Dan-Millman-Ο-Δρόμος-του-Ειρηνικού-Πολεμιστή

August 9, 2017 | Author: john | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

Download Dan-Millman-Ο-Δρόμος-του-Ειρηνικού-Πολεμιστή...

Description

Τίτλος πρωτοτύπου: «Way of the peaceful warrior», Dan Millman Copyright © 1980,1984 για την αγγλική γλώσσα Dan Millman Έκδοση ΗΠΑ: Η. J. Kramer Inc, P.O. Box 1082, Tiburon, CA 94920

ISBN 960-7228-05-7

© για την ελληνική γλώσσα σε όλο τον κόσμο Εκδόσεις ΕΣΟΠΤΡΟΝ Αρμοδίου 14, Αθήνα 105 52 Τηλ.: 210.32.36.852 Fax: 210.32.10.472 E-mail: [email protected]

Επιμέλεια κειμένου: Στάμος Στίνης Επιμέλεια εξωφύλλου: ΕΣΟΠΤΡΟΝ Φωτοστοιχειοθεσία: Φωτοεκδοτική Ε.Π.Ε.

-2-

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στις αρχές του Δεκέμβρη του 1966, αντιμετώπισα μια ασυνήθιστη αλληλουχία γεγονότων, στη διάρκεια του προτελευταίου έτους των σπουδών μου, στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϋ της Καλιφόρνιας. Όλα άρχισαν στις 3:20 το πρωί, όταν συνάντησα για πρώτη φορά τον Σωκράτη σ' ένα διανυκτερεύον βενζινάδικο. (Δεν θέλησε να μου πει τότε το πραγματικό του όνομα, γι’αυτό μετά από εκείνη τη νύχτα του έδωσα αυθόρμητα το όνομα του αρχαίου Έλληνα σοφού. Του άρεσε, κι έτσι του έμεινε.) Εκείνη η τυχαία συνάντηση και, οι περιπέτειες που ακολούθησαν, επρόκειτο ν' αλλάξουν ριζικά τη ζωή μου. Μέχρι το 1966, η ζωή μου είχε χαμογελάσει. Μεγαλωμένος από στοργικούς γονείς σ' ένα ασφαλές περιβάλλον, κέρδισα αργότερα to Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Τραμπολίνου στο Λονδίνο, ταξίδεψα στην Ευρώπη και έλαβα πολλές τιμητικές διακρίσεις. Η ζωή μού έφερνε επιβραβεύσεις, όχι όμως και διαρκή ειρήνη ή εσωτερική ικανοποίηση. Τώρα συνειδητοποιώ ότι όλ' αυτά τα χρόνια ήμουν κατά κάποιο τρόπο κοιμισμένος και απλά ονειρευόμουνα πως ήμουν ξύπνιος μέχρι που συνάντησα τον Σωκράτη, ο οποίος έγινε μέντορας και φίλος μου. Μέχρι τότε, πάντα πίστευα πως είχα το δικαίωμα για μια ζωή γεμάτη ποιότητα, απόλαυση και σοφία και ότι αυτή θα μου ερχόταν αυτόματα με την πάροδο του χρόνου. Ποτέ δεν υποπτεύτηκα ότι θα έπρεπε να μάθω πώς να ζω -ότι υπήρχαν ειδικές πειθαρχίες και τρόποι θεώρησης που έπρεπε να κατακτήσω, προτού μπορέσω να αφυπνιστώ σε μια άλλη, πιο απλή κι ευτυχισμένη ζωή. () Σωκράτης μού επεσήμανε το λάθος δρόμο που είχα πάρει στη ζωή μου, αντιπαραβάλλοντας τον με τον δικό του δρόμο, τον Δρόμο του Ειρηνικού Πολεμιστή. Συνεχώς περιγελούσε την σοβαρή, ανήσυχη και προβληματική ζωή μου, ώσπου μπόρεσα να δω μέσα από τα μάτια της σοφίας, του ελέους και του χιούμορ του. Ποτέ δεν εγκατέλειψε την προσπάθεια του, μέχρι τελικά ν' ανακαλύψω τι σημαίνει να ζεις σαν πολεμιστής. Συχνά καθόμουν πολλές ώρες κοντά του μέχρι το πρωί -ακούγοντας τον, φιλονικώντας μαζί του, και παρά το πείσμα μου, γελώντας μαζί του. Αυτή η ιστορία βασίζεται στην περιπέτεια μου, δεν είναι όμως μυθιστόρημα. Ο άνθρωπος που ονομάζω Σωκράτη υπήρξε πραγματικά. Ωστόσο, με τον τρόπο που πέρασε απ' τη ζωή μου, μερικές φορές είναι δύσκολο να πω πού σταμάτησε αυτός και πού άρχισαν οι άλλοι δάσκαλοι και οι άλλες εμπειρίες. Χρησιμοποιώ με κάποια ελευθερία το διάλογο καθώς και μερικές χρονικές ακολουθίες κι επίσης έχω διανθίσει με ανέκδοτα και μεταφορές την ιστορία, για να τονίσω ιδιαίτερα τις διδασκαλίες που θα 'θελε ο Σωκράτης να μεταφέρω. Η ζωή δεν είναι προσωπική υπόθεση. Μια ιστορία και τα διδάγματα της είναι χρήσιμα μόνον όταν τα μοιράζεσαι. Έτσι έχω διαλέξει να τιμήσω τον δάσκαλο μου, με το να μοιραστώ μαζί σας τη διεισδυτική σοφία και το χιούμορ του.

-3-

Πολεμιστές: έτσι αποκαλούμε τους εαυτούς μας. Πολεμούμε για την υπέρτατη αρετή, για την ανώτερη προσπάθεια, για την ευγενική σοφία. Γι’ αυτό ονομάζουμε τους εαυτούς μας πολεμιστές. AUNGUTTARA ΝΙΚΑΥΑ

-4-

ΤΟ ΒΕΝΖΙΝΑΔΙΚΟ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΙΟΥ ΤΟΞΟΥ

«Η ζωή αρχίζει», σκέφτηκα, καθώς αποχαιρετούσα τη μαμά και τον μπαμπά και απομακρύνθηκα απ' το κράσπεδο μέσα στο πιστό παλιό μου Βάλιαντ, γεμάτο με πράγματα που είχα πάρει μαζί μου για το πρώτο έτος στο κολλέγιο. Ένοιωθα δυνατός, ανεξάρτητος κι έτοιμος για τα πάντα. Τραγουδώντας παρέα με τη μουσική του ραδιοφώνου, τράβηξα βόρεια διασχίζοντας τους αυτοκινητόδρομους του Λος Αντζελες και μετά προς τα πάνω και πέρα από το Γκρέϊπβιν, μπαίνοντας στη Λεωφόρο 99 που με οδήγησε μέσα από τις πράσινες καλλιεργημένες πεδιάδες που απλώνονταν στους πρόποδες των βουνών του Αγίου Γαβριήλ. Προτού σουρουπώσει, η ελικοειδής κάθοδος μου μέσα από τους λόφους του Οκλαντ, μού αποκάλυψε την αστραφτερή θέα του Κόλπου του Σαν Φραντζίσκο. Η συγκίνηση μου μεγάλωσε καθώς πλησίαζα την Πανεπιστημιούπολη του Μπέρκλεϋ. Αφού βρήκα τον κοιτώνα μου, άδειασα τις βαλίτσες μου και αγνάντεψα έξω απ' το παράθυρο τη Γέφυρα της Χρυσής Πύλης και τα φώτα του Σαν Φραντζίσκο που λαμποκοπούσαν στο σκοτάδι. Μετά από πέντε λεπτά περπατούσα κατά μήκος της Τέλεγκραφ Αβενιου, κοιτάζοντας τις βιτρίνες των καταστημάτων, αναπνέοντας τον φρέσκο Καλιφορνέζικο αέρα και απολαμβάνοντας τις μυρουδιές που έφερνε ο άνεμος από τα μικροσκοπικά καφεστιατόρια. Ενθουσιασμένος απ' όλα αυτά, περπάτησα στους όμορφους δρόμους της Πανεπιστημιούπολης μέχρι μετά τα μεσάνυχτα. Το πρωί, αμέσως μετά το πρωινό, κατηφόρισα με τα πόδια προς το Γυμναστήριο του Χάρμον όπου προπονιόμουν έξι μέρες την εβδομάδα τεντώνοντας τους μυς μου, κάνοντας τούμπες και στάζοντας ιδρώτα για τέσσερες ώρες κάθε μέρα, κυνηγώντας το όνειρο μου να γίνω πρωταθλητής. Πέρασαν δυο μέρες και ήδη πνιγόμουν σε μια θάλασσα από ανθρώπους, χαρτιά και προγράμματα μαθημάτων. Γρήγορα οι μήνες μπερδεύτηκαν μεταξύ τους, περνώντας κι αλλάζοντας απαλά σαν τις ήπιες Καλιφορνέζικες εποχές. Ως προς τα μαθήματα μου απλά επέζησα, στη γυμναστική όμως προόδευσα. Ένας φίλος μού είπε κάποτε πως ήμουν γεννημένος γι' ακροβάτης. Πραγματικά έτσι έδειχνα: είχα καλοκομμένα, κοντά, καστανά μαλλιά κι ένα λεπτό νευρώδες σώμα. Είχα πάντα μια κλίση για τις τολμηρές ακροβατικές ασκήσεις και από μικρό παιδί μου άρεσε να παίζω με το φόβο. Η αίθουσα της γυμναστικής είχε γίνει το ιερό μου, όπου έβρισκα συγκίνηση, πρόκληση, και μια δόση ικανοποίησης. Μέχρι να τελειώσουν τα δυο πρώτα χρόνια μου στο Πανεπιστήμιο, είχα επισκεφτεί τη Γερμανία, τη Γαλλία και την Αγγλία, αντιπροσωπεύοντας τη Γυμναστική Ομοσπονδία των Ηνωμένων Πολιτειών. Κέρδισα το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Τραμπολίνου. Τα βραβεία μου της γυμναστικής, συσσωρεύονταν στη γωνιά του δωματίου μου. Η φωτογραφία μου εμφανιζόταν τόσο συχνά στην Ντέιλι

-5-

Καλιφόρνιας, ώστε οι άνθρωποι άρχισαν να με αναγνωρίζουν και η υπόληψη μου μεγάλωσε. Οι γυναίκες μου χαμογελούσαν. Η Σούζι, μια ελκυστική και πάντα γλυκιά φίλη με κοντά ξανθά μαλλιά κι ένα κάτασπρο χαμόγελο, μου έκανε όλο και πιο συχνά ερωτικές επισκέψεις. Ακόμα και οι σπουδές μου πήγαιναν καλά! Ένοιωθα σαν να βρισκόμουν στην κορυφή του κόσμου. Στις αρχές όμως του φθινοπώρου του 1966, του προτελευταίου έτους των σπουδών μου, κάτι σκοτεινό και ασαφές άρχισε να παίρνει σχήμα μέσα μου. Είχα αφήσει τότε τον κοιτώνα του πανεπιστημίου και ζούσα μόνος μου σ' ένα μικρό στούντιο πίσω από το σπίτι του νοικοκύρη μου. Στη διάρκεια αυτού του χρόνου άρχισα να νοιώθω μια αυξανόμενη μελαγχολία, ακόμα και στη μέση όλων των επιτευγμάτων μου. Σύντομα μετά απ' αυτό άρχισαν οι εφιάλτες. Όλες σχεδόν τις νύχτες πεταγόμουν ξαφνικά από το κρεβάτι μου μούσκεμα στον ιδρώτα. Ήταν σχεδόν πάντα το ίδιο όνειρο: Περπατώ στο σκοτεινό δρόμο μιας πόλης. Ψηλά κτίρια χωρίς πόρτες ή παράθυρα ξεπροβάλλουν μπροστά μου, μέσα από μια σκοτεινή στροβιλιζόμενη ομίχλη. Μια πανύψηλη μορφή με μαύρη κουκούλα βαδίζει με μεγάλα βήματα προς το μέρος μου. Αισθάνομαι μάλλον, παρά βλέπω, ένα φάντασμα που παγώνει το αίμα μου: ένα αστραφτερό άσπρο κρανίο με μαύρες κόγχες ματιών που με κοιτούν με θανατερή σιωπή. Ένα άσπρο κοκαλένιο δάκτυλο δείχνει προς το μέρος μου. Οι άσπρες αρθρώσεις συστρέφονται, καταλήγοντας σ' ένα νύχι που μου κάνει νεύμα. Παγώνω. Ένας ασπρομάλλης άνδρας εμφανίζεται πίσω από την κουκουλωμένη τρομακτική μορφή. Το πρόσωπο του είναι ήρεμο και χωρίς ρυτίδες. Τα βήματα του είναι αθόρυβα. Κατά κάποιο τρόπο νοιώθω πως είναι η μόνη μου ελπίδα διαφυγής. Έχει την δύναμη να με σώσει, αλλά δεν με βλέπει και ούτε μπορώ να του φωνάξω. Κοροϊδεύοντας το φόβο μου, ο μαυροκουκουλωμένος Θάνατος γυρίζει ν' αντικρύσει τον ασπρομάλλη άνδρα, που φαίνεται να γελά. Παρακολουθώ άναυδος. Ο Θάνατος προσπαθεί εξαγριωμένα να τον αρπάξει. Την επόμενη στιγμή το φάντασμα ρίχνεται προς το μέρος μου, καθώς ο γέρος το αρπάζει από την κουκούλα και το εκσφενδονίζει στον αέρα. Ξαφνικά ο Απαίσιος Θεριστής εξαφανίζεται. Ο άνδρας με τα λαμπερά άσπρα μαλλιά με κοιτά και απλώνει τα χέρια του σε μια χειρονομία καλωσορίσματος. Προχωρώ προς το μέρος του και μετά κατευθείαν μέσα του, διαλυόμενος μέσα στο σώμα του. Κοιτάζοντας τον εαυτό μου, βλέπω ότι φορώ ένα μαύρο ένδυμα. Σηκώνω τα χέρια μου και βλέπω ξασπρισμένα, ροζιάρικα κόκαλα να ενώνονται σε στάση προσευχής. Ξυπνούσα πάντα με βογκητά. Μια νύχτα στις αρχές του Δεκέμβρη καθόμουν στο κρεβάτι ακούγοντας το ουρλιαχτό του ανέμου καθώς περνούσε από μια μικρή χαραμάδα στο παράθυρο του διαμερίσματος μου. Μη μπορώντας να κοιμηθώ, σηκώθηκα, φόρεσα το ξεθωριασμένο ληβάϊς μου, ένα φανελάκι, τ' αθλητικά μου παπούτσια κι ένα μακρύ τζάκετ και βγήκα να περπατήσω έξω στη νύχτα. Ήταν 3:05 π.μ.

-6-

Περπάτησα άσκοπα, αναπνέοντας βαθειά τον υγρό, ψυχρό αέρα, κοιτώντας ψηλά τον αστροφώτιστο ουρανό και προσέχοντας μήπως ακούσω κανένα σπάνιο ήχο στους σιωπηλούς δρόμους. Το κρύο μού έφερε πείνα κι έτσι βάδισα προς ένα διανυκτερεύον βενζινάδικο για ν' αγοράσω μερικά μπισκότα κι ένα αναψυκτικό. Με τα χέρια στις τσέπες προχώρησα βιαστικά προς το άλλο μέρος της πανεπιστημιούπολης, προσπέρασα τα κοιμισμένα σπίτια, μέχρι που έφτασα κοντά στα φώτα του βενζινάδικου. Ήταν σα μια φωτεινή φθορίζουσα όαση μέσα στη σκοτεινή ερημιά από κλειστά καταστήματα και κινηματογράφους. Έστριψα στη γωνία και φτάνοντας στο βενζινάδικο έπεσα σχεδόν πάνω σ' έναν άνδρα που καθόταν στα σκοτεινά, ακουμπώντας με τη πλάτη της καρέκλας του πάνω στα κόκκινα πλακάκια του τοίχου. Ξαφνιασμένος υποχώρησα. Φορούσε ένα κόκκινο μάλλινο καπέλο, ένα γκρι κοτλέ παντελόνι, άσπρες κάλτσες και γιαπωνέζικα σανδάλια. Έδειχνε αρκετά άνετος, αν και το θερμόμετρο στον τοίχο δίπλα στο κεφάλι του έδειχνε μόλις 3 βαθμούς. Χωρίς να κοιτάξει προς το μέρος μου, είπε με μια δυνατή, σχεδόν μουσική φωνή: « Με συγχωρείς αν σε τρόμαξα». «Αα, δεν πειράζει. Έχεις μήπως καμιά σόδα (soda pop);» « Εδώ έχουμε μόνο φρουτοχυμό και μη με φωνάζεις μπάρμπα! (pop)». Γύρισε προς το μέρος μου κι έβγαλε μισοχαμογελώντας το καπέλο του, αποκαλύπτοντας τ' άσπρα λαμπερά μαλλιά του. Ύστερα γέλασε. Εκείνο το γέλιο! Τον κοίταξα σα χαμένος για μια ακόμη στιγμή. Ήταν ο γέρος στ' όνειρο μου! Τα άσπρα μαλλιά, το καθαρό αρυτίδωτο πρόσωπο— ένας ψηλός, αδύνατος άνδρας πενήντα ή εξήντα χρονών. Ξαναγέλασε. Μέσα στη σύγχυση μου βρήκα τελικά το δρόμο προς την πόρτα που έγραφε «Γραφείο» και την έσπρωξα, ανοίγοντας ταυτόχρονα και μια πύλη που οδηγούσε σε μια άλλη διάσταση. Σωριάστηκα σ' έναν παλιό καναπέ τρέμοντας με τη σκέψη ότι θα μπορούσε να βγει κάτι στριγγλίζοντας από εκείνη τη πόρτα και να εμφανιστεί ξαφνικά μέσ' στον «πραγματικό» μου κόσμο. Ο φόβος μου ήταν ανάμικτος με μια παράξενη γοητεία που δεν μπορούσα να καταλάβω. Έμεινα εκεί κοντανασαίνοντας, προσπαθώντας να επιστρέψω στην πραγματικότητα. Έριξα μια ματιά στο γραφείο. Ήταν τόσο διαφορετικό από τη μονοτονία και ακαταστασία ενός συνηθισμένου βενζινάδικου. Ο καναπές που καθόμουν ήταν καλυμμένος με μια ξεθωριασμένη αλλά γεμάτη χρώματα Μεξικάνικη κουβέρτα. Στ' αριστερά μου, κοντά στην είσοδο, υπήρχε ένα τακτοποιημένο κουτί με διάφορα βοηθήματα για τους ταξιδιώτες: χάρτες, φακούς, γυαλιά ηλίου κ.λ.π. Πίσω από ένα μικρό, καφέ γραφείο από καρυδιά υπήρχε μια φαρδιά πάνινη καρέκλα. Ένας ψύκτης φύλαγε μια πόρτα με την επιγραφή «Iδιαίτερον». Κοντά μου ήταν και μια δεύτερη πόρτα που οδηγούσε στο γκαράζ. Εκείνο που μ' εξέπληξε περισσότερο ήταν η σπιτική ατμόσφαιρα του δωματίου. Ένα ανοιχτοκίτρινο βαρύ χαλί καταλάμβανε όλο το μήκος του, σταματώντας λίγο πριν την ψάθα της εισόδου. Οι τοίχοι είχαν βαφτεί πρόσφατα άσπροι και μερικοί πίνακες με τοπία τους έδιναν χρώμα. Η απαλή λάμψη των φώτων με ηρέμησε. Ήταν ξεκούραστη σε σχέση με την φθορίζουσα, εκτυφλωτική λάμψη των εξωτερικών φώτων. Γενικά το δωμάτιο ήταν ζεστό, τακτοποιημένο και έδινε μια αίσθηση ασφάλειας. Πώς θα μπορούσα Να 'ξερα ότι αυτό το δωμάτιο θα γινόταν τελικά για μένα ένας τόπος απρόβλεπτης περιπέτειας, μαγείας, τρόμου και ρομάντζου; Το μόνο που σκέφτηκα τότε ήταν: «Θα ταίριαζε όμορφα ένα τζάκι εδώ». -7-

Σύντομα η αναπνοή μου χαλάρωσε και το μυαλό μου, αν κι όχι ευχαριστημένο, είχε σταματήσει τουλάχιστον να στριφογυρίζει. Η ομοιότητα αυτού του ασπρομάλλη άνδρα με τον γέρο στ' όνειρο μου ήταν σίγουρα συμπτωματική. Σηκώθηκα μ' έναν αναστεναγμό, έκλεισα το φερμουάρ του τζάκετ μου και βγήκα έξω στον παγωμένο αέρα. Στεκόταν ακόμα εκεί. Καθώς τον προσπέρασα κι έριξα μια τελευταία γρήγορη ματιά στο πρόσωπο του, έπιασα μια ανταύγεια στα μάτια του. Ποτέ δεν είχα ξαναδεί τέτοια μάτια. Στην αρχή έδειχναν έτοιμα να δακρύσουν. Μετά τα δάκρυα μετατρέπονταν σ' ένα σπινθηροβόλημα, σαν μια αντανάκλαση του φωτός των άστρων. Βυθίστηκα μέσα στη ματιά του μέχρι που τα ίδια τ' άστρα έγιναν μια αντανάκλαση των ματιών του. Για κάποιο διάστημα χάθηκα και δεν έβλεπα τίποτε άλλο από εκείνα τα μάτια: τα επίμονα και περίεργα μάτια ενός μωρού. Δεν ξέρω πόσο κάθισα εκεί. Μπορεί να ήταν δευτερόλεπτα ή λεπτά — ίσως και περισσότερο. Μ' ένα ξάφνιασμα, συνειδητοποίησα πού βρισκόμουν. Μουρμουρίζοντας μια καληνύχτα και νοιώθοντας ανισόρροπα, περπάτησα γρήγορα προς τη γωνία. Όταν έφτασα στο κράσπεδο του δρόμου, σταμάτησα. Αισθανόμουν ένα κάψιμο στον σβέρκο μου. Ένοιωσα ότι με παρακολουθούσε. Κοίταξα πίσω. Δεν είχαν περάσει παραπάνω από είκοσι δευτερόλεπτα. Και όμως ήταν εκεί, όρθιος πάνω στην στέγη, με τα χέρια σταυρωμένα και κοιτώντας ψηλά τον έναστρο ουρανό! Κοίταξα μ' ανοιχτό το στόμα την άδεια καρέκλα να στηρίζεται ακόμα στον τοίχο και μετά ξανά ψηλά. Ήταν αδύνατο! Αν άλλαζε τον τροχό σε μια άμαξα φτιαγμένη από μια γιγάντια κολοκύθα που την έσερναν τεράστια ποντίκια, το αποτέλεσμα δεν θα ήταν περισσότερο εκπληκτικό. Μέσα στην ηρεμία της νύχτας, κάρφωσα τα μάτια μου στην ισχνή του μορφή πάνω στη στέγη: μια επιβλητική παρουσία, ακόμα κι από απόσταση. Άκουσα τ' άστρα να κτυπούν σαν καμπάνες μέσα στον άνεμο. Ξαφνικά έστρεψε το κεφάλι του και με κοίταξε κατευθείαν μέσα στα μάτια. Ήταν εξήντα περίπου πόδια μακριά, αλλά μπορούσα να αισθανθώ την αναπνοή του σχεδόν πάνω στο πρόσωπο μου. Έτρεμα, αλλά όχι από κρύο. Εκείνη η πύλη, όπου η πραγματικότητα γινόταν ένα με τα όνειρα, άνοιξε ξανά με κρότο. Τον κοίταξα. «Ναι;» είπε. «Μπορώ να σε βοηθήσω;» Προφητικά λόγια! « Με συγχωρείς, αλλά...» « Σε συγχωρώ», χαμογέλασε. Ένοιωσα το πρόσωπο μου να κοκκινίζει. Άρχιζε να μ' εκνευρίζει. Έπαιζε μαζί μου ένα παιχνίδι του οποίου δε γνώριζα τους κανόνες. «Εντάξει, πώς ανέβηκες στη στέγη;» «Ανέβηκα στη στέγη;» ρώτησε, δείχνοντας αθώος και σαστισμένος. «Ναι. Πώς πατάχθηκες από την καρέκλα», τόνισα, «ψηλά πάνω στη στέγη, σε λιγότερο από είκοσι δευτερόλεπτα; Ακουμπούσες τη πλάτη σου στο τοίχο, ακριβώς εκεί. Γύρισα, περπάτησα μέχρι τη γωνία, κι εσύ....» «Ξέρω πολύ καλά τι έκανα», βρόντηξε η φωνή του. «Δεν είναι ανάγκη να μου το περιγράψεις. Το θέμα είναι, εσύ ξέρεις τι έκανες;» «Βεβαίως και ξέρω τι έκανα!» Άρχισα πια να θυμώνω. Δεν ήμουνα κανένα μικρό παιδί για να μου κάνουν παρατηρήσεις! Ήθελα όμως απεγνωσμένα να μάθω το μυστικό του γέρου, έτσι συγκράτησα τον θυμό μου κι ερώτησα ευγενικά: «Σας παρακαλώ, κύριε, πέστε μου, πώς ανεβήκατε πάνω στη στέγη;»

-8-

Κάρφωσε απλώς τα μάτια πάνω μου μέχρι που το πίσω μέρος του λαιμού μου άρχισε να μερμηκιάζει. Τελικά απάντησε: «Χρησιμοποίησα μια σκάλα. Είναι στο πίσω μέρος». Έπειτα, αγνοώντας με, κοίταξε πάλι προς τα πάνω. Πήγα γρήγορα στο πίσω μέρος. Σίγουρα, υπήρχε μια παλιά σκάλα εκεί, που ακουμπούσε στραβά πάνω στον πίσω τοίχο. Η κορυφή όμως της σκάλας ήταν πέντε τουλάχιστον πόδια κοντύτερη από την άκρη της στέγης. Ακόμα και αν την είχε χρησιμοποιήσει —πράγμα που ήταν εξαιρετικά αμφίβολο— αυτό δεν θα εξηγούσε το πώς μπόρεσε ν' ανέβει μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Κάτι προσγειώθηκε πάνω στον ώμο μου μέσα στο σκοτάδι. Μου κόπηκε η ανάσα και γυρίζοντας απότομα είδα το χέρι του. Είχε κατέβει με κάποιον τρόπο από την στέγη και με είχε πλησιάσει αθόρυβα. Τότε μού' ρθε η μόνη δυνατή εξήγηση. Είχε δίδυμο αδελφό! ΙΙροφανώς διασκέδαζαν τρομάζοντας τους αθώους επισκέπτες. Αμέσως τον κατηγόρησα. «Ωραία λοιπόν, πού είναι ο δίδυμος αδελφός σου; Δεν είμαι κανένα κοροΐδο». Συνοφρυώθηκε ελαφρά και μετά ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια. Ώστε είχα δίκιο, τον είχα ξεσκεπάσει. Η απάντηση του όμως με έκανε να νιώσω λιγότερο σίγουρος για τον εαυτό μου. «Νομίζεις πως αν είχα δίδυμο αδελφό θα 'χανα εδώ την ώρα μου μιλώντας με κάποιον που δεν είναι κοροΐδο;» Γέλασε ξανά και προχώρησε με μεγάλα βήματα προς το γκαράζ, αφήνοντας με με το στόμα ανοιχτό. Πραγματικά απορούσα με το θράσος αυτού του τύπου. Βιάστηκα να τον προφτάσω. Μπήκε στο γκαράζ και άρχισε να επιδιορθώνει ένα καρμπυρατέρ κάτω από το καπό ενός παλιού πράσινου Φορντ. «Ώστε είμαι ανόητος, ε;» είπα πιο επιθετικά απ' ό,τι σκόπευα. «Όλοι είμαστε ανόητοι», απάντησε. «Μόνο που μερικοί το ξέρουν, ενώ άλλοι όχι. Εσύ ανήκεις μάλλον στο δεύτερο είδος. Μου πιάνεις σε παρακαλώ εκείνο το μικρό κλειδί;» Του έδωσα το παλιόκλειδό του και έκανα να φύγω. Πριν όμως φύγω, έπρεπε να μάθω. «Πες μου, σε παρακαλώ, πώς ανέβηκες στην σκεπή τόσο γρήγορα; Πραγματικά, με έχει φάει η περιέργεια». Μου έδωσε πίσω το κλειδί λέγοντας: «Ο κόσμος είναι ένα μυστήριο. Δεν χρειάζεται να τον καταλάβεις». Έδειξε το ράφι πίσω μου. «Φέρε μου τώρα το σφυρί και το κατσαβίδι». Απογοητευμένος, τον παρακολούθησα άλλο ένα λεπτό, προσπαθώντας να βρω πώς να τον κάνω να μου πει αυτό που ήθελα να μάθω. Έδειχνε όμως να αδιαφορεί για την παρουσία μου. Παραιτήθηκα και πήγαινα προς την πόρτα όταν τον άκουσα να λέει: «Μη φεύγεις». Δεν με παρακαλούσε, δεν με διέταζε, ήταν μια σαφής δήλωση. Τον κοίταξα: το βλέμμα του ήταν απαλό. «Και γιατί να μην φύγω;» «Ίσως να σου φανώ χρήσιμος», είπε βγάζοντας επιδέξια το καρμπυρατέρ, σαν χειρούργος σε μεταμόσχευση καρδιάς. Το έβαλε προσεκτικά κάτω και γύρισε να με δει. Τον κοίταζα με ανοιχτό το στόμα. «Ορίστε» μου είπε δίνοντας μου το καρμπυρατέρ, «λύσ' το και βάλε τα κομμάτια του σ' εκείνο κει το κουτί να μουσκέψουν. Αυτό θα σε κάνει να πάψεις να ρωτάς».

-9-

Η απογοήτευση μου μετατράπηκε σε γέλιο. Αυτός ο γέρος μπορούσε να γίνει προσβλητικός, είχε όμως και ενδιαφέρον. Αποφάσισα να φανώ φιλικός. «Με λένε Νταν», είπα, δίνοντας του το χέρι μου και χαμογελώντας ψεύτικα. «Εσένα πώς σε λένε;» Έβαλε ένα κατσαβίδι στο απλωμένο χέρι μου. «Το όνομα μου δεν έχει καμιά σημασία, ούτε και το δικό σου. Αυτό που έχει σημασία είναι εκείνο που βρίσκεται πέρα απ' τα ονόματα και τις ερωτήσεις. Θα χρειαστείς αυτό το κατσαβίδι για να λύσεις το καρμπυρατέρ», μου είπε. «Τίποτε δεν βρίσκεται πέρα απ' τις ερωτήσεις», του απάντησα. «Πες μου, πώς πέταξες πάνω στη στέγη;» «Δεν πέταξα, πήδηξα», ήταν η ανέκφραστη απάντηση του. «Δεν είναι μαγεία, γι' αυτό μην ενθουσιάζεσαι. Στην περίπτωση σου όμως ίσως χρειαστεί να κάνω κάτι πραγματικά μαγικό. Φαίνεται ότι θα πρέπει να μεταμορφώσω ένα χαϊβάνι σ' ανθρώπινο όν». «Μα ποιος στο διάολο νομίζεις ότι είσαι και μου λες αυτά τα πράγματα;» «Είμαι ένας πολεμιστής!» είπε κοφτά. «Πέρα από αυτό, το τι είμαι εξαρτάται απ' αυτό που εσύ θες να είμαι». «Δεν μπορείς απλά ν' απαντήσεις σε μια ευθεία ερώτηση;» Επιτέθηκα με μανία στο καρμπυρατέρ. «Κάνε μου μια και θα προσπαθήσω», είπε, χαμογελώντας με αθωότητα. Το κατσαβίδι ξέφυγε από τα χέρια μου κι έσκισα το δάκτυλο μου. «Στο διάολο!» φώναξα, πηγαίνοντας στον νεροχύτη να πλύνω το κόψιμο. Ο Σωκράτης μου έδωσε έναν επίδεσμο. «Ωραία λοιπόν. Να μια ευθεία ερώτηση». Αποφάσισα να κρατήσω το φωνή μου υπομονετική. «Με ποιο τρόπο μπορείς να μου φανείς χρήσιμος;» «Σου έχω ήδη φανεί χρήσιμος», απάντησε, δείχνοντας τον επίδεσμο στο δάκτυλο μου. Η υπομονή μου εξαντλήθηκε. «Κοίτα, δεν μπορώ να χάνω άλλο τον καιρό μου εδώ», είπα. «Πρέπει να κοιμηθώ και λίγο». Έβαλα κάτω το καρμπυρατέρ κι ετοιμάστηκα να φύγω. «Και πώς ξέρεις ότι σ' όλη σου τη ζωή δεν ήσουν κοιμισμένος; Πώς ξέρεις ότι αυτή ακριβώς τη στιγμή δεν κοιμάσαι;» τόνισε με μια λάμψη στα μάτια. «Ο,τι πεις». Ήμουν πολύ κουρασμένος για να λογομαχήσω άλλο. «Θα 'θελα πάντως να μου πεις, προτού φύγω, ένα πράγμα: Πώς έκανες νωρίτερα εκείνο το ακροβατικό;» Περπάτησε προς το μέρος μου, άπλωσε το χέρι του κι έπιασε το δικό μου. «Αύριο, Νταν, αύριο». Χαμογέλασε ζεστά, και όλος ο προηγούμενος φόβος και η απογοήτευση μου εξαφανίστηκαν. Η παλάμη μου, το χέρι μου και μετά ολόκληρο το σώμα μου άρχισαν να καίνε. «Χάρηκα που σε ξαναείδα», πρόσθεσε. «Τι εννοείς "που με ξαναείδες";» άρχισα να λέω, αλλά μετά συγκρατήθηκα. «Ξέρω, ξέρω, αύριο». Γελάσαμε κι οι δυο. Περπάτησα προς την πόρτα, σταμάτησα, γύρισα, κάρφωσα τα μάτια μου πάνω του και μετά είπα: «Καληνύχτα— Σωκράτη». Φάνηκε μπερδεμένος. Μετά σήκωσε φιλικά τους ώμους του. Νομίζω πως του άρεσε τ' όνομα. Έφυγα χωρίς να πω άλλη λέξη. Το επόμενο πρωί, το μάθημα των οκτώ με βρήκε κοιμισμένο. Την ώρα όμως που άρχιζε η απογευματινή μου προπόνηση, ήμουν ξύπνιος και μπόρεσα να πάω.

- 10 -

Αφού ανεβοκατεβήκαμε τις κερκίδες αρκετές φορές, ο Ρίκ, ο Σιντ κι εγώ, ξαπλώσαμε μαζί με τους άλλους της ομάδας στο πάτωμα, ιδρωμένοι και λαχανιασμένοι, τεντώνοντας τα πόδια, τους ώμους και τις πλάτες. Συνήθως ήμουν σιωπηλός στη διάρκεια αυτής της τελετουργίας, αλλά σήμερα ήθελα να τους μιλήσω για την προηγούμενη νύχτα. Το μόνο όμως που κατάφερα να πω ήταν: «Συνάντησα έναν παράξενο τύπο χθες τη νύχτα σε ένα βενζινάδικο». Οι φίλοι μου ενδιαφέρονταν πιο πολύ για τον πόνο που τους προκαλούσαν οι ασκήσεις, παρά για τις ιστορίες μου. Ζεσταθήκαμε εύκολα κάνοντας μερικά πουσάπς και ασκήσεις για τους κοιλιακούς και ύστερα αρχίσαμε την σειρά των κυβιστήσεων. Ενόσω βρισκόμουν στον αέρα, στριφογύριζα γύρω από την μπάρα, έκανα ψαλίδια πάνω στον ίππο και προσπαθούσα να κάνω κάτι καινούργιες δύσκολες ασκήσεις στους κρίκους, προβληματιζόμουν για τα μυστηριώδη κατορθώματα του ανθρώπου που είχα ονομάσει «Σωκράτη». Ο εκνευρισμός που μου προκαλούσε με ωθούσε να τον αποφύγω. Έπρεπε όμως να βγάλω κάποιο νόημα από αυτόν τον αινιγματικό χαρακτήρα. Μετά το βραδινό φαγητό, διάβασα στα πεταχτά τις εργασίες μου της ιστορίας και της ψυχολογίας, έκανα ένα πρόχειρο σχέδιο μιας εργασίας στ' αγγλικά και βγήκα τρέχοντας απ' το διαμέρισμα. Ήταν έντεκα το βράδυ. Καθώς πλησίαζα το βενζινάδικο άρχισαν να με βασανίζουν οι αμφιβολίες. Ήθελε πραγματικά να με ξαναδεί; Τι θα μπορούσα να πω για να του αποδείξω ότι ήμουν ένα πολύ έξυπνο άτομο; Ήταν εκεί, όρθιος στην είσοδο. Υποκλίθηκε και με μια κίνηση του χεριού του με καλωσόρισε στο γραφείο του. «Βγάλε σε παρακαλώ τα παπούτσια σου, το έχω συνήθεια». Κάθισα στον καναπέ και έβαλα τα παπούτσια μου εκεί κοντά, για την περίπτωση που θα ήθελα να φύγω γρήγορα. Εξακολουθούσα να μην εμπιστεύομαι αυτόν τον μυστηριώδη ξένο. Έξω άρχιζε να βρέχει. Το χρώμα και η ζεστασιά του γραφείου ήταν μια ευχάριστη αντίθεση με τη σκοτεινή νύχτα και τα απειλητικά σύννεφα έξω. Άρχισα να νοιώθω άνετα. Ακούμπησα πίσω στον καναπέ και είπα: «Ξέρεις Σωκράτη, νιώθω σαν να σ' έχω ξανασυναντήσει». «Με έχεις ξανασυναντήσει», απάντησε, ανοίγοντας ξανά την πόρτα του μυαλού μου όπου τα όνειρα και η πραγματικότητα γινόντουσαν ένα. Σώπασα. «Σωκράτη, βλέπω συνέχεια αυτό το όνειρο — είσαι κι εσύ μέσα ιοί)». Τον παρατήρησα προσεκτικά αλλά το πρόσωπο του δεν έδειχνε τίποτε. «Έχω βρεθεί μέσα στα όνειρα πολλών ανθρώπων, το ίδιο κι εσύ. Πες μου για το όνειρο σου», χαμογέλασε. Του είπα, με όσες το δυνατόν περισσότερες λεπτομέρειες μπορούσα να θυμηθώ. Το δωμάτιο φάνηκε να σκοτεινιάζει, καθώς οι ισομερές σκηνές ξαναζωντάνεψαν στο μυαλό μου και ο συνηθισμένος κόσμος μου άρχιζε να υποχωρεί. Όταν τέλειωσα, μου είπε: «Ναι, είναι ένα πολύ καλό όνειρο». ΙΙριν προλάβω να τον ρωτήσω τι εννοούσε, ακούστηκε το κουδούνι ton βενζινάδικου. Φόρεσε ένα πόντσο και βγήκε έξω στην υγρή νύχτα. Τον παρακολούθησα από το παράθυρο. Είχε πολύ δουλειά εκείνη την ώρα, ήταν Παρασκευή βράδυ. Υπήρχε πίεση, οι πελάτες έρχονταν ο ένας μετά τον άλλον. Ένοιωθα ανόητος να κάθομαι εκεί μέσα και βγήκα έξω να τον βοηθήσω. Δεν ("•δείχνε όμως να με προσέχει.

- 11 -

Αντιμετώπισα μια ατέλειωτη σειρά οχημάτων: μεγάλα και μικρά φορτηγά, κόκκινα, πράσινα, μαύρα αυτοκίνητα, ξένα σπορ αμάξια. Μόνο ένα ή δύο άτομα έδειχναν να γνωρίζουν τον Σωκράτη, αλλά πολλοί άνθρωποι τον κοίταξαν επανειλημμένα, σαν να είχαν παρατηρήσει κάτι παράξενο αλλά απροσδιόριστο πάνω του. Μερικοί απ' αυτούς ήταν σε μεγάλα κέφια, γελούσαν δυνατά και είχαν τα ραδιόφωνα τους στη διαπασών, όση ώρα τους εξυπηρετούσαμε. Ο Σωκράτης γελούσε μαζί τους. Ένας ή δύο πελάτες ήταν σκυθρωποί, κάνοντας ιδιαίτερες προσπάθειες να φανούν δυσάρεστοι, αλλά ο Σωκράτης τους μεταχειρίστηκε όλους με την ίδια ευγένεια — σαν να ήταν ο καθένας τους προσωπικός του καλεσμένος. Μετά τα μεσάνυχτα, οι πελάτες και τα αυτοκίνητα άρχισαν ν' αραιώνουν. Ο ψυχρός αέρας έδειχνε αφύσικα ήρεμος σε σχέση με τον προηγούμενο θόρυβο και τη δραστηριότητα. Ενώ μπαίναμε στο γραφείο, ο Σωκράτης μ' ευχαρίστησε για τη βοήθεια μου. Κούνησα αδιάφορα τους ώμους μου, αλλά ευχαριστήθηκα που το είχε παρατηρήσει. Είχε περάσει πολύς καιρός χωρίς να βοηθήσω κανέναν σ' οτιδήποτε. Μόλις βρέθηκα στο ζεστό γραφείο, θυμήθηκα την συζήτηση που δεν είχαμε τελειώσει. Με το που κάθισα στον καναπέ, άρχισα αμέσως να μιλάω. «Σωκράτη, έχω να σου κάνω μια-δυο ερωτήσεις». Κράτησε τα χέρια του σε μια στάση προσευχής, κοιτώντας προς την οροφή του γραφείου σαν να ζητούσε θεία καθοδήγηση — ή θεία υπομονή. «Ποιες είναι οι ερωτήσεις σου;» αναστέναξε. «Να σου πω: εξακολουθώ να θέλω να μάθω για την σκεπή και γιατί είπες πως είσαι χαρούμενος που με ξαναβλέπεις. Θέλω ακόμα να μάθω τι μπορώ να κάνω για σένα και το πώς μπορείς να μου φανείς χρήσιμος. Και θέλω να μάθω πόσων χρονών είσαι». «Ας πάρουμε προς το παρόν την ευκολότερη απ' αυτές. Σύμφωνα με τη δική σου αίσθηση του χρόνου είμαι εννενήντα έξι χρονών». Δεν ήταν ενενήντα έξι. Πενήντα έξι, ίσως. Το πολύ εξήντα έξι. Μπορεί εβδομήντα έξι, αλλά απίθανο. Ενενήντα έξι όμως; Έλεγε ψέματα — αλλά γιατί να λέει ψέματα; Και θα 'πρεπε να μάθω και για το άλλο θέμα, από το οποίο είχε ξεγλιστρήσει. «Τι εννοείς, Σωκράτη, σύμφωνα με τον χρόνο μου; Τον χρόνο του ανατολικού ημισφαιρίου, ή μήπως είσαι», αστειεύτηκα διστακτικά, «από το μακρινό διάστημα;» «Όλοι μας δεν είμαστε;» απάντησε. Το είχα ήδη σκεφτεί σαν μια λογική πιθανότητα. «Εξακολουθώ να θέλω να μάθω τι μπορούμε να κάνουμε ο ένας για τον άλλον». «Είναι απλό: Δεν θα με πείραζε να έχω έναν τελευταίο μαθητή κι εσύ χρειάζεσαι ολοφάνερα ένα δάσκαλο». «Έχω αρκετούς δασκάλους», βιάστηκα να πω. «Ώστ' έτσι, ε;». Σταμάτησε. «Το αν έχεις ή όχι ένα σωστό δάσκαλο, εξαρτάται από το τι θες να μάθεις». Σηκώθηκε απαλά από την καρέκλα του και περπάτησε προς την πόρτα. «Έλα μαζί μου. Θέλω να σου δείξω κάτι». Περπατήσαμε προς τη γωνία, από όπου μπορούσαμε να δούμε τη λεωφόρο και τα φώτα της εμπορικής περιοχής και πιο πέρα τα φοίτα του Σαν Φραντζίσκο. «Ο κόσμος εκεί έξω είναι ένα σχολείο, Νταν». Είπε, κινώντας κι χέρι του οριζόντια. «Η ζωή είναι ο μόνος πραγματικός δάσκαλος. Προσφέρει πολλές εμπειρίες και αν η εμπειρία έφερνε από μόνη της σοφία και ικανοποίηση, τότε όλοι οι ηλικιωμένοι θα ήσαν ευτυχισμένοι, φωτισμένοι διδάσκαλοι. Τα μυστικά όμως της εμπειρίας είναι κρυμμένα. Μπορώ να σε βοηθήσω να μάθεις να βλέπεις τον κόσμο καθαρά και η

- 12 -

καθαρότητα αυτή είναι κάτι που χρειάζεσαι απεγνωσμένα τώρα. Η διαίσθηση σου γνωρίζει ότι έτσι είναι, το μυαλό σου όμως επαναστατεί. Έχεις ζήσει πολλά, όμως έχεις μάθει ελάχιστα». «Δεν ξέρω αν συμφωνώ μαζί σου σ' αυτό, Σωκράτη. Στη θέση σου δεν θα το 'λεγα». «Δεν ξέρεις ακόμα, Νταν, αλλά θα μάθεις. Και θα μάθεις πολύ περισσότερα απ' όσα φαντάζεσαι, Να' σαι σίγουρος». Γυρίζαμε στο γραφείο την ώρα που έφτανε μια κόκκινη αστραφτερή Τογιότα. Ο Σωκράτης συνέχισε να μιλάει καθώς άνοιγε την αντλία της βενζίνης. «Όπως οι περισσότεροι άνθρωποι, έχεις διδαχθεί να μαζεύεις πληροφορίες έξω από τον εαυτό σου: από βιβλία, περιοδικά και ειδήμονες». Στερέωσε το στόμιο πάνω στην αντλία. «Όπως αυτό τ' αμάξι, ανοίγεις και αφήνεις τα γεγονότα να χυθούν μέσα σου. Μερικές φορές η πληροφορία είναι δώρο και μερικές φορές είναι χαμηλού οκτανίου. Αγοράζεις τη γνώση σου στις τρέχουσες τιμές της αγοράς, όπως όταν αγοράζεις βενζίνη». «Α, σ' ευχαριστώ που μου το θύμησες. Σε δύο μέρες πρέπει να πληρώσω τα δίδακτρα του επόμενου τριμήνου!» Ο Σωκράτης κούνησε απλώς το κεφάλι του και συνέχισε να γεμίζει το ρεζερβουάρ του πελάτη. Το είχε πια γεμίσει και όμως εξακολουθούσε να ρίχνει βενζίνη μέχρι που αυτή ξεχείλισε πάνω από την τάπα και άρχισε να χύνεται κάτω στο έδαφος. Κυλούσε ήδη στο πεζοδρόμιο. «Σωκράτη! το ρεζερβουάρ γέμισε — πρόσεξε τι κάνεις!» Συνέχισε, αγνοώντας με, να χύνει την βενζίνη, λέγοντας: «Σαν αυτό το ρεζερβουάρ, Νταν, ξεχειλίζεις κι εσύ από προκαταλήψεις, γεμάτος από άχρηστη γνώση. Πιστεύεις και υποστηρίζεις πολλά πράγματα κι όμως γνωρίζεις ελάχιστα για τον εαυτό σου. Προτού μπορέσεις να μάθεις, θα πρέπει πρώτα ν' αδειάσεις το ρεζερβουάρ σου». Μου χαμογέλασε πλατιά, μου έκλεισε το μάτι και σταματώντας μ' ένα κλικ την αντλία, πρόσθεσε: «Καθάρισε τη βρωμιά. Θα το κάνεις;» Είχα την αίσθηση ότι αναφερόταν σε περισσότερα πράγματα από την χυμένη βενζίνη. Καθάρισα γρήγορα με νερό το πεζοδρόμιο. Ο Σωκράτης πήρε τα χρήματα του οδηγού και του επέστρεψε μερικά ψιλά κι ένα χαμόγελο. Γυρίσαμε πίσω στο γραφείο και καθίσαμε μέσα. «Τι σκοπεύεις να κάνεις, να με γεμίσεις με τις γνώσεις σου;» του αγρίεψα. «Όχι, δεν σκοπεύω να σε φορτώσω με περισσότερες γνώσεις. Σκοπεύω να σου δείξω τη σοφία του σώματος σου. Οτιδήποτε χρειαστεί να ξέρεις, βρίσκεται μέσα σου. Τα μυστικά του σύμπαντος είναι αποτυπωμένα πάνω στα κύτταρα του σώματος σου. Δεν έχεις μάθει όμως την εσωτερική όραση. Δεν ξέρεις πώς να διαβάζεις το σώμα σου. Η μόνη σου διέξοδος ήταν να διαβάζεις βιβλία και ειδήμονες και να ελπίζεις ότι έχουν δίκιο. Όταν μάθεις τη σοφία του σώματος σου, θα γίνεις ένας Δάσκαλος ανάμεσα σε δασκάλους». Έκανα μια προσπάθεια να μη χαμογελάσω. Αυτός ο βενζίνας κατηγορούσε τους καθηγητές μου για άγνοια και υπονοούσε ότι η εκπαίδευση μου στο κολλέγιο ήταν άχρηστη! «Α, βέβαια Σωκράτη, καταλαβαίνω τι εννοείς με αυτή τη «σωματική» σου γνώση, αλλά δεν θα πάρω!» Κούνησε σιγανά το κεφάλι του. «Καταλαβαίνεις πολλά πράγματα, αλλά πρακτικά δεν έχεις συνειδητοποιήσει τίποτα». «Και τι υποτίθεται πως σημαίνει αυτό;» - 13 -

«Η κατανόηση είναι μονοδιάστατη. Είναι χαρακτηριστικό της διάνοιας. Οδηγεί σε γνώση, την οποία ήδη έχεις. Η συνειδητοποίηση, όμως, από την άλλη μεριά, είναι τρισδιάστατη. Είναι η ταυτόχρονη κατανόηση όλου του σώματος — του μυαλού, της καρδιάς και των ενστίκτων. Έρχεται μόνο μέσα από την καθαρή εμπειρία». «Συνεχίζω να μη σε καταλαβαίνω». «Θυμάσαι όταν έμαθες για πρώτη φορά να οδηγείς; Πριν απ' αυτό ήσουν μόνο διαβάτης και απλώς καταλάβαινες τι ήταν η οδήγηση. Συνειδητοποίησες όμως τι ακριβώς ήταν, μόνο όταν οδήγησες για πρώτη φορά». «Σωστά!» είπα. «Θυμάμαι πώς ένιωσα: Ώστε αυτό είναι λοιπόν!» «Ακριβώς! Αυτή η φράση περιγράφει τέλεια την εμπειρία της συνειδητοποίησης. Μια μέρα θα πεις το ίδιο πράγμα και για τη ζωή». Κάθισα ήσυχα για μια στιγμή και μετά πετάχτηκα και είπα: «Ακόμα όμως δεν μου έχεις εξηγήσει τι είναι η σοφία του σώματος». «Έλα μαζί μου,» μου έκανε νόημα ο Σωκράτης, οδηγώντας με προς την πόρτα με την επιγραφή «ιδιαίτερο». Μόλις μπήκαμε μέσα, βρεθήκαμε σε απόλυτο σκοτάδι. Άρχισα να σφίγγομαι, αλλά ύστερα ο φόβος μου αντικαταστάθηκε από έντονη προσδοκία. Επρόκειτο να μάθω το πρώτο μου πραγματικό μυστικό: τη σοφία του σώματος. Τα φώτα άναψαν. Ήμασταν σ' ένα μπάνιο και ο Σωκράτης κατουρούσε δυνατά μέσα στη λεκάνη της τουαλέτας. «Αυτό», είπε υπερήφανα, «είναι η σοφία του σώματος». Βγήκα από το μπάνιο και κάθισα στον καναπέ κοιτάζοντας αγριεμένος το χαλί, ενώ το γέλιο του αντηχούσε έξω από τους πλακοστρωμένους τοίχους. Όταν βγήκε έξω, είπα: «Σωκράτη εξακολουθώ να θέλω να μάθω». «Αν πρόκειται να με ονομάζεις Σωκράτη», με διέκοψε, «θα μπορούσες τουλάχιστον να δείξεις ότι εκτιμάς αυτό το όνομα επιτρέποντας μου να κάνω εγώ τις ερωτήσεις, όταν χρειάζεται, κι εσύ μπορείς μετά ν' απαντάς. Πώς σου φαίνεται αυτό;» «Ωραίο!» είπα. «Μόλις έκανες την ερώτηση σου κι εγώ την απάντησα. Τώρα είναι η σειρά μου. Ξέρεις, για κείνο το φανταστικό πήδημα που έκανες εκείνη τη νύχτα..». «Είσαι ένας πεισματάρης νεαρός, το ξέρεις;» «Ναι, είμαι. Δεν έφτασα εδώ που είμαι σήμερα χωρίς επιμονή. Και αυτή είναι μια άλλη ερώτηση, για την οποία πήρες πάλι μια ευθεία απάντηση. Μπορούμε ν' ασχοληθούμε τώρα λίγο και με τη δικιά μου;» Αγνοώντας με, ρώτησε: «Και πού νομίζεις πως είσαι σήμερα;» Άρχισα να μιλάω πρόθυμα για τον εαυτό μου. Παρατήρησα πάντως ότι μ' αυτό τον τρόπο πάλι δεν έπαιρνα απαντήσεις στις ερωτήσεις μου. Παρ' όλ' αυτά, του μίλησα για το μακρινό και πρόσφατο παρελθόν μου και για τις ανεξήγητες μελαγχολίες μου. Με άκουσε υπομονετικά και με προσοχή, σαν να είχε όλο τον χρόνο στη διάθεση του, μέχρι που τέλειωσα μετά από αρκετές ώρες. «Πολύ ωραία», είπε. « Ακόμα όμως δεν απάντησες στην ερώτηση μου για το πού είσαι σήμερα». «Απάντησα, δεν θυμάσαι; Σου είπα πώς έφτασα εκεί που είμαι σήμερα: με σκληρή δουλειά». «Πού είσαι;» «Τι εννοείς πού είμαι;»

- 14 -

«Πού είσαι;» επανέλαβε μαλακά. «Εδώ είμαι». «Πού είναι εδώ;» «Σ' αυτό το γραφείο, σ' αυτό το βενζινάδικο!» Είχα αρχίσει να χάνω την υπομονή μου με το παιχνίδι του. «Πού είναι αυτό το βενζινάδικο;» «Στο Μπέρκλεϋ». «Πού είναι το Μπέρκλεϋ;» «Στις Ηνωμένες Πολιτείες». «Πού είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες;» «Σε μια μάζα γης, σε μια από τις ηπείρους του Δυτικού Ημισφαιρίου. Σωκράτη, νομίζω..». «Πού είναι οι ήπειροι;» Αναστέναξα. «Πάνω στη γη. Ακόμα δεν τελειώσαμε;» «Πού είναι η γη;» «Στο ηλιακό σύστημα, ο τρίτος πλανήτης από τον ήλιο. Ο ήλιος είναι ένας μικρός αστέρας του Γαλαξία, εντάξει;» «Πού είναι ο Γαλαξίας;» «Ωχ, αδελφέ», αναστέναξα εκνευρισμένα, λοξοκοιτώντας τον. «Στο Σύμπαν». Κάθισα προς τα πίσω και σταύρωσα αποφασιστικά τα χέρια μου. «Και πού» χαμογέλασε ο Σωκράτης, «είναι το Σύμπαν;» «Το Σύμπαν είναι... καλά, υπάρχουν πολλές θεωρίες για το τι σχήμα έχει..». «Δεν ρώτησα αυτό. Πού είναι;» «Δεν ξέρω — πώς μπορώ να απαντήσω σε αυτό;» «Αυτό είναι το ζήτημα. Δεν μπορείς ν' απαντήσεις σ' αυτό και ποτέ δεν θα μπορέσεις. Δεν υπάρχει Γνώση γι αυτό. Δεν ξέρεις πού είναι το Σύμπαν κι έτσι δεν ξέρεις πού είσαι συ. Στη πραγματικότητα δεν ξέρεις πού είναι οτιδήποτε. Ούτε γνωρίζεις τι είναι τ' οτιδήποτε ή πώς έφτασε να είναι αυτό που είναι. Είναι ένα μυστήριο. Η άγνοια μου, Νταν, βασίζεται σ' αυτή την κατανόηση. Η δική σου κατανόηση βασίζεται πάνω σε άγνοια. Είμαι ένας κωμικός ανόητος. Εσύ είσαι ένα σοβαρό χαϊβάνι». «Άκουσε», είπα, «υπάρχουν πολλά πράγματα που θα 'πρεπε να ξέρεις για μένα. Για παράδειγμα: είμαι ήδη ένα είδος πολεμιστή. Είμαι ένας πολύ καλός γυμναστής». Για να τονίσω τι είχα πει και για να του δείξω ότι μπορούσα να είμαι αυθόρμητος, σηκώθηκα από τον καναπέ, έκανα μια ανάποδη τούμπα στον αέρα, και προσγειώθηκα με χάρη πάνω στο χαλί. «Ω,» είπε, «μ' αυτό είναι σπουδαίο. Για ξανάκανε το!» «Καλά Σωκράτη, δεν είναι και τόσο τρομερό. Στη πραγματικότητα μου είναι πολύ εύκολο». Έκανα ό,τι μπορούσα για να διατηρήσω τη φωνή μου φυσιολογική αλλά δεν μπόρεσα να συγκρατήσω ένα χαμόγελο υπερηφάνειας. Συνήθιζα να κάνω επίδειξη στα παιδιά στην ακρογιαλιά ή στο πάρκο. Και αυτά επίσης ήθελαν πάντα να το ξαναδούν. «Εντάξει, Σωκράτη, κοίταξε με προσοχή». Πήδηξα προς τα πάνω και τη στιγμή που έκανα την τούμπα κάποιος ή κάτι μ' εκσφενδόνισε στον αέρα. Προσγειώθηκα με θόρυβο πάνω στον καναπέ. Η Μεξικάνικη κουβέρτα που τον κάλυπτε τυλίχθηκε γύρω μου, σκεπάζοντας με. Έβγαλα γρήγορα το κεφάλι μου από τα σκεπάσματα, ψάχνοντας για τον Σωκράτη. Εξακολουθούσε να κάθεται στην άλλη πλευρά του δωματίου, δώδεκα πόδια μακριά, κουλουριασμένος στην καρέκλα του και γελώντας σκανδαλιάρικα. «Πώς το ‘κάνες αυτό;» Η σύγχυση μου ήταν τόσο πλήρης, όσο και το αθώο βλέμμα του.

- 15 -

«Σου άρεσε το ταξίδι;» ρώτησε. Και πρόσθεσε: «Θες να το ξανακάνεις; Έλα, Νταν, μη νοιώθεις άσχημα για το μικρό σου γλίστρημα. Ακόμα κι ένας μεγάλος πολεμιστής, σαν εσένα, μπορεί να τα κάνει θάλασσα καμιά φορά». Σηκώθηκα μουδιασμένα και τακτοποίησα τον καναπέ ξαναβάζοντας την κουβέρτα στη θέση της. Έπρεπε να κάνω κάτι με τα χέρια μου. Χρειαζόμουν χρόνο για να σκεφτώ. Πώς το είχε κάνει; Μια ακόμα ερώτηση που θα έμενε αναπάντητη. Ο Σωκράτης βγήκε αθόρυβα από το γραφείο για να γεμίσει το ρεζερβουάρ ενός μικρού φορτηγού, γεμάτου από οικιακά αντικείμενα. «Πάλι θα ενθαρρύνει έναν ταξιδιώτη για το ταξίδι του», σκέφτηκα. Έκλεισα μετά τα μάτια μου και συλλογίστηκα πώς μπορούσε ο Σωκράτης να περιφρονεί τους φυσικούς νόμους, ή τουλάχιστον τη κοινή λογική. «Μήπως θα 'θελες να μάθεις μερικά μυστικά;» Ούτε καν τον άκουσα που είχε μπει. Καθόταν σε μια καρέκλα με σταυρωμένα τα πόδια του . Σταύρωσα κι εγώ τα πόδια μου και έσκυψα με ενδιαφέρον μπροστά. Επειδή όμως δεν υπολόγισα σωστά την ελαστικότητα του καναπέ, έσκυψα λίγο παραπάνω απ' ό,τι έπρεπε και ανατράπηκα. Προτού μπορέσω να ξεμπερδέψω τα πόδια μου, βρέθηκα φαρδύς-πλατύς κάτω, με το κεφάλι πάνω στο χαλί. Ο Σωκράτης ξεκαρδίστηκε στα γέλια. Σηκώθηκα γρήγορα όρθιος σαν μπαστούνι. Η αποσβολωμένη μου έκφραση έκανε τον Σωκράτη να μη μπορεί να κρατάει την κοιλιά του. Συνηθισμένος στα χειροκροτήματα και όχι στη γελοιοποίηση, πήδησα όρθιος, ντροπιασμένος και θυμωμένος. Ο Σωκράτης σταμάτησε να γελά. Το πρόσωπο και η φωνή του φορτίστηκαν με κύρος. «Κάτσε κάτω!» διέταξε, δείχνοντας τον καναπέ. Κάθισα. «Σε ρώτησα αν ήθελες ν' ακούσεις ένα μυστικό». «Θέλω — για τις στέγες». «Εσύ, φτάνει να διαλέξεις αν θες ν' ακούσεις ή όχι ένα μυστικό. Εγώ θα διαλέξω ποιο θα 'ναι αυτό». «Γιατί θα πρέπει πάντα να παίζουμε με τους δικούς σου κανόνες;» «Γιατί εδώ είναι το μέρος μου, γι' αυτό!» απάντησε υπερβολικά νευριασμένος, συνεχίζοντας ίσως να με κοροϊδεύει. «Και τώρα πρόσεξε πολύ. Επ' ευκαιρία, νοιώθεις άνετα και, χμ.., ήρεμα;» Μου έκλεισε το μάτι. Εγώ έσφιξα απλώς τα δόντια μου. «Έχω που λες, Νταν, μέρη να σου δείξω και ιστορίες να σου πω. Έχω μυστικά να σου αποκαλύψω. Προτού όμως αρχίσουμε αυτό το ταξίδι μαζί, πρέπει ν' αναγνωρίσεις ότι η αξία ενός μυστικού δεν βρίσκεται σ' αυτό που ξέρεις, αλλά σ' αυτό που κάνεις». Πήρε ένα παλιό λεξικό από το συρτάρι του και το κράτησε στον αέρα. «Χρησιμοποίησε ό,τι γνώση έχεις, αλλά δες τους περιορισμούς Γης. Η γνώση από μόνη της δεν αρκεί. Δεν έχει καρδιά. Καμιά ποσότητα γνώσης δεν θα θρέψει και δεν θα συντηρήσει το πνεύμα σου. Ποτέ δεν μπορεί να σου φέρει απόλυτη ευτυχία και ηρεμία. Η ζωή χρειάζεται κάτι παραπάνω από την γνώση. Χρειάζεται δυνατό συναίσθημα και συνεχή ενέργεια. Η ζωή απαιτεί σωστή δράση, αν θες η γνώση σου να είναι ζωντανή». «Το ξέρω αυτό Σωκράτη».

- 16 -

«Αυτό είναι το πρόβλημα σου — ξέρεις, αλλά δεν δρας. Δεν είσαι ένας πολεμιστής». «Δεν μπορώ να το δεχθώ αυτό, Σωκράτη. Ξέρω ότι μερικές φορές έχω δράσει σαν πολεμιστής, όταν υπήρχε πραγματική πίεση –θα 'πρεπε να μ' έβλεπες στη γυμναστική!» «Έστω ότι έχεις νιώσει πράγματι μερικές φορές το πνεύμα ενός πολεμιστή: είσαι αποφασιστικός, ευλύγιστος, καθαρός και χωρίς αμφιβολίες. Έστω, επίσης, ότι μπορείς ν' αναπτύξεις το σώμα ενός πολεμιστή: λυγερό, εύκαμπτο, ευαίσθητο και γεμάτο ενέργεια. Σε σπάνιες στιγμές, μπορεί ακόμα να αισθάνεσαι και την καρδιά ενός πολεμιστή: ν' αγαπάς όλα και όλους όσους εμφανίζονται μπροστά σου. Αυτές όμως οι ιδιότητες είναι τεμαχισμένες μέσα σου. Σου λείπει η ολοκλήρωση. Το έργο μου είναι να σε επανασυνδέσω, καυχησιάρη». «Για μια στιγμή, Σωκράτη. Αν και δεν αμφιβάλλω ότι έχεις κάποιο ασυνήθιστο ταλέντο και σου αρέσει να περιβάλλεσαι μ' έναν αέρα μυστηρίου, δεν βλέπω πώς μπορείς να υποθέτεις ότι θα με επανασυνδέσεις. Ας δούμε λίγο την κατάσταση: Είμαι ένας φοιτητής κολλεγίου κι εσύ επισκευάζεις αυτοκίνητα. Είμαι ένας παγκόσμιος πρωταθλητής. Εσύ κάνεις πρόχειρες επισκευές στο γκαράζ, φτιάχνεις τσάι και περιμένεις κάποιον φουκαρά ανόητο να μπει μέσα για να μπορέσεις να τον τρομάξεις και να τον κάνεις να χάσει τα λογικά του. Ίσως να μπορέσω εγώ να σ' επανασυνδέσω». Δεν ήξερα τι ακριβώς έλεγα, αλλά μου άρεσε. Ο Σωκράτης γέλασε, κουνώντας το κεφάλι του σαν να μην μπορούσε να πιστέψει τα όσα είχα πει. Μετά ήλθε προς το μέρος μου και γονάτισε δίπλα μου, λέγοντας: «Ώστε θα μ' επανασυνδέσεις, ε; Ίσως να σου δοθεί μια μέρα αυτή η ευκαιρία. Προς το παρόν όμως πρέπει να καταλάβεις τη διαφορά μεταξύ μας». Άρχισε να με κεντρίζει στα πλευρά με το δάχτυλο του, λέγοντας: «Ο πολεμιστής δρα..». «Στο διάολο, σταμάτα επιτέλους!» Φώναξα. «Μου τη δίνεις στα νεύρα!» «...και ο ανόητος μονάχα αντιδρά». «Και τι περιμένεις να κάνω;» «Σε κεντρίζω κι εκνευρίζεσαι. Σε προσβάλλω και αντιδράς με υπερηφάνεια και θυμό. Γλιστράω πάνω σε μια μπανανόφλουδα και..», απομακρύνθηκε δυο βήματα και έκανε πως γλίστρησε, πέφτοντας με γδούπο πάνω στο χαλί. Δεν μπορούσα να συγκρατηθώ. Ξέσπασα σε γέλια. Ανακάθισε στο πάτωμα και γύρισε να με δει, κάνοντας μια τελευταία παρατήρηση: «Τα συναισθήματα και οι αντιδράσεις σου, Νταν, είναι αυτόματα και προβλέψιμα. Τα δικά μου δεν είναι. Ζω τη ζωή μου αυθόρμητα. Η δική σου προσδιορίζεται από το παρελθόν σου». «Πώς μπορείς να υποθέτεις όλα αυτά για μένα, για το παρελθόν μου;» «Επειδή, σε παρακολουθώ χρόνια». «Βέβαια με παρακολουθείς», είπα περιμένοντας το αστείο που όμως δεν ήρθε. Ήταν ήδη αργά και είχα πολλά να σκεφτώ. Ένιωσα φορτωμένος με μια καινούργια υποχρέωση, που δεν ήμουν σίγουρος ότι θα μπορούσα να εκπληρώσω. Ο Σωκράτης μπήκε μέσα, σκούπισε τα χέρια του και γέμισε τη κούπα του με νερό από τη βρύση. Καθώς το ρουφούσε γουλιά-γουλιά, είπα: «Πρέπει να φύγω τώρα Σωκράτη. Είναι αργά κι έχω πολύ δουλειά για το σχολείο». Σηκώθηκα και φόρεσα το τζάκετ μου ενώ ο Σωκράτης παρέμεινε σιωπηλός στην καρέκλα του. Μετά, μόλις ήμουν έτοιμος να βγω από την πόρτα, μίλησε αργά και προσεκτικά. Κάθε λέξη του ήταν σαν ένα απαλό χαστούκι στο μάγουλο μου. - 17 -

«Καλύτερα να ξανασκεπτόσουν τις προτεραιότητες σου αν θες να έχεις την παραμικρή ευκαιρία να γίνεις ένας πολεμιστής. Αυτή τη στιγμή έχεις την ευφυΐα ενός γαϊδάρου. Το πνεύμα σου είναι ένας χυλός. Έχεις πραγματικά πολύ δουλειά να κάνεις, αλλά μαθητεύοντας σε μια διαφορετική τάξη απ' αυτή που τώρα φαντάζεσαι». Όλη την ώρα κοιτούσα στο πάτωμα. Όταν τέλειωσε, σήκωσα το κεφάλι μου να τον δω, αλλά δεν μπορούσα να τον κοιτάξω στα μάτια. Στράφηκα μακριά. «Για να μπορέσεις να επιβιώσεις σαν πολεμιστής», συνέχισε, «θα χρειαστείς πολλή περισσότερη ενέργεια απ' όση είχες μέχρι τώρα. Πρέπει να καθαρίσεις το σώμα σου από τις εντάσεις, να ελευθερώσεις το νου σου από την στάσιμη γνώση και ν' ανοίξεις την καρδιά σου σ' ενέργειες με αληθινό συναίσθημα». «Καλύτερα Σωκράτη να σου εξηγήσω το πρόγραμμα μου. Θέλω να καταλάβεις πόσο απασχολημένος είμαι. Θα 'θελα να σ' επισκέπτομαι συχνά, αλλά έχω πολύ λίγο χρόνο». Με κοίταξε με σκοτεινά μάτια. «Έχεις ακόμα πιο λίγο χρόνο απ' όσο μπορείς να φανταστείς». «Τι εννοείς;» ρώτησα με κομμένη την ανάσα. «Ξέχασε το, προς το παρόν», είπε. «Συνέχισε». «Έχω λοιπόν τους εξής στόχους. Θέλω να γίνω ένας πρωταθλητής στη γυμναστική. Θέλω η ομάδα μας να κερδίσει το εθνικό πρωτάθλημα. Θέλω να πάρω το πτυχίο μου με καλό βαθμό και αυτό σημαίνει ότι πρέπει να διαβάσω πολλά βιβλία και να κάνω αρκετές εργασίες. Αυτό που φαίνεται να μου προσφέρεις εσύ, είναι να ξενυχτάω τη μισή νύχτα σ' ένα βενζινάδικο, ακούγοντας — ελπίζω να μη το θεωρήσεις προσβολή — έναν πολύ παράξενο άνθρωπο που θέλει να με τραβήξει στο φανταστικό κόσμο του. Είναι τρελό!» «Ναι», γέλασε λυπημένα, «είναι τρελό». Έγειρε πίσω στη καρέκλα του και κοίταξε κάτω στο πάτωμα. Το μυαλό μου επαναστάτησε για αυτό το κόλπο του «ανήμπορου γέρου», αλλά η καρδιά μου με οδηγούσε προς το μέρος του ακμαίου γεροεκκεντρικού που ισχυριζόταν ότι ήταν κάποιο είδος «πολεμιστή». Έβγαλα το σακάκι και τα παπούτσια μου και ξανακάθισα στον καναπέ. Μου ήλθε τότε στο μυαλό μια ιστορία που μου είχε πει ο παππούς μου: Ήταν κάποτε ένας βασιλιάς που όλοι αγαπούσαν και είχε το κάστρο του πάνω σ' ένα λόφο απ' όπου επιτηρούσε το βασίλειο του. Ήταν τόσο δημοφιλής που οι άνθρωποι του έστελναν καθημερινά δώρα και γλεντούσαν με μεγάλη γιορτή την ημέρα των γενεθλίων του. Όλοι τον σεβόντουσαν για την περίφημη σοφία του και για τις σωστές του κρίσεις. Μια μέρα το κακό χτύπησε την πόλη. Το νερό μολύνθηκε και όλοι, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, τρελάθηκαν. Μόνο ο βασιλιάς γλύτωσε γιατί είχε μια ιδιωτική πηγή. Σύντομα μετά την τραγωδία, οι τρελοί πολίτες άρχισαν να συζητούν για την παράξενη συμπεριφορά του βασιλιά τους, για τις τιποτένιες κρίσεις του και την ψεύτικη σοφία του. Πολλοί έφτασαν να πουν ακόμα ότι ο βασιλιάς τους τρελάθηκε. Σύντομα η δημοτικότητα του έσβησε. Οι άνθρωποι δεν του έφερναν πια δώρα, ούτε γιόρταζαν τα γενέθλια του.

- 18 -

Μόνος του ο βασιλιάς εκεί πάνω στο λόφο, δεν είχε πια καμιά συντροφιά. Μια μέρα αποφάσισε να κατέβει κάτω στη πόλη. Ήταν καλοκαίρι κι έκανε ζέστη, κι έτσι ήπιε νερό από την βρύση του χωριού. Εκείνη τη νύχτα έγινε μια μεγάλη γιορτή. Όλοι πανηγύρισαν γιατί ο αγαπημένος τους βασιλιάς είχε επιτέλους «έρθει ξανά στα συγκαλά του». Συνειδητοποίησα τότε ότι ο τρελός κόσμος στον οποίο είχε αναφερθεί ο Σωκράτης δεν ήταν ο δικός του, αλλά ο δικός μου κόσμος. Σηκώθηκα, έτοιμος για να φύγω. «Μου έχεις πει, Σωκράτη, ν' ακούω μόνο τη διαίσθηση του σώματος μου και να μην εξαρτιέμαι από το τι διαβάζω ή το τι μου λένε οι άλλοι. Γιατί τότε θα 'πρεπε να κάθομαι σιωπηλός και ν' ακούω αυτά που μου λες;» «Πολύ καλή ερώτηση», απάντησε. «Υπάρχει μια εξ' ίσου καλή απάντηση. Πρώτ' απ' όλα, σου μιλάω μέσα από τη δικιά μου εμπειρία. Δεν αναφέρω αφηρημένες θεωρίες που διάβασα σ' ένα βιβλίο ή δανείστηκα από κάποιον ειδήμονα. Γνωρίζω πραγματικά το σώμα μου και το πνεύμα του κι επομένως γνωρίζω και αυτά των άλλων. Εκτός αυτού», χαμογέλασε, «πώς ξέρεις ότι τώρα που σου μιλάω, δεν είμαι η διαίσθηση του σώματος σου;» Γύρισε στο γραφείο του και σήκωσε κάποιο χαρτί. Μπορούσα πια να φύγω. Χάθηκα μέσ' τη νύχτα με τις σκέψεις να στροβιλίζονται στο μυαλό μου. Για μέρες μετά ήμουν αναστατωμένος. Ένιωθα αδύναμος και ανεπαρκής κοντά σ' αυτόν τον άνθρωπο και ήμουν θυμωμένος για τον τρόπο που με μεταχειριζόταν. Έδειχνε συνεχώς να με υποτιμά. Δεν ήμουνα κανένα μικρό παιδί! «Γιατί θα 'πρεπε δηλαδή να παίζω το χαζό καθισμένος σ' ένα βενζινάδικο», σκέφτηκα, «ενώ εδώ, στο χώρο μου, όλοι με θαυμάζουν και με σέβονται;» Γυμνάστηκα σκληρότερα από κάθε άλλη φορά — το σώμα μου έκαιγε από την προσπάθεια στην καθημερινή μου άσκηση. Εντούτοις ήμουν κατά κάποιο τρόπο λιγότερο ικανοποιημένος από πριν. Κάθε φορά που μάθαινα μια καινούργια κίνηση ή έπαιρνα έναν έπαινο, θυμόμουνα τον γέρο αυτόν άνθρωπο να μ' εκσφενδονίζει στον αέρα και να με κάνει να πέφτω πάνω στο καναπέ. Ο Χαλ, ο προπονητής μου, ενδιαφέρθηκε για μένα και θέλησε να μάθει μήπως κάτι δεν πήγαινε καλά. Τον καθησύχασα πως όλα ήταν μια χαρά. Όμως δεν ήταν. Δεν είχα πια όρεξη ν' αστειευτώ με τα παιδιά της ομάδας. Ήμουν, κοινώς, μπερδεμένος. Εκείνη τη νύχτα είχα ξανά το όνειρο του Απαίσιου Θεριστή, με μια όμως διαφορά. Ένας χαμογελαστός Σωκράτης, στολισμένος με το ζοφερό ντύσιμο του Απαίσιου Θεριστή, έστρεψε προς τα πάνω μου ένα όπλο που εκπυρσοκρότησε, βγάζοντας μια σημαία η οποία έλεγε «μπάνγκ!» Ήταν η πρώτη φορά που ξύπνησα με γέλια αντί για βογκητά. Την επόμενη μέρα βρήκα ένα σημείωμα στο γραμματοκιβώτιο μου. Το μόνο που έλεγε ήταν «Τα μυστικά της στέγης». Όταν έφτασε ο Σωκράτης εκείνο το βράδυ, με βρήκε να τον περιμένω καθισμένος στα σκαλοπάτια του βενζινάδικου. Είχα έρθει νωρίτερα για να ρωτήσω τους υπάλληλους της ημερήσιας βάρδιας γι' αυτόν: ν' ανακαλύψω το πραγματικό του όνομα ή ίσως ακόμα και πού έμενε. Αυτοί όμως δεν ήξεραν τίποτα. «Και ποιος ενδιαφέρεται;» χασμουρήθηκε ένας υπάλληλος. «Είναι απλά ένας γέρος που του αρέσει η νυχτερινή βάρδια». Ο Σωκράτης απομάκρυνε το πέτασμα που χρησιμοποιούσε για προστασία από τον άνεμο. «Λοιπόν;» άρπαξα την ευκαιρία. «Θα μου πεις τελικά πώς ανέβηκες στη στέγη;»

- 19 -

«Ναι, θα σου πω. Νομίζω ότι είσαι πια έτοιμος να το ακούσεις», είπε με σοβαρότητα. «Στην αρχαία Ιαπωνία, υπήρχε μια επίλεκτη ομάδα δολοφόνων πολεμιστών». Είπε την τελευταία λέξη με ένα συριστικό ήχο (assassins = δολοφόνοι), κάνοντας με να συνειδητοποιήσω έντονα την ζοφερή σιωπή που παραμόνευε έξω. Άρχισα ξανά να νιώθω εκείνο το μυρμήγκιασμα στο σβέρκο μου. «Αυτοί οι πολεμιστές», συνέχισε, «ονομάζονταν νίντζα. Οι μύθοι και ο σεβασμός που τους περιέβαλαν ήταν τρομακτικά. Λέγανε πως μπορούσαν να μεταμορφωθούν σε ζώα. Ακόμα λεγόταν πως μπορούσαν να πετάξουν — για μικρές μόνο, βέβαια, αποστάσεις». «Βέβαια», συμφώνησα μαζί του, νιώθοντας την πόρτα του ονειρικού κόσμου ν' ανοίγει διάπλατα από μια ψυχρή ριπή ανέμου. Αναρωτήθηκα πού το πήγαινε, όταν μου έκανε νόημα να μπω στο γκαράζ όπου ασχολιόταν μ' ένα Γιαπωνέζικο σπορ αμάξι. «Ήρθα ν' αλλάξω τα μπουζί», είπε ο Σωκράτης, χώνοντας το κεφάλι του κάτω από το γυαλιστερό καπό του αυτοκινήτου. «Ναι, αλλά τι έγινε με τη στέγη;» τον πίεσα. «Θα 'ρθω και σ' αυτό σε λίγο, αμέσως μόλις αλλάξω αυτά τα μπουζί. Κάνε λίγο υπομονή. Αξίζει να περιμένεις γι αυτό που πρόκειται να σου πω, πίστεψε με». Κάθισα παίζοντας μ' ένα σφυρί που υπήρχε πάνω στον πάγκο. Από τη μεριά του Σωκράτη άκουσα: «Είναι ξέρεις μια πολύ διασκεδαστική εργασία, αν πραγματικά της δίνεις προσοχή». Ίσως γι' αυτόν να ήταν. Ξαφνικά ακούμπησε τα μπουζί κάτω κι έτρεξε κι έκλεισε γρήγορα το διακόπτη του φωτός. Μέσα στο σκοτάδι δεν μπορούσα να δω ούτε καν τα χέρια μου και άρχισα να εκνευρίζομαι. Ποτέ δεν ήξερα τι θα έκανε ο Σωκράτης και μετά από εκείνη την κουβέντα γι' αυτούς τους νίντζα... «Σωκράτη; Σωκράτη;» «Πού είσαι;» φώναξε ακριβώς από πίσω μου. Στράφηκα τριγύρω μέχρι που έπεσα πάνω στο καπό μιας σεβρολέτ. «Δεν, δεν ξέρω!» ψέλλισα. «Απολύτως σωστά», είπε, ανάβοντας τα φώτα. «Νομίζω πως γίνεσαι εξυπνότερος», συμπλήρωσε μ' ένα πλατύ χαμόγελο. Κούνησα το κεφάλι μου για την τρέλα του κι ανέβηκα πάνω στον προφυλακτήρα της Σεβρολέτ, κοιτώντας κάτω από το ανοικτό καπό ανακαλύπτοντας ότι η μηχανή της έλειπε. «Σωκράτη, θα σταματήσεις να κάνεις τον κλόουν και να ’ρθεις στο θέμα μας;» Ενώ βίδωνε επιδέξια τα καινούργια μπουζί και άνοιξε το καπάκι του διανομέα για να εξετάσει τις πλατίνες, συνέχισε: «Αυτοί οι νίντζα δεν ασκούσαν μαγεία. Το μυστικό τους ήταν η πιο έντονη σωματική και πνευματική εκπαίδευση που είναι γνωστή στον άνθρωπο». «Μα πού οδηγούν όλ' αυτά, Σωκράτη;» «Για να δεις πού οδηγεί ένα πράγμα, πρέπει να περιμένεις μέχρι να φτάσεις στο τέλος του», απάντησε και συνέχισε την ιστορία.

- 20 -

«Οι νίντζα μπορούσαν να κολυμπήσουν φορώντας μια βαριά πανοπλία. Μπορούσαν να σκαρφαλώσουν σε απότομους τοίχους σαν σαύρες, χώνοντας μόνο τα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών τους μέσα σε μικροσκοπικές χαραμάδες. Σχεδίασαν αξιοθαύμαστα αναρριχητικά σχοινιά, σκούρα και σχεδόν αόρατα και χρησιμοποίησαν έξυπνους τρόπους κρυψίματος, διάφορα κόλπα απόσπασης της προσοχής, οφθαλμαπάτης και διαφυγής. Οι νίντζα», πρόσθεσε τελικά, «ήσαν μεγάλοι άλτες». «Επιτέλους φτάνουμε κάπου!» μόνο που δεν έτριψα τα χέρια μου από ανυπομονησία. «Ο νεαρός πολεμιστής εξασκείτο από μικρό παιδί στο άλμα ως εξής: Του έδιναν ένα σπόρο καλαμποκιού και του έλεγαν να τον φυτέψει. Μόλις άρχιζε ν' αναπτύσσεται το φυτό το παιδί πηδούσε από πάνω του πάρα πολλές φορές. Κάθε μέρα ο βλαστός γινόταν μεγαλύτερος και κάθε μέρα το παιδί πηδούσε από πάνω του. Σύντομα το φυτό γινόταν ψηλότερο από το κεφάλι του παιδιού, όμως αυτό δεν το σταματούσε. Αν τελικά αποτύγχανε να πηδήσει από πάνω του, του δινόταν ένας καινούργιος σπόρος και άρχιζε πάλι από την αρχή. Στο τέλος δεν υπήρχε φυτό που να μη μπορούσε ο νίντζα να πηδήσει». «Και λοιπόν; Ποιο είναι το μυστικό;» ρώτησα, περιμένοντας την τελική αποκάλυψη. Ο Σωκράτης σταμάτησε και πήρε μια βαθειά αναπνοή. «Ο νεαρός λοιπόν νίντζα εξασκείτο με φυτά καλαμποκιού. Εγώ εξασκούμαι με βενζινάδικα». Έπεσε σιωπή στο δωμάτιο. Μετά, ξαφνικά, ο χώρος αντήχησε από το μουσικό γέλιο του Σωκράτη. Γελούσε τόσο δυνατά που αναγκάστηκε ν' ακουμπήσει στο Ντάτσουν με το οποίο ασχολιόταν προηγουμένως. «Ώστε αυτό είναι, ε; Αυτό ήθελες να μου πεις για τις στέγες;» «Αυτό είναι το μόνο που μπορείς να ξέρεις, Νταν, μέχρι να μπορέσεις να δράσεις», απάντησε. «Εννοείς ότι θα με μάθεις να πηδάω πάνω στη στέγη;» ρώτησα μ' ενδιαφέρον. «Ίσως ναι, ίσως όχι. Ο καθένας μας έχει τις δικές του μοναδικές ικανότητες. Ίσως μάθεις να πηδάς πάνω στις στέγες», χαμογέλασε πλατιά. «Προς το παρόν όμως πέταξε μου, σε παρακαλώ, εκείνο το κατσαβίδι». Του το πέταξα. Ορκίζομαι ότι το 'πιάσε στον αέρα ενώ κοιτούσε προς άλλη κατεύθυνση! Τέλειωσε γρήγορα και μου το ξαναπέταξε, φωνάζοντας: «Ψηλά το κεφάλι!» Δεν μπόρεσα να το πιάσω και μού 'πεσε με δυνατό κρότο πάνω στο πάτωμα. Ήταν πια εξοργιστικό. Δεν ήξερα πόση ακόμα κοροϊδία μπορούσα ν' αντέξω. Οι βδομάδες πέρασαν γρήγορα και τα ξενύχτια μου έγιναν κάτι το συνηθισμένο. Κατά κάποιο τρόπο προσαρμόστηκα. Υπήρχε και μια άλλη αλλαγή: Ανακάλυψα ότι οι επισκέψεις μου στον Σωκράτη αποκτούσαν μεγαλύτερο ενδιαφέρον και από τις ασκήσεις της γυμναστικής. Κάθε νύχτα, ενώ εξυπηρετούσαμε τ' αμάξια — αυτός έβαζε τη βενζίνη, εγώ έκανα τα παράθυρα κι οι δυο μαζί αστειευόμαστε με τους πελάτες — με παρακινούσε να μιλήσω για τη ζωή μου. Ήταν παράξενα σιωπηλός για τη δική του, αντιμετωπίζοντας τις ερωτήσεις μου μ' ένα ξερό «αργότερα» ή αλλάζοντας κουβέντα. Όταν τον ρώτησα γιατί ενδιαφερόταν τόσο πολύ για τις λεπτομέρειες της ζωής μου, απάντησε: «Θέλω να καταλάβω τις προσωπικές σου αυταπάτες για ν' αντιληφθώ την έκταση της αρρώστιας σου. Πρέπει να καθαρίσουμε το μυαλό σου, ώστε ν' ανοίξει η πόρτα για τον δρόμο του πολεμιστή».

- 21 -

«Μην αγγίξεις το μυαλό μου. Μ' αρέσει έτσι όπως είναι». «Αν πραγματικά σου άρεσε έτσι όπως είναι, δεν θα ήσουν τώρα εδώ. Έχεις αλλάξει πολλές φορές στο παρελθόν. Σύντομα θα το ξανακάνεις μ' έναν βαθύτερο όμως τρόπο». Μετά από αυτό, αποφάσισα ότι θα 'πρεπε να είμαι πολύ προσεκτικός μ' αυτόν τον άνθρωπο. Δεν τον ήξερα καλά και ακόμα δεν ήμουν σίγουρος για το πόσο τρελός ήταν. Πράγματι το στυλ του Σωκράτη συνεχώς άλλαζε: ήταν ανορθόδοξο, χιουμοριστικό, ακόμα και εκκεντρικό. Μια φορά κυνήγησε φωνάζοντας ένα μικρό άσπρο σκυλί που είχε κατουρήσει στα σκαλιά του βενζινάδικου — στη μέση ακριβώς μιας διάλεξης που μου έκανε για τα «μεγάλα οφέλη της αδιατάρακτης ηρεμίας». Μια άλλη φορά, μια βδομάδα περίπου αργότερα, αφού μείναμε άγρυπνοι όλη τη νύχτα, περπατήσαμε προς το Στρόμπερρυ Κρηκ και σταθήκαμε σε μια γέφυρα, κοιτάζοντας τα νερά του ποταμού που είχαν φουσκώσει από τις βροχές του χειμώνα. «Αναρωτιέμαι πόσο βαθύ να είναι σήμερα το ποτάμι», ανέφερα τυχαία, ατενίζοντας αφηρημένος τα ορμητικά νερά. Το επόμενο πράγμα που κατάλαβα ήταν ότι είχα πέσει με παφλασμό μέσα στα αφρισμένα, λασπωμένα νερά του ποταμού. Με είχε πετάξει από τη γέφυρα! «Πόσο βαθύ είναι λοιπόν;» «Αρκετά βαθύ», φώναξα φτύνοντας νερό από το στόμα μου και σέρνοντας το μουσκεμένο και ξυλιασμένο σώμα μου προς την ακτή. Για μια επιπόλαια σκέψη να πάθω τόσα πολλά! Υποσχέθηκα σιωπηλά στον εαυτό μου να κρατάω κλειστό το στόμα μου. Καθώς περνούσαν οι μέρες, άρχισα να παρατηρώ όλο και περισσότερες διαφορές μεταξύ μας. Όταν πεινούσα στο γραφείο, καταβρόχθιζα σοκολάτες. Αντίθετα, ο Σωκράτης μασούλαγε ένα φρέσκο μήλο ή αχλάδι ή έφτιαχνε τσάι του βουνού. Όταν καθόμουν στον καναπέ, στριφογυρνούσα διαρκώς πάνω του. Αντίθετα, αυτός καθόταν γαλήνιος και ήρεμος στην καρέκλα του, σαν Βούδας. Οι κινήσεις μου ήταν αδέξιες και θορυβώδεις συγκριτικά με τον τρόπο που αυτός κινιόταν αθόρυβα και απαλά πάνω στο πάτωμα. Και όλ' αυτά, παρ' ότι ήταν γέρος. Υπήρχαν πολλά μικρά μαθήματα που με περίμεναν κάθε βράδυ, ακόμα και τις πρώτες μέρες. Μια νύχτα έκανα το σφάλμα να παραπονεθώ ότι οι άνθρωποι στο σχολείο δεν ήταν και πολύ φιλικοί απέναντι μου. Είπε τότε μαλακά: «Είναι καλύτερα ν' αναλάβεις εσύ ο ίδιος την ευθύνη για το πώς είναι η ζωή σου, από το να κατηγορείς τους άλλους, ή τις συνθήκες, για τη δύσκολη θέση σου. Μόλις ανοίξουν τα μάτια σου, θα δεις πως η κατάσταση της υγείας σου, της ευτυχίας σου, όπως και κάθε γεγονός της ζωής σου, έχει βασικά δημιουργηθεί από εσένα τον ίδιο — συνειδητά ή ασυνείδητα». «Δεν ξέρω τι εννοείς, αλλά δεν νομίζω ότι συμφωνώ μαζί σου». «Ωραία λοιπόν, να μια ιστορία για έναν τύπο σαν κι εσένα, Νταν». Σ' ένα εργοτάξιο, κάπου στη Δύση, μόλις ακουγόταν η σφυρίχτρα του φαγητού, όλοι οι εργάτες άφηναν τη δουλειά τους και καθόντουσαν μαζί για να φάνε. Και κάθε φορά ο Σαμ άνοιγε το δοχείο με το φαγητό του κι άρχιζε να παραπονιέται:

- 22 -

«Στο διάολο!» φώναζε, «πάλι σάντουιτς με φυστικοβούτυρο και μαρμελάδα; Σιχαίνομαι το φυστικοβούτυρο και τη μαρμελάδα!» Ο Σαμ γκρίνιαζε έτσι για τα σάντουιτς με φυστικοβούτυρο και μαρμελάδα κάθε μέρα. Πέρασαν βδομάδες, και οι υπόλοιποι εργάτες άρχισαν πια να εκνευρίζονται με την συμπεριφορά του. Τελικά κάποιος του είπε: «Για στάσου ρε Σαμ, αν σιχαίνεσαι τόσο πολύ το φυστικοβούτυρο και τη μαρμελάδα, τότε γιατί δεν λες στη γριά σου να σου φτιάξει κάτι άλλο;» «Στη γριά μου; Τι εννοείς;» απάντησε ο Σαμ. «Δεν είμαι παντρεμένος. Εγώ ο ίδιος φτιάχνω τα σάντουιτς». Ο Σωκράτης σταμάτησε και μετά πρόσθεσε: «Βλέπεις, λοιπόν, πως εμείς οι ίδιοι φτιάχνουμε τα σάντουιτς που τρώμε σ' αυτή τη ζωή». Μου έδωσε μια καφετιά σακούλα με δυο σάντουιτς μέσα. «Θες τυρί με τομάτα ή τομάτα με τυρί;» ρώτησε, μ' ένα πλατύ χαμόγελο. «Α, δώσ' μου καλύτερα και τα δυο», ανταπέδωσα το αστείο. Καθώς τρώγαμε, ο Σωκράτης είπε: «Όταν γίνεις τελείως υπεύθυνος για τη ζωή σου, θα μπορέσεις να γίνεις τελείως ανθρώπινος. Όταν γίνεις ανθρώπινος, ίσως ανακαλύψεις τι σημαίνει να είσαι πολεμιστής». «Σ' ευχαριστώ, Σωκράτη, για τη τροφή που έδωσες στη σκέψη μου και στην κοιλιά μου». Υποκλίθηκα μεγαλοπρεπώς. Φόρεσα μετά το τζάκετ μου κι ετοιμάστηκα να φύγω. «Δεν θα περάσω για δυο βδομάδες. Πλησιάζουν οι τελικές εξετάσεις. Κι εκτός απ' αυτό έχω να σκεφτώ αρκετά». Προτού προλάβει να σχολιάσει τα λόγια μου τον αποχαιρέτησα κουνώντας το χέρι μου κι έφυγα για το σπίτι. Χάθηκα μέσα στα τελευταία μαθήματα του εξαμήνου. Τις ώρες της γυμναστικής ασκήθηκα σκληρότερα από κάθε άλλη φορά. Όποτε σταματούσα να πιέζω τον εαυτό μου, οι σκέψεις και τα συναισθήματα μου άρχιζαν να κινούνται ανήσυχα. Ένιωθα τα πρώτα σημάδια αυτού που επρόκειτο να εξελιχθεί σε μια αυξανόμενη αίσθηση αποξένωσης από τον καθημερινό μου κόσμο. Για πρώτη φορά στη ζωή μου, μπορούσα να διαλέξω ανάμεσα σε δυο διαφορετικές πραγματικότητες. Η μια ήταν τρελή και η άλλη λογική — όμως δεν ήξερα ποια ήταν ποια κι έτσι δε διάλεγα καμιά. Δεν μπορούσα να διώξω την αυξανόμενη αίσθηση ότι μπορεί ο Σωκράτης να μην ήταν τελικά τόσο εκκεντρικός. Ίσως η περιγραφή του για την ζωή μου να ήταν ακριβέστερη απ' ό,τι είχα φανταστεί. Άρχισα να βλέπω πραγματικά πώς ενεργούσα με τους ανθρώπους και αυτό που είδα άρχισε να μ' ενοχλεί. Στην επιφάνεια ήμουν αρκετά κοινωνικός, αλλά στη πραγματικότητα ενδιαφερόμουν μονάχα για τον εαυτό μου. Ο Μπιλ, ένας από τους καλύτερους φίλους μου, έπεσε από το άλογο κι έσπασε τον καρπό του. Ο Ρικ έμαθε να κάνει μια πλήρη ανάποδη τούμπα την οποία προσπαθούσε για ένα χρόνο. Και στις δυο περιπτώσεις δεν ένιωσα τίποτα. Κάτω από το βάρος της αυξανόμενης αυτογνωσίας μου, άρχισα να χάνω την αυτοεκτίμησή μου. Μια νύχτα, λίγο πριν τις τελικές εξετάσεις, άκουσα ένα κτύπημα στη πόρτα μου. Ένοιωσα έκπληξη και χαρά όταν είδα την Σούζυ με το αστραφτερό χαμόγελο, την ξανθιά αρχηγό της ομάδας των φοιτητριών που μας επευφημούσαν στους αθλητικούς αγώνες του κολλεγίου, που είχα να δω βδομάδες. Αμέσως συνειδητοποίησα πόσο μόνος ήμουνα όλον αυτό τον καιρό.

- 23 -

«Δεν θα με προσκαλέσεις μέσα, Ντάνυ;» «Πώς, βέβαια! Χαίρομαι πραγματικά που σε βλέπω. Μμ, κάτσε κάτω, δώσε μου το παλτό σου, θες μήπως κάτι να φας ή κάτι να πιεις;» Με κοίταξε επίμονα. «Τι συμβαίνει, Σούζυ;» «Δείχνεις κουρασμένος, Νταν, αλλά..», άπλωσε το χέρι της κι έπιασε το πρόσωπο μου. «Υπάρχει κάτι...τα μάτια σου δείχνουν κάπως διαφορετικά. Τι συμβαίνει;» Της έπιασα το μάγουλο. «Μείνε μαζί μου απόψε, Σούζυ». «Νόμιζα πως δεν θα μου το ζητούσες ποτέ. Έφερα την οδοντόβουρτσα μου!» Το επόμενο πρωί γύρισα να μυρίσω τ' ανακατωμένα μαλλιά της Σούζυ, όμορφα σαν στάχια του καλοκαιριού και να νιώσω την απαλή ανάσα της πάνω στο μαξιλάρι μου. «Θα 'πρεπε να αισθάνομαι καλά», σκέφτηκα, αλλά η διάθεση μου ήταν γκρίζα σαν την ομίχλη έξω από το σπίτι. Τις επόμενες λίγες μέρες, πέρασα πολλές ώρες με την Σούζυ. Δεν νομίζω πως ήμουνα πολύ καλή παρέα, όμως η διάθεση της Σούζυ ήταν αρκετή και για τους δυο μας. Κάτι με κράτησε από το να της μιλήσω για τον Σωκράτη. Αυτός ανήκε σ' έναν άλλον κόσμο, ένα κόσμο στον οποίο εκείνη δεν είχε καμιά θέση. Πώς θα μπορούσε να καταλάβει, όταν ούτε καν εγώ δεν μπορούσα να καταλάβω τι μου συνέβαινε; Οι τελικές εξετάσεις ήλθαν και πέρασαν. Πήγα καλά, όμως δεν μ' ένοιαζε. Η Σούζυ πήγε στο σπίτι της για τις ανοιξιάτικες διακοπές και χάρηκα που έμεινα μόνος. Οι διακοπές πέρασαν γρήγορα και ζεστοί άνεμοι άρχισαν να φυσούν στους γεμάτους σκουπίδια δρόμους του Μπέρκλεϋ. Ήξερα πως ήταν η ώρα να επιστρέψω σ' εκείνο τον κόσμο του πολεμιστή, σ' εκείνο το παράξενο μικρό βενζινάδικο— ίσως αυτή τη φορά περισσότερο ανοιχτός και ταπεινότερος από πριν. Τώρα όμως ήμουν πιο σίγουρος για ένα πράγμα: αν ο Σωκράτης με κέντριζε ξανά με το οξύ πνεύμα του, θα του το ανταπέδιδα!

- 24 -

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ:

ΟΙ ΑΝΕΜΟΙ ΤΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ

- 25 -

I. ΜΑΓΙΚΟΣ ΑΝΕΜΟΣ Είχε σουρουπώσει για τα καλά. Μετά τη γυμναστική και το φαγητό έπεσα να κοιμηθώ για λίγο. Όταν ξύπνησα ήταν σχεδόν μεσάνυχτα. Περπάτησα αργά μέσα στον ξερό νυχτερινό μαρτιάτικο αέρα προς το βενζινάδικο. Μια δυνατή αύρα φύσηξε από πίσω μου σαν να μ' έσπρωχνε μπροστά, μέσ' από τους δρόμους της Πανεπιστημιούπολης. Καθώς πλησίαζα τη γνωστή μου διασταύρωση, επιβράδυνα το βήμα μου. Είχε αρχίσει να ψιλοβρέχει, φέρνοντας παγωνιά στη νύχτα. Μέσα στη λάμψη των ζεστών φώτων του γραφείου μπορούσα 'α δω τη μορφή του Σωκράτη μεσ' από το θαμπό από την ομίχλη παράθυρο, να πίνει κάτι στην κούπα του. Ένα κράμα προσδοκίας και τρόμου πίεσε το στήθος μου και επιτάχυνε τους χτύπους της καρδιάς μου. Διέσχισα το δρόμο με σκυμμένο το κεφάλι και πλησίασα την πόρτα του γραφείου. Ένιωθα τον άνεμο να φυσά πάνω στο σβέρκο μου. Ξαφνικά πάγωσα, σήκωσα το κεφάλι μου και είδα το Σωκράτη να στέκεται στην πόρτα και να με κοιτά, μυρίζοντας τον αέρα σαν λύκος. Έδειχνε σαν να ήμουν διαφανής και μπορούσε να δει από μέσα μου. Οι εικόνες του Απαίσιου Θεριστή ξαναγύρισαν στο μυαλό μου. Ήξερα πως αυτός ο άνθρωπος είχε πολλή ζεστασιά και συμπόνια μέσα του, εντούτοις αισθάνθηκα ότι πίσω από τα σκοτεινά του μάτια παραμόνευε ένας μεγάλος, αδιόρατος κίνδυνος. Οι φόβοι μου διαλύθηκαν, όταν μου είπε ευγενικά: «Χαίρομαι του ξαναγύρισες». Με μια κίνηση του χεριού του με καλωσόρισε στο γραφείο του. Είχα βγάλει τα παπούτσια μου και καθόμουν στον καναπέ, όταν ακούστηκε το κουδούνι του βενζινάδικου. Σκούπισα τo θολωμένο παράθυρο και κοίταξα έξω. Ήταν μια παλιά Πλύμουθ με το ένα της λάστιχο σκασμένο. Ο Σωκράτης έβγαινε ήδη έξω φορώντας το στρατιωτικό αδιάβροχο πόντσο του. Ενώ τον παρατηρούσα αναρωτήθηκα στιγμιαία πώς ήταν δυνατό να με είχε τρομάξει πριν από λίγο. Τα σύννεφα της βροχής σκοτείνιασαν τον ουρανό, φέρνοντας φευγαλέες εικόνες του μαυροκουκουλωμένου θανάτου του ονείρου μου και μετατρέποντας τον απαλό ήχο της βροχής σε κοκαλένια δάχτυλα που χτυπούσαν δαιμονισμένα πάνω στη στέγη. Στριφογύρισα ανήσυχος στον καναπέ, κουρασμένος από την έντονη γυμναστική που είχα κάνει. Το Πρωτάθλημα άρχιζε την επόμενη βδομάδα και σήμερα ήταν η τελευταία μέρα σκληρής γυμναστικής πριν τη συνάντηση. Ο Σωκράτης άνοιξε την πόρτα του γραφείου. Στάθηκε εκεί χωρίς να την κλείσει και είπε: «Έλα έξω, τώρα» και ύστερα μ' άφησε. Σηκώθηκα και φόρεσα τα παπούτσια μου, κοιτώντας μέσ' από την ομίχλη. Ο Σωκράτης καθόταν μακριά από τις αντλίες, λίγο πιο έξω από τη λάμψη των φώτων του βενζινάδικου. Μισοκρυμμένος εκεί στο σκοτάδι μου φάνηκε σαν να φορούσε μια μαύρη κουκούλα. Όχι, δεν θα πήγαινα έξω. Το γραφείο ήταν σαν ένα φρούριο που με προστάτευε από την νύχτα κι από ένα κόσμο εκεί έξω που άρχιζε να μ' εκνευρίζει, σαν το θόρυβο και την κίνηση στο κέντρο της πόλης. Όχι, δεν θα 'βγαινα έξω. Ο Σωκράτης μου έκανε νόημα ξανά και ξανά στο σκοτάδι. Τελικά εγκαταλείφθηκα στη μοίρα μου και βγήκα.

- 26 -

Καθώς τον πλησίαζα προσεκτικά, μου είπε: «Άκουσε, μπορείς να το νιώσεις;» «Τι;» «Νιώσε το!» Τότε ακριβώς σταμάτησε η βροχή κι ο άνεμος φάνηκε ν' αλλάζει κατεύθυνση. Παράξενο — ζεστός αέρας. «Τον άνεμο, Σωκράτη;» «Ναι, τους ανέμους. Αλλάζουν. Αυτό σημαίνει κι ένα δικό σου σημείο αλλαγής. Μπορεί να μην το 'χεις συνειδητοποιήσει, ούτε κι εγώ το είχα καταλάβει, αλλά σήμερα είναι μια κρίσιμη στιγμή για σένα. Έφυγες, αλλά επέστρεψες. Και τώρα οι άνεμοι αλλάζουν». Με κοίταξε για μια στιγμή και μετά επέστρεψε με μεγάλα βήματα στο γραφείο. Τον ακολούθησα και κάθισα στο γνώριμο καναπέ. Ο Σωκράτης καθόταν ακίνητος στην μαλακιά καφέ καρέκλα του, με τα μάτια καρφωμένα πάνω μου. Με φωνή αρκετά δυνατή για να τρυπήσει τοίχους, αλλά και τόσο ελαφριά που θα μπορούσε να ταξιδέψει με τους μαρτιάτικους ανέμους μου είπε: «Τώρα πρέπει να κάνω κάτι. Μη φοβηθείς». Σηκώθηκε. «Σωκράτη, με κατατρομάζεις!» ψέλλισα θυμωμένος, γλιστρώντας προς τα πίσω στον καναπέ καθώς με πλησίαζε αργά και αθόρυβα, σαν μια τίγρη που αναζητά τη λεία της. Κοίταξε έξω από το παράθυρο για να σιγουρευτεί ότι δεν θα μας διέκοπτε κανένας και μετά γονάτισε μπροστά μου και μου είπε με απαλή φωνή: «Θυμάσαι, Νταν, που σου είπα ότι πρέπει να εργαστούμε για ν' αλλάξουμε τον τρόπο της σκέψης σου, προτού μπορέσεις να δεις το δρόμο του πολεμιστή;» «Ναι, αλλά πραγματικά δεν νομίζω..». «Μη φοβάσαι», επανέλαβε. «Παρηγορήσουν μ' ένα ρητό του Κομφούκιου», είπε γελώντας. «Μόνον οι πολύ σοφοί και οι πολύ ανόητοι δεν αλλάζουν». Λέγοντας αυτό, άπλωσε τα χέρια του και τα έβαλε απαλά αλλά σταθερά πάνω στους κροτάφους μου. Για μια στιγμή δε συνέβη τίποτε. Μετά, ξαφνικά, ένιωσα στη μέση του κεφαλιού μου ένα σφίξιμο που διαρκώς μεγάλωνε. Στην αρχή ήταν ένα δυνατό βουητό και μετά ένας ήχος σαν τα κύματα που ξεσπούν στην ακρογιαλιά. Άκουσα να χτυπούν καμπάνες κι ένιωσα το κεφάλι μου έτοιμο να εκραγεί. Τότε είδα το φως και το μυαλό μου ανατινάχτηκε από τη λαμπρότητα του. Κάτι μέσα μου πέθαινε — ήμουν σίγουρος γι' αυτό — και κάτι άλλο γεννιόταν! Μετά, το φως καταβρόχθισε τα πάντα. Βρέθηκα ξαπλωμένος στον καναπέ. Ο Σωκράτης μου πρόσφερε μια κούπα τσάι, σκουντώντας με απαλά. «Τι μου συνέβη;» «Ας πούμε ότι μετέβαλα τις ενέργειες σου κι άνοιξα μερικά νέα κανάλια. Τα πυροτεχνήματα που είδες ήταν απλώς η ευχαρίστηση του εγκεφάλου σου από το ενεργειακό λουτρό. Το αποτέλεσμα είναι ότι απαλλάχθηκες από τη "γνώση", τη διαρκή αυτή πλάνη της ζωής σου. Φοβάμαι πως, από δω και στο εξής, η συνηθισμένη γνώση δεν πρόκειται να σε ικανοποιεί». «Δεν καταλαβαίνω». «Θα καταλάβεις», είπε, χωρίς χαμόγελο. Ήμουν πολύ κουρασμένος. Ήπιαμε σιωπηλοί το τσάι μας. Μετά σηκώθηκα, ζήτησα συγνώμη, φόρεσα το πουλόβερ μου και περπάτησα προς το σπίτι μου σαν να βρισκόμουν σε όνειρο. Η επόμενη μέρα ήταν γεμάτη από μαθήματα και καθηγητές - 27 -

που μουρμούραγαν λόγια, τα οποία δεν είχαν καμιά σημασία ή αξία για μένα. Στο μάθημα της ιστορίας ο Ουάτσον μίλησε για το πώς το πολιτικό ένστικτο του Τσώρτσιλ είχε επηρεάσει το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Σταμάτησα να κρατάω σημειώσεις. Ήμουν πολύ απασχολημένος με το να παρατηρώ τα χρώματα και τα χαρακτηριστικά της αίθουσας και να αισθάνομαι τις ενέργειες των ανθρώπων γύρω μου. Οι ήχοι των φωνών των καθηγητών μου ήταν πολύ πιο ενδιαφέροντες από τις έννοιες που μετέφεραν. Τι μου έκανες Σωκράτη; Δεν με βλέπω να τα καταφέρνω στις τελικές εξετάσεις. Καθώς έβγαινα από την τάξη, μαγεμένος από την γεμάτη κόμπους υφή του χαλιού, άκουσα μια γνώριμη φωνή. «Γεια σου Ντάνυ! Έχω μέρες να σε δω. Τηλεφωνούσα κάθε βράδυ, αλλά δεν ήσουν σπίτι. Πού κρυβόσουν;» «Αα, γεια σου Σούζυ. Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω. Μελετούσα». Τα λόγια της ήρθαν χορεύοντας μεσ' από τον αέρα. Μετά βίας μπορούσα να τα καταλάβω, αλλά μπορούσα να αισθανθώ ότι ένιωθε πληγωμένη, καθώς και κάποια ζήλια. Εν τούτοις, το πρόσωπο της ακτινοβολούσε όπως πάντα. «Θα 'θελα να μιλάγαμε περισσότερο, Σούζυ, αλλά πηγαίνω στο γυμναστήριο». «Ω, το ξέχασα». Ένοιωσα την απογοήτευση της. «Καλά», είπε, «θα σε ξαναδώ όμως σύντομα, έτσι;» «Και βέβαια». «Δεν ήταν πολύ ωραία η διάλεξη του Ουάτσον; Μου αρέσει πολύ να ακούω για τη ζωή του Τσώρτσιλ. Δεν είναι ενδιαφέρουσα;» «Ω, ναι — σπουδαία διάλεξη». «Λοιπόν, γεια σου προς το παρόν Ντάνυ». «Γεια σου». Καθώς απομακρυνόμουν θυμήθηκα τι είχε πει ο Σωκράτης για τα «πρότυπα της ντροπαλοσύνης και του φόβου μου». Μπορεί να είχε δίκιο. Πραγματικά, δεν ήμουν τόσο άνετος με τους ανθρώπους. Ποτέ δεν ήμουν σίγουρος για το τι έπρεπε να πω. Στο γυμναστήριο, όμως εκείνο το απόγευμα, ήξερα σίγουρα τι να κάνω. Ήμουν γεμάτος ζωντάνια, αφήνοντας τελείως ελεύθερη την ενέργεια μου, μέχρι το σημείο έκρηξης. Έπαιξα, στριφογύρισα, πήδηξα. Ήμουν κλόουν, μάγος, χιμπατζής. Ήταν μία από τις καλύτερες μέρες μου. Το μυαλό μου ήταν τόσο καθαρό, ώστε ένιωθα με ακρίβεια πώς να κάνω ο,τιδήπότε και αν προσπαθούσα. Το σώμα μου ήταν χαλαρωμένο, ευλύγιστο, γρήγορο και ανάλαφρο. Επινόησα μια ολόκληρη και μισή ανάποδη τούμπα με μια τελευταία μισή στροφή που κατέληγε σε κυβίστηση. Από την ψηλή μπάρα, πετάχτηκα και έκανα ένα τελείωμα με δύο πλήρεις περιστροφές — και οι δύο κινήσεις γίνονταν για πρώτη φορά στις Ηνωμένες πολιτείες. Μετά από μερικές μέρες, πετάξαμε με την ομάδα στο Ορεγκον, για το Πρωτάθλημα. Κερδίσαμε τους αγώνες και γυρίσαμε σπίτι. Ήταν σαν ένα όνειρο φανφάρας, δράσης και δόξας — αλλά δεν μπορούσα να ξεφύγω από τις έγνοιες που με βασάνιζαν. Σκέφτηκα όλα τα γεγονότα που είχαν συμβεί από εκείνη τη νύχτα με την εμπειρία του εκρηγνυόμενου φωτός. Κάτι είχε σίγουρα συμβεί, όπως είχε προβλέψει ο Σωκράτης, αλλά με τρόμαζε — και δεν μου άρεσε καθόλου. Ίσως ο Σωκράτης να μην ήταν αυτό που έδειχνε. Μπορεί να ήταν κάπως πιο έξυπνος ή πιο κακός απ' ό,τι είχα υποψιαστεί. Οι σκέψεις αυτές εξαφανίστηκαν, όταν μπήκα στο φωτισμένο γραφείο του και είδα το πρόθυμο χαμόγελο του. Αμέσως μόλις κάθισα, ο Σωκράτης είπε: «Είσαι έτοιμος για ένα ταξίδι;» «Ένα ταξίδι;» ρώτησα σαν ηχώ.

- 28 -

«Ναι, ένα ταξιδάκι, διακοπές, να πας για λίγο κάπου, να ζήσεις μια περιπέτεια». «Όχι, ευχαριστώ, δεν έχω τα κατάλληλα ρούχα». «Ανοησίες!» φώναξε, τόσο δυνατά που κοιτάξαμε και οι δύο γύρω μας να δούμε μήπως τον είχε ακούσει κανένας περαστικός. «Σσσ!» έκανε δυνατά. «Πιο σιγά, θα ξυπνήσεις τον κόσμο». Επωφελούμενος από την καταδεκτικότητά του, άρχισα να μιλάω: «Σωκράτη, η ζωή μου δεν έχει πια νόημα. Τίποτε δεν πηγαίνει καλά, παρά μονάχα όταν βρίσκομαι στο γυμναστήριο. Υποτίθεται ότι θα έκανες τα πράγματα ευκολότερα για μένα. Αυτό νόμιζα πως έπρεπε να κάνει ένας δάσκαλος..». Πήγε να μιλήσει αλλά τον διέκοψα. «Κι ακόμα ένα πράγμα. Πάντα πίστευα ότι θα 'πρεπε ν' ανακαλύψουμε οι ίδιοι τον δρόμο μας στη ζωή. Κανένας δεν μπορεί να πει σε κάποιον άλλο πώς να ζήσει». Ο Σωκράτης χτύπησε το μέτωπο του με την παλάμη του και μετά κοίταξε ψηλά με μία έκφραση απελπισίας. «Είμαι ένα κομμάτι του δρόμου σου, μπαμπουίνε. Και δεν σ' έκλεψα, νομίζω, από την κούνια σου για να σε κλειδώσω εδώ. Μπορείς να φύγεις όποτε θες». Πήγε ως την πόρτα και την κράτησε ανοιχτή. Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο βενζινάδικο μια μαύρη λιμουζίνα, και ο Σωκράτης άρχισε να λέει με βρετανική προφορά: «Το αυτοκίνητο σας είναι έτοιμο, κύριε». Μπερδεμένος, νόμιζα πως πηγαίναμε πραγματικά ταξίδι με την λιμουζίνα. Γιατί όχι άλλωστε; Έτσι βγήκα έξω ζαλισμένος, πήγα κατευθείαν προς την λιμουζίνα και κάθισα στο πίσω μέρος της. Βρέθηκα να κοιτάω το ρυτιδιασμένο γέρικο πρόσωπο ενός μικροκαμωμένου άντρα, που καθόταν έχοντας το χέρι του γύρω από ένα δεκαεξάχρονο κορίτσι, μαζεμένο μάλλον από τους δρόμους του Μπέρκλεϋ. Εκείνος με κοίταξε με βλέμμα που σκότωνε. Το χέρι του Σωκράτη άρπαξε το πίσω μέρος του πουλόβερ μου και με τράβηξε έξω από τ' αμάξι. Κλείνοντας την πόρτα είπε απολογητικά: «Συγχωρέστε, κύριε, τον νεαρό φίλο μου. Δεν έχει ξαναμπεί σ' ένα τόσο όμορφο αμάξι και παρασύρθηκε — έτσι δεν είναι Τζακ;» Κούνησα σιωπηλά το κεφάλι μου. «Τι συμβαίνει;» ψιθύρισα άγρια μέσ' από τα δόντια μου. Αλλά εκείνος έπλενε ήδη τα παράθυρα του αυτοκινήτου. Όταν έφυγε το αμάξι, κοκκίνισα από αμηχανία. «Γιατί δεν με σταμάτησες Σωκράτη;» «Ειλικρινά, ήταν πολύ αστείο. Δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι μπορείς να είσαι τόσο αφελής». Σταθήκαμε εκεί, στη μέση της νύχτας, κοιτώντας ο ένας τον άλλον στα μάτια. Έσφιξα τα δόντια μου και ο Σωκράτης χαμογέλασε. Είχα αρχίσει να θυμώνω. «Έχω πραγματικά κουραστεί να είμαι ο ανόητος της υπόθεσης». «Πρέπει πάντως να παραδεχτείς ότι έχεις μελετήσει τον ρόλο σου αυτόν τόσο καλά, που είσαι σχεδόν τέλειος». Έκανα μεταβολή, κλώτσησα το κουτί των σκουπιδιών κι επέστρεψα με βαριά βήματα στο γραφείο. Τότε ξαφνικά θυμήθηκα. «Γιατί με φώναξες πριν Τζάκ;» «Για συντομία, αντί για "ζώον" (αγγλ. jackass)» είπε προσπερνώντας με.

- 29 -

«Εντάξει, να πάρει ο διάολος!» φώναξα κι έτρεξα δίπλα του για να μπω στο γραφείο. «Ας ξεκινήσουμε για το ταξίδι σου. Ό,τι μπορείς εσύ να δώσεις, μπορώ κι εγώ να το πάρω!» «Μπα, μπα. Αυτή είναι μια νέα πλευρά σου — Ντάνυ ο τολμηρός». «Τολμηρός ή όχι, δεν είμαι κανένας λακές. Πες μου λοιπόν, προς τα πού πάμε; Προς τα πού πάω; Εγώ θα 'πρεπε να οδηγώ, όχι εσύ!» Ο Σωκράτης πήρε μια βαθειά ανάσα. «Δεν μπορώ, Νταν, να σου λέω τα πάντα. Ένα μεγάλο μέρος από τον δρόμο του πολεμιστή είναι πολύ λεπτό, αόρατο στον αμύητο. Μέχρι τώρα σου έδειχνα τι δεν είναι ο πολεμιστής, δείχνοντας σου τον τρόπο που σκέφτεσαι. Μπορείς να το καταλάβεις αυτό αρκετά γρήγορα —και γι' αυτό πρέπει να σε πάω ένα ταξίδι. Έλα μαζί μου». Με οδήγησε σε ένα μικρό δωματιάκι, που δεν είχα προσέξει πριν, κρυμμένο πίσω από τα ράφια των εργαλείων στο γκαράζ, κι επιπλωμένο μ' ένα μικρό χαλάκι και μια βαριά καρέκλα με ίσια πλάτη. Το χρώμα που επικρατούσε ήταν το γκρίζο. Ένοιωσα το στομάχι μου ν' ανακατεύεται. «Κάθισε» μου είπε ευγενικά. «Όχι, μέχρι να μου εξηγήσεις τι σημαίνουν όλ' αυτά». Σταύρωσα τα χέρια μου. Τώρα ήταν η σειρά του να ξεσπάσει. «Εγώ είμαι ένας πολεμιστής, εσύ ένας μπαμπουίνος. Δεν θα εξηγήσω τίποτε. Βούλωσ' το τώρα και κάτσε κάτω, ή γύρνα πίσω στο γυμναστήριο σου και ξέχασε ότι με γνώρισες!» «Δεν αστειεύεσαι, έτσι δεν είναι;» «Όχι, δεν αστειεύομαι». Για μια στιγμή δίστασα, μετά κάθισα. Ο Σωκράτης άπλωσε το χέρι του σ' ένα συρτάρι, έβγαλε μερικά μακριά κομμάτια ύφασμα κι άρχισε να με δένει στην καρέκλα. «Τι θα κάνεις, θα με βασανίσεις;» μισοαστειεύτηκα. «Όχι. Τώρα, σε παρακαλώ, μη μιλάς». Έδεσε την τελευταία λουρίδα γύρω από τη μέση μου και πίσω από την καρέκλα, σαν ζώνη ασφαλείας σ' αεροπλάνο. «Θα πετάξουμε, Σωκράτη;» τον ρώτησα νευρικά. «Κατά κάποιο τρόπο, ναι», είπε, γονατίζοντας μπροστά μου. Πήρε το κεφάλι μου στα δυο του χέρια κι έβαλε τους αντίχειρες του πάνω στις κόγχες των ματιών μου. Τα δόντια μου άρχισαν να χτυπούν και είχα μια ακατανίκητη επιθυμία να ουρήσω. Μέσα όμως σ' ένα δευτερόλεπτο τα είχα ξεχάσει όλα. Χρωματιστά φώτα έλαμπαν μπροστά μου. Μου φάνηκε ότι άκουσα τη φωνή του αλλά δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τι έλεγε. Ήταν πάρα πολύ μακριά. Κατεβαίναμε έναν διάδρομο τυλιγμένο σε μπλε ομίχλη. Κινούσα τα πόδια μου, αλλά δεν μπορούσα να αισθανθώ το έδαφος. Γύρω μου υπήρχαν γιγάντια δέντρα. Τα δέντρα έγιναν κτίρια. Τα κτίρια έγιναν λιθάρια και ανεβήκαμε ένα απότομο φαράγγι, που έγινε με τη σειρά του η άκρη ενός γκρεμού. Η ομίχλη είχε καθαρίσει. Έκανε παγωνιά. Πράσινα σύννεφα απλώνονταν από κάτω μας και συναντούσαν στον ορίζοντα τον πορτοκαλί ουρανό. Έτρεμα. Προσπάθησα να πω κάτι στο Σωκράτη, αλλά η φωνή μου βγήκε πνιγμένη. Η τρεμούλα μου μεγάλωσε ανεξέλεγκτα. Ο Σωκράτης έβαλε το χέρι του πάνω στην κοιλιά μου. Ήταν πολύ ζεστό και είχε ένα εκπληκτικά ηρεμιστικό αποτέλεσμα. Χαλάρωσα, και αυτός έπιασε το μπράτσο μου σταθερά, και σφίγγοντας το όρμισε μπροστά, τραβώντας με μαζί του στην άκρη του κόσμου.

- 30 -

Χωρίς προειδοποίηση τα σύννεφα εξαφανίστηκαν και βρεθήκαμε να κρεμόμαστε από τα δοκάρια ενός κλειστού σταδίου, αιωρούμενοι επικίνδυνα, σαν δύο μεθυσμένες αράχνες, ψηλά πάνω από το δάπεδο. «Ωωωπ!» έκανε ο Σωκράτης. «Ένα μικρό λαθάκι στον υπολογισμό». «Τι στα κομμάτια!» ούρλιαξα, προσπαθώντας να πιαστώ καλύτερα. Αιωρήθηκα, σκαρφάλωσα και κάθισα λαχανιασμένος πάνω σ' ένα δοκάρι, τυλίγοντας χέρια και πόδια γύρω του. Ο Σωκράτης είχε ήδη κουρνιάσει απαλά πάνω στο μπροστινό δοκάρι. Παρατήρησα ότι τα κατάφερνε μια χαρά για γέρος άνθρωπος. «Για κοίτα! Είναι μια αθλητική συνάντηση! Σωκράτη, είσαι θεόμουρλος». «Εγώ είμαι θεόμουρλος;» γέλασε σιγανά. «Για δες ποιος κάθεται δίπλα μου πάνω στο δοκάρι». «Πώς θα κατεβούμε;» «Με τον ίδιο τρόπο που ανεβήκαμε, βέβαια». «Και πώς ανεβήκαμε εδώ πάνω;» Έξυσε το κεφάλι του. «Δεν ξέρω ακριβώς. Είχα ελπίσει ότι θα 'βρισκα καμιά θέση στην πρώτη σειρά. Φαντάζομαι πως πουλήθηκαν όλες». "Άρχισα να γελώ διαπεραστικά. Η όλη κατάσταση ήταν γελοία. Ο Σωκράτης σκέπασε το στόμα μου με την παλάμη του. «Σσσστ!» Απομάκρυνε το χέρι του. Αυτό ήταν λάθος του. «Χαχαχαχαχαχά!» Γέλασα δυνατά και με ξαναφίμωσε. Ηρέμησα κάπως αλλά ένιωθα το κεφάλι μου ελαφρύ και άρχισα να χαχανίζω. Μου ψιθύρισε αυστηρά: «Το ταξίδι αυτό είναι πραγματικό — πιο πραγματικό από τα ξύπνια όνειρα της συνηθισμένης σου ζωής. Δώσε προσοχή!» Ώσπου να τελειώσει αυτό που έλεγε, η σκηνή από κάτω μας μου είχε ήδη τραβήξει την προσοχή. Το κοινό φαινόταν από αυτό το ύψος σα μια πολύχρωμη σειρά από κουκίδες, σαν να κοιτάς έναν τρεμοπαίζοντα, κυματοειδή, πουαντιγιστικό πίνακα ζωγραφικής. Στη μέση του στίβου διέκρινα μιαν εξέδρα μ' ένα γνώριμο μπλε, τετράγωνο στρώμα γι' ασκήσεις εδάφους και γύρω του διάφορα όργανα γυμναστικής. Ένιωσα τη συνηθισμένη μου νευρικότητα πριν από κάθε αγώνα. Ο Σωκράτης έβαλε το χέρι του μέσα σε ένα σάκο (που τον είχε βρει άραγε;) και μου έδωσε ένα ζευγάρι κιάλια, τη στιγμή ακριβώς που έβγαινε μια αθλήτρια και προχωρούσε προς την εξέδρα. Εστίασα τα κιάλια μου πάνω της και είδα πως ήταν από τη Σοβιετική Ένωση. Παρακολουθούσαμε λοιπόν κάπου μια διεθνή συνάντηση ενόργανης γυμναστικής. Καθώς προχωρούσε προς τις μπάρες, συνειδητοποίησα ότι μπορούσα να την ακούω να μιλάει στον εαυτό της! «Η ακουστική είναι θαυμάσια εδώ», σκέφτηκα. Τότε όμως είδα ότι δεν κουνούσε τα χείλη της. Μετακίνησα γρήγορα τα κιάλια προς το κοινό και άκουσα βουητό από πολλές φωνές. Και όμως, καθόντουσαν όλοι σιωπηλοί. Τότε κατάλαβα. Με κάποιο τρόπο, διάβαζα τις σκέψεις τους! Ξανάστρεψα τα κιάλια προς την αθλήτρια. Παρά το εμπόδιο της γλώσσας, μπορούσα να καταλάβω τις σκέψεις της: «Να είσαι δυνατή... έτοιμη..». Είδα προκαταρκτικά τις ασκήσεις που θα παρουσίαζε, καθώς τις έφερνε στο μυαλό της.

- 31 -

Μετά εστίασα σ' έναν άντρα από το κοινό, ένα τύπο με άσπρο αθλητικό μπλουζάκι ο οποίος βρισκόταν στο μέσον μιας σεξουαλικής του φαντασίωσης με μία Ανατολικογερμανίδα αθλήτρια. Ένας άλλος άντρας, μάλλον προπονητής, ήταν τελείως απορροφημένος με την αθλήτρια που θ' αγωνιζόταν τώρα. Μια γυναίκα ανάμεσα στους θεατές την παρακολουθούσε επίσης, και σκεφτόταν: «Όμορφο κορίτσι... είχε μια άσχημη πτώση πέρσι... μακάρι να τα πάει καλά». Παρατήρησα ότι δε δεχόμουν λόγια, αλλά αισθανόμουν έννοιες — μερικές φορές σιγανές ή πνιγμένες, άλλες φορές δυνατές και καθαρές. Έτσι μπορούσα να «καταλάβω» Ρώσικα, Γερμανικά ή οτιδήποτε άλλο. Παρατήρησα και κάτι άλλο. Όταν η Σοβιετική αθλήτρια έκανε τις ασκήσεις της, το μυαλό της ήταν ήρεμο. Όταν τέλειωσε κι επέστρεψε στην καρέκλα της, το μυαλό της άρχισε πάλι να δουλεύει. Το ίδιο συνέβη και με την Ανατολικογερμανίδα στους κρίκους και την Αμερικάνα στην οριζόντια μπάρα. Επιπλέον, οι καλύτεροι εκτελεστές είχαν τα πιο ήρεμα μυαλά στη διάρκεια του αγώνα τους. Ένας Ανατολικογερμανός αποσπάστηκε από έναν θόρυβο, ενώ έκανε αιωρήσεις στις παράλληλες μπάρες. Ένιωσα το μυαλό του να παρασύρεται από τον θόρυβο, «Τι;..» και δεν μπόρεσε να κρατηθεί καλά στο τελευταίο του γύρισμα. Σαν τηλεπαθητικός ηδονοβλεψίας, κρυφοκοίταζα μέσα στο μυαλό των θεατών. «Πεινάω... Πρέπει να προλάβω το αεροπλάνο των έντεκα, αλλιώς τα σχέδια του Ντύσσελντορφ πάνε κατά διαόλου... Πεινάω!» Όταν όμως κάποιος αθλητής βρισκόταν στον αέρα, τότε ηρεμούσαν και τα μυαλά του κοινού. Για πρώτη φορά συνειδητοποίησα γιατί αγαπούσα τόσο πολύ τη γυμναστική. Μου έδινε την ευλογία μιας ανάπαυλας από το θόρυβο του μυαλού μου. Όταν ταλαντευόμουν ή έκανα τούμπες στον αέρα, τίποτ' άλλο δεν μ' ενδιέφερε. Όταν το σώμα μου ήταν δραστήριο, το μυαλό μου αναπαυόταν σ' αυτές τις στιγμές της σιωπής. Ο νοητικός θόρυβος του κοινού είχε αρχίσει να γίνεται ενοχλητικός, σαν στέρεο που έπαιζε πολύ δυνατά. Χαμήλωσα τα κιάλια μου και τα άφησα να κρέμονται. Είχα όμως αμελήσει να δέσω το λουράκι γύρω απ' το λαιμό μου και παραλίγο να πέσω από το δοκάρι, προσπαθώντας να τα πιάσω καθώς έπεφταν προς το στρώμα και την αθλήτρια που αγωνιζόταν, ακριβώς από κάτω μας. «Σωκράτη!» ψιθύρισα ανήσυχος. Καθόταν ήρεμος. Κοίταξα κάτω να δω τη ζημιά που είχε γίνει, αλλά τα κιάλια είχαν εξαφανιστεί. Ο Σωκράτης χαμογέλασε πλατιά. «Τα πράγματα δεν ακολουθούν τους συνηθισμένους κανόνες, όταν ταξιδεύεις μαζί μου». Εξαφανίστηκε κι ένιωσα να κουτρουβαλάω στον χώρο, όχι προς τα κάτω, αλλά προς τα πάνω. Είχα μια αμυδρή αίσθηση ότι περπατούσα προς τα πίσω από την άκρη ενός γκρεμού, κάτω σ' ένα φαράγγι και μετά μέσα σε ομίχλη, σαν ηθοποιός σε ταινία που παιζόταν ανάποδα. Ο Σωκράτης σκούπιζε το πρόσωπο μου μ' ένα βρεγμένο πανί. Δεμένος όπως ήμουν ακόμη στην καρέκλα, κατέρρευσα. «Λοιπόν,» είπε «δεν διεύρυνε τους ορίζοντες σου το ταξίδι;» «Αυτό ξαναπές το! Α, τι θα 'λεγες να μ' έλυνες;» «Όχι ακόμα,» μου απάντησε, απλώνοντας το χέρι του πάλι προς το κεφάλι μου.

- 32 -

«Όχι, περίμενε!» πρόλαβα να αρθρώσω, πριν σβήσουν τα φώτα και ένας ορυώμενος άνεμος με μεταφέρει ξανά στον χώρο και τον χρόνο. Έγινα ο άνεμος. Εντούτοις, είχα μάτια και αυτιά και μπορούσα να βλέπω και ν' ακούω σ' όλα τα μήκη και τα πλάτη. Φυσώντας, πέρασα από την ανατολική ακτή της Ινδίας, κοντά στον κόλπο της Βεγγάλης, δίπλα από μια μικρόσωμη γυναίκα, απασχολημένη με τις δουλειές της. Στο Χονγκ Κονγκ, στριφογύρισα γύρω από έναν άνθρωπο που πουλούσε λεπτά υφάσματα και παζάρευε δυνατά μ' έναν καταστηματάρχη. Κινήθηκα με ταχύτητα μέσα στους δρόμους του Σάο Πάολο, στεγνώνοντας τον ιδρώτα των Γερμανών τουριστών που έπαιζαν βόλεϊ κάτω από το ζεστό, τροπικό ήλιο. Δεν άφησα καμία χώρα ανέγγιχτη. Βρυχήθηκα περνώντας από την Κίνα, την Μογγολία και την απέραντη πλούσια γη της Σοβιετικής Ένωσης. Φύσηξα δυνατά μεσ' από τις κοιλάδες και τα αλπικά λιβάδια της Αυστρίας, κινήθηκα παγωμένος μέσα στα φιόρδ της Νορβηγίας και ανακάτεψα τα σκουπίδια στη Rue Pigalle του Παρισιού. Τη μια στιγμή ήμουν ανεμοστρόβιλος που διέσχιζε ορμητικά το Τέξας, την επόμενη μια απαλή αύρα που χάιδευε τα μαλλιά ενός νεαρού κοριτσιού στο Οχάϊο που σκεφτόταν ν' αυτοκτονήσει. Δοκίμασα κάθε συναίσθημα, άκουσα κάθε ανθρώπινη κραυγή αγωνίας και κάθε ξέσπασμα γέλιου. Όλες οι ανθρώπινες καταστάσεις μού ήταν ανοιχτές. Τις αισθανόμουν και τις καταλάβαινα. Ο κόσμος ήταν γεμάτος από μυαλά που στριφογύριζαν γρηγορότερα απ' οποιονδήποτε άνεμο, αναζητώντας περισπασμό και διαφυγή από τις δυσχέρειες της αλλαγής, το δίλημμα της ζωής και του θανάτου —αναζητώντας προορισμό, ασφάλεια, ευχαρίστηση, προσπαθώντας να κατανοήσουν το μυστήριο. Όλοι ζούσαν παντού μια μπερδεμένη, πικρή αναζήτηση. Ποτέ η πραγματικότητα δεν ταίριαζε με τα όνειρα τους. Η ευτυχία βρισκόταν μόλις πίσω από την γωνία — μια γωνία στην οποία ποτέ δεν έστριβαν. Και πηγή όλων αυτών ήταν το ανθρώπινο μυαλό. Ο Σωκράτης έλυνε τα κομμάτια πανί με τα οποία με είχε δέσει. Το φως του ήλιου χτύπησε τα μάτια μου μέσα απ' τα παράθυρα του γκαράζ — τα μάτια μου που είχαν δει τόσα πολλά, γεμίζοντας τα με δάκρυα. Με βοήθησε να μπω στο γραφείο. Ξαπλωμένος τρέμοντας πάνω στον καναπέ, συνειδητοποίησα ότι δεν ήμουν πια ο αφελής και υπερόπτης νεαρός που είχε καθίσει πριν λίγα λεπτά, ώρες ή μέρες, τρέμοντας σ' εκείνη τη γκρίζα καρέκλα. Ένιωθα γερασμένος. Είχα δει τον πόνο του κόσμου, την κατάσταση του ανθρώπινου μυαλού, και παρ' ολίγο να κλάψω από μια απαρηγόρητη λύπη. Δεν υπήρχε τρόπος διαφυγής. Ο Σωκράτης, από την άλλη μεριά, ήταν εύθυμος. «Δεν έχουμε άλλο χρόνο για παιχνίδια. Η βάρδια μου έχει σχεδόν τελειώσει. Γιατί δεν τραβάς σπίτι σου, να κοιμηθείς λίγο, μικρέ;» Σηκώθηκα με κόπο και έβαλα το χέρι μου στο λάθος μανίκι του τζάκετ μου. Ξεμπλέκοντας τον εαυτό μου, ρώτησα αδύναμα: «Γιατί έπρεπε, Σωκράτη, να με δέσεις;» «Αδύναμος ή όχι, δεν παύεις να ρωτάς βλέπω. Σε έδεσα για να μην πέσεις απ' την καρέκλα καθώς αλώνιζες τριγύρω, παριστάνοντας τον Πήτερ Παν». «Πέταξα πραγματικά; Έτσι ένιωσα». Ξανακάθισα βαρύς στον καναπέ.

- 33 -

«Ας πούμε προς το παρόν πως ήταν ένα πέταγμα της φαντασίας σου». «Με υπνώτισες, ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων;» «Όχι με τον τρόπο που εννοείς — και σίγουρα όχι στο βαθμό που έχεις ο ίδιος υπνωτιστεί από τις μπερδεμένες νοητικές σου διαδικασίες». Γέλασε, σήκωσε το σάκκο του*(πού τον είχα ξαναδεί αυτόν το σάκκο;) κι ετοιμάστηκε να φύγει. «Αυτό που έκανα ήταν να σε τραβήξω μέσα σε μια από τις πολλές παράλληλες πραγματικότητες, για να διασκεδάσεις και να διδαχτείς». «Πώς;» «Είναι λίγο μπερδεμένο. Γιατί δεν το αφήνουμε για μιαν άλλη φορά;» Χασμουρήθηκε και τεντώθηκε σαν γάτα. Καθώς έβγαινα παραπατώντας, άκουσα τη φωνή του πίσω μου: «Καλόν ύπνο. Να περιμένεις μια μικρή έκπληξη όταν ξυπνήσεις». «Όχι άλλες εκπλήξεις, σε παρακαλώ», μουρμούρισα, προχωρώντας ζαλισμένος προς το σπίτι μου. Θυμάμαι αμυδρά που έπεσα στο κρεβάτι. Μετά, σκοτάδι. Με ξύπνησε ο ήχος του κουρδιστού ρολογιού που ήταν πάνω στη μπλε σιφονιέρα. Όμως δεν είχα κουρδιστό ρολόι, ούτε μπλε σιφονιέρα. Ούτε καν το χοντρό πάπλωμα που είχε μαζευτεί κάτω από τα πόδια μου. Μετά παρατήρησα πως ούτε τα πόδια μου ήταν δικά μου. «Είναι πάρα πολύ μικρά», σκέφτηκα. Ο ήλιος έμπαινε μέσα από ένα άγνωστο μεγάλο παράθυρο. Ποιος και πού ήμουν; Κρατήθηκα λίγο από μια μνήμη που έσβηνε γρήγορα, και εξαφανίστηκε τελείως. Τα μικρά μου πόδια κλώτσησαν μακριά τα υπόλοιπα σκεπάσματα και πήδησα από το κρεβάτι, ακριβώς τη στιγμή που η Μαμά φώναζε: «Ντάνυυυ — ώρα να σηκωθείς γλυκέ μου». Ήταν 22 Φεβρουαρίου του 1952, η έκτη επέτειος των γενεθλίων μου. Άφησα τις πυτζάμες μου να πέσουν στο πάτωμα, τις κλώτσησα κάτω από το κρεβάτι και κατέβηκα τρέχοντας τη σκάλα, φορώντας μόνο τα Λόουν Ρέϊντζερ εσώρουχα μου. Σε λίγες ώρες θα 'ρχονταν οι φίλοι μου με δώρα, θα τρώγαμε γλυκό και παγωτό και θα διασκεδάζαμε τόσο πολύ! Όταν τελείωσε το πάρτυ κι έφυγαν όλοι, έπαιξα αδιάφορα με τα παιχνίδια μου. Βαριόμουν, ήμουν κουρασμένος και με πονούσε το στομάχι μου. Έκλεισα τα μάτια μου και αποκοιμήθηκα. Είδα τις μέρες να περνάνε, η μία ίδια με την άλλη. Μια βδομάδα σχολείο, μετά Σαββατοκύριακο, σχολείο, Σαββατοκύριακο, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας και άνοιξη. Τα χρόνια περνούσαν και σύντομα ήμουν ένας από τους καλύτερους αθλητές των σχολείων του Λος Αντζελες. Η ζωή στο γυμναστήριο ήταν συναρπαστική. Έξω από αυτό, μια γενική απογοήτευση. Οι ελάχιστες στιγμές που ένιωθα ευχαρίστηση ήταν όταν πηδούσα πάνω στο τραμπολίνο ή αγκαλιαζόμουν στο πίσω κάθισμα του Βάλιαντ μου με την Φύλλις, την γεμάτη καμπύλες πρώτη φιλενάδα μου. Μια μέρα ο προπονητής Χάρολντ Φρέϋ μου τηλεφώνησε από το Μπέρκλεϋ της Καλιφόρνιας και μου πρόσφερε μια υποτροφία στο Πανεπιστήμιο. Άλλο που δεν ήθελα, να ξεκινήσω μια νέα ζωή! Η Φύλλις, όμως, δεν συμμερίστηκε τον ενθουσιασμό μου. Αρχίσαμε να μαλώνουμε για την αναχώρηση μου και τελικά τα χαλάσαμε.

- 34 -

Ένιωσα άσχημα, αλλά παρηγορήθηκα με τα σχέδια μου για το κολλέγιο. Ήμουν σίγουρος ότι η ζωή μου τώρα άρχιζε πραγματικά. Τα χρόνια του κολλεγίου πέρασαν γρήγορα, γεμάτα νίκες στη γυμναστική, αλλά μ' ελάχιστες άλλες έντονες καταστάσεις. Στο τελευταίο μου έτος, πριν από τους προκριματικούς για τους Ολυμπιακούς, παντρεύτηκα τη Σούζυ. Μείναμε στο Μπέρκλεϋ για να μπορώ να γυμνάζομαι με την ομάδα. Ήμουν όμως τόσο απασχολημένος που δεν είχα χρόνο ή ενέργεια για την καινούργια μου σύζυγο. Οι τελικοί αγώνες έγιναν στο U.C.L.A. Όταν καταμετρήθηκαν οι βαθμοί ένιωσα έκσταση — είχα μπει στην ομάδα! Οι επιδόσεις μου όμως στην Ολυμπιάδα δεν ανταποκρίθηκαν στις προσδοκίες μου. Γύρισα στο σπίτι και πέρασα σε μια κατάσταση σχετικής ανωνυμίας. Τότε γεννήθηκε ο γιος μου και άρχισα να νιώθω μια αυξανόμενη υπευθυνότητα και πίεση. Έπιασα δουλειά ως ασφαλιστής που με απορροφούσε τις περισσότερες μέρες και νύχτες μου. Δεν είχα χρόνο για την οικογένεια μου. Μέσα σ' ένα χρόνο ήμασταν σε διάσταση με τη Σούζυ — τελικά πήρε διαζύγιο. Μια νέα αρχή, συλλογίστηκα λυπημένος. Μια μέρα κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και συνειδητοποίησα πως είχαν περάσει σαράντα χρόνια. Ήμουν γέρος. Πού είχε πάει η ζωή μου; Με τη βοήθεια του ψυχίατρου μου, είχα ξεπεράσει το πρόβλημα μου με το ποτό. Είχα αποκτήσει χρήματα, σπίτια και γυναίκες. Τώρα όμως δεν είχα κανέναν. Ήμουν μόνος. Ξάπλωσα εκείνη τη νύχτα στο κρεβάτι και αναρωτήθηκα πού να βρισκόταν ο γιος μου — ήταν χρόνια από την τελευταία φορά που τον είχα δει. Τι να γινόταν η Σούζυ, οι φίλοι των παλιών καλών καιρών; Τώρα περνούσα τις μέρες μου στην αγαπημένη μου κουνιστή πολυθρόνα, πίνοντας κρασί, παρακολουθώντας τηλεόραση και σκεπτόμενος το παρελθόν. Παρατηρούσα τα παιδιά που έπαιζαν έξω από το σπίτι μου. Υπέθετα ότι είχα ζήσει μια καλή ζωή. Είχα αποκτήσει όλα όσα είχα επιδιώξει, γιατί λοιπόν δεν ήμουν ευτυχισμένος; Μια μέρα ένα από τα παιδιά που έπαιζαν στο χορτάρι ήρθε ως τη βεράντα του σπιτιού. Ήταν ένα μικρό αγόρι και με ρώτησε χαμογελώντας πόσων χρονών ήμουν. «Είμαι διακοσίων χρονών», απάντησα. Χαχάνισε και είπε, «Όχι, δεν είσαι», βάζοντας τα χέρια στους γοφούς του. Γέλασα κι εγώ, πράγμα που προκάλεσε άλλο ένα ξέσπασμα βήχα, και ανάγκασε την Μαίρη, την όμορφη, ικανή και νέα νοσοκόμα μου, να ζητήσει από τον μικρό να φύγει. Αφού με είχε βοηθήσει να ξαναβρώ την αναπνοή μου, της είπα με κομμένη την ανάσα: «Μαίρη, μ' αφήνεις για λίγο μόνο, σε παρακαλώ;» «Και βέβαια κύριε Μίλμαν». Δεν γύρισα να την κοιτάξω καθώς απομακρυνόταν — άλλη μια χαρά της ζωής που είχα χάσει εδώ και πολύ καιρό. Κάθισα μόνος. Μου φαινόταν ότι ήμουν μόνος όλη μου τη ζωή. Ξάπλωσα ξανά στην κουνιστή μου πολυθρόνα κι ανέπνευσα. Η τελευταία μου ευχαρίστηση. Σύντομα θα έφευγε και αυτή. Έκλαψα βουβά και πικρά. «Στο διάολο», σκέφτηκα. «Γιατί θα 'πρεπε ν' αποτύχει ο γάμος μου; Πώς θα μπορούσα να είχα κάνει τα πράγματα διαφορετικά; Πώς θα μπορούσα να έχω ζήσει πραγματικά;»

- 35 -

Ξαφνικά ένιωσα έναν φοβερό, βασανιστικό φόβο, το χειρότερο της ζωής μου. Ήταν δυνατό να μου είχε ξεφύγει κάτι πολύ σημαντικό — κάτι που θα είχε αλλάξει τελείως τη ζωή μου; «Όχι, αδύνατον», διαβεβαίωσα τον εαυτό μου. Ανέφερα φωναχτά όλα τα κατορθώματα μου. Ο φόβος όμως δεν έφευγε. Σηκώθηκα αργά, κοίταξα την πόλη από τη βεράντα του σπιτιού μου που βρισκόταν στην κορφή του λόφου, και αναρωτήθηκα: Πού είχε πάει η ζωή; Για ποιο λόγο υπήρχε; Μήπως ο καθένας... «Ωχ, η καρδιά μου, είναι — Ααα, το χέρι μου, ο πόνος!» Προσπάθησα να φωνάξω, αλλά δεν μπορούσα ν' αναπνεύσω. Οι αρθρώσεις του χεριού μου άσπρισαν καθώς πιάστηκα, τρέμοντας, από τα κάγκελα. Τότε το σώμα μου πάγωσε και η καρδιά μου πέτρωσε. Έπεσα ξανά στην καρέκλα με το κεφάλι μπροστά. Ο πόνος έφυγε απότομα και είδα φώτα που δεν είχα ξαναδεί ποτέ και ήχους που δεν είχα ξανακούσει. Διάφορα οράματα πέρασαν από μπροστά μου. «Εσύ είσαι Σούζυ;» είπε μια μακρινή φωνή στο μυαλό μου. Τελικά, τα οράματα και οι ήχοι έγιναν ένα φωτεινό σημείο και μετά εξαφανίστηκαν. Είχα βρει τη μοναδική ειρήνη που είχα ποτέ γνωρίσει. Με ξύπνησε κάτι σαν πολεμική κραυγή. Ανασηκώθηκα σοκαρισμένος, νιώθοντας τα χρόνια να ξαναγυρνούν πίσω. Ήμουν στο κρεβάτι μου, στο διαμέρισμα μου, στο Μπέρκλεϋ, στην Καλλιφόρνια. Ήμουν ακόμη στο κολέγιο, και το "ψηφιακό μου ρολόι έδειχνε 6:25 μ.μ. Είχα χάσει τα μαθήματα και τη γυμναστική μου! Πήδηξα από το κρεβάτι μου και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη, αγγίζοντας το νεανικό ακόμη πρόσωπο μου, τρέμοντας από ανακούφιση. Όλα ήταν ένα όνειρο — μια ολόκληρη ζωή σ' ένα όνειρο, η «μικρή έκπληξη» του Σωκράτη. Έμεινα στο διαμέρισμα μου, κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο, ταραγμένος. Τ' όνειρο μου ήταν πολύ ζωντανό. Στην πραγματικότητα το παρελθόν ήταν απόλυτα ακριβές, ακόμα και σε λεπτομέρειες που είχα από χρόνια ξεχάσει. Ο Σωκράτης μου είχε πει ότι αυτά τα ταξίδια ήταν πραγματικά. Μήπως αυτό εδώ προέβλεπε το μέλλον μου; Στις 9:50 μ.μ. έτρεξα στο βενζινάδικο και συνάντησα τον Σωκράτη την ώρα που έφτανε. Μόλις μπήκε μέσα και έφυγε ο υπάλληλος της ημερήσιας βάρδιας, τον ρώτησα: «Εντάξει Σωκράτη. Τι συνέβη;» «Αυτό το ξέρεις εσύ καλύτερα από μένα. Ήταν η δικιά σου ζωή, και όχι η δικιά μου, δόξα τω Θεώ». «Σωκράτη, σε ικετεύω» άπλωσα τα χέρια μου προς το μέρος του. «Αυτή θα είναι η ζωή μου; Γιατί αν είναι έτσι, τότε καλύτερα να μην τη ζήσω». Μίλησε πολύ αργά και απαλά, όπως έκανε κάθε φορά όταν ήθελε να δώσω προσοχή. «Όπως ακριβώς υπάρχουν διάφορες ερμηνείες του παρελθόντος και πολλοί τρόποι να αλλάξει το παρόν, έτσι υπάρχουν και πολλά πιθανά μέλλοντα. Αυτό που ονειρεύτηκες ήταν ένα πολύ πιθανό μέλλον — εκείνο προς το οποίο θα κατευθυνόσουν αν δεν με είχες συναντήσει». «Εννοείς πως αν είχα αποφασίσει να προσπεράσω το βενζινάδικο εκείνη τη νύχτα, το μέλλον μου θα ήταν όπως στ' όνειρο;»

- 36 -

«Πιθανότατα. Και μπορεί ακόμα να είναι. Έχεις όμως τη δυνατότητα να κάνεις επιλογές και να αλλάξεις τις τωρινές σου συνθήκες. Μπορείς να μεταβάλλεις το μέλλον σου». Ο Σωκράτης έφτιαξε λίγο τσάι για τους δυο μας και ακούμπησε την κούπα μου, απαλά, δίπλα μου. Οι κινήσεις του ήταν χαριτωμένες και σκόπιμες. «Σωκράτη, δεν ξέρω τι να πιστέψω. Η ζωή μου αυτούς τους τελευταίους μήνες ήταν σαν ένα απίθανο μυθιστόρημα, καταλαβαίνεις τι εννοώ; Μερικές φορές εύχομαι να μπορούσα να γυρίσω σε μια "κανονική" ζωή. Αυτή η μυστική ζωή, εδώ, μαζί σου, αυτά τα όνειρα και τα ταξίδια, είναι δύσκολα για μένα». Ο Σωκράτης πήρε μια βαθειά ανάσα. Κάτι πολύ σπουδαίο ερχόταν: «Νταν, πρόκειται να αυξήσω τις απαιτήσεις μου από σένα, μόλις είσαι έτοιμος. Σου εγγυώμαι ότι θα θελήσεις να εγκαταλείψεις τη ζωή που ξέρεις και να προτιμήσεις εναλλακτικές λύσεις που φαίνονται πιο ελκυστικές, πιο ευχάριστες, πιο "φυσιολογικές". Τώρα, πάντως, αυτό θα ήταν πολύ μεγαλύτερο λάθος απ' ό,τι θα μπορούσες να φανταστείς». «Μα, πράγματι βλέπω την αξία αυτού που μου δείχνεις». «Ίσως να' ναι έτσι, έχεις όμως ακόμα μια εκπληκτική ικανότητα να εξαπατάς τον εαυτό σου. Γι' αυτό έπρεπε να ονειρευτείς τη ζωή σου. Θυμήσου την, όταν μπαίνεις στον πειρασμό να τρέξεις μακριά και να κυνηγήσεις τις ψευδαισθήσεις σου». «Μην ανησυχείς για μένα Σωκράτη. Μπορώ να τ' αντιμετωπίσω». Αν γνώριζα τι με περίμενε, θα είχα κρατήσει το στόμα μου κλειστό.

- 37 -

2. Ο ΙΣΤΟΣ ΤΗΣ ΠΛΑΝΗΣ

Οι μαρτιάτικοι άνεμοι άρχιζαν να ηρεμούν. Πολύχρωμα ανοιξιάτικα μπουμπούκια πότιζαν με τ' άρωμα τους τον αέρα — ακόμα και τα αποδυτήρια, όπου ξέπλενα στο ντους τον ιδρώτα και την κούραση από το σώμα μου, μετά την γεμάτη ενεργητικότητα προπόνηση. Ντύθηκα γρήγορα, κατέβηκα τα πίσω σκαλιά του Γυμναστηρίου Χάρμον και είδα τον ουρανό πάνω από το γήπεδο Εντουαρντς να βάφεται πορτοκαλής με τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου. Ο δροσερός αέρας με ανανέωσε. Νιώθοντας χαλαρωμένος και σε ειρήνη με τον κόσμο, κατέβηκα με την ησυχία μου στην πόλη για ένα χάμπουργκερ προτού πάω στο Θέατρο του Πανεπιστημίου. Σήμερα θα πρόβαλαν την «Μεγάλη Απόδραση», μια συναρπαστική ταινία με θέμα την τολμηρή απόδραση Άγγλων και Αμερικάνων αιχμαλώτων πολέμου. Αφού τελείωσε η ταινία, ανέβηκα τρέχοντας την Λεωφόρο Πανεπιστημίου, προς την πανεπιστημιούπολη, στρίβοντας στην Σάτακ, και έφτασα στο βενζινάδικο λίγα λεπτά μετά την αρχή της βάρδιας του Σωκράτη. Είχε πολύ κίνηση εκείνη τη βραδιά —τον βοήθησα λοιπόν μέχρι τα μεσάνυχτα περίπου. Μπήκαμε στο γραφείο και πλύναμε τα χέρια μας, και προς μεγάλη μου έκπληξη, εκείνος άρχισε να ετοιμάζει κινέζικο δείπνο ενώ ταυτόχρονα μπήκαμε σε μια καινούργια φάση της διδασκαλίας του. Όλα άρχισαν όταν του είπα για την «Μεγάλη Απόδραση». «Μοιάζει να είναι συναρπαστική ταινία», είπε, ανοίγοντας την σακούλα φρέσκων λαχανικών που είχε φέρει, «και ακόμα, πολύ ταιριαστή». «Α, ναι; Πώς κι έτσι;» «Κι εσύ, Νταν, έχεις την ανάγκη να δραπετεύσεις. Είσαι αιχμάλωτος των δικών σου ψευδαισθήσεων για τον εαυτό σου και για τον κόσμο γύρω σου. Για να ελευθερώσεις τον εαυτό σου, θα χρειαστείς περισσότερο κουράγιο και δύναμη, απ' οποιονδήποτε ήρωα του κινηματογράφου». Αισθανόμουν τόσο καλά εκείνη τη βραδιά, που δεν μπορούσα να πάρω τον Σωκράτη στα σοβαρά. «Δεν νιώθω φυλακισμένος — εκτός από τις στιγμές που με δένεις στην καρέκλα». Άρχισε να πλένει τα λαχανικά. Μέσα από τον ήχο του τρεχούμενου νερού, παρατήρησε: «Δεν βλέπεις την φυλακή, γιατί τα κάγκελα της είναι αόρατα. Ένα μέρος του καθήκοντος μου είναι να σε κάνω να δεις το μπλέξιμο σου, και ελπίζω αυτό να είναι η πιο απογοητευτική εμπειρία της ζωής σου». «Τι να πω; Σ' ευχαριστώ πολύ φίλε μου!» του απάντησα, σοκαρισμένος από την μοχθηρία του.

- 38 -

«Μάλλον δεν με κατάλαβες». Κούνησε ένα γογγύλι προς το μέρος μου — μετά το έκοψε μέσα σ' ένα μπώλ. «Η απογοήτευση είναι το μεγαλύτερο δώρο που μπορώ να σου δώσω. Δυστυχώς, λόγω του ότι σ' αρέσουν οι ψευδαισθήσεις, θεωρείς τον όρο αρνητικό. Συμπονείς κάποιον φίλο σου λέγοντας "Αχ, πόσο απογοητευτική εμπειρία πρέπει να ήταν αυτή" ενώ θα έπρεπε, αντί γι' αυτό, να γιορτάζεις μαζί του. Η λέξη απογοήτευση σημαίνει ετυμολογικά «ελεύθερος από την γοητεία», στην περίπτωση μας, την γοητεία των ψευδαισθήσεων. Αλλά εσύ κρέμεσαι από τις ψευδαισθήσεις σου». «Μίλα με γεγονότα,» τον προκάλεσα. «Γεγονότα,» είπε πετώντας παραδίπλα το τοφού που έκοβε σε κύβους. «Νταν, υποφέρεις, βασικά δεν απολαμβάνεις τη ζωή σου. Οι τρόποι που διασκεδάζεις, οι παιχνιδιάρικες ερωτικές σου σχέσεις, ακόμη και η γυμναστική είναι προσωρινοί τρόποι αποφυγής μιας υποβόσκουσας αίσθησης φόβου». «Για μισό λεπτό, Σωκράτη». Είχα εκνευριστεί. «Τι μου λες, ότι η γυμναστική, οι ταινίες και το σεξ είναι άσχημα πράγματα;» «Όχι απ' τη φύση τους. Αλλά για σένα είναι εθισμός και όχι διασκέδαση. Τα χρησιμοποιείς για να σε αποσπούν από εκείνο που θα έπρεπε να επιδιώξεις: την απελευθέρωση». «Περίμενε Σωκράτη. Αυτά δεν είναι γεγονότα». «Ναι, είναι, και πολύ αληθινά, ακόμα κι αν εσύ δεν μπορείς να το δεις προς το παρόν. Εσύ, Νταν, στην εξαρτημένη σου σταυροφορία για επιτυχίες και διασκέδαση, αποφεύγεις την βασική πηγή της δυστυχίας σου». «Ώστε έτσι πιστεύεις λοιπόν, έ;» του αντιγύρισα κοφτά, ανίκανος να κρύψω τον ανταγωνιστικό τόνο της φωνής μου. «Δεν ήταν κάτι που ήθελες πραγματικά να ακούσεις, σωστά;» «Όχι, όχι απαραίτητα. Είναι μια ενδιαφέρουσα θεωρία, αλλά δεν νομίζω ότι έχει εφαρμογή πάνω μου, αυτό είναι όλο. Τι θα 'λεγες για κάτι πιο ευχάριστο;» «Και βέβαια,» είπε, πιάνοντας τα λαχανικά και ξαναρχίζοντας το κόψιμο τους. «Η αλήθεια είναι, Νταν, ότι η ζωή σου είναι υπέροχη και ότι δεν υποφέρεις καθόλου. Δεν με χρειάζεσαι και είσαι ήδη πολεμιστής. Πώς σου φαίνεται αυτό;» «Πολύ καλύτερο!» γέλασα, και η διάθεση μου έφτιαξε αμέσως. Αλλά ήξερα ότι δεν ήταν αλήθεια. «Η αλήθεια μάλλον βρίσκεται κάπου μεταξύ και των δύο, δεν συμφωνείς;» Χωρίς να πάρει τα μάτια του από τα λαχανικά, ο Σωκράτης είπε: «Νομίζω ότι το δικό σου "κάπου μεταξύ" είναι κόλαση από τη δική μου οπτική γωνία». Τον ρώτησα, αμυνόμενος: «Είμαι ο μόνος ηλίθιος ή ειδικεύεσαι στους πνευματικά καθυστερημένους;» «Θα μπορούσες να το πεις κι αυτό». Χαμογέλασε, έριξε σουσαμέλαιο μέσα στο γουόκ και το έβαλε στο μάτι να ζεσταθεί. «Αλλά σχεδόν όλη η ανθρωπότητα έχει το δικό σου πρόβλημα». «Και ποιο πρόβλημα είναι αυτό;» «Νομίζω ότι στο εξήγησα ήδη,» είπε υπομονετικά. «Αν δεν αποκτήσεις αυτό που επιθυμείς, υποφέρεις — αν αποκτήσεις εκείνο που δεν θέλεις, υποφέρεις — ακόμα και όταν αποκτήσεις ακριβώς ό,τι επιθυμείς, πάλι υποφέρεις γιατί δεν θα μπορέσεις να το κρατήσεις για πάντα. Το μυαλό σου είναι το πρόβλημα σου. Θέλει να είναι

- 39 -

ελεύθερο από την αλλαγή, ελεύθερο από τον πόνο, ελεύθερο από τις υποχρεώσεις της ζωής και του θανάτου. Αλλά η αλλαγή είναι νόμος, και όσο και να προσποιηθείς, τούτη η πραγματικότητα δεν θα αλλάξει. «Σωκράτη, μπορείς να γίνεις πολύ καταθλιπτικός, το ξέρεις; Δεν νομίζω ότι πεινάω πια. Αν η ζωή είναι όλο θλίψη, τότε γιατί να μπει κανείς στον κόπο;» «Η ζωή δεν είναι θλίψη. Εσύ θα υποφέρεις αντί να την χαρείς, έως ότου εγκαταλείψεις τις εξαρτήσεις του μυαλού σου και την αφήσεις να κυλήσει όπως έρχεται, ό,τι κι αν συμβεί». Ο Σωκράτης έριξε τα λαχανικά στο λάδι που έκαιγε και ανακάτεψε. Μια θαυμάσια μυρωδιά γέμισε το γραφείο. Ξάφνου όλη μου η μνησικακία με εγκατέλειψε. «Νομίζω ότι μόλις ξαναβρήκα την όρεξη μου». Ο Σωκράτης γέλασε και μοίρασε τα τραγανά λαχανικά σε δύο πιάτα. Τα τοποθέτησε στο παλιό του γραφείο που χρησιμοποιούσαμε αντί για τραπέζι. Έτρωγε σιωπηλός πιάνοντας μικρές μπουκιές με τα ξυλαράκια του. Εγώ καταβρόχθισα τα λαχανικά σε μισό λεπτό — υποθέτω ότι πεινούσα πολύ. Καθώς ο Σωκράτης τελείωνε το γεύμα του, τον ρώτησα: «Και ποιες είναι οι θετικές χρήσεις του μυαλού;» Με κοίταξε πάνω από το πιάτο του «Δεν υπάρχουν». Μ' αυτή την απάντηση, ξανάρχισε να τρώει ήρεμα. «Δεν υπάρχουν! Σωκράτη, αυτό είναι τρέλα. Και οι δημιουργίες του μυαλού; Τα βιβλία, οι βιβλιοθήκες, οι τέχνες; Η πρόοδος της κοινωνίας μας που προήλθε από τα μεγαλοφυή μυαλά;» Μόρφασε, παράτησε τα ξυλαράκια του, και είπε: «Δεν υπάρχουν μεγαλοφυή μυαλά». Μετά πήγε τα πιάτα στον νεροχύτη. «Σωκράτη, πάψε να κάνεις αυτές τις ανεύθυνες δηλώσεις και εξηγήσου!» Βγήκε από το μπάνιο κρατώντας ψηλά δύο γυαλιστερά πιάτα. «Καλύτερα να επαναπροσδιορίσουμε μερικές έννοιες. Το "μυαλό" είναι μία από εκείνες τις αμφιλεγόμενες λέξεις, όπως η "αγάπη". Ο σωστός ορισμός εξαρτάται από το επίπεδο συνειδητότητάς σου. Δες το κι έτσι: έχεις έναν εγκέφαλο που κατευθύνει το σώμα σου, αποθηκεύει πληροφορίες και παίζει μ' αυτές. Ονομάζουμε τις αφηρημένες εργασίες του εγκεφάλου "διάνοια". Πουθενά δεν ανέφερα το μυαλό. Ο εγκέφαλος και το μυαλό δεν είναι το ίδιο. Ο εγκέφαλος είναι αληθινός — το μυαλό όχι». «Το "μυαλό" είναι μια απατηλή απόφυση των βασικών εγκεφαλικών διαδικασιών. Μοιάζει με έναν όγκο. Περιλαμβάνει όλες τις τυχαίες, ανεξέλεγκτες σκέψεις που ξεπηδούν από το υποσυνείδητο στο συνειδητό. Η συνειδητότητα δεν είναι μυαλό, η συναίσθηση δεν είναι μυαλό. Το μυαλό είναι ένα εμπόδιο, μια ενόχληση. Ένα είδος εξελικτικού λάθους στην ανθρώπινη ύπαρξη, μια πρωτογενής αδυναμία στο ανθρώπινο πείραμα. Δεν βρίσκω καμιά χρήση για το μυαλό». Έμεινα σιωπηλός, αναπνέοντας αργά. Δεν ήξερα τι να πω. Όμως σε λίγο βρήκα τις κατάλληλες λέξεις. «Η άποψη σου είναι μοναδική, Σωκράτη. Δεν καταλαβαίνω ακριβώς για ποιο πράγμα μιλάς, αλλά μου φαίνεσαι αρκετά ειλικρινής». Σήκωσε τους ώμους του και χαμογέλασε.

- 40 -

«Σωκράτη,» συνέχισα «πρέπει να κόψω το κεφάλι μου για να ξεφορτωθώ το μυαλό μου;» Με το χαμόγελο στα χείλη, μου απάντησε: «Αυτός είναι ένας τρόπος θεραπείας, αλλά έχει ανεπιθύμητες παρενέργειες. Ο εγκέφαλος είναι χρήσιμο εργαλείο. Μπορεί να ανακαλεί αριθμούς τηλεφώνου, να λύνει προβλήματα μαθηματικών, να δημιουργεί ποίηση. Με αυτόν τον τρόπο, δουλεύει για το υπόλοιπο σώμα, σαν ένα είδος τρακτέρ. Αλλά όταν δεν μπορείς να πάψεις να σκέφτεσαι ένα συγκεκριμένο πρόβλημα μαθηματικών ή κάποιον αριθμό τηλεφώνου, ή όταν, χωρίς να το θέλεις, βγαίνουν στην επιφάνεια ανήσυχες σκέψεις και αναμνήσεις, τότε δεν είναι ο εγκέφαλος σου που δουλεύει — είναι το μυαλό σου που περιφέρεται. Τότε το μυαλό σου σε ελέγχει — τότε το τρακτέρ είναι εκτός ελέγχου». «Το' πιασα». «Για να το πιάσεις πραγματικά, πρέπει να παρατηρήσεις τον εαυτό σου, και θα δεις τι εννοώ. Ξεπετάγεται μια θυμωμένη σκέψη και αμέσως θυμώνεις. Το ίδιο συμβαίνει με όλα σου τα συναισθήματα. Είναι οι αντανακλαστικές σου αντιδράσεις σε σκέψεις που δεν μπορείς να ελέγξεις. Οι σκέψεις σου είναι σαν άγριες μαϊμούδες που τις δάγκωσε σκορπιός». «Σωκράτη, σκέφτηκα..». «Σκέφτεσαι υπερβολικά!» «Θα σου έλεγα απλά ότι επιθυμώ πραγματικά να αλλάξω. Ανέκαθεν υπήρξα ανοιχτός στις αλλαγές». «Αυτό,» είπε ο Σωκράτης «είναι μια από τις μεγαλύτερες σου ψευδαισθήσεις. Υπήρξες πρόθυμος να αλλάξεις τρόπο ενδυμασίας, χτένισμα, γυναίκες, διαμερίσματα και δουλειές. Είσαι πρόθυμος να αλλάξεις οτιδήποτε εκτός από τον εαυτό σου, αλλά θα το κάνεις. Ή θα σου ανοίξω εγώ τα μάτια, ή ο χρόνος — όμως ο χρόνος δεν είναι πάντοτε ευγενικός,» είπε δυσοίωνα. «Διάλεξε και πάρε. Αλλά πρώτα, συνειδητοποίησε ότι είσαι φυλακισμένος, και μετά μπορούμε να σχεδιάσουμε την απόδραση σου». Μ' αυτά τα λόγια κάθισε στο γραφείο του, πήρε ένα μολύβι και άρχισε να τσεκάρει αποδείξεις. Έμοιαζε με πολυάσχολο επιχειρηματία. Είχα την αίσθηση ότι μου επιτρεπόταν να φύγω. Χαιρόμουν που το μάθημα είχε τελειώσει. Οι μέρες έγιναν εβδομάδες κι εγώ ήμουν πολύ απασχολημένος, έλεγα στον εαυτό μου, για να επισκεφτώ τον Σωκράτη. Αλλά οι λέξεις που είχε πει κουδούνιζαν στο μυαλό μου. Με απασχολούσε το νόημα τους. Άρχισα να κουβαλώ μαζί μου ένα μικρό σημειωματάριο, όπου σημείωνα τις σκέψεις που έκανα κατά τη διάρκεια της ημέρας —εκτός από τις ώρες της προπόνησης, οπότε οι σκέψεις έδιναν τη θέση τους στη δράση. Μέσα σε δυο μέρες αναγκάστηκα να αγοράσω μεγαλύτερο σημειωματάριο. Σε μια βδομάδα και αυτό είχε γεμίσει. Είχα μείνει έκπληκτος από τον όγκο και την αρνητικότητα των νοητικών μου διεργασιών. Αυτή η πρακτική με έκανε να συνειδητοποιήσω το θόρυβο των σκέψεων μου. Μέχρι τότε ήταν μια μουσική στο βάθος, τώρα είχα αυξήσει την ένταση τους. Έπαψα να κρατώ σημειώσεις αλλά το σάλπισμα των σκέψεων μου παρέμεινε. Ίσως ο Σωκράτης να μπορούσε να με βοηθήσει να ελέγξω την ένταση. Αποφάσισα να τον επισκεφτώ το βράδυ. Τον βρήκα στο γκαράζ, να καθαρίζει την μηχανή μιας παλιάς Σεβρολέτ. Ήμουν έτοιμος να μιλήσω, όταν εμφανίστηκε στο κατώφλι η μικρόσωμη μελαχρινή φιγούρα - 41 -

μιας νέας γυναίκας. Ούτε ο Σωκράτης την είχε ακούσει να μπαίνει, πράγμα πολύ ασυνήθιστο. Την είδε λίγο πριν από μένα και γλίστρησε κοντά της με ανοιχτή την αγκαλιά του. Εκείνη πήγε χορεύοντας κοντά του, αγκαλιάστηκαν και άρχισαν να στριφογυρίζουν μέσα στο δωμάτιο. Για τα επόμενα λίγα λεπτά κοίταζαν ο ένας τον άλλον στα μάτια. Ο Σωκράτης ρωτούσε «Ναι;» και εκείνη του απαντούσε «Ναι». Ήταν αρκετά αλλόκοτο. Μην έχοντας τι άλλο να κάνω, την παρατηρούσα κάθε φορά που περνούσε από κοντά μου. Ήταν γύρω στο ένα μέτρο και εξήντα εκατοστά, γεροδεμένη αλλά και εύθραυστη ταυτόχρονα. Είχε δεμένα κότσο τα μακριά μαύρα μαλλιά της, αποκαλύπτοντας έτσι το καθάριο, λαμπερό της πρόσωπο. Το πιο αξιοπρόσεκτο χαρακτηριστικό του προσώπου της ήταν τα μάτια της — μεγάλα, σκούρα μάτια. Το ανοιχτό μου στόμα πρέπει να είχε τραβήξει την προσοχή τους. Ο Σωκράτης είπε, «Νταν, αυτή είναι η Τζόϋ». (σ.μ. joy = χαρά) Απ' την πρώτη στιγμή αισθάνθηκα να με τραβάει. Τα μάτια της έλαμπαν και χαμογελούσε απαλά και σκανδαλιάρικα. «Τζόϋ είναι το όνομα σου ή η διάθεση σου;» ρώτησα κάνοντας τον έξυπνο. «Και τα δύο» μου απάντησε. Κοίταξε τον Σωκράτη — εκείνος έγνεψε καταφατικά. Τα χέρια της τυλίχτηκαν γύρω από τη μέση μου σε ένα πολύ τρυφερό αγκάλιασμα. Με μιας ένιωσα δέκα φορές πιο φορτισμένος ενεργειακά από ποτέ. Αισθάνθηκα ανακουφισμένος, θεραπευμένος, ξεκούραστος και τελείως ερωτευμένος. Η Τζόϋ με κοίταξε με τα μεγάλα, λαμπερά της μάτια πράγμα που έκανε και τα δικά μου μάτια να λάμψουν. «Ο γέρο Βούδας πάει να σε ξεζουμίσει, έτσι;» ρώτησε μαλακά. «Εε, μάλλον». Ξύπνα Νταν, σκέφτηκα. «Πάντως, το στύψιμο αξίζει τον κόπο. Το ξέρω, είχε καταπιαστεί και μ' εμένα». Το στόμα μου ήταν πολύ αδύναμο για να ρωτήσω λεπτομέρειες. Έτσι κι αλλιώς είχε αρχίσει να μιλάει στον Σωκράτη. «Φεύγω τώρα. Γιατί δεν συναντιόμαστε οι τρεις μας, εδώ, το Σάββατο το πρωί στις δέκα για να πάμε για πικ-νικ στο Πάρκο Τίλντεν; Θα φέρω και φαγητό. Ο καιρός φαίνεται καλός. Εντάξει;» Κοίταξε τον Σωκράτη και μετά εμένα. Έγνεψα μουδιασμένα καθώς γλιστρούσε αθόρυβα έξω. Δεν ήμουν και σπουδαία βοήθεια για τον Σωκράτη το υπόλοιπο της βραδιάς. Αλλά και η υπόλοιπη βδομάδα πήγε χαμένη. Τελικά, όταν ήρθε το Σάββατο, περπάτησα ως το βενζινάδικο χωρίς να φοράω το πουκάμισο μου. Ήθελα να με μαυρίσει λίγο ο ανοιξιάτικος ήλιος, και ήλπιζα επίσης να εντυπωσιάσω τη Τζόϋ με το μυώδες στέρνο μου. Πήραμε το λεωφορείο μέχρι το πάρκο. Περπατήσαμε στην εξοχή, πάνω στο παχύ στρώμα από ξερά φύλλα, ανάμεσα σε σημύδες, πεύκα και λεύκες. Απλώσαμε τα φαγητά πάνω σ' ένα χορταριασμένο λοφάκι που το έβλεπε ο ζεστός ήλιος. Ξάπλωσα βαριά πάνω στην κουβέρτα, ανυπόμονος να ψηθώ κάτω από τον ήλιο, με την ελπίδα ότι η Τζόϋ θα έκανε το ίδιο. Χωρίς προειδοποίηση, άρχισε να φυσάει και μαζεύτηκαν σύννεφα. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Άρχισε να βρέχει, πρώτα ψιχάλες και μετά κατακλυσμός. Άρπαξα το πουκάμισο μου και το φόρεσα βρίζοντας. Ο Σωκράτης γελούσε.

- 42 -

«Πώς γίνεται να σου φαίνεται αστείο!» παραπονέθηκα. «Εδώ μουσκεύουμε, δεν υπάρχει λεωφορείο για καμιά ώρα από τώρα, και το φαγητό καταστράφηκε. Η Τζόϋ το είχε μαγειρέψει και δεν νομίζω να το βρίσκει τόσο αστ...». Η Τζόϋ γελούσε επίσης. «Δεν γελάω με την βροχή» είπε ο Σωκράτης. «Μ' εσένα γελάω». Μούγκρισε, και κυλίστηκε στα υγρά φύλλα. Η Τζόϋ άρχισε να χορεύει μουρμουρίζοντας το «Τραγουδώντας στη Βροχή». Η Τζίντζερ Ρότζερς και ο Βούδας — αυτό πήγαινε πολύ! Η βροχή σταμάτησε όσο ξαφνικά είχε αρχίσει. Βγήκε ο ήλιος και σύντομα το φαγητό και τα ρούχα μας είχαν στεγνώσει. «Υποθέτω ότι έπιασε τόπο ο χορός της βροχής που έκανα». Η Τζόϋ υποκλίθηκε. Ενώ εκείνη στάθηκε από πίσω μου και άρχισε να τρίβει τους ώμους μου, ο Σωκράτης άρχισε να μιλάει. «Είναι καιρός, Νταν, να αρχίσεις να μαθαίνεις από τις εμπειρίες στη ζωή σου, αντί να παραπονιέσαι γι' αυτές ή να τις απολαμβάνεις. Μόλις σου προσφέρθηκαν δύο πολύ σπουδαία μαθήματα — ουρανοκατέβατα, θα μπορούσα να πω». Ορμηξα στο φαγητό, προσπαθώντας να μην τον ακούω. «Πρώτον,» είπε, μασώντας ένα φύλλο μαρούλι, «ούτε η απογοήτευση σου, ούτε ο θυμός σου προκλήθηκαν απ' τη βροχή». Το στόμα μου ήταν γεμάτο με σαλάτα και δεν μπόρεσα να διαμαρτυρηθώ. Ο Σωκράτης συνέχισε, κουνώντας ηγεμονικά προς το μέρος μου ένα καρότο. «Η βροχή ήταν μια νομοτελής εκδήλωση της φύσης. Η "αναστάτωση" σου για το κατεστραμμένο μας πικ-νικ και η "χαρά" σου όταν ξαναβγήκε ο ήλιος, ήταν προϊόντα των σκέψεων σου. Δεν είχαν να κάνουν με τα γεγονότα αυτά καθ' αυτά. Για παράδειγμα, δε σου έχει τύχει να είσαι "δυστυχισμένος" σε γιορτές; Τότε είναι ολοφάνερο, όχι το μυαλό σου και όχι οι άλλοι άνθρωποι ή το περιβάλλον είναι η πηγή της διάθεσης σου. Αυτό είναι το πρώτο μάθημα». Καταπίνοντας την πατατοσαλάτα του, ο Σωκράτης είπε, «Το δεύτερο μάθημα πηγάζει από το γεγονός ότι θύμωσες περισσότερο όταν παρατήρησες ότι εγώ δεν είχα αναστατωθεί καθόλου. Άρχισες να βλέπεις τον εαυτό σου, σε σύγκριση με έναν πολεμιστή — δύο πολεμιστές μάλλον». Μόρφασε στην Τζόϋ. «Δεν σου άρεσε καθόλου, έτσι Νταν; Γιατί ίσως να σήμαινε ότι πρέπει να αλλάξεις». Κακοδιάθετος, αφομοίωνα αυτά που έλεγε. Ούτε που το κατάλαβα ότι εκείνος και η Τζόϋ είχαν φύγει. Σε λίγο ξανάρχισε να ψιχαλίζει. Ο Σωκράτης και η Τζόϋ επέστρεψαν στην κουβέρτα. Ο Σωκράτης άρχισε να πηδάει πάνω-κάτω, μιμούμενος την προηγούμενη συμπεριφορά μου. «Να πάρει ο διάολος τη βροχή!» φώναξε. «Πάει το πικ-νικ μας!» Περπάτησε με βαριά βήματα πέρα-δώθε, σταμάτησε με το ένα πόδι στον αέρα, και μού κλείσε το μάτι με ένα πονηρό χαμόγελο. Μετά βούτηξε με την κοιλιά σε μια λακκούβα γεμάτη φύλλα, και προσποιήθηκε ότι κολυμπούσε. Η Τζόϋ άρχισε να τραγουδάει ή να γελάει — δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τι απ' τα δύο. Τότε αφέθηκα ελεύθερος και άρχισα να κυλιέμαι μαζί τους στα υγρά φύλλα, παλεύοντας με την Τζόϋ. Αυτό μου άρεσε ιδιαίτερα, και νομίζω ότι άρεσε και σε εκείνη. Τρέχαμε και χορεύαμε τρελά μέχρι που ήρθε η ώρα να φύγουμε. Η Τζόϋ έμοιαζε με παιχνιδιάρικο σκυλάκι — αλλά ήταν και μια περήφανη, δυνατή γυναίκα. Είχα δαγκώσει για τα καλά τη λαμαρίνα.

- 43 -

Καθώς το λεωφορείο κατέβαινε κουνάμενο-συνάμενο τους γεμάτους στροφές λόφους πάνω από τον κόλπο, ο ουρανός έγινε ροζ-χρυσαφής μέσα στο ηλιοβασίλεμα. Ο Σωκράτης έκανε μια άσκοπη προσπάθεια να συνοψίσει τα μαθήματα μου ενώ εγώ προσπαθούσα όσο περισσότερο μπορούσα να τον αγνοήσω και να στριμωχτώ με την Τζόϋ στο πίσω κάθισμα. «Χμ,χμ! Μπορώ να έχω την προσοχή σας, κύριε» είπε. Έσκυψε προς τα μένα, έπιασε την μύτη μου με δύο από τα δάχτυλα του και γύρισε το πρόσωπο μου προς το μέρος του. «Τε θελες;» ρώτησα. Η Τζόϋ ψιθύριζε στο αυτί μου την ώρα που ο Σωκράτης κρατούσε τη μύτη μου. «Προτιμμώ ννα ακούω εκείννη από το νν' ακούω εσέννα,» πρόσθεσα. «Εκείνη θα σε οδηγήσει στον εύκολο δρόμο,» είπε αφήνοντας τη μύτη μου. «Ακόμη και ένας νεαρός, πιασμένος στα δίχτυα του έρωτα μπορεί να δει καθαρά ότι το μυαλό του δημιουργεί τις απογοητεύσεις του και τις... χαρές του». «Τέλεια επιλογή λέξεων» είπα, χάνοντας τον εαυτό μου μέσα στα μάτια της Τζόϋ. Το λεωφορείο έπαιρνε τη στροφή, και όλοι μας μείναμε σιωπηλοί, βλέποντας τα φώτα του Σαν Φραντσίσκο να ανάβουν. Σταμάτησε στους πρόποδες του λόφου. Η Τζόϋ σηκώθηκε γρήγορα και βγήκε έξω με τον Σωκράτη από πίσω της. Πήγα να τους ακολουθήσω αλλά εκείνος με κοίταξε και είπε «Όχι». Αυτό όλο κι όλο. Η Τζόϋ με κοίταζε από το ανοιχτό παράθυρο. «Τζόϋ, πότε θα σε ξαναδώ;» «Μπορεί σύντομα. Εξαρτάται» είπε. «Εξαρτάται από τι;» ρώτησα. «Τζόϋ περίμενε, μη φεύγεις. Οδηγέ, άσε με να κατέβω!» Αλλά το λεωφορείο ήδη απομακρυνόταν. Η Τζόϋ και ο Σωκράτης είχαν εξαφανιστεί στο σκοτάδι. Την Κυριακή ήμουν βυθισμένος σε βαθιά απελπισία, την οποία δεν μπορούσα να ελέγξω. Την Δευτέρα, στο μάθημα, ίσα που μπορούσα ν' ακούσω τι έλεγε ο καθηγητής μου. Στην προπόνηση ήμουν αφηρημένος και η ενέργεια μου πεσμένη. Δεν είχα φάει τίποτε μετά από το πικ-νικ. Προετοιμάστηκα για την επίσκεψη μου στο βενζινάδικο, το βράδυ της Δευτέρας. Αν έβρισκα την Τζόϋ εκεί, θα την έπειθα να φύγει μαζί μου — ή θα έφευγα εγώ μαζί της. Πράγματι, ήταν εκεί όταν έφτασα στο γραφείο και γελούσαν με τον Σωκράτη. Ένιωθα σαν παρείσακτος και αναρωτήθηκα αν γελούσαν εξ' αιτίας μου. Μπήκα μέσα, έβγαλα τα παπούτσια μου και κάθισα. «Τι νέα Νταν; Έγινες εξυπνότερος απ' ό,τι ήσουν το Σάββατο;» είπε ο Σωκράτης. Η Τζόϋ απλά χαμογέλασε, αλλά το χαμόγελο της με πόνεσε. «Δεν ήμουν σίγουρος ότι θα 'ρχόσουν σήμερα, Ντάνυ, από φόβο μήπως έλεγα κάτι που δεν ήθελες ν' ακούσεις». Οι λέξεις του με χτυπούσαν σαν σφυριά. Έτριξα τα δόντια μου. «Προσπάθησε να χαλαρώσεις, Νταν» είπε η Τζόϋ. Ξέρω ότι προσπαθούσε να με βοηθήσει αλλά ένιωθα να με καταβάλει η κριτική τους. «Νταν,» συνέχισε ο Σωκράτης, «Αν συνεχίσεις να μη βλέπεις τις αδυναμίες σου, δεν θα μπορέσεις να τις διορθώσεις, ούτε θα μπορείς να εκμεταλλευτείς τις δυνάμεις σου. Είναι όπως στη γυμναστική. Κοίτα τον εαυτό σου!» Δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη. Όταν τα κατάφερα, η φωνή μου έτρεμε από ένταση, θυμό κι αυτολύπηση. «Εγώ... Βλέπω..». Δεν ήθελα να φερθώ έτσι μπροστά της! - 44 -

Χαρούμενος, ο Σωκράτης συνέχισε. «Σου έχω εξηγήσει ότι η παθολογική προσοχή που δίνεις στις διαθέσεις και παρορμήσεις του μυαλού σου είναι ένα βασικό λάθος. Αν επιμείνεις σ' αυτό θα παραμείνεις ο εαυτός σου — και δεν μπορώ να φανταστώ χειρότερη μοίρα!» Με αυτά του τα λόγια, ο Σωκράτης γέλασε με την καρδιά του και η Τζόϋ έγνεψε επιδοκιμαστικά. «Γίνεται καμιά φορά βαρύς και ασήκωτος, έτσι δεν είναι;» μόρφασε στον Σωκράτη. Στάθηκα ακίνητος και έσφιξα τις γροθιές μου. Κάποια στιγμή μπόρεσα να μιλήσω. «Δεν θεωρώ κανέναν από τους δυο σας διασκεδαστικό». Προσπαθούσα να ελέγξω τη φωνή μου. Ο Σωκράτης απλώθηκε στην καρέκλα και με απίστευτα σκληρή φωνή είπε, «Είσαι θυμωμένος και δεν καταφέρνεις καθόλου καλά να το κρύψεις, γάιδαρε». («Όχι μπροστά στην Τζόϋ!» σκέφτηκα.) «Ο θυμός σου,» συνέχισε, «είναι η απόδειξη ότι επιμένεις στις ψευδαισθήσεις σου. Γιατί υπερασπίζεσαι έναν εαυτό στον οποίο δεν πιστεύεις καν; Πότε θα μεγαλώσεις;» «Άκου εδώ, τρελέ γερο-μπάσταρδε!» ούρλιαξα. «Είμαι περίφημα! Έρχομαι εδώ για να σπάω πλάκα. Και είδα όλα όσα μου χρειάζονταν. Ο δικός σου κόσμος είναι γεμάτος θλίψη, όχι ο δικός μου. Σίγουρα, με πιάνει κατάθλιψη, μόνο όμως όταν είμαι μαζί σου!» Ούτε ο Σωκράτης ούτε η Τζόϋ μίλησαν. Κούνησαν τα κεφάλια τους συγκαταβατικά. Να πάρει ο διάολος τη συγκατάβαση τους! «Και οι δυο σας, θεωρείτε τα πάντα τόσο ξεκάθαρα, τόσο απλά και αστεία. Δεν σας καταλαβαίνω και δεν νομίζω ότι θέλω να σας καταλάβω». Τυφλός από ντροπή, σύγχυση και πόνο, βγήκα τρεκλίζοντας έξω και ορκίστηκα στον εαυτό μου ότι θα τους ξεχνούσα, θα ξεχνούσα και εκείνη και το ότι κάποια νύχτα με αστέρια είχα μπει σ' αυτό το βενζινάδικο. Ήξερα ότι η αγανάκτηση μου ήταν σκέτη υποκρισία. Το χειρότερο ήταν ότι ήξερα πως το ήξεραν κι εκείνοι. Τα είχα κάνει θάλασσα. Ένιωθα αδύναμος και ηλίθιος, σαν μικρό παιδί. Δεν μ' ένοιαζε να μου πέσουν τα μούτρα μπροστά στον Σωκράτη, αλλά όχι και μπροστά στην Τζόϋ. Τώρα ήμουν σίγουρος ότι την είχα χάσει για πάντα. Κατάλαβα ότι έτρεχα στην αντίθετη κατεύθυνση από το σπίτι μου. Κατέληξα σε ένα μπαράκι στην Λεωφόρο Γιουνιβέρσιτυ, κοντά στην οδό Γκρόουβ. Μέθυσα όσο πιο πολύ μπορούσα και όταν κατάφερα να φτάσω στο διαμέρισμα, έπεσα, ευτυχώς, αναίσθητος. Δεν θα μπορούσα ποτέ να γυρίσω πίσω. Αποφάσισα να προσπαθήσω να ξαναβρώ την φυσιολογική μου ζωή, αυτήν που είχα παρατήσει πριν μερικούς μήνες. Το πρώτο πράγμα που έπρεπε να κάνω ήταν να κερδίσω το χαμένο χρόνο στις μελέτες μου, αν ήθελα να αποφοιτήσω. Η Σούζυ μου δάνεισε τις σημειώσεις της Ιστορίας, ένας από την ομάδα γυμναστικής τις σημειώσεις της Ψυχολογίας. Έμενα ξύπνιος μέχρι αργά το βράδυ και έγραφα εργασίες — είχα χωθεί μέσα στα βιβλία. Έπρεπε να θυμηθώ πολλά πράγματα, και να ξεχάσω άλλα τόσα. Στο γυμναστήριο προπονιόμουν μέχρι τελικής πτώσεως. Στην αρχή ο προπονητής μου και τ' άλλα μέλη της ομάδας χαίρονταν για την καινούργια μου αυτή αλλαγή. Ο Ρικ και ο Σιντ, δύο από τους στενότερους φίλους μου στην προπόνηση, έμειναν έκπληκτοι με την τόλμη μου και αστειεύονταν αποκαλώντας με «καμικάζι». Νόμιζαν ότι ξεχείλιζα από κουράγιο. Εγώ όμως ήξερα ότι ήθελα να κάνω κακό στον εαυτό μου

- 45 -

— ήθελα να χρησιμοποιήσω τον σωματικό πόνο σαν δικαιολογία για τον εσωτερικό μου πόνο. Μετά από λίγο, ο Ρικ και ο Σιντ άρχισαν να ανησυχούν. «Νταν, είδες τους κύκλους που έχεις κάτω από τα μάτια σου; Πότε ξυρίστηκες για τελευταία φορά;» ρώτησε ο Ρικ. Ο Σιντ θεώρησε ότι είχα αδυνατήσει πολύ. «Συμβαίνει τίποτε, Νταν;» «Δεν σε αφορά» του είπα απότομα. «Όχι, συγνώμη Σιντ, ευχαριστώ, αλλά είμαι μια χαρά. Αδύνατος και ωραίος, έτσι δεν λένε;» «Εντάξει, αλλά πάρε κανέναν υπνάκο πότε-πότε, αλλιώς μέχρι το καλοκαίρι θα έχεις εξαφανιστεί». «Ναι, βέβαια». Δεν του είπα ότι δεν θα με πείραζε να εξαφανιζόμουν. Τα λίγα γραμμάρια λίπους που μου είχαν απομείνει, έγιναν μύες και κρέας. Έμοιαζα με άγαλμα του Μιχαήλ Αγγέλου. Το δέρμα μου έλαμπε σαν μάρμαρο, χλωμό και διάφανο. Πήγαινα σινεμά σχεδόν κάθε βράδυ αλλά δεν μπορούσα να διώξω απ' το μυαλό μου την εικόνα του Σωκράτη, να κάθεται στο βενζινάδικο, ίσως παρέα με τη Τζόϋ. Μεριές φορές φανταζόμουν τους δυο τους να κάθονται εκεί και να γελάνε μαζί μου. Ίσως να ήμουν κάτι σαν θήραμα γι αυτούς τους πολεμιστές. Δεν έβγαινα ούτε με τη Σούζυ ούτε με άλλες γυναίκες. Όλες τις σεξουαλικές μου ορμές τις ξέπλενα με τον ιδρώτα της προπόνησης. Εξάλλου πώς θα μπορούσα να κοιτάξω τα μάτια κάποιας άλλης, τώρα που είχα δει τα μάτια της Τζόϋ; Μια νύχτα, ξύπνησα από ένα χτύπημα στην πόρτα μου και άκουσα τη Σούζυ να λέει δειλά: «Ντάνυ, είσαι μέσα; Νταν;». Έριξε ένα σημείωμα από την χαραμάδα της πόρτας. Ούτε που σηκώθηκα να το κοιτάξω. Η ζωή μου έγινε σκέτη δοκιμασία. Το γέλιο των ανθρώπων μου πονούσε τ' αυτιά. Φανταζόμουν τον Σωκράτη και την Τζόϋ να κακαρίζουν, σαν ένας μάγος και μια μάγισσα, και να μηχανορραφούν εναντίον μου. Οι ταινίες που έβλεπα ήταν άχρωμες, το φαγητό μου είχε γεύση ζυμαριού. Και μία μέρα, στην τάξη, ενώ ο Γουώτκινς ανέλυε τις κοινωνικές προεκτάσεις κάποιου πράγματος, στάθηκα όρθιος και άκουσα τον εαυτό μου να φωνάζει: «Βλακείες!» με όλη μου τη δύναμη. Ο Γουώτκινς προσπάθησε να με αγνοήσει, αλλά όλα τα μάτια — πεντακοσίων περίπου ατόμων — ήταν στραμμένα πάνω μου. Είχα κοινό! Τώρα θα τους έδειχνα! «Βλακείες!» φώναξα. Κάποιοι, μεσ' το πλήθος χειροκρότησαν και δημιουργήθηκε ένας βόμβος από γέλια και ψίθυρους. Ο Γουώτκινς, ψύχραιμος όπως πάντα, μου πρότεινε: «Θα ήθελες να μας το εξηγήσεις αυτό;» Πέρασα σπρώχνοντας ανάμεσα από τα καθίσματα και έφτασα στην εξέδρα. Ξαφνικά, ευχόμουν να είχα φορέσει ένα καθαρό πουκάμισο και να είχα ξυριστεί. Στάθηκα απέναντι του. «Τι σχέση έχουν όλα αυτά με την ευτυχία, με τη ζωή;» Ακούστηκαν περισσότερα χειροκροτήματα από πριν. Ένιωθα ότι με ζύγιζε με το βλέμμα του για να δει αν ήμουν επικίνδυνος — και αποφάσισε ότι ίσως και να 'μουνα. Και πολύ σωστά έκανε! Αισθανόμουν ήδη πιο αισιόδοξος. «Ίσως να έχεις κάποιο δίκιο» είπε συγκαταβατικά. Θεέ μου, με κορόιδευε μπροστά σε πεντακόσια άτομα! Ήθελα να τους εξηγήσω πώς είχαν τα πράγματα — να τους διδάξω, να τους κάνω να δουν την αλήθεια. Γύρισα προς την τάξη και άρχισα να τους

- 46 -

λέω για τη συνάντηση μου με έναν άντρα σε ένα βενζινάδικο που μου είχε δείξει ότι η ζωή δεν ήταν αυτό που φαινόταν να είναι. Άρχισα την ιστορία του βασιλιά στο βουνό, που ήταν ο μόνος λογικός μέσα σε μια τρελή πολιτεία. Στην αρχή, η σιωπή ήταν απόλυτη. Μετά μερικά άτομα άρχισαν να γελούν. Τι πήγαινε στραβά; Δεν είχα πει τίποτε αστείο. Συνέχισα την ιστορία, αλλά γρήγορα τα γέλια απλώθηκαν στο αμφιθέατρο. Ήταν όλοι τους τρελοί, ή μήπως ήμουν εγώ; Ο Γουώτκινς μου ψιθύρισε κάτι, αλλά δεν τον άκουσα. Συνέχισα, χωρίς αποτέλεσμα. Μου ξαναψιθύρισε. «Παιδί μου, νομίζω ότι γελάνε επειδή είναι ανοιχτά τα "μαγαζιά" σου». Ταπεινωμένος, κοίταξα προς τα κάτω και μετά το πλήθος. Όχι! Όχι, όχι ξανά, όχι ο ηλίθιος πάλι, όχι ο γάιδαρος! Άρχισα να κλαίω, και τα γέλια σταμάτησαν. Βγήκα τρέχοντας από το κτίριο, μέχρι που δεν μπορούσα να τρέξω άλλο. Δύο γυναίκες πέρασαν από δίπλα μου — πλαστικά ρομπότ, κηφήνες της κοινωνίας. Προσπερνώντας με, με κοίταξαν με αηδία και έστρεψαν το βλέμμα τους αλλού. Κοίταξα τα βρώμικα μου ρούχα τα οποία πιθανότατα μύριζαν. Τα μαλλιά μου ήταν μπλεγμένα και αχτένιστα. Είχα μέρες να ξυριστώ. Βρέθηκα στον φοιτητικό σύλλογο, χωρίς να ξέρω πώς είχα φτάσει εκεί, και σωριάστηκα σε μια γλοιώδη καρέκλα με πλαστικό κάλυμμα, όπου και αποκοιμήθηκα. Ονειρεύτηκα ότι ήμουν καρφωμένος με ένα λαμπερό σπαθί σε ένα ξύλινο αλογάκι. Το άλογο, κολημμένο σε ένα γυρτό «γύρω-γύρω όλοι», στριφογύριζε συνέχεια, ενώ εγώ προσπαθούσα να ξεφύγω. Υπήρχε στον αέρα μια παράφωνη, μελαγχολική μουσική, και από πίσω της άκουγα ένα απαίσιο γέλιο. Ξύπνησα ζαλισμένος και πήγα παραπατώντας στο σπίτι μου. Παρασυρόμουν από την καθημερινή ρουτίνα της σχολής, σαν φάντασμα. Ο κόσμος μου είχε γυρίσει ανάποδα. Είχα ήδη δοκιμάσει να επιστρέψω στον παλιό μου τρόπο ζωής, να παρακινήσω τον εαυτό μου να μελετήσει και να προπονηθεί, αλλά τίποτε δεν είχε πια σημασία. Στο μεταξύ, οι καθηγητές μου παπαγάλιζαν λόγια για την Αναγέννηση, για το ένστικτο του αρουραίου και για τη μέση περίοδο του έργου του Μίλτον. Περνούσα κάθε μέρα από την Σπράουλ Πλάζα, μέσα από διαδηλώσεις του πανεπιστημίου, από καταλήψεις, από διαμαρτυρίες. Τίποτε από αυτά δεν σήμαινε κάτι για μένα. Η «σπουδαστική εξουσία» δεν μπορούσε να με ανακουφίσει, τα ναρκωτικά δεν ήταν παρηγοριά. Άφησα λοιπόν τον εαυτό μου να παρασυρθεί, σαν ξένος σε ξένη χώρα, παγιδευμένος μεταξύ δύο κόσμων, χωρίς όμως να μπορώ να πιαστώ γερά από κανέναν. Αργά ένα απόγευμα, καθόμουν σ' ένα σύδεντρο από σεκόγιες, κοντά στα όρια της πανεπιστημιούπολης και περίμενα το σκοτάδι εξετάζοντας ποιος ήταν ο καλύτερος τρόπος να αυτοκτονήσω. Δεν ανήκα πια σ' αυτόν τον κόσμο. Κάπου είχα χάσει τα παπούτσια μου. Φορούσα μια μόνο απ' τις κάλτσες μου, και τα πόδια μου είχαν γίνει καφέ από το ξεραμένο αίμα. Δεν ένιωθα ούτε πόνο ούτε τίποτε. Αποφάσισα να δω τον Σωκράτη για τελευταία φορά. Έσυρα τα πόδια μου ως το βενζινάδικο και σταμάτησα στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Τέλειωνε κάτι σ' ένα αυτοκίνητο. Τότε μπήκαν στο βενζινάδικο μια κυρία και ένα μικρό κορίτσι, τεσσάρων περίπου χρόνων. Δεν νομίζω ότι η γυναίκα ήξερε τον Σωκράτη, μάλλον του ζητούσε οδηγίες. Ξαφνικά, το κοριτσάκι τον πλησίασε με τα χέρια απλωμένα. Εκείνος τη σήκωσε και η μικρή αμέσως τον αγκάλιασε. Η γυναίκα προσπάθησε να την τραβήξει μακριά από τον Σωκράτη αλλά το κορίτσι δεν τον άφηνε. Ο Σωκράτης

- 47 -

γέλασε, της μίλησε ξαναγκαλιάστηκαν.

και

την

ακούμπησε

μαλακά

κάτω.

Γονάτισε,

και

Ένιωσα μια ανεξήγητη θλίψη και άρχισα να κλαίω. Το σώμα μου έτρεμε από την οδύνη. Έκανα μεταβολή, έτρεξα κάμποσα μέτρα και κατέρρευσα στο μονοπάτι. Ήμουν πολύ αποκαμωμένος για να γυρίσω στο σπίτι μου, για να κάνω οτιδήποτε, και αυτό πρέπει να μ' έσωσε. Ξύπνησα στο αναρρωτήριο. Στο μπράτσο μου υπήρχε μια ενδοφλέβια βελόνα. Κάποιος με είχε ξυρίσει και με είχε πλύνει. Τουλάχιστον ένιωθα ξεκούραστος. Με άφησαν το επόμενο απόγευμα. Τηλεφώνησα στο Κέντρο Υγείας Κάουελ. «Τον γιατρό Μπέϊκερ, παρακαλώ». Στο τηλέφωνο βγήκε η γραμματέας του. «Το όνομα μου είναι Νταν Μίλμαν. Θα ήθελα να κλείσω ένα ραντεβού με τον γιατρό όσο γρηγορότερα γίνεται». «Μάλιστα κύριε Μίλμαν,» είπε, με μια χαρωπή, επαγγελματικά φιλική φωνή, ταιριαστή σε γραμματέα ψυχιάτρου. «Ο γιατρός έχει ελεύθερη ώρα την μεθεπόμενη Τρίτη στη 1 μ.μ. Είναι εντάξει για εσάς;» «Δεν υπάρχει τίποτε για πιο νωρίς;» «Φοβάμαι πως όχι..». «Μέχρι την μεθεπόμενη Τρίτη θα έχω αυτοκτονήσει, κυρία μου». «Μπορείτε σήμερα το απόγευμα;» Η φωνή της ήταν κατευναστική. «Τι λέτε για τις 2 μ.μ.;» «Εντάξει». «Ωραία, θα σας δω τότε, κύριε Μίλμαν». Ο γιατρός Μπέϊκερ ήταν ένας ψηλός και χοντρός άντρας με ένα ελαφρό τικ στο αριστερό του μάτι. Ξάφνου δεν ένιωθα άνετα να του μιλήσω. Πώς ν' άρχιζα; «Λοιπόν, χερ Ντοκτόρ. Έχω έναν δάσκαλο που τον λένε Σωκράτη και πηδάει πάνω σε στέγες —όχι, όχι από στέγες, αυτό σχεδιάζω να το κάνω εγώ. Α, ναι, με πηγαίνει και ταξίδια σε άλλα μέρη και εποχές, και γίνομαι ο άνεμος, και έχω κατάθλιψη, και, ναι, το σχολείο πάει μια χαρά, και είμαι αστέρας της γυμναστικής, και θέλω να αυτοκτονήσω». Σηκώθηκα. «Ευχαριστώ για τον χρόνο σας, γιατρέ. Ξαφνικά αισθάνομαι περίφημα. Ήθελα απλώς να δω πώς ζουν οι άλλοι άνθρωποι. Χάρηκα πολύ». Άρχισε να μιλάει, ψάχνοντας να πει κάτι «κατάλληλο», αλλά εγώ έφυγα, πήγα σπίτι και κοιμήθηκα. Για την ώρα ο ύπνος ήταν η πιο ανώδυνη εναλλακτική λύση. Εκείνο το βράδυ σύρθηκα ως το βενζινάδικο. Η Τζόϋ δεν ήταν εκεί. Ένα μέρος μου ένιωσε έντονη απογοήτευση — ήθελα τόσο πολύ να ξαναβυθιστώ στα μάτια της, να την αγκαλιάσω και να με αγκαλιάσει. Απ' την άλλη όμως ανακουφίστηκα. Ήμασταν πάλι ίσοις όροις, ο Σωκράτης κι εγώ. Αφού κάθισα, δεν είπε τίποτε για την απουσία μου, μόνο «Φαίνεσαι κουρασμένος και απογοητευμένος». Το είπε δίχως ίχνος οίκτου. Τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα. «Ναι, είμαι απογοητευμένος. Ήρθα να πω αντίο. Σου το χρωστάω. Έχω κολλήσει στη μέση του δρόμου, και δεν το αντέχω πια. Δεν θέλω να ζήσω». «Έχεις άδικο σε δύο πράγματα Νταν». Ήρθε και κάθισε δίπλα μου στον καναπέ. «Πρώτον, δεν έχεις φτάσει στη μέση του δρόμου ακόμα, ούτε κατά διάνοια. Αλλά

- 48 -

πλησιάζεις στο τέλος του τούνελ. Και δεύτερον,» είπε απλώνοντας τα χέρια του προς τον κρόταφο μου, «δεν πρόκειται ν' αυτοκτονήσεις». Τον κοίταξα με δυσπιστία. «Ποιος το λέει αυτό;» Τότε κατάλαβα ότι δεν ήμασταν πια στο γραφείο — βρισκόμασταν σε ένα δωμάτιο κάποιου φτηνού ξενοδοχείου. Φαινόταν από την μυρωδιά μούχλας, το φτηνό γκρι χαλί, τα δύο μικρά κρεβάτια και τον μικρό, μεταχειρισμένο, ραγισμένο καθρέπτη. «Τι συμβαίνει;» Για την ώρα, η φωνή μου είχε ζωντανέψει. Αυτά τα ταξίδια ήταν σοκ για το σύστημα μου, ένιωθα ένα κύμα ενέργειας να με διαπερνά. «Μια απόπειρα αυτοκτονίας βρίσκεται σε εξέλιξη. Μόνο εσύ μπορείς να την εμποδίσεις». «Δεν θα προσπαθήσω να αυτοκτονήσω ακόμη». «Όχι εσύ, χαζέ. Ο νεαρός έξω από το παράθυρο, στο περβάζι. Είναι μαθητής στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας. Το όνομα του είναι Ντόναλντ. Παίζει ποδόσφαιρο και είναι μαθητής της Φιλοσοφικής. Είναι τελειόφοιτος και δεν θέλει να ζήσει. Προχώρα». Ο Σωκράτης μου έδειξα το παράθυρο. «Σωκράτη, δεν μπορώ». «Τότε, θα πεθάνει». Κοίταξα έξω από το παράθυρο και είδα, δεκαπέντε πατώματα χαμηλότερα, ομάδες ανθρώπων, σαν κουκίδες, να κοιτάζουν προς τα πάνω από τους δρόμους του κεντρικού Λος Άντζελες. Ρίχνοντας μια ματιά από την γωνία του παραθύρου, είδα έναν νεαρό με ανοιχτόχρωμα μαλλιά, καφέ παντελόνι Λιβαϊς και αθλητική μπλούζα, να στέκεται τρία μέτρα πιο πέρα από μένα , πάνω στο στενό περβάζι, και να κοιτάει κάτω. Ετοιμαζόταν να πηδήσει. Μη θέλοντας να τον τρομάξω, φώναξα μαλακά το όνομα του. Δεν με άκουσε. Τον ξαναφώναξα. «Ντόναλντ». Σήκωσε απότομα το κεφάλι και κόντεψε να πέσει. «Μη με πλησιάζεις!» με προειδοποίησε. «Πως ξέρεις το όνομα μου;» «Ένας φίλος μου σε γνωρίζει, Ντόναλντ. Μπορώ να καθήσω εδώ στο περβάζι για να σου μιλήσω; Δεν θα έρθω πιο κοντά». «Όχι, δεν θέλω άλλα λόγια». Το πρόσωπο του ήταν χαλαρό. Η μονότονη φωνή του είχε χάσει κάθε ζωή από μέσα της. «Ντον - σε φωνάζουν Ντον, σωστά;» «Ναι,» απάντησε αυτόματα. «Ωραία, Ντον, δική σου είναι ζωή. Έτσι κι αλλιώς 99 τοις εκατό των ανθρώπων σ' αυτή τη γη αυτοκτονούν». «Τι στο διάολο εννοείς;» είπε, και ένα ίχνος ζωής εμφανίστηκε στον τόνο της φωνής του. Έπιασε τον τοίχο σφιχτότερα από πριν. «Να σου εξηγήσω. Ο τρόπος που ζουν οι περισσότεροι άνθρωποι τους σκοτώνει καταλαβαίνεις Ντον; Ίσως να τους παίρνει τριάντα ή σαράντα χρόνια να τα καταφέρουν, με το κάπνισμα, το πιοτό, το άγχος ή τη λαιμαργία, άλλα τα καταφέρνουν ούτως ή άλλως ν' αυτοκτονήσουν». Προχώρησα σιγά-σιγά λίγους πόντους κοντύτερα. Έπρεπε να διαλέγω προσεκτικά τις λέξεις μου. «Ντον με λένε Nταν. Μακάρι να είχαμε λίγο περισσότερο χρόνο στη διάθεση μας, ίσως να βρίσκαμε κοινά ενδιαφέροντα. Είμαι κι εγώ αθλητής, στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϋ». - 49 -

«Λοιπόν..», σταμάτησε, και άρχισε να τρέμει. «Άκουσε, Ντον, αρχίζω και φοβάμαι λιγάκι εδώ που κάθομαι, στο πεζούλι. Θα σηκωθώ, για να μπορέσω να πιαστώ από κάτι». Αργά, στάθηκα όρθιος. Κι εγώ έτρεμα λίγο. «Χριστέ μου,» σκέφτηκα. «Τι γυρεύω εγώ πάνω στο περβάζι;» Μίλησα μαλακά, προσπαθώντας να αποκτήσω κάποια επαφή μαζί του. «Ντον, άκουσα ότι το ηλιοβασίλεμα θα είναι θαυμάσιο σήμερα. Οι άνεμοι θα φέρουν σύννεφα καταιγίδας. Είσαι σίγουρος ότι δεν θέλεις να ξαναδείς το ηλιοβασίλεμα και την ανατολή; Είσαι σίγουρος ότι δεν θέλεις να ξανακάνεις πεζοπορία στα βουνά;» «Δεν έχω πάει ποτέ μου στα βουνά». «Δεν θα το πιστέψεις πόσο αγνά είναι τα πάντα εκεί, Ντον —το νερό, ο αέρας. Μυρίζει παντού πεύκο. Ίσως να μπορούσαμε να πάμε μαζί. Τι λες; Τι στα κομμάτια, αν θέλεις να αυτοκτονήσεις, μπορείς να το κάνεις αφού έχεις δει τουλάχιστον τα βουνά. Αυτό ήταν. Είχα πει όλα όσα μπορούσα να πω. Τώρα θα αποφάσιζε εκείνος. Όσο μιλούσαμε, τόσο επιθυμούσα να μείνει ζωντανός. Ήμουν γύρω στο ένα μέτρο μακριά του. «Σταμάτα!» είπε. «Θέλω να πεθάνω... τώρα». Παραιτήθηκα. «Εντάξει,» είπα. «Τότε θα έρθω μαζί σου. Έτσι κι αλλιώς, εγώ τα έχω δει τα βουνά». Με κοίταξε για πρώτη φορά. «Μιλάς σοβαρά;» «Απολύτως. Θα πηδήξεις εσύ πρώτος ή εγώ;» «Μα,» είπε, «Γιατί θέλεις να πεθάνεις; Είναι τρέλα. Φαίνεσαι τόσο υγιής — πρέπει να έχεις πολλούς λόγους για να ζήσεις». «Άκου εδώ,» είπα. «Δεν ξέρω τι προβλήματα έχεις, αλλά είναι μηδέν μπροστά στα δικά μου. Δεν θα μπορούσες καν να τα φανταστείς. Είπα ό,τι είχα να πω». Κοίταξα κάτω. Φαινόταν τόσο εύκολο — σκύβεις και αφήνεις τα υπόλοιπα στη βαρύτητα. Και για μια φορά, θα έβγαζα τον αλαζονικό γερο-Σωκράτη λάθος. Θα έβγαινα απ' την σκηνή, φωνάζοντας: «Έκανες λάθος, γερο-μπάσταρδε!» μέχρι να φτάσω κάτω, μέχρι να συντρίβουν τα κόκαλα και τα όργανα μου, και να μην μπορώ να ξαναδώ άλλο ηλιοβασίλεμα. «Περίμενε!» Ήταν ο Ντον. Άπλωνε το χέρι του προς το μέρος μου. Δίστασα. Μετά άρπαξα το χέρι του. Καθώς τον κοίταζα στα μάτια, το πρόσωπο του άρχισε να αλλάζει. Στένευε. Τα μαλλιά του έγιναν σκουρότερα, το σώμα του μίκρυνε. Στεκόμουν, και κοίταζα τον εαυτό μου. Ξαφνικά ο σωσίας μου εξαφανίστηκε, και έμεινα μόνος μου. Έκπληκτος, έκανα ένα βήμα προς τα πίσω, και γλύστρισα. Έπεφτα, στριφογυρίζοντας ξανά και ξανά. Με τα μάτια του μυαλού μου, είδα το τρομερό φάντασμα με την κουκούλα να με περιμένει κάτω με αδημονία. Άκουσα τη φωνή του Σωκράτη να ουρλιάζει από κάπου ψηλά, «Δέκατος όροφος, γυναικεία εσώρουχα, καλύμματα κρεβατιών — όγδοος όροφος, ηλεκτρικές συσκευές και φωτογραφικές μηχανές». Βρέθηκα ξαπλωμένος στον καναπέ του γραφείου, κοιτάζοντας το ευγενικό χαμόγελο του Σωκράτη. «Λοιπόν;» είπε. «Σκοπεύεις να αυτοκτονήσεις;»

- 50 -

«Όχι». Αλλά με αυτή μου την απόφαση, το βάρος και η ευθύνη της ζωής μου, ξανάπεσαν πάνω μου. Του εξήγησα πώς ένιωθα. Ο Σωκράτης με άρπαξε από τους ώμους, και είπε απλά, «Αγωνίσου, Νταν». Πριν φύγω εκείνο το βράδυ, τον ρώτησα: «Πού είναι η Τζόϋ; Θέλω να την ξαναδώ». «Όταν έρθει η ώρα. Ίσως να σε συναντήσει ξανά, αργότερα». «Μα, αν μπορούσα να της μιλήσω, τα πράγματα θα ήταν πιο εύκολα για μένα». «Ποιος σου είπε ότι θα τα 'βρισκες εύκολα;» «Σωκράτη» είπα. «Πρέπει να την δω!» «Δεν πρέπει να κάνεις τίποτε άλλο, εκτός από το να πάψεις να βλέπεις τον κόσμο μέσα από τις προσωπικές σου επιθυμίες. Χαλάρωσε! Μόνο όταν καταφέρεις να χάσεις το μυαλό σου, θα λογικευτείς. Μέχρι εκείνη τη στιγμή όμως, θέλω να συνεχίσεις να παρατηρείς, όσο μπορείς, τα ερείπια του μυαλού σου». «Τουλάχιστον να της τηλεφωνούσα..». «Κάνε αυτό που σου λέω!» μου είπε. Τις επόμενες βδομάδες, ο θόρυβος του μυαλού μου αυξήθηκε στον υπέρτατο βαθμό. Ανεξέλεγκτες, τυχαίες, ηλίθιες σκέψεις, ενοχές, άγχη, πόθοι — θόρυβος. Ακόμη και στον ύπνο μου, η εκκωφαντική μουσική των ονείρων με ξεκούφαινε. Ο Σωκράτης είχε δίκιο απ' την αρχή. Ήμουν φυλακισμένος. Μια Τρίτη βράδυ πήγα τρέχοντας στο βενζινάδικο, στις δέκα η ώρα. Μπήκα απότομα στο γραφείο, μουγκρίζοντας. «Σωκράτη! Αρχίζω να τρελαίνομαι, και δεν μπορώ να χαμηλώσω τον ήχο. Το μυαλό μου είναι εκτός ελέγχου, όπως ακριβώς μου είχες πει!» «Πολύ καλά!» είπε. «Η πρώτη συνειδητοποίηση του πολεμιστή». «Αν αυτό είναι πρόοδος, τότε θέλω να οπισθοδρομήσω». «Νταν, όταν ανέβεις πάνω σ' ένα άγριο άλογο που πιστεύεις ότι είναι ήμερο, τι συμβαίνει;» «Σε πετάει κάτω — ή σου σπάει τα δόντια». «Η ζωή, με τον δικό της διασκεδαστικό τρόπο σου έχει σπάσει τα δόντια πολλές φορές». Δεν μπορούσα να το αρνηθώ. «Αλλά, όταν ξέρεις ότι το άλογο είναι άγριο, μπορείς να το αντιμετωπίσεις ανάλογα». «Ξέρεις, σκέφτομαι πως έχεις δίκιο». «Μήπως εννοείς, ότι έχω δίκιο πως παρασκέφτεσαι;» μου χαμογέλασε. Έφυγα από εκεί με την οδηγία να «αφήσω την συνειδητοποίηση μου να σταθεροποιηθεί» για λίγες ακόμα μέρες. Έκανα ό,τι μπορούσα. Η αντίληψη μου είχε οξυνθεί τους τελευταίους μήνες, αλλά όταν μπήκα ξανά στο γραφείο είχα τις ίδιες απορίες; «Σωκράτη, τώρα πια έχω καταλάβει πόσο θόρυβο κάνει το μυαλό μου — το άλογο μου είναι ατίθασο. Πώς θα το ημερέψω; Πώς να χαμηλώσω την ένταση, τι να κάνω;» Έξυσε το κεφάλι του. «Υποθέτω ότι θα πρέπει απλά να αποκτήσεις καλή αίσθηση του χιούμορ». Γέλασε πολύ δυνατά, μετά χασμουρήθηκε και τεντώθηκε — όχι όπως τεντώνονται συνήθως οι περισσότεροι άνθρωποι, απλώνοντας τα χέρια τους στο πλάι, αλλά σαν γάτα. Καμπούριασε την πλάτη του, και άκουσα τη σπονδυλική του στήλη να κάνει κρακ-κρακ-κρακ.

- 51 -

«Σωκράτη, το' ξέρες ότι όταν τεντώνεσαι μοιάζεις με γάτα;» «Έτσι είναι», είπε αδιάφορα. «Είναι καλό να αντιγράφεις τα θετικά χαρακτηριστικά πολλών ζώων, όπως είναι καλό να κάνεις το ίδιο με τις θετικές ποιότητες μερικών ανθρώπων. Τυχαίνει να θαυμάζω τις γάτες. Κινούνται σαν πολεμιστές». «Εξάλλου, Νταν, κι εσύ μιμείσαι το γάιδαρο. Καιρός να εμπλουτίσεις το ρεπερτόριο σου, δεν νομίζεις;» «Μάλλον ναι», απάντησα ήρεμα. Αλλά ήμουν θυμωμένος. Έφυγα νωρίς και έφτασα στο σπίτι μου λίγο μετά τα μεσάνυχτα, και κοιμήθηκα για πέντε ώρες, μέχρι που χτύπησε το ξυπνητήρι. Έτρεξα γρήγορα στο βενζινάδικο. Είχα πάρει μια μυστική απόφαση. Δεν θα ήμουν πια το θύμα, κάποιος που απέναντι του θα μπορούσε ο Σωκράτης να νιώθει ανώτερος. Θα γινόμουν ο κυνηγός. Θα τον παραφυλούσα. Είχα μια ώρα ώσπου να ξημερώσει, οπότε θα τέλειωνε η βάρδια του. Κρύφτηκα ανάμεσα στους θάμνους-όρια της πανεπιστημιούπολης, κοντά στο βενζινάδικο. Θα τον ακολουθούσα και θα έβρισκα με κάποιον τρόπο την Τζόϋ. Κρυμμένος πίσω από τα φυλλώματα, παρατηρούσα τις κινήσεις του. Από την ένταση της παρακολούθησης, οι σκέψεις μου σχεδόν σταμάτησαν. Η μοναδική μου επιθυμία ήταν να μάθω Τι έκανε στη ζωή του έξω από το βενζινάδικο. Ποτέ δεν μιλούσε γι αυτό το θέμα. Τώρα θα έβρισκα μόνος μου τις απαντήσεις. Τον παρατηρούσα σαν κουκουβάγια. Ποτέ μου δεν είχα προσέξει πόση χάρη είχε. Έπλενε παράθυρα χωρίς περιττές κινήσεις, έβαζε τη μάνικα στο ρεζερβουάρ σαν καλλιτέχνης. Ο Σωκράτης μπήκε μέσα στο γκαράζ, μάλλον για να φτιάξει κάτι σ' ένα αυτοκίνητο. Η κούραση μου μεγάλωσε. Όταν άνοιξα τα μάτια μου, ο ουρανός είχε αρχίσει να φωτίζεται. Πρέπει να είχα πάρει κανέναν υπνάκο, για μερικά λεπτά. Ωχ, όχι — τον είχα χάσει! Τότε όμως τον είδα. Τέλειωνε τις δουλειές του. Βγήκε από το βενζινάδικο, πέρασε το δρόμο, και ήρθε κατ' ευθείαν προς τα πάνω μου, πράγμα που έκανε την καρδιά μου να χτυπήσει δυνατά. Είχα πιαστεί, πονούσα και έτρεμα, αλλά ήμουν καλά κρυμμένος. Ευχόμουν μόνο να μην αποφάσιζε να θαυμάσει από κοντά τους θάμνους εκείνο το πρωί. Χώθηκα μέσα στο φύλλωμα, όσο μπορούσα, και κράτησα την αναπνοή μου. Ένα ζευγάρι πόδια με σανδάλια πέρασαν ένα μέτρο από την προσωρινή φωλιά μου. Τα βήματα του σχεδόν δεν ακούγονταν. Ακολούθησε το δεξί μονοπάτι. Γοργά και προσεκτικά έτρεξα στο μονοπάτι σαν σκίουρος. Ο Σωκράτης περπατούσε εκπληκτικά γρήγορα. Σχεδόν δεν μπορούσα να τον ακολουθήσω, και νόμιζα ότι τον είχα χάσει, όταν είδα ένα ασπρόμαλλο κεφάλι να μπαίνει στην Βιβλιοθήκη Ντόου. «Γιατί διάλεξε αυτό το μέρος, απ' όλα τ' άλλα;» σκέφτηκα. Γεμάτος υπερένταση, πλησίασα το κτίριο. Άνοιξα τη δρύινη πόρτα και μπήκα, προσπέρασα μια ομάδα νεαρών φοιτητών που με κοίταξαν και άρχισαν να γελούν. Τους αγνόησα και εντόπισα τη λεία μου στο βάθος ενός μακρύ διαδρόμου. Έστριψε δεξιά, και εξαφανίστηκε. Έτρεξα προς το τελευταίο μέρος που είχε εμφανιστεί. Δεν έκανα λάθος. Είχε μπει σ' εκείνη την πόρτα. Ήταν οι ανδρικές τουαλέτες, και δεν υπήρχε άλλη έξοδος.

- 52 -

Δεν τολμούσα να μπω μέσα. Στήθηκα δίπλα σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο, εκεί κοντά. Πέρασαν δέκα λεπτά, μετά είκοσι. Μήπως μου είχε ξεφύγει; Η ουροδόχος κύστη μου, μού έστελνε σήματα κινδύνου. Έπρεπε να μπω μέσα, όχι μόνο για να βρω το Σωκράτη, αλλά και για να χρησιμοποιήσω τις εγκαταστάσεις. Και γιατί όχι; Εδώ ήταν η επικράτεια μου, όχι η δική του. Θα του ζητούσα εξηγήσεις. Παρ' όλα αυτά, δεν ένιωθα και πολύ άνετα. Μπαίνοντας στην πλακοστρωμένη τουαλέτα, στην αρχή δεν είδα κανέναν. Αφού ξεμπέρδεψα με αυτό που έπρεπε να κάνω, άρχισα να ψάχνω με μεγαλύτερη προσοχή. Δεν υπήρχε άλλη πόρτα, άρα έπρεπε να βρίσκεται ακόμη μέσα εκεί. Ένας άντρας βγήκε από μια καμπίνα και με βρήκε σκυμμένο, να κοιτάζω κάτω από τις πόρτες. Βγήκε γρήγορα έξω, συνοφρυωμένος, κουνώντας το κεφάλι του. Πίσω στη δουλειά μας. Έριξα μια γρήγορη ματιά κάτω από την τελευταία καμπίνα. Πρώτα, είδα το πίσω μέρος δύο ποδιών που φορούσαν σανδάλια, μετά εμφανίστηκε στο οπτικό μου πεδίο το κεφάλι του Σωκράτη, ανάποδα, με ένα κρεμασμένο χαμόγελο. Προφανώς, είχε την πλάτη του προς την πόρτα και έσκυβε μπροστά, με το κεφάλι ανάμεσα στα πόδια. Παραπάτησα προς τα πίσω, ξαφνιασμένος και εντελώς μπερδεμένος. Δεν είχα έτοιμη δικαιολογία για την παράξενη συμπεριφορά μου στις τουαλέτες. Ο Σωκράτης άνοιξε με φόρα την πόρτα της καμπίνας και τράβηξε το καζανάκι με μια πλατιά χειρονομία. «Αμάν, μπορεί κανείς να πάθει δυσκοιλιότητα, όταν τον παρακολουθεί ένας μαθητευόμενος πολεμιστής!» Το γέλιο του ήταν σαν βροντή μέσα στο μικρό χώρο. Ένιωσα να κοκκινίζω. Τα είχε καταφέρει πάλι! Σχεδόν μπορούσα να αισθανθώ τα αφτιά μου να μακραίνουν, καθώς μεταμορφωνόμουν σε γάιδαρο. Το σώμα μου έβραζε από ντροπή και οργή. Γύρισα προς τον καθρέφτη, για να δω αν είχα πράγματι κοκκινίσει, και να την, δεμένη όμορφα-όμορφα στα μαλλιά μου, μια πεταχτή κίτρινη κορδέλα. Τότε άρχισα να καταλαβαίνω τα χαμόγελα και τα γελάκια όταν περνούσα απ' την πανεπιστημιούπολη, το παράξενο βλέμμα που μου έριξε ο τύπος στις τουαλέτες. Ο Σωκράτης πρέπει να την είχε δέσει στο κεφάλι μου, ενώ κοιμόμουν στους θάμνους. Νιώθοντας ξαφνικά πολύ κουρασμένος, έκανα μεταβολή και βγήκα από το δωμάτιο. Λίγο πριν κλείσει τελείως η πόρτα, άκουσα τον Σωκράτη να λέει με έναν τόνο συμπάθειας στη φωνή του: «Αυτό για να θυμάσαι ποιος είναι ο δάσκαλος και ποιος ο μαθητής». Το ίδιο απόγευμα προπονήθηκα σα δαιμονισμένος. Δεν μίλησα σε κανέναν και, πράγμα που ήταν πολύ σοφό, κανένας δε μου μίλησε. Ήμουν πυρ και μανία και ορκίστηκα ότι θα έκανα το παν για να με αναγνωρίσει ο Σωκράτης ως πολεμιστή. Ένας από τους συναθλητές μου με σταμάτησε καθώς έβγαινα και μου έδωσε έναν φάκελο. «Κάποιος τον άφησε στο γραφείο του προπονητή. Απευθύνεται σ' εσένα, Νταν. Κανένας θαυμαστής σου;» «Δεν έχω ιδέα. Σ' ευχαριστώ, Χερμπ». Βγήκα έξω και άνοιξα τον φάκελο. Σ' ένα λευκό χαρτί ήταν γραμμένο: « Ο θυμός είναι δυνατότερος από τον φόβο, δυνατότερος από τη θλίψη. Το πνεύμα σου αναπτύσσεται. Είσαι έτοιμος για το σπαθί. — Σωκράτης».

- 53 -

3. ΣΠΑΖΟΝΤΑΙ ΤΑ ΔΕΣΜΑ

ο επόμενο πρωί, ο κόλπος είχε σκεπαστεί από ομίχλη, που κάλυπτε τον καλοκαιρινό ήλιο και πάγωνε τον αέρα. Ξύπνησα αργά, έφτιαξα τσάι και έφαγα ένα μήλο. Αποφάσισα να χαλαρώσω πριν αρχίσω τις καθημερινές μου δραστηριότητες. Άνοιξα τη μικρή μου τηλεόραση και έριξα μερικά μπισκότα σ' ένα μπωλ. Έπαιζε μία σαπουνόπερα, και άφησα τον εαυτό μου να βυθιστεί στα προβλήματα των πρωταγωνιστών. Παρακολουθώντας υπνωτισμένος το δράμα, άπλωσα να πάρω ένα μπισκότο και ανακάλυψα ότι το μπωλ ήταν άδειο. Ήταν δυνατό να είχα φάει όλα τα μπισκότα; Αργότερα εκείνο το πρωί, πήγα να τρέξω γύρω από το γήπεδο Εντουαρντς. Εκεί γνώρισα τον Ντουάϊτ που δούλευε στο Μέγαρο Επιστημών Λώρενς. Τον ρώτησα το όνομα του δύο φορές γιατί «δεν το' πιασα με τη μία» — άλλη μία απόδειξη της ανεπαρκούς μου ικανότητας συγκέντρωσης και του αφηρημένου μυαλού μου. Μετά από μερικούς γύρους, ο Ντουάϊτ είπε κάτι για τον ασυννέφιαστο, γαλανό ουρανό. Ήμουν τόσο χαμένος στις σκέψεις μου, που δεν είχα καν προσέξει τον ουρανό. Μετά κατευθύνθηκε προς τους λόφους — ήταν μαραθωνοδρόμος — και εγώ γύρισα σπίτι. Σκεφτόμουν τα σχετικά με το μυαλό μου —πράγμα που απ' τη φύση του δεν έβγαζε πουθενά. Παρατήρησα ότι στο γυμναστήριο ήμουν προσηλωμένος σε κάθε κίνηση, αλλά όταν σταματούσα τις ασκήσεις οι σκέψεις μου θόλωναν ξανά την αντίληψη μου. Το βράδυ πήγα στο βενζινάδικο νωρίς. Ήθελα να προλάβω τον Σωκράτη πριν έρθει. Είχα βάλει τα δυνατά μου να ξεχάσω το περιστατικό της προηγούμενης, στη βιβλιοθήκη, και ήμουν έτοιμος να ακούσω ποιο αντίδοτο θα πρότεινε ο Σωκράτης για την υπερκινητικότητα του μυαλού μου. Περίμενα. Έφτασαν μεσάνυχτα. Λίγο μετά, ήρθε και ο Σωκράτης. Όχι πολύ ώρα αφού μπήκαμε στο γραφείο, άρχισα να φτερνίζομαι. Φύσηξα τη μύτη μου — μάλλον είχα κρυολογήσει λίγο. Ο Σωκράτης έβαλε να βράσει νερό για τσάι, και εγώ άρχισα, ως συνήθως, με μια ερώτηση. «Σωκράτη, πώς μπορώ να σταματήσω τις σκέψεις μου, το μυαλό μου, με άλλο τρόπο απ' το να αποκτήσω χιούμορ;» «Πρώτα πρέπει να ανακαλύψεις από πού έρχονται οι σκέψεις σου, πώς ξεπηδούν αρχικά. Για παράδειγμα: τώρα είσαι κρυωμένος. Τα συμπτώματα σου λένε ότι το κορμί σου χρειάζεται να βρει τη χαμένη του ισορροπία, να αποκαταστήσει τη σωστή

- 54 -

του σχέση με το φως του ήλιου, τον καθαρό αέρα και την απλή τροφή. Δηλαδή, να χαλαρώσει στο περιβάλλον του». «Τι σχέση έχουν όλα αυτά με το μυαλό μου;» «Μεγάλη. Οι τυχαίες σκέψεις που σε ενοχλούν και σε απασχολούν, είναι επίσης συμπτώματα δυσαρμονίας με το περιβάλλον σου. Όταν to μυαλό αντιστέκεται στη ζωή, τότε βγαίνουν στην επιφάνεια σκέψεις. Όταν συμβαίνει κάτι ενάντια σε μια πεποίθηση σου, τότε αρχίζει η αναστάτωση. Οι σκέψεις είναι μια υποσυνείδητη αντίδραση απέναντι στη ζωή». Ένα αυτοκίνητο μπήκε στο γκαράζ. Μέσα, στο μπροστινό μέρος, κάθονταν ένα ζευγάρι ηλικιωμένων, ντυμένοι επίσημα και κορδωμένοι. «Έλα μαζί μου» με διέταξε ο Σωκράτης. Έβγαλε το αντιανεμικό του και το αθλητικό του μπλουζάκι, αποκαλύπτοντας το γυμνό του στήθος και τους λεπτούς του ώμους, με τους καλοσχηματισμένους μύες κάτω από το απαλό, διάφανο του δέρμα. Περπάτησε ως το αυτοκίνητο απ' τη μεριά του οδηγού, και χαμογέλασε στο σοκαρισμένο ζευγάρι. «Τι μπορώ να κάνω για σας παιδιά; Βενζίνα για να πάρουν μπρος τα κέφια σας; Ή μήπως λάδι για να μαλακώσουμε τις δυσκολίες της ημέρας; Τι θα λέγατε για μια καινούργια μπαταρία, για να δώσει δύναμη στη ζωή σας;» Τους έκλεισε το μάτι χαρωπά και έμεινε σταθερός στη θέση του, χαμογελώντας. Το αυτοκίνητο όρμηξε και απομακρύνθηκε γρήγορα από το βενζινάδικο. Έξυσε το κεφάλι του. «Ίσως να θυμήθηκαν ότι άφησαν ανοιχτή τη βρύση στο σπίτι». Ενώ χαλαρώναμε στο γραφείο πίνοντας το τσάι μας, ο Σωκράτης μου εξήγησε το μάθημα μου. «Είδες αυτό το ζευγάρι ν' αντιδρά σε κάτι που ήταν για εκείνους μη φυσιολογικό. Περιορισμένοι από τις αξίες και τους φόβους τους, δεν έχουν μάθει να αντιμετωπίζουν τον αυθορμητισμό. Θα μπορούσα να είμαι το πιο σημαντικό περιστατικό της μέρας τους! «Βλέπεις, Νταν, όταν αντιστέκεσαι σ' αυτό που συμβαίνει, το μυαλό σου αρχίζει να τρέχει. Οι σκέψεις που τόσο σε βασανίζουν, στην πραγματικότητα δημιουργούνται από εσένα τον ίδιο». «Και το δικό σου μυαλό δουλεύει διαφορετικά;» «Το μυαλό μου είναι σαν ήρεμη λιμνούλα. Το δικό σου, απ' την άλλη μεριά, είναι γεμάτο κύματα, γιατί αισθάνεσαι αποστασιοποιημένος και, καμιά φορά ότι απειλείσαι από οποιοδήποτε απρόοπτο, δυσάρεστο συμβάν. Το μυαλό σου είναι σαν λιμνούλα μέσα στην οποία μόλις έριξε κάποιος έναν ογκόλιθο!» Ενώ μιλούσε, εγώ κοιτούσα στο βάθος του φλιτζανιού μου. Ένιωσα ένα άγγιγμα πίσω απ' τα αυτιά. Ξαφνικά η προσοχή μου εντάθηκε. Κοιτούσα όλο και πιο μέσα στο φλιτζάνι, όλο και πιο κάτω.... Βρισκόμουν κάτω από την επιφάνεια του νερού, κοιτώντας προς τα πάνω. Αυτό ήταν γελοίο! Μπορεί να είχα πέσει μέσα στο φλιτζάνι μου; Είχα πτερύγια και βράγχια — κανονικό ψάρι! Κούνησα την ουρά μου και όρμισα προς το βυθό, όπου θα έβρισκα ησυχία και ηρεμία. Ξαφνικά, ένας πελώριος βράχος έπεσε στην επιφάνεια του νερού. Τα κύματα πρόσκρουσης με έσπρωξαν προς τα πίσω. Με τα πτερύγια μου να μαστιγώνουν το νερό, έτρεξα να βρω καταφύγιο. Κρύφτηκα μέχρις ότου τα πάντα ηρέμησαν. Ο χρόνος περνούσε, κι εγώ συνήθισα τις μικρές πέτρες που έπεφταν στο νερό, ταράζοντας το. Οι μεγάλες όμως, συνέχιζαν να με τρομάζουν.

- 55 -

Βρέθηκα πίσω στον πολυθόρυβο στεγνό κόσμο, ξαπλωμένος στον καναπέ, να κοιτάζω μ' ορθάνοιχτα μάτια τον Σωκράτη που χαμογελούσε. «Σωκράτη, αυτό ήταν απίθανο!» «Σε παρακαλώ, όχι άλλες ψαρο-ιστορίες. Χαίρομαι που πέρασες καλά. Μπορώ να συνεχίσω τώρα;» Δεν περίμενε να του απαντήσω. «Ήσουν ένα πολύ νευρικό ψάρι, το 'σκαγες με κάθε κυματάκι. Μετά, συνήθισες τις αναταραχές, αλλά και πάλι, δεν ήξερες τι τις προκαλούσε. Είναι προφανές,» συνέχισε «ότι θα χρειαζόταν ένα τεράστιο άλμα συνειδητότητας για να μπορέσει το ψάρι να επεκτείνει το οπτικό του πεδίο έξω από το νερό στο οποίο είναι βυθισμένο και να φτάσει στην πηγή της αναταραχής. «Ένα παρόμοιο άλμα θα χρειαστεί και για σένα. Όταν δεις καθαρά την πηγή, θα καταλάβεις ότι τα κύματα του μυαλού σου δεν έχουν σχέση με σένα τον ίδιο — απλώς θα τα παρακολουθείς, χωρίς προσκόλληση, χωρίς να νιώθεις αναγκασμένος να υπεραντιδράς κάθε φορά που πέφτει ένα βότσαλο. Μόλις ηρεμήσεις τις σκέψεις σου, θα ελευθερωθείς από τον στρόβιλο του κόσμου. Θυμήσου — όταν είσαι ταραγμένος, μην κολλάς στις σκέψεις σου. Αντιμετώπισε το μυαλό σου!» «Πώς;» «Όχι και τόσο άσχημη ερώτηση!» αναφώνησε. «Όπως έχεις μάθει από την προπόνηση, τα άλματα στη γυμναστική — ή στη συνειδητότητα — δεν συμβαίνουν με μιας. Χρειάζονται χρόνο και εξάσκηση. Και η κατάλληλη εξάσκηση για να αποκτήσεις βαθιά γνώση της πηγής των κυμάτων σου, είναι ο διαλογισμός». Και μ' αυτή την επίσημη ανακοίνωση, ζήτησε συγνώμη και πήγε στην τουαλέτα. Τώρα ήταν η ώρα να του ξεφουρνίσω την έκπληξη που του είχα. Φώναξα δυνατά, για να ακουστώ μέσα το μπάνιο από τον καναπέ που καθόμουν. «Σε πρόλαβα Σωκράτη. Γράφτηκα σε μία ομάδα διαλογισμού πριν μια βδομάδα. Σκέφτηκα να κάνω κι εγώ κάτι για να αντιμετωπίσω το χαζο-μυαλό μου» του εξήγησα. «Καθόμαστε όλοι μαζί, μισή ώρα κάθε βράδυ. Ήδη άρχισα να νιώθω πιο χαλαρωμένος και να ελέγχω κάπως τις σκέψεις μου. Το παρατήρησες ότι είμαι πιο ήρεμος; Εσύ, Σωκράτη, διαλογίζεσαι; Αν όχι, μπορώ να σου δείξω τι έμαθα» Η πόρτα της τουαλέτας άνοιξε ορμητικά και βγήκε από μέσα ο Σωκράτης, ουρλιάζοντας ανατριχιαστικά και κρατώντας πάνω από το κεφάλι του ένα γυαλιστερό σπαθί σαμουράι. Πριν προλάβω να κινηθώ, η λάμα κατέβητε προς τα πάνω μου σχίζοντας τον αέρα, και σταμάτησε λίγους πόντους πάνω απ' το κεφάλι μου. Κοίταξα πρώτα το μετέωρο σπαθί, μετά το Σωκράτη. Μου χαμογέλασε. «Πολύ θεαματική είσοδος! Με τρόμαξες του θανατά!» βόγγηξα. Η λεπίδα υψώθηκε αργά. Αιωρούμενη πάνω απ' το κεφάλι μου, έμοιαζε να συλλαμβάνει και να εντείνει το φως του δωματίου. Η αντανάκλαση μ' ανάγκασε να μισοκλείσω τα μάτια μου. Αποφάσισα να το βουλώσω. Αλλά ο Σωκράτης το μόνο που έκανε ήταν να γονατίσει στο πάτωμα, μπροστά μου, και να βάλει το σπαθί ανάμεσα μας. Έκλεισε τα μάτια του, πήρε μια βαθιά ανάσα και κάθισε τελείως ακίνητος. Έμεινα να τον κοιτάζω για λίγο και να αναρωτιέμαι, αν αυτή η «κοιμισμένη τίγρη» θα ξυπνούσε και θα μου ορμούσε σε περίπτωση που θα αποφάσιζα να κινηθώ. Πέρασαν δέκα, είκοσι λεπτά. Σκέφτηκα ότι ίσως ήθελε να διαλογιστώ κι εγώ. Έκλεισα λοιπόν τα μάτια μου και έμεινα έτσι για μισή ώρα. Όταν τα άνοιξα, τον είδα να κάθεται ακόμη στην ίδια θέση σα Βούδας. Άρχισα να εκνευρίζομαι. Σηκώθηκα να

- 56 -

πιω ένα ποτήρι νερό. Γέμιζα το ποτήρι μου, όταν ένιωσα το χέρι του στον ώμο μου. Το χέρι μου κουνήθηκε νευρικά και το νερό χύθηκε πάνω στα παπούτσια μου. «Σωκράτη, θα το εκτιμούσα αν έπαυες να με πλησιάζεις έτσι ύπουλα. Δεν μπορείς να κάνεις λίγο θόρυβο;» Χαμογέλασε και μου μίλησε. «Η σιωπή είναι η τέχνη του πολεμιστή — και ο διαλογισμός το ξίφος του. Είναι το κύριο όπλο που θα χρησιμοποιήσεις για να ξεκόψεις από τις ψευδαισθήσεις σου. Αλλά να ξέρεις αυτό: η χρησιμότητα του σπαθιού εξαρτάται από τον ξιφομάχο. Δεν ξέρεις ακόμη να χρησιμοποιείς αυτό το όπλο, και έτσι μπορεί να γίνει ένα επικίνδυνο, παραπλανητικό ή άχρηστο εργαλείο στα χέρια σου. «Στην αρχή, ίσως ο διαλογισμός να σε βοηθήσει να χαλαρώσεις. Επιδεικνύεις το "ξίφος" σου. Το δείχνεις περήφανος στους φίλους σου. Η λάμψη του ξίφους ξεγελά πολλούς από αυτούς που διαλογίζονται και τους οδηγεί σε άλλες ψευδαισθήσεις. Τελικά το εγκαταλείπουν για να στραφούν σ' άλλες "εσωτερικές" εναλλακτικές λύσεις. «Απ' την άλλη μεριά, ο πολεμιστής χρησιμοποιεί το σπαθί με επιδεξιότητα και βαθιά κατανόηση. Τεμαχίζει μ' αυτό το μυαλό, κομματιάζοντας τις σκέψεις, για να αποκαλύψει το γεγονός ότι δεν έχουν ουσία. Άκου και μάθαινε: Ο Μέγας Αλέξανδρος, περνώντας με τον στρατό του από την έρημο, βρήκε δύο χοντρά δεμένα μεταξύ τους σκοινιά, που σχημάτιζαν έναν ογκώδη, μπλεγμένο, Γόρδιο δεσμό. Κανένας δεν είχε μπορέσει να τον λύσει μέχρι τότε. Προκάλεσαν τον Αλέξανδρο. Χωρίς να διστάσει, τράβηξε το ξίφος του και με μια δυνατή σπαθιά έκοψε τον κόμπο στα δύο. Ήταν ένας πολεμιστής! «Έτσι πρέπει και εσύ να μάθεις να επιτίθεσαι στους κόμπους του μυαλού σου — με το σπαθί που το λένε διαλογισμό. Μέχρι που να ξεπεράσεις, μια μέρα, κάθε ανάγκη για όπλο». Εκείνη τη στιγμή, μπήκε στο γκαράζ ξεφυσώντας ένα παλιό Φολκς βάγκεν, βαμμένο άσπρο, με ένα ουράνιο τόξο ζωγραφισμένο στο ένα του πλευρό. Μέσα υπήρχαν έξι άτομα. Ήταν δύσκολο να ξεχωρίσεις τον έναν απ' τον άλλον. Τους πλησιάσαμε και είδαμε ότι ήταν δύο γυναίκες και τέσσερεις άντρες, ντυμένοι όλοι απ' την κορφή ως τα νύχια με τα ίδια μπλε ρούχα. Τους αναγνώρισα, ήταν μέλη μιας από τις πολλές πνευματικές ομάδες που υπήρχαν στην περιοχή του Κόλπου. Αυτοί ειδικά, απέφευγαν να μας δώσουν σημασία σαν να κινδύνευαν να μολυνθούν από τον υλισμό μας. Ο Σωκράτης φυσικά, χωρίς να χάσει την ευκαιρία, έκανε ότι κουτσαίνει και πώς ψευδίζει. Αυτό, μαζί με το υπερβολικό του ξύσιμο, τον έκανε έναν τέλειο Κουασιμόδο. «Ε, Τζακ» είπε στον οδηγό, ο οποίος είχε την μακρύτερη γενειάδα που είχα δει ποτέ μου, «Θες μπενζίνα, ή τίπ' τις άλλο;» «Ναι, θέλουμε βενζίνη» είπε ο άντρας. Η φωνή του ήταν υπερβολικά μελιστάλαχτη. Ο Σωκράτης κοίταξε λάγνα τις δύο γυναίκες που κάθονταν στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου και, βάζοντας το κεφάλι του μέσα απ' το παράθυρο, ψιθύρισε δυνατά, «Εϊ, κάν' τε διαλογισμό;» Το είπε σαν να αναφερόταν σ' ένα ιδιόμορφο είδος σεξουαλικής εκτόνωσης. «Ναι, διαλογιζόμαστε» είπε ο οδηγός, με φωνή γεμάτη κοσμική ανωτερότητα. «Θα βάλεις τώρα βενζίνη;»

- 57 -

Ο Σωκράτης μου έγνεψε να γεμίσω το ντεπόζιτο, ενώ εκείνος συνέχιζε να πειράζει τον οδηγό. «Ε, ξέρς, μοιάζεις λιγουλάκι με κοπελιά μ' αυτό το φουστάν', παιδί μ' — μη με παρεξηγείς, είναι πολύ ωραίο. Και γιατί δεν ξυρίζεσαι, γιατί κρύβεσ' κατ' απ' ούλο αυτό το χνούδι;» Ενώ εγώ τους εξυπηρετούσα, εκείνος πήγε απ' το κακό στο χειρότερο, «Εϊ,» είπε σε μια από τις γυναίκες, «Είναι αυτός ο φιλαράκος σου; Πες μου» είπε στον άλλον άντρα, στο μπροστινό κάθισμα, «Το κάνετε ποτέ, ή σας έχει φάει η αγαμία όπως διάβασα στο Νάσιοναλ Ινκουάϊρερ;» Αυτό ήταν. Μέχρι να μετρήσει ο Σωκράτης τα ρέστα τους — με απελπιστική βραδυπορεία (συνέχεια έχανε το μέτρημα και άρχιζε πάλι)— ήμουν έτοιμος να σκάσω στα γέλια, και οι άνθρωποι στο φορτηγάκι έτρεμαν από θυμό. Ο οδηγός άρπαξε τα ρέστα του και έβαλε μπρος το αυτοκίνητο με καθόλου «άγιο» τρόπο. Καθώς το φορτηγό έφευγε, ο Σωκράτης φώναξε «Ο διαλογισμός κάνει καλό. Συνεχίστε την εξάσκηση!» Δεν είχαμε ακόμη γυρίσει στο γραφείο, όταν ήρθε μια μεγάλη Σεβρολέτ. Ακούστηκε το κουδούνι του βενζινάδικου και ένα ανυπόμονο κορνάρισμα από μουσική κόρνα. Βγήκα έξω με τον Σωκράτη για να βοηθήσω. Στο τιμόνι καθόταν ένας «νεαρός» σαράντα χρονών, ντυμένος με φανταχτερά σατινένια ρούχα και ένα καπέλο σαφάρι με φτερά. Ήταν πολύ νευρικός και συνέχεια χτυπούσε τα δάχτυλα του στο τιμόνι. Δίπλα του καθόταν μια γυναίκα απροσδιόριστης ηλικίας, που ανοιγόκλεινε τα βλέφαρα της στο καθρεφτάκι του αυτοκινήτου βάζοντας πούδρα. Για κάποιο λόγο με ενόχλησαν. Φαίνονταν ηλίθιοι. Ήθελα να τους πω, «Γιατί δεν αποδέχεστε την ηλικία σας;» αλλά συνέχισα να παρατηρώ και να περιμένω. «Κύριος, έχεις τσιγάρα δω πέρα;» είπε ο υπερκινητικός οδηγός. Ο Σωκράτης σταμάτησε αυτό που έκανε, και μ' ένα ζεστό χαμόγελο απάντησε «Όχι κύριε, αλλά υπάρχει ένα σούπερ μάρκετ που μένει ανοιχτό όλη μέρα, εδώ παρακάτω». Μετά ξανάρχισε να ελέγχει τα λάδια, συγκεντρωμένος σ' αυτό που έκανε. Τους έδωσε τα ρέστα σαν να σερβίριζε τσάι στον αυτοκράτορα. Μείναμε δίπλα στην αντλία αφού έφυγαν, μυρίζοντας τον νυχτερινό αέρα. «Φέρθηκες τόσο ευγενικά σ' αυτούς τους ανθρώπους, ενώ ήσουν απαίσιος με τους άλλους, αν και φανερά ήταν υψηλότερου επιπέδου. Γιατί;» Για πρώτη φορά, μου έδωσε μια απλή, άμεση απάντηση. «Τα μόνα επίπεδα που πρέπει να σε απασχολούν, είναι το δικό μου και το δικό σου» είπε χαμογελώντας. «Αυτοί οι άνθρωποι χρειάζονταν καλοσύνη. Οι αναζητητές του πνεύματος χρειάζονταν κάτι διαφορετικό, που θα τους έκανε να σκεφτούν». «Εγώ τι χρειάζομαι;» του ξεφούρνισα. «Περισσότερη εξάσκηση» μου απάντησε γρήγορα. «Ο διαλογισμός που έκανες την προηγούμενη εβδομάδα δεν σε βοήθησε να μείνεις ήρεμος όταν σου όρμισα με το σπαθί, ούτε βοήθησε τους φίλους μας με τις μπλε ρόμπες όταν τους έκανα πλάκα. «Ας στο πω κι αλλιώς: μια κυβίστηση δεν είναι το σύνολο της γυμναστικής. Μια τεχνική διαλογισμού δεν είναι το σύνολο του δρόμου του πολεμιστή. Αν δεν μπορείς να συλλάβεις την όλη εικόνα, μπορεί να ξεγελαστείς και να κάνεις μόνο κυβιστήσεις — ή μόνο διαλογισμό — την υπόλοιπη ζωή σου, και έτσι θα απολαμβάνεις μόνο λίγα απ' τα πλεονεκτήματα της εκπαίδευσης.

- 58 -

«Αυτό που σου χρειάζεται για να μη χάσεις το δρόμο σου, είναι ένας ειδικός χάρτης που καλύπτει ολόκληρη την περιοχή που πρόκειται να εξερευνήσεις. Τότε θα κατανοήσεις τη χρησιμότητα —και τους περιορισμούς — του διαλογισμού. Και σε ρωτώ, πού μπορείς να βρεις έναν καλό χάρτη;» «Φυσικά σ' ένα βενζινάδικο!» «Τότε, κύριε, περάστε στο γραφείο μου και θα σας δώσω το χάρτη που χρειάζεστε». Μπήκαμε μέσα γελώντας απ' την πόρτα του γκαράζ. Έπεσα με γδούπο στον καναπέ. Ο Σωκράτης κάθισε χωρίς ήχο στην βελούδινη πολυθρόνα του. Για ένα ολόκληρο λεπτό, έμεινε να με κοιτάει. «Ωχ!» είπα νευρικά, σχεδόν από μέσα μου. «Κάτι τρέχει». «Το πρόβλημα είναι», είπε τελικά αναστενάζοντας, «ότι δεν μπορώ να σου περιγράψω αυτό το πεδίο, τουλάχιστον όχι με λόγια». Σηκώθηκε και προχώρησε προς το μέρος μου με τη γνωστή λάμψη στα μάτια του που σήμαινε ότι έπρεπε να «φτιάξω τις βαλίτσες μου» —θα πήγαινα ταξίδι. Για μια στιγμή, από ένα πανοραμικό σημείο του διαστήματος, ένιωσα τον εαυτό μου να επεκτείνεται με την ταχύτητα του φωτός, να φουσκώνει σαν μπαλόνι, να εκρήγνυται και να φτάνει στα άκρα της ύπαρξης, μέχρι που έφτασα να είμαι το σύμπαν. Τίποτε δεν υπήρχε έξω από εμένα. Είχα γίνει τα πάντα. Ήμουν η Συνειδητότητα που αναγνώριζε τον εαυτό της. Ήμουν το καθαρό φως που οι φυσικοί εξισώνουν με το σύνολο της ύλης και οι ποιητές ονομάζουν Αγάπη. Ήμουν ένα και όλα μαζί, και έλαμπα περισσότερο απ' όλους τους κόσμους. Εκείνη τη στιγμή, η αιωνιότητα, η Υπέρτατη Πραγματικότητα μου είχε αποκαλυφθεί και έμοιαζε απολύτως αληθινή. Σαν αστραπή βρέθηκα πίσω στην θνητή μορφή μου, να κολυμπάω ανάμεσα στ' αστέρια. Είδα ένα πρίσμα με σχήμα ανθρώπινης καρδιάς, πιο μεγάλο από οποιονδήποτε γαλαξία. Έκανε το φως της συνειδητότητας να διαθλάται και να μοιάζει με έκρηξη ζωντανών χρωμάτων, σπινθηροβόλες ακίδες στα χρώματα του ουράνιου τόξου που απλώνονταν στους κόσμους. Το ίδιο μου το σώμα έγινε ένα πρίσμα που έλαμπε και πετούσε σπίθες πολύχρωμου φωτός παντού. Και τότε κατάλαβα ότι ο υψηλότερος στόχος του ανθρώπινου σώματος είναι να γίνει ένα καθαρό κανάλι γι’ αυτό το φως — ώστε να μπορέσει η λαμπρότητα του να διαλύσει όλα τα εμπόδια, όλους τους κόμπους, κάθε αντίσταση. Αισθάνθηκα το φως να διαθλάται απ' όλα τα μέρη του κορμιού μου. Κατάλαβα ότι η συνείδηση είναι ο τρόπος που η ανθρώπινη ύπαρξη κατανοεί το φως της συνειδητότητας. Έμαθα το νόημα της προσήλωσης — είναι η σκόπιμη διοχέτευση της συνειδητότητας. Ένιωσα ξανά το σώμα μου σαν ένα κούφιο σκεύος. Κοίταξα τα πόδια μου. Γέμισαν ζεστό, αστραφτερό φως και εξαφανίστηκαν μέσα του. Κοίταξα τα χέρια μου — συνέβη το ίδιο πράγμα. Συγκέντρωσα την προσοχή μου σε όλα τα σημεία του σώματος μου, μέχρι που ξανάγινα ολόκληρος φως. Τελικά, συνειδητοποίησα την διαδικασία του πραγματικού διαλογισμού —να επεκτείνει κανείς την αντίληψη του, να κατευθύνει την προσοχή του, να παραδοθεί τελικά στο Φως της Συνειδητότητας. Ένα φως τρεμόπαιξε στο σκοτάδι. Ήταν απ' το φακό που κουνούσε πάνω-κάτω στα μάτια μου ο Σωκράτης. «Διακοπή ρεύματος,» είπε μορφάζοντας σαν αποκριάτικη

- 59 -

μάσκα, με το φως στραμμένο προς το πρόσωπο του. «Είναι λοιπόν πιο ξεκάθαρο τώρα;» ρώτησε, σαν να έμαθα μόλις πώς λειτουργεί μια ηλεκτρική λάμπα. Είχα δει τη ψυχή του σύμπαντος. Δεν μπορούσα καλά καλά να μιλήσω. «Σωκράτη, σου χρωστάω τόσα, που αμφιβάλω αν θα μπορέσω να στο ξεπληρώσω ποτέ. Καταλαβαίνω τα πάντα τώρα και ξέρω τι πρέπει να κάνω. Δεν νομίζω ότι θα χρειαστεί να ξαναϊδωθούμε». Ήμουν λυπημένος που είχα αποφοιτήσει. Θα μου έλειπε. Με κοίταξε ξαφνιασμένος και άρχισε να γελάει δυνατότερα από κάθε άλλη φορά. Έτρεμε ολόκληρος, στα μαγουλά του έτρεχαν δάκρυα. Τελικά ηρέμησε και μου εξήγησε το λόγο που γελούσε. «Δεν αποφοίτησες ακόμη νεαρέ. Η δουλειά σου μόλις άρχισε. Κοίτα τον εαυτό σου. Είσαι βασικά ο ίδιος που ήσουν όταν πρωτοήρθες εδώ, πριν μερικούς μήνες. Αυτό που μόλις είδες ήταν ένα όραμα κι όχι μια τελειωτική εμπειρία. Θα χαθεί μέσα στη μνήμη σου, αλλά ακόμα κι έτσι, θα χρησιμεύσει σαν βάση για την εξάσκηση σου. Τώρα χαλάρωσε, και μην είσαι τόσο σοβαρός!» Έγειρε προς τα πίσω, σκανδαλιάρης και σοφός όπως πάντα. «Βλέπεις,» είπε ανάλαφρα, «αυτά τα ταξιδάκια, με γλυτώνουν από μερικές δύσκολες εξηγήσεις που πρέπει να υποστώ για να σε διαφωτίσω». Εκείνη τη στιγμή ξανάρθε το φως, πράγμα που μας έκανε να γελάσουμε. Πήγε στο μικρό του ψυγείο, δίπλα στον ψύκτη νερού, έβγαλε μερικά πορτοκάλια και άρχισε να τα στίβει. Συνέχισε. «Πρέπει να μάθεις ότι κι εσύ μου κάνεις χατίρι. Έχω "κολλήσει" σ' ένα μέρος στον χωροχρόνο, και έχω κι εγώ ένα χρέος. Ένα μέρος μου είναι συνδεδεμένο με την πρόοδο σου. Για να καταφέρω να σε διδάξω,» είπε, πετώντας τις φλούδες των πορτοκαλιών στο καλάθι πίσω από την πλάτη του, χωρίς να γυρίσει (και πετυχαίνοντας καλάθι κάθε φορά), «πρέπει κυριολεκτικά να σε μπολιάσω με ένα μέρος του εαυτού μου. Μεγάλη επένδυση, σε διαβεβαιώ. Οπότε, η όλη ιστορία είναι ομαδική προσπάθεια». Τελείωσε με το χυμό, και μου έδωσε ένα μικρό ποτήρι. «Μία πρόποση, λοιπόν,» είπα «για μια πετυχημένη συνεργασία». «Έγινε» μου χαμογέλασε. «Πες μου περισσότερα γι αυτό το χρέος. Σε ποιόν χρωστάς;» «Ας πούμε ότι είναι μέρος των Κανόνων». «Αυτό είναι χαζομάρα, δεν είναι απάντηση». «Μπορεί να φαίνεται χαζό, αλλά και ούτως ή άλλως, πρέπει να ακολουθώ κάποιους Κανόνες στη δουλειά μου». Έβγαλε και μου έδωσε μια μικρή κάρτα. Φαινόταν φυσιολογική, μέχρι που πρόσεξα ότι έλαμπε ελαφρά. Πάνω της ήταν γραμμένο με ανάγλυφα γράμματα: Εταιρεία «Πολεμιστής» Ιδιοκ. Σωκράτης Ειδικότητα μας: Παράδοξα, Χιούμορ και Αλλαγή Φύλαξε την καλά. Ίσως να σου φανεί χρήσιμη. Όταν με χρειαστείς — πραγματικά — κράτησε την και με τα δύο σου χέρια και φώναξε με. Θα βρεθώ κοντά σου, με τον ένα ή τον άλλον τρόπο.

- 60 -

Έβαλα την κάρτα προσεκτικά στο πορτοφόλι μου. «Θα την φυλάξω καλά, Σωκράτη. Να 'σαι σίγουρος γι’ αυτό. Α, παρεμπιπτόντως, δεν πιστεύω να έχεις καμιά τέτοια κάρτα, με τη διεύθυνση της Τζόϋ;» Με αγνόησε. Μείναμε σιωπηλοί. Ο Σωκράτης άρχισε να ετοιμάζει μία από τις τραγανιστές σαλάτες του. Τότε μου ήρθε μια ερώτηση. «Σωκράτη, πώς θα καταφέρω να ανοίξω τον εαυτό μου, στο φως της συνειδητότητας;» «Tι κάνεις όταν θέλεις να δεις;» είπε, απαντώντας μου με μια ερώτηση. Γέλασα. «Κοιτάζω! Α, εννοείς τον διαλογισμό, έτσι;» «Μάλιστα!» απάντησε. «Και να η ουσία» είπε, τελειώνοντας το κόψιμο των λαχανικών. «Υπάρχουν δύο ταυτόχρονες διαδικασίες: η μία είναι η ενόραση — η εστίαση της προσοχής σου, η διοχέτευση της συνείδησης σ' αυτό ακριβώς που θέλεις να γνωρίσεις. Η άλλη διαδικασία είναι η απάθεια — να αφεθείς ελεύθερος και να αγνοήσεις τις σκέψεις που θα προκύψουν. Αυτός είναι ο πραγματικός διαλογισμός. Έτσι ελευθερώνεται κανείς απ' το μυαλό». «Και τυχαίνει να ξέρω μια ταιριαστή ιστορία: Ένας μαθητής του διαλογισμού καθόταν σιωπηλός ανάμεσα σε μία ομάδα άλλων μαθητών. Τρομαγμένος από ένα όραμα γεμάτο θάνατο, αίμα και δαίμονες, σηκώθηκε, πήγε στον δάσκαλο και του ψιθύρισε, «Δάσκαλε, μόλις είχα ένα τρομερό όραμα!» «Αγνόησε το», του είπε ο δάσκαλος. Μερικές μέρες αργότερα, είχε μερικές καταπληκτικές ερωτικές φαντασιώσεις, εικόνες για το νόημα της ζωής, με αγγέλους σε κοσμικό ντεκόρ, τα πάντα. Ο δάσκαλος του ήρθε από πίσω του και τον χτύπησε δυνατά με ένα ραβδί. «Αγνόησε το!» του είπε. Γέλασα με την ιστορία και είπα «Ξέρεις Σωκράτη, σκεφτόμουν..». Ο Σωκράτης με χτύπησε στο κεφάλι με ένα καρότο, λέγοντας μου «Αγνόησε το!» Φάγαμε. Κάρφωνα τα λαχανικά μου με το πιρούνι. Εκείνος έπιανε μικρές μπουκιές με κινέζικα ξυλαράκια, αναπνέοντας ήρεμα καθώς έτρωγε. Δεν έπαιρνε άλλη μπουκιά, μέχρι να τελειώσει την προηγούμενη, σαν να ήταν κάθε μπουκιά από μόνη της ένα ολόκληρο γεύμα. Θαύμαζα τον τρόπο που έτρωγε εκείνος, ενώ εγώ μασουλούσα αδιάφορα. Τέλειωσα πρώτος, ανακάθισα και ανακοίνωσα: «Υποθέτω πως είμαι έτοιμος να δοκιμάσω τον πραγματικό διαλογισμό». «Ναι, βέβαια». Άφησε τα ξυλαράκια του. «Η κατάκτηση του μυαλού. Τουλάχιστον να ενδιαφερόσουν!» «Πώς δεν ενδιαφέρομαι! Επιθυμώ την αυτογνωσία. Γι αυτό βρίσκομαι εδώ». «Επιθυμείς την αυτο-προβολή, όχι την αυτογνωσία. Είσαι εδώ γιατί δεν έχεις εναλλακτικές λύσεις». «Μα, θέλω να ξεφορτωθώ το θορυβώδες μυαλό μου» διαμαρτυρήθηκα. «Αυτή είναι η μεγαλύτερη σου ψευδαίσθηση, Νταν. Μοιάζεις με έναν που αρνείται να φορέσει γυαλιά, και επιμένει ότι "δεν τυπώνουν πια τις εφημερίδες καθαρά."» «Λάθος» είπα, κουνώντας μπρος-πίσω το κεφάλι μου.

- 61 -

«Δεν περίμενα να δεχτείς ακόμη την αλήθεια των λόγων μου, αλλά σου χρειάζεται τουλάχιστον να την ακούς». «Πού θέλεις να καταλήξεις;» ρώτησα ανυπόμονα. Η προσοχή μου πλανιόταν έξω. «Το συμπέρασμα είναι το εξής,» είπε ο Σωκράτης με φωνή που μου τράβηξε την προσοχή. «Ταυτίζεσαι με τις ασήμαντες, ενοχλητικές, μπλεγμένες σκέψεις και πεποιθήσεις σου. Νομίζεις ότι είσαι οι σκέψεις σου». «Σαχλαμάρες!» «Οι πεισματικές ψευδαισθήσεις σου είναι ένα καράβι που βουλιάζει, μικρέ. Καιρός να το εγκαταλείψεις, όσο υπάρχει ακόμη χρόνος». Προσπάθησα να καταπνίξω τον εκνευρισμό μου. «Πώς μπορείς εσύ να ξέρεις ότι ταυτίζομαι με το μυαλό μου;» «Ωραία,» αναστέναξε. «Θα σου το αποδείξω: τι εννοείς όταν δηλώνεις "Πάω στο σπίτι μου"; Δεν υποθέτεις, φυσικά, ότι είσαι ξέχωρος από το σπίτι στο οποίο πηγαίνεις;» «Και βέβαια! Αυτό καταντά ηλίθιο». Αγνοώντας με, ρώτησε, «Τι εννοείς όταν λες, "Το σώμα μου πονάει σήμερα"; Ποιος είναι το "εγώ" που είναι ξέχωρο από το σώμα, και μιλάει γι' αυτό σαν να ήταν κτήμα του;» Άρχισα να γελάω. «Αυτά είναι σχήματα λόγου, Σωκράτη. Απλοί τρόποι έκφρασης». «Σίγουρα, αλλά ο τρόπος που εκφραζόμαστε αποκαλύπτει τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο. Στην πραγματικότητα, ενεργείς σαν να ήσουν ένα "μυαλό", ή κάτι νοήμον μέσα σ' ένα σώμα». «Για ποιο λόγο θα 'κανα κάτι τέτοιο;» «Γιατί ο μεγαλύτερος σου φόβος είναι αυτός του θανάτου, όπως και η βαθύτερη σου επιθυμία είναι να επιβιώσεις. Θέλεις το "Για Πάντα", επιθυμείς την Αιωνιότητα. Ξεγελιέσαι με την πίστη ότι είσαι ένα "μυαλό" ή "πνεύμα" ή "ψυχή". Βρίσκεις έτσι ένα "παραθυράκι" στο συμβόλαιο σου με τη θνητότητα. Σαν "μυαλό", ίσως μπορέσεις να ξεφύγεις πετώντας από το σώμα σου όταν πεθάνει. Σωστά;» «Είναι μια σκέψη κι αυτό,» είπα μορφάζοντας. «Αυτό ακριβώς είναι, Νταν, μια σκέψη, τόσο αληθινή όσο η σκιά μιας σκιάς. Η αλήθεια είναι η εξής: η συνειδητότητα δεν είναι μέσα στο σώμα — αντίθετα, το σώμα βρίσκεται μέσα στη συνειδητότητα. Και είσαι αυτή η συνειδητότητα — και όχι το φάντασμα που τόσο σε βασανίζει. Είσαι το σώμα, αλλά ταυτόχρονα είσαι και όλα τα υπόλοιπα. Αυτό σου αποκάλυψε το όραμα σου. Μόνο το μυαλό είναι εξαπατημένο και απειλείται από την αλλαγή. Αν χαλαρώσεις μέσα στο σώμα χωρίς να χρησιμοποιείς το μυαλό σου, θα είσαι ευτυχισμένος, χαρούμενος και ελεύθερος και δε θα αισθάνεσαι αποχωρισμένος. Η αθανασία σού ανήκει ήδη, αλλά όχι όπως την φαντάζεσαι ή ελπίζεις να είναι. Ήσουν αθάνατος πριν γεννηθείς και θα είσαι και αφού το σώμα σου έχει λιώσει. Το σώμα είναι συνειδητότητα. Είναι αθάνατο. Μόνο που αλλάζει. Το μυαλό —οι προσωπικές σου πεποιθήσεις, η ιστορία και ταυτότητα σου —είναι θνητά. Ποιος τα χρειάζεται λοιπόν;» Ο Σωκράτης σταμάτησε να μιλάει και βούλιαξε στην πολυθρόνα του. «Σωκράτη,» είπα, «δεν είμαι σίγουρος ότι τα κατάλαβα όλα όσα είπες».

- 62 -

«Και βέβαια δεν τα κατάλαβες!» γέλασε. «Ούτως ή άλλως, οι λέξεις δεν σημαίνουν και πολλά πράγματα ώσπου να ανακαλύψεις την αλήθεια μόνος σου. Τότε θα νιώσεις ελεύθερος, επιτέλους, και θα αφεθείς να παρασυρθείς από την αιωνιότητα». «Ωραία ακούγεται αυτό». Γέλασε. «Ναι, και είναι και "ωραίο". Αλλά προς το παρόν, απλώς βάζω τα θεμέλια για το επόμενο στάδιο». «Σωκράτη, αν δεν είμαι οι σκέψεις μου, τι είμαι;» Με κοίταξε με τέτοιο τρόπο, σαν να μου είχε μόλις εξηγήσει ότι ένα και ένα κάνουν δύο, και να είχα ρωτήσει αμέσως μετά «Ναι, αλλά πόσο κάνουν ένα κι ένα;» Άνοιξε το ψυγείο, έβγαλε ένα κρεμμύδι και το 'βαλε στο χέρι μου. «Ξεφλούδισε το, ένα στρώμα τη φορά,» με διέταξε. Άρχισα να ξεφλουδίζω. «Τι βρήκες;» «Το επόμενο στρώμα». «Συνέχισε». Ξεφλούδισα λίγα στρώματα ακόμη. «Το μόνο που βρίσκω είναι κι άλλα στρώματα, Σωκράτη». «Συνέχισε να ξεφλουδίζεις μέχρι να μην υπάρχουν άλλα. Τι βρήκες;» «Δεν έμεινε τίποτε». «Και όμως, έμεινε κάτι». «Τι;» «Το σύμπαν. Σ' αφήνω μ' αυτή τη σκέψη». Κοίταξα έξω από το παράθυρο. Άρχιζε να χαράζει. Ξαναγύρισα το επόμενο βράδυ, μετά από μια μέτρια συγκέντρωση διαλογισμού, ξεχειλίζοντας από σκέψεις. Δεν είχε και πολύ δουλειά, κι έτσι καθίσαμε πίνοντας μέντα και του μίλησα για τον άδοξο διαλογισμό μου. «Ναι, δεν είσαι ακόμη συγκεντρωμένος. Θα σου πω μια ιστορία: Ένας μαθητής του Ζεν ρώτησε τον δάσκαλο του ποιο είναι το σπουδαιότερο στοιχείο του Ζεν. Ο δάσκαλος του απάντησε, «Συγκέντρωση». «Σ' ευχαριστώ,» είπε ο μαθητής. «Μπορείς όμως να μου πεις το δεύτερο πιο σημαντικό στοιχείο;» Και ο δάσκαλος απάντησε: «Συγκέντρωση». Κοίταξα τον Σωκράτη προβληματισμένος, περιμένοντας να συνεχίσει. «Αυτό ήταν όλο» μου είπε. Σηκώθηκα να πιω λίγο νερό και ο Σωκράτης με ρώτησε, «Είσαι συγκεντρωμένος στον τρόπο που στέκεσαι;» «Ε, ναι,» απάντησα, χωρίς να είμαι σίγουρος. Περπάτησα ως τον νεροχύτη. «Προσέχεις τον τρόπο που περπατάς;» με ρώτησε. «Ναι,» απάντησα, παίζοντας το παιχνίδι του. «Είσαι συγκεντρωμένος στον τρόπο που μιλάς;» «Υποθέτω πως ναι,» είπα, ακούγοντας τη φωνή μου. Είχα αρχίσει να νευριάζω. «Προσέχεις τον τρόπο που σκέφτεσαι;» «Σωκράτη, μη με πιέζεις, κάνω ό,τι μπορώ».

- 63 -

Έσκυψε προς το μέρος μου. «Το "ό,τι μπορείς" δεν είναι αρκετό. Η ένταση της συγκέντρωσης σου πρέπει να καίει. Δεν γίνεσαι πρωταθλητής με το να τριγυρίζεις άσκοπα σε ένα γυμναστήριο. Έτσι και η συνειδητότητα σου δεν εκπαιδεύεται με το να κάθεσαι με κλειστά τα μάτια και να αφήνεις την προσοχή και την συγκέντρωση σου να περιπλανιέται. Τα αποτελέσματα είναι ανάλογα με την ένταση της εξάσκησης σου. Άκου μια ιστορία: Σ' ένα μοναστήρι, καθόμουν μέρες ολόκληρες, προσπαθώντας να βρω τη λύση σε ένα κοάν — έναν γρίφο που μου είχε δώσει ο δάσκαλος μου για να κεντρίσει το μυαλό μου να δει την πραγματική του φύση. Δεν μπορούσα να το λύσω. Κάθε φορά που πήγαινα στον δάσκαλο μου δεν είχα απάντηση να του δώσω. Ήμουν πολύ αργός μαθητής και είχα αρχίσει να απογοητεύομαι. Μου είπε να συνεχίσω να δουλεύω το κοάν μου για ένα μήνα ακόμα. «Σίγουρα, μέχρι τότε» με ενθάρρυνε, «θα το έχεις λύσει». Πέρασε ένας μήνας και έκανα ό,τι μπορούσα. Το κοάν παρέμενε ένα μυστήριο. «Δοκίμασε ακόμη μια βδομάδα, με όλη τη φλόγα της καρδιάς σου!» μου είπε. Μέρες και νύχτες το κοάν έκαιγε, αλλά δεν μπορούσα να βρω τίποτε. Ο δάσκαλος μου είπε, «Μια μέρα ακόμη, με όλη τη δύναμη του πνεύματος σου». Στο τέλος εκείνης της μέρας ήμουν εξαντλημένος. Του είπα, «Δάσκαλε, δεν ωφελεί — ένας μήνας, μια εβδομάδα, μια μέρα — δεν μπορώ να λύσω το αίνιγμα». Ο δάσκαλος μου με κοίταξε για αρκετή ώρα. «Διαλογίσου για μια ώρα ακόμη,» μου είπε. «Αν δεν έχεις λύσει το κόαν μέχρι τότε, πρέπει να αυτοκτονήσεις». «Γιατί πρέπει ένας πολεμιστής να κάθεται και να διαλογίζεται; Νόμιζα ότι αυτός ήταν ο δρόμος της δράσης». «Ο διαλογισμός είναι η δράση της αδράνειας. Όμως έχεις δίκιο, ο δρόμος του πολεμιστή είναι πιο δυναμικός. Στο τέλος θα μάθεις να διαλογίζεσαι μέσα από κάθε σου πράξη. Στην αρχή όμως, ο καθιστικός διαλογισμός είναι μία τελετουργία, ένα χρονικό διάστημα το οποίο χρησιμοποιείς για να αυξήσεις την ένταση της εξάσκησης σου. Πρέπει να μάθεις τέλεια αυτό το τελετουργικό πριν το επεκτείνεις στην καθημερινή σου ζωή. «Σαν δάσκαλος, θα χρησιμοποιήσω κάθε μέθοδο και τέχνασμα που γνωρίζω για να σου τραβήξω το ενδιαφέρον και να σε βοηθήσω να αντέξεις τη δουλειά που σε περιμένει. Αν, απλά, σε έβρισκα κάπου και σου έλεγα το μυστικό της ευτυχίας, δεν θα με είχες καν ακούσει. Χρειαζόσουν κάποιον να σε εντυπωσιάσει, να κάνει ένα κόλπο, ή να πηδήξει πάνω σε στέγες, για να σε κάνει να ενδιαφερθείς. «Λοιπόν, είμαι πρόθυμος να παίξω, για ένα μικρό διάστημα τουλάχιστον, αλλά έρχεται κάποια στιγμή που ο κάθε πολεμιστής πρέπει να ακολουθήσει μόνος του το δικό του μονοπάτι. Προς το παρόν, θα κάνω ό,τι χρειαστεί για να σε κρατήσω εδώ, για να μάθεις γι' αυτό το μονοπάτι». Ένιωσα χρησιμοποιημένος και θυμωμένος. «Για ποιο λόγο; Για να γεράσω σ' αυτό το βενζινάδικο, περιμένοντας την ευκαιρία να ορμήξω σε αθώους φοιτητές;» Δεν είχα τελειώσει την φράση μου και το είχα ήδη μετανιώσει. Ο Σωκράτης μου χαμογέλασε ανενόχλητος και είπε ήρεμα. «Μην παίρνεις τοις μετρητοίς αυτό το μέρος ή τον δάσκαλο σου, Νταν. Τα πράγματα και οι άνθρωποι δεν

- 64 -

είναι πάντα αυτό που φαίνονται. Εγώ προσδιορίζομαι από το σύμπαν, και όχι απ' αυτό το βενζινάδικο. Όσο για το αν θα 'πρεπε να μείνεις, για το τι κέρδος θα έχεις, δεν είναι προφανές; Εγώ, όπως βλέπεις, είμαι πανευτυχής. Εσύ είσαι;» Εκείνη τη στιγμή κατέφτασε ένα αυτοκίνητο του οποίου το ψυγείο έβγαζε σύννεφα ατμού. «Έλα,» είπε ο Σωκράτης. «Αυτό το αυτοκίνητο υποφέρει και ίσως πρέπει να το σκοτώσουμε για να το βγάλουμε απ' τη μιζέρια του». Πήγαμε και οι δύο κοντά στο στραπατσαρισμένο αυτοκίνητο, του οποίου το ψυγείο έβραζε, και ο ιδιοκτήτης έβγαζε καπνούς απ' τα αυτιά από τα νεύρα του. «Τι κάνατε τόση ώρα; Δεν μπορώ να σας περιμένω όλη νύχτα, να πάρει ο διάολος!» Ο Σωκράτης τον κοίταξε με συμπόνια και αγάπη. «Ας δούμε πώς μπορούμε να σας βοηθήσουμε κύριε, ώστε να μην ταλαιπωρηθείτε πολύ». Του είπαμε να οδηγήσει το αυτοκίνητο μέσα στο γκαράζ όπου βρήκαμε τη διαρροή του ψυγείου. Σε λίγα λεπτά είχαμε βουλώσει την τρύπα, αλλά ο Σωκράτης είπε στον πελάτη ότι θα έπρεπε να αγοράσει σύντομα καινούργιο ψυγείο. «Όλα πεθαίνουν και αλλάζουν, ακόμα και τα ψυγεία των αυτοκινήτων,» είπε και μού' κλείσε το μάτι. Καθώς έβλεπα τον άντρα να φεύγει, κατάλαβα πόσο αληθινά ήταν τα λόγια του Σωκράτη. Ήταν πραγματικά ευτυχισμένος! Τίποτε δεν φαινόταν να επηρεάζει την χαρούμενη του διάθεση. Από τότε που τον είχα γνωρίσει είχε φερθεί θυμωμένα, λυπημένα, ευγενικά, σκληρά, με χιούμορ, ακόμη και συμπονετικά. Όμως πάντοτε η ευτυχία έλαμπε στα μάτια του, ακόμα κι όταν έτρεχαν δάκρυα απ' αυτά. Γυρίζοντας σπίτι, σκεφτόμουν τον Σωκράτη. Η σκιά μου μεγάλωνε και μίκραινε καθώς περνούσα κάτω από τις λάμπες του δρόμου. Κλώτσησα μια πέτρα στο σκοτάδι καθώς πλησίαζα στο διαμέρισμα μου, περπατώντας με αργά βήματα στο πίσω δρομάκι, κοντά στο μικρό μου γκαράζ που βρισκόταν κάτω από τα κλαδιά μιας καρυδιάς. Έμεναν μόλις λίγες ώρες ως την αυγή. Ξαπλωμένος στο κρεβάτι, δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Αναρωτιόμουν αν μπορούσα να ανακαλύψω το μυστικό της ευτυχίας του. Αυτό μου φαινόταν τώρα πιο σημαντικό από το να πηδάει κανείς πάνω σε σκεπές. Τότε θυμήθηκα την κάρτα που μου είχε δώσει. Σηκώθηκα απ' το κρεβάτι και άναψα το φως. Έβγαλα την κάρτα από το πορτοφόλι μου. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά γρήγορα. Ο Σωκράτης είχε πει ότι αν ποτέ τον χρειαζόμουν πραγματικά, έπρεπε να κρατήσω με τα δύο μου χέρια την κάρτα και να τον φωνάξω. Λοιπόν, θα τον δοκίμαζα! Στάθηκα τρέμοντας για λίγο. Τα γόνατα μου είχαν αρχίσει να λυγίζουν. Κράτησα την κάρτα που έλαμπε ελαφρά στα δυο μου χέρια και φώναξα, «Σωκράτη, έλα Σωκράτη. Σε καλεί ο Νταν». Αισθανόμουν τελείως ηλίθιος, να στέκομαι εκεί πέρα στις πέντε παρά πέντε το πρωί, κρατώντας μια λαμπερή κάρτα και να μιλάω στον αέρα. Τίποτε δεν συνέβη. Την πέταξα αηδιασμένος πάνω στο κομοδίνο. Εκείνη τη στιγμή, έσβησαν τα φώτα. «Τι..»., φώναξα, γυρίζοντας ανήσυχος και προσπαθώντας να καταλάβω αν είχε έρθει. Όπως στις ταινίες, έκανα ένα βήμα προς τα πίσω, σκόνταψα στην καρέκλα μου, χτύπησα στην άκρη του κρεβατιού και έπεσα στο πάτωμα. Το φως ξανάρθε. Αν τύχαινε να με ακούσει κανένας, θα υπέθετε ότι κάποιος φοιτητής είχε προβλήματα στη μελέτη των αρχαίων Ελληνικών. Για ποιο άλλο λόγο θα φώναζα στις πέντε η ώρα το πρωί, «Να σε πάρει και να σε σηκώσει, Σωκράτη!»

- 65 -

Ποτέ δεν θα μάθαινα αν η διακοπή ρεύματος ήταν σύμπτωση ή όχι. Ο Σωκράτης είχε πει ότι θα ερχόταν, δεν είχε πει πώς. Έβαζα την κάρτα ξανά στο πορτοφόλι μου, όταν παρατήρησα ότι είχε αλλάξει. Κάτω από τις τελευταίες γραμμές, «Παράδοξα, Χιούμορ και Αλλαγή,» είχαν εμφανιστεί τρεις λέξεις, με τονισμένα γράμματα: «Μόνο Επείγοντα Περιστατικά!» Κοιμήθηκα αμέσως, γελώντας. Είχαν αρχίσει οι καλοκαιρινές προπονήσεις. Χαιρόμουν που έβλεπα παλιές, γνωστές φυσιογνωμίες. Ο Χερμπ άφηνε γενειάδα, ο Ρικ και ο Σιντ είχαν μαυρίσει και φαίνονταν υγιέστατοι και δυνατότεροι από παλιά. Ήθελα πολύ να μοιραστώ τη ζωή και τα μαθήματα που έπαιρνα με τους συναθλητές μου, αλλά δεν ήξερα από πού ν' αρχίσω. Μετά θυμήθηκα την επαγγελματική κάρτα του Σωκράτη. Πριν την προθέρμανση, φώναξα τον Ρικ να έρθει στη γωνία. «Θέλω να σου δείξω κάτι». Μόλις έβλεπε την λαμπερή κάρτα του Σωκράτη και τις «ειδικότητες» του, ήμουν σίγουρος ότι θα ήθελε να μάθει περισσότερα γι’ αυτόν. Ίσως όλοι τους να ήθελαν. Μετά από μια θεατρινίστικη παύση, έβγαλα την κάρτα και του την έδωσα. «Κοίτα αυτό, παράξενο, έτσι; Ο τύπος είναι δάσκαλος μου». Ο Ρικ κοίταξε την κάρτα, την γύρισε απ' την άλλη μεριά και κοίταξε εμένα με ανέκφραστο πρόσωπο. «Τι είδους αστείο είναι αυτό Νταν; Δεν καταλαβαίνω». Κοίταξα την κάρτα και από τις δύο μεριές. Ήταν κενή! «Χμ,» μούγκρισα, βάζοντας το χαρτί στο πορτοφόλι μου, «ένα λαθάκι, Ρικ. Ας αρχίσουμε την προθέρμανση». Αναστέναξα. Αυτό το περιστατικό θα ενίσχυε τη φήμη που είχα, ως ο εκκεντρικός της ομάδας. Σωκράτη, σκέφτηκα, τι φτηνό κόλπο — μελάνι που εξαφανίζεται! Εκείνο το βράδυ, μπήκα στο γραφείο με την κάρτα στο χέρι. Την πέταξα πάνω στο τραπέζι. «Μακάρι να σταματούσες να μου έκανες φάρσες, Σωκράτη. Έχω κουραστεί να φαίνομαι ηλίθιος». Με κοίταξε συμπονετικά. «Α! Ώστε κατάφερες πάλι να φανείς ηλίθιος;» «Έλα Σωκράτη. Σου το ζητώ ευγενικά, θα σταματήσεις σε παρακαλώ;» «Τι να σταματήσω;» «Το κόλπο με το εξαφ..». Με την άκρη του ματιού μου έπιασα μια ελαφριά λάμψη που ερχόταν απ' το τραπέζι: Εταιρεία «Πολεμιστής» Ιδιοκ. Σωκράτης Ειδικότητα μας: Παράδοξα, Χιούμορ και Αλλαγή Μόνο Επείγοντα Περιστατικά! «Δεν καταλαβαίνω,» μουρμούρισα. «Αλλάζει αυτή η κάρτα;» «Τα πάντα αλλάζουν» απάντησε εκείνος. «Ναι, ξέρω, αλλά εξαφανίζεται και ξαναεμφανίζεται;» «Τα πάντα εξαφανίζονται και ξαναεμφανίζονται». «Σωκράτη, όταν την έδειξα στον Ρικ δεν υπήρχε τίποτε να δει». - 66 -

«Οι Κανόνες της Εταιρείας» σήκωσε τους ώμους του χαμογελαστός. «Δεν με βοηθάς και πολύ. Θέλω να μάθω πώς..». «Αδιαφόρησε,» μου είπε. «Αγνόησε το». Το καλοκαίρι πέρασε γρήγορα, με εντατική προπόνηση και βραδιές με τον Σωκράτη. Τη μισή ώρα που περνούσαμε μαζί κάναμε διαλογισμό και την άλλη μισή δουλεύαμε στο γκαράζ ή ξεκουραζόμασταν πίνοντας τσάι. Κάτι τέτοιες στιγμές τον ρωτούσα για την Τζόϋ. Ήθελα να την ξαναδώ. Ο Σωκράτης όμως δεν μου έλεγε τίποτε. Κατά το τέλος των διακοπών η σκέψη μου ήταν στραμμένη στις εξετάσεις που πλησίαζαν. Είχα αποφασίσει να πάω στο Λος Αντζελες για καμιά βδομάδα, να επισκεφτώ τους δικούς μου. Θα έβαζα το Βάλιαντ μου στο γκαράζ εδώ και κάτω στο Λος Αντζελες θα αγόραζα μια μοτοσικλέτα και θα γύριζα μ' αυτήν πίσω. Είχα κατέβει στην λεωφόρο Τέλεγκραφ για κάτι ψώνια και μόλις είχα βγει από το φαρμακείο με πλησίασε ένας κοκαλιάρης νεαρός. Μύριζε ολόκληρος αλκοόλ και ιδρώτα. «Μου δίνεις λίγα χρήματα;» με ρώτησε χωρίς να με κοιτάξει. «Όχι, δεν μου περισσεύουν, λυπάμαι» είπα, χωρίς στην πραγματικότητα να λυπάμαι καθόλου. Καθώς έφευγε, σκέφτηκα «Βρες μια δουλειά». Μετά ήρθαν στο μυαλό μου κάποιες ενοχές. Είχα πει όχι σ' έναν άφραγκο ζητιάνο. Θυμωμένες σκέψεις βγήκαν στην επιφάνεια. «Δεν θα 'πρεπε να πλησιάζει έτσι τους ανθρώπους!» Είχα περπατήσει το μισό τετράγωνο, όταν κατάλαβα πόσο νοητικό θόρυβο είχα δημιουργήσει και την ένταση που προκαλούσε αυτό το γεγονός — μόνο και μόνο επειδή ένας τύπος μου ζήτησε χρήματα κι εγώ είπα όχι. Εκείνη τη στιγμή αποφάσισα να το αγνοήσω. Αμέσως ένιωσα ελαφρύτερος, πήρα μια βαθιά ανάσα, έδιωξα την ένταση και έστρεψα την προσοχή μου στην υπέροχη μέρα. Την ίδια νύχτα, είπα στον Σωκράτη τα νέα μου. «Σωκράτη, θα πεταχτώ με το αεροπλάνο στο Λος Αντζελες σε μερικές μέρες, για να επισκεφτώ τους γονείς μου. Όταν φτάσω εκεί θα αγοράσω μια μοτοσικλέτα. Και μόλις έμαθα ότι η Ομοσπονδία Γυμναστικής των Ηνωμένων Πολιτειών θα στείλει τον Σιντ κι εμένα στην Λουμπλιάνα, στην Γιουγκοσλαβία, να παρακολουθήσουμε το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Γυμναστικής. Θεωρούν τους δυο μας μελλοντικούς αθλητές της Ολυμπιάδας και θέλουν να μας δώσουν λίγο αέρα. Πώς σου φαίνεται αυτό;» Προς μεγάλη μου έκπληξη, ο Σωκράτης συνοφρυώθηκε και είπε μόνο: «Ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει». Προτίμησα να τον αγνοήσω και κινήθηκα προς την πόρτα. «Άντε, γεια σου προς το παρόν, Σωκράτη. Θα σε δω σε λίγες βδομάδες». «Θα σε δω σε λίγες ώρες» μου απάντησε. «Συνάντησε με στο σιντριβάνι του Λούντβιχ, το μεσημέρι». «Εντάξει!» είπα. Αναρωτήθηκα τι συνέβαινε. Τον καληνύχτισα, κι έφυγα. Κοιμήθηκα γύρω στις έξι ώρες και μετά έτρεξα ως το σύντριβανι που βρισκόταν έξω από την Φοιτητική Ένωση. Το σιντριβάνι του Λούντβιχ το είχαν ονομάσει έτσι με αφορμή ένα σκύλο που σύχναζε εκεί. Αρκετοί άλλοι σκύλοι έκαναν σαματά παίζοντας και πετώντας νερά, προσπαθώντας να δροσιστούν μέσα στην Αυγουστιάτικη κάψα. Υπήρχαν και μερικά παιδάκια που πλατσούριζαν στο ρηχό νερό.

- 67 -

Τη στιγμή που το Καμπανάϊλ, το πασίγνωστο ρολόι του πύργου του Μπέρκλεϋ, χτυπούσε μεσημέρι, είδα τη σκιά του Σωκράτη στα πόδια μου. Ήμουν ακόμη λιγάκι νυσταγμένος. «Ας βαδίσουμε» είπε. Περπατήσαμε μέσα από την πανεπιστημιούπολη, περάσαμε το Σπράουλ Χωλ, την Σχολή Οπτικών, το νοσοκομείο Κάουελ, το γήπεδο ράγκμπυ, και μπήκαμε στους λόφους του Στρώμπερυ Κάνυον. Επιτέλους μου μίλησε. «Νταν, έχει αρχίσει πια για σένα μια συνειδητή διαδικασία μεταμόρφωσης. Δεν μπορεί να ανακληθεί, δεν υπάρχει επιστροφή. Αν προσπαθούσες να κάνεις κάτι τέτοιο, θα κατέληγες στην τρέλα. Μπορείς μόνο να προχωρήσεις. Είσαι δεσμευμένος». «Σαν να με έχουν κλείσει σε ίδρυμα;» προσπάθησα να αστειευτώ. Έκανε μια γκριμάτσα. «Μπορεί να υπάρχουν ομοιότητες». Προχωρήσαμε σιωπηλοί μέσα στη σκιά των μεγάλων θάμνων. «Κανένας δεν μπορεί να σε βοηθήσει από ένα σημείο και πέρα, Νταν. Θα σε οδηγώ για ένα διάστημα, αλλά κάποια στιγμή ακόμη και εγώ πρέπει να αποσυρθώ, και τότε θα είσαι μόνος σου. Θα δοκιμαστείς σκληρά πριν να ξεμπερδέψεις. Θα πρέπει να αναπτύξεις μεγάλη εσωτερική δύναμη. Ελπίζω μόνο, αυτό να γίνει την κατάλληλη στιγμή». Η απαλή αύρα είχε σταματήσει και ο αέρας ήταν ζεστός. Εντούτοις, ένιωθα ένα ρίγος. Τρέμοντας μέσα στη ζέστη, παρακολουθούσα μια σαύρα που σερνόταν στις ρίζες των θάμνων. Μόλις τότε έπιασα το νόημα των τελευταίων λέξεων του Σωκράτη. Σήκωσα το κεφάλι μου να τον δω. Είχε φύγει. Φοβισμένος, χωρίς ιδιαίτερο λόγο, κατέβηκα τρέχοντας το μονοπάτι. Δεν το ήξερα τότε, αλλά η περίοδος της προετοιμασίας μου είχε τελειώσει. Τώρα θα άρχιζε η εκπαίδευση μου. Και επρόκειτο να αρχίσει με μια δοκιμασία, απ' την οποία παραλίγο να μη βγω ζωντανός.

- 68 -

ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ:

Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΙΣΤΗ

- 69 -

4. ΤΟ ΑΚΟΝΙΣΜΑ ΤΟΥ ΞΙΦΟΥΣ

Άφησα το αυτοκίνητο μου σ' ένα νοικιασμένο γκαράζ και επιβιβάστηκα στο λεωφορείο για το Σαν Φραντσίσκο, που θα με πήγαινε μέχρι το αεροδρόμιο. Μας έπιασε η κίνηση και όλα έδειχναν ότι θα έφτανα καθυστερημένος. Αμέσως άρχισαν οι ανήσυχες σκέψεις — ένιωσα το στομάχι μου να σφίγγεται, αλλά μόλις το πρόσεξα, τις αγνόησα και τις άφησα να φύγουν όπως είχα εκπαιδευτεί να κάνω. Χαλάρωσα και απόλαυσα την διαδρομή στην παραλιακή λεωφόρο, σκεπτόμενος πόσο καλά τα πήγαινα στον έλεγχο των ανησυχητικών σκέψεων, που τόσο συχνά με είχαν βασανίσει 'στο παρελθόν. Και επιπλέον, πρόλαβα το αεροπλάνο μου και μου έμειναν και μερικά δευτερόλεπτα. Ο πατέρας μου, φτυστός εγώ σε μεγαλύτερη ηλικία και με λιγότερα μαλλιά, με συνάντησε στο αεροδρόμιο. Φορούσε μια μπλε αθλητική μπλούζα που κάλυπτε το μυώδες στέρνο του και μου έσφιξε θερμά το χέρι με ένα πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπο του. Το ρυτιδιασμένο πρόσωπο της μητέρας μου γλύκανε όταν με αγκάλιασε και με φίλησε περνώντας την πόρτα του διαμερίσματος τους. Ξεκίνησε να μου λέει τα νέα της αδελφής μου και των παιδιών της. Εκείνο το βράδυ, η μαμά μου έπαιξε στο πιάνο προς τιμήν μου ένα από τα καινούργια κομμάτια που είχε μάθει — νομίζω Μπαχ. Την άλλη μέρα, το ξημέρωμα, ο μπαμπάς μου κι εγώ πήγαμε στο γήπεδο του γκολφ. Ήθελα πολύ να του μιλήσω για τις περιπέτειες μου με τον Σωκράτη, αλλά προτίμησα να μην το κάνω. Ίσως κάποια μέρα να τα διηγόμουν όλα γραπτά. Χαιρόμουν που ήμουν ξανά στο σπίτι μου, αλλά πολλά πράγματα είχαν αλλάξει. Όταν καθόμασταν με τον πατέρα μου στη σάουνα, μετά από το παιχνίδι γκολφ που είχαμε παίξει, γύρισε και μου είπε, «Ντάνυ, η ζωή στο πανεπιστήμιο φαίνεται να σου ταιριάζει πολύ. Είσαι διαφορετικός — πιο ήρεμος, καλύτερη παρέα — όχι πως δεν ήσουν καλή παρέα παλιά..». Έψαχνε να βρει τις κατάλληλες λέξεις, αλλά εγώ τον καταλάβαινα. Χαμογέλασα. Αν ήξερε... Ξόδεψα τον περισσότερο καιρό μου στο Λος Αντζελες ψάχνοντας για μοτοσικλέτα. Τελικά βρήκα μια Τράϊουμφ των πεντακοσίων κυβικών. Μου πήρε λίγες μέρες να τη συνηθίσω, και παρά λίγο να πέσω δύο φορές — και τις δύο επειδή νόμιζα ότι είχα δει την Τζόϋ να βγαίνει από ένα κατάστημα, ή να στρίβει σε μια γωνία. Η τελευταία μου μέρα στο Λος Αντζελες έφτασε σύντομα. Νωρίς το επόμενο πρωί θα ταξίδευα παραλιακά προς το Μπέρκλεϋ, θα συναντιόμουν με τον Σιντ το ίδιο βράδυ και θα φεύγαμε για την Γιουγκοσλαβία, για το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Γυμναστικής. Πέρασα μια ήρεμη μέρα, τριγυρίζοντας στο σπίτι. Μετά το βραδινό φαγητό, σηκώθηκα, και με το κράνος στο χέρι ξεκίνησα να ψωνίσω ένα ταξιδιωτικό - 70 -

σακίδιο. Βγαίνοντας, άκουσα τον πατέρα μου να μου λέει, «Να προσέχεις, Νταν. Οι μηχανές δεν φαίνονται στο σκοτάδι». Οι συνηθισμένες του προφυλάξεις. «Εντάξει, μπαμπά, θα προσέχω,» του φώναξα. Έβαλα μπροστά τη μηχανή και βγήκα στον δρόμο, νιώθοντας πολύ «άντρας» με το αθλητικό μπλουζάκι, το ξεβαμμένο τζην και τις μπότες μου. Αναζωογονημένος από τον δροσερό βραδινό αέρα, κατευθύνθηκα νότια, προς το Γουίλσάϊρ. Το μέλλον μου θα άλλαζε επειδή εκείνη τη στιγμή, τρία τετράγωνα πιο πέρα, ο Τζώρτζ Ουίλσον ετοιμαζόταν να στρίψει αριστερά στη Δυτική Λεωφόρο. Μαρσάρισα μέσα στο σούρουπο. Τα φώτα του δρόμου περνούσαν από δίπλα μου με μεγάλη ταχύτητα, καθώς πλησίαζα το σημείο που συναντιόταν η Δυτική Λεωφόρος με την Εβδόμη. Ήμουν έτοιμος να περάσω τη διασταύρωση, όταν παρατήρησα μια κόκκινη Μπιούικ απέναντι μου που είχε βγάλει φλας για να στρίψει αριστερά. Έκοψα ταχύτητα — μια μικρή προφύλαξη που μου έσωσε τη ζωή. Καθώς έμπαινα στην διασταύρωση, η Μπιούικ άνοιξε ξαφνικά ταχύτητα, μπαίνοντας ακριβώς μπροστά μου. Για τα επόμενα λίγα δευτερόλεπτα το σώμα μου ήταν ακόμη ακέραιο. Υπήρχε αρκετός χρόνος για να σκεφτώ, όχι όμως και για να δράσω. «Στρίψε αριστερά!» ούρλιαξε το μυαλό μου. Υπήρχαν όμως αυτοκίνητα που κινούνταν. «Δεξιά!» Θα κολλούσα στο κιγκλίδωμα. «Πέσε κάτω!» Θα βρισκόμουν κάτω από τις ρόδες. Οι επιλογές μου είχαν στερέψει. Πάτησα δυνατά φρένο και περίμενα. Ήταν απίστευτο, σαν όνειρο, μέχρι που είδα για μια στιγμή το τρομοκρατημένο πρόσωπο του οδηγού. Με ένα απαίσιο γδούπο και τον ήχο γυαλιών που σπάζουν, η μηχανή μου έγινε κομμάτια πάνω στον μπροστινό προφυλακτήρα του αυτοκινήτου —το ίδιο και το δεξί μου πόδι. Μετά, τα πάντα φάνηκαν να επιταχύνονται τρομακτικά και ο κόσμος χάθηκε απ' τα μάτια μου. Πρέπει να λιποθύμησα και να ξαναβρήκα τις αισθήσεις μου, αφού πρώτα το σώμα μου είχε περάσει πετώντας πάνω απ' το αυτοκίνητο και είχε τσακιστεί στο τσιμέντο. Μετά από τα πρώτα μουδιασμένα δευτερόλεπτα άρχισε ο πόνος — ένιωθα σαν μια καυτή μέγγενη να είχε πιάσει τη γάμπα μου και να την έσφιγγε όλο και πιο δυνατά, μέχρι που δεν μπορούσα πια να το αντέξω και άρχισα να φωνάζω. Ήθελα να σταματήσει. Προσευχόμουν να χάσω τις αισθήσεις μου. Άκουγα μάκρυνες φωνές «...δεν τον είδα καθόλου..», «...τηλέφωνο των γονιών του..», «...ηρέμησε, δεν θα αργήσουν». Έπειτα άκουσα μια μακρινή σειρήνα, κάποια χέρια με σήκωσαν και με έβαλαν πάνω σ' ένα φορείο. Κοίταξα προς τα κάτω και είδα το κόκαλο να εξέχει από τη δερμάτινη μπότα μου. Με τον ήχο της πόρτας του ασθενοφόρου που έκλεινε, θυμήθηκα ξαφνικά τα λόγια του Σωκράτη, «...θα δοκιμαστείς σκληρά πριν να ξεμπερδέψεις». Σε δευτερόλεπτα — ή τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε —βρισκόμουν ξαπλωμένος στο θάλαμο ακτινών Χ, στο τμήμα επειγόντων περιστατικών του Ορθοπεδικού Νοσοκομείου του Λος Αντζελες. Ο γιατρός παραπονιόταν ότι ήταν κουρασμένος. Οι γονείς μου μπήκαν βιαστικοί στο δωμάτιο — έδειχναν γερασμένοι και χλωμοί. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα τι είχε συμβεί. Μουδιασμένος και σοκαρισμένος, άρχισα να κλαίω. Ο γιατρός ήταν πολύ επιδέξιος. Με αναισθητοποίησε, έβαλε τα δάχτυλα του ποδιού μου ξανά στη θέση τους, και έραψε το δεξί μου πόδι. Αργότερα, στο χειρουργείο, έκοψε με το νυστέρι του το δέρμα μου και τους μύες που τόσα χρόνια γύμναζα.

- 71 -

Αφαίρεσε κόκαλο από τη λεκάνη μου και το μεταμόσχευσε στον δεξί μου μηρό που είχε κομματιαστεί. Στο τέλος κάρφωσε μια λάμα, από τον γοφό μου στο κέντρο του ποδιού μου — ένα είδος εσωτερικού νάρθηκα. Τις επόμενες τρεις μέρες ήμουν μισοαναίσθητος, βυθισμένος από τα φάρμακα σε έναν βαρύ ύπνο, ο οποίος μόλις που κατάφερνε να με κρατάει μακριά από τον γεμάτο αγωνία αδυσώπητο πόνο. Το βράδυ της τρίτης μέρας ξύπνησα κάποια στιγμή μέσα στο σκοτάδι, έχοντας την εντύπωση ότι κάποιος, σιωπηλός σαν σκιά, καθόταν κοντά μου. Η Τζόϋ σηκώθηκε και γονάτισε δίπλα μου και ακούμπησε με το χέρι της το μέτωπο μου. Κοίταξα απ' την άλλη μεριά ντροπιασμένος. Μου ψιθύρισε, «Ήρθα αμέσως μόλις το έμαθα». Εγώ θα ήθελα να μοιραζόμασταν τις νίκες μου. Πάντοτε όμως εκείνη με πετύχαινε σε στιγμές ήττας. Δάγκωσα τα χείλη μου, και ένιωσα να δακρύζω. Η Τζόϋ γύρισε το πρόσωπο μου προς το μέρος της, απαλά, και με κοίταξε στα μάτια. «Ο Σωκράτης έχει ένα μήνυμα για σένα, Ντάνυ. Μου ζήτησε να σου πω αυτή την ιστορία». Έκλεισα τα μάτια μου και την άκουσα προσεκτικά. Ένας γέρος και ο γιος του, δούλευαν σε ένα μικρό κτήμα. Είχαν μόνο ένα άλογο να τους σέρνει το αλέτρι. Μια μέρα το άλογο το 'σκάσε. «Τρομερό,» είπαν οι γείτονες. «Μεγάλη κακοτυχία». «Ποιος ξέρει αν είναι κακοτυχία, ή καλή τύχη» απάντησε ο αγρότης. Μια βδομάδα αργότερα το άλογο επέστρεψε από τα βουνά φέρνοντας μαζί του στο στάβλο πέντε άγριες φοράδες. «Τι καλή τύχη!» είπαν οι γείτονες. «Καλή τύχη; Κακή τύχη; Ποιος ξέρει;» απάντησε ο γέρος. Την επόμενη μέρα, ο γιος, προσπαθώντας να εξημερώσει ένα από τα άλογα, έπεσε και έσπασε το πόδι του. «Τρομερό. Πολύ μεγάλη κακοτυχία». «Κακοτυχία ή καλή τύχη;» Ο στρατός πέρασε από όλα τα κτήματα για να πάρει τους νεαρούς άντρες στον πόλεμο. Ο γιος του αγρότη δεν τους ήταν χρήσιμος, χτυπημένος όπως ήταν, και τον άφησαν. «Καλό; Κακό;» Χαμογέλασα θλιμμένα. Ένα κύμα πόνου σάρωσε το κορμί μου και δάγκωσα πάλι τα χείλη μου. Η Τζόϋ με παρηγόρησε με τη φωνή της. «Τα πάντα έχουν κάποιο σκοπό, Ντάνυ. Είναι στο χέρι σου να τα εκμεταλλευτείς». «Πώς μπορώ να εκμεταλλευτώ αυτό το ατύχημα;» «Δεν υπάρχουν ατυχήματα, Ντάνυ. Το κάθε τι είναι ένα μάθημα. Το κάθε τι έχει κάποιο σκοπό, κάποιο σκοπό,» επανέλαβε, ψιθυρίζοντας στ' αυτί μου. «Μα, η γυμναστική, η εκπαίδευση μου — αυτό είναι το τέλος τους». «Αυτή είναι η εκπαίδευση σου. Ο πόνος εξαγνίζει το μυαλό και το σώμα. Καίει πολλά εμπόδια». Πρόσεξε το ερωτηματικό μου βλέμμα και πρόσθεσε, «ο πολεμιστής δεν επιδιώκει τον πόνο, αλλά αν αυτός τύχει και έρθει, τον χρησιμοποιεί. Τώρα ξεκουράσου, Ντάνυ, ξεκουράσου». Έφυγε, ξεγλιστρώντας πίσω από την νοσοκόμα που έμπαινε εκείνη τη στιγμή. «Μη φεύγεις, Τζόϋ» μουρμούρισα και έπεσα σ' ένα βαθύ ύπνο, που μ' έκανε να ξεχάσω τα πάντα.

- 72 -

Με επισκέπτονταν φίλοι, οι γονείς μου έρχονταν κάθε μέρα. Τις περισσότερες όμως από τις εικοσιμία ατέλειωτες μέρες, ήμουν μόνος μου, ακίνητος ανάσκελα στο κρεβάτι. Έβλεπα το άσπρο ταβάνι και διαλογιζόμουν ώρες ολόκληρες ενώ με βασάνιζαν σκέψεις μελαγχολίας, αυτολύπησης, και φρούδες ελπίδες. Μια Τρίτη πρωί, στηριζόμενος στις καινούργιες μου πατερίτσες, βγήκα έξω και κάτω από τον λαμπερό ήλιο του Σεπτέμβρη έφτασα πηδώντας αργά στο αυτοκίνητο των γονιών μου. Είχα χάσει γύρω στα δεκαπέντε κιλά και το παντελόνι μου κρεμόταν από τα κόκαλα της λεκάνης μου που προεξείχαν. Το δεξί μου πόδι έμοιαζε με καλαμάκι και είχε μια μακριά κόκκινη ουλή στο πλάι. Η απαλή αύρα χάιδεψε το πρόσωπο μου. Ήταν μια σπάνια μέρα, χωρίς νέφος και γεμάτη μυρωδιές λουλουδιών που σχεδόν είχα ξεχάσει. Το κελάϊσμα των πουλιών στα δέντρα, μαζί με το θόρυβο των αυτοκινήτων, έμοιαζαν με Συμφωνία για τις νεοξυπνημένες μου αισθήσεις. Έμεινα με τους γονείς μου για λίγες μέρες. Ξεκουράστηκα κάτω από τον ζεστό ήλιο, κολύμπησα στο ρηχό μέρος της πισίνας. Πονούσα, αλλά ανάγκαζα τους γεμάτους ράμματα μύες του ποδιού μου να δουλέψουν. Έτρωγα λιτά — γιαούρτι, ξηρούς καρπούς, τυρί και φρέσκα λαχανικά. Άρχισα να ανακτώ τη ζωτικότητα μου. Κάποιοι φίλοι με κάλεσαν για λίγες εβδομάδες στο σπίτι τους στην Σάντα Μόνικα, που απείχε μόλις πέντε τετράγωνα από την παραλία. Δέχτηκα, εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία να περάσω περισσότερες ώρες στον καθαρό αέρα. Κάθε μέρα περπατούσα αργά στην ζεστή άμμο, άφηνα τις πατερίτσες μου και καθόμουν δίπλα στο νερό. Άκουγα τους γλάρους και τα κύματα, έκλεινα τα μάτια μου και διαλογιζόμουν ώρες ολόκληρες, ξεχνώντας τον κόσμο γύρω μου. Το Μπέρκλεϋ, ο Σωκράτης, και το παρελθόν μου ήταν χαμένα σε κάποια άλλη διάσταση. Σύντομα, άρχισα να γυμνάζομαι, σιγά σιγά στην αρχή και μετά πιο έντονα. Έφτασα να περνάω πολλές ώρες την ημέρα κάτω από τον καυτό ήλιο, κάνοντας πουσ-απς, κοιλιακούς, και τούμπες. Προσεκτικά, άρχισα να στέκομαι με τα χέρια, να τα λυγίζω, να τα ξανά-τεντώνω, ξανά και ξανά, λαχανιάζοντας απ' την προσπάθεια, μέχρι που οι μύες έφταναν στα όριά τους και το κορμί μου γυάλιζε. Μετά έμπαινα, πηδώντας στο ένα πόδι, στα ρηχά, καθόμουν εκεί και ονειρευόμουν στροφές στον αέρα, έως ότου το νερό να ξεπλύνει τον ιδρώτα και τα γεμάτα πόνο όνειρα μου. Συνέχισα να προπονούμαι σκληρά. Οι μύες μου σκλήρυναν και έγιναν ανάγλυφοι όπως στα μαρμάρινα αγάλματα. Είχα γίνει ένας από τους ανθρώπους που περνούσαν τη ζωή τους στην παραλία. Ο Μάλκομ ο μασσέρ, καθόταν στην κουβέρτα μου και μου έλεγε ανέκδοτα. Ο Ντοκ, ένας από τους «εγκέφαλους» της εταιρείας Ραντ, ερχόταν να καθίσει δίπλα μου κάθε μέρα και μου μιλούσε για πολιτική και γυναίκες —κυρίως για γυναίκες. Είχα αρκετό χρόνο για να σκεφτώ όλα όσα μου είχαν συμβεί, από τη μέρα που συνάντησα το Σωκράτη. Σκεφτόμουν τη ζωή και το σκοπό της, το θάνατο και το μυστήριο του. Και θυμόμουν τον μυστηριώδη μου δάσκαλο — τα λόγια του, τις ζωντανές του εκφράσεις, και περισσότερο απ' όλα, το γέλιο του. Οι ζεστές μέρες του Οκτώβρη έδωσαν τη θέση τους στον συννεφιασμένο Νοέμβρη. Όλο και λιγότεροι άνθρωποι έρχονταν στην παραλία. Αυτές τις μοναχικές μέρες ένιωσα μια ηρεμία που δεν είχα νιώσει ποτέ άλλοτε. Ήθελα να μείνω κοντά στη θάλασσα όλη μου τη ζωή, αλλά ήξερα ότι έπρεπε να γυρίσω στη σχολή μετά τα Χριστούγεννα.

- 73 -

Ο γιατρός μου μού έδωσε τα αποτελέσματα των ακτινογραφιών. «Το πόδι σας επουλώνεται γρήγορα, κύριε Μίλμαν — ασυνήθιστα γρήγορα, θα έλεγα. Αλλά προσέξτε, μην ελπίζετε σε πολλά. Η φύση του ατυχήματος σας δεν καθιστά πιθανή την επιστροφή σας στον αθλητισμό». Δεν είπα τίποτε. Σύντομα ήρθε η ώρα να χαιρετήσω τους γονείς μου και να επιβιβαστώ στο αεροπλάνο για να επιστρέψω στο Μπερκλεϋ. Ο Ρικ ήρθε να με πάρει από το αεροδρόμιο. Έμεινα μ' εκείνον και τον Σιντ για μερικές μέρες. Μετά βρήκα ένα διαμέρισμα σε μια παλιά πολυκατοικία, κοντά στην πανεπιστημιούπολη. Κάθε πρωί, άρπαζα τις πατερίτσες μου και πήγαινα στο γυμναστήριο. Έκανα ασκήσεις με βάρη μέχρι να εξαντληθώ και μετά έπεφτα στην πισίνα. Εκεί, βοηθούμενος από την άνωση του νερού, πίεζα το πόδι μου προσπαθώντας να περπατήσω, μέχρι να πονέσει. Μετά ξάπλωνα στο γρασίδι πίσω από το γυμναστήριο και τέντωνα τους μύες μου, προσπαθώντας να τους ξαναδώσω την ελαστικότητα που θα χρειάζονταν όταν θα ξανάρχιζα την προπόνηση. Στο τέλος, ξεκουραζόμουν διαβάζοντας στη βιβλιοθήκη κι έπειτα έπεφτα και κοιμόμουν. Είχα τηλεφωνήσει στον Σωκράτη, για να του πω ότι γύρισα. Δεν μου είπε και πολλά από το τηλέφωνο — μόνο να τον επισκεφτώ όταν θα μπορούσα να περπατήσω χωρίς πατερίτσες. Συμφωνούσα απόλυτα μ' αυτό. Δεν ήμουν έτοιμος να τον δω ακόμη. Τα Χριστούγεννα μου ήταν μοναχικά εκείνο το χρόνο, μέχρι τη στιγμή που ο Πατ και ο Ντένις, δύο από τους συναθλητές μου, χτύπησαν την πόρτα του διαμερίσματος μου άρπαξαν εμένα και το μπουφάν μου και στην κυριολεξία με κουβάλησαν μέχρι το αυτοκίνητο τους. Κατευθυνθήκαμε προς το Ρένο, στα χιόνια, και σταματήσαμε στο Ντόνερ Σάμιτ. Εκείνοι έτρεχαν στο χιόνι, πάλευαν, έπαιζαν χιονοπόλεμο και κατέβαιναν τους λόφους με έλκηθρο — εγώ περπάτησα προσεκτικά κουτσαίνοντας πάνω στο χιόνι και τον πάγο και κάθισα πάνω σε ένα κούτσουρο. Οι σκέψεις μου ταξίδεψαν στο επόμενο εξάμηνο και στο γυμναστήριο. Αναρωτήθηκα αν το πόδι μου θα γινόταν ποτέ τελείως καλά, αν θα δυνάμωνε αρκετά. Χιόνι έπεσε στο έδαφος από ένα κλαδί και ο ήχος του με έβγαλε από την ονειροπόληση μου. Στο δρόμο του γυρισμού ο Πατ και ο Ντένις τραγουδούσαν πονηρά τραγούδια. Εγώ παρατηρούσα λευκούς κρυστάλλους να στροβιλίζονται γύρω μας και να λάμπουν στα φώτα του αυτοκινήτου καθώς ο ήλιος έδυε. Σκεφτόμουν το εκτροχιασμένο μέλλον μου και ευχήθηκα να μπορούσα να άφηνα το μυαλό μου, —που στριφογύριζε σα σβούρα — πίσω μου, θαμμένο σ' έναν λευκό τάφο στην άκρη του δρόμου πάνω στα χιονισμένα βουνά. Αμέσως μετά τα Χριστούγεννα, επισκέφτηκα για λίγες μέρες το Λος Αντζελες για να δω το γιατρό μου, ο οποίος μου επέτρεψε ν' αντικαταστήσω τις πατερίτσες μου με ένα γυαλιστερό, μαύρο μπαστούνι. Ήμουν έτοιμος να επιστρέψω στη σχολή και στο Σωκράτη. Τετάρτη βράδυ, στις δώδεκα παρά είκοσι, μπήκα πηδώντας στο ένα πόδι στο γραφείο και είδα το λαμπερό πρόσωπο του Σωκράτη. Ήμουν ξανά στο σπίτι μου. Είχα ξεχάσει πόσο ωραίο ήταν να καθόμαστε μαζί και να ρουφάμε αργά το τσάι μας μέσα στην ήσυχη νύχτα. Μια πιο λεπτή, και από πολλές πλευρές πιο σπουδαία ηδονή, απ' όλες τις αθλητικές μου επιτυχίες. Κοίταξα αυτόν τον άνθρωπο που είχε γίνει ο δάσκαλος μου και είδα πράγματα που δεν τα είχα ξαναδεί. - 74 -

Στο παρελθόν είχα παρατηρήσει ότι τον περικύκλωνε ένα φως, αλλά είχα υποθέσει πως αυτό οφειλόταν στο ότι τα μάτια μου ήταν κουρασμένα. Δεν ήμουν κουρασμένος εκείνη τη στιγμή, και δεν υπήρχε καμία αμφιβολία — υπήρχε γύρω του μια μόλις ορατή αύρα. «Σωκράτη,» είπα, «Υπάρχει ένα φως που λάμπει γύρω από το σώμα σου. Από πού προέρχεται;» «Από τον καθαρό τρόπο ζωής» μου χαμογέλασε. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κουδούνι και ο Σωκράτης βγήκε έξω για να κάνει κάποιον να γελάσει με την πρόφαση ότι τον εξυπηρετούσε. Ο Σωκράτης έδινε κι άλλα πράγματα εκτός από βενζίνη. Ίσως έφταιγε η αύρα του, αυτή η ενέργεια ή συναίσθημα. Πάντως οι άνθρωποι έφευγαν πιο ευτυχισμένοι απ' όταν έρχονταν. Όμως δεν ήταν η λάμψη που με εντυπωσίασε τόσο, όσο η απλότητα του, η οικονομία κινήσεων και δράσης. Δεν τα είχα εκτιμήσει όσο έπρεπε παλιότερα. Ένιωθα ότι έβλεπα βαθύτερα τον Σωκράτη μετά από κάθε μου μάθημα. Όσο αναγνώριζα τις περιπλοκές του μυαλού μου τόσο συνειδητοποιούσα ότι εκείνος είχε ξεπεράσει τις δικές του. Όταν επέστρεψε στο γραφείο τον ρώτησα, «Σωκράτη, πού είναι τώρα η Τζόϋ; Θα την ξαναδώ σύντομα;» Χαμογέλασε, σαν να χαιρόταν που ξανάκουγε τις ερωτήσεις μου. «Νταν, δεν ξέρω πού είναι. Αυτό το κορίτσι είναι ένα μυστήριο για μένα — ανέκαθεν ήταν». Μετά διηγήθηκα στον Σωκράτη το ατύχημα και τα συμπεράσματα μου από αυτό. Με άκουσε σιωπηλός και με προσοχή κουνώντας το κεφάλι του. «Νταν, δεν είσαι πια ο χαζός νεαρός που μπήκε σ' αυτό το γραφείο πριν ένα χρόνο». «Μόνο ένας χρόνος πέρασε; Μου φάνηκε σαν καμία δεκαριά» αστειεύτηκα. «Εννοείς ότι δεν είμαι πια χαζός;» «Όχι, εννοώ ότι δεν είσαι πια νεαρός». «Ε, αυτό είναι πολύ ενθαρρυντικό, Σωκράτη». «Μα, τώρα είσαι ένας χαζός με πνεύμα, Νταν. Και αυτό έχει μεγάλη διαφορά. Έχεις ακόμη μια αμυδρή ελπίδα να βρεις την πύλη και να την περάσεις». «Την πύλη;» «Το βασίλειο του πολεμιστή, Νταν, φυλάγεται από μια πύλη. Είναι καλά κρυμμένη, όπως ένα μοναστήρι μέσα στα βουνά. Πολλοί χτυπούν την πόρτα, αλλά λίγοι μπαίνουν». «Δείξε μου την πύλη, Σωκράτη. Είμαι έτοιμος, θα βρω κάποιον τρόπο να την περάσω». «Δεν είναι τόσο απλό, βλάχε. Η πύλη βρίσκεται μέσα σου και πρέπει να τη βρεις μόνος σου. Εγώ μπορώ μόνο να σε οδηγήσω. Αλλά δεν είσαι ακόμη καθόλου έτοιμος. Αν προσπαθούσες να περάσεις τώρα την πύλη, αυτό θα σήμαινε σχεδόν σίγουρα τον θάνατο σου. Έχουμε ακόμη δουλειά πριν φτάσεις να είσαι έτοιμος να χτυπήσεις την πόρτα». Όταν μιλούσε ο Σωκράτης, τα λόγια του ακούγονταν σαν αποφθέγματα. «Νταν, έχουμε συζητήσει αρκετά. Έχεις δει οράματα, και έχεις πάρει μαθήματα. Διδάσκω έναν τρόπο ζωής, έναν τρόπο δράσης. Είναι καιρός να αναλάβεις πλήρως την ευθύνη της συμπεριφοράς σου. Για να βρεις την πύλη, πρέπει να μάθεις να υπακούς..». «Στους Κανόνες της Εταιρείας;» προθυμοποιήθηκα.

- 75 -

Άρχισε να γελάει. Το κουδούνι ξαναχτύπησε και ένα αυτοκίνητο μπήκε στο βενζινάδικο, κυλώντας αργά πάνω στο λασπωμένο από τη βροχή έδαφος. Έβλεπα από το θολωμένο παράθυρο τον Σωκράτη να βγαίνει γοργά έξω στη βροχή φορώντας το πόντσο του. Έβαλε τη μάνικα στη θέση της, πήγε από τη μεριά του οδηγού και είπε κάτι στον γενειοφόρο, ξανθό άντρα που οδηγούσε το αυτοκίνητο. Το παράθυρο ξαναθόλωσε, και χρειάστηκε να το σκουπίσω με το μανίκι μου. Τους είδα να γελάνε. Μετά ο Σωκράτης άνοιξε την πόρτα του γραφείου και μαζί του μπήκε ένα κρύο κύμα αέρα που με χτύπησε δυνατά και με έκανε να καταλάβω ότι δεν ένιωθα καθόλου καλά. Ο Σωκράτης πήγε να φτιάξει λίγο τσάι, αλλά του είπα: «Σε παρακαλώ, κάθισε εσύ Σωκράτη, θα κάνω εγώ το τσάι». Κάθισε, γνέφοντας μου επιδοκιμαστικά. Ακούμπησα στο γραφείο. Ένιωθα παραζαλισμένος. Πονούσε ο λαιμός μου — ίσως το τσάι να με βοηθούσε λίγο. Γέμισα την τσαγιέρα, την έβαλα πάνω στο μάτι, και ρώτησα, «Μήπως πρέπει να φτιάξω κάτι σαν δρόμο που να οδηγεί σ' αυτήν την πύλη;» «Ναι, από μία άποψη, κάθε άνθρωπος πρέπει. Στρώνεις τον δρόμο σου με την δουλειά σου». Πρόλαβε την επόμενη μου ερώτηση, λέγοντας μου: «Ο καθένας, κάθε άτομο, άντρας ή γυναίκα, έχει μέσα του την δυνατότητα να βρει την πύλη και να την περάσει, αλλά πολύ λίγοι ωθούνται να το κάνουν. Λίγοι ενδιαφέρονται. Αυτό είναι πολύ σημαντικό. Δεν αποφάσισα να σε διδάξω επειδή είχες κάποια έμφυτη ικανότητα — για να πούμε και του στραβού το δίκιο, έχεις και αρκετές αδυναμίες εκτός απ' τις δυνατότητες σου —αλλά έχεις τη θέληση που απαιτείται γι’ αυτό το ταξίδι». Αυτό μου φάνηκε γνωστό. «Θα μπορούσαμε να το παραλληλίσουμε με την γυμναστική, Σωκράτη. Ακόμα και ένας χοντρός, αδύναμος ή δυσκίνητος άνθρωπος μπορεί να γίνει καλός αθλητής, αλλά η προετοιμασία παίρνει περισσότερο χρόνο, είναι πιο δύσκολη». «Ακριβώς αυτό είναι. Και θα σου πω το εξής: το μονοπάτι σου θα είναι πολύ απότομο». Αισθανόμουν πολύ ζεστός και άρχισε να πονάει όλο μου το σώμα. Ξαναπιάστηκα από το γραφείο και, με την άκρη του ματιού μου, είδα τον Σωκράτη να με πλησιάζει με τα χέρια απλωμένα προς το κεφάλι μου. «Ωχ, όχι τώρα. Δεν νιώθω καλά» σκέφτηκα. Αλλά εκείνος απλά άγγιξε το ζεστό μου μέτωπο. Μετά πάτησε τους αδένες στο λαιμό μου, κοίταξε το πρόσωπο και τα μάτια μου και μου πήρε το σφυγμό για αρκετή ώρα. «Νταν, οι ενέργειες σου δεν βρίσκονται σε ισορροπία. Μάλλον έχει πρηστεί η σπλήνα σου. Σου συνιστώ να δεις έναν γιατρό σήμερα — τώρα». Μέχρι να φτάσω στο νοσοκομείο Κάουελ ένιωθα χάλια. Ο λαιμός μου με έκαιγε, το κορμί μου πονούσε. Ο γιατρός επιβεβαίωσε τη διάγνωση του Σωκράτη. Η σπλήνα μου ήταν πολύ πρησμένη. Έπασχα από μια σοβαρή μορφή μονοπυρήνωσης και με κράτησαν στο νοσοκομείο. Η πρώτη επίπονη νύχτα μου στο νοσοκομείο πέρασε με πυρετό και εφιάλτες. Ονειρεύτηκα ότι είχα ένα τεράστιο πόδι και ένα ζαρωμένο. Όταν προσπαθούσα να ισορροπήσω στις μπάρες ή να κάνω τούμπα όλα πήγαιναν στραβά και έπεφτα,

- 76 -

έπεφτα, έπεφτα, μέχρι το επόμενο απόγευμα, που ήρθε ο Σωκράτης φέρνοντας ένα μπουκέτο αποξηραμένα λουλούδια. «Σωκράτη,» είπα αδύναμα, ευχαριστημένος απ' την απρόσμενη επίσκεψη του, «δεν έπρεπε». «Ναι, έπρεπε,» απάντησε. «Θα πω στην νοσοκόμα να τα βάλει σ' ένα βάζο. Θα σε σκέφτομαι όταν τα βλέπω». Του χαμογέλασα αδύναμα. «Δεν είναι για να τα βλέπεις αλλά για να τα φας» είπε και βγήκε απ' το δωμάτιο. Μερικά λεπτά αργότερα επέστρεψε μ' ένα ποτήρι καυτό νερό. Έτριψε μερικά απ' τα λουλούδια, τα τύλιξε σ' ένα κομμάτι τουλουπάνι που είχε φέρει και βούτηξε το σακουλάκι στο νερό. «Αυτό το τσάι θα σε δυναμώσει και θα βοηθήσει στο να καθαρίσει το αίμα σου. Πιές το». Ήταν πικρό — δυνατό φάρμακο. Μετά έπιασε ένα μικρό μπουκάλι που περιείχε ένα κίτρινο υγρό μέσα στο οποίο επέπλεαν τριμμένα βότανα. Μ' αυτό το υγρό έτριψε δυνατά το δεξί μου πόδι, πάνω στην ουλή. Αναρωτήθηκα τι θα έλεγε η νοσοκόμα — μια πολύ όμορφη, σοβαρή, νέα γυναίκα — αν έμπαινε εκείνη τη στιγμή. «Τι είναι αυτό το κίτρινο πράγμα, Σωκράτη;» «Ούρα, με μερικά βότανα». «Ούρα!» είπα, τραβώντας το πόδι μου απ' το χέρι του, αηδιασμένος. «Μην γίνεσαι ανόητος,» είπε, αρπάζοντας ξανά το πόδι μου για να το φέρει εκεί που ήταν πριν. «Τα ούρα ήταν ένα πολύ σεβαστό ελιξίριο στις αρχαίες θεραπευτικές παραδόσεις». Έκλεισα τα κουρασμένα και πονεμένα μου μάτια. Το κεφάλι μου σφυροκοπούσε σαν τύμπανο. Ένιωθα την θερμοκρασία μου να ανεβαίνει πάλι. Ο Σωκράτης ακούμπησε το χέρι του στο μέτωπο μου και μετά μου πήρε το σφυγμό. «Ωραία, τα βότανα άρχισαν να ενεργούν. Σήμερα θα έρθει η κρίση — αύριο θα νιώθεις καλύτερα». Μόλις που κατάφερα να αρθρώσω «Ευχαριστώ γιατρέ μου». Έσκυψε πάνω μου και ακούμπησε το χέρι του στο ηλιακό μου πλέγμα. Σχεδόν αμέσως, όλα όσα ένιωθα εντάθηκαν. Νόμιζα ότι το κεφάλι μου θα έσκαγε. Ο πυρετός άρχισε να με τσουρουφλίζει. Οι αδένες μου πάλλονταν. Το χειρότερο απ' όλα ήταν ένας τρομακτικός πόνος που έκαιγε το δεξί μου πόδι, ακριβώς στο σημείο που είχα τραυματιστεί. «Σταμάτα το, Σωκράτη, σταμάτα το!» φώναξα. Τράβηξε το χέρι του και εγώ κατέρρευσα στο κρεβάτι. «Έδωσα λίγη παραπάνω ενέργεια στο σώμα σου απ' ό,τι έχει συνηθίσει» μου εξήγησε. «Θα επιταχύνει τη θεραπευτική διαδικασία. Καίει μόνο όταν έχεις «κόμπους». Αν δεν ήσουν μπερδεμένος — αν το μυαλό σου ήταν καθαρό, η καρδιά σου ανοιχτή, και το σώμα σου ελεύθερο απ’ την ένταση, θα βίωνες αυτή την ενέργεια σαν μια απερίγραπτη ηδονή — καλύτερη και απ' το σεξ. Θα νόμιζες ότι είσαι στον παράδεισο και, κατά μία έννοια, θα είχες δίκιο». «Μερικές φορές με τρομάζεις Σωκράτη». «Οι ανώτεροι άνθρωποι πάντα προκαλούν φόβο και δέος» είπε χαμογελώντας. «Κατά κάποιο τρόπο είσαι κι εσύ ανώτερος, Νταν, τουλάχιστον εξωτερικά. Μοιάζεις με

- 77 -

πολεμιστή — λεπτός, ευλύγιστος και δυνατός, λόγω της στοιχειώδους προετοιμασίας σου από την γυμναστική. Αλλά έχεις ακόμη πολύ δρόμο να κάνεις πριν κερδίσεις τη φυσική κατάσταση που έχω εγώ». Ήμουν πολύ αδύναμος για να διαφωνήσω μαζί του. Τότε μπήκε η νοσοκόμα. «Ώρα να πάρουμε τη θερμοκρασία σας, κύριε Μίλμαν». Ο Σωκράτης, από ευγένεια, είχε σηκωθεί όταν έμπαινε εκείνη. Ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι, χλωμός και τρισάθλιος. Η αντίθεση μεταξύ μας ήταν μεγαλύτερη από κάθε άλλη φορά εκείνη τη στιγμή. Η νοσοκόμα χάρισε ένα χαμόγελο στο Σωκράτη, ο οποίος της το ανταπέδωσε. «Νομίζω ότι ο γιος σας θα γίνει καλά μόλις ξεκουραστεί λιγάκι,» του είπε. «Αυτό ακριβώς του έλεγα» είπε ο Σωκράτης, και τα μάτια του έλαμψαν. Η κοπέλα του ξαναχαμογέλασε — με γελούσαν τα μάτια μου, ή πραγματικά τον φλερτάριζε; Η λευκή της στολή θρόϊζε, καθώς έβγαινε απ' το δωμάτιο. Φαινόταν τρομερά ελκυστική. Ο Σωκράτης αναστέναξε. «Έχουν κάτι το διαφορετικό, οι γυναίκες που φορούν στολή». Έπειτα ακούμπησε το χέρι του στο μέτωπό μου. Έπεσα σε βαθύ ύπνο. Το επόμενο πρωί ήμουν άλλος άνθρωπος. Ο γιατρός συνοφρυώθηκε καθώς εξέταζε τη σπλήνα μου και έψαχνε να βρει τους πρησμένους αδένες μου. Ξανακοίταξε το διάγραμμα πυρετού. Ήταν κατάπληκτος. «Δεν έχετε τίποτε, κύριε Μίλμαν». Έμοιαζε σαν να ζητούσε συγνώμη. «Μπορείτε να φύγετε μετά το μεσημεριανό φαγητό — ε, και να ξεκουραστείτε αρκετά». Βγήκε από το δωμάτιο, κοιτάζοντας το διάγραμμα. Η νοσοκόμα πέρασε έξω από το δωμάτιο. «Βοήθεια!» φώναξα. «Μάλιστα;» είπε, μπαίνοντας στο δωμάτιο. «Δεν μπορώ να καταλάβω τι μου συμβαίνει, αδελφή. Έχω πρόβλημα. Κάθε φορά που περνάτε, το κορμί μου αρχίζει να καίει». «Από τον πυρετό;» «Μπορεί και όχι». Μου χαμογέλασε και είπε, «Μου φαίνεται ότι ήρθε η ώρα να γυρίσετε στο σπίτι σας». «Αυτό μου λέτε όλοι, αλλά κάνετε κάποιο λάθος. Είμαι σίγουρος ότι θα χρειαστώ αποκλειστική νοσοκόμα». Χαμογέλασε προκλητικά και βγήκε απ' το δωμάτιο. «Αδελφή! Μη μ' αφήνεις,» φώναξα. Περπατώντας προς το σπίτι το απόγευμα, έμεινα κατάπληκτος από την βελτίωση του ποδιού μου. Ακόμα κούτσαινα άσχημα, ρίχνοντας τον γοφό μου στο πλάι όποτε έκανα ένα βήμα, αλλά σχεδόν μπορούσα να περπατήσω χωρίς το μπαστούνι μου. Ίσως πραγματικά να είχε πετύχει κάτι ο Σωκράτης με τα μαγικά ούρα και την ενεργειακή φόρτιση. Το σχολείο είχε ξαναρχίσει. Βρισκόμουν πάλι ανάμεσα στους άλλους μαθητές, στα βιβλία και τις εργασίες, αλλά όλα αυτά ήταν δευτερεύοντα πια για μένα. Μπορούσα να παίζω το παιχνίδι, χωρίς να με νοιάζει. Είχα πολύ σημαντικότερα πράγματα να κάνω, σε ένα βενζινάδικο, δυτικά της πανεπιστημιούπολης. Μετά από έναν κάπως μακρόχρονο υπνάκο, περπάτησα ως το βενζινάδικο. Μόλις κάθισα ο Σωκράτης είπε, «Έχουμε πολύ δουλειά». «Αλήθεια; Τι;» Τεντώθηκα και χασμουρήθηκα.

- 78 -

«Γενική επισκευή». «Ωχ, μεγάλη δουλειά». «Πολύ μεγάλη. Θα επισκευάσουμε εσένα». «Αλήθεια;» είπα, ενώ σκεπτόμουν «Γαμώ το!» «Θα πέσεις στη φωτιά και θα ξαναγεννηθείς από τις στάχτες σου, σαν τον Φοίνικα». «Είμαι έτοιμος!» είπα. «Να και η απόφαση μου για τον καινούργιο χρόνο: τέρμα τα ντόνατς!» Ο Σωκράτης χαμογέλασε ειρωνικά, λέγοντας μου, «Μακάρι να ήταν τόσο απλό. Αυτή τη στιγμή είσαι μια μπερδεμένη μάζα βραχυκυκλωμένων κυκλωμάτων και ντεμοντέ συνηθειών. Πρέπει να αλλάξεις τις συνήθειες σου όσον αφορά αυτά που πράττεις, τις σκέψεις σου, τα όνειρα σου και τον τρόπο που βλέπεις τον κόσμο. Το μεγαλύτερο μέρος αυτού που είσαι είναι ένα μάτσο κακές συνήθειες». Άρχιζε να γίνεται εκνευριστικός. «Να πάρει η ευχή, Σωκράτη, ξεπέρασα μερικές μεγάλες δυσκολίες και συνεχίζω να κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ. Δεν μπορείς να μου δείχνεις λίγο σεβασμό;» Έριξε πίσω το κεφάλι του και άρχισε να γελάει. Μετά ήρθε προς το μέρος μου και μου έβγαλε το πουκάμισο απ' το παντελόνι. Πήγα να το τακτοποιήσω ξανά, και εκείνος μου ανακάτεψε άγρια τα μαλλιά. «Άκουσε με, Ω Μεγάλε Παλιάτσε, όλοι οι άνθρωποι θέλουν να τους σέβονται. Αλλά δεν αρκεί να γυρίζεις εδώ κι εκεί λέγοντας "Σας παρακαλώ, σεβαστείτε με." Πρέπει να κερδίσεις τον σεβασμό με το να φέρεσαι κατάλληλα — και ο σεβασμός ενός πολεμιστή δεν κερδίζεται εύκολα». Μέτρησα μέχρι το δέκα, και τον ρώτησα, «Πώς λοιπόν θα κερδίσω τον σεβασμό σου, Ω Μεγάλε και Φοβερέ Πολεμιστή;» «Αλλάζοντας τον ρόλο σου». «Ποιόν ρόλο μου;» «Τον ρόλο "ο καημένος εγώ", φυσικά. Σταμάτα να είσαι τόσο περήφανος για τη μετριότητα — δείξε μου ότι έχεις λίγο πνεύμα!» Χαμογελώντας πονηρά, ο Σωκράτης σηκώθηκε απότομα, με χαστούκισε παιχνιδιάρικα στο μάγουλο, και μετά μου τσίμπησε τα πλευρά. «Σταμάτα!» φώναξα, μην έχοντας διάθεση για τέτοιου είδους παιχνίδια. Πήγα να τον αρπάξω από το μπράτσο αλλά εκείνος πήδησε πάνω στο γραφείο του. Μετά πήδηξε πάνω από το κεφάλι μου, έστριψε, και με έσπρωξε προς τα πίσω, στον καναπέ. Θυμωμένος, σηκώθηκα με κόπο και προσπάθησα με τη σειρά μου να τον σπρώξω, αλλά μόλις τον άγγιξα πήδησε προς τα πίσω πάνω από το γραφείο του. Με τη φόρα που είχα, έπεσα πάνω στο χαλί. «Να πάρει και να σηκώσει!» φώναξα, αγριεμένος σαν ταύρος. Βγήκε από το γραφείο και πήγε προς το γκαράζ. Τον κυνήγησα κουτσαίνοντας. Ο Σωκράτης σκαρφάλωσε σ' έναν προφυλακτήρα και έξυσε το κεφάλι του. «Ντάνυ, είσαι θυμωμένος!» «Είσαι πολύ παρατηρητικός,» ξεφύσηξα λαχανιασμένος. «Ωραία» είπε. «Αν λάβουμε υπ' όψη τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκεσαι, έχεις κάθε λόγω να είσαι θυμωμένος — αλλά πρόσεχε, να χρησιμοποιήσεις το θυμό σου με σύνεση». Ο Σωκράτης άρχισε να αλλάζει επιδέξια τα μπουζί ενός αυτοκινήτου. «Ο θυμός είναι ένα από τα κυριότερα εργαλεία μεταμόρφωσης

- 79 -

των παλιών συνηθειών» — έβγαλε ένα παλιό μπουζί με το κλειδί — «και αντικατάστασης τους με καινούργιες». Έβαλε ένα καινούργιο μπουζί και το έσφιξε στρίβοντας το απότομα με το κλειδί. «Ο θυμός μπορεί να κάψει τις παλιές συνήθειες. Ο φόβος και η λύπη εμποδίζουν τη δράση. Ο θυμός την προκαλεί. Όταν μάθεις να χρησιμοποιείς σωστά το θυμό σου, μπορείς να μετατρέψεις τον φόβο και τη λύπη σε θυμό, και το θυμό σε δράση. Αυτή είναι η μυστική, εσωτερική αλχημεία του σώματος σου». Γυρίσαμε στο γραφείο. Ο Σωκράτης άρχισε να ετοιμάζει τη σπεσιαλιτέ της βραδιάς, ρόφημα τριαντάφυλλο, και συνέχισε: «Έχεις πολλές συνήθειες που σε αποδυναμώνουν. Το μυστικό της μεταμόρφωσης είναι να εστιάσεις την ενέργεια σου όχι στο να πολεμάς τις παλιές, αλλά στο να χτίσεις νέες». «Πώς να ελέγξω τις συνήθειες μου όταν δεν μπορώ καν να ελέγξω τα συναισθήματα μου;» Απλώθηκε στην καρέκλα του. «Τα πράγματα έχουν ως εξής: Όταν το μυαλό σου δημιουργεί κάποιο πρόβλημα, όταν αντιστέκεται στη ζωή, σ' ό,τι συμβαίνει εκείνη τη στιγμή, το σώμα σου βρίσκεται σε ένταση, την οποία την νιώθει σαν κάποιο "συναίσθημα" που το ονομάζουμε ανάλογα "φόβο", "λύπη" ή "θυμό". Το αληθινό συναίσθημα, Νταν, είναι καθαρή ενέργεια που κυλά ελεύθερα μέσα στο σώμα». «Θέλεις να πεις ότι ο πολεμιστής δεν νιώθει ποτέ τα συνηθισμένα συναισθήματα, που προκαλούν αναστάτωση;» «Έτσι περίπου συμβαίνει. Όμως τα συναισθήματα είναι μια ανθρώπινη δυνατότητα, μια μορφή έκφρασης. Μερικές φορές πρέπει να εκφράζουμε φόβο, λύπη ή θυμό — αλλά να φροντίζουμε ώστε η ενέργεια να κατευθύνεται προς τα έξω και να μην την κρατάμε μέσα μας. Η έκφραση των συναισθημάτων πρέπει να είναι πλήρης και δυνατή και μετά να εξαφανιστεί χωρίς ν' αφήσει ίχνη. Η μέθοδος για να ελέγχεις τα συναισθήματα σου είναι η εξής: να τ' αφήσεις να κυλήσουν και μετά να φύγουν». Σηκώθηκα, έπιασα την τσαγιέρα που σφύριζε, και σέρβιρα το αχνιστό μας τσάι. «Μπορείς να μου δώσεις ένα συγκεκριμένο παράδειγμα, Σωκράτη;» «Εντάξει,» είπε. «Πέρνα λίγο χρόνο μ' ένα μωρό». Φύσηξα το τσάι μου χαμογελώντας. «Είναι αστείο — ποτέ δεν θεώρησα τα μωρά κατόχους συναισθηματικού ελέγχου». «Όταν ένα μωρό είναι ταραγμένο, εκφράζεται με γοερές κραυγές, καθαρό κλάμα. Δεν αναρωτιέται αν πρέπει ή όχι να κλάψει. Αν το αγκαλιάσεις ή το ταΐσεις, σε μερικά δευτερόλεπτα τέρμα τα δάκρυα. Αν το μωρό είναι θυμωμένο, σε κάνει να το καταλάβεις οποιοσδήποτε. Αλλά ακόμα και αυτό, το αφήνει να περάσει σύντομα. Φαντάζεσαι ότι ένα μωρό μπορεί να νιώσει ένοχο για το θυμό του; Τα μωρά το αφήνουν να κυλήσει, να περάσει. Εκφράζονται πλήρως και μετά το βουλώνουν. Τα βρέφη είναι τέλειοι δάσκαλοι. Και δείχνουν τη σωστή χρήση της ενέργειας. Μάθε το αυτό και θα μπορέσεις να μεταμορφώσεις κάθε σου συνήθεια». Ένα Φορντ Βαγκόν μπήκε εκείνη τη στιγμή στο βενζινάδικο. Ο Σωκράτης πλησίασε το κάθισμα του οδηγού, κι εγώ, γελώντας από μέσα μου, άρπαξα τη μάνικα και ξεβίδωσα το καπάκι του ντεπόζιτου. Εμπνευσμένος από την αποκάλυψη του, σχετικά με το πώς μπορούσα να ελέγχω τα συναισθήματα και τις συνήθειες, φώναξα πάνω από τη σκεπή του αυτοκινήτου, «Μόνο πες μου τι να κάνω και δεν θα τις μεταμορφώσω απλά, θα τις ξεσκίσω!» Μόλις τότε είδα τους επιβάτες — τρεις

- 80 -

σοκαρισμένες καλόγριες. Κατάπια τη γλώσσα μου, και κατακόκκινος έκανα ότι ήμουν απασχολημένος καθαρίζοντας τα παράθυρα. Ο Σωκράτης είχε ακουμπήσει στην αντλία, κρύβοντας το πρόσωπο με τα χέρια του. Αφού έφυγε το Φορντ, ευτυχώς για μένα, ήρθε ένας άλλος πελάτης. Ήταν πάλι ο ξανθός άντρας — εκείνος με την σγουρή γενειάδα. Βγήκε απ' το αυτοκίνητο και αγκάλιασε σφιχτά το Σωκράτη. «Χαίρομαι που σε βλέπω, ως συνήθως, Τζόζεφ» είπε ο Σωκράτης. «Κι εγώ...Σωκράτη. Σωστά το είπα;» Μου χαμογέλασε πονηρά. «Τζόζεφ, αυτή η νεαρή μηχανή ερωτήσεων ονομάζεται Νταν. ΙΙάτα ένα κουμπί, και θα ρωτήσει κάτι. Πολύ ευχάριστη παρέα, πράγματι, όταν δεν έχω κανέναν να μιλήσω». Ο Τζόζεφ μου' σφίξε το χέρι. «Μαλάκωσε καθόλου αυτός εδώ ο γέρος τώρα που μεγάλωσε;» με ρώτησε με ένα πλατύ χαμόγελο. Πριν προλάβω να τον διαβεβαιώσω ότι ο Σωκράτης ήταν πιθανώς πιο πεισματάρης και σαδιστικός από παλιά, ο «γέρος» πετάχτηκε, «Α, με έχουν πιάσει οι τεμπελιές μου. Ο Νταν τα βρήκε πιο εύκολα απ' ό,τι εσύ». «Ώστε έτσι,» είπε ο Τζόζεφ, διατηρώντας το σοβαρό του ύφος. «Δεν τον ανάγκασες να τρέξει διακόσια χιλιόμετρα — ούτε έβαλες σε ενέργεια τα αναμμένα κάρβουνα ακόμη, έ;» «Μπα, τίποτε τέτοιο. Μόλις αρχίζουμε με τα βασικά, πώς να τρώει, να περπατάει και να αναπνέει». Ο Τζόζεφ γέλασε χαρούμενα. Άρχισα να γελάω κι εγώ μαζί του. «Μια και μιλάμε για φαγητό,» είπε, «Γιατί δεν έρχεστε οι δυο σας στην καφετέρια, σήμερα το πρωί; Θα είσαστε οι προσωπικοί μου καλεσμένοι και θα φτιάξω κάτι για πρωινό». Ήμουν έτοιμος να πω, «Αχ, θα το 'θελα πολύ, αλλά δυστυχώς δεν μπορώ» αλλά ο Σωκράτης προθυμοποιήθηκε. «Ευχαριστούμε πολύ. Η πρωινή βάρδια αρχίζει σε μισή ώρα — θα έρθουμε περπατώντας». «Θαυμάσια. Θα σας δω εκεί». Έδωσε στον Σωκράτη ένα χαρτονόμισμα των πέντε δολαρίων για τη βενζίνη και ξεκίνησε. Αναρωτιόμουν σχετικά με τον Τζόζεφ. «Είναι πολεμιστής σαν εσένα, Σωκράτη;» «Κανένας πολεμιστής δεν είναι σαν εμένα,» απάντησε γελώντας. «Ούτε θα ήθελε κανείς να είναι. Κάθε άντρας και γυναίκα έχει τις έμφυτες του ικανότητες. Παραδείγματος χάριν, εσύ έχεις αριστεύσει στη γυμναστική, ο Τζόζεφ στην προετοιμασία τροφής». «Εννοείς στη μαγειρική;» «Όχι ακριβώς. Ο Τζόζεφ δεν πολυζεσταίνει τις τροφές. Το μαγείρεμα καταστρέφει τα φυσικά ένζυμα που χρειάζονται για την πλήρη πέψη του φαγητού. Ετοιμάζει τροφές στη φυσική τους μορφή, με έναν ιδιαίτερο τρόπο — θα το δεις και μόνος σου σύντομα. Μόλις δοκιμάσεις τη μαγειρική μαγεία του Τζόζεφ, δεν θα ανέχεσαι πια τα φαστφουντάδικα». «Τι το ιδιαίτερο έχει η μαγειρική του;» «Μόνο δύο πράγματα — και τα δύο έχουν να κάνουν με τη λεπτότητα. Πρώτον, δίνει όλη του την προσοχή σ' αυτό που κάνει. Δεύτερον, η αγάπη είναι ένα από τα κύρια

- 81 -

συστατικά όλων όσων φτιάχνει. Συνεχίζεις να τη νιώθεις για πολλή ώρα, αφού έχεις τελειώσει το φαγητό σου». Ο αντικαταστάτης του Σωκράτη, ένας ξερακιανός νεαρός, ήρθε την ώρα του και μας χαιρέτησε μέσ' από τα δόντια του, όπως συνήθιζε ΙΙεράσαμε τον δρόμο και κατευθυνθήκαμε νότια. Επιτάχυνα τον κουτσό μου βηματισμό για να φτάνω τον Σωκράτη που περπατούσε με μεγάλα βήματα. Θέλοντας να αποφύγουμε την πρωινή κίνηση, πήραμε τα γραφικά κάτω δρομάκια. ΙΙερπατούσαμε πάνω στα ξερά φύλλα, περνώντας από τις σειρές ανόμοιων κτιρίων που χαρακτηρίζουν το Μπέρκλεϋ — ένα μίγμα Βικτοριανών, Ισπανικών Αποικιακών, και νεο-αλπικών εκτρωματικών κτιρίων, όπως και πολλών πολυκατοικιών στις οποίες έμεναν πολλοί από τους τριάντα χιλιάδες φοιτητές. Περπατώντας, μιλούσαμε. Ο Σωκράτης άρχισε πρώτος. «Νταν, θα χρειαστείς ένα τρομακτικό ποσό ενέργειας για να περάσεις την ομίχλη του μυαλού σου και να φτάσεις στην πύλη. Γι’αυτό είναι ουσιώδεις κάποιες εξαγνιστικές, αναγεννητικές πρακτικές». «Δεν μου τα ξαναλές;» «Θα σε καθαρίσουμε, θα σε αποσυναρμολογήσουμε και θα σε συναρμολογήσουμε». «Αυτό ήταν; Γιατί δεν το 'πες με την πρώτη;» τον πείραξα. «Θα αναπροσαρμόσεις όλες τις ανθρώπινες σου εκδηλώσεις —κίνηση, ύπνο, αναπνοή, σκέψη, αισθήματα και διατροφή. Από όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες, αυτή που πρέπει να σταθεροποιηθεί πρώτα είναι η διατροφή». «Για στάσου, Σωκράτη. Δεν έχω πρόβλημα όσον αφορά τη διατροφή μου. Είμαι λεπτός, γενικά νιώθω αρκετά καλά, και η γυμναστική που κάνω αποδεικνύει ότι έχω αρκετή ενέργεια. Τι διαφορά θα έχει αν αλλάξω μερικά πράγματα στη διατροφή μου;» «Οι τωρινές διατροφικές σου συνήθειες,» είπε, κοιτάζοντας μέσα από το φωτισμένο απ' τον ήλιο φύλλωμα ενός δέντρου, «σου δίνουν ένα "φυσιολογικό" ποσό ενέργειας, αλλά πολλά απ' αυτά που τρως σε κάνουν, επίσης, ασταθή, επηρεάζουν τη διάθεση σου, χαμηλώνουν το επίπεδο συνειδητότητάς σου και εμποδίζουν το σώμα σου να έχει τη μέγιστη δυνατή ζωτικότητα. Η παρορμητική σου διατροφή αφήνει τοξικά κατάλοιπα που, εν καιρώ, θα επηρεάσουν τη μακροζωία σου. Τα περισσότερα από τα διανοητικά και συναισθηματικά σου προβλήματα μπορούν να μειωθούν με λίγη προσοχή στη σωστή διατροφή». «Πώς μπορεί η αλλαγή της διατροφής μου να επηρεάσει την ενέργεια μου;» τον αντέκρουσα. «Αφού παίρνω τις θερμίδες που χρειάζομαι και αυτές αντιπροσωπεύουν ένα ορισμένο ποσό ενέργειας». «Αυτή είναι η παραδοσιακή άποψη, αλλά είναι πολύ ρηχή. Ο πολεμιστής πρέπει να μπορεί να κάνει πιο λεπτές διακρίσεις. Η βασική πηγή ενέργειας σ' αυτό το σύστημα,» είπε, και κούνησε το χέρι του δείχνοντας το ηλιακό σύστημα, «είναι ο ήλιος. Αλλά, γενικά, το ανθρώπινο πλάσμα — εσύ δηλαδή..». «Ευχαριστώ για την παραχώρηση». «...στο τωρινό στάδιο της εξέλιξης του, δεν έχει αναπτύξει την ικανότητα να χρησιμοποιεί απ' ευθείας την ενέργεια του ήλιου. Δεν μπορείς να "φας φως", εκτός από κάποιες ελάχιστες φορές. Όταν η ανθρωπότητα αναπτύξει αυτή την ικανότητα, το πεπτικό σύστημα θα μείνει χωρίς δουλειά και θα γίνει υποτυπώδες. Προς το παρόν, η τροφή είναι η μορφή υποθηκευμένου φωτός που σου χρειάζεται.

- 82 -

«Μια σωστή διατροφή, σου επιτρέπει να κάνεις αμεσότερη χρήση της ενέργειας του ήλιου. Η ενέργεια που θα προκύψει απ' αυτή θα επεκτείνει τις αισθήσεις σου, την συνειδητότητά σου και θα ακονίσει την συγκέντρωση σου». «Κι όλα αυτά θα γίνουν αν πάψω να τρώω κουλουράκια;» «Ναι, αν πάψεις να τρως κουλουράκια, και μερικά άλλα πράγματα». «Ένας από τους Γιαπωνέζους αθλητές της Ολυμπιάδας, μου είπε κάποτε ότι δεν είναι οι κακές σου συνήθειες αυτές που μετράνε, αλλά οι καλές σου». «Αυτό σημαίνει ότι οι καλές σου συνήθειες πρέπει να γίνουν τόσο δυνατές που θα διαλύσουν εκείνες που δεν είναι καλές». Ο Σωκράτης μου έδειξε μια μικρή καφετέρια μπροστά μας. Την είχα προσπεράσει πολλές φορές, χωρίς να την προσέξω. «Πιστεύεις λοιπόν στις φυσικές τροφές, Σωκράτη;» είπα καθώς περνούσαμε το δρόμο. «Δεν είναι θέμα πίστης — είναι θέμα πράξης. Σου λέω μόνο αυτό: τρώω μοναχά ό,τι είναι ωφέλιμο, και μοναχά όσο μου χρειάζεται. Για να εκτιμήσεις αυτό που ονομάζεις φυσικές τροφές, πρέπει να ακονίσεις το ένστικτο σου. Πρέπει να γίνεις ένας φυσικός άνθρωπος». «Πολύ ασκητικό μου φαίνεται. Δεν τρως λιγουλάκι παγωτό, πότε-πότε;» «Η δίαιτα μου μπορεί να φαίνεται σπαρτιάτικη στην αρχή, σε σύγκριση με τις καταχρήσεις που εσύ θεωρείς "μετριοπαθείς", Νταν, αλλά ο τρόπος που τρώω, είναι πραγματικά γεμάτος ευχαρίστηση, διότι έχω αναπτύξει την ικανότητα να απολαμβάνω τις απλές τροφές. Το ίδιο θα συμβεί και μ' εσένα». Χτύπησε την πόρτα. Την άνοιξε ο Τζόζεφ. «Περάστε, περάστε» είπε ενθουσιασμένος, σαν να μας καλωσόριζε στο σπίτι του. Και πράγματι, έμοιαζε με σπίτι. Η μικρή αίθουσα αναμονής ήταν σκεπασμένη από παχύ χαλί. Μέσα στο δωμάτιο υπήρχαν βαριά, γυαλισμένα, χοντροπελεκημένα τραπέζια, και μαλακές καρέκλες με ίσια πλάτη, που έμοιαζαν με αντίκες. Οι τοίχοι ήταν ταπετσαρισμένοι, εκτός από έναν που ήταν τελείως καλυμμένος με ένα τεράστιο ενυδρείο, στο οποίο κολυμπούσαν πολύχρωμα ψάρια. Το φως του πρωινού ήλιου έμπαινε από έναν φεγγίτη στο ταβάνι. Καθίσαμε ακριβώς από κάτω, με τις ζεστές ακτίνες του ήλιου που καλύπτονταν καμία φορά απ' τα σύννεφα, να πέφτουν πάνω μας. Ο Τζόζεφ μας πλησίασε κουβαλώντας δύο πιάτα πάνω απ' το κεφάλι του. Με μια φιγουράτη χειρονομία, τα τοποθέτησε μπροστά μας, πρώτα στο Σωκράτη και μετά σ' εμένα. «Α! Φαίνεται υπέροχο!» είπε ο Σωκράτης, βάζοντας την πετσέτα του στο λαιμό του. Κοίταξα προς τα κάτω. Μπροστά μου, μέσα σ' ένα άσπρο πιάτο, υπήρχε ένα κομμένο καρότο και ένα μαρουλόφυλλο. Τα κοίταξα καταθορυβημένος. Βλέποντας την έκφραση μου, ο Σωκράτης σχεδόν έπεσε απ' την καρέκλα του απ' τα γέλια. Ο Τζόζεφ χρειάστηκε να στηριχτεί σ' ένα τραπέζι. «Ουφ,» είπα, μ' ένα στεναγμό ανακούφισης. «Ώστε ήταν ένα αστείο». Χωρίς να πει τίποτε, ο Τζόζεφ πήρε τα πιάτα και επέστρεψε κρατώντας δύο πανέμορφα ξύλινα μπωλ. Μέσα σε κάθε μπωλ υπήρχε μια τέλεια φτιαγμένη μινιατούρα ενός βουνού. Το ίδιο το βουνό ήταν ένας συνδυασμός μηλοπέπονου και πεπονιού. Μικρά κομμάτια καρύδι και αμύγδαλο, σκαλισμένα ένα-ένα, έμοιαζαν με βράχους. Οι απόκρημνες πλαγιές ήταν φτιαγμένες από μήλα και λεπτές φέτες τυρί. Τα δέντρα, από πολλά κομμάτια μαϊντανό που είχαν κλαδευτεί τέλεια, σαν μικρά δέντρα

- 83 -

μπονσάϊ. Στην κορφή του βουνού υπήρχε ριγμένο γιαούρτι, σαν χιόνι. Γύρω από τη βάση, μισές ρόγες σταφύλι και ένα δαχτυλίδι από φρέσκες φράουλες. Καθόμουν και το κοίταζα. «Τζόζεφ, είναι υπερβολικά όμορφο. Δεν μπορώ να το φάω. Θέλω να το φωτογραφίσω». Παρατήρησα ότι ο Σωκράτης είχε αρχίσει να τρώει, μασουλώντας αργά, όπως συνήθιζε να κάνει. Επιτέθηκα στο βουνό με όρεξη, και είχα σχεδόν τελειώσει το φαΐ μου, όταν ξαφνικά ο Σωκράτης άρχισε να καταβροχθίζει το φαγητό του. Κατάλαβα ότι παρίστανε εμένα. Προσπάθησα να τρώω μικρές μπουκιές, ανασαίνοντας βαθιά με την κάθε μία, όπως έκανε εκείνος. Ήταν όμως υπερβολικά αργό για μένα. «Η ευχαρίστηση που παίρνεις τρώγοντας, Νταν, περιορίζεται στην γεύση του φαγητού και την αίσθηση κορεσμού. Πρέπει να μάθεις να απολαμβάνεις την όλη διαδικασία — την πείνα που προηγείται, την προσεκτική προετοιμασία, το στρώσιμο ενός όμορφου τραπεζιού, το μάσημα, την αναπνοή, την μυρωδιά, τη γεύση, την κατάποση, και το αίσθημα ελαφρότητας και ενέργειας μετά το γεύμα. Τελικά, μπορείς να απολαύσεις την πλήρη και εύκολη αποβολή του γεύματος, αφού χωνευτεί. Όταν δώσεις προσοχή σ' αυτά τα στοιχεία, τότε θα αρχίσεις να απολαμβάνεις τα απλά γεύματα, και δεν θα χρειάζεσαι πολλή τροφή. «Η ειρωνεία είναι ότι, με τον τρόπο που τρως τώρα, απ' τη μία φοβάσαι μη χάσεις ένα γεύμα, και απ' την άλλη δεν έχεις συνείδηση αυτού που τρως». «Δεν φοβάμαι μήπως χάσω ένα γεύμα» διαμαρτυρήθηκα. «Χαίρομαι που το ακούω. Αυτό θα κάνει την εβδομάδα που έρχεται πιο εύκολη για σένα. Αυτό το γεύμα είναι το τελευταίο που θα φας για τις επόμενες επτά μέρες». Ο Σωκράτης συνέχισε περιγράφοντας μια εξαγνιστική νηστεία, που θα άρχιζε αμέσως. Το μενού μου θα ήταν νερωμένοι χυμοί φρούτων ή σκέτα αφεψήματα βοτάνων. «Όμως, Σωκράτη, χρειάζομαι πρωτεΐνη και σίδηρο για να γιάνει το πόδι μου. Χρειάζομαι την ενέργεια για τη γυμναστική». Δεν ωφελούσε. Ο Σωκράτης μπορούσε να γίνει πολύ παράλογος. Βοηθήσαμε τον Τζόζεφ σε μερικές δουλειές, μιλήσαμε για λίγο, τον ευχαριστήσαμε και φύγαμε. Ήδη ένιωθα πεινασμένος. Καθώς περπατούσαμε προς την πανεπιστημιούπολη, ο Σωκράτης μου είπε περιληπτικά όσα έπρεπε να ακολουθήσω, μέχρι να ανακτήσει το σώμα μου τα φυσικά του ένστικτα. «Σε λίγα χρόνια δεν θα χρειάζεσαι κανόνες. Προς το παρόν, όμως, πρέπει να βγάλεις από τη δίαιτα σου όλα τα φαγητά που περιέχουν επεξεργασμένη ζάχαρη, εξευγενισμένο αλεύρι, κρέας, αυγά, και ουσίες όπως καφές, αλκοόλ, καπνός, ή οποιαδήποτε άλλη άχρηστη τροφή. Τρώγε μόνο φρέσκες, μη ραφιναρισμένες και επεξεργασμένες τροφές, χωρίς χημικά πρόσθετα. Γενικά, τρώγε για πρωινό φρέσκα φρούτα, με λίγο άπαχο άσπρο τυρί ή γιαούρτι. Το μεσημεριανό σου, το κύριο σου γεύμα, πρέπει να αποτελείται από ωμή σαλάτα, πατάτα ψημένη στον φούρνο ή στον ατμό, λίγο τυράκι, και πλήρες ψωμί ή ψημένα δημητριακά. Το βραδινό, ωμή σαλάτα και, καμία φορά, αχνιστά λαχανικά. Να τρως ωμούς, ανάλατους σπόρους και ξηρούς καρπούς σε κάθε γεύμα». «Είσαι ειδικός στα βασανιστήρια, Σωκράτη» γρύλλισα. Πηγαίνοντας στο σπίτι μου, πέρασα έξω από το μπακάλικο της γειτονιάς μου. Ήμουν έτοιμος να μπω μέσα και να αγοράσω μερικά κουλουράκια, όταν θυμήθηκα ότι από τώρα και για την υπόλοιπη μου ζωή δεν επιτρεπόταν να φάω κουλουράκια

- 84 -

αγορασμένα από κατάστημα! Και για τις επόμενες έξι ημέρες και είκοσι-τρεις ώρες, δεν θα έτρωγα τίποτε απολύτως. «Σωκράτη, πεινάω». «Δεν ισχυρίστηκα ποτέ ότι η εκπαίδευση ενός πολεμιστή θα ήταν εύκολη». Περνούσαμε μέσα από την πανεπιστημιούπολη. Ήταν ώρα μαθημάτων και η πλατεία Σπράουλ ήταν γεμάτη κόσμο. Κοίταζα με λαχτάρα τις όμορφες συμφοιτήτριές μου. Ο Σωκράτης άγγιξε το μπράτσο μου. «Μόλις μου θύμησες κάτι, Νταν. Οι μαγειρικές λιχουδιές δεν είναι οι μόνες που πρέπει να αποφύγεις για ένα διάστημα». «Ωχ!» Σταμάτησα απότομα. «Δεν ξέρω αν κατάλαβα τι εννοείς. Δεν μου το κάνεις λιανά;» «Ευχαρίστως. Ενώ σου επιτρέπεται να απολαύσεις ζεστές σχέσεις οικειότητας, μέχρι να είσαι αρκετά ώριμος απαγορεύεται πλήρως η σεξουαλική εκτόνωση. Εν ολίγης, κράτα το παντελόνι σου στη θέση του». «Σωκράτη,» είπα έντονα, σαν να κινδύνευε η ζωή μου, «αυτό είναι παλιομοδίτικο, πουριτανικό, παράλογο και μη υγιές. Το να κόψω το φαγητό είναι άλλη ιστορία, αλλά αυτό... είναι εντελώς διαφορετικό!» Άρχισα να παραθέτω αποσπάσματα της «Φιλοσοφίας του Πλέϊμπόϋ», Αλμπερτ Ελλις, Ρόμπερτ Ρίμερ, Ζακλίν Σουζάν και Μαρκήσιο ντε Σαντ. Ακόμα και επιχειρήματα από το Ρήντερς Ντάϊ-τζεστ και τη στήλη «Συμβουλές της Καρδιάς», αλλά τίποτε δεν τον συγκινούσε. Είπε, «Δεν αξίζει να προσπαθήσω να σου εξηγήσω τους λόγους που το κάνω αυτό. Απλώς, θα βρεις τις συγκινήσεις που ζητάς, στον φρέσκο αέρα, την φρέσκια τροφή, το καθαρό νερό, την καθαρή συνείδηση και στο φως του ήλιου». «Πώς είναι δυνατό να ακολουθήσω όλα όσα μου ζητάς;» «Σκέψου τις τελευταίες συμβουλές του Βούδα στους μαθητές του». «Τι τους είπε;» Περίμενα μια πηγή έμπνευσης. «"Κάντε ό,τι μπορείτε."» Μ' αυτά τα λόγια, εξαφανίστηκε μέσα στο πλήθος. Την εβδομάδα που ακολούθησε, άρχισε η διαδικασία της μύησης μου. Με το στομάχι μου να γουργουρίζει, ο Σωκράτης γέμιζε τις βραδιές μου με «βασικές» ασκήσεις, διδάσκοντας μου πώς να αναπνέω όλο και πιο βαθιά και αργά — με το στόμα ελαφρά κλειστό, και τη γλώσσα στον ουρανίσκο. Ήταν κουραστικό —έκανα ό,τι μπορούσα, νιώθοντας να βρίσκομαι σε λήθαργο, περιμένοντας πώς και πώς να έρθει η ώρα για τους (μπλιάχ!) νερωμένους μου χυμούς φρούτων και τα αφεψήματα. Έφτασα να ονειρεύομαι μπριζόλες και κρουασάν. Και να φανταστεί κανείς ότι ποτέ δεν τρελαινόμουν γι αυτά! Μου είπε να αναπνέω με την κοιλιά την μία μέρα, και με την καρδιά την επόμενη. Άρχισε να κριτικάρει τον τρόπο που περπατούσα, που μιλούσα, το ότι τα μάτια μου πλανιόνταν στο δωμάτιο όπως «το μυαλό μου πλανιόταν στο σύμπαν». Τίποτε δεν τον ικανοποιούσε. Συνέχεια με διόρθωνε, άλλες φορές ευγενικά, και άλλες φορές απότομα. «Η σωστή στάση, είναι συγχώνευση με τη βαρύτητα, Νταν. Η σωστή νοοτροπία, είναι συγχώνευση με τη ζωή». Και αυτό γινόταν όλη την ώρα. Η τρίτη μέρα ήταν η δυσκολότερη απ' όλες. Ήμουν πολύ αδύναμος, είχα πονοκέφαλο και η ανάσα μου μύριζε. «Είναι όλα μέρος της διαδικασίας εξάγνισης, Νταν. Το σώμα σου καθαρίζει, ξεφορτώνεται τις συσσωρεμένες τοξίνες». Την ώρα της προπόνησης, το μόνο που μπορούσα ήταν να κάθομαι και να κάνω διατάσεις.

- 85 -

Την έβδομη μέρα της νηστείας ένιωθα πολύ καλά. Αισθανόμουν ότι θα μπορούσα να συνεχίσω κι άλλο. Η πείνα μου είχε εξαφανιστεί και το μόνο που αισθανόμουν στη θέση της, ήταν μια ευχάριστη χαλάρωση και μια αίσθηση ελαφράδας. Στην προπόνηση υπήρχε μεγάλη βελτίωση. Ο μόνος μου περιορισμός ήταν το αδύναμο πόδι μου — κατά τ' άλλα γυμναζόμουν σκληρά, και ένιωθα χαλαρωμένος και ευλύγιστος όσο ποτέ άλλοτε. Όταν άρχισα να τρώω, την όγδοη μέρα, αρχίζοντας με μικρές ποσότητες φρούτων, χρειάστηκε να χρησιμοποιήσω όλη τη δύναμη της θέλησης μου για να μην πέσω με τα μούτρα σ' ό,τι μου επιτρεπόταν να φάω. Ο Σωκράτης δεν ανεχόταν να παραπονιέμαι ή να αντιμιλάω. Μάλιστα, δεν ήθελε να μιλάω καθόλου εκτός αν ήταν απόλυτη ανάγκη. «Τέρμα οι σαχλαμάρες» είπε. «Αυτό που βγαίνει από το στόμα είναι εξίσου σημαντικό με αυτό που μπαίνει». Έτσι μπορούσα και να ελέγχω τα ανόητα σχόλια που με έκαναν να φαίνομαι χαζός. Στην πραγματικότητα, μου φαινόταν αρκετά ευχάριστο το να μιλάω λιγότερο όταν άρχισα να το συνηθίζω. Ένιωθα πιο ήρεμος. Όμως σε λίγες εβδομάδες άρχισα να το βαριέμαι. «Σωκράτη, στοίχημα ένα δολάριο, ότι θα σε κάνω να πεις πάνω από μια λέξη». Άπλωσε το χέρι του με την παλάμη προς τα πάνω, λέγοντας μου «Έχασες». Λόγω των παλιών μου επιτυχιών στον αθλητισμό, τον πρώτο μήνα ξεχείλιζα από κουράγιο και αυτοπεποίθηση. Αλλά γρήγορα συνειδητοποίησα ότι, όπως είχε πει ο Σωκράτης, δεν θα ήταν καθόλου εύκολο. Το κύριο πρόβλημα μου ήταν να ταιριάξω κοινωνικά με τους φίλους μου. Ο Ρικ, ο Σιντ και εγώ, πήγαμε με τις κοπέλες μας στο Λα-Βάλ για πίτσα. Όλοι οι άλλοι, μαζί και η κοπέλα μου, μοιράστηκαν μια μεγάλη πίτσα με λουκάνικα. Εγώ παρήγγειλα μια μικρή χορτοφαγική πίτσα από πλήρες αλεύρι. Έπιναν μιλκ-σέϊκ ή μπύρα — εγώ ρουφούσα χυμό μήλου. Μετά ήθελαν να πάμε στο παγωτατζίδικο. Ενώ εκείνοι έτρωγαν τα σπέσιαλ παγωτά τους, εγώ έγλυφα ένα κομμάτι πάγο. Τους κοιτούσα γεμάτος ζήλια — με κοιτούσαν κάπως εχθρικά. Μάλλον τους έκανα να νιώθουν ένοχοι. Η κοινωνική μου ζωή κατέρρεε εξ' αιτίας της πειθαρχίας που ακολουθούσα. Ξέφευγα ολόκληρα τετράγωνα απ' τον δρόμο μου, για να αποφύγω τα ζαχαροπλαστεία, τις καντίνες και τα υπαίθρια εστιατόρια κοντά στην πανεπιστημιούπολη. Οι ορέξεις και οι παρορμήσεις μου γίνονταν πιεστικές αλλά το πολεμούσα. Αν έχανα τη μάχη για ένα ντόνατ, δεν θα μπορούσα να ξαναντικρύσω τον Σωκράτη. Ο καιρός περνούσε, κι εγώ ένιωθα μια αυξανόμενη αντίδραση. Παραπονέθηκα στον Σωκράτη, αγνοώντας το σκοτεινό του βλέμμα. «Σωκράτη, δεν έχεις πια πλάκα. Έγινες ένας κοινός, στριφνός γέρος. Ούτε που λάμπεις πια». Με αγριοκοίταξε. «Τέρμα τα μαγικά κόλπα». Αυτό ακριβώς ήταν το πρόβλημα — ούτε κόλπα, ούτε σεξ, ούτε πατατάκια, ούτε χάμπουργκερ και γλυκά, ούτε ντόνατς, ούτε πλάκα, ούτε καν ξεκούραση. Πειθαρχία συνεχώς, μέσα και έξω από το βενζινάδικο. Ο Ιανουάριος πέρασε απελπιστικά αργά, ο Φεβρουάριος πιο γρήγορα και τώρα κόντευε να τελειώσει και ο Μάρτιος. Η ομάδα βρισκόταν στο τέλος της σεζόν, χωρίς εμένα.

- 86 -

Ξαναμίλησα στο Σωκράτη για το πώς αισθανόμουν, αλλά δεν με παρηγόρησε ούτε με υποστήριξε. «Σωκράτη, έχω καταντήσει ένας πνευματικός πρόσκοπος. Οι φίλοι μου δεν με κάνουν πια παρέα. Καταστρέφεις τη ζωή μου! Φοβάμαι ότι θα καταλήξω ένας αφυδατωμένος γερο...». Με διέκοψε το γέλιο του. «Νταν, αν αυτό που φοβάσαι είναι μη χάσεις τη "νοστιμιά" σου, σε διαβεβαιώνω ότι η μακαρίτισσα η γυναίκα μου με έβρισκε πολύ "ορεκτικό"». «Η γυναίκα σου;» Γέλασε πάλι, με την ξαφνιασμένη μου έκφραση. Μετά με κοίταξε — νόμιζα ότι ήθελε να πει κάτι. Αλλά ξανάρχισε απλώς τη δουλειά του, λέγοντας «Κάνε ό,τι μπορείς». «θαυμάσια! Σ' ευχαριστώ γι' αυτή την αναζωογονητική μας κουβεντούλα». Βαθιά μέσα μου, ένιωθα πολύ πειραγμένος που ένα άλλο πρόσωπο — ακόμα κι αν αυτό ήταν ο Σωκράτης — είχε τον έλεγχο της ζωής μου. Παρ' όλα αυτά, αποφασισμένος, ακολουθούσα όλους τους κανόνες, μέχρι που μια μέρα την ώρα της προπόνησης, μπήκε στο γυμναστήριο η πανέμορφη νοσοκόμα που ήταν το αντικείμενο των ερωτικών μου φαντασιώσεων από την ημέρα που είχα μπει στο νοσοκομείο. Κάθισε σε μια γωνιά και παρακολουθούσε τις εναέριες άσκησης μας. Αμέσως, παρατήρησα, όλοι στο γυμναστήριο έφτασαν σε ανώτερα επίπεδα ενεργητικότητας κι εγώ δεν ήμουν εξαίρεση. Έκανα πως ήμουν απορροφημένος στην εξάσκηση μου, αλλά την κοίταζα συχνά με την άκρη του ματιού μου. Το στενό, μεταξωτό παντελόνι της και το ανάλαφρο μπλουζάκι της είχαν τραβήξει την προσοχή μου — το μυαλό μου τριγυρνούσε σε ένα πιο ερωτικό είδος γυμναστικής. Καθ' όλη τη διάρκεια της προπόνησης ένιωθα ότι μι; κοίταζε. Εξαφανίστηκε λίγο πριν τελειώσει η προπόνηση. Έκανα ένα ντους, ντύθηκα και ανέβηκα τις σκάλες. Την βρήκα στην κορφή της σκάλας, ακουμπισμένη προκλητικά στο κιγκλίδωμα. Δεν θυμάμαι καν πότε ανέβηκα τα τελευταία σκαλοπάτια. «Γεια σου, Νταν Μίλμαν. Είμαι η Βάλερι. Φαίνεσαι πολύ καλύτερα από τότε που σε φρόντιζα στο νοσοκομείο». «Είμαι καλύτερα, αδελφή Βάλερι» χαμογέλασα. «Και χαίρομαι πάρα πολύ που μου δόθηκε η ευκαιρία να με φροντίσεις». Γέλασε, και τεντώθηκε ελκυστικά. «Νταν, αναρωτιέμαι αν θα μπορούσες να μου κάνεις μια μεγάλη χάρη. Με πας στο σπίτι μου; Είναι σκοτάδι, και πριν με ακολουθούσε ένας παράξενος άντρας». Ήμουν έτοιμος να της πω ότι βρισκόμασταν στις αρχές του Απρίλη, και ο ήλιος θα έδυε σε μία ώρα, αλλά σκέφτηκα «Ας μην ασχολούμαστε με λεπτομέρειες». Περπατήσαμε μιλώντας και καταλήξαμε να δειπνούμε στο διαμέρισμα της. Άνοιξε ένα μπουκάλι «ειδικό κρασί, για ειδικές περιστάσεις». Ήπια μια γουλίτσα — αυτή ήταν η αρχή του τέλους. Καιγόμουν ολόκληρος, περισσότερο και από μπριζόλα στο γκριλ. Κάποια στιγμή μια φωνούλα μέσα μου με ρώτησε «Είσαι άνθρωπος ή ποντίκι;» Μια άλλη φωνούλα απάντησε «Είμαι ένα ποντίκι με κάβλες». Εκείνη τη νύχτα ξέχασα κάθε πειθαρχία που μου είχε επιβληθεί. Έτρωγα ό,τι μου έδινε εκείνη. Άρχισα με ένα μπωλ σούπα από μύδια, μετά σαλάτα και μπριζόλα. Και για επιδόρπιο, πολλές μερίδες Βάλερι. Τις επόμενες τρεις μέρες δεν κοιμήθηκα και πολύ καλά. Ανησυχούσα για το πώς θα τα έλεγα όλα αυτά στο Σωκράτη. Ήμουν προετοιμασμένος για το χειρότερο. - 87 -

Σύντομα, ήρθε μια νύχτα που μπήκα στο γραφείο και του τα είπα όλα χωρίς να απολογηθώ. Περίμενα, κρατώντας την αναπνοή μου. Ο Σωκράτης, για αρκετή ώρα, δεν μίλησε. Τελικά είπε «Παρατήρησα ότι δεν έμαθες ακόμη να αναπνέεις». Πριν προλάβω να του απαντήσω σήκωσε το χέρι του. «Νταν, εγώ μπορώ να καταλάβω πώς είναι δυνατό να προτιμήσεις ένα παγωτό χωνάκι, ή μια νύχτα με μια όμορφη γυναίκα, από τον Δρόμο που σου έδειξα. Εσύ μπορείς να το καταλάβεις;» Σταμάτησε για λίγο. «Δεν υπάρχουν έπαινοι, ούτε μομφές. Τώρα κατανοείς την καταναγκαστική πείνα της κοιλιάς σου και των λαγόνων σου. Αυτό είναι καλό. Αλλά σκέψου τούτο: σου ζήτησα να κάνεις ό,τι καλύτερο μπορούσες. Το έκανες;» Ο Σωκράτης "άναψε" τα μάτια του — το φως τους με διαπερνούσε. «Έλα ξανά σ' ένα μήνα, αλλά μόνο αν έχεις ακολουθήσει αυστηρά τις πειθαρχίες σου. Μπορείς να βλέπεις την νεαρή, αν θέλεις. Δώσε της προσοχή και αληθινό συναίσθημα, αλλά ό,τι παρόρμηση κι αν νιώσεις, να σε οδηγεί μια ανώτερη πειθαρχία». «Θα το κάνω, Σωκράτη. Το ορκίζομαι! Τώρα έχω καταλάβει». «Ούτε οι αποφάσεις, ούτε η κατανόηση σε κάνουν δυνατό. Οι αποφάσεις περιέχουν ειλικρίνεια και η λογική διαύγεια — δεν έχουν όμως την ενέργεια που θα χρειαστείς. Κάνε τον θυμό απόφαση σου, λογική σου. Θα σε δω σ'-'ένα μήνα». Ήξερα ότι η παράβαση της πειθαρχίας ξανά, θα σήμαινε το τέλος της μαθητείας μου με το Σωκράτη. Με μια εσωτερική αποφασιστικότητα που όλο και μεγάλωνε είπα «Τίποτε δεν θα ξανακάμψει τη θέληση μου — ούτε σαγηνευτικές γυναίκες, ούτε ντόνατς, ούτε ψημένα κομμάτια αγελαδίσιας σάρκας. Θα κυριαρχήσω στις παρορμήσεις μου, ή θα πεθάνω». Η Βάλερι μου τηλεφώνησε την επόμενη μέρα. Ένιωθα τις συνηθισμένες ανατριχίλες στο άκουσμα της φωνής της. Θυμόμουν ακόμα τα βογκητά της μέσα στο αυτί μου. «Ντάνυ, θα 'θελα να σε δω σήμερα το βράδυ. Είσαι ελεύθερος; Ωραία. Τελειώνω τη δουλειά στις επτά. Να συναντηθούμε στο γυμναστήριο; Εντάξει, θα σε δω εκεί γεια σου». Την πήγα στου Τζόζεφ για μια σούπερ σαλάτα-έκπληξη· Παρατήρησα ότι η Βάλερι φλερτάριζε τον Τζόζεφ. Εκείνος φερόταν ζεστά, όπως συνήθως, αλλά δεν έδειχνε να ανταποκρίνεται· Μετά γυρίσαμε στο διαμέρισμα της. Καθίσαμε και μιλήσαμε για λίγο. Μου προσέφερε κρασί — της ζήτησα χυμό. Άγγιξε τα μαλλιά μου και με φίλησε απαλά, μουρμουρίζοντας στο αυτί μου. Την φίλησα κι εγώ, θερμά. Και τότε άκουσα καθαρά την εσωτερική μου φωνή. «Σύνελθε, και θυμήσου τι πρέπει να κάνεις». Ανασηκώθηκα και πήρα μια βαθιά ανάσα. Δεν ήταν εύκολο. Σηκώθηκε και εκείνη, έφτιαξε τα ρούχα της και τα μαλλιά της. «Βάλερι, ξέρεις ότι σε βρίσκω πολύ ελκυστική και ερεθιστική -αλλά είμαι μπλεγμένος σε μια ιστορία με κάποιες προσωπικές, χμ, πειθαρχίες, οι οποίες δεν επιτρέπουν αυτό που παρά λίγο να γίνει. Μου αρέσει η παρέα σου και θέλω να σε ξαναδώ. Αλλά απ' αυτή τη στιγμή θα ήταν καλό να με θεωρείς απλά σαν ένα στενό σου φίλο, που σ' αγαπάει σαν...ε...ιερέας». Σχεδόν δεν μπόρεσα να το ξεστομίσω. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ξανάφτιαξε τα μαλλιά τής. «Νταν, χαίρομαι να βρίσκομαι με κάποιον που δεν ενδιαφέρεται μόνο για σεξ». Πήρα θάρρος. «Χαίρομαι που το ακούω αυτό, γιατί μπορούμε να μοιραστούμε κι άλλα πράγματα εκτός από το κρεβάτι».

- 88 -

Κοίταξε το ρολόι της. «Πω, πω! Τι ώρα πήγε — και δουλεύω νωρίς αύριο. Λοιπόν, καληνύχτα, Νταν. Σ' ευχαριστώ για το δείπνο, ήταν υπέροχο». Της τηλεφώνησα την επόμενη μέρα, αλλά το τηλέφωνο της μιλούσε. Της τηλεφώνησα την μεθεπόμενη, και τελικά την βρήκα. «Έχω εξετάσεις και θα είμαι πολύ απασχολημένη τις επόμενες εβδομάδες». Την είδα μια βδομάδα αργότερα. Ήρθε στο γυμναστήριο, στο τέλος της προπόνησης, για να συναντήσει τον Σκότ, έναν από τους αθλητές της ομάδας μας. Πέρασαν από δίπλα μου στα σκαλοπάτια, τόσο κοντά μου, που μπορούσα να μυρίσω το άρωμα της. Μου έγνεψε ευγενικά, και με χαιρέτησε. Ο Σκοτ γύρισε και με κοίταξε με λάγνο βλέμμα. Μου έκλεισε το μάτι με νόημα. Δεν ήξερα ότι ένα κλείσιμο ματιού μπορούσε να με πονέσει τόσο πολύ. Βρέθηκα μπροστά σ' ένα φαστφουντάδικο, με μια πείνα που δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί από μια ωμή σαλάτα. Μύριζα τα αχνιστά χάμπουργκερ, πλημμυρισμένα στη λαχταριστή σάλτσα. Θυμήθηκα τις παλιές καλές εποχές, που έτρωγα χάμπουργκερ με μαρούλι και ντομάτα — παρέα με φίλους. Ζαλισμένος, μπήκα στο μαγαζί και χωρίς δεύτερη σκέψη προχώρησα ως το ταμείο και άκουσα τον εαυτό μου να λέει «Ένα χάμπουργκερ με διπλό τυρί, παρακαλώ». Μου το έδωσαν, κάθισα κάπου, το έφερα στο στόμα μου και δάγκωσα ένα τεράστιο κομμάτι. Ξαφνικά συνειδητοποίησα τι έκανα — διάλεγα ανάμεσα στο Σωκράτη και ένα τσήζμπουργκερ. Το έφτυσα αμέσως, πέταξα το υπόλοιπο στα σκουπίδια, θυμωμένος, και βγήκα έξω. Είχε τελειώσει — δεν θα ξαναγινόμουν σκλάβος τυχαίων παρορμήσεων. Αυτή η νύχτα ήταν η αρχή μιας νέας αίσθησης αυτοεκτίμησης και προσωπικής δύναμης. Ήξερα ότι θα ήταν πιο εύκολο για μένα τώρα. Μικρές αλλαγές άρχισαν να συμβαίνουν στη ζωή μου. Από μικρό παιδί είχα διάφορα μικροσυμπτώματα, καταρροή τη νύχτα όταν έκανε ψύχρα, πονοκεφάλους, στομαχικές διαταραχές και αλλαγές στη διάθεση, τα οποία θεωρούσα φυσιολογικά και αναπόφευκτα. Τώρα, είχαν εξαφανιστεί όλα. Ένιωθα μια συνεχή αίσθηση ελαφρότητας και ενέργειας η οποία ακτινοβολούσε γύρω μου. Ίσως γι’ αυτό με φλέρταραν τόσες πολλές γυναίκες και με πλησίαζαν μικρά παιδιά και σκύλοι περιμένοντας να παίξω μαζί τους. Μερικοί από τους συναθλητές μου άρχισαν να μου ζητούν συμβουλές για προσωπικά τους προβλήματα. Έπαψα να νιώθω σαν βαρκούλα μέσα στην τρικυμία και αισθανόμουν σαν τον Βράχο του Γιβραλτάρ. Είπα στον Σωκράτη για την εμπειρία μου. Κούνησε το κεφάλι του. «Το ενεργειακό σου επίπεδο ανεβαίνει. Άνθρωποι, ζώα, ακόμη και πράγματα, νιώθουν δέος και προσελκύονται από ένα ενεργειακό πεδίο. Έτσι λειτουργούν τα πράγματα». «Κανόνες της Εταιρείας;» «Κανόνες της Εταιρείας». Μετά πρόσθεσε, «Απ' την άλλη μεριά, το να συγχαρείς τον εαυτό σου, θα ήταν πρόωρο. Να συγκρίνεις τον εαυτό σου με εμένα για να μην ξεχνιέσαι. Έτσι θα θυμάσαι, ότι μόλις αποφοίτησες από το νηπιαγωγείο». Εκείνη τη χρονιά, η σχολή τελείωσε χωρίς να το καταλάβω. Οι εξετάσεις κύλησαν ομαλά. Η μελέτη, που πάντοτε με καταπονούσε, αυτή τη φορά κύλησε σαν κάτι ασήμαντο και εύκολο. Η ομάδα έφυγε λίγες ημέρες για διακοπές και γύρισε για την καλοκαιρινή προπόνηση. Άρχισα να περπατώ χωρίς το μπαστούνι μου — προσπα-

- 89 -

θούσα ακόμη και να τρέξω, πολύ αργά, μερικές φορές κάθε εβδομάδα. Συνέχισα να πιέζω τον εαυτό μου μέχρι τα όρια του πόνου, της πειθαρχίας και της αντοχής. Και φυσικά συνέχισα να κάνω ό,τι μπορούσα, όσον αφορούσε τη σωστή διατροφή, τη σωστή κίνηση και τη σωστή αναπνοή — αλλά το «ό,τι μπορούσα» δεν ήταν αρκετά καλό. Ο Σωκράτης άρχισε να αυξάνει τις απαιτήσεις του. «Τώρα που η ενέργεια σου αυξάνεται, ν' αρχίσεις να παίρνεις στα σοβαρά την εκπαίδευση σου». Εξασκήθηκα στο να αναπνέω τόσο αργά που μου έπαιρνε ένα λεπτό να ολοκληρώσω κάθε ανάσα. Όταν αυτό συνδυαζόταν με έντονη συγκέντρωση και έλεγχο ορισμένων ομάδων μυών, η αναπνευστική άσκηση ζέσταινε το σώμα μου σαν σάουνα και μου επέτρεπε να νιώθω άνετα στο ύπαιθρο, σε οποιαδήποτε θερμοκρασία. Ενθουσιασμένος συνειδητοποίησα ότι άρχιζα να αναπτύσσω την ίδια δύναμη που μου είχε δείξει ο Σωκράτης τη νύχτα που πρωτοσυναντηθήκαμε. Για πρώτη φορά πίστεψα πως ίσως και να γινόμουν πολεμιστής, ισάξιος του. Δεν ένιωθα πια ξένος — αισθανόμουν ανώτερος από τους φίλους μου. Όταν κάποιος φίλος μου παραπονιόταν ότι ήταν άρρωστος ή ότι είχε άλλα προβλήματα τα οποία ήξερα ότι θα θεραπεύονταν απλώς με την κατάλληλη διατροφή, του έλεγα τα πράγματα που είχα μάθει για την υπευθυνότητα και την πειθαρχία, Ένα βράδυ, εγώ και η νεοαποκτημένη μου αυτοπεποίθηση, πήγαμε στο βενζινάδικο. Ήμουν σίγουρος ότι θα μάθαινα κάποια αρχαία εσωτερικά μυστικά της Ινδίας, του Θιβέτ ή της Κίνας. Αντί γι’ αυτό, μόλις πέρασα το κατώφλι, μου δόθηκε μια σκούπα και η διαταγή να καθαρίσω το μπάνιο. «Να κάνεις αυτές τις τουαλέτες να λάμπουν». Για βδομάδες, έκανα τόσες ταπεινές δουλειές στο βενζινάδικο, που δεν μου έμενε καιρός για τις σημαντικές μου ασκήσεις. Σήκωνα λάστιχα για καμία ώρα, μετά έβγαζα τα σκουπίδια. Σκούπιζα το γκαράζ και ίσιωνα τα εργαλεία. Δεν το είχα φανταστεί ποτέ, αλλά το να είμαι κοντά στο Σωκράτη άρχιζε να γίνεται βαρετό. Ταυτόχρονα ήταν και υπερβολικά απαιτητικός. Μου έδινε πέντε λεπτά για να κάνω μια δουλειά που ήθελε μισή ώρα, και μετά με κριτικάριζε αμείλικτα αν δεν την είχα ολοκληρώσει. Ήταν άδικος, παράλογος και προσβλητικός. Σκεφτόμουν πόσο σιχαινόμουν αυτήν τη κατάσταση, τη στιγμή που μπήκε ο Σωκράτης στο γκαράζ για να μου πει ότι είχα αφήσει βρώμικο το πάτωμα της τουαλέτας. «Μα κάποιος τη χρησιμοποίησε, αφού είχα καθαρίσει» είπα εγώ. «Να λείπουν οι δικαιολογίες» είπε, και πρόσθεσε, «Βγάλε έξω τα σκουπίδια». Ήμουν τόσο θυμωμένος, που άρπαξα το κοντάρι της σκούπας σαν να κρατούσα σπαθί. Ένιωθα μια παγωμένη ηρεμία. «Έβγαλα τα σκουπίδια πριν πέντε λεπτά, Σωκράτη. Το θυμάσαι, γέρο, ή άρχισες να τα χάνεις;» Εκείνος μόρφασε. «Εννοώ αυτά τα σκουπίδια, πίθηκε!» Χτύπησε το κεφάλι του με το χέρι, και μού 'κλείσε το μάτι. Η σκούπα μού έπεσε απ' τα χέρια. Κάποιο άλλο βράδυ, ενώ σκούπιζα το γκαράζ, ο Σωκράτης με φώναξε στο γραφείο. Κάθισα, σκυθρωπός, περιμένοντας να μου δώσει πάλι διαταγές. «Νταν, δεν έμαθες ακόμη να αναπνέεις φυσικά. Φάνηκες τεμπέλης και πρέπει να συγκεντρωθείς περισσότερο». Αυτή ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Του φώναξα, «Εσύ είσαι τεμπέλης — τόσο καιρό κάνω όλες τις δικές σου δουλειές!»

- 90 -

Έμεινε σιωπηλός, και πραγματικά μου φάνηκε ότι είδα πόνο μέσα στα μάτια του. Μαλακά, μου είπε, «Δεν είναι σωστό να φωνάζεις στο δάσκαλο σου, Νταν». Θυμήθηκα τότε ότι σκοπός όλων των προσβολών του ήταν πάντα να μου δείξει την δική μου διανοητική και συναισθηματική ταραχή, να μετατρέψει τον θυμό μου σε δράση και να με βοηθήσει να συνεχίσω την προσπάθεια. Πριν προλάβω να του ζητήσω συγνώμη μου είπε «Νταν, καλύτερα να φύγεις και μη γυρίσεις μέχρι να μάθεις να είσαι ευγενικός — και μέχρι να μάθεις να αναπνέεις σωστά. Ίσως η απουσία σου να βοηθήσει τη διάθεση σου». Λυπημένος, σύρθηκα έξω με το κεφάλι κατεβασμένο. Περπατώντας προς το σπίτι μου σκεφτόμουν πόσο υπομονετικός είχε φανεί με τους θυμούς, τα παράπονα και τις ερωτήσεις μου. Όλες οι απαιτήσεις του είχαν σκοπό να εξυπηρετήσουν εμένα. Ορκίστηκα να μην του ξαναφωνάξω πότε σε ώρα θυμού. Μόνος μου, προσπάθησα πάρα πολύ να διορθώσω τη σφιγμένη μου αναπνοή, αλλά αυτή έμοιαζε να χειροτερεύει. Όταν ανάσαινα βαθιά, ξεχνούσα να ακουμπήσω τη γλώσσα στον ουρανίσκο μου. Όταν θυμόμουν να το κάνω, καμπούριαζα. Κόντευα να τρελαθώ. Πάνω στην απελπισία μου, πήγα στο βενζινάδικο για να δω το Σωκράτη και να ζητήσω τη συμβουλή του. Τον βρήκα να μαστορεύει στο γκαράζ. Μου έριξε μια ματιά και είπε «Φύγε». Θυμωμένος και πληγωμένος, έφυγα κουτσαίνοντας χωρίς κουβέντα. Άκουσα τη φωνή του πίσω μου «Αφού μάθεις πώς να αναπνέεις, να κάνεις κάτι και για την αίσθηση του χιούμορ σου». Το γέλιο του με κυνήγησε μέχρι τα μισά του δρόμου. Όταν έφτασα στη μπροστινή σκάλα του διαμερίσματος μου, κάθισα εκεί κοιτάζοντας την απέναντι εκκλησία, χωρίς να βλέπω στην πραγματικότητα τίποτε. Είπα στον εαυτό μου. «Θα παρατήσω αυτή την ανυπόφορη εκπαίδευση». Ωστόσο, δεν πίστευα λέξη απ' αυτό που είπα. Συνέχισα να τρώω τις σαλάτες μου, να αποφεύγω κάθε πειρασμό. Προσπαθούσα πεισματικά να αναπνεύσω σωστά. Το καλοκαίρι είχε φτάσει στα μέσα του, κι εγώ θυμήθηκα την καφετέρια του Τζόζεφ. Ήμουν τόσο απασχολημένος με την προπόνηση τα πρωινά και με τον Σωκράτη το βράδυ, που δεν είχα βρει χρόνο να τον επισκεφτώ. Τώρα, σκέφτηκα θλιμμένος, οι νύχτες μου είναι ελεύθερες. Πήγα στην καφετέρια την ώρα που έκλεινε. Ήταν άδεια. Βρήκα τον Τζόζεφ στην κουζίνα να καθαρίζει με αγάπη τα όμορφα πορσελάνινα πιάτα του. Ήμασταν τόσο διαφορετικοί, ο Τζόζεφ κι εγώ. Ήμουν κοντός μυώδης, αθλητικός, με κοντό μαλλί και φρεσκοξυρισμένο πρόσωπο. Ο Τζόζεφ ήταν ψηλός, αδύνατος — εύθραυστος, θα μπορούσα να πω — με μια μαλακιά, σγουρή, Ξανθιά γενειάδα. Οι κινήσεις και η ομιλία μου ήταν γρήγορες. Εκείνος έκανε τα πάντα σε αργή κίνηση. Παρά τις διαφορές μας όμως, ή εξ' αιτίας τους, ένιωθα να με τραβάει. Μιλούσαμε μέσα στη νύχτα, ενώ τον βοηθούσα να στοιβάξει τις καρέκλες και να σφουγγαρίσει τα πατώματα. Ενόσω μιλούσαμε, συγκεντρωνόμουν όσο μπορούσα στην αναπνοή μου, πράγμα το οποίο με έκανε να ρίξω ένα πιάτο και να σκοντάψω στο χαλί. «Τζόζεφ,» ρώτησα «Αλήθεια σε έβαζε ο Σωκράτης να τρέχεις διακόσια χιλιόμετρα;» «Όχι, Νταν,» γέλασε. «Η ιδιοσυγκρασία μου δεν είναι κατάλληλη για αθλητικές επιδόσεις. Δεν σου είπε ο Σωκράτης; Ήμουν μάγειρας και υπηρέτης του για χρόνια».

- 91 -

«Όχι, δεν μου το είπε ποτέ. Αλλά τι εννοείς "για χρόνια"; Δεν μπορεί να είσαι πάνω από είκοσι-οκτώ ή είκοσι-εννέα χρονών». Ο Τζόζεφ έλαμψε. «Είμαι λίγο μεγαλύτερος — είμαι πενήντα-δύο». «Σοβαρά μιλάς;» Έγνεψε καταφατικά. Κάτι έβγαινε λοιπόν απ' όλη αυτή την πειθαρχία. «Αφού όμως δεν έκανες τόση σωματική εκπαίδευση, τι έκανες; Τι είδους εκπαίδευση είχες;» «Νταν, ήμουν ένας πολύ οξύθυμος και εγωκεντρικός νεαρός. Ήταν πολύ αυστηρός και απαιτητικός μαζί μου, και μου έδειξε πώς να δίνομαι ολοκληρωτικά, με ευχαρίστηση και αγάπη». «Και δεν υπάρχει καλύτερο μέρος για να μάθει κανείς να δίνει και να υπηρετεί,» είπα, «από ένα βενζινάδικο!» Ο Τζόζεφ χαμογέλασε και είπε, «Δεν ήταν πάντοτε υπάλληλος σε βενζινάδικο, ξέρεις. Η ζωή του υπήρξε ιδιαίτερα ασυνήθιστη και πολυποίκιλη». «Μίλα μου γι’ αυτή!» τον παρότρυνα. «Δεν σου μίλησε ο Σωκράτης για το παρελθόν του;» «Όχι, του αρέσει να το κρατάει μυστικό. Δεν ξέρω καν πού μένει». «Δεν εκπλήσσομαι. Λοιπόν, καλύτερα να το κρατήσω κι εγώ μυστικό μέχρι να θελήσει να το μάθεις». Έκρυψα την απογοήτευση μου και ρώτησα: «Τον φώναζες κι εσύ Σωκράτη; Θα ήταν τρομερή σύμπτωση». «Όχι, αλλά το καινούργιο του όνομα, όπως και ο καινούργιος του μαθητής, έχει προσωπικότητα και ζωντάνια». Μου χαμογέλασε. «Είπες ότι ήταν πολύ απαιτητικός». «Πάρα πολύ. Τίποτε δεν ήταν αρκετά καλό — και αν είχα καμία αρνητική σκέψη, το καταλάβαινε κάπως και με έδιωχνε για βδομάδες». «Παρεμπιπτόντως, μπορεί να μην τον ξαναδώ ποτέ πια». «Αλήθεια; Πώς κι έτσι;» «Μου είπε να μην ξαναπάω μέχρι να μπορώ να αναπνέω σωστά —χαλαρά και φυσικά. Προσπαθώ συνέχεια αλλά δεν μπορώ». «Α, αυτό» είπε και άφησε τη σκούπα του. Ήρθε κοντά μου και έβαλε το ένα χέρι του στην κοιλιά μου και το άλλο στο στήθος μου. «Τώρα ανάσανε» είπε. Άρχισα να ανασαίνω βαθιά, όπως μου είχε δείξει ο Σωκράτης. «Όχι, μην προσπαθείς τόσο πολύ». Σε λίγα λεπτά άρχισα να νιώθω παράξενα στην κοιλιά και το στήθος μου. Ήταν ζεστά από μέσα, χαλαρωμένα και ανοιχτά. Ξαφνικά, έκλαιγα σαν μωρό, τρελά ευτυχισμένος και μη ξέροντας γιατί. Εκείνη τη στιγμή, ανέπνεα τέλεια, χωρίς προσπάθεια. Αισθανόμουν σαν να γινόταν από μόνο του. Ήταν τόσο ευχάριστο που σκέφτηκα «Γιατί να πηγαίνουμε στο σινεμά για να διασκεδάσουμε;» Ήμουν τόσο ενθουσιασμένος που δεν μπορούσα να συγκρατήσω τον εαυτό μου! Αλλά εκείνη τη στιγμή ένιωσα την αναπνοή μου να σφίγγεται ξανά. «Τζόζεφ, το έχασα!» «Μην ανησυχείς, Νταν. Το μόνο που χρειάζεται είναι να χαλαρώσεις λίγο. Σ' αυτό σε βοήθησα. Τώρα ξέρεις τι είναι η φυσική αναπνοή. Για να την σταθεροποιήσεις πρέπει να αφήσεις τον εαυτό σου να αναπνεύσει φυσικά, όλο και πιο πολύ, μέχρι να αρχίσει να σου φαίνεται φυσιολογικό. Ο έλεγχος της αναπνοής σημαίνει το λύσιμο όλων των

- 92 -

συναισθηματικών κόμπων, και όταν το καταφέρεις αυτό θα ανακαλύψεις ένα νέο είδος σωματικής ευτυχίας». «Τζόζεφ,» είπα αγκαλιάζοντας τον, «δεν ξέρω πώς έκανες αυτό που έκανες, αλλά σε ευχαριστώ — σ' ευχαριστώ πάρα πολύ». Χαμογέλασε με εκείνο το λαμπερό χαμόγελο που με ζέσταινε ολόκληρο και μαζεύοντας τη σκούπα του είπε: «Τους χαιρετισμούς μου στον... Σωκράτη». Η αναπνοή μου δεν βελτιώθηκε με μιας. Συνέχισα να βασανίζομαι. Αλλά ένα απόγευμα, μετά από προπόνηση στο γυμναστήριο κατά την οποία σήκωνα βάρη με το πόδι μου που βελτιωνόταν συνεχώς, γυρίζοντας σπίτι, παρατήρησα ότι χωρίς να προσπαθώ, η αναπνοή μου ήταν τελείως φυσική — σχεδόν το ίδιο με εκείνη τη μέρα στην καφετέρια. Το ίδιο βράδυ, μπήκα ορμητικά στο γραφείο έτοιμος να ευχαριστήσω τον Σωκράτη μιλώντας του για την επιτυχία μου και να ζητήσω συγνώμη για τη συμπεριφορά μου. Με κοίταξε σαν να με περίμενε. Σταμάτησα απότομα μπροστά του και μου είπε ήρεμα, «Εντάξει, ας συνεχίσουμε» — σαν να είχα γυρίσει από την τουαλέτα, και όχι από εντατική εκπαίδευση έξι εβδομάδων! «Δεν έχεις να πεις τίποτε άλλο, Σωκράτη; Ούτε "Μπράβο σου παιδί μου," ούτε "Εργάστηκες καλά";» «Δεν υπάρχουν έπαινοι και μομφές στον δρόμο που διάλεξες. Ο έπαινος και η μομφή είναι τρόποι χειρισμού που δεν χρειάζεσαι πια». Κούνησα το κεφάλι μου εκνευρισμένος και χαμογέλασα με προσπάθεια. Παρ' ότι προσπαθούσα να γίνω άξιος του σεβασμού του, με πλήγωνε η αδιαφορία του. Αλλά τουλάχιστον είχα επιστρέψει. Τις ώρες που δεν καθάριζα τουαλέτες, μάθαινα καινούργιες, όλο και πιο εξοργιστικές ασκήσεις — όπως το να διαλογίζομαι πάνω σε εσωτερικούς ήχους μέχρι να μπορώ να ακούσω πολλούς με μιας. Ένα βράδυ που έκανα αυτή την άσκηση, ένιωσα να παρασύρομαι από μια αίσθηση ηρεμίας και χαλάρωσης που δεν είχα ξανανιώσει στη ζωή μου. Για λίγο — δεν ξέρω για πόσο —αισθάνθηκα ότι ήμουν έξω από το σώμα μου. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που οι προσωπικές μου προσπάθειες και η ενέργεια μου είχαν σαν αποτέλεσμα μια μεταφυσική εμπειρία. Δεν χρειάστηκε να με ακουμπήσουν τα δάχτυλα του Σωκράτη. Του το διηγήθηκα ενθουσιασμένος. Αντί να με συγχαρεί, είπε «Νταν, να μην σε αποσπούν οι εμπειρίες σου. Ξεπερνά τα οράματα και του ήχους και δες τα μαθήματα που κρύβονται πίσω τους. Θα παραμείνεις ένα χαϊβάνι αν παγιδευτείς στην εμπειρία. Αγνόησε την! Σου είπα να γίνεις χορτοφάγος, όχι να γίνεις φυτό». Απογοητευμένος και θυμωμένος του απάντησα, «Έχω "εμπειρίες", όπως τις ονόμασες, μόνο και μόνο επειδή μου είπες εσύ!» Ο Σωκράτης με κοίταξε δήθεν έκπληκτος. «Πρέπει λοιπόν να σου λέω εγώ τα πάντα;» Ενώ ήμουν έτοιμος να γίνω θηρίο, κατέληξα να γελάω. Γέλασε κι εκείνος, δείχνοντας με. «Νταν, μόλις βίωσες μια θαυμαστή αλχημική μεταμόρφωση. Μετουσίωσες τον θυμό σε γέλιο. Αυτό σημαίνει ότι το ενεργειακό σου επίπεδο είναι υψηλότερο από παλιά. Τα φράγματα σπάζουν. Ίσως, τελικά, να προοδεύεις λιγάκι». Γελούσαμε ακόμη όταν μου έδωσε τη σφουγγαρίστρα.

- 93 -

Την επόμενη νύχτα, για πρώτη φορά, ο Σωκράτης ήταν τελείως σιωπηλός για ό,τι αφορούσε τη συμπεριφορά μου. Έπιασα το μήνυμα: από εδώ και μπρος θα είχα εγώ την ευθύνη της παρακολούθησης του εαυτού μου. Τότε κατάλαβα πόση καλοσύνη έκρυβε η κριτική του. Σχεδόν μου έλειπε. Δεν το κατάλαβα τότε, και μου πήρε αρκετούς μήνες να το καταλάβω, αλλά εκείνο το βράδυ ο Σωκράτης έπαψε να είναι ο «γονιός» μου και άρχισε να γίνεται φίλος μου. Αποφάσισα να επισκεφτώ τον Τζόζεφ για να του πω τι είχε γίνει. Ενώ περπατούσα, με προσπέρασαν ουρλιάζοντας κανα-δυό αυτοκίνητα της πυροσβεστικής. Δεν έδωσα σημασία στο γεγονός, μέχρι που πλησιάζοντας στην καφετέρια είδα τον πορτοκαλί ουρανό. Άρχισα να τρέχω. Το πλήθος ήδη διασκορπιζόταν όταν έφτασα. Και ο ίδιος ο Τζόζεφ μόλις είχε φτάσει και στεκόταν μπροστά στο κατεστραμμένο, καρβουνιασμένο μαγαζί του. Βρισκόμουν ακόμη λίγα μέτρα μακριά του, όταν άκουσα την αγωνιώδη κραυγή του και τον είδα να πέφτει αργά στα γόνατα του και να κλαίει. Πήδηξε όρθιος φωνάζοντας οργισμένος. Μετά χαλάρωσε. Με είδε. «Νταν! Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω». Το πρόσωπο του ήταν ήρεμο. Ο αρχιπυροσβέστης τον πλησίασε και του είπε ότι η φωτιά είχε μάλλον ξεκινήσει από το διπλανό καθαριστήριο. «Ευχαριστώ» είπε ο Τζόζεφ. «Αχ, Τζόζεφ, λυπάμαι πολύ». Μετά, η περιέργεια μου βγήκε στην επιφάνεια. «Τζόζεφ, σε είδα πριν λίγο. Ήσουν πολύ αναστατωμένος». Χαμογέλασε. «Ναι, ένιωσα πολύ αναστατωμένος και ξέσπασα». Θυμήθηκα τα λόγια του Σωκράτη, «Αστο να κυλήσει, και μετά άστο να φύγει». Μέχρι τώρα ήταν μια ωραία ιδέα, αλλά εδώ, μπροστά στα μαυρισμένα, μουσκεμένα απομεινάρια της όμορφης καφετέριας του, αυτός ο εύθραυστος πολεμιστής είχε επιδείξει τέλειο έλεγχο των συναισθημάτων του. «Ήταν ένα πολύ όμορφο μέρος, Τζόζεφ» αναστέναξα κουνώντας το κεφάλι μου. «Ναι,» είπε μελαγχολικά, «ήταν». Για κάποιο λόγο η ηρεμία του με ενόχλησε. «Δεν είσαι καθόλου αναστατωμένος τώρα;» Με κοίταξε ψύχραιμα και μετά είπε «Ξέρω μια ιστορία, Νταν, που μπορεί να σου αρέσει. Θέλεις να την ακούσεις;» «Γιατί όχι;» Σε ένα μικρό, ψαράδικο χωριό της Ιαπωνίας, ζούσε μια νέα, ανύπαντρη γυναίκα που γέννησε ένα παιδί. Οι γονείς της ένιωσαν ατιμασμένοι και απαίτησαν να μάθουν την ταυτότητα του πατέρα. Φοβισμένη, αρνήθηκε να την ομολογήσει. Ο ψαράς που αγαπούσε της είχε πει κρυφά ότι έφευγε για να βρει την τύχη του και θα γυρνούσε να την παντρευτεί. Οι γονείς της επέμεναν. Απελπισμένη, είπε ότι πατέρας ήταν ο Χακουίν, ένας μοναχός που ζούσε στους λόφους. Εξοργισμένοι οι γονείς, πήγαν με το νεογέννητο κοριτσάκι στην πόρτα του, χτύπησαν μέχρι που τους άνοιξε και του έδωσαν το μωρό λέγοντας του, «Αυτό το παιδί είναι δικό σου. Πρέπει να το φροντίσεις». «Αλήθεια;» είπε ο Χακουίν, παίρνοντας το παιδί στην αγκαλιά του και χαιρέτησε τους γονείς.

- 94 -

Πέρασε ένας χρόνος και ο αληθινός πατέρας γύρισε για να παντρευτεί τη γυναίκα. Αμέσως, πήγαν στον Χακουίν, και του ζήτησαν να τους επιστρέψει το παιδί. «Πρέπει να πάρουμε την κόρη μας» είπαν. «Αλήθεια;» είπε ο Χακουίν, δίνοντας τους το παιδί. Ο Τζόζεφ χαμογέλασε και περίμενε την αντίδραση μου. «Ενδιαφέρουσα ιστορία, Τζόζεφ, αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί μου την λες αυτή τη στιγμή. Εννοώ, μόλις τώρα κάηκε η καφετέρια σου!» «Αλήθεια;» μου είπε. Μετά γέλασε, βλέποντας με να κουνάω το κεφάλι μου με μια έκφραση παραίτησης στο πρόσωπο μου. «Τζόζεφ, είσαι τρελός σαν τον Σωκράτη». «Ω, σ' ευχαριστώ πολύ, Νταν — η ταραχή σου φτάνει και για τους δυο μας. Μην ανησυχείς πάντως για μένα. Ήμουν έτοιμος για μια αλλαγή. Θα πάω νότια μάλλον, ή βόρεια. Δεν έχει διαφορά». «Μην φύγεις χωρίς να με αποχαιρετήσεις». «Τότε, αντίο» είπε αγκαλιάζοντας με, με τον δικό του υπέροχο τρόπο. «Θα φύγω αύριο». «Δεν θα χαιρετήσεις το Σωκράτη;» Γέλασε και μου απάντησε, «Ο Σωκράτης κι εγώ σπάνια λέμε γεια σου ή αντίο. Θα καταλάβεις αργότερα». Με αυτά τα λόγια χωρίσαμε. Ήταν η τελευταία φορά που έβλεπα τον Τζόζεφ. Περίπου στις τρεις το πρωί της Παρασκευής ξεκίνησα για το βενζινάδικο. Είχα συνειδητοποιήσει για πρώτη φορά, το πόσα πολλά είχα ακόμη να μάθω. Μπήκα στο γραφείο μιλώντας. «Σωκράτη, η καφετέρια του Τζόζεφ κάηκε τελείως σήμερα». «Παράξενο,» είπε. «Συνήθως όλο και κάτι μένει» έκανε αστεία! «Χτύπησε κανείς;» ρώτησε, χωρίς να φαίνεται ότι ενδιαφερόταν στ' αλήθεια. «Απ' όσο ξέρω, όχι. Σωκράτη, άκουσες τι σου είπα; Δεν στεναχωρήθηκες καθόλου;» «Ήταν στεναχωρημένος ο Τζόζεφ όταν μιλήσατε;» «Ε.,.όχι». «Ωραία τότε». Και το θέμα απλώς έκλεισε εκεί. Και, προς μεγάλη μου έκπληξη, ο Σωκράτης έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα και άναψε ένα. «Μια και μιλάμε για καπνό,» είπε, «Σου ανέφερα ποτέ ότι δεν υπάρχει τίποτε που να ονομάζεται "κακή συνήθεια";» Δεν πίστευα στα μάτια μου και στ' αυτιά μου. Αυτό δεν μπορεί να συμβαίνει, είπα στον εαυτό μου. «Όχι, δεν μου το ανέφερες και μπήκα σε μεγάλο κόπο λόγω των συστάσεων σου να κόψω τις κακές μου συνήθειες». «Αυτό είχε στόχο να αναπτύξει τη θέληση σου και να μετεκπαιδεύσει το ένστικτο σου. Και μπορούμε να πούμε ότι η συνήθεια αυτή καθ' αυτή — οποιαδήποτε ασυναίσθητη, παρορμητική τελετουργία — είναι αρνητική. Αλλά οι συγκεκριμένες δραστηριότητες — κάπνισμα, ποτό, ναρκωτικά, γλυκά, ή ανόητες ερωτήσεις — είναι και καλές και κακές. Κάθε πράξη έχει τις συνέπειες και τις ηδονές της.

- 95 -

Αναγνωρίζοντας και τις δύο πλευρές, γίνεσαι ρεαλιστής και υπεύθυνος για τις πράξεις σου. Και μόνο τότε μπορείς να επιλέξεις ελεύθερα σαν πολεμιστής — να κάνεις κάτι, ή να μην το κάνεις. «Υπάρχει ένα ρητό: "Όταν κάθεσαι, να κάθεσαι. Όταν στέκεσαι, να στέκεσαι. Ο,τι κι αν κάνεις, μην αμφιταλαντεύεσαι." Μόλις κάνεις την επιλογή σου, κάν’ το με όλη τη δύναμη της ψυχής σου. Μην είσαι σαν τον ευαγγελικό που σκεφτόταν την προσευχή όταν έκανε έρωτα στη γυναίκα του, και σκεφτόταν τον έρωτα που έκανε στη γυναίκα του όταν προσευχόταν». Γέλασα με αυτήν την εικόνα, ενώ ο Σωκράτης έκανε τέλεια δαχτυλίδια καπνού. «Είναι καλύτερο να κάνεις ένα λάθος με όλη τη δύναμη του είναι, σου, παρά να αποφεύγεις προσεκτικά τα λάθη με πνεύμα που τρέμει. Υπευθυνότητα σημαίνει να αναγνωρίζεις και την ηδονή και την τιμή της, να επιλέγεις με βάση αυτή την αναγνώριση και μετά να ζεις με την επιλογή σου χωρίς να σε νοιάζει». «Ακούγεται πολύ απόλυτο. Τι έχεις να πεις για το μέτρο;» «Το "μέτρο";» Πήδησε πάνω στο γραφείο σαν ιεροκήρυκας. «Το "μέτρο"; Είναι μετριότητα, φόβος, και σύγχυση μεταμφιεσμένη. Είναι η "λογική" — απάτη του διαβόλου. Ο βασισμένος στην αμφιβολία συμβιβασμός, δεν κάνει κανέναν ευτυχισμένο. Η μετριοπάθεια είναι για τους γλυκανάλατους, τους απολογητές, αυτούς που κάθονται στο περιθώριο της ζωής και φοβούνται να λάβουν θέση. Είναι γι αυτούς που φοβούνται να γελάσουν, να κλάψουν, γι αυτούς που φοβούνται να ζήσουν ή να πεθάνουν. Η Μετριοπάθεια» — πήρε μια βαθιά ανάσα κι ετοιμάστηκε για την τελική του καταδίκη — «είναι χλιαρό τσάι, το ποτό του διαβόλου!» Γέλασα και είπα, «Τα κηρύγματα σου, Σωκράτη, αρχίζουν σαν λιοντάρια και τελειώνουν σαν πρόβατα. Πρέπει να συνεχίσεις να εξασκείσαι». Ανασήκωσε τους ώμους του και κατέβηκε απ' το γραφείο. «Και μου το έλεγαν στα σεμινάρια». Δεν ήξερα αν αστειευόταν ή όχι. «Σωκράτη, εγώ πάντως πιστεύω ότι το κάπνισμα είναι αηδιαστικό». «Ακόμη δεν σ' έκανα να καταλάβεις; Δεν είναι αηδιαστικό το κάπνισμα — η συνήθεια είναι. Μπορεί να καπνίσω ένα τσιγάρο μια ημέρα και να μην ξανακαπνίσω για έξι μήνες. Μπορεί να απολαμβάνω ένα τσιγάρο την ημέρα, ή την εβδομάδα, χωρίς να έχω την ακατανίκητη επιθυμία να καπνίσω κι άλλο. Και όταν καπνίζω, δεν προσποιούμαι ότι τα πνευμόνια μου δεν επιβαρύνονται. Εφαρμόζω μετά την κατάλληλη διαδικασία για να εξισορροπήσω τα αρνητικά αποτελέσματα». «Δεν είχα φανταστεί ποτέ μου ότι ένας πολεμιστής θα μπορούσε να καπνίζει». Φύσηξε δαχτυλίδια καπνού στη μύτη μου. «Ποτέ δεν σου είπα ότι ένας πολεμιστής φέρεται με τρόπο που εσύ θεωρείς τέλειο. Ούτε όλοι οι πολεμιστές συμπεριφέρονται όπως εγώ. Αλλά όλοι ακολουθούμε τους κανόνες της εταιρείας. «Οπότε, είτε η συμπεριφορά μου ταιριάζει με τα πρότυπα σου είτε όχι, πρέπει να θυμάσαι ότι έχω καταφέρει να ελέγχω όλες μου τις παρορμήσεις, το σύνολο της συμπεριφοράς μου. Δεν έχω συνήθειες — οι πράξεις μου είναι συνειδητές, σκόπιμες, και πλήρεις». Ο Σωκράτης έσβησε το τσιγάρο του χαμογελώντας. «Έχεις παραγίνει ακοινώνητος με όλη την περηφάνια και την ανώτερη σου πειθαρχία. Καιρός να το ρίξουμε έξω».

- 96 -

Έβγαλε ένα μπουκάλι τζιν από το γραφείο του. Τον κοίταζα δύσπιστος κουνώντας το κεφάλι μου. Μου έφτιαξε ένα ποτό με τζιν και σόδα. «Σόδα;» τον ρώτησα. «Εδώ έχουμε μόνο φρουτοχυμό και μη με φωνάζεις "μπάρμπα"» είπε, θυμίζοντας μου τα λόγια που μου είχε πει πριν από πολύ καιρό. Τώρα βρισκόταν μπροστά μου, προσφέροντας μου τζιν με τζίντζερ-έϊλ, πίνοντας το δικό του ποτό σκέτο. «Έλα,» είπε πίνοντας γρήγορα το τζιν. «Καιρός για πάρτυ, δεν μας κρατάει τίποτε». «Μου αρέσει ο ενθουσιασμός σου, Σωκράτη, αλλά έχω προπόνηση τη Δευτέρα». «Πάρε το παλτό σου, γιόκα μου, και ακολούθησε με». Τον ακολούθησα. Το μόνο πράγμα που θυμάμαι καθαρά, είναι ότι ήταν Σάββατο βράδυ και βρισκόμασταν στο Σαν Φραντσίσκο. Ξεκινήσαμε νωρίς και συνεχίσαμε να γλεντάμε. Η βραδιά ήταν ένα μίγμα φώτων, ποτηριών που τσούγκριζαν και γέλιου. Θυμάμαι όμως την Κυριακή το πρωί. Πέντε η ώρα. Το κεφάλι μου βούιζε. Περπατούσαμε στην οδό Μίσιον, στο σημείο που διασταυρώνεται με την Φόρθ Στρητ. Η πρωινή ομίχλη ήταν πυκνή — μόλις που μπορούσα να ξεχωρίσω τις ταμπέλες των δρόμων. Ξαφνικά, ο Σωκράτης σταμάτησε και κοίταξε μέσα στην ομίχλη. Σκόνταψα πάνω του, χασκογέλασα, και ξύπνησα απότομα — κάτι πήγαινε στραβά. Μια τεράστια σκιά βγήκε από την ομίχλη. Μου ξανάρθε στο μυαλό το μισοξεχασμένο μου όνειρο με τον Χάρο. Εξαφανίστηκε όμως, ξανά, διότι είδα άλλη μια σκιά και μετά μια τρίτη: τρεις άντρες. Δύο από αυτούς — ψηλοί, λεπτοί και νευρώδεις — μας έκοψαν τον δρόμο. Ο τρίτος μας πλησίασε και έβγαλε ένα στιλέτο από το παλιό δερμάτινο σακάκι του. Ένιωσα το σφυγμό μου να χτυπά δυνατά στους κροτάφους μου. «Δώστε μου τα λεφτά σας» μας διέταξε. Μη μπορώντας να σκεφτώ καθαρά έκανα ένα βήμα προς το μέρος του ψάχνοντας το πορτοφόλι μου και παραπάτησα προς τα μπρος. Εκείνος τρόμαξε και όρμηξε προς το μέρος μου κραδαίνοντας το μαχαίρι του. Ο Σωκράτης κινήθηκε γρηγορότερα από κάθε άλλον που είχα δει στη ζωή μου, έπιασε τον καρπό του άντρα, στριφογύρισε, και τον πέταξε στον δρόμο τη στιγμή που μου ριχνόταν ένας από τους άλλους ληστές. Δεν πρόλαβε να με αγγίξει. Τα πόδια του βρέθηκαν στον αέρα από μια αστραπιαία τρικλοποδιά του Σωκράτη. Πριν προλάβει ο τρίτος να κινηθεί, ο Σωκράτης τον έφτασε και τον έριξε κάτω με μια λαβή στον καρπό του, που την ακολούθησε μια κυκλική κίνηση του μπράτσου του. Κάθισε πάνω στον άντρα και είπε: «Δεν νομίζεις ότι θα έπρεπε να εξετάσεις τη λύση της "μη βίας";» Ένας από τους άντρες άρχισε να σηκώνεται. Ο Σωκράτης έβγαλε μια τρομακτική κραυγή και ο άντρας έπεσε ξανά πίσω. Ο αρχηγός όμως είχε σηκωθεί από τον δρόμο, είχε βρει το μαχαίρι του και όρμηξε κουτσαίνοντας, εξαγριωμένος, στον Σωκράτη. Ο Σωκράτης σηκώθηκε, σήκωσε ψηλά τον άντρα πάνω στον οποίο καθόταν πριν και τον πέταξε στον άλλον με το μαχαίρι, φωνάζοντας «Πιάσε!». Έπεσαν και οι δύο στο τσιμέντο. Αμέσως μετά, και οι τρεις τους μας όρμηξαν ουρλιάζοντας σε μια τελευταία προσπάθεια επίθεσης. Τα επόμενα λεπτά είναι μπερδεμένα στο μυαλό μου. Θυμάμαι ότι ο Σωκράτης με έσπρωξε και ότι έπεσα κάτω. Μετά επικράτησε ησυχία, εκτός από ένα βογκητό που ακούστηκε. Ο Σωκράτης στεκόταν ακίνητος. Τίναξε χαλαρά τα χέρια του και πήρε

- 97 -

μια βαθιά ανάσα. Πέταξε τα μαχαίρια στον υπόνομο. Έπειτα στράφηκε προς το μέρος μου. «Είσαι καλά;» «Καλά, εκτός από το κεφάλι μου». «Είναι χτυπημένο;» «Μόνο από το αλκοόλ. Τι συνέβη;» Στράφηκε προς τους τρεις άντρες που ήταν ξαπλωμένοι στο πεζοδρόμιο, γονάτισε και έπιασε το σφυγμό τους. Τους γύρισε ανάσκελα, σχεδόν τρυφερά, και τους έψαξε απαλά μήπως ήταν πληγωμένοι. Μόνον τότε κατάλαβα — έκανε ότι μπορούσε για να τους θεραπεύσει! «Φώναξε ένα ασθενοφόρο» είπε σ' εμένα. Έτρεξα σ' έναν τηλεφωνικό θάλαμο εκεί κοντά και τηλεφώνησα. Μετά φύγαμε και περπατήσαμε γρήγορα ως το σταθμό των λεωφορείων. Κοίταξα το Σωκράτη. Τα μάτια του ήταν ελαφρά δακρυσμένα και για πρώτη φορά από τότε που τον γνώρισα, έδειχνε χλωμός και κουρασμένος. Δεν πολυμιλήσαμε στη διάρκεια της διαδρομής προς το σπίτι —πράγμα που δεν με πείραξε και πολύ. Η προσπάθεια να μιλήσω μου προκαλούσε πόνο. Όταν το λεωφορείο σταμάτησε στην διασταύρωση Γιουνιβέρσιτι και Σάτακ, ο Σωκράτης κατέβηκε και είπε, «Σε καλώ στο γραφείο μου, την Τετάρτη, για κανά δυό ποτήρια..». Χαμογελώντας με την πονεμένη μου έκφραση, συνέχισε, «τσάι». Κατέβηκα από το λεωφορείο ένα τετράγωνο απ' το σπίτι μου. Το κεφάλι μου πήγαινε να σπάσει. Αισθανόμουν σαν να είχαμε νικηθεί από τους άντρες και να με χτυπούσαν ακόμη στο κεφάλι. Περπατώντας μέχρι την πολυκατοικία προσπαθούσα να κρατήσω τα μάτια μου κλειστά, όσο μπορούσα. «Έτσι πρέπει να αισθάνονται οι βρικόλακες» σκέφτηκα. «Το φως πραγματικά μπορεί να σκοτώσει». Η γιορτούλα μας, βουτηγμένη σε μια ομίχλη από αλκοόλ, μου είχε διδάξει δύο πράγματα: πρώτον, είχα την ανάγκη να χαλαρώσω και να αφεθώ — δεύτερον, πήρα μια υπεύθυνη απόφαση: τέρμα το πιοτό. Δεν άξιζε τον κόπο και την ταλαιπωρία. Εξάλλου, η ευχαρίστηση του να πίνεις δεν συγκρινόταν με όλα αυτά που είχα αρχίσει να απολαμβάνω. Η προπόνηση της Δευτέρας, η καλύτερη που είχα κάνει εδώ και πολλούς μήνες, τόνισε την αποφασιστικότητα μου να γίνω πάλι ολοκληρωμένος, σωματικά και πνευματικά. Το πόδι μου θεραπευόταν όλο και πιο πολύ, περισσότερο απ' όσο περίμενα. Με είχε πάρει υπό την προστασία του ένας καταπληκτικός άνθρωπος. Πηγαίνοντας σπίτι, ήμουν τόσο πλημμυρισμένος από ευγνωμοσύνη που γονάτισα έξω από το διαμέρισμα μου και άγγιξα το έδαφος. Πήρα μια χούφτα χώμα στα χέρια μου, σήκωσα το κεφάλι μου και κοίταξα ανάμεσα από τα σμαραγδένια φύλλα που ψιθύριζαν στον άνεμο. Για μερικά, πολύτιμα δευτερόλεπτα, αισθάνθηκα να λιώνω μέσα στη γη. Για πρώτη φορά από τότε που ήμουν μικρός ένιωσα μια ζωοδότρια παρουσία, χωρίς όνομα. Τότε μπήκε στη μέση το αναλυτικό μυαλό μου. «Αυτή είναι λοιπόν μια αυθόρμητη, μυστικιστική εμπειρία» και τα μάγια λύθηκαν. Γύρισα στη γήινη μου θέση — ήμουν ξανά ένας κοινός άνθρωπος, που στεκόταν κάτω από μια λεύκα και κρατούσε χώμα στο χέρι του. Μπήκα στο διαμέρισμα μου χαλαρωμένος και ζαλισμένος, διάβασα για λίγο και μετά κοιμήθηκα. Η Τρίτη ήταν μια ήσυχη μέρα — η νηνεμία πριν την καταιγίδα.

- 98 -

Το πρωί της Τετάρτης μπήκα ξανά στο λούκι των μαθημάτων. Τα αισθήματα ηρεμίας τα οποία είχα θεωρήσει μόνιμα, σύντομα έδωσαν τη θέση τους σε άγχη και παλιές παρορμήσεις. Μετά απ' όλη την πειθαρχία στην οποία είχα υποβληθεί, ήμουν πολύ απογοητευμένος. Τότε, συνέβη κάτι καινούργιο. Ένιωσα το ξύπνημα μιας παντοδύναμης, ενστικτώδους σοφίας που μπορούσε να αποδοθεί με λόγια έτσι: «Οι παλιές παρορμήσεις μπορεί να συνεχίσουν να βγαίνουν στην επιφάνεια για χρόνια ολόκληρα. Δεν μετράνε οι παρορμήσεις — μετράνε οι πράξεις. Να επιμένεις, σαν πολεμιστής». Στην αρχή νόμιζα ότι το μυαλό μου μού έπαιζε παιχνίδια. Αλλά δεν ήταν σκέψη, δεν ήταν φωνή. Ήταν μια αίσθηση-βεβαιότητα. Αισθανόμουν σαν να βρισκόταν μέσα μου ο Σωκράτης, ένας εσωτερικός πολεμιστής. Αυτή η αίσθηση θα έμενε για πάντα μαζί μου. Το βράδυ, πήγα στο βενζινάδικο για να μιλήσω στο Σωκράτη σχετικά με την πρόσφατη υπερκινητικότητα του μυαλού μου και για την Αίσθηση. Τον βρήκα να αντικαθιστά ένα δυναμό, σε μια στραπατσαρισμένη Μέρκιουρι. Σήκωσε το κεφάλι του, με χαιρέτησε και είπε ανέμελα: «Ο Τζόζεφ πέθανε σήμερα το πρωί». Έπεσα πάνω στο στέϊσιον-βάγκον που βρισκόταν πίσω μου, σοκαρισμένος από τα νέα για τον Τζόζεφ και απ' την σκληρότητα του Σωκράτη. Στο τέλος κατάφερα να μιλήσω. «Πώς πέθανε;» «Α, πολύ καλά, φαντάζομαι» χαμογέλασε ο Σωκράτης. «Είχε λευχαιμία, βλέπεις. Ο Τζόζεφ ήταν άρρωστος εδώ και πολλά χρόνια. Κράτησε αρκετό καιρό. Πολύ καλός πολεμιστής». Η φωνή του περιείχε στοργή, αλλά ήταν και αδιάφορη, χωρίς ίχνος λύπης. «Σωκράτη, δεν είσαι καθόλου ταραγμένος;» Άφησε το κλειδί κάτω. «Αυτό μου θυμίζει μια ιστορία που άκουσα πριν από πολύ καιρό, για μια μητέρα που ήταν πλημμυρισμένη από τη θλίψη επειδή είχε πεθάνει ο νεαρός γιος της. «Δεν μπορώ να αντέξω τον πόνο και την λύπη» είπε στην αδελφή της. «Αδελφή μου, θρήνησες τον γιό σου πριν γεννηθεί;» «Φυσικά όχι!» απάντησε η μελαγχολική μητέρα. «Τότε λοιπόν, δεν χρειάζεται να τον θρηνείς ούτε τώρα. Επέστρεψε στο ίδιο μέρος που βρισκόταν πριν γεννηθεί, στο πραγματικό του σπίτι». «Σε παρηγορεί αυτή η ιστορία, Σωκράτη;» «Μου αρέσει σαν ιστορία. Ίσως να την εκτιμήσεις κι εσύ με το πέρασμα του χρόνου», μου απάντησε ανάλαφρα. «Νόμιζα ότι σε ήξερα καλά, Σωκράτη, αλλά δεν ήξερα ότι είσαι τόσο άκαρδος». «Δεν υπάρχει λόγος δυστυχίας». «Μα, Σωκράτη, ο Τζόζεφ χάθηκε!» Ο Σωκράτης γέλασε σιγά. «Ίσως χάθηκε, ίσως όχι. Μπορεί να μην ήταν ποτέ εδώ». Το γέλιο του κουδούνισε μέσα στο γκαράζ. «Θέλω να σε καταλάβω, αλλά δεν μπορώ. Πώς μπορείς να αδιαφορείς τόσο για τον θάνατο; Θα ένιωθες το ίδιο αν πέθαινα εγώ;» «Και βέβαια!» γέλασε. «Νταν, υπάρχουν πράγματα που δεν καταλαβαίνεις ακόμη. Προς το παρόν, μπορώ μόνο να σου πω ότι ο θάνατος είναι μια αλλαγή — ίσως λίγο πιο δραστική από την εφηβεία,» είπε χαμογελώντας, «αλλά δεν είναι κάτι, για το

- 99 -

οποίο αξίζει τον κόπο να στεναχωριέσαι. Είναι απλώς μια από τις αλλαγές του σώματος. Όταν γίνει, έγινε. Ο πολεμιστής ούτε αναζητεί, ούτε προσπαθεί να ξεφύγει από τον θάνατο». Το πρόσωπο του σκοτείνιασε λίγο, πριν ξαναμιλήσει. «Δεν είναι ο θάνατος θλιβερός — το θλιβερό είναι ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν καταφέρνουν να ζήσουν πραγματικά». Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Καθίσαμε — δύο φίλοι μέσα στη σιωπή, μέχρι που ήρθε η ώρα να πάω σπίτι. Έστριβα σε ένα στενάκι, όταν ξανάρθε η Αίσθηση. «Ο πολεμιστής και ο ηλίθιος βλέπουν διαφορετικά την "τραγωδία"». Ο Σωκράτης δεν είχε λυπηθεί γιατί απλούστατα δεν θεωρούσε τον θάνατο του Τζόζεφ τραγωδία. Το γιατί, θα το καταλάβαινα πολλούς μήνες αργότερα, βαθιά μέσα σε μια σπηλιά ενός βουνού. Όμως δεν μπορούσα ακόμη να απαλλαγώ από την πεποίθηση ότι εγώ — και ο Σωκράτης — έπρεπε να νιώθουμε απαίσια όταν χτυπούσε ο θάνατος. Με αυτές τις μπερδεμένες σκέψεις να κουδουνίζουν στο μυαλό μου, με πήρε τελικά ο ύπνος. Το πρωί, είχα την απάντηση. Ο Σωκράτης, απλώς, δεν είχε ανταποκριθεί στις προσδοκίες μου. Αντιθέτως, είχε αποδείξει την ανωτερότητα της ευτυχίας. Πήρα μια καινούργια απόφαση: είχα δει την ματαιότητα τού να προσπαθώ να ανταποκριθώ στις προκαθορισμένες απαιτήσεις των άλλων, ή του εαυτού μου. Όπως ο πολεμιστής, θα διάλεγα εγώ το πότε, το πού, και το πώς θα σκεφτόμουν και θα δρούσα. Με αυτή τη σταθερή απόφαση, ένιωσα ότι άρχιζα να κατανοώ τη ζωή του πολεμιστή. Το βράδυ, μπήκα στο γραφείο του βενζινάδικου και είπα στον Σωκράτη: «Είμαι έτοιμος. Τίποτε δεν μπορεί να με σταματήσει τώρα». Η άγρια ματιά του ανέτρεψε όλους τους μήνες της εκπαίδευσης μου. Άρχισα να τρέμω. Μίλησε ψιθυριστά — η φωνή του όμως ήταν διαπεραστική. «Μην είσαι τόσο επιπόλαιος! Ίσως να είσαι έτοιμος, ίσως πάλι όχι. Ένα είναι σίγουρο: δεν σου έχει μείνει πολύς χρόνος! Κάθε μέρα που περνά σε φέρνει κοντύτερα στον θάνατο σου. Δεν παίζουμε εδώ, το έχεις καταλάβει αυτό;» Μου φάνηκε ότι άκουσα τον αέρα να ουρλιάζει έξω. Χωρίς προειδοποίηση, ένιωσα τα ζεστά του δάχτυλα να αγγίζουν τον κρόταφο μου. Ήμουν κρυμμένος πίσω από τους θάμνους. Τρία μέτρα μακρύτερα, κοιτάζοντας προς την κρυψώνα μου, βρισκόταν ένας ξιφομάχος δυο μέτρα ψηλός. Το ογκώδες, μυώδες σώμα του βρωμούσε θειάφι. Το κεφάλι του, ακόμη και το μέτωπο του, ήταν καλυμμένα από άσχημα μπλεγμένα μαλλιά. Τα φρύδια του έμοιαζαν με τεράστια μαστίγια, πάνω σε ένα γεμάτο μίσος παραμορφωμένο πρόσωπο. Κοίταξε εχθρικά τον νεαρό ξιφομάχο που είχε απέναντι του. Πέντε ομοιώματα του γίγαντα υλοποιήθηκαν και περικύκλωσαν τον νεαρό. Και τα έξι γέλασαν μαζί — ένα γέλιο που έμοιαζε με γρύλλισμα και ερχόταν βαθιά μέσα απ' την κοιλιά τους. Ένιωσα άρρωστος. Ο νεαρός πολεμιστής έστριβε το κεφάλι του δεξιά-αριστερά, κουνώντας το σπαθί του μανιωδώς, στρίβοντας, ξεγλιστρώντας και σχίζοντας τον αέρα. Δεν είχε όμως καμία ελπίδα. Με ένα βρυχηθμό, όλες οι εικόνες πήδηξαν πάνω του. Από πίσω του, το σπαθί του ξιφομάχου κινήθηκε προς τα κάτω κόβοντας τελείως το χέρι του νεαρού. Εκείνος ούρλιαξε από τον πόνο, καθώς το αίμα χυνόταν και κούνησε τυφλά το σπαθί του τριγύρω, σε μια τελευταία έξαλλη προσπάθεια. Το τεράστιο σπαθί ξανάσχισε τον - 100 -

αέρα και το κεφάλι του νεαρού ξιφομάχου έπεσε από τον ώμο του και κύλησε στη γη με μια ξαφνιασμένη έκφραση στο πρόσωπο του. «Ωωωχ,» βόγγηξα ασυναίσθητα, νιώθοντας ένα κύμα ναυτίας να με παρασέρνει. Με πλημμύρισε η μυρωδιά του θειαφιού. Κάτι με άρπαξε από το μπράτσο και σφίγγοντας με οδυνηρά με εκσφενδόνισε στο έδαφος. Όταν άνοιξα τα μάτια μου, είδα τα νεκρά μάτια πάνω στο κομμένο κεφάλι του νεαρού πολεμιστή, λίγα εκατοστά μακριά μου, να με προειδοποιούν για την επικείμενη καταστροφή μου. Τότε άκουσα τη λαρυγγώδη φωνή του γίγαντα. «Πες αντίο στη ζωή, ηλίθιε νεαρέ!» γρύλισε ο μάγος. Ο χλευασμός του με εξόργισε. Ορμηξα να πιάσω το σπαθί του νεαρού πολεμιστή και πήδηξα όρθιος αντιμετωπίζοντας τον. «Με έχει φωνάξει "ηλίθιο" κάποιος καλύτερος από εσένα, σαλιάρη ευνούχε!» Με μια κραυγή του επιτέθηκα κραδαίνοντας το ξίφος μου. Η δύναμη της απόκρουσης του με έριξε κάτω. Ξαφνικά, υπήρχαν έξι γίγαντες. Προσπάθησα να κρατήσω τα μάτια μου καρφωμένα στον αρχικό, καθώς σηκωνόμουν, αλλά δεν ήμουν πια σίγουρος. Άρχισαν να ψέλνουν βαθιά μέσα απ' τις κοιλιές τους. Η ψαλμωδία έγινε ένα απαίσιο θανάσιμο κουδούνισμα καθώς με πλησίαζαν αργά. Τότε ήρθε η Αίσθηση, και ήξερα τι έπρεπε να κάνω. «Ο γίγαντας αντιπροσωπεύει τη πηγή όλων των συμφορών σου. Είναι το μυαλό σου. Είναι ο δαίμονας που πρέπει να ξεπεράσεις. Μην ξεγελαστείς όπως ο νικημένος πολεμιστής — μείνε εστιασμένος!» Παράλογα, το μυαλό μου πετάχτηκε και σχολίασε «Βρήκες ώρα για μάθημα». Και ξαναβρέθηκα στην δύσκολη θέση που βρισκόμουν και πριν, νιώθοντας μια παγερή ηρεμία. Ξάπλωσα ανάσκελα και έκλεισα τα μάτια μου, σαν να παραδινόμουν στη μοίρα μου, με το σπαθί στα χέρια και τη λάμα του κατά μήκος του στήθους μου να φτάνει ως το μάγουλο μου. Οι ψεύτικες εικόνες μπορούσαν να ξεγελάσουν τα μάτια μου, αλλά όχι και τ' αυτιά μου. Μόνο ο αληθινός ξιφομάχος θα έκανε ήχο όταν περπατούσε. Τον άκουσα από πίσω μου. Είχε μόνο δύο επιλογές — να φύγει ή να σκοτώσει. Διάλεξε να σκοτώσει. Συγκεντρώθηκα σ' αυτά που άκουγα. Μόλις ένιωσα ότι το σπαθί του ήταν έτοιμο να πέσει πάνω μου, οδήγησα τη λεπίδα μου προς τα πάνω, με όλη μου τη δύναμη, και την ένιωσα να τον διαπερνά, σχίζοντας ρούχα, σάρκα και μύες. Ακούστηκε μια απαίσια κραυγή και ο ήχος του κορμιού του που έπεσε στο έδαφος. Μπρούμυτα, με το πρόσωπο χωμένο στο χώμα, βρισκόταν ο γίγαντας, τρυπημένος πέρα για πέρα από το σπαθί μου.

«Κόντεψες να μη γυρίσεις, αυτή τη φορά» είπε ο Σωκράτης, σμίγοντας τα φρύδια του. Έτρεξα στο μπάνιο, όπου και έκανα αμέσως εμετό. Όταν βγήκα, είχε φτιάξει λίγο χαμομήλι με γλυκόριζα, «για τα νεύρα και το στομάχι». Άρχισα να διηγούμαι στον Σωκράτη το ταξίδι. «Ήμουν κρυμμένος σ' ένα θάμνο πίσω σου και τα έβλεπα όλα» με διέκοψε. «Παρά τρίχα να φτερνιστώ κάποια στιγμή — χαίρομαι που δεν το έκανα. Δεν θα ήθελα να έχω μπλεξίματα με εκείνον τον τύπο. Για μια στιγμή νόμισα ότι έπρεπε να επέμβω, αλλά τα κατάφερες μια χαρά Νταν». «Μπα; Σ' ευχαριστώ πολύ Σωκράτη». Έλαμπα από χαρά. - 101 -

«Εγώ..». «Απ' την άλλη μεριά, μάλλον σου ξέφυγε η ουσία, η οποία παρ' ολίγο να σου κοστίσει τη ζωή». Ήταν η σειρά μου να τον διακόψω. «Η "ουσία" στην οποία ήμουν συγκεντρωμένος ήταν η άκρη του σπαθιού του γίγαντα» αστειεύτηκα. «Και δεν μου ξέφυγε η ουσία». «Αλήθεια;» «Σωκράτη, πολεμούσα με ψευδαισθήσεις όλη μου τη ζωή ανησυχώντας για κάθε ασήμαντο πρόβλημα. Αφιέρωσα τη ζωή μου στην αυτοβελτίωση χωρίς να έχω συλλάβει το μοναδικό πρόβλημα που με έκανε αρχικά να ψάχνομαι. Ενώ προσπαθούσα να κάνω τα πάντα στον κόσμο να δουλεύουν για μένα, πάντοτε υπέκυπτα στο ίδιο μου το μυαλό. Πάντοτε ανησυχούσα για τον εαυτό μου και μόνο για τον εαυτό μου. Ο γίγαντας είναι το μοναδικό πραγματικό μου Πρόβλημα στη ζωή — είναι το μυαλό μου. Και, Σωκράτη,» είπα, με όλο και μεγαλύτερο ενθουσιασμό, καταλαβαίνοντας τι είχα μόλις κάνει, «κατάφερα να το ξεπεράσω!» «Δεν υπάρχει αμφιβολία γι’ αυτό» είπε. «Τι θα γινόταν αν είχε νικήσει ο γίγαντας;» «Μη λες τέτοιες κουβέντες» είπε με σκοτεινό ύφος. «Θέλω να ξέρω. Θα είχα πεθάνει στ' αλήθεια;» «Πιθανότατα» είπε. «Στην καλύτερη περίπτωση, θα είχες τρελαθεί». Η τσαγιέρα άρχισε να σφυρίζει.

- 102 -

5. ΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ TOY ΒΟΥΝΟΥ

Ο Σωκράτης σερβίρισε ζεστό τσάι στα φλιτζάνια μας και μου είπε τα πρώτα ενθαρρυντικά λόγια που άκουγα εδώ και πολλούς μήνες. «Η επιβίωση σου απ' τη μονομαχία είναι η απόδειξη ότι είσαι έτοιμος να προχωρήσεις προς τον Μοναδικό Σκοπό». «Ποιος είναι αυτός;» «Όταν τον ανακαλύψεις, θα έχεις ήδη φτάσει εκεί. Προς το παρόν, θα μεταφέρουμε την εκπαίδευση σου σε ένα άλλο επίπεδο». Μια αλλαγή! Ένα δείγμα προόδου. Άρχισα να ενθουσιάζομαι. Επιτέλους, θα αρχίσουμε να κινούμαστε πάλι, σκέφτηκα. «Σωκράτη» ρώτησα, «Τι εννοείς λέγοντας διαφορετικό επίπεδο;» «Κατ' αρχήν, δεν θα είμαι πια η απαντητική σου μηχανή. Από δω και μπρος θα βρίσκεις μόνος σου τις απαντήσεις, από μέσα σου. Και θ' αρχίσεις από τώρα. Πήγαινε έξω, πίσω από το βενζινάδικο, πίσω από τον κάδο απορριμμάτων. Εκεί, στην γωνία του πάρκινγκ, δίπλα στον τοίχο, θα βρεις μια μεγάλη, πλατιά πέτρα. Κάτσε σ' αυτή την πέτρα μέχρι να έχεις να μου πεις κάτι που αξίζει». Τον κοίταξα σιωπηλός «Αυτό είναι όλο;» «Αυτό. Κάθισε και άνοιξε το μυαλό σου στην εσωτερική σου σοφία». Βγήκα έξω, βρήκα την πέτρα, και κάθισα μέσα στο σκοτάδι. Στην αρχή περνούσαν απ' το μυαλό μου τυχαίες σκέψεις. Μετά σκέφτηκα όλα τα σημαντικά νοήματα που είχα μάθει στα σχολικά μου χρόνια. Πέρασαν μία, δύο, τρεις ώρες. Σε λίγες ώρες θα ανέτελλε ο ήλιος και εγώ άρχισα να κρυώνω. Επιβράδυνα την αναπνοή μου και φαντάστηκα όσο πιο ζωντανά μπορούσα, ότι η κοιλιά μου ήταν ζεστή. Σε λίγο ένιωθα πάλι άνετα. Ήρθε η αυγή. Το μόνο πράγμα που είχα σκεφτεί να του πω, ήταν μια συνειδητοποίηση που μου είχε συμβεί κατά τη διάρκεια μιας διάλεξης ψυχολογίας. Σηκώθηκα — τα πόδια μου ήταν μουδιασμένα και πονούσαν — και μπήκα σκοντάφτοντας στο γραφείο. Ο Σωκράτης, άνετος και χαλαρωμένος στο γραφείο του, είπε: «Μπα, τόσο γρήγορα; Λοιπόν, τι είναι;» Σχεδόν ντρεπόμουν να το ξεστομίσω, αλλά ήλπιζα ότι θα τον ικανοποιούσε. «Λοιπόν Σωκράτη. Κάτω από τις επιφανειακές μας διαφορές, όλοι μοιραζόμαστε τις ίδιες ανθρώπινες ανάγκες και φόβους. Είμαστε όλοι μαζί στον ίδιο δρόμο, καθοδηγώντας ο ένας τον άλλον. Και η κατανόηση αυτού του πράγματος μας οδηγεί στη συμπόνια». «Όχι κι άσχημα. Πίσω στην πέτρα τώρα». «Μα χαράζει και θα φύγεις». «Δεν υπάρχει πρόβλημα». Χαμογέλασε. «Είμαι σίγουρος ότι θα έχεις σκεφτεί κάτι μέχρι το βράδυ». - 103 -

«Μέχρι το βράδυ, εγώ...». Μου έδειξε την πόρτα. Καθισμένος στην πέτρα, με όλο μου το σώμα να πονάει, γύρισα με τη σκέψη μου στην παιδική μου ηλικία. Εξέτασα το παρελθόν μου ψάχνοντας για έμπνευση. Προσπάθησα να συμπιέσω όλα όσα είχαν αποκαλυφθεί τους μήνες που βρισκόμουν με τον Σωκράτη σε ένα πνευματώδες απόφθεγμα. Σκέφτηκα τα μαθήματα που έχανα, την προπόνηση που αναγκαστικά θα έχανα — και τις δικαιολογίες που θα ξεφούρνιζα στον προπονητή μου. Μπορεί και να του έλεγα ότι καθόμουν σε μια πέτρα, σ' ένα βενζινάδικο. Θα ήταν αρκετά τρελό για να τον κάνει να γελάσει. Ο ήλιος ανέβαινε απελπιστικά αργά στον ουρανό. Συνέχισα να κάθομαι, πεινασμένος, εκνευρισμένος, και μετά μελαγχολικός, καθώς ερχόταν το σκοτάδι. Δεν είχα τίποτε να πω στο Σωκράτη. Ξάφνου, λίγο πριν την ώρα που θα έφτανε, μου ήρθε η έμπνευση. Ήθελε κάτι βαθύ, πιο κοσμικό! Συγκεντρώθηκα για μια ανανεωμένη προσπάθεια. Τον είδα να μπαίνει στο γραφείο χαιρετώντας με. Διπλασίασα τις προσπάθειες μου. Μέχρι να φτάσουν τα μεσάνυχτα το είχα βρει. Δεν μπορούσα ούτε να περπατήσω, οπότε τεντώθηκα για λίγα λεπτά πριν συρθώ ως το γραφείο. «Είδα κάτω από τις μάσκες των ανθρώπων τους κοινούς τους φόβους και τα ταραγμένα μυαλά τους, και αυτό με έκανε κυνικό, γιατί δεν μπόρεσα μέχρι τώρα να τα ξεπεράσω όλα αυτά και να δω το φως μέσα τους». Θεώρησα ότι αυτό ήταν μια αποκάλυψη μεγάλων διαστάσεων. «Θαυμάσια,» είπε επίσημα ο Σωκράτης. Δεν είχα προλάβει ν' αναστενάξω από ανακούφιση και πρόσθεσε, «αλλά δεν ήταν ακριβώς αυτό που είχα υπόψη μου. Μπορείς να μου βρεις κάτι πιο συγκινητικό;» Μούγκρισα εξαγριωμένος, χωρίς ο θυμός μου να στρέφεται ειδικά σε κάποιον και περπάτησα βαριά ως την φιλοσοφική μου πέτρα. «Κάτι πιο συγκινητικό» είχε πει. Συν-κινητικό — μήπως ήταν υπαινιγμός; Φυσικά γύρισα με τη σκέψη μου στις πρόσφατες προπονήσεις μου, στο γυμναστήριο. Οι άλλοι αθλητές της ομάδας συνωστίζονταν γύρω μου πια σαν κοτοπουλάκια. Πρόσφατα, έκανα τεράστιες περιστροφές γύρω από την ψηλή μπάρα, μου ξέφυγε μια αλλαγή σε μια πιρουέτα, και χρειάστηκε να πηδήσω πάνω από την οριζόντια μπάρα. Ήξερα πως η προσγείωση με τα πόδια θα ήταν σκληρή για μένα, αλλά πριν καν ακουμπήσω το έδαφος, ο Σιντ και ο Χερμπ με έπιασαν στον αέρα και με ακούμπησαν κάτω απαλά. «Πρόσεχε, Νταν,» με μάλωσε ο Σιντ. «Θέλεις να ξανασπάσεις το πόδι σου πριν προλάβει να γιάνει;» Τίποτε από αυτά δεν φαινόταν σχετικό με την τωρινή μου κατάσταση, αλλά άφησα τη συνείδηση μου χαλαρή ελπίζοντας ότι η Αίσθηση θα με συμβούλευε. Τίποτε. Είχα αρχίσει να μουδιάζω και να πονάω τόσο, που δεν μπορούσα πια να συγκεντρωθώ. Δεν θεώρησα ότι θα «έκλεβα» αν στεκόμουν πάνω στην πέτρα και έκανα μερικές απαλές κινήσεις Τάϊ Τσι — το Κινέζικο είδος ασκήσεων σε αργή κίνηση, που μου είχε δείξει ο Σωκράτης. Καθώς λύγιζα τα γόνατα μου και κουνιόμουν μπρος-πίσω με χάρη, με τους γοφούς μου να στρίβουν και τα χέρια μου να πλέουν στον αέρα, άφησα την αναπνοή μου να ελέγχει την μετακίνηση του βάρους μου. Το μυαλό μου άδειασε, και γέμισε από μια εικόνα. Πριν μερικές μέρες, έκανα τζόγκιν αργά και προσεκτικά στην πλατεία Πρόβο, στο κέντρο του Μπέρκλεϋ, απέναντι από το Δημαρχείο και ακριβώς δίπλα στο Γυμνάσιο

- 104 -

του Μπέρκλεϋ. Για να χαλαρώσω άρχισα να κάνω κινήσεις του Τάϊ Τσι. Συγκεντρώθηκα στην απαλότητα και την ισορροπία. Ένιωθα σαν φύκι που επέπλεε στον ωκεανό. Κανά δυο αγόρια και κορίτσια από το γυμνάσιο σταμάτησαν και με παρακολουθούσαν, αλλά δεν τους έδωσα σημασία, αφήνοντας την προσοχή μου να κυλάει μαζί με τις κινήσεις. Αφού τέλειωσα, πήγα λίγο πιο πέρα για να φορέσω το παντελόνι της φόρμας μου πάνω από το αθλητικό μου σορτσάκι. Ο συνηθισμένος μου εαυτός αναρωτήθηκε: «Άραγε έδωσα καλή εικόνα;» Δύο όμορφα κορίτσια που με κοιτούσαν και γελούσαν τράβηξαν την προσοχή μου. «Πρέπει να τις εντυπωσίασα» σκέφτηκα, κι έβαλα και τα δύο μου πόδια σε ένα μπατζάκι, έχασα την ισορροπία μου και έπεσα με τον κώλο. Άρχισαν να γελάνε κι άλλοι μαθητές εκτός από τις κοπέλες. Για μια στιγμή ένιωσα να ντρέπομαι, αλλά μετά ξάπλωσα και γέλασα μαζί τους. Αναρωτήθηκα, όρθιος ακόμη πάνω στην πέτρα, γιατί αυτό το περιστατικό ήταν τόσο σημαντικό. Και τότε μου 'ρθε. Ήξερα ότι είχα να πω στο Σωκράτη κάτι που άξιζε. Μπήκα στο γραφείο, στάθηκα μπροστά στο Σωκράτη και είπα: «Δεν υπάρχουν συνηθισμένες στιγμές!» Ο Σωκράτης χαμογέλασε «Καλωσήρθες». Κατέρρευσα στον καναπέ κι εκείνος έφτιαξε τσάι. Μετά από αυτό, μεταχειριζόμουν κάθε στιγμή στο γυμναστήριο —τόσο στο έδαφος όσο και στον αέρα — ως πολύτιμη και άξια της πλήρους προσοχής μου. Βέβαια, ο Σωκράτης μου είχε εξηγήσει ότι θα χρειάζονταν και άλλα μαθήματα, και περισσότερη εξάσκηση, για να ακονίσω και να επεκτείνω την προσήλωση μου σε κάθε στιγμή της καθημερινής μου ζωής. Την επόμενη μέρα, νωρίς το απόγευμα πριν την προπόνηση, εκμεταλλεύτηκα το γαλάζιο ουρανό και τη λιακάδα για να καθήσω χωρίς πουκάμισο στο άλσος και να διαλογιστώ. Δεν είχα ούτε δέκα λεπτά που άρχισα, όταν κάποιος με άρπαξε και άρχισε να με κουνά πέρα-δώθε. Κύλησα μακριά λαχανιασμένος και συσπειρώθηκα. Τότε είδα ποιος ήταν. «Σωκράτη, μερικές φορές δεν έχεις καθόλου τρόπους». «Ξύπνα!» είπε. «Τέρμα ο ύπνος εν ώρα εργασίας. Έχουμε δουλειά». «Κάνω διάλειμμα τώρα» τον πείραξα. «Είναι η ώρα του φαγητού, θα σας εξυπηρετήσει ο άλλος υπάλληλος». «Καιρός να αρχίσεις να κουνιέσαι, Αρχηγέ Καθιστέ Ταύρε. Πήγαινε να πάρεις τα αθλητικά σου παπούτσια και συνάντησε με εδώ σε δέκα λεπτά». Πήγα στο σπίτι, φόρεσα τα παλιά μου Αντίντας και γύρισα βιαστικός στο άλσος. Ο Σωκράτης δεν φαινόταν πουθενά. Μετά, την είδα. «Τζόϋ!» Φορούσε ένα μπλε σατινέ αθλητικό σορτσάκι, κίτρινα αθλητικά παπούτσια Τάϊγκερ και ένα μπλουζάκι δεμένο στη μέση της. Έτρεξα και την αγκάλιασα. Γέλασα, προσπάθησα να την σπρώξω, να παλέψω μαζί της στο έδαφος, αλλά δεν ήταν εύκολο. Ήθελα να της μιλήσω, να της πω τι αισθανόμουν, τα σχέδια μου, αλλά εκείνη σφράγισε τα χείλη μου με τα δάχτυλα της και είπε: «Θα έχουμε χρόνο για κουβέντες αργότερα Ντάνυ. Τώρα, ακολούθησε με». Μου έδειξε μια δύσκολη προθέρμανση — έναν συνδυασμό κινήσεων Τάϊ Τσι, οραματισμών, γυμναστικής, και ασκήσεων συντονισμού, για να «προθερμανθεί όχι - 105 -

μόνο το σώμα, αλλά και το μυαλό». Μέσα σε λίγα λεπτά αισθανόμουν ελαφρύς, χαλαρωμένος και γεμάτος ενέργεια. Χωρίς άλλη προειδοποίηση, άκουσα τη Τζόϋ να λέει «Λάβετε θέσεις, έτοιμοι, Πυρ!» Ξεκίνησε να τρέχει, περνώντας μέσα από την πανεπιστημιούπολη, ανεβαίνοντας προς τα βουνά του Στρώμπερυ Κάνυον. Την ακολούθησα λαχανιάζοντας. Δεν ήμουν ακόμη σε καλή φόρμα για να τρέξω και άρχισα να μένω πίσω. Θυμωμένος, πίεσα τον εαυτό μου. Τα πνευμόνια μου έκαιγαν. Πιο πάνω, η Τζόϋ είχε σταματήσει στην κορυφή της ανηφόρας πάνω από το γήπεδο. Μέχρι να τη φτάσω μου είχε κοπεί η ανάσα. «Γιατί άργησες τόσο, καρδιά μου;» είπε με τα χέρια της πάνω στους γοφούς. Ξαναξεκίνησε την ανάβαση του φαραγγιού, κατευθυνόμενη προς τη βάση των λωρίδων πυρασφάλειας, κάτι στενών χωμάτινων δρόμων που κατέληγαν ανάμεσα στα βουνά. Την ακολούθησα σκυλιασμένος, πονώντας όσο δεν είχα πονέσει ποτέ άλλοτε, αλλά αποφασισμένος να την φτάσω. Πλησιάζαμε τις λωρίδες, όταν έκοψε κάπως, και άρχισε να τρέχει με μια πιο ανθρώπινη ταχύτητα. Τότε, για κακή μου τύχη, φτάνοντας στη βάση, αντί να γυρίσει πίσω με οδήγησε ακόμη πιο πάνω, μέσα στα βουνά. Έστειλα μια προσευχή με ευχαριστίες στα ουράνια, όταν την είδα να κάνει μεταβολή στο τέλος των χαμηλών λωρίδων, αντί να ανέβει την απελπιστικά απότομη διαδρομή που ένωνε τα χαμηλά με τα ψηλά μονοπάτια και ήταν περίπου μισό χιλιόμετρο μακριά. Καθώς τρέχαμε με μεγαλύτερη ευκολία στην κατηφόρα, η Τζόϋ άρχισε να μιλάει. «Ντάνυ, ο Σωκράτης μου ζήτησε να σε μυήσω στην νέα φάση της εκπαίδευσης σου. Ο διαλογισμός είναι μια πολύτιμη άσκηση. Αλλά, με τον καιρό, πρέπει να ανοίξεις τα μάτια σου και να κοιτάξεις γύρω σου. Η ζωή του πολεμιστή,» συνέχισε, «δεν είναι μια καθιστική πρακτική. Είναι μια κινητική εμπειρία. Όπως σου είπε και ο Σωκράτης,» είπε καθώς πλησιάζαμε σε μια στροφή που κατέληγε σε μια απότομη κατηφόρα, «το μονοπάτι αυτό είναι το μονοπάτι της δράσης — και δράση θα έχεις!» Εγώ, εν τω μεταξύ, άκουγα σκεπτικός, κοιτάζοντας στο έδαφος. Απάντησα, «Ναι, το καταλαβαίνω αυτό Τζόϋ και γι' αυτό προπονούμαι στο γυμναστήριο..». Σήκωσα το κεφάλι μου και είδα το όμορφο κορμί της να εξαφανίζεται στο βάθος. Ήμουν τελείως εξαντλημένος όταν μπήκα στο γυμναστήριο, αργότερα εκείνο το απόγευμα. Κάθισα στο δάπεδο και έκανα διατάσεις, και ξανά διατάσεις, μέχρι που ο προπονητής ήρθε κοντά μου και ρώτησε: «Θα τεντώνεσαι όλη μέρα, ή θα ήθελες να δοκιμάσεις καμιά από τις άλλες ωραίες δραστηριότητες που έχουμε για σένα; — τις λέμε ασκήσεις γυμναστικής». «Εντάξει, Χαλ» του χαμογέλασα. Επιχείρησα για πρώτη φορά μερικές απλές κυβιστήσεις, δοκιμάζοντας το πόδι μου. Εντάξει το τρέξιμο, οι κυβιστήσεις όμως ήταν άλλη ιστορία. Οι προχωρημένες ασκήσεις τέτοιου είδους μπορούν να ασκήσουν πίεση επτακοσίων κιλών στα πόδια, καθώς αυτά πατούν στο έδαφος για να τινάξουν το σώμα προς τα πάνω. Άρχισα επίσης να δοκιμάζομαι στο τραμπολίνο, για πρώτη φορά εδώ κι ένα χρόνο. Πηδώντας ρυθμικά στον αέρα, έκανα επικίνδυνες κινήσεις, ξανά και ξανά. «Γιούπι, γιαχούου!» Ο Πατ και ο Ντένις, οι δύο σύντροφοι μου στο τραμπολίνο, φώναξαν «Μίλμαν, θα ηρεμήσεις; Ξέρεις ότι το πόδι σου δεν έχει θεραπευτεί ακόμη!» Αναρωτήθηκα τι θα έλεγαν αν ήξεραν ότι μόλις είχα τρέξει χιλιόμετρα ολόκληρα στα βουνά.

- 106 -

Πηγαίνοντας στο βενζινάδικο εκείνο το βράδυ, ήμουν τόσο κουρασμένος που τα μάτια μου έκλειναν. Από το δροσερό οκτωβριάτικο αέρα, μπήκα στο γραφείο έτοιμος για ένα φλιτζάνι τσάι και λίγη χαλαρωτική κουβεντούλα. Γελιόμουν. «Έλα εδώ, αντίκρυ μου. Στάσου έτσι» μου έδειξε ο Σωκράτης, με τα γόνατα μισολυγισμένα, τους γοφούς του προς τα μπρος και τους ώμους του πίσω. Άπλωσε τα χέρια του μπροστά σαν να κρατούσε μια αόρατη μπάλα. «Στάσου έτσι, χωρίς να κουνιέσαι και ανάπνεε αργά, όσο εγώ θα σου λέω μερικά πράγματα που πρέπει να μάθεις για τη σωστή σου εκπαίδευση». Κάθισε στην καρέκλα πίσω απ' το γραφείο του και με κοίταζε. Αμέσως, τα πόδια μου άρχισαν να πονάνε και να τρέμουν. «Πόση ώρα θα στέκομαι έτσι;» μούγκρισα. Αγνόησε την ερώτηση μου και είπε: «Αν σε συγκρίνει κανείς, Νταν, με έναν συνηθισμένο άνθρωπο, κινείσαι αρκετά καλά. Το σώμα σου όμως είναι γεμάτο από κόμπους. Οι μύες σου βρίσκονται σε υπερβολική ένταση και οι τεντωμένοι μύες χρειάζονται περισσότερη ενέργεια για να κινηθούν. Πρώτα απ' όλα, λοιπόν, πρέπει να μάθεις πώς να απελευθερώνεις την αποθηκευμένη ένταση». Τα πόδια μου έτρεμαν δυνατά, από τον πόνο και την κούραση. «Πονάει!» «Πονάει, επειδή οι μύες σου είναι σκληροί σαν πέτρες». «Εντάξει, το κατάλαβα!» Ο Σωκράτης χαμογέλασε και έφυγε από το γραφείο, ξαφνικά, αφήνοντας με να στέκομαι με λυγισμένα τα γόνατα, να ιδρώνω και να τρέμω. Ξανάρθε, κρατώντας έναν νευρώδη κεραμιδόγατο που φαινόταν να έχει περάσει πολλά στη ζωή του. «Πρέπει να αναπτύξεις μύες όπως αυτής της γάτας, για να μπορείς να κινείσαι όπως εμείς» είπε, ξύνοντας την γάτα που γουργούριζε πίσω απ' τ' αυτιά. Ιδρώτας έσταζε απ' το μέτωπο μου. Ο πόνος στους ώμους και τα πόδια μου ήταν έντονος. Επιτέλους, ο Σωκράτης είπε «Ανάπαυση». Στάθηκα ορθός αμέσως, σκουπίζοντας το μέτωπο μου. Τίναξα χέρια και πόδια για να χαλαρώσουν. «Έλα εδώ να συστηθείς σ' αυτή τη γάτα». Η γάτα γουργούρισε από ευχαρίστηση καθώς ο Σωκράτης τη χάιδευε. «Θα είμαστε και οι δύο προπονητές σου, έτσι δεν είναι γατούλα;» Η γάτα νιαούρισε δυνατά και εγώ τη χάιδεψα. «Τώρα πίεσε τους μύες των ποδιών της, αργά, μέχρι το κόκαλο». «Θα την πονέσω». «Πίεσε τους!» Τους πίεσα, όλο και πιο βαθιά, μέχρι που αισθάνθηκα το κόκαλο. Η γάτα με κοίταζε όλο περιέργεια, και συνέχιζε να γουργουρίζει. «Τώρα πίεσε τους μύες της δικής μου γάμπας» είπε ο Σωκράτης. «Δεν μπορώ Σωκράτη. Γνωριζόμαστε πολύ λίγο για να το κάνω αυτό». «Κάν' το, χαζούλιακα». Το έκανα, και προς μεγάλη μου έκπληξη οι μύες του ήταν σαν της γάτας. Υποχωρούσαν σαν σφιχτό ζελέ. «Τώρα η σειρά σου» είπε, σκύβοντας και πιέζοντας τους μύες της γάμπας μου. «Αου!» ξεφώνησα. «Σ' όλη μου τη ζωή νόμιζα ότι οι σκληροί μύες είναι φυσιολογικοί» είπα τρίβοντας τις γάμπες μου. «Είναι φυσιολογικοί, Νταν, αλλά πρέπει να ξεπεράσεις το φυσιολογικό και το συνηθισμένο, το κοινό και το λογικό για να μπεις στο βασίλειο του πολεμιστή. Προσπαθούσες πάντοτε να γίνεις ανώτερος μέσα σε ένα κοινό βασίλειο. Τώρα θα γίνεις κοινός, μέσα σε ένα ανώτερο βασίλειο». - 107 -

Ο Σωκράτης χάιδεψε άλλη μια φορά τη γάτα και την άφησε να φύγει. Εκείνη κάθισε απ' έξω για ένα λεπτό και μετά έφυγε. Τότε, ο Σωκράτης άρχισε την μύηση μου στις ιδιαίτερες λεπτομέρειες της σωματικής εκπαίδευσης. «Τώρα γνωρίζεις πια πώς το μυαλό προκαλεί ένταση στο σώμα. Έχεις συγκεντρώσει ανησυχίες και φροντίδες και άλλα νοητικά ερείπια εδώ και πολλά χρόνια. Ήρθε η ώρα να απελευθερωθείς από τις παλιές εντάσεις που έχουν κλειστεί μέσα στους μύες σου». Ο Σωκράτης μου έδωσε ένα σορτσάκι και μου είπε να το φορέσω. Όταν γύρισα, είχε φορέσει και εκείνος σορτς και είχε απλώσει ένα άσπρο σεντόνι στο χαλί. «Τι θα κάνεις αν έρθει κανένας πελάτης;» Μου έδειξε την φόρμα εργασίας του που κρεμόταν δίπλα στην πόρτα. «Τώρα, κάνε ακριβώς ό,τι κάνω εγώ». Άρχισε απλώνοντας ένα λάδι με γλυκιά μυρωδιά στο αριστερό του πόδι. Ακολουθούσα κάθε βήμα του. Πατούσε και πίεζε πολύ βαθιά την κάτω μεριά, την πάνω μεριά και τα πλάγια του ποδιού, ανάμεσα στα δάχτυλα, τέντωνε, πίεζε και τραβούσε. «Κάνε μασάζ στα κόκαλα, όχι μόνο στη σάρκα και τους μύες — πιο βαθιά,» είπε. Μισή ώρα αργότερα είχαμε τελειώσει με το αριστερό πόδι. Επαναλάβαμε την διαδικασία για το δεξί πόδι. Αυτό συνεχίστηκε για ώρες ολόκληρες. Καλύψαμε όλα τα μέλη του σώματος. Έμαθα πράγματα για τους μύες μου που δεν τα είχα φανταστεί ποτέ. Μπορούσα να νιώσω πού ήταν τα σημεία ένωσης με τα κόκαλα, το σχήμα των κοκάλων. Ήταν εκπληκτικό το ότι εγώ, ένας αθλητής, ήξερα τόσο λίγο το σώμα μου. Ο Σωκράτης χρειάστηκε να φορέσει γρήγορα τη φόρμα του κανά-δυό φορές. Κατά τ' άλλα, δεν μας ενόχλησε κανένας. Όταν φόρεσα τα ρούχα μου, πέντε ώρες αργότερα, ένιωθα σαν να είχα φορέσει και ένα καινούργιο σώμα. Γυρίζοντας από έναν πελάτη, ο Σωκράτης είπε: «Καθάρισες το σώμα σου από πολλούς παλιούς φόβους. Να επαναλαμβάνεις αυτή τη διαδικασία τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα, τους επόμενους έξι μήνες. Δώσε ιδιαίτερη προσοχή στα πόδια σου. Να δουλεύεις με την τραυματισμένη μεριά κάθε μέρα για δύο εβδομάδες». «Κι άλλες ασκήσεις για το σπίτι» σκέφτηκα. Ξημέρωνε. Χασμουρήθηκα. Καιρός να πάω σπίτι. Καθώς έβγαινα έξω, ο Σωκράτης μου είπε να βρίσκομαι στη βάση των λωρίδων πυρασφάλειας, ακριβώς στη μία το μεσημέρι. Έφτασα νωρίς στις λωρίδες. Τεντώθηκα και προθερμάνθηκα τεμπέλικα. Ένιωθα το σώμα μου χαλαρό και ελαφρύ μετά από το «μασάζ των κοκάλων» αλλά με τόσο λίγες ώρες ύπνο ήμουν ακόμη κουρασμένος. Ψιλόβρεχε. Όλα κι όλα. Δεν είχα καμία διάθεση να τρέξω πουθενά και με κανέναν. Εκείνη τη στιγμή άκουσα ένα θρόισμα στους θάμνους. Έμεινα ακίνητος και κοίταζα, περιμένοντας να δω κανένα ελάφι να βγαίνει από το σύδεντρο. Μέσα από τα φυλλώματα βγήκε η Τζόϋ. Έμοιαζε με πριγκίπισσα των ξωτικών, με το σκουροπράσινο σορτσάκι της και το ανοιχτοπράσινο μπλουζάκι, που έγραφε «Η Ευτυχία είναι ένα γεμάτο ντεπόζιτο». Σίγουρα δώρο του Σωκράτη. «Τζόϋ, πριν τρέξουμε, ας καθίσουμε να μιλήσουμε. Έχω πολλά να σου πω». Χαμογέλασε και έφυγε τρέχοντας. Την ακολούθησα, και στην πρώτη στροφή, γλιστρώντας στο βρεμένο κοκκινόχωμα, ένιωσα το πόσο αδύναμα ήταν τα πόδια μου από τις ασκήσεις της προηγούμενης μέρας. Σύντομα είχα λαχανιάσει και το αριστερό μου πόδι με σφυροκοπούσε, αλλά δεν παραπονιόμουν. Ήμουν ευγνώμων που πήγαινε πιο αργά απ' ό,τι την προηγούμενη μέρα.

- 108 -

Φτάσαμε στο τέρμα των χαμηλών λωρίδων χωρίς να μιλάμε. Η αναπνοή μου έβγαινε με κόπο και δεν είχα άλλη ενέργεια. Έκανα μεταβολή, όταν εκείνη είπε: «Δεύτερος γύρος» και άρχισε να ανεβαίνει την ενωτική διαδρομή. «Όχι!» ούρλιαξε το μυαλό μου. «Σίγουρα όχι» είπαν οι κουρασμένοι μου μύες. Τότε κοίταξα την Τζόϋ, που ανέβαινε ελαφρά τον λόφο σαν να ήταν ίσιωμα. Με μια επαναστατική κραυγή, πήρα την ανηφόρα. Έμοιαζα με μεθυσμένο γορίλλα. Καμπουριασμένος και λαχανιασμένος, ανέβαινα τυφλά, γρυλλίζοντας και κάθε δύο βήματα γλιστρούσα ένα πίσω. Στην κορυφή, ο δρόμος ίσιωσε. Η Τζόϋ στεκόταν εκεί και μύριζε τις υγρές πευκοβελόνες, ήρεμη και ευτυχισμένη σαν ελαφάκι. Τα πνευμόνια μου ζητούσαν περισσότερο αέρα. «Έχω μία ιδέα» είπα ξεψυχισμένα. «Ας περπατήσουμε την υπόλοιπη διαδρομή — όχι, καλύτερα να συρθούμε — θα μας δώσει περισσότερη ώρα να μιλήσουμε. Πώς σου φαίνεται, δεν είναι πολύ καλή ιδέα;» «Πάμε» είπε εκείνη χαρωπά. Η απογοήτευση μου μετατράπηκε σε θυμό. Θα την κυνηγούσα μέχρι την άκρη του κόσμου. Πάτησα σε μια λακκούβα, γλίστρησα στη λάσπη, έπεσα πάνω σε ένα μικρό κλαδί δέντρου και παραλίγο να γκρεμιστώ από το βουνό. «Να πάρει ο διάολος και να σηκώσει!» Τα λόγια βγήκαν από το στόμα μου σαν βραχνός ψίθυρος. Δεν μου είχε μείνει ενέργεια για να μιλήσω. Ανέβηκα με κόπο ένα μικρό βουναλάκι που μου φάνηκε σαν τα βουνά του Κολοράντο και είδα την Τζόϋ να παίζει με μερικά αγριοκούνελα που περνούσαν από το μονοπάτι. Με κοίταξε χαμογελαστή και είπε, «Να 'σαι, λοιπόν!» Με μια ηρωική προσπάθεια, έσκυψα μπροστά και κατάφερα να αυξήσω ταχύτητα και να την ξεπεράσω, αλλά εκείνη αμέσως άνοιξε βήμα και εξαφανίστηκε ξανά. Είχαμε ανέβει στα τριακόσια πενήντα μέτρα. Βρισκόμουν ψηλά, πάνω από τον Κόλπο και μπορούσα να δω το Πανεπιστήμιο από κάτω μου. Δεν ήμουν όμως σε κατάσταση να εκτιμήσω τη θέα. Λίγο ακόμη και θα λιποθυμούσα. Μου ήρθε μια εικόνα: εγώ θαμμένος στο βουνό, μέσα στην υγρή γη, και η ταφόπλακα να γράφει: «Εδώ βρίσκεται ο Νταν. Καλό παιδί, καλή προσπάθεια». Η βροχή είχε δυναμώσει αλλά έτρεχα σαν σε ύπνωση, σκυμμένος, παραπατώντας, βάζοντας το ένα πόδι μπροστά από το άλλο. Τα παπούτσια μου τα ένιωθα σαν σιδερένιες μπότες. Τότε πέρασα ακόμη μια στροφή και είδα ένα τελικό λόφο που έμοιαζε να είναι κάθετος. Το μυαλό μου αρνήθηκε, το σώμα μου σταμάτησε, αλλά, πάνω εκεί, στην κορυφή του λόφου, στεκόταν η Τζόϋ με τα χέρια της στη μέση, σαν να με προκαλούσε. Με κάποιο τρόπο κατάφερα να γύρω προς τα εμπρός και να κάνω τα πόδια μου να ξανακινηθούν. Ανέβηκα την τελευταία απότομη διαδρομή με κόπο, μουγκρίζοντας και σπρώχνοντας το σώμα μου, μέχρι που έπεσα πάνω στη Τζόϋ. «Ωωωπ, παιδί μου» γέλασε. «Αυτό ήταν, τελείωσες». Ακούμπησα πάνω της και μέσα από τα αγκομαχητά μου ξεφύσηξα, «Αυτό — μπορείς — να — το — ξαναπείς». Κατεβήκαμε το βουνό περπατώντας, πράγμα που μου έδωσε πολύτιμο χρόνο για να συνέλθω και να μιλήσω. «Τζόϋ, το να πιέζομαι τόσο πολύ και να πηγαίνω τόσο γρήγορα δεν είναι φυσικό. Δεν ήμουν κατάλληλα προετοιμασμένος για να τρέξω τόσο πολύ. Δεν νομίζω ότι έκανε καλό στο σώμα μου».

- 109 -

«Έχεις δίκιο» είπε. «Δεν ήταν όμως δοκιμασία για το σώμα σου, αλλά για το πνεύμα σου — ένα τεστ για να δούμε αν θα προχωρούσες — όχι μόνο στο βουνό, αλλά και στην εκπαίδευση σου. Αν είχες σταματήσει, θα ήταν το τέλος. Αλλά, Ντάνυ, εσύ πέρασες με άριστα». Ο άνεμος άρχισε να φυσάει και η βροχή συνέχισε να πέφτει και να μας μουσκεύει. Η Τζόϋ σταμάτησε και πήρε το κεφάλι μου στα χέρια της. Νερό έπεφτε από τα μουσκεμένα μας μαλλιά και έτρεχε στα μάγουλα μας. Αγκάλιασα τη μέση της και βυθίστηκα στα λαμπερά της μάτια. Φιληθήκαμε. Γέμισα με νέα ενέργεια. Γέλασα, βλέποντας σε τι κατάσταση βρισκόμασταν — ήμασταν σαν σφουγγάρια που χρειάζονταν στύψιμο —και της είπα: «Έλα να παραβγούμε ως κάτω!» Ξεκίνησα αμέσως για να έχω το πλεονέκτημα. «Τι στην ευχή,» σκέφτηκα, «στη χειρότερη περίπτωση θα κυλήσω μέχρι κάτω!» Όπως ήταν φυσικό, με κέρδισε. Αργότερα το ίδιο απόγευμα, στεγνωμένος και ζεστός, έκανα διατάσεις τεμπέλικα στο γυμναστήριο, με τον Σιντ, τον Γκάρυ, τον Σκοτ και τον Χερμπ. Η ζέστη που επικρατούσε στο γυμναστήριο ήταν ένα ευχάριστο καταφύγιο από τον κατακλυσμό που γινόταν έξω. Παρά το εξαντλητικό τρέξιμο, είχα ακόμη αποθέματα ενέργειας. Αλλά όταν το βράδυ μπήκα στο γραφείο και έβγαλα τα παπούτσια μου, τα αποθέματα είχαν εξαφανιστεί. Ήθελα να ρίξω το σώμα μου στον καναπέ και να πάρω έναν υπνάκο για καμιά δεκαριά-δωδεκαριά ώρες. Αντιστάθηκα σ' αυτή μου την παρόρμηση και κάθισα με όση χάρη μου είχε απομείνει απέναντι απ' τον Σωκράτη. Με διασκέδασε το γεγονός ότι είχε αλλάξει τη διακόσμηση. Στους τοίχους υπήρχαν φωτογραφίες αθλητών του γκολφ, του σκι, του τέννις και της γυμναστικής. Πάνω στο γραφείο του υπήρχαν ένα γάντι του μπέϊζμπωλ και μια μπάλα του ράγκμπυ. Ακόμη και ο ίδιος ο Σωκράτης φορούσε μια κολεγιακή μπλούζα που έγραφε «Ομάδα Προπονητών του Οχάϊο». Ήταν σαν να είχαμε μπει στην αθλητική φάση της εκπαίδευσης μου. Ενώ ο Σωκράτης έφτιαχνε το ειδικό, αναζωογονητικό τσάι που ονόμαζε «Κεραυνοβόλος Καταδίκη», του μίλησα για την πρόοδο μου στη γυμναστική. Με άκουγε γνέφοντας επιδοκιμαστικά. Και αυτό που είπε μετά, μου κίνησε την περιέργεια. «Η γυμναστική μπορεί να είναι κάτι παραπάνω από αυτό που συλλαμβάνεις εσύ. Για να καταλάβεις τι σου λέω, πρέπει να δεις ακριβώς το γιατί σου αρέσουν τα ακροβατικά σου». «Μπορείς να μου το εξηγήσεις λιγάκι;» Μέσα από το γραφείο του, έβγαλε τρία θανάσιμα στιλέτα. «Αστο καλύτερα, Σωκράτη,» είπα, «Δεν χρειάζεται να μου εξηγήσεις τίποτε». «Σήκω όρθιος» με διέταξε. Και μόλις σηκώθηκα, πέταξε απότομα ένα από τα μαχαίρια κατευθείαν προς το στήθος μου. Πήδησα προς το πλάι πέφτοντας στον καναπέ. Το μαχαίρι έπεσε, χωρίς ήχο, στο πάτωμα. Έμεινα εκεί, σοκαρισμένος, με την καρδιά μου να πηγαίνει να σπάσει. «Ωραία» είπε. «Υπεραντέδρασες λιγάκι, αλλά τα πήγες καλά. Τώρα στάσου όρθιος πάλι, και προσπάθησε να πιάσεις το επόμενο». Εκείνη τη στιγμή άρχισε να σφυρίζει η τσαγιέρα. Αναβολή! «Λοιπόν,» είπα, τρίβοντας τις ιδρωμένες μου παλάμες, «ώρα για τσάι». - 110 -

«Μπορεί να περιμένει» είπε εκείνος. «Παρακολούθησε με προσεκτικά». Ο Σωκράτης πέταξε την λαμπερή λάμα στον αέρα. Την είδα να στρίβει και να αρχίζει να πέφτει. Όπως ερχόταν προς τα κάτω, ακολούθησε την ταχύτητα του στιλέτου με μια κίνηση του χεριού του προς τα κάτω, και άρπαξε την λαβή με τον αντίχειρα και τα δάχτυλα του, σταθερά, σαν τανάλια. «Τώρα δοκίμασε το εσύ. Θυμήσου πώς το έπιασα, έτσι ώστε ακόμα και αν τύχαινε να πιάσω την λάμα, δεν θα με έκοβε». Πέταξε ένα άλλο μαχαίρι προς το μέρος μου. Χαλαρωμένος, ξέφυγα απ' την τροχιά του και έκανα μια αδύναμη προσπάθεια να το πιάσω. «Αν δεν πιάσεις το επόμενο, θα αρχίσω να τα πετάω με δύναμη» μου υποσχέθηκε. Αυτή τη φορά, τα μάτια μου ήταν κολλημένα στη λαβή. Μόλις με πλησίασε, άπλωσα το χέρι μου. «Εϊ, τα κατάφερα!» «Δεν είναι υπέροχα τα σπορ;» είπε. Για ένα μικρό χρονικό διάστημα ασχοληθήκαμε αποκλειστικά με το πέταγμα και πιάσιμο των μαχαιριών. Μετά, ο Σωκράτης σταμάτησε. «Τώρα θέλω να σου μιλήσω για το σατόρι, μια έννοια του Ζεν. Το σατόρι είναι η κατάσταση ύπαρξης του πολεμιστή. Συμβαίνει τη στιγμή που το μυαλό είναι ελεύθερο από σκέψεις, καθαρή συνειδητότητα. Το σώμα είναι ενεργό, ευαίσθητο, χαλαρωμένο. Τα συναισθήματα είναι ανοιχτά και ελεύθερα. Το σατόρι είναι αυτό που βίωσες όταν ερχόταν κατά πάνω σου το μαχαίρι». «Ξέρεις, Σωκράτη, είχα ξανά αυτό το συναίσθημα, ειδικά κατά τη διάρκεια αγώνων. Συχνά συγκεντρώνομαι τόσο πολύ που δεν ακούω τα χειροκροτήματα». «Ναι, αυτή είναι η εμπειρία του σατόρι. Και τώρα, αν πιάσεις αυτό που θα σου πω, θα καταλάβεις τη σωστή χρήση των σπορ — ή της ζωγραφικής, ή της μουσικής — και κάθε άλλης ενεργητικής ή δημιουργικής πύλης προς το σατόρι. Νομίζεις ότι αγαπάς τη γυμναστική, αλλά αυτή είναι μόνο το περιτύλιγμα για το δώρο που βρίσκεται μέσα στο κουτί. Το δώρο είναι το σατόρι. Η σωστή χρήση της γυμναστικής είναι να εστιάσεις πλήρως την προσοχή σου και τα συναισθήματα σου στις πράξεις σου. Τότε θα επιτύχεις το σατόρι. Η γυμναστική σου, σε φέρνει στην ώρα της αλήθειας, εκεί όπου παίζεται η ζωή σου, σαν τον σαμουράι την ώρα που μονομαχεί. Απαιτεί την πλήρη σου προσοχή. Σατόρι ή θάνατος!» «Όπως συμβαίνει κατά τη διάρκεια μιας διπλής τούμπας στον αέρα». «Ναι, και γι' αυτό η ενόργανη γυμναστική είναι μια από τις τέχνες του πολεμιστή, ένας τρόπος να εκπαιδεύσει κανείς τόσο το μυαλό και τα συναισθήματα, όσο και το σώμα. Είναι μια πύλη που οδηγεί στο σατόρι. Το τελικό βήμα για τον πολεμιστή είναι να επεκτείνει αυτή τη διαύγεια στην καθημερινή του ζωή. Τότε το σατόρι θα γίνει η πραγματικότητα σου, το κλειδί σου για την πύλη. Τότε μόνο θα γίνουμε ίσοι». Αναστέναξα. «Πολύ μακρινή μου φαίνεται αυτή η πιθανότητα, Σωκράτη». «Όταν ακολουθούσες την Τζόϋ στα βουνά,» χαμογέλασε, «δεν κοίταζες μελαγχολικά την κορυφή του βουνού. Κοίταζες μπροστά σου και προχωρούσες βήμα-βήμα. Έτσι πρέπει να γίνεται». «Κανονισμοί της Εταιρείας, σωστά;» Αντί να απαντήσει, μου χαμογέλασε. Χασμουρήθηκα και τεντώθηκα. Ο Σωκράτης με συμβούλεψε, «Καλύτερα να πας να κοιμηθείς για λίγο. Αρχίζουμε μια ειδική εκπαίδευση αύριο το πρωί στις επτά, στο στάδιο του γυμνάσιου Μπέρκλεϋ».

- 111 -

Όταν χτύπησε το ξυπνητήρι μου στις έξι και τέταρτο, σηκώθηκα με κόπο από το κρεβάτι μου και χρειάστηκε να βάλω το κεφάλι μου κάτω από τη βρύση, να κάνω αναπνευστικές ασκήσεις κοντά στο ανοιχτό παράθυρο και μετά να χώσω το κεφάλι μου στο μαξιλάρι και να ουρλιάξω για να καταφέρω να ξυπνήσω. Ήμουν αρκετά ξύπνιος όταν βγήκα έξω στο δρόμο. Κάνοντας αργό τζόγκιν πέρασα την Σατακ, την ΧΑΝ του Μπέρκλεϋ, το ταχυδρομείο και έφτασα στο γυμνάσιο όπου με περίμενε ο Σωκράτης. Γρήγορα ανακάλυψα ότι είχε ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα για μένα. Άρχισε με το να στέκομαι επί μισή ώρα, συσπειρωμένος σε εκείνη την ανυπόφορη στάση που μου είχε δείξει στο βενζινάδικο. Μετά δουλέψαμε με μερικές βασικές αρχές των πολεμικών τεχνών. «Οι αληθινές πολεμικές τέχνες διδάσκουν την αρμονία, την μη-αντίδραση — δηλαδή σαν τα δέντρα που λυγίζουν με το φύσημα του ανέμου. Αυτή η νοοτροπία είναι πολύ πιο σημαντική από την σωματική τεχνική». Χρησιμοποιώντας τις αρχές του Αικίντο, ο Σωκράτης κατάφερνε να με ρίχνει κάτω χωρίς φανερή προσπάθεια, όσο και αν προσπαθούσα να τον σπρώξω, να τον αρπάξω, να τον χτυπήσω ή να του βάλω τρικλοποδιά. «Ποτέ μην παλεύεις με οτιδήποτε ή με οποιονδήποτε. Όταν σε σπρώχνουν, τράβα. Όταν σε τραβούν, σπρώξε. Βρες τη φυσική ροή και ακολούθα την. Έτσι θα γίνεις ένα με τη δύναμη της φύσης». Οι πράξεις του ήταν απόδειξη των λόγων του. Κάποτε έφτασε και η ώρα να φύγω. «Θα σε δω αύριο, την ίδια ώρα, στο ίδιο μέρος. Μείνε στο σπίτι απόψε και εξασκήσου. Θυμήσου να κάνεις την αναπνοή σου τόσο αργή, που δεν θα ενοχλούσε ούτε ένα πούπουλο μπροστά στη μύτη σου». Έφυγε κινούμενος σαν να φορούσε πατίνια κι εγώ έτρεξα στο διαμέρισμα μου, τόσο χαλαρωμένος που ένιωθα σαν να με μετέφερε ο άνεμος. Στο γυμναστήριο, εκείνη τη μέρα, προσπάθησα να εφαρμόσω αυτό που είχα μάθει: να αφήνω τις κινήσεις να «συμβαίνουν», αντί να προσπαθώ να τις κάνω. Οι τεράστιες αιωρήσεις μου στην μπάρα ήταν σαν να γίνονταν από μόνες τους. Έστριβα, πηδούσα και στριφογύριζα από την μία λαβή στην άλλη στις παράλληλες μπάρες. Οι κύκλοι, τα ψαλίδια και τα στριφογυρίσματα πάνω στον ίππο, μου έδιναν την αίσθηση ότι με στήριζαν αόρατες χορδές από το ταβάνι και δεν είχα καθόλου δικό μου βάρος. Και, επιτέλους, ένιωθα τα πόδια μου αρκετά δυνατά για τούμπες! Με τον Σωκράτη συναντιόμασταν κάθε πρωί, μετά την ανατολή του ήλιου. Εγώ προχωρούσα με μεγάλα βήματα και ο Σωκράτης έτρεχε χοροπηδώντας σαν γαζέλα. Κάθε μέρα που περνούσε γινόμουν όλο και πιο ήρεμος, και τα αντανακλαστικά μου απέκτησαν ταχύτητα αστραπής. Μια μέρα, ενώ κάναμε προθέρμανση τρέχοντας, σταμάτησε ξαφνικά κατάχλωμος. Ποτέ δεν τον είχα ξαναδεί έτσι. «Καλύτερα να καθήσω» είπε. «Σωκράτη, μπορώ να κάνω κάτι;» «Ναι,» φαινόταν να δυσκολεύεται να μιλήσει. «Συνέχισε να τρέχεις, Νταν. Θα καθήσω εδώ, ήσυχα-ήσυχα». Έκανα ό,τι μου είχε ζητήσει, αλλά τα μάτια μου έμειναν καρφωμένα στην ακίνητη του φιγούρα. Καθόταν με κλειστά τα μάτια, με ίσια την πλάτη, περήφανος, αλλά μου φάνηκε κάπως γερασμένος. Όπως είχαμε συμφωνήσει εβδομάδες πριν από αυτό το επεισόδιο, δεν πήγα να τον δω εκείνο το βράδυ στο βενζινάδικο. Τηλεφώνησα όμως, για να δω τι έκανε. Ανακουφίστηκα όταν σήκωσε το τηλέφωνο ο ίδιος ο Σωκράτης. «Πώς πάει, κύριε προπονητή;» τον ρώτησα. - 112 -

«Ο μεγάλος κίνδυνος πέρασε,» είπε, «αλλά προσέλαβα έναν βοηθό για να σε αναλάβει για μερικές εβδομάδες». «Εντάξει Σωκράτη, και να μου προσέχεις». Την άλλη μέρα, όταν είδα τον βοηθό-προπονητή μου να τρέχει στο στάδιο, η καρδιά μου στην κυριολεξία αναπήδησε από «Χαρά». Αγκάλιασα την Τζόϋ απαλά, την έσφιξα και ψιθύρισα στο αυτί της — εκείνη με έριξε, το ίδιο απαλά, με το κεφάλι πάνω στο γρασίδι. Και σαν να μην ήταν αυτό αρκετά ταπεινωτικό, με κέρδισε βάζοντας μου ένα σωρό γκολ στο ράγκμπυ και στέλνοντας τις μπαλιές που της έριχνα στο μπέϊζμπωλ, πενήντα μέτρα μακριά. Ο,τι και να κάναμε, οποιοδήποτε παιχνίδι κι αν παίζαμε, το έπαιζε χωρίς λάθη, κάνοντας εμένα, έναν παγκόσμιο πρωταθλητή, να κοκκινίζω από ντροπή —και θυμό. Διπλασίασα τον αριθμό των ασκήσεων που μου είχε δώσει ο Σωκράτης. Συγκεντρώθηκα στην εκπαίδευση μου περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Σηκωνόμουν κάθε μέρα στις τέσσερις η ώρα το πρωί, έκανα εξάσκηση στο Τάϊ Τσι μέχρι να φέξει και μετά έτρεχα στους λόφους πριν συναντήσω την Τζόϋ. Δεν είπα κουβέντα για την επιπλέον προπόνηση που έκανα. Η εικόνα της ήταν πάντα μαζί μου, την ώρα του μαθήματος και της προπόνησης. Ήθελα να την βλέπω, να την κρατάω στα χέρια μου. Αλλά έπρεπε πρώτα να την πιάσω. Προς το παρόν, το περισσότερο που μπορούσα να ελπίζω ήταν να την νικήσω στα παιχνίδια της. Μερικές εβδομάδες αργότερα, ξανάτρεχα και ξαναπηδούσα στον στίβο με τον Σωκράτη, ο οποίος είχε επιστρέψει. Ένιωθα τα πόδια μου γεμάτα δύναμη και ελαστικότητα. «Σωκράτη,» είπα, τρέχοντας μια γρήγορα μπροστά του, μια ξεμένοντας πίσω του, στο κυνηγητό που παίζαμε. «Κρατάς το στόμα σου κλειστό σχετικά με τις καθημερινές σου ασχολίες. Δεν έχω ιδέα τι κάνεις όταν δεν είμαστε μαζί. Λοιπόν;» Χαμογελώντας μου, έκανε ένα πήδημα τριών μέτρων προς τα μπρος, και μετά άνοιξε ταχύτητα τρέχοντας γύρω γύρω στον στίβο. Άνοιξα κι εγώ ταχύτητα, μέχρι που έφτασα αρκετά κοντά για να του μιλήσω. «Θα μου απαντήσεις;» «Όχι» είπε. Η συζήτηση είχε κλείσει. Όταν επιτέλους τελειώσαμε με τις διατατικές και διαλογιστικές μας ασκήσεις για εκείνο το πρωί, ο Σωκράτης ήρθε προς τα μένα, με αγκάλιασε απ' τους ώμους και είπε: «Νταν, υπήρξες πολύ πρόθυμος και ικανός μαθητής. Από εδώ και μπρος, θα κανονίζεις μόνος σου το πρόγραμμα σου. Κάνε τις ασκήσεις όπως νομίζεις εσύ πως πρέπει να γίνονται. Θα σου προσφέρω κάτι επιπλέον, γιατί to κέρδισες. Θα σε προπονήσω στην γυμναστική σου». Άρχισα να γελάω. Δεν μπορούσα να μην το κάνω. «Εσύ θα προπονήσεις εμένα στην γυμναστική; Νομίζω ότι αυτή τη φορά υπερεκτιμάς τον εαυτό σου, Σωκράτη». Έτρεξα γρήγορα πάνω στη χλόη και έκανα μια τέλεια ρόδα προς τα πίσω, που τέλειωσε με μια τούμπα στον αέρα με διπλή περιστροφή. Ο Σωκράτης ήρθε προς το μέρος μου και είπε, «Ξέρεις ότι δεν μπορώ να το κάνω αυτό». «Σοβαρά!» φώναξα. «Επιτέλους, βρήκα κάτι που μπορώ να κάνω εγώ και δεν μπορείς να κάνεις εσύ». - 113 -

«Παρατήρησα όμως,» πρόσθεσε, «ότι τα χέρια σου πρέπει να τεντώνονται περισσότερο όταν ετοιμάζεσαι για την περιστροφή — α, και το κεφάλι σου ήταν πολύ πίσω όταν άφησες το έδαφος». «Σωκράτη, παλιοκατεργάρη... έχεις δίκιο» είπα, συνειδητοποιώντας ότι είχα ρίξει το κεφάλι μου υπερβολικά προς τα πίσω, και πως τα χέρια μου έπρεπε να είναι πιο τεντωμένα. «Μόλις διορθώσουμε την τεχνική σου, θα ασχοληθούμε και με την γενικότερη στάση σου» πρόσθεσε πειράζοντας με. «Θα σε δω στο γυμναστήριο». «Σωκράτη, έχω ήδη προπονητή, και δεν ξέρω αν ο Χαλ ή οι άλλοι θα χαρούν να έχουν εσένα να τριγυρίζεις στο γυμναστήριο». «Α, είμαι σίγουρος ότι θα βρεις κάτι να τους πεις». Σίγουρα θα έβρισκα. Εκείνο το απόγευμα, κατά τη διάρκεια της συνάντησης της ομάδας πριν από την προπόνηση, είπα στον προπονητή και στους υπόλοιπους της ομάδας, ότι ο εκκεντρικός μου παππούς από το Σικάγο που κάποτε ήταν μέλος του Κλαμπ Γυμναστικής Τέρνερς, θα ερχόταν να με επισκεφτεί για μερικές εβδομάδες και ήθελε να έρθει να με δει στην προπόνηση. «Είναι ένας καλός γεράκος, αρκετά σβέλτος. Θεωρεί τον εαυτό του προπονητή. Αν δεν σας πείραζε, θα ήθελα να τον ανεχτείτε για λίγο — δεν είναι τελείως στα συγκαλά του, αν καταλαβαίνετε τι εννοώ — είμαι σίγουρος ότι δεν θα ενοχλήσει την προπόνηση μας πολύ». Η απόφαση ήταν θετική. «Α, παρεμπιπτόντως,» πρόσθεσα, «Του αρέσει να τον φωνάζουν Μαίρυλιν». Μετά βίας κρατήθηκα να μην γελάσω. «Μαίρυλιν;» είπαν όλοι με μιας. «Ναι. Ξέρω ότι είναι λίγο περίεργο, αλλά θα καταλάβετε όταν τον γνωρίσετε». «Ίσως το να γνωρίσουμε την "Μαίρυλιν", θα μας βοηθήσει να καταλάβουμε εσένα, Μίλμαν. Λένε ότι είναι κληρονομικό». Γέλασαν και άρχισαν την προθέρμανση. Ο Σωκράτης έμπαινε στη δική μου επικράτεια αυτή τη φορά και θα του έδειχνα. Αναρωτήθηκα αν θα του άρεσε το καινούργιο του παρατσούκλι. Εκείνη την ημέρα είχα σχεδιάσει μια μικρή έκπληξη για ολόκληρη την ομάδα. Τόσον καιρό κρατιόμουν στο γυμναστήριο, και δεν είχαν ιδέα του πόσο είχα αναρρώσει. Έφτασα νωρίτερα στο γυμναστήριο και μπήκα στο γραφείο του προπονητή. Έψαχνε κάτι ανακατεμένα χαρτιά στο γραφείο του, όταν του μίλησα. «Χαλ,» είπα, «Θέλω να λάβω μέρος στους αγώνες ανάμεσα στα μέλη της ομάδας». Με κοίταξε με συμπάθεια μέσα από τα γυαλιά του. «Ξέρεις ότι δεν έχεις γίνει ακόμη τελείως καλά. Μίλησα με τον γιατρό της ομάδας και μου είπε ότι το πόδι σου θα χρειαστεί ακόμη τρεις μήνες, το ελάχιστο». «Χαλ,» τον τράβηξα παραπέρα και ψιθύρισα, «Μπορώ να το κάνω σήμερα, τώρα! Έχω δουλέψει λίγο παραπάνω, έξω από το γυμναστήριο. Δώσε μου μια ευκαιρία!» Δίστασε. «Λοιπόν, εντάξει, ένα άθλημα τη φορά, και θα δούμε πώς πάει». Προθερμανθήκαμε όλοι μαζί, από άθλημα σε άθλημα, μέσα στο μικρό γυμναστήριο. Κάναμε τούμπες, αιωρήσεις, άλματα και κατακόρυφους. Άρχισα να κάνω κινήσεις που δεν είχα κάνει για έναν ολόκληρο χρόνο. Αλλά κρατούσα τα καλύτερα για αργότερα.

- 114 -

Και τότε ήρθε η στιγμή για το πρώτο αγώνισμα — ασκήσεις εδάφους. Όλοι περίμεναν κοιτάζοντας με ενώ στεκόμουν έτοιμος να αρχίσω το πρόγραμμα μου, σαν να αναρωτιόνταν αν το πόδι μου θα άντεχε την πίεση. Όλα πήγαν όπως έπρεπε — η διπλή τούμπα προς τα πίσω, η σταθερή κατακόρυφος στάση, το ταίριασμα του ρυθμού με τις ασκήσεις και τις στροφές που είχα διαλέξει, άλλη μια τούμπα ψηλά στον αέρα, και η τελική εναέρια ακολουθία ασκήσεων. Προσγειώθηκα ελαφρά και με τέλειο έλεγχο. Τότε άκουσα τα σφυρίγματα και τα χειροκροτήματα. Ο Σιντ και ο Τζός κοίταζαν ο ένας τον άλλον έκπληκτοι. «Από πού ήρθε αυτός ο καινούργιος;» «Μου φαίνεται ότι πρέπει να τον πάρουμε στην ομάδα». Το επόμενο αγώνισμα. Ο Τζος πήγε πρώτος στους κρίκους — μετά ο Σιντ, ο Τσακ και ο Γκάρυ. Στο τέλος ήρθε και η σειρά μου. Έβαλα τα προστατευτικά των χεριών μου, σιγουρεύτηκα ότι η ταινία στους καρπούς μου ήταν εντάξει και πήδησα για να πιάσω τους κρίκους. Ο Τζος με ακινητοποίησε και μετά οπισθοχώρησε. Οι μύες μου κινήθηκαν ανυπόμονα. Εισπνέοντας, σηκώθηκα μέχρι που έφτασα να κρέμομαι ανάποδα, και μετά, σιγά-σιγά έφερα το σώμα μου στη στάση του σταυρού. Άκουγα πνιγμένους ήχους αναστάτωσης, καθώς αιωρήθηκα απαλά προς τα κάτω και μετά προς τα πάνω σε μια όρθια στάση. Αργά, ήρθα σε μια στάση με τεντωμένο το σώμα και τα χέρια μου. «Να με πάρει και να με σηκώσει» είπε ο Χαλ — αυτά ήταν τα πιο βαριά λόγια που τον είχα ακούσει να χρησιμοποιεί ποτέ. Ξέφυγα ανάλαφρα από αυτή τη στάση, έκανα άλλη μια ελαφριά μεγάλη αιώρηση, και την "κλείδωσα" χωρίς τρέμουλο. Προσγειώθηκα, κάνοντας μόνο ένα μικρό βηματάκι, μετά από μια διπλή εναέρια τούμπα. Καθόλου άσχημα. Και έτσι συνεχίστηκε. Αφού τελείωσε και το τελευταίο αγώνισμα, μέσα από τα σφυρίγματα και τις φωνές έκπληξης, είδα τον Σωκράτη να κάθεται ήσυχος στη γωνία, χαμογελώντας. Πρέπει να τα είχε δει όλα. Του έγνεψα να πλησιάσει. «Παιδιά, να σας γνωρίσω τον παππού μου» είπα. «Αυτός είναι ο Σιντ, ο Τομ, ο Χέρμπ, ο Γκάρυ, ο Τζόελ, ο Τζός. Παιδιά, αυτός είναι ο..». «Μεγάλη χαρά μας που σε γνωρίζουμε, Μαίρυλιν» είπαν όλοι εν χορώ. Ο Σωκράτης φάνηκε να προβληματίζεται για μια απειροελάχιστη στιγμή, και μετά είπε, «Γεια σας. Χαίρομαι κι εγώ που σας γνωρίζω. Πάντα ήθελα να δω με τι είδους άτομα κάνει παρέα ο Νταν». Χαμογέλασαν. Μάλλον τον είχαν βρει συμπαθητικό. «Ελπίζω να μην το βρίσκετε πολύ παράξενο, το ότι με φωνάζουν Μαίρυλιν» είπε αδιάφορα. «Το πραγματικό μου όνομα είναι Μέριλ, αλλά μου κόλλησαν το παρατσούκλι. Σας είπε ποτέ ο Νταν πώς τον φώναζαν στο σπίτι;» είπε χασκογελώντας. «Όχι,» είπαν με ανυπομονησία. «Πώς;» «Καλύτερα να μην σας πω. Δεν θέλω να τον κάνω να ντραπεί. Μπορεί να σας πει εκείνος, αν θέλει». Η αλεπού ο Σωκράτης με κοίταξε και είπε σοβαρά, «Δεν πρέπει να ντρέπεσαι γι' αυτό, Νταν». Φεύγοντας, τα παιδιά με χαιρετούσαν, «Γεια σου Σουζέτ,» «Γεια σου, Ζοζεφίνα,» «Θα σε δω αργότερα, Τζεραλντίν». «Ω, γαμώτο, κοίτα τι έκανες τώρα, Μαίρυλιν!» Πήγα βαρύθυμα ως τα ντους. Την υπόλοιπη εβδομάδα, ο Σωκράτης δεν έπαιρνε τα μάτια του από πάνω μου. Μερικές φορές έδινε συμβουλές και σε μερικούς από τους άλλους αθλητές — συμβουλές που πάντα έπιαναν τόπο.

- 115 -

Έμενα έκπληκτος από τη γνώση του. Ενώ ήταν υπερβολικά υπομονετικός με όλους τους άλλους, δεν ήταν καθόλου υπομονετικός μαζί μου. Κάποια φορά, τελειώνοντας το καλύτερο πρόγραμμα που είχα κάνει ποτέ στον ίππο, πήγα πιο εκεί, χαρούμενος, να βγάλω την ταινία από τους καρπούς μου. Ο Σωκράτης μου έκανε νόημα να τον πλησιάσω, και μου είπε, «Οι ασκήσεις ήταν ικανοποιητικές, αλλά έβγαλες την ταινία από τους καρπούς σου πολύ άγαρμπα. Θυμήσου, συνεχές σατόρι». Μετά από τις ασκήσεις στην ψηλή μπάρα, είπε: «Νταν, έχεις ακόμη να μάθεις πώς να διαλογίζεσαι τις πράξεις σου». «Τι εννοείς, να διαλογίζομαι τις πράξεις μου;» «Το να διαλογίζεσαι μια πράξη είναι πολύ διαφορετικό από το να την κάνεις. Για να γίνει κάτι πρέπει να υπάρχει αυτός που το κάνει, ένας συνειδητός κάποιος, που πράττει. Αλλά όταν διαλογίζεσαι μια πράξη, έχεις απελευθερώσει όλες σου τις σκέψεις, ακόμη και την σκέψη «εγώ». Δεν υπάρχει πια «εσύ» για να πράξει. Χάνοντας την αίσθηση του εαυτού, γίνεσαι αυτό που κάνεις, οπότε η πράξη σου είναι ελεύθερη, αυθόρμητη, χωρίς φιλοδοξίες, αναστολές ή φόβους». Και αυτό συνεχίστηκε. Παρακολουθούσε κάθε έκφραση του προσώπου μου, άκουγε κάθε σχόλιο που έκανα. Μου έλεγε συνεχώς να προσέχω περισσότερο την διανοητική και συναισθηματική μου στάση. Μερικά άτομα άκουσαν ότι είχα ξαναβρεί τη φόρμα μου. Η Σούζυ ήρθε να με παρακολουθήσει, φέρνοντας μαζί της την Μισέλ και τη Λίντα, δύο καινούργιες της φίλες. Η Λίντα μου τράβηξε αμέσως την προσοχή. Ήταν μια λεπτή κοκκινομάλλα, με όμορφο πρόσωπο πίσω από τα κοκάλινα γυαλιά της, και φορούσε ένα απλό φόρεμα που άφηνε να φανούν οι όμορφες καμπύλες της. Ήθελα να την ξαναδώ. Την επόμενη μέρα, μετά από μια πολύ απογοητευτική προπόνηση, κατά την οποία τίποτε δεν πήγε καλά, ο Σωκράτης με φώναξε να καθήσω δίπλα του. «Νταν,» είπε, «Έχεις φτάσει σ' ένα υψηλό επίπεδο επιδεξιότητας. Είσαι πια αριστοτέχνης στη γυμναστική». «Σ' ευχαριστώ πολύ Σωκράτη». «Δεν ήταν ακριβώς κοπλιμέντο». Γύρισε για να μ' αντικρύσει, κατά πρόσωπο. «Ο αριστοτέχνης εκπαιδεύει το φυσικό σώμα με σκοπό να κερδίζει στους αγώνες. Κάποια μέρα, ίσως γίνεις και Δάσκαλος της γυμναστικής. Η διαφορά είναι ότι ο Δάσκαλος αφιερώνει την εκπαίδευση του στη ζωή — γι αυτό και δίνει πάντα έμφαση στο μυαλό και στα συναισθήματα». «Το καταλαβαίνω αυτό, Σωκράτη. Μου το έχεις πει πολλές..». «Ξέρω ότι το καταλαβαίνεις. Αυτό που σου λέω είναι ότι δεν το έχεις χωνέψει ακόμη — δεν το ζεις. Συνεχίζεις να καμαρώνεις για μερικά καινούργια κόλπα και μετά σε πιάνει κατάθλιψη όταν κάποια μέρα η προπόνηση δεν πάει καλά. Αλλά, αν στην πραγματικότητα αναγνώριζες και στόχευες στην πνευματική και συναισθηματική εκπαίδευση — πράγμα που κάνει ένας πολεμιστής — τότε τα πάνω και τα κάτω του σώματος δεν θα είχαν σημασία. Κοίτα. Τι κάνεις αν μια μέρα σε πονάει ο αστράγαλος σου;» «Γυμνάζω περισσότερο κάποιο άλλο σημείο του σώματος μου». «Το ίδιο συμβαίνει και με τα τρία σου κέντρα. Αν μια περιοχή δεν πάει καλά, είναι ευκαιρία να εκπαιδεύσεις τις άλλες. Στις μέρες που νιώθεις σωματικά αδύναμος, μπορείς να μάθεις πολλά σχετικά με το μυαλό σου». Πρόσθεσε, «Δεν θα ξαναέρθω

- 116 -

στο γυμναστήριο. Σου έχω ήδη πει αρκετά. Θέλω να νιώθεις ότι είμαι μέσα σου, ότι σε παρακολουθώ και διορθώνω κάθε σου λάθος, όσο μικρό και να είναι». Οι επόμενες εβδομάδες ήταν πολύ έντονες. Σηκωνόμουν στις έξι το πρωί, έκανα μερικές διατάσεις και μετά διαλογιζόμουν πριν πάω στο μάθημα. Τις περισσότερες φορές παρακολουθούσα τα μαθήματα και τέλειωνα τις εργασίες μου γρήγορα και εύκολα. Μετά καθόμουν, χωρίς να κάνω τίποτε, για μισή περίπου ώρα πριν αρχίσει η προπόνηση. Αυτή την περίοδο άρχισα να βλέπομαι με την φίλη της Σούζυ, την Λίντα. Με τραβούσε πολύ αυτή η κοπέλα, αλλά δεν είχα ούτε το χρόνο ούτε την ενέργεια να κάνω οτιδήποτε μαζί της, εκτός από το να της μιλήσω για μερικά λεπτά πριν ή μετά από την προπόνηση. Αλλά ακόμα και στην προπόνηση την σκεφτόμουν — πρώτα αυτήν, μετά τη Τζόϋ, μετά πάλι τη Λίντα — κατά τη διάρκεια των ασκήσεων. Η ομάδα αποκτούσε μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση κι εγώ περισσότερες ικανότητες, με κάθε καινούργια νίκη. Ήταν φανερό σε όλους ότι δεν είχα απλώς αναρρώσει. Παρόλο που ο αθλητισμός δεν ήταν πια το κέντρο της ζωής μου, ήταν ένα σημαντικό μέρος της και έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα. Η Λίντα κι εγώ βγήκαμε μερικά ραντεβού, τα οποία πήγαν πολύ καλά. Ένα βράδυ ήρθε να μου μιλήσει για ένα προσωπικό της πρόβλημα και κατέληξε να μείνει το βράδυ μαζί μου. Περάσαμε ένα τρυφερό βράδυ, μέσα πάντα στους όρους που επέβαλλε η εκπαίδευση μου. Η οικειότητα μεταξύ μας είχε έρθει τόσο γρήγορα που με τρόμαζε. Η Λίντα δεν ήταν μέρος των σχεδίων μου. Κι όμως, η έλξη που ασκούσε πάνω μου συνεχώς μεγάλωνε. Ένιωθα σαν να έκανα «απιστίες» στη Τζόϋ, αλλά δεν ήξερα πότε θα ξαναεμφανιζόταν αυτή η αινιγματική γυναίκα — αν ξαναεμφανιζόταν ποτέ. Η Τζόϋ ήταν το ιδανικό, που ερχόταν και έφευγε σαν κομήτης απ' τη ζωή μου. Η Λίντα ήταν πραγματική, ζεστή, τρυφερή — και ήταν παρούσα. Ο ενθουσιασμός, η αναστάτωση και η προσοχή του προπονητή μας αυξανόταν, καθώς κάθε βδομάδα που περνούσε μας έφερνε όλο και πιο κοντά στο Εθνικό Πανεπιστημιακό Πρωτάθλημα, στην Τουσόν της Αριζόνα. Αν κερδίζαμε εκείνη τη χρονιά, θα ήταν η πρώτη φορά για το Πανεπιστήμιο μας και ο Χαλ θα εκπλήρωνε ένα στόχο που είχε εδώ και είκοσι χρόνια. Πολύ γρήγορα έφτασε η στιγμή του αγώνα τριών ημερών, ενάντια στο Πανεπιστήμιο του Νότιου Ιλινόϊ. Μέχρι την τελευταία βράδια, τα δύο Πανεπιστήμια βρίσκονταν με διαφορά στήθους στη βαθμολογία, στην πιο τρελή κούρσα της ιστορίας της γυμναστικής. Είχαν μείνει τρία αγωνίσματα, και ο αντίπαλος μας περνούσε τρεις πόντους. Αυτό ήταν το κρίσιμο σημείο. Ή θα ήμασταν ρεαλιστές και θα στοχεύαμε σε μια σεβαστή δεύτερη θέση ή θα επιχειρούσαμε το αδύνατο. Εγώ τουλάχιστον θα επιχειρούσα να πετύχω το αδύνατο. Το πνεύμα μου ήταν πανέτοιμο. Αντίκρισα τον Χαλ και την ομάδα —τους φίλους μου. «Σας λέω, θα νικήσουμε. Τίποτε δεν θα μας σταματήσει αυτή τη φορά. Πάμε λοιπόν!» Τα λόγια μου ήταν συνηθισμένα, αλλά τα συναισθήματα μου, όποια κι αν ήταν αυτά, ο ηλεκτρισμός, η αλύγιστη αποφασιστικότητα μου, έδωσαν δύναμη σε όλα τα μέλη της ομάδας.

- 117 -

Σαν παλιρροϊκό κύμα, αρχίσαμε να παίρνουμε φόρα, να πηγαίνουμε όλο και πιο γρήγορα, και πιο δυνατά, με κάθε αθλητή μας που αγωνιζόταν. Το πλήθος που πριν ήταν σε λήθαργο, άρχιζε να κινείται ενθουσιασμένο, να σκύβει προς τα μπρος από τις θέσεις του. Κάτι συνέβαινε — όλοι μπορούσαν να το νιώσουν. Προφανώς και η αντίπαλη ομάδα ένιωθε τη δύναμη μας, γιατί οι στάσεις που έπαιρναν άρχισαν να μην είναι σταθερές και παραπατούσαν στις προσγειώσεις τους. Αλλά όταν φτάσαμε στο τελευταίο αγώνισμα, μας περνούσαν ακόμη έναν ολόκληρο βαθμό και η ψηλή μπάρα ήταν πάντοτε το δυνατό τους σημείο. Τελικά μείναμε δύο από το Πανεπιστήμιο μας — ο Σιντ και εγώ. Το πλήθος σώπασε. Ο Σιντ πλησίασε τη μπάρα, την έπιασε και εκτέλεσε ένα πρόγραμμα που μας έκανε να κρατάμε την ανάσα μας. Το έκλεισε με την ψηλότερη διπλή έξοδο στον αέρα που είχαμε δει ποτέ. Ο κόσμος φώναζε σαν τρελός. Ήμουν ο τελευταίος απ' την ομάδα μας που θα αγωνιζόταν — η άγκυρα και η ελπίδα τους. Ο τελευταίος αθλητής του Ιλινόϊ τα πήγε πολύ καλά. Ήταν σχεδόν άφταστος. Αλλά το «σχεδόν» αυτό μου ήταν αρκετό. Έπρεπε να πάρω 9.8 βαθμούς για να έρθουμε σε ισοπαλία, και ποτέ δεν είχα φτάσει τόσο ψηλά. Αυτό ήταν — το τελευταίο μου τεστ. Στο μυαλό μου κολυμπούσαν σκέψεις: εκείνη η νύχτα του πόνου, όταν το μηριαίο οστό μου είχε θρυμματιστεί. Ο όρκος μου να γίνω καλά. Η νουθεσίες του γιατρού να ξεχάσω τον αθλητισμό. Ο Σωκράτης και η συνεχής εκπαίδευση μου. Η ατέλειωτη κούρσα πάνω στα βουνά, μέσα στη βροχή. Και ένιωσα μια αυξανόμενη δύναμη, ένα κύμα οργής για όλους όσους είχαν πει ότι δεν θα ξαναγωνιζόμουν ποτέ. Το πάθος αυτό μετατράπηκε σε μια παγερή ηρεμία. Εκείνη τη στιγμή, η μοίρα και το μέλλον μου είχαν ισορροπήσει. Το μυαλό μου καθάρισε. Τα συναισθήματα μου με γέμισαν δύναμη. Πράξη ή θάνατος. Γεμάτος από το πνεύμα και την αποφασιστικότητα που είχα αποκτήσει στο μικρό βενζινάδικο τους περασμένους μήνες, πλησίασα την ψηλή μπάρα. Δεν ακουγόταν τίποτε μέσα στο γυμναστήριο. Η ώρα της σιωπής, η ώρα της αλήθειας. Χρησιμοποίησα την κιμωλία, προσάρμοσα τα προστατευτικά, έλεγξα τις ταινίες στους καρπούς μου. Προχώρησα προς τα μπρος και χαιρέτησα τους κριτές. Τα μάτια μου έλαμπαν, κι έστελναν στον επικεφαλή τους ένα απλό μήνυμα: «Αυτό θα είναι το καλύτερο πρόγραμμα που έχετε δει στη ζωή σας». Πιάστηκα από τη μπάρα και έφερα τα πόδια μου μπροστά. Από μια στάση με τα χέρια τεντωμένα, άρχισα να κινούμαι. Ο μόνος ήχος μέσα στο γυμναστήριο ήταν αυτός των χεριών μου που γύριζαν γύρω από τη μπάρα, την άφηναν, την έπιαναν, αναπηδούσαν και έστριβαν. Μόνο κίνηση υπήρχε — τίποτε άλλο. Ούτε ωκεανοί, ούτε κόσμοι, ούτε αστέρια. Μόνο η μπάρα και ένας αθλητής χωρίς μυαλό — και σε λίγο, ακόμη και αυτά διαλύθηκαν μέσα στην ένωση με την κίνηση. Προσθέτοντας μια κίνηση που δεν είχα ξανακάνει σε αγώνες, συνέχισα να κινούμαι ξεπερνώντας τα όριά μου. Γύριζα ξανά και ξανά, όλο και πιο γρήγορα, κι ετοιμαζόμουν για το τέλος του προγράμματος μου — μια απογείωση με διπλή στροφή και ίσιο το σώμα. Σαν μαστίγιο ξαναστριφογύρισα γύρω από τη μπάρα, και ετοιμάστηκα να αφεθώ και να πετάξω προς τη μοίρα που είχα διαλέξει για τον εαυτό μου. Κλώτσησα, έσφιξα τα πόδια μου, έκανα μία, δύο περιστροφές γύρω από τον εαυτό μου, και άνοιξα τα πόδια μου, ισιώνοντας το σώμα μου για την προσγείωση. Η ώρα της αλήθειας είχε φτάσει. - 118 -

Η τέλεια προσγείωση μου αντήχησε σ' όλο το στάδιο. Σιωπή —και μετά ξέσπασε το πανδαιμόνιο. Πήρα 9.85 — ήμασταν πρωταθλητές. Ο προπονητής μας εμφανίστηκε από το πουθενά, άρπαξε το χέρι μου άρχισε να το κουνά πάνω-κάτω δυνατά. Δεν φαινόταν να θέλει να με ελευθερώσει από τη λαβή του. Τα παιδιά της ομάδας με περικύκλωσαν πηδώντας και ουρλιάζοντας, και με αγκάλιασαν —μερικοί είχαν δακρύσει. Μετά άκουσα τα χειροκροτήματα στο βάθος, σαν κεραυνό που γινόταν δυνατότερος. Δεν μπορούσαμε να κρύψουμε τον ενθουσιασμό μας κατά την απονομή. Γλεντήσαμε όλη τη νύχτα, και διηγούμασταν ξανά και ξανά τα κατορθώματα μας, ο ένας στον άλλον μέχρι το πρωί. Και μετά ήρθε το τέλος. Ένας παλιός στόχος είχε εκπληρωθεί. Μόνο τότε κατάλαβα ότι τα χειροκροτήματα, η βαθμολογία και οι νίκες δεν σήμαιναν πια το ίδιο. Είχα αλλάξει πολύ. Η αναζήτηση της δόξας είχε τελειώσει για μένα. Ήταν αρχές της άνοιξης του 1968. Σε λίγο θα τελείωνα το πανεπιστήμιο. Δεν είχα ιδέα τι θα ακολουθούσε. Μουδιασμένα αποχαιρέτησα την ομάδα μου στην Αριζόνα και μπήκα στο αεροπλάνο με κατεύθυνση το Μπέρκλεϋ, τον Σωκράτη — και τη Λίντα. Κοίταξα αφηρημένος τα σύννεφα από κάτω, άδειος από κάθε φιλοδοξία. Όλα αυτά τα χρόνια στηριζόμουν από ψευδαισθήσεις — ευτυχία μέσω της νίκης — και τώρα αυτή η ψευδαίσθηση είχε γίνει στάχτες. Παρ' όλες τις επιτυχίες μου δεν ένιωθα πιο ευτυχισμένος, πιο πλήρης. Τελικά είδα μέσα από τα σύννεφα. Είδα ότι δεν είχα μάθει ποτέ να απολαμβάνω τη ζωή — είχα μάθει μόνο να πετυχαίνω. Όλη μου τη ζωή έψαχνα μανιωδώς την ευτυχία, αλλά ποτέ δεν τη βρήκα, δεν την κράτησα στα χέρια μου. Ακούμπησα το κεφάλι μου στο μαξιλάρι, καθώς το τζετ ξεκινούσε την κάθοδο του. Τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα. Μήπως είχα φτάσει σε αδιέξοδο; Δεν ήξερα πού να στραφώ.

- 119 -

6. Η ΕΥΤΥΧΙΑ ΠΕΡΑ ΑΠ' ΤΗ ΝΟΗΣΗ

Με τη βαλίτσα μου στο χέρι, πήγα κατευθείαν στο διαμέρισμα της Λίντα. Ανάμεσα στα φιλιά μας, της είπα για το πρωτάθλημα, αλλά δεν ανέφερα τα πρόσφατα, καταθλιπτικά μου οράματα. Η Λίντα μου είπε για μια προσωπική της απόφαση, πράγμα που με έβγαλε για λίγο από τις δικές μου ανησυχίες. «Ντάνυ, θα παρατήσω τη σχολή. Το σκέφτηκα καλά. Θα πιάσω μια δουλειά, αλλά δεν θέλω να γυρίσω πίσω στο πατρικό μου. Έχεις καμιά ιδέα;» Αμέσως σκέφτηκα τους φίλους που με είχαν φιλοξενήσει μετά από το ατύχημα μου με την μοτοσικλέτα. «Λίντα, μπορώ να τηλεφωνήσω στην Σαρλότ και τον Λού, στην Σάντα Μόνικα. Είναι υπέροχοι — θυμάσαι, σου είχα μιλήσει γι αυτούς — και βάζω στοίχημα ότι θα χαίρονταν πολύ να σε φιλοξενήσουν». «Αχ, αυτό θα ήταν καταπληκτικό. Θα μπορούσα να τους βοηθώ στις δουλειές του σπιτιού, και να πιάσω μια δουλειά για να βοηθώ και στα έξοδα». Μετά από ένα πεντάλεπτο τηλεφώνημα, η Λίντα είχε ένα καινούργιο μέλλον. Ευχόμουν να μπορούσαν να είναι τα πράγματα τόσο απλά και για μένα. Ξαφνικά θυμήθηκα τον Σωκράτη. Είπα στη Λίντα ότι έπρεπε να πάω κάπου. Εκείνη ξαφνιάστηκε αρκετά. «Τέτοια ώρα, περασμένα μεσάνυχτα;» «Ναι, έχω.... μερικούς ασυνήθιστους φίλους που μένουν ξύπνιοι το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας. Πρέπει να φύγω». Ξαναφιληθήκαμε, και έφυγα. Κουβαλούσα ακόμη τη βαλίτσα μου, όταν μπήκα στο γραφείο. «Μετακομίζεις εδώ;» αστειεύτηκε ο Σωκράτης. «Δεν ξέρω τι κάνω, Σωκράτη». «Προφανώς ήξερες πολύ καλά τι έκανες στο Πρωτάθλημα. Διάβασα τις αθλητικές εφημερίδες. Συγχαρητήρια. Πρέπει να είσαι πολύ χαρούμενος». «Ξέρεις πολύ καλά πώς αισθάνομαι, Σωκράτη». «Και βέβαια ξέρω» είπε ανέμελα, μπαίνοντας στο γκαράζ με σκοπό να αναστήσει ένα παλιό κιβώτιο ταχυτήτων κάποιου Φολκς Βάγκεν. «Προοδεύεις — ακριβώς πάνω στην ώρα». «Χαίρομαι που το ακούω,» απάντησα, χωρίς ενθουσιασμό. «Αλλά πάνω στην ώρα για πιο πράγμα;» «Για να φτάσεις στην πύλη. Στην πραγματική ευχαρίστηση, στην ελευθερία, στην χαρά, στην ανεξήγητη ευτυχία! Στον μοναδικό σκοπό που είχες ποτέ. Και για να αρχίσουμε, είναι καιρός να αφυπνίσουμε ξανά τις αισθήσεις σου».

- 120 -

Έμεινα σιωπηλός, προσπαθώντας να χωνέψω αυτό που είπε. «Ξανά;» ρώτησα. «Ναι, ξανά. Κάποτε ήσουν λουσμένος στο φως και έβρισκες ευχαρίστηση στα πιο απλά πράγματα». «Δεν πρέπει να ήταν πρόσφατα». «Καθόλου πρόσφατα» απάντησε, και παίρνοντας το κεφάλι μου στα χέρια του με έστειλε πίσω στην βρεφική ηλικία. Τα μάτια μου ορθάνοιχτα, κοιτάζουν αχόρταγα τα σχήματα και τα χρώματα που βρίσκονται κάτω από τα χέρια μου, καθώς σερνόμουν στο πλακοστρωμένο πάτωμα. Αγγίζω ένα χαλάκι, και αυτό με αγγίζει με τη σειρά του. Τα πάντα είναι λαμπερά και ζωντανά. Αρπάζω ένα κουτάλι με το μικρό μου χέρι και το χτυπάω σε ένα κύπελο. Ο κουδουνιστός ήχος είναι απόλαυση για τα αυτιά μου. Φωνάζω με δύναμη! Μετά κοιτάζω προς τα πάνω και βλέπω μια φούστα να θροϊζει πάνω από το κεφάλι μου. Με σηκώνουν ψηλά, και βγάζω χαδιάρικους ήχους. Βουτηγμένος στη μυρωδιά της μητέρας μου, αφήνω το σώμα μου να χαλαρώσει πάνω στο δικό της και είμαι γεμάτος ευδαιμονία. Λίγο αργότερα. Δροσερός αέρας αγγίζει το πρόσωπο μου, καθώς μπουσουλάω μέσα σ' έναν κήπο. Πολύχρωμα λουλούδια ορθώνονται τριγύρω μου, και με κυκλώνουν νέες μυρωδιές. Κόβω ένα και το δαγκώνω — το στόμα μου γεμίζει με μια πικρή γεύση. Το φτύνω. Έρχεται η μητέρα μου. Τεντώνω το χέρι μου προς το μέρος της για να της δείξω ένα κινούμενο μαύρο πράγμα που με γαργαλάει. Εκείνη σκύβει και το διώχνει με το χέρι της. «Κακιά αράχνη!» λέει. Μετά φέρνει ένα μαλακό πράγμα κοντά στο πρόσωπο μου. «Τριαντάφυλλο» λέει, και μετά ξαναβγάζει τον ίδιο ήχο. «Τριαντάφυλλο». Την κοιτάζω, μετά βλέπω γύρω μου, και παρασύρομαι ξανά από έναν κόσμο μυρωδάτων χρωμάτων. Βλέπω το αρχαίο γραφείο του Σωκράτη, το κίτρινο χαλάκι του. Κουνάω το κεφάλι μου πέρα-δώθε. Όλα μοιάζουν σαν να βρίσκονται μέσα σε ομίχλη — δεν έχουν λάμψη. «Σωκράτη, νιώθω μισο-κοιμισμένος, σαν να πρέπει να μπω κάτω από κρύο νερό για να ξυπνήσω. Είσαι σίγουρος ότι το αυτό το τελευταίο ταξίδι δεν μου έκανε καμιά ζημιά;» «Όχι, Νταν, η ζημιά έγινε κατά τη διάρκεια πολλών ετών, με τρόπους που θα ανακαλύψεις μόνος σου». «Εκείνο το μέρος — ήταν ο κήπος του παππού μου, νομίζω. Το θυμάμαι. Ήταν σαν τον Κήπο της Εδέμ». «Πολύ ακριβής περιγραφή, Νταν. Ήταν ο Κήπος της Εδέμ. Όλα τα βρέφη ζούνε μέσα σ' έναν λαμπερό Κήπο, όπου αισθάνονται τα πάντα απευθείας, χωρίς την μεσολάβηση της σκέψης. Η "πτώση" συμβαίνει σε όλους μας όταν αρχίσουμε να σκεφτόμαστε, όταν αρχίσουμε να κολλάμε ταμπέλες και να μαθαίνουμε. Δεν ήταν μόνο ο Αδάμ και η Εύα, βλέπεις, συνέβη σε όλους μας. Η γέννηση του μυαλού είναι ο θάνατος των αισθήσεων — πτώση δεν είναι το να φας ένα μήλο και να γίνεις σεξουαλικός!» «Μακάρι να μπορούσα να πάω πίσω» αναστέναξα. «Ήταν τόσο λαμπερά, τόσο ξεκάθαρα, τόσο ευχάριστα».

- 121 -

«Αυτά που απολάμβανες όταν ήσουν νήπιο μπορούν να ξαναγίνουν δικά σου. Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ, ένας από τους Μεγάλους Πολεμιστές, είπε κάποτε ότι πρέπει να είσαι σαν μικρό παιδί για να μπεις στη Βασιλεία των Ουρανών. Τώρα καταλαβαίνεις». «Θα ήθελες λίγο τσάι ακόμη πριν φύγεις, Νταν;» είπε γεμίζοντας το κύπελό του από τη φιάλη. «Όχι, σ' ευχαριστώ Σωκράτη, αλλά το ντεπόζιτο μου έχει γεμίσει για σήμερα». «Εντάξει λοιπόν. Θα συναντηθούμε αύριο το πρωί στις οκτώ στους Βοτανικούς Κήπους. Καιρός να πάμε μια βόλτα στη φύση». Έφυγα, ανυπόμονος ήδη να φτάσει η επόμενη μέρα. Ξύπνησα μετά από μερικές ώρες ύπνου, ανανεωμένος και ενθουσιασμένος. Σήμερα ή αύριο θα ανακάλυπτα το μυστικό της ευδαιμονίας. Έτρεξα μέσα από το Στρώμπερυ Κάνυον, και περίμενα τον Σωκράτη στην είσοδο των Κήπων. Όταν έφτασε, αρχίσαμε να περπατάμε ανάμεσα σε στρέμματα πράσινου. Υπήρχε κάθε είδος δέντρου, θάμνου, φυτού και λουλουδιού που μπορούσε κανείς να φανταστεί. Μπήκαμε μέσα σε ένα τεράστιο θερμοκήπιο. Ο αέρας ήταν ζεστός και υγρός, σε αντίθεση με τον δροσερό πρωινό αέρα που φυσούσε έξω. Ο Σωκράτης μου έδειξε ένα τροπικό φύλλωμα που απλωνόταν πάνω από τα κεφάλια μας. «Αν ήσουν παιδί, όλα αυτά θα τα έβλεπες, άκουγες και αισθανόσουν σαν να ήταν η πρώτη φορά που τα συναντούσες. Τώρα όμως έμαθες ονόματα και κατηγορίες για το κάθε τι. «Αυτό είναι καλό, αυτό κακό, αυτό είναι τραπέζι, αυτό καρέκλα, αυτό αυτοκίνητο, ένα σπίτι, ένα λουλούδι, σκύλος, γάτα, κοτόπουλο, άντρας, γυναίκα, ηλιοβασίλεμα, ωκεανός, αστέρι». Τα έχεις βαρεθεί γιατί υπάρχουν μόνο ως ονόματα για σένα. Οι ξερές έννοιες του μυαλού θολώνουν την όραση σου». Ο Σωκράτης έκανε μια κυκλική κίνηση με το χέρι του, σαν να περιλάμβανε τα φοινικόδεντρα που βρίσκονταν ψηλά πάνω από τα κεφάλια μας και άγγιζαν σχεδόν την κορυφή του θερμοκηπίου. «Τώρα βλέπεις τα πάντα μέσα από ένα βέλο συνειρμών, σχετικών με τα πράγματα, που μπαίνει μπροστά από μια άμεση, απλή συνειδητότητα. Τα "έχεις ξαναδεί" όλα. Είναι σαν να βλέπεις ένα έργο για εικοστή φορά. Βλέπεις μόνο αναμνήσεις πραγμάτων, γι’ αυτό και βαριέσαι. Η βαριεστιμάρα είναι κυρίως η μη-βίωση της ζωής. Η βαριεστιμάρα είναι η συνειδητότητα παγιδευμένη στο μυαλό. Πρέπει να χάσεις το μυαλό σου για να βρεις τις αισθήσεις σου». Το επόμενο βράδυ ο Σωκράτης έβαζε ήδη την τσαγιέρα στη φωτιά, όταν μπήκα στο γραφείο, έβγαλα προσεκτικά τα παπούτσια μου και τα ακούμπησα στο χαλάκι κάτω από τον καναπέ. Με την πλάτη του γυρισμένη προς τα μένα, είπε: «Τι θα 'λεγες για έναν διαγωνισμό; Θα κάνεις πρώτα εσύ ένα κόλπο, μετά εγώ, και θα δούμε ποιος θα νικήσει». «Εντάξει, αν το θέλεις πραγματικά». Δεν ήθελα να τον ντροπιάσω, γι’ αυτό στάθηκα απλά στο ένα χέρι, πάνω στο γραφείο, για μερικά δευτερόλεπτα, έκανα μια τούμπα προς τα πίσω, και προσγειώθηκα απαλά στο χαλί. Ο Σωκράτης κούνησε το κεφάλι του, φανερά απογοητευμένος. «Νόμιζα ότι το αποτέλεσμα θα παιζόταν, αλλά βλέπω ότι δεν είναι έτσι». «Με συγχωρείς, Σωκράτη, αλλά στο κάτω-κάτω εσύ δεν γίνεσαι νεότερος κάθε μέρα που περνά, και εγώ είμαι ειδικός σ' αυτά τα πράγματα».

- 122 -

«Εννοούσα,» μου χαμογέλασε πονηρά, «ότι δεν έχεις καμία ελπίδα να νικήσεις». «Τι είπες;» «Ορίστε!» είπε. Έκανε μεταβολή και περπάτησε αργά και σκόπιμα ως την τουαλέτα. Πήγα κοντά στην πόρτα του γραφείου, μήπως και ξανάβγαινε με κανένα σπαθί. Αλλά εκείνος βγήκε κρατώντας μόνο το φλιτζάνι του. Το γέμισε με νερό, μου χαμογέλασε, κούνησε το φλιτζάνι σαν να έκανε πρόποση, και το ήπιε αργά. «Λοιπόν;» είπα. «Αυτό ήταν». «Τι ήταν αυτό; Δεν έκανες τίποτε!» «Και βέβαια έκανα. Μόνο που εσύ δεν μπορείς να εκτιμήσεις το κατόρθωμα μου. Ένιωθα κάποια τοξικότητα στα νεφρά μου. Σε μερικές μέρες, ίσως αυτή η τοξικότητα να άρχιζε να επηρεάζει ολόκληρο το σώμα μου. Οπότε, πριν παρουσιαστούν οποιαδήποτε συμπτώματα, εντόπισα το πρόβλημα και ξέπλυνα τα νεφρά μου». Άρχισα να γελώ. «Σωκράτη, είσαι ο μεγαλύτερος, ο πιο γαλίφης, παλιοκατεργάρης άνθρωπος που έχω γνωρίσει ποτέ. Παραδέξου ότι έχασες — ότι μπλοφάρεις». «Μιλάω πολύ σοβαρά. Αυτό που σου περιέγραψα, συνέβη πραγματικά. Απαιτεί όμως ευαισθησία στις εσωτερικές ενέργειες και εκούσιο έλεγχο κάποιων πολύ λεπτών μηχανισμών». «Εσύ, απ' την άλλη μεριά,» είπε σκαλίζοντας την πληγή μου, «δεν έχεις την παραμικρή ιδέα για το τι συμβαίνει μέσα απ' το δέρμα σου. Είσαι σαν ένας αθλητής της δοκού που μόλις άρχισε να μαθαίνει να στέκεται με τα χέρια. Δεν είσαι ακόμη αρκετά ευαίσθητος για να καταλαβαίνεις πότε χάνεις την ισορροπία σου και συνεχίζεις να "πέφτεις" άρρωστος». «Εδώ που τα λέμε Σωκράτη, έχω αναπτύξει μια πολύ λεπτή αίσθηση ισορροπίας στην ενόργανη γυμναστική. Πρέπει να την έχει κανένας, βλέπεις, για να εκτελέσει μερικά από εκείνα τα προχωρημένα..». «Σαχλαμάρες. Έχεις αναπτύξει μόνο ένα χονδροειδέστατο επίπεδο συνειδητότητας. Αυτό είναι αρκετό για την εκτέλεση μερικών βασικών κινήσεων, αλλά δεν είναι τίποτε για το οποίο μπορείς να καυχηθείς». «Πολύ εύκολα αφαιρείς την γοητεία μιας τριπλής τούμπας στον αέρα, Σωκράτη». «Δεν υπάρχει γοητεία σ' αυτό. Είναι ένα ακροβατικό που απαιτεί μερικές συνηθισμένες ικανότητες. Όταν μπορείς να νιώσεις τη ροή των ενεργειών στο σώμα σου και να συντονιστείς με αυτή, τότε θα νιώσεις την "γοητεία" που λες. Γι αυτό συνέχισε την εξάσκηση, Νταν. Εξευγένισε τις αισθήσεις σου, λίγο-λίγο κάθε μέρα. Επέκτεινε τις, όπως κάνεις με τους μύες σου στο γυμναστήριο. Στο τέλος, η δύναμη της συνείδησης σου θα διαπεράσει το σώμα σου και τον κόσμο. Και τότε θα σκέφτεσαι λιγότερο τη ζωή και θα τη ζεις περισσότερο. Τότε θα χαίρεσαι με τα απλά πράγματα στη ζωή —χωρίς να είσαι εθισμένος στην επιτυχία ή στις ακριβές διασκεδάσεις. Την επόμενη φορά,» είπε γελώντας, «ίσως να είσαι αντάξιος αντίπαλος μου». Ξανάβαλα το νερό για το τσάι να ζεσταίνεται. Καθίσαμε αμίλητοι για λίγο και μετά πήγαμε στο γκαράζ, όπου βοήθησα τον Σωκράτη να βγάλει την μηχανή ενός Φολγκς Βάγκεν και να αποσυναρμολογήσει άλλο ένα "άρρωστο" κιβώτιο ταχυτήτων. Βγήκαμε για να εξυπηρετήσουμε μια μεγάλη μαύρη λιμουζίνα. Όταν αργότερα γυρίσαμε στο γραφείο, ρώτησα τον Σωκράτη αν πίστευε ότι οι πλούσιοι άνθρωποι είναι πιο ευτυχισμένοι από «κάτι φτωχούς φουκαράδες, σαν εμάς».

- 123 -

Η απάντηση του, ως συνήθως, με εξέπληξε. «Δεν είμαι φτωχός, Νταν, είμαι πάρα πολύ πλούσιος. Και, για να ξέρεις, πρέπει να γίνεις πλούσιος για να είσαι ευτυχισμένος».. Χαμογέλασε με την αποσβολωμένη μου έκφραση, πήρε ένα στυλό απ' το γραφείο του, και έγραψε σε μια λευκή κόλλα χαρτί:

«Αν έχεις αρκετά χρήματα ώστε να ικανοποιείς τις επιθυμίες σου, Νταν, είσαι πλούσιος. Αλλά υπάρχουν δύο τρόποι να είναι κανένας πλούσιος: Μπορείς να κερδίσεις, να κληρονομήσεις, να δανειστείς, να ζητιανέψεις, ακόμη και να κλέψεις αρκετά χρήματα, ώστε να ικανοποιήσεις τις ακριβές σου επιθυμίες — ή μπορείς να καλλιεργήσεις έναν απλό τρόπο ζωής, με λίγες επιθυμίες. Με αυτόν τον τρόπο θα έχεις πάντα περισσότερα χρήματα απ' όσα χρειάζεσαι. «Μόνο ένας πολεμιστής είναι αρκετά προνοητικός και έχει την αυτοπειθαρχία που χρειάζεται για να χρησιμοποιήσει τον δεύτερο τρόπο. Το να ζω πλήρως την κάθε στιγμή είναι η δική μου επιθυμία και η ευχαρίστηση μου. Η συναίσθηση και η προσοχή δεν κοστίζουν. Το μόνο που πρέπει να επενδύσεις είναι εξάσκηση. Αυτό είναι ένα ακόμη πλεονέκτημα του να είσαι πολεμιστής, Νταν — κοστίζει λιγότερο! Το μυστικό της ευτυχίας, βλέπεις, δεν βρίσκεται στην αναζήτηση των πολλών, αλλά στην ανάπτυξη της ικανότητας να απολαμβάνεις τα λίγα». Ένιωθα ικανοποιημένος ακούγοντας αυτά που έλεγε. Δεν υπήρχαν περιπλοκές, ούτε πιεστικές αναζητήσεις, ούτε απελπισμένα εγχειρήματα που έπρεπε να γίνουν. Ο Σωκράτης μου είχε δείξει τον θησαυρό που υπήρχε μέσα στο ίδιο μου το σώμα. Ο Σωκράτης πρέπει να είχε προσέξει ότι ονειρευόμουν, γιατί με άρπαξε ξαφνικά απ' τις μασχάλες, με σήκωσε και με πέταξε στον αέρα, τόσο ψηλά, που το κεφάλι μου σχεδόν χτύπησε στο ταβάνι. Όταν έπεσα, επιβράδυνε την πτώση μου, και με ξανάστησε όρθιο. «Ήθελα απλώς να σιγουρευτώ ότι θα είχα την προσοχή σου για το επόμενο μέρος. Τι ώρα είναι;» Τρέμοντας μετά από την ξαφνική μου πτήση, απάντησα: «Εε, φαίνεται στο ρολόι του γκαράζ — τρεις παρά εικοσιπέντε». «Λάθος! Ήταν πάντα και πάντοτε θα είναι τώρα! Τώρα είναι η ώρα — η ώρα είναι τώρα. Το κατάλαβες καλά;» «Ε, ναι, το κατάλαβα». «Πού βρισκόμαστε;» «Βρισκόμαστε στο γραφείο του βενζινάδικου — δεν μου λες, δεν το ξαναπαίξαμε αυτό το παιχνίδι, πριν από πολύ καιρό;» «Ναι, το ξαναπαίξαμε, και αυτό που έμαθες τότε ήταν ότι το μόνο πράγμα που μπορείς να ξέρεις με σιγουριά, είναι το ότι βρίσκεσαι εδώ, όπου κι αν είναι αυτό το "εδώ". Από αυτή τη στιγμή, όποτε η προσοχή σου αρχίζει να κόβει βόλτες σε άλλες εποχές και τόπους, θέλω να επανέρχεσαι. Θυμήσου, η ώρα είναι τώρα και ο τόπος είναι εδώ». Εκείνη τη στιγμή μπήκε με ορμή μέσα στο γραφείο ένα κολεγιόπαιδο, τραβολογώντας μαζί του έναν φίλο του. «Δεν μπορούσα να το πιστέψω!» είπε στον φίλο του, δείχνοντας τον Σωκράτη. Στράφηκε σε εκείνον. «Περνούσα απ' έξω, έριξα μια ματιά προς τα εδώ, και σε είδα να πετάς αυτόν τον τύπο στο ταβάνι. Ποιος στην ευχή είσαι;» - 124 -

Όλα έδειχναν ότι ο Σωκράτης θα αναγκαζόταν να αποκαλυφθεί. Κοίταξε τον μαθητή με άδειο βλέμμα, και μετά γέλασε. «Α,» ξανα-γέλασε, «Α, ωραίο και τούτο! Όχι, απλώς κάναμε εξάσκηση, για να περνά η ώρα. Ο Ντάν, από δω, είναι αθλητής της ενόργανης γυμναστικής — έτσι δεν είναι Νταν;» Έγνεψα καταφατικά. Ο φίλος του μαθητή είπε ότι με θυμόταν — είχε δει κανά δυο αγώνες. Το παραμύθι του Σωκράτη είχε αρχίσει να γίνεται πιστευτό. «Έχουμε ένα μικρό τραμπολίνο πίσω από εκείνο το γραφείο». Ο Σωκράτης πήγε πίσω από το γραφείο, όπου προς μεγάλη μου έκπληξη "επέδειξε" το ανύπαρκτο μικρό τραμπολίνο, με τόσο μεγάλη αληθοφάνεια που άρχισα κι εγώ να πιστεύω ότι υπήρχε πράγματι πίσω από το γραφείο. Πηδώντας όλο και ψηλότερα, μέχρι που κόντεψε να φτάσει στο ταβάνι, ο Σωκράτης άρχισε μετά να αναπηδά χαμηλότερα, πάνω-κάτω, ώσπου σταμάτησε και υποκλίθηκε βαθιά. Τον χειροκρότησα. Οι μαθητές έφυγαν μπερδεμένοι, αλλά ικανοποιημένοι. Πήγα τρέχοντας απ' την άλλη μεριά του γραφείου. Φυσικά, δεν υπήρχε τραμπολίνο. Γέλασα υστερικά. «Σωκράτη, είσαι απίθανος!» «Και βέβαια» είπε, χωρίς καθόλου ψεύτικη μετριοφροσύνη. Ο ουρανός είχε φωτιστεί κάπως από το φως της αυγής, την ώρα που ο Σωκράτης κι εγώ ετοιμαζόμασταν να φύγουμε. Κούμπωσα το φερμουάρ του τζάκετ μου. Αισθανόμουν ότι η σημερινή αυγή είχε κάποια ιδιαίτερη σημασία για μένα. Περπατώντας προς το σπίτι μου, σκεφτόμουν τις αλλαγές που είχαν αρχίσει να φαίνονται, όχι τόσο απ' έξω, όσο από μέσα. Ένιωθα πιο ξεκάθαρα που οδηγούσε ο δρόμος μου και ποιες ήταν οι προτεραιότητες μου. Όπως μου είχε ζητήσει κάποτε ο Σωκράτης, είχα παραιτηθεί από την απαίτηση να με ικανοποιεί ο τρόπος που ήταν φτιαγμένος ο κόσμος — γι αυτόν το λόγο είχαν εξαφανιστεί και οι απογοητεύσεις μου. Θα συνέχιζα βέβαια να κάνω ό,τι ήταν αναγκαίο για να ζήσω μέσα στην καθημερινότητα, αλλά κάτω από τους δικούς μου όρους. Είχα αρχίσει να αισθάνομαι ελεύθερος. Και η σχέση μου με τον Σωκράτη είχε αλλάξει. Πρώτ' απ' όλα, είχα λιγότερες ψευδαισθήσεις που έπρεπε να υπερασπίζομαι. Αν με έλεγε χαϊβάνι, απλώς γελούσα, γιατί ήξερα ότι με τα δικά του μέτρα και σταθμά τουλάχιστον, είχε δίκιο. Και σπανίως με τρόμαζε πια. Καθώς περνούσα το Νοσοκομείο Χέρικ, στο δρόμο για το σπίτι, ένα χέρι με άρπαξε από τον ώμο και εγώ ξεγλύστρισα ενστικτωδώς προς τα κάτω, σαν γάτα που δεν θέλει να την χαϊδέψουν. Γυρίζοντας, είδα τον Σωκράτη χαμογελαστό. «Ώστε δεν είσαι πια νευρόσπαστο, έτσι;» «Τι κάνεις εδώ, Σωκράτη;» «Βγήκα βόλτα». «Χαρά μου να σ' έχω για παρέα μου». Περπατήσαμε σιωπηλοί για κανα δυό τετράγωνα και μετά με ρώτησε, «Τι ώρα είναι;» «Ε, είναι περίπου..». Τότε συνήλθα, «...περίπου τώρα». «Και πού είμαστε;» «Εδώ». Δεν είπε τίποτε άλλο, κι εγώ ένιωσα την ανάγκη να του μιλήσω. Του είπα για την νέα αίσθηση ελευθερίας που είχα, για τα σχέδια μου για το μέλλον.

- 125 -

«Τι ώρα είναι;» ρώτησε. «Τώρα,» αναστέναξα. «Δεν χρειάζεται να μου το θ...». «Πού είμαστε;» ρώτησε αθώα. «Εδώ, αλλά..». «Άκουσε με» με διέκοψε. «Μείνε στο παρόν. Δεν μπορείς με τίποτε να αλλάξεις το παρελθόν, και το μέλλον δεν θα είναι ποτέ ακριβώς όπως το περιμένεις, ή όπως ελπίζεις. Δεν υπήρξαν ποτέ πολεμιστές του παρελθόντος, ούτε θα υπάρξουν πολεμιστές του μέλλοντος. Ο πολεμιστής βρίσκεται εδώ, τώρα. Η θλίψη, ο φόβος και ο θυμός σου, η μετάνοια και οι τύψεις, η ζήλια και τα σχέδια και οι επιθυμίες ζουν μόνο στο παρελθόν, ή στο μέλλον». «Για στάσου, Σωκράτη. Θυμάμαι στιγμές που ήμουν θυμωμένος στο παρόν». «Λάθος,» είπε. «Εννοείς ότι φέρθηκες θυμωμένα σε μια στιγμή στο παρόν. Αυτό είναι φυσιολογικό — η δράση υπάρχει πάντα στο παρόν, γιατί είναι ένας τρόπος σωματικής έκφρασης η οποία μπορεί να υπάρξει μόνο στο παρόν. Αλλά το μυαλό, βλέπεις, είναι σαν φάντασμα, και στην πραγματικότητα ποτέ δεν βρίσκεται στο παρόν. Η μόνη δύναμη που έχει, είναι αυτή του να σου αποσπά την προσοχή από το παρόν». Έσκυψα να δέσω το κορδόνι μου και ένιωσα κάτι να αγγίζει τους κροτάφους μου. Τέλειωσα το δέσιμο του κορδονιού μου, στάθηκα όρθιος, και είδα πως βρισκόμουν μόνος μου σε μια παλιά, γεμάτη μούχλα σοφίτα χωρίς παράθυρα. Στο αμυδρό φως, ξεχώρισα στη γωνία του δωματίου δύο παλιές κασέλες με σχήμα φέρετρου, τοποθετημένες οριζόντια. Ξαφνικά ένιωσα πολύ φοβισμένος, ειδικά όταν συνειδητοποίησα ότι μέσα απ' την απόλυτη ησυχία δεν μπορούσα να πιάσω κανέναν ήχο, σαν να έπνιγε όλους τους ήχους η μπαγιάτικη, νεκρή ατμόσφαιρα. Έκανα ένα προσεκτικό βήμα προς τα μπρος, και είδα ότι στεκόμουν μέσα σ' ένα πεντάλφα, ένα αστέρι με πέντε γωνίες, βαμμένο στο πάτωμα με μια καφεκόκκινη μπογιά. Το κοίταξα από πιο κοντά. Το καφεκόκκινο χρώμα ήταν ξεραμένο — ή σχεδόν ξεραμένο -αίμα. Πίσω μου άκουσα ένα βροντερό γέλιο, τόσο αρρωστημένο, τόσο τρομακτικό που μου έφερε αναγούλα και με έκανε να ξεροκαταπιώ. Αυθόρμητα έκανα μεταβολή, και αντίκρισα ένα λεπρό παραμορφωμένο κτήνος. Η ανάσα του ήταν μέσα στο πρόσωπο μου. Με χτύπησε δυνατά η γλυκερή μυρωδιά της από καιρό νεκρής σάρκας. Τα αλλόκοτα μάγουλα του τραβήχτηκαν προς τα πίσω για να αποκαλύψουν τα μαύρα, κοφτερά του δόντια. Τότε μου μίλησε: «ΈΕΕλλλαα σσεε μμμέενααα». Ένιωσα υποχρεωμένος να υπακούσω, αλλά το ένστικτο μου με κράτησε. Έμεινα καρφωμένος στη θέση μου. Μούγκρισε οργισμένο. «Παιδιά μου, πιάστε τον!» Τα κιβώτια στη γωνία κινήθηκαν αργά προς το μέρος μου και άνοιξαν, αποκαλύπτοντας ανθρώπινα κορμιά σε αποσύνθεση, που βγήκαν από μέσα και προχώρησαν σταθερά. Στριφογύρισα σαν τρελός μέσα στο πεντάλφα, ψάχνοντας ένα μέρος να κρυφτώ. Εκείνη τη στιγμή άνοιξε πίσω μου η πόρτα της σοφίτας, και μια νεαρή γυναίκα γύρω στα δεκαεννιά, μπήκε παραπατώντας μέσα και έπεσε λίγο έξω από το πεντάλφα. Η πόρτα έμεινε μισάνοιχτη, και λίγο φως έμπαινε μέσα το δωμάτιο. Ήταν πανέμορφη, ντυμένη στα άσπρα. Βόγκηξε, σαν να ήταν πληγωμένη, και είπε με μια απόμακρη φωνή, «Βοήθησε με, σε παρακαλώ, βοήθησε με». Τα μάτια της, γεμάτα δάκρυα, με εκλιπαρούσαν, αλλά μέσα τους υπήρχε και μια υπόσχεση ευγνωμοσύνης, ανταμοιβής και μια ακατανίκητη επιθυμία.

- 126 -

Κοίταξα τις φιγούρες που προχωρούσαν προς το μέρος μας. Κοίταξα την γυναίκα και την πόρτα. Τότε ένιωσα την Αίσθηση: «Μείνε εκεί που είσαι. Το πεντάλφα είναι το τώρα. Μέσα του είσαι ασφαλής. Ο δαίμονας και οι υπηρέτες του είναι το παρελθόν. Η πόρτα είναι το μέλλον. Πρόσεχε». Εκείνη τη στιγμή το κορίτσι ξαναβόγγηξε και γύρισε ανάσκελα. Το φουστάνι της γλύστρισε στον μηρό της, φτάνοντας σχεδόν ως τη μέση της. Άπλωσε τα χέρια της προς το μέρος μου παρακαλώντας με, προκαλώντας με. «Βοήθα με..». Μεθυσμένος από επιθυμία, βγήκα έξω από το πεντάλφα. Η γυναίκα μου μούγκρισε, και φάνηκαν τα κόκκινα από το αίμα μυτερά της δόντια. Ο δαίμονας και η παρέα του πήδησαν προς το μέρος μου ουρλιάζοντας θριαμβευτικά. Όρμηξα προς το πεντάλφα. Τρέμοντας, σωριασμένος στο πεζοδρόμιο, κοίταξα τον Σωκράτη που στεκόταν από πάνω μου. «Αν ξεκουράστηκες αρκετά, τι θα 'λεγες να συνεχίσουμε;» μου είπε, τη στιγμή που περνούσαν από δίπλα μας κάποιοι κάνοντας τζόγκιν. Φαίνονταν να διασκεδάζουν με τη στάση μου. «Χρειάζεται να με κατατρομάζεις κάθε φορά που θέλεις να μου αποδείξεις κάτι;» τσίριξα. «Μάλλον,» μου απάντησε, «όταν αυτό που θέλω να σου αποδείξω είναι πολύ σημαντικό». Μετά από μερικές στιγμές σιγής, τον ρώτησα δειλά, «Μήπως τυχόν έχεις το τηλέφωνο της κοπέλας με το άσπρο φόρεμα;» Ο Σωκράτης χτύπησε το μέτωπο του με την παλάμη του, και κοίταξε προς τον ουρανό με μια έκφραση απελπισίας. «Να υποθέσω ότι έπιασες το νόημα όλης αυτής της ιστορίας;» «Συνοπτικά,» είπα « ήταν: "μείνε στο παρόν. Είναι πιο ασφαλές. Και μην βγαίνεις από το πεντάλφα για χάρη κάποιου που έχει δόντια δράκουλα."» «Ακριβώς!» Μου χαμογέλασε. «Μην αφήνεις κανέναν και τίποτε, και ακόμη περισσότερο τις ίδιες σου τις σκέψεις, να σε βγάζουν απ' το παρόν. Θα έχεις ακούσει βέβαια την ιστορία με τους δύο καλόγερους: Δύο καλόγεροι, ένας γέρος και ένας πολύ νέος, περπατούσαν μια βροχερή μέρα σε ένα λασπωμένο μονοπάτι μέσα στο δάσος γυρίζοντας στο μοναστήρι τους στην Ιαπωνία. Συνάντησαν μια πανέμορφη γυναίκα, που στεκόταν αμήχανη μπροστά σε ένα ορμητικό ποταμάκι από λάσπη. Βλέποντας την έτσι προβληματισμένη ο γέρο-μοναχός, την πήρε στα δυνατά του μπράτσα και την κουβάλησε μέχρι την απέναντι όχθη. Του χαμογελούσε, με τα χέρια της περασμένα στον λαιμό του, μέχρι τη στιγμή που την άφησε στο έδαφος στην άλλη πλευρά του ποταμού. Τον ευχαρίστησε, υποκλίθηκε, και οι δύο μοναχοί συνέχισαν τον δρόμο τους σιωπηλοί. Ενώ πλησίαζαν τις πύλες του μοναστηριού, ο νεαρός μοναχός δεν μπόρεσε να κρατηθεί άλλο. «Πώς μπόρεσες να κρατήσεις μια όμορφη γυναίκα στην αγκαλιά σου; Τέτοια συμπεριφορά δεν αρμόζει σε ιερέα».

- 127 -

Ο γερο-μοναχός κοίταξε τον σύντροφο του και του απάντησε, «Εγώ την άφησα εκεί πίσω. Εσύ την κουβαλάς ακόμη;» «Σαν να μου φαίνεται ότι με περιμένει κι άλλη δουλειά,» αναστέναξα, «πάνω που νόμιζα ότι είχα φτάσει κάπου». «Ο σκοπός σου δεν είναι "να φτάσεις κάπου" — είναι να βρίσκεσαι εδώ, Νταν. Εσύ όμως ακόμη, ζεις στο παρόν μόνο όταν είσαι συγκεντρωμένος κάνοντας μια εναέρια τούμπα, ή όταν σε σκοτίζω εγώ. Καιρός να βάλεις τα δυνατά σου όσο ποτέ άλλοτε, αν θέλεις να έχεις μια μικρή ευκαιρία να βρεις την πύλη. Βρίσκεται μπροστά σου — άνοιξε τα μάτια σου, τώρα!» «Με ποιόν τρόπο;» «Συγκεντρώσου στην παρούσα στιγμή, Νταν, και θα ελευθερωθείς απ' τις σκέψεις. Όταν οι σκέψεις αγγίζουν το παρόν, διαλύονται». Ξεκίνησε να φύγει. «Περίμενε, Σωκράτη. Πριν φύγεις, πες μου, εσύ ήσουν ο γερομοναχός της ιστορίας — αυτός που κουβάλησε τη γυναίκα; Ήταν κάτι που θα μπορούσες να έχεις κάνει εσύ». «Καλά, εσύ την κουβαλάς ακόμη;» Περπατώντας σαν να γλιστρούσε, εξαφανίστηκε στη γωνία. Τον άκουγα να γελάει ακόμη. Έτρεξα αργά μέχρι το σπίτι μου, έκανα ένα ντους, και αμέσως μετά κοιμήθηκα βαθιά. Όταν ξύπνησα, πήγα μια βόλτα συνεχίζοντας να διαλογίζομαι όπως μου είχε πει ο Σωκράτης. Συγκεντρωνόμουν όλο και περισσότερο στο παρόν. Άρχισα να ξυπνάω, να ζω πραγματικά μέσα στον κόσμο και, σαν να ξαναγινόμουν παιδί ξαναποκτούσα τις χαμένες μου αισθήσεις. Ο ουρανός μου φαινόταν πιο λαμπερός, ακόμα και τις γεμάτες ομίχλη μέρες του Μάη. Δεν είπα τίποτε στο Σωκράτη σχετικά με τη Λίντα, ίσως για τον ίδιο λόγο που δεν είχα μιλήσει σε κείνη για τον δάσκαλο μου. Ήταν διαφορετικά κομμάτια της ζωής μου. Και είχα την αίσθηση ότι ο Σωκράτης ενδιαφερόταν πιο πολύ για την εσωτερική μου εκπαίδευση, παρά για τις εγκόσμιες σχέσεις μου. Την Τζόϋ, όπως φαινόταν, θα την έβλεπα κάθε φορά που θα αποφάσιζε να εμφανιστεί ή που θα την ονειρευόμουν. Η Λίντα μου έγραφε σχεδόν καθημερινά και μερικές φορές μου τηλεφωνούσε κιόλας, μια και δούλευε στην Τηλεφωνική Εταιρεία Μπελ. Οι εβδομάδες περνούσαν και τα μαθήματα κυλούσαν ομαλά. Η πραγματική μου αίθουσα διδασκαλίας πάντως, ήταν το Στρώμπερυ Κάνυον, όπου έτρεχα μέσα στα βουνά σαν τον άνεμο, χάνοντας την αίσθηση των αποστάσεων, συναγωνιζόμενος τα αγριοκούνελα. Μερικές φορές σταματούσα για να διαλογιστώ κάτω από τα δέντρα, ή απλώς για να μυρίσω τη δροσερή και φρέσκια αύρα που ερχόταν από τα λαμπερά νερά του κόλπου που απλωνόταν από κάτω μου. Καθόμουν για κανένα μισάωρο, κοιτάζοντας το αστραφτερό νερό ή τα σύννεφα να τρέχουν στον ουρανό. Είχα απελευθερωθεί απ' όλους τους "σημαντικούς στόχους" του παρελθόντος μου. Μόνο ένας μου είχε απομείνει: η Πύλη. Μερικές φορές την ξεχνούσα κι αυτή, στο γυμναστήριο, όταν πετούσα στον αέρα με τη βοήθεια του τραμπολίνου, στριφογύριζα και έστριβα, "έπλεα" ήρεμος στον αέρα ή ξανάρχιζα τις τούμπες. Συνέχισα να αλληλογραφώ με τη Λίντα και τα γράμματα μας έγιναν σκέτα ποιήματα. Αλλά η εικόνα της Τζόϋ ξεπηδούσε μπροστά στα μάτια μου, χαμογελώντας

- 128 -

σκανδαλιάρικα, σαν να ήξερε κάτι που εγώ δεν το ήξερα, μέχρι που έφτασα να μην είμαι σίγουρος τι και ποιαν ήθελα. Πριν καλά-καλά το καταλάβω, ο τελευταίος μου χρόνος στο πανεπιστήμιο έφτασε στο τέλος του. Οι τελικές εξετάσεις ήταν μια τυπικότητα για μένα. Γράφοντας τις απαντήσεις στις εξετάσεις ήξερα ότι η ζωή μου είχε αλλάξει, από την ευχαρίστηση και μόνο που έπαιρνα βλέποντας το απαλό μπλε μελάνι να βγαίνει από την μύτη της πένας μου. Ακόμα και οι γραμμές του χαρτιού μου φαίνονταν σαν έργα τέχνης. Οι ιδέες κυλούσαν άνετα μέσ' απ' το κεφάλι μου, ανενόχλητες από άγχος και έγνοιες. Σε λίγο όλα είχαν τελειώσει και τότε συνειδητοποίησα ότι η πανεπιστημιακή μου θητεία είχε λήξει. Πήγα στο βενζινάδικο, με φρέσκο χυμό μήλου στα χέρια, για να το γιορτάσω με το Σωκράτη. Εκεί που καθόμασταν ρουφώντας τον χυμό μας, οι σκέψεις μου ξέφυγαν από την προσοχή μου και περιπλανήθηκαν στο μέλλον. «Πού είσαι;» ρώτησε ο Σωκράτης. «Τι ώρα είναι;» «Εδώ, Σωκράτη, τώρα. Αλλά η τωρινή πραγματικότητα είναι ότι χρειάζομαι μια καριέρα. Έχεις να μου δώσεις καμιά συμβουλή;» «Η συμβουλή μου είναι: κάνε ό,τι είναι να κάνεις». «Δεν με βοηθάς και πολύ. Μπορείς να προσθέσεις κάτι σ' αυτό;» «Γιατί όχι; Κάνε ό,τι πρέπει να κάνεις». «Τι όμως;» «Δεν έχει σημασία τι κάνεις — μόνο το πόσο καλά to κάνεις. Μια και το 'φερε η κουβέντα,» πρόσθεσε, «θα μας επισκεφτεί η Τζόϋ αυτό το Σαββατοκύριακο». «Θαυμάσια! Τι θα 'λεγες για ένα πικ-νικ αυτό το Σάββατο; Κατά τις δέκα η ώρα το πρωί;» «Εντάξει. Θα σε συναντήσουμε εδώ». Τον καληνύχτισα και βγήκα στο δροσερό αέρα του Ιουνίου, κάτω από τον έναστρο ουρανό. Ήταν γύρω στις μια και μισή το πρωί και ήμουν έτοιμος να στρίψω στη γωνία αφήνοντας πίσω μου το βενζινάδικο. Κάτι με έκανε να γυρίσω και να κοιτάξω τη σκεπή του κτιρίου. Πάνω εκεί βρισκόταν εκείνος, η ίδια εικόνα που είχα δει πριν από πολλούς μήνες, να στέκεται ακίνητος, με ένα απαλό φως να βγαίνει από το σώμα του καθώς κοιτούσε στο σκοτάδι. Παρ' ότι βρισκόταν καμιά εικοσαριά μέτρα μακριά μου και μίλησε χαμηλόφωνα, τον άκουσα σαν να βρισκόταν δίπλα μου. «Νταν, έλα εδώ». Περπάτησα γοργά μέχρι το πίσω μέρος του βενζινάδικου, την ώρα που ο Σωκράτης ξεπρόβαλε μέσα απ' τις σκιές. «Πριν φύγεις σήμερα, υπάρχει ένα τελευταίο πράγμα που θέλω να δεις». Έστρεψε τους δείκτες των χεριών του προς το μέρος μου και με άγγιξε πάνω από τα φρύδια. Αμέσως μετά, απομακρύνθηκε λίγο, πήδησε κατευθείαν προς τα πάνω και προσγειώθηκε στην σκεπή. Στεκόμουν αποσβολωμένος. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Ο Σωκράτης πήδησε κάτω και προσγειώθηκε αθόρυβα. «Το μυστικό,» μου χαμογέλασε πειρακτικά, «είναι πολύ γεροί αστράγαλοι». Έτριψα τα μάτια μου. «Σωκράτη, ήταν αληθινό αυτό που είδα; Εννοώ, το είδα βέβαια, αλλά είχες αγγίξει τα μάτια μου προηγουμένως».

- 129 -

«Τα όρια της πραγματικότητας δεν είναι καθορισμένα, Νταν. Η γη δεν είναι συμπαγής. Αποτελείται από σωματίδια και άτομα, μικρά σύμπαντα που τα χωρίζει κενό. Είναι ένα μέρος γεμάτο φως και μαγεία — αρκεί να ανοίξεις τα μάτια σου». Είπαμε καληνύχτα ο ένας στον άλλον. Επιτέλους, έφτασε το Σάββατο. Μπήκα στο γραφείο και ο Σωκράτης σηκώθηκε απ' την καρέκλα του. Ξαφνικά ένιωσα ένα απαλό μπράτσο να τυλίγεται γύρω από τη μέση μου και είδα τη σκιά της Τζόϋ δίπλα στη δική μου. «Πόσο χαίρομαι που σε ξαναβλέπω!» είπα και την αγκάλιασα. Το χαμόγελο της έλαμπε. «Ωωχ,» τσίριξε. «Πραγματικά δυνάμωσες. Προπονείσαι για τους Ολυμπιακούς;» «Εδώ που τα λέμε,» της απάντησα σοβαρά, «αποφάσισα να αποσυρθώ. Η γυμναστική μου πρόσφερε ό,τι είχε να μου προσφέρει. Καιρός να προχωρήσω». Κούνησε το κεφάλι της χωρίς να το σχολιάσει. «Άντε, να ξεκινήσουμε» είπε ο Σωκράτης, κουβαλώντας το καρπούζι που είχε φέρει. Τα σάντουιτς τα είχα εγώ, στον σάκο μου. Ανεβήκαμε στα βουνά. Η μέρα δεν θα μπορούσε να είναι πιο όμορφη. Αφού φάγαμε, ο Σωκράτης αποφάσισε να μας αφήσει μόνους και «να ανέβει σε κανένα δέντρο». Σε λίγο, κατέβηκε για να ακούσει τις σαχλαμάρες μας. «Τζόϋ, μια μέρα, θα γράψω ένα βιβλίο σχετικά με την εμπειρία μου με το Σωκράτη». «Μπορεί να το κάνουν ταινία» είπε εκείνη. Ο Σωκράτης στεκόταν δίπλα στο δέντρο και μας άκουγε. Είχα αρχίσει να ενθουσιάζομαι. «Και μετά θα φτιάξουν μπλουζάκια του Πολεμιστή..». «Και σαμπουάν Πολεμιστής» φώναξε η Τζόϋ. «Και αυτοκόλλητα!» «Και τσίχλες!» Ο Σωκράτης είχε ακούσει αρκετά. Κουνώντας το κεφάλι του, ξανανέβηκε στο δέντρο. Αρχίσαμε και οι δύο να γελάμε, κυλιστήκαμε στο γρασίδι, και εγώ είπα, δήθεν αδιάφορα: «Είσαι για έναν μικρό αγώνα μέχρι τη Ρόδα, και πίσω;» «Νταν, πρέπει να είσαι μαζοχιστής» καυχήθηκε η Τζόϋ. «Ο πατέρας μου ήταν αντιλόπη, η μητέρα μου τσιτάχ. Η αδελφή μου είναι ο άνεμος, και..». «Ναι, ξέρω, τα αδέλφια σου είναι μια Πόρσε και μια Φεράρι». Η Τζόϋ γέλασε βάζοντας τα παπούτσια της. «Ο χαμένος θα μαζέψει τα σκουπίδια» είπα. Η Τζόϋ, μιμούμενη τέλεια τον W.C.Fields, είπε: «Κάθε στιγμή γεννιέται κι ένα κοροΐδο». Και αμέσως, χωρίς προειδοποίηση, άρχισε να τρέχει. Της φώναξα, δένοντας τα παπούτσια μου, «Και υποθέτω ότι ο θείος σου ήταν ο Πήτερ ο Λαγός!» Φώναξα στον Σωκράτη, «Θα επιστρέψω σε λίγα λεπτά» και έτρεξα πίσω από τη Τζόϋ, που είχε ήδη απομακρυνθεί αρκετά, γύρω στα δύο χιλιόμετρα, προς την κατεύθυνση της Ρόδας. Ήταν γρήγορη, σίγουρα — αλλά εγώ ήμουν γρηγορότερος και το ήξερα. Η εκπαίδευση μου είχε ακονίσει τις ικανότητες μου πέρα από κάθε φαντασία. - 130 -

Η Τζόϋ, τρέχοντας χωρίς μεγάλη προσπάθεια, κοίταξε πίσω της. Η έκπληξη της — μήπως θα έπρεπε να πω το σοκ; — ήταν πολύ μεγάλη, σαν με είδε να την ακολουθώ κατά πόδας, αναπνέοντας ήρεμα. Έβαλε μεγαλύτερη προσπάθεια, και ξανακοίταξε πίσω της. Ήμουν τόσο κοντά της που έβλεπα τις σταγόνες του ιδρώτα της να στάζουν από τον όμορφο λαιμό της. Καθώς έτρεχα δίπλα της, με ρώτησε λαχανιασμένη: «Τι έκανες; Ανέβηκες στην πλάτη κανενός αετού;» «Ναι» της χαμογέλασα. «Ενός από τους ξαδέρφους μου». Της έστειλα ένα φιλί, και την προσπέρασα γοργά. Είχα ήδη φτάσει στη Ρόδα και είχα κάνει τον μισό δρόμο της επιστροφής, όταν πρόσεξα ότι η Τζόϋ είχε μείνει καμιά κατοστάρια μέτρα πίσω. Φαινόταν πολύ κουρασμένη, σαν να πιεζόταν υπερβολικά. Την λυπήθηκα. Σταμάτησα, κάθισα κάτω, και έκοψα ένα κίτρινο αγριολούλουδο απ' αυτά που μεγάλωναν στο μονοπάτι. Όταν με πλησίασε, έκοψε ταχύτητα για να με δει να μυρίζω το λουλούδι. Είπα, «Υπέροχη μέρα, δεν συμφωνείς;» «Ξέρεις,» είπε εκείνη, «αυτή η σκηνή μου θυμίζει την ιστορία με τη χελώνα και το λαγό». Και μ' αυτά τα λόγια, άρχισε να τρέχει με απίστευτη ταχύτητα. Ξαφνιασμένος, πήδηξα όρθιος και άρχισα να την κυνηγώ. Αργά αλλά σταθερά μείωνα την απόσταση μεταξύ μας, όμως πλησιάζαμε πια στο τέρμα του λιβαδιού και με περνούσε ήδη αρκετά μέτρα. Την πλησίασα, όλο και πιο πολύ, μέχρι που μπορούσα να ακούσω το γλυκό της λαχάνιασμα. Στήθος με στήθος, τρέξαμε τα τελευταία είκοσι μέτρα. Τότε άπλωσε το χέρι της και έπιασε το δικό μου. Κόψαμε ταχύτητα, γελώντας, και πέσαμε ακριβώς πάνω στις φέτες του καρπουζιού που είχε ετοιμάσει ο Σωκράτης, στέλνοντας τους σπόρους του στον αέρα, προς κάθε κατεύθυνση. Ο Σωκράτης, έχοντας κατεβεί από το δέντρο του, χειροκρότησε τη στιγμή που το πρόσωπο μου γλιστρούσε πάνω σε μία φέτα καρπούζι που είχε απλωθεί πάνω στα μάγουλα μου. Η Τζόϋ με κοίταξε και είπε ψευδά, «Αγοράκι, δεν είναι ανάγκη να κοκκινίζεις έτσι. Στο κάτω-κάτω, παρ' ολίγο να με νικήσεις». Το πρόσωπο μου στέγνωνε σιγά-σιγά. Το σκούπισα και έγλυψα το χυμό του καρπουζιού απ' τα δάχτυλα μου. Της απάντησα, «Κοριτσάκι, πρέπει να είναι χαζός κανείς για να μην δει ότι σε νίκησα». «Μόνο ένας χαζός υπάρχει εδώ,» μουρμούρισε ο Σωκράτης, «και είναι αυτός που διέλυσε το καρπούζι». Γελάσαμε όλοι μαζί, και εγώ στράφηκα προς τη Τζόϋ με μάτια γεμάτα αγάπη. Αλλά όταν είδα τον τρόπο που με κοιτούσε, σταμάτησα να γελάω. Εκείνη με πήρε από το χέρι και με οδήγησε στην άκρη του λιβαδιού, απ' όπου φαίνονταν οι καταπράσινοι λόφοι του Τίλντεν Παρκ. «Ντάνυ, πρέπει να σου πω κάτι. Σημαίνεις πολλά για μένα. Αλλά απ' ό,τι μου λέει ο Σωκράτης,» — κοίταξε προς τα πίσω τον Σωκράτη ο οποίος κουνούσε αργά το κεφάλι του δεξιά κι αριστερά — «ο δρόμος σου δεν είναι αρκετά φαρδύς για να χωρέσει κι εμένα —τουλάχιστον έτσι δείχνουν τα πράγματα. Και είμαι ακόμη πολύ μικρή, Ντάνυ, —έχω κι εγώ να φροντίσω πολλά πράγματα».

- 131 -

Έτρεμα ολόκληρος. «Μα, Τζόϋ, ξέρεις ότι θέλω να είμαι μαζί σου για πάντα. Θέλω να κάνω παιδιά μαζί σου, να σε κρατώ ζεστή τις νύχτες. Θα ήταν τόσο όμορφη η ζωή, αν ήμασταν μαζί». «Ντάνυ,» είπε εκείνη, «υπάρχει και κάτι άλλο που θα έπρεπε να σου το έχω πει από καιρό. Ξέρω ότι φαίνομαι και συμπεριφέρομαι σαν να ήμουν... όσο μεγάλη νομίζεις ότι είμαι. Αλλά είμαι μόνο δεκαπέντε χρονών». Έμεινα να την κοιτάω με ανοιχτό το στόμα. «Αυτό σημαίνει ότι, για πολλούς μήνες, είχα ένα σωρό παράνομες φαντασιώσεις». Γελάσαμε και οι τρεις, αλλά το δικό μου γέλιο ήταν ρηχό. Ένα κομμάτι της ζωής μου είχε πέσει και είχε χαθεί. «Τζόϋ, θα περιμένω. Υπάρχει ακόμη ελπίδα». Τα μάτια της Τζόϋ γέμισαν δάκρυα. «Αχ, Ντάνυ, πάντα υπάρχει ελπίδα — για οτιδήποτε. Αλλά ο Σωκράτης μου είπε ότι θα ήταν καλύτερα να με ξεχάσεις». Ο Σωκράτης με πλησίασε αθόρυβα από πίσω, όσο εγώ κοίταζα τα λαμπερά της μάτια. Ενώ άπλωνα τα χέρια μου προς το μέρος της, με άγγιξε απαλά στη βάση του κρανίου. Τα φώτα έσβησαν, και αμέσως ξέχασα τελείως ότι κάποτε είχα γνωρίσει μια γυναίκα που την έλεγαν Τζόϋ.

- 132 -

ΒΙΒΛΙΟ ΤΡΙΤΟ:

ΠΑΡΑΛΟΓΗ

- 133 -

ΕΥΤΥΧΙΑ

7. Η ΤΕΛΙΚΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Όταν άνοιξα τα μάτια μου, ήμουν ξαπλωμένος ανάσκελα, κοιτάζοντας τον ουρανό. Πρέπει να με είχε πάρει ο ύπνος. Τεντώθηκα και είπα, «Οι δυο μας πρέπει να φεύγουμε συχνότερα από το βενζινάδικο και να κάνουμε πικ-νικ, δεν συμφωνείς;» «Ναι,» έγνεψε καταφατικά. «Οι δυο μας, εσύ κι εγώ». Μαζέψαμε τα πράγματα μας και περπατήσαμε κανά-δυό χιλιόμετρα μέσα στα γεμάτα δέντρα βουνά, μέχρι τη στάση του λεωφορείου. Όσο το λεωφορείο κατέβαινε το βουνό, είχα την αίσθηση ότι είχα ξεχάσει να κάνω ή να πω κάτι — ή ότι είχα ίσως αφήσει τίποτα εκεί πίσω. Μέχρι να φτάσουμε στους πρόποδες, αυτή μου η αίσθηση είχε εξασθενίσει πολύ. Πριν να βγει από το λεωφορείο, τον ρώτησα. «Τι θα έλεγες Σωκράτη αν σου πρότεινα να πάμε για τρέξιμο, κάποια στιγμή αύριο;» «Γιατί να περιμένουμε τόσο;» απάντησε εκείνος. «Συνάντησε με σήμερα το βράδυ, στην γέφυρα πάνω απ' το ποταμάκι, κατά τις έντεκα και μισή. Μπορούμε κάλλιστα να τρέξουμε στις λωρίδες, μέσα στη νύχτα. Θα είναι ωραία». Εκείνη τη νύχτα, η πανσέληνος έδινε μια ασημένια ανταύγεια στις κορυφές των θάμνων και των χόρτων. Αρχίσαμε να τρέχουμε. Εγώ όμως ήξερα απ' έξω κάθε βήμα των δέκα χιλιομέτρων της ανηφορικής διαδρομής, και θα μπορούσα να την είχα τρέξει και σε απόλυτο σκοτάδι. Μετά την απότομη ανάβαση στις χαμηλές λωρίδες, το κορμί μου έκαιγε. Σύντομα φτάσαμε στον δρόμο που συνέδεε τα χαμηλά μονοπάτια με τα ψηλότερα. Αυτό που μου είχε φανεί βουνό πριν μήνες, τώρα ήταν πανεύκολο. Ανασαίνοντας βαθιά, έτρεξα γρήγορα στην ανηφόρα και φώναξα στον Σωκράτη που με ακολουθούσε ασθμαίνοντας, «Έλα, γερο-παράξενε, πιάσε με αν μπορείς!» Στη μέση μιας ευθείας κοίταξα πίσω μου, περιμένοντας να δω τον Σωκράτη να έρχεται χοροπηδώντας. Δεν φαινόταν πουθενά. Σταμάτησα, γελώντας από μέσα μου. Περίμενα ότι θα μού' παίζε κάποιο παιχνίδι. Θα τον άφηνα λοιπόν κι εγώ να περιμένει πιο πάνω και να αναρωτιέται που ήμουν εγώ. Κάθισα στην κορυφή ενός λοφίσκου και κοίταξα τον κόλπο, και πιο πέρα το Σαν Φραντσίσκο, που έλαμπε στο βάθος. Τότε ο άνεμος άρχισε να ψιθυρίζει και ξαφνικά ήξερα ότι κάτι πήγαινε στραβά — πολύ στραβά. Πήδηξα όρθιος και άρχισα να κατεβαίνω τρέχοντας τα μονοπάτια. Βρήκα τον Σωκράτη λίγο παρακάτω, ακριβώς στη στροφή, πεσμένο με τα μούτρα στο σκληρό, κρύο έδαφος. Γονάτισα γρήγορα δίπλα του, τον γύρισα απαλά ανάσκελα και κρατώντας τον ακούμπησα το αυτί μου στο στήθος του. Η καρδιά του δεν ακουγόταν. «Θεέ μου, ω Θεέ μου» φώναξα. Ο άνεμος στρίγγλισε περνώντας μέσα απ' το φαράγγι.

- 134 -

Ακούμπησα το σώμα του Σωκράτη κάτω, έβαλα το στόμα μου πάνω στο δικό του και φύσηξα αέρα μέσα στα πνευμόνια του. Έκανα μασάζ στο στήθος του με μανία, νιώθοντας τον πανικό μου να μεγαλώνει κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε. Στο τέλος, το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να του μουρμουρίζω τρυφερά, ενώ κρατούσα το κεφάλι του στα χέρια μου και το κουνούσα μπρος-πίσω. «Σωκράτη, μη πεθάνεις — σε παρακαλώ, Σωκράτη». Ήταν δική μου ιδέα το να τρέξουμε. Θυμήθηκα με πόσο κόπο ανέβαινε το απότομο μονοπάτι, λαχανιάζοντας. Αν εγώ... Πολύ αργά. Γέμισα θυμό για την αδικία που υπήρχε στον κόσμο. Ποτέ δεν είχα νιώσει τόσο οργισμένος στη ζωή μου. «ΟΟΟΟΟΟΟΟΧΙΙΙΙΙΙΙ!» ούρλιαξα, και η αγωνία μου αντήχησε στο φαράγγι, κι ανάγκασε τα πουλιά να φύγουν από τις φωλιές τους και να αναζητήσουν ασφάλεια στον αέρα. Δεν θα πέθαινε — δεν θα τον άφηνα εγώ! Ένιωσα την ενέργεια να βγαίνει από τα χέρια, τα πόδια και το στήθος μου. Θα του την έδινα όλη. Ακόμα και αν αυτό σήμαινε να χάσω τη ζωή μου, θα το έκανα ευχαρίστως. «Σωκράτη, ζήσε, ζήσε!» Άρπαξα το στήθος του με τα χέρια μου, χώνοντας τα δάχτυλα μου στα πλευρά του. Ένιωθα ηλεκτρισμένος — είδα τα χέρια μου να λάμπουν καθώς τον ταρακουνούσα, εκλιπαρώντας την καρδιά του να ξαναχτυπήσει. «Σωκράτη!» τον διέταξα. «Ζήσε!» Αλλά δεν έγινε τίποτε... τίποτε. Με κατέλαβε η αβεβαιότητα και κατέρρευσα. Αυτό ήταν το τέλος. Κάθισα ακίνητος, με δάκρυα να τρέχουν στα μάγουλα μου. «Σε παρακαλώ» κοίταξα προς τα πάνω, μέσα στα ασημένια σύννεφα που άγγιζαν το φεγγάρι. «Σε παρακαλώ», είπα στον Θεό που δεν είχα δει ποτέ μου. «Κάνε τον να ζήσει». Στο τέλος σταμάτησα να αγωνίζομαι, σταμάτησα να ελπίζω. Οι δυνάμεις μου δεν έφταναν. Είχα αποτύχει να τον βοηθήσω. Δύο μικρά κουνέλια πήδησαν μέσα από ένα θάμνο. Με είδαν να κοιτάω το άψυχο σώμα ενός γέρου, που κρατούσα τρυφερά στην αγκαλιά μου. Και τότε το ένιωσα — την ίδια Παρουσία που είχα νιώσει πριν από πολλούς μήνες. Είχε γεμίσει το κορμί μου. Εγώ ανάσαινα Εκείνο, κι Εκείνο εμένα. «Σε παρακαλώ», είπα για τελευταία φορά, «πάρε εμένα, όχι αυτόν». Το εννοούσα. Και εκείνη τη στιγμή, ένιωσα το χτύπημα ενός σφυγμού στο λαιμό του Σωκράτη. Γρήγορα, ακούμπησα το κεφάλι μου στο στήθος του. Στο αυτί μου έφτασε το δυνατό, ρυθμικό χτύπημα της καρδιάς του γερο-πολεμιστή. Φύσηξα ζωή μέσα του, ξανά και ξανά, ώσπου το στήθος του άρχισε να ανεβοκατεβαίνει με τον δικό του ρυθμό. Όταν ο Σωκράτης άνοιξε τα μάτια του, με είδε από πάνω του να γελάω και να κλαίω ταυτόχρονα από ευγνωμοσύνη. Και το φεγγαρόφωτο μας έλουσε με ασημένιο φως. Τα κουνέλια μας κοίταζαν, με τη γούνα τους να γυαλίζει. Μόλις άκουσαν τον ήχο της φωνής μου έτρεξαν να κρυφτούν στους θάμνους. «Σωκράτη, είσαι ζωντανός». «Βλέπω ότι η παρατηρητικότητα σου είναι, όπως πάντα, πολύ μεγάλη» είπε αδύναμα. Προσπάθησε να σταθεί όρθιος, αλλά ήταν υπερβολικά αδύναμος, και πονούσε στο στήθος. Τον σήκωσα στους ώμους μου όπως κάνουν οι πυροσβέστες και άρχισα να τον κουβαλάω προς το τέλος του μονοπατιού, τέσσερα χιλιόμετρα δρόμο. Όταν φτάναμε στο Επίστημονικό Εργαστήριο Λώρενς, ο νυχτοφύλακας θα μπορούσε να καλέσει ένα ασθενοφόρο.

- 135 -

Έμεινε ήσυχος πάνω στους ώμους μου την περισσότερη ώρα. Πολεμούσα την κούραση, ιδρώνοντας από το βάρος που κουβαλούσα. Πότε-πότε έλεγε, «Ο καλύτερος τρόπος να ταξιδεύει κανείς — να το κάνουμε συχνότερα» — ή «Ντέεϊ!» Δεν γύρισα στο σπίτι μου, παρά μόνο αφού τον είχαν τακτοποιήσει στη μονάδα εντατικής παρακολούθησης, στο Νοσοκομείο Χέρικ. Εκείνη τη νύχτα ο παλιός μου εφιάλτης επέστρεψε. Ο Θάνατος προσπαθούσε να πιάσει τον Σωκράτη. Ξύπνησα ουρλιάζοντας. Έμεινα δίπλα του την επόμενη μέρα. Την περισσότερη ώρα κοιμόταν, αλλά αργά το απόγευμα ήθελε να μιλήσει. «Εντάξει — τι έγινε;» «Σε βρήκα ξαπλωμένο εκεί. Η καρδιά σου είχε σταματήσει και δεν ανέπνεες. Σε — σε έφερα πίσω με τη θέληση μου». «Θύμισε μου να σε βάλω στη διαθήκη μου. Τι ένιωσες;» «Αυτό ήταν το παράξενο, Σωκράτη. Στην αρχή ένιωσα την ενέργεια να ρέει μέσα μου. Προσπάθησα να σου την δώσω. Είχα παραιτηθεί, όταν..». «Ποτέ μην απελπίζεσαι» είπε επίσημα. «Σωκράτη, αυτό είναι σοβαρό!» «Συνέχισε — έχεις όλη μου την προσοχή. Είμαι πολύ περίεργος να δω τι συνέβη στη συνέχεια». Του χαμογέλασα. «Ξέρεις πολύ καλά τι συνέβη. Η καρδιά σου ξανάρχισε να χτυπά — αλλά μόνο αφού είχα σταματήσει να προσπαθώ. Η Παρουσία που είχα νιώσει κάποτε — Εκείνη την έκανε να χτυπήσει». Έγνεψε καταφατικά. «Ώστε Την ένιωσες». Δεν ήταν ερώτηση, ήταν δήλωση. «Ναι». «Αυτό ήταν ένα καλό μάθημα» είπε, και τεντώθηκε αργά. «Μάθημα! Εσύ έπαθες καρδιακή προσβολή, και αυτό ήταν καλό μάθημα για μένα. Έτσι το βλέπεις;» «Ναι» είπε. «Και ελπίζω να το εκμεταλλευτείς όπως πρέπει. Όσο δυνατοί κι αν φαινόμαστε, πάντα υπάρχει μια κρυμμένη αδυναμία, η οποία μπορεί να είναι η τελική αιτία του θανάτου μας. Οι Κανόνες λένε: Για κάθε δυνατό σημείο, υπάρχει και μια αδυναμία — και αντίστροφα. Φυσικά, ακόμη και όταν ήμουν παιδί, το αδύνατο σημείο μου ήταν πάντα η καρδιά μου. Εσύ, νεαρέ μου φίλε, έχεις ένα άλλο είδος "καρδιακών προβλημάτων"». «Εγώ;» «Ναι. Δεν έχεις ανοίξει ακόμη την καρδιά σου με φυσικό τρόπο, ώστε να δώσεις ζωή στα συναισθήματα σου όπως χθες το βράδυ. Έμαθες να ελέγχεις το σώμα σου, έχεις ακόμη κάποιον έλεγχο πάνω στο μυαλό σου, αλλά η καρδιά σου δεν έχει ανοίξει ακόμη. Ο σκοπός σου δεν είναι να γίνεις άτρωτος, είναι να γίνεις τρωτός — τρωτός στον κόσμο, στη ζωή, και συνεπώς στην Παρουσία που ένιωσες χθες. Προσπάθησα να σου δείξω έμπρακτα ότι η ζωή ενός πολεμιστή δεν έχει σκοπό την φανταστική τελειότητα ή τη νίκη, αλλά την αγάπη. Η αγάπη είναι τo σπαθί του πολεμιστή. Δίνει ζωή σε ό,τι κόβει, και όχι θάνατο. «Σωκράτη, πες μου για την αγάπη. Θέλω να το καταλάβω».

- 136 -

Γέλασε ανάλαφρα. «Δεν είναι κάτι που το καταλαβαίνεις — μπορείς μόνο να το αισθανθείς». «Τότε πες μου για τα αισθήματα». «Βλέπεις;» είπε. «Θέλεις να το μετατρέψεις σε νοητικό θέμα. Ξέχνα τον εαυτό σου και νιώσε!» Τον κοίταξα, ξαπλωμένο στο κρεβάτι. Συνειδητοποίησα την έκταση της αυτοθυσίας του — το πώς με εκπαίδευε, χωρίς να κάνει ποτέ πίσω, παρόλο που ήξερε ότι είχε πρόβλημα με την καρδιά του — και όλα αυτά για να κρατήσει άσβηστο το ενδιαφέρον μου. Τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα. «Πράγματι, αισθάνομαι, Σωκράτη..». «Σαχλαμάρες! Η θλίψη δεν μας κάνει». Η ντροπή που ένιωσα μετατράπηκε σε θυμό. «Με εξαγριώνεις μερικές φορές, γερομάγε! Τι θέλεις να κάνω, να φτύσω αίμα;» «Ούτε ο θυμός είναι αρκετός» είπε θεατρινίστικα, δείχνοντας με, με γουρλωμένα μάτια, σαν κακοποιό στοιχείο παλιάς ταινίας. «Σωκράτη, είσαι θεόμουρλος» γέλασα. «Αυτό είναι! Το γέλιο μας κάνει!» Και οι δύο μας γελάσαμε ευτυχισμένοι. Μετά τον πήρε ο ύπνος, ενώ ψιλογελούσε ακόμη. Έφυγα χωρίς να κάνω θόρυβο. Όταν πήγα να τον επισκεφτώ το επόμενο πρωί, φαινόταν πιο δυνατός. Αμέσως τον έβαλα στα δύσκολα. «Σωκράτη, γιατί συνέχισες να τρέχεις μαζί μου, και ακόμη χειρότερα να χοροπηδάς σαν τρελός, ενώ ήξερες ότι όλα αυτά μπορούσαν να σε σκοτώσουν από στιγμή σε στιγμή;» «Γιατί να ανησυχώ; Καλύτερα να ζήσει κανείς, πριν πεθάνει. Είμαι ένας πολεμιστής — ο δρόμος μου είναι η δράση» είπε. «Είμαι ένας δάσκαλος. Διδάσκω με παραδείγματα. Κάποια μέρα ίσως κι εσύ να διδάξεις άλλους με τον τρόπο που σε δίδαξα εγώ — τότε θα καταλάβεις ότι οι λέξεις δεν φτάνουν. Κι εσύ θα πρέπει να διδάξεις με παραδείγματα, και μόνο όσα πράγματα έχεις μάθει μέσα από τις δικές σου εμπειρίες». Τότε μου είπε μια ιστορία: Μια μητέρα έφερε τον νεαρό γιο της στον Μαχάτμα Γκάντι. Τον παρακάλεσε, «Σε παρακαλώ, Μαχάτμα. Πες στον γιό μου να πάψει να τρώει ζάχαρη». Ο Γκάντι έμεινε σιωπηλός. Μετά είπε, «Ξανάφερε τον γιο σου σε δύο εβδομάδες». Παραξενεμένη, η γυναίκα τον ευχαρίστησε, και είπε ότι θα έκανε αυτό που της είχε ζητήσει. Δύο εβδομάδες αργότερα, επέστρεψε με τον γιο της. Ο Γκάντι κοίταξε τον νεαρό στα μάτια και του είπε: «Σταμάτα να τρως ζάχαρη». Γεμάτη ευγνωμοσύνη αλλά και περιέργεια, η γυναίκα τον ρώτησε, «Γιατί μου είπες να τον ξαναφέρω σε δύο εβδομάδες; Θα μπορούσες να του είχες πει και τότε το ίδιο πράγμα». Ο Γκάντι της απάντησε: «Πριν από δύο βδομάδες, έτρωγα κι εγώ ζάχαρη».

- 137 -

«Νταν, να ενσαρκώνεις αυτά που διδάσκεις, και να διδάσκεις μόνο πράγματα που έχεις αφομοιώσει από προσωπικές εμπειρίες». «Τι άλλο να διδάξω από ενόργανη γυμναστική;» «Η γυμναστική είναι αρκετή — αρκεί να την χρησιμοποιείς σαν μέσω κάλυψης για άλλα, πιο σημαντικά μαθήματα» μου είπε. «Να σέβεσαι τους άλλους. Δίνε τους πρώτα αυτό που θέλουν και, ίσως με τον καιρό, μερικοί θα επιθυμήσουν να πάρουν αυτό που θέλεις να τους δώσεις εσύ. Να είσαι ευχαριστημένος με το να διδάσκεις τούμπες, μέχρι κάποιος να σου ζητήσει κάτι παραπάνω». «Και πώς θα ξέρω αν θέλουν κάτι παραπάνω;» «Θα το καταλάβεις». «Μα, Σωκράτη, είσαι σίγουρος ότι προορίζομαι για δάσκαλος; Δεν νιώθω σαν δάσκαλος». «Φαίνεται να έχεις πάρει αυτή την κατεύθυνση». «Αυτό μου θύμισε κάτι που ήθελα να σε ρωτήσω εδώ και πολύ καιρό. Συχνά φαίνεται να διαβάζεις τις σκέψεις μου, ή να γνωρίζεις το μέλλον μου. Θα αποκτήσω κι εγώ κάποια μέρα αυτές τις δυνάμεις;» Μόλις το άκουσε αυτό, ο Σωκράτης έσκυψε, άναψε την τηλεόραση, και άρχισε να βλέπει κινούμενα σχέδια. Εγώ την ξανά-κλεισα. Στράφηκε προς το μέρος μου αναστενάζοντας. «Ήλπιζα ότι είχες ξεπεράσει τον παιδιάστικο ενθουσιασμό σου για τις "δυνάμεις". Αλλά μια και το ανέφερες, καλύτερα να ξεμπερδεύουμε με αυτό. Ωραία λοιπόν, τι θέλεις να μάθεις;» «Πρώτα απ' όλα, την πρόβλεψη του μέλλοντος. Το έχεις κάνει μερικές φορές». «Το να προβλέπεις το μέλλον βασίζεται στην ρεαλιστική αντίληψη του παρόντος. Μην προσπαθείς να δεις το μέλλον, μέχρι να μπορέσεις να δεις καθαρά το παρόν». «Καλά λοιπόν. Τι έχεις να πεις για το διάβασμα των σκέψεων;» τον ρώτησα. Ο Σωκράτης αναστέναξε. «Τι να πω γι αυτό;» «Σχεδόν πάντα, ξέρεις τι σκέφτομαι». «Ναι, πράγματι» παραδέχτηκε, «ξέρω τι σκέφτεσαι, τις πιο πολλές φορές. Είναι εύκολο να διαβάσω τις "σκέψεις" σου, γιατί είναι γραμμένες στο πρόσωπο σου». Κοκκίνισα. «Κατάλαβες τι εννοώ;» είπε γελώντας και έδειξε τα κοκκινισμένα μου μάγουλα. «Και δεν χρειάζεται να είναι μάγος κανείς για να διαβάζει πρόσωπα — οι χαρτοπαίκτες το κάνουν συνέχεια». «Αλλά τι γίνεται με τις αληθινές δυνάμεις;» Ανακάθισε στο κρεβάτι και είπε, «Υπάρχουν πράγματι ειδικές δυνάμεις αλλά για τον πολεμιστή αυτά τα πράγματα δεν έχουν καμία σημασία. Μην ξεγελιέσαι. Η Ευτυχία είναι η μόνη δύναμη που μετράει. Και δεν μπορείς να κατακτήσεις εσύ την ευτυχία — εκείνη θα κατακτήσει εσένα, μόνο αφού έχεις παραιτηθεί από όλα τα άλλα». Ο Σωκράτης φαινόταν να χάνει τις δυνάμεις του. Με κοίταξε για λίγο σαν να προσπαθούσε να πάρει κάποια απόφαση. Μετά μίλησε, με απαλή αλλά σταθερή φωνή, λέγοντας τα λόγια που φοβόμουν όσο τίποτε άλλο στον κόσμο. «Βλέπω ξεκάθαρα, Νταν, ότι είσαι ακόμη παγιδευμένος — ακόμη ψάχνεις κάπου αλλού για την ευτυχία. Ας είναι. Θα συνεχίσεις να ψάχνεις ώσπου να απελπιστείς τελείως. Πρέπει να φύγεις για ένα διάστημα. Ψάξε να βρεις αυτό που θέλεις, και μάθε ό,τι μπορείς. Μετά, θα δούμε».

- 138 -

Η φωνή μου βγήκε τρεμουλιαστή απ' τη συγκίνηση. «Για... για πόσο πρέπει να φύγω;» Η απάντηση του με συντάραξε. «Εννιά με δέκα χρόνια πρέπει να είναι αρκετά». Ήμουν τρομοκρατημένος. «Σωκράτη, στην πραγματικότητα δεν με ενδιαφέρουν και τόσο οι δυνάμεις. Πραγματικά καταλαβαίνω τι θέλεις να πεις. Σε παρακαλώ, άσε με να μείνω μαζί σου». Έκλεισε τα μάτια του και αναστέναξε. «Φίλε μου, μη φοβάσαι. Το μονοπάτι σου θα σε οδηγήσει. Δεν θα χάσεις τον δρόμο σου». «Πότε θα σε ξαναδώ, Σωκράτη;» «Όταν η αναζήτηση σου φτάσει στο τέλος της — στο πραγματικό της τέλος». «Όταν γίνω πολεμιστής;» «Δεν μπορεί κανένας να γίνει πολεμιστής, Νταν. Η είσαι πολεμιστής, αυτή τη στιγμή, ή δεν είσαι. Ο ίδιος ο Δρόμος δημιουργεί τον πολεμιστή. Και τώρα, πρέπει να με ξεχάσεις τελείως. Φύγε, και γύρνα θριαμβευτής». Είχα μάθει να στηρίζομαι στις συμβουλές του, στην σιγουριά που μου έδινε. Τρέμοντας, σηκώθηκα και περπάτησα ως την πόρτα. Κοίταξα για τελευταία φορά τα λαμπερά του μάτια. «Θα κάνω αυτά που μου ζήτησες, Σωκράτη, εκτός από ένα. Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ». Κατέβηκα τα σκαλιά, περπάτησα μέσα στους δρόμους της πόλης, και έφτασα στην Πανεπιστημιούπολη — και στην αρχή ενός αβέβαιου μέλλοντος. Αποφάσισα να μετακομίσω στο Λος Αντζελες, στην πατρίδα μου. Πήρα το παλιό μου Βάλιαντ από το γκαράζ που το είχα, και πέρασα την τελευταία μου εβδομάδα στο Μπέρκλεϋ μαζεύοντας τα πράγματα μου. Σκεφτόμουν τη Λίντα. Βγήκα στον γωνιακό τηλεφωνικό θάλαμο και κάλεσα τον αριθμό του καινούργιου διαμερίσματος της. Όταν άκουσα την νυσταγμένη φωνή της, ήξερα τι ήθελα να κάνω. «Γλυκεία μου, σου έχω κανά-δυό εκπλήξεις. Μετακομίζω στο Λος Αντζελες. Μπορείς να πάρεις το αεροπλάνο για το Ωκλαντ αύριο το πρωί; Μπορούμε να ταξιδέψουμε νότια μαζί. Υπάρχουν μερικά πράγματα που θέλω να συζητήσουμε». Στην αρχή δεν ακούστηκε τίποτε απ' την άλλη μεριά του σύρματος. «Αχ, θα το ήθελα πάρα πολύ. Θα πάρω το αεροπλάνο των οκτώ. Εε» — ξανά σιωπή — «Τι θέλεις να συζητήσουμε, Ντάνυ;» «Είναι κάτι που θα ήθελα να σε ρωτήσω από κοντά, αλλά, για να σου δώσω μια ιδέα, είναι σχετικό με το να μοιραστούμε τη ζωή μας, με το να κάνουμε παιδιά και να ξυπνάμε το πρωί αγκαλιασμένοι». Η σιωπή έγινε πιο έντονη. «Λίντα;» Η φωνή της έτρεμε. «Νταν — δεν μπορώ να μιλήσω τώρα. Θα έρθω νωρίς αύριο το πρωί». «Θα σε περιμένω στο αεροδρόμιο. Γεια σου Λίντα». «Γεια σου, Ντάνυ». Ακολούθησε το μοναχικό βούισμα του τηλεφώνου. Έφτασα στο αεροδρόμιο στις εννέα παρά τέταρτο το πρωί. Ήταν ήδη εκεί, με τα λαμπερά της μάτια. Μια πανέμορφη κοκκινομάλα. Έτρεξε προς το μέρος μου γελώντας και με αγκάλιασε με ορμή. «Πόσο χαίρομαι που σε ξαναγκαλιάζω, Ντάνυ!» Ένιωθα τη ζεστασιά του κορμιού της πάνω στο δικό μου. Περπατήσαμε γρήγορα μέχρι το πάρκινγκ. Δεν μπορούσα ακόμη να μιλήσω.

- 139 -

Οδήγησα το αυτοκίνητο στο Πάρκο Τίλντεν, και έστριψα δεξιά. Σταμάτησα σε ένα όμορφο σημείο. Τα είχα όλα σχεδιασμένα από πριν. Της ζήτησα να καθίσει στον φράχτη και ήμουν έτοιμος να της κάνω την ερώτηση, αλλά πριν προλάβω εκείνη όρμηξε πάνω μου, με αγκάλιασε, είπε «Ναι!» και άρχισε να κλαίει. «Φταίει κάτι που είπα εγώ;» προσπάθησα να αστειευτώ. Παντρευτήκαμε στο Δημαρχείο του Λος Αντζελες σε πολύ στενό κύκλο. Ήταν πολύ όμορφα. Ένα μέρος του εαυτού μου ήταν τρομερά ευτυχισμένο. Ένα άλλο μέρος όμως, βασανιζόταν από μια απερίγραπτη θλίψη. Ξύπνησα στη μέση της νύχτας και περπάτησα στις μύτες των ποδιών μου ως το μπαλκόνι της σουίτας όπου περνούσαμε τον μήνα του μέλιτος. Έκλαψα σιωπηλά. Γιατί ένιωθα ότι είχα χάσει κάτι, ότι είχα ξεχάσει κάτι σημαντικό; Αυτή η αίσθηση δεν θα έφευγε ποτέ από κοντά μου. Σύντομα τακτοποιηθήκαμε στο καινούργιο μας διαμέρισμα. Δοκίμασα την τύχη μου σαν ασφαλιστής. Η Λίντα έπιασε μια περιστασιακή δουλειά — ταμίας σε μια τράπεζα. Ήμασταν πια άνετοι και τακτοποιημένοι, αλλά εγώ ήμουν πολύ απασχολημένος για να αφιερώσω αρκετό χρόνο στην νέα μου σύζυγο. Αργά τη νύχτα, όταν εκείνη κοιμόταν, έκανα διαλογισμό. Νωρίς το πρωί, έκανα μερικές ασκήσεις. Αλλά σε λίγο καιρό οι υποχρεώσεις της δουλειάς μου δεν άφηναν χρόνο για τέτοιες δραστηριότητες. Η σημασία της εκπαίδευσης και της πειθαρχίας μου άρχισε να ξεθωριάζει. Μετά από έξι μήνες εργασίας στις πωλήσεις ασφαλειών, αποφάσισα ότι έφτανε πια. Καθίσαμε με τη Λίντα και συζητήσαμε —πράγμα που είχαμε βδομάδες να κάνουμε. «Γλυκεία μου, τι θα 'λεγες να μετακομίζαμε στην Νότια Καλιφόρνια, και να έψαχνα για μια άλλη δουλειά;» «Αν το θέλεις εσύ, Νταν, εγώ δεν έχω αντίρρηση. Εξάλλου, θα είμαι και κοντά στους γονείς μου. Είναι πολύ καλές νταντάδες». «Νταντάδες;» «Ναι. Θα σου άρεσε να γίνεις πατέρας;» «Εννοείς, ένα μωρό; Εσύ — εγώ — ένα μωρό;» Την αγκάλιασα τρυφερά, για πολλή ώρα. Δεν έπρεπε να κάνω λανθασμένες κινήσεις μετά απ' αυτό. Την δεύτερη μας μέρα στον Νότο, η Λίντα επισκέφτηκε τους γονείς της, κι εγώ πήγα να ψάξω για δουλειά. Έμαθα από τον πρώην προπονητή μου, τον Χαλ, ότι ζητούσαν προπονητή για την ανδρική ομάδα γυμναστικής στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ. Μου πήραν συνέντευξη για τη θέση την ίδια μέρα και πήγα στα πεθερικά μου για να πω τα νέα στη Λίντα. Μόλις έφτασα, μου είπαν ότι τους είχαν τηλεφωνήσει από το γραφείο του Διευθυντή του Αθλητικού Τμήματος του Στάνφορντ και ότι είχα προσληφθεί. Θα άρχιζα τον Σεπτέμβριο. Δέχτηκα — είχα αποκτήσει καριέρα χωρίς ιδιαίτερο κόπο. Στα τέλη του Αυγούστου γεννήθηκε η πανέμορφη κορούλα μας, η Χόλυ. Μετέφερα τα υπάρχοντα μας στο Μένλο Παρκ σε ένα άνετο διαμέρισμα. Η Λίντα και το μωρό ήρθαν δύο εβδομάδες αργότερα. Ήμασταν ευτυχισμένοι για ένα διάστημα, αλλά γρήγορα με συνεπήρε η δουλειά μου. Ανέπτυξα ένα καλό πρόγραμμα γυμναστικής στο Στάνφορντ. Έτρεχα μίλια ολόκληρα κάθε πρωί μέσα στο γήπεδο του γκολφ και συχνά καθόμουν μοναχός μου στην όχθη της λίμνης Λαγκουνίτα. Για άλλη μια φορά η ενέργεια και η προσοχή μου πετούσαν σε πολλές κατευθύνσεις, αλλά δυστυχώς, όχι προς τη Λίντα.

- 140 -

Πέρασε ένας ολόκληρος χρόνος, χωρίς καν να το καταλάβω. Όλα πήγαιναν κατ' ευχή — δεν μπορούσα να καταλάβω το συναίσθημα απώλειας που είχα. Ένιωθα ότι είχα χάσει κάτι, πριν από πολύ καιρό. Οι εικόνες της εκπαίδευσης μου με το Σωκράτη — το τρέξιμο στα βουνά, οι παράξενες ασκήσεις μέσα στη νύχτα, οι ώρες που μιλούσα και άκουγα τον αινιγματικό μου δάσκαλο —ήταν πια αναμνήσεις που έσβηναν. Λίγο μετά την πρώτη μας επέτειο, η Λίντα μου είπε ότι ήθελε να επισκεφτούμε έναν σύμβουλο Γάμου. Μου ήρθε πολύ απότομα —πάνω που πίστευα ότι θα μπορούσαμε πια να χαλαρώσουμε, και να περάσουμε περισσότερο χρόνο μαζί. Ο Σύμβουλος Γάμου βοήθησε αρκετά, αλλά μια σκιά υπήρχε πια μεταξύ μας — ίσως να υπήρχε από την πρώτη νύχτα του γάμου μας. Είχε γίνει σιωπηλή και κλειστή, και είχε τραβήξει μαζί της και τη Χόλυ. Εγώ γύριζα στο σπίτι εξαντλημένος από τη δουλειά, κάθε μέρα, και είχα ελάχιστη ενέργεια να τους αφιερώσω. Τον τρίτο χρόνο μου στο Στάνφορντ, έκανα αίτηση για μια θέση εσωτερικού εφημερεύοντα καθηγητή σε ένα από τα οικήματα για φοιτητές του πανεπιστημίου, ώστε να μπορεί η Λίντα να συναντά κι άλλους ανθρώπους. Σύντομα έγινε ολοφάνερο το ότι αυτή μου η κίνηση είχε υπερβολικά καλά αποτελέσματα, ειδικά όσον αφορούσε το ερωτικό πεδίο. Δημιούργησε τον δικό της κοινωνικό κύκλο, και εγώ απαλλάχτηκα από ένα βάρος που δεν μπορούσα ή δεν ήθελα να κουβαλώ. Η Λίντα κι εγώ, απομακρυνθήκαμε περισσότερο την άνοιξη της τρίτης χρονιάς μου στο Στάνφορντ. Ρίχτηκα ακόμη πιο πολύ στη δουλειά μου, και ξανάρχισα την εσωτερική μου αναζήτηση. Τα πρωινά, έπαιρνα μέρος σε μία ομάδα Ζεν, στο γυμναστήριο. Άρχισα να παίρνω μαθήματα Αϊκίντο τα βράδια. Διάβαζα συνέχεια, ελπίζοντας να βρω στοιχεία ή κάποια κατεύθυνση ή απαντήσεις στις εκκρεμότητες που με βασάνιζαν. Όταν μου προσέφεραν μια θέση στο Κολλέγιο Ομπερλιν, μια σχολή κλασσικών σπουδών στο Οχάϊο, θεώρησα ότι μας δινόταν μια δεύτερη ευκαιρία. Αλλά τελικά, το μόνο που έκανα εκεί, ήταν να συνεχίσω το κυνήγι της προσωπικής μου ευτυχίας, με μεγαλύτερη ένταση. Δίδασκα περισσότερο από πριν, και ανέπτυξα δύο νέα συστήματα — την «Ψυχο-Φυσική Ανάπτυξη» και τον «Δρόμο του Ειρηνικού Πολεμιστή» —που περιείχαν μερικές από τις απόψεις και τις ασκήσεις που είχα μάθει απ' τον Σωκράτη. Στο τέλος του πρώτου μου χρόνου στο κολλέγιο, μου δόθηκε ένα ειδικό επίδομα για να κάνω το γύρο του κόσμου. Άφησα την Χόλυ και τη Λίντα πίσω, και ξεκίνησα για το ταξίδι που ήλπιζα ότι θα ήταν η τελική μου αναζήτηση. Σε όλα τα μέρη που επισκέφτηκα — Χαβάη, Ιαπωνία, Οκινάουα, Ινδία — σε κάθε πόλη που περπάτησα, βρήκα σχολές γιόγκα, κοινόβια, σχολές πολεμικών τεχνών — και δασκάλους. Αλλά δεν βρήκα απαντήσεις. Καθώς το ταξίδι μου πλησίαζε στο τέλος του, απελπιζόμουν όλο και περισσότερο. Ερωτήσεις βασάνιζαν συνεχώς το μυαλό μου. «Τι είναι η ευτυχία; Τι είναι η φώτιση; Τι βρίσκεται στο τέλος της αναζήτησης μου;» Είχα ακούσει τον Σωκράτη να μιλάει πολλές φορές γι αυτά τα πράγματα, αλλά ποτέ δεν είχα προσέξει πραγματικά τι έλεγε. Όταν έφτασα στο χωριό Κασκάϊς, στην ακτή της Πορτογαλίας —τον τελευταίο σταθμό του ταξιδιού μου — με απασχολούσε η ερώτηση που φαινόταν να είναι η κατακλείδα όλων των άλλων: «Ποιος είμαι;» Έκανα αυτή την ερώτηση ξανά και ξανά, στην απομονωμένη τεράστια παραλία που κατασκήνωσα για δέκα μέρες. Θα μπορούσα να είχα μείνει εκεί για όλη την υπόλοιπη μου ζωή και να αφήσω τα κύματα να διώξουν τις έγνοιες της αναζήτησης μου. Όμως, ένα πρωινό ξύπνησα και είδα ότι

- 141 -

η παλίρροια είχε καταστρέψει το κάστρο που είχα φτιάξει με χίλιους κόπους από άμμο και ξυλαράκια. Με έκανε να σκεφτώ τον θάνατο μου και αυτά που είχε προσπαθήσει να μου πει ο Σωκράτης. Τα λόγια και οι πράξεις του ξαναγύρισαν στο μυαλό μου, σαν τα κλαδάκια απ' το διαλυμένο κάστρο μου που τα κουβαλούσε πάνω του το κύμα: «Έχε υπ' όψη σου ότι ο χρόνος πετάει γοργά. Μια μέρα θα ανακαλύψεις ότι ο θάνατος δεν είναι αυτό που νομίζεις. Αλλά, έτσι κι αλλιώς, ούτε η ζωή είναι αυτό που νομίζεις εσύ ότι είναι. Και τα δύο τους μπορεί να είναι καταπληκτικά, γεμάτα από αλλαγές, ή, αν δεν ξυπνήσεις, μπορεί και τα δύο να σε απογοητεύσουν». Η θύμηση του γέλιου του, κουδούνισε στο μυαλό μου. Μια φορά που ενεργούσα μισοκοιμισμένα, ο Σωκράτης με είχε αρπάξει και με είχε ταρακουνήσει. «Ξύπνα! Αν ήξερες με σιγουριά ότι έπασχες από μια ανίατη ασθένεια — αν είχες πολύ λίγο χρόνο να ζήσεις και να σκεφτείς ποιος πραγματικά είσαι, δεν θα έχανες χρόνο με ονειροπολήσεις ή φόβους, με αδράνεια ή φιλοδοξίες. Λοιπόν, σου το λέω και άκουσε με καλά Νταν. Έχεις μια θανάσιμη αρρώστια: ονομάζεται θάνατος. Μερικά χρόνια πάνω ή κάτω πριν πεθάνεις, δεν έχουν καμιά απολύτως σημασία. Να είσαι ευτυχισμένος τώρα, χωρίς κανένα λόγο — αλλιώς δεν θα είσαι ποτέ». Είχα μια αίσθηση ότι έπρεπε να κάνω κάτι επειγόντως, αλλά δεν είχα πού να πάω. Έμεινα λοιπόν εκεί, στην παραλία, προσπαθώντας να λύσω τους κόμπους του μυαλού μου. «Ποιος είμαι; Τι είναι η φώτιση;» Ο Σωκράτης μου είχε πει κάποτε, ότι ακόμη και ο πολεμιστής δεν μπορεί να νικήσει τον θάνατο. Έχει όμως συνειδητοποιήσει Ποιοι πραγματικά είμαστε. Ξαπλωμένος κάτω από τον ήλιο, θυμήθηκα την ημέρα που ξεφλούδισα το τελευταίο στρώμα φλούδας του κρεμμυδιού, στο γραφείο του Σωκράτη, για να ανακαλύψω «ποιος ήμουν». Θυμήθηκα ένα χαρακτήρα κάποιου μυθιστορήματος του J.D.Salinger, ο οποίος βλέποντας κάποιον να πίνει ένα ποτήρι γάλα, είπε, «Ήταν σαν να χύνεις Θεό μέσα στον Θεό, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ μ' αυτό». Θυμήθηκα το όνειρο του Λάο-Τσε: Ο Λάο-Τσε κοιμήθηκε και ονειρεύτηκε ότι ήταν πεταλούδα. Όταν ξύπνησε, αναρωτήθηκε: «Τι είμαι άραγε: ένας άνθρωπος που μόλις ονειρεύτηκε ότι ήταν πεταλούδα, ή μια πεταλούδα που ονειρεύεται τώρα ότι είναι άνθρωπος;» Περπάτησα στην παραλία, τραγουδώντας ξανά και ξανά το παιδικό τραγουδάκι: Στο ποτάμι, μέσ' τη βάρκα σου, τράβα το κουπί, χαρούμενα όσο μπορείς, όνειρο είν' η ζωή. Μετά από έναν απογευματινό περίπατο, επέστρεψα στο μέρος που είχα κατασκηνώσει, πίσω από κάτι βράχους. Έβγαλα από το σακίδιο μου ένα παλιό βιβλίο που είχα πάρει στην Ινδία. Ήταν μια κακομοιριασμένη μετάφραση παλιών θρησκευτικών ιστοριών του τόπου. Ξεφυλλίζοντας το έπεσα πάνω σε μια ιστορία σχετική με την φώτιση: Ο Μιλαρέπα είχε ψάξει παντού για τη φώτιση, αλλά δεν μπορούσε να βρει απαντήσεις — μέχρι που μια μέρα είδε έναν γέροντα να κατεβαίνει αργά το μονοπάτι ενός βουνού, κουβαλώντας ένα βαρύ σακί. Αμέσως ο Μιλαρέπα διαισθάνθηκε ότι εκείνος ο γέροντας ήξερε το μυστικό που έψαχνε ο ίδιος εδώ και τόσα χρόνια.

- 142 -

«Γέροντα, σε παρακαλώ, πες μου αυτό που γνωρίζεις. Τι είναι η φώτιση;» Ο γέρος του χαμογέλασε για μια στιγμή, έριξε το βαρύ του φορτίο από τους ώμους του, και στάθηκε ορθός. «Ναι, κατάλαβα!» φώναξε ο Μιλαρέπα. «Έχεις την αιώνια μου ευγνωμοσύνη. Αλλά, σε παρακαλώ, έχω μια ερώτηση ακόμα. Τι υπάρχει μετά απ' τη φώτιση;» Χαμογελώντας του πάλι, ο γέροντας ξανασήκωσε το σακί, το έβαλε στους ώμους του, το σταθεροποίησε και συνέχισε τον δρόμο του. Εκείνη την νύχτα είδα ένα όνειρο: Βρίσκομαι μέσα στο σκοτάδι, στους πρόποδες ενός πανύψηλου βουνού, και ψάχνω κάτω από όλες τις πέτρες για ένα πολύτιμο πετράδι. Η κοιλάδα είναι καλυμμένη από το σκοτάδι, κι έτσι δεν μπορώ να βρω το πετράδι. Τότε κοιτάζω προς τα πάνω, την λαμπερή κορφή του βουνού. Αν υπάρχει κάπου αυτό το πετράδι, τότε πρέπει να βρίσκεται στην κορυφή. Σκαρφαλώνω όλο και πιο ψηλά, αρχίζοντας ένα επίπονο ταξίδι που κρατάει χρόνια. Τελικά, φτάνω στο τέλος του ταξιδιού μου. Στέκομαι εκεί, λουσμένος στο φως. Τώρα βλέπω καθαρά, αλλά το πετράδι δεν φαίνεται πουθενά. Κοιτάζω προς τα κάτω την κοιλάδα απ' όπου ξεκίνησα την αναρρίχηση μου πριν από πολλά χρόνια. Τότε καταλαβαίνω ότι το πετράδι υπήρχε πάντοτε μέσα μου, ακόμα και παλιά, όταν έψαχνα, και ότι το φως έλαμπε πάντα. Μόνο που τα μάτια μου ήταν κλειστά. Ξύπνησα μέσα στη νύχτα, κάτω από το λαμπερό φεγγάρι. Ο αέρας ήταν ζεστός και ο κόσμος γύρω μου σιωπηλός, με εξαίρεση το ρυθμικό ήχο των κυμάτων. Άκουσα τη φωνή του Σωκράτη, ήξερα όμως ότι ήταν άλλη μια ανάμνηση: «Η φώτιση δεν είναι ένα επίτευγμα, Νταν. Είναι μια συνειδητοποίηση. Και όταν ξυπνήσεις, όλα αλλάζουν, και ταυτόχρονα, τίποτε δεν αλλάζει. Αν ένας τυφλός καταλάβει ότι μπορεί πια να βλέπει, σημαίνει αυτό ότι έχει αλλάξει ο κόσμος;» Κάθισα, βλέποντας το φεγγαρόφωτο να βάφει ασημιά τη θάλασσα και τις κορυφές των μακρινών βουνών. «Πώς ήταν εκείνο το ρητό, που έλεγε για βουνά, ποτάμια, και τη μεγάλη αναζήτηση;» «Α, ναι» θυμήθηκα: «Στην αρχή, τα βουνά είναι βουνά και τα ποτάμια είναι ποτάμια. Μετά τα βουνά δεν είναι πια βουνά, και τα ποτάμια δεν είναι πια ποτάμια. Στο τέλος, τα βουνά είναι βουνά και τα ποτάμια είναι ποτάμια». Σηκώθηκα, έτρεξα στην παραλία και βούτηξα στα σκοτεινά νερά του ωκεανού, κολυμπώντας προς τα βαθιά. Είχα σταματήσει να κολυμπάω, και έκανα ποδήλατο, όταν ξαφνικά ένιωσα ένα πλάσμα να κολυμπάει στα μαύρα βάθη της θάλασσας, κάπου από κάτω μου. Κάτι ερχόταν κατά πάνω μου, πολύ γρήγορα. Ήταν ο Θάνατος. Άρχισα να κολυμπώ σαν τρελός προς την ακτή, και ξάπλωσα λαχανιασμένος στην υγρή άμμο. Ένας μικρός κάβουρας πέρασε μπροστά απ' τα μάτια μου και κρύφτηκε μέσα στην άμμο, καθώς τον σκέπασε ένα κύμα. Σηκώθηκα όρθιος, σκουπίστηκα και φόρεσα τα ρούχα μου. Μάζεψα τα πράγματα μου κάτω από το φως του φεγγαριού. Μετά, ρίχνοντας στον ώμο το σακίδιο μου είπα στον εαυτό μου:

- 143 -

«Καλύτερα να μην ξεκινήσεις ποτέ. Όταν ξεκινήσεις, καλύτερα να φτάσεις στο τέλος». Καθώς το αεροπλάνο μου έτρεχε στο διάδρομο του Αεροδρομίου Χόπκινς στο Κλήβελαντ, ένιωσα να αυξάνεται το άγχος μου για τον γάμο και τη ζωή μου. Είχαν περάσει πάνω από έξι χρόνια. Αισθανόμουν μεγαλύτερος, όχι όμως και σοφότερος. Τι θα έλεγα στην γυναίκα και την κόρη μου; Θα ξανάβλεπα ποτέ το Σωκράτη — και αν τον ξανάβλεπα, τι καινούργιο μπορούσα να του πω; Η Λίντα και η Χόλυ με περίμεναν όταν βγήκα απ' το αεροπλάνο. Η Χόλυ έτρεξε προς το μέρος μου φωνάζοντας χαρούμενη και με αγκάλιασε σφιχτά. Απ' το αγκάλιασμα μου με τη Λίντα όμως, παρ' όλο που ήταν απαλό και ζεστό, έλειπε η πραγματική ζεστασιά της τρυφερότητας — σαν να αγκάλιαζα έναν παλιό φίλο. Ήταν φανερό ότι ο χρόνος και οι εμπειρίες είχαν χωρίσει τους δρόμους μας. Η Λίντα οδήγησε μέχρι το σπίτι. Η Χόλυ αποκοιμήθηκε ευτυχισμένη στην αγκαλιά μου. Η Λίντα δεν είχε νιώσει μόνη της κατά τη διάρκεια της απουσίας μου, όπως έμαθα. Είχε βρει φίλους — και άλλες σχέσεις οικειότητας. Και κατά σύμπτωση, λίγο μετά την επιστροφή μου στο Όμπερλιν, γνώρισα ένα πολύ σημαντικό για μένα άτομο — μια μαθήτρια, μια γλυκεία νεαρή γυναίκα που την έλεγαν Τζόϊς. Τα κοντά μαύρα μαλλιά της πλαισίωναν ένα όμορφο πρόσωπο, με λαμπερό χαμόγελο. Ήταν μικρόσωμη, και γεμάτη ζωντάνια. Ένιωθα να με προσελκύει υπερβολικά, και περνούσαμε όλες τις ελεύθερες μας ώρες μαζί, περπατώντας και μιλώντας, κάνοντας βόλτες μέσα στο Βοτανικό Κήπο, κοντά στα γαλήνια νερά. Μπορούσα να της μιλήσω για πράγματα που ποτέ δεν μπόρεσα να συζητήσω με τη Λίντα — όχι γιατί η Λίντα δεν θα μπορούσε να με καταλάβει, αλλά γιατί ο δρόμος και τα ενδιαφέροντα της είχαν άλλη κατεύθυνση. Η Τζόϊς αποφοίτησε την άνοιξη. Ήθελε να μείνει κοντά μου, αλλά ένιωθα ότι είχα υποχρέωση απέναντι στο γάμο μου. Έτσι, προς μεγάλη μας λύπη, χωρίσαμε. Ήξερα ότι δεν θα την ξεχνούσα ποτέ, αλλά η οικογένεια μου ερχόταν πρώτη. Στα μέσα του επόμενου χειμώνα, η Λίντα, η Χόλυ και εγώ μετακομίσαμε ξανά στην Βόρια Καλιφόρνια. Ίσως να ήταν η υπερβολική ενασχόληση με τη δουλειά μου, αυτό που έδωσε το τελικό χτύπημα στο γάμο μας, αλλά κανένας οιωνός δεν ήταν τόσο θλιβερός όσο η συνεχής αμφιβολία και μελαγχολία που είχα πρωτονιώσει την νύχτα του γάμου μας. Εκείνη η οδυνηρή αμφιβολία, η αίσθηση ότι έπρεπε να θυμηθώ κάτι, κάτι που είχα αφήσει πίσω μου πριν από χρόνια. Μόνο όταν ήμουν με τη Τζόϊς ελευθερωνόμουν απ' αυτή την αίσθηση. Μόλις βγήκε το διαζύγιο, η Λίντα και η Χόλυ μετακόμισαν σε ένα όμορφο παλιό σπίτι. Εγώ έπεσα με τα μούτρα στη δουλειά. Δίδασκα ενόργανη γυμναστική και Αϊκίντο στην Χ.Α.Ν. του Μπέρκλεϋ. Ο πειρασμός να επισκεφτώ το βενζινάδικο ήταν μεγάλος και μου προκαλούσε αγωνία, αλλά είχα αποφασίσει ότι δεν θα πήγαινα μέχρι να με καλέσει. Εξάλλου, πώς μπορούσα να επιστρέψω; Δεν είχα τίποτε καινούργιο να του δείξω μετά από τόσα χρόνια. Μετακόμισα στο Πάλο Αλτο και έμενα μόνος μου. Ένιωθα την μοναξιά εντονότερα από κάθε άλλη φορά. Σκεφτόμουν συχνά την Τζόϊς, αλλά ήξερα ότι δεν είχα κανένα δικαίωμα να της τηλεφωνήσω — είχα ακόμη εκκρεμότητες που έπρεπε να τακτοποιήσω.

- 144 -

Ξεκίνησα την εκπαίδευση μου απ' την αρχή. Έκανα τις ασκήσεις μου, διάβαζα, διαλογιζόμουν και συνέχισα να επαναλαμβάνω τα ερωτήματα μου, διαπερνώντας μ' αυτά το μυαλό μου σαν να ήταν σπαθιά. Μέσα σε μερικούς μήνες είχα αρχίσει να αισθάνομαι πραγματικά καλά, πράγμα που είχε χρόνια να συμβεί. Εκείνο το διάστημα άρχισα να γράφω, να κρατάω τόμους σημειώσεων απ' τις μέρες που είχα περάσει με το Σωκράτη. Ήλπιζα ότι το να φέρω πίσω στη μνήμη μου το χρόνο που περάσαμε μαζί, θα μου έδινε κάποιο καινούργιο στοιχείο. Τίποτε δεν είχε αλλάξει — τουλάχιστον τίποτε που να μπορούσα να δω εγώ — απ' τη μέρα που με είχε διώξει. Ένα πρωί, κάθισα στα μπροστινά σκαλιά του μικρού μου διαμερίσματος, κοιτάζοντας την λεωφόρο. Έφερα στη μνήμη μου τα προηγούμενα οκτώ χρόνια της ζωής μου. Ξεκίνησα από το στάδιο του ηλίθιου και παραλίγο να γίνω πολεμιστής. Μετά ο Σωκράτης με έστειλε πίσω στον κόσμο για να διδαχτώ και είχα ξαναγίνει ηλίθιος. Εκείνα τα οκτώ χρόνια είχαν πάει χαμένα. Καθόμουν λοιπόν εκεί, στα σκαλοπάτια, κοιτάζοντας τα βουνά που απλώνονταν πέρα απ' την πόλη. Ξαφνικά η συγκέντρωση μου εντάθηκε και τα βουνά άρχισαν να λάμπουν ελαφρά. Εκείνη τη στιγμή, ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Πούλησα τα λιγοστά υπάρχοντα μου, έδεσα το σακίδιο μου στην πλάτη, έκανα ωτοστόπ προς το Φρέσνο και μετά κατευθύνθηκα ανατολικά, προς τη Σιέρα Νεβάδα. Ήταν τέλος καλοκαιριού — καλή εποχή για να χαθείς μέσα στα βουνά.

- 145 -

8. ΤΟ ΑΝΟΙΓΜΑ ΤΗΣ ΠΥΛΗΣ

Φτάνοντας σ' ένα στενό δρόμο, κάπου κοντά στη λίμνη Εντισον, άρχισα να ανεβαίνω στα βουνά με κατεύθυνση μια περιοχή που μου είχε αναφέρει κάποτε ο Σωκράτης, στα βάθη της άγριας φύσης. Αισθανόμουν ότι εδώ, στην ερημιά των βουνών, θα έβρισκα την απάντηση που ζητούσα — ή θα πέθαινα. Κατά κάποιο τρόπο, είχα δίκιο και για τα δύο. Ανέβαινα μέσα από παγωμένα λιβάδια, γρανιτένιες κορυφές, βρίσκοντας τον δρόμο μου ανάμεσα σε πυκνά σύδεντρα από πεύκα και έλατα. Εκεί, οι άνθρωποι σπάνιζαν — πιο συχνά έβλεπες πούμα, ελάφια και μικρές σαύρες, σαν αυτές που έτρεχαν να κρυφτούν κάτω από τις πέτρες μόλις περνούσα πλάι τους. Κατασκήνωσα λίγο πριν σουρουπώσει. Την επόμενη μέρα ανέβηκα ψηλότερα. Πέρασα μέσα από εκτάσεις γεμάτες γρανίτη, εκεί που σταματούσαν τα δέντρα. Σκαρφάλωσα πάνω σε ογκόλιθους, έκοψα δρόμο μέσα από φαράγγια και ρεματιές. Το απόγευμα, μάζεψα ρίζες και φαγώσιμους καρπούς, και κάθισα δίπλα σε μια κρυστάλλινη πηγή. Για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, ένιωθα ευτυχισμένος. Αργότερα το ίδιο απόγευμα, περπάτησα μοναχός μου μέσα στην ερημιά, κάτω από τη σκιά του πυκνού δάσους, ως το μέρος που είχα κατασκηνώσει. Εκεί έκοψα ξύλα για τη βραδινή μου φωτιά, έφαγα άλλη μια χούφτα καρπούς και διαλογίστηκα κάτω από μια τεράστια, περήφανη βελανιδιά, παραδίνοντας τον εαυτό μου στα βουνά. Αν μπορούσαν να μου προσφέρουν κάτι, ήμουν έτοιμος να το δεχτώ. Όταν έπεσε το σκοτάδι, κάθισα πλάι στη φωτιά που έτριζε, για να ζεστάνω τα χέρια και το πρόσωπο μου. Ξαφνικά, μέσα απ' τις σκιές, βγήκε ο Σωκράτης! «Ήμουν στη γειτονιά, και είπα να περάσω να σε δω» είπε. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Γεμάτος χαρά τον αγκάλιασα, τον έριξα στο έδαφος και αρχίσαμε να παλεύουμε γελώντας. Φυσικά γεμίσαμε σκόνη απ' την κορφή ως τα νύχια. Ξεσκονιστήκαμε όσο μπορούσαμε και καθίσαμε δίπλα στη φωτιά. «Φαίνεσαι μια χαρά, γερο-πολεμιστή. Ό,τι πρέπει για την ηλικία σου — εκατό δεν είσαι;» (Φαινόταν πιο γερασμένος απ' την τελευταία φορά που τον είδα, αλλά τα γκρίζα, πιτσιλωτά του μάτια κρατούσαν ακόμα τη λάμψη τους.) «Εσύ, αντίθετα,» μου είπε με στραβό χαμόγελο, εξετάζοντας με με το βλέμμα του «φαίνεσαι μεγαλύτερος, όχι όμως και πιο έξυπνος. Πες μου, έμαθες τίποτε;» Αναστέναξα, κοιτώντας τις φλόγες. «Έμαθα τουλάχιστον να φτιάχνω μόνος μου το τσάι μου». Έβαλα μια μικρή κατσαρόλα στη φωτιά και ετοίμασα πικάντικο τσάι, χρησιμοποιώντας βότανα που είχα μαζέψει όσο έκανα τη βόλτα μου στα βουνά. Δεν περίμενα να έχω παρέα, οπότε έδωσα στον Σωκράτη το δικό μου φλιτζάνι και έβαλα το δικό μου τσάι σ' ένα μικρό μπωλ. Τελικά οι λέξεις κατάφεραν να βγουν απ' το

- 146 -

στόμα μου. Καθώς μιλούσα με κατέλαβε η απελπισία που είχα καταφέρει τόσον καιρό να κρατήσω μακριά. «Δεν έχω τίποτε να σου δείξω Σωκράτη. Είμαι ακόμη χαμένος — δεν πλησίασα περισσότερο την πύλη απ' όσο ήμουν κοντά της την ημέρα που σε γνώρισα. Σε απογοήτευσα, και η ζωή απογοήτευσε εμένα. Η ζωή μου ράγισε την καρδιά». Φάνηκε ενθουσιασμένος. «Ναι! Η καρδιά σου ράγισε, Νταν — ράγισε και άφησε να φανεί μέσα της η λάμψη της πύλης. Είναι το μόνο μέρος στο οποίο δεν έψαξες. Άνοιξε τα μάτια σου, χαζέ —έχεις σχεδόν φτάσει!» Μπερδεμένος και θυμωμένος, έμεινα να κάθομαι εκεί, νιώθοντας αβοήθητος. Ο Σωκράτης με καθησύχασε. «Είσαι σχεδόν έτοιμος — βρίσκεσαι πολύ κοντά». Αρπάχτηκα ανυπόμονα από τα λόγια του. «Κοντά σε ποιο πράγμα;» «Στο τέλος». Ένιωσα ανατριχίλες φόβου για μια στιγμή. Μπήκα γρήγορα στον υπνόσακο μου ενώ ο Σωκράτης ξεδίπλωνε τον δικό του. Η τελευταία μου ανάμνηση από εκείνη την νύχτα ήταν τα μάτια του δασκάλου μου να λάμπουν, σαν να έβλεπε μέσα από μένα, μέσα απ' τη φωτιά, έναν άλλον κόσμο. Με το που ξημέρωσε, ο Σωκράτης είχε ήδη σηκωθεί και καθόταν πάνω από ένα κοντινό ρυάκι. Πήγα κοντά του για λίγο. Πετούσαμε βότσαλα μέσα στο τρεχούμενο νερό ακούγοντας τον ήχο που έκαναν. Γύρισε σιωπηλός και με παρακολουθούσε. Εκείνη τη βραδιά, μετά από μια μέρα γεμάτη ορειβασία, κολύμπι και ξάπλωμα κάτω από τον ήλιο, ο Σωκράτης μου είπε ότι ήθελε να ακούσει όλα όσα μπορούσα να θυμηθώ πως είχα αισθανθεί από τότε που τον είχα γνωρίσει. Μιλούσα για τρία μερόνυχτα — εξάντλησα ολόκληρο το απόθεμα των αναμνήσεων μου. Ο Σωκράτης είχε μείνει αμίλητος όλο αυτό το διάστημα, εκτός από μερικές μικρές ερωτήσεις που μου έκανε. Μετά τη δύση του ήλιου, μου έκανε νόημα να καθήσω μαζί του δίπλα στη φωτιά. Καθίσαμε ακίνητοι και αμίλητοι, ο γέρο-πολεμιστής κι εγώ, σταυροπόδι πάνω στο μαλακό χώμα, ψηλά, στη Σιέρα Νεβάδα. «Σωκράτη, όλες μου οι ψευδαισθήσεις έχουν καταρρεύσει, αλλά δεν φαίνεται να υπάρχει κάτι που μπορεί να τις αντικαταστήσει. Μου απέδειξες την ματαιότητα της αναζήτησης. Αλλά τι γίνεται με τον δρόμο του ειρηνικού πολεμιστή; Δεν είναι κι αυτός ένα μονοπάτι, μια αναζήτηση;» Γέλασε ευτυχισμένος, με έπιασε από τους ώμους και με ταρακούνησε. «Μετά από τόσον καιρό, έκανες επιτέλους μια ερώτηση με ουσία! Αλλά η απάντηση της βρίσκεται μπροστά στα μάτια σου. Όλον αυτόν τον καιρό σου έδειχνα τον δρόμο του ειρηνικού πολεμιστή, και όχι τον δρόμο για να γίνεις ειρηνικός πολεμιστής. Όσο ακολουθείς τον δρόμο αυτό, είσαι πολεμιστής. Τα περασμένα οκτώ χρόνια εγκατέλειψες την "ιδιότητα του πολεμιστή" με σκοπό να ψάξεις για να τη βρεις. Αλλά ο μόνος τρόπος είναι το τώρα. Έτσι ήταν πάντοτε». «Και τι θα κάνω τώρα; Προς τα πού να προχωρήσω από εδώ που βρίσκομαι;» «Τι σημασία έχει;» ξεφώνησε χαρούμενος. «Ο ανόητος είναι "ευτυχισμένος" όταν ικανοποιούνται οι επιθυμίες του. Ο πολεμιστής είναι ευτυχισμένος χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Το να είσαι ευτυχισμένος είναι η ανώτατη μορφή πειθαρχίας — πάνω απ' οτιδήποτε άλλο σου έχω διδάξει».

- 147 -

Καθώς μπαίναμε μέσα στους υπνόσακους μας για άλλη μια φορά, το πρόσωπο του Σωκράτη έλαμπε με την κόκκινη λάμψη της φωτιάς μας. «Νταν,» μου είπε απαλά, «αυτή είναι η τελευταία άσκηση που θα σου δώσω, και ισχύει για πάντα. Να φέρεσαι ευτυχισμένα, να αισθάνεσαι ευτυχισμένος, να είσαι ευτυχισμένος, χωρίς κανένα απολύτως λόγο. Έτσι θα μπορέσεις να αγαπήσεις, να κάνεις ό,τι θέλεις». Είχα αρχίσει να νυστάζω. Τα μάτια μου έκλειναν, είπα όμως σιγανά, «Όμως, Σωκράτη, μερικές φορές είναι δύσκολο να αγαπήσεις πράγματα και ανθρώπους. Μου φαίνεται αδύνατο να είναι κανείς πάντοτε ευτυχισμένος». «Και όμως, Νταν, αυτό σημαίνει το να είσαι πολεμιστής. Δεν σου λέω το πώς να είσαι ευτυχισμένος, βλέπεις, σου λέω μόνο να είσαι ευτυχισμένος». Και με αυτά του τα λόγια, με πήρε ο ύπνος. Ο Σωκράτης με ξύπνησε σκουντώντας με απαλά λίγο μετά την αυγή. «Έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας» είπε. Σε λίγο είχαμε αρχίσει την ανάβαση προς τις ψηλότερες περιοχές. Το μόνο που έδειχνε την ηλικία του Σωκράτη ή την κατάσταση της καρδιάς του, ήταν η κάπως αργή ταχύτητα με την οποία σκαρφάλωνε. Ξαναθυμήθηκα την ευαισθησία και την αυτοθυσία του δασκάλου μου. Δεν θα ξαναέπαιρνα σαν δεδομένο τις ώρες που περνούσαμε μαζί. Καθώς ανεβαίναμε, μου ήρθε στο μυαλό μια παράξενη ιστορία, της οποίας μέχρι τώρα δεν είχα καταλάβει τον νόημα. Μια άγια γυναίκα περπατούσε στην άκρη ενός γκρεμού. Εκατό μέτρα πιο κάτω, στο βάθος του γκρεμού, είδε μια νεκρή μητέρα λιονταρίνα με τα κουτάβια της να κλαίνε τριγύρω. Χωρίς να διστάσει, έπεσε στον γκρεμό για να έχουν τα μικρά κάτι να φάνε. Ίσως κάπου αλλού, σε κάποια άλλη εποχή, ο Σωκράτης να έκανε το ίδιο πράγμα. Ανεβαίναμε όλο και πιο ψηλά, χωρίς να μιλάμε, μέσα από βραχώδεις εκτάσεις με δέντρα σπαρμένα εδώ κι εκεί, και μετά με κατεύθυνση τις κορυφές των βουνών, πάνω από το τέλος των δέντρων. «Σωκράτη, πού πηγαίνουμε;» ρώτησα κάποια στιγμή που είχαμε καθίσει να ξεκουραστούμε λίγο. «Σε ένα ξεχωριστό άγιο μέρος, έναν τύμβο, που βρίσκεται πιο ψηλά απ' όλα τα άλλα σ' αυτή την περιοχή. Ήταν η τοποθεσία ταφής για τα μέλη μιας παλιάς αμερικάνικης φυλής, τόσο μικρής που ούτε τα βιβλία της ιστορίας δεν την αναφέρουν. Όμως αυτοί οι άνθρωποι έζησαν και δούλεψαν μέσα στην μοναχικότητα τους, γεμάτοι γαλήνη». «Πώς το ξέρεις εσύ;» «Είχα προγόνους ανάμεσα τους. Ας ξεκινήσουμε — πρέπει να φτάσουμε στο υψίπεδο πριν νυχτώσει». Συνέχιζα να έχω απόλυτη εμπιστοσύνη στον Σωκράτη — όμως είχα και μια ανησυχητική αίσθηση ότι βρισκόμουν σε τρομερό κίνδυνο και ότι υπήρχε κάτι που δεν μου έλεγε. Ο ήλιος βρισκόταν ήδη απειλητικά χαμηλά. Ο Σωκράτης αύξησε την ταχύτητα του βήματος του. Είχαμε λαχανιάσει τώρα, πηδώντας και σκαρφαλώνοντας από ογκόλιθο σε ογκόλιθο, μέσα στις σκιές. Ο Σωκράτης εξαφανίστηκε στην ρωγμή μεταξύ δύο βράχων και τον ακολούθησα, μπαίνοντας σ' ένα τούνελ που σχηματιζόταν από τους τεράστιους βράχους και οδηγούσε ξανά έξω στον ανοιχτό χώρο. «Σε περίπτωση που - 148 -

θα γυρίσεις μόνος σου, πρέπει να ξέρεις αυτό το πέρασμα» μου είπε ο Σωκράτης. «Είναι η μόνη έξοδος». Πήγα να τον ρωτήσω, αλλά μου έκανε νόημα να σωπάσω. Το φως λιγόστευε στον ουρανό, καθώς ανεβαίναμε το τελευταίο μέρος της διαδρομής. Κάτω από τα πόδια μας απλωνόταν ένα ημισφαιρικό βαθούλωμα, περικυκλωμένο από απότομα φαράγγια, καλυμμένα πια από σκιές. Κατευθυνθήκαμε προς το βαθούλωμα, προς μια μυτερή κορυφή. «Είμαστε κοντά στο νεκροταφείο;» ρώτησα νευρικά. «Στεκόμαστε πάνω του,» μου απάντησε, «ανάμεσα στα πνεύματα μιας αρχαίας φυλής, μιας φυλής πολεμιστών». Ο άνεμος μας χαστούκισε, δίνοντας έμφαση στα λόγια του Σωκράτη. Τότε άκουσα τον πιο απόκοσμο ήχο της ζωής μου — σαν ανθρώπινη φωνή που βογκούσε και μούγκριζε. «Τι είδος άνεμος είναι αυτός, να με πάρει και να με σηκώσει;» Χωρίς να μου απαντήσει, ο Σωκράτης σταμάτησε μπροστά σε μια μαύρη τρύπα, που αντίκριζε το χείλος του γκρεμού και είπε «Πάμε μέσα». Το ένστικτο μου μου έλεγε ότι υπήρχε τρομερός κίνδυνος, αλλά ο Σωκράτης είχε ήδη μπει. Άναψα τον φακό μου, άφησα πίσω μου το βογκητό του ανέμου και ακολούθησα το αχνό φως του φακού του δασκάλου μου, που κατευθυνόταν βαθύτερα μέσα στη σπηλιά. Το φως του φακού που τρεμόπαιζε μου αποκάλυπτε άπατα πηγάδια και σχισμές. «Σωκράτη, δεν μου πολυαρέσει να είμαι θαμμένος στην καρδιά του βουνού». Με κοίταξε καλά-καλά. Αλλά προς μεγάλη μου ανακούφιση κατευθυνθήκαμε προς την έξοδο της σπηλιάς. Όχι πως είχε μεγάλη διαφορά — ήταν το ίδιο σκοτεινά έξω όσο ήταν και μέσα. Κατασκηνώσαμε και ο Σωκράτης έβγαλε ένα μικρό σωρό κούτσουρα από το σακίδιο του. «Σκέφτηκα ότι θα τα χρειαζόμασταν» είπε. Σύντομα η φωτιά μας ήταν έτοιμη. Τα κορμιά μας έριχναν παράξενες, διεστραμμένες σκιές που χόρευαν τρελά πάνω στα τοιχώματα της σπηλιάς, καθώς η φωτιά καταβρόχθιζε τα ξύλα. Δείχνοντας τις σκιές, ο Σωκράτης είπε, «Αυτές οι σκιές πάνω στους τοίχους της σπηλιάς αποτελούν συμβολική απεικόνιση της αληθινής φύσης των παραισθήσεων και της πραγματικότητας, του πόνου και της ευτυχίας. Άκου μια αρχαία ιστορία που την έκανε γνωστή ο Πλάτωνας: Υπήρχε κάποτε μια φυλή ανθρώπων που ζούσαν όλη τους τη ζωή μέσα σε ένα Σπήλαιο Παραισθήσεων. Μετά από πολλές γενιές, έφτασαν να πιστεύουν ότι οι ίδιες οι σκιές τους που έπεφταν πάνω στους τοίχους, ήταν η ουσία της πραγματικότητας. Μόνο οι μύθοι και οι θρησκευτικές τους ιστορίες ανέφεραν μια πιο λαμπερή δυνατότητα. Το παιχνίδι των σκιών, τους έγινε έμμονη ιδέα — οι άνθρωποι συνήθισαν και έγιναν φυλακισμένοι της σκοτεινής τους πραγματικότητας». Έμεινα να κοιτάζω τις σκιές και ένιωθα τη ζέστη της φωτιάς στην πλάτη μου. Ο Σωκράτης συνέχισε. «Στο παρελθόν, Νταν, υπήρξαν ευλογημένες εξαιρέσεις ανάμεσα στους φυλακισμένους της Σπηλιάς. Υπήρξαν εκείνοι που τους κούρασε το παιχνίδι των σκιών, που άρχισαν να το αμφισβητούν, που δεν τους γέμιζαν πια οι σκιές, όσο ψηλά

- 149 -

κι αν πηδούσαν. Έγιναν αναζητητές του φωτός. Μερικοί από αυτούς στάθηκαν τυχεροί και βρήκαν έναν οδηγό που τους προετοίμασε και τους οδήγησε πέρα από όλες τις ψευδαισθήσεις, μέσα στο φως». Συνεπαρμένος από την ιστορία του, έβλεπα τις σκιές να χορεύουν στα γρανιτένια τοιχώματα, λουσμένες στο κίτρινο φως. Ο Σωκράτης συνέχισε: «Όλοι οι άνθρωποι σ' αυτόν τον κόσμο, Νταν, είναι παγιδευμένοι στο Σπήλαιο του μυαλού τους. Μόνο οι λίγοι πολεμιστές που βλέπουν το φως, που ελευθερώνονται, που παραιτούνται απ' όλα, μπορούν να γελούν στην αιωνιότητα. Και το ίδιο θα κάνεις κι εσύ, φίλε μου». «Μου φαίνεται ακατόρθωτο, Σωκράτη — και κάπως τρομακτικό». «Είναι πέρα από κάθε αναζήτηση και φόβο. Μόλις συμβεί, θα δεις ότι είναι προφανές, πραγματικό, απλό, συνηθισμένο, γεμάτο ευτυχία. Είναι απλώς η πραγματικότητα, πέρα από τις Σκιές». Καθίσαμε μέσα στη σιωπή που την έσπαζαν μόνο οι ήχοι από τα ξύλα που καίγονταν. Παρατηρούσα τον Σωκράτη, που έμοιαζε να περιμένει κάτι. Είχα ένα συναίσθημα ανησυχίας, αλλά το αμυδρό φως της αυγής που τόνιζε το στόμιο της σπηλιάς, με έκανε να αισθάνομαι καλύτερα. Αλλά εκείνη τη στιγμή η σπηλιά παραδόθηκε πάλι στο σκοτάδι. Ο Σωκράτης σηκώθηκε γρήγορα και περπάτησε ως την έξοδο. Τον ακολούθησα βιαστικός. Η ατμόσφαιρα μύριζε όζον όταν βγήκαμε έξω. Ο στατικός ηλεκτρισμός έκανε τις τρίχες στη βάση του λαιμού μου να σηκωθούν. Τότε άρχισε η καταιγίδα. Ο Σωκράτης έκανε απότομα μεταβολή και με αντίκρισε. «Δεν έχει μείνει πολύς χρόνος. Πρέπει να φύγεις απ' τη σπηλιά — η αιωνιότητα δεν είναι μακριά!» Οι αστραπές έσχισαν τον αέρα. Μία απ' αυτές χτύπησε ένα φαράγγι. «Βιάσου!» είπε ο Σωκράτης, με ένα τόνο ανυπομονησίας στη φωνή του, που δεν τον είχα ξανακούσει να χρησιμοποιεί. Εκείνη τη στιγμή με πλημμύρισε η Αίσθηση — το συναίσθημα που ποτέ δεν είχε κάνει λάθος — και μου έφερε το μήνυμα, «Πρόσεχε — Ο Θάνατος παραφυλάει». Τότε ο Σωκράτης ξαναμίλησε, και η φωνή του ήταν δυσοίωνη και διαπεραστική. «Υπάρχει κίνδυνος εδώ. Μπες μέσα, βαθύτερα στη σπηλιά». Άρχισα να ψάχνω στο σακίδιο μου για να βρω τον φακό μου, αλλά μου γάβγισε «Κουνήσου!» Οπισθοχώρησα μέσα στο σκοτάδι και ακούμπησα στα τοιχώματα. Σχεδόν χωρίς να αναπνέω, τον περίμενα να έρθει να με πάρει, αλλά εκείνος είχε εξαφανιστεί. Ήμουν έτοιμος να τον φωνάξω, αλλά ξαφνικά παρ' ολίγο να χάσω τις αισθήσεις μου καθώς κάτι σαν μέγγενη άρπαξε από πίσω τον λαιμό μου με συντριπτική δύναμη και με τράβηξε προς τα πίσω, βαθύτερα μέσα στη σπηλιά. «Σωκράτη!» ούρλιαξα. «Σωκράτη!» Η λαβή στο λαιμό μου χαλάρωσε, αλλά τη θέση της πήρε ένας ακόμη χειρότερος πόνος: κάτι προσπαθούσε να συντρίψει το κεφάλι μου, από πίσω. Ούρλιαξα, ξανά και ξανά. Λίγο πριν διαλυθεί το κρανίο μου από την τρομερή πίεση, άκουσα αυτά τα λόγια — ήταν χωρίς αμφιβολία η φωνή του Σωκράτη: «Αυτό είναι το τελευταίο σου ταξίδι». Με έναν απαίσιο ήχο, ο πόνος εξαφανίστηκε. Γλύστρισα και έπεσα στο πάτωμα της σπηλιάς κάνοντας έναν σιγανό γδούπο. Μέσα στη στιγμιαία λάμψη μιας αστραπής - 150 -

είδα το Σωκράτη να στέκεται από πάνω μου, κοιτάζοντας με. Τότε άκουσα τον ήχο ενός κεραυνού που ερχόταν από έναν άλλο κόσμο. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι πέθαινα. Ένα από τα πόδια μου κρεμόταν χαλαρά στην άκρη μιας βαθιάς τρύπας. Ο Σωκράτης με έσπρωξε μέσα στο γκρεμό, μέσα στην άβυσσο, κι εγώ άρχισα να πέφτω, χτυπώντας στα βραχώδη τοιχώματα, στα έγκατα της γης, και γλιστρώντας μέσα από ένα άνοιγμα, το βουνό με άφησε ελεύθερο στο φως της ήλιου, όπου το διαλυμένο κορμί μου έπεσε στριφογυρίζοντας για να καταλήξει τελικά να σωριαστεί σε ένα υγρό πράσινο λιβάδι, βαθιά κάτω απ' τα βουνά. Το σώμα ήταν πια σπασμένο, μια μάζα από κρέας και κόκαλα. Όρνια, τρωκτικά, έντομα και σκουλήκια ήρθαν κοντά του για να τραφούν από την σάρκα που σάπιζε, αυτήν που κάποτε είχα φανταστεί ότι ήταν «εγώ». Ο χρόνος περνούσε όλο και πιο γρήγορα. Οι μέρες έρχονταν και έφευγαν σαν αστραπή, ο ουρανός αναβόσβηνε με την εναλλαγή μέρας και νύχτας, όλο και πιο γρήγορα. Μετά οι μέρες έγιναν εβδομάδες και οι εβδομάδες μήνες. Οι εποχές περνούσαν και τα υπολείμματα του κορμιού άρχισαν να λιώνουν πάνω στο έδαφος, εμπλουτίζοντας το. Το παγωμένο χιόνι του χειμώνα διατήρησε τα κόκαλα μου για κάμποσο καιρό, αλλά καθώς οι εποχές περνούσαν όλο και πιο γρήγορα, ακόμη και τα κόκαλα έγιναν στάχτη. Λουλούδια και δέντρα μεγάλωναν και πέθαιναν με λίπασμα το κορμί μου. Στο τέλος ακόμη και το λιβάδι εξαφανίστηκε. Είχα γίνει μέρος των πουλιών που τράφηκαν με τη σάρκα μου, μέρος των εντόμων και των τρωκτικών, και μέρος των κυνηγών τους, μέσα στον μεγάλο κύκλο της ζωής και του θανάτου. Έγινα μέρος των προγόνων και των απογόνων τους, μέχρι που, στο τέλος, επέστρεψαν και αυτοί στη γη. Ο Νταν Μίλμαν που είχε ζήσει κάποτε, είχε χαθεί πια για πάντα, μια λαμπερή στιγμή μέσα στον χρόνο — αλλά Εγώ παρέμενα αμετάβλητος μέσα στους αιώνες. Ήμουν τώρα ο Εαυτός μου, η Συνειδητότητα που παρατηρούσε τα πάντα, ήμουν τα πάντα. Όλα τα ξεχωριστά μου κομμάτια θα συνέχιζαν να ζουν αιώνια — να αλλάζουν και να ανανεώνονται για πάντα. Καταλάβαινα τώρα ότι ο Απαίσιος Θεριστής, ο Θάνατος που τόσο φοβόταν ο Νταν Μίλμαν, υπήρξε η μεγαλύτερη ψευδαίσθηση του. Το ίδιο και η ζωή του, ήταν μια ψευδαίσθηση, ένα πρόβλημα, τίποτε παραπάνω από ένα χιουμοριστικό επεισόδιο κατά τη διάρκεια του οποίου η Συνειδητότητα είχε ξεχάσει τον Εαυτό της. Όσο ζούσε ο Νταν δεν είχε περάσει την πύλη — δεν είχε κατανοήσει την πραγματική του φύση. Είχε ζήσει με την επίγνωση της θνητής του φύσης, μέσα στον φόβο, μόνος του. Αλλά Εγώ ήξερα. Μακάρι να είχε μάθει κι εκείνος αυτά που ξέρω εγώ τώρα. Ήμουν ξαπλωμένος στο πάτωμα της σπηλιάς, χαμογελώντας. Ανασηκώθηκα και ακούμπησα στα τοιχώματα. Κοίταξα μέσα στο σκοτάδι, απορημένος αλλά χωρίς κανένα φόβο. Τα μάτια μου άρχισαν να συνηθίζουν και είδα έναν ασπρομάλλη άντρα να κάθεται κοντά μου και να μου χαμογελάει. Τότε, από χιλιάδες χρόνια μακριά, ξαναθυμήθηκα τα πάντα και για μια στιγμή λυπήθηκα που είχα γυρίσει στη θνητή μου μορφή. Τότε συνειδητοποίησα ότι δεν είχε καμία σημασία — τίποτε δεν είχε σημασία!

- 151 -

Αυτό μου φάνηκε πολύ αστείο — τα πάντα μου φάνηκαν πολύ αστεία, και άρχισα να γελάω. Κοίταξα τον Σωκράτη — τα μάτια μας γυάλιζαν από έκσταση. Ήξερα ότι ήξερε πως ήξερα. Όρμισα πάνω του και τον αγκάλιασα. Χορέψαμε μέσα στη σπηλιά γελώντας τρελά, κοροϊδεύοντας τον θάνατο μου. Μετά, μαζέψαμε τα πράγματα μας και αρχίσαμε να κατεβαίνουμε το βουνό, μέσα από το πέρασμα, μέσα από φαράγγια και εκτάσεις με βράχους, με κατεύθυνση τη βάση μας, την αρχική μας κατασκήνωση. Δεν μιλούσα πολύ, αλλά γελούσα συχνά, γιατί κάθε φορά που κοιτούσα γύρω μου — το χώμα, τον ουρανό, τον ήλιο, τα δέντρα, τις λίμνες, τα ποτάμια — θυμόμουν ότι όλα αυτά ήμουν Εγώ! Όλα αυτά τα χρόνια, ο Νταν Μίλμαν μεγάλωνε προσπαθώντας «να γίνει κάποιος». Τι μεγάλο λάθος! Ήταν κάποιος, κλειδωμένος σε ένα φοβισμένο μυαλό και ένα θνητό κορμί. «Λοιπόν,» σκέφτηκα, «Τώρα παίζω πάλι τον ρόλο του Νταν Μίλμαν, και καλά θα κάνω να το συνηθίσω για μερικά δευτερόλεπτα της αιωνιότητας, μέχρι να περάσει κι αυτό. Αλλά τώρα ξέρω ότι δεν είμαι μόνο αυτό το κομμάτι σάρκας — και αυτό το μυστικό κάνει τα πάντα να διαφέρουν από πριν!» Δεν υπήρχε τρόπος να περιγράψω τα αποτελέσματα αυτής της γνώσης. Απλώς είχα πια ξυπνήσει. Και όπως ξύπνησα και είδα την πραγματικότητα, ελευθερώθηκα από κάθε έγνοια και σκιά αναζήτησης. Τι θα μπορούσα άλλωστε να αναζητήσω; Όλα όσα είχε πει ο Σωκράτης είχαν ζωντανέψει με τον δικό μου θάνατο. Αυτό ήταν το παράδοξο, το χιούμορ που τα αγκάλιαζε όλα, και η μεγάλη αλλαγή. Όλες οι αναζητήσεις, όλα τα επιτεύγματα, όλοι οι στόχοι ήταν το ίδιο διασκεδαστικοί και εξίσου άχρηστοι. Η ενέργεια κυλούσε στο σώμα μου. Ξεχείλισα από ευτυχία και ξέσπασα σε γέλια — ήταν το γέλιο ενός παράλογα ευτυχισμένου ανθρώπου. Και έτσι συνεχίσαμε τον δρόμο μας, περνώντας από τις λίμνες των βουνών, μέσα από τα πυκνά δάση, ακολουθώντας το ρέμα πηγαίνοντας προς το μέρος που είχαμε κατασκηνώσει δύο μέρες — ή χίλια χρόνια — πριν. Είχα χάσει όλους τους κανόνες μου, όλη μου την ηθική, όλους τους φόβους μου, εκεί στα βουνά. Δεν μπορούσε να με ελέγξει πια κανείς. Γιατί, τι τιμωρία θα μπορούσαν να μου επιβάλουν, τι θα μπορούσε να με απειλήσει; Κι όμως, παρόλο που δεν είχα πια κώδικες συμπεριφοράς, είχα μια αίσθηση ισορροπίας, ήξερα τι ήταν σωστό, ποια ήταν η έκφραση της αγάπης. Μόνο αγάπη μπορούσα να εκφράσω πια — τίποτε άλλο. Το είχε πει — υπήρχε μήπως μεγαλύτερη δύναμη; Είχα χάσει το μυαλό μου και είχα βρει την καρδιά μου. Η πύλη ήταν επιτέλους ανοιχτή, και εγώ είχα κουτρουβαλήσει μέσα, γελώντας, γιατί ακόμα και αυτή ήταν ένα μεγάλο αστείο. Ήταν μια πύλη χωρίς πόρτα, άλλη μια ψευδαίσθηση, άλλη μια εικόνα που είχε πλέξει ο Σωκράτης στο υφάδι της πραγματικότητας μου, όπως μου είχε υποσχεθεί πριν από πολύ καιρό. Είχα δει επιτέλους ό,τι υπήρχε για να δω. Το μονοπάτι θα συνεχιζόταν, χωρίς τέλος — αλλά τώρα, ήταν γεμάτο φως. Σκοτείνιαζε την ώρα που φτάσαμε στην κατασκήνωση μας. Ανάψαμε φωτιά, φάγαμε λίγα αποξηραμένα φρούτα και ηλιόσπορους, τα τελευταία μου αποθέματα. Μόνο τότε, με το φως της φωτιάς να κινείται παιχνιδιάρικα πάνω στα πρόσωπα μας, μίλησε ο Σωκράτης.

- 152 -

«Θα το χάσεις, ξέρεις». «Ποιο;» «Το όραμα σου. Είναι σπάνιο — μπορεί να γίνει πραγματικότητα μόνο κάτω από ασυνήθιστες συνθήκες — αλλά είναι μια εμπειρία, και έτσι θα το χάσεις». «Ακόμη κι αν αυτό που λες είναι αλήθεια, Σωκράτη, ποιος νοιάζεται;» γέλασα. «Έχασα και το μυαλό μου, και ούτε αυτό μπορώ να το βρω πουθενά!» Τα φρύδια του ανασηκώθηκαν. Φαινόταν έκπληκτος και ευχαριστημένος. «Λοιπόν, τότε, μου φαίνεται ότι η δουλειά μου μαζί σου έχει τελειώσει. Το χρέος μου πληρώθηκε». «Μπα!» χαμογέλασα «Θέλεις να πεις ότι σήμερα αποφοίτησα;» «Όχι, Νταν, εγώ αποφοίτησα». Σηκώθηκε, έριξε το σακίδιο του στους ώμους του και χάθηκε μέσα στις σκιές. Είχε έρθει η ώρα να επιστρέψω στο βενζινάδικο, στο μέρος που είχαν αρχίσει όλα. Ήξερα ότι με κάποιον τρόπο ο Σωκράτης βρισκόταν ήδη εκεί και με περίμενε. Όταν ανέτειλε ο ήλιος μάζεψα τα πράγματα μου και άρχισα την κατάβαση. Έκανα μέρες να βγω από τις άγριες εκείνες περιοχές. Έκανα ωτοστόπ μέχρι το Φρέσνο, μετά πήρα τον δρόμο 101 μέχρι το Σαν Χοσέ, και γύρισα στο Πάλο Αλτο. Μου ήταν δύσκολο να πιστέψω ότι είχα εγκαταλείψει το διαμέρισμα μου μόλις λίγες εβδομάδες πριν, ένας «κάποιος» χωρίς ελπίδα. Άδειασα το σακίδιο και οδήγησα ως το Μπέρκλεϋ, φτάνοντας έτσι στους γνωστούς μου δρόμους στις τρεις το απόγευμα, πολύ πριν αρχίσει η βάρδια του Σωκράτη. Παρκάρισα στο Πιεμόντ και περπάτησα μέσα στην πανεπιστημιούπολη. Μόλις είχαν αρχίσει τα μαθήματα, και οι σπουδαστές ήταν απασχολημένοι με το να παίζουν τον ρόλο του σπουδαστή. Κατέβηκα την λεωφόρο Τέλεγκραφ και παρακολουθούσα τους μαγαζάτορες να παίζουν τέλεια τους ρόλους τους. Όπου κι αν πήγαινα — στα καταστήματα υφασμάτων, στα μπακάλικα, στα σινεμά και στα μαγαζιά μασάζ — όλοι οι άνθρωποι έπαιζαν τέλεια τον ρόλο αυτού που νόμιζαν ότι ήταν ο καθένας τους. Περπάτησα στην Γιουνιβέρσιτυ, στην Σάτακ, περνώντας μέσα από τους δρόμους σαν ένα χαρούμενο φάντασμα, σαν το πνεύμα του Βούδα. Ήθελα να ψιθυρίσω στα αυτιά των ανθρώπων, «Ξυπνήστε! Ξυπνήστε! Σύντομα το πρόσωπο που πιστεύετε ότι είσαστε θα πεθάνει — ξυπνήστε λοιπόν και να είσαστε ευτυχισμένοι ξέροντας την αλήθεια: Δεν υπάρχει ανάγκη να ψά χνετε — τα επι τεύγματα δεν οδηγούν πουθενά. Δεν έχει καμία σημασία, να είσαστε λοιπόν χαρούμενοι τώρα ! Η αγάπη είναι η μ όνη πραγματικότητα στον κό σμο, γιατί, βλέπετε, τα πάντα είναι Ένα. Και οι μόνοι νόμοι είναι το παράδοξο, το χιούμορ και η αλλαγή. Δεν υπάρχει πρόβ λημα, ποτέ δεν υπήρξε και ποτέ δεν θα υπάρξει. Ελευθ ερωθείτε από την πάλη σας, από το μυαλό σας, πετάξτε μακριά τις έγνοιες σας και αφεθείτε μέσα στον κόσμο. Δεν υπάρχει λόγ ος να αντι στέκεστε στη ζωή — κάντε απλά ό,τι καλύτερο μπορείτε. Ανοίξτε τα μάτια σας και δείτε ότι είσαστε πολύ περισσότερα από αυτό που φα ντάζεστε. Είσαστε ο κόσμος, είσαστε το σύμπαν — είσαστε ο εαυτός σας και όλοι οι άλλοι μαζί ! Αυτό είναι το θα υμαστό Παιχνίδι του Θεού. Ξ υπνήσ τε, ξαναβρήτε το χιούμορ σα ς. Μην α νησ υχείτε, απλά να είσαστε ευτυχισμένοι. Είσαστε ήδη ελεύθεροι !»

- 153 -

Ήθελα να το πω σε όποιον συναντούσα, αλλά αν το έκανα ίσως να με θεωρούσαν τρελό, ή μπορεί και επικίνδυνο. Αναγνώριζα την σοφία του να μένεις σιωπηλός. Τα μαγαζιά έκλειναν. Σε λίγες ώρες θα ερχόταν και η ώρα της βάρδιας του Σωκράτη στο βενζινάδικο. Οδήγησα μέχρι τους λόφους, άφησα το αυτοκίνητο μου και κάθισα στην άκρη μιας χαράδρας, κοιτάζοντας τον Κόλπο από ψηλά. Έβλεπα την πόλη του Σαν Φραντσίσκο στο βάθος, και την Γκόλντεν Γκέιτ. Μπορούσα να νιώσω τα πάντα, τα πουλιά που κούρνιαζαν στις φωλιές τους στα δάση του Τιμπουρόν, του Μάριν και του Σωσαλίτο. Αισθανόμουν τη ζωή της πόλης, τους εραστές που αγκαλιάζονταν, τους εγκληματίες που μηχανορραφούσαν, τους εθελοντές της κοινότητας που πρόσφεραν ό,τι μπορούσαν. Και ήξερα ότι όλα αυτά, τα καλά και τα άσχημα, τα ψηλά και τα χαμηλά, τα ιερά και τα βέβηλα, ήταν όλα τέλεια μέρη του Σχεδίου. Όλοι έπαιζαν τους ρόλους τους τόσο καλά! Και εγώ ήμουν τα πάντα, μέχρι και το πιο μικρό κομματάκι τους. Έβλεπα μέχρι την άκρη του κόσμου και τον αγαπούσα ολόκληρο. Έκλεισα τα μάτια μου για να διαλογιστώ, αλλά συνειδητοποίησα ότι τώρα διαλογιζόμουν διαρκώς, με ανοιχτά τα μάτια. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα όταν έφτασα στο βενζινάδικο. Το κουδουνάκι ανακοίνωσε την άφιξη μου. Μέσα από το ζεστό φωτισμένο γραφείο βγήκε ο καλός μου φίλος που είχε κορμί γεροδεμένου πενηντάρη —λεπτός, σφιχτός και γεμάτος χάρη. Ήρθε απ' τη μεριά του οδηγού, χαμογελώντας και είπε: «Να το γεμίσω;» «Η Ευτυχία είναι ένα γεμάτο ντεπόζιτο» του απάντησα, και μετά έμεινα σιωπηλός. Πού το είχα δει αυτό; Τι ήταν αυτό που έπρεπε να θυμηθώ; Την ώρα που ο Σωκράτης έβαζε βενζίνη, εγώ καθάρισα τα τζάμια. Μετά πάρκαρα το αμάξι πίσω από το βενζινάδικο και μπήκα στο γραφείο για τελευταία φορά. Για μένα ήταν ένα ιερό μέρος — ένας ασυνήθιστος ναός. Σήμερα το δωμάτιο ήταν γεμάτο ηλεκτρισμό — κάτι επρόκειτο να συμβεί, αλλά δεν είχα ιδέα τι. Ο Σωκράτης άνοιξε το συρτάρι του και μου έδωσε ένα μεγάλο σημειωματάριο, ξεφτισμένο και ξεραμένο από τα χρόνια. Μέσα υπήρχαν σημειώσεις γραμμένες με έναν προσεκτικό, όμορφο γραφικό χαρακτήρα. «Αυτό είναι το ημερολόγιο μου — σημειώσεις σχετικά με τη ζωή μου, από τότε που ήμουν νέος. Θα δώσει απαντήσεις σε όλες τις ερωτήσεις που ποτέ δεν έκανες. Είναι δικό σου τώρα, ένα δώρο. Σου έδωσα όλα όσα μπορούσα. Τώρα εξαρτάται από σένα. Η δική μου δουλειά τελείωσε, αλλά εσύ έχεις ακόμα δουλειά». «Τι άλλο θα μπορούσα να κάνω πια;» του χαμογέλασα. «Θα γράψεις και θα διδάξεις. Θα ζήσεις μια συνηθισμένη ζωή, μαθαίνοντας πώς να παραμένεις συνηθισμένος μέσα σε έναν μπερδεμένο κόσμο στον οποίο, από μία άποψη, δεν ανήκεις πια. Να παραμείνεις ένας συνηθισμένος άνθρωπος, έτσι θα φανείς χρήσιμος σε άλλους ανθρώπους». Ο Σωκράτης σηκώθηκε απ' την καρέκλα του και ακούμπησε το φλιτζάνι του προσεκτικά πάνω στο γραφείο, δίπλα στο δικό μου. Κοίταξα το χέρι του. Έλαμπε, το φως γύρω του ήταν πιο έντονο από κάθε άλλη φορά. «Αισθάνομαι πολύ παράξενα» είπε, με ένα τόνο έκπληξης στη φωνή του. «Νομίζω ότι πρέπει να πηγαίνω». «Μπορώ να σε βοηθήσω σε κάτι;» είπα, νομίζοντας ότι είχε ανακατευτεί το στομάχι του.

- 154 -

«Όχι». Κοίταξε τριγύρω, σαν να μην υπήρχε πια ούτε το δωμάτιο ούτε εγώ, και περπάτησε αργά ως την πόρτα με την ταμπέλα «Ιδιαίτερον» κρεμασμένη επάνω της, την άνοιξε και μπήκε μέσα. Αναρωτήθηκα αν ήταν καλά. Σκέφτηκα ότι οι μέρες που περάσαμε στα βουνά τον είχαν εξαντλήσει, αλλά εκείνος έλαμπε περισσότερο τώρα απ' όσο πριν. Όπως συνήθως, δεν έβγαζα νόημα με τον Σωκράτη. Καθόμουν και κοίταζα την πόρτα περιμένοντας να βγει. Φώναξα απ' έξω, «Έι, Σωκράτη, σήμερα λάμπεις σαν πυγολαμπίδα. Τι έφαγες για βραδινό, κανένα ηλεκτροφόρο χέλι; Να έρθεις να φάμε μαζί τα Χριστούγεννα, θα ήσουν πολύ ωραίο στολίδι για το δέντρο μου». Μου φάνηκε ότι είδα μια δυνατή απότομη λάμψη από την χαραμάδα της πόρτας. Αν είχε καεί η λάμπα, έπρεπε να βγει έξω σύντομα. «Σωκράτη, τι θα γίνει, θα περάσεις όλο το βράδυ εκεί μέσα; Νόμιζα ότι οι πολεμιστές δεν παθαίνουν δυσκοιλιότητα». Πέρασαν πέντε λεπτά, μετά δέκα. Καθόμουν κρατώντας στα χέρια μου το πολύτιμο ημερολόγιο του. Τον φώναξα ξανά και ξανά, αλλά η μόνη απάντηση που πήρα ήταν η σιωπή. Ξαφνικά κατάλαβα — δεν ήταν δυνατό, αλλά κατάλαβα τι είχε συμβεί. Πετάχτηκα όρθιος και έτρεξα στην πόρτα, ανοίγοντας την τόσο απότομα που χτύπησε στα πλακάκια με έναν μεταλλικό κρότο, ο οποίος αντήχησε στην άδεια τουαλέτα. Θυμήθηκα την ξαφνική λάμψη που είχα δει πριν από λίγα λεπτά. Ο Σωκράτης είχε μπει λάμποντας στην τουαλέτα και είχε εξαφανιστεί. Στάθηκα εκεί για αρκετή ώρα, μέχρι που άκουσα το γνωστό κουδούνισμα της καμπάνας του βενζινάδικου, και μετά ένα κορνάρισμα. Βγήκα από το γραφείο και γέμισα το ντεπόζιτο με μηχανικές κινήσεις, παίρνοντας τα χρήματα και δίνοντας ρέστα απ' την δική μου τσέπη. Όταν επέστρεψα στο γραφείο πρόσεξα ότι δεν είχα βάλει ούτε τα παπούτσια μου. Άρχισα να γελάω — το γέλιο μου έγινε υστερικό, και μετά έπαψε. Κάθισα στον καναπέ, πάνω στην παλιά μεξικάνικη κουβέρτα που είχε αρχίσει να διαλύεται, κοίταξα τριγύρω στο δωμάτιο, το κίτρινο χαλί που είχε χάσει το χρώμα του με τα χρόνια, το παλιό γραφείο από καρυδιά και τον ψύκτη. Είδα τα δύο φλιτζάνια, το δικό μου και του Σωκράτη, να στέκονται ακόμη πάνω στο γραφείο, και τελευταία απ' όλα, την άδεια του καρέκλα. Μετά του μίλησα. Όπου κι αν βρισκόταν αυτός ο σκανδαλιάρης γερο-πολεμιστής, εγώ θα είχα τον τελευταίο λόγο. «Λοιπόν Σωκράτη, να 'μαι εδώ, ανάμεσα σε παρελθόν και μέλλον, να αιωρούμαι μεταξύ παραδείσου και κόλασης. Τι μπορώ να σου πω; Τίποτε δεν μου φαίνεται αρκετό. Σ' ευχαριστώ, δάσκαλε μου, έμπνευση μου, φίλε μου. Θα μου λείψεις. Να 'σαι καλά». Φεύγοντας από το βενζινάδικο για τελευταία φορά, ένιωθα μόνο θαυμασμό. Ήξερα ότι στην πραγματικότητα δεν τον είχα χάσει. Μου είχε πάρει τόσον καιρό να δω αυτό που ήταν ολοφάνερο, το ότι ο Σωκράτης κι εγώ δεν ήμασταν ποτέ διαφορετικοί. Τόσον καιρό, ήμασταν ένα και το αυτό. Περπάτησα μέσα στους δεντροφυτεμένους δρόμους της πανεπιστημιούπολης, πέρα από το ποταμάκι, και πέρα από τα σκιερά σύδεντρα, προς την πόλη - συνεχίζοντας τον Δρόμο μου, τον δρόμο που με οδηγούσε σπίτι.

- 155 -

ΕΠΙΛΟΓΟΣ: ΓΕΛΙΟ ΣΤΟΝ ΑΝΕΜΟ

Είχα περάσει την πύλη. Είχα δει ό,τι υπήρχε να δω. Είχα συνειδητοποιήσει πάνω στα βουνά την αληθινή μου φύση. Όμως, σαν τον γέροντα που ξανάβαλε το σακί του στον ώμο του και συνέχισε το δρόμο του, ήξερα ότι παρόλο που τα πάντα είχαν αλλάξει, τίποτε δεν είχε αλλάξει. Ζούσα ακόμη μια συνηθισμένη ανθρώπινη ζωή, με συνηθισμένες ανθρώπινες ευθύνες. Έπρεπε να προσαρμοστώ ώστε να ζήσω μια ευτυχισμένη, χρήσιμη ζωή, μέσα σ' έναν κόσμο που προσβαλλόταν όταν κάποιος δεν ενδιαφερόταν πια για καμία αναζήτηση και για κανένα πρόβλημα. Είχα μάθει ότι ένας χωρίς λόγο ευτυχισμένος άνθρωπος μπορεί να βάλει σε δοκιμασία τα νεύρα των ανθρώπων. Συνέβησαν αρκετά πράγματα που με έκαναν να καταλαβαίνω, ακόμη και να ζηλεύω τους μοναχούς που μετακόμιζαν σε μάκρυνες σπηλιές. Αλλά εγώ είχα ζήσει στη σπηλιά μου. Ο καιρός που έπαιρνα είχε τελειώσει — τώρα είχε έρθει η ώρα να δώσω. Μετακόμισα από το Πάλο Αλτο στο Σαν Φραντσίσκο και έπιασα δουλειά σαν μπογιατζής σπιτιών. Μόλις τακτοποιήθηκα σε ένα σπίτι, αποφάσισα να φροντίσω κάποιες δουλειές που είχα αφήσει ατέλειωτες. Δεν είχα μιλήσει με την Τζόϊς από τότε που ήμουν στο Όμπερλιν. Βρήκα τον αριθμό του τηλεφώνου της στο Νιού Τζέρσεϋ και της τηλεφώνησα. «Νταν, τι μεγάλη έκπληξη ήταν αυτή! Τι κάνεις;» «Πολύ καλά Τζόις. Πέρασα πολλά αυτόν τον καιρό». Ακολούθησε σιωπή για λίγο. «Ε.. Τι κάνουν η κόρη σου — και η γυναίκα σου;» «Η Λίντα και η Χόλυ είναι μια χαρά. Η Λίντα κι εγώ έχουμε πάρει διαζύγιο εδώ και αρκετό καιρό». «Νταν» — ξανά σιωπή — «Γιατί μου τηλεφώνησες;» Πήρα μια βαθιά ανάσα. «Τζόϊς, θέλω να έρθεις στην Καλιφόρνια και να ζήσεις μαζί μου. Δεν έχω αμφιβολίες για σένα — για μας. Υπάρχει αρκετός χώρος εδώ..». «Νταν» γέλασε η Τζόϊς. «Προχωράς υπερβολικά γρήγορα για μένα! Και πότε λες να γίνει αυτή η μικροαλλαγή;» «Τώρα, ή όσο πιο σύντομα μπορείς. Τζόις, έχω τόσα να σου πω —πράγματα που δεν είπα ποτέ σε κανέναν. Τα έχω κρατήσει μέσα μου για πολύ καιρό. Θα μου τηλεφωνήσεις μόλις αποφασίσεις;» «Νταν, είσαι σίγουρος;» «Ναι, πίστεψε με, και θα μένω μέσα τα βράδια περιμένοντας να μου τηλεφωνήσεις». Δύο εβδομάδες αργότερα, χτύπησε το τηλέφωνο στις επτά και τέταρτο το απόγευμα.

- 156 -

«Τζόϊς!» «Σου τηλεφωνώ από το αεροδρόμιο». «Από το αεροδρόμιο του Νιούαρκ; Φεύγεις; Έρχεσαι εδώ;» «Από το αεροδρομίου του Σαν Φραντσίσκο. Μόλις έφτασα». Για λίγες στιγμές δεν έπιασα τι μου έλεγε. «Απ' το αεροδρόμιο του Σαν Φραντσίσκο;» «Ναι,» είπε γελώντας εκείνη. «Ξέρεις, εκείνη τη λωρίδα, νότια της πόλης, που προσγειώνονται τα αεροπλάνα. Λοιπόν; Θα έρθεις να με πάρεις, ή θα κάνω ωτοστόπ;» Τις επόμενες μέρες περνούσαμε όλο τον ελεύθερο μας χρόνο μαζί. Είχα παρατήσει την δουλειά μου και δίδασκα σε μια μικρή σχολή γυμναστικής στο Σαν Φραντσίσκο. Της μίλησα για τη ζωή μου, πάνω-κάτω όπως είναι γραμμένη εδώ, και της είπα τα πάντα για το Σωκράτη. Με άκουγε προσεκτικά. «Ξέρεις Νταν, αισθάνομαι περίεργα όταν μου μιλάς γι αυτόν τον άντρα — σαν να τον ήξερα». «Τα πάντα είναι πιθανά» της είπα χαμογελώντας. «Όχι, πραγματικά νιώθω σαν να τον ήξερα. Δεν σου το έχω ξαναπεί Ντάνυ, αλλά το είχα σκάσει από το σπίτι μου λίγο πριν αρχίσω το γυμνάσιο». «Αυτό είναι ασυνήθιστο,» της απάντησα, «αλλά όχι και τόσο παράξενο». «Το παράξενο είναι ότι τα χρόνια μεταξύ της φυγής μου από το σπίτι και μέχρι να έρθω στο Όμπερλιν, είναι σαν ένα τεράστιο κενό στο μυαλό μου. Και κάτι ακόμη. Πριν έρθεις στο Όμπερλιν, θυμάμαι ότι έβλεπα όνειρα, πολύ παράξενα όνειρα, σχετικά με κάποιον σαν εσένα — και με έναν ασπρομάλλη άντρα! Και οι γονείς μου — οι γονείς μου, Ντάνυ..». Τα πελώρια λαμπερά της μάτια άνοιξαν τελείως και γέμισαν δάκρυα, «...οι γονείς μου πάντοτε με φώναζαν με το χαϊδευτικό μου..». Την έπιασα από τους ώμους και βύθισα το βλέμμα μου στα μάτια της. Εκείνη τη στιγμή, σαν ηλεκτρικό σοκ, ένα κομμάτι απ' τις αναμνήσεις μας ξεκλειδώθηκε, καθώς εκείνη έλεγε, «...το χαϊδευτικό μου ήταν Τζόϋ». Ο γάμος μας έγινε σε κλειστό κύκλο, στα βουνά της Καλιφόρνιας. Ήταν μια στιγμή, που θα έδινα τα πάντα αν μπορούσα να την μοιραστώ με τον άνθρωπο που ήταν υπεύθυνος για την ευτυχία μας. Τότε θυμήθηκα την κάρτα που μου είχε δώσει — εκείνη που έπρεπε να χρησιμοποιήσω μόνο αν τον χρειαζόμουν πραγματικά. Σκέφτηκα ότι τώρα ήταν η κατάλληλη ώρα. Ξεγλύστρισα απ' τον κόσμο για λίγο και περπάτησα ως την απέναντι πλευρά του δρόμου, σε ένα μικρό χωμάτινο λοφάκι με θέα το δάσος και τους λόφους. Εκεί υπήρχε ένας κήπος με μια μοναδική λεύκα που σχεδόν την είχαν κρύψει οι κληματαριές. Έπιασα το πορτοφόλι μου και βρήκα την κάρτα, ανάμεσα σε άλλα χαρτιά. Ήταν τσακισμένη στις άκρες απ' τον καιρό, αλλά έλαμπε ακόμη. Εταιρεία «Πολεμιστής» Ιδιοκ. Σωκράτης Ειδικότητα μας: Παράδοξα, Χιούμορ και Αλλαγή Μόνο Επείγοντα Περιστατικά!

- 157 -

Την κράτησα και με τα δύο μου χέρια, και ψιθύρισα απαλά «Εντάξει, Σωκράτη, γέρο μάγε. Κάνε τα κόλπα σου. Έλα να μας επισκεφτείς Σωκράτη!» Περίμενα λίγο και ξαναδοκίμασα. Δεν συνέβη τίποτε. Απολύτως τίποτε. Ο άνεμος φύσηξε για μια στιγμή — κι αυτό ήταν όλο. Η απογοήτευση που ένιωσα με ξάφνιασε. Βαθιά μέσα μου είχα μιαν ελπίδα ότι ίσως ξαναγύριζε. Αλλά δεν θα ερχόταν — ούτε τώρα, ούτε ποτέ. Τα χέρια μου έπεσαν στα πλευρά μου, και κοίταξα το χώμα. «Αντίο Σωκράτη. Αντίο, φίλε μου». Άνοιξα το πορτοφόλι μου για να βάλω την κάρτα, κοιτάζοντας ξανά την απαλή της λάμψη. Η κάρτα είχε αλλάξει. Στην θέση του «Μόνο Επείγοντα Περιστατικά» υπήρχε μια μοναδική λέξη, που έλαμπε περισσότερο από τις άλλες. Έλεγε, «Ευτυχία». Το γαμήλιο του δώρο. Εκείνη τη στιγμή μια ζεστή αύρα χάιδεψε το πρόσωπο μου, ανακάτεψε τα μαλλιά μου, και ένα φύλλο που έπεφτε απ' τη λεύκα με χαστούκισε στο πρόσωπο. Έριξα πίσω το κεφάλι μου γελώντας ευτυχισμένος, και κοίταξα προς τα πάνω, ανάμεσα από τα μακριά κλαδιά της λεύκας, τα σύννεφα που κινούνταν τεμπέλικα στον ουρανό. Κοίταξα πάνω από τον πέτρινο φράχτη, πέρα από τα σπίτια που έμοιαζαν με κουκίδες μέσα στο καταπράσινο δάσος. Ο άνεμος ξαναφύσηξε και ένα μοναχικό πουλί πέρασε δίπλα μου πετώντας. Τότε κατάλαβα ποια ήταν η αλήθεια. Ο Σωκράτης δεν ήρθε, γιατί ποτέ δεν είχε φύγει. Είχε μοναχά αλλάξει. Ήταν η λεύκα πάνω απ' το κεφάλι μου, ήταν τα σύννεφα και το πουλί και ο άνεμος. Αυτά θα ήταν πάντα οι δάσκαλοι μου, οι φίλοι μου. Πριν γυρίσω στην γυναίκα μου, στο σπίτι και στους φίλους μου, — και στο μέλλον μου — έριξα μια ματιά στον κόσμο γύρω μου. Ο Σωκράτης ήταν εκεί. Ήταν παντού.

- 158 -

ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ Ένα βιβλίο μπορεί να γίνει πηγή έμπνευσης, να διευρύνει τους ορίζοντες μας, να μας θυμίσει αυτά που ήδη γνωρίζουμε — όμως η πραγματική μεταμόρφωση απαιτεί προσπάθεια για μια ολόκληρη ζωή. Η ζωή και η άσκηση του ειρηνικού πολεμιστή συνοψίζονται σε μια λέξη: δράση — το να είσαι χρήσιμος στους άλλους. Στα μάτια του Πνεύματος λίγα πράγματα μετρούν. Αυτό που δίνεις, αυτό και θα λάβεις. Πράξη σημαίνει κατανόηση. Και μπορείς να πραγματώσεις ο,τιδήποτε, αρκεί να έχεις τη θέληση και το κουράγιο να το κάνεις. Φυσικά κάνουμε λάθη — έτσι μαθαίνουμε. Όλοι μας τελούμε υπό εκπαίδευση. Η ζωή μπορεί να γίνει δύσκολη — τι μεγάλη ευκαιρία! Το Φως θα μας ενοχλεί όποτε νιώθουμε βολεμένοι και θα μας ανακουφίζει όταν βρισκόμαστε σε δύσκολη θέση. Στρεφόμαστε στο Πνεύμα για βοήθεια όταν τα θεμέλια της ζωής μας τρίζουν και βλέπουμε ότι αυτό που τα κάνει να σείονται είναι πάλι το ίδιο το Πνεύμα. Λεν είμαι κάτι το ιδιαίτερο. Όλοι έχουμε το δικό μας (Σωκράτη». Είναι ο ανώτερος εαυτός μας. Γι’ αυτό αφήστε να σας οδηγήσει ό,τι καλύτερο έχετε μέσα σας. Κάθε στιγμή, αν ρωτήσετε «τι θα έκανε τώρα ο ανώτερος εαυτός μου;», θα μάθετε ποιος είναι ο σωστός δρόμος. Εμπιστευτείτε τον εαυτό σας. Εμπιστευτείτε το ρεύμα της ζωής. Εσείς οι ίδιοι είστε ο πνευματικός οδηγός που περιμένατε. Λένε ότι υπάρχει μονάχα ένα Ταξίδι, αλλά πολλοί δρόμοι. Σας εύχομαι καλό δρόμο στο μονοπάτι που διαλέξατε, για το Ταξίδι στο οποίο είμαστε όλοι συνοδοιπόροι.

Νταν

- 159 -

View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF