο ναός αναφέρεται στα αρχεία της εξέγερσης του Ράμπα γιατί ο αρχηγός των ανταρτών, ο Τσεντράγια, θυσίασε δύο αστυνομικούς εκεί. Βρίσκεται στην ενδοχώρα, στο ίδιο ύψος με το σημείο όπου το Σάμροκ παρέλαβε τον υπολοχαγό Χάμιλτον και τους σκαπανείς του μετά την είσοδό τους στη ζούγκλα. Και πιστεύω ότι εκεί βρήκε ο πρόγονός μου το πάτα. Ήταν το μοναδικό μόνιμο οικοδόμημα στη ζούγκλα, πέρα από τις καλύβες των ιθαγενών, και το μέρος όπου θα περίμενες να είναι φυλαγμένο ένα ασυνήθιστο ή και λατρευτικό αντικείμενο». «Και θέλεις να πας να το ελέγξεις», είπε ο Κώστας. «Πρέπει να δω αυτά που είδε ο Τζον Χάουαρντ. Να δω αν έχει απομείνει κάτι ακόμη». «Ράμα», μουρμούρισε ο Χιμπερμάγερ, χτυπώντας τα δάχτυλά του στο τραπέζι. «Ράμα». «Τι είναι;» ρώτησε ο Κώστας. «Τίποτε. Απλώς σκέφτομαι μεγαλόφωνα». Ο Κώστας πήρε το πάτα και κοίταξε το πρόσωπο της μορφής στο προστατευτικό. «Τι είναι; Κάποιος θεός;» Ο Τζακ το κοίταξε. «Είναι τίγρη». «Θεός της τίγρης;» Ο Τζακ πέρασε το πάτα στο χέρι του, κρατώντας την εγκάρσια λαβή. «Όχι

θεός της τίγρης», είπε, γυρίζοντάς το αργά στα χέρια του. «Όταν ήμουν μικρός, ο παππούς μου μας είχε πει τι είναι, και αυτός πρέπει να το είχε μάθει από τον δικό τον παππού, τον Τζον Χάουαρντ. Αυτό ήταν που έκανε την Κάτια να λιποθυμήσει σχεδόν, όταν της το περιέγραψα. Είναι πολεμιστής της τίγρης». Μία ώρα αργότερα στέκονταν έξω από τη γέφυρα και κοίταζαν προς την πλώρη. Ο Θαλάσσιος Ιχνηλάτης II είχε περάσει από τον Πορθμό του Παλκ ανάμεσα στην Ινδία και τη Σρι Λάνκα, προχωρώντας στο επικίνδυνο στενό με ταχύτητα μόνο δύο κόμβων. Ο πλοηγός μόλις είχε αποβιβαστεί και απομακρυνόταν με βενζινάκατο. Το βόρειο άκρο της Σρι Λάνκα βρισκόταν τώρα πίσω τους, από τη δεξιά πλευρά, και ο καπετάνιος είχε μειώσει το επίπεδο επαγρύπνησης καθώς έμπαιναν σε ινδικά χωρικά ύδατα. Το πυροβόλο Μπρέντα είχε εξαφανιστεί κάτω από το πρωραίο κατάστρωμα και η ομάδα ασφαλείας μάζευε τα δύο πολυβόλα που ήταν τοποθετημένα δεξιά κι αριστερά από τη γέφυρα. Μπροστά τους απλωνόταν ο Κόλπος της Βεγγάλης, μια τεράστια έκταση νερού που έμοιαζε να απλώνεται ως το άπειρο. Η θάλασσα ήταν εντελώς ήρεμη και είχαν την αίσθηση πως ήταν ακίνητοι, έτσι όπως έπλεαν ανάμεσα σε νερό και ουρανό χωρίς ορατό ορίζοντα. Ο Τζακ αισθανόταν εκείνη την έξαψη που είχε τραβήξει για πρώτη φορά τους προγόνους του σε αυτά τα νερά. Ο ουρανός προς τα ανατολικά έμοιαζε γεμάτος υποσχέσεις, και οι κίνδυνοι που τις συνόδευαν έκαναν ακόμη πιο δελεαστικό το κάλεσμά τους. Ο Τζακ σκεφτόταν τους Ρωμαίους πάλι. Αν έφταναν εδώ πριν από δύο χιλιάδες χρόνια, θα βρίσκονταν στα όρια του αγνώστου, στο μέρος όπου ο συγγραφέας του Περίπλου τραβούσε τη γραμμή ανάμεσα σε όσα είχε δει ο ίδιος και στον υπόλοιπο κόσμο που υπήρχε παραπέρα. Μπροστά του απλώνονταν μέρη που τα μισοφανταζόταν και τα γνώριζε μόνο από τα προϊόντα που έρχονταν από εκεί - μετάξι, λάπις λάζουλι, εξωτικά μπαχαρικά και φαρμακευτικές ουσίες, μεταφερμένα από εμπόρους μέσα από πανύψηλα βουνά και ερήμους μέχρι τη θάλασσα. Οι έμποροι που συναντούσε θα του έδιναν ελάχιστες πληροφορίες, που και αυτές μπορεί να ήταν σκόπιμα παραπλανητικές για να τον αποθαρρύνουν από μια πιθανή προσπάθεια να αναζητήσει τις πηγές ο ίδιος. Όμως δεν θα χρειαζόταν να υπερβάλουν πολύ τις αφηγήσεις τους. Οι κίνδυνοι ήταν απτοί, ακόμη και σήμερα. Ο Τζακ θυμήθηκε τις τελευταίες αράδες του Περίπλου. Το τι βρίσκεται πέρα από αυτούς τους τόπους, εξαιτίας των σφοδρών καταιγίδων, του τρομερού κρύου και του αδιάβατου εδάφους,

ή και λόγω κάποιας δύναμης των θεών, δεν έχει εξερευνηθεί. Ο Κώστας πλησίασε δίπλα του. «Η Ρεβέκκα θέλει να έρθει μαζί μας, Τζακ. Έχει τρεις εβδομάδες διακοπές ακόμη από το σχολείο». «Μπορεί να έρθει στη ρωμαϊκή τοποθεσία του Αρικαμεντού, όχι όμως στη ζούγκλα. Υπάρχουν ληστές εκεί, καθώς και πολλοί Μαοϊστές αντάρτες. Και τα πνεύματα έχουν εξαφθεί γιατί η ινδική κυβέρνηση επέτρεψε να μπουν στη ζούγκλα άνθρωποι ξένων μεταλλευτικών εταιρειών που αναζητούν κοιτάσματα, και οι Μαοϊστές έχουν ξεσηκώσει τους ντόπιους». «Εντάξει, θα της το πω». «Φαίνεται να σε ακούει, θείε Κώστα». «Το ξέρει ήδη», είπε η Αϊσά, που είχε πλησιάσει από την άλλη μεριά του Τζακ. «Της το είπα». «Α, ευχαριστώ, Αϊσά». Ο Τζακ είδε ξαφνικά ένα εντυπωσιακό θέαμα. Η ανατολική ακτή της Ινδίας φαινόταν σε απόσταση μερικών χιλιομέτρων από την αριστερή πλευρά, αλλά τώρα φωτιζόταν από τον πρωινό ήλιο που ανέτελλε πάνω από την καταχνιά στα ανατολικά. Ήταν μια εκπληκτική εικόνα- η λεπτή γραμμή της παραλίας, με τα φοινικόδεντρα να λάμπουν με ένα πορτοκαλί χρώμα, λες κι ένα κανάλι φωτιάς διέσχιζε την ακτή προς τον βόρειο ορίζοντα. Ο Τζακ σκέφτηκε την Ινδία του 1879, τη χρονιά της εξέγερσης στη ζούγκλα. Ήταν ακόμη η Ινδία της χλιδής των Μουγκάλ25 και της αποικιακής ευγένειας, όμως υπήρχε και μια άλλη Ινδία, μια πιο σκοτεινή χώρα απόγνωσης και ωμότητας, λιμοκτονίας και νόσων που εξόντωναν τα μισά παιδιά και μπορούσαν να σκοτώσουν μέσα σε μια μέρα. Δύο δεκαετίες πριν από την εξέγερση του Ράμπα, η Ινδία είχε συγκλονιστεί από την ανταρσία των ινδικών στρατευμάτων του Στρατού της Βεγγάλης, της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών, ένα όργιο βαρβαρότητας και αιματοχυσίας. Τρία χρόνια πριν από την εξέγερση, το 1876, ένας τρομερός λιμός εξαπλώθηκε στο Νότο και εξολόθρευσε εκατομμύρια. Η Ινδία ήταν χώρα γεμάτη πειρασμούς, αλλά και μέρος όπου ο εύκολος θάνατος όξυνε τις αισθήσεις και εστίαζε την εμπειρία στο παρόν. Ο Τζακ θυμήθηκε πάλι τις τελευταίες λέξεις στο ημερολόγιο του Τζον Χάουαρντ, γραμμένες κάπου εδώ στη ζούγκλα πέρα από την ακτή που έμοιαζε να καίγεται στον ορίζοντα. Θεέ μου, βοήθησέ με! Τι είχε δει; Μια ζεστή αύρα τούς τύλιξε καθώς ο Θαλάσσιος Ιχνηλάτης II άνοιξε ταχύτητα. Ο Τζακ γύρισε και κατέβηκε στην καμπίνα του, αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή. Μερικά λεπτά αργότερα μπήκε μέσα η Ρεβέκκα και 25 Ισλαμική αυτοκρατορία που δημιουργήθηκε από Μογγόλους κατακτητές και καταλάμβανε μεγάλο μέρος της Ινδίας από τον 16ο μέχρι τον 19ο αιώνα. (ΣτΜ)

σωριάστηκε στο πτυσσόμενο κρεβάτι. «Διάβαζα ένα βιβλίο που έβαλες δίπλα στο κρεβάτι μου, Ο Άνθρωπος που θα Γινόταν Βασιλιάς του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ. Εκδόθηκε το 1888, και μέσα στο βιβλίο έγραφε Τζον Χάουαρντ, Λοχαγός, ΒΜ». «Συνέχισε», είπε ο Τζακ. «Μιλάει για δύο Βρετανούς τυχοδιώκτες, πρώην στρατιώτες, που πηγαίνουν βόρεια στο Αφγανιστάν αναζητώντας ένα μυθικό χαμένο βασίλειο. Το βρίσκουν, και ο ένας τους γίνεται βασιλιάς και κυβερνά σαν θεός. Όμως κάποτε κόβεται, και οι άνθρωποι εκεί βλέπουν το αίμα, συνειδητοποιούν ότι είναι θνητός και βρίσκει άσχημο τέλος. Βρήκα επίσης τον Χαμένο Ορίζοντα του Τζέιμς Χίλτον, που εκδόθηκε το 1933. Μιλάει για τη Σάνγκρι-Λα, κάπου στα βουνά της βορειοανατολικής Ινδίας, το μυθικό μέρος όπου οι άνθρωποι είναι σχεδόν αθάνατοι». «Είναι και τα δύο σύγχρονοι θρύλοι», είπε ο Χιμπερμάγερ, μπαίνοντας στην καμπίνα με την Αϊσά. Κρατούσαν και οι δύο κούπες με καφέ που άχνιζε. Πίσω τους ακολούθησε ο Κώστας. Η Ρεβέκκα έκανε ένα ζωηρό αρνητικό νεύμα δείχνοντας ένα βιβλίο πάνω στο γραφείο του πατέρα της. Το εξώφυλλο έδειχνε ένα θαλάσσιο ηφαίστειο σε φάση έκρηξης, πάνω από μια δεύτερη εικόνα, μια υποβρύχια φωτογραφία μιας πέτρινης σκάλας που οδηγούσε σε μια σκοτεινή είσοδο με μυστηριώδη σύμβολα. Πάνω του υπήρχε μόνο μια λέξη, Ατλαντίδα. «Η μητέρα μου μου έστειλε ένα αντίτυπο του βιβλίου πριν σε γνωρίσω ακόμη. Διάβασα στο πρώτο κεφάλαιο για τον αρχαίο Έλληνα φιλόσοφο, τον Πλάτωνα. Η Ατλαντίδα είναι κι αυτή ένας σύγχρονος θρύλος, αλλά εμπεριείχε έναν πυρήνα αλήθειας». «Δηλαδή, πιστεύεις ότι ψάχνουμε για ένα χαμένο βασίλειο, για τη Σάνγκρι-Λα;» ρώτησε με αμφιβολία ο Χιμπερμάγερ. «Όχι», απάντησε η Ρεβέκκα και έδειξε ένα μικρό κεραμικό άγαλμα ενός Κινέζου πολεμιστή, που είχε ο Τζακ για πρες παπιέ στο γραφείο του. «Σκεφτόμουν εκείνο τον πολεμιστή». «Ωχ!» μουρμούρισε ο Κώστας. «Νομίζω ότι θα πάρουμε ένα δείγμα εγκάρσιας σκέψης αλά Χάουαρντ». «Θυμάσαι, μπαμπά; Με πήγες να δω την έκθεση των Πολεμιστών από Τερακότα στο Βρετανικό Μουσείο στο Λονδίνο, μία μέρα αφότου ήρθαμε από τη Νέα Υόρκη». Γύρισε στην Αϊσά, ξαφνικά γεμάτη έξαψη. «Είναι εκπληκτικό. Αυτός ο τύπος, ο Πρώτος Αυτοκράτορας, έβαλε να τον θάψουν έχοντας μαζί του τα πάντα, και εννοώ πραγματικά τα πάντα, κάτω από ένα

βουνό με μέγεθος αιγυπτιακής πυραμίδας. Δεν το έχουν ανασκάψει ακόμη - απίστευτο, ε; Έχει βρεθεί μόνο μια αρχαία κινέζικη περιγραφή για το πώς είναι μέσα. Υπάρχει μια πλήρης μικρογραφία του κόσμου, με ποτάμια από υδράργυρο, ακόμη και με τον ουρανό. Τα αστέρια είναι πετράδια. Και γύρω από το βουνό, στα σημεία όπου έκαναν ανασκαφή, βρήκαν αυτούς τους πολεμιστές, όλους σε φυσικό μέγεθος, και είναι χιλιάδες. Φοβερή φάση». Ο Χιμπερμάγερ άρχισε να παίζει ταμπούρλο με τα δάχτυλα. «Πού θέλεις να καταλήξεις, Ρεβέκκα;» «Νομίζω πως όλα αυτά έχουν σχέση με την αθανασία». «Με αυτό συσχετίζονται συνήθως οι τάφοι», είπε ο Χιμπερμάγερ, συνεχίζοντας το ταμπούρλο. «Με αυτό τον τρόπο εφοδίαζαν το νεκρό για τη μεταθανάτια ζωή». «Δεν εννοώ τη μεταθανάτια ζωή, εννοώ την ίδια την αθανασία», είπε ανυπόμονα η Ρεβέκκα. «Αυτό είχε γίνει έμμονη ιδέα στον Πρώτο Αυτοκράτορα. Θυμάσαι, μπαμπά; Στην έκθεση έλεγε ότι ο αυτοκράτορας είχε στείλει μια τεράστια αποστολή για να αναζητήσει κάποια μυθικά νησιά στον Ειρηνικό, τα Νησιά των Αθανάτων. Σε ρώτησα αν θα σκεφτόσουν ποτέ να προσπαθήσεις να τα βρεις». Ο Κώστας πήρε ένα απόμακρο ύφος και άρχισε να σφυρίζει τη μουσική του Χαβάη Πέντε-Μηδέν. «Νομίζω ότι ξέρω πού είναι». Η Ρεβέκκα τον κοίταξε φουρκισμένη. «Δεν με παίρνεις στα σοβαρά». Ο Τζακ κοίταξε το άγαλμα. «Η κινέζικη ιδέα της μεταθανάτιας ζωής ήταν πολύ κοντά στην έννοια της αθανασίας. Πίστευαν ότι δεν πας στον ουρανό, όπως θα το αντιλαμβανόμασταν σήμερα, αλλά ότι παραμένεις σε ένα είδος παράλληλου σύμπαντος που κρύβεται μέσα στον πραγματικό κόσμο. Για τον Πρώτο Αυτοκράτορα της Κίνας, τον Σιχουάνγκντι του τρίτου αιώνα π.Χ., η έννοια του ουρανού δεν μπορούσε να του προσφέρει τίποτα περισσότερο από αυτά που είχε ήδη πάνω στη γη. Αυτός ήταν ο σκοπός του Στρατού από Τερακότα. Ήταν ένα αντίγραφο του στρατού που είχε κάτω από τις διαταγές του στη διάρκεια της θνητής ζωής του». Η Ρεβέκκα έμεινε αμίλητη, με τα μάτια κάτω, να παίζει τα δάχτυλά της. Η Αϊσά έσκυψε μπροστά και την κοίταξε. «Ξέρω πού θέλεις να καταλήξεις στη γοητεία της Ανατολής. Έτσι δεν είναι; Πιστεύεις ότι αυτό αναζητούσε ο Χάουαρντ όταν εξαφανίστηκε; Για μερικούς ήταν μακρινές φανταστικές κοιλάδες, η Σάνγκρι-Λα, χαμένα βασίλεια, ο ουρανός πάνω στη γη, μέρη όπου μπορούσαν να ζήσουν αιώνια σε έναν επίγειο παράδεισο. Για άλλους, ήταν το μέρος όπου μπορεί να έβρισκες το μυστικό της αθανασίας. Υπήρχε πάντα το δέλεαρ της αιώνιας ζωής, του μεγαλύτερου απ’ όλους τους

θησαυρούς». «Και οι Ρωμαίοι λεγεωνάριοι;» είπε ο Κώστας. «Την αιώνια ζωή κυνηγούσαν κι αυτοί; Νόμιζα ότι το μόνο που ήθελαν ήταν να πεθάνουν ένδοξα για να ξαναβρούν τα αδέλφια τους στα Ηλύσια Πεδία». «Όταν ταξίδευαν προς τα ανατολικά από το Δρόμο του Μεταξιού», είπε ο Τζακ, «βρίσκονταν ήδη σε αυτή τη γη των σκιών, περπατούσαν δίπλα στους νεκρούς συντρόφους τους», είπε ο Τζακ. «Αυτοί όμως ήταν ακόμη ζωντανοί, και δεν πρέπει να υποτιμάμε την ανθρώπινη επιθυμία. Αν υπήρχαν κάποιοι ανάμεσά τους που λαχταρούσαν να επιστρέφουν στη Ρώμη, μπορεί να θεώρησαν ότι η αθανασία είναι η μόνη τους ελπίδα για να τα καταφέρουν». «Πώς μπορούσαν να ξέρουν τι υπήρχε στα μέρη όπου πήγαιναν;» μουρμούρισε η Αϊσά. «Τι μπορεί να τους τράβηξε;» «Θα έφτανα και σε αυτό», είπε η Ρεβέκκα. «Ο τάφος του Πρώτου Αυτοκράτορα βρισκόταν στο τέλος του Δρόμου του Μεταξιού- σωστά; Γεμάτος με θησαυρούς, ακριβώς όπως είναι σήμερα. Αν οι έμποροι που ταξίδευαν στο Δρόμο του Μεταξιού μπορούσαν να μιλήσουν στο συγγραφέα του Περίπλου για λεγεωνάριους που απέδρασαν από την Παρθία και κατευθύνθηκαν ανατολικά, τότε οι ίδιοι έμποροι μπορεί να είπαν στους λεγεωνάριους για τον μυθικό τάφο του Πρώτου Αυτοκράτορα. Μπορεί κάποιος έμπορος να τους είπε την ιστορία, με την ελπίδα να του χαρίσουν τη ζωή». «Ή μπορεί να βλέπουμε μυστικιστικά στοιχεία εκεί όπου δεν υπάρχουν», είπε ο Κώστας, τρίβοντας το αξύριστο πιγούνι του. «Τι εννοείς;» ρώτησε η Ρεβέκκα. «Μπορεί η ιδέα σου να είναι σωστή, αλλά αυτό που τους τράβηξε να μην ήταν μια μυστικιστική ιδέα περί αθανασίας. Μπορεί να ήταν απλώς ο θησαυρός». «Ο μπαμπάς λέει ότι κάνεις λάθος γι’ αυτόν, ότι είναι αρχαιολόγος και όχι κυνηγός θησαυρών». «Όταν βλέπω έναν ελέφαντα, τον αποκαλώ ελέφαντα, όχι αλλιώς». Ο Κώστας σηκώθηκε. «Πρέπει να πάμε στο ελικόπτερο. Και οφείλω να σου πω ότι η Χαβάη είναι παράδεισος. Ιδιαίτερα η δυτική ακτή του Καουάι. Υπάρχει μια υπέροχη παραλία με σκιερούς φοίνικες λίγο μετά το Χαναλέι, και ένα τέλειο μικρό μπαρ». «Ο μπαμπάς λέει ότι σου αρέσει να αλητεύεις σε παραλίες», είπε η Ρεβέκκα. «Ξέρεις λοιπόν γιατί πρέπει να πάω οπωσδήποτε».

Ο Τζακ γύρισε στη Ρεβέκκα. «Συνέχισε να διαβάζεις το ημερολόγιο του Τζον Χάουαρντ. Μπορεί να υπάρχει κάτι εκεί, που μου διέφυγε. Και μιας και το ’φερε η κουβέντα, πολύ καλή η σκέψη σου. Νομίζω ότι μπορεί να σε πάρουμε στην ομάδα. Το μόνο που έχεις να κάνεις τώρα είναι να μάθεις καταδύσεις». «Πες πως έγινε κιόλας, Τζακ», είπε ο Κώστας. «Την επόμενη εβδομάδα θα την πάω στο Καουάι». «Βέβαια, μπορεί να μη θέλει», είπε ο Τζακ. «Ίσως προτιμά να μάθει να πετάει ελικόπτερο». «Α, θα κάνω τα πάντα για τον θείο Κώστα», είπε η Ρεβέκκα και τους χαιρέτησε κουνώντας ένα εγχειρίδιο καταδύσεων καθώς ακολουθούσε τον Χιμπερμάγερ και την Αϊσά που έβγαιναν από την καμπίνα. Ο Τζακ γύρισε στον Κώστα και τον κοίταξε σοβαρός. «Είμαι απίστευτα κουρασμένος, αλλά περιμένω πώς και πώς αυτή την αποστολή». Έδειξε με ένα νεύμα μια στοίβα χακί ρούχα και ένα ζευγάρι μπότες εκστρατείας δίπλα στο κρεβάτι του. Από πάνω υπήρχε μια θήκη ώμου, από την οποία προεξείχε η λαβή μιας αυτόματης Μπερέτας 92. «Έχω καιρό να το φορέσω αυτό». «Πολύ καιρό, Τζακ. Και αυτά τα πράγματα χρειάζονται εξάσκηση για να μην τα ξεχάσεις». Ο Τζακ ένιωσε μεγάλη έξαψη. Οι τελευταίες είκοσι τέσσερις ώρες ήταν γεμάτες εκπλήξεις και ένιωθε ακόμη σοκαρισμένος από τις εξελίξεις. Είχαν αρχίσει να εξιχνιάζουν μια ιστορία από το παρελθόν, ένα πλέγμα από πιθανότητες και διασυνδέσεις. Και έβλεπε κιόλας εικόνες, τις πρώτες εικόνες που του έδειχναν ότι το ένστικτό του ήταν σωστό. Τραχιά, ανεμοδαρμένα πρόσωπα, ρωμαϊκά πρόσωπα, τη λάμψη του ήλιου πάνω σε μια ματωμένη λεπίδα, χιόνι που στροβιλιζόταν, και μετά κάτι άλλο, την εικόνα ενός πολεμιστή, κάτι που δεν μπορούσε να διώξει από το νου του. Γύρισε και κοίταξε τις εικόνες πάνω από το σεντούκι, τις ξεθωριασμένες φωτογραφίες του Βρετανού αξιωματικού, της γυναίκας του και του παιδιού του. Αισθάνθηκε σαν να ήταν έτοιμος να μπει μέσα σε αυτή την εικόνα και να βρει τον πρόγονό του σ’ εκείνη την εκστρατεία μέσα στη ζούγκλα, να πάει σε ένα μέρος που λαχταρούσε να γνωρίσει σε όλη του τη ζωή. Πήρε μια βαθιά ανάσα, σήκωσε τη θήκη με το πιστόλι και κοίταξε τον Κώστα. «Φύγαμε;» «Φύγαμε».

5

Ποταμός Γκονταβάρι, Ινδία, 20 Αύγουστον 1879 Ο υπολοχαγός Τζον Χάουαρντ του Βασιλικού Μηχανικού έβγαλε την κάσκα και σκούπισε το μέτωπό του. Ο ήλιος χτυπούσε ανελέητα το κατάστρωμα του ποταμόπλοιου και έκανε δαιμονική ζέστη. Η μπρούντζινη πλάκα πάνω στην κάσκα του, με την επιγραφή «Βασιλικό Σύνταγμα Σκαπανέων και Ορυκτών του Μαδράς», άστραφτε εκτυφλωτικά, προσεκτικά γυαλισμένη από τον ιπποκόμο του εκείνο το πρωί. Έδινε όμως και πρώτης τάξης στόχο στους ελεύθερους σκοπευτές, γι’ αυτό ο Χάουαρντ την έτριψε με τη βρόμικη παλάμη του για να τη θαμπώσει και φόρεσε πάλι την κάσκα. Άπλωσε το χέρι και άγγιξε το μεταλλικό περίβλημα του προωθητικού τροχού του πλοίου. Ήταν το τελευταίο σημείο με σκιά στο πλάι του σκάφους, αλλά το μέταλλο έκαιγε σαν καμίνι. Ένα κομμάτι κάρβουνο κύλησε κάτω από ένα μουσαμά μπροστά του και το κλότσησε απογοητευμένος. Τουλάχιστον είχαν καταφέρει να το στεγνώσουν. Είχε δει στίγματα σιδηροπυρίτη μέσα στο κάρβουνο και είχε θυμηθεί μια ανησυχητική επίδειξη αυτοανάφλεξης με υγρό κάρβουνο στη Σχολή Στρατιωτικής Μηχανικής. Δεν θα ήταν καθόλου ένδοξο τέλος για την πρώτη του αποστολή ως διοικητή, να γίνουν παρανάλωμα του πυράς κολλημένοι σε μια αμμοσύρτη26 σε ένα ξεχασμένο 26 Αμμώδης ύφαλος (ΣτΜ)

ποτάμι στη ζούγκλα της ανατολικής Ινδίας, χωρίς να προλάβουν να ρίξουν ούτε έναν πυροβολισμό. Είχε αρχίσει να συνειδητοποιεί πως έτσι ήταν ο πόλεμος. Κοίταξε έναν κροκόδειλο που περνούσε κολυμπώντας νωχελικά, παντελώς αδιάφορος για το δράμα που ξετυλιγόταν στη στροφή του ποταμού. Μετά, στράφηκε προς το πρωραίο κατάστρωμα του πλοίου και γύρισε τη ζώνη Σαμ Μπράουν27 ώστε να μην τον εμποδίζει η θήκη του πιστολιού του. Ταυτόχρονα φρόντιζε να κρατά το κεφάλι του κάτω από τη σιδερένια θωράκιση που είχαν τοποθετήσει στο λιμάνι του Ρατζαχμούντρι για να τους προστατεύει από τις σφαίρες. Κοίταξε την πλάκα με το όνομα του σκάφους, Σάμροκ, και μετά τους άντρες του. Μια ντουζίνα σκαπανείς του Μαδράς ήταν γονατισμένοι πίσω από τη θωράκιση, με τους σάκους των καψουλιών ανοιχτούς και τα τουφέκια Σνάιντερ-Ένφιλντ έτοιμα. Πιο κάτω ήταν ένα πυροβόλο των επτά λιβρών και δίπλα του βολιδοθήκες και μια βέργα γόμωσης. Ο συνταγματάρχης Ράμελ είχε ζητήσει επειγόντως φορητά όπλα που θα μπορούσαν να μεταφερθούν με μουλάρια, αλλά τους είχαν στείλει δύο εμπροσθογεμή πυροβόλα με σταθερές βάσεις, άχρηστα για τη ζούγκλα. Την τελευταία στιγμή οι σκαπανείς εγκατέστησαν το ένα πάνω στο ποταμόπλοιο και επινόησαν ένα βίντσι που περιόριζε την οπισθοδρόμηση κατά τη βολή. Πίσω από το πυροβόλο, οι Ινδοί ναύτες έκαναν ακόμη μάταιες προσπάθειες να ξεκολλήσουν το πλοίο με τη βοήθεια της άγκυρας. Ήταν κολλημένοι σχεδόν δύο μέρες τώρα. Τη νύχτα είχε ανεβεί ένα άλλο σκάφος το ποτάμι, για να φέρει έναν αντικαταστάτη αξιωματικό και να πάρει μερικούς από τους σκαπανείς που τους είχε χτυπήσει πυρετός της ζούγκλας. Όμως όλες οι προσπάθειες των πληρωμάτων να ξεκολλήσουν το ποταμόπλοιο είχαν αποτύχει. Ήταν και αυτός ένας ακόμη λόγος να προσεύχονται για την επιστροφή του μουσώνα. Με το ποτάμι φουσκωμένο, θα ξεκολλούσαν και θα συνέχιζαν το ταξίδι τους προς το Γουνταγκούντεμ, όπου υποτίθεται ότι έπρεπε να αρχίσουν να κατασκευάζουν ένα δρόμο στη ζούγκλα. Τα μουλάρια στέκονταν ακόμη υπομονετικά στα απάνεμα του υπόστεγου στο κατάστρωμα, με στοίβες αξίνες και τσεκούρια δίπλα τους. Ήταν εκεί επίσης ένας από τους ναύτες, αναίσθητος σε ένα φορείο. Τα βογκητά και οι φωνές του είχαν κάνει τη νύχτα αφόρητη. Το προηγούμενο απόγευμα, τα μέλη 27 Στρατιωτική δερμάτινη ζώνη για το ξίφος, με σταυρωτό ιμάντα που περνά από τον ώμο και την εμποδίζει να περιστρέφεται, πράγμα που κάνει δύσκολη την ξιφούλκηση με το ένα χέρι. Επινοήθηκε και πήρε το όνομά της από το στρατηγό Σαμ Μπράουν που έχασε το ένα χέρι του πολεμώντας στην Ινδία και όταν ανέρρωσε διαπίστωσε ότι του ήταν αδύνατον να τραβήξει το ξίφος με το ένα χέρι επειδή δεν ήταν σταθερή η ζώνη. (ΣτΜ)

του πληρώματος πήραν την άγκυρα με μια μικρή βάρκα και την έριξαν τριάντα μέτρα μακριά από το πλοίο. Μετά, άρχισαν να τυλίγουν το παλαμάρι με το βαρούλκο, σε μια προσπάθεια να ξεκολλήσουν το πλοίο. Ο ναύτης αυτός ήταν στο βαρούλκο όταν το παλαμάρι της άγκυρας έσπασε και τινάχτηκε πίσω, τραυματίζοντάς τον σοβαρά στα πόδια. Ο γιατρός Γουόκερ του έδωσε μπράντι και λάβδανο, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο. Ο ναύτης ήταν το μοναδικό θύμα της εκστρατείας ως τώρα, και ο Χάουαρντ ήταν πολύ κουρασμένος για να περάσει άλλη μια τέτοια νύχτα. Ευχόταν να πέθαινε ο ναύτης προτού νυχτώσει. Ξαφνικά, ακούστηκε ένα νωχελικό σφύριγμα από πάνω τους και μετά ακολούθησε ένας μουντός κρότος και ένα σύννεφο καπνού από την απέναντι όχθη. Ένας λοχίας με πελώριο μουστάκι βγήκε από το υπόστεγο του καταστρώματος και στάθηκε αποφασιστικά πίσω από τους σκαπανείς με τα τουφέκια, με τα χέρια πίσω από την πλάτη και έχοντας τραβήξει το βαρύ περίστροφο Άνταμς. Γύρισε προς τον Χάουαρντ και τον κοίταξε, με τα κατακόκκινα μάτια του μόλις να ξεχωρίζουν κάτω από το γείσο της κάσκας. «Να τους ρίξουμε μια ομοβροντία, κύριε υπολοχαγέ; Να τους τρομάξουμε. Γαμημένοι άγριοι». «Λοχία Ο’ Κόνελ, να σου υπενθυμίσω ότι οι εντολές μας είναι να ανοίξουμε διαπραγματεύσεις για να πείσουμε τους αντάρτες να ελευθερώσουν τους ντόπιους αστυνομικούς που έχουν αιχμαλωτίσει». «Κουραφέξαλα, κύριε υπολοχαγέ, αν μου επιτρέπετε». «Σου επιτρέπω. Στο μεταξύ όμως δεν θα ρίξεις». Το μουστάκι τρεμόπαιξε. «Πολύ καλά, κύριε υπολοχαγέ». Ο Χάουαρντ έβγαλε ένα τηλεσκόπιο τσέπης από μπρούντζο και φίλντισι, από ένα σάκο στη ζώνη του, σήκωσε λίγο το κεφάλι πάνω από τη θωράκιση και κοίταξε από το τηλεσκόπιο στην όχθη. Οι αντάρτες ήταν καμιά δεκαριά τώρα, κατέβαιναν από το χωριό, λεπτοί, μελαψοί άντρες φορώντας μόνο ένα πανί γύρω από τη μέση. Μερικοί κρατούσαν τόξα και βέλη, και άλλοι μακριά μουσκέτα. Έβλεπε ότι μερικοί ήταν πιο εντυπωσιακά στολισμένοι, με τα μακριά μαλλιά τους χτενισμένα και πλεγμένα μπροστά, και διακοσμημένα με κόκκινα πανιά και φτερά. Μερικοί κρατούσαν τύμπανα και μπρούντζινες τρομπέτες. Μπροστά στην παραλία, κάμποσοι άντρες έσκαβαν λάκκους στην άμμο για να στήσουν τρεις πασσάλους από μπαμπού στη σειρά, εκεί που τελείωνε η ζούγκλα. Είχαν ανάψει μεγάλες φωτιές και ο μαύρος καπνός ανέβαινε και απλωνόταν πάνω από το ποτάμι, κρύβοντας τη σκηνή από το

ποταμόπλοιο. Ήταν ανησυχητικό θέαμα να βλέπεις κάποιες δραστηριότητες για μια στιγμή και μετά να τις κρύβει πάλι ο καπνός, έτσι που να μην μπορείς να αντιληφθείς την πρόθεσή τους. Από στιγμή σε στιγμή μπορεί να έβγαζαν τα κανό τους και να συγκεντρώνονταν για μαζική επίθεση. Ο Χάουαρντ γύρισε στο λοχία. «Η τελευταία ομοβροντία τους ήταν ψηλά στον αέρα. Κάτι παράξενο συμβαίνει εκεί. Έχουν μαζευτεί στην άκρη της όχθης, λες και θέλουν να τους βλέπουμε, σαν να μας χλευάζουν. Αν αρχίσουν να μας σημαδεύουν, μπορείς να τους ρίξεις. Αφού δώσω την εντολή. Κατάλαβες;» «Μάλιστα, κύριε υπολοχαγέ». Το ηλιοκαμένο πρόσωπο του λοχία ήταν αποφασιστικά στραμμένο μπροστά. Ο Χάουαρντ κοίταξε πάλι τη σκηνή. Πριν από μία εβδομάδα τα πάντα ήταν μουσκεμένα από τη βροχή και το τοπίο ήταν υπέροχο. Το μεγάλο φαράγγι του Γκονταβάρι περνούσε με μαιάνδρους ανάμεσα σε καταπράσινους λόφους που υψώνονταν και από τις δύο πλευρές εκατόν πενήντα μέτρα ή και παραπάνω, ενώ πιο πίσω φαίνονταν οι ράχες και οι κορυφές των ανατολικών Γκατς. Τώρα όμως ήταν λες κι ένα βαρύ μίασμα είχε υψωθεί από το ποτάμι και έπνιγε τις κοιλάδες σε πέπλα ομίχλης. Το ποτάμι ήταν μια γραμμή ζωής, το μόνο μέρος όπου κατάφερνε να φτάσει ο ήλιος, ενώ παντού αλλού η ζούγκλα ήταν σκοτεινή και απειλητική. Ένιωθε το φόβο και τη δεισιδαιμονία του κόσμου των πνευμάτων, των εκατοντάδων θεών και δαιμόνων που αυτοί οι άνθρωποι πίστευαν ότι κρύβονταν στη ζούγκλα. Η πρώτη του περιπολία στη στεριά τον είχε ταράξει, και όχι μόνο επειδή οι αντάρτες τούς είχαν στήσει ενέδρα. Υπήρχε και κάτι άλλο εδώ, κάτι που κρατούσε αυτά τα σκοτεινά μέρη μακρινά και ανεπηρέαστα από την εξάπλωση της προόδου σε όλη τη χώρα. Καταλάβαινες γιατί οι ιθαγενείς βαστάζοι από τους παραλιακούς κάμπους φοβούνταν και απεχθάνονταν αυτό το μέρος και αρνιούνταν να ακολουθήσουν το στρατό πέρα από το Ρατζαχμούντρι. Πήρε βαθιά ανάσα και κοίταξε πάλι τις καλαμοσκεπές του χωριού που απλώνονταν στην απέναντι όχθη και τα αυξανόμενα πλήθη των ιθαγενών που στροβιλίζονταν και χόρευαν γύρω από τις φωτιές στην άμμο της όχθης. Γύρισε στον Ινδό αξιωματικό δίπλα του, έναν θηριώδη άντρα από το Μαδράς, με τουρμπάνι και διαπεραστικά μαύρα μάτια. Του μίλησε ινδικά. «Τζεμαντάρ, ειδοποίησε να έρθει ο κύριος Γουόχοουπ, σε παρακαλώ». «Σαχίμπ». Λίγο αργότερα, μια ψηλή φιγούρα πλησίασε από το υπόστεγο του καταστρώματος κρατώντας ένα μικρό, ανοιχτό βιβλίο στο ένα χέρι.

Φορούσε μπεζ στρατιωτική στολή -η καινούρια μόδα ανάμεσα στους αξιωματικούς που είχαν έρθει πρόσφατα από το βορειοδυτικό μέτωπο- και γκέτες από τυλιχτή λωρίδα που ήταν δεμένες με χρωματιστό αφγανικό πανί. Δεν φορούσε κάσκα και ήταν ηλιοκαμένος, με πυκνά κοντά μαύρα μαλλιά και γενειάδα. Ο Χάουαρντ του είχε μιλήσει για λίγο όταν έφτασε τη νύχτα με τις ενισχύσεις, φέρνοντας τα τελευταία νέα από το Αφγανιστάν, αλλά αμέσως μετά ο Γουόχοουπ έπεσε για ύπνο κάτω από μια κουνουπιέρα στον υποτιθέμενο χώρο των αξιωματικών, δίπλα στο υπόστεγο του καταστρώματος. Ο Χάουαρντ ήθελε να έχει άλλον ένα αξιωματικό στο κατάστρωμα, ένα φίλο που φημιζόταν για την αταραξία του. Ήταν ό,τι χρειαζόταν για να μην τον επηρεάζει το σκοτάδι και τα μάγια αυτού του μέρους. Ο Γουόχοουπ κοίταξε την αναταραχή στην απέναντι όχθη, έσφιξε τα χείλη του και μετά χαιρέτησε τον Χάουαρντ με ένα νεύμα. Είχε διαπεραστικά μάτια, έντονα σαν του τζεμαντάρ, αλλά με μια εύθυμη λάμψη. «Έψαχνα για το σαλούν», είπε με έντονη συρτή προφορά, «αλλά κατάλαβα ότι δεν είμαστε σε ποταμόπλοιο του Μισισιπή». «Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί έφυγες τελικά από την Αμερική, Ρόμπερτ». «Η οικογένειά μου είναι Ιρλανδοί, αν θυμάσαι». Ο Γουόχοουπ κάθισε δίπλα στο κάγκελο και έβγαλε μια πίπα. «Όχι φτωχοί Ιρλανδοί, γαιοκτήμονες Ιρλανδοί αγγλικής καταγωγής. Ο πατέρας μου μας μετακόμισε στην Αμερική γιατί δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο όταν ξέσπασε ο λιμός, και μετά δεν άντεχε να γυρίσει πίσω. Έχουμε μακρά στρατιωτική παράδοση. Για μένα η επιλογή ήταν αν θα πήγαινα στο Γουέστ Πόιντ ή στη Βασιλική Στρατιωτική Ακαδημία. Αφού έζησα τον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο όταν ήμουν παιδί, δεν ήθελα να βρεθώ αντιμέτωπος με τον αδελφό μου στο πεδίο της μάχης». Χτύπησε την πίπα του. «Προτίμησα λοιπόν να αναζητήσω τη δόξα μου στο εξωτερικό». «Εγώ ήμουν εδώ στην Ινδία στη διάρκεια της Ανταρσίας, ξέρεις», είπε ο Χάουαρντ. «Ήμουν μωρό της αγκαλιάς. Δεν το θυμάμαι και η μητέρα μου δεν μου είπε ποτέ τι είχα δει, αλλά έβλεπα εφιάλτες. Τώρα δεν βλέπω πια». Έκανε μια παύση και μετά έδειξε το βιβλίο. «Τι διαβάζεις;» Ο Γουόχοουπ άναψε επιδέξια ένα σπίρτο με το άλλο του χέρι και άναψε την πίπα, ρουφώντας καθώς πετούσε το σπίρτο στο νερό. Ανασήκωσε τους ώμους προς τον Χάουαρντ. «Αρριανό. Η ζωή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Βρήκαμε μερικά αρχαία ερείπια πέρα από τον Ινδό και είμαι σίγουρος ότι είναι ελληνικοί βωμοί». «Έχεις εθιστεί στην Ινδία, Ρόμπερτ».

«Έκανα αίτηση για την Τοπογραφική Υπηρεσία της Ινδίας, ξέρεις. Έχουν μια κενή θέση στην Επιτροπή Συνόρων. Γύριζα από το Αφγανιστάν για να τακτοποιήσω τις υποθέσεις μου με το σύνταγμα στο Μπανγκαλόρ, όταν με έστειλαν εδώ αντικαταστάτη». «Μας έχει τσακίσει ο πυρετός. Όλοι οι αξιωματικοί που μπαίνουν στη ζούγκλα αρρωσταίνουν μέσα σε μία εβδομάδα. Είναι ο χειρότερος πυρετός που έχω δει ποτέ». «Εσύ δεν δείχνεις να έχεις πρόβλημα». «Μην ξεχνάς ότι εγώ γεννήθηκα εδώ. Στη φυτεία ινδικοφόρου του πατέρα μου στο Μπιχάρ. Ένα παιδί που επιζεί στο καλοκαίρι της Βεγγάλης δεν έχει πρόβλημα μετά». «Ο επίατρος Ρος στο Μπανγκαλόρ πιστεύει ότι φταίνε τα κουνούπια». «Φυσικά και φταίνε τα κουνούπια». Ο Χάουαρντ χτύπησε το λαιμό του και κοίταξε στον ουρανό. Πέρα από τους λόφους, είχαν φανεί μαύρα σύννεφα, που τα διαπερνούσαν διχαλωτές αστραπές. «Και τώρα πια δεν είμαστε ασφαλείς από τα κουνούπια στο ποτάμι. Ο μουσώνας τα στέλνει όλα καταπάνω μας σαν μολυσματικό σύννεφο». «Κρίμα». Ο Γουόχοουπ ρούφηξε την πίπα του, κλείνοντας το βιβλίο. «Αν σε έπιανε πυρετός, θα σε θεωρούσαν ανίκανο για υπηρεσία εδώ και θα σε έστελναν στο Αφγανιστάν. Εκεί οι αξιωματικοί κάνουν καριέρα. Εδώ δεν υπάρχουν μετάλλια». «Με προορίζουν για την Εκστρατευτική Δύναμη του Κάιμπερ. Λένε ότι ο πόλεμος εκεί δεν έχει τελειώσει ακόμη. Όμως ήθελα να είμαι κοντά στον Έντουαρντ και την Έλεν στο Μπανγκαλόρ. Ο συνταγματάρχης Πρέντεργκαστ έδειξε μεγάλη κατανόηση». «Α!» Ο Γουόχοουπ έβαλε το χέρι στο μπράτσο του Χάουαρντ. «Πώς είναι το αγοράκι μας;» Το πρόσωπο του Χάουαρντ σκυθρώπιασε. «Δεν είναι καλά, Ρόμπερτ. Αρρώσταινε όλο το χρόνο. Και ξέρεις τι μπορεί να σημαίνει αυτό εδώ για ένα βρέφος». «Τον αγαπούν πολύ οι άλλοι αξιωματικοί. Το ξέρεις αυτό». «Είναι παιδί με πολύ τρυφερό χαρακτήρα». Η φωνή του Χάουαρντ έγινε βραχνή. «Τον αγαπώ πάρα πολύ. Η καημένη η Έλεν είναι εκτός εαυτού». Γύρισε από την άλλη ανοιγοκλείνοντας τα βουρκωμένα μάτια του- μετά, σηκώθηκε πάλι στα γόνατα και κοίταξε πάνω από τη θωράκιση. Έδωσε το τηλεσκόπιο στον Γουόχοουπ. «Δες τι συμπέρασμα μπορείς να βγάλεις απ’ όλα αυτά». Ο Γουόχοουπ κοίταξε τον Χάουαρντ ανήσυχος, αλλά μετά έστρεψε το

τηλεσκόπιο στην όχθη. «Θεέ και Κύριε! Πρέπει να είναι γύρω στα πεντακόσια άτομα, μπορεί και παραπάνω». Η σκηνή είχε αλλάξει τα τελευταία λεπτά. Υπήρχαν νέα πλήθη που κινούνταν γύρω από τις φωτιές και είχαν φλασκιά. Το κρασί φοινικιάς που έφτιαχναν οι ιθαγενείς έρρεε άφθονο. Άντρες με μακριά πλεγμένα μαλλιά στριφογύριζαν μακριά ραβδιά, πότε σε ελικοειδή σχήματα, πότε σε οκτάρια. Χτυπούσαν τύμπανα, παράταιρα, εκτός συγχρονισμού, και μετά όλα μαζί σε έναν μονότονο ρυθμό. Ξαφνικά, ένα παράξενο θέαμα εμφανίστηκε μέσα από τον καπνό, μια ντουζίνα άντρες με εξωφρενικά διαδήματα, κάτι μεγάλα καμπυλωτά κέρατα βίσωνα που στέκονταν με δυσκολία πάνω στο κεφάλι τους. Φορούσαν δέρματα τίγρης και τα πρόσωπά τους ήταν κόκκινα από σκόνη κουμκούμ. Καθώς πλησίασαν ακούστηκε μια στριγκλιά τόσο διαπεραστική που ο Χάουαρντ έσφιξε τα δόντια. Οι άντρες προχωρούσαν στη γραμμή προς την όχθη, έκαναν πίσω, μετά προχωρούσαν πάλι, γονατίζοντας και σκαλίζοντας τη γη σε μια μίμηση ταύρων που μαλώνουν. «Νομίζω ότι επικαλούνται τον αιματοβαμμένο θεό της μάχης, τον Μανεκσορόο», μουρμούρισε ο Χάουαρντ. «Του ζητούν να μετατρέψει τα τσεκούρια σε ξίφη και τα τόξα και τα βέλη σε μπαρούτι και σφαίρες». «Έχουν και πραγματικούς ταύρους», είπε ο Γουόχοουπ, επιστρέφοντας το τηλεσκόπιο. Ο Χάουαρντ κοίταξε και γρύλισε. «Αυτό είναι, λοιπόν». Έκλεισε το τηλεσκόπιο και μετά γύρισε και κάθισε με την πλάτη ακουμπισμένη στη θωράκιση. «Θυσία ταύρου. Γι’ αυτό έσκαψαν αυτούς τους λάκκους. Ανακατεύουν το αίμα με σιτηρά και το σκορπίζουν σε ξέφωτα του δάσους για να γίνει γόνιμο το έδαφος. Αυτή η διαδικασία μπορεί να συνεχιστεί για ώρες, μέχρι να αποβλακωθούν από το τόντι». «Νόμιζα πως οι θυσίες είχαν απαγορευτεί», είπε ο Γουόχοουπ. «Οι ανθρωποθυσίες, ναι, πριν από δεκαετίες, όχι όμως και οι θυσίες ζώων, παρότι τις αποθαρρύνουμε κι αυτές». Ο Χάουαρντ κρέμασε τους ώμους του, κυριευμένος ξαφνικά από εξάντληση. «Αυτό δεν καταλαβαίνουν εκείνοι οι ηλίθιοι στην Επιτροπή Εσόδων. Έφερα μαζί μου το βιβλίο του Κάμπελ για την καταστολή των ανθρωποθυσιών. Μπορείς να το διαβάσεις και μόνος σου. Λέει ότι δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ηθικά επιχειρήματα για να πείσουμε ένα λαό να εγκαταλείψει τα πανάρχαια έθιμά του. Η δική μας ηθική δεν σημαίνει τίποτα γι’ αυτούς. Πρέπει να τους δείξεις ότι η ζωή τους θα βελτιωθεί με αυτό τον τρόπο. Και αν κατόπιν τους πάρεις τις μεγαλύτερες απολαύσεις τους, θα επανέλθουν στην παλιά τους ζωή. Σπάσαμε αυτό τον κύκλο δείχνοντάς τους ότι η γη

τους μπορεί να είναι γόνιμη χωρίς θυσίες. Και τώρα, μια υπογραφή στην Καλκούτα και όλα αναιρούνται. Ήταν πάντα κάτι που το έκαναν κρυφά, μέσα στη ζούγκλα, αλλά τώρα θέλουν να το δούμε. Και δεν τους κατηγορώ». «Πες μου γι’ αυτούς τους ανθρώπους». «Είναι Κόγια», είπε ο Χάουαρντ. «Απόγονοι των αρχαίων Δραβίδων της Ινδίας, που ήταν εδώ την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Όμως δεν θα μπορούσε να υπάρχει μεγαλύτερη αντίθεση με τον πολιτισμό των Μουγκάλ ή των Σιχ. Αυτοί οι λαοί μοιάζουν περισσότερο με τους δικούς σας Ερυθρόδερμους. Κυνηγούν στη ζούγκλα και καθαρίζουν μικρά ξέφωτα καίγοντας τη βλάστηση για να καλλιεργήσουν. Σχεδόν κανείς τους δεν έχει αντίληψη του έξω κόσμου». «Αυτό ίσως να μην είναι κακό», μουρμούρισε ο Γουόχοουπ, ρουφώντας την πίπα του. «Γνωρίζουμε τη γλώσσα τους;» «Έχω κάποια μικρή γνώση του λεξιλογίου τους. Έχουμε το διερμηνέα μας, ο οποίος με ενημερώνει για τα έθιμά τους». Ο Χάουαρντ έδειξε με ένα νεύμα έναν μικρόσωμο, νευρώδη άντρα απροσδιόριστης ηλικίας που καθόταν σταυροπόδι στο πρωραίο κατάστρωμα. Ήταν ηλιοκαμένος και φορούσε μόνο ένα λευκό πανί γύρω από τη μέση. Τα μαλλιά του ήταν σκούρα καστανά, σχεδόν καστανοκόκκινα, σγουρά όπως και η γενειάδα του, και το πρόσωπό του ήταν ρυτιδωμένο. Στο ένα χέρι κρατούσε ένα τόξο και βέλη, και στο άλλο ένα κομμάτι μπαμπού γύρω στα τριάντα εκατοστά μήκος. Το μοναδικό στολίδι του ήταν μια χρυσή αλυσίδα που κρεμόταν από την κορυφή του αυτιού του μέχρι το λοβό, με ένα μικρό κόσμημα στο κάτω μέρος της. Κάπνιζε ένα πουράκι και τα μάτια του έδειχναν θολωμένα. «Είναι μισομεθυσμένος από φοινικόκρασο», είπε ο Χάουαρντ. «Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα γι’ αυτό. Έτσι επιζούν στην περίοδο των μουσώνων. Αυτό είναι και το αίτιο της εξέγερσης. Πόσα σου έχει πει ο συνταγματάρχης Ράμελ;» «Τίποτα. Μόλις που πρόλαβα να υποβάλω την αναφορά μου όταν έφτασα στο αρχηγείο στο Ντοουλαϊσβέραμ. Το σκάφος με τις ενισχύσεις των σκαπανέων περίμενε ήδη για να ανεβεί το ποτάμι. Και ο Ράμελ και ο υπασπιστής του ήταν και οι δύο άρρωστοι από πυρετό. Όπως και όλοι σχεδόν οι άλλοι αξιωματικοί». «Κατάλαβα», είπε ο Χάουαρντ. «Λοιπόν, κοίτα πώς έχει η ουσία της υπόθεσης. Αν κάποιος ηλίθιος στην Επιτροπή Εσόδων δεν είχε αποφασίσει να επιβάλει φόρο στο φοινικόκρασο, το τόντι, δεν θα ήμαστε εδώ τώρα. Έφταιξε αυτό, και οι ντόπιοι χωροφύλακες. Για ολόκληρους μήνες, η

μοναδική εξωτερική παρουσία ανάμεσα σε αυτή τη φυλή ήταν οι χωροφύλακες, οι οποίοι είναι καμπίσιοι και οι φυλές των λόφων τους απεχθάνονται. Ο Βρετανός Διευθυντής της Αστυνομίας και ο Επίτροπος της Επαρχίας δεν έρχονται σχεδόν ποτέ εδώ λόγω του πυρετού της ζούγκλας. Οι χωροφύλακες είναι ελεύθεροι να τρομοκρατούν και να εκμεταλλεύονται τους λαούς των λόφων, όπως έκαναν πάντα οι καμπίσιοι. Και τώρα που τους χρειαζόμαστε, είναι χειρότεροι από άχρηστοι. Δεν υπάρχει σχεδόν ούτε ένας ανάμεσά τους που να δέχεται να πολεμήσει. Το πρώτο πράγμα που έκαναν οι αντάρτες ήταν να πιάσουν μισή ντουζίνα από δαύτους. Για μένα, καλά ξεκουμπίδια». Ξαφνικά, ακούστηκε μια ομοβροντία από την όχθη, αλλά δεν ακολούθησε ήχος από σφαίρες. «Μουσκέτα πάλι, λοχία. Μη ρίξετε». Ο Γουόχοουπ κοίταξε πάνω από τη θωράκιση τον καπνό. «Πού βρίσκουν μπαρούτι;» «Όταν πήγα στη ζούγκλα με την πρώτη ομάδα την περασμένη εβδομάδα, έψαξα ένα χωριό και έκανα κατάσχεση στα όπλα τους, όλα μουσκέτα», απάντησε ο Χάουαρντ. «Οι γυναίκες έφτιαχναν νίτρο ουρώντας μέσα σε σάκους με κοπριά κρεμασμένους πάνω από κατσαρόλες, αφήνοντας μετά το υγρό που στράγγιζε να αποκρυσταλλωθεί. Πραγματικά ευφυές. Καίνε διαρκώς εκτάσεις της ζούγκλας για να ανοίξουν μερικά ξέφωτα και να τα καλλιεργήσουν ώστε να έχουν άφθονο κάρβουνο, και το θείο το παίρνουν από εμπόρους. Το μπαρούτι είναι κακής ποιότητας, αλλά κάνει για να κυνηγούν μικρά ζώα. Μερικοί επίσης παίρνουν μπαρούτι και βόλια από τους τοκογλύφους του κάμπου, που τους υποδουλώνουν από τα χρέη. Όμως φοβάμαι ότι τώρα έχουν μια νέα πηγή όπλων και πυρίτιδας». Μια σφαίρα χτύπησε το φουγάρο του πλοίου με έναν δυνατό μεταλλικό κρότο και μετά ακολούθησε ο πιο κοφτός κρότος του πυροβολισμού από την όχθη. «Παλιό μουσκέτο της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών- το έδιναν στους ντόπιους αστυνομικούς. Μερικοί από τους χωροφύλακες έχουν εφοδιάσει τους αντάρτες με όπλα και πυρομαχικά, με αντάλλαγμα τη δική τους ασφάλεια. Η αστυνομία είναι ολότελα άχρηστη. Δεν μπορείς να τους εμπιστευτείς να κάνουν τίποτα, είναι ανυπάκουοι και απείθαρχοι. Όμως η κυβέρνηση απαιτεί να τους χρησιμοποιούμε. Αυτό συμβαίνει όταν οι αποφάσεις για έναν πόλεμο παίρνονται από υπαλλήλους στην Καλκούτα. Ο συνταγματάρχης Ράμελ υποχρεώθηκε να αγνοήσει τις διαταγές. Και μετά, υπάρχει κι ένα άλλο πρόβλημα. Στα συντάγματα πεζικού της εκστρατευτικής δύναμης

υπάρχουν Ινδοί αξιωματικοί που ακόμη δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν σωστά τους χάρτες, ακόμη και τους υποτυπώδεις που χαράξαμε γι’ αυτό το μέρος. Χωρίς χάρτη και προσανατολισμό, είσαι χαμένος μέσα στη ζούγκλα. Όμως όλοι οι σκαπανείς μας διαβάζουν τους χάρτες χωρίς πρόβλημα. Κι έτσι έχουμε βρεθεί εμείς, το Βασιλικό Σύνταγμα Σκαπανέων και Ορυκτών, να χρησιμοποιείται σαν πεζικό και αστυνομία. Είναι πραγματικά αξιοθρήνητη κατάσταση». «Πόσο αξιόπιστοι είναι οι χάρτες;» Ο Χάουαρντ ξεφύσηξε. «Αυτό είναι η τελευταία σταγόνα. Αναγκαζόμαστε να τους χαράζουμε καθώς προχωρούμε. Όταν ήρθε εδώ ο υπολοχαγός Τζορτζ Έβερεστ το 1809 με τη Μεγάλη Τριγωνομετρική Τοπογράφηση, δεν πρόλαβαν καλά-καλά να στήσουν τα φυλάκιά τους στους λόφους και προσβλήθηκαν όλοι από τον πυρετό της ζούγκλας. Οι μισοί πέθαναν και ο Έβερεστ δεν ξαναγύρισε. Αυτό το μέρος είναι μια μεγάλη μαύρη τρύπα στη μέση της Ινδίας. Θα μπορούσε να είναι στο Βαλουχιστάν ή στα βάθη της Κεντρικής Ασίας». Κοίταξε στο πρωραίο κατάστρωμα και είδε τον Ο’ Κόνελ να τον αγριοκοιτάζει, με το κάτω χείλι του να τρέμει. «Πολύ καλά, λοχία, ετοίμασε τους άντρες σου. Αν ξαναρίξουν προς το μέρος μας, μπορείς να ανοίξεις πυρ. Η πρώτη ομοβροντία πάνω από τα κεφάλια τους. Περιμένεις τη διαταγή μου». «Μάλιστα, κύριε υπολοχαγέ». Ο Ο’ Κόνελ γάβγισε αμέσως μια διαταγή στα ινδικά και η γραμμή των τουφεκιών παρατάχθηκε οριζόντια πάνω στην κουπαστή, για να ακολουθήσουν τα κλικ από τους κόκορες που τραβιούνταν πίσω. Ο Ο’ Κόνελ δεν κρατιόταν με τίποτα- ανάσαινε βαριά σαν ταύρος έτοιμος να ορμήσει. «Έριξα μια ματιά στον ιθαγενή σου όταν ανέβηκα στο πλοίο», είπε ο Γουόχοουπ, δείχνοντας με την πίπα το διερμηνέα. «Αυτό που κρέμεται στο αυτί του είναι ρωμαϊκό νόμισμα, ξέρεις. Θυμάσαι όταν ήμαστε Ευέλπιδες και σε πήγα να δεις τη συλλογή στο Βρετανικό Μουσείο; Είναι πολύ φθαρμένο, αλλά νομίζω ότι είναι από την εποχή της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, ίσως με τον Ιούλιο Καίσαρα». «Ναι, βρίσκεις τέτοια νομίσματα στο Μπανγκαλόρ, και πιο νότια», είπε ο Χάουαρντ. «Η νταντά του Έντουαρντ έχει ένα, χρυσό. Άκουσα πως οι Ρωμαίοι αγόραζαν πιπέρι με αυτά». «Ποιος είναι, μιας που το ’φερε η κουβέντα, αυτός ο Κόγια;» Ο Γουόχοουπ έδειξε πάλι με την πίπα. «Είναι μουταντάρ, φύλαρχος από το Ράμπα, το χωριό από το οποίο έχει πάρει το όνομά της η περιοχή. Τρέφει μίσος για τον Τσεντράγια, τον αρχηγό

της εξέγερσης. Ενεργεί καθαρά από προσωπικό συμφέρον. Αφού βεβαιώθηκε ότι θα μπορέσει να εκδικηθεί, προσφέρει ακούραστα και με μεγάλο ζήλο χρόνο και κόπο, όταν είναι νηφάλιος, βέβαια». Ο Χάουαρντ χαμήλωσε τη φωνή του. «Επίσης είναι βεζονγκάντα, μάγος. Οι Κόγια δεν ξέρουν τίποτα για την ινδουιστική θρησκεία. Λατρεύουν δικές τους θεότητες, αρχαίους θεούς των Δραβίδων, ανιμιστικές θεότητες - τίγρεις, ύαινες, βουβάλους. Μερικές φορές οι θεότητες κυριεύουν τους ανθρώπους, οι οποίοι τότε ονομάζονται κόνταντεβάτα. Γίνονται θυσίες σε έναν τρομερό θεό που λέγεται Ραμάγια. Αυτό το κούφιο μπαμπού που κρατά υποτίθεται ότι περιέχει κάποιο είδωλο, το υπέρτατο βέλπου. Το ονομάζει Λακάλα Ράμου και λέγεται πως είναι διακοσμημένο με μάτια από ολιβίνη και λάπις λάζουλι. Δεν το δείχνει σε κανέναν. Υποτίθεται ότι το κρατά σε ένα ιερό σπήλαιο, ένα ναό κοντά στο χωριό Ράμπα, για να εξευμενίσει τη θεότητα. Αλλά το πήρε από το ναό όταν το ’σκάσε για να σωθεί από τον Τσεντράγια και ήρθε σ’ εμάς. Τώρα όμως η θεότητα το χρειάζεται πίσω κι έχει αρχίσει να θυμώνει. Η δική μας πλευρά της συμφωνίας είναι να βοηθήσουμε τον μουταντάρ να το επιστρέφει στη θέση του». «Θα κρατήσεις την υπόσχεσή σου;» «Φυσικά. Πρέπει να προκαλέσουμε φόβο στους αντάρτες και να εμφυσήσουμε σιγουριά σ’ εκείνους που μας βοηθούν». «Συμφωνώ». Ακούστηκε ένας ξαφνικός θόρυβος και μια βλαστήμια, και πίσω τους άνοιξε μια καταπακτή του αμπαριού. Μια απερίγραπτη οσμή βγήκε από μέσα και μετά ακολούθησε ένας γεροδεμένος άντρας, γυμνός από τη μέση και πάνω εκτός από μια ποδιά με φρικτές κηλίδες. Ήταν μερικά μόνο χρόνια μεγαλύτερος από τους δύο αξιωματικούς, στην ίδια ηλικία με το λοχία Ο’ Κόνελ, και όπως και ο Ο’ Κόνελ είχε τις μακριές φαβορίτες που ήταν της μόδας σε μια προηγούμενη γενιά. «Γιατρέ Γουόκερ», είπε ο Χάουαρντ, κοιτάζοντάς τον ανήσυχος. «Πώς πάει μέσα στη μαύρη τρύπα;» «Οι περισσότεροι άντρες είχαν επανειλημμένες κρίσεις ελονοσίας και είναι πολύ εξασθενημένοι». Ο Γουόκερ μιλούσε με τη σκληρή προφορά της πατρίδας του, το Κίνγκστον του Άνω Καναδά, επηρεασμένη από έξι χρόνια στο Βασιλικό Πανεπιστήμιο του Μπέλφαστ. «Έχουμε σοβαρές συνέπειες διόγκωση του σπλήνα, αναιμία, μερική παράλυση, ακραία απίσχνανση, στομαχικές και εντερικές διαταραχές και άλλα σοβαρά προβλήματα. Πολλοί από τους άντρες περνούν το στάδιο του πυρετικού παροξυσμού και είναι οδυνηρό να βλέπεις πόσο υποφέρουν».

«Και αυτή η φρικτή οσμή;» «Ένα σαπρό εξάνθημα». Ο Γουόκερ σκούπισε κάτι δυσάρεστο από το χέρι του πάνω στην ποδιά του. «Ανέβηκα να πάρω λίγο καθαρό αέρα. Γύρισε ο υπολοχαγός Χάμιλτον;» Ο Χάουαρντ έκανε ένα αρνητικό νεύμα και έβγαλε το ρολόι του. «Λείπει εδώ και είκοσι τέσσερις ώρες. Δεν έχει εφόδια για παραπάνω». Γύρισε στον Γουόχοουπ. «Ένας από τους άντρες του μουταντάρ μας πληροφόρησε ότι είδαν τον Τσεντράγια στο χωριό Ράμπα, γύρω στα δεκατρία χιλιόμετρα βορειοανατολικά από δω. Έστειλα τον Χάμιλτον με ό,τι είχε απομείνει από το Λόχο G, μόλις είκοσι άντρες. Ήταν ρίσκο, αλλά σπάνια έχουμε συναντήσει αντάρτες σε ομάδες με περισσότερους από δέκα έως είκοσι άντρες. Μέχρι τώρα, δηλαδή». «Ας ελπίσουμε να μην πέσει ο Χάμιλτον πάνω σε αυτούς εκεί», μουρμούρισε ο Γουόχοουπ, δείχνοντας με ένα νεύμα στην όχθη. «Ναι. Και δεν έπρεπε να πάρει μαζί του αυτό τον απαίσιο Μπέμπι». «Ποιον;» «Τον Υποδιευθυντή των Κεντρικών Επαρχιών». Ο Χάουαρντ έκανε μια παύση, προσπαθώντας να κατασιγάσει το θυμό του. «Η κυβέρνηση, μέσα στην απέραντη σοφία της, αποφάσισε ότι πρόκειται για αποστολή αστυνόμευσης, κι έτσι όλες οι εκστρατείες μας μέσα στην περιοχή της φυλής πρέπει να έχουν επικεφαλής έναν πολιτικό αξιωματούχο. Μερικοί είναι εξαιρετικά άτομα και δεινοί σκοπευτές. Ο κύριος Μπέμπι σαφώς δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο. Μας έκανε μια διάλεξη πριν ξεκινήσουμε. Ότι εξαιτίας του κλίματος αυτή η περιοχή δεν θα γίνει ποτέ έδρα ακμάζουσας βιομηχανίας ή μεγάλων εμπορικών επιχειρήσεων. Ότι οι Κόγια είναι εκφυλισμένοι, βυθισμένοι στην άγνοια και τη δεισιδαιμονία. Ότι το καθήκον του είναι να τους διδάξει την αξία της ηθικής υποχρέωσης, και δικό μας καθήκον είναι όχι να τους επιπλήξουμε για το παρελθόν αλλά να τους οδηγήσουμε σε ένα καλύτερο μέλλον. Η διάλεξη ήταν μια εξαιρετική λεκτική επίδειξη συνδυασμένη με μια θλιβερή διαστρέβλωση των γεγονότων. Και δεν μπόρεσε να κρύψει την αλήθεια, ότι μέχρι τώρα δεν είχε κάνει ποτέ τον κόπο να έρθει εδώ στην περιοχή του και ότι είναι μονίμως άρρωστος με πυρετό. Δεν έχω ξαναδεί ποτέ πιο άχρηστο άνθρωπο σε ηγετική θέση». «Είμαι σίγουρος ότι ο Χάμιλτον θα τον βάλει στη θέση του», μουρμούρισε χαμογελώντας ο Γουόχοουπ. Είχε ακουμπήσει πάλι την πλάτη του στη θωράκιση και πάσχιζε να ανάψει ξανά την πίπα του. «Ο μουταντάρ μας είναι σίγουρος ότι ένας από αυτούς τους άντρες στην

όχθη είναι ο Τσεντράγια, ο ηγέτης των ανταρτών», είπε ο Χάουαρντ. «Αν είναι έτσι, ο Μπέμπι μπορεί να οδηγήσει τον Χάμιλτον στο λάκκο των φιδιών. Είπα στον Μπέμπι να μην εμπιστεύεται τον οδηγό τους, αλλά αυτός δεν ακούει ούτε τον Παντοδύναμο Θεό και πολύ περισσότερο έναν απλό αξιωματικό των σκαπανέων». Ο Χάουαρντ έκλεισε τα μάτια του, φέρνοντας στο νου του ένα άρθρο που είχε διαβάσει στο μακρινό Λονδίνο. Η Ινδία ζει ειρηνικά και εύπορα μετά την Ανταρσία, κάτω από την καλοκάγαθη διακυβέρνηση της Αυτοκράτειρας. Κι άλλο βόλι από μουσκέτο χτύπησε στην καμινάδα του πλοίου. Άνοιξε τα μάτια του, έκανε ένα νεύμα στο λοχία Ο’ Κόνελ και σήκωσε το αριστερό του χέρι. Μετά όμως αντιλήφθηκε κάποια κίνηση στο ποτάμι και κοίταξε πάλι με το τηλεσκόπιο. «Περιμένετε!» φώναξε. «Κάτι βλέπω». Ακολούθησαν όλοι το βλέμμα του. Μισή ώρα νωρίτερα είχε δώσει εντολή να βγει η λέμβος του πλοίου στο ποτάμι, έτοιμη να παραλάβει την ομάδα που θα επέστρεφε, και τώρα την έβλεπε να παρακάμπτει ένα αμμώδες ύψωμα στη στροφή του ποταμού, κρυμμένη ακόμη από το χωριό. Οι τέσσερις Ινδοί ναυτικοί κωπηλατούσαν μανιασμένα κόντρα στο ρεύμα. Στη μέση της λέμβου φαίνονταν κάμποσοι σκαπανείς με τις μπαγιονέτες έτοιμες και στην πρύμνη διακρινόταν η κάσκα ενός Βρετανού αξιωματικού. Πίσω τους στο ύψωμα βγήκαν από τη ζούγκλα άντρες με πανιά γύρω στη μέση και μακριά μουσκέτα στα χέρια, και ακούστηκαν κραυγές και πυροβολισμοί. Λευκός καπνός υψώθηκε από τα μουσκέτα και ενώθηκε με την ομίχλη του ποταμού, κρύβοντας για λίγο και τη λέμβο και τους αντάρτες. Όταν καθάρισε ο καπνός, οι αντάρτες είχαν χαθεί από το ύψωμα και ο Χάουαρντ είδε φευγαλέα τον τελευταίο να τρέχει κατά μήκος της όχθης προς το σημείο όπου ήταν συγκεντρωμένο το πλήθος, που είχε αρχίσει να φωνάζει και να κραδαίνει τα μουσκέτα. Λίγες στιγμές αργότερα, η λέμβος είχε πιάσει στην προστατευμένη πλευρά του πλοίου. Ακούστηκε θόρυβος καθώς οι άντρες αποβιβάζονταν και ανέβαιναν στο κατάστρωμα, σκύβοντας αμέσως κάτω από την κουπαστή. Βρομούσαν ιδρώτα και θειάφι, και έδειχναν εξαντλημένοι. Ο Χάμιλτον ανέβηκε τελευταίος στο πλοίο και πλησίασε εκεί όπου ήταν συγκεντρωμένοι ο Χάουαρντ και οι άλλοι. Τράβηξε το περίστροφο Άνταμς από τη ζώνη του και έβγαλε τον κύλινδρο, αδειάζοντας τους χρησιμοποιημένους κάλυκες. Τα χέρια του έτρεμαν και το πρόσωπό του ήταν γεμάτο υπολείμματα πυρίτιδας. Έδειχνε κουρασμένος αλλά και περιχαρής. Ήταν ο νεότερος αξιωματικός στο Μαδράς, και αυτή ήταν η πρώτη του επαφή με τον εχθρό. «Είχαμε στρατοπεδεύσει για τη νύχτα βαθιά στη ζούγκλα», είπε

λαχανιασμένος και κάθισε στις φτέρνες καθώς ξαναγέμιζε το περίστροφο. Η φωνή του ήταν βραχνή, και πήρε μερικές βαθιές ανάσες για να την κοντρολάρει. «Ο οδηγός μας μας είπε ότι υπήρχε μια ομάδα με εκατό αντάρτες σε ένα κοντινό χωριό. Ξεκινήσαμε στις τρεις τη νύχτα για να τους αιφνιδιάσουμε τα χαράματα. Ο οδηγός μας μας έφερε σε ένα μικρό ξέφωτο μπροστά στο χωριό, όπου μας πήραν είδηση. Τότε εξαφανίστηκε και δεν τον ξαναείδα. Έπεσε ένας πυροβολισμός εναντίον μας και μετά άλλοι πέντε ή έξι διαδοχικά. Έβαλα τους άντρες σε σχηματισμό αψιμαχίας και ανοίξαμε πυρ κατά των ανταρτών αυτοί όμως υποχώρησαν γρήγορα μέσα στη ζούγκλα. Και επειδή τη γνωρίζουν καλά, είχαν προφανές πλεονέκτημα σε βάρος μας. Αν στέκονταν να πολεμήσουν στ’ ανοιχτά, θα μπορούσαμε να καταστείλουμε αυτή την εξέγερση μέσα σε μία εβδομάδα». «Αυτό συμβαίνει κάθε φορά που προσπαθούμε να τους χτυπήσουμε», μουρμούρισε ο Χάουαρντ στον Γουόχοουπ. «Συνέχισε». «Είχαν αρχίσει να μας τελειώνουν τα πυρομαχικά και οι αντάρτες προσπαθούσαν να μας τραβήξουν πιο βαθιά στη ζούγκλα. Αποφάσισα να υποχωρήσουμε και μετά από μια μικρή ανάπαυλα μας ακολούθησαν, συνεχίζοντας να μας πυροβολούν. Μερικές φορές τους βλέπαμε καθώς έτρεχαν από δέντρο σε δέντρο και μπορέσαμε να χτυπήσουμε μερικούς. Δύο φορές σταμάτησα τους σκαπανείς και απαντήσαμε στους αντάρτες με πυκνά πυρά, αλλά πάντα κρύβονταν πίσω από τα δέντρα. Συνολικά ρίξαμε πάνω από χίλιες βολές, αλλά χτυπήσαμε μόνο δέκα εχθρούς στα σίγουρα. Έχουν γίνει συχνά τέτοιες εμπλοκές με αντάρτες, που πάντα ξεφεύγουν με μικρές απώλειες σε νεκρούς και τραυματίες. Νομίζω ότι αν οι άντρες μας χρησιμοποιούσαν φυσίγγια με χοντρά σκάγια, θα είχαμε καλύτερα αποτελέσματα». Ο Χάουαρντ κατένευσε. «Πολύ καλά. Γράψ’ το στην αναφορά σου». «Τι απώλειες είχαμε;» ρώτησε ο Γουόκερ. «Τα μουσκέτα τους δεν έχουν μεγάλη δύναμη πέρα από τα πενήντα μέτρα πάνω-κάτω. Ένας σκαπανέας έχει ένα βόλι σφηνωμένο στο κρανίο του». «Για να τον δούμε, λοιπόν». Ο Γουόκερ χαμογέλασε με ένα μακάβριο ύφος. Ξετύλιξε από τη ζώνη του μια θήκη με λαβίδες, πήρε τη μεγαλύτερη και τη σκούπισε πάνω στην ποδιά του. «Επιτέλους, ένα πραγματικό τραύμα μετά απ’ όλο αυτό το βρομερό χάλι εκεί κάτω». Ο Χάμιλτον έδειξε ένα σκαπανέα με ματωμένο επίδεσμο στο κεφάλι. Μετά, γύρισε πάλι στον Χάουαρντ και τον Γουόχοουπ, με τα μάτια του να αστράφτουν με μια πυρετώδη λάμψη. «Πετύχαμε μια μικρή νίκη, όμως».

Έκανε νεύμα στο σκαπανέα που στεκόταν δίπλα του και αυτός άφησε να πέσει στα πόδια του Χάουαρντ ένα τσουβάλι με κάτι βαρύ. «Είναι ένας αντάρτης Τάμαν Ντάρα. Τον σκοτώσαμε στο χωριό χθες. Ένας από τους σκαπανείς είναι Γκούρκα28 και έχει μαχαίρι κούκρι. 29 Αυτή είναι η απόδειξη». «Θεέ και Κύριε!» Ο Γουόχοουπ έκανε προς τα πίσω, κρατώντας τη μύτη του. «Βρομοκοπάει σάπιο κρέας· πέταξέ το». Ο Χάμιλτον κλότσησε το τσουβάλι παραπέρα και κάθισε στις φτέρνες κοιτάζοντάς τους διαπεραστικά. «Φαίνεται πως ήταν ένας από τους ηγέτες της εξέγερσης. Αυτό μπορεί να είναι ακριβώς ό,τι χρειαζόμαστε. Για να δείξουμε σε αυτούς τους τύπους ότι δεν αστειευόμαστε». Έδειξε με το κεφάλι προς την όχθη. «Ποιος σου είπε πως ήταν ηγέτης των ανταρτών;» ρώτησε ο Χάουαρντ. «Ο οδηγός σου;» «Ήταν σίγουρος γι’ αυτό. Και πραγματικά, έδωσε μεγάλη μάχη μέχρι να τον σκοτώσουμε. Άδειασα το περίστροφό μου πάνω του κι αυτός συνέχιζε την επίθεση». «Εννοείς ο οδηγός που σας οδήγησε σε ενέδρα; Μήπως σας χρησιμοποίησε μόνο και μόνο για να ξεκαθαρίσει δικούς του παλιούς λογαριασμούς;» Ο Χάμιλτον κοίταξε το τσουβάλι και μετά πάλι τον Χάουαρντ, ταραγμένος. «Μπορεί να το επιβεβαιώσει και κάποιος άλλος. Ο μουταντάρ». «Θα είσαι τυχερός αν υπάρχει κάτι που να αναγνωρίζεται μέσα σε αυτό το τσουβάλι τώρα πια», είπε ο Γουόχοουπ. «Εγώ πιστεύω ότι σκοτώσαμε έναν ηγέτη των ανταρτών», επέμεινε ο Χάμιλτον. «Πολύ καλά», είπε ο Χάουαρντ, σφίγγοντας τα χείλη. «Πρέπει να γράψεις μια περιγραφή που θα συνοδέψει την αναφορά μου στο συνταγματάρχη Ράμελ, όταν καταφέρουμε επιτέλους να ξεκολλήσουμε από αυτή την αναθεματισμένη άμμο». Κοίταξε τους σκαπανείς και μετά πάλι την άδεια λέμβο. «Μόλις το συνειδητοποίησα. Κάποιος λείπει. Πού είναι ο Μπέμπι;» «Θα ερχόμουν και σε αυτό. Τον χτύπησε χολέρα». «Ζει;» «Και ναι, και όχι. Ξέρεις πόσο γρήγορα μπορεί να σκοτώσει η χολέρα. Ήταν πολύ άρρωστος όταν φτάσαμε σε ένα μέρος όπου θα σταματούσαμε, σε ένα ναό κοντά στο χωριό Ράμπα. Τότε, συνέβη κάτι πολύ παράξενο. 28 Μέλος φυλής του Νεπάλ, που φημιζόταν για τις στρατιωτικές της ικανότητες. (ΣτΜ) 29 Μαχαίρι που χρησιμοποιούσαν οι Γκούρκα. (ΣτΜ)

Έπιασε ένα βέλος των Κόγια και, δεν ξέρω πώς, κατάφερε να κοπεί με δαύτο. Νομίσαμε πως ήταν ξεγραμμένος. Όμως το βέλος είχε έναν πυκνό πολτό πάνω του, όχι το συνηθισμένο δηλητήριο. Φαίνεται ότι τσιμπιούνται με βέλη βουτηγμένα σε αυτό τον πολτό. Σε μισή ώρα ήταν όρθιος πάλι. Έχουμε όλοι προσέξει ότι οι ιθαγενείς έχουν ανοσία στα χειρότερα συμπτώματα του πυρετού. Αργά το βράδυ όμως η επίδραση του πολτού πέρασε, και άρχισε να παραληρεί. Όταν ξεκινήσαμε την πορεία ενάντια στους αντάρτες, επέμεινε να μείνει στο Ράμπα. Ήθελε να μιλήσει με τους αρχηγούς του χωριού. Άφησα τέσσερις σκαπανείς μαζί του και του υποσχέθηκα να γυρίσουμε να τον πάρουμε. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτε άλλο». «Ανάθεμά τον», μουρμούρισε θυμωμένα ο Χάουαρντ. «Αν είχε μιλήσει με αυτούς τους ανθρώπους πριν από έξι μήνες, δεν θα συνέβαιναν όλα αυτά». Κοίταξε τον Χάμιλτον. «Θα πρέπει να ξαναπάς. Δεν θα αφήσω τους σκαπανείς μας εκεί. Πες στον χαβιλντάρ σου να ανοίξει άλλο ένα κιβώτιο με πυρομαχικά και δώσε στους άντρες σου νερό». «Εντάξει». Ο Χάμιλτον έκανε νεύμα στον χαβιλντάρ, που είχε ήδη καταλάβει και απομακρύνθηκε αμέσως. «Τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή να φύγεις», είπε νωχελικά ο Γουόχοουπ, δείχνοντας με την πίπα την όχθη. «Δεν νομίζω ότι θα προσέξουν αυτοί εκεί. Το φοινικόκρασο ρέει άφθονο». «Θα σε συνοδέψει ένας από εμάς», είπε ο Χάουαρντ. Ο Χάμιλτον γύρισε στον Χάουαρντ. «Θα ήθελα να έρθεις κι εσύ και ο Ρόμπερτ. Θα ήταν μια ευκαιρία να δει ο Ρόμπερτ την περιοχή. Και υπάρχει και κάτι άλλο που θέλω να δείτε. Ρόμπερτ, σε ενδιαφέρουν οι αρχαιότητες· έτσι δεν είναι; Κι εσένα, Χάουαρντ, σε ενδιαφέρουν οι παλιές γλώσσες;» Ο Γουόχοουπ χτύπησε την πίπα του κοιτάζοντάς τον με ενδιαφέρον. «Βρήκες κάτι αρχαίο;» «Ναι, στο ναό. Μπήκα μόνο για μια στιγμή μέσα, αλλά θα πρέπει να το δείτε». Ξαφνικά, ακούστηκε ένα κροτάλισμα από την όχθη, κάτι διαφορετικό από πυροβολισμούς. Ο Χάουαρντ έβγαλε το τηλεσκόπιο και κοίταξε. Οι ιθαγενείς χόρευαν γύρω από τη φωτιά, πετώντας μέσα κομμάτια μπαμπού, που έσκαγαν με δυνατό κρότο καθώς διαστελλόταν ο αέρας ανάμεσα στους κόμπους. Ήταν σαν πυροτεχνήματα, με τα φλεγόμενα κομμάτια να τινάζονται στον αέρα σαν σπίθες. Ο Χάουαρντ κοίταξε το λοχία Ο’ Κόνελ και του έκανε ένα ζωηρό αρνητικό νεύμα. Ξαφνικά, ακούστηκαν στριγκλιές. Ο Χάουαρντ κοίταξε πάλι. Ο χορός είχε γίνει

ξέφρενος και τώρα ακούγονταν τύμπανα και σαλπίσματα από κέρατα βούβαλου. Ένας γυμνός άντρας εμφανίστηκε, με το σώμα του βαμμένο με μαύρες και λευκές βούλες. Οδηγούσε ένα νεογνό βούβαλου προς το λάκκο στην όχθη. Το ζώο μουγκάνιζε κι έξυνε με τις οπλές του την άμμο. Πίσω του, οι χορευτές άνοιξαν και φάνηκε ένας άλλος άντρας. Φορούσε μόνο ένα φαρδύ μαύρο παντελόνι ως κάτω από το γόνατο και κρατούσε κάτι γυαλιστερό στο δεξί του χέρι. «Ο Τσεντράγια», μουρμούρισε ο Χάουαρντ. «Ακριβώς όπως τον περιέγραψε ο μουταντάρ». «Έχει ένα τουλβάρ», είπε ο Γουόχοουπ. Ο άντρας με το παντελόνι σήκωσε ψηλά το χέρι του, αποκαλύπτοντας το καμπυλωτό ξίφος. Ήταν το όπλο που φοβούνταν οι Βρετανοί στρατιώτες στην Ινδία περισσότερο από κάθε άλλο, γιατί μπορούσε να κόψει έναν άντρα στα δύο με ένα χτύπημα. Το ξίφος κατέβηκε αστράφτοντας δύο φορές πίσω από το βούβαλο, δεξιά κι αριστερά. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου έγινε σιωπή και μετά ακούστηκε ένας τρομερός μυκηθμός καθώς το ζώο έπεσε με κομμένα τα πίσω πόδια, που παρέμειναν όρθια, καρφωμένα στην άμμο. Αίμα τιναζόταν από τα κομμένα μέλη μέσα στο λάκκο. Οι χορευτές πήδησαν επάνω στο βούβαλο σαν κοπάδι μανιασμένες ύαινες, ξεσκίζοντας τη σάρκα του με μαχαίρια και γυμνά χέρια. Το αίμα τιναζόταν και κυλούσε μέσα στο λάκκο καθώς η καρδιά του ζώου εξακολουθούσε να χτυπά ακόμη και τη στιγμή που την ξέσκιζαν κάτω από το θώρακα. Μετά, τα τύμπανα άρχισαν πάλι να ηχούν, αργά και επίμονα. Οι χορευτές τραβήχτηκαν πίσω από τη σφαγή, με τα κεφάλια και τα χέρια τους μουσκεμένα από το αίμα, και άρχισαν να κάνουν αργούς κύκλους κρατώντας τα τρόπαιά τους που έσταζαν και αυτά αίμα. Ο μουταντάρ στο κατάστρωμα άρχισε να μουρμουρίζει κάτι ακατανόητο, τις ίδιες λέξεις ξανά και ξανά στη γλώσσα των Κόγια, ενώ ταυτόχρονα του έτρεχαν τα σάλια και χτυπούσε το κεφάλι του αποστρέφοντας τα μάτια του από τη σκηνή στην όχθη. «Τι στην ευχή έπαθε αυτός;» είπε ο Γουόχοουπ. «Μέριαχ», είπε σχεδόν ψιθυριστά ο Χάουαρντ. «Μέριαχ; Εννοείς ανθρωποθυσία; Θεέ και Κύριε!» Οι ιθαγενείς έσπρωχναν τρεις άντρες στην άκρη του λάκκου. Είχαν πιο μελαψό δέρμα, φορούσαν κουρελιασμένα υπολείμματα παντελονιών σαν αυτά που συνήθιζαν στον κάμπο, και τους είχαν δεμένα τα χέρια πίσω από την πλάτη. Έδειχναν αποβλακωμένοι- δεν μπορούσαν να σταθούν όρθιοι και ο άντρας με το βαμμένο σώμα τούς κλότσησε τα πόδια και τους

ανάγκασε να γονατίσουν. Ο Χάουαρντ παρακολουθούσε με φρίκη. Οι τρεις αιχμάλωτοι χωροφύλακες. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, όμως. «Κύριε!» φώναξε ο Ο’ Κόνελ. Ο Χάουαρντ ξαφνικά είδε και κάτι άλλο. «Περιμένετε!» φώναξε. «Υπάρχουν γυναίκες και παιδιά εκεί! Μη ρίξετε!» Το τουλβάρ άστραψε πάλι. Δύο κεφάλια κόπηκαν και το αίμα άρχισε να τρέχει μέσα στο λάκκο. Ο τρίτος χωροφύλακας έπεσε μπροστά στριγκλίζοντας. Ο άντρας με το βαμμένο σώμα πήδησε πάνω του, τον τράβηξε μέσα στο λάκκο, και ενώ αυτός πάλευε, του κράτησε το κεφάλι μέσα στη ματωμένη λάσπη ώσπου έπαψε να κινείται. Για μια στιγμή έγινε σιωπή. Μετά, ο άντρας σηκώθηκε στραμμένος προς τον Τσεντράγια και άπλωσε τα χέρια του στο πλάι, με το αίμα και τις βλέννες να πέφτουν από τα μπράτσα του σε ένα διάφανο κόκκινο πέπλο. «Αυτό ήταν για εμάς», μουρμούρισε ο Χάουαρντ στον Γουόχοουπ. «Στις γνήσιες ανθρωποθυσίες μέριαχ, το θύμα πρέπει να προετοιμαστεί τελετουργικά. Αυτοί οι χωροφύλακες εκτελέστηκαν. Αυτό που έκαναν στο βούβαλο ήταν θυσία». «Εννοείς ότι το κάνουν και σε ανθρώπους αυτό;» είπε ο Γουόχοουπ άναυδος, έχοντας χάσει την αταραξία του. «Λένε ότι ξεσκίζουν τα θύματα με μαχαίρια, αφήνοντας μόνο το κεφάλι να κρέμεται από έναν πάσσαλο. Δεν το έχει δει κανένας Ευρωπαίος». Άρχισαν πάλι τα τύμπανα. Ο βαμμένος άντρας στο λάκκο έριξε στους ώμους του ένα βαρύ ρούχο που έσταζε. Ο Χάουαρντ είδε πως ήταν δέρμα τίγρης βουτηγμένο στο αίμα. Οι πρώτες σταγόνες της βροχής άρχισαν να πέφτουν στο κατάστρωμα του πλοίου και ο ατμός από τις φωτιές αναμείχθηκε με τον αχνό που υψωνόταν από το κατακρεουργημένο κουφάρι του βούβαλου και τον ματωμένο λάκκο δίπλα του. Ο Τσεντράγια κοίταξε προς το πλοίο -θα ’λεγες πως κοίταζε απευθείας τον Χάουαρντ- και μετά γύρισε και ανέβηκε πιο ψηλά στην όχθη, στο σημείο όπου είχαν στήσει νωρίτερα τους τρεις πασσάλους. Οι φρενιασμένοι χορευτές μπροστά του άνοιξαν αποκαλύπτοντας μια ομάδα λευκοντυμένες γυναίκες γύρω σε έναν από τους πασσάλους. Ο Χάουαρντ προσπάθησε να δει μέσα από την ομίχλη που στροβιλιζόταν πάνω από το ποτάμι. Οι γυναίκες κράδαιναν κλαδιά και από τον πάσσαλο κρεμόταν ένα ομοίωμα πουλιού, κόκορα. Ο Χάουαρντ ξεροκατάπιε. Συνειδητοποίησε με φρίκη ότι η τελετουργία δεν είχε τελειώσει. Τρία θύματα, ένα σε κάθε πάσσαλο- τα τρία σημεία του ορίζοντα για τους ιθαγενείς, η δύση, η μέση και η ανατολή, που αντιστοιχούσαν στη δύση του ήλιου, το μεσημέρι και την ανατολή του

ήλιου. «Αυτό δεν πρόκειται να τελειώσει γρήγορα», μουρμούρισε στον Γουόχοουπ. Οι ιθαγενείς οδήγησαν έναν άντρα μπροστά στις γυναίκες. Τα μαλλιά του ήταν κομμένα κοντά, ήταν στολισμένος με λουλούδια και φορούσε καθαρό λευκό ρούχο. Του είχαν περασμένο ένα σκισμένο μπαμπού στο λαιμό κι έδειχνε ήδη μισοπεθαμένος, είτε από τον αργό στραγγαλισμό είτε από το τόντι. Πολλοί άπλωσαν με λαχτάρα τα χέρια για να πιάσουν το σάλιο που έτρεχε από το στόμα του και το άλειψαν στην κόκκινη κουρκούμη που είχαν απλωμένη στα πρόσωπά τους. Τον έσυραν προς τον πιο μακρινό πάσσαλο, όπου δεν τον έβλεπε το πλήθος. Ο αργός ασταμάτητος ήχος των τυμπάνων υψώθηκε ξαφνικά σε ένα φρενιασμένο κρεσέντο και οι γυναίκες γύρω από τον κεντρικό πάσσαλο άνοιξαν. Ο Χάουαρντ κοίταξε το δεύτερο θύμα και αισθάνθηκε ναυτία. Ήταν ένα παιδί. Ένα παιδί όχι πολύ μεγαλύτερο από το γιο του, που το έδεσαν με αλυσίδες στον πάσσαλο. Το κεφάλι του έπεφτε, όπως και του άντρα, αλλά το σώμα του ριγούσε- ήταν ακόμη ζωντανό. Τέσσερις από τις γυναίκες τέντωσαν τα χέρια και τα πόδια του. Ο άντρας με το δέρμα της τίγρης πλησίασε και πήρε ένα ξύλο, πιάνοντάς το σαν τη λαβή τσεκουριού. Χτύπησε με αυτό το παιδί στο κεφάλι, και μετά ένα-ένα τα μέλη του. Μόνο που δεν ήταν απαλά χτυπήματα. Ο Χάουαρντ ένιωθε λες και είχε δει τα πάντα σε αργή κίνηση, και καθώς ξετύλιξε πάλι την εικόνα στο νου του, είδε τα μικρά μέλη του παιδιού να σπάνε ένα-ένα σαν ξερόκλαδα. Οι γυναίκες άφησαν το παιδί, και το μικρό σώμα του απέμεινε να κρέμεται σαν πάνινη κούκλα από την αλυσίδα που κρατούσε το λαιμό του. Οι ιθαγενείς τράβηξαν ένα σκοινί που είχαν δεμένο στην κορυφή του πασσάλου, και το ομοίωμα του κόκορα άρχισε να στροβιλίζεται ολόγυρα. Οι γυναίκες το ακολούθησαν, γυρίζοντας κι αυτές γύρω από τον πάσσαλο. Ανάμεσα στα ρούχα τους που ανέμιζαν φαίνονταν λάμψεις από τις λεπίδες που είχαν έτοιμες. Το παιδί ανασήκωσε το κεφάλι του και ο Χάουαρντ ήταν σίγουρος ότι άκουσε ένα ξεφωνητό, την ανήμπορη κραυγή ενός παιδιού που έμοιαζε να απευθύνεται σε αυτόν έμοιαζε να έρχεται από ένα παιδί δικό του. Ο Χάουαρντ δεν άντεξε άλλο. Άπλωσε το χέρι και πήρε το τουφέκι Σνάιντερ-Ένφιλντ από έναν από τους σκαπανείς του Χάμιλτον που ήταν σκυμμένος δίπλα του. Το όπλο είχε μια επιδιόρθωση πίσω από την υποδοχή, ένα πιο σκούρο κομμάτι ξύλο, αλλά ήταν γερό. Τράβηξε τον

κόκορα στη μεσαία θέση, άνοιξε το κλείστρο του ουραίου με μια απότομη κίνηση του δεξιού χεριού, τράβηξε πίσω τον εξολκέα και άδειασε τον άδειο κάλυκα που ήταν μέσα. Έφτυσε το δάχτυλό του, το έχωσε μέσα στη θαλάμη και σκούπισε τα βρόμικα υπολείμματα της πυρίτιδας- άλειψε τη μαύρη ουσία στην κουπαστή. Άπλωσε το χέρι στη ζώνη του σκαπανέα και πήρε το τελευταίο φυσίγγιο. Ενεργούσε χωρίς να σκέφτεται τώρα- όλο του το είναι ήταν εστιασμένο στις κινήσεις της εκπαίδευσης που του είχαν γίνει πια μηχανικές. Έβαλε το φυσίγγιο στη θαλάμη, το έσπρωξε στη θέση του και έκλεισε το κλείστρο. Στήριξε το τουφέκι στον ώμο του, σημαδεύοντας μερικά εκατοστά κάτω από το στόχο του. Με τον δεξιό αντίχειρα τράβηξε τον κόκορα πίσω, ως το τέρμα, και πέρασε το δείκτη γύρω από τη σκανδάλη. Έκλεισε το αριστερό του μάτι και ανέβασε σταθερά την κάννη ώσπου το στόχαστρο ευθυγραμμίστηκε με το κλισιοσκόπιο. Αργά, σχεδόν αδιόρατα, πίεσε τη σκανδάλη χωρίς την παραμικρή κίνηση οπουδήποτε αλλού, με το μάτι του στο στόχο. Είναι ένας στόχος, τίποτε άλλο. Το τουφέκι κλότσησε στον ώμο του, αλλά δεν άκουσε κανέναν ήχο, λες κι όλες του οι αισθήσεις είχαν παγώσει την προηγούμενη στιγμή, σφραγίζοντας την εικόνα στον αμφιβληστροειδή του σαν αρνητικό φωτογραφίας. Το μόνο που αισθάνθηκε ήταν μια ταχύτητα που του έφερε ίλιγγο, σαν να είχε εκτοξευτεί ο ίδιος με τριακόσια εβδομήντα μέτρα το δευτερόλεπτο προς το στόχο. Ανοιγόκλεισε τα μάτια και η εικόνα χάθηκε. Τα αυτιά του βούιζαν και το μόνο που είδε ήταν ένα σύννεφο καπνού από την κάννη και μετά έναν ανεμοστρόβιλο στην όχθη. Άφησε το τουφέκι να πέσει στον υποκόπανο και έπεσε κι αυτός βαριά μπροστά στο ένα γόνατο, προσπαθώντας απεγνωσμένα να σταματήσει την αναγούλα. Άκουσε ένα βρυχηθμό από το λοχία Ο’ Κόνελ και μετά τον τρομερό πάταγο μιας ομοβροντίας από τους τυφεκιοφόρους δίπλα του. Γύρισε και είδε το πρόσωπο του Ο’ Κόνελ να σκύβει από πάνω του, κατακόκκινο, σαν το διάβολο μεταμορφωμένο. Είδε τα χείλη του να κινούνται και μετά άκουσε τη φωνή του. «Αυτό θα τους τακτοποιήσει, κύριε υπολοχαγέ. Γαμημένοι κανίβαλοι». Ο Χάουαρντ έριξε μια ματιά γύρω και είδε τον Γουόχοουπ να τον κοιτάζει επίμονα. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Έπρεπε να κρατήσει τον έλεγχο. Ορθώθηκε και κοίταξε τον Ο’ Κόνελ. «Θα το πληρώσουμε ακριβά, έτσι και προκαλέσουμε σφαγή, λοχία. Οι πολιτικές αρχές θα μας ξαποστείλουν από δω αλυσοδεμένους. Μπορούμε να πυροβολούμε μόνο όταν δεχόμαστε πυρά. Σε εμπιστεύομαι να ασκήσεις αυτοσυγκράτηση». «Δώσατε τέλος στο μαρτύριο του παιδιού, κύριε υπολοχαγέ», είπε ο Ο’

Κόνελ. «Αυτό χρειάστηκε μεγάλο θάρρος. Ο Θεός να σας έχει καλά». Ο Χάουαρντ ένιωθε τάση λιποθυμίας. Γύρισε γρήγορα πάλι στην κουπαστή και κρατήθηκε με όλη του τη δύναμη. Ο Γουόχοουπ έβγαλε το περίστροφο από τη ζώνη του και έφερε στροφή τον κύλινδρο για να βεβαιωθεί πως όλες οι θαλάμες ήταν γεμάτες. Το έβαλε πάλι στη θήκη και άπλωσε το χέρι στον ώμο του Χάουαρντ. «Τώρα είναι ώρα να φύγουμε και να βρούμε τους σκαπανείς και τον Μπέμπι», είπε σιγανά. «Η ομοβροντία του Ο’ Κόνελ σκότωσε τους αγρίους που βασάνιζαν το παιδί, αλλά ο αρχηγός των ανταρτών και οι υπόλοιποι πήγαν ήδη στα άλλα δύο θύματα. Φοβάμαι πως η θυσία έγινε πια. Οι αντάρτες είναι πολύ μεθυσμένοι από το τόντι και δεν θα μας δουν να φεύγουμε». Ο Γουόκερ πλησίασε από εκεί που χειρουργούσε τον τραυματισμένο σκαπανέα, σκουπίζοντας τα χέρια στην ποδιά του. «Όσοι δεν είναι τελείως τύφλα από το μεθύσι θα γυρίζουν σπίτια τους με το κομμάτι της σάρκας που έκοψαν», είπε. «Πρέπει να το θάψουν στο χωράφι τους πριν νυχτώσει, για να πιάσει η θυσία. Θα σκορπιστούν παντού στα χωριά τους». Ο Χάμιλτον κοίταξε τον Χάουαρντ. «Λοιπόν;» Ο Χάουαρντ έπιασε τη θήκη του και κοίταξε στην όχθη. Το στόμα του είχε στεγνώσει και η καρδιά του χτυπούσε ακανόνιστα. Δεν ήταν σίγουρος για το τι είχε κάνει μόλις τώρα, ή αν ήταν μόνο ένα φρικτό όνειρο. Πήρε μια βαθιά ανάσα και κατένευσε. «Πολύ καλά. Ο τζεμαντάρ και ο λοχίας Ο’ Κόνελ μπορούν να αναλάβουν εδώ». Κοίταξε τον μουταντάρ, που είχε ζαρώσει πίσω από το πυροβόλο των επτά λιβρών, σφίγγοντας το σωλήνα του μπαμπού. «Θα έρθει μαζί μας και ο μουταντάρ. Και μπορεί να φέρει και το πολύτιμο φορτίο του. Ακόμη κι αν δεν μπορούμε να βοηθήσουμε τον Μπέμπι πια, τουλάχιστον θα τηρήσουμε τη δική μας πλευρά της συμφωνίας». Κοίταξε τα κατάμαυρα σύννεφα που πύκνωναν τώρα από πάνω τους και αισθάνθηκε τις σταγόνες της βροχής στο πρόσωπό του. «Είναι ώρα να πάμε αυτό το ιερό βέλπου στη θέση του. Και να πάρουμε τους σκαπανείς μας το γρηγορότερο από εκεί».

6

Ο υπολοχαγός Τζον Χάουαρντ έκανε πέρα το ξίφος του, κάθισε με την πλάτη σε έναν καμένο κορμό ταμάρινδου και στράγγισε το τελευταίο νερό από το παγούρι του. Είχε δει τους δώδεκα σκαπανείς να παίρνουν θέσεις γύρω στο ξέφωτο της ζούγκλας και τώρα μπορούσε να ηρεμήσει λίγο. Χτύπησε ένα κουνούπι που τον είχε τσιμπήσει μέσα από το λεπτό ύφασμα της στολής, που ήταν μουσκεμένη από τον ιδρώτα και κολλούσε πάνω του σαν δεύτερο δέρμα. Το αίμα στο πόδι του μπορεί να ήταν από τα κουνούπια ή τα μυριάδες μικροκοψίματα στα σημεία όπου τα χόρτα της ζούγκλας τον είχαν κόψει στο πρόσωπο και τα χέρια σαν να ήταν ξυράφια. Ευτυχώς ο Γουόκερ του είχε πει να δέσει τις κνήμες και τους αστραγάλους του με μια λωρίδα χοντρό ύφασμα. Παρ’ όλα αυτά, ήξερε πως ένα ανοιχτό τραύμα εδώ στη ζούγκλα μπορεί να είχε άσχημη εξέλιξη, και είχε την ελπίδα να επιστρέφουν στο ποταμόπλοιο κάτω από το άγρυπνο μάτι του Γουόκερ πριν εκδηλωθεί καμιά μόλυνση. Έβγαλε το ρολόι του. Τέσσερις ώρες μέχρι τη δύση. Άλλη μία ώρα και θα γύριζαν πίσω. Ήταν απόλυτα σίγουρος ότι δεν θα μπορούσαν να επιζήσουν αν έμεναν στη ζούγκλα τη νύχτα. Έβαλε το ρολόι στην τσέπη του. Το δεξί του χέρι έτρεμε ακόμη - το χέρι που είχε τραβήξει τη σκανδάλη λιγότερο από μία ώρα πριν. Το έσφιξε γροθιά με δύναμη, προσπαθώντας να σταματήσει το τρέμουλο. Με το άλλο του χέρι απασφάλισε την καλύπτρα της θήκης του πιστολιού του. Έβγαλε το περίστροφο Κολτ και τσεκάρισε τον κύλινδρο για να βεβαιωθεί ότι τα καψούλια ήταν στη θέση τους σε όλες τις θαλάμες.

«Θα έπρεπε να πάρεις ένα περίστροφο με φυσίγγια». Ο Γουόχοουπ ήταν καθισμένος δίπλα του και τον κοίταζε ανήσυχος. Ο Χάουαρντ συνειδητοποίησε ότι μάλλον είχε προσέξει το τρέμουλο του χεριού του. «Ο πατέρας μου το χρησιμοποίησε αυτό στην Ανταρσία», είπε ο Χάουαρντ. «Και τα πήγε μια χαρά. Ας πούμε πως είμαι προληπτικός». «Έτσι και δεν φοβόμουν ότι θα μας προδώσει ο θόρυβος, θα έμπαινα στον πειρασμό να ρίξω σ’ εκείνα τα σκυλιά», είπε ο Γουόχοουπ. «Στο Αφγανιστάν είδα μια αγέλη αγριόσκυλα να ξεσκίζουν έναν τραυματία μέσα σε δευτερόλεπτα». Ο Χάουαρντ έβαλε το περίστροφο στη θήκη και κοίταξε τριγύρω στο ξέφωτο. Βρίσκονταν σε μια μικρή έκταση γεμάτη μπερδεμένους αγκαθωτούς θάμνους. Κάποτε ήταν το αγρόκτημα κάποιου ιθαγενή, που το εγκατέλειψε όταν εξαντλήθηκε το έδαφος, και τώρα η ζούγκλα το σκέπαζε πάλι σιγά-σιγά. Μισή ντουζίνα σκυλιά ήταν καθισμένα σε αραιά διαστήματα και τους παρακολουθούσαν σιωπηλά. Ήταν μεγάλα, αδύνατα ζώα σαν τα σκυλιά που είχε το σύνταγμα για σιρκάρ, για κυνήγι πουλιών και μικρών ζώων στους λόφους γύρω από την επισταθμία στο Μπανγκαλόρ. Αλλά και αυτά τα σκυλιά μπροστά τους τώρα ήταν κυνηγετικά. Περπατούσαν σιωπηλά δίπλα τους καθώς ανέβαιναν από την όχθη του ποταμού ακολουθώντας το μονοπάτι της ζούγκλας, περνώντας μέσα από πυκνές συστάδες ταμάρινδων που έφταναν τα είκοσι πέντε ή και τα τριάντα μέτρα ύψος. Τα δέντρα ήταν τυλιγμένα από τεράστια αναρριχητικά κι έσταζαν από την υγρασία. Επικρατούσε μια αλλόκοτη σιωπή σε όλη τη διαδρομή, λες και τα ζώα και τα πουλιά της ζούγκλας δεν ήξεραν αν είχε έρθει η ώρα να ξεσπάσει μουσώνας από στιγμή σε στιγμή και έπρεπε να λουφάξουν στις φωλιές τους ή αν δεν υπήρχε κίνδυνος και μπορούσαν να ξεσπάσουν στο συνηθισμένο εκκωφαντικό τους πανδαιμόνιο. Ή μπορεί να φοβούνταν κάποια άλλη παρουσία, τα κακά πνεύματα που σύμφωνα με τον μουταντάρ παραμόνευαν στη ζούγκλα μετά από μια θυσία περιμένοντας να γυρίσουν οι ιθαγενείς στα χωριά τους με τη ματωμένη σάρκα, πνεύματα που θα ικανοποιούνταν μόνο όταν η προσφορά θα θαβόταν στη γη. Ο Χάουαρντ ένιωθε πως η φαντασία του είχε αρχίσει να οργιάζει, πέφτοντας σε κάτι σαν παραλογισμό που δεν μπορούσε να ελέγξει. Έκλεισε τα μάτια του. Ίσως ήταν τα πρώτα συμπτώματα του πυρετού, μια άγνωστη κατάσταση γι’ αυτόν. Κοίταξε πάλι τα σκυλιά και αισθάνθηκε αποστροφή. Κυνηγετικά σκυλιά, αλλά πρόσφατα χορτασμένα από μια μακάβρια τροφή, με τα σαγόνια τους να είναι ακόμη κατακόκκινα και να

στάζουν αίμα. Ο μανιασμένος όχλος είχε αφήσει τα κόκαλα στην όχθη του ποταμού, και τα σκυλιά είχαν μείνει εκεί, πίνοντας από τη ματωμένη λάσπη στο λάκκο. Για μια τρομερή στιγμή, ο Χάουαρντ αισθάνθηκε λες και τα σκυλιά ήταν εδώ γι’ αυτόν, λες κι όταν πάτησε τη σκανδάλη δεν διέλυσε την τρομερή τελετουργία αλλά έγινε μέρος της, και τώρα τα σκυλιά τον έβλεπαν σαν έναν ιερέα που μπορεί να τους πρόσφερε άλλο ένα αποτρόπαιο γεύμα προτού πέσει η νύχτα. «Δεν γίνεται τίποτα», είπε ο Γουόχοουπ. «Μου φάνηκε πως είδα έναν ηλιογράφο να αστράφτει πριν από μια στιγμή, αλλά πρέπει να ήταν οφθαλμαπάτη, μια ακτίνα φωτός πάνω στην υγρή βλάστηση. Δεν υπάρχει περίπτωση τώρα». Άρχισε να διπλώνει το όργανο που είχε μπροστά του, ένα ξύλινο τρίποδο με έναν μικρό καθρέφτη στην κορυφή κι ένα λεβιέ με τον οποίο μπορούσες να τον κινήσεις στέλνοντας έτσι φωτεινά σήματα Μορς. Ο Χάουαρντ ξαναγύρισε ξαφνικά στην πραγματικότητα κι άνοιξε την πυξίδα του. Προσανατολίστηκε και μετά κούνησε απογοητευμένος το κεφάλι. Ο πεντακάθαρος αέρας της ζούγκλας που είχε περιγράφει ο υπολοχαγός Έβερεστ πριν από εξήντα χρόνια σε αυτό το μέρος, υπήρχε μόνο μετά από μια κατακλυσμιαία βροχή που δεν είχε πέσει ακόμη. Όταν σταμάτησαν στο ξέφωτο πριν από δέκα λεπτά, θεώρησαν ότι υπήρχε δυνατότητα να στείλουν σήματα με τον ηλιογράφο αφού οι λόφοι φαίνονταν ακόμη μέσα από την καταχνιά. Τώρα όμως είχε απλωθεί μια πυκνή ομίχλη και η υγρασία τρύπωνε παντού, με τους ατμούς να υγροποιούνται ακόμη και μέσα στις κάννες των τουφεκιών. Ο Χάουαρντ κοίταξε τον Γουόχοουπ. «Αν δεν υπήρχε τόσο πυκνή βλάστηση, θα βλέπαμε ακόμη το Σάμροκ», είπε. «Όμως, σύμφωνα με τον Χάμιλτον, από αυτό το σημείο και μετά, το έδαφος χαμηλώνει και προχωρούμε δίπλα σε ένα ποταμάκι μέχρι να φτάσουμε στο χωριό. Μπορείς να αφήσεις τον ηλιογράφο εδώ. Δεν πρόκειται να μας χρησιμεύσει τώρα». Μια άλλη μορφή με χακί και κάσκα εμφανίστηκε μέσα από την μπερδεμένη βλάστηση· έσκυψε στην άκρη του ξέφωτου για να σηκώσει κάτι από το έδαφος. Τα μάτια του είχαν μαύρους κύκλους από την εξάντληση και ο Χάουαρντ αναρωτήθηκε αν είχε κάνει καλά που ζήτησε από τον Χάμιλτον να τους οδηγήσει σε αυτό το μέρος τόσο γρήγορα μετά τη δύσκολη απόδρασή του από τους αντάρτες. Για άλλη μια φορά τον πλημμύρισε ο θυμός για τον Υποδιευθυντή Μπέμπι. Ήταν το συναίσθημα που τον βοηθούσε να διατηρήσει την ισορροπία του. Αν έπρεπε να σώσουν μόνο τον Μπέμπι, θα τον παρατούσαν στις τίγρεις και τις ύαινες, υπήρχαν

όμως τέσσερις σκαπανείς που τον φρουρούσαν και έπρεπε να κάνουν ό,τι μπορούσαν για να τους φέρουν πίσω. Ο Χάμιλτον σωριάστηκε δίπλα του και πέταξε μπροστά μια χούφτα άδεια φυσίγγια Σνάιντερ. «Σίγουρα αυτό είναι το μέρος. Εδώ σταματήσαμε και τους ρίξαμε μια ομοβροντία», είπε λαχανιασμένος, με μια φωνή που έβγαινε τραχιά και βραχνή. «Πετύχαμε τρεις, ίσως τέσσερις, οι άλλοι όμως άρπαξαν όσους έπεσαν, και χάθηκαν μέσα στη ζούγκλα». Κοίταξε διαπεραστικά τον Χάουαρντ με μάτια παράξενα, λαμπερά, από τον πυρετό που ερχόταν. «Χρησιμοποιούμε τουφέκια και μπαγιονέτες με μήκος αλαβάρδας,30 και τακτικές πεζικού σχεδιασμένες για το πεδίο της μάχης στο Βατερλό. Χρειαζόμαστε καραμπίνες λειόκαννες,31 φυσίγγια με σκάγια, περίστροφα και μαχαίρια. Πρέπει να τους ακολουθούμε μέσα στη ζούγκλα, να τους βρίσκουμε και να τους σκοτώνουμε όπως ένα θηρίο ξεκάνει το θήραμά του. Πρέπει να παίξουμε το παιχνίδι τους, αλλά να γίνουμε καλύτεροι' είναι ανάγκη να αφήσουμε το ζωώδες ένστικτο να αντικαταστήσει την ανθρωπιά. Πρέπει να γίνουμε άγριοι». Ο Χάουαρντ τον κοίταξε. «Πάνω απ’ όλα, πρέπει να βρούμε τον αναθεματισμένο τον Μπέμπι και να φύγουμε από δω πέρα. Είπες ότι δεν μπορείς να βρεις το σωστό μονοπάτι μπροστά μας;» «Μας πίεζαν και υποχωρούσαμε. Μόλις τώρα συνειδητοποιώ ότι από αυτό το ξέφωτο ξεκινούν τρία μονοπάτια. Θα πρέπει να ακολουθήσουμε τον μουταντάρ». Έδειξε με το κεφάλι την ημίγυμνη μορφή που καθόταν στις φτέρνες στην άκρη του ξέφωτου. Φορούσε ένα καφέ τουρμπάνι στο κεφάλι, που του είχε δώσει ο Μπέμπι για ένδειξη κυβερνητικής εξουσίας, κι έσφιγγε πάντα στα χέρια του το πολύτιμο κομμάτι του μπαμπού. Ο Χάουαρντ πήρε βαθιά ανάσα και κοίταξε διαπεραστικά τον Χάμιλτον. Ίσως είχαν αρχίσει να τρελαίνονται όλοι τους. Ή μπορεί να έφταιγε ο πυρετός. Είδε ότι οι βολβοί των ματιών του Χάμιλτον ήταν κίτρινοι και τα μάγουλά του κάτασπρα. Και θυμήθηκε τα λόγια του γιατρού Γουόκερ. Ένας χαμηλός πυρετός κακοήθους και χρόνιου τύπου. Αισθάνθηκε ένα ξαφνικό ρίγος να τον διαπερνά. Το χέρι του έτρεμε ακόμη. Ευχήθηκε στον Θεό να ήταν μόνο τα νεύρα του. Κοίταξε τον Γουόχοουπ. «Εντάξει. Πες στον χαβιλντάρ να κρατά απόσταση πέντε βημάτων ανάμεσα στους άντρες. Τουφέκια με τον κόκορα σε ημι-οπλισμένη θέση. Και μην ξεχνάς, αυτοί οι άνθρωποι μπορούν να παρακολουθούν τα ίχνη μας σαν τίγρεις». 30 Λόγχη με πολεμικό πέλεκυ στο πλάι, που τον χρησιμοποιούσαν στον 15ο και 16ο αιώνα. (ΣτΜ) 31 Χωρίς ραβδώσεις στο εσωτερικό της κάννης (ΣτΜ)

Μισή ώρα αργότερα κάθισαν στις φτέρνες δίπλα σε ένα ρυάκι βαθιά στη ζούγκλα. Αφότου έφυγαν από το ξέφωτο κατέβαιναν όλο και πιο βαθιά σε ένα σκοτεινό τούνελ βλάστησης, με τα φυλλώματα από πάνω τους να κρύβουν τελείως τον ουρανό. Ήταν μολυσματικό μέρος, γεμάτο σύννεφα κουνουπιών που υψώνονταν από κάθε σημείο με στάσιμο νερό, με αράχνες σε μέγεθος πουλιών που πηδούσαν στα μαλλιά των αντρών κάθε φορά που κάποιος τολμούσε να βγάλει την κάσκα του, και βδέλλες που παραμόνευαν σε κάθε υγρό σημείο και κολλούσαν πάνω τους με το παραμικρό. Τώρα όμως εδώ στο ξέφωτο ήταν σαν να είχαν ανεβεί λίγο στην επιφάνεια για να πάρουν αέρα. Ο ουρανός φαινόταν από πάνω τους, μπαλώματα από μαύρα σύννεφα που έλαμπαν από μακρινές αστραπές. Ο Χάουαρντ σκούπισε το πρόσωπό του που έσταζε κι έβαλε το παγούρι του μέσα στο ρυάκι. Ξαφνικά, αντήχησε ένας εκκωφαντικός πυροβολισμός. Ο Χάουαρντ πέταξε το παγούρι κι έβγαλε το περίστροφό του γυρίζοντας. Ο Χάμιλτον στεκόταν μερικά μέτρα πιο κει με το πιστόλι του στραμμένο στο έδαφος. Μια γιγάντια κόμπρα είχε διασχίσει το μονοπάτι και ο Χάμιλτον έκανε την ανοησία να την πυροβολήσει. Ο Χάουαρντ βλαστήμησε μέσα του για το θόρυβο. Και η κόμπρα ήταν απλώς τραυματισμένη. Τινάχτηκε πάνω αναπηδώντας και σφαδάζοντας σαν τρελός χορευτής και μετά κόλλησε στο πόδι ενός σκαπανέα. Αυτός στρίγκλισε και σωριάστηκε κάτω αναίσθητος. Ο Χάμιλτον έβγαλε το ξίφος του και αποκεφάλισε το φίδι. Ο μουταντάρ έκανε αλαφιασμένες χειρονομίες και εξαφανίστηκε μέσα στη ζούγκλα. Ξαναφάνηκε γρήγορα μασουλώντας μια μπάλα από κάποιο πράσινο υλικό, που το έβαλε στο στόμα του σκαπανέα. Μέσα σε δευτερόλεπτα αυτός άνοιξε τα μάτια του και ανακάθισε ξαφνικά αγκομαχώντας, αλλά η αναπνοή του ηρέμησε σιγά-σιγά καθώς τον κρατούσαν δύο άλλοι στρατιώτες. Ο Χάουαρντ παρακολουθούσε με κατάπληξη τη σκηνή. Όταν βεβαιώθηκε πως ο σκαπανέας είχε αρχίσει να συνέρχεται, έβαλε πάλι στη θήκη το περίστροφο και άρχισε να γεμίζει ξανά το παγούρι του. Ο μουταντάρ τον είδε και πλησιάζοντας με μεγάλες δρασκελιές, του έσπρωξε μακριά το χέρι. Μετά, έδειξε το μαχαίρι κούκρι που είχε στη ζώνη του ένας από τους σκαπανείς. Ο Χάουαρντ τον κοίταξε ερωτηματικά. Μετά, έκανε ένα καταφατικό νεύμα στον χαβιλντάρ. Αυτός σημάδεψε με το μεγάλο πιστόλι του τον μουταντάρ και του έκανε νεύμα να συνεχίσει. Ο μουταντάρ πήρε το μαχαίρι και πήγε σε μια συστάδα από χοντρά μπαμπού στην όχθη του ρυακιού. Χτύπησε το πιο κοντινό με τη λαβή του μαχαιριού ακριβώς πάνω από έναν κόμπο και άκουσαν όλοι έναν μουντό ήχο παφλασμού.

Έκανε πίσω και χτύπησε το μπαμπού με το μεγάλο μαχαίρι, κόβοντάς το πλαγιαστά για να μη δημιουργηθούν ακίδες. Μια μικρή ποσότητα καθαρό, αστραφτερό νερό άδειασε στο έδαφος. Οι σκαπανείς μαζεύτηκαν γρήγορα πίσω του κρατώντας τα άδεια παγούρια τους καθώς αυτός πήγαινε από μπαμπού σε μπαμπού και τα έκοβε επιδέξια με το κοφτερό κούκρι. «Δώστε νερό πρώτα στο σκαπανέα Ναρεϊνσάμι», είπε ο Χάουαρντ στα ινδικά. «Πρέπει να είναι σε θέση να περπατήσει». Είδε τον χαβιλντάρ να δίνει νερό στο σκαπανέα, που ήταν ακουμπισμένος στη ρίζα ενός ταμάρινδου. Ο Χάουαρντ κοίταξε γύρω του ανήσυχος. Ο ήχος του πυροβολισμού και το ξεφωνητό του σκαπανέα είχαν βάλει φωτιά στη ζούγκλα, και τα λίγο επιφυλακτικά τερετίσματα και οι κραυγές είχαν γίνει ένα εκρηκτικό πανδαιμόνιο από στριγκλιές, ξεφωνητά και ουρλιαχτά. Κάπου στο βάθος ακούστηκε ένα βαρύ γρύλισμα μιας τίγρης, που αμέσως γύρισε σε έναν τρομακτικό βρυχηθμό που τράνταξε το έδαφος. Τα σκυλιά που τους ακολουθούσαν το ’βαλαν στα πόδια ξαφνικά με τρομοκρατημένα τσιριχτά γαβγίσματα και χάθηκαν στη ζούγκλα. Οι σκαπανείς άφησαν τα παγούρια κι έπιασαν τα όπλα τους. Ο μουταντάρ σωριάστηκε στο έδαφος κουλουριασμένος, τρέμοντας και βογκώντας και ψέλνοντας μόνος του κάτι· λέξεις που ο Χάουαρντ τον είχε ακούσει να ξαναλέει στο παρελθόν. «Λέει πως είναι ένα κόντα ντεβάτα, μια γυναίκα που την έχει κυριέψει δαίμονας κι έχει τη μορφή τίγρης», μουρμούρισε ο Χάουαρντ στον Γουόχοουπ. «Καταβροχθίζει όποιον παραμένει στο δάσος την ώρα μιας θυσίας. Αυτή έπρεπε να γλείψει το αίμα των θυμάτων της θυσίας και όχι τα σκυλιά». «Μια πραγματική τίγρη είναι αρκετή για μένα», μουρμούρισε ο Γουόχοουπ με το περίστροφο στο χέρι. «Μαγεία και προλήψεις», είπε ο Χάουαρντ στα ινδικά. Έκανε ένα αυστηρό νεύμα στον χαβιλντάρ και είπε μερικά καθησυχαστικά λόγια στους σκαπανείς που είχαν τρομάξει. Θυμήθηκε πώς είχε οργιάσει η δική του φαντασία στο ξέφωτο, και ατσάλωσε την καρδιά του για να αποδιώξει το φόβο. Όλοι στηρίζονταν σε αυτόν. Κοίταξε το ρυάκι και γύρισε στον Χάμιλτον. «Αναγνωρίζεις αυτό το μέρος;» Ο Χάμιλτον κατένευσε. «Αφήσαμε τον Μπέμπι και τους σκαπανείς γύρω στο ένα χιλιόμετρο πιο πάνω στο ποταμάκι. Η κοίτη ήταν σχεδόν ξερή όταν κατεβαίναμε, αλλά το πέρασμα ήταν στενό κι έγινε χείμαρρος από τη βροχή. Η ζούγκλα δεξιά κι αριστερά είναι αδιαπέραστη. Φαίνεται ο ουρανός μέσα από τα φυλλώματα και κοντεύει να σκοτεινιάσει. Πρέπει να

ξεκινήσουμε». Ο Χάουαρντ προχώρησε πρώτος και τον ακολούθησαν. Στην αρχή, η κλίση ήταν υποφερτή, το έδαφος σχεδόν επίπεδο και ο πυθμένας του ρυακιού σταθερή άμμος και πέτρες. Πού και πού υπήρχαν κάποια βράχια από βαθυκόκκινο ψαμμίτη από τη μία ή την άλλη όχθη, και γιγάντιοι ογκόλιθοι σκεπασμένοι με βρύα και φτέρες που τους ανάγκαζαν να ανεβούν στην όχθη και να κατεβούν πάλι στο ποτάμι. Καθώς μεγάλωνε η κλίση, το ρυάκι στένεψε κι έγινε ένα μικρό πέρασμα, με τις διαβρωμένες όχθες δεξιά κι αριστερά να υψώνονται πάνω από το κεφάλι τους έξι μέτρα ή και παραπάνω. Τώρα έβλεπαν σημάδια του προηγούμενου μουσώνα, σημεία όπου το ποτάμι είχε ανεβεί πάνω από το βράχο σαν μαινόμενος χείμαρρος, αφήνοντας ξεριζωμένα δέντρα και κατεβάζοντας βράχους κάτω στην κοίτη. Οι όχθες ήταν πολύ ψηλές για να τις ανεβούν τώρα και ο Χάουαρντ ήξερε ότι δεν θα γλίτωναν έτσι και ξεσπούσε ο μουσώνας. Ήδη φαίνονταν διχαλωτές αστραπές και ακούγονταν μακρινά μπουμπουνητά. Τα άγρια ζώα έμοιαζαν να ουρλιάζουν μαζί με τα στοιχεία της φύσης, μερικές φορές σε μια ενοχλητική δυσαρμονία και άλλοτε με τον ίδιο ρυθμό, σαν μια δαιμονική ορχήστρα που κούρδιζε τα όργανα, μια προεισαγωγή πριν ανοίξουν οι ουρανοί. Ο Χάουαρντ προσπάθησε να καταπιεί το φόβο του και συνέχισε να προχωρεί μερικά μέτρα μπροστά από τους άλλους. Μόλις πέρασε ένα βράχο, κάτι κύλησε στη λασπωμένη όχθη κι έπεσε ακριβώς μπροστά του. Ήταν μια κόκκινη κολοκύθα με μέγεθος ανθρώπινου κεφαλιού. Την παραμέρισε με μια κλοτσιά χωρίς να το πολυσκεφτεί. Την ίδια στιγμή πρόσεξε πάνω της κάτι σημάδια. Την πλησίασε πάλι, τη γύρισε για να δει και μετά την πάτησε γρήγορα πριν πλησιάσουν οι σκαπανείς. Τα σημάδια δεν ήταν τίποτε άλλο από απεικόνιση ανθρώπου που κρέμεται στην αγχόνη. Ο μουταντάρ του είχε μιλήσει σχετικά. Δεν ήταν απλώς προειδοποίηση. Αυτά τα αντικείμενα καλούσαν το κόντα ντεβάτα, το κακό πνεύμα, όπως η μυρωδιά του σάπιου κρέατος τραβάει την ύαινα. Η καρδιά του Χάουαρντ χτυπούσε δυνατά. Κοίταξε στο αδιαπέραστο τείχος της ζούγκλας επάνω από την όχθη, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια από τις σταγόνες της βροχής. Δεν έβλεπε τίποτα. Όμως δεν τους παρακολουθούσε μόνο η τίγρη. Είχαν πλησιάσει στο χωριό και υπήρχαν άνθρωποι στη ζούγκλα τώρα, φευγαλέες μορφές. Κοίταξε μπροστά από τους βράχους, σε ένα σημείο όπου η κοίτη του ποταμού υψωνόταν σε ένα ορμητικό ρεύμα, και του φάνηκε πως είδε ένα παιδί, μια μορφή με σάλι και τα χέρια απλωμένα να τον καλεί. Του κόπηκε η ανάσα. Πρέπει να έβλεπε

παραισθήσεις. Θυμήθηκε τη σκηνή στην όχθη, αυτό που είχε κάνει, και η εικόνα χάθηκε. Συνέχισε να προχωρεί ώσπου έφτασε στο σημείο όπου το ρεύμα γινόταν πολύ ορμητικό. Η στάθμη του ποταμού είχε αρχίσει να ανεβαίνει κιόλας, ένας κοκκινοκάστανος χείμαρρος εκεί που περνούσε μέσα από τον ψαμμίτη. Δύο δέντρα που είχαν πέσει πρόσφατα, ένα από την κάθε όχθη, έβγαζαν έναν σκούρο κόκκινο χυμό που λέκιαζε τις όχθες. Ήταν σαν να περπατούσαν μέσα σε ένα ποτάμι από αίμα. Αναρωτήθηκε μήπως κάτι τον ρουφούσε στον αλλόκοτο κόσμο της μαγείας και της φρίκης με τον οποίο είχε συνδεθεί όταν τράβηξε τη σκανδάλη. Σκόνταψε μπροστά και μετά βούλιαξε ξαφνικά ως τη μέση. Πρόλαβαν και τον έπιασαν ο Γουόχοουπ και ο Χάμιλτον, που είχαν πλησιάσει πίσω του. «Έπρεπε να σας το είχα πει», είπε ο Χάμιλτον αγκομαχώντας λαχανιασμένος. «Ο καταρράκτης έχει ξεσηκώσει τη λάσπη στον πυθμένα και την έχει κάνει σαν κινούμενη άμμο. Υποφέραμε τα πάνδεινα για να περάσουμε από δω. Κάτω από εκείνα τα πυκνά φύλλα, τα νερά είναι σαν θανάσιμη παγίδα». «Πόσο κοντά είμαστε;» ρώτησε ο Χάουαρντ, παλεύοντας να παραμείνει συγκεντρωμένος. «Είναι λίγο μετά τον καταρράκτη. Υπάρχει μια γέφυρα και μετά βρίσκουμε το μονοπάτι από το χωριό στο ναό. Αφήσαμε τον Μπέμπι και τους σκαπανείς σε ένα ξέφωτο ακριβώς μπροστά από το ναό». «Μας παρακολουθούν», είπε ο Χάουαρντ. «Εκείνη η κολοκύθα; Σε πρόσεξα που την κοίταζες», είπε ο Γουόχοουπ. «Γιατί δεν μας σκοτώνουν επιτέλους;» είπε ο Χάμιλτον. «Θα μπορούσαν να μας ρίξουν εδώ που είμαστε, να μας ξεκάνουν σαν γουρούνια σε σφαγείο». Ο Χάουαρντ κοίταξε τον μουταντάρ, που σκαρφάλωνε στους βράχους με απίστευτη ευκινησία και τώρα είχε εμφανιστεί δίπλα τους, κρατώντας πάντα σφιχτά το πολύτιμο μπαμπού. «Νομίζω πως είναι ο μουταντάρ. Είναι μάγος και παρόλο που οι αντάρτες ξέρουν ότι τους πρόδωσε, μπορεί να υπάρχει κάποια μαγεία που δεν τους αφήνει να τον βλάψουν». «Το είδωλο;» ρώτησε ο Γουόχοουπ. Ο Χάουαρντ κατένευσε. «Αυτός είναι ο μόνος λόγος που ήρθε μαζί μας, που μας οδήγησε μέχρι εδώ. Φοβάται όπως και όλοι οι άλλοι τους δαίμονες της ζούγκλας, τους κόντα ντεβάτα, αλλά μάλλον ξέρει ότι θα του επιτρέψουν να περάσει για να γυρίσει στο ναό και να βάλει στη θέση του αυτό που πήρε. Και επειδή τολμήσαμε να βγούμε στη ζούγκλα ανάμεσα στα πνεύματα που τη στοιχειώνουν μετά τη θυσία, μπορεί να πιστεύουν

ότι έχουμε κι εμείς κάποια υπερφυσική δύναμη». «Είναι αθεράπευτα πρωτόγονοι», μουρμούρισε ο Χάμιλτον. Το πρόσωπό του ήταν τώρα αναψοκοκκινισμένο από τον πυρετό. «Η μοναδική υπερφυσική δύναμη που θα πάρουν από μένα είναι μια ομοβροντία μολύβι από τα Σνάιντερ». «Κράτα αυτό». Ο Γουόχοουπ έδωσε στον Χάουαρντ την άκρη ενός σκοινιού που είχε πάρει από το γυλιό ενός σκαπανέα και πήδησε πάνω στο βράχο στη βάση του καταρράκτη. Παραμέρισε το ξίφος του για να μην τον εμποδίζει και σκαρφάλωσε με ευκινησία από βράχο σε βράχο, ξετυλίγοντας ταυτόχρονα το σκοινί. Σταμάτησε στην κορυφή, κάπου δέκα μέτρα από πάνω τους, σχεδόν αόρατος μέσα στην ομίχλη, και τους έκανε νεύμα με το ελεύθερο χέρι να τον ακολουθήσουν. Στα επόμενα δέκα λεπτά αναρριχήθηκαν όλοι, ένας-ένας, οι σκαπανείς με τα τουφέκια περασμένα στον ώμο και ξυπόλυτοι. Στην κορυφή υπήρχε μια μικρή γέφυρα από μπαμπού, που περνούσε πάνω από το ποτάμι, και αφού την πέρασαν βρέθηκαν σε ένα ξέφωτο με καλαμιές τριγύρω. Γύρω στα πενήντα μέτρα παρακάτω η ζούγκλα άρχιζε πάλι, ανεβαίνοντας ψηλά σε έναν πετρώδη λόφο. Ο χαβιλντάρ έκανε ξαφνικά ένα νεύμα, και ένας από τους σκαπανείς έτρεξε προς μια μικρή ομάδα σκαπανέων που φαίνονταν στην απέναντι πλευρά του ξέφωτου κάτω από ένα βράχο. Ξαφνικά, ο ένας τους φώναξε κάτι στα ινδικά, αλλά ήταν πολύ αργά. Ο σκαπανέας που έτρεχε χάθηκε από τα μάτια τους. Οι άλλοι προχώρησαν προσεκτικά, με τον Χάμιλτον και τον Χάουαρντ μπροστά, και κοίταξαν κάτω. «Ω, Θεέ μου!» ψιθύρισε ο Χάμιλτον. «Το ήξερα ότι υπήρχε αυτό εδώ. Έπρεπε να τους προειδοποιήσω. Δεν είμαι στα καλά μου». Ένας φρικτός ρόγχος ακούστηκε από κάτω και μετά σταμάτησε. Ο Χάουαρντ έσκυψε από πάνω νιώθοντας ναυτία. Μια παγίδα για τίγρεις. Η τρύπα ήταν βαθιά, τουλάχιστον τρία μέτρα, και από κάτω υπήρχαν όρθια μυτερά μπαμπού σκληρυμένα στη φωτιά. Ο σκαπανέας είχε πέσει καθιστάς. Ένα καλάμι τον είχε βρει στο σβέρκο και είχε διαπεράσει το κρανίο του, μια ματωμένη λόγχη που προεξείχε μισό μέτρο πάνω από το τουρμπάνι. Η δύναμη της πρόσκρουσης σχεδόν τον είχε αποκεφαλίσει και ο λαιμός του ήταν τεντωμένος με έναν γκροτέσκο τρόπο, με το υπόλοιπο σώμα του να έχει καρφωθεί πάνω στα άλλα καλάμια. Ο Χάουαρντ ξεροκατάπιε, τραβήχτηκε πίσω και άφησε τους άλλους σκαπανείς να κοιτάξουν. Πήρε τον χαβιλντάρ παράμερα και μίλησε μαζί του σιγανά στα ινδικά. Μετά, γύρισε στον Γουόχοουπ και τον Χάμιλτον. «Του ζήτησα να πάρει το τουφέκι και τα πυρομαχικά», είπε. «Θα θέλουν

να τον βγάλουν έξω και να τον θάψουν». «Θα είναι φρικτή δουλειά», μουρμούρισε ο Γουόχοουπ. «Δεν θα τον αφήσουν έτσι», είπε ο Χάουαρντ. Γύρισε και πήγε στην άλλη άκρη του ξέφωτου, με το θυμό του να μεγαλώνει. Άλλη μια συμφορά εξαιτίας του Μπέμπι. Όμως μόλις πλησίασε είδε πως είχαν φτάσει πολύ αργά. Οι τέσσερις σκαπανείς του αποσπάσματος, που τους είχε αφήσει ο Χάμιλτον να φρουρούν τον Μπέμπι, ήταν γονατισμένοι με τις ξιφολόγχες στραμμένες προς τα έξω, γύρω από ένα πρόχειρο φορείο από μπαμπού. Πάνω του κειτόταν ένα ιδρωμένο και μισοσκεπασμένο σώμα που δεν έδειχνε ζωντανό. Ο Χάουαρντ ήξερε πόσο μπορεί να αλλοιώσει η χολέρα την όψη των θυμάτων της, αλλά αυτό που έβλεπε ήταν απίστευτα μακάβριο. Το πρόσωπο ήταν γκρίζο και το στόμα μισάνοιχτο, γεμάτο πηγμένο αίμα. Πλησίασε πιο κοντά. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Τα μάτια του Μπέμπι είχαν πεταχτεί από τις κόγχες τους και κάποιος τα είχε σπρώξει πάλι όπως-όπως στη θέση τους. Καθώς πλησίαζε κρατώντας τη μύτη του από τη δυσωδία των κοπράνων, είδε την εξήγηση. Μια μεγάλη τρύπα στη μέση του μετώπου του Μπέμπι. Ο χαβιλντάρ πλησίασε και μίλησε γρήγορα στους τέσσερις σκαπανείς, δίνοντάς τους το παγούρι του. Μετά, τους άφησε να μιλήσουν με τη σειρά. Ο Χάουαρντ άκουσε, μετά γύρισε στον Χάμιλτον και τον Γουόχοουπ, πλημμυρισμένος ακόμη από θυμό παρά το θάνατο του φταίχτη. Έδειξε με τον αντίχειρα το πτώμα. «Αυτός ο ανόητος διέταξε τους σκαπανείς να μπουν στον χωριό Ράμπα για να μιλήσει με τους αντάρτες. Ο οδηγός του του είχε πει πως ήταν εδώ ο αρχηγός των ανταρτών, ο Τσεντράγια. Ένας από τους σκαπανείς πήγε μέχρι την άκρη του χωριού για αναγνώριση. Είδε τουλάχιστον τετρακόσιους αντάρτες μαζεμένους, ίσως και περισσότερους. Πιστεύω πως ήταν αυτοί που είδαμε να συγκεντρώνονται στην όχθη. Ο σκαπανέας γύρισε και έδωσε αναφορά στον Μπέμπι. Οι σκαπανείς είχαν δει τι έκαναν οι αντάρτες στους αιχμάλωτους αστυνομικούς. Αυτοί που είδαμε να εκτελούν στην όχθη δεν ήταν τα μόνα θύματα. Δολοφονήθηκαν άλλοι δύο εδώ, μπροστά στα μάτια των σκαπανέων, έξω από το ναό. Παρ’ όλα αυτά όμως ο Μπέμπι διέταξε το σκαπανέα να πάει πάλι στο χωριό». «Πρέπει να παραληρούσε», είπε ο Γουόχοουπ. «Δεν τον ήξερες», απάντησε ο Χάουαρντ σφίγγοντας τα δόντια. «Όμως πριν προλάβουν να πάνε, δέχτηκαν επίθεση. Έπεσαν πυροβολισμοί και από τις δύο πλευρές. Και ο Μπέμπι σκοτώθηκε». Ο Γουόχοουπ γονάτισε δίπλα στο πτώμα και κοίταξε την μπλε τρύπα

στο μέτωπο. Σήκωσε το κεφάλι, ξεσηκώνοντας ένα σμήνος μύγες από την κολλώδη μάζα από κάτω. Το πίσω μέρος του κεφαλιού ήταν διαλυμένο και κομμάτια του κρανίου ήταν κολλημένα στο έδαφος. Κοίταξε τους άλλους δύο αξιωματικούς. «Αυτό το τραύμα δεν είναι από βόλι μουσκέτου», είπε σιγανά. «Είναι σφαίρα από Σνάιντερ. Στο Αφγανιστάν είδα τι κάνουν τα τουφέκια μας». Ο Χάουαρντ κοίταξε το τραύμα και ξεροκατάπιε. Κοίταξε το δεξί του χέρι. Έτρεμε ακόμη. Σκέφτηκε για λίγο και μετά γύρισε και μίλησε στον χαβιλντάρ στα ινδικά. «Ατυχές περιστατικό. Έτσι κι αλλιώς όμως δεν θα ζούσε από τη χολέρα. Βάλ’ τους να τον θάψουν επιτόπου. Και καθησύχασε τους σκαπανείς ότι δεν θα χρειαστεί να συνομιλήσουν με τον εχθρό». «Μάλιστα, Σαχίμπ». Ο χαβιλντάρ απευθύνθηκε στους τέσσερις άντρες, που έκαναν νεύμα στον Χάουαρντ και μετά πήραν τα πτυσσόμενα φτυάρια από τους γυλιούς τους. Ο Χάουαρντ κοίταξε πάλι το πτώμα με περιφρόνηση. «Αν είχε κάνει τη δουλειά του, δεν θα είχε ξεσπάσει η εξέγερση». «Σίγουρα θα μαθευτεί ότι τον πυροβόλησαν», μουρμούρισε ο Χάμιλτον. «Βόλι από μουσκέτο. Έγινε όπως είπαν οι σκαπανείς. Δέχτηκαν επίθεση. Αυτό θα μπει στην αναφορά», είπε αποφασιστικά ο Χάουαρντ. «Αν γλιτώσουμε από δω, για να υποβάλεις αναφορά», είπε ο Γουόχοουπ. «Τι κάνουμε τώρα;» Ξαφνικά, ο Χάουαρντ αισθάνθηκε απίστευτα κουρασμένος. Έβγαλε την κάσκα κι έτριψε το αξύριστο πιγούνι του. Μετά τη φόρεσε πάλι και κοίταξε τον ουρανό. «Φεύγουμε σε είκοσι λεπτά. Τόσο χρόνο έχουν οι σκαπανείς για να τελειώσουν ό,τι έχουν να κάνουν εδώ. Χάμιλτον, κάνε μου τη χάρη να τους πιέσεις να κάνουν γρήγορα. Ρόμπερτ, εσύ κι εγώ θα επισκεφθούμε εκείνον το ναό. Είπες πως είδες κάτι εκεί μέσα, Χάμιλτον; Σκαλίσματα, επιγραφές; Αυτή τη στιγμή, το μόνο που θέλω να κάνω είναι να βάλω εκείνο το αναθεματισμένο βέλπου εκεί μέσα και να σηκωθούμε να φύγουμε από δω. Νομίζω ότι ο μουταντάρ δεν θα μας αφήσει να το κουνήσουμε ρούπι, αν δεν κρατήσουμε τη δική μας πλευρά της συμφωνίας». Οι δύο άντρες άφησαν πίσω τους τον Χάμιλτον και τους σκαπανείς μέσα στην ομίχλη και πλησίασαν στη βόρεια πλευρά του ξέφωτου όπου υψωνόταν ατμός από έναν ακόμη καταρράκτη. Μέσα από την καταχνιά διέκριναν τρεις τεράστιους ογκόλιθους. Ο ένας σχημάτιζε κάτι σαν στέγη πάνω από τους άλλους δύο και υπήρχε μια κατακόρυφη πέτρινη πλάκα

που έκλεινε την είσοδο. Ο μουταντάρ τους ακολουθούσε, αλλά μόλις φάνηκε ο ναός έβγαλε το τουρμπάνι του και κάθισε σταυροπόδι στο έδαφος, μουρμουρίζοντας και ψέλνοντας στη γλώσσα των Κόγια, με τα μάτια του γουρλωμένα από τρόμο. Ο Χάουαρντ γύρισε και γονάτισε δίπλα του, προσπαθώντας να βγάλει κάποιο νόημα από τα λόγια του. «Αυτό το μέρος τού προκαλεί τρομερή φρίκη. Τίποτα δεν θα τον πείσει να προχωρήσει κι άλλο». «Νόμιζα πως αυτός ήταν ο ναός του», είπε ο Γουόχοουπ. «Ξέρει ότι πρέπει να επιστρέφει το είδωλο, αλλά τρέμει την οργή του κόντα ντεβάτα, του πνεύματος της τίγρης. Λέει ότι πρέπει να πάμε εμείς το είδωλο μέσα». «Χωρίς αυτό όμως είναι ανυπεράσπιστος. Σίγουρα οι αντάρτες θα τον σκοτώσουν». «Προφανώς φοβάται τα πνεύματα περισσότερο από το θάνατο». Ο Χάουαρντ μίλησε στον μουταντάρ, δείχνοντας πίσω προς τους σκαπανείς, αλλά αυτός παρέμεινε ακίνητος κοιτάζοντας μπροστά σαν να είχε πέσει σε έκσταση. Ξαφνικά, άπλωσε το τρεμάμενο χέρι του κάτω, πήρε ένα φλασκί που κουβαλούσε και το έφερε στο στόμα του, κατεβάζοντας το φοινικόκρασο σαν νερό. Ο Χάουαρντ έπιασε το μπαμπού από το άλλο χέρι του και το τράβηξε ώσπου ο μουταντάρ το άφησε. Ήταν σφραγισμένο και από τις δύο άκρες με ένα σκληρό ρητινώδες υλικό απλωμένο πάνω από ένα ξύλινο πώμα. Σηκώθηκε και το πήγε στον Γουόχοουπ, που το κοίταξε με περιέργεια. «Να το ανοίξουμε;» ρώτησε. «Σε λίγο ο μουταντάρ θα είναι τόσο μεθυσμένος που δεν θα τον νοιάζει». Ο Χάουαρντ κοίταξε προς το ναό. Του φάνηκε ότι διέκρινε τη μορφή μιας τίγρης πάνω στους ογκόλιθους, με τα μάτια και τα αυτιά να σχηματίζονται από εσοχές και προεξοχές των βράχων. Κούνησε το κεφάλι. «Ας τελειώνουμε. Του έδωσα μια υπόσχεση. Δεν θέλω να φέρομαι σε αυτούς τους ανθρώπους σαν να είναι άγριοι». Προχώρησαν προς το ναό και πλησιάζοντας είδαν μια εσοχή αριστερά της εισόδου. Δύο χοντροί κορμοί μπαμπού σχημάτιζαν ένα είδος βεράντας, που συγκρατούσε μια στέγη από καλάμια και φύλλα φοινικιάς. Μπροστά της υπήρχε μια σειρά από πασσάλους που στην κορυφή τους είχαν ασπρισμένα κρανία, μερικά με τεράστιο μέγεθος· ελέφαντες, τίγρεις, αγριογούρουνα. Πίσω τους υπήρχαν δύο ψηλότεροι στύλοι στολισμένοι με τσαλακωμένα φτερά. Στα μισά του ύψους των στύλων κρέμονταν δύο μεγάλες μαυρισμένες μάζες που έσταζαν αίμα και πύον. Ο Χάουαρντ είχε προσέξει την οσμή, αλλά νόμιζε πως ερχόταν από τον Μπέμπι. Τώρα

αντιλήφθηκε ότι ήταν η δυσωδία παλιότερης σήψης και θυμήθηκε τι είχαν πει οι σκαπανείς. Οι δύο άλλοι αστυνομικοί. Ανάγκασε τον εαυτό του να κοιτάξει. Κάτω από τα πτώματα, μαχαίρια δεμένα από κορδόνια στριφογύριζαν αργά. Τα κεφάλια ήταν σπασμένα και γδαρμένα, τα μάτια βγαλμένα. Είδε μια κίνηση στο έδαφος. Ένας χοντρός αρουραίος απομακρύνθηκε σέρνοντας μια απερίγραπτη μάζα κάτω από τον ένα στύλο. Γύρισε γρήγορα αλλού και ξεροκατάπιε για να μην ξεράσει. Πλησίασε τον Γουόχοουπ στην κατακόρυφη πέτρα ανάμεσα στους ογκόλιθους. «Πρέπει να φύγουμε από δω», είπε βραχνά. Ακούμπησε στο βράχο για να στηριχτεί, με έναν παλλόμενο πόνο στο κεφάλι. «Πρέπει να τελειώσουμε πρώτα εδώ», μουρμούρισε ο Γουόχοουπ. Πέρασε το δάχτυλό του πάνω από τη ρωγμή στη μια πλευρά της πέτρινης πλάκας. «Είναι κομμένη πέτρα. Απίστευτη δουλειά. Ποιος το έφτιαξε αυτό;» «Για δοκίμασε να τη σπρώξεις», είπε ο Χάουαρντ. Ο Γουόχοουπ ακούμπησε τα χέρια στην πλάκα, κι αυτή περιστράφηκε αμέσως ανοίγοντας. Μέσα υπήρχε ένα πέρασμα αρκετά μεγάλο για να περάσουν σκυφτοί δίπλα-δίπλα, αλλά παραπέρα απλωνόταν πηχτό σκοτάδι. Οι δύο άντρες μπήκαν προσεκτικά. Ο Χάουαρντ έβγαλε ένα μπρούντζινο δοχείο από το σάκο της ζώνης του και πήρε από μέσα μια τσακμακόπετρα και ένα κομμάτι μέταλλο. Με τη σπίθα άναψε ένα κομμάτι κορδόνι βουτηγμένο σε παραφίνη και με αυτό άναψε ένα μικρό κερί. Το σήκωσε ψηλά και είδε αμέσως μπροστά του ένα λίνγκαμ, ένα φαλλό, αδέξια χαραγμένο στο βράχο. Σήκωσε το κερί πιο ψηλά. Παντού γύρω τους υπήρχαν άλλα σύμβολα, άτεχνα σκαλίσματα, καρικατούρες ανθρώπων σαν αυτές που είχε δει στην κολοκύθα στο ποτάμι. Προχώρησαν κι άλλο. Μπροστά τους άκουγαν τον ορμητικό ήχο του καταρράκτη μέσα στα βράχια. Ο Γουόχοουπ σκόνταψε και καθώς ο Χάουαρντ άπλωσε το χέρι για να τον βοηθήσει, του έπεσε το μπαμπού με έναν δυνατό κρότο. Όταν σηκώθηκε ο Γουόχοουπ, ο Χάουαρντ έσκυψε και σήκωσε το μπαμπού. Η μία πλευρά είχε σπάσει κι έβλεπε κάτι σαν χαρτί μέσα. Κάθισε στις φτέρνες και είδε σε τι είχε σκοντάψει ο Γουόχοουπ. Ήταν μια ρηχή πέτρινη γούρνα γεμάτη από κάποιο υγρό, ακίνητο και σκούρο, με μια αμυδρά μεταλλική οσμή. Έφερε το κερί από πάνω και είδε το πρόσωπό του να καθρεφτίζεται μέσα, λάμποντας με μια σκούρα κόκκινη αύρα. Θυμήθηκε τι του είχε πει ο μουταντάρ: Ο ιερέας προβλέπει το μέλλον κοιτάζοντας μέσα σε ένα μπολ με αίμα. Κοίταξε πάλι, αλλά είδε μόνο την κίτρινη λάμψη του κεριού. Μετά, το βλέμμα του μετατοπίστηκε λίγο και είδε κάτι που τον έκανε να βγάλει μια

πνιχτή κραυγή. Άφησε το μπαμπού να πέσει πάλι κι έβαλε το δεξί του χέρι βαριά μέσα στο υγρό. Ήταν πηχτό, βαρύ, ζεστό. Το τράβηξε και το τίναξε δυνατά, σκορπίζοντας κόκκινες σταγόνες στα τοιχώματα του τούνελ. Το σκούπισε πάνω στη στολή του. «Μόλις είδα τα πιο φρικτά οράματα», είπε βραχνά. «Τίγρεις, δαίμονες, σκορπιούς». «Είναι στην οροφή από πάνω σου», είπε ο Γουόχοουπ. Ο Χάουαρντ σήκωσε το κερί και κοίταξε. Φυσικά. Ήταν σκαλισμένα στο βράχο και είχε δει την αντανάκλασή τους. Πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε μπροστά. «Αυτό πρέπει να είναι το κύριο μέρος του ναού. Φαίνεται να υπάρχει κάτι σαν βωμός στο κέντρο». Σήκωσε πάλι το μπαμπού και δρασκέλισε προσεκτικά την πέτρινη γούρνα. Με το τρεμάμενο φως του κεριού είδε φιγούρες πιο στρογγυλεμένες, ανάγλυφες εικόνες επάνω στο βράχο, μάσκες και μέλη που χόρευαν. «Τα αναγνωρίζω αυτά», μουρμούρισε. «Η νταντά μου ήταν Ινδή και με πήγαινε σε ναούς-σπήλαια σαν αυτόν εδώ, στο Μπιχάρ. Αυτή είναι η Παρβάτι, η γυναίκα του Σίβα. Και ο Βισνού, που κατατροπώνει ένα δαίμονα». Προχώρησε στον κυρίως θάλαμο, όπου οι τοίχοι μόλις που φαίνονταν στο φως του κεριού. Εδώ υπήρχαν νέα σχέδια. «Αυτά εδώ είναι διαφορετικά», είπε. «Μοιάζουν με πολεμιστές. Πρέπει να τα εξετάσω από πιο κοντά». «Δώσε μου το κερί, σε παρακαλώ». Ο Γουόχοουπ είχε σκύψει δίπλα στο αντικείμενο που έμοιαζε με βωμό στη μέση του ναού. Ήταν ένας υπερυψωμένος ορθογώνιος όγκος που προφανώς τον είχαν σκαλίσει πάνω στο βράχο. Ο Χάουαρντ έδωσε προσεκτικά στον Γουόχοουπ το μικρό κερί και αυτός το κράτησε κοντά στη μία πλευρά της πέτρας. «Θεέ και Κύριε!» «Τι είναι;» «Μια επιγραφή. Μπορώ να τη διαβάσω». «Σε ποια γλώσσα;» Ο Γουόχοουπ δεν απάντησε. Ο Χάουαρντ είδε το φως του κεριού να κινείται γρήγορα κατά μήκος του βράχου και μετά να επιστρέφει. Μόλις που διέκρινε τα σχήματα, τα σκαλιστά γράμματα. Στα μισά της τέταρτης σειράς το κερί τσιτσίρισε κι έσβησε. Απλώθηκε παντού μισοσκόταδο. Το μοναδικό φως τώρα ήταν ένα μουντό γκρίζο που ερχόταν από την είσοδο. «Γρήγορα», είπε με έξαψη ο Γουόχοουπ. «Χρειάζομαι ένα φως. Νομίζω ότι μπορώ να διαβάσω μία από τις γραμμές». Ο Χάουαρντ άφησε το μπαμπού δίπλα στο βωμό κι έβγαλε βιαστικά την τσακμακόπετρα και το μέταλλο. Τη χτύπησε ξανά και ξανά μέσα στον υγρό αέρα ώσπου η σπίθα άναψε το κορδόνι. Έβαλε το χέρι γύρω του ώσπου ξεπετάχτηκε φλόγα, και το έδωσε

προσεκτικά στον Γουόχοουπ. Αυτός το έφερε κοντά στο βράχο και άρχισε να το κινεί κατά μήκος του. Γρήγορα η φλόγα έφτασε στα δάχτυλά του και πέταξε το καμένο κορδόνι με ένα ξεφωνητό πόνου. Ακούστηκε ένα τσιτσίρισμα καθώς το κορδόνι έπεσε στο υγρό πάτωμα κι έσβησε. Είχαν βυθιστεί πάλι στο σκοτάδι. «Αυτό ήταν», είπε ο Χάουαρντ. «Λοιπόν;» Ο Γουόχοουπ έμεινε σιωπηλός. Ο Χάουαρντ έβλεπε τη σιλουέτα του κρατούσε το καμένο χέρι του και κοίταζε εντελώς ακίνητος την πέτρα. Μετά, γύρισε προς το μέρος του και ο Χάουαρντ μόλις που διέκρινε το πρόσωπό του με τα γένια μέσα στον χλωμό φωτισμό από την είσοδο. «Είναι λατινικά. Sacra iulium sacularia. Φύλακας του ουράνιου πετραδιού. Υπάρχουν κι άλλα, αλλά μόνο αυτά μπόρεσα να βγάλω». «Το έχω ξανακούσει αυτό», ψιθύρισε ο Χάουαρντ. «Κάποια ανάμνηση από τα παιδικά μου χρόνια, ιστορίες που μου έλεγε η νταντά μου. Το ουράνιο πετράδι. Το πετράδι της αθανασίας». Απέξω ακούστηκε ένα τρομερό μπουμπουνητό και μετά ο εκκωφαντικός βρόντος του κεραυνού. Η λάμψη φώτισε το εσωτερικό του ναού σαν έκρηξη από μπαρούτι, αποκαλύπτοντας για μια στιγμή μορφές παντού γύρω τους - θεότητες και δαίμονες και αγριεμένες τίγρεις, πρόσωπα συσπασμένα από αγωνία και φόβο, τρομακτικούς ιππείς να υψώνονται από πάνω τους σαν τους καβαλάρηδες της Αποκαλύψεως. Ο Χάουαρντ είχε την εντύπωση πως είδε Ρωμαίους. Ρωμαίους λεγεωνάριους. Αισθάνθηκε όπως εκείνη τη στιγμή στη ζούγκλα όταν άρχισαν ξαφνικά να ξεφωνίζουν όλα τα ζώα. Έβαλε το χέρι στο μέτωπο. Έκαιγε, και το χέρι του έτρεμε. Έσκυψε δίπλα στον Γουόχοουπ και προχώρησαν μαζί προς την έξοδο. Η βουή του καταρράκτη πίσω από τους ογκόλιθους είχε δυναμώσει και είδαν τη βροχή να πέφτει με μανία τώρα, γιγάντιες σταγόνες που πιτσίλιζαν το διάδρομο. Ο Χάουαρντ συνειδητοποίησε πως άκουγε και κάτι άλλο, έναν επίμονο τυμπανισμό που ερχόταν από παντού, μερικές φορές δυσαρμονικός και μετά σταθερός και ρυθμικός, όπως ακριβώς ακουγόταν το πρωί από την όχθη του ποταμού. Τον κυρίεψε φόβος. Κοίταξε μέσα στην καταρρακτώδη βροχή αναζητώντας τον μουταντάρ. Είδε μια σωριασμένη μορφή με ένα δάσος από βέλη καρφωμένα πάνω της και μια σκούρα κηλίδα να απλώνεται κάτω στη λάσπη. Η βροχή σφυροκοπούσε το πτώμα, που έμοιαζε να διαλύεται μπροστά στα μάτια τους. Οι δύο άντρες γύρισαν πίσω στον κύριο θάλαμο. Ο Χάουαρντ έβγαλε το περίστροφό του και ο Γουόχοουπ τον μιμήθηκε. Γονατισμένοι μέσα στον περιορισμένο χώρο, έσφιξαν στα χέρια.

«Ο Θεός μαζί σου!» είπε ο Χάουαρντ. «Αν καταφέρουμε ποτέ να βγούμε από δω, αυτό το μέρος θα είναι το μυστικό μας», είπε ο Γουόχοουπ. «Είδα και κάτι άλλο στην επιγραφή». «Αν τρέξουμε προς τα βράχια όπου αφήσαμε τους σκαπανείς, μπορεί να τα καταφέρουμε». Γύρισαν πάλι προς την έξοδο. Ο Χάουαρντ άπλωσε το χέρι μέσα στο σκοτάδι πάνω στο βωμό και πήρε κάτι που είχε δει νωρίτερα - ένα μπρούντζινο γάντι με μια γροθιά σε σχήμα κεφαλιού τίγρης και μια σκουριασμένη λεπίδα να προεξέχει από το στόμα της. Έπιασε τη λαβή του δικού του ξίφους, αλλά μετά το ξανασκέφτηκε και πέρασε το δεξί του χέρι μέσα στο μεταλλικό γάντι, σφίγγοντας την εγκάρσια λαβή. Το κεφάλι της τίγρης έμοιαζε με την εικόνα που είχε δει στους βράχους του ναού, με το ανοιχτό στόμα και τα λοξά μάτια. «Φαίνεται πως οι ιθαγενείς φοβούνται τις τίγρεις», είπε. «Αφού αυτό το πράγμα είναι μέσα στο ναό, πρέπει να είναι ιερό αντικείμενο. Μπορεί να τους φοβίσει». «Την ίδια ιδέα είχα κι εγώ». Ο Γουόχοουπ πήρε το μπαμπού και το κράτησε μπροστά του. «Εσύ κράτησες τη δική σου πλευρά της συμφωνίας. Έφερες το πολύτιμο είδωλο του μουταντάρ πίσω στο ναό. Όμως τώρα νομίζω ότι τον μουταντάρ δεν τον νοιάζει πια, κι έτσι μπορούμε να το δανειστούμε για λίγο ακόμη. Αν δουν ότι το έχουμε στην κατοχή μας, μπορεί να μη μας επιτεθούν, όπως και πριν». Μέσα από τον αχό της βροχής και τα τύμπανα άκουσαν μια ομοβροντία από Σνάιντερ, και μετά ουρλιαχτά. Ο Χάουαρντ πήρε βαθιά ανάσα. Τουλάχιστον οι αντάρτες δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα μουσκέτα τους μέσα στη βροχή. Ξαφνικά αισθάνθηκαν ένα τρομερό τράνταγμα. Δεν ήταν κεραυνός αυτή τη φορά, αλλά σεισμός. Προσπάθησαν να κρατήσουν την ισορροπία τους. Κάπου πίσω τους ακούστηκε ο ήχος βράχων που πέφτουν, και ο ογκόλιθος από πάνω τους φάνηκε να μετατοπίζεται. Ο Χάουαρντ θυμήθηκε το μουγκρητό της τίγρης και αναρωτήθηκε αν ήταν απέξω και τους περίμενε. Θυμήθηκε το γιο του. Θυμήθηκε τι είχε κάνει. Σήκωσε τον κόκορα στο περίστροφο και κράτησε το ξίφος έτοιμο. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου αισθάνθηκε αποκομμένος από το σώμα του, σαν να στεκόταν κάπου πίσω και παρακολουθούσε τους δύο αξιωματικούς να προχωρούν, να περνούν μέσα από το πέπλο της βροχής και να εξαφανίζονται στην ιστορία. Πήρε βαθιά ανάσα και κοίταξε τον Γουόχοουπ. «Πάμε».

7

Κόλπος της Βεγγάλης, Ινδία, σήμερα Ο Τζακ τράβηξε με το αριστερό χέρι το τιμόνι της εξωλέμβιας μηχανής προς το μέρος του, φέρνοντας το Ζόντιακ σε γραμμή παράλληλη προς την ακτή, και χαμήλωσε το γκάζι. Μπροστά τους, πίσω από την παραλία, βρισκόταν η ρωμαϊκή Αρικαμεντού. Ρωμαίοι, στη νότια Ινδία. Φαινόταν αδιανόητο, σε ένα περιβάλλον τόσο ολοκληρωτικά αταίριαστο με όλες τις καθιερωμένες ιδέες μας για την κλασική ιστορία. Ο Τζακ ξαναγύρισε στην πραγματικότητα. Το κύμα που ακολουθούσαν έσπασε με μια έκρηξη από αφρούς, και το σκάφος έγειρε στο πλάι από τα κύματα που έρχονταν από τον Κόλπο της Βεγγάλης. Ο Κώστας καθόταν στον απέναντι πλωτήρα, και ο Χιμπερμάγερ με την Αϊσά δεξιά κι αριστερά, πιο μπροστά. Η Ρεβέκκα καθόταν στην πλώρη κρατώντας ένα σκοινί, με τα μαύρα μαλλιά της να ανεμίζουν. Φορούσαν όλοι πορτοκαλί σωσίβια και εξαρτύσεις επιβίωσης του ΔΠΩ. Ο Τζακ κοίταξε την παραλία με τα φοινικόδεντρα, που τώρα απείχε μόνο μερικές εκατοντάδες μέτρα, και είδε το σημείο όπου τα νερά γίνονταν πιο ρηχά και τα κύματα πιο ψηλά. Άνοιξε γκάζι και η μηχανή Mariner των εξήντα ίππων τους σήκωσε πάνω στην κορυφή ενός κύματος, φέρνοντάς τους πάλι σε πιο βαθιά νερά καθώς κινούνταν τώρα νότια, παράλληλα στην ακτή, έχοντας αφήσει πολύ πίσω τους την γκρίζα μορφή του Θαλάσσιου Ιχνηλάτη II. «Αυτό πρέπει να είναι, εκεί κάτω», φώναξε ο Κώστας πάνω από το θόρυβο της μηχανής. Έδειξε προς την ακτή με το GPS που κρατούσε, ενώ

ταυτόχρονα έσφιγγε με το άλλο χέρι το σκοινί γύρω στον πλωτήρα. «Δείχνει σαν εκβολή ποταμού». Ο Τζακ έκανε ένα καταφατικό νεύμα και χαμήλωσε πάλι τις στροφές, στρίβοντας το σκάφος προς τη στεριά. Πέρασε ανάμεσα σε δύο σειρές κύματα που έδειχναν τη θέση του εξωτερικού υφάλου γύρω στα διακόσια μέτρα από την ακτή. Η θάλασσα γύρω τους ηρέμησε και ο Τζακ χαμήλωσε πάλι το γκάζι. «Δεν πρέπει να έχουμε πρόβλημα αν παραμείνουμε στο κανάλι ανάμεσα στις σημαδούρες, αλλά έχε το νου σου μπροστά, για καλό και για κακό», είπε. Η Ρεβέκκα γύρισε και έκανε ένα καταφατικό νεύμα. Για πρώτη φορά αφότου είχαν φύγει από τον Θαλάσσιο Ιχνηλάτη II, ο Τζακ επέτρεψε στον εαυτό του να χαλαρώσει και να κοιτάξει γύρω. Πριν από είκοσι λεπτά είχαν περάσει το σύγχρονο λιμάνι του Ποντιτσέρι και τα ερείπια του παλιού οχυρού της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών και τώρα βρίσκονταν έξω από την ακτή με την πυκνή βλάστηση που συνέχιζε για τριακόσια χιλιόμετρα περίπου μέχρι το νότιο άκρο της Ινδίας, φτάνοντας στον Πορθμό Παλκ από τον οποίο είχαν περάσει με τον Θαλάσσιο Ιχνηλάτη II νωρίτερα το πρωί. Ο Τζακ αύξησε λιγάκι την ταχύτητα. Πέρασαν ένα ινδικό ιστιοφόρο νάβα με τριγωνικά πανιά. Ένα γυμνό αγόρι στεκόταν στην πρύμνη ακουμπισμένο στο κουπί-πηδάλιο. Τα μαύρα μάτια ενός ψαρά ακολουθούσαν τον Τζακ καθώς περνούσε το Ζόντιακ, ενώ τα χέρια του συνέχιζαν να πετούν και να μαζεύουν ένα δίχτυ. Η Ρεβέκκα σήκωσε το χέρι κι έδειξε δεξιά, και ο Τζακ έσπρωξε το δοιάκι του πηδάλιου προς τα αριστερά, βλέποντας το σημείο όπου το νερό γινόταν ρηχό. Ο προορισμός τους μόλις που διακρινόταν από την υπόλοιπη ακτογραμμή - ένα γαλήνιο κανάλι που συνδεόταν με τη θάλασσα και οδηγούσε σε έναν από τους πιο παράξενους αρχαιολογικούς χώρους της Ινδίας. Ο Τζακ ονειρευόταν από μικρό παιδί να έρθει εδώ και στο μέρος της ζούγκλας όπου θα πήγαινε αργότερα. Τον πλημμύριζε μια νέα έξαψη. Κοίταξε πίσω στο ιστιοφόρο που είχαν προσπεράσει και που τώρα φαινόταν πλαισιωμένο από την υδάτινη έκταση του Κόλπου της Βεγγάλης. Ο ήλιος έδινε στο νερό μια απόχρωση ατσαλιού και οι κινήσεις του ήταν αργές, λες κι ήταν βαρύ σαν υδράργυρος, με την αντανάκλαση του νάβα να κυματίζει σε αργή κίνηση από το σβήσιμο των κυμάτων. Ο Τζακ έδωσε το πηδάλιο στον Κώστα και γύρισε και κοίταξε τον ήλιο στα ανατολικά μισοκλείνοντας τα μάτια. Αυτή ήταν μια άλλη εκπληκτική εικόνα που είχε από αυτό το μέρος. Κάπου προς τα κει βρισκόταν η Χρυσή, η χώρα του χρυσού. Θυμήθηκε τον Περίπλου, λόγια γραμμένα πριν από δύο χιλιάδες χρόνια από έναν άνθρωπο που είχε βρεθεί ακριβώς σε αυτό το

σημείο και είχε γυρίσει προς τα ανατολικά όπως έκανε τώρα ο Τζακ, κοιτάζοντας όσα απλώνονταν μπροστά του και ακόμη παραπέρα. Κοίταξε πάλι το νάβα. Τι να είχε δει αυτός ο Έλληνας Αιγυπτιώτης που είχε έρθει εδώ πριν από τόσον καιρό; Είχε δει με τα μάτια του τα κολανδιόφωντα για τα οποία έγραψε στον Περίπλου, τα μεγάλα πλοία που κατέβαιναν τον Γάγγη; Είχε δει τα άλλα πλοία που έρχονταν από τη Χρυσή, πλοία με πανύψηλα πλεχτά πανιά και δράκοντες στην πλώρη, που μετέφεραν μπάλες μεταξιού και υπέροχα στολίδια, πρεσβευτές μιας πολεμικής αυτοκρατορίας εξίσου μεγάλης με την ίδια τη Ρώμη; «Θα κόψω ταχύτητα», είπε ο Κώστας. «Δεν έχω εμπιστοσύνη σε αυτά τα ρηχά». Τα καθαρά νερά του ωκεανού είχαν πάρει ένα λασπερό καφέ χρώμα καθώς έμπαιναν στο ποτάμι. Ο Τζακ κατένευσε. Κοίταξε τον πλαστικοποιημένο χάρτη που είχε πιασμένο σε έναν πίνακα μπροστά τους κι έδειχνε τη θέση του αρχαιολογικού χώρου. «Απέχει μόνο καμιά διακοσαριά μέτρα προς τα πάνω στο ποτάμι, στη νότια πλευρά του καναλιού». Ο Κώστας σήκωσε την εξωλέμβια από το νερό και την ασφάλισε. Μετά, πήρε ένα κουπί για κανό από το πλάι της λέμβου. Ο Τζακ πήρε κι αυτός το άλλο και βούτηξε το πτερύγιο στο θολό νερό, νιώθοντας πόσο ζεστό ήταν. Ο μόνος ήχος τώρα ήταν το μακρινό μουγκρητό των κυμάτων και το θρόισμα του ανέμου στα φοινικόδεντρα. Πέρασαν μια αμμοσύρτη που σημάδευε την είσοδο του ποταμού και μπήκαν σε ένα κανάλι λιγότερο από πενήντα μέτρα πλατύ. Η όχθη του ποταμού ήταν ένα μωσαϊκό από κόκκινα και πράσινα χρώματα, με βουκαμβίλιες και μερικά μαγκρόβια και λεμονιές να ξεχωρίζουν ανάμεσα στους φοίνικες. Ξαφνικά, αισθάνθηκαν μια έντονη ξηρή ζέστη. Άφησαν και οι δύο τα κουπιά και μιμήθηκαν τον Χιμπερμάγερ και τα δύο κορίτσια, που είχαν κατεβάσει την εξάρτυση επιβίωσης μέχρι τη μέση. Πέρασαν μια σειρά νάβα με ξεραμένα ψάρια κρεμασμένα από τα ξάρτια σαν λαμπιόνια, και μετά μερικές γυναίκες που έκαναν μπάνιο στο ποτάμι ανάμεσα σε νεροβούβαλους, αδιαφορώντας για τα καβούρια «βιολιστές»32 και τα αμφίβια λασπόψαρα που τριγύριζαν ανάμεσά τους. Ήταν μια νωχελική, άχρονη σκηνή, αλλά και εύθραυστη και εφήμερη για ένα μέρος που σαρώνεται από κυκλώνες και τσουνάμι, όπου οι μόνιμοι οικισμοί μπορούσαν να αναπτυχθούν μόνο στην ενδοχώρα, πέρα από τη ζώνη κινδύνου. Ο Τζακ σκέφτηκε πάλι τον Περίπλου κι έβαλε τον εαυτό του στη θέση του συγγραφέα πριν από δύο χιλιάδες χρόνια. Δεν ήταν μόνο η θέα προς τα ανατολικά που φαινόταν 32 Καβούρια με δυσανάλογα μεγάλη δαγκάνα (ΣτΜ)

τόσο δελεαστική. Η θέα προς την ενδοχώρα, πέρα από τη σειρά των φοινικόδεντρων, ήταν επίσης γεμάτη πειρασμούς αλλά και φόβο. Οι πρώτοι Έλληνες και Ρωμαίοι εδώ ήταν σαν τους πρώτους Ευρωπαίους εξερευνητές. Είχαν βρεθεί στις παρυφές του αγνώστου, με χιλιάδες χιλιόμετρα ζούγκλας και βουνών και ερήμων μπροστά τους. Το μόνο που γνώριζαν ήταν ότι κάπου βόρεια υπήρχαν οι περιοχές όπου είχε φτάσει ο Μέγας Αλέξανδρος. Όμως είχαν φτάσει εδώ όχι για να ιδρύσουν αποικίες ή να κατακτήσουν, αλλά για να εμπορευτούν με πολιτισμούς εξίσου αρχαίους και εξελιγμένους όσο εκείνοι της Αιγύπτου και της Μεσογείου, κάτι που θα έκαναν και οι Πορτογάλοι και οι Γάλλοι και οι Βρετανοί μετά από χίλια πεντακόσια χρόνια. Ο Τζακ οδήγησε το Ζόντιακ με το κουπί στην αντίθετη όχθη του ποταμού, σε μια μικρή ξύλινη προβλήτα. Ένας νευρώδης, καλοντυμένος άντρας στεκόταν και τους παρακολουθούσε. Φορούσε σανδάλια, σορτς και ανοιχτό χακί πουκάμισο με τα διακριτικά της Τοπογραφικής Υπηρεσίας της Ινδίας στις επωμίδες του. Δύο άλλοι άντρες πλησίασαν κι έπιασαν το σκοινί που τους έδωσε η Ρεβέκκα. Τη βοήθησαν μαζί με την Αϊσά και τον Χιμπερμάγερ να βγουν από το σκάφος. Έβγαλαν την εξάρτυση επιβίωσης και ο Χιμπερμάγερ, χωρίς να πει λέξη, έσπευσε σε ένα αρχαιολογικό σκάμμα που είχε εντοπίσει, ανεβάζοντας το τεράστιο σορτς του καθώς περπατούσε, με τον ιδρώτα να κυλά ποτάμι από πάνω του. Η Ρεβέκκα κοίταξε τον Τζακ, που της έκανε ένα καταφατικό νεύμα, και τον ακολούθησε βιαστικά μαζί με την Αϊσά. Ο Τζακ χαμογέλασε στον άντρα στην προβλήτα καθώς έβγαινε από το σκάφος μαζί με τον Κώστα. «Πρέπει να συγχωρήσετε το συνάδελφό μου», είπε. «Όταν εντοπίζει καινούρια ανασκαφή, δεν βλέπει τίποτα μπροστά του». Ο άντρας χτύπησε τις φτέρνες και άπλωσε το χέρι του. «Πλωτάρχα Χάουαρντ. Είναι τιμή μου που σας γνωρίζω, κύριε». «Σκέτο Τζακ. Και είμαι έφεδρος». Έσφιξαν τα χέρια. «Ο λοχαγός Πραντές Ραμάγια;» «Ναι. Μηχανικό του Ινδικού Στρατού, αποσπασμένος στην Τοπογραφική Υπηρεσία της Ινδίας. Είμαι επικεφαλής της υποβρύχιας ανασκαφής». «Ευχαριστώ για το email με το χάρτη», είπε ο Τζακ. Έβγαλε και την υπόλοιπη εξάρτυση επιβίωσης, αποκαλύπτοντας το χακί παντελόνι και το πουκάμισο. Μετά, πήρε τον παλιό του σάκο από το κιβώτιο στην πλώρη του σκάφους και τον έριξε στον ώμο του, φροντίζοντας να μη φαίνεται η θήκη με το πιστόλι. Έδειξε δίπλα του. «Κώστας Καζαντζάκης. Άλλος ένας παλιός ναυτικός. Του μηχανικού κι αυτός».

«Αχά!» είπε ο Πραντές με μάτια που άστραφταν καθώς του έσφιγγε το χέρι. «Σε ποιο κλάδο;» «Υποβρύχια ρομποτική», είπε ο Κώστας. «Αλλά ασχολήθηκα μόνο για δύο-τρία χρόνια μετά το μεταπτυχιακό μου, ώσπου γνώρισα τον τύπο από δω. Και ξέχνα αυτά που είπε περί παλιού ναυτικού. Δεν φόρεσα σχεδόν καθόλου στολή». Ο Τζακ τον κοίταξε λοξά. «Εκτός από τότε που ανέβασες μια κανονιοφόρο στον ποταμό Σατ-Αλ-Αράμπ στον Πρώτο Πόλεμο του Κόλπου». «Αφού με είχαν βάλει σε αεροπλανοφόρο. Ήταν ολοκληρωτική σπατάλη των ικανοτήτων μου. Απλώς είπα να σκοτώσω λίγο το χρόνο μου». «Και να κερδίσεις το Σταυρό του Ναυτικού». «Μιλάς εσύ, που παριστάνεις τον έφεδρο ενώ ήσουν στις Ειδικές Δυνάμεις του βρετανικού ναυτικού; Κι εκείνα τα σιρίτια στη στολή σου... Αν θυμάμαι, είναι κάτι μετάλλια από τον Νότιο Ατλαντικό, τον Περσικό Κόλπο, την Αδριατική...» «Εννοείς κάτι κορδέλες, που τις πιο πολλές τις έχει φάει ο σκόρος. Παμπάλαια ιστορία». «Χαίρομαι που γνωρίζω δύο τόσο διακεκριμένους πολεμιστές», είπε ο Πραντές χαμογελώντας. «Αρχαιολόγους», τον διόρθωσε ο Τζακ. «Εγώ, όχι' αυτός», είπε ο Κώστας. «Με τίποτα. Εγώ είμαι σκέτα βοηθός του. Απλώς τον ακολουθώ. Για το θησαυρό στο τέλος της διαδρομής». Έβγαλε κι αυτός την εξάρτυση επιβίωσης, αποκαλύπτοντας το ζωηρόχρωμο χαβανέζικο σορτς. Ο Πραντές το κοίταξε καλά-καλά και ξερόβηξε. Ο Κώστας κοίταξε τον Τζακ προκλητικά και γύρισε πάλι στον Πραντές. «Είσαι από αυτά τα μέρη;» «Όχι, από την περιοχή του ποταμού Γκονταβάρι, γύρω στα τριακόσια χιλιόμετρα βόρεια από δω. Από το μέρος όπου θα πάμε μετά». «Όταν τηλεφώνησα από την Αίγυπτο για να κανονίσω αυτή τη συνάντηση, δεν είχα ιδέα πως υπήρχε κάποια σύνδεση», εξήγησε ο Τζακ στον Κώστα. «Όταν όμως ο Πραντές απάντησε στο email μου και μου είπε πως ήταν από το Μηχανικό του Μαδράς που εδρεύει στο Μπανγκαλόρ, ανέφερα τον προ-προπάππο μου». «Το πορτρέτο του συνταγματάρχη Χάουαρντ έχει τιμητική θέση στην τραπεζαρία του συντάγματος», είπε ο Πραντές. «Συνταγματάρχη;» ρώτησε ο Κώστας. «Νόμιζα πως ήταν υπολοχαγός». «Θα σου τα πω αργότερα», είπε ο Τζακ.

«Και ο συνταγματάρχης Γουόχοουπ είναι ένας από τους πιο σεβαστούς μας ήρωες», συνέχισε ο Πραντές. «Η δουλειά του με την Τοπογραφική Υπηρεσία της Ινδίας στη δεκαετία του 1880 και του 1890 βοήθησε να εδραιωθούν τα σύνορα με το Αφγανιστάν. Είναι τιμή μου να σας βοηθήσω. Οι αξιωματικοί εξακολουθούν να κάνουν προπόσεις στο όνομά τους την επέτειο της εξαφάνισής τους». «Εξαφανίστηκαν και οι δύο;» Ο Κώστας κοίταξε τον Τζακ. «Είπες ότι εξαφανίστηκε ο Χάουαρντ, αλλά και οι δύο;» «Αργότερα», απάντησε ο Τζακ. Έβαλε το χέρι στον ώμο του Πραντές κι έδειξε τον καταδυτικό εξοπλισμό που φαινόταν κάτω από μια τέντα, μερικά μέτρα πιο κάτω στην ακτή. «Ανυπομονώ να δω τι έχετε κάνει εδώ. Έχουμε μόνο μιάμιση ώρα μέχρι να έρθει το ελικόπτερο». Σαράντα πέντε λεπτά αργότερα, ο Τζακ σηκώθηκε από ένα τραπέζι κάτω από την τέντα και άφησε το μολύβι του. Ο Πραντές είχε κάνει στον Τζακ και τον Κώστα μια γρήγορη ξενάγηση της χερσαίας ανασκαφής, στη διάρκεια της οποίας πέρασαν και από το σκάμμα όπου ο Χιμπερμάγερ και τα δύο κορίτσια είχαν γονατίσει μέσα στη στεγνή λάσπη και φτυάριζαν προσεκτικά, περικυκλωμένοι από μια ομάδα Ινδών φοιτητών αρχαιολογίας. Ο Πραντές τους οδήγησε πίσω στο αντίσκηνο με τον καταδυτικό εξοπλισμό και ο Τζακ κράτησε σημειώσεις για τον αρχαιολογικό χώρο. Γύρισε στον Πραντές. «Το ρωμαϊκό υλικό παρασύρεται από τη διάβρωση στην κοίτη του ποταμού. Εκεί όπου έσκαβε ο Χιμπερμάγερ, τώρα φαίνεται πως υπάρχει η άκρη μιας μεγάλης αποθήκης από λασπότουβλα, αλλά υποψιάζομαι ότι τουλάχιστον η μισή έχει χαθεί. Έχει νερό με δύο- τρία μέτρα βάθος και ίσως πολλά μέτρα ιζήματος ακόμη. Θα είναι γεμάτο τεχνουργήματα, όχι όμως διαστρωματωμένα. Με τον εξοπλισμό που έχετε, θα αντιμετωπίσετε μεγάλο πρόβλημα στην ανασκαφή. Μπορούμε όμως να σας βοηθήσουμε». «Δοκιμάσαμε να χρησιμοποιήσουμε μια αναρροφητική βυθοκόρο, αλλά η οπή γεμίζει αμέσως και οι δύτες δεν μπορούν να δουν τίποτα». «Κώστα», είπε ο Τζακ. Ο Κώστας έκλεισε τον ασύρματο στον οποίο μιλούσε έξω από το αντίσκηνο. Μπήκε μέσα ανεβάζοντας τα γυαλιά ηλίου και σκουπίζοντας τον ιδρώτα από το μέτωπό του. «Είμαστε έτοιμοι. Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τη μεγάλη φουσκωτή λέμβο του Θαλάσσιου Ιχνηλάτη II για να περάσουμε τον εξοπλισμό από τα ρηχά». Ο Τζακ έσκυψε πάνω από το σχέδιο κι έδειξε με το μολύβι σε διάφορα

σημεία. «Η πρότασή μας είναι να κατασκευάσετε ένα φράγμα που θα περικλείει ένα μέρος της κοίτης του ποταμού, εφαπτόμενο με τον χερσαίο αρχαιολογικό χώρο», είπε. «Το ίζημα θα περνά από κόσκινο και θα αποβάλλεται έξω από το φράγμα, πράγμα που σημαίνει ότι το νερό στο εσωτερικό του θα παραμένει καθαρό. Μετά, έχουμε μια διάταξη που σχεδίασε ο Κώστας και τη χρησιμοποιήσαμε για πρώτη φορά στη Μαύρη Θάλασσα. Είναι σαν μια γιγάντια φόρμα κοπής για κουλουράκια, που τη βάζεις στην περιοχή όπου θέλεις να ανασκάψεις το ίζημα. Καλύπτει πέντε τετραγωνικά και έχει ενσωματωμένη αντλία, που η ισχύς της μπορεί να ενταθεί καθώς φτάνετε σε μεγαλύτερο βάθος. Ο σωλήνας εκροής θα είναι στη στεριά, όπου το ίζημα θα περνά από κόσκινο για μικρά ευρήματα και οργανικό υλικό. Μπορώ να κανονίσω με μερικούς από τους τεχνικούς μας να μείνουν εδώ ως σύμβουλοι». «Επειδή ο Τζακ κι εγώ θα πάμε στη Χαβάη», μουρμούρισε ο Κώστας. Ο Πραντές ξερόβηξε κι έριξε μια ματιά στο σορτς. «Αυτό βλέπω. Για διακοπές;» «Δουλειά», είπε ο Τζακ. Ο Πραντές τους κοίταξε με μισόκλειστα μάτια και χαμογέλασε. Γύρισε πάλι στο ποτάμι. «Είμαι ευγνώμων», είπε. «Ακόμη και το μικρότερο εύρημα σε αυτόν το χώρο αξίζει το βάρος του σε χρυσάφι. Και η κοίτη του ποταμού μπορεί να αποδειχτεί χρυσωρυχείο. Και τώρα, με συγχωρείτε για μερικά λεπτά να ενημερώσω τους δικούς μου». Ο Πραντές πήγε σε μια ομάδα δυτών που οργάνωναν τον εξοπλισμό στην προβλήτα και ο Τζακ γύρισε προς την κύρια ανασκαφή. Τι είχε δει ο συγγραφέας του Περίπλου όταν αποβιβάστηκε σε αυτό το σημείο πριν από δύο χιλιάδες χρόνια; Ήταν ένα ξέφωτο της ζούγκλας στην όχθη του ποταμού, μια περιοχή μικρότερη από ένα ποδοσφαιρικό γήπεδο. Ο Τζακ είδε με το νου του τοίχους από λασπότουβλα, στενά δρομάκια, αποθήκες με επίπεδη στέγη, μια σειρά από ρωμαϊκούς αμφορείς δίπλα στην αποθήκη, κιβώτια με ερυθροβαφή, κεραμικά από την Ιταλία. Το Αρικαμεντού ήταν σαν τη Βερενίκη στην Ερυθρά Θάλασσα, αλλά εντελώς φτωχικό, ένας καθαρά λειτουργικός οικισμός χωρίς ναούς, δίχως μωσαϊκά, μια κωμόπολη εμπορικών ανταλλαγών στην άκρη του αγνώστου, αλλά και ένα μέρος που δεν πρόδιδε την τεράστια αξία των εμπορευμάτων που περνούσαν από εκεί, όπου κάθε κεραμικό θραύσμα αποτελούσε μοναδική απόδειξη για ένα από τα πιο εκπληκτικά εγχειρήματα του αρχαίου κόσμου. «Τζακ!» Ο Χιμπερμάγερ πλησίασε σχεδόν τρέχοντας, με την Αϊσά και τη Ρεβέκκα ξοπίσω του. Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι από πάνω του. «Θυμάσαι

την Όστια, το λιμάνι έξω από τη Ρώμη; Την Πλατεία των Εμπόρων, με όλα εκείνα τα μικρά γραφεία; Αυτό έχουμε εδώ, σε αυτή την αποθήκη. Είναι ένα πολυκατάστημα, με κάθε θάλαμο να ανήκει σε έναν έμπορο, μια εταιρεία. Και δεν θα πιστέψεις ποιανού το γραφείο βρήκαμε μόλις τώρα. Το είδε η Αϊσά». Ένας Ινδός φοιτητής πλησίασε με ένα δίσκο ευρημάτων. Η Αϊσά πήρε προσεκτικά μια πλαστική σακούλα από μέσα κι έβγαλε ένα φθαρμένο θραύσμα. «Είναι ντόπιο, κατασκευής νότιας Ινδίας στα τέλη του πρώτου αιώνα π.Χ.». «Υπάρχει κάτι γραμμένο πάνω», είπε ο Τζακ. Η Αϊσά κατένευσε. Η φωνή της ήταν σφιγμένη από την έξαψη. «Είναι Ταμίλ. Δεν μπορούσα να το πιστέψω όταν το είδα. Είναι το ίδιο όνομα με αυτό που βρήκαμε στο θραύσμα στο σπίτι του εμπόρου στη Βερενίκη. Το γυναικείο όνομα, Αμρίτα». «Και τώρα, κοίτα αυτά τα άλλα θραύσματα», είπε ο Χιμπερμάγερ, παίρνοντας ένα και δείχνοντάς το στον Τζακ. «Το κεραμικό είναι της κεντρικής Ιταλίας, από αμφορέα κρασιού. Αναγνωρίζεις τον γραφικό χαρακτήρα;» «Αριθμοί», μουρμούρισε ο Τζακ. «Είναι λογιστικά βιβλία, λογαριασμοί. Αυτό που θα περίμενες». Είδε μερικές λέξεις στα ελληνικά και του ξέφυγε ένα επιφώνημα κατάπληξης. «Ναι, αναγνωρίζω το στιλ. Κοίτα πώς γέρνουν τα γράμματα. Μοιάζει με τον γραφικό χαρακτήρα των θραυσμάτων που βρήκατε στη Βερενίκη με το κείμενο του Περίπλου!» Ο Χιμπερμάγερ κατένευσε ενθουσιασμένος- μετά έδειξε την ανασκαφή. «Να τι βλέπω εγώ. Δεν ξέρουμε το όνομά του, αλλά ας τον ονομάσουμε Πρίσκο. Κάθεται εκεί, στο γραφείο του, με τη γυναίκα του, την Αμρίτα. Δουλεύουν μαζί. Αυτή είναι ντόπια, έχει επιχειρηματικές διασυνδέσεις εδώ, και η οικογένειά της κρατά το γραφείο τους όταν γυρίζουν στην Αίγυπτο. Θυμάσαι που υποψιαστήκαμε πως εμπορευόταν μετάξι, ίσως και πολύτιμους λίθους; Ε λοιπόν, κοίτα αυτές τις λέξεις. Εδώ λέει “σηρικόν”, δηλαδή μετάξι. Οι αριθμοί πρέπει να είναι ποιότητες, ποσότητες, τιμές. Και κοίτα κι αυτήν εδώ. “Σάπφειρος”. Έτσι ονόμαζαν οι Έλληνες το λάπις λάζουλι. Αυτή τη λέξη μεταχειρίζεται και ο συγγραφέας του Περίπλου. Ο οποίος είναι ο έμπορός μας. Στην αρχαιότητα, αυτό μπορεί να σημαίνει μόνο το λάπις λάζουλι που έβγαζαν στα βουνά Μπαντακσάν στο Αφγανιστάν». «Εννοείς αυτό το πράγμα», είπε ο Κώστας, βγάζοντας μια γυαλιστερή μπλε πέτρα από την τσέπη του σορτς του.

Ο Χιμπερμάγερ τον κοίταξε με ανοιχτό το στόμα. «Αυτό είναι το κομμάτι που βρήκες στη Βερενίκη! Δεν μπορούμε να σε πάμε πουθενά! Τι γίνεται μ’ εσάς τους δύτες;» «Α, το κάνει και ο Τζακ μερικές φορές», είπε σοβαρός- σοβαρός ο Κώστας. «Απλώς το δανείστηκα. Για καλοτυχία, μέχρι να φτάσουμε στη Χαβάη. Τότε, μπορείτε να το πάρετε». Ο Τζακ συγκράτησε ένα χαμόγελο. «Τίποτε άλλο, Μορίς;» Ο Χιμπερμάγερ ξεφύσηξε κοιτάζοντας τον Κώστα. Μετά, γύρισε στη Ρεβέκκα. «Ε λοιπόν, η κόρη σου μόλις κέρδισε τις αρχαιολογικές της περγαμηνές», είπε. «Βρήκε κάτι, εκείνα τα λίγα λεπτά που σκάψαμε μαζί με τους φοιτητές. Είναι τυχερή, έχει ταλέντο να βρίσκει πράγματα». «Κάτι μου θυμίζει αυτό», είπε ο Τζακ. Η Ρεβέκκα άνοιξε το χέρι της και του έδειξε ένα τέλειο λαδί πετράδι. Ήταν άκοπο αλλά αντανακλούσε έντονα τον μεσημεριάτικο ήλιο. «Περίδοτο», είπε έκπληκτος ο Τζακ. Της πήρε το πετράδι και το σήκωσε ψηλά. «Από το Νησί του Αγίου Ιωάννη, κοντά στη Βερενίκη. Ο Κώστας κι εγώ πετάξαμε από πάνω πριν από μερικές ημέρες. Ώστε πιστεύεις ότι ο έμπορός μας το έβγαλε από την Αίγυπτο;» «Και το αντάλλασσε με μετάξι», είπε η Αϊσά. «Κοιτάζοντας αυτό το πετράδι, μπορείς να καταλάβεις γιατί άρεσε στους Κινέζους. Είναι σαν διαυγής νεφρίτης». «Η αυτοκρατορία του πολεμιστή», μουρμούρισε ο Τζακ, σηκώνοντας το πετράδι στον ήλιο και κοιτάζοντας το πράσινο φως που έριχνε στην παλάμη του άλλου του χεριού. «Τι εννοείς;» ρώτησε ο Κώστας. «Απλώς μια εικόνα που μου ήρθε», εξήγησε ο Τζακ. «Κινέζικα πλοία, πολεμιστές που έρχονται από την Ανατολή. Όμως αυτό το εύρημα την κάνει πραγματική». «Και κλείνει τον κύκλο», είπε ο Χιμπερμάγερ. «Ρώμη, Αίγυπτος, Ινδία, λάπις λάζουλι από τα ορυχεία του Αφγανιστάν, ο Δρόμος του Μεταξιού, η μυθική πόλη του Ξιάν. Ένας κύκλος οκτώ χιλιάδων χιλιομέτρων, που συνδέει τις δύο μεγαλύτερες αυτοκρατορίες που έχει γνωρίσει ο κόσμος». Ο Κώστας πήρε το πετράδι από τον Τζακ. Το σήκωσε προς τον ήλιο, έχοντας ακόμη το κομμάτι του λάπις λάζουλι στο άλλο του χέρι. Το φως πέρασε από μέσα τους και φάνηκαν να λάμπουν μαζί, σαν να είχαν πυρακτωθεί. Τα έφερε πιο κοντά και μετά έκανε ένα μορφασμό πόνου και τα απομάκρυνε. «Καίνε», είπε. «Μάλλον ένα φαινόμενο εστίασης, σαν μεγεθυντικός φακός που

συγκεντρώνει το φως», είπε ο Πραντές επιστρέφοντας. «Υπήρχαν πάντα ιστορίες για πολύτιμους λίθους που έχουν τέτοια συμπεριφορά, ένα λογικό αποτέλεσμα της διάθλασης. Ένας από τους καθηγητές μου στο Πανεπιστήμιο Ρούρκι ειδικευόταν σε αυτά τα φαινόμενα. Αλλά δεν είχα ξανακούσει για περίδοτο και λάπις λάζουλι να αλληλεπιδρούν έτσι, ιδιαίτερα άκοπες πέτρες. Θα ήταν ενδιαφέρουσα έρευνα». «Μπορείτε να χρησιμοποιήσετε το εργαστήριο του ΔΠΩ όποτε θέλετε», είπε με έξαψη ο Κώστας. Έδωσε το περίδοτο πίσω στη Ρεβέκκα κι έβαλε στην τσέπη το λάπις λάζουλι. «Όμως», συνέχισε απευθυνόμενος στον Πραντές, «γρήγορα θα βαριόσουν με τους πολύτιμους λίθους. Από την άλλη μεριά, τελευταία δουλεύω πάνω σε μερικά εκπληκτικά πράγματα στην υποβρύχια ρομποτική. Έχουν και πολλές στρατιωτικές εφαρμογέςακριβώς ο τομέας σου, φαντάζομαι». «Αλήθεια;» είπε ο Πραντές. «Πες μου». «Θα έχουμε άφθονο χρόνο γι’ αυτά αργότερα», είπε ο Τζακ. Σκίασε τα μάτια του και κοίταξε το ελικόπτερο Λυγξ που πλησίαζε από τον Θαλάσσιο Ιχνηλάτη II πετώντας χαμηλά πάνω από την ακτή. Αισθάνθηκε μια έξαψη να τον πλημμυρίζει. «Είμαστε έτοιμοι;» Ο Πραντές κατένευσε κι έδειξε δύο άντρες με τζιν και μπλουζάκια, με σακίδια και αυτόματα τουφέκια G3. «Δύο από τους σκαπανείς μου», είπε. «Δεν θέλω να ενοχλήσω τους ντόπιους ιθαγενείς μπαίνοντας στη ζούγκλα με στρατιώτες, αλλά υπάρχει μεγάλος κίνδυνος από τους Μαοϊστές αντάρτες. Δεν θέλω να είμαι υπεύθυνος για την εξαφάνιση του πιο διάσημου υποβρύχιου αρχαιολόγου του κόσμου». «Και του βοηθού του!» πρόσθεσε ο Κώστας. Η Ρεβέκκα κοίταξε θλιμμένα τον Τζακ, δείχνοντας το περίδοτο που κρατούσε. «Αν κέρδισα τις αρχαιολογικές μου περγαμηνές όπως λέει ο Χίμπι, αυτό σημαίνει ότι μπορώ να έρθω μαζί σου τώρα;» «Όχι αυτή τη φορά». Ο Τζακ έκανε μια παύση και κοίταξε τον Χιμπερμάγερ. «Αλλά ο Χίμπι μπορεί να σε αφήσει να οδηγήσεις το Ζόντιακ στην επιστροφή. Αργά». «Α, ωραία». Η Ρεβέκκα έβαλε το πετράδι στο δίσκο των ευρημάτων και χτύπησε παλαμάκια. Ο Τζακ χαμογέλασε κι έκανε μια κυκλική κίνηση με τα δάχτυλά του στον Κώστα. «Έτοιμοι;» «Έτοιμοι».

8

Τρεις ώρες αφότου έφυγαν από το ρωμαϊκό Αρικαμεντού, ο Τζακ καθόταν δίπλα στον Κώστα και τον Πραντές στο πρωραίο κατάστρωμα ενός σκάφους με πλωτήρες που κινούνταν δυτικά ανεβαίνοντας τον ποταμό Γκονταβάρι, κόντρα στο ρεύμα. Ο Τζακ ένιωθε την έξαψή του να μεγαλώνει. Θα εκπλήρωνε ένα προσωπικό του όνειρο - να ακολουθήσει τη διαδρομή του προγόνου του, να ανακαλύψει τι είχε δει ο υπολοχαγός Τζον Χάουαρντ στη ζούγκλα εκείνη την ημέρα του 1879. Κρατιόταν από το κάγκελο του σκάφους και κοίταζε μπροστά με προσμονή. Είχαν πετάξει με το ελικόπτερο βόρεια από το Αρικαμεντού, κατά μήκος της ακτής της Ινδίας, μέχρι το λιμάνι του Κοκανάντα, και εκεί, στο δέλτα του ποταμού, έστριψαν προς την ενδοχώρα. Είχαν πετάξει χαμηλά πάνω από εκατομμύρια στρέμματα με ρύζι και ζαχαροκάλαμο, περνώντας μέσα από τα σύννεφα της γλυκιάς οσμής που ανέδιδε η ζύμωση από την επεξεργασία της ζάχαρης. Στο Ντοουλαϊσβέραμ, γύρω στα πενήντα χιλιόμετρα από την ακτή, είχαν προσγειωθεί στο μεγάλο φράγμα που έδινε στο δέλτα τη γονιμότητά του, και ο Πραντές τους είχε δείξει πού βρισκόταν η βάση των Σκαπανέων του Μαδράς όσο έχτιζαν το φράγμα στη δεκαετία του 1860. Πίσω από το φράγμα μεταφέρθηκαν στο σκάφος με πλωτήρες της Ατμοπλοϊκής Εταιρείας Πλοήγησης του Γκονταβάρι για το ταξίδι τους μέσα στη ζούγκλα, πάνω από τρεις χιλιάδες χιλιόμετρα αρδευτικών καναλιών, που πενταπλασίασαν την καλλιεργούμενη έκταση. Ήταν ένα από τα μεγάλα επιτεύγματα της βρετανικής διακυβέρνησης στην Ινδία, όμως

καθώς ανέβαιναν το ποτάμι, οι ενδείξεις της ανθρώπινης κυριαρχίας επάνω στη φύση μειώνονταν κι έβλεπαν μόνο προσπάθειες προσαρμογής και αποδοχή, όπως είχαν δει και στην ακτή του Αρικαμεντού. Όπως συνέβαινε με όλα τα μεγάλα ποτάμια που φούσκωναν από τα νερά των βροχών, όπως ο Νείλος και ο Μισισιπής, κάθε προσπάθεια χαλιναγώγησης των νερών του Γκονταβάρι έδινε μόνο μια ψευδαίσθηση επιτυχίας - εφήμερες κατασκευές ενάντια σε μια ασυγκράτητη δύναμη που μπορούσε να σαρώσει ακόμη και τα πιο μεγαλόπρεπα ανθρώπινα επιτεύγματα μέσα σε μια στιγμή. «Ο Γκονταβάρι είναι ο δεύτερος πιο ιερός ποταμός στην Ινδία, μετά τον Γάγγη», είπε ο Πραντές καθώς έμπαιναν με το σκάφος στο κεντρικό κανάλι. «Ήθελα να βιώσετε τα πρώτα δεκαπέντε μίλια του ταξιδιού από το ποτάμι για να καταλάβετε εκείνους τους στρατιώτες πριν από εκατόν τριάντα χρόνια που ανέβαιναν αυτά τα νερά με ένα ποταμόπλοιο με τροχό, χωρίς να ξέρουν τι να περιμένουν». «Πέρα από τα κουνούπια», πρόσθεσε ο Κώστας χτυπώντας ένα στο πόδι του. Ο Πραντές κατένευσε. «Στο τέλος της εκστρατείας του Ράμπα, τα τέσσερα πέμπτα των στρατευμάτων είχαν προσβληθεί από ελονοσία και πολλοί είχαν πεθάνει. Οι Κόγια, η φυλή της ζούγκλας, έχουν κάποιο βαθμό ανοσίας. Πίστευαν ότι ο πυρετός ήταν η εκδίκηση του δαίμονα που φοβούνται πιο πολύ, του κόντα ντεβάτα, του πνεύματος της τίγρης». Ο Κώστας κοίταξε μέσα από την καταχνιά μπροστά τους τα περιγράμματα λόφων που μόλις διακρίνονταν στα ανατολικά. «Εκεί είναι η πηγή του ποταμού;» «Όχι, πολύ πιο δυτικά», απάντησε ο Πραντές. «Μερικοί λένε ότι τα νερά του χύνονται από το στόμα ενός ιερού ειδώλου κοντά στη Βομβάη. Λένε ακόμη ότι συνδέεται με τον Γάγγη με ένα υπόγειο κανάλι που ενώνει τα νερά των μεγάλων ποταμών της Ινδίας». «Ακούγεται μάλλον σαν ευσεβής πόθος», είπε ο Τζακ. «Ο μηχανικός μέσα μου συμφωνεί, αλλά παρ’ όλα αυτά, είναι ελκυστική ιδέα. Στην Ινδία, τα πάντα μοιάζουν να ρέουν από το Βορρά προς τα κάτω, προς Νότο. Εισβολείς όπως οι Μογγόλοι, θρησκείες όπως ο βουδισμός. Όμως κανένα από αυτά τα στοιχεία δεν διείσδυσε στους λόφους, στη ζούγκλα. Η περιοχή του Ράμπα, όπου πηγαίνουμε, δεν τοπογραφήθηκε παρά μόνο το 1928. Την εποχή της εξέγερσης του 1879, η περιοχή ήταν ένα μεγάλο κενό στο χάρτη. Ακόμη και τώρα υπάρχουν εκατοντάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα που τα επισκέπτονται μόνο κυνηγοί των ιθαγενών φυλών. Ακόμη και οι ιεραπόστολοι δεν πηγαίνουν εκεί».

Για μισή ώρα σχεδόν ταξίδευαν αμίλητοι, κοιτάζοντας τις λασπερές όχθες καθώς ο ποταμός στένευε σταδιακά. Αρχικά το πλάτος του ξεπερνούσε το ενάμισι χιλιόμετρο, γρήγορα όμως έγινε μόνο μερικές εκατοντάδες μέτρα. Μέσα από τους κοκοφοίνικες έβλεπαν βόδια να οργώνουν ορυζώνες. Πέρασαν γυναίκες με βρεγμένα σαρί που πλένονταν στο ποτάμι, κι άλλες που χτυπούσαν την μπουγάδα τους σε πέτρες, διακινδυνεύοντας να τις παρασύρει το ρεύμα. Άντρες φορώντας μόνο ένα πανί γύρω από τη μέση ήταν ξαπλωμένοι στην κουπαστή στις βάρκες τους, λίγο πάνω από το νερό, για να δροσιστούν. Παντού έβλεπαν ενδείξεις παρακμής ή ανάκαμψης - δύσκολο να καταλάβεις τι από τα δύο. Ο Τζακ συνειδητοποίησε πως η γαλήνη αυτών των σκηνών ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τη βία της επερχόμενης εποχής των μουσώνων, όταν τα νερά του ποταμού θα σάρωναν τα πάντα στις όχθες. Πέρασαν μια σειρά ξύλινους πασσάλους στη μέση του ποταμού, με κουρελιασμένα υπολείμματα διχτυών απλωμένα στο ρεύμα ανάμεσά τους. Ήταν λες και τα δίχτυα ήταν εκεί για να συλλάβουν την ιστορία, θραύσματα του παρελθόντος που είχαν παρασυρθεί από τη ζούγκλα πιο πάνω στο ποτάμι. Αφότου έφυγαν από το Αρικαμεντού, ο Τζακ προσπαθούσε να συντονιστεί με την αρχαιολογία των ποταμών, να αισθανθεί μέρη που θα μπορούσαν να κρύβουν θησαυρούς. Ήταν σαν τις προβιές που χρησιμοποιούσαν οι χρυσοθήρες για να συλλέξουν ψήγματα χρυσού στα ρυάκια των βουνών. Σε άλλες περιπτώσεις όμως αυτές οι προβιές παρέμεναν κενές, χωρίς το παραμικρό ίχνος του παρελθόντος. Ήταν ένα διαφορετικό είδος αρχαιολογίας εδώ, τα ευρήματα πιο δυσδιάκριτα, χωρίς τις βεβαιότητες ενός ναυαγίου. Οι ανθρώπινες παρεμβάσεις στην όχθη του ποταμού, όπως και στην ακτή του Αρικαμεντού, έμοιαζαν εφήμερες, σε συνεχή αναδιαμόρφωση. Το μοναδικό μόνιμο οικοδόμημα που είδαν ήταν ένας υπέροχος λευκός ναός σε ένα βραχώδες νησί μέσα στο ποτάμι, με την οροφή του ένα στρόβιλο από γλυπτά φίδια πάνω από διαζώματα βαμμένα χρυσά. Ο Πραντές έκοψε ταχύτητα, έβαλε το χέρι σε ένα μπολ και πέταξε μια χούφτα πέταλα λουλουδιών μέσα στο νερό. «Αυτός είναι ο Βισνού που κοιμάται κάτω από το κουλουριασμένο πεντακέφαλο φίδι Σέσα», είπε. «Το σκούρο μπλε, το χρώμα του λάπις λάζουλι και του Βισνού, είναι το χρώμα της αιωνιότητας, της αθανασίας». «Οι κάτοικοι της ζούγκλας είναι ινδουιστές;» ρώτησε ο Κώστας. «Όχι», απάντησε ο Πραντές. Άνοιξε πάλι γκάζι και ύψωσε τη φωνή του για να ακουστεί πάνω από το θόρυβο της μηχανής. «Πιο πάνω υπάρχει ένας

λόφος που λέγεται Σίβα. Είναι στην άκρη της ζούγκλας. Αυτή η ονομασία, Σίβα, είναι σαν να βάζεις έναν χριστιανικό σταυρό σε έναν παλιό ρωμαϊκό ναό, μόνο που εδώ δεν έχει γίνει καν προσπάθεια προσηλυτισμού, καμία προσπάθεια καταπίεσης των παλιών πεποιθήσεων. Ο ινδουισμός είναι σαν αρχαιολογικός χώρος. Αν αφαιρέσεις τα άνω στρώματα, θα βρεις ακόμη από κάτω τους παλιούς θεούς, τις παλιές θρησκείες. Όμως, εκεί που πηγαίνουμε δεν υπάρχει τίποτα για να αφαιρέσεις. Εκείνος ο ναός είναι το τελευταίο προπύργιο των καμπίσιων ενάντια στη ζούγκλα μπροστά μας, ένα μέρος όπου ακόμη και οι θεοί τους φοβούνται να πάνε». Σιγά-σιγά άρχισαν να βλέπουν όλο και λιγότερους ανθρώπους στις όχθες και ύστερα από λίγο, κανέναν. Οι ανοιχτοί ορυζώνες έδωσαν τη θέση τους πρώτα σε θάμνους και μετά στη ζούγκλα, ένα πυκνό τείχος από καταπράσινα φυλλώματα, που έφτανε μέχρι τις πλαγιές και αγκάλιαζε τις όχθες, πλαισιώνοντας το ποτάμι με παλμύρες και κοκοφοίνικες που κρέμονταν επάνω από ασημόχρωμες παραλίες. Μια ομίχλη υψωνόταν από τα δέντρα και κατέβαινε στις όχθες, αφήνοντας ένα στενό πέρασμα στο κέντρο του ποταμού όπου η ατμόσφαιρα ήταν καθαρή. Γρήγορα οι κατάφυτοι λόφοι της ζούγκλας έγιναν ψηλοί, τριακόσια μέτρα ή και παραπάνω δεξιά κι αριστερά από το ποτάμι, με το πάνω μέρος τους μόλις να διακρίνεται μέσα στην ομίχλη σαν γαλαζοπράσινη σιλουέτα. Μια μακριά επίπεδη βάρκα ξεπρόβαλε από μια στροφή, ακολουθώντας το ρεύμα με τη μηχανή της στο ρελαντί. Ήταν φορτωμένη με στοίβες ινδικές καρύδες και μακριά κομμάτια από κορμούς δέντρων, ταμάρινδο και μαόνι. Ένας αστυνομικός με άθλια χακί στολή ήταν ξαπλωμένος στην πρύμνη κρατώντας ένα παλιό τουφέκι Λι-Ένφιλντ και τους κοίταξε καχύποπτα καθώς περνούσε δίπλα τους. Ο Πραντές του κούνησε εύθυμα το χέρι. «Οι αστυνομικοί ήταν πάντα ένα πρόβλημα εδώ», είπε. «Οι φυλές των λόφων τους θεωρούν προστάτες των καμπίσιων που παίρνουν άδειες δασικής εκμετάλλευσης, των ανθρώπων που έρχονται και κόβουν τα πολύτιμα δέντρα τους. Και προφανώς δεν μπορείς να φανταστείς αυτό τον τύπο να αντιμετωπίζει τους Μαοϊστές αντάρτες' έτσι δεν είναι; Όμως αυτό ανοίγει ένα άλλο πρόβλημα. Αν στρατιωτικοποιήσεις την αστυνομία, οι φυλές των λόφων θα ενοχληθούν ακόμη περισσότερο, και αν στείλεις στη ζούγκλα το στρατό για να αντιμετωπίσει τους Μαοϊστές, ρισκάρεις μια επανάληψη της κατάστασης του 1879. Οι σκαπανείς είναι η καλύτερη λύση, γιατί οι φυλές των λόφων τους βλέπουν να κάνουν χρήσιμα πράγματα, να φτιάχνουν δρόμους, να χτίζουν κλινικές και σχολεία. Οι σκαπανείς είναι στρατιώτες και αυτοί, διαφορετική όμως κατηγορία ανθρώπων».

«Αυτό βλέπω», είπε ο Τζακ χαμογελώντας. Ο Πραντές μείωσε ταχύτητα κι έβγαλε το σκάφος από το κυρίως ρεύμα, πλησιάζοντας στην αριστερή όχθη, όπου ο σιγανός ήχος της μηχανής πνίγηκε από τις στριγκλιές και τα ξεφωνητά μιας ομάδα λευκοπρόσωπων πιθήκων λανγκούρ που τους παρατηρούσαν από τα δέντρα. Το σκάφος πέρασε μια στροφή του ποταμού και είδαν μονοπάτια που ξεκινούσαν από την παραλία και οδηγούσαν σε χαμηλά σπίτια σε ένα ξέφωτο στη ζούγκλα. Είχαν σκεπές από φύλλα φοινικιάς και τα σκίαζαν τα μάνγκο και οι ταμάρινδοι που υψώνονταν από πάνω τους. Για πρώτη φορά είδαν Κόγια. Ήταν μελαψοί νευρώδεις άντρες που φορούσαν μόνο ένα πανί στη μέση και στέκονταν κάτω από τους κοκοφοίνικες και τους παρακολουθούσαν. Ένας από αυτούς φορούσε προβιά λεοπάρδαλης και από το λαιμό του κρεμόταν ένα φτερό παγονιού. «Αυτό είναι το χωριό του Πουλιραμαναγκούντεν», είπε ο Πραντές. «Σημαίνει το Μέρος του Θεού της Τίγρης». «Τίγρεις...» μουρμούρισε ο Κώστας. «Υπάρχουν καθόλου ελέφαντες;» «Σπάνια- υπάρχουν όμως άφθονα γκάουρ, οι τοπικοί βίσωνες. Οι Κόγια ονομάζουν αυτό το τμήμα της ζούγκλας Παπικοντάλου, Λόφοι των Βισώνων. Οι βίσωνες έχουν περίπου μέγεθος μικρού ελέφαντα. Τους έχω ακούσει τη νύχτα να τρέχουν μέσα στη ζούγκλα με βροντερό ποδοβολητό, μουγκρίζοντας και αγκομαχώντας σαν μυθολογικά πλάσματα. Το μόνο που βλέπεις είναι το ασπράδι των ματιών τους. Ακόμη και οι τίγρεις τους αποφεύγουν». Ο Κώστας γρύλισε. «Άλλος ένας εκλεκτός προορισμός διακοπών του ΔΠΩ». Συνέχισαν να πλέουν τυλιγμένοι ακόμη στην ομίχλη της όχθης, κι έφτασαν σε μια άλλη στροφή. Τώρα έβλεπαν στα νερά μπροστά τους τη ροή του κεντρικού καναλιού. Ο Πραντές παρέμεινε κοντά στην όχθη ώσπου έφτασαν να απέχουν μόνο μερικά μέτρα από το άκρο της στεριάς στη στροφή, κρατώντας το σκάφος σχεδόν ακίνητο καθώς περίμενε να τους τραβήξει το ρεύμα στο μέσο του ποταμού. Ο Τζακ είδε μια γυναίκα να κάθεται πάνω στις μπερδεμένες ρίζες μιας ινδικής συκιάς. Ήταν πολύ ηλικιωμένη και τυφλή. Τα μάτια της ήταν σαν μάτια αρχαίου αγάλματος από τα οποία έχει φύγει η μπογιά και είχε απομένει μόνο το άσπρο. Παρ’ όλα αυτά όμως ο Τζακ αισθάνθηκε σαν να τον κοίταζε, σαν να τον είχε καρφώσει με το βλέμμα της. Θύμιζε «πιετά», μητέρα που θρηνεί ένα χαμένο παιδί. Ο Τζακ θυμήθηκε τη βικτοριανή φωτογραφία της μητέρας και του παιδιού πάνω από το παλιό σεντούκι στην καμπίνα του, την προ-προγιαγιά

του με το μωρό της. Κοίταξε στα φυλλώματα της ζούγκλας πάνω από τη γυναίκα, και μέσα από ένα άνοιγμα στην ομίχλη είδε τους λόφους να υψώνονται σκοτεινοί μπροστά στο φόντο του ουρανού. Ένιωσε μια έντονη αίσθηση οικειότητας, που αμέσως μετά χάθηκε. Στο άκρο της στεριάς στη στροφή, ένας νεροβούβαλος εμφανίστηκε ξαφνικά, παλεύοντας να ξεφύγει από ένα καπίστρι δεμένο σε πάσσαλο. Ήταν μια ξαφνική, βίαιη κίνηση που έκανε την καρδιά του Τζακ να χτυπήσει πιο δυνατά. Το ρεύμα παρέσυρε το σκάφος και ο Πραντές άνοιξε το γκάζι οδηγώντας το στο κεντρικό κανάλι, μακριά από τη γυναίκα, που χάθηκε μέσα στην καταχνιά μόλις προσπέρασαν τη στροφή. Το ποτάμι πλάτυνε και η ομίχλη διαλύθηκε, και ο Τζακ κατάλαβε πού βρίσκονταν. Το μέρος ταίριαζε ακριβώς με την περιγραφή στο ημερολόγιο του προ-προπάππου του. Ο Πραντές οδήγησε πάλι το σκάφος στα ήρεμα νερά δίπλα στην αριστερή όχθη κι έπεσε μαλακά με την πλώρη στην άμμο της παραλίας ώσπου το σκάφος κόλλησε. Ο Τζακ κοίταξε στην απέναντι όχθη. Ήταν μια αμμοσύρτη με μήκος μερικές εκατοντάδες μέτρα κατά μήκος μιας άλλης στροφής του ποταμού, όπου είχε συσσωρευτεί άμμος από το ρεύμα. Η αμμοσύρτη κοβόταν σε ένα σημείο και στο ίδιο ύψος στην όχθη φαινόταν η ξερή κοίτη ενός χειμάρρου. «Εκεί πέρα», είπε ο Πραντές, δείχνοντας. «Εκεί έγινε». «Ξέρω», απάντησε σιγανά ο Τζακ. «Είναι ακριβώς όπως το φαντάστηκα». «Μην περιμένεις να βρεις τίποτε από το 1879 στην όχθη», είπε ο Πραντές. «Αυτή η αμμοσύρτη παρασύρεται κάθε χρόνο από τα νερά των μουσώνων και σχηματίζεται ξανά. Πρέπει να πάμε στο χωριό που φαίνεται λίγο πιο ψηλά στην πλαγιά, στις παρυφές της ζούγκλας». «Εσύ διατάζεις», είπε ο Τζακ. Ο Πραντές κοίταξε το ρολόι του. «Το ελικόπτερο θα φτάσει σε μία ώρα για να μας πάει πιο βαθιά στη ζούγκλα. Θα είναι πάνω και οι δύο σκαπανείς μου. Δεν ήθελα να προκαλέσω εχθρότητα παίρνοντάς τους μαζί μας στο ποτάμι, ούτε όμως θέλω να μπω στη ζούγκλα χωρίς αυτούς, όσο κι αν σέβομαι την Μπερέτα των εννιά χιλιοστών που έχεις μαζί σου, Τζακ». «Την είδες», είπε ο Τζακ. «Φρόντισε μόνο να μην τη δουν οι ντόπιοι. Είναι πολύ τεταμένα τα πράγματα εδώ πάνω. Αν μας δει κάποιος ντόπιος που δεν με γνωρίζει και υποψιαστεί πως είμαστε αξιωματούχοι της κυβέρνησης, το παιχνίδι έχει τελειώσει. Όλα τα στόματα θα σφραγιστούν. Λοιπόν, θα κάνουμε μια μικρή στάση εδώ, πριν συνεχίσουμε. Μπορεί να σας φαίνεται παράξενο με αυτή τη ζέστη, αλλά διψάω για λίγο τσάι».

Ο Πραντές άρχισε να ετοιμάζει ένα παλιό χτυπημένο τσαγερό και ένα κουζινέτο από την αποθήκη του σκάφους, ενώ ο Κώστας εξαφανίστηκε διακριτικά στην όχθη. Ο Τζακ καθόταν μόνος κοιτάζοντας τριγύρω. Είχαν αφήσει την ομίχλη στα στενά πίσω τους και τώρα βρίσκονταν σε μια όαση φωτός, λες κι ο αέρας είχε καθαριστεί. Η απέναντι όχθη απλωνόταν σε κυκλικό σχήμα σαν καμπυλωτό ξίφος, με εκτυφλωτική χρυσαφένια άμμο. Πίσω της υψώνονταν κορμοί δέντρων και μεγάλοι ογκόλιθοι από ψαμμίτη, καθαρισμένοι από τις πλημμύρες. Πιο πάνω φαινόταν ο θόλος των φυλλωμάτων της ζούγκλας, μυριάδες αποχρώσεις του πράσινου, που ανέβαιναν τις απότομες πλαγιές των γκρεμών συγκλίνοντας πιο πάνω στο ποτάμι, στο μεγάλο φαράγγι του Γκονταβάρι. «Μπροστά μας, εκεί όπου στενεύει το φαράγγι, ο ποταμός έχει πλάτος μόνο διακόσια μέτρα», είπε ο Πραντές, δίνοντάς του ένα ποτήρι με τσάι. «Οι λόφοι από τις δύο πλευρές έχουν πάνω από οκτακόσια μέτρα ύψος και το ποτάμι είναι πολύ βαθύ, σχεδόν εκατό μέτρα». Ο Τζακ κοίταξε τα κατάφυτα τοιχώματα του φαραγγιού. Ήταν δελεαστικό αλλά και απειλητικό ταυτόχρονα, σαν ένα πέρασμα ψηλά στα βουνά που υποσχόταν την ύπαρξη μιας καταπράσινης κοιλάδας από πίσω, αλλά απειλούσε με πολλούς κινδύνους όποιους δοκίμαζαν να το περάσουν. Για τους λίγους καμπίσιους που είχαν φτάσει μέχρι εδώ, υπήρχε η υπόσχεση της Κατοικίας των Αθανάτων, της Ουράνιας Πόλης. Για τους πρώτους Ευρωπαίους ήταν το μυθικό βασίλειο της Γκολκόντα, το Όρος του Φωτός, όπου είχε εξορυχθεί το περίφημο διαμάντι Κοχ-ι-νούρ, κάπου πέρα από το φαράγγι μπροστά τους. Όμως πριν εμφανιστούν τα ατμόπλοια, αυτό ήταν το τέλος της διαδρομής από το ποτάμι, και οι περισσότεροι από αυτούς που είχαν φτάσει ως εδώ αναγκάστηκαν να γυρίσουν πίσω, αδυνατώντας να περάσουν το ορμητικό ρεύμα μέσα στο φαράγγι που έσπρωχνε πίσω τα σκάφη τους και τους επανέφερε στον πολιτισμό. Ο Τζακ κοίταξε μέσα στο νερό. Ήταν θολό, όχι από σκόνη αλλά από κάποια άλλη σκοτεινιά. Το φως του ήλιου έμοιαζε να εξαφανίζεται μέσα του. Τα πρανή του φαραγγιού θα έπρεπε να καθρεφτίζονται στο νερό, αλλά δεν έβλεπε τίποτα. Ήταν παράξενο και ανησυχητικό, λες και το ποτάμι ήταν μια μαύρη τρύπα που κατάπινε την πραγματικότητα και τον άφηνε να αναρωτιέται μήπως η όχθη με την ομίχλη ήταν κάποια οφθαλμαπάτη, τόσο κοντά στην εικόνα που είχε γι’ αυτό το μέρος από παιδί, ώστε να του δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν αυτό που βλέπει είναι πραγματικό ή όχι. Βγήκε από την ονειροπόληση καθώς είδε τον Κώστα να ξετρυπώνει τρέχοντας από τη βλάστηση και να πηδά στην πλώρη του σκάφους, ταραγμένος και με

σχεδόν μισοανεβασμένο το σορτς του. «Τι έγινε; Απείλησε κάτι τον ανδρισμό σου;» τον πείραξε ο Τζακ. «Αράχνες», απάντησε λαχανιασμένος ο Κώστας. Κάθισε κάτω και παρατήρησε ανήσυχος τα πόδια του. «Κάτι αράχνες τεράστιες σαν πιάτα». «Οι αράχνες είναι ακίνδυνες, εκτός κι αν τις προκαλέσεις», είπε ο Πραντές και του έδωσε ένα ποτήρι τσάι. «Να έχεις όμως το νου σου στις κόμπρες. Οι Κόγια χρησιμοποιούν μια ρίζα σε αντίδοτο για το δηλητήριο, αλλά δεν έχω καταφέρει να τη βρω». «Υπάρχει πάντα και η Μπερέτα του Τζακ», είπε ο Κώστας. «Είναι κακό κάρμα να πυροβολείς φίδια», παρατήρησε ο Πραντές κουνώντας το δάχτυλο. «Τέλος πάντων, μην ανησυχείς. Δεν θα διασχίσουμε τη ζούγκλα. Ο Τζακ ήθελε να ακολουθήσει τα βήματα του προγόνου του, αλλά τον έπεισα να πάμε με το ελικόπτερο. Συμφώνησε γιατί ανησυχούσε για τη δική σου ασφάλεια». «Τη δική μου ασφάλεια; Ο Τζακ; Σίγουρα! Πρώτη φορά το ακούω αυτό», γκρίνιαξε ο Κώστας, σκουπίζοντας τον ιδρώτα από το πρόσωπό του και χτυπώντας ένα κουνούπι. «Τουλάχιστον έχουμε πάρει όλοι φάρμακα κατά της ελονοσίας». «Αυτό είναι κάτι άλλο που ήθελα να σας πω», βιάστηκε να πει ο Πραντές. «Δεν είναι πάντα αποτελεσματικά εδώ. Ξέρω όμως κάποιον που μπορεί να μας δώσει ένα μικρό ενισχυτικό στο χωριό». Ο Τζακ κοίταξε πάλι τη σκηνή και τη φαντάστηκε πριν από εκατόν τριάντα χρόνια. «Τι ξέρεις λοιπόν για την εικοστή Αυγούστου του 1879;» Ο Πραντές τον κοίταξε διαπεραστικά. «Βασικά, είχες δίκιο για το τι συνέβη». «Ανθρωποθυσία;» Ο Πραντές κοίταξε στην όχθη. «Σου είπα ότι μεγάλωσα κοντά στον ποταμό Γκονταβάρι, στο Ντοουλαϊσβέραμ. Ο παππούς μου ήταν Κόγια, από αυτό το μέρος. Η ιστορία εκείνης της ημέρας του 1879 έγινε κάτι σαν θρύλος που τον κράτησαν όλοι κρυφό ακόμη και από τους ανθρωπολόγους που έρχονταν μερικές φορές εδώ κάνοντας ερωτήσεις. Απ’ όσο γνωρίζω, αυτά που θα σου πω δεν τα έχει ακούσει ποτέ κανείς ξένος». «Είμαι όλος αυτιά», είπε ο Τζακ. «Οι αντάρτες έστησαν μια εντυπωσιακή παράσταση. Εκτέλεσαν σ’ εκείνη την όχθη τους αστυνομικούς που είχαν αιχμαλωτίσει, μπροστά στους σκαπανείς που ήταν παγιδευμένοι πάνω στο ποταμόπλοιο στην αμμοσύρτη. Όμως ξεσήκωσαν επίσης τους υπόλοιπους Κόγια και τους έφτασαν σε κατάσταση παροξυσμού δίνοντάς τους αλκοόλ και ένας θεός

ξέρει τι άλλο. Οι ιθαγενείς έκαναν τρεις θυσίες εκείνη την ημέρα, την πλήρη τελετή μέριαχ. Έναν άντρα, μια γυναίκα κι ένα παιδί». «Και παιδί;» μουρμούρισε ο Τζακ. «Αργότερα οι αρχές και οι καμπίσιοι αρνήθηκαν να πιστέψουν πως ήταν θυσία και θεώρησαν ότι οι αντάρτες είχαν δώσει στις εκτελέσεις μορφή μέριαχ για να τις κάνουν να φαίνονται πιο τρομακτικές, να δημιουργήσουν το φόβο ότι είχαν αναβιώσει μια πρακτική που οι Βρετανοί νόμιζαν ότι την είχαν εξαλείψει από χρόνια. Όμως οι αρχές έκαναν λάθος. Αυτή η σκηνή στην όχθη ήταν κανονική ανθρωποθυσία. Ακόμη και σήμερα γίνονται θυσίες, χρησιμοποιούν πιθήκους και κότες, αλλά η τελετή μέριαχ υπάρχει ακόμη, παραμονεύει κάτω από την επιφάνεια, και μια μικρή πρόκληση θα μπορούσε να πυροδοτήσει αυτή την πυριτιδαποθήκη και να την αναβιώσει». «Τι συνέβη, όμως;» επέμεινε ο Τζακ. «Τι έκανε τον προ-προ- πάππο μου να γράψει ό,τι έγραψε στο ημερολόγιό του εκείνη την ημέρα;» Ο Πραντές έσφιξε τα χείλη. «Δεν ξέρω. Προφανώς κάτι τραυματικό. Μπορεί να ήταν τρομερό θέαμα, ιδιαίτερα το παιδί, να του κομματιάζουν τις σάρκες ενώ ήταν ακόμη ζωντανό. Μπορεί να αισθάνθηκε ανήμπορος να βοηθήσει. Μου έγραψες ότι είχε κι αυτός ένα μικρό παιδί. Επίσης ότι ήταν κι ο ίδιος στην Ινδία όταν ήταν μικρός, στη διάρκεια της Ανταρσίας, όταν συνέβησαν τρομακτικές σφαγές. Μπορεί κάποια λανθάνουσα ανάμνηση εκείνης της φρίκης να ανέβηκε στην επιφάνεια μόλις είδε τη θυσία. Σύμφωνα με όλες τις περιγραφές ήταν εξαίρετος αξιωματικός και σκληροτράχηλος στρατιώτης. Ό,τι λοιπόν κι αν ήταν αυτό που είδε ή έκανε, πρέπει να ήταν πολύ άσχημο». «Και πού θα πάμε από δω;» ρώτησε ο Τζακ. Ο Πραντές έκανε μια παύση. «Ξέρω πού πήγαν αυτός και ο υπολοχαγός Γουόχοουπ εκείνη τη μέρα». «Συνέχισε». Ο Πραντές έβαλε το χέρι μέσα στο πουκάμισό του κι έβγαλε ένα μενταγιόν που κρεμόταν από το λαιμό του με ένα παλιό δερμάτινο κορδόνι. «Είναι νύχι τίγρης», είπε. «Την τίγρη που σκότωσε ο παππούς μου, που ήταν μουταντάρ. Αυτό σημαίνει αρχηγός του χωριού αλλά και ένα είδος ιερέα. Η τίγρη είχε επιτεθεί σε ένα παιδί που έπαιζε δίπλα στο ποτάμι και ο παππούς μου την πυροβόλησε με ένα παλιό μουσκέτο της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών που είχαν κλέψει οι Κόγια πριν από χρόνια από την αστυνομία. Όμως η τίγρη είναι ιερή εδώ, και σκοτώνοντάς την ο παππούς μου έγινε απόβλητος και αναγκάστηκε να καταφύγει στη ζούγκλα. Γνώρισε

τη γιαγιά μου, που ήταν καμπίσια, κι έζησαν στο Ντοουλαϊσβέραμ. Όμως ο γιος τους, ο πατέρας μου, έγινε Περιφερειακός Δασάρχης και συνήθιζε να με φέρνει εδώ πάνω. Οι χωρικοί του Ράμπα με υιοθέτησαν κι έμαθα να μιλώ τη διάλεκτο των Κόγια. Οι ιθαγενείς σέβονταν τον πατέρα μου επειδή πολλοί από τους αξιωματούχους που τοποθετούνται εδώ πάνω είναι καμπίσιοι, και οι καμπίσιοι θεωρούνται παραδοσιακά διεφθαρμένοι τοκογλύφοι που περιφρονούν τις φυλές των λόφων. Ο πατέρας μου έφτασε στο σημείο να πάει στο Δελχί για να παλέψει για λογαριασμό τους για τα δασικά δικαιώματα. Ήταν σπουδαίος άνθρωπος». «Πρέπει να είναι περήφανος για σένα». Ο Πραντές σκυθρώπιασε. «Μπορεί να ήταν. Δεν θα το μάθω ποτέ. Από την εποχή της βρετανικής κυριαρχίας ακόμη, οι φυλές της ζούγκλας “καπελώνονται” από διάφορους. Πριν από εκατό χρόνια έγινε αυτό από το ινδικό εθνικιστικό κίνημα, που ισχυρίστηκε πως οι εξεγέρσεις των φυλών ήταν μέρος μιας πάλης ανεξαρτησίας κατά των Βρετανών. Και τώρα κάνουν το ίδιο πράγμα οι Μαοϊστές, η λεγάμενη Πολεμική Ομάδα του Λαού. Οι φυλές έχουν θυμώσει πάλι γιατί η κυβέρνηση πουλάει άδειες εκμετάλλευσης μεταλλείων και η ΠΟΛ έχει πάρει το μέρος των φυλών. Στην πραγματικότητα, δεν τους ενδιαφέρουν οι φυλές. Αυτός είναι απλώς ένας τρόπος για να αφήνουν οι ιθαγενείς ήσυχες τις βάσεις που έχουν δημιουργήσει εδώ στη ζούγκλα και στις οποίες σχεδιάζουν τις τρομοκρατικές επιθέσεις τους σε όλη την Ινδία. Ο πατέρας μου δεν δίστασε να τους εναντιωθεί και τον δολοφόνησαν». «Λυπάμαι», είπε ο Τζακ. «Γι’ αυτό δεν με τοποθέτησαν ποτέ εδώ», πρόσθεσε θλιμμένα ο Πραντές. «Ο συνταγματάρχης μου γνωρίζει το οικογενειακό ιστορικό μου». «Δεν φαίνεσαι εκδικητικός τύπος», είπε ο Κώστας. «Τα φαινόμενα απατούν», απάντησε βαριά ο Πραντές. Ο Κώστας έδειξε το νύχι που κρεμόταν στο λαιμό του. «Δεν θα μας δημιουργήσει προβλήματα αυτό αν συναντήσουμε Κόγια; Θέλω να πω, αφού θεωρούν ιερή την τίγρη;» «Όχι», απάντησε ο Πραντές. «Από τη στιγμή που η τίγρη είναι νεκρή κι έχει φύγει το πνεύμα της, το δέρμα και τα νύχια της έχουν μεγάλη αξία. Το δέρμα το φορούν οι μουταντάρ για το χορό και τις τελετές, και τα νύχια μοιράζονται στους νέους του χωριού. Είναι φυλαχτά για καλή τύχη, που διώχνουν τα θυμωμένα πνεύματα όταν οι άντρες κυνηγούν βαθιά στη ζούγκλα». Ο Κώστας κατέβασε το τσάι του μονορούφι. «Προσωπικά, θα

προτιμούσα ένα καλό τουφέκι εφόδου». Ο Πραντές χαμογέλασε. «Κι αυτό θα βοηθούσε». «Ας ακούσουμε τι έχεις να μας πεις», είπε ο Τζακ. «Τι θυμούνται οι Κόγια από εκείνη την ημέρα;» «Την ιστορία αυτή μου την είπε ο παππούς μου, όταν ήμουν μικρός», είπε ο Πραντές. «Για τις φυλές των λόφων εδώ γύρω έχει γίνει μέρος της μυθολογίας τους, τυλιγμένη στα πέπλα του μύθου όπως οι ιδρυτικοί μύθοι των θεών. Όμως αυτή αναφέρεται στον προ-προπάππο σου». «Σε ακούω». «Τα πιο ιερά αντικείμενα των Κόγια είναι τα λεγάμενα βέλπου, μια λέξη που σημαίνει είδωλα ή θεοί», είπε ο Πραντές. «Κάθε οικογένεια έχει το δικό της, κάθε σόι και φυλή, επίσης. Συνήθως είναι μικρά αντικείμενα που εμάς θα μας φαίνονταν συνηθισμένα, αλλά ήταν εξωτικά για τους Κόγια, όπως ένα κομμάτι σφυρήλατος σίδηρος. Τα βέλπου τα κρατούσαν μέσα σε ένα κομμάτι κούφιο μπαμπού γύρω στα τριάντα εκατοστά μακρύ. Τα φύλαγαν με μεγάλη μυστικότητα και τα έβγαζαν έξω μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις για λατρευτικούς λόγους. Το μεγαλύτερο απ’ όλα, το υπέρτατο βέλπου, ονομαζόταν Λακάλα Ράμου. Το είχαν σε ένα ναό-σπήλαιο στη ζούγκλα και δεν το άνοιγαν ποτέ. Έλεγαν ότι ο θεός μέσα ήταν τόσο εκτυφλωτικός ώστε θα τύφλωνε όποιον το κοίταζε. Μπορεί να ήταν ένα κομμάτι γυαλί ή ένας πολύτιμος λίθος, κάτι εξωτικό που είχε φτάσει στους Κόγια από τον έξω κόσμο πριν από αμέτρητες γενιές. Το υπέρτατο βέλπου ήταν το αποθετήριο της ψυχής των Κόγια. Χωρίς αυτό, θα βρίσκονταν σε ένα χώρο σκιών, στο έλεος των κακών πνευμάτων που στοίχειωναν τη ζούγκλα, ιδιαίτερα του τρομερού κόντα ντεβάτα, του πνεύματος της τίγρης. Και βρίσκονται σε αυτόν το χώρο των σκιών από το 1879». «Τι συνέβη;» ρώτησε ο Κώστας. Ο Πραντές κοίταξε γύρω του και χαμήλωσε τη φωνή του. «Ο παππούς μου, ο αρχηγός του χωριού, ήταν και κληρονομικός μουταντάρ. Σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, οι αρχηγοί του χωριού Ράμπα ήταν οι φύλακες του ναού της ζούγκλας όπου ήταν κρυμμένο το Λακάλα Ράμου. Ο παππούς του παππού μου ήταν ο μουταντάρ το 1879, αλλά δεν επέζησε από την εξέγερση. Ξέρω τι του συνέβη από τους αντάρτες που παρακολούθησαν από τη ζούγκλα τα γεγονότα εκείνης της ημέρας, ανθρώπους από το δικό μου σόι που γύρισαν πίσω στα χωριά τους αφού πήρε τέλος η εξέγερση και αφηγήθηκαν την ιστορία στα παιδιά τους. Μου έδειξες το ημερολόγιο του Χάουαρντ, Τζακ, την τελευταία εγγραφή. Εκείνη την ημέρα οι αντάρτες περικύκλωσαν τον μουταντάρ και τον κάρφωσαν με ένα σύννεφο βέλη.

Ήξεραν τι είχε κάνει». «Τι;» ρώτησε ο Κώστας. «Ο μουταντάρ φοβόταν ότι ο Τσεντράγια, ο αρχηγός των ανταρτών, θα ερχόταν στο ναό και θα έπαιρνε το Λακάλα Ράμου. Θα το χρησιμοποιούσε για να ελέγχει όλες τις φυλές των λόφων για τους δικούς του σκοπούς. Ο Τσεντράγια καταγόταν από ένα άλλο σόι που είχε βεντέτα για ολόκληρες γενιές με το σόι του μουταντάρ, μια αρχαία διένεξη για το ποια οικογένεια έπρεπε να ελέγχει το ναό. Οι Βρετανοί γνώριζαν από τέτοιες βεντέτες από τις εμπειρίες τους στο Αφγανιστάν και τη χρησιμοποίησαν προς όφελος τους». «Ο μουταντάρ πήγε με το μέρος των Βρετανών», συμπέρανε ο Τζακ. «Ναι. Πήρε το βέλπου από το ναό, για να μην το αρπάξουν, και μετά ρισκάρισε τα πάντα- πήγε στους Βρετανούς και προσφέρθηκε να γίνει οδηγός και διερμηνέας τους. Ο όρος που έθεσε ήταν να του επιτρέψουν οι Βρετανοί να επιστρέψει το βέλπου στο ναό όταν θα τελείωναν όλα. Βρισκόταν μέσα στο ποταμόπλοιο μαζί με τους σκαπανείς εκείνη την τελευταία μέρα που αναφέρει ο Χάουαρντ στο ημερολόγιό του, στις είκοσι Αυγού- στου του 1879. Τα γεγονότα είναι στις σελίδες που μου έστειλες με το email, Τζακ. Και ταιριάζουν επακριβώς με αυτά που ξέρω. Έγινε μια μεγάλη μάχη με τους αντάρτες μέσα στη ζούγκλα εκείνη την ημέρα, σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν δεκάδες. Μετά, ο Χάουαρντ και οι άλλοι από το ποταμόπλοιο παρακολούθησαν τη θυσία στην όχθη του ποταμού. Ο μουταντάρ την είδε κι αυτός και κατέρρευσε. Πίστεψε πως όλα τα κακά πνεύματα της ζούγκλας είχαν στραφεί εναντίον του και τον βασάνιζαν επειδή πήρε το βέλπου. Στο ημερολόγιο του Χάουαρντ δεν αναφέρεται τι συνέβη στη συνέχεια και δεν υπάρχει τίποτα επίσης στα αρχεία του συντάγματος στο Μπανγκαλόρ. Οι περισσότεροι από τους αξιωματικούς που γύρισαν από το Ράμπα ήθελαν απλώς να τα ξεχάσουν. Όμως υπάρχει μια ιστορία που μου αφηγήθηκε ο παππούς μου. Ένας Βρετανός αξιωματούχος που ήταν μαζί με τους σκαπανείς, κάποιος Μπέμπι, είχε τραυματιστεί και ήταν ακόμη στη ζούγκλα. Ο Χάουαρντ και ο Γουόχοουπ ξεκίνησαν μαζί με ένα μικρό απόσπασμα για να τον βρουν. Τον βρήκαν κοντά στο ναό, ήδη νεκρό. Ο μουταντάρ είχε προσφερθεί να τους οδηγήσει σ’ εκείνο το σημείο, με την προϋπόθεση να πάρει και το είδωλο μαζί του. Οι Βρετανοί μάλλον θεώρησαν πως δεν είχαν άλλη επιλογή. Ακόμη και με τα πιο δυνατά όπλα τους, θα ήταν σκέτη αυτοκτονία να μπουν στη ζούγκλα χωρίς το βέλπου, μια ντουζίνα άντρες ενάντια σε εκατοντάδες αντάρτες. Στηρίχτηκαν στο γεγονός ότι η παρουσία του ειδώλου δεν θα άφηνε τους

αντάρτες να τους επιτεθούν. Ο μουταντάρ σταμάτησε μπροστά στο ναό την τελευταία στιγμή επειδή φοβόταν ότι ο θεός θα τον εκδικηθεί γι’ αυτό που έκανε και στη συνέχεια δολοφονήθηκε. Ο ίδιος ο Χάουαρντ πήγε το είδωλο στο σπήλαιο». «Και μετά το έκλεψε ο Τσεντράγια;» ρώτησε ο Τζακ. «Όχι», απάντησε ο Πραντές. «Ο Χάουαρντ κράτησε το λόγο του στον μουταντάρ. Μετά όμως αυτός και ο Γουόχοουπ πρέπει να συνειδητοποίησαν ότι ο μοναδικός τρόπος για να αποδράσουν ήταν να πάρουν το είδωλο μαζί τους για να τους προστατεύει από τους αντάρτες, όπως είχε γίνει και όταν είχαν έρθει με τον μουταντάρ. Αμέσως μόλις βγήκαν από τη σπηλιά έπεσαν πυροβολισμοί, αλλά όταν οι αντάρτες είδαν πως είχαν ακόμη το μπαμπού, σταμάτησαν. Οι δύο αξιωματικοί οπισθοχώρησαν από το ναό στο ποτάμι, μαζί με τους σκαπανείς και το πτώμα του Μπέμπι. Πήραν και κάτι άλλο από το ναό, ένα άλλο ιερό κειμήλιο. Ήταν ένα σπασμένο ξίφος που είχε στη λαβή ένα χρυσό γάντι με μορφή κεφαλιού τίγρης. Οι Κόγια πίστευαν ότι ανήκε στον ίδιο τον μεγάλο θεό Ράμα». «Απίστευτο», μουρμούρισε ο Τζακ. «Γιατί το λες αυτό; Ξέρεις για το ξίφος;» «Είναι κάτι που δεν σου έχω δείξει ακόμη. Ένα οικογενειακό κειμήλιο». «Το έχεις;» ρώτησε κατάπληκτος ο Πραντές. «Είναι μπρούντζινο, όχι χρυσό, αλλά πρέπει να είναι αυτό που λες», είπε με έξαψη ο Τζακ. «Ο Χάουαρντ το έδωσε στην κόρη του, την προγιαγιά μου, και το κληρονόμησα». Ο Τζακ τεντώθηκε πίσω. Ήξερε ότι το ξίφος με το μεταλλικό γάντι προερχόταν από τη ζούγκλα, αλλά τίποτα παραπάνω. Ήταν εκπληκτικό. Μετά, θυμήθηκε την Κάτια, την αντίδρασή της όταν της είπε για το ξίφος. Θυμήθηκε τον θείο της Κάτι- ας, τον Χάι Τσεν, τον ανθρωπολόγο που είχε εξαφανιστεί στη ζούγκλα πριν από τέσσερις τουλάχιστον μήνες. Αυτός ήταν ο δεύτερος λόγος για τον οποίο είχε έρθει εδώ ο Τζακ. Κοίταξε το θόλο που έπλεκαν τα φυλλώματα της ζούγκλας. Μπορεί ο Χάι Τσεν απλώς να έφυγε. Μπορεί να του συνέβη κάποιο ατύχημα. Έχει ξαναγίνει να εξαφανιστούν σε ζούγκλες μοναχικοί ανθρωπολόγοι. Και μετά, σκέφτηκε τους Μαοϊστές, τους κινδύνους που παραμόνευαν εκεί έξω. Έσφιξε τα χείλη. Είχε την αίσθηση πως υπήρχε και κάτι άλλο. Τα στοιχεία ήταν δεδομένα, αλλά δεν ταίριαζαν. Γύρισε στον Πραντές, που μουρμούρισε κάτι, όχι στα αγγλικά, ούτε στα ινδικά, αλλά σε μια άλλη γλώσσα με σιγανό κροταλιστό ήχο.

Ο Πραντές κοίταξε τον Τζακ με μάτια που έλαμπαν. «Η επιστροφή αυτού του αντικειμένου θα είχε τεράστια σημασία για τους Κόγια», είπε. «Και δεν τολμώ σχεδόν να σε ρωτήσω. Έχεις και το βέλπου;» «Όχι», είπε ο Τζακ. «Πρώτη φορά ακούω γι’ αυτό». Ο Πραντές έκλεισε τα μάτια για μια στιγμή και έβγαλε μια απότομη εκπνοή. «Αυτά που γνωρίζουμε είναι τα εξής: Η εξέγερση του Ράμπα συνεχίστηκε για μήνες ακόμη, αλλά εκείνη η μέρα ήταν το σημείο καμπής. Από τότε, δεν συγκεντρώθηκε ποτέ ξανά τόσο μεγάλη δύναμη ανταρτών. Ο Τσεντράγια και άλλοι αρχηγοί της εξέγερσης κατάφερναν μόνο να συγκεντρώσουν αφοσιωμένες ομάδες με μερικές δεκάδες άτομα, τον σκληρό πυρήνα της εξέγερσης, πολλοί από τους οποίους ήταν ήδη απόβλητοι και εγκληματίες. Οι περισσότεροι από τους αντάρτες τους πρώτους μήνες ήταν τίμιοι άνθρωποι, Κόγια και Ρέντι. Όταν είδαν τον Τσεντράγια να εκτελεί τον μουταντάρ και είδαν επίσης πόσο ήθελε το ιερό τους βέλπου, έχασαν το πάθος τους για την εξέγερση. Και η αποφασιστικότητά τους μειώθηκε ακόμη περισσότερο επειδή ήξεραν ότι οι Βρετανοί είχαν το είδωλο και ήξεραν επίσης τη δύναμη που ασκούσε πάνω στους ιθαγενείς. Ήξεραν ότι θα το έπαιρναν πίσω μόνο όταν τελείωνε η εξέγερση». «Όμως είπες ότι δεν το πήραν ποτέ πίσω», παρατήρησε ο Κώστας. «Εκείνος ο ναός», είπε ο Τζακ. «Βρίσκεται κοντά στο χωριό Ράμπα;» «Ναι», απάντησε ο Πραντές. «Γύρω στα δεκατρία χιλιόμετρα βόρεια από δω, μέσα από πυκνή ζούγκλα. Έχει πάρει το όνομά του από τον θεό Ράμα». «Ράμα», επανέλαβε σιγανά ο Τζακ, ενώ το μυαλό του έτρεχε. «Δεν ήταν ο Ράμα θεός του ινδουισμού;» ρώτησε ο Κώστας. «Ναι», είπε ο Πραντές. «Η προσωποποίηση του τέλειου ανθρώπου που έγινε θεός, η έβδομη ενσάρκωση του Βισνού. Όμως, όπως είπα και πριν, είναι παρείσακτος σε αυτή την περιοχή. Οι πεποιθήσεις των Κόγια δεν έχουν καμία σχέση σχεδόν με την ινδουιστική θρησκεία. Και ο θρύλος του πρίγκιπα Ράμα, οι περιπλανήσεις του και η αναζήτηση της πνευματικής λύτρωσης, είναι διαδεδομένα σε όλη τη νότια Ινδία. Οι Κόγια πιστεύουν ότι κατέληξε εδώ και βρήκε το βασίλειό του μέσα στην καρδιά της ζούγκλας». «Στην καρδιά του σκότους, μάλλον», είπε ο Κώστας κοιτάζοντας τις καταπράσινες πλαγιές στην απέναντι όχθη, ενώ προσπαθούσε να διώξει ένα σμήνος κουνούπια που τον γυρόφερνε. «Εκεί μας πας;» ρώτησε ο Τζακ. «Στο ναό;» Ο Πραντές πήρε μια βαθιά ανάσα και κατένευσε, πιάνοντας το νύχι της τίγρης στο λαιμό του. «Είχα πάει εκεί όταν ήμουν μικρός. Ήταν απαγορευμένο έδαφος, αλλά ήμουν καμπίσιος στην ανατροφή και δεν

πίστευα στις προλήψεις των ιθαγενών. Κανένας Κόγια δεν έχει πάει στο ναό από εκείνη την ημέρα του 1879. Ο παππούς μου μου είπε ότι ξέσπασε τρομερή θύελλα εκείνη τη νύχτα, με κεραυνούς και αστραπές. Ένας σεισμός σφράγισε την είσοδο αφού έφυγαν οι δύο αξιωματικοί. Αυτό έκανε τους Κόγια να πιστέψουν με απόλυτη βεβαιότητα ότι αν τολμούσαν να πλησιάσουν εκεί, τους περίμενε μεγάλη φρίκη και συμφορά. Και τώρα υπάρχει κι ένας άλλος λόγος για τον οποίο δεν πλησιάζουν. Ο ναός είναι δίπλα σε ένα ποτάμι σε ένα ξέφωτο της ζούγκλας που το χρησιμοποιούν οι Μαοϊστές για βάση. Με είχαν πιάσει μια φορά και με πήγαν στο στρατόπεδό τους κι έπαιξαν μαζί μου. Αυτό ήταν πριν σκοτώσουν τον πατέρα μου. Και από τότε περιμένω να ξαναπάω εκεί». «Φαίνεται ότι και εσύ και ο Τζακ έχετε την προσωπική σας αποστολή», είπε ο Κώστας. «Ο πρόγονός σου, ο μουταντάρ, ήθελε κι αυτός να πάει στο ναό, όταν ήταν μαζί με τον υπολοχαγό Χάουαρντ επάνω στο ποταμόπλοιο σε αυτό το σημείο πριν από τόσα χρόνια», είπε ο Τζακ. «Δεν θα προσπαθούσα ποτέ να μπω στη σκέψη ενός ιερέα των Κόγια, έστω κι αν ήταν πρόγονός μου». Ο Πραντές κοίταξε τον Τζακ με σκληρή έκφραση. «Και η δική μου αποστολή δεν έχει να κάνει με αρχαίους θεούς και πνεύματα και είδωλα. Έχει να κάνει με το παρόν. Το καθήκον ενός γιου στη μνήμη του δολοφονημένου πατέρα του». Ο Τζακ κατένευσε. Κατέβασε τα πόδια του από την πλώρη του σκάφους, έτοιμος να σπρώξει. Ο Πραντές κάθισε κι έβαλε μπρος τη μηχανή. «Έχουμε γύρω στις τέσσερις ώρες πριν σουρουπώσει. Το ελικόπτερο πρέπει να είναι εδώ σε σαράντα πέντε λεπτά. Αυτό μας δίνει χρόνο να επισκεφθούμε το χωριό στην απέναντι όχθη. Υπάρχει κάτι που θέλω να δείτε». «Πάμε», είπε ο Τζακ. «Απ’ όσα λες, καλό θα είναι να μην είμαστε εδώ όταν νυχτώσει». Ο Κώστας χτύπησε ένα κουνούπι στο λαιμό του, αφήνοντας μια ματωμένη κηλίδα. «Αυτό ξαναπές το».

9

Ο Τζακ γονάτισε στην πλώρη του σκάφους κρατώντας έτοιμο το σκοινί ενώ ο Πραντές γύρισε το τιμόνι και τους οδήγησε έξω από το ρεύμα του ποταμού προς την όχθη. Την τελευταία στιγμή γκάζωσε τη μηχανή και ανέβασε την καρίνα στην αμμουδιά μπροστά στη ζούγκλα. Ο Τζακ πήδησε έξω με το σκοινί στο χέρι, έτρεξε μερικά βήματα πάνω στην καυτή άμμο και το έδεσε σε έναν κομμένο κορμό ταμάρινδου. Ο Πραντές έσβησε τη μηχανή και την ανέβασε. Πήδησε κι αυτός με τον Κώστα και τράβηξαν το σκάφος στην άμμο όσο πιο ψηλά μπορούσαν. Ο Τζακ έσφιξε καλά τον κόμπο και κοίταξε γύρω. Η άμμος ήταν απάτητη, σχεδόν κατάλευκη. Είχε την ελπίδα ότι μπορεί να έβρισκε κάτι αμέσως, κάποιο στοιχείο από εκείνη τη μοιραία μέρα του 1879, αλλά από την άλλη το φοβόταν κιόλας, σαν να υπήρχε κίνδυνος να αφυπνιστεί κάποιο αταβιστικό τραύμα που είχε κληρονομήσει από τον πρόγονό του. Όμως η άμμος ήταν πεντακάθαρη, δεν υπήρχαν αρχαίες κηλίδες από τη θυσία. Είδε τα σημεία όπου η πλημμύρα των μουσώνων είχε σαρώσει τη στροφή του ποταμού, αναδεύοντας την άμμο και αναδιαμορφώνοντας την παραλία κάθε χρόνο. Κοίταξε πάνω, εκεί όπου το φαράγγι στένευε, και θυμήθηκε τα λόγια ενός Βικτοριανού μηχανικού που είχε δει τον Γκονταβάρι φουσκωμένο. Περνούσε αφρίζοντας από τα εμπόδια με μια ταχύτητα και μανία που κανένα σκάφος δεν θα μπορούσε ποτέ να αντέξει. Είχαν διασχίσει μόνο μερικές εκατοντάδες μέτρα για να έρθουν εδώ από την απέναντι όχθη, αλλά ήταν σαν να είχαν περάσει κάποιο ιερό σύνορο μπαίνοντας σε έναν

άλλο κόσμο. Ακόμη και ο αέρας μύριζε διαφορετικά -ήταν πιο αψύς, οργανικός- και το φως πάνω από την παρυφή της ζούγκλας είχε μια παράξενη αύρα, λες κι ο ίδιος ο αέρας ήταν χρωματισμένος πράσινος και μπλε σε αυτό το σημείο επαφής ανάμεσα στο θόλο των φυλλωμάτων της ζούγκλας και τον ουρανό. «Ελάτε». Ο Πραντές άρχισε να περπατά στην άμμο προς ένα άνοιγμα ανάμεσα σε δύο δέντρα, ένα μονοπάτι που ανέβαινε την πλαγιά και οδηγούσε στα σπίτια από καλάμια και μπαμπού που είχαν δει από την απέναντι όχθη, φτιαγμένα πάνω από το επίπεδο της πλημμύρας. «Αυτός είναι ένας από τους δρόμους που άνοιξαν οι σκαπανείς μετά την εξέγερση του 1879, αλλά παραμελήθηκε αφού έφυγαν. Δεν τους είχαν δώσει τα μέσα για να φτιάξουν κάτι μόνιμο στη ζούγκλα και τα πράγματα δεν έχουν αλλάξει πολύ από τότε». Ο Κώστας περπατούσε πίσω του και ο Τζακ ερχόταν τελευταίος. Ο Κώστας έβγαλε ένα σπρέι με εντομοαπωθητικό από το σάκο του κι έριξε μπόλικο από αυτό στα εκτεθειμένα σημεία του σώματός του. Το έδωσε στον Τζακ. «Ένα μικρό βήμα για την ανθρωπότητα από το 1879», μουρμούρισε, λιώνοντας με την παλάμη του ένα κουνούπι γεμάτο αίμα που τον είχε τσιμπήσει μέσα από το πουκάμισο. Ο Πραντές γύρισε και τον παρακολούθησε για λίγο. «Είναι το μόνο πράγμα που έχει αλλάξει», είπε. «Προετοιμαστείτε για μια επιστροφή πίσω στο χρόνο». Μια τεράστια αράχνη πέρασε από το πετρώδες μονοπάτι ανάμεσά τους και ο Τζακ πάγωσε κρατώντας την ανάσα του. Ο Πραντές το πρόσεξε. «Φυσιολογική αντίδραση», είπε. «Είναι το πρώτο πράγμα που μαθαίνουμε στην εκπαίδευση πολέμου στη ζούγκλα. Μόλις μπεις κάτω από το θόλο της βλάστησης, χάνεις ακαριαία το λούστρο του πολιτισμού, γίνεσαι πάλι πρωτόγονο ζώο. Οξύνονται οι αισθήσεις σου, και αυτή την αυξημένη αντίληψη πρέπει να τη χρησιμοποιήσεις προς όφελος σου. Όμως ταυτόχρονα αφυπνίζεται ο αρχέγονος φόβος, το ένστικτο της επιβίωσης. Οι αράχνες προκαλούν αυτή την αντίδραση, και τα φίδια το ίδιο». «Και οι τίγρεις», μουρμούρισε ο Κώστας. «Μου φαίνεται ότι μου χρειάζεται ένα ποτό». «Αυτός είναι ένας άλλος τρόπος για να αντιμετωπίσεις τη ζούγκλα, ο οποίος δυστυχώς γίνεται πολύ δελεαστικός για το λαό των Κόγια». Ο Πραντές γύρισε και συνέχισε στο ανηφορικό μονοπάτι, περνώντας δίπλα από γιγάντιες ρίζες ταμάρινδων και τικ που είχαν μπλεχτεί μεταξύ τους, μπαίνοντας στο χώρο που είχε καθαριστεί για το δρόμο το 1879. Από πάνω τους ακούστηκε ένα θρόισμα σαν άνεμος στα φύλλα και μια ομάδα

πιθήκων άρχισε να στριγκλίζει. Έφτασαν σε ένα επίπεδο μέρος και πέρασαν δίπλα από αρκετά σπίτια, απλές κατασκευές από όρθια μπαμπού, με στέγη από πλεγμένα φύλλα παλμύρας. Γύρω είχαν μια στενή βεράντα με πρόσοψη ένα καφασωτό φτιαγμένο από μπαμπού και μίσχους από φύλλα παλμύρας πλεγμένα με βλαστάρια φασολιάς. Ο Κώστας έδειξε ένα πρόσφατο κόκκινο σημάδι στον τοίχο. «Αυτό το σύμβολο μοιάζει εντελώς παράταιρο». «Σφυροδρέπανο», μουρμούρισε ο Τζακ. Ο Πραντές το κοίταξε και τα χείλη του έσφιξαν σε ένα μορφασμό αηδίας. «Οι Μαοϊστές αντάρτες. Θεωρούν τους Κόγια συμμάχους τους, αλλά δεν μπορείς να κερδίσεις την εύνοιά τους αν βεβηλώνεις τα σπίτια τους. Οι Κόγια τους περιφρονούν όταν είναι νηφάλιοι, αλλά βρίσκονται σε πολύ δύσκολη θέση και χρειάζονται απεγνωσμένα κάποια βοήθεια ενάντια στις μεταλλευτικές εταιρείες. Η ιδεολογία των Μαοϊστών δεν τους λέει τίποτα όμως, και όσο για τα σφυροδρέπανα, θα τα σβήσουν σε λίγο». Ο Πραντές τους έκανε νεύμα να προχωρήσουν. Τον ακολούθησαν προς το τέλος του επίπεδου εδάφους όπου η ζούγκλα έκλεινε γύρω από το χωριό και συνεχιζόταν στην πλαγιά. Υπήρχαν ενδείξεις ζωής παντού τριγύρω καπνός από φωτιές, μισοστοιβαγμένα ξύλα, σκαλισμένα ξύλινα παιχνίδιααλλά δεν φαινόταν ψυχή. «Πού είναι ο κόσμος;» μουρμούρισε ο Κώστας. «Μας παρακολουθούν», είπε ο Πραντές. «Τους είναι δεύτερη φύση να γίνονται αόρατοι. Αυτό είναι κάτι άλλο που μαθαίνεις στη ζούγκλα - πώς να γίνεσαι ένα με το περιβάλλον. Ξέρουν ποιος είμαι, αλλά έχουν έρθει κι άλλοι παρείσακτοι πρόσφατα, από μεταλλευτικές εταιρείες, κι έχουν τους λόγους τους να είναι καχύποπτοι». Τους οδήγησε σε ένα μικρό ξέφωτο πέρα από το χωριό, που περιβαλλόταν από πανύψηλα δέντρα: παλίσανδρα, χλωρόξυλα, φοινικιές, τικ. Κάθισε στις φτέρνες μπροστά σε έναν τριχωτό παλιό ταμάρινδο και τους έδειξε μια πλάκα από κιτρινοκόκκινο ψαμμίτη γύρω στο μισό μέτρο πλάτος, που είχε σφηνωθεί μέσα στον κορμό και ανέβαινε καθώς μεγάλωνε το δέντρο. Ο Κώστας γονάτισε δίπλα του. «Ένα από τα ιερά αντικείμενα που έλεγες; Ένα βέλπου;» «Όχι», είπε ο Πραντές. «Κοίτα καλύτερα. Αυτό ήθελα να σας δείξω». «Εντάξει. Βλέπω πως έχει μια επιγραφή επάνω». Ο Τζακ κάθισε στις φτέρνες από την άλλη πλευρά του δέντρου, όπου το φως ήταν πιο έντονο. Άγγιξε την πέτρα νιώθοντας την τραχιά επιφάνεια, την υγρασία. Υπήρχαν κάμποσες αράδες με κακοχαραγμένες αγγλικές

λέξεις: Γουίλιαμ Τσαρλς Μπέμπι Υποδιευθυντής Κεντρικών Επαρχιών. Σκοτώθηκε από τους αντάρτες, 20 Αυγούστου 1879 41 ετών «Αυτός είναι ο τύπος- έτσι δεν είναι, Τζακ;» είπε ο Κώστας. «Αυτός που οδήγησε τους σκαπανείς στη ζούγκλα, ο αξιωματούχος που ήταν υπεύθυνος γι’ αυτή την περιοχή, που δεν την είχε επισκεφθεί ποτέ σχεδόν μέχρι τότε». «Ναι, αυτός είναι», μουρμούρισε ο Τζακ, βάζοντας την παλάμη του πάνω στην πέτρα. «Πολύ απλή επιγραφή. Ούτε ιερές μνήμες ούτε “αναπαύσου εν ειρήνη” και όλα αυτά». «Ήταν τυχερός που είχε κι αυτή την επιγραφή. Πρέπει να την έφτιαξαν οι σκαπανείς όταν γύρισαν από το ναό, όπου τον έθαψαν μάλλον. Δεν νομίζω ότι του είχαν μεγάλη συμπάθεια». «Γρήγορη ταφή. Για να ξεφορτωθούν τα στοιχεία ίσως». «Τι εννοείς;» «Εννοώ αν τον καθάρισαν οι ίδιοι οι σκαπανείς. Ποιος θα το μάθαινε; Τους έριχναν απ’ όλες τις πλευρές. Ήταν στριμωγμένοι και απελπισμένοι, και αυτός μπορεί να παρίστανε τον αρχηγό. Κατά πάσα πιθανότητα, έθεσε σε κίνδυνο τη ζωή τους. Ένας καλός αξιωματικός σαν τον Χάουαρντ μπορεί να έδειχνε κατανόηση αν το ανακάλυπτε. Θα ήταν πιο πιστός στους σκαπανείς του παρά σε έναν ανίκανο δημόσιο υπάλληλο». «Πιθανόν», μουρμούρισε ο Τζακ. «Και μια γρήγορη ταφή δεν θα δημιουργούσε ερωτηματικά. Στην Ινδία, οι νεκροί θάβονται την ίδια μέρα. Το παιδί του Χάουαρντ, ο Έντουαρντ, θάφτηκε στο Μπανγκαλόρ μερικές μόνο ώρες αφότου αρρώστησε, και πέρασαν μήνες και μήνες μέχρι να επισκεφθεί τον τάφο του ο Χάουαρντ». Ο Κώστας έβγαλε μια φωνή και πετάχτηκε προς τα πίσω. Ο Τζακ κοίταξε με κατάπληξη και φρίκη αυτό που είχε εμφανιστεί σε απόσταση μερικών εκατοστών από το πρόσωπό του. Ήταν ένα τεράστιο φίδι, μια κόμπρα, κίτρινη και καφέ με σκούρους δακτύλιους, που είχε ανυψωθεί ολόισια από μια τρύπα στις ρίζες μπροστά από την ταφόπλακα του Μπέμπι. Ο λαιμός της έγινε επίπεδος και κοίταξε τον Κώστα με τη γλώσσα της να μπαινοβγαίνει σφυρίζοντας, ενώ το σώμα της είχε αρχίσει να λικνίζεται.

«Εντάξει», μουρμούρισε ο Τζακ με σφιγμένα δόντια, ακίνητος σαν άγαλμα. «Τι κάνουμε τώρα;» «Μη σαλέψεις», είπε ο Πραντές. Ο Κώστας άρχισε να λικνίζεται κι αυτός λιγάκι. «Αυτό ισχύει για όλους μας», ψιθύρισε ο Πραντές. «Δεν έχει σημασία πόσο μακριά είσαι. Δεν έχεις δει πόσο μακριά χτυπούν αυτά τα φίδια». «Απλώς μπαίνω στο πνεύμα της κατάστασης», μουρμούρισε ο Κώστας. «Όχι, αυτό ειδικά μην το κάνεις καθόλου», είπε σιγανά ο Πραντές, με τα μάτια του καρφωμένα στην κόμπρα. Το φίδι άνοιξε διάπλατο το στόμα του, με τα δόντια του να στάζουν δηλητήριο. Ο Κώστας έπαψε να κινείται. «Κατάλαβα». Ο Πραντές άπλωσε αργά το χέρι του κάτω, σε μια κολοκύθα που ήταν σφηνωμένη ανάμεσα στις ρίζες και πήρε μια χούφτα από την ουσία που είχε μέσα. Σήκωσε αργά το χέρι του πάνω από το φίδι κι έριξε πάνω του σκόνη κιννάβαρι. Το φίδι άρχισε να χαμηλώνει, λες κι αυτό το καταπράυνε, και μετά έκανε ένα τίναγμα στο πλάι, το σώμα του ίσιωσε σαν λόγχη και εκτοξεύτηκε σε μια απόσταση αρκετές φορές το μήκος του σώματός του, μέσα στα φυλλώματα στην άκρη του ξέφωτου. Ακούστηκε ένα θρόισμα και χάθηκε. Ο Τζακ και ο Κώστας παρέμειναν εντελώς ακίνητοι, βυθισμένοι σε μια αποσβολωμένη σιωπή. Ο Πραντές γύρισε και τους κοίταξε χαμογελώντας. «Ένα μικρό κόλπο που είχα μάθει μικρός, όταν έμενα εδώ με τον πατέρα μου. Παλιά, είχα ένα τέτοιο για κατοικίδιο». «Κατοικίδιο...» είπε ξεψυχισμένα ο Κώστας. «Είναι οιωνός», είπε ο Πραντές. «Η ανόρθωση του φιδιού σημαίνει την αρχή της γιορτής Θότα Παντούγκα. Οι εορτασμοί θα αρχίσουν σε λίγο εδώ». Έδειξε το πατημένο χώμα του ξέφωτου. «Εδώ χορεύουν. Είναι ιερό σημείο, και όχι λόγω του Μπέμπι. Το 1858, οι αρχηγοί των φυλών των λόφων κρεμάστηκαν εδώ από τους Βρετανούς επειδή έκαναν ανθρωποθυσίες. Οι Κόγια δεν τα ξεχνούν αυτά τα πράγματα. Εξακολουθούν να θυσιάζουν πουλερικά εδώ, κάτω από τα δέντρα που βγάζουν το τόντι. Θα έχουν ετοιμάσει φαγητά από χθες βράδυ, που τα αφήνουν κάτω από τα δέντρα για να τα φάνε σήμερα». Ο Τζακ, καθισμένος ακόμη στις φτέρνες, χαλάρωσε λίγο και κοίταξε ολόγυρά του. Σαύρες σέρνονταν ανάμεσα στους βράχους και ανέβαιναν στο σκούρο καφέ ανάχωμα μιας φωλιάς τερμιτών. Παντού υπήρχαν έντομα, όχι μόνο κουνούπια αλλά και λιβελούλες και πεταλούδεςκάθονταν στα λουλούδια που φύτρωναν στριμωγμένα στο φως του ήλιου στις παρυφές του ξέφωτου. Γύρω τους επικρατούσε ένα πανδαιμόνιο

θορύβου. Στο θόλο των φυλλωμάτων από πάνω, που έσταζαν από την υγρασία, ο Τζακ είδε να κρέμονται νυχτερίδες των φρούτων, διπλώνοντας και ξεδιπλώνοντας τα φτερά τους. Πρόσεξε πως η ομάδα των πιθήκων, που είχαν ακούσει ανεβαίνοντας το πετρώδες μονοπάτι, τους είχε ακολουθήσει ως εδώ. Ήταν καθισμένοι σε ρίζες δέντρων γύρω στο ξέφωτο και ξαφνικά άρχισαν να φωνάζουν και να στριγκλίζουν. Πίσω τους ο Τζακ συνειδητοποίησε πως έβλεπε ανθρώπινα πρόσωπα, άντρες, γυναίκες και παιδιά, αρκετές δεκάδες τουλάχιστον, που παρακολουθούσαν σιωπηλά. «Έχουμε ένα φίλο», είπε ο Κώστας δείχνοντας προς ένα σημείο. Ένας άντρας είχε εμφανιστεί αθόρυβα στην άκρη του ξέφωτου. Ο Πραντές του είπε κάτι στα Κόγια και του άγγιξε τα χέρια σε χαιρετισμό. Ο άντρας ήταν λεπτός, νευρώδης, με δυνατούς μυς και σκούρο καστανό δέρμα. Φορούσε μόνο ένα λευκό πανί στη μέση, δεμένο με ένα κορδόνι από πλεγμένα αναρριχητικά, και είχε ένα χαλαρό τουρμπάνι στο κεφάλι- ήταν ξυπόλυτος. Είχε μεγάλα ζυγωματικά και η μύτη του ήταν πιο πλατιά από τη μύτη των καμπίσιων που είχαν δει στο ποτάμι. Τα μάτια του ήταν κατάμαυρα. Κρατούσε ένα τόξο και μια δεσμίδα βέλη και στη ζώνη του είχε ένα καμπυλωτό μυτερό μαχαίρι. Ο Πραντές γύρισε και έκανε νεύμα στον Τζακ και τον Κώστα να πλησιάσουν. «Αυτός είναι ο Μούρλα Ρατζαρέντι», είπε. «Είναι συλλέκτης τόντι». Ο Πραντές έδειξε ένα παλιό λάστιχο αυτοκινήτου και μια κουλούρα σκοινί μπροστά σε μια φοινικιά, που προφανώς τα χρησιμοποιούσαν για να ανεβαίνουν στα δέντρα. «Κόβει με το μαχαίρι του τη βάση των φύλλων της φοινικιάς και συλλέγει το χυμό σε φλασκιά. Τώρα είναι η καλύτερη εποχή του χρόνου γι’ αυτή τη δουλειά. Γι’ αυτό γίνεται και η γιορτή». Ο Τζακ πρόσεξε ότι το σώμα του Κόγια ήταν γεμάτο ουλές, μερικές παλιές και θεραπευμένες, άλλες πρόσφατες, παράλληλες γραμμές που γυάλιζαν κόκκινες κάτω από κάποια θεραπευτική αλοιφή. Ο Πραντές του μίλησε κι αυτός απάντησε δείχνοντας τις ουλές. Ο Πραντές γύρισε πάλι στον Τζακ και τον Κώστα. «Είναι επίσης ο κυνηγός τίγρεων του χωριού, ο μόνος που του επιτρέπεται να τις σκοτώνει. Λέει ότι πέρασε μια τίγρη πριν από καμιά δεκαριά μέρες, και σώθηκε με δυσκολία από τα νύχια της. Είχε φάει ένα παιδί από ένα άλλο χωριό. Πιστεύει πως η εμφάνιση της τίγρης ήταν ένας οιωνός για ό,τι ακολούθησε, την άφιξη μερικών ξένων που πέρασαν από δω πρόσφατα. Θα τον ρωτήσω σχετικά. Γι’ αυτό ήταν τόσο καχύποπτοι μαζί μας. Νόμισαν ότι μπορεί να ήμαστε κι εμείς ίδιοι». Ο Τζακ και ο Κώστας του έσφιξαν το χέρι, κι αυτός έκλινε ελαφρά το κεφάλι, κρατώντας όμως τα μάτια του καρφωμένα πάνω τους.

Βρομοκοπούσε αλκοόλ. Τον είχε τυλίξει ένα σύννεφο από κουνούπια, αλλά δεν έδειχνε να τα αντιλαμβάνεται. «Πώς αντιμετωπίζουν την ελονοσία;» ρώτησε ο Κώστας. «Φτιάχνουν χάπια για τον πυρετό. Είναι ένας πολτός από το φλοιό της Alstonia scholaris, το φλοιό της ρίζας του Ophioxylon scrobiculatum και τη ρίζα, το μίσχο και τα φύλλα του Andrographis paniculata». «Και πιστεύεις πως είναι αποτελεσματικά;» ρώτησε ο Κώστας. «Για μένα, ήταν. Ο σερ Ρόναλντ Ρος απέδειξε το ρόλο των κουνουπιών στην ελονοσία αφού υπέβαλε σε αγωγή βετεράνους από τη Ράμπα, αλλά υπήρχαν κι άλλα πράγματα που μπορούσε να μάθει. Ακόμη και σήμερα, γιατροί από τον κάμπο πιστεύουν ότι τα φάρμακα της ζούγκλας είναι έργο των μάγων-γιατρών. Η ειρωνεία είναι ότι οι δικές τους δεισιδαιμονίες για τους Κόγια δεν τους αφήνουν να μάθουν από αυτούς τους ανθρώπους». Ο Ρατζαρέντι έσκυψε και πήρε ένα φλασκί πίσω από το δέντρο. Χοντροί μαύροι αρουραίοι ξεμάκρυναν τρέχοντας μέσα στο σκοτάδι της ζούγκλας και μετά γύρισαν και τους κοίταζαν πεινασμένα. Ο Κώστας τους κοίταξε κι αυτός και μετά έριξε μια θυμωμένη ματιά στον Τζακ. Ο Ρατζαρέντι αγνόησε τον Τζακ κι έδωσε το φλασκί στον Κώστα. «Φαίνεται ότι επέλεξε εσένα», είπε ο Πραντές. «Επέλεξε εμένα για ποιο πράγμα;» «Αυτό που έχει στο φλασκί λέγεται τροφή της τίγρης», απάντησε ο Πραντές χαμογελώντας. «Εκείνοι που την τρώνε αποκτούν μαγικές δυνάμεις που τους επιτρέπουν να γητεύουν την τίγρη και να την εξουσιάζουν. Όταν τελειώσει η γιορτή, θα σε γδύσουν και θα σε στείλουν στη ζούγκλα για να βρεις την τίγρη· κάτι σαν μια συνάντηση γνωριμίας». «Τώρα μάλιστα! Και πότε ακριβώς είπαμε ότι φτάνει το ευλογημένο το ελικόπτερο;» Ο Πραντές συμβουλεύτηκε το ρολόι του. «Σε είκοσι πέντε λεπτά». «Εγώ λοιπόν λέω να την κάνω και να πάω να περιμένω στην παραλία». «Όταν μπαίνεις σε μια τελετουργία των ιθαγενών δεν πρέπει ποτέ να κάνεις πίσω. Είναι μεγάλη απρέπεια, ξέρεις. Αυτό είναι πασίγνωστο στην ανθρωπολογία». «Ανθρωπολογία, αρχαιολογία, είναι όλα το ίδιο για μένα», είπε γκρινιάρικα ο Κώστας. «Εγώ είμαι μηχανικός. Ένας μηχανικός που υποτίθεται ότι θα έπρεπε να είναι σε διακοπές». Κοίταξε μέσα στο φλασκί. «Και τι ακριβώς είναι αυτό το πράγμα;» «Καρποί ταμάρινδου, του ταμάρ-ι-χιντ. Μοιάζουν με βελούδινα μαύρα κουκιά και ρουφάς τον πολτό από τους σπόρους. Το ανακατεύουν με ψίχα

φοινικιάς και κουκούτσια μάνγκο. Ειδικά για τη γιορτή, σπάνε τους σπόρους στο στόμα τους και τους φτύνουν μέσα στο μείγμα. Το σάλιο πήζει το μείγμα και το κάνει σαν πολτό. Πάντως, είναι πολύ καλό». «Δεν σε άκουσα να το λες αυτό». Ο Κώστας είχε χάσει το χρώμα του. «Είναι η καλύτερη λιχουδιά τους». «Και είμαι υποχρεωμένος να το φάω;» «Να θεωρείς τον εαυτό σου τυχερό. Μπορεί να σε είχε επιλέξει για θυσία». «Το κάνουν ακόμη αυτό;» «Ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος. Οι παλιές συνήθειες δεν ξεχνιούνται εύκολα. Και πρόσφατα τους προκάλεσαν, όπως τους είχαν προκαλέσει το 1879. Σε συμβουλεύω να δεχτείς την προσφορά του». Ο Κώστας κοίταξε μέσα στο φλασκί, χαμογέλασε στον Ρατζαρέντι και βούτηξε μέσα το δάχτυλο. Το έβγαλε, το έγλειψε και χαμογέλασε κουνώντας με επιδοκιμασία το κεφάλι. Κοίταξε τον Τζακ και μετά τον Πραντές. Κατάπιε με δυσκολία και για μια στιγμή πήρε ένα ύφος σαν μικρό παιδί που ετοιμάζεται να κάνει εμετό. «Πες του πως ήταν αριστούργημα. Υπάρχει τίποτα να το βοηθήσω να κατεβεί;» είπε βραχνά, αλλά χαμογελώντας ακόμη. «Σου ’ρχεται». Ο Ρατζαρέντι πήρε ένα άλλο φλασκί και το έτεινε στον Κώστα. Ο Πραντές του έπιασε το χέρι και μύρισε το φλασκί. «Είναι κάλου, φοινικόκρασο ζυμωμένο στον ήλιο. Πότε-πότε του ρίχνουν και φύλλα παπαρούνας, άλλες φορές μαριχουάνα. Όχι σήμερα, όμως. Πρέπει να είναι καθαρό για τη γιορτή». Άφησε τον Ρατζαρέντι να το δώσει στον Κώστα. Αυτός ήπιε επιφυλακτικά μια πολύ μικρή γουλιά και μετά μια μεγαλύτερη. Το στριφογύρισε στο στόμα του και κατάπιε. Πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε με ενδιαφέρον το φλασκί. «Δεν είναι κακό. Μοιάζει λίγο με ξίδι». «Ήθελα να βεβαιωθώ ότι δεν είναι ρακί», είπε ο Πραντές. «Αυτό το φτιάχνουν αποστάζοντας το φοινικόκρασο. Είναι ένα θανάσιμο μείγμα από μεθυλικές και αιθυλικές αλκοόλες. Αυτός είναι ένας άλλος τρόπος με τον οποίο οι καμπίσιοι εκμεταλλεύονται αυτούς τους ανθρώπους. Υπάρχουν αποστακτήρια για ρακί σε όλα τα χωριά τώρα. Το τόντι από φοινικιές τούς βοηθούσε να τα βγάλουν πέρα, αλλά το ρακί τούς καταστρέφει». Ο Κώστας πήγε να δώσει πίσω το φλασκί, αλλά ο Ρατζαρέντι το έσπρωξε επίμονα προς το μέρος του. Μετά, έπιασε τον Πραντές από το χέρι και τον οδήγησε σε μια ομάδα Κόγια που είχαν μπει σιγά-σιγά στο ξέφωτο και είχαν καθίσει στη σκιά ενός ταμάρινδου. Ο

Πραντές κοίταξε πίσω, τον Τζακ και τον Κώστα. «Θα τους κάνω μερικές ερωτήσεις για τους Μαοϊστές», είπε. «Πρέπει να μάθω πού βρίσκονται». Κάθισε δίπλα στην ομάδα και ο Τζακ με τον Κώστα περίμεναν παρακολουθώντας. Στην αρχή οι ερωτήσεις του δεν πήραν απάντηση, μετά όμως ο Ρατζαρέντι άρχισε να μιλά έντονα και βιαστικά. Έβαλε τα δάχτυλα δίπλα στα μάτια και τα τράβηξε, έκανε μια γκριμάτσα, μετά μίλησε πάλι κάνοντας χειρονομίες πάνω στους καρπούς και τα χέρια του, σαν να έφτιαχνε ένα σκίτσο πάνω τους. Έβγαλε κάτι από ένα μικρό πουγκί στη μέση του και το έδωσε στον Πραντές. Οι άλλοι Κόγια τραβήχτηκαν πίσω στην άκρη της ζούγκλας δείχνοντας τρομαγμένοι και κάθισαν εκεί στις φτέρνες τους με τα τόξα και τις λόγχες τους. Ο Πραντές έκανε μερικές ερωτήσεις ακόμη. Μετά, έβαλε το χέρι του στον ώμο του Ρατζαρέντι και σηκώθηκε. Γύρισε στον Τζακ και τον Κώστα με ανήσυχη έκφραση. «Πρέπει να πάω μαζί του κάπου απόμερα. Αρνείται να μιλήσει εδώ. Εσείς κατεβείτε στην παραλία και θα έρθω να σας βρω εκεί». Δεκαπέντε λεπτά αργότερα, ο Τζακ και ο Κώστας ήταν καθισμένοι στη σκιά του σκάφους. Ο ήλιος έκαιγε ανυπόφορα, αλλά τώρα ήταν πιο χαμηλά, δυτικά στον ουρανό, πάνω από το φαράγγι. Είχαν απομείνει γύρω στις τρεις ώρες φως. Ο Τζακ άρχισε να χτυπά τα δάχτυλα στην πλευρά του σκάφους, αλλά γρήγορα σταμάτησε. Για πρώτη φορά, κάποιος άλλος είχε τον έλεγχο της κατάστασης και δεν ήταν συνηθισμένος να λειτουργεί έτσι. Όμως ο Πραντές έδειχνε να χειρίζεται σωστά τα πράγματα. Αυτός ήξερε καλύτερα πόση ώρα θα χρειάζονταν για να πάνε στο ναό και να γυρίσουν. Ο Τζακ χαλάρωσε λίγο. Έμεινε στη σκιά του σκάφους, με τους αγκώνες στην άμμο, και παρακολουθούσε τον Κώστα χαμογελώντας. Ήταν καθισμένος στην άμμο με τα γόνατα λυγισμένα και τα μπατζάκια του σορτς του κατεβασμένα. Σε κάποια απόσταση, ένας κάβουρας είχε εντοπίσει το βολικό καταφύγιο κι ερχόταν γραμμή προς το μέρος του. Την τελευταία στιγμή ο Κώστας ανασηκώθηκε και ο κάβουρας πέρασε από κάτω, προσπέρασε το σκάφος και εξαφανίστηκε πιο πέρα στην παραλία τρέχοντας πλαγιαστά με απίστευτη ταχύτητα. Ο Κώστας είδε τον Τζακ να τον κοιτάζει και κούνησε το φλασκί με ένα αθώο ύφος. «Τι;» «Μήπως ήπιες αρκετό από αυτό το πράγμα;» «Δυο γουλιές έχω πιει όλο κι όλο. Εξάλλου, είμαι σε διακοπές. Στην παραλία. Επιτέλους». Ήπιε άλλη μια γουλιά και σκούπισε το στόμα του αγκομαχώντας. «Εντάξει. Όσο χρειάζεται για να ξεπεράσω την απογοήτευση, όχι παραπάνω». Άδειασε το φλασκί στην άμμο και ήπιε

άφθονο νερό από το παγούρι του. «Όσο περιμένουμε, Τζακ, πες μου. Αυτός ο τύπος, ο Μπέμπι, τι έκανε εδώ; Και γιατί έγινε η εξέγερση;» Ο Τζακ τεντώθηκε πίσω κι έβαλε τα χέρια κάτω από το κεφάλι του. Κοίταξε τους φοίνικες κατά μήκος της ακτής, παρακολουθώντας έναν άλλο συλλέκτη τόντι να κατεβαίνει επιδέξια από έναν κορμό. Άπλωσε το χέρι και χτύπησε το αναποδογυρισμένο φλασκί. «Εκείνο που προκάλεσε την εξέγερση ήταν ότι έβαλαν φόρο στο τόντι. Ήταν μια εντελώς περιττή κίνηση· τα έσοδα θα ήταν ασήμαντα, ενώ αντίθετα προκάλεσε τρομερή δυσαρέσκεια στους ιθαγενείς. Έτσι άρχιζαν πολλές αποικιακές συγκρούσεις. Μια αγανάκτηση που σιγόβραζε και μετά μια μικρή διοικητική γκάφα που προκαλεί την έκρηξη. Και το 1879, με τον πόλεμο ενάντια στο Αφγανιστάν, μια εσωτερική εξέγερση ήταν το τελευταίο πράγμα που ήθελε η κυβέρνηση. Η αντίδραση ήταν τυπική. Μετά από χρόνια αδιαφορίας και παραμέλησης των φυλών της ζούγκλας, ακολούθησαν τυραννικά μέτρα και ανικανότητα στην κατάπνιξη της εξέγερσης. Από την αρχή οι Βρετανοί δυσκολεύτηκαν επειδή δεν γνώριζαν καλά τις φυλές και τις συνθήκες της ζούγκλας. Εδώ λοιπόν μπαίνει ο Μπέμπι. Υπήρχαν πολλοί διακεκριμένοι Βρετανοί αξιωματούχοι στην Ινδική Δημόσια Υπηρεσία, άνθρωποι με ευφυΐα και ηθική ακεραιότητα. Ο Μπέμπι ήταν κατώτερος αξιωματούχος που είχε τοποθετηθεί σε μια οπισθοδρομική περιοχή. Υπήρχαν μερικοί ξένοι που οι ιθαγενείς τούς λάτρευαν, όπως ο μυθικός πρίγκιπας Ράμα. Ο Μπέμπι σίγουρα δεν ήταν ένας από αυτούς». Ένας θόρυβος τους έκανε να στραφούν προς τη ζούγκλα. Θύμιζε αιολική άρπα ή μακρινά γκονγκ. Ήταν δύσκολο να καταλάβεις αν ήταν απλώς ο ήχος της αύρας μέσα στα δέντρα ή υπαρκτός θόρυβος. Μετά όμως εντάθηκε, ένας μακρινός τυμπανισμός από την κατεύθυνση του χωριού, τρία βαθιά χτυπήματα, παύση, τρία χτυπήματα ακόμη, που δυνάμωναν καθώς έμπαιναν στη συγχορδία κι άλλα τύμπανα. Τότε, τους είδαν - άντρες με ένα πανί γύρω από τη μέση, που κρατούσαν μακρόστενα ζεύγη τυμπάνων. Έβγαιναν από τη ζούγκλα δεξιά κι αριστερά από το μονοπάτι, οπισθοχωρούσαν πάλι, μετά έβγαιναν ξανά με κάθε σειρά χτυπημάτων. Ανάμεσά τους εμφανίστηκαν γυναίκες που φορούσαν κουδούνια στ’ αυτιά τους και κουνούσαν ζωηρά το κεφάλι. Χτυπούσαν τα πόδια στη γη όλες μαζί, όλο και πιο δυνατά όσο δυνάμωναν τα τύμπανα, ενώ το πλήθος τους μεγάλωνε, και περνούσαν ανάμεσα από τους τυμπανιστές. Ακούστηκαν φωνές με ένταση που ανεβοκατέβαινε σε έναν θρηνητικό ψαλμό. Μετά, η παράταξη άνοιξε και εμφανίστηκε ένας άντρας που φορούσε στο κεφάλι

ένα κρανίο βίσωνα, τυλιγμένο με ένα κόκκινο σαρί και στολισμένο με φτερά παγονιού. Τα κέρατα ήταν υψωμένα και κατακόκκινα. Ακολούθησαν κι άλλοι άντρες με κέρατα, που σχημάτισαν έναν κύκλο στην άμμο κι άρχισαν να χτυπούν τα πόδια κάτω συγχρονισμένα και να ψέλνουν. «Κέρατα γκάουρ», είπε ο Τζακ. «Το άλλο φοβερό θηρίο της ζούγκλας. Φαίνεται ότι τα έχουν ήδη πασαλείφει με αίμα». «Από κότες, ελπίζω», είπε ο Κώστας. «Όμως και πάλι, είναι τρομακτικό. Πρόσθεσε και μια ανθρωποθυσία, και μπες στη θέση ενός Βρετανού στρατιώτη, που τα παρακολουθούσε αυτά από εκείνο το ποταμόπλοιο το 1879. Θα έμοιαζαν με εικόνες της κόλασης, που τους είχαν περάσει οι βικτοριανοί πάστορες από μικρά παιδιά. Μιλάμε για άγριους, κι αυτοί οι άντρες με τα κέρατα είναι μια εικόνα του ίδιου του διαβόλου». Ο Πραντές κατέβηκε από το μονοπάτι, πέρασε ανάμεσα από τους τυμπανιστές και τους χορευτές, και τους πλησίασε. Ο Ρατζαρέντι ήταν μαζί του αλλά έμεινε πίσω, στην άκρη της ζούγκλας. Ο Πραντές έριξε μια ματιά στο ρολόι του και μετά γύρισε και κοίταξε τον ουρανό ανατολικά. «Ο χορός του βίσωνα», είπε. «Η πρώτη πράξη της γιορτής. Το τόντι ρέει άφθονο τώρα. Είναι μια καλή στιγμή να φύγουμε». «Πριν με γδύσουν και με στείλουν για μια μικρή βόλτα στη ζούγκλα, θέλεις να πεις», σάρκασε ο Κώστας. «Έκανες τίποτα;» ρώτησε ο Τζακ. «Είδες τις κινήσεις που έκανε ο Ρατζαρέντι στο ξέφωτο; Τράβηξε τα μάτια του για να τα κάνει πλαγιαστά. Είπε ότι ήρθε ένας άντρας εδώ, πριν ξεσπάσει ο μουσώνας, πριν από τέσσερις μήνες περίπου. Είχε τέτοια μάτια». «Ο θείος της Κάτιας;» ρώτησε ο Κώστας. «Μπορεί», απάντησε ο Τζακ. «Ο Χάι Τσεν έχει πολύ χαρακτηριστικό πρόσωπο, είναι κάτι ανάμεσα σε Μογγόλο και Κινέζο. Τίποτε άλλο;» «Ο άγνωστος είπε στους Κόγια πως ήταν φίλος του Κρίστοφ φον ΦίρερΧάιμεντορφ, ενός ανθρωπολόγου που ήρθε εδώ με τη γυναίκα του στη δεκαετία του 1930, στα τελευταία χρόνια της βρετανικής κυριαρχίας. Το ζευγάρι έμεινε στη ζούγκλα αρκετούς μήνες και υποστήριξε τους ιθαγενείς. Ο Κρίστοφ φέρθηκε καλά στον πατέρα μου όταν ήταν μικρό παιδί, και οι Κόγια μιλούσαν πάντα γι’ αυτόν με μεγάλο σεβασμό». «Οι ιθαγενείς θυμούνται έναν επισκέπτη που πέρασε από δω πριν από ογδόντα χρόνια;» ρώτησε ο Κώστας. «Βέβαια!» απάντησε ο Πραντές. «Και θυμούνται τον υπολοχαγό

Χάουαρντ, τον προ-προπάππο του Τζακ. Αφού νικήθηκαν οι αντάρτες και αποσύρθηκε η κύρια εκστρατευτική δύναμη του Ράμπα, ο Χάουαρντ και οι σκαπανείς του παρέμειναν εκεί για μερικούς μήνες, προκειμένου να αρχίσουν την κατασκευή δρόμων. Ο Χάουαρντ έκανε τα πάντα για να βοηθήσει τους χωρικούς. Βελτίωσε την ύδρευση και την υγιεινή, τους έδειξε κάποιες κατασκευαστικές μεθόδους. Δεν έμοιαζε με τους ιεραπόστολους που ανέβαιναν μερικές φορές το ποτάμι. Τους έλεγε πως οι μόνοι θεοί που πρέπει να λατρεύουν είναι οι δικοί τους. Το θυμούνταν αυτό. Κάποια στιγμή τον κατέβαλε η υπερκόπωση και τον φρόντισαν εδώ. Αγαπούσε ιδιαίτερα τα παιδιά και τους έφτιαχνε παιχνίδια όταν ήταν στην ανάρρωση. Και θυμούνται την ημέρα που ήρθε το ποταμόπλοιο για να τον πάρει, την ημέρα που του είπαν πως ο γιος του είχε πεθάνει. Ήταν απαρηγόρητος και ήρθε στην όχθη του ποταμού μόνος του, στο σημείο όπου οι Κόγια είχαν κάνει την τελετή εκείνη την ημέρα του 1879. Εκεί όπου θυσίασαν το παιδί. Ίσως αυτό το θέαμα ήταν που επηρέασε περισσότερο τον Χάουαρντ». Ο Τζακ ξεροκατάπιε. «Τέτοιος άνθρωπος ήταν», είπε. «Αφοσιωμένος στα παιδιά του - αυτά που έκανε στη συνέχεια». «Όμως δεν επέστρεψε ποτέ το ιερό βέλπου και το σπαθί με το γάντι της τίγρης», παρατήρησε ο Κώστας. «Για κάποιο λόγο αυτός και ο Γουόχοουπ αποφάσισαν να τα κρατήσουν», είπε ο Τζακ. «Μπορεί ο Χάουαρντ να σκόπευε να γυρίσει στο ναό και να βρει έναν τρόπο να μπει μέσα, αλλά αφότου αρρώστησε δεν ξαναγύρισε ποτέ στη ζούγκλα». Ο Πραντές απευθύνθηκε στον Κώστα. «Ρώτησες πώς θυμούνται οι Κόγια. Επειδή δεν έχουν γραμμική αντίληψη του χρόνου, οι επισκέπτες που πέρασαν από δω πριν από εκατό ή και χίλια χρόνια περιγράφονται με τον ίδιο τρόπο: “την εποχή των προγόνων μας”. Τελικά, οι πιο μακρινοί περνούν στη μυθολογία και κάποιοι από αυτούς γίνονται θεοί». «Ο Χάι Τσεν, λέγοντας πως ήταν φίλος του φον Φίρερ- Χάιμεντορφ, χρησιμοποιούσε την παλιότερη τεχνική των ανθρωπολόγων», είπε ο Τζακ. «Θα κερδίσεις την εμπιστοσύνη των υπηκόων σου, λέγοντας πως είσαι φίλος ενός σεβαστού επισκέπτη από το παρελθόν. Ο Χάι Τσεν θα το ήξερε αυτό». «Μου είπαν ότι τους μίλησε στη γλώσσα των Κοντ της βόρειας ζούγκλας, που τη γνώριζε αρκετά καλά για να τον καταλαβαίνουν», είπε ο Πραντές. «Η γλώσσα των Κόγια είναι διάλεκτος της γλώσσας των Κοντ». «Αυτό είναι», είπε ο Τζακ. «Η Κάτια μου είπε ότι ο θείος της ήταν

προικισμένος γλωσσολόγος και είχε κάνει μια μελέτη για τις γλώσσες των φυλών όταν άρχισε να εξερευνά τους κατοίκους της ινδικής ζούγκλας. Τι άλλο μπορούν να μας πουν;» «Έδειξε ενδιαφέρον για τη μυθολογία τους, τις αρχαίες παραδόσεις, τα τεχνουργήματά τους. Ο Ρατζαρέντι του είπε για τα βέλπου κι αυτός τον πίεσε ζητώντας να δει ένα. Τελικά, του έδειξε το οικογενειακό του βέλπου, το οποίο είχε βγάλει ήδη από το μπαμπού. Από το 1879 που εξαφανίστηκε το πιο ιερό βέλπου, το Λακάλα Ράμου, τα βέλπου της φυλής είχαν χάσει μεγάλο μέρος της δύναμής τους, και τα οικογενειακά βέλπου είναι λιγότερο ισχυρά απ’ όλα. Εντούτοις, οι άλλοι χωρικοί δεν ενέκριναν αυτό που έκανε, γι’ αυτό τους είδατε να οπισθοχωρούν στη ζούγκλα όταν ο Ρατζαρέντι έβγαλε αυτό». Ο Πραντές τους έδειξε το αντικείμενο που του είχε δώσει ο Ρατζαρέντι: ένα νόμισμα. Το κοίταξαν και ο Κώστας σφύριξε. «Έχω ξαναδεί τέτοια νομίσματα. Στο ναυάγιο στην Ερυθρά Θάλασσα. Είναι ρωμαϊκό». «Δηνάριο της πρώιμης αυτοκρατορίας», είπε ο Τζακ παίρνοντας το νόμισμα και κοιτάζοντάς το σχολαστικά. «Δεν είναι χρυσό όπως τα νομίσματα του ναυαγίου, αλλά ασημένιο. Είναι πολύ φθαρμένο, αλλά δείχνει σίγουρα τον Αύγουστο. Εκπληκτικό». «Υπάρχουν παντού στη νότια Ινδία», είπε ο Πραντές. «Έχουμε μια νομισματολόγο στο Αρικαμεντού, που τα έχει μελετήσει εξονυχιστικά. Γνώριζε για τον Τζον Χάουαρντ, γιατί η παιδική συλλογή του με ρωμαϊκά νομίσματα από την Ινδία κληροδοτήθηκε στην Τοπογραφική Υπηρεσία της Ινδίας από την κόρη του. Τα νομίσματα συνήθως είναι καινούρια, ακυκλοφόρητα. Τα έφερναν εδώ οι Ρωμαίοι για χρυσάφι. Αυτό είναι φθαρμένο γιατί το χειρίζονταν για ολόκληρες γενιές οι Κόγια, μάλλον ως κόσμημα, πριν αποκτήσει ιερό χαρακτήρα και το κρύψουν ως βέλπου. Ο Ρατζαρέντι είπε ότι το πρόσωπο ανήκει στον Ράμα. Τον βλέπετε; Μας παρακολουθεί άγρυπνα από κει. Πρέπει να του το επιστρέφω πριν φύγουμε». «Ράμα», επανέλαβε σκεφτικός ο Τζακ. «Τίποτε άλλο;» Ο Πραντές κάθισε στις φτέρνες. «Ναι, υπάρχει και κάτι άλλο. Και είναι ανησυχητικό». Έκανε μια παύση. «Αυτός ο άνθρωπος, ο Χάι Τσεν, έφτασε εδώ λίγο πριν ξεσπάσει ο μουσώνας και ήθελε να διασχίσει όσο περισσότερο έδαφος μπορούσε πριν γίνει αδιαπέραστη η ζούγκλα. Τον έστειλαν με έναν οδηγό στο χωριό Ράμπα και από κει πήγε μόνος του να δει το ναό. Οι Κόγια αρνήθηκαν να πάνε εκεί μαζί του». «Το σπήλαιο για το οποίο μας είπες;» ρώτησε ο Κώστας. «Ναι», απάντησε ο Πραντές. «Όμως, λίγες ημέρες αργότερα ήρθαν κι

άλλοι, επίσης με τέτοια μάτια». Ο Πραντές τράβηξε τα μάτια πίσω με τα δάχτυλά του. «Κι άλλοι Κινέζοι», είπε ο Τζακ. Ο Πραντές κατένευσε. «Ήταν όμως διαφορετικοί. Ήταν επτά και ήρθαν με ελικόπτερο. Ήταν επιθετικοί. Είπαν πως έρχονταν από κάποια μεταλλευτική εταιρεία. Οι χωρικοί ανησύχησαν πολύ. Έχουν έρθει και στο παρελθόν άνθρωποι από μεταλλευτικές εταιρείες και οι Κόγια τους μισούν. Οι λόφοι εδώ γύρω περιέχουν πολύ βωξίτη και όλη η περιοχή απειλείται. Όμως υπήρχε και κάτι άλλο που τους τρομοκράτησε ακόμη περισσότερο. Οι άντρες είχαν τατουάζ στα χέρια τους, κάτω από τον αγκώνα, όλοι το ίδιο. Ήταν η εικόνα μιας τίγρης». «Μιας τίγρης», επανέλαβε ο Τζακ. «Ο Ρατζαρέντι φοβήθηκε. Νόμισε ότι το κόντα ντεβάτα ήρθε για να τον τιμωρήσει επειδή αποκάλυψε το βέλπου στον Χάι Τσεν. Πιστεύει ακόμη πως οι Κινέζοι παραμονεύουν στη ζούγκλα γύρω από το χωριό και περιμένουν την κατάλληλη στιγμή για να χτυπήσουν. Κι έχει βάσιμους λόγους που ανησυχεί». Ο Τζακ ένιωσε ξαφνικά άβολα. «Συνέχισε». «Οι Κινέζοι χρησιμοποίησαν λίγο διαφορετική μέθοδο για να πάρουν πληροφορίες. Άρπαξαν ένα παιδί, ένα κοριτσάκι, και του κόλλησαν ένα πιστόλι στο κεφάλι. Ήθελαν να μάθουν πού πήγε ο άλλος Κινέζος, αυτός που πιστεύουμε πως ήταν ο Χάι Τσεν». «Και ο Ρατζαρέντι τους είπε». «Ναι. Έχουν περάσει πάνω από τρεις μήνες από τότε. Οι Μαοϊστές ήρθαν εδώ και τους είπαν να μην πλησιάσουν στο ναό. Είναι συνηθισμένοι να τους λένε οι Μαοϊστές να μην πλησιάζουν στα στρατόπεδά τους, και ο ναός είναι περιοχή-ταμπού για τους Κόγια, έτσι κι αλλιώς. Όμως αυτή τη φορά η κατάσταση ήταν διαφορετική. Μετά την εξαφάνιση του Κινέζου ανθρωπολόγου, ο Ρατζαρέντι κατάλαβε ότι κάτι άλλο συμβαίνει. Είχαν αφυπνιστεί κακά πνεύματα». «Γιατί δεν στέλνετε την αστυνομία ή το στρατό;» ρώτησε ο Κώστας. «Τώρα πια, φαίνεται να υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για κάτι τέτοιο». Ο Πραντές κούνησε το κεφάλι διαφωνώντας. «Κανείς στην κυβέρνηση δεν πρόκειται να πιστέψει αυτή την ιστορία. Υπάρχει ακόμη μια βαθιά περιφρόνηση για τις φυλές ανάμεσα στους καμπίσιους που απαρτίζουν το μεγαλύτερο μέρος της περιφερειακής κυβέρνησης και της Δικαιοσύνης, και αν μαθευόταν ότι κακομεταχειρίστηκαν εκπροσώπους μεταλλευτικών εταιρειών με βάση μια ιστορία των Κόγια, θα έπεφταν κεφάλια. Υπάρχουν

ισχυρά στοιχεία στην κυβέρνηση που θα ήθελαν να διώξουν τις φυλές και να μετατρέψουν αυτούς τους λόφους σε ένα γιγάντιο ορυχείο. Τα οικονομικά συμφέροντα είναι τεράστια. Μια επέμβαση του στρατού θα μπορούσε να προέλθει μόνο ύστερα από εκδηλώσεις βίας των Μαοϊστών μέσα στη ζούγκλα, και συνήθως οι Μαοϊστές φροντίζουν να αποφεύγουν κάτι τέτοιο. Η ζούγκλα είναι το καταφύγιό τους. Ο πατέρας μου δολοφονήθηκε από τους Μαοϊστές στο Ντοουλαϊσβέραμ, όχι εδώ πάνω. Αν οι Μαοϊστές πυροβολήσουν στρατιώτες θα δημιουργηθεί ομοσπονδιακό ζήτημα και την άλλη μέρα θα δεις στρατιωτικά ελικόπτερα να γαζώνουν τη ζούγκλα. Και αν το μέρος εδώ μετατραπεί σε Βιετνάμ, αυτό δεν θα βοηθήσει καθόλου τις φυλές. Χρειάζεται μεγάλη προσοχή. Επισήμως εγώ είμαι εδώ σε διακοπές, και τα δύο παιδιά από το λόχο μου που θα είναι στο ελικόπτερο, είναι ιδιωτικοί σωματοφύλακες που τους προσλάβατε εσείς». «Εκείνο όμως που θέλεις να κάνεις στην πραγματικότητα είναι να βγάλεις από τη μέση τους Μαοϊστές μόνος σου», είπε ο Κώστας. «Για τον πατέρα σου». Ο Τζακ κοίταξε τον Πραντές, που έμεινε αμίλητος με τα μάτια κάτω. «Και ο ανθρωπολόγος, ο Χάι Τσεν;» ρώτησε ο Κώστας. Ο Πραντές κούνησε το κεφάλι. «Δεν έχει ξαναφανεί από τότε». Ακούστηκε ο θόρυβος ελικοπτέρου, που έπνιξε τα τύμπανα από την άκρη της ζούγκλας. Ο Πραντές έβγαλε τον ασύρματό του και μίλησε γρήγορα στα ινδικά. Το ελικόπτερο υψώθηκε πάνω από το ποτάμι και έκανε πίσω, κατεβαίνοντας στην απέναντι παραλία. Ο Πραντές έκανε νεύμα στον Ρατζαρέντι, που χειρονομούσε δείχνοντας το ελικόπτερο. «Τους είπα να προσγειωθούν από την άλλη μεριά. Οι Κόγια αξίζουν κάποιο σεβασμό ύστερα απ’ ό,τι έγινε την τελευταία φορά που προσγειώθηκε ελικόπτερο εδώ πέρα. Και δεν θέλουμε να χάσουν τον έλεγχο και να μας επιτεθούν». Ο Τζακ κοίταξε τους χορευτές. «Δείχνουν σκνίπα στο μεθύσι για να το προσέξουν». Σηκώθηκε και πήγε στο σημείο όπου είχε δέσει το σκοινί του σκάφους, ενώ ο Κώστας, με το φλασκί στο χέρι, ξεκίνησε προς τα εκεί όπου στεκόταν ο Ρατζαρέντι. «Πάω να αποχαιρετήσω τον καινούριο μου φίλο». «Πρόσεχε μη σε αρπάξει και σε πάει μέσα στη ζούγκλα!» είπε ο Τζακ. «Αν έχεις τώρα μέσα σου αυτά τα μάγια της τίγρης, μπορεί να τα χρειαστούμε κι εμείς». Ο Κώστας έδωσε το χέρι του στον Ρατζαρέντι, δείχνοντας επιδοκιμαστικά το φλασκί. Ο Τζακ πλησίασε κι αυτός, κρατώντας ακόμη το

σκοινί του σκάφους, και μετά ήρθε και ο Πραντές κι έδωσε στον Ρατζαρέντι το ρωμαϊκό νόμισμα. Αυτός το έβαλε προσεκτικά στο μικρό δερμάτινο πουγκί του και το έδεσε στη μέση του. «Δεν δείχνει ενοχλημένος από το ελικόπτερο», είπε ο Κώστας. «Μερικοί από τους ιθαγενείς τα έχουν συνηθίσει. Οι Κινέζοι δεν είναι οι πρώτοι που έρχονται εδώ. Έχουν υπάρξει κι άλλοι, από πολυεθνικές εταιρείες. Μερικές φορές προσλαμβάνουν τους Κόγια για οδηγούς. Οι άνθρωποι των εταιρειών τούς πληρώνουν με πλάκες χασίς. Είναι ο τρόπος που χρησιμοποιούν οι μεταλλευτικές εταιρείες για να τους ανταποδώσουν τη βοήθεια, να τους δείξουν ότι νοιάζονται». Ο Τζακ γύρισε προς τον Ρατζαρέντι, το σκέφτηκε για μια στιγμή και μετά έβγαλε τα κιάλια Νίκον που κρέμονταν από το λαιμό του. Είχε δει αρκετούς Κόγια να τα κοιτάζουν με περιέργεια νωρίτερα. Δεν θα του χρειάζονταν τώρα στο ταξίδι μέσα στους στενούς χώρους της ζούγκλας. Του τα έδωσε. Ο Ρατζαρέντι τα πήρε, κοίταξε προσεκτικά τους φακούς και το μηχανισμό, και μετά του τα έδωσε πάλι πίσω. Έκλινε το κεφάλι και είπε κάτι στον Πραντές. «Είπε ότι αν δεν τα χρειάζεσαι εσύ, δεν τα χρειάζεται ούτε αυτός. Είπε ότι βλέπει όσο μακριά χρειάζεται να βλέπει». Ο Τζακ τον κοίταξε κι έκανε ένα αργό καταφατικό νεύμα. «Εντάξει». «Εισαγωγή στην ανθρωπολογία, Τζακ», μουρμούρισε ο Κώστας. Ο Τζακ ανασήκωσε τα φρύδια. «Ναι;» «Μην ανακατεύεσαι με τους ιθαγενείς». «Ευχαριστώ, μηχανικέ». Ο Πραντές έδειξε προς το ελικόπτερο και γύρισαν γρήγορα στο σκάφος. Μαζί με τον Κώστα στάθηκαν δεξιά κι αριστερά του, και ο Τζακ πέταξε το σκοινί πάνω από την πλώρη. «Εντάξει», είπε ο Πραντές. «Φύγαμε;» Ο Κώστας τον κοίταξε για μια στιγμή και μετά έκανε ένα επι- δοκιμαστικό νεύμα. «Όπως το είπες». Ο Τζακ πέρασε τον παλιό χακί σάκο στον ώμο του και άγγιξε την Μπερέτα στη θήκη της. Κάτι συνέβαινε εδώ, κάτι μεγαλύτερο απ’ ό,τι είχε φανταστεί. Σκέφτηκε την Κάτια πάλι και ότι έπρεπε να της μιλήσει. Κοίταξε το ρολόι του. Μόνο τέσσερις ώρες μέχρι να έρθει το ελικόπτερο Λυγξ να τους πάρει από το Ρατζαμούντρι και να τους πάει στον Θαλάσσιο Ιχνηλάτη II. Ο Κώστας κοίταξε μέσα στο σκοτάδι της ζούγκλας και μετά έδειξε το μενταγιόν στο λαιμό του Πραντές. «Μήπως έχεις άλλα τέτοια νύχια τίγρης;»

ρώτησε. Ο Πραντές άρχισε να σπρώχνει το σκάφος. «Δεν τα χρειάζεσαι. Μην ξεχνάς πως έχεις φάει την τροφή της τίγρης. Μην ανησυχείς. Δεν πρόκειται να μπλέξουμε σε μάχη. Κι αν υπάρξει κανένα πρόβλημα, οι δύο σκαπανείς μου έχουν εντολή να ρίξουν στο ψαχνό». «Καλό σχέδιο», είπε ο Κώστας. «Τζακ;» «Πάμε».

10

«Κοιτάξτε κάτω. Γρήγορα, πριν χαθούν. Στη ζούγκλα». Ο Τζακ κοίταξε από την ανοιχτή πλαϊνή πόρτα του ελικοπτέρου, νιώθοντας στο κράνος του το καθοδικό ρεύμα αέρα από τον έλικα. Ο Κώστας έκανε το ίδιο από την άλλη πλευρά. Στην αρχή δεν είδαν τίποτα μέσα στην πυκνή βλάστηση που απλωνόταν πάνω από τα απόκρημνα περιγράμματα των λόφων σαν ένα παχύ χαλί. Μετά, ο Τζακ διέκρινε κίνηση στο σκοτάδι κάτω από το θόλο της βλάστησης, ένα κύμα σαν μια σκιά που εξαπλώνεται, λες κι ο ποταμός Γκονταβάρι πίσω τους είχε λοξοδρομήσει από τις όχθες του και απλωνόταν στα φαράγγια και τους ξεροπόταμους. Είδε σκοτεινές μορφές να περνούν γοργά από τα ξέφωτα. Δεν άκουγε τίποτα πέρα από το ελικόπτερο, αλλά αισθανόταν ένα τράνταγμα σαν μπουμπουνητό, τον ήχο μιας αγέλης από βίσωνες που έτρεχαν μέσα στη ζούγκλα προς άγνωστο προορισμό. «Είναι γκάουρ», είπε ο Πραντές από την ενδοσυνεννόηση, μιλώντας από το κάθισμα του συγκυβερνήτη. «Οι Κόγια τα φοβούνται σχεδόν όσο και τις τίγρεις. Με ένα κοπάδι τέτοιου μεγέθους στην περιοχή, είναι ένας ακόμη λόγος να αποφύγουμε τη ζούγκλα και να πάμε με το ελικόπτερο». Ο Τζακ τραβήχτηκε πάλι μέσα. Μαζί με τον Κώστα ήταν δεμένοι με ζώνες ασφαλείας και κάθονταν στα καθίσματα δίπλα στην πόρτα, βλέποντας προς το πίσω μέρος του ελικοπτέρου. Ο Τζακ κρατιόταν από τη βάση όπου έμπαινε κανονικά το πολυβόλο της πόρτας. Το ελικόπτερο ήταν ένα παλιό Χιούι. Αρχικά ανήκε στον ινδικό στρατό, τώρα όμως το χρησιμοποιούσαν

για τον ανεφοδιασμό μακρινών χωριών στις ζούγκλες των ανατολικών Γκατς. Ο Πραντές δεν μπορούσε να ζητήσει ελικόπτερο από τη μονάδα του, αφού τα στρατιωτικά διακριτικά θα τρόμαζαν τους Κόγια και τους Μαοϊστές, ενώ το Λυγξ του ΔΠΩ έμοιαζε πολύ με τα ελικόπτερα που έφερναν τους ανθρώπους των μεταλλευτικών εταιρειών. Πάντως, ο Τζακ ένιωθε πως είχαν επαρκή προστασία για την αποστολή τους, μια γρήγορη επίσκεψη που ο Πραντές ήλπιζε ότι θα τους έπαιρνε λιγότερο από δύο ώρες, ώστε να φύγουν πριν δύσει ο ήλιος. Στα πτυσσόμενα καθίσματα απέναντι τους κάθονταν οι σκαπανείς του Πραντές, δύο εύθυμοι άντρες από το Λόχο Εφόδου της Ομάδας Μηχανικού του Μαδράς. Είχαν μια θήκη με όπλα στερεωμένη στο δάπεδο ανάμεσά τους. Ο Τζακ κοίταξε τα πρόσωπά τους, τα μουστάκια και τα άγρια μάτια τους, και αναρωτήθηκε αν είχαν κι αυτοί προγόνους που είχαν περάσει από δω, ανθρώπους που μπορεί να ήταν μαζί με τον προ-προπάππο του στη ζούγκλα εκείνη τη μοιραία μέρα του 1879. «Απέχουμε μόνο δέκα λεπτά τώρα», είπε ο Πραντές. «Το ξέφωτο με το ναό είναι μπροστά μας και το χωριό Ράμπα απέχει γύρω στο ένα χιλιόμετρο ανατολικά, εκεί όπου βλέπετε να υψώνεται καπνός πάνω από τη ζούγκλα». Οι δύο σκαπανείς άνοιξαν γρήγορα τις θήκες, έβγαλαν από μέσα τουφέκια εφόδου ΑΚ-74 και τοποθέτησαν τους γεμιστήρες που είχαν σχήμα μπανάνας. Όπλισαν και κράτησαν τα τουφέκια στα γόνατα, με τις κάννες στραμμένες προς τα έξω. Ο ένας έκανε νεύμα στον Τζακ και τον Κώστα να σπρώξουν τα καθίσματά τους πάνω στις ράγες του δαπέδου προς το κέντρο της καμπίνας, μακριά από τις ανοιχτές πόρτες. Ο Πραντές γύρισε και κοίταξε πίσω για να βεβαιωθεί ότι μετακινήθηκαν. «Για την περίπτωση που θα μας ρίξουν καθώς πλησιάζουμε», είπε. «Σύμφωνα με τους Κόγια, εδώ και κάποιο διάστημα οι Μαοϊστές δεν χρησιμοποιούν το ξέφωτο για κανονικό στρατόπεδο. Είπαν όμως ότι οι κάτοικοι του Ράμπα άκουσαν πολλούς πυροβολισμούς την ημέρα που ήρθαν οι Κινέζοι. Δεν ξέρουμε τι μπορεί να βρούμε». «Αυτό το χωριό, το Ράμπα, από πού πήρε το όνομά του;» ρώτησε ο Κώστας. «Προέρχεται από τον Ράμα, τον πρίγκιπα στον οποίο εστιάζεται η ινδουιστική λατρεία», απάντησε ο Πραντές. «Σύμφωνα με τη Ραμαγιάνα, το αρχαίο σανσκριτικό έπος, ο πρίγκιπας Ράμα κατέβηκε νότια από το Ουντ κι έζησε δέκα χρόνια εξόριστος στη ζούγκλα. Το μέρος όπου πηγαίνουμε, ο ναός, ήταν πάντα γνωστός ως Ναός του Ράμα». Ο Τζακ πίεσε το κουμπί της ενδοσυνεννόησης στο κράνος του. «Το

σκεφτόμουν αυτό από τότε που είδα το ρωμαϊκό νόμισμα από το βέλπου. Όταν οι Ρωμαίοι ήταν στο Αρικαμεντού, το συνηθέστερο τοπικό όνομα γι’ αυτούς ήταν γιαβάνας, δυτικοί. Όμως βρίσκουμε επίσης την ονομασία ραουμάνας στη βραχμανική βιβλιογραφία. Μπορεί να είναι απλή σύμπτωση». «Έλα τώρα, Τζακ!» είπε ο Κώστας. «Από πότε άρχισες να πιστεύεις σε συμπτώσεις;» «Είναι μια συναρπαστική πιθανότητα», είπε ο Πραντές. «Ως ινδουιστής, πίστευα στη Ραμαγιάνα και η εξήγηση που έδινε μου φαινόταν επαρκής. Όμως γνωρίζω από τους προγόνους μου, από την πλευρά των Κόγια, ότι ένας ναός αφιερωμένος στον Ράμα είναι τελείως αντίθετος με τις πεποιθήσεις της ζούγκλας. Οι Κόγια δεν έχουν ναούς για τους θεούς τους, ούτε ιερούς χώρους. Δεν έχουν καν ιερά χρώματα. Πιστεύουν πως οι θεοί τους είναι παντού γύρω τους, υπάρχουν σε όλα. Εμείς οι ινδουιστές δεχόμαστε τις ιστορίες που μιλούν για ξένους, γιατί η θρησκεία μας αγκαλιάζει τα πάντα. Όμως, για τις ανιμιστικές πεποιθήσεις των Κόγια, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Αν δεν πέρασε όντως από δω ο ίδιος ο πρίγκιπας Ράμα, πρέπει να ήταν μια εξίσου ισχυρή παρουσία που εμφανίστηκε στην περιοχή και άφησε τη σφραγίδα της». «Μπορεί ένας άλλος ξένος», είπε ο Κώστας. «Εντάξει, φτάσαμε». Το ελικόπτερο έκοψε ταχύτητα, έγειρε λίγο προς τα αριστερά και άρχισε να πετά σε έναν μεγάλο κύκλο γύρω από ένα τμήμα της ζούγκλας σκεπασμένο από αραιή ομίχλη. Ο Τζακ είδε ένα φαράγγι πάνω από το οποίο είχαν περάσει. Η βλάστηση κάλυπτε τα τοιχώματά του και από τις δύο πλευρές και σε κάποια σημεία φαίνονταν μπαλώματα με μουντό κόκκινο χρώμα, εκεί όπου πρέπει να παρασύρθηκε λάσπη από το μουσώνα. Μετά την πυκνή βλάστηση διέκρινε το μικρό ποτάμι που είχε ανοίξει το φαράγγι και περνούσε ανάμεσα σε ένα σωρό από ογκόλιθους στην κοίτη του. Ήταν η μοναδική εμφανής διαδρομή από το ποτάμι δεκαπέντε χιλιόμετρα νότια. Από δω πρέπει να είχαν έρθει ο Χάουαρντ και ο Γουόχοουπ με τους σκαπανείς τους το 1879. Θα ήταν ολότελα εκτεθειμένοι σε πυρά από πάνω και ήταν δύσκολο να καταλάβεις πώς δεν τους σκότωσαν οι αντάρτες. Μετά όμως ο Τζακ θυμήθηκε την ιστορία του Πραντές για το βέλπου, την υπόσχεση του Χάουαρντ στον μουταντάρ. Μόνο έτσι μπορούσε να εξηγηθεί το γεγονός ότι πέρασαν σώοι και αβλαβείς. Το καθοδικό ρεύμα του έλικα ανατάραξε τη βλάστηση της ζούγκλας και ο Τζακ είδε το σημείο όπου το ποτάμι περνούσε από την ανατολική πλευρά του ξέφωτου αφήνοντας πίσω του άλλον ένα σωρό βράχων που είχαν

κυλήσει από την πλαγιά. Φάνηκε επίσης ένα σημείο όπου σχηματιζόταν ένας μικρός καταρράκτης, με το νερό να κυλά πάνω σε κάτι βράχια που εκτείνονταν μέσα στο ξέφωτο. Μπροστά τους υπήρχαν τρεις ογκόλιθοι τεράστιου μεγέθους, ο ένας ακουμπισμένος επάνω στους άλλους, σαν ένα γιγάντιο προϊστορικό ανώφλι. «Αυτός είναι ο ναός», είπε ο Πραντές δείχνοντας τους τρεις βράχους. «Η είσοδος είναι κάτω από τον οριζόντιο βράχο μπροστά, αλλά σφραγίστηκε από το σεισμό αφού βγήκαν έξω οι Βρετανοί αξιωματικοί, την ημέρα που το πιο ιερό βέλπου εξαφανίστηκε για πάντα. Ο παππούς μου μου είπε πως ο σεισμός ήταν η εκδίκηση του κόντα ντεβάτα, του πνεύματος της τίγρης. Οι Κόγια φοβούνταν ήδη αυτό το μέρος. Οι τίγρεις έρχονται εδώ για να πιούν από το ποτάμι τη νύχτα. Μετά το σεισμό, φοβούνταν έστω και να πλησιάσουν στο ξέφωτο». «Και πώς θα μπούμε μέσα;» ρώτησε ο Κώστας. «Ο παππούς μου έλεγε πως υπήρχε άλλη μια είσοδος από τον καταρράκτη στο πίσω μέρος. Πρέπει όμως να είσαι πολύ μικρόσωμος και ευκίνητος. Είπε ότι είχε μπει από κει όταν ήταν μικρός και είχε δει τρομακτικούς δαίμονες μέσα. Οι γηραιότεροι των Κόγια στο χωριό Ράμπα αφηγούνται την ίδια ιστορία στα παιδιά τους. Ότι ήρθαν εδώ νύχτα, αλλά η ιστορία για τους δαίμονες δεν τους άφησε να μπουν μέσα». «Αρχαιολογία καταρρακτών», είπε ο Κώστας. «Αυτός είναι καινούριος κλάδος για μένα». Ο Πραντές γύρισε και τους έδειξε ένα κορδόνι που κρατούσε. «Υπάρχει κι άλλος τρόπος». Ο Κώστας γύρισε για να δει, και τα μάτια του άστραψαν. «Φιτίλι! Τώρα μάλιστα! Αυτή είναι η αρχαιολογία που μου αρέσει». Ο πιλότος έφτασε πάνω από το κέντρο του ξέφωτου, στρέφοντας τη μύτη του ελικοπτέρου προς το ναό, γύρω στα πενήντα μέτρα πιο κάτω. Οριζοντίωσε το ελικόπτερο και άρχισε να κατεβαίνει. Ο έλικας είχε καθαρίσει την ομίχλη από κάτω, αλλά τώρα ξεσήκωνε χώματα και φύλλα. Ο Τζακ έγειρε προς την πόρτα για να κοιτάξει έξω. Ξαφνικά, ακούστηκε μια δυνατή κλαγγή. Το ελικόπτερο έγειρε απότομα και η άκρη της πόρτας παραλίγο να χτυπήσει τον Τζακ. Ακούστηκαν κι άλλοι μεταλλικοί κρότοι και θόρυβος πυροβολισμών, ένας ήχος που σε ξάφνιαζε ακόμη και μέσα από τα ακουστικά. Σφαίρες πέρασαν σφυρίζοντας μέσα από τις ανοιχτές πόρτες του ελικοπτέρου, αστοχώντας για μερικά εκατοστά μόνο. Ο Τζακ άπλωσε ενστικτωδώς το αριστερό του χέρι για να αναγκάσει τον Κώστα να σκύψει. Ο πιλότος τράβηξε το χειριστήριο και το ελικόπτερο

ανυψώθηκε και απομακρύνθηκε. Ο Τζακ είδε τρεις φιγούρες από κάτω, με εξάρτυση μάχης και κόκκινα μαντίλια. Ο πιλότος οριζοντίωσε πάλι το ελικόπτερο και οι δύο σκαπανείς γονάτισαν στην ανοιχτή πόρτα και στήριξαν τα τουφέκια στον ώμο. Άνοιξαν πυρ στο αυτόματο, γαζώνοντας με σφαίρες το ξέφωτο. Μετά σταμάτησαν, κοίταξαν για μια στιγμή κι έριξαν από τρεις σφαίρες ο καθένας, σημαδεύοντας προσεκτικά αυτή τη φορά. Έβγαλαν τους γεμιστήρες και πέρασαν καινούριους. Ο Τζακ είδε τις τρεις φιγούρες να κείτονται στο χώμα και γύρω τους να απλώνονται κόκκινες κηλίδες στο έδαφος. «Μαοϊστές», είπε με αποστροφή ο Πραντές. «Υποψιάζομαι όμως ότι δεν ήταν επιτροπή υποδοχής για τις αφεντιές μας. Δεν υπάρχει περίπτωση να ήξεραν ότι θα έρθουμε. Αυτό πρέπει να ήταν απόσπασμα από κάποια μεγαλύτερη ομάδα, που μάλλον θα απέχει μερικές ώρες ταξίδι μέσα στη ζούγκλα. Συνήθως κάνουν αναγνωρίσεις τρεις-τρεις. Πανικοβλήθηκαν όταν είδαν ότι ετοιμαζόμασταν να προσγειωθούμε». «Τι κάνουμε τώρα;» ρώτησε ο Τζακ, με την καρδιά του να σφυροκοπά από την αδρεναλίνη. «Ακολουθούμε το αρχικό σχέδιο. Είδατε τι μπορούν να κάνουν οι άντρες μου. Το πιθανότερο είναι ότι οι υπόλοιποι Μαοϊστές θα είναι μακριά και δεν θα έχουν ακούσει τους πυροβολισμούς. Ο θόρυβος απορροφάται γρήγορα μέσα στη ζούγκλα. Ο πιλότος θα μας αφήσει και μετά θα απομακρυνθεί προς Νότο για να μην προκαλέσει υποψίες. Οι Μαοϊστές είναι συνηθισμένοι να βλέπουν αυτό το παλιό ελικόπτερο να πηγαινοέρχεται στα χωριά με εφόδια». Ο Πραντές έκανε νεύμα στον πιλότο, που αυτή τη φορά κατέβηκε γρήγορα, με τα πέδιλα του ελικοπτέρου να αναπηδούν στη σκληρή επιφάνεια του ξέφωτου. Οι δύο σκαπανείς πήδησαν έξω, πριν καλά-καλά καθίσει το ελικόπτερο, κλότσησαν τα τρία πτώματα των Μαοϊστών και έλεγξαν την περίμετρο του ξέφωτου. Ο Τζακ και ο Κώστας έλυσαν τις ζώνες και βγήκαν κι αυτοί, σκύβοντας και τρέχοντας κάτω από τον έλικα. Ο Πραντές τους ακολούθησε με το σάκο του και μετά ο κινητήρας ανέβασε πάλι στροφές και το Χιούι υψώθηκε μέσα σε ένα σύννεφο σκόνης. Αμέσως μόλις ξεπέρασε το ύψος των δέντρων, έγειρε μπροστά και απομακρύνθηκε προς Νότο. Δευτερόλεπτα αργότερα, ο ήχος του είχε χαθεί. Ο Τζακ σηκώθηκε, έριξε το σάκο του στον ώμο και βεβαιώθηκε ότι ο Κώστας ήταν εντάξει. Έβγαλαν τα κράνη τους και τα άφησαν το ένα δίπλα στο άλλο. Η σκόνη άρχιζε να κάθεται πάνω στα τρία πτώματα μερικά μέτρα πιο κάτω, σκεπάζοντας το αίμα. Ο Τζακ αισθανόταν την αδρεναλίνη του στα ύψη.

Είδε ότι και ο Πραντές ήταν σε πλήρη ετοιμότητα- κρατούσε μπροστά το πιστόλι του, ένα περίστροφο Μάγκνουμ 357, σφιγμένος και πανέτοιμος σαν ζώο που κυνηγάει το θήραμά του. Το όλο επεισόδιο είχε διαρκέσει μόνο μερικά δευτερόλεπτα, αλλά τώρα είχε αρχίσει να ξετυλίγεται στο νου του Τζακ σε αργή κίνηση. Ήταν κάτι που του είχε ξανασυμβεί στο παρελθόν, όταν είχε βρεθεί πρόσωπο με πρόσωπο με το θάνατο. Είδε τον Κώστα να πηγαίνει προς ένα βράχο στις παρυφές της ζούγκλας, γύρω στα τριάντα μέτρα από την είσοδο του ναού. Εκεί ήταν τα σακίδια των Μαοϊστών. Ο Κώστας κάθισε στις φτέρνες και τα κοίταξε- μετά, παρατήρησε το έδαφος. «Πρόσεχε τα φίδια!» του φώναξε ο Πραντές. Ο Κώστας σήκωσε από κάτω ένα μακρύ φιδοτόμαρο κόμπρας. «Σίγουρα!» είπε. Το άφησε να πέσει, χτύπησε ένα κουνούπι και μετά σήκωσε κάτι άλλο. «Κοιτάξτε εδώ. Οι Μαοϊστές είχαν Καλάσνικοφυπάρχουν πολλοί κάλυκες τριγύρω. Εδώ που τα λέμε, πάρα πολλοί για τις βολές που έριξαν. Φαίνεται ότι χρησιμοποιούσαν αυτό το μέρος για σκοποβολή, και αρκετά πρόσφατα, αν κρίνω από την κατάσταση που είναι οι κάλυκες. Και κοιτάξτε αυτό εδώ. Είναι κάλυκας, αλλά πολύ παλιότερος. Μοιάζει σαν να είναι από τουφέκι για ελέφαντες. Κυνηγοί μεγάλων ζώων, ίσως. Υπάρχουν πολλοί τέτοιοι κάλυκες τριγύρω, πατημένοι μέσα στο χώμα. Πρέπει να ήταν πριν από πολύ καιρό». Ο Τζακ πλησίασε. «Τι στην οργή», μουρμούρισε. «Αυτό είναι κάλυκας από 557. Σνάιντερ-Ένφιλντ. Τα τουφέκια που είχαν οι σκαπανείς του Μαδράς το 1879». «Πλάκα μού κάνεις». Ο Κώστας πήρε άλλον ένα κάλυκα και κοίταξε προσεκτικά το χείλος. «Αρχαιολογία των πεδίων μάχης. Την εφάρμοσαν με τους κάλυκες από τη μάχη του Κάστερ στο Λιτλ Μπιγκ Χορν. Από τους κάλυκες μπορείς να συμπεράνεις τα πεδία πυρός, τη ροή της μάχης». Ο Κώστας σηκώθηκε και κοίταξε γύρω. «Ίσως εδώ σκοτώθηκε ο υποδιευθυντής Μπέμπι. Και μπορεί ο Χάουαρντ και ο Γουόχοουπ να τον βρήκαν εδώ μαζί με τους σκαπανείς. Με τα βράχια πίσω τους, θα είχαν καλή κάλυψη, μια αμυντική θέση για να αντιμετωπίσουν τους αντάρτες όσο περίμεναν να τους σώσουν». «Να τι έκαναν αυτοί οι τρεις τρομοκράτες όταν τους αιφνιδιάσαμε», φώναξε ο Πραντές. «Δεν έκαναν αναγνώριση. Καθάριζαν το μέρος». Πήγε πίσω από το βράχο έχοντας το πιστόλι του προτεταμένο. Ο Κώστας και ο Τζακ ακολούθησαν προσεκτικά. Η οσμή της ζούγκλας έγινε πιο έντονη και βαριά, διαφορετική από τη μυρωδιά σκουριάς που ανέδιδε το φρέσκο αίμα από τα πτώματα. Ο Τζακ κατάλαβε τι ήταν η δυσωδία, πριν ακόμη στρίψει

στη γωνία. Μια μάζα από κόκαλα και κουρελιασμένα ρούχα ήταν σπρωγμένα μέσα σε μια εσοχή στο βράχο. Μερικά ήταν κάτασπρα, άλλα είχαν ακόμη τρίχες και τα μέλη διακρίνονταν, με τους συνδέσμους ανάμεσα στις αρθρώσεις. Ο Πραντές κοίταξε πιο προσεκτικά κρατώντας τη μύτη του και μετά έκανε πίσω αηδιασμένος. «Έτσι λύθηκε το μυστήριο. Αυτοί είναι οι Κινέζοι που είδαν οι Κόγια πριν από δύο μήνες. Κοίτα, φαίνεται η λέξη INTACON στα πουκάμισά τους. Είναι η μεταλλευτική εταιρεία. Πρέπει να τους έστησαν ενέδρα οι Μαοϊστές. Έτσι εξηγούνται όλοι εκείνοι οι κάλυκες από τα Καλάσνικοφ». Πήρε ένα ξύλο και ανασήκωσε την άκρη ενός ρούχου. «Και κοιτάξτε εδώ. Ακριβώς όπως το περιέγραψε ο Κόγια». Ήταν ένα κομμάτι δέρματος που υπήρχε ακόμη άθικτο στο χέρι ενός από τα κουφάρια. Είδαν τα υπολείμματα ενός τατουάζ. Μάλλον αυτό είχε διατηρήσει το δέρμα τόσον καιρό. Ο Τζακ αισθάνθηκε να τον περιζώνει ένα κύμα ανησυχίας. Μέχρι τώρα όλα ήταν συζητήσεις, εικασίες. Αυτό ήταν πραγματικό. Η εικόνα που έβλεπαν ήταν μουντζουρωμένη, μισοσαπισμένη, αλλά δεν υπήρχε αμφιβολία. Τατουάζ σε μορφή τίγρης. Ο Πραντές έκανε νεύμα στους δύο σκαπανείς και τους έδειξε το σημείο όπου ήταν τα πτώματα των Κινέζων. Μετά, σήκωσε έξι δάχτυλα κι έκανε μια οριζόντια κίνηση του χεριού μπροστά στο λαιμό του. Σηκώθηκε, και ο Τζακ με τον Κώστα τον ακολούθησαν πίσω στο ξέφωτο, περνώντας δίπλα από τα τρία πτώματα. Ξαφνικά, ακούστηκε ένας εκκωφαντικός κρότος. Αίματα τινάχτηκαν από τον ώμο του Κώστα και ο Τζακ μόλις πρόλαβε να δει έναν από τους Μαοϊστές να κρατά σηκωμένο ένα πιστόλι. Την επόμενη στιγμή ο Πραντές σημάδεψε και πυροβόλησε. Η πρώτη σφαίρα διέλυσε το πάνω μέρος του κεφαλιού του αντάρτη, τινάζοντας πίσω μυαλά και κόκαλα. Τα πόδια του άρχισαν να χτυπούν σπασμωδικά στο έδαφος, αλλά ήταν ήδη νεκρός. Ο Πραντές συνέχισε να ρίχνει τη μια σφαίρα μετά την άλλη, αργά και μεθοδικά, αφήνοντας το μεγάλο περίστροφο να σταθεροποιείται μετά το κλότσημα και σημαδεύοντας προσεκτικά πάλι. Το κρανίο του αντάρτη είχε γίνει ματωμένος πολτός. Ο Τζακ γράπωσε το χέρι του Πραντές με μια σιδερένια λαβή και το τράβηξε. Ο Πραντές έριξε άλλη μια φορά, την τελευταία σφαίρα, που εξοστρακίστηκε στο βράχο από πίσω. «Αρκετά», είπε ο Τζακ. Ο Πραντές γύρισε και τον κοίταξε με μάτια διάπλατα, αγριεμένα. Ο Τζακ μύρισε φρέσκο ιδρώτα, αδρεναλίνη. Του άφησε το χέρι και τον κοίταξε στα μάτια. «Τον σκότωσες», του είπε. «Για τον πατέρα σου». Μετά, γύρισε γρήγορα για να δει τον Κώστα, που σκούπιζε το αίμα από μια αμυχή στον ώμο του. Έδειχνε ατάραχος όπως πάντα. «Είσαι εντάξει;»

Ο Κώστας κατένευσε. Γύρισε στον Πραντές. «Ναι. Κι ευχαριστώ». Ο Πραντές πήρε βαθιά ανάσα και πήγε και κλότσησε τα άλλα δύο πτώματα, γεμίζοντας ταυτόχρονα το πιστόλι του. Οι δύο σκαπανείς είχαν τα τουφέκια τους γυρισμένα προς τα πτώματα ώσπου τους έκανε σήμα, και μετά γύρισαν στην άκρη του ξέφωτου όπου είχαν πάρει θέσεις προηγουμένως, κρυμμένοι δίπλα στην είσοδο του μονοπατιού. Ο Πραντές κροτάλισε τα δάχτυλα, έδειξε με τα δύο δάχτυλα τα μάτια του, χτύπησε το ρολόι του κι έδειξε προς τη ζούγκλα. Ο ένας από τους σκαπανείς έφερε το τουφέκι του σε θέση ετοιμότητας κι εξαφανίστηκε στο μονοπάτι. «Θα κάνει αναγνώριση», είπε ο Πραντές. «Αν αυτοί οι τρεις Μαοϊστές ήταν προχωρημένο απόσπασμα, η κυρίως ομάδα θα τους ακολουθήσει. Οι Μαοϊστές χρησιμοποιούν μόνο τα ανοιγμένα μονοπάτια. Δεν είναι άνθρωποι της ζούγκλας. Το μονοπάτι έρχεται από το Τσονταβαράμ, περνώντας κοντά από άλλη μια περιοχή των Μαοϊστών. Μετακινούνται από μέρος σε μέρος, μερικές νύχτες εδώ, άλλες εκεί. Νομίζουν πως είναι ήρωες του Μπόλιγουντ, κάτι σαν τον Ρομπέν των Δασών. Είναι όμως δειλοί και δολοφόνοι, και η ιδεολογία τους βρομάει και ζέχνει. Τους σιχαίνομαι». «Αυτό βλέπω», είπε ο Κώστας. Έβγαλε από το σάκο του Τζακ έναν επίδεσμο και τον έβαλε πάνω στο τραύμα. Ο Τζακ έβαλε το χέρι στον ώμο του Πραντές. «Είσαι εντάξει;» «Δεν θα μπορούσα να είμαι καλύτερα». «Μόλις σκότωσες έναν άνθρωπο». «Δεν ήταν άνθρωπος. Και δεν ήταν η πρώτη φορά. Έχω πολεμήσει στο Κασμίρ. Σκότωσα έναν μηχανικό του πακιστανικού στρατού πάνω που προσπαθούσε να ανατινάξει μια γέφυρα που είχαμε κατασκευάσει. Μας έριχναν και τους ρίχναμε. Το έκανα για τους άντρες μου. Θα μπορούσα να αστοχήσω, αλλά δεν το έκανα. Εκείνη τη φορά ξέρασα. Τώρα όμως, όχι». Ο Τζακ κατένευσε. Είχε κάνει και ο ίδιος αυτές τις εκλογικεύσεις και καταλάβαινε τον Πραντές. Τα αυτιά του βούιζαν από την αδρεναλίνη και τον κρότο των πυροβολισμών. Τώρα έπρεπε να εστιάσουν στο στόχο τους, να εφαρμόσουν πιστά το αρχικό σχέδιο. Έδειξε προς τους βράχους όπου το νερό κατέβαινε στο ποταμάκι. Ο Πραντές πήρε βαθιά ανάσα, κοίταξε τα πτώματα και μετά έδωσε στον Τζακ το περίστροφό του. Άνοιξε το σάκο του κι έβγαλε ένα μικρό κομμάτι εκρηκτική ύλη C-4 τυλιγμένη σε πλαστικό και το καρούλι του φιτιλιού που τους είχε δείξει στο ελικόπτερο. «Το εμπόδιο είναι ένας μικρότερος βράχος που είναι σφηνωμένος στο άνοιγμα της εισόδου», είπε. «Αν καταφέρω να τον διαλύσω, ίσως μπορέσουμε να μπούμε μέσα». Τους οδήγησε στην είσοδο. Οι ογκόλιθοι του ναού

εκτείνονταν τουλάχιστον δεκαπέντε μέτρα προς τα έξω στη βάση του καταρράκτη. Έμοιαζε με αρχαίο μεγαλιθικό τάφο, δεν ήταν όμως παρά ένας τελείως φυσικός σχηματισμός, αποτέλεσμα μιας μεγάλης κατολίσθησης που έγινε πριν από πάρα πολύ καιρό. Τα χώματα είχαν διαβρωθεί στο μεταξύ, αφήνοντας εκτεθειμένους τους ογκόλιθους. Η είσοδος ήταν πιο ψηλή και πλατιά απ’ όσο φαινόταν από το ελικόπτερο, τουλάχιστον δύο φορές το ύψος του Τζακ. Οι δύο τεράστιοι όρθιοι ογκόλιθοι και ο τρίτος, ο οριζόντιος, σχημάτιζαν ένα πέρασμα από κάτω, που ήταν κλεισμένο από το βράχο που τους είχε πει ο Πραντές. Στο έδαφος μπροστά τους υπήρχαν θραύσματα από το βράχο. Ο Πραντές γονάτισε κι έπιασε ένα. «Αυτό είναι πρόσφατο», είπε. «Κάποιος χτύπησε το βράχο με αξίνα». Ο Κώστας γονάτισε δίπλα του. «Οι Μαοϊστές;» «Όχι», είπε ο Πραντές. «Το πιθανότερο είναι να ήταν οι άνθρωποι των μεταλλευτικών εταιρειών. Οι Μαοϊστές μπορεί να τους έπιασαν στα πράσα και να τους σκότωσαν. Ή μπορεί να απελπίστηκαν εδώ και να προσπάθησαν να βρουν άλλο τρόπο για να μπουν». «Ή μπορεί να ήταν ο θείος της Κάτιας», είπε ο Τζακ. «Όποιος κι αν ήταν, μας διευκόλυνε». Ο Πραντές προχώρησε έρποντας μερικά μέτρα μέχρι τον σφηνωμένο βράχο κι έβαλε το εκρηκτικό σε μια εσοχή από κάτω. Τοποθέτησε το φιτίλι μέσα στη μαλακή εκρηκτική ύλη και άρχισε να ξετυλίγει το καρούλι οπισθοχωρώντας. Συνέχισε έτσι διασχίζοντας το ξέφωτο για δέκα μέτρα περίπου, μέχρι έναν άλλο μεγάλο βράχο που προεξείχε από τις παρυφές της ζούγκλας. Ο Τζακ και ο Κώστας τον ακολούθησαν κι έσκυψαν και αυτοί πίσω από το βράχο. Ο Πραντές προσάρμοσε στο φιτίλι έναν μικρό ηλεκτρονικό πυροκροτητή και σήκωσε προειδοποιητικά το χέρι στο σκαπανέα που του έριχνε ματιές από τη θέση του στην άλλη άκρη του ξέφωτου. Κοίταξε τον Τζακ και τον Κώστα, και άγγιξε το αυτί του με το ένα χέρι. «Έτοιμοι για πυροδότηση». Έσκυψαν πίσω από το βράχο κλείνοντας τα αυτιά τους με τα χέρια. Ο Πραντές πάτησε τον πυροκροτητή και ένα δευτερόλεπτο αργότερα ακούστηκε ο κρότος της έκρηξης κι ένας γδούπος. Κοίταξαν και είδαν ένα σύννεφο σκόνης να βγαίνει από την είσοδο. Ο Πραντές έτρεξε να επιθεωρήσει το έργο του, περιμένοντας πρώτα μερικές στιγμές για να κατακαθίσει η σκόνη πριν μπει στο άνοιγμα έρποντας. «Έπρεπε να βάλω ακριβώς όσο εκρηκτικό χρειαζόταν για να τσακίσει ο βράχος», είπε με πνιγμένη φωνή. «Τέλεια!». «Καλή δουλειά», τον επαίνεσε ο Κώστας κοιτάζοντας το άνοιγμα.

«Δημιουργήθηκε μια τρύπα γύρω στο ένα τετραγωνικό. Αρκετή για να περάσεις ακόμη κι εσύ». «Τι πάει να πει αυτό;» γκρίνιαξε ο Κώστας. «Πάει να πει πως έχεις πρόσκληση να μπεις μέσα». Ο Τζακ έβγαλε τον καταδυτικό φακό αλογόνου από το σάκο του και γονάτισε κάτω από το ανώφλι. Ο Πραντές ήταν γύρω στα δεκαπέντε εκατοστά πιο κοντός από τον Τζακ, λεπτός, και η τρύπα δεν ήταν τόσο μεγάλη όσο την είχε περιγράφει. Ο Τζακ πέρασε με προσοχή πάνω από τις μυτερές επιφάνειες όπου είχε σπάσει ο βράχος από την έκρηξη και ακολούθησε τον Πραντές μέσα στην τρύπα. Ο πέτρινος τοίχος που αισθάνθηκε πιο πέρα ήταν λείος και κατάλαβε πως είχε μπει στο πέρασμα. Άκουσε βλαστήμιες και μουρμούρες καθώς ακολουθούσε ο Κώστας, και μετά ένας ήχος από κάτι που σκιζόταν. «Το πουκάμισό μου! Το καλό μου χαβανέζικο πουκάμισο!» «Θα σου πάρω άλλο. Όταν πάμε στη Χαβάη». Ο Τζακ άπλωσε το χέρι του και ο Κώστας το έπιασε και πέρασε από την τρύπα. Ο Τζακ προχώρησε μέσα στο σκοτάδι πίσω από τον Πραντές, βλέποντας μόνο ένα τρεμάμενο φως μπροστά. Γύρισε και κοίταξε πίσω από την τρύπα το ξέφωτο της ζούγκλας. Ο ήλιος που έδυε έλαμπε πάνω στα υγρά φύλλα των φοινικόδεντρων από την άλλη πλευρά, λες κι η ζούγκλα ξαφνικά είχε αρπάξει φωτιά. Είδε το σκαπανέα ζαρωμένο δίπλα στο βράχο στα μισά του ξέφωτου, να κρατά το τουφέκι του και να κοιτάζει διαπεραστικά προς το ναό. Είδε τα πτώματα μέσα στη σκόνη και σκέφτηκε τη Ρεβέκκα. Ευτυχώς που δεν την είχε αφήσει να έρθει μαζί. Είχε κοντέψει να της πει ναι. Κοίταξε το ρολόι του. Είχαν μία ώρα, όχι παραπάνω. Αισθάνθηκε το κύμα της έξαψης που τον κυρίευε πάντα όταν ήταν στα πρόθυρα του αγνώστου. Έβαλε το χέρι στον ώμο του Κώστα. Θυμήθηκε την Κάτια, την υπόσχεσή του να βρει τι είχε συμβεί στον θείο της. Θα περίμενε ειδήσεις του. Έπρεπε να βιαστούν.

11

Λίμνη Ισίκ Koυλ,Κιργισία Η Κάτια Σβετλάνοβα ακούμπησε πάλι την πλάτη της στο βράχο, μετακινήθηκε λίγο για να βρει μια πιο άνετη θέση και άπλωσε τα πόδια της στο σκληρό έδαφος. Άφησε κάτω την ψηφιακή κάμερα κι έσφιξε την κορδέλα που κρατούσε τα μακριά μαύρα μαλλιά της δεμένα πίσω. Κοίταξε το βράχο δίπλα της. Πάνω του ήταν σκαλισμένες διάφορες μορφές - λευκές λεοπαρδάλεις, ίβηκες τη στιγμή του άλματος, ένα μυστηριώδες ηλιακό σύμβολο. Τα σκαλίσματα κάποτε ήταν βαμμένα με αρχέγονα χρώματα, αίμα και ώχρα, τώρα όμως μόλις που διακρίνονταν, διαβρωμένα από τον άνεμο και ψημένα από τον ήλιο. Είχαν σκαλιστεί πάνω από δύο χιλιάδες χρόνια πριν, από Σκύθες κυνηγούς που περιπλανούνταν σε αυτές τις στέπες, ανθρώπους που είχαν καθίσει εδώ όπου καθόταν τώρα αυτή κοιτάζοντας τη λίμνη και τα βουνά. Ήταν πρόγονοι των Κιργίζιων που ζούσαν ακόμη εδώ πάνω, πρόγονοι της μητέρας της, νομάδες που γνώριζαν τη δύναμη των σαμάνων. Ήταν ιερός τόπος, χώρος ταφής, όπου η Κάτια ένιωθε ακόμη τις οσμές των νομάδων, άλογα και πρόβατα και ιδρώτα, αλλά ήταν επίσης ένα μέρος απ’ όπου είχαν περάσει κι άλλοι, εκπληκτικοί άνθρωποι, τυχοδιώκτες, έμποροι, πολεμιστές, έχοντας φτάσει εδώ από απροσμέτρητες αποστάσεις από τα ανατολικά και τα δυτικά. Κάπου έπρεπε να υπήρχαν τα ίχνη αυτών των ανθρώπων. Η Κάτια φωτογράφιζε τα σκαλίσματα εκμεταλλευόμενη τις μεγάλες σκιές από το απογευματινό φως. Ήταν δύσκολη μέρα, όπως όλες οι μέρες εδώ. Κάθε

νέος βράχος προσέφερε την υπόσχεση μιας εκπληκτικής ανακάλυψης, όμως δεν είχε καταφέρει ακόμη να βρει αυτόν που αναζητούσε τόσο επίμονα. Κινήθηκε λίγο στη θέση της και τα σκαλίσματα νετάρισαν και θόλωσαν, σαν ολογράφημα. Ήταν εξουθενωμένη. Είχαν περάσει πέντε κοπιαστικές εβδομάδες και τώρα της έμεναν μερικές ημέρες μόνο. Σκέφτηκε τους μεγάλους εξερευνητές του Δρόμου του Μεταξιού, που αναζητούσαν θησαυρούς για δεκαετίες, ή και για όλη τους τη ζωή. Οι περισσότεροι δεν έβρισκαν ποτέ αυτό που έψαχναν - μυθικά χαμένα βασίλεια, το θησαυρό του Αλέξανδρου, τα Επτά Πολύτιμα Υλικά,33 θησαυρούς για πάντα άπιαστους. Μπορεί οι σαμάνοι να είχαν δίκιο, μπορεί αυτό το μέρος να ήταν πραγματικά ουράνιο και οι μεγαλύτερες αποκαλύψεις του να ήταν προσιτές μόνο σε εκείνους που έκαναν ένα βήμα παραπέρα κι έμπαιναν στη μεταθανάτια ζωή. Μπορεί έτσι να ήταν στην πραγματικότητα η αρχαιολογία, και το διάστημα που είχε περάσει με τον Τζακ Χάουαρντ και το ΔΠΩ αναζητώντας την Ατλαντίδα να ήταν απλώς ένας μαγικός ανεμοστρόβιλος που την έκανε να νομίσει ότι μπορεί στη ζωή να υπάρχει κάτι παραπάνω από μια καριέρα στο Ινστιτούτο Παλαιογραφίας στη Μόσχα και τη μελέτη των ανακαλύψεων των άλλων. Ήθελε να μάθει αν ήταν κι αυτή τυχερή στις αναζητήσεις. Ήπιε μια μεγάλη γουλιά νερό από το παγούρι της και κοίταξε εκεί όπου τα εκπληκτικά γαλάζια νερά της Ισίκ Κουλ έγλειφαν την πετρώδη παραλία μόλις μια πετριά απόσταση. Η λίμνη ήταν τεράστια, σαν εσωτερική θάλασσα, και εκτεινόταν προς Νότο μέχρι τα βουνά Τιέν Σαν, που οι χιονισμένες κορυφές τους δημιουργούσαν ένα φόντο απίστευτης ομορφιάς. Κάπου πιο πέρα ήταν το Αφγανιστάν, ο τρομερός ορεινός όγκος των βουνών Χίντου Κους, τα περάσματα που οδηγούσαν στην Ινδία - το πέρασμα Κάιμπερ ανατολικά, το Μπολάν στα δυτικά. Όμως τα βουνά Τιέν Σαν έζωναν τη λίμνη σαν οχυρά απόρθητου κάστρου και φαινόταν αδιανόητο να καταφέρει κάποιος να τα περάσει. Το μάτι πήγαινε διαρκώς ανατολικά και δυτικά, κατά μήκος του Δρόμου του Μεταξιού, της μεγαλύτερης εμπορικής διαδρομής που είχε γνωρίσει ποτέ ο κόσμος. Ανατολικά, τα βουνά χαμήλωναν προς την Έρημο Τακλαμακάν και την καρδιά της Κίνας, προς τη μυθική πόλη του Ξιάν. Προς τα δυτικά, η διαδρομή περνούσε μέσα από την Κιργιζία, οδηγώντας στο Ουζμπεκιστάν και την Περσία, και 33 Χρυσός, ασήμι, λάπις λάζουλι, κρύσταλλος, ρουμπίνι, σμαράγδι, κοράλλι. (ΣτΜ)

μετά στις ακτές της Μεσογείου. Ο ήλιος που έδυε άπλωνε μια ρόδινη απόχρωση πάνω στη λίμνη, χρωματίζοντάς την με κόκκινες ραβδώσεις. Η Κάτια γύρισε και κοίταξε την άκρη του φαραγγιού που οδηγούσε μέχρι εδώ από τα δυτικά. Ένιωθε πάντα μια ανησυχία όταν περνούσε από αυτόν το δρόμο, όπως ήξερε ότι πρέπει να ένιωθαν και οι αρχαίοι ταξιδιώτες. Η Κιργίζια γιαγιά της την είχε προειδοποιήσει γι’ αυτό το μέρος, ότι το στοίχειωναν δαίμονες πολεμιστές επάνω σε μαύρα άλογα που παραμόνευαν σε κάθε ρεματιά, έτοιμοι να κατασπαράξουν όποιον έμπαινε στον κόσμο τους. Η Κάτια ήξερε πως αυτοί οι μύθοι των νομάδων δεν ήταν παρά συλλογικές αναμνήσεις κατακτήσεων και φρίκης, από τους θύννους και τους Μογγόλους, ανθρώπινους ανεμοστρόβιλους που είχαν σαρώσει την περιοχή. Ήταν και δικοί της πρόγονοι αυτοί, όχι από τη μητέρα της αλλά από τον πατέρα της, τον σύγχρονο πολέμαρχο που πριν από δύο χρόνια είχε δει να πεθαίνει στη Μαύρη Θάλασσας, με τον Τζακ δίπλα της. Προσπαθούσε να θυμηθεί τον πατέρα της όπως ήταν πριν υποκύψει στον πειρασμό και παρασυρθεί από τους ποταμούς της απληστίας και του πολέμου που περνούσαν κάποτε από τα ίδια αυτά ορεινά περάσματα. Οι ίδιες καταβολές υπήρχαν και στο δικό της αίμα, αλλά δεν μπορούσε να τον συγχωρήσει, και ήξερε ότι το βάρος αυτού του μέρους ήταν εμπόδιο στην αναζήτησή της για λύτρωση, στη λαχτάρα της να βρει δύναμη στην κιργιζική καταγωγή της, να ακούσει τα λόγια του σαμάνου σε αυτά τα σκαλίσματα στους βράχους. «Κάτια!» Μια ψηλόλιγνη φιγούρα εμφανίστηκε πάνω στους ογκόλιθους εκατό μέτρα μακριά. «Είμαστε έτοιμοι». Η Κάτια πετάχτηκε όρθια, του κούνησε το χέρι και πήρε την κάμερα. Τον συμπαθούσε τον Αλταμάτι, με τον μεταδοτικό ενθουσιασμό του. Δεν του είχε πει ακόμη τι πραγματικά αναζητούσε εδώ. Οι χειροπιαστοί στόχοι την ανησυχούσαν ακόμη καθώς δεν ήταν σίγουρη ποιες μπορεί να ήταν οι προσωπικές συνέπειες μιας αποτυχίας. Όμως ξαφνικά αισθάνθηκε αναζωογονημένη. Έτσι όπως ήταν όρθια τώρα, έβλεπε καθαρά πόσο τεράστιο ήταν το έργο τους, μια θάλασσα από βράχους που απλώνονταν για χιλιόμετρα κατά μήκος της ακτής της λίμνης και για εκατοντάδες μέτρα πάνω στην πλαγιά του βουνού, εκεί όπου είχαν μετακινηθεί και κατρακυλήσει στο διάβα των αιώνων από πλημμύρες και σεισμούς. Είχαν ταυτοποιήσει πάνω από τριακόσια σκαλίσματα ήδη, όμως υπήρχαν δεκάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα που απέμεναν για εξερεύνηση. Έπρεπε να εξετάσουν εξονυχιστικά έναν-έναν τους βράχους, οι μισοί από τους οποίους ήταν μισοθαμμένοι κι έπρεπε να σκάψουν το σκληρό χώμα για να τους βγάλουν. Μπορεί να είχε αναλάβει

ένα έργο μεγαλύτερο από τις δυνάμεις της. Θυμήθηκε πάλι τον Τζακ, την προσφορά του για μια θέση ερευνήτριας στο ΔΠΩ. Θα είχε πλήρη ελευθερία και απεριόριστους πόρους και μπορούσε να συνεχίσει να έχει τη βάση της εδώ. Όμως ήταν η μόνη στο Ινστιτούτο στη Μόσχα που μπορούσε να αντισταθεί στη γραφειοκρατία και τη διαφθορά για λογαριασμό των συναδέλφων της. Ήταν κόρη του πατέρα της - του πατέρα της όπως ήταν αρχικά, του καθηγητή και ιστορικού της τέχνης που είχε ιδρύσει το Ινστιτούτο. Η αλήθεια ήταν πως ένιωθε ακόμη σοκαρισμένη και της ήταν αδύνατον να δεχτεί οτιδήποτε από τον Τζακ. Ο πατέρας της είχε γίνει όλα όσα πολεμούσε η ίδια - ένας μεγαλέμπορος της αρχαιοκαπηλίας, ένας πολέμαρχος που είχε ενδυθεί το μανδύα των προγόνων του. Είχε γίνει εχθρός της, και ο Τζακ τον είχε αφανίσει. Όμως η Κάτια είχε ακόμη τη φωτιά μέσα της, την άγρια αφοσίωση της κόρης, τους βαθείς δεσμούς μιας πολεμικής φυλής. Βλέποντας τον Τζακ στο συνέδριο πριν από τρεις μήνες, τα είχε θυμηθεί όλα. Έπρεπε να νιώσει γαληνεμένη μέσα της πριν πιάσει το απλωμένο χέρι του. Έριξε την κάμερα στον ώμο και άρχισε να σκαρφαλώνει στα βράχια. Θυμήθηκε κάτι άλλο που της είχε πει ο Τζακ. Χρειάζεσαι τύχη, αλλά πρέπει επίσης να ρισκάρεις, να είσαι διατεθειμένη να τα παίξεις όλα για όλα, στηριγμένη στο προαίσθημα. Για τον Τζακ αυτό σήμαινε να επιλέγει ποιοι θα είναι οι στόχοι των ερευνητικών του ταξιδιών και πώς θα χρησιμοποιήσει τα πλοία, την ομάδα του, τον Κώστα και όλα τα σύνεργα της υποβρύχιας εξερεύνησης. Κοίταξε τους βράχους που εκτείνονταν προς όλες τις κατευθύνσεις σαν νεκροταφείο γιγάντων, και το μικρό της αντίσκηνο δίπλα στη λίμνη. Εδώ χρειαζόταν έναν μικρό στρατό από ερευνητές και ένα ολόκληρο στρατόπεδο εγκαταστάσεων σαν στρατιωτική προχωρημένη βάση. Σταμάτησε και πήρε βαθιά ανάσα. Ίσως είχε έρθει η ώρα να δεχτεί την προσφορά του Τζακ. Είχε κάνει ό,τι ήταν ανθρωπίνως κατορθωτό εδώ με τον Αλταμάτι. Εξάλλου έπρεπε να επικοινωνήσει με τον Τζακ έτσι κι αλλιώς για να μάθει αν είχε κάνει καμιά πρόοδο στην προσπάθεια να εντοπίσει τον θείο της στη ζούγκλα. Ένιωθε μια ανησυχία γι’ αυτό το θέμα εδώ και βδομάδες, κι έπρεπε να μάθει. Και ήθελε να ακούσει τη φωνή του. Θα έστηνε το δορυφορικό τηλέφωνο απόψε. Ακούστηκε μια μηχανή να παίρνει μπροστά, ένα αρχικό βήξιμο και μετά το αρμονικό μουγκρητό μιας τετρακύλινδρης ντίζελ. Η Κάτια πέρασε μια ράχη και είδε τον Αλταμάτι πιο κάτω, με το τσόχινο καπέλο τσόλπακ να ξεπροβάλλει ανεβοκατεβαίνοντας πάνω από τους βράχους. Ήταν καθισμένος πάνω στο μοναδικό τους μηχάνημα, ένα σεβάσμιο βρετανικό

τρακτέρ Νούφιλντ που με κάποιον τρόπο είχε καταλήξει από την Ινδία στην Κεντρική Ασία, στα πλαίσια της αναζωογόνησης του εμπορίου κατά μήκος του Δρόμου του Μεταξιού μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης. Η Κάτια το είχε αγαπήσει, παρά τον τρομερό θόρυβο και τους μαύρους καπνούς που ξερνοβολούσε. Ήταν ο μεγάλος βοηθός τους, και όσο έπαιρνε μπροστά, υπήρχε ακόμη ελπίδα. Προχώρησε πηδώντας από βράχο σε βράχο κι έφτασε στον μικρό ανοιχτό χώρο μπροστά στο τρακτέρ. Σήκωσε το χέρι της στον Αλταμάτι κοιτάζοντας ταυτόχρονα την αλυσίδα που απλωνόταν από το τρακτέρ και αγκάλιαζε τον μισοθαμμένο βράχο. Αυτή ήταν η τελετουργία τους στο τέλος της ημέρας. Ο Αλταμάτι έφερνε το τρακτέρ σε κάποιο βράχο που είχαν εντοπίσει νωρίτερα και θεωρούσαν ότι μπορεί να είχε ενδιαφέρον, συνήθως δίπλα σε ένα από τα κακοτράχαλα μονοπάτια που ανέβαιναν από τη λίμνη. Η Κάτια κοίταξε τον σημερινό υποψήφιο. Ήταν μισοσκεπασμένος από έναν άλλο βράχο που είχε πέσει πάνω του και έπρεπε να μετακινηθεί, και ο χώρος ανάμεσά τους είχε γεμίσει με σκληρό χώμα. Ο Αλταμάτι είχε περάσει σχεδόν όλο το απόγευμα σκάβοντας για να μπορέσει να περάσει την αλυσίδα γύρω από το βράχο. Η Κάτια έσκυψε και εξέτασε την αλυσίδα και το δέρμα αλόγου με το οποίο την είχαν τυλίξει για να προστατέψουν την επιφάνεια του βράχου. Το δέρμα είχε αρχίσει να ξεφτίζει, αλλά θα άντεχε για σήμερα. Με την προϋπόθεση ότι θα άντεχε η αλυσίδα. Κοίταξε τους κρίκους που οδηγούσαν στο τρακτέρ. Ο Αλταμάτι είχε πάρει την αλυσίδα από ένα παλιό σκάφος της ακτοφυλακής που σκούριαζε στα ρηχά εκεί κοντά, ένα απομεινάρι από την εποχή που οι Σοβιετικοί χρησιμοποιούσαν τη λίμνη για μυστική ναυτική βάση δοκιμών. Είχε περάσει εδώ τη βασική του εκπαίδευση ως κληρωτός πεζοναύτης στη δεκαετία του 1980, πριν τον στείλουν στον σοβιετικό πόλεμο στο Αφγανιστάν. Ο Αλταμάτι της είχε πει ότι είχε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στην παλιά σοβιετική τεχνολογία παρά στη νέα ρωσική, έστω κι αν η αλυσίδα ήταν σκουριασμένη. Η Κάτια είχε δεχτεί την εκτίμησή του. Σηκώθηκε, του έκανε νεύμα υψώνοντας τους αντίχειρες και απομακρύνθηκε σε ασφαλή απόσταση βρίσκοντας προκάλυμμα πίσω από ένα βράχο. Ο Αλταμάτι έσκυψε κι αυτός πίσω από ένα φράγμα από χοντρές λαμαρίνες που είχε μαζέψει από δω κι από κει, για προστασία στην περίπτωση που θα έσπαγε η αλυσίδα. Η Κάτια σήκωσε το χέρι της και μετά το κατέβασε απότομα δίνοντάς του το σύνθημα να ξεκινήσει. Έσκυψε αμέσως και σταύρωσε τα δάχτυλά της. Ήταν σαν να τραβάς ένα λαχείο κάθε φορά, και συνήθως οι πιθανότητες επιτυχίας ήταν οι ίδιες.

Όμως μπορεί αυτός να ήταν ο βράχος που αναζητούσε. Βρίσκονταν κοντά στη δυτική στενωπό, το διαβρωμένο φαράγγι που οδηγούσε στη λίμνη. Αν ήταν να βρουν μια επιγραφή κάποιου ταξιδιώτη, αυτό ήταν το κατάλληλο μέρος, το σημείο όπου θα ξεκουράζονταν τα καραβάνια, και όχι πάνω στην πλαγιά όπου είχαν βρεθεί τα περισσότερα σκυθικά λιθογλυφικά. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια της. Άκουσε τον Αλταμάτι να βάζει όπισθεν στο τρακτέρ, να ανεβάζει σιγά-σιγά το γκάζι ώσπου το μουγκρητό της μηχανής έφτασε σε κρεσέντο, και μετά να αφήνει μαλακά το συμπλέκτη. Όλο το έδαφος έμοιαζε να τρέμει. Άνοιξε τα μάτια της και είδε το τρακτέρ να οπισθοχωρεί σιγά-σιγά, ένα μέτρο, μετά δύο. Έπειτα σταμάτησε και το μπροστινό του μέρος άρχισε να ορθώνεται, ώσπου οι τροχοί ανασηκώθηκαν από το έδαφος. Μετά από λίγο, ο θόρυβος μειώθηκε και το τρακτέρ οριζοντιώθηκε πάλι. Ο Αλταμάτι σηκώθηκε και της κούνησε το χέρι. Η Κάτια σηκώθηκε κι αυτή και είδε ότι ο από πάνω βράχος ήταν τώρα όρθιος, στριμωγμένος πάνω σε έναν άλλο βράχο πίσω του. Δεν υπήρχε τρόπος να τον τραβήξει άλλο. Όμως ο βράχος που προσπαθούσαν να ξεσκεπάσουν έδειχνε προσβάσιμος τώρα, μόνο που ήταν σκεπασμένος από ένα στρώμα χώματος. Ο Αλταμάτι τράβηξε το χειρόφρενο αφήνοντας τη μηχανή στο ρελαντί και κατέβηκε κάτω με ένα μυστρί και μια σκούπα. Μέχρι να πλησιάσει η Κάτια, είχε μπει ήδη στην τρύπα και καθάριζε το βράχο. Ήταν φανερό ότι κάποτε ήταν όρθιος, αλλά πριν από αιώνες τον είχε σπρώξει ο βράχος που μόλις μετακίνησαν, σπρωγμένος ίσως από μια απότομη πλημμύρα. Είδε ότι η εκτεθειμένη επιφάνεια ήταν επίπεδη, τουλάχιστον ένα μέτρο πλάτος και προς τις δύο κατευθύνσεις. Ετοίμασε την κάμερα. Ο βράχος έδειχνε τέλειος, παρ’ όλα αυτά όμως προετοιμάστηκε για μια πιθανή απογοήτευση. Οι συνάδελφοί της στο Ινστιτούτο τής είχαν πει ότι κυνηγάει χίμαιρες. Οι Βακτριανοί και οι Σογδιανοί, οι έμποροι που περνούσαν από δω, δεν σκάλιζαν επιγραφές σε βράχους. Όμως μετά θυμήθηκε τον Τζακ. Της είχε πει ότι σε τέτοιες περιπτώσεις νιώθεις ένα συναίσθημα που είναι αδύνατον να το περιγράφεις. Σταύρωσε σφιχτά τα δάχτυλά της. Ο Αλταμάτι σηκώθηκε όρθιος, με την πλάτη γυρισμένη προς το μέρος της, κρύβοντάς της τη θέα. Η Κάτια έβαλε το δεξί της χέρι πάνω στο ξεθωριασμένο παλιό στρατιωτικό του τζάκετ. Μετά συνειδητοποίησε ότι είχε αρπάξει το ύφασμα του τζάκετ και το έσφιγγε. Για μια στιγμή έμειναν ακίνητοι. Η Κάτια αντιλήφθηκε ότι ο Αλταμάτι έτρεμε, τρανταζόταν. Τον είχε αγγίξει κι άλλες φορές, αλλά δεν είχε αισθανθεί ποτέ κάτι τέτοιο. Γελούσε. Ξαφνικά, η Κάτια χαλάρωσε εντελώς· όλη η ένταση χάθηκε, άφησε το

χέρι της να πέσει χαμογελώντας ανόητα και άρχισε να γελάει κι αυτή, για πρώτη φορά εδώ και πολύ καιρό. Κάτι είχε λυθεί μέσα της και δεν είχε δει καν ακόμη το βράχο. Ο Αλταμάτι γύρισε και η Κάτια είδε το τραχύ, αρρενωπό πρόσωπό του να της χαμογελάει πλατιά. «Δεν ξέρω πολλά λατινικά», είπε στα κιργιζικά, «και δεν έχω πάει ποτέ στο Αφγανιστάν. Όμως όταν ήμουν μικρός διάβαζα όσα βιβλία μπορούσα για τους Ρωμαίους. Το αναγνωρίζω αυτό». Η Κάτια κοίταξε εκεί που της έδειξε και της ξέφυγε μια φωνή. Έβαλε πάλι το χέρι στον ώμο του για να κρατηθεί. Γονάτισε και κοίταξε καλά. Θυμήθηκε πάλι τον Τζακ. Εκείνες οι πρώτες στιγμές είναι κρίσιμες. Μπορεί να μην το ξαναδείς ποτέ αυτό που βρήκες. Ξέχνα την ευφορία. Γίνε επιστήμονας. Με τον ήλιο χαμηλά στον ορίζοντα, το κοντράστ ήταν τέλειοδιακρινόταν ακόμη και το παραμικρό βαθούλωμα στην επιφάνεια του βράχου. Τράβηξε γρήγορα μια δωδεκάδα φωτογραφίες χρησιμοποιώντας τρεις διαφορετικές ρυθμίσεις. Παρέμενε εντελώς ακίνητη, από φόβο μήπως η εικόνα εξαφανιστεί. Ήταν ένας αετός. Έβγαλε ένα μπλοκ από την τσάντα της και το ξεφύλλισε ώσπου βρήκε τη σελίδα που γύρευε. Ήταν ένα σκίτσο που έκανε ο θείος της από ένα σκάλισμα που βρήκε σε μια σπηλιά στο Ουζμπεκιστάν, πάνω από τετρακόσια χιλιόμετρα δυτικά από δω. Δίπλα στο σκίτσο ήταν σημειώσεις του Τζακ- τις είχε κάνει όταν μελέτησαν το σκίτσο στο συνέδριο πριν από τρεις μήνες. Κοίταξε πάλι την πέτρα και μετά ξανά το μπλοκ. Δεν υπήρχε αμφιβολία. Ήταν το ίδιο. Σκαλισμένα από το ίδιο χέρι. Σηκώθηκε, παραπατώντας λίγο. «Πρέπει να γυρίσω πίσω στη γιούρτα»,34 είπε με φωνή που έτρεμε. «Πρέπει να χρησιμοποιήσω το δορυφορικό τηλέφωνο». «Τι είναι;» είπε ο Αλταμάτι. «Τι βρήκαμε;» Η Κάτια κοίταξε το παραδαρμένο πρόσωπό του με τα γοητευτικά γαλανά μάτια. Τον αγκάλιασε σφιχτά για μια στιγμή και της μύρισε το δερμάτινο γιλέκο και ο ιδρώτας' αισθάνθηκε τα γένια του στο μάγουλό της. Ένιωθε πολύ όμορφα. Τον άφησε κι έβαλε το σάκο της στον ώμο. Ένιωθε επίσης πολύ κουρασμένη. Έπρεπε να κάνει το τηλεφώνημα πριν καταρρεύσει. Ήθελε όμως να το πει πρώτα στον Αλταμάτι. «Σε αυτά που είχες διαβάσει παλιά για τους Ρωμαίους», είπε, «βρήκες ποτέ την ιστορία για τους χαμένους λεγεωνάριους του Κράσσου;»

34 Παραδοσιακό στρογγυλό αντίσκηνο των νομάδων. (ΣτΜ)

12

Ο Τζακ κοίταξε μια τελευταία φορά μέσα από την είσοδο του σπηλαίου το ξέφωτο απέξω και φώτισε με το φακό τον τοίχο του τούνελ. Υπήρχε χώρος αρκετός για να στέκεται όρθιος πίσω από τον Κώστα και τον Πραντές. Είδε ένα σκούρο πράσινο χρώμα από άλγες και καφέ ραβδώσεις που πρέπει να ήταν κάποια άλλη μορφή από παρόμοια υποτυπώδη φυτά. Μια έντονη οσμή υγρασίας και αποσύνθεσης πλανιόταν, ανάκατη με άλλες μυρωδιές που έρχονταν από τη ζούγκλα, απέξω. Ο Πραντές φώτισε με το φακό του τον τοίχο μπροστά του κι έκανε πίσω βγάζοντας μια πνιχτή κραυγή. Ήταν μια άσχημη μορφή σκαλισμένη στο πλάι του βράχου από τα αριστερά τους, με το κεφάλι της στο ύψος τους, ένας τρομερός δαίμονας με πεταχτά μάτια, γαμψή μύτη και σουβλερά δόντια. Ο Τζακ πλησίασε κινώντας το φακό του πάνω-κάτω. «Εκπληκτικό», μουρμούρισε. «Έχει φτερά, σαν γρύπας. Θα έλεγα πως είναι περσικό ή ότι το σκάλισε κάποιος που έβλεπε πολύν καιρό τέτοιες εικόνες. Πραντές, ξέρω πως έχεις πάθος με την αρχαία ινδική γλυπτική. Καμιά ιδέα;» Ο Πραντές άγγιξε την πέτρα. «Στη σχολή είχα πείσει τους καθηγητές της μηχανικής ότι αυτός είναι ένας καλός τρόπος για να μελετήσεις την τεχνολογία των λίθινων εργαλείων, αλλά με ενδιέφερε εξίσου και η τέχνη». Κοίταξε το δαίμονα. «Πρόκειται για γενική μορφή. Υπάρχουν πολλά κοινά στοιχεία ανάμεσα στην περσική και την ινδική τέχνη. Όμως αυτό εδώ έχει κάτι το χαρακτηριστικό, μια σιγουριά που δεν έχω ξαναδεί ως τώρα. Μπορεί να έχεις δίκιο. Μπορεί να έγινε από κάποιον εξοικειωμένο με την περσική γλυπτική, ίσως μάλιστα από την παρθική περίοδο».

Ο Κώστας έβαλε προσεκτικά το χέρι πάνω στο πεταχτό μάτι και το τράβηξε αμέσως. «Καθόλου παράξενο που δεν έρχονταν εδώ οι Κόγια», είπε. «Τώρα κοιτάξτε τη σκηνή πίσω του», είπε ο Πραντές. Ο Τζακ έστρεψε το φακό του στον τοίχο πέρα από την ουρά του δαίμονα. Κι άλλα σκαλίσματα. Ήταν ρηχά, αλλά η εικόνα φαινόταν καθαρά. Πήρε μια απότομη ανάσα. Ήταν ένα είδος αφηγηματικής σκηνής με ανθρώπινες φιγούρες. Είδε κομμένα κεφάλια πάνω σε πασσάλους, με μαχαίρια κρεμασμένα ανάμεσά τους. Άνθρωποι δεμένοι μπροστά. Από κάτω, μια λωρίδα με μουντό κόκκινο χρώμα, διάστικτη από πυρίτες, προφανώς μια φλέβα μέσα στην πέτρα. Ήταν λες κι ο γλύπτης τοποθέτησε την εικόνα του πάνω από την κόκκινη λωρίδα για να την εκμεταλλευτεί, να την κάνει να μοιάζει σαν μια λίμνη αίμα. Ανθρώπινο αίμα. Δεν υπήρχε αμφιβολία γι’ αυτό. «Σκηνή θυσίας», είπε. «Θυσία μέριαχ». Ο Πραντές κατένευσε. «Όμως δεν έχει σκαλιστεί από ντόπιο. Δεν υπήρξε ποτέ παράδοση λάξευσης της πέτρας ανάμεσα στους Κόγια. Και κοιτάξτε. Υπάρχουν παλιότερα σκαλίσματα από κάτω». Κάτω από την εικόνα ο Τζακ είδε ένα άλλο σκάλισμα που μόλις διακρινόταν. Ήταν μια σειρά από ομόκεντρους κύκλους με κάπου ένα μέτρο διάμετρο. Στο κέντρο υπήρχαν τέσσερις μικρές παράλληλες γραμμές που ξεκινούσαν από μια άλλη γραμμή, σαν το κεφάλι τσουγκράνας. Μάλλον πρέπει να ήταν συμμετρικό, να υπήρχε το ίδιο σχήμα και από την άλλη πλευρά, αλλά ήταν κρυμμένο από τη σκηνή της θυσίας που σκαλίστηκε από πάνω του. Ο Πραντές κοίταξε πιο προσεκτικά. «Το σύμβολο του λαβύρινθου», είπε. «Υπάρχει παντού στην Ινδία και την Κεντρική Ασία, σε μερικές περιπτώσεις σε σπήλαια. Τα πιο παλιά είναι νεολιθικά, τουλάχιστον πέντε χιλιάδων ετών. Τα περισσότερα έχουν ένα τυποποιημένο ορθογώνιο σχήμα στη μέση, αλλά δεν έχω ξαναδεί κάποιο τόσο πολύπλοκο». Ο Κώστας άπλωσε το χέρι και άγγιξε το σκάλισμα. Κοίταξε διαπεραστικά τον Τζακ. «Διόρθωσέ με, αν κάνω λάθος...» είπε, αφήνοντας τη φράση του στη μέση. «Απίστευτο», ψιθύρισε ο Τζακ. «Το σύμβολο της Ατλαντίδας». Το κοίταζε μόλις την προηγούμενη μέρα, στο εξώφυλλο της μονογραφίας στην καμπίνα του στον Θαλάσσιο Ιχνηλάτη II. Έστρεψε το φως πέρα-δώθε και αυτό δημιούργησε μια αλλόκοτη εικόνα, σχεδόν ολογραφική, με το λαβύρινθο να εμφανίζεται και να εξαφανίζεται κάτω από τις τρομερές σκηνές της θυσίας. Αναρωτήθηκε αν αυτοί που είχαν σκαλίσει το

πανάρχαιο σύμβολο ενός ιδρυτικού πολιτισμού ήταν και οι ίδιοι ξένοι, είχαν παρακολουθήσει αρχέγονες σκηνές φρίκης που κάποιος μεταγενέστερος καλλιτέχνης θα σκάλιζε κάποτε πάνω από το δικό τους ιερό σύμβολο, μισοσβήνοντάς το. Ένας λαβύρινθος γεμάτος καυτό ανθρώπινο αίμα. «Βλέπω κι άλλα. Πάρα πολλά». Ο Πραντές προχώρησε προσεκτικά στο διάδρομο με τους ώμους σκυφτούς και μετά κάθισε στις φτέρνες γύρω στα πέντε μέτρα μπροστά τους. Ο Τζακ και ο Κώστας πλησίασαν και κοίταξαν τα σημεία των τοίχων που φώτιζε γύρω του. «Είναι το ίδιο στιλ με τις εικόνες της θυσίας, αλλά εδώ δεν έχουμε αφήγηση», είπε. «Υπάρχει ένα λίνγκαμ, ένας φαλλός, το σύμβολο του Σίβα. Και στον απέναντι τοίχο βλέπετε μια κουλουριασμένη κόμπρα με το κεφάλι στραμμένο προς την είσοδο και τη γλώσσα της προτεταμένη. Μπορεί να είναι κι αυτό ινδουιστικό σύμβολο, αλλά οι θεότητες-φίδια είναι επίσης υπολείμματα προάριων φυλών. Θυμάστε στον τάφο του Μπέμπι, το φόβο που είχαν οι Κόγια για το γκρινγκάρ, το πνεύμα της κόμπρας της ζούγκλας; Αυτό το σκάλισμα θα τους προκαλούσε μεγάλο φόβο. Νομίζω πως αυτά τα δύο σκαλίσματα είναι φύλακες του περάσματος, για να μην μπαίνει κανείς μέσα». Προχώρησαν μερικά μέτρα πέρα από τα σκαλίσματα και ο Πραντές σταμάτησε πάλι, φωτίζοντας με το φακό του την οροφή. Ήταν βαμμένη με βαθύ μπλε χρώμα, σε μερικά σημεία παχύ σαν βερνίκι, αλλού κατακερματισμένο εκεί όπου είχε διαβρωθεί η χρωστική ουσία. «Το χρώμα του Σίβα», είπε ο Πραντές. «Στην ινδουιστική μυθολογία, το μπλε σημαίνει την αιωνιότητα. Άπλωσε το χέρι και άγγιξε το βράχο· μετά, έτριψε τη μικρή ποσότητα χρωστικής ουσίας που είχε μείνει στα δάχτυλά του. «Είναι λάπις λάζουλι. Αυτό χρησιμοποιούσαν για να φτιάξουν μπλε μπογιά. Το άλεθαν κι έκαναν έναν πολτό. Και δεν θα έβρισκες ποτέ εδώ στη ζούγκλα κάτι τόσο πολύτιμο όσο το λάπις από το Αφγανιστάν επομένως, ο καλλιτέχνης πρέπει να το έφερε μαζί του». Ο Τζακ άπλωσε την παλάμη του και ακούμπησε την οροφή, σε ένα σημείο όπου το στρώμα του μπλε ήταν ακόμη παχύ σαν σμάλτο. Θυμήθηκε τι του είχε πει ο παππούς του για τον μικρό σκαλιστό ελέφαντα που είχε μέσα στο σεντούκι με τα οικογενειακά κειμήλια. Το είχε πει και ο Πραντές. Λάπις λάζουλι, το χρώμα της αθανασίας. Προχώρησαν πιο κάτω. Ο διάδρομος οδηγούσε σε ένα θάλαμο με πλάτος γύρω στα οκτώ μέτρα. Οι τοίχοι ήταν γεμάτοι σκαλισμένες παραστάσεις, ένα εκπληκτικό μωσαϊκό από μορφές ανθρώπων και ζώων, παράξενα σύμβολα και τερατώδη όντα. Ο Πραντές έφεξε γύρω με το φακό του. «Τα

αναγνωρίζω μερικά από αυτά. Εκεί είναι ο Βισνού που δρασκελίζει έναν τοίχο και κατατροπώνει ένα δαίμονα. Και η Παρβάτι, η γυναίκα του Σίβα, με το εκστατικό της βλέμμα τονισμένο με κόκκινο. Και η Παντμαπάνι, η φορέας του λωτού, με τον λικνιζόμενο κορμό. Υποτίθεται ότι ακτινοβολεί ηρεμία, γαλήνη». «Κι ένας ελέφαντας», τον διέκοψε με έξαψη ο Κώστας, δείχνοντας ένα στύλο σκαλισμένο σαν προβοσκίδα, με σφαιρικά μάτια και κρεμαστά αυτιά στην κορυφή. «Παράξενο, όμως», είπε. «Με αυτά τα αυτιά, θα έπαιρνα όρκο πως είναι αφρικανικός ελέφαντας, όχι ινδικός. Από αυτούς που μπορεί να γνώριζε περισσότερο κάποιος στην αρχαία Μεσόγειο, αν τους είχε δει ίσως στο αμφιθέατρο στη Ρώμη». Ο Πραντές κατένευσε και έδειξε άλλους δύο σκαλισμένους στύλους δίπλα. «Αυτά μοιάζουν με βουδιστικά στούπα,35 με έναν ταύρο στην κορυφή. Κι εκεί είναι άλλος ένας, με έναν τροχό με ακτίνες. Και κοιτάξτε στον τοίχο πίσω μας. Συνωστισμένες μορφές, μποντισάτβα, φωτισμένα όντα με τουρμπάνια και μουστάκια, στολισμένα με πολύτιμες πέτρες. Και κοιτάξτε αυτά τα γκροτέσκα πλάσματα που θυμίζουν νάνους. Είναι μορφές αντρικών γιάκσα και γυναικείων γιάκσι, θεότητες της φύσης των αρχαίων θρησκειών, πολύ αρχαιότερων από τον ινδουισμό. Εκείνη η μεγάλη που μοιάζει με τον Βούδα είναι ο Κουμπέρα, ένας γιάκσα που λατρεύεται ως θεός του πλούτου και φύλακας των θησαυρών». «Είναι όλα σκαλισμένα από το ίδιο χέρι», παρατήρησε ο Τζακ, κοιτάζοντας γύρω. «Το ίδιο στιλ, οι ίδιες τεχνικές». «Οι μορφές μού είναι οικείες, όχι όμως και το στιλ», είπε ο Πραντές. «Δεν έχω ξαναδεί τίποτα τέτοιο στη νότια Ινδία». «Θυμίζει την τέχνη Γκανταράν», είπε ο Τζακ. «Την τέχνη της αρχαίας Βακτρίας, του βασιλείου που ίδρυσαν οι διάδοχοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου στο Αφγανιστάν. Ένας συνδυασμός ινδικών και ελληνικών τεχνοτροπιών». «Εδώ όμως δεν είναι τόσο πολύ μια συγχώνευση διαφορετικών τεχνοτροπιών», είπε ο Πραντές. «Είναι μια συγχώνευση ινδικών εικόνων με μια ξένη τεχνοτροπία. Είναι λες και κάποιος από μια τελείως διαφορετική καλλιτεχνική παράδοση προσπαθεί να αντιγράψει αυτά που είχε δει στην Ινδία, χρησιμοποιώντας όμως τις δικές του συμβάσεις». Ο Τζακ πέρασε τα δάχτυλα πάνω από την προβοσκίδα του ελέφαντα. «Από τεχνική άποψη είναι επιδέξια δουλειά, αλλά δεν θα έλεγες ότι 35 Θολωτός βουδιστικός ναός. (ΣτΜ)

ξεχωρίζει. Αν ήθελα να κάνω μια σύγκριση με τον ελληνορωμαϊκό κόσμο, θα έλεγα ότι έγινε από έναν μικρογλύπτη, από εκείνους που έφτιαχναν σαρκοφάγους, εστίες σπιτιών, επιγραφές, αρχιτεκτονικές διακοσμήσεις ρουτίνας. Έναν τεχνίτη περισσότερο παρά καλλιτέχνη». «Κάτι δεν πάει καλά με όλα αυτά», είπε ο Πραντές, κοιτάζοντας γύρω του. «Εννοείς ότι όλο αυτό το μέρος δεν ταιριάζει με τη ζούγκλα;» ρώτησε ο Κώστας. «Αυτό που έλεγες νωρίτερα. Τα πνεύματα, οι θεοί της ζούγκλας. Οι Κόγια δεν έχουν ανάγκη να αναπαριστούν τους θεούς τους. Τους βλέπουν ήδη». «Αυτό είναι ένα πρόβλημα. Αλλά ακόμη κι αν δεχτείς την ιδέα ότι εδώ μέσα ήταν χώρος λατρείας ινδουιστικών και βουδιστικών και ανιμιστικών θεοτήτων, και πάλι δεν στέκει». «Κάτι έχεις στο μυαλό σου», είπε ο Τζακ. «Όταν αποσπάστηκα στην Τοπογραφική Υπηρεσία της Ινδίας πριν από δύο χρόνια, το πρώτο μου πόστο ήταν στο Μπαντάμι, ένα σύμπλεγμα σπηλαίων γύρω στα τριακόσια χιλιόμετρα δυτικά από δω. Είχα μελετήσει τις αρχαίες τεχνολογίες εξόρυξης για τη διατριβή μου στη μηχανική και θέλαμε να εκτιμήσουμε την ασφάλεια των σπηλαίων που φημίζονται για τις ζωγραφικές παραστάσεις και τα γλυπτά τους, κυρίως από τον έκτο αιώνα μ.Χ. Υπάρχουν γνωστές σκηνές της μυθολογίας, σαν αυτή εδώ που δείχνει τον Βισνού να δρασκελίζει το σύμπαν. Όμως στο Μπαντάμι οι παραστάσεις είναι μέρος ενός συνόλου με ειρμό, η μια σκηνή ενώνεται με τις άλλες, υπάρχει μια ενιαία εικονογραφία γεμάτη αλληλουχία. Εδώ οι παραστάσεις είναι κατακερματισμένες, σαν συστατικά που δεν έχουν αναμειχθεί. Ο γλύπτης του Μπαντάμι γνώριζε τη μυθολογία του και την πίστευε. Εδώ είναι σαν να έχουμε μια συλλογή από τουριστικά στιγμιότυπα. Οι παραστάσεις δεν έχουν ψυχή, δεν έχουν βάθος. Ο ινδουισμός αγκαλιάζει όλα τα στοιχεία που συναντά. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι αδηφάγος από αυτή την άποψη. Δέχεται κάθε είδους διαφορετικούς θεούς. Όμως εδώ αυτό φτάνει στην υπερβολή. Είναι ασύνδετο. Είμαι ινδουιστής και μπορώ να σας πω ότι κάτι δεν πάει καλά». «Είναι λες και κάποιος ήθελε να μην μπαίνει εδώ μέσα ο κόσμος και χρησιμοποίησε όλες τις θεότητες που πίστευε ότι μπορεί να φόβιζαν τους παρείσακτους», είπε ο Κώστας. «Συμπεριλαμβάνοντας ακόμη και τις παλιές εικόνες της Παρθίας», πρόσθεσε ο Τζακ. «Μπορεί να έκρυβε κάτι», είπε ο Πραντές.

Ο Κώστας έδειξε τον σκοτεινό απέναντι τοίχο, όπου φαίνονταν ρωγμές ανάμεσα στα σχήματα των ογκόλιθων. «Άλλος ένας θάλαμος, ίσως; Εκείνος ο θεός του θησαυρού μπορεί να είναι ο υπέρτατος προστάτης. Αν είναι θεός της παλιότερης θρησκείας, ίσως ο γλύπτης καταλάβαινε πως οι κάτοικοι της περιοχής θα φοβούνταν τους αρχαίους θεούς περισσότερο από παραστάσεις που προέρχονται από τον ινδουισμό και το βουδισμό. Όποιος τα έκανε αυτά, πρέπει να είχε κάποια επαφή με τους ντόπιους. Τους είδε να κάνουν ανθρωποθυσία. Και πρέπει να τρεφόταν με κάποιον τρόπο». Ο Πραντές κατένευσε. «Παραδοσιακά, οι Κόγια από το χωριό Ράμπα άφηναν προσφορές τροφής έξω από το σπήλαιο κάθε μέρα. Πίστευαν ότι ο θεός Ράμα ήταν μέσα, αποκλεισμένος από τα πνεύματα της ζούγκλας. Όσο τον έτρεφαν, θα έμενε εδώ. Κάθε βράδυ, οι προσφορές εξαφανίζονταν. Κατά πάσα πιθανότητα ο μουταντάρ ερχόταν τη νύχτα κι έπαιρνε ό,τι δεν είχαν φάει τα ζώα για να διατηρούνται οι εντυπώσεις. Και οι αρουραίοι είχαν τεράστιο μέγεθος εδώ. Ο θρύλος λέει ότι αν δεν έφερναν τροφή έστω και μία μέρα, ο Ράμα θα ελευθερωνόταν και θα εκδικούνταν τις φυλές της ζούγκλας, παίρνοντας τη μορφή του κόντα ντεβάτα, του πνεύματος της τίγρης, και σκοτώνοντάς τους με το μεγάλο σπασμένο ξίφος του». «Σπασμένο ξίφος;» αναρωτήθηκε ο Κώστας. «Κάτι μου θυμίζει αυτό, Τζακ». «Αν θέλουμε να αναζητήσουμε την ιστορία πίσω από τη μυθολογία, η τελετουργία έχει τη λογική της», συνέχισε ο Πραντές. «Την αρχαία εποχή έρχεται στη ζούγκλα ο Ράμα, ο πρίγκιπας που αργότερα θεοποιήθηκε. Όμως οι φυλές της ζούγκλας αντιστέκονται στην παρείσφρηση του ινδουισμού στον πνευματικό τους κόσμο. Ο ναός γίνεται σημείο εστίασης της πολιτισμικής τους δύναμης. Τοποθετούν μέσα τον Ράμα, τον ξένο. Οι θεοί τους τον φυλακίζουν. Έτσι, για τους αρχηγούς της εξέγερσης του 1879, αυτό το μέρος ήταν σημείο συσπείρωσης, χώρος εστίασης της εχθρότητάς τους απέναντι στους παρείσακτους. Σκοτώνουν τους αστυνομικούς εδώ, υπό μορφή θυσίας. Αλλά για την αντίληψη των Κόγια, στη συνέχεια ο Ράμα σφραγίστηκε μέσα στο σπήλαιο από το σεισμό, και οι προσφορές τροφής σταδιακά έπαψαν. Και κάτι είχε χαθεί - το βέλπου που εξαφανίστηκε το 1879. Τώρα δεν φοβούνταν τον Ράμα με τη μορφή του κόντα ντεβάτα, αλλά το ίδιο το κόντα ντεβάτα, το πνεύμα της τίγρης». «Και πού είναι η εικόνα του Ράμα σε όλα αυτά;» ρώτησε ο Κώστας κοιτάζοντας ολόγυρα. «Υποτίθεται πως αυτός είναι ο ναός του- έτσι δεν είναι;»

«Στην ινδουιστική θρησκεία, ο Ράμα ήταν απόγονος μιας αρχαίας ηλιακής δυναστείας. Μπορεί να εκπροσωπείται από την εικόνα του Βισνού ή από έναν ήλιο. Ίσως πρέπει να κοιτάξουμε πιο προσεκτικά». Ο Τζακ κοίταζε τα σκαλίσματα στο λαιμό του θεού Κουμπέρα κι έβλεπε τεχνικές που του φαίνονταν πολύ γνωστές. Έκανε πίσω κι έστρεψε το φακό του γύρω στο θάλαμο, βρίσκοντας λεπτομέρειες, εξετάζοντάς τες, βλέποντας κάτι που όλη του η παιδεία τον έκανε να θέλει να το αρνηθεί, αλλά από την άλλη μεριά τα χρόνια των απίστευτων αρχαιολογικών του ανακαλύψεων του έδειχναν ότι βρισκόταν μέσα στη σφαίρα του εφικτού. Η σκέψη του γύρισε πίσω, στην Αίγυπτο, στην ανακάλυψη του Περίπλου από τον Χιμπερμάγερ, το πρώτο από μια σειρά στοιχείων που τους οδήγησαν μέχρι εδώ. Μια εκπληκτική ανακάλυψη είχε αρχίσει να παίρνει σχήμα μπροστά στα μάτια του, ένα αποτύπωμα από το παρελθόν, που γινόταν όλο και πιο απτό κάθε λεπτό που περνούσε. «Πότε χρονολογούνται όλα αυτά;» ρώτησε ο Κώστας. «Οι γιάκσα και οι γιάκσι, όπως και το νάγκα, το ερπετό, είναι μορφές γήινων πνευμάτων, στοιχεία που επέζησαν από την αρχική θρησκεία της Ινδίας πριν από την έλευση του ινδουισμού και του βουδισμού», είπε ο Πραντές. «Τα αρχαιότερα γλυπτά γιάκσα χρονολογούνται στον τρίτο αιώνα π.Χ., αλλά αυτά μπορεί να είναι από τον πρώτο αιώνα π.Χ., ίσως και τον πρώτο μ.Χ. Τότε αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους οι θεοί του πρώιμου ινδουισμού, αυτοί που βλέπετε εδώ. Στη συνέχεια, ο ινδουισμός επικράτησε απορροφώντας ή εξαλείφοντας τους θεούς των ιθαγενών. Δεν υπάρχουν εικόνες του Βούδα εδώ, υπάρχουν όμως βουδιστικά σύμβολα, ο ταύρος επάνω στο στύλο, ο τροχός με τις ακτίνες. Μοιάζει λίγο με τον πρώιμο χριστιανισμό, όπου χρησιμοποιήθηκαν σύμβολα πριν απεικονιστεί ανθρωπομορφικά ο Χριστός». «Τότε, μπορεί να μιλάμε, ας πούμε, για τα τέλη του πρώτου αιώνα π.Χ.», είπε ο Κώστας. «Αυτό θα ταίριαζε με την τεχνοτροπία των σκαλισμάτων, αν βλέπαμε την ελληνορωμαϊκή επιρροή», είπε ο Τζακ. «Λεπτομέρειες τεχνοτροπίας και τεχνικής που θα τις τοποθετούσα στην ύστερη περίοδο της δημοκρατίας, αν τα βλέπαμε αυτά στη Ρώμη». «Πρέπει να αποκλείσουμε το προφανές», είπε ο Πραντές. «Το ρωμαϊκό Αρικαμεντού απέχει μόνο εξακόσια πενήντα χιλιόμετρα νότια από δω. Κανένας Ρωμαίος από το Αρικαμεντού δεν θα ερχόταν στη ζούγκλα χωρίς κάποιον πολύ καλό λόγο, αλλά πρέπει να εξετάσουμε και αυτό το ενδεχόμενο».

Ο Τζακ κούνησε το κεφάλι του με δυσπιστία. «Δεν μπορώ να φανταστώ έναν Ρωμαίο γλύπτη στο Αρικαμεντού. Κτίρια από λασπότουβλα και ξύλο, εντελώς πρακτικά. Ακόμη και στη Βερενίκη στην Ερυθρά Θάλασσα δεν υπήρχε σχεδόν τίποτα φτιαγμένο από πέτρα. Ένας γλύπτης δεν θα είχε τίποτα να κάνει εκεί». «Μπορεί να έχουμε να κάνουμε με κάποιον που ήταν γλύπτης αλλά άλλαξε δουλειά, έγινε ναυτικός ή έμπορος», είπε ο Κώστας. «Μπορεί να ήρθε στην Ινδία και να υιοθέτησε τον τρόπο ζωής των ντόπιων, να βρήκε ένα καταφύγιο στη ζούγκλα και να ανακάλυψε πάλι το παλιό του πάθος για σκαλίσματα. Το λες διαρκώς αυτό, Τζακ- όλα είναι πιθανά». Ο Τζακ δίστασε, βυθισμένος σε σκέψεις. «Η γλυπτική και η λιθογλυφία ήταν κληρονομικά επαγγέλματα και δεν άλλαζες επάγγελμα τόσο εύκολα στον αρχαίο κόσμο. Και αν μιλάμε για τη Ρώμη την εποχή του Αυγούστου, θα ήταν τρέλα να φύγεις από κει. Ο Αύγουστος ξανάχτισε όλη την πόλη με πέτρα. Ήταν ένα από τα μεγαλύτερα οικοδομικά προγράμματα της ιστορίας». Έκανε μια παύση και μετά εξέφρασε μια υποψία που του είχε έρθει μόλις πριν από μερικές στιγμές. «Όμως μπορεί να βρήκες κάτι σημαντικό. Υπήρχε ένας τομέας της ρωμαϊκής ζωής που απορροφούσε ανθρώπους με κάθε είδους ικανότητες και από κάθε επάγγελμα». «Ο στρατός», είπε ο Πραντές. «Οι πολίτες-στρατιώτες», συνέχισε ο Τζακ. «Πρέπει όμως να εξετάσουμε προσεκτικά την ημερομηνία. Την εποχή του Αυγούστου, ο στρατός γινόταν επαγγελματικός, στρατολογούσαν δεκαοκτάχρονα παιδιά για εικοσαετή υπηρεσία. Για τον πραγματικό πολίτη-στρατιώτη, πρέπει να γυρίσουμε πίσω, στην εποχή των εμφυλίων πολέμων, και πιο πριν ακόμη, στη Ρωμαϊκή Δημοκρατία, όταν ικανοί άντρες οποιοσδήποτε ηλικίας κατατάσσονταν εθελοντικά στο στρατό για μικρότερη περίοδο, συνήθως όχι πάνω από έξι χρόνια. Μιλάμε για τα μέσα του πρώτου αιώνα π.Χ. ή νωρίτερα. Δηλαδή, αρκετές δεκαετίες πριν από την κύρια ρωμαϊκή περίοδο του Αρικαμεντού. Και υπάρχει άλλο ένα πρόβλημα. Δεν έχουμε καμία απολύτως ένδειξη ότι οι Ρωμαίοι έστειλαν ποτέ λεγεωνάριους στην Ινδία». «Μπορεί να ήταν μισθοφόρος», είπε ο Κώστας. «Ή λιποτάκτης. Όπως εκείνοι οι αδίστακτοι Βρετανοί και Γάλλοι αξιωματικοί στην Ινδία του δέκατου όγδοου αιώνα, που διηύθυναν στρατούς από ντόπιους και ζούσαν σαν πρίγκιπες. Δεν μπορεί να συνέβη το ίδιο στη ρωμαϊκή περίοδο;» Ο Τζακ έστρεψε το φως στους τοίχους. «Είναι πιθανό. Ο Περίπλους αναφέρει οπλισμένους φρουρούς πάνω στα πλοία, ως άμυνα για τους πειρατές». Όμως ο Τζακ ήξερε τι είχαν μπροστά τους- ήταν απόλυτα

σίγουρος. Η φωνή του ήταν σφιγμένη από έξαψη. «Ή μπορεί να ήταν κάτι άλλο. Ένας αιχμάλωτος πολέμου που απέδρασε». Ο Κώστας πέρασε στο βάθος του θαλάμου και εξέτασε τις βαθιές σκιές γύρω από τους βράχους δίπλα στο γλυπτό του Κουμπέρα. Έγειρε μέσα σε μία από αυτές, έχοντας το χέρι ακουμπισμένο στην κοιλιά του θεού. «Είχα δίκιο. Βλέπω κι άλλη σήραγγα εδώ. Φαίνεται πως υπάρχει κι άλλος θάλαμος». Μια πνιχτή φωνή ακούστηκε από την είσοδο του σπηλαίου και μερικές επιτακτικές λέξεις στα ινδικά. Ο Πραντές φώναξε μια απάντηση και μετά κοίταξε εκεί όπου ερευνούσε ο Κώστας. Έριξε μια ματιά στο ρολόι του και κούνησε το κεφάλι εκνευρισμένος. «Πρέπει να φύγω. Ο λοχίας Αμραταβάλι επέστρεψε από την αναγνώριση. Πρέπει να δω τι πληροφορίες έχει. Θα σας αφήσω εδώ όση ώρα μπορώ, αλλά δεν έχουμε πάνω από μία ώρα. Ο πιλότος δεν θα μας περιμένει. Είναι παλιός φίλος από το στρατό, αλλά δεν θα έχει καμία όρεξη να πυροβολήσουν πάλι το ελικόπτερό του. Θα πρέπει να φύγουμε πριν έρθουν κι άλλοι Μαοϊστές. Καλή τύχη!» Ο Πραντές έβγαλε το περίστροφο από τη θήκη του και κατευθύνθηκε προς την είσοδο. Ο Τζακ πέρασε πρώτος από τη ρωγμή ανάμεσα στους ογκόλιθους και ο Κώστας στριμώχτηκε πίσω του. Η υγρασία έκανε το βράχο γλιστερό και κατάφερε έτσι να περάσει από το στενό άνοιγμα παρά τον όγκο του. Ο Τζακ φώτισε προς τα πίσω για να τον βοηθήσει, αποκαλύπτοντας έναν μεγάλο καφέ λεκέ πάνω σε ό,τι είχε απομείνει από το πουκάμισό του. «Καταστράφηκε», μουρμούρισε ο Κώστας. «Καταστράφηκε εντελώς». Ο Τζακ φώτισε τριγύρω με το φακό. Βρίσκονταν σε έναν άλλο θάλαμο με το ίδιο περίπου μέγεθος με τον πρώτο, αλλά εδώ τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Κάποιος είχε κάνει τεράστια προσπάθεια για να εξομαλύνει με τη σμίλη τα φυσικά χαρακτηριστικά των βράχων και να δημιουργήσει επίπεδες επιφάνειες, σαν καμβάδες για λάξευση. Ο Τζακ αντιλήφθηκε πως υπήρχαν σχήματα και πίσω του, αλλά κράτησε το φακό στραμμένο στον τοίχο που είδε όταν μπήκε στο θάλαμο. Η σκέψη του ήταν ακόμη συντονισμένη στις εικόνες που είχαν δει προηγουμένως, τους ινδικούς θεούς και δαίμονες, και τα δύο ολόγλυφα.36 Ο τοίχος μπροστά του ήταν το πλαϊνό ενός τεράστιου ογκόλιθου με τουλάχιστον πέντε μέτρα πλάτος και τρία ύψος. Κοίταξε κατάπληκτος. Οι εικόνες ήταν εντελώς διαφορετικές από εκείνες του προηγούμενου θαλάμου. Όλος ο τοίχος ήταν σχεδόν καλυμμένος από ανάγλυφα. Έβλεπε στρατιώτες, όπλα. Ήταν μια συνεχής 36 Γλυπτό επεξεργασμένο απ’ όλες τις πλευρές του. (ΣτΜ)

σκηνή, μια αφήγηση. Και αυτές οι εικόνες δεν είχαν καμία σχέση με την ινδική μυθολογία. Ήταν σαν να είχαν μπει σε μουσείο ρωμαϊκής τέχνης. Σε ένα δωμάτιο φτιαγμένο μέσα στην καρδιά της ίδιας της Ρώμης. «Θεέ μου!» ψιθύρισε. «Μοιάζει ακριβώς σαν τη Μάχη της Ισσού. Μια από τις πιο φημισμένες μάχες του Μεγάλου Αλεξάνδρου κατά των Περσών». Ο Κώστας ήρθε δίπλα του. «Αυτό έγινε τον τέταρτο αιώνα π.Χ., σωστά; Μίλησες για αιχμαλώτους πολέμου, Τζακ. Σκεφτόμουν τη μάχη των Καρρών, τον πρώτο αιώνα π.Χ. Εκεί μας οδηγούν όλα αυτά;» Το μυαλό του Τζακ έτρεχε. «Ο Αλέξανδρος μπορεί να ήταν στο νου των λεγεωνάριων καθώς πήγαιναν στις Κάρρες. Ο Κράσσος πιθανόν έβλεπε τον εαυτό του σαν νέο Αλέξανδρο και μπορεί να χρησιμοποίησε την Ισσό ως σύμβολο για την εμψύχωση των στρατιωτών. Και όταν νικήθηκαν στις Κάρρες, η νίκη του Αλέξανδρου κατά των Περσών μπορεί να απέκτησε μια μυστικιστική υπόσταση για τους λεγεωνάριους. Πρόσθεσε σε αυτό και τα τεκμήρια από την ανατολική εκστρατεία του Αλέξανδρου, που έβλεπαν οι Ρωμαίοι αιχμάλωτοι οι οποίοι απέδρασαν, τους βωμούς που περιγράφονται σ’ εκείνο το απόσπασμα του Περίπλου. Ο Αλέξανδρος θα υπήρχε συνεχώς ως ένα στοιχείο σε ό,τι μπορεί να τους συνέβαινε. Έχουμε μια περιπέτεια που οδήγησε έναν πολίτη-στρατιώτη από τη Ρώμη στις Κάρρες, μετά στην αιχμαλωσία στο Μερβ και έπειτα ανατολικά προς την Κεντρική Ασία, στη διαδρομή που ακολούθησε ο Αλέξανδρος με τους Μακεδόνες του πριν από τρεις αιώνες. Για να καταλήξει τελικά εδώ, στη ζούγκλα της νότιας Ινδίας». «Και πώς ξέρεις πως αυτή η εικόνα είναι πράγματι η μάχη του Αλέξανδρου;» «Η Μάχη της Ισσού απεικονίζεται σε ένα ψηφιδωτό της Πομπηίας», είπε ο Τζακ. «Κατά πάσα πιθανότητα, έτσι απεικόνιζαν πάντα τη μάχη. Αριστερά είναι ο Αλέξανδρος, με τα κυματιστά μαλλιά, που ορμά στη μάχη με το άλογό του, τον Βουκεφάλα, φορώντας ένα θώρακα με τη Μέδουσα. Είναι τοποθετημένος πιο χαμηλά από τον αντίπαλό του, τον Δαρείο, που πυργώνει πάνω από τους Πέρσες στρατιώτες και κοιτάζει από ψηλά τον Αλέξανδρο. Υπάρχουν πολλοί Πέρσες και λιγότεροι Μακεδόνες. Αυτός είναι ένας τρόπος για να τονιστεί το μεγαλείο της νίκης του Αλέξανδρου. Τον δείχνουν να επιτίθεται στο στρατό του ίδιου του θεού-ήλιου. Και ο Δαρείος έχει τραπεί σε φυγή, διατάζει τον αρματηλάτη του να μαστιγώσει τα άλογα καθώς προσπαθεί να ξεφύγει, κοιτάζοντας πίσω του τον Αλέξανδρο με φόβο. Το δεξί του χέρι είναι απλωμένο προς τον Αλέξανδρο σαν να έχει πετάξει μόλις μια λόγχη, ή ίσως σε μια κίνηση υποταγής, σαν να

αναγνωρίζει το νικητή». «Και πώς γίνεται ένα ψηφιδωτό από την Πομπηία να αντιγράφει από ένα γλύπτη στην καρδιά της κεντρικής Ινδίας;» «Να ποια είναι η θεωρία μου», είπε ο Τζακ. «Ο άνθρωπος που τα σκάλισε αυτά ήταν στρατιώτης, αλλά πριν καταταγεί ήταν γλύπτης. Υπάρχουν πολλές τεχνικές εδώ που προέρχονται από τη σχολή της ρωμαϊκής ταφικής γλυπτικής του πρώτου αιώνα π.Χ. Μιλάω για γλυπτά της σειράς, για πελάτες με μέτρια οικονομικά μέσα, πλάκες με ανάγλυφα που τοποθετούσαν μπροστά από τις τεφροδόχους, πότε-πότε κάποιες μεγαλύτερες σκηνές για σαρκοφάγους. Όμως ακόμη κι ένας μικρογλύπτης θα ήταν εξοικειωμένος με τα μεγάλα έργα τέχνης. Η Ρώμη ήταν γεμάτη από τέτοια έργα που είχαν λεηλατηθεί από την Ελλάδα μετά την κατάκτησή της τον δεύτερο αιώνα π.Χ. Το μωσαϊκό με τον Αλέξανδρο έγινε εκείνη την περίοδο περίπου για έναν πλούσιο πελάτη στην Πομπηία. Όμως κι αυτό ήταν αντίγραφο ενός φημισμένου πίνακα που είχε γίνει από τον Έλληνα ζωγράφο Απελλή, ή ίσως από τον Φιλόξενο τον Ερετριέα. Τον αναφέρει ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος στη Φυσική Ιστορία. Ο πίνακας πρέπει να είχε εκτεθεί δημόσια στη Ρώμη και όποιος σκάλισε αυτές τις παραστάσεις πρέπει να τον είχε μελετήσει στη διάρκεια της μαθητείας του». Ο Κώστας πέρασε το χέρι πάνω από τα ανάγλυφα. «Όμως αυτοί οι στρατιώτες δεν μου φαίνονται Έλληνες. Ούτε Πέρσες». Ο Τζακ φώτισε πιο καλά εκείνο το σημείο. «Έχεις δίκιο. Οι στρατιώτες αριστερά είναι Ρωμαίοι, όχι Έλληνες. Φορούν αλυσιδωτό θώρακα και κράνη της πρώιμης περιόδου. Κρατούν το pilum, τη ρωμαϊκή λόγχη, και το gladius, το κοντό ξίφος. Είναι Ρωμαίοι λεγεωνάριοι του πρώτου αιώνα π.Χ., της εποχής του Κράσσου». «Βλέπω ρωμαϊκούς αριθμούς». Ο Κώστας κοίταξε από πιο κοντά ένα λάβαρο που φαινόταν επάνω από τους στρατιώτες. «XV». «Η Δέκατη Πέμπτη Λεγεώνα», είπε ο Τζακ. «Αυτή είναι η λεγεώνα που αναφέρεται στην επιγραφή στο Ουζμπεκιστάν, αυτή που βρήκε ο θείος της Κάτιας. Ο γλύπτης αναπαρέστησε τη Μάχη της Ισσού, αλλά έχει βάλει τους Ρωμαίους στη θέση των Ελλήνων. Αυτός πρέπει να είναι ο ρωμαϊκός στρατός που πηγαίνει για τη μάχη στις Κάρρες». «Και ο ψηλός τύπος στο κέντρο; Εκεί όπου θα έπρεπε να είναι ο Αλέξανδρος; Είναι ο Κράσσος, ο Ρωμαίος στρατηγός;» «Αποκλείεται», είπε ο Τζακ. «Οι λεγεωνάριοι που επέζησαν από τις Κάρρες και στη συνέχεια επιβίωσαν από την αιχμαλωσία και απέδρασαν προς τα ανατολικά, θα ήταν οι πιο σκληροτράχηλοι απ’ όλους, και ίσως

ανάμεσά τους υπήρχαν βετεράνοι από τις εκστρατείες του Καίσαρα στη Γαλατία και τη Βρετανία πριν από μερικά χρόνια. Όμως ο Κράσσος ήταν ανίκανος σε σχέση με τον Καίσαρα και οι στρατιώτες τον περιφρονούσαν. Ένας βετεράνος των Καρρών δεν θα τοποθετούσε ποτέ τον Κράσσο στη θέση του Αλέξανδρου. Και δεν νομίζω ότι απεικονίζει τον ίδιο το γλύπτη. Δεν σκέφτονταν έτσι οι Ρωμαίοι λεγεωνάριοι. Η ύπαρξή τους ταυτιζόταν με το contubernium στο οποίο ανήκαν. Όμως ακριβώς λόγω αυτής της σύνδεσης, ένας λεγεωνάριος μπορεί να τιμούσε τους στενούς του φίλους. Αυτό νομίζω ότι βλέπουμε εδώ. Τα μέλη ενός contubernium αποκαλούσαν ο ένας τον άλλο frater, “αδελφό”. Αυτός εδώ δεν είναι ντυμένος σαν στρατηγός. Μπορεί να είναι optio, αρχηγός τμήματος ή εκατόνταρχος, αλλά δεν νομίζω ότι μπορεί να είναι πιο ψηλά στην ιεραρχία. Απεικονίζεται ως primus inter pares, πρώτος μεταξύ ίσων, αρχηγός σίγουρα, οπωσδήποτε όμως ένας από τους άντρες». «Έχει όμως πολύ μεγάλο μέγεθος», είπε ο Κώστας. Ο Τζακ έφερε το φακό κοντά στο ανάγλυφο. «Κοίτα πάλι. Είναι απλώς ψηλός. Οι ανατομικές αναλογίες είναι ίδιες με των άλλων, μόνο που αυτός είναι ψηλότερος. Και κοίτα το πρόσωπό του. Οι Ρωμαίοι ταφικοί γλύπτες έφτιαχναν τυποποιημένες εικόνες, το πρόσωπο όμως ήταν πάντα πιστή απεικόνιση. Κοίτα τους στρατιώτες. Βλέπω πρόσωπα από την κεντρική Ιταλία, από την Καμπανία, το Λάτιο, την Ετρουρία, σκληροτράχηλους άντρες, ορεσίβιους, γεωργούς, ψαράδες. Αυτά είναι προσωπογραφίες, πραγματικά άτομα που γνώριζε ο γλύπτης. Το βλέπεις στα παράξενα χαρακτηριστικά τους, στην ανθρωπιά τους. Τώρα, κοίτα αυτό τον ψηλότερο. Το πρόσωπό του είναι πιο μακρύ, πιο λεπτό, με πιο ψηλά ζυγωματικά. Τα μαλλιά του είναι δεμένα πίσω σε αλογοουρά κάτω από το κράνος κι έχει γενειάδα. Δεν το βλέπεις αυτό στους άλλους λεγεωνάριους. Είναι Γαλάτης, ίσως από τις Άλπεις, ίσως ένας από τους πρώην εχθρούς που είχε στρατολογήσει ο Καίσαρας. Και κοίτα την έκφρασή του, δείχνει δύναμη, ευψυχία, ίσως ακόμη και κάποια υπόνοια ευθυμίας στα μάτια του, το μαύρο χιούμορ του στρατιώτη. Υπάρχουν πολλά αξιοθαύμαστα στοιχεία σε αυτό το πρόσωπο. Πρέπει να ήταν στενός φίλος του γλύπτη,/rater». «Πάντως, φαίνεται πως ο γλύπτης ήξερε κάτι από προοπτική», είπε ο Κώστας. «Μετράω δώδεκα λεγεωνάριους εδώ κάτω, γύρω από τον ψηλό στρατιώτη, αλλά από πάνω τους φαίνεται να υπάρχει μια ολόκληρη λεγεώνα με πιο ρηχή λάξευση, ένα ξεχωριστό στρατιωτικό σώμα στον αέρα».

«Αυτό ήταν που με έπεισε», είπε ο Τζακ. «Ακόμη και πριν δω τον εχθρό τους δεξιά». «Δηλαδή;» «Αυτοί οι στρατιώτες από πάνω. Δεν είναι μια μακρινή σκηνή, ένας αδέξιος τρόπος για να αποδώσει τη σκηνή με προοπτική. Είναι μια σκηνή από άλλη διάσταση. Είναι μια λεγεώνα φαντασμάτων». «Λεγεώνα φαντασμάτων;» «Αυτό το λάβαρο που είδες, το λάβαρο της Δέκατης Πέμπτης Λεγεώνας... Δεν το κρατούν οι στρατιώτες από κάτω, οι ζωντανοί. Το κρατά η λεγεώναφάντασμα. Και κοίταξε το σκάλισμα στην κορυφή του λαβάρου. Είναι ο aquila, ο ιερός αετός. Μετά, κοίτα πάλι τους ζωντανούς στρατιώτες από κάτω, αυτά τα δέκα-δώδεκα άτομα. Δεν έχουν λάβαρο. Αυτό είναι παράξενο. Ένας Ρωμαίος γλύπτης που έχει μεγαλώσει με όλους τους κανόνες και τις συμβάσεις της εικονογραφίας δεν θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο. Μια λεγεώνα στη μάχη έχει πάντα τον αετό της. Για ένα γλύπτη που ήταν επίσης στρατιώτης, θα ήταν αδιανόητο να μην τον συμπεριλάβει στη σκηνή». «Είναι οι λεγεωνάριοι που έχασαν τον αετό τους στις Κάρρες», είπε ο Κώστας. «Ακριβώς. Και γι’ αυτό η σκηνή εδώ δεν απεικονίζει τις Κάρρες. Είναι μια άλλη μάχη. Μια μεταγενέστερη μάχη. Η εικονογραφία είναι τέλεια. Οι στρατιώτες από πάνω, η λεγεώνα των φαντασμάτων, είναι αυτοί που έπεσαν στις Κάρρες, με τον αετό τους. Οι άντρες από κάτω είναι αυτοί που επέζησαν. Να τι νομίζω. Αυτοί είναι οι αιχμάλωτοι που απέδρασαν από το Μερβ κι έδωσαν μια άλλη δική τους μάχη, μακριά προς τα ανατολικά, σε ένα μέρος που τους θύμιζε συνεχώς το θρύλο των κατακτήσεων του Αλέξανδρου, πράγμα που έπεισε το γλύπτη να χρησιμοποιήσει τη Μάχη της Ισσού στο έργο του». «Όμως φέρουν πλήρη εξάρτυση λεγεωνάριων», είπε ο Κώστας. «Πώς είναι δυνατόν να τα είχαν όλα αυτά από τις Κάρρες μετά από τόσα χρόνια αιχμαλωσίας;» «Αφού απέδρασαν, θα υποχρεώθηκαν να οπλιστούν στο δρόμο, μαζεύοντας ό,τι έβρισκαν. Στο νου τους όμως ήταν ακόμη Ρωμαίοι λεγεωνάριοι. Όταν πολεμούσαν, έτσι έβλεπαν τον εαυτό τους. Και επομένως, έτσι τους απεικόνισε και ο γλύπτης». «Εντάξει. Και τώρα οι άλλοι πολεμιστές. Ο εχθρός». Ο Τζακ έστρεψε το φακό δεξιά. Ήταν μια εικόνα που έδειχνε εντελώς αταίριαστη με τους Ρωμαίους λεγεωνάριους. Ο Τζακ θυμήθηκε τότε που στεκόταν με τη Ρεβέκκα μπροστά σε σχεδόν πανομοιότυπες εικόνες στο

Βρετανικό Μουσείο, στην περιοδεύουσα έκθεση που είχαν δει μερικές ημέρες αφότου συναντήθηκαν για πρώτη φορά στη Νέα Υόρκη. Φώτισε όλη την εικόνα κινώντας το φακό προς όλες τις κατευθύνσεις και εστίασε στον κεντρικό χαρακτήρα, εκείνον που αντιμετώπιζε τον ψηλό λεγεωνάριο. Τον κοίταξε επίμονα. Δεν υπήρχε αμφιβολία. «Μπορεί να κάνω λάθος», είπε ο Κώστας, «αλλά μήπως αυτοί είναι οι Πολεμιστές από Τερακότα;» Ο Τζακ πήρε βαθιά ανάσα, με την καρδιά του να χτυπά δυνατά από την έξαψη. «Κοίτα την πανοπλία. Αποτελείται από τμήματα, σαν λέπια ψαριού. Και κοίτα τα όπλα. Μακριές ίσιες λεπίδες, περίτεχνοι λογχοπελέκεις, χαρακτηριστικά τόξα και βέλη. Στον αρχαίο κόσμο, μόνο ένας στρατός φορούσε τέτοια πανοπλία. Και δεν είναι απλώς μια γενική κινέζικη πανοπλία. Οι λεπτομέρειες είναι πολύ συγκεκριμένες και έχουν απεικονιστεί με μεγάλη ακρίβεια. Ο γλύπτης ήταν στρατιώτης και ο ίδιος και ήξερε τι έβλεπε. Αυτό που έχουμε εδώ είναι μια απεικόνιση Ρωμαίων στρατιωτών του πρώτου αιώνα π.Χ. να αντιμετωπίζουν πολεμιστές ντυμένους με την πανοπλία της Δυναστείας Κιν, του Πρώτου Αυτοκράτορα της Κίνας, δύο ολόκληρους αιώνες πριν από την εποχή του Αυγούστου». «Πώς είναι δυνατόν να είδαν οι Ρωμαίοι τους Πολεμιστές από Τερακότα;» «Δεν είναι Πολεμιστές από Τερακότα. Είναι πραγματικοί πολεμιστές. Θυμήσου τον Ρωμαίο γλύπτη μας, την παράδοση της απεικόνισης των προσώπων. Αν μπορεί, θα δείξει πραγματικούς ανθρώπους. Είδα τους Πολεμιστές από Τερακότα με τη Ρεβέκκα. Υπάρχουν πολυάριθμα διαφορετικά είδη προσώπων, αλλά απλώς δίνουν την εντύπωση ότι είναι συγκεκριμένα άτομα. Μοιάζουν με στρατό σε κινηματογραφική ταινία που έχει φτιαχτεί με υπολογιστή, με αρκετά ατομικά χαρακτηριστικά ώστε να δημιουργείται κάποια αίσθηση αυθεντικότητας, η οποία όμως καταρρέει κάτω από πιο προσεκτική εξέταση. Και τα πρόσωπα είναι μάλλον ομοιόμορφα, ο τύπος της κεντρικής Κίνας, στρογγυλά, χωρίς πολλά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Και τώρα κοίτα αυτούς εδώ». Ο Τζακ έριξε το φως στη σειρά των μορφών που έμοιαζαν να συνωστίζονται για να πάρουν θέση στο προσκήνιο, με τα πόδια ανοιχτά, τα όπλα έτοιμα, να κοιτάζουν προς το θεατή της σκηνής. Τα πρόσωπα ήταν σκληρά, βλοσυρά, με διαπεραστικά μάτια και μακριά μουστάκια, και τα μαλλιά πιασμένα σε κότσο ψηλά στο κεφάλι. «Μοιάζουν με τον θείο της Κάτιας», είπε ο Κώστας. «Ένα πρόσωπο που έχει αποτυπωθεί ανεξίτηλα στη μνήμη μου. Σαν τον Τζένγκις Χαν».

«Ακριβώς», είπε ο Τζακ. «Αυτοί είναι άνθρωποι της στέπας, νομάδες, από τις βόρειες παρυφές της Κίνας. Είναι ο λαός του ίδιου του Πρώτου Αυτοκράτορα. Έτσι πρέπει να ήταν οι πολεμιστές που τον συνόδεψαν στη νίκη του μέσα στην Κίνα. Και είναι πραγματικά άτομα. Όμως δεν είναι σαν τους Ρωμαίους απέναντι, όπου βλέπεις κάποια ανθρωπιά. Αυτά είναι πρόσωπα που ο γλύπτης τα αντιμετώπισε στη μάχη. Θυμάσαι καλά τα πρόσωπα εκείνων που προσπάθησαν να σε σκοτώσουν». «Κοίτα την κεντρική μορφή», είπε ο Κώστας. Ο Τζακ φώτισε πάλι τη μορφή που είχε το κεφάλι στραμμένο πίσω, προς τον ψηλό λεγεωνάριο. Ήταν καβάλα σε ένα άλογο, ένα νευρώδες πολεμικό άλογο με διάπλατα μάτια που έμοιαζαν να κοιτάζουν προς τον ουρανό. Ο γλύπτης είχε προσπαθήσει να δείξει το άλογο να στρίβει στο πλάι, όπως στο ψηφιδωτό της Μάχης της Ισσού το άρμα του Δαρείου φαίνεται να στρίβει μακριά από τους Μακεδόνες. Η προοπτική ήταν αδέξια, αλλά η αίσθηση της κίνησης έξοχη. Το άλογο και οι γύρω πολεμιστές είχαν ένα μουντό κόκκινο χρώμα, λες και κάποιος είχε τινάξει μπογιά πάνω στο βράχο. Ο Κώστας το έτριψε με το δάχτυλό του και μύρισε την υγρή μουντζούρα που απέμεινε στο δέρμα. «Βάση σιδήρου, σαν την ώχρα». Ο Τζακ κοίταξε πάλι στον τοίχο. «Ο γλύπτης θα μπορούσε να φτιάξει κι άλλα χρώματα από τα ορυκτά που περιέχουν οι βράχοι στη ζούγκλα, όπως κάνουν σήμερα οι Κόγια με τις μπογιές με τις οποίες βάφουν το σώμα τους. Και γνωρίζουμε ότι είχε λάπις λάζουλι για την οροφή. Φαίνεται όμως ότι το κόκκινο είναι το μοναδικό χρώμα που χρησιμοποίησε εδώ. Δημιουργεί μια έντονη εντύπωση, σαν να κοιτάζεις μια ασπρόμαυρη προβολή μέσα από ένα κόκκινο φίλτρο. Είναι μια σκηνή που έχει αναχθεί στα βασικά της στοιχεία και έχει αποτυπωθεί ανεξίτηλη στη μνήμη του. Φαίνεται από τα ατομικά χαρακτηριστικά των προσώπων, τη λεπτομέρεια των όπλων και των θωράκων. Και από το χρώμα του αίματος». «Μια ανάμνηση μάχης». «Και του πολεμιστή πάνω στο άλογο», είπε ο Τζακ. «Κοίτα τι φορά στο κεφάλι του. Στο ψηφιδωτό του Αλέξανδρου, ο Δαρείος φορά μια περσική κουκούλα, που πιάνει κάτω από το πιγούνι του και υψώνεται ψηλά πάνω από το κεφάλι. Μάλλον ήταν φτιαγμένη από τσόχα, για προστασία από τον ήλιο και το κρύο της στέπας. Το ίδιο φαίνεται να είναι και αυτό που φορά ο καβαλάρης εδώ, μέχρι να το κοιτάξεις πιο προσεκτικά». Έδωσε το φακό στον Κώστα, που τον σήκωσε ψηλά πάνω από το κεφάλι του με τη δέσμη φωτός στραμμένη προς τα κάτω στον τοίχο, για να τονίσει τις σκιές.

«Βλέπω μάτια», είπε. «Και δόντια, μεγάλα δόντια. Είναι το κεφάλι ζώου. Λιονταριού». «Όχι», είπε ο Τζακ. «Το κεφάλι μιας τίγρης». «Μιας τίγρης». «Η τίγρη της νότιας Κίνας. Σήμερα έχουν απομείνει μερικές δεκάδες μόνο. Την εποχή του Πρώτου Αυτοκράτορα, μάλλον θα ήταν πολλές». Ο Κώστας σήκωσε το φακό πιο ψηλά στα αριστερά, στο επίπεδο της λεγεώνας των φαντασμάτων, κοντά στην οροφή του σπηλαίου. Υπήρχε άλλο ένα ανάγλυφο πάνω από τους στρατιώτες, μια ροζέτα γύρω στο ένα μέτρο πλάτος, με δύο ανάγλυφα πρόσωπα. Ο Κώστας το κοίταξε. «Αυτό που έλεγες νωρίτερα καθώς πηγαίναμε στο Αρικαμεντού», είπε. «Για την άφιξη του χριστιανισμού στην περιοχή. Αυτό εδώ θυμίζει μητέρα με παιδί». «Το είδα μόλις μπήκαμε εδώ», είπε ο Τζακ. «Ήθελα πρώτα να δω όλη τη σκηνή, τώρα όμως είμαι σίγουρος. Η περίοδος είναι πολύ πρώιμη για να είναι χριστιανική εικόνα. Νομίζω πως αυτά τα γλυπτά έγιναν κάποια στιγμή στις τελευταίες δεκαετίες προ Χριστού, και ότι η ροζέτα είναι από το ίδιο χέρι και όχι μεταγενέστερη προσθήκη. Και αυτά τα δύο πρόσωπα είναι υπαρκτοί άνθρωποι επίσης. Βλέπεις ότι τα έχει φτιάξει με μεγάλη φροντίδα. Η γυναίκα δεν είναι και τόσο όμορφη- έτσι δεν είναι; Έχει κάπως βαρύ προγούλι και στραβή μύτη. Το αγοράκι έχει πεταχτά αυτιά και τα μάτια του είναι κοντά μεταξύ τους. Όμως αυτές οι λεπτομέρειες έχουν σκαλιστεί με μεγάλη φροντίδα και αγάπη. Είναι μια μητέρα κι ένα παιδί που λάτρευε ο γλύπτης, πραγματικοί άνθρωποι στη μνήμη του». «Η γυναίκα και το παιδί του», είπε ο Κώστας. «Η ροζέτα είναι ένα άλλο στοιχείο της ρωμαϊκής γλυπτικής, συχνά ταφικό», είπε ο Τζακ. «Πρόσεξε ότι ο γλύπτης το έχει τοποθετήσει ψηλά, στο ίδιο επίπεδο με τη λεγεώνα των φαντασμάτων, λες κι η γυναίκα και το παιδί είναι στον ουρανό. Είναι σαν να αναγνωρίζει την αλήθεια. Μπορεί η λαχτάρα του γι’ αυτούς να τον έφερε ως εδώ, να διέσχισε όλη την ήπειρο για να βρει άλλους Ρωμαίους. Μπορεί να τους βρήκε στο Αρικαμεντού και ίσως να του είπαν αυτό που γνώριζε ήδη, ότι η ζωή που είχε αφήσει πίσω του πριν από χρόνια στην άλλη άκρη του κόσμου είχε χαθεί για πάντα, ότι του έμενε πια μόνο ένας δρόμος για να ξαναβρεί τα αγαπημένα του πρόσωπα». «Δηλαδή, πιστεύεις πραγματικά ότι ήταν ένας από τους λεγεωνάριους του Κράσσου;» «Ναι», είπε ο Τζακ. «Και όταν τα έφτιαξε αυτά, είχαν περάσει δεκαετίες από την τελευταία φορά που είδε τη γυναίκα του και το παιδί του, όταν

έφυγε για να πολεμήσει στις Κάρρες για τη Ρώμη. Έχουν περάσει τριάντα, τριάντα πέντε χρόνια. Η Ρώμη έχει ρημαχτεί από τον εμφύλιο πόλεμο. Έμαθε για όλα αυτά στο Αρικαμεντού, πριν αποσυρθεί σε αυτό το μέρος. Ελπίζει ότι ο γιος του ακολούθησε τα βήματά του κι έγινε γλύπτης, ή ότι έζησε και πέθανε ως λεγεωνάριος». Ο Τζακ κοίταξε τη ροζέτα. «Ακόμη κι αν ήταν ζωντανοί, θα ήξερε πως η γυναίκα και το παιδί που θυμόταν είχαν χαθεί πια, υπήρχαν μόνο στη μνήμη του. Έτσι όπως στεκόταν εδώ, με τη σμίλη στο χέρι, πριν από δύο χιλιάδες χρόνια, ήξερε ότι δεν θα κατάφερνε ποτέ να γυρίσει. Ήταν πιο εύκολο γι’ αυτόν να τους φαντάζεται στα Ηλύσια Πεδία. Και για το στρατιώτη που άφησε την οικογένειά του για να πάει στον πόλεμο, υπάρχει μια κάθαρση σε αυτή τη σκηνή». Ο Τζακ γύρισε στον Κώστα. «Αυτός και οι σύντροφοί του πολέμησαν ο ένας για τον άλλο και για την τιμή της λεγεώνας. Όμως πολέμησαν επίσης για τις οικογένειές τους. Τοποθετώντας τη ροζέτα εκεί, πάνω από τη σκηνή της μάχης, δείχνει ότι δεν τους εγκατέλειψε. Αυτό τον καθησυχάζει στις τρομερές στιγμές της αμφιβολίας». Ο Τζακ αναρωτήθηκε αν είχε δει αυτές τις παραστάσεις και ο Τζον Χάουαρντ εκείνη την ημέρα του 1879, όταν αυτός και ο Γουόχοουπ μπήκαν στο σπήλαιο. Είχε αφήσει κι αυτός το παιδί του με τη μητέρα του, κι αυτή η εικόνα θα αποτυπωνόταν για πάντα στη μνήμη του. Το είχε νιώσει ο Χάουαρντ; Είχε δει μια εικόνα που προμάντευε θάνατο; Μήπως αυτός ήταν ο μεγαλύτερος φόβος του όταν έφευγε από δω ξεφεύγοντας από αυτό το σκοτάδι, ο φόβος για το παιδί του που βρισκόταν τόσο μακριά; Ο Κώστας χαμήλωσε το φακό από τη ροζέτα και φώτισε το χέρι του Κινέζου πολεμιστή, στο σημείο όπου εκτεινόταν προς τον ψηλό λεγεωνάριο. Ανάμεσα στις δύο φιγούρες η πέτρα ήταν μαυρισμένη και αυλακωμένη από το νερό που κυλούσε πάνω στο βράχο από ένα άνοιγμα κάπου από πάνω, διαβρώνοντας το ανάγλυφο. Μετακίνησε το φακό δεξιάαριστερά. «Το χέρι του, εκεί που φαίνεται σαν να υψώνει τη γροθιά του προς τους Ρωμαίους... Στην πραγματικότητα φοράει κάτι σαν γάντι. Αν είναι σωστή η γωνία, μπορείς να δεις ότι κρατάει ξίφος». Ο Τζακ κοίταξε καλύτερα. Μελέτησε το χέρι, με το μυαλό του να τρέχει. «Είναι μεταλλικό γάντι», είπε με σφιγμένη φωνή. «Ξίφος με μεταλλικό γάντι στη λαβή. Είναι πάτα». «Εννοείς σαν αυτό που κληρονόμησες;» Ο Τζακ πήρε το φακό από τον Κώστα και γύρισε το φως σε διαφορετικές γωνίες. Ξαφνικά, το είδε- τα χαρακτηριστικά αυτιά, το στόμα, τα γυμνά δόντια. Η φωνή του ήταν μόλις ένας ψίθυρος. «Είναι πανομοιότυπο. Ο Ρωμαίος πρέπει να το πήρε από τον Κινέζο πολεμιστή σε αυτή τη μάχη.

Πρέπει να το έφερε εδώ. Και μετά, το πήρε ο Χάουαρντ εκείνη την ημέρα του 1879». Άπλωσε το χέρι και άγγιξε την ανάγλυφη γροθιά, όπως είχε αγγίξει το πραγματικό πάτα στην καμπίνα του στον Θαλάσσιο Ιχνηλάτη II την προηγούμενη μέρα, ακολουθώντας με τα δάχτυλα χαρακτηριστικά που του ήταν τόσο οικεία από τότε που του το είχε δωρίσει ο παππούς του όταν ήταν μικρός. Είχε ξαφνικά την αίσθηση πως η ιστορία είχε συρρικνωθεί και βρέθηκε ξαφνικά εκεί, μαζί με το φάντασμα του ανθρώπου που είχε σκαλίσει αυτή την εικόνα, ενός γέροντα που δύσκολα θα τον αναγνώριζες για Ρωμαίο, να σκαλίζει και να τρίβει, ζώντας τις τελευταίες του βδομάδες και μέρες εδώ μέσα, τελειώνοντας την εικόνα των αγαπημένων του προσώπων πριν πάει να τα βρει στα Ηλύσια Πεδία. Ο Τζακ θυμήθηκε τα αποσπάσματα του Περίπλου, τις πρώτες αναλαμπές της απίστευτης ιστορίας που εκτυλισσόταν στις σκιές αυτού του τοίχου. Ήταν όλα αλήθεια. Ακούστηκε ένας κρότος και μια βλαστήμια πριν ο Πραντές βρεθεί δίπλα τους με το περίστροφο στο χέρι. Σταμάτησε επιτόπου κοιτάζοντας μπροστά του, με το σώμα του να ταλαντεύεται λίγο. «Θεέ και Κύριε!» ψιθύρισε. «Θέλεις μια περιγραφή για το τι βρήκαμε;» είπε ο Κώστας. «Δεν έχουμε χρόνο. Ο σκαπανέας είπε ότι μια ομάδα Μαοϊστών έρχεται προς τα δω. Μέτρησε δεκαπέντε άτομα. Απέχουν μόνο είκοσι με είκοσι πέντε λεπτά. Κάλεσα το ελικόπτερο. Πρέπει να φύγουμε από δω. Θα βάλω εκρηκτικά στην είσοδο του ναού. Θα την ανατινάξω για να μην μπορεί να μπει κανείς μέσα μέχρι να ξαναγυρίσουμε». «Πέντε λεπτά μόνο», είπε με αγωνία ο Τζακ κι έβγαλε τη φωτογραφική μηχανή. «Όχι παραπάνω, όμως». Ο Πραντές κοίταξε πάλι τις ανάγλυφες παραστάσεις με μια έκφραση ανείπωτης κατάπληξης και βγήκε πάλι έξω. Ο Τζακ έδωσε στον Κώστα το φακό. «Κλείσε τα μάτια σου. Χρησιμοποιώ φλας». Άρχισε να φωτογραφίζει μεθοδικά τον τοίχο, περιμένοντας μερικά δευτερόλεπτα ανάμεσα σε κάθε φωτογραφία για να επαναφορτίσει το φλας. Ο Κώστας σκόνταψε και γλίστρησε προς τα πίσω. Βλαστήμησε αλλά ξαναβρήκε την ισορροπία του. «Κράτα το φως επάνω στις παραστάσεις», είπε ο Τζακ. «Πρέπει να βλέπω τι φωτογραφίζω». «Καλύτερα ρίξε μια ματιά να δεις γιατί γλίστρησα. Έπεσα πάνω σε κάτι». Ο Τζακ γύρισε και του κόπηκε η ανάσα. Είχε αισθανθεί πως υπήρχαν κάποια αντικείμενα πίσω τους μόλις μπήκαν στο θάλαμο και είχε θεωρήσει πως ήταν βράχια. Αυτό όμως ήταν φτιαγμένο από ανθρώπινο χέρι. Ήταν

ένα μεγάλο ορθογώνιο καλούπι γύρω στα δύο μέτρα μήκος και ενάμισι ύψος, σκαλισμένο πάνω στον φυσικό βράχο. Το βλέμμα του Τζακ άρχισε να τρέχει πάνω του, μετρώντας, εκτιμώντας. Άρχισε να χαμογελάει κουνώντας το κεφάλι του. Είχε το σωστό μέγεθος, τις σωστές διαστάσεις. Κι έβλεπε ότι η επάνω επιφάνεια ήταν πέτρινο σκέπασμα. «Είναι η σαρκοφάγος του», είπε. «Βρήκες τη σαρκοφάγο του γλύπτη. Αυτό το μέρος δεν είναι ναός. Είναι τάφος». Ο Κώστας πέρασε το δάχτυλό του στο σημείο της ένωσης κάτω από το σκέπασμα. «Ο γλύπτης μας λοιπόν σκαλίζει το φέρετρό του και μετά σκαλίζει την ταφική σκηνή πάνω στον τοίχο. Ρίχνει μια τελευταία ματιά στην εικόνα των αγαπημένων του προσώπων και μετά μπαίνει μέσα και τραβά το σκέπασμα από πάνω». «Η τελευταία πράξη δύναμης από τον πιο σκληρό των σκληρών, ένα λεγεωνάριο που είχε επιζήσει από τα περσικά λατομεία του Μερβ». «Σβήνει το κερί, ξαπλώνει και κλείνει τα μάτια του, με αυτή την τελική εικόνα αποτυπωμένη στο νου του». «Έχει γυρίσει στη Ρώμη, με τη γυναίκα του και το παιδί του», είπε ο Τζακ. «Ξεχνώντας ότι στην πραγματικότητα βρίσκεται στην άλλη άκρη του κόσμου και αργοπεθαίνει σε μια τρύπα στη ζούγκλα της νότιας Ινδίας». «Και είναι ακόμη εκεί μέσα». Ο Τζακ παρατήρησε το σκέπασμα. Είχε κάτι παράξενο. Έσκυψε από πάνω. Ο ψαμμίτης ήταν σκεπασμένος από ένα στρώμα σκληρού, διάφανου υλικού που έμοιαζε με ρητίνη, μάλλον ίζημα ασβεστίτη που είχε σχηματιστεί όλους αυτούς τους αιώνας από την υγρασία που έσταζε πάνω στον τάφο. Στο κέντρο υπήρχε ένα κοίλωμα στο ίζημα, λες και υπήρχε κάτι εκεί που το είχαν πάρει. Ο Τζακ το φώτισε με το φακό από κοντά. Στο κοίλωμα το στρώμα ήταν λεπτό και γύρω του πιο παχύ, πράγμα που έδειχνε ότι η αφαίρεση του αντικειμένου που υπήρχε εκεί είχε γίνει πριν από δεκαετίες, ίσως έναν αιώνα ή και παραπάνω. Έκανε πίσω και κοίταξε το σχήμα. Φυσικά. Είκοσι Αυγούστου 1879. «Εδώ ήταν το μεταλλικό γάντι», είπε. «Φαίνεται το σχήμα της γροθιάς και η λεπίδα του ξίφους, σπασμένη κάτω από τη λαβή». Ο Κώστας έπιασε την υγρή πέτρα. «Είναι εκπληκτικό να επιζήσει μια λεπίδα από την αρχαιότητα». «Αν ήταν κινέζικο ατσάλι πρώτης ποιότητας, επιχρωμιωμένο, τότε είναι δυνατόν». «Κινέζικο», επανέλαβε ο Κώστας. «Έτσι πιστεύεις;» «Ο παππούς μου μου είχε πει ότι το πάτα κάποτε είχε λεπίδα, αλλά ήταν

ήδη σπασμένη όταν το βρήκε ο Χάουαρντ. Αφαίρεσε τη σπασμένη λεπίδα και την πέταξε στον ποταμό Γκονταβάρι αφού βγήκαν από τη ζούγκλα. Κράτησε μόνο το μεταλλικό γάντι». «Φαίνεται παράξενο που το πήρε», είπε ο Κώστας. «Αυτός ήταν ένας ναός των Κόγια και μπορεί το γάντι να ήταν ένα από τα ιερά τους αντικείμενα, ένα από τα βέλπου». «Αυτός και ο Γουόχοουπ ήταν στρατιωτικοί. Πρώτα στρατιωτικοί, μετά μηχανικοί και κατόπιν ανθρωπολόγοι. Είχαν εκπαιδευτεί να πολεμούν με το ξίφος. Σίγουρα θα είχαν και τα δικά τους όπλα, αλλά ο Χάουαρντ είδε κι ένα άλλο ξίφος και το πήρε κι αυτό, έστω κι αν ήταν σπασμένο. Αν πολεμούσαν, δεν θα είχαν χρόνο να ξαναγεμίσουν τα περίστροφά τους, και δύο ξίφη είναι καλύτερα από ένα. Ήταν πραγματικό θαύμα που έφτασαν μέχρι εδώ χωρίς να τους σκοτώσουν, και θα ανησυχούσαν. Ο Χάουαρντ είχε να σκεφτεί την επιβίωσή του, τη γυναίκα του και το παιδί του. Ο σεβασμός για την τοπική κουλτούρα δεν θα ήταν πολύ ψηλά στις προτεραιότητές τους εκείνη τη στιγμή. Μάλλον έμειναν πολύ λίγο εδώ μέσα. Πολύ γρήγορα θα άρχισαν να χτυπούν τα τύμπανα του πολέμου απέξω». «Όπως χτυπούν και τώρα, Τζακ». «Εντάξει. Τέλος χρόνου». «Ωχ! Βιάστηκα να μιλήσω. Δεν πρέπει να το κάνω αυτό». «Τι είναι;» «Υπάρχει μια επιγραφή. Εκεί που ήταν το χέρι μου. Καλά μου φάνηκε πως η πέτρα είχε βαθουλώματα». Άκουσαν τον ήχο του ελικοπτέρου τώρα, με τον βαθύ παλμό του να εισχωρεί μέσα στο θάλαμο. Ο Τζακ έστρεψε το φακό εκεί που του έδειχνε ο Κώστας στο πλάι της σαρκοφάγου. Είδε κατάπληκτος πέντε γραμμές στα λατινικά. Κάθισε στις φτέρνες και τις διάβασε μεγαλόφωνα: Hie iacet Licinius optio XV Apollinaris Sacra iulium sacularia In sappheiros nielo minium Alta Fabia frater and Pontus ad aelia acundus Εδώ κείται Ο Λικίνιος, optio, της 15ης Απολλώνιας Λεγεώνας Φύλακας του ουράνιου πετραδιού

Μέσα στα σκούρα ορυχεία του σαπφείρου Το άλλο το έχει ο Φάβιος, αδελφός, απέναντι από τη λίμνη προς τον ανατέλλοντα ήλιο «Σάπφειρος», είπε ο Κώστας. «Το θυμάμαι αυτό από τον Περίπλου. Δεν είναι το λάπις λάζουλι;» Ακούστηκε μια δυνατή φωνή από την είσοδο. «Είναι ώρα να φεύγουμε!» Ο Κώστας έστρεψε το φακό γύρω στο θάλαμο μια τελευταία φορά. Υπήρχε άλλο ένα σκοτεινό άνοιγμα στο πίσω μέρος, απ’ όπου ακουγόταν ήχος νερού που κελάρυζε. Δίστασε για λίγο, προχώρησε μπροστά με το ένα χέρι στον τοίχο και έγειρε μέσα στο άνοιγμα. Για μερικές στιγμές έμεινε εντελώς ακίνητος, με το φακό να φωτίζει το σκοτάδι. «Τζακ, είναι ο χειρότερος εφιάλτης μου. Τρομερή δυσωδία. Πάρε με από δω!» Απέξω ακούστηκε και κάτι άλλο, κρότος πυροβολισμών. Ο Τζακ πλησίασε γρήγορα τον Κώστα και κοίταξε στο σημείο που φώτιζε. Στην αρχή τού φάνηκε σαν ένα ακόμη γλυπτό, λευκό, μια προεξοχή στο βράχο. Αυτό όμως ήταν διαφορετικό. Συνειδητοποίησε με φρίκη τι έβλεπε. Ένα ανθρώπινο λείψανο. Ήταν όρθιο μέσα στον καταρράκτη, με τα χέρια πίσω από την πλάτη και το κεφάλι γερμένο μπροστά, σε μια παράξενη γωνία. Από το λαιμό είχαν μείνει μόνο τα οστά και οι σύνδεσμοι. Το πρόσωπο ήταν παραμορφωμένο, αγνώριστο. Ο Κώστας ταλαντεύτηκε λίγο και ο Τζακ τον συγκρότησε από τον ώμο. Ανάγκασε τον εαυτό του να κοιτάξει πάλι. Το κεφάλι κρατιόταν πάνω από μια θηλιά, δεμένη γύρω από ένα βράχο πάνω από τον καταρράκτη. Το θύμα είχε πεθάνει με αργό στραγγαλισμό. Του είχαν αφήσει αρκετό σκοινί για να μπορεί να μείνει ζωντανός όσο κατάφερνε να πατά με τα πόδια του στο βράχο. Μπορεί να επέζησε έτσι για ώρες ή και μέρες ακόμη. Είδε μαύρες μικρές σκιές να απομακρύνονται τρέχοντας από τα πόδια. Οι κνήμες ήταν αποσαρκωμένες σχεδόν μέχρι το κόκαλο. Το πουκάμισό του ήταν φαγωμένο, αποκαλύπτοντας το δέρμα στον αριστερό του ώμο. Τότε ο Τζακ το είδε και αισθάνθηκε μια παγερή βεβαιότητα. Ένα τατουάζ τίγρης. Ήταν διαφορετικό από εκείνα που είχαν δει στους στρατιώτες απέξω, πιο περίτεχνο. Θυμήθηκε αυτά που του είχε πει η Κάτια για το τατουάζ του θείου της. Και τότε κατάλαβε. Το ήξερε ότι μπορεί να τον έβρισκαν έτσι. Μου περιέγραψε το τατουάζ για να τον αναγνωρίσουμε. «Είναι ο Χάι Τσεν», είπε βραχνά. «Ο θείος της Κάτιας». Ξεροκατάπιε. Είχε δει αρκετά. Έξω ακούστηκε άλλη μια ριπή από αυτόματο όπλο. Έφερε μια περιστροφή τον Κώστα και τον έσπρωξε προς την έξοδο, ενώ ο ίδιος

στράφηκε και κοίταξε μια τελευταία φορά την ανάγλυφη παράσταση στον τοίχο. Το μυαλό του έτρεχε. Ρωμαίοι. Ραουμάνας. Ράμα. Ένας ναός του Ράμα. Είδε τον ψηλό στρατιώτη, το λεγεωνάριο στη μέση. Ήταν ο Φάβιος; Φώτισε με το φακό το θώρακα, τη ζώνη του ξίφους. Υπήρχε κάτι που ήθελε να ξαναδεί. Το είχε δει πριν από λίγο αλλά δεν είχε δώσει σημασία' θεώρησε ότι μπορεί να ήταν μια διακόσμηση του ρωμαϊκού στρατού από την εποχή της δημοκρατίας, χαμένη για την ιστορία. Τώρα όμως κατάλαβε τι ήταν. Ένα στρογγυλό σχήμα σαν ήλιος, με ακτίνες να απλώνονται γύρω, μέσα σε ένα πουγκί στη ζώνη του λεγεωνάριου. Ένα σχήμα σαν πολύτιμο πετράδι. Ακούστηκε άλλη μια φωνή, άλλη μια ριπή. Έβγαλε την Μπερέτα του και ανασήκωσε τον κόκορα. «Πάμε να φύγουμε».

13

Ο άντρας με το τουφέκι έβλεπε καθαρά τις δύο φιγούρες δίπλα στη λίμνη, ακίνητος ανάμεσα στους βράχους κοντά στην ακτή, πλαισιωμένους από τα βουνά Τιέν Σαν στα ανατολικά, την άκρη της Ουράνιας Αυτοκρατορίας. Τους παρακολουθούσε όλο το απόγευμα, περιμένοντας να χαμηλώσει ο ήλιος πίσω τους για να τονίσει το περίγραμμα. Είχε μάθει όλα όσα μπορούσε για τη συμπεριφορά τους, είχε παρακολουθήσει κάθε τους κίνηση, όπως του είχε μάθει η γιαγιά του. Ο ψηλός, ο άντρας, ήταν αδέξιος, γωνιώδης, με απότομες κινήσεις και χειρονομίες, ιδιαίτερα όταν δούλευε με το τρακτέρ. Συχνά παρακολουθούσε τη γυναίκα, όταν αυτή ήταν σκυμμένη κι έσκαβε ή σκούπιζε χώματα, ή όταν φωτογράφιζε. Τότε, ο άντρας έμενε ακίνητος για πολλά λεπτά, μερικές φορές μισή ώρα ή και παραπάνω, σαν να μην ήθελε να καταλάβει η γυναίκα ότι την παρακολουθούσε. Ο άντρας με το τουφέκι έκανε έναν περιφρονητικό μορφασμό. Οι Κιργίζιοι ήταν νομάδες της στέπας, σαν τους δικούς του προγόνους, αλλά νομάδες που είχαν εγκαταλείψει τη ζωή του πολεμιστή και είχαν γίνει ίδια πρόβατα. Τους περιφρονούσε. Θα ήθελε να μπορούσε να χτυπήσει τον άντρα πρώτα, αλλά η γυναίκα ήταν η πρώτη του προτεραιότητα. Έστρεψε το βλέμμα του σε αυτή. Ήταν μαυρομάλλα, λεπτοκαμωμένη, με το κολάν να σφίγγει τους μηρούς της όταν καθόταν στις φτέρνες, αθλητική αλλά και με καμπύλες. Τον άναβε, κι αυτό μεγάλωνε το ζήλο του. Το σόι της είχε ξεστρατίσει, και η αδελφότητα θα έπαιρνε την εκδίκησή της. Το φως ήταν ό,τι έπρεπε τώρα. Κοίταξε προς τη γραμμή των χιονισμένων

βουνών απέναντι από τη λίμνη και χαμήλωσε πάλι το βλέμμα του στις δύο σιλουέτες. Πάντα να αρχίζεις από τον ορίζοντα, τον είχε μάθει η γιαγιά του, και μετά όλα έρχονται στη θέση τους. Θυμήθηκε το πρόσωπο της γιαγιάς του, τα όμορφα καζάκικα χαρακτηριστικά που στόλιζαν γραμματόσημα και τοιχογραφίες στην πατρίδα, η προσωποποίηση της σοβιετικής προόδου. Μόνο που η δουλειά της γιαγιάς του ήταν ο θάνατος. Ο δάσκαλός της, ο Ζάιτσεφ,37 την αποκαλούσε ζαϊτσάτα, μικρή λαγίνα, αλλά οι Γερμανοί την αποκαλούσαν Τόντεσενγκελ, άγγελο του θανάτου. Στο Στάλινγκραντ είχε σκοτώσει εκατοντάδες εχθρούς. Χρυσό Αστέρι του Ήρωα της Σοβιετικής Ένωσης. Θυμήθηκε αυτό που του είχε πει, ετοιμοθάνατη, ψηλά στα βουνά κοντά στα κινέζικα σύνορα, την πατρίδα τους. Του είχε πει ότι τελικά δεν σκότωνε για ένα σκοπό. Σκότωνε επειδή αυτή ήταν η δουλειά της. Και η γιαγιά του είχε διακρίνει το ίδιο στοιχείο στα μάτια του καθώς την κοίταζε χωρίς κανένα συναίσθημα, θέλοντας μόνο να συνεχίσει από εκεί όπου είχε σταματήσει αυτή. Είχε το τουφέκι της τώρα. Ανασηκώθηκε λίγο από το σημείο όπου ήταν ξαπλωμένος μπρούμυτα, μέσα σε μια βραχώδη εσοχή πάνω στη ράχη. Άνοιξε το μακρύ καφέ δέμα δίπλα του, τη δερμάτινη θήκη που ήταν ακόμη μαλακή μετά από εβδομήντα χρόνια, ποτισμένη με λιπαντικό από το όπλο. Έβγαλε το τουφέκι και ακούμπησε τον ξυστό38 στο δεξί του χέρι, προσέχοντας να μην αγγίξει τον τηλεφακό. Χάιδεψε με το αριστερό του χέρι το ξύλο κάτω από τη βάση του όπλου, αγγίζοντας τα βαθουλώματα και τις γρατσουνιές του πολέμου, τραύματα που δεν είχαν εξασθενίσει το όπλο αλλά απεναντίας το είχαν δυναμώσει. Οι γυναίκες ελεύθεροι σκοπευτές της Σοβιετικής Ένωσης πάντα έδιναν ονόματα στα όπλα τους. Η γιαγιά του είχε ονομάσει το δικό της Δράκο της Φωτιάς. Κοίταξε τα διακριτικά στο μέταλλο. Μόσιν-Ναγκάντ, 1917, κατασκευασμένο στο Γουίλιαμσμπουργκ του Μέριλαντ. Η γιαγιά του γελούσε με αυτή την ειρωνεία στα ατελείωτα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, όταν εκπαίδευε νέες γενιές ελεύθερων σκοπευτών για να αντιμετωπίσουν τους Αμερικανούς. Όμως έλεγε ότι τα εργαλεία του θανάτου δεν έχουν πατρίδα. Ο άντρας είχε κληρονομήσει το τουφέκι από τη γιαγιά του και το είχε μάθει όπως γνώριζε τον εαυτό του. Η γιαγιά του έλεγε ότι κάθε φόνος ήταν σαν μια πράξη πάθους με έναν εραστή, και πως όσο περισσότερο έριχνε με το τουφέκι, τόσο θα μάθαινε τις ανάγκες του και τόσο το τουφέκι θα γινόταν μέρος της ίδιας της ψυχής του. 37 Φημισμένος Σοβιετικός ελεύθερος σκοπευτής. (ΣτΜ) 38 Μέρος του όπλου, συνήθως ξύλινο, ανάμεσα στη σκανδάλη και την κάννη. (ΣτΜ)

Άνοιξε το ουραίο, αγγίζοντας το φρέσκο στρώμα του λαδιού στη βάση του όπλου. Έβγαλε δύο φυσίγγια από έναν δερμάτινο σάκο. Τα είχε γεμίσει μόνος του, χρησιμοποιώντας εμπυρεύματα της ίδιας παρτίδας και την ίδια πυρίτιδα, μετρημένη με ακρίβεια μικρογραμμαρίου. Η γιαγιά του του το είχε μάθει κι αυτό. Είχε γυαλίσει τις σφαίρες ώσπου έλαμψαν. Πίεσε τα φυσίγγια μέσα στο γεμιστήρα και μετά έσπρωξε το ουραίο μπροστά και κάτω, κατεβάζοντας το φυσίγγιο στη θαλάμη. Σήκωσε αργά την κάννη πάνω στον μικρό σάκο με άμμο που είχε βάλει πάνω στο βράχο, προσέχοντας να μην πιέσει προς τα κάτω την άκρη της κάννης. Ανασηκώθηκε στους αγκώνες και τα γόνατα, στηρίζοντας το κοντάκι στον ώμο του. Είχε απλώσει κιμωλία και χώμα στο πρόσωπό του και το τουφέκι δεν είχε τίποτα το ανακλαστικό. Θα ήταν αόρατος καθώς είχε πίσω του τον ήλιο που έδυε. Είδε τις δύο μορφές πάλι. Οκτακόσια ογδόντα μέτρα. Διαισθανόταν αυτόματα την απόσταση. Αυτό ήταν το χάρισμά του. Ρύθμισε το σκόπευτρο για τον άνεμο και το ύψος. Ο αέρας εδώ ήταν αραιός και φυσούσε ελάχιστα. Ο στόχος ήταν πιο χαμηλά και η βαρύτητα θα τραβούσε τη σφαίρα κάτω. Το είχε αντισταθμίσει ήδη αυτό, προσθέτοντας ένα όγδοο στην απόσταση. Είχε δει το κυμάτισμα του αέρα γύρω από τη μηχανή του τρακτέρ, την οπτική παραμόρφωση. Θα σημάδευε ένα μέτρο αριστερά από το κεφάλι της γυναίκας, στο βράχο με τα σκαλίσματα δίπλα της. Η σφαίρα δεν θα έπαιρνε πάνω από ένα δευτερόλεπτο για να φτάσει. Η γυναίκα δεν θα προλάβαινε καν να ακούσει τον πυροβολισμό. Η σφαίρα θα διαπερνούσε το λαιμό της και θα της τσάκιζε τη σπονδυλική στήλη. Πήρε μια βαθιά ανάσα, την άφησε να βγει κι έπαψε να αναπνέει. Επιβράδυνε τους χτύπους της καρδιάς του. Συγχρονίσου με την ίδια σου την ψυχή. Τύλιξε το δάχτυλό του γύρω από τη σκανδάλη και χαμήλωσε το μάτι του στο σκόπευτρο. Μεγάλη είναι η αρετή του Πρώτου Αυτοκράτορα. Όλο το σύμπαν είναι η σφαίρα του. Μετά, σταμάτησε. Γλίστρησε πάλι πίσω, μέσα στο κοίλωμα, και γύρισε ανάσκελα, με το πρόσωπο προς τον ουρανό, τραβώντας το τουφέκι μαζί του, κρατώντας το πάνω στο στήθος του, ανοίγοντας το ουραίο. Είχε κάνει το ίδιο πράγμα ξανά και ξανά, φτάνοντας μέχρι τα πρόθυρα. Η γιαγιά του έλεγε ότι αυτό είναι σιατσέ, αυτοπειθαρχία. Είχε ήδη τακτοποιήσει τον θείο της γυναίκας, τη θέση του οποίου θα έπαιρνε ανάμεσα στους δώδεκα. Ήξερε πως ο γέρος δεν θα του αποκάλυπτε τίποτε αφού ήταν εκπαιδευμένος στο δρόμο του πολεμιστή της τίγρης, γι’ αυτό τον είχε αφήσει να βρει άθλιο θάνατο, να τον κομματιάσουν οι αρουραίοι μέσα στο ναό της ζούγκλας. Αυτός και οι άντρες του είχαν βρει την επιγραφή μέσα,

και μέχρι να τους ανακαλύψουν τυχαία οι Μαοϊστές, είχαν αρκετό χρόνο για να τη διαβάσουν και να δουν πού οδηγούσε η αναζήτηση του ιερού θησαυρού. Όμως πριν από αυτό, είχε έρθει εδώ για να παρακολουθήσει, να περιμένει, να δει αν η γυναίκα θα τον οδηγούσε πιο μακριά. Η αδελφότητα ήξερε πως ο θείος της της είχε μιλήσει για τη δική του αναζήτηση, για τα στοιχεία που είχε βρει. Η αδελφότητα είχε μάτια και αυτιά παντού. Και η μοίρα της είχε σφραγιστεί. Όταν ένας από τους δώδεκα ξεστράτιζε, πλήρωνε όλη η οικογένειά του. Πάντα έτσι γινόταν. Όμως υπενθύμισε στον εαυτό του ότι δεν ήταν εδώ για να σκοτώσει τη γυναίκα, αλλά για να την παρακολουθήσει και να δει πού θα τον οδηγούσε. Αυτή ήταν η δοκιμασία του, το καθήκον που του είχε αναθέσει η αδελφότητα, πριν του επιτρέψει να γίνει ένας από τους δώδεκα. Τράβηξε πίσω το μανίκι του και άγγιξε το τατουάζ στο χέρι του. Ήταν ακόμη ερεθισμένο κι αιμορραγούσε. Άπλωσε το χέρι προς το άλογο που στεκόταν πίσω του μέσα στο κοίλωμα, με τα πλευρά του να ανεβοκατεβαίνουν σχεδόν αδιόρατα, με τα μάτια μισάνοιχτα, κόκκινα γύρω-γύρω. Πίεσε το τατουάζ επάνω στα πλευρά του, και όλο το χέρι του κοκκίνισε από το αίμα που ήταν απλωμένο σαν ιδρώτας επάνω στο άλογο. Έγειρε πίσω νιώθοντας αγαλλίαση. Το αίμα τους είχε αναμειχθεί. Είχαν γίνει ένα. Το αίμα του ουράνιου αλόγου. Το αίμα τον πολεμιστή της τίγρης. Ο Τζακ ξύπνησε με ένα τίναγμα καθώς το αεροπλάνο κλυδωνίστηκε, με το θόρυβο των κινητήρων να ανεβαίνει σε ένα διαπεραστικό κρεσέντο και μετά να κοπάζει ξανά. Έσφιξε τη ζώνη του. Η Ρεβέκκα καθόταν δίπλα του διαβάζοντας. Απέναντι τους, ο Κώστας και ο Πραντές κοιμούνταν ανήσυχα. Ο Τζακ έριξε μια ματιά στο χάρτη στην πτυσσόμενη οθόνη μπροστά του και μετά κοίταξε από το παράθυρο δεξιά του. Διέκρινε το σημείο όπου η κοιλάδα του Ινδού έδινε τη θέση της στους πρόποδες του Βαλουχιστάν, τη βορειοδυτική επαρχία του Πακιστάν. Βρίσκονταν κοντά στα σύνορα με το Αφγανιστάν, πάνω από τις περιοχές των φυλών που είχαν αλλάξει ελάχιστα από την περίοδο της βρετανικής κυριαρχίας. Ο προορισμός τους βρισκόταν πέρα από το Αφγανιστάν - η πρώην σοβιετική δημοκρατία της Κιργιζίας, σφηνωμένη ανάμεσα στα βουνά που οδηγούσαν στην Κίνα από τη μια πλευρά και τη Ρωσία από την άλλη, πάνω σε ένα πλέγμα από αρχαίες διαδρομές καραβανιών και κακοτράχαλα ορεινά περάσματα που αποτελούσαν το βόρειο σκέλος του Δρόμου του Μεταξιού. Ο Τζακ κοίταξε μέσα στην καταχνιά, σφίγγοντας τα μπράτσα του καθίσματος. Η Κάτια ήταν κάπου εκεί κάτω, σε ένα από τα πιο σκληρά τοπία του κόσμου. Από

δω πάνω που πετούσαν τώρα, οι πιθανότητες να τη βρουν έμοιαζαν ασύλληπτα μικρές, όμως αν όλα πήγαιναν καλά θα βρίσκονταν κοντά της σε λίγες ώρες. Ο Τζακ κοίταξε τους δύο άντρες. Ο Κώστας φορούσε ένα άλλο χαβανέζικο πουκάμισο, που κατά τα φαινόμενα, το είχε για εφεδρεία στον Θαλάσσιο Ιχνηλάτη II, σε αντικατάσταση αυτού που είχε σκιστεί στη ζούγκλα. Στον δεξί του ώμο υπήρχε ένα εξόγκωμα, στο σημείο όπου ο επίδεσμος κάλυπτε το τραύμα από τη σφαίρα του Μαοϊστή, ευτυχώς μια απλή αμυχή. Ο Πραντές φορούσε στολή αγγαρείας του Ινδικού Στρατού με βγαλμένα όλα τα διακριτικά - λογική προφύλαξη αφού πήγαιναν στο Πακιστάν. Το προηγούμενο βράδυ, αυτός και οι δύο σκαπανείς είχαν κρατήσει κάπως μακριά τους Μαοϊστές τρομοκράτες μέχρι να προσγειωθεί το ελικόπτερο στη ζούγκλα. Τελικά κατάφεραν να ξεφύγουν μόνο με μερικές σφαίρες στην άτρακτο. Ο Πραντές ήξερε καλά τη δουλειά του και ο Τζακ ένιωθε πιο ήσυχος που τον είχαν μαζί τους. Όταν γύρισαν στον Θαλάσσιο Ιχνηλάτη II, πρόλαβαν να πλυθούν και να αλλάξουν, αλλά δεν είχαν χρόνο να κοιμηθούν. Το τζετ Εμπράερ του ΔΠΩ είχε έρθει από την Αγγλία για να τους παραλάβει, και τις πρώτες πρωινές ώρες το Λυγξ τους μετέφερε από το πλοίο σε ένα στρατιωτικό αεροδρόμιο κοντά στο Τσενάι για να πάρουν το Εμπράερ για το μεγάλο ταξίδι βόρεια. Ο Τζακ κοίταξε το ρολόι του. Είχαν περάσει σχεδόν τέσσερις ώρες. Θα προσγειώνονταν στην αμερικανική βάση στο Μπισκέκ της Κιργιζίας λίγο πριν από το μεσημέρι. Η φρικτή εικόνα από τον καταρράκτη ήταν ακόμη αποτυπωμένη στο νου του. Δεν είχε αμφιβολία ότι το αποσυντεθειμένο πτώμα ήταν του Χάι Τσεν, του θείου της Κάτιας. Το τατουάζ που είχε δει στο χέρι του ήταν πιο περίτεχνο από εκείνα στα πτώματα των Κινέζων έξω, αλλά έδειχνε την ίδια εικόνα μια τρομερής τίγρης, σχεδόν ίδιου δράκου. Προφανώς ο Χάι Τσεν δεν ήταν απλώς ένα αθώο θύμα, ένας αφελής ανθρωπολόγος που βρέθηκε σε λάθος μέρος τη λάθος στιγμή. Κάποιος τον είχε αφήσει εκεί για να πεθάνει αργά, με απάνθρωπο, ψυχρά υπολογισμένο τρόπο. Ο Χάι Τσεν ακολουθούσε μια σειρά από ίχνη που φαίνονταν όλο και περισσότερο να κινούνται παράλληλα με την αναζήτηση του Τζακ, και το αποτέλεσμα έδειχνε σαφώς δυσάρεστο. Εδώ δεν παίζονταν απλώς συμφέροντα μεταλλευτικών εταιρειών, αλλά κάτι πολύ περισσότερο. Έπρεπε να μιλήσει με την Κάτια, πρόσωπο με πρόσωπο. Να την υποχρεώσει να του πει όλα όσα ήξερε. Ο Τζακ προσπάθησε να ξεχάσει την εικόνα και να εστιάσει στα αρχαιολογικά ευρήματα. Ήταν ακόμη σοκαρισμένος από την ανακάλυψή

τους. Ένας ρωμαϊκός τάφος στη νότια Ινδία. Ένας τάφος κοντά στο ρωμαϊκό Αρικαμεντού ήταν πιθανός, ίσως ένας έμπορος ή ένας καπετάνιος. Αλλά μέσα στη ζούγκλα είχαν ανακαλύψει τον τάφο ενός Ρωμαίου λεγεωνάριου. Ενός λεγεωνάριου που μπορεί να είχε επιζήσει από τη Μάχη των Καρρών. Ήταν μια απίστευτη σύνδεση με το απόσπασμα του αρχαίου Περίπλου από την Αίγυπτο, με την απόδειξη ότι κάποιοι από αυτούς τους λεγεωνάριους, μετά την απόδρασή τους, είχαν πάει ανατολικά στην Κεντρική Ασία. Αν ο λεγεωνάριος που είχε σκαλίσει εκείνες τις σκηνές μάχης στη ζούγκλα ήταν όντως ένας από τους άντρες του Κράσσου, πρέπει να είχε φτάσει νότια από το Δρόμο του Μεταξιού, από τις περιοχές πάνω από τις οποίες πετούσαν τώρα. Και ήταν κι εκείνη η εκπληκτική επιγραφή του τάφου. Ο Τζακ κοίταξε από το παράθυρο προς το Αφγανιστάν, χωρίς να βλέπει ακόμη τίποτα μέσα στην πρωινή καταχνιά. Μία λέξη από την επιγραφή περνούσε ξανά και ξανά από το νου του. Σάπφειρος. Λάπις λάζουλι. Ο λεγεωνάριος είχε βρει κάτι, κάτι τόσο πολύτιμο ώστε είχε αφήσει ένα στοιχείο στην ταφική επιγραφή του. Κάτι που είχε επίσης ένας άλλος λεγεωνάριος, ο Φάβιος, ο συμπολεμιστής του, ο στρατιώτης της ανάγλυφης παράστασης, και το είχε πάρει μαζί του. Κάτι χωρισμένο σε δύο μέρη. Ο Τζακ άρχισε να χτυπά τα δάχτυλά του στο μπράτσο του καθίσματος. Εδώ, δεν είχαν να κάνουν μόνο με μια απίστευτη διαδρομή απόδρασης και περιπέτειας πριν από δύο χιλιάδες χρόνια. Η υπόθεση είχε μετατραπεί σε κυνήγι θησαυρού. «Μπαμπά». Η Ρεβέκκα τον σκούντησε. «Αυτό το βιβλίο είναι εκπληκτικό». Η Ρεβέκκα είχε αναμμένο το φως ανάγνωσης στο κάθισμά της και ο Τζακ έβλεπε το εξώφυλλο. Υποπλοίαρχος Τζον Γουντ, Ναυτικό της Βεγγάλης. Μια Προσωπική Αφήγηση ενός Ταξιδιού στην Πηγή του Ποταμού Ώξου. Ο Τζακ σήκωσε την πλάτη του καθίσματος του. «Είναι ένα από τα αγαπημένα μου. Το έγραψε στη δεκαετία του 1830, πριν αρχίσουν οι Βρετανοί να παρεμβαίνουν στο Αφγανιστάν», είπε. Ήπιε λίγο νερό από ένα μπουκάλι που είχε δίπλα του. «Βλέπεις ότι καταλάβαινε πραγματικά τους ντόπιους, πράγμα που ίσχυε και για άλλους Βρετανούς εξερευνητές που ταξίδεψαν μέχρι εκεί. Ήταν Σκωτσέζος και λέει πως έχει κάποια σχέση με το γεγονός ότι γεννήθηκε και μεγάλωσε στα βουνά. Είναι επίσης η αφήγηση μιας μεγάλης περιπέτειας πάνω στη διαδρομή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Και αυτό το βιβλίο ήταν ένα πολύτιμο απόκτημα του προ-προ-προπάππου σου. Το μελετούσε συχνά. Όταν το πιάνω, νιώθω πως είμαι κοντά του». «Το ίδιο κι εγώ», είπε η Ρεβέκκα. Έκλεισε το βιβλίο βάζοντας ένα χαρτί

στη σελίδα, και πήρε ένα δακτυλογραφημένο κείμενο που της είχε δώσει επίσης ο Τζακ. «Κι αυτό το έργο σου είναι επίσης εκπληκτικό. Η βιογραφία του συνταγματάρχη Χάουαρντ. Σχεδόν έβαλα τα κλάματα όταν διάβασα για το παιδί του. Αρρώστησε και πέθανε μέσα σε μια μέρα στο Μπανγκαλόρ, ενώ ο πατέρας του ήταν εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά στη ζούγκλα. Είναι σπαραξικάρδιο. Δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα ένιωσε η μητέρα του παιδιού, να ξυπνήσει ένα πρωί με το παιδί στα χέρια της και το ίδιο βράδυ να δει να το θάβουν». Η Ρεβέκκα μιλούσε σιγανά για να μην ξυπνήσει τους άλλους δύο, αλλά η φωνή της ήταν πνιγμένη από συγκίνηση. «Δεν ακούγονται πολλά πράγματα για τις γυναίκες- έτσι δεν είναι; Αυτές οι περιπέτειες, οι πόλεμοι, όλα αναφέρονται στους άντρες. Όμως οι γυναίκες ήταν υποχρεωμένες να αντιμετωπίσουν τόσο πολύ πόνο και αγωνία. Μπορεί να περίμενε κανείς ότι οι τόσο συχνοί παιδικοί θάνατοι εκείνη την εποχή θα τις είχαν κάνει να το συνηθίσουν, αλλά είμαι σίγουρη ότι δεν έγινε ποτέ κάτι τέτοιο. Μπορεί όλη εκείνη η φλεγματικότητα να ήταν ένας τρόπος για να αντιμετωπίσουν την κατάσταση». Ο Τζακ συμφώνησε. «Ήταν μια μεγάλη περιπέτεια για τους Βρετανούς εδώ έξω, αλλά η ζωή ήταν εύθραυστη. Υπήρχαν αρρώστιες όπως η χολέρα, η διφθερίτιδα, ο ίκτερος, που μπορούσαν να σε σκοτώσουν μέσα σε μια μέρα, να χτυπήσουν χωρίς προειδοποίηση. Όλες εκείνες οι εικόνες που έχουμε από τη βικτοριανή αριστοκρατία στην Ινδία -πάρτι, παιχνίδια κρόουκετ, καλοαναθρεμμένες οικογένειες καθισμένες σε βεράντες- όλα αυτά ήταν ένα είδος βιτρίνας. Η Ινδία ήταν ένα μέρος όπου ξυπνούσες χωρίς ποτέ να ξέρεις αν τη νύχτα θα κοιμηθείς στο κρεβάτι σου ή θα σε θάψουν. Ήταν ένα μέρος για ριψοκίνδυνους, για ανθρώπους που τους άρεσε η περιπέτεια». «Γι’ αυτό σου αρέσει κι εσένα- έτσι δεν είναι, μπαμπά; Όλη αυτή η ιστορία. Κατά βάθος θα ήθελες να ήσουν ένας από αυτούς τους αξιωματικούς του Βασιλικού Μηχανικού- σωστά; Θα είχες πολέμους, περιπέτειες, ένα σωρό κόσμο να διατάζεις, ακόμη και αρχαιολογία αν ήσουν αξιωματικός τοπογράφος, συν όλες εκείνες τις διακοπές που έκαναν όταν πήγαιναν να εξερευνήσουν τα βουνά και να ψάξουν για χαμένους θησαυρούς. Τέλεια!» Ο Τζακ γέλασε. «Ευτυχώς, μπορώ να τα κάνω όλα αυτά σήμερα και να μεταφέρομαι στο παρελθόν μέσα από την ιστορία. Για να φτάσεις σε μια ανακάλυψη πρέπει να ταυτιστείς με αυτούς που ακολουθείς, να γνωρίσεις πώς σκέφτονται». «Ο Κώστας λέει πως έχεις μεγάλο ταλέντο στην αλλαγή κατεύθυνσης. Ότι κυνηγάς κάτι και ξαφνικά προκύπτει κάτι άλλο. Λέει ότι χρειάζεσαι μια

γυναίκα για να σε περιορίσει, να σε κάνει πιο αξιόπιστο». Ο Τζακ έδειξε τη ζαρωμένη μορφή που ροχάλιζε απέναντι. «Δεν είναι σε θέση να μιλάει. Αυτός είναι πολύ χειρότερος». «Έχει... ξέρεις... κοπέλα;» ρώτησε η Ρεβέκκα. Ο Τζακ ξεφύσηξε δείχνοντας τον Κώστα. «Αυτό το πράγμα; Πλάκα μου κάνεις. Οι σχέσεις του διαρκούν μέχρι να ξανατρυπώσει σε κάποιο βαθυσκάφος». Η Ρεβέκκα κούνησε το κεφάλι. «Οι άντρες είναι τόσο ανόητοι σε ό,τι έχει σχέση με τον εαυτό τους. Δεν ξέρουν καν τι κάνει έναν άντρα ελκυστικό για τις γυναίκες». «Αυτός πάντως είναι τεχνοκράτης σπασίκλας. Ούτε που τον νοιάζει καν». Η Ρεβέκκα κούνησε το κεφάλι και αναστέναξε. Εκείνη τη στιγμή άναψαν τα φώτα της καμπίνας και ακούστηκε η φωνή του πιλότου από το μεγάφωνο. «Τζακ, ζήτησες να σε ειδοποιήσω όταν θα περάσουμε τα αφγανικά σύνορα. Απέχουμε παρά κάτι δύο ώρες από τον προορισμό μας». Ο Κώστας και ο Πραντές ξύπνησαν. Το αεροπλάνο κλυδωνίστηκε πάλι από αναταράξεις και ο Πραντές έσκυψε να κοιτάξει από το παράθυρο δίπλα στον Κώστα. Ήταν τέσσερις το πρωί τοπική ώρα και είχε ακόμη σκοτάδι. Από κάτω φαίνονταν φώτα. «Αυτή η ανατάραξη ήταν ακριβώς στην ώρα της», είπε. «Γίνεται πάντα σε αυτό το σημείο. Περάσαμε πάνω από το Κουέτα στο βόρειο Πακιστάν και πρέπει να είμαστε πάνω από το Πέρασμα του Μπολάν τώρα. Πετάμε πάνω από το Αφγανιστάν». «Ετοιμαστείτε, λοιπόν», είπε ο Κώστας. Χασμουρήθηκε και τεντώθηκε με όλη του τη δύναμη. Μετά, σήκωσε την πλάτη του καθίσματος του και πήρε μια πορτοκαλάδα από το ψυγείο δίπλα τους. «Έχω πονοκέφαλο», είπε. «Νομίζω ότι φταίει η ζούγκλα. Αφυδατώθηκα». Κατέβασε το χυμό μονορούφι και πήρε άλλο ένα κουτί. «Μάλλον φταίει εκείνο το φοινικόκρασο που ήπιες», είπε ο Τζακ. «Σε προειδοποίησα, πάντως». «Ήπια μερικές γουλιές μόνο», είπε ο Κώστας. «Όμως στο εξής θα είμαι πιστός στον κανόνα μου. Ποτέ μην πίνεις στη διάρκεια μιας επιχείρησης». Άδειασε και τον δεύτερο χυμό και πέταξε το κουτί στο καλαθάκι. «Έτσι, θα είναι ακόμη πιο απολαυστική η πρώτη τεκίλα στην παραλία. Όταν φτάσουμε στη Χαβάη. Αύριο». Έριξε στον Τζακ ένα νυσταγμένο, λιγάκι επικριτικό, βλέμμα. «Προς τα εκεί πηγαίνουμε, κατά κάποιον τρόπο», είπε ο Τζακ. «Απλώς κάνουμε έναν μικρό κύκλο». «Έναν μικρό κύκλο...» σχολίασε ο Κώστας. «Από την Ινδία πάμε βόρεια

στην Κιργιζία, στην Κεντρική Ασία. Σίγουρα». Κιργιζία. Σε λιγότερο από δύο ώρες θα προσγειώνονταν στο αεροδρόμιο του Μπισκέκ και δύο ώρες αργότερα θα έβρισκε την Κάτια. Όταν γύρισε από τη ζούγκλα στον Θαλάσσιο Ιχνηλάτη II τον περίμενε ένα μήνυμά της για την εκπληκτική νέα ανακάλυψη που είχε κάνει. Της τηλεφώνησε αμέσως και της είπε για τον θείο της. Η αντίδρασή της ήταν συγκρατημένη, όπως το περίμενε, ταυτόχρονα όμως ακουγόταν απόμακρη. Ο Τζακ λοξοδρόμησε τη συζήτηση στην αρχαιολογία. Η Κάτια του περιέγραψε την ανακάλυψή της και του είπε ότι θέλει τη συμβουλή του από κοντά. Αυτός ήταν ήδη ένας βάσιμος λόγος για να επισπεύσει το αρχικό του πρόγραμμα, τώρα όμως τα πράγματα γίνονταν πιο επιτακτικά. Έκανε αμέσως άλλο ένα τηλεφώνημα και ζήτησε να ανεφοδιάσουν το τζετ Εμπράερ του ΔΠΩ και να το έχουν έτοιμο στο αεροδρόμιο του Τσενάι όταν θα έφταναν εκεί σε λιγότερο από δύο ώρες». «Εντάξει, Τζακ», είπε ο Κώστας. «Πες μας και τα υπόλοιπα για τον πρόγονό σου. Να πού βρίσκομαι ως τώρα. Ο Χάουαρντ και ο άλλος τύπος, ο Ιρλανδο-Αμερικανός αξιωματικός, ο Γουόχοουπ, ξεφεύγουν από τη ζούγκλα. Και υποψιάζομαι ότι αυτό που τους συνέβη στη συνέχεια έχει κάποια σχέση με το λόγο που πηγαίνουμε εκεί τώρα. Και με την επιγραφή σ’ εκείνο τον τάφο. Δεν ήρθαμε στην Κιργιζία μόνο και μόνο για να δούμε την Κάτια». Ο Τζακ πήρε μια βαθιά ανάσα και κατένευσε. «Εντάξει. Η υπόλοιπη ιστορία. Ο Χάουαρντ και ο Γουόχοουπ γύρισαν με τους σκαπανείς πίσω στιλ ποταμόπλοιο Σάμροκ. Έθαψαν τον Μπέμπι στη ζούγκλα, όχι στο χωριό όπου είδαμε την επιγραφή. Κανείς όμως από τους δύο δεν άφησε κάποια αφήγηση για το τι συνέβη. Έχουμε την περιγραφή του υπολοχαγού Χάμιλτον για την αψιμαχία στη ζούγκλα και την ανάμνηση των Κόγια για εκείνη την ημέρα, αυτά που μας είπε ο Πραντές. Όμως δεν έχουμε τίποτε από τον Χάουαρντ. Το ημερολόγιό του σταματά ξαφνικά εκείνο το πρωί στο Σάμροκ. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τον επαγγελματισμό του. Αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που με έβαλε σε υποψίες». «Μπορεί να ήταν μια συγκάλυψη για το θάνατο αυτού του τύπου, του Μπέμπι», είπε ο Κώστας. «Αν πραγματικά τον σκότωσαν οι σκαπανείς». «Νομίζω ότι ήταν κάτι παραπάνω», απάντησε συλλογισμένος ο Τζακ. «Νομίζω πως ήταν το σοκ της θυσίας, όλων αυτών που είδαν από το Σάμροκ. Μετά, νομίζω ότι είδαν αυτά που είδαμε κι εμείς μέσα σ’ εκείνο το ναό. Σίγουρα ήξεραν και οι δύο λατινικά από το σχολείο. Είναι γνωστό ότι ο Γουόχοουπ διάβαζε ελληνικά και λατινικά κλασικά έργα όταν ήταν σε

εκστρατεία. Νομίζω πως είδαν εκείνη την επιγραφή. Και έκαναν μια συμφωνία. Να μην πουν σε κανέναν αυτό που είχαν διαβάσει. Είδαν το σεισμό να σφραγίζει το σπήλαιο αφού έφυγαν, κι έτσι το μυστικό ήταν δικό τους». «Τι τους συνέβη μετά την εξέγερση;» «Ο Γουόχοουπ έφυγε από τους Σκαπανείς του Μαδράς και τοποθετήθηκε στην Τοπογραφική Υπηρεσία της Ινδίας, μια από τις πιο περιζήτητες θέσεις για αξιωματικό του μηχανικού. Στα είκοσι επόμενα χρόνια ήταν στα βορειοδυτικά σύνορα, άρχισε από το Βαλουχιστάν και συνέχισε προς τα ανατολικά, κάνοντας τοπογραφήσεις για την Επιτροπή Συνόρων στην επιλεγόμενη Γραμμή Ντουράντ και χαράζοντας τα σύνορα με το Αφγανιστάν. Οι συνοριακοί του δείκτες υπάρχουν ακόμη σήμερα, σαν μεταγενέστεροι βωμοί του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Φημιζόταν για την αναρριχητική του ικανότητα και την αντοχή- γεννημένος ορειβάτης. Όμως η ελονοσία που τον είχε προσβάλει αρχικά στο Ράμπα τελικά τον κατέβαλε και τον ανάγκασε σε πρόωρη αποστράτευση. Έμεινε πέντε χρόνια στα βουνά της Ελβετίας για να ανακτήσει την υγεία του και μετά γύρισε στην αγαπημένη του Ινδία. Εξερεύνησε τις μακρινές κοιλάδες των συνόρων, υιοθέτησε την τοπική ενδυμασία και ζούσε με τις φυλές εκείνων των περιοχών. Οι τελευταίες πληροφορίες που έχουμε γι’ αυτόν ήταν από το Κουέτα στις αρχές του καλοκαιριού του 1908, όταν ήταν πενήντα πέντε χρόνων». «Και ο Χάουαρντ;» «Ήταν ο τελευταίος αξιωματικός των σκαπανέων που έφυγε από το Ράμπα, μήνες αργότερα, ο μόνος που άντεξε στην ελονοσία, μάλλον επειδή είχε ζήσει στα παιδικά του χρόνια στην Ινδία. Ο θάνατος του Έντουαρντ, του δεκαοκτάμηνου γιου του στο Μπανγκαλόρ, ενώ αυτός έλειπε στη ζούγκλα, ήταν ένα τρομερό χτύπημα. Ο Χάουαρντ προοριζόταν για μεγάλα πράγματα ως στρατιωτικός, αλλά προτίμησε το κανάλι του μηχανικού. Μπήκε στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων της Ινδίας και όταν γύρισε στην Αγγλία, στη Σχολή Στρατιωτικής Μηχανικής στο Τσάταμ, δίδασκε τοπογραφία στους νεαρούς αξιωματικούς και αφοσιώθηκε στην ακαδημαϊκή ζωή του Σώματος. Έγινε ένθερμος υποστηρικτής του κινήματος που τελικά οδήγησε στη δημιουργία της παγκόσμιας γλώσσας Εσπεράντο. Ίσως να του δημιουργήθηκε αυτή η επιθυμία από τις εμπειρίες του στο Ράμπα, όπου δεν μπορούσε να μιλήσει τη γλώσσα των Κόγια χωρίς διερμηνέα. Μπορεί να ήταν ένα είδος εξιλέωσης. Επέστρεψε στην Ινδία μόνο αφού μεγάλωσαν τα παιδιά του και μπήκαν σε οικοτροφεία. Πάντα

πίστευα πως αυτή η επιλογή στη σταδιοδρομία του είχε σχέση με το γιο του, τον Έντουαρντ, με την ανάγκη του να προσφέρει στα παιδιά του ένα καλύτερο σπίτι στην Αγγλία. Τώρα όμως νομίζω ότι δεν ήταν μόνο αυτό. Πιστεύω ότι έχει σχέση μ’ εκείνη την ημέρα στη ζούγκλα, το 1879. Και δεν εννοώ αυτά που μπορεί να είδαν στο ναό. Εννοώ κάτι άλλο, κάτι που είδε ή έκανε και του άφησε μεγάλο τραύμα. Μπορεί να ήταν μια ανθρωποθυσία. Κάτι που δεν μπόρεσε να σταματήσει». «Μια όχι και τόσο λαμπρή εικόνα της ζωής του στρατιωτικού», συμπλήρωσε ο Κώστας. Ο Πραντές ανακάθισε και ξερόβηξε. «Θα το καταλάβαινα απόλυτα κάτι τέτοιο. Το χειρότερο πράγμα για τον στρατιωτικό είναι να τον στείλουν σε μια αποστολή όπου δεν υπάρχει η πολιτική θέληση ή τα μέσα για να ολοκληρώσει τη δουλειά που του αναθέτουν. Το έζησα προσωπικά σε μια ειρηνευτική αποστολή στην Αφρική. Να μην μπορείς να σταματήσεις τη γενοκτονία. Αν επέμβεις, μπορεί να απαλλάξεις κάποιον από τα δεινά του, αλλά υπάρχει ενδεχόμενο αυτό να σε κάνει να νιώσεις ακόμη πιο ανήμπορος. Ένας από τους σκαπανείς μου σκότωσε μια γυναίκα που την είχαν κατακρεουργήσει. Μετά, τον στοίχειωνε το πρόσωπό της. Είπε ότι όλα τα πρόσωπα που προηγουμένως ήταν μια μάζα βασανισμένων ανθρώπων ξαφνικά απέκτησαν γι’ αυτόν υπόσταση ως υπαρκτά άτομα και αυτό έκανε την αίσθηση αφόρητη. Είχε εφιάλτες όπου τους έβλεπε να τον πλησιάζουν όλοι, να τον ρωτούν γιατί δεν είχε δώσει τέλος και στον δικό τους πόνο. Δεν μπορούσε να ζήσει κάτω από τέτοια πίεση και αυτοκτόνησε». Ο Τζακ είδε την έκφραση στο πρόσωπο της Ρεβέκκας και της έσφιξε το χέρι. «Μπορεί να ήταν κάπως έτσι και για τον Χάουαρντ», είπε. «Σήμερα γνωρίζουμε ελάχιστα πράγματα για τη συναισθηματική αντίδραση των ανθρώπων της βικτοριανής εποχής σε τέτοια τραύματα. Άντρες που είχαν μεγαλώσει με ρομαντικές αντιλήψεις και εκλεπτυσμένους τρόπους κατέληγαν να βλέπουν και να κάνουν τρομερά πράγματα. Εσωτερίκευαν αυτές τις εμπειρίες σε όλη τους τη ζωή, χρησιμοποιώντας κατά κάποιον τρόπο ένα απόθεμα γενναιότητας και θάρρους για να ζήσουν με αυτές, κρατώντας τα πάντα μέσα τους μέχρι το τέλος». «Είπες ότι γύρισε πίσω στην Ινδία», παρατήρησε ο Κώστας. «Εκεί είναι που η υπόθεση γίνεται πραγματικά συναρπαστική», είπε ο Τζακ. «Το 1905, πενήντα ετών πια, επανήλθε επιτέλους σε ενεργό στρατιωτική υπηρεσία. Έγινε Διοικητής του Βασιλικού Μηχανικού στη Μεραρχία Κουέτα του Ινδικού Στρατού, πάνω στα αφγανικά σύνορα με το

Βαλουχιστάν. Ήταν ένα από τα πιο καυτά σημεία της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και ίσως το πιο επικίνδυνο μέρος στον κόσμο. Ο Χάουαρντ το απολάμβανε όμως, και για ένα διάστημα ήταν σαν να αναπλήρωνε τον χαμένο καιρό. Το 1907 όμως, ενώ είχε πια το βαθμό του συνταγματάρχη, αποστρατεύτηκε ξαφνικά με τον μισό μισθό». «Κουέτα», είπε ο Κώστας. «Στο ίδιο μέρος, δηλαδή, που ήταν ο Γουόχοουπ;» «Ακριβώς», απάντησε ο Τζακ. «Αυτό είναι το κρίσιμο στοιχείο. Μετά το Ράμπα, οι δύο άντρες χωρίζουν. Ίσως σε μια συμφωνία που κάνουν στη ζούγκλα προαποφασίζουν το μέλλον τους, το χρόνο που θα συναντηθούν ξανά. Συναντιούνται μία φορά, το 1889, όταν ο Γουόχοουπ παρακολούθησε μερικά επιμορφωτικά μαθήματα στη σχολή τοπογραφίας στο Τσάταμ. Μάλιστα, γράφουν μαζί μια εργασία με θέμα τα ρωμαϊκά νομίσματα στη νότια Ινδία. Είχαν σκοπό να την παρουσιάσουν μαζί στο Βασιλικό Ινστιτούτο Ηνωμένων Υπηρεσιών στο Λονδίνο, αλλά ο Γουόχοουπ ανακλήθηκε σε ενεργό υπηρεσία. Στη συνέχεια εμφανίζονται μαζί στο Κουέτα σχεδόν είκοσι χρόνια αργότερα, το 1907, και οι δύο απόστρατοι. Τρώνε ως επίτιμοι καλεσμένοι στη λέσχη αξιωματικών του συντάγματος, συναντιούνται με τον εξερευνητή Άουρελ Στάιν, περνούν κάποιες ώρες στην αγορά μιλώντας με ταξιδιώτες και αγοράζοντας εφόδια. Και μετά, ένα πρωί τον Απρίλη του 1908, εξοπλίζονται με ορειβατικά άρβυλα, γκέτες, τουΐντ παντελόνια ιππασίας, παλτά από δέρμα προβάτου, σακίδια και περίστροφα. Δύο ηλικιωμένοι συνταγματάρχες που φεύγουν για μια τελική μεγάλη περιπέτεια. Είχαν ξαναδεί τέτοια φαινόμενα στο Κουέτα. Ο Θιβετανός υπηρέτης του Χάουαρντ, ο Χουάνγκ-λι, τους αποχαιρετά. Ήταν με τον Χάουαρντ για πολλά χρόνια, από τότε που είχαν πάει τον Χάουαρντ όταν ήταν ακόμη μικρό παιδί σε ένα καταφύγιο στο Θιβέτ στη διάρκεια της Ινδικής Ανταρσίας. Ο Χουάνγκ-λι χάνεται κι αυτός. Οι δύο συνταγματάρχες φεύγουν για το Πέρασμα του Μπολάν στο Αφγανιστάν και εξαφανίζονται στα βουνά. Αυτή είναι η τελευταία φορά που άκουσε κανείς γι’ αυτούς». «Φοβερό», είπε η Ρεβέκκα. «Ακριβώς σαν τον “Άνθρωπο που θα Γινόταν Βασιλιάς”, το διήγημα του Κίπλινγκ. Τώρα κατάλαβα γιατί μου έδωσες αυτή τη στοίβα με τα βιβλία στον Θαλάσσιο Ιχνηλάτη II, μπαμπά. Δύο Βρετανοί στρατιωτικοί που εξαφανίζονται στα βουνά αναζητώντας ένα θησαυρό». «Θησαυρό;» απόρησε ο Κώστας. «Νομίζω πως η Ρεβέκκα είναι ένα βήμα μπροστά από εμάς», μουρμούρισε ο Τζακ.

«Το μήλο κάτω από τη μηλιά θα πέσει», είπε χαμογελώντας ο Πραντές. «Τι ήταν αυτό που τους έκανε να πάνε στο Αφγανιστάν;» ρώτησε ο Κώστας. «Η περιπέτεια. Ο πόλεμος». Ο Πραντές άνοιξε μια μικρή θήκη που είχε πάνω στα πόδια του. Μέσα υπήρχε μια σειρά από οκτώ μετάλλια, τρία περίτεχνα άστρα αριστερά και τρία μετάλλια διακεκριμένης υπηρεσίας δεξιά, δύο από αυτά με πολλαπλά διακριτικά εκστρατειών στις κορδέλες. «Αυτά είναι τα μετάλλια του Γουόχοουπ. Πριν εξαφανιστεί, άφησε όλα τα στρατιωτικά του αντικείμενα στη λέσχη αξιωματικών του Συντάγματος των Σκαπανέων του Μαδράς, με οδηγίες να πωληθούν με πλειστηριασμό στους αξιωματικούς και το ποσό να διανεμηθεί σε φιλανθρωπικές οργανώσεις που βοηθούν περιοχές που έχουν πληγεί από λιμό. Ως νεαρός αξιωματικός πριν από το Ράμπα, είχε ζήσει τον τρομερό λιμό του 1877 στο Μαδράς και αυτό τον επηρέασε βαθιά. Όμως μέχρι να γίνει επίσημη έρευνα το 1924 για την εξαφάνιση των δύο αξιωματικών και να χαρακτηριστούν νεκροί, δεν υπήρχε ενδιαφέρον για τα μετάλλια. Από τότε έμειναν σε μια αποθήκη στο Μπανγκαλόρ. Θεώρησα ότι θα έπρεπε να βρίσκονται στο παλιό διοικητήριο της Τοπογραφικής Υπηρεσίας της Ινδίας, να εκτίθενται δίπλα στα αναμνηστικά άλλων πρωτοπόρων. Αυτοί οι άνθρωποι αφιέρωσαν τη ζωή τους στη χαρτογράφηση της Ινδίας και τη βελτίωση της ζωής των κατοίκων της. Οι Ινδοί και οι Πακιστανοί διάδοχοί τους τους θυμούνται με περηφάνια και αγάπη. Είναι πολύ συγκινητικό». «Το διοικητήριο βρίσκεται στο Πακιστάν τώρα- έτσι δεν είναι;» είπε ο Κώστας. «Αυτός είναι ένας άλλος λόγος που ήρθα μαζί σας στην Κιργιζία», απάντησε ο Πραντές. «Υπάρχει μια δύναμη Πακιστανών σκαπανέων αποσπασμένη στη βάση του συνασπισμού στο Μπισκέκ. Αγόρασα τα μετάλλια βάσει των όρων της διαθήκης του Γουόχοουπ και φρόντισα να πάνε τα χρήματα σε φιλανθρωπικές οργανώσεις. Τώρα θα τα δώσω στο διοικητή των Πακιστανών σκαπανέων και αυτός θα τα εκθέσει στο μουσείο». «Νόμιζα πως η Ινδία και το Πακιστάν βρίσκονται σε πόλεμο», είπε ο Κώστας. «Μόνο οι χώρες μας. Ο ταγματάρχης Σινγκ κι εγώ είμαστε στενοί φίλοι. Είχαμε αποσπαστεί ταυτόχρονα να διδάξουμε μαθήματα τοπογράφησης της ζούγκλας στη Σχολή Στρατιωτικού Μηχανικού στο Τσάταμ. Από τα αρχεία της σχολής ήξερα μερικά πράγματα για τη μεταγενέστερη καριέρα του Χάουαρντ και του Γουόχοουπ. Όταν ο Τζακ μου μίλησε για το

ενδιαφέρον του γύρω από την εξέγερση του Ράμπα έπεσα από τα σύννεφα. Δεν ήξερα πως ήταν απόγονος του Χάουαρντ». Ο Κώστας κοίταξε τα μετάλλια. «Αυτά τα δύο δεξιά, με τα διακριτικά, είναι από διαφορετικές εκστρατείες;» Ο Πραντές κατένευσε. «Είναι το Ινδικό Μετάλλιο Γενικής Υπηρεσίας, με διακριτικά για τη Χαζάρα, το Βαζιριστάν και το Τιράχ. Ο Γουόχοουπ έλαβε μέρος σε όλες σχεδόν τις εκστρατείες στα σύνορα του Αφγανιστάν στη δεκαετία του 1880 και του 1890». «Δεν βλέπω όμως να υπάρχει διακριτικό για το Ράμπα», είπε ο Τζακ. «Όχι», είπε ο Πραντές. «Η κυβέρνηση θεώρησε ότι η εξέγερση ήταν μια πολιτική αναταραχή. Ήταν θέμα πολιτικής, για να το συγκαλύψουν. Κανείς δεν ήθελε να διαφημίζει τις εσωτερικές ταραχές μετά την Ινδική Ανταρσία. Συμφώνησαν να το θεωρήσουν ενεργή υπηρεσία στο μητρώο των στρατιωτικών, αλλά δεν δόθηκαν μετάλλια». «Κι αυτό;» ρώτησε ο Κώστας δείχνοντας το τρίτο μετάλλιο. «Ο Αφγανικός Πόλεμος από το 1878 μέχρι το 1880. Ο Γουόχοουπ ήταν εκεί, ως βοηθός μηχανικού στην Εκστρατευτική Δύναμη της Κοιλάδας Μπαζάρ, πριν τον μεταθέσουν στο Ράμπα». Σήκωσε το μετάλλιο και το γύρισε από την άλλη. Τα μάτια του Κώστα έλαμψαν. «Ένας ελέφαντας!» Ο Τζακ χαμογέλασε στον Πραντές. «Πρέπει να ζητήσω συγγνώμη για το φίλο μου. Έχει εμμονή με τους ελέφαντες. Βρήκαμε μερικούς στον πυθμένα της θάλασσας έξω από την Αίγυπτο». «Στον πυθμένα της θάλασσας;!» Ο Πραντές τον κοίταξε εμβρόντητος. «Άκουσα καλά; Βρήκατε ελέφαντες στον πυθμένα της θάλασσας;» «Θα τα πούμε αργότερα». Η Ρεβέκκα έσκυψε και άγγιξε το μετάλλιο. «Μοιάζει σαν τον Αννίβα στις Άλπεις», είπε. «Η μητέρα μου μου είπε γι’ αυτό μια φορά που συναντηθήκαμε και το σκιτσάρισα. Ώστε χρησιμοποιούσαν ελέφαντες και στο Αφγανιστάν. Φοβερό». Ο Τζακ της χαμογέλασε και κοίταξε το μετάλλιο. Ήταν εντυπωσιακό, με κόκκινη και πράσινη κορδέλα. Στην μπροστινή όψη φαινόταν η Βασίλισσα Βικτορία, Αυτοκράτειρα της Ινδίας. Στην πίσω πλευρά έδειχνε μια φάλαγγα σε πορεία, με ιππικό και πεζικό, και έναν ελέφαντα που κουβαλούσε αποσυναρμολογημένα πυροβόλα στη ράχη του. Πίσω του υπήρχε μια πανύψηλη οροσειρά και στην περίμετρο του μεταλλίου έγραφε ΑΦΓΑΝΙΣΤΑΝ και τις ημερομηνίες 1878-79-80. Ο Τζον Χάουαρντ θα είχε λάβει κι αυτός το ίδιο μετάλλιο αν μετά τη ζούγκλα είχε μπει στην

Εκστρατευτική Δύναμη Κάιμπερ, για την οποία τον προόριζαν αρχικά. Όμως η εξέγερση του Ράμπα συνεχίστηκε αρκετούς μήνες περισσότερο απ’ ό,τι περίμεναν οι Βρετανοί, και ο Χάουαρντ ήταν ο μόνος αξιωματικός που είχε ανοσία στον πυρετό. Επιπλέον, ο γιος του ο Έντουαρντ πέθανε και ένας άλλος αξιωματικός προσφέρθηκε να πάρει τη θέση του στο Αφγανιστάν, για να είναι πιο κοντά στην οικογένειά του. Ήταν μια ευγενική χειρονομία που όμως δεν είχε αντίκρισμα, αφού ο Έντουαρντ πέθανε τόσο γρήγορα ενώ ο Χάουαρντ ήταν ακόμη στη ζούγκλα. Για τον Τζον, το μετάλλιο έμοιαζε να αντιπροσωπεύει όλες τις παραξενιές της μοίρας και τον πόνο της απώλειας. Και στο Αφγανιστάν είχαν σκοτωθεί πολλοί αξιωματικοί των σκαπανέων. Αν είχε πάει εκεί ο Χάουαρντ, ίσως ο Τζακ να μην υπήρχε σήμερα. Ο Κώστας ξαφνικά είδε κάτι και κόλλησε τη μύτη του στο παράθυρο. «Χριστέ μου! Τι ήταν αυτό;» Ακολούθησαν το βλέμμα του. Στο σκοτάδι από κάτω φαινόταν μια γραμμή από κόκκινες λάμψεις. «Αεροπορική επιδρομή σε κάποια ορεινή ράχη», είπε ο Πραντές. «Αμερικανικά ή βρετανικά πολεμικά αεροπλάνα, ή ίσως πακιστανικά, σε χαμηλή πτήση. Είμαστε πάνω από την περιοχή των Ταλιμπάν τώρα. Περιοχή ληστών». «Έχουμε κανένα μέσο άμυνας;» ρώτησε ο Κώστας τον Τζακ ανήσυχος. «Μήπως αερόφυλλα;»39 «Πετάμε ψηλά, πάνω από τα σαράντα χιλιάδες πόδια. Οι Ταλιμπάν δεν έχουν τίποτα που να μπορεί να μας φτάσει. Τα βαρύτερα όπλα που έδωσαν οι Αμερικανοί στους μουτζαχεντίν στη δεκαετία του 1980 ήταν οι πύραυλοι Στίνγκερ, και αυτοί τους έχουν τελειώσει σχεδόν τώρα πια». «Σωστά», είπε ο Κώστας. «Το είχα ξεχάσει. Εμείς τους εξοπλίσαμε αυτούς τους τύπους». «Πριν έρθουν οι Ρώσοι, οι Αφγανοί είχαν κυρίως παλιά βρετανικά όπλα, υπολείμματα από το Μεγάλο Παιχνίδι»40 είπε ο Πραντές. «Τουφέκια ΛιΕνφιλντ, Μαρτίνι-Χένρι, ακόμη και Σνάιντερ-Ένφιλντ από τη δεκαετία του 1860. Στη συνέχεια έφτιαξαν δικές τους απομιμήσεις, τα λεγάμενα τουφέκια του Περάσματος Κάιμπερ. Αυτά υπάρχουν ακόμη και σήμερα και κάνουν πολύ καλά τη δουλειά τους. Οι Αφγανοί ήταν ήδη δεινοί σκοπευτές με τα μουσκέτα δικής τους κατασκευής, τα τζεζάιλ. Και με τα βρετανικά τουφέκια ήταν απαράμιλλοι. Η χώρα προσφέρεται για ελεύθερους 39 Ελαφριά μεταλλικά φύλλα που ρίπτονται από αεροπλάνα για να παραπλανήσουν τους εχθρικούς πυραύλους. (ΣτΜ) 40 Η σύγκρουση της Βρετανικής και Ρωσικής Αυτοκρατορίας κατά τον 19ο αιώνα για την κυριαρχία στην Κεντρική Ασία. (ΣτΜ)

σκοπευτές - τεράστιοι ανοιχτοί χώροι με πολλά ψηλά σημεία που προσφέρουν ευρύ οπτικό πεδίο. Ο παραδοσιακός Αφγανός σκοπευτής περιφρονεί τους Ταλιμπάν που γαζώνουν τα πάντα με σφαίρες με τα Καλάσνικοφ φωνάζοντας συνθήματα περί τζιχάντ. 41 Τους απεχθάνεται τόσο γιατί είναι κακοί σκοπευτές όσο και για το φανατισμό τους. Στην αφγανική κοινωνία ο βίαιος θάνατος είναι πανταχού παρών, αλλά μέσα στα πλαίσια μιας τιμημένης παράδοσης. Κανείς Αφγανός πολεμιστής δεν θέλει να πεθάνει. Περιφρονεί τους βομβιστές αυτοκτονίας και απεχθάνεται το φονταμενταλισμό. Τα δύο αδύνατα σημεία των Ταλιμπάν είναι η νοοτροπία του μάρτυρα και τα Καλάσνικοφ». «Έτσι όπως τα λες, οι Αφγανοί θα μπορούσαν να κερδίσουν τον πόλεμο μόνοι τους», είπε ο Κώστας. «Μερικές εκατοντάδες Αφγανοί ελεύθεροι σκοπευτές θα μπορούσαν να αποδεκατίσουν τους Ταλιμπάν. Μόνο που πρέπει να πειστούν ότι οι Ταλιμπάν είναι ο χειρότερος εχθρός τους. Και πρέπει να ξέρουν ότι ο συνασπισμός θα παραμείνει μετά για να ξαναχτίσει τη χώρα». «Πολλή δουλειά για τους σκαπανείς», παρατήρησε ο Κώστας. «Είμαστε έτοιμοι», είπε ο Πραντές με ενθουσιασμό. «Έχω μελετήσει μαζί με τους συναδέλφους μου αξιωματικούς όλα τα αρχεία από τον πόλεμο του 1878, όταν οι Σκαπανείς του Μαδράς έχτισαν γέφυρες στο Πέρασμα Κάιμπερ. Μπορούμε να το ξανακάνουμε». Γύρισαν καθώς μπήκε στην καμπίνα ο συγκυβερνήτης και έκανε νεύμα στον Πραντές. «Η σειρά μου να πιλοτάρω», είπε και σηκώθηκε. «Πρέπει να ανεβάσω τις ώρες πτήσης με αεροπλάνο. Θα τα ξαναπούμε αργότερα». «Μπαμπά». Η Ρεβέκκα κοίταζε πάλι το βιβλίο μπροστά της. «Μόλις το πρόσεξα. Υπάρχει κάτι γραμμένο με μολύβι στο περιθώριο. Μόλις που διαβάζεται». «Για ποιο βιβλίο λες;» ρώτησε ο Κώστας. «Η Πηγή του Ποταμού Ώξου του Γουντ», είπε ο Τζακ. «Από την καμπίνα μου. Το αντίτυπο του Χάουαρντ». «Α, ναι. Έχει συναρπαστικά πράγματα για εξορύξεις». «Ενώ ροχαλίζατε όλοι σας, έφτασα στο σημείο όπου ανακαλύπτει τα ορυχεία λάπις λάζουλι», είπε η Ρεβέκκα. «Είναι εκπληκτικό. Σαν περιπετειώδες μυθιστόρημα. Λέει πως υπάρχουν τρεις κατηγορίες λάπις». Άρχισε να διαβάζει ένα απόσπασμα. «Είναι η Νέελι, που έχει λουλακί χρώμα, η Ασμάνι, με ανοιχτό γαλάζιο, και η Σούβσι, η πράσινη. Λέει ότι η κατηγορία 41 Ιερός πόλεμος (ΣτΜ)

Νέελι είναι η πιο πολύτιμη. Τα πιο πλούσια χρώματα εμφανίζονται στα πιο σκούρα πετρώματα και λέγεται ότι όσο πιο κοντά είναι στον ποταμό τόσο πιο καθαρό είναι το πέτρωμα». «Νέελι», είπε ο Κώστας. «Ακούγεται σαν το Nielo από την ταφική επιγραφή». «Ναι», είπε ο Τζακ. «Είναι η ίδια λέξη, στα πάστο42 και στα λατινικά. Η ομοιότητα πρέπει να οφείλεται στην ινδοευρωπαϊκή ρίζα. Αν είναι σωστή η θεωρία μου, ο ρωμαϊκός γλύπτης της ζούγκλας, αυτός που έφτιαξε την επιγραφή, είχε πάει στα ορυχεία του Αφγανιστάν. Το γεγονός ότι διάλεξε αυτή τη λέξη για να αποδώσει την έννοια “σκούρο” μπορεί να προέρχεται από την επαφή του με τους ντόπιους που περιέγραφαν έτσι το καλύτερο λάπις λάζουλι». Έσκυψε προς τη Ρεβέκκα. «Αυτό που είπες, ότι κάτι γράφει στο περιθώριο... Πού είναι;» «Ακριβώς δίπλα στην παράγραφο που διάβασα». Ο Τζακ κοίταξε από κοντά. «Έχεις δίκιο. Δεν το είχα δει αυτό. Υπάρχουν τόσες άλλες σημειώσεις του Χάουαρντ στα περιθώρια του βιβλίου, που δεν είχα εξετάσει πολύ προσεκτικά αυτή τη σελίδα». Της πήρε το ανοιχτό βιβλίο και κοίταξε τη σημείωση στο φως πάνω από το κάθισμά του. «Είναι σίγουρα ο γραφικός χαρακτήρας του Χάουαρντ. Πολύ χαρακτηριστικός, αν και το μολύβι μόλις που διακρίνεται». Κοίταξε πάλι κι άρχισε να διαβάζει αργά. «Λένε πως αν βάλεις μαζί περίδοτο και λάπις λάζουλι έχεις το μυστικό της αιώνιας ζωής. Πρέπει να είναι οι σωστοί κρύσταλλοι. Αρχαία κινέζικη σοφία, σύμφωνα με την άγια μου». Χαμήλωσε το βιβλίο. «Θεέ και Κύριε!» «Περίδοτο και λάπις λάζουλι», είπε ο Κώστας. «Αυτός ο συνδυασμός πάλι». «Ποια ήταν η “άγια”;» ρώτησε η Ρεβέκκα. «Η Ινδή παραμάνα του», απάντησε ο Τζακ. «Τον φρόντιζε όταν ήταν μικρός στο Μπιχάρ, όπου ήταν η φυτεία ινδικοφόρου του πατέρα του, κοντά στα σύνορα με το Νεπάλ. Ήταν μεγάλη θεία του υπηρέτη του Χάουαρντ, του Χουάνγκ-λι, που αποχαιρέτησε αυτόν και τον Γουόχοουπ από το Κουέτα το 1908. Στην Ινδική Ανταρσία, όταν ο Χάουαρντ ήταν μικρό παιδί, η άγια τον πήγε στα Ιμαλάια. Αργότερα έγινε η άγια και των δικών του παιδιών και των εγγονών του. Κανείς δεν ήξερε πόσο χρονών ήταν, αλλά έφτασε σε μεγάλη ηλικία, πολύ πάνω από τα εκατό. Στη δεκαετία του 1930, αποσύρθηκε για να ζήσει την υπόλοιπη ζωή της στα βουνά του Θιβέτ. Ισχυριζόταν ότι οι πρόγονοί της είχαν έρθει από πολύ μακριά στα 42 Ιρανική γλώσσα που μιλιέται στο Πακιστάν και το Αφγανιστάν. (ΣτΜ)

ανατολικά, από τη βόρεια Κίνα. Όταν ο παππούς μου ήταν μικρός, του έλεγε ιστορίες για τον Πρώτο Αυτοκράτορα, τον μεγάλο Αυτοκράτορα Κιν, που ενοποίησε την Κίνα στον τρίτο αιώνα π.Χ. Του είπε ότι καταγόταν από το φύλακα του τάφου του Πρώτου Αυτοκράτορα. Ήταν ένας θρύλος, ίσως, αλλά είχε μαγέψει τον παππού μου. Ένα άλλο βιβλίο που μου έδωσε ήταν τα Αρχεία του Μεγάλου Ιστορικού, που περιγράφει τη δυναστεία των Κιν. Ήταν ένα ακόμη από τα βιβλία του Τζον Χάουαρντ που βρέθηκαν στο γραφείο του αφού εξαφανίστηκε». «Μιας και μιλάμε για οικογενειακούς θρύλους, τι είναι γνωστό για την εξαφάνιση του Χάουαρντ;» ρώτησε ο Κώστας. «Τέτοιες ιστορίες θα είχαν μαγέψει τα παιδιά. Πρέπει να αναρωτιόσουν κι εσύ αν ο Χάουαρντ και ο Γουόχοουπ βρήκαν κάποιον μυθικό θησαυρό κι έζησαν την υπόλοιπη ζωή τους σαν βασιλιάδες σε κάποιο κρυφό ορεινό οχυρό, όπως στην ιστορία του Κίπλινγκ». «Ναι, υπήρχε μια σχετική ιστορία. Την έλεγε η γυναίκα του Χάουαρντ, η προ-προγιαγιά μου. Κανείς εκτός από τον παππού μου δεν έδινε σημασία σε όσα έλεγε, επειδή δεν ήταν στα καλά της. Ο Χάουαρντ έκανε ό,τι μπορούσε γι’ αυτήν, αλλά μόλις μεγάλωσαν τα παιδιά της, κατέρρευσε. Δεν είχε καταφέρει ποτέ να ξεπεράσει το θάνατο του πρώτου της γιου. Τη φρόντιζαν οι αδελφές της και μετά πήγε σε ίδρυμα. Ο Χάουαρντ είχε χρήματα από την περιουσία που είχε κάνει ο πατέρας του με την ινδικοφόρο και δεν τσιγκουνεύτηκε τα έξοδα. Μόνο όταν βεβαιώθηκε ότι δεν υπήρχε ελπίδα, επέστρεψε στην Ινδία. Πάντως, ξαναγύρισε στην Αγγλία αρκετές φορές και την είδε, πριν εξαφανιστεί. Γύρισε για τελευταία φορά το 1907, λίγο πριν αποστρατευτεί, και την πήγε για μερικές ημέρες σε μια αγροικία στα ουαλικά σύνορα. Ήταν ένα σύντομο διάστημα ευτυχίας, αρχές καλοκαιριού, κι έκαναν βόλτες στους λόφους. Έτσι το θυμόταν σε μια στιγμή διαύγειας όταν την επισκέφθηκε ο παππούς μου στο νοσοκομείο χρόνια αργότερα. Αφού ο Χάουαρντ συναντήθηκε με τον Γουόχοουπ στο Κουέτα, δεν ξαναείδε τη γυναίκα του. Όμως αυτή έζησε πολλά χρόνια ακόμη, αν και χωρίς να έχει πλήρη επαφή με το περιβάλλον, και πέθανε τελικά το 1933». «Θυμήθηκε τίποτε άλλο;» είπε η Ρεβέκκα με φωνή πνιγμένη από συγκίνηση. «Είπε στον παππού μου πως όταν έκλεινε σφιχτά τα μάτια, έβλεπε τον εαυτό της να στέκει κρατώντας από το χέρι το γιο της τον Έντουαρντ και να κοιτάζει ένα μέρος υπέροχης ομορφιάς, σαν ένα μαγικό σπήλαιο. Μόνο που ο Έντουαρντ ήταν πιο μεγάλος, μικρό αγοράκι και όχι βρέφος της

αγκαλιάς. Μετά, έβλεπε τον Χάουαρντ, τον πατέρα του Έντουαρντ, τον αγαπημένο της σύζυγο, έναν περήφανο νέο με στολή και μια εύθυμη λάμψη στα μάτια, και το αγοράκι έτρεχε κοντά του με τα χέρια απλωμένα, φωνάζοντας ξανά και ξανά “μπαμπά”, μια λέξη που μόλις είχε αρχίσει να τη λέει στη σύντομη ζωή του. Έλεγε πως εκείνη τη στιγμή ένιωθε να βρίσκεται στο τέλειο μέρος. Περνούσε πολύν καιρό σ’ εκείνο το νοσοκομείο, με τα μάτια της σφαλιστά με δύναμη». Η Ρεβέκκα ήταν δακρυσμένη· ο Τζακ της έπιασε το χέρι. «Είπε όμως και κάτι άλλο. Κανείς δεν έδωσε σημασία γιατί οι νοσοκόμες ήταν καλόγριες και νόμιζαν ότι απλώς επαναλάμβανε κάποιο θρησκευτικό μάντρα.43Έλεγε πως ο άντρας της είχε πάει να βρει το Γιο του Ουρανού». «Καλόγριες;» απόρησε ο Κώστας. «Πρέπει να το έλεγαν αυτό για πολλές χήρες». «Έτσι πίστευαν όλοι». Ο Τζακ έσκυψε μπροστά, με μάτια που άστραφταν. «Όμως ο παππούς μου τότε ήταν νεαρός αξιωματικός του ναυτικού και τα λόγια της άγγιξαν κάποια χορδή μέσα του και δεν τα ξέχασε ποτέ. Πενήντα χρόνια αργότερα, ηλικιωμένος πια και ο ίδιος, μου τηλεφώνησε στο σχολείο. Ακουγόταν ενθουσιασμένος και μου είπε να τα παρατήσω όλα και να πάω να τον επισκεφθώ. Τότε ήταν που μου έδωσε τα Αρχεία τον Μεγάλου Ιστορικού. Το ξεφύλλιζε και κάποια στιγμή είδε ακριβώς αυτές τις λέξεις. Γιος του Ουρανού. Ξαφνικά, θυμήθηκε πού τις είχε ξαναδεί. Όταν ήταν ναυτικός δόκιμος, είχαν πιάσει στη Σαγκάη και από κει είχε ταξιδέψει στο Ξιάν για να δει τον μυθικό τάφο του Πρώτου Αυτοκράτορα. Τράβηξε μια φωτογραφία του τάφου, η οποία ήταν μία από τις πρώτες που έφτασαν στη Δύση. Εκεί είχε δει αυτές τις λέξεις, Γιος του Ουρανού. Ήταν ο παραδοσιακός τίτλος του Κινέζου αυτοκράτορα». Η Ρεβέκκα σκούπισε τα μάτια της. «Το θυμάμαι. Η έκθεση με τους Πολεμιστές από Τερακότα». «Πάντως, δεν σταματά εκεί αυτή η ιστορία», συνέχισε ο Τζακ. «Ο παππούς μου βρήκε μια παλιά γκραβούρα με τον τεράστιο τύμβο του τάφου. Ήταν μεγάλος σαν αιγυπτιακή πυραμίδα και ακόμη δεν είχε γίνει ανασκαφή εκεί. Αυτό έγινε χρόνια πριν ανακαλυφθούν οι Πολεμιστές από Τερακότα. Ο τάφος του Πρώτου Αυτοκράτορα, του Σιχουάνγκντι, του Γιου του Ουρανού. Διάβασε το απόσπασμα από τα Αρχεία που περιέγραφε τι υπάρχει μέσα. Μυθικοί θησαυροί, ένα αντίγραφο του κόσμου σε 43 Λέξη ή φράση που επαναλαμβάνεται στο διαλογισμό. (ΣτΜ)

μικρογραφία, ο ταφικός θάλαμος διαμορφωμένος έτσι που να απεικονίζει τον ουρανό, με το μεγαλύτερο φως απ’ όλα να πέφτει πάνω στον τάφο. Και τότε του ήρθε μια ιδέα- γι’ αυτό με κάλεσε. Η γυναίκα του Χάουαρντ δεν έλεγε Γιος του Ουρανού, αλλά Ήλιος του Ουρανού.44 Ο ήλιος, το μεγαλύτερο φως στον ουρανό, το φως που θα εξασφάλιζε την αθανασία του αυτοκράτορα. Το μεγαλύτερο πετράδι στον ουρανό. Αυτό εννοούσε η γυναίκα του Χάουαρντ. Της είχε πει ότι θα πήγαινε να ψάξει για ένα μυθικό χαμένο πετράδι». «Το ήξερα», είπε ο Κώστας με ένα πλατύ χαμόγελο. «Κυνήγι θησαυρού». «Όλα αυτά...» είπε η Ρεβέκκα. «Είναι εκπληκτικό το πώς τα σκέφτηκες. Φοβερό». Ο Τζακ τεντώθηκε πίσω. «Το μόνο που έκανα ήταν να ανοίξω ένα παλιό σεντούκι και να αφήσω το περιεχόμενό του να με οδηγήσει». Από πάνω τους άναψε το κόκκινο προειδοποιητικό φως. Ο Τζακ έριξε μια ματιά να βεβαιωθεί πως η ζώνη ασφαλείας της Ρεβέκκας ήταν δεμένη και κοίταξε από το παράθυρο το γκρίζο φως της αυγής. Η κάθοδος στο αεροδρόμιο Μπισκέκ φημιζόταν για τις αναταράξεις της επειδή υπήρχαν δυνατοί αντίθετοι άνεμοι. Μέσα από κάποια ανοίγματα στα σύννεφα είδε τη γη από κάτω, μια μουντή επίπεδη ερημιά και την περίμετρο του αεροδρομίου. Διέκρινε μια σειρά από γιγάντια μεταγωγικά C-7 Γκάλαξι εκεί όπου η αμερικανική βάση για το Αφγανιστάν μοιραζόταν το διάδρομο με τα αεροσκάφη της πολιτικής αεροπορίας. Ο θόρυβος από τους κινητήρες του Εμπράερ έγινε πιο δυνατός. Είχαν κατεβεί πολύ χαμηλά εξαιτίας των αναταράξεων και έπρεπε να κάνουν έναν κύκλο και να δοκιμάσουν πάλι. Ο Τζακ απλώθηκε πίσω κι έκλεισε τα μάτια. Ήταν τόσο κουρασμένος που θα μπορούσε να κοιμηθεί επιτόπου. Ξαφνικά, του ήρθε μια έντονη εικόνα - το πρόσωπο του παππού του, εκείνη την ημέρα που είχαν περάσει μαζί μελετώντας τα κινέζικα αρχεία. Ο παππούς του του είχε πει για την πανάρχαια αναζήτηση της αιώνιας ζωής, για τις αποστολές του Πρώτου Αυτοκράτορα στα Νησιά των Αθανάτων. Ο Τζακ ήταν παιδί ακόμη, αλλά είχε πει στον παππού του ότι μια μέρα θα έψαχνε κι αυτός για τέτοιους θησαυρούς. Και θυμήθηκε τι του είχε πει ο παππούς του όταν χώρισαν, την τελευταία φορά που τον είδε ποτέ. Είπε πως είχε ταξιδέψει πάνω από ένα εκατομμύριο μίλια στη θάλασσα σε όλη του τη ζωή και ότι εκείνο που είχε απολαύσει περισσότερο ήταν τα ταξίδια, όχι οι προορισμοί. Τώρα, χρόνια αργότερα, και αφού είχε περάσει τη μισή ζωή του αναζητώντας τους 44 Γιος του Ουρανού, Son of Heaven -Ήλιος του Ουρανού, Sun of Heaven. Οι λέξεις Son (Γιος) και Sun (Ήλιος) είναι ομόηχες. (ΣτΜ)

μεγαλύτερους θησαυρούς στον κόσμο, ο Τζακ πίστευε ότι τον καταλάβαινε. Και μετά θυμήθηκε τον παππού του να τον σκουντάει εύθυμα, παριστάνοντας τον γέρο Κινέζο σοφό. Πρόσεχε τα Ιερά Νησιά. Η αναζήτηση της αθανασίας είναι μια μάταιη ανοησία, και ο Πρώτος Αυτοκράτορας ήταν ο μεγαλύτερος ανόητος απ’ όλους. Αν πλησιάσεις πολύ, θα αντιμετωπίσεις θανάσιμο κίνδυνο. Το αεροπλάνο τραντάχτηκε βίαια και ο Τζακ άνοιξε τα μάτια με ένα ξαφνικό τίναγμα. Ο Κώστας, καθισμένος απέναντι, τον κοίταζε με ένα παράξενο χαμόγελο. Ο Τζακ κατάλαβε τι σκεφτόταν. «Ανυπομονείς να δεις την Κάτια;» τον ρώτησε. «Ανυπομονώ να δω αυτό που βρήκε», απάντησε ο Τζακ. «Μπαμπά!» Η Ρεβέκκα τον κοίταξε ενοχλημένη. «Εντάξει, εντάξει. Ανυπομονώ να τη δω», είπε ο Τζακ. «Είναι κολλημένη σ’ εκείνη τη λίμνη επειδή το πρότεινα εγώ. Την επισκέπτομαι ως επιστήμονας. Με ενδιαφέρει η έρευνά της». «Πάντως, Ρεβέκκα», είπε ο Κώστας, «όταν τη γνωρίσεις, μη χρησιμοποιήσεις τη λέξη “φιλενάδα” - αν δεν θέλεις να βγει ο Τζένγκις Χαν από μέσα της». «Κάνε μας τη χάρη!» είπε η Ρεβέκκα. «Τι γίνεται εδώ πέρα; Μου φαίνεται ότι εσείς οι δυο είστε εκτός πραγματικότητας. Η Κάτια κι εγώ είμαστε γυναίκες. Μπορούμε να μιλήσουμε». «Ευτυχώς», είπε ο Τζακ χαμογελώντας της γλυκά, «δεν πρόκειται να πλησιάσεις την Κάτια σήμερα. Μετά από εκείνα τα πτώματα που βρήκαμε στη ζούγκλα, δεν θα το ρισκάρω. Η Κάτια είχε στενή επαφή με τον θείο της και συμμετείχε στην έρευνά του. Αν είχαν σημαδέψει τον θείο για εκτέλεση, μπορεί να έχουν σημαδέψει και την Κάτια. Άρα, όποιος βρίσκεται κοντά της μπορεί να κινδυνεύει». «Είπες στην Κάτια για τον θείο της;» ρώτησε ο Κώστας. Ο Τζακ έδειξε το κινητό του. «Λίγο πριν απογειωθούμε». «Δηλαδή, μου λες ότι δεν μπορώ να έρθω μαζί σου», είπε ενοχλημένη η Ρεβέκκα. «Θα μείνεις με τον Μπεν και τον Άντι στη βάση και θα τους βοηθήσεις με τον εξοπλισμό. Μετά, θα πετάξεις ανατολικά μαζί τους με ένα ελικόπτερο των Αμερικανών Πεζοναυτών, μέχρι την απέναντι άκρη της λίμνης Ισίκ Κουλ. Εκεί έχουν βρεθεί υποβρύχια ερείπια και υποσχέθηκα ότι θα τα ελέγξουμε αφού δω τι έχει βρει η Κάτια. Θα βοηθήσεις να εγκατασταθεί ο εξοπλισμός εκεί και θα μας περιμένεις». «Δηλαδή, θα χάσω όλη τη δράση», είπε η Ρεβέκκα.

«Θα είσαι με μια ομάδα αντρών από τις Ειδικές Δυνάμεις του Αμερικανικού Ναυτικού, τους Νέιβι Σιλς», είπε ο Κώστας. «Δεν υπάρχει καλύτερη φάση». «Μιλάς ρωσικά, έτσι δεν είναι, Ρεβέκκα;» ρώτησε ο Τζακ. «Ναμ», απάντησε η κοπέλα και μετά κοίταξε τον Κώστα. «Οι άνθρωποι με τους οποίους με έστειλε να ζήσω η μητέρα μου στη Νέα Υόρκη είναι Ρώσοι. Η Πέτρα και ο Μιχαήλ αποσκίρτησαν στη Δύση στα μέσα της δεκαετίας του 1980, ενώ ήταν σε ένα συνέδριο στην Αμερική. Είναι και οι δύο παλαιογλωσσολόγοι. Οι Σοβιετικοί είχαν επιτρέψει στην Πέτρα να σπουδάσει στην Ιταλία, όπου έγινε φίλη με τη μητέρα μου. Αυτό, μπαμπά, έγινε πριν ακόμη γνωρίσεις τη μαμά. Μετά, η Πέτρα γύρισε στη Μόσχα και γνώρισε τον Μιχαήλ στο Ινστιτούτο Παλαιογραφίας». «Εκεί δουλεύει και η Κάτια- έτσι δεν είναι;» είπε ο Κώστας. «Ναι», απάντησε η Ρεβέκκα. «Ήξερα για την Κάτια πολύ πριν σε γνωρίσω, μπαμπά. Την πρώτη φορά που είδα εσένα και τον Κώστα ήμουν με την Πέτρα και τον Μιχαήλ στο καλοκαιρινό μας σπίτι στο Χάμπτονς και βλέπαμε ένα ντοκιμαντέρ για την Ατλαντίδα. Πήραν συνέντευξη και από την Κάτια». «Μικρός ο κόσμος», είπε ο Κώστας. Ο Τζακ κοίταξε από το παράθυρο, πλημμυρισμένος από την αίσθηση ότι είχε ακόμη να μάθει τόσα πολλά για την κόρη του. Του φαινόταν αδιανόητο ότι τη γνώριζε μόλις λίγους μήνες. Πήρε μια βαθιά ανάσα και τεντώθηκε πίσω. Βρίσκονταν στην τελική προσέγγιση τώρα, και το αεροπλάνο τρανταζόταν από αναταράξεις. Κοίταξε τη Ρεβέκκα. «Τα ρωσικά σου θα είναι πολύ χρήσιμα. Το μέρος όπου θα πας στη λίμνη είναι μια ρωσική βάση δοκιμών υποβρύχιου πολέμου, που πρόσφατα άρχισε να επαναλειτουργεί στις εγκαταστάσεις της παλιάς σοβιετικής βάσης. Ήταν μεγάλη επιτυχία που τους πείσαμε να αφήσουν μια ομάδα του ΔΠΩ να λειτουργήσει μέσα στην απαγορευμένη περιοχή, και για τον Αμερικανικό Στρατό αυτή η αποστολή δεν είναι απλώς λίγες ημέρες διακοπών για τις Ειδικές Δυνάμεις που έχουν στο Αφγανιστάν. Θα χρειαστεί διακριτικότητα, ψυχραιμία και γοητεία. Θα είναι ο πρώτος σου επίσημος ρόλος ως εκπροσώπου του ΔΠΩ». «Μα ο Κώστας δεν μου έκανε μαθήματα καταδύσεων», είπε η Ρεβέκκα. «Επειδή κάποιος δεν τον άφησε να σε πάει στη Χαβάη ακόμη», γκρίνιαξε ο Κώστας. «Μπορείς να οδηγήσεις το σκάφος», είπε ο Τζακ. Η Ρεβέκκα έδειξε ενδιαφέρον. «Τι σκάφος είναι;» Ο Τζακ έδειξε στο δάπεδο του αεροπλάνου. «Το έχουμε συσκευασμένο

από κάτω. Ολοκαίνουριο Ζόντιακ των εξίμισι μέτρων, φουσκωτό με άκαμπτη καρίνα, δίδυμες μηχανές Έβινρουντ 80, πλοήγηση GPS τελευταίας τεχνολογίας, με εξοπλισμό προσδιορισμού θέσης και απεικόνισης πυθμένα». «Φοβερό». Ο Τζακ χαμογέλασε στον Κώστα. Οι τροχοί του αεροπλάνου άγγιξαν στο διάδρομο και η μύτη χαμήλωσε. Οι κινητήρες άρχισαν να παίρνουν ανάποδες στροφές και η Ρεβέκκα φώναξε για να ακουστεί πάνω από το θόρυβο. «Δηλαδή, πότε θα σε δω;» «Δεν ξέρω». Η φωνή του Τζακ τρανταζόταν μαζί με το αεροπλάνο. «Εξαρτάται από το τι βρήκε η Κάτια. Μπορεί να έρθουμε αργότερα σήμερα. Μπορεί όμως να υπάρξει και μια μικρή αλλαγή κατεύθυνσης». «Μια μικρή... τι;» «Μια μικρή αλλαγή κατεύθυνσης». Ο Κώστας κοίταξε απαρηγόρητος το χαβανέζικο πουκάμισό του και μετά γύρισε στη Ρεβέκκα. «Τώρα πια, πρέπει να ξέρεις τι σημαίνει αυτό».

14

Ο Τζακ και ο Κώστας κούνησαν το χέρι στο στρατιωτικό φορτηγό που τους είχε αφήσει δίπλα στη λίμνη και τώρα απομακρυνόταν προς τα ανατολικά, ανεβάζοντας ταχύτητα ώσπου εξαφανίστηκε πίσω από τη ράχη. Αφού άφησαν τον Πραντές και τη Ρεβέκκα στην αεροπορική βάση, είχαν υπομείνει ένα τετράωρο εξαντλητικό ταξίδι από το Μπισκέκ, στριμωγμένοι στην καμπίνα μαζί με τον Κιργίζιο οδηγό και το φύλακα. Το ελικόπτερο Σινούκ του Αμερικανικού Στρατού που θα τους έφερνε εδώ είχε πάθει βλάβη, και αντί να περιμένουν στο Μπισκέκ κινδυνεύοντας να χάσουν μία ολόκληρη μέρα, προτίμησαν να ανεβούν σε ένα φορτηγό τροφοδοσίας που πήγαινε στη ναυτική βάση στην άλλη άκρη της λίμνης. Η ανυπομονησία του Τζακ είχε μεγαλώσει την τελευταία ώρα καθώς το φορτηγό πλησίαζε τη λίμνη μέσα από ένα εκπληκτικό τοπίο γεμάτο χαράδρες και ράχες που δημιουργήθηκαν από το μαινόμενο ποτάμι που κυλούσε κάποτε από τη λίμνη και πήραν το τελικό τους σχήμα από τον άνεμο. Φανταζόταν τις σκέψεις των αρχαίων ταξιδιωτών που τολμούσαν να ακολουθήσουν αυτό το πέρασμα, ξέροντας ότι κάθε σκοτεινή εσοχή μπορεί να έκρυβε μια συμμορία ληστών και να τους επιφύλασσε τη θανάσιμη μοίρα που είχαν βρει τόσοι πολλοί στο Δρόμο του Μεταξιού. Όταν το φορτηγό πέρασε το τελευταίο ύψωμα, είδαν τη Λίμνη Ισίκ Κουλ να απλώνεται μπροστά τους και τις χιονισμένες κορυφές των βουνών Τιέν Σαν πίσω της. Ο οδηγός σταμάτησε ξαφνικά κι έδειξε στην πετρώδη έκταση μια μοναχική γιούρτα, ένα παραδοσιακό κιργιζιακό αντίσκηνο. Τον

ευχαρίστησαν, κατέβηκαν και αφού έριξαν τα σακίδια στον ώμο άρχισαν να προχωρούν στο πετρώδες έδαφος. Ο Τζακ είδε τα στοιχεία αυτού του μέρους που γοήτευαν τόσο πολύ την Κάτια- κυκλικά καμπυλόγραμμα σκαλίσματα πάνω στους ογκόλιθους, που έδειχναν εξίσου παλιά με τους ίδιους τους βράχους. Σταμάτησε σε ένα και ακούμπησε πάνω την παλάμη του, νιώθοντας το χέρι του γλύπτη πάνω από δύο χιλιάδες χρόνια πριν. «Νεκροταφείο είναι;» ρώτησε ο Κώστας που ακολουθούσε. «Μοιάζουν με επιτύμβιες πλάκες». «Είναι πιθανό», είπε ο Τζακ. «Όμως υπάρχουν και πολλά σαμανιστικά στοιχεία εδώ. Αυτό συνεχίζεται για ολόκληρα χιλιόμετρα, εκεί όπου κατρακύλησαν βράχοι στις πλαγιές και σταμάτησαν στην ακτή της λίμνης. Η Κάτια πιστεύει ότι τα παλαιότερα λιθογλυφικά χρονολογούνται στην Εποχή του Ορείχαλκου, από τα τέλη της δεύτερης χιλιετίας π.Χ., αλλά οι νομάδες σκάλιζαν εδώ σε όλη την περίοδο του αρχαίου Δρόμου του Μεταξιού και μέχρι τα τέλη της πρώτης χιλιετίας μ.Χ. Εκτός από τους νομάδες, για χίλια χρόνια ή παραπάνω περνούσαν επίσης από δω έμποροι που πήγαιναν ανατολικά ή δυτικά. Σταματούσαν εδώ αφού είχαν επιζήσει από το πέρασμα ή πριν διακινδυνεύσουν να το περάσουν. Εκτός από την τέχνη των νομάδων, υπάρχει και μια πιθανότητα να βρεθεί κάτι πραγματικά εκπληκτικό, επιγραφές φτιαγμένες από αυτούς τους εμπόρους, Βακτριανούς, Σογδιανούς, Πέρσες, Κινέζους ή ό,τι άλλο. Αυτοί έδωσαν στο Δρόμο του Μεταξιού τη θέση του στην ιστορία, αλλά δεν άφησαν σχεδόν κανένα ίχνος. Οποιαδήποτε ανακάλυψη θα ήταν ιδιαίτερα σημαντική». Ο Τζακ σκίασε τα μάτια του και κοίταξε προς την έκταση με τους βράχους, μακριά από τη λίμνη και προς το πέρασμα. Ο απογευματινός ήλιος τον χτυπούσε στα μάτια και δεν μπορούσε να δει πολλά - φωτεινές αναλαμπές πάνω στις ανεμοδαρμένες επιφάνειες των βράχων, σκιές όπου υπήρχαν ξεροπόταμοι και χαράδρες. Θα ήταν πολύ εύκολο να χαθείς σε αυτό το μέρος και να μη σε ξαναβρούν ποτέ. «Να τοι», είπε ο Κώστας. «Βλέπω την Κάτια. Πάμε». Ο Κώστας έδειχνε κάπως αταίριαστος με το περιβάλλον, με το φαρδύ σορτς, το τεράστιο χαβανέζικο πουκάμισο, τις μπότες πεζοπορίας και τα ανακλαστικά γυαλιάμάσκα ηλίου, ήταν όμως απρόσμενα ευκίνητος και άρχισε να πηδάει επιδέξια από βράχο σε βράχο. Πλησίασε έναν ψηλό άντρα με τσόχινο καπέλο που ξεχώριζε ανάμεσα στους βράχους κι έσφιξαν τα χέρια. Ο Τζακ πλησίασε και του έδωσε κι αυτός χειραψία. Είχε περίπου τη δική του ηλικία, με εντυπωσιακά γαλανά μάτια και πρόσωπο με βαθιές ρυτίδες από τον

ήλιο και τον άνεμο, όπως συμβαίνει με τους ανθρώπους της στέπας. Η Κάτια στεκόταν πίσω του, δείχνοντας σαν να είχε απορροφήσει κι αυτή την απόχρωση του τοπίου. Κοίταξε τον Τζακ, αλλά η έκφρασή του δεν πρόδιδε τίποτα. Γύρισε στον άντρα. «Από δω ο Αλταμάτι», είπε. «Είναι έφορος του υπαίθριου μουσείου λιθογλυφικών του Τσόλπον-Άτα. Εκτός από τη μητρική του γλώσσα, τα κιργιζικά, μιλάει επίσης ρωσικά και αρκετές αφγανικές διαλέκτους, αλλά μόλις τώρα άρχισε να μιλάει αγγλικά. Έχει καταδυτική πείρα από το παλιό σοβιετικό ναυτικό. Θέλει να λάβει μέρος στις υποβρύχιες έρευνες στο ανατολικό άκρο της λίμνης. Σου μίλησα γι’ αυτόν, Τζακ». «Πού είναι το μουσείο;» ρώτησε ο Κώστας. Η Κάτια έδειξε γύρω. «Βρίσκεσαι ήδη μέσα. Ίσως είναι το μεγαλύτερο μουσείο του κόσμου. Και μάλιστα, με τα λιγότερα μέσα. Βασικά ο Αλταμάτι είναι μόνος του». Ο Τζακ κοίταξε την Κάτια. Φορούσε ένα ξεθωριασμένο στρατιωτικό παντελόνι και χακί μπλουζάκι, και τα μπράτσα της ήταν γεμάτα χώματα. Τα μακριά μαύρα μαλλιά της ήταν πιασμένα πίσω και το πρόσωπό της ήταν έντονα μαυρισμένο, κάτι που τόνιζε τα ψηλά ζυγωματικά της. Έδειχνε πιο κουρασμένη και ταλαιπωρημένη από την τελευταία φορά που την είχε δει, πριν από τρεις μήνες στο συνέδριο, αλλά το μαύρισμα της πήγαινε. Ο Τζακ ήξερε πως η μητέρα της καταγόταν από αυτή την περιοχή και το πρόσωπό της έμοιαζε πολύ με του Αλταμάτι που στεκόταν δίπλα της. «Ενημέρωσα ήδη τους δικούς μας για τον Αλταμάτι», είπε ο Τζακ. «Μόλις μπορέσει να απογειωθεί το Σινούκ, ο Μπεν και ο Άντι θα πετάξουν από το Μπισκέκ στην παλιά σοβιετική ναυτική βάση στο ανατολικό άκρο της λίμνης. Οι Αμερικανοί έχουν οργανώσει ήδη τα πράγματα εκεί και θέλω να έχουμε δύτες στο νερό το συντομότερο δυνατόν για να τους δείξουμε τι μπορούμε να κάνουμε. Η Ρεβέκκα θα πάει κι αυτή μαζί τους». «Έχεις μαζί σου την κόρη σου;» ρώτησε η Κάτια. Ο Τζακ είχε μιλήσει για πρώτη φορά στην Κάτια για τη Ρεβέκκα στο συνέδριο. «Θα την έφερνα εδώ, αλλά μετά απ’ όσα έγιναν στη ζούγκλα δεν ήθελα να το ρισκάρω. Αυτό το μέρος μπορεί να είναι επικίνδυνο. Και θα έχει να κάνει πολλά πράγματα με τα παιδιά στη λίμνη. Αυτή είναι η πρώτη της αποστολή στο ΔΠΩ και θέλω να έχει μια καλή εμπειρία, ιδιαίτερα αφού πριν από λίγο καιρό έχασε τη μητέρα της». «Ανυπομονώ να τη γνωρίσω», είπε η Κάτια. «Η ομάδα συντήρησης πιστεύει ότι το ελικόπτερο θα χρειαστεί άλλη μία μέρα δουλειά για να πετάξει. Ελπίζω να τελειώσουν γρήγορα και να έχουν

ολοκληρώσει τις προετοιμασίες πριν φτάσουμε. Οι τελευταίες καταδύσεις που κάναμε ήταν στην Αίγυπτο πριν από μία εβδομάδα. Δεν έχω ξανακάνει κατάδυση σε λίμνη της Κεντρικής Ασίας. Ανυπομονώ». «Εγώ μπορεί να πάω πάσο αν δεν περάσω πρώτα ένα μετρητή Γκάιγκερ πάνω από το νερό», είπε ο Κώστας τρίβοντας το αξύριστο μάγουλό του. «Σαράντα-τόσα χρόνια οι Σοβιετικοί δοκίμαζαν εκεί μέσα βαθυσκάφη και τορπίλες. Και ξέρω πολύ καλά με τι καύσιμο λειτουργούσαν όλα αυτά. Ήταν το θέμα της μεταπτυχιακής μου διατριβής στο ΜΙΤ». «Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι οι παλιοί σταθμοί έγκαιρης προειδοποίησης στις κορυφές των βουνών, που λειτουργούσαν με πυρηνική ενέργεια για να μην έχουν προσωπικό», είπε η Κάτια. «Οι ντόπιοι τούς λεηλάτησαν κι έφυγαν με τις τσέπες γεμάτες ουράνιο, και μέσα σε μία εβδομάδα τα τίναξαν. Ο εφιάλτης είναι το ενδεχόμενο να καταλήξει αυτό το ουράνιο στη μαύρη αγορά. Γι’ αυτό οι Αμερικανοί θέλουν τόσο πολύ να αναλάβουν τον καθαρισμό της παλιάς ναυτικής βάσης. Δεν είναι τόσο η περιβαλλοντική ανησυχία όσο ο φόβος της τρομοκρατίας». Ο Τζακ διέκρινε μια αναλαμπή φωτός σε μεγάλη απόσταση. Κοίταξε την πλαγιά πίσω τους. Μπορεί να ήταν αντανάκλαση πάνω σε ένα γυαλί ή μέταλλο, ή απλώς οφθαλμαπάτη. Σκίασε τα μάτια του και κοίταξε προσεκτικά- μετά γύρισε στην Κάτια. «Υπάρχει κανείς άλλος εδώ;» «Κάποιος βοσκός ίσως, ή μερικές φορές κάποιος κυνηγός που εξαφανίζεται εκεί πάνω και δεν τον βλέπεις να ξαναγυρνά». Γύρισε στον Αλταμάτι και του μίλησε κιργιζικά. Αυτός ακολούθησε το βλέμμα του Τζακ προς τη ράχη και μετά κάτι είπε στην Κάτια. «Ο Αλταμάτι έχει αετίσιο μάτι», είπε αυτή. «Είπε ότι νωρίς σήμερα το πρωί που έκανε κρύο είδε αχνό από την ανάσα ενός αλόγου ψηλά πάνω στη ράχη. Οι κυνηγοί μερικές φορές μένουν σε ένα μέρος για μέρες, παραμονεύοντας για ελάφια». «Είσαι σίγουρη πως είναι κυνηγός;» είπε ο Τζακ. Η Κάτια τον κοίταξε διαπεραστικά. «Ποιος άλλος νομίζεις ότι μπορεί να είναι;» «Είσαι οπλισμένη;» ρώτησε ο Κώστας. «Ο Αλταμάτι έχει το παλιό του υπηρεσιακό πιστόλι, ένα Μακάροφ, κι ένα τουφέκι SKS που πήρε από τα ναυτικά αποθέματα εδώ, όταν κατέρρευσε η σοβιετική αυτοκρατορία. Πηγαίνουμε για κυνήγι μαζί. Έτσι συμπληρώνουμε το αρνί που είναι από τις βασικές τροφές εδώ». «Το είχα ξεχάσει», μουρμούρισε ο Κώστας. «Μια παλαιογλωσσολόγος που ξέρει από όπλα». Ο Κάτια έδειξε ένα σύνολο βράχων γύρω στα πενήντα μέτρα μακριά. Από

πάνω τους μόλις που ξεχώριζε το πάνω μέρος του τρακτέρ. «Ελάτε», είπε. «Το φως είναι τέλειο τώρα, όπως ήταν και χθες, όταν το βρήκαμε. Και ο Αλταμάτι έχει βάλει κρέας να σιγοβράζει σε μια μεγάλη κατσαρόλα έξω από τη γιούρτα. Απόψε θα απολαύσετε ένα παραδοσιακό κιργιζικό φαγητό». «Δεν βλέπω την ώρα», είπε ο Κώστας. «Και ξέρω ότι το αρνί είναι το αγαπημένο φαγητό του Τζακ». Ο Τζακ του έριξε μια άγρια ματιά και ξεροκατάπιε. Ήταν το μόνο πράγμα που έτρεμε ερχόμενος εδώ. Μπορούσε να φάει ουσιαστικά τα πάντα, εκτός από βραστό αρνί. Όταν ήταν μικρός είχε ζήσει αρκετά χρόνια στη Νέα Ζηλανδία και μια φορά το είχε παρακάνει. Από τότε, ακόμη και η μυρωδιά τού προκαλούσε ναυτία. Ήξερε πως ήταν εξαιρετικά σημαντικό να αντιμετωπίσει αυτό το πρόβλημα τώρα. Παιζόταν ο ανδρισμός του. Χαμογέλασε στον Αλταμάτι και ακολούθησε την Κάτια που είχε πάρει ένα μονοπάτι ανάμεσα στα βράχια. Το έδαφος ήταν σκληρό, ψημένο σαν τούβλο, με μερικές μόνο τούφες τραχιάς βλάστησης γύρω από τις άκρες των βράχων. Ήταν λες και μια θάλασσα από λάσπη και βράχια είχε γλιστρήσει από τη βουνοπλαγιά και στερεοποιήθηκε σε μια μάζα, αγκαλιάζοντας τους βράχους. Ο Τζακ είδε κι άλλα βράχια με σκαλιστά σχέδια, μερικά τόσο διαβρωμένα που δύσκολα διακρίνονταν. Σταμάτησε για να τους ρίξει μια ματιά και ο Κώστας τον προσπέρασε και πλησίασε την Κάτια. «Ήθελα να σου πω συλλυπητήρια για τον θείο σου», της είπε. Η Κάτια τον κοίταξε και έκανε ένα καταφατικό νεύμα χωρίς να μιλήσει. Συνέχισε να προχωρεί και την ακολούθησαν σιωπηλοί ανάμεσα στους βράχους ώσπου έφτασαν στο τρακτέρ. Ο Κώστας σταμάτησε επιτόπου, σαν παιδί που μόλις του έδωσαν το δώρο που ονειρευόταν πάντα. «Ένα τέσσερα εξήντα πέντε», μουρμούρισε με ευλάβεια. «Νάνφιλντ τέσσερα εξήντα πέντε. Χάρη σε αυτό έγινα μηχανολόγος. Είχα πιάσει μια καλοκαιρινή δουλειά σε μια φάρμα στον Καναδά. Αυτή είναι η πρώτη τετρακύλινδρη ντίζελ που ξεμοντάρισα». Ο Αλταμάτι άνοιξε το κάλυμμα της μηχανής και κοίταξαν και οι δύο μέσα. Ο Κώστας γύρισε στον Τζακ. «Νομίζω ότι μπορώ να δεθώ με αυτό τον τύπο. Έχω την εντύπωση ότι μόλις βρήκαμε μια κοινή γλώσσα». «Ούτε να το σκέφτεσαι», είπε ο Τζακ. «Δεν ήρθαμε εδώ για να ξεμοντάρουμε το τρακτέρ». Ο Κώστας αναστέναξε και χτύπησε περίλυπος τον Αλταμάτι στον ώμο. Ακολούθησε τον Τζακ εκεί όπου η Κάτια είχε γονατίσει μπροστά σε ένα βράχο μερικά μέτρα πιο κάτω. Είδαν το σημείο όπου τον είχε σύρει το τρακτέρ, αποκαλύπτοντας έναν άλλο βράχο που

ήταν μισοθαμμένος. Ανάμεσα στους δύο βράχους υπήρχε μια σημαδεμένη περιοχή ανασκαφής γύρω στα δύο επί τέσσερα μέτρα. Στο κέντρο υπήρχε μια στοίβα από μικρότερες πέτρες, γύρω στο ένα μέτρο πλάτος και δύο μήκος. Ο Τζακ κάθισε στις φτέρνες και κοίταξε το σκάλισμα στον εκτεθειμένο βράχο. Ήξερε ότι γι’ αυτό τον είχε καλέσει εδώ η Κάτια. «Απίστευτο», μουρμούρισε. «Κι άλλη σκαλισμένη επιγραφή», είπε ο Κώστας. «Δείχνει καλύτερα διατηρημένη από τις άλλες». «Δεν είναι απλώς μία ακόμη σκαλισμένη επιγραφή», είπε ο Τζακ. «Είναι φανταστικό». Το μυαλό του έτρεχε. Άλλο πράγμα ήταν να το ακούει από την Κάτια στο τηλέφωνο, και άλλο να το βλέπει με τα μάτια του. Αισθάνθηκε τη δύναμη του παρελθόντος καθώς το άγγιξε. Γράμματα στα λατινικά. «Είναι ο ίδιος αριθμός, το ίδιο σύμβολο. XV Apollinaris». Ο Κώστας γονάτισε δίπλα στον Τζακ. «Εκείνη η ρωμαϊκή επιγραφή από το σπήλαιο στο Ουζμπεκιστάν. Εκείνη που κατέγραψε ο θείος της Κάτιας». «Είναι σίγουρα ο ίδιος γλύπτης», είπε η Κάτια. «Φωτογράφισα αυτή την επιγραφή και την έβαλα πάνω στην εικόνα από την επιγραφή του σπηλαίου. Ο γλύπτης κάνει τις απολήξεις των γραμμάτων του με χαρακτηριστικό τρόπο- τελειώνει κάθε γραμμή γέρνοντας τη σμίλη προς τα πίσω και κόβοντας ένα τριγωνικό κομμάτι πέτρας». «Πολίτης-στρατιώτης», είπε ο Τζακ. «Κάποιος που θυμόταν την τέχνη του και την ασκούσε ακόμη με φροντίδα. Αυτόν καλούσαν όταν έπρεπε να γράψουν μια επιγραφή». «Στο σπήλαιο στο Ουζμπεκιστάν, νομίζω πως ήταν μια περιστασιακή επιγραφή», είπε η Κάτια. «“Ο Λικίνιος ήταν εδώ”. Μπορεί σ’ εκείνο το σπήλαιο, στο σημείο όπου η έρημος του Ουζμπεκιστάν συναντά τους πρόποδες της Κεντρικής Ασίας, να ένιωσαν για πρώτη φορά πως είχαν ξεφύγει πραγματικά από το Μερβ. Από κει, ο Δρόμος του Μεταξιού ακολουθούσε τις χαράδρες και τα ορεινά περάσματα που οδηγούν τελικά σε αυτό το μέρος. Όμως αυτή η επιγραφή εδώ δίπλα στη λίμνη ήταν για έναν άλλο λόγο. Η πρώτη γραμμή μόλις που διακρίνεται, αλλά είναι ένα άλλο όνομα, νομίζω Άππιος. Και κοίτα εκείνα τα δύο γράμματα στο τέλος». «DM», είπε ο Τζακ, ψηλαφίζοντάς τα με τα δάχτυλα. «Dis Manibus. “Δοσμένο στον Dis, τον θεό του κάτω κόσμου. Είναι ταφική επιγραφή». Κοίταξε τις στοιβαγμένες πέτρες ανάμεσα στους βράχους. «Είναι τάφος». Ο Κώστας περιεργάστηκε την επιγραφή. «Κι αυτό το σύμβολο... Είναι ο αετός μιας ρωμαϊκής λεγεώνας· έτσι δεν είναι; Αυτό δεν είδαμε στο ναό στη ζούγκλα;»

«Είναι η ίδια λεγεώνα», είπε ο Τζακ. «Είναι ακριβώς αυτό που ονειρευόμουν να βρούμε», είπε η Κάτια. «Τον τόπο ταφής κάποιου που πέθανε εδώ ή στο πέρασμα από κάτω. Για μερικούς, αυτός μπορεί να ήταν ένας τόπος χαράς και ανανέωσης πριν από το επόμενο στάδιο του ταξιδιού. Κάποιοι άλλοι όμως πέθαναν εδώ. Πρέπει να υπήρχαν πολλοί θάνατοι ανάμεσα στους εμπόρους - Πέρσες, Βακτριανοί, Σογδιανοί, Κινέζοι. Όμως Ρωμαίοι; Είναι εκπληκτικό». «Βρήκες τίποτα θαμμένο στον τάφο;» ρώτησε ο Κώστας. «Ήταν μια βιαστική ταφή, όπως θα περίμενε κανείς», απάντησε η Κάτια. Το έδαφος είναι σκληρό σαν πέτρα και δεν υπάρχει αρκετό ξύλο εδώ για αποτέφρωση. Σκέπασαν το πτώμα με πέτρες, ίσως και με κομμένα χόρτα. Ένας επιδέξιος τεχνίτης θα χρειαζόταν το πολύ μία ώρα για να κάνει αυτή την επιγραφή». «Ένας έμπειρος τεχνίτης;» είπε ο Κώστας. «Είσαι σίγουρη γι’ αυτό;» «Δεν υπάρχει αμφιβολία», είπε ο Τζακ. Πέρασε τα δάχτυλά του πάνω από τα σύμβολα. «Είχε καταφέρει με κάποιον τρόπο να φτιάξει μια σμίλη με το σωστό πλάτος και ήξερε πώς ακριβώς να την τοποθετήσει σε κάθε χτύπημα. Ήξερε τα χαρακτηριστικά των πετρωμάτων αυτού του είδους, ότι μπορούν να δεχτούν ένα πλαγιαστό χτύπημα χωρίς να θρυμματιστεί η επιφάνεια. Αυτό είχα δει και στο ναό στη ζούγκλα. Ένας τεχνίτης στρατιώτης». «Πιστεύεις πως είναι ο ίδιος άνθρωπος;» ρώτησε ο Κώστας. «Ας περιμένουμε να δούμε τι άλλο έχει να μας δείξει η Κάτια». Η Κάτια τον κοίταξε, πήρε μια βαθιά ανάσα και έδειξε ένα ξύλινο τελάρο ευρημάτων. «Το έδαφος είναι πολύ αλκαλικό και τα οστά πρέπει να έχουν κονιορτοποιηθεί εδώ και πολύ καιρό. Όταν όμως το τρακτέρ μετακίνησε τον μεγάλο βράχο, αποκάλυψε αυτό εδώ». Τράβηξε πίσω το ύφασμα που σκέπαζε το τελάρο. Ο Κώστας σφύριξε. «Φοβερό όπλο». Μέσα υπήρχε ένα εντυπωσιακό κεφάλι λογχοπέλεκυ, με μουντό ασημί χρώμα και πράσινα στίγματα στα σημεία όπου είχε διαβρωθεί. Από τη μια πλευρά του κεφαλιού υπήρχε μια τρομερή καμπυλωτή λεπίδα που εκτεινόταν προς τα έξω γύρω στα είκοσι πέντε εκατοστά, και από την άλλη πλευρά μια πιο στενή ίσια λεπίδα με σχήμα σαν ξυράφι κουρέα. «Έχω δει ένα τέτοιο στο Βρετανικό Μουσείο», είπε ο Τζακ. «Όψιμη Περίοδος των Μαχόμενων Πολιτειών, πρώιμη Περίοδος Δυτικού Χαν;» «Ναι», είπε η Κάτια. «Η λεπίδα που μοιάζει με ξυράφι έχει παρόμοιες αναλογίες με τα ξίφη της περιόδου Χαν, που μοιάζουν σαν τα ιαπωνικά ξίφη των σαμουράι».

«Δεν είναι από ορείχαλκο;» είπε ο Κώστας. «Αυτό σημαίνει πως είναι πολύ νωρίς για την περίοδο που μας ενδιαφέρει». «Όχι απαραιτήτως», είπε η Κάτια. «Ο σίδηρος εμφανίστηκε στην Κίνα τον πέμπτο αιώνα π.Χ., αλλά στις πρώτες χυτές μορφές του ήταν εύθραυστος, κι έτσι χρησιμοποιούσαν ακόμη ορείχαλκο. Και αυτός ο ορείχαλκος έχει επίστρωση χρωμίου, που θα τον έκανε πιο σκληρό και θα διατηρούσε καλύτερα την κόψη της λεπίδας». «Επιπλέον, ένα τέτοιο όπλο μπορεί να θεωρούνταν πολύτιμο, να περνούσε από τη μια γενιά στην άλλη», είπε ο Τζακ αγγίζοντας τη λεπίδα. «Μπορεί να κατασκευάστηκε στην αρχή της περιόδου Χαν, λίγο μετά την εποχή του Πρώτου Αυτοκράτορα. Όμως μπορεί να συνέχισε να χρησιμοποιείται για δύο αιώνες ή και παραπάνω, μέχρι την περίοδο που νομίζουμε ότι πέρασαν από δω οι Ρωμαίοι». «Όμως τι δουλειά έχει ένα κινέζικο όπλο τέτοιας ποιότητας σε αυτό το μέρος;» είπε ο Κώστας. «Ένας περαστικός πολεμιστής της Αυτοκρατορικής Κίνας το πετά πάνω στον τάφο ενός Ρωμαίου; Δεν το καταλαβαίνω». Κοίταξε την Κάτια, που τον παρατηρούσε επίμονα με μάτια που έλαμπαν. «Α!» έκανε ο Κώστας. «Αυτό το βλέμμα μοιάζει απίστευτα με τον τρόπο που με κοιτάζει ο Τζακ καμιά φορά. Σημαίνει πως έχεις βρει και κάτι άλλο». Η Κάτια πήρε έναν μικρό πλαστικό δίσκο ευρημάτων δίπλα από το τελάρο. «Ο λογχοπέλεκυς ήταν στο κέντρο του τάφου, σαν να ήταν τοποθετημένος πάνω στον κορμό του πτώματος. Αυτά τα δύο αντικείμενα ήταν στο σημείο όπου πρέπει να ήταν το κεφάλι». Στο δίσκο υπήρχαν δύο νομίσματα, ένα ασημένιο κι ένα διαβρωμένο και πράσινο με μια τετράγωνη τρύπα στη μέση. Ο Τζακ πήρε το ασημένιο νόμισμα και το κοίταξε στο φως που λιγόστευε. «Ένα ασημένιο τετράδραχμο του Μεγάλου Αλεξάνδρου!» «Και είναι ακυκλοφόρητο», είπε η Κάτια. «Είναι σαν εκείνα τα ρωμαϊκά νομίσματα στη νότια Ινδία για τα οποία μου έλεγες, ακυκλοφόρητα, που τα χρησιμοποιούσαν για χρυσό». Ο Τζακ έδωσε το νόμισμα στον Κώστα. Στην πίσω πλευρά υπήρχε το γνωστό κεφάλι του Αλέξανδρου με τη χαίτη του λιονταριού, και η μορφή του έκανε ξαφνικά πραγματική την ιδέα ότι κάποιοι ταξιδιώτες από τον αρχαίο ελληνορωμαϊκό κόσμο είχαν φτάσει τόσο μακριά προς τα ανατολικά, στις παρυφές της Κίνας. Ο Κώστας γύρισε το νόμισμα και κοίταξε πάλι το κεφάλι του Αλέξανδρου. Πήρε πάλι μια απορημένη έκφραση. «Αν δεν κάνω λάθος, ο Μέγας Αλέξανδρος έζησε στα τέλη του τέταρτου αιώνα π.Χ., δηλαδή εκατό χρόνια πριν από τον Πρώτο Αυτοκράτορα και τριακόσια χρόνια πριν από τους Ρωμαίους μας. Πρέπει να

υπήρχαν παλιά ελληνικά νομίσματα που κατέληξαν εδώ, μπορεί να τα χρησιμοποιούσαν για χρυσό ή κοσμήματα. Όμως θα ήταν φθαρμένα». Κοίταξε με αμφιβολία τη λατινική επιγραφή στο βράχο και μετά πάλι το νόμισμα. «Αυτό σημαίνει ότι τελικά δεν έχουμε έναν Ρωμαίο εδώ αλλά ένα στρατιώτη του Μεγάλου Αλεξάνδρου;» «Έχεις διαβάσει τον Περίπλου της Ερυθράς Θαλάσσης·,» ρώτησε η Κάτια. «Τον ταξιδιωτικό οδηγό του εμπόρου; Πρώτος αιώνας π.Χ., αιγυπτιακά ελληνικά. Κοντεύω να γίνω ειδικός». «Εκεί λοιπόν λέει ότι αρχαία νομίσματα των Ελλήνων υπήρχαν ακόμη στα Βαρύγαζα, όπως ακριβώς λες», είπε η Κάτια. «Μετά, υπάρχει εκείνο το καινούριο απόσπασμα του Περίπλου από την ανασκαφή του Χιμπερμάγερ στην Αίγυπτο, που περιγράφει τους λεγεωνάριους του Κράσσου. Ο Τζακ με ενημέρωσε τηλεφωνικά. Αναφέρει συγκεκριμένα ότι υπήρχε ένας βωμός του Αλέξανδρου που θα τον συνάντησαν καθώς πήγαιναν ανατολικά. Αυτός πρέπει να ήταν στο Ουζμπεκιστάν, κοντά στο σπήλαιο με την επιγραφή της Δέκατης Πέμπτης Λεγεώνας. Οι Ρωμαίοι στρατιώτες θα είχαν ακούσει θρύλους για τον χαμένο θησαυρό του Αλέξανδρου. Όταν βρήκαν αυτόν το βωμό στην έρημο, με τα βουνά της Κεντρικής Ασίας να υψώνονται μπροστά τους, μάλλον θα είχαν απαλλαχτεί πια από τους Πάρθους που τους καταδίωκαν από το Μερβ και θα μπορούσαν να χαλαρώσουν λίγο. Τι κάνουν λοιπόν; Σκάβουν τριγύρω, ψάχνουν. Αφού ο Αλέξανδρος έκανε τον κόπο να φτιάξει ένα βωμό, θα έβαζε στο βωμό αυτό και προσφορές, και ποια καλύτερη προσφορά από τα νομίσματα με την εικόνα του; Νομίζω πως οι Ρωμαίοι μπορεί να βρήκαν αυτό το νόμισμα στο βωμό και το πήραν μαζί τους». Ο Τζακ πήρε το νόμισμα από τον Κώστα και το γύρισε από την άλλη. «Και μετά, το βάζουν στο μάτι του πτώματος για προσφορά στο Χάροντα που θα περνούσε τον νεκρό από τον ποταμό Στύγα». «Και το άλλο νόμισμα;» ρώτησε ο Κώστας. «Στο άλλο μάτι; Αυτό εμένα μου φαίνεται κινέζικο. Εξήγησέ μου τι γίνεται με αυτό, Κάτια». Η Κάτια πήρε το δεύτερο νόμισμα με την τετράγωνη τρύπα στο κέντρο. «Υπάρχουν τρία κινέζικα σύμβολα πάνω του, ένα δεξιά από την τετράγωνη οπή και δύο αριστερά. Είναι νόμισμα της δυναστείας των Χαν, ένα γουσού, που σημαίνει πέντε κόκκων, 45 δηλαδή τεσσάρων γραμμαρίων, το ίδιο βάρος που είχε μια ελληνική δραχμή ή ένα ρωμαϊκό δηνάριο. Κόπηκαν

45 Μονάδα βάρους (ΣτΜ)

εκατομμύρια τέτοια νομίσματα και τα βρίσκουν συχνά στην Κινεζική Κεντρική Ασία». «Μπορείς να προσδιορίσεις την ημερομηνία;» ρώτησε ο Κώστας. «Αριστερά είναι τα σύμβολα του αυτοκράτορα, τόσο χαρακτηριστικά για τους Κινέζους όσο ήταν η αλλαγή της μορφής του αυτοκράτορα πάνω στα ρωμαϊκά νομίσματα για τους Ρωμαίους. Όπως και στη Ρώμη, οι Κινέζοι αυτοκράτορες που έπαιρναν την εξουσία προσπαθούσαν να αντικαταστήσουν τα νομίσματα που κυκλοφορούσαν με καινούρια δικά τους. Τέτοια νομίσματα που είχαν ονομαστική αξία αλλά όχι και πραγματική, επειδή δεν περιείχαν χρυσό ή άργυρο, θα ήταν άχρηστα αν έφεραν το όνομα προηγούμενου αυτοκράτορα, και μπορεί μάλιστα να ήταν επικίνδυνο να σε δουν να τα έχεις. Αυτό το νόμισμα λοιπόν είναι απίθανο να κυκλοφορούσε πέρα από τη διάρκεια της βασιλείας αυτού του αυτοκράτορα. Και αυτός ήταν ο αυτοκράτορας Τσενγκ της δυναστείας των Χαν, που κυβέρνησε από το 32 μέχρι το 5 π.Χ.». «Τέλεια», είπε σιγανά ο Τζακ. «Ταιριάζει με τη δική μου εκτίμηση για την απόδραση των λεγεωνάριων του Κράσσου, το 19 ή το 18 π.Χ. Δηλαδή, μία δεκαετία μετά την άνοδο του Αυγού- στου στην εξουσία, περίπου την εποχή που διαπραγματεύτηκε την ειρήνη με τους Πάρθους και επιστράφηκαν οι χαμένοι αετοί της λεγεώνας». «Και πώς βρήκαν οι δραπέτες Ρωμαίοι μας ένα κινέζικο νόμισμα;» ρώτησε ο Κώστας. Ο Τζακ έσφιξε τα χείλη. «Σίγουρα ήταν απελπισμένοι άνθρωποι και ταυτόχρονα εκπαιδευμένοι φονιάδες που δεν είχαν τίποτα να χάσουν. Θα είχαν μείνει χωρίς την παραμικρή συναίσθηση ηθικής με την απώλεια των αετών στις Κάρρες και θα είχαν αποκτηνωθεί ύστερα από τόσα βασανιστήρια και κακουχίες όσο ήταν αιχμάλωτοι των Πάρθων. Μπορεί να είχαν κλέψει παρθικό χρυσάφι όταν απέδρασαν, αλλά και πάλι έπρεπε να φάνε. Οι έμποροι του Δρόμου του Μεταξιού είχαν μαζί τους εφόδια για το ταξίδι. Οι Ρωμαίοι μπορεί να επιτέθηκαν στο πρώτο καραβάνι που βρήκαν μπροστά τους. Κατά πάσα πιθανότητα τους σκότωσαν όλους και ίσως κράτησαν έναν αιχμάλωτο για οδηγό. Έφαγαν και ήπιαν μέχρι σκασμού και πήραν μαζί τους ό,τι μπορούσαν να κουβαλήσουν. Αυτό το νόμισμα μπορεί να το είχε κάποιος Σογδιανός έμπορος, που τον σκότωσαν. Όμως δεν είχε αξία αφού δεν περιείχε χρυσό ή ασήμι, κι έτσι μπορούσαν να το αφήσουν εδώ για το Χάροντα, για το ταξίδι του συντρόφου τους στην άλλη ζωή». «Και ο λογχοπέλεκυς;» ρώτησε ο Κώστας. «Αυτό θα ήταν πολύ

μεγαλύτερη θυσία». «Ένας πολεμιστής πάντα θάβεται με το όπλο του», είπε ο Τζακ. «Αφού είχαν χάσει τον αετό, οι λεγεωνάριοι είχαν πια μόνο ο ένας τον άλλο και είναι πιθανό να έτρεφαν την ελπίδα ότι μια μέρα θα έβρισκαν πάλι τους νεκρούς συντρόφους τους και θα μπορούσαν να κρατήσουν το κεφάλι τους ψηλά στα Ηλύσια Πεδία. Δεν θα έθαβαν ποτέ ένα σύντροφό τους χωρίς όπλο για τη μετά θάνατο ζωή, ακόμη κι αν έτσι αποδυνάμωναν το δικό τους οπλοστάσιο, ακόμη κι αν ήταν ένα όπλο τόσο αταίριαστο με τον συνηθισμένο οπλισμό ενός λεγεωνάριου». «Δηλαδή, πιστεύεις ότι το πήραν κι αυτό από κάποιον έμπορο;» ρώτησε ο Κώστας. «Οι Ρωμαίοι ήταν υποχρεωμένοι να οπλιστούν με ό,τι μπορούσαν να βρουν», απάντησε ο Τζακ. «Θα προτιμούσαν τα κοντά ξίφη και τις λόγχες επειδή αυτά χρησιμοποιούσαν στη λεγεώνα, αλλά θα έπαιρναν ό,τι έβρισκαν». Ο Κώστας άγγιξε την καμπυλωτή λεπίδα. «Αυτό φαίνεται απίθανο όπλο για έμπορο». «Υπήρχαν κι άλλοι στο Δρόμο του Μεταξιού εκτός από τους εμπόρους», είπε η Κάτια. «Μισθοφόροι, που τους χρησιμοποιούσαν τα καραβάνια για φρουρούς. Συμμορίες ληστών που χτυπούσαν τα καραβάνια. Ήταν σαν την Άγρια Δύση εδώ πέρα. Πάνω στις στέπες, στα βουνά, είναι πολύ δύσκολη η επιβίωση και μόνο οι πιο φονικές συμμορίες κατάφερναν να επιβιώσουν. Κανείς δεν έδειχνε έλεος. Και υπήρχαν επίσης κι άλλοι». «Πολεμιστές από την Ανατολή», είπε ο Τζακ, κοιτάζοντας την Κάτια. «Πολεμιστές που είχαν το τατουάζ της τίγρης». Η Κάτια τον κοίταξε για λίγο και μετά έσκυψε πάλι στο λογχοπέλεκυ. «Υπήρχαν φονικές συμμορίες εδώ, υπήρχαν όμως και επιδρομείς από την Κίνα, από την ίδια την αυτοκρατορία. Αυτοί ήταν οι πιο φοβεροί απ’ όλους, πολύ καλά οπλισμένοι και εφοδιασμένοι, πάντα έφιπποι, και πάντα συνοδευόμενοι από τον τυμπανισμό που έφτανε σε κρεσέντο καθώς ορμούσαν στη λεία τους. Τους θεωρούσαν ανίκητους. Για τους νομάδες που ζουν εδώ, για το λαό της μητέρας μου, ένας τέτοιος μακρινός τυμπανισμός προκαλούσε ένα ρίγος μέχρι βαθιά στην ψυχή τους. Ακόμη κι εγώ αισθάνομαι αυτόν το φόβο όταν αφήνω τη φαντασία μου ελεύθερη». «Δηλαδή, οι Κινέζοι λήστευαν τους ίδιους τους εμπόρους τους;» ρώτησε έκπληκτος ο Κώστας. «Για να καταλάβεις γιατί γινόταν αυτό, πρέπει να κατανοήσεις τη φύση της κινέζικης κοινωνίας. Η αυτοκρατορία ήταν απολυταρχική,

εσωστρεφής, ένας κόσμος από μόνη της. Εκείνοι που έχουν εμμονή με τον έλεγχο χρειάζονται ένα όριο ανάμεσα στον κόσμο στον οποίο μπορούν να κυριαρχούν και στον έξω κόσμο, τον οποίο φοβούνται και απορρίπτουν. Δεν υπάρχει ενδιάμεσο πεδίο. Το Σινικό Τείχος εκφράζει αυτή την ψυχολογία. Σε ακραίες περιπτώσεις, το όριο λειτουργεί σαν τείχος φυλακής και αυτός που ελέγχει το κράτος στέλνει ανθρώπους για να φέρουν πίσω όποιον επιχειρεί να απομακρυνθεί. Σε μερικές περιόδους, αυτό συνέβη και στην Κίνα». «Και πώς μπορούσαν να κινούνται Κινέζοι έμποροι στο Δρόμο του Μεταξιού;» ρώτησε ο Κώστας. «Δεν κινούνταν, επισήμως τουλάχιστον. Όμως οι λαοί της Κεντρικής Ασίας και της Δυτικής Κίνας μοιάζουν μεταξύ τους, κι ένας ατρόμητος Κινέζος θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητος. Μπορούσαν να κινούνται μεταμφιεσμένοι ανάμεσα στους Σογδιανούς. Υπήρχε πλούσια λεία από το εμπόριο μεταξιού και ο πειρασμός για έναν Κινέζο έμπορο πρέπει να ήταν μεγάλος». «Δηλαδή, θέλεις να πεις ότι τους κυνηγούσαν;» «Ναι», είπε η Κάτια. «Υπήρχε όμως και η άλλη πλευρά του νομίσματος. Η κινέζικη ελίτ απολάμβανε τις πολυτέλειες της. Ο αυτοκράτορας, όπως και όλοι οι μεγαλομανείς, υποκύπτουν στους ανθρώπινους πειρασμούς. Υπήρχαν πολύτιμες πρώτες ύλες που μπορούσαν να τις βρουν μόνο στο εξωτερικό, όπως οι πολύτιμες πέτρες - λάπις λάζουλι, περίδοτο. Οι αυτοκράτορες έκαναν τα στραβά μάτια σε αυτό το εμπόριο, φτάνει οι έμποροι να ήταν αόρατοι. Όμως αν γινόταν γνωστό ότι κάποιος ξεστράτιζε κι έβγαινε στο εξωτερικό, τον κυνηγούσαν ανελέητα. Τα Αρχεία του Μεγάλου Ιστορικού, τα κινέζικα αυτοκρατορικά χρονικά, είναι γεμάτα ιστορίες νεαρών γιων και ανιψιών που αναζητούσαν την τύχη τους αλλού κάνοντας συμμαχίες με ξένους. Από αυτή την πλευρά, οι κινέζικες βασιλικές δυναστείες έμοιαζαν με όλες τις άλλες, ήταν όμως μοναδικές στην ανελέητη προσπάθειά τους να φέρουν πίσω και να τιμωρήσουν όποιον προσπαθούσε να βγει στο εξωτερικό». Η Κάτια έδειξε το όπλο. «Αυτός ο λογχοπέλεκυς είναι ένα αυτοκρατορικά κινέζικο όπλο, ένα πολύτιμο αντικείμενο όπως το ξίφος ενός αξιωματικού. Δεν θα περίμενες ποτέ να βρεις ένα τέτοιο όπλο στα χέρια ενός απλού φύλακα καραβανιών. Αυτό το όπλο το έφερε εδώ ένας Κινέζος πολεμιστής». «Και πώς στην ευχή βρέθηκε στα χέρια των Ρωμαίων;» απόρησε ο Κώστας. Η Κάτια τον κοίταξε για μια στιγμή. «Εικασίες βασισμένες επάνω σε

εικασίες- εντάξει; Έχουμε μια ομάδα Ρωμαίων, απελπισμένους ανθρώπους, δραπέτες, σκληρούς πρώην λεγεωνάριους που πορεύονται ανατολικά. Ο αριθμός τους μειώνεται. Έχουν δεχτεί επιθέσεις, ίσως σ’ εκείνο το πέρασμα πίσω μας. Οι επιτιθέμενοι δεν ήταν απλώς μία ακόμη συμμορία ληστών, αλλά τρομεροί πολεμιστές, άξιοι αντίπαλοι. Οι Ρωμαίοι πολέμησαν γενναία και άρπαξαν μερικά όπλα από τον εχθρό. Όμως δέχονται μεγάλη πίεση. Ένας από τους συντρόφους τους έχει σκοτωθεί και τον θάβουν στα γρήγορα. Και ξεκινούν πάλι προς τα ανατολικά». «Αν οι επιτιθέμενοι ήταν Κινέζοι, γιατί να κυνηγήσουν τους Ρωμαίους;» «Ας γυρίσουμε πίσω στο χρόνο μία ή δύο ημέρες», είπε η Κάτια. «Φαντάσου μια ομάδα Σογδιανών εμπόρων που είναι φορτωμένοι με μετάξι. Έχουν περάσει τη λίμνη και κατευθύνονται δυτικά. Αφήνουν τα σκάφη τους εδώ και μεταφέρουν τα εμπορεύματα στις καμήλες που τους περιμένουν. Περνούν από το πέρασμα. Λίγο αργότερα δέχονται επίθεση από μια συμμορία απελπισμένων πολύ χειρότερη απ’ όσες είχαν δει ως τότε - από τους Ρωμαίους. Οι έμποροι σφάζονται όλοι εκτός από έναν, που οι Ρωμαίοι τον αφήνουν ζωντανό για να τους οδηγήσει στο πέρασμα. Μόνο που ο έμπορος που έχουν στα χέρια τους δεν είναι Σογδιανός. Είναι Κινέζος. Και τον ακολουθούν οι τιμωροί. Είναι αυτός που ξεστράτισε». «Κι έχει κάτι που δεν θα έπρεπε να έχει», είπε ο Τζακ. «Έχει αυτό για το οποίο διαβάσαμε στην επιγραφή στη ζούγκλα. Ένα πολύτιμο πετράδι». Η Κάτια τον κοίταξε διαπεραστικά, και ο Τζακ συνέχισε να την κοιτάζει κι αυτός για μια στιγμή. Ο Κώστας έδειξε το τελάρο. «Έχεις τίποτε άλλο να μας δείξεις;» Η Κάτια σήκωσε έναν άλλο δίσκο. «Ναι, βρήκαμε κάτι που είναι πραγματικά εκπληκτικό. Το κράτησα για το τέλος». Τράβηξε πίσω το ύφασμα. Από κάτω ήταν ένα μαυρισμένο αντικείμενο σαν ρυτιδωμένη φλούδα φρούτου κομμένη σε λωρίδες και αφημένη να στεγνώσει. «Είναι δέρμα καμήλας, ντόπιας βακτριανής καμήλας», είπε με ενθουσιασμό. «Μιλάμε για ανεπεξέργαστο δέρμα παρμένο από ζώο που πέθανε πρόσφατα. Ο Αλταμάτι λέει πως όταν το κάνουν αυτό οι νομάδες, μουλιάζουν το δέρμα σε ούρα για να το κρατήσουν μαλακό. Μυρίζει ακόμη το ουρικό οξύ. Μάλλον γι’ αυτό επέζησε κάτω από τους βράχους όπου πρέπει να ήταν τα πόδια του πτώματος». Πήρε ένα μπλοκ και τους έδειξε ένα σχέδιο που έμοιαζε φτιαγμένο από διπλωμένο χαρτί, γεμάτο τρίγωνα και ρομβοειδή σχήματα. «Το κατέβασα αυτό από το Διαδίκτυο, από την αναφορά μιας ανασκαφής σε ένα οχυρό λεγεωνάριων στα γερμανικά σύνορα», είπε. «Ένας Ρωμαίος στρατιώτης εκπαιδευμένος να φτιάχνει κάτι

με ορισμένο τρόπο, θα το φτιάχνει πάντα με τον ίδιο τρόπο, ιδιαίτερα όταν μιλάμε για ένα τόσο δοκιμασμένο σχέδιο». Ο Κώστας συνέχισε να κοιτάζει. «Εντάξει, Κάτια. Ας το πάρει το ποτάμι. Τι είναι;» «Η πολύτιμη καμήλα», είπε ο Τζακ χαμογελώντας πλατιά. «Για έναν Ρωμαίο λεγεωνάριο που χρειάζεται εξάρτυση, η πρώτη του σκέψη όταν βλέπει μια καμήλα δεν είναι ότι μπορεί να την καβαλικέψει ή να της φορτώσει πράγματα, αλλά ότι μπορεί από το δέρμα της να φτιάξει σανδάλια». «Σανδάλια», είπε ο Κώστας. «Φυσικά. Τα κομματάκια που προεξέχουν είναι τα σημεία όπου δένουν πάνω στο πόδι. «Αυτά είναι caligae», είπε ο Τζακ, «στρατιωτικά υποδήματα. Τα φορούσαν όλοι οι λεγεωνάριοι, όπου κι αν βρίσκονταν. Το σχέδιο παγιώθηκε περίπου στην εποχή του Ιούλιου Καίσαρα, όταν οι Ρωμαίοι μας έκαναν τη βασική τους εκπαίδευση». Έσκυψε κάτω και μύρισε. Η Κάτια είχε δίκιο. Μύριζαν ακόμη. Ήταν απίστευτη αίσθηση, ένα μεθυστικό κύμα από το παρελθόν, και για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου τα ένιωσε όλα, τον ιδρώτα, την αδρεναλίνη, το φόβο, την αηδιαστική οσμή της σήψης σε αυτό το σημείο, τη δυσωδία αντρών με την αυξημένη ζωώδη ένταση που προέρχεται από την εγγύτητα του θανάτου. Σηκώθηκε και αντιλήφθηκε ότι ο Αλταμάτι είχε γίνει άφαντος. Ο άνεμος έφερε μια άλλη οσμή από την κατεύθυνση της γιούρτας και ο Τζακ προσπάθησε να κάνει κουράγιο. Ίσως ήταν ώρα να σπάσει το ταμπού του και να πιει κάτι ενισχυτικό παρόλο που ήταν σε αποστολή. Κάτι πολύ ενισχυτικό. Θα έπινε στην υγεία των Κιργίζιων. Η Κάτια τον κοίταζε με μια υποψία χαμόγελου στα χείλη. «Είσαι έτοιμος να κάνεις στον Αλταμάτι τη μεγάλη τιμή να φας αρνί φτιαγμένο με τον παραδοσιακό τρόπο, σε ένδειξη μεγάλης εκτίμησης για τους καλεσμένους μας;» Ο Τζακ ξεροκατάπιε και περιορίστηκε να κάνει μόνο ένα καταφατικό νεύμα. Η Κάτια ήξερε το πρόβλημά του με το αρνί. Το χαμόγελό της έσβησε και τον κοίταξε σοβαρή. «Και μετά, θα ανεβούμε σ’ εκείνον το λόφο πίσω μας. Υπάρχει και κάτι άλλο που πρέπει να σου δείξω. Είχες δίκιο για εκείνον το Σογδιανό, Τζακ. Είχε κάτι που δεν έπρεπε να έχει. Κάτι ανεκτίμητης αξίας. Μπορεί αυτό να είναι το πιο εκπληκτικό κυνήγι θησαυρού που θα μπορούσες να φανταστείς ποτέ».

15

Δύο ώρες αργότερα, ο Τζακ και ο Κώστας ακολούθησαν την Κάτια σε μια βραχώδη ανηφορική πλαγιά στο δυτικό άκρο της λίμνης, πάνω από το πέρασμα που χαμήλωνε μέσα από ένα κατακερματισμένο τοπίο από χαράδρες και ξεροπόταμους προς τον κεντρικό κάμπο της Κιργιζίας. Ήταν αργά το απόγευμα και ο ήλιος κόντευε να δύσει, αλλά απόψε θα είχε πανσέληνο και η λίμνη ήταν λουσμένη από μια παράξενη λάμψη. Η Κάτια βρήκε μια ράχη και κάθισε. Ο Τζακ με τον Κώστα κάθισαν κι αυτοί δεξιά κι αριστερά της, κοιτάζοντας τους λαμπυρισμούς στην επιφάνεια της λίμνης. Μερικές εκατοντάδες μέτρα προς Βορρά ακούστηκε το μουγκρητό της ντιζελομηχανής και φάνηκε ένα σύννεφο καπνού καθώς ο Αλταμάτι έβαλε μπροστά το τρακτέρ για να το οδηγήσει πίσω στη γιούρτα. Η σιλουέτα του έδειχνε να κλυδωνίζεται και να τραντάζεται πάνω στο ανώμαλο έδαφος. Τεράστιοι ογκόλιθοι ήταν σφηνωμένοι στην πλαγιά ως εκεί που έβλεπε το μάτι, σαν ένας τεράστιος στρατός από πρωτόγονες μορφές που πάλευε να ελευθερωθεί από τη γη. Η σκέψη του Τζακ γύρισε στη μικρή ομάδα που τώρα γνώριζαν πως είχε περάσει από αυτό το μέρος πάνω από δύο χιλιάδες χρόνια πριν. Ήταν φλογερά αφοσιωμένοι στο μεγαλύτερο σύμβολό τους, τον αετό της λεγεώνας, που τον σκάλισαν επάνω στην επιτύμβια πλάκα του συντρόφου τους σε ένα μέρος όπου κανείς εκτός από αυτούς δεν θα το αναγνώριζε. Θυμήθηκε κάτι που του είχε πει ο Πραντές για το Κασμίρ, όπου η μονάδα του είχε πολεμήσει με πακιστανικά στρατεύματα για την κατάληψη ενός

γυμνού οροπεδίου. Ήταν η πανάρχαια σοφία του στρατιώτη, πως όταν πολεμάς δεν το κάνεις για κάποιον υψηλότερο σκοπό αλλά για τους συντρόφους σου, για τη μονάδα σου. Ο Τζακ μισόκλεισε τα μάτια και αναρωτήθηκε αν οι λεγεωνάριοι είχαν δει αυτά που έβλεπε τώρα σε αυτό το μέρος, αν κοίταξαν ψηλά κι αισθάνθηκαν την εγγύτητα του ουρανού, ένιωσαν το χάιδεμα του ανέμου. Για μια στιγμή είδε όχι μόνο μια ομάδα κουρελιάρηδες δραπέτες αλλά μια πλήρη λεγεώνα σε πορεία, πολεμιστέςσκιές που ήταν μαζί τους από το πεδίο της μάχης στις Κάρρες, αλλά εδώ ήταν πιο κοντά τους από κάθε άλλη" φορά γιατί σε αυτό το μέρος οι ζωντανοί μοιάζουν να απέχουν μόνο ένα μικρό βήμα από τα Ηλύσια Πεδία. Ο Κώστας του έτεινε ένα φλιτζάνι που είχε φέρει μαζί του από τη γιούρτα. Ο Τζακ έκανε ένα κατηγορηματικό αρνητικό νεύμα. «Όχι, ευχαριστώ». Του μύρισε το ξινισμένο γάλα. Είχε καταφέρει να μην ντροπιαστεί στο φαγητό. Απλώς δέχτηκε τους καλύτερους μεζέδες που του πρόσφερε ο Αλταμάτι, άγευστα κομμάτια σαν λάστιχο από το κεφάλι του αρνιού, που τα κρατούσαν για τον επίτιμο καλεσμένο. Μετά, τον έσωσε η Ρεβέκκα καλώντας τον στο δορυφορικό τηλέφωνο τη στιγμή που ο Αλταμάτι σερβίριζε το κυρίως πιάτο με το βραστό αρνί, και ο Τζακ πήρε το πιάτο του έξω μαζί με τη συσκευή, υποτίθεται επειδή ήθελε να αρχίσει να τρώει αμέσως μόλις τελείωνε η συνομιλία χωρίς να χάσει στιγμή. Είχε γυρίσει με μια πειστική στοίβα από χόνδρους δίπλα στο πιάτο του, τους οποίους μάλιστα άδειασε πάλι μέσα στο καζάνι για να μαλακώσουν κι άλλο, ακολουθώντας πιστά το έθιμο που του είχε εξηγήσει η Κάτια. Ο Κώστας τον κοίταξε αθώα από την άλλη μεριά του χαμηλού τραπεζιού και πήγε να πάρει το πιάτο του Τζακ και την κουτάλα για να του βάλει κι άλλο, αλλά ο Τζακ τον σταμάτησε με ένα απειλητικό βλέμμα. Την είχε γλιτώσει για την ώρα, αλλά η σωτηρία του ήταν προσωρινή. Τώρα που προφανώς είχε περάσει την αρχική δοκιμασία, θα υπήρχαν κι άλλα παρόμοια συμπόσια. Του ήρθε μια εικόνα όπου τα μάτια όλου του κιργιζικού λαού ήταν καρφωμένα πάνω του ενώ κάποιος έβαζε στο πιάτο του τεράστιες ποσότητες από αρνίσιο κρέας και σούπα γεμάτη λίπος. Κοίταξε το ρολόι του. Το ελικόπτερο θα ερχόταν να τους πάρει σε λιγότερο από μία ώρα. Γύρισε στην Κάτια. «Είχες και κάτι άλλο να μας πεις». Η Κάτια κοίταξε το εξώφυλλο του βιβλίου που κρατούσε και ξερόβηξε. «Εντάξει. Η περίοδος της ιστορίας στην οποία πέρασαν από δω αυτοί οι λεγεωνάριοι ήταν η εποχή της μεγαλύτερης αυτοκρατορίας που είχε γνωρίσει η Δύση. Όταν οι λεγεωνάριοι έφυγαν από την Ιταλία με ανατολική κατεύθυνση, η Ρώμη ήταν ακόμη δημοκρατία, λίγο πριν ξεσπάσουν οι

εμφύλιοι πόλεμοι. Όταν όμως απέδρασαν από τους Πάρθους πάνω από τρεις δεκαετίες αργότερα, η Ρώμη είχε τον πρώτο και μεγαλύτερο αυτοκράτορά της, τον Αύγουστο. Αυτοί οι λεγεωνάριοι δεν ήταν εκπρόσωποι της Ρώμης. Μπορεί να μην ήξεραν ότι η Ρώμη τώρα κυβερνιόταν από αυτοκράτορα. Όμως άθελά τους έγιναν μια γέφυρα ανάμεσα στη Ρώμη και τη μεγαλύτερη αυτοκρατορία της Ανατολής, που είχε ιδρυθεί στην Κίνα δύο αιώνες νωρίτερα. Ήταν η εποχή του βασιλιά Ζενγκ της δυναστείας των Κιν, του πολέμαρχου που ενοποίησε την Κίνα και κυβέρνησε από το 221 μέχρι το 210 π.Χ. Ήταν αυτός που έμεινε γνωστός στην ιστορία ως Σιχουάνγκντι, ο Πρώτος Αυτοκράτορας». «Ο τύπος με τους Πολεμιστές από Τερακότα», είπε ο Κώστας. Η Κάτια κατένευσε. «Οι πολεμιστές θάφτηκαν μαζί του, γύρω από τον μεγαλύτερο τάφο της ανθρώπινης ιστορίας. Οι λεγεωνάριοι μπορεί να φαντάζονταν αυτό τον τάφο και η εικόνα του να ήταν γι’ αυτούς το φως στην άκρη του τούνελ, ένας θρύλος από ανέγγιχτα πλούτη που μπορεί να τους έπεισε να πάνε ανατολικά όταν ξέφυγαν από τους Πάρθους. Θα φτάσω σε αυτό σε λίγο. Τζακ, τι ξέρεις για τα Res Gestae;» «Σημαίνει “Πράγματα που Έχω Κάνει”», είπε ο Τζακ. «Ήταν η καταγραφή των επιτευγμάτων του Αυγούστου. Χαράχτηκε σε μπρούντζινες πλάκες που στήθηκαν σε όλη την αυτοκρατορία. Κατάλογοι με κατακτήσεις, κτίρια, ευεργεσίες, νόμους, τέτοια πράγματα. Η δράση ενός ανθρώπου που έβλεπε τον εαυτό του ως primus inter pares, ενός πολίτη που είχε αναλάβει προσωρινά την εξουσία για να αποκαταστήσει τη δημοκρατία. Πάνω απ’ όλα, ήταν μια εξύμνηση της ειρήνης, της Pax Romana. Αυτή ενέπνευσε την Pax Britannica, τη Βρετανική Ειρήνη, που ώθησε ανθρώπους όπως τον προπροπάππο μου να πιστέψουν ότι ο σκοπός τους ήταν ευγενικός, ότι ήταν δυνατόν να δημιουργηθεί μια αγαθή αυτοκρατορία». «Εντάξει», είπε η Κάτια. «Και τώρα πάμε στον Σιχουάνγκντι, τον Πρώτο Αυτοκράτορα. Άφησε κι αυτός ένα αρχείο των επιτευγμάτων του, χαραγμένο σε μπρούντζο και πέτρα και στημένο ψηλά στα βουνά, σε μέρη που επισκεπτόταν για να κάνει θυσίες στις κοσμικές δυνάμεις. Όμως ο δικός του κατάλογος είναι τρομακτικά διαφορετικός. Αντί να αναφέρει νικημένους εχθρούς, ο Πρώτος Αυτοκράτορας εξυμνεί την εσωτερική τάξη. Είναι περήφανος που ίδρυσε ένα απολυταρχικό αστυνομικό κράτος. Η αυτοκρατορία του Αυγούστου, όπως και η Βρετανική, είχε χαρακτήρα κοσμοπολίτικο, με ανοχή για την πολιτισμική ποικιλότητα η οποία αποτελούσε άξονα του αυτοκρατορικού συστήματος. Η Κίνα ήταν διαφορετική. Η αυτοκρατορία του Πρώτου Αυτοκράτορα ήταν

αυτοκρατορία των Κινέζων και κανενός άλλου. Σχεδόν δεν αναγνώριζαν την ύπαρξη του έξω κόσμου. Ο Αύγουστος ήταν άνθρωπος του λαού, Ρωμαίος ως το κόκαλο. Ο Πρώτος Αυτοκράτορας ήταν ένας ξένος, ένας πολέμαρχος που σάρωσε την καρδιά της Κίνας όπως θα έκανε ο Τζένγκις Χαν αιώνες αργότερα. Όμως ενώ ο Τζένγκις Χαν ανάλωσε την ενεργητικότητά του σε ατελείωτες κατακτήσεις στον γύρω κόσμο, ο Πρώτος Αυτοκράτορας σταμάτησε στα γεωγραφικά όρια της Κίνας, αν και ξεχείλιζε ακόμη από πολεμικό μένος. Βρήκε μια διέξοδο σε αυτό το μένος με τον έλεγχο. Ουσιαστικά δεν κυβερνούσε μια αυτοκρατορία. Το είπε ο ίδιος αυτό. Ουσιαστικά ενοποίησε την Κίνα. Δημιούργησε την Κίνα. Πριν από αυτόν, η Κίνα ήταν μια χαώδης έκταση με μικρά κράτη που πολεμούσαν μεταξύ τους. Ο Σιχουάνγκντι τα κατέκτησε όλα αυτά τα κράτη. Γύρισε το ρολόι πίσω στο μηδέν». «Plus ςα change»,46 μουρμούρισε ο Τζακ. Η Κάτια άνοιξε το βιβλίο. «Σχεδόν όλα όσα γνωρίζουμε γι’ αυτόν προέρχονται από τα Αρχεία του Μεγάλου Ιστορικού που γράφτηκαν από τον Σίμα Κιάν περίπου έναν αιώνα μετά το θάνατο του Πρώτου Αυτοκράτορα. Καταγράφουν παραινέσεις, διατάγματα, νόμους, που εκδόθηκαν ακούραστα από τον Σιχουάνγκντι. Ο αυτοκράτορας προσαρμόζει τους κανόνες και βάζει κριτήρια για όλα, “τα δέκα χιλιάδες πράγματα”. Ρυθμίζει τις εποχές και τους μήνες, διορθώνει τις ημέρες, ενοποιεί τους ήχους και τα μέτρα. Όλα κάτω από τον ουρανό ομονοούν, έχουν μία θέληση. Ακούστε αυτό: Η μεγάλη διακυβέρνησή του εξαγνίζει τους δρόμους, όλη η αυτοκρατορία αναγνωρίζει την επιρροή του. Ομαλοποιεί τον κόσμο με έξοχους κανονισμούς. Οι επόμενες γενιές θα υπακούν στους νόμους του, η συνεχής διακυβέρνησή του δεν θα γνωρίσει τέλος. Η λαμπρή αρετή του Μεγάλου Αυτοκράτορα ευθυγραμμίζει και δίνει τάξη σε όλο το σύμπαν. Είχε φτάσει στο σημείο να διαγράψει ακόμη και την έννοια της αμφιβολίας». Ο Κώστας σφύριξε. «Πρέπει να είχε μεγάλη εμμονή με τον έλεγχο». Η Κάτια κατένευσε. «Το δόγμα του Αυγούστου ήταν η ευημερία και η ευεξία, το δόγμα μιας χρυσής εποχής. Το δόγμα του Πρώτου Αυτοκράτορα ήταν η τάξη, η βεβαιότητα. Και μαζί του ήρθε η άρνηση όλων εκείνων που δεν μπορούσε να ελέγξει, η άρνηση του έξω κόσμου. Ακούστε αυτό: Το εικοστό έκτο έτος της διακυβέρνησής του, πρώτα ένωσε τον κόσμο· δεν υπήρχε κανείς που να μην είχε υποταχθεί σε αυτόν. Και πιο κάτω: Όπου κι αν οδηγούν τα ανθρώπινα μονοπάτια, δεν υπάρχει κανείς non να μην είναι 46 Plus ςα change, plus cest la meme chose: «Όσο πιο πολύ αλλάζουν τα πράγματα τόσο πιο πολύ παραμένουν ίδια». (ΣτΜ)

υπήκοός του. Αυτά είναι κατάφωρα ψέματα, πράγμα που θα το ήξερε όποιος είχε βγει από τα σύνορα. Όμως προσπάθησε να τακτοποιήσει αυτό το πρόβλημα φροντίζοντας να μην αφήνει κανέναν να φύγει». «Και οι θεοί;» ρώτησε ο Κώστας. «Ή μπας κι ο τύπος θεωρούσε τον εαυτό του θεό;» Ο Κάτια άφησε το βιβλίο κι έβγαλε μια πλαστική σακούλα με ταινία επανασφράγισης που είχε ένα αντικείμενο μέσα. Ήταν το κινέζικο νόμισμα που είχε βρει στον τάφο, με την τετράγωνη τρύπα στο κέντρο. «Αυτό το νόμισμα αντιπροσωπεύει δύο από τα ισχυρότερα κινέζικα σύμβολα κοσμολογικής δύναμης, το τετράγωνο που αντιπροσωπεύει τη γη και τον κύκλο που αντιπροσωπεύει τον ουρανό. Το νόμισμα δείχνει τον ουρανό ως μια οριοθετημένη έννοια, ως κάτι πεπερασμένο». Έβαλε πάλι το σακουλάκι στην τσέπη της. «Οι κάτοικοι της στέπας, που περιβάλλονται από αχανείς ανοιχτούς χώρους και ουρανό, θεωρούν ότι ή νιώθεις δέος απέναντι στον ουρανό ή τον βλέπεις ως τον ορισμό του κόσμου σου. Αντίθετα, οι αρχαίοι Κινέζοι προσπάθησαν να εκλογικεύσουν τον ουρανό, να τον φέρουν στα μέτρα της κατανόησής τους. Δείτε τη γιούρτα του Αλταμάτι. Το θολωτό σχήμα είναι μια αναπαράσταση του ουρανού, σαν ένα πλανητάριο. Όταν κάθεσαι μέσα ενώ περιβάλλεσαι από την αχανή στέπα, νιώθεις ότι κατέβασες τον ουρανό κοντά σου, ότι τον ελέγχεις. Έτσι καταλαβαίνω τον Πρώτο Αυτοκράτορα. Οι πόλεις του, τα παλάτια του, ήταν ομοιώματα του ουρανού, και το ίδιο ισχύει για τον υπόγειο κόσμο που δημιούργησε για την αιώνια ύπαρξή του». «Πες μας γι’ αυτό», την παρότρυνε ο Κώστας. «Αυτή ήταν μια άλλη τεράστια διαφορά από τους Ρωμαίους. Ο Αύγουστος μπορεί να θεοποιήθηκε αργότερα, αλλά όσο ζούσε ήταν θνητός. Ο Πρώτος Αυτοκράτορας δεν χρειαζόταν τη μεταθανάτια ζωή. Είχε δημιουργήσει τον δικό του ουρανό πάνω στη γη. Όταν πήγαινε στα βουνά κι έκανε θυσίες στις κοσμικές δυνάμεις, στην πραγματικότητα έκανε θυσίες στον εαυτό του. Δεν άντεχε να αναγνωρίσει τη θνητή του φύση». «Μιλάς για την έννοια του γου ντι, του μη-θανάτου», είπε ο Τζακ. «Ναι», είπε η Κάτια. «Για πολλούς αρχαίους Κινέζους, δεν υπήρχε πνευματικός κόσμος πέρα από το παρόν. Οι νεκροί αποτελούσαν μια κοινότητα πάνω στη γη, ανάλογη με τον κόσμο των ζωντανών. Μπορούσαν ακόμη και να επικοινωνούν σε μέρη όπου η γη και το σύμπαν ήταν κοντά, όπου η ψευδαίσθηση και η πραγματικότητα αλληλεπιδρούσαν. Μέρη όπως αυτό εδώ, ψηλά στα βουνά. Και για έναν αυτοκράτορα, το γου ντι ήταν μια έννοια ελέγχου. Όλοι διατηρούσαν τους

ρόλους τους - οι στρατιώτες, οι παλλακίδες, ο ίδιος ο αυτοκράτορας. Γι’ αυτόν, κάτι τέτοιο σήμαινε αιώνια δύναμη». «Δεν προσπάθησε ο Πρώτος Αυτοκράτορας να παρατείνει τη ζωή του;» ρώτησε ο Κώστας. Η Κάτια κατένευσε. «Έστειλε αποστολές σε ένα μέρος που λεγόταν Πενγκλάι, τα Νησιά των Αθανάτων, τον μυθικό τόπο κατοικίας των Μακάρων. Έτρωγε από σκεύη φτιαγμένα με χρυσό και νεφρίτη, που πίστευαν ότι εξαλείφουν τη σωματική φθορά. Χρησιμοποιούσε ξόρκια και φυλαχτά για να διώχνει τους δαίμονες που πίστευε ότι προκαλούν γήρανση. Και σύμφωνα με τον Σίμα Κιάν, έπαιρνε υδράργυρο, μια άλλη υποτιθέμενη πανάκεια. Μάλλον αυτό τον έστειλε στον τάφο». «Και αυτό επίσης μας οδηγεί εκεί», είπε ο Έζακ. Η Κάτια ξεφύλλισε το βιβλίο και βρήκε μια σελίδα που είχε σημειώσει. «Το πιο φημισμένο απόσπασμα από τα Αρχεία τον Μεγάλου Ιστορικού». Διάβασε μεγαλόφωνα: «Τον ένατο μήνα ο Πρώτος Αυτοκράτορας ενταφιάστηκε στο Όρος Λι. Όταν ο αυτοκράτορας ανέβηκε στο θρόνο άρχισε να σκάβει και να διαμορφώνει το Όρος Λι. Αργότερα, όταν ενοποίησε την αυτοκρατορία, έβαλε και μετέφεραν σ’ εκείνο το σημείο πάνω από 700 χιλιάδες άντρες απ’ όλη την αυτοκρατορία. Έσκαψαν μέχρι το τρίτο στρώμα των υπόγειων πηγών κι έριξαν μέσα μπρούντζο για να φτιάξουν το εξωτερικό φέρετρο. Μετέφεραν αντίγραφα παλατιών, γραφικών πύργων και τους εκατό αξιωματούχους, καθώς και σπάνια σκεύη και υπέροχα αντικείμενα, για να γεμίσουν τον τάφο. Διέταξαν τεχνίτες να στήσουν βαλλίστρες και βέλη τοποθετημένα έτσι ώστε να σκοτώσουν αμέσως όποιον προσπαθούσε να μπει μέσα. Χρησιμοποίησαν υδράργυρο για να κατασκευάσουν απομιμήσεις των εκατό ποταμών, του Κίτρινου Ποταμού και του Γιανγκτσέ, και των θαλασσών, και ήταν όλα κατασκευασμένα με τέτοιον τρόπο ώστε έμοιαζαν να κυλούν. Από πάνω υπήρχαν αναπαραστάσεις όλων των ουράνιων σωμάτων και από κάτω τα χαρακτηριστικά της γης». «Απίστευτο», είπε ο Κώστας. «Και όλα αυτά τα πράγματα είναι ακόμη εκεί;» Η Κάτια του έδωσε μια φωτογραφία. Έδειχνε έναν τεράστιο λόφο περικυκλωμένο από δέντρα. «Δεν έχουμε λόγους να αμφιβάλλουμε για την περιγραφή του Σίμα Κιάν, αν και ο τάφος γεμίστηκε και σφραγίστηκε πριν γεννηθεί ο ίδιος», είπε. «Η ανακάλυψη των Πολεμιστών από Τερακότα έξω από τον τάφο δείχνει ότι η περιγραφή του για τον ταφικό θάλαμο μπορεί να μην είναι υπερβολική. Κινέζοι επιστήμονες χρησιμοποίησαν εξοπλισμό τηλεπαρατήρησης και εντόπισαν υψηλές συγκεντρώσεις υδραργύρου

κάτω από το λόφο». «Δηλαδή, λες ότι δεν προετοιμαζόταν για τη μετά θάνατο ζωή, αλλά για ένα είδος παράλληλης ύπαρξης». «Ο Πρώτος Αυτοκράτορας είχε ήδη προετοιμάσει το έδαφος στη διάρκεια της ζωής του, διαμορφώνοντας τα παλάτια και τους ναούς της πρωτεύουσάς του στο Ξιάν ως μια απομίμηση του ουρανού, με τον ποταμό Βέι να έχει τη θέση του γαλαξία. Εναρμόνισε την πολιτική και την κοσμολογική τάξη, ακριβώς όπως έλεγε στα διατάγματά του. Επίσης αντιστοίχιζε τα παλάτια του στα άστρα, συνδέοντας τις κατοικίες ενός ανώτερου όντος με το σύμπαν». «Και όπου ανώτερο ον, εννοούμε τον Πρώτο Αυτοκράτορα», είπε ο Κώστας. «Ακριβώς. Και τώρα, για το λόγο που είμαστε εδώ». Η Κάτια πήρε το βιβλίο και διάβασε το επόμενο απόσπασμα: «Αφού είχε ολοκληρωθεί ο ενταφιασμός, κάποιος επισήμανε ότι οι τεχνίτες και οι εργάτες που είχαν κατασκευάσει τον τάφο γνώριζαν τι ήταν θαμμένο εκεί και ότι θα ήταν σοβαρό αν διέρρεαν πληροφορίες στον κόσμο για τους θησαυρούς. Έτσι, αφού τοποθετήθηκαν τα αντικείμενα στον τάφο, η εσωτερική πύλη κλείστηκε και η εξωτερική πύλη κατεβάστηκε, ώστε όλοι οι τεχνίτες και οι εργάτες κλείστηκαν στον τάφο και δεν μπόρεσαν να βγουν έξω. Φυτεύτηκαν δέντρα και θάμνοι για να δοθεί η εικόνα βουνού». Έκλεισε το βιβλίο και πρόσθεσε σιγανά: «Αυτά που σας είπα ως τώρα είναι όλα τεκμηριωμένα. Αυτά που θα σας πω τώρα δεν τα έχει ακούσει ποτέ κανένας Δυτικός, ούτε και κανένας άλλος μέσα στην Κίνα, πέρα από μια μικρή ομάδα που περιλαμβάνει την οικογένειά μου». «Εδώ είμαστε», είπε ο Κώστας, κοιτάζοντας την Κάτια. «Υπάρχει ένας αρχαίος μύθος», είπε η Κάτια. Δίστασε, και ο Τζακ είδε το φορτίο που τη βάραινε, την απόφαση να αποκαλύψει κάτι που κρατούσαν μυστικό πολλές γενιές προγόνων της. Τον κοίταξε κατάματα και ο Τζακ έκανε ένα καταφατικό νεύμα. Η Κάτια πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε: «Ένας μύθος για δύο πολύτιμα πετράδια που είχαν τοποθετηθεί μαζί μέσα στον τάφο του Πρώτου Αυτοκράτορα στην κορυφή της απομίμησης του ουρανού. Δύο πετράδια που έλαμπαν με εκτυφλωτικό φως, ένα φως που ο αυτοκράτορας πίστευε ότι θα του εξασφαλίσει την αθανασία. Κι ένας άλλος μύθος που λέει ότι ο φύλακας του τάφου πήρε κρυφά αυτά τα πετράδια πριν σφραγιστεί ο ταφικός θάλαμος. Ότι εκείνοι που ορκίστηκαν να προστατέψουν τον τάφο, να εξασφαλίσουν την αιώνια βασιλεία του αυτοκράτορα, καταδίωξαν το φύλακα και τους απογόνους του ανελέητα

ανά τους αιώνες, αλλά δεν βρήκαν ποτέ τα κλεμμένα πετράδια». «Θεέ και Κύριε!» είπε ο Τζακ. «Η επιγραφή στον τάφο της ζούγκλας». «Προχωρούμε δύο χιλιάδες χρόνια», συνέχισε η Κάτια. «Σε μια νύχτα με ομίχλη στο βικτοριανό Λονδίνο, στο Βασιλικό Ινστιτούτο Ηνωμένων Υπηρεσιών. Ήταν η συνηθισμένη συγκέντρωση που γινόταν κάθε Πέμπτη βράδυ, με σέρι και σάντουιτς, και μετά μια διάλεξη». Έβγαλε έναν διάφανο πλαστικό φάκελο που περιείχε ένα ξεθωριασμένο καφέ φυλλάδιο και τον έδωσε στον Τζακ. Αυτός τον κοίταξε για μια στιγμή άναυδος. «Απίστευτο», είπε. Άρχισε να διαβάζει: «Διάλεξη στο Βασιλικό Ινστιτούτο Ηνωμένων Υπηρεσιών, 6:30 έως 7:30 μ.μ., Πέμπτη, 26 Νοεμβρίου 1888. “Ρωμαϊκές Αρχαιότητες στη Νότια Ινδία”. Η διάλεξη θα συνοδευτεί από διαφάνειες φανού και επίδειξη τεχνουργημάτων. Από το Λοχαγό Τζ. Α. Χάουαρντ, Β.Μ., της Σχολής Στρατιωτικής Μηχανικής, πρώην αξιωματικό των Βασιλικών Σκαπανέων και Ορυκτών του Μαδράς». Ο Τζακ κοίταξε την Κάτια κατάπληκτος. «Πώς στην ευχή το βρήκες αυτό; Ήξερα για τη διάλεξη του Χάουαρντ, αλλά δεν είχα δει ποτέ πρωτότυπο φυλλάδιό της». «Είναι γεμάτο σημειώσεις με κινέζικους χαρακτήρες», είπε ο Κώστας, κοιτάζοντας από πιο κοντά. «Με μολύβι, τόσο ξεθωριασμένες που σχεδόν δεν φαίνονται. Σαν κάποιος να κρατούσε σημειώσεις». «Ήταν ένας Κινέζος διπλωμάτης που λεγόταν Γου Τσε Σιανγκού, ένας Καζακο-Μογγόλος», είπε η Κάτια. «Την προηγούμενη χρονιά είχε τοποθετηθεί στην κινέζικη πρεσβεία στο Λονδίνο και παρακολουθούσε συχνά δημόσιες διαλέξεις. Είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Ινδία επειδή η κινέζικη κυβέρνηση τον είχε στείλει να διερευνήσει το εμπόριο οπίου, το οποίο ανθούσε ακόμη παρά τη βικτοριανή ηθική της εποχής. Τον απασχολούσε ιδιαίτερα η εξάπλωση της χρήσης του οπίου ανάμεσα στις φυλές των λόφων στο άνω τμήμα του ποταμού Γκονταβάρι, μετά το τέλος της εξέγερσης του Ράμπα και την αποχώρηση των στρατευμάτων από εκεί στις αρχές του 1881. Τα ξέρω αυτά γιατί τα χαρτιά του Γου Τσε περιήλθαν στην κατοχή του θείου μου». «Του θείου σου;» ρώτησε ο Κώστας. «Του θείου που βρήκαμε νεκρό στη ζούγκλα;» Η Κάτια κατένευσε. «Όμως το φυλλάδιο μάλλον δεν θα είχε διασωθεί αν ο Χάουαρντ δεν είχε πει κάτι σε αυτή τη διάλεξη, κάτι που εξηγεί πώς κατέληξε ο θείος μου στη ζούγκλα και πέθανε εκεί. Είναι σε αυτές τις σημειώσεις με το μολύβι». «Συνέχισε», είπε ο Τζακ.

Η Κάτια έβγαλε το χαρτί από το πλαστικό. «Είναι στο κάτω μέρος. Λέει Ρωμαϊκά ανάγλυφα στρατιωτικού τύπον στη ζούγκλα. Μετά, Σπήλαιο-ναός; Η πρώτη σημείωση βασίζεται σε αυτά που είπε ο Χάουαρντ και η δεύτερη ήταν εικασία του Γου Τσε. Σχεδόν όλα τα αρχαία ανάγλυφα που βρίσκονται στη νότια Ινδία είναι μέσα σε σπήλαια-ναούς· ήταν λοιπόν ένα λογικό συμπέρασμα». «Εκπληκτικό», είπε ο Τζακ. «Η διάλεξη δεν δημοσιεύτηκε και δεν έχουν διασωθεί αντίγραφα του κειμένου. Έχω στα χέρια μου μια σειρά επιστολές που αντάλλαξε ο αρχισυντάκτης του περιοδικού του Ινστιτούτου με τον Χάουαρντ, στις οποίες του ζητούσε επίμονα το δακτυλογραφημένο κείμενο της διάλεξης. Η εργασία γράφτηκε μαζί με τον Ρόμπερτ Γουόχοουπ, ο οποίος στο μεταξύ είχε τοποθετηθεί πάλι στην Τοπογραφική Υπηρεσία της Ινδίας. Ο Χάουαρντ υποστήριζε ότι οι δυο τους πρέπει να συνεργαστούν για να γράψουν μια βελτιωμένη εκδοχή της διάλεξης, αλλά αυτό δεν έγινε ποτέ. Μερικά χρόνια αργότερα ο αρχισυντάκτης άλλαξε και το θέμα ξεχάστηκε. Μου φαινόταν πάντα παράξενο που ο Χάουαρντ δεν εξέδωσε τη διάλεξη. Η συλλογή ρωμαϊκών νομισμάτων από την Ινδία ήταν το πάθος του. Όμως αυτά που είπες μπορεί να φωτίζουν τους λόγους. Κάτι τον εμπόδιζε». «Κάτι που είπε στη διάλεξη ενώ δεν έπρεπε να το πει;» ρώτησε ο Κώστας. «Να τι γνωρίζω», είπε η Κάτια. «Στο κάτω μέρος αυτού του φυλλαδίου, ο Γου Τσε γράφει: Μίλησα προσωπικά μετά τη διάλεξη με το λοχαγό Χάουαρντ και δεν προσφέρθηκε να μου δώσει άλλες πληροφορίες. Πιστεύω όμως ότι μετά προσπάθησε να έρθει πάλι σε επαφή με τον Χάουαρντ». Το μυαλό του Τζακ άρχισε να τρέχει ξαφνικά. «Αυτό κάτι μου θυμίζει. Όντως προσπάθησε πάλι. Είναι σε μια άλλη επιστολή στα χαρτιά του Χάουαρντ, στο σεντούκι του Θαλάσσιου Ιχνηλάτη II. Έχει χρονολογία δύο χρόνια αργότερα, το 1891. Κάποιος από την κινέζικη πρεσβεία στο Λονδίνο έγραψε στον Χάουαρντ για την εξέγερση του Ράμπα. Γι’ αυτό το θυμήθηκα. Είμαι σίγουρος πως ήταν το ίδιο κινέζικο όνομα, Γου Τσε Σιανγκού. Το γράμμα υποτίθεται ότι αφορούσε στο όπιο. Ήξερε πως ο Χάουαρντ ήταν ένας από τους Βρετανούς αξιωματικούς με τη μεγαλύτερη θητεία στο Ράμπα και τον ρωτούσε αν γνώριζε κάποιο τελετουργικό πλαίσιο στο οποίο μπορεί να χρησιμοποιούσαν το όπιο από τις φυλές της ζούγκλας, σε τελετές, σε σπήλαια, σε ναούς». «Ψάρευε για να βρει περισσότερες λεπτομέρειες για εκείνον το ναό», είπε ο Κώστας. «Ο Γου Τσε πρέπει να έκανε κάποιες έρευνες μετά τη διάλεξη. Έμαθε πού

ήταν ο Χάουαρντ όσο υπηρετούσε στην Ινδία με τους Σκαπανείς του Μαδράς, αναζητώντας τυχόν ασυνήθιστα μέρη. Οι λεπτομέρειες των διορισμών των αξιωματικών εκδίδονταν στο ετήσιο Στρατιωτικό Πινάκιο. Θα είχε δει την τοποθέτηση του Χάουαρντ στο Ράμπα το 1879 και το 1880. Το Ράμπα ήταν κοντά στην περιοχή της ρωμαϊκής επιρροής στη νότια Ινδία ενώ είχε εξερευνηθεί ελάχιστα από τους Ευρωπαίους, με εκατοντάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα ζούγκλας που δεν είχαν καν χαρτογραφηθεί. Σε ένα τέτοιο μέρος, μια στρατιωτική περιπολία μπορεί να ανακάλυπτε τυχαία κάποιον αρχαίο ναό. Οι αξιωματικοί του Βασιλικού Μηχανικού και οι υπαξιωματικοί των Σκαπανέων του Μαδράς ήταν οι μόνοι Βρετανοί της Εκστρατευτικής Δύναμης του Ράμπα και ίσως ο Χάουαρντ να ήταν ο μοναδικός βετεράνος αυτής της δύναμης στην Αγγλία όταν έγινε η διάλεξη. Ο Γου Τσε μπορεί να χρησιμοποίησε και αυτό το χαρτί. Ίσως περίμενε ότι ο Χάουαρντ θα απαντούσε πρόθυμα σε μια ερώτηση για την εκστρατεία. Όμως ο Χάουαρντ έχει γράψει πάνω στην επιστολή του Γου Τσε Δεν απαντήθηκε. Προφανώς ήταν ανυποχώρητη απόφαση του Χάουαρντ, η οποία όμως μπορεί να ήταν λανθασμένη. Το γεγονός ότι δεν απάντησε μπορεί να φούντωσε τις υποψίες του Γου Τσε». «Μα είχες πει ότι ο Χάουαρντ δεν μιλούσε για την εξέγερση έτσι κι αλλιώς», είπε ο Κώστας. «Ότι πιστεύεις πως κάτι του είχε συμβεί εκεί. Κάποια τραυματική εμπειρία». «Όμως ο Γου Τσε δεν το γνώριζε αυτό», είπε ο Κάτια. «Έτσι, θα υπέθεσε ότι ο Χάουαρντ δεν απάντησε επειδή δεν ήθελε να δώσει πληροφορίες για κάτι που είχε βρει». «Ο Χάουαρντ μπορεί να μετάνιωσε γι’ αυτό που του ξέφυγε στη διάλεξη, το ότι αναφέρθηκε σε ανάγλυφα, και να αποφάσισε να μην ξανακάνει το ίδιο λάθος», είπε η Κάτια. «Όταν έφτασε η επιστολή, θα θυμήθηκε τον Γου Τσε αφού του είχε μιλήσει μετά τη διάλεξη, και αυτό μπορεί να φούντωσε και τις δικές του υποψίες. Μπορεί να θυμήθηκε τη συμφωνία που ο Τζακ πιστεύει πως είχε κάνει με τον Γουόχοουπ αφού έφυγαν από το ναό. Και μπορεί γι’ αυτό να αποφάσισε να μη δημοσιεύσει την εργασία». Ο Κώστας έδειχνε απορημένος. «Γιατί να ενδιαφερθεί τόσο πολύ ένας Κινέζος διπλωμάτης το 1888 για μια αναφορά σε ρωμαϊκά ανάγλυφα σε ένα ναό της ζούγκλας στη νότια Ινδία; Τι σχέση έχει αυτό με το όπιο;» «Γι’ αυτό ήθελα να σας μιλήσω για τον Πρώτο Αυτοκράτορα», είπε η Κάτια. «Υπάρχει μια σύνδεση. Εκπληκτική σύνδεση. Και είστε οι πρώτοι ξένοι που το μαθαίνετε». Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Όταν ο Πρώτος Αυτοκράτορας σχεδίαζε τη μεταθανάτια ζωή του, εμπιστεύτηκε την

ασφάλεια του τάφου του στους πιο έμπιστους σωματοφύλακές του, σε ανθρώπους της φυλής του που είχαν πολεμήσει μαζί του στην Κίνα προερχόμενοι από την πατρίδα τους, το Κιν, στις βόρειες στέπες. Ήταν Μογγόλοι, σκληροτράχηλοι νομάδες ιππείς, από τη φυλή που μια μέρα θα έβγαζε τον Τζένγκις Χαν και τον πιο τρομακτικό στρατό που έχει γνωρίσει ο κόσμος. Οι σωματοφύλακες του βασιλιά φορούσαν δέρματα τίγρης πάνω από την πανοπλία τους και είχαν μεγάλα ξίφη. Ονόμαζαν τους εαυτούς τους πολεμιστές της τίγρης». Ο Τζακ κοίταζε επίμονα την Κάτια. «Συνέχισε». «Ήταν δώδεκα συνολικά, ο πιο στενός κύκλος της σωματοφυλακής του», είπε η Κάτια. «Το έξι ήταν ο ιερός αριθμός του Πρώτου Αυτοκράτορα, και τα πολλαπλάσιά του είχαν ειδική δύναμη. Ακόμη και στη διάρκεια της ζωής του αυτοκράτορα, οι πολεμιστές αυτοί ήταν άγνωστοι και αποκαλύπτονταν μόνο στους εχθρούς του αυτοκράτορα, σε εκείνους που αναλάμβαναν να σκοτώσουν και οι οποίοι δεν ζούσαν για να πουν τι είδαν. Με τον καιρό, ένας από αυτούς έγινε ο εκτελεστής, ο πιο κοντινός σωματοφύλακας του βασιλιά, και μόνο αυτός πλέον ονομαζόταν πολεμιστής της τίγρης. Όταν ο αυτοκράτορας ήταν ετοιμοθάνατος εμπιστεύτηκε στους δώδεκα τον εξωτερικό δακτύλιο περιφρούρησης του τάφου του. Το εσωτερικό άδυτο το εμπιστεύτηκε σε μια οικογένεια κληρονομικών φυλάκων που ζούσαν μέσα στον περίβολο του τάφου. Οι πολεμιστές της τίγρης ορκίστηκαν να διεισδύσουν στην κοινωνία του Ξιάν στις μελλοντικές γενιές ως αυλικοί, αξιωματούχοι, αξιωματικοί, μια αόρατη δύναμη πάντα έτοιμη να επέμβει. Ο αυτοκράτορας τους υποσχέθηκε αθανασία μέσα από συνεχείς μετενσαρκώσεις. Αυτοί θα αποτελούσαν την αιώνια γήινη εμπροσθοφυλακή του στρατού της τερακότας που ήταν θαμμένος γύρω από τον τάφο του αυτοκράτορα. Για περισσότερο από δύο χιλιάδες χρόνια οι πολεμιστές της τίγρης κράτησαν τον τάφο ανέπαφο από τυμβωρύχους, από μεταγενέστερους αυτοκράτορες, από αρχαιολόγους. Απαραβίαστο - με μία εξαίρεση όμως». «Κάτι είχε κλαπεί», είπε ο Τζακ. Η Κάτια κατένευσε. «Απ’ όλους τους υπέροχους θησαυρούς του τάφου, μόνο ο φύλακας και οι δώδεκα ήξεραν τι βρίσκεται στην κορυφή του ουρανού, ακριβώς πάνω από τον ίδιο τον τάφο. Ο Σίμα Κιάν, ο συγγραφέας των Αρχείων του Μεγάλου Ιστορικού δεν ήξερε τίποτα γι’ αυτό». «Δύο πολύτιμες πέτρες», είπε ο Τζακ. «Δύο πετράδια που αλληλεπιδρούσαν και έβγαζαν ένα φως που έμοιαζε με αστέρι στον ουρανό. Ένα διπλό πετράδι, το πετράδι της αθανασίας».

Η Κάτια τον κοίταξε για μια στιγμή αμίλητη και μετά έκανε ένα καταφατικό νεύμα. «Στην τελευταία πράξη της τελετουργίας της ταφής, ο φύλακας είχε μείνει μόνος μέσα στον τάφο. Βγήκε από τον κεντρικό θάλαμο στην είσοδο και κατόπιν σφράγισε τον τάφο ως την αιωνιότητα. Κάτι έκανε τους πολεμιστές να τον υποψιαστούν ότι είχε κλέψει τον μεγαλύτερο θησαυρό, και αυτές οι υποψίες εντάθηκαν όταν ο φύλακας έζησε πάρα πολλά χρόνια, πάνω από εκατό. Αυτό δεν είναι ασυνήθιστο για τους Μογγόλους της στέπας, αλλά ήταν αρκετό για να τους πείσει πως είχε πάρει κάτι που παρέτεινε τη ζωή, ένα θησαυρό που έπρεπε να είχε μείνει στον τάφο για να τους απελευθερώσει από την υποχρέωσή τους και να επιτρέψει στον αυτοκράτορα να αναστηθεί. Δεν είδαν ποτέ το φύλακα να πεθαίνει. Επέστρεψε στις βόρειες στέπες, μεταφέροντας την ιδιότητα του φύλακα στο γιο του, μια παράδοση που συνεχίστηκε και σε επόμενες γενιές. Όμως, πέντε γενιές αργότερα εξαφανίστηκε και ο γιος του φύλακα. Δεν επέστρεψε στις στέπες αλλά ταξίδεψε δυτικά, πέρα από τα όρια της αυτοκρατορίας, πήγε εκεί όπου δεν του επιτρεπόταν να πάει. Οι δώδεκα αποφάσισαν να κινητοποιηθούν. Εξαπέλυσαν τον πολεμιστή της τίγρης εναντίον του». «Και αν δεν κάνω λάθος», είπε ο Τζακ, «αυτό έγινε το 18 π.Χ. ή ίσως λίγο νωρίτερα;» Η Κάτια τον κοίταξε πάλι για λίγο και μετά συνέχισε. «Ο γιος του φύλακα μεταμφιέστηκε σε Σογδιανό έμπορο, μπήκε σε ένα καραβάνι στο Δρόμο του Μεταξιού και από κει σε ένα άλλο καραβάνι. Ο πολεμιστής της τίγρης και οι βοηθοί του τον κυνήγησαν διασχίζοντας την Έρημο Τακλαμακάν, προς τα βουνά Τιέν Σαν, εδώ στη Λίμνη Ισίκ Κουλ, στις χαράδρες και τα περάσματα πιο κάτω. Τον είχαν στο χέρι, αλλά κάτι τους εμπόδισε». «Μια ομάδα Ρωμαίων λεγεωνάριων», είπε ο Τζακ. «Στη μυστική προφορική τους παράδοση, οι δώδεκα τους ονομάζουν καουβάνας, μια αρχαία κινέζικη λέξη που σημαίνει Δυτικοί», είπε η Κάτια. «Όμως ο θείος μου ήταν σίγουρος ότι ήξερε ποιοι ήταν». «Και αναρωτιόμουν πότε θα εμφανιζόταν ο θείος σου», είπε ο Κώστας. «Αυτή είναι η ιστορία που κατάφερε να συνθέσει από τα στοιχεία και που συμφωνεί με το δικό σου σενάριο, Τζακ. Οι Ρωμαίοι επιτίθενται στο καραβάνι και πιάνουν τον Κινέζο που είναι μεταμφιεσμένος σε Σογδιανό. Τον αφήνουν ζωντανό για οδηγό. Οι πολεμιστές αντιλαμβάνονται ότι τον έχουν οι Ρωμαίοι και τους επιτίθενται, αλλά απωθούνται από έναν εχθρό πιο δυνατό από κάθε άλλον που έχουν συναντήσει ως τότε. Ένας από αυτούς σκοτώνεται στις χαράδρες, και ένας από τους Ρωμαίους επίσης.

Αυτός είναι ο τάφος που βρήκαμε δίπλα στη λίμνη. Τώρα έχουν μείνει μόνο μια δωδεκάδα Ρωμαίοι. Οι πολεμιστές τούς καταδιώκουν μέχρι εδώ και τους βλέπουν να επιβιβάζονται σε ένα σκάφος και να απομακρύνονται κωπηλατώντας προς τα ανατολικά. Βρίσκουν το πτώμα του Σογδιανού, αλλά ο θησαυρός έχει κάνει φτερά. Ακολουθούν το σκάφος από την ακτή, ώσπου εξαφανίζεται σε μια καταιγίδα κοντά στο άκρο της λίμνης. Αντιλαμβάνονται όμως ότι οι Ρωμαίοι στο σκάφος ήταν λιγότεροι απ’ ό,τι θα έπρεπε. Ένας έλειπε. Επιστρέφουν στο δυτικό άκρο της λίμνης, εκεί όπου βρήκαν τον σκοτωμένο μεταμφιεσμένο Κινέζο. Βρίσκουν το αίμα που έσταζε από το όπλο του Ρωμαίου αφού τον σκότωσε και ακολουθούν τα ίχνη. Τον βλέπουν ψηλά στα περάσματα των βουνών που οδηγούν νότια. Τον ακολουθούν αμείλικτα, για εβδομάδες, μήνες. Μερικές φορές τον πλησιάζουν, άλλες τον χάνουν. Τον ακολουθούν περνώντας από τις κοιλάδες του Αφγανιστάν και από το Πέρασμα Κάιμπερ στην Ινδία. Κατεβαίνουν τον Γάγγη και φτάνουν στον Κόλπο της Βεγγάλης. Εκεί, στις ζούγκλες του Νότου, χάνουν τα ίχνη του. Ξέρουν πως είναι κάπου εκεί, αλλά είναι σαν να τον κατάπιε η ζούγκλα. Όμως οι Κινέζοι δεν το βάζουν κάτω. Διεισδύουν στη ρωμαϊκή εμπορική αποικία στο Αρικαμεντού, παριστάνοντας τους εμπόρους μεταξιού. Παραμένουν εκεί για ολόκληρες γενιές, παρακολουθώντας, περιμένοντας. Όμως στη συνέχεια οι Ρωμαίοι φεύγουν, και με την επικράτηση των Αράβων το θαλάσσιο εμπόριο με τη Δύση τελειώνει. Οι Κινέζοι επιστρέφουν στην πατρίδα τους και η ιστορία της αναζήτησής τους περνά στη σφαίρα του θρύλου, γίνεται μέρος της μυθολογίας μιας άγνωστης μυστικής οργάνωσης που είναι αθέατη για την ιστορία». «Και τώρα γνωρίζουμε τα ονόματα των Ρωμαίων», είπε ο Τζακ. «Από την ταφική επιγραφή στη ζούγκλα. Ο Φάβιος ήταν ο αρχηγός της ομάδας που πήγε δυτικά από τη λίμνη. Και ο φίλος του, ο Λικίνιος, αυτός που απέδρασε νότια. Και ξέρουμε πως είχαν το θησαυρό. Ο Φάβιος είχε το ένα πετράδι, το περίδοτο. Ο Λικίνιος είχε το άλλο, τον σάπφειρο, το λάπις λάζουλι. Πρέπει να χώρισαν δίχως να αντιληφθούν τι είχαν, χωρίς να γνωρίζουν την αξία των πετραδιών όταν θα ενώνονταν. Οι Κινέζοι μπορεί να πίστευαν ότι ο Λικίνιος είχε πάρει και τα δύο μέρη του κοσμήματος και το ’σκάσε από τους συντρόφους του γνωρίζοντας τη δύναμη του αντικειμένου που είχε κλέψει, κάτι που μπορεί να τον έκανε αυτοκράτορα στον δικό του κόσμο». «Ο θείος της Κάτιας πρέπει να διάβασε κι αυτός την επιγραφή, πριν τον σκοτώσουν», είπε ο Κώστας. «Και εκείνοι που τον σκότωσαν μπορεί να τη διάβασαν επίσης».

«Και τι απέγινε ο πολεμιστής της τίγρης και οι δώδεκα;» ρώτησε ο Τζακ. Η Κάτια δίστασε. «Ο σκοπός τους ήταν πάντα να προστατέψουν τον τάφο και να πάρουν πίσω τον χαμένο θησαυρό. Παρέμειναν αφοσιωμένοι σε αυτόν σε όλη τη διάρκεια των μεταπτώσεων της κινεζικής ιστορίας, και των αυτοκρατόρων και των δυναστειών που πέρασαν. Οι πολεμιστές καλλιεργούσαν τη λατρεία του Πρώτου Αυτοκράτορα, το μυστήριο που περιβάλλει το όνομά του ακόμη και σήμερα. Ο Γου Τσε, ο Κινέζος διπλωμάτης που πήγε στη διάλεξη του Χάουαρντ ήταν ένας από αυτούς. Ήταν λαμπρός ιστορικός και κατέγραψε την ιστορία που σας είπα, την προφορική παράδοση που αφηγούνταν στις μυστικές τους συναντήσεις. Και κάποια στιγμή, τα πράγματα έδειξαν πως η αναζήτησή τους μπορεί να αναζωπυρωνόταν. Στο δεύτερο μισό του δέκατου ένατου αιώνα, Ευρωπαίοι μελετητές διάβασαν τον Περίπλου της Ερυθράς Θαλάσσης και άρχισαν να συνειδητοποιούν την έκταση των ρωμαϊκών εμπορικών δραστηριοτήτων στη νότια Ινδία. Ο Γου Τσε συνέχιζε να παρακολουθεί τα πράγματα, αναζητώντας οτιδήποτε ασυνήθιστο, οποιοδήποτε στοιχείο στις αρχαιολογικές ανακαλύψεις, που θα μπορούσε να έχει σχέση με έναν Ρωμαίο λεγεωνάριο. Όταν ο Χάουαρντ αναφέρθηκε στο ναό της ζούγκλας με τα ρωμαϊκά ανάγλυφα, ήχησε συναγερμός». «Και αυτός είναι ο πραγματικός λόγος που βρίσκεσαι εδώ, στη Λίμνη Ισίκ Κουλ», είπε σιγανά ο Τζακ. «Δεν ήταν για να καταγράψεις κι άλλα λιθογλυφικά και να βρεις επιγραφές από το Δρόμο του Μεταξιού. Ήθελες να βρεις εκείνον το Ρωμαίο. Ακολουθείς κι εσύ τα ίχνη του. Εσύ και ο θείος σου είστε μέρος όλης αυτής της ιστορίας». Ο Κώστας κοίταξε την Κάτια. «Λοιπόν; Ο θείος σου ήταν ένας από τους δώδεκα- έτσι δεν είναι;» Η Κάτια δίστασε. «Ο θείος μου και ο πατέρας μου γνώριζαν την ιστορία από τους προγόνους τους. Ο πατέρας μου κληρονόμησε τα έγγραφα της οικογένειας, αλλά δεν τον ενδιέφερε η μυθολογία της αδελφότητας. Γι’ αυτόν, το κόσμημα είχε χαθεί για πάντα, αν είχε υπάρξει ποτέ. Αυτός ασχολιόταν με τη μαύρη αγορά αρχαιοτήτων, τον ενδιέφεραν πιο εύκολα τρόπαια. Ο θείος μου ήταν εκείνος που ενθάρρυνε το ενδιαφέρον μου για τις αρχαίες γλώσσες και την αρχαιολογία. Πριν από δύο χρόνια, ενώ ήμαστε στη Μαύρη Θάλασσα μετά το θάνατο του πατέρα μου, ο θείος μου, ενώ έψαχνε στο πόδι τα χαρτιά του πατέρα μου στο Καζακστάν πριν φτάσει η Ιντερπόλ, είδε εκείνες τις σημειώσεις του Γου Τσε από τη διάλεξη. Είχε κάνει ήδη τη σύνδεση ανάμεσα στο θρύλο του πολεμιστή της τίγρης και τους χαμένους λεγεωνάριους του Κράσσου. Συνέχισε την έρευνα από εκεί όπου

είχε σταματήσει ο Γου Τσε. Πήγε στα αρχεία του Γραφείου Ινδικών Υποθέσεων στο Λονδίνο για να ερευνήσει τα Στρατιωτικά Αρχεία του Μαδράς και να βρει πού ήταν ο Χάουαρντ στη διάρκεια της εξέγερσης του Ράμπα». «Τα ίδια αρχεία που μελέτησα κι εγώ», είπε ο Τζακ. Η Κάτια κατένευσε. «Ακολουθούσατε και οι δύο τα ίδια ίχνη. Σε μια τοπική γεωγραφική εγκυκλοπαίδεια βρήκε μια αναφορά σε ένα ναό στον Ράμα. Αυτό ήταν το στοιχείο που έψαχνε. Κι εκεί τον βρήκατε. Το πτώμα του». «Τζακ, είπες στην Κάτια τη θεωρία σου γι’ αυτό το όνομα;» ρώτησε ο Κώστας. Πρόλαβε και απάντησε η ίδια η Κάτια: «Ο θείος μου μπορεί να το είχε αντιληφθεί ήδη. Η λέξη Ράμα μοιάζει πολύ με τη λέξη Ρωμαίος. Μου το ανέφερε ως ενδεχόμενο, αλλά ήθελε να βρει πιο σίγουρα στοιχεία. Η ομοιότητα φαινόταν υπερβολικά προφανής». «Τίποτα δεν είναι προφανές σε αυτό το παιχνίδι», είπε ο Τζακ κοιτάζοντας διαπεραστικά την Κάτια. «Υπάρχει κάτι άλλο που δεν μας έχεις πει;» «Ο θείος μου ήταν μυστικοπαθής, αλλά είχε βάσιμους λόγους. Ήξερε πως αν γινόταν στόχος ο ίδιος, το ίδιο θα γινόταν ταυτόχρονα και με όλη η άμεση οικογένειά του. Πάντα έτσι γινόταν. Αν ένας από τους δώδεκα λοξοδρομούσε, πλήρωνε το τίμημα όλη του η οικογένεια. Αυτή ήταν η δικαιοσύνη του Πρώτου Αυτοκράτορα. Και αφού δεν έχει απομείνει κανείς από την οικογένεια του θείου μου, αυτό σημαίνει ότι γίνομαι στόχος κι εγώ». «Εντάξει, Κάτια», είπε ο Κώστας. «Φαντάζομαι ξέρεις για τους τύπους με τα τατουάζ που βρήκαμε κοντά στο ναό». «Μου το είπε ο Τζακ. Πόσοι ήταν;» «Μετρήσαμε έξι πτώματα. Όπως φαίνεται, είχαν φτάσει επτά άτομα στη ζούγκλα με ελικόπτερο. Ήταν όλοι Κινέζοι και φορούσαν πουκάμισα με το λογότυπο μιας μεταλλευτικής εταιρείας, της INTACON. Κάποιες εταιρείες έχουν ενδιαφερθεί για τα δικαιώματα εξόρυξης βωξίτη από τους λόφους του Ράμπα και οι ντόπιοι Κόγια έχουν συνηθίσει να βλέπουν εκπροσώπους τους. Το μόνο που γίνεται με αυτό τον τρόπο είναι να τους ρίχνουν ακόμη περισσότερο στα χέρια των Μαοϊστών τρομοκρατών που κρύβονται στη ζούγκλα. Μερικές φορές οι Μαοϊστές επιτίθενται σε ομάδες μεταλλευτικών εταιρειών επειδή έτσι εξασφαλίζουν την υποστήριξη των φυλών, και το αποτέλεσμα είναι ότι η αστυνομία κάνει τα στραβά μάτια όταν οι

μεταλλευτικές ομάδες μπαίνουν στη ζούγκλα οπλισμένες ως τα δόντια. Αυτό που είδαμε στο ναό δείχνει πως οι Κινέζοι μπήκαν στο σπήλαιο, βρήκαν και δολοφόνησαν τον θείο σου και μετά έπεσαν σε ενέδρα βγαίνοντας. Οι Μαοϊστές έγδυσαν μερικώς και ακρωτηρίασαν τα πτώματά τους, με αποτέλεσμα να φαίνεται το δέρμα. Είχαν όλοι το ίδιο μαύρο τατουάζ στο πάνω μέρος του αριστερού μπράτσου». Η Κάτια έκανε ένα γρήγορο σκίτσο στο μπλοκ της. «Αυτό;» Ο Κώστας κατένευσε. «Ακριβώς αυτό. Σαν κεφάλι τίγρης». «Πολεμιστές της τίγρης;» ρώτησε ο Τζακ. «Όχι», απάντησε η Κάτια. «Μόνο ο ένας από τους δώδεκα λέγεται έτσι. Αυτός κάνει τη βρόμικη δουλειά. Είναι ο πιο νέος απ’ όλους και αυτή θεωρείται η τελετή της μύησής του. Οι άλλοι αυτοαποκαλούνται αδελφότητα. Και οι Κινέζοι που είδατε ήταν απλοί βοηθοί, κατώτερα μέλη της μυστικής οργάνωσης που είναι υποχρεωμένα από τη γέννησή τους να υπηρετούν την αδελφότητα». «Συναντήσαμε κι εμείς τρεις Μαοϊστές, και ο ένας τους δεν είχε πεθάνει όπως νομίζαμε», είπε ο Κώστας, δείχνοντας τον επίδεσμο στον ώμο του. «Και θα έπρεπε να είμαι σε διακοπές και όχι μπανταρισμένος. Κάτια, πρέπει να μας τα πεις όλα γι’ αυτή την υπόθεση». «Μόνο έξι πτώματα», είπε αυτή. «Δηλαδή ο ένας ξέφυγε;» «Προφανώς διέσχισε τη ζούγκλα και γύρισε στην όχθη του ποταμού όπου είχε προσγειωθεί το ελικόπτερο. Οι Κόγια με τους οποίους μιλήσαμε δεν μπορούσαν να τον ξεχωρίσουν από τους άλλους Κινέζους. Είπαν όμως ότι είχε ένα τουφέκι με κινητό ουραίο και τηλεφακό μέσα σε μια παλιά δερμάτινη θήκη - παράξενο όπλο για τη ζούγκλα». «Καθόλου παράξενο», είπε η Κάτια. «Γι’ αυτόν τουλάχιστον». «Τον ξέρεις τον τύπο;» Η Κάτια κοίταξε διαπεραστικά τον Τζακ. «Πιστεύεις ότι είδε αυτά που είδατε; Αυτά που υπήρχαν στο ναό; Τα ανάγλυφα, την επιγραφή;» «Είναι πιθανό», απάντησε ο Τζακ. «Και μπορεί να τους το είπε ο θείος σου. Ίσως να τον βασάνισαν». «Αυτό είναι σίγουρο», είπε η Κάτια. «Όταν ο Λικίνιος σκάλισε εκείνη την επιγραφή στον τάφο του, κατά πάσα πιθανότητα ζούσε ήδη σε έναν δικό του ονειρικό κόσμο. Το πετράδι είχε συνδεθεί με την αφοσίωσή του στον Φάβιο, το σύντροφο που είχε θεοποιήσει σχεδόν σ’ εκείνη την ανάγλυφη απεικόνιση της μάχης. Ανεξάρτητα από το αν άφηνε συνειδητά στοιχεία σε κάποιον μελλοντικό κυνηγό θησαυρών, επέλεξε να χρησιμοποιήσει τη λέξη “σάπφειρος” για το

λάπις λάζουλι. Για όποιον βρισκόταν ήδη στα ίχνη του, το νόημα θα ήταν ξεκάθαρο». «Αυτός ο τύπος είναι κάπου εδώ τώρα;» Ο Κώστας κοίταξε στις σκιές της ράχης δυτικά, όπου ο ήλιος είχε δύσει σχεδόν. «Ο έβδομος, που επέζησε από τους Μαοϊστές... Μήπως είμαστε στο στόχαστρό του;» Η Κάτια έσφιξε τα χείλη. «Η INTACON έχει μεταλλευτικά δικαιώματα στην Κιργιζία, στα βουνά Τιέν Σαν». Έδειξε τις χιονισμένες κορυφές στο βάθος. «Οι άνθρωποι που βρήκατε ήταν υπάλληλοι της εταιρείας, όλοι όμως έχουν κληρονομικές διασυνδέσεις με την αδελφότητα. Η INTACON έχει ένα στόλο από ιδιωτικά τζετ και μπορεί εύκολα να πέταξε εδώ χθες. Έχουν ελικόπτερα και ανθεκτικά άλογα που χρησιμοποιούν για μεταλλευτικές αποστολές, μια φημισμένη ράτσα που πρωτοεμφανίστηκε στη Μογγολία. Αν είναι εδώ, μας παρακολουθεί τώρα. Θέλουν να δουν τι έχω βρει και πού θα πάμε μετά. Οι εκτελέσεις θα έρθουν αργότερα». «Ωραία», είπε ο Κώστας. «Υπέροχα. Ώστε έχουμε να κάνουμε με μια μεταλλευτική εταιρεία; Αυτό είναι το σύγχρονο πρόσωπο αυτών των πολεμιστών;» «Η INTACON είναι η πιο επικερδής επιχείρησή τους». Η Κάτια γύρισε στον Τζακ. «Πόσο χρόνο έχουμε;» «Ένα Απάτσι των Αμερικανών Πεζοναυτών θα φτάσει εδώ σε τριάντα λεπτά». Κοίταξε το ρολόι του. «Το Εμπράερ πρέπει να είναι ανεφοδιασμένο και να μας περιμένει στο αεροδρόμιο στο Μπισκέκ. Ο εξοπλισμός που χρειαζόμαστε έχει ήδη φορτωθεί». «Εντάξει». Η Κάτια κοίταξε τον Κώστα. «Αυτά τα άλογα που ανέφερα... Είναι τα ουράνια άλογα της κινέζικης μυθολογίας που αντί για ιδρώτα βγάζουν αίμα. Σύμφωνα με το θρύλο, όποιος τα καβαλικέψει δεν μπορεί ποτέ να ηττηθεί στη μάχη. Τα άλογα ήταν πολύτιμα για τον Πρώτο Αυτοκράτορα και βοήθησαν να πειστούν οι υπήκοοί του πως είναι ανίκητος». «Αντί για ιδρώτα βγάζουν αίμα;» απόρησε ο Κώστας. «Λέγονται ακάλ-τέκε και είναι εξαιρετικά σπάνια, μια από τις πιο καθαρόαιμες ράτσες που έχουν επιζήσει από την αρχαιότητα. Φημίζονται για την ταχύτητα και την αντοχή τους. Πιστεύεται πως αυτό το φαινόμενο να τρέχει από πάνω τους κάτι σαν ιδρώτας που μοιάζει με αίμα προκαλείται από μια παρασιτική ασθένεια της ράτσας, αλλά κανείς δεν ξέρει σίγουρα». «Έχεις δει ποτέ τέτοιο άλογο;» Η Κάτια του έριξε μια περιφρονητική ματιά. «Είμαι η κόρη Καζάκου

πολέμαρχου. Ο πατέρας μου με έμαθε να τα καβαλικεύω από μικρό κορίτσι. Τα ακάλ-τέκε ζούσαν σε απομονωμένες κοιλάδες στο Καζακστάν, το Τουρκμενιστάν και το Αφγανιστάν. Τα εξέτρεφαν κρυφά οικογένειες που διατηρούσαν την αγνότητα της ράτσας. Ο εκτροφέας αλόγων του πατέρα μου έλεγε ότι το γενεαλογικό τους δέντρο έφτανε στο παρελθόν μέχρι την εποχή του Πρώτου Αυτοκράτορα, ο οποίος έστειλε στις κοιλάδες απεσταλμένους που όρκισαν τους εκτροφείς σε αιώνια επαγρύπνηση, ώστε τα ουράνια άλογα να περιμένουν τη σωματοφυλακή του όταν θα έμπαινε και πάλι στον κόσμο των θνητών. Στην Κίνα σήμερα υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον για τη ράτσα, που αποτελεί ένα προκομμουνιστικό σύμβολο εθνικής ενότητας και δύναμης». «Και αυτός ο εκτροφέας σού είπε τίποτε άλλο σημαντικό;» ρώτησε ο Κώστας. «Είπε πως εκείνοι που έχουν το αίμα της τίγρης στις φλέβες τους αισθάνονται τα ακάλ-τέκε, και τα άλογα τους αισθάνονται κι αυτά. Είπε πως όταν οι πολεμιστές ετοιμάζονταν για μάχη, περνούσαν τα βουνά Τιέν Σαν και έρχονταν εδώ, στην Ισίκ Κουλ, και τα καλούσαν με τα πολεμικά τους τύμπανα. Τα ακάλ- τέκε έρχονταν καλπάζοντας από τα ορεινά περάσματα και από τις ακτές της λίμνης, αφρίζοντας και ιδροκοπώντας και ραντίζοντας τον αέρα με το αίμα τους». «Η υπόθεση γίνεται όλο και καλύτερη», είπε ο Κώστας. «Δηλαδή το έχεις κι εσύ αυτό στα γονίδιά σου;» Η Κάτια κοίταξε σκεφτική τη λίμνη. «Νιώθω διάφορα πράγματα εδώ πάνω. Ίσως φταίει ο αραιός αέρας. Δεν κοιμάμαι καλά, και τότε είναι που ο κόσμος των ονείρων και η πραγματικότητα συγχέονται. Μου έχει συμβεί να ξυπνήσω νομίζοντας πως ο χτύπος της καρδιάς μου ήταν το έδαφος που τρανταζόταν από ποδοβολητά και τύμπανα. Λες κι οι πολεμιστές έρχονταν και για μένα». «Μη μας γίνεις Τζένγκις Χαν τώρα, Κάτια!» Η Κάτια τον κοίταξε με ένα κουρασμένο χαμόγελο και γύρισε πάλι στη λίμνη. «Είμαι μισοξύπνια τη νύχτα και βλέπω εικόνες του πατέρα μου πάλι, όπως ήταν όταν ήμουν μικρό κορίτσι κι αυτός ήταν ακόμη καθηγητής ιστορίας της τέχνης στο Μπισκέκ. Δεν τον σκεφτόμουν σχεδόν καθόλου από τότε που έφυγα από τη Μαύρη Θάλασσα πριν από δύο χρόνια σχεδόν. Τον είχα βγάλει από το μυαλό μου». Ο Τζακ κοίταξε την Κάτια και αναρωτήθηκε ποια πολύπλοκα συναισθήματα ένιωθε μετά το θάνατο του πατέρα της - θλίψη, εκτόνωση, θυμό ενάντια στον πατέρα της, ενάντια στον εαυτό της, ενάντια στον ίδιο

τον Τζακ. Το καλύτερο ήταν να μην πει τίποτα, να αφήσει τη διαδικασία να ακολουθήσει την πορεία της. Ο Κώστας είδε πως ο Τζακ δεν μίλησε και γύρισε στην Κάτια. «Ο πατέρας σου, αφού έγινε αυτό που έγινε, είχε στα χέρια του ένα βουλιαγμένο ρωσικό υποβρύχιο γεμάτο διηπειρωτικούς πυραύλους», είπε. «Θα πουλούσε μερικούς στην Αλ-Κάιντα, κι αυτό θα ήταν μόνο η αρχή. Πολλοί αθώοι άνθρωποι είναι ζωντανοί σήμερα χάρη σε αυτό που κάναμε». Σηκώθηκε, τεντώθηκε, τίναξε τη σκόνη από το σορτς του και γύρισε προς ένα κοίλωμα στο λόφο πίσω τους. «Ώρα να εξαφανιστώ πίσω από τους βράχους». Έριξε ένα σαρκαστικό βλέμμα στον Τζακ. «Πρέπει να φταίει όλο αυτό το αρνίσιο λίπος». «Να προσέχεις», του είπε η Κάτια κουνώντας του το χέρι και μετά γύρισε πάλι μπροστά. Ο Τζακ είδε ότι ο Αλταμάτι είχε σταματήσει το τρακτέρ δίπλα στη γιούρτα και ο καπνός από τη φωτιά είχε σβήσει. Έξω από το αντίσκηνο ήταν δύο σακίδια. «Έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που καθόμασταν μαζί μπροστά στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας», είπε σιγανά. Η Κάτια κατένευσε χωρίς να μιλήσει. Ο Τζακ δεν είπε τίποτα για μια στιγμή και μετά έδειξε τη γιούρτα. «Είσαι ακόμη σίγουρη ότι θέλεις να έρθεις μαζί μας;» «Ναι. Και ο Αλταμάτι επίσης. Σέβεται τη στρατιωτική σας πείρα, αλλά είπε ότι το Αφγανιστάν είναι διαφορετική ιστορία. Είχε υπηρετήσει στην κοιλάδα που θα πάμε, πεζοναύτης στον σοβιετικό πόλεμο στη δεκαετία του 1980. Καταρρίφθηκε το ελικόπτερό του και ήταν ο μοναδικός που επέζησε. Απέκρουσε επανειλημμένες επιθέσεις αλλά του τελείωσαν τα πυρομαχικά. Οι μουτζαχεντίν δεν τον σκότωσαν επειδή ήταν Κιργίζιος, και έζησε μαζί τους στα βουνά πάνω από ένα χρόνο». «Ωραία», είπε ο Τζακ. «Θα έρθει και κάποιος άλλος μαζί μας, ο Πραντές. Είναι υπεύθυνος για τις υποβρύχιες ανασκαφές στο Αρικαμεντού και ήρθε μαζί μας από το Μπισκέκ. Είναι λοχαγός του μηχανικού του Ινδικού Στρατού, με πολεμική πείρα στο Κασμίρ. Είναι επίσης ειδικός στην αρχαία μεταλλευτική τεχνολογία. Ήταν μαζί μας στη ζούγκλα. Θέλω πραγματικά να επεκταθούν εδώ οι δραστηριότητες του ΔΠΩ. Αν ο Αλταμάτι θέλει όντως να αναλάβει την υποβρύχια τοπογράφηση στο ανατολικό άκρο της λίμνης, τότε μαζί με τον Πραντές μπορεί να είναι ακριβώς οι άνθρωποι που χρειαζόμαστε για να προχωρήσουν τα πράγματα εδώ. Ο Πραντές μιλάει ρωσικά. Θα ήθελα να δω πώς θα τα πάνε μεταξύ τους». Άκουσαν θόρυβο από τα βράχια πίσω τους. «Ει, παιδιά!» φώναξε ο Κώστας. «Ελάτε να δείτε κάτι».

Ο Τζακ σηκώθηκε όρθιος και γύρισε. «Είσαι σίγουρος ότι θα το αντέξουμε;» «Προσέξτε μόνο το χάσμα αριστερά. Είμαι λίγο πιο κάτω». Η Κάτια σηκώθηκε και άρχισαν να ανεβαίνουν και οι δύο στα βράχια. Ο Τζακ είχε μαζί του το φακό κατάδυσης και τον άναψε φωτίζοντας το σκοτάδι. Είδαν τον Κώστα σκυμμένο πάνω από μια ρωγμή στο βράχο και κατέβηκαν γλιστρώντας μια μικρή κατηφοριά προς το μέρος του. Βρίσκονταν σε ένα κοίλωμα στην πλαγιά του λόφου, με τη λίμνη μόλις να φαίνεται βόρεια, τις ράχες της χαράδρας πίσω τους προς τα δυτικά και τις χιονισμένες κορυφές των βουνών Τιέν Σαν προς Νότο. «Τι είναι;» ρώτησε ο Τζακ πλησιάζοντας προσεκτικά δίπλα στον Κώστα. «Γύριζα πίσω αφού έπλυνα τα χέρια μου στο ρυάκι και είδα αυτό», είπε ο Κώστας. Έδειξε δύο μυτερά βράχια στην πλαγιά που σχημάτιζαν μια ρωγμή ανάμεσά τους. «Υπάρχει κάτι μεταλλικό κολλημένο εδώ. Μάλλον είναι σύγχρονο, αλλά από τη στιγμή που είδα εκείνο τον κινέζικο λογχοπέλεκυ βλέπω παντού σπαθιά». Η Κάτια κάθισε στις φτέρνες δίπλα του και ο Τζακ φώτισε με το φακό. Ήταν ένα κομμάτι μέταλλο σφηνωμένο στη ρωγμή, σαν σπασμένη λεπίδα ξίφους. Η Κάτια την άγγιξε και άφησε μια πνιχτή κραυγή. Τράβηξε το μέταλλο, αλλά δεν έβγαινε. «Κοίτα αυτό το ασημί υλικό στα δάχτυλά μου. Είναι χρώμιο», είπε με έξαψη. «Το μέταλλο από κάτω είναι οξειδωμένο, αλλά κάποτε ήταν ατσάλι υψηλής ποιότητας, δουλεμένο με το χέρι. Οι Κινέζοι επιχρωμίωναν τις καλύτερες λεπίδες τους για να μη σκουριάζουν. Αυτό είναι λεπίδα από αρχαίο κινέζικο ξίφος. Εκπληκτικό εύρημα, Κώστα». «Δώσε μου ένα μπολ αρνίσιο λίπος και μετά στείλε με στους λόφους», μουρμούρισε ο Κώστας. Κοίταξε πιο καλά. «Μάλλον κάποιος το σφήνωσε στο βράχο για να το σπάσει/ίσως χρειαζόταν πιο κοντή λεπίδα». Ο Τζακ σκεφτόταν όλες τις πιθανότητες. «Έχεις ιδέα για τι είδους ξίφος μιλάμε;» Η Κάτια ψηλάφισε τη λεπίδα. «Ξέρω ακριβώς τι είδους», απάντησε. «Ένα μακρύ ίσιο ξίφος ιππικού, από εκείνα που προτιμούσαν οι Μογγόλοι. Ένα είδος που ήταν εύχρηστο μόνο πάνω στο άλογο, οπότε αν ήσουν πεζός και ήθελες απεγνωσμένα ένα όπλο, μπορεί να το έσπαγες για να μπορείς να το χρησιμοποιήσεις πιο εύκολα για να καρφώνεις». Ο Τζακ την κοίταξε έκπληκτος. Θυμήθηκε τον τάφο στη ζούγκλα. Ο πολεμιστής στο ανάγλυφο, ο αντίπαλος των Ρωμαίων στη σκηνή της μάχης. Ο πολεμιστής με το κεφάλι τίγρης στο κράνος. «Θέλεις να πεις ότι είναι από ξίφος με μεταλλικό γάντι; Από πάτα;»

«Ναι», απάντησε η Κάτια. «Έχω μεγαλώσει με τις εικόνες αυτών των σπαθιών παντού γύρω μου. Το μεταλλικό γάντι είχε συνήθως γυαλιστερό χρυσό χρώμα, με τη μορφή τίγρης. Αυτό λείπει από αυτή τη λεπίδα. Γι’ αυτό μου έκανε τρομερή εντύπωση όταν μου είπες πως είχες ένα τέτοιο. Ήξερα ότι το πάτα σου πρέπει να ήταν ξίφος πολεμιστή της τίγρης, αλλά δεν μπορούσα να είμαι σίγουρη για τη σύνδεση. Να τη, λοιπόν, η σύνδεση, μπροστά μας. Είμαι σίγουρη γι’ αυτό. Το μεταλλικό γάντι αυτής της λεπίδας είναι αυτό που βρήκε ο Τζον Χάουαρντ μέσα σ’ εκείνον το ναό στη ζούγκλα». «Θεέ και Κύριε!» είπε ο Τζακ. Η Κάτια άγγιξε πάλι τη λεπίδα. «Ώστε ο θρύλος είναι αλήθεια», ψιθύρισε. «Ποιος θρύλος;» ρώτησε ο Κώστας. «Ένα άλλο κομμάτι του θρύλου». Κοίταξε πάνω και γύρω τους, και ο Τζακ αισθάνθηκε την ανησυχία της. «Πρέπει να απομακρυνθούμε από δω». Πήρε μια επίπεδη πέτρα και την έβαλε πάνω από τη ρωγμή ανάμεσα στους βράχους, κρύβοντας τη λεπίδα. Τους οδήγησε πάλι στο σημείο όπου κάθονταν, εκεί όπου είχε αφήσει το βιβλίο. «Το θρύλο εκείνων που στάλθηκαν για να σκοτώσουν το φύλακα του τάφου, αυτόν που ξεστράτισε», είπε. «Κι εκείνου που ακολούθησε αμείλικτα το θήραμά του πάνω στα βουνά και μέσα στη ζούγκλα, που οι διάδοχοί του συνέχισαν να είναι σε επιφυλακή ανά τους αιώνες, αναζητώντας αυτό που κλάπηκε από τον τάφο του αυτοκράτορα. Το θρύλο του πολεμιστή της τίγρης». «Και το ξίφος του;» ρώτησε ο Τζακ. «Το πάτα του πολεμιστή της τίγρης το πήραν στη μάχη οι Ραουμάνας, οι Ρωμαίοι. Οι θρύλος λέει πως όταν ο πολεμιστής της τίγρης πάρει πίσω το πάτα, θα ξεχυθεί πάλι και θα νικήσει τους εχθρούς και θα βρει αυτό που αναζητούσε». «Πριν ρωτήσεις, είναι ασφαλές, κλειδωμένο στην καμπίνα μου στον Θαλάσσιο Ιχνηλάτη II», είπε ο Τζακ. «Το νιώθω πάλι τώρα», είπε σιγανά η Κάτια. «Αυτό που μου είχες πει κάποτε, Τζακ, ότι είναι σαν να διεισδύεις στο παρελθόν, να το βλέπεις στο νου σου. Το αισθάνθηκα όταν έψαχνα ανάμεσα σ’ εκείνους τους βράχους με τον Αλταμάτι, κοιτάζοντας εκείνα τα σκαλίσματα που είχαν γίνει από τους προγόνους μου. Όμως όταν άγγιξα εκείνη τη λεπίδα, αισθάνθηκα κάτι άλλο, μια έξαρση». «Εδώ εγώ αρχίζω να φοβάμαι», μουρμούρισε ο Κώστας. Ο Τζακ γύρισε προς τη λίμνη. Το φως των άστρων λαμπύριζε στην επιφάνειά της σαν τους φωσφορισμούς που αφήνει μια βάρκα στο διάβα

της, ένα αχνό μονοπάτι από το παρελθόν. Αισθάνθηκε μια ανατριχίλα. Κάποτε, ένας κυνηγός Ίνου στον Αρκτικό, του είχε πει πως αυτή η ανατριχίλα είναι ο θεϊκός άνεμος, ένας άνεμος ασύλληπτης ταχύτητας που με δυσκολία τον νιώθεις επειδή ο αέρας στον ουρανό είναι πολύ αραιός. Ένας άλλος Ίνου είχε γελάσει και είχε πει πως είναι απλώς από το κρύο. Ο Τζακ το σκεφτόταν συχνά αυτό όταν ανέβαινε ψηλά στα βουνά. Μπορεί να ήταν ο ίλιγγος, η έλλειψη οξυγόνου. Και αυτή τη φορά είχε και μια αίσθηση ανησυχίας που έκανε να ανορθώνονται οι τρίχες στο σβέρκο του. Κοίταξε στα βουνά προς το Νότο, ένα επιβλητικό τείχος από βράχια και χιόνι. Εκεί έπρεπε να είχε πάει ο Λικίνιος. Αισθάνθηκε τον Ρωμαίο να απομακρύνεται από αυτή τη χαράδρα, κοιτάζοντας τους συντρόφους του που απομακρύνονταν στη λίμνη προς τα ανατολικά, και μετά να στρίβει προς τα βουνά, να τρέχει ξέφρενα, με τους μυς του σώματός του να τεντώνονται μέχρι σημείου διάτασης συνδέσμων. Ο Τζακ γύρισε πάλι προς τη σκοτεινή ράχη πίσω τους και κοίταξε προσεκτικά. Ένας μακρινός αδιόρατος παλμός μετατράπηκε σιγά-σιγά σε μουγκρητό και σε λίγο οι προβολείς του ελικοπτέρου σάρωσαν τη ράχη και εστίασαν προς την ακτή. Η Κάτια σηκώθηκε. Γύρισε στον Κώστα και τον κοίταξε. «Ώρα να φύγουμε. Και ώρα να μάθουμε για την αδελφότητα της τίγρης στη σύγχρονη μορφή της».

16

«Σας μιλά ο πιλότος. Εισερχόμαστε στον εναέριο χώρο του Αφγανιστάν». Ο Τζακ ανακάθισε και τεντώθηκε- μετά, πίεσε το κουμπί για να σηκώσει το κάθισμά του στην όρθια θέση. Ήταν στην μπροστινή καμπίνα του τζετ του ΔΠΩ, όπου είχε κοιμηθεί ανήσυχα τις τρεις τελευταίες ώρες - στις δυόμισι από αυτές, το αεροπλάνο ήταν στο αεροδρόμιο του Μπισκέκ στην Κιργιζία και περίμενε να τους δώσουν άδεια απογείωσης. Η πτήση για το Φεϊζαμπάντ στο βορειοανατολικό Αφγανιστάν ήταν μόνο μιάμιση ώρα και ο πιλότος ήθελε να φτάσουν τα χαράματα και να επιστρέφει στο Μπισκέκ αμέσως αφού ξεφόρτωναν. Ένα αεροδρόμιο στο Αφγανιστάν δεν ήταν ασφαλής χώρος, ακόμη και αν θεωρητικά βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο της ISAF, της διεθνούς στρατιωτικής δύναμης. Το Εμπράερ θα ανεφοδιαζόταν και θα επέστρεφε από το Μπισκέκ για να τους παραλάβει αμέσως μόλις το καλούσαν. Ο Τζακ κρατούσε ένα σκίτσο με την επιγραφή του τάφου της ζούγκλας. Την κοίταξε και το μάτι του πήγε στη λέξη σάπφειρος. Στην αρχαιότητα, σάπφειρος σήμαινε το λάπις λάζουλι, και αυτό μπορούσε να σημαίνει μόνο το λάπις που εξορυσσόταν στην τρομερή κοιλάδα του Κόράν, ψηλά στα βουνά Χίντου Κους στο Αφγανιστάν. Το ένα νήμα για την ανεύρεση του θησαυρού έδειχνε στην ανατολική όχθη της Λίμνης Ισίκ Κουλ της Κιργιζίας και σε ένα σημείο όπου ο Τζακ υποψιαζόταν ότι μπορούσε να έχει ναυαγήσει ένα πλοίο σε καταιγίδα πριν από δύο χιλιάδες χρόνια. Το άλλο νήμα οδηγούσε βαθιά στην καρδιά του Αφγανιστάν, και αυτό

ακολουθούσαν τώρα. Ο Τζακ κοίταξε πάλι την επιγραφή. Hic iacet Licinius optio XV Apollinaris. Sacra iulium sacularia in sappheiros nielo minium. Alta Fabia frater ad Pontus ad aelia acundus. Εδώ κείται ο Λικίνιος, optio της 15ης Απολλώνιας Λεγεώνας. Φύλακας του ουράνιου πετραδιού μέσα στα σκούρα ορυχεία του σαπφείρου. Το άλλο το έχει ο Φάβιος, αδελφός, απέναντι από τη λίμνη προς τον ανατέλλοντα ήλιο. Δηλαδή, ο Λικίνιος δεν είχε πάρει το δικό του πετράδι νότια μαζί του μέχρι τη ζούγκλα. Το βέλπου, το ιερό ταμπού των Κόγια, αυτό που πήρε ο Χάουαρντ και ο Γουόχοουπ από τον μουταντάρ, μπορεί να θεωρούνταν ιερό λόγω της σύνδεσής του με τον Ραουμάνας, τον Ρωμαίο που ήρθε στη ζούγκλα και πέθανε μέσα στο ναό. Όμως το μπαμπού περιείχε έναν ανύπαρκτο θησαυρό. Ο πραγματικός θησαυρός ήταν κρυμμένος κάπου εδώ, στις ερημιές του Αφγανιστάν. Τον είχε κρύψει ο Λικίνιος όταν διέφυγε και κατευθύνθηκε νότια της λίμνης. Βρισκόταν κάπου στα ορυχεία του λάπις λάζουλι, απ’ όπου εξόρυσσαν το πολύτιμο υλικό από την εποχή των φαραώ της Αιγύπτου. Ο Τζακ θυμήθηκε τι σκεφτόταν όταν τον είχε πάρει ο ύπνος. Η κοιλάδα με τα ορυχεία βρισκόταν στη διαδρομή προς Νότο από τη Λίμνη Ισίκ Κουλ προς την Ινδία και την κοινότητα των Ρωμαίων εμπόρων στην άλλη άκρη του κόσμου, το μέρος που ήταν ο προορισμός του Λικίνιου. Μπορεί ο Λικίνιος να είχε μαντέψει ότι οι πολεμιστές που τον καταδίωκαν ήθελαν αυτό που είχε πάρει από τον Σογδιανό. Μπορεί να κατάλαβε ότι θα ήταν δύσκολο να τους ξεφύγει και αποφάσισε να κρύψει το πετράδι. Μπορεί να γνώριζε την αξία του αντικειμένου που είχε στα χέρια του. Ίσως ο Σογδιανός τού μίλησε γι’ αυτό, του είπε για τη δύναμη που έχει αν ενωθεί με το άλλο πετράδι, αυτό που είχε πάρει ο Φάβιος στο σκάφος με το οποίο θα διέσχιζε τη λίμνη. Μπορεί ο Σογδιανός να είχε μιλήσει από απελπισία, ελπίζοντας ότι θα του χαρίσουν τη ζωή. Ή μπορεί να προειδοποίησε τον Ρωμαίο, να του είπε κάτι που έκανε τον Λικίνιο να θέλει να απαλλαχθεί από το θησαυρό του. Ίσως του είπε ότι θα τον καταδίωκαν ανελέητα και ότι το ορυχείο είναι το μόνο μέρος όπου μπορούσε να κρύψει με ασφάλεια το πετράδι, επειδή η δύναμη του κρυστάλλου θα απορροφούνταν από το πέτρωμα που αποτελούσε την πηγή του. Μόνο εκεί, ίσως, δεν θα προσήλκυε πια εκείνους που θα τον αναζητούσαν, που θα τον κυνηγούσαν σαν τίγρεις, σαν να ένιωθαν τη θέση του πετραδιού χάρη σε μια έκτη αίσθηση. Ο Τζακ βγήκε στο διάδρομο, φόρεσε τις μπότες του και πήγε προς το πίσω μέρος του σκάφος, στην κύρια καμπίνα, όπου αρκετά καλύμματα στα

παράθυρα ήταν ανοιχτά από την αριστερή πλευρά. Ο πιλότος είχε ακολουθήσει αριστερόστροφη διαδρομή πάνω από το Τατζικιστάν για να πλησιάσει το Φεϊζαμπάντ από τα δυτικά και ο Τζακ έβλεπε την αμυδρή λάμψη της αυγής πάνω από τα βουνά Παμίρ και την άδεια έκταση της Ερήμου Τακλαμακάν πιο κάτω. Έσκυψε πάνω από τα καθίσματα και κοίταξε το τρομερό ορεινό τοπίο από κάτω. Ήταν ένα μέρος όπου τα εμπόδια της ανθρώπινης ύπαρξης έμοιαζαν αξεπέραστα- όμως για εκείνους που τα είχαν ξεπεράσει, η ανταμοιβή ήταν ότι ζούσαν σχεδόν αγγίζοντας τον ουρανό. Σηκώθηκε και προχώρησε πιο κάτω στο διάδρομο πλησιάζοντας τους άλλους. Ο Αλταμάτι και ο Πραντές κάθονταν ο ένας δίπλα στον άλλο και μιλούσαν στα ρωσικά. Ο Τζακ κάθισε απέναντι τους κι έβαλε έναν καφέ από το τρέιλερ. Ο Κώστας ήταν μαζί τους όταν είχε πάει να κοιμηθεί ο Τζακ και τους περιέγραφε με λεπτομέρειες τη διαμόρφωση της αγαπημένης του πτέρυγας μηχανικής στο ΔΠΩ στην Κορνουάλη. Τώρα, ο Κώστας είχε πάει κι αυτός να κοιμηθεί, και ο Τζακ είδε πως οι δύο άντρες κοίταζαν καταλόγους καταδυτικού εξοπλισμού από την ηλεκτρονική βιβλιοθήκη του αεροπλάνου. Ο Τζακ ανυπομονούσε να ξανακάνει υποβρύχια εξερεύνηση. Το μυαλό του πήγε στη Ρεβέκκα. Είχαν περάσει μισή ώρα μαζί στο αεροδρόμιο του Μπισκέκ, εξετάζοντας τις σημειώσεις που είχε κρατήσει από την Πηγή τον Ποταμού Ώξου του Γουντ. Έδωσε στον Τζακ το βιβλίο, τον αποχαιρέτησε με μια αγκαλιά και μετά την παρέλαβε ένα ελικόπτερο Απάτσι των Αμερικανών Πεζοναυτών. Ο Τζακ χαμογέλασε με την τελευταία εικόνα που είχε από την κόρη του, να φοράει κράνος πτήσης, περιτριγυρισμένη από τέσσερις σωματώδεις άντρες των Ειδικών Δυνάμεων του Αμερικανικού Ναυτικού, τους Νέιβι Σιλς. Η Ρεβέκκα το απολάμβανε με όλο της το είναι. Αν όλα πήγαιναν σύμφωνα με το σχέδιο, θα συναντιούνταν πάλι στην ανατολική όχθη της Λίμνης Ισίκ Κουλ, σε λιγότερο από είκοσι τέσσερις ώρες. Στο μεταξύ θα είχε φτάσει και ο εξοπλισμός που είχε παραγγείλει ο Κώστας από το ΔΠΩ. Τα ερείπια στον πυθμένα της λίμνης ήταν εκπληκτικό εύρημα, ίσως ένα από τα μεγαλύτερα του Δρόμου του Μεταξιού. Επίσης, πολλοί έμποροι διέσχιζαν τη λίμνη με πλοία και υπήρχε πάντα το ενδεχόμενο ναυαγίου. Ο Τζακ σκέφτηκε τον Φάβιο και τη μοίρα των Ρωμαίων που κωπηλατούσαν προς τα ανατολικά για να σωθούν. Κοίταξε την Κάτια, που ήταν καθισμένη μόνη της μερικές σειρές πιο μπροστά και κοίταζε από το παράθυρο. Μπορεί να έβρισκαν και υποβρύχια λιθογλυφικά αν υπήρχαν βράχοι μέσα στη λίμνη. Τα πράγματα οδηγούσαν στην προετοιμασία ενός μεγάλου εγχειρήματος με συνεργασία όλων των

πλευρών. Έβλεπε τον εαυτό του να περνά όλο και περισσότερο χρόνο εδώ. Κοίταξε από το παράθυρο και θυμήθηκε πού θα πήγαιναν. Αν επιζούσαν στις επόμενες είκοσι τέσσερις ώρες. Ο Κώστας πλησίασε σχεδόν τρεκλίζοντας στο διάδρομο και σωριάστηκε σε ένα κάθισμα δίπλα στον Τζακ. Κοίταξε από το παράθυρο και ο Τζακ ακολούθησε το βλέμμα του. Μόλις που διακρινόταν ο κυματισμός των λόφων και των κοιλάδων και οι εκτάσεις με όλες εκείνες τις χιονισμένες κορυφές. Ο Κώστας άνοιξε το μόνιτορ από το μπράτσο του καθίσματος και ενεργοποίησε το χάρτη. «Αυτό είναι», είπε. «Περάσαμε τα σύνορα και είμαστε στο Αφγανιστάν. Δεν πρέπει να απέχουμε πάνω από μισή ώρα». «Μόλις διακρίνεται η Κοιλάδα Παντζσίρ», είπε ο Τζακ. «Είναι σκεπασμένη από ομίχλη, με κορυφές και από τις δύο πλευρές και εκτείνεται προς τα ανατολικά. Είναι η κοιλάδα του θρυλικού ποταμού Ώξου, που ήταν το ανατολικό όριο της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Οκτακόσια χιλιόμετρα δυτικά από δω, χύνεται στη Λίμνη Αράλη. Στο δρόμο του περνά από το Μερβ, όπου είχαν φυλακιστεί οι λεγεωνάριοι του Κράσσου. Οι δραπέτες Ρωμαίοι μπορεί να πέρασαν από δω, όταν όμως ήρθαν αντιμέτωποι με το ορεινό τείχος ανατολικά μπορεί να έστριψαν βόρεια, στο άκρο του Δρόμου του Μεταξιού που διασχίζει την Κιργιζία περνώντας από τη Λίμνη Ισίκ Κουλ». «Και ο Χάουαρντ με τον Γουόχοουπ;» ρώτησε ο Κώστας. «Εδώ κατέληξαν αφού ξεκίνησαν για το Αφγανιστάν το 1908;» Ο Τζακ έσφιξε τα χείλη. «Ήταν αρκετά έμπειροι για να φτάσουν τόσο μακριά. Και οι δύο ήξεραν καλά την περιοχή των συνόρων του Αφγανιστάν, από τη στρατιωτική τους θητεία. Ο Γουόχοουπ είχε ξανάρθει στο Αφγανιστάν, στον Δεύτερο Αφγανικό Πόλεμο». «Από εκεί ήταν το μετάλλιο που είχε ο Πραντές, με τον ελέφαντα;» είπε ο Κώστας. «Ακριβώς. Αυτό έγινε το 1879, λίγο πριν συναντηθεί με τον Χάουαρντ στη ζούγκλα. Ήταν η εποχή του Μεγάλου Παιχνιδιού, της αναμέτρησης ανάμεσα στη Βρετανία και τη Ρωσία. Ήταν μια δεκαετία που είδε πολλές ηρωικές ήττες. Η μάχη του Κάστερ με τους Σιού το 1876. Η ήττα των Βρετανών από τους Ζουλού στο Ισαντλβάνα και το Ρορκ’ς Ντριφτ. Μετά, η μάχη του Μάιγουαντ στο Αφγανιστάν, το 1880. Σχεδόν χίλιοι Βρετανοί και Ινδοί στρατιώτες σκοτώθηκαν στην πεδιάδα έξω από το Κανταχάρ, πολεμώντας μέχρις εσχάτων. Οι Αφγανοί βεβήλωσαν τα πτώματα, όπως έκαναν και οι Σιού και οι Ζουλού. Πριν από τριάντα χρόνια, στον Πρώτο Αφγανικό Πόλεμο, ο βρετανικός στρατός του Ινδού είχε σφαγιαστεί καθώς

υποχωρούσε προς το Πέρασμα Κάιμπερ. Επέζησε μόνο ένας Βρετανός. Όλα αυτά παρουσιάστηκαν ως ηρωικές ήττες και προωθήθηκαν στη λαϊκή φαντασία για να εκθειαστούν οι αρετές του πολεμιστή. Πολλοί από τους Βρετανούς αξιωματικούς ήταν εμποτισμένοι με τις αρχές του ιπποτισμού. Έχω ένα πλήρες σετ των μυθιστορημάτων της σειράς Γουέβερλεϊ του σερ Ουόλτερ Σκοτ, υπογεγραμμένο από τον Τζον Χάουαρντ. Είχε ζήσει σε έναν κόσμο που ήταν μικρός και στη δεκαετία του 1880 αγόρασε μια νέα έκδοση των βιβλίων, σαν να προσπαθούσε να βιώσει εκείνη την ατμόσφαιρα του ρομαντισμού. Όλα αυτά όμως πρέπει να γκρεμίστηκαν μέσα τους όταν έζησαν τη σκληρή πραγματικότητα. Και οι Βρετανοί έπρεπε να φανούν πιο προσεκτικοί στο Αφγανιστάν. Είχαν περάσει δικοί τους άνθρωποι από εκεί νωρίτερα, εξερευνητές όπως ο υπολοχαγός Γουντ. Ήξεραν την προβληματική μορφολογία του εδάφους, ήξεραν και το λαό». «Ποια ήταν η κατάσταση το 1908;» «Μια ανήσυχη ειρήνη. Το Αφγανιστάν ήταν ακόμη απαγορευμένη ζώνη. Ο Χάουαρντ και ο Γουόχοουπ θα χρειάστηκαν εβδομάδες, αν όχι μήνες, για να φτάσουν από το Κουέτα εδώ. Για εφόδια πρέπει να στηρίζονταν στην καλή θέληση του κόσμου που συναντούσαν. Ο Γουόχοουπ είχε μεγάλη εμπειρία με τους κατοίκους των συνόρων, σίγουρα όμως θα υπήρχαν παρατεταμένες διαπραγματεύσεις, κοινωνικές συμβάσεις που έπρεπε να τηρηθούν, παρεκκλίσεις καθώς οι οδηγοί τους ακολουθούσαν παρακαμπτήριες διαδρομές για να αποφύγουν τις περιοχές αντίζηλων πολέμαρχων. Όταν έφτασαν στην Κοιλάδα του Παντζσίρ, αν δηλαδή έφτασαν ποτέ, μάλλον θα ήταν μόνοι τους πλέον. Κατά πάσα πιθανότητα θα ερχόταν χειμώνας και θα ήταν δύσκολο το ταξίδι στα βουνά μέχρι να φτάσουν εκεί που νομίζω ότι πήγαιναν». Ο Πραντές, που παρακολουθούσε προσηλωμένος, έσκυψε μπροστά. «Γιατί είσαι τόσο σίγουρος ότι έρχονταν εδώ;» «Επειδή η Κοιλάδα του Παντζσίρ είναι ο δρόμος για τα ορυχεία του λάπις λάζουλι». «Φυσικά», παρατήρησε ο Πραντές. «Σάπφειρος, λάπις λάζουλι. Ο Χάουαρντ και ο Γουόχοουπ είχαν δει την επιγραφή στη ζούγκλα πριν από χρόνια και αναζητούσαν το μέρος όπου πίστευαν πως ο Λικίνιος είχε κρύψει το πετράδι». Ο Τζακ γύρισε την οθόνη με το χάρτη από το κάθισμά του για να τη βλέπουν όλοι. Έδειξε μια σειρά από ράχες που οδηγούσαν νότια από την κύρια κοιλάδα. «Πιστεύω ότι πήγαιναν εδώ, βαθιά στην οροσειρά του Χίντου Κους. Τα ορυχεία βρίσκονται σε μια στενή ορεινή κοιλάδα. Υπάρχουν

γύρω στα δώδεκα φρέατα εξόρυξης και μερικά από αυτά τα δουλεύουν για χιλιάδες χρόνια. Το λάπις λάζουλι που κοσμεί τη σαρκοφάγο του Τουταγχαμών στην Αίγυπτο, ήρθε από δω, πάνω από χίλια χρόνια πριν φτάσουν εδώ οι Ρωμαίοι». «Οι Ρωμαίοι;» απόρησε ο Κώστας. «Νόμιζα πως ήταν μόνο ένας, ο Λικίνιος». «Ήταν μόνος όταν ήρθε να κρύψει το πετράδι, αφού έφυγε από τη Λίμνη Ισίκ Κουλ νότια», είπε ο Τζακ. «Όμως, για να ξέρει πώς θα πάει στα ορυχεία, έχω τη γνώμη πως οι δραπέτες λεγεωνάριοι πρέπει να είχαν έρθει προς αυτή την κατεύθυνση στο ταξίδι τους από το Μερβ στην Κεντρική Ασία. Η Κοιλάδα του Παντζσίρ μπορεί να ήταν το σημείο όπου αναγκάστηκαν να στρίψουν προς Βορρά, προς την Κιργιζία. Αν διαβάσεις την Πηγή του Ποταμού Ώξου, του Γουντ, θα καταλάβεις το λόγο. Τα βουνά που περιγράφει στο ανατολικό άκρο της κοιλάδας ακούγονται τρομακτικά, εντελώς αδιάβατα. Όμως, πριν στρίψουν βόρεια, οι Ρωμαίοι μπορεί να έφτασαν αρκετά ψηλά στην κοιλάδα ώστε να ακούσουν για τα θρυλικά ορυχεία, ή ίσως και για να τα δουν. Αν ο Σογδιανός είπε στον Λικίνιο να πάει το πετράδι εκεί, θα ήξερε πού να πάει». Η Κάτια πλησίασε και θρονιάστηκε στο κάθισμα μπροστά από τον Πραντές. «Και όταν έφτασε στη ζούγκλα, δεν χρειαζόταν να αφήσει χάρτη θησαυρού», είπε. «Ήταν αρκετό να χαράξει στον τάφο τη λέξη σάπφειρος. Οι πάντες στην Ινδία ξέρουν ότι το λάπις προέρχεται από το Αφγανιστάν. Στο Αφγανιστάν, όλοι ξέρουν ότι προέρχεται από την Κοιλάδα του Παντζσίρ. Και κάποιος στην κοιλάδα μπορεί να σου δείξει πού είναι τα ορυχεία, και εκεί ένας από τους εργάτες μπορεί να σου δείξει ακόμη και το φρέαρ που παράγει το σκούρο μπλε, το nielo. Όμως είναι σαν να λες σε κάποιον για τη Σάνγκρι-Λα, γιατί ουσιαστικά κανείς δεν θα τολμούσε να πάει εκεί, και ακόμη αν κάποιος το τολμούσε, θα είχε ελάχιστες πιθανότητες να επιζήσει. Ήταν ένα έπαθλο που θα δελέαζε μόνο τους απελπισμένους ή τους ανόητους. Ή δύο ρομαντικούς ηλικιωμένους στρατιωτικούς σαν τον Χάουαρντ και τον Γουόχοουπ, με διάθεση για περιπέτεια». «Πόσο σίγουρος είσαι ότι ο Χάουαρντ και ο Γουόχοουπ ακολούθησαν αυτή τη διαδρομή;» ρώτησε ο Κώστας. Ο Τζακ έδειξε το βιβλίο. «Υποπλοίαρχος Τζον Γουντ, Ναυτικό της Βεγγάλης. Μια Προσωπική Αφήγηση ενός Ταξιδιού στην Πηγή του Ποταμού Ώξου. Είναι το αντίτυπο του Χάουαρντ, που το είχε διαβάσει πολλές φορές και είναι γεμάτο σημειώσεις. Το βρήκα στο κάτω συρτάρι εκείνου του σεντουκιού με

τα οικογενειακά έγγραφα που είδατε στην καμπίνα μου στον Θαλάσσιο Ιχνηλάτη II, τυλιγμένο σαν να ήταν κάτι πολύτιμο που δεν ήθελε να το δει κανείς. Στο τμήμα για την Κοιλάδα του Παντζσίρ και τα ορυχεία λάπις, οι σημειώσεις είναι τόσο πολλές και πυκνές, που σχεδόν δεν διαβάζονται». «Και υπάρχουν σημειώσεις και από έναν δεύτερο γραφικό χαρακτήρα», είπε ο Κώστας, κοιτάζοντας το βιβλίο. «Του Ρόμπερτ Γουόχοουπ», είπε ο Τζακ. «Είδα μερικά έγγραφά του στη Βιβλιοθήκη του Γραφείου Ινδικών Υποθέσεων στο Λονδίνο και επιβεβαίωσα τον γραφικό χαρακτήρα». «Παράξενο που δεν πήραν το βιβλίο μαζί τους στο τελευταίο ταξίδι τους», είπε ο Κώστας. «Νομίζω ότι το ήξεραν απέξω πια. Και θα ήθελαν να περιορίσουν στο ελάχιστο το βάρος. Κανείς δεν κουβαλάει μαζί του βιβλία στα βουνά Χίντου Κους». «Είπες όμως ότι περιέχει χρήσιμα στοιχεία για εμάς». «Πρέπει να ευχαριστήσουμε τη Ρεβέκκα γι’ αυτό. Όσο ήμαστε στο Ισίκ Κουλ στρώθηκε και διάβασε τις σημειώσεις. Πιστεύει ότι βρήκε ενδείξεις για την είσοδο του ορυχείου στην οποία ήθελαν να φτάσουν ανάμεσα στα πολλά φρέατα που υπάρχουν στη βουνοπλαγιά». «Είναι σπουδαία ερευνήτρια», είπε ο Κώστας. «Το μάτι της πιάνει τις λεπτομέρειες και έχει την απαραίτητη υπομονή για μια τέτοια δουλειά. Υπάρχουν πολλά στοιχεία της μητέρας της στη Ρεβέκκα». «Της το έχεις πει αυτό;» ρώτησε η Κάτια. «Θα της το πω την κατάλληλη στιγμή. Τώρα, το τραύμα είναι ακόμη πολύ νωπό». «Θα της μιλήσω εγώ. Τουλάχιστον έχουμε αυτό το κοινό στοιχείο. Ότι χάσαμε ένα γονιό μας από βίαιο θάνατο. Όταν αποφασίσεις εσύ, βέβαια». Ο Τζακ κατένευσε και κοίταξε από το παράθυρο. Είχαν αρχίσει να χαμηλώνουν τώρα- το αεροπλάνο ήταν κάτω από το ύψος των βουνοκορφών δεξιά κι αριστερά από την κοιλάδα. Έβλεπε πού και πού μικρά φώτα από σπίτια και κάποια κινούμενα φώτα από φανάρια αυτοκινήτων στην ίδια διαδρομή που πρέπει να είχε ακολουθήσει ο Γουόχοουπ πριν από δύο αιώνες. Έκλεισε το βιβλίο. «Το σημαντικό με την περιγραφή του Γουντ είναι ότι χρονολογείται πριν από το Μεγάλο Παιχνίδι. Για να καταλάβεις το Αφγανιστάν, μπορείς να επιστρέφεις σ’ εκείνους τους ταξιδιώτες που ήρθαν εδώ πριν αρχίσουν τα γεωπολιτικά παιχνίδια. Ο Ρόμπερτ Γουόχοουπ στις σημειώσεις του στο τέλος αυτού του βιβλίου λέει

ότι οι Αφγανοί, αν τους άφηναν ήσυχους, θα κατάφερναν να απαλλαγούν πολύ γρήγορα απ’ όλη αυτή την ιστορία των εξωτερικών παρεμβάσεων». Το ηχητικό σύστημα του αεροπλάνου ενεργοποιήθηκε πάλι. «Σας μιλά ο πιλότος. Εκτιμώμενη ώρα προσγείωσης σε τριάντα πέντε λεπτά. Εισερχόμαστε στην ακτίνα δράσης των πυραύλων SAM και έχουμε οπλίσει το σύστημα αερόφυλλων. Μια απλή προφύλαξη». Ο Κώστας γρύλισε και τσεκάρισε τη ζώνη ασφαλείας στο κάθισμά του. «Του το είπα όταν προσγειωθήκαμε στο Μπισκέκ. Αυτοί οι πρώην πιλότοι μαχητικών, μερικές φορές ξεχνούν ότι τώρα πιλοτάρουν ένα επιβατικό λεωφορείο». Ο Τζακ γύρισε στην Κάτια. «Αυτή είναι η τελευταία ευκαιρία πριν αρχίσουμε την πορεία. Αν έχεις να μας πεις κάτι άλλο, τώρα είναι η στιγμή». Η Κάτια ήπιε λίγο νερό και έκανε ένα καταφατικό νεύμα. «Εντάξει. Η αδελφότητα της τίγρης. Στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, την εποχή του διπλωμάτη Γου Τσε, ο οποίος παρακολούθησε τη διάλεξη του Τζον Χάουαρντ, η αδελφότητα ήταν μία από τις πολλές μυστικές εταιρείες της Κίνας. Όμως ήταν πιο μυστική από τις περισσότερες. Ελάχιστες άλλες εταιρείες μπορούσαν να ισχυριστούν ότι συνδέονται απευθείας με τον Πρώτο Αυτοκράτορα. Και δεν προσπάθησαν ποτέ να αυξήσουν τα μέλη τους. Ο Πρώτος Αυτοκράτορας καταγόταν από την οικογένεια Κιν και όταν απέκτησε εξουσία, τους έκανε ευγενείς, δίνοντας στους αδελφούς και τους εξαδέλφους του γη για να την εξουσιάζουν με τη μορφή φέουδων. Αυτοί από την πλευρά τους είχαν ορκιστεί να υπηρετούν τον αυτοκράτορα στη ζωή και το θάνατο. Είχαν πάρει τα ονόματά τους από τα φέουδα και ήταν δώδεκα: οι Ξου, οι Ταν, οι Τζου, ο Ζόνγκλι, οι Γιουνγιάν, οι Τουκίου, οι Τζιανγκλιάνγκ, οι Χουάνγκ, οι Τζιάνγκ, οι Ξιού- γου, οι Μπαϊμίνγκ και οι Φεϊλιάν. Αυτοί ήταν οι πρώτοι σωματοφύλακες. Όταν πέθαινε κάποιος, η αδελφότητα επέλεγε έναν άλλο από το σόι του για να πάρει τη θέση του. Με το πέρασμα του χρόνου, η αδελφότητα έφτασε να εκπροσωπεί όλες τις ανώτερες τάξεις της εξουσίας στην Κίνα. Ήταν πλούσιοι γαιοκτήμονες, κυρίαρχοι των φέουδών τους, αλλά ήταν επίσης στρατηγοί, διπλωμάτες, υπουργοί. Όλοι τους είχαν προετοιμαστεί από τη γέννησή τους στο δρόμο του πολεμιστή της τίγρης. Κάθε σόι προσέφερε μια επιλογή από παιδιά για την επόμενη θέση που θα άδειαζε. Ήταν όλοι εκπαιδευμένοι στις πολεμικές τέχνες, στη χρήση του μεγάλου ξίφους πάτα και στην τέχνη τού να γίνονται ένα με το ακάλ-τέκε, το ουράνιο άλογο που βγάζει αίμα αντί για ιδρώτα. Ένας από αυτούς επιλεγόταν για να μπει στην αδελφότητα και στο συμβούλιο των δώδεκα. Οι άλλοι παρέμεναν σε όλη τους τη ζωή οι

πολεμιστές του, μια ομάδα εκατό ή και περισσότερων αδίστακτων δολοφόνων που μπορούσαν να τους καλέσουν για να υπερασπιστούν το δόγμα του Πρώτου Αυτοκράτορα. Και εκείνος που επιλεγόταν, ο νεότερος της αδελφότητας, γινόταν ο πολεμιστής της τίγρης. Ο ρόλος του ήταν να είναι επικεφαλής αυτής της ομάδας των πολεμιστών. Να εκτελεί τις διαταγές της αδελφότητας. Αυτή ήταν η μύησή του. Ο διπλωμάτης Γου Τσε ήταν από την οικογένεια Τζιάνγκ. Και ήταν ένας από τους δώδεκα. Η οικογένεια του πατέρα μου και του θείου μου ήταν η Χουάνγκ. Πολλοί από τους προγόνους μου είχαν επιλεγεί για το μανδύα του πολεμιστή της τίγρης». «Και σήμερα;» ρώτησε ο Κώστας. «Βασικά, έχουμε να κάνουμε με οργανωμένο έγκλημα;» Η Κάτια πήρε μια βαθιά ανάσα. «Το δόγμα τους ήταν να υπερασπίζονται τον τάφο του αυτοκράτορα. Μέχρι την εμφάνιση του κομμουνισμού, διατηρούσαν τη γη και τα προνόμιά τους και δεν είχαν ανάγκη για μεγαλύτερο πλούτο. Για ολόκληρες γενιές λειτουργούσαν στα παρασκήνια του Ξιάν, αξιωματικοί, σύμβουλοι των αυτοκρατόρων, γραφειοκράτες, πάντα κοντά στον μεγάλο τάφο που ο όγκος του υψωνόταν δίπλα στην πόλη, ώστε να διασφαλίζουν την ιερότητά του. Καλλιεργούσαν όλες τις δεισιδαιμονίες σχετικά με τα δεινά που θα συνέβαιναν αν κάποιος ασεβούσε απέναντι στην κληρονομιά του Πρώτου Αυτοκράτορα, δεισιδαιμονίες που υπάρχουν ακόμη και σήμερα ανάμεσα στους Κινέζους αρχαιολόγους. Φρόντισαν να μην ανασκάψει ποτέ κανείς τον τάφο. Και δεν ήταν κακοποιοί. Ο διπλωμάτης Γου Τσε ήταν τυπικό μέλος της αδελφότητας τον δέκατο ένατο αιώνα, ένας εξαιρετικά μορφωμένος άνθρωπος που ήθελε να εκπροσωπήσει τα συμφέροντα της Κίνας στο εξωτερικό. Όμως, τότε τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν. Για δύο χιλιάδες χρόνια σχεδόν η αδελφότητα ήταν μέρος της κλειστής κοινωνίας της Κίνας, αποκομμένη από τον έξω κόσμο από τότε που επέστρεψε με άδεια χέρια αφού έχασε τα ίχνη του Λικίνιου στην ινδική ζούγκλα. Ο Γου Τσε ενεργοποίησε πάλι αυτή την αναζήτηση και για άλλη μια φορά η αδελφότητα βγήκε στο μονοπάτι του πολέμου. Η αναζήτηση μετατράπηκε σε πάθος, σε εμμονή. Έκανε επίσης και κάτι άλλο. Χωρίς να το θέλει, τους έδωσε έναν πειρασμό στον οποίο δεν μπόρεσε να αντισταθεί η επόμενη γενιά της αδελφότητας». «Κατάλαβα», είπε ο Τζακ. «Το όπιο». «Ακριβώς», είπε η Κάτια. «Τα ταξίδια του Γου Τσε στην Ινδία ήταν μια προσπάθεια να εξακριβώσει την έκταση της χρήσης του οπίου, να

εντοπίσει τους προμηθευτές και να πείσει τη βρετανική κυβέρνηση να χτυπήσει το εμπόριό του. Τα έγγραφα του Γου Τσε δείχνουν ότι οι ανησυχίες του είχαν ηθική βάση και προχωρούσαν πολύ πέρα από τα επίσημα κινέζικα συμφέροντα. Επισκέφθηκε τη ζούγκλα του Ράμπα μερικά χρόνια μετά την εξέγερση και είδε την έκταση του εθισμού στο όπιο ανάμεσα στους ιθαγενείς των λόφων, που έπεφταν εύκολα θύματα των εμπόρων αφότου έφυγαν τα βρετανικά στρατεύματα. Ο Τζον Χάουαρντ θα καταλάβαινε τις ανησυχίες του. Και υπήρχε και κάτι άλλο. Ως διπλωμάτης στο Λονδίνο, ο Γου Τσε ερεύνησε τα καπνιστήρια οπίου που είχαν αρχίσει να ξεφυτρώνουν στα λιμάνια της Ευρώπης. Όταν γύρισε στην Κίνα για τελευταία φορά στη δεκαετία του 1890, έφερε μαζί του έναν μεγάλο όγκο ερευνών, μια λεπτομερή περιγραφή της χρήσης και του εμπορίου οπίου στον δυτικό κόσμο. Η έρευνά του θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να παταχθεί αυτό το εμπόριο. Αλλά μπορούσε επίσης να χρησιμοποιηθεί για άλλους σκοπούς, και ειδικότερα για τον έλεγχο αυτού του εμπορίου». «Μιλάμε για την εποχή της ανόδου του κομμουνισμού;» ρώτησε ο Κώστας. Η Κάτια κατένευσε. «Η Κίνα είχε αρχίσει να κατακερματίζεται, και το 1912 εγκαθιδρύθηκε η δημοκρατία. Το εθνικιστικό κόμμα διατηρούσε δύσκολα την εξουσία και για χρόνια είχε μια ταραγμένη συμμαχία με το κομμουνιστικό κόμμα. Ένα μεγάλο μέρος της χώρας βρισκόταν στα χέρια των πολέμαρχων. Η παραίτηση του τελευταίου αυτοκράτορα από το θρόνο το 1912 σηματοδοτεί την αρχή της σύγχρονης αδελφότητας της τίγρης. Στην ιδρυτική μυθολογία της αδελφότητας, μετά την περίοδο των Μαχόμενων Πολιτειών, ακολούθησε η εμφάνιση του Πρώτου Αυτοκράτορα. Έτσι, κοιτάζοντας όσα συνέβαιναν γύρω τους στις δεκαετίες 1920 και 1930, είδαν μια αναλογία με αυτή την περίοδο. Ήταν σαν να πλησίαζε ένας δεύτερος ερχομός του αυτοκράτορα. Η ιδρυτική μυθολογία άρχισε να διαστρεβλώνεται, να αποκτά νέα κατασκευασμένα στοιχεία. Και συνέβη επίσης κάτι άλλο. Τα μέλη της αδελφότητας έχασαν τα φέουδά τους όταν τα δήμευσε το κράτος. Χρειάζονταν μια άλλη πηγή πλούτου». «Το εμπόριο οπίου», είπε ο Τζακ. «Ο Γου Τσε δολοφονήθηκε το 1912, θύμα κάθαρσης της κινέζικης αυτοκρατορικής αυλής», συνέχισε η Κάτια. «Ο γιος του τον διαδέχτηκε στην αδελφότητα. Για πρώτη φορά, ένα μέλος απειλούσε να επιβληθεί στα δώδεκα. Κληρονόμησε όλα τα αρχεία του πατέρα του και δημιούργησε τη μεγαλύτερη και πιο μυστική αυτοκρατορία ναρκωτικών που έχει γνωρίσει

ποτέ ο κόσμος. Η ανάμειξη της Βρετανίας στο εμπόριο οπίου είχε καταστρέψει σχεδόν την Κίνα τον δέκατο ένατο αιώνα. Ο γιος του Γου Τσε αντέστρεψε την κατάσταση. Χρησιμοποίησε όλες τις οδούς τροφοδοσίας για να στείλει όλο και περισσότερο όπιο στη Δύση, δημιουργώντας την έκρηξη στη χρήση ηρωίνης που παρατηρήθηκε από τη δεκαετία του 1950 και μετά». Ο Κώστας έδειξε στο χάρτη. «Το Αφγανιστάν; Ο μεγαλύτερος προμηθευτής;» Η Κάτια κατένευσε. «Για αιώνες η αδελφότητα έστελνε πολεμιστές στο Αφγανιστάν για τα καθαρόαιμα άλογα. Η εκπαίδευση με τα ουράνια άλογα ήταν πάντα μέρος της πίστης τους, μια δοκιμασία απαραίτητη για να μπορέσει κάποιος να γίνει ένας από τους δώδεκα. Στη δεκαετία του 1920, το εμπόριο αλόγων έγινε μια συγκάλυψη για το εμπόριο ναρκωτικών. Το όπιο διοχετευόταν νότια στην Ινδία και από κει δυτικά στην Ευρώπη. Η αδελφότητα μετέφερε την έδρα των επιχειρήσεών της έξω από την Κίνα, πρώτα στο Χονγκ Κονγκ και τη Μαλαισία, και μετά στην ίδια τη Δύση, στο Λονδίνο και την Αμερική. Τα μέλη της εντάχθηκαν εύκολα στις εκεί κοινωνίες. Φαινομενικά ήταν γόνοι πλούσιων εκπατρισμένων οικογενειών του Χονγκ Κονγκ και της Σιγκαπούρης, οι οποίες έστελναν τους γιους τους στα καλύτερα σχολεία της Ευρώπης και της Αμερικής, και γίνονταν μέρος της καπιταλιστικής υποδομής της Δύσης». «Αν είχαν τόσο μεγάλη ανάμειξη με τα ναρκωτικά, πρέπει να έγιναν αντιληπτοί κάπου», είπε ο Κώστας. Η Κάτια τον κοίταξε. «Ήταν έξυπνοι. Δεν ήταν γκάνγκστερ σαν άλλες κινέζικες μυστικές εταιρείες. Για την αδελφότητα, το εμπόριο οπίου δεν ήταν τόσο μια εγκληματική επιχείρηση όσο ένα είδος εκδίκησης για τη συνενοχή της Δύσης στην εξαγωγή οπίου προς την Κίνα τον δέκατο ένατο αιώνα. Είχαν μια ρομαντική αντίληψη της αφοσίωσης στην Κίνα, μια Κίνα που ήταν ήδη αρχαία ιστορία. Όμως το δόγμα τους δεν τους επέτρεπε να γίνουν μέρος του εγκληματικού υπόκοσμου, κι έτσι βγήκαν από το εμπόριο ναρκωτικών μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Επένδυσαν τα κέρδη τους σε μεταλλευτικές επιχειρήσεις και ορυχεία, κάτι που αποδείχτηκε εξαιρετικά επικερδές μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Οι νέες δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας αποδείχτηκαν πρόσφορο έδαφος για τους επιχειρηματίες του εξωτερικού. Η εταιρεία τους, η INTACON, είχε τεράστια κέρδη και επισκίασε τις άλλες επιχειρήσεις της αδελφότητας». «Και το 1949;» ρώτησε ο Τζακ. «Με τον Μάο Τσε Τουνγκ και την

επικράτηση των κομμουνιστών; Επιστρέφει η τάξη στην Κίνα». «Ο κομμουνισμός ήταν μέρος της δύναμης που είχε γκρεμίσει τον παλιό κόσμο στον οποίο ζούσε η αδελφότητα για αιώνες, και η δύναμη που τους πήρε τη γη τους. Όμως το 1949 άρχισε να αντιπροσωπεύει επίσης την επάνοδο της τάξης στο χάος, κάτι αντίστοιχο με το τέλος της περιόδου των Εμπόλεμων Πολιτειών και την άνοδο των Κιν. Η νέα βεβαιότητα, ο νέος έλεγχος, ήταν ένα δελεαστικό στοιχείο για την αδελφότητα. Και το κομμουνιστικό καθεστώς είχε κι αυτό τη δική του δομή εξουσίας, τη δική του ιεραρχία. Η αδελφότητα γρήγορα ανέκτησε τη θέση της στην Κίνα και άρχισε πάλι να παρακολουθεί τα πάντα. Τροφοδοτούσαν τη λατρεία του Μάο Τσε Τουνγκ ώσπου έφτασε σχεδόν να συναγωνίζεται τη λατρεία του ίδιου του Πρώτου Αυτοκράτορα. Όμως με το θάνατο του Μάο, επέστρεψαν στο αρχικό τους δόγμα με ανανεωμένο πάθος». «Και στράφηκαν στη μυθολογία», είπε ο Τζακ. «Σύμφωνα με το γου ντι, την έννοια του μη-θανάτου, θεωρούν ότι ο Πρώτος Αυτοκράτορας δεν έφυγε ποτέ αλλά υπάρχει σε ένα παράλληλο σύμπαν. Περιμένουν ένα είδος διείσδυσης της πραγματικότητάς μας μέσα σ’ εκείνο τον κόσμο, τον κόσμο του γου ντι. Μόνο τότε θα μπορεί πάλι ο αυτοκράτορας να επιβάλει τη θέλησή του στον κόσμο. Για την αδελφότητα, αυτή η μυστικιστική ελπίδα έγινε φανατικό δόγμα μετά το 1912. Μόνο με τη συγχώνευση των δύο παράλληλων κόσμων θα ερχόταν πάλι η παγκόσμια τάξη. Αναζητούσαν ενδείξεις στους αρχαίους μύθους για τα στοιχεία της φύσης. Ο Πρώτος Αυτοκράτορας είχε εμφανιστεί με το σουίντ, τη δύναμη του νερού, το οποίο νίκησε τη δύναμη της φωτιάς. Η αδελφότητα πιστεύει ότι η επόμενη εποχή του αυτοκράτορα θα προαγγελθεί από τον ερχομό του σιάντε, της δύναμης του φωτός». Ο Τζακ την κοίταξε. «Αυτό είναι, τότε. Γι’ αυτό είναι τόσο σημαντικά τα δύο πετράδια. Η δύναμη του φωτός». «Ναι», είπε η Κάτια. «Ο διπλωμάτης Γου Τσε ήταν εκείνος που αφύπνισε το θρύλο του χαμένου πετραδιού του τάφου, του ουράνιου πετραδιού που τα δύο μέρη του ενώνονται και λάμπουν με ένα εκτυφλωτικό φως πάνω στον τάφο του αυτοκράτορα και διασπούν το φραγμό του γου ντι. Μόνο όταν βρεθεί το πετράδι μπορεί να αρχίσει το σιάντε, η εποχή του φωτός». «Και πότε υποτίθεται ότι θα συμβεί αυτό;» ρώτησε ο Κώστας. «Για τον Πρώτο Αυτοκράτορα, το σουίντ συνδεόταν με τον αριθμό έξι, καθώς και με το χειμώνα, το σκοτάδι, τη σκληρότητα, το θάνατο. Η αδελφότητα συμβολίζεται από το δώδεκα, πολλαπλάσιο του έξι. Κατέληξαν να πιστεύουν πως η εποχή του φωτός θα αρχίσει την εξηκοστή

έκτη γενιά μετά το σφράγισμα του τάφου». «Η οποία, φαντάζομαι, είναι η τωρινή γενιά», είπε ο Κώστας. Η Κάτια κατένευσε. «Γι’ αυτό έχει φουντώσει το θέμα τώρα. Ο θείος μου μου τα είπε όλα. Ήξερε ότι γνωρίζω την ιστορία της αδελφότητας και συμμερίζομαι τους φόβους του, και ήξερε επίσης ότι με τα αρχαιολογικά ίχνη που ακολουθούσε χρειαζόταν ένα δεύτερο άτομο με εξίσου εξειδικευμένες γνώσεις με τις δικές του. Με είχε προετοιμάσει γι’ αυτή την αποστολή και είχε μεγάλη πίστη σ’ εμένα. Ήξερε πως ο χρόνος ήταν εναντίον του, ποτέ όμως δεν φανταζόμουν ότι όλα θα τελείωναν τόσο γρήγορα». Η Κάτια χαμήλωσε για μια στιγμή τα μάτια. «Ο θείος μου συνέχισε τις έρευνες από εκεί όπου τις είχε σταματήσει ο Γου Τσε. Όταν όμως συνειδητοποίησε ότι είναι δυνατόν να βρεθεί το ουράνιο πετράδι, άρχισε να φοβάται τις συνέπειες. Πριν από μία δεκαετία, η αδελφότητα έχασε τον εκπρόσωπο των Ζάο, που πέθανε ξαφνικά. Τον διαδέχτηκε ο γιος του, ο Σανγκ Γιονγκ. »Η Κίνα άλλαζε πάλι. Ο κομμουνισμός διαβρωνόταν και είχε αρχίσει η διείσδυση του καπιταλισμού στη χώρα. Μερικοί έβγαλαν τεράστια κέρδη, πολλοί άλλοι όχι. Στη Ρωσία, μερικοί βλέπουν την εποχή των τσάρων σαν μια μυθική χρυσή εποχή. Στην Κίνα, μερικοί βλέπουν με τον ίδιο τρόπο την εποχή του Πρώτου Αυτοκράτορα. Ο Σανγκ Γιονγκ ήταν μέρος αυτής της τάσης, αν και ταυτόχρονα έβγαζε τεράστια κέρδη από τις νέες ευκαιρίες. Ο θείος μου άρχισε να βλέπει ανησυχητικές ενδείξεις στον Σανγκ Γιονγκ. Η οικογένειά του, η Φεϊλιάν, είχε κάτω από τον έλεγχό της την INTACON. Με την αύξηση του πλούτου της εταιρείας, ο Σανγκ έγινε μεγαλομανής. Μετέτρεψε την αδελφότητα σε δικό του πολεμικό συμβούλιο. Αυτός έστρεψε την εταιρεία σε εξορύξεις σε γη ιθαγενών σε όλο τον κόσμο. Μία από αυτές τις περιοχές ήταν η ζούγκλα Ράμπα στην ανατολική Ινδία. Μπορούσαν να αποκομίσουν τεράστια κέρδη εξορύσσοντας βωξίτη στη ζούγκλα. Ο θείος μου ήταν ενάντιος σε αυτό το σχέδιο. Ήταν αφοσιωμένος ανθρωπολόγος και ανθρωπιστής, ένα από τα μέλη της αδελφότητας που δεν είχε αφήσει το δόγμα της να τον κυριέψει. Από την αρχή είχε εναντιωθεί στην αύξηση της δύναμης του Σανγκ. Ο θείος μου ήταν αφελής και συνειδητοποίησε τον κίνδυνο μόνο όταν ήταν πολύ αργά. Όταν μου είπε όλη την ιστορία, ήδη τον είχαν πάρει στο κυνήγι». «Και πλήρωσε το υπέρτατο τίμημα», είπε ο Τζακ. «Έτσι, όπως και ο διπλωμάτης Γου Τσε, χωρίς να το θέλει άνοιξε μια μεγάλη πληγή», είπε ο Κώστας. «Ο Γου Τσε έδωσε στην αδελφότητα το εμπόριο οπίου. Ο θείος σου ενεργοποίησε πάλι την αναζήτηση για το

πετράδι, αλλά επίσης τους οδήγησε σε ένα μέρος όπου υπήρχε ένας άλλος θησαυρός, οι εξορύξεις στη ζούγκλα». «Αυτό ήταν επίσης κάτι άλλο που το συνειδητοποίησε όταν ήταν πια πολύ αργά», είπε η Κάτια. «Και φοβάμαι ότι μπορεί να είχε αρχίσει διαπραγματεύσεις με τους Μαοϊστές αντάρτες. Θα ήταν μια πράξη απόγνωσης, αλλά μπορεί να μην είχε πού αλλού να στραφεί, αν η κυβέρνηση ετοιμαζόταν να κάνει συμβόλαιο με την INTACON, και με τους Κόγια να μην μπορούν να αντισταθούν. Θα ήταν αυτοκτονία γι’ αυτόν, αλλά ήξερε ότι ήδη τον είχαν καταδικάσει σε θάνατο. Και ξέρω ότι απέρριπτε την αδελφότητα. Έβλεπε το δόγμα να μετακινείται από τον Πρώτο Αυτοκράτορα στον ίδιο τον Σανγκ Γιονγκ. Ο Σανγκ έβλεπε τον εαυτό του ως τον αυτοκράτορα, ως τον Σιχουάν- γκντι που ξαναγεννήθηκε». «Και πού έχει τη βάση του ο Σανγκ Γιονγκ;» ρώτησε ο Τζακ. «Στην έρημο Τακλαμακάν, από την άλλη πλευρά των βουνών Τιέν Σαν», απάντησε η Κάτια. «Εκατό χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα μετακινούμενης άμμου και ολοκληρωτικής ερήμωσης, που σαρώνονται από τρομερούς ανέμους. Για τους ταξιδιώτες που ταξίδευαν ανατολικά στο Δρόμο του Μεταξιού, η Τακλαμακάν ήταν το τελευταίο μεγάλο εμπόδιο πριν φτάσουν στην κεντρική Κίνα και το Ξιάν, την πηγή του μεταξιού και τη θέση του τάφου του Πρώτου Αυτοκράτορα. Όποιος έμπαινε στην έρημο κινδύνευε να χαθεί για πάντα, και όποιος είχε κάτω από τον έλεγχό του τα οχυρά της ερήμου μπορούσε να λυμαίνεται κατά τις διαθέσεις του τα καραβάνια που περνούσαν από τις παρυφές της. Η έρημος παραμένει ακόμη μία από τις μεγαλύτερες άνομες περιοχές της γης. Ακόμη και οι κομμουνιστές δεν μπορούσαν να την ελέγξουν. Υπάρχουν πάρα πολλά γκρεμισμένα οχυρά μισοθαμμένα στην άμμο, φτιαγμένα δίπλα σε παλιές οάσεις που έχουν στερέψει. Ο Σανγκ Γιονγκ εγκαταστάθηκε σε ένα από αυτά, εκατοντάδες χιλιόμετρα από τον κοντινότερο δρόμο. Κατασκεύασε ένα διάδρομο προσγειώσεων και άρχισε να μετατρέπει το μέρος σε έναν δικό του φανταστικό κόσμο. Για την αδελφότητα, η Τακλαμακάν είχε πάντα τεράστια συμβολική σημασία. Ήταν ένα προπύργιο ενάντια στον έξω κόσμο, ένα μέρος που έμοιαζε να επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό του αυτοκράτορα ότι δεν υπάρχει τίποτα πέρα από τα σύνορά του. Για τον Σανγκ Γιονγκ, η έρημος είναι επίσης το τέλειο αρχηγείο για τις μεταλλευτικές επιχειρήσεις της INTACON στην Κεντρική Ασία, στα βουνά Τιέν Σαν και Καρακορούμ. Και ο θείος μου ήξερε και κάτι άλλο. Οι ερευνητές της INTACON είχαν βρει ενδείξεις ύπαρξης τεράστιων κοιτασμάτων πετρελαίου στο υπέδαφος της ερήμου. Το Τακλαμακάν έχει γίνει το φέουδο

του Σανγκ. Και αυτό το φέουδο δεν είναι πια εσωστρεφές. Ο Σανγκ απειλεί να θέσει κάτω από τον έλεγχό του όλο το δυτικό τμήμα της Κίνας και να αρχίσει να ασκεί τρομακτική επιρροή στον έξω κόσμο». «Ώστε αυτό είχε ανακαλύψει πραγματικά ο θείος σου», είπε ο Τζακ. «Τι εννοείς με αυτό που είπες για τον φανταστικό κόσμο;» ρώτησε ο Κώστας. «Εδώ είναι που μπαίνει η πραγματική σημασία του πετραδιού, ο αληθινός κίνδυνος. Στην τελευταία συνάντηση της αδελφότητας που παρακολούθησε ο θείος μου, τον πήγαν με αεροπλάνο στο αρχηγείο τους στην έρημο. Στο κέντρο των ερειπίων υπάρχει ένα κτίσμα με θόλο, μια παλιά Νεστοριανή εκκλησία. Τον κατέβασαν από ένα πέρασμα και πέρασε μια μεγάλη διπλή μπρούντζινη πόρτα. Εκεί κάθισε μέσα στο μισοσκόταδο σε ένα χαμηλό τραπέζι μαζί με τους άλλους έντεκα, και τον Σανγκ Γιονγκ στην κορυφή. Όταν ο θείος μου είδε το εσωτερικό εκείνης της αίθουσας αισθάνθηκε κατάπληξη και φρίκη. Το αναγνώρισε αμέσως από τα Αρχεία του Μεγάλου Ιστορικού. Ο Σανγκ Γιονγκ είχε ανακλάσει τον τάφο του Πρώτου Αυτοκράτορα μέσα στην εκκλησία. Για την παλιά αδελφότητα, αυτό θα ήταν αδιανόητο, αιρετικό. Από πάνω τους ήταν ο θόλος του ουρανού και δεξιά κι αριστερά ποταμοί και βουνά και παλάτια. Πιο πέρα, εικόνες των Πολεμιστών από Τερακότα. Μου είπε πως ήταν σαν να είσαι σε πλανητάριο με την τελευταία ολογραφική τεχνολογία υπολογιστών. Υπήρχε ακόμη και ο ήχος του νερού που κελάρυζε και το θρόισμα του ανέμου και χλιμιντρίσματα αλόγων. Καθώς περνούσαν οι μέρες, ο θείος μου αντιλήφθηκε ότι ο Σανγκ Γιονγκ περνούσε όλο και περισσότερο χρόνο μόνος του μέσα στο θάλαμο. Μου είπε πως ανησυχούσε γι’ αυτόν από τότε που ο Σανγκ ήταν μικρό παιδί. Ήταν εθισμένος στα ηλεκτρονικά παιχνίδια, στον κόσμο της άμεσης ικανοποίησης και της ολοκληρωτικής βεβαιότητας, έναν κόσμο όπου η ηθική και η ανθρωπιά είναι ασήμαντα και ανύπαρκτα στοιχεία. Ο θείος μου συνειδητοποίησε ότι ο Σανγκ είχε αλλάξει και από παίκτης μπροστά σε μια οθόνη είχε μπει μέσα στο ίδιο το παιχνίδι, είχε γίνει μέρος του». «Παιδιά με μεγάλες ικανότητες που είναι εθισμένα στους υπολογιστές και δεν μπορούν να διακρίνουν την πραγματικότητα από τη φαντασία», σχολίασε ο Κώστας. «Που μεγαλώνουν και βγάζουν περιουσίες και νομίζουν ότι μπορούν να κάνουν το παραπάνω βήμα και να μπουν μέσα στην οθόνη, σε έναν κόσμο που νομίζουν ότι είναι σε θέση να τον ελέγξουν ολοκληρωτικά με έναν τρόπο που δεν μπορούν να ελέγξουν την πραγματικότητα».

Η Κάτια κατένευσε. «Ακριβώς. Για τον Σανγκ, αυτό ήταν μια προέκταση της έννοιας του γου ντι, της ανάμειξης των κόσμων των ζωντανών και των νεκρών, που θα έρθει στην εποχή του φωτός, με το ουράνιο πετράδι. Όμως ήταν σαν να είχε βρει ήδη μια είσοδο προς αυτό τον άλλο κόσμο. Ο θείος μου ήξερε πως οι δυνάμεις του πετραδιού μπορεί να αποδειχτούν σκέτος μύθος, αλλά ακόμη και σε αυτή την περίπτωση θα ασκούσε τεράστια επίδραση στον Σανγκ Γιονγκ. Αν πίστευε ότι το πετράδι ήταν το τελικό κλειδί για την αποθέωσή του, για μια συγχώνευσή του με τον Πρώτο Αυτοκράτορα, μπορεί να τον ωθούσε σε μια τρομακτική μεγαλομανία. Αυτό τρόμαζε περισσότερο τον θείο μου. Τότε, αποφάσισε να κρατήσει τις έρευνές του μυστικές από τους άλλους στην αδελφότητα και να προσπαθήσει να ανακαλύψει το πετράδι μόνος του». «Όμως ο Σανγκ το ήξερε ήδη», είπε ο Τζακ. «Ο θείος σου θα επιζούσε μόνο μέχρι να τον οδηγήσει στο μέρος όπου πίστευε πως ήταν κρυμμένο το πετράδι». «Ποιος πιστεύεις ότι είναι αυτός που μας παρακολουθεί;» ρώτησε ο Κώστας. Η Κάτια τον κοίταξε. «Μου είπατε τι είδαν οι Κόγια στη ζούγκλα», απάντησε. «Επτά άτομα της INTACON μπήκαν στη ζούγκλα και βγήκε ένας, που είχε τουφέκι με τηλεφακό. Αυτός ήταν ο νεομυημένος. Η εκτέλεση του θείου μου ήταν η δοκιμασία του. Τώρα ανήκει στην αδελφότητα. Σύμφωνα με την παράδοση, όταν ένας από την αδελφότητα παραστρατήσει, εξοντώνονται αυτός και η οικογένειά του. Ο αντικαταστάτης του ανάμεσα στους δώδεκα προέρχεται από άλλη οικογένεια από το ίδιο σόι και επιλέγεται από τους έντεκα της αδελφότητας με κριτήριο τις πολεμικές του ικανότητες». «Κι αυτός ο καινούριος είναι ο πολεμιστής της τίγρης», είπε σιγανά ο Τζακ. «Μια διαστρεβλωμένη εκδοχή του. Ένας ψυχοπαθής. Και έχει μια συγκεκριμένη ειδικότητα. Η γιαγιά του ήταν Καζάκα, ελεύθερος σκοπευτής στον Ερυθρό Στρατό στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, από εκείνους που είχαν σκοτώσει εκατοντάδες άτομα. Αυτή του έμαθε τα πάντα. Είναι επαγγελματίας και έχει ακονίσει την αιμοβόρα τέχνη του στη Βοσνία, την Τσετσενία και την Αφρική. Τώρα πια πρέπει να έχει σκοτώσει περισσότερους κι από τη γιαγιά του. Χρησιμοποιεί το παλιό της τουφέκι, ένα ΜόσινΝάγκαντ». «Το τουφέκι του ελεύθερου σκοπευτή είναι σαν το αγαπημένο πινέλο του ζωγράφου», παρατήρησε ο Τζακ. «Κι ένα παλιό σοβιετικό τουφέκι με

κινητό ουραίο μπορεί να σκοτώσει εξίσου καλά με το πιο σύγχρονο Μπάρετ». «Να ρωτήσω κάτι», είπε ο Κώστας. «Η οικογένειά σου είναι μέρος αυτής της ιστορίας από την εποχή του Πρώτου Αυτοκράτορα. Εξήντα έξι γενιές. Πώς ξέρουμε ότι δεν είσαι με τους κακούς;» Η Κάτια τον κοίταξε θυμωμένη. «Επειδή δολοφόνησαν τον θείο μου. Επειδή δεν υπάρχουν άλλοι στην οικογένειά μου. Επειδή οι πρόγονοί μου είχαν δώσει έναν όρκο πριν από δύο χιλιάδες χρόνια. Και επειδή το δόγμα του Σανγκ Γιονγκ δεν έχει καμία σχέση με αυτή την ιστορία. Είναι ένα βδέλυγμα. Και επειδή θα προσπαθήσει να με σκοτώσει -θα προσπαθήσει να μας σκοτώσει όλους μας- μόλις τον οδηγήσουμε στο πετράδι». «Αυτή η κοιλάδα όπου πηγαίνουμε τώρα...» είπε ο Κώστας κοιτάζοντας τον Τζακ. «Είναι ό,τι πρέπει για έναν ελεύθερο σκοπευτή. Θα έχουμε καμιά προστασία από το ΝΑΤΟ ή τους Αμερικανούς;» «Θα μπορούσες να στείλεις ένα τάγμα ειδικών δυνάμεων να χτενίσουν τις πλαγιές, Ρέιντζερ και SAS, χωρίς να μπορέσουν να εντοπίσουν έναν τόσο καλό ελεύθερο σκοπευτή», απάντησε ο Τζακ. Ο Πραντές, που τόση ώρα άκουγε αμίλητος, κοίταξε τον Κώστα. «Ο Τζακ κι εγώ συζητήσαμε αυτό το πρόβλημα. Αν θέλουμε βοήθεια για να κυνηγήσουμε έναν ελεύθερο σκοπευτή, δεν πρόκειται να την έχουμε. Εδώ πάνω, μερικοί από τους τοπικούς πολέμαρχους είναι τόσο δυνατοί που συγκρούονται με τους ίδιους τους Ταλιμπάν. Οι διοικητές των Αμερικανικών Δυνάμεων και του ΝΑΤΟ ξέρουν ότι αυτή είναι η λύση για την περιοχή. Να τους αφήσουν να τα καταφέρουν μόνοι τους και να μη γίνουν κι αυτοί εχθροί τους. Οι Ταλιμπάν πέρασαν από δω δολοφονώντας και βιάζοντας όταν είχαν την εξουσία, και οι Αφγανοί δεν ξεχνούν. Έτσι, θα έχουμε μόνο περιορισμένη βοήθεια ή μεταφορά τραυματιών από τους Αμερικανούς. Αφού περάσουμε από τη βάση της ISAF στο Φεϊζαμπάντ, θα είμαστε μόνοι μας μέχρι να συναντήσουμε έναν πρώην μουτζαχεντίν που γνωρίζει ο Αλταμάτι, τον τοπικό πολέμαρχο. Μετά, πρέπει να περάσουμε από δύο-τρία χωριά όπου μπορεί να πέσουμε σε μεταμφιεσμένους Ταλιμπάν, και υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο βομβιστών αυτοκτονίας. Όμως αν ο Αλταμάτι καταφέρει να πάρει τον πολέμαρχο με το μέρος μας, αυτό θα είναι ένα μεγάλο βήμα μπροστά». «Ως τι εμφανιζόμαστε;» ρώτησε ο Κώστας. «Δεν θα θεωρήσουν όλοι πως είμαστε πράκτορες της CIA ή κάτι τέτοιο;» «Τηλεοπτικό συνεργείο», είπε ο Τζακ. «Ακολουθούμε την εξερεύνηση του Τζον Γουντ το 1836, σε αναζήτηση της πηγής του ποταμού Ώξου. Έχουμε κι

αυτό το παλιό βιβλίο για να τους πείσουμε». «Ακούγεται σαν κάτι που θα ήθελες να κάνεις, Τζακ», είπε η Κάτια. «Μια μέρα», απάντησε ο Τζακ με ένα πλατύ χαμόγελο. «Θα το ήθελα πολύ. Όταν τελειώσει ο πόλεμος». Ο Κώστας κοίταξε στο χάρτη. «Πώς είπες ότι λέγεται αυτό το μέρος με τα ορυχεία;» «Κοιλάδα Κοράν», είπε ο Τζακ. Το αεροπλάνο έγειρε προς τα αριστερά και άκουσαν το βουητό των τροχών που κατέβαιναν. Ο Αλταμάτι κοίταζε από το παράθυρο αλλά γύρισε όταν άκουσε τη λέξη «Κοράν» από τον Τζακ. Κοίταξε την Κάτια και είπε σιγανά: «Αγκούρ τζανούμπ ντοσούκ να-καμ μηούρο, ζινάαρ μούροου μηα τζανούμπ τούνγκι Κόράν». Ο Κώστας γύρισε στην Κάτια. «Που σημαίνει;» Αυτή τον κοίταξε διαπεραστικά. «Είναι στα πάστο. Κάτι που έμαθε ο Αλταμάτι όταν τον είχαν πιάσει οι μουτζαχεντίν εδώ πάνω. Αν θέλεις να γλιτώσεις τον αφανισμό, απόφυγε τη στενή κοιλάδα του Κοράν». Το αεροπλάνο αναπήδησε στο διάδρομο προσγειώσεως. «Τέλεια», γκρίνιαξε ο Κώστας. «Άλλος ένας εκλεκτός προορισμός διακοπών».

17

Αφγανιστάν, 22 Σεπτεμβρίου 1908 Οι δύο άντρες κατέβηκαν αναπηδώντας και κουτρουβαλώντας το σωρό από σπασμένες πέτρες που μισογέμιζε την είσοδο του ορυχείου, αναζητώντας απελπισμένα κάπου να πιαστούν και βάζοντας κόντρα στις πέτρες με τα πόδια. Τελικά σταμάτησαν δίπλα-δίπλα, στη βάση του σωρού. Έβλεπαν ακόμη την είσοδο του ορυχείου και τον γκρίζο ουρανό απέξω, με μια χαραμάδα από φως στην κορυφή του πέτρινου σωρού σε απόσταση μιας πιστολιάς περίπου. Μπροστά τους το ορυχείο συνέχιζε κατασκότεινο. Με το υψόμετρο να ξεπερνά τα 3.500 μέτρα, ο αέρας ήταν αραιός και απέμειναν να αγκομαχούν λαχανιασμένοι και να βήχουν μέσα στο πέπλο της σκόνης που είχαν σηκώσει κατεβαίνοντας το σωρό. Ο Τζον Χάουαρντ γύρισε το κεφάλι προς τη μορφή δίπλα του- ανοιγόκλεισε τα μάτια και κοίταξε το τοίχωμα του φρέατος. Έβλεπε σημάδια από αξίνες παντού στο βράχο. Το φως που έμπαινε από την είσοδο φώτιζε την οροφή. Δεν υπήρχε αμφιβολία. Μπλε ραβδώσεις, διάστικτες με χρυσό. Άρχισε να γελάει, ή να κλαίει ίσως, δεν ήξερε καλά-καλά τι από τα δύο, και μετά τον έπιασε ένας επώδυνος βήχας. «Ρόμπερτ», ψιθύρισε. «Το είδες; Είναι λαζουρίτης». «Μόλις έβαλα στο χέρι ένα δείγμα». Ο Χάουαρντ αισθάνθηκε ανακούφιση ακούγοντας τη φωνή του Γουόχοουπ, την ιρλανδοαμερικάνικη προφορά του, που δεν την είχαν εξαλείψει όλα αυτά τα χρόνια του στον Βρετανικό Στρατό. Στην απεγνωσμένη μάχη που έδωσαν έξω,

είχε αναρωτηθεί αν θα ξανάκουγε το φίλο του. Ανοιγόκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να κάνει έναν απολογισμό. Ήταν ξαπλωμένος μπρούμυτα, με τα μέλη απλωμένα, τα χέρια μπροστά. Στο δεξί του κρατούσε ακόμη το παλιό περίστροφο Κολτ και λίγος αχνός καπνός έβγαινε ακόμη από την κάννη μετά τον πυροβολισμό που είχε ρίξει πριν από λίγες στιγμές. Στο αριστερό έσφιγγε γερά το αρχαίο κομμάτι του μπαμπού, είκοσι πέντε εκατοστά μακρύ, μαυρισμένο και γυαλιστερό από τα χρόνια. Όταν έφτασαν στον πυθμένα της κοιλάδας, έκρυψαν τους σάκους τους και έβγαλαν το μπαμπού για να διαβάσουν τον πάπυρο μέσα, λίγες στιγμές πριν δεχτούν επίθεση. Παρ’ όλα αυτά, είχε συνεχίσει να το κρατά γερά σε όλη την απεγνωσμένη αναρρίχησή τους μέχρι εδώ από μονοπάτια που δεν μπορούσε να ακολουθήσει το άλογο του διώκτη τους. Ο Γουόχοουπ γύρισε ανάσκελα δίπλα του. Ο Χάουαρντ τον είδε να ανοίγει το περίστροφο Γουέμπλεϊ, να αδειάζει τους άδειους κάλυκες και να το ξαναγεμίζει από ένα σάκο στη ζώνη του, κοιτάζοντας ταυτόχρονα προς την είσοδο του τούνελ. Άφησε κάτω το περίστροφο και πήρε κάτι με το αριστερό του χέρι. Ήταν μια μπλε πέτρα. Με το άλλο χέρι του αναζήτησε ένα μικρό δερμάτινο πουγκί που κρεμόταν από το λαιμό του, ενώ ταυτόχρονα ανασηκωνόταν στον αγκώνα και μόρφασε από τον πόνο που του προκάλεσαν οι πέτρες. Έβγαλε από το πουγκί ένα παλιό γρατσουνισμένο μονόκλ, το έβαλε στο αριστερό του μάτι και τέντωσε το λαιμό του προς τα εμπρός, εξετάζοντας με προσοχή την πέτρα. «Όταν ήρθε εδώ ο υπολοχαγός Γουντ πριν από εβδομήντα χρόνια, είπε ότι υπήρχαν τρεις ποιότητες». Κοίταξε πάλι μέσα από το μονόκλ. «Αυτή είναι η ανώτερη ποιότητα. Αυτή η χρυσή λάμψη είναι σιδηροπυρίτης. Είναι το nielo, ακριβώς όπως το περιέγραψε ο Λικίνιος». Έβγαλε το μονόκλ από το μάτι του και σωριάστηκε πίσω. Για μια στιγμή, το μόνο που άκουγε ο Χάουαρντ ήταν ο ήχος της δικής του ανάσας, απότομος και βραχνός. Κοίταξε τον αχνό που σχημάτιζε η εκπνοή του στον κρύο ορεινό αέρα. Ο Γουόχοουπ γύρισε το κεφάλι και τον κοίταξε. «Ξέρεις τι σημαίνει αυτό». «Σημαίνει», είπε ο Χάουαρντ, «ότι χάρη στη θεία πρόνοια, αυτοί οι δαίμονες που μας κυνηγούσαν μας οδήγησαν στο σωστό ορυχείο. Ο Γουντ γράφει πως υπήρχε μόνο ένα φρέαρ που έβγαζε την ανώτερη ποιότητα. Και κοίτα εκείνα τα σημάδια από αξίνες εδώ στο βράχο από πάνω μας, και την καπνιά από τις φωτιές που χρησιμοποιούσαν για να ραγίσουν το βράχο. Αυτό το φρέαρ εξορύσσεται για χιλιάδες χρόνια». Ο Χάουαρντ έκλεισε τα μάτια. Οι σπασμένες πέτρες επάνω στις οποίες είχε πέσει ήταν κοφτερές και επώδυνες, αλλά σχεδόν δεν τις ένιωθε. Ήταν

παράξενο. Άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε τον Γουόχοουπ. Θα ήταν δύσκολο να αναγνωρίσεις στο πρόσωπό τους τους ανθρώπους που είχαν φύγει πριν από τρεις μήνες από το Κουέτα με προορισμό το Πέρασμα του Μπολάν, για να εξαφανιστούν τελικά στις ερημιές του Αφγανιστάν. Και τώρα βρίσκονταν εδώ, τριάντα χρόνια μετά την απόδρασή τους από το ναό της ζούγκλας, με τα πρόσωπά τους τσουρουφλισμένα από τον ήλιο και τραχιά σαν τις πετρώδες κοιλάδες των βουνών, δύο ταλαιπωρημένοι γέροντες με μπερδεμένες γκρίζες γενειάδες. Φορούσαν και οι δύο τουρμπάνια κατασκονισμένα και βαριά αφγανικά πανωφόρια από δέρμα προβάτου δεμένα στη μέση, με το μαλλί στραμμένο προς τα μέσα για προστασία από το δυνατό κρύο που είχε αρχίσει να απλώνεται στα βουνά καθώς πλησίαζαν στα ορυχεία. Κάτω από τον σηκωμένο γιακά του Γουόχοουπ, ο Χάουαρντ έβλεπε τη δερμάτινη ζώνη Σαμ Μπράουν και το χακί ύφασμα της στολής του, με τα άστρα και την κορόνα του συνταγματάρχη να φαίνονται στον ένα ώμο. Επισήμως ήταν και δύο απόστρατοι, αλλά ήξεραν ότι οι Αφγανοί θα τους αντιμετώπιζαν σαν κατάσκοπους αν δεν φορούσαν στολή, και τότε τους περίμενε μια μοίρα χειρότερη από το θάνατο. Αυτό ήταν το επάγγελμά τους για τριάντα πέντε χρόνια -αξιωματικοί του Βασιλικού Μηχανικού- και τους φαινόταν το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου να φορούν σε αυτή την τελική μεγάλη περιπέτεια τις στολές με τις οποίες είχαν ζήσει σχεδόν όλη τους τη ζωή. Ο Χάουαρντ και ο Γουόχοουπ κοιτάχτηκαν. Χαμογέλασαν πλατιά και οι δύο και μετά άρχισαν να τραντάζονται από ακατάσχετα γέλια. Τα είχαν καταφέρει. Ο Χάουαρντ έβηξε ξαφνικά και έφτυσε αίμα στις πέτρες. «Θεέ και Κύριε!» είπε ο Γουόχοουπ. Ανασηκώθηκε κι έσκυψε από πάνω του. «Είσαι πληγωμένος!» «Με κάρφωσε με το ξίφος». Ο Χάουαρντ κατάπιε, νιώθοντας στο στόμα του γεύση από αίμα. «Ο καβαλάρης που μας ακολούθησε στο μονοπάτι. Εκείνος με τη μάσκα της τίγρης. Εκεί που σκαρφαλώναμε σ’ εκείνον το βράχο για να ανεβούμε εδώ. Στην πλάτη. Αριστερά». Ο Χάουαρντ αισθάνθηκε τον Γουόχοουπ να του λύνει το δερμάτινο πανωφόρι. Πήρε το μπαμπού από το αριστερό χέρι του Χάουαρντ, το ακούμπησε απαλά στις πέτρες και του έβγαλε το χέρι από το μανίκι. «Σιγάσιγά». Ανασήκωσε με προσοχή το πανωφόρι και αισθάνθηκε την υγρασία στο πλευρό του Χάουαρντ. Κατέβασε πάλι το πανωφόρι, το τύλιξε προσεκτικά από κάτω και του ξαναπέρασε το χέρι στο μανίκι, αφήνοντάς το μετά μαλακά πάνω στις πέτρες στην ίδια θέση. Έβαλε το χέρι του στον δεξί ώμο του Χάουαρντ και αυτός αισθάνθηκε την ένταση στα δάχτυλά

του. «Είναι άσχημα, ε;» «Δεν τρύπησε το συκώτι, αυτό είναι σίγουρο. Μπορεί να διαπέρασε την υπεζωκοτική κοιλότητα, κάτω από τον πνεύμονα. Έχω δει άντρες να συνέρχονται από τέτοια τραύματα αμέσως». «Χτύπησε τον πνεύμονα, Ρόμπερτ. Το αίμα είναι αφρισμένο. Το λαχάνιασμα μεγαλώνει». Ο Χάουαρντ είδε τον Γουόχοουπ να σηκώνεται στα γόνατα. Κοίταξε επίμονα προς την είσοδο του τούνελ και πήρε μια βαθιά ανάσα. Έλυσε το ζωνάρι του κι έβγαλε το πανωφόρι. Ίσιωσε τη ζώνη Σαμ Μπράουν, έφερε τη θήκη στη σωστή της θέση και τίναξε το χιτώνιό του. Ο Χάουαρντ έκλεισε τα μάτια του. Ώστε αυτό ήταν. «Ξέρουμε πως είναι κάπου εδώ γύρω. Αυτό που αναζητάμε». Ο Γουόχοουπ έδειξε με το κεφάλι προς το σκοτάδι πίσω τους. «Το ξέρουν κι αυτοί». «Δεν ξέρουν σε ποιο ορυχείο κρυφτήκαμε. Όταν άδειασα το πιστόλι μου πάνω τους, υποχώρησαν. Έτσι κερδίσαμε χρόνο. Κι όταν μας βρουν, δεν θα ξέρουν ότι αυτό είναι το σωστό ορυχείο. Δεν θα ξέρουν ότι έτυχε να μπούμε ακριβώς στο φρέαρ που θέλαμε. Το μέρος όπου ο Λικίνιος έκρυψε το πετράδι πριν από δύο χιλιάδες χρόνια». «Θα τα ψάξουν όλα. Θα μας βρουν και μετά θα βρουν το πετράδι». To πετράδι. Ο Χάουαρντ αισθάνθηκε το αίμα να αναβλύζει στο λαιμό του. Ένιωθε σαν να πνιγόταν αργά. Δεν θα έδειχνε φόβο. Κοίταξε τον αρχαίο κύλινδρο του μπαμπού που είχε αφήσει ο Γουόχοουπ στο βράχο δίπλα του. Το βέλπου, το ιερό κειμήλιο που είχαν πάρει από το ναό της ζούγκλας πριν από σχεδόν τριάντα χρόνια, για να μπορέσουν να βγουν σώοι και αβλαβείς από την κόλαση εκείνη τη σκοτεινή μέρα που είχε μείνει χαραγμένη ανεξίτηλα στη μνήμη του ώστε έμοιαζε σαν να ήταν χθες. Το είχε κρατήσει, μαζί με το μεταλλικό γάντι με τη μορφή της τίγρης, το σχήμα που είχε επανεμφανιστεί τόσο τρομακτικά στο χέρι του διώκτη τους πριν από μερικές ώρες. Είχαν καταλάβει ότι τους ακολουθούσαν, αλλά ο εχθρός τούς είχε επιτεθεί μόνο όταν έφτασαν στον πυθμένα της κοιλάδας, κάτω από τα θρυλικά ορυχεία λάπις λάζουλι στο Σαρ-ε-Σανγκ. Ο Χάουαρντ είχε δει τον τρομακτικό έφιππο πολεμιστή επικεφαλής της φάλαγγας των οπλισμένων πεζών που ανέβαιναν την κοιλάδα προς το μέρος του. Φορούσε μια μάσκα με μορφή τίγρης-δράκου και ο Χάουαρντ είχε προσέξει τη χρυσή λάμψη στον καρπό του, όταν ο πολεμιστής τράβηξε το μεγάλο ξίφος. Το μεταλλικό γάντι της λαβής είχε μορφή τίγρης, ακριβώς σαν εκείνο

που είχε πάρει ο Χάουαρντ από τον τάφο της ζούγκλας. Δεν είχε μαζί του το μεταλλικό γάντι τώρα, αλλά είχαν φέρει το βέλπου γιατί χρειάζονταν αυτό που περιείχε. Δέκα χρόνια μετά την απόδρασή τους από τη ζούγκλα, οι δρόμοι τους συναντήθηκαν πάλι στη Σχολή Στρατιωτικής Μηχανικής στο Τσάταμ, και μια νύχτα κλειδώθηκαν στη βιβλιοθήκη και άνοιξαν το μπαμπού. Μέσα βρήκαν όχι κάποιο είδωλο, αλλά ένα ρολό από αρχαίο πάπυρο, χαρτί φτιαγμένο από πεπιεσμένα καλάμια, που ο Χάουαρντ το αναγνώρισε από τις επισκέψεις που έκανε μικρός στο Βρετανικό Μουσείο. Αιγυπτιακός πάπυρος στη ζούγκλα της νότιας Ινδίας. Αυτό κι αν ήταν εκπληκτικό. Όμως ο πάπυρος ήταν γραμμένος, και ο Γουόχοουπ αναγνώρισε τα γράμματα - ήταν ακριβώς ίδια με εκείνα που είχε δει σκαλισμένα στον τάφο μέσα στο ναό της ζούγκλας. Hic iacet Licinius optio XV Apollinaris. Sacra iulium sacularia. Εδώ κείται ο Λικίνιος, optio της 15ης Απολλώνιας Λεγεώνας. Φύλακας του ουράνιου πετραδιού. Η επιγραφή στον πάπυρο ήταν πιο μεγάλη και αυτά που έλεγε ήταν εκπληκτικά- λέξεις που είχαν χαραχθεί από τότε στο μυαλό του Χάουαρντ. Είχαν συνδυάσει τις γνώσεις τους στα λατινικά για να μεταφράσουν το μήνυμα, σκυμμένοι μαζί πάνω από το φως του κεριού, Ήταν λέξεις που είχαν μεταφέρει τον Χάουαρντ πίσω, στα παιδικά του όνειρα, στα όνειρα της μεγάλης περιπέτειας. Αυτές οι λέξεις τον έβγαλαν από το σκοτάδι που είχε αγκαλιάσει την ψυχή του από εκείνη τη μέρα στη ζούγκλα και του έδωσαν ένα σκοπό πέρα από τη λύτρωση, για μια πράξη που δεν ήξερε καν αν είχε διαπράξει, αλλά που παραμόνευε κάτω από την επιφάνεια της συνειδητότητας του κάθε στιγμή της ζωής του από τότε που τράβηξε τη σκανδάλη πάνω στο ποταμόπλοιο. Το μικρό παιδί των Κόγια, το παιδί που έκλαιγε και δεν μπορούσε να το αφήσει να υποφέρει, όταν ο δικός του γιος τον φώναζε στις τελευταίες του ώρες. Τώρα, μέσα σε αυτό το ορυχείο, στο τέλος του ταξιδιού του, κοίταξε τον Γουόχοουπ και ψιθύρισε τις τελευταίες λέξεις του κειμένου που είχαν διαβάσει για πρώτη φορά εκείνη τη νύχτα: Cave tigris bellator. Προσοχή στον πολεμιστή της τίγρης. Ο Χάουαρντ αισθανόταν ίλιγγο. Κατάπιε πάλι και αισθάνθηκε το αίμα να κυλά στο λαιμό του. Είχε δει το τατουάζ στο χέρι του καβαλάρη, τη βρυχώμενη τίγρη-δράκο, καθώς αυτός κάλπαζε προς το μέρος τους στην κοιλάδα από κάτω. Φαίνεται ότι, με κάποιον ανεξήγητο τρόπο, εκείνοι που είχαν αναγκάσει τον Λικίνιο να καταφύγει στο κρησφύγετο της ζούγκλας πριν από δύο χιλιάδες χρόνια, υπήρχαν ακόμη και παρακολουθούσαν όποιον ανακάλυπτε τα ίχνη, αναζητώντας αυτό που είχε βρει και κρύψει ο Λικίνιος. Καθώς ανέβαιναν τη βουνοπλαγιά, ο Χάουαρντ έσπαγε το κεφάλι

του να καταλάβει πώς μπόρεσαν να τους ανακαλύψουν. Στο Κουέτα, όταν έκαναν τις ετοιμασίες, είχαν αποφασίσει να πουν ότι σκόπευαν απλώς να ακολουθήσουν την πορεία του Γουντ για να βρουν την πηγή του ποταμού Ώξου, στην Κοιλάδα του Παντζσίρ στο βόρειο Αφγανιστάν. Είχαν ζητήσει συμβουλές από τον εξερευνητή Άουρελ Στάιν, χωρίς ωστόσο να του αποκαλύψουν τον πραγματικό προορισμό τους. Ο Στάιν θεωρούσε καθαρή αυτοκτονία να μπουν στα βουνά Χίντου Κους χωρίς βαστάζους και οδηγούς, αλλά τους ευχήθηκε καλή τύχη. Ήταν δύο εκκεντρικοί ηλικιωμένοι συνταγματάρχες που ήθελαν να ζήσουν μια τελευταία περιπέτεια, εκφραστές μιας λαμπρής βρετανικής παράδοσης. Και μετά, ο Χάουαρντ θυμήθηκε κάτι που είχε συμβεί πριν από χρόνια, όταν είχε επιστρέφει στην Αγγλία μετά τη θητεία του στους Σκαπανείς του Μαδράς, όταν προσπάθησε να πάρει την Έλεν μακριά από τη θλίψη τους για τον μικρό Έντουαρντ, προκειμένου να ξεκινήσουν μια νέα ζωή. Μόλις είχε προαχθεί σε λοχαγό και δίδασκε τοπογραφία στη Σχολή Στρατιωτικής Μηχανικής. Είχε κάνει μια διάλεξη στο Βασιλικό Ινστιτούτο Ηνωμένων Υπηρεσιών στο Λονδίνο για τις ρωμαϊκές αρχαιότητες στη νότια Ινδία, ένα θέμα που τον πάθιαζε από τότε που ήταν μικρό παιδί και μάζευε ρωμαϊκά χρυσά και ασημένια νομίσματα που του αγόραζαν ο πατέρας του και οι θείοι του στα παζάρια του Μαδράς και του Μπανγκαλόρ. Στη διάλεξη είχε αναφέρει μια φήμη, τίποτα περισσότερο, για ένα σπήλαιο-ναό με ανάγλυφα που έδειχναν ρωμαϊκές σκηνές μάχης. Ήθελε να δείξει ότι εκτός από Ρωμαίους εμπόρους, στη νότια Ινδία μπορεί να είχαν φτάσει και Ρωμαίοι στρατιώτες. Ήταν ένα εκπληκτικό ενδεχόμενο. Μια αναπάντεχη ανακάλυψη. Είχε παρασυρθεί από τον ενθουσιασμό του. Τώρα συνειδητοποιούσε πως ήθελε να βγει κάτι καλό από εκείνη την εμπειρία της εξέγερσης που τον στοίχειωνε ακόμη, και είχε αμελήσει τις προφυλάξεις που έπαιρνε πάντα γι’ αυτό το θέμα. Δεν είπε τίποτα περισσότερο, δεν ανέφερε το παραμικρό για τη θέση, ούτε για το αν υπήρχε κάποια αλήθεια πίσω από τη φήμη. Μαζί με τον Γουόχοουπ είχαν κάνει τη συμφωνία να μην αποκαλύψουν ποτέ αυτό που είχε βρει μέσα στο ναό, μπορεί όμως σ’ εκείνη τη διάλεξη να υπήρχε κάτι που τον πρόδωσε. Ίσως ο ενθουσιασμός του, μια λάμψη στα μάτια του, κάτι από το καταπιεσμένο κομμάτι του εαυτού του που ήθελε να μιλήσει στον κόσμο για την ανακάλυψή τους, κάποιο στοιχείο που εντοπίστηκε από έναν προσεκτικό παρατηρητή. Μετά τη διάλεξη τον πλησίασε ένας αξιωματούχος από την Αυτοκρατορική Κινεζική Πρεσβεία για να τον συγχαρεί και να τον ρωτήσει

για τις πηγές του. Ο Χάουαρντ απάντησε ευγενικά, επαναλαμβάνοντας ότι ήταν απλώς μια φήμη. Είχαν περάσει πάνω από είκοσι χρόνια από τότε. Ήταν δυνατόν να τον παρακολουθούσαν όλον αυτό τον καιρό για να εντοπίσουν κάτι ασυνήθιστο, οτιδήποτε μπορεί να τους αποκάλυπτε τι γνώριζε; Είχαν κρύψει το βέλπου από μπαμπού σε ένα κλειδωμένο δωμάτιο στη σχολή του Τσάταμ, μέσα σε ένα τεράστιο συνονθύλευμα από εξωτικά τεχνουργήματα που είχαν φέρει οι αξιωματικοί από διάφορα μέρη του κόσμου όλα αυτά τα χρόνια. Ο Χάουαρντ ήταν έφορος του μουσείου και μόνο αυτός είχε το κλειδί. Ήταν αδύνατον να γνώριζε γι’ αυτό οποιοσδήποτε άλλος. Μετά, σκέφτηκε τους υπηρέτες του. Μόνο ένας ήταν μαζί του από την αρχή, ο πιστός Χουάνγκ-λι, μεγάλος ανιψιός της αγαπημένης του άγια από το Θιβέτ. Ο Χουάνγκ-λι ήταν μαζί του από το Μπανγκαλόρ μέχρι το Τσάταμ, και μετά πάλι σε όλες τις θέσεις όπου είχε υπηρετήσει στην Ινδία αφού μεγάλωσαν τα παιδιά του. Ο Χουάνγκ-λι είχε πάντα τους Ανατολίτες φίλους του, κούληδες, ναυτικούς, ανθρώπους που γνώριζε στα καπνιστήρια οπίου τη νύχτα, αλλά ο Χάουαρντ έκανε πάντα τα στραβά μάτια ξέροντας ότι είναι προτιμότερο να ανέχεσαι τις μυστικές εταιρείες και τις τελετουργίες τους παρά να τις απαγορεύεις. Ο Χουάνγκ-λι ήταν μαζί του και στο τέλος, αυτός έβαλε τρόφιμα στα σακίδιά τους στο Κουέτα και τους αποχαιρέτησε καθώς ξεκινούσαν για το Πέρασμα του Μπολάν. Ήταν ενθουσιασμένος - παράξενη ίσως αντίδραση για έναν άνθρωπο που πιθανώς έβλεπε τον κύριό του για τελευταία φορά. Τους έβαλε μαζί τους περισσότερα πράγματα απ’ όσα χρειάζονταν, κινέζικα φάρμακα, θεραπευτικά βότανα, πακέτα που αργότερα εκείνοι τα πέταξαν. Ο Χουάνγκ-λι έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να μείνουν ζωντανοί μέχρι να φτάσουν στον προορισμό τους. Αυτό ήταν φυσικό για έναν πιστό υπηρέτη και ο Χάουαρντ είχε συγκινηθεί. Τώρα όμως το ξανασκεφτόταν. Για να μείνουν ζωντανοί μέχρι να φτάσουν στον προορισμό τους, ώστε να οδηγήσουν και κάποιους άλλους σε αυτόν. Ήταν δυνατόν; Ο Χάουαρντ έβηξε. Δεν είχε σημασία τώρα πια. Προσπάθησε να κινήσει το κεφάλι του και ξαφνικά του ήρθε αναγούλα και ανέβηκε στο στόμα του μια γουλιά από το αφρισμένο αίμα που είχε προσπαθήσει να καταπιεί. Ο πόνος ήταν αφόρητος. Ο Χουάνγκ-λι είχε βάλει και λάβδανο στα πράγματά τους· ευχήθηκε να το είχε τώρα. Ο Γουόχοουπ έσκυψε από πάνω του και του στήριξε το κεφάλι. Ο Χάουαρντ τον κοίταξε. «Δεν παραδίδω ακόμη το πνεύμα», ψιθύρισε βραχνά. «Πρέπει να βρούμε το πετράδι». Ο Γουόχοουπ έδειξε με το κεφάλι το σκοτεινό τούνελ. «Είναι εκεί μέσα κάπου. Είμαι σίγουρος γι’ αυτό».

«Και έπειτα, το άλλο πετράδι. Αυτό πού πήρε ο άλλος Ρωμαίος που αναφέρει η επιγραφή, ο Φάβιος». «Ένα-ένα, φίλε μου». Ο Χάουαρντ έκανε μια γκριμάτσα. «Αθανασία. Αυτό δίνει το ουράνιο πετράδι- έτσι δεν είναι; Θα μας ήταν χρήσιμη μια δόση τώρα!» Ο Γουόχοουπ κοίταξε ανήσυχος την είσοδο και γύρισε πάλι στον Χάουαρντ. «Μπορεί στο τέλος, στη ζούγκλα, ο Λικίνιος να ένιωθε το ίδιο. Έχω αναρωτηθεί τι είδους άνθρωπος ήταν. Αν μπορούμε να δούμε τον εαυτό μας σε αυτόν. Μερικές φορές αυτός φαινόταν ο μοναδικός τρόπος για να εξιχνιάσουμε αυτό το μυστηριώδες μονοπάτι που ακολουθούμε. Όλα τα στοιχεία, η επιγραφή στον τάφο, το μήνυμα μέσα στο βέλπου, τα γεωγραφικά δεδομένα που συγκεντρώσαμε με τα χρόνια, όλα αυτά δεν σου δίνουν πολλά πράγματα, αν δεν ξέρεις τον άνθρωπο». Ο Χάουαρντ χαμογέλασε αδύναμα. Έβηξε και κατάπιε, πήρε μερικές ανάσες για να ηρεμήσει και μετά συνέχισε να μιλά, με τη φωνή του ελάχιστα πιο δυνατή από μουρμουρητό. «Θυμάσαι το ανάγλυφο που είδαμε στον τοίχο της σπηλιάς, τη γυναίκα και το παιδί; Αν έβρισκε την αθανασία, θα ήταν μια αθανασία στην οποία θα υπήρχαν για πάντα η απώλεια και η θλίψη. Τι νόημα έχει αν όσοι αγαπάς έχουν πεθάνει και αν έχεις ξοδέψει το απόθεμα της αγάπης σου; Νομίζω ότι προτίμησε να μείνει θνητός. Ίσως τα Ηλύσια Πεδία ήταν καλύτερη επιλογή τελικά». «Τότε, τι κάνουμε εδώ, εσύ κι εγώ, σε αυτό το μέρος;» «Κάνουμε ό,τι έκαναν και ο Λικίνιος με τον Φάβιο. Μπορεί στην πραγματικότητα να αναζητούσαν τα Ηλύσια Πεδία, τον ένδοξο θάνατο και όχι την αθανασία. Μπορεί το δέλεαρ της αθανασίας να εμφανίστηκε τυχαία μπροστά τους σε κάποιο σημείο της διαδρομής. Μπορεί ο Λικίνιος να έμαθε γι’ αυτό αφού είχε φύγει πια ο Φάβιος, και ο ίδιος είχε ξεκινήσει να πορεύεται προς Νότο. Ίσως είχε μαζί του τον άνθρωπο που έφερε τα δύο πετράδια από την Ανατολή, πιθανώς έναν έμπορο που λήστεψαν και τον εξανάγκασαν να γίνει οδηγός τους. Αν ο Λικίνιος και ο Φάβιος το γνώριζαν νωρίτερα, δεν βλέπω γιατί να χωριστούν και να χωρίσουν και τα πετράδια». «Ίσως οι θεοί δεν ήθελαν να μάθει η ανθρωπότητα το μυστικό της αθανασίας». «Και ίσως οι θεοί το έκαναν για το καλό μας». «Ακόμη δεν απάντησες στην ερώτησή μου. Τι κάνουμε εδώ;» Ο Γουόχοουπ τον κοίταζε διαπεραστικά, με ένα βλέμμα γεμάτο ανησυχία. Ο Χάουαρντ ήξερε ότι ο σκοπός του ήταν να τον βοηθήσει να αντέξει, να τον κρατήσει συγκεντρωμένο για να μη χάσει τις αισθήσεις του, αλλά και να

στύψει και την τελευταία σταγόνα της φιλίας τους, να απολαύσει όσα μπορούσε αυτές τις τελευταίες στιγμές. Του ανταπέδωσε το βλέμμα. «Είμαστε εδώ για τον ίδιο λόγο που εκείνοι οι Ρωμαίοι έκαναν το τελευταίο τους μεγάλο ταξίδι. Θυμάσαι την επιγραφή που είδαμε πριν από τόσα χρόνια στο ναό της ζούγκλας; Δέκατη Πέμπτη Απολλώνια. Για τη δόξα της λεγεώνας. Βάδιζαν δίπλα στους νεκρούς της λεγεώνας τους, τους ακολουθούσαν αναζητώντας το καπρίτσιο της μοίρας που θα τους έστελνε στην άλλη ζωή. Αναζητούσαν τον ένδοξο θάνατο. Έκαναν αυτό που ήταν εκπαιδευμένοι να κάνουν. Ήταν στρατιώτες/ίσως γι’ αυτό είμαστε εδώ. Για τη δόξα της λεγεώνας μας. Του Βασιλικού Μηχανικού. Για όλους εκείνους που έφυγαν ως τώρα, για όλους εκείνους που έπεσαν. Ubique».47 «Ubique», επανέλαβε σιγανά ο Γουόχοουπ. «Μιλάς σαν γνήσιος σκαπανέας». Η όραση του Χάουαρντ είχε στενέψει, σαν να κοίταζε μέσα από σωλήνα, με τις άκρες σκοτεινές και θολές. Το μόνο που έβλεπε ήταν το κεφάλι του Γουόχοουπ με τη γενειάδα και το τουρμπάνι, σαν ένα παλιό πορτρέτο σέπια. Ο Χάουαρντ ένιωθε σαν να αιωρείται ενώ ταυτόχρονα τον τρυπούσαν χιλιάδες βελόνες- μια όχι δυσάρεστη αίσθηση. Σκέφτηκε ότι έπρεπε να προσπαθήσει να κινηθεί, αλλά αναρωτήθηκε μήπως ήταν παγιδευμένος σε ένα όνειρο και η παραμικρή κίνηση θα το σκόρπιζε. Αν έμενε ακίνητος ίσως από στιγμή σε στιγμή να μπορούσε να υψωθεί και να περπατήσει σε αυτό το τούνελ προς το φως. «Ρόμπερτ», μουρμούρισε. «Δεν βλέπω πολύ καλά». Ο Γουόχοουπ του έπιασε το χέρι και το έσφιξε δυνατά. Ξαφνικά, κάποιες κινήσεις έγιναν αισθητές στην είσοδο. Ένας ήχος από χλιμίντρισμα, από οπλές. Κοίταξαν και οι δύο προς την κορυφή της πετρώδους πλαγιάς. Ο αχνός ζεστής εκπνοής εκτοξεύτηκε προς τα μέσα, ρουφηγμένος από τον αέρα του βουνού, σαν πύρινη ανάσα δράκοντα με φόντο τη λάμψη του βράχου. Άκουσαν ξεφυσήματα, οπλές ξανά, και μετά τα μάτια τους συνήθισαν στο φως - και το είδαν. Ήταν η σιλουέτα ενός αλόγου με φόντο τον κόκκινο ήλιο- η λάμψη έκανε τον ιδρώτα του να γυαλίζει σαν αίμα καθώς τίναξε τη χαίτη του εκσφενδονίζοντας κόκκινες σταγόνες στον αέρα. Και πάνω στο άλογο, η μορφή με την τρομακτική μάσκα της τίγρης, ντυμένη με πανοπλία από μεταλλικές πλάκες, και το μεγάλο ξίφος με το μεταλλικό γάντι στη λαβή να αστράφτει με φόντο τον ουρανό, γεμάτο κόκκινες ραβδώσεις από φρεσκοστεγνωμένο αίμα. Το δικό μου αίμα. Η 47 «Παντού», στα λατινικά. Το σύνθημα του Βρετανικού Βασιλικού Μηχανικού. (ΣτΜ)

'

καρδιά του Χάουαρντ άρχισε να χτυπά δυνατά, εκτοξεύοντας αφρό από το στόμα του. Ξαφνικά, άρχισε ένας τυμπανισμός, ένας αργός, επίμονος ρυθμός που έγινε πιο δυνατός καθώς ανέβαινε την πλαγιά της κοιλάδας προς το μέρος τους. «Το άλογο δεν θα έρθει εδώ μέσα», είπε ο Γουόχοουπ. «Οι άλλοι όμως θα μπουν σε λίγο- εκείνοι που ακολουθούν πεζοί. Έχουμε μερικά λεπτά ακόμη». Ο Χάουαρντ έπιασε το χέρι του Γουόχοουπ και το έσφιξε δυνατά- μετά τον κοίταξε. «Έκανα καλό, Ρόμπερτ; Έφτιαξα διώρυγες και γέφυρες και δρόμους. Τους έδειξα πώς να χαρτογραφούν τη γη. Έκανα καλό;» «Μεγάλωσες μια οικογένεια. Αγαπούσες τα παιδιά σου. Δεν μπορεί να κάνει μεγαλύτερο καλό ο άνθρωπος». Ο Χάουαρντ σκυθρώπιασε. «Ο γιος μου ο Έντουαρντ. Το παιδί μου. Δεν έπρεπε να τον αφήσω στο Μπανγκαλόρ. Έπρεπε να ήμουν μαζί του στο τέλος». «Ήσουν αξιωματικός και έκανες το καθήκον σου». «Καθήκον; Στη ζούγκλα; Τι κάναμε εκεί;» Ο Γουόχοουπ έσφιξε το χέρι του Χάουαρντ. «Θυμάσαι το φίλο μας, τον δόκτορα Γουόκερ; Έδωσε αναφορά στον επίατρο Ρος για τον τρομερό πυρετό που αποδεκάτισε τους άντρες μας και ο Ρος ήρθε στη ζούγκλα για να ελέγξει την κατάσταση μόνος του. Αν δεν είχες πει στον Γουόκερ τη θεωρία σου για τα κουνούπια και τον πυρετό, μπορεί να μην είχε ανακαλυφθεί ποτέ το αίτιο. Ο σερ Ρόναλντ Ρος, που πήρε πρόσφατα το βραβείο Νόμπελ Ιατρικής. Η καταστολή εκείνης της εξέγερσης ήταν άχαρο έργο, αλλά κάτι βγήκε από αυτό για το κοινό καλό». «Το κοινό καλό...» Ο Χάουαρντ έβηξε και κατάπιε με προσπάθεια. «Οι Κόγια είχαν ήδη ανοσία στον πυρετό. Σκοτώσαμε δεκάδες. Κάψαμε τα χωριά τους. Οι δρόμοι που χάραξα με τους σκαπανείς μου είναι ακόμη εκεί, μισοτελειωμένοι, σκεπασμένοι πάλι από τη βλάστηση. Και οι λίγοι που προλάβαμε να τελειώσουμε έφεραν στους ιθαγενείς τοκογλύφους, εμπόρους οπίου, αρρώστιες. Ήμαστε εκεί επειδή η κυβέρνηση προσπάθησε να αποσπάσει μερικές ρουπίες παραπάνω από τους Κόγια, και αποτύχαμε επειδή η κυβέρνηση δεν ήθελε να ασχοληθεί με ένα μέρος που δεν ήταν επικερδές. Κάναμε μεγάλα έργα με υψηλά ιδανικά, Ρόμπερτ, αλλά η καταστολή της εξέγερσης του Ράμπα δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία - και όσα έγιναν εκεί σημάδεψαν τη ζωή μου». Ο Χάουαρντ τραντάχτηκε από ένα σπασμό ξαφνικά και άρχισε να βήχει. Το αίμα κυλούσε στο πιγούνι του και καθώς πίεσε το ματωμένο πλευρό του, το

αισθάνθηκε να βγαίνει αφρίζοντας από τον πνεύμονα. Κοίταξε τον Γουόχοουπ κατάματα. Το πρόσωπό του ήταν γκρίζο και η φωνή του ψίθυρος. «Δεν αισθάνομαι πια τα πόδια μου, Ρόμπερτ». Ο τυμπανισμός είχε γίνει πιο δυνατός. Ο Γουόχοουπ έβαλε το χέρι στον ώμο του Χάουαρντ, έσκυψε από πάνω του και του σκούπισε το αίμα από το στόμα με το μανίκι. «Κράτα, φίλε μου». Ο Χάουαρντ έπιασε το χέρι του. «Βρες το πετράδι- εντάξει; Πήγαινέ το στη ζούγκλα, στους Κόγια. Και δώσ’ τους πίσω το ιερό τους βέλπου. Τους το χρωστάμε». Η φωνή του είχε αρχίσει να σβήνει. Έβηξε πάλι και ψιθύρισε: «Γύρνα πίσω στο ναό και βάλ’ το μέσα στον τάφο του». Ο Γουόχοουπ του έσφιξε το χέρι. «Ένα-ένα, φίλε μου. Άλλωστε θα χρειαστώ κι εσένα για να μετακινήσω το σκέπασμα». «Κοίτα κάτω από τη σαρκοφάγο», μουρμούρισε ο Χάουαρντ. «Θα υπάρχει μια τρύπα με το κατάλληλο μέγεθος για να χωράει αυτό το μπαμπού. Ο Λικίνιος ήταν λιθοξόος. Οι ρωμαϊκές σαρκοφάγοι είχαν πάντα μια τρύπα για να απορρέει η σήψη. Για να μπορεί να πετάξει ελεύθερη η ψυχή». «Πάντα έλεγα ότι έπρεπε να γίνεις αρχαιολόγος», παρατήρησε ο Γουόχοουπ. Ο Χάουαρντ χαμογέλασε αδύναμα. Τα δόντια του γυάλιζαν από το αίμα. «Είχαμε όμως μια μεγάλη περιπέτεια- έτσι δεν είναι;» «Πραγματικά». Ο Γουόχοουπ πήρε το μπαμπού με το αριστερό του χέρι, τυλίγοντας τα δάχτυλα γύρω του ώσπου άγγιξαν σχεδόν μεταξύ τους. Μετά, έσκυψε και έπιασε το περίστροφό του με το δεξί. «Και η περιπέτεια δεν τελείωσε ακόμη». Έδειξε το πιστόλι στο χέρι του Χάουαρντ, όπου είχε παραμείνει παρά την πτώση τους. «Έχεις καθόλου σφαίρες;» «Δύο». «Δεν μπορώ να το πιστέψω ότι χρησιμοποιείς ακόμη αυτό το παλιό πιστόλι. Καψούλια και βόλια ακόμη στην εποχή μας. Θα έπρεπε να πάρεις ένα με φυσίγγια». «Αυτό είχες πει και πριν από τριάντα χρόνια στη ζούγκλα. Από τότε όμως δεν έχω πυροβολήσει ούτε μία φορά από θυμό. Αυτό το πιστόλι με υπηρέτησε καλά». «Φτάνει να κρατάς το μπαρούτι σου στεγνό». «Ένας στρατιώτης φροντίζει πάντα το όπλο του, Ρόμπερτ». «Είσαι ακόμη στρατιώτης. Ο καλύτερος». «Όχι όμως πάντα ο ιππότης με την αστραφτερή πανοπλία», μουρμούρισε ο Χάουαρντ.

«Ένιωσες καλά; Που πυροβόλησες πάλι με θυμό, εννοώ. Πριν από λίγο». «Πάντα μου άρεσε η μυρωδιά του μπαρουτιού». «Ωραία λοιπόν, ας δούμε αν θα μπορέσουμε να αναπληρώσουμε τον χαμένο χρόνο, ε;» «Ηαnn til Ragnaroks». «Τι;» Ο Χάουαρντ σήκωσε το αριστερό του χέρι. Τα δάχτυλά του ήταν καμπυλωμένα σαν να κρατούσε ακόμη το μπαμπού, αλλά δεν τα ένιωθε. Η φωνή του ήταν απαλή, σχεδόν ψίθυρος. «Κοίτα τη σφραγίδα στο δαχτυλίδι. Το οικόσημο με την άγκυρα. Είναι φτιαγμένο από ασήμι των Βίκινγκς, που το έφεραν στην Αγγλία οι Σκανδιναβοί πρόγονοί μου. Το σύνθημά τους ήταν Ηαnn til Ragnaroks. Σημαίνει “Μέχρι να συναντηθούμε στο Ράγκναροκς”, στη Βαλχάλα». 48 «Πώς στην ευχή το ξέρεις αυτό;» απόρησε ο Γουόχοουπ. Ο Χάουαρντ κατάφερε να χαμογελάσει αδύναμα. «Οικογενειακή ιστορία. Πάντα ήταν το πάθος μου. Δεν είδα όμως να έχει μεταδοθεί σε κανένα από τα παιδιά μου. Δεν τους ενδιαφέρει. Τουλάχιστον όμως ξέρω τι να πω όταν θα φτάσω. Τι θα πω σ’ εκείνους που είναι ήδη εκεί». «Μα την πίστη μου, δεν πρόκειται να πάω στη Βαλχάλα χωρίς να πολεμήσω», είπε ο Γουόχοουπ. «Έλα». «Το χέρι μου, Ρόμπερτ», ψιθύρισε ο Χάουαρντ. «Το είδες; Έπαψε να τρέμει. Είχε ένα τρέμουλο όλα αυτά τα χρόνια μετά τη ζούγκλα. Από τότε που τράβηξα τη σκανδάλη. Τώρα δεν το νιώθω καθόλου». Ο Γουόχοουπ άπλωσε το χέρι και σήκωσε τον κόκορα στο Κολτ του Χάουαρντ- μετά, έβαλε τη λαβή του όπλου μέσα στην ελεύθερη παλάμη του. «Πάω για μια αναγνώριση. Η δική σου αποστολή είναι να ρίξεις σε όποιον φανεί στην είσοδο». «Εντάξει». Η φωνή του Χάουαρντ μόλις που ακουγόταν. «Στρατιώτης πρώτα, μηχανικός μετά». «Quo fas et Gloria ducunt 49 Είμαστε στρατιώτες». «Πολεμιστές», ψιθύρισε ο Χάουαρντ. «Ιππότες». «Πώς το είπες; Ηαnn til Ragnaroks». «Ηαnn til Ragnaroks». Ο Χάουαρντ ψιθύρισε τις λέξεις- πήρε μια βραχνή ανάσα βγάζοντας κι άλλο αίμα, και έσφιξε το μπράτσο του Γουόχοουπ. Έτρεμε πάλι και ανάσαινε λαχανιασμένα. «Το έκανα;» ψιθύρισε. «Στη ζούγκλα. Το έκανα; Πυροβόλησα εκείνο το παιδί;» Κοίταξε προς τα πάνω 48 Η μεγάλη αίθουσα όπου ο θεός Οντίν υποδέχεται τους ήρωες που έπεσαν γενναία στη μάχη. (ΣτΜ) 49 «Όπου οδηγούν το δίκαιο και η δόξα». Η συνέχεια του συνθήματος του Βασιλικού Μηχανικού. (ΣτΜ)

ικετευτικά, αλλά δεν μπορούσε πια να δει τον Γουόχοουπ. Το μόνο που έβλεπε ήταν το φως στην είσοδο της σπηλιάς και τη γαλάζια αύρα από τους βράχους γύρω της. Ο Γουόχοουπ έβαλε το χέρι στο χιτώνιο του Χάουαρντ και έβγαλε την ξεθωριασμένη φωτογραφία μιας νέας γυναίκας που κρατούσε ένα μωρό. Την έβαλε στο ματωμένο χέρι του Χάουαρντ και του την κράτησε εκεί. Ο Χάουαρντ έκλαιγε- δάκρυα κυλούσαν από τα τυφλωμένα μάτια του- έκλαιγε για πρώτη φορά. «Τον βλέπω», ψιθύρισε. «Αγαπημένε μου Έντουαρντ!» Τους είδε να κατεβαίνουν το τούνελ προς το μέρος του, να έρχονται από το φως, η γυναίκα και το παιδί. Το παιδί έτρεχε μπροστά, όρμησε στην αγκαλιά του και ο Χάουαρντ τον σήκωσε ψηλά γελώντας, κλαίγοντας από χαρά. Ο Γουόχοουπ έσκυψε και τον φίλησε στο μέτωπο- μετά σηκώθηκε με κόπο, με το Γουέμπλεϊ να κρέμεται από το ένα χέρι και το σωλήνα του μπαμπού από το άλλο. Η σιλουέτα είχε χαθεί και το μόνο που έβλεπε ο Χάουαρντ ήταν ένα εκτυφλωτικό φως καθώς ο ήλιος που ανέτελλε εξάλειψε καθετί άλλο με τις ακτίνες του. Το μπλε στους τοίχους φωτίστηκε και διοχέτευσε το φως πάλι έξω, μια ακτίνα ενέργειας που έμοιαζε να τον σηκώνει στα πόδια του και να τον μεταφέρει. Μετά, άκουσε πάλι τα τύμπανα, πιο κοντά τώρα, ο ήχος τους να πάλλεται μέσα στο σπήλαιο, και αισθάνθηκε τον άνεμο απέξω- σουβλιές κρύου που τον διαπερνούσαν σαν βέλη. Ύστερα, έφυγε.

18

Ο Τζακ αισθάνθηκε τον εαυτό του να βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση μέσα στο νερό. Κατέβαινε με τα μέλη ανοιχτά αφήνοντας το βάρος του να τον οδηγήσει προς τα κάτω. Στην αρχή είχε χρησιμοποιήσει με δύναμη τα πτερύγια για να κατεβεί σε ένα βάθος όπου δεν τον ωθούσε πλέον προς τα πάνω η άνωση. Ανέβασε τον υπόλοιπο αέρα από τα πνευμόνια του στο στόμα του και τον χρησιμοποίησε για να εξισώσει την πίεση στα αυτιά του. Αισθανόταν τη γεύση του νερού τώρα- ήταν γλυκιά, έντονη, με μια υποψία αρμύρας. Έβλεπε τον πυθμένα της λίμνης από κάτω- ήταν γκρίζος και επίπεδος, χωρίς κυματισμούς όπως στη θάλασσα. Είδε το σχήμα που τον είχε τραβήξει εδώ, το περίγραμμα ενός αρχαίου σκάφους που ήταν μισοθαμμένο μέσα στο ίζημα. Στο εσωτερικό του φαινόταν μια παλλόμενη πράσινη λάμψη, λες και κάποιος είχε ρίξει ένα στροβοσκοπικό φως μέσα στην άμμο. Συνέχισε να κατεβαίνει. Έφτασε στον πυθμένα. Άπλωσε το χέρι του βαθιά μέσα στην άμμο και έπιασε το αντικείμενο. Το τράβηξε και το σήκωσε ψηλά. Ήταν ένα λαμπερό πετράδι, πράσινος ολιβίνης, περίδοτο από το νησί έξω από τα παράλια της Αιγύπτου. Το αισθάνθηκε να εκπέμπει θερμότητα και η λάμψη διαπότισε το σώμα του. Ξαφνικά αισθάνθηκε νύστα- το πετράδι τον βάραινε, σαν να είχε βρει αυτό που αναζητούσε σε όλη του τη ζωή και δεν υπήρχε πουθενά αλλού να πάει τώρα, και το μόνο που ήθελε ήταν να αφήσει το ίζημα να τον τυλίξει και να κοιμηθεί για πάντα. Όμως συνήλθε με ένα τίναγμα, νιώθοντας την καρδιά του να χτυπάει δυνατά. Έπρεπε να ανεβεί στην επιφάνεια. Υπήρχε κάτι πιο

πολύτιμο εδώ. Άρχισε να ανεβαίνει με το πετράδι στο χέρι του- χτυπούσε δυνατά τα πτερύγια, πήγαινε προς το φως του ήλιου που ερχόταν από πάνω. Είμαι ήρεμος. Είμαι δυνατός. Άρχισε να επαναλαμβάνει το μάντρα, αλλά δεν χρειαζόταν. Δεν είχε καμία λαχτάρα για οξυγόνο, καμία επιθυμία να αναπνεύσει. Μετά όμως, όταν είδε το περίγραμμα του σκάφους από πάνω, τις κυματιστές φιγούρες που έγερναν από την κουπαστή και τον παρακολουθούσαν να ανεβαίνει, αισθάνθηκε πάλι ένα βάρος, μια ανατριχίλα που άρχισε από τα άκρα του κι έφτασε ως τον πυρήνα του σώματός του. Το πετράδι, που ήταν ήδη βαρύ στον πυθμένα της λίμνης, είχε γίνει ασήκωτο τώρα, ένα συντριπτικό βάρος. Είδε το πρόσωπο της Ρεβέκκας να κοιτάζει μέσα στη λίμνη, τα μακριά μαλλιά της να επιπλέουν στην επιφάνεια του νερού. Προσπάθησε να απλώσει το χέρι προς το μέρος της, αλλά το πετράδι τον τραβούσε κάτω. Άνοιξε το στόμα του και πήρε εισπνοή ρουφώντας το νερό της λίμνης στα πνευμόνια του. Και άρχισε να κατεβαίνει, νιώθοντας μόνο ένα τρομερό κενό, χωρίς να ξέρει αν κλαίει, με τα χέρια του απλωμένα προς μια μορφή που απομακρυνόταν μέσα στους λαμπυρισμούς του ήλιου στην επιφάνεια του νερού ώσπου χάθηκε τελείως. «Τζακ, ξύπνα! Η Κάτια και ο Αλταμάτι γυρίζουν». Ο Τζακ αισθάνθηκε ένα χέρι να τον ταρακουνάει και ξύπνησε με ένα τίναγμα. Ήταν απλωμένος στο κάθισμα του συνοδηγού στο τζιπ και ο Κώστας ήταν δίπλα του. Άκουσε έναν ήχο σαν τσαλάκωμα και είδε πως ήταν σκεπασμένος με μια κουβέρτα επιβίωσης. Πρέπει να την είχε βρει ο Κώστας στο ιατρικό κιτ του τζιπ. Αισθάνθηκε μυρμήγκιασμα στα χέρια του, η κυκλοφορία που επανερχόταν. Θυμήθηκε πόσο κρύα ήταν όταν έφτασαν σε αυτό το μέρος λίγο μετά τα χαράματα καθώς η δροσιά απλωνόταν ακόμη πυκνή στο έδαφος. Έβγαλε το αριστερό χέρι από την κουβέρτα και κοίταξε το ρολόι του. Ήταν σχεδόν μεσημέρι. Πρέπει να κοιμόταν τις δύο ώρες από τις περίπου τρεις που βρίσκονταν εδώ. Μελετούσαν την περιγραφή του υπολοχαγού Γουντ για το τελικό σκέλος του ταξιδιού του μέχρι τα ορυχεία του λάπις λάζουλι, κάπου στην κοιλάδα μπροστά τους. Ο Τζακ θυμήθηκε πως είχε κλείσει τα μάτια του όταν ο Πραντές πήγε να βράσει νερό για τσάι. Κοίταξε τον Κώστα. Φορούσε ένα ξεθωριασμένο πράσινο στρατιωτικό πανωφόρι πάνω από ένα σκούρο φλις, και ένα σοβιετικό καπέλο οδηγού τανκ από προβιά, κατεβασμένο χαμηλά στο κεφάλι του. Δεν είχαν προετοιμαστεί για το κρύο και αναγκάστηκαν να συμπληρώσουν το ρουχισμό τους με ό,τι είχαν βρει στο πίσω μέρος του τζιπ. Ο Τζακ έσπρωξε κάτω την κουβέρτα και ξερόβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του. «Με συγχωρείτε. Με πήρε ο ύπνος».

«Το πρόσεξα. Ακουγόταν σαν να δουλεύει ακόμη η μηχανή». «Δεν ροχαλίζω». «Όχι, βέβαια». Ο Πραντές εμφανίστηκε δίπλα στην πόρτα του τζιπ. «Χρειαζόσουν ύπνο». Φορούσε κι αυτός ένα καπέλο από προβιά κι ένα πράσινο πουλόβερ του Ινδικού Στρατού. Έσκυψε στο μικρό καμινέτο κι έδωσε ένα αχνιστό κύπελλο στον Τζακ. «Φρέσκο. Το καλύτερο Νταρτζίλινγκ. Έχω πάντα μια ποσότητα μαζί μου. Είναι στρατιωτική παράδοση που κληρονομήσαμε από εσάς τους Βρετανούς και δεν την ξεπεράσαμε ποτέ». «Ευχαριστώ». Ο Τζακ πήρε το μεταλλικό κύπελλο και τύλιξε γύρω του τα δάχτυλά του. Κοίταξε στην κοιλάδα μπροστά. Στο βάθος υψώνονταν τα βουνά του Χίντου Κους, πελώριες πτυχές από γυμνούς βράχους και σπασμένες πέτρες, πασπαλισμένα με ένα αχνό λευκό στις πιο κοντινές ράχες και σκεπασμένα από παχύ χιόνι στις κορυφές. Η κοιλάδα σχημάτιζε μια βαθιά ρωγμή, στενεύοντας όσο προχωρούσε ανάμεσα στα βουνά, με ένα ποτάμι να κυλά ανάμεσα στους βράχους. Ο Τζακ σήκωσε τα κιάλια που κρέμονταν στο λαιμό του και κοίταξε. Διέκρινε την Κάτια και τον Αλταμάτι να κατεβαίνουν ένα μονοπάτι που περνούσε από το πλάι της κοιλάδας. Υπήρχε άλλο ένα άτομο μαζί τους, ντυμένο με αφγανική ενδυμασία. Ο Τζακ κατέβασε τα κιάλια και κοίταξε τον Πραντές- αυτός έκανε ένα καταφατικό νεύμα. Όλα έδειχναν να πηγαίνουν σύμφωνα με το σχέδιο. Είχαν φτάσει στο αεροδρόμιο Φεϊζαμπάντ στο βόρειο Αφγανιστάν λίγο μετά τα χαράματα και από το αεροπλάνο είχαν μπει αμέσως στο τζιπ. Ο Τζακ είχε έναν παλιό φίλο που διηύθυνε μια οργάνωση ανθρωπιστικής βοήθειας στο Φεϊζαμπάντ και αυτός τους είχε προμηθεύσει το τζιπ με τα φρεσκοβαμμένα γράμματα TV στην οροφή και τις πόρτες. Ήθελαν να κρατήσουν χαμηλό προφίλ και να αποφύγουν μια στρατιωτική υποδοχή από το ΝΑΤΟ. Υπήρχε μια ομάδα ανοικοδόμησης της ISAF στην περιοχή, αλλά μετά από μια τηλεφωνική συνομιλία με τον Δανό συνταγματάρχη, είχαν αποφασίσει να μην υπάρχει στρατιωτική συνοδεία. Ο συνταγματάρχης τούς προειδοποίησε για τον κίνδυνο. Μια επίθεση από τους Ταλιμπάν ήταν πιθανή παντού, ακόμη κι εδώ, στα βόρεια της χώρας. Όμως ο τοπικός πολέμαρχος ήταν ανεξάρτητος, πιστός οπαδός της παλιάς Βόρειας Συμμαχίας, και ήταν προτιμότερο να εξασφαλίσουν τη φιλία του παρά να τον προκαλέσουν. Ο συνταγματάρχης είχε δηλώσει ότι θα είχαν τη δυνατότητα απομάκρυνσης τραυματιών με ελικόπτερο αν τη χρειάζονταν, αλλά πέρα από αυτό ήταν μόνοι τους. Ο Τζακ σήκωσε πάλι τα κιάλια και κοίταξε την απέναντι πλαγιά της

κοιλάδας, αναζητώντας αναλαμπές, ενδείξεις κίνησης ανάμεσα στους βράχους. Φυσικά, γνώριζε ότι δεν θα έβλεπε τίποτα. Κάπου εκεί έξω, κάπου μπροστά τους, ήταν ο ελεύθερος σκοπευτής. Η Κάτια ήταν σίγουρη ότι τους παρακολουθούσε στη Λίμνη Ισίκ Κουλ στην Κιργιζία και ότι θα ήταν κι εδώ. Δεν θα κινδύνευαν από τα πυρά του μέχρι να γίνει φανερός ο προορισμός τους, μέχρι να βρουν αυτό που ήθελε η αδελφότητα, αλλά με κάθε βήμα που τους έφερνε πιο κοντά στο σκοπό τους ο κίνδυνος θα μεγάλωνε, ώσπου ο ελεύθερος σκοπευτής δεν θα είχε πια κανένα λόγο να μη χτυπήσει. Ο Τζακ αισθανόταν ανήμπορος κι εκτεθειμένος, αλλά ήξερε ότι τώρα πια δεν είχαν άλλη επιλογή από το να παίξουν το παιχνίδι ως το τέλος και να βρουν έναν τρόπο για να τον αντιμετωπίσουν. Οι άλλοι ήξεραν τον κίνδυνο. Όλα εξαρτιόνταν από το αν η Κάτια και ο Αλταμάτι είχαν ολοκληρώσει την αποστολή τους μέσα σε αυτές τις δύο ώρες αφότου έφυγαν από το τζιπ για να κάνουν αναγνώριση στην κοιλάδα. Ο Πραντές δίπλωσε το πτυσσόμενο καμινέτο και το έβαλε στο σακίδιό του. «Ώρα να δέσουμε τις σέλες, παιδιά». Ο Κώστας έβγαλε τα πόδια του από το τζιπ. «Δεν ξέρω πού τις βρίσκεις αυτές τις εκφράσεις, Πραντές». «Αμερικανική Σχολή Στρατιωτικής Μηχανικής, Οχυρό Λέοναρντ Γουντ, Μιζούρι. Εξάμηνη απόσπαση πέρυσι». Ο Κώστας σταμάτησε και τον κοίταξε καλά-καλά. «Σοβαρά; Μήπως συνάντησες τον Τζιμ Πράεντερ;» «Τεχνολογία βαθυσκάφους, με απόσπαση από τη Ναυτική Ακαδημία; Παρακολούθησα το μάθημά του». Ο Κώστας κοίταξε τον Τζακ δείχνοντας τον Πραντές με τον αντίχειρα. «Τον χρειαζόμαστε αυτό τον τύπο. Οπωσδήποτε. Μόνιμο προσωπικό στο ΔΠΩ». Ο Τζακ χαμογέλασε στον Πραντές. Βγήκε από το τζιπ και τεντώθηκε. Φορούσε τον δικό του εξοπλισμό, φερμένο από το αεροπλάνο - ένα ζευγάρι ταλαιπωρημένες δερμάτινες μπότες πορείας, ένα φλις με πράσινο εξωτερικό περίβλημα από Goretex,50 έναν πολύτιμο μπλε μάλλινο σκούφο που του τον είχε δώσει όταν ήταν μικρός ένα από τα μέλη της ομάδας του Κουστό. Έσπρωξε την παλιά χακί τσάντα να πέσει άνετα στον ώμο του, νιώθοντας το σχήμα της θήκης μέσα. Ήταν καθησυχαστικό, αλλά θα χρειάζονταν κάτι περισσότερο από πιστόλια. Κοίταξε ψηλά στο μονοπάτι και είδε τον Αφγανό που ήταν με την Κάτια και τον Αλταμάτι να τους 50 Αδιάβροχο υλικό που αφήνει το δέρμα να αναπνέει. (ΣτΜ)

αφήνει. Ανέβηκε με άνεση ένα άλλο ανηφορικό μονοπάτι κι εξαφανίστηκε. Ο Τζακ πήρε μια βαθιά ανάσα και είπε μια σιωπηλή προσευχή. Ο Αλταμάτι είχε ζήσει εδώ πριν από είκοσι χρόνια και ήξερε πού να πάει. Αυτός και η Κάτια μιλούσαν Ντάρι, την κύρια γλώσσα του Αφγανιστάν, και ήξεραν και οι δύο τον κώδικα των Παστούν.51Ήταν προτιμότερο να κάνουν αυτοί την πρώτη επαφή. Πάρα πολλοί Δυτικοί είχαν έρθει εδώ υποσχόμενοι βοήθεια και ειρήνη, για να φέρουν τελικά μόνο προδοσία και θάνατο. Ο Τζακ ήξερε πως είχαν ήδη να αντιμετωπίσουν τον ελεύθερο σκοπευτή, και αν είχαν εναντίον τους και τον τοπικό πολέμαρχο θα ήταν ακατόρθωτο να βγουν από την κοιλάδα ζωντανοί. Άπλωσε το χέρι πίσω στο τζιπ και πήρε την Πηγή του Ποταμού Ώξου του Γουντ. Άνοιξε το παλιό βιβλίο στο σημείο που είχε σημαδέψει και είδε τις ξεθωριασμένες σημειώσεις του Τζον Χάουαρντ, του προ-προπάππου του, και μετά, σε μια ξεχωριστή σελίδα, τις στρωτές σημειώσεις της κόρης του, της Ρεβέκκας. Έμοιαζε να υπάρχει μια ροή ανάμεσά τους, μια συνέχεια, με το βιβλίο αυτό να γεφυρώνει τις γενιές. Κοίταξε το κείμενο, την πρόταση που γύριζε στο νου του όταν τον πήρε ο ύπνος. Μετά από μια μακρά και επίμοχθη πορεία φτάσαμε στους πρόποδες των βουνών Λάτζγορντ. Ήξερε ότι «Λάτζγορντ» ήταν το παλιό περσικό όνομα του μέρους όπου γινόταν η εξόρυξη του λάπις λάζουλι. Και τώρα είχαν φτάσει σε αυτό το μέρος απ’ όπου είχε περάσει ο Γουντ. Ήταν στο τέλος αυτού του δρόμου, το απώτατο σημείο όπου μπορούσαν να φτάσουν με το τζιπ. Από δω έπρεπε να συνεχίσουν με τα πόδια, όπως μάλλον θα είχαν κάνει ο Χάουαρντ και ο Γουόχοουπ, αν όντως κατάφεραν να φτάσουν ως εδώ. Ο Τζακ έκλεισε το βιβλίο και το έβαλε στην τσάντα του. Σκέφτηκε τη Ρεβέκκα με την καταδυτική ομάδα στη Λίμνη Ισίκ Κουλ. Το όνειρο που είχε δει πριν από λίγες στιγμές ήταν ακόμη έντονο στο νου του. Θυμήθηκε αυτό που είχε πει η Κάτια για τα όνειρα εδώ πάνω, στην κορυφή του κόσμου. Ότι είναι πιο δύσκολο να ξεχωρίσεις τα όνειρα από την πραγματικότητα εδώ, σαν να βρίσκεσαι ήδη εν μέρει στον κόσμο των ονείρων. Είχε πει ότι φταίει ο αραιός αέρας και ο ανήσυχος ύπνος. Ο Τζακ τίναξε το κεφάλι για να αποδιώξει τις σκέψεις και κοίταξε την Κάτια και τον Αλταμάτι που πλησίασαν στο τζιπ. Ήταν ώρα να συγκεντρωθεί στην πραγματικότητα. Η Κάτια φορούσε ένα χοντρό πουπουλένιο ορειβατικό άνορακ κι έδειχνε στο στοιχείο της. «Λοιπόν, να πώς έχουν τα πράγματα. Το καλό είναι ότι ήρθαμε σε επαφή με τον παλιό φίλο του Αλταμάτι». 51 Εθνότητα του Αφγανιστάν, τα μέλη της οποίας ζουν σύμφωνα με έναν κώδικα τιμής που επιβάλλει φιλοξενία, δικαιοσύνη, γενναιότητα, αξιοπρέπεια. (ΣτΜ)

«Τον μουτζαχεντίν που τον αιχμαλώτισε στον σοβιετικό πόλεμο;» ρώτησε ο Κώστας. Η Κάτια κατένευσε. «Λέγεται Ραχίντ. Μοχάμεντ Ραχίντ Χαν. Είχε μαθευτεί ήδη εδώ πάνω πως έρχεται ένα τηλεοπτικό συνεργείο. Ήξερε το όνομά σου, Τζακ. Ξέρει ποιος είσαι. Ήξερε ακόμη και ότι υπάρχουν Κιργίζιοι ανάμεσά μας. Απίστευτο πώς ταξιδεύουν οι πληροφορίες εδώ, σε ένα μέρος με ελάχιστους ανθρώπους». «Έχει δει κανέναν άλλο;» ρώτησε ο Πραντές. «Δεν ρώτησα. Τον απασχολούσαν άλλα θέματα. Νωρίτερα σήμερα το πρωί οι Ταλιμπάν επιτέθηκαν σε ένα χωριό στη διπλανή κοιλάδα προς Βορρά. Ήταν μια πράξη εκδίκησης για κάτι που είχε συμβεί την εποχή που οι Ταλιμπάν είχαν την εξουσία στο Αφγανιστάν, πριν από την 11η Σεπτεμβρίου. Εκδίκηση ενάντια σε έναν εξάδελφο του Ραχίντ, ένα δάσκαλο. Δεν θα σου πω τις λεπτομέρειες. Ο Ραχίντ έστειλε όλους τους άντρες του με τα περισσότερα όπλα και φεύγει και ο ίδιος σε λιγότερο από μία ώρα». «Άρα, δεν θα υπάρχει υποστήριξη για εμάς», είπε ο Κώστας. «Μπορεί να υπάρχει. Του είπα τι ήθελε ο Τζακ. Δεν του εξήγησα τον πραγματικό λόγο για τον οποίο είμαστε εδώ, αλλά δεν είναι βλάκας. Ο Τζακ Χάουαρντ δεν έρχεται σε μια εμπόλεμη ζώνη για να γυρίσει ντοκιμαντέρ. Όμως αυτοί οι άνθρωποι ξέρουν πότε δεν πρέπει να κάνουν ερωτήσεις. Με τους Παστούν, φέρνεις το θέμα γύρω-γύρω χωρίς να εκφράζεις τις πραγματικές προθέσεις σου, αγγίζεις τις παρυφές, τους αφήνεις να τις μαντέψουν, ζυγιάζετε πρώτα ο ένας τον άλλο. Είπε πως η κοιλάδα έχει μερικούς κατοίκους και είναι πάντα πιθανό να υπάρχουν ανάμεσά τους οπαδοί των Ταλιμπάν. Όπου γίνεται κάποια επίθεση, όπως σήμερα το πρωί, ξεσπά γενικός αναβρασμός και η εμφάνιση ξένων μπορεί να ερεθίσει τα πράγματα. Είπε ότι πρέπει να ακολουθήσουμε το ψηλό μονοπάτι, να αποφύγουμε τον πυθμένα της κοιλάδας. Όταν του είπα αυτό που ζήτησες, Τζακ, με ρώτησε αν υπάρχει κανείς ανάμεσά μας που μπορεί να χειριστεί τουφέκι Λι-Ενφιλντ. Του είπα για τους Καναδούς ρέιντζερ. Μου το είχες πει κάποτε». «Τους Καναδούς ρέιντζερ;» ρώτησε ο Πραντές. «Κάτι που έγινε στα εφηβικά μου χρόνια», διευκρίνισε ο Τζακ. «Ο πατέρας μου ήταν ζωγράφος και είχαμε μείνει μερικά καλοκαίρια στον Καναδά, στο ύψος του Αρκτικού Κύκλου. Οι Καναδοί ρέιντζερ ανήκουν στην πολιτοφυλακή και οι περισσότεροι είναι Ίνου και Ινουίτ. Είναι οπλισμένοι με το παλιό τουφέκι Λι-Ένφιλντ. Το χρησιμοποιούν για κυνήγι.

Και μου έμαθαν να ρίχνω». «Σε έκαναν ελεύθερο σκοπευτή, Τζακ», είπε ο Κώστας. «Σε έχω δει». «Δεν θα ισχυριζόμουν ποτέ κάτι τέτοιο μπροστά σε έναν Αφγανό πολέμαρχο», είπε ο Τζακ. «Οι Παστούν μαθαίνουν σκοποβολή πριν μάθουν να περπατούν. Άλλωστε, ο Πραντές θα είναι κι αυτός εξοικειωμένος με το Λι-Ένφιλντ. Χρησιμοποιείται ακόμη στην Ινδία. Μάλλον είναι καλύτερος σκοπευτής από εμένα». «Εσύ είσαι ο αρχηγός μας, Τζακ, και ο Ραχίντ το ξέρει», είπε ο Πραντές. «Ένας φύλαρχος των Παστούν θα σεβαστεί έναν αρχηγό μόνο όταν μπορεί να σκοτώσει μόνος του τους εχθρούς του». Η Κάτια κοίταξε τον Τζακ. «Ο Ραχίντ βρίσκεται σε ένα σύμπλεγμα σπηλαίων κάπου είκοσι λεπτά από δω, πάνω στην πλαγιά. Πρέπει να τον προλάβουμε πριν φύγει. Ας ξεκινήσουμε». Γύρισε και τους οδήγησε στο μονοπάτι. Λίγο πιο κάτω έκαναν δεξιά σε μια στροφή, με την πετρώδη πλαγιά να απλώνεται από κάτω, και την ίδια στιγμή βρέθηκαν ανάμεσα σε συντρίμμια, μεγάλα παραμορφωμένα κομμάτια μέταλλο, τμήματα από μια άτρακτο, έναν έλικα ελικοπτέρου διπλωμένο σαν γιγάντιο μαραμένο λουλούδι. Τα μέταλλα κάποτε ήταν βαμμένα με μπογιά καμουφλάζ που τώρα ξεφλούδιζε, και σε δύο σημεία φαινόταν ένα ξεθωριασμένο κόκκινο άστρο. «Το ελικόπτερο Χιντ του Αλταμάτι», είπε η Κάτια. «Σε αυτό ήταν όταν τον κατέρριψαν στον σοβιετικό πόλεμο. Ήταν δεκαοκτώ χρόνων και ο μόνος που σώθηκε. Είχαν επιζήσει άλλοι δύο από τη συντριβή, αλλά τους σκότωσε ο Ραχίντ». «Εννοείς ο φιλικός τύπος που θα συναντήσουμε σε λίγο;» ρώτησε ο Κώστας. «Έτσι είναι τα πράγματα εδώ πάνω», απάντησε ο Πραντές. «Κανείς δεν δείχνει έλεος και κανείς δεν περιμένει έλεος». Ο Τζακ παρακολούθησε τον Αλταμάτι καθώς περνούσε μέσα από τα συντρίμμια, με το βλέμμα του ίσια μπροστά, να κοιτάζει μόνο το πετρώδες μονοπάτι μπροστά του. Κάπου μακριά ακούστηκε ένα μουγκρητό, ήχοι από τζετ που πετούσαν χαμηλά περνώντας μέσα από κάποια μακρινή κοιλάδα. Μετά ο ήχος έσβησε και αφού άφησαν τα συντρίμμια πίσω τους έμειναν να βλέπουν τώρα μόνο ένα απότομο στενό μονοπάτι μπροστά τους, μόνο γυμνά βράχια και πέτρες. Ήταν λες κι εδώ, στην άκρη των βουνών, η ιστορία δεν ήταν παρά ένας περιοδικός εισβολέας, μια πλημμυρίδα ανθρώπινης προσπάθειας που ανεβαίνει ως εδώ για λίγο από τους κάμπους και μετά υποχωρεί, αφήνοντας μόνο θραύσματα και μια ηχώ που σβήνει. Ο πόλεμος που γινόταν τώρα εδώ θα μπορούσε να είναι

οποιοσδήποτε από τους πολέμους της ανθρώπινης ιστορίας - οι πόλεμοι των Βρετανών, ο πόλεμος των Σοβιετικών, διαδοχικοί πόλεμοι που όργωναν και κατέστρεφαν τους κάμπους αλλά άφηναν τα βουνά άθικτα, χωρίς καμία σχεδόν αλλαγή από εκείνη την ημέρα του 1836 που έφτασε εδώ ο Τζον Γουντ αναζητώντας τα ορυχεία. Εδώ πάνω οι άνθρωποι φαίνονταν μικροσκοπικοί, ασήμαντοι, και οι καλλιέργειες και οι οικισμοί τους στις κοιλάδες σού έδιναν την αίσθηση ότι μπορούσαν να παρασυρθούν και να χαθούν από τη μια στιγμή στην άλλη. Ο Πραντές είχε πει το ίδιο πράγμα για τη ζούγκλα και τον ποταμό Γκονταβάρι. Η ζούγκλα και τα βουνά ήταν και τα δύο μέρη χωρίς έλεος, στα οποία δεν μπορούσαν να κυριαρχήσουν ποτέ οι άνθρωποι. Ο Τζακ άρχισε να σκαρφαλώνει στην πλαγιά μπροστά από τους άλλους που συνέχισαν από το μονοπάτι. Αυτό όσο πήγαινε κι έσβηνε καθώς η κλίση της πλαγιάς μεγάλωνε, αλλά η διαδρομή αναρρίχησης φαινόταν καθαρά από τα γυαλιστερά σημεία πάνω στους βράχους - προεξοχές για να πιαστείς και να πατήσεις, από τις οποίες πολλοί είχαν ανεβεί εδώ πάνω στο παρελθόν. Οι βράχοι ήταν σχιστόλιθος και δολομίτης, σκληροί σαν τους βράχους της Βόρειας Ουαλίας όπου ο Τζακ είχε μάθει αναρρίχηση. Το απολάμβανε τώραπροχωρούσε γρήγορα στις προεξοχές χρησιμοποιώντας τα χέρια του, ρουφώντας με αγαλλίαση τον παγερό αέρα στα πνευμόνια του, που τον έκανε να νιώθει ότι τον καθαρίζει, τον αναζωογονεί. Στα βουνά ένιωθε άνετα, όπως και κάτω από το νερό. Είκοσι λεπτά αργότερα έφτασε σε ένα βράχο που προεξείχε από πάνω του, κοντά στην κορυφή της πλαγιάς. Σταμάτησε για να πάρει ανάσα και κοίταξε προς τα πάνω. Είδε έναν άντρα να στέκεται μερικά μέτρα μακριά. Φορούσε τουρμπάνι και αφγανική κελεμπία, και από πάνω χοντρό χιτώνιο από προβιά. Κοίταζε τον Τζακ με διαπεραστικά πράσινα μάτια. Το πρόσωπό του ήταν μελαψό και τραχύ, και η γενειάδα του είχε γκρίζες ραβδώσεις. Ο Τζακ σκέφτηκε ότι πρέπει να ήταν στη δική του ηλικία, αλλά το πρόσωπό του είχε μια άχρονη όψη, σαν τα βουνά που τον πλαισίωναν. Ανέβηκε στο ίδιο επίπεδο και άπλωσε το χέρι. «Ο Μοχάμεντ Ραχίντ Χαν. Σαλαάμ». «Σαλαάμ, δόκτωρ Χάουαρντ». «Με έχεις ακουστά». «Από το History Channel. Το πιάνουμε κι εδώ, ξέρεις», είπε ο Ραχίντ με ένα λοξό χαμόγελο. «Ήμουν σε οικοτροφείο στην Αγγλία πριν με φέρει πίσω ο σοβιετικός πόλεμος. Ο πατέρας μου ήταν υπουργός στην παλιά αφγανική κυβέρνηση. Μετά τη δολοφονία του, κυβερνώ εγώ εδώ».

«Ξέρω ότι δεν έχεις πολύ χρόνο». Ο Τζακ έβγαλε το αντίτυπο της Πηγής του Ποταμού Ώξον του Γουντ από την τσάντα του και του το έδωσε. «Το έχω διαβάσει». Ο Ραχίντ το άνοιξε με προσοχή και το ξεφύλλισε σιωπηλός για λίγο. «Όμως δεν το έχω ξαναδεί με τόσες σημειώσεις. Πάντως, νομίζω ότι δεν ακολουθείς τον υπολοχαγό Γουντ, δόκτωρ Χάουαρντ. Νομίζω πως ακολουθείς τα βήματα κάποιου άλλου». «Δύο Βρετανών αξιωματικών, το 1908. Απόστρατοι αξιωματικοί που αναζητούσαν την περιπέτεια. Ο ένας ήταν προ-προπάππος μου. Νομίζουμε ότι έφτασαν εδώ, σε αυτή την κοιλάδα». «Τότε, οι δρόμοι μας έχουν ξανασυναντηθεί. Των προγόνων σου και των δικών μου». «Το ξέρω». «Υπάρχει μια αρχαία παροιμία γι’ αυτή την κοιλάδα». «Αυτή που λέει...» Ο Τζακ έκανε μια παύση και μετά συνέχισε: «Αγκούρ τζανούμπ ντοσούκ να-καμ μπούρο, ζινάαρ μούροου μπα τζανούμπ τούνγκι Κόράν. Αν θέλεις να γλιτώσεις τον αφανισμό, απόφυγε τη στενή κοιλάδα του Κοράν». Ο Ραχίντ τον κοίταξε. «Πώς την ξέρεις;» Ο Τζακ έκανε ένα νεύμα προς τα πίσω. «Ένας φίλος από την Κιργιζία». Ο Ραχίντ κοίταξε τον Αλταμάτι που ανέβαινε το μονοπάτι. «Θυμάται καλά αυτά που έχει μάθει». «Σου είπε γιατί ήρθαμε;» Τα μάτια του Ραχίντ στένεψαν. «Ο παππούς μου θυμάται εκείνη την ημέρα, πριν από έναν αιώνα. Οι άντρες της φυλής μας ήξεραν ότι έφτασαν οι δύο ταξιδιώτες και είδαν κι εκείνους που τους καταδίωξαν μέσα στην κοιλάδα και μέχρι τα ορυχεία. Μετά, ο παππούς μου ανέβηκε εκεί. Είπε πως είδε κάτι τρομερό, ότι τα επάνω πηγάδια των ορυχείων ήταν στοιχειωμένα, ότι δεν πρέπει να ξαναπάει κανείς εκεί. Μόνο εγώ είχα το κουράγιο να πάω, όταν ήμουν μικρός». «Νομίζουμε πως υπάρχει και κάποιος άλλος εδώ τώρα. Μας παρακολουθεί. Είναι ήδη εκεί πάνω και περιμένει». Ο Ραχίντ κοίταξε στην κοιλάδα. «Αυτή η γη είναι σαν το δέρμα μου. Το νιώθω όταν έρπουν ζωύφια πάνω της. Ο εχθρός σου είναι εχθρός μου. Ινσαλλάχ. Σήμερα όμως οι άντρες μου πολεμούν. Θα εκδικηθούμε». «Ο εχθρός μου είναι εχθρός σου». Ο Ραχίντ κοίταξε τον Τζακ στα μάτια για μια στιγμή και έκανε ένα καταφατικό νεύμα. Έβαλε το χέρι μέσα στο χιτώνιο κι έβγαλε μια φωτογραφία. «Έχεις παιδιά;»

«Ναι», είπε ο Τζακ. «Μια κόρη». «Αυτή είναι η δική μου κόρη». Ο Τζακ είδε στη φωτογραφία μια χαμογελαστή Αφγανή, χωρίς φερετζέ, με τα μαύρα μαλλιά της να πέφτουν στους ώμους. «Αν δεν πολεμήσω, μια μέρα θα κάνουν στην κόρη μου αυτό που μόλις έκαναν στον ξάδερφό μου. Θα τη μαστιγώσουν επειδή δεν φοράει φερετζέ. Θα την ακρωτηριάσουν επειδή διαβάζει βιβλία. Και θα τη βιάσουν επειδή είναι ζώα». «Αυτοί δεν είναι άνθρωποι. Δεν έχουν καμιά σχέση με τον Αλλάχ». Ο Ραχίντ έκανε έναν περιφρονητικό μορφασμό. «Οι Ταλιμπάν και η ΑλΚάιντα», είπε χλευαστικά. «Οι Βαχαμπιστές52 έρχονται εδώ από την εποχή των Βρετανών και προσπαθούν να μας ξεσηκώσουν. Δεν έχουν καμία σχέση με το Αφγανιστάν. Και τώρα έρχονται οι νεοσύλλεκτοι τους οποίους μαζεύουν από τη Δύση. Πηγαίνουν στα λεγάμενα στρατόπεδα εκπαίδευσης, νεαροί Μουσουλμάνοι που νομίζουν ότι έχουν μάθει να πυροβολούν παίζοντας βιντεοπαιχνίδια και γαζώνοντας με σφαίρες τις πλαγιές ενώ ψέλνουν ιερούς στίχους. Ηλίθια παιδιά, ηλίθιοι χοντρομπαλάδες. Δεν κάνουν ούτε για στόχοι. Πεθαίνουν χωρίς να καταλάβουν από πού τους ήρθε». Η Κάτια και ο Αλταμάτι ανέβηκαν στο πλάτωμα και ο Κώστας πήδησε κι αυτός πάνω ακολουθώντας τους. Έβγαλε το γάντι του και έσφιξε το χέρι του Ραχίντ λαχανιασμένος. «Κώστας Καζαντζάκης». «Α!» Ο Ραχίντ έκανε μια μικρή υπόκλιση. «Ο ειδικός στα βαθυσκάφη, με το Σταυρό του Ναυτικού». «Σου είπε ο Τζακ;» «Διαβάζω εφημερίδες». Ο Τζακ έριξε μια πλάγια ματιά στον Κώστα. «Ο Ραχίντ κι εγώ συζητούσαμε για τους Ταλιμπάν. Τον εχθρό μας». «Να υποθέσω πως είμαστε σύμμαχοι, λοιπόν». Ο Ραχίντ κοίταξε διαπεραστικά τον Κώστα. «Όταν κάποιος πυροβολεί έναν Παστούν, ο Παστούν τον σκοτώνει. Όταν ήρθαν οι Βρετανοί, τους σκοτώναμε. Όταν ήρθαν οι Σοβιετικοί, τους σκοτώναμε. Και τώρα ήρθαν οι Ταλιμπάν, και τους σκοτώνουμε κι αυτούς». «Όμως, πριν από είκοσι χρόνια χάρισες τη ζωή στον Αλταμάτι», είπε ο Κώστας. «Μερικές φορές παίρνουμε ομήρους. Και είναι Κιργίζιος, όχι Ρώσος. Ίσως όμως έπρεπε να τον σκοτώσω». 52 Μέλη αυστηρής μουσουλμανικής αίρεσης που τηρεί πιστά το Κοράνι. (ΣτΜ)

«Τώρα είναι η ευκαιρία σου», είπε ο Κώστας. Ο Ραχίντ έκανε ένα μορφασμό. «Δεν μπορώ. Μου έφερε ένα αρνοκέφαλο». «Τι;» «Εκείνος ο σάκος. Όταν ήρθε εδώ πάνω με τη γυναίκα, την Κάτια», είπε ο Ραχίντ δείχνοντας. Και ξαφνικά ο Τζακ κατάλαβε. Έτσι εξηγούνταν. Τον ενοχλούσε μια μυρωδιά σε όλη την πτήση και μετά στο τζιπ. Ευτυχώς που δεν προλάβαιναν να το βράσουν τώρα. «Όταν τον πιάσαμε στον σοβιετικό πόλεμο, αυτό του έδινα να φάει». «Γι’ αυτό του χάρισες τη ζωή», είπε ο Κώστας. «Όταν τον έπιασες, τον ζύγιασες. Ήξερες ότι θα σου φέρει το αρνοκέφαλο αν ξαναγύριζε ποτέ». Ο Ραχίντ κοίταξε τον Τζακ και μετά έδειξε τον Κώστα. «Μου αρέσει αυτός ο τύπος». «Το ίδιο είναι και στην Ελλάδα», είπε ο Κώστας. «Εκεί οι άντρες είναι άντρες». «Οι άντρες», μουρμούρισε η Κάτια, «είναι ανόητοι». Ο Ραχίντ έβαλε πάλι στην τσέπη τη φωτογραφία της κόρης του. «Αρκετά. Πρέπει να φύγω γρήγορα. Ελάτε μαζί μου». Τους οδήγησε σε μια σπηλιά στη βουνοπλαγιά, κρυμμένη πίσω από ένα σωρό πέτρες που τις είχαν ρίξει έτσι ώστε να μοιάζει με φυσική πέτρινη πλαγιά. Πέρασαν από μια πόρτα σε ένα διάδρομο σκαλισμένο στο βράχο. «Αυτό ήταν φυσικό σπήλαιο και μετά οι πρόγονοί μου το πελέκησαν κι έφτιαξαν εδώ ένα καταφύγιο την εποχή του πρώτου Βρετανικού Πολέμου στη δεκαετία του 1840. Οι άντρες που το έφτιαξαν δούλευαν στα ορυχεία λάπις λάζουλι, κι έτσι ήξεραν τη δουλειά τους. Εδώ ζούσαμε στον Σοβιετικό Πόλεμο. Έχουμε δική μας γεννήτρια, με ηλιακή ενέργεια. Οι Σοβιετικοί προσπάθησαν να καταστρέφουν το σπήλαιο από αέρος, αλλά δεν είχαν βόμβες υπόγειων στόχων. Προσπάθησαν με χερσαίες επιθέσεις, ξανά και ξανά. Αυτό έκανε ο Αλταμάτι εδώ. Όμως όλη η πλαγιά είναι παγιδευμένη με εκρηκτικά. Ακόμη και τώρα, αν ανεβήκατε ζωντανοί το μονοπάτι είναι επειδή ήξερα πως έρχεστε». Άνοιξε μια συρόμενη μεταλλική πόρτα στο τέρμα του διαδρόμου, άναψε ένα φως κι έβγαλε από την πρίζα μια αφυγραντική συσκευή που βούιζε στη γωνία. «Αυτό το δωμάτιο είναι το οπλοστάσιό μας. Οι άντρες μου πήραν όλα τα σύγχρονα όπλα, αλλά υπάρχουν αρκετά εδώ γι’ αυτό που χρειάζεστε». Μπήκαν μέσα πίσω από τον Ραχίντ. Οι τοίχοι ήταν γεμάτοι με ξύλινα ράφια για όπλα. Τα πιο πολλά ήταν άδεια, αλλά υπήρχαν ακόμη ντουζίνες τουφέκια. Ο αέρας μύριζε λιπαντικό όπλων. Τα πάντα ήταν πεντακάθαρα.

Ο Τζακ πήγε στο πιο κοντινό ράφι. Στην κορυφή υπήρχε ένα μακρύ περίτεχνο όπλο, ένα αρχαίο εμπροσθογεμές με έντονη καμπύλωση στο κοντά- κι και διακοσμητικούς δακτύλιους στην κάννη. «Ένα τζεζάιλ», είπε. «Λειόκαννο μουσκέτο, αρχές δέκατου ένατου αιώνα». Ο Ραχίντ τον κοίταξε με θαυμασμό. «Ξέρεις από όπλα». «Οικογενειακή παράδοση». «Οι πρόγονοί μου σκότωναν με όλα αυτά τα όπλα. Και τα διατηρούμε σε καλή κατάσταση. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν ακόμη και τώρα». «Αυτό βλέπω». Κάτω από το τζεζάιλ υπήρχαν αρκετά κρουστικά μουσκέτα, λειόκαννα τουφέκια της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών παρόμοια με εκείνο που είχε στην καμπίνα του στον Θαλάσσιο Ιχνηλάτη II. Από κάτω υπήρχαν μισή ντουζίνα τουφέκια Χένρι, με το σήμα της Βασίλισσας Βικτορίας στο πλάι. Στη μέση ήταν ένα οπισθογεμές ΣνάιντερΈνφιλντ, με τη χρονολογία 1860 ορατή ακόμη πάνω στο κλείστρο. Ο Πραντές έδειξε το κοντάκτ «Κοίτα δω», είπε. «Η ροζέτα των Βασιλικών Σκαπανέων και Ορυκτών του Μαδράς. Το σύνταγμά μου και το σύνταγμα του Τζον Χάουαρντ. Μπορεί να το είχε αγγίξει αυτό το όπλο, Τζακ». «Όλα αυτά τα τουφέκια τα πήραμε από τους Βρετανούς», είπε ο Ραχίντ. «Το Σνάιντερ-Ένφιλντ είναι από τη μάχη του Μάιγου- αντ, τον Οκτώβριο του 1880. Ανήκε σε έναν Βρετανό λοχία που πολέμησε μέχρι την τελευταία σφαίρα του, υπερασπιζόμενος τους Ινδούς σκαπανείς του. Τον έλεγαν Ο’ Κόνελ. Αυτό σημαίνουν εκείνα τα περσικά γράμματα στο κοντάκι. Τα σκάλισαν άντρες της φυλής που βρήκαν το όνομα πάνω στα μετάλλιά του. Σεβόμαστε τους εχθρούς μας όταν είναι γενναίοι. Το θεωρούμε τιμή να πάρουμε τα όπλα τους και να τα χρησιμοποιήσουμε». Ο Πραντές κοίταξε τον Τζακ. «Μερικοί από τους σκαπανείς τοποθετήθηκαν εδώ μετά τη ζούγκλα του Ράμπα, λίγο μετά το περιστατικό με το ποταμόπλοιο. Αυτός ο Ο’ Κόνελ μπορεί να ήταν ένας από τους υπαξιωματικούς του Χάουαρντ». Ο Τζακ άγγιξε το κοντάκι του τουφεκιού, βλέποντας μια προσεκτική επιδιόρθωση κοντά στο ουραίο, ένα πιο σκούρο κομμάτι ινδικό ξύλο που το είχαν σφηνώσει μέσα στην αγγλική καρυδιά. Σκέφτηκε για μια στιγμή τους σκαπανείς εκείνη την ημέρα το 1879 στον ποταμό Γκονταβάρι, χίλια εξακόσια χιλιόμετρα μακριά από εδώ. Έκανε ένα βήμα πίσω. Τα υπόλοιπα τουφέκια ήταν Λι-Ένφιλντ, κοντόκαννα τουφέκια Μοντέλο 3 φτιαγμένα στο εργοστάσιο όπλων του Ίσαπορ στην Ινδία, καθώς και μεταγενέστερα τουφέκια Μοντέλο 4 από το καναδικό εργοστάσιο Λονγκ Μπραντς, πολλά από αυτά ανακατασκευασμένα με ινδικό μαόνι.

«Αυτά τα χρησιμοποιούμε ακόμη», είπε ο Ραχίντ. «Οι σφαίρες των 303 χιλιοστών έχουν μεγαλύτερη ισχύ από τις σφαίρες των σύγχρονων τυπικών όπλων, και το Λι-Ένφιλντ είναι εξαιρετικά ακριβές και με εκπληκτικό βεληνεκές για όπλο με ουραίο. Από την εποχή των τζεζάιλ, μας μαθαίνουν μεγαλώνοντας να σκοτώνουμε με μία μόνο σφαίρα. Ένας από τους άντρες μου με ένα Λι-Ένφιλντ μπορεί να καθαρίσει μια ολόκληρη ομάδα Ταλιμπάν με αυτόματα όπλα που δεν ξέρουν να χρησιμοποιούν. Δεν είναι σαν το λοχία των σκαπανέων. Οι Ταλιμπάν είναι εχθρός που απεχθανόμαστε. Βεβηλώνουμε τα πτώματά τους και καταστρέφουμε τα όπλα τους». Ο Τζακ κοίταξε τα τουφέκια, σταματώντας σε ένα με διόπτρα σκόπευσης. «Λονγκ Μπραντς, Νούμερο 4, Μοντέλο 1, 1943», είπε. «Με αυτό το τουφέκι έμαθα να ρίχνω». Το σήκωσε από τη βάση, έλεγξε το κοντάκι και έβγαλε τα δερμάτινα καλύμματα από τη διόπτρα. «Πλέγμα σκόπευσης του 1918, αριθμός 32, μοντέλο 1», είπε. «Μεγέθυνση 3,5».Έσπρωξε την ασφάλεια μπροστά, απελευθέρωσε την κεφαλή του ουραίου και το τράβηξε έξω. Σήκωσε το τουφέκι στο φως και κοίταξε μέσα στην κάννη. «Τέλεια κατάσταση». «Τα φροντίζουμε τα όπλα μας», είπε ο Ραχίντ. Ο Τζακ τράβηξε προς τα πάνω και πίσω τη λαβή του ουραίου και μετά την έσπρωξε πάλι μπροστά και κάτω για να το ασφαλίσει. Τράβηξε τη σκανδάλη, επανέλαβε τη διαδικασία αφήνοντας το ουραίο να τιναχτεί πίσω και μετά το έσπρωξε μπροστά πατώντας ταυτόχρονα τη σκανδάλη. Έβγαλε το γεμιστήρα και πίεσε κάτω, την πλατφόρμα τροφοδοσίας, νιώθοντας την πίεση του ελατηρίου. Ο Ραχίντ του έδωσε μια χακί φυσιγγιοθήκη με πέντε τσέπες. Ο Τζακ την πέρασε στον αριστερό του ώμο, νιώθοντας το βάρος των πυρομαχικών. Άνοιξε μία κι έβγαλε ένα κλιπ των πέντε σφαιρών. «303, βρετανικές, μοντέλο 7», είπε. Τράβηξε πίσω το ουραίο του τουφεκιού, έβαλε το κλιπ στην υποδοχή κι έσπρωξε τις σφαίρες στο γεμιστήρα με τον δεξιό αντίχειρα. Επανέλαβε τη διαδικασία με άλλο ένα κλιπ. Μετά έκλεισε το ουραίο και γύρισε την ασφάλεια με τον αντίχειρα. «Φαντάζομαι ότι δεν χρειάζεται να ρυθμίσω τη διόπτρα». «Είναι ρυθμισμένη στα τριακόσια μέτρα. Τη ρύθμισα μόνος μου». «Δεν έχει μεγάλη μεγέθυνση», μουρμούρισε ο Κώστας. «Δεν είχαμε διόπτρες όταν καταστρέψαμε τον Βρετανικό Στρατό του Ινδού με τα τζεζάιλ το 1814», παρατήρησε κοφτά ο Ραχίντ. «Ναι, σωστά». Ο Πραντές κατέβασε ένα από τα τουφέκια του Ίσαπορ από το ράφι και

το επιθεώρησε στα γρήγορα. «Εγώ θα δανειστώ ένα από αυτά, αν δεν σας πειράζει». Ο Τζακ έδωσε δύο κλιπ από τη φυσιγγιοθήκη στον Πραντές, κι αυτός γέμισε γρήγορα το όπλο του. Εκείνη τη στιγμή ενεργοποιήθηκε το γουόκιτόκι του Ραχίντ. Μίλησε για λίγο και το έκλεισε. Έδωσε στον Τζακ ένα μακρόστενο κομμάτι γκρίζο ύφασμα από τουρμπάνι κι ένα ζευγάρι χοντρά γάντια από δέρμα προβάτου. «Καμουφλάρισε το τουφέκι με το πανί. Πρόσεχε μην καθρεφτιστεί ο ήλιος στη διόπτρα. Και κράτα τα χέρια σου ζεστά με τα γάντια μέχρι να χρειαστεί να πατήσεις τη σκανδάλη. Εγώ πρέπει να φύγω». Τους οδήγησε πάλι στην είσοδο της σπηλιάς, κι εκεί γύρισε και μίλησε σιγανά στον Τζακ. «Θα σου πω αυτά που πρέπει να ξέρεις. Όταν ήμαστε μικρά παιδιά, παίζαμε μέσα στα ορυχεία του λάπις λάζουλι. Τα γνωρίζω όλα, όλες τις στοές, όλους τις διαδρόμους και τις εσοχές. Ακριβώς κάτω από τη ράχη υπάρχουν τρία φρέατα, που δεν φαίνονται από το κάτω μέρος της κοιλάδας. Είναι σε μια γραμμή, πάνω από τις κύριες στοές, μακριά από τα πιο πρόσφατα φρέατα εξόρυξης. Τα επάνω τούνελ είναι παλιά, πολύ παλιά, δεν υπάρχει πια εκεί καλό λάπις. Όταν ήμαστε παιδιά, μας έλεγαν ότι αυτά τα δούλευαν την εποχή των αρχαίων Αιγυπτίων, του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Εκεί μας είχε πει ο παππούς μου να μην πηγαίνουμε ποτέ, γιατί θα μας φάει ένας δαίμονας που τα φυλάει. Σου είπα όμως ότι πήγα μια φορά. Αυτό που ζητάς βρίσκεται στο κεντρικό φρέαρ, αυτό που μόλις φαίνεται από το μονοπάτι που θα πάρεις πάνω από τον πυθμένα της κοιλάδας». «Δεν πηγαίνει κανείς εκεί;» «Γενιές ολόκληρες τα ορυχεία ήταν κάτω από τον έλεγχό μας. Στον Σοβιετικό Πόλεμο πουλούσαμε λάπις λάζουλι για να αγοράζουμε όπλα. Τα ορυχεία ήταν στην περιοχή μου και στην περιοχή των προγόνων μου. Ο λόγος μας ήταν νόμος. Είχαμε απαγορέψει σε όλους να πηγαίνουν στα παλιά φρέατα, με ποινή θανάτου. Αυτή ήταν η απόφαση του παππού μου. Με την εμφάνιση των Ταλιμπάν ο έλεγχός μας έχει χαλαρώσει γιατί έχουμε στρέψει την προσοχή μας αλλού - πρέπει να προστατέψουμε τα χωριά μας, σαν αυτό που δέχτηκε επίθεση στην άλλη κοιλάδα. Παρ’ όλα αυτά, είμαι σίγουρος ότι τα παλιά τούνελ δεν έχουν διαταραχθεί. Τώρα μόνο εκείνα που είναι πιο χαμηλά παράγουν λάπις λάζουλι υψηλής ποιότητας. Και όσοι ζουν σε αυτά τα βουνά δεν ανεβαίνουν ποτέ πιο ψηλά απ’ όσο χρειάζεται για να κάνουν τη δουλειά τους. Πάνω εκεί θα βρεις μόνο θάνατο». Καθώς μιλούσε, οι άλλοι πλησίασαν. Ξαφνικά ακούστηκε ένα χλιμίντρισμα από κάπου από κάτω, ακολούθησε ένας παράξενος

μυκηθμός κι ένα ποδοβολητό. Η Κάτια πήρε μια απότομη ανάσα. «Έχεις ακάλ-τέκε εδώ!» Ο Ραχίντ την κοίταξε για λίγο. «Ώστε ξέρεις», είπε. «Φυσικά. Μου το είπες. Είσαι Καζάκα». «Κανένα άλλο άλογο δεν βγάζει αυτό τον ήχο», είπε η Κάτια με φωνή που κόμπιαζε. «Η πολεμική κραυγή των ακάλ-τέκε». «Ζουν ελεύθερα στην κοιλάδα. Αυτό είναι ένα από τα τελευταία μέρη όπου εξακολουθούν να είναι καθαρόαιμα. Αυτός είναι ένας λόγος που μας κάνει να κρατάμε μακριά τους ξένους». «Τα εκτρέφετε;» ρώτησε ο Κώστας. Ο Ραχίντ δίστασε πριν μιλήσει κοιτάζοντάς τον στα μάτια. «Είμαι απευθείας απόγονος του Καις Αμπντούλ Ρασίντ, του γεννήτορα όλων των φυλών Παστούν», είπε. «Αυτός κατάγεται από τη φυλή που ζούσε σε αυτή την κοιλάδα πριν από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Οι πρόγονοί μου εξέτρεφαν τα ακάλ-τέκε για τον Πρώτο Αυτοκράτορα της Κίνας, τον Σιχουάνγκντι. Οι πολεμιστές του έρχονταν εδώ για να τα βρουν». Η Κάτια τον κοίταζε κατάπληκτη. «Η φυλή σου είναι αυτοκρατορικοί εκτροφείς;» ρώτησε. «Νομίζαμε πως είχαν εξαφανιστεί όλοι». «Είμαστε οι τελευταίοι. Και τα δικά μας είναι τα τελευταία καθαρόαιμα που έχουν απομείνει». «Υπακούτε ακόμη στο κάλεσμα;» ρώτησε σιγανά η Κάτια. «Έρχονται ακόμη οι πολεμιστές;» «Ο λόγος ενός Παστούν είναι όρκος. Ο πρόγονός μου έδωσε τον δικό του πριν από εξήντα έξι γενιές». «Πότε ήταν η τελευταία φορά που ήρθαν; Σου είπε ο Τζακ ότι μάλλον μας παρακολουθούν;» «Ο όρκος ήταν όρκος μυστικότητας». «Αισθάνθηκα το ακάλ-τέκε κοντά στη Λίμνη Ισίκ Κουλ», είπε η Κάτια. «Άκουσα αυτό τον ήχο και το μύρισα». «Δώσαμε όρκο στον Σιχουάνγκντι, και σ’ εκείνους που μπορούν να μας αποδείξουν ότι είναι οι αιώνιοι φύλακές του». «Η αδελφότητα της τίγρης», είπε ο Κώστας. Η Κάτια έβγαλε μια φωτογραφία από την τσέπη της. «Αναφέρεσαι φαντάζομαι σε αυτούς που μπορούν να σας δείξουν αυτό εδώ. Το τατουάζ». Ο Ραχίντ έμεινε σιωπηλός, κοιτάζοντας προς την κοιλάδα. Ξαφνικά είχε δημιουργηθεί μια ένταση στην ατμόσφαιρα. Ο Τζακ έριξε μια προειδοποιητική ματιά στον Κώστα- η Κάτια την πρόσεξε. Έκρυψε τη

φωτογραφία και απευθύνθηκε πάλι στον Ραχίντ. «Ξέρεις ότι η αδελφότητα είναι διεφθαρμένη τώρα πια. Αυτός που την ελέγχει δεν άντεξε στον πειρασμό και κυβερνά σαν να είναι η μετενσάρκωση του ίδιου του Σιχουάνγκντι. Με αυτό τον τρόπο, καταπάτησε τον όρκο του προς τον αυτοκράτορα. Ο όρκος της φυλής σου δεν σε δεσμεύει πια». Ο Ραχίντ την κοίταξε σιωπηλός για λίγο, πριν μιλήσει. «Δεν είναι πάνω από δύο εβδομάδες που ήρθε στην κοιλάδα μια ομάδα από μια μεταλλευτική εταιρεία. Ισχυρίστηκαν ότι τους οφείλω τη συνεργασία μου. Οκτώ άτομα, ερευνητές κοιτασμάτων. Ήθελαν να τους οδηγήσω στα ορυχεία λάπις λάζουλι». «Μεταλλευτική εταιρεία;» απόρησε ο Τζακ. «Κινέζοι;» «INTACON». Ο Τζακ κατένευσε. «Και τι έκανες;» «Σου είπα τι κάνουμε». Ο Ραχίντ έδειξε το τουφέκι στα χέρια του Τζακ. «Ο πρόγονός μου έδωσε όρκο πίστης στην αδελφότητα, όχι σε αυτά τα ζώα. Τους σκότωσα όλους». «Και ο άλλος;» ρώτησε ο Τζακ. «Αυτός που τους ακολούθησε και είναι εδώ τώρα; Που μας περιμένει;» Ο Ραχίντ άγγιξε το τουφέκι και κοίταξε τον Τζακ. «Ο εχθρός σου είναι εχθρός μου. Ο Θεός μαζί σου. Ινσαλλάχ». Ο Τζακ τον κοίταξε βαθιά στα μάτια και κατάλαβε. Από την είσοδο της σπηλιάς άκουσαν τον στακάτο κρότο μακρινών πυροβολισμών και μετά πάλι τον μυκηθμό του αλόγου, έναν παράξενο, τρομακτικό ήχο. Η Κάτια έδειχνε να ταράζεται κάθε φορά που τον άκουγε. «Μπορώ να το αγγίξω;» είπε. «Δεν έχω αγγίξει ακάλ-τέκε από τότε που ήμουν παιδί». «Όχι τώρα», είπε ο Ραχίντ. «Όταν γυρίσεις. Όταν φέρεις πίσω αυτό το τουφέκι, με μία σφαίρα λειψή». Κοίταξε τον Τζακ και μετά έδειξε το μονοπάτι προς τα βουνά. «Αυτή είναι η διαδρομή σας». Ο Τζακ άπλωσε το χέρι του. «Τασακούρ. Σου χρωστάω». Ο Ραχίντ του το έσφιξε. «Είναι ο κώδικας των Παστούν. Παστουνγουάλι. Φιλοξενία για τους ταξιδιώτες». «Όχι για όλους, όμως», είπε ο Κώστας. «Όχι για όλους. Εσείς σταθήκατε τυχεροί». Ο Ραχίντ χτύπησε τον Κώστα στην πλάτη. «Σαλαάμ. Πηγαίνετε τώρα». Γύρισε κι εξαφανίστηκε πάνω από τη ράχη της πλαγιάς. Δευτερόλεπτα αργότερα ακούστηκε ένα χλιμίντρισμα και μετά ποδοβολητά αλόγου πάνω σε πέτρες, να απομακρύνονται γρήγορα στην πλαγιά. Ο ήχος έσβησε και το μόνο που άκουγε τώρα ο Τζακ ήταν ο ψίθυρος του ανέμου στα βράχια, ένας παγερός, ξηρός άνεμος που

κατέβαινε από τις κορυφές των Χίντου Κους. Ο Τζακ έριξε το τουφέκι στον αριστερό του ώμο και κοίταξε στην κοιλάδα. Έβγαλε την Μπερέτα από την τσάντα του και την έδωσε στον Κώστα. Ο Πραντές έριξε το τουφέκι στον ώμο του και έδωσε το περίστροφό του στον Αλταμάτι. Ήξεραν ότι η Κάτια είχε δικό της πιστόλι. Ο Κώστας τράβηξε πίσω το κλείστρο της Μπερέτας, την όπλισε και κατέβασε τον κόκορα στην ασφαλή θέση- έβαλε το πιστόλι στην τσέπη του. «Έτοιμος», είπε. «Πάω πρώτος», είπε ο Τζακ και έκανε να ξεκινήσει. «Όχι». Ο Πραντές πέρασε δίπλα του, βγήκε μπροστά και κινήθηκε στο μονοπάτι. Ο Τζακ δεν έφερε αντίρρηση. Κοίταξε το ρολόι του. «Θα μας πάρει δύο ώρες να φτάσουμε εκεί, όπως είπε ο Ραχίντ. Αυτό σημαίνει γύρω στο απόγευμα. Και μάλλον μιλάμε για δύο ώρες για τους Αφγανούς, τους ανθρώπους που ζουν σε αυτά τα βουνά. Ο αέρας είναι πολύ αραιός και δεν έχουμε προσαρμοστεί. Καλύτερα να ξεκινήσουμε. Δεν πρέπει να μας πιάσει η νύχτα εκεί έξω». Ο Κώστας φόρεσε ένα ζευγάρι δερμάτινα γάντια. «Αυτό να λέγεται».

19

Μετά από δύο ώρες, ο Τζακ κατέβασε το τουφέκι από τον ώμο του και κάθισε σε ένα βράχο περιμένοντας να τον προλάβουν οι άλλοι. Το διαπεραστικό πρωινό κρύο είχε σπάσει, αλλά ήξερε ότι αν έμενε καθισμένος εδώ έστω για λίγα λεπτά θα ξεπάγιαζε καθώς ο οργανισμός του δεν ήταν στην καλύτερη κατάσταση αφού του έλειπε ύπνος και κανονική τροφή. Έβγαλε τα κιάλια του και κοίταξε το άνοιγμα στα βουνά μπροστά τους, ψάχνοντας τα ίχνη μιας κίνησης, τη χαρακτηριστική λάμψη από το φως του ήλιου πάνω σε μέταλλο. Τίποτα. Μάζεψε τα κιάλια, τα κράτησε και είπε στον εαυτό του να μην τα χρησιμοποιήσει ξανά, παρά μόνο αν ήταν απολύτως απαραίτητο. Αν χρειαζόταν να χρησιμοποιήσει το τουφέκι, έπρεπε να είναι προσαρμοσμένος στην όραση με γυμνό μάτι, να μπορεί να μετρά τις αποστάσεις, να διακρίνει τη διαφορά ανάμεσα σε ένα βράχο και μια ακίνητη μορφή σε απόσταση χιλίων μέτρων. Κοίταξε στη ράχη από πάνω μισοκλείνοντας τα μάτια για να αποφύγει το δυνατό φως του ήλιου. Η κοιλάδα γινόταν πιο στενή και ψηλή όσο προχωρούσαν. Το άνοιγμα μπροστά τους δεν ξεπερνούσε τα διακόσια μέτρα πλάτος - γυμνά βράχια και σπασμένες πέτρες και από τις δύο πλευρές, με το έδαφος ανάμεσά τους στον πυθμένα στεγνό και γεμάτο ρωγμές. Είχαν ακολουθήσει τη συμβουλή του Ραχίντ παραμένοντας στο επάνω μονοπάτι, τουλάχιστον εκατό μέτρα πάνω από τον πυθμένα της κοιλάδας. Ο Τζακ άπλωσε κάτω το χέρι και σήκωσε μια πέτρα. Παρά τον ψυχρό αέρα ήταν ζεστή από τον ήλιο. Δεν υπήρχε μπλε απόχρωση μέσα της, αλλά ήταν ακανόνιστη,

κατακερματισμένη. Οι σπασμένες πέτρες μπροστά μπορεί να ήταν απορρίμματα του ορυχείου, θραύσματα από χιλιάδες χρόνια εξόρυξης από εργάτες που άναβαν φωτιές για να ραγίσουν την πέτρα και να αποκαλύψουν τις πολύτιμες μπλε φλέβες. Κοίταξε πάλι τις πλαγιές. Ταίριαζαν ακριβώς με την περιγραφή στο βιβλίο του υπολοχαγού Γουντ. Συνειδητοποίησε ότι πρέπει να κοίταζε τα μυθικά ορυχεία λάπις λάζουλι του Σαρ- ε-Σανγκ. Η καρδιά του άρχισε να χτυπά δυνατά. Αυτό ήταν. Οι άλλοι τέσσερις τον έφτασαν. Ο Κώστας κάθισε δίπλα στον Τζακ και ο Πραντές γονάτισε ακουμπώντας σε ένα βράχο, με το τουφέκι του στα γόνατα. Ο Αλταμάτι έδειξε ένα σύννεφο σκόνης πάνω από τον πυθμένα της κοιλάδας και η Κάτια ανέβηκε σε ένα βράχο για να δει τι ήταν. Ο Τζακ ήξερε πως η Κάτια αναζητούσε τα άλογα από τη στιγμή που είχαν αφήσει τον Ραχίντ. Δεν είχαν δει κανένα, αλλά είχε πει στον Τζακ ότι ο Αλταμάτι είχε εντοπίσει σημάδια τους, που μόνο αυτός μπορούσε να διακρίνει, μαθημένος από την ανατροφή του ανάμεσα σε νομάδες. Ο Τζακ κοίταξε τον πυθμένα της κοιλάδας. Δεν είδε άλογα, πρόσεξε όμως δύο άτομα, έναν άντρα κι ένα παιδί, ντυμένους με προβιές. Στέκονταν μπροστά σε ένα αντίσκηνο απλωμένο ανάμεσα σε μεγάλους βράχους στη βάση της απέναντι πλαγιάς, και μπροστά τους υψωνόταν ένας αραιός καπνός. Απείχαν γύρω στα εξακόσια μέτρα, ίσως επτακόσια. Ο Τζακ τσεκάρισε νοερά το μέγεθος τους σε αυτή την απόσταση και άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί στην πλαγιά πίσω τους, προσέχοντας τους βράχους και τις ράχες, τα σημεία όπου θα μπορούσε να κρυφτεί κάποιος, ζυγιάζοντας την κλίση της πλαγιάς και την αύξηση της απόστασης όσο ανέβαινε κανείς πιο ψηλά, μέχρι την κορυφή που πρέπει να είχε γύρω στα πεντακόσια μέτρα ύψος. «Θα τους χαιρετήσουμε;» Ο Κώστας έτριψε τα γάντια του μεταξύ τους για το κρύο και μετά τα έβαλε μέσα στο φλις. «Πολύ συμπαθητική τη βρίσκω αυτή τη φωτιά...» «Ο Ραχίντ είπε όχι», είπε ο Τζακ. «Οι εργάτες των ορυχείων χρησιμοποιούν δυναμίτη, και μερικοί από αυτούς, όταν σταματούν οι εξορύξεις, δουλεύουν για τους Ταλιμπάν φτιάχνοντας βόμβες. Κατά πάσα πιθανότητα, αυτό κάνουν εδώ τώρα. Κάνει πολύ κρύο για εξορύξεις και δεν υπάρχουν καλλιέργειες για συλλογή στις κοιλάδες. Οι Ταλιμπάν στέλνουν εδώ αυτούς που φτιάχνουν βόμβες, γιατί αν γινόταν κάποιο ατύχημα κανείς δεν θα το μάθαινε, χώρια που κανείς δεν ενδιαφέρεται. Οι βόμβες συνήθως μεταφέρονται από δω για χρήση στην Καμπούλ και νότια, αλλά οι Ταλιμπάν στο Φεϊζαμπάντ όρισαν πρόσφατα αμοιβή για όσους σκοτώσουν Δυτικούς, και αυτοί εκεί μπορεί να μπουν στον πειρασμό να

χρησιμοποιήσουν καμιά βόμβα για να μας ξεπαστρέψουν. Δεν έχουν γη, ούτε και κανένα εισόδημα. Και για τους απελπισμένους, οι βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας έχουν γίνει ο εύκολος δρόμος για τον παράδεισο. Πρέπει να προσέχουμε». «Δεν θα δουν τα όπλα μας;» παρατήρησε ο Κώστας. «Εδώ όλοι έχουν όπλα», είπε η Κάτια. «Μάλλον θα μας περάσουν για ανθρώπους κάποιας μεταλλευτικής εταιρείας. Έχουν περάσει αρκετοί στο παρελθόν». «Ανάμεσά τους κι αυτός που μας κυνηγά». «Θα είναι αόρατος», είπε η Κάτια. «Είναι ελεύθερος σκοπευτής. Ο άντρας και το παιδί σίγουρα μας είδαν, αυτόν όμως όχι». «Ας δούμε πάλι εκείνο το απόσπασμα από την περιγραφή του Γουντ», είπε ο Κώστας. «Πρέπει να προσανατολιστούμε και να ξεκινήσουμε πάλι». Τα δόντια του χτυπούσαν και ο Πραντές του έδωσε το θερμός με το τσάι που είχε φτιάξει δίπλα στο τζιπ. Ο Κώστας το πήρε με ένα νεύμα ευχαριστίας και ξεβίδωσε το καπάκι. Ενώ έβαζε για να πιει, ο Τζακ έβγαλε την Πηγή του Ποταμού Ώξου και διάβασε μια σημειωμένη σελίδα. «Εκεί όπου υπάρχουν τα κοιτάσματα λάπις λάζουλι, η κοιλάδα τον Κόκα έχει πλάτος γύρω στα 200 μέτρα. Και από τις δύο πλευρές τα βουνά είναι ψηλά και γυμνά. Η είσοδος στα ορυχεία είναι στην πρόσοψη τον βουνού, από τη δεξιά πλευρά του ποταμού, και γύρω στα επτακόσια μέτρα πάνω από το επίπεδό του. Υπάρχει ένας σχηματισμός από μαύρο και λευκό ασβεστόλιθο, μη διαστρωματωμένος, αλλά με άφθονες φλέβες. Η κορυφή των βουνών είναι απόκρημνη και οι πλαγιές τους χωρίς χώμα ή βλάστηση. Το μονοπάτι από το οποίο προσεγγίζει κανείς τα ορυχεία είναι απότομο και επικίνδυνο». Ο Κώστας τελείωσε το τσάι κι έδωσε το θερμός πίσω στον Πραντές, κοιτάζοντας τη διαδρομή μπροστά τους. «Απότομο και επικίνδυνο», μουρμούρισε. «Αυτό να λέγεται». «Φαίνονται μερικές από αυτές τις εισόδους που οδηγούν στις στοές, στην πλαγιά μπροστά μας, από τη δική μας πλευρά της κοιλάδας», είπε η Κάτια. Ο Τζακ έριξε το τουφέκι στον ώμο του και σηκώθηκε. Αισθανόταν τώρα το κρύο να διαπερνά όλο του το σώμα. Αυτό το μέρος είχε μια απέριττη ομορφιά, ήταν όμως και γεμάτο κινδύνους. Ένα μέρος που δεν δείχνει έλεος. Ανέβηκε στο βράχο δίπλα στην Κάτια και ακολούθησε το βλέμμα της. Πάνω από τα απορρίμματα των ορυχείων έβλεπε τις εισόδους που οδηγούσαν στις στοές, τουλάχιστον μισή ντουζίνα, μαύρες τρύπες πάνω στο βράχο. Κάπου ψηλότερα ήταν αυτές που αναζητούσαν, τρεις στη σειρά, κοντά στην κορυφή. «Αν ο Χάουαρντ και ο Γουόχοουπ ήρθαν εδώ, δεν θα είχαν

ιδέα ποιο φρέαρ ήταν αυτό που αναζητούσαν». «Εννοείς το πετράδι», είπε ο Κώστας. «Αυτό που ήταν από λάπις λάζουλι». «Ναι. Το μόνο στοιχείο που πιστεύουμε πως είχαν ήταν η επιγραφή στο ναό της ζούγκλας, που άφηνε να εννοηθεί ότι ο Λικίνιος είχε κρύψει το θησαυρό του κάπου εδώ, στα ορυχεία, πηγαίνοντας νότια προς την Ινδία. Ο Χάουαρντ και ο Γουόχοουπ μπορεί να ήταν εδώ για μέρες, ψάχνοντας σε όλες τις στοές. Πρέπει να δίνουμε την εντύπωση πως κάνουμε ό,τι έκαναν κι αυτοί. Δεν πρέπει να καταλάβει κανείς ότι ξέρουμε πού πάμε. Σε περίπτωση που ο διώκτης μας είναι αυτός που υποψιάζεται η Κάτια και έχει τουφέκι μαζί του, αν μας δει να πηγαίνουμε απευθείας στο φρέαρ στην κορυφή που μας υπέδειξε ο Ραχίντ, μπορεί αυτό να είναι το τελευταίο ταξίδι που θα κάνουμε όλοι μας». «Και τι γίνεται αν μας την ανάψει;» ρώτησε ο Κώστας. «Δεν υπάρχει περίπτωση να μας αφήσει να φύγουμε από δω». Ο Τζακ κατέβηκε από το βράχο. «Ο Αλταμάτι είχε έρθει εδώ πολλές φορές όταν ήταν αιχμάλωτος του Ραχίντ και θυμάται πως υπήρχαν μερικά ταμπούρια φτιαγμένα από τους μουτζαχεντίν, πρόχειροι σωροί από πέτρες, που τους χρησιμοποιούσαν για προστασία από τις αεροπορικές επιθέσεις. Ο Πραντές κι εγώ το συζητήσαμε καθώς ερχόμασταν εδώ. Θα βρει ένα από αυτά και θα εγκατασταθεί εκεί με το τουφέκι του. Τα ταμπούρια είναι περίπου στα μισά της πλαγιάς. Από κάτω είναι τα κύρια ορυχεία, αυτά που δουλεύονται ακόμη. Κάτια και Αλταμάτι, θα πρότεινα να τα εξερευνήσετε εσείς. Ο Κώστας κι εγώ θα ανεβούμε πάνω από τον Πραντές και θα εξετάσουμε τα τρία ψηλότερα φρέατα. Ο ελεύθερος σκοπευτής θα είναι κάπου στην απέναντι πλευρά της κοιλάδας, με το καλύτερο πεδίο πυρός για όλη την πλαγιά. Αν χωριστούμε, ο Αλταμάτι και η Κάτια κάτω, ο Πραντές στη μέση και ο Κώστας κι εγώ επάνω, θα διασπάσουμε την προσοχή του. Δεν ξέρει ακόμη ποιος απ’ όλους είναι ο στόχος του και δεν μπορεί να συγκεντρώσει τα πυρά του σε αυτόν που μπορεί να του ρίξει, γιατί έχουμε δύο τουφέκια». Ο Κώστας στράφηκε στον Τζακ. «Και τι ακριβώς ψάχνουμε να βρούμε;» «Ο Ραχίντ είπε πως είναι εκεί πάνω. Έδειχνε να ξέρει πολύ καλά τι αναζητώ». «Κάποια λεπτομέρεια; Ένα χάρτη θησαυρού;» «Μου είπε αυτά που έπρεπε να ξέρω. Το μόνο που ανέφερε ήταν πως βρίσκεται στο κεντρικό σπήλαιο. Είχε πάει εκεί όταν ήταν μικρός. Και δεν έχει πάει κανείς από τότε γιατί πιστεύουν πως είναι στοιχειωμένο».

«Α, ωραία!» Ο Κώστας δίστασε. «Αν βρήκε το πετράδι, δεν θα το έπαιρνε; Ή δεν θα μας έδινε περισσότερες λεπτομέρειες, όπως να μας πει σε ποιο σημείο της στοάς να κοιτάξουμε;» «Μου είπε όσα χρειάζεται να ξέρω», επανέλαβε ο Τζακ. «Του έχω εμπιστοσύνη». «Πιστεύεις ότι υπάρχει και κάτι άλλο εκεί πάνω». «Το θέμα εδώ δεν είναι μόνο τι θα βρούμε», μπήκε στη συζήτηση η Κάτια. «Είναι το τι πιστεύει ο Σανγκ Γιονγκ. Νομίζει πως αναζητάμε το πετράδι που είχε πάρει ο Λικίνιος και ότι θα τον οδηγήσουμε στο σημείο όπου είναι κρυμμένο. Αυτό θέλει να δει ο ελεύθερος σκοπευτής. Μετά τη διάλεξη του Τζον Χάουαρντ στο Λονδίνο, όταν έφτασε για πρώτη φορά στα αυτιά της αδελφότητας η ιστορία για τον τάφο, πίστευαν για χρόνια ότι το πετράδι ήταν κρυμμένο στη ζούγκλα. Και τώρα βρίσκονται στον ίδιο δρόμο με εμάς, ακολουθούν τα ίδια ίχνη. Ακόμη κι αν δεν εξανάγκασαν τον θείο μου να μιλήσει με βασανιστήρια πριν τον σκοτώσουν, μπορεί να είδαν την επιγραφή μόνοι τους, κι εκείνη τη λέξη, “σάπφειρος”, λάπις λάζουλι. Εδώ πλέον είναι που τελειώνει η διαδρομή. Ή θα μας σκοτώσει ο πολεμιστής της τίγρης ή θα τον σκοτώσουμε εμείς. Αν τα καταφέρουμε, η δύναμη του Σανγκ Γιονγκ θα καταρρεύσει. Χωρίς τους εκτελεστές του, η αδελφότητα θα ξεσηκωθεί εναντίον του, θα στραφεί κόντρα στην εσωτερική της διαφθορά. Θα αρχίσουν πάλι να προστατεύουν την αιωνιότητα του Πρώτου Αυτοκράτορα, του Σιχουάνγκντι». «Κι αν φεύγαμε τώρα;» ρώτησε ο Κώστας. «Τότε, θα υπάρξει κάποια άλλη αναμέτρηση, στο μέλλον, με τις πιθανότητες εναντίον μας ακόμη περισσότερο. Αν αφήσουμε τον Σανγκ Γιονγκ να πιστέψει ότι νίκησε, τότε θα θεωρεί τον κόσμο του ακατανίκητο. Γι’ αυτόν, το ουράνιο πετράδι είναι μια νοητική κατάσταση. Αυτό φοβόταν περισσότερο ο θείος μου. Ο Σανγκ Γιονγκ, αναπλάθοντας τον τάφο του Πρώτου Αυτοκράτορα με όλες τις λεπτομέρειες, έχει σχεδόν πιστέψει ότι το πετράδι είναι ήδη εκεί, στη σωστή θέση από πάνω του, και του δίνει την αθανασία που επιθυμεί. Αν εγκαταλείψουμε την αναζήτηση, η αυταπάτη του μπορεί να γίνει ολοκληρωτική. Πρέπει να τον κάνουμε να πιστέψει ότι το πετράδι μπορεί να βρεθεί, να διατηρεί μια μικρή αμφιβολία, να υπάρχει ένα κομμάτι του εαυτού του που να παραδέχεται ότι αυτό που έχει δημιουργήσει είναι μια ψευδαίσθηση. Πρέπει να κρατήσουμε αυτή την πόρτα ανοιχτή. Αν κλειδωθεί μέσα στην αυταπάτη του, ο κόσμος θα βυθιστεί περισσότερο στον τρόμο. Θα είναι πραγματικά σαν να ξύπνησε πάλι ο Σιχουάνγκντι, και αυτό είναι κάτι που πρέπει να αποτρέψουμε με

κάθε τρόπο. Εδώ παίζονται πράγματα πολύ πιο σπουδαία από την ανακάλυψη ενός αρχαίου χαμένου πετραδιού». Τα μάτια του Τζακ ήταν σαν ατσάλι. Κοίταξε την Κάτια και μετά πάνω στην κοιλάδα. Πέρασε το τουφέκι στον ώμο και κοίταξε το ρολόι του. «Έχουμε φως ημέρας μόνο για τρεις ώρες ακόμη. Πάμε». Μία ώρα αργότερα, ο Τζακ και ο Κώστας ήταν καθισμένοι στην πετρώδη πλαγιά, όχι μακριά από την κορυφή της, έχοντας ακολουθήσει το επικίνδυνο μονοπάτι πάνω από ράχες και απότομους γκρεμούς από ετοιμόρροπους βράχους. Το υψόμετρο ξεπερνούσε τα 3.700 μέτρα τώρα, και ο Τζακ φύσηξε τη μύτη του για να εξισορροπήσει την πίεση στα αυτιά του. Όλο αυτό το διάστημα είχαν την αίσθηση ότι τους παρακολουθούσαν, ίσως μέσα από τη διόπτρα τουφεκιού, αλλά είχαν βασιστεί στην παραδοχή ότι θα γίνονταν στόχοι μόνο εφόσον έδειχναν με κάποιον τρόπο ότι είχαν φτάσει στο τέλος της αναζήτησής τους. Οι είσοδοι των τριών φρεάτων για τα οποία είχε μιλήσει ο Ραχίντ στον Τζακ, ήταν ούτε εκατό μέτρα από πάνω τους. Κατέβηκαν πίσω από ένα ύψωμα από θραύσματα των ορυχείων, που τους έκρυβε από την απέναντι πλαγιά της κοιλάδας. Ο Τζακ γονάτισε πάνω στο βράχο και προχώρησε αργά προς την άκρη, με το τουφέκι παραμάσχαλα. Είδε τον Πραντές σε ένα κοίλωμα μέσα στις πέτρες, γύρω στα εκατόν πενήντα μέτρα πιο κάτω, με το τουφέκι του τοποθετημένο δίπλα σε ένα βράχο. Κάπου πιο κάτω ακόμη, ήταν η Κάτια και ο Αλταμάτι, που εξερευνούσαν τις πιο χαμηλές στοές. «Ρίχνουμε σε φαντάσματα κρυμμένα πίσω από πέτρες», μουρμούρισε ο Τζακ. «Τι πράγμα;» «Κάτι που είχε γράψει ένας Βρετανός στρατιώτης στον Πρώτο Αφγανικό Πόλεμο», απάντησε ο Τζακ. Ο Κώστας έπεσε βαριά μπρούμυτα δίπλα στον Τζακ και ανασηκώθηκε στους αγκώνες. Ήταν λαχανιασμένος και η ανάσα του σχημάτιζε σύννεφα ατμού στον αέρα. «Έπρεπε να είχα φέρει το τηλεμετρικό λέιζερ»,53 είπε. «Οι Καναδοί ρέιντζερ με έμαθαν να υπολογίζω την απόσταση στην τούνδρα, όπου το λευκό φόντο κάνει το στόχο να ξεχωρίζει», είπε ο Τζακ. «Η βασική τους μονάδα ήταν η τοπογραφική μονάδα των εκατό ακρ,54 με πλευρά λίγο κάτω από τα επτακόσια μέτρα. Είναι μια απόσταση που τη χρησιμοποιούν πολύ στον Καναδά, γιατί έτσι είχε μοιραστεί η γη. Οι 53 Ηλεκτρονικό όργανο υπολογισμού αποστάσεων (ΣτΜ) 54 Μονάδα μέτρησης επιφάνειας, ίση με περίπου τέσσερα στρέμματα. (ΣτΜ)

ρέιντζερ θεωρούσαν πως αυτή είναι η μέγιστη απόσταση που μπορεί να πετύχει κανείς βολή με σφαίρα των 303 με γυμνό μάτι. Πέρα από αυτή την απόσταση, είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσεις μια ακίνητη ανθρώπινη μορφή, ιδιαίτερα με ένα τέτοιο πετρώδες φόντο». «Εκτός κι αν έχεις μάτια αετού, σαν τον αντίπαλό μας». Ο Τζακ κοίταξε την υψομετρική ένδειξη στο χάρτη του. «Πριν απογειωθούμε από το Μπισκέκ, κατέβασα από το Διαδίκτυο έναν τοπογραφικό χάρτη της περιοχής. Η απόσταση από τον πυθμένα της κοιλάδας μέχρι την κορυφή της ράχης είναι γύρω στα πεντακόσια μέτρα. Ο υπολοχαγός Γουντ την είχε υπολογίσει σωστά το 1836, χίλια πεντακόσια πόδια. Είμαστε γύρω στα εκατό μέτρα κάτω από τη ράχη, και η πλαγιά από την οποία ανεβήκαμε πρέπει να είχε μέση κλίση τουλάχιστον σαράντα πέντε μοίρες». «Ισοσκελές τρίγωνο», είπε ο Κώστας. «Αυτό σημαίνει ότι η απόσταση μέχρι τον πυθμένα είναι γύρω στα εξακόσια μέτρα. Όμως ο ελεύθερος σκοπευτής μπορεί να είναι οπουδήποτε στην απέναντι πλαγιά, και υπάρχει και η οριζόντια απόσταση». «Πρέπει να μπεις στη θέση του», είπε ο Τζακ. «Ας υποθέσουμε ότι έφτασε εδώ έχοντας μπόλικο χρόνο για να επιλέξει τη θέση του. Θέλει να βλέπει τις εισόδους όλων των ορυχείων σωστά; Δεν ξέρει ποιος θα είναι ο στόχος του. Οι είσοδοι που βρίσκονται εδώ πάνω, κοντά στην κορυφή, απέχουν περισσότερο από την απέναντι πλαγιά. Ο Ραχίντ είπε ότι μόλις που φαίνονται από το απέναντι μονοπάτι, τη συνέχεια το μονοπατιού που ακολουθήσαμε μέχρι εδώ. Αυτό του δίνει την ελάχιστη απόσταση από τον πιο μακρινό εφικτό στόχο, το σημείο όπου είμαστε τώρα. Θα θέλει να πάρει τέτοια θέση ώστε να έχει ίση απόσταση ανάμεσα στους πιο μακρινούς εφικτούς στόχους δεξιά κι αριστερά. Αυτό τον τοποθετεί σε έναν κώνο πιθανοτήτων με κέντρο εκείνο το μεγάλο ρήγμα που βλέπεις επάνω από το μονοπάτι απέναντι μας». «Θυμάσαι τι είπε η Κάτια γι’ αυτό τον τύπο. Είναι πολύ καλός. Εσύ παίρνεις τα επτακόσια μέτρα για μέγιστη απόσταση, αυτός όμως ίσως μπορεί να χτυπήσει στόχο στα εννιακόσια, στα χίλια εκατό ή και παραπάνω». «Ναι», είπε ο Τζακ. «Αλλά θα εξετάσει επίσης το ενδεχόμενο να του ρίξουμε κι εμείς. Έχει δει τα τουφέκια μας, αλλά θα θεωρήσει ότι κανείς μας δεν είναι εκπαιδευμένος. Θυμάσαι αυτό που είπε ο Ραχίντ για τους νεοσύλλεκτους Ταλιμπάν και τις μηδαμινές σκοπευτικές τους ικανότητες. Αυτός ο τύπος θα είναι συνηθισμένος σε κάτι τέτοιο από τις εμπόλεμες

ζώνες όπου έχει δουλέψει σε όλο τον κόσμο. Μικρά παιδιά, τρομοκράτες που γαζώνουν τα πάντα με τα Καλάσνικοφ. Δεν αποτελούν απειλή γι’ αυτόν. Όταν αντιμετωπίζεις έναν αντίπαλο ελεύθερο σκοπευτή, πρέπει πάντα να προσπαθείς να βρεις την αδυναμία του, και αυτή είναι η δική του. Νομίζει πως είναι κυρίαρχος της κοιλάδας, αλλά δεν είναι». «Πρέπει να το πιστέψεις αυτό, Τζακ». «Είναι η ψυχολογία του ελεύθερου σκοπευτή. Χρειάζεσαι απόλυτη εμπιστοσύνη στον εαυτό σου. Αυτή είναι η υπέρτατη δύναμή του, αλλά και η αδυναμία του. Η υπέρμετρη σιγουριά μπορεί να γίνει υπερβολική και να οδηγήσει στην απροσεξία». Ο Κώστας γλίστρησε πιο κάτω, πίσω από τις πέτρες. «Ελπίζω μόνο μη σε πιάσει τρεμούλα. Έχουν αρχίσει να χτυπάνε τα δόντια μου, και δεν είμαι σίγουρος αν είναι μόνο από το κρύο. Θα ρίξω μια ματιά σ’ εκείνο το τούνελ από πάνω μας. Όμως πρώτα θα κατεβώ κάτω να δω τον Πραντές. Πρέπει να του πω για τον κώνο των πιθανοτήτων». «Ωραία. Όσο περισσότερες κινήσεις βλέπει ο αντίπαλός μας τόσο περισσότερο χρόνο θα έχουμε». «Πόσο χρόνο;» «Όχι πολύ. Θα θέλει να χτυπήσει προτού σουρουπώσει. Και θα έχει προσέξει ότι δεν έχουμε εξοπλισμό για να περάσουμε τη νύχτα εδώ. Θα αναζητά κάποια ένδειξη ότι βρήκαμε αυτό που αναζητάμε». «Ξέρει ότι γνωρίζουμε πως είναι εδώ;» «Έχει δει την Κάτια. Ξέρει ότι θα μας έχει πει γι’ αυτόν. Μας είδε να χωριζόμαστε. Μπορεί να μαντέψει το λόγο». «Αν βγάλω πολύ έξω το κεφάλι μου, κοίτα να με καλύψεις». «Έγινε». Ο Κώστας ρίγησε από το κρύο. Χτύπησε τα χέρια του γύρω από το σώμα του και άρχισε να κατεβαίνει την πλαγιά προς το σημείο όπου φαινόταν ο Πραντές στο ταμπούρι από κάτω. Γλιστρούσε αδέξια πάνω στις πέτρες, ολότελα εκτεθειμένος. Ο Τζακ ανησυχούσε πολύ περισσότερο απ’ όσο είχε δείξει. Αν ο ελεύθερος σκοπευτής ήταν τόσο ικανός όσο έλεγε η Κάτια, ο πρώτος του στόχος θα ήταν ο Τζακ ή ο Πραντές. Θα ήθελε να απαλλαχθεί πρώτα από τα δύο τουφέκια που μπορούσαν να τον απειλήσουν και μετά να σκοτώσει τους υπόλοιπους με την ησυχία του. Ο Τζακ έκλεισε τα μάτια του και προσπάθησε να βάλει τον εαυτό του στη θέση του άλλου, κάπου στην απέναντι πλευρά της κοιλάδας, που τους παρατηρούσε, με το βλέμμα του να πηγαίνει από την Κάτια στον Αλταμάτι, στον Πραντές, σ’ αυτόν. Και τώρα έβλεπε τον Κώστα να κατεβαίνει την πλαγιά. Άνοιξε διάπλατα τα

μάτια του και κοίταξε απέναντι προσπαθώντας να τον εντοπίσει. Τίποτα. Ο θόρυβος που έκανε ο Κώστας κατεβαίνοντας αντηχούσε σε όλη την κοιλάδα. Ο Τζακ προσευχήθηκε να είχε δίκιο, ο πρώτος στόχος να ήταν ο ίδιος, όχι ο Πραντές. Πήρε μερικές βαθιές ανάσες και πίεσε τον εαυτό του να σηκωθεί όρθιος κρατώντας το τουφέκι του, δίνοντας έτσι έναν καθαρό στόχο για μερικές στιγμές. Μετά χαμήλωσε πάλι πίσω από τους βράχους. Το δικό του τουφέκι είχε σκοπευτική διόπτρα, του Πραντές όχι. Έβγαλε τα γάντια, έχοντας στο μυαλό του αυτό που του είχε πει ο Ραχίντ. Το κρύο θα μούδιαζε τα δάχτυλά του και θα δυσκόλευε τη σκόπευση. Όμως με αυτή την απλή κίνηση δεσμευόταν νοητικά να προχωρήσει σε αυτό που έπρεπε να κάνει. Έπρεπε να πιστέψει πως ο αντίπαλός του ήταν κι εκείνος έτοιμος για δράση. Ξετύλιξε το Λι-Ένφιλντ από το πανί του τουρμπανιού. Προσπάθησε να αποδιώξει από το νου του τα πάντα εκτός από το τουφέκι και το στόχο. Άρχισε να αναπνέει αργά, βαθιά, σταματώντας κάθε λίγες ανάσες πριν εισπνεύσει πάλι, προσπαθώντας να επιβραδύνει τον παλμό της καρδιάς του που χτυπούσε δυνατά. Έπιασε τον ξυστό του τουφεκιούαισθάνθηκε ξεραμένο λινέλαιο πάνω στην καρυδιά και δοκίμασε το πιάσιμο. Κράτησε το τουφέκι με το αριστερό του χέρι, και με το δεξί τακτοποίησε το πανί εκεί όπου θα ακουμπούσαν οι αγκώνες του για να τους προστατέψει από τις μυτερές πέτρες. Τύλιξε το δεξί του χέρι γύρω από τον ιμάντα του όπλου, όχι πολύ σφιχτά. Σε αυτή την απόσταση, ο παλμός των αρτηριών μπορεί να ήταν αρκετός για να τον κάνει να αστοχήσει τελείως. Έβγαλε τις καλύπτρες των φακών και τα καλύμματα από τους ρυθμιστές ύψους και κατεύθυνσης, αλλά άφησε μια λωρίδα του πανιού μπροστά από τον μπροστινό φακό. Η παραμικρή αντανάκλαση, η παραμικρή κίνηση, μπορεί να πρόδινε το παιχνίδι. Όταν ο αντίπαλός του αντιλαμβανόταν ότι έπαιρνε θέση, η αναμονή θα τελείωνε και οι άλλοι θα γίνονταν εύκολοι στόχοι. Το παραμικρό λάθος μπορεί να τους έβαζε όλους σε κίνδυνο. Έβγαλε την ασφάλεια του τουφεκιού και τράβηξε πίσω τη λαβή του ουραίου. Είδε τη λάμψη του φυσιγγίου μέσα στο γεμιστήρα- έσπρωξε το ουραίο μπροστά, είδε το φυσίγγιο να αναπηδά και να περνά στη θαλάμη, και μετά αισθάνθηκε την αντίσταση καθώς έσπρωξε το ουραίο στη θέση του και κατέβασε τη λαβή. Σήκωσε το τουφέκι προσέχοντας να μη φανεί η κάννη πάνω από τους βράχους. Προχώρησε σιγά-σιγά προς την άκρη, οριζοντιώνοντας το τουφέκι και μετά στρέφοντάς το προς τα κάτωακούμπησε τον ξυστό μέσα σε μια εσοχή του βράχου, σημαδεύοντας το μονοπάτι στην απέναντι πλαγιά της κοιλάδας. Κοίταξε δίπλα από το

σκόπευτρο, προσπαθώντας να υπολογίσει την απόσταση με γυμνό μάτι. Διάλεξε το βράχο που είχε δει με τον Κώστα. Οκτακόσια μέτρα. Ήταν πιο χαμηλά σε σχέση με τη δική του θέση, αλλά ο αέρας εδώ ήταν αραιός και ξηρός, και η μειωμένη αντίσταση θα αντιστάθμιζε την πρόσθετη βαρύτητα. Άπλωσε το χέρι και έκανε τη ρύθμιση ύψους. Δεν υπήρχε βλάστηση για να υπολογίσει την ταχύτητα του ανέμου, αλλά ήταν σχεδόν ανύπαρκτος, ένα απλό άγγιγμα στο πρόσωπό του, από τα βόρεια. Άγγιξε το κουμπί ρύθμισης κατεύθυνσης και το γύρισε ένα κλικ. Άφησε το δεξί του χέρι να κατεβεί στον προφυλακτήρα της σκανδάλης και μετά τράβηξε το κοντάκι γερά στον ώμο, φέρνοντας το μάγουλό του πάνω στο ανυψωμένο ξύλινο τμήμα του κοντακιού. Κρατώντας και τα δύο μάτια ανοιχτά, κοίταξε με το δεξί μάτι από τη διόπτρα, τραβώντας λίγο πίσω το κεφάλι για να επιτύχει την καλύτερη όραση. Η διόπτρα είχε απλό σταυρόνημα και παρά τη μεγέθυνση του 3,5 ο βράχος απέναντι έδειχνε ακόμη απίστευτα μακριά. Θυμήθηκε αυτά που του είχαν μάθει. Έκανε μια νοητική προβολή προς το στόχο ώσπου φαντάστηκε τη σκούρα σιλουέτα ενός σώματος μέσα στους βράχους και μετά τη σφαίρα να εξακοντίζεται και να γίνεται μικρότερη καθώς η σιλουέτα γινόταν όλο και πιο μεγάλη. Χωρίς να κινήσει το κεφάλι του, κοίταξε γύρω. Ο στόχος μπορεί να ήταν έξω από το πεδίο που εκτεινόταν μέσα από τη διόπτρα. Τύλιξε το δείκτη γύρω από τη σκανδάλη και την τράβηξε στο πρώτο στάδιο της διαδρομής της, νιώθοντας την αντίσταση. Πήρε μια βαθιά ανάσα, ρουφώντας τη διαπεραστική μεταλλική οσμή του βράχου, κι έβγαλε τη μισή. Έπαψε να αναπνέει. Έμεινε ακίνητος. Κοίταξε από τη σκοπευτική διόπτρα. Εμφανίσου. Ξαφνικά, με το αριστερό του μάτι είδε κίνηση στον πυθμένα της κοιλάδας. Η καρδιά του άρχισε να βροντά και προσπάθησε απεγνωσμένα να την επιβραδύνει πάλι. Στο σημείο όπου φαινόταν το σύννεφο σκόνης στο βάθος της κοιλάδας, είχε εμφανιστεί τώρα μια μορφή. Ήταν ένα άλογο, μόνο του, χωρίς καβαλάρη, που έτρεχε με τριποδισμό δίπλα στον ξερό χείμαρρο που περνούσε από το μέσο της στενωπού. Το άλογο προσπέρασε το αντίσκηνο που είχαν δει ανάμεσα στα βράχια και σταμάτησε γύρω στα εκατό μέτρα πιο κάτω, τινάζοντας το κεφάλι του και χτυπώντας το έδαφος με τις οπλές. Ο Τζακ έμεινε εντελώς ακίνητος. Και τότε είδε μια άλλη μορφή να ξεπροβάλλει από τη βάση της πλαγιάς από κάτω και να προχωρεί προς το άλογο. Τράβηξε τα μάτια του από τη διόπτρα και κοίταξε κατάπληκτος. Ήταν η Κάτια. Θυμήθηκε το πάθος της για τα ακάλ-τέκε, τα ουράνια άλογα. Συνέχισε να το πλησιάζει με τα χέρια της απλωμένα, εντελώς εκτεθειμένη. Ήταν σαν να είχε πέσει σε ύπνωση. Και

τότε ο Τζακ είδε κάτι άλλο, μια λάμψη, κάτι να γυαλίζει στην πλαγιά απέναντι. Αυτό ήταν. Σκόπευσε πάλι αμέσως. Η λάμψη ήταν γύρω στα είκοσι μέτρα ψηλότερα από το σημείο όπου είχε σημαδέψει αρχικά. Ανύψωσε ελάχιστα το τουφέκι. Ο ελεύθερος σκοπευτής είχε αιφνιδιαστεί από το άλογο, από την Κάτια, όπως και ο Τζακ. Θα καταλάβαινε αμέσως το λάθος του και θα ενεργούσε. Και ο πρώτος στόχος του θα ήταν ο Τζακ. Ακούστηκε ένας δυνατός κρότος, ένα χτύπημα σε μια πέτρα πίσω του και η σφαίρα εξοστρακίστηκε και απομακρύνθηκε σφυρίζοντας. Ο πυροβολισμός και η ηχώ έμοιαζαν να έρχονται μαζί, αναπηδώντας στις πλαγιές της κοιλάδας. Και μετά ο ήχος έσβησε, αφήνοντας τον Τζακ σοκαρισμένο. Συγκεντρώσου. Είχε δει την κάννη να αστράφτει στους βράχους. Έσφιξε πάλι το δάχτυλό του στη σκανδάλη. Πήρε μια βαθιά ανάσα και την έβγαλε αργά. Και τότε είδε κάτι άλλο. Η Κάτια δεν ήταν μόνη στον πυθμένα της κοιλάδας. Είχε εμφανιστεί και μια άλλη μορφή, που έτρεχε πλησιάζοντας από την κατεύθυνση της τέντας. Ήταν το παιδί. Η Κάτια είχε φτάσει το άλογο και του χάιδευε το λαιμό. Το παιδί την πλησίαζε, αλλά το έκρυβε το άλογο. Εκατό μέτρα, ογδόντα. Ξαφνικά ο Τζακ μούδιασε. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Το παιδί είχε απλωμένα και τα δύο χέρια μπροστά, και φορούσε κάτι ογκώδες γύρω από το στήθος του. Φώναζε, ούρλιαζε βραχνά με μια φωνή που ήταν ακόμη εν μέρει παιδική, λέξεις που αντηχούσαν σε όλη την κοιλάδα, λέξεις γεμάτες από τρομερή πρόκληση και θυμό. Αλλάχ ακμπάρ. Αλλάχ ακμπάρ. Ο Τζακ άκουγε σοκαρισμένος. Η κραυγή του βομβιστή αυτοκτονίας. Ο Τζακ παρακολουθούσε με μια ξαφνική παγερή βεβαιότητα. Έπρεπε να πάρει μια απόφαση. Τώρα. Αλλιώς, η Κάτια ίσως να μην επιζούσε. Άλλη μια σφαίρα κροτάλισε από πάνω, χτυπώντας το βράχο πίσω του και τινάζοντας πάνω του θραύσματα από πέτρα. Αυτή τη φορά η Κάτια άκουσε τον πυροβολισμό και κοίταξε πάνω. Κρατούσε το άλογο γερά τώρα για να μη φύγει. Και πρέπει να άκουσε και το παιδί, αλλά δεν το είχε δει ακόμη. Το στόμα του Τζακ είχε στεγνώσει, η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Δεν ήταν παρά άλλος ένας στόχος. Χαμήλωσε το τουφέκι. Ο ελεύθερος σκοπευτής ήξερε ήδη πού βρισκόταν ο αντίπαλός του. Και ο Τζακ δεν είχε άλλη επιλογή. Σημάδεψε από τη διόπτρα. Ήταν κινούμενος στόχος, σχεδόν αδύνατον να τον πετύχει από αυτή την απόσταση. Ξαφνικά το παιδί σκόνταψε κι έπεσε- μετά, σηκώθηκε στα γόνατα. Ήταν η ευκαιρία του Τζακ.

Σημάδεψε στον κορμό. Η Κάτια πήδησε πάνω στο άλογο κι αυτό ορθώθηκε στα πίσω πόδια. Ακούστηκε ο κρότος μιας τουφεκιάς από κάτω. Τότε, ο Τζακ θυμήθηκε. Ο Πραντές. Τον είδε με το αριστερό του μάτι, ξαπλωμένο δίπλα στον Κώστα στο ταμπούρι από κάτω, με το τουφέκι να σημαδεύει το παιδί. Ξαφνικά ακούστηκε άλλος ένας πυροβολισμός από την άλλη πλευρά της κοιλάδας. Ο Τζακ είδε τον Πραντές να πετάγεται πίσω σαν πάνινη κούκλα και το τουφέκι του να πέφτει κροταλίζοντας στην πλαγιά. Κοίταξε στον πυθμένα της κοιλάδας. Το παιδί ήταν σωριασμένο στο έδαφος. Η Κάτια είχε αρχίσει να καλπάζει και ο Τζακ είδε τον Αλταμάτι να βγαίνει τρέχοντας από την πλαγιά και να έρχεται δίπλα της, να πηδά κι αυτός στο άλογο πίσω της. Ξαφνικά έγινε μια έκρηξη σκόνης και φωτιάς από το σημείο όπου είχε πέσει το παιδί, κι ένα δευτερόλεπτο αργότερα ακούστηκε ένας πνιχτός βρόντος. Το σύννεφο σκόνης από την έκρηξη έμοιαζε να κυνηγά το άλογο που κάλπαζε στην κοιλάδα. Και τότε ο Τζακ είδε την κάννη να αστράφτει πάλι από την απέναντι πλαγιά. Ο ελεύθερος σκοπευτής είχε αφήσει εκτεθειμένο το κεφάλι του, στην προσπάθεια να χτυπήσει το άλογο. Το τουφέκι του Τζακ ήταν ακόμη στραμμένο στο στόχο. Ήταν εντελώς ακίνητος. Τράβηξε τη σκανδάλη. Το τουφέκι κλότσησε δυνατά και ο Τζακ αισθάνθηκε μια αίσθηση αναρρόφησης, λες κι ο στρόβιλος της σφαίρας έπαιρνε όλο τον ήχο μαζί του, διοχετεύοντας όλη την ενέργεια πάνω στο στόχο. Οκτακόσια μέτρα. Ενάμισι δευτερόλεπτο. Τα αυτιά του Τζακ βούιζαν. Δεν άκουγε τίποτα. Και μετά φάνηκε άλλη μια λάμψη στην απέναντι πλαγιά και μια κίνηση. Κάτι υψώθηκε στον αέρα. Ο Τζακ έβαλε τα κιάλια του. Η κίνηση ήταν ένα τουφέκι που έπεφτε στα βράχια. Κοίταξε προσεκτικά μέσα στις σκιές και ξαφνικά διέκρινε μια ανθρώπινη σιλουέτα, πεσμένη πίσω, ακίνητη, με κάτι σκούρο στο βράχο πίσω από το κεφάλι. Ο Τζακ έκλεισε τα μάτια κι έβγαλε όλο τον αέρα από τα πνευμόνια του. Άρχισε να τρέμει ανεξέλεγκτα. Το μόνο που αισθανόταν ήταν κρύο, ένα παγερό κρύο. Φόρεσε πάλι τα γάντια και σταύρωσε σφιχτά τα χέρια του στο στήθος, βάζοντας τα δάχτυλα κάτω από τις μασχάλες. Τεντώθηκε πίσω στις πέτρες τρέμοντας. «Τραυματίας!» Ο Κώστας φώναζε από το ταμπούρι από κάτω. Ο Τζακ πετάχτηκε όρθιος και κατέβηκε όπως-όπως την πλαγιά. Ο Κώστας είχε ανοίξει το σακίδιο του Πραντές και έσκιζε το περιτύλιγμα από έναν μεγάλο επίδεσμο. Ο Πραντές είχε τις αισθήσεις του και κοίταξε τον Τζακ χαμογελώντας αδύναμα. Ο Τζακ είδε αίμα να τρέχει στην πλάτη του και γονάτισε από πάνω του, λαχανιασμένος. «Πώς είναι;»

«Όχι πολύ άσχημα». Τα δόντια του Πραντές χτυπούσαν και έκανε μια γκριμάτσα καθώς ο Κώστας πήρε ένα ψαλίδι από το σακίδιο κι έκοψε το ύφασμα, αποκαλύπτοντας μια τρύπα με διάμετρο σχεδόν ενάμισι εκατοστό, ακριβώς κάτω από τον δεξί του ώμο. Ο Κώστας έριξε πάνω πηκτική σκόνη από ένα πλαστικό μπουκάλι και πίεσε πάνω τον επίδεσμο. Μετά γύρισε μαλακά τον Πραντές και επανέλαβε τη διαδικασία στην πλάτη του. «Καθαρό τραύμα εξόδου», είπε. «Ήσουν τυχερός. Νομίζω πως ήταν των 7,62 χιλιοστών, αν χρησιμοποιούσε το Μόσιν- Ναγκάντ, απλή σφαίρα, όχι εκρηκτική. Σε αυτή την απόσταση, υπάρχει λιγότερη σπηλαίωση και βλάβη των ιστών. Δεν φαίνεται να χτυπήθηκε κανένα σημαντικό αιμοφόρο αγγείο. Έχεις ένα άσχημο επιπόλαιο τραύμα. Μερικά εκατοστά πιο κάτω και θα ήταν διαφορετικά τα πράγματα». Ο Πραντές κοίταξε τον Τζακ. «Ο ελεύθερος σκοπευτής;» «Βολή στο κεφάλι». Ο Πραντές έκλεισε τα μάτια. «Συγχαρητήρια». Κοίταξε κάτω και ξαφνικά τον διαπέρασε ένας σπασμός πόνου. «Και το παιδί...» είπε με μια γκριμάτσα. «Αυτή ήταν δική μου βολή». «Η έκρηξη ήρθε μερικά δευτερόλεπτα αφότου χτύπησε η σφαίρα σου. Μπορεί να πανικοβλήθηκε και να πυροδότησε τη βόμβα μόνος του, όταν είδε πως η Κάτια απομακρυνόταν». «Εγώ ήμουν υπεύθυνος», είπε ο Πραντές. «Είτε τον σκότωσα, είτε η σφαίρα μου τον τρόμαξε και ανατίναξε τη βόμβα». «Τον σημάδευα κι εγώ. Από τύχη μόνο έριξες πρώτος. Θα πέθαινε έτσι κι αλλιώς. Και έσωσες τη ζωή της Κάτιας». «Κι έτσι μπόρεσες να χτυπήσεις το σκοπευτή». «Τα καταφέραμε». Ο Πραντές κοίταξε τον Τζακ με ένα ανεξιχνίαστο βλέμμα- μόρφασε από τον πόνο. «Έχω έναν ασύρματο στο σακίδιό μου. Μπορείς να καλέσεις ένα ελικόπτερο για μεταφορά τραυματία. Νομίζω ότι αυτό που έγινε μπορεί να θεωρηθεί περιστατικό Ταλιμπάν. Η ISAF θα θέλει να στείλει μια αναγνωριστική ομάδα εδώ τώρα. Φαντάζομαι θα παρακολουθούν ήδη την επίθεση του Ραχίντ κατά των Ταλιμπάν σ’ εκείνο το χωριό, κι έτσι μάλλον θα υπάρχουν μερικά ελικόπτερα σε επιφυλακή στο Φεϊζαμπάντ». Ο Κώστας κοίταξε κάτω στην κοιλάδα. Το πρόσωπό του ήταν κάτασπρο από τη σκόνη. «Τι σπρώχνει ένα παιδί να το κάνει αυτό;» μουρμούρισε. Μέσα από το σύννεφο της σκόνης έβλεπαν τον άντρα από το αντίσκηνο να περιπλανιέται άσκοπα εδώ κι εκεί χειρονομώντας, σαν να έψαχνε για κάτι - πού είχε πάει το παιδί.

«Δεν είναι τι σπρώχνει το παιδί», είπε ο Τζακ. Ρίγησε κι έσφιξε τα χέρια του στο στήθος. «Είναι τι σπρώχνει τον πατέρα. Αυτός ο άνθρωπος εκεί κάτω έδεσε τις βόμβες επάνω στο γιο του και τον έστειλε να πεθάνει». «Δείχνει σοκαρισμένος». «Ναι, οι τζιχαντιστές δεν σε προετοιμάζουν ποτέ για ό,τι ακολουθεί». «Ελπίζω να στείλει η ISAF μια δύναμη και να καθαρίσει όλη την περιοχή από τους Ταλιμπάν, από εκείνους που οδήγησαν αυτό τον άνθρωπο στο δρόμο της κόλασης». «Νομίζω ότι ο Ραχίντ τα βγάζει πέρα και μόνος του», είπε αδύναμα ο Πραντές. «Μάλλον θα έχουν ήδη αρκετές εξωτερικές παρεμβάσεις. Πού είναι η Κάτια και ο Αλταμάτι;» «Έφυγαν με το άλογο από την κοιλάδα, προς την κατεύθυνση απ’ όπου μπήκαμε», είπε ο Κώστας. «Θα πούμε στο ελικόπτερο να τους μαζέψει αφού σε πάρει εσένα από δω». «Εντάξει», μουρμούρισε ο Πραντές. «Θα χρειαστεί τουλάχιστον μισή ώρα για να έρθει. Έχετε λοιπόν λίγο χρόνο για να ψάξετε». «Μπορούμε να κάνουμε τίποτε άλλο για σένα;» ρώτησε ο Τζακ;» «Θα ήθελα λίγη μορφίνη». Ο Κώστας έβγαλε μια ενέσιμη αμπούλα από το σακίδιο και τη χτύπησε ελαφρά- την κάρφωσε στο μηρό του Πραντές. «Αυτό είναι». Έβγαλε μια ισοθερμική κουβέρτα από το σακίδιο και την τύλιξε γύρω από το σώμα του, ενώ ο Τζακ έβγαλε το πανωφόρι του και του το έριξε από πάνω. «Καλύτερα. Πολύ καλύτερα». Ο Πραντές έκλεισε τα μάτια και τους κούνησε το χέρι. «Μπορείτε να φύγετε τώρα. Είναι ώρα να ρίξετε μια ματιά σ’ εκείνο το ορυχείο». Είκοσι λεπτά αργότερα, ο Τζακ και ο Κώστας στέκονταν μπροστά στην είσοδο του κεντρικού τούνελ, κοιτάζοντας τη σκοτεινή τρύπα πάνω από έναν μεγάλο σωρό από θραύσματα που μισοέκλειναν την είσοδο. Ο Κώστας είχε στα χέρια του το αντίτυπο της Πηγής του Ποταμού Ώξου του Γουντ και διάβασε γρήγορα το απόσπασμα για τα ορυχεία λάπις λάζουλι: «Το φρέαρ από το οποίο κατεβαίνεις στη στοά είναι γύρω στο ένα τετραγωνικό μέτρο και δεν είναι τόσο κατακόρυφο ώστε να μην μπορείς να το κατεβείς περπατώντας. Η στοά έχει μήκος ογδόντα βήματα, με απαλή καθοδική κλίση, αλλά σταματά απότομα σε μια τρύπα με έξι μέτρα διάμετρο και με ίσο περίπου βάθος. Το πλάτος και το ύψος της στοάς, αν και ακανόνιστο, μπορεί να υπολογιστεί γύρω στα τριάμισι μέτρα. Όμως σε κάποια σημεία όπου έχει πέσει η οροφή, η διατομή της είναι τόσο μικρή ώστε ο

επισκέπτης αναγκάζεται να προχωρήσει στα τέσσερα. Φαίνεται ότι τα ατυχήματα ήταν συχνά, και ένα τμήμα του ορυχείου έχει πάρει το όνομά του από κάποιους άτυχους εργάτες που συνθλίφτηκαν όταν έπεσε η οροφή. Δεν έπαιρναν την προφύλαξη να στηρίξουν με υποστυλώματα το πάνω μέρος της στοάς, που αποτελείται από ανεξάρτητα κομμάτια πέτρας σφηνωμένα μεταξύ τους, και μια μικρή πρόσθετη πλευρική εξάπλωση της σήραγγας είναι αρκετή για να προκαλέσει την κατάρρευσή του. Κάθε περαιτέρω εργασία μπορεί να τελεστεί μόνο με τον μεγαλύτερο άμεσο κίνδυνο για τους εργάτες». Ο Κώστας έκλεισε προσεκτικά το βιβλίο και το έδωσε στον Τζακ, που το έβαλε στη χακί τσάντα του. Ο Κώστας άρχισε να ανεβαίνει το σωρό τις σπασμένες πέτρες, γλιστρώντας προς τα πίσω σε κάθε του βήμα. «Δεν δείχνει περισσότερο επικίνδυνο απ’ όσα ήδη κάναμε σήμερα», μουρμούρισε. «Είπες ότι δεν ανεβαίνει κανείς εδώ πάνω;» «Αυτό μου είπε ο Ραχίντ. Πιστεύουν πως είναι στοιχειωμένο». Ο Τζακ ακολούθησε τον Κώστα. Ξαφνικά, ένιωθε βαρύς, κουρασμένος. Για κάθε βήμα χρειαζόταν τεράστια προσπάθεια, σαν να περπατούσε σε βαθύ χιόνι. Τα πόδια του γλιστρούσαν πάνω στις πέτρες, και στα μισά του σωρού είχε την αίσθηση ότι δεν προχωρούσε καθόλου. Ένιωθε σαν να κυνηγούσε κάτι που του ξέφευγε διαρκώς, σαν σε όνειρο. Κάποια στιγμή, έφτασε στην κορυφή του σωρού, με την οροφή της εισόδου από πάνω του σε τόσο μικρή απόσταση που την έφτανε με το χέρι. Ο Κώστας ήταν τρία μέτρα μπροστά του, μέσα στο φρέαρ πιο χαμηλά από τον Τζακ, καθισμένος στις φτέρνες. Ο Τζακ τον είδε να βγάζει έναν μικρό φακό και να φωτίζει τους τοίχους. Ο βράχος ήταν σκούρος, σχεδόν μαύρος. Ο Τζακ θυμήθηκε τις περιγραφές, το πυκνό στρώμα της καπνιάς από τις φωτιές που χρησιμοποιούσαν για χιλιάδες χρόνια προκειμένου να ανοίξουν τις φλέβες του λαζουρίτη. Κοίταξε πίσω στην είσοδο. Δεν ήταν βέβαιος, αλλά το φως έμοιαζε να δημιουργεί μια γαλάζια αχλή στους τείχους, μια μπλε ακτινοβολία σαν του ουρανού. Γύρισε πάλι μπροστά. Ο Κώστας είχε προχωρήσει μερικά βήματα ακόμη και ήταν σκυμμένος τώρα κοντά στη βάση του σωρού μέσα στο σπήλαιο. Ήταν ακίνητος και κοίταζε επίμονα τις σπασμένες πέτρες, φωτίζοντας με το φακό ένα σημείο ακριβώς μπροστά του. Σήκωσε το κεφάλι και γύρισε. «Τζακ», είπε σιγά. «Εδώ είμαι». Έπεσε σιωπή για μια στιγμή. Ο Κώστας ξερόβηξε. «Εκείνο το παλιό περίστροφο Κολτ του Τζον Χάουαρντ. Το δεύτερο του ζευγαριού, αυτό που είπες ότι είχε χρησιμοποιήσει ο πατέρας του στην Ινδική Ανταρσία...» «Ναι;» Ο Τζακ ένιωθε λες κι η φωνή του ήταν εξαϋλωμένη, σαν να άκουγε

τον ίδιο τον εαυτό του να μιλά από μεγάλη απόσταση. «Ξέρεις πού ήταν φτιαγμένο;» Η μνήμη του Τζακ είχε πέσει σε νάρκη. Προσπάθησε να θυμηθεί. «Νομίζω πως ήταν στο εργοστάσιο της Κολτ στο Λονδίνο. Νομίζω ότι η διεύθυνση πρέπει να είναι αποτυπωμένη στην κάννη». Ο Κώστας σηκώθηκε, έσβησε το φακό και ανέβηκε πάλι εκεί όπου στεκόταν ο Τζακ. Τον κοίταξε στα μάτια. «Ξέρω τι βρήκε ο Ραχίντ. Και γιατί δεν άφηναν να μπει κανείς εδώ μέσα». Ο Τζακ έβαλε το χέρι στον ώμο του Κώστα. Αυτός του έδωσε το φακό, αλλά ο Τζακ έκανε ένα αρνητικό νεύμα κι έβαλε το χέρι βαθιά μέσα στην τσάντα του, κρατώντας κάτι σφιχτά. Κατέβηκε το σωρό σκοντάφτοντας και γλιστρώντας στις σπασμένες πέτρες, νιώθοντας κάποια σημεία με πάγο. Έφτασε στο σημείο όπου ήταν προηγουμένως ο Κώστας και γονάτισε. Περίμενε για λίγο ώστε τα μάτια του να συνηθίσουν στο σκοτάδι. Μετά, είδε αυτό που είχε δει ο Κώστας. Ήταν μισοθαμμένο μέσα στις σπασμένες πέτρες, αλλά φαινόταν ακόμη. Το περίστροφο ήταν καλολαδωμένο, γι’ αυτό δεν είχε σκουριάσει, είχε πάρει όμως ένα βαθύ δαμασκηνί χρώμα. Διάβασε τη διεύθυνση στην κάννη: Col. Colt, London. 55 Η λαβή και ο προφυλακτήρας της κάννης περιβάλλονταν από κουρέλια, ένα τραχύ ύφασμα σφιχτά τυλιγμένο. Το ύφασμα εκτεινόταν κάτω από τις πέτρες, μετά ανέβαινε πάνω σε ένα χαμηλό σωρό και απλωνόταν πάλι σε μικρή απόσταση προς την άλλη κατεύθυνση. Το σχήμα ήταν συμμετρικό. Ο Τζακ ταλαντεύτηκε σαν ζαλισμένος. Δύο χέρια, απλωμένα. Κοίταξε στην άλλη άκρη. Δεν υπήρχε πιστόλι εκεί, φαινόταν όμως ένα κοίλωμα όπου κάποτε υπήρχε κάτι, κάτι που το έσφιγγε ένα χέρι. Ο Τζακ κοίταξε πάλι. Το κοίλωμα θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε. Θα μπορούσε να είναι το σχήμα ενός σφιγμένου χεριού που τραβήχτηκε με το θάνατο. Μπορεί να κρατούσε ένα άλλο όπλο, ένα ξίφος ίσως. Μπορεί όμως να ήταν και κάτι άλλο. Θα μπορούσε να είναι το ιερό βέλπου, που κάποτε ήταν σφιγμένο σε αυτό το χέρι και τώρα δεν υπήρχε πια. Ο Τζακ ξεροκατάπιε. Έκλαιγε, χωρίς να ξέρει το λόγο. Πήρε μια βαθιά ανάσα, την κράτησε και μετά την άφησε αργά ανοιγοκλείνοντας τα μάτια για να τινάξει τα δάκρυα. Σκέφτηκε όσα γνώριζε γι’ αυτό τον άνθρωπο, την αγάπη του για τα παιδιά του, την οικογένειά του. Ήλπιζε να περίμεναν για να τον υποδεχτούν στο τέλος. Ήλπιζε ότι σε αυτές τις τελευταίες στιγμές είχε απαλλαχτεί απ’ ό,τι τον βασάνιζε, από την αγωνία, την απώλεια. 55 Συνταγματάρχης Κολτ, Λονδίνο. (ΣτΜ)

Ήλπιζε να είχε βρει αυτό που αναζητούσε όλα εκείνα τα χρόνια μετά τη ζούγκλα, τον μεγαλύτερο θησαυρό που μπορεί να διανοηθεί άνθρωπος. Σκούπισε τα μάτια του και σήκωσε το κεφάλι. Έξω ακούστηκε ένας θόρυβος, το μουγκρητό ενός ελικοπτέρου που ανέβαινε την κοιλάδα. Άκουσε τρίξιμο από βήματα στις πέτρες πίσω. Ο Κώστας τον είχε αφήσει μόνο με το λείψανο για μερικά λεπτά, αλλά ο Τζακ τον είχε αντιληφθεί αμυδρά να τριγυρίζει και να εξερευνά το τούνελ πιο κάτω. «Έριξα μια ματιά», είπε, με την ανάσα του να βγάζει αχνό μέσα στο φως του ήλιου που έμπαινε από την είσοδο. «Το ορυχείο εκτείνεται γύρω στα είκοσι μέτρα ακόμη και μετά πέφτει σε ένα πηγάδι γύρω στα πέντε μέτρα βάθος. Αν ο Λικίνιος έκρυψε εκείνο το πετράδι εδώ, υποψιάζομαι ότι θα το έκρυψε στο πηγάδι. Υπάρχουν προεξοχές στο βράχο από αρχαίες αξίνες, αλλά κοίταξα και δεν υπάρχει το παραμικρό ελεύθερο κομμάτι πέτρας. Είναι λες και κάποιος πέρασε από δω και έψαξε μεθοδικά παντού. Αν το πετράδι ήταν εδώ, δεν είναι πια». Ο Τζακ ξερόβηξε και μετά έδειξε κάτω. Η φωνή του ακούστηκε βραχνή. «Κοίτα το άλλο χέρι του, το άδειο. Είναι ακριβώς σαν να κρατούσε ένα μπαμπού βέλπου των Κόγια. Νομίζω ότι το έφεραν μαζί τους, αυτό που είχαν πάρει από τη ζούγκλα πριν από τόσα χρόνια, και τώρα λείπει κι αυτό. Όπως λείπει και ο Ρόμπερτ Γουόχοουπ. Δεν υπάρχει ένδειξη άλλου πτώματος εδώ. Μπορεί όταν ήρθαν εδώ το βέλπου να ήταν άδειο, αλλά όταν έφυγε ο Γουόχοουπ ήταν βαρύ από κάτι καινούριο που είχε προσθέσει μέσα. Μπορεί ο Γουόχοουπ να το πήρε από το χέρι του Χάουαρντ και να κατάφερε να ξεφύγει. Μπορεί να βρήκε το πετράδι». Ο Κώστας τον κοίταξε. «Βρήκαμε αυτό που ήρθαμε να βρούμε- έτσι δεν είναι;» Ο Τζακ δεν μίλησε. Έβαλε το χέρι μέσα στην τσάντα του κι έπιασε πάλι αυτό που έσφιγγε δυνατά όταν μπήκε στο σπήλαιο. «Ξέρω ότι πρέπει να φύγουμε, αλλά δώσε μου ένα λεπτό». «Θέλεις να σε αφήσω μόνο;» «Όχι, μείνε». Ο Τζακ έβγαλε έξω το χέρι του και το άνοιξε. Κρατούσε τον μικρό ελέφαντα από λάπις λάζουλι, το παιδικό παιχνίδι του Τζον Χάουαρντ, λείο από τα χρόνια της χρήσης του από παιδικά χέρια, του Τζον και του ίδιου του Τζακ όταν ήταν μικρός. Στο λαιμό του ήταν δεμένη μια αστραφτερή κορδέλα, κάτι που του είχε βάλει η Ρεβέκκα όταν το πήρε στην καμπίνα της στον Θαλάσσιο Ιχνηλάτη II. Ο Τζακ έσφιξε δυνατά τον ελέφαντα. Λάπις λάζουλι, γεννημένο σε αυτή τη βουνοπλαγιά, που τώρα επιστρέφει στην πηγή του. Το άφησε κάτω και το έσπρωξε προς τα

κουρέλια, το άδειο απλωμένο χέρι, προσεκτικά, απαλά. Όταν ήρθαν σε επαφή, τράβηξε το δικό του χέρι και το άφησε εκεί. Το ελικόπτερο πέρασε πάλι τραντάζοντας την πλαγιά. Ο Τζακ σηκώθηκε κι έφτιαξε την τσάντα του. Πήρε μια βαθιά ανάσα, εκπνέοντας μια τελευταία φορά μέσα στα βάθη του σπηλαίου, βλέποντας την ανάσα του να γίνεται αχνός και να χάνεται στο σκοτάδι. Έβαλε το χέρι του στον ώμο του Κώστα. Θυμήθηκε τον Πραντές. Ήταν ώρα να φύγουν.

20

Δύο μέρες αργότερα, ο Τζακ ήταν καθισμένος στην πρύμνη ενός σκάφους του Αμερικανικού Ναυτικού που διέσχιζε τα ήρεμα νερά της Λίμνης Ισίκ Κουλ αφήνοντας πίσω του ένα μεγάλο Λ στην επιφάνεια του νερού. Η θέα ήταν εκπληκτική. Η Ισίκ Κουλ είναι η βαθύτερη ορεινή λίμνη στη γη, με τρεις χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα, πέντε φορές μεγαλύτερη από τη Λίμνη της Γενεύης. Για τον Τζακ, τα απόνερα του σκάφους έμοιαζαν σαν γιγάντιο βέλος που έδειχνε ανατολικά, μια τελευταία ώθηση του κεντρασιατικού ορεινού όγκου προς τις ερήμους της Κίνας. Στα νότια, τα βουνά που αγκάλιαζαν τη λίμνη υψώνονταν επιβλητικά μέσα από την καταχνιά, μια σειρά από χιονισμένες κορυφές που έμοιαζαν αποσπασμένες από τη γη, να αιωρούνται στον αέρα σαν οφθαλμαπάτη. Στα δυτικά ήταν η πετρώδης ακτή όπου μαζί με τον Κώστα είχαν βρει την Κάτια και τον Αλταμάτι πριν από τρεις ημέρες. Την είχαν αφήσει πάλι εκεί το πρωί, για να συνεχίσει την καταγραφή του ρωμαϊκού τάφου, ενώ αργότερα θα την παραλάμβανε ελικόπτερο για να τη φέρει στο σημείο του ραντεβού τους. Υπήρχε ένα τελευταίο μέρος που ο Τζακ επέμεινε ότι έπρεπε να επισκεφθούν, πέρα από την Έρημο του Τακλαμακάν, κοντά στα άκρα του Δρόμου του Μεταξιού. Θα χρειάζονταν μερικές ημέρες για να οργανώσουν αυτό το ταξίδι και στο μεταξύ ο Τζακ περίμενε με ανυπομονησία τη νέα κατάδυση που θα έκανε για πρώτη φορά μετά το εύρημα της Ερυθράς Θάλασσας πάνω από μία εβδομάδα πριν. Σκέφτηκε τον Πραντές και το τραύμα του. Θα έμενε στην εντατική για

εβδομάδες, αλλά η πρόγνωση ήταν καλή. Βρισκόταν σε πολύ καλά χέρια στις αμερικανικές ιατρικές εγκαταστάσεις στο Μπισκέκ και σύντομα θα τον έστελναν στο Λάντστουλ στη Γερμανία. Αφού γύρισαν πίσω μαζί του από το Αφγανιστάν, ο Τζακ και οι άλλοι συνέχισαν με ελικόπτερο μέχρι τη λίμνη, όπου τους παρέλαβε το σκάφος από την παλιά σοβιετική ναυτική βάση στην ανατολική ακτή της Λίμνης Ισίκ Κουλ. Ο Τζακ ήθελε να ακολουθήσει τη διαδρομή των υπόλοιπων Ρωμαίων που διέσχισαν τη λίμνη προς τα ανατολικά υπό τον Φάβιο, αφού χώρισαν από τον Λικίνιο που κινήθηκε νότια προς τα βουνά. Το σκάφος πλησίαζε τώρα στον προορισμό τους, μετά από σχεδόν δέκα ώρες με τη μέγιστη ταχύτητα. Το ίδιο αυτό ταξίδι θα ήταν ένα τρομερό εγχείρημα πριν από δύο χιλιάδες χρόνια - μερικοί άντρες να κωπηλατούν σε ένα ανοιχτό σκάφος, άντρες ήδη εξαντλημένοι από την πορεία που είχαν κάνει αφότου ξέφυγαν από τους Πάρθους στο Μερβ. Δεν υπήρχε τρόπος να μάθουν πόσο μακριά είχαν φτάσει, αν είχαν κατορθώσει να αποβιβαστούν στην ανατολική ακτή. Ο Τζακ πίστευε ότι θα πάλευαν μέχρι το τέλος, ενάντια στα στοιχεία της φύσης, ενάντια στην εξάντληση, ενάντια στον εχθρό που μπορεί να τους περίμενε στην ακτή. Ήταν άνθρωποι εκπαιδευμένοι να αντιμετωπίζουν κάθε πρόκληση μετωπικά, άνθρωποι που θα πολεμούσαν μέχρις εσχάτων για την τιμή της λεγεώνας τους και για να κερδίσουν το δικαίωμα να μπουν στις ιερές τάξεις των συμπολεμιστών τους που είχαν ήδη πεθάνει. Και ο Φάβιος μπορεί να μην ήξερε καν ότι είχε το πετράδι, το ένα από τα δύο του ζευγαριού. Μπορεί να ήταν μέσα σε ένα σάκο με λάφυρα που είχαν μοιραστεί με τον Λικίνιο. Ο Τζακ κοίταξε το γκρίζο νερό βλέποντας μόνο την αντανάκλαση ενός καθαρού ουρανού με μερικά διάσπαρτα μικρά σύννεφα. Μπορεί το πετράδι να βρισκόταν εδώ, χαμένο στο ναυάγιο του σκάφους των Ρωμαίων, όπως το είχε δει στο όνειρό του. Το ουράνιο πετράδι. Οι στροφές της μηχανής μειώθηκαν και το ζεστό νερό της λίμνης πάφλασε ανεβαίνοντας στον καθρέφτη της πρύμνης. Ο άνεμος κόπασε και τώρα ένιωθες τον αέρα αραιό, δροσερό. Κοιτάζοντας πίσω στη λίμνη, ο Τζακ έβλεπε την ακτογραμμή δυτικά να εξαφανίζεται αρκετά γρήγορα ώστε να αντιλαμβάνεσαι την καμπυλότητα της γης. Αισθανόταν σαν να είχαν περάσει το σημείο ισορροπίας ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, και είχαν φτάσει εκεί όπου ο Δρόμος του Μεταξιού διοχέτευε πλέον απρόσκοπτα τους ταξιδιώτες στην Κίνα. Αυτό ήταν ψευδαίσθηση, βέβαια, αφού μεσολαβούσε η παγίδα της Ερήμου Τακλαμακάν, αλλά οι ταξιδιώτες από τη Δύση μπορεί να εκλάμβαναν το μεγάλο πέρασμα στα βουνά

μπροστά τους σαν μια ένδειξη ελπίδας. Ο Τζακ κάθισε πάλι, κοιτάζοντας μπροστά. Ο Κώστας ήταν ακόμη στο πιλοτήριο, όπου είχε μείνει όλο το πρωί μιλώντας με τους ναυτικούς και κοιτάζοντας τις οθόνες πλοήγησης. Μπροστά τους, οι ακτές της λίμνης άρχιζαν να συγκλίνουν επιτέλους. Νωρίτερα, η ακτή έμοιαζε άγονη, διαβρωμένη από τον δυνατό αέρα- εδώ όμως ο δυτικός άνεμος που έφερνε την υγρασία προς τα ανατολικά είχε βοηθήσει να σκεπαστούν οι ράχες και οι κοιλάδες με μια βλάστηση σε λαδί απόχρωση. Φωλιασμένα πάνω στην ακτογραμμή φαίνονταν κτίρια, μουντές τσιμεντένιες κατασκευές, αποσαθρωμένα υπολείμματα από αποβάθρες και προβλήτες. Καθώς παρακολουθούσε ο Τζακ, η επιφάνεια του νερού τρεμόπαιξε και φάνηκε να θολώνει- μετά, γαλήνεψε ξανά. Αναρωτήθηκε μήπως ήταν σεισμική δόνηση. Κοίταξε πάλι στην ακτή. Κάπου εκεί κάτω ήταν η Ρεβέκκα, με τους ανθρώπους του ΔΠΩ και την ομάδα του Αμερικανικού Ναυτικού. Είχαν κάνει ήδη μια ανακάλυψη, ένα πιθανό περίγραμμα τοίχων που αποκαλύφθηκε από την τομογραφία υποστρώματος πυθμένα. Αυτό τους έδινε ένα σημείο αφετηρίας για την αρχαιολογική εξερεύνηση αυτού του μέρους. Η δουλειά τους σήμερα ήταν να ελέγξουν αυτούς τους τοίχους προτού φτάσει και η Κάτια για το ταξίδι που είχαν προγραμματίσει προς τα ανατολικά πάνω από τα βουνά, στην Κίνα. Ο Κώστας βγήκε από το πιλοτήριο και σκαρφάλωσε πάνω από τον καταδυτικό εξοπλισμό που ήταν στοιβαγμένος στην πρύμνη. Πήρε δύο στολές κατάδυσης δίπλα από το πυροβόλο των 20 χιλιοστών πίσω από την καμπίνα της πρύμνης, κι έριξε τη μία μπροστά στον Τζακ. «Ας φορέσουμε τις στολές. Θα πάμε κατευθείαν στο σημείο της έρευνας. Η Ρεβέκκα και άλλοι δύο από την ομάδα θα έρθουν να μας βρουν με το Ζόντιακ. Θα είμαστε οι πρώτοι που θα κατεβούμε». «Αυτό δεν θα αρέσει και τόσο στη Ρεβέκκα». «Δεν είναι κατάλληλο μέρος εδώ για να κάνει την πρώτη της κατάδυση. Με τίποτα. Δεν εμπιστεύομαι τις λίμνες ακόμη και στις καλύτερες περιπτώσεις, κι αυτή εδώ είναι ακόμη πιο επικίνδυνη». Ο Τζακ πήρε λίγο νερό από τα μπούνια και το έριξε στα χέρια του. «Είναι λιγάκι αλμυρό, που σημαίνει πως είναι και σχετικά καθαρό. Και ο πυθμένας της λίμνης είναι σε βάθος τριακοσίων μέτρων στο κέντρο, θαμμένος κάτω από ένα τεράστιο στρώμα λάσπης. Αν έχουν ρίξει κάτι τοξικό εδώ μέσα, κατά πάσα πιθανότητα θα είναι θαμμένο». Ο Κώστας σταμάτησε ξαφνικά ενώ φορούσε τη στολή του και τον κοίταξε κατάπληκτος. «Πλάκα κάνεις; Σε χώρο υποβρύχιων δοκιμών των

Σοβιετικών; Τα παρακολουθούσαμε αυτά τα μέρη όταν ήμουν στο ναυτικό. Μπορούσες σχεδόν να ζεστάνεις τα χέρια σου από τις δορυφορικές εικόνες. Και δεν μιλάμε απαραιτήτως μόνο για όπλα ή αντιδραστήρες. Τον πρώτο καιρό οι Σοβιετικοί χρησιμοποιούσαν κομμάτια ουρανίου ακόμη και για μηχανικές οδοντόβουρτσες». «Ο Αλταμάτι είπε στην Κάτια ότι εδώ δοκίμαζαν κυρίως τορπίλες και όταν έχαναν κάποια έκαναν τα πάντα για να την ξαναβρούν. Από εκεί προήλθαν οι πρώτες αναφορές για ύπαρξη υποβρύχιων τοίχων. Είναι οι ίδιοι τοίχοι που ξαναβρήκαν οι δικοί μας. Ο Αλταμάτι βούτηξε μερικούς φακέλους από τα αρχεία το 1991, όταν υπηρετούσε ως έφεδρος στη βάση και η Σοβιετική Ένωση άρχιζε να καταρρέει. Είπε ότι τις τορπίλες που έχαναν και δεν μπορούσαν να τις βρουν, τις χαρακτήριζαν μη διασώσιμες και ότι το καλύτερο θα είναι να τις αφήσουμε εκεί που είναι». «Πολύ καθησυχαστικό», γκρίνιαξε ο Κώστας περνώντας το κεφάλι από τον ελαστικό λαιμό της στολής. «Καμιά άλλη σοφία πριν βουτήξουμε και γίνουμε κι εμείς ραδιενεργοί;» «Σύμφωνα με την Κάτια, οι Κιργίζιοι πιστεύουν ότι η λίμνη είναι γεμάτη θησαυρούς. Μερικοί από αυτούς πιστεύουν ότι ο Τζένγκις Χαν είναι θαμμένος εδώ. Τα έπη τους μιλούν για ένα χρυσό φέρετρο που θάφτηκε σε μια ασημένια θάλασσα. Και πιστεύουν ότι υπάρχει ένα βουλιαγμένο Νεστοριανό μοναστήρι έξω από τη βόρεια ακτή. Πιστεύουν ότι αυτό το μέρος είναι γεμάτο απ’ όλους τους θησαυρούς που έβλεπαν οι πρόγονοί τους να περνούν από το Δρόμο του Μεταξιού. Όμως θεωρούν επίσης τα νερά της λίμνης ιερά. Μερικοί πιο ηλικιωμένοι Κιργίζιοι αρνούνται να κολυμπήσουν εδώ». «Και καλά κάνουν», είπε ο Κώστας περνώντας τα χέρια του από τους ελαστικούς δακτύλιους των καρπών. «Σε αυτή την περίπτωση, θα ασπαστώ τη λαϊκή σοφία». «Μερικές από τις ιστορίες μπορεί να είναι αλήθεια. Αν μελετήσεις την ακτογραμμή, θα δεις τις διακυμάνσεις της στάθμης της λίμνης. Είναι παράξενο μέρος. Εκατοντάδες ορεινά ποτάμια καταλήγουν εδώ, αλλά δεν υπάρχει ποτάμι που φεύγει από τη λίμνη. Έτσι, η στάθμη συνήθως ανεβαίνει ή, αλλιώς, κατεβαίνει σε περιόδους μεγάλης εξάτμισης όπως τώρα. Και επιπλέον, είναι εξαιρετικά σεισμογενής ζώνη». Ο Κώστας τελείωσε με τη στολή του και κάθισε παίρνοντας ένα κλιπμπορντ που είχε φέρει μαζί του από το πιλοτήριο. «Έχω εδώ κάποια στοιχεία. Με ενημέρωσαν τα παιδιά του ναυτικού. Έχουμε τουλάχιστον τρεις μεγάλους σεισμούς στη διάρκεια της καταγεγραμμένης ιστορίας- έναν

γύρω στο 250 π.Χ., ο σεισμός του Γκριγκόρεβκα, ένας άλλος το 500 μ.Χ., ο σεισμός του Τορού- Αϊγκίρ, και άλλος ένας το 1475, ο σεισμός του Μπαλασογκάν. Όλοι πρέπει να ήταν γύρω στα οκτώ με εννέα ρίχτερζόρικα πράγματα». Γύρισε την πλάτη του στον Τζακ και καμπύλωσε τα μπράτσα του για να σφίξει το φερμουάρ του ώμου. «Σίγουρα». Ο Τζακ έκλεισε το φερμουάρ και τον χτύπησε στην πλάτη. «Ο δεύτερος από αυτούς, το 500 μ.Χ., μπορεί να συμπίπτει με την ιστορία του βουλιαγμένου μοναστηριού. Όμως ο θρύλος του Τζένγκις Χαν δεν ταιριάζει. Αυτός πέθανε τον δέκατο τρίτο αιώνα μ.Χ. Οι διάδοχοί του τήρησαν απόλυτη μυστικότητα για τον τάφο του, φτάνοντας στο σημείο να σκοτώσουν όποιον συνάντησαν κατά τη νεκρική πομπή. Οι Μογγόλοι είχαν μια τελετουργία- έβαζαν άλογα να ποδοπατήσουν το μέρος για να μην υπάρχουν ίχνη. Όμως νομίζω ότι ο τάφος είναι εκεί που λέει η ιστορία πως είναι, στο Μπουρκάν Καλντούν της Μογγολίας, εκατοντάδες χιλιόμετρα ανατολικά από δω». «Μπορεί να υπήρχαν και παραπλανητικές φήμες», είπε ο Κώστας. «Ψεύτικες ιστορίες που διαδόθηκαν σκόπιμα. Αν ήταν τόσο μυστικοπαθείς, μπορεί να διέδωσαν μόνοι τους ιστορίες ότι ο τάφος ήταν σε διάφορα άλλα μέρη. Έτσι προέκυψε και ο θρύλος εδώ». «Ναι», είπε ο Τζακ, «είναι πιθανό. Και αυτό μπορεί να γινόταν όχι μόνο για τους κρυφούς τάφους όπως του Τζένγκις Χαν, αλλά και για άλλους ορατούς και εντυπωσιακούς. Γι’ αυτούς μάλιστα, η εξωτερική εμφάνιση ήταν εκείνη που είχε σημασία για τις επόμενες γενιές, για το πώς θα έβλεπαν τον νεκρό στο μέλλον. Όμως τα περιεχόμενα του τάφου συνήθως έχουν μεγαλύτερη σημασία για τον ίδιο το νεκρό, αφού ήταν η προσωπική του διασφάλιση για τη μετά θάνατο ζωή. Γι’ αυτό, οι πραγματικοί τάφοι μπορούσαν να κρυφτούν παντού. Σε τελική ανάλυση, ακόμη και οι αιγυπτιακές πυραμίδες συλήθηκαν». «Και ο τάφος του Πρώτου Αυτοκράτορα στο Ξιάν συλήθηκε κι αυτός», είπε ο Κώστας. «Από το φύλακά του, αν είναι αλήθεια η ιστορία του πετραδιού». Ο Τζακ σηκώθηκε και κοίταξε προς την ακτή, αναζητώντας το Ζόντιακ και τη Ρεβέκκα, αλλά δεν είχαν φανεί ακόμη. Κάθισε πάλι και άρχισε να φορά το παντελόνι της στολής. «Πού ακριβώς λες να βουτήξουμε;» Ο Κώστας γύρισε μια άλλη σελίδα στο κλιπ-μπορντ. «Το εκτύπωσα αυτό από τον υπολογιστή πλοήγησης. Θα πέσουμε ίσια μπροστά μας και λίγο δεξιά, μισό χιλιόμετρο από την ακτή. Υπάρχει ένα ποταμάκι με μερικά κτίρια στην άκρη».

Ο Τζακ σκίασε τα μάτια του. «Ναι, τα βλέπω». «Εκεί εντόπισε ο τομογράφος υποστρώματος πυθμένα τους τοίχους». «Ταιριάζει με την παλιά αναφορά των Σοβιετικών;» «Ταιριάζει ακριβώς με την ιστορία του Αλταμάτι, που μου την αφηγήθηκε η Κάτια. Και δεν μπορώ να φανταστώ πως η Κάτια είχε κάτι να κρύψει». Ο Τζακ ύψωσε τα φρύδια και δεν μίλησε για μια στιγμή. «Πάντως», είπε μετά, «για να σε καθησυχάσω πρέπει να σου πω ότι ο Αλταμάτι μίλησε επίσης με τη Ρεβέκκα στα ρωσικά. Είπε ότι οι πρώτες αναφορές υποβρύχιων ευρημάτων σε αυτό το σημείο προέρχονται από Ρώσους εξερευνητές που έφτασαν εδώ τον δέκατο ένατο αιώνα. Θυμάσαι τον σερ Άουρελ Στάιν, τον εξερευνητή του Δρόμου του Μεταξιού; Ε λοιπόν, υπήρχαν και Ρώσοι που έκαναν το ίδιο πράγμα, σταλμένοι από τη Γεωγραφική Εταιρεία της Μόσχας. Ήταν σαν μια αρχαιολογική εκδοχή του Μεγάλου Παιχνιδιού, Ρώσοι εναντίον Βρετανών. Κανείς δεν ξέρει σίγουρα τι βρήκαν οι Ρώσοι, αφού μετά τη Ρωσική Επανάσταση εξαφανίστηκαν πολλά πράγματα από μουσεία και αρχεία,. Ξέρουμε όμως ότι ήρθαν εδώ δύο Ρώσοι εξερευνητές, ο Νικολάι Πρζεβάλσκι και ο Πιοτρ Σεμιόνοφ Τιανσάνσκι. Άκουσαν και οι δύο ιστορίες για βυθισμένα ερείπια, για πόλεις κάτω από τη λίμνη. Όταν έφτασαν εδώ, το μέρος βούιζε από τέτοιες διαδόσεις. Ο Τιανσάνσκι είχε πάει στη Βενετία και εκεί είχε βρει ένα χάρτη του δέκατου τέταρτου αιώνα που έδειχνε ένα αρμενικό μοναστήρι δίπλα στη λίμνη. Ο θρύλος του τάφου του Τζένγκις Χαν φαίνεται πως ήταν τοπικός. Σίγουρα οι ντόπιοι είπαν στους Ρώσους αυτά που ήθελαν να ακούσουν, από την άλλη μεριά όμως τους έδειξαν επίσης γνήσια τεχνουργήματα, τα οποία είχαν βρει ψαράδες». «Και μετά, φτάνουμε στη σοβιετική εποχή». Ο Τζακ κατένευσε. Πέρασε το κεφάλι του από το άνοιγμα της στολής. «Οι εξερευνητές έφυγαν, αλλά οι θρύλοι είχαν παραμείνει. Κάποιοι Ναζί πίστευαν ότι αυτή είναι η πατρίδα της αρίας φυλής, στηριγμένοι σε τοπικούς θρύλους που έλεγαν ότι εδώ είναι τόπος αγνότητας, ένα είδος επίγειου παράδεισου. Μετά, στη δεκαετία του 1950, οι Σοβιετικοί ίδρυσαν τη βάση δοκιμής τορπιλών εδώ, και κατέβηκαν δύτες στη λίμνη για πρώτη φορά. Όπως ξέρουμε, βρήκαν κάτι ενώ αναζητούσαν μια χαμένη τορπίλη και αναμείχθηκε το Υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας. Αυτό τελείωσε επί Χρουστσόφ στις αρχές της δεκαετίας του ’60, καθώς θερμαινόταν ο Ψυχρός Πόλεμος και η προσοχή των Σοβιετικών στράφηκε αλλού. Πέρασαν κι άλλα χρόνια, με περισσότερες φήμες και θρύλους. Ένας

καθηγητής στο Μπισκέκ άρχισε να μιλά για την Ατλαντίδα. Τότε ήταν που ενδιαφέρθηκε ο πατέρας της Κάτιας». «Η οικογενειακή σύνδεση. Το περίμενα». «Ο καθηγητής έκανε λάθος, φυσικά. Και ο πατέρας της Κάτιας δεν έφτασε ποτέ εδώ. Αυτό το μέρος ήταν το επόμενο στη λίστα του, όταν τον σταματήσαμε πριν από δύο χρόνια». «Τι άλλο ξέρει ο Αλταμάτι γι’ αυτά που βρήκαν οι Σοβιετικοί;» «Τα αρχεία δίνουν μόνο συντεταγμένες. Υπάρχει τεράστια ποσότητα λάσπης στον πυθμένα και κανένα στοιχείο για το αν βρήκαν την τορπίλη ή όχι. Όμως άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες στο Καρακόλ, μια πόλη εδώ κοντά όπου διέμενε το προσωπικό της σοβιετικής βάσης. Μιλούσαν για αρχαίους τοίχους κάτω από τη λάσπη, σαν τους συγκλίνοντες τοίχους μιας μεγάλης εισόδου, με σκαλίσματα κινέζικης μορφής. Στο Καρακόλ υπάρχει ένα ξύλινο τζαμί που φτιάχτηκε πριν από εκατό χρόνια περίπου από τους Κινέζους Ντουνγκάν, Μουσουλμάνους που αναγκάστηκαν να φύγουν δυτικά εξαιτίας διωγμών στην Κίνα. Το τζαμί μοιάζει με κινέζικο ναό, με δράκοντες στο περίζωμα της στέγης. Μπορεί οι Ντουνγκάν να τροφοδοτούσαν το μύθο για τον τάφο του Τζένγκις Χαν. Η Κάτια πιστεύει πως είναι θέμα χρόνου μέχρι να εκμεταλλευτεί την ιδέα ο τοπικός οργανισμός τουρισμού και να εξευτελιστούν τα πράγματα με γιγάντια σοβιετικού τύπου αγάλματα του Τζένγκις Χαν στην πλατεία της πόλης. Η ίδια θέλει να επενδύσει ο τοπικός τουρισμός στα λιθογλυφικά, στα πραγματικά αρχαιολογικά στοιχεία που υπάρχουν εδώ». Ο Κώστας δίπλωσε τη σελίδα πάνω από το κλιπ-μπορντ κι έδειξε στον Τζακ μια εκτύπωση. «Πάντως, ό,τι κι αν είδαν οι δύτες, φαίνεται να ταιριάζει με τα στοιχεία του τομογράφου υποστρώματος πυθμένα. Αρχικά η αποτύπωση απλώς έδειξε ραβδώσεις που ξεκινούν από την ακτή, υλικό από το ποτάμι που έχει διαβρώσει εκείνο το σημείο. Η Ρεβέκκα όμως πρόσεξε ότι ένα από τα κανάλια έδειχνε πολύ κανονικό. Ήταν σχεδόν ένα Λ, με τις γραμμές να συγκλίνουν προς την ακτή». «Δηλαδή, η Ρεβέκκα το εντόπισε αυτό; Δεν μου το είπε». «Είναι μετριόφρων. Σαν εσένα». Ο Τζακ ύψωσε τα φρύδια. «Θέλεις να πεις ότι είναι πολύ απασχολημένη με την ομάδα των δεκαπέντε Νέιβι Σιλς που την έχουν στα όπα-όπα». «Είναι όλοι τους τζέντλεμεν». Ο Τζακ σοβάρεψε. «Δεν θέλω να κατεβούν δύτες του ναυτικού εδώ ακόμη. Μόνο οι δυο μας». «Μην ανησυχείς, είναι απασχολημένοι στο παλιό σοβιετικό λιμάνι, όπου

υπάρχουν εγκαταλειμμένα πλοία με πυρηνικούς αντιδραστήρες. Εδώ που θα καταδυθούμε, επισήμως είναι απαγορευμένη ζώνη. Θα τους πάρει μήνες μέχρι να φτάσουν ως εδώ. Η επιχείρηση είναι δική μας. Μην ξεχνάς, ο μόνος λόγος που έφτασαν τόσο μακριά οι Σοβιετικοί δύτες ήταν επειδή έψαχναν για μια χαμένη τορπίλη, την οποία δεν βρήκαν». Ο Τζακ έβαλε το χέρι μέσα στη λίμνη για να ρίξει νερό στο κράνος του. «Το νερό είναι ζεστό. Ακριβώς όπως σου αρέσει». «Αν ζεστάνει κι άλλο καθώς κατεβαίνουμε, εγώ παίρνω δρόμο από δω και μην τον είδατε!» «Γι’ αυτό έχουμε τις στολές. Εσύ τις σχεδίασες». «Και πάλι όμως θα χρειαστούμε βιολογικό καθαρισμό μετά από αυτή την κατάδυση». «Στη Χαβάη;» Το πρόσωπο του Κώστα φωτίστηκε. «Αυτή είναι η πρώτη φορά που είπες τη σωστή λέξη. Την είπες μόνος σου, χωρίς καμία παρακίνηση». Ο Τζακ κοίταξε μέσα στη λίμνη. Στον κόλπο, το νερό είχε ένα λαμπερό γαλάζιο χρώμα σαν λάπις λάζουλι, σαν την αύρα που είχε δει μέσα στο ορυχείο στο Αφγανιστάν πριν από δύο μέρες. Εδώ όμως, μακριά από την ακτή, τα νερά ήταν διαφορετικά. Ο ήλιος τα φώτιζε από πάνω και τα έλουζε με μια ιριδίζουσα λάμψη. Κάποια ιδιότητα του νερού, ή ίσως η ένταση του ήλιου και μόνο, έκανε τη λίμνη να απορροφά, θα ’λεγες, το φως και να το αντανακλά πάλι μετά από μερικά μέτρα βάθος, σαν να υπήρχε ένα στρώμα υγρού αργύρου που επέπλεε λίγο κάτω από την επιφάνεια. Κοίταξε κάτω και δεν είδε το είδωλό του. Το στρώμα αυτό έμοιαζε υπαρκτό, σαν υδράργυρος που απλωνόταν προς τα πάνω, από κάποια πηγή πιο βαθιά. Ο Τζακ κοίταξε πάλι την ακτογραμμή απέναντι τους. Είδε ένα ψηλό πουλί, έναν ερωδιό, να στέκει εντελώς ακίνητο στην εκβολή του ποταμού μερικά μέτρα πιο κάτω. Έμεινε για λίγο έτσι γαλήνιο, σαν γλυπτό, και μετά βούτηξε το ράμφος του μέσα στο νερό. Ο Τζακ θυμήθηκε την επίσκεψή του με τη Ρεβέκκα στην έκθεση των Πολεμιστών από Τερακότα στο Λονδίνο πριν από μερικούς μήνες. Εκεί είχαν σταθεί μπροστά από ένα θαυμάσιο μπρούντζινο πουλί που κάποτε κοσμούσε ένα ομοίωμα ακτής μέσα στον τάφο του Πρώτου Αυτοκράτορα. Κοίταξε τη γραμμή των βουνών νότια και σήκωσε το χέρι για να σκιάσει τα μάτια του, τυφλωμένος από την αντανάκλαση του φωτός επάνω στις χιονισμένες κορυφές που έμοιαζαν να αιωρούνται στον αέρα σαν να ανήκαν σε άλλη διάσταση. Ο Κώστας τον σκούντησε. «Υπάρχει κάτι που με προβληματίζει από το Αφγανιστάν», είπε. «Ξέρουμε τι απέγινε ο Χάουαρντ, όχι όμως και ο

Γουόχοουπ. Στο ορυχείο του λάπις λάζουλι δεν υπάρχει κανένα ίχνος του ιερού βέλπου. Μπορεί να το κρατούσε ο Χάουαρντ όταν έπεσε, αλλά μετά κάποιος το πήρε. Αν ήταν οι κακοί της υπόθεσης, θα έβρισκαν και το πετράδι, και όλη η ιστορία θα ήταν διαφορετική. Ο Σανγκ Γιονγκ θα καθόταν στο οχυρό του στην έρημο με το πετράδι κολλημένο στην οροφή, σχεδιάζοντας πώς θα κυριέψει τον κόσμο». Ο Τζακ κατένευσε. Αφότου είχαν φύγει από το Αφγανιστάν, όλη του η προσοχή ήταν συγκεντρωμένη στον Πραντές, λες και το δικό του ένστικτο επιβίωσης είχε επιστρατευτεί για να ενισχύσει εκείνο του φίλου του. Μόνο όταν ο Πραντές τον διαβεβαίωσε ότι θα γίνει καλά, μπόρεσε να αρχίσει να σκέφτεται όλα τα άλλα, τον άνθρωπο που σκότωσε, το παιδί με τη βόμβα. Για τον άντρα ένιωθε αδιαφορία, για το παιδί περισσότερο αισθανόταν μουδιασμένος, σαν να είχε δει την έκρηξη σε δελτίο ειδήσεων. Κάποια στιγμή θα αισθανόταν το σοκ αυτού του θανάτου, όχι όμως τώρα. Η εμπειρία της ανακάλυψης του λειψάνου του Χάουαρντ, του προπροπάππου του, ήταν ακόμη νωπή, σαν να τη ζούσε τώρα - πολύ νωρίς ακόμη για απολογισμό. Όμως η μοίρα του Γουόχοουπ τον είχε απασχολήσει καθώς διέσχιζαν τη λίμνη και σκεφτόταν τη σύγκλιση των διαδρομών όλων τους, των Ρωμαίων λεγεωνάριων, του Χάουαρντ και του Γουόχοουπ, των εξερευνητών του Δρόμου του Μεταξιού, της δικής τους, όλες εστιασμένες σ’ εκείνο το μυστηριακό σημείο πάνω από τον ορίζοντα όπου ανέτελλε ο ήλιος, στη Χρυσή, τη μυθική χώρα του χρυσού του αρχαίου Περίπλου. Γύρισε στον Κώστα. «Θυμάσαι την Πηγή τον Ποταμού Ώξον του Γουντ, το βιβλίο που χρησιμοποιήσαμε για να εντοπίσουμε τα ορυχεία λάπις;» «Βέβαια. Λες αυτό με τις σημειώσεις του Χάουαρντ και του Γουόχοουπ». «Μία από τις σημειώσεις που μου έδειξε η Ρεβέκκα ήταν στο περιθώριο του χάρτη στην αρχή του βιβλίου. Ήταν ένα βέλος που ξεκινούσε από την κοιλάδα του Ώξου κι έδειχνε προς τα βορειοανατολικά. Δίπλα ήταν γραμμένες με μολύβι οι λέξεις Ισίκ Κουλ, υπογραμμισμένες, και δίπλα η λέξη Πρζεβάλσκι». «Ο Ρώσος εξερευνητής;» «Ναι», είπε ο Τζακ. «Ο Πρζεβάλσκι πέθανε εδώ, από τύφο, το 1888. Η Ρεβέκκα έκανε μερικές έρευνες. Αποδείχτηκε ότι πριν ήταν στο Λονδίνο και μίλησε στο Βασιλικό Ινστιτούτο Ηνωμένων Υπηρεσιών, στην ίδια σειρά διαλέξεων στην οποία μίλησε ο Χάουαρντ για τους Ρωμαίους στη νότια Ινδία. Αυτό έγινε λίγο πριν επιστρέφει ο Γουόχοουπ στη θέση του στην Τοπογραφική Υπηρεσία της Ινδίας μετά από άδεια. Παρακολούθησαν και οι

δύο τη διάλεξη του Πρζεβάλσκι. Αφορούσε σε μια σπάνια ράτσα αλόγων που είχε ανακαλύψει στη Μογγολία, και στην ομιλία του ανέφερε τα άλογα που αντί για ιδρώτα βγάζουν αίμα. Μετά, είπε ότι σκοπεύει να έρθει σε αυτό το μέρος και αναφέρθηκε στους θρυλικούς θησαυρούς της λίμνης. Μίλησε για την οροσειρά Τιέν Σαν, για τις εξερευνήσεις του βαθιά στα βουνά. Νομίζω ότι ο Γουόχοουπ θα είχε γοητευτεί απ’ όλα αυτά καθώς ήταν ενθουσιώδης ορειβάτης». «Και πού πιστεύεις ότι πήγε ο Γουόχοουπ;» «Τιέν Σαν σημαίνει Ουράνια Βουνά. Από την Έρημο του Τακλαμακάν, φαίνονται να είναι πιο κοντά στον ουρανό από κάθε άλλο βουνό στην Κίνα. Ο Πρώτος Αυτοκράτορας είχε εμμονή με αυτά τα μέρη, προσπαθούσε πάντα να ανεβεί όσο πιο ψηλά μπορούσε και να αφήσει εκεί τις διακηρύξεις του. Πρέπει να στράφηκε στα βουνά Τιέν Σαν όταν αισθάνθηκε το θάνατο να πλησιάζει». Ο Τζακ έδειξε δυτικά. «Αν επέζησε ο Γουόχοουπ, μπορεί να ακολούθησε την πορεία του Λικίνιου προς τη Λίμνη Ισίκ Κουλ και μετά να πήγε στα βουνά. Μπορεί να ήταν σαν τους Ρωμαίους, να θεώρησε ότι δεν μπορούσε ποτέ να γυρίσει πίσω στον παλιό του κόσμο. Μπορεί αυτός και ο Χάουαρντ να μην είχαν ποτέ σκοπό να επιστρέφουν. Ο Πρζεβάλσκι είχε μιλήσει για κοιλάδες που δεν ήταν σκληρές και άγριες σαν του Αφγανιστάν, αλλά πλούσιες, γόνιμες, χαμένες μέσα στο χρόνο, σαν την Σάνγκρι-Λα. Ακόμη κι αν δεν βρήκαν τα πετράδια, αυτές οι ιστορίες μπορεί τους δελέασαν καθώς είχαν κάποια από τα στοιχεία που έμοιαζε να υπόσχεται το ουράνιο πετράδι». «Ή μπορεί να βρήκαν το πετράδι στο ορυχείο», είπε ο Κώστας. «Και ο Γουόχοουπ μπορεί να γύρισε με αυτό στη ζούγκλα. Μπορεί να έβαλε το πετράδι μέσα στο μπαμπού και να επέστρεψε το ιερό βέλπου στους Κόγια με έναν πραγματικό θησαυρό μέσα., Θα μπορούσε να μπει στο ναό της ζούγκλας μέσα από τον καταρράκτη στο πίσω μέρος και ίσως το έκρυψε εκεί. Μέσα στον τάφο του Λικίνιου. Ο Χάουαρντ στις τελευταίες του στιγμές πρέπει να σκεφτόταν αυτό που έκαναν στη ζούγκλα το 1879. Σε τέτοιες στιγμές οι άνθρωποι σκέφτονται τη λύτρωση, την εξιλέωση. Ο Γουόχοουπ μπορεί να του το υποσχέθηκε στο τέλος και να τήρησε την υπόσχεσή του. Είναι κάτι που θα έκανε κάποιος για το φίλο του. Οι δυο τους ήταν στρατιώτες, συμπολεμιστές, αδέλφια. Σαν τον Λικίνιο με τον Φάβιο». Ο Τζακ τον κοίταξε σκεφτικός. «Ναι, είναι πιθανό». «Κοντεύουμε». Το σκάφος έκοψε ταχύτητα και άρχισε να πλησιάζει στην ακτή ακολουθώντας ανοιχτή κυκλική πορεία. «Υπάρχει κάτι πιο άμεσο που πρέπει να συζητήσουμε».

«Το ακούω». Ο Κώστας κοίταξε το νερό. «Πρόσεξες πως όταν φυσάει, η επιφάνεια του νερού δεν ρυτιδώνεται;» «Ναι», είπε ο Τζακ. «Κάνει το νερό να φαίνεται νωθρό, βαρύ, σαν λιωμένο μέταλλο». «Αυτό γίνεται επειδή ο δυτικός άνεμος διοχετεύεται προς τα πάνω καθώς πλησιάζει τη στεριά. Είδες όμως εκείνο το τρεμούλιασμα στην επιφάνεια πριν από λίγα λεπτά;» Ο Τζακ κατένευσε. «Μετασεισμός;» «Κάτι χειρότερο. Προσεισμική δραστηριότητα. Έχει γίνει ήδη ένας μεγάλος σεισμός και είναι σχεδόν σίγουρο ότι πλησιάζει άλλος ένας. Σήμερα, ίσως αύριο. Δεν είναι ιδανικές συνθήκες για κατάδυση, αλλά μπορεί να μας ευνοήσουν. Έχουμε να κάνουμε με μακρινά και κοντινά εναποθέματα από το δέλτα του ποταμού και από κάποιες εκροές από τήξη παγετώνων. Τα εναποθέματα τέμνονται από διαύλους που συγκλίνουν προς τη λεκάνη απορροής. Μιλάμε για μεγάλη ποσότητα στοιβαγμένης λάσπης». «Εννοείς ότι μπορεί να θολώσει το νερό από ένα σεισμό». «Μπορεί να έχουμε κατολίσθηση ιζήματος, η οποία να αποκαλύψει αυτούς τους τοίχους, αν υπάρχουν. Μπορεί να φανούν για μια στιγμή και μετά να γίνει άλλος ένας σεισμός και άλλη μια κατολίσθηση και να χαθούν. Μπορεί να φανούμε τυχεροί. Αν υπάρχει κάτι εκεί κάτω, τώρα είναι ίσως η κατάλληλη στιγμή να το δούμε». «Θυμάσαι την τελευταία μας κατάδυση;» Ο Κώστας αναστέναξε. «Πριν από οκτώ μέρες. Στην Ερυθρά Θάλασσα. Υπέροχο νερό, κοραλλιογενείς ύφαλοι. Παράδεισος». Έκανε μια παύση. «Και ελέφαντες. Ελέφαντες κάτω από το νερό». «Αυτό ακριβώς σκεφτόμουν. Τους ελέφαντες. Έχεις ακούσει την παλιά ινδική ιστορία με τους τυφλούς και τον ελέφαντα;» Ο Κώστας τον κοίταξε απορημένος. «Πηγαίνουν τρεις τυφλούς σε έναν ελέφαντα, χωρίς να τους πουν τι είναι. Ο ένας πιάνει την ουρά και νομίζει πως είναι σκοινί. Ο άλλος πιάνει την προβοσκίδα και νομίζει πως είναι φίδι. Και ο άλλος πιάνει τον ένα χαυλιόδοντα και νομίζει πως είναι λόγχη». «Θυμάσαι που κόντεψα να μη δω τον ελέφαντα στον πυθμένα επειδή ήμουν πολύ κοντά; Να το θυμάσαι αυτό όταν θα κατεβούμε σήμερα». «Τι θα δούμε; Ένα καφέ στρώμα και μετά ένα πιο καφέ στρώμα. Το νερό θα είναι ζεστό και μετά πολύ ζεστό. Θα αρχίσουμε να λάμπουμε. Θα μας βγάλει έξω κάποιος Ρώσος μαφιόζος και θα μας πουλήσει στην Αλ-Κάιντα

ως υλικά για βρόμικη βόμβα». Ο Τζακ χαμογέλασε. «Ξέρεις, οι γεωλόγοι λένε πως η λίμνη αδειάζει βαθμιαία». «Αδειάζει;» «Ήταν πάντα μυστήριο πού πηγαίνει όλο αυτό το νερό από τα χιόνια που λιώνουν στα βουνά Τιέν Σαν. Η λίμνη είναι σαν μια τεράστια δεξαμενή, που οι πηγές δεν καταφέρνουν να τη γεμίσουν ποτέ. Είναι λες και υπάρχει κάποια οπή αποστράγγισης κάπου». «Άλλος ένας λόγος για να μην κατεβούμε εκεί κάτω. Δεν έχω όρεξη να με ρουφήξει καμιά μαύρη τρύπα». «Τώρα που είπες μαύρη, το ήξερες ότι ο Μαύρος Θάνατος ήρθε από δω;» «Τι;» «Ο Μαύρος Θάνατος. Για την πανούκλα μιλάω. Στον δέκατο τέταρτο αιώνα, μεταφέρθηκε από το Δρόμο του Μεταξιού από τους ποντικούς». «Πλάκα μού κάνεις. Ο Μαύρος Θάνατος... Από αυτή τη λίμνη... Στην οποία ετοιμάζομαι να κολυμπήσω...» «Εγώ δεν θα ανησυχούσα. Προσωπικά πιστεύω ότι είναι άλλος ένας μύθος, κατασκευασμένος για να κρατά τον κόσμο μακριά από δω. Κατά τη γνώμη μου, ένας λόγος παραπάνω για να την εξερευνήσουμε». «Χαβάη...» μουρμούρισε ο Κώστας, υψώνοντας τα χέρια του σε μια στάση προσευχής. «Γιατί κάθε φορά που υπάρχει ένα φως στην άκρη του τούνελ, με αναγκάζεις να περάσω άλλον ένα εφιάλτη;» Ο Τζακ τον χτύπησε εύθυμα στον ώμο. «Γιατί είσαι ο σύντροφός μου στις καταδύσεις. Και θέλω να έχεις το νου σου». Το σκάφος είχε ακινητοποιηθεί τώρα. Ο Τζακ μύρισε τον αέρα. Είχε μια απρόσμενη μυρωδιά, όχι τη συνηθισμένη κάπως δυσάρεστη οσμή της λίμνης, αλλά ένα άρωμα από μυρωδικά, από λεβάντα, από πολτοποιημένα ξερά φύλλα. Ο άνεμος εδώ συνήθως ερχόταν από τα δυτικά και σάρωνε το νερό σαν μια στρατιά φαντασμάτων, η οσμή όμως είχε το εξωτικό άρωμα της Ανατολής. Στην ακτή είχε δει μακρινούς προμαχώνες και το μιναρέ ενός τζαμιού που είχε γκρεμιστεί από σεισμό, και αισθανόταν μια σύνδεση της περιοχής με την Κίνα πίσω από το ορεινό πέρασμα. Το δυτικό άκρο της λίμνης, όπου είχαν βρει την Κάτια και τον Αλταμάτι ανάμεσα στα λιθογλυφικά, ήταν τόπος ερήμωσης, ένα μέρος απ’ όπου οι άνθρωποι περνούσαν από ανάγκη και μόνο. Εδώ όμως στα ανατολικά υπήρχε μονιμότητα, ένας τόπος όπου πολλοί είχαν αποφασίσει να εγκατασταθούν, έμποροι Χαν της αρχαιότητας, Σογδιανοί, Μογγόλοι απόγονοι του Τζένγκις Χαν και Μουσουλμάνοι Ντουνγκάν, που είχαν

εκδιωχθεί πρόσφατα από τις δυτικές παρυφές της Κίνας. Τους πλησίασε ένα από τα μέλη του πληρώματος. «Επικοινωνήσαμε με την ακτή. Οι σεισμικές ενδείξεις δεν άλλαξαν, αλλά η κατάσταση παραμένει σε πορτοκαλί συναγερμό. Οι δύτες του ναυτικού καθάριζαν μια γκρεμισμένη προβλήτα, γι’ αυτό καθυστέρησε το Ζόντιακ. Ελπίζουν να ξεκινήσουν για εδώ σε δεκαπέντε λεπτά περίπου. Αυτή τη στιγμή είμαστε πάνω από τις συντεταγμένες του GPS. Η συμβουλή είναι να μην καταδυθείτε, αλλά αν πρέπει, κάντε το τώρα. Παραμείνετε τουλάχιστον δέκα μέτρα πάνω από τον πυθμένα και αποφεύγετε τις βαθιές χαράδρες. Επαναλαμβάνω, η συμβουλή είναι να μην καταδυθείτε». «Καταλάβαμε, Μπραντ», είπε ο Κώστας παλεύοντας να περάσει τον ιμάντα της εξάρτυσης. Ο ναύτης πλησίασε και τον βοήθησε. «Ο Τζακ κι εγώ έχουμε καταδυθεί μέσα σε στοά λάβας, ξέρεις», είπε αγκομαχώντας. «Μέσα σε εν ενεργεία ηφαίστειο. Στην Ατλαντίδα». «Σοβαρά; Ωραία». «Καθόλου ωραία. Ζέστη καμίνι». Ο Κώστας κοίταξε το ναύτη, που έδειξε προς τη λίμνη με σκεπτικισμό και ετοιμάστηκε να πει κάτι. Είχαν περάσει το μεγαλύτερο μέρος του ταξιδιού μαζί στο πιλοτήριο μιλώντας για τορπίλες και διαρροές ραδιενέργειας. «Μην πεις τίποτα για το νερό, Μπραντ», είπε ο Κώστας. «Μην, πεις απολύτως τίποτα». «Απλώς ήθελα να σας ευχηθώ καλή τύχη, κύριε». «Πάλι κύριε...» γκρίνιαξε ο Κώστας. «Εγώ, κύριος;» «Πλωτάρχης του Αμερικανικού Ναυτικού, απ’ ό,τι θυμάμαι», είπε ο Τζακ. «Εγώ είμαι πρακτικός άνθρωπος, ξέρω μόνο από βίδες και μπουλόνια. Και δεν μου αρέσει να μοστράρω το βαθμό μου». «Επειδή είσαι γεννημένος ηγέτης, και όλοι σε ακούν πάντα», είπε ο Τζακ και του έδωσε ένα σκούντημα στον ώμο. «Όλοι εκτός από εσένα». «Εγώ δεν χρειάζεται να σε ακούω, απλώς σε ακολουθώ». Ο Τζακ τον χτύπησε στην πλάτη και έκανε νεύμα στο ναύτη, που κατέβασε τη μάσκα στο κράνος του Κώστα, σφάλισε τα κλείστρα και μετά έκανε το ίδιο και στον Τζακ. Οι δύο άντρες έκαναν έλεγχο στα συστήματα υποστήριξης από την οθόνη μέσα στα κράνη τους και μετά έκαναν δεύτερο έλεγχο ο ένας στον άλλο. Ο ναύτης σήκωσε το ένα χέρι με τα δάχτυλα ανοιχτά κι έδειξε το ρολόι του. Ο Τζακ έκανε ένα καταφατικό νεύμα. Πέντε λεπτά ακόμη. Οι στροφές της μηχανής ανέβηκαν λίγο και αισθάνθηκαν το σκάφος να κινείται διορθώνοντας τη θέση του. Για μερικές στιγμές πριν ενεργοποιήσει την ενδοεπικοινωνία, ο Τζακ ήταν εντελώς αποκομμένος. Άκουγε μόνο τη

δική του αναπνοή, τους χτύπους της καρδιάς του και ένα μικρό βούισμα στ’ αυτιά, κατάλοιπο από τον πυροβολισμό. Σκέφτηκε πάλι τον Γουόχοουπ και μετά τους Ρωμαίους. Αν είχαν ναυαγήσει στη λίμνη, μπορεί ένας από αυτούς να είχε επιζήσει, να κατάφερε να βγει στη στεριά και να πήγε ανατολικά, από το πέρασμα των βουνών, προς τη Χρυσή, τη χώρα του χρυσού. Ίσως ο ίδιος ο Φάβιος. Ο Τζακ αναρωτήθηκε αν θα το μάθαιναν ποτέ. Είχε μόνο το ένστικτό του για να στηριχτεί, και αυτό το ένστικτο του έλεγε ότι η ιστορία δεν τελείωνε στα νερά εδώ. Κοίταξε μέσα στη λίμνη και είδε πάλι το στρώμα αντανάκλασης, σαν υδράργυρο. Απόδιωξε τη σκέψη και άνοιξε την ενδοεπικοινωνία. Ο Κώστας του έκανε νεύμα με τους αντίχειρες προς τα πάνω και ο Τζακ τον μιμήθηκε. Αισθάνθηκε την αναρρόφηση του αέρα από το ρυθμιστή του και κοίταξε πάλι την ένδειξη. Γλίστρησαν από την κουπαστή με μία κίνηση. Ο Τζακ βυθίστηκε και μετά ανέβηκε πάλι στην επιφάνεια. Ήταν στο στοιχείο του και ένιωθε τη γνωστή έξαψη. Ξαφνικά αισθάνθηκε μια βεβαιότητα, ότι βρίσκονταν στη σωστή θέση. Το ένστικτό του πάλι. Κοίταξε τον Κώστα, που επέπλεε στο νερό κοιτάζοντάς τον. Ο Τζακ έβαλε το χέρι του στη βαλβίδα πλευστότητας και άνοιξε την ενδοεπικοινωνία. Ήταν κάτι που έλεγαν πάντα. Η τελετουργία τους. Το τυχερό τους φυλαχτό. Χαμογέλασε στον Κώστα. «Φύγαμε;» «Φύγαμε». Τρία λεπτά αργότερα είχαν κατεβεί πιο κάτω από είκοσι μέτρα βάθος. Ο πυθμένας δεν φαινόταν, αλλά ο Τζακ ήξερε από την πυξίδα του ότι ήταν στραμμένοι προς τη στεριά και ο πυθμένας μπροστά τους ανέβαινε προς την ακτογραμμή, μισό χιλιόμετρο προς τα ανατολικά. Αρχικά το νερό ήταν απίστευτα καθαρό και ο Τζακ, γυρίζοντας προς τα πάνω, είχε δει το σκούρο σχήμα του σκάφους από πάνω, με τους δύο ναύτες να φαίνονται σαν ένα κυματιστό περίγραμμα καθώς είχαν σκύψει και κοίταζαν στο νερό. Γύρισε πάλι προς τα κάτω τη στιγμή που περνούσαν ένα θερμοκλινές.56 Δεν ήταν αισθητό μέσα από τη στολή, αλλά πρόσεξε τη μείωση θερμοκρασίας στην ένδειξη μέσα στο κράνος του. «Η θερμοκρασία χαμηλώνει. Τελικά η λίμνη μπορεί να μην είναι ραδιενεργή σούπα, όπως αρχικά φοβόμασταν», είπε στην ενδοεπικοινωνία. «Φτάνει να μην έχει αναδέψει τίποτε όλη αυτή η σεισμική 56 Ζώνη βαθμιαίας μείωσης της θερμοκρασίας ανάμεσα στο θερμό νερό της επιφάνειας μιας λίμνης και στο πιο ψυχρό στα βαθύτερα στρώματα. (ΣτΜ)

δραστηριότητα», απάντησε ο Κώστας. Η φωνή του ακουγόταν μεταλλική εξαιτίας της αυξημένης πίεσης. «Όπως είπε ο Αλταμάτι, ό,τι κι αν είναι αυτό που υπάρχει εδώ κάτω, καλύτερα να μην το ανασκαλίσουμε». «Θα σου το θυμίσω αυτό την επόμενη φορά που θα δούμε κάνα εκρηκτικό που θα πρέπει να αφοπλιστεί». Συνέχισαν να κατεβαίνουν. Κάτω από το θερμοκλινές η ορατότητα μειώθηκε δραστικά, από γκρίζα και καφέ σωματίδια που αιωρούνταν στο νερό. Ο Τζακ αισθάνθηκε βαθύ σκοτάδι να απλώνεται από κάτω. Άναψε τον προβολέα του κράνους αλλά το μετάνιωσε αμέσως καθώς τυφλώθηκε από τη λάμψη που αντανακλούσαν τα αιωρούμενα σωματίδια. Τον έσβησε πάλι και ανοιγόκλεισε τα μάτια, περιμένοντας να συνηθίσει ξανά η όρασή του στο σκοτάδι. Κοίταξε την ένδειξη βάθους. Τριάντα πέντε μέτρα. Και ξαφνικά το είδε - ένα γκρίζο άμορφο επίπεδο γύρω στα οκτώ μέτρα πιο κάτω, που ανέβαινε απαλά προς την ακτή. «Παίρνω πίσω αυτό που είπα για τη ραδιενέργεια», είπε. «Φαίνεται ότι κάτι έχει σκοτώσει τα πάντα εδώ κάτω». Ισοστάθμισε την πλευστότητά του δύο μέτρα πάνω από τον πυθμένα, προσέχοντας να μην ανακινήσει με τα πτερύγια τη λάσπη. «Ο πυθμένας δεν είναι τόσο συμπαγής όσο φαίνεται», είπε ο Κώστας. «Με όλη αυτή τη σεισμική δραστηριότητα, είναι σαν σούπα. Αν κλείσεις τα μάτια σου και κατεβείς, δεν θα το καταλάβεις καν ότι έχεις εισχωρήσει στον πυθμένα. Μετά από λίγο, το υλικό γίνεται κολλώδες και δεν θα μπορείς να ξαναβγείς. Η μοναδική παρηγοριά είναι ότι δεν θα σε φάνε υδρόβια σκουλήκια. Ακόμη κι αυτά δεν μπορούν να ζήσουν εδώ». Ο Τζακ κοίταξε το ίζημα. «Δεν πρόκειται να δούμε τίποτα αρχαίο να ξεπροβάλλει από αυτό το πράγμα- έτσι δεν είναι;» «Δεν αποκλείεται. Ο σεισμός τα ανατάραξε όλα και η λάσπη που καλύπτει συνήθως τις προεξοχές του βραχώδους υποστρώματος και τα άλλα στερεά στοιχεία του πυθμένα μπορεί να έχει γλιστρήσει στην πλαγιά. Η καφέ θολούρα στο νερό δείχνει πως έχει υπάρξει ανατάραξη. Όμως αυτή η ανατάραξη έχει αφήσει τα πάντα σε ασταθή κατάσταση. Μπορεί να υπάρχει άλλη μια μάζα ιζήματος πιο ψηλά στην πλαγιά, έτοιμη να πέσει και να θάψει ό,τι αποκαλυφθεί». Ο Τζακ κοίταξε γύρω. «Δηλαδή, οι τοίχοι, το κανάλι, ό,τι ήταν αυτό που είδε η Ρεβέκκα στην αποτύπωση του πυθμένα, μπορεί να φαίνονται». «Η αποτύπωση έγινε πάνω από είκοσι τέσσερις ώρες πριν. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχω προγραμματίσει στον υπολογιστή μου, πρέπει να κινηθούμε σε αυτό το βάθος για πενήντα μέτρα περίπου προς Νότο. Έτσι

θα βρεθούμε πάνω από το κανάλι, ακριβώς απέναντι από εκείνο το μικρό ποτάμι στην ακτή. Οι παλιές σεισμολογικές αναφορές των Σοβιετικών δείχνουν πως αυτό είναι το ύψος όπου βρισκόταν η ακτή πριν από δυόμισι χιλιάδες χρόνια. Από αυτό το σημείο της υποβρύχιας πλαγιάς και πάνω, όλα ήταν στεριά. Πιστεύουν ότι συνέβη κάτι και βρέθηκαν όλα κάτω από το νερό, ένας βίαιος εντοπισμένος σεισμός πριν από δύο χιλιάδες διακόσια χρόνια». Έστριψαν προσεκτικά και άρχισαν να κολυμπούν προς Νότο. Μπροστά πήγαινε ο Κώστας. Βρίσκονταν μέσα σε έναν ορίζοντα βελτιωμένης ορατότητας στον οποίο έβλεπαν πέντε-έξι μέτρα μπροστά τους, αν και βρίσκονταν κάτω από το στρώμα του αιωρούμενου ιζήματος που έφτανε μερικά μέτρα από πάνω τους. Ο Τζακ κοίταζε την γκρίζα επιφάνεια από κάτω αναζητώντας οτιδήποτε στερεό, κάποια προεξοχή. Μετά από είκοσι μέτρα ο Κώστας σταμάτησε ξαφνικά. «Κάτι βρήκα», είπε. Ο Τζακ τον πλησίασε. Ο πυθμένας της λίμνης ήταν παράξενος, ακανόνιστος. Ο Τζακ άπλωσε προσεκτικά το χέρι του. Ήταν σκληρός πηλός, που λέρωσε το γάντι του. «Φαίνεται να είναι κάποια ράχη που έρχεται από την ακτή», είπε. «Μπορεί να είναι διαλυμένα λασπότουβλα, αλλά δεν υπάρχουν πέτρες». «Κοίτα δω». Ο Κώστας κούνησε ζωηρά το χέρι του πάνω από κάτι μισοθαμμένο στον πηλό. Ο Τζακ άναψε τον προβολέα του και του ξέφυγε μια κραυγή κατάπληξης. «Είναι μπρούντζινη λαβή», είπε. Ο Κώστας την τράβηξε. Η λαβή συνδεόταν με ένα δίσκο με μέγεθος πιάτου. Ο Τζακ το πήρε και απομάκρυνε τον πηλό που ήταν κολλημένος επάνω του. «Είναι καθρέφτης», είπε. «Η επιφάνεια είναι πράσινη από την οξείδωση, αλλά είναι άθικτος». «Παράξενο αντικείμενο για ένα τέτοιο μέρος», σχολίασε ο Κώστας. Ο Τζακ το γύρισε από την ανάποδη. «Τέτοια μπρούντζινα αντικείμενα έχουν βρεθεί ξανά σε αυτή την ακτή, από ψαράδες», είπε. «Καθρέφτες, περίτεχνα μέρη ιπποσκευής, καζάνια. Αυτά κίνησαν για πρώτη φορά την προσοχή του Ρώσου, του Πρζεβάλσκι. Τα αντικείμενα είναι όλα σαν αυτό, άθικτα, με δουλειά πολύ υψηλής ποιότητας, όχι πράγματα που θα πέταγε συνήθως κάποιος. Έτσι διαδόθηκαν φήμες για ένα βουλιαγμένο παλάτι, μια πνιγμένη πόλη». «Ή έναν τάφο;» συμπλήρωσε ο Κώστας. «Αν το ένστικτό μου είναι σωστό, ναι», απάντησε ο Τζακ. «Όμως αυτά τα ευρήματα δεν ταιριάζουν με την ιστορία του Τζένγκις Χαν. Οι τάφοι των Μογγόλων ήταν κρυμμένοι, διακριτικοί. Και δεν νομίζω πως ένας Μογγόλος πολέμαρχος θα είχε τέτοια κτερίσματα, καθρέφτες και καζάνια.

Απλούστατα, δεν ταιριάζει. Όμως θα έβαζα στοίχημα πως αυτό εδώ πρέπει να το έβγαλε ο σεισμός από κάποιον τάφο, έναν σημαντικό τάφο. Κάτι τέτοιο θα εξηγούσε και τα παλιότερα ευρήματα. Και δεν έχουμε να κάνουμε με σύληση τάφων στην αρχαιότητα, όταν αυτή η πλαγιά ήταν ακόμη στεριά. Οι τυμβωρύχοι δεν εγκαταλείπουν τέτοια πολύτιμα αντικείμενα». Ο Κώστας έδειξε ένα σημείο στη λαβή όπου φαίνονταν λεπτές γραμμές, στροβιλοειδή σχήματα και πεταχτά μάτια. «Η διακόσμηση μου θυμίζει εκείνον το λογχοπέλεκυ που βρήκε η Κάτια στον ρωμαϊκό τάφο στην άλλη μεριά της λίμνης. Μοιάζει ίδια, κινέζικη». «Συμφωνώ», είπε ο Τζακ. «Ο τοπικός πληθυσμός εδώ περιλαμβάνει τους διωγμένους Μουσουλμάνους Κινέζους από τις παρυφές της Ερήμου του Τακλαμακάν και υπήρχε και μια παλιότερη μετανάστευση, των Ουιγούρων. Αυτός ο καθρέφτης πρέπει να έχει ηλικία μεγαλύτερη από δύο χιλιάδες χρόνια, αλλά τότε αυτή η άκρη της λίμνης θα ήταν πολιτισμικό χωνευτήρι, ένας σταθμός ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή. Θα ήταν δυνατόν να βρεθούν εδώ σημαντικά κινέζικα τεχνουργήματα. Όμως δεν νομίζω ότι έτσι εξηγούνται αυτά τα ευρήματα. Τέτοια αντικείμενα δεν θα τα πετούσαν στη λίμνη. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν έμποροι». Ο Τζακ άφησε κάτω τον μπρούντζινο καθρέφτη και ο Κώστας έβαλε έναν μικροσκοπικό ηλεκτρονικό φάρο δίπλα του. Αυτή τη φορά προχώρησε πρώτος ο Τζακ, ακολουθώντας την πλαγιά στο βάθος των σαράντα μέτρων. Η ορατότητα ήταν λίγα μέτρα μόνο, αρκετή όμως για να δουν ότι η προεξοχή από πηλό καμπύλωνε προς τα αριστερά τους και ο πυθμένας της λίμνης βάθαινε προς τα δεξιά. «Δίαυλος διάβρωσης», είπε ο Κώστας που ακολουθούσε. «Αυτή πρέπει να είναι η άκρη του καναλιού που φτάνει ως εδώ από το ποτάμι, δημιουργώντας μια χαράδρα στον πυθμένα της λίμνης. Αυτό συμφωνεί με την αποτύπωση που πήραμε. Πρέπει να βαθαίνει άλλα δέκα μέτρα και να έχει πλάτος γύρω στα είκοσι. Νομίζω ότι κανονικά το κανάλι πρέπει να ήταν σκεπασμένο από ίζημα, αλλά το ξεσκέπασε ο σεισμός. Αυτές πρέπει να είναι οι συγκλίνουσες γραμμές που είδε η Ρεβέκκα στην αποτύπωση και έδειχναν να υπόσχονται πολλά. Τελικά όμως δεν είναι ανθρώπινο έργο». «Θέλω να κοιτάξω λίγο ακόμη. Για καλό και για κακό». «Ο καθρέφτης είναι σπουδαίο εύρημα, Τζακ. Μπορούμε να ανεβούμε πάνω κρατώντας τον σαν να πήγαμε για κυνήγι θησαυρού. Η Ρεβέκκα θα ενθουσιαστεί». Ο Τζακ προχωρούσε ήδη. «Έχω ένα προαίσθημα γι’ αυτό το μέρος». «Ναι, έχω κι εγώ ένα προαίσθημα», απάντησε ο Κώστας. «Και είναι κακό.

Το είδες αυτό;» Ήταν ένας κυματισμός στο νερό και μετά μια δόνηση. «Τζακ, υπάρχει ένα τείχος ιζήματος γύρω στα τρία μέτρα από πάνω σου. Είναι αυτό που γλίστρησε και αποκάλυψε το κανάλι. Από στιγμή σε στιγμή θα πέσει. Πρέπει να φύγουμε από δω. Τώρα». Ο Τζακ κοίταξε πάνω και είδε το σκοτεινό τείχος του ιζήματος. Μετά, κοίταξε πάλι κάτω. Ήταν ακίνητος και αιωρούνταν πάνω από τον πυθμένα με ανοιχτά χέρια και πόδια. Η δόνηση είχε σηκώσει ένα πέπλο λάσπης που σχεδόν έκρυβε τα πάντα. Η λάμψη από τον προβολέα πίσω του μειώθηκε καθώς ο Κώστας άρχισε να ανεβαίνει. Ο Τζακ ήξερε ότι θα περίμενε σε απόσταση μερικών μέτρων μέχρι να βεβαιωθεί ότι θα τον ακολουθήσει. Άνοιξε τον προβολέα του κράνους του για να τον βλέπει ο Κώστας και κοίταξε την ένδειξη της πυξίδας. Είχε προχωρήσει αρκετά. Δεν υπήρχε τίποτε άλλο να δει εδώ. «Εντάξει», είπε. Άπλωσε το χέρι στο σύστημα ελέγχου πλευστότητας στη στολή. Ο Κώστας είχε δίκιο. Δεν ήταν μέρος εδώ για να πεθάνει. Πρόσεξε άλλον ένα κυμάτισμά στο νερό. Ξαφνικά άρχισε να ανησυχεί, νιώθοντας ότι ήταν και ο ίδιος ενεργό μέρος των δυνάμεων γύρω του, ότι οι ίδιες οι κινήσεις του μπορεί να ενεργοποιούσαν τον επόμενο σεισμό. Κοίταξε τη βαλβίδα πλευστότητας μπροστά στη στολή του για να βεβαιωθεί πως ήταν καθαρή. Ανησυχούσε μήπως πάθαινε εμπλοκή από το ίζημα και παρέμενε σε ανοιχτή θέση, ένα πρόβλημα σχεδιασμού που είχε παρατηρήσει σε κάποιες περιπτώσεις. Θα το συζητούσε με τον Κώστα. Κράτησε το δεξί του χέρι πάνω στη βαλβίδα και σήκωσε το κεφάλι του. Το κράνος του χτύπησε πάνω σε κάτι. Γύρισε και κοίταξε πάνω, βλέποντας μόνο την αντανάκλαση από το ίζημα. Ήταν απίθανο να είχε μείνει ο Κώστας τόσο κοντά του, αφού ήξερε ότι ο Τζακ θα ανέβαινε. Πρέπει να ήταν κάτι άλλο. Γύρισε πάλι κανονικά και άπλωσε μπροστά το αριστερό του χέρι. Ήταν ένα συμπαγές αντικείμενο που προεξείχε υπό γωνία από τον πυθμένα της λίμνης προς το μέρος του. Το ψηλάφισε. Έμοιαζε με κορμό δέντρου. Ξαφνικά θυμήθηκε τη χαμένη τορπίλη. Όχι, όμως. Η επιφάνεια έμοιαζε με φλοιό παλιού σφένδαμου, χωρισμένη σε πυκνά τμήματα. Άρχισε να ανεβαίνει ψηλαφίζοντας και με τα δύο χέρια, προς τα κει που το αντικείμενο υψωνόταν από πάνω του. Αν ήταν παλιός κορμός δέντρου, ήταν τριχωτός, στρεβλωμένος, με υπολείμματα κλαδιών και από τις δύο πλευρές. Ψηλάφισε το πάνω μέρος. Ο κορμός στένευε και τελείωνε σε μια σφαιρική απόληξη. Ο Τζακ πάγωσε. Κάτι είχε δει. «Είσαι εντάξει;» Η φωνή του Κώστα ακούστηκε τραχιά μέσα από την

ενδοεπικοινωνία. «Κάτι βρήκα», απάντησε ο Τζακ κομπιάζοντας. «Παράτα το. Πρέπει να φύγεις από κει. Τώρα». «Εντάξει». Έγινε άλλος ένας κυματισμός και το αιωρούμενο ίζημα που μείωνε την ορατότητα ξαφνικά τινάχτηκε μακριά, σαν ένα κοπάδι από μικροσκοπικά ψάρια. Ακολούθησε μια στιγμή απόλυτης διαύγειας. Ο Τζακ έβλεπε καθαρά τώρα. Ήταν ένα ανθρώπινο κεφάλι. Ήταν άγαλμα, πέτρινο, μεγαλύτερο από το φυσικό μέγεθος, που προεξείχε με κλίση από τον πυθμένα της λίμνης. Κοίταξε το πρόσωπο. Έμοιαζε με μάσκα θανάτου, τα μάτια σχεδόν κλειστά, το στόμα τραβηγμένο σε μια γκριμάτσα. Ψηλά ζυγωματικά, επίπεδη μύτη, λεπτά μακριά κρεμαστά μουστάκια, πλεγμένα. Του ήρθε στο νου ο κιργιζικός θρύλος. Ένα χρυσό φέρετρο σε μια ασημένια θάλασσα. Αλλά αυτός ο θρύλος αναφερόταν στον Τζένγκις Χαν. Και είχε απορρίψει αυτό το ενδεχόμενο. Είχε κάνει τόσο μεγάλο λάθος; Κοίταξε πάλι. Αυτό που του είχε φανεί σαν φλοιός δέντρου όταν ψηλάφιζε ήταν οι πλάκες της πανοπλίας, που κάλυπταν η μία την άλλη. Και είδε ότι το άγαλμα κρατούσε ένα ξίφος, μια μεγάλη ίσια λεπίδα φτιαγμένη προσεκτικά από την πέτρα. Στη λαβή είχε ένα στρογγυλεμένο προστατευτικό που έκρυβε τελείως το χέρι. Ο Τζακ κοίταξε πάλι το πρόσωπο και μετά συνειδητοποίησε τι είχε δει. Δεν ήταν λαβή. Ήταν μεταλλικό γάντι. Δεν τολμούσε να πιστέψει τα μάτια του. Βούλιαξε πιο χαμηλά και κοίταξε από κοντά. Ήταν όλα εκεί - τα αυτιά του αιλουροειδούς, τα αμυγδαλωτά μάτια, το στόμα συσπασμένο σε μια γκριμάτσα, με τη λεπίδα να προεξέχει από μέσα. Κοίταζε κατάπληκτος το γλυπτό μπροστά του. Ένα ξίφος με μεταλλικό γάντι στη λαβή. Ένας πολεμιστής της τίγρης. Ο Τζακ κοίταξε πάνω. Μόλις που διέκρινε τον Κώστα μερικά μέτρα πιο πάνω, να αφήνει ένα σημαντήρα. Άκουσε ένα μακρινό μουγκρητό, έναν ήχο που έμοιαζε σαν να ερχόταν από τα έγκατα της γης, ανάκατο με το θόρυβο από τη μηχανή του σκάφους. Είδε το τείχος της λάσπης πίσω από το άγαλμα και συνειδητοποίησε πόσο κοντά ήταν ο ίδιος όταν έπεσε εκεί το ίζημα. Και τώρα έκανε πάλι σεισμό. Το ίζημα κυμάτιζε, θόλωνε. Αισθάνθηκε μια δύναμη να τον σπρώχνει μέσα στο νερό πιο κάτω στην πλαγιά. Ξαφνικά βρέθηκε πάνω από την άκρη μιας μαύρης ρωγμής που οι πλευρές της εκτείνονταν σε κάποια απόσταση μέσα στην κινούμενη λάσπη. Το τράνταγμα σταμάτησε και ο Τζακ βούλιαξε κάτω. Βρισκόταν σε

βάθος πενήντα μέτρων τώρα. Είδε το σημείο όπου η ρωγμή κάποτε ήταν εντελώς θαμμένη, το σημείο όπου ο σεισμός είχε ραγίσει τη σκληρή πήλινη επιφάνεια αποκαλύπτοντας τον κενό χώρο από κάτω, που τώρα ήταν σχεδόν γεμάτος από λάσπη. Είδε κάτι λευκό στο φως του προβολέα του. Ήταν ένα κρανίο. Ένα ανθρώπινο κρανίο. Και μετά είδε κι άλλα. Υπήρχαν κρανία διάσπαρτα παντού, ανθρώπινα κρανία, ολόκληρες σειρές, με τις κόγχες των ματιών αδειανές, τα σαγόνια να κρέμονται εξαρθρωμένα, μερικά με κλίση προς τα δεξιά ή αριστερά. Κάτω από τα κρανία είδε σημεία πράσινα και καφέ. Βούλιαξε πιο κάτω, στο χώρο μέσα στη ρωγμή, ώσπου άρχισε να βλέπει περισσότερα. Δεν υπήρχε αμφιβολία. Τα πράσινα και καφέ ήταν μέταλλο, μπρούντζος. Πλάκες από φολιδωτές πανοπλίες. Σειρές από σκελετούς, ένα ολόκληρο σύνταγμα από σκελετούς, θαμμένοι όρθιοι μέσα σε ένα λάκκο, με φολιδωτή μπρούντζινη πανοπλία. Αρχαίες κινέζικες πανοπλίες. Κοίταξε πάλι, αδυνατώντας σχεδόν να πιστέψει τα μάτια του. Κάθε σκελετός είχε γύρω από το λαιμό του τα υπολείμματα ενός σκοινιού το οποίο είχε διατηρηθεί μέσα στο γλυκό νερό της λίμνης. Ήταν ένας στρατός για τη μεταθανάτια ζωή. Ένας στρατός που είχε βαδίσει εκούσια στο θάνατό του. Το μυαλό του Τζακ έτρεχε. Το άγαλμα, ο πολεμιστής, πρέπει να ήταν φύλακας. Κοίταξε πάλι τα κρανία που εξαφανίζονταν γοργά κάτω από έναν καταρράκτη λάσπης. Του ήρθαν στο νου τα λόγια ενός αρχαίου χρονικογράφου. Μετέφεραν τους εκατό αξιωματούχους, καθώς και σπάνια σκεύη και υπέροχα αντικείμενα, για να γεμίσουν τον τάφο. Κοίταξε πιο πάνω στην πλαγιά, το άγαλμα που μόλις φαινόταν μέσα στο μισοσκόταδο. Και μετά κατάλαβε. Ο πολεμιστής της τίγρης δεν ήταν φύλακας. Ήταν δήμιος. Κοίταξε πάλι τα κρανία. Αυτή ήταν η πραγματική σωματοφυλακή, οι πιστοί στρατιώτες, οι υπηρέτες, εκείνοι που έχτισαν τον τάφο κι έφεραν το σώμα εδώ, που είχαν αφοσιωθεί στα καπρίτσια του ηγέτη τους, που είχαν ορκιστεί να προστατεύουν το μυστικό, δίνοντας έναν όρκο που δεν είχε προστατέψει τους ίδιους. Δεν ήταν ένας πρόθυμος στρατός για τη μετά θάνατο ζωή. Ήταν θύματα μαζικής δολοφονίας. Είχαν δολοφονηθεί όχι για να ικανοποιήσουν τη ματαιοδοξία εκείνου που πίστευε ότι θα κυβερνά για πάντα, αλλά για να ικανοποιήσουν τη δίψα για αθανασία εκείνων που εμφανίζονταν ως οι πιο έμπιστοι υποτελείς του, των πολεμιστών που φυλάσσοντας αυτό το μυστικό εξασφάλιζαν τη δύναμή τους στην αιωνιότητα. Ξαφνικά, ο Τζακ ένιωσε απόλυτα βέβαιος. Η Ρεβέκκα είχε δίκιο. Υπήρχε κάτι εδώ, κάτι στο σκοτάδι πιο πέρα, κάτι τόσο εκπληκτικό που δεν μπορούσε σχεδόν να το πιστέψει. Το μυστικό του τάφου του

Πρώτου Αυτοκράτορα. Ξαφνικά, άρχισε πάλι ο σεισμός. Κάτι τον ρουφούσε προς τα κάτω και άρχισε να χτυπά τα πτερύγια με όλη του τη δύναμη. Για πρώτη φορά σε αυτή την κατάδυση αισθάνθηκε την παγερή αρπάγη του φόβου, λες και υπήρχε μια άδεια θέση στον μακάβριο στρατό από κάτω, που την είχαν κρατήσει γι’ αυτόν, επειδή τόλμησε να δει αυτά που είδε. Συνειδητοποίησε ότι όλος ο πυθμένας της λίμνης κινούνταν, γλιστρούσε κάτω στην πλαγιά. Το άγαλμα και η ρωγμή είχαν εξαφανιστεί. Μια τεράστια πίεση τον πέταξε στο πλάι, απομακρύνοντάς τον από το κανάλι. Και μετά βρέθηκε ελεύθερος, σαν από θαύμα, να πλέει πάνω από τον καταρράκτη της λάσπης, λουσμένος στο φως του ήλιου. Είδε τον Κώστα μερικά μέτρα μακριά. Ο δείκτης της ενδοεπικοινωνίας μέσα στο κράνος του ήταν κόκκινος και κατάλαβε ότι το σύστημα πρέπει να είχε πάθει βλάβη. Έκανε σήμα στον Κώστα με το χέρι, όλα εντάξει, και τον είδε να κάνει το ίδιο. Κοίταξε κάτω πάλι, ανασαίνοντας βαριά, περιμένοντας να επιβραδυνθεί ο ρυθμός της καρδιάς του πριν ανεβεί. Έκλεισε τα μάτια. Είχε δει και κάτι άλλο. Κάτι μέσα σ’ εκείνο το κλάσμα του δευτερολέπτου πριν από το τράνταγμα. Κάτι που εμφανίστηκε καθώς το ίζημα γλιστρούσε στην πλαγιά. Είχε δει τείχη, μεγάλα πέτρινα τείχη, δεξιά κι αριστερά από ένα διάδρομο που οδηγούσε σε μια σκοτεινή είσοδο στο πλάι της πλαγιάς, σε μια είσοδο σφραγισμένη επίσης με πέτρα. Άνοιξε τα μάτια. Ήταν σίγουρος γι’ αυτό. Σκέφτηκε τι άλλο είχε δει εκεί κάτω, τι είχε αγγίξει. Κοίταξε προς την επιφάνεια μέσα από ένα νερό που τώρα ήταν ολοκάθαρο. Βρίσκονταν σε λιγότερο από είκοσι μέτρα βάθος και ήταν σίγουρος ότι έβλεπε την κυματιστή γραμμή των χιονισμένων κορυφών προς Νότο, να διαπερνά την ασημόχρωμη αντανάκλαση του ηλιακού φωτός στην επιφάνεια. Του ήρθαν πάλι στο νου τα λόγια του Κινέζου χρονικογράφου. Χρησιμοποίησαν υδράργυρο για να κατασκευάσουν απομιμήσεις των εκατό ποταμών, του Κίτρινου Ποταμού και του Γιανγκτσέ, και των θαλασσών, και ήταν όλα κατασκευασμένα με τέτοιον τρόπο ώστε έμοιαζαν να κυλούν. Από πάνω υπήρχαν αναπαραστάσεις όλων των ουράνιων σωμάτων και από κάτω τα χαρακτηριστικά της γης. Και τότε κατάλαβε. Εκεί, στον τάφο του Ξιάν, ήταν όλα τεχνητά. Εδώ, κάτω από τα ουράνια βουνά, όπου η λίμνη ήταν σαν υδράργυρος, ήταν όλα πραγματικά. Εδώ, όπου σχεδόν άγγιζες τον ουρανό και όπου γη και ουρανός μπορούσαν στ’ αλήθεια να γίνουν η επικράτεια ενός αυτοκράτορα. Ενός αυτοκράτορα. Ο Τζακ σχεδόν δεν ανέπνεε τώρα. Όχι του Τζένγκις Χαν. Ενός αυτοκράτορα πολύ μεγαλύτερου από αυτόν. Ενός αυτοκράτορα

που κυβερνούσε τα πάντα κάτω από τον ουρανό. Του Σιχουάνγκντι. Του Πρώτου Αυτοκράτορα. Ο Τζακ θυμήθηκε τον Σογδιανό, τον άνθρωπο που μια πράξη του πριν από δύο χιλιάδες χρόνια, τους είχε οδηγήσει σε αυτό το μέρος, τον άνθρωπο που η ίδια η ύπαρξή του ήταν εν μέρει υποθετική, εν μέρει πραγματικότητα. Είχαν δίκιο γι’ αυτόν; Είχε κλέψει όντως το ουράνιο πετράδι κάτω από τις μύτες των πολεμιστών της τίγρης στο Ξιάν; Ή μήπως είχε εκπληρώσει μια υπόσχεση την οποία είχε δώσει ο πρώτος φύλακας στον ετοιμοθάνατο αυτοκράτορα, να μεταφέρει το πετράδι από το Ξιάν σε αυτό το μέρος, τον πραγματικό τάφο; Μήπως ο αυτοκράτορας είχε χάσει την εμπιστοσύνη του προς τους πολεμιστές της τίγρης; Μήπως είχε προβλέψει το μέλλον, είχε καταλάβει ότι εκείνοι που προφασίζονταν ότι θα προστατεύουν την κληρονομιά του, στην πραγματικότητα θα την ιδιοποιούνταν; Μήπως η αδελφότητα της τίγρης ζούσε ένα ψέμα στηριγμένο σε ένα φόνο, τη φαντασίωση μιας ιερής αποστολής που στην πραγματικότητα είχε σχέση μόνο με τη δική τους απληστία και τη δίψα τους για εξουσία; Ο Τζακ σκέφτηκε το ουράνιο πετράδι, τον άπιαστο θησαυρό που τους είχε φέρει σε αυτό το εκπληκτικό ταξίδι. Μήπως το πετράδι, η ανεκτίμητη καρδιά του ονείρου του αυτοκράτορα που η αδελφότητα είχε ορκιστεί να προστατεύει, είχε τοποθετηθεί πάνω από το άδειο φέρετρο στο Όρος Λι, αλλά μια μέρα ένας απόγονος του φύλακα θα το έκλεβε για να προσπαθήσει να το πάει στη σωστή του θέση; Ο Τζακ θυμήθηκε τον θείο της Κάτιας και την ιστορία για τους πολεμιστές της τίγρης που τους είχε αφηγηθεί η ίδια η Κάτια, μια ροή γνώσης που έμοιαζε να έρχεται από κάποια πηγή βαθιά στο παρελθόν, μια γνώση απομνημονευμένη με ακρίβεια, που περνούσε από γενιά σε γενιά. Σκέφτηκε πάλι την Κάτια. Μήπως υπήρχε μέσα στην αδελφότητα κάποιος στον οποίο ο Σιχουάνγκντι, που δεν εμπιστευόταν σχεδόν κανέναν, είχε αναθέσει να κρατά τα μάτια των άλλων μακριά από την αλήθεια; Είχαν ζήσει ένα ψέμα για εξήντα έξι γενιές, προστατεύοντας έναν τάφο στο Ξιάν που μόνο ένας ανάμεσά τους ήξερε από την αρχή πως ήταν άδειος; Μήπως ο θείος της Κάτιας αναζητούσε το πετράδι όχι απλώς για να μην το πάρει ο Σανγκ Γιονγκ, αλλά για να το φέρει κρυφά εδώ; Σκέφτηκε κάτι που είχε πει η Κάτια για τον θείο της. Με είχε προετοιμάσει γι’ αυτή την αποστολή. Τους είχε πει η Κάτια όλη την αλήθεια; Ποιος ήταν ο φύλακας του τάφου τώρα; Η ενδοεπικοινωνία ενεργοποιήθηκε. «Τζακ, με ακούς;» «Δυνατά και καθαρά».

«Έχω βραχνιάσει να φωνάζω. Χρειάζεσαι μια στάση αποσυμπίεσης δέκα λεπτών. Εκείνη η κατολίσθηση ιζήματος μπορεί να αύξησε την πίεση του νερού και να σε έφερε πέρα από το όριο ανόδου χωρίς στάση». «Πέντε λεπτά στάση στα είκοσι μέτρα, πέντε λεπτά στα δέκα». «Εντάξει». «Η παρεμβολή στην ενδοεπικοινωνία μάλλον πρέπει να ήταν ηλεκτρομαγνητική». «Ναι, με ανησύχησε κι εμένα αυτό. Ο σεισμός μπορεί να μετακίνησε εκείνη τη χαμένη τορπίλη και επανενεργοποίησε κάτι στον ηλεκτρονικό εξοπλισμό της». «Θα πρέπει να αποκλείσουμε την περιοχή», είπε ο Τζακ. «Όλος αυτός ο τομέας της παραλίας γίνεται απαγορευμένη ζώνη. Αυτός είναι ο όρος μας για να δουλέψουμε με το ΝΑΤΟ και τους Ρώσους. Θα χρηματοδοτήσουμε όλη την επιχείρηση καθαρισμού και θα προσφέρουμε στους Ρώσους όποιο πρόγραμμα υποβρύχιας εκπαίδευσης θέλουν. Όταν είναι όλα έτοιμα, μπορεί σε δύο χρόνια, ίσως τρία, να αρχίσουμε την έρευνα. Κανείς δεν κατεβαίνει στο νερό μέχρι τότε. Για λόγους υγείας και ασφάλειας». «Ναι, σε πίστεψα! Λες και σε απασχολούσε ποτέ η υγεία και η ασφάλεια. Λοιπόν, τι ακριβώς βρήκες εκεί κάτω; Φαντάζομαι ότι δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με έναν μπρούντζινο καθρέφτη». «Είναι ασφαλές το κανάλι;» «Κλειστό σύστημα. Μόνο εσύ κι εγώ. Το σκάφος του ναυτικού δεν είχε τον κατάλληλο δέκτη και δεν προλάβαμε να τον φέρουμε». Ο Τζακ ξερόβηξε. «Βρήκα ένα άγαλμα και μερικά οστά». «Είπα, τι βρήκες, Τζακ;» «Αυτά είδα στα σίγουρα. Αυτά άγγιξα». «Ναι, καλά...» «Εντάξει, μπορεί να βρήκα έναν τάφο». «Ο τοπικός θρύλος; Του Τζένγκις Χαν;» «Δεν είμαι σίγουρος. Χρειαζόμαστε κι άλλα στοιχεία». «Δεν βρήκες το πετράδι. Το δεύτερο από το ζευγάρι. Το περίδοτο». «Όχι, δεν βρήκα το πετράδι. Αλλά μπορεί εδώ να είναι το σωστό σημείο. Αν ο Φάβιος και οι άλλοι έφτασαν στην ανατολική ακτή της λίμνης και μετά βούλιαξαν από καταιγίδα, εδώ περίπου θα είχε καταλήξει το ναυάγιο. Όλα όσα είχαν μαζί τους μπορεί να είναι ακόμη εδώ, κάπου στη λάσπη από κάτω μας. Ή ο Φάβιος μπορεί να σώθηκε και να τα πήρε μαζί του στην Κίνα, προς το Ξιάν». «Πίσω στον τάφο του Πρώτου Αυτοκράτορα».

«Στο μέρος που η ιστορία αποκαλεί τάφο του Πρώτου Αυτοκράτορα». Έγινε μια σύντομη σιωπή. «Λες αυτό που νομίζω ότι λες;» «Το είδα μόνο για ένα δευτερόλεπτο. Λιγότερο από ένα δευτερόλεπτο. Αλλά είμαι σίγουρος». Ο Κώστας κοίταξε το παλιό αδιάβροχο Ρόλεξ που φορούσε πάνω από τη στολή του και έκανε νεύμα σηκώνοντας τον αντίχειρα. Ο Τζακ σήκωσε κι αυτός τον δικό του και παρακολούθησε το δείκτη βάθους μέσα στο κράνος καθώς ανέβαιναν στα δέκα μέτρα. Το σύστημα της στολής τους ισοστάθμισε αυτόματα την πλευστότητα και σταμάτησαν να ανεβαίνουν. Ο Κώστας γύρισε προς τον Τζακ. «Λοιπόν, πώς θα εξηγήσεις στην κόρη σου ότι σε αυτή μπορεί να οφείλεται μία από τις μεγαλύτερες αρχαιολογικές ανακαλύψεις που έγιναν ποτέ, μια ανακάλυψη που μπορεί να αλλάξει όλη την αντίληψη της ασιατικής ιστορίας, αλλά δεν πρόκειται να πούμε τίποτα και θα μιλήσουμε μόνο για μια τορπίλη, και αν μας πιέσουν μπορεί να μουρμουρίσουμε κάτι για τον Τζένγκις Χαν;» «Δεν θέλω να το πω σε κανέναν ακριβώς για το λόγο που είπες. Την ασιατική ιστορία. Εδώ διακυβεύονται πάρα πολλά. Ένας ολόκληρος εθνικός μύθος. Αυτή τη στιγμή οι Κινέζοι μπορεί να χρειάζονται αυτόν το μύθο, το μύθο του τάφου του Πρώτου Αυτοκράτορα στο Ξιάν, το μύθο του ανείπωτου πλούτου που είναι θαμμένος μαζί με τον μεγαλύτερο κυβερνήτη τους. Αν αποκαλύψουμε την αλήθεια μπορεί να προκαλέσουμε μια επικίνδυνη διάβρωση του ελέγχου στην Κίνα». «Δεν το πιστεύεις αυτό. Δεν σε έχω δει ποτέ να αφήνεις ένα θησαυρό ανεξερεύνητο επειδή ανησυχείς για έναν εθνικό μύθο». «Εντάξει, απλώς θέλω να περιμένω μέχρι να ηρεμήσει η σεισμική δραστηριότητα. Αυτό μπορεί να πάρει δύο-τρία χρόνια εδώ. Κι έτσι θα έχουμε το χρόνο να αναπτύξουμε τον απαραίτητο εξοπλισμό για να απομακρύνουμε ένα βουνό λάσπης μέσα στη λίμνη. Ή μάλλον θα έπρεπε να πω, θα έχεις εσύ το χρόνο». «Την ώρα που έψαχνες εκεί κάτω δούλευα στο μυαλό μου έναν νέο υποβρύχιο εκσκαφέα. Κατάλαβα ότι κάτι έχεις βρει και ότι θα ξαναγυρίσουμε. Λοιπόν, τι θα κάνεις με τη Ρεβέκκα;» «Θα περιμένουμε δύο, ίσως τρία χρόνια.-Όταν θα είμαστε έτοιμοι θα έρθουμε εδώ. Τότε θα της πω τι είδα. Θα προτιμούσα η πρώτη της μεγάλη ανακάλυψη να μη διαταράξει ολόκληρη την παγκόσμια τάξη». «Τα παιδιά τα καταλαβαίνουν όλα. Θα σε καταλάβει αμέσως μόλις δει αυτό το ύφος σου. Και δείξε μου μία από τις δικές μας ανακαλύψεις που δεν άλλαξαν την πορεία της ιστορίας. Αν μείνει μαζί μας, θα πρέπει να το

συνηθίσει αυτό». «Θα είναι πάνω στο σκάφος τώρα», είπε ο Τζακ. «Βάζω στοίχημα ότι θα της τα πεις όλα τη στιγμή που θα βγούμε». Ο Τζακ κοίταξε πάνω. Έμεναν μόνο μερικά λεπτά τώρα. Του ήρθε μια αμυδρή αλμυρή γεύση από τη λίμνη. Θυμήθηκε κάτι που του είχε πει η Κάτια, έναν παλιό θρύλο της Κιργιζίας, ότι οι νομάδες κρατούσαν τα πνεύματα των προγόνων τους κάτω από έλεγχο κλαίγοντας μέσα στη λίμνη, κατά μήκος της ακτής, δίπλα στις σκαλισμένες αναμνηστικές πέτρες του θανάτου τους. Αν έκλαιγαν, τα νερά ανέβαιναν γύρω από τα φαντάσματα και τα έπνιγαν. Τώρα όμως ήταν πια πολύ λίγοι αυτοί που θρηνούσαν, ήταν πολύ λίγοι αυτοί που θυμούνταν. Οι βράχοι είχαν στεγνώσει από την υποχώρηση της ακτογραμμής και το σημάδι της παλιάς στάθμης των νερών ήταν μέτρα ψηλότερα. Τώρα έπρεπε να θρηνήσουν τα ίδια τα βουνά, να απελευθερώσουν νερά από την τήξη των πάγων σε τεράστιους χειμάρρους, για να πνίξουν το πνεύμα που υπήρχε από κάτω, το πνεύμα του Σιχουάνγκντι, του Πρώτου Αυτοκράτορα. Σκέφτηκε πάλι πού βρίσκονταν, στον θρυλικό Δρόμο του Μεταξιού. Ένα μέρος που το σάρωνε ο θεϊκός άνεμος, όπου δεν απέμεναν πια πολλά πράγματα πέρα από μύθους και θρύλους, πέρα από ιστορίες που υπήρχαν ακόμη επειδή ήταν τόσο κενές και ανυπόστατες. Δεν ισχύει όμως το ίδιο γι’ αυτά που υπάρχουν εδώ, κάτω από το νερό. Αυτά είναι πραγματικά, απτά. Έγινε άλλη μια δόνηση, πιο ισχυρή αυτή τη φορά, κι ένα σκοτάδι σάρωσε τον πυθμένα της λίμνης από κάτω, κρύβοντάς το εντελώς. Ο Τζακ κοίταξε τον υπολογιστή του. Ήταν ώρα να ανεβούν. Ο Κώστας έδειξε προς τα πάνω με τον αντίχειρα. Ο Τζακ κοίταξε πάνω και είδε τη σκιά του σκάφους, και δίπλα του τη σκιά του Ζόντιακ, με την εξωλέμβια ακριβώς από πάνω τους. Κάμποσα πρόσωπα φαίνονταν πάνω από την πρύμνη του σκάφους, γύρω από τη σκάλα που ο Κώστας είχε αρχίσει ήδη να ανεβαίνει, αλλά ένα μοναχικό πρόσωπο τον κοίταζε σκυμμένο πάνω από το Ζόντιακ. Τα κύτη των σκαφών έμοιαζαν με σκοτεινά σύννεφα, τα πρόσωπα όμως αντικατοπτρίζονταν στην ασημόχρωμη επιφάνεια του νερού σαν άστρα, και το πιο λαμπερό ήταν ακριβώς από πάνω του. Ο Τζακ ανέβηκε και το κεφάλι του ξεπρόβαλε από την επιφάνεια. Ανασήκωσε την προσωπίδα του κράνους του και πιάστηκε από το Ζόντιακ, κοιτάζοντας το πρόσωπο με τα γυαλιά ηλίου και τα μακριά μαύρα μαλλιά που τον κοίταζε. Χτύπησε τα πτερύγια για να ανασηκωθεί πιο ψηλά και κοιτάζοντας πάνω από τον πλωτήρα είδε ότι δεν υπήρχε κανείς άλλος εκεί κοντά. Μετά έπεσε πάλι στο

νερό και έκανε νεύμα στη Ρεβέκκα να πλησιάσει. Φύσηξε τη μύτη του και καθάρισε το λαιμό του. Δεν θυμόταν να είχε νιώσει ποτέ τέτοια έξαψη στη ζωή του. «Θυμάσαι το ταξίδι μας στην έκθεση των Πολεμιστών από Τερακότα στο Λονδίνο;» είπε. «Ε λοιπόν, δεν θα το πιστέψεις τι βρήκαμε». «Δεν θα το πιστέψω; Για δοκίμασε, μπαμπά».

Επίλογος

Επαρχία Γκανσού, Κίνα Σαράντα οκτώ ώρες αργότερα, ο Τζακ στεκόταν μπροστά σε έναν χαμηλό τοίχο, υπόλειμμα προμαχώνα που κάποτε είχε αρκετά μέτρα πάχος, μέσα σε ένα σύμπλεγμα από αρχαία ερείπια. Γονάτισε και ακούμπησε την επιφάνεια. Την αισθάνθηκε να θρυμματίζεται κάτω από τα δάχτυλά του. Ήταν συμπιεσμένος πηλός με θραύσματα από ροζ και γκρίζο γρανίτη. Αυτό το μέρος χρειαζόταν απεγνωσμένα βροχή, αλλά ο τοίχος ήταν τόσο αποξηραμένος ώστε μια βροχή απλώς θα επέσπευδε την καταστροφή του, θα τον διέλυε αντί να τον ενισχύσει. Ο πηλός έμοιαζε σαν αρχαίο τσιμέντο, σαν κονίαμα, αλλά δεν ήταν. Αυτός ο τοίχος δεν ήταν ρωμαϊκός. Γύρισε και κούνησε το χέρι στον Κώστα, που ανέβαινε το μονοπάτι πίσω του - μια απαρηγόρητη μορφή μέσα στη σκόνη. Πιο κάτω έβλεπε την Κάτια και τη Ρεβέκκα να ανεβαίνουν μαζί ανάμεσα στις πέτρες, και πιο κάτω ένα σύννεφο σκόνης όπου ο έλικας του ελικοπτέρου Λυγξ σταματούσε σιγά-σιγά την περιστροφή του. Το ελικόπτερο τους είχε φέρει εδώ με διαδοχικές διαδρομές - από τη Λίμνη Ισίκ Κουλ πέταξαν ανατολικά πάνω από το ορεινό πέρασμα των βουνών Τιέν Σαν, παρέκαμψαν τις βόρειες παρυφές της Ερήμου Τακλαμακάν και ακολούθησαν το διάδρομο του Γκανσού φτάνοντας στην καρδιά της αρχαίας Κινεζικής Αυτοκρατορίας. Ήταν ένα υπέροχο ταξίδι. Είχαν ακολουθήσει το Δρόμο του Μεταξιού από ψηλά και είχαν κατασκηνώσει στα μέρη όπου παλιά υπήρχαν εγκαταλειμμένα πλέον καραβανσεράι, καταλύματα καραβανιών. Εκείνο το πρωί είχαν περάσει χαμηλά πάνω από το Μεγάλο Σινικό Τείχος, σε ένα τμήμα που είχε κατασκευαστεί επί δυναστείας Χαν πριν από δύο χιλιάδες χρόνια. Βρίσκονταν σε απόσταση μερικών ωρών από το Ξιάν, το ανατολικό άκρο του Δρόμου του Μεταξιού και τη θέση του τάφου του Πρώτου Αυτοκράτορα. Όμως για τον Τζακ, το τέλος της αναζήτησής τους ήταν αυτό το μέρος, ο τελευταίος σταθμός ενός εκπληκτικού αρχαίου ταξιδιού που είχαν ακολουθήσει ξεκινώντας από έναν διαφορετικό κόσμο αφάνταστα

μακριά στη Δύση. Μια απαλή αύρα έφερε ένα αμυδρό άρωμα από κάτι εξωτικό ή και μεθυστικό ακόμη, κάποια καλλιέργεια στην κοιλάδα ίσως, αλλά μετά έπαψε να φυσά και το μόνο που απέμεινε πάλι ήταν η σκονισμένη μυρωδιά της αποσύνθεσης και της ερείπωσης, η οικεία ζωτική οσμή για τον αρχαιολόγο. Ο Τζακ πήρε μια βαθιά ανάσα, απολαμβάνοντας τη μυρωδιά. Ευχήθηκε να ήταν μαζί τους ο Χιμπερμάγερ. Θα τον βοηθούσε να βγάλει νόημα από τους τοίχους και τα μπερδεμένα ερείπια. Ή μπορεί τα πράγματα εδώ να ήταν τόσο πολύπλοκα ώστε να αποδεικνυόταν αδύνατον να ξετυλίξουν το νήμα του μυστηρίου και να μην κατάφερναν να μάθουν τίποτε άλλο πέρα απ’ όσα έβλεπε μπροστά του. Κοίταξε γύρω του. Το μέρος είχε μια ομορφιά μέσα στην ερήμωσή του. Είχαν προσπεράσει ερείπια σπιτιών, τοίχους από λασπότουβλα ασπρισμένους από τον ήλιο και περιτριγυρισμένους από χωράφια με καλαμπόκι και κριθάρι που έδειχναν καταδικασμένα να χάσουν τη μάχη με τον καυτό ήλιο. Αυλακωμένοι χωματόδρομοι περνούσαν ανάμεσα από πετρώδη χωράφια, με τις ουλές από το όργωμα και τα ξερά πλέον κανάλια άρδευσης ψημένα και σκληρά από τον ήλιο. Πιο μακριά, πού και πού φαινόταν μια κατσίκα ή ένα πρόβατο να βοσκά αναζητώντας λίγη βλάστηση ανάμεσα στα χαλίκια και το χώμα. Ο ίδιος ο ουρανός φαινόταν καμένος, άχρωμος, και στις περισσότερες περιπτώσεις δεν μπορούσες να δεις πιο πέρα από το χαμηλό πλάτωμα όπου στεκόσουν, ώσπου να φυσήξει μια πνοή ανέμου που παραμέριζε τη σκόνη σχηματίζοντας κόκκινες ραβδώσεις στον ουρανό. Αυτές τις στιγμές έβλεπες τους πρόποδες των βουνών Ξαϊπάν, μεγάλες ορεινές πτυχώσεις και κορυφές που υψώνονταν ακανόνιστες μπροστά στο φόντο του ουρανού. Προς Βορρά υπήρχε άλλη μια σειρά από βουνά, πιο μακρινή, και ανάμεσα στις δύο οροσειρές ήταν ο διάδρομος του Γκανσού, ο ανατολικός Δρόμος του Μεταξιού. Από δω περνούσαν κάποτε οι καμήλες των καραβανιών ξεσηκώνοντας μια αδιάκοπη αμμοθύελλα, που τα υπολείμματά της έμοιαζαν να υπάρχουν ακόμη πάνω στο έδαφος της κοιλάδας σαν αδιάψευστο κατάλοιπο της ιστορίας, μια μεγάλη εκπνοή από το παρελθόν, που δεν έλεγε να κατακαθίσει ακόμη. Ο Τζακ σκέφτηκε ότι είχε ξαναβρεθεί σε τέτοια μέρη - στις παρυφές του Άτλαντα στο Μαρόκο, στη βόρεια έρημο της Συρίας, στην Ανδαλουσία στην Ισπανία. Μέρη όπου αρχαίες κοινότητες είχαν ανθήσει κάποτε στην περιφέρεια, ώσπου η εξάντληση της γης και του πνεύματος είχαν κατανικήσει όλες τις προσπάθειες των κατοίκων να ζήσουν από τους

πολύτιμους λιγοστούς θυλάκους γόνιμου εδάφους, που χάνονταν κι αυτοί τόσο εύκολα από τις ιδιοτροπίες του κλίματος και της διάβρωσης. Του είχαν πει πως έβρεχε όλο και λιγότερο εδώ τώρα, και το έδαφος που συντηρούσε κάποτε το χωριό χανόταν παρασυρμένο από τον άνεμο. Γρήγορα, ακόμη και οι αρχαίοι τοίχοι θα γίνονταν μέρος του σύννεφου σκόνης που απλωνόταν κατά μήκος του Δρόμου του Μεταξιού, που ήταν παγιδευμένος ανάμεσα στις ατελείωτες οροσειρές που σχημάτιζαν το διάδρομο ο οποίος συνέδεε κάποτε τις μεγάλες αυτοκρατορίες της Ανατολής και της Δύσης. Ο Τζακ κάθισε σε ένα πέτρινο τοιχίο και ο Κώστας ήρθε και κάθισε δίπλα του, σκουπίζοντας τον ιδρώτα και τη σκόνη από το πρόσωπό του. Κοίταξε σκυθρωπός τον τοίχο. «Έτσι καταλαβαίνεις πως έχεις μπροστά σου έναν πραγματικό αρχαιολόγο», είπε. «Ένα από τα μεγαλύτερα θαύματα της ιστορίας βρίσκεται λίγο πέρα από τον ορίζοντα - ο μυθικός τάφος του Πρώτου Αυτοκράτορα, ο Στρατός της Τερακότας. Όμως όχι, εμείς ερχόμαστε να δούμε έναν γκρεμισμένο τοίχο σε μια ερημιά, μέσα στη σκόνη και τη ζέστη. Πεινασμένοι, διψασμένοι, κουρασμένοι και με άμεση ανάγκη για διακοπές». Ο Τζακ του έδωσε το μπουκάλι του με το νερό. «Δεν μπορώ όμως να βγάλω νόημα χωρίς εσένα», του είπε. «Να βγάλω νόημα από την αρχαιολογία, εννοώ. Εσύ με βοηθάς να πατάω τα πόδια μου στη γη». «Ναι, καλά...» Ο Κώστας ήπιε από το μπουκάλι και του το επέστρεψε. «Εντέλει, ποια είναι η αλήθεια γι’ αυτό το μέρος, Τζακ; Αυτό μας έφερες να δούμε;» Ο Τζακ του έδωσε ένα χαρτί. «Το εκτύπωσα από τον υπολογιστή του ελικοπτέρου σήμερα το πρωί. Ήξερα ότι θα χρειαστείς ένα αντίδοτο όταν θα έβλεπες τους γκρεμισμένους τοίχους. CNN, μεγάλη είδηση. Το πλοίο σου με τους ελέφαντες έξω από τα παράλια της Αιγύπτου. Το θυμάσαι; Νομίζω πως είναι εύρημα ισάξιο με τους Πολεμιστές από Τερακότα- δεν συμφωνείς; Και το βρήκαμε εμείς». Ο Κώστας κοίταξε τη φωτογραφία, και τα μάτια του φωτίστηκαν. «Κοίτα, έχουν φωτογραφία το καινούριο μου βαθυσκάφος, το ROV6. Ζήτησα από την ομάδα του ΔΠΩ να το βάλουν ανάμεσα στις φωτογραφίες που θα έδιναν στους δημοσιογράφους. Βλέπεις ακόμη και την καινούρια σειρά προβολέων. Τέλειο». «Οι ελέφαντες, Κώστα, οι ελέφαντες». «Ναι, κι αυτοί επίσης». Κοίταξαν για λίγο την εκπληκτική εικόνα που είχαν δει για πρώτη φορά πριν από δέκα μέρες, το σχήμα του ελέφαντα

τυλιγμένο από κοράλλια στον πυθμένα της Ερυθράς Θάλασσας. Ο Κώστας διάβασε τον τίτλο. «Ο Αιγυπτιολόγος Μορίς Χιμπερμάγερ ανακοινώνει εντυπωσιακή ανεύρεση ναυαγίου». Ο Κώστας χτύπησε το χαρτί. «Δεν το πιστεύω. Δεν μας αναφέρει πουθενά. Μόνο τον Χιμπερμάγερ». «Πρέπει να παραχωρήσουμε μια στιγμούλα δόξας και στους αρχαιολόγους που ανακατεύονται με τα χώματα», είπε ο Τζακ. «Σε τελική ανάλυση, αυτός μας παρακίνησε να πάμε στην Αίγυπτο». «Το ίδιο πράγμα έγινε και όταν βρήκαμε την Ατλαντίδα», γκρίνιαξε ο Κώστας. «Είχα οργανώσει μια ειδική επίδειξη για να παρουσιάσω το Εξελιγμένο Αρθρόποδο Βαθιάς Θάλασσας και όλοι οι δημοσιογράφοι έπεσαν επάνω στον Χιμπερμάγερ και τον ρωτούσαν για τις αναθεματισμένες τις μούμιες του». «Τι να γίνει; Αυτά έχει η αιγυπτιολογία». «Εσύ όμως έπρεπε να δίνεις τις συνεντεύξεις». «Ο Μορίς τα καταφέρνει καλύτερα σε αυτά τα πράγματα. Ξεχειλίζει από ενθουσιασμό και ενεργητικότητα. Και είναι λιγότερο απειλητικός». «Απειλητικός;» Ο Κώστας τον κοίταξε καλά-καλά. «Αρχίζω να υποψιάζομαι ότι απλώς δεν θέλεις να μάθει ο κόσμος ότι υπάρχει ένας πραγματικός Ιντιάνα Τζόουνς- σωστά; Μπορεί έτσι οι κακοί της υπόθεσης να γίνουν πιο προσεκτικοί. Θέλεις να κρατάς χαμηλό προφίλ». «Ακριβώς». «Δεν απάντησες όμως στην ερώτησή μου. Την αλήθεια γι’ αυτό το μέρος». Ο Τζακ έδειξε τον γκρεμισμένο τοίχο. «Είναι αυτό που βλέπεις μπροστά σου. Πριν από μερικά χρόνια, Κινέζοι αρχαιολόγοι εξέτασαν αυτούς τους τοίχους. Είναι από τη δυναστεία Χαν, την ίδια εποχή με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Πιστεύουν ότι εδώ μπορεί να ήταν το Λιτζιάν, ένας οικισμός στο διάδρομο του Γκανσού, για τον οποίο υπάρχουν αναφορές στα αρχεία της περιόδου Χαν. Το όνομα Λιτζιάν μπορεί να προέρχεται από μια κινέζικη λέξη που χρησιμοποιούσαν την περίοδο Χαν για τους Δυτικούς, εκείνους που ζούσαν πέρα από τους Πέρσες. Αργότερα αυτό το μέρος μπορεί να μετονομάστηκε σε Τζιέλου, που ίσως σημαίνει “αιχμάλωτοι από την εκπόρθηση μιας πόλης”. Ήταν συνηθισμένο για τους Χαν να εγκαθιστούν αιχμαλώτους πολέμου σε κάποια μέρη και να τα ονομάζουν σύμφωνα με την προέλευση των αιχμαλώτων. Το μεγάλο άλμα της φαντασίας ήταν να συνδέσει κανείς αυτό το μέρος με τη θεωρία ότι οι Κινέζοι χρησιμοποιούσαν Ρωμαίους μισθοφόρους, στρατιώτες που είχαν επιζήσει από τις λεγεώνες του Κράσσου και είχαν δραπετεύσει».

«Ώστε αυτό είναι», είπε ο Κώστας. «Γι’ αυτό είμαστε εδώ». «Δεν είναι ξεκάθαρα τα πράγματα», είπε ο Τζακ. «Η ιστορία του Φάβιου και των άλλων μπορεί να τελείωσε στη Λίμνη Ισίκ Κουλ. Μπορεί και όχι. Τα πάντα είναι πιθανά. «Συνέχισε». «Οι Ρωμαίοι που επέζησαν από τις Κάρρες φυλακίστηκαν στο Μερβ το 53 π.Χ. Ο Λικίνιος και ο Φάβιος με την ομάδα τους απέδρασαν κάπου τριάντα χρόνια αργότερα. Με τα χρόνια πρέπει να είχαν δοκιμάσει κι άλλοι να αποδράσουν. Ίσως κάποιοι τα κατάφεραν, και αργότερα έφτασαν φήμες στο Μερβ για τις ευκαιρίες που υπάρχουν στην Ανατολή για τους μισθοφόρους, για μεγάλα πλούτη. Ίσως αυτό ενέπνευσε τον Λικίνιο και τον Φάβιο. Και τα στοιχεία που υπάρχουν σε αυτό το μέρος δείχνουν να αναφέρονται σε μια προηγούμενη ομάδα. Η Ιστορία της Πρώιμης Δυναστείας των Χαν μιλά για στρατιώτες που πολέμησαν το 36 π.Χ. για έναν αποστάτη θύννο πολέμαρχο και χρησιμοποίησαν ένα σχηματισμό που θυμίζει τη ρωμαϊκή χελώνα, με τις ασπίδες πάνω από το κεφάλι. Αυτό είναι το μοναδικό στοιχείο όπου στηρίζεται όλη αυτή η θεωρία. Μερικοί που πείστηκαν από το επιχείρημα θεώρησαν ότι το Λιτζιάν ήταν ρωμαϊκός οικισμός. Γι’ αυτό ήρθαμε εδώ». «Βρέθηκαν ρωμαϊκά τεχνουργήματα;» ρώτησε ο Κώστας κλοτσώντας το χώμα. Σήκωσαν το κεφάλι καθώς τους πλησίασαν οι δύο γυναίκες. Η Ρεβέκκα δεν σταμάτησε- προχώρησε και άρχισε να εξετάζει τους τοίχους μπροστά τους. Ο Κώστας μετακινήθηκε για να κάνει χώρο για την Κάτια πάνω στον τοίχο. «Όχι», είπε ο Τζακ. «Ισχύει αυτό που είπε η Κάτια για τον ρωμαϊκό τάφο δίπλα στη Λίμνη Ισίκ Κουλ. Δεν θα περίμενες να βρεις ρωμαϊκά τεχνουργήματα εκεί. Και εδώ, αν υπήρχαν Ρωμαίοι, δεν θα είχαν μαζί τους τίποτε από την προηγούμενη ζωή τους. Θα τα είχαν χάσει στο πεδίο της μάχης και μετά στο Μερβ. Όμως υπάρχει ένα συναρπαστικό στοιχείο σε αυτό το μέρος. Όχι τεχνουργήματα ή ερείπια, αλλά οι ίδιοι οι κάτοικοι. Υπάρχει ένα εντυπωσιακά μεγάλο ποσοστό από άτομα με πράσινα μάτια, ξανθά μαλλιά, μεγάλη μύτη. Κινέζοι μελετητές που ήρθαν εδώ θεώρησαν ότι αυτά είναι χαρακτηριστικά της Δυτικής Ασίας, μετά όμως κάποιος θυμήθηκε τη σύνδεση με τους Ρωμαίους και η ιδέα έπεισε πολλούς». «Τι ξέρουν για όλα αυτά οι ντόπιοι;» ρώτησε ο Κώστας. «Αυτό είναι άγνωστο. Μπορεί να υπάρχει κάποια υπολειμματική μνήμη της προγονικής καταγωγής τους. Αλλά είναι απελπιστικά φτωχοί, και αυτή η ρωμαϊκή θεωρία μπορεί να είναι ένα μέσο για να αποκτήσουν τουρισμό».

«Σε οποιοδήποτε σημείο του Δρόμου του Μεταξιού», επενέβη η Κάτια, «θα μπορούσε να υπάρχει εισροή από τη Δύση -Πέρσες, Σογδιανοί, Βακτριανοί, Ινδοί, ακόμη και Έλληνες και Ρωμαίοι- αλλά αυτές οι εισροές μπορεί να ξεκινούν πολύ παλιότερα στο παρελθόν, στις αρχές της Νεολιθικής Εποχής, ή ακόμη και να οφείλονται σε Ινδοευρωπαίους που έφτασαν τόσο μακριά. Απλούστατα δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι». Ο Τζακ συμφώνησε. «Έχουν γίνει μελέτες DNA αλλά δεν έδωσαν σαφή συμπεράσματα. Και όλη η ιδέα βασίζεται σε ένα σφάλμα των Κινέζων για τους Ρωμαίους, αφού πίστευαν πως ήταν γίγαντες με γαλανά μάτια και ξανθά μαλλιά. Η ειρωνεία είναι ότι οι Ρωμαίοι λεγεωνάριοι από την καρδιά της Ιταλίας θα είχαν περισσότερα κοινά στοιχεία με τους Κινέζους πολεμιστές της εποχής Χαν - κοντοί, γεροδεμένοι, μελαχρινοί, με καστανά μάτια. Τα χαρακτηριστικά που φαντάζονται οι Κινέζοι είναι πολύ πιο κοντά στον κελτικό ή τον σκανδιναβικό τύπο. Φυσικά, την εποχή του Ιούλιου Καίσαρα και του Κράσσου υπήρχαν πολλοί τέτοιοι άντρες στις ρωμαϊκές λεγεώνες - Κέλτες από τη βόρεια Ιταλία, Γαλάτες, ακόμη και Βρετανοί. Οι θύννοι δεν ήταν οι μόνοι που χρησιμοποίησαν μισθοφόρους στους στρατούς τους». «Τι σου λέει το ένστικτό σου;» ρώτησε ο Κώστας. Ο Τζακ έσφιξε τα χείλη. Σε μεγάλη απόσταση έβλεπε ένα γεωργό να σκάβει, με το εργαλείο του να αναπηδά πάνω σε ένα χώμα σκληρό σαν πέτρα. Πιο πέρα υψώνονταν τα βουνά σαν τσαλακωμένο χαρτί, με τις πτυχές και τις κοιλάδες βυθισμένες σε σκοτεινές σκιές. «Το ένστικτό μου...» άρχισε να λέει. «Αυτή η περιοχή θα ήταν πιο γόνιμη στην αρχαιότητα- θα ήταν ένας πιο βιώσιμος αγροτικός οικισμός, αλλά η ζωή εδώ θα ήταν πάντα δύσκολη. Δεν ήταν ένα μέρος που θα διάλεγε κανείς με τη θέλησή του. Το ένστικτό μου μου λέει ότι εδώ είχαν εγκαταστήσει αιχμαλώτους πολέμου». Η Ρεβέκκα πλησίασε και στάθηκε μπροστά τους. Είχε βγάλει το φλις, αποκαλύπτοντας από κάτω ένα γκρίζο μπλουζάκι με τα γράμματα USMC57 μπροστά. «Βλέπω, έκανες καινούριους φίλους», είπε ο Τζακ. Ο Κώστας κοίταξε το μπλουζάκι και έκανε ένα νεύμα επιδοκιμασίας. «Φοβερό», είπε. «Φοβερό», απάντησε και η Ρεβέκκα και χτύπησαν τις παλάμες σε μια ηχηρή επισφράγιση συμφωνίας. Μετά, κάθισε στον χαμηλό τοίχο δίπλα του, έβγαλε το κασκέτο που φορούσε και σκούπισε το μέτωπό της. «Κάνει 57 United States Marine Corps: Αμερικανικό Σώμα Πεζοναυτών (ΣτΜ)

δαιμονισμένη ζέστη», είπε. Ο Τζακ γύρισε και την κοίταξε κατάπληκτος. «Τι είπες;» «Ότι κάνει δαιμονισμένη ζέστη». Τον κοίταξε αμήχανα. «Έτσι θα έλεγε ο Τζον Χάουαρντ. Το διάβασα σε ένα γράμμα του που έχεις. Το είχε στείλει στη γυναίκα του από τη ζούγκλα, όταν ήταν άρρωστο το παιδί τους. Ήταν μια έκφραση που χρησιμοποιούσε. Τον σκέφτομαι πολύ, ξέρεις. Ήθελε τόσο πολύ να είναι μαζί τους, αλλά δεν τα κατάφερε. Ελπίζω πάντως να τους βρήκε στο τέλος». Ο Τζακ την αγκάλιασε χαμογελώντας. Θυμήθηκε το ορυχείο του λάπις λάζουλι, το λείψανο. Για μια στιγμή, τους είδε - τον Χάουαρντ και τον Γουόχοουπ, να στέκουν μαζί, όχι δύο γέροντες με κουρελιασμένες προβιές, αλλά νεαροί αξιωματικοί με λευκά κράνη και χακί χιτώνια, με τηλεσκόπια και χάρτες, να κοιτάζουν προς τον ορίζοντα. Έσφιξε δυνατά τη Ρεβέκκα. Την άφησε και τράβηξε το χέρι του. «Μόλις μίλησες με το κινητό με το Μπισκέκ- έτσι δεν είναι;» ρώτησε. «Πώς είναι ο Πραντές;» «Καλά είναι». Το πρόσωπο της Ρεβέκκας σκυθρώπιασε ξαφνικά. «Λίγο πριν φύγουμε για εδώ, πήγα μαζί με τον Αλταμάτι να τον δούμε στις αμερικανικές ιατρικές εγκαταστάσεις στο Μπισκέκ. Η σφαίρα δεν χτύπησε κανένα ζωτικό όργανο. Όμως χωρίς πρώτες βοήθειες θα πέθαινε από αιμορραγία. Σας είναι ευγνώμων που του σώσατε τη ζωή». «Ο Κώστας έκανε την επίδεση. Και δεν μπορώ να πω ότι τον έσωσα. Βασικά, εγώ τον έβαλα σε κίνδυνο». «Ο στρατιωτικός γιατρός είπε ότι αν η σφαίρα ήταν εκρηκτική ή από Μπράουνινγκ των πενήντα χιλιοστών, θα πέθαινε ακαριαία. Είπε πως όταν τον χτύπησε η σφαίρα είχε ταχύτητα χαμηλότερη του ήχου και ότι πρέπει να την έριξαν από απίστευτη απόσταση και με παλιό τουφέκι. Πέρασε σε απόσταση τριών εκατοστών από την καρδιά. Δεν είχε ξαναδεί ποτέ του τέτοιο πράγμα». «Και ούτε θα το ξαναδεί», μουρμούρισε ο Κώστας. «Πώς πάνε οι μελέτες του στην αρχαιολογία;» είπε ο Τζακ. «Διαβάζει αχόρταγα και θέλει κι άλλα. Είπε ότι βλέπει ήδη τα ρωμαϊκά ευρήματα στο Αρικαμεντού με άλλο μάτι, ως ενδείξεις του εμπορίου της περιοχής, της κοινωνίας και των πεποιθήσεων των Ρωμαίων, των Αιγυπτίων, των Ινδών, μέρος της δικής του ιστορίας. Ανυπομονεί να γυρίσει εκεί». «Τέτοια θέλω να ακούω», είπε ο Τζακ. «Και ο Αλταμάτι;» ρώτησε ο Τζακ κοιτάζοντας την Κάτια. «Θα μείνει με τον Πραντές μέχρι να τον πάρουν από κει. Ο Πραντές

προσπαθεί να του μάθει αγγλικά. Τα πηγαίνουν πολύ καλά οι δυο τους. Μάλιστα ο Αλταμάτι του έφερε και βραστό αρνί. Λέει ότι θεραπεύει τα πάντα». Ο Κώστας ξερόβηξε. «Άκουσες, Τζακ;» είπε. «Ίσως θα ήθελες να πάρεις κι εσύ ένα μεζέ. Ίσως θα ήθελες να δοκιμάσεις πάλι χείλη προβάτου». Η Ρεβέκκα τον κοίταξε αποσβολωμένη. «Τι πράγμα;» «Είναι αλήθεια», είπε ο Κώστας. «Στην Κιργιζία, όταν πρωτοσυναντήσαμε τον Αλταμάτι. Έφαγε χείλη προβάτου. Ο μπαμπάς σου έφαγε χείλη προβάτου». «Ω Θεέ μου!» «Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς», διαμαρτυρήθηκε ο Τζακ. «Αν δεν έτρωγα, θα ήταν μεγάλη προσβολή. Ο Αλταμάτι δεν θα μου ξαναμιλούσε ποτέ». «Νόμιζα ότι το σιχαίνεσαι το αρνί». «Είναι το μόνο φαγητό που δεν μπορώ να φάω». «Δεν μπορούσες να διαλέξεις κανένα άλλο κομμάτι; Ήταν ανάγκη να φας... χείλη;» «Δεν γινόταν αλλιώς». Ο Τζακ κοίταξε την Κάτια απελπισμένος. «Έπρεπε να φάω χείλη». «Έχω τον πιο σιχαμένο μπαμπά του κόσμου!» μουρμούρισε η Ρεβέκκα. Ο Τζακ χαμογέλασε. «Πρέπει να κάνουμε μια μικρή επιμόρφωση στον Πραντές και τον Αλταμάτι. Εντατικά μαθήματα στο ΔΠΩ και μετά πρακτική εξάσκηση με τα ερευνητικά σκάφη μας. Θα μιλήσω στο διοικητή του Ομίλου Μηχανικού στο Μαδράς για να κανονίσω να του δώσουν απόσπαση. Ο Πραντές θα χρειαστεί αναρρωτική άδεια έτσι κι αλλιώς, και το πανεπιστήμιο στην Κορνουάλη είναι ό,τι πρέπει για κάτι τέτοιο. Όσο για τον Αλταμάτι, η εκπαίδευσή του μπορεί να είναι μέρος της χρηματοδότησής μας για τις υποβρύχιες ανασκαφές στη Λίμνη Ισίκ Κουλ και τις έρευνες για τα λιθογλυφικά της περιοχής. Και μπορούμε να τοποθετήσουμε κάποιο προσωρινό προσωπικό εκεί όσο θα λείπει». «Αυτό θα ήταν υπέροχο», είπε η Κάτια. «Η χρηματοδότηση». «Το είχα υποσχεθεί», απάντησε ο Τζακ. «Μπορεί να με ξαναδείς εκεί πάνω γρήγορα». «Αν λείπει ο Αλταμάτι, η Κάτια σίγουρα θα χρειαστεί παρέα», είπε η Ρεβέκκα. Ο Κώστας ξερόβηξε, αλλά η Ρεβέκκα συνέχισε. «Όταν ο Κώστας με μάθει τελικά να κάνω καταδύσεις στη Χαβάη, πράγμα που το υποσχέθηκε, θα μάθω στον Αλταμάτι όλες τις αγγλικές λέξεις για τον εξοπλισμό ώστε να μπορεί να παραγγέλνει ό,τι χρειάζεται από τους

τεχνικούς του ΔΠΩ χωρίς να χρειάζεται να απευθύνεται στον Κώστα. Του είπα ότι ο Κώστας είναι σπουδαίος τύπος, αλλά συνήθως είναι απορροφημένος με κάποιο καινούριο βαθυσκάφος ή κάτι τέτοιο, και αν θέλει κάτι, να έρχεται σ’ εμένα». Έσκυψε και κοίταξε τον Κώστα με ένα γλυκό αθώο βλέμμα. «Χαίρομαι που τα έχεις όλα κάτω από έλεγχο, Ρεβέκκα», είπε ο Τζακ, υψώνοντας τα φρύδια στον Κώστα. «Και το πρόβλημα μ’ εσένα, μπαμπά, είναι ότι πηδάς από τη μια περιπέτεια στην άλλη. Έτσι μου είπε ο Χίμπι. Ξέρεις, όπως αυτό που έγινε στην Αίγυπτο. Είπε πως όταν βρίσκει αυτός κάτι, ασχολείται μόνο με αυτό μέχρι να ανακαλύψει κάθε πληροφορία που μπορεί. Σε σημείο εμμονής». «Πες τα... πες τα», μουρμούρισε ο Κώστας. «Είπε ότι αυτός είναι γνήσιος αρχαιολόγος. Πως όταν βρήκε εκείνα τα θραύσματα με τον Περίπλου, τα άφησε στην άκρη, δεν επέτρεψε στον εαυτό του να πέσει θύμα της έξαψης που προκαλεί μια τέτοια ανακάλυψη». Τα μάτια του Τζακ στένεψαν. «Όταν βρήκε τα θραύσματα, μου τηλεφώνησε μέσα σε δέκα δευτερόλεπτα. Θυμάσαι, Κώστα; Μάλιστα ήρθε και μας επισκέφθηκε ενώ κάναμε ανασκαφές στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης για την εβραϊκή μενόρα.58 Τότε ήμουν εγώ πολύ απασχολημένος. Για να φέρω σε πέρας τη δουλειά που είχα αρχίσει». «Είπε ότι αν δεν αφιέρωνε αυτός ολόκληρους μήνες στη λεπτομερή ανασκαφή του ρωμαϊκού σπιτιού δίπλα στην Ερυθρά Θάλασσα, δεν θα είχε ξεκινήσει όλη αυτή η περιπέτεια. Είπε πως αυτός έκανε την πραγματική δουλειά, ενώ εσύ είχες φύγει κι έψαχνες για το Ιερό Γκράαλ ή κάτι τέτοιο. Είπε πως είναι σαν το Ταξίδι στ’ Αστέρια, ότι έχεις περάσει στη σκοτεινή πλευρά. Του είπα πως αυτό είναι από τον Πόλεμο των Άστρων, όχι από το Ταξίδι στ’ Αστέρια. Υποψιάζομαι ότι δεν έχει δει κανένα από τα δύο. Είπε πως έχεις γίνει κυνηγός θησαυρών και τα λέει όλα αυτά μόνο και μόνο επειδή έχεις ακόμη δυνατότητες και είναι για το καλό σου». «Νομίζω ότι πρέπει να πω μια-δυο κουβέντες στον καλό μας Χίμπι», μουρμούρισε ο Τζακ. «Μην ανησυχείς», είπε η Ρεβέκκα. «Τον έχει περιλάβει η Αϊσά. Είπε ότι εκείνο που του χρειάζεται είναι μια οικογένεια. Ξέρεις, να αποκτήσεις παιδιά. Και είπε ότι το δουλεύει». Ο Κώστας κόντεψε να πνιγεί. «Το δουλεύει!» «Μέρα και νύχτα», είπε η Ρεβέκκα. 58 Επτάφωτη λυχνία (ΣτΜ)

«Τυχερός ο Χίμπι», σχολίασε ο Τζακ. «Και η επόμενη δική μου έρευνα θα είναι στη νότια Ινδία», είπε κατηγορηματικά η Ρεβέκκα. «Η επόμενη δική σου έρευνα είναι στο σχολείο», είπε ο Τζακ. «Από τότε που είδα όλα εκείνα τα πράγματα στο παλιό σεντούκι, την οικογενειακή μας ιστορία, δεν μπορώ να τα ξεχάσω», είπε η Ρεβέκκα κοιτάζοντας με ύφος τον Τζακ. «Ο Πραντές προσφέρθηκε να με πάει σ’ εκείνον το ναό στη ζούγκλα, για να δω τα ανάγλυφα μόνη μου. Είπε ότι το επόμενο βήμα είναι να ανοίξουμε τη σαρκοφάγο, να δούμε τι έχει μέσα. Είπε πως η ινδική κυβέρνηση στέλνει σκαπανείς για να φτιάξουν κι άλλους δρόμους, βασικά για να τελειώσουν αρκετούς από τους δρόμους που είχε φτιάξει ο Χάουαρντ και οι δικοί του σκαπανείς πριν από τόσα χρόνια». «Και η INTACON;» ρώτησε ο Κώστας. «Ο Σανγκ Γιονγκ; Ξόφλησε όταν σκοτώθηκε ο ελεύθερος σκοπευτής στο Αφγανιστάν, Κάτια;» «Χωρίς τον εκτελεστή του», απάντησε η Κάτια, «η αδελφότητα θα τον αποκηρύξει. Όμως θα μείνουν προσκολλημένοι στην πεποίθησή τους ότι προστατεύουν την κληρονομιά του Σιχουάνγκντι και τον τάφο του». «Και πόσον καιρό θα κρατήσει αυτό;» είπε ο Κώστας. «Η κληρονομιά του Πρώτου Αυτοκράτορα είναι ασφαλής, για την ώρα». Ο Τζακ κοίταξε διαπεραστικά την Κάτια για λίγο και μετά γύρισε πάλι στον Κώστα. «Η INTACON ήταν προσωπική ιδιοκτησία του Σανγκ Γιονγκ και οι αρχές τού έκλεισαν την εταιρεία. Ο Πραντές έδωσε αναφορά στο αρχηγείο του στο Μπανγκαλόρ όταν βγήκαμε από τη ζούγκλα. Του έκαναν μια τυπική επίπληξη επειδή μπήκε σε τέτοια περιοχή χωρίς επίσημη άδεια και πήρε δύο σκαπανείς μαζί του, αλλά μετά ο συνταγματάρχης έστειλε αμέσως έναν αερομεταφερόμενο λόχο εφόδου. Η συμπλοκή με τους Μαοϊστές ήταν η δικαιολογία που χρειαζόταν ο στρατός για να μπει στη ζούγκλα δυναμικά». «Ο Πραντές είπε ότι η ινδική κυβέρνηση έχει ακυρώσει όλα τα συμβόλαια εξόρυξης σε περιοχές της ζούγκλας», είπε η Ρεβέκκα. «Αυτό που θέσαμε σε κίνηση μπορεί να είναι η πρώτη μεγάλη ευκαιρία για τους κατοίκους της ζούγκλας, αλλά ο Πραντές ανησυχεί ότι η υποχώρηση των μεταλλευτικών εταιρειών θα είναι προσωρινή και ότι θα χρειαστεί να δοθούν κι άλλες μάχες. Πρέπει να τους δείξουμε ότι μπορούν να βγάλουν περισσότερα χρήματα από τον τουρισμό περιπέτειας παρά επιτρέποντας σε ξένες εταιρείες να καταστρέψουν τη ζούγκλα με εξορύξεις. Ο Πραντές λέει ότι εξαρτάται από το πόσο βαθιά έχει φτάσει η διαφθορά στην κυβέρνηση. Οι αξιωματούχοι μπορεί να παίρνουν μεγαλύτερες μίζες από τις

μεταλλευτικές πολυεθνικές παρά από νεοϊδρυμένες εταιρείες οικοτουρισμού». «Ρεβέκκα, θα έπρεπε να δουλεύεις σε Μη Κυβερνητική Οργάνωση», είπε η Κάτια χαμογελώντας. «Είχα σκοπό να μιλήσω στον μπαμπά γι’ αυτό. Ξέρετε, να δώσουμε στο ΔΠΩ ένα νέο πρόσωπο. Δεν είναι η πρώτη φορά που οι ανακαλύψεις σου ανοίγουν τέτοιες πληγές, μπαμπά. Και δεν μπορούμε να φεύγουμε έτσι και να αφήνουμε τα προβλήματα σε κάποιον άλλο». «Όταν πας στη ζούγκλα», είπε ο Τζακ, «έχω κάτι που θέλω να επιστρέφεις». «Το μεταλλικό γάντι της τίγρης;» «Ναι. Δεν μπορούμε να τους επιστρέφουμε το ιερό τους βέλπου, αφού δεν το έχουμε. Αλλά το γάντι ήταν σ’ εκείνον το ναό για δύο χιλιάδες χρόνια, και για τους Κόγια ήταν ιερό, το όπλο που τους έφερε ο Ράμα, ο θεός που είχε ζήσει κάποτε ανάμεσά τους. Μπορεί να μην είναι το πετράδι της αθανασίας, ίσως όμως τους δώσει ένα πλεονέκτημα. Μπορείς να το κάνεις για τον προ-προ-προπάππο σου». «Ίσως έτσι θα υπάρξει ολοκλήρωση και γι’ αυτόν, επιτέλους», είπε η Ρεβέκκα. «Τι εννοείς». «Η Κάτια μου μιλούσε γι’ αυτό το θέμα μόλις τώρα, καθώς ανεβαίναμε εδώ», είπε η Ρεβέκκα. «Για τη μητέρα μου. Ότι δεν πρέπει να αφήνουμε κανέναν να μας πει τι μορφή θα πάρει η θλίψη μας για ένα τέτοιο γεγονός και ποια εξέλιξη θα έχει, γιατί απλούστατα κανείς δεν μπορεί να το ξέρει. Ο Χάουαρντ έζησε με τη θλίψη για ένα μεγάλο μέρος της ζωής του, και αυτή η θλίψη συνδεόταν με κάτι που του συνέβη στη ζούγκλα. Είναι παράξενο, είναι σχεδόν σαν να μπορώ να νιώσω αυτή τη θλίψη. Ίσως όντως τα κληρονομείς αυτά τα πράγματα από τους προγόνους σου, αυτά που έμειναν ανεπίλυτα. Ο ίδιος δεν μπόρεσε να βρει την ολοκλήρωση όσο ζούσε. Ίσως λοιπόν μπορέσουμε να του τη δώσουμε εμείς». Ο Τζακ κοίταξε την Κάτια. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν για μια στιγμή και μετά εκείνος γύρισε αλλού. Η Κάτια είχε πει στη Ρεβέκκα πράγματα που ο ίδιος δεν ήξερε πώς να τα πει. Ήξερε ότι η Κάτια ένιωθε ακόμη θυμό για τον πατέρα της, και η Ρεβέκκα ένιωθε ακόμη ένα τεράστιο κενό για τη μητέρα της, αλλά για μια στιγμή αισθάνθηκε σαν να υπήρχε ένας ανώτερος δεσμός που μπορεί να τις προστάτευε και τις δύο. Η Ρεβέκκα τον είδε να κοιτάζει την Κάτια. «Αφού πάμε στο ναό, ο Πραντές θέλει να μελετήσω τα κεραμικά που βρέθηκαν στα νερά έξω από το

Αρικαμεντού. Ίσως μπορέσει να έρθει και η Αϊσά για τα αιγυπτιακά και ρωμαϊκά ευρήματα, και να με βοηθήσει να ξεκινήσω». Ο Κώστας ξερόβηξε. «Αν δεχτεί ο Χίμπι να την αφήσει να του φύγει». «Μπορεί να του χρειάζεται λίγη ξεκούραση», απάντησε η Ρεβέκκα, κοιτάζοντάς τον εντελώς σοβαρή. Ο Τζακ χαμογέλασε και η Ρεβέκκα τίναξε τα μαλλιά της πίσω. «Τέλος πάντων, νομίζω ότι αυτό θα είναι το διδακτορικό μου». «Μια στιγμή!» είπε ο Τζακ. «Εσύ δεν έχεις τελειώσει το γυμνάσιο ακόμη». «Γυμνάσιο; Μετά απ’ όλα αυτά; Θα αστειεύεσαι! Αυτές οι τελευταίες ημέρες ήταν η μεγαλύτερη περιπέτεια της ζωής μου. Τώρα ξέρω τι εννοούσες για τις αποστολές και το πόσο κοντά έρχεσαι με τους άλλους. Νιώθω σαν να σας γνωρίζω όλους από μικρό παιδί». Ο Τζακ ξαφνικά ένιωσε να τον πλημμυρίζει συγκίνηση κι έστρεψε αλλού το κεφάλι του, ξεροκαταπίνοντας. Σκέφτηκε αυτά που είχαν βρει στη λίμνη και την αίσθηση της αγαλλίασης όταν κοίταξε μέσα από το νερό και είδε το πρόσωπο της Ρεβέκκας να τον κοιτάζει από πάνω. Ο Κώστας έβαλε το χέρι στον ώμο του, σηκώθηκε και τεντώθηκε ξύνοντας τα γένια του και κοιτάζοντας τα ερείπια. Κλότσησε μια πέτρα, έσκυψε και τη σήκωσε. Τη γύρισε στο χέρι του και την καθάρισε. Ο Τζακ συνειδητοποίησε ότι το έδαφος ήταν γεμάτο θραύσματα - κεραμικά, σπασμένα τούβλα, όλα θρυμματισμένα και αποσαθρωμένα μέσα στο πέπλο της σκόνης που κόντευε σχεδόν να σβήσει αυτό το μέρος από το χάρτη της ιστορίας. Ο Κώστας γύρισε και τον κοίταξε με μια ερωτηματική έκφραση. «Αναρωτιέμαι αν τα κατάφεραν...» «Οι Ρωμαίοι; Ο Φάβιος και οι άλλοι;» «Ναι. Βρισκόμαστε χίλια πεντακόσια χιλιόμετρα ανατολικά της Λίμνης Ισίκ Κουλ. Αν βέβαια κάποιος από αυτούς επέζησε από το ναυάγιο στη λίμνη. Ας πούμε ότι επέζησε ένας, χωρίς να το γνωρίζουν εκείνοι που τους καταδίωκαν, ότι βγήκε κάπου στην ακτή και τρύπωσε σε ένα από τα καραβάνια που πήγαιναν προς το Ξιάν, όπως ο Λίου Τζιαν ο έμπορος μπορεί να είχε τρυπώσει μέσα στα καραβάνια των Σογδιανών που πήγαιναν δυτικά». «Μπορεί ένας να τα κατάφερε», είπε ο Τζακ με ένα αργό, καταφατικό νεύμα. «Αυτό το μέρος δεν θα το έλεγες ακριβώς μυθικό παράδεισο της Ανατολής- έτσι δεν είναι;» Ο Τζακ κοίταξε πάλι τα ερείπια. Ανακάλεσε στη μνήμη του όλα εκείνα τα άλλα μέρη που είχε επισκεφθεί, στη Βόρεια Αφρική, στη Γερμανία, στις

ορεινές κοιλάδες της Ουαλίας, μέρη στην περιφέρεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όπου το έδαφος αποκάλυπτε πληροφορίες στο μάτι που ήξερε τι να αναζητήσει, εξογκώματα από θαμμένα τείχη, θραύσματα κεραμικών, έναν σκουριασμένο αλυσιδωτό θώρακα, μέρη όπου οι παλαίμαχοι πολεμιστές είχαν αφήσει τη σφραγίδα τους καταφέρνοντας να επιζήσουν σε δύσκολες συνθήκες. «Είχαν εκπαιδευτεί για κάτι τέτοιο», είπε. «Σε ένα σημείο, και ο στρατιώτης γερνά. Δεν λαχταρά πια να πεθάνει ένδοξα στη μάχη. Η λεγεώνα των φαντασμάτων που βάδιζε δίπλα του, οι σκοτωμένοι σύντροφοί του, φεύγουν για τα Ηλύσια Πεδία, όπου θα τον περιμένουν. Δεν έχει πια ανάγκη να αποδείξει την αξία του. Ξέρει ότι θα φτάσει γρήγορα εκεί και θα τους βρει. Έχει κάνει αρκετά». «Και οι παλιοί στρατιώτες, οι παλαίμαχοι, έδιναν στην αυτοκρατορία την αληθινή της δύναμη, αποικώντας τα σύνορα», είπε η Κάτια. Ο Τζακ κατένευσε. «Αυτός ήταν ο ρωμαϊκός τρόπος. Ένα μέρος με γυναίκες, η ευκαιρία να κάνουν οικογένεια, υλικά για να χτίσουν ένα σπίτι, να καλλιεργήσουν ένα μικρό χωράφι. Ήταν αρκετά». «Όμως θα μάθαιναν ότι ο τάφος του Πρώτου Αυτοκράτορα ήταν μόλις πίσω από τον ορίζοντα», είπε ο Κώστας. «Μυθικά πλούτη, πέρα από κάθε φαντασία». «Για το γέρο στρατιώτη, τον τυχοδιώκτη, ο μυθικός θησαυρός μπορεί να είναι πάντα λίγο πέρα από τον ορίζοντα, όπως τα Ηλύσια Πεδία», είπε η Κάτια. «Όταν έχεις περάσει όλη σου τη ζωή σε αναζήτηση, αυτός γίνεται ο μόνος τρόπος που ξέρεις να ζεις». «Κι αν ήταν ο Φάβιος, μπορεί να είχαν ήδη ένα θησαυρό- έτσι δεν είναι;» είπε η Ρεβέκκα. «Είχαν ό,τι μπορούσαν να κουβαλήσουν, αυτά που είχαν κλέψει από τους Πάρθους στο Μερβ και από τους εμπόρους στο Δρόμο του Μεταξιού. Και μπορεί να είχαν επίσης και το πετράδι, το περίδοτο». Ένα αγοράκι εμφανίστηκε ξαφνικά στα ερείπια μπροστά τους. «Κοιτάξτε», είπε ο Κώστας. «Να τα ξανθά μαλλιά που έλεγες». Το μικρό κεφάλι του ανεβοκατέβαινε καθώς ερχόταν προς το μέρος τους. Σταμάτησε γέρνοντας το κεφάλι - άκουγε τι έλεγαν αλλά δεν τους καταλάβαινε. Έτρεξε πάλι μέσα στη σκόνη και σε λίγο εμφανίστηκε πίσω από τον πήλινο τοίχο, να κρυφοκοιτάζει προσεκτικά. Τα μαλλιά του ήταν ξανθά, σχεδόν κόκκινα. Του κούνησαν το χέρι και του χαμογέλασαν, ενώ ο Τζακ σκίασε τα μάτια και κοίταξε το πρόσωπο του μικρού. Τα μάτια του είχαν ένα εντυπωσιακό πράσινο χρώμα, σχεδόν λαδί. Και υπήρχε κάτι παράξενο στα χαρακτηριστικά του, κάτι φευγαλέα οικείο. Ο μικρός σκαρφάλωσε στον τοίχο και πήδησε μπροστά τους, παραμένοντας ακόμη

μερικά μέτρα πίσω, επιφυλακτικός. Τα ρούχα του ήταν κουρελιασμένα και δεν φορούσε παπούτσια. Ξαφνικά έδειξε μια νέα παιδική σιγουριά. Χαμογέλασε και τους άπλωσε το χέρι. «Τι δίνεις σε ένα τέτοιο παιδί;» ρώτησε η Κάτια. Ο Κώστας κρατούσε ακόμη την πέτρα που είχε βρει. Σταμάτησε να τη γυρίζει στα χέρια του και τη σήκωσε για να τη δει το παιδί. Ένα φως άστραψε στα μάτια του Τζακ και συνειδητοποίησε πως η πέτρα αντανακλούσε το φως του ήλιου. Την κοίταξε και είδε πως είχε ένα βαθύ πορτοκαλί χρώμα, διάφανη, σαν κεχριμπάρι. Την κοίταξε πάλι. Κεχριμπάρι. Είδε ένα έντομο διατηρημένο μέσα, ένα κουνούπι. Η πέτρα είχε μια τρύπα στο κέντρο. Προφανώς κάποτε περνούσε ένα κορδόνι από εκεί, ίσως τη φορούσαν σαν κόσμημα. Ήταν παλιά, φθαρμένη. Είδε ένα σημάδι πάνω της. Έμοιαζε χαραγμένο, ένα διακοσμητικό σχήμα στροβίλου. Ένα ζώο, ένα πλάσμα. Η καρδιά του Τζακ άρχισε να χτυπάει δυνατά. Άπλωσε το χέρι να την πάρει. Ήταν πολύ αργά. Ο Κώστας δεν τον είχε δει και πέταξε την πέτρα στον μικρό. Αυτός την έπιασε και τη σήκωσε ψηλά με πρόσωπο γεμάτο χαρά. Το φως έλαμπε μέσα από την πέτρα. Ήταν κεχριμπάρι, δεν υπήρχε αμφιβολία γι’ αυτό. Μπορεί να είχε έρθει από χιλιάδες χιλιόμετρα. Κεχριμπάρι από τη Βαλτική. Το μυαλό του Τζακ έτρεχε. Κάτι που ανήκε σε ένα Ρωμαίο λεγεωνάριο; Ένα λεγεωνάριο που καταγόταν από τον κελτικό Βορρά, από τη Γαλατία ή τη Γερμανία, ή ακόμη και από τη Βρετανία; Θυμήθηκε τον Φάβιο, τον ψηλό Φάβιο με την κοτσίδα, στο ανάγλυφο στον τάφο της ζούγκλας. Ήταν δυνατόν; Ένα κειμήλιο, που κατάφερε με κάποιον τρόπο να κρατήσει κρυμμένο όλα αυτά τα χρόνια της αιχμαλωσίας; Όμως εδώ ήταν ο Δρόμος του Μεταξιού. Όλα τα πλούτη του κόσμου περνούσαν κάποτε από δω. Το παιδί χαμογέλασε πονηρά κι έσφιξε την πέτρα στην παλάμη του. Είχε δει το απλωμένο χέρι του Τζακ. Δεν θα την έδινε. Κοίταξε τον Τζακ με ανεξιχνίαστα μάτια. Και μετά έφυγε τρέχοντας μέσα στα ερείπια. Τα ξανθά μαλλιά του ξαφνικά φάνηκαν απόλυτα ταιριαστά με το μέρος, με το χρώμα των βουνών, το χρώμα της σκόνης που σηκωνόταν στην κοιλάδα. Το χρώμα του Δρόμου του Μεταξιού. Όμως υπήρχε και κάτι άλλο, κάτι που ο Τζακ ήξερε τώρα με απόλυτη βεβαιότητα. Κάποιος είχε φτάσει ως εδώ. Πήρε μια βαθιά ανάσα και την άφησε να βγει αργά. Ave atque salve, frater. Γύρισε στους άλλους. «Έχω τη βάσιμη υποψία ότι μόλις είδαμε τα μάτια ενός Ρωμαίου λεγεωνάριου». Η Ρεβέκκα του έπιασε το μπράτσο. «Πιστεύεις ότι το πετράδι ήταν εδώ;»

Ο Τζακ έτριψε το πιγούνι του. «Μπορεί μόλις να το βρήκαμε. Εκείνο το παιδί. Η κληρονομιά». «Η Ρεβέκκα εννοεί το πραγματικό πετράδι, Τζακ», είπε ανυπόμονα ο Κώστας. «Ίσως αυτό είναι καλύτερα να παραμείνει πέρα από τον ορίζοντα», απάντησε ο Τζακ. «Τώρα, μάλιστα... Μη μου πεις ότι δεν θέλεις να το βρεις. Μη μου πεις ότι δεν θέλεις να βάλεις εκείνα τα δύο πετράδια μαζί και να δεις τι θα γίνει». «Δεν ξέρω». Τα μάτια του Τζακ στένεψαν. «Πραγματικά δεν ξέρω». «Θα ήταν ωραία να δοκιμάσεις, όμως· έτσι δεν είναι;» είπε ο Κώστας. «Εννοώ μόνο για μία φορά. Για να δεις πώς είναι. Η αθανασία. Και μετά θα μπορούσαμε να βάλουμε τα πετράδια μαζί στο μουσείο στην Καρχηδόνα, στις απέναντι πλευρές του δωματίου. Όσο κοντά χρειάζεται για να δημιουργούν μια ζεστή, ευχάριστη αίσθηση. Ο κόσμος θα βγαίνει από το μουσείο νιώθοντας ωραία. Και θα κάνει δωρεές». Ο Τζακ κοίταξε τη Ρεβέκκα κι έδειξε με ένα νεύμα τον Κώστα. «Αυτό εννοώ. Ξέρει να προσγειώνει τα πράγματα. Με ανώμαλη προσγείωση». Ο Κώστας χαμογέλασε. «Έχω ένα εργαστήριο, όμως, και μπορώ να ελέγξω τις ιδιότητες του περίδοτου και του λάπις λάζουλι. Και ο Πραντές είπε ότι θέλει να το δοκιμάσει. Κάτι άλλο που μπορεί να κάνει στο πανεπιστήμιο. Μπορεί κάτι να υπάρχει εκεί. Όχι το μυστικό της αθανασίας, αλλά κάτι παραπάνω από μια απλή οφθαλμαπάτη που δημιουργεί το φως. Ένα πρισματικό φαινόμενο. Κάποια διοχέτευση ενέργειας. Κάποια διαθλαστική ιδιότητα». Κάποια διαθλαστική ιδιότητα. Ο Τζακ κοίταξε προς τον ήλιο, μισοκλείνοντας τα μάτια. Οι τελευταίες λίγες ημέρες ήταν μια σειρά από διαθλάσεις ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, ανάμεσα στον κόσμο πριν από έναν αιώνα και τον κόσμο πριν από δύο χιλιετίες, ανάμεσα σε ζωές που έμοιαζαν να κινούνται σε παράλληλες τροχιές. Για μια στιγμή ένιωσε σαν να ήταν το ίδιο πρόσωπο, ο Λικίνιος, ο Ρωμαίος λεγεωνάριος, ο Τζον Χάουαρντ, ο πρόγονός του, και ο ίδιος - σαν να τους παρακινούσε η ίδια λαχτάρα. Ίσως αυτό οφειλόταν στο πετράδι, στην ιδέα της αθανασίας, που επέτρεπε σε όσους προσελκύονταν από αυτή, να έρθουν σε επαφή με μια διαδρομή πολύ πάνω από το εφήμερο. Πήρε μια βαθιά ανάσα και αγκάλιασε τη Ρεβέκκα. «Νομίζω πως η θνητότητα μου αρκεί για λίγο». Ο Κώστας κοίταξε το τσαλακωμένο του πουκάμισο και το ανασήκωσε κάπως απελπισμένος. Κοίταξε τον Τζακ. «Η αθανασία μπορεί να μας δώσει το χρόνο να φτάσουμε στη Χαβάη!»

Ο Τζακ σηκώθηκε. «Εντάξει, σύμφωνοι». «Τώρα ξέρω τι εννοεί ο Κώστας», είπε η Ρεβέκκα. «Για τι πράγμα;» «Για τις παρεκκλίσεις. Είπε ότι οι αποστολές σου καταλήγουν πάντα να γίνονται παρεκκλίσεις. Δεν ξέρεις ποτέ πού θα σε οδηγήσουν. Λέει ότι αυτό τον κρατά σε συνεχή επαγρύπνηση. Και αυτό το ταξίδι ήταν μια παρέκκλιση- έτσι δεν είναι;» Ο Τζακ πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε τα ερείπια. Έβαλε το χέρι στην τσάντα αλλά συνειδητοποίησε ότι δεν είχε πια τον μικρό ελέφαντα από λάπις λάζουλι. Θυμήθηκε πού είχαν πάει, από πού είχαν περάσει και αναρωτήθηκε πώς τον είχαν αλλάξει όλα αυτά. Κοίταξε τη Ρεβέκκα με ένα κουρασμένο χαμόγελο. «Κάτι παραπάνω από μια απλή παρέκκλιση, φαντάζομαι», είπε. Ο Κώστας τον κοίταξε με προσδοκία. «Λοιπόν, πού πάμε τώρα;» «Έχεις καμιά ιδέα;» «Σκέφτηκα ότι θα μπορούσαμε να αναζητήσουμε τα Νησιά των Αθανάτων. Ξέρεις, εκείνο το μέρος για το οποίο μας είπε η Κάτια. Ο Πρώτος Αυτοκράτορας έστειλε αποστολές για να τα βρουν. Είναι κάπου στον ανατολικό ωκεανό. Στο κέντρο του Ειρηνικού, για την ακρίβεια. Μια μικρή αλλά υπέροχη αλυσίδα από ηφαιστειογενή νησιά». «Αλόχα», είπε η Ρεβέκκα. «Αλόχα», απάντησε ο Κώστας. Έκανε μια περιστροφική κίνηση με τα δάχτυλά του κι έδειξε το ελικόπτερο. Ο Τζακ έξυσε το πιγούνι του, κοιτάζοντας το ηλιοκαμένο πρόσωπο του Κώστα. «Ξέρεις, δείχνεις να σου χρειάζονται μερικές ημέρες στην παραλία». «Αυτό είναι σίγουρο». «Όμως η Ρεβέκκα έχει βάλει σκοπό να πάει στη ζούγκλα. Στο ναό». Ο Κώστας σηκώθηκε και τεντώθηκε. «Αυτό μπορεί να περιμένει. Άλλωστε, μάλλον δεν θα υπάρχουν και πολλά πράγματα ακόμη για να δεις εκεί. Όταν ήμαστε στο ναό, αισθάνθηκα με το χέρι μου μια τρύπα στη βάση της σαρκοφάγου. Θυμήθηκα που μου είχες δείξει σαρκοφάγους στη Ρώμη, με την οπή αποστράγγισης για να κυλούν έξω τα κατάλοιπα της αποσύνθεσης. Αν ήταν ο Λικίνιος μέσα σ’ εκείνη τη σαρκοφάγο, δεν θα έχουν μείνει πολλά πράγματα τώρα πια». Ο Τζακ τον κοίταξε. «Μια τρύπα, είπες». Ο Κώστας σήκωσε το χέρι και στρογγύλεψε τα δάχτυλά του. «Τόσο μεγάλη περίπου». Το μυαλό του Τζακ άρχισε να τρέχει πάλι. «Αρκετά μεγάλη για να

σπρώξεις μέσα ένα σωλήνα μπαμπού;» «Φαντάζομαι. Έναν μικρό σωλήνα μπαμπού». Ο Τζακ θυμήθηκε κάτι. Ένα ενδεχόμενο που είχε αναφέρει η Ρεβέκκα. Εκείνη τον κοίταζε τώρα, έχοντας διαβάσει τη σκέψη του. «Ο Ρόμπερτ Γουόχοουπ», είπε. «Το βέλπου;» Ήταν δυνατόν; Ήταν δυνατόν να κατάφερε ο Γουόχοουπ να γυρίσει εκεί; Η καρδιά του Τζακ άρχισε να χτυπά δυνατά. Αισθάνθηκε το γνωστό ρίγος της έξαψης. Έριξε την παλιά χακί τσάντα στον ώμο του, με μια λάμψη στα μάτια. «Ω όχι!» Ο Κώστας κούνησε με απελπισία το κεφάλι του. «Με τίποτα! Το ξέρω αυτό το ύφος». «Πρέπει να γυρίσουμε στον Θαλάσσιο Ιχνηλάτη II έτσι κι αλλιώς. Είναι στον Κόλπο της Βεγγάλης. Θα είναι απλώς μια παρέκκλιση». Ο Κώστας κοίταξε με απόγνωση τη Ρεβέκκα. «Βλέπεις λοιπόν τι εννοώ;» Η Ρεβέκκα αγκάλιασε τον Τζακ. «Μην ανησυχείς, μπαμπά. Θα σε ακολουθήσει όσο κι αν διαμαρτύρεται». Ο Τζακ κοίταξε ερωτηματικά τον Κώστα. «Λοιπόν;» «Πιστεύεις στ’ αλήθεια ότι μπορεί να το βρούμε;» «Δεν υπόσχομαι τίποτα». Ο Κώστας αναστέναξε. Κοίταξε πάλι το χαβανέζικο πουκάμισο και μετά έριξε μια θλιμμένη ματιά στον Τζακ. Κοιτάχτηκαν στα μάτια. Στο πρόσωπο του Τζακ απλώθηκε ένα πλατύ χαμόγελο και ο Κώστας κοίταξε κάτω κουνώντας το κεφάλι. «Τι να πω;» «Φύγαμε;» «Φύγαμε!»

ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ Οι σπόροι αυτής της ιστορίας φυτεύτηκαν όταν στάθηκα για πρώτη φορά ως φοιτητής αρχαιολογίας μέσα στα αρχαία ερείπια του Χαράν στη νότια Τουρκία, κοντά στα συριακά σύνορα. Η ζέστη ήταν αποπνικτική, ο ουρανός σκοτείνιαζε και ο άνεμος σήκωνε τη σκόνη κι έκρυβε το φως. Νόμιζες πως βρίσκεσαι στα απώτατα άκρα της ύπαρξης. Αυτό το μέρος μού έκανε βαθιά εντύπωση. Εδώ είχε γίνει η μάχη των Καρρών, στην οποία ο ρωμαϊκός στρατός υπό τον Κράσσο υπέστη συντριπτική ήττα από τους Πάρθους το 53 π.Χ. Φαινόταν αδιανόητο να έχει δοθεί μάχη μέσα σε τέτοια ζέστη. Είχα διαβάσει την ιστορία για τους αιχμάλωτους λεγεωνάριους, που οδηγήθηκαν ανατολικά από τους νικητές και δεν ξανάκουσε ποτέ κανείς γι’ αυτούς. Θα μπορούσαν άραγε να είναι αληθινές οι φήμες, ότι μερικοί από αυτούς μπορεί να απέδρασαν και να έκαναν ένα απίστευτο ταξίδι φτάνοντας μέχρι την Κίνα; Στα χρόνια που ακολούθησαν, τα δικά μου ταξίδια με οδήγησαν βαθιά στην Κεντρική Ασία, κατά μήκος του αρχαίου Δρόμου του Μεταξιού, αλλά και στις διαδρομές των Ρωμαίων θαλασσοπόρων και εμπόρων που είχαν φτάσει μέχρι τον Κόλπο της Βεγγάλης. Με γοήτευσε η πρώιμη ιστορία της αρχαιολογικής εξερεύνησης της Ινδίας κατά την περίοδο της Βρετανικής Κυριαρχίας, και οι ζωές των προγόνων μου που ήταν στρατιωτικοί και τυχοδιώκτες εκεί κατά τον 19ο αιώνα. Πάντα ο νους μου γύριζε στο ερώτημα των λεγεωνάριων του Κράσσου. Μπορεί να υπήρχε κάποια σύνδεση; Είχαν ρισκάρει αυτοί οι άνθρωποι τα πάντα για να αναζητήσουν τη Χρυσή, τη Γη του Χρυσού που ήταν γνωστή στους αρχαίους εμπόρους; Ποιες ιστορίες τούς είχαν πει για τα μυθικά πλούτη της Ανατολής; Τι μπορεί να τους ώθησε; Η μοίρα των χαμένων λεγεωνάριων του Κράσσου μετά τις Κάρρες είναι ένα από τα πιο γοητευτικά μυστήρια της αρχαίας ιστορίας και ασκούσε μεγάλη έλξη στη φαντασία των Ρωμαίων. Ο ποιητής Οράτιος αναρωτιόταν «Έζησαν οι άντρες του Κράσσου σε σκανδαλώδη γάμο με βαρβάρους... γέρασαν πολεμώντας για ξένους πεθερούς...;» (Ωδές iii, 5, αγγλική μετάφραση W.G. Shepherd). Για τον Αυτοκράτορα Αύγουστο, ο οποίος έκανε ειρήνη με τους Πάρθους το 20 π.Χ., η επιστροφή των λαβάρων της λεγεώνας ήταν ένας από τους μεγαλύτερους θριάμβους της βασιλείας του, που γιορτάστηκε από μια φημισμένη σειρά χρυσών και ασημένιων νομισμάτων με την επιγραφή SIGNIS RECEPTIS, «Τα λάβαρα επέστρεψαν». Όλες οι υπάρχουσες αρχαίες πηγές για τις Κάρρες στηρίζονται σε

παλαιότερα ιστορικά έργα που έχουν χαθεί. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο Κράσσος πήγε στη μάχη με «επτά τάγματα οπλιτών, σχεδόν τέσσερις χιλιάδες ιππείς και ισάριθμους ψιλούς»59 (Κράσσος xx, 1), πράγμα που σημαίνει γύρω στους 40.000 άντρες. Η ταυτότητα των λεγεώνων δεν ήταν γνωστή, όμως ο Πλούταρχος αναφέρει ότι χίλιοι από τους ιππείς «ήταν από τον Καίσαρα», μάλλον παλαίμαχοι από τις πρόσφατες εκστρατείες του Ιουλίου Καίσαρα στη Γαλατία και τη Βρετανία. Εκείνη την περίοδο, οι λεγεωνάριοι ήταν ακόμη «πολίτες-στρατιώτες» και όχι επαγγελματίες στρατιωτικοί καριέρας, και η θητεία τους κανονικά δεν ξεπερνούσε τα έξι χρόνια. Οι αναμνήσεις των λεγεωνάριων από την εκστρατεία στον Πρόλογο, ανάμεσά τους και οι κακοί οιωνοί που παρατηρήθηκαν με το πέρασμα του Ευφράτη, ο θάνατος του Κράσσου και η ταπείνωση του Γάιου Πακκιανού, προέρχονται όλα από τον Πλούταρχο (Κράσσος xix, xxxi-ii) και τον Δίωνα Κάσσιο (Ρωμαϊκή Ιστορία xl, 16-27). Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι ο Κράσσος σκοτώθηκε από έναν Πάρθο, ενώ ο Δίων Κάσσιος «είτε από έναν από τους δικούς του άντρες για να μην αιχμαλωτιστεί ζωντανός, είτε από τον εχθρό επειδή ήταν σοβαρά τραυματισμένος». Αργότερα, «οι Πάρθοι, όπως λένε μερικοί, έχυσαν λιωμένο χρυσό στο στόμα του για να τον χλευάσουν». Ο Πλούταρχος μας λέει ότι σε όλη την εκστρατεία «είκοσι χιλιάδες λέγεται ότι σκοτώθηκαν και δέκα χιλιάδες αιχμαλωτίστηκαν». Η μόνη ένδειξη για τη μοίρα αυτών των αιχμαλώτων είναι μία και μοναδική γραμμή στη Φυσική Ιστορία του Πλίνιου του Πρεσβύτερου, ο οποίος περιγράφει τη Μαργιάνα, μια πόλη ανατολικά της Κασπίας Θάλασσας, ως «το μέρος στο οποίο οδηγήθηκαν οι Ρωμαίοι που αιχμαλωτίστηκαν κατά την καταστροφή του Κράσσου» (vi, 47). Η Μαργιάνα, το σημερινό Μερβ στο Τουρκμενιστάν, ήταν οχυρό των Πάρθων και πύλη προς την Κεντρική Ασία. Οι Ρωμαίοι αιχμάλωτοι μπορεί να χρησιμοποιήθηκαν για να χτιστούν τα τεράστια τείχη της πόλης, που οι γκρεμισμένοι προμαχώνες τους φαίνονται ακόμη σήμερα στο Μερβ. Τα τείχη χρειάστηκαν ανοικοδόμηση αρκετές φορές και είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι οι Ρωμαίοι στην Ιταλία ανέπτυξαν εκείνη την εποχή για πρώτη φορά τεχνικές για την παρασκευή κονιάματος. Αυτή είναι η βάση για την ιδέα του μυθιστορήματος, ότι μπορεί να είχε υπάρξει σκόπιμο σαμποτάζ. Η θεωρία ότι εκείνοι που επέζησαν από τις Κάρρες μπορεί να απέδρασαν από το Μερβ και να πήγαν ανατολικά προέρχεται από μια αμφιλεγόμενη 59 Οπλίτες με ελαφρύ οπλισμό (ΣτΜ)

ερμηνεία κινέζικων γραπτών πηγών, η οποία δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στη δεκαετία του 1950. Το 36 π.Χ., οι Κινέζοι Χαν έκαναν μια εκστρατεία ενάντια στους Χσι- ούνγκ-νου, τους θύννους, οι οποίοι είχαν εδραιωθεί στη Σογδιανή, στην Κεντρική Ασία. Η αρχαία Ιστορία της Πρώιμης Δυναστείας Χαν περιέχει μια περιγραφή της πολιορκίας του οχυρού των Χσιούνγκ-νου από τους Κινέζους, η οποία μάλλον βασιζόταν σε ζωγραφικές απεικονίσεις της εποχής, και περιλαμβάνει ένα απόσπασμα που αναφέρει ότι πάνω από εκατό πεζικάριοι παρατάχθηκαν σε «φολιδωτό» σχηματισμό. Σύγχρονοι μελετητές θεώρησαν ότι πρόκειται για το σχηματισμό της χελώνας, στον οποίο οι ασπίδες «κλειδώνονται» μεταξύ τους, όπως το θέτει ο Πλούταρχος στην περιγραφή της μάχης των Καρρών («συνασπισμός» - Κράσσος xxiv, 3). Ο κινέζικος στρατός βρήκε επίσης έναν «διπλό ξύλινο πασσαλοφράχτη» έξω από το οχυρό, περιγραφή που θυμίζει ίσως ρωμαϊκές τεχνικές οχύρωσης. Αυτές οι δύο αναφορές έκαναν μερικούς να θεωρήσουν ότι ο στρατός των θύννων περιλάμβανε Ρωμαίους λεγεωνάριους. Μέχρι σήμερα δεν έχει ανακαλυφθεί τίποτα καθοριστικό στην αρχαιολογία της Κεντρικής Ασίας που να υποστηρίζει αυτή την ιδέα. Η πιο ενδιαφέρουσα ανακάλυψη είναι μια επιγραφή στο νότιο Ουζμπεκιστάν, περί τα 500 χιλιόμετρα ανατολικά του Μερβ, παρόμοια με τη φανταστική επιγραφή στο Κεφάλαιο 3. Μπορεί να αναφέρεται στη Δέκατη Πέμπτη Λεγεώνα, η οποία ίσως ήταν αυτοκρατορική λεγεώνα με αυτό τον αριθμό, που ιδρύθηκε το 62 μ.Χ., αλλά ενδεχομένως και σε μια λεγεώνα με τον ίδιο αριθμό που υπήρχε πριν από έναν αιώνα. Χίλια χιλιόμετρα βορειοανατολικά από αυτό το σημείο βρίσκεται το Τσόλπον-Ατα, η εκπληκτική έκταση των βράχων με τα λιθογλυφικά -σκαλίσματα- δίπλα στη Λίμνη Ισίκ Κουλ στην Κιργιζία. Οι εικόνες αναφέρονται κυρίως στην πνευματική ζωή του τοπικού πληθυσμού, αλλά η Ισίκ Κουλ ήταν ένας από τους σταθμούς του Δρόμου του Μεταξιού και οι δικές μου εξερευνήσεις εκεί δείχνουν ότι υπάρχει η πιθανότητα ανακάλυψης και άλλων επιγραφών. Σε μια ορεινή κοιλάδα προς Νότο καβάλησα ένα άλογο που μπορεί να καταγόταν από τα μυθικά ακάλ-τέκε, τα ουράνια άλογα της κινέζικης μυθολογίας που αντί για ιδρώτα έβγαζαν αίμα. Μέσα στη λίμνη υπάρχουν αρχαία κτίσματα και τεχνουργήματα, και αφθονούν οι φήμες για βυθισμένες πόλεις και τάφους, ακόμη και για τον τάφο του ίδιου του Τζένγκις Χαν. Οι υποβρύχιες αρχαιολογικές έρευνες που διεξάγονται τώρα εκεί, μπορεί να αποδώσουν υπέροχες ανακαλύψεις στο εγγύς μέλλον. Πάνω από 500 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά, μετά την τρομερή Έρημο του Τακλαμακάν, βρίσκεται το χωριό Ζελαϊζάι στην επαρχία Γκανσούνγκ της

Κίνας. Μερικοί πιστεύουν ότι αυτό ήταν το Λιτζιάν, ένα μέρος όπου μπορεί να εγκαταστάθηκαν οι αιχμάλωτοι από τη μάχη κατά των θύννων το 36 π.Χ. Το όνομα Λιτζιάν -που ίσως προέρχεται από το «Αλέξανδρος»- μπορεί να σήμαινε «Δυτικός». Ο πληθυσμός σήμερα περιέχει έναν εντυπωσιακό αριθμό από άτομα με πράσινα μάτια και ξανθά μαλλιά, αν και οι αναλύσεις DNA για να εντοπιστεί πιθανή δυτική προέλευση δεν έχουν δώσει σαφή αποτελέσματα. Οι ταξιδιώτες του Δρόμου του Μεταξιού θα περνούσαν από αυτό το μέρος προς το τέλος του ταξιδιού τους για το Ξιάν, τη θέση του τάφου του Πρώτου Αυτοκράτορα Σιχουάνγκντι στο Όρος Λι έξω από την πόλη. Η «Αδελφότητα της Τίγρης» του μυθιστορήματος είναι φανταστική, αλλά η ιδέα βασίζεται σε άλλες κινέζικες μυστικές εταιρείες, και τα φέουδα που αναφέρονται είναι εκείνα της οικογένειας του Πρώτου Αυτοκράτορα (Αρχεία τον Μεγάλου Ιστορικού, Σι τζι 5). Το «Ιππικό της Τίγρης» χρησιμοποιήθηκε ως προσωπική σωματοφυλακή του Αυτοκράτορα Τσ’άο Τσ’άο τον τρίτο αιώνα μ.Χ., ίσως με βάση μια παλαιότερη σωματοφυλακή. Τα όπλα τους μπορεί να περιλάμβαναν πολύτιμους μπρούντζινους λογχοπελέκεις σαν αυτόν που αναφέρεται εδώ, ο οποίος βασίζεται σε πραγματικό λογχοπέλεκυ που εκτίθεται στο Βρετανικό Μουσείο (ΒΜ 1949.5-18 1,2). Ο ίδιος ο τάφος λέγεται ότι φυλασσόταν από είκοσι οικογένειες, οι οποίες πιθανόν ήταν η βάση των είκοσι σύγχρονων χωριών γύρω από το Όρος Λι. Η ιδέα λοιπόν ενός κληρονομικού φύλακα έχει τις ρίζες της στην ιστορία αυτού του θαυμάσιου μέρους, το οποίο είναι ένα από τα τελευταία μη ανασκαφθέντα θαύματα του αρχαίου κόσμου. Ο Περίπλους της Ερυθράς Θαλάσσης έχει επιζήσει με τη μορφή χειρογράφου του δέκατου αιώνα μ.Χ. που υπάρχει σε μια βιβλιοθήκη στη Χαϊδελβέργη, και το οποίο έχει αντιγράφει από ένα πρωτότυπο γραμμένο στα ελληνικά, περίπου χίλια χρόνια νωρίτερα. Είναι ένα από τα πιο αξιοσημείωτα έγγραφα της αρχαιότητας, που περιγράφει με λεπτομέρειες το θαλάσσιο εμπόριο από τη Ρωμαϊκή Αίγυπτο στην ανατολική ακτή της Αφρικής μέχρι τη Ζανζιβάρη, και διαμέσου του Ινδικού Ωκεανού μέχρι τον Κόλπο της Βεγγάλης. Τις τελευταίες δεκαετίες έχει παρατηρηθεί μια αναζωπύρωση ενδιαφέροντος για την αρχαιολογία του Περίπλου, ιδιαίτερα μετά την ανασκαφή των λιμανιών της Βερενίκης και του Μυός Όρμου στην Ερυθρά Θάλασσα. Το σπίτι του εμπόρου στο μυθιστόρημα είναι φανταστικό, αλλά τα ευρήματα είναι αντιπροσωπευτικά των ανακαλύψεων που έγιναν σε αυτές τις πόλεις και περιλάμβαναν ιταλικούς αμφορείς κρασιού οι οποίοι είχαν επαναχρησιμοποιηθεί για νερό, χιλιάδες κόκκους μαύρου πιπεριού

από την Ινδία, λίθους έρματος από την Αραβία και την Ινδία, ινδικό ξύλο επαναχρησιμοποιημένη ξυλεία πλοίων, που περιλάμβανε και ξύλο τικ- και κεραμικά από τη νότια Ινδία. Ένα θραύσμα είχε μια επιγραφή στα Ταμίλ με ένα όνομα που απαντά επίσης στη νότια Ινδία. Έχουν βρεθεί και πολλά άλλα θραύσματα αγγείων με επιγραφές («όστρακα»), στα οποία περιλαμβάνεται και ένα μέρος του αρχείου κάποιου Μάξιμου Πρίσκου που ανακαλύφθηκε στον Μυός Όρμο. Στο μυθιστόρημα, τα όστρακα με το κείμενο του Περίπλου και το άγνωστο ως τότε τμήμα του έργου που ανέφερε τους λεγεωνάριους του Κράσσου, είναι φανταστικά. Παρ’ όλα αυτά, τα θραύσματα αγγείων θα ήταν φυσικό υλικό γραφής για ένα πρόχειρο κείμενο, πριν αντιγράφει σε πάπυρο. Το πιθανότερο είναι ότι ο συγγραφέας ήταν Έλληνας έμπορος της Αιγύπτου, ο οποίος έγραψε ίσως τον Περίπλου αφού αποσύρθηκε από την ενεργό δράση. Είναι φανερό ότι έγραφε βασισμένος σε προσωπικές εμπειρίες και γενικά πρόσεχε να μην περιλαμβάνει οτιδήποτε δεν είχε δει ο ίδιος. Η ιδέα ότι μπορεί να ανέφερε τους λεγεωνάριους του Κράσσου στο πρόχειρο κείμενο και κατόπιν να διέγραψε αυτή την αναφορά συμφωνεί με όσα γνωρίζουμε γι’ αυτό τον άνθρωπο. Η αρχαία θέση του Αρικαμεντού, νότια του Ποντιτσέρι, ανασκάφτηκε από τον σερ Μόρτιμερ Χουίλερ και την Αρχαιολογική Υπηρεσία της Ινδίας στη δεκαετία του 1940 και έχει αποτελέσει αντικείμενο νέων ερευνών από τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Πολλοί εξακολουθούν να πιστεύουν, όπως και ο Χουίλερ, ότι τα θραύσματα ρωμαϊκών αμφορέων και πολυτελών αγγείων που βρέθηκαν εκεί, δείχνουν την παρουσία εμπόρων από αιγυπτιακά λιμάνια όπως η Βερενίκη -ή των τοπικών αντιπροσώπων τους- οι οποίοι συναλλάσσονταν με εμπόρους που έρχονταν από τον Κόλπο της Βεγγάλης και από το Βορρά, από την Κεντρική Ασία, φέρνοντας εξωτικά προϊόντα όπως μετάξι και λάπις λάζουλι. Δύτες της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας της Ινδίας έχουν αρχίσει να ερευνούν τα νερά του Αρικαμεντού και άλλων θέσεων που αναφέρονται στον Περίπλου. Καθώς όλο και περισσότεροι αρχαιολόγοι βλέπουν τη ρωμαϊκή ανάμειξη στην Ινδία ως αμφίδρομη πολιτιστική διαδικασία -μέσα από την οποία υπήρχε τόσο ινδική επιρροή στη Δύση όσο και το αντίστροφο- μπορούμε να περιμένουμε την ανακάλυψη και άλλων πόλεων που αναφέρονται στον Περίπλου, οι οποίες συμμετείχαν σε ένα από τα πιο εκπληκτικά θαλάσσια εγχειρήματα που έχει δει ποτέ ο κόσμος. Γύρω στα 30 ναυτικά μίλια νοτιοανατολικά του Ακρωτηρίου Ρας Μπανάς στην Ερυθρά Θάλασσα βρίσκεται το Νησί του Αγίου Ιωάννη (στα

αραβικά Ζεμπεργκέντ) η μοναδική πηγή περίδοτου στην αρχαιότητα, το οποίο αναμφίβολα ταυτίζεται με τα «τοπάζια» που αναφέρονται από τον Στράβωνα και τον Πλίνιο ως προϊόν ενός νησιού κοντά στη Βερενίκη. Ένα λιμάνι της Ερυθράς Θάλασσας που αναφέρεται στον Περίπλου και δεν έχει εντοπιστεί ακόμη με βεβαιότητα είναι η Πτολεμαΐς Θηρών. Επίσης, δεν έχει βρεθεί ακόμη πλοίο που μετέφερε ελέφαντες («ελεφαντηγός»). Από την άλλη πλευρά, έχουν εντοπιστεί αρκετά ρωμαϊκά ναυάγια με αμφορείς κρασιού στην Ερυθρά Θάλασσα, τα οποία είναι πολύ πιθανό να είχαν προορισμό την Αραβία και την Ινδία. Ο Περίπλους αναφέρει συγκεκριμένα τα χρυσά και ασημένια νομίσματα ως κύρια εξαγωγή των Ρωμαίων -για το εμπόριο στην ακτή του Μαλαμπάρ, μας συμβουλεύει να έχουμε πολλά νομίσματα («χρήματα πλείστα»)- και αυτό συμφωνεί με το θρήνο του αυτοκράτορα Τιβέριου για τη συνεχή απώλεια χρυσού εξαιτίας του εμπορίου (Τάκιτος, Χρονικά iii, 54· επίσης Πλίνιος, Φυσική Ιστορία vi, ΙΟΙ- xii, 84), καθώς και με την ανακάλυψη χιλιάδων χρυσών και ασημένιων νομισμάτων στη νότια Ινδία. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μια μέρα θα ανακαλυφθεί κάποιο ρωμαϊκό ναυάγιο στην Ερυθρά Θάλασσα ή στον Ινδικό Ωκεανό με χρυσάφι που θα ανταγωνίζεται τα ναυάγια με τους θησαυρούς της Καραϊβικής. Η Εξέγερση του Ράμπα το 1879-80 ήταν η μεγαλύτερη εξέγερση ιθαγενών που ξέσπασε στην Ινδία κατά την περίοδο της Βρετανικής Κυριαρχίας και κατεστάλη από μια εκστρατευτική δύναμη του Ινδικού Στρατού με μέγεθος ταξιαρχίας. Το άμεσο αίτιο της εξέγερσης ήταν ο φόρος που επιβλήθηκε στο τόντι, το αλκοολούχο ποτό που παρασκευάζεται από το χυμό του φοινικόδεντρου, αν και περισσότερο συνετέλεσε η ήδη υποβόσκουσα δυσαρέσκεια για τους δασικούς κανονισμούς και τη διαφθορά της τοπικής αστυνομίας. Ήταν μια εκστρατεία διάρκειας, που είχε να αντιμετωπίσει τον τρομερό «πυρετό της ζούγκλας» και η ιστορία της δεν έχει γραφεί ακόμη έτσι όπως πρέπει. Η εικόνα που παρουσιάζεται εδώ, βασίζεται σε αναφορές που υπάρχουν στα Στρατιωτικά Αρχεία τον Μαδράς (Madras Military Proceedings) και στα Δικαστικά Αρχεία του Μαδράς (Madras Judicial Proceedings), σε προσωπικές επιστολές, αρχεία συνταγμάτων και βιογραφικές πληροφορίες για τους Βρετανούς αξιωματικούς που συμμετείχαν στην εκστρατεία (σε μερικές σύγχρονες περιγραφές, η ονομασία «Ράμπα» εμφανίζεται ως «Ρούμπα», γραφή που συμφωνεί περισσότερο με την προφορά της λέξης). Δεν υπάρχουν γνωστά

προσωπικά απομνημονεύματα από την εκστρατεία, αν και μπορούμε να σχηματίσουμε μια εικόνα για τη γλώσσα και τη νοοτροπία ενός αξιωματικού του Βασιλικού Μηχανικού που βρισκόταν σε εκστρατεία στη ζούγκλα κατά τη δεκαετία του 1870 από το έργο του υπολοχαγού R.G. Woodthorpe The Lushai Expedition 1871-1872 (Η Εκστρατεία Λουσάι 1871-1872), το οποίο περιγράφει μια εξαιρετικά δύσκολη εκστρατεία στην Μπούρμα. Τα δραματικά γεγονότα στις αρχές της εξέγερσης Ράμπα δημοσιεύτηκαν στους Τάιμς του Λονδίνου και στους Νιον Τιορκ Τάιμς. Σε αυτά περιλαμβάνεται η επίθεση που δέχτηκε το ποταμόπλοιο Σάμροκ από 1.000 αντάρτες και πλέον, και η μάχη του υπολοχαγού Χάμιλτον μέσα στη ζούγκλα, όμως το ενδιαφέρον μετριάστηκε καθώς η εξέγερση παρατάθηκε και αποτελματώθηκε από τις αρρώστιες και τους μουσώνες. Η διατύπωση της αφήγησης του Χάμιλτον προέρχεται από την αναφορά του για τα γεγονότα της 20ής Αυγούστου 1879 στα Στρατιωτικά Αρχεία του Μαδράς, σύμφωνα με την οποία οι σκαπανείς του κατανάλωσαν 1.050 σφαίρες και σκότωσαν τουλάχιστον δέκα αντάρτες. Η περιγραφή του πυρετού της ζούγκλας από το γιατρό Γουόκερ στο Κεφάλαιο 5 προέρχεται από μια αναφορά του επιάτρου Τ. Μπίλντερμπεκ, του 36ου Συντάγματος Πεζικού Γηγενών του Μαδράς, τον Μάιο του 1880, όταν προσβλήθηκαν όλοι οι Βρετανοί αξιωματικοί και τα τρία πέμπτα των Ινδών στρατιωτών του συντάγματος. Οι Κόγια αντιμετώπιζαν τον πυρετό με το σκεύασμα που περιγράφεται στο Κεφάλαιο 9 (Note on the Rampa Agency, East Godavari District [Υπόμνημα για την Υπηρεσία Ράμπα, Περιφέρεια Ανατολικού Γκονταβάρι], Μαδράς, 1931, σ. 31). Η περιοχή του Ράμπα σήμερα έχει αλλάξει ελάχιστα σε σχέση με τη δεκαετία του 1880. Επίσης οι ζούγκλες της ανατολικής Ινδίας έχουν γίνει καταφύγιο για τους Μαοϊστές τρομοκράτες και προσελκύουν ερευνητές ξένων μεταλλευτικών εταιρειών. Μια περιγραφή από το 1876 αναφέρεται στα ιερά βέλπου, ανάμεσά τους και στο ισχυρό Λακάλα (ή Λάκα) Ράμου. Τα βέλπου ήταν σωλήνες μπαμπού, που οι ιθαγενείς κρατούσαν κρυμμένους. Τα ανιμιστικά πνεύματα της ζούγκλας, τα κόντα ντέβατούλου, περιλάμβαναν ένα θεό-τίγρη. Ο τόμος για τον ποταμό Γκονταβάρι του Imperial Gazetteer of India (Αυτοκρατορικό Γεωγραφικό Λεξικό της Ινδίας) σημειώνει ότι κοντά στο χωριό Ράμπα, «δίπλα σε ένα καταρράκτη οκτώ μέτρων περίπου, σχηματίζεται ένας ναός από τρεις πελώριους ογκόλιθους, δύο από τους οποίους δημιουργούν ένα είδος οροφής. Ο ναός έχει μια είσοδο και έναν πλευρικό τοίχο από λαξευμένη πέτρα. Το νερό του καταρράκτη χύνεται συνεχώς ανάμεσα στους ογκόλιθους. Ένα χονδροειδές λίνγκαμ και άλλα ιερά σύμβολα είναι

σκαλισμένα στο βράχο». Στον φανταστικό ναό μου, η ινδική εικονογραφία βασίζεται σε ανάγλυφα σπηλαίων στο Μπαντάμι και σε γλυπτά από άλλα μέρη της Ινδίας, στα οποία περιλαμβάνονται και οι μορφές των γιάκσα και γιάκσι. Στο ναό του Ράμπα εκτελέστηκαν αρκετοί αιχμάλωτοι αστυνομικοί το 1879. Ένας ιθαγενής αυτόπτης μάρτυρας περιέγραψε μια «θυσία»; «Ο ίδιος ο Τσεντράγια του έκοψε το κεφάλι με ένα ξίφος. Τον θυσίασαν στον Γκουντάπου Μαβίλι» (Δικαστικά Αρχεία του Μαδράς, 5 Σεπτεμβρίου 1879). Άλλες αφηγήσεις περιγράφουν θύματα μέριαχ να θυσιάζονται ή να διασώζονται, καθώς και την ανακάλυψη ακέφαλων σωμάτων. Η σκηνή της θυσίας στην όχθη του ποταμού είναι μυθιστορηματική αναπαράσταση αυτών των περιστατικών και στηρίζεται σε πρόσθετες λεπτομέρειες από αυτόπτες μαρτυρίες ανθρωποθυσιών που καταγράφονται από τον υποστράτηγο John Campbell στο έργο του A Personal Narrative of Thirteen Years Service amongst the Wild Tribes of Khondistan for the Suppression of Human Sacrifice (Μια Προσωπική Αφήγηση Δεκατριών Ετών Υπηρεσίας ανάμεσα στις Άγριες Φυλές του Κοντιστάν για την Καταστολή των Ανθρωποθυσιών, 1864) - εκεί περιγράφεται και η διάσωση ενός θύματος από το λοχαγό Φράι, που εμφανίζεται εδώ στο Κεφάλαιο 4. Επίσης στηρίζεται στο έργο των Christoph και Elizabeth von FurerHaimendorf, The Reddis of the Bison Hills: a Study in Acculturation (Οι Ρέντι των Λόφων των Βισόνων: μια Μελέτη Επιπολιτισμού - 1945), μία από τις λίγες λεπτομερείς ανθρωπολογικές μελέτες των φυλών στους λόφους του άνω Γκονταβάρι. Αρκετοί από τους χαρακτήρες αυτού του μυθιστορήματος βασίζονται σε πραγματικά άτομα της Εκστρατευτικής Δύναμης Ράμπα, μερικά με αλλαγμένα ονόματα. Ο Τζόζεφ Φόσετ Μπέντι ήταν Υποδιευθυντής Κεντρικών Επαρχιών και συνόδευσε τον Χάμιλτον στην αψιμαχία στη ζούγκλα. Η επίσημη αναφορά που υποβλήθηκε στην κυβέρνηση της Ινδίας για την εξέγερση δηλώνει ότι ο Μπέντι «πέθανε από πυρετό» μετά την αψιμαχία (Δικαστικά Αρχεία του Μαδράς, 14 Δεκεμβρίου 1881). Όμως η επιγραφή του τάφου του στο Γουνταγκούντεμ αναφέρει ότι «σκοτώθηκε στα τέλη της Εξέγερσης Ράμπα» (Η. Le Fanu, List of European Tombs in the Godavari District with Inscriptions Thereon [Κατάλογος Ευρωπαϊκών Τάφων με Επιγραφές στην Περιοχή Γκονταβάρι], Cocanada, 1895). Ο δόκτωρ Τζορτζ Λέμον Γουόκερ, στρατιωτικός γιατρός των Λόχων D και G των Σκαπανέων και Ορυκτών του Μαδράς στη διάρκεια της Εξέγερσης του Ράμπα, γεννήθηκε όντως στο Κίνγκστον του Καναδά και σπούδασε ιατρική στο Queens University στο Μπέλφαστ. Από το 1884 ο ανώτερος του στο ιατρικό

σώμα των Σκαπανέων του Μαδράς ήταν ο επίατρος Ρόναλντ Ρος, που αργότερα θα γινόταν σερ Ρόναλντ Ρος, ο άνθρωπος που ανακάλυψε ότι ο κώνωψ ο ανωφελής είναι ο φορέας του παράσιτου της ελονοσίας, και οι ασθενείς του οποίου θα περιλάμβαναν παλαίμαχους σκαπανείς της εκστρατείας του Ράμπα που υπέφεραν από τον τρομερό «πυρετό της ζούγκλας». Από τους Σκαπανείς του Μαδράς, ο φανταστικός λοχίας Ο’ Κόνελ είναι εμπνευσμένος από το λοχία Τζον Μπράουν, ο οποίος αναχώρησε για την Ινδία το 1860, υπηρέτησε στην εκστρατεία Περάκ στη Μαλαισία το 1875-6 και συνταξιοδοτήθηκε ως φροντιστής λοχίας το 1891. Ο σκαπανέας Ναρεϊνσάμι υπηρέτησε στις εκστρατείες της Μπούρμα και του Τσιν Λουσάι στα τέλη της δεκαετίας του 1880. Από τους αξιωματικούς, ο Ρόμπερτ ΓιούανΧάμιλτον πέθανε το 1885 από χολέρα, «αφού η υγεία του κλονίστηκε από συνεχείς κρίσεις ελονοσικού πυρετού» στον Αφγανικό Πόλεμο και στην Εξέγερση του Ράμπα. Ο φανταστικός χαρακτήρας του υπολοχαγού Γουόχοουπ (Wauchope) βασίζεται στον Ρόμπερτ Αλεξάντερ Γουάχαμπ (Wahab), ο οποίος αργότερα χρησιμοποίησε τη γραφή Wauhope (Γουάχοουοπ) για το ιρλανδικό του όνομα, και καταγόταν όντως από ιρλανδική οικογένεια με αμερικανικές διακλαδώσεις. Και η δική του υγεία κλονίστηκε τελικά από την ελονοσία, με αποτέλεσμα να αποστρατευθεί πρόωρα το 1905, αν και στο μεταξύ είχε πλέον το βαθμό του ταγματάρχη, με διακεκριμένη υπηρεσία σε όλες σχεδόν τις στρατιωτικές εκστρατείες του Βορειοδυτικού Μετώπου εκείνης της περιόδου. Ο φανταστικός υπολοχαγός Χάουαρντ βασίζεται στον υπολοχαγό Γουόλτερ Άντριου Γκέιλ, τον προ-προπάππο μου, ο οποίος είχε την πλέον μακροχρόνια θητεία απ’ όλους τους αξιωματικούς σκαπανείς του Μαδράς της Εκστρατευτικής Δύναμης του Ράμπα. Στα τέλη του 1879 αποσπάστηκε στο Αφγανιστάν για τη δεύτερη φάση του Αφγανικού Πολέμου, αλλά παρέμεινε στο Ράμπα καθώς η τοποθέτησή του εκεί παρατάθηκε για όλο το 1880. Ο γιος του Έντουαρντ πέθανε στο Μπανγκαλόρ τον Απρίλιο της ίδιας χρονιά σε ηλικία ενός έτους και πέντε μηνών. Αφού έφυγαν από τους Σκαπανείς του Μαδράς το 1881, ο Γκέιλ και ο Γουάχαμπ έγιναν ειδικοί στην τοπογράφηση, αναπτύσσοντας ικανότητες που είχαν εξασκήσει στη ζούγκλα του Ράμπα. Ο Γκέιλ επέστρεψε με την οικογένειά του στην Αγγλία και έγινε υφηγητής Τοπογραφίας στη Σχολή Στρατιωτικής Μηχανικής στο Τσάταμ, όπου ήταν επίσης αρχισυντάκτης του περιοδικού της σχολής Professional Papers of the Corps of Royal Engineers (Επαγγελματικά Δοκίμια του Σώματος του Βασιλικού Μηχανικού). Ως Γραμματέας του

Ινστιτούτου Βασιλικού Μηχανικού, συμμετείχε συστηματικά στην ακαδημαϊκή ζωή των Βασιλικών Μηχανικών και είναι βέβαιο ότι θα παρακολουθούσε διαλέξεις και σε θέματα που δεν είχαν καθαρά στρατιωτικό χαρακτήρα - ανάμεσά τους και την αρχαιολογία, η οποία είχε αναπτυχθεί στην Ινδία ως παρακλάδι της τοπογραφίας. Το θέμα της φανταστικής διάλεξής του στο Βασιλικό Ινστιτούτο Ηνωμένων Υπηρεσιών στο Λονδίνο θα ήταν σύμφωνο με το ευρύτατο πεδίο θεμάτων που ενδιέφεραν τους αξιωματικούς του μηχανικού τη συγκεκριμένη περίοδο. Το Βασιλικό Ινστιτούτο Ηνωμένων Υπηρεσιών στέγαζε τη μοναδική γνωστή συλλογή τεχνουργημάτων από την Εξέγερση του Ράμπα -δύο μουσκέτα, δύο ξίφη και μία θήκη, δύο βέλη από μπαμπού, ένα βέλος πουλιών, μία ασπίδα και τέσσερις μύτες από βέλη- που δωρίστηκαν από έναν άλλο αξιωματικό των Σκαπανέων του Μαδράς και βετεράνο της Εξέγερσης του Ράμπα, τον υπολοχαγό Α.Τ. Μακντόνελ το 1882 (Journal of the Royal United Service Institution XXV, xxxi). To μουσείο του Ινστιτούτου στο Γουάιτχολ έκλεισε το 1962, όταν οι συλλογές μεταφέρθηκαν αλλού. Ο Γκέιλ και ο Γουάχαμπ βρέθηκαν πάλι μαζί το 1889, όταν ο Γουάχαμπ επέστρεψε στο Τσάταμ για να παρακολουθήσει εκπαιδευτικά μαθήματα. Η οριστική εξαφάνιση των δύο απόστρατων συνταγματαρχών στο Αφγανιστάν είναι φανταστική. Όμως, και οι δύο γνώριζαν καλά την περιοχή των συνόρων του Αφγανιστάν και θα μπορούσαν να επιδιώξουν να ριχτούν σε μια τέτοια περιπέτεια. Ο Γουάχαμπ έμεινε σχεδόν είκοσι χρόνια στην Τοπογραφική Υπηρεσία της Ινδίας οροθετώντας τα σύνορα με το Αφγανιστάν, από το Βαλουχιστάν μέχρι το Πέρασμα Κάιμπερ και ακόμη παραπέρα. Ήταν φημισμένος ορειβάτης και οι δείκτες του υπάρχουν μέχρι σήμερα στα σύνορα. Ο Γκέιλ επέστρεψε στην Ινδία και έγινε Διοικητής του Βασιλικού Μηχανικού της Μεραρχίας Κουέτα του Ινδικού Στρατού και Επόπτης Μηχανικός στο Βαλουχιστάν, υπεύθυνος για όλη την επαρχία, συμπεριλαμβανομένου του Περάσματος Μπόλαν.Ένας από τους συναδέλφους του στη διοίκηση του Βαλουχιστάν ήταν ο Άουρελ Στάιν, ο φημισμένος εξερευνητής του Δρόμου του Μεταξιού, ο οποίος τότε είχε προσληφθεί από την κυβέρνηση ως αρχαιολογικός εκτιμητής. Οι αναφορές του Στάιν και του συνταγματάρχη Γκέιλ εμφανίζονται μαζί στην έκθεση Administration Report of the Baluchistan Agency (Διοικητική Έκθεση για την Υπηρεσία Βαλουχιστάν) για το 1904-1905. Ο Στάιν ήταν επίσης προσωπικός φίλος του Ρόμπερτ Γουάχαμπ, ο οποίος συμμεριζόταν το πάθος του για την κλασική ιστορία. Έχει κάνει την πιθανότερη αναγνώριση της Αόρνου, ορεινού οχυρού το οποίο κατέλαβε ο Μέγας Αλέξανδρος. Ο

Στάιν μιλά εγκάρδια για τον Γουάχοουπ (όπως έγινε το όνομά του στη συνέχεια) στο κλασικό βιβλίο του On Alexanders Track to the Indus (Στη Διαδρομή του Αλέξανδρου προς τον Ινδό - 1929). Είκοσι χρόνια πριν εκδοθεί αυτό το βιβλίο, υπήρχαν ακόμη μέρη στο Αφγανιστάν τόσο μακρινά ώστε δεν τα είχε επισκεφθεί σχεδόν κανένας Ευρωπαίος. Ανάμεσά τους ήταν και τα θρυλικά ορυχεία λάπις λάζουλι που περιγράφονται στο βιβλίο του υπολοχαγού John Wood, A Personal Narrative of a Journey to the Source of the River Oxus (Μια Προσωπική Αφήγηση ενός Ταξιδιού στην Πηγή του Ποταμού Ώξου -1841), αποσπάσματα του οποίου περιλαμβάνονται εδώ στα Κεφάλαια 13,15 (συμπεριλαμβανομένου του στίχου των Παστούν), 18 και 19. Σε διάφορες στιγμές της καριέρας τους, και ενίοτε ίσως ταυτόχρονα, ο Γκέιλ και ο Γουάχαμπ πρέπει να στάθηκαν μπροστά στο Πέρασμα Μπολάν προς το Αφγανιστάν, κοιτάζοντας το τρομερό άνοιγμα στα βουνά που είχε δελεάσει τόσο πολλούς στρατιώτες και τυχοδιώκτες να προσπαθήσουν να το περάσουν για να φτάσουν στις εκτάσεις πίσω του, αναζητώντας δόξα και θησαυρούς αλλά συχνά καταλήγοντας στο θάνατο. Οι αξιωματικοί του Βασιλικού Μηχανικού προτρέπονται να είναι «πρώτα στρατιώτες και μετά μηχανικοί» σε ένα διδακτικό δοκίμιο που επιμελήθηκε ο λοχαγός Γ.Α. Γκέιλ στο Professional Papers of the Corps of Royal Engineers του 1889 (Colonel E. Wood, C.B., R.E., “The Duties of Royal Engineers in the Field” [“Τα Καθήκοντα των Βασιλικών Μηχανικών στο Πεδίο της Μάχης”], Vol XV, 69-96), και ήταν αρτιότατα εκπαιδευμένοι για να πολεμούν ως πεζικό. Στην Ινδία, οι αξιωματικοί που δεν συμμετείχαν σε εκστρατείες περνούσαν πολύ χρόνο κυνηγώντας, γι’ αυτό ήταν πολύ εξοικειωμένοι με τα όπλα και, συχνά, δεινοί σκοπευτές. Σε αυτό το μυθιστόρημα, το περίστροφο Κολτ του 1851 με τα διακριτικά του Άνω Καναδά είναι γνήσιο πιστόλι με το οποίο έχω πυροβολήσει, όπως είναι και τα τουφέκια Σνάιντερ- Ένφιλντ, Λι-Ένφιλντ και Μόσιν-Ναγκάντ. Τα περίστροφα Κολτ χρησιμοποιήθηκαν ευρέως από τους Βρετανούς αξιωματικούς κατά την Ινδική Ανταρσία του 1857-1858 και τα περίστροφα με καψούλια και βόλια χρησιμοποιούνταν ακόμη δεκαετίες αργότερα από τυχοδιώκτες όπως ο σερ Ρίτσαρντ Μπάρτον σε περιοχές όπου δεν ήταν εύκολο να βρεθούν φυσίγγια. Οι Σκαπανείς του Μαδράς οπλίστηκαν το 1879 με το τουφέκι Σνάιντερ-Ένφιλντ, αν και ο Βρετανικός Στρατός είχε υιοθετήσει το ΜαρτίνιΧένρι αρκετά χρόνια νωρίτερα. Πολλά παλιά στρατιωτικά τουφέκια κατέληξαν στα βορειοδυτικά σύνορα και στο Αφγανιστάν, όπου τα βρετανικά τουφέκια που χρησιμοποιούνται ακόμη σήμερα περιλαμβάνουν

και Λι-Ένφιλντ κατασκευασμένα στο Λονγκ Μπραντς του Καναδά. Τα ΛιΈνφιλντ και τα Μόσιν-Ναγκάντ με σκοπευτική διόπτρα χρησιμοποιήθηκαν με μεγάλη αποτελεσματικότητα από ελεύθερους σκοπευτές στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το Μόσιν-Ναγκάντ χρησιμοποιούσαν οι γυναικείου φύλου ελεύθεροι σκοπευτές του Σοβιετικού Στρατού, που ονομάζονταν ζαϊτσάτα, «μικροί λαγοί», από το όνομα του μέντορά τους, Βασίλι Ζάιτσεφ. Μία από αυτές, η Λιουντμίλα Παβλιτσένκο, είχε σκοτώσει πάνω από 300 εχθρούς και αποτελεί τη βάση για τον ελεύθερο σκοπευτή του μυθιστορήματος. Τα αποσπάσματα από τον Περίπλου της Ερυθράς Θαλάσσης είναι δικές μου μεταφράσεις από το πρωτότυπο ελληνικό κείμενο, βασισμένες στη μετάφραση του Frisk, Η., Le Piriple de la mer Erythrie (Goteborgs Hogskolas Arsskrift 33,1927). To τμήμα στην αρχή του βιβλίου προέρχεται από τα Κεφάλαια 63-6 του Frisk και το τμήμα του Κεφαλαίου 3 του βιβλίου από τα Κεφάλαια 41 και 63 του Frisk. Το δεύτερο απόσπασμα της αρχής είναι από τα Αρχεία του Μεγάλου Ιστορικού του Σίμα Κιάν (Columbia University Press, 1993, μετάφραση Burton Watson), Σι τζι 6. Αυτή είναι επίσης η πηγή του στίχου για την αρετή του αυτοκράτορα στο Κεφάλαιο 4 -εκδοχή μιας επιγραφής σε πέτρα που τοποθετήθηκε από τον Σιχουάνγκντι στο Όρος Λάνγκιε- και του αποσπάσματος στο Κεφάλαιο 15. Στο Κεφάλαιο 3, το απόσπασμα από τον Κοσμά τον Ινδικοπλεύστη για τη Σρι Λάνκα προέρχεται από το έργο του J. W. McCrindle, The Christian Topography ofCosmas, an Egyptian Monk (Η Χριστιανική Τοπογραφία του Κοσμά, ενός Αιγύπτιου Μοναχού, Hakluyt Society series. 1, vol. 97,1987), 365-8. Στο Κεφάλαιο 4, το απόσπασμα από το φανταστικό ημερολόγιο του υπολοχαγού Χάουαρντ για τα προβλήματα της χαρτογράφησης προέρχεται από τον πρόλογο του λοχαγού Γ.Α. Γκέιλ στον τόμο XIV (1888) του Επαγγελματικά Δοκίμια τον Σώματος του Βασιλικού Μηχανικού, σχόλιο που αναμφίβολα έχει επηρεαστεί από την εμπειρία του στο Ράμπα. Το απόσπασμα που ακολουθεί προέρχεται από μια αναφορά του Εντιμότατου Ντέιβιντ Φ. Καρμάικλ, στον οποίο ανατέθηκε να περιοδεύσει την περιοχή του Ράμπα μετά την εξέγερση και να κάνει συστάσεις (Δικαστικά Αρχεία του Μαδράς, 14 Δεκεμβρίου 1881,1027-53). Ένα από τα τεχνουργήματα που έφερε ο συνταγματάρχης Γκέιλ από την Ινδία ήταν το μπρούντζινο ξίφος πάτα με μεταλλικό γάντι, που περιγράφεται στο μυθιστόρημα. Ένα παρόμοιο μπρούντζινο πάτα

εκτίθεται στο Βρετανικό Μουσείο (ΒΜ ΟΑ1878. 12-30, 818). Η ιστορία αυτών των σπάνιων όπλων μπορεί να αρχίζει από την εισβολή των Μογγόλων στην Ινδία ή και ακόμη παλαιότερα. Μία από τις λίγες εικόνες ενός πάτα σε χρήση είναι μια σκηνή μάχης του δέκατου έβδομου αιώνα που δείχνει τον Σιβάτζι, πρίγκιπα των Μαράθα, να κρατά ένα μεγάλο πάτα (από μικρογραφία που αναπαράγεται στο Monuments Anciens et Modernes de I’Hindoustan, L. Langles, 1821). Η σύνθεση θυμίζει το ψηφιδωτό του Αλέξανδρου από την Πομπηία, το οποίο είναι και η έμπνευση για τα ανάγλυφα του σπηλαίου στο μυθιστόρημα. Λέγεται ότι η πάτα του συνταγματάρχη Γκέιλ προέρχεται από μια «εξέγερση», αλλά δεν γνωρίζουμε τίποτε άλλο με βεβαιότητα. Εικόνες που δείχνουν αυτό το τεχνούργημα, καθώς και το σεντούκι αξιωματικού από ξύλο καμφοράς, το τηλεσκόπιο, τα παλιά βιβλία, τα αρχαία νομίσματα και τα όπλα αυτού του μυθιστορήματος, παρατίθενται στην ηλεκτρονική διεύθυνση www.davidgibbins.com

View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF