Closer

March 20, 2017 | Author: Errica Giannatseli | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

Download Closer...

Description

΢ΚΗΝΗ 1 Νοςοκομείο. Νψπίρ σο ππψί. Ιανοτάπιορ.

΢ε ένα πάγκο κάθεσαι η Άλιρ με φστπημένο πόδι. Έφει μαζί σηρ ένα backpack. Κοισάζει σην πληγή σηρ. Ανοίγει ση σςάνσα σοτ Νσάντ. Κοισάζει γύπψ σηρ. Χάφνει μέςα μέςα ςσην σςάνσα. Βγάζει δύο ςάνσοτισρ στλιγμένα ςε αλοτμινόφαπσο. Σα ανοίγει και μτπίζει. Φαμογελάει, σα στλίγει ξανά και σα βάζει μέςα ςση σςάνσα. Βγάζει από ση σςάνσα σοτ Νσάντ ένα ππάςινο μήλο. Σο γταλίζει με σο φέπι σηρ και ύςσεπα σο δαγκώνει. Από σο βάθορ μπαίνει ο Νσάντ κπασώνσαρ δύο πλαςσικά ποσήπια με ζεςσό καυέ. Ση βλέπει ποτ σπώει σο μήλο. Ση πληςιάζει. Μεσά από λίγερ ςσιγμέρ σον βλέπει, ποτ σην κοισάζει. ΑΛΙ΢: ΢τγνώμη, έχαφνα για σςιγάπα ΝΣΑΝΤ: Σο ‘φψ κόχει. (σηρ δίνει σον καυέ σηρ) ΑΛΙ΢: Ετφαπιςσώ. (Ο Νσάντ κοισάζει σο πολόι σοτ) Έφειρ να παρ κάποτ; ΝΣΑΝΤ: ΢ση δοτλειά μοτ (πίνοτν μια γοτλιά από σον καυέ σοτρ)

Δεν ςοτ άπεςαν σα ςάνσοτισρ; ΑΛΙ΢: Δεν σπώψ χάπι. ΝΣΑΝΤ: Γιασί; ΑΛΙ΢: Σα χάπια κασοτπάνε ςση θάλαςςα. ΝΣΑΝΤ: Και σα παιδιά κασοτπάνε ςση θάλαςςα ΑΛΙ΢: Ούσε παιδιά σπώψ. Σι δοτλειά κάνειρ; ΝΣΑΝΤ: Είμαι ένα είδορ…. Δημοςιογπάυοτ. ΑΛΙ΢: Σι είδοτρ; ΝΣΑΝΤ: Γπάυψ νεκπολογίερ. ΑΛΙ΢: Και ςοτ απέςει; ΝΣΑΝΤ: Ποιο; ΑΛΙ΢: Η δοτλειά με σοτρ νεκπούρ ΝΣΑΝΤ: Έσςι ζψ. ΑΛΙ΢: ΢ε νεκποσαυείο μεγάλψςερ; ΝΣΑΝΤ: Ναι. ΢σα πποάςσια. ΑΛΙ΢: Θα ‘πθει λερ κανέναρ γιασπόρ:

ΝΣΑΝΤ: Εν σέλει… Κάποιορ θα ’πθει. Πονάει; ΑΛΙ΢: Θα ζήςψ. ΝΣΑΝΤ: Να ςοτ ςηκώςψ σο πόδι; ΑΛΙ΢: Γιασί; ΝΣΑΝΤ: Ατσό κάνοτν οι άνθπψποι ςε πεπιπσώςειρ ςαν και ατσή. ΑΛΙ΢: Και ποια είναι ατσή η πεπίπσψςη; (κοισάζονσαι) ΝΣΑΝΤ: Θερ να ςοτ ςηκώςψ σο πόδι; ΑΛΙ΢: Ναι. (σηρ ςηκώνει σο πόδι) Ετφαπιςσώ. ΝΣΑΝΤ: Θα ήθελερ να σηλευψνήςειρ ςε κάποιον; ΑΛΙ΢: Δε ξέπψ κανένα. Ποιορ ςοτ κόβει σην κόπα; ΝΣΑΝΤ: Εγώ ΑΛΙ΢: ΋σαν ήςοτν μικπόρ ςοτ έκοβε σην κόπα η μησέπα ςοτ; ΝΣΑΝΤ: Νομίζψ… Ναι. Μάλλον.

ΑΛΙ΢: Ππέπει να σπψρ σην κόπα ςοτ. ΝΣΑΝΤ: Και εςύ ππέπει να κόχειρ σο κάπνιςμα. ΑΛΙ΢: ΢ε ετφαπιςσώ ποτ με μάζεχερ από σον δπόμο. ΝΣΑΝΤ: Ετφαπίςσηςή μοτ. ΑΛΙ΢: Να με μαζεύειρ απ’ σον δπόμο; Είςαι πολύ κύπιορ. ΝΣΑΝΤ: Και εςύ είςαι κτπία. ΑΛΙ΢: ΋φι πολύ. ΝΣΑΝΤ: Πολύ. ΑΛΙ΢: ΋,σι πειρ. ΝΣΑΝΤ: Γιασί δε κοίσαζερ ποτ πήγαινερ; ΑΛΙ΢: Ποσέ δε κοισάζψ ποτ πηγαίνψ. ΝΣΑΝΤ: ΢σεκόμαςσαν ςσο υανάπι. ΢ε κοίσαξα ςσα μάσια. Και σόσε άπφιςερ να πποφψπάρ. ΑΛΙ΢: Και μεσά; ΝΣΑΝΤ: Ήςοτν πεςμένη ςσην άςυαλσο, γύπιςερ σο κευάλι ςοτ κοίσαξερ εμένα και είπερ «Γεία ςοτ, Άγνψςσε».

ΑΛΙ΢: Σι σςούλα ! ΝΣΑΝΤ: Παπησήπηςα όσι είφερ φστπήςει σο πόδι ςοτ. ΑΛΙ΢: Παπασήπηςερ σα πόδια μοτ; ΝΣΑΝΤ: Δεν αποκλείεσαι. ΑΛΙ΢: Και μεσά; ΝΣΑΝΤ: Βγήκε έξψ ο σαξισζήρ και ςσατποκοπιόσανε. «Γαμώ

σο

κέπασό

μοτ»,

έλεγε,

«Νόμιζα

πψρ

ση

ςκόσψςα»… Σοτ είπα να ςε πάμε ςε ένα νοςοκομείο, αλλά δίςσαζε… υοβήθηκε μήπψρ σον θεψπήςοτν τπεύθτνο για κάσι, δεν ήθελε να μπλέξει. Οπόσε και εγώ σοτ πέσαξα με ένα τυάκι κάπψρ πεπιυπονησικό. «Άυηςέ μαρ σοτλάφιςσον έξψ από ένα νοςοκομείο και υύγε.» ΑΛΙ΢: Δείξε μοτ σο τυάκι.( Ο Νσάντ σηρ δείφνει) Καλό. Υιλαπάκο. ΝΣΑΝΤ: ΢ε βάλαμε ςσο σαξί και ήπθαμε εδώ. ΑΛΙ΢: Κι εγώ σι έκανα; ΝΣΑΝΤ:

Χιθύπιζερ

αναςσάσψςη.



Φίλια

ςτγγνώμη

για

σην

Έβαλα σο φέπι μοτ γύπψ ςοτ. Κι εςύ έγειπερ σο κευάλι ςοτ ςσον ώμο μοτ. (Παύςη) ΑΛΙ΢: Θα απγήςειρ ςση δοτλειά ςοτ. ΝΣΑΝΤ: Μοτ λερ να υύγψ με σπόπο; ΑΛΙ΢: ΢οτ λέψ πψρ θα απγήςειρ ςση δοτλειά ςοτ. ΝΣΑΝΤ: Σι έκανερ ς’ εκείνη ση γέυτπα; ΑΛΙ΢: Ποτ; - Εκεί ποτ με είδερ; ΝΣΑΝΤ: Ναι. ΑΛΙ΢: ΢’ ένα κλαμπ ήμοτνα. Δίπλα ςσην κπεασαγοπά. Εςύ παρ ςε κλαμπ; ΝΣΑΝΤ: Εγώ όφι. Είμαι μεγάλορ. ΑΛΙ΢ : Πόςο μεγάλορ; ΝΣΑΝΤ : Σπιανσαπένσε. ΑΛΙ΢ : Ναι; Υαίνεςαι πολύ μικπόσεπορ. ΝΣΑΝΤ: ΢’ ετφαπιςσώ. ΍ςσε ήςοτν ςε κλαμπ;

ΑΛΙ΢: Ναι. Μεσά βγήκα για μια βόλσα, πέπαςα απ’ σην κπεασαγοπά να δψ ποτ ξευοπσώνοτν σα κπέασα… Μ’ απέςει να σα κοισάζψ. ΝΣΑΝΤ: Σα κπέασα; ΑΛΙ΢: Ναι. ΝΣΑΝΤ: Γιασί; ΑΛΙ΢: Γιασί είναι αποκποτςσικά. Όςσεπα πέπαςα μέςα από ένα μικπό πάπκο – Postman’s Park – τπάπφει κι ένα νεκποσαυείο εκεί… σο ξέπειρ; ΝΣΑΝΤ: ΋φι. ΑΛΙ΢: Τπάπφει εκεί ένα μνημείο για απλούρ ανθπώποτρ ποτ πέθαναν ςώζονσαρ ση ζψή άλλψν. Είναι πολύ πεπίεπγο. Μεσά απουάςιςα να πάψ ππορ σο κένσπο οπόσε πήγα ςση γέυτπα… ΝΣΑΝΤ: Ατσό σο πάπκο…Εδώ κονσά δεν είναι; ΑΛΙ΢: Ναι. ΝΣΑΝΤ: Τπάπφει κι ένα άγαλμα εκεί; ΑΛΙ΢: Έναρ Μινώσατπορ. ΝΣΑΝΤ: Σο ξέπψ. Καθίςαμε εκεί – η μησέπα μοτ έφει πεθάνει – καθίςαμε εκεί με σον πασέπα μοτ σο απόγετμα

ποτ πέθανε η μησέπα μοτ. Βαςικά πέθανε εδώ. ΢’ ατσό σο νοςοκομείο. (ςσην Αλιρ) Ατσή κι αν κάπνιζε… (θτμάσαι) Ο πασέπαρ μοτ έσπψγε...ένα ςάνσοτισρ με ατγό… Σα φέπια σοτ έσπεμαν…Έπευσαν κομμάσια από σο ατγό ςσο φώμα… Είφε λίγο βούστπο…ςσα φείλη σοτ…. Σο μνημείο όμψρ ποτ λερ – δεν σο θτμάμαι. ΑΛΙ΢: Ο πασέπαρ ςοτ ζει; ΝΣΑΝΤ: Σο παλεύει. ΢ε γηποκομείο είναι. ΑΛΙ΢: Πψρ κασέληξερ να γπάυειρ νεκπολογίερ; Σι ήθελερ να γίνειρ ςσην ππαγμασικόσησα;

ΝΣΑΝΤ: Μα, ςσην ππαγμασικόσησα, γπάυψ νεκπολογίερ. Σο όνειπο μοτ ήσαν να γίνψ ςτγγπαυέαρ, αλλά… - δεν είφα βλέπειρ… ΑΛΙ΢: Σι; ΝΣΑΝΤ: Έμπνετςη. Ανοηςίερ. Σαλένσο δεν είφα. Κι έσςι… κασέληξα ςση ΢ιβηπία σηρ δημοςιογπαυίαρ. ΑΛΙ΢: Περ μοτ σι κάνειρ ακπιβώρ εκεί. Θέλψ να ςε υανσαςσώ ςση ΢ιβηπία.

ΝΣΑΝΤ: ΢οβαπά; ΑΛΙ΢: ΢οβαπόσασα. ΝΣΑΝΤ: Λοιπόν. Είμαςσε σπειρ ςσο γπαυείο… Εγώ, ο Φάππτ και ο Γκπάφαμ… (η Αλιρ σοτ βγάζει μαλακά σα γταλιά και σοτ σα καθαπίζει με ση μπλούζα σηρ) Κάθε ππψί όσαν πάψ ςση δοτλειά, ο Γκπάφαμ πψσάει «Ποιορ σα σίναξε;» Αν

έφει

πεθάνει

κάποιο

ςημανσικό

ππόςψπο

,

πηγαίνοτμε ςσην «κασάχτξη» . ΑΛΙ΢: Κασάχτξη; ΝΣΑΝΤ: Είναι ένα ππόγπαμμα ςσο κομπιούσεπ, ποτ έφοτμε μέςα όλοτρ σοτρ υακέλοτρ με όλερ σιρ νεκπολογίερ… βιογπαυικά… ςτνενσεύξειρ – όλη η ζψή σοτ πεθαμένοτ είναι μέςα εκεί. ΑΛΙ΢: Γπάυεσε σιρ νεκπολογίερ σψν ανθπώπψν όςο είναι ακόμα ζψνσανοί; ΝΣΑΝΤ:

Μεπικών

ανθπώπψν,

ναι.

Μεπικέρ

υοπέρ,

έπφονσαι φήπερ και μαρ παπακαλάνε να γπάχοτμε νεκπολογίερ για σοτρ δικούρ σοτρ. Αλλά οι πεπιςςόσεποι είναι… Απλά δεν τπάπφει φώπορ. (Παύςη)

ΑΛΙ΢: (Σοτ υοπάει με πποςοφή σα γταλιά) πψρ παίπνει κάποιορ ατσή ση δοτλεία; ΝΣΑΝΤ: ΢οτ ζησάνε να γπάχειρ ση δική ςοτ νεκπολογία. Αν ση βποτν διαςκεδαςσική, ςε πποςλαμβάνοτν. (έφοτν έπθει κονσά. Κοισάζει ο έναρ σον άλλον. Απ’ σο βάθορ μπαίνει ο Λάππτ. Υοπάει ιασπική πόμπα. Ο Νσάντ σον βλέπει κ ςηκώνεσαι.) ΝΣΑΝΤ: Με ςτγφψπείσαι. Πεπιμένοτμε πολλή ώπα εδώ… ΛΑΡΡΤ: ΢τγνώμη δεν είμαι εγώ… (εσοιμάζεσαι να υύγει. Σο μάσι σοτ πέυσει ςσην Άλιρ. «΋μοπυη κοπέλα». ΢σαμασάει.) Σι πάθασε; ΑΛΙ΢: Με φσύπηςε ένα σαξί. ΝΣΑΝΤ: Είφε φάςει σιρ αιςθήςειρ σηρ – δέκα πεπίποτ δετσεπόλεπσα ήσαν αναίςθηση… ΛΑΡΡΤ: Μποπώ; (Βλέπει σην πληγή ςσο πόδι σηρ) Σα δάφστλά ςαρ σα αιςθάνεςσε; ΑΛΙ΢: Ναι.

(Ο Λάππτ ακοτμπάει μια παλιά πληγή ςσο πόδι σηρ Άλιρ) ΛΑΡΡΤ: Ατσό σι είναι; ΑΛΙ΢: Οτλή ΛΑΡΡΤ: Σο βλέπψ όσι είναι οτλή. Πώρ έγινε; ΑΛΙ΢: ΢σην Αμεπική. Υοπσηγό. ΛΑΡΡΤ: Άςφημο πάχιμο. ΑΛΙ΢: Ήμοτν ςση μέςη σοτ ποτθενά. ΛΑΡΡΤ: Δεν έφεσε σίποσα. (κάνει να υύγει) ΑΛΙ΢: Να πάπψ ένα; (Ο Λάππτ σην κοισάζει και εκείνη κάνει νόημα δείφνονσάρ σοτ σην σςέπη σοτ) Ένα σςιγάπο. (Ο Λάππτ βγάζει από σην σςέπη σοτ ένα πακέσο και σηρ δίνει ένα σςιγάπο) ΛΑΡΡΤ: Μη σο καπνίςεσε εδώ. ΝΣΑΝΤ: ΢αρ ετφαπιςσούμε

(Ο Λάππτ υεύγει. Η Άλιρ ανάβει σο σςιγάπο. Πποςυέπει μια ποτυηξιά ςσον Νσάντ) ΑΛΙ΢: Θερ; ΝΣΑΝΤ: Ναι αλλά όφι. Σι έκανερ « ςση μέςη σοτ ποτθενά»; ΑΛΙ΢: Σαξίδετα. ΝΣΑΝΤ: Μόνη; ΑΛΙ΢: Μ΄έναν άνσπα. ΝΣΑΝΤ: Και σι απέγινε ατσόρ ο άνσπαρ; ΑΛΙ΢: Δεν ξέπψ. – Εγώ, έυτγα. ΝΣΑΝΤ: Πού πήγερ;; ΑΛΙ΢: ΢ση Νέα Τόπκη. ΝΣΑΝΤ: Έσςι απλά; ΑΛΙ΢: Είναι ο μόνορ σπόπορ να υύγειρ. « Δε ς’ αγαπάψ πια. Ανσίο.» ΝΣΑΝΤ: Κι αν αγαπάρ κάποιον ακόμη; ΑΛΙ΢: Σόσε δε υεύγειρ. ΝΣΑΝΤ: Δεν έφειρ αυήςει ποσέ κάποιον ποτ αγαπούςερ;

ΑΛΙ΢: ΋φι ΝΣΑΝΤ: Πόσε γύπιςερ εδώ; ΑΛΙ΢: Φθερ. ΝΣΑΝΤ: Πού μένειρ; ΑΛΙ΢: (δείφνει σο backpack σηρ) Ποτθενά. ΝΣΑΝΤ: ΢’ άπεςε η Νέα Τόπκη; ΑΛΙ΢: Υτςικά ΝΣΑΝΤ: ΢πούδαζερ… Σι έκανερ εκεί; ΑΛΙ΢: ΢σπιπσίζ (Σον κοισάει) Κοίσα πψρ κοισάζοτν σα μασάκια σοτ. ΝΣΑΝΤ: Πψρ κοισάζοτν σα μασάκια μοτ; ΑΛΙ΢: Έφοτν πεσαφσεί έξψ. ΝΣΑΝΤ: Και είςαι καλή…; ΑΛΙ΢: Εκπληκσική

ΝΣΑΝΤ: Γιασί; ΑΛΙ΢: Ξέπψ σι θέλοτν οι άνσπερ. ΝΣΑΝΤ: Αλήθεια; ΑΛΙ΢: Oh Yeah. NTANY: Σι θέλοτν; ΑΛΙ΢: (΢κέυσεσαι) Οι άνσπερ θέλοτν ένα κοπίσςι, ποτ να μοιάζει με αγόπι. Θέλοτν να σην πποςσασεύοτν, αλλά σην ίδια ςσιγμή να μποπεί να επιβιώςει μόνη σηρ. Και ππέπει να φύνει… γπήγοπα και πολύ, αλλά με λεπσόσησα. Ατσό θέλοτν οι άνσπερ. Εςύ; Σι θέλειρ; (παύςη) ΝΣΑΝΤ: Ποιορ ήσαν ατσόρ ο άνσπαρ ςσην Αμεπική; ΑΛΙ΢: Πελάσηρ. Αλλά όσαν έγινα δικιά σοτ, ήθελε να ςσαμασήςψ σο ςσπιπσίζ… ΝΣΑΝΤ: Εςύ σι θέλειρ; ΑΛΙ΢: Να μ’ αγαπήςοτν!

ΝΣΑΝΤ: Έσςι απλά; ΑΛΙ΢: Δεν είναι καθόλοτ απλό (σον κοισάζει) ΢φέςη…Έφειρ; (Σην κοισάζει) ΝΣΑΝΤ: Ναι. Ση Ροτθ. – Ροτθ ση λένε. Είναι μεσαυπάςσπια. (σην κοισάζει) Θα ςτνανσηθούμε μεσά ση δοτλειά μοτ; ΑΛΙ΢: ΋φι ΝΣΑΝΤ: Γιασί; ΑΛΙ΢: Να ςτνανσηθούμε σώπα ΝΣΑΝΤ: Σώπα ππέπει να πάψ ςσην ευημεπίδα. ΑΛΙ΢: Πάπε πεπό. – Μην παρ να δειρ «Ποιορ σα σίναξε»! Θα σηλευψνήςψ εγώ να σοτρ πψ πψρ είςαι άππψςσορ. ΝΣΑΝΤ: Δε μποπώ. ΑΛΙ΢: Είδερ σι πούςσηρ είςαι; ΝΣΑΝΤ: Γιασί;

ΑΛΙ΢: ΢οτ λέψ να βπεθούμε και μοτ κανείρ σον δύςκολο. ΝΣΑΝΤ: Δε ξέπειρ σι είμαι, μποπεί να είμαι κανέναρ χτφάκιαρ. ΑΛΙ΢: Έφψ γνψπίςει χτφάκηδερ. Εςύ δεν είςαι. Σηλέυψνο. ΝΣΑΝΤ: Πάσα σο 1 - ςσιρ μνήμερ. ΑΛΙ΢: Ποιόν ζησάψ; ΝΣΑΝΤ: Σον Φάππτ. Φάππτ Μάςσεπρ ΑΛΙ΢: Πώρ ςε λένε: ΝΣΑΝΤ: Νσάντ. Νσάντ Γούλυ. – Εςένα; ΑΛΙ΢: Άλιρ. – Άλιρ Άιπιρ.

΢ΚΗΝΗ 2 ΢σο υψσογπαυικό studio σηρ Άνναρ. Απγά σο απόγετμα. Ιούνιορ. (Έναρ φπόνορ μεσά.)

Η Άννα υψσογπαυίζει σον Νσάντ ποτ κάθεσαι ςε ένα ςκαμπό.

(Παύςη. Υψσογπαυίερ.)

ΑΝΝΑ: Ψπαία. (Υψσογπαυία) Μείνε ακίνησορ. (Υψσογπαυίερ) ΝΣΑΝΤ: Σι ήσαν εδώ; Ατσό σο κσίπιο; ΑΝΝΑ: Άςτλο για «παπαςσπασημένερ» γτναίκερ. ΝΣΑΝΤ: Παπαςσπασημένερ; ΑΝΝΑ: Πόπνερ κτπίψρ. ΝΣΑΝΤ: Δεν τπήπφε ένα ποσάμι εδώ; ΑΝΝΑ: Ναι. Έφσιςαν πάνψ σοτ σον δέκασο όγδοο αιώνα. ΝΣΑΝΤ: Ένα θαμμένο ποσάμι. (υψσογπαυία) ΑΝΝΑ: Από ση γέυτπα , αν ςσαθείρ και κοισάξειρ, μποπείρ ακόμα να δειρ ποτ εκβάλει.

Άλλο ένα υιλμ και σελειώςαμε (Παύςη. Υψσογπαυίερ)

Φαλάπψςε…. (Αλλαγή υιλμ)

ΝΣΑΝΤ: ΢ε πειπάζει αν καπνίςψ; ΑΝΝΑ: Αν είναι απαπαίσησο. ΝΣΑΝΤ: Δεν είναι. ΑΝΝΑ: Σόσε μην σο κάνειρ. (σον κοισάζει) Μοτ άπεςε σο βιβλίο ςοτ. ΝΣΑΝΤ: ΢’ ετφαπιςσώ.

ΑΝΝΑ: Πόσε βγαίνει;

ΝΣΑΝΤ: ΢’ ένα φπόνο πεπίποτ. Πψρ έγινε και σο διάβαςερ;

ΑΝΝΑ: Ο εκδόσηρ ςοτ, μοτ έςσειλε ένα ανσίγπαυο. Σο διάβαςα φθερ σο βπάδτ. Με κπάσηςερ ξύπνια μέφπι σιρ σέςςεπιρ σο ππψί.

ΝΣΑΝΤ: ΢ε ετφαπιςσώ. Με κολακεύειρ. ΑΝΝΑ: Η ηπψίδα ςοτ είναι αληθινό ππόςψπο; ΝΣΑΝΤ: Είναι η....Άλιρ ση λένε. ΑΝΝΑ: Πψρ νιώθει ποτ σηρ έκλεχερ ση ζψή; ΝΣΑΝΤ:Ση δανείςσηκα. Σηρ έφψ αυιεπώςει σο βιβλίο. Είναι πολύ ετφαπιςσημένη. (Σην κοισάζει. Παύςη) Θα κάνειρ κάποια έκθεςη; ΑΝΝΑ: Σο καλοκαίπι. ΝΣΑΝΤ: Ποπσπαίσα; ΑΝΝΑ: Ποπσπαίσα. ΝΣΑΝΤ: Σίνορ; ΑΝΝΑ: Άγνψςσοι. (Σοτ κάνει νόημα να καθίςει πάλι ςσο ςκαμπό .Ελέγφει σο υψρ με σο υψσόμεσπο σηρ.) ΝΣΑΝΤ: Και πψρ αιςθάνονσαι ατσοί οι άγνψςσοι, ποτ σοτρ κλέβειρ σιρ ζψέρ σοτρ;

ΑΝΝΑ: Σιρ δανείζομαι. (Σοτ διοπθώνει σα μαλλιά σοτ.) ΝΣΑΝΤ: Είμαι κι εγώ άγνψςσορ; ΑΝΝΑ: ΋φι… -Εςύ είςαι δοτλειά. (Παύςη) ΝΣΑΝΤ: Είςαι πολύ όμοπυη. ΑΝΝΑ: ΋φι δεν είμαι. (Κοισάζει μέςα από σο βιζέπ.) Πιο χηλά οι ώμοι. Μην καμποτπιάζειρ! (Υψσογπαυίερ) ΝΣΑΝΤ: Σο θεψπείρ ππόςστφο; ΑΝΝΑ: Ποιο; ΝΣΑΝΤ: Σο βιβλίο μοτ. ΑΝΝΑ: ΋φι. Μοτ υάνηκε….ακπιβέρ (Υψσογπαυίερ) ΝΣΑΝΤ: ΢φεσικά με σι;

ΑΝΝΑ: ΢φεσικά…με σο ςεξ – με σον έπψσα. (Υψσογπαυία) ΝΣΑΝΤ: Με ποια έννοια; ΑΝΝΑ: Εςύ σο έγπαχερ. ΝΣΑΝΤ: Ναι, αλλά εςύ σο διάβαςερ. – μέφπι σιρ σέςςεπιρ (Ο Νσάντ σην κοισάζει. Η Άννα κοισάζει μέςα από σο βιζέπ) ΑΝΝΑ: Μη ςηκώνειρ σα υπύδια ςοτ. Δείφνειρ ατσάπεςκορ. (Υψσογπαυία. Ο Νσάντ ςηκώνεσαι.) ΝΣΑΝΤ: ΢οτ άπεςε όμψρ. ΑΝΝΑ: Ναι, αλλά μποπεί να αλλάξψ γνώμη. (Υψσογπαυίερ) ΝΣΑΝΤ: Περ μοτ κάσι ΑΝΝΑ: Σι; ΝΣΑΝΤ: Κάνε μοτ κάποια κπισική. (Η Άννα ςκέυσεσαι κάποιερ ςσιγμέρ.)

ΑΝΝΑ: Ο σίσλορ. ΝΣΑΝΤ: Σι; ΑΝΝΑ: Δεν μοτ απέςει. ΝΣΑΝΤ: Έφειρ κάσι καλύσεπο; ΑΝΝΑ: Θερ να ςοτ πψ; ΝΣΑΝΤ: Ναι. ΑΝΝΑ: «Σο Εντδπείο». (κοισαζονσαι) ΝΣΑΝΤ: ΢οτ άπεςε ατσή η …βπψμιά ποτ είφε σο βιβλίο; ΑΝΝΑ: ΢ε κάποια ςημεία. ΝΣΑΝΤ: Σα εντδπεία; - ς’ απέςοτν; ΑΝΝΑ: Σα χάπια είναι θεπαπετσικά. ΝΣΑΝΤ: ΢τφνάζειρ ςε εντδπεία,ε; ΑΝΝΑ: ΋σαν μποπώ. ΝΣΑΝΤ: Ψπαίο μέπορ για να σςιμπήςειρ αγνώςσοτρ. ΑΝΝΑ: Να υψσογπαυίςειρ αγνώςσοτρ. Πήπα σην ππώση μοτ υψσογπαυία ςε εντδπείο.

(΢ιψπή) ΝΣΑΝΤ: (απαλά) Έλα εδώ … (Παύςη. Η Άννα κινείσαι ππορ ατσόν απγά. ΢σαμασάει.) ΑΝΝΑ: Δεν υιλάψ άγνψςσοτρ άνδπερ. ΝΣΑΝΤ: Ούσε εγώ. (Υιλιούνσαι.Η Άννα σπαβιέσαι μαλακά). ΑΝΝΑ: Με ατσήν σην … Άλιρ ζείσε μαζί; ΝΣΑΝΤ:….Ναι. ΑΝΝΑ: (Γνέυει) «Έφει μόνο μία διεύθτνςη ςσην ασζένσα σηρ, σην δικιά μαρ… ΢σο «΢» για ςπίσι.» (Ο Νσάντ αγγίζει σο ππόςψπό σηρ) ΝΣΑΝΤ: Σην έκοχα ατσή σην ασάκα. ΑΝΝΑ: Γιασί; ΝΣΑΝΤ: Πολύ ςτναιςθημασική. ( Εκείνη μαλακά σοτ απομακπύνει σο φέπι, σο κοισάζει και υεύγει μακπιά σοτ ) ΝΣΑΝΤ: Είςαι πανσπεμένη;

ΑΝΝΑ: Ναι.

΋φι. Ναι. ΝΣΑΝΤ: Ποιο απ’ όλα; ΑΝΝΑ: Φψπιςμένη. ΝΣΑΝΤ: Παιδιά; Έφειρ; ΑΝΝΑ: ΋φι. ΝΣΑΝΤ: Θερ να κάνειρ; ΑΝΝΑ: Ναι… αλλά όφι ςήμεπα. (Μαζεύει ση υψσογπαυική σηρ μηφανή) Η Άλιρ; Θέλει παιδιά; ΝΣΑΝΤ: Είναι μικπή ακόμα (κοισάζονσαρ σο πολόι σοτ) Βαςικά θα πεπάςει από εδώ να με ςτνανσήςει όποτ να’ ναι

ΑΝΝΑ: Γιασί ςπασαλάρ σο φπόνο σηρ; ΝΣΑΝΤ: Δεν ςπασαλάψ σο φπόνο σηρ. Ανσιθέσψρ. – Σηρ είμαι ετγνώμψν… Είναι ένα αξιολάσπετσο πλάςμα και μοτ είναι ενσελώρ αδύνασο να σην αυήςψ. ΑΝΝΑ: Και δε θέλειρ κάποιορ άλλορ να απλώςει σα φέπια σοτ πάνψ σηρ. ΝΣΑΝΤ: Ίςψρ. ΑΝΝΑ: Μεγάλοι μαλάκερ είςσε οι άνσπερ. ΝΣΑΝΤ: Δεν είναι όλοι ίδιοι. ΑΝΝΑ: ΢ψςσά. –Διαυοπεσικοί μαλάκερ. (Φστπάει σο κοτδούνι σηρ πόπσαρ.) Η μούςα ςοτ. (Κοισάζονσαι) ΝΣΑΝΤ: Μοτ ‘φειρ κασαςσπέχει ση ζψή ΑΝΝΑ: Θα σο ξεπεπάςειρ (Κοισάζονσαι. Ο Νσάντ κάνει να βγει.)

Νσάντ… (Ο Νσάντ γτπίζει) Σο ποτκάμιςό ςοτ. (Ο Νσάντ βάζει σο ποτκάμιςο σοτ μέςα ςσο πανσελόνι σοτ. Βγαίνει. ΢ιψπή. Η Άννα ςκέυσεσαι. Μπαίνει ο Νσάντ και η Άλιρ με άλλο φπώμα ςσα μαλλιά σηρ από σην ππώση ςκηνή) ΝΣΑΝΤ: Η Άννα… η Άλιρ. ΑΝΝΑ: Γεια (Η Άλιρ κοισάζει σην Άννα.) ΑΛΙ΢: ΢τγνώμη αν ςαρ διέκοχα. ΑΝΝΑ: ΋φι. Μόλιρ σελειώςαμε ΑΛΙ΢: Ήσαν υπόνιμορ; ΑΝΝΑ: ΢ε λογικά πλαίςια ΑΛΙ΢: Έφει υψσογένεια; ΑΝΝΑ: Έσςι νομίζψ ΑΛΙ΢: Σοτ έκλεχερ σην χτφή; ΑΝΝΑ: Σι ππάγμα;

ΑΛΙ΢: Οι ινδιάνοι πίςσεταν πψρ αν κάποιορ ςε υψσογπαυίςει, ςοτ κλέβει σην χτφή. ΑΝΝΑ: Είςαι ινδιάνορ; (Ο Νσάντ γνέυει «όφι» ) Να ςοτ βάλψ λίγο σςάι; ΑΛΙ΢: ΋φι, ετφαπιςσώ. Σο ςεπβίπψ όλη μέπα . – Μήπψρ μποπώ να πάψ ςσην σοταλέσα; ΑΝΝΑ: Από ‘κει! (Σηρ δείφνει μια πόπσα. Η Άλιρ βγαίνει) Πολύ όμοπυη. ΝΣΑΝΤ: Ναι, είναι. (Σην κοισάζει) Θέλψ να ςε δψ ξανά. ΑΝΝΑ: ΋φι! ΝΣΑΝΤ: Γιασί υέπεςαι τςσεπικά σώπα; ΑΝΝΑ: Δεν υέπομαι τςσεπικά. – Δεν θέλψ μπελάδερ. ΝΣΑΝΤ: Δεν είμαι μπελάρ.

ΑΝΝΑ: Θα γίνειρ. (Παύςη) ΝΣΑΝΤ: Ππέπει να ςε δψ. ΑΝΝΑ: Δύςκολο. (Μπαίνει η Άλιρ) ΑΛΙ΢: Πάγψςα… (Ο Νσάντ αγκαλιάζει σην Άλιρ. Η Άλιρ ςσην Άννα) ΑΛΙ΢: Μποπείρ να με υψσογπαυίςειρ; Δεν έφψ κάνει ποσέ επαγγελμασική υψσογπάυηςη. Θα σο εκσιμούςα ππαγμασικά, μποπώ να ςε πληπώςψ. (Παύςη) ΑΝΝΑ: ΋φι…- Βεβαίψρ και μποπώ. ΑΛΙ΢: (΢σον Νσάντ) Δεν ςε πειπάζει; ΝΣΑΝΤ: Εμένα; Γιασί να με πειπάξει; ΑΛΙ΢: Γιασί θα ππέπει να υύγειρ. (ςσην Άννα)

Δεν σον θέλοτμε ανάμεςα ςσα πόδια μαρ όςο δοτλεύοτμε, έσςι δεν είναι; ΑΝΝΑ: ΋φι, βέβαια. ΝΣΑΝΤ:… Ψπαία…Θα πεπιμένψ ςση γψνία…΢σην καυεσέπια (Υιλάει σην Άλιρ) Καλή διαςκέδαςη. (΢σην Άννα) ΢’ ετφαπιςσώ. Καλή επιστφία ςσην έκθεςή ςοτ. ΑΝΝΑ: Καλή επιστφία με σο βιβλίο ςοτ. ΝΣΑΝΤ: Ετφαπιςσώ (Ο Νσάντ βγαίνει ανάβονσαρ σςιγάπο) ΑΛΙ΢: Εσοιμάζειρ έκθεςη; ΑΝΝΑ: Μικπή. Σίποσα ςποτδαίο. – Κάσςε. (Η Άλιρ κάθεσαι ςσο ςκαμπό. Η Άννα εσοιμάζει σην κάμεπα. Ελέγφει σα υώσα κ.λ.π. Η Άλιρ σην κοισάζει.) ΑΝΝΑ: Διάβαςα σο βιβλίο σοτ Νσάντ.

Είφερ…μια κάποια ζψή. ΑΛΙ΢: Ετφαπιςσώ, ςφέςη έφειρ; ΑΝΝΑ: ΋φι ΑΛΙ΢: Ποιορ ήσαν ο σελετσαίορ ςοτ γκόμενορ ; ( Η Άννα είναι κάπψρ αμήφανη. Δεν κασαλαβαίνει ποτ οδηγεί η ςτζήσηςη.) ΑΝΝΑ: Ο άνσπαρ μοτ… ΑΛΙ΢: Σι σοτ ςτνέβη; ΑΝΝΑ: Κάποια νεόσεπη. ΑΛΙ΢: Σι δοτλειά έκανε; ΑΝΝΑ: Έβγαζε λευσά. – Φπημασιςσήρ ΑΛΙ΢: Έπφονσαι απκεσοί σέσοιοι ςσα club. Golden Boys σηρ Wall Street. ΑΝΝΑ: Δηλαδή… ατσά σα μέπη ήσαν απκεσά κλαςάσα ΑΛΙ΢: Μεπικά ναι, αλλά εγώ πποσιμούςα σα κασαγώγια. ΑΝΝΑ: Γιασί; ΑΛΙ΢: Οι υσψφοί είναι πιο γενναιόδψποι. (η Άννα κοισάζει μέςα από σην κάμεπα)

ΑΝΝΑ: Έφειρ πολύ ενδιαυέπον ππόςψπο. (Η Άλιρ σηρ φαμογελάει. Η Άννα διοπθώνει σο υακό.) Πψρ αιςθάνεςαι, ποτ ο Νσάντ φπηςιμοποιεί ση ζψή ςοτ για σο βιβλίο σοτ; ΑΛΙ΢: Άνσε και γαμήςοτ. Σι ςε νοιάζει εςένα; ΋σαν άνοιξε κάσψ… είφε εκείνο σο… ύυορ. ΑΛΙ΢: Άκοτςα ση ςτζήσηςή ςαρ απ’ σο μπάνιο. (΢ιψπή) ΑΝΝΑ: Δεν ξέπψ σι να πψ ΑΛΙ΢: (απαλά) Υψσογπάυιςέ με. (Παύςη) ΑΝΝΑ: Δεν είμαι κλέυσπα, Άλιρ. (κοισάζει μέςα από ση μηφανή) Χηλά σο κευάλι…

(Η Άλιρ ςηκώνει σο κευάλι σηρ. Κλαίει.) Είςαι πολύ όμοπυη. Γύπνα ς’ εμένα… (Υψσογπαυίερ. Κοισάζονσαι) Ψπαία.

΢ΚΗΝΗ 3 Chat μεσαξύ Λάππτ και Νσάντ.

΢ΚΗΝΗ 4 Εντδπείο. Απόγετμα. Ιανοτάπιορ (επόμενη μέπα). Η Άννα κάθεσαι ςε ένα παγκάκι. Έφει μια υψσογπαυική μηφανή και κοισάζει σα χάπια. Ο Λάππτ μπαίνει. Βλέπει σην Άννα. Φαμογελάει. Η Άννα σον βλέπει και κοτνάει στπικά σο κευάλι σηρ. ΛΑΡΡΤ: Άννα; ΑΝΝΑ: ...ναι...; (ο Λάππτ ανοίγει σο παλσό σοτ και αυήνει να υανεί η λετκή πόμπα) ΛΑΡΡΤ: Υοπάψ ση πόμπα. ΑΝΝΑ: Ππάγμασι. ΛΑΡΡΤ: Ση πόμπα σοτ γιασπού. ΑΝΝΑ: Σο βλέπψ. ΛΑΡΡΤ: Ο Λάππτ είμαι. Ο γιασπόρ... ΑΝΝΑ: Γεια ςοτ..γιασπέ Λάππτ. ΛΑΡΡΤ: Ακούψ και ςσο άπφονσαρ. ΑΝΝΑ: Ναι;

ΛΑΡΡΤ: Δεν σο πιςσεύψ πψρ ατσά σα ππάγμασα γίνονσαι ππαγμασικά. ΢κέυσηκα πψρ θα ήςοτν κανένα σέπαρ...αλλά εςύ είςαι θεά. ΑΝΝΑ: ΢’ ετφαπιςσώ. ΛΑΡΡΤ: Είπερ κάσι για ένα ξενοδοφείο. Δεν βιαζόμαςσε. Για να είμαι ειλικπινήρ βιαζόμαςσε. Έφψ φειποτπγείο ςσιρ σπειρ. ΑΝΝΑ: Θα ςε εγφειπήςοτν; ΛΑΡΡΤ: (γελώνσαρ) ΋φι, εγώ θα εγφειπήςψ. ΑΝΝΑ: Είςαι όνσψρ γιασπόρ; ΛΑΡΡΤ: Ναι. Η Άννα δεν είςαι; ΑΝΝΑ: Ναι. ΢τγγνώμη έφοτμε γνψπιςσεί από κάποτ; ΛΑΡΡΤ: Μη μοτ κάνειρ παιφνιδάκια σώπα... όσαν κτκλουοπείρ ςσο internet είναι καλά;...Φθερ μοτ έλεγερ σόςερ βπψμιέρ ΑΝΝΑ: ΢οτ έλεγα; ΛΑΡΡΤ: ΝΑΙ. «θέλψ να ςε γλύχψ ολόκληπο» «είναι γύπψ μοτ, εγώ ςση μέςη... έναρ ςε κάθε σπύπα....και οι άλλοι δύο σοτρ σην παίζψ με σα φέπια μοτ....» «Σα γλύυψ ςαν βπώμικη καπιόλα» (η Άννα φαμογελάει) Γιασί νιώθψ ςαν ανώμαλορ;

ΑΝΝΑ: Μάλλον κάποιορ ςοτ έκανε πλάκα. (Παύςη) ΛΑΡΡΤ: ΢τγγνώμη...(ο Λαππτ βγαίνει. Ξαναμπαίνει.) ΟΦΙ. Μιλήςαμε ςσο internet, αλλά σώπα ποτ με είδερ, μεσάνιψςερ...Δεν πειπάζει...Δεν ππόκεισαι να ςσενοφψπηθώ. ΑΝΝΑ: Σόσε γιασί είςαι ςσενοφψπημένορ; ΛΑΡΡΤ: Δεν είμαι ςσενοφψπημένορ. Σςανσιςμένορ είμαι. ΑΝΝΑ: Εγώ...ούσε καν τπολογιςσή δεν έφψ. (ο Λαππτ ςκέυσεσαι) ΛΑΡΡΤ: Πού ήςοτν φθερ μεσαξύ έξι παπά σέσαπσο και έξι σο απόγετμα; ΑΝΝΑ: ΢’ ένα καυέ... με μια γνψςσή μοτ. ΛΑΡΡΤ: Πώρ σην λένε; ΑΝΝΑ: Αλιρ Άιπιρ. ΛΑΡΡΤ: Και σι κάνασε εκεί; ΑΝΝΑ: Δοτλειά. Υψσογπάυορ είμαι. Εςύ πού ήςοτν εκείνη σην ώπα; ΛΑΡΡΤ: ΢σο internet.Μίλαγα μαζί ςοτ.

ΑΝΝΑ: Δεν νομίζψ. ΛΑΡΡΤ: Ενσάξει. Μίλαγα ςε...κάποιαν. ΑΝΝΑ: ...πού έκανε εμένα. Μιλούςερ με σον Νσάντ Γούλυ. ΛΑΡΡΤ: Ποιόν; ΑΝΝΑ: Είναι ο υίλορ σηρ Αλιρ. Φθερ μοτ είπε πψρ παίζει ςσο internet. Ατσόρ ππέπει να’ σανε. ΛΑΡΡΤ: Αποκλείεσαι. Με γτναίκα μιλούςα. ΑΝΝΑ: Πού σο ξέπειρ; ΛΑΡΡΤ: Άκοτςε ποτ ςοτ λέψ. Γτναίκα ήσαν. Εδώ πήγα να...Ήσαν γτναίκα. ΑΝΝΑ: ΋φι δεν ήσαν. ΛΑΡΡΤ: Δεν ήσαν ε; ΑΝΝΑ: ΋φι. ΛΑΡΡΤ: Θα σον γαμήςψ! ΢τγγνώμη. ΑΝΝΑ: Γιασί; Αν ς’ ετφαπιςσεί. ΛΑΡΡΤ: Από πού σον ξέπειρ; ΑΝΝΑ: Δεν σον ξέπψ ακπιβώρ. Σον υψσογπάυιςα για ένα βιβλίο ποτ έφει γπάχει.

ΛΑΡΡΤ: Εύφομαι να πασώςει! ΑΝΝΑ: Για εκεί πάει. ΛΑΡΡΤ: Τπάπφει δικαιοςύνη ςσον κόςμο. Ποιορ είναι ο σίσλορ; ΑΝΝΑ: Σο εντδπείο. ΛΑΡΡΤ: Σι μαλάκαρ! Κάνει διαυήμιςη ςσο βιβλίο σοτ. Γιασί όμψρ...έκανε εςένα; ΑΝΝΑ: Σοτ απέςψ. ΛΑΡΡΤ: Ηλίθιορ σπόπορ να σο δείφνει. Γιασί δεν ςοτ ςσέλνει λοτλούδια; (βγάζει ένα πασικψμένο σπιανσάυτλλο και σο δίνει ςσην Άννα) ΑΝΝΑ: Ετφαπιςσώ. Τπέποφο ππάγμα σο Internet. ΛΑΡΡΤ: Ναι. ΑΝΝΑ: Σο θαύμα σηρ παγκόςμιαρ επικοινψνίαρ. Σο ππώσο ππαγμασικά δημοκπασικό μέςο. ΛΑΡΡΤ: Υτςικά, ατσό είναι σο μέλλον μαρ. ΑΝΝΑ: Δύο αγοπάκια να μαλακίζονσαι ςσον κτβεπνοφώπο;

ΛΑΡΡΤ: Ατσόρ ήσαν ο μαλάκαρ, όφι εγώ. Σον παπαδέφομαι πάνσψρ, ξέπει να γπάυει. Είναι επψσετμένορ μαζί ςοτ; ΑΝΝΑ: Δεν ξέπψ. ΋φι. ΛΑΡΡΤ: Εςύ; ΑΝΝΑ: ΋φι. Ούσε ποτ σον ξέπψ καλά καλά.... ΛΑΡΡΤ: Ενδιαυέπεςαι όμψρ...κάπψρ. ΑΝΝΑ: Νομίζψ πψρ έφει...κάποιο ενδιαυέπον. ΛΑΡΡΤ: Και σι κάνειρ εδώ μόνη ςοτ; (Παύςη) ΑΝΝΑ: Κοισάψ σα χάπια.(σπαβάει σο βλέμμα σηρ) ΛΑΡΡΤ: Είςαι καλά; (η Άννα γνέυει) Μποπείρ να μοτ πείρ... ΑΝΝΑ: Επειδή είςαι γιασπόρ; ΛΑΡΡΤ: Επειδή είμαι εδώ. (Γτπίζει ς’ ατσόν) Σο κλάμα επισπέπεσαι. ΑΝΝΑ: ΋φι. Δεν μοτ επισπέπεσαι. ΢’ έτφαπιςσώ πάνσψρ. ΛΑΡΡΤ: Είμαι διάςημορ για σοτρ σπόποτρ μοτ.

(Η Άννα ςηκώνει ση υψσογπαυική μηφανή. Ο Λάππτ κπύβει σο ππόςψπό σοτ) Μή, βγαίνψ ςαν εγκλημασίαρ ςσιρ υψσογπαυίερ. ΑΝΝΑ: ΢ε παπακαλώ. Είναι σα γενέθλιά μοτ ςήμεπα. ΛΑΡΡΤ: (κασεβάζει σα φέπια) ΢οβαπά; ΑΝΝΑ: (σον υψσογπαυίζει)Ναι. ΢οβαπά. (κοισιούνσαι) ΛΑΡΡΤ: Φπόνια πολλά. ΢ΚΗΝΗ 5

Γκαλεπί. Βπάδτ. Ιούνιορ. (Πένσε μήνερ μεσά.) Η Άλιρ κοισάζει μία σεπάςσια υψσογπαυία σοτ εατσού σηρ. Κπασάει ένα μποτκάλι μπύπα. Υοπάει μαύπο υόπεμα. Ο Νσάντ κπασάει ένα ποσήπι κπαςί. Υοπάει ένα ελαυπώρ υθαπμένο μαύπο κοτςσούμι. Κοισάζει σην Άλιρ ποτ κοισάει σην υψσογπαυία.

ΝΣΑΝΤ: ΢σην τγειά ςοτ. (Πίνοτν) (Κοισάζει ση υψσογπαυία)

Είςαι η πιο όμοπυη εδώ μέςα! ΑΛΙ΢: Εδώ είμαι. (Ο Νσάντ σην κοισάζει και φαμογελάει) Άςε με να έπθψ μαζί ςοτ, ςε παπακαλώ. Θέλψ να είμαι δίπλα ςοτ. (Ο Νσάντ ςσπέυει σο ππόςψπο σοτ) Νσπέπεςαι για μένα; ΝΣΑΝΤ: Και βέβαια όφι. ΢οτ έφψ πει, θέλψ να πάψ μόνορ μοτ. ΑΛΙ΢: Γιασί; ΝΣΑΝΤ: ΢ε κηδεία πάψ. Δεν πάψ ςε πάπσι. Θέλψ να είμαι μόνορ μοτ. ΑΛΙ΢: ΢ε αγαπάψ. Γιασί δεν μ’ αυήνειρ;ΝΣΑΝΤ: Ένα ςαββασοκύπιακο είναι μόνο. ΑΛΙ΢: Γιασί δεν μ’ αυήνειρ να ςε αγαπάψ; (Παύςη) Ούσε μία εκδπομή δεν έφοτμε πάει μαζί.

ΝΣΑΝΤ: Θα πάμε … (Πίνει) (Φαμογελάει με κάσι ποτ βλέπει έξψ) Είναι κι ο Φάππτ εδώ… μοτ κπασάει μούσπα. Ππέπει να σοτρ έλειχα ςσην ευημεπίδα.

ΑΛΙ΢: Ο καημένορ ο Φάππτ, είναι επψσετμένορ μαζί ςοτ.

ΝΣΑΝΤ: ΋φι βέβαια(Κοισάζει πάλι έξψ) Λερ;

ΑΛΙ΢: (Φαμογελώνσαρ) Ναι. Θερ να παρ πίςψ; ΝΣΑΝΤ: Σο θέμα είναι πψρ δεν βγαίνοτμε. Βγαίνοτμε; ΑΛΙ΢: Και σο γπάχιμο ςοτ; ΝΣΑΝΤ: (Αναςηκώνονσαρ σοτρ ώμοτρ) …λοιπόν πάψ να φαιπεσήςψ σην Άννα και μεσά θα πάπψ ένα σαξί και θα πάψ ςσον ςσαθμό.

΢ύμυψνοι , υιλαπάκο; ΢ε αγαπάψ. (Ση υιλάει ςσο μέσψπο) ΑΛΙ΢: (απαλά) Υίλα με ςσα φείλη. ΝΣΑΝΤ: Με ςτγφψπείρ . (Ση υιλάει) Θα ςοτ σηλευψνήςψ μόλιρ υσάςψ.

(Ο Νσάντ βγαίνονσαρ πέυσει πάνψ ςσον Λάππτ. Ο Λάππτ κοισάει σον Νσάντ ποτ υεύγει. Η Άλιρ ανάβει σςιγάπο και φπηςιμοποιεί σο μποτκάλι σηρ ςαν σαςάκι. Ο Λάππτ υοπάει ένα πολύ καλό μαύπο κοτςσούμι. Κπασάει ένα μποτκάλι κπαςί κι ένα ποσήπι. Η Άλιρ σον κοισάει με πεπιέπγεια.) ΛΑΡΡΤ: Καληςπέπα. (Η Άλιρ σον κοισάζει από πάνψ έψρ κάσψ) ΑΛΙ΢: ΢επβισόπορ είςαι; ΛΑΡΡΤ: (Γελώνσαρ) ΋φι.

ΛΑΡΡΤ: Δπαπέσηρ από ςτζήσηςη διανοοτμένψν. (Κοισάζει ση υψσογπαυία και μεσά σον κασάλογο.) Κι εςύ...είςαι…. «Νεαπή γτναίκα, Λονδίνο» (Κοισάζει σον κασάλογο) Ακπιβούσςικο. ΢οτ απέςει; ΑΛΙ΢: ΋φι. ΛΑΡΡΤ: Θα ‘ππεπε. -Γιασί ήςοτν σόςο λτπημένη; ΑΛΙ΢: Για ση ζψή. ΛΑΡΡΤ: Ποια ζψή; (Η Άλιρ φαμογελάει) (Ο Λάππτ δείφνονσαρ σιρ υψσογπαυίερ) Ποια είναι η γνώμη ςοτ; Γενικά. ΑΛΙ΢: Θερ να μιλήςοτμε για σέφνη; ΛΑΡΡΤ: Ξέπψ πψρ είναι φτδαίο να ςτζησάρ για «σο Έπγο» ςσην ππεμιέπα «σοτ Έπγοτ» , αλλά…κάποιορ ππέπει να σο κάνει. ΢οβαπά σώπα. Σι πιςσεύειρ; ΑΛΙ΢: Είναι ένα χέμα. Είναι ένα μάσςο θλιμμένοι άγνψςσοι, όμοπυα υψσογπαυημένοι και όλοι οι

νεόπλοτσοι μαλάκερ, ποτ ξέποτν από σέφνη, λένε όσι είναι όμοπυο, επειδή ατσό θέλοτν να δοτν. Αλλά οι άνθπψποι ςσιρ υψσογπαυίερ είναι θλιμμένοι και μόνοι, αλλά οι εικόνερ κάνοτν σον κόςμο να μοιάζει όμοπυορ. Οπόσε, η έκθεςη είναι καθηςτφαςσική, ππάγμα ποτ σην κάνει ένα χέμα και όλοι λασπεύοτν ένα ψπαίο μεγάλο χέμα. ΛΑΡΡΤ: Εγώ είμαι ο γκόμενορ σηρ ψπαίαρ, μεγάληρ χεύσπαρ. ΑΛΙ΢: Αι ςσο διάολο ! ΛΑΡΡΤ: Λάππτ. ΑΛΙ΢: Άλιρ. ΍ςσε είςαι ο γκόμενορ σηρ Άνναρ. ΛΑΡΡΤ: Πάνσα μία ππιγκίπιςςα έφει ένα βάσπαφο δίπλα σηρ. ΑΛΙ΢: Πόςο καιπό είςσε μαζί; ΛΑΡΡΤ: Σέςςεπιρ μήνερ. Είμαςσε ακόμα ςσην απφή. Είναι παπάδειςορ, όλερ οι κακέρ μοτ ςτνήθειερ σην διαςκεδάζοτν. (Φαζεύει σην Άλιρ.) Γιασί καπνίζειρ; ΑΛΙ΢: Εςύ γιασί δεν παρ να γαμηθείρ;

ΛΑΡΡΤ: Η δοτλειά μοτ είναι. ΑΛΙ΢: Να γαμιέςαι; ΛΑΡΡΤ: Είμαι γιασπόρ. Ουείλψ να δίνψ σέσοιερ ςτμβοτλέρ. ΑΛΙ΢: (΢τνειδησοποιεί ποτ σον έφει ξαναδεί.) (Γελάει. Βγάζει σο πακέσο με σα σςιγάπα σηρ.) Θερ ένα; ΛΑΡΡΤ: ΋φι. (Η Άλιρ ςτνεφίζει να πποςυέπει σο πακέσο.) Ναι .΋φι. Δε γαμιέσαι… ΋φι. Σο ‘φψ κόχει. (Σην κοισάζει να καπνίζει.) Απόλατςη και ατσοκασαςσπουή. Σο σέλειο δηλησήπιο. (Η Άλιρ φαμογελάει ππόςστφα.) Η Άννα μοτ είπε πψρ ο δικόρ ςοτ έφει γπάχει ένα βιβλίο. Λέει σίποσα; ΑΛΙ΢: Υτςικά. ΛΑΡΡΤ: Μιλάει για ςένα, έσςι δεν είναι;

ΑΛΙ΢: Για ένα κομμάσι μοτ. ΛΑΡΡΤ: Αλήθεια; Σι άυηςε απ’ έξψ; ΑΛΙ΢: Σην αλήθεια. ΛΑΡΡΤ: Είναι εδώ ο δικόρ ςοτ; ΑΛΙ΢: Ναι, μιλάει με ση δικιά ςοτ. ΛΑΡΡΤ: (Ρίφνει μια μασιά εκσόρ ςκηνήρ.) Λοιπόν, ήςοτν stripper; ΑΛΙ΢: (Υλεπσάπονσαρ) Ναι…και; ΛΑΡΡΤ: (Κοισάει σην οτλή ςσο πόδι σηρ.) Πειπάζει να πψσήςψ πψρ σο έπαθερ ατσό; ΑΛΙ΢: Με έφειρ ξανά πψσήςει. ΛΑΡΡΤ: Πόσε; ΑΛΙ΢: Δτόμιςι φπόνια ππιν. ΢σο νοςοκομείο. Με είφερ εξεσάςει. ΛΑΡΡΤ: Και με θτμάςαι από σόσε;

ΑΛΙ΢: Ήσαν μια αξέφαςση μέπα. Δεν είφερ και πολύ όπεξη να με δειρ, ππέπει να έκανερ κάποιο διάλειμμα για να καπνίςειρ κπτυά. Μοτ είφερ δώςει και σςιγάπο. ΛΑΡΡΤ: Σώπα σο έφψ κόχει και σο ίδιο ππέπει να κάνειρ κι εςύ. ΑΛΙ΢: Σόσε όμψρ κάπνιζερ ςση λούυα. ΛΑΡΡΤ: Ναι. Πήγαινα ς’ ένα μικπό πάπκο δίπλα ςσο νοςοκομείο. ΑΛΙ΢: -΢σο Postman’s Park…; ΛΑΡΡΤ: Ναι! ( Η Άλιρ σοτ παίπνει σο μποτκάλι και πίνει μια γοτλιά απ’ ατσό) …και… η οτλή; ΑΛΙ΢: Έναρ μππάβορ σηρ μαυίαρ μοτ έςπαςε σο πόδι. ΛΑΡΡΤ: (Δεν σην πιςσεύει) Ναι, ε; ΑΛΙ΢: Και βέβαια. ΛΑΡΡΤ: Δεν μοιάζει με ςπάςιμο. ΑΛΙ΢: Με σι μοιάζει;

ΛΑΡΡΤ: ΢αν να… ςοτ έφψςαν κάσι. ΑΛΙ΢: ΋σαν ήμοτν οκσώ φώθηκε ένα ςίδεπο ςσο πόδι μοτ. Σπακάπιςμα…ήμοτν με σοτρ γονείρ μοτ…ςκοσώθηκαν και οι δύο… Ετφαπιςσημένορ σώπα; ΛΑΡΡΤ: Με ςτγφψπείρ. Έφειρ δίκιο. Δεν έππεπε… Επαγγελμασική διαςσπουή. ΑΛΙ΢: Είναι ψπαίο να είςαι καλόρ; ΛΑΡΡΤ: Δεν είμαι καλόρ. (Σην κοισάει.) Εςύ; (Σηρ φαωδεύει σο ππόςψπο.) Μόλιρ άνοιξα ιδιψσικό ιασπείο. Αύπιο θα δψ σον ππώσο μοτ αςθενή. Περ μοτ, πψρ δεν είμαι ξεποτλημένορ.

ΑΛΙ΢: Δεν είςαι ξεποτλημένορ. ΛΑΡΡΤ: ΢΄ ετφαπιςσώ. Να πποςέφειρ. ΑΛΙ΢: Θα πποςέφψ. Κι εςύ.

(Η Άλιρ βγαίνει. Ο Λάππτ σην κοισάζει ποτ υεύγει και βγαίνει και ατσόρ. Μπαίνει ο Νσάντ κπασώνσαρ ένα ςακ βοταγιαζ. Κοισάζει σο πολόι σοτ. Μπαίνει η Άννα. Κοισάζονσαι.)

ΑΝΝΑ: Δεν μποπώ να μιλήςψ για πολύ. ΝΣΑΝΤ: Λόγψ τποφπεώςεψν; ΑΝΝΑ: Σο ςιφαίνομαι όλο ατσό. ΝΣΑΝΤ: Σα κασαυέπνειρ μια φαπά όμψρ; Δεπμασολόγορ λοιπόν; Τπάπφει πιο βαπεσό επάγγελμα; ΑΝΝΑ: Δημοςιογπάυορ ποτ γπάυει νεκπολογίερ. ΝΣΑΝΤ: Αποστφημένορ ςτγγπαυέαρ παπακαλώ. ΑΝΝΑ: ΢σεναφψπήθηκα όσαν έμαθα για σο βιβλίο ςοτ. ΝΣΑΝΤ: Σι να κάνοτμε; Μάλλον έυσαιγε ο σίσλορ. ΑΝΝΑ: (φαμογελώνσαρ) Οι κπισικέρ έυσαιγαν. Ππέπει να ςτνεφίςειρ σο γπάχιμο. ΝΣΑΝΤ: Γιασί δεν μποπεί η αποστφία να είναι γοησετσική;

ΑΝΝΑ: Δεν ήσαν αποστφία. ΝΣΑΝΤ: Έσςι σο εξέλαβαν οι άλλοι. Άπα ; Είναι. Ήθελα πολύ να απέςει. Έναρ ππαγμασικόρ καλλισέφνηρ δεν ππέπει να ενδιαυέπεσαι για σιρ κπισικέρ. ΑΝΝΑ: Φαζομάπερ. ΝΣΑΝΤ: Έφειρ πάπει ποσέ κακέρ κπισικέρ; Σόσε μη μιλάρ. (Παύςη) ΢τζησάρ με σον δεπμασολόγο πεπί σέφνηρ; Σι πποσιμάει σον Man Ray ή σον Κarsh; Θα σον βαπεθείρ. ΑΝΝΑ: Δεν σον βαπιέμαι. ΝΣΑΝΤ: Σώπα. Μεσά; ΑΝΝΑ: Ούσε σώπα, ούσε μεσά. ΝΣΑΝΤ: Μοτ υαίνεσαι αδιανόησο σο όσι ςαρ γνώπιςα εγώ. Μα καλά σι έκανερ ςσο εντδπείο; Με ςκευσόςοτν; ΑΝΝΑ: ΋φι. Σι κάνει η Άλιρ; ΝΣΑΝΤ: Μια φαπά είναι. Σον αγαπάρ;

ΑΝΝΑ: Ναι. Πολύ. ΝΣΑΝΤ: Δεν ππόκεισαι να σον πανσπετσείρ; ΑΝΝΑ: Μποπεί. ΝΣΑΝΤ: Αποκλείεσαι. ΑΝΝΑ: Γιασί; ΝΣΑΝΤ: Πανσπέχοτ εμένα. Οικογένεια, παιδιά…όλα. Δεν μποπεί να θερ σα παιδιά σοτ! Σπία μικπά ηλίθια να σπέφοτν υοπώνσαρ ιασπικέρπόμπερ. Μην πανσπετσείρ ατσόν. Πανσπέχοτ εμένα. Θα γεπάςειρ και θα πεθάνειρ μαζί μοτ. Πανσπέχοτ με. ΑΝΝΑ: (φαμογελώνσαρ) Δεν ςε ξέπψ. ΝΣΑΝΤ: Με ξέπειρ. Δεν θα μποπούςα να νιώςψ ατσό ποτ νιώθψ για ςένα, αν δεν σο ένιψθερ κι εςύ. Είμαςσε επψσετμένοι. Δε υσαίμε εμείρ. Άννα, ςσαμάσα να ςπασαλάρ σο φπόνο σοτ. ΑΝΝΑ: Ξέπειρ πόςοτρ μήνερ έφοτμε να βπεθούμε; ΝΣΑΝΤ: Ναι.

ΑΝΝΑ: Πόςοτρ; ΝΣΑΝΤ: Πολλούρ. ΑΝΝΑ: Ένσεκα.

NTANY: Σο ξέπψ όσι είναι ανάπμοςσο… Πάψ ςσην κηδεία σοτ πασέπα μοτ ‘έλα μαζί μοτ. ΑΝΝΑ: Πέθανε ο πασέπαρ ςοτ; ΝΣΑΝΤ: Ναι. ΑΝΝΑ: ΢τλλτπησήπια. ΝΣΑΝΤ: Δεν πειπάζει. Σον μιςούςα. Χέμασα. Δεν σον μιςούςα. Δεν με νοιάζει. Με νοιάζει ατσό. Έλα μαζί μοτ. Πέπνα ένα ςαββασοκύπιακο μαζί μοτ και μεσά πάπε σιρ απουάςειρ ςοτ. ΑΝΝΑ: ΋φι. ΝΣΑΝΤ: Γιασί; ΑΝΝΑ: Γιασί ππώσον δε μ’ απέςοτν οι κηδείερ, πολύ δε πεπιςςόσεπο σοτ πασέπα ςοτ και δεύσεπον δεν τπάπφει σίποσα να απουαςίςψ. Κι η Άλιρ;

ΝΣΑΝΤ: Θα επιβιώςει. Δεν μποπώ να κάνψ άλλο σον πασέπα σηρ. Θερ να πιςσέχειρ όσι είναι ο «μοναδικόρ» αλλά δεν είναι αλήθεια, απλά υοβάςαι ατσό. ΑΝΝΑ: Δεν τπάπφει ατσό. Σον αγαπάψ. ΝΣΑΝΤ: Καλά… Σον εατσό ςοτ κοποωδεύειρ. Απλώρ υοβάςαι ατσό ποτ έφοτμε εμείρ οι δύο. ΑΝΝΑ: Σίποσα δεν έφοτμε εμείρ οι δύο. ΝΣΑΝΤ: Γιασί; ΑΝΝΑ: Για πολλούρ λόγοτρ. ΝΣΑΝΤ: Περ έναν. ΑΝΝΑ: Είναι καλόρ. ΝΣΑΝΤ: Μαλακίερ. Σι καλόρ! Καλόρ ςημαίνει βαπεσόρ. Θερ να πεθάνοτμε μέςα ςση βαπεμάπα; Κι η Άλιρ είναι καλή. Ακόμα κι εγώ είμαι καλόρ. Οποιοςδήποσε μποπεί να είναι γαμημένα καλόρ! Δεν μποπώ να ζήςψ φψπίρ εςένα. ΑΝΝΑ: Μποπείρ. Σο κάνειρ.

ΝΣΑΝΤ: Δεν είμαι εγώ ατσόρ ποτ σο κάνει. Πώρ να ςσο πψ πιο καθαπά; Η γλώςςα είναι πολύ παλιά. Δεν τπάπφοτν καινούπιερ λέξειρ. ΢΄ αγαπάψ. ΑΝΝΑ: ΋φι. Δε μ’ αγαπάρ. ΝΣΑΝΤ: ΢’ αγαπάψ. ΢’ έφψ ανάγκη. Δεν μποπώ να ςκευσώ, δεν μποπώ να δοτλέχψ, δεν μποπώ να αναπνεύςψ. Θα πεθάνοτμε έσςι. ΢ε παπακαλώ. ΢ώςε με. Κοίσα με ςσα μάσια. (Η Άννα κοισάει σον Νσάντ) Περ μοτ όσι δεν είςαι επψσετμένη μαζί μοτ. ΑΝΝΑ: Δεν είμαι επψσετμένη μαζί ςοτ. (παύςη) ΝΣΑΝΤ: Λερ χέμασα. Έλα να βπεθούμε όσαν επιςσπέχψ. ΢ε παπακαλώ, Άννα. ΢ε ικεσεύψ. Εγώ είμαι ο άγνψςσορ ςοτ. ΋πμα. (΢ιψπή. Είναι πολύ κονσά. Μπαίνει ο Λάππτ, σοτρ κοισάζει. Ο Νσάντ σον βλέπει, πάει να υύγει)

ΑΝΝΑ: Η βαλίσςα ςοτ. (ο Νσάντ επιςσπέυει παίπνει σο ςακβοταγιάζ και βγαίνει πάλι) (Παύςη)

ΛΑΡΡΤ: Γεια ςοτ …άγνψςση. ΑΝΝΑ: Γεια. ΛΑΡΡΤ: Κατγάρ; ΑΝΝΑ: Πέθανε ο πασέπαρ σοτ. Με παπακολοτθείρ; ΛΑΡΡΤ: ΢ε παπασηπώ. Με αγάπη. (ση υιλάει) Είναι πιο χηλόρ απ’ όσι ςση υψσογπαυία σοτ. ΑΝΝΑ: Ποπσπέσο ήσαν. ΛΑΡΡΤ: Σο ξέπψ. Άλλα σο κευάλι σοτ ήσαν για πιο κονσό ςώμα. Υαίνεσαι όμψρ πψρ ςε εξαπασά σο… κευάλι σοτ. ΑΝΝΑ: Εξαπασά; ΛΑΡΡΤ: Επειδή ςσην ππαγμασικόσησα σο ςώμα σοτ είναι μακπύ.

Είναι μακποτλόρ ο καπιόληρ. (η Άννα γελάει) ΛΑΡΡΤ: Σον έφψ. ΑΝΝΑ: Σι; ΛΑΡΡΤ: Αν παίζαμε ξύλο...σον έφψ (η Άννα φαμογελάει) Σοτ είπερ όσι σον λέμε Έπψσα; ΑΝΝΑ: ΋φι. – Ατσό είναι σο δικό μαρ αςσείο. (σον σπαβάει από σο ποτλόβεπ σοτ) ΛΑΡΡΤ: Δεν έφψ υοπέςει ποσέ καςμίπ. ΢’ ετφαπιςσώ. Νιώθψ ςαν ση ΢σαφσοπούσα. ΑΝΝΑ: Είςαι έναρ αγπιάνθπψπορ. ΛΑΡΡΤ: ΢ ‘ απέςει όμψρ. (σην κπασάει) Μίλαγα με σην Άλιρ ππιν. ΑΝΝΑ: Ση γοτςσάπειρ; ΛΑΡΡΤ: Υτςικά. ΋φι όςο εςένα βέβαια.

ΑΝΝΑ: Γιασί; ΛΑΡΡΤ: Γιασί εςύ είςαι γτναίκα, ενώ ατσή είναι κοπίσςι. Έφει σην ανόηση ομοπυιά σοτ νέοτ. Πονηπό πλάςμα αλλά… κοπισςάκι. ΑΝΝΑ: Εμένα μοτ υαίνεσαι πολύ ανοιφσή. ΛΑΡΡΤ: Σο παίζει. ΑΝΝΑ: Πολύ ςίγοτπορ είςαι. ΛΑΡΡΤ: Μην ξεφνάρ όσι απένανσι ςοτ έφειρ ένα επιςσήμονα, σοτ οποίοτ η δοτλειά είναι να παπασηπεί όλο ατσό σο ανθπώπινο καπναβάλι. ΑΝΝΑ: ΢οβαπά; ΛΑΡΡΤ: Υτςικά! ΑΝΝΑ: Εμένα μοτ υαίνεςαι ςαν σο παιδάκι ποτ έυαγε κπτυά ση ςοκολάσα. Δεν πιςσεύψ να λεπώθηκερ…. (η Άννα σον κοισάζει) (Παύςη) ΛΑΡΡΤ: Γιασί σο είπερ ατσό σώπα; ΑΝΝΑ: Με ςτγφψπείρ.

Έφειρ δίκιο, είμαι απαίςια. Η μέπα θα υσαίει. Υίλοι, ςτγγενείρ… ΋λο ατσό εδώ… Είμαι αδικαιολόγηση. (Παύςη) ΛΑΡΡΤ: Δεν πειπάζει. Κασαλαβαίνψ. Δεν θα ςε εκθέςψ άλλο. ΑΝΝΑ: Σι εννοείρ; ΛΑΡΡΤ: Να ςε πιάνψ, να ςοτ βάζψ φέπι.. (υιλιούνσαι) Μίληςα με σον πασέπα ςοτ. ΑΝΝΑ: Σο ξέπψ. Μοτ σο είπε. ΛΑΡΡΤ: Σι ςοτ είπε; ΑΝΝΑ: Πψρ σοτ απέςειρ. ΛΑΡΡΤ: Ναι; ΑΝΝΑ: Είναι η ππώση υοπά ποτ σο λέει ατσό. Η γτναίκα σοτ πασέπα μοτ μάλιςσα ςε βπίςκει πολύ όμοπυο. Ψπαία δάφστλα, είπε. ΋λοτρ σοτ γοήσετςερ.

ΛΑΡΡΤ: Άπα δεν κασάλαβαν όσι είμαι κασώσεπορ ςοτ; ΑΝΝΑ: ΋φι δεν είςαι. Είςαι εςύ και είςαι τπέποφορ. ΛΑΡΡΤ: (Κπασώνσαρ σην) Σοτρ δικούρ μοτ πψρ σοτρ είδερ; ΑΝΝΑ: Η μησέπα ςοτ έφει πολύ… ετγενικό ππόςψπο. (κοισάζονσαι)

΢ΚΗΝΗ 6 Εςψσεπικά ςπισιών. Μεςάντφσα. Ιούνιορ.(ένα φπόνο μεσά). Η Άννα και η Άλιρ βπίςκονσαι ςση ςκηνή. Μπαίνει ο Νσάντ, κπασάει σον φαπσουύλακα από ση ςκηνή 1. Κοισάει σην Άλιρ ποτ κοιμάσαι. Μεσά από λίγο η Άλιρ ξτπνάει. ΑΛΙ΢: Πού ήςοτν; Σί; ΝΣΑΝΤ: Δοτλειά. Πήγαμε να πιούμε ένα ποσό με σον Φάππτ, αλλά με σον Φάππτ ποσέ δεν πίνειρ ένα ποσό. ΑΛΙ΢: Έυαγερ; Έφψ υσιάξει ςάνσοτισρ. Φψπίρ κόπα. ΝΣΑΝΤ: Δεν πεινάψ. (Παύςη)

ΑΛΙ΢: Σί; ΝΣΑΝΤ: Ατσό θα πονέςει. Ήμοτν με σην Άννα. Είμαι επψσετμένορ μαζί σηρ. Βλεπόμαςσε εδώ και ένα φπόνο. (΢ιψπή) (Η Άλιρ ςηκώνεσαι και βγαίνει απγά) (Ο Λάππτ μπαίνει με μια βαλίσςα και σςάνσερ από σα duty free) ΛΑΡΡΤ: Μην κοτνιέςαι! Θέλψ να θτμάμαι ατσή ση ςσιγμή για πάνσα. Η ππώση υοπά ποτ πεπνάψ σην πόπσα επιςσπέυονσαρ από σαξίδι και βλέπψ ση γτναίκα μοτ να με πεπιμένει. Σώπα ενηλικιώθηκα. (σην υιλάει) ΢’ετφαπιςσώ ποτ με πεπίμενερ, χτφή μοτ. Θεά. Μοτ έλειχερ. Πσώμα είμαι. ΑΝΝΑ: Δεν κοιμήθηκερ καθόλοτ ςσο αεποπλάνο; ΛΑΡΡΤ: ΋φι γιασί ο γεπμανόρ με σην πεπμανάνσ ποτ κοιμόσαν δίπλα μοτ ποφάλιζε ςαν κομππεςέπ. Σι ώπα είναι; ΑΝΝΑ: Δώδεκα. ΛΑΡΡΤ: Επσά. Σι πούςσηρ ποτ ναι ο φπόνορ. Σο κευάλι μοτ είναι ςε δύο μέπη. Αιςθάνομαι σον εγκέυαλό μοτ να πονάει. ΑΝΝΑ: Να ςοτ βάλψ κάσι να υαρ;

ΛΑΡΡΤ: ΋φι. Έφψ ςκοσώςει πένσε έξι ςακοτλάκια με υιςσίκια ςσο αεποπλάνο. Θα μπψ για λίγο ςση μπανιέπα...Εςύ καλά; ΑΝΝΑ: (κασαυασικά) Μμμμ. (κοισάζονσαι) Πώρ ήσαν...εκεί; ΛΑΡΡΤ: Για ςτνέδπιο δεπμασολογίαρ ήσαν....ςκέσο όπγιο. (βγάζει ένα μποτκάλι οτίςκι από σην σςάνσα σοτ duty free) ΑΝΝΑ: Σο ξενοδοφείο καλό; ΛΑΡΡΤ: Κάποιορ μοτ είπε όσι όλα σα όμοπυα παιδιά σοτ ξενοδοφείοτ, οι γκποτμ και οι καμαπιέπερ- σο ξεπερ ατσό;- είναι όλοι ποτσάνερ. ΑΝΝΑ: ΋λοι σο ξέποτν ατσό. ΛΑΡΡΤ: Εγώ δεν σο ΄ξεπα. Θερ; (Σηρ πποςυέπει από σο μποτκάλι. Η Άννα πίνει μια γοτλιά) Ση λασπεύψ ση Νέα Τόπκη. Δεν είναι πόλη ατσή. Μια ςτνεφήρ παπέλαςη είναι με σίσλο «΋,σι Γοτςσάπεσε». Βπψμάψ ολόκληπορ. ΑΝΝΑ: Είςαι καλά; ΛΑΡΡΤ: Ναι. ΢ίγοτπα δε θερ να ςοτ πίξψ έναν...; ΑΝΝΑ: Μόλιρ πλύθηκα.

ΛΑΡΡΤ: Πάψ σόσε να φψθώ μόνορ μοτ ςσο ςούπεπ γκλάμοποτρ μπάνιο μαρ. ΑΝΝΑ: Εςύ σο διάλεξερ ατσό σο μπάνιο. ΛΑΡΡΤ: Ναι, και κάθε υοπά ποτ πλένομαι αιςθάνομαι βπώμικορ. Είναι πιο καθαπό από μένα. Ο καθπέυσηρ με κοισάζει ςα να μοτ λέει: «Ποιορ ςσον πούσςο είςαι εςύ;» ΑΝΝΑ: Εςύ σον διάλεξερ. ΛΑΡΡΤ: Δεν ςημαίνει πψρ μ’απέςει κιόλαρ. Δεν φπειαζόμαςσε...όλα ατσά. ΑΝΝΑ: ΢ε πιάςανε ενοφέρ μεςοαςσικήρ σάξηρ; ΛΑΡΡΤ: Επγασικήρ σάξηρ.(σην κοισάζει) Γιασί νσύθηκερ, αυού έκανερ μόλιρ σώπα μπάνιο; ΑΝΝΑ: Βγήκα να πάπψ γάλα. ΛΑΡΡΤ: Μάλιςσα. (Πάει να βγει και ςσαμασάει) Είςαι καλά; ΑΝΝΑ: Αφά. Εςύ; ΛΑΡΡΤ: Ναι... (ο Λάππτ βγαίνει. Μπαίνει η Άλιρ. Έφει σο παλσό και σην σςάνσα από ση ςκηνή 1) ΑΛΙ΢: Υεύγψ.

ΛΑΡΡΤ: Λτπάμαι πολύ... ΑΛΙ΢: Αδιάυοπο. Για ποιο ππάγμα λτπάςαι; ΝΣΑΝΤ: Για όλα. ΑΛΙ΢: Γιασί δεν μοτ σο φερ πει ψρ σώπα. ΝΣΑΝΤ: Υοβόμοτν. Είμαι δειλόρ. ΑΛΙ΢: Είναι επειδή είναι πιο έξτπνη; ΝΣΑΝΤ: ΋φι, είναι επειδή...δε με φπειάζεσαι. ΑΛΙ΢: Σην έφειρ υέπει εδψ μέςα; ΝΣΑΝΤ: Ναι. ΑΛΙ΢: Έφει ξαπλώςει εδώ; ΝΣΑΝΤ: Ναι. ΑΛΙ΢: Δεν είναι πανσπεμένη; ΝΣΑΝΤ: ΋σαν πανσπεύσηκε ςσαμάσηςε να με βλέπει. ΑΛΙ΢: Ήσαν σόσε ποτ πήγαμε ςσην εξοφή για σην επέσειό μαρ; ΝΣΑΝΤ: Ναι.

ΑΛΙ΢: Σοτλάφιςσον έφε σα κόσςια να με κοισάρ ςσα μάσια. (σην κοισάει) Μ’ατσήν μιλούςερ ςσο σηλέυψνο όσαν πήγαινερ εκείνερ σιρ ασελείψσερ βόλσερ; ΝΣΑΝΤ: Ναι. ΑΛΙ΢: ΢ιφαμένορ είςαι. ΝΣΑΝΤ: Σο να εξαπασάρ κάποιον είναι ςστγνό. Δεν πποςποιούμαι σο ανσίθεσο. ΑΛΙ΢: Πώρ; Πώρ γίνεσαι; Πώρ σο κάνειρ ατσό ςε κάποιον; (΢ιψπή) ΝΣΑΝΤ: Δεν ξέπψ. ΑΛΙ΢: Δεν μοτ υσάνει. Υεύγψ. (Ο Νσάντ σην ςσαμασάει) ΝΣΑΝΤ: Είναι απγά... μη υεύγειρ σέσοια ώπα. ΑΛΙ΢: Γιασί; ΝΣΑΝΤ: Είναι επικίνδτνα εκεί έξψ. ΑΛΙ΢: Ενώ εδώ μέςα δεν είναι; ΝΣΑΝΤ: Και σα ππάγμασά ςοτ; ΑΛΙ΢: Δεν φπειάζομαι ππάγμασα.

ΝΑΣΝΤ: Πού θα πάρ; ΑΛΙ΢: Θα εξαυανιςσώ. (μπαίνει ο Λάππτ) ΛΑΡΡΤ: Ο άπφονσαρ επέςσπεχε με δώπα. (δίνει ςσην Άννα ένα κοτσί παποτσςιών. Εκείνη σο ανοίγει και βγάζει από μέςα σα παπούσςια.) ΑΛΙ΢: ΜΗ ΜΕ ΠΛΗ΢ΙΑΖΕΙ΢. ΑΝΝΑ: Είναι τπέποφα. ΢ε ετφαπιςσώ. ΛΑΡΡΤ: Ξέπειρ ποιαν είδα ςσο ξενοδοφείο; ΑΝΝΑ: Ποια; ΛΑΡΡΤ: Σην Άλιρ. ΑΝΝΑ: Σι; ΛΑΡΡΤ: Ποτλάνε καπσ-ποςσάλ ςσο ξενοδοφείο, αγόπαςα μια για να ανεβάςψ σιρ πψλήςειρ ςοτ. (Βγάζει σην καπσ-ποςσάλ από σην σςέπη σοτ. Διαβάζει) «Νεαπή Γτναίκα, Λονδίνο». (Ση δίνει ςσην Άννα) Έχαξα να δψ αν έφοτν σο βιβλίο ςοτ ςσο Μοτςείο Μονσέπναρ Σέφνηρ. Δεν μποπείρ να υανσαςσείρ πψρ ένιψςα όσαν σο βπήκα! Μάλιςσα κάποιορ εκείνη ση ςσιγμή

σο κοίσαζε και φάζετε ση υψσογπαυία ςοτ ςσο οπιςθόυτλλο. Ππέπει να ςε γούςσαπε ο ανώμαλορ. Είμαι πολύ πεπήυανορ για ςένα. Κασέκσηςερ ση Νέα Τόπκη. ΑΝΝΑ: Είςαι τπέποφορ. ΛΑΡΡΤ: Μην σο ξεφάςειρ ποσέ ατσό. (Ο Λάππτ βγαίνει). ΑΛΙ΢: Άλλαξε γνώμη. ΢ε παπακαλώ, άλλαξε γνώμη! Θα μποπώ να ςε βλέπψ; Νσάντ...θα μποπώ να ςε βλέπψ; Απάνσηςέ μοτ! ΝΣΑΝΤ: ΋φι. Αν βλεπόμαςσε δεν θα ςε αυήςψ ποσέ. ΑΛΙ΢: Σι θα κάνειρ αν βπψ εγώ κάποιον άλλο; ΝΣΑΝΤ: Θα ζηλέχψ. ΑΛΙ΢: Με θερ ακόμα; ΝΣΑΝΤ: Υτςικά. ΑΛΙ΢: Λερ χέμασα. Έφψ βπεθεί ςση θέςη ςοτ. (Κλαίει) Κπάσηςέ με; (ο Νσαντ σην αγκαλιάζει) ΑΛΙ΢: ΢’ απέςψ αλλά ςε κάνψ να βαπιέςαι. ΝΣΑΝΤ: ΋φι.΋φι.

ΑΛΙ΢: Με αγάπηςερ ποσέ ςοτ; ΝΣΑΝΤ: Πάνσα θα ςε αγαπάψ. Μοτ άλλαξερ ση ζψή. Δεν θέλψ να ςε πληγώςψ. ΑΛΙ΢: Σόσε γιασί σο κάνειρ; ΝΣΑΝΤ: Γιασί...είμαι έναρ κψλοεγψιςσήρ και πιςσεύψ πψρ θα είμαι πιο ετστφιςμένορ μαζί σηρ. ΑΛΙ΢: Δεν θα είςαι. Θα ςοτ λείχψ. Καμιά ποσέ δε θα ς’αγαπήςει όςο ς’αγάπηςα εγώ. ΝΣΑΝΤ: Σο ξέπψ. (παύςη) ΑΛΙ΢: Γιασί δεν υσάνει η αγάπη; Εγώ είμαι ατσή ποτ υεύγει. Εγώ τποσίθεσαι ππέπει να ς’αυήςψ. Εγώ είμαι ατσή ποτ υεύγει. (Σον υιλάει. Ατσόρ ανσαποκπίνεσαι. Εκείνη σο κόβει) Υσιάξε σςάι...υιλαπάκο. (ο Νσάν βγαίνει. Η ΄Αλιρ και η Άννα μένοτν μόνερ σοτρ. Μπαίνει ο Λάππτ- υοπάει σο καςμιπένιο ποτλόβεπ από ση ςκηνή 5). ΑΝΝΑ: Γιασί νσύθηκερ; ΛΑΡΡΤ: Γιασί υοβάμαι όσι ππόκεισαι να υύγειρ και δεν θα ήθελα να είμαι γτμνόρ ση ςσιγμή ποτ θα μ’αυήνειρ.

Πήγα με κάποια ςση Νέα Τόπκη. Μια ποτσάνα. ΢τγγνώμη. ΢ε παπακαλώ μη με αυήςειρ. ΑΝΝΑ: Γιασί; ΛΑΡΡΤ: Για σο ςεξ. Ήθελα ςεξ. Υόπεςα ππουτλακσικόΑΝΝΑ: Ήσαν καλή; ΛΑΡΟΙ: (υτςά και ξευτςά) ....ναι.... ΑΝΝΑ: Ποτσάνα σοτ ξενοδοφείοτ; ΛΑΡΟΙ: ΋φι...σεσπακοςιοςσή κάσι οδόρ. ΑΝΝΑ: Πού πήγασε; ΛΑΡΟΙ: ΢πίσι σηρ. ΑΝΝΑ: Ψπαίο; ΛΑΡΟΙ: ΋φι όςο σο δικό μαρ. Ειλικπινά λτπάμαι. (Παύςη) ΑΝΝΑ: Γιασί μοτ σο είπερ; ΛΑΡΟΙ: Γιασί δεν μποπώ να ςοτ πψ χέμασα. ΑΝΝΑ: Γιασί όφι; ΛΑΡΡΤ: Γιασί ς’αγαπάψ.

(Παύςη) ΑΝΝΑ: Δεν πειπάζει. ΛΑΡΡΤ: ΢οβαπά; Γιασί; ΑΝΝΑ: (δείφνονσαρ σα παπούσςια) Ενοφέρ; ΛΑΡΡΤ: Αγάπη. Κάσι δεν πάει καλά....Άννα....Μ’αυήνειρ; (η Άννα γνέυει κασαυασικά) Γιασί; ΑΝΝΑ: Ο Νσάντ. ΛΑΡΡΤ: Ποιορ Νσάντ;- Ο Έπψσαρ; ΑΝΝΑ: Ναι. Σον αγαπάψ. (Παύςη) ΛΑΡΡΤ: Βλέπεςσε κπτυά; ΑΝΝΑ: Ναι. ΛΑΡΡΤ: Από πόσε; ΑΝΝΑ: Από πέπτςι. ΢σα εγκαίνια σηρ έκθεςηρ. Είμαι ςιφαμένη. ΛΑΡΡΤ: Απίςσετση είςαι....είςαι σόςο...έξτπνη. Γιασί με πανσπεύσηκερ;

ΑΝΝΑ: ΢σαμάσηςα να σον βλέπψ. Ήθελα να σα κασαυέποτμε οι δτο μαρ. ΛΑΡΡΤ: Γιασί μοτ είπερ πψρ ήθελερ παιδιά; ΑΝΝΑ: Γιασί ήθελα. ΛΑΡΡΤ: Και σώπα θερ σα δικά σοτ παιδιά; ΑΝΝΑ: Ναι-δεν ξέπψ- ςτγγνώμη. (Παύςη) ΛΑΡΡΤ: Γιασί; ΑΝΝΑ: Σον έφψ ανάγκη. ΛΑΡΡΤ: Μα...είμαςσε ετστφιςμένοι...δεν είμαςσε; ΑΝΝΑ: Ναι. ΛΑΡΡΤ: Θα ζήςεσε μαζί; ΑΝΝΑ: Ναι. Αν θερ μένειρ εςύ εδώ. ΛΑΡΡΤ: ΢σ’απφίδια μοτ σο ςπίσι. (Η Άλιρ υεύγει) ΛΑΡΡΤ: Γιασί δεν μοτ σο είπερ μόλιρ μπήκα; ΑΝΝΑ: Υοβήθηκα. ΛΑΡΡΤ: Επειδή είςαι δειλή. Κακομαθημένη βπομιάπα.

(Μπαίνει ο Νσαν, βλέπει όσι η Άλιρ λείπει και βγαίνει σπέφονσαρ) ΛΑΡΡΤ: Νσύθηκερ επειδή πίςσεχερ πψρ μποπεί να ςε φστπήςψ; (Σην πληςιάζει) Σι νομίζειρ πψρ είμαι; ΑΝΝΑ: Με έφοτν ξαναφστπήςει. ΛΑΡΡΤ: ΋φι εγώ! Γαμάει καλά; ΑΝΝΑ: Μην σο κάνειρ ατσό. ΛΑΡΡΤ: Απάνσηςέ μοτ ςε γαμάει καλά; ΑΝΝΑ: Ναι. ΛΑΡΡΤ: Καλύσεπα από μένα; ΑΝΝΑ: Διαυοπεσικά. ΛΑΡΡΤ: Καλύσεπα; ΑΝΝΑ: Πιο σπτυεπά. ΛΑΡΡΤ: Σι ςημαίνει ατσό; ΑΝΝΑ: Ξέπειρ. ΛΑΡΡΤ: Περ μοτ.

ΑΝΝΑ: ΋φι. ΛΑΡΡΤ: Εγώ ςοτ υέπομαι ςα να ςαι ποτσάνα; ΑΝΝΑ: Μεπικέρ υοπέρ. ΛΑΡΡΤ: Γιασί άπαγε; (΢ιψπή) ΑΝΝΑ: Λτπάμαι πολύ...είςαι... ΛΑΡΡΤ: Μην σο πειρ! Μην σολμήςειρ να σο πειρ. Μην σολμήςειρ να πειρ πψρ είμαι πολύ καλόρ για ςένα. Είμαι. Αλλά μην σολμήςειρ να σο πειρ. Άννα, κάνειρ σο μεγαλύσεπο λάθορ σηρ ζψήρ ςοτ. Με αυήνειρ επειδή πιςσεύειρ πψρ δεν ςοτ αξίζει η ετστφία. ΢οτ αξίζει όμψρ , Άννα, ςοτ αξίζει. (σην κοισάζει) Πλύθηκερ γιασί είφερ πηδηφσεί μαζί σοτ; Για να μην σον μτπίςψ; Πλύθηκερ για να νιώθειρ λιγόσεπο ένοφη; Πώρ νιώθειρ σώπα; ΑΝΝΑ: Ένοφη. ΛΑΡΡΤ: Με αγάπηςερ ποσέ ςοτ; ΑΝΝΑ: Ναι. ΛΑΡΡΤ: Απφίδια.

(΢ιψπή. Ο Λαππτ βάζει σα κλάμασα) ΛΑΡΡΤ: Μη με αυήνειρ...ςε παπακαλώ ...μη με αυήςειρ. (σον αγκαλιάζει) (ξαναμπαίνει ο Νσαν) ΛΑΡΡΤ: Έφεσε πηδηφσεί εδώ; ΑΝΝΑ: ΋φι. ΛΑΡΡΤ: Γιασί όφι; (απομακπύνεσαι από ατσή) (ςκληπά) Περ μοτ σην αλήθεια. ΑΝΝΑ: Ναι. ΛΑΡΡΤ: Ποτ; ΑΝΝΑ: Εδώ. ΛΑΡΡΤ:(δείφνει ση ςεζλόνγκ) Εδώ πάνψ; Εδώ πηδηφσήκαμε για ππώση υοπά. Με ςκευσόςοτν όσαν γαμιόςοτνα; Πόσε; Πόσε σο κάνασε εδώ; ΜΙΛΑ! ΑΝΝΑ: Απόχε. (Παύςη) ΛΑΡΡΤ: Έφτςερ; ΑΝΝΑ: Γιασί σο κάνειρ ατσό; ΛΑΡΡΤ: Γιασί θέλψ να ξέπψ.

ΑΝΝΑ: (μαλακά) Ναι... ΛΑΡΡΤ: Σι; ΑΝΝΑ: Έφτςα. ΛΑΡΡΤ: Πόςερ υοπέρ; ΑΝΝΑ: Δύο. ΛΑΡΡΤ: Πώρ; ΑΝΝΑ: Ππώσα μ’έγλτχε και μεσά πηδηφσήκαμε. ΛΑΡΡΤ: ΢ε σι ςσάςη; ΑΝΝΑ: ΢σην απφή ήμοτν από πάνψ και μεσά με πήπε από πίςψ. ΛΑΡΡΤ: Σόσε έφτςερ για δεύσεπη υοπά; ΑΝΝΑ: Γιασί είναι σόςο ςημανσικό ένα γαμήςι; ΛΑΡΡΤ: Γιασί είμαι έναρ γαμημένορ ππψσόγονορ. Φαωδετόςοτν όσαν ςε πήδαγε; ΑΝΝΑ: Ναι. ΛΑΡΡΤ: Μαλακίζεςαι για πάπση σοτ; ΑΝΝΑ: Μεπικέρ υοπέρ.

ΛΑΡΡΤ: Κι εκείνορ; ΑΝΝΑ: Κάνοτμε όλα όςα κάνοτν οι άνθπψποι όσαν κάνοτν ςεξ. ΛΑΡΡΤ: ΢’απέςει να σον παίπνειρ ςσο ςσόμα; ΑΝΝΑ: Ναι. ΛΑΡΡΤ: ΢οτ απέςει ο πούσςορ σοτ; ΑΝΝΑ: Σον λασπέτψ. ΛΑΡΡΤ: ΢’απέςει να ςε φύνει ςση μάπα; ΑΝΝΑ: Ναι. ΛΑΡΡΤ: Σι γεύςη έφει; ΑΝΝΑ: ΢αν και ση δική ςοτ, αλλά πιο γλτκιά. ΛΑΡΡΤ: Ατσό είναι! ΢΄έτφαπιςσώ! ΢’ετφαπιςσώ για σην ειλικπίνειά ςοτ! Και σώπα σπάβα γαμήςοτ και χόυα. Γαμημένη καπιόλα.

΢ΚΗΝΗ 7 Ιδιαίσεπο δψμάσιο ςε ένα ςσπιπσισζάδικο. Απγά ση νύφσα. ΢επσέμβπιορ (σπειρ μήνερ μεσά).

Ακούγεσαι μοτςική από μέςα. Ο Λάππτ κάθεσαι. Υοπάει κοτςσούμι. Η Άλιρ όπθια. Υοπάει «πούφα δοτλειάρ». ΢ση ζαπσιέπα σηρ τπάπφοτν φπήμασα. Ο Λάππτ ση φαζεύει. Εκείνη φαμογελάει. Είναι καλή μαζί σοτ. ΢’ όλη ση διάπκεια σηρ ςκηνήρ γδύνεσαι απγά. (΢ιψπή) ΛΑΡΡΤ: ΢΄αγαπάψ. (Παύςη) ΑΛΙ΢: ΢ε ετφαπιςσώ. ΛΑΡΡΤ: Πώρ λέγεσαι ατσό σο δψμάσιο; ΑΛΙ΢: Paradise Suite. ΛΑΡΡΤ: Πόςερ σέσοιερ έφεσε; ΑΛΙ΢: Έξι. ΛΑΡΡΤ: Ππέπει να ςε πληπώςψ για να μοτ μιλήςειρ; ΑΛΙ΢: ΋φι, αλλά αν θερ να μοτ αυήςειρ κάσι είναι δική ςοτ επιλογή. (Ο Λάππτ βγάζει ένα εικοςάπικο. Εκείνη απλώνει σο πόδι σηρ. Ατσόρ βάζει σα λευσά ςση ζαπσιέπα.) ΢’ ετφαπιςσώ.

ΛΑΡΡΤ: Επφόμοτν εδώ ππιν είκοςι φπόνια. Ήσανε ποκάδικο. Η ςκηνή ήσαν… (πποςπαθεί να θτμηθεί, δεν μποπεί και σο αυήνει) ΋λα είναι μια έκδοςη από κάσι άλλο. (Πίνει μια γοτλιά από σο ποσό σοτ) Είκοςι φπόνια ππιν πόςψν φπονών ήςοτν; ΑΛΙ΢: Σεςςάπψν. ΛΑΡΡΤ: Σεςςάπψν! ΋σαν εγώ υοπούςα καμπάνα, εςύ υοπούςερ πάνερ. ΑΛΙ΢: Οι δικέρ μοτ πάνερ ήσαν καμπάνα. (Ο Λάππτ γελάει) ΛΑΡΡΤ: Είςαι έναρ άγγελορ. ΑΛΙ΢: ΢’ ετφαπιςσώ. ΛΑΡΡΤ: Σι γεύςη έφει σο μοτνί ςοτ; ΑΛΙ΢: Παπαδειςένια. ΛΑΡΡΤ: Πόςο καιπό σο κάνειρ ατσό; ΑΛΙ΢: Σπειρ μήνερ. ΛΑΡΡΤ: Μόλιρ ςε άυηςε δηλαδή. ΑΛΙ΢: Κάνείρ δε με άυηςε.

(Ο Λάππτ κοισάζει σο δψμάσιο) ΛΑΡΡΤ: Έφειρ ξανάπθει απόχε εδώ μέςα; ΑΛΙ΢: Ναι. ΛΑΡΡΤ: Με ποιόν; ΑΛΙ΢: Μ’ ένα ζετγάπι. Έναρ άνσπαρ και μια γτναίκα. ΛΑΡΡΤ: Σι έκανερ; ΑΛΙ΢: Φόπεχα, γδύθηκα, έςκτχα. ΛΑΡΡΤ: Σοτρ επέθιςερ; ΑΛΙ΢: Έσςι νομίζψ. ΛΑΡΡΤ: Σι ςτζησούςασε; ΑΛΙ΢: Διάυοπα. ΛΑΡΡΤ: Σοτρ είπερ σην αλήθεια; ΑΛΙ΢: Και ναι και όφι. ΛΑΡΡΤ: ΢’ εμένα λερ σην αλήθεια; ΑΛΙΚΗ: Ναι. ΛΑΡΡΤ: Και όφι;

ΑΛΙ΢: ΢οτ λέψ σην αλήθεια. ΛΑΡΡΤ: Γιασί; ΑΛΙ΢: Γιασί ατσό θερ. (Κοισάζει) ΛΑΡΡΤ: ΢ε ανάβει; ΑΛΙ΢: Μεπικέρ υοπέρ. ΛΑΡΡΤ: Χεύσπα. Μοτ λερ όσι ςε ανάβει, επειδή ατσό νομίζειρ όσι θέλψ να ακούςψ. Νομίζειρ όσι με κατλώνει ποτ κατλώνειρ; ΑΛΙ΢:

Η

ςκέχη

όσι

τγπαίνομαι

όσαν

αγνώςσοτρ δε ςε κατλώνει; ΛΑΡΡΤ: Έσςι όπψρ σο θέσειρ… ναι. (Σοτ δείφνει σον κώλο σηρ) ΛΑΡΡΤ: Μοτ σην πέυσειρ; ΑΛΙ΢: Μποπεί. ΛΑΡΡΤ: Επισπέπεσαι να μοτ σην πέυσειρ; ΑΛΙ΢: Υτςικά.

γδύνομαι

γι’

ΛΑΡΡΤ: Αλήθεια; ΑΛΙ΢: ΋φι δεν επισπέπεσαι. Παπαβαίνψ όλοτρ σοτρ κανόνερ. ΛΑΡΡΤ: Με κοποωδεύειρ. ΑΛΙ΢: (κάθεσαι απένανσί σοτ) Ναι. Επισπέπεσαι να ςσην πέυσψ. ΛΑΡΡΤ: Για να μοτ πάπειρ σα λευσά; ΑΛΙ΢: Για να ςοτ πάπψ σα λευσά μποπώ να πψ ή να κάνψ ο,σι θέλψ. ΛΑΡΡΤ: Εκσόρ απ’ σο να μ’ αγγίζειρ. ΑΛΙ΢: Δεν επισπέπεσαι να αγγίζοτμε. ΛΑΡΡΤ: ΢’ απέςει ατσόρ ο κανόναρ; ΑΛΙ΢: Μεπικέρ υοπέρ. ΛΑΡΡΤ: Άνοιξε σα πόδια ςοτ. (Σο κάνει) Πεπιςςόσεπο. (Σο κάνει)

Σι θα γινόσαν αν ςε άγγιζα σώπα; ΑΛΙ΢: Θα υώναζα σην αςυάλεια. ΛΑΡΡΤ: Και σι θα έκαναν; ΑΛΙ΢: Θα ςοτ έλεγαν να υύγειρ. ΛΑΡΡΤ: Και αν δεν έυετγα; ΑΛΙ΢: Θα ςε πέσαγαν έξψ. (Δείφνει ππορ σο κοινό) Ατσόρ ο καθπέυσηρ είναι διπλήρ όχηρ. Μαρ βλέποτν. ΛΑΡΡΤ: (Κοισάζονσαρ ππορ σο κοινό) Καλύσεπα να μην ςε αγγίξψ σόσε! Θα’ θελα να ςε αγγίξψ…μεσά... ΑΛΙ΢: Δεν είμαι ποτσάνα. ΛΑΡΡΤ: Δε θα ςε πλήπψνα. Γιασί ςε παπάσηςε ο μαλάκαρ; ΑΛΙ΢: Σι δοτλειά κάνειρ; ΛΑΡΡΤ: Μία επώσηςη! Μοτ έκανερ μία επώσηςη! ΑΛΙ΢: Και; ΛΑΡΡΤ: Μόλιρ υάνηκε μια πψγμή ςσην πανοπλία ςοτ.

ΑΛΙ΢: Δε υοπάψ πανοπλία. ΛΑΡΡΤ: Υοπάρ. Σο ςώμα ςοτ. ΑΛΙ΢: ΢ψμασέμποπορ είςαι; ΛΑΡΡΤ: (Φαμογελάει) Μοιάζψ για ςψμασέμποπορ; ΑΛΙ΢: Ναι. ΛΑΡΡΤ: Πώρ μοιάζψ δηλαδή; ΑΛΙ΢: Πλούςιορ. ΛΑΡΡΤ: Κλείςε σα πόδια ςοτ. Δεν είμαι ςψμασέμποπορ. ΑΛΙ΢: Σι έμποπορ είςαι σόσε; ΛΑΡΡΤ: Ξέπειρ σι είμαι. Γιασί λερ πψρ ςε λένε Σζαίην; ΑΛΙ΢: Γιασί έσςι με λένε. ΛΑΡΡΤ: Αλλά και οι δτο μαρ ξέποτμε πψρ δε ςε λένε έσςι. ΋λερ εδώ μέςα πποςσασεύεσε σιρ σατσόσησέρ ςαρ. (Η Άλιρ δε σοτ απανσάει) Σο κοπίσςι μέςα ποτ λέει πψρ ση λένε Αυποδίση, ποιο είναι σο ππαγμασικό σηρ όνομα;

ΑΛΙ΢: Πλούσψναρ. ΛΑΡΡΤ: Παίζειρ, ε; ΑΛΙ΢: Θερ να ςσαμασήςψ να παίζψ; ΛΑΡΡΤ: ΋φι. ΑΛΙ΢: Εςένα πψρ ςε λένε; ΛΑΡΡΤ: (ςκέυσεσαι) Νσάντ. ΑΛΙ΢: Νσάντ ο δεπμασολόγορ. ΛΑΡΡΤ: Ποσέ δε ςοτ είπα σι δοτλειά κάνψ. ΑΛΙ΢: Σο μάνσεχα. ΛΑΡΡΤ: (Σην πληςιάζει) Είςαι δτνασή. (Παύςη) Θα ‘θελα να μοτ πειρ σο όνομά ςοτ, ςε παπακαλώ. (Σηρ δίνει είκοςι λίπερ) ΑΛΙ΢: ΢’ ετφαπιςσώ. Σο όνομά μοτ είναι Σζαίην. ΛΑΡΡΤ: (Σηρ δίνει είκοςι λίπερ)

Σο αληθινό ςοτ όνομα. ΑΛΙ΢: ΢’ ετφαπιςσώ. Σο αληθινό μοτ όνομα είναι Σζαίην. ΛΑΡΡΤ: Ππόςεφε. (Σηρ δίνει είκοςι λίπερ) ΑΛΙ΢: ΢’ ετφαπιςσώ, είμαι ακόμη η Σζαίην. ΛΑΡΡΤ: Έφψ άλλα πένσε κασοςσάπικα εδώ. Σι θα έλεγερ, εγώ να ςοτ δώςψ όλα ατσά σα λευσά και εςύ να μοτ πειρ σο ππαγμασικό ςοτ όνομα. (Κοισάζει μια σον Λάππτ, μια σα λευσά) Άλιρ (Η Άλιρ κάνει να πάπει σα λευσά. Ο Λάππτ σα σπαβάει.) ΑΛΙ΢: ΢σο τπόςφομαι (Σηρ σα δίνει) ΢’ ετφαπιςσώ. Σο αληθινό μοτ όνομα είναι Σζαίην Σζόοτνρ. ΛΑΡΡΤ: Μποπεί να είμαι πλούςιορ, αλλά δεν είμαι μαλάκαρ.

ΑΛΙ΢: Κπίμα γιασπέ. Εμένα μοτ απέςοτν οι πλούςιοι και μαλάκερ. ΛΑΡΡΤ: Κόχε σιρ μαλακίερ. ΑΛΙ΢: Με ςτγφψπείρ. ΛΑΡΡΤ: ΢ε ςτγφψπώ. ΋λερ εδώ μέςα ίδιερ είςσε. Αλλάζεσε σα ονόμασά ςαρ, για να νομίζεσαι πψρ είςσε άλλερ, για να μη νσπέπεςσε ποτ δείφνεσε σα μοτνιά και σοτρ κώλοτρ ςαρ ςε γαμημένοτρ αγνώςσοτρ. Πποςπαθώ να ανοίξψ μια ςτζήσηςη. ΑΛΙ΢: ΢οτ σέλειψςαν σα φπήμασα, υιλαπάκο. ΛΑΡΡΤ: Έφψ πληπώςει για σο δψμάσιο. ΑΛΙ΢: Ατσό είναι έξσπα. (Παύςη) ΛΑΡΡΤ: ΢τνανσηθήκαμε πέπςι. ΑΛΙ΢: Με μπεπδεύειρ με άλλη. ΛΑΡΡΤ: Άγγιξα σο ππόςψπό ςοτ ςσο εγκαίνια σηρ Άνναρ. Ξέπψ πψρ πονάρ. Ξέπψ πψρ νιώθειρ. Μίληςέ μοτ. ΑΛΙ΢: ΢οτ μιλάψ.

ΛΑΡΡΤ: Μίληςέ μοτ ππαγμασικά. Δεν ήξεπα πψρ θα είςαι εδώ. Ξέπψ ποια είςαι. Αγαπάψ σην οτλή ςοτ Αγαπάψ οσιδήποσε πάνψ ςοτ πονάει. (Κλαίει) Δεν θέλει καν να με δει. Έσςι νιώθειρ και εςύ. Σο ξέπψ. ΑΛΙ΢: Δεν επισπέπεσαι να κλαιρ εδώ. ΛΑΡΡΤ: Αγκάλιαςε με. Άυηςέ με να ςε αγκαλιάςψ. (Σην πληςιάζει) ΑΛΙ΢: Σο άγγιγμα απαγοπεύεσαι. (Παύςη) ΛΑΡΡΤ: Έλα ςπίσι μοτ Άλιρ. Θα είςαι αςυαλήρ εκεί. Άςε με να ςε υπονσίςψ. ΑΛΙ΢: Δεν φπειάζομαι υπονσίδα. ΛΑΡΡΤ: ΋λοι φπειάζονσαι υπονσίδα. ΑΛΙ΢: Δεν θα γίνψ πήδημα εκδίκηςηρ. (Παύςη)

ΛΑΡΡΤ: Θα ςε πληπώςψ. ΑΛΙ΢: Δεν φπειάζομαι σα λευσά ςοτ. ΛΑΡΡΤ: Έφειρ σα λευσά μοτ. ΑΛΙ΢: ΢’ ετφαπιςσώ. ΛΑΡΡΤ: ΢’ ετφαπιςσώ, ς’ ετφαπιςσώ, ς’ ετφαπιςσώ. ΢αρ σο επιβάλλοτν να σο λέσε ςτνέφεια ατσό; ΑΛΙ΢: Απλώρ είμαι ετγενική. (Παύςη) ΛΑΡΡΤ: Έπφονσαι πολλοί άνσπερ εδώ και κλαίνε; ΑΛΙ΢: Σα’ φει σο επάγγελμα ατσά. ΛΑΡΡΤ: ΢οτ έφει απέςει ποσέ πελάσηρ; ΑΛΙ΢: Ναι. ΛΑΡΡΤ:

Βγάλε

γοτςσάπειρ;

με

απ’

ση

μιζέπια

Γιασί

εγώ

μέφπι

σώπα

μοτ.

ήμοτν

ειλικπινήρ για σα αιςθήμασά μοτ για ςένα. ΑΛΙ΢: Αιςθήμασα; ΛΑΡΡΤ: Σέλορ πάνσψν… ΑΛΙ΢: ΋φι. Δε ςε γοτςσάπψ.

Εμένα

με

απκεσά

(Παύςη) ΛΑΡΡΤ: ΢’ ετφαπιςσώ. ΢’ ετφαπιςσώ ππαγμασικά για σην ειλικπίνειά ςοτ. Επόμενη επώσηςη. Πιςσεύειρ όσι είναι δτνασόν – να με δειρ ςαν κάσι άλλο – εκσόρ από κάποιον μίζεπο μαλάκα, ποτ πεσάει σα λευσά σοτ ς’ ένα ςσπιπσιζάδικο; ΑΛΙ΢: Ατσή είναι η ςφέςη. Εςύ πληπώνειρ, εγώ δοτλεύψ. ΛΑΡΡΤ: ΢ε ςσπιπσισζάδικο είμαςσε, αρ μην σςακψθούμε για σην πολισική σοτ sex. ΑΛΙ΢: Σςακψθούμε; ΛΑΡΡΤ: Παρ γτπεύονσαρ να ςσιρ βπέξψ, κούκλα. ΑΛΙ΢: Καθόλοτ ΛΑΡΡΤ: Είςαι όμψρ κούκλα. ΑΛΙ΢: «΢’ ετφαπιςσώ» (Ο Λάππτ ανάβει σςιγάπο. Διοπθώνει ση γπαβάσα σοτ.) ΛΑΡΡΤ: Θα μοτ δανείςειρ φπήμασα να πάπψ σαξί; ΑΛΙ΢: ΋φι. ΛΑΡΡΤ: Θα ςσα δώςψ αύπιο.

ΑΛΙ΢: Απαγοπεύεσαι. Εςείρ μόνο δίνεσε λευσά. ΛΑΡΡΤ: Και σι παίπνοτμε ςαν ανσάλλαγμα; ΑΛΙ΢: Είμαςσε καλέρ μαζί ςαρ. ΛΑΡΡΤ: Και ςαρ βλέποτμε ολόγτμνερ. ΑΛΙ΢: Είναι τπέποφο. ΛΑΡΡΤ: Μόνο ποτ… νομίζεσε όσι δεν μαρ έφεσε δώςει σίποσα δικό ςαρ. Νομίζεσε όσι επειδή δεν μαρ αγαπάσε ή δεν μαρ ποθείσε ή δεν μαρ γοτςσάπεσε καν νομίζεσε όσι μαρ έφεσε νικήςει. ΑΛΙ΢: Δεν είναι πόλεμορ. ΛΑΡΡΤ: (Γελάει πολύ) Αλλά μαρ δίνεσε κάσι από σον εατσό ςαρ: Μαρ δίνεσε εικόνερ και μ’ ατσέρ μποπούμε να κάνοτμε ο,σι θέλοτμε. Αν εςείρ οι γτναίκερ μποπούςασε να δείσε έςσψ και ένα λεπσό απ’ όςα πεπνάνε από σο μταλό μαρ κάθε μέπα, θα μαρ κπεμάγασε από σα απφίδια. Δεν μποπείσε να κασαλάβεσε σην πεπιοφή. Γιασί η πεπιοφή είςσε εςείρ. Θα μποπούςα να ςοτ ζησήςψ να γδτθείρ σώπα αμέςψρ.

ΑΛΙ΢: Θερ να σο κάνψ; ΛΑΡΡΤ: ΋φι. ΛΑΡΡΤ: Περ μοτ κάσι αληθινό. ΑΛΙ΢: Σο να λέει χέμασα, είναι σο πιο διαςκεδαςσικό ππάγμα ποτ μποπεί να κάνει ένα κοπίσςι φψπίρ να βγάλει σα πούφα σηρ. Αλλά είναι καλύσεπα αν σα βγάλει. ΛΑΡΡΤ: Είςαι χτφπή. Είςαι παγψμένη ψρ σην καπδιά. (Κοισάζει ππορ σο κοινό) Σι ππέπει να κάνει κανείρ για να έφει λίγη επαυή εδώ μέςα; ΑΛΙ΢: Σην επόμενη υοπά, ίςψρ σο έφψ δοτλέχει. ΛΑΡΡΤ: ΋φι, εγώ θα ςοτ πψ σι θα δοτλέχει. Ατσό ποτ θα δοτλέχει είναι όσι θα γδτθείρ σώπα αμέςψρ, θα γτπίςειρ απγά σον κώλο ςοτ, και θα ςκύχειρ μέφπι να αγγίξειρ σο πάσψμα, για σην δικιά μοτ πποςψπική ετφαπίςσηςη. ΑΛΙ΢: Ατσό θερ; ΛΑΡΡΤ: Σι άλλο να θέλψ;

΢ΚΗΝΗ 8

Ρεςσψπαν. Απόγετμα/ Μεςημέπι. Οκσώβπιορ.( έναρ μήναρ μεσά) Ο Νσάντ κάθεσαι ς’ ένα σπαπέζι και καπνίζει. Πεπιμένει. Η Άννα μπαίνει και κάθεσαι απένανσί σοτ.

ΑΝΝΑ: ΢τγνώμη. Με ςτγφψπείρ. ΝΣΑΝΤ: (ση υιλάει) Σι έγινε; ΑΝΝΑ: Κίνηςη. Υοβεπή κίνηςη. (Κάθονσαι) Παπήγγειλερ; ΝΣΑΝΤ: Πεπιμένψ να έπθει ο ςεπβισόπορ εδώ και σπία φπόνια. (Παύςη) Λοιπόν; Πώρ ήσαν; ΑΝΝΑ: Καλά. ΝΣΑΝΤ: Υάγασε; ΑΝΝΑ: ΋φι. Ένα καυέ ήπιαμε.

ΝΣΑΝΤ: Πού; ΑΝΝΑ: Εδώ. ΝΣΑΝΤ: Εδώ;! ΑΝΝΑ: Ατσόρ σο διάλεξε. ΝΣΑΝΤ: Και μεσά; ΑΝΝΑ: Μεσά υύγαμε. ΝΣΑΝΤ: Και; ΑΝΝΑ: Δεν τπάπφει «και». ΝΣΑΝΤ: Έφεσε να… βπεθείσε σέςςεπιρ μήνερ, δεν μποπεί να μην τπάπφει «και». (Η Άννα αναςηκώνει σοτ ώμοτρ σηρ.) Πώρ είναι; ΑΝΝΑ: Φάλια. ΝΣΑΝΤ: Πώρ πάει η δεπμασολογία σοτ; ΑΝΝΑ: Έφει ανοίξει ιδιψσικό γπαυείο. ΝΣΑΝΤ: Και πώρ ςτμβαδίζει ατσό με σιρ πεποιθήςειρ σοτ; ΑΝΝΑ: Δεν σον απαςφολούν πολύ οι πεποιθήςειρ σοτ ατσόν σον καιπό.

ΝΣΑΝΤ: Έκλαιγε; ΑΝΝΑ: Λίγο. ΝΣΑΝΤ: (ειλικπινά) Σον καημένο. ΑΝΝΑ: Θύμψςερ ποτ σον είδα; ΝΣΑΝΤ: ΋φι βέβαια, Απλώρ εγώ… δεν έφψ δει σην Αλίκη. ΑΝΝΑ: Αυού δεν ξέπειρ ποτ είναι. ΝΣΑΝΤ: Ναι, αλλά ούσε πποςπάθηςα να ση βπψ. ΑΝΝΑ: Με παπακαλούςε μήνερ να σον δψ και ξέπειρ πολύ καλά γιασί σον είδα. Ήθελα να τπογπάχει σο διαζύγια. ΝΣΑΝΤ: Και; Τπέγπαχε; ΑΝΝΑ: Ναι. ΝΣΑΝΤ:

΢τγφαπησήπια.

δεύσεπη υοπά. ΢τγνώμη. (Σηρ πιάνει σο φέπι) Πώρ νιώθειρ; ΑΝΝΑ: Κοτπαςμένη.

Σώπα

είςαι

φψπιςμένη,

για

(Σηρ υιλάει σο φέπι εκείνη σο δικό σοτ) ΝΣΑΝΤ: ΢’ αγαπάψ… Και ππέπει να κασοτπήςψ. (Βγαίνει) (Ππψί. Μπαίνει ο Λάππτ και κάθεσαι απένανσί σηρ) ΛΑΡΡΤ: Καληςπέπα. ΑΝΝΑ: Γεια ΛΑΡΡΤ: Σο ςιφαίνομαι ατσό σο μαγαζί. ΑΝΝΑ: Είναι ςσο κένσπο. ΛΑΡΡΤ: ΢ιφαίνομαι σο κένσπο. ΢ιφαίνομαι ατσήν σην πόλη. ΢ιφαίνομαι σο παπελθόν και ςιφαίνομαι σο μέλλον. Σι μοτ μένει; Γύπνα πίςψ. ΑΝΝΑ: Τποςφέθηκερ. ΛΑΡΡΤ: Γύπνα πίςψ. ΑΝΝΑ: Πώρ πάει η δοτλειά; ΛΑΡΡΤ: ΢κασά. Η δοτλειά είναι ςκασά ενσάξει; (υψνάζονσαρ) Δεν έφει ςεπβισόποτρ εδώ;

΢’ αγαπάψ. ΢ε παπακαλώ γύπνα πίςψ. ΑΝΝΑ: ΋φι. (Βγάζει σα φαπσιά σοτ διαζτγίοτ και σ’ αυήνει ςσο σπαπέζι. Ο Λάππτ σα κοισάει.) Τπόγπαχέ σα ςε παπακαλώ. ΛΑΡΡΤ: Δεν έφψ ςστλό. (Η Άννα σοτ δίνει σο ςστλό σηρ) ΑΝΝΑ: Οπίςσε. (Ο Λάππτ πιάνει σο φέπι σηρ.) Άςε σο φέπι μοτ. Τπόγπαχε. ΛΑΡΡΤ: Θα τπογπάχψ μ’ έναν όπο. Υεύγοτμε αμέςψρ από ‘δψ, πηγαίνοτμε ςσο μικπό κομχό μοτ ιασπείο και εγκαινιάζοτμε σο κπεβάσι σψν αςθενών μ’ ένα σελετσαίο πήδημα. Ξέπψ πψρ δε θερ – ξέπψ πψρ με θεψπείρ άππψςσο ποτ ςοτ ζησάψ κάσι σέσοιο, αλλά ατσόρ είναι ο όπορ μοτ.

Για σον παλιό καλό καιπό, γιασί είμαι κολλημένορ μαζί ςοτ, γιασί δεν μποπώ να ςε ξεπεπάςψ εκσόρ κι αν… γιασί πιςσεύψ όσι κασά κάποιο σπόπο μοτ ουείλειρ κάσι ποτ με εξαπάσηςερ σόςο… έξοφα. Για όλοτρ ατσούρ σοτρ λόγοτρ ςε ικεσεύψ να μοτ δώςειρ σο κοπμί ςοτ. Γίνε η ποτσάνα μοτ και εγώ ςε ανσάλλαγμα θα ςε πληπώςψ με σην ελετθεπία ςοτ. Αν

σο

κάνειρ

ατσό

τπόςφομαι

να

μη

ςε

ξαναπληςιάςψ και ξέπειρ όσι κπασάψ σο λόγο μοτ. Θα τπογπάχψ σο διαζύγιο, και εν καιπώ θα ςκευσώ ακόμα και σην πιθανόσησα να μείνοτμε υίλοι. Πάψ ςσο μπαπ. Να τποθέςψ όσι πίνειρ ακόμα Vodka Tonic; (Η Άννα γνέυει κασαυασικά) (Ο Λάππτ βγαίνει. Ο Νσάντ μπαίνει.) ΝΣΑΝΤ: (κάθεσαι) Εμυανίςσηκε ο ςεπβισόπορ; ΑΝΝΑ: ΋φι. ΝΣΑΝΤ: Δεν πεινάρ; ΑΝΝΑ: ΋φι πολύ. (Κοισάζονσαι. Παύςη) ΝΣΑΝΤ: Κοιμήθηκερ μαζί σοτ, έσςι δεν είναι;

(Παύςη) ΑΝΝΑ: Ναι. «Λτπάμαι.» ΝΣΑΝΤ: Και εγώ σι πεπιμένειρ να κάνψ σώπα; ΑΝΝΑ: Να κασαλάβειρ… ελπίζψ. ΝΣΑΝΤ: Γιασί δε μοτ είπερ χέμασα; ΑΝΝΑ: Είπαμε πψρ μεσαξύ μαρ θα λέμε πάνσα σην αλήθεια. ΝΣΑΝΤ: Γιασί είναι σόςο ςημανσική η αλήθεια; Δοκίμαςε κάποια ςσιγμή να πειρ κι ένα χέμα. Είναι σο πιο ςσαθεπό ςτνάλλαγμα ςσον κόςμο. ΑΝΝΑ: Έκανα ατσό ποτ ήθελε και σώπα πια θα μαρ αυήςει ήςτφοτρ. ΢’ αγαπάψ. Σίποσα δεν σοτ έδψςα. ΝΣΑΝΤ: Σοτ έδψςερ σο κοπμί ςοτ. (πιάνει σα σςιγάπα σοτ) ΑΝΝΑ: Αν η Άλιρ επφόσαν ς’ εςένα… απελπιςμένη… και όλη ατσή η αγάπη ανάμεςά ςαρ… και ςοτ έλεγε πψρ έφει ανάγκη να ση θέλειρ, ώςσε να μποπέςει να ςε ξεπεπάςει, θα σο έκανερ.

Ούσε εμένα θα μοτ άπεςε, αλλά θα ςε ςτγφψπούςα. Γιασί θα ήξεπα, πψρ θα σο έκανερ από οίκσο, θα ‘σαν ένα πήδημα ςτμπόνιαρ. Ηθικόρ βιαςμόρ. ΋λοι σο κάνοτν. Είναι από… καλοςύνη. ΝΣΑΝΤ: ΋φι, δείλια είναι. Δεν είφερ σα κόσςια να σον αυήςειρ να ςε μιςήςει. Σο ετφαπιςσήθηκερ; ΑΝΝΑ: ΋φι. ΝΣΑΝΤ: ΢ιφαινόςοτνα; (Η Άννα δεν σοτ απανσάει) Σελείψςερ; ΑΝΝΑ: ΋φι. ΝΣΑΝΤ: Πποςποιήθηκερ; ΑΝΝΑ: …ναι… ΝΣΑΝΤ: Γιασί; ΑΝΝΑ: Για να νομίζει όσι σο ετφαπιςσήθηκα κι εγώ. Γιασί άλλο; ΝΣΑΝΤ: Αν ήςοτν η ποτσάνα σοτ, σόσε γιασί ήθελερ να σοτ δώςειρ ση φαπά, πψρ σο ετφαπιςσήθηκερ και εςύ; ΑΝΝΑ: Γιασί ατσό κάνοτν οι ποτσάνερ.

ΝΣΑΝΤ: Κάνειρ και μ’ εμένα σο ίδιο; ΑΝΝΑ: Ναι. Σο κάνψ. ΝΣΑΝΤ: Σο ‘φειρ κάνει πολλέρ υοπέρ; ΑΝΝΑ: Μια υοπά ςσιρ σπειρ. Ετφαπιςσήθηκερ; ΝΣΑΝΤ: Σην αλήθεια θέλψ. (Παύςη) ΑΝΝΑ: Έφψ πποςποιηθεί… κάποιερ υοπέρ. Δεν έφει ςημαςία. Δε με κάνειρ εςύ να σελειώςψ. Εγώ σελειώνψ… εςύ βπίςκεςαι «εκεί κάσψ» … πποςυέπονσαρ γενναία ση βοήθειά ςοτ. ΝΣΑΝΤ: Εμένα με κάνειρ να σελειώνψ. ΑΝΝΑ: Εςύ είςαι άνσπαρ. Θα σελείψνερ ακόμη και αν ςε ακούμπαγε η γιαγιά μοτ. ΝΣΑΝΤ: Μαζί σοτ ήςοτν ππιν; Γι‘ ατσό άπγηςερ; ΑΝΝΑ: Ναι. ΝΣΑΝΤ: Πού πήγασε;

ΑΝΝΑ: ΢σο καινούπιο σοτ ιασπείο. ΝΣΑΝΤ: Κπάσηςε πολύ η ςτνεδπία. (Η Άννα πποςπαθεί να σον αγγίξει.) ΑΝΝΑ: ΢ε παπακαλώ… ΝΣΑΝΤ: Σι; ΑΝΝΑ: Νσάντ, γίνε πιο δτνασόρ… από ση ζήλεια ςοτ. ΢ε παπακαλώ γίνε πιο δτνασόρ. ΝΣΑΝΤ: Σι μποπεί να είναι πιο δτνασό από ση ζήλεια; (Μεγάλη ΢ιψπή.) ΑΝΝΑ: ΋σαν κάνοτμε έπψσα γιασί δε με υιλάρ; Γιασί δε ςοτ απέςει όσαν ςοτ λέψ όσι ς’ αγαπάψ; Είμαι με ςένα. ΢ση δική ςοτ πλετπά. Μίλα μοτ. ΝΣΑΝΤ: Πονάψ. Νσπέπομαι. Σο ξέπψ όσι είναι παπάλογο, και ναι, κασαλαβαίνψ, αλλά ςε μιςώ. ΢ε αγαπάψ και δε θέλψ να ςε πηδάνε άλλοι άνσπερ, είναι σόςο πεπίεπγο (ατσό); ΑΝΝΑ: ΋φι. – Ναι! Ένα πήδημα ήσαν μόνο.

ΝΣΑΝΤ: Αν μποπείρ ακόμα να πηδιέςαι μαζί σοτ δεν σον έφειρ αυήςει. Πάει. Σελείψςε. Δεν είμαςσε αθώοι πια. ΑΝΝΑ: Μη ςσαμασάρ να μ’ αγαπάρ… Σο βλέπψ να απγοςβήνει μέςα ςοτ. Μην σο κάνειρ. ΢τγνώμη.

Ήσαν

μεγάλη

βλακεία.

Δεν

ςήμαινε

σίποσα. Αν μ’ αγαπάρ απκεσά, θα με ςτγφψπέςειρ. ΝΣΑΝΤ: Πεπνάψ εξεσάςειρ σώπα; ΑΝΝΑ: ΋φι. Νσάντ; - Κασαλαβαίνψ. ΝΣΑΝΤ: ΋φι… - Ατσόρ κασαλαβαίνει (Σην κοισάζει) ΢ε κοισάζψ και σο μόνο ποτ βλέπψ είναι ατσόν απάνψ ςοτ. Είναι έξτπνορ ο ππώην άνσπαρ ςοτ… ςφεδόν σον θατμάζψ. (΢ιψπή) ΑΝΝΑ: Σι ςκέυσεςαι;

Σην Άλιρ; ΝΣΑΝΤ: Κάποσε διάβαζα μια ευημεπίδα κι ατσή ήθελε να σην πποςέξψ. Αλλά εγώ δεν σηρ έδινα ςημαςία. Σόσε κάθιςε ςσο πάσψμα και κασούπηςε μπποςσά μοτ… Δεν είναι σο πιο γοησετσικό ππάγμα ποτ έφειρ ακούςει; ΑΝΝΑ: Γιασί μοτ οπκιζόςοτν αιώνια αγάπη αυού σο μόνο ποτ ήθελερ ήσαν ένα πήδημα; ΝΣΑΝΤ: Δεν ήθελα απλά ένα πήδημα. Ήθελα εςένα. ΑΝΝΑ: Πεπιπέσεια ήθελερ. Η αγάπη ςε κάνει να βαπιέςαι. ΝΣΑΝΤ: ΋φι, με απογοησεύει. Νομίζψ

όσι

σο

ετφαπιςσήθηκερ.

΢ε

πίφνει

ςσο

κπεβάσι, σα παλιά αςσεία – η πεπίεπγη οικειόσησα. Εγώ πιςσεύψ όσι πέπαςερ γαμάσα και η αλήθεια είναι πψρ δεν θα σο μάθψ εκσόρ κι αν πψσήςψ ατσόν. ΑΝΝΑ: Γιασί δεν σο κάνειρ, σόσε;

ΛΑΡΡΤ: Vodka Tonic για σην κτπία. (Άννα ςσον Λάππτ)

ΑΝΝΑ: Πιερ σο ποσό ςοτ και υεύγοτμε. (Ο Λάππτ σην κοισάζει) Σο κάνψ μόνο και μόνο επειδή νοιώθψ σύχειρ και ςε λτπάμαι. Σο ξέπειρ… ΛΑΡΡΤ: Ναι. ΑΝΝΑ: Αιςθάνεςαι καλά με σον εατσό ςοτ; ΛΑΡΡΤ: ΋φι. (Ο Λάππτ πίνει.) (Νσάντ ςσην Άννα) ΝΣΑΝΤ: ΢τγνώμη ΑΝΝΑ:

Δεν

σο

έκανα

για

να

πεπιςσπέυονσαι όλα γύπψ από ‘ςένα. ΝΣΑΝΤ: Σο ξέπψ. Πάμε ςπίσι μαρ. (Υιλιούνσαι) Πάψ να βπψ σαξί. (Ο Λάππτ κάθεσαι)

ςε

πληγώςψ.

Δεν

ΛΑΡΡΤ: Θα σοτ σο πειρ; ΑΝΝΑ: Δεν ξέπψ. ΛΑΡΡΤ: ΢’ ατσά σα θέμασα καλύσεπα να λερ σην αλήθεια. ΑΝΝΑ: Τπόγπαχε. ΛΑΡΡΤ: ΢ε ςτγφψπώ. ΑΝΝΑ: Τπόγπαχε. (Ο Λάππτ τπογπάυει.)

΢ΚΗΝΗ 9

Μοτςείο. Απόγετμα. Νοέμβπιορ( έναρ μήναρ μεσά). Κούκλα ενόρ Βικσψπιανού παιδιού, ένα κοπίσςι νστμένο με κοτπέλια. Πίςψ σοτ η εικόνα ενόρ δπόμοτ σοτ Λονδίνοτ γύπψ ςσο 1880. Η Άλιρ είναι μόνη σηρ. Υοπάει σο καςμιπένιο ποτλόβεπ από ση ςκηνή 5. Κοισάει σο έκθεμα. Κπασάει ένα μικπό δέμα. Μπαίνει ο Λάππτ μπαίνει. Σην κοισάει. ΛΑΡΡΤ: «Νεαπή γτναίκα, Λονδίνο». (η Άλιρ γτπίζει) Γεια ςοτ κούκλα. ΑΛΙ΢: Άπγηςερ βπψμόγεπε.

ΛΑΡΡΤ: Με ςτγφψπείρ. (Υιλιούνσαι) ...Σςοτλάκι... ΑΛΙ΢: Σο ιεπό ποτλόβεπ. Θα ςσο γτπίςψ. ΛΑΡΡΤ: ΢οτ πάει. Κπάσα σο. ΑΛΙ΢: ΢’ετφαπιςσώ. (σοτ δίνει σο πακέσο) Φπόνια πολλά. ΛΑΡΡΤ: ΢’ετφαπιςσώ. Άπγηςα γιασί πέπαςα από σο Postman’s Park. Έπιξα μια μασιά ςσο μνημείο. ΑΛΙ΢: Α. ΛΑΡΡΤ: Ναι...Α. ΑΛΙ΢: (κοισάζει σο έκθεμα) Με μιςείρ; ΛΑΡΡΤ: ΋φι. ΢ε λασπεύψ. ΑΛΙ΢: Ππέπει να μιλήςοτμε γι’ατσό; ΛΑΡΡΤ: Αν δε θερ, όφι. (η Άλιρ σον υιλάει). ΑΛΙ΢: ΢'έτφαπιςσώ. ΢οτ έφψ μια έκπληξη. ΛΑΡΡΤ: Δεν κάνειρ κι άλλη δοτλειά. (η άλιρ κοισάζει σο πολόι σοτ Λάππτ.)

ΑΛΙ΢: Πεπίμενε εδώ.(Βγαίνει) (Ο Λάππτ ανοίγει σο πακέσο και φαμογελάει. Μπαίνει η Άννα κοισάζονσαρ σο πολόι σηρ. Υοπάει σα παπούσςια ποτ σηρ έφει φαπίςει ο Λάππτ ςσην 6η ςκηνή. Κπασάει ση υψσογπαυική σηρ μηφανή και έναν υάκελο.) ΑΝΝΑ: Σι κάνειρ εςύ εδώ; ΛΑΡΡΤ: Πεπνάψ σην Κτπιακή μοτ. Εςύ; ΑΝΝΑ: Έφψ πανσεβού με σην Άλιρ. ΛΑΡΡΤ: Με ποια; ΑΝΝΑ: Σην Αλιρ σοτ Νσάντ. Σην ππώην Άλιρ σοτ Νσάντ. Μοτ σηλευώνηςε σο ππψί ςσο ςσούνσιο. Θέλει σα απνησικά σηρ υψσογπάυηςηρ ποτ σηρ είφα κάνει. ΛΑΡΡΤ: Μάλιςσα. ΑΝΝΑ: Εςύ δεν πάρ ςε μοτςεία. ΛΑΡΡΤ: Απ’ όσι βλέπειρ μάλλον λάθορ πληπουοπίερ είφερ. ΑΝΝΑ: Είςαι καλά; ΛΑΡΡΤ: Ναι. Εςύ; ΑΝΝΑ: Μια φαπά. Είναι σα γενέθλιά ςοτ ςήμεπα ΛΑΡΡΤ: Σο ξέπψ.

ΑΝΝΑ: ΢ε ςκευσόμοτν σο ππψί. ΛΑΡΡΤ: Είδερ πόςο στφεπόρ είμαι; ΑΝΝΑ: Φπόνια πολλά. ΛΑΡΡΤ: ΢’ετφαπιςσώ. ΑΝΝΑ: Δώπο; ΛΑΡΡΤ: ...ναι... ΑΝΝΑ: Σι είναι; ΛΑΡΡΤ: Μια κούνια σοτ Νεύσψνα. ΑΝΝΑ: Από ποιόν; ΛΑΡΡΤ: Από σον πασέπα μοτ. ΑΝΝΑ: Από σον Σζόν; ΛΑΡΡΤ: Απ’σην Αλίκη. Είμαςσε μαζί. Γαμιόμαςσε. Γαμάψ σην Αλίκη. Ατσή σο κανόνιςε όλο ατσό, δεν είφα ιδέα πψρ θα βπιςκόςαςσαν εδώ. ΑΝΝΑ: Ατσή είναι εγγονή ςοτ. ΛΑΡΡΤ: Απ’όσι ξέπψ όφι. Αν γνψπίζειρ κάσι πεπιςςόσεπο εςύ, περ μοτ. ΑΝΝΑ: Θα ΄ππεπε να νσπέπεςαι.

ΛΑΡΡΤ: Υτςικά και νσπέπομαι. ΑΝΝΑ: Πώρ έγινε; ΛΑΡΡΤ: Πήγα ςε ένα κλάμπ..έστφε να ναι εκεί... ΑΝΝΑ: ΢ε κλαμπ; ΛΑΡΡΤ: Ναι. Κλαμπ. ΑΝΝΑ: Εςύ δεν πάρ ςε κλαμπ. ΛΑΡΡΤ: Από σόσε ποτ άπφιςα να πηγαίνψ ςε μοτςεία, ξεκίνηςα και σο κλάμπινγκ. Νεάζψ. ΑΝΝΑ: ΢σπιπσισζάδικο ήσαν; ΛΑΡΡΤ: Να ςοτ πψ σην αλήθεια, δεν θτμάμαι. Ζηλεύειρ; (Η Άννα αναςηκώνει σοτρ ώμοτρ σηρ) Πάλι καλά. ΑΝΝΑ: Από πόσε είςσε μαζί; ΛΑΡΡΤ: Εδώ κι ένα μήνα. ΑΝΝΑ: Ππιν έπθψ ςσο ιασπείο ςοτ ή μεσά; ΛΑΡΡΤ: Σην πποηγούμενη νύφσα.Με έβαλε να σηρ κάνψ ςσπιπσίζ.

ΑΝΝΑ: Δεν θέλψ να ξέπψ. ΛΑΡΡΤ: Σο ξέπψ. Είπερ ςσο αγόπι ςοτ για εκείνη ση ςτνάνσηςη μαρ; ΑΝΝΑ: Υτςικά. ΛΑΡΡΤ: Και πώρ σο πήπε; ΑΝΝΑ: ΢αν άνσπαρ. ΛΑΡΡΤ: ΢οτ σο φα πει όσι ήσαν καλύσεπο να σοτ πειρ σην αλήθεια. ΑΝΝΑ: Είςαι παλιάνθπψπορ. ΛΑΡΡΤ: Ναι, ε; Μ’ ατσή σην υψσογπαυική μηφανή μοιάζειρ με σοτπίςσπια. ΑΝΝΑ: Είμαι σοτπίςσπια. Μη με μιςείρ. ΢ε παπακαλώ. ΛΑΡΡΤ: Είναι πιο εύκολο από σο να ς’αγαπάψ. Με σην Άλιρ... δεν είναι σίποσα. ΑΝΝΑ: Καλό σίποσα σοτλάφιςσον; ΛΑΡΡΤ: Πολύ. (κοισάζονσαι. Κονσά) Μιαρ και ςτνανσηθήκαμε έσςι στφαία θα μοτ πειρ πόσε θα μιλήςειρ με σον δικηγόπο ςοτ για κείνο σο διαζύγιο; Ακόμη πεπιμένψ.

(μπαίνει η Άλιρ) ΑΛΙ΢: Γνψπίζεςσε; ΛΑΡΡΤ: Εγώ λέψ να ςαρ αυήςψ. ΑΛΙ΢: Καλή ιδέα. Δεν σον θέλοτμε ανάμεςα ςσα πόδια μαρ όςο δοτλεύοτμε, έσςι δεν είναι; ΛΑΡΡΤ: Θα ςε δώ μεσά, μψπό.(πηγαίνει ππορ σην έξοδο. Γτπίζει. ΢σην Άννα) Ψπαία παπούσςια παπεμπιπσόνσψρ. (Ο Λάππτ βγαίνει) ΑΝΝΑ: Από πόσε έγινερ σόςο ςκληπή; ΑΛΙ΢: Έζηςα λιγάκι.(φαωδεύει σο ποτλόβεπ) ΑΝΝΑ: Είςαι ππψσόγονη. ΑΛΙ΢: Ναι είμαι. Σι κάνει ο Νσάντ; ΑΝΝΑ: Καλά είναι. ΑΛΙ΢: Σοτ είπερ πψρ θα μ’έβλεπερ; ΑΝΝΑ: ΋φι. ΑΛΙ΢: Σοτ κόβειρ σιρ κόπερ; ΑΝΝΑ: Σι; ΑΛΙ΢: Σοτ κόβειρ σιρ κόπερ;

ΑΝΝΑ: Σι θερ; ΑΛΙ΢: Σα απνησικά μοτ.( η Άννα σηρ δίνει σον υάκελο) Υψσογπαυίζειρ κάσι ατσόν σον καιπό. ΑΝΝΑ: Ναι. ΑΛΙ΢: Σί; ΑΝΝΑ: Εσοιμόπποπα κσίπια. ΑΛΙ΢: Σι ψπαία. Η ομοπυιά σηρ αςφήμιαρ. ΑΝΝΑ: Σι κάνειρ με σον Λάππτ; ΑΛΙ΢ : Σα πάνσα. Μοτ απέςει σο κπεβάσι ςοτ. Γιασί δεν έπφεςαι ένα βπάδτ; Έλα να δειρ σον άνσπα ςοτ να κλαίει ςσο ςκοσάδι. Ίςψρ βοηθήςει ση ςτνείδηςή ςοτ να αναπστφθεί κάπψρ. ΑΝΝΑ: Ξέπψ σι έφψ κάνει. ΑΛΙ΢: Σο μεγάλο σοτ ππόβλημα ατσή ση ςσιγμή είναι σο πόςο αναςσασψμένη είναι η οικογένειά σοτ. ΋πψρ υαίνεσαι ςε είφαν όλοι λασπέχει και κανείρ δεν μποπεί να κασαλάβει γιασί σα κασέςσπεχερ όλα. Κι ο Λάππτ πεπνάει ώπερ κοισώνσαρ σην κψλοσπτπίδα μοτ λερ και θα βπει καμιά απάνσηςη εκεί μέςα. Μήπψρ έφειρ κάποια ιδέα για ατσή σοτ σην πάθηςη; Γιασί δεν γτπίζειρ πίςψ; ΑΝΝΑ: Για να γτπίςει ο Νσάντ ς’εςένα;

ΑΛΙ΢: Ίςψρ. ΑΝΝΑ: Και δεν σοτ σο ζησάρ. ΑΛΙ΢: Δεν ζησιανεύψ. ΑΝΝΑ: Ο Νσάντ ςε άυηςε. Δεν σον ανάγκαςα εγώ να υύγει. ΑΛΙ΢: Αν δεν ήςοτν διαθέςιμη εςύ, σίποσα δε θα γινόσαν. Μην κπύβεςαι πίςψ από σο δάφστλό ςοτ. ΑΝΝΑ: Ήσαν λάθορ ςοτ ποτ πήδηξερ σον Λάππτ. ΑΛΙ΢: Καλά , όλοι σον πηδάνε σον Λάππτ εδώ γύπψ. ΑΝΝΑ: Είςαι σο μικπό κοπισςάκι σοτ Νσάντ. Δεν θα σοτ απέςει. ΑΛΙ΢: Σόσε μην σοτ σο πειρ. Νομίζψ πψρ μοτ σο φπψςσάρ. (η Άννα κοισάει ππορ σην άλλη) Δείφνει όμοπυη ακόμα κι όσαν είναι θτμψμένη. Η σέλεια γτναίκα. ΑΝΝΑ: Κόχ’σο γαμώσο! ΑΛΙ΢: Σώπα μιλάμε. ΑΝΝΑ: Γιασί σώπα; Γιασί ήπθερ ςε μένα σώπα;

ΑΛΙ΢: Γιασί νιώθψ απκεσά δτνασή.Μοτ πήπε πένσε μήνερ να πείςψ σον εατσό μοτ όσι δεν είςαι καλύσεπη από μένα. ΑΝΝΑ: Δεν είναι διαγψνιςμόρ. ΑΛΙ΢: Ναι είναι. ΑΝΝΑ: Δεν θέλψ να μαλώςοτμε. ΑΛΙ΢: Σόσε παπαδόςοτ! (ςιψπή. Κοισιούνσαι.) ΑΛΙ΢: (απαλά) Γιασί σο έκανερ ατσό; ΑΝΝΑ: Σον επψσεύσηκα. ΑΛΙ΢: Δεν τπάπφει πιο ηλίθια απάνσηςη «Σον επψσεύσηκα»! Λερ και δεν είφερ άλλη επιλογή. Τπάπφει μια ςσιγμή. Τπάπφει πάνσα μια ςσιγμή: Μποπώ να σο κάνψ, μποπώ να ενδώςψ ς’ατσό ή μποπώ να ανσιςσαθώ. Δεν ξέπψ πόσε ήσαν για ςένα ατσή η ςσιγμή, αλλά πάψ ςσοίφημα πψρ τπήπξε. ΑΝΝΑ: Ναι. Τπήπξε. ΑΛΙ΢: Δεν επψσεύσηκερ- ενέδψςερ ςσον πειπαςμό. ΑΝΝΑ: Εςύ σον επψσεύσηκερ. ΑΛΙ΢: ΋φι. Σον επέλεξα. Κοίσαξα μέςα ςσην σςάνσα σοτ, και είδα ατσό σο...ςάνσοτισρ... και ςκέυσηκα: «Θα δώςψ

όλη μοτ σην αγάπη ς’ατσόν σον γοησετσικό άνθπψπο, ποτ κόβει σιρ κόπερ σοτ». Δεν επψσεύσηκα. Επέλεξα να επψσετσώ. ΑΝΝΑ: Σον θερ ακόμη; ΑΛΙ΢: ...ναι... ΑΝΝΑ: Μεσά από όςα ςοτ έφει κάνει; ΑΛΙ΢: Δεν μποπείρ να κασαλάβειρ. Με...θάβει. Με κάνει αόπαση. ΑΝΝΑ: (με πεπιέπγεια) Από σι κπύβεςαι; ΑΛΙ΢: Απ’όλα. ΋λα είναι ένα χέμα. Σίποσα δεν αξίζει. ΑΝΝΑ: Πολύ εύκολο. Είναι θέμα ηλικίαρ. ΑΛΙ΢: Ναι ππάγμασι, έφειρ γεπάςει. ΑΝΝΑ: ΢οτ ζησώ ςτγγνώμη. Είφα επιλογή και διάλεξα να είμαι εγψίςσπια. ΢τγγνώμη. ΑΛΙ΢: (αναςηκώνει σοτρ ώμοτρ σηρ) ΋λοι είμαςσε εγψιςσέρ. Κι εγώ έκλεχα σον Νσαντ από κάποια άλλη. ΑΝΝΑ: Ση Ρούθ; ΑΛΙ΢: Ναι. Έγινε κομμάσια όσαν σην άυηςε. ΑΝΝΑ: Εκείνη ήπθε ποσέ να δει εςένα;

ΑΛΙ΢: ΋φι. (κοισάζονσαι) Λοιπόν;Σι θα κάνειρ; ΑΝΝΑ: Θα ςκευσώ. Πώρ είναι ο Λάππτ ςσο κπεβάσι; ΑΛΙ΢: Καλόρ. Ο Νσάντ είναι καλύσεπορ. ΑΝΝΑ: ΢κασά . Σοτλάφιςσον ο Λάππτ είναι εκεί. ΑΛΙ΢: Κι ο Νσαντ εκεί είναι- με σον δικό σοτ ήςτφο σπόπο. ΑΝΝΑ: Πεπνούν μια ζψή γαμώνσαρ και δεν θα μάθοτν ποσέ να κάνοτν έπψσα. (Παύςη) ΑΛΙ΢: Έφψ μια οτλή ςσο πόδι μοτ. Ο Λάππτ σπελαίνεσαι μ’ατσήν. Ση γλύυει ςα ςκτλί. Έφειρ καμιά ιδέα γι’ατσήν σην πάθηςή σοτ; ΑΝΝΑ: (αναςηκώνει σοτρ ώμοτρ σηρ) Δεπμασολογία; Ποιορ ξέπει; (γελάνε) Ατσό πεπνάμε. Υσάνοτμε ςση ζψή σοτρ με σιρ αποςκετέρ μαρ, ςσην απφή σιρ παίπνοτν και είναι μια φαπά κοτβαλησέρ. Εςύ σοτρ πψσάρ «οι δικέρ ςοτ αποςκετέρ ποτ είναι;» κι ατσοί κάνοτν σοτρ ανήξεποτρ. «Είναι επψσετμένοι»,δεν έφοτν αποςκετέρ. Και κάποια ςσιγμή...όσαν εςύ έφειρ απφίςει να φαλαπώνειρ..εμυανίζεσαι ένα σεπάςσιο σπιαξονικό υοπσηγό και αδειάζει πάνψ ςοτ όλερ σιρ αποςκετέρ, ποτ τποσίθεσαι πψρ δεν είφαν.

«Είφε κολλήςει ςσην κίνηςη» Αγαπούν σον σπόπο ποτ σοτρ κάνοτμε να νιώθοτν, άλλα όφι εμάρ. Αγαπούν όνειπα. ΑΛΙ΢: Σο ίδιο κι εμείρ. Ππέπει να φαμηλώςειρ σιρ πποςδοκίερ ςοτ. ΑΝΝΑ: Εύκολο να σο λερ. Δεν θέλψ να σο παίξψ κηδεμόναρ ςοτ, αλλά είςαι παιδί ακόμα. ΑΛΙ΢: Σο παίζειρ κηδεμόναρ μοτ. ΑΝΝΑ: Κι εςύ είςαι παιδί. (κοισάζονσαι) Ποιόρ είναι ο «υιλαπάκορ»; ΑΛΙ΢: Υιλαπάκορ; Δεν έφψ ιδέα. ΑΝΝΑ: Σο λέει ςσον ύπνο σοτ. ΑΛΙ΢: (φαμογελάει) Υεύγψ ΑΝΝΑ: Σα απνησικά ςοτ. ΑΛΙ΢: (ςηκώνει σον υάκελο) ΢ψςσά. Ετφαπιςσώ (σον δίνει ςσην Άννα). Κάνε ατσό ποτ ππέπει, Άννα.

(Η Άλιρ βγαίνει.) (Η Άννα κοισάζει σον υάκελο)

΢ΚΗΝΗ 10 Ιασπείο σοτ Λάππτ. Απγά σο απόγετμα. Δεκέμβπιορ( έναρ μήναρ μεσά) Ο Λάππτ κάθεσαι ςσο γπαυείο σοτ όποτ τπάπφοτν ένα σηλέυψνο, έναρ τπολογιςσήρ και μια κούνια σοτ Νεύσψνα. Ο Νσαν είναι όπθιορ και κπασάει σην σςάνσα σοτ. (΢ιψπή) ΛΑΡΡΤ: Ακούψ. ΝΣΑΝΤ: Θέλψ σην Άννα πίςψ. ΛΑΡΡΤ: Ναι; Πώρ να ςση ςσείλψ; Με courier; Ή θα πθειρ να σην παπαλάβειρ εςύ; ΝΣΑΝΤ: Μιλάψ ςοβαπά. ΛΑΡΡΤ: ΢κασά υαίνεςαι. Η Άννα έφει πάπει σην απόυαςή σηρ. (Ο Νσάντ αυήνει κάσψ σην σςάνσα σοτ) Θα μείνειρ εδώ; ΝΣΑΝΤ: ΢οτ φπψςσάψ μια ςτγγνώμη. Σην επψσεύσηκα. Δεν είφα ππόθεςη να ςε κάνψ να τπουέπειρ.

ΛΑΡΡΤ: Και πού είναι η ςτγγνώμη; Απφίδι. ΝΣΑΝΤ: ΢τγγνώμη. Αν σην αγαπάρ θα σην αυήςειρ να υύγει. ΛΑΡΡΤ: Δεν νομίζψ να σην κπασάψ υτλακιςμένη. ΝΣΑΝΤ: Αν θερ να είναι ετστφιςμένη, άυηςέ σην να υύγει. ΛΑΡΡΤ:Η Άννα δεν θέλει να είναι ετστφιςμένη. ΝΣΑΝΤ: ΋λοι οι άνθπψποι θέλοτν να είναι ετστφιςμένοι. ΛΑΡΡΤ: Οι κασαθλιπσικοί όφι. Θέλοτν να είναι δτςστφιςμένοι, για να επιβεβαιώνοτν πψρ είναι κασαθλιμμένοι. Αν ήσαν ετστφιςμένοι δεν θα μποπούςαν να είναι κασαθλιμμένοι πια. Θα έππεπε να βγοτν ςσον κόςμο και να ζήςοτν. Ππάγμα ποτ μποπεί να γίνει...πολύ κασαθλιπσικό. ΝΣΑΝΤ: Η Άννα δεν είναι κασαθλιπσική. ΛΑΡΡΤ: Δεν είναι; ΝΣΑΝΤ: Σην αγαπάψ. ΛΑΡΡΤ: Μποτ φοτ φοτ. Σο ίδιο κι εγώ. ΝΣΑΝΤ: Εςύ δεν σην αγαπάρ.

ΛΑΡΡΤ: Εςύ δεν σην αγαπάρ. Εςύ μόνο σον εατσό ςοτ αγαπάρ. ΝΣΑΝΤ: Κάνειρ λάθορ. Δεν αγαπάψ καθόλοτ σον εατσό μοτ. ΛΑΡΡΤ: Ναι σον αγαπάρ. Και ξέπειρ κάσι; Εςείρ οι εγψιςσέρ κεπδίζεσε-ο κόςμορ ςαρ ανήκει. Ψπαίορ δεν είναι; (κοισάει γύπψ σοτ) ΝΣΑΝΤ: Ψπαίο γπαυείο. Εςύ είςαι ο εγψιςσήρ. Δεν είναι η Άννα ποτ θερ- εκδίκηςη θέλειρ. Ξέπειρ γιασί επέςσπεχε ς’εςένα; ΛΑΡΡΤ: ΋φι, για περ μοτ, γιασί μποπεί να ξέπειρ εςύ. ΝΣΑΝΤ: Γιασί δεν άνσεφε να τπουέπειρ. Δεν ξέπειρ καν ποια είναι. Σην αγαπάρ όπψρ ο ςκύλορ σο αυενσικό σοτ. ΛΑΡΡΤ: Και σο αυενσικό αγαπάει σον ςκύλο, επειδή κι ατσό σον αγαπάει. Η ςτνσπουικόσησα πάνσα νικάει ςσο σέλορ σο πάθορ. ΝΣΑΝΤ: Θα σην πληγώςειρ. Δεν ππόκεισαι να σην ςτγφψπήςειρ. ΛΑΡΡΤ: Σην έφψ ήδη ςτγφψπέςει. Φψπίρ ςτγφώπεςη θα ήμαςσαν κσήνη. ΝΣΑΝΤ: Εξ αισίαρ μοτ ση γνώπιςερ...

ΛΑΡΡΤ: Ετφαπιςσώ! ΝΣΑΝΤ: Ο γάμορ ςαρ γι’ατσήν ήσαν ένα ανέκδοσο. ΛΑΡΡΤ: Άκοτ ένα καλό: δεν έςσειλε ποσέ ςσο δικηγόπο σηρ σα φαπσιά σοτ διαζτγίοτ, ποτ είφα τπογπάχει. Μποπεί για ένα πομανσικό ήπψα ςαν κι εςένα, να είμαι κάσι ςτνηθιςμένο, παπ’ όλα ατσά είμαι ατσό ποτ διάλεξε. Και ππέπει να ςεβόμαςσε Ατσό Ποτ Θέλει Η Γτναίκα. Αν λοιπόν σην ξαναπληςιάςειρ, ςοτ οπκίζομαι (φστπάει σο σηλέυψνο) θα ςε ςκοσώςψ (ςσο σηλέυψνο) Ναι. Ενσάξει.(κλείνει σο σελέυψνο) Έφψ αςθενείρ να δψ. (΢ηκώνεσαι. Βγάζει σο ςακάκι σοτ και υοπάει σην ιασπική πόμπα) ΝΣΑΝΤ: Νομίζειρ πψρ όσαν ήπθε εδώ, σο φάπηκε; ΛΑΡΡΤ: Δεν σην πήδηξα για να φαπεί ατσή. Σην πήδηξα για να γαμήςψ εςένα. Μια καλή μάφη δεν είναι ποσέ καθαπή. Και ναι, σο ετφαπιςσήθηκε, όπψρ ξέπειρ σπελαίνεσαι για ένα παπάνομο γαμήςι. ΝΣΑΝΤ: Είςαι ζώο. ΛΑΡΡΤ: Ναι. Εςύ σι είςαι; ΝΣΑΝΤ: Νομίζειρ όσι η αγάπη είναι απλή; Νομίζειρ όσι η καπδιά είναι ςαν διάγπαμμα;

ΛΑΡΡΤ: Έφειρ δει ποσέ ανθπώπινη καπδιά; Είναι ςαν γποθιά βοτσηγμένη ςσο αίμα. ΢άλσα και γαμήςοτ...παλιο...΢ΤΓΓΡΑΥΕΑ. ΧΕΤΣΗ. Σπάβα να διαςσατπώςειρ σίποσα γεγονόσα όςο εγώ θα λεπώνψ σα φέπια μοτ. ΝΣΑΝΤ: ΢ιφαίνεσαι σα φέπια ςοτ. ΢ιφαίνεσαι σην απλοωκόσησα ςοτ. ΛΑΡΡΤ: Άκοτ λοιπόν, γιασί είςαι και πολύ μαλάκαρ. Πέπαςα ολόκληπη ση βδομάδα μιλώνσαρ για ςένα. Μοτ είπε πψρ ση γαμούςερ με σα μάσια κλειςσά . Μοτ είπε πψρ σιρ νύφσερ ξύπναγερ κι έκλαιγερ για ση μαμά ςοτ ποτ πέθανε-έκλαιγε ο μπέμπηρ για ση μανούλα σοτ- θέρ να ςτνεφίςψ; Πάπ΄σο απόυαςη. Σελείψςε. Δεν γνψπίζειρ σίποσα για σην αγάπη γιασί δεν κασαλαβαίνειρ σι πάει να πει ςτμβιβαςμόρ. Εςύ δεν ξέπειρ καν...σην Άλιρ. Έφειρ ςκευσεί πώρ απέκσηςε σην οτλή σηρ; ΝΣΑΝΤ: Πόσε ςτνάνσηςερ σην Άλιρ; ΛΑΡΡΤ: ΢σην έκθεςη σηρ Άννα. Θτμάςαι; Μια οτλή ςαν επψσημασικό. Λύςε σο μτςσήπιο. ΝΣΑΝΤ: Σο έπαθε όσαν σπάκαπαν οι γονείρ σηρ. ΛΑΡΡΤ: Λερ; Εγώ πάλι πιςσεύψ πψρ σο έκανε μόνη σηρ. Σο κάνοτν κι άλλοι άνθπψποι, είναι μια χτφική πάθηςη ποτ λέγεσαι «dermatitis artefecta». Εςύ όμψρ ήςοτν

απαςφολημένορ με σιρ καλλισεφνικέρ ςοτ ανηςτφίερ και δεν έβλεπερ σι είφερ μπποςσά ςοτ. Σο κοπίσςι είναι εταίςθησο κι εύθπατςσο. Δεν ήθελε να γίνει βιβλίο. Ν’ αγαπηθεί ήθελε. ΝΣΑΝΤ: Πού σο ξέπειρ εςύ; ΛΑΡΡΤ: Γιασπόρ είμαι- ξέπψ να παπασηπώ σοτρ ανθπώποτρ.(Δίνει ςσον Νσαντ σην σςάνσα σοτ, δείφνονσάρ σοτ πψρ ππέπει να υύγει. Κονσά ) Μη μοτ βάλειρ σα κλάμασα. (ςιψπή. Ο Νσάντ ςπάει και βάζει σα κλάμασα. Ο Λάππτ σον παπασηπεί) ΝΣΑΝΤ: ΢τγγνώμη. Δεν ξέπψ σι να κάνψ. ΛΑΡΡΤ: Κάσςε (ο Νσάντ κάθεσαι) Θερ ςτμβοτλή γιασπού; Γύπνα πίςψ ςσην Άλιρ ΝΣΑΝΤ: Έφει εξαυανιςσεί. (παύςη) ΛΑΡΡΤ: ΋φι. Δεν έφει εξαυανιςσεί. Ση βπήκα κασα σύφη. Δοτλεύει ςε ένα κλαμπ. Ναι, σην είδα γτμνή. ΋φι, δεν σην πήδηξα. ΝΣΑΝΤ: Σηρ μίληςερ; ΛΑΡΡΤ: Ναι.

ΝΣΑΝΤ: Για ποιο ππάγμα; ΛΑΡΡΤ: Για ςένα. (φστπάει σο σηλέυψνο) Ναι. Να πεπιμένοτν. ΢’ ένα λεπσό.(κλείνει σο σηλέυψνο) (γπάυει ςσο ςτνσαγολόγιο) ΝΣΑΝΤ: Πώρ είναι; ΛΑΡΡΤ: ΢’αγαπάει. Οπίςσε... η ςτνσαγή ςοτ. (δίνει ση ςτνσαγή ςσον Λάππτ) Είναι σο μέπορ ποτ δοτλεύει. Πήγαινε να σην βπειρ. (κοισάζονσαι) ΝΣΑΝΤ: ΢’ετφαπιςσώ. (ο Λάππτ κοισάει σοτ υακέλοτρ σψν αςθενών ποτ έφει μπποςσά σοτ) (ο Νσάντ πάει να υύγει, αλλάζει γνώμη και δείφνει σην κούνια σοτ Νεύσψνα) ΝΣΑΝΤ: Πού σο βπήκερ ατσό; ΛΑΡΡΤ: Δώπο. Κάνειρ ακόμα μαλακίερ ςσο internet; ΝΣΑΝΤ: ΋φι σώπα σελετσαία. ΛΑΡΡΤ: Ήθελα να ςε ςκοσώςψ σόσε. ΝΣΑΝΤ: Εγώ νόμιζα πψρ ήθελερ να με γαμήςειρ. ΛΑΡΡΤ: Βγάζειρ γλώςςα; Παπεμπιπσόνσψρ μοτ άπεςε σο βιβλίο ςοτ.

ΝΣΑΝΤ: Μόνο ς’εςένα άπεςε. ΛΑΡΡΤ: Ππέπει να ςτνεφίςειρ σο γπάχιμο. ΝΣΑΝΤ: Δεν έφψ θέμα. ΛΑΡΡΤ: ΋σαν ήμοτν εννιά φπονών έναρ αςστνομικόρ μοτ έβαλε φέπι, ήσαν θείορ μοτ- ακόμη είναι. Ο θείορ Σενσ. Ψπαίορ σύπορ. Πανσπεμένορ. Έπαιζε καλό μπιλιάπδο. Μη μοτ λερ σώπα πψρ δεν μποπείρ να βπειρ θέμα. Κάθε άνθπψπορ έφει εκασομμύπια ιςσοπίερ. Ετστφώρ ποτ η ζψή σελειώνει κάποια ςσιγμή, δε θα μποπούςαμε να επιζήςοτμε απ’ατσήν. Η ςάπκα μαρ είναι κσηνώδηρ...σα ςώμασά μαρ θα μαρ ςκοσώςοτν...σα κοκάλα μαρ θα ζήςοτν πιο πολύ από εμάρ. Γπάυειρ ακόμα νεκπολογίερ; ΝΣΑΝΤ: Ναι. Με κάνανε επιμελησή. ΛΑΡΡΤ: Ναι; Πώρ κι έσςι; ΝΣΑΝΤ: Ο πποηγούμενορ επιμελησήρ πέθανε. (φαμογελάνε) Πολύ αλκοόλ. Ήμοτν μια βδομάδα μαζί σοτ ςσο νοςοκομείο. ΛΑΡΡΤ: ΢οβαπά έφψ αςθενείρ να δψ. ΝΣΑΝΤ: (δείφνονσαρ σην κούνια σοτ Νεύσψνα) Η Άλιρ μοτ είφε δώςει ένα σέσοιο. ΛΑΡΡΤ: ΢οβαπά;

ΝΣΑΝΤ: Και σο δικό ςοτ; ΛΑΡΡΤ: Ο πασέπαρ μοτ. ΝΣΑΝΤ: Ο πασέπαρ ςοτ; ΛΑΡΡΤ: Ναι, σοτ απέςοτν ατσά. ΝΣΑΝΤ: Σαξισζήρ δεν είναι; ΛΑΡΡΤ: Ναι....(δείφνονσαρ σον Νσαντ) ...δάςκαλορ; ΝΣΑΝΤ: Ιςσοπίαρ. (παύςη. ) (ο Λάππτ ξεκινάει σην κούνια σοτ Νεύσψνα) ΛΑΡΡΤ: Δεν έππεπε να μοτ σο κάνειρ ατσό. ΝΣΑΝΤ: Σο ξέπψ. ΢τγγνώμη. ΢’ετφαπιςσώ πάνσψρ. ΛΑΡΡΤ: Ποτ είςαι καλόρ. ΛΑΡΡΤ: Ναι. Είμαι καλόρ. (ο Νσαντ πηγαίνει να υύγει) Νσαντ... ΢οτ είπα χέμασα. Σην πήδηξα, σην Άλιρ. ΢τγγνώμη ποτ ςσο είπα αλλά δεν είμαι απκεσά μεγαλόχτφορ για να ςε ςτγφψπήςψ. Υιλαπάκο.

΢ΚΗΝΗ 11 Δψμάσιο Ξενοδοφείοτ. Απγά σο βπάδτ. Ιανοτάπιορ (έναρ μήναρ μεσά). Ο Νσαντ είναι ξαπλψμένορ ςσο κπεβάσι και διαβάζει. Η Άλιρ είναι ςσο μπάνιο, εκσόρ ςκηνήρ.

ΑΛΙ΢: (εκσόρ ςκηνήρ) ΔΕΙΞΕ ΜΟΤ ΣΟ ΤΥΑΚΙ. (Ο Νσαντ κανει σο πεπιυπονησικό σοτ ύυορ ππορ σο μπάνιο) ΑΛΙ΢: ΠΑΠΑΡΙΑ. ΝΣΑΝΤ: (γελώνσαρ) Μη υψνάζειρ. Θα ξτπνήςειρ όλο σο ξενοδοφείο. Είναι δύο η ώπα. (Η ΑΛΙ΢ μπαίνει. Υοπάει πτσζάμερ, κάνει πόδα και πέυσει ςσο κπεβάσι) ΑΛΙ΢ : Πήδα με. ΝΣΑΝΤ: Πάλι; Ππέπει να ςηκψθούμε ςσιρ 6:00 σο ππψί. ΑΛΙ΢: Γιασί με απογοησεύειρ ςτνέφεια; ΝΣΑΝΤ: Για να ςε κπασήςψ γοησετμένη. Θα μοτ πειρ ποτ πάμε; ΑΛΙ΢: Δικιά μοτ η έκπληξη, δικά μοτ σα έξοδα, δικοί μοτ οι κανόνερ. ΝΣΑΝΤ: (ση γαπγαλάει) Θα μοτ πειρ ποτ πάμε;

ΑΛΙ΢: (μέςα ςε πολλά γέλια) Νέα Τόπκη, Νέα Τόπκη, Νέα Τόπκη.... ΝΣΑΝΤ: Είςαι έναρ άγγελορ. Πόςη ώπα είναι η πσήςη; ΑΛΙ΢: Επσά ώπερ. ΝΣΑΝΤ: Δεν μποπώ να πεσάψ για επσά ώπερ. ΑΛΙ΢: Σο αεποπλάνο θα πεσάει. Θα ςε πποςσασέχψ. (σον υιλάει) ΢σαμάσα να υοβάςαι σα αεποπλάνα. ΝΣΑΝΤ: Δεν υοβάμαι σα αεποπλάνα, σα αεποποπικά δτςστφήμασα υοβάμαι. Πήπερ σο διαβασήπιό μοτ; ΑΛΙ΢: Υτςικά ΝΣΑΝΤ: Πού είναι; ΑΛΙ΢: Μαζί με σο δικό μοτ. ΝΣΑΝΤ: Να σο δψ. ΑΛΙ΢: Σο’φψ κπτμμένο. Κανείρ δε βλέπει ση υψσογπαυία σοτ διαβασηπίοτ μοτ. (ο ΝΣΑΝΤ σην φαωδεύει) ΑΛΙ΢: ΋σαν θα ανέβοτμε ςσο αεποπλάνο θα φοτμε κλείςει σέςςεπα φπόνια μαζί. Φπόνια μαρ πολλά, υιλαπάκο. (ςσαμασάει. Σην κοισάει)

ΝΣΑΝΤ: Πάψ να βγάλψ σοτρ υακούρ μοτ. ΑΛΙ΢: Πλύνε και σα δόνσια ςοτ. ΝΣΑΝΤ: Σι είφε μέςα σο ςάνσοτισρ; ΑΛΙ΢: Σόνο. ΝΣΑΝΤ: Σί φπώμα ήσαν σο μήλο μοτ; ΑΛΙ΢: Ππάςινο. ΝΣΑΝΤ: Ήσαν κόκκινο. ΑΛΙ΢: Ππάςινο ήσαν , και ήσαν απαίςιο. ΝΣΑΝΤ: Ποιο ήσαν σο ππώσο ππάγμα ποτ μοτ είπερ; ΑΛΙ΢: «Γεια ςοτ , άγνψςσε» Ν ΣΑΝΤ: Σι σςούλα. ΑΛΛΗ΢: Πού ήμοτν ππιν; ΝΣΑΝΤ: Για κλάμπινγκ, μεσά ςσην κπεασαγοπά και μεσά....σο θαμμένο ποσάμι. ΑΛΙ΢: Σο ποιό; ΝΣΑΝΤ: Πήγερ ςση γέυτπα για να δειρ ποτ εκβάλει εκείνο σο θαμμένο ποσάμι.

ΑΛΙ΢: Σα’ φειρ φάςει, παππού. (Ο ΝΣΑΝΤ ‘θτμάσαι’ και βγαίνει για να πάει ςσο μπάνιο. ΝΣΑΝΤ: (εκσόρ ςκηνήρ) Και πήγερ ςε κείνο σο πάπκο...με σο μνημείο. ΑΛΙ΢: Με ποιόν είφερ πάει εςύ εκεί; ΝΣΑΝΤ: (εκσόρ ςκηνήρ) Με σον πασέπα μοτ. ΑΛΙ΢: Σι φπώμα είφαν οι καπέκλερ ςσο νοςοκομείο; Κόκκινο ή κίσπινο; ΝΣΑΝΤ: Μμμμ...δεν θτμάμαι. ΑΛΙ΢: Επώσηςη παγίδα – ήσαν ποπσοκαλί. ΝΣΑΝΤ: Εςύ είςαι επώσηςη παγίδα. ΝΣΑΝΤ: Θτμάςαι ένα γιασπό; ΑΛΙ΢: ΋φι...σι γιασπό; ΝΣΑΝΤ: Τπήπφε έναρ γιασπόρ. ΢οτ έδψςε σςιγάπο. ΑΛΙ΢: ΋φι. Γιασί δεν πήγαμε ποσέ εκδπομή; ΝΣΑΝΤ: Πήγαμε. ΑΛΙ΢: Δεν μεσπάει ατσό. Σηλευψνιόςοτν ςτνέφεια με εκείνη σην ακασονόμαςση.

ΝΣΑΝΤ: Πιςσεύειρ πψρ είναι ετστφιςμένοι σώπα; ΑΛΙ΢: Ποιοι; ΝΣΑΝΤ: Η Άννα και ο Λάππτ. ΑΛΙ΢: Δεν δίνψ μία. Έλα ςσο κπεβάσι. ΝΣΑΝΤ: Ππέπει να βπψ ένα σςιγάπο. Δεν μποπώ να κασαλάβψ πώρ κασάυεπερ και σο έκοχερ... ΑΛΙ΢: Εςψσεπική δύναμη. (ξαπλώνει. Σην κπασάει, ση υιλάει και σηρ φαωδεύει σο πόδι) ΝΣΑΝΤ: Πώρ σο έπαθερ ατσό; ΑΛΙ΢: Ξέπειρ πψρ. ΝΣΑΝΤ: Πώρ; ΑΛΙ΢: Έπεςα από σο ποδήλασό μοτ επειδή δεν ήθελα να φπηςιμοποιήςψ βοηθησικέρ. ΝΣΑΝΤ: ΢ίγοτπα; ΑΛΙ΢: Ξέπειρ πώρ σο έπαθα. ΝΣΑΝΤ: Μόνη ςοτ σο έκανερ; ΑΛΙ΢: ΋φι.

ΝΣΑΝΤ: Δείξε μοτ σο διαβασήπιό ςοτ. ΑΛΙ΢: ΋φι. Είμαι άςφημη. ΝΣΑΝΤ: Πόσε θα ςσαμασήςειρ να κάνειρ ςσπιπσίζ; ΑΛΙ΢: ΢ύνσομα. ΝΣΑΝΤ: Είςαι εθιςμένη. ΑΛΙ΢: ΋φι δεν είμαι. Σο ςσπιπσίζ πληπώνει σο σαξίδι μαρ. (παύςη) ΝΣΑΝΤ: Περ μοτ σι έγινε. ΑΛΙ΢: Νσαντ...μη. Σίποσα δεν έγινε. ΝΣΑΝΤ: Αλλά ήπθε ςσο κλαμπ. ΑΛΙ΢: Πολλοί άνσπερ έπφονσαι ςσο κλαμπ. Κι εςύ ήπθερ. Έππεπε να έβλεπερ σο ύυορ ςσο ππόςψπό ςοτ. ΝΣΑΝΤ: Σο ύυορ ςσο δικό ςοτ ππόςψπο. Σι ππόςψπο. Σι πεπούκα. (σην κοισάζει) Σο λασπεύψ ατσό σο ππόςψπο...είδα ατσό σο ππόςψπο...ατσήν...σην οπσαςία. Και μεσά βπέθηκερ ςσην άςυαλσο. Ήσαν η ςσιγμή σηρ ζψήρ μοτ. ΑΛΙ΢: Σώπα είναι η ςσιγμή σηρ ζψήρ ςοτ.

ΝΣΑΝΤ: Ήςοτν σέλεια. ΑΛΙ΢: Ακόμη είμαι. ΝΣΑΝΤ: Σο ξέπψ. ΢σο δπόμο για σο νοςοκομείο...όσαν ςε είφα ςσην αγκαλιά μοτ...ςε υίληςα ςσο μέσψπο. ΑΛΙ΢: Κσήνορ. ΝΣΑΝΤ: Ο σαξισζήρ με είδε...με πώσηςε «Δικιά ςοτ είναι;» και σοτ είπα «Ναι, δικιά μοτ είναι» (ση υιλάει ςσο μέσψπο, σην κπασάει κονσά. Παλεύει με σον εατσό σοτ) Δηλαδή ήπθε ςσο club, ςε είδε να γδύνεςαι και ατσό ήσαν όλο. ΑΛΙ΢: Ναι. ΝΣΑΝΤ: Δεν με εμπιςσεύεςαι. Είμαι επψσετμένορ μαζί ςοτ, είςαι αςυαλήρ. Αν πηδηφσήκασε, πηδηφσήκασε. Απλώρ θέλψ να ξέπψ. ΑΛΙ΢: Γιασί; ΝΣΑΝΤ: (σπτυεπά) Γιασί θέλψ να ξέπψ σα πάνσα. Γιασί είμαι παπανοωκόρ. (παύςη. Σηρ φαωδεύει σο ππόςψπο) Περ μοτ... (μεγάλη ςιψπή)

ΑΛΙ΢: Σίποσα δεν έγινε. Εςύ ζούςερ με κάποιαν άλλη.

ΝΣΑΝΤ: Σι πποςπαθείρ να δικαιολογήςειρ; ΑΛΙ΢: Σίποσα δεν πποςπαθώ να δικαιολογήςψ. Απλά λέψ. ΑΛΙ΢: Σι λερ; ΝΣΑΝΤ: Δεν λέψ σίποσα. ΑΛΙ΢: Σο μόνο ποτ θέλψ είναι η αλήθεια. (ο ΝΣΑΝΤ ςηκώνεσαι) ΑΛΙ΢: Σην αλήθεια ςοτ λέψ. ΝΣΑΝΤ: Εςύ και η αλήθεια είναι γνψςσό όσι είςσε άγνψςσοι. Σοτ έφειρ κάνει ποσέ δώπο; ΑΛΙ΢: ΋φι. Πού παρ; ΝΣΑΝΤ: Για σςιγάπα. ΑΛΙ΢: Σα πάνσα είναι κλειςσά σέσοια ώπα. ΝΣΑΝΤ: Θα πάψ ςσο αεποδπόμιο. Δεν θ’απγήςψ. ΋σαν γτπίςψ, θέλψ ςε παπακαλώ να μοτ πειρ σην αλήθεια. ΑΛΙ΢: Γιασί;

ΝΣΑΝΤ: Γιασί είμαι εθιςμένορ ς’ατσήν.Γιασί φψπίρ ατσήν θα ΄μαςσαν ζώα. Εμπιςσεύςοτ με. ΢’αγαπάψ. (σην κοισάει) Σι; (΢ιψπή) ΑΛΙ΢: Δε ς’αγαπάψ πια. (παύςη) ΝΣΑΝΤ: Κοίσα...ςτγγνώμη για... ΑΛΙ΢: ΋φι, έφψ αλλάξει θέμα. Δε ς’αγαπάψ πια. ΝΣΑΝΤ: Από πόσε; ΑΛΙ΢: Από σώπα. Δεν θέλψ να πψ χέμασα και δεν μποπώ να πψ σην αλήθεια. Άπα σελειώςαμε. ΝΣΑΝΤ: Άλιρ...μη μ’αυήςειρ. (η ΑΛΙ΢ ςηκώνεσαι από σο κπεβάσι, πάει ςσο backpack σηρ, βγάζει σο διαβασήπιο σοτ ΝΣΑΝΤ και σοτ σο δίνει.) ΑΛΙ΢: ΢’έφψ ήδη αυήςει. Έφψ υύγει. «Δεν ς’αγαπάψ πια. Ανσίο.» ΝΣΑΝΤ: Γιασί δε μοτ λερ σην αλήθεια; ΑΛΙ΢: Για να μποπέςειρ να με μιςήςειρ; Γαμήθηκα με σον Λάππτ. Πολλέρ υοπέρ. Σο ετφαπιςσήθηκα. Σελείψςα. Πποσιμάψ εςένα. Σώπα υύγε. (παύςη)

ΝΣΑΝΤ: Σο ‘ξεπα. Μοτ σο είπε. ΑΛΙ΢: Σο ΄ξεπερ; ΝΣΑΝΤ: Ήθελα να μοτ σο πειρ εςύ. ΑΛΙ΢: Γιασί; ΝΣΑΝΤ: Γιασί μποπεί να 'λεγε χέμασα. Έππεπε να σ’ακούςψ από ςένα. ΑΛΙ΢: Είςαι άππψςσορ. Ποσέ δε θα ςοτ σο έλεγα, γιασί ξέπψ όσι ποσέ δεν θα με ςτγφψπούςερ. ΝΣΑΝΤ: Θα ςε ςτγφψπούςα. Σο έφψ ήδη κάνει. ΑΛΙ΢: Γιασί ςσο είπε; ΝΣΑΝΤ: Γιασ’ είναι πούςσηρ. ΑΛΙ΢: Πώρ μπόπεςε; ΝΣΑΝΤ: Γιασί ήθελε να γίνει ατσό εδώ. ΑΛΙ΢: Κι εςύ γιασί να με σεςσάπειρ; ΝΣΑΝΤ: Γιασί είμαι μαλάκαρ. ΑΛΙ΢: Ναι. Θα ς’αγαπούςα για πάνσα. Σώπα υύγε ςε παπακαλώ. ΝΣΑΝΤ: Μην σο κάνειρ ατσό, Άλιρ, μίλα μοτ.

ΑΛΙ΢: Μιλάψ- άνσε γαμήςοτ. ΝΣΑΝΤ: ΢τγφώπεςέ με, παπεξήγηςερ, δεν είφα ςκοπό ναΑΛΙ΢: Ναι είφερ. ΝΣΑΝΤ: ΢’αγαπάψ. ΑΛΙ΢: Πού; ΝΑΣΝΤ: Σι; ΑΛΙ΢: Δείξε μοτ. Πού είναι ατσή η «αγάπη»; Δεν μποπώ να ση δψ, δεν μποπώ να σην αγγίξψ, δεν μποπώ να ση νιώςψ. Μποπώ να σην ακούςψ. Ακούψ κάποιερ λέξειρ, αλλά δεν μποπώ να κάνψ σίποσα με σιρ εύκολερ λέξειρ ςοτ. ΝΣΑΝΤ: Άκοτςε με, ςε παπακαλώΑΛΙ΢: ΋σι και να πειρ είναι σώπα απγά. ΝΣΑΝΤ: (απελπιςμένα) ΢ε παπακαλώ, μην σο κάνειρ ατσό. ΑΛΙ΢: Σελείψςε. Σώπα υύγε αλλιώρ θα υψνάξψ...σην αςυάλεια. ΝΣΑΝΤ: Δεν είςαι ςσο μαγαζί ςοτ. Δεν τπάπφει αςυάλεια εδώ. (κοισάζονσαι. Παύςη. Η ΑΛΙ΢ πάει ππορ σο σηλέυψνο. Ο ΝΣΑΝΤ σην πεσάει ςσο κπεβάσι. Παλεύοτν.)

ΝΣΑΝΤ: Γιασί γαμήθηκερ μαζί σοτ; ΑΛΙ΢: Ήθελα. ΝΣΑΝΤ: Γιασί; ΑΛΙ΢: Σον γούςσαπα. ΝΣΑΝΤ: Γιασί; ΑΛΙ΢: Δεν ήςοτν εκεί. ΝΣΑΝΤ: Γιασί ατσόν; ΑΛΙ΢: Μοτ σο ζήσηςε ετγενικά. ΝΣΑΝΤ: Είςαι χεύσπα. ΑΛΙ΢: Και λοιπόν; ΝΣΑΝΤ: ΠΟΙΑ ΕΙ΢ΑΙ; ΑΛΙ΢: ΚΑΜΙΑ. (σον υσύνει ςσο ππόςψπο, σην πιάνει από σο λαιμό με σο ένα φέπι) Άνσε φσύπα με. Ατσό θέλειρ.Φσύπα με πε καπιόλη. (ςιψπή) ( Ο ΝΣΑΝΤ σην φαςσοτκίζει) (ςιψπή) ΑΛΙ΢: Έφειρ έςσψ και μια ππψσόστπη ιδέα ςσο κευάλι ςοτ;

΢ΚΗΝΗ 12 Postman’s Park. Aπόγετμα. Ιούλιορ( 6 μήνερ μεσά) Μια καλοκαιπινή μέπα. Η Άννα κοισάζει σο μνημείο.(Κπασάει ένα guide book). Ο Λάππτ ςσέκεσαι. Κπασάει 2 πλαςσικέρ κούπερ. ΑΝΝΑ: Με παπακολοτθείρ; ΛΑΡΡΤ: ΢ε παπασηπώ. ΑΝΝΑ: Υοπάρ ση πόμπα. ΛΑΡΡΤ: Ση πόμπα σοτ γιασπού. ΑΝΝΑ: Γεια ςοτ , γιασπέ Λάππτ. (Σηρ δίνει σον καυέ) ΑΝΝΑ: Ετφαπιςσώ. Σα έφειρ διαβάςει ατσά; ΛΑΡΡΤ: Ναι. Σο’ξεπα οσι θα ς’απεςει. (Ο Λάππτ ανάβει σςιγάπο) ΑΝΝΑ: (διαβάζει) Ελίζαμπεθ Μπόξαλ...εσών 17...απεβίψςε ςσην πποςπάθειά σηρ να ςώςει ένα παιδί από επίθεςη άγπιοτ αλόγοτ. 20 Ιοτνίοτ 1888. Σι κάνει η Έλεν;

ΛΑΡΡΤ: Καλά. ΑΝΝΑ: Πάνσα σο ήξεπα όσι θα κασέληγερ με μια όμοπυη νοςοκόμα. ΛΑΡΡΤ: Ναι; Πώρ; ΑΝΝΑ: Έσςι πίςσετα. Θα είςσε για πάνσα μαζί; ΛΑΡΡΤ: Δεν ξέπψ. ΋φι. ΋λοι μαθαίνοτν, αλλά κανείρ δεν αλλάζει. ΑΝΝΑ: Εςύ δεν αλλάζειρ. ΛΑΡΡΤ: Εςύ; Βγαίνειρ με κάποιον; ΑΝΝΑ: ΋φι. Πήπα ςκύλο. ΛΑΡΡΤ: Έλα! ΑΝΝΑ: Ναι! ΛΑΡΡΤ: Σι πάσςα; ΑΝΝΑ: Αδέςποσο. ΛΑΡΡΤ: Απςενικό ή θηλτκό; ΑΝΝΑ: Θηλτκό. Ση βπήκα ςσο δπόμο. ΛΑΡΡΤ: Είςαι πολύ όμοπυη.

ΑΝΝΑ: Μην απφίζειρ πάλι. ΛΑΡΡΤ: Ετφαπίςσψρ θα ςε...Αλήθεια. Πώρ πάει η δοτλειά; Υψσογπαυίζειρ σίποσα καινούπιο; ΑΝΝΑ: ΋φι. Θα πάπψ σο ςκτλί μοτ και θα πάψ για λίγο ςσην εξοφή. Θα πηγαίνοτμε βόλσερ όλη μέπα. ΛΑΡΡΤ: Μην αυήςειρ σον εατσό ςοτ. ΑΝΝΑ: Δεν θα σον αυήςψ. Δεν σον έφψ αυήςει. Άνσε και γαμήςοτ. ΛΑΡΡΤ: Μη δώςειρ σην αγάπη ςοτ ςε ένα ςκύλο. ΑΝΝΑ: Αυού εςύ δεν σην ήθελερ. Πάνσα θα τπάπφει κάποια νεόσεπη. (Η Άννα κοισάζει σο μνημείο.) (΢ιψπή) ΛΑΡΡΤ: Πώρ πέθανε; ΑΝΝΑ: Δεν ξέπψ. ΋σαν μοτ σηλευώνηςε μοτ είπε όσι έγινε φθερ βπάδτ ςση Νέα Τόπκη. Πεσάει ςήμεπα και ήθελε να μαρ δει ππιν υύγει. ΛΑΡΡΤ: Δηλαδή δεν ήσαν μαζί; ΑΝΝΑ: Φώπιςαν σον Γενάπη. ΛΑΡΡΤ: ΢οτ είπε γιασί;

ΑΝΝΑ: ΋φι. ΛΑΡΡΤ: Πώρ σον βπήκαν; ΑΝΝΑ: Ίςψρ να σον είφε ςσο διαβασήπιό σηρ ςαν σον πληςιέςσεπο ςτγγενή σηρ. Εγώ ς’έφψ ακόμα ςσο δικό μοτ – «΢ε πεπίπσψςη θανάσοτ». Ππέπει να ςε βγάλψ. Πώρ αιςθάνεςαι ποτ γύπιςερ ςσο νοςοκομείο; ΛΑΡΡΤ: Ψπαία. Η Έλεν μοτ είφε πει όσι δε θα μοτ καθόσανε μέφπι να γτπίςψ ςσο νοςοκομείο. Σι να κανα; ΑΝΝΑ: Λερ οι οικογένειερ να σο έυσιαξαν ατσό; ΛΑΡΡΤ: Τποθέσψ πψρ ναι. Οι άνθπψποι φπειάζονσαι να θτμούνσαι. Κάνει σα ππάγμασα να μοιάζοτν λιγόσεπο στφαία. ΢ιφαίνομαι ατσό σο μέπορ. ΑΝΝΑ: Γιασί; ΛΑΡΡΤ: Στπική ππάξη βικσψπιανήρ υιλανθπψπίαρ. «Να θτμάςσε σοτρ πεθαμένοτρ, ξεφάςσε σοτρ ζψνσανούρ». ΑΝΝΑ: Είςαι έναρ κτνικόρ μαλάκαρ. ΛΑΡΡΤ: Και εςύ μια αθεπάπετση πομανσική. Χάξε για σην Άλιρ Άιπιρ. ΑΝΝΑ: Λαππτ ΛΑΡΡΤ: (διαβάζει) Άλιρ Άιπιρ, κόπη φσίςση ποτ με ση θαππαλέα σηρ ςτμπεπιυοπά έςψςε σπία παιδιά από

βέβαιο θάνασο ςε πτπκαγιά ςε οικία ςσην Γιούνιον ΢σπίσ θτςιάζονσαρ ση νεαπή ζψή σηρ. 24 Αππιλίοτ 1885. Επινόηςε σον εατσό σηρ. Δεν θέλψ να υανώ αναίςθησορ, αλλά έφψ αςθενείρ να δψ. Θα δώςειρ σα ςτλλτπησήπια μοτ ςσο Νσάντ; Δεν είμαι καλόρ ςε σέσοιερ πεπιπσώςειρ. ΑΝΝΑ: Δειλόρ είςαι. ΛΑΡΡΤ: Σο ξέπψ. ΑΝΝΑ: (ςτνεφίζει να κοισάζει σο μνημείο, μεσά γτπίζει ςσον Λαππτ) Με ςκέυσεςαι καθόλοτ; (κοισάζονσαι) (μπαίνει ο Νσάντ. Υοπάει κοτςσούμι και κπασάει σην βαλίσςα από ση ςκηνή 5) ΝΣΑΝΤ: Δεν μποπούςα να υύγψ πιο νψπίρ από ση δοτλειά. ΢τγγνώμη. ΛΑΡΡΤ: Νσάντ...ςτγγνώμη...ππέπει να.... ΝΣΑΝΤ: Δεν πειπάζει. (Ο Λάππτ βγαίνει) ΝΣΑΝΤ: Καλά υαίνεςαι. ΑΝΝΑ: Καλά είμαι. (ο Νσάντ κοισάει σο μνημείο)

ΑΝΝΑ:Νσαντ... ΝΣΑΝΤ: Εδώ είφαμε κάσςει. ΑΝΝΑ: Ποιοι; ΝΣΑΝΤ: Εγώ και ο πασέπαρ μοτ, δε ςσο φα πει; ΑΝΝΑ: ΋φι, λάθορ κοπίσςι. ΢σην Άλιρ σο είφερ πει. ΝΣΑΝΤ: Σζαίην. Σο όνομά σηρ ήσαν Σζαίην Σζόοτνρ. Με πήπαν σηλέυψνο από σην αςστνομία...είπαν όσι κάποια Σζαίην ποτ ήξεπα πέθανε...-βπήκαν σην ασζένσα σηρΣοτρ είπα όσι κάνοτν κάποιο λάθορ. Φπειάςσηκε να μοτ σην πεπιγπάχοτν. Δεν τπήπφε κανείρ άλλορ να αναγνψπίςει σο πσώμα. Έχαξαν να ενσοπίςοτν σοτρ γονείρ σηρ αλλά δεν μπόπεςαν. Δεν τπήπφε ούσε καν αναυοπά για σο θάνασό σοτρ.

Ση φσύπηςε ένα αμάξι... ΢ήμεπα ποτ πήγα ςση δοτλειά...ο Γκπάφαμ πώσηςε «ποιορ σα σίναξε;». Πήγα ςσην σοταλέσα και έκλαιγα ςαν μψπό. Κάλτχα σο ππόςψπό μοτ με σα φέπια μοτ. Γιασί σι κάνοτμε ατσό;

Κάποιορ από σο Τποτπγείο Οικονομικών είφε πεθάνει. ΋λη μέπα έγπαυα ση νεκπολογία σοτ. Δεν τπάπφει φώπορ. Δεν τπάπφει απκεσόρ ...φώπορ.

Μοτ είφε πει πψρ με επψσεύσηκε επειδή έκοβα σιρ κόπερ από σο χψμί, αλλά ήσαν στφαίο...μόνο εκείνη ση μέπα...είφε ςπάςει σο χψμί ςσα φέπια μοτ, γιατσό...και είφα κόχει σιρ κόπερ.

Πποφθέρ ςτνάνσηςα ση Ρούθ. Είναι πανσπεμένη. Με ένα παιδί και πάλι έγκτορ. Πανσπεύσηκε έναν ιςπανό ποιησή. Μεσέυπαςε ση δοτλειά σοτ και σον επψσεύσηκε. Επψσεύσηκε μια ςτλλογή ποιημάσψν. Ο σίσλορ ήσαν ... «Η Μοναξιά».

Ππέπει να υύγψ. Θα φάςψ σο αεποπλάνο. (κοισάζονσαι) Ανσίο. ΑΝΝΑ: Ναί. Ανσίο. (Βγαίνοτν από διαυοπεσικέρ εξόδοτρ ) (Άδεια ςκηνή)

ΤΕΛΟΣ

View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF